diff options
| author | Roger Frank <rfrank@pglaf.org> | 2025-10-14 19:54:08 -0700 |
|---|---|---|
| committer | Roger Frank <rfrank@pglaf.org> | 2025-10-14 19:54:08 -0700 |
| commit | 66a97c8ec7f1b86f211ef09cc4bf12f2517fcde5 (patch) | |
| tree | 98ccfc1cb8642e34e8451eb9dc65aaaa716f8182 /old | |
Diffstat (limited to 'old')
| -rw-r--r-- | old/20091206-30614-0.txt | 3847 | ||||
| -rw-r--r-- | old/20091206-30614-0.zip | bin | 0 -> 88701 bytes |
2 files changed, 3847 insertions, 0 deletions
diff --git a/old/20091206-30614-0.txt b/old/20091206-30614-0.txt new file mode 100644 index 0000000..9c98480 --- /dev/null +++ b/old/20091206-30614-0.txt @@ -0,0 +1,3847 @@ +The Project Gutenberg EBook of Homer's Odyssey, Volume B, by Homer + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + + +Title: Homer's Odyssey, Volume B + +Author: Homer + +Translator: Iakovos Polylas + +Release Date: December 6, 2009 [EBook #30614] + +Language: Greek + +Character set encoding: UTF-8 + +*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY, VOLUME B *** + + + + +Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis + + + + +Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. +A few corrections on typing mistakes have been included within brackets. + +Σημείωση: Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Μερικές +τυπογραφικές διορθώσεις σημειώνονται με []. + + + +ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ +ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ + + + + +ΟΜΗΡΟΥ +ΟΔΥΣΣΕΙΑ + + +ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ +ΙΑΚ. ΠΟΛΥΛΑ + + + +ΤΟΜΟΣ Β +ΡΑΨΩΔΙΑ Η — Μ + + + +ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ +ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΦΕΞΗ + + + +ΟΜΗΡΟΥ +ΟΔΥΣΣΕΙΑ + + + +Ραψωδία Η + + + +Τούτα εύχετ' ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας• +την κόρη ωστόσον έπαιρναν 'ς την πόλι τα μουλάρια. +και ότ' έφθασε 'ς τα υπέρλαμπρα παλάτια του πατρός της +'ς τα πρόθυρα τα εκράτησε, και ολόρθοι ολόγυρά της +οι θεϊκοί της αδελφοί τα λύσαν απ' τ' αμάξι, 5 +κ' έμπαζαν τα φορέματα• 'ς το δώμα της η κόρη +εσύρθη και της άναβε φωτιάν η Απειραία +γερόντισσα Ευρυμέδουσα θεράπαινα, 'που εφέραν +απ' την Απείρην άλλοτε τα ισόπλευρα καράβια, +και δώρο τότ' εξαίρετον εδόθη του Αλκινόου, 10 +του βασιλέα, 'π' ως θεόν οι Φαίακες ετίμαν. +την λευκοχέρα Ναυσικά τούτ' είχεν αναστήσει, +και τώρα στιά της άναβε κ' ετοίμαζε τον δείπνο. + +Και προς την πόλι κίνησεν ο θείος Οδυσσέας• +κ' η Αθηνά καλόθελα τον έζωσε κατάχνια, 15 +μην απαντώντας τον κανείς των ανδρικών Φαιάκων +ανεγελάση αυτόν πικρά και ποιος είν' ερωτήση. +και εις την τερπνήν ότ' έμελλε την πόλι να πατήση, +κει τον απάντησε η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη, +με σχήμα κόρης τρυφερής, 'που στάμναν εβαστούσε, 20 +κ' εμπρός του εστάθη• ερώτησεν ο θείος Οδυσσέας• +«Παιδί μου, δεν μου έδειχνες το σπίτι του Αλκινόου, +του ανδρός, οπ' όλων των λαών εδώ 'ναι βασιλέας; +ξένος εγώ ταλαίπωρος φθασμένος εδώ πέρα +μέσ' από μέρη μακρυνά, κανέναν των ανθρώπων, 25 +απ' όσους έχει τούτ' η γη και η χώρα, δεν γνωρίζω». + +Τότε η θεά του απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• +«Πατέρα ξένε, σένα εγώ το σπίτι οπού ζητείς με +θα δείξω• ότ' είναι σύνεγγυς του δοξαστού πατρός μου• +αλλά σιγά προχώρησε κ' εγώ τον δρόμο δείχνω. 30 +και μη κυττάζης άνθρωπον, μηδ' ερωτάς κανέναν, +ότι τους ξένους τόσο αυτοί πολύ δεν υποφέρουν, +και όποιος εδώ φθάση απ' αλλού, δεν τον περιποιούνται. +το θάρρος έχουν 'ς τα γοργά καράβια τους και σχίζουν +τα πέλαγα, ως εχάρισε 'ς αυτούς ο κοσμοσείστης. 35 +και ως το πτερόν ή ο στοχασμός τα πλοία τους πετιούνται». + +Είπε κ' επροπορεύθηκε κείνου η Παλλάδ' Αθήνη +γοργά, και αυτός εβάδιζεν εις της θεάς τα χνάρια. +και οι Φαίακες οι ναυτικοί ποσώς δεν τον νοήσαν +'ς τη μέση τους ως διάβαινε την πόλιν, ότ' η Αθήνη, 40 +καλόκομη, δεινή θεά, δεν άφινε, αλλ' ομίχλην +του έχυσε ολόγυρα πυκνήν, ότι γι' αυτόν πονούσε. +και τους λιμέναις θαύμαζεν αυτός και τα ίσια πλοία, +ταις αγοραίς, 'που εκάθιζαν οι ήρωες, και τα τείχη +μακρυά, ψηλά, ξυλόφρακτα, 'π' όποιος τα ιδή θαυμάζει. 45 +και ότ' έφθασαν 'ς του βασιληά τα υπέρλαμπρα παλάτια, +η θεά τότε ωμίλησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• +«Ιδού, ξένε πατέρα μου, το σπίτι οπού μου λέγεις• +να δείξω• τώρ' αυτού θα ευρής τους θείους βασιλείς μας +εις το τραπέζι• μέσα εσύ προχώρα, και η ψυχή σου 50 +ας μη δειλιάση• ο θαρρετός άνδρας εις κάθε πράξι +κάλλια προκόβει και αν αυτός έλθη από ξένα μέρη. +την δέσποινα πρώτα θα ευρής 'ς τα μέγαρα• και Αρήτη +την ονομάζουν ταιριαστά• κ' εκείνη έχει προγόνους +τους ίδιους, 'που κατάγεται ο Αλκίνοος βασιλέας. 55 +και πρώτα τον Ναυσίθοον ο σείστης Ποσειδώνας +γέννησε και η Περίβοια, 'π' ασύγκριτη 'ς τα κάλλη +ήταν του Ευρυμέδοντα νεωτάτη θυγατέρα, +μεγαλοψύχου βασιληά των προπετών Γιγάντων• +αλλ' έχασε τον ασεβή λαόν, κ' εχάθη εκείνος. 60 +ο Ποσειδώνας απ' αυτήν έλαβε τον γενναίον +Ναυσίθοον, 'που βασιληάς εγίνη των Φαιάκων, +κ' έλαβ' υιούς Ρηξήνορα και Αλκίνοον• τον πρώτον +εκτύπησ' ο αργυρότοξος Απόλλωνας νυμφίον +'ς τ' άκληρο σπίτι, όπ' άφινε μιαν μόνην θυγατέρα, 65 +'π' ο Αλκίνοος νυμφεύθηκε κατόπι, την Αρήτη• +και αυτήν ετίμησε ως καμμιά γυναίκα δεν τιμάται +'ς τον κόσμον άλλη απ' όσαις ζουν 'ς ανδρός την εξουσία• +τόσον ολόψυχα τιμούν εκείνην και δοξάζουν +τ' αγαπημένα τέκνα της, ο Αλκίνοος και μ' εκείνους 70 +όλ' οι λαοί, 'π' ως εις θεά 'ς εκείνην αναβλέπουν, +κ' εγκάδια την καλολογούν την πόλι ότε διαβαίνει• +ότι με νουν λαμπρότατον και αυτ' είναι στολισμένη, +και, όπου αγαπά, και των ανδρών ταις διαφοραίς διαλύει. +αν ίσως σ' ελεημονηθή και σ' αγαπήση εκείνη, 75 +θάρρου, θα ιδής τους ποθητούς, ογλήγορα θα φθάσης +'ς το σπίτι το υψηλόσκεπο, 'ς την γην την πατρικήν σου». + +Είπε η γλαυκόφθαλμη θεά, και απ' την τερπνή Σχερία +τ' άπατα σχίζει πέλαγα κατά τον Μαραθώνα, +και ως φθάν' εις την πλατύδρομη την πόλι της Αθήνας 80 +'ς του Ερεχθέα τον ναόν εμβαίνει. και ο Οδυσσέας +του Αλκίνου εμπρός 'ς τα υπέρλαμπρα δώματα μεριμνούσε +κ' εστέκονταν, το χάλκινο κατώφλι πριν πατήση. +ότι ως του ηλίου φαίνονταν ή της σελήνης λάμψι +'ς το μέγα δώμα του υψηλού 'ς το φρόνημ' Αλκινόου• 85 +ότ' ήσαν τοίχοι ολόχαλκοι πέρ' από το κατώφλι +ως μέσα, και τους έζωνε χαλυβικό στεφάνι• +το κτίριο το καλόκτιστο χρυσαίς εκλειούσαν θύραις• +οι παραστάταις άργυροι 'ς το χάλκινο κατώφλι• +τ' ανώφλ' ήταν ολάργυρο, χρυσός ο κρίκος ήταν• 90 +χρυσοί 'σαν σκύλοι και αργυροί 'ς το 'να και τ' άλλο πλάγι• +τους έπλασεν ο Ήφαιστος με την σοφή του γνώσι, +'ς το λαμπρό δώμα του υψηλού 'ς το φρόνημ' Αλκινόου +φύλακες να ήναι αθάνατοι και αγέραοι 'ς τον αιώνα. +'ς τον τοίχο γύρω αραδιαστά θρονιά και εις τα δυο μέρη 95 +απ' το κατώφλι εφαίνονταν ως μέσα πέρα πέρα, +και γυναικών καλόγνεστα γιασίδια τα εσκεπάζαν• +'ς εκείνα επάν' οι αρχηγοί καθίζαν των Φαιάκων, +κ' έτρωγαν μαζή κ' έπιναν, ότ' είχαν αφθονία. 100 +και εις στυλοβάταις τεχνικούς στέκονταν χρυσοί νέοι, +κρατώντας εις τα χέρια τους λαμπάδαις αναμμέναις, +και των συνδείπνων έφεγγαν 'ς τα δώματα την νύκτα. +πενήντα μες το δώμα του γυναίκαις έχει δούλαις• +άλλαις αλέθουν τον καρπό, 'που 'ναι ξανθός σαν μήλο, +άλλαις υφαίνουσι πανί και κλώθουσι μαλλία, 105 +καθήμεναις, και, ως της ψηλής λεύκας τα φύλλα, σειούνται• +κ' είναι τα υφάσματα κρουστά, 'που επάνω ρέει το λάδι. +και καθώς όλων των ανδρών οι Φαίακες πρωτεύουν +να κυβερνούν 'ς την θάλασσαν, όμοια καλαίς τεχνίτραις +είναι η γυναίκες 'ς το πανί, ότ' η Αθηνά ταις έχει 110 +έργα διδάξει εξαίρετα και νουν λαμπρόν χαρίσει, +και της αυλής έξω, σιμά 'ς την θύρα, μέγας κήπος +τετράπλεθρος, και λίθινος τον περιζώνει φράκτης. +δένδρ' αυτού μέσα υψόνονται χλωρά και φουντωμένα• +απιδιαίς είναι και ροϊδιαίς, λαμπρόκαρπαις μηλέαις, 115 +και με γλυκόκαρπαις συκιαίς εληαίς θυμό γεμάταις. +είναι ο καρπός τους άφθαρτος και ολοχρονής δεν λείπει, +χειμώνα, είτε καλόκαιρον• αλλ' άπαυτα φυσώντας +αύρα ζεφύρου άλλα γεννά και άλλα ωριμάζει νέα. +γερά το απίδι και άλλο ανθεί, το μήλο, και άλλο μήλο, 120 +και το σταφύλι και άλλο ανθεί, το σύκο, και άλλο σύκο. +και υπάρχει αυτού πολύκαρπο κηπάρι αμπελωμένο, +'που μέρος έχ' ηλιακωτόν εις απλωμένο σιάδι +και από τον ήλιο φρύγεται• σταφύλια άλλα τρυγούνται, +άλλα πατούνται, κ' έμπροσθεν τ' αμπέλι έχει αγουρίδαις 125 +ακόμη μες το ξάνθισμα• να βάφουν αλλ' αρχίζουν. +και τεχνικώταταις βραγιαίς 'ς ταις άκραις έχει ο κήπος +κάθε λογής, και ολόχρονα 'ς την πρασινάδα λάμπουν. +δυο βρύσες μέσα• απλόνεται 'ς όλον τον κήπο η μία, +εις το κατώφλι της αυλής η άλλη αποκάτω ρέει 130 +προς το παλάτι, όθ' έπαιρναν νερόν όλ' οι πολίταις. +τέτοιά 'χε ο Αλκίνοος άφθαρτα των αθανάτων δώρα. + +Εστάθη αυτού ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας +κυττώντας, και ως εθαύμασε τα πάντα εις την ψυχήν του, +'ς το δώμα μέσα εβάδισε περνώντας το κατώφλι. 135 +τους αρχηγούς ηύρεν αυτού και άρχονταις των Φαιάκων, +'που με ποτήρια σπόνδιζαν 'ς τον άγρυπνον Ερμεία, +ότι 'ς εκείνον ύστερον, πριν κοιμηθούν, σπονδίζαν. +περνά το δώμα ο θλιβερός, ο θείος Οδυσσέας, +κρυμμένος εις την καταχνιά, 'που 'χε τον ζώσ' η Αθήνη, 140 +ως 'π' έφθασε 'ς τους βασιλείς Αλκίνοον και Αρήτην. +αγκάλιασε τα γόνατα εκείνος της Αρήτης, +κ' εχύθη ευθύς οπίσω του της καταχνιάς το νέφος. +'ς το δώμα ως είδαν άνθρωπον άφωνοι έμειναν όλοι, +και ξυππασμένοι εκύτταζαν• ικέτευ' ο Οδυσσέας• 145 +«Αρήτη, του Ρηξήνορα ω κόρη του ισοθέου, +'ς τον άνδρα σου ο πολύπαθος προσπέφτω και εις εσένα, +και εις τους συνδείπνους• οι θεοί να τους χαρύνουν ζώντας, +και των παιδιών 'ς το σπίτι του καθείς να παραδώση +το είναι του, και την τιμή, 'που του 'χει δώσει ο δήμος. 150 +κ' εμέ στείλετε ογλήγορα να φθάσω εις την πατρίδα, +'πώχω καιρούς 'που αδημονώ μακράν των ποθητών μου». + +Είπε και χάμου εκάθισε 'ς την στάκτη της γωνίστρας, +σιμά 'ς την στια• και ησύχαζαν κ' εσιωπούσαν όλοι• +και αργά 'ς αυτούς ωμίλησεν ο Εχένηος ο γέρος, 155 +ο ήρωας ο αρχαιότερος των άλλων των Φαιάκων• +και παλαιά πολλά 'ξευρε κ' ήταν 'ς τους λόγους πρώτος• +τούτος αγόρευσε 'ς αυτούς με καλή γνώμη κ' είπε• +«Αλκίνοε, δεν είν' εύμορφον, ουδ' είναι πρέπον τούτο, +χάμου ο ξένος να κάθεται 'ς την στάκτη της γωνίστρας• 160 +τούτοι κρατιούνται, ότι ο καθείς τον λόγον σου αναμένει. +αλλά τον ξένον σήκωσε, και εις ασημένιον θρόνον +κάθισε αυτόν, και πρόσταξε κρασί να συγκεράσουν +οι κήρυκες, να κάμουμε σπονδαίς του βροντοφόρου +Διός, οπού τους σεβαστούς ικέταις συνοδεύει• 165 +και απ' ό,τι έχ' η κελλάρισσα δείπνον του ξένου ας δώση». + +Ο Αλκίνοος τούτ' ως άκουσεν από το χέρι επήρε +αμέσως τον πολύγνωμον ανδρείον Οδυσσέα, +και απ' την γωνίστρα 'ς το θρονί τον κάθισεν, απ' όπου +σήκωσε τον Λαοδάμαντα, τον ανδρικόν υιόν του, 170 +οπού σιμά του εκάθιζε, τον πολυαγαπημένον. +και νίψιμο η θεράπαινα φέρει και από προχύτην +του χύνει, εύμορφον, χρυσόν, εις αργυρή λεκάνη, +για να νιφθή• κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός του• +η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει, 175 +και απ' όσα φαγιά φύλαγεν, άφθονα του προσφέρει. +έτρωγεν ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας• +και ο Αλκίνοος προς τον κήρυκα• «Ποντόνοε, συγκέρνα +εις τον κρατήρα το κρασί, και μοίρασέ το εις όλους +ολόγυρα, όπως κάμουμε σπονδαίς του βροντοφόρου 180 +Διός, οπού τους σεβαστούς ικέταις συνοδεύει». + +Είπε• και το γλυκύτατο κρασί συγκέρνα εκείνος, +και εις όλους έδωσε απαρχή 'ς τα γεμιστά ποτήρια. +αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελ' η ψυχή τους, +'ς την μέση τους ο Αλκίνοος τον λόγον πήρε κ' είπε• 185 +«Προσέξετ', όλ' οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων, +να φανερώσω εγώ 'ς εσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει. +αφ' ού δειπνήσετ' άμετε ν' αναπαυθήτε τώρα• +και ως φέξη, μέγα κάλεσμα θα γείνη των γερόντων• +τον ξένον θα ξενίσουμε, και, αφού των αθανάτων 190 +καλά προσφέρουμεν ιερά, θα 'χουμε την φροντίδα +τον ξένον μας να στείλουμε, χωρίς κόπον ή λύπη, +με ιδική μας συνοδιά, να φθάσ' εις την πατρίδα, +πασίχαρος, ογλήγορα, όσο μακράν και αν είναι• +ώστε κακό 'ς το μεταξύ και βλάβη να μη πάθη 195 +την γην του πριν πατήση αυτός' εκεί κατόπι θα 'χη +όσ' απ' αρχής η μοίρα του και η κλώστραις η βαρείαις, +η μάννα ότε τον γέννησεν, εκείνου ελινογνέσαν. +και αν τούτος πάλ' είναι θεός, οπ' ουρανόθεν ήλθε, +κάτι άλλο τότ' οι αθάνατοι μ' αυτό μας οργανίζουν• 200 +ότι ως τα τώρ' ασκέπαστοι 'ς εμάς φανερωθήκαν +οι αθάνατοι, όταν σφάζουμε ταις πλούσιαις εκατόμβαις• +μ' εμάς συντρώγουν, και όπου εμείς κ' εκείνοι συγκαθίζουν• +και αν μόνος εις τον δρόμον του κανείς τους απαντήση, +δεν κρύβονται, ότι συγγενείς τους είμασθε, όπως είναι 205 +οι Κύκλωπες και τ' άγρια τα γένη των Γιγάντων». + +Και απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας• +«Κάθε άλλην έχε μέριμναν, Αλκίνοε• δεν ομοιάζω +των αθανάτων, πώχουσι των ουρανών τους θόλους, +'ς την πλάσι, και 'ς τ' ανάστημα• θνητός άνθρωπος είμαι. 210 +και όσους θνητούς γνωρίζετε να δέρν' η δυστυχία, +'ς τα πάθη εδύνομουν εγώ να συγκριθώ μ' εκείνους• +κ' είχα εγώ ακόμη πλειότερα κακά να εξιστορήσω, +όσ' από θείαν θέλησιν όλα μαζή μ' ευρήκαν. +είμ' άθλιος• αλλ' αφήστε με για τώρα να δειπνήσω• 215 +ότι άλλο πράγμ' αναίσχυντο δεν είναι ως η κοιλία• +τον εαυτόν της η σκληρή να στοχασθής σε βιάζει, +όσα και αν έχης βάσανα και λύπαις 'ς την ψυχήν σου. +κ' εγώ 'χω λύπη 'ς την ψυχή, και ιδού πάντοτ' εκείνη +ζητεί να φάγω και να πιω, και όσα 'χω παθημένα 220 +μου σβύνει από τον λογισμό και να γεμίση θέλει. +σεις πάλι όλα ετοιμάσετε, άμα φωτίσ' η ημέρα, +όπως πατήσ' ο άμοιρος την γην την πατρικήν μου, +αν και πολλά 'παθα κακά• να ιδώ, και ας αποθάνω, +το κτήμα μου, τους δούλους μου, και το υψηλό παλάτι». 225 + +Αυτά 'πε, και όλοι εδέχθηκαν τον λόγον του και είπαν +ο ξένος να προβοδηθή, ότ' είχε ορθά 'μιλήσει. +και αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελ' η ψυχή τους, +τότε καθείς 'ς τα σπίτια τους επήγαν να πλαγιάσουν. +αλλ' έμενε εις το μέγαρον ο θείος Οδυσσέας, 230 +κ' η Αρήτη και ο θεόμορφος Αλκίνοος σιμά του +καθόνταν και απ' την τράπεζα παίρναν τα σκεύ' η κόραις• +'ς αυτόν επρωτομίλησεν η Αρήτ' η λευκοχέρα, +ότ'είδ' αυτή κ' εγνώρισεν ευθύς το επανωφόρι, +και τον χιτώνα, ενδύματα λαμπρά, 'που τα 'χε κάμει 235 +αυτή με ταις γυναίκαις της• κ' είπε 'ς τον Οδυσσέα• +«Ξένε, το εξής πρώτον εγώ θα σ' ερωτήσω• ποίος +είσαι; από πού; τα ενδύματα τούτα ποιος σ' έχει δώσει; +δεν λες 'που θαλασσόδαρτος εβγήκες εδώ πέρα;» + +Και απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνην Οδυσσέας• 240 +«Είναι, ω βασίλισσα, βαρύ να είπω ένα προς ένα +τα πάθη μου, επειδή πολλά οι αθάνατοι μου δώσαν• +τούτο εγώ μόνον θα σου ειπώ, 'που μ' ερωτάς να μάθης. +κάποιο νησί 'ς τα πέλαγα μακράν είν', η Ωγυγία, +όπου η δολία Καλυψώ, του Άτλαντα θυγατέρα, 245 +καλόκομη, δεινή θεά, την κατοικία της έχει, +και ούτε θεός ούτ' άνθρωπος συγκοινωνεί μ' εκείνην. +αλλ' ο θεός εμ' έφερε τον άθλιο 'ς την γωνιά της +πάντερμον, ότι το γοργό καράβι μου 'χε ο Δίας +με τον λευκό του κεραυνό σχίσει 'ς το μαύρο κύμα. 250 +και οι σύντροφοι μου εχάθηκαν, κ' έπιασα την καρίνα +αγκαλιαστά, και μ' έδερνεν η θάλασσ' εννηά 'μέραις• +και ότ' ήλθε η δέκατη νυκτιά, οι αθάνατοι μ' εφέραν +'ς της Ώγυγίας το νησί, αυτού, 'που κατοικάει +η Καλυψώ καλόκομη, δεινή θεά, κ' εκείνη 255 +μ' εδέχθη και μ' εξένιζε, μ' έτρεφε κ' είχε γνώμη +αθάνατον και αγέραστον εμέ να καταστήση• +αλλά ποτέ δεν έπειθε 'ς τα στήθη την ψυχή μου. +κ' έμεινε αυτού χρόνους επτά, κ' έβρεχα εγώ με δάκρυα +τα άφθαρτα φορέματα, 'που μου 'χε δώσει εκείνη. 