summaryrefslogtreecommitdiff
path: root/old
diff options
context:
space:
mode:
Diffstat (limited to 'old')
-rw-r--r--old/20091206-30614-0.txt3847
-rw-r--r--old/20091206-30614-0.zipbin0 -> 88701 bytes
2 files changed, 3847 insertions, 0 deletions
diff --git a/old/20091206-30614-0.txt b/old/20091206-30614-0.txt
new file mode 100644
index 0000000..9c98480
--- /dev/null
+++ b/old/20091206-30614-0.txt
@@ -0,0 +1,3847 @@
+The Project Gutenberg EBook of Homer's Odyssey, Volume B, by Homer
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+
+Title: Homer's Odyssey, Volume B
+
+Author: Homer
+
+Translator: Iakovos Polylas
+
+Release Date: December 6, 2009 [EBook #30614]
+
+Language: Greek
+
+Character set encoding: UTF-8
+
+*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY, VOLUME B ***
+
+
+
+
+Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis
+
+
+
+
+Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic.
+A few corrections on typing mistakes have been included within brackets.
+
+Σημείωση: Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Μερικές
+τυπογραφικές διορθώσεις σημειώνονται με [].
+
+
+
+ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ
+ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
+
+
+
+
+ΟΜΗΡΟΥ
+ΟΔΥΣΣΕΙΑ
+
+
+ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ
+ΙΑΚ. ΠΟΛΥΛΑ
+
+
+
+ΤΟΜΟΣ Β
+ΡΑΨΩΔΙΑ Η — Μ
+
+
+
+ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
+ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΦΕΞΗ
+
+
+
+ΟΜΗΡΟΥ
+ΟΔΥΣΣΕΙΑ
+
+
+
+Ραψωδία Η
+
+
+
+Τούτα εύχετ' ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας•
+την κόρη ωστόσον έπαιρναν 'ς την πόλι τα μουλάρια.
+και ότ' έφθασε 'ς τα υπέρλαμπρα παλάτια του πατρός της
+'ς τα πρόθυρα τα εκράτησε, και ολόρθοι ολόγυρά της
+οι θεϊκοί της αδελφοί τα λύσαν απ' τ' αμάξι, 5
+κ' έμπαζαν τα φορέματα• 'ς το δώμα της η κόρη
+εσύρθη και της άναβε φωτιάν η Απειραία
+γερόντισσα Ευρυμέδουσα θεράπαινα, 'που εφέραν
+απ' την Απείρην άλλοτε τα ισόπλευρα καράβια,
+και δώρο τότ' εξαίρετον εδόθη του Αλκινόου, 10
+του βασιλέα, 'π' ως θεόν οι Φαίακες ετίμαν.
+την λευκοχέρα Ναυσικά τούτ' είχεν αναστήσει,
+και τώρα στιά της άναβε κ' ετοίμαζε τον δείπνο.
+
+Και προς την πόλι κίνησεν ο θείος Οδυσσέας•
+κ' η Αθηνά καλόθελα τον έζωσε κατάχνια, 15
+μην απαντώντας τον κανείς των ανδρικών Φαιάκων
+ανεγελάση αυτόν πικρά και ποιος είν' ερωτήση.
+και εις την τερπνήν ότ' έμελλε την πόλι να πατήση,
+κει τον απάντησε η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη,
+με σχήμα κόρης τρυφερής, 'που στάμναν εβαστούσε, 20
+κ' εμπρός του εστάθη• ερώτησεν ο θείος Οδυσσέας•
+«Παιδί μου, δεν μου έδειχνες το σπίτι του Αλκινόου,
+του ανδρός, οπ' όλων των λαών εδώ 'ναι βασιλέας;
+ξένος εγώ ταλαίπωρος φθασμένος εδώ πέρα
+μέσ' από μέρη μακρυνά, κανέναν των ανθρώπων, 25
+απ' όσους έχει τούτ' η γη και η χώρα, δεν γνωρίζω».
+
+Τότε η θεά του απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
+«Πατέρα ξένε, σένα εγώ το σπίτι οπού ζητείς με
+θα δείξω• ότ' είναι σύνεγγυς του δοξαστού πατρός μου•
+αλλά σιγά προχώρησε κ' εγώ τον δρόμο δείχνω. 30
+και μη κυττάζης άνθρωπον, μηδ' ερωτάς κανέναν,
+ότι τους ξένους τόσο αυτοί πολύ δεν υποφέρουν,
+και όποιος εδώ φθάση απ' αλλού, δεν τον περιποιούνται.
+το θάρρος έχουν 'ς τα γοργά καράβια τους και σχίζουν
+τα πέλαγα, ως εχάρισε 'ς αυτούς ο κοσμοσείστης. 35
+και ως το πτερόν ή ο στοχασμός τα πλοία τους πετιούνται».
+
+Είπε κ' επροπορεύθηκε κείνου η Παλλάδ' Αθήνη
+γοργά, και αυτός εβάδιζεν εις της θεάς τα χνάρια.
+και οι Φαίακες οι ναυτικοί ποσώς δεν τον νοήσαν
+'ς τη μέση τους ως διάβαινε την πόλιν, ότ' η Αθήνη, 40
+καλόκομη, δεινή θεά, δεν άφινε, αλλ' ομίχλην
+του έχυσε ολόγυρα πυκνήν, ότι γι' αυτόν πονούσε.
+και τους λιμέναις θαύμαζεν αυτός και τα ίσια πλοία,
+ταις αγοραίς, 'που εκάθιζαν οι ήρωες, και τα τείχη
+μακρυά, ψηλά, ξυλόφρακτα, 'π' όποιος τα ιδή θαυμάζει. 45
+και ότ' έφθασαν 'ς του βασιληά τα υπέρλαμπρα παλάτια,
+η θεά τότε ωμίλησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
+«Ιδού, ξένε πατέρα μου, το σπίτι οπού μου λέγεις•
+να δείξω• τώρ' αυτού θα ευρής τους θείους βασιλείς μας
+εις το τραπέζι• μέσα εσύ προχώρα, και η ψυχή σου 50
+ας μη δειλιάση• ο θαρρετός άνδρας εις κάθε πράξι
+κάλλια προκόβει και αν αυτός έλθη από ξένα μέρη.
+την δέσποινα πρώτα θα ευρής 'ς τα μέγαρα• και Αρήτη
+την ονομάζουν ταιριαστά• κ' εκείνη έχει προγόνους
+τους ίδιους, 'που κατάγεται ο Αλκίνοος βασιλέας. 55
+και πρώτα τον Ναυσίθοον ο σείστης Ποσειδώνας
+γέννησε και η Περίβοια, 'π' ασύγκριτη 'ς τα κάλλη
+ήταν του Ευρυμέδοντα νεωτάτη θυγατέρα,
+μεγαλοψύχου βασιληά των προπετών Γιγάντων•
+αλλ' έχασε τον ασεβή λαόν, κ' εχάθη εκείνος. 60
+ο Ποσειδώνας απ' αυτήν έλαβε τον γενναίον
+Ναυσίθοον, 'που βασιληάς εγίνη των Φαιάκων,
+κ' έλαβ' υιούς Ρηξήνορα και Αλκίνοον• τον πρώτον
+εκτύπησ' ο αργυρότοξος Απόλλωνας νυμφίον
+'ς τ' άκληρο σπίτι, όπ' άφινε μιαν μόνην θυγατέρα, 65
+'π' ο Αλκίνοος νυμφεύθηκε κατόπι, την Αρήτη•
+και αυτήν ετίμησε ως καμμιά γυναίκα δεν τιμάται
+'ς τον κόσμον άλλη απ' όσαις ζουν 'ς ανδρός την εξουσία•
+τόσον ολόψυχα τιμούν εκείνην και δοξάζουν
+τ' αγαπημένα τέκνα της, ο Αλκίνοος και μ' εκείνους 70
+όλ' οι λαοί, 'π' ως εις θεά 'ς εκείνην αναβλέπουν,
+κ' εγκάδια την καλολογούν την πόλι ότε διαβαίνει•
+ότι με νουν λαμπρότατον και αυτ' είναι στολισμένη,
+και, όπου αγαπά, και των ανδρών ταις διαφοραίς διαλύει.
+αν ίσως σ' ελεημονηθή και σ' αγαπήση εκείνη, 75
+θάρρου, θα ιδής τους ποθητούς, ογλήγορα θα φθάσης
+'ς το σπίτι το υψηλόσκεπο, 'ς την γην την πατρικήν σου».
+
+Είπε η γλαυκόφθαλμη θεά, και απ' την τερπνή Σχερία
+τ' άπατα σχίζει πέλαγα κατά τον Μαραθώνα,
+και ως φθάν' εις την πλατύδρομη την πόλι της Αθήνας 80
+'ς του Ερεχθέα τον ναόν εμβαίνει. και ο Οδυσσέας
+του Αλκίνου εμπρός 'ς τα υπέρλαμπρα δώματα μεριμνούσε
+κ' εστέκονταν, το χάλκινο κατώφλι πριν πατήση.
+ότι ως του ηλίου φαίνονταν ή της σελήνης λάμψι
+'ς το μέγα δώμα του υψηλού 'ς το φρόνημ' Αλκινόου• 85
+ότ' ήσαν τοίχοι ολόχαλκοι πέρ' από το κατώφλι
+ως μέσα, και τους έζωνε χαλυβικό στεφάνι•
+το κτίριο το καλόκτιστο χρυσαίς εκλειούσαν θύραις•
+οι παραστάταις άργυροι 'ς το χάλκινο κατώφλι•
+τ' ανώφλ' ήταν ολάργυρο, χρυσός ο κρίκος ήταν• 90
+χρυσοί 'σαν σκύλοι και αργυροί 'ς το 'να και τ' άλλο πλάγι•
+τους έπλασεν ο Ήφαιστος με την σοφή του γνώσι,
+'ς το λαμπρό δώμα του υψηλού 'ς το φρόνημ' Αλκινόου
+φύλακες να ήναι αθάνατοι και αγέραοι 'ς τον αιώνα.
+'ς τον τοίχο γύρω αραδιαστά θρονιά και εις τα δυο μέρη 95
+απ' το κατώφλι εφαίνονταν ως μέσα πέρα πέρα,
+και γυναικών καλόγνεστα γιασίδια τα εσκεπάζαν•
+'ς εκείνα επάν' οι αρχηγοί καθίζαν των Φαιάκων,
+κ' έτρωγαν μαζή κ' έπιναν, ότ' είχαν αφθονία. 100
+και εις στυλοβάταις τεχνικούς στέκονταν χρυσοί νέοι,
+κρατώντας εις τα χέρια τους λαμπάδαις αναμμέναις,
+και των συνδείπνων έφεγγαν 'ς τα δώματα την νύκτα.
+πενήντα μες το δώμα του γυναίκαις έχει δούλαις•
+άλλαις αλέθουν τον καρπό, 'που 'ναι ξανθός σαν μήλο,
+άλλαις υφαίνουσι πανί και κλώθουσι μαλλία, 105
+καθήμεναις, και, ως της ψηλής λεύκας τα φύλλα, σειούνται•
+κ' είναι τα υφάσματα κρουστά, 'που επάνω ρέει το λάδι.
+και καθώς όλων των ανδρών οι Φαίακες πρωτεύουν
+να κυβερνούν 'ς την θάλασσαν, όμοια καλαίς τεχνίτραις
+είναι η γυναίκες 'ς το πανί, ότ' η Αθηνά ταις έχει 110
+έργα διδάξει εξαίρετα και νουν λαμπρόν χαρίσει,
+και της αυλής έξω, σιμά 'ς την θύρα, μέγας κήπος
+τετράπλεθρος, και λίθινος τον περιζώνει φράκτης.
+δένδρ' αυτού μέσα υψόνονται χλωρά και φουντωμένα•
+απιδιαίς είναι και ροϊδιαίς, λαμπρόκαρπαις μηλέαις, 115
+και με γλυκόκαρπαις συκιαίς εληαίς θυμό γεμάταις.
+είναι ο καρπός τους άφθαρτος και ολοχρονής δεν λείπει,
+χειμώνα, είτε καλόκαιρον• αλλ' άπαυτα φυσώντας
+αύρα ζεφύρου άλλα γεννά και άλλα ωριμάζει νέα.
+γερά το απίδι και άλλο ανθεί, το μήλο, και άλλο μήλο, 120
+και το σταφύλι και άλλο ανθεί, το σύκο, και άλλο σύκο.
+και υπάρχει αυτού πολύκαρπο κηπάρι αμπελωμένο,
+'που μέρος έχ' ηλιακωτόν εις απλωμένο σιάδι
+και από τον ήλιο φρύγεται• σταφύλια άλλα τρυγούνται,
+άλλα πατούνται, κ' έμπροσθεν τ' αμπέλι έχει αγουρίδαις 125
+ακόμη μες το ξάνθισμα• να βάφουν αλλ' αρχίζουν.
+και τεχνικώταταις βραγιαίς 'ς ταις άκραις έχει ο κήπος
+κάθε λογής, και ολόχρονα 'ς την πρασινάδα λάμπουν.
+δυο βρύσες μέσα• απλόνεται 'ς όλον τον κήπο η μία,
+εις το κατώφλι της αυλής η άλλη αποκάτω ρέει 130
+προς το παλάτι, όθ' έπαιρναν νερόν όλ' οι πολίταις.
+τέτοιά 'χε ο Αλκίνοος άφθαρτα των αθανάτων δώρα.
+
+Εστάθη αυτού ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας
+κυττώντας, και ως εθαύμασε τα πάντα εις την ψυχήν του,
+'ς το δώμα μέσα εβάδισε περνώντας το κατώφλι. 135
+τους αρχηγούς ηύρεν αυτού και άρχονταις των Φαιάκων,
+'που με ποτήρια σπόνδιζαν 'ς τον άγρυπνον Ερμεία,
+ότι 'ς εκείνον ύστερον, πριν κοιμηθούν, σπονδίζαν.
+περνά το δώμα ο θλιβερός, ο θείος Οδυσσέας,
+κρυμμένος εις την καταχνιά, 'που 'χε τον ζώσ' η Αθήνη, 140
+ως 'π' έφθασε 'ς τους βασιλείς Αλκίνοον και Αρήτην.
+αγκάλιασε τα γόνατα εκείνος της Αρήτης,
+κ' εχύθη ευθύς οπίσω του της καταχνιάς το νέφος.
+'ς το δώμα ως είδαν άνθρωπον άφωνοι έμειναν όλοι,
+και ξυππασμένοι εκύτταζαν• ικέτευ' ο Οδυσσέας• 145
+«Αρήτη, του Ρηξήνορα ω κόρη του ισοθέου,
+'ς τον άνδρα σου ο πολύπαθος προσπέφτω και εις εσένα,
+και εις τους συνδείπνους• οι θεοί να τους χαρύνουν ζώντας,
+και των παιδιών 'ς το σπίτι του καθείς να παραδώση
+το είναι του, και την τιμή, 'που του 'χει δώσει ο δήμος. 150
+κ' εμέ στείλετε ογλήγορα να φθάσω εις την πατρίδα,
+'πώχω καιρούς 'που αδημονώ μακράν των ποθητών μου».
+
+Είπε και χάμου εκάθισε 'ς την στάκτη της γωνίστρας,
+σιμά 'ς την στια• και ησύχαζαν κ' εσιωπούσαν όλοι•
+και αργά 'ς αυτούς ωμίλησεν ο Εχένηος ο γέρος, 155
+ο ήρωας ο αρχαιότερος των άλλων των Φαιάκων•
+και παλαιά πολλά 'ξευρε κ' ήταν 'ς τους λόγους πρώτος•
+τούτος αγόρευσε 'ς αυτούς με καλή γνώμη κ' είπε•
+«Αλκίνοε, δεν είν' εύμορφον, ουδ' είναι πρέπον τούτο,
+χάμου ο ξένος να κάθεται 'ς την στάκτη της γωνίστρας• 160
+τούτοι κρατιούνται, ότι ο καθείς τον λόγον σου αναμένει.
+αλλά τον ξένον σήκωσε, και εις ασημένιον θρόνον
+κάθισε αυτόν, και πρόσταξε κρασί να συγκεράσουν
+οι κήρυκες, να κάμουμε σπονδαίς του βροντοφόρου
+Διός, οπού τους σεβαστούς ικέταις συνοδεύει• 165
+και απ' ό,τι έχ' η κελλάρισσα δείπνον του ξένου ας δώση».
+
+Ο Αλκίνοος τούτ' ως άκουσεν από το χέρι επήρε
+αμέσως τον πολύγνωμον ανδρείον Οδυσσέα,
+και απ' την γωνίστρα 'ς το θρονί τον κάθισεν, απ' όπου
+σήκωσε τον Λαοδάμαντα, τον ανδρικόν υιόν του, 170
+οπού σιμά του εκάθιζε, τον πολυαγαπημένον.
+και νίψιμο η θεράπαινα φέρει και από προχύτην
+του χύνει, εύμορφον, χρυσόν, εις αργυρή λεκάνη,
+για να νιφθή• κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός του•
+η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει, 175
+και απ' όσα φαγιά φύλαγεν, άφθονα του προσφέρει.
+έτρωγεν ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας•
+και ο Αλκίνοος προς τον κήρυκα• «Ποντόνοε, συγκέρνα
+εις τον κρατήρα το κρασί, και μοίρασέ το εις όλους
+ολόγυρα, όπως κάμουμε σπονδαίς του βροντοφόρου 180
+Διός, οπού τους σεβαστούς ικέταις συνοδεύει».
+
+Είπε• και το γλυκύτατο κρασί συγκέρνα εκείνος,
+και εις όλους έδωσε απαρχή 'ς τα γεμιστά ποτήρια.
+αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελ' η ψυχή τους,
+'ς την μέση τους ο Αλκίνοος τον λόγον πήρε κ' είπε• 185
+«Προσέξετ', όλ' οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων,
+να φανερώσω εγώ 'ς εσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει.
+αφ' ού δειπνήσετ' άμετε ν' αναπαυθήτε τώρα•
+και ως φέξη, μέγα κάλεσμα θα γείνη των γερόντων•
+τον ξένον θα ξενίσουμε, και, αφού των αθανάτων 190
+καλά προσφέρουμεν ιερά, θα 'χουμε την φροντίδα
+τον ξένον μας να στείλουμε, χωρίς κόπον ή λύπη,
+με ιδική μας συνοδιά, να φθάσ' εις την πατρίδα,
+πασίχαρος, ογλήγορα, όσο μακράν και αν είναι•
+ώστε κακό 'ς το μεταξύ και βλάβη να μη πάθη 195
+την γην του πριν πατήση αυτός' εκεί κατόπι θα 'χη
+όσ' απ' αρχής η μοίρα του και η κλώστραις η βαρείαις,
+η μάννα ότε τον γέννησεν, εκείνου ελινογνέσαν.
+και αν τούτος πάλ' είναι θεός, οπ' ουρανόθεν ήλθε,
+κάτι άλλο τότ' οι αθάνατοι μ' αυτό μας οργανίζουν• 200
+ότι ως τα τώρ' ασκέπαστοι 'ς εμάς φανερωθήκαν
+οι αθάνατοι, όταν σφάζουμε ταις πλούσιαις εκατόμβαις•
+μ' εμάς συντρώγουν, και όπου εμείς κ' εκείνοι συγκαθίζουν•
+και αν μόνος εις τον δρόμον του κανείς τους απαντήση,
+δεν κρύβονται, ότι συγγενείς τους είμασθε, όπως είναι 205
+οι Κύκλωπες και τ' άγρια τα γένη των Γιγάντων».
+
+Και απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας•
+«Κάθε άλλην έχε μέριμναν, Αλκίνοε• δεν ομοιάζω
+των αθανάτων, πώχουσι των ουρανών τους θόλους,
+'ς την πλάσι, και 'ς τ' ανάστημα• θνητός άνθρωπος είμαι. 210
+και όσους θνητούς γνωρίζετε να δέρν' η δυστυχία,
+'ς τα πάθη εδύνομουν εγώ να συγκριθώ μ' εκείνους•
+κ' είχα εγώ ακόμη πλειότερα κακά να εξιστορήσω,
+όσ' από θείαν θέλησιν όλα μαζή μ' ευρήκαν.
+είμ' άθλιος• αλλ' αφήστε με για τώρα να δειπνήσω• 215
+ότι άλλο πράγμ' αναίσχυντο δεν είναι ως η κοιλία•
+τον εαυτόν της η σκληρή να στοχασθής σε βιάζει,
+όσα και αν έχης βάσανα και λύπαις 'ς την ψυχήν σου.
+κ' εγώ 'χω λύπη 'ς την ψυχή, και ιδού πάντοτ' εκείνη
+ζητεί να φάγω και να πιω, και όσα 'χω παθημένα 220
+μου σβύνει από τον λογισμό και να γεμίση θέλει.
+σεις πάλι όλα ετοιμάσετε, άμα φωτίσ' η ημέρα,
+όπως πατήσ' ο άμοιρος την γην την πατρικήν μου,
+αν και πολλά 'παθα κακά• να ιδώ, και ας αποθάνω,
+το κτήμα μου, τους δούλους μου, και το υψηλό παλάτι». 225
+
+Αυτά 'πε, και όλοι εδέχθηκαν τον λόγον του και είπαν
+ο ξένος να προβοδηθή, ότ' είχε ορθά 'μιλήσει.
+και αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελ' η ψυχή τους,
+τότε καθείς 'ς τα σπίτια τους επήγαν να πλαγιάσουν.
+αλλ' έμενε εις το μέγαρον ο θείος Οδυσσέας, 230
+κ' η Αρήτη και ο θεόμορφος Αλκίνοος σιμά του
+καθόνταν και απ' την τράπεζα παίρναν τα σκεύ' η κόραις•
+'ς αυτόν επρωτομίλησεν η Αρήτ' η λευκοχέρα,
+ότ'είδ' αυτή κ' εγνώρισεν ευθύς το επανωφόρι,
+και τον χιτώνα, ενδύματα λαμπρά, 'που τα 'χε κάμει 235
+αυτή με ταις γυναίκαις της• κ' είπε 'ς τον Οδυσσέα•
+«Ξένε, το εξής πρώτον εγώ θα σ' ερωτήσω• ποίος
+είσαι; από πού; τα ενδύματα τούτα ποιος σ' έχει δώσει;
+δεν λες 'που θαλασσόδαρτος εβγήκες εδώ πέρα;»
+
+Και απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνην Οδυσσέας• 240
+«Είναι, ω βασίλισσα, βαρύ να είπω ένα προς ένα
+τα πάθη μου, επειδή πολλά οι αθάνατοι μου δώσαν•
+τούτο εγώ μόνον θα σου ειπώ, 'που μ' ερωτάς να μάθης.
+κάποιο νησί 'ς τα πέλαγα μακράν είν', η Ωγυγία,
+όπου η δολία Καλυψώ, του Άτλαντα θυγατέρα, 245
+καλόκομη, δεινή θεά, την κατοικία της έχει,
+και ούτε θεός ούτ' άνθρωπος συγκοινωνεί μ' εκείνην.
+αλλ' ο θεός εμ' έφερε τον άθλιο 'ς την γωνιά της
+πάντερμον, ότι το γοργό καράβι μου 'χε ο Δίας
+με τον λευκό του κεραυνό σχίσει 'ς το μαύρο κύμα. 250
+και οι σύντροφοι μου εχάθηκαν, κ' έπιασα την καρίνα
+αγκαλιαστά, και μ' έδερνεν η θάλασσ' εννηά 'μέραις•
+και ότ' ήλθε η δέκατη νυκτιά, οι αθάνατοι μ' εφέραν
+'ς της Ώγυγίας το νησί, αυτού, 'που κατοικάει
+η Καλυψώ καλόκομη, δεινή θεά, κ' εκείνη 255
+μ' εδέχθη και μ' εξένιζε, μ' έτρεφε κ' είχε γνώμη
+αθάνατον και αγέραστον εμέ να καταστήση•
+αλλά ποτέ δεν έπειθε 'ς τα στήθη την ψυχή μου.
+κ' έμεινε αυτού χρόνους επτά, κ' έβρεχα εγώ με δάκρυα
+τα άφθαρτα φορέματα, 'που μου 'χε δώσει εκείνη. 260
+αλλ' ότε ο χρόνος όκτατος 'ς τον κύκλο του μ' ευρήκε,
+τότε μ' επαρακίνησε να υπάγω εις την πατρίδα•
+η προσταγή 'ταν του Διός ή μόνη άλλαξε γνώμη.
+μέσα εις πολύδεσμη πλωτή με προβοδά και βάζει
+άρτον, κρασί, και μ' άφθαρτα φορέματα μ' ενδύνει, 265
+κ' έστειλε πρύμον άβλαβον οπού χλιός εφύσα.
+ημέραις έπλεα δεκαεπτά σχίζοντας τα πελάγη,
+και την δεκάτην όκτατη φανήκαν τα ισκιωμένα
+της γης σας όρη• εχάρηκε 'ς τα στήθη μου η καρδία
+του δύστυχου, και συμφορά μ' εκαρτερούσε ακόμη 270
+μεγάλη, οπού μου εκίνησεν ο σείστης Ποσειδώνας,
+κ' έσπρωξε ανέμους κατά με και μου 'κλεισε τον δρόμο,
+αγριεύοντας την θάλασσαν, ουδ' άφινε το κύμα
+εμέ, 'που συχνοστέναζα, μες την πλωτή να μένω•
+και η τρικυμιά την σκόρπισε• και τότε κολυμπώντας 275
+έσχισ' αυτήν την άβυσσον, ως 'που σιμά 'ς την γην σας
+εμ' έφερε της θάλασσας η ορμή και των ανέμων.
+και αν εις την γη τότ' έβγαινα το κύμα θα μ' ενίκα,
+εις τραναίς πέτραις σπώντας με και εις άτερπνο ακρογιάλι.
+αλλ' αποσύρθηκ' απ' την γη και κολυμπώντας ήλθα 280
+'ς τον ποταμό, 'που κάλλιστος αυτού μου εφάνη ο τόπος,
+χωρίς πέτραις και απάνεμος• 'ς του ποταμού την άκρη
+έπεσα ψυχοπιάνοντας, κ' ήλθεν η νύκτα η θεία.
+και απ' το ουρανοκαταίβατο ποτάμι πέρα εβγήκα
+και κάτω από χαμόδενδρα 'ς τα φύλλα στοιβασμένα 285
+πλάγιασα, και ατελεύτητον θεός μου εχάρισ' ύπνο•
+αυτού 'ς τα φύλλα με καρδιάν θλιμμένην εκοιμώμουν
+ολονυκτής και την αυγήν, ως την μισήν ημέρα•
+και ο ήλιος όταν έκλινε, μ' άφησ' ο γλυκός ύπνος,
+κ' ένοιωσα ταις θεράπαιναις της κόρης σου, 'που επαίζαν 290
+'ς την όχθη• και ώμοιαζε θεά 'ς την μέση τους εκείνη•
+'ς αυτήν επρόσπεσα, και αυτή με νουν ορθόν και γνώσι
+εφέρθηκεν, ανέλπιστα 'ς την νέαν ηλικία•
+και ηξεύρουμ' ότι αστόχαστοι συνήθως είναι οι νέοι.
+και μου 'δωσ' άρτον και λαμπρό κρασί και εις το ποτάμι 295
+μ' έλουσε, και τα ενδύματά μου έδωσε τούτ' ακόμη.
+ιδού μ' όλον τον πόνο μου σου 'πα όλην την αλήθεια».
+
+Και προς αυτόν ο Αλκίνοος απάντησε και του 'πε•
+«Ω ξένε, η θυγατέρα μου έσφαλε εις τούτο μόνον,
+ότι με ταις θεράπαιναις και σε δεν έχει φέρει 300
+'ς το σπίτι μας• και συ 'ς αυτήν πρωτόπεσες ικέτης».
+
+Και απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας•
+
+«Ήρωα, γι' αυτό την άπταιστη παρθένα μη μου ψέγης•
+ειπεν αυτή κατόπι της να υπάγω με ταις κόραις•
+μόνον εγώ δεν ήθελα από εντροπή και φόβο, 305
+μην η ψυχή σου, όταν με ιδής, αγριέψη ότι θυμώδεις
+εδώ 'ς την γην όλ' είμασθε, τα γένη των ανθρώπων».
+
+Και προς αυτόν ο Αλκίνοος απάντησε και του 'πε•
+«Δεν έχω εγώ 'ς τα στήθη μου τέτοιαν ψυχήν, ω ξένε,
+'που να χωλεύωμ' άδικα' καλ' είναι 'ς όλα η τάξι• 310
+και άμποτε ο Δίας, η Αθηνά, και ο Απόλλωνας να κάμουν
+τέτοιος, ως είσαι, σύμφωνος μ' ό,τ' η ψυχή μου θέλει,
+την κόρη μου να πάρης συ, να ονομασθής γαμβρός μου,
+κ' εδώ να μένης• κτήματα θα σου 'διδα και σπίτι,
+αν έμενες αυτόθελα• κανένας των Φαιάκων 315
+δεν θα σε βιάση να σταθής• μη δώση τούτ' ο Δίας.
+και μάθε ότι αποφάσισα να σε ξεπροβοδήσω
+αύριο και θα 'σαι τότε συ 'ς τον ύπνο βυθισμένος,
+και αυτοί σιγά την θάλασσα θα σχίζουν ως να φθάσης
+'ς την γην σου, 'ς το παλάτι σου, 'ς όποιο σ' αρέσει μέρος, 320
+και αν πολύ μακρύτερα και από την Εύβοιαν είναι,
+'που εις άκρη κόσμου ευρίσκεται, ως οι 'δικοί μας λέγουν,
+οπού την είδαν, ότ' εκεί τον ξανθομάλλη έφεραν
+Ραδάμανθυ, τον Τιτυό να ευρή, της Γης τον γόνο.
+και όμως έπλευσαν ως εκεί, και χωρίς κόπο φθάσαν 325
+μονοημερής, κ' εγύρισαν οπίσω εις την πατρίδα.
+τότε θα ιδής τα πλοία μου, και οι νέοι πόσο αξίζουν,
+και πώς την θάλασσα σκορπούν με του κουπιού την σπάθη».
+
+Αυτά 'πε, και ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας
+εχάρηκε, κ' επρόφερεν ευχή• «Πατέρα Δία, 330
+εις όσα είπ' ο Αλκίνοος, τέλος να 'δώση 'ς όλα•
+και η φήμη εκείνου πάντοτε 'ς την γην την σιτοδώρα
+να μένη άσβεστη, κ' εγώ να φθάσω εις την πατρίδα».
+Αυτούς τους λόγους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους•
+τότ' είπε εις ταις θεράπαιναις η Αρήτ' η λευκοχέρα 335
+να στρώσουν εις την αίθουσα, να βάλουν μέσα ωραία
+και πορφυρά σκεπάσματα, και τάπηταις επάνω,
+και χλαίναις κάτωθε κρουσταίς να 'χη να ταις φορέση.
+κ' εβγήκαν απ' το μέγαρο, με φως 'ς τα χέρια, εκείναις•
+και άμ' έστρωσαν με προσοχή την στερεωμένην κλίνη, 340
+'ς τον Οδυσσέα σίμωσαν και τον παρακινούσαν•
+«σήκω να πας να κοιμηθής, ω ξένε• η κλίνη εστρώθη».
+είπαν και μ' ευχαρίστησι και αυτός είδε την κλίνη.
+
+Εκεί τότε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας
+κοιμώνταν εις την αίθουσα, 'ς το τορνευτό κρεββάτι• 345
+'ς του παλατιού τ' απόκρυφα και ο Αλκίνοος αναπαύθη,
+και η σύντροφος του η δέσποινα του ευτρέπιζε την κλίνη.
+
+
+
+Ραψωδία Θ
+
+
+
+Εφάνη η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη,
+και ο σεβαστός Αλκίνοος εγέρθη από την κλίνη•
+εγέρθη και ο πορθητής, ο θείος Οδυσσέας•
+και ο σεβαστός Αλκίνοος εκείνον ωδηγούσε
+'ς την αγορά, 'που οι Φαίακες είχαν σιμά 'ς τα πλοία. 5
+ήλθαν κ' εκάθισαν μαζή 'ς τους στιλβωμένους λίθους.
+και ωμοιώθη προς τον κήρυκα του φρόνιμου Αλκινόου
+η Αθηνά, κ' εγύριζε την πόλι, μελετώντας
+τον γενναιόφρονα Οδυσσηά να φέρη 'ς την πατρίδα•
+τους άνδραις επλησίαζε, του καθενός ωμίλει• 10
+«Εμπρός, πηγαίνετε, αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων,
+'ς την αγορά ν' ακούσετε τον ξένον, 'που 'λθε τώρα
+νεόφερτος 'ς τα δώματα του φρόνιμου Αλκινόου,
+ριμμένος από τρικυμιά, και των θεών ομοιάζει».
+
+Είπε και όλων εκίνησε σφοδρά την προθυμία• 15
+κ' η αγοραίς εγέμισαν ευθύς και τα θρονία
+από το πλήθος• και πολλοί τον γόνον του Λαέρτη
+τον συνετόν εθαύμαζαν ότι με χάρι θεία
+τους ώμους και την κεφαλή του λάμπρυνεν η Αθήνη,
+και όλον τον εμεγάλυνε 'ς τα μάτια των ανθρώπων, 20
+ώστε εις όλους τους Φαίακαις αγαπητός να γείνη,
+και φοβερός και σεβαστός, και πράξη τους αγώναις,
+'ς όσους κατόπ' οι Φαίακες αυτόν εδοκιμάσαν. —
+και άμ' όλοι αυτού συνάχθηκαν και ομού συναθροισθήκαν,
+'ς την μέση τους ο Αλκίνοος τον λόγον πήρε κ' είπε• 25
+«Προσέξετ', όλ' οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων,
+να φανερώσω εγώ 'ς εσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει•
+'ς το δώμα μου ήλθεν άγνωστος, πλανώμενος ο ξένος
+τούτος, είτ' ήλθε απ' της αυγής τα μέρη ή από την δύσι•
+ζητεί προβόδισμ' απ' εμάς και στέρεος να 'ναι ο λόγος• 30
+κ' εμείς ας προβοδήσουμεν αυτόν, ως τόσους άλλους•
+ότι κανείς εδώ ποτέ, 'ς τα σπίτια μου όποιος έλθη,
+κλαίοντας απροβόδητος πολύν καιρό δεν μένει.
+αλλά 'ς την θείαν θάλασσαν ολόμαυρο καράβι
+ας ρίξουμε ολοκαίνουργο, και νέοι πενηνταδύο 35
+ας διαλεχθούν εις το κοινόν, όσ' είναι τώρα οι πρώτοι.
+και αφού καλά προς τους σκαρμούς δέσετε τα κουπία,
+εβγάτε, και εις το δώμα μου κατόπιν αναιβήτε,
+να χαρήτ' όλοι 'ς το καλό τραπέζι, 'που ετοιμάζω.
+των νέων τούτα επρόσταξα• και σεις, οι σκηπτροφόροι 40
+οι βασιλείς, εις τα λαμπρά τα μέγαρά μου ελάτε,
+τον ξένον να φιλεύσουμε• μην το αρνηθή κανένας.
+και ο αοιδός ας καλεσθή Δημόδοκος ο θείος,
+ότι ο θεός του εχάρισε του τραγουδιού το δώρο,
+να τέρπη όπως τον κινεί μέσα η καρδιά να ψάλλη». 45
+
+Είπ', εσηκώθη και εις αυτόν κατόπ' οι σκηπτροφόροι•
+να εύρη επήγε ο κήρυκας τον αοιδόν τον θείον•
+και αγόρια αφού διαλέχθηκαν πενηνταδυό, κινήσαν,
+ως πρόσταξε, της άπατης θαλάσσης προς την άκρα.