260 +αλλ' ότε ο χρόνος όκτατος 'ς τον κύκλο του μ' ευρήκε, +τότε μ' επαρακίνησε να υπάγω εις την πατρίδα• +η προσταγή 'ταν του Διός ή μόνη άλλαξε γνώμη. +μέσα εις πολύδεσμη πλωτή με προβοδά και βάζει +άρτον, κρασί, και μ' άφθαρτα φορέματα μ' ενδύνει, 265 +κ' έστειλε πρύμον άβλαβον οπού χλιός εφύσα. +ημέραις έπλεα δεκαεπτά σχίζοντας τα πελάγη, +και την δεκάτην όκτατη φανήκαν τα ισκιωμένα +της γης σας όρη• εχάρηκε 'ς τα στήθη μου η καρδία +του δύστυχου, και συμφορά μ' εκαρτερούσε ακόμη 270 +μεγάλη, οπού μου εκίνησεν ο σείστης Ποσειδώνας, +κ' έσπρωξε ανέμους κατά με και μου 'κλεισε τον δρόμο, +αγριεύοντας την θάλασσαν, ουδ' άφινε το κύμα +εμέ, 'που συχνοστέναζα, μες την πλωτή να μένω• +και η τρικυμιά την σκόρπισε• και τότε κολυμπώντας 275 +έσχισ' αυτήν την άβυσσον, ως 'που σιμά 'ς την γην σας +εμ' έφερε της θάλασσας η ορμή και των ανέμων. +και αν εις την γη τότ' έβγαινα το κύμα θα μ' ενίκα, +εις τραναίς πέτραις σπώντας με και εις άτερπνο ακρογιάλι. +αλλ' αποσύρθηκ' απ' την γη και κολυμπώντας ήλθα 280 +'ς τον ποταμό, 'που κάλλιστος αυτού μου εφάνη ο τόπος, +χωρίς πέτραις και απάνεμος• 'ς του ποταμού την άκρη +έπεσα ψυχοπιάνοντας, κ' ήλθεν η νύκτα η θεία. +και απ' το ουρανοκαταίβατο ποτάμι πέρα εβγήκα +και κάτω από χαμόδενδρα 'ς τα φύλλα στοιβασμένα 285 +πλάγιασα, και ατελεύτητον θεός μου εχάρισ' ύπνο• +αυτού 'ς τα φύλλα με καρδιάν θλιμμένην εκοιμώμουν +ολονυκτής και την αυγήν, ως την μισήν ημέρα• +και ο ήλιος όταν έκλινε, μ' άφησ' ο γλυκός ύπνος, +κ' ένοιωσα ταις θεράπαιναις της κόρης σου, 'που επαίζαν 290 +'ς την όχθη• και ώμοιαζε θεά 'ς την μέση τους εκείνη• +'ς αυτήν επρόσπεσα, και αυτή με νουν ορθόν και γνώσι +εφέρθηκεν, ανέλπιστα 'ς την νέαν ηλικία• +και ηξεύρουμ' ότι αστόχαστοι συνήθως είναι οι νέοι. +και μου 'δωσ' άρτον και λαμπρό κρασί και εις το ποτάμι 295 +μ' έλουσε, και τα ενδύματά μου έδωσε τούτ' ακόμη. +ιδού μ' όλον τον πόνο μου σου 'πα όλην την αλήθεια». + +Και προς αυτόν ο Αλκίνοος απάντησε και του 'πε• +«Ω ξένε, η θυγατέρα μου έσφαλε εις τούτο μόνον, +ότι με ταις θεράπαιναις και σε δεν έχει φέρει 300 +'ς το σπίτι μας• και συ 'ς αυτήν πρωτόπεσες ικέτης». + +Και απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας• + +«Ήρωα, γι' αυτό την άπταιστη παρθένα μη μου ψέγης• +ειπεν αυτή κατόπι της να υπάγω με ταις κόραις• +μόνον εγώ δεν ήθελα από εντροπή και φόβο, 305 +μην η ψυχή σου, όταν με ιδής, αγριέψη ότι θυμώδεις +εδώ 'ς την γην όλ' είμασθε, τα γένη των ανθρώπων». + +Και προς αυτόν ο Αλκίνοος απάντησε και του 'πε• +«Δεν έχω εγώ 'ς τα στήθη μου τέτοιαν ψυχήν, ω ξένε, +'που να χωλεύωμ' άδικα' καλ' είναι 'ς όλα η τάξι• 310 +και άμποτε ο Δίας, η Αθηνά, και ο Απόλλωνας να κάμουν +τέτοιος, ως είσαι, σύμφωνος μ' ό,τ' η ψυχή μου θέλει, +την κόρη μου να πάρης συ, να ονομασθής γαμβρός μου, +κ' εδώ να μένης• κτήματα θα σου 'διδα και σπίτι, +αν έμενες αυτόθελα• κανένας των Φαιάκων 315 +δεν θα σε βιάση να σταθής• μη δώση τούτ' ο Δίας. +και μάθε ότι αποφάσισα να σε ξεπροβοδήσω +αύριο και θα 'σαι τότε συ 'ς τον ύπνο βυθισμένος, +και αυτοί σιγά την θάλασσα θα σχίζουν ως να φθάσης +'ς την γην σου, 'ς το παλάτι σου, 'ς όποιο σ' αρέσει μέρος, 320 +και αν πολύ μακρύτερα και από την Εύβοιαν είναι, +'που εις άκρη κόσμου ευρίσκεται, ως οι 'δικοί μας λέγουν, +οπού την είδαν, ότ' εκεί τον ξανθομάλλη έφεραν +Ραδάμανθυ, τον Τιτυό να ευρή, της Γης τον γόνο. +και όμως έπλευσαν ως εκεί, και χωρίς κόπο φθάσαν 325 +μονοημερής, κ' εγύρισαν οπίσω εις την πατρίδα. +τότε θα ιδής τα πλοία μου, και οι νέοι πόσο αξίζουν, +και πώς την θάλασσα σκορπούν με του κουπιού την σπάθη». + +Αυτά 'πε, και ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας +εχάρηκε, κ' επρόφερεν ευχή• «Πατέρα Δία, 330 +εις όσα είπ' ο Αλκίνοος, τέλος να 'δώση 'ς όλα• +και η φήμη εκείνου πάντοτε 'ς την γην την σιτοδώρα +να μένη άσβεστη, κ' εγώ να φθάσω εις την πατρίδα». +Αυτούς τους λόγους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους• +τότ' είπε εις ταις θεράπαιναις η Αρήτ' η λευκοχέρα 335 +να στρώσουν εις την αίθουσα, να βάλουν μέσα ωραία +και πορφυρά σκεπάσματα, και τάπηταις επάνω, +και χλαίναις κάτωθε κρουσταίς να 'χη να ταις φορέση. +κ' εβγήκαν απ' το μέγαρο, με φως 'ς τα χέρια, εκείναις• +και άμ' έστρωσαν με προσοχή την στερεωμένην κλίνη, 340 +'ς τον Οδυσσέα σίμωσαν και τον παρακινούσαν• +«σήκω να πας να κοιμηθής, ω ξένε• η κλίνη εστρώθη». +είπαν και μ' ευχαρίστησι και αυτός είδε την κλίνη. + +Εκεί τότε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας +κοιμώνταν εις την αίθουσα, 'ς το τορνευτό κρεββάτι• 345 +'ς του παλατιού τ' απόκρυφα και ο Αλκίνοος αναπαύθη, +και η σύντροφος του η δέσποινα του ευτρέπιζε την κλίνη. + + + +Ραψωδία Θ + + + +Εφάνη η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, +και ο σεβαστός Αλκίνοος εγέρθη από την κλίνη• +εγέρθη και ο πορθητής, ο θείος Οδυσσέας• +και ο σεβαστός Αλκίνοος εκείνον ωδηγούσε +'ς την αγορά, 'που οι Φαίακες είχαν σιμά 'ς τα πλοία. 5 +ήλθαν κ' εκάθισαν μαζή 'ς τους στιλβωμένους λίθους. +και ωμοιώθη προς τον κήρυκα του φρόνιμου Αλκινόου +η Αθηνά, κ' εγύριζε την πόλι, μελετώντας +τον γενναιόφρονα Οδυσσηά να φέρη 'ς την πατρίδα• +τους άνδραις επλησίαζε, του καθενός ωμίλει• 10 +«Εμπρός, πηγαίνετε, αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων, +'ς την αγορά ν' ακούσετε τον ξένον, 'που 'λθε τώρα +νεόφερτος 'ς τα δώματα του φρόνιμου Αλκινόου, +ριμμένος από τρικυμιά, και των θεών ομοιάζει». + +Είπε και όλων εκίνησε σφοδρά την προθυμία• 15 +κ' η αγοραίς εγέμισαν ευθύς και τα θρονία +από το πλήθος• και πολλοί τον γόνον του Λαέρτη +τον συνετόν εθαύμαζαν ότι με χάρι θεία +τους ώμους και την κεφαλή του λάμπρυνεν η Αθήνη, +και όλον τον εμεγάλυνε 'ς τα μάτια των ανθρώπων, 20 +ώστε εις όλους τους Φαίακαις αγαπητός να γείνη, +και φοβερός και σεβαστός, και πράξη τους αγώναις, +'ς όσους κατόπ' οι Φαίακες αυτόν εδοκιμάσαν. — +και άμ' όλοι αυτού συνάχθηκαν και ομού συναθροισθήκαν, +'ς την μέση τους ο Αλκίνοος τον λόγον πήρε κ' είπε• 25 +«Προσέξετ', όλ' οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων, +να φανερώσω εγώ 'ς εσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει• +'ς το δώμα μου ήλθεν άγνωστος, πλανώμενος ο ξένος +τούτος, είτ' ήλθε απ' της αυγής τα μέρη ή από την δύσι• +ζητεί προβόδισμ' απ' εμάς και στέρεος να 'ναι ο λόγος• 30 +κ' εμείς ας προβοδήσουμεν αυτόν, ως τόσους άλλους• +ότι κανείς εδώ ποτέ, 'ς τα σπίτια μου όποιος έλθη, +κλαίοντας απροβόδητος πολύν καιρό δεν μένει. +αλλά 'ς την θείαν θάλασσαν ολόμαυρο καράβι +ας ρίξουμε ολοκαίνουργο, και νέοι πενηνταδύο 35 +ας διαλεχθούν εις το κοινόν, όσ' είναι τώρα οι πρώτοι. +και αφού καλά προς τους σκαρμούς δέσετε τα κουπία, +εβγάτε, και εις το δώμα μου κατόπιν αναιβήτε, +να χαρήτ' όλοι 'ς το καλό τραπέζι, 'που ετοιμάζω. +των νέων τούτα επρόσταξα• και σεις, οι σκηπτροφόροι 40 +οι βασιλείς, εις τα λαμπρά τα μέγαρά μου ελάτε, +τον ξένον να φιλεύσουμε• μην το αρνηθή κανένας. +και ο αοιδός ας καλεσθή Δημόδοκος ο θείος, +ότι ο θεός του εχάρισε του τραγουδιού το δώρο, +να τέρπη όπως τον κινεί μέσα η καρδιά να ψάλλη». 45 + +Είπ', εσηκώθη και εις αυτόν κατόπ' οι σκηπτροφόροι• +να εύρη επήγε ο κήρυκας τον αοιδόν τον θείον• +και αγόρια αφού διαλέχθηκαν πενηνταδυό, κινήσαν, +ως πρόσταξε, της άπατης θαλάσσης προς την άκρα. +και εις το καράβι ως έφθασαν, κάτω 'ς το περιγιάλι, 50 +έσυραν εις την θάλασσα τ' ολόμαυρο καράβι• +κατόπι εφέραν κ' έστησαν κατάρτι και πανία, +με τρυπωτήραις τα κουπιά δερμάτιναις εδέσαν, +με τάξιν όλα, και άπλωσαν τα κάτασπρα πανία, +και τ' άραξαν σιμά 'ς την γη ψηλά• κατόπι εβγήκαν, 55 +και εις το παλάτι επήγαιναν του φρόνιμου Αλκινόου. +γέμισαν τότ' η αίθουσαις, η αυλαίς και οι δρόμοι απ' άνδραις, +'που ολούθ' ερχόνταν, γέροντες πολλοί μαζή και νέοι. +δώδεκ' αρνιά τους έσφαξεν ο Αλκίνοος και οκτώ χοίρους +λευκόδονταις, στριφόποδα δυο βώδια, και ως τα εγδάραν 60 +τα εσυγυρίσαν κ' έφθειασαν το πρόσχαρο τραπέζι. + +Και ο κήρυκας ωδήγησε τον αοιδόν, 'που η Μούσα +αγάπησε, και του 'διδε καλόν και κακόν άμα• +το φως του επήρε και γλυκό του εχάρισε τραγούδι. +και εις ασημόκομπο θρονί, των ξένων εις την μέση, 65 +τον κάθισ' ο Ποντόνοος, προς τον υψηλόν στύλον• +κ' εκρέμασε από το καρφί την ηχηρήν κιθάρα +επάνω του, και του 'δειξε 'ς αυτήν ν' απλοχερίση +ο κήρυκας, και του 'θεσε κανίστρι και τραπέζι +λαμπρό, και κούπα με κρασί να πίνη οπόταν θέλη. 70 +και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους• +και άμ' έσβυσαν την όρεξι, τον αοιδόν η Μούσα +να ψάλη επαρακίνησε ταις δόξαις των ανδρείων, +μέσ' από τ' άσμα 'πώφθανε 'ς τα ουράνια τότε η φήμη, +του Οδυσσηά το μάλωμα και του Αχιλληά Πηλείδη, 75 +'που ελογομάχησαν φρικτά 'ς επίσημη θυσία, +κ' έχαιρεν ο Αγαμέμνονας ο μέγας βασιλέας, +άμ' είδε να φιλονεικούν των Αχαιών οι πρώτοι• +τι αυτά του εχρησμοδότησεν ο Απόλλωνας 'ς την θεία +Πυθώνα, ότε αυτός πέρασε το λίθινο κατώφλι, 80 +να ερωτηθή• και αληθινά τότ' άρχισαν τα πάθη +των Τρώων και των Δαναών, ως ήθελεν ο Δίας. + +Τούτ' έψελνεν ο ξακουστός αοιδός, και ο Οδυσσέας +έσυρε με τα χέρια του την πορφυρή χλαμύδα +'ς την κεφαλή, κ' εσκέπασε την όψι την ωραία• 85 +τι εντρέπονταν τους Φαίακαις, μην τον ιδούν να κλαίη. +αλλ' άμα ο θείος αοιδός έπαυε το τραγούδι, +τα δάκρυα στέγνονεν αυτός κ' ευθύς ξεσκεπαζόνταν, +και των θεών με δίκουπον εσπόνδιζε ποτήρι. +να ψάλνη πάλι ότ' άρχιζεν ο αοιδός, ως εζητούσαν, 90 +εις τ' άσματα ευφραινόμενοι, οι πρώτοι των Φαιάκων, +ξανασκεπάζονταν αυτός και πάλιν εθρηνούσε. +και όλων των άλλων άγνωστα τα δάκρυα του εκυλούσαν• +μόνος τον εκατάλαβεν ο Αλκίνοος, 'που εκαθόνταν +σιμά του και τον άκουσε να βαρυαναστενάζη• 95 +και εις τους ναυτικούς Φαίακες ευθύς εκείνος είπε• +Ακούσετ', όλ' οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων• +ήδη εχαρήκαμ' άφθονα το ισόμοιρο τραπέζι, +και την καλή του σύντροφο γλυκόφωνην κιθάρα• +ας βγούμε, τώρ' ας παίξουμεν εις όλους τους αγώναις, 100 +όπως ο ξένος δυνηθή να ειπή των ποθητών του, +σπίτι όταν φθάση, ανώτεροι πως είμασθε των άλλων, +'ς το γρόνθισμα, 'ς το πάλαισμα, 'ς το πήδημα, 'ς τα πόδια». + +Είπε, κ' επροπορεύθηκε, κ' εκείνοι ακολουθούσαν. +και ο κήρυκας απ' το καρφί την ηχηρήν κιθάρα 105 +κρεμά, και τον Δημόδοκον χεροδηγεί και φέρει +από το δώμα εις την οδόν, 'που οι πρώτοι των Φαιάκων +όλοι επορεύονταν, να ιδούν τους θαυμαστούς αγώναις. +'ς την αγοράν επήγαιναν και ακολουθούσε πλήθος +άπειρον εσηκωθήκαν πολλοί και λαμπροί νέοι• 110 +ο Ακρόναος, ο Ωκύαλος, πετάχθη, ο Ελατρέας, +ο Ναυτηάς, ο Αγχίαλος, ο Πρύμνης, ο Ερετμέας, +ο Αναβησίναος, ο Ποντηάς, ο Θόωνας, ο Πλώρης, +ο Αμφίαλος, 'που ο Πολύναος γέννησε ο Τεκτονίδης, +ο Ευρύαλος, οπ' ώμοιαζε τον ανδροφόνον Άρη, 115 +και ο Ναυβολίδης 'ς την μορφήν ο πρώτος και 'ς το σώμα, +ύστερ' απ' τον Λαοδάμαντα, της νειότης των Φαιάκων. +και οι τρεις σηκώθηκαν υιοί του ασύγκριτου Αλκινόου, +ο ισόθεος Κλυτόναος, ο Άλιος, και ο Λαοδάμας. +και των ποδιών πρώτ' άρχισαν εκείνοι τον αγώνα• 120 +από την στήλη τάνυσαν αντάμα την ορμή τους +και οι τρεις, σκόνη σηκώνοντας, ως έσχιζαν το σιάδι. +ο ασύγκριτος Κλυτόναος 'ς τα πόδια εφάνη πρώτος• +και όσον 'ς το νειάμα διάστημα οργόνουν δυο μουλάρια, +οπίσω εκείνους άφησε, κ' έφθασεν εις τα πλήθη. 125 +εις το βαρύ το πάλαισμα κατόπι αγωνισθήκαν +και νικητής ο Ευρύαλος εβγήκε των ανδρείων. +ο Αμφίαλος 'ς το πήδημα καθ' άλλον υπερέβη. +ο Ελατρηάς 'ς το δίσκευμα• και εις την γρονθομαχία +ο Λαοδάμας, αγαθός υιός του Αλκινόου. 130 + +Και αφού με τ' αγωνίσματα όλων ο νους ευφράνθη, +ο υιός του Αλκίνου προς αυτούς ωμίλησ', ο Λαοδάμας• + +«Ω φίλοι, ας ερωτήσουμε τον ξένον αν γνωρίζει +κάποιον αγώνα• ότι κακός 'ς την πλάσι αυτός δεν είναι• +κνήμαις, μεριά, βραχίονες, και ο σβέρκος ο γενναίος 135 +μεγάλην δείχνουν δύναμι, και νειότη δεν του λείπει• +αλλά πολλά παθήματα τον έχουν συντριμμένον• +ότι άλλο ωσάν την θάλασσα, θαρρώ δεν παραλύει +τόσο κακά τον άνθρωπο, πολύ και αν είναι ανδρείος». + +Και προς αυτόν ο Ευρύαλος απάντησε και του 'πε• 140 +«Λαοδάμα, ο λόγος σου είναι ορθός• ο ίδιος άμε τώρα +και καθαρά προσκάλεσε τον ξένον εις αγώνα». + +Και τούτο άμ' άκουσε ο καλός υιός του Αλκινόου, +'ς την μέση τους επρόβαλε, κ' είπε 'ς τον Οδυσσέα• +«Πατέρα ξένε, έλα και συ, κάποιον αγών', αν ξεύρης, 145 +δοκίμασε, και φαίνεται 'που αγώναις θα γνωρίζης• +ότι, όσο ζη, 'ς τον άνθρωπο δόξα είναι πρώτη εκείνο, +'που κατορθόνει των χειρών και των ποδιών του η ρώμη. +έλ', αγωνίσου, αστόχησε τους πόνους της καρδιάς σου• +και το προβάδισμα ποσώς μη φοβηθής ν' αργήση• 150 +το πλοίον ήδη ερρίχθηκε, και οι σύντροφοι έτοιμ' είναι». + +Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας• +«Λαοδάμ', αναγελώντας με τι με καλείτ' εις τούτα; +φροντίδαις έχω εγώ 'ς τον νουν, όχι ποσώς αγώναις, +'που αφού τόσά 'παθα ο θλιφτός και τόσα έχω μοχθήσει, 155 +'ς την σύνοδό σας κάθομαι, κ' εδώ τον βασιλέα +και τον λαόν παρακαλώ να με ξεπροβοδήσουν». + +Του απάντησεν ο Ευρύαλος, και αγνάντια ωνείδισέ τον• +«Αλήθεια, δεν μου φαίνεσαι, ω ξένε, γυμνασμένος +εις τα πολλ' αγωνίσματα, 'ς τον κόσμον όσα υπάρχουν, 160 +αλλ' άνδρας, οπού με τρανό καράβι τριγυρίζει, +ναυτών εμπόρων αρχηγός, και πάντοτ' είναι ο νους του +εις το φορτίο, και άγρυπνο 'ς ταις πραγματειαίς το μάτι, +και προς τα κέρδη τ' αρπακτά• και αγωνιστής δεν δείχνεις». + +Με άγριο βλέμμα ο φρόνιμος του απάντησε Οδυσσέας• 165 +«Ω ξένε, άτακτ' οι λόγοι σου, και βλέπ' ότ' είσαι αυθάδης, +όλα εις όλους οι θεοί τα δώρα δεν χαρίζουν• +την πλάσιν ούτε, ούτε τον νουν, ούτε την ευγλωττία. +τούτος δεν έτυχ' εύμορφος, αλλ' ο θεός με κάλλη +στολίζει κάθε λόγον του, κ' οι άνθρωποι αναβλέπουν 170 +°ς εκείνον ευφραινόμενοι, 'που ασκόνταφτ' αγορεύει, +με πράον ήθος, έξοχος 'ς τα συναγμένα πλήθη, +και ωσάν θεόν, όταν περνά 'ς την πόλι, τον κυττάζουν. +εκείνος πάλι των θεών 'ς το σώμα προσομοιάζει, +αλλά δεν είναι οι λόγοι του με χάρι στολισμένοι. 175 +και συ το σώμα έχεις λαμπρό, 'π' ουδέ θεάς θα εμπόρει +να το μορφώση ανώτερο, και νουν ποσώς δεν έχεις. +και την ψυχήν μου ετάραξες του στήθους μες τα βάθη, +ότ' είπες λόγον άπρεπον• και αμάθητος αγώνων +εγώ δεν είμ' ως φλυαρείς, αλλ' είχα τα πρωτεία, 180 +ως ότου θάρρευα κ' εγώ 'ς τα χέρια και εις την νειότη. +νικούν με τώρα η συμφοραίς και οι πόνοι, ότι έχω πάθει +εις τους πολέμους άπειρα και εις τα φρικτά πελάγη. +αλλ' όσον και αν κακόπαθα, θε να 'μπω εις τους αγώναις, +ότι ο πικρός ο λόγος σου μ' έχει σφοδρά κεντήσει». 185 + +Είπ', επετάχθη αγύμνωτος κ' ευθύς άδραξε δίσκον, +τρανόν, μεγάλον και πολύ βαρύτερον απ' όσους +εδίσκευαν οι Φαίακες τότε αναμεταξύ τους. +τον έστρεψε, τον έρριξεν απ' τ' ανδρικό του χέρι• +βόυσε ο λίθος και εις την γην απ' την ορμή του εσκύψαν 190 +οι Φαίακες μακρύκουποι 'ς την θάλασσα ακουσμένοι• +και ο λίθος 'ς όλα επέταξεν επάνω τα σημεία, +γοργ' απ' το χέρι τρέχοντας• με σχήμ' ανδρός η Αθήνη +τα τέρματα εσημείωσε και εις αυτόν είπε• «Ω ξένε, +τέτοιο σημάδι ψάχνοντας κ' ένας τυφλός διακρίνει• 195 +με τα πολλά δεν έσμιξε και στέκει πολύ πρώτο• +όθεν εσύ μην φοβηθής γι' αυτόν καν τον αγώνα• +δεν το περνά, δεν φθάνει το κανένας των Φαιάκων». + +Εχάρηκε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας, +ότι μέσα 'ς την σύνοδον άνθρωπον είδε φίλον• 200 +και μ' ελαφρότερην καρδιά τότ' είπε των Φαιάκων• +«Τούτον, ω νέοι, φθάσετε τώρα, κ' εγώ κατόπι +και άλλον θα ρίξω είτ' ως αυτού, είτε παρέκει ακόμη, +και από τους άλλους Φαίακαις όποιον βαστά η καρδιά του, +τόσο αφού μ' εχολεύσετε, να δοκιμάση ας έλθη, 205 +'ς το γρόνθισμα, 'ς το πάλαισμα, 'ς τα πόδια, 'ς ό,τι θέλει, +απ' όλους όποιος δήποτε, αλλ' όχι ο Λαοδάμας• +ότ' είνε τούτος ξένος μου• ποιος μάχεται με φίλον; +ανόητος και ουτιδανός όποιος ζητεί μ' εκείνον, +'που τον ξενίζει σπίτι του, 'ς αγώναις να παλαίση 210 +εις ξένον τόπο, και πολύ τον εαυτό του βλάπτει. +τους άλλους όλους δέχομαι, δεν αψηφώ κανέναν• +αλλά να μάθω θέλω αυτούς και να τους δοκιμάσω. +τι 'ς όσα είναι αγωνίσματα κακός εγώ δεν είμαι• +να ψάχνω ηξεύρω ολόγυρα το στιλβωμένο τόξο, 215 +και πρώτος ρίχνοντας κτυπώ μες των εχθρών το πλήθος +άνδρ' όποιον θέλω, και αν πολλοί κοντά μου παραστέκουν +σύντροφοι, και τα τόξα τους εις τον εχθρό τεντόνουν. +'ς το τόξο με υπερέβαινεν ο Φιλοκτήτης μόνος, +ότ' οι Αχαιοί τοξεύαμε 'ς τα μέρη της Τρωάδας. 220 +αλλά θαρρώ 'π' ανώτερος είμαι πολύ των άλλων, +όσοι θνητοί σιτόθρεπτοι 'ς την γην υπάρχουν τώρα. +να μάχωμαι δεν ήθελα με τους αρχαίους άνδραις, +τον Ηρακλή, τον Εύρυτον από την Οιχαλία, +οπού 'ς τα τόξα επάλαιαν και μες τους αθανάτους. 225 +όθεν και ο μέγας Εύρυτος τον χάρον είδε νέος• +εκείνον εθανάτωσεν ο Φοίβος ωργισμένος +ότι τον επροκάλεσε 'ς του τόξου τον αγώνα. +και με τ' ακόντι φθάνω κει, 'π' άλλου δεν φθάνει βέλος• +'ς τα πόδια μόνον μη κανείς φοβούμαι των Φαιάκων 230 +εμέ περάση• ότι πολύ μ' έχει δαμάσ' η ζάλη +μες τα πολλά τα κύματα, και, αφού μες το καράβι +μου 'λειψε η περιποίησι, τα μέλη μου ελυθήκαν». + +Αυτά 'πε και όλοι εσίγησαν• άφωνοι έμειναν όλοι, +και μόνος ο Αλκίνοος απάντησέ του κ' είπε• 23δ +«Όσα είπες, ξένε, λυπηρά 'ς εμάς ποσώς δεν είναι• +αλλά να δείξης βούλεσαι την αρετή σου εις όλους, +τι ωργίσθης 'που 'ς την σύνοδο σ' έχει προσβάλει εκείνος, +ώςτε κανένας εις το εξής να μη κατηγορήση +την αρετή σου, αν έχη νου και μέτρον εις τους λόγους. 240 +άκουσε τώρα ό,τι θα ειπώ, να 'χης να τ' αναφέρης +και εις άλλον ήρωα σπίτι σου, οπόταν 'ς το τραπέζι, +με τα παιδιά σου ολόγυρα και με την σύντροφόν σου, +την αρετή μας θυμηθής, όλα τα έργα εκείνα, +όσα κ' εμάς προγονικά διώρισεν ο Δίας. 245 +ότι καλοί 'ς το γρόνθισμα δεν είμασθ' ή 'ς την πάλη, +αλλά 'ς το τρέξιμο γοργοί κ' εξαίρετοι 'ς τα πλοία. +και μας αρέσουν οι χοροί, η τράπεζα, η κιθάρα, +η αλλαξιαίς, τα χλιαρά λουσίματα και η κλίναις. +και τώρα ελάτε, οι χορευταίς οι κάλλιοι των Φαιάκων, 250 +χορεύτε, όπως ο ξένος μας ειπή των ποθητών του, +σπίτι όταν φθάση, ανώτεροι πως είμασθε των άλλων, +'ς τ' αρμένισμα, εις τον χορό, 'ς τα πόδια, 'ς το τραγούδι. +και την κιθάρα την γλυκειά, 'που κάπου είναι 'ς το δώμα, +κάποιος να πα να φέρη ευθύς εδώ του Δημοδόκου». 255 + +Αυτά 'π' ο ισόθεος βασιληάς, και ο κήρυκας πετάχθη +να φέρη από τα μέγαρα την βαθουλήν κιθάρα. +και αγωνοφύλακες οκτώ, που 'χ' εκλεκτούς ο δήμος +εις κάθε αγώνα να τηρούν την τάξι, σηκωθήκαν, +και έσιασαν τον χορότοπο κ' επλάτυναν τον κύκλο. 260 +του Δημοδόκου ο κήρυκας έφερε την κιθάρα, +και αυτός 'ς το μέσον έφθασε, και ακρόνεα παλληκάρια +ολόγυρά του εστέκονταν, εις τον χορόν τεχνίταις, +κ' εχοροπήδαν θεϊκά• εκύτταζ' ο Οδυσσέας +και των ποδιών ταις αστραψιαίς, εθαύμαζε η ψυχή του. 265 + +Και άρχιζε κιθαρίζοντας καλό τραγούδι εκείνος, +ο Άρης πώς την εύμορφην αγάπησε Αφροδίτη, +όταν πρωτόσμιξαν κρυφά 'ς του Ηφαίστου τον κοιτώνα. +πολλά 'δωσε και ατίμασε το νυμφικά κρεββάτι +του Ηφαίστου• κ' ήλθε μηνυτής και αμέσως το 'πε κείνου, 270 +ο Ήλιος, 'που 'ς τον έρωτα τους είδε αγκαλιασμένους. +και ως τ' άκουσεν ο Ήφαιστος, κατάκαρδα επληγώθη• +επήγε εις το χαλκείο του και ολέθριαν είχε γνώμη. +και εις μέγ' αμόνι, 'πώστησε, δεσμά να κόπτη αρχίζει, +άσπαστ' αδιάλυτ', ώστ' αυτού άσειστ' οι δυο να μένουν. 275 +και αφού τον δόλον έπλασε να εκδικηθή τον Άρη, +προς τον κοιτώνα εκίνησε, 'που ήτο η γλυκειά του κλίνη, +κ' έχυσε γύρω τα δεσμά παντού 'ς τα κλινοπόδια• +ήσαν πολλά και απ' την σκεπή χυμένα ωσάν αράχνια, +λεπτά, 'που δεν θα τα 'βλεπεν ουδέ των μακαρίων 280 +θεών το μάτι, επίβουλα ως ήσαν μορφωμένα. +και γύρω άμ' όλον άπλωσε τον δόλον εις την κλίνη, +'ς την Λήμνο τάχα εκίνησε, καλοκτισμένην πόλι, +'που αυτήν 'ς όλαις ανάμεσα ταις χώραις αγαπάει. +και άμ' είδε τον καλότεχνον θεόν 'που αναχωρούσε, 285 +Άρης ο χρυσοχάλινος τυφλός σκοπός δεν ήταν, +και προς το δώμα εκίνησε του δοξασμένου Ηφαίστου, +την αγκαλιά της εύμορφης ποθώντας Κυθερείας. +εκείνη μέσα εκάθιζε και μόλις είχε φθάσει +απ' τον μεγαλοδύναμον πατέρα της Κρονίδη. 290 +εμπήκε αυτός, της έσφιξε το χέρι και της είπε• +«'Σ την κλίνην έλ', αγαπητή, να γλυκοκοιμηθούμε• +ο Ήφαιστος δεν είν' εδώ, και θα 'ναι ήδη φθασμένος +'ς την Λήμνο, 'ς τ' αγριόφωνο το γένος των Σιντίων». + +Αυτά 'πε' και να κοιμηθή και αυτής εκαλοφάνη. 295 +και άμ' έπεσαν τους κύκλωσαν του πολυβούλου Ηφαίστου +τα τεχνικώτατα δεσμά, και ουδέ μέλος κανένα +να κινήσουν εδύνονταν, ή ολίγο να σηκώσουν• +κ' ένοιωσαν τότε ότι φυγής κανείς δεν ήταν τρόπος, +και ο ζαβοπόδης ο θεός 'ς ολίγο ήλθε σιμά τους, 300 +επειδή οπίσω εγύρισε πριν εις την Λήμνο φθάση• +ότι σκοπός του εφύλαγεν ο Ήλιος και του το 'πε. +με την καρδιά περίλυπη πλησίασε 'ς το δώμα, +'ς τα πρόθυρα εσταμάτησε, και άγρια χολή τον πήρε, +και φρικτήν έσυρε βοή 'ς τους αθανάτους όλους• 305 +«Δία πατέρα, μάκαρες θεοί, 'που πάντοτ' είσθε, +ελάτ', έργ' αξιογέλαστα και αβάστακτα να ιδήτε, +με, τον χωλόν, πώς του Διός η κόρ', η Αφροδίτη, +καταφρονεί και αγάπησε τον ανδροφόνον Άρη, +ότ' είναι ωραίος, και γερός 'ς τα πόδια, κ' εγώ είμαι 310 +εκ γενετής αστερέωτος• και εις τούτο ποιος μου πταίει +παρά και οι δύο μου γονείς, να μη 'χαν με γεννήσει. +αλλά θα ιδήτε πώς αυτοί κοιμούνται αγκαλιασμένοι• +κυττάζω εγώ και οδύρομαι 'που η κλίνη μου επατήθη. +παρόμοιο πλάγιασμα, θαρρώ, δεν θα ζητήσουν πλέον, 315 +μ' όσον και αν έχουν έρωτα, ουδέ για ολίγην ώρα. +αλλ' απ' τα επίβουλα δεσμά δεν θα λυθούν εκείνοι, +πριν λάβω απ' τον πατέρα της οπίσ' όλα τα δώρα, +όσα 'χω για την άσεμνη την κόρη παραδώσει. +καλ' είναι η θυγατέρα του, αλλά δεν έχει γνώσι». 320 + +Είπε• οι θεοί συνάχθηκαν 'ς το χάλκινο το δώμα• +ο ευεργέτης ήλθ' Ερμής, ο σείστης Ποσειδώνας, +ο τοξευτής Απόλλωνας και αυτός κατόπιν ήλθε• +αλλ' η θεαίς απ' εντροπή 'ς το σπίτι έμειναν όλαις. +οι αγαθοδόταις οι θεοί 'ς τα πρόθυρα εσταθήκαν• 325 +γέλιο 'ς τους μάκαραις θεούς άσβεστον εγεννήθη, +ταις τέχναις ως ετήραζαν του πολυβούλου Ηφαίστου. +κ' είπ' ένας τον πλησίον του κυττώντας• «Δεν προκόβουν +η κακαίς πράξες• και ο αργός τον γλήγορον προφθάνει. +ιδού πώς τώρ' ο Ήφαιστος, αργός, χωλός, τον Άρη, 330 +αν κ' είναι ο γληγορώτατος των Ολυμποκατοίκων, +με τέχνην έπιασε μοιχόν, και θα τον προστιμήση». + +Αυτούς τους λόγους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους. +και ο διογενής Απόλλωνας είπε προς τον Ερμεία• +«Ω μηνυτή διογέννητε, αγαθοδότη Ερμεία, 335 +'ς τα δυνατά δεν θα 'στεργες δεσμά σφιγμένος να 'σαι, +'ς την κλίνην αν με την χρυσή κοιμώσουν Αφροδίτη;» + +Και προς αυτόν απάντησεν ο μηνυτής Ερμείας• +«Ω τοξοφόρε Απόλλωνα, τούτ' άμποτε να γείνη! +τρεις φοραίς τόσ' αδιάλυτα δεσμά να μ' εκυκλόναν, 340 +και οι θεοί με ταις θεαίς να εκυττάζετ' όλοι, +'ς την κλίνην αν με την χρυσή κοιμώμουν Αφροδίτη». + +Είπε, κ' οι αθάνατοι θεοί γελοκοπούσαν όλοι• +πλην δεν εγέλα, αλλά θερμά ζητούσε ο Ποσειδώνας +τον τεχνουργόν τον Ήφαιστο να λύση ευθύς τον Άρη. 345 +κ' εκείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα• +«Λύσε, κ' εγώ σου υπόσχομαι 'που αυτός, ως εσύ θέλεις, +εις τους θεούς κατέμπροσθεν τα δίκαια θα πλερώση». + +Και ο ζαβοπόδης ο ένδοξος απάντησέ του κ' είπε• +«Να μη ζητής τούτο απ' εμέ, γεωφόρε Ποσειδώνα• 350 +αχρείαις κ' η εγγύησες προς τον αχρείον είναι• +εις τους θεούς κατέμπροσθεν πώς θα σε δέσω, αν ίσως +ο Άρης φύγη άμα λυθή χωρίς να με πλερώση;» + +Και προς αυτόν απάντησεν ο σείστης Ποσειδώνας• +«Και αν ο Άρης, Ήφαιστε, μας φύγη και αθετήση 355 +το χρέος του, θα 'μ' έτοιμος εγώ να σε πλερώσω». + +Και ο ζαβοπόδης ο ένδοξος απάντησέ του κ' είπε• +«Τον λόγο σου να σ' αρνηθώ, δεν γίνεται, δεν πρέπει». + +Αυτά 'πε, κ' έλυε τον δεσμόν η δύναμις του Ηφαίστου. +και απ' τον δεσμόν, αν και σφικτόν άμα ελυθήκαν, εκείνοι 360 +πετάχθηκαν εκίνησεν ο Άρης προς την Θράκη, +'ς την Κύπρον η φιλόγελη ευρέθηκε Αφροδίτη, +'ς την Πάφο, 'πώχει τέμενος κ' έχει βωμόν ευώδη. +η Χάρες κει την έλουσαν και με το λάδι εχρίσαν +τ' άφθαρτο, 'που εις τα σώματα λάμπει των αθανάτων, 365 +κ' ενδύματα την ένδυσαν, 'που η χάρι τους θαμπόνει. + +Τούτα έψαλνεν ο ξακουστός αοιδός, και ο Οδυσσέας +εις την ψυχή του ευφραίνονταν, ως τ' άκουε, κ' οι άλλοι, +Φαίακες οι μακρύκουποι 'ς την θάλασσα ακουσμένοι. + +Ο Αλκίνοος του Λαοδάμαντα τότ' είπε και του Αλίου, 370 +χορό να στήσουν μόνοι τους, τι αντίπαλον δεν είχαν. +κ' εκείνοι σφαίραν εύμορφην αφού 'ς τα χέρια πήραν, +κόκκινην, 'που τους έπλασεν ο Πόλυβος τεχνίτης, +ο ένας έρριχνεν αυτήν προς τα σκιοφόρα νέφη, +το σώμα οπίσω γέρνοντας• ο δεύτερος πετιόνταν, 375 +και άρπαζε αυτήν ανάερα, πριν ή την γην πατήση. +και αφού πετώντας έπαιξαν εκείνοι με την σφαίρα, +χορόν κατόπιν άρχισαν 'ς την γην την πολυθρέπτρα, +συχνά ξαλλάζοντας• και αυτού τριγύρω τ' άλλ' αγόρια +χεροκροτούσαν τακτικά, και όλος εβρόντα ο τόπος. 380 + +Τότ' είπε τον Αλκίνοον ο θείος Οδυσσέας• +«Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε, +καυχήθηκες 'που εις τον χορό τεχνίταις είναι πρώτοι +και ιδού μου φανερώθηκαν• θαυμάζ' όσο τους βλέπω». + +Αυτά 'πε, και ο σεβαστός Αλκίνοος εχάρη, 385 +κ' εστράφη ευθύς και αγόρευσε των ναυτικών Φαιάκων• +«Ακούσετε μ', ω αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων. +γνώσιν πολλήν αληθινά πως έχει ο ξένος δείχνει• +και τώρα δώρα ξενικά να του δοθούν, ως πρέπει. +ότι 'ς τον δήμο δώδεκα κρατούν την εξουσία 390 +βασιλείς ένδοξοι, κ' εγώ μετ' αυτούς δέκατος τρίτος. +καθείς σας τώρα καθαρήν χλαμύδα και χιτώνα +δόστε του, κ' ένα τάλαντο βαρύτιμο χρυσάφι• +και όλ' ας τα φέρουμε μαζή για να τα λάβη ο ξένος +'ς τα χέρια του και ολόχαρος 'ς τον δείπνον να καθίση. 395 +και τώρ' αυτόν ο Ευρύαλος με λόγους να πραΰνη +και μ' ένα δώρο, ότι κακά του 'χει ομιλήσει πρώτα». + +Αυτά 'πε, και όλοι πρόθυμα συμφώνησαν, κ' έστειλαν +καθένας τους τον κήρυκα, τα δώρ' αυτού να φέρη. +έδωσ' εκείνου απάντησιν ο Ευρύαλος και του 'πε• 400 +«Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε, +τον ξένον, ως παράγγειλες, εγώ θε να πραΰνω. +τούτο τ' ολόχαλκο σπαθί, 'που επάν' έχει ασημένια +λαβή, και από νηοπριόνιστον ελέφαντα θηκάρι, +θε να του δώσω• ατίμητο δώρο θα το 'χει ο ξένος». 405 + +Είπε, 'ς τα χέρια του 'βαλε τ' αργυροκαρφωμένο +σπαθί, και τον προσφώνησε με λόγια πτερωμένα• +«Πατέρα ξένε, χαίρε• και αν λόγος βαρύς ειπώθη, +ας τον πάρουν οι άνεμοι, κ' οι αθάνατοι ας σου δώσουν +να ξαναϊδής την σύντροφον, να 'φθάσης 'ς την πατρίδα, 410 +'πώχεις καιρούς 'π' αδημονείς μακράν των ποθητών σου». + +Και απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας• +«Φίλε, και συ χαίρε πολύ' κ' οι αθάνατοι ας σου δώσουν +κάθε καλό, και το σπαθί ποτέ να μη ποθήσης +τούτ', όπ', αφού μ' επράυνες με λόγους, μου χαρίζεις». 415 + +Είπε και τ' ασημόκομπο 'ς τον ώμο έζωσε ξίφος. +έδυσ' ο ήλιος κ' έλαβε τα λαμπρά δώρα εκείνος• +οι κήρυκες οι θαυμαστοί τα έφερναν 'ς του Αλκινόου +το δώμα, όπου τα δέχθηκαν οι υιοί του βασιλέα• +και αυτοί 'ς το πλάγι απόθοσαν της σεβαστής μητρός τους 420 +τα ωραία δώρα• εκίνησεν ο Αλκίνοος τότε ο θείος, +κατόπ' οι άλλοι, κ' έφθασαν, και εις τα υψηλά θρονία +κάθισαν όλοι• κ' έλεγεν ο Αλκίνοος της Αρήτης• +«Γυνή μου, το λαμπρότερο κιβώτιο, 'πώχεις, φέρε, +και μέσα βάλε καθαρήν χλαμύδα και χιτώνα. 425 +κ' ευθύς νερό μες τον χαλκό θερμάνετε του ξένου, +όπως αφού λουσθή και ιδή με τάξι όλα βαλμένα +τα δώρα, όσα οι Φαίακες οι άψεγοι του φέραν, +χαρή και το τραπέζι μας και της ωδής τον ύμνο. +και τούτο τ' εύμορφο χρυσό ποτήρι εγώ του δίνω, 430 +να με θυμάται ολοζωής, όταν 'ς τα μέγαρά του +σπονδαίς προσφέρη του Διός και όλων των αθανάτων». + +Αυτά 'πε και παράγγειλε ταις δούλαις η Αρήτη +ευθύς να στήσουν τρίποδα μεγάλον 'ς την φωτία• +και αυταίς λουτρικόν τρίποδα 'ς την φλόγα μέσα εστήσαν, 435 +έχυσαν μέσα το νερό και κάτω ξύλα εκαίαν• +και ζών' η φλόγα την κοιλιά και το νερά θερμαίνει. +η Αρήτη ωστόσο το λαμπρό κιβώτιο για τον ξένον +έφερε από τον θάλαμο, τα δώρ' αυτού να θέση, +τα ενδύματα και τον χρυσόν, 'που οι Φαίακες του δώσαν• 440 +κ' έθεσε μέσα φόρεμα κ' έναν χιτώνα ωραίον• +και προς αυτόν ωμίλησε με λόγια πτερωμένα• +«Συ τώρα ιδέ το σκέπασμα, δέσε καλά τον κόμπο, +μη 'ς το ταξείδι, οπού θα πας, κανένας σ' αδικήση, +ενώ κοιμάσαι ύπνο γλυκό 'ς το ολόμαυρο καράβι». 445 + +Και ως τ' άκουσε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας +εφάρμοσε το σκέπασμα, κ' ευθύς έδεσε κόμπο, +πολύτεχνον οπού η σεπτή του 'χε διδάξ' η Κίρκη. +και η κελλάρισσα να εμβή 'ς τον έτοιμον λουτήρα +του είπε• και θερμά λουτρά άμ' είδ' εχάρη εκείνος• 450 +ότ' είχε απεριποίητο πολύν καιρόν το σώμα, +της Καλυψώς τα μέγαρα απ' όταν είχε αφήσει, +όπ' εύρισκεν ωσάν θεός την κάθε ανάπαυσί του. +και η δούλαις ως τον έλουσαν και με το λάδι εχρίσαν, +και τον εφόρεσαν καλήν χλαμύδα και χιτώνα, 455 +απ' τον λουτήρα εκίνησε να σμίξη τους συνδείπνους. +και η Ναυσικά από τους θεούς με κάλλος στολισμένη +της καλοκάμωτης σκεπής σιμά 'ς τον στύλο εστάθη. +εθαύμαζε κυττάζοντας αυτή τον Οδυσσέα, +κ' είπε με λόγια πτερωτά• «Χαίρε, σου λέγω, ω ξένε, 460 +όπως οπόταν ευρέθης 'ς την γην την πατρικήν σου +μ' ενθυμηθής, 'που την ζωή πρώτα χρωστάς 'ς εμένα». + +Κ' εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας• +«Κόρη του μεγαλόκαρδου Αλκίνου, Ναυσικάα, +είθε ο Κρονίδης, σύζυγος βαρύκτυπος της Ήρας, 465 +θελήση ογλήγορα να ιδώ την ποθητήν πατρίδα, +και τότ' ευχαίς ωσάν θεάς εκεί θα σου προσφέρω +ολοκαιρής, επειδή συ με έζησες, παρθένα». + +Είπε κ' εκάθισε εις θρονί, σιμά 'ς τον βασιλέα• +ήδη εμοιράζαν το φαγί και το κρασί συγκέρναν. 470 +και ο κήρυκας τον έμπιστον αοιδόν τους ωδηγούσε +Δημόδοκον λαοτίμητον, και εις τον υψηλόν στύλο +προσκολλητά τον κάθισε, 'ς την μέση των συνδείπνων. +'ς τον κήρυκα ο πολύγνωμος τότ' είπεν Οδυσσέας•— +ράχης κομμάτι αφού 'κοψε λευκοδοντάτου χοίρου, 475 +πάχος γεμάτ' ολόγυρα, κ' έμενε ακόμη πλήθιο,— +«Το κρέας τούτο, κήρυκα, δόσε του Δημοδόκου, +να φάγη• θα τον ασπασθώ, αν και θλιμμένος είμαι. +τι σέβας έχουν και τιμή 'ς την οικουμένην όλην +απ' τους θνητούς οι αοιδοί, ότι τραγούδια η Μούσα 480 +αυτούς διδάχνει και αγαπά των αοιδών το γένος». + +Είπε• και ο κήρυκας ευθύς 'ς του ήρωα Δημοδόκου +τα χέρια το 'βαλε, και αυτός το δέχθηκε κ' εχάρη. +και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν + [εμπρός τους. +και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, 485 +του Δημοδόκου ο συνετός ωμίλησε Οδυσσέας• +«Εσέ παρ' όλους τους θνητούς, Δημόδοκε, δοξάζω, +ή η Μούσα, κόρη του Διός, σ' έχει διδάξ' ή ο Φοίβος• +των Αχαιών ταις συμφοραίς με τόσην τάξι ψάλλεις, +όσ' έπραξαν, όσ' έπαθαν 'ς τον φοβερόν αγώνα, 490 +ως να 'χες συ παρευρεθή ή απ' άλλον τα 'χες μάθει. +τώρ' έλα εις άλλο πέρασε, του αλόγου ειπέ την τάξι, +'που ιδρένιο μόρφωσ' ο Επειός μαζή με την Αθήνη, +και δόλον 'ς την ακρόπολιν ο θείος Οδυσσέας +το 'φερε μ' άνδραις γεμιστό, κ' ερήμωσαν την Τροία. 495 +αν όλ' αυτά μου διηγηθής, ως πρέπει, ένα προς ένα, +εις τους θνητούς όλους εγώ παντού θα μαρτυρήσω +ότι θεός σου εχάρισε θεολάλητο τραγούδι». + +Και απ' τον θεόν κινούμενος άρχισε και τραγούδι +έβγαλ', εκείθε πιάνοντας, 'που μέρος των Αργείων, 500 +αφού ταις σκηναίς έκαψαν, με τα καράβια φύγαν, +κ' οι άλλοι με τον ένδοξον εμέναν Οδυσσέα +των Τρώων εις την αγορά, μες τ' άλογο κρυμμένοι• +τι το 'χαν 'ς την ακρόπολι μόνοι τους σύρ' οι Τρώες. +τ' άλογον έστεκεν αυτού, και ολόγυρά του εκείνοι 505 +καθήμενοι πολλά 'λεγαν και τρεις η γνώμαις ήσαν• +ή με το σκληρό σίδερο να σχίσουν τ' άδειο ξύλο, +ή, αφού το σύρουν κάτακρα, 'ς ταις πέτραις να το ρίξουν, +ή να τ' αφήσουν των θεών μέγα ιλαστήριο δώρο, +όπως κατόπιν έμελλε το πράγμα να τελειώση. 510 +ότ' ήταν μοίρα να χαθή η πόλι, αμ' αγκαλιάση +το μέγα ξύλιν' άλογο, 'που των Αργείων τ' άνθος +μέσα του εκλειούσε, κ' έφερναν φόνο, φθορά των Τρώων. +κ' έψαλνε πώς οι Αχαιοί την πόλιν ερημώσαν +από του αλόγου την βαθειά καθίστρα ορμώντας όλοι• 515 +κ' έψαλνε πώς άλλοι αλλαχού την πόλι ξολοθρεύαν, +αλλ' ο Οδυσσηάς 'ς τα δώματα του Δηιφόβου εχύθη +μαζή με τον ισόθεον Μενέλαον, ως ο Άρης, +και μάχην πώς εκεί φρικτήν ετόλμησεν εκείνος, +και η μεγαλόψυχη Αθηνά του εχάρισε την νίκη. 520 + +Τούτα έψαλνεν ο ξακουστός αοιδός, και ο Οδυσσέας +έλυονε, και τα δάκρυα 'ς τα μάγουλα του ερρέαν. +και ως κλαίοντας τον άνδρα της γυνή περιλαμβάνει, +'πώπεσ' εμπρός 'ς τα τείχη του και εις τους λαούς να σώση +την πόλι και τα τέκνα του απ' την κακήν ημέρα, 525 +και, ως βλέπει αυτόν οπού σπαρνά 'ς το ψυχομάχημά του, +αυτή ριμμένη επάνω του θρηνολογεί, κ' εκείνοι +την ράχη και τους ώμους της κτυπώντας με τ' ακόντι, +την σέρνουν εις τα βάσανα, 'ς τα πάθη της δουλείας, +και αυτής ο πόνος ο πικρός τα μάγουλα μαραίνει• 530 +όμοια τότ' έρρεαν πικρά τα δάκρυα του Οδυσσέα. +και όλων των άλλων έμεναν τα δάκρυα του κρυμμένα• +μόνος τον εκατάλαβεν ο Αλκίνοος, 'που καθόνταν +σιμά του, και τον άκουσε να βαρυαναστενάζη• +και εις τους ναυτικούς Φαίακαις ευθύς εκείνος είπε• 535 +«Ακούσετ', όλ' οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων• +ν' αφήσ' ήδη ο Δημόδοκος την ηχηρήν κιθάρα, +ότι μ' αυτά, 'που τραγουδεί, δεν καλοαρέσ' εις όλους• +'ς το δείπνο αφού καθίσαμε και άρχισ' ο αοιδός ο θείος, +απ' το πικρό παράπονο δεν έχει παύσει ο ξένος• 540 +πόνος μεγάλος την καρδιά, θαρρώ, του καταθλίβει. +άρα να μείν' ο αοιδός, όπως χαρή και ο ξένος +μ' εμάς, 'που τον ξενίζουμε, και τούτο θέλ' η τάξι. +όλα γι' αγάπην έγειναν του σεβασμίου ξένου, +προβάδισμα, χαρίσματα, 'που τον φιλοδωρούμε. +ότ' είναι ως άλλος αδελφός ο ξένος και ο ικέτης 545 +του ανδρός, όπ' έχει 'ς την καρδιάν αίσθησι καν ολίγη. +όθεν και συ μην προσπαθής με τέχνη να μας κρύψης +ό,τι ερωτώ σε• είναι καλό να μας το φανερώσης. +τ' όνομα ειπέ, 'που σ' έκραζαν εκεί πέρα οι γονείς σου, 550 +κ' οι άλλοι εκεί 'ς την πόλι σου, και οι γείτονες τριγύρω. +ότι ανονόμαστος κανείς δεν είναι των ανθρώπων, +'ς τον κόσμον άμα γεννηθή, μικρός είν' είτε μέγας, +αλλ' όλων, άμα ιδούν το φως, το βγάζουν οι γονείς τους. +και ειπέ μου την πατρίδα σου, τον δήμο, και την πόλι, 555 +όπως τα πλοία στρέφοντας εκεί την νόησί τους +σε φέρουν• ότ' οι Φαίακες δεν έχουν κυβερνήταις, +ούτε πηδάλια αυτά βαστούν, ως έχουν τ' άλλα πλοία• +αλλά την γνώμην εννοούν, τα φρένα των ανθρώπων. +ταις χώραις, τους παχείς αγρούς της οικουμένης όλης 560 +γνωρίζουν, και της θάλασσας περνούν το μέγα στόμα +γοργότατα, 'ς την καταχνιά, 'ς την συννεφιά κρυμμένα, +ουδέ ποτέ τους να χαθούν ή να βλαφθούν φοβούνται. +μόνον τούτ' άκουσ' άλλοτε, 'πώλεγεν ο πατέρας +Ναυσίθοος, ότι εφθόνεσεν εμάς ο Ποσειδώνας, 565 +'που 'ς την πατρίδ' ακίνδυνα ξεπροβοδούμεν όλους• +ότι ο θεός έν' εύμορφο καράβι των Φαιάκων, +ως γέρνει από προβάδισμα ποτέ, 'ς το μαύρο κύμα, +θα κρούση και την πόλι μας μ' όρος θα κλείση μέγα• +τούτά 'πε ο γέρος, και ο θεός ή θέλει τα ενεργήση, 570 +ή μένουν ανενέργητα, καθώς αρέσει εκείνου. +αλλ' έλα τώρα θέλησε σωστά να μου αναφέρης +τα μέρη όπου πλανήθηκες, τους τόπους όπου εβγήκες, +ταις χώραις ταις καλόκτισταις κ' εκείνων τους κατοίκους, +και όσοι απ' αυτούς ήσαν κακοί, άγριοι και όχι δίκαιοι, 575 +και όσοι φιλόξενοι και αυτών θεόφοβ' ήτο η γνώμη. +και ειπέ τι τόσ' οδύρεσαι οπόταν των Αργείων +των Δαναών το πάθημα ακούσης και του Ιλίου. +κείνο το έκαμαν οι θεοί, κ' έκλωσαν των ανθρώπων +όλεθρον μέγαν, να το ειπούν κ' οι απόγονοι τραγούδι. 580 +μη συγγενής σου έπεσε 'ς τα τείχη εμπρός του Ιλίου, +άξιος, γαμβρός, ή πενθερός; στενότατ' είναι τούτοι, +κατόπι από το αίμα μας και από την γενεά μας. +ή κάποιος σύντροφος λαμπρός, εγκαρδιακός σου φίλος, +έπεσε; ότι 'ς την γνώμη μου κατώτερος δεν είναι 585 +απ' αδελφόν φίλος με νου και γνώσι προικισμένος». + + + +Ραψωδία I + + + +Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας• +«Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε, +τω όντι τούτο είν' εύμορφο, τέτοιον αοιδόν ν' ακούης, +ως είναι αυτός, 'που των θεών εις την φωνήν ομοιάζει. +ότι δεν βλέπω 'ς την ζωή τερπνότερ' άλλο τέλος, 5 +παρ' όταν όλος ο λαός 'ς την ευφροσύνη πλέει, +και τον αοιδόν 'ς τα δώματα ακούν οι καλεσμένοι +αραδικώς καθήμενοι, με τράπεζαις γεμάταις +τον άρτον και τα κρέατα, και απ' τον κρατήρα παίρνει +ο κεραστής κρασί γλυκό και 'ς τα ποτήρια χύνει• 10 +απ' όλα τ' ωραιότερον ότ' είναι αυτό λογιάζω. +αλλά τα πολυστένακτα κακά μου να ερευνήσης +σου 'πε η ψυχή σου, όπως εγώ βαρύτερα στενάζω. +τώρα τι πρώτο, τ' ύστερον εγώ να σου ιστορίσω; +ότ' οι επουράνιοι θεοί κακά πολλά μου δώσαν. 15 +και πρώτα θα ειπώ τ' όνομα, όπως και σεις ακόμη +το μάθετε, και όπως εγώ, τον χάρο αν ξεφύγω, +φίλος σας μένω ξενικός, και πέρ' αν κατοικάω. +εγώ 'μαι ο δολομήχανος Λαερτιάδης Οδυσσέας, +και από την γη 'ς τους ουρανούς η δόξα μου έχει φθάσει. 20 +και κατοικώ την ηλιακήν Ιθάκη, 'π' όρος έχει +μεγάλο κινησίφυλλο, το Νήριτο, και γύρω +νησιά πολλά, και σύνεγγυς το 'να με τ' άλλο, υπάρχουν, +Δουλίχιο, Σάμη, Ζάκυνθος η πολυδενδρωμένη• +κείνη 'ς το πέλαο χαμηλή βαθειά την δύσι βλέπει, 25 +και όλαις η άλλαις χωριστά προς της αυγής τα μέρη• +πετρώδης, αλλ' ανδρών καλή βυζάστρα• κ' εγώ άλλο +πράγμα δεν δύναμαι να ιδώ γλυκότερο απ' την γην μου. +και ιδές, μ' εκράτ' η Καλυψώ, σεπτή θεά, μεγάλη, +'ς τα κοίλα σπήλαια, και άνδρας της επόθει να της ήμαι• 30 +όμοια και η Κίρκη εκράτει με, η δολερή Αιαία, +'ς τα μέγαρά της, και άνδρας της επόθει να της ήμαι• +αλλά ποτέ δεν έπεισαν 'ς τα στήθη την ψυχή μου. +αχ! τίποτε γλυκότερο δεν έχει απ' την πατρίδα +και απ' τους γονείς ο άνθρωπος, και σπίτι ευτυχισμένο 35 +εις ξένην γην αν κατοικεί μακράν απ' τους γονείς του. +τώρ' άκουσε το θλιβερό ταξείδι, 'που εις εμένα, +ως απ' την Τροίαν έγερνα, διώρισεν ο Δίας. + +Απ' το Ίλιο μ' έφερ' άνεμος 'ς την άκραν των Κικόνων, +την Ίσμαρο• κ' εξέκαμα την πόλι και τους άνδραις• +Και όσαις γυναίκαις πήραμε και πλούτη από την πόλι, 40 +ίσια τα μοιρασθήκαμε να μη κλαυθή κανένας. +και τότ' εγώ να φύγουμεν εκείθ' ευθύς με βία +παρακινούσα, αλλ' οι μωροί ν' ακούσουν δεν ήθελαν. +και αυτού πίνονταν άδολο κρασί πολύ, κ' εσφάζαν 45 +εις τ' ακρογιάλι αρνιά πολλά και στριφοπόδα βώδια. +πήγαν ωστόσο οι Κίκονες τους Κίκοναις να κράξουν, +γείτοναις, 'που πλειότεροι και ανδρειότεροι απ' εκείνους +εκατοικούσαν 'ς την στερηά, και απ' τ' άλογα εγνωρίζαν +να πολεμούν, ή και πεζοί, αν το 'θελεν η ανάγκη. 50 +τόσ' ήλθαν, όσ' η άνοιξι φύλλα φυτρόνει και άνθη, +πρωί• τότ' ήλθε του Διός μοίρα κακή κοντά μας +των δύστυχων, όπ' έμελλε πολλά να φέρη πάθη. +την μάχη στήσαν και άρχισαν προς τα γοργά καράβια, +και απ' τα δυο μέρη ερρίχνονταν τα χάλκινα κοντάρια. 