+και εις το καράβι ως έφθασαν, κάτω 'ς το περιγιάλι, 50
+έσυραν εις την θάλασσα τ' ολόμαυρο καράβι•
+κατόπι εφέραν κ' έστησαν κατάρτι και πανία,
+με τρυπωτήραις τα κουπιά δερμάτιναις εδέσαν,
+με τάξιν όλα, και άπλωσαν τα κάτασπρα πανία,
+και τ' άραξαν σιμά 'ς την γη ψηλά• κατόπι εβγήκαν, 55
+και εις το παλάτι επήγαιναν του φρόνιμου Αλκινόου.
+γέμισαν τότ' η αίθουσαις, η αυλαίς και οι δρόμοι απ' άνδραις,
+'που ολούθ' ερχόνταν, γέροντες πολλοί μαζή και νέοι.
+δώδεκ' αρνιά τους έσφαξεν ο Αλκίνοος και οκτώ χοίρους
+λευκόδονταις, στριφόποδα δυο βώδια, και ως τα εγδάραν 60
+τα εσυγυρίσαν κ' έφθειασαν το πρόσχαρο τραπέζι.
+
+Και ο κήρυκας ωδήγησε τον αοιδόν, 'που η Μούσα
+αγάπησε, και του 'διδε καλόν και κακόν άμα•
+το φως του επήρε και γλυκό του εχάρισε τραγούδι.
+και εις ασημόκομπο θρονί, των ξένων εις την μέση, 65
+τον κάθισ' ο Ποντόνοος, προς τον υψηλόν στύλον•
+κ' εκρέμασε από το καρφί την ηχηρήν κιθάρα
+επάνω του, και του 'δειξε 'ς αυτήν ν' απλοχερίση
+ο κήρυκας, και του 'θεσε κανίστρι και τραπέζι
+λαμπρό, και κούπα με κρασί να πίνη οπόταν θέλη. 70
+και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους•
+και άμ' έσβυσαν την όρεξι, τον αοιδόν η Μούσα
+να ψάλη επαρακίνησε ταις δόξαις των ανδρείων,
+μέσ' από τ' άσμα 'πώφθανε 'ς τα ουράνια τότε η φήμη,
+του Οδυσσηά το μάλωμα και του Αχιλληά Πηλείδη, 75
+'που ελογομάχησαν φρικτά 'ς επίσημη θυσία,
+κ' έχαιρεν ο Αγαμέμνονας ο μέγας βασιλέας,
+άμ' είδε να φιλονεικούν των Αχαιών οι πρώτοι•
+τι αυτά του εχρησμοδότησεν ο Απόλλωνας 'ς την θεία
+Πυθώνα, ότε αυτός πέρασε το λίθινο κατώφλι, 80
+να ερωτηθή• και αληθινά τότ' άρχισαν τα πάθη
+των Τρώων και των Δαναών, ως ήθελεν ο Δίας.
+
+Τούτ' έψελνεν ο ξακουστός αοιδός, και ο Οδυσσέας
+έσυρε με τα χέρια του την πορφυρή χλαμύδα
+'ς την κεφαλή, κ' εσκέπασε την όψι την ωραία• 85
+τι εντρέπονταν τους Φαίακαις, μην τον ιδούν να κλαίη.
+αλλ' άμα ο θείος αοιδός έπαυε το τραγούδι,
+τα δάκρυα στέγνονεν αυτός κ' ευθύς ξεσκεπαζόνταν,
+και των θεών με δίκουπον εσπόνδιζε ποτήρι.
+να ψάλνη πάλι ότ' άρχιζεν ο αοιδός, ως εζητούσαν, 90
+εις τ' άσματα ευφραινόμενοι, οι πρώτοι των Φαιάκων,
+ξανασκεπάζονταν αυτός και πάλιν εθρηνούσε.
+και όλων των άλλων άγνωστα τα δάκρυα του εκυλούσαν•
+μόνος τον εκατάλαβεν ο Αλκίνοος, 'που εκαθόνταν
+σιμά του και τον άκουσε να βαρυαναστενάζη• 95
+και εις τους ναυτικούς Φαίακες ευθύς εκείνος είπε•
+Ακούσετ', όλ' οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων•
+ήδη εχαρήκαμ' άφθονα το ισόμοιρο τραπέζι,
+και την καλή του σύντροφο γλυκόφωνην κιθάρα•
+ας βγούμε, τώρ' ας παίξουμεν εις όλους τους αγώναις, 100
+όπως ο ξένος δυνηθή να ειπή των ποθητών του,
+σπίτι όταν φθάση, ανώτεροι πως είμασθε των άλλων,
+'ς το γρόνθισμα, 'ς το πάλαισμα, 'ς το πήδημα, 'ς τα πόδια».
+
+Είπε, κ' επροπορεύθηκε, κ' εκείνοι ακολουθούσαν.
+και ο κήρυκας απ' το καρφί την ηχηρήν κιθάρα 105
+κρεμά, και τον Δημόδοκον χεροδηγεί και φέρει
+από το δώμα εις την οδόν, 'που οι πρώτοι των Φαιάκων
+όλοι επορεύονταν, να ιδούν τους θαυμαστούς αγώναις.
+'ς την αγοράν επήγαιναν και ακολουθούσε πλήθος
+άπειρον εσηκωθήκαν πολλοί και λαμπροί νέοι• 110
+ο Ακρόναος, ο Ωκύαλος, πετάχθη, ο Ελατρέας,
+ο Ναυτηάς, ο Αγχίαλος, ο Πρύμνης, ο Ερετμέας,
+ο Αναβησίναος, ο Ποντηάς, ο Θόωνας, ο Πλώρης,
+ο Αμφίαλος, 'που ο Πολύναος γέννησε ο Τεκτονίδης,
+ο Ευρύαλος, οπ' ώμοιαζε τον ανδροφόνον Άρη, 115
+και ο Ναυβολίδης 'ς την μορφήν ο πρώτος και 'ς το σώμα,
+ύστερ' απ' τον Λαοδάμαντα, της νειότης των Φαιάκων.
+και οι τρεις σηκώθηκαν υιοί του ασύγκριτου Αλκινόου,
+ο ισόθεος Κλυτόναος, ο Άλιος, και ο Λαοδάμας.
+και των ποδιών πρώτ' άρχισαν εκείνοι τον αγώνα• 120
+από την στήλη τάνυσαν αντάμα την ορμή τους
+και οι τρεις, σκόνη σηκώνοντας, ως έσχιζαν το σιάδι.
+ο ασύγκριτος Κλυτόναος 'ς τα πόδια εφάνη πρώτος•
+και όσον 'ς το νειάμα διάστημα οργόνουν δυο μουλάρια,
+οπίσω εκείνους άφησε, κ' έφθασεν εις τα πλήθη. 125
+εις το βαρύ το πάλαισμα κατόπι αγωνισθήκαν
+και νικητής ο Ευρύαλος εβγήκε των ανδρείων.
+ο Αμφίαλος 'ς το πήδημα καθ' άλλον υπερέβη.
+ο Ελατρηάς 'ς το δίσκευμα• και εις την γρονθομαχία
+ο Λαοδάμας, αγαθός υιός του Αλκινόου. 130
+
+Και αφού με τ' αγωνίσματα όλων ο νους ευφράνθη,
+ο υιός του Αλκίνου προς αυτούς ωμίλησ', ο Λαοδάμας•
+
+«Ω φίλοι, ας ερωτήσουμε τον ξένον αν γνωρίζει
+κάποιον αγώνα• ότι κακός 'ς την πλάσι αυτός δεν είναι•
+κνήμαις, μεριά, βραχίονες, και ο σβέρκος ο γενναίος 135
+μεγάλην δείχνουν δύναμι, και νειότη δεν του λείπει•
+αλλά πολλά παθήματα τον έχουν συντριμμένον•
+ότι άλλο ωσάν την θάλασσα, θαρρώ δεν παραλύει
+τόσο κακά τον άνθρωπο, πολύ και αν είναι ανδρείος».
+
+Και προς αυτόν ο Ευρύαλος απάντησε και του 'πε• 140
+«Λαοδάμα, ο λόγος σου είναι ορθός• ο ίδιος άμε τώρα
+και καθαρά προσκάλεσε τον ξένον εις αγώνα».
+
+Και τούτο άμ' άκουσε ο καλός υιός του Αλκινόου,
+'ς την μέση τους επρόβαλε, κ' είπε 'ς τον Οδυσσέα•
+«Πατέρα ξένε, έλα και συ, κάποιον αγών', αν ξεύρης, 145
+δοκίμασε, και φαίνεται 'που αγώναις θα γνωρίζης•
+ότι, όσο ζη, 'ς τον άνθρωπο δόξα είναι πρώτη εκείνο,
+'που κατορθόνει των χειρών και των ποδιών του η ρώμη.
+έλ', αγωνίσου, αστόχησε τους πόνους της καρδιάς σου•
+και το προβάδισμα ποσώς μη φοβηθής ν' αργήση• 150
+το πλοίον ήδη ερρίχθηκε, και οι σύντροφοι έτοιμ' είναι».
+
+Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας•
+«Λαοδάμ', αναγελώντας με τι με καλείτ' εις τούτα;
+φροντίδαις έχω εγώ 'ς τον νουν, όχι ποσώς αγώναις,
+'που αφού τόσά 'παθα ο θλιφτός και τόσα έχω μοχθήσει, 155
+'ς την σύνοδό σας κάθομαι, κ' εδώ τον βασιλέα
+και τον λαόν παρακαλώ να με ξεπροβοδήσουν».
+
+Του απάντησεν ο Ευρύαλος, και αγνάντια ωνείδισέ τον•
+«Αλήθεια, δεν μου φαίνεσαι, ω ξένε, γυμνασμένος
+εις τα πολλ' αγωνίσματα, 'ς τον κόσμον όσα υπάρχουν, 160
+αλλ' άνδρας, οπού με τρανό καράβι τριγυρίζει,
+ναυτών εμπόρων αρχηγός, και πάντοτ' είναι ο νους του
+εις το φορτίο, και άγρυπνο 'ς ταις πραγματειαίς το μάτι,
+και προς τα κέρδη τ' αρπακτά• και αγωνιστής δεν δείχνεις».
+
+Με άγριο βλέμμα ο φρόνιμος του απάντησε Οδυσσέας• 165
+«Ω ξένε, άτακτ' οι λόγοι σου, και βλέπ' ότ' είσαι αυθάδης,
+όλα εις όλους οι θεοί τα δώρα δεν χαρίζουν•
+την πλάσιν ούτε, ούτε τον νουν, ούτε την ευγλωττία.
+τούτος δεν έτυχ' εύμορφος, αλλ' ο θεός με κάλλη
+στολίζει κάθε λόγον του, κ' οι άνθρωποι αναβλέπουν 170
+°ς εκείνον ευφραινόμενοι, 'που ασκόνταφτ' αγορεύει,
+με πράον ήθος, έξοχος 'ς τα συναγμένα πλήθη,
+και ωσάν θεόν, όταν περνά 'ς την πόλι, τον κυττάζουν.
+εκείνος πάλι των θεών 'ς το σώμα προσομοιάζει,
+αλλά δεν είναι οι λόγοι του με χάρι στολισμένοι. 175
+και συ το σώμα έχεις λαμπρό, 'π' ουδέ θεάς θα εμπόρει
+να το μορφώση ανώτερο, και νουν ποσώς δεν έχεις.
+και την ψυχήν μου ετάραξες του στήθους μες τα βάθη,
+ότ' είπες λόγον άπρεπον• και αμάθητος αγώνων
+εγώ δεν είμ' ως φλυαρείς, αλλ' είχα τα πρωτεία, 180
+ως ότου θάρρευα κ' εγώ 'ς τα χέρια και εις την νειότη.
+νικούν με τώρα η συμφοραίς και οι πόνοι, ότι έχω πάθει
+εις τους πολέμους άπειρα και εις τα φρικτά πελάγη.
+αλλ' όσον και αν κακόπαθα, θε να 'μπω εις τους αγώναις,
+ότι ο πικρός ο λόγος σου μ' έχει σφοδρά κεντήσει». 185
+
+Είπ', επετάχθη αγύμνωτος κ' ευθύς άδραξε δίσκον,
+τρανόν, μεγάλον και πολύ βαρύτερον απ' όσους
+εδίσκευαν οι Φαίακες τότε αναμεταξύ τους.
+τον έστρεψε, τον έρριξεν απ' τ' ανδρικό του χέρι•
+βόυσε ο λίθος και εις την γην απ' την ορμή του εσκύψαν 190
+οι Φαίακες μακρύκουποι 'ς την θάλασσα ακουσμένοι•
+και ο λίθος 'ς όλα επέταξεν επάνω τα σημεία,
+γοργ' απ' το χέρι τρέχοντας• με σχήμ' ανδρός η Αθήνη
+τα τέρματα εσημείωσε και εις αυτόν είπε• «Ω ξένε,
+τέτοιο σημάδι ψάχνοντας κ' ένας τυφλός διακρίνει• 195
+με τα πολλά δεν έσμιξε και στέκει πολύ πρώτο•
+όθεν εσύ μην φοβηθής γι' αυτόν καν τον αγώνα•
+δεν το περνά, δεν φθάνει το κανένας των Φαιάκων».
+
+Εχάρηκε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας,
+ότι μέσα 'ς την σύνοδον άνθρωπον είδε φίλον• 200
+και μ' ελαφρότερην καρδιά τότ' είπε των Φαιάκων•
+«Τούτον, ω νέοι, φθάσετε τώρα, κ' εγώ κατόπι
+και άλλον θα ρίξω είτ' ως αυτού, είτε παρέκει ακόμη,
+και από τους άλλους Φαίακαις όποιον βαστά η καρδιά του,
+τόσο αφού μ' εχολεύσετε, να δοκιμάση ας έλθη, 205
+'ς το γρόνθισμα, 'ς το πάλαισμα, 'ς τα πόδια, 'ς ό,τι θέλει,
+απ' όλους όποιος δήποτε, αλλ' όχι ο Λαοδάμας•
+ότ' είνε τούτος ξένος μου• ποιος μάχεται με φίλον;
+ανόητος και ουτιδανός όποιος ζητεί μ' εκείνον,
+'που τον ξενίζει σπίτι του, 'ς αγώναις να παλαίση 210
+εις ξένον τόπο, και πολύ τον εαυτό του βλάπτει.
+τους άλλους όλους δέχομαι, δεν αψηφώ κανέναν•
+αλλά να μάθω θέλω αυτούς και να τους δοκιμάσω.
+τι 'ς όσα είναι αγωνίσματα κακός εγώ δεν είμαι•
+να ψάχνω ηξεύρω ολόγυρα το στιλβωμένο τόξο, 215
+και πρώτος ρίχνοντας κτυπώ μες των εχθρών το πλήθος
+άνδρ' όποιον θέλω, και αν πολλοί κοντά μου παραστέκουν
+σύντροφοι, και τα τόξα τους εις τον εχθρό τεντόνουν.
+'ς το τόξο με υπερέβαινεν ο Φιλοκτήτης μόνος,
+ότ' οι Αχαιοί τοξεύαμε 'ς τα μέρη της Τρωάδας. 220
+αλλά θαρρώ 'π' ανώτερος είμαι πολύ των άλλων,
+όσοι θνητοί σιτόθρεπτοι 'ς την γην υπάρχουν τώρα.
+να μάχωμαι δεν ήθελα με τους αρχαίους άνδραις,
+τον Ηρακλή, τον Εύρυτον από την Οιχαλία,
+οπού 'ς τα τόξα επάλαιαν και μες τους αθανάτους. 225
+όθεν και ο μέγας Εύρυτος τον χάρον είδε νέος•
+εκείνον εθανάτωσεν ο Φοίβος ωργισμένος
+ότι τον επροκάλεσε 'ς του τόξου τον αγώνα.
+και με τ' ακόντι φθάνω κει, 'π' άλλου δεν φθάνει βέλος•
+'ς τα πόδια μόνον μη κανείς φοβούμαι των Φαιάκων 230
+εμέ περάση• ότι πολύ μ' έχει δαμάσ' η ζάλη
+μες τα πολλά τα κύματα, και, αφού μες το καράβι
+μου 'λειψε η περιποίησι, τα μέλη μου ελυθήκαν».
+
+Αυτά 'πε και όλοι εσίγησαν• άφωνοι έμειναν όλοι,
+και μόνος ο Αλκίνοος απάντησέ του κ' είπε• 23δ
+«Όσα είπες, ξένε, λυπηρά 'ς εμάς ποσώς δεν είναι•
+αλλά να δείξης βούλεσαι την αρετή σου εις όλους,
+τι ωργίσθης 'που 'ς την σύνοδο σ' έχει προσβάλει εκείνος,
+ώςτε κανένας εις το εξής να μη κατηγορήση
+την αρετή σου, αν έχη νου και μέτρον εις τους λόγους. 240
+άκουσε τώρα ό,τι θα ειπώ, να 'χης να τ' αναφέρης
+και εις άλλον ήρωα σπίτι σου, οπόταν 'ς το τραπέζι,
+με τα παιδιά σου ολόγυρα και με την σύντροφόν σου,
+την αρετή μας θυμηθής, όλα τα έργα εκείνα,
+όσα κ' εμάς προγονικά διώρισεν ο Δίας. 245
+ότι καλοί 'ς το γρόνθισμα δεν είμασθ' ή 'ς την πάλη,
+αλλά 'ς το τρέξιμο γοργοί κ' εξαίρετοι 'ς τα πλοία.
+και μας αρέσουν οι χοροί, η τράπεζα, η κιθάρα,
+η αλλαξιαίς, τα χλιαρά λουσίματα και η κλίναις.
+και τώρα ελάτε, οι χορευταίς οι κάλλιοι των Φαιάκων, 250
+χορεύτε, όπως ο ξένος μας ειπή των ποθητών του,
+σπίτι όταν φθάση, ανώτεροι πως είμασθε των άλλων,
+'ς τ' αρμένισμα, εις τον χορό, 'ς τα πόδια, 'ς το τραγούδι.
+και την κιθάρα την γλυκειά, 'που κάπου είναι 'ς το δώμα,
+κάποιος να πα να φέρη ευθύς εδώ του Δημοδόκου». 255
+
+Αυτά 'π' ο ισόθεος βασιληάς, και ο κήρυκας πετάχθη
+να φέρη από τα μέγαρα την βαθουλήν κιθάρα.
+και αγωνοφύλακες οκτώ, που 'χ' εκλεκτούς ο δήμος
+εις κάθε αγώνα να τηρούν την τάξι, σηκωθήκαν,
+και έσιασαν τον χορότοπο κ' επλάτυναν τον κύκλο. 260
+του Δημοδόκου ο κήρυκας έφερε την κιθάρα,
+και αυτός 'ς το μέσον έφθασε, και ακρόνεα παλληκάρια
+ολόγυρά του εστέκονταν, εις τον χορόν τεχνίταις,
+κ' εχοροπήδαν θεϊκά• εκύτταζ' ο Οδυσσέας
+και των ποδιών ταις αστραψιαίς, εθαύμαζε η ψυχή του. 265
+
+Και άρχιζε κιθαρίζοντας καλό τραγούδι εκείνος,
+ο Άρης πώς την εύμορφην αγάπησε Αφροδίτη,
+όταν πρωτόσμιξαν κρυφά 'ς του Ηφαίστου τον κοιτώνα.
+πολλά 'δωσε και ατίμασε το νυμφικά κρεββάτι
+του Ηφαίστου• κ' ήλθε μηνυτής και αμέσως το 'πε κείνου, 270
+ο Ήλιος, 'που 'ς τον έρωτα τους είδε αγκαλιασμένους.
+και ως τ' άκουσεν ο Ήφαιστος, κατάκαρδα επληγώθη•
+επήγε εις το χαλκείο του και ολέθριαν είχε γνώμη.
+και εις μέγ' αμόνι, 'πώστησε, δεσμά να κόπτη αρχίζει,
+άσπαστ' αδιάλυτ', ώστ' αυτού άσειστ' οι δυο να μένουν. 275
+και αφού τον δόλον έπλασε να εκδικηθή τον Άρη,
+προς τον κοιτώνα εκίνησε, 'που ήτο η γλυκειά του κλίνη,
+κ' έχυσε γύρω τα δεσμά παντού 'ς τα κλινοπόδια•
+ήσαν πολλά και απ' την σκεπή χυμένα ωσάν αράχνια,
+λεπτά, 'που δεν θα τα 'βλεπεν ουδέ των μακαρίων 280
+θεών το μάτι, επίβουλα ως ήσαν μορφωμένα.
+και γύρω άμ' όλον άπλωσε τον δόλον εις την κλίνη,
+'ς την Λήμνο τάχα εκίνησε, καλοκτισμένην πόλι,
+'που αυτήν 'ς όλαις ανάμεσα ταις χώραις αγαπάει.
+και άμ' είδε τον καλότεχνον θεόν 'που αναχωρούσε, 285
+Άρης ο χρυσοχάλινος τυφλός σκοπός δεν ήταν,
+και προς το δώμα εκίνησε του δοξασμένου Ηφαίστου,
+την αγκαλιά της εύμορφης ποθώντας Κυθερείας.
+εκείνη μέσα εκάθιζε και μόλις είχε φθάσει
+απ' τον μεγαλοδύναμον πατέρα της Κρονίδη. 290
+εμπήκε αυτός, της έσφιξε το χέρι και της είπε•
+«'Σ την κλίνην έλ', αγαπητή, να γλυκοκοιμηθούμε•
+ο Ήφαιστος δεν είν' εδώ, και θα 'ναι ήδη φθασμένος
+'ς την Λήμνο, 'ς τ' αγριόφωνο το γένος των Σιντίων».
+
+Αυτά 'πε' και να κοιμηθή και αυτής εκαλοφάνη. 295
+και άμ' έπεσαν τους κύκλωσαν του πολυβούλου Ηφαίστου
+τα τεχνικώτατα δεσμά, και ουδέ μέλος κανένα
+να κινήσουν εδύνονταν, ή ολίγο να σηκώσουν•
+κ' ένοιωσαν τότε ότι φυγής κανείς δεν ήταν τρόπος,
+και ο ζαβοπόδης ο θεός 'ς ολίγο ήλθε σιμά τους, 300
+επειδή οπίσω εγύρισε πριν εις την Λήμνο φθάση•
+ότι σκοπός του εφύλαγεν ο Ήλιος και του το 'πε.
+με την καρδιά περίλυπη πλησίασε 'ς το δώμα,
+'ς τα πρόθυρα εσταμάτησε, και άγρια χολή τον πήρε,
+και φρικτήν έσυρε βοή 'ς τους αθανάτους όλους• 305
+«Δία πατέρα, μάκαρες θεοί, 'που πάντοτ' είσθε,
+ελάτ', έργ' αξιογέλαστα και αβάστακτα να ιδήτε,
+με, τον χωλόν, πώς του Διός η κόρ', η Αφροδίτη,
+καταφρονεί και αγάπησε τον ανδροφόνον Άρη,
+ότ' είναι ωραίος, και γερός 'ς τα πόδια, κ' εγώ είμαι 310
+εκ γενετής αστερέωτος• και εις τούτο ποιος μου πταίει
+παρά και οι δύο μου γονείς, να μη 'χαν με γεννήσει.
+αλλά θα ιδήτε πώς αυτοί κοιμούνται αγκαλιασμένοι•
+κυττάζω εγώ και οδύρομαι 'που η κλίνη μου επατήθη.
+παρόμοιο πλάγιασμα, θαρρώ, δεν θα ζητήσουν πλέον, 315
+μ' όσον και αν έχουν έρωτα, ουδέ για ολίγην ώρα.
+αλλ' απ' τα επίβουλα δεσμά δεν θα λυθούν εκείνοι,
+πριν λάβω απ' τον πατέρα της οπίσ' όλα τα δώρα,
+όσα 'χω για την άσεμνη την κόρη παραδώσει.
+καλ' είναι η θυγατέρα του, αλλά δεν έχει γνώσι». 320
+
+Είπε• οι θεοί συνάχθηκαν 'ς το χάλκινο το δώμα•
+ο ευεργέτης ήλθ' Ερμής, ο σείστης Ποσειδώνας,
+ο τοξευτής Απόλλωνας και αυτός κατόπιν ήλθε•
+αλλ' η θεαίς απ' εντροπή 'ς το σπίτι έμειναν όλαις.
+οι αγαθοδόταις οι θεοί 'ς τα πρόθυρα εσταθήκαν• 325
+γέλιο 'ς τους μάκαραις θεούς άσβεστον εγεννήθη,
+ταις τέχναις ως ετήραζαν του πολυβούλου Ηφαίστου.
+κ' είπ' ένας τον πλησίον του κυττώντας• «Δεν προκόβουν
+η κακαίς πράξες• και ο αργός τον γλήγορον προφθάνει.
+ιδού πώς τώρ' ο Ήφαιστος, αργός, χωλός, τον Άρη, 330
+αν κ' είναι ο γληγορώτατος των Ολυμποκατοίκων,
+με τέχνην έπιασε μοιχόν, και θα τον προστιμήση».
+
+Αυτούς τους λόγους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους.
+και ο διογενής Απόλλωνας είπε προς τον Ερμεία•
+«Ω μηνυτή διογέννητε, αγαθοδότη Ερμεία, 335
+'ς τα δυνατά δεν θα 'στεργες δεσμά σφιγμένος να 'σαι,
+'ς την κλίνην αν με την χρυσή κοιμώσουν Αφροδίτη;»
+
+Και προς αυτόν απάντησεν ο μηνυτής Ερμείας•
+«Ω τοξοφόρε Απόλλωνα, τούτ' άμποτε να γείνη!
+τρεις φοραίς τόσ' αδιάλυτα δεσμά να μ' εκυκλόναν, 340
+και οι θεοί με ταις θεαίς να εκυττάζετ' όλοι,
+'ς την κλίνην αν με την χρυσή κοιμώμουν Αφροδίτη».
+
+Είπε, κ' οι αθάνατοι θεοί γελοκοπούσαν όλοι•
+πλην δεν εγέλα, αλλά θερμά ζητούσε ο Ποσειδώνας
+τον τεχνουργόν τον Ήφαιστο να λύση ευθύς τον Άρη. 345
+κ' εκείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα•
+«Λύσε, κ' εγώ σου υπόσχομαι 'που αυτός, ως εσύ θέλεις,
+εις τους θεούς κατέμπροσθεν τα δίκαια θα πλερώση».
+
+Και ο ζαβοπόδης ο ένδοξος απάντησέ του κ' είπε•
+«Να μη ζητής τούτο απ' εμέ, γεωφόρε Ποσειδώνα• 350
+αχρείαις κ' η εγγύησες προς τον αχρείον είναι•
+εις τους θεούς κατέμπροσθεν πώς θα σε δέσω, αν ίσως
+ο Άρης φύγη άμα λυθή χωρίς να με πλερώση;»
+
+Και προς αυτόν απάντησεν ο σείστης Ποσειδώνας•
+«Και αν ο Άρης, Ήφαιστε, μας φύγη και αθετήση 355
+το χρέος του, θα 'μ' έτοιμος εγώ να σε πλερώσω».
+
+Και ο ζαβοπόδης ο ένδοξος απάντησέ του κ' είπε•
+«Τον λόγο σου να σ' αρνηθώ, δεν γίνεται, δεν πρέπει».
+
+Αυτά 'πε, κ' έλυε τον δεσμόν η δύναμις του Ηφαίστου.
+και απ' τον δεσμόν, αν και σφικτόν άμα ελυθήκαν, εκείνοι 360
+πετάχθηκαν εκίνησεν ο Άρης προς την Θράκη,
+'ς την Κύπρον η φιλόγελη ευρέθηκε Αφροδίτη,
+'ς την Πάφο, 'πώχει τέμενος κ' έχει βωμόν ευώδη.
+η Χάρες κει την έλουσαν και με το λάδι εχρίσαν
+τ' άφθαρτο, 'που εις τα σώματα λάμπει των αθανάτων, 365
+κ' ενδύματα την ένδυσαν, 'που η χάρι τους θαμπόνει.
+
+Τούτα έψαλνεν ο ξακουστός αοιδός, και ο Οδυσσέας
+εις την ψυχή του ευφραίνονταν, ως τ' άκουε, κ' οι άλλοι,
+Φαίακες οι μακρύκουποι 'ς την θάλασσα ακουσμένοι.
+
+Ο Αλκίνοος του Λαοδάμαντα τότ' είπε και του Αλίου, 370
+χορό να στήσουν μόνοι τους, τι αντίπαλον δεν είχαν.
+κ' εκείνοι σφαίραν εύμορφην αφού 'ς τα χέρια πήραν,
+κόκκινην, 'που τους έπλασεν ο Πόλυβος τεχνίτης,
+ο ένας έρριχνεν αυτήν προς τα σκιοφόρα νέφη,
+το σώμα οπίσω γέρνοντας• ο δεύτερος πετιόνταν, 375
+και άρπαζε αυτήν ανάερα, πριν ή την γην πατήση.
+και αφού πετώντας έπαιξαν εκείνοι με την σφαίρα,
+χορόν κατόπιν άρχισαν 'ς την γην την πολυθρέπτρα,
+συχνά ξαλλάζοντας• και αυτού τριγύρω τ' άλλ' αγόρια
+χεροκροτούσαν τακτικά, και όλος εβρόντα ο τόπος. 380
+
+Τότ' είπε τον Αλκίνοον ο θείος Οδυσσέας•
+«Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε,
+καυχήθηκες 'που εις τον χορό τεχνίταις είναι πρώτοι
+και ιδού μου φανερώθηκαν• θαυμάζ' όσο τους βλέπω».
+
+Αυτά 'πε, και ο σεβαστός Αλκίνοος εχάρη, 385
+κ' εστράφη ευθύς και αγόρευσε των ναυτικών Φαιάκων•
+«Ακούσετε μ', ω αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων.
+γνώσιν πολλήν αληθινά πως έχει ο ξένος δείχνει•
+και τώρα δώρα ξενικά να του δοθούν, ως πρέπει.
+ότι 'ς τον δήμο δώδεκα κρατούν την εξουσία 390
+βασιλείς ένδοξοι, κ' εγώ μετ' αυτούς δέκατος τρίτος.
+καθείς σας τώρα καθαρήν χλαμύδα και χιτώνα
+δόστε του, κ' ένα τάλαντο βαρύτιμο χρυσάφι•
+και όλ' ας τα φέρουμε μαζή για να τα λάβη ο ξένος
+'ς τα χέρια του και ολόχαρος 'ς τον δείπνον να καθίση. 395
+και τώρ' αυτόν ο Ευρύαλος με λόγους να πραΰνη
+και μ' ένα δώρο, ότι κακά του 'χει ομιλήσει πρώτα».
+
+Αυτά 'πε, και όλοι πρόθυμα συμφώνησαν, κ' έστειλαν
+καθένας τους τον κήρυκα, τα δώρ' αυτού να φέρη.
+έδωσ' εκείνου απάντησιν ο Ευρύαλος και του 'πε• 400
+«Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε,
+τον ξένον, ως παράγγειλες, εγώ θε να πραΰνω.
+τούτο τ' ολόχαλκο σπαθί, 'που επάν' έχει ασημένια
+λαβή, και από νηοπριόνιστον ελέφαντα θηκάρι,
+θε να του δώσω• ατίμητο δώρο θα το 'χει ο ξένος». 405
+
+Είπε, 'ς τα χέρια του 'βαλε τ' αργυροκαρφωμένο
+σπαθί, και τον προσφώνησε με λόγια πτερωμένα•
+«Πατέρα ξένε, χαίρε• και αν λόγος βαρύς ειπώθη,
+ας τον πάρουν οι άνεμοι, κ' οι αθάνατοι ας σου δώσουν
+να ξαναϊδής την σύντροφον, να 'φθάσης 'ς την πατρίδα, 410
+'πώχεις καιρούς 'π' αδημονείς μακράν των ποθητών σου».
+
+Και απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας•
+«Φίλε, και συ χαίρε πολύ' κ' οι αθάνατοι ας σου δώσουν
+κάθε καλό, και το σπαθί ποτέ να μη ποθήσης
+τούτ', όπ', αφού μ' επράυνες με λόγους, μου χαρίζεις». 415
+
+Είπε και τ' ασημόκομπο 'ς τον ώμο έζωσε ξίφος.
+έδυσ' ο ήλιος κ' έλαβε τα λαμπρά δώρα εκείνος•
+οι κήρυκες οι θαυμαστοί τα έφερναν 'ς του Αλκινόου
+το δώμα, όπου τα δέχθηκαν οι υιοί του βασιλέα•
+και αυτοί 'ς το πλάγι απόθοσαν της σεβαστής μητρός τους 420
+τα ωραία δώρα• εκίνησεν ο Αλκίνοος τότε ο θείος,
+κατόπ' οι άλλοι, κ' έφθασαν, και εις τα υψηλά θρονία
+κάθισαν όλοι• κ' έλεγεν ο Αλκίνοος της Αρήτης•
+«Γυνή μου, το λαμπρότερο κιβώτιο, 'πώχεις, φέρε,
+και μέσα βάλε καθαρήν χλαμύδα και χιτώνα. 425
+κ' ευθύς νερό μες τον χαλκό θερμάνετε του ξένου,
+όπως αφού λουσθή και ιδή με τάξι όλα βαλμένα
+τα δώρα, όσα οι Φαίακες οι άψεγοι του φέραν,
+χαρή και το τραπέζι μας και της ωδής τον ύμνο.
+και τούτο τ' εύμορφο χρυσό ποτήρι εγώ του δίνω, 430
+να με θυμάται ολοζωής, όταν 'ς τα μέγαρά του
+σπονδαίς προσφέρη του Διός και όλων των αθανάτων».
+
+Αυτά 'πε και παράγγειλε ταις δούλαις η Αρήτη
+ευθύς να στήσουν τρίποδα μεγάλον 'ς την φωτία•
+και αυταίς λουτρικόν τρίποδα 'ς την φλόγα μέσα εστήσαν, 435
+έχυσαν μέσα το νερό και κάτω ξύλα εκαίαν•
+και ζών' η φλόγα την κοιλιά και το νερά θερμαίνει.
+η Αρήτη ωστόσο το λαμπρό κιβώτιο για τον ξένον
+έφερε από τον θάλαμο, τα δώρ' αυτού να θέση,
+τα ενδύματα και τον χρυσόν, 'που οι Φαίακες του δώσαν• 440
+κ' έθεσε μέσα φόρεμα κ' έναν χιτώνα ωραίον•
+και προς αυτόν ωμίλησε με λόγια πτερωμένα•
+«Συ τώρα ιδέ το σκέπασμα, δέσε καλά τον κόμπο,
+μη 'ς το ταξείδι, οπού θα πας, κανένας σ' αδικήση,
+ενώ κοιμάσαι ύπνο γλυκό 'ς το ολόμαυρο καράβι». 445
+
+Και ως τ' άκουσε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας
+εφάρμοσε το σκέπασμα, κ' ευθύς έδεσε κόμπο,
+πολύτεχνον οπού η σεπτή του 'χε διδάξ' η Κίρκη.
+και η κελλάρισσα να εμβή 'ς τον έτοιμον λουτήρα
+του είπε• και θερμά λουτρά άμ' είδ' εχάρη εκείνος• 450
+ότ' είχε απεριποίητο πολύν καιρόν το σώμα,
+της Καλυψώς τα μέγαρα απ' όταν είχε αφήσει,
+όπ' εύρισκεν ωσάν θεός την κάθε ανάπαυσί του.
+και η δούλαις ως τον έλουσαν και με το λάδι εχρίσαν,
+και τον εφόρεσαν καλήν χλαμύδα και χιτώνα, 455
+απ' τον λουτήρα εκίνησε να σμίξη τους συνδείπνους.
+και η Ναυσικά από τους θεούς με κάλλος στολισμένη
+της καλοκάμωτης σκεπής σιμά 'ς τον στύλο εστάθη.
+εθαύμαζε κυττάζοντας αυτή τον Οδυσσέα,
+κ' είπε με λόγια πτερωτά• «Χαίρε, σου λέγω, ω ξένε, 460
+όπως οπόταν ευρέθης 'ς την γην την πατρικήν σου
+μ' ενθυμηθής, 'που την ζωή πρώτα χρωστάς 'ς εμένα».