55 +και όσ' ήτο αυγή και τ' άγιο φως αύξαινε της ημέρας, +προς τους πολλούς τον πόλεμον κρατούσαμεν οι ολίγοι• +αλλ' άμ' ο ήλιος έγερνεν, όταν τα βώδια λυώνται, +τους Αχαιούς εσύντριψαν οι Κίκονες κ' εσπρώξαν. +έξι ανδρειωμένοι σύντροφοι μέσ' από κάθε πλοίο 60 +χάθηκαν και απ' τον θάνατον σωθήκαμεν οι άλλοι. +θλιμμένοι εμπρός επλέαμεν, μακράν από τον χάρο +πρόθυμ', αλλά των ποθητών συντρόφων στερημένοι. +αλλά δεν μου ξεκίνησαν τα ισόμετρα καράβια, +πριν τρεις φωνάξουμε φοραίς τους άμοιρους συντρόφους, 65 +όσους 'ς τον κάμπον έστρωσαν τ' ακόντια των Κικόνων. +και ο Δίας μας εσήκωσεν ο νεφελοσυνάκτης +ζάλην φρικτήν απ' τον Βορηά, κ' ετύλιξε 'ς τα νέφη +πόντον και γην, κ' εχύθηκεν απ' τον αιθέρα νύκτα• +κ' έτρεχαν επικέφαλα, και τα πανιά τους όλα 70 +έσχισεν, ετετάρτιασεν η δύναμι του ανέμου, +κάτω τα εσύραμεν ευθύς, μη μας καταποντίσουν, +και λάμνοντας εφέραμεν εις την στερηά τα πλοία. +ασάλευτοι αυτού μείναμε δυο 'μέραις και δυο νύκταις, +και την καρδιά μας έτρωγεν η μέριμνα και ο κόπος. 75 +η τρίτη ως έλαμψεν αυγή, τα κάτασπρα πανία +εις τα κατάρτια απλώσαμε, καθίσαμε και ωδήγαν +τα πλοία μας ο άνεμος ομού και οι κυβερνήταις. +και άβλαπτος τότε θα' φθανα 'ς την ποθητήν πατρίδα, +αλλ' ως τον Μαληά γύριζα, το κύμα και το ρεύμα 80 +και ο Βορηάς πολύ μακράν μ' έδιωξαν των Κυθήρων. +κατόπιν άνεμοι κακοί μ' έδερναν εννηά 'μέραις, +'ς την ιχθυοφόρα θάλασσαν ήλθαμε την δεκάτη +των Λωτοφάγων εις την γη, 'πώχουν τροφή τους άνθη. +'ς την γην εβγήκαμε, νερό επήραμε από βρύσι, 85 +και οι σύντροφοι εγευμάτισαν προς τα γοργά καράβια. +και το φαγί και το πιοτό άμα ευφρανθήκαμ' όλοι, +τότε συντρόφους έστειλα, να υπάγουν και να μάθουν +ποιοι σιτοφάγοι άνθρωποι 'ς την γην εκείνην ήσαν, +δύο διαλεκτούς, και κήρυκα μ' αυτούς έσμιξα τρίτον. 90 +επήγαν κ' επλησίασαν τους Λωτοφάγους άνδραις, +και τούτοι των συντρόφων μας κακό δεν μελετούσαν +κανένα, αλλά τους έδωσαν λωτό να δοκιμάσουν. +και άμα εγευόνταν τον καρπό, 'που ήταν γλυκός 'σαν μέλι, +να γύρουν πλειά δεν έστεργαν, ουδ' είδησι να φέρουν. 95 +αλλά να μένουν ήθελαν σιμά των Λωτοφάγων, +λωτό να τρώγουν, την γλυκειά πατρίδα λησμονώντας. +εις τα καράβια εγώ με βια τους γύρισα κ' εκλαίαν, +και εις τα ζυγ' αποκάτωθε τους έσυρα δεμένους. +ν' αναιβούν τότ' επρόσταξα των άλλων των συντρόφων 100 +'ς τα γοργά πλοία με σπουδή, μη κάποιος απ' εκείνους +φάγη λωτό, και την γλυκειά πατρίδα λησμονήση. +εμπήκαν, αραδιάσθηκαν εις τα σανίδια κείνοι, +και την λευκή την θάλασσα με τα κουπιά βροντούσαν. + +Εκείθ' επλέαμεν εμπρός με την ψυχή θλιμμένη. 105 +και των Κυκλώπων εις την γη, των υβριστών, ανόμων, +εφθάσαμε, οπού 'ς των θεών την δύναμι θαρρώντας, +ούτε φυτό φυτεύουσιν, ούτε πότ' αλατρεύουν, +αλλ' άσπαρτ', αναλάτρευτα, τα πάντα εκεί φυτρόνουν, +σίτοι, κριθάρια, και άμπελοι, και δίδει κρασί πλήθος 110 +ο μεγαστάφυλος καρπός, καθώς τον βρέχει ο Δίας. +βουλών δεν έχουν αγοραίς, και νόμους δεν γνωρίζουν, +αλλά ταις άκραις κατοικούν βουνών υψηλοτάτων +εις βαθειά σπήλαια, και καθείς 'ς την σύντροφο, 'ς τα τέκνα +είναι κριτής, ουδέποτε προσέχει προς τον άλλον. 115 + +Άγριον απλόνεται νησί παρέξω απ' τον λιμένα, +ούτε σιμά, και ούτε μακράν της χώρας των Κυκλώπων, +σύδενδρο, και αγριόγιδα 'ς εκείνο μέσα βόσκουν, +αμέτρητα• ότι πάτημα δεν τα εμποδίζει ανθρώπων, +ουδέ κει μπαίνουν κυνηγοί, 'που συνηθούν 'ς τα δάση 120 +να δέρνωνται, αναβαίνοντας ράχαις και κορφοβούνια. +ποίμνια δεν το σκεπάζουσι, και αλέτρια δεν το σχίζουν, +αλλ' άσπαρτο, αναλάτρευτο, και ολόρφανο απ' ανθρώπους +ολοκαιρής, είναι βοσκή 'ς τα γίδια 'που βελάζουν. +τι πλοία κοκκινόπλωρα οι Κύκλωπες δεν έχουν, 125 +ούτ' έχουν πλοίων ξυλουργούς, 'που εκείνων θα εμορφόναν +καλόστρωτα πλεούμενα, χρήσιμα να 'ναι εις όλα, +'ς ταις πολιτείαις φθάνοντας, ως τους ανθρώπους βλέπεις +το πέλαο να συχνοπερνούν απ' το 'να εις τ' άλλο μέρος• +και αυτοί θα τους εσύσταιναν καλόκτιστην την νήσο. 130 +κακή δεν είναι• θα 'φερνε κάθε καρπό 'ς την ώρα, +ότι της λευκής θάλασσας 'ς την άκρη τα λειβάδια +υγρά θωρείς και μαλακά• και άφθαρτ' αμπέλια θα 'χε• +και για τ' αλέτρ' είναι ομαλή• τον σίτο 'ς τον καιρό του +βαθειά πολύ θα εθέριζαν, ότ' είναι η γη παχεία. 135 +κ' έχει λιμέν' ακίνδυνον, οπού σχοινιά δεν θέλει, +είτε να ρίχνουν άγκυραν, είτε να δένουν πρύμη, +αλλ' αραγμένοι προς την γη να μένουν, ως 'που οι ναύταις +να ξεκινήσουν πρόθυμα, άμα φυσήση πρύμος. +και εις του λιμένα την κορφή νερό καθάριο ρέει, 140 +άντρο αποκάτω μια πηγή, και ολόγυρα έχει λεύκαις. +αυτού εμπαίναμε• θεός κάποιος μας οδηγούσε, +'ς το σκότος μέσα της νυκτός, 'π' αθώρητα ήσαν όλα. +ότι καταχνιά κύκλονε τα πλοία, και η σελήνη +δεν έφεγγε απ' τον ουρανό και νέφη την εκρύβαν. 145 +και το νησί δεν ξάνοιξε κανείς μας με τα μάτια, +ουδέ τα μακρυά κύματα 'ς την γην όπως κυλούσαν +είδαμε, πριν τα πλοία μας 'ς την άκρα προσαράξουν. +και άμ' άραξαν, εσύραμε κατ' όλα τα πανιά τους, +'ς την γην εβγήκαμε κ' εμείς, και, αφού πήραμ' ολίγον 150 +ύπνον, επεριμέναμεν η άφθαρτ' Ηώ να φέξη. + +Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, +και το νησί θαυμάζοντας γερνούσαμε άνω, κάτω. +και η νύμφαις, κόραις του Διός, απ' τα όρη ξεκινήσαν +τα γίδια, ναύρουν έτοιμο το γεύμα οι σύντροφοί μου. 155 +τα τόξ' αμέσως τα κυρτά και τα μακρυν' ακόντια +απ' το καράβι πήραμε, και, εις τρεις βαλμένοι τάξεις, +ρίχναμε, κ' έδωσε ο θεός ευφραντικό κυνήγι. +μ' ακολουθούσαν δώδεκα πλοία, και εις το καθένα +εννέα γίδες έμειναν, αφού μου δώσαν δέκα. 160 +αυτού τότ' εκαθόμασθε, ολημέρα ως το δείλι +μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό φαγοποτώντας. +ότι το κόκκινο κρασί δεν είχε λείψει ακόμη +'ς τα πλοία, τ' είχαμε ο καθείς γεμίσει ταις λαγήναις, +την ιερή 'σαν πήραμε την πόλι των Κικόνων. 165 +και των Κυκλώπων βλέπαμε την γη, 'που ήταν πλησίον, +και τον καπνό, και την φωνήν αυτών και των προβάτων. +και ο ήλιος άμα εβύθισε κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα, +εμείς αναπαυθήκαμε 'ς την άκρα της θαλάσσης. +εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, 170 +κ' έκαμα εγώ συνάθροισι και μέσα εις όλους είπα• +«σεις οι άλλοι φίλοι σύντροφοι, να μείνετ' εδώ τώρα• +εγώ με τα καράβι μου και με τους ιδικούς μου +συντρόφους θέλα πάω να ιδώ να μάθω τίνες είναι +οι άνθρωποι τούτοι, είναι υβρισταίς, άγριοι και όχι δίκαιοι, 175 +ή τε φιλόξενοι και αυτών θεόφοβ' είναι η γνώμη». + +Και εις το καράβι ανέβηκα και των συντρόφων είπα +να λύσουν τα πρυμόσχοινα και ν' αναιβούν• κ' εκείνοι +εμπήκαν και αραδιάσθηκαν ευθύς εις ταις σανίδαις, +και την λευκή την θάλσσα με τα κουπιά βροντούσαν. 180 +και ότε εις τον τόπο φθάσαμεν, οπού μακράν δεν ήταν, +εις άκραν σπήλαιον είδαμε, 'ς το χείλος της θαλάσσης, +υψηλό, δαφνοσκέπαστο κει μέσα εξενυκτούσαν +κοπάδια, γιδοπρόβατα πολλά, και αυλήν τριγύρω +υψηλήν είχεν εις χωσταίς πέτραις βαθειά κτισμένην, 185 +κ' υψηλοφούντωτα ιδρυά, πεύκ' υψηλοί, την φράζαν. +άνδρας θεόρατος αυτού ξενύκταε, 'που βοσκούσε +τα ποίμνια μόνος ξέμακρα, ουδ' έσμιγε με άλλους, +αλλ' έτρεφεν ανάμερα κάθε ανομιά 'ς τον νου του. +τι θαύμα ήταν θεόρατον, ουδέ των σιτοφάγων 190 +ώμοιαζε ανδρών, αλλ' ώμοιαζεν ως κορυφή λογγώδης, +'που υψόνεται ολομόναχη 'ς την μέση απ' άλλα όρη. + +Και αφού τους άλλους πρόσταξα αγαπητούς συντρόφους +σιμά 'ς το πλοίο να σταθούν και αυτού να το φυλάγουν, +διάλεξα δώδεκ' απ' αυτούς κ' εκίνησα μαζή τους. 195 +κ' είχ' ασκί τράγινο, γλυκό μαύρο κρασί γεμάτο• +μου τόχε δώσει ο Μάρωνας, ο γόνος του Ευανθέα +ιερέας του Απόλλωνα, προστάτη της Ισμάρου. +με τον υιόν τον σώσαμε και με την σύντροφόν του, +φοβούμενοι, ότι εγκάτοικος 'ς το δάσος αυτός ήταν 200 +του Φοίβου Απόλλωνα, και αυτός λαμπρά μου 'δωσε δώρα. +επτά μου 'δωσε τάλαντα, έργα χρυσά και ωραία, +κ' έναν κρατήρα ολάργυρο• και δώδεκα λαγήναις +άδολο γέμισε κρασί, γλυκό, πιοτόν ουράνιο, +'που δεν το γνώριζε κανείς 'ς το σπίτι του υπηρέτης, 205 +ούτε θεράπαιν', αλλ' αυτός και η πολυαγαπημένη +γυνή του και η κελλάρισσα το ήξευρε μόνη μία• +και ότ' έβαζε το κόκκινο γλυκό κρασί να πίνουν, +εις μέτρα νερό δώδεκα έχυν' ένα ποτήρι, +και απ' ευωδιάν ανέκφραστη τριόντιζε ο κρατήρας• 210 +κανείς τότε δεν θα 'στεργε το κέρασμα ν' αφήση. +μέγαλο ασκί πήρ' απ' αυτό και τρόφιμα εις δισάκκι, +ότι απ' αρχής εμάντευσεν η ανδρική ψυχή μου +'π' άνδρας ζωσμένος δύναμιν μεγάλην θα 'λθη εμπρός μου, +άγριος, 'που δεν θα εγνώριζε δίκαια ποσώς ή νόμους. 215 + +Ήλθαμ' εις τ' άντρ' ογλήγορα και μέσ' αυτός δεν ήταν, +αλλ' έβοσκεν εις ταις βοσκαίς τα σαρκωμέν' αρνιά του. +και ως φθάσαμ' εκυττάζαμεν όσά 'χε μέσα τ' άντρο• +τα τυροβόλια γεμιστά, και η μάνδρες στοιβασμέναις +αρνιά κ' ερίφια• κ' είχε τα ξεχωριστά κλεισμένα, 220 +τα πρώιμ' αλλού, τα δεύτερα αλλού, και αλλού τα τρίτα. +και όλα επλημμύριζαν ορό, και κάδοι και σκαφίδες, +τ' αγγεία τα καλόφθειαστα, 'π' άρμεγε αυτός το γάλα. +τότε με λόγια οι σύντροφοι θερμά μ' επαρακάλουν, +απ' τα τυριά να πάρουμε και φεύγοντας με βία 225 +αρνιά κ' ερίφια γλήγορα να σύρουμ' απ' ταις μάνδραις +'ς το πλοίο μας, και τα πικρά να σχίσουμε πελάγη. +να 'χα δεχθή την γνώμη τους! αλλ' είχε βάλει ο νους μου +κείνον να ιδώ και ξενικά να μου χαρίση δώρα• +και αχ, να φανή δεν έμελλε τερπνός εις τους συντρόφους! 230 + +Και αφού φωτιάν ανάψαμε κ' εκάμαμε θυσία, +εφάγαμ' από τα τυριά, κ' εκείνον καρτερώντας +καθόμασθε• ήλθε απ' την βοσκή, και από φρυγμένα ξύλα +έφερνε βάρος φοβερό, να τα 'χη για τον δείπνο• +και εις τ' άντρο μέσα ως το 'ριξε φρικτόν σήκωσε βρόντο• 235 +τρέμοντας εσυρθήκαμε 'ς του άντρου μες τα βάθη. +τα παχειά πρόβατ' έμπασε 'ς το ευρύχωρο το σπήλαιο. +όλα όσα εκείνος άρμεγε, τ' αρσενικ' άφησ' έξω, +τράγους, κριάρια, 'ς τον βαθύ τον γύρο της αυλής του. +κ' ευθύς εσήκωσ' έβαλε θυρόπετρα μεγάλη 240 +βαρειά πολύ, 'που από την γη να σείουν δεν θ' αρκούσαν +είκοσι δυο τετράκυκλα καλοφθειασμέν' αμάξια. +με τέτοιον βράχον άμετρον έφραξ' αυτός την θύρα. +και άρμεγε αυτού καθήμενος γίδαις και προβατίναις +με τάξι, κ' έπειτ' έβαζε της καθεμιάς τ' αρνί της. 245 +και αφού 'χε πήξει το μισό από το λευκό γάλα, +τα εμάζευσε και το 'θεσεν εις τα πλεκτά καλάθια• +και τ' άλλο μισό 'πώμεινε το 'βαλε μες τ'αγγεία, +έτοιμο για τον δείπνο του, να παίρνη και να πίνη. +και άμ' όλα εκείνος βιαστικά τα έργα του είχε κάμει, 250 +την στιά ξανάναφτε, κ' εμάς κυττώντας είπε• «ω ξένοι, +ποιοι είσθε; πόθεν πλέετε τους δρόμους της θαλάσσης; +να εμπορευθήτ' εβγήκετε, ή του κακού πλανάσθε +'ς τα πέλαγα ως οι πειραταίς; πλανώνται αυτοί και φέρουν, +την ζωή τους κινδυνεύοντας, βλάβη των αλλοφύλων». 255 + +Αυτά πε• και η καρδία μας εκόπη από τον τρόμο• +ότι βαρύ 'χε μούγκρισμα, κ' εκείνος ήταν τέρας• +αλλ' όμως εγώ απάντησα ευθύς 'ς το ερώτημα του• +«εμείς πλανώμενοι Αχαιοί ήλθαμε από την Τροία, +ως οι άνεμοι στην άβυσσο μας σπρώξαν της θαλάσσης 260 +εις δρόμους άλλους πάντοτε μακράν απ' την πατρίδα• +τούτα διώρισε η βουλή και η θέλησι του Δία. +στρατιώταις του Αγαμέμνονα καυχόμασθε, τον Ατρείδη, +'που τώρα η δόξα του αντηχεί 'ς τα πέρατα τον κόσμου, +την πόλιν αφού ερήμωσε την δυνατήν και πλήθη 265 +πολλών εξέκαμε λαών κ' εμείς εδώ φθασμένοι +'ς τα γόνατα σου πέφτουμε, να μας φιλοξενήσης, +ή άλλο να δώσης χάρισμα, ως συνηθούν των ξένων. +σέβου, ω μεγάλε, τους θεούς• ικέταις σου μας έχεις• +των ξένων και των ικετών εκδικητής ο Δίας 270 +ο ξένιος, 'που τους ιερούς τους ξένους συνοδεύει». + +Είπα, και μ' άσπλαχνη καρδιά μου αντείπ' ευθύς εκείνος• +«ω ξένε, ή τ' είσαι ανόητος, ή τ' έρχεσ' από πέρα, +'που να φοβώμαι τους θεούς ή να ψηφώ μου λέγεις• +δεν ψηφούν, όχ', οι Κύκλωπες τον Δί' αιγιδοφόρο 275 +ουδέ τους μάκαραις θεούς• είμασθ' ανώτεροί τους• +ουδ' από φόβο του Διός εσένα ή τους συντρόφους +εγώ ποτέ θα λυπηθώ, αν δεν το θέλω ατός μου• +αλλά το καλοκάμωτο που άραξες καράβι, +εις κάποιαν άκραν ή σιμά; λέγε μου, να το μάθω». 280 + +Αυτά 'πε δοκιμάζοντας, αλλά δεν απατιόνταν +ο νους μου ο πολυπόθητος και αντείπα εγώ με δόλο• +«το πλοίο μου εσύντριψεν ο σείστης Ποσειδώνας, +κατάβραχ' όπως το 'σπρωξε 'ς κάποια της γης σας άκρα, +και άνεμος από την θάλασσα φυσώντας μου το 'πήρε, 285 +κ' εγώ με τούτους ξέφυγα την υστερνή μου ώρα». + +Αυτά 'πα, και ο σκληρόψυχος ποσώς δεν απαντούσε• +αλλ' ετινάχθη και άπλωσε τα χέρια 'ς τους συντρόφους, +άρπαξε δυο κ' έκρουσ' αυτούς 'ς την γην ωσάν σκυλάκια, +κ' ερρέαν χάμου τα μυαλά κ' ενότιζαν το χώμα. 290 +και αφού τους εκομμάτιασεν ετοίμαζε τον δείπνο. +κ' έτρωγε• ως λειόντας ορεινός, χωρίς τα ουδέν ν' αφήση, +εντόσθια, σάρκαις, κόκκαλα, κ' ερούφα τα μελούδια• +κ' εμείς 'ς τον Δία κλαίοντας σηκόναμε τα χέρια, +βλέποντας έργ' απάνθρωπα, και ο νους μας απορούσε. 295 +και αφού γέμισ' ο Κύκλωπας την τρίσβαθη κοιλία, +ανθρώπου κρέας τρώγοντας, πίνοντας γάλ' ακράτο, +κείτονταν 'ς τ' άντρο τεντωτός 'ς την μέση των προβάτων. +κ' είπε η γενναία μου ψυχή το ακονητό σπαθί μου +να ξεγυμνώσω επάνω του, 'ς το στήθος να το εμπήξω 300 +εκεί, 'που το διάφραγμα σκεπάζει το συκώτι. +αλλ' ήλθεν άλλος στοχασμός και μου άλλαξε την γνώμη• +ότι κ' εμείς θα ευρίσκαμε τον θάνατο μαζή του, +ότι δεν θάμαστε αρκετοί απ' την υψηλή θύρα +τον βράχο να κινήσουμε βαρύν, οπού 'χε βάλει. 305 +και αυτού βαρυστενάζαμε πότε να φέξ' η ημέρα• +και ως φάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ, πάλιν εκείνος +έκαμνε στιά και ταις καλαίς άρμεγε προβατίναις +με τάξι, κ' έπειτ' έβαζε της καθεμιάς τ' αρνί της. +και άμ' όλα εκείνος βιαστικά τα εργα του είχε κάμει, 310 +άρπαξε πάλι δυο μαζή κ' ετοίμασε το γεύμα. +χορτάτος έπειτ' έβγαλε τα πρόβατ' από τ' άντρο, +αφού τον βράχον εύκολα εσήκωσε απ' την θύρα +και τον ξανάβαλ' έπειτα, ως σκέπασμα εις φαρέτρα. +και ωδήγα με σουριγματιαίς τα πρόβατα εις τα όρη 315 +ο Κύκλωπας• κ' εγώ 'μένα και ολέθριαις είχα γνώμαις, +να εκδικηθώ, κ' η Αθηνά την δόξα να μου δώση• +και ιδού ποια συμφερώτερη τότε μου εφάνη γνώμη• +'ς την μάνδρα μέγα ρόπαλο του Κύκλωπα ήταν χάμου, +χλωρόν, ελάινο, και είχε το κόψει να το φοράη 320 +όταν φρυγή• και ως το είδαμε κατάρτι μας εφάνη +αρμόδιο για εικοσίκουπο καράβι πισσωμένο, +απ' τα πλατειά φορτωτικά, 'που σχίζουν τα πελάγη• +'ς το μάκρος τόσο εφαίνονταν και τόσον εις το πλάτος. +το επήρα και όσο μιαν ορυιάν έκοψα εγώ του ξύλου, 325 +και των συντρόφων το 'δωσα και να το ξύσουν είπα. +κείνοι καλά το εγλύστρωσαν• και σουβλερό 'ς την άκρη +το 'καμα εγώ και με σπουδή το επύρονα εις την φλόγα• +τ' απόθωσ' έπειτ' εύμορφα και το 'κρυψα 'ς την κόπρο, +'που ήταν χυμένη αμέτρητη μες τ' άντρο απ' άκρ' εις άκρη. 330 +κ' είπα λαχνόν οι σύντροφοι να ρίξουν, ποιος θα τύχη +μ' εμέ να υψώση τον λοστό, μ' ανδρειά να τον εμπήξη, +άμα γλυκαποκοιμηθή, 'ς του Κύκλωπα το μάτι. +κ' έλαχαν κείνοι, 'που 'θελα, ως να 'σαν διαλεκτοί μου, +τέσσαρες, κ' εμετρήθηκα πέμπτος εγώ μ' εκείνους. 335 +κ' ήλθε με τα καλόμαλλα πρόβατ' αυτός το βράδι• +τα σαρκωμένα πρόβατα έμπασε μέσα 'ς τ' άντρο +όλα, και 'ς τον αυλόγυρο δεν άφησε κανένα• +ή μόνος κάτι ενόησεν ή πρόσταγμ' ήταν θείο. +κ' εσήκωσ' ευθύς κ' έβαλε τον βράχον εις την θύρα. 340 +και άρμεγε αυτός καθήμενος τα πρόβατα, ταις γίδαις, +με τάξιν, κ' έβαζ' έπειτα της καθεμιάς τ' αρνί της. +και άμ' όλα εκείνος βιαστικά τα έργα του είχε κάμει, +άρπαξε πάλι δυο μαζή κ' ετοίμασε τον δείπνο. +και τότ' εγώ τον Κύκλωπα πλησίασα και του 'πα, 345 +μ' ένα καυκί 'ς τα χέρια μου, μαύρο κρασί γεμάτο• +«Κύκλωπα, λάβε, πιε κρασί, 'π' ανθρώπινο έχεις φάγει +κρέας, να ιδής 'ς το πλοίο μου πιοτό 'που 'χα κρυμμένο• +κ' εγώ σου το 'φερα σπονδήν, ίσως εμ' ελεήσης, +και εις την πατρίδα στείλης με• ά! συ φρικτά μανίζεις. 350 +άσπλαχνε, πώς άλλος θα 'λθή να σε σιμώση πλέον, +απ' όπου υπάρχουν άνθρωποι, τόσ' άνομ' αφού πράζεις;» + +Αυτά 'πα, και το επήρε αυτός, το ρούφηξε κ' ευφράνθη +'ς το γευτικώτατο πιοτό, και άλλο μου εζήτ' ακόμη• +«δος μου και πάλιν πρόθυμα, και αμέσως τ' όνομά σου 355 +ειπέ, να λάβης χάρισμα, 'που να χαρή η ψυχή σου. +ότι κ' εδώ γεννά κρασί πολύ και των Κυκλώπων +ο μεγαστάφυλος καρπός, όπως τον βρέχει ο Δίας• +αλλ' αμβροσίας στάλαγμα και νέκταρος τούτ' είναι». + +Αυτά 'πε• και το φλογερό κρασί του 'δωσα πάλι• 360 +και τρεις του εγέμισα φοραίς, τρεις τ' άδειασε ο χαμένος. +και ως το κρασί κυρίευσε του Κύκλωπα ταις φρέναις, +τότε τον επροσφώνησα με λόγια πτερωμένα• +«Κύκλωπα, το ένδοξ' όνομα, 'που μ' ερωτάς, σου λέγω• +και, ως υποσχέθηκες, εσύ θα με φιλοδωρήσης. 365 +Ουδένας ονομάζομαι, εμέ λέγουν Ουδένα +η μάννα και ο πατέρας μου και ο κάθε γνώριμός μου». + +Είπα, και μ' άσπλαχνη καρδιά μου αντείπ' ευθύς εκείνος• +«και τον Ουδέναν ύστερον θα φάγω απ' τους συντρόφους• +τους άλλους όλους πρότερα• ιδού ποιο θα 'χης δώρο». 370 + +Αυτά 'πε, κ' εξαπλώθηκε• τ' ανάσκελα πεσμένος +τον παχύν σβέρκον έγυρε 'ς το πλάγι• ωστόσ' ο ύπνος +τον έπιανε ο πανδαμαστής• και απ' το λαρύγγι εβγαίναν +κρασί και ανθρώπιναις χαψιαίς, 'ς την μέθη του ως εξέρνα• +και τον λοστό τότ' έχωσα 'ς την αναμμένη στάκτη 375 +να πυρωθή, κ' εμψύχονα με λόγους τους συντρόφους +όλους, μη κάποιος απ' αυτούς δειλιάση και μου φύγη• +αλλ' ότ' ο ελάινος λοστός αστράφτοντας εφάνη +ότι θ' ανάψη, αν και χλωρός, απ' την φωτιά τον πήρα +εγώ σιμά, κ' εστέκονταν τριγύρω οι σύντροφοί μου• 380 +αλλά την τόλμην έπνευσε 'ς εμάς δύναμις θεία. +κ' εκείνοι ως πήραν τον λοστό τον σουβλερό, 'ς το μάτι +τον έμπηξαν, και πάλι εγώ τον άμπωθ' απ' επάνω, +τον έστρεφα ως ο ξυλουργός τρυπά δοκάρι πλοίου +με τρύπαν', οπού με λουρί δεμένο από δυο μέρη 385 +άλλοι αποκάτω το κινούν, κ' εκείν' όλο γυρίζει• +'ς το μάτι εκείνου όμοια κ' εμείς το πυρωμένο ξύλο +γυρίζαμε και τον δαυλόν περίβρεχε το αίμα. +και όπως η κόρη εκαίονταν ο αχνός καψάλισ' όλα, +βλέφαρα, φρύδια, και 'ς τα πυρ κροτούσαν μέσα η ρίζαις. 390 +και ως ότε σκέπαρν' ο χαλκηάς ή και τρανήν αξίνα +βυθίζεις το ψυχρό νερό, κ' εκείνη αχολογάει, +και βάφεται, 'που η δύναμις αύτ' είναι του σιδήρου• +όμοια τριγύρω εις τον δαυλόν έσιζε αυτού το μάτι. +κ' έβγαλε μούγκρισμα φρικτό, που εβρόντα γύρ' ο βράχος, 395 +κ' εμείς φύγαμε τρέμοντας, και από το μάτι εκείνος +έσυρεν έξω το δαυλί 'ς αίμα πολύ βαμμένο. +από σιμά του το 'ριξε μακράν, χερομανώντας, +και μεγαλόφων' έκραξε τους Κύκλωπαις, οπού 'χαν +κατοικιά μέσα 'ς ταις σπηλιαίς, ς' τ'ανεμισμένα όρη. 400 +άκουσαν κείνοι την βοή, κ' εδώθ' εκείθ' ερχόνταν, +και γύρω εις τ' άντρο εστέκονταν, και τι τον θλίβει ερώταν• +«τι σε λυπεί, Πολύφημε, και τόσην βοή σέρνεις, +'ς την νύκτα την αθάνατη και κόβεις μας τον ύπνο; +μη τάχα κάποιος των θνητών τα πρόβατα σου αρπάζει; 405 +ή μη φονεύει κάποιος σέ με δόλον ή με βία;» + +Και ο δυνατός Πολύφημος απ' τ' άντρον είπ' «ο Ουδένας, +αγαπητοί, φονεύει με, με δόλο, ουδέ με βία». + +Κ' εκείνοι ευθύς του απάντησαν με λόγια πτερωμένα• +αλλ' αν μηδ' ένας σ' ενοχλεί κ' είσαι αυτού μέσα μόνος, 410 +πληγή του παντοδυνάμου Διός γιατρειά δεν έχει• +αλλ' εύχου εις τον πατέρα σου τον μέγαν Ποσειδώνα». + +Αυτά 'παν κείνοι κ' έφυγαν κ' εγέλασε η καρδιά μου +πως τ' όνομά μου απάτησε κ' η αλάθευτή μου γνώσι. +και ο Κύκλωπας εστέναζε, με πόνους και με οδύναις, 415 +και ψηλαφώντας σήκωσε τον λίθον απ' την θύρα, +και αυτού 'ς την θύρα κάθισεν απλόνοντας τα χέρια, +κάποιον να πιάση, ως έβγαινε 'ς την μέση των προβάτων• +πως θα 'μουν τόσο εγώ μωρός είχε 'ς τον νου του ελπίδα. +και ωστόσο τον καλήτερον τρόπον εζήτα ο νους μου, 420 +ναύρω απ' τον θάνατον φυγή της συντροφιάς κ' εμένα. +και απείρους δόλους ύφαινα, τέχναις πολλαίς, ως πρέπει +για την ζωή• τι συμφορά μεγάλ' ήταν κοντά μας. +και ιδού ποια συμφερώτερη τότε μου εφάνη γνώμη. +ήσαν αρνιά καλόθρεφτα, εύμορφα και μεγάλα, 425 +'π' ως το γιοφύλλι εμαύριζε το δασερό μαλλί τους. +σιγά με βούρλα τα 'δεσα καλόστριφτ', απ' εκείνα +'που τα 'χε στρώμα ο Κύκλωπας, τ' άνομο εκείνο τέρας• +τριπλά, τριπλά• το μεσινόν έφερνεν έναν άνδρα, +τα δυο 'ς το πλάγι εβάδιζαν κ' έσωζαν τους συντρόφους• 430 +ώστ' έναν άνθρωπον τρι' αρνιά βαστούσαν και εις εκείνα +κριάρ' είδα λαμπρότατο, κ' ευθύς από τα νώτα +το 'πιασα εγώ, τυλίχθηκα 'ς την δασερή κοιλιά του, +και από το πλούσιο του μαλλί πιασμένος με τα χέρια +σφικτά κρατιούμουν, κ' έμενα μ' αδάμαστην καρδία. 435 + +Αυτού βαρυστενάζαμε πότε να φέξ' η ημέρα. +εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, +και της κοπής τ' αρσενικά να βόσκουν πεταχθήκαν, +κ' εβέλαζαν ανάρμεκτα τα θηλυκά 'ς ταις μάνδραις, +ότ' οι μαστοί τους έσκαζαν και ο κύριος σπαραγμένος 440 +από τους πόνους έψαχνε ταις ράχαις των προβάτων +όλων, ως στέκονταν ορθά, ουδ' ένοιωσε ο χαμένος +'που 'σαν δεμένοι 'ς ταις δασειαίς αγκάλαις των προβάτων. +κ'έβγαινε απ' όλα υστερνό 'ςτην θύρα το κριάρι, +αγκουσεμένο απ'το μαλλί κ'εμέ τον δολοπλόκον. 445 +εμάλαζέ το ο δυνατός Πολύφημος και του 'πε• +«καλό κριάρι, απ' τ' άντρο πώς μου 'βγήκες των προβάτων +ύστερος; και δεν έμενες ως τώρα οπίσω απ' τ' άλλα, +αλλά συ πρώτος έκοβες τ' άνθη απαλά της χλόης +μακροπατώντας, κ' έφθανες ο πρώτος 'ς τα ποτάμια, 450 +και πρώτος ήσουν πρόθυμος 'ς την μάνδρα να γυρίσης, +το εσπέρας• τώρ' είσ' ύστερος• τω όντι, του κυρίου +ποθείς το μάτι, 'πώσβυσε κακούργος με συντρόφους +κακούς, αφού με κέρασμα τα λογικά μου επήρε, +ο Ουδένας, 'που απ' τον συντριμμό, θαρρώ, δεν θα λυτρώση. 455 +και αν ήσουν σύμφωνος μ' εμέ, και ομίλημ' αποκτούσες, +να ειπής που κείνος κρύβεται από την δύναμί μου, +θα 'βλεπες τότε σκορπιστά 'ς το σπήλαιο τα μυαλά του +'ς την γη σκασμένα, και άνεσι θα 'λάμβανε η ψυχή μου +των κακών, όσα μώδωσεν ο ουτιδανός Ουδένας». 460 + +Είπε και απόλυσεν ευθύς να έβγη το κριάρι• +και άμ' από τ' άντρο εβγήκαμε και απ' της αυλής τον γύρο, +απ' το κριάρι ελύθηκα κ' έλυσα τους συντρόφους. +και από τ' αρνιά τα παχουλά λιγνόποδα με βία +εκρυφοπαίρναμε πολλά τριγύρω, ως 'που 'ς το πλοίο 465 +εφθάσαμεν• εχάρηκαν οι σύντροφοι ως μας είδαν, +όσους δεν πήρε ο θάνατος• τους άλλους εθρηνούσαν. +αλλ' εγώ κείνων ένευα τα κλάυματα να παύσουν. +κ' είπα τα ωραία πρόβατα, 'που ήσαν πολλά, 'ς το πλοίο +ευθύς να ρίξουν και γοργά να σχίσουν τα πελάγη. 470 +και παρευθύς μπήκαν αυτοί και αραδικώς καθίσαν, +και την λευκή την θάλασσα με τα κουπιά βροντούσαν. +αλλ' ότ' είμασθ' εις διάστημα, 'π' ανθρώπου βοή φθάνει, +λόγους εγώ 'ς τον Κύκλωπα υβριστικούς τότ' είπα• +«Κύκλωπα, δεν σου μέλλονταν να 'ναι δειλός ο άνδρας, 475 +οπ' άγρια τόσο του 'φαγες 'ς το σπήλαιο τους συντρόφους• +αλλά να σ' εύρουν έμελλον τα κακουργήματά σου• +σκληρέ, πώφαγες άφοβα 'ς την σκέπη σου τους ξένους, +κ' η οργή σ' επήρε του Διός και όλων των αθανάτων». + +Είπα, και τότ' εχόλιασε χειρότερα η ψυχή του, 480 +και απ' όρος μέγα κορυφήν ξεκόλλησε και πέρα +του καραβιού την έρριξεν εμπρός 'ς την μαύρην πλώρη, +εγγύς, ώστ' εκοντόφθασε 'ς του πηδαλιού την άκρα• +και η θάλασσα εταράχθηκεν ως εποντίσθη ο βράχος. +ήλθε το κύμα κ' έφερεν οπίσω τα καράβι 485 +απ τ' ανοικτά και προς την γη τ' ανάγκασε να φθάση. +κ' εγώ παρέξω τ' άμπωσα μ' ένα μακρύ κοντάρι, +και τους συντρόφους 'ς τα κουπιά πρόσταξα ευθύς να πέσουν, +να φύγουμε τον όλεθρο, και με την κεφαλήν μου +τους ένευα• κ' ερρίχθηκαν αυτοί κ' έλαμναν όλοι. 490 +αλλ' ότε διάστημα διπλό πήραμε της θαλάσσης +τον Κύκλωπα προσφώνησα και τότε, αν και τριγύρω +δεν μ' άφιναν οι σύντροφοι με λόγια μελωμένα• +«άνθρωπον άγριον, δύστυχε, τι θέλεις κ' ερεθίζεις; +είδες πετριά 'ς την θάλασσα, 'που γύρισε το πλοίο 495 +κατά την γην, ώστ' είπαμε 'που αυτού θ' αφανισθούμε. +και αν άκουε τότε να ομιλή κάποιον ή να φωνάζη, +ταις κεφαλαίς μας θα 'σπανε και τ' άρμενα του πλοίου, +με κάποιο μάρμαρο σκληρό• τόσο μακρυ' ακοντίζει». + +Είπαν, αλλά δεν έπειθαν την ανδρική ψυχή μου, 500 +αλλά πάλι του ωμίλησα με σπλάχνα μανιωμένα• +«Κύκλωπ', αν κάποιος των θνητών ανθρώπων σ' ερωτήση +η άσχημη πώς έγεινεν η τύφλα του οφθαλμού σου, +ειπέ τους ότι ο πορθητής σ' ετύφλωσ' Οδυσσέας +Λαερτιάδης, κάτοικος της πετρωτής Ιθάκης». 505 + +Αυτά 'πα και στενάζοντας μου απάντησεν εκείνος• +«ωιμένα, ιδές πώς παλαιά ρήματα θεία μ' ηύραν• +ήτο εδώ μάντις άλλοτε, άνδρας καλός, μεγάλος, +ο Ευρυμίδης Τήλεμος, 'ς την μαντικήν ο πρώτος, +'που εγέρασε μαντεύοντας 'ς την μέση των Κυκλώπων• 510 +τούτα όλα εκείνος μώλεγε 'που θα γενούν μια μέρα, +ότι θα χάσω εγώ το φως από τον Οδυσσέα. +αλλ' άνδρας ότι θάρχονταν πάντότ' εγώ θαρρούσα +τρανός, καλός, με δύναμι μεγάλην ενδυμένος• +τώρα μικρό, και ουτιδανόν, αδύναμο ανθρωπάκι 515 +με το κρασί μ' εδάμασε κ' έπειτα ετύφλωσέ με. +αλλ', Οδυσσέα, σίμωσε, να σε φιλοξενήσω, +και να σου κάμω προβοδόν τον μέγαν κοσμοσείστη• +ότ' είμ' εκείνου εγώ παιδί• πατέρας μου καυχιέται• +κ' εμέ θα γιάνη, αν θέλη, αυτός ουδέ κανένας άλλος 520 +των μακαρίων των θεών ή των θνητών ανθρώπων». + +Είπε κ' εγώ του απάντησα• «άμποτε να ημπορούσα +να σου αφαιρέσω την ζωή, και αμέσως να σε στείλω +του Άδη μες την κατοικιά, καθώς τον οφθαλμό σου +να γιάνη δεν θα δυνηθή και αυτός ο κοσμοσείστης». 525 + +Είπα, κ' εκείνος εύχονταν 'ς τον μέγαν Ποσειδώνα, +'ς τον αστροφόρον ουρανόν απλόνοντας τα χέρια• +«ω Ποσειδώνα, εισάκου με, γεωφόρε μαυροχήτη• +αν είμ' υιός σου αληθινά, πατέρα, μην αφήσης +ο Οδυσσηάς ο πορθητής 'ς σπίτι του να φθάση 530 +Λαερτιάδης, κάτοικος της πετρωτής Ιθάκης• +αλλ' αν το θέλ' η μοίρα του να ιδή τους ποθητούς του, +το σπίτι το καλόκτιστο, και την γλυκειά πατρίδα, +ας κακοφθάση αργά πολύ και από συντρόφους έρμος, +με ξένην πλώρη, και κακά 'ς το σπίτι μέσα ναύρη». 535 + +Ευχήθη τούτα και άκουσεν αυτόν ο μαυροχήτης. +τότε πολύ τρανώτερον εσήκωσ' άλλον βράχο, +σφενδονιστά τον έσπρωξε με αμέτρητην ανδρεία, +κ' εκείνον έρριξ' όπισθε του μαυροπλώρου πλοίου, +'που το πηδάλι εκόντευσε να εγγίξη, και απ' τον βράχο 540 +όλη εταράχθ' η θάλασσα, και άμπωσ' εμπρός το κύμα +το πλοίο, και τ' ανάγκασεν εις την στερηά να φθάση. +και όταν 'ς την νήσο φθάσαμε, 'που τα καλοστρωμένα +καράβια τ' άλλα ήσαν μαζή, και οι σύντροφοι τριγύρω +καθήμενοι αυτού κλαίοντας εμάς επεριμέναν, 545 +'ς τον άμμο επάνω εσύραμε κ' εστήσαμε το πλοίο, +κ' εμείς κατόπι εβγήκαμε 'ς την άκρα της θαλάσσης, +του Κύκλωπα τα πρόβατα εφέραμ' απ' το πλοίο, +κ' ίσια τα μοιρασθήκαμε να μη κλαυθή κανένας. +και ως εμοιράζονταν τ' αρνιά, 'ς έμενα το κριάρι 550 +έδωσαν δώρο οι σύντροφοι• το 'σφαξα εγώ 'ς τον άμμο +του μαυρονέφελου Διός, οπ' όλων βασιλεύει, +και τα μεριά του πρόσφερα' κ' εκείνος 'ς την θυσία +δεν πρόσεχε, αλλ' εσπούδαζε το πώς να χαθούν όλοι +οι ποθητοί μου σύντροφοι και τα καλά καράβια. 555 + +Αυτού τότ' εκαθόμασθεν, ολήμερά ως το δείλι +μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό φαγοποτώντας. +και ο ήλιος άμ' εβύθισε, κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα, +ν' αναπαυθούμ' επέσαμε 'ς την άκρα της θαλάσσης, +εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, 560 +και τότε των συντρόφων μου παράγγειλα 'ς τα πλοία +νάμπουν και τα πρυμόσχοινα να λύσουν κείνοι εμπήκαν, +εις ταις σανίδαις κάθισαν με τάξι αραδιασμένοι, +και την λευκή την θάλασσα με τα κουπιά βροντούσαν. +θλιμμένοι επλέαμεν εμπρός, μακράν από τον χάρο 565 +πρόθυμ', αλλά των ποθητών συντρόφων στερημένοι. + + + +Ραψωδία Κ + + + +Σ' την Αιολία φθάσαμε την νήσο, 'που εκατοίκα +ο Ιπποτάδης Αίολος, των αθανάτων φίλος• +πλωτό νησί, και ασύντριφτον ολόγυρα έχει τείχος +χάλκινο, και πατόκορφα γλυστρή πέτρ' αναιβαίνει. +και δώδεκ' είχε αυτός παιδιά 'ς το σπίτι γεννημένα, 5 +έξι κοράσια, και ανθηρά τ' άλλ' έξι παλληκάρια. +εις γάμον αυτός ένωσε τ' αγόρια με ταις κόραις, +και απ' τον πατέρ' αχώριστοι και απ' την χρηστήν μητέρα +συμποσιάζουν, και φαγιά μύρια ποτέ δεν λείπουν. +και κρότους έχουν κ' ευωδιαίς η αυλή και όλο τα δώμα 10 +ολήμερα, και ολονυκτής με ταις σεμναίς συμβίαις +κοιμούντ' εκείν' εις τάπηταις και εις τορνευμέναις κλίναις. +'ς την πόλιν αυτών ήλθαμε και εις τα λαμπρά παλάτια, +ολόκληρο μ' εξένιζε φεγγάρι, και, ως μ' ερώτα, +ένα προς ένα τώλεγα με τάξι εγώ, την Τροία, 15 +και τ' άρμενα των Αχαιών και την επιστροφή τους. +αλλ' ότ' εζήτησα κ' εγώ να με ξεπροβοδήση, +πρόθυμος το προβάδισμα μού ετοίμασεν εκείνος• +έκδαρε βώδι εννηάχρονο και μώδωοε τ' ασκί του, +κ' έδεσε μέσα ταις ορμαίς των ηχηρών ανέμων, 20 +τι των ανέμων φύλακα τον έκαμε ο Κρονίδης, +όποιον εκείνος βουληθή να πάυ' ή να σηκόνη. +με λαμπρό σύρμα το 'δεσε 'ς του καραβιού το βάθος, +ολάργυρο, μη κάπουθεν άχνη περάση ολίγη. +κ' εμ' έστειλε του Ζέφυρου το πνεύμα να οδηγάη 25 +εμάς και τα καράβια μας• αλλά να το τελειώση +δεν έμελλε• εχαθήκαμεν από την αγνωσιά μας. + +Ημέραις εννηά πλέαμεν, άκοπα νύκτα ημέρα, +και την δεκάτην άρχιζε να φαίνεται η πατρίδα, +κ' εβλέπαμ' ήδη ταις φωτιαίς όπ' έκαιαν οι ποιμένες. 30 +'ς ύπνο τότ' έπεσα γλυκόν, σβυμμένος απ' τον κόπο, +τι κανενός δεν άφησα, αλλ' απ' αρχής κρατούσα +τον πόδα, όπως ταχύτερα φθάσουμε 'ς την πατρίδα. +άρχισαν να συνομιλούν ωστόσο οι σύντροφοί μου• +'πώφερνα σπίτι ενόμιζαν ασήμι και χρυσάφι, 35 +'που έμενα τάχ' ο Αίολος εχάρισ' ο γενναίος. +και κάποιος προς τον σύντροφο σιμά του εστράφη κ' είπε• +«Θε μου, πώς είναι αγαπητός παντού και δοξασμένος +τούτος εις όποιαν χώραν πα, και εις όποιο μέρος φθάνη. +και λάφυρα πολύτιμα και πλήθια από την Τροία 40 +φέρνει, κ' εμείς 'που εκάμαμε μ' αυτόν τον ίδιο δρόμο +μ' αδειανά χέρια γέρνουμε 'ς την ποθητήν πατρίδα. +και τούτα τώρ' ο Αίολος του εδώρησε γι' αγάπη• +αλλ' έρχεσθ' εδώ γλήγορα τι να είναι αυτά να ιδούμε, +πόσο χρυσάφι μες τ' ασκί και πόσο υπάρχει ασήμι». 45 + +Είπαν και η κακή νίκησεν η γνώμη των συντρόφων. +το λύσαν, και όλοι εξ' ώρμησαν οι άνεμοι κ' επήρε +αυτούς ο ανεμοστρόβιλος μακράν απ' την πατρίδα +εις τα πελάγη, κ' έκλαιαν• τινάχθηκ' απ' τον ύπνο, +και μες την ακριμάτιστη ψυχή μου εγώ μετρούσα 50 +ή από την πλώρη να ριχτώ και να σβυσθώ 'ς το κύμα, +ή να υποφέρω αμίλητα και εις την ζωή να μείνω. +είπα να μείνω 'ς την ζωή και μέσα εις το καράβι +κειτόμουν ολοσκέπαστος• και η τρικυμιά τα πλοία +'ς το Αιόλιο γύρισε νησί, και οι σύντροφοι εστενάζαν. 55 + +Βγήκαμε τότε και νερόν επήραμε από βρύσι, +και οι σύντροφοι εγευμάτισαν προς τα γοργά καράβια. +και το φαγί και το πιοτόν άμ' ευφρανθήκαμ' όλοι, +κίνησα με τον κήρυκα και μ' έναν των συντρόφων +προς τα εύμορφα τα δώματα του Αιόλου, και τον ηύρα 60 +'πώτρωγε με την σύντροφο και μ' όλα τα παιδιά του. +και άμα εις το δώμα εφθάσαμε, 'ς της θύρας το κατώφλι +καθίζαμεν εθαύμαζαν εκείνοι κ' ερωτούσαν +«πώς ήλθες; ποια μοίρα κακή σ' ευρήκεν, Οδυσσέα; +πρόθυμα εμείς σ' εστείλαμε 'ς την ποθητήν πατρίδα 65 +να φθάσης, εις το δώμα σου, και όπου η ψυχή σου θέλει». + +Αυτά 'παν• τότε απάντησα με την καρδιά θλιμμένη• +«μ' έβλαψαν σύντροφοι κακοί και ολέθριος ύπνος άμα• +αλλ' έχετε την δύναμι και σώσετέ με, ω φίλοι». + +Με τέτοια λόγια θέλησα να τους καταπραΰνω. 70 +εκείνοι έμειναν άφωνοι, και απάντησε ο πατέρας• +«γκρεμίσου ευθύς απ' το νησί, όνειδος των ανθρώπων. +τι κρίμα τώχω να δεχθώ ή να ξεπροβοδήσω +άνδρα, 'που οι μάκαρες θεοί μισούν και κατατρέχουν• +γκρεμίσου, αφού 'δω σ' έστειλεν η οργή των αθανάτων». 75 +είπε και μ' έδιωξεν ευθύς, κ'εγώ βαρειά βογγούσα. + +Εκείθ' επλέαμεν εμπρός, με την ψυχή θλιμμένη. +κ' οι άνδρες όλοι εδείλιαζαν βαρειά λαμνοκοπώντας, +χαμένα, ότι δεν φαίνονταν η επιστροφή μας πλέον. +και ημέραις έξι πλέοντας άκοπα, την εβδόμη 80 +'ς την υψηλήν εφθάσαμεν ακρόπολι του Λάμου +Λαιστρυγονιά Τηλέπυλην, όπου βοσκός, 'που μπαίνει, +βοσκόν, 'που βγαίνει, χαιρετά και τούτος του απαντάει. +άνθρωπος άυπνος ουτού μισθούς θα 'παιρνε δύο, +τον έναν βώδια βόσκοντας, αρνιά λευκά τον άλλον, 85 +τι έχουν τους δρόμους των εγγύς η νύκτ' αυτού και η 'μέρα. +'ς τον εύμορφον εμπήκαμε λιμένα, 'που από βράχους +κλειέται υψηλούς ολόγυρα 'ς το 'να και 'ς τ' άλλο πλάγι, +και άκραις ξεβγαίνουν πετακταίς αντίκρ' η μια της άλλης +'ς την θάλασσα, κ' έχει στενό το στόμα του ο λιμένας. 90 +εκεί μέσ' όλοι ωδήγησαν τα ισόπλευρα καράβια. +και τούτα μέσα εδέθηκαν εις τον βαθύ λιμένα, +σύνεγγυς όλα, ότι ποτέ δεν φούσκονε αυτού κύμα +ούτε μεγάλο, ούτε μικρό, αλλ' άσπρη έχει γαλήνη• +εγώ μόνος εκράτησα έξω το μαύρο πλοίο 95 +αυτού 'ς την άκρα, κ' έδεσα 'ς τον βράχο το σχοινί του. +και ανέβηκα κ' εστάθηκα εις κορυφήν πετρώδη, +και ούτ' έργα εφαίνονταν βωδιών αυτού και ούτ' έργ' ανθρώπων. +τον καπνό μόνον βλέπαμε, 'που από την γην επήδα. +τότε συντρόφους έστειλα να υπάγουν και να μάθουν 100 +ποιοι σιτοφάγοι άνθρωποι 'ς την γην εκείνην ήσαν, +δυο διαλεκτούς, και κήρυκα μ' αυτούς έσμιξα τρίτον. +τον δρόμον ακολούθησαν εκείνοι, όπου τ' αμάξια +τα ξύλ' άπ' τα υψηλά βουνά 'ς την πόλιν καταιβάζαν, +και άντεσαν νέαν, πώπαιρνε νερόν εμπρός 'ς την πόλι 105 +του Αντιφάτη, βασιληά των Λαιστρυγόνων, κόρη. +κατέβ' η νέα 'ς την λαμπρή πηγή, την Αρτακία, +ότι απ' εκείνην έφερναν όλοι νερό 'ς την πόλι. +την επλησίασαν αυτοί, της μίλησαν, κ' ερώταν +ποιος είν' εκείνων βασιληάς, και ποιους εξουσιάζει. 110 +και η κόρη ευθύς τους έδειξε το δώμα του πατρός της. +εις το παλάτι ως έφθασαν την σύντροφόν του ευρήκαν, +'που ως κορφοβούν' ήτο υψηλή, και τους επήρε φρίκη. +έκραξε από την σύνοδον τον άνδρα της εκείνη, +τον Αντιφάτην, οπού ευθύς να τους χαλάση εσκέφθη. 115 +άρπαξε αμέσως κ' έφαγεν τον έναν των συντρόφων• +οι άλλοι δυο πετάχθηκαν και 'ς τα καράβια φθάσαν. +και αυτός 'ς την πόλι σήκωσε βοή, και οι Λαιστρυγόνες, +ως άκουσαν, οι δυνατοί κείθε κ' εδώθ' ερχόνταν +άπειροι, και δεν ώμοιαζαν ανδρών αλλά Γιγάντων. 120 +και με πέτραις αβάστακταις των βράχων απ' ταις άκραις +κτυπούσαν και άρχισε κακός εις τα καράβια κρότος, +οι άνδρες ως φονεύονταν κ' εσπώνταν τα καράβια. +και ως ψάρια τους καμάκιζαν και, άθλιο φαγί, τους παίρναν. +και αυτούς ενώ ξολόθρευαν εις τον βαθύ λιμένα, 125 +απ' το πλευρό μου έσυρα το ακονητό σπαθί μου +κ' έκοψα τα πρυμόσχοινα του μαυροπλώρου πλοίου• +και τους συντρόφους πρόσταξα να πέσουν 'ς τα κουπία +να φύγουμε απ' τον όλεθρο, κ' εκείνοι τρομασμένοι +όλοι ενταυτώ με τα κουπιά την θάλασσαν ταράξαν. 130 +κ' ευφρόσυνα εις το πέλαγος έφυγε από τους βράχους +τους κρεμαστούς το πλοίο μου• τ' άλλ' όλ' αυτού χαθήκαν. + +Θλιμμένοι επλέαμεν εμπρός, μακράν από τον χάρο +πρόθυμ', αλλά των ποθητών συντρόφων στερημένοι. +και 'ς την Αιαία φθάσαμε την νήσο, 'που εκατοίκα 135 +η Κίρκ' η καλοπλέξουδη, δεινή θεά, φωνούσα, +του κακοβούλου αυτάδελφη του Αιήτη• και τους δύο +Ήλιος ο κοσμοφωτιστής εγέννησε και η Πέρση, +εκείνη, 'που του Ωκεανού πάλ' ήταν θυγατέρα. +και αυτού 'ς την άκρη αράξαμε σιγά σιγά το πλοίο 140 +μέσα εις λιμέν' ακίνδυνον θεός μας ωδηγούσε. +βγήκαμ' αυτού κ' εμείναμε δυο 'μέραις και δυο νύκταις, +και την καρδιά μας έτρωγεν η μέριμνα και ο κόπος. +αλλ' ότε η καλοπλέξουδη Ηώ την τρίτη ημέρα +έφερε, το κοντάρι μου και το μαχαίρι επήρα, 145 +και απ' το καράβι ογλήγορα 'ς αγνάντιο βγήκ' επάνω, +έργα θνητών ίσως ιδώ και την φωνήν ακούσω• +ανέβηκα κ' εστάθηκα εις κορυφή πετρώδη, +και απ' την ευρύχωρη την γη καπνός μου εφανερώθη, +της Κίρκης εις τα μέγαρα, 'ς τα πυκνωμένα δάση. 150 +και αμέσως εγώ μέτρησα 'ς τα βάθη της ψυχής μου, +τον μαύρον άμ' είδα καπνόν, να υπάγω εκεί να μάθω. +κ' εύρηκα συμφερώτερο να καταιβώ εγώ πρώτα +'ς το πλοίο μου, 'ς της θάλασσας την άκρα, και αφού δώσω +το γεύμα εις τους συντρόφους μου, να στείλω αυτούς να μάθουν. 155 +αλλ' όταν εις το ισόπλευρο καράβ' είχα σιμώσει, +των θεών κάποιος τότ' εμέ τον έρμον ελυπήθη, +κ' ελάφ' υψηλοκέρατο μεγάλο αυτού 'ς τον δρόμο +μώστειλε, οπού 'ς τον ποταμόν απ' την βοσκή του λόγγου +να ποτισθή κατέβαινεν ο ήλιος το 'χε ανάψει. 160 +κει, 'πώβγαινε, το κτύπησα 'ς το ραχοκόκκαλό του, +και απ' τ' άλλο μέρος πέρασε το χάλκινο κοντάρι. +χάμου βογγώντας έπεσε, κ' επέταξε η πνοή του• +επάτησά το κ' έσυρα το χάλκινο κοντάρι +μέσ' από την λαβωματιά, και απόθωσά το χάμου. 165 +και αφού γύρωθε ανέσπασα και βούρλα και λυγέρια, +κ' έπλεξα όσο μιαν ορυιά σχοινί καλοστριμμένο +απ' τα δυο μέρη, κ' έδεσα του τέρατος τα πόδια, +το 'φερνα κατατράχηλα, κ' επήγαινα 'ς το πλοίο, +'ς τ' ακόντι στηριζόμενος• τέτοιο θεριό μεγάλο 170 +να φέρω δεν θα δύνομουν 'ς τον ώμο μ' ένα χέρι. +εμπρός 'ς το πλοίο το 'ριξα• κ' εσήκωσα τους φίλους, +καθέναν πλησιάζοντας με λόγια μελωμένα• +«ω φίλοι, αν και περίλυποι, δεν θέλει καταιβούμε +'ς τον Άδη, πριν έλθη για μας η ώρα του θανάτου. 