+
+Κ' εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας•
+«Κόρη του μεγαλόκαρδου Αλκίνου, Ναυσικάα,
+είθε ο Κρονίδης, σύζυγος βαρύκτυπος της Ήρας, 465
+θελήση ογλήγορα να ιδώ την ποθητήν πατρίδα,
+και τότ' ευχαίς ωσάν θεάς εκεί θα σου προσφέρω
+ολοκαιρής, επειδή συ με έζησες, παρθένα».
+
+Είπε κ' εκάθισε εις θρονί, σιμά 'ς τον βασιλέα•
+ήδη εμοιράζαν το φαγί και το κρασί συγκέρναν. 470
+και ο κήρυκας τον έμπιστον αοιδόν τους ωδηγούσε
+Δημόδοκον λαοτίμητον, και εις τον υψηλόν στύλο
+προσκολλητά τον κάθισε, 'ς την μέση των συνδείπνων.
+'ς τον κήρυκα ο πολύγνωμος τότ' είπεν Οδυσσέας•—
+ράχης κομμάτι αφού 'κοψε λευκοδοντάτου χοίρου, 475
+πάχος γεμάτ' ολόγυρα, κ' έμενε ακόμη πλήθιο,—
+«Το κρέας τούτο, κήρυκα, δόσε του Δημοδόκου,
+να φάγη• θα τον ασπασθώ, αν και θλιμμένος είμαι.
+τι σέβας έχουν και τιμή 'ς την οικουμένην όλην
+απ' τους θνητούς οι αοιδοί, ότι τραγούδια η Μούσα 480
+αυτούς διδάχνει και αγαπά των αοιδών το γένος».
+
+Είπε• και ο κήρυκας ευθύς 'ς του ήρωα Δημοδόκου
+τα χέρια το 'βαλε, και αυτός το δέχθηκε κ' εχάρη.
+και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν
+ [εμπρός τους.
+και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, 485
+του Δημοδόκου ο συνετός ωμίλησε Οδυσσέας•
+«Εσέ παρ' όλους τους θνητούς, Δημόδοκε, δοξάζω,
+ή η Μούσα, κόρη του Διός, σ' έχει διδάξ' ή ο Φοίβος•
+των Αχαιών ταις συμφοραίς με τόσην τάξι ψάλλεις,
+όσ' έπραξαν, όσ' έπαθαν 'ς τον φοβερόν αγώνα, 490
+ως να 'χες συ παρευρεθή ή απ' άλλον τα 'χες μάθει.
+τώρ' έλα εις άλλο πέρασε, του αλόγου ειπέ την τάξι,
+'που ιδρένιο μόρφωσ' ο Επειός μαζή με την Αθήνη,
+και δόλον 'ς την ακρόπολιν ο θείος Οδυσσέας
+το 'φερε μ' άνδραις γεμιστό, κ' ερήμωσαν την Τροία. 495
+αν όλ' αυτά μου διηγηθής, ως πρέπει, ένα προς ένα,
+εις τους θνητούς όλους εγώ παντού θα μαρτυρήσω
+ότι θεός σου εχάρισε θεολάλητο τραγούδι».
+
+Και απ' τον θεόν κινούμενος άρχισε και τραγούδι
+έβγαλ', εκείθε πιάνοντας, 'που μέρος των Αργείων, 500
+αφού ταις σκηναίς έκαψαν, με τα καράβια φύγαν,
+κ' οι άλλοι με τον ένδοξον εμέναν Οδυσσέα
+των Τρώων εις την αγορά, μες τ' άλογο κρυμμένοι•
+τι το 'χαν 'ς την ακρόπολι μόνοι τους σύρ' οι Τρώες.
+τ' άλογον έστεκεν αυτού, και ολόγυρά του εκείνοι 505
+καθήμενοι πολλά 'λεγαν και τρεις η γνώμαις ήσαν•
+ή με το σκληρό σίδερο να σχίσουν τ' άδειο ξύλο,
+ή, αφού το σύρουν κάτακρα, 'ς ταις πέτραις να το ρίξουν,
+ή να τ' αφήσουν των θεών μέγα ιλαστήριο δώρο,
+όπως κατόπιν έμελλε το πράγμα να τελειώση. 510
+ότ' ήταν μοίρα να χαθή η πόλι, αμ' αγκαλιάση
+το μέγα ξύλιν' άλογο, 'που των Αργείων τ' άνθος
+μέσα του εκλειούσε, κ' έφερναν φόνο, φθορά των Τρώων.
+κ' έψαλνε πώς οι Αχαιοί την πόλιν ερημώσαν
+από του αλόγου την βαθειά καθίστρα ορμώντας όλοι• 515
+κ' έψαλνε πώς άλλοι αλλαχού την πόλι ξολοθρεύαν,
+αλλ' ο Οδυσσηάς 'ς τα δώματα του Δηιφόβου εχύθη
+μαζή με τον ισόθεον Μενέλαον, ως ο Άρης,
+και μάχην πώς εκεί φρικτήν ετόλμησεν εκείνος,
+και η μεγαλόψυχη Αθηνά του εχάρισε την νίκη. 520
+
+Τούτα έψαλνεν ο ξακουστός αοιδός, και ο Οδυσσέας
+έλυονε, και τα δάκρυα 'ς τα μάγουλα του ερρέαν.
+και ως κλαίοντας τον άνδρα της γυνή περιλαμβάνει,
+'πώπεσ' εμπρός 'ς τα τείχη του και εις τους λαούς να σώση
+την πόλι και τα τέκνα του απ' την κακήν ημέρα, 525
+και, ως βλέπει αυτόν οπού σπαρνά 'ς το ψυχομάχημά του,
+αυτή ριμμένη επάνω του θρηνολογεί, κ' εκείνοι
+την ράχη και τους ώμους της κτυπώντας με τ' ακόντι,
+την σέρνουν εις τα βάσανα, 'ς τα πάθη της δουλείας,
+και αυτής ο πόνος ο πικρός τα μάγουλα μαραίνει• 530
+όμοια τότ' έρρεαν πικρά τα δάκρυα του Οδυσσέα.
+και όλων των άλλων έμεναν τα δάκρυα του κρυμμένα•
+μόνος τον εκατάλαβεν ο Αλκίνοος, 'που καθόνταν
+σιμά του, και τον άκουσε να βαρυαναστενάζη•
+και εις τους ναυτικούς Φαίακαις ευθύς εκείνος είπε• 535
+«Ακούσετ', όλ' οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων•
+ν' αφήσ' ήδη ο Δημόδοκος την ηχηρήν κιθάρα,
+ότι μ' αυτά, 'που τραγουδεί, δεν καλοαρέσ' εις όλους•
+'ς το δείπνο αφού καθίσαμε και άρχισ' ο αοιδός ο θείος,
+απ' το πικρό παράπονο δεν έχει παύσει ο ξένος• 540
+πόνος μεγάλος την καρδιά, θαρρώ, του καταθλίβει.
+άρα να μείν' ο αοιδός, όπως χαρή και ο ξένος
+μ' εμάς, 'που τον ξενίζουμε, και τούτο θέλ' η τάξι.
+όλα γι' αγάπην έγειναν του σεβασμίου ξένου,
+προβάδισμα, χαρίσματα, 'που τον φιλοδωρούμε.
+ότ' είναι ως άλλος αδελφός ο ξένος και ο ικέτης 545
+του ανδρός, όπ' έχει 'ς την καρδιάν αίσθησι καν ολίγη.
+όθεν και συ μην προσπαθής με τέχνη να μας κρύψης
+ό,τι ερωτώ σε• είναι καλό να μας το φανερώσης.
+τ' όνομα ειπέ, 'που σ' έκραζαν εκεί πέρα οι γονείς σου, 550
+κ' οι άλλοι εκεί 'ς την πόλι σου, και οι γείτονες τριγύρω.
+ότι ανονόμαστος κανείς δεν είναι των ανθρώπων,
+'ς τον κόσμον άμα γεννηθή, μικρός είν' είτε μέγας,
+αλλ' όλων, άμα ιδούν το φως, το βγάζουν οι γονείς τους.
+και ειπέ μου την πατρίδα σου, τον δήμο, και την πόλι, 555
+όπως τα πλοία στρέφοντας εκεί την νόησί τους
+σε φέρουν• ότ' οι Φαίακες δεν έχουν κυβερνήταις,
+ούτε πηδάλια αυτά βαστούν, ως έχουν τ' άλλα πλοία•
+αλλά την γνώμην εννοούν, τα φρένα των ανθρώπων.
+ταις χώραις, τους παχείς αγρούς της οικουμένης όλης 560
+γνωρίζουν, και της θάλασσας περνούν το μέγα στόμα
+γοργότατα, 'ς την καταχνιά, 'ς την συννεφιά κρυμμένα,
+ουδέ ποτέ τους να χαθούν ή να βλαφθούν φοβούνται.
+μόνον τούτ' άκουσ' άλλοτε, 'πώλεγεν ο πατέρας
+Ναυσίθοος, ότι εφθόνεσεν εμάς ο Ποσειδώνας, 565
+'που 'ς την πατρίδ' ακίνδυνα ξεπροβοδούμεν όλους•
+ότι ο θεός έν' εύμορφο καράβι των Φαιάκων,
+ως γέρνει από προβάδισμα ποτέ, 'ς το μαύρο κύμα,
+θα κρούση και την πόλι μας μ' όρος θα κλείση μέγα•
+τούτά 'πε ο γέρος, και ο θεός ή θέλει τα ενεργήση, 570
+ή μένουν ανενέργητα, καθώς αρέσει εκείνου.
+αλλ' έλα τώρα θέλησε σωστά να μου αναφέρης
+τα μέρη όπου πλανήθηκες, τους τόπους όπου εβγήκες,
+ταις χώραις ταις καλόκτισταις κ' εκείνων τους κατοίκους,
+και όσοι απ' αυτούς ήσαν κακοί, άγριοι και όχι δίκαιοι, 575
+και όσοι φιλόξενοι και αυτών θεόφοβ' ήτο η γνώμη.
+και ειπέ τι τόσ' οδύρεσαι οπόταν των Αργείων
+των Δαναών το πάθημα ακούσης και του Ιλίου.
+κείνο το έκαμαν οι θεοί, κ' έκλωσαν των ανθρώπων
+όλεθρον μέγαν, να το ειπούν κ' οι απόγονοι τραγούδι. 580
+μη συγγενής σου έπεσε 'ς τα τείχη εμπρός του Ιλίου,
+άξιος, γαμβρός, ή πενθερός; στενότατ' είναι τούτοι,
+κατόπι από το αίμα μας και από την γενεά μας.
+ή κάποιος σύντροφος λαμπρός, εγκαρδιακός σου φίλος,
+έπεσε; ότι 'ς την γνώμη μου κατώτερος δεν είναι 585
+απ' αδελφόν φίλος με νου και γνώσι προικισμένος».
+
+
+
+Ραψωδία I
+
+
+
+Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας•
+«Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε,
+τω όντι τούτο είν' εύμορφο, τέτοιον αοιδόν ν' ακούης,
+ως είναι αυτός, 'που των θεών εις την φωνήν ομοιάζει.
+ότι δεν βλέπω 'ς την ζωή τερπνότερ' άλλο τέλος, 5
+παρ' όταν όλος ο λαός 'ς την ευφροσύνη πλέει,
+και τον αοιδόν 'ς τα δώματα ακούν οι καλεσμένοι
+αραδικώς καθήμενοι, με τράπεζαις γεμάταις
+τον άρτον και τα κρέατα, και απ' τον κρατήρα παίρνει
+ο κεραστής κρασί γλυκό και 'ς τα ποτήρια χύνει• 10
+απ' όλα τ' ωραιότερον ότ' είναι αυτό λογιάζω.
+αλλά τα πολυστένακτα κακά μου να ερευνήσης
+σου 'πε η ψυχή σου, όπως εγώ βαρύτερα στενάζω.
+τώρα τι πρώτο, τ' ύστερον εγώ να σου ιστορίσω;
+ότ' οι επουράνιοι θεοί κακά πολλά μου δώσαν. 15
+και πρώτα θα ειπώ τ' όνομα, όπως και σεις ακόμη
+το μάθετε, και όπως εγώ, τον χάρο αν ξεφύγω,
+φίλος σας μένω ξενικός, και πέρ' αν κατοικάω.
+εγώ 'μαι ο δολομήχανος Λαερτιάδης Οδυσσέας,
+και από την γη 'ς τους ουρανούς η δόξα μου έχει φθάσει. 20
+και κατοικώ την ηλιακήν Ιθάκη, 'π' όρος έχει
+μεγάλο κινησίφυλλο, το Νήριτο, και γύρω
+νησιά πολλά, και σύνεγγυς το 'να με τ' άλλο, υπάρχουν,
+Δουλίχιο, Σάμη, Ζάκυνθος η πολυδενδρωμένη•
+κείνη 'ς το πέλαο χαμηλή βαθειά την δύσι βλέπει, 25
+και όλαις η άλλαις χωριστά προς της αυγής τα μέρη•
+πετρώδης, αλλ' ανδρών καλή βυζάστρα• κ' εγώ άλλο
+πράγμα δεν δύναμαι να ιδώ γλυκότερο απ' την γην μου.
+και ιδές, μ' εκράτ' η Καλυψώ, σεπτή θεά, μεγάλη,
+'ς τα κοίλα σπήλαια, και άνδρας της επόθει να της ήμαι• 30
+όμοια και η Κίρκη εκράτει με, η δολερή Αιαία,
+'ς τα μέγαρά της, και άνδρας της επόθει να της ήμαι•
+αλλά ποτέ δεν έπεισαν 'ς τα στήθη την ψυχή μου.
+αχ! τίποτε γλυκότερο δεν έχει απ' την πατρίδα
+και απ' τους γονείς ο άνθρωπος, και σπίτι ευτυχισμένο 35
+εις ξένην γην αν κατοικεί μακράν απ' τους γονείς του.
+τώρ' άκουσε το θλιβερό ταξείδι, 'που εις εμένα,
+ως απ' την Τροίαν έγερνα, διώρισεν ο Δίας.
+
+Απ' το Ίλιο μ' έφερ' άνεμος 'ς την άκραν των Κικόνων,
+την Ίσμαρο• κ' εξέκαμα την πόλι και τους άνδραις•
+Και όσαις γυναίκαις πήραμε και πλούτη από την πόλι, 40
+ίσια τα μοιρασθήκαμε να μη κλαυθή κανένας.
+και τότ' εγώ να φύγουμεν εκείθ' ευθύς με βία
+παρακινούσα, αλλ' οι μωροί ν' ακούσουν δεν ήθελαν.
+και αυτού πίνονταν άδολο κρασί πολύ, κ' εσφάζαν 45
+εις τ' ακρογιάλι αρνιά πολλά και στριφοπόδα βώδια.
+πήγαν ωστόσο οι Κίκονες τους Κίκοναις να κράξουν,
+γείτοναις, 'που πλειότεροι και ανδρειότεροι απ' εκείνους
+εκατοικούσαν 'ς την στερηά, και απ' τ' άλογα εγνωρίζαν
+να πολεμούν, ή και πεζοί, αν το 'θελεν η ανάγκη. 50
+τόσ' ήλθαν, όσ' η άνοιξι φύλλα φυτρόνει και άνθη,
+πρωί• τότ' ήλθε του Διός μοίρα κακή κοντά μας
+των δύστυχων, όπ' έμελλε πολλά να φέρη πάθη.
+την μάχη στήσαν και άρχισαν προς τα γοργά καράβια,
+και απ' τα δυο μέρη ερρίχνονταν τα χάλκινα κοντάρια. 55
+και όσ' ήτο αυγή και τ' άγιο φως αύξαινε της ημέρας,
+προς τους πολλούς τον πόλεμον κρατούσαμεν οι ολίγοι•
+αλλ' άμ' ο ήλιος έγερνεν, όταν τα βώδια λυώνται,
+τους Αχαιούς εσύντριψαν οι Κίκονες κ' εσπρώξαν.
+έξι ανδρειωμένοι σύντροφοι μέσ' από κάθε πλοίο 60
+χάθηκαν και απ' τον θάνατον σωθήκαμεν οι άλλοι.
+θλιμμένοι εμπρός επλέαμεν, μακράν από τον χάρο
+πρόθυμ', αλλά των ποθητών συντρόφων στερημένοι.
+αλλά δεν μου ξεκίνησαν τα ισόμετρα καράβια,
+πριν τρεις φωνάξουμε φοραίς τους άμοιρους συντρόφους, 65
+όσους 'ς τον κάμπον έστρωσαν τ' ακόντια των Κικόνων.
+και ο Δίας μας εσήκωσεν ο νεφελοσυνάκτης
+ζάλην φρικτήν απ' τον Βορηά, κ' ετύλιξε 'ς τα νέφη
+πόντον και γην, κ' εχύθηκεν απ' τον αιθέρα νύκτα•
+κ' έτρεχαν επικέφαλα, και τα πανιά τους όλα 70
+έσχισεν, ετετάρτιασεν η δύναμι του ανέμου,
+κάτω τα εσύραμεν ευθύς, μη μας καταποντίσουν,
+και λάμνοντας εφέραμεν εις την στερηά τα πλοία.
+ασάλευτοι αυτού μείναμε δυο 'μέραις και δυο νύκταις,
+και την καρδιά μας έτρωγεν η μέριμνα και ο κόπος. 75
+η τρίτη ως έλαμψεν αυγή, τα κάτασπρα πανία
+εις τα κατάρτια απλώσαμε, καθίσαμε και ωδήγαν
+τα πλοία μας ο άνεμος ομού και οι κυβερνήταις.
+και άβλαπτος τότε θα' φθανα 'ς την ποθητήν πατρίδα,
+αλλ' ως τον Μαληά γύριζα, το κύμα και το ρεύμα 80
+και ο Βορηάς πολύ μακράν μ' έδιωξαν των Κυθήρων.
+κατόπιν άνεμοι κακοί μ' έδερναν εννηά 'μέραις,
+'ς την ιχθυοφόρα θάλασσαν ήλθαμε την δεκάτη
+των Λωτοφάγων εις την γη, 'πώχουν τροφή τους άνθη.
+'ς την γην εβγήκαμε, νερό επήραμε από βρύσι, 85
+και οι σύντροφοι εγευμάτισαν προς τα γοργά καράβια.
+και το φαγί και το πιοτό άμα ευφρανθήκαμ' όλοι,
+τότε συντρόφους έστειλα, να υπάγουν και να μάθουν
+ποιοι σιτοφάγοι άνθρωποι 'ς την γην εκείνην ήσαν,
+δύο διαλεκτούς, και κήρυκα μ' αυτούς έσμιξα τρίτον. 90
+επήγαν κ' επλησίασαν τους Λωτοφάγους άνδραις,
+και τούτοι των συντρόφων μας κακό δεν μελετούσαν
+κανένα, αλλά τους έδωσαν λωτό να δοκιμάσουν.
+και άμα εγευόνταν τον καρπό, 'που ήταν γλυκός 'σαν μέλι,
+να γύρουν πλειά δεν έστεργαν, ουδ' είδησι να φέρουν. 95
+αλλά να μένουν ήθελαν σιμά των Λωτοφάγων,
+λωτό να τρώγουν, την γλυκειά πατρίδα λησμονώντας.
+εις τα καράβια εγώ με βια τους γύρισα κ' εκλαίαν,
+και εις τα ζυγ' αποκάτωθε τους έσυρα δεμένους.
+ν' αναιβούν τότ' επρόσταξα των άλλων των συντρόφων 100
+'ς τα γοργά πλοία με σπουδή, μη κάποιος απ' εκείνους
+φάγη λωτό, και την γλυκειά πατρίδα λησμονήση.
+εμπήκαν, αραδιάσθηκαν εις τα σανίδια κείνοι,
+και την λευκή την θάλασσα με τα κουπιά βροντούσαν.
+
+Εκείθ' επλέαμεν εμπρός με την ψυχή θλιμμένη. 105
+και των Κυκλώπων εις την γη, των υβριστών, ανόμων,
+εφθάσαμε, οπού 'ς των θεών την δύναμι θαρρώντας,
+ούτε φυτό φυτεύουσιν, ούτε πότ' αλατρεύουν,
+αλλ' άσπαρτ', αναλάτρευτα, τα πάντα εκεί φυτρόνουν,
+σίτοι, κριθάρια, και άμπελοι, και δίδει κρασί πλήθος 110
+ο μεγαστάφυλος καρπός, καθώς τον βρέχει ο Δίας.
+βουλών δεν έχουν αγοραίς, και νόμους δεν γνωρίζουν,
+αλλά ταις άκραις κατοικούν βουνών υψηλοτάτων
+εις βαθειά σπήλαια, και καθείς 'ς την σύντροφο, 'ς τα τέκνα
+είναι κριτής, ουδέποτε προσέχει προς τον άλλον. 115
+
+Άγριον απλόνεται νησί παρέξω απ' τον λιμένα,
+ούτε σιμά, και ούτε μακράν της χώρας των Κυκλώπων,
+σύδενδρο, και αγριόγιδα 'ς εκείνο μέσα βόσκουν,
+αμέτρητα• ότι πάτημα δεν τα εμποδίζει ανθρώπων,
+ουδέ κει μπαίνουν κυνηγοί, 'που συνηθούν 'ς τα δάση 120
+να δέρνωνται, αναβαίνοντας ράχαις και κορφοβούνια.
+ποίμνια δεν το σκεπάζουσι, και αλέτρια δεν το σχίζουν,
+αλλ' άσπαρτο, αναλάτρευτο, και ολόρφανο απ' ανθρώπους
+ολοκαιρής, είναι βοσκή 'ς τα γίδια 'που βελάζουν.
+τι πλοία κοκκινόπλωρα οι Κύκλωπες δεν έχουν, 125
+ούτ' έχουν πλοίων ξυλουργούς, 'που εκείνων θα εμορφόναν
+καλόστρωτα πλεούμενα, χρήσιμα να 'ναι εις όλα,
+'ς ταις πολιτείαις φθάνοντας, ως τους ανθρώπους βλέπεις
+το πέλαο να συχνοπερνούν απ' το 'να εις τ' άλλο μέρος•
+και αυτοί θα τους εσύσταιναν καλόκτιστην την νήσο. 130
+κακή δεν είναι• θα 'φερνε κάθε καρπό 'ς την ώρα,
+ότι της λευκής θάλασσας 'ς την άκρη τα λειβάδια
+υγρά θωρείς και μαλακά• και άφθαρτ' αμπέλια θα 'χε•
+και για τ' αλέτρ' είναι ομαλή• τον σίτο 'ς τον καιρό του
+βαθειά πολύ θα εθέριζαν, ότ' είναι η γη παχεία. 135
+κ' έχει λιμέν' ακίνδυνον, οπού σχοινιά δεν θέλει,
+είτε να ρίχνουν άγκυραν, είτε να δένουν πρύμη,
+αλλ' αραγμένοι προς την γη να μένουν, ως 'που οι ναύταις
+να ξεκινήσουν πρόθυμα, άμα φυσήση πρύμος.
+και εις του λιμένα την κορφή νερό καθάριο ρέει, 140
+άντρο αποκάτω μια πηγή, και ολόγυρα έχει λεύκαις.
+αυτού εμπαίναμε• θεός κάποιος μας οδηγούσε,
+'ς το σκότος μέσα της νυκτός, 'π' αθώρητα ήσαν όλα.
+ότι καταχνιά κύκλονε τα πλοία, και η σελήνη
+δεν έφεγγε απ' τον ουρανό και νέφη την εκρύβαν. 145
+και το νησί δεν ξάνοιξε κανείς μας με τα μάτια,
+ουδέ τα μακρυά κύματα 'ς την γην όπως κυλούσαν
+είδαμε, πριν τα πλοία μας 'ς την άκρα προσαράξουν.
+και άμ' άραξαν, εσύραμε κατ' όλα τα πανιά τους,
+'ς την γην εβγήκαμε κ' εμείς, και, αφού πήραμ' ολίγον 150
+ύπνον, επεριμέναμεν η άφθαρτ' Ηώ να φέξη.
+
+Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη,
+και το νησί θαυμάζοντας γερνούσαμε άνω, κάτω.
+και η νύμφαις, κόραις του Διός, απ' τα όρη ξεκινήσαν
+τα γίδια, ναύρουν έτοιμο το γεύμα οι σύντροφοί μου. 155
+τα τόξ' αμέσως τα κυρτά και τα μακρυν' ακόντια
+απ' το καράβι πήραμε, και, εις τρεις βαλμένοι τάξεις,
+ρίχναμε, κ' έδωσε ο θεός ευφραντικό κυνήγι.
+μ' ακολουθούσαν δώδεκα πλοία, και εις το καθένα
+εννέα γίδες έμειναν, αφού μου δώσαν δέκα. 160
+αυτού τότ' εκαθόμασθε, ολημέρα ως το δείλι
+μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό φαγοποτώντας.
+ότι το κόκκινο κρασί δεν είχε λείψει ακόμη
+'ς τα πλοία, τ' είχαμε ο καθείς γεμίσει ταις λαγήναις,
+την ιερή 'σαν πήραμε την πόλι των Κικόνων. 165
+και των Κυκλώπων βλέπαμε την γη, 'που ήταν πλησίον,
+και τον καπνό, και την φωνήν αυτών και των προβάτων.
+και ο ήλιος άμα εβύθισε κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα,
+εμείς αναπαυθήκαμε 'ς την άκρα της θαλάσσης.
+εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, 170
+κ' έκαμα εγώ συνάθροισι και μέσα εις όλους είπα•
+«σεις οι άλλοι φίλοι σύντροφοι, να μείνετ' εδώ τώρα•
+εγώ με τα καράβι μου και με τους ιδικούς μου
+συντρόφους θέλα πάω να ιδώ να μάθω τίνες είναι
+οι άνθρωποι τούτοι, είναι υβρισταίς, άγριοι και όχι δίκαιοι, 175
+ή τε φιλόξενοι και αυτών θεόφοβ' είναι η γνώμη».
+
+Και εις το καράβι ανέβηκα και των συντρόφων είπα
+να λύσουν τα πρυμόσχοινα και ν' αναιβούν• κ' εκείνοι
+εμπήκαν και αραδιάσθηκαν ευθύς εις ταις σανίδαις,
+και την λευκή την θάλσσα με τα κουπιά βροντούσαν. 180
+και ότε εις τον τόπο φθάσαμεν, οπού μακράν δεν ήταν,
+εις άκραν σπήλαιον είδαμε, 'ς το χείλος της θαλάσσης,
+υψηλό, δαφνοσκέπαστο κει μέσα εξενυκτούσαν
+κοπάδια, γιδοπρόβατα πολλά, και αυλήν τριγύρω
+υψηλήν είχεν εις χωσταίς πέτραις βαθειά κτισμένην, 185
+κ' υψηλοφούντωτα ιδρυά, πεύκ' υψηλοί, την φράζαν.
+άνδρας θεόρατος αυτού ξενύκταε, 'που βοσκούσε
+τα ποίμνια μόνος ξέμακρα, ουδ' έσμιγε με άλλους,
+αλλ' έτρεφεν ανάμερα κάθε ανομιά 'ς τον νου του.
+τι θαύμα ήταν θεόρατον, ουδέ των σιτοφάγων 190
+ώμοιαζε ανδρών, αλλ' ώμοιαζεν ως κορυφή λογγώδης,
+'που υψόνεται ολομόναχη 'ς την μέση απ' άλλα όρη.
+
+Και αφού τους άλλους πρόσταξα αγαπητούς συντρόφους
+σιμά 'ς το πλοίο να σταθούν και αυτού να το φυλάγουν,
+διάλεξα δώδεκ' απ' αυτούς κ' εκίνησα μαζή τους. 195
+κ' είχ' ασκί τράγινο, γλυκό μαύρο κρασί γεμάτο•
+μου τόχε δώσει ο Μάρωνας, ο γόνος του Ευανθέα
+ιερέας του Απόλλωνα, προστάτη της Ισμάρου.
+με τον υιόν τον σώσαμε και με την σύντροφόν του,
+φοβούμενοι, ότι εγκάτοικος 'ς το δάσος αυτός ήταν 200
+του Φοίβου Απόλλωνα, και αυτός λαμπρά μου 'δωσε δώρα.
+επτά μου 'δωσε τάλαντα, έργα χρυσά και ωραία,
+κ' έναν κρατήρα ολάργυρο• και δώδεκα λαγήναις
+άδολο γέμισε κρασί, γλυκό, πιοτόν ουράνιο,
+'που δεν το γνώριζε κανείς 'ς το σπίτι του υπηρέτης, 205
+ούτε θεράπαιν', αλλ' αυτός και η πολυαγαπημένη
+γυνή του και η κελλάρισσα το ήξευρε μόνη μία•
+και ότ' έβαζε το κόκκινο γλυκό κρασί να πίνουν,
+εις μέτρα νερό δώδεκα έχυν' ένα ποτήρι,
+και απ' ευωδιάν ανέκφραστη τριόντιζε ο κρατήρας• 210
+κανείς τότε δεν θα 'στεργε το κέρασμα ν' αφήση.
+μέγαλο ασκί πήρ' απ' αυτό και τρόφιμα εις δισάκκι,
+ότι απ' αρχής εμάντευσεν η ανδρική ψυχή μου
+'π' άνδρας ζωσμένος δύναμιν μεγάλην θα 'λθη εμπρός μου,
+άγριος, 'που δεν θα εγνώριζε δίκαια ποσώς ή νόμους. 215
+
+Ήλθαμ' εις τ' άντρ' ογλήγορα και μέσ' αυτός δεν ήταν,
+αλλ' έβοσκεν εις ταις βοσκαίς τα σαρκωμέν' αρνιά του.
+και ως φθάσαμ' εκυττάζαμεν όσά 'χε μέσα τ' άντρο•
+τα τυροβόλια γεμιστά, και η μάνδρες στοιβασμέναις
+αρνιά κ' ερίφια• κ' είχε τα ξεχωριστά κλεισμένα, 220
+τα πρώιμ' αλλού, τα δεύτερα αλλού, και αλλού τα τρίτα.
+και όλα επλημμύριζαν ορό, και κάδοι και σκαφίδες,
+τ' αγγεία τα καλόφθειαστα, 'π' άρμεγε αυτός το γάλα.
+τότε με λόγια οι σύντροφοι θερμά μ' επαρακάλουν,
+απ' τα τυριά να πάρουμε και φεύγοντας με βία 225
+αρνιά κ' ερίφια γλήγορα να σύρουμ' απ' ταις μάνδραις
+'ς το πλοίο μας, και τα πικρά να σχίσουμε πελάγη.
+να 'χα δεχθή την γνώμη τους! αλλ' είχε βάλει ο νους μου
+κείνον να ιδώ και ξενικά να μου χαρίση δώρα•
+και αχ, να φανή δεν έμελλε τερπνός εις τους συντρόφους! 230
+
+Και αφού φωτιάν ανάψαμε κ' εκάμαμε θυσία,
+εφάγαμ' από τα τυριά, κ' εκείνον καρτερώντας
+καθόμασθε• ήλθε απ' την βοσκή, και από φρυγμένα ξύλα
+έφερνε βάρος φοβερό, να τα 'χη για τον δείπνο•
+και εις τ' άντρο μέσα ως το 'ριξε φρικτόν σήκωσε βρόντο• 235
+τρέμοντας εσυρθήκαμε 'ς του άντρου μες τα βάθη.
+τα παχειά πρόβατ' έμπασε 'ς το ευρύχωρο το σπήλαιο.
+όλα όσα εκείνος άρμεγε, τ' αρσενικ' άφησ' έξω,
+τράγους, κριάρια, 'ς τον βαθύ τον γύρο της αυλής του.
+κ' ευθύς εσήκωσ' έβαλε θυρόπετρα μεγάλη 240
+βαρειά πολύ, 'που από την γη να σείουν δεν θ' αρκούσαν
+είκοσι δυο τετράκυκλα καλοφθειασμέν' αμάξια.
+με τέτοιον βράχον άμετρον έφραξ' αυτός την θύρα.
+και άρμεγε αυτού καθήμενος γίδαις και προβατίναις
+με τάξι, κ' έπειτ' έβαζε της καθεμιάς τ' αρνί της. 245
+και αφού 'χε πήξει το μισό από το λευκό γάλα,
+τα εμάζευσε και το 'θεσεν εις τα πλεκτά καλάθια•
+και τ' άλλο μισό 'πώμεινε το 'βαλε μες τ'αγγεία,
+έτοιμο για τον δείπνο του, να παίρνη και να πίνη.
+και άμ' όλα εκείνος βιαστικά τα έργα του είχε κάμει, 250
+την στιά ξανάναφτε, κ' εμάς κυττώντας είπε• «ω ξένοι,
+ποιοι είσθε; πόθεν πλέετε τους δρόμους της θαλάσσης;
+να εμπορευθήτ' εβγήκετε, ή του κακού πλανάσθε
+'ς τα πέλαγα ως οι πειραταίς; πλανώνται αυτοί και φέρουν,
+την ζωή τους κινδυνεύοντας, βλάβη των αλλοφύλων». 255
+
+Αυτά πε• και η καρδία μας εκόπη από τον τρόμο•
+ότι βαρύ 'χε μούγκρισμα, κ' εκείνος ήταν τέρας•
+αλλ' όμως εγώ απάντησα ευθύς 'ς το ερώτημα του•
+«εμείς πλανώμενοι Αχαιοί ήλθαμε από την Τροία,
+ως οι άνεμοι στην άβυσσο μας σπρώξαν της θαλάσσης 260
+εις δρόμους άλλους πάντοτε μακράν απ' την πατρίδα•
+τούτα διώρισε η βουλή και η θέλησι του Δία.
+στρατιώταις του Αγαμέμνονα καυχόμασθε, τον Ατρείδη,
+'που τώρα η δόξα του αντηχεί 'ς τα πέρατα τον κόσμου,
+την πόλιν αφού ερήμωσε την δυνατήν και πλήθη 265
+πολλών εξέκαμε λαών κ' εμείς εδώ φθασμένοι
+'ς τα γόνατα σου πέφτουμε, να μας φιλοξενήσης,
+ή άλλο να δώσης χάρισμα, ως συνηθούν των ξένων.
+σέβου, ω μεγάλε, τους θεούς• ικέταις σου μας έχεις•
+των ξένων και των ικετών εκδικητής ο Δίας 270
+ο ξένιος, 'που τους ιερούς τους ξένους συνοδεύει».
+
+Είπα, και μ' άσπλαχνη καρδιά μου αντείπ' ευθύς εκείνος•
+«ω ξένε, ή τ' είσαι ανόητος, ή τ' έρχεσ' από πέρα,
+'που να φοβώμαι τους θεούς ή να ψηφώ μου λέγεις•
+δεν ψηφούν, όχ', οι Κύκλωπες τον Δί' αιγιδοφόρο 275
+ουδέ τους μάκαραις θεούς• είμασθ' ανώτεροί τους•
+ουδ' από φόβο του Διός εσένα ή τους συντρόφους
+εγώ ποτέ θα λυπηθώ, αν δεν το θέλω ατός μου•
+αλλά το καλοκάμωτο που άραξες καράβι,
+εις κάποιαν άκραν ή σιμά; λέγε μου, να το μάθω». 280
+
+Αυτά 'πε δοκιμάζοντας, αλλά δεν απατιόνταν
+ο νους μου ο πολυπόθητος και αντείπα εγώ με δόλο•
+«το πλοίο μου εσύντριψεν ο σείστης Ποσειδώνας,
+κατάβραχ' όπως το 'σπρωξε 'ς κάποια της γης σας άκρα,
+και άνεμος από την θάλασσα φυσώντας μου το 'πήρε, 285
+κ' εγώ με τούτους ξέφυγα την υστερνή μου ώρα».