175 +αλλ' όσο βρώσι και πιοτό δεν λείπουν 'ς το καράβι, +ας θυμηθούμε το φαγί, να μη μας φθείρ' η πείνα». + +Οι λόγοι μου τους έπεισαν, κ' ευθύς ξεσκεπασθήκαν, +και αυτού 'ς την άκρη βγαίνοντας της άτρυγης θαλάσσης, +το ελάφι εκείνο θαύμαζαν, θεόρατο θερίο• 180 +και αφού το καλό θέαμα θωρώντας ευφρανθήκαν, +χερονιφθήκαν κ' έκαμαν λαμπρότατο τραπέζι. + +Αυτού τότ' εκαθόμασθεν, ολήμερα ως το δείλι +μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό, φαγοποτώντας. +και ο ήλιος άμ' εβύθισε κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα, 185 +αναπαυθήκαμεν εμείς 'ς την άκρα της θαλάσσης. +εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, +κ' έκαμα εγώ συνάθροισι και μέσα εις όλους είπα• +«ω σύντροφοί μου αγαπητοί και λυπημένοι, ακούτε• +που είν' η αυγή δεν ξεύρουμε και που το σκότος είναι, 190 +το μέρος όπου ο φωτιστής ο ήλιος βασιλεύει, +κ' εκείν' όπου σηκόνεται• πλην ας σκεφθούμε τώρα +κάποι' αν υπάρχει μηχανή• κ' εγώ δεν την ευρίσκω. +ότι απ' αγνάντιο πετρωτόν εγώ την νήσον είδα, +'που ωσάν στεφάνι απέραντος την περιζώνει ο πόντος. 195 +κείτεται η νήσος χαμηλή, και μες την μέση εκείνης +είδα καπνόν ανάμεσα 'ς τα πυκνωμένα δάση». + +Κ' εκείνοι εκαρδιοκόπηκαν, τα έργα ως ενθυμούνταν, +'που ο Λαιστρυγόνας έπραξεν ο άγριος Αντιφάτης, +κ' η αμάλακτη του Κύκλωπα καρδιά του ανθρωποφάγου. 200 +σφικτά να κλαίουν άρχισαν, δάκρυα πικρά να χύνουν, +αλλά δεν είχαν όφελος απ' το παράπονό τους. +κ' εγώ απ' αυτούς ισάριθμαις εμόρφωσα δυο τάξες +και δυο τους έβαλ' αρχηγούς• της μιας την αρχηγία +εγώ 'λαβα, ο θεόμορφος Ευρύλοχος της άλλης• 205 +εις χάλκινο περίκρανο τινάξαμε τους κλήρους, +και του Ευρυλόχου εβγήκ' ευθύς ο κλήρος του γενναίου. +κίνησε αυτός με εικοσιδυό συντρόφους, 'π' όλοι εκλαίαν, +κ' εμείς, 'που οπίσω εμέναμεν, εκλαίαμ' ως εκείνοι. +ηύραν εις τόπον ανοικτόν, 'ς της λαγκαδιάς την μέση, 210 +ωραία μαρμαρόκτιστα τα μέγαρα της Κίρκης. +και λύκους είδαν ορεινούς τριγύρω και λεοντάρια, +οπού με κακά βότανα τα 'χε μαγεύσει εκείνη. +ουδ' ώρμησαν επάνω τους, αλλ' όλοι εσηκωθήκαν, +και τους επεριχαίρονταν με ταις μακρυαίς ουραίς των. 215 +και ως από γεύμ' ότ' έρχεται, με την ουράν οι σκύλοι +τον κύριον περιχαίρονται, γλυκάδια καρτερώντας, +όμοια τους περιχαίρονταν οι λέοντες και οι λύκοι. +τρόμαξαν κείνοι βλέποντας τα φοβερά θερία, +και 'ς της καλόκομης θεάς τα πρόθυρα εσταθήκαν. 220 +και άκουαν την Κίρκη μέσαθεν, 'που γλυκοτραγουδούσε, +και άφθαρτον ύφαινε πανί, μέγα, λαμπρόν, ως είναι +όλα τα έργα των θεών, ψιλά, χαριτωμένα. +τότε ο Πολίτης ο αρχηγός, απ' όλους τους συντρόφους +ο φίλος μου ο πιστότερος, 'ς αυτούς άρχισε κ' είπε• 225 +«κάποια κει μέσα, φίλοι μου, πανί μεγάλο υφαίνει +και τραγουδά γλυκύτατα, 'που ηχολογάει το δώμα, +είτε θεά 'ναι, είτε θνητή• και ας κράξουμε ν' ακούση». + +Είπε, κ' εκείνοι εφώναξαν σφικτά και την εκράξαν. +και αυτή πετάχθη και άνοιξε ταις φωτοβόλαις θύραις, 230 +και τους καλούσε• αστόχαστα κατόπι επήγαν όλοι• +έμειν' οπίσ' ο Ευρύλοχος, ότι εδοκήθη απάτην. +και μέσ' αυτή τους οδηγεί, εις θρόνους τους καθίζει, +και τους ζυμόνει μ' άλευρα τυρί και ξανθό μέλι +με κρασί Πράμνειο• κ' έσμιγεν εις το φαγί βοτάνια 235 +φθοροποιά, να λησμονούν καθόλου την πατρίδα. +και ως το 'δωσε και το 'πιαν, τους κτύπησεν εκείνη +με ραβδί 'που 'χε, κ' έκλεισεν αυτούς 'ς ταις χειρομάνδραις. +κ' εκείνοι χοίρων κεφαλαίς, φωνή, και τρίχαις είχαν, +και όλο το σώμ', αλλ' έμεινεν ο νους ως ήταν πρώτα. 240 + +Εκεί 'ς ταις μάνδραις έκλαιαν, και αυτών έρριξε η Κίρκη +να φάγουν πρινοβάλανα, ακράνια, βαλανίδια, +εκείνα, οπ' όλα είναι τροφή των χαμοκοίτων χοίρων. +κ' έγυρ' ευθύς ο Ευρύλοχος 'ς το μελανό καράβι, +να ειπή την μαύρη συμφορά, 'που τους συντρόφους ηύρε. 245 +και ο πόνος ως τον έπνιγε, να βγάλη από τα χείλη +λόγο δεν εκατόρθονε• τα μάτια του εγεμίζαν +δάκρυα, και μόνον κλάμματα είχε η ψυχή του εμπρός της. +αλλ' ότε όλοι ερωτήσαμεν εκείνον με απορία, +τοτ' εδιηγήθη την φθορά των θλιβερών συντρόφων• 250 +«'ς τα δάση, ως είπες, πήγαμε, λαμπρότατε Οδυσσέα, +κ' ηύραμε μέγαρα λαμπρά και μαρμαροκτισμένα, +εις τόπον ολοφάνερο, 'ς της λαγκαδιάς την μέση. +κάποια κει μέσα, υφαίνοντας μέγα πανί, τραγούδα, +είτε θεά 'ναι, είτε θνητή• κ' εκείνοι την φωνάξαν, 255 +και αυτή πετάχθη και άνοιξε ταις φωτοβόλαις θύραις, +και τους καλούσε• αστόχαστα κατόπι επήγαν όλοι. +απάτην εδοκήθηκα κ' έμεινα οπίσω μόνος. +κ' εκείνοι ανεμοκάηκαν όλοι μαζή και ουδ' ένας +εφάνη πλειά, κ' έμεινα εγώ πολληώρα καρτερώντας». 260 + +Αυτά 'πε, και εις τους ώμους μου κρέμασα εγώ το ξίφος +χάλκινο, ασημοκάρφωτο, μέγα, και ομού το τόξο, +κ' εκείνον πάλι επρόσταξα τον δρόμο να μου δείξη. +τα γόνατά μου αγκάλιασεν αυτός παρακαλώντας, +και κλαίοντας μου ωμίλησε με λόγια πτερωμένα• 265 +«άφες μ' εδώ, διόθρεφτε• κει πέρα μη με σύρης, +τι δεν θα γύρης ούτε συ, το ηξεύρω, ούτε θα φέρης +κανέναν των συντρόφων σου• πλην γλήγορα με τούτους +ας φύγουμ', όσο είναι καιρός να φυλαχθούμε ακόμη». + +Αυτά πε, κ' εγώ προς αυτόν απάντησα και είπα• 270 +«κάθιζ', Ευρύλοχε, συ αυτού, να τρώγης και να πίνης, +'ς τον τόπο όπου ευρίσκεσαι, σιμά 'ς το μαύρο πλοίο• +εγώ θα υπάγω• φοβερή με υποχρεόνει ανάγκη». + +Και απ' το καράβι ανέβηκα κ' από το περιγιάλι. +και ότ' έφθασα διαβαίνοντας την ιερή λαγκάδα, 275 +σιμά 'ς της πολυβότανης Κίρκης το μέγα δώμα, +τότε ο χρυσόρραβδος Ερμής, 'ς το δώμα ενώ κινούσα, +εμπρός μου εφάνη ως άγουρος 'π' σκροφυτρόνει τρίχαις, +κ' είναι ο καιρός 'που' φαίνεται της νειότης όλ' η χάρι• +ήλθε, το χέρι μώσφιξεν, ωνόμασέ με κ' είπε• 280 +«πάλιν, ω δύστυχε, πού πας 'ς τα όρη μέσα μόνος, +του τόπου ανήξερος; κ' εδώ 'ς της Κίρκης τους κρυψιώναις +τους στερεούς οι φίλοι σου 'σαν χοίρ' είναι κλεισμένοι• +και αυτούς να λύσης συ θα πας κει μέσα• αλλά πιστεύω +δεν θα γυρίσης, αλλ' αυτού θα μείνης 'που 'ναι οι άλλοι. 285 +αλλ' από τέτοιον όλεθρον εγώ θα σε λυτρώσω• +έμπα με τούτο το καλό βοτάνι, οπού σου δίδω, +της Κίρκης μες τα δώματα, και αυτό θα σε φυλάξη. +και όλα τα ολέθρια θα σου ειπώ σοφίσματα της Κίρκης• +μίγμα θα φθειάση και εις αυτό βοτάνια θα σου ρίξη• 290 +αλλά τα μάγια της εσέ να πιάσουν δεν θ' αφήση +το βότανό μου το καλό• και μάθε τ' άλλ' ακόμη• +άμ' έλθ' η Κίρκη με μακρύ ραβδί να σε κτυπήση, +απ' το πλευρό σου σύρ' ευθύς τ' ακονητό σπαθί σου, +'ς την Κίρκη ρίξου ως άνθρωπος, 'που αίμα ορμά να χύση• 295 +θα φοβηθή, και θα σου ειπή να κοιμηθής μαζή της• +πρόσεχε τότε, της θεάς μην αρνηθής την κλίνη, +τους φίλους σου όπως λύση αυτή και σε καλοξενίση• +αλλά να ομόση ζήτησε θεών των μέγαν όρκο, +ότι άλλο ενάντια σου κακό δεν θα σκεφθή κανένα, 300 +μήπως ανδρειά και δύναμιν, ως γυμνωθής, σου πάρη». + +Είπε, και ανέσπασε απ' την γη το βόταν' ο Αργοφόνος, +μου το 'δωσε και μώδειξε το κάθε ιδίωμά του• +η ρίζα του είναι ολόμαυρη, λευκόν ως γάλα τ' άνθος. +μώλυ το λέγουν οι θεοί• κακά το ξεριζόνει 305 +άνδρας θνητός• αλλ' ημπορούν οι αθάνατοι τα πάντα. + +Και από το σύδενδρο νησί 'ς ταις κορυφαίς του Ολύμπου +ο Ερμής ανέβη ευθύς, κ' εγώ της Κίρκης προς το δώμα +κίνησα, και η καρδία μου πολλήν είχε μαυρίλα. +της καλοπλέξουδης θεάς εστάθηκα εις την θύρα• 310 +έσυρα τότ' εγώ φωνή και μ' άκουσεν εκείνη• +ευθύς πετάχθη και άνοιξε ταις φωτοβόλαις θύραις, +και μ' εκαλούσε• ανήσυχος κατόπι της επήγα• +'ς αργυροκάρφωτο θρονί μ' εκάθισεν εκείνη• +ήταν ωραίο, τεχνικό, κ' είχε υποπόδι κάτω• 315 +μίγμα εις ποτήρι ολόχρυσο μου ετοίμασε να πίω, +κ' έρριξε μέσα βότανα και ολέθρια μελετούσε. +και άμ' όλο το 'πια και ποσώς τα μάγια δεν μ' επιάσαν, +μ' ένα ραβδί μ' εκτύπησεν, ωνόμασέ με κ' είπε• +«'ς την χοιρομάνδρ' άμε και συ, ζάψε με τους συντρόφους». 320 +είπε, κ' εγώ ξεγύμνωσα τ' ακονητό σπαθί μου +'ς την Κίρκη επάν', ως άνθρωπος 'που αίμα ορμά να χύση• +φωνάζει εκείνη και σκυφτή σφίγγει τα γόνατά μου, +και κλαίοντας με προσφωνεί με λόγια πτερωμένα• +«ποιος είσαι; πόθε; η πόλι σου πού είναι και οι γονείς σου; 325 +πώς έπιες και δεν σ' έπιασαν τα βότανά μου τούτα! +και αυτά τα βότανα κανείς θνητός δεν υποφέρει, +άμα τα πιη και του διαβούν των οδοντιών το φράγμα• +πλην συ 'ς τα στήθη μέσα κλείς αμάλακτην καρδία. +συ 'σαι άσφαλτα ο πολύτροπος εκείνος Οδυσσέας, 330 +'που πάντοτε ο χρυσσόρραβδος μου πρόλεγε Αργοφόνος +ότι απ' την Τροία γέρνοντας έμελλ' εδώ ν' αράξη. +αλλά το ξίφος θήκιασε, και εις την δική μας κλίνη +έλ' ας πλαγιάσουμε μαζή, αν θέλης μεταξύ μας +η κλίνη και τ' εγκάλιασμα κάθε υποψιά να σβύσουν». 335 + +Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτήν απάντησα και είπα• +«ω Κίρκη, πώς εσύ ζητείς εγώ να σου 'μαι πράος, +'που τους συντρόφους μώκαμες 'ς τα μέγαρά σου χοίρους, +κ' εμέ κρατώντας τώρα εδώ με προσκαλείς με δόλο +'ς τον θάλαμό σου, ν' αναιβώ την ιδική σου κλίνη, 340 +όπως ανδρειά και δύναμιν, ως γυμνωθώ, μου πάρης. +ουδέ ποτέ θ' αναιβώ εγώ την ιδική σου κλίνη, +αν μη θελήσης, ω θεά, να ομόσης μέγαν όρκο, +ότι άλλο ενάντια μου κακό δεν θα σκεφθής κανένα». + +Είπα, κ' εκείνη ωρκίσθηκεν όπως εγώ ζητούσα. 345 +και αφού τον όρκον ώμοσε και αυτόν επρόφερ' όλον, +'ς της Κίρκης τότε ανέβηκα την ζηλεμμένην κλίνη. + +Ωστόσον η θεράπαιναις 'ς το σπίτι όλα ετοιμάζαν, +τέσσεραις, 'πώχει ακούρασταις 'ς τα μέγαρα υπηρέτραις• +των πηγών είναι, των δασών, εκείναις θυγατέραις, 350 +και των αγίων ποταμών, 'που εις τα πελάγη ρέουν. +τούτη με πεύκια πορφυρά, πανεύμορφα, τους θρόνους +έστρων', επάνω εις τα λινά λευκότατα σινδόνια• +η άλλη 'ς τους θρόνους έμπροσθεν ολάργυρα τραπέζια +έσυρνε, κ' έβαζε εις αυτά χρυσόπλεκτα κανίστρια• 355 +συγκέρνα η τρίτη το κρασί 'ς ολάργυρον κρατήρα, +γλυκ' ως το μέλι, και χρυσά εμοίραζε ποτήρια• +και φέρν' η τέταρτη νερό και ανάφτει πολλήν φλόγα +κάτω από μέγαν τρίποδα με λέβητα οπού λάμπει• +κ' εκείνη ως το είδε 'πώβραζε, μ' εμβάζ' εις τον λουτήρα, 360 +νερό παίρνει απ' τον τρίποδα τον μέγαν και μου χύνει, +ως το γλυκοσυγκέρασε, 'ς την κεφαλή, 'ς τους ώμους, +ως 'πώδιωξ' απ'τα μέλη μου τον καρδιοφθόρον κόπο. +και άμ' έλουσέ με κ' έχρισε με το παχύ το λάδι, +και ωραίαν χλαίνην μ' ένδυσεν η κόρη και χιτώνα, 365 +'ς το δώμα ευθύς μ' ωδήγησε, κ' εκάθισέ με εις θρόνον, +αργυροκάρφωτον, λαμπρόν, κ' είχε υποπόδι κάτω. +και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτην +χύνει εύμορφον, ολόχρυσον, 'ς ολάργυρη λεκάνη, +για να νιφθώ• κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός μου. 370 +και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει, +και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει μου περίσσα. +και ανώφελα μ' ανάγκαζε να φάγω• εγώ καθόμουν +μ' άλλα 'ς τον νου, και όλο κακά προέβλεπε η ψυχή μου. + +Και ως μ' είδεν ότι εκάθομουν η Κίρκη, και τα χέρια 375 +εις το φαγί δεν άπλονα, και μαύρην λύπην είχα, +μ' εσίμωσε και ωμίλησε με λόγια πτερωμένα• +«πώς κάθεσαι ωσάν άφωνος και τρώγεις την καρδιά σου, +και ουδέ φαγί, και ουδέ πιοτόν, εγγίζεις, Οδυσσέα; +δόλους πάλ' υποπτεύεσαι, και όμως, αφού τον όρκο 380 +τον τρομερόν σού επρόφερα, δεν έχεις να φοβήσαι». +Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτήν απάντησα και είπα• +«ω Κίρκη, και ποιος είν' αυτός, 'π' ανθρωπινά 'χει σπλάχνα, +και θα τον άφινε η καρδιά φαγί να δοκιμάση, +πριν λύση τους συντρόφους του και τους θωρήση εμπρός του; 385 +αλλ' αν ολόψυχα ποθείς να φάγω και να πίω, +λύσε, να ιδούν τα μάτια μου τους ποθητούς συντρόφους». + +Είπα, και από το μέγαρον η Κίρκη εξήλθε κ' είχε +ραβδί 'ςτο χέρι, και άνοιξεν ευθύς την χοιρομάνδρα, +κ' έβγαλε αυτούς όπ' ώμοιζαν εννηάχρονα θρεφτάρια. 390 +εμπρός της 'κείνοι εσταθήκαν και αραδικώς η Κίρκη +μ' άλειμμ' απ' άλλο βότανο τους έχριζε περνώντας. +κ' ερρέαν απ' τα μέλη τους η τρίχαις, οπού πρώτα +είχε γεννήσει της θεάς το φθαρτικό βοτάνι• +κ' έγειναν πάλιν άνθρωποι, 'ς την νηότη και 'ς την χάρι, 395 +'ς το κάλλος και 'ς τ' ανάστημα, καλήτεροι απ' ό,τ' ήσαν. +μ' εγνώρισαν, μ' αγκάλιασαν και αγάλι αγάλ' εις όλους +τα δάκρυα γλυκανάβρυζαν, και από τα κλάυματά τους +το δώμα εβρόντα• και η θεά μ' εμάς εσυμπονούσε. +ήλθε σιμά μου η θαυμαστή θεά και τούτα μου 'πε• 400 +«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, +τώρ' άμε προς τ' ογλήγορο καράβι, 'ς τ' ακρογιάλι, +και πρώτα σύρετε εις την γη το πλοίο και φυλάξτε +εις ταις σπηλιαίς τα κτήματα και τ' άρμενά σας όλα• +κ' έπειτα στρέψε φέροντας μαζή σου τους συντρόφους». 405 + +Αυτά 'πε, και τα εδέχθηκεν η ανδρική ψυχή μου, +κ' εκίνησα προς το γοργό καράβι, 'ς τ' ακρογιάλι, +και αυτού 'ς το πλοίον εύρηκα τους ποθητούς συντρόφους, +'που ήσαν απαρηγόρητοι και άπαυτα δάκρυα χύναν. +και ωσάν οι μόσχ' οι μανδριστοί, την ώρα οπού γυρίζουν 410 +απ' το γρασίδ' εις την αυλή χορτάταις η αγελάδαις, +όλοι μαζή ταις προϋπαντούν πηδώντας, ώστε η μάνδραις +δεν τους κρατούν, και ολόγυρα εις ταις μητέραις τρέχουν +μουγκρίζοντας• όμοια και αυτοί, ως μ' είδαν έμπροσθέν τους, +εχύθηκαν δακρύζοντας• κ' εφάν' εις την καρδιά τους 415 +εις την πατρίδα ως να 'φθασαν, 'ς την πετρωτήν Ιθάκη, +'ς την γην όπου εγεννήθηκαν, 'ς την γην 'που ανατραφήκαν, +και κλαίοντας μου ωμίλησαν• «για την επιστροφή σου, +διόθρεφτ', εχαρήκαμεν, όσ' ήθελε χαρούμε +εις την Ιθάκη αν φθάναμε, 'ς την ποθητήν πατρίδα. 420 +πλην τώρα ειπέ μας την φθορά των άλλων των συντρόφων». + +Κ' εγώ με λόγια μαλακά 'ς εκείνους απαντούσα• +«το πλοίο πρώτ' ας σύρουμε 'ς την γη, και τ' άρμεν' όλα +'ς τα σπήλαια μέσ' ας θέσουμε, και ομού τα υπάρχοντά μας, +κ' εσείς μαζή μου να 'λθετε μ' ασπούδα ετοιμασθήτε, 425 +'ς της Κίρκης τ' άγια δώματα να ιδήτε τους συντρόφους, +οπ' άκοπα φαγοποτούν, ότι έχουν αφθονία». + +Είπα, κ' εκείν' υπάκουσαν 'ς τους λόγους μου, αλλά μόνος +ο Ευρύλοχος μου αντίσκοφτε την γνώμη των συντρόφων, +κ' εκείνους επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα• 430 +«άθλιοι, πού πάτε; τρέχετε με πόθο 'ς την φθορά σας, +της Κίρκης εις το μέγαρο; κ' εκείνη 'ς εμάς όλους +χοίρων θα δώση ευθύς μορφήν ή λύκων ή λεόντων, +να της φυλάμε στανικώς το υπέρλαμπρο παλάτι, +ως έπραξεν ο Κύκλωπας, 'ς την μάνδρα τον ότ' εμπήκαν 435 +οι σύντροφοί μας και μ' αυτούς ο αυθάδης Οδυσσέας• +ότι από την μωρία του κ' εκείνοι αφανισθήκαν». + +Αυτά 'πε, κ' εγώ σκέφθηκα μες της ψυχής τα βάθη, +το μακρύ ξίφος σύροντας απ' το παχύ μερί μου, +να κόψω αυτού την κεφαλή 'ς το χώμα να κυλήση, 440 +αν και στενόν μου συγγενή τον είχα, αλλά μ' εκράτουν +εδώθ' εκείθε οι σύντροφοι με λόγια μελωμένα• +«τούτον ας τον αφήσουμε, διογέννητε, αν προστάζεις, +να μένη 'ς την ακρογιαλιά και να φυλά το πλοίο• +κ' εμάς εις τ' άγια δώματα οδήγα συ της Κίρκης». 445 + +Και απ' το καράβι ανέβηκαν και από το περιγιάλι, +ουδ' έμεινεν ο Ευρύλοχος εις το καράβι, αλλ' ήλθε +κατόπιν, ότι ετρόμαξε 'ς την φοβερήν οργή μου. +και τους άλλους συντρόφους μου 'ς το δώμα της η Κίρκη +έλουσε ωστόσον εύμορφα κ' έχρισε με το λάδι, +και τους εφόρεσε κρουσταίς χλαμύδαις και χιτώναις• 450 +και όλους καλά τους ηύραμε 'ς τα μέγαρα 'που ετρώγαν +και άμα ο καθείς αντίκρυσε κ' εγνώρισε τον άλλον, +έκλαιαν, αναστέναζαν, 'που όλο το δώμα εβρόντα. +ήλθε σιμά μου η θαυμαστή θεά και τούτα μου 'πε• 455 +«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, +τους θρήνους πλέον παύσετε• κ' εγώ καλά γνωρίζω +και εις το ιχθυοφόρο πέλαγος πόσα 'χετε υποφέρει, +και εις την γην πάλι πόσοι εχθροί σας έχουν αδικήσει, +ήσυχα τώρα το φαγί και το κρασί χαρήτε, 460 +όσο ψυχή να λάβετε και πάλιν εις τα στήθη, +ως ότε πρωταφήσατε την ποθητήν πατρίδα, +την πετρωτήν Ιθάκη σας• τώρ' άψυχοι, θλιμμένοι, +της πλάνης σας ταις συμφοραίς θυμείσθε, και η ψυχή σας, +απ' τα πολλά παθήματα, δεν δέχετ' ευφροσύνη». 465 + +Είπε κ' εκαταπείσθηκεν η ανδρική ψυχή μας. +και τότε αυτού καθόμασθεν, ολόκληρον τον χρόνο, +μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό, φαγοποτώντας. +αλλά 'ς τον κύκλο των καιρών ότ' έκλεισεν ο χρόνος, +οι μήνες ως εδιάβαιναν, και η 'μέραις μεγαλώσαν, 470 +παράμερα μ' εκάλεσαν οι σύντροφοι και μου 'παν• +«καϋμένε, την πατρίδα σου να θυμηθής είν' ώρα, +αν να σωθής η μοίρα σου το θέλει και να φθάσης +'ς το σπίτι το καλόκτιστο, 'ς την γη την πατρική σου». + +Αυτά 'παν, κ' εκατάπεισαν την ανδρική ψυχή μου. 475 +και τότε αυτού καθόμασθεν, ολημέρα ως το δείλι +μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό, φαγοποτώντας. +και ο ήλιος άμ' εβύθισε κ' ήλθε κατόπι' η νύκτα, +εις τα ισκιωμένα μέγαρα επλάγιασαν εκείνοι• +'ς της Κίρκης εγώ ανέβηκα την ζηλεμμένην κλίνη, 480 +και της θεάς τα γόνατα αγκάλιασα ως ικέτης. +μ' άκουεν εκείνη• κ' έλεγα με λόγια πτερωμένα• +«ω Κίρκη, την υπόσχεσι, 'που επήρες, τέλειωσε μου• +εις την πατρίδα στείλε με• το θέλ' ήδ' η ψυχή μου, +τη θέλουν όλ' οι σύντροφοι, 'που την καρδιά μου τρώγουν, 485 +τριγύρω μου οδυρόμενοι, την ώρα οπού συ λείπεις». + +Και η θαυμαστή θεά 'ς εμέ• «πολύτεχνε Οδυσσέα, +να μένετε εις το σπίτι μου πλεια δεν σας αναγκάζω• +αλλ' όμως άλλο πρότερα θα κάμετε ταξείδι, +'ς του Άδη και της άσπονδης αντάμα Περσεφόνης 490 +την κατοικιά να φθάσετε, να μάθετε την μοίρα +απ' την ψυχή του παλαιού Θηβαίου Τειρεσία, +μάντη τυφλού, 'που ολόκληραις έχει και αυτού ταις φρέναις• +εκείνου μόνου απ' τους νεκρούς έδωσε η Περσεφόνη +γνώσιν και νουν• ωσάν σκιαίς οι άλλοι τριγυρίζουν». 495 + +Τούτα μου είπε, και η καρδιά 'ς τα στήθη μου ερραΐσθη, +και έκλαια καθήμενος 'ς την κλίνη και η ψυχή μου +να ζήση πλειά δεν ήθελε, να ιδή το φως του ηλίου. +αλλ' άμ' αυτού κυλιούμενος εχόρτασα το κλάμμα, +το στόμα πάλιν άνοιξα κ' εκείνης απαντούσα• 500 +ω Κίρκη, ποιος θα 'ναι οδηγός εις τούτο το ταξείδι; +'ς τον Άδη ακόμη πλέοντας κανείς δεν έχει φθάσει». + +Είπα, και η θαυμαστή θεά μου απάντησεν αμέσως• +«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, +εις το καράβι σου οδηγόν καθόλου μη ζητήσης• 505 +άμα τεντώσης τα λευκά πανιά 'ς τ' ορθό κατάρτι, +κάθου• φυσώντας ο Βορηάς θα σου οδηγά το πλοίο. +αλλ' άμα τον Ωκεανό διαβής με το καράβι, +άγριαν θα ιδής ακρογιαλιά, και της Περσεφονείας +τα δάση, λεύκαις υψηλαίς, χασόκαρπες ιτέαις. 510 +εις τον βαθύ Ωκεανό την πλώρη αυτού να στήσης, +και συ 'ς του Άδη κίνησε τ' αραχνιασμένο δώμα, +όπου ο Πυριφλεγέθοντας 'ς του Αχέροντα το κύμα, +και ο Κώκυτος, 'που της Στυγός απόκομμ' είναι, ρέουν• +πέτρ' είναι, όπου βαρύκτυπα τα δυο ποτάμια σμίγουν. 515 +και ως φθάσης, ήρωα, κει σιμά 'ς το μέρος, 'που σου λέγω, +λάκκο μιαν πήχη σκάψ' ευθύς του μάκρου και του πλάτου, +και χύσε γύρω αυτού χοαίς όλων των πεθαμένων• +και αφού βάλης μελίκρατο, γλυκό κρασί κατόπι, +τρίτα νερό, και μ' άλευρα λευκά τα πασπαλίσης, 520 +'ς ταις άδειαις κάραις των νεκρών εύχου θερμά, και τάξου +δαμάλα στείρα διαλεκτή να σφάξης άμα φθάσης +εις την Ιθάκη, και πυράν πολύδωρη να κάψης, +και να προσφέρης χωριστόν αρνί του Τειρεσία, +ΟΜΗΡΟΥ +κατάμαυρο, 'που δεύτερο δεν θα 'χη το κοπάδι. 525 +και άμα ικετεύσης τάνδοξα των πεθαμένων πλήθη, +κριάρι σφάξε, ολόμαυρη κοντά του προβατίνα, +και στρέψε τα 'ς το έρεβος• συ γύρε αλλού την όψι +προς ταις ροαίς του ποταμού• και τότε αυτού θε να 'λθουν +να σ' εύρουν αναρίθμηταις ψυχαίς απεθαμένων. 530 +και κάμε τους συντρόφους σου να γδάρουν και να κάψουν +τ' αρνιά ριμμένα, ως τα 'σφαξε το αλύπητο μαχαίρι, +κ' έπειτα ευχαίς των δυο θεών ειπήτε, εις τον ανδρείον +τον Άδη και εις την άσπονδην αντάμα Περσεφόνη. +και συ το ξίφος γύμνωσε, κάθου και μην αφίνης 535 +ταις άδειαις κάραις των νεκρών καθόλου να σιμώσουν +'ς το αίμα, πριν συμβουλευθής εσύ τον Τειρεσία. +ο μάντης θα 'λθη ευθύς εκεί να σ' εύρη, ω πολεμάρχε• +αυτός τον δρόμο θα σου ειπή, του ταξειδιού τα μέτρα, +και πώς, το πέλαο σχίζοντας, θα φθάσης 'ς την πατρίδα». 540 + +Αυτά 'πε, και χρυσόθρονη Ηώ 'ς τον κόσμο εφάνη• +κ' εμένα εκείνη εφόρεσε χιτώνα και χλαμύδα• +μανδύαν λαμπροΰφαντον μέγαν ενδύθ' η νύμφη +χαριτωμένον και λεπτόν, κ' εζώσθη ακόμη ωραίο +χρυσό ζωνάρι, κ' έβαλε 'ς την κεφαλήν καλύπτρα. 545 +τα δώματα εγώ διάβηκα και τους συντρόφους ηύρα, +και τους κεντούσ' από σιμά με λόγια μελωμένα• +«πάψτε το γλυκανάσασμα του ύπνου, αγαπητοί μου• +ας πάμε• η Κίρκ' η σεβαστή μ' εδίδαξε τον δρόμο». +είπα, κ' εκαταπείσθηκεν η ανδρική ψυχή τους. 550 + +Αλλ' ουδ' εκείθεν άβλαπτους επήρα τους συντρόφους• +ήταν κάποιος Ελπήνορας, νεώτατος• ανδρείαν +πολλήν δεν είχε, αλλ' ούτε νουν ανάμερ' απ' τους άλλους +'ς τ' άγια της Κίρκης δώματα μού πήγε να πλαγιάση, +ποθώντας το κατάψυχο, της μέθης εις την ζάλη. 555 +και άμα το κίνημ' άκουσε, τον κρότο των συντρόφων, +ξάφνου εσηκώθη και ποσώς δεν ενθυμήθη πάλι +απ' την υψηλήν κλίμακα να καταιβή, 'π' ανέβη• +αλλ' απ' την σκέπην έπεσε κατάντικρα, κ' εκόπη +ο τράχηλός του, και η ψυχή ροβόλησε 'ς τον Άδη. 560 + +Και ως ήλθαν όλοι, ωμίλησα 'ς την μέση εκείνων κ' είπα• +«θαρρείτε ότι 'ς τα σπίτια μας, 'ς την ποθητήν πατρίδα, +θα πάμε• αλλ' άλλο διώρισε 'ς εμάς ταξείδ' η Κίρκη, +'ς τον Άδη και 'ς την άσπονδην αντάμα Περσεφόνη, +να ερωτηθούμε την ψυχή του μάντη Τειρεσία». 565 + +Αυτά 'πα, και η καρδία τους 'ς τα λόγια μου ερραΐσθη, +και αυτού καθίσαν, έκλαιαν• ανέσπααν τα μαλλιά τους, +αλλ' όφελος δεν έφερναν τα κλάμματα και οι θρήνοι. + +Και ως φθάσαμε κατάγιαλα προς το γοργό καράβι, +δάκρυα χύνοντας θερμά, 'ς την λύπη βυθισμένοι, 570 +'ς το πλοίον ήλθε κ' έδεσεν η Κίρκη ένα κριάρι +και προβατίνα ολόμαυρη, κ' εύκολ' απ' έμπροσθέν μας +εδιάβηκεν αγνώριστη• ποιος δύναται να βλέπη +θεάν, αν εις τον δρόμο του να φαίνεται δεν θέλει; + + + +Ραψωδία Λ + + + +Και εις το καράβι ως φθάσαμε κάτω 'ς το περιγιάλι, +πρώτα εις την θεία θάλασσα σύραμε το καράβι, +έπειτα μέσα εστήσαμε κατάρτι και πανία, +κ' εφέραμε τα πρόβατα• κατόπι εμπήκαμ' όλοι, +δάκρυα χύνοντας θερμά, 'ς την λύπη βυθισμένοι• 5 +και οπίσω απ' το μαυρόπλωρο καράβι έστειλε πρύμον, +'που φούσκον' όλα τα πανιά, φίλον λαμπρόν, η Κίρκη, +δεινή θεά, καλόκομη, όπ' έχει ανθρώπου γλώσσα. +και τ' άρμεν' αφού σιάσαμε, καθόμασθε, και ωδήγα +το πλοίο μας ο άνεμος ομού και ο κυβερνήτης, 10 +και μ' ολοτέντωτα πανιά αρμένιζ' ολημέρα. +και ο ήλιος ως βασίλευε και ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι, +'ς τον βαθύν ήλθ' Ωκεανόν, όπ' άκρ' είναι του κόσμου. +η πόλις είναι και ο λαός εκεί των Κιμμερίων• +νέφος πυκνό και σκοτεινόν ολούθε τους σκεπάζει, 15 +ουδέ ποτέ κυττάζει αυτούς ο ακτινοβόλος Ήλιος, +'ς τον αστροφόρον ουρανόν ούτ' όταν αναιβαίνη, +ούτ' όταν κλίνη προς την γην από τα ουράνια μέρη• +αλλά τους άμοιρους θνητούς μαύρη πλακόνει νύκτα. +'ς το μέρος τούτο αράξαμε και παίρνοντας τ' αρνία 20 +βγήκαμε, και του Ωκεανού το ρεύμ' ακολουθώντας +ωδεύαμε ως 'που εφθάσαμε 'ς την θέσι 'που 'πε η Κίρκη. + +Και ο Περιμήδης τα σφακτά και ο Ευρύλοχος βαστούσαν• +και απ' το πλευρό μου έσυρα το ακόνητό μου ξίφος, +λάκκο μιαν πήχην έσκαψα του μάκρου και του πλάτου, 25 +κ' έχυσα γύρω αυτού χοαίς όλων των πεθαμένων. +και ως έβαλα μελίκρατο, κρασί γλυκό, και τρίτα +νερό, και τα πασπάλισα με λευκ' αλεύρι επάνω, +ταις άδειαις κάραις των νεκρών θερμά παρακαλώντας, +να σφάξω ετάχθηκα εκλεκτήν και στείραν αγελάδα, 30 +ως φθάσω εις την Ιθάκη μου, και μιαν πυρά να κάψω +πολύδωρην, και χωριστόν αρνί του Τειρεσία +να θυσιάσω, ολόμαυρο, του κοπαδιού το πρώτο. +και αφού με τάμματα, μ' ευχαίς θερμαίς, τους πεθαμένους +ξιλέωσα, πήρα τ' αρνιά και τα 'σφαξα 'ς τον λάκκο, 35 +κ' έρρεε το αίμα ολόμαυρο• και ιδές, εσυναζόνταν +των πεθαμένων η αμυχαίς του ερέβους απ' τα βάθη, +νέαις και νέοι, γέροντες πολύπαθοι μ' εκείνους, +και ομού παρθέναις τρυφεραίς με νεόλυπην καρδία, +και άνδρες πολλοί, 'που τρύπησαν η χαλκοφόραις λόγχαις 40 +'ς την μάχη, κ' είχαν τ' άρματα 'ς το αίμ' όλο βαμμένα. +εδώθ' εκείθεν άπειροι 'ς τον λάκκο γύρω ερχόνταν +μ' αλαλαγμόν αμίλητον αχνός μ' επήρε φόβος, +τότ' είπα των συντρόφων μου να γδάρουν και να κάψουν +τ' αρνιά, ριμμένα ως τα 'σφαξε το αλύπητο μαχαίρι, 45 +κ' έπειτα ευχαίς των δυο θεών να ειπούν, εις τον ανδρείον +τον Άδη και 'ς την άσπονδην αντάμα Περσεφόνη, +και το σπαθί μου εγύμνωσα και δεν εσυγχωρούσα +ταις άδειαις κάραις των νεκρών καθόλου να σιμώσουν +'ς το αίμα, πριν ερωτηθώ τον μάντη Τειρεσία. 50 + +Και του συντρόφου μου η ψυχή, του Ελπήνορα, ήλθε πρώτη• +ότι δεν είχε αυτός ταφή 'ς της γης τα σπλάχν' ακόμη. +το σώμ' αφήσαμεν εμείς 'ς τα μέγαρα της Κίρκης, +άκλαυτον, άθαπτο, επειδή μας έβιαζ' άλλη ανάγκη. +άμα τον είδα εδάκρυσα κ' επόνεσε η ψυχή μου, 55 +κ' ευθύς τον επροσφώνησα με λόγια πτερωμένα• +«Ελπήνορα, πώς έφθασες εις τ' άττεγγο σκοτάδι; +πεζός συ πρόλαβες εμέ, 'που με καράβι ερχόμουν». + +Αυτά 'πα' εστέναξε βαθειά και μ' απαντούσ' εκείνος• +«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, 60 +οργή θεού και τ' άμετρο κρασί μ' εξολοθρεύσαν. +λησμόνησ', αφού πλάγιασα 'ς το μέγαρο της Κίρκης, +απ' την υψηλήν κλίμακα να καταιβώ, 'π' ανέβην• +αλλ' απ' την σκέπην έπεσα κατάντικρα, κ' εκόπη +ο τράχηλός μου, και η ψυχή ροβόλησε εις τον Άδη. 65 +και αχ! να σου ζήσουν οι ακριβοί, 'που ο κόσμος έχει ακόμη, +η σύντροφός σου και ο γονειός, που σ' έχει θρέψει βρέφος, +και ο μόνος σου Τηλέμαχος, πώχεις 'ς το σπίτι αφήσει,— +τι ξεύρ' ότι γυρίζοντας εδώθε, από τον Άδη, +θ' αράξης το καράβι σου 'ς την νήσο την Αιαία,— 70 +όταν κει φθάσης, έχε με 'ς τον νου σου, ω βασιλέα• +να μη μ' αφήσης άθαπτον και αδάκρυτον οπίσω +φεύγοντας, μη σου γείνω εγώ θείας οργής αιτία. +αλλ' έπαρε και κάψε με μαζή με τ' άρματά μου, +κ' εμένα μνήμα σήκωσε σιμά 'ς τ' αφράτο κύμα, 75 +να 'ναι γνωστός και εις τους εξής του αμοίρου εμένα ο τάφος. +κάμε μου τούτα, και κουπί 'ς το μνήμα επάνω στήσε +κείνο, 'που ζώντας έλαμνα μαζή με τους συντρόφους». + +Αυτά 'πε, και του απάντησα• «τούτα όλα θα σου κάμω, +όσα μου λέγεις, άμοιρε, 'ς όλα θα δώσω τέλος». 80 + +Τέτοιαις ελέγαμε φρικταίς οι δυο μας ομιλίαις• +εδώθ' εγώ το ξίφος μου 'ς το αίμα επάνω εκράτουν, +κείθε πολλά του φίλου μου το φάντασμα ωμιλούσε. + +Της πεθαμένης μου μητρός τότε η ψυχή μου εφάνη, +η Αντίκλεια, κόρη του υψηλού 'ς το φρόνημ' Αυτολύκου• 85 +την είχ' αφήσει 'ς την ζωή, κινώντας για την Τροία. +άμα την είδα εδάκρυσα, κ' ερράισ' η καρδιά μου, +αλλ' όμως δεν την άφινα πρώτη να πλησιάση +'ς το αίμα, πριν ερωτηθώ τον Μάντη Τειρεσία. + +Κ' ήλθε η ψυχή του παλαιού Θηβαίου Τειρεσία• 90 +σκήπτρο κρατούσε ολόχρυσο• μ' εγνώρισε και μου 'πε• +«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, +ει πάλιν, ω ταλαίπωρε, από το φως του ηλίου +ήλθες να ίδης τους νεκρούς, τον άτερπνο τον κόσμο; +σύρου απ' τον λάκκο, το σπαθί βάστα μακρυά, να πίω 95 +από το αίμα, να σου ειπώ κατόπι την αλήθεια». + +Αυτά' πε, κ' εγώ σύρθηκα κ' έχωσα εις το θηκάρι +τ' αργυροκάρφωτο σπαθί, και άμ' έπιε το μαύρ' αίμα +ο άψεγος μάντης είπε μου• «γυρεύεις την γλυκεία +εις την πατρίδα επιστροφή, λαμπρότατε Οδυσσέα. 100 +θα σ' εμποδίση ένας θεός• κακά θε να ξεφύγης +του κοσμοσείστη, 'π' άσπονδο μίσος για σένα τρέφει, +αφού το φως αφαίρεσες του αγαπητού παιδιού του. +πολλά θα πάθετε κακά, και όμως θα φθάστε ακόμα, +αρκεί να θέλης χαλινό να βάλης της καρδιάς σου, 105 +και των συντρόφων, το καλό καράβι σου άμ' αράξης. +το μαύρο κύμ' αφίνοντας, 'ς την νήσο Θρινακία, +κ' ευρήτ' εκεί τα πρόβατα να βόσκουν και η δαμάλαις +του Ηλιού, 'που όλ' άνωθε τηρά και όλ' άνωθεν ακούει. +και αν δεν τα εγγίξης κ' εννοιασθής για την επιστροφή σου, 110 +τότε, και αν πάθετε πολλά, θα φθάστε εις την Ιθάκη• +αλλ' αν τα βλάψης, όλεθρο προβλέπω εις το καράβι +και εις τους συντρόφους• και αν σωθής μόνος εσύ, θα φθάσης +αργά και κακώς έχοντας, και από συντρόφους έρμος. +με ξένο πλοίο, και θαυρής 'ς το σπίτι δυστυχίαις. 115 +άνδραις απόκοτοι το βιο σου τρώγουν, και με δώρα +την θεϊκή σου σύντροφο ζητεί καθείς να πάρη• +αλλ' άμα φθάσης, φοβερά θα εκδικηθής εκείνους. +και αφού μέσα 'ς το σπίτι σου χαλάσης τους μνηστήραις, +είτε με δόλο ή φανερά, μ' ακονισμένη λόγχη, 120 +έπαρε δρόμο, φέροντας ίσιο κοπί μαζή σου, +όσο να φθάσης 'ς τους θνητούς, 'που θάλασσα δεν ξεύρουν, +και οπού δεν τρώγουν φαγητό με άλατ' αρτυμένο• +ούτε τα κοκκινόπλωρα καράβια αυτοί γνωρίζουν, +ούτε τα ίσια κουπιά, 'που 'ναι πτερά των πλοίων. 125 +και άκου σημάδι φανερό, 'που δεν θα σου ξεφύγη• +'ς τον δρόμον άμ' απαντηθή με σέν' άλλος οδίτης, +και ειπή 'ς τον λαμπρόν ώμο σου πώς έχεις λιχνιστήρι, +ευθύς το ίσιο κουπί στήσε εις την γη και κάμε +του Ποσειδώνα βασιληά καλόδεκταις θυσίαις• 130 +κριάρι, ταύρον σφάξε του και χοίρον αναβάτη• +και γύρε εις την πατρίδα σου, κ' ιεραίς κάμ' εκατόμβαις +των αθανάτων, 'πώχουσι των ουρανών τους θόλους, +με την σειρά του καθενός• και θάνατος θα σ' εύρη +έξω απ' την θάλασσα ελαφρός, και θα σε σβύση αγάλι 135 +μες τα λαμπρά γεράματα• και ωστόσ' ολόγυρά σου +θα 'ναι μακάριος ο λαός• σου είπα την αλήθεια». + +Είπε, κ' εγώ του απάντησα• «τούτα όλα, ω Τειρεσία, +τ' αποφάσισαν οι θεοί• πλην τώρα δίδαξέ με +να μάθω αυτό 'που σ' ερωτώ• 'κεί πέρα της μητρός μου 140 +την ψυχή βλέπω, και βουβή μένει σιμά 'ς το αίμα, +και τον υιόν της δεν τολμά 'ς τα μάτια να κυττάξη, +ούτε καν λόγο να του ειπή• συ, κύριε, δίδαξέ με +αυτή πώς θ' αναγνώριζεν εμένα ότ' είμ' εκείνος». + +Είπα, κ' ευθύς μου απάντησεν ο μάντης Τειρεσίας• 145 +«εύκολος θα 'ναι ο λόγος μου και βάλε τον 'ς τον νου σου• +όποιον αφήσης των νεκρών 'ς το αίμα να σιμώση, +κείνος αλήθειαις θα σου ειπή• και εις όποιον το εμποδίσης, +εκείνον πάραυτα θα ιδής να φύγη απ' έμπροσθέν σου». + +Έπαυσε, κ' εκατέβηκε του θείου Τειρεσία 150 +'ς τον Άδη πάλιν η ψυχή, αφού την μοίραν είπε. +εγώ 'ς τον τόπον έμενα, κ' εσίμωσε η μητέρα• +το μαύρον αίμα ερούφησε κ' ευθύς εγνώρισέ με, +και κλαίοντας μου ωμίλησεν «εις τ' άφεγγο σκοτάδι +πώς εκατέβης, τέκνο μου, συ ζωντανός ακόμα; 155 +και δύσκολο 'ναι ζωντανοί να ιδούν τούτα 'δω κάτω, +τ' είναι 'ς την μέση απέραντα και φοβερά ποτάμια, +και πρώτος ο Ωκεανός, 'που δεν μπορεί κανένας, +χωρίς καράβι στερεό, πεζός να τον περάση. +τάχ' απ' την Τροίαν έφθασες εδώ με τους συντρόφους, 160 +αφού πολλά πλανήθηκες; και ακόμη 'ς την Ιθάκη +δεν ήλθες, και την σύντροφο 'ς τα γονικά δεν είδες»; + +Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτήν απάντησα και είπα• +«μητέρα, ανάγκη μ' έφερε 'ς τον Άδη να ερωτήσω +την μοίραν απ' τον παλαιόν Θηβαίον Τειρεσία• 165 +τι 'ς άκραν γης Αχαϊκής δεν έχω φθάσει ακόμη, +και δέρνομαι ακατάπαυτα μακράν απ' την πατρίδα, +απ' την στιγμήν 'που ως οπαδός του δοξασμένου Ατρείδη +να πολεμήσω επέρασα 'ς την εύιππην Τρωάδα. +τώρα εις εμέ φανέρωσε, μ' αλήθεια λέγε, ποία 170 +μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου σ' έχει σβύσει• +ήταν αρρώστια μακρυνή; μη σ' εύρεν η τοξεύτρα +Άρτεμις και σ' ενέκρωσε με τα λεπτά της βέλη; +τι γίνεται ο πατέρας μου, και ο υιός οπ' έχω αφήσει; +την εξουσία μου κρατούν, ή κάποιος των ηρώων 175 +άλλος την έχει, και θαρρούν πως δεν θα γύρω πλέον; +ειπέ μου και το φρόνημα, την γνώμη, της συντρόφου• +με το παιδί μας μένει αυτή και κυβερνά το σπίτι, +ή πρόκριτος των Αχαιών ήδη την πήρε νύμφη;» + +Αυτά 'πα και μου απάντησεν η σεβαστή μητέρα• 180 +«και με πολλήν υπομονή 'ς τα μέγαρα σου ακόμη +εκείνη μένει, κ' έρημη, χωρίς παρηγορία, +τα ημερονύκτια δαπανά 'ς τα κλάυματα η θλιμμένη. +ούτε την εξουσία σου κανείς σου πήρε ως τώρα, +αλλ' ήσυχα ο Τηλέμαχος έχει τα κλείσματά σου, 185 +και εις τα συμπόσια τον τιμούν ως εις κριτήν αρμόζει, +ότι καθένας τον καλεί• και ο γέρος σου ο πατέρας +εις τον αγρό του κατοικεί, και ούτ' έρχεται 'ς την πόλι, +ούτ' έχει κλίναις με λαμπρά παπλώματα στρωμέναις• +πλην τον χειμώνα σπίτι του κοιμάτ' όπου και οι δούλοι, 190 +'ς την στάκτη, 'ς την γωνιά σιμά, κ' είναι κακενδυμένος• +και άμ' έλθη ο θέρος και ο καλός καιρός του φθινοπώρου, +'ς το κάρπιμο κηπάρι του παντού τ' αμπελωμένο +χαμηλαίς κλίναις έχει αυτός τα πεσημένα φύλλα• +κείτεται αυτού και αδημονεί ποθώντας να γυρίσης, 195 +κ' ενώ πληθαίνει ο πόνος του τα γέρα τον πλακόνουν. +ότι απαράλλακτος καϋμός κ' εμ' έφερε 'ς τον τάφο• +ούτε η καλότοξη θεά μ' ηύρε 'ς τα δώματά μου +και μ' έσβυσεν, η Άρτεμις, με τα λεπτά της βέλη• +αλλ' ούτε αρρώστια μ' εύρηκεν απ' όσαις καταλύουν 200 +με μαρασμόν ελεεινό την ζήσι των ανθρώπων• +αλλ' ο καϋμός σου, η φρόνησι, του ήθους σου η γλυκάδα, +αυτά μου εκόψαν την ζωή, λαμπρότατε Οδυσσέα». + +Αυτά 'πε• συλλογίσθηκα, και της νεκρής μητρός μου +να πιάσω τότε την ψυχήν ηθέλησα ο θλιμμένος• 205 +και τρεις εχύθηκα φοραίς, να πιάσω αυτήν ποθώντας, +και τρεις ωμοίωμα σκιάς ή ονείρου από τα χέρια +μώφυγε• και βαρύτερος μ' εστενοχώρα ο πόνος, +και προς αυτήν εφώναζα• «τι φεύγεις, ω μητέρα, +εις την στιγμή, 'που προσπαθώ με πόθο να σε πιάσω, 210 +όπως και οι δυο 'ς την κατοικιά του Άδη αγκαλιασμένοι +του κρύου κλάυματος ομού την ηδονή χαρούμε. +μην είναι τούτο φάντασμα, 'που η θεία Περσεφόνη +μώστειλ', όπως η λύπη μου και οι στεναγμοί πληθύνουν;» + +Αυτά 'πα, και μου απάντησεν η σεβαστή μητέρα• 215 +«α! τέκνο μου, βαρυόμοιρε, ως άλλος δεν ευρέθη! +δεν απατά σε του Διός η κόρ', η Περσεφόνη, +αλλ' είναι αυτός εις τους θνητούς ο νόμος του θανάτου. +ταις σάρκαις και τα κόκκαλα πλειά δεν κρατούν τα νεύρα, +αλλ' εκείν' όλα η δύναμις της φλόγας αφανίζει, 220 +μόλις τα λευκά κόκκαλα το πνεύμ' αφήση μόνα• +και ως όνειρο η ψυχή πετά γυρνώντας 'ς τον αέρα. +αλλά να ιδής πάλι το φως ξεκίνησε, και μάθε +τούτ' όλα, της συντρόφου σου για να τα ειπής κατόπι». + +Αυτά συνωμιλούσαμε• και ιδού, γυναικών πλήθος 225 +έρχονταν, —ως ταις έστελνεν η θεία Περσεφόνη,— +όσαις και αν ήσαν σύντροφοι και κόραις των ηρώων. +κ' ενώ 'ς το αίμα ολόγυρα το μαύρο εσυναζόνταν, +πώς να ερωτήσω καθεμιά 'ς τον νου μου εγώ ζητούσα. +και απ' όλαις η καλήτερη τούτη μου εφάνη γνώμη• 230 +απ' το πλευρό μου έσυρα το ακονητό σπαθί μου, +και δεν ταις άφινα μαζή το μαύρ' αίμα να πίνουν• +κ' έρχονταν τότε αραδικώς αυτού, και καθεμία +το γένος της φανέρονε, καθώς την ερωτούσα. + +Πρώτ' ήλθε απ' όλαις η Τυρώ, η καλογεννημένη, 235 +'πώλεγε ότ' ήταν γέννημα του απταίστου Σαλμωνέα, +και τον Κριθέα σύζυγον ότ' είχε τον Αιολίδη. +άρεσε αυτής ο ποταμός, ο θείος Ενιπέας, +των ποταμών, όπ' έχ' η γη, ο πλειά χαριτωμένος. +'ς την πρόσχαρη ακροποταμιάν εσύχναζεν η κόρη, 240 +και ο γεωφόρος ο θεός ωμοιώθη του Ενιπέα, +και σιμά της επλάγιασε 'ς του ποταμού το στόμα. +το κύμα ως όρος θολωτόν εστάθη ολόγυρά τους, +κ' έκρυψε τον αθάνατον, και την θνητήν γυναίκα. +και αυτήν τότε αποκοίμισεν, αφού της παρθενίας 245 +την ζώνην έλυσε, ο θεός• και ως έγειναν τα έργα +τα ερωτικά, της έσφιξε το χέρι και της είπε• +«χαίρε, γυνή, 'ς τ' αγκάλιασμα• 'ς την ώρα θα γεννήσης +ωραία τέκνα• και άκαρπη ποτέ δεν είναι η κλίνη +των αθανάτων• θρέψε τα και γλυκανάστησέ τα. 250 +τώρα εις το δώμα πήγαινε, σώπα, μη μ' ονομάσης• +και συ μάθ' ότι εγνώρισες τον σείστη Ποσειδώνα». +είπε και μες την θάλασσαν, οπ' άφριζ', εβυθίσθη. +και τον Πελία γέννησεν αυτή και τον Νηλέα +και ο Δίας τους ετίμησε• βασίλευε ο Πελίας 255 +εις την Ιωλκό πολύαρνος, ο άλλος εις την Πύλο. +και η δοξαστή βασίλισσα κατόπιν του Κρηθέα +άλλους εγέννησεν υιούς, τον Αίσονα, τον Φέρη, +τον Αμυθάν' ανίκητον εις την ιππομαχία. + +Κατόπιν είδα του Ασωπού την κόρην Αντιόπη, 260 +'που, ως εκαυχόνταν, του Διός κοιμήθη 'ς ταις αγκάλαις• +και τέκνα δυο γεννήθηκαν, ο Αμφίονας και ο Ζήθος• +τον τόπο της επτάπυλης Θήβας έκτισαν πρώτοι, +κ' επύργωσαν^ απύργωτην την απλωμένην Θήβα +δεν δύνονταν να κατοικούν, όσην ανδρειά και αν είχαν. 265 + +Είδα και του Αμφιτρύωνα την σύντροφον Αλκμήνη, +οπού τον λεοντόψυχον, άφοβον Ηρακλέα +εγέννησε, αφού πλάγιασε 'ς την αγκαλιά του Δία. +και του γενναίου Κρέοντα την κόρη την Μεγάρα, +'που νύμφην ο αδάμαστος την είχε Αμφιτρυωνίδης. 270 + +Του Οιδίπου η μάννα εφάνηκεν, η εύμορφη Επικάστη, +'που τυφλωμένη ανόμησε φρικτά με τον υιόν της. +'πώσφαξε τον πατέρα του και αυτήν γυναίκα επήρε. +και τα γενόμενα οι θεοί 'ς τον κόσμο φανερώσαν, +και αυτός με πάθη, 'ς την γλυκειά την Θήβα, των Καδμείων 275 +βασίλευε, ως ηθέλησεν η οργή των αθανάτων. +και αυτήν εδέχθη ο άσπλαχνος ο θυρωρός, ο Άδης• +ότι, 'ς τον άκρον πόνο της, ψηλάθ' από την σκέπη +κρεμάσθη με συρτοθηλειά, και άφησ' εκείνου πάθη +αμέτρητ', όσα προξενούν η μητρικαίς κατάραις. 