+
+Αυτά 'πα, και ο σκληρόψυχος ποσώς δεν απαντούσε•
+αλλ' ετινάχθη και άπλωσε τα χέρια 'ς τους συντρόφους,
+άρπαξε δυο κ' έκρουσ' αυτούς 'ς την γην ωσάν σκυλάκια,
+κ' ερρέαν χάμου τα μυαλά κ' ενότιζαν το χώμα. 290
+και αφού τους εκομμάτιασεν ετοίμαζε τον δείπνο.
+κ' έτρωγε• ως λειόντας ορεινός, χωρίς τα ουδέν ν' αφήση,
+εντόσθια, σάρκαις, κόκκαλα, κ' ερούφα τα μελούδια•
+κ' εμείς 'ς τον Δία κλαίοντας σηκόναμε τα χέρια,
+βλέποντας έργ' απάνθρωπα, και ο νους μας απορούσε. 295
+και αφού γέμισ' ο Κύκλωπας την τρίσβαθη κοιλία,
+ανθρώπου κρέας τρώγοντας, πίνοντας γάλ' ακράτο,
+κείτονταν 'ς τ' άντρο τεντωτός 'ς την μέση των προβάτων.
+κ' είπε η γενναία μου ψυχή το ακονητό σπαθί μου
+να ξεγυμνώσω επάνω του, 'ς το στήθος να το εμπήξω 300
+εκεί, 'που το διάφραγμα σκεπάζει το συκώτι.
+αλλ' ήλθεν άλλος στοχασμός και μου άλλαξε την γνώμη•
+ότι κ' εμείς θα ευρίσκαμε τον θάνατο μαζή του,
+ότι δεν θάμαστε αρκετοί απ' την υψηλή θύρα
+τον βράχο να κινήσουμε βαρύν, οπού 'χε βάλει. 305
+και αυτού βαρυστενάζαμε πότε να φέξ' η ημέρα•
+και ως φάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ, πάλιν εκείνος
+έκαμνε στιά και ταις καλαίς άρμεγε προβατίναις
+με τάξι, κ' έπειτ' έβαζε της καθεμιάς τ' αρνί της.
+και άμ' όλα εκείνος βιαστικά τα εργα του είχε κάμει, 310
+άρπαξε πάλι δυο μαζή κ' ετοίμασε το γεύμα.
+χορτάτος έπειτ' έβγαλε τα πρόβατ' από τ' άντρο,
+αφού τον βράχον εύκολα εσήκωσε απ' την θύρα
+και τον ξανάβαλ' έπειτα, ως σκέπασμα εις φαρέτρα.
+και ωδήγα με σουριγματιαίς τα πρόβατα εις τα όρη 315
+ο Κύκλωπας• κ' εγώ 'μένα και ολέθριαις είχα γνώμαις,
+να εκδικηθώ, κ' η Αθηνά την δόξα να μου δώση•
+και ιδού ποια συμφερώτερη τότε μου εφάνη γνώμη•
+'ς την μάνδρα μέγα ρόπαλο του Κύκλωπα ήταν χάμου,
+χλωρόν, ελάινο, και είχε το κόψει να το φοράη 320
+όταν φρυγή• και ως το είδαμε κατάρτι μας εφάνη
+αρμόδιο για εικοσίκουπο καράβι πισσωμένο,
+απ' τα πλατειά φορτωτικά, 'που σχίζουν τα πελάγη•
+'ς το μάκρος τόσο εφαίνονταν και τόσον εις το πλάτος.
+το επήρα και όσο μιαν ορυιάν έκοψα εγώ του ξύλου, 325
+και των συντρόφων το 'δωσα και να το ξύσουν είπα.
+κείνοι καλά το εγλύστρωσαν• και σουβλερό 'ς την άκρη
+το 'καμα εγώ και με σπουδή το επύρονα εις την φλόγα•
+τ' απόθωσ' έπειτ' εύμορφα και το 'κρυψα 'ς την κόπρο,
+'που ήταν χυμένη αμέτρητη μες τ' άντρο απ' άκρ' εις άκρη. 330
+κ' είπα λαχνόν οι σύντροφοι να ρίξουν, ποιος θα τύχη
+μ' εμέ να υψώση τον λοστό, μ' ανδρειά να τον εμπήξη,
+άμα γλυκαποκοιμηθή, 'ς του Κύκλωπα το μάτι.
+κ' έλαχαν κείνοι, 'που 'θελα, ως να 'σαν διαλεκτοί μου,
+τέσσαρες, κ' εμετρήθηκα πέμπτος εγώ μ' εκείνους. 335
+κ' ήλθε με τα καλόμαλλα πρόβατ' αυτός το βράδι•
+τα σαρκωμένα πρόβατα έμπασε μέσα 'ς τ' άντρο
+όλα, και 'ς τον αυλόγυρο δεν άφησε κανένα•
+ή μόνος κάτι ενόησεν ή πρόσταγμ' ήταν θείο.
+κ' εσήκωσ' ευθύς κ' έβαλε τον βράχον εις την θύρα. 340
+και άρμεγε αυτός καθήμενος τα πρόβατα, ταις γίδαις,
+με τάξιν, κ' έβαζ' έπειτα της καθεμιάς τ' αρνί της.
+και άμ' όλα εκείνος βιαστικά τα έργα του είχε κάμει,
+άρπαξε πάλι δυο μαζή κ' ετοίμασε τον δείπνο.
+και τότ' εγώ τον Κύκλωπα πλησίασα και του 'πα, 345
+μ' ένα καυκί 'ς τα χέρια μου, μαύρο κρασί γεμάτο•
+«Κύκλωπα, λάβε, πιε κρασί, 'π' ανθρώπινο έχεις φάγει
+κρέας, να ιδής 'ς το πλοίο μου πιοτό 'που 'χα κρυμμένο•
+κ' εγώ σου το 'φερα σπονδήν, ίσως εμ' ελεήσης,
+και εις την πατρίδα στείλης με• ά! συ φρικτά μανίζεις. 350
+άσπλαχνε, πώς άλλος θα 'λθή να σε σιμώση πλέον,
+απ' όπου υπάρχουν άνθρωποι, τόσ' άνομ' αφού πράζεις;»
+
+Αυτά 'πα, και το επήρε αυτός, το ρούφηξε κ' ευφράνθη
+'ς το γευτικώτατο πιοτό, και άλλο μου εζήτ' ακόμη•
+«δος μου και πάλιν πρόθυμα, και αμέσως τ' όνομά σου 355
+ειπέ, να λάβης χάρισμα, 'που να χαρή η ψυχή σου.
+ότι κ' εδώ γεννά κρασί πολύ και των Κυκλώπων
+ο μεγαστάφυλος καρπός, όπως τον βρέχει ο Δίας•
+αλλ' αμβροσίας στάλαγμα και νέκταρος τούτ' είναι».
+
+Αυτά 'πε• και το φλογερό κρασί του 'δωσα πάλι• 360
+και τρεις του εγέμισα φοραίς, τρεις τ' άδειασε ο χαμένος.
+και ως το κρασί κυρίευσε του Κύκλωπα ταις φρέναις,
+τότε τον επροσφώνησα με λόγια πτερωμένα•
+«Κύκλωπα, το ένδοξ' όνομα, 'που μ' ερωτάς, σου λέγω•
+και, ως υποσχέθηκες, εσύ θα με φιλοδωρήσης. 365
+Ουδένας ονομάζομαι, εμέ λέγουν Ουδένα
+η μάννα και ο πατέρας μου και ο κάθε γνώριμός μου».
+
+Είπα, και μ' άσπλαχνη καρδιά μου αντείπ' ευθύς εκείνος•
+«και τον Ουδέναν ύστερον θα φάγω απ' τους συντρόφους•
+τους άλλους όλους πρότερα• ιδού ποιο θα 'χης δώρο». 370
+
+Αυτά 'πε, κ' εξαπλώθηκε• τ' ανάσκελα πεσμένος
+τον παχύν σβέρκον έγυρε 'ς το πλάγι• ωστόσ' ο ύπνος
+τον έπιανε ο πανδαμαστής• και απ' το λαρύγγι εβγαίναν
+κρασί και ανθρώπιναις χαψιαίς, 'ς την μέθη του ως εξέρνα•
+και τον λοστό τότ' έχωσα 'ς την αναμμένη στάκτη 375
+να πυρωθή, κ' εμψύχονα με λόγους τους συντρόφους
+όλους, μη κάποιος απ' αυτούς δειλιάση και μου φύγη•
+αλλ' ότ' ο ελάινος λοστός αστράφτοντας εφάνη
+ότι θ' ανάψη, αν και χλωρός, απ' την φωτιά τον πήρα
+εγώ σιμά, κ' εστέκονταν τριγύρω οι σύντροφοί μου• 380
+αλλά την τόλμην έπνευσε 'ς εμάς δύναμις θεία.
+κ' εκείνοι ως πήραν τον λοστό τον σουβλερό, 'ς το μάτι
+τον έμπηξαν, και πάλι εγώ τον άμπωθ' απ' επάνω,
+τον έστρεφα ως ο ξυλουργός τρυπά δοκάρι πλοίου
+με τρύπαν', οπού με λουρί δεμένο από δυο μέρη 385
+άλλοι αποκάτω το κινούν, κ' εκείν' όλο γυρίζει•
+'ς το μάτι εκείνου όμοια κ' εμείς το πυρωμένο ξύλο
+γυρίζαμε και τον δαυλόν περίβρεχε το αίμα.
+και όπως η κόρη εκαίονταν ο αχνός καψάλισ' όλα,
+βλέφαρα, φρύδια, και 'ς τα πυρ κροτούσαν μέσα η ρίζαις. 390
+και ως ότε σκέπαρν' ο χαλκηάς ή και τρανήν αξίνα
+βυθίζεις το ψυχρό νερό, κ' εκείνη αχολογάει,
+και βάφεται, 'που η δύναμις αύτ' είναι του σιδήρου•
+όμοια τριγύρω εις τον δαυλόν έσιζε αυτού το μάτι.
+κ' έβγαλε μούγκρισμα φρικτό, που εβρόντα γύρ' ο βράχος, 395
+κ' εμείς φύγαμε τρέμοντας, και από το μάτι εκείνος
+έσυρεν έξω το δαυλί 'ς αίμα πολύ βαμμένο.
+από σιμά του το 'ριξε μακράν, χερομανώντας,
+και μεγαλόφων' έκραξε τους Κύκλωπαις, οπού 'χαν
+κατοικιά μέσα 'ς ταις σπηλιαίς, ς' τ'ανεμισμένα όρη. 400
+άκουσαν κείνοι την βοή, κ' εδώθ' εκείθ' ερχόνταν,
+και γύρω εις τ' άντρο εστέκονταν, και τι τον θλίβει ερώταν•
+«τι σε λυπεί, Πολύφημε, και τόσην βοή σέρνεις,
+'ς την νύκτα την αθάνατη και κόβεις μας τον ύπνο;
+μη τάχα κάποιος των θνητών τα πρόβατα σου αρπάζει; 405
+ή μη φονεύει κάποιος σέ με δόλον ή με βία;»
+
+Και ο δυνατός Πολύφημος απ' τ' άντρον είπ' «ο Ουδένας,
+αγαπητοί, φονεύει με, με δόλο, ουδέ με βία».
+
+Κ' εκείνοι ευθύς του απάντησαν με λόγια πτερωμένα•
+αλλ' αν μηδ' ένας σ' ενοχλεί κ' είσαι αυτού μέσα μόνος, 410
+πληγή του παντοδυνάμου Διός γιατρειά δεν έχει•
+αλλ' εύχου εις τον πατέρα σου τον μέγαν Ποσειδώνα».
+
+Αυτά 'παν κείνοι κ' έφυγαν κ' εγέλασε η καρδιά μου
+πως τ' όνομά μου απάτησε κ' η αλάθευτή μου γνώσι.
+και ο Κύκλωπας εστέναζε, με πόνους και με οδύναις, 415
+και ψηλαφώντας σήκωσε τον λίθον απ' την θύρα,
+και αυτού 'ς την θύρα κάθισεν απλόνοντας τα χέρια,
+κάποιον να πιάση, ως έβγαινε 'ς την μέση των προβάτων•
+πως θα 'μουν τόσο εγώ μωρός είχε 'ς τον νου του ελπίδα.
+και ωστόσο τον καλήτερον τρόπον εζήτα ο νους μου, 420
+ναύρω απ' τον θάνατον φυγή της συντροφιάς κ' εμένα.
+και απείρους δόλους ύφαινα, τέχναις πολλαίς, ως πρέπει
+για την ζωή• τι συμφορά μεγάλ' ήταν κοντά μας.
+και ιδού ποια συμφερώτερη τότε μου εφάνη γνώμη.
+ήσαν αρνιά καλόθρεφτα, εύμορφα και μεγάλα, 425
+'π' ως το γιοφύλλι εμαύριζε το δασερό μαλλί τους.
+σιγά με βούρλα τα 'δεσα καλόστριφτ', απ' εκείνα
+'που τα 'χε στρώμα ο Κύκλωπας, τ' άνομο εκείνο τέρας•
+τριπλά, τριπλά• το μεσινόν έφερνεν έναν άνδρα,
+τα δυο 'ς το πλάγι εβάδιζαν κ' έσωζαν τους συντρόφους• 430
+ώστ' έναν άνθρωπον τρι' αρνιά βαστούσαν και εις εκείνα
+κριάρ' είδα λαμπρότατο, κ' ευθύς από τα νώτα
+το 'πιασα εγώ, τυλίχθηκα 'ς την δασερή κοιλιά του,
+και από το πλούσιο του μαλλί πιασμένος με τα χέρια
+σφικτά κρατιούμουν, κ' έμενα μ' αδάμαστην καρδία. 435
+
+Αυτού βαρυστενάζαμε πότε να φέξ' η ημέρα.
+εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη,
+και της κοπής τ' αρσενικά να βόσκουν πεταχθήκαν,
+κ' εβέλαζαν ανάρμεκτα τα θηλυκά 'ς ταις μάνδραις,
+ότ' οι μαστοί τους έσκαζαν και ο κύριος σπαραγμένος 440
+από τους πόνους έψαχνε ταις ράχαις των προβάτων
+όλων, ως στέκονταν ορθά, ουδ' ένοιωσε ο χαμένος
+'που 'σαν δεμένοι 'ς ταις δασειαίς αγκάλαις των προβάτων.
+κ'έβγαινε απ' όλα υστερνό 'ςτην θύρα το κριάρι,
+αγκουσεμένο απ'το μαλλί κ'εμέ τον δολοπλόκον. 445
+εμάλαζέ το ο δυνατός Πολύφημος και του 'πε•
+«καλό κριάρι, απ' τ' άντρο πώς μου 'βγήκες των προβάτων
+ύστερος; και δεν έμενες ως τώρα οπίσω απ' τ' άλλα,
+αλλά συ πρώτος έκοβες τ' άνθη απαλά της χλόης
+μακροπατώντας, κ' έφθανες ο πρώτος 'ς τα ποτάμια, 450
+και πρώτος ήσουν πρόθυμος 'ς την μάνδρα να γυρίσης,
+το εσπέρας• τώρ' είσ' ύστερος• τω όντι, του κυρίου
+ποθείς το μάτι, 'πώσβυσε κακούργος με συντρόφους
+κακούς, αφού με κέρασμα τα λογικά μου επήρε,
+ο Ουδένας, 'που απ' τον συντριμμό, θαρρώ, δεν θα λυτρώση. 455
+και αν ήσουν σύμφωνος μ' εμέ, και ομίλημ' αποκτούσες,
+να ειπής που κείνος κρύβεται από την δύναμί μου,
+θα 'βλεπες τότε σκορπιστά 'ς το σπήλαιο τα μυαλά του
+'ς την γη σκασμένα, και άνεσι θα 'λάμβανε η ψυχή μου
+των κακών, όσα μώδωσεν ο ουτιδανός Ουδένας». 460
+
+Είπε και απόλυσεν ευθύς να έβγη το κριάρι•
+και άμ' από τ' άντρο εβγήκαμε και απ' της αυλής τον γύρο,
+απ' το κριάρι ελύθηκα κ' έλυσα τους συντρόφους.
+και από τ' αρνιά τα παχουλά λιγνόποδα με βία
+εκρυφοπαίρναμε πολλά τριγύρω, ως 'που 'ς το πλοίο 465
+εφθάσαμεν• εχάρηκαν οι σύντροφοι ως μας είδαν,
+όσους δεν πήρε ο θάνατος• τους άλλους εθρηνούσαν.
+αλλ' εγώ κείνων ένευα τα κλάυματα να παύσουν.
+κ' είπα τα ωραία πρόβατα, 'που ήσαν πολλά, 'ς το πλοίο
+ευθύς να ρίξουν και γοργά να σχίσουν τα πελάγη. 470
+και παρευθύς μπήκαν αυτοί και αραδικώς καθίσαν,
+και την λευκή την θάλασσα με τα κουπιά βροντούσαν.
+αλλ' ότ' είμασθ' εις διάστημα, 'π' ανθρώπου βοή φθάνει,
+λόγους εγώ 'ς τον Κύκλωπα υβριστικούς τότ' είπα•
+«Κύκλωπα, δεν σου μέλλονταν να 'ναι δειλός ο άνδρας, 475
+οπ' άγρια τόσο του 'φαγες 'ς το σπήλαιο τους συντρόφους•
+αλλά να σ' εύρουν έμελλον τα κακουργήματά σου•
+σκληρέ, πώφαγες άφοβα 'ς την σκέπη σου τους ξένους,
+κ' η οργή σ' επήρε του Διός και όλων των αθανάτων».
+
+Είπα, και τότ' εχόλιασε χειρότερα η ψυχή του, 480
+και απ' όρος μέγα κορυφήν ξεκόλλησε και πέρα
+του καραβιού την έρριξεν εμπρός 'ς την μαύρην πλώρη,
+εγγύς, ώστ' εκοντόφθασε 'ς του πηδαλιού την άκρα•
+και η θάλασσα εταράχθηκεν ως εποντίσθη ο βράχος.
+ήλθε το κύμα κ' έφερεν οπίσω τα καράβι 485
+απ τ' ανοικτά και προς την γη τ' ανάγκασε να φθάση.
+κ' εγώ παρέξω τ' άμπωσα μ' ένα μακρύ κοντάρι,
+και τους συντρόφους 'ς τα κουπιά πρόσταξα ευθύς να πέσουν,
+να φύγουμε τον όλεθρο, και με την κεφαλήν μου
+τους ένευα• κ' ερρίχθηκαν αυτοί κ' έλαμναν όλοι. 490
+αλλ' ότε διάστημα διπλό πήραμε της θαλάσσης
+τον Κύκλωπα προσφώνησα και τότε, αν και τριγύρω
+δεν μ' άφιναν οι σύντροφοι με λόγια μελωμένα•
+«άνθρωπον άγριον, δύστυχε, τι θέλεις κ' ερεθίζεις;
+είδες πετριά 'ς την θάλασσα, 'που γύρισε το πλοίο 495
+κατά την γην, ώστ' είπαμε 'που αυτού θ' αφανισθούμε.
+και αν άκουε τότε να ομιλή κάποιον ή να φωνάζη,
+ταις κεφαλαίς μας θα 'σπανε και τ' άρμενα του πλοίου,
+με κάποιο μάρμαρο σκληρό• τόσο μακρυ' ακοντίζει».
+
+Είπαν, αλλά δεν έπειθαν την ανδρική ψυχή μου, 500
+αλλά πάλι του ωμίλησα με σπλάχνα μανιωμένα•
+«Κύκλωπ', αν κάποιος των θνητών ανθρώπων σ' ερωτήση
+η άσχημη πώς έγεινεν η τύφλα του οφθαλμού σου,
+ειπέ τους ότι ο πορθητής σ' ετύφλωσ' Οδυσσέας
+Λαερτιάδης, κάτοικος της πετρωτής Ιθάκης». 505
+
+Αυτά 'πα και στενάζοντας μου απάντησεν εκείνος•
+«ωιμένα, ιδές πώς παλαιά ρήματα θεία μ' ηύραν•
+ήτο εδώ μάντις άλλοτε, άνδρας καλός, μεγάλος,
+ο Ευρυμίδης Τήλεμος, 'ς την μαντικήν ο πρώτος,
+'που εγέρασε μαντεύοντας 'ς την μέση των Κυκλώπων• 510
+τούτα όλα εκείνος μώλεγε 'που θα γενούν μια μέρα,
+ότι θα χάσω εγώ το φως από τον Οδυσσέα.
+αλλ' άνδρας ότι θάρχονταν πάντότ' εγώ θαρρούσα
+τρανός, καλός, με δύναμι μεγάλην ενδυμένος•
+τώρα μικρό, και ουτιδανόν, αδύναμο ανθρωπάκι 515
+με το κρασί μ' εδάμασε κ' έπειτα ετύφλωσέ με.
+αλλ', Οδυσσέα, σίμωσε, να σε φιλοξενήσω,
+και να σου κάμω προβοδόν τον μέγαν κοσμοσείστη•
+ότ' είμ' εκείνου εγώ παιδί• πατέρας μου καυχιέται•
+κ' εμέ θα γιάνη, αν θέλη, αυτός ουδέ κανένας άλλος 520
+των μακαρίων των θεών ή των θνητών ανθρώπων».
+
+Είπε κ' εγώ του απάντησα• «άμποτε να ημπορούσα
+να σου αφαιρέσω την ζωή, και αμέσως να σε στείλω
+του Άδη μες την κατοικιά, καθώς τον οφθαλμό σου
+να γιάνη δεν θα δυνηθή και αυτός ο κοσμοσείστης». 525
+
+Είπα, κ' εκείνος εύχονταν 'ς τον μέγαν Ποσειδώνα,
+'ς τον αστροφόρον ουρανόν απλόνοντας τα χέρια•
+«ω Ποσειδώνα, εισάκου με, γεωφόρε μαυροχήτη•
+αν είμ' υιός σου αληθινά, πατέρα, μην αφήσης
+ο Οδυσσηάς ο πορθητής 'ς σπίτι του να φθάση 530
+Λαερτιάδης, κάτοικος της πετρωτής Ιθάκης•
+αλλ' αν το θέλ' η μοίρα του να ιδή τους ποθητούς του,
+το σπίτι το καλόκτιστο, και την γλυκειά πατρίδα,
+ας κακοφθάση αργά πολύ και από συντρόφους έρμος,
+με ξένην πλώρη, και κακά 'ς το σπίτι μέσα ναύρη». 535
+
+Ευχήθη τούτα και άκουσεν αυτόν ο μαυροχήτης.
+τότε πολύ τρανώτερον εσήκωσ' άλλον βράχο,
+σφενδονιστά τον έσπρωξε με αμέτρητην ανδρεία,
+κ' εκείνον έρριξ' όπισθε του μαυροπλώρου πλοίου,
+'που το πηδάλι εκόντευσε να εγγίξη, και απ' τον βράχο 540
+όλη εταράχθ' η θάλασσα, και άμπωσ' εμπρός το κύμα
+το πλοίο, και τ' ανάγκασεν εις την στερηά να φθάση.
+και όταν 'ς την νήσο φθάσαμε, 'που τα καλοστρωμένα
+καράβια τ' άλλα ήσαν μαζή, και οι σύντροφοι τριγύρω
+καθήμενοι αυτού κλαίοντας εμάς επεριμέναν, 545
+'ς τον άμμο επάνω εσύραμε κ' εστήσαμε το πλοίο,
+κ' εμείς κατόπι εβγήκαμε 'ς την άκρα της θαλάσσης,
+του Κύκλωπα τα πρόβατα εφέραμ' απ' το πλοίο,
+κ' ίσια τα μοιρασθήκαμε να μη κλαυθή κανένας.
+και ως εμοιράζονταν τ' αρνιά, 'ς έμενα το κριάρι 550
+έδωσαν δώρο οι σύντροφοι• το 'σφαξα εγώ 'ς τον άμμο
+του μαυρονέφελου Διός, οπ' όλων βασιλεύει,
+και τα μεριά του πρόσφερα' κ' εκείνος 'ς την θυσία
+δεν πρόσεχε, αλλ' εσπούδαζε το πώς να χαθούν όλοι
+οι ποθητοί μου σύντροφοι και τα καλά καράβια. 555
+
+Αυτού τότ' εκαθόμασθεν, ολήμερά ως το δείλι
+μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό φαγοποτώντας.
+και ο ήλιος άμ' εβύθισε, κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα,
+ν' αναπαυθούμ' επέσαμε 'ς την άκρα της θαλάσσης,
+εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, 560
+και τότε των συντρόφων μου παράγγειλα 'ς τα πλοία
+νάμπουν και τα πρυμόσχοινα να λύσουν κείνοι εμπήκαν,
+εις ταις σανίδαις κάθισαν με τάξι αραδιασμένοι,
+και την λευκή την θάλασσα με τα κουπιά βροντούσαν.
+θλιμμένοι επλέαμεν εμπρός, μακράν από τον χάρο 565
+πρόθυμ', αλλά των ποθητών συντρόφων στερημένοι.
+
+
+
+Ραψωδία Κ
+
+
+
+Σ' την Αιολία φθάσαμε την νήσο, 'που εκατοίκα
+ο Ιπποτάδης Αίολος, των αθανάτων φίλος•
+πλωτό νησί, και ασύντριφτον ολόγυρα έχει τείχος
+χάλκινο, και πατόκορφα γλυστρή πέτρ' αναιβαίνει.
+και δώδεκ' είχε αυτός παιδιά 'ς το σπίτι γεννημένα, 5
+έξι κοράσια, και ανθηρά τ' άλλ' έξι παλληκάρια.
+εις γάμον αυτός ένωσε τ' αγόρια με ταις κόραις,
+και απ' τον πατέρ' αχώριστοι και απ' την χρηστήν μητέρα
+συμποσιάζουν, και φαγιά μύρια ποτέ δεν λείπουν.
+και κρότους έχουν κ' ευωδιαίς η αυλή και όλο τα δώμα 10
+ολήμερα, και ολονυκτής με ταις σεμναίς συμβίαις
+κοιμούντ' εκείν' εις τάπηταις και εις τορνευμέναις κλίναις.
+'ς την πόλιν αυτών ήλθαμε και εις τα λαμπρά παλάτια,
+ολόκληρο μ' εξένιζε φεγγάρι, και, ως μ' ερώτα,
+ένα προς ένα τώλεγα με τάξι εγώ, την Τροία, 15
+και τ' άρμενα των Αχαιών και την επιστροφή τους.
+αλλ' ότ' εζήτησα κ' εγώ να με ξεπροβοδήση,
+πρόθυμος το προβάδισμα μού ετοίμασεν εκείνος•
+έκδαρε βώδι εννηάχρονο και μώδωοε τ' ασκί του,
+κ' έδεσε μέσα ταις ορμαίς των ηχηρών ανέμων, 20
+τι των ανέμων φύλακα τον έκαμε ο Κρονίδης,
+όποιον εκείνος βουληθή να πάυ' ή να σηκόνη.
+με λαμπρό σύρμα το 'δεσε 'ς του καραβιού το βάθος,
+ολάργυρο, μη κάπουθεν άχνη περάση ολίγη.
+κ' εμ' έστειλε του Ζέφυρου το πνεύμα να οδηγάη 25
+εμάς και τα καράβια μας• αλλά να το τελειώση
+δεν έμελλε• εχαθήκαμεν από την αγνωσιά μας.
+
+Ημέραις εννηά πλέαμεν, άκοπα νύκτα ημέρα,
+και την δεκάτην άρχιζε να φαίνεται η πατρίδα,
+κ' εβλέπαμ' ήδη ταις φωτιαίς όπ' έκαιαν οι ποιμένες. 30
+'ς ύπνο τότ' έπεσα γλυκόν, σβυμμένος απ' τον κόπο,
+τι κανενός δεν άφησα, αλλ' απ' αρχής κρατούσα
+τον πόδα, όπως ταχύτερα φθάσουμε 'ς την πατρίδα.
+άρχισαν να συνομιλούν ωστόσο οι σύντροφοί μου•
+'πώφερνα σπίτι ενόμιζαν ασήμι και χρυσάφι, 35
+'που έμενα τάχ' ο Αίολος εχάρισ' ο γενναίος.
+και κάποιος προς τον σύντροφο σιμά του εστράφη κ' είπε•
+«Θε μου, πώς είναι αγαπητός παντού και δοξασμένος
+τούτος εις όποιαν χώραν πα, και εις όποιο μέρος φθάνη.
+και λάφυρα πολύτιμα και πλήθια από την Τροία 40
+φέρνει, κ' εμείς 'που εκάμαμε μ' αυτόν τον ίδιο δρόμο
+μ' αδειανά χέρια γέρνουμε 'ς την ποθητήν πατρίδα.
+και τούτα τώρ' ο Αίολος του εδώρησε γι' αγάπη•
+αλλ' έρχεσθ' εδώ γλήγορα τι να είναι αυτά να ιδούμε,
+πόσο χρυσάφι μες τ' ασκί και πόσο υπάρχει ασήμι». 45
+
+Είπαν και η κακή νίκησεν η γνώμη των συντρόφων.
+το λύσαν, και όλοι εξ' ώρμησαν οι άνεμοι κ' επήρε
+αυτούς ο ανεμοστρόβιλος μακράν απ' την πατρίδα
+εις τα πελάγη, κ' έκλαιαν• τινάχθηκ' απ' τον ύπνο,
+και μες την ακριμάτιστη ψυχή μου εγώ μετρούσα 50
+ή από την πλώρη να ριχτώ και να σβυσθώ 'ς το κύμα,
+ή να υποφέρω αμίλητα και εις την ζωή να μείνω.
+είπα να μείνω 'ς την ζωή και μέσα εις το καράβι
+κειτόμουν ολοσκέπαστος• και η τρικυμιά τα πλοία
+'ς το Αιόλιο γύρισε νησί, και οι σύντροφοι εστενάζαν. 55
+
+Βγήκαμε τότε και νερόν επήραμε από βρύσι,
+και οι σύντροφοι εγευμάτισαν προς τα γοργά καράβια.
+και το φαγί και το πιοτόν άμ' ευφρανθήκαμ' όλοι,
+κίνησα με τον κήρυκα και μ' έναν των συντρόφων
+προς τα εύμορφα τα δώματα του Αιόλου, και τον ηύρα 60
+'πώτρωγε με την σύντροφο και μ' όλα τα παιδιά του.
+και άμα εις το δώμα εφθάσαμε, 'ς της θύρας το κατώφλι
+καθίζαμεν εθαύμαζαν εκείνοι κ' ερωτούσαν
+«πώς ήλθες; ποια μοίρα κακή σ' ευρήκεν, Οδυσσέα;
+πρόθυμα εμείς σ' εστείλαμε 'ς την ποθητήν πατρίδα 65
+να φθάσης, εις το δώμα σου, και όπου η ψυχή σου θέλει».
+
+Αυτά 'παν• τότε απάντησα με την καρδιά θλιμμένη•
+«μ' έβλαψαν σύντροφοι κακοί και ολέθριος ύπνος άμα•
+αλλ' έχετε την δύναμι και σώσετέ με, ω φίλοι».
+
+Με τέτοια λόγια θέλησα να τους καταπραΰνω. 70
+εκείνοι έμειναν άφωνοι, και απάντησε ο πατέρας•
+«γκρεμίσου ευθύς απ' το νησί, όνειδος των ανθρώπων.
+τι κρίμα τώχω να δεχθώ ή να ξεπροβοδήσω
+άνδρα, 'που οι μάκαρες θεοί μισούν και κατατρέχουν•
+γκρεμίσου, αφού 'δω σ' έστειλεν η οργή των αθανάτων». 75
+είπε και μ' έδιωξεν ευθύς, κ'εγώ βαρειά βογγούσα.
+
+Εκείθ' επλέαμεν εμπρός, με την ψυχή θλιμμένη.
+κ' οι άνδρες όλοι εδείλιαζαν βαρειά λαμνοκοπώντας,
+χαμένα, ότι δεν φαίνονταν η επιστροφή μας πλέον.
+και ημέραις έξι πλέοντας άκοπα, την εβδόμη 80
+'ς την υψηλήν εφθάσαμεν ακρόπολι του Λάμου
+Λαιστρυγονιά Τηλέπυλην, όπου βοσκός, 'που μπαίνει,
+βοσκόν, 'που βγαίνει, χαιρετά και τούτος του απαντάει.
+άνθρωπος άυπνος ουτού μισθούς θα 'παιρνε δύο,
+τον έναν βώδια βόσκοντας, αρνιά λευκά τον άλλον, 85
+τι έχουν τους δρόμους των εγγύς η νύκτ' αυτού και η 'μέρα.
+'ς τον εύμορφον εμπήκαμε λιμένα, 'που από βράχους
+κλειέται υψηλούς ολόγυρα 'ς το 'να και 'ς τ' άλλο πλάγι,
+και άκραις ξεβγαίνουν πετακταίς αντίκρ' η μια της άλλης
+'ς την θάλασσα, κ' έχει στενό το στόμα του ο λιμένας. 90
+εκεί μέσ' όλοι ωδήγησαν τα ισόπλευρα καράβια.
+και τούτα μέσα εδέθηκαν εις τον βαθύ λιμένα,
+σύνεγγυς όλα, ότι ποτέ δεν φούσκονε αυτού κύμα
+ούτε μεγάλο, ούτε μικρό, αλλ' άσπρη έχει γαλήνη•
+εγώ μόνος εκράτησα έξω το μαύρο πλοίο 95
+αυτού 'ς την άκρα, κ' έδεσα 'ς τον βράχο το σχοινί του.
+και ανέβηκα κ' εστάθηκα εις κορυφήν πετρώδη,
+και ούτ' έργα εφαίνονταν βωδιών αυτού και ούτ' έργ' ανθρώπων.
+τον καπνό μόνον βλέπαμε, 'που από την γην επήδα.
+τότε συντρόφους έστειλα να υπάγουν και να μάθουν 100
+ποιοι σιτοφάγοι άνθρωποι 'ς την γην εκείνην ήσαν,
+δυο διαλεκτούς, και κήρυκα μ' αυτούς έσμιξα τρίτον.
+τον δρόμον ακολούθησαν εκείνοι, όπου τ' αμάξια
+τα ξύλ' άπ' τα υψηλά βουνά 'ς την πόλιν καταιβάζαν,
+και άντεσαν νέαν, πώπαιρνε νερόν εμπρός 'ς την πόλι 105
+του Αντιφάτη, βασιληά των Λαιστρυγόνων, κόρη.
+κατέβ' η νέα 'ς την λαμπρή πηγή, την Αρτακία,
+ότι απ' εκείνην έφερναν όλοι νερό 'ς την πόλι.
+την επλησίασαν αυτοί, της μίλησαν, κ' ερώταν
+ποιος είν' εκείνων βασιληάς, και ποιους εξουσιάζει. 110
+και η κόρη ευθύς τους έδειξε το δώμα του πατρός της.
+εις το παλάτι ως έφθασαν την σύντροφόν του ευρήκαν,
+'που ως κορφοβούν' ήτο υψηλή, και τους επήρε φρίκη.
+έκραξε από την σύνοδον τον άνδρα της εκείνη,
+τον Αντιφάτην, οπού ευθύς να τους χαλάση εσκέφθη. 115
+άρπαξε αμέσως κ' έφαγεν τον έναν των συντρόφων•
+οι άλλοι δυο πετάχθηκαν και 'ς τα καράβια φθάσαν.
+και αυτός 'ς την πόλι σήκωσε βοή, και οι Λαιστρυγόνες,
+ως άκουσαν, οι δυνατοί κείθε κ' εδώθ' ερχόνταν
+άπειροι, και δεν ώμοιαζαν ανδρών αλλά Γιγάντων. 120
+και με πέτραις αβάστακταις των βράχων απ' ταις άκραις
+κτυπούσαν και άρχισε κακός εις τα καράβια κρότος,
+οι άνδρες ως φονεύονταν κ' εσπώνταν τα καράβια.
+και ως ψάρια τους καμάκιζαν και, άθλιο φαγί, τους παίρναν.
+και αυτούς ενώ ξολόθρευαν εις τον βαθύ λιμένα, 125
+απ' το πλευρό μου έσυρα το ακονητό σπαθί μου
+κ' έκοψα τα πρυμόσχοινα του μαυροπλώρου πλοίου•
+και τους συντρόφους πρόσταξα να πέσουν 'ς τα κουπία
+να φύγουμε απ' τον όλεθρο, κ' εκείνοι τρομασμένοι
+όλοι ενταυτώ με τα κουπιά την θάλασσαν ταράξαν. 130
+κ' ευφρόσυνα εις το πέλαγος έφυγε από τους βράχους
+τους κρεμαστούς το πλοίο μου• τ' άλλ' όλ' αυτού χαθήκαν.
+
+Θλιμμένοι επλέαμεν εμπρός, μακράν από τον χάρο
+πρόθυμ', αλλά των ποθητών συντρόφων στερημένοι.
+και 'ς την Αιαία φθάσαμε την νήσο, 'που εκατοίκα 135
+η Κίρκ' η καλοπλέξουδη, δεινή θεά, φωνούσα,
+του κακοβούλου αυτάδελφη του Αιήτη• και τους δύο
+Ήλιος ο κοσμοφωτιστής εγέννησε και η Πέρση,
+εκείνη, 'που του Ωκεανού πάλ' ήταν θυγατέρα.
+και αυτού 'ς την άκρη αράξαμε σιγά σιγά το πλοίο 140
+μέσα εις λιμέν' ακίνδυνον θεός μας ωδηγούσε.
+βγήκαμ' αυτού κ' εμείναμε δυο 'μέραις και δυο νύκταις,
+και την καρδιά μας έτρωγεν η μέριμνα και ο κόπος.
+αλλ' ότε η καλοπλέξουδη Ηώ την τρίτη ημέρα
+έφερε, το κοντάρι μου και το μαχαίρι επήρα, 145
+και απ' το καράβι ογλήγορα 'ς αγνάντιο βγήκ' επάνω,
+έργα θνητών ίσως ιδώ και την φωνήν ακούσω•
+ανέβηκα κ' εστάθηκα εις κορυφή πετρώδη,
+και απ' την ευρύχωρη την γη καπνός μου εφανερώθη,
+της Κίρκης εις τα μέγαρα, 'ς τα πυκνωμένα δάση. 150
+και αμέσως εγώ μέτρησα 'ς τα βάθη της ψυχής μου,
+τον μαύρον άμ' είδα καπνόν, να υπάγω εκεί να μάθω.
+κ' εύρηκα συμφερώτερο να καταιβώ εγώ πρώτα
+'ς το πλοίο μου, 'ς της θάλασσας την άκρα, και αφού δώσω
+το γεύμα εις τους συντρόφους μου, να στείλω αυτούς να μάθουν. 155
+αλλ' όταν εις το ισόπλευρο καράβ' είχα σιμώσει,
+των θεών κάποιος τότ' εμέ τον έρμον ελυπήθη,
+κ' ελάφ' υψηλοκέρατο μεγάλο αυτού 'ς τον δρόμο
+μώστειλε, οπού 'ς τον ποταμόν απ' την βοσκή του λόγγου
+να ποτισθή κατέβαινεν ο ήλιος το 'χε ανάψει. 160
+κει, 'πώβγαινε, το κτύπησα 'ς το ραχοκόκκαλό του,
+και απ' τ' άλλο μέρος πέρασε το χάλκινο κοντάρι.
+χάμου βογγώντας έπεσε, κ' επέταξε η πνοή του•
+επάτησά το κ' έσυρα το χάλκινο κοντάρι
+μέσ' από την λαβωματιά, και απόθωσά το χάμου. 165
+και αφού γύρωθε ανέσπασα και βούρλα και λυγέρια,
+κ' έπλεξα όσο μιαν ορυιά σχοινί καλοστριμμένο
+απ' τα δυο μέρη, κ' έδεσα του τέρατος τα πόδια,
+το 'φερνα κατατράχηλα, κ' επήγαινα 'ς το πλοίο,
+'ς τ' ακόντι στηριζόμενος• τέτοιο θεριό μεγάλο 170
+να φέρω δεν θα δύνομουν 'ς τον ώμο μ' ένα χέρι.
+εμπρός 'ς το πλοίο το 'ριξα• κ' εσήκωσα τους φίλους,
+καθέναν πλησιάζοντας με λόγια μελωμένα•
+«ω φίλοι, αν και περίλυποι, δεν θέλει καταιβούμε
+'ς τον Άδη, πριν έλθη για μας η ώρα του θανάτου. 175
+αλλ' όσο βρώσι και πιοτό δεν λείπουν 'ς το καράβι,
+ας θυμηθούμε το φαγί, να μη μας φθείρ' η πείνα».
+
+Οι λόγοι μου τους έπεισαν, κ' ευθύς ξεσκεπασθήκαν,
+και αυτού 'ς την άκρη βγαίνοντας της άτρυγης θαλάσσης,
+το ελάφι εκείνο θαύμαζαν, θεόρατο θερίο• 180
+και αφού το καλό θέαμα θωρώντας ευφρανθήκαν,
+χερονιφθήκαν κ' έκαμαν λαμπρότατο τραπέζι.
+
+Αυτού τότ' εκαθόμασθεν, ολήμερα ως το δείλι
+μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό, φαγοποτώντας.
+και ο ήλιος άμ' εβύθισε κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα, 185
+αναπαυθήκαμεν εμείς 'ς την άκρα της θαλάσσης.
+εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη,
+κ' έκαμα εγώ συνάθροισι και μέσα εις όλους είπα•
+«ω σύντροφοί μου αγαπητοί και λυπημένοι, ακούτε•
+που είν' η αυγή δεν ξεύρουμε και που το σκότος είναι, 190
+το μέρος όπου ο φωτιστής ο ήλιος βασιλεύει,
+κ' εκείν' όπου σηκόνεται• πλην ας σκεφθούμε τώρα
+κάποι' αν υπάρχει μηχανή• κ' εγώ δεν την ευρίσκω.
+ότι απ' αγνάντιο πετρωτόν εγώ την νήσον είδα,
+'που ωσάν στεφάνι απέραντος την περιζώνει ο πόντος. 195
+κείτεται η νήσος χαμηλή, και μες την μέση εκείνης
+είδα καπνόν ανάμεσα 'ς τα πυκνωμένα δάση».
+
+Κ' εκείνοι εκαρδιοκόπηκαν, τα έργα ως ενθυμούνταν,
+'που ο Λαιστρυγόνας έπραξεν ο άγριος Αντιφάτης,
+κ' η αμάλακτη του Κύκλωπα καρδιά του ανθρωποφάγου. 200
+σφικτά να κλαίουν άρχισαν, δάκρυα πικρά να χύνουν,
+αλλά δεν είχαν όφελος απ' το παράπονό τους.
+κ' εγώ απ' αυτούς ισάριθμαις εμόρφωσα δυο τάξες
+και δυο τους έβαλ' αρχηγούς• της μιας την αρχηγία
+εγώ 'λαβα, ο θεόμορφος Ευρύλοχος της άλλης• 205
+εις χάλκινο περίκρανο τινάξαμε τους κλήρους,
+και του Ευρυλόχου εβγήκ' ευθύς ο κλήρος του γενναίου.
+κίνησε αυτός με εικοσιδυό συντρόφους, 'π' όλοι εκλαίαν,
+κ' εμείς, 'που οπίσω εμέναμεν, εκλαίαμ' ως εκείνοι.
+ηύραν εις τόπον ανοικτόν, 'ς της λαγκαδιάς την μέση, 210
+ωραία μαρμαρόκτιστα τα μέγαρα της Κίρκης.
+και λύκους είδαν ορεινούς τριγύρω και λεοντάρια,
+οπού με κακά βότανα τα 'χε μαγεύσει εκείνη.
+ουδ' ώρμησαν επάνω τους, αλλ' όλοι εσηκωθήκαν,
+και τους επεριχαίρονταν με ταις μακρυαίς ουραίς των. 215
+και ως από γεύμ' ότ' έρχεται, με την ουράν οι σκύλοι
+τον κύριον περιχαίρονται, γλυκάδια καρτερώντας,
+όμοια τους περιχαίρονταν οι λέοντες και οι λύκοι.
+τρόμαξαν κείνοι βλέποντας τα φοβερά θερία,
+και 'ς της καλόκομης θεάς τα πρόθυρα εσταθήκαν. 220
+και άκουαν την Κίρκη μέσαθεν, 'που γλυκοτραγουδούσε,
+και άφθαρτον ύφαινε πανί, μέγα, λαμπρόν, ως είναι
+όλα τα έργα των θεών, ψιλά, χαριτωμένα.
+τότε ο Πολίτης ο αρχηγός, απ' όλους τους συντρόφους
+ο φίλος μου ο πιστότερος, 'ς αυτούς άρχισε κ' είπε• 225
+«κάποια κει μέσα, φίλοι μου, πανί μεγάλο υφαίνει
+και τραγουδά γλυκύτατα, 'που ηχολογάει το δώμα,
+είτε θεά 'ναι, είτε θνητή• και ας κράξουμε ν' ακούση».
+
+Είπε, κ' εκείνοι εφώναξαν σφικτά και την εκράξαν.
+και αυτή πετάχθη και άνοιξε ταις φωτοβόλαις θύραις, 230
+και τους καλούσε• αστόχαστα κατόπι επήγαν όλοι•
+έμειν' οπίσ' ο Ευρύλοχος, ότι εδοκήθη απάτην.
+και μέσ' αυτή τους οδηγεί, εις θρόνους τους καθίζει,
+και τους ζυμόνει μ' άλευρα τυρί και ξανθό μέλι
+με κρασί Πράμνειο• κ' έσμιγεν εις το φαγί βοτάνια 235
+φθοροποιά, να λησμονούν καθόλου την πατρίδα.
+και ως το 'δωσε και το 'πιαν, τους κτύπησεν εκείνη
+με ραβδί 'που 'χε, κ' έκλεισεν αυτούς 'ς ταις χειρομάνδραις.
+κ' εκείνοι χοίρων κεφαλαίς, φωνή, και τρίχαις είχαν,
+και όλο το σώμ', αλλ' έμεινεν ο νους ως ήταν πρώτα. 240
+
+Εκεί 'ς ταις μάνδραις έκλαιαν, και αυτών έρριξε η Κίρκη
+να φάγουν πρινοβάλανα, ακράνια, βαλανίδια,
+εκείνα, οπ' όλα είναι τροφή των χαμοκοίτων χοίρων.
+κ' έγυρ' ευθύς ο Ευρύλοχος 'ς το μελανό καράβι,
+να ειπή την μαύρη συμφορά, 'που τους συντρόφους ηύρε. 245
+και ο πόνος ως τον έπνιγε, να βγάλη από τα χείλη
+λόγο δεν εκατόρθονε• τα μάτια του εγεμίζαν
+δάκρυα, και μόνον κλάμματα είχε η ψυχή του εμπρός της.
+αλλ' ότε όλοι ερωτήσαμεν εκείνον με απορία,
+τοτ' εδιηγήθη την φθορά των θλιβερών συντρόφων• 250
+«'ς τα δάση, ως είπες, πήγαμε, λαμπρότατε Οδυσσέα,
+κ' ηύραμε μέγαρα λαμπρά και μαρμαροκτισμένα,
+εις τόπον ολοφάνερο, 'ς της λαγκαδιάς την μέση.
+κάποια κει μέσα, υφαίνοντας μέγα πανί, τραγούδα,
+είτε θεά 'ναι, είτε θνητή• κ' εκείνοι την φωνάξαν, 255
+και αυτή πετάχθη και άνοιξε ταις φωτοβόλαις θύραις,
+και τους καλούσε• αστόχαστα κατόπι επήγαν όλοι.
+απάτην εδοκήθηκα κ' έμεινα οπίσω μόνος.
+κ' εκείνοι ανεμοκάηκαν όλοι μαζή και ουδ' ένας
+εφάνη πλειά, κ' έμεινα εγώ πολληώρα καρτερώντας». 260
+
+Αυτά 'πε, και εις τους ώμους μου κρέμασα εγώ το ξίφος
+χάλκινο, ασημοκάρφωτο, μέγα, και ομού το τόξο,
+κ' εκείνον πάλι επρόσταξα τον δρόμο να μου δείξη.
+τα γόνατά μου αγκάλιασεν αυτός παρακαλώντας,
+και κλαίοντας μου ωμίλησε με λόγια πτερωμένα• 265
+«άφες μ' εδώ, διόθρεφτε• κει πέρα μη με σύρης,
+τι δεν θα γύρης ούτε συ, το ηξεύρω, ούτε θα φέρης
+κανέναν των συντρόφων σου• πλην γλήγορα με τούτους
+ας φύγουμ', όσο είναι καιρός να φυλαχθούμε ακόμη».
+
+Αυτά πε, κ' εγώ προς αυτόν απάντησα και είπα• 270
+«κάθιζ', Ευρύλοχε, συ αυτού, να τρώγης και να πίνης,
+'ς τον τόπο όπου ευρίσκεσαι, σιμά 'ς το μαύρο πλοίο•
+εγώ θα υπάγω• φοβερή με υποχρεόνει ανάγκη».
+
+Και απ' το καράβι ανέβηκα κ' από το περιγιάλι.
+και ότ' έφθασα διαβαίνοντας την ιερή λαγκάδα, 275
+σιμά 'ς της πολυβότανης Κίρκης το μέγα δώμα,
+τότε ο χρυσόρραβδος Ερμής, 'ς το δώμα ενώ κινούσα,
+εμπρός μου εφάνη ως άγουρος 'π' σκροφυτρόνει τρίχαις,
+κ' είναι ο καιρός 'που' φαίνεται της νειότης όλ' η χάρι•
+ήλθε, το χέρι μώσφιξεν, ωνόμασέ με κ' είπε• 280
+«πάλιν, ω δύστυχε, πού πας 'ς τα όρη μέσα μόνος,
+του τόπου ανήξερος; κ' εδώ 'ς της Κίρκης τους κρυψιώναις
+τους στερεούς οι φίλοι σου 'σαν χοίρ' είναι κλεισμένοι•
+και αυτούς να λύσης συ θα πας κει μέσα• αλλά πιστεύω
+δεν θα γυρίσης, αλλ' αυτού θα μείνης 'που 'ναι οι άλλοι. 285
+αλλ' από τέτοιον όλεθρον εγώ θα σε λυτρώσω•
+έμπα με τούτο το καλό βοτάνι, οπού σου δίδω,
+της Κίρκης μες τα δώματα, και αυτό θα σε φυλάξη.
+και όλα τα ολέθρια θα σου ειπώ σοφίσματα της Κίρκης•
+μίγμα θα φθειάση και εις αυτό βοτάνια θα σου ρίξη• 290
+αλλά τα μάγια της εσέ να πιάσουν δεν θ' αφήση
+το βότανό μου το καλό• και μάθε τ' άλλ' ακόμη•
+άμ' έλθ' η Κίρκη με μακρύ ραβδί να σε κτυπήση,
+απ' το πλευρό σου σύρ' ευθύς τ' ακονητό σπαθί σου,
+'ς την Κίρκη ρίξου ως άνθρωπος, 'που αίμα ορμά να χύση• 295
+θα φοβηθή, και θα σου ειπή να κοιμηθής μαζή της•
+πρόσεχε τότε, της θεάς μην αρνηθής την κλίνη,
+τους φίλους σου όπως λύση αυτή και σε καλοξενίση•
+αλλά να ομόση ζήτησε θεών των μέγαν όρκο,
+ότι άλλο ενάντια σου κακό δεν θα σκεφθή κανένα, 300
+μήπως ανδρειά και δύναμιν, ως γυμνωθής, σου πάρη».
+
+Είπε, και ανέσπασε απ' την γη το βόταν' ο Αργοφόνος,
+μου το 'δωσε και μώδειξε το κάθε ιδίωμά του•
+η ρίζα του είναι ολόμαυρη, λευκόν ως γάλα τ' άνθος.
+μώλυ το λέγουν οι θεοί• κακά το ξεριζόνει 305
+άνδρας θνητός• αλλ' ημπορούν οι αθάνατοι τα πάντα.
+
+Και από το σύδενδρο νησί 'ς ταις κορυφαίς του Ολύμπου
+ο Ερμής ανέβη ευθύς, κ' εγώ της Κίρκης προς το δώμα
+κίνησα, και η καρδία μου πολλήν είχε μαυρίλα.
+της καλοπλέξουδης θεάς εστάθηκα εις την θύρα• 310
+έσυρα τότ' εγώ φωνή και μ' άκουσεν εκείνη•
+ευθύς πετάχθη και άνοιξε ταις φωτοβόλαις θύραις,
+και μ' εκαλούσε• ανήσυχος κατόπι της επήγα•
+'ς αργυροκάρφωτο θρονί μ' εκάθισεν εκείνη•
+ήταν ωραίο, τεχνικό, κ' είχε υποπόδι κάτω• 315
+μίγμα εις ποτήρι ολόχρυσο μου ετοίμασε να πίω,
+κ' έρριξε μέσα βότανα και ολέθρια μελετούσε.
+και άμ' όλο το 'πια και ποσώς τα μάγια δεν μ' επιάσαν,
+μ' ένα ραβδί μ' εκτύπησεν, ωνόμασέ με κ' είπε•
+«'ς την χοιρομάνδρ' άμε και συ, ζάψε με τους συντρόφους». 320
+είπε, κ' εγώ ξεγύμνωσα τ' ακονητό σπαθί μου
+'ς την Κίρκη επάν', ως άνθρωπος 'που αίμα ορμά να χύση•
+φωνάζει εκείνη και σκυφτή σφίγγει τα γόνατά μου,
+και κλαίοντας με προσφωνεί με λόγια πτερωμένα•
+«ποιος είσαι; πόθε; η πόλι σου πού είναι και οι γονείς σου; 325
+πώς έπιες και δεν σ' έπιασαν τα βότανά μου τούτα!
+και αυτά τα βότανα κανείς θνητός δεν υποφέρει,
+άμα τα πιη και του διαβούν των οδοντιών το φράγμα•
+πλην συ 'ς τα στήθη μέσα κλείς αμάλακτην καρδία.
+συ 'σαι άσφαλτα ο πολύτροπος εκείνος Οδυσσέας, 330
+'που πάντοτε ο χρυσσόρραβδος μου πρόλεγε Αργοφόνος
+ότι απ' την Τροία γέρνοντας έμελλ' εδώ ν' αράξη.
+αλλά το ξίφος θήκιασε, και εις την δική μας κλίνη
+έλ' ας πλαγιάσουμε μαζή, αν θέλης μεταξύ μας
+η κλίνη και τ' εγκάλιασμα κάθε υποψιά να σβύσουν». 335
+
+Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτήν απάντησα και είπα•
+«ω Κίρκη, πώς εσύ ζητείς εγώ να σου 'μαι πράος,
+'που τους συντρόφους μώκαμες 'ς τα μέγαρά σου χοίρους,
+κ' εμέ κρατώντας τώρα εδώ με προσκαλείς με δόλο
+'ς τον θάλαμό σου, ν' αναιβώ την ιδική σου κλίνη, 340
+όπως ανδρειά και δύναμιν, ως γυμνωθώ, μου πάρης.
+ουδέ ποτέ θ' αναιβώ εγώ την ιδική σου κλίνη,
+αν μη θελήσης, ω θεά, να ομόσης μέγαν όρκο,
+ότι άλλο ενάντια μου κακό δεν θα σκεφθής κανένα».
+
+Είπα, κ' εκείνη ωρκίσθηκεν όπως εγώ ζητούσα. 345
+και αφού τον όρκον ώμοσε και αυτόν επρόφερ' όλον,
+'ς της Κίρκης τότε ανέβηκα την ζηλεμμένην κλίνη.
+
+Ωστόσον η θεράπαιναις 'ς το σπίτι όλα ετοιμάζαν,
+τέσσεραις, 'πώχει ακούρασταις 'ς τα μέγαρα υπηρέτραις•
+των πηγών είναι, των δασών, εκείναις θυγατέραις, 350
+και των αγίων ποταμών, 'που εις τα πελάγη ρέουν.
+τούτη με πεύκια πορφυρά, πανεύμορφα, τους θρόνους
+έστρων', επάνω εις τα λινά λευκότατα σινδόνια•
+η άλλη 'ς τους θρόνους έμπροσθεν ολάργυρα τραπέζια
+έσυρνε, κ' έβαζε εις αυτά χρυσόπλεκτα κανίστρια• 355
+συγκέρνα η τρίτη το κρασί 'ς ολάργυρον κρατήρα,
+γλυκ' ως το μέλι, και χρυσά εμοίραζε ποτήρια•
+και φέρν' η τέταρτη νερό και ανάφτει πολλήν φλόγα
+κάτω από μέγαν τρίποδα με λέβητα οπού λάμπει•
+κ' εκείνη ως το είδε 'πώβραζε, μ' εμβάζ' εις τον λουτήρα, 360
+νερό παίρνει απ' τον τρίποδα τον μέγαν και μου χύνει,
+ως το γλυκοσυγκέρασε, 'ς την κεφαλή, 'ς τους ώμους,
+ως 'πώδιωξ' απ'τα μέλη μου τον καρδιοφθόρον κόπο.
+και άμ' έλουσέ με κ' έχρισε με το παχύ το λάδι,
+και ωραίαν χλαίνην μ' ένδυσεν η κόρη και χιτώνα, 365
+'ς το δώμα ευθύς μ' ωδήγησε, κ' εκάθισέ με εις θρόνον,
+αργυροκάρφωτον, λαμπρόν, κ' είχε υποπόδι κάτω.
+και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτην
+χύνει εύμορφον, ολόχρυσον, 'ς ολάργυρη λεκάνη,
+για να νιφθώ• κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός μου. 370
+και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει,
+και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει μου περίσσα.
+και ανώφελα μ' ανάγκαζε να φάγω• εγώ καθόμουν
+μ' άλλα 'ς τον νου, και όλο κακά προέβλεπε η ψυχή μου.
+
+Και ως μ' είδεν ότι εκάθομουν η Κίρκη, και τα χέρια 375
+εις το φαγί δεν άπλονα, και μαύρην λύπην είχα,
+μ' εσίμωσε και ωμίλησε με λόγια πτερωμένα•
+«πώς κάθεσαι ωσάν άφωνος και τρώγεις την καρδιά σου,
+και ουδέ φαγί, και ουδέ πιοτόν, εγγίζεις, Οδυσσέα;
+δόλους πάλ' υποπτεύεσαι, και όμως, αφού τον όρκο 380
+τον τρομερόν σού επρόφερα, δεν έχεις να φοβήσαι».
+Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτήν απάντησα και είπα•
+«ω Κίρκη, και ποιος είν' αυτός, 'π' ανθρωπινά 'χει σπλάχνα,
+και θα τον άφινε η καρδιά φαγί να δοκιμάση,
+πριν λύση τους συντρόφους του και τους θωρήση εμπρός του; 385
+αλλ' αν ολόψυχα ποθείς να φάγω και να πίω,
+λύσε, να ιδούν τα μάτια μου τους ποθητούς συντρόφους».
+
+Είπα, και από το μέγαρον η Κίρκη εξήλθε κ' είχε
+ραβδί 'ςτο χέρι, και άνοιξεν ευθύς την χοιρομάνδρα,
+κ' έβγαλε αυτούς όπ' ώμοιζαν εννηάχρονα θρεφτάρια. 390
+εμπρός της 'κείνοι εσταθήκαν και αραδικώς η Κίρκη
+μ' άλειμμ' απ' άλλο βότανο τους έχριζε περνώντας.
+κ' ερρέαν απ' τα μέλη τους η τρίχαις, οπού πρώτα
+είχε γεννήσει της θεάς το φθαρτικό βοτάνι•
+κ' έγειναν πάλιν άνθρωποι, 'ς την νηότη και 'ς την χάρι, 395
+'ς το κάλλος και 'ς τ' ανάστημα, καλήτεροι απ' ό,τ' ήσαν.
+μ' εγνώρισαν, μ' αγκάλιασαν και αγάλι αγάλ' εις όλους
+τα δάκρυα γλυκανάβρυζαν, και από τα κλάυματά τους
+το δώμα εβρόντα• και η θεά μ' εμάς εσυμπονούσε.
+ήλθε σιμά μου η θαυμαστή θεά και τούτα μου 'πε• 400
+«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,
+τώρ' άμε προς τ' ογλήγορο καράβι, 'ς τ' ακρογιάλι,
+και πρώτα σύρετε εις την γη το πλοίο και φυλάξτε
+εις ταις σπηλιαίς τα κτήματα και τ' άρμενά σας όλα•
+κ' έπειτα στρέψε φέροντας μαζή σου τους συντρόφους». 405
+
+Αυτά 'πε, και τα εδέχθηκεν η ανδρική ψυχή μου,
+κ' εκίνησα προς το γοργό καράβι, 'ς τ' ακρογιάλι,
+και αυτού 'ς το πλοίον εύρηκα τους ποθητούς συντρόφους,
+'που ήσαν απαρηγόρητοι και άπαυτα δάκρυα χύναν.
+και ωσάν οι μόσχ' οι μανδριστοί, την ώρα οπού γυρίζουν 410
+απ' το γρασίδ' εις την αυλή χορτάταις η αγελάδαις,
+όλοι μαζή ταις προϋπαντούν πηδώντας, ώστε η μάνδραις
+δεν τους κρατούν, και ολόγυρα εις ταις μητέραις τρέχουν
+μουγκρίζοντας• όμοια και αυτοί, ως μ' είδαν έμπροσθέν τους,
+εχύθηκαν δακρύζοντας• κ' εφάν' εις την καρδιά τους 415
+εις την πατρίδα ως να 'φθασαν, 'ς την πετρωτήν Ιθάκη,
+'ς την γην όπου εγεννήθηκαν, 'ς την γην 'που ανατραφήκαν,
+και κλαίοντας μου ωμίλησαν• «για την επιστροφή σου,
+διόθρεφτ', εχαρήκαμεν, όσ' ήθελε χαρούμε
+εις την Ιθάκη αν φθάναμε, 'ς την ποθητήν πατρίδα. 420
+πλην τώρα ειπέ μας την φθορά των άλλων των συντρόφων».
+
+Κ' εγώ με λόγια μαλακά 'ς εκείνους απαντούσα•
+«το πλοίο πρώτ' ας σύρουμε 'ς την γη, και τ' άρμεν' όλα
+'ς τα σπήλαια μέσ' ας θέσουμε, και ομού τα υπάρχοντά μας,
+κ' εσείς μαζή μου να 'λθετε μ' ασπούδα ετοιμασθήτε, 425
+'ς της Κίρκης τ' άγια δώματα να ιδήτε τους συντρόφους,
+οπ' άκοπα φαγοποτούν, ότι έχουν αφθονία».
+
+Είπα, κ' εκείν' υπάκουσαν 'ς τους λόγους μου, αλλά μόνος
+ο Ευρύλοχος μου αντίσκοφτε την γνώμη των συντρόφων,
+κ' εκείνους επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα• 430
+«άθλιοι, πού πάτε; τρέχετε με πόθο 'ς την φθορά σας,
+της Κίρκης εις το μέγαρο; κ' εκείνη 'ς εμάς όλους
+χοίρων θα δώση ευθύς μορφήν ή λύκων ή λεόντων,
+να της φυλάμε στανικώς το υπέρλαμπρο παλάτι,
+ως έπραξεν ο Κύκλωπας, 'ς την μάνδρα τον ότ' εμπήκαν 435
+οι σύντροφοί μας και μ' αυτούς ο αυθάδης Οδυσσέας•
+ότι από την μωρία του κ' εκείνοι αφανισθήκαν».
+
+Αυτά 'πε, κ' εγώ σκέφθηκα μες της ψυχής τα βάθη,
+το μακρύ ξίφος σύροντας απ' το παχύ μερί μου,
+να κόψω αυτού την κεφαλή 'ς το χώμα να κυλήση, 440
+αν και στενόν μου συγγενή τον είχα, αλλά μ' εκράτουν
+εδώθ' εκείθε οι σύντροφοι με λόγια μελωμένα•
+«τούτον ας τον αφήσουμε, διογέννητε, αν προστάζεις,
+να μένη 'ς την ακρογιαλιά και να φυλά το πλοίο•
+κ' εμάς εις τ' άγια δώματα οδήγα συ της Κίρκης». 445
+
+Και απ' το καράβι ανέβηκαν και από το περιγιάλι,
+ουδ' έμεινεν ο Ευρύλοχος εις το καράβι, αλλ' ήλθε
+κατόπιν, ότι ετρόμαξε 'ς την φοβερήν οργή μου.
+και τους άλλους συντρόφους μου 'ς το δώμα της η Κίρκη
+έλουσε ωστόσον εύμορφα κ' έχρισε με το λάδι,
+και τους εφόρεσε κρουσταίς χλαμύδαις και χιτώναις• 450
+και όλους καλά τους ηύραμε 'ς τα μέγαρα 'που ετρώγαν
+και άμα ο καθείς αντίκρυσε κ' εγνώρισε τον άλλον,
+έκλαιαν, αναστέναζαν, 'που όλο το δώμα εβρόντα.
+ήλθε σιμά μου η θαυμαστή θεά και τούτα μου 'πε• 455
+«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,
+τους θρήνους πλέον παύσετε• κ' εγώ καλά γνωρίζω
+και εις το ιχθυοφόρο πέλαγος πόσα 'χετε υποφέρει,
+και εις την γην πάλι πόσοι εχθροί σας έχουν αδικήσει,
+ήσυχα τώρα το φαγί και το κρασί χαρήτε, 460
+όσο ψυχή να λάβετε και πάλιν εις τα στήθη,
+ως ότε πρωταφήσατε την ποθητήν πατρίδα,
+την πετρωτήν Ιθάκη σας• τώρ' άψυχοι, θλιμμένοι,
+της πλάνης σας ταις συμφοραίς θυμείσθε, και η ψυχή σας,
+απ' τα πολλά παθήματα, δεν δέχετ' ευφροσύνη». 465
+
+Είπε κ' εκαταπείσθηκεν η ανδρική ψυχή μας.
+και τότε αυτού καθόμασθεν, ολόκληρον τον χρόνο,
+μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό, φαγοποτώντας.
+αλλά 'ς τον κύκλο των καιρών ότ' έκλεισεν ο χρόνος,
+οι μήνες ως εδιάβαιναν, και η 'μέραις μεγαλώσαν, 470
+παράμερα μ' εκάλεσαν οι σύντροφοι και μου 'παν•
+«καϋμένε, την πατρίδα σου να θυμηθής είν' ώρα,
+αν να σωθής η μοίρα σου το θέλει και να φθάσης
+'ς το σπίτι το καλόκτιστο, 'ς την γη την πατρική σου».
+
+Αυτά 'παν, κ' εκατάπεισαν την ανδρική ψυχή μου. 475
+και τότε αυτού καθόμασθεν, ολημέρα ως το δείλι
+μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό, φαγοποτώντας.
+και ο ήλιος άμ' εβύθισε κ' ήλθε κατόπι' η νύκτα,
+εις τα ισκιωμένα μέγαρα επλάγιασαν εκείνοι•
+'ς της Κίρκης εγώ ανέβηκα την ζηλεμμένην κλίνη, 480
+και της θεάς τα γόνατα αγκάλιασα ως ικέτης.
+μ' άκουεν εκείνη• κ' έλεγα με λόγια πτερωμένα•
+«ω Κίρκη, την υπόσχεσι, 'που επήρες, τέλειωσε μου•
+εις την πατρίδα στείλε με• το θέλ' ήδ' η ψυχή μου,
+τη θέλουν όλ' οι σύντροφοι, 'που την καρδιά μου τρώγουν, 485
+τριγύρω μου οδυρόμενοι, την ώρα οπού συ λείπεις».
+
+Και η θαυμαστή θεά 'ς εμέ• «πολύτεχνε Οδυσσέα,
+να μένετε εις το σπίτι μου πλεια δεν σας αναγκάζω•
+αλλ' όμως άλλο πρότερα θα κάμετε ταξείδι,
+'ς του Άδη και της άσπονδης αντάμα Περσεφόνης 490
+την κατοικιά να φθάσετε, να μάθετε την μοίρα
+απ' την ψυχή του παλαιού Θηβαίου Τειρεσία,
+μάντη τυφλού, 'που ολόκληραις έχει και αυτού ταις φρέναις•
+εκείνου μόνου απ' τους νεκρούς έδωσε η Περσεφόνη
+γνώσιν και νουν• ωσάν σκιαίς οι άλλοι τριγυρίζουν». 495
+
+Τούτα μου είπε, και η καρδιά 'ς τα στήθη μου ερραΐσθη,
+και έκλαια καθήμενος 'ς την κλίνη και η ψυχή μου
+να ζήση πλειά δεν ήθελε, να ιδή το φως του ηλίου.
+αλλ' άμ' αυτού κυλιούμενος εχόρτασα το κλάμμα,
+το στόμα πάλιν άνοιξα κ' εκείνης απαντούσα• 500
+ω Κίρκη, ποιος θα 'ναι οδηγός εις τούτο το ταξείδι;
+'ς τον Άδη ακόμη πλέοντας κανείς δεν έχει φθάσει».
+
+Είπα, και η θαυμαστή θεά μου απάντησεν αμέσως•
+«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,
+εις το καράβι σου οδηγόν καθόλου μη ζητήσης• 505
+άμα τεντώσης τα λευκά πανιά 'ς τ' ορθό κατάρτι,
+κάθου• φυσώντας ο Βορηάς θα σου οδηγά το πλοίο.
+αλλ' άμα τον Ωκεανό διαβής με το καράβι,
+άγριαν θα ιδής ακρογιαλιά, και της Περσεφονείας
+τα δάση, λεύκαις υψηλαίς, χασόκαρπες ιτέαις. 510
+εις τον βαθύ Ωκεανό την πλώρη αυτού να στήσης,
+και συ 'ς του Άδη κίνησε τ' αραχνιασμένο δώμα,
+όπου ο Πυριφλεγέθοντας 'ς του Αχέροντα το κύμα,
+και ο Κώκυτος, 'που της Στυγός απόκομμ' είναι, ρέουν•
+πέτρ' είναι, όπου βαρύκτυπα τα δυο ποτάμια σμίγουν. 515
+και ως φθάσης, ήρωα, κει σιμά 'ς το μέρος, 'που σου λέγω,
+λάκκο μιαν πήχη σκάψ' ευθύς του μάκρου και του πλάτου,
+και χύσε γύρω αυτού χοαίς όλων των πεθαμένων•
+και αφού βάλης μελίκρατο, γλυκό κρασί κατόπι,
+τρίτα νερό, και μ' άλευρα λευκά τα πασπαλίσης, 520
+'ς ταις άδειαις κάραις των νεκρών εύχου θερμά, και τάξου
+δαμάλα στείρα διαλεκτή να σφάξης άμα φθάσης
+εις την Ιθάκη, και πυράν πολύδωρη να κάψης,
+και να προσφέρης χωριστόν αρνί του Τειρεσία,
+ΟΜΗΡΟΥ
+κατάμαυρο, 'που δεύτερο δεν θα 'χη το κοπάδι. 525
+και άμα ικετεύσης τάνδοξα των πεθαμένων πλήθη,
+κριάρι σφάξε, ολόμαυρη κοντά του προβατίνα,
+και στρέψε τα 'ς το έρεβος• συ γύρε αλλού την όψι
+προς ταις ροαίς του ποταμού• και τότε αυτού θε να 'λθουν
+να σ' εύρουν αναρίθμηταις ψυχαίς απεθαμένων. 530
+και κάμε τους συντρόφους σου να γδάρουν και να κάψουν
+τ' αρνιά ριμμένα, ως τα 'σφαξε το αλύπητο μαχαίρι,
+κ' έπειτα ευχαίς των δυο θεών ειπήτε, εις τον ανδρείον
+τον Άδη και εις την άσπονδην αντάμα Περσεφόνη.
+και συ το ξίφος γύμνωσε, κάθου και μην αφίνης 535
+ταις άδειαις κάραις των νεκρών καθόλου να σιμώσουν
+'ς το αίμα, πριν συμβουλευθής εσύ τον Τειρεσία.
+ο μάντης θα 'λθη ευθύς εκεί να σ' εύρη, ω πολεμάρχε•
+αυτός τον δρόμο θα σου ειπή, του ταξειδιού τα μέτρα,
+και πώς, το πέλαο σχίζοντας, θα φθάσης 'ς την πατρίδα». 540
+
+Αυτά 'πε, και χρυσόθρονη Ηώ 'ς τον κόσμο εφάνη•
+κ' εμένα εκείνη εφόρεσε χιτώνα και χλαμύδα•
+μανδύαν λαμπροΰφαντον μέγαν ενδύθ' η νύμφη
+χαριτωμένον και λεπτόν, κ' εζώσθη ακόμη ωραίο
+χρυσό ζωνάρι, κ' έβαλε 'ς την κεφαλήν καλύπτρα. 545
+τα δώματα εγώ διάβηκα και τους συντρόφους ηύρα,
+και τους κεντούσ' από σιμά με λόγια μελωμένα•
+«πάψτε το γλυκανάσασμα του ύπνου, αγαπητοί μου•
+ας πάμε• η Κίρκ' η σεβαστή μ' εδίδαξε τον δρόμο».
+είπα, κ' εκαταπείσθηκεν η ανδρική ψυχή τους. 550
+
+Αλλ' ουδ' εκείθεν άβλαπτους επήρα τους συντρόφους•
+ήταν κάποιος Ελπήνορας, νεώτατος• ανδρείαν
+πολλήν δεν είχε, αλλ' ούτε νουν ανάμερ' απ' τους άλλους
+'ς τ' άγια της Κίρκης δώματα μού πήγε να πλαγιάση,
+ποθώντας το κατάψυχο, της μέθης εις την ζάλη. 555
+και άμα το κίνημ' άκουσε, τον κρότο των συντρόφων,
+ξάφνου εσηκώθη και ποσώς δεν ενθυμήθη πάλι
+απ' την υψηλήν κλίμακα να καταιβή, 'π' ανέβη•
+αλλ' απ' την σκέπην έπεσε κατάντικρα, κ' εκόπη
+ο τράχηλός του, και η ψυχή ροβόλησε 'ς τον Άδη. 560
+
+Και ως ήλθαν όλοι, ωμίλησα 'ς την μέση εκείνων κ' είπα•
+«θαρρείτε ότι 'ς τα σπίτια μας, 'ς την ποθητήν πατρίδα,
+θα πάμε• αλλ' άλλο διώρισε 'ς εμάς ταξείδ' η Κίρκη,
+'ς τον Άδη και 'ς την άσπονδην αντάμα Περσεφόνη,
+να ερωτηθούμε την ψυχή του μάντη Τειρεσία». 565
+
+Αυτά 'πα, και η καρδία τους 'ς τα λόγια μου ερραΐσθη,
+και αυτού καθίσαν, έκλαιαν• ανέσπααν τα μαλλιά τους,
+αλλ' όφελος δεν έφερναν τα κλάμματα και οι θρήνοι.
+
+Και ως φθάσαμε κατάγιαλα προς το γοργό καράβι,
+δάκρυα χύνοντας θερμά, 'ς την λύπη βυθισμένοι, 570
+'ς το πλοίον ήλθε κ' έδεσεν η Κίρκη ένα κριάρι
+και προβατίνα ολόμαυρη, κ' εύκολ' απ' έμπροσθέν μας
+εδιάβηκεν αγνώριστη• ποιος δύναται να βλέπη
+θεάν, αν εις τον δρόμο του να φαίνεται δεν θέλει;
+
+
+
+Ραψωδία Λ
+
+
+
+Και εις το καράβι ως φθάσαμε κάτω 'ς το περιγιάλι,
+πρώτα εις την θεία θάλασσα σύραμε το καράβι,
+έπειτα μέσα εστήσαμε κατάρτι και πανία,
+κ' εφέραμε τα πρόβατα• κατόπι εμπήκαμ' όλοι,
+δάκρυα χύνοντας θερμά, 'ς την λύπη βυθισμένοι• 5
+και οπίσω απ' το μαυρόπλωρο καράβι έστειλε πρύμον,
+'που φούσκον' όλα τα πανιά, φίλον λαμπρόν, η Κίρκη,
+δεινή θεά, καλόκομη, όπ' έχει ανθρώπου γλώσσα.
+και τ' άρμεν' αφού σιάσαμε, καθόμασθε, και ωδήγα
+το πλοίο μας ο άνεμος ομού και ο κυβερνήτης, 10
+και μ' ολοτέντωτα πανιά αρμένιζ' ολημέρα.
+και ο ήλιος ως βασίλευε και ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι,
+'ς τον βαθύν ήλθ' Ωκεανόν, όπ' άκρ' είναι του κόσμου.
+η πόλις είναι και ο λαός εκεί των Κιμμερίων•
+νέφος πυκνό και σκοτεινόν ολούθε τους σκεπάζει, 15
+ουδέ ποτέ κυττάζει αυτούς ο ακτινοβόλος Ήλιος,
+'ς τον αστροφόρον ουρανόν ούτ' όταν αναιβαίνη,
+ούτ' όταν κλίνη προς την γην από τα ουράνια μέρη•
+αλλά τους άμοιρους θνητούς μαύρη πλακόνει νύκτα.
+'ς το μέρος τούτο αράξαμε και παίρνοντας τ' αρνία 20
+βγήκαμε, και του Ωκεανού το ρεύμ' ακολουθώντας
+ωδεύαμε ως 'που εφθάσαμε 'ς την θέσι 'που 'πε η Κίρκη.
+
+Και ο Περιμήδης τα σφακτά και ο Ευρύλοχος βαστούσαν•
+και απ' το πλευρό μου έσυρα το ακόνητό μου ξίφος,
+λάκκο μιαν πήχην έσκαψα του μάκρου και του πλάτου, 25
+κ' έχυσα γύρω αυτού χοαίς όλων των πεθαμένων.
+και ως έβαλα μελίκρατο, κρασί γλυκό, και τρίτα
+νερό, και τα πασπάλισα με λευκ' αλεύρι επάνω,
+ταις άδειαις κάραις των νεκρών θερμά παρακαλώντας,
+να σφάξω ετάχθηκα εκλεκτήν και στείραν αγελάδα, 30
+ως φθάσω εις την Ιθάκη μου, και μιαν πυρά να κάψω
+πολύδωρην, και χωριστόν αρνί του Τειρεσία
+να θυσιάσω, ολόμαυρο, του κοπαδιού το πρώτο.
+και αφού με τάμματα, μ' ευχαίς θερμαίς, τους πεθαμένους
+ξιλέωσα, πήρα τ' αρνιά και τα 'σφαξα 'ς τον λάκκο, 35
+κ' έρρεε το αίμα ολόμαυρο• και ιδές, εσυναζόνταν
+των πεθαμένων η αμυχαίς του ερέβους απ' τα βάθη,
+νέαις και νέοι, γέροντες πολύπαθοι μ' εκείνους,
+και ομού παρθέναις τρυφεραίς με νεόλυπην καρδία,
+και άνδρες πολλοί, 'που τρύπησαν η χαλκοφόραις λόγχαις 40
+'ς την μάχη, κ' είχαν τ' άρματα 'ς το αίμ' όλο βαμμένα.
+εδώθ' εκείθεν άπειροι 'ς τον λάκκο γύρω ερχόνταν
+μ' αλαλαγμόν αμίλητον αχνός μ' επήρε φόβος,
+τότ' είπα των συντρόφων μου να γδάρουν και να κάψουν
+τ' αρνιά, ριμμένα ως τα 'σφαξε το αλύπητο μαχαίρι, 45
+κ' έπειτα ευχαίς των δυο θεών να ειπούν, εις τον ανδρείον
+τον Άδη και 'ς την άσπονδην αντάμα Περσεφόνη,
+και το σπαθί μου εγύμνωσα και δεν εσυγχωρούσα
+ταις άδειαις κάραις των νεκρών καθόλου να σιμώσουν
+'ς το αίμα, πριν ερωτηθώ τον μάντη Τειρεσία. 50
+
+Και του συντρόφου μου η ψυχή, του Ελπήνορα, ήλθε πρώτη•
+ότι δεν είχε αυτός ταφή 'ς της γης τα σπλάχν' ακόμη.
+το σώμ' αφήσαμεν εμείς 'ς τα μέγαρα της Κίρκης,
+άκλαυτον, άθαπτο, επειδή μας έβιαζ' άλλη ανάγκη.
+άμα τον είδα εδάκρυσα κ' επόνεσε η ψυχή μου, 55
+κ' ευθύς τον επροσφώνησα με λόγια πτερωμένα•
+«Ελπήνορα, πώς έφθασες εις τ' άττεγγο σκοτάδι;
+πεζός συ πρόλαβες εμέ, 'που με καράβι ερχόμουν».
+
+Αυτά 'πα' εστέναξε βαθειά και μ' απαντούσ' εκείνος•
+«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, 60
+οργή θεού και τ' άμετρο κρασί μ' εξολοθρεύσαν.
+λησμόνησ', αφού πλάγιασα 'ς το μέγαρο της Κίρκης,
+απ' την υψηλήν κλίμακα να καταιβώ, 'π' ανέβην•
+αλλ' απ' την σκέπην έπεσα κατάντικρα, κ' εκόπη
+ο τράχηλός μου, και η ψυχή ροβόλησε εις τον Άδη. 65
+και αχ! να σου ζήσουν οι ακριβοί, 'που ο κόσμος έχει ακόμη,
+η σύντροφός σου και ο γονειός, που σ' έχει θρέψει βρέφος,
+και ο μόνος σου Τηλέμαχος, πώχεις 'ς το σπίτι αφήσει,—
+τι ξεύρ' ότι γυρίζοντας εδώθε, από τον Άδη,
+θ' αράξης το καράβι σου 'ς την νήσο την Αιαία,— 70
+όταν κει φθάσης, έχε με 'ς τον νου σου, ω βασιλέα•
+να μη μ' αφήσης άθαπτον και αδάκρυτον οπίσω
+φεύγοντας, μη σου γείνω εγώ θείας οργής αιτία.
+αλλ' έπαρε και κάψε με μαζή με τ' άρματά μου,
+κ' εμένα μνήμα σήκωσε σιμά 'ς τ' αφράτο κύμα, 75
+να 'ναι γνωστός και εις τους εξής του αμοίρου εμένα ο τάφος.
+κάμε μου τούτα, και κουπί 'ς το μνήμα επάνω στήσε
+κείνο, 'που ζώντας έλαμνα μαζή με τους συντρόφους».
+
+Αυτά 'πε, και του απάντησα• «τούτα όλα θα σου κάμω,
+όσα μου λέγεις, άμοιρε, 'ς όλα θα δώσω τέλος». 80
+
+Τέτοιαις ελέγαμε φρικταίς οι δυο μας ομιλίαις•
+εδώθ' εγώ το ξίφος μου 'ς το αίμα επάνω εκράτουν,
+κείθε πολλά του φίλου μου το φάντασμα ωμιλούσε.
+
+Της πεθαμένης μου μητρός τότε η ψυχή μου εφάνη,
+η Αντίκλεια, κόρη του υψηλού 'ς το φρόνημ' Αυτολύκου• 85
+την είχ' αφήσει 'ς την ζωή, κινώντας για την Τροία.
+άμα την είδα εδάκρυσα, κ' ερράισ' η καρδιά μου,
+αλλ' όμως δεν την άφινα πρώτη να πλησιάση
+'ς το αίμα, πριν ερωτηθώ τον Μάντη Τειρεσία.
+
+Κ' ήλθε η ψυχή του παλαιού Θηβαίου Τειρεσία• 90
+σκήπτρο κρατούσε ολόχρυσο• μ' εγνώρισε και μου 'πε•
+«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,
+ει πάλιν, ω ταλαίπωρε, από το φως του ηλίου
+ήλθες να ίδης τους νεκρούς, τον άτερπνο τον κόσμο;
+σύρου απ' τον λάκκο, το σπαθί βάστα μακρυά, να πίω 95
+από το αίμα, να σου ειπώ κατόπι την αλήθεια».
+
+Αυτά' πε, κ' εγώ σύρθηκα κ' έχωσα εις το θηκάρι
+τ' αργυροκάρφωτο σπαθί, και άμ' έπιε το μαύρ' αίμα
+ο άψεγος μάντης είπε μου• «γυρεύεις την γλυκεία
+εις την πατρίδα επιστροφή, λαμπρότατε Οδυσσέα. 100
+θα σ' εμποδίση ένας θεός• κακά θε να ξεφύγης
+του κοσμοσείστη, 'π' άσπονδο μίσος για σένα τρέφει,
+αφού το φως αφαίρεσες του αγαπητού παιδιού του.
+πολλά θα πάθετε κακά, και όμως θα φθάστε ακόμα,
+αρκεί να θέλης χαλινό να βάλης της καρδιάς σου, 105
+και των συντρόφων, το καλό καράβι σου άμ' αράξης.
+το μαύρο κύμ' αφίνοντας, 'ς την νήσο Θρινακία,
+κ' ευρήτ' εκεί τα πρόβατα να βόσκουν και η δαμάλαις
+του Ηλιού, 'που όλ' άνωθε τηρά και όλ' άνωθεν ακούει.
+και αν δεν τα εγγίξης κ' εννοιασθής για την επιστροφή σου, 110
+τότε, και αν πάθετε πολλά, θα φθάστε εις την Ιθάκη•
+αλλ' αν τα βλάψης, όλεθρο προβλέπω εις το καράβι
+και εις τους συντρόφους• και αν σωθής μόνος εσύ, θα φθάσης
+αργά και κακώς έχοντας, και από συντρόφους έρμος.
+με ξένο πλοίο, και θαυρής 'ς το σπίτι δυστυχίαις. 115
+άνδραις απόκοτοι το βιο σου τρώγουν, και με δώρα
+την θεϊκή σου σύντροφο ζητεί καθείς να πάρη•
+αλλ' άμα φθάσης, φοβερά θα εκδικηθής εκείνους.
+και αφού μέσα 'ς το σπίτι σου χαλάσης τους μνηστήραις,
+είτε με δόλο ή φανερά, μ' ακονισμένη λόγχη, 120
+έπαρε δρόμο, φέροντας ίσιο κοπί μαζή σου,
+όσο να φθάσης 'ς τους θνητούς, 'που θάλασσα δεν ξεύρουν,
+και οπού δεν τρώγουν φαγητό με άλατ' αρτυμένο•
+ούτε τα κοκκινόπλωρα καράβια αυτοί γνωρίζουν,
+ούτε τα ίσια κουπιά, 'που 'ναι πτερά των πλοίων. 125
+και άκου σημάδι φανερό, 'που δεν θα σου ξεφύγη•
+'ς τον δρόμον άμ' απαντηθή με σέν' άλλος οδίτης,
+και ειπή 'ς τον λαμπρόν ώμο σου πώς έχεις λιχνιστήρι,
+ευθύς το ίσιο κουπί στήσε εις την γη και κάμε
+του Ποσειδώνα βασιληά καλόδεκταις θυσίαις• 130
+κριάρι, ταύρον σφάξε του και χοίρον αναβάτη•
+και γύρε εις την πατρίδα σου, κ' ιεραίς κάμ' εκατόμβαις
+των αθανάτων, 'πώχουσι των ουρανών τους θόλους,
+με την σειρά του καθενός• και θάνατος θα σ' εύρη
+έξω απ' την θάλασσα ελαφρός, και θα σε σβύση αγάλι 135
+μες τα λαμπρά γεράματα• και ωστόσ' ολόγυρά σου
+θα 'ναι μακάριος ο λαός• σου είπα την αλήθεια».
+
+Είπε, κ' εγώ του απάντησα• «τούτα όλα, ω Τειρεσία,
+τ' αποφάσισαν οι θεοί• πλην τώρα δίδαξέ με
+να μάθω αυτό 'που σ' ερωτώ• 'κεί πέρα της μητρός μου 140
+την ψυχή βλέπω, και βουβή μένει σιμά 'ς το αίμα,
+και τον υιόν της δεν τολμά 'ς τα μάτια να κυττάξη,
+ούτε καν λόγο να του ειπή• συ, κύριε, δίδαξέ με
+αυτή πώς θ' αναγνώριζεν εμένα ότ' είμ' εκείνος».
+
+Είπα, κ' ευθύς μου απάντησεν ο μάντης Τειρεσίας• 145
+«εύκολος θα 'ναι ο λόγος μου και βάλε τον 'ς τον νου σου•
+όποιον αφήσης των νεκρών 'ς το αίμα να σιμώση,
+κείνος αλήθειαις θα σου ειπή• και εις όποιον το εμποδίσης,
+εκείνον πάραυτα θα ιδής να φύγη απ' έμπροσθέν σου».
+
+Έπαυσε, κ' εκατέβηκε του θείου Τειρεσία 150
+'ς τον Άδη πάλιν η ψυχή, αφού την μοίραν είπε.
+εγώ 'ς τον τόπον έμενα, κ' εσίμωσε η μητέρα•
+το μαύρον αίμα ερούφησε κ' ευθύς εγνώρισέ με,
+και κλαίοντας μου ωμίλησεν «εις τ' άφεγγο σκοτάδι
+πώς εκατέβης, τέκνο μου, συ ζωντανός ακόμα; 155
+και δύσκολο 'ναι ζωντανοί να ιδούν τούτα 'δω κάτω,
+τ' είναι 'ς την μέση απέραντα και φοβερά ποτάμια,
+και πρώτος ο Ωκεανός, 'που δεν μπορεί κανένας,
+χωρίς καράβι στερεό, πεζός να τον περάση.
+τάχ' απ' την Τροίαν έφθασες εδώ με τους συντρόφους, 160
+αφού πολλά πλανήθηκες; και ακόμη 'ς την Ιθάκη
+δεν ήλθες, και την σύντροφο 'ς τα γονικά δεν είδες»;
+
+Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτήν απάντησα και είπα•
+«μητέρα, ανάγκη μ' έφερε 'ς τον Άδη να ερωτήσω
+την μοίραν απ' τον παλαιόν Θηβαίον Τειρεσία• 165
+τι 'ς άκραν γης Αχαϊκής δεν έχω φθάσει ακόμη,
+και δέρνομαι ακατάπαυτα μακράν απ' την πατρίδα,
+απ' την στιγμήν 'που ως οπαδός του δοξασμένου Ατρείδη
+να πολεμήσω επέρασα 'ς την εύιππην Τρωάδα.
+τώρα εις εμέ φανέρωσε, μ' αλήθεια λέγε, ποία 170
+μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου σ' έχει σβύσει•
+ήταν αρρώστια μακρυνή; μη σ' εύρεν η τοξεύτρα
+Άρτεμις και σ' ενέκρωσε με τα λεπτά της βέλη;
+τι γίνεται ο πατέρας μου, και ο υιός οπ' έχω αφήσει;
+την εξουσία μου κρατούν, ή κάποιος των ηρώων 175
+άλλος την έχει, και θαρρούν πως δεν θα γύρω πλέον;
+ειπέ μου και το φρόνημα, την γνώμη, της συντρόφου•
+με το παιδί μας μένει αυτή και κυβερνά το σπίτι,
+ή πρόκριτος των Αχαιών ήδη την πήρε νύμφη;»
+
+Αυτά 'πα και μου απάντησεν η σεβαστή μητέρα• 180
+«και με πολλήν υπομονή 'ς τα μέγαρα σου ακόμη
+εκείνη μένει, κ' έρημη, χωρίς παρηγορία,
+τα ημερονύκτια δαπανά 'ς τα κλάυματα η θλιμμένη.
+ούτε την εξουσία σου κανείς σου πήρε ως τώρα,
+αλλ' ήσυχα ο Τηλέμαχος έχει τα κλείσματά σου, 185
+και εις τα συμπόσια τον τιμούν ως εις κριτήν αρμόζει,
+ότι καθένας τον καλεί• και ο γέρος σου ο πατέρας
+εις τον αγρό του κατοικεί, και ούτ' έρχεται 'ς την πόλι,
+ούτ' έχει κλίναις με λαμπρά παπλώματα στρωμέναις•
+πλην τον χειμώνα σπίτι του κοιμάτ' όπου και οι δούλοι, 190
+'ς την στάκτη, 'ς την γωνιά σιμά, κ' είναι κακενδυμένος•
+και άμ' έλθη ο θέρος και ο καλός καιρός του φθινοπώρου,
+'ς το κάρπιμο κηπάρι του παντού τ' αμπελωμένο
+χαμηλαίς κλίναις έχει αυτός τα πεσημένα φύλλα•
+κείτεται αυτού και αδημονεί ποθώντας να γυρίσης, 195
+κ' ενώ πληθαίνει ο πόνος του τα γέρα τον πλακόνουν.
+ότι απαράλλακτος καϋμός κ' εμ' έφερε 'ς τον τάφο•
+ούτε η καλότοξη θεά μ' ηύρε 'ς τα δώματά μου
+και μ' έσβυσεν, η Άρτεμις, με τα λεπτά της βέλη•
+αλλ' ούτε αρρώστια μ' εύρηκεν απ' όσαις καταλύουν 200
+με μαρασμόν ελεεινό την ζήσι των ανθρώπων•
+αλλ' ο καϋμός σου, η φρόνησι, του ήθους σου η γλυκάδα,
+αυτά μου εκόψαν την ζωή, λαμπρότατε Οδυσσέα».
+
+Αυτά 'πε• συλλογίσθηκα, και της νεκρής μητρός μου
+να πιάσω τότε την ψυχήν ηθέλησα ο θλιμμένος• 205
+και τρεις εχύθηκα φοραίς, να πιάσω αυτήν ποθώντας,
+και τρεις ωμοίωμα σκιάς ή ονείρου από τα χέρια
+μώφυγε• και βαρύτερος μ' εστενοχώρα ο πόνος,
+και προς αυτήν εφώναζα• «τι φεύγεις, ω μητέρα,
+εις την στιγμή, 'που προσπαθώ με πόθο να σε πιάσω, 210
+όπως και οι δυο 'ς την κατοικιά του Άδη αγκαλιασμένοι
+του κρύου κλάυματος ομού την ηδονή χαρούμε.
+μην είναι τούτο φάντασμα, 'που η θεία Περσεφόνη
+μώστειλ', όπως η λύπη μου και οι στεναγμοί πληθύνουν;»
+
+Αυτά 'πα, και μου απάντησεν η σεβαστή μητέρα• 215
+«α! τέκνο μου, βαρυόμοιρε, ως άλλος δεν ευρέθη!
+δεν απατά σε του Διός η κόρ', η Περσεφόνη,
+αλλ' είναι αυτός εις τους θνητούς ο νόμος του θανάτου.
+ταις σάρκαις και τα κόκκαλα πλειά δεν κρατούν τα νεύρα,
+αλλ' εκείν' όλα η δύναμις της φλόγας αφανίζει, 220
+μόλις τα λευκά κόκκαλα το πνεύμ' αφήση μόνα•
+και ως όνειρο η ψυχή πετά γυρνώντας 'ς τον αέρα.
+αλλά να ιδής πάλι το φως ξεκίνησε, και μάθε
+τούτ' όλα, της συντρόφου σου για να τα ειπής κατόπι».
+
+Αυτά συνωμιλούσαμε• και ιδού, γυναικών πλήθος 225
+έρχονταν, —ως ταις έστελνεν η θεία Περσεφόνη,—
+όσαις και αν ήσαν σύντροφοι και κόραις των ηρώων.
+κ' ενώ 'ς το αίμα ολόγυρα το μαύρο εσυναζόνταν,
+πώς να ερωτήσω καθεμιά 'ς τον νου μου εγώ ζητούσα.
+και απ' όλαις η καλήτερη τούτη μου εφάνη γνώμη• 230
+απ' το πλευρό μου έσυρα το ακονητό σπαθί μου,
+και δεν ταις άφινα μαζή το μαύρ' αίμα να πίνουν•
+κ' έρχονταν τότε αραδικώς αυτού, και καθεμία
+το γένος της φανέρονε, καθώς την ερωτούσα.
+
+Πρώτ' ήλθε απ' όλαις η Τυρώ, η καλογεννημένη, 235
+'πώλεγε ότ' ήταν γέννημα του απταίστου Σαλμωνέα,
+και τον Κριθέα σύζυγον ότ' είχε τον Αιολίδη.
+άρεσε αυτής ο ποταμός, ο θείος Ενιπέας,
+των ποταμών, όπ' έχ' η γη, ο πλειά χαριτωμένος.
+'ς την πρόσχαρη ακροποταμιάν εσύχναζεν η κόρη, 240
+και ο γεωφόρος ο θεός ωμοιώθη του Ενιπέα,
+και σιμά της επλάγιασε 'ς του ποταμού το στόμα.
+το κύμα ως όρος θολωτόν εστάθη ολόγυρά τους,
+κ' έκρυψε τον αθάνατον, και την θνητήν γυναίκα.
+και αυτήν τότε αποκοίμισεν, αφού της παρθενίας 245
+την ζώνην έλυσε, ο θεός• και ως έγειναν τα έργα
+τα ερωτικά, της έσφιξε το χέρι και της είπε•
+«χαίρε, γυνή, 'ς τ' αγκάλιασμα• 'ς την ώρα θα γεννήσης
+ωραία τέκνα• και άκαρπη ποτέ δεν είναι η κλίνη
+των αθανάτων• θρέψε τα και γλυκανάστησέ τα. 250
+τώρα εις το δώμα πήγαινε, σώπα, μη μ' ονομάσης•
+και συ μάθ' ότι εγνώρισες τον σείστη Ποσειδώνα».
+είπε και μες την θάλασσαν, οπ' άφριζ', εβυθίσθη.
+και τον Πελία γέννησεν αυτή και τον Νηλέα
+και ο Δίας τους ετίμησε• βασίλευε ο Πελίας 255
+εις την Ιωλκό πολύαρνος, ο άλλος εις την Πύλο.
+και η δοξαστή βασίλισσα κατόπιν του Κρηθέα
+άλλους εγέννησεν υιούς, τον Αίσονα, τον Φέρη,
+τον Αμυθάν' ανίκητον εις την ιππομαχία.
+
+Κατόπιν είδα του Ασωπού την κόρην Αντιόπη, 260
+'που, ως εκαυχόνταν, του Διός κοιμήθη 'ς ταις αγκάλαις•
+και τέκνα δυο γεννήθηκαν, ο Αμφίονας και ο Ζήθος•
+τον τόπο της επτάπυλης Θήβας έκτισαν πρώτοι,
+κ' επύργωσαν^ απύργωτην την απλωμένην Θήβα
+δεν δύνονταν να κατοικούν, όσην ανδρειά και αν είχαν. 265
+
+Είδα και του Αμφιτρύωνα την σύντροφον Αλκμήνη,
+οπού τον λεοντόψυχον, άφοβον Ηρακλέα
+εγέννησε, αφού πλάγιασε 'ς την αγκαλιά του Δία.
+και του γενναίου Κρέοντα την κόρη την Μεγάρα,
+'που νύμφην ο αδάμαστος την είχε Αμφιτρυωνίδης. 270
+
+Του Οιδίπου η μάννα εφάνηκεν, η εύμορφη Επικάστη,
+'που τυφλωμένη ανόμησε φρικτά με τον υιόν της.
+'πώσφαξε τον πατέρα του και αυτήν γυναίκα επήρε.
+και τα γενόμενα οι θεοί 'ς τον κόσμο φανερώσαν,
+και αυτός με πάθη, 'ς την γλυκειά την Θήβα, των Καδμείων 275
+βασίλευε, ως ηθέλησεν η οργή των αθανάτων.
+και αυτήν εδέχθη ο άσπλαχνος ο θυρωρός, ο Άδης•
+ότι, 'ς τον άκρον πόνο της, ψηλάθ' από την σκέπη
+κρεμάσθη με συρτοθηλειά, και άφησ' εκείνου πάθη
+αμέτρητ', όσα προξενούν η μητρικαίς κατάραις. 280
+
+Εφάν' η Χλώρις έπειτα, 'που για τα εξαίσια κάλλη
+νύμφην επήρε, αφού 'δωσε πολλά δώρα, ο Νηλέας,
+κόρ' ύστερη του Αμφίονα Ιασίδη, του κυρίου
+του Ορχομενού των Μινυών βασίλισσα εις την Πύλο
+τέκνα λαμπρά του εγέννησεν η Χλώρις, τον Χρομίον, 285
+τον άγριον Περικλύμενον, τον Νέστορα, και ακόμη
+την πολυθαύμαστη Πηρώ, πού την ζητούσαν όλοι
+απ' όλα τα περίχωρα• την έδιδ' ο Νηλέας
+'ς όποιον τους ταύρους θα 'παιρνε του Ιφίκλου απ' την Φυλάκη
+και αυτ' ήσαν δυσκολόπαρτοι• και απ' όλους άγιος μάντης 290
+ετόλμησε κ' εδέχθηκεν εκείθε να τους πάρη•
+αλλά τον άνδρα εσπέδισε μοίρα θεού βαρεία•
+κακά τον έζωσαν δεσμά και αγροτικοί βουκόλοι.
+αλλ' αφού οι μήνες διάβηκαν, και η 'μέραις ετελειώσαν,
+κ' έκλειεν ο χρόνος, κ' έρχονταν 'ς τον κύκλο τους η ώραις, 295
+τον έλυσεν ο Ίφικλος, αφού την μοίραν είπεν
+όλην αυτός, και του Διός το θέλημα εγενόνταν.
+
+Είδα την Λήδαν έπειτα, την νύμφη του Τυνδάρου,
+'που του Τυνδάρου εγέννησε τα τέκνα τα γενναία,
+τον Κάστορα ιπποδαμαστή, τον πύκτη Πολυδεύκη, 300
+'που και τους δύο ζωντανούς κατέχ' η γη γεννήτρα.
+αυτούς και κάτω από την γην ετίμησεν ο Δίας,
+πότε να ήναι ζωντανοί και πότε πεθαμένοι,
+καθένας την ημέρα του• και ωσάν θεοί τιμώνται.
+
+Είδα την Ιφιμέδεια, γυναίκα του Αλωέα, 305
+'πώλεγεν ότι επλάγιασε σιμά 'ς τον Ποσειδώνα,
+και δύο τέκνα γέννησε, κοντόχρονα, τον Ώτον,
+τον θείον, και τον ξακουστόν 'ς τον κόσμον Εφιάλτη•
+απ' όσους έθρεψεν η γη ψηλότερ' ήσαν 'κείνοι,
+κ' ύστερ' απ' τον Ωρίωνα, λαμπρότεροι 'ς το κάλλος. 310
+ήσαν εννηάχρονα παιδιά κ' εννέα πήχαις είχαν
+πλάτος, αλλά το μάκρος τους έφθανε ορυιαίς εννέα•
+και τους θεούς φοβέριζαν ακόμη αυτοί να στήσουν
+μάχην φρικτήν 'ς τον Όλυμπο, πολέμου τρικυμία.
+την Όσσαν εις τον Όλυμπο, 'ς την Όσσα το δασώδες 315
+Πήλιο να θέσουν ήθελαν, 'ς τον ουρανό να φθάσουν.
+και αν είχαν ζήσει ν' ανδρωθούν θα το 'χαν κατορθώσει•
+πλην του Διός και της Λητώς τους έσβυσεν ο γόνος,
+πριν κάτω από τους μήλιγγαις η τρίχαις τους ανθήσουν,
+και με τ' ωραίο χνούδι τους τα μάγουλα σκιάσουν. 320
+
+Η Φαίδρα, η Πρόκνη εφάνηκαν κ' η εύμορφη Αριάδνη,
+κόρη του Μίνωα του φρικτού, 'που από την Κρήτη πέρα
+έπαιρνε νύμφην 'ς ταις ιεραίς Αθήναις ο Θησέας,
+αλλά, πριν κείνος την χαρή, την είχε μαρτυρήσει
+ο Διόνυσος, κ' η Άρτεμις την φόνευσε 'ς την Δία. 325
+
+Η Μαίρα, και η Κλυμένη αυτού φανήκαν, κ' η Εριφίλη
+η μισητή, 'που επρόδωσε τον άνδρα για χρυσάφι.
+αλλ' όσαις είδα ομόκλιναις και κόραις των ηρώων,
+να ονομάσω αν ήθελα, δεν θα 'φθαν' όλ' η νύκτα.
+και να πλαγιάσω είναι καιρός, ή 'ς το ταχύ καράβι 330
+με τους συντρόφους, ή κ' εδώ' για το προβάδισμά μου,
+πρώτα οι θεοί, κ' έπειτα σεις θα λάβετε φροντίδα».
+
+Αυτά πε, και όλοι εσώπαιναν εις το ισκιωμένο δώμα,
+όπως τους εκυρίευσε του λόγου του η μαγεία.
+και πρώτη ωμίλησε εις αυτούς Αρήτ' η λευκοχέρα• 335
+«Φαίακαις, πώς σας φαίνεται του ανθρώπου τούτου τώρα
+το κάλλος, το ανάστημα, και η ίσιαις μέσα φρέναις;
+ξένος μου είναι, αλλ' επειδή τιμήν εις όλους φέρει,
+μη να τον προβοδοτήσετε βιασθήτε, και απ' τα δώρα,
+'που τα 'χει ανάγκην ο πτωχός, μην αφαιρείτ', ότ' είναι 340
+κτήματα, χάρις 'ς τους θεούς, 'ς τα σπίτια μας περίσσα».
+
+Ο ήρωας τότε ωμίλησεν Εχένηος ο γέρος,
+οπού 'ς τους χρόνους ήτο αυτός ο πρώτος των Φαιάκων•
+«Ω φίλοι, ό,τ' είπε η φρόνιμη βασίλισσα δεν είναι
+εναντίον εις την γνώμη μας, και σεις να το δεχθήτε. 345
+και απ' τον Αλκίνοον κρέμεται η πράξι ομού και ο λόγος».
+
+Και προς αυτόν απάντησεν ο Αλκίνοος και είπε•
+«Τούτος ο λόγος στερεός θα μείν', αν είν' αλήθεια
+'που ζωντανός των ναυτικών Φαιάκων βασιλεύω.
+και ο ξένος, όσο και αν ποθεί να φθάση 'ς την πατρίδα, 350
+ως αύριον να' χη υπομονή, τα δώρα ως να συνάξω,
+και όλοι για το προβάδισμα θα λάβουν την φροντίδα,
+οι άνδραις, κ' εγώ μάλιστα, 'πώχω την εξουσία».
+
+'Σ αυτόν τότε ο πολύβουλος απάντησε Οδυσσέας•
+«Μεγάλε Αλκίνοα, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε, 355
+και αν χρόνο σεις ολόκληρο μου ελέγετε να μείνω,
+όπως με στείλετ' έπειτα με διαλεμμένα δώρα,
+άλλο δεν ήθελα κ' εγώ• πολύ θα μ' ωφελούσε
+με πλούτη περισσότερα να γύρω εις την πατρίδα•
+αλλά και σεβαστότερος, πλειά ποθητός, θε να 'μουν 360
+'ς εκείνους 'που θα μ' έβλεπαν να φθάσω 'ς την Ιθάκη».
+
+Και προς αυτόν απάντησεν ο Αλκίνοος• και είπε•
+«'Σ την όψι σου παντάπασι δεν δείχνεις, Οδυσσέα,
+απατητής και δολερός, καθώς πολλούς η μαύρη
+γη βόσκει απ' όλους τους θνητούς 'που 'ναι παντού σπαρμένοι, 365
+και πλάθουν αυτοί ψεύματα, 'που δεν τα ξεχωρίζεις.
+σένα είναι ο λόγος εύμορφος και ο νους σου μέσα ωραίος,
+και προκομμένα, ωσάν αοιδός, μας έχεις ιστορήσει
+και τα δικά σου βάσανα κ' εκείνα των Αργείων.
+αλλά μ' αλήθεια λέγε μου, να μάθω, αν κάποιον είδες 370
+των ισοθέων φίλων σου, όσοι μαζή σου επήγαν
+'ς την Τροία, κ' εύρηκαν εκεί την ύστερή τους ώρα.
+τώρ' είναι η νύκτ' απέραντη• δεν ήλθ' η ώρ' ακόμη
+του ύπνου, και συ λέγε μου τα έργα οπ' ομοιάζουν θεία•
+κ' εδώ θα 'μεν' ατάραχος, όσο να φέξ' η ημέρα, 375
+αν να ιστορήσης έστεργες τα πάθη σου 'ς εμένα».
+
+'Σ αυτόν τότε ο πολύβουλος απάντησε Οδυσσέας•
+«Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε,
+πότε καιρός λόγων πολλών, πότε καιρός του ύπνου•
+αλλ' αν ποθείς, είμ' έτοιμος να σου ιστορήσω ακόμη 380
+αλλ' απ' αυτά φρικτότερα, των φίλων μου τα πάθη,
+όσοι κατόπι εχαθήκαν• αυτοί 'που, αφού σωθήκαν
+από τον πολυστένακτον των Τρωαδιτών αγώνα,
+'ς τα γονικά τους έχασε κακότροπη συμβία.
+
+Και τοις ψυχαίς των γυναικών άμ' είχε διασκορπίσει 385
+'ς την μια 'ς την άλλη την μεριάν η θεία Περσεφόνη,
+η ψυχή του Αγαμέμνονα του Ατρείδ' ήλθεν εμπρός μου
+θλιμμένη, και τριγύρω της συνάχθηκαν η άλλαις,
+όσαις μαζή του απέθαναν 'ς την κατοικιά του Αιγίσθου.
+κ' ευθύς μ' εγνώρισεν αυτός, το μαύρ' άμ' έπιεν αίμα• 390
+σφικτά θρηνούσε, αστάλακτα τα δάκρυα του κυλούσαν,
+κ' ετέντονε τα χέρια του ζητώντας να με φθάση•
+αλλά δεν είχε δύναμιν, ανδρειά δεν είχε πλέον,
+όπως την είχε ζωντανός 'ς τα λυγερά του μέλη.
+άμα τον είδα εδάκρυσα κ' ερράισ' η καρδιά μου, 395
+κ' ευθύς τον επροσφώνησα με λόγια πτερωμένα•
+«ω Αγαμέμνον' αρχηγέ, τρισένδοξε Ατρείδη,
+ποια μοίρα του ολοτέντωτου σ' εδάμασε θανάτου;
+μη σέ μες τα καράβια σου δάμασε ο Ποσειδώνας,
+σηκόνοντας αζήλευτην πνοήν κακών άνεμων, 400
+ή εχθροί 'ς την γη σ' εχάλασαν, ενώ βώδια και αρνία
+καλόμαλλα τους έπαιρνες ή εμάχοσουν την πόλι
+να πάρης και τα θηλυκά να σύρης 'ς την δουλεία;»
+
+Αυτά 'πα• ευθύς απάντησι μου έδωσεν εκείνος•
+«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, 405
+ούτ' εμέ 'ς τα καράβια μου δάμασε ο Ποσειδώνας,
+σηκόνοντας αζήλευτην πνοήν κακών ανέμων,
+αλλ' ούτ' εχθροί μ' εχάλασαν 'ς την γην αλλά τον χάρο
+ο Αίγισθος μου ετοίμασε με την καταραμένη
+γυναίκα μου• 'ς το σπίτι του μ' εκάλεσεν εκείνος, 410
+και, ως σφάζουν βώδι 'ς το παχνί, 'ς το γεύμα εμ' έχει σφάξει•
+έτσι εκακοθανάτηοα, και γύρω οι σύντροφοί μου
+σφάζοντο, ως γίνεται η σφαγή των λευκοδόντων χοίρων
+'ς το σπίτι ανθρώπου υπέρπλουτου, μεγάλου, όπ' έχ' ή γάμους
+ή φαγοπότι φιλικόν ή επίσημο τραπέζι. 415
+ήδη σου έτυχε να ιδής φόνους πολλών ανθρώπων,
+είτ' έπεσαν μονόμαχα, είτε εις μεγάλην μάχη•
+αλλά πολύ θα οδύροσουν αν έβλεπες εκείνα,
+πώς 'ς τον κρατήρα ολόγυρα, 'ς τα γεμιστά τραπέζια,
+κειτόμασθε, και 'ς τα αίματα τρικύμιζεν ο πάτος• 420
+κ' έφριξα 'ς το ξεφωνητό της κόρης του Πριάμου,
+Κασσάνδρας, 'που την φόνευσε κοντά μου η Κλυταιμνήστρα
+η επίβουλη• κ' εγώ 'ς την γη με πετακταίς αγκάλαις
+σφαμμένος τότ' εβρόντησα, και μ' άφησεν η σκύλλα,
+ουδέ η καρδιά της έδωσεν, εκεί 'που ξεψυχούσα, 425
+τα μάτια να μου πιάση καν, το στόμα να μου κλείση•
+όχι, φρικτό και αδιάντροπο 'ς την γην άλλο δεν είναι
+ως η γυναίκ', άμα 'ς τον νου παρόμοιαις πράξαις βάλη•
+ιδές πώς κείνη ωργάνισεν έργον αισχρό κ' εγίνη
+του ανδρός της φόνισσα• κ' εγώ θαρρούσα 'ς την πατρίδα 430
+περίχαρα να με δεχθούν τα τέκνα μου και οι δούλοι•
+αλλά η σοφή 'ς τα πονηρά και αυτή κατεντροπιάσθη,
+και απόμεινεν η εντροπή 'ς των θηλυκών το γένος,
+και όταν κατόπιν ευρεθούν καλόπρακταις γυναίκαις».
+
+Αυτά 'πε, και του απάντησα• «ωιμέ, πόσον ο Δίας 435
+αρχήθεν εκατάτρεξε το γένος του Ατρέα
+με γυναικών βουλεύματα• ιδού, για την Ελένη
+χαθήκαν άπειροι απ' εμάς• και σένα η Κλυταιμνήστρα
+δόλον σου ετοίμαζε, μακράν ενώ 'λειπες 'ς τα ξένα».
+
+Είπα, κ' ευθύς απάντησι μου έδωσεν εκείνος• 440
+«όθεν και συ της γυναικός ποτέ μην ήσαι πράος,
+και αυτής μην όλα, όσα καλά γνωρίζεις, φανερώσης•
+λέγε της κάποια, και άλλ' αυτής να τα κρατής κρυμμένα.
+όμως απ' την γυναίκα σου συ φόνον μη φοβήσαι•
+παρά πολύ 'ναι συνετή, άπειραις χάραις έχει 445
+η Πηνελόπ' η φρόνιμη, κόρη του Ικαρίου.
+νηόνυμφη την αφίναμε την ώρα, οπού μαζή σου
+εβγήκαμε εις τον πόλεμο, και 'ς τα βυζί 'χε βρέφος,
+'που 'ς των αδρών τώρα, θαρρώ, τον αριθμό καθίζει.
+ο ευτυχής! θα τον ιδή γερνώντας ο πατέρας, 450
+και τον πατέρα, ως πρέπει, αυτός θα σφίξη 'ς ταις αγκάλαις
+και τον υιόν μου εγώ να ιδώ δεν μ' άφησε η δική μου,
+τα μάτια μου να τον χαρούν, αλλ' έκοψέ με πρώτα.
+Και τ' άλλο τούτο θα σου ειπώ και βάλε το 'ς τον νου σου•
+Κρυφά και όχι ολοφάνερα 'ς την ποθητήν πατρίδα 455
+ν' αράξης, ότι εχάθηκεν η πίστι απ' ταις γυναίκαις.
+και τώρα τούτο λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω,
+αν 'που 'ναι ακόμη 'ς την ζωή για το παιδί μου ακούτε,
+είτ' είναι 'ς τον Ορχομενόν ή 'ς την αμμώδη Πύλο,
+ή 'ς τον Μενέλαο σιμά, 'ς την Σπάρτη την πλατεία• 460
+τι ακόμ' η γη δεν σκέπασε τον θεϊκόν Ορέστη».
+
+Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτόν απάντησα και είπα•
+Ατρείδη, αυτά τι μ' ερωτάς; δεν ξεύρω αν ζη εκείνος
+ή απέθανε• κ' είναι κακό να λέγωνται τα μάταια».
+
+Τέτοιαις ελέγαμε φρικταίς οι δυο μας ομιλίαις, 465
+δάκρυα χύνοντας θερμά, 'ς την λύπη βυθισμένοι,
+τότε μου εφάνηκε η ψυχή του Αχιλληά Πηλείδη,
+και του Πατρόκλου ομού μ' αυτόν, και του άψεγου Αντιλόχου,
+και του Αίαντα, οπού 'ς την μορφή θα ενίκα και εις το σώμα
+τους Δαναούς, αν έλειπεν ο ασύγκριτος Πηλείδης. 470
+ευθύς μ' εγνώρισε η ψυχή του γοργοπόδη Αιακίδη,
+και κλαίοντας μου ωμίΛησε με λόγια πτερωμένα•
+«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,
+τι άλλο φοβερώτερο θα επιχειρήση ο νους σου;
+'ς τον Άδη πώς κατέβηκες, 'που οικούν οι πεθαμένοι, 475
+άνοα φαντάσματα θνητών, 'πώχει αναπαύσει ο χάρος;»
+
+Είπε, κ' εγώ του απάντησα• «Πηλείδη Αχιλλέα,
+των Αχαιών υπέρτατε, 'ς τον Τειρεσίαν ήλθα
+γνώμην να ειπή πώς θα 'φθανα 'ς την πετρωτήν Ιθάκη,
+τι 'ς άκραν γης Αχαϊκής δεν έχω φθάσει ακόμα, 480
+και δέρνομαι ακατάπαυτα μακράν απ' την πατρίδα•
+αλλά, Πηλείδη, ωσάν εσέ μακάριος δεν ευρέθη
+ως τώρα κανείς άνθρωπος, ή θα ευρεθή κατόπι.
+σε ζωντανόν ωσάν θεόν δοξάζαμεν οι Αργείοι,
+και τώρα πάλι 'ς τους νεκρούς πολύς και μέγας είσαι• 485
+όθεν ποσώς μη θλίβεσαι 'που απέθανες, Πηλείδη».
+
+Αυτά 'πα, και μου απάντησε• «λαμπρότατε Οδυσσέα,
+μη θέλης για τον θάνατον να με παρηγορήσης•
+χωρικός να 'μουν ήθελα και να ξενοδουλεύω
+άνδρα πτωχόν, 'που κτήματα μεγάλα να μην έχη, 490
+παρά εις όλους τους νεκρούς εγώ να βασιλεύω.
+αλλ' έλα για τον ένδοξον υιόν μου ειπέ μου τώρα,
+αν προμαχεί 'ς τον πόλεμον ή οπίσω μένει εκείνος•
+και ειπέ μου αν τίποτ' έμαθες για τον λαμπρόν Πηλέα,
+των Μυρμιδόνων των πολλών αν βασιλεύη ακόμη, 495
+ή 'ς την Ελλάδα και εις την Φθιά δεν τον ψηφά κανένας,
+τώρα 'που χέρια του κρατεί και πόδια ομού το γήρας.
+ότι δεν του 'μαι εγώ βοηθός, άνω 'ς το φως του Ηλίου,
+τέτοιος ως ήμουν μιαν φοράν εις την πλατειά Τρωάδα,
+κ' έκοβα τ' άνθος των ανδρών, βοηθώντας τους Αργείους. 500
+για 'λίγο αν τέτοιος πήγαινα 'ς το δώμα του πατρός μου,
+θα 'φερναν ανατρίχιασμα τ' ανίκητά μου χέρια
+'ς αυτούς, 'που την βασιλική τιμή θε να του αρπάξουν».
+
+Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτόν απάντησα και είπα•
+«ποσώς δεν έχω είδησι του θαυμαστού Πηλέα• 505
+αλλ' ως προς τον Νεοπτόλεμο, το ποθητό παιδί σου,
+όλην, ως θέλεις, απ' εμέ θα μάθης την αλήθεια.
+ότι εγώ κείνον έφερα με ισόπλευρο καράβι
+των ευκνημίδων Αχαιών 'ς το στράτευμα απ' την Σκύρο.
+και όταν συμβούλια γένονταν, 'ς τα τείχη εμπρός της Τροίας, 510
+πάντότ' ωμίλειε πρώτ' αυτός, ουδ' έσφαλν' εις τους λόγους•
+μόνον ο ισόθεος Νέστορας ή εγώ τον ενικούσα.
+και τ' άρματα όταν άστραφταν 'ς τα τρωικά πεδία,
+κείνος δεν έμενε ποτέ 'ς το πλήθος και 'ς την τάξι,
+αλλά προέτρεχε πολύ με ατρόμητον ανδρεία, 515
+και άνδραις εφόνευσε πολλούς 'ς τον φοβερόν αγώνα.
+και όσους αυτός εφόνευσε βοηθώντας τους Αργείους,
+δεν θα ημπορούσα εγώ να ειπώ• μόνον πως έχει σφάξει
+τον Τηλεφίδη Ευρύπυλο• και οι Κήτειοι σύντροφοί του
+σωρός σιμά του εσφάζονταν, εξ αφορμής των δώρων 520
+οπ' έλαβε η μητέρα του• κ', ύστερ' από τον θείο
+τον Μέμνονα, ωραιότατον άνδρ' ως αυτόν δεν είδα.
+και όταν εκατεβαίναμεν, οι πρώτοι των Αργείων,
+'ς τ' άλογο 'πώκαμ' ο Επειός, και εις όλ' είχα εξουσία,
+να κλειώ, ν' ανοίγω, ως ήθελα, τον στερεόν κρυψιώνα, 525
+τότ' οι αρχηγοί των Δαναών, οι βασιλείς οι άλλοι,
+τα δάκρυα τους εσφόγγιζαν κ' οι αρμοί τους όλοι ετρέμαν,
+αλλά την όψι την καλήν εκείνου να χλωμιάνη
+δεν είδ', ή από τα μάγουλα τα δάκρυα να σφογγίζη•
+αλλά να ορμήση απ' τ' άλογο θερμά παρακαλούσε, 530
+και όλο την χούφτα του σπαθιού και το βαρύ κοντάρι
+έψαχνε, κ' είχεν εις τον νου τον όλεθρον της Τροίας.
+αλλ' ότε κάτω ερρίξαμε τους πύργους του Πριάμου,
+εις το καράβι ανέβαινε με μέρος των λαφύρων,
+και ωραίο δώρο, αλάβωτος, τι δεν τον είχε πάρει 535
+λόγχη μακρόθ' ή από σιμά, καθώς συχνά συμβαίνει
+'ς τον πόλεμο, 'που ανάμικτα λυσσομανά ο Άρης»
+
+Αυτά 'πα, και τότε η ψυχή του γοργοπόδη Αιακίδη
+μακροπατώντας έσχιζε τ' ασφοδελό λιβάδι
+χαρά γεμάτη όπ' άκουσε την δόξα του παιδιού του. 540
+
+Κ' η άλλαις έμεναν εκεί ψυχαίς των πεθαμένων
+περίλυπαις, και η καθεμιά τον πόνο της μ' ερώτα,
+μόνη του Αίαντα η ψυχή, του Τελαμωνιάδη,
+έστεκε ανάμερα πολύ• την χόλιαζεν η νίκη,
+'που 'ς τα καράβια νίκησα 'ς την κρίσι των αρμάτων 545
+του Αχιλλέα, 'που η σεπτή μητέρα του είχε στήσει,
+και Τρωαδίταις έκριναν και η Παλλάδ' Αθήνη.
+για τέτοιο κέρδος άμποτε να μην είχα νικήσει!
+αφού για κείνα εσκέπασεν η γη παρόμοιον άνδρα,
+τον Αίαντα, 'που εις την μορφήν θα ενίκα και εις τα έργα 550
+τους Δαναούς, αν έλειπεν ο ασύγκριτος Πηλείδης.
+«Αίαντα Τελαμώνιε — του 'πα γλυκομιλώντας —
+ουδέ νεκρός δεν έμελλες το πάθος ν' αστοχήσης,
+'πώχεις 'ς εμέ για τ' άρματα τα τρισκαταραμένα;
+Αχ! οι θεοί φθοροποιά τα έκαμαν των Αργείων. 555
+πύργος τους ήσουν σ' έχασαν και οι Αχαιοί σε κλαίμε
+ολοκαιρής ως κλαίουμε τον θείον Αχιλλέα.
+κ' αίτιος δεν είναι του κακού κανείς αλλ' είν' ο Δίας,
+'που φοβερά των Δαναών το λογχοφόρον πλήθος,
+ωργίσθη, και σέν' έδωκε την μοίρα του θανάτου. 560
+αλλ' έλα, κύριε, σίμωσε, τους λόγους μου να πάρης,
+και την οργή σου δάμασε 'ς το στήθος το γενναίο».
+
+Εις τούτ' απάντησιν αυτός δεν έδιδε, αλλ' επήγε
+'ς το Έρεβος με ταις ψυχαίς των άλλων πεθαμένων,
+και όμως θα ωμίλειε προς εμέ, όσην χολήν και αν είχε, 565
+ή εγώ θα ωμίλεια προς αυτόν, αλλ' η καρδιά μ' εκίνα
+να ίδω ακόμη ταις ψυχαίς των άλλων πεθαμένων.
+
+Είδα τον Μίνω, του Διός λαμπρόν υιόν, 'που εκράτει
+σκήπτρο χρυσό κ' εκάθονταν κριτής των πεθαμένων,
+όπ' άλλοι ορθοί τριγύρω του και άλλοι καθισμένοι 570
+'ς του Άδη το πλατύπυλο το δώμα εδικαζόνταν.
+
+Είδα και τον θεόρατον Ωρίωνα κατόπι
+ν' ανακατόνη τα θεριά 'ς τ' ασφοδελό λιβάδι,
+κείνα, 'που εις όρη απάτητα φονεύσ' είχεν εκείνος•
+και ρόπαλον ολόχαλκον ασύντριφτο κρατούσε. 575
+
+Τον Τιτυόν, γόνον της Γης της δοξασμένης, είδα,
+οπού 'ς το χώμα εκείτονταν κ' εσκέπαζ' εννηά πλέθρα•
+δυο γύπαις τον παράστεκαν, του σχίζαν και του τρώγαν
+το σκώτι, και τα χέρια του δεν τους απομακραίναν•
+ότ' είχε σύρει την Λητώ, σεπτήν φίλην του Δία, 580
+προς την Πυθώνα ως διάβαινε την πάντερπνη Πανόπη.
+
+Κατόπ' είδα τον Τάνταλον, φρικτά βασανισμένον,
+ορθόν 'ς την λίμνη• τώγγιζεν εκείνη το πηγούνι•
+εδίψα, αλλά δεν πρόφθανε να πάρη καν ρανίδα•
+λαίμαργα ως έσκυφτε να πιή ο γέρος, εχανόνταν 585
+το νερό κάτω ρουφηκτά, και γύρω του εις τα πόδια
+γη μαύρη εφανερόνονταν φρυμμένη από την μοίρα.
+και υψηλά δένδρα επάνωθε κρεμούσαν τον καρπό τους•
+απιδιαίς ήσαν, ροϊδιαίς, λαμπρόκαρπαις μηλέαις.
+και με συκιαίς γλυκόκαρπαις εληαίς θυμό γεμάταις. 590
+και όσαις εξάμονε φοραίς ο γέρος να ταις πιάση.
+ταις έπαιρνεν ο άνεμος 'ς το σκιοφόρα νέφη.
+
+Ακόμ' είδα τον Σίσυφον, φρικτά βασανισμένον•
+λίθον αυτός θεόρατον και με τα δυο βαστούσε•
+τα πόδια 'ς την γην στύλονε, τον λίθον με τα χέρια 595
+άμπωθεν άνω εις το βουνό, και ότι έμελλ' απ' την άκρη
+να τον κυλήση αντίπερα, τον γύριζε το βάρος,
+κ' εξανακύλ' αδιάντροπος 'ς το σιάδι οπίσ' ο λίθος.
+και πάλι αυτός τον άμπωθε μ' αγώνα, κ' έσταζ' ίδρω
+το σώμα, και απ' την κεφαλή του ανέβαινεν η σκόνη. 600
+
+Είδα έπειτα τον Ηρακλή, — το φάντασμα του μόνον•
+εις τα συμπόσια τέρπεται θεών των αθανάτων
+αυτός, και την καλόφτερνην την Ήβην έχει νύμφην,
+'που του Διός εγέννησεν η χρυσοσάνδαλ' Ήρα.
+ωσάν πετούμενα οι νεκροί τριγύρω του αλαλάζαν 605
+και τρομασμένοι εσκόρπιζαν• μαύρος 'σαν μαύρην νύκτα
+το τόξον είχε αυτός γυμνό, και εις την χορδή το βέλος,
+και αγριοκυττώντας φαίνονταν πως πάντοτε τοξεύει.
+τρομακτικός του έζωνε το στήθος τελαμώνας,
+χρυσός, κ' επάνω θαύματα 'ς αυτόν ήσαν φθειασμένα, 610
+αρκούδαις, αγριόχοιροι, φλογόμματα λεοντάρια,
+πόλεμοι, μάχαις, αίματα, πολλαίς σφαγαίς ανθρώπων.
+ας παύση να φιλοτεχνή κατόπιν ο τεχνίτης,
+'που εφεύρηκε 'ς την τέχνη του παρόμοιον τελαμώνα.
+ότι μ' αντίκρυσεν αυτός, μ' εγνώρισεν αμέσως, 615
+και κλαίοντας μου ωμίλησε με λόγια πτερωμένα•
+«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,
+σέρνεις, α! δύστυχε, και συ διεστραμμένην μοίρα,
+'σαν κείνην 'πώφερνα κ' εγώ 'ς τον Ήλιον αποκάτω.
+ναι, του Κρονίδ' ήμουν υιός, αλλ' είχ' άπειρα πάθη, 620
+ότ' ήμουν δούλος 'ς άνθρωπον πολύ κατώτερόν μου.
+κ' εκείνος μ' επιφόρτιζε πολύ βαρείς αγώναις•
+και μια φορά 'δω μ' έστειλε τον σκύλο να του φέρω,
+ότι άλλον δεν εφεύρισκε για με σκληρόν αγώνα•
+και το θεριόν αναίβασα του Άδη από τα βάθη, 625
+όπως μ' ωδήγησεν ο Ερμής και η γλαυκομμάτ' Αθήνη».
+
+Αυτά 'πε, κ' έστρεψεν ευθύς 'ς την κατοικιά του Άδη•
+εγώ 'ς τον τόπον έμενα, μην κάποιος έλθη ακόμη,
+εκείνων, οπού απέθαναν το πάλαι, ανδρών ηρώων.
+και τους αρχαίους θα 'βλεπα τους άνδραις, 'που εποθούσα, 630
+τέκνα τρισένδοξα θεών, Πειρίθοον και Θησέα.
+αλλ' άπειρα εσυνάζονταν των πεθαμένων πλήθη,
+με αλαλαγμόν αμίλητον αχνός μ' επήρε φόβος,
+μην της Γοργώς την κεφαλή, τέρας φρικτό, μου στείλη
+του Άδη από την κατοικιάν η θεία Περσεφόνη. 635
+'ς το πλοίο τότ' εκίνησα και των συντρόφων είπα,
+να 'μπουν και τα πρυμόσχοινα να λύσουν• ανεβήκαν
+αυτοί κ' ευθύς εκάθισαν και το καράβι εκύλα
+'ς τον ποταμόν Ωκεανόν, ως το 'φερνε το ρεύμα,
+με τα κουπιά, και το 'σπρωξε πρύμος κατόπι ωραίος. 640
+
+
+
+Ραψωδία Μ
+
+
+
+Τον ποταμόν Ωκεανόν άμ' άφησε το πλοίο,
+κ' έφθασε μεσοπέλαγα 'ς την νήσο την Αιαία,
+'που 'ναι της ορθογέννητης Ηώς η κατοικία,
+και οι φωτεινοί χορότοποι, και ο Ήλιος πρωτολάμπει,
+'ς τον άμμο επάνω εσύραμε κ' εστήσαμε το πλοίο, 5
+εις τ' ακρογιάλι εβγήκαμε, και, αφού πήραμ' ολίγον
+ύπνον, επεριμέναμεν η άφθαρτ' Ηώ να φέξη.
+
+Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη,
+κ' έστειλα τους συντρόφους μου 'ς τα δώματα της Κίρκης,
+του νεκρωμένου Ελπήνορα το λείψανο να πάρουν. 10
+και αφού κορμούς εκόψαμε, 'ς τ' ακρότατο ακρογιάλι
+τον θάπταμε περίλυποι, κ' έρρεε θερμό το δάκρυ.
+και άμα ο νεκρός και του νεκρού τ' άρματα ομού καήκαν,
+μνήμα του εσηκώσαμε, θέσαμ' επάνω στήλη.
+κ' ίσιον εστήσαμε κουπί 'ς την κορυφή του τάφου. 15
+
+Τούτα ενώ κάμναμεν εμείς, δεν ξέφυγε της Κίρκης
+ότι απ' τον Άδη εφθάσαμεν, αλλ' ήλθ' ευτρεπισμένη
+αμέσως• και η θεράπαιναις σιμά της 'φέρναν άρτο,
+κρέατα πλήθια και κρασί κόκκινο και φλογώδες.
+εστάθ' η ασύγκριτη θεά 'ς την μέση μας και είπε• 20
+«άνδραις σκληροί, 'που ζωντανοί κατέβητε 'ς τον Άδη•
+διθάνατοι• μονόφορα οι άλλοι θνητοί πεθαίνουν.
+τώρα φαγί, τώρα κρασί, χαρήτ' εδ' ολημέρα,
+και θέλει ξεκινήσετε η αυγούλ' άμα ροδίση.
+τον δρόμο θα σας δείξω εγώ, και θα προειπώ τα πάντα, 25
+μη λάχη και από επίβουλη διεστραμμένη γνώμη,
+'ς το πέλαγος ή 'ς την στερηά, μέγα κακό σας εύρη».
+
+Αυτά 'πε, κ' εκατάπεισε την ανδρική ψυχή μας.
+και τότε αυτού καθόμασθεν, ολημέρα ως το δείλι
+μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό, φαγοποτώντας. 30
+και ο ήλιος άμ' εβύθισε κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα,
+εις τα πρυμόσχοινα σιμά οι άλλοι αναπαυθήκαν•
+μέν' απ' το χέρι πήρε αυτή μακράν απ' τους συντρόφους,
+εκάθισέ με, πλάγιασε κοντά μου, και μ' ερώτα•
+κ' εγώ της εξιστόρησα τα πάντα ένα προς ένα. 35
+προς εμέ τότε ωμίλησεν η Κίρκ' η σεβασμία•
+'τούτα όπως τα 'πες έγειναν ό,τι θα ειπώ συ τώρα
+άκου, και πάλι ένας θεός θα σου τα υπενθυμίση.
+
+Και πρώτα εις το ταξείδι σου θα φθάσης 'ς ταις Σειρήναις,
+'π' όλους μαγεύουν τους θνητούς, όσοι κοντά τους έλθουν. 40
+όποιος σιμώση απ' αγνωσιά και ακούση των Σειρήνων
+τον ήχο, δεν θα τον ιδούν τα τρυφερά παιδιά του
+ολόχαρα, και η σύντροφος, να φθάσ' εις την πατρίδα.
+αλλά η Σειρήναις με γλυκύ τραγούδι τον μαγεύουν,
+'ς την λιβάδια καθήμεναις' κ' είναι σωρός τριγύρω 45
+κόκκαλ' ανδρών 'που σέπονται, και όλο το δέρμα ρέει.
+προσπέρασε ταις, και τ' αυτιά συ φράξε των συντρόφων
+με γλυκομάλακτο κερί, μήπως κανείς των άλλων
+ακούση• και αν εσύ ποθείς ν' ακούσης, ας σε δέσουν
+ολόρθον χεροπόδαρα 'ς του καταρτιού την ρίζα, 50
+και των σχοινιών ταις κορυφαίς ας σφίξουν 'ς τον κορμό του,
+ηδονικά το λάλημα ν' ακούσης των Σειρήνων.
+και αν να σε λύσουν τους ζητείς θερμά και τους προστάζεις,
+πάντοτ' εκείνοι με δεσμά πλειότερ' ας σε σφίγγουν.
+αλλ' όταν το καράβι σου κείναις οπίσω αφήση, 55
+'ς το εξής εγώ δεν θα σου ειπώ ρητώς από τους δύο
+ποιος μέλλει να 'ναι ο δρόμος σου• και ατός του ο νους σου ας κρίνη.
+θέλει σου δείξω τώρα εγώ το 'να και τ' άλλο μέρος.
+
+Το' να έχει πέτραις κρεμασταίς, και προς αυταίς βροντάει
+μέγα το κύμα της γλαυκής 'ς την όψιν Αμφιτρίτης. 60
+κείναις Πλαγκταίς οι μάκαρες θεοί ταις ονομάζουν,
+και ουδέ πουλί ταις προσπερνά, αλλ' ούδ ' η περιστέραις,
+οπού του Δία του πατρός την αμβροσία φέρουν•
+ως και απ' αυταίς κάθε φοράν η γλυστρή πέτρ' αρπάζει•
+αλλά να κλείσ' ο αριθμός στέλνει ο πατέρας άλλην. 65
+θνητών καράβι αυτού ποτέ, αν ήλθε, δεν εσώθη•
+αλλά καραβοσάνιδα και ανδρών σώματα παίρνουν
+της θάλασσας τα κύματα και της φλογός η λύσσα.
+μόν' ένα κείθε πέρασε θαλασσοπόρο πλοίο,
+απ' τον Αιήτη πλέοντας, Αργώ η ξακουσμένη• 70
+και αυτή θε να 'σπαε 'ς ταις τραναίς πέτραις, χωρίς το χέρι
+της Ήρας, 'που τον φίλο της τον Ιάσωνα ελυπήθη.
+
+'Σ' τ' άλλο δυο βράχ' υψόνονται• τον ουρανόν εγγίζει
+ο ένας μ' άκρη σουβλερή, και συννεφιά τον ζώνει
+μαύρη και μένει ατάραχη, και εις την κορφήν εκείνη, 75
+καλόκαιρο ή φθινόπωρο, ποτέ δεν ξαστερόνει.
+κει δεν θα εμπόρει ν' αναιβή θνητός ή να πατήση
+ποτέ κανένας, κ' είκοσι χέρια και πόδια αν είχε•
+ότ' είναι η πέτρα γλυστερή, 'σαν σκαλισμένος λίθος.
+σκοτεινόν άντρο ανοίγεται του βράχου μες την ζώνη 80
+προς δύσιν, εις το έρεβος γυρμέν', όπου το πλοίο
+και σεις, θαρρώ, θα στρέψετε, λαμπρότατε Οδυσσέα.
+ουδέ γενναίος τοξευτής θα εμπόρει απ' το καράβι
+να φθάση με το βέλος του του άντρου βαθυού το στόμα.
+Κει μέσα η Σκύλλα κατοικεί και φοβερά γαυγίζει• 85
+φωνούλαν έχει ωσάν μικρού νεογεννημένου σκύλου•
+αλλ' είναι αυτή τέρας κακόν• ουδέ θνητός κανένας
+ή αθάνατος θα χαίρονταν αν την εθεώρα εμπρός του.
+πόδια 'χει εκείνη δώδεκα και αμόρφωτα είναι όλα,
+έξι λαιμούς μακρύτατους, και μέσα εις τον καθέναν 90
+μιαν κεφαλήν τρομακτικήν, όπ' έχει τρεις αράδαις
+δόντια πολλά, πυκνότατα, μαύρου μεστά θανάτου.
+και εις τ' άντρο ευρίσκεται η μισή κρυμμένη και από εκείνο
+το φοβερό το βάραθρο ταις κεφαλαίς προβάλλει,
+και αυτού ψαρεύει, ψάχνοντας ολόγυρα εις τον βράχο, 95
+δελφίνια και σκυλόψαρα, και, αν τύχη, μέγα κήτος,
+'π' άμετρα βόσκ' η βροντερή 'ς τα κύματ' Αμφιτρίτη.
+ναύτης δεν επαινέθηκε 'που εκείθε με το πλοίο
+χωρίς να πάθη εδιάβηκε• με κάθε κεφαλή της
+έναν απ' το μαυρόπλωρο καράβι αρπάζ' η Σκύλλα. 100
+και τούτου χαμηλότερον θα ιδής τον άλλον βράχο•
+σιμά 'ναι, οπού θα ετόξευες απ' το 'να εις τ' άλλο μέρος•
+μεγάλην έχει αγριοσυκιά, πολύφυλλη, και κάτω
+την μαύρην άρμη αναρρουφά η Χάρυβδις η θεία.
+τι την ημέρα τρεις φοραίς ξερνά, και τρεις ρουφάει, 105
+τρόμος! μη τύχης εσύ κει την ώρα οπού ρουφήση•
+ότι δεν θα σ' εφύλαγε και αυτός ο κοσμοσείστης.
+αλλά το πλοίο στρέψε συ της Σκύλλας προς τον βράχο
+γλήγορα, και προσπέρασε• προτίμα έξι συντρόφους
+να χάσης απ' το πλοίο σου παρ' όλους να τους κλάψης». 110
+
+Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτήν «θεά, συ δίδαξέ με,
+αν κάποιος τρόπος γίνεται κ' εκείνην να ξεφύγω
+την πάγκακη την Χάρυβδι, και πάλι ν' αντικρούσω
+την άλλην, όταν θα χυθή τους φίλους να μου αρπάξη».
+
+Είπα, και η θαυμαστή θεά μου απάντησεν αμέσως• 115
+«αγώναις και άρματα, ω σκληρέ, πάλ' η καρδιά σου θέλει•
+δεν θα τραβιέσαι ουδ' έμπροσθεν θεών των αθανάτων;
+κ' εκείνη δεν είναι θνητή, κακόν αθάνατό 'ναι,
+άγριο, φρικτόν, αμάχητον• αντίστασιν δεν έχει
+καμμίαν• το καλήτερο να φύγης απ' εμπρός της. 120
+ότι αν, ως αρματόνεσαι, κοντοσταθής 'ς τον βράχο,
+φοβούμαι μην ορμήση αυτή και πάλι σε προφθάση,
+και μ' όσαις έχει κεφαλαίς τόσους αρπάξη ανθρώπους•
+αλλά με βια τραβάτ' εμπρός, και κράξτε την Κραταίαν,
+οπού την Σκύλλα γέννησε, πληγήν εις τους ανθρώπους• 125
+και αυτή να χυθή δεύτερα δεν θέλει την αφήση.
+
+'Σ της Θρινακίας το νησί θα φθάσης, όπου βόσκουν
+βώδια του Ηλίου πάμπολλα και σαρκωμέν' αρνία•
+βωδιών επτά κοπαίς, αρνιών επτά, κ' έχει πενήντα
+κάθε κοπή• και δεν γεννούν, αλλ' ούτε ολιγοστεύουν• 130
+δυο νύμφαις καλοπλέξουδαις επιστατούν εκείνα,
+Φαέθουσα και Λαμπετιά, και θυγατέραις είναι
+του Ηλίου του Υπερίονα και της καλής Νεαίρας.
+ταις γέννησε και ανάστησεν η σεβαστή μητέρα,
+και εις το νησί ταις έβαλε να ζουν της Θρινακίας, 135
+τα πατρικά τους πρόβατα και βώδια να φυλάγουν.
+και αν δεν τα εγγίζης κ' εννοιασθής για την επιστροφή σου,
+τότε, και αν πάθετε πολλά, θα φθάστε εις την Ιθάκη•
+αλλ' αν τα βλάψης, όλεθρο προβλέπω εις το καράβι
+και εις τους συντρόφους• και αν σωθής μόνος εσύ, θα φθάσης 140
+αργά και κακώς έχοντας, και από συντρόφους έρμος».
+
+Αυτά 'πε, και η χρυσόθρονη Ηώ 'ς τον κόσμο εφάνη•
+κ' εσύρθ' η ασύγκριτη θεά παράμεσα 'ς την νήσο.
+'ς το πλοίο τότ' εκίνησα και των συντρόφων είπα
+να λύσουν τα πρυμόσχοινα και ν' αναιβούν κ' εκείνοι 145
+εμπήκαν και αραδιάσθηκαν με τάξι 'ς ταις σανίδαις,
+και την λευκή την θάλασσα με τα κουπιά βροντούσαν.
+και οπίσω απ' το μαυρόπλωρο καράβι έστειλε πρύμον,
+'που εφούσκον' όλα τα πανιά, φίλον λαμπρόν, η Κίρκη,
+δεινή θεά, καλόκομη, όπ' έχει ανθρώπου γλώσσα. 150
+και τ' άρμεν' αφού σιάσαμε, καθόμασθε εις το πλοίο,
+και τ' ωδηγούσ' ο άνεμος ομού και ο κυβερνήτης.
+τότ' είπα με περίλυπην καρδιάν εις τους συντρόφους•
+καλό δεν είναι, αγαπητοί, ένας ή δύο μόνοι
+να ηξεύρουν τ' άγια ρήματα 'που η Κίρκη μου 'πε η θεία• 155
+αλλά τα λέγω και εις εσάς, όπως γνωρίζοντάς τα
+πεθάνουμε ή ξεφύγουμε την μοίρα του θανάτου.
+και πρώτα μου παράγγειλε να φύγω των Σειρήνων
+την θεομίλητη φωνή και τ' ανθηρό λιβάδι•
+μου 'πε ν' ακούσω την φωνή μόνος εγώ• σεις τώρα 160
+μ' άλυτα δέστε με δεσμά 'ς του καραβιού την ρίζα
+ορθόν, και σφίξτε των σχοινιών ταις άκραις 'ς τον κορμό του.
+και αν να με λύσετε ζητώ θερμά και σας προστάζω,
+σεις με πλειότερα δεσμά στενοχωρήσετέ με».
+
+Κ' ενώ τούτα φανέρονα με τάξι των συντρόφων, 165
+τ' ωραίο πλοίον έφθασε 'ς την νήσο των Σειρήνων
+ογλήγορ', όπως το 'σπρωχνε βοηθητικός ο πρύμος.
+έπεσ' ο άνεμος ευθύς και ανάνεμη γαλήνη
+έγεινε• θεία δύναμις εκοίμισε το κύμα.
+σηκώθηκαν οι σύντροφοι, και τα πανιά διπλώσαν, 170
+κάτω 'ς το πλοίο τα 'θεσαν, και αράδα καθισμένοι
+με τα καλόξυστα κουπιά την θάλασσα λευκαίναν.
+κ' εγώ κεριού μέγαν τροχό μ' ακονητό μαχαίρι
+ελιάνισα, και το 'θλιβα με τ' ανδρικά μου χέρια•
+και τα κερί ζεσταίνονταν, ως τό βιαζ' η ανδρειά μου, 175
+και ο Ήλιος ο Υπερίονας με την θερμή του ακτίνα.
+αραδικώς τότ' έφραξα τ' αυτία των συντρόφων•
+εκείνοι χεροπόδαρα μ' εδέσαν 'ς το κατάρτι
+ορθόν, κ' έστριψαν των σχοινιών ταις άκραις ς' τον κορμό του,
+και την λευκή την θάλασσαν έδερναν καθισμένοι. 180
+και ότ' είμασθεν εις διάστημα, 'π ανθρώπου βοή φθάνει,
+'ς αυταίς σιμά δεν ώρμησε χωρίς να το νοήσουν
+το γοργό πλοίο, και άρχισαν ψιλόφωνο τραγούδι•
+«ω καύχημα των Αχαιών, πολύμνητε Οδυσσέα,
+το πλοίο κράτησ', έλα εδώ, ν' ακούσης την φωνή μας• 185
+ότι δεν πέρασε κανείς εδώθε με καράβι,
+χωρίς το γλυκολάλημα ν' ακούση της φωνής μας.
+ευφραίνεται και αναχωρεί με γνώσαις πλουτισμένος•
+τι ξεύρουμ' όσα εμόχθησαν εις την πλατειά Τρωάδα
+Τρώες και Αργείοι, των θεών ως ήθελεν η γνώμη. 190
+και ό,τι συμβαίν' ηξεύρουμε 'ς την γη την πολυθρέπτρα».
+
+Τούτα εγλυκοκελάιδισαν• ποθούσα εγώ ν' ακούω,
+κ' ένευα με τα βλέφαρα των φίλων να με λύσουν,
+κ' εκείνοι έπεσαν 'ς τα κουπιά και σφόδρα ελάμναν όλοι•
+ο Ευρύλοχος σηκώθηκεν ευθύς και ο Περιμήδης 195
+και με δεσμά πλειότερα μ' εδέναν και μ' εσφίγγαν.
+και αφού ταις επροσπέρασαν, και αγάλι αγάλι εσβύσθη
+με των Σειρήνων την φωνή και το γλυκύ τραγούδι,
+το κερί τότε αφαίρεσαν οι αγαπητοί μου φίλοι,
+οπού τους άλειψα τ' αυτιά, και απ' τα δεσμά μ' ελύσαν. 200
+
+Αλλ' ότε οπίσω αφήσαμε την νήσο των Σειρήνων,
+καπνό και κύμα είδα τρανό, και άκουσα μέγαν κτύπο•
+τρόμαξαν, και απ' τα χέρια τους έφυγαν τα κουπία,
+'που εβρόντησαν 'ς την θάλασσα' και το καράβι εστάθη,
+τι πλειά δε τό' βιαζαν κουπιά και ανδρειωμένα χέρια. 205
+κ' εγώ 'ς το πλοίο γύριζα και τους συντρόφους όλους
+από κοντά συμβούλευα με λόγια μελωμένα•
+«αγαπητοί μου, αμάθητοι δεν είμασθε από πάθη•
+το κακό τούτο, 'πώρχεται, χειρότερο δεν είναι
+απ' τ' άντρ', όπου του Κύκλωπα μας είχε κλείσ' η βία• 210
+όμως κ' εκείθ' η αξία μου, ο νους και η φρονιμάδα,
+μας έσωσε, κ' έναν καιρό θα το ενθυμείσθ', ελπίζω.
+κ' ελάτε τώρα, ό,τι θα ειπώ να το δεχθούμεν όλοι•
+εσείς αυτού καθήμενοι με τα κουπιά κτυπάτε
+την αγριωμένην θάλασσαν, ίσως μας δώση ο Δίας 215
+να φύγουμ' απ' τον όλεθρο, 'που εδώ μας παραστέκει.
+συ, κυβερνήτη, έχε τον νου 'ς αυτό, που σε προστάζω,
+επειδή συ 'σαι οπού κινείς του καραβιού το δοιάκι•
+έξω από τούτον τον καπνό και από το κύμα στρέφε
+το πλοίο, και όλο σίμονε 'ς τον βράχο, μη σου φύγη 220
+μ' ορμή 'ς εκείνη την μεριά και εις συμφοραίς μας ρίξης».
+
+Αυτά 'πα και όλ' υπάκουσαν και τότε ως προς την Σκύλλα,
+την αναπόφευκτη πληγή, λόγο 'ς αυτούς δεν είπα,
+μη φοβηθούν οι σύντροφοι, και απ' την κουπηλασία
+παύσουν, και μέσα μου ριχθούν 'ς του καραβιού τα βάθη. 225
+τότ' άφησα το βαρετό παράγγελμα της Κίρκης,
+'που να μη ζωσθώ τ' άρματα πολύ μώχε συστήσει,
+και την καλή μου αρματωσιά φόρεσα, και δυο λόγχαις
+μακρυαίς 'ς τα χέρια σφίγγοντας ανέβηκα εις την πλώρη,
+ότι απ' αυτού να πρωτοϊδώ θαρρούσα εγώ την Σκύλλα, 230
+πετροθεριό, 'που μώφερνε καταστροφή των φίλων.
+και αυτήν να ιδώ δεν δύνουμουν• τα μάτια μου αποκάμαν
+ολόγυρα εξετάζοντας την σκοτεινώδη πέτρα.
+
+Με θρήνους το κατάστενο διαβαίναμε οι θλιμμένοι•
+εδώθ' η Σκύλλα, και άντικρυς η Χάρυβδις η θεία 235
+είχε τα πικρά κύματα φρικτά ξαναρουφήσει•
+και ότε τα εξέρνα, ως με πολλήν φωτιά βράζει κακκάβι,
+γουργούριζ' όλη ανάκατη, κ' η άχνη της πετιόνταν
+ανάερα 'ς ταις κορυφαίς του ενός και του άλλου βράχου.
+και ότε τα πικρά κύματα ξαναρουφούσε, πάλιν 240
+ανάκατη όλη εφαίνονταν 'ς τα βάθη, κ' εβροντούσε
+ο βράχος όλος φοβερά, και η γη κάτω εφαινόνταν
+μαύρη 'ς τον άμμο• κ' έπαιρνεν αυτούς αχνή τρομάρα.
+κ' ενώ κυττάζαμεν αυτήν με φόβο του θανάτου,
+μ' άρπαξ' η Σκύλλ' απ' το βαθύ καράβι έξι συντρόφους, 245
+οπού 'ς την δύναμι πολύ και 'ς τ' άρματα επρωτεύαν.
+και όπως το πλοίο γύρισα να ιδώ και τους συντρόφους,
+επάνω μ' ήδη νόησα τα πόδια και τα χέρια
+εκείνων, απ' ανάερα σηκόνονταν, κ' εμένα
+καλούσαν, ύστερη φορά, κατ' όνομα οι θλιμμένοι. 250
+και απ' άκρη βράχου ως ο ψαράς μ' ένα μακρύ καλάμι,
+'ς τα μικρά ψάρια δόλωμα προσφέροντας, βυθίζει
+το ταύρινο το κέρατο, και άμα το ψάρι πιάση
+ευθύς το ρίχν' εις την ξηρά, κ' εκείνο λακταρίζει•
+όμοι και αυτοί λαχτάριζαν 'ς τα βράχη αναιβασμένοι, 255
+κ' εκεί, 'που αυτή τους έτρωγε 'ς την θύραν, εφωνάζαν,
+προς με τα χέρια απλώνοντας, 'ς του χάρου την οδύνη.
+άλλο, 'σαν κείνο, ελεεινό τα μάτια μου δεν είδαν,
+'ς όσά 'παθα της θάλασσας τους δρόμους ερευνώντας.
+
+Και αφού την φρικτή Χάρυβδι, την Σκύλλα, και ταις πέτραις, 260
+φυγάμ', ευθύς εφθάσαμε 'ς τ' άγιο νησί του Ηλίου,
+οπού είν' η πλατυμέτωπαις ωραίαις αγελάδαις,
+και σαρκωμένα πρόβατα πολλά, κ' είναι δικά του.
+και ως ήμουν μεσοπέλαγα, μες το καράβι ακόμα,
+των αγελάδων άκουσα το μούγκρισμα μακρόθεν, 265
+και των αρνιών το βέλασμα, 'που 'ς τα μανδριά γυρίζαν.
+και ό,τι είχε ειπεί θυμήθηκα ο μάντης Τειρεσίας,
+και η Κίρκη, 'που τόσο πολύ μώχε συστήσ', η Αιαία,
+να φύγω το νησί του Ηλιού, 'που τους θνητούς ευφραίνει.
+και τότ' εγώ περίλυπος προς τους συντρόφους είπα• 270
+«'ς ό,τι θα ειπώ προσέξετε, πολύπαθοί μου φίλοι•
+να μάθετε τι πρόλεγεν ο μάντης Τειρεσίας,
+και η Κίρκη, 'που τόσο πολύ μώχε συστήσ', η Αιαία,
+να φύγω το νησί του Ηλιού, που τους θνητούς ευφραίνει.
+μέγα κακόν, ως έλεγεν, αυτού μας περιμένει. 275
+αλλά παρέξω απ' το νησί στρέψετε το καράβι».
+
+Αυτά 'πα, και εις τα στήθη τους ερράισ' η καρδία,
+κ' είπεν ο Ευρύλοχος πικρά• «σκληρός είσ' Οδυσσέα•
+σου περισσεύ' η δύναμις, ακούραστα 'χεις μέλη•
+σίδερο θα 'ναι η πλάσι σου, 'που, αγρύπνια αφού και κόπος 280
+εδάμασαν τους φίλους σου, δεν τους αφίνεις τώρα
+'ς την γη να βγουν και εις το νησί, που η θάλασσ' όλο ζώνει,
+τον δείπνο θα ετοιμάζαμε, και θα 'χαιρε η καρδιά μας•
+και συ να παραδέρνουμε την άγρια νύκτα θέλεις,
+πέρ' από τούτο το νησί, 'ς τα σκοτεινά πελάγη. 285
+και η νύκταις μάλιστα γεννούν τους φοβερούς ανέμους,
+των καραβιών καταστροφή• τον χάρο που θα φύγης,
+την νύκτ' αν ξάφνου σηκωθή και σ' εύρη ανεμοζάλη,
+Νότος είτ' έλθ' ή Ζέφυρος, σφοδρότατος αέρας,
+'που και εις το πείσμα των θεών συντρίβουν τα καράβια; 290
+όθεν ας υπακούσουμε 'ς την μαύρη νύκτα τώρα•
+τον δείπνο θα ετοιμάσουμε προς το γοργό καράβι,
+και ως φέξη θα το ρίξουμεν εις τα πλατειά πελάγη»,
+
+Αυτά 'πε, και όλοι εδέχθηκαν τους λόγους του Ευρυλόχου•
+τότ' ένοιωσα πως ο θεός ολέθριαν είχε γνώμη• 295
+κ' εκείνον επροσφώνησα με λόγια πτερωμένα•
+«Ευρύλοχε, με βιάζετε, μόνος αφού 'μαι εμπρός σας•
+πλην ελάτ' όλοι, φοβερόν όρκον ομόσετέ μου,
+βωδιών αγέλη αν εύρουμεν ή μέγ' αρνιών κοπάδι,
+από κακή του τύφλωσι κανείς να μη φονεύση 300
+βώδι κανένα ή πρόβατον, αλλ' ήσυχοι χαρήτε
+όσαις τροφαίς η αθάνατη μας έχει δώσ' η Κίρκη».
+
+Είπα, κ' εκείνοι ωρκίσθηκαν ως είχα εγώ ζητήσει,
+και αφού τον όρκον ώμοσαν κ' ετέλειωσαν εκείνοι,
+τ' ωρηό καράβι αράξαμε μες τον βαθύ λιμένα, 305
+'που 'χε σιμά γλυκό νερό• και οι σύντροφοί μου εβγήκαν
+έξω 'ς την γη, και τεχνικά τον δείπνον ετοιμάσαν,
+και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν,
+έκλαιαν ενθυμούμενοι τους ποθητούς συντρόφους,
+'π' άρπαξ' η Σκύλλα κ' έφαγεν απ' το βαθύ καράβι• 310
+κ' ύπνος τους έπιασε γλυκός εκεί, 'που ακόμη εκλαίαν,
+και μες το τρίτο της νυκτός μέρος, 'που τ' άστρα κλίνουν,
+άνεμον σήκωσε σφοδρόν ο αστραποφόρος Δίας,
+με φυσομάνισμα φρικτό, κ' ετύλιξε 'ς τα νέφη
+πόντον και γην, κ' εχύθηκεν απ' τον αιθέρα νύκτα. 315
+και ως ήλθε η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη,
+εις άντρο μέσα εσύραμε κ' εστήσαμε το πλοίο•
+κ' ήσαν αυτού χορότοποι κ' έδραις Νυμφών ωραίαις.
+τότ' έκαμα συνάθροισι και μέσα εις όλους είπα•
+«ω φίλοι, αφού 'ς το πλοίο μας πιοτό και βρώσις είναι, 320
+τα βώδι' αυτά μη εγγίξουμε, μη συμφορά μας εύρη.
+ότι δεινού θεού τ' αρνιά τούτά 'ναι και η δαμάλαις,
+του Ηλιού, 'που όλ' άνωθε τηρά και όλ' άνωθεν ακούει».
+
+Αυτά 'πα, και τα εδέχθηκεν η ανδρική ψυχή τους.
+και όλον τον μήνα ακοίμητος Νότος εφύσα ουδ' άλλος 325
+απ' τους ανέμους έπνεεν, Εύρος ειμή και Νότος.
+και όσο είχαν σίτον και κρασί κόκκινο οι σύντροφοι μου,
+τα βώδια δεν επείραξαν φοβούμενοι τον χάρο•
+αλλ' όταν όλαις η τροφαίς απ' το καράβι ελείψαν,
+και απ' την ανάγκη εγύριζαν κυνήγι αναζητώντας, 330
+ψάρια, πουλιά, και ό,τ' εύρισκαν, με κύρτ' αγκίστρια πιάναν,
+η πείνα ως τους βασάνιζε• και τότε μέσα επήγα
+εις το νησί, να δεηθώ των αθανάτων, ίσως
+μου δείξη κάποιος των θεών του γυρισμού τον δρόμο.
+και αφού 'ς τα μέσα του νησιού, μακράν απ' τους συντρόφους, 335
+εις μέρος ήλθ' απάνεμον, ενίφθηκα τα χέρια,
+κ' ευχήθην όλων των θεών των ολυμποκατοίκων•
+κ' εκείν' ύπνον γλυκύτατον 'ς τα βλέφαρά μου εχύσαν,
+κ' έκαμν' αρχή γνώμης κακής ο Ευρύλοχος 'ς τους άλλους•
+«'ς ό,τι θα ειπώ προσέξετε, πολύπαθοί μου φίλοι• 340
+όλ' είναι οι θάνατοι πικροί των άμοιρων ανθρώπων,
+αλλ' ο πολύ φρικτότερος, της πείνας ν' αποθάνης•
+του Ηλίου ταις καλήτεραις ας σύρουμ' αγελάδαις,
+προς τους θεούς να σφάξουμε τους ουρανοκατοίκους.
+και αν 'ς την Ιθάκη φθάσουμε, την ποθητήν πατρίδα, 345
+του Ηλίου του Υπερίονα κτίζουμ' ευθύς ωραίον
+ναόν, και μέσ' ατίμητα πολλά κρεμάμε δώρα.
+αλλ' αν για βώδια ορθόκερα χολιάση και θελήση
+το πλοίο να συντρίψη αυτός, κ' οι άλλοι θεοί το στέργουν,
+κάλλιο 'ς το κύμα χάσκοντας με μια να ξεψυχήσω, 350
+παρά να τήκωμαι καιρούς εις ένα ερημονήσι».
+
+Είπε, και όλοι εσυμφώνησαν οι άλλοι, κ' εν τω άμα
+του Ηλίου ταις καλήτεραις εσύραν αγελάδαις,
+εγγύθεν, ότι όχι μακράν του μαυροπλώρου πλοίου
+η ωραίαις πλατυμέτωπαις έβοσκαν αγελάδαις. 355
+και ολόγυρα τους έκαμαν ευχαίς των αθανάτων,
+απ' το υψηλόκομον ιδρύ χλωρά μαδώντας φύλλα,
+ότι 'ς το πλοίο δεν είχαν ποσώς λευκό κριθάρι.
+και άμα ευχηθήκαν, κ' έσφαξαν κ' έγδαραν, τα μερία
+έκοψαν και τα εσκέπασαν 'με διπλωτό κνισάρι, 360
+κ' επάνω αυτών ωμά 'βαλαν κομμάτια• και να χύσουν
+σπονδαίς εις τα καιόμενα σφαχτά κρασί δεν είχαν,
+και με νερό σπονδίζοντας όλα τα εντόσθια ψήναν.
+και αφού καήκαν τα μεριά κ' εγευθήκαν τα σπλάχνα,
+ελιάνισαν τα επίλοιπα και αμέσως τα εσουβλίσαν. 365
+ο γλυκός ύπνος έφυγε τότε απ' τα βλέφαρά μου,
+κ' εκίνησα προς το γοργά καράβι 'ς τ' ακρογιάλι•
+αλλ' όταν εις το ισόπλευρο καράβ' είχα σιμώσει,
+ήλθε ο γλυκύτατος καπνός της λίπας προς εμένα,
+κ' εκλαύθηκα γογγύζοντας εμπρός των αθανάτων• 370
+«Δία πατέρα, μάκαρες θεοί, 'που πάντοτ' είσθε,
+Αχ! για καλό δεν μ' έχετε 'ς ύπνο βαρύ βυθίσει•
+κ' εδώ, 'που εμέναν, έπραξαν έργο μεγάλο οι φίλοι».
+
+'Σ τον Ήλιον η μακρόπεπλη εχύθη Λαμπετία
+μηνύτρα ότι του εσφάξαμεν εμείς ταις αγελάδες• 375
+χολώθη εκείνος κ' έλεγεν εμπρός των αθανάτων•
+«Δία πατέρα, μάκαρες θεοί, 'που πάντοτ' είσθε,
+τους ασεβείς πατάξετε συντρόφους του Οδυσσέα,
+'που μ' άρπαξαν και μώσφαξαν τα βώδια• και εις εκείνα
+χαιρόμουν ως ανέβαινα 'ς τον κάταστρον αιθέρα, 380
+και ως πάλιν έγερνα εις την γην από τα ουράνια μέρη.
+και αν για τα βώδια πλερωμήν, ως πρέπει, δεν μου δώσουν,
+'ς τον Άδη θε να καταιβώ και των νεκρών θα λάμπω».
+
+Και ο Δίας του αποκρίθηκεν ο νεφελοσυνάκτης•
+«Ήλιε, συ λάμπε ως έλαμπες, εδώ των αθανάτων, 385
+Και των ανθρώπων των θνητών 'ς την γη την σιτοδώρα•
+κ' εγώ το γοργό πλοίο τους τρίμματα ευθύς θα σχίσω
+με φλογοβόλον κεραυνό 'ς τα σκοτεινά πελάγη».
+
+Τούτ' άκουσ' απ' την Καλυψώ, την λαμπρομάλλα νύμφη,
+κ' εκείνης τα 'πε, ως έλεγεν, ο γλήγορος Ερμείας. 390
+
+Και εις το καράβι ως έφθασα κάτω 'ς το περιγιάλι,
+όλους ομού γλωσσόδερνα και χωριστά• και ο νους μας
+διόρθωσι δεν εύρισκεν• ήσαν νεκρά τα βώδια.
+τέρατα ευθύς οι αθάνατοι τους δείχναν• εσερνόνταν
+τα δέρματα, και εις τα σουβλιά τα κρέατ' εμουγκρίζαν, 395
+ωμά, ψητά, και ωσάν βωδιών ακούετ' η φωνή τους.
+
+Ημέραις έξι ολόκληραις οι σύντροφοι μου ετρώγαν
+από τα βώδια, 'πώκλεψαν, τα εξαίρετα του Ηλίου,
+αλλ' ότε ο Δίας έφερε την έβδομην ημέρα,
+έπεσε τότ' ο άνεμος, και δεν φυσομανούσε• 400
+κ' εμείς το πλοίο ρίξαμε 'ς τα διάπλατα πελάγη,
+τεντόνοντας τα κάτασπρα πανιά 'ς τ' ορθό κατάρτι.
+αλλ' ότε οπίσω αφίναμε την νήσο, και καμμία
+γη άλλη, μόνον ουρανός και θάλασσα εφαινόνταν,
+σύννεφο μαύρο έστησεν ο Δίας 'ς το καράβι 405
+επάνω, κ' εσκοτάδιασεν η θάλασσ' από κάτω•
+κ' έτρεχε το πλεούμενον, αλλ' όχι πολλήν ώρα,
+τι ογλήγορ' ήλθε ο Ζέφυρος σφικτά φυσομανώντας,
+κ' η ανεμοζάλη σύντριψε το 'να και τ' άλλο ξάρτι•
+και το κατάρτι εβρόντησεν οπίσω• τ' άρμενά του 410
+'ς την γάστραν όλα εχυθήκαν, κ' εκείνο αυτού 'ς την πρύμη
+τον κυβερνήτη κτύπησε 'ς την κεφαλή, και άμ' όλα
+τώσπασε ομού τα κόκκαλα της κεφαλής• κ' εκείνος
+έπεσ', ως πέφτει ο βουτηκτής, 'ς το κύμα κ' ενεκρώθη•
+σύγχρονα ο Δίας βρόντησε, κεραύνωσε το πλοίο• 415
+ολόβολο το ετίναξεν ο κεραυνός του Δία,
+και θειάφη όλο το γέμισεν• οι σύντροφοι μου επέσαν,
+και εις το καράβι ολόγυρα, 'ς τα κύματα, ως κουρούναις
+επλέαν• θεία θέλησι τους πήρε την πατρίδα.
+κ' εγώ 'ς το πλοίο γύριζα, ως ότου της καρίνας 420
+τα πλευρά πήρε η τρικυμιά, κ' έπλεε γυμνή 'ς το κύμα.
+και το κατάρτι επάνω της εσύντριψε, αλλ' ακόμη
+ήτο από βωδοτόμαρο λουρί προσκολλημένο•
+μ' εκείνο αφού σφικτόδεσα κατάρτι και καρίνα,
+εκάθισα και μ' έπαιρνεν η λύσσα των ανέμων.
+έπαυσε τότε ο Ζέφυρος και δεν φυσομανούσε, 425
+αλλ' ήλθε ο Νότος πετακτά, 'ς οδύναις να με ρίξη,
+την πάγκακη την Χάρυβδι και πάλι να μετρήσω.
+ολονυκτής εδέρνομουν, και ο ήλιος άμ' εφάνη
+'ς την φρικτήν ήλθα Χάρυβδι, και ς' την κορφή της Σκύλλας• 430
+και ως κείνη εξαναρούφησε την άρμην, επετάχθην
+'ς την υψηλήν αγριοσυκιά, και αυτού 'σαν νυκτερίδα
+προσκόλλησ' όλο το κορμί• δεν είχα που να στήσω
+το πόδ' ή επάνω ν' αναιβώ• μακράν η ρίζαις ήσαν,
+και οι κλώνοι της εξέβγαιναν ανάεροι, μεγάλοι, 435
+και κάτω εις την Χάρυβδι τον ίσκιο τους απλόναν.
+σφικτά κρατιόμουν, ως να ιδώ κατάρτι και καρίνα
+να μου ξεράση πάλι αυτή• κ' εστέναξα όσο να 'λθουν.
+και ότε ο κριτής την σύνοδο για να δειπνήση αφίνει,
+αφού πολλών ξεδιάλυσεν ανδρών φιλονεικίαις, 440
+τα ξύλ' από την Χάρυβδι τότ' εφανερωθήκαν.
+τα χέρια τότε απόλυσα, τα πόδια, 'ς τον αέρα,
+'ς το κύμα μέσα εβρόντησα παρέξω από τα ξύλα,
+κ' έλαμνα με τα χέρια μου 'ς εκείν' αποθωμένος.
+την Σκύλλα να ξαναϊδώ δεν άφησε ο πατέρας 445
+θεών και ανθρώπων• άφευκτα θα μ'εύρισκεν ο χάρος.
+
+Κείθ' εννηά 'μέραις δέρνομουν• και την δεκάτη νύκτα
+'ς την Ωγυγίαν οι θεοί μ' εφέραν, οπού μένει
+η Καλυψώ καλόκομη, δεινή θεά, κ' εκείνη
+με αγάπα και μ' εξένιζεν• αυτά τι σου τα λέγω; 450
+χθες ήδη 'ς το παλάτι σου τα ιστόριζα κ' εσένα
+και της σεπτής συντρόφου σου• και δεν μ' αρέσει εκείνα,
+'που ένα προς έν' ανάφερα, να ξαναλέγω τώρα.
+
+
+
+
+ΤΕΛΟΣ Β' ΤΟΜΟΥ
+
+
+
+
+
+
+End of the Project Gutenberg EBook of Homer's Odyssey, Volume B, by Homer
+
+*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY, VOLUME B ***
+
+***** This file should be named 30614-0.txt or 30614-0.zip *****
+This and all associated files of various formats will be found in:
+ http://www.gutenberg.org/3/0/6/1/30614/
+
+Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis
+
+Updated editions will replace the previous one--the old editions
+will be renamed.
+
+Creating the works from public domain print editions means that no
+one owns a United States copyright in these works, so the Foundation
+(and you!) can copy and distribute it in the United States without
+permission and without paying copyright royalties. Special rules,
+set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to
+copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to
+protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project
+Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you
+charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you
+do not charge anything for copies of this eBook, complying with the
+rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose
+such as creation of derivative works, reports, performances and
+research. They may be modified and printed and given away--you may do
+practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is
+subject to the trademark license, especially commercial
+redistribution.
+
+
+
+*** START: FULL LICENSE ***
+
+THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE
+PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK
+
+To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free
+distribution of electronic works, by using or distributing this work
+(or any other work associated in any way with the phrase "Project
+Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project
+Gutenberg-tm License (available with this file or online at
+http://gutenberg.org/license).
+
+
+Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm
+electronic works
+
+1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm
+electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to
+and accept all the terms of this license and intellectual property
+(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all
+the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy
+all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession.
+If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project
+Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the
+terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or
+entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8.
+
+1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be
+used on or associated in any way with an electronic work by people who
+agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few
+things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works
+even without complying with the full terms of this agreement. See
+paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project
+Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement
+and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic
+works. See paragraph 1.E below.
+
+1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation"
+or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project
+Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the
+collection are in the public domain in the United States. If an
+individual work is in the public domain in the United States and you are
+located in the United States, we do not claim a right to prevent you from
+copying, distributing, performing, displaying or creating derivative
+works based on the work as long as all references to Project Gutenberg
+are removed. Of course, we hope that you will support the Project
+Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by
+freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of
+this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with
+the work. You can easily comply with the terms of this agreement by
+keeping this work in the same format with its attached full Project
+Gutenberg-tm License when you share it without charge with others.
+
+1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern
+what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in
+a constant state of change. If you are outside the United States, check
+the laws of your country in addition to the terms of this agreement
+before downloading, copying, displaying, performing, distributing or
+creating derivative works based on this work or any other Project
+Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning
+the copyright status of any work in any country outside the United
+States.
+
+1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg:
+
+1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate
+access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently
+whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the
+phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project
+Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed,
+copied or distributed:
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived
+from the public domain (does not contain a notice indicating that it is
+posted with permission of the copyright holder), the work can be copied
+and distributed to anyone in the United States without paying any fees
+or charges. If you are redistributing or providing access to a work
+with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the
+work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1
+through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the
+Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or
+1.E.9.
+
+1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted
+with the permission of the copyright holder, your use and distribution
+must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional
+terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked
+to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the
+permission of the copyright holder found at the beginning of this work.
+
+1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm
+License terms from this work, or any files containing a part of this
+work or any other work associated with Project Gutenberg-tm.
+
+1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this
+electronic work, or any part of this electronic work, without
+prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with
+active links or immediate access to the full terms of the Project
+Gutenberg-tm License.
+
+1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary,
+compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any
+word processing or hypertext form. However, if you provide access to or
+distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than
+"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version
+posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org),
+you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a
+copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon
+request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other
+form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm
+License as specified in paragraph 1.E.1.
+
+1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying,
+performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works
+unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9.
+
+1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing
+access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided
+that
+
+- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from
+ the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method
+ you already use to calculate your applicable taxes. The fee is
+ owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he
+ has agreed to donate royalties under this paragraph to the
+ Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments
+ must be paid within 60 days following each date on which you
+ prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax
+ returns. Royalty payments should be clearly marked as such and
+ sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the
+ address specified in Section 4, "Information about donations to
+ the Project Gutenberg Literary Archive Foundation."
+
+- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies
+ you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he
+ does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm
+ License. You must require such a user to return or
+ destroy all copies of the works possessed in a physical medium
+ and discontinue all use of and all access to other copies of
+ Project Gutenberg-tm works.
+
+- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any
+ money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the
+ electronic work is discovered and reported to you within 90 days
+ of receipt of the work.
+
+- You comply with all other terms of this agreement for free
+ distribution of Project Gutenberg-tm works.
+
+1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm
+electronic work or group of works on different terms than are set
+forth in this agreement, you must obtain permission in writing from
+both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael
+Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the
+Foundation as set forth in Section 3 below.
+
+1.F.
+
+1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable
+effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread
+public domain works in creating the Project Gutenberg-tm
+collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic
+works, and the medium on which they may be stored, may contain
+"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or
+corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual
+property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a
+computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by
+your equipment.
+
+1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right
+of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project
+Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project
+Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all
+liability to you for damages, costs and expenses, including legal
+fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT
+LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE
+PROVIDED IN PARAGRAPH F3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE
+TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE
+LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR
+INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH
+DAMAGE.
+
+1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a
+defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can
+receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a
+written explanation to the person you received the work from. If you
+received the work on a physical medium, you must return the medium with
+your written explanation. The person or entity that provided you with
+the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a
+refund. If you received the work electronically, the person or entity
+providing it to you may choose to give you a second opportunity to
+receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy
+is also defective, you may demand a refund in writing without further
+opportunities to fix the problem.
+
+1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth
+in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER
+WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO
+WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE.
+
+1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied
+warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages.
+If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the
+law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be
+interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by
+the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any
+provision of this agreement shall not void the remaining provisions.
+
+1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the
+trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone
+providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance
+with this agreement, and any volunteers associated with the production,
+promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works,
+harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees,
+that arise directly or indirectly from any of the following which you do
+or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm
+work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any
+Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause.
+
+
+Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm
+
+Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of
+electronic works in formats readable by the widest variety of computers
+including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists
+because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from
+people in all walks of life.
+
+Volunteers and financial support to provide volunteers with the
+assistance they need, are critical to reaching Project Gutenberg-tm's
+goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will
+remain freely available for generations to come. In 2001, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure
+and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations.
+To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation
+and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4
+and the Foundation web page at http://www.pglaf.org.
+
+
+Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive
+Foundation
+
+The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit
+501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the
+state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal
+Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification
+number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at
+http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent
+permitted by U.S. federal laws and your state's laws.
+
+The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S.
+Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered
+throughout numerous locations. Its business office is located at
+809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email
+business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact
+information can be found at the Foundation's web site and official
+page at http://pglaf.org
+
+For additional contact information:
+ Dr. Gregory B. Newby
+ Chief Executive and Director
+ gbnewby@pglaf.org
+
+
+Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation
+
+Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide
+spread public support and donations to carry out its mission of
+increasing the number of public domain and licensed works that can be
+freely distributed in machine readable form accessible by the widest
+array of equipment including outdated equipment. Many small donations
+($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt
+status with the IRS.
+
+The Foundation is committed to complying with the laws regulating
+charities and charitable donations in all 50 states of the United
+States. Compliance requirements are not uniform and it takes a
+considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up
+with these requirements. We do not solicit donations in locations
+where we have not received written confirmation of compliance. To
+SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any
+particular state visit http://pglaf.org
+
+While we cannot and do not solicit contributions from states where we
+have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition
+against accepting unsolicited donations from donors in such states who
+approach us with offers to donate.
+
+International donations are gratefully accepted, but we cannot make
+any statements concerning tax treatment of donations received from
+outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff.
+
+Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation
+methods and addresses. Donations are accepted in a number of other
+ways including checks, online payments and credit card donations.
+To donate, please visit: http://pglaf.org/donate
+
+
+Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic
+works.
+
+Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm
+concept of a library of electronic works that could be freely shared
+with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project
+Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support.
+
+
+Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed
+editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S.
+unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily
+keep eBooks in compliance with any particular paper edition.
+
+
+Most people start at our Web site which has the main PG search facility:
+
+ http://www.gutenberg.org
+
+This Web site includes information about Project Gutenberg-tm,
+including how to make donations to the Project Gutenberg Literary
+Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to
+subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks.
diff --git a/old/20091206-30614-0.zip b/old/20091206-30614-0.zip
new file mode 100644
index 0000000..785b0fc
--- /dev/null
+++ b/old/20091206-30614-0.zip
Binary files differ