280 + +Εφάν' η Χλώρις έπειτα, 'που για τα εξαίσια κάλλη +νύμφην επήρε, αφού 'δωσε πολλά δώρα, ο Νηλέας, +κόρ' ύστερη του Αμφίονα Ιασίδη, του κυρίου +του Ορχομενού των Μινυών βασίλισσα εις την Πύλο +τέκνα λαμπρά του εγέννησεν η Χλώρις, τον Χρομίον, 285 +τον άγριον Περικλύμενον, τον Νέστορα, και ακόμη +την πολυθαύμαστη Πηρώ, πού την ζητούσαν όλοι +απ' όλα τα περίχωρα• την έδιδ' ο Νηλέας +'ς όποιον τους ταύρους θα 'παιρνε του Ιφίκλου απ' την Φυλάκη +και αυτ' ήσαν δυσκολόπαρτοι• και απ' όλους άγιος μάντης 290 +ετόλμησε κ' εδέχθηκεν εκείθε να τους πάρη• +αλλά τον άνδρα εσπέδισε μοίρα θεού βαρεία• +κακά τον έζωσαν δεσμά και αγροτικοί βουκόλοι. +αλλ' αφού οι μήνες διάβηκαν, και η 'μέραις ετελειώσαν, +κ' έκλειεν ο χρόνος, κ' έρχονταν 'ς τον κύκλο τους η ώραις, 295 +τον έλυσεν ο Ίφικλος, αφού την μοίραν είπεν +όλην αυτός, και του Διός το θέλημα εγενόνταν. + +Είδα την Λήδαν έπειτα, την νύμφη του Τυνδάρου, +'που του Τυνδάρου εγέννησε τα τέκνα τα γενναία, +τον Κάστορα ιπποδαμαστή, τον πύκτη Πολυδεύκη, 300 +'που και τους δύο ζωντανούς κατέχ' η γη γεννήτρα. +αυτούς και κάτω από την γην ετίμησεν ο Δίας, +πότε να ήναι ζωντανοί και πότε πεθαμένοι, +καθένας την ημέρα του• και ωσάν θεοί τιμώνται. + +Είδα την Ιφιμέδεια, γυναίκα του Αλωέα, 305 +'πώλεγεν ότι επλάγιασε σιμά 'ς τον Ποσειδώνα, +και δύο τέκνα γέννησε, κοντόχρονα, τον Ώτον, +τον θείον, και τον ξακουστόν 'ς τον κόσμον Εφιάλτη• +απ' όσους έθρεψεν η γη ψηλότερ' ήσαν 'κείνοι, +κ' ύστερ' απ' τον Ωρίωνα, λαμπρότεροι 'ς το κάλλος. 310 +ήσαν εννηάχρονα παιδιά κ' εννέα πήχαις είχαν +πλάτος, αλλά το μάκρος τους έφθανε ορυιαίς εννέα• +και τους θεούς φοβέριζαν ακόμη αυτοί να στήσουν +μάχην φρικτήν 'ς τον Όλυμπο, πολέμου τρικυμία. +την Όσσαν εις τον Όλυμπο, 'ς την Όσσα το δασώδες 315 +Πήλιο να θέσουν ήθελαν, 'ς τον ουρανό να φθάσουν. +και αν είχαν ζήσει ν' ανδρωθούν θα το 'χαν κατορθώσει• +πλην του Διός και της Λητώς τους έσβυσεν ο γόνος, +πριν κάτω από τους μήλιγγαις η τρίχαις τους ανθήσουν, +και με τ' ωραίο χνούδι τους τα μάγουλα σκιάσουν. 320 + +Η Φαίδρα, η Πρόκνη εφάνηκαν κ' η εύμορφη Αριάδνη, +κόρη του Μίνωα του φρικτού, 'που από την Κρήτη πέρα +έπαιρνε νύμφην 'ς ταις ιεραίς Αθήναις ο Θησέας, +αλλά, πριν κείνος την χαρή, την είχε μαρτυρήσει +ο Διόνυσος, κ' η Άρτεμις την φόνευσε 'ς την Δία. 325 + +Η Μαίρα, και η Κλυμένη αυτού φανήκαν, κ' η Εριφίλη +η μισητή, 'που επρόδωσε τον άνδρα για χρυσάφι. +αλλ' όσαις είδα ομόκλιναις και κόραις των ηρώων, +να ονομάσω αν ήθελα, δεν θα 'φθαν' όλ' η νύκτα. +και να πλαγιάσω είναι καιρός, ή 'ς το ταχύ καράβι 330 +με τους συντρόφους, ή κ' εδώ' για το προβάδισμά μου, +πρώτα οι θεοί, κ' έπειτα σεις θα λάβετε φροντίδα». + +Αυτά πε, και όλοι εσώπαιναν εις το ισκιωμένο δώμα, +όπως τους εκυρίευσε του λόγου του η μαγεία. +και πρώτη ωμίλησε εις αυτούς Αρήτ' η λευκοχέρα• 335 +«Φαίακαις, πώς σας φαίνεται του ανθρώπου τούτου τώρα +το κάλλος, το ανάστημα, και η ίσιαις μέσα φρέναις; +ξένος μου είναι, αλλ' επειδή τιμήν εις όλους φέρει, +μη να τον προβοδοτήσετε βιασθήτε, και απ' τα δώρα, +'που τα 'χει ανάγκην ο πτωχός, μην αφαιρείτ', ότ' είναι 340 +κτήματα, χάρις 'ς τους θεούς, 'ς τα σπίτια μας περίσσα». + +Ο ήρωας τότε ωμίλησεν Εχένηος ο γέρος, +οπού 'ς τους χρόνους ήτο αυτός ο πρώτος των Φαιάκων• +«Ω φίλοι, ό,τ' είπε η φρόνιμη βασίλισσα δεν είναι +εναντίον εις την γνώμη μας, και σεις να το δεχθήτε. 345 +και απ' τον Αλκίνοον κρέμεται η πράξι ομού και ο λόγος». + +Και προς αυτόν απάντησεν ο Αλκίνοος και είπε• +«Τούτος ο λόγος στερεός θα μείν', αν είν' αλήθεια +'που ζωντανός των ναυτικών Φαιάκων βασιλεύω. +και ο ξένος, όσο και αν ποθεί να φθάση 'ς την πατρίδα, 350 +ως αύριον να' χη υπομονή, τα δώρα ως να συνάξω, +και όλοι για το προβάδισμα θα λάβουν την φροντίδα, +οι άνδραις, κ' εγώ μάλιστα, 'πώχω την εξουσία». + +'Σ αυτόν τότε ο πολύβουλος απάντησε Οδυσσέας• +«Μεγάλε Αλκίνοα, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε, 355 +και αν χρόνο σεις ολόκληρο μου ελέγετε να μείνω, +όπως με στείλετ' έπειτα με διαλεμμένα δώρα, +άλλο δεν ήθελα κ' εγώ• πολύ θα μ' ωφελούσε +με πλούτη περισσότερα να γύρω εις την πατρίδα• +αλλά και σεβαστότερος, πλειά ποθητός, θε να 'μουν 360 +'ς εκείνους 'που θα μ' έβλεπαν να φθάσω 'ς την Ιθάκη». + +Και προς αυτόν απάντησεν ο Αλκίνοος• και είπε• +«'Σ την όψι σου παντάπασι δεν δείχνεις, Οδυσσέα, +απατητής και δολερός, καθώς πολλούς η μαύρη +γη βόσκει απ' όλους τους θνητούς 'που 'ναι παντού σπαρμένοι, 365 +και πλάθουν αυτοί ψεύματα, 'που δεν τα ξεχωρίζεις. +σένα είναι ο λόγος εύμορφος και ο νους σου μέσα ωραίος, +και προκομμένα, ωσάν αοιδός, μας έχεις ιστορήσει +και τα δικά σου βάσανα κ' εκείνα των Αργείων. +αλλά μ' αλήθεια λέγε μου, να μάθω, αν κάποιον είδες 370 +των ισοθέων φίλων σου, όσοι μαζή σου επήγαν +'ς την Τροία, κ' εύρηκαν εκεί την ύστερή τους ώρα. +τώρ' είναι η νύκτ' απέραντη• δεν ήλθ' η ώρ' ακόμη +του ύπνου, και συ λέγε μου τα έργα οπ' ομοιάζουν θεία• +κ' εδώ θα 'μεν' ατάραχος, όσο να φέξ' η ημέρα, 375 +αν να ιστορήσης έστεργες τα πάθη σου 'ς εμένα». + +'Σ αυτόν τότε ο πολύβουλος απάντησε Οδυσσέας• +«Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε, +πότε καιρός λόγων πολλών, πότε καιρός του ύπνου• +αλλ' αν ποθείς, είμ' έτοιμος να σου ιστορήσω ακόμη 380 +αλλ' απ' αυτά φρικτότερα, των φίλων μου τα πάθη, +όσοι κατόπι εχαθήκαν• αυτοί 'που, αφού σωθήκαν +από τον πολυστένακτον των Τρωαδιτών αγώνα, +'ς τα γονικά τους έχασε κακότροπη συμβία. + +Και τοις ψυχαίς των γυναικών άμ' είχε διασκορπίσει 385 +'ς την μια 'ς την άλλη την μεριάν η θεία Περσεφόνη, +η ψυχή του Αγαμέμνονα του Ατρείδ' ήλθεν εμπρός μου +θλιμμένη, και τριγύρω της συνάχθηκαν η άλλαις, +όσαις μαζή του απέθαναν 'ς την κατοικιά του Αιγίσθου. +κ' ευθύς μ' εγνώρισεν αυτός, το μαύρ' άμ' έπιεν αίμα• 390 +σφικτά θρηνούσε, αστάλακτα τα δάκρυα του κυλούσαν, +κ' ετέντονε τα χέρια του ζητώντας να με φθάση• +αλλά δεν είχε δύναμιν, ανδρειά δεν είχε πλέον, +όπως την είχε ζωντανός 'ς τα λυγερά του μέλη. +άμα τον είδα εδάκρυσα κ' ερράισ' η καρδιά μου, 395 +κ' ευθύς τον επροσφώνησα με λόγια πτερωμένα• +«ω Αγαμέμνον' αρχηγέ, τρισένδοξε Ατρείδη, +ποια μοίρα του ολοτέντωτου σ' εδάμασε θανάτου; +μη σέ μες τα καράβια σου δάμασε ο Ποσειδώνας, +σηκόνοντας αζήλευτην πνοήν κακών άνεμων, 400 +ή εχθροί 'ς την γη σ' εχάλασαν, ενώ βώδια και αρνία +καλόμαλλα τους έπαιρνες ή εμάχοσουν την πόλι +να πάρης και τα θηλυκά να σύρης 'ς την δουλεία;» + +Αυτά 'πα• ευθύς απάντησι μου έδωσεν εκείνος• +«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, 405 +ούτ' εμέ 'ς τα καράβια μου δάμασε ο Ποσειδώνας, +σηκόνοντας αζήλευτην πνοήν κακών ανέμων, +αλλ' ούτ' εχθροί μ' εχάλασαν 'ς την γην αλλά τον χάρο +ο Αίγισθος μου ετοίμασε με την καταραμένη +γυναίκα μου• 'ς το σπίτι του μ' εκάλεσεν εκείνος, 410 +και, ως σφάζουν βώδι 'ς το παχνί, 'ς το γεύμα εμ' έχει σφάξει• +έτσι εκακοθανάτηοα, και γύρω οι σύντροφοί μου +σφάζοντο, ως γίνεται η σφαγή των λευκοδόντων χοίρων +'ς το σπίτι ανθρώπου υπέρπλουτου, μεγάλου, όπ' έχ' ή γάμους +ή φαγοπότι φιλικόν ή επίσημο τραπέζι. 415 +ήδη σου έτυχε να ιδής φόνους πολλών ανθρώπων, +είτ' έπεσαν μονόμαχα, είτε εις μεγάλην μάχη• +αλλά πολύ θα οδύροσουν αν έβλεπες εκείνα, +πώς 'ς τον κρατήρα ολόγυρα, 'ς τα γεμιστά τραπέζια, +κειτόμασθε, και 'ς τα αίματα τρικύμιζεν ο πάτος• 420 +κ' έφριξα 'ς το ξεφωνητό της κόρης του Πριάμου, +Κασσάνδρας, 'που την φόνευσε κοντά μου η Κλυταιμνήστρα +η επίβουλη• κ' εγώ 'ς την γη με πετακταίς αγκάλαις +σφαμμένος τότ' εβρόντησα, και μ' άφησεν η σκύλλα, +ουδέ η καρδιά της έδωσεν, εκεί 'που ξεψυχούσα, 425 +τα μάτια να μου πιάση καν, το στόμα να μου κλείση• +όχι, φρικτό και αδιάντροπο 'ς την γην άλλο δεν είναι +ως η γυναίκ', άμα 'ς τον νου παρόμοιαις πράξαις βάλη• +ιδές πώς κείνη ωργάνισεν έργον αισχρό κ' εγίνη +του ανδρός της φόνισσα• κ' εγώ θαρρούσα 'ς την πατρίδα 430 +περίχαρα να με δεχθούν τα τέκνα μου και οι δούλοι• +αλλά η σοφή 'ς τα πονηρά και αυτή κατεντροπιάσθη, +και απόμεινεν η εντροπή 'ς των θηλυκών το γένος, +και όταν κατόπιν ευρεθούν καλόπρακταις γυναίκαις». + +Αυτά 'πε, και του απάντησα• «ωιμέ, πόσον ο Δίας 435 +αρχήθεν εκατάτρεξε το γένος του Ατρέα +με γυναικών βουλεύματα• ιδού, για την Ελένη +χαθήκαν άπειροι απ' εμάς• και σένα η Κλυταιμνήστρα +δόλον σου ετοίμαζε, μακράν ενώ 'λειπες 'ς τα ξένα». + +Είπα, κ' ευθύς απάντησι μου έδωσεν εκείνος• 440 +«όθεν και συ της γυναικός ποτέ μην ήσαι πράος, +και αυτής μην όλα, όσα καλά γνωρίζεις, φανερώσης• +λέγε της κάποια, και άλλ' αυτής να τα κρατής κρυμμένα. +όμως απ' την γυναίκα σου συ φόνον μη φοβήσαι• +παρά πολύ 'ναι συνετή, άπειραις χάραις έχει 445 +η Πηνελόπ' η φρόνιμη, κόρη του Ικαρίου. +νηόνυμφη την αφίναμε την ώρα, οπού μαζή σου +εβγήκαμε εις τον πόλεμο, και 'ς τα βυζί 'χε βρέφος, +'που 'ς των αδρών τώρα, θαρρώ, τον αριθμό καθίζει. +ο ευτυχής! θα τον ιδή γερνώντας ο πατέρας, 450 +και τον πατέρα, ως πρέπει, αυτός θα σφίξη 'ς ταις αγκάλαις +και τον υιόν μου εγώ να ιδώ δεν μ' άφησε η δική μου, +τα μάτια μου να τον χαρούν, αλλ' έκοψέ με πρώτα. +Και τ' άλλο τούτο θα σου ειπώ και βάλε το 'ς τον νου σου• +Κρυφά και όχι ολοφάνερα 'ς την ποθητήν πατρίδα 455 +ν' αράξης, ότι εχάθηκεν η πίστι απ' ταις γυναίκαις. +και τώρα τούτο λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω, +αν 'που 'ναι ακόμη 'ς την ζωή για το παιδί μου ακούτε, +είτ' είναι 'ς τον Ορχομενόν ή 'ς την αμμώδη Πύλο, +ή 'ς τον Μενέλαο σιμά, 'ς την Σπάρτη την πλατεία• 460 +τι ακόμ' η γη δεν σκέπασε τον θεϊκόν Ορέστη». + +Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτόν απάντησα και είπα• +Ατρείδη, αυτά τι μ' ερωτάς; δεν ξεύρω αν ζη εκείνος +ή απέθανε• κ' είναι κακό να λέγωνται τα μάταια». + +Τέτοιαις ελέγαμε φρικταίς οι δυο μας ομιλίαις, 465 +δάκρυα χύνοντας θερμά, 'ς την λύπη βυθισμένοι, +τότε μου εφάνηκε η ψυχή του Αχιλληά Πηλείδη, +και του Πατρόκλου ομού μ' αυτόν, και του άψεγου Αντιλόχου, +και του Αίαντα, οπού 'ς την μορφή θα ενίκα και εις το σώμα +τους Δαναούς, αν έλειπεν ο ασύγκριτος Πηλείδης. 470 +ευθύς μ' εγνώρισε η ψυχή του γοργοπόδη Αιακίδη, +και κλαίοντας μου ωμίΛησε με λόγια πτερωμένα• +«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, +τι άλλο φοβερώτερο θα επιχειρήση ο νους σου; +'ς τον Άδη πώς κατέβηκες, 'που οικούν οι πεθαμένοι, 475 +άνοα φαντάσματα θνητών, 'πώχει αναπαύσει ο χάρος;» + +Είπε, κ' εγώ του απάντησα• «Πηλείδη Αχιλλέα, +των Αχαιών υπέρτατε, 'ς τον Τειρεσίαν ήλθα +γνώμην να ειπή πώς θα 'φθανα 'ς την πετρωτήν Ιθάκη, +τι 'ς άκραν γης Αχαϊκής δεν έχω φθάσει ακόμα, 480 +και δέρνομαι ακατάπαυτα μακράν απ' την πατρίδα• +αλλά, Πηλείδη, ωσάν εσέ μακάριος δεν ευρέθη +ως τώρα κανείς άνθρωπος, ή θα ευρεθή κατόπι. +σε ζωντανόν ωσάν θεόν δοξάζαμεν οι Αργείοι, +και τώρα πάλι 'ς τους νεκρούς πολύς και μέγας είσαι• 485 +όθεν ποσώς μη θλίβεσαι 'που απέθανες, Πηλείδη». + +Αυτά 'πα, και μου απάντησε• «λαμπρότατε Οδυσσέα, +μη θέλης για τον θάνατον να με παρηγορήσης• +χωρικός να 'μουν ήθελα και να ξενοδουλεύω +άνδρα πτωχόν, 'που κτήματα μεγάλα να μην έχη, 490 +παρά εις όλους τους νεκρούς εγώ να βασιλεύω. +αλλ' έλα για τον ένδοξον υιόν μου ειπέ μου τώρα, +αν προμαχεί 'ς τον πόλεμον ή οπίσω μένει εκείνος• +και ειπέ μου αν τίποτ' έμαθες για τον λαμπρόν Πηλέα, +των Μυρμιδόνων των πολλών αν βασιλεύη ακόμη, 495 +ή 'ς την Ελλάδα και εις την Φθιά δεν τον ψηφά κανένας, +τώρα 'που χέρια του κρατεί και πόδια ομού το γήρας. +ότι δεν του 'μαι εγώ βοηθός, άνω 'ς το φως του Ηλίου, +τέτοιος ως ήμουν μιαν φοράν εις την πλατειά Τρωάδα, +κ' έκοβα τ' άνθος των ανδρών, βοηθώντας τους Αργείους. 500 +για 'λίγο αν τέτοιος πήγαινα 'ς το δώμα του πατρός μου, +θα 'φερναν ανατρίχιασμα τ' ανίκητά μου χέρια +'ς αυτούς, 'που την βασιλική τιμή θε να του αρπάξουν». + +Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτόν απάντησα και είπα• +«ποσώς δεν έχω είδησι του θαυμαστού Πηλέα• 505 +αλλ' ως προς τον Νεοπτόλεμο, το ποθητό παιδί σου, +όλην, ως θέλεις, απ' εμέ θα μάθης την αλήθεια. +ότι εγώ κείνον έφερα με ισόπλευρο καράβι +των ευκνημίδων Αχαιών 'ς το στράτευμα απ' την Σκύρο. +και όταν συμβούλια γένονταν, 'ς τα τείχη εμπρός της Τροίας, 510 +πάντότ' ωμίλειε πρώτ' αυτός, ουδ' έσφαλν' εις τους λόγους• +μόνον ο ισόθεος Νέστορας ή εγώ τον ενικούσα. +και τ' άρματα όταν άστραφταν 'ς τα τρωικά πεδία, +κείνος δεν έμενε ποτέ 'ς το πλήθος και 'ς την τάξι, +αλλά προέτρεχε πολύ με ατρόμητον ανδρεία, 515 +και άνδραις εφόνευσε πολλούς 'ς τον φοβερόν αγώνα. +και όσους αυτός εφόνευσε βοηθώντας τους Αργείους, +δεν θα ημπορούσα εγώ να ειπώ• μόνον πως έχει σφάξει +τον Τηλεφίδη Ευρύπυλο• και οι Κήτειοι σύντροφοί του +σωρός σιμά του εσφάζονταν, εξ αφορμής των δώρων 520 +οπ' έλαβε η μητέρα του• κ', ύστερ' από τον θείο +τον Μέμνονα, ωραιότατον άνδρ' ως αυτόν δεν είδα. +και όταν εκατεβαίναμεν, οι πρώτοι των Αργείων, +'ς τ' άλογο 'πώκαμ' ο Επειός, και εις όλ' είχα εξουσία, +να κλειώ, ν' ανοίγω, ως ήθελα, τον στερεόν κρυψιώνα, 525 +τότ' οι αρχηγοί των Δαναών, οι βασιλείς οι άλλοι, +τα δάκρυα τους εσφόγγιζαν κ' οι αρμοί τους όλοι ετρέμαν, +αλλά την όψι την καλήν εκείνου να χλωμιάνη +δεν είδ', ή από τα μάγουλα τα δάκρυα να σφογγίζη• +αλλά να ορμήση απ' τ' άλογο θερμά παρακαλούσε, 530 +και όλο την χούφτα του σπαθιού και το βαρύ κοντάρι +έψαχνε, κ' είχεν εις τον νου τον όλεθρον της Τροίας. +αλλ' ότε κάτω ερρίξαμε τους πύργους του Πριάμου, +εις το καράβι ανέβαινε με μέρος των λαφύρων, +και ωραίο δώρο, αλάβωτος, τι δεν τον είχε πάρει 535 +λόγχη μακρόθ' ή από σιμά, καθώς συχνά συμβαίνει +'ς τον πόλεμο, 'που ανάμικτα λυσσομανά ο Άρης» + +Αυτά 'πα, και τότε η ψυχή του γοργοπόδη Αιακίδη +μακροπατώντας έσχιζε τ' ασφοδελό λιβάδι +χαρά γεμάτη όπ' άκουσε την δόξα του παιδιού του. 540 + +Κ' η άλλαις έμεναν εκεί ψυχαίς των πεθαμένων +περίλυπαις, και η καθεμιά τον πόνο της μ' ερώτα, +μόνη του Αίαντα η ψυχή, του Τελαμωνιάδη, +έστεκε ανάμερα πολύ• την χόλιαζεν η νίκη, +'που 'ς τα καράβια νίκησα 'ς την κρίσι των αρμάτων 545 +του Αχιλλέα, 'που η σεπτή μητέρα του είχε στήσει, +και Τρωαδίταις έκριναν και η Παλλάδ' Αθήνη. +για τέτοιο κέρδος άμποτε να μην είχα νικήσει! +αφού για κείνα εσκέπασεν η γη παρόμοιον άνδρα, +τον Αίαντα, 'που εις την μορφήν θα ενίκα και εις τα έργα 550 +τους Δαναούς, αν έλειπεν ο ασύγκριτος Πηλείδης. +«Αίαντα Τελαμώνιε — του 'πα γλυκομιλώντας — +ουδέ νεκρός δεν έμελλες το πάθος ν' αστοχήσης, +'πώχεις 'ς εμέ για τ' άρματα τα τρισκαταραμένα; +Αχ! οι θεοί φθοροποιά τα έκαμαν των Αργείων. 555 +πύργος τους ήσουν σ' έχασαν και οι Αχαιοί σε κλαίμε +ολοκαιρής ως κλαίουμε τον θείον Αχιλλέα. +κ' αίτιος δεν είναι του κακού κανείς αλλ' είν' ο Δίας, +'που φοβερά των Δαναών το λογχοφόρον πλήθος, +ωργίσθη, και σέν' έδωκε την μοίρα του θανάτου. 560 +αλλ' έλα, κύριε, σίμωσε, τους λόγους μου να πάρης, +και την οργή σου δάμασε 'ς το στήθος το γενναίο». + +Εις τούτ' απάντησιν αυτός δεν έδιδε, αλλ' επήγε +'ς το Έρεβος με ταις ψυχαίς των άλλων πεθαμένων, +και όμως θα ωμίλειε προς εμέ, όσην χολήν και αν είχε, 565 +ή εγώ θα ωμίλεια προς αυτόν, αλλ' η καρδιά μ' εκίνα +να ίδω ακόμη ταις ψυχαίς των άλλων πεθαμένων. + +Είδα τον Μίνω, του Διός λαμπρόν υιόν, 'που εκράτει +σκήπτρο χρυσό κ' εκάθονταν κριτής των πεθαμένων, +όπ' άλλοι ορθοί τριγύρω του και άλλοι καθισμένοι 570 +'ς του Άδη το πλατύπυλο το δώμα εδικαζόνταν. + +Είδα και τον θεόρατον Ωρίωνα κατόπι +ν' ανακατόνη τα θεριά 'ς τ' ασφοδελό λιβάδι, +κείνα, 'που εις όρη απάτητα φονεύσ' είχεν εκείνος• +και ρόπαλον ολόχαλκον ασύντριφτο κρατούσε. 575 + +Τον Τιτυόν, γόνον της Γης της δοξασμένης, είδα, +οπού 'ς το χώμα εκείτονταν κ' εσκέπαζ' εννηά πλέθρα• +δυο γύπαις τον παράστεκαν, του σχίζαν και του τρώγαν +το σκώτι, και τα χέρια του δεν τους απομακραίναν• +ότ' είχε σύρει την Λητώ, σεπτήν φίλην του Δία, 580 +προς την Πυθώνα ως διάβαινε την πάντερπνη Πανόπη. + +Κατόπ' είδα τον Τάνταλον, φρικτά βασανισμένον, +ορθόν 'ς την λίμνη• τώγγιζεν εκείνη το πηγούνι• +εδίψα, αλλά δεν πρόφθανε να πάρη καν ρανίδα• +λαίμαργα ως έσκυφτε να πιή ο γέρος, εχανόνταν 585 +το νερό κάτω ρουφηκτά, και γύρω του εις τα πόδια +γη μαύρη εφανερόνονταν φρυμμένη από την μοίρα. +και υψηλά δένδρα επάνωθε κρεμούσαν τον καρπό τους• +απιδιαίς ήσαν, ροϊδιαίς, λαμπρόκαρπαις μηλέαις. +και με συκιαίς γλυκόκαρπαις εληαίς θυμό γεμάταις. 590 +και όσαις εξάμονε φοραίς ο γέρος να ταις πιάση. +ταις έπαιρνεν ο άνεμος 'ς το σκιοφόρα νέφη. + +Ακόμ' είδα τον Σίσυφον, φρικτά βασανισμένον• +λίθον αυτός θεόρατον και με τα δυο βαστούσε• +τα πόδια 'ς την γην στύλονε, τον λίθον με τα χέρια 595 +άμπωθεν άνω εις το βουνό, και ότι έμελλ' απ' την άκρη +να τον κυλήση αντίπερα, τον γύριζε το βάρος, +κ' εξανακύλ' αδιάντροπος 'ς το σιάδι οπίσ' ο λίθος. +και πάλι αυτός τον άμπωθε μ' αγώνα, κ' έσταζ' ίδρω +το σώμα, και απ' την κεφαλή του ανέβαινεν η σκόνη. 600 + +Είδα έπειτα τον Ηρακλή, — το φάντασμα του μόνον• +εις τα συμπόσια τέρπεται θεών των αθανάτων +αυτός, και την καλόφτερνην την Ήβην έχει νύμφην, +'που του Διός εγέννησεν η χρυσοσάνδαλ' Ήρα. +ωσάν πετούμενα οι νεκροί τριγύρω του αλαλάζαν 605 +και τρομασμένοι εσκόρπιζαν• μαύρος 'σαν μαύρην νύκτα +το τόξον είχε αυτός γυμνό, και εις την χορδή το βέλος, +και αγριοκυττώντας φαίνονταν πως πάντοτε τοξεύει. +τρομακτικός του έζωνε το στήθος τελαμώνας, +χρυσός, κ' επάνω θαύματα 'ς αυτόν ήσαν φθειασμένα, 610 +αρκούδαις, αγριόχοιροι, φλογόμματα λεοντάρια, +πόλεμοι, μάχαις, αίματα, πολλαίς σφαγαίς ανθρώπων. +ας παύση να φιλοτεχνή κατόπιν ο τεχνίτης, +'που εφεύρηκε 'ς την τέχνη του παρόμοιον τελαμώνα. +ότι μ' αντίκρυσεν αυτός, μ' εγνώρισεν αμέσως, 615 +και κλαίοντας μου ωμίλησε με λόγια πτερωμένα• +«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, +σέρνεις, α! δύστυχε, και συ διεστραμμένην μοίρα, +'σαν κείνην 'πώφερνα κ' εγώ 'ς τον Ήλιον αποκάτω. +ναι, του Κρονίδ' ήμουν υιός, αλλ' είχ' άπειρα πάθη, 620 +ότ' ήμουν δούλος 'ς άνθρωπον πολύ κατώτερόν μου. +κ' εκείνος μ' επιφόρτιζε πολύ βαρείς αγώναις• +και μια φορά 'δω μ' έστειλε τον σκύλο να του φέρω, +ότι άλλον δεν εφεύρισκε για με σκληρόν αγώνα• +και το θεριόν αναίβασα του Άδη από τα βάθη, 625 +όπως μ' ωδήγησεν ο Ερμής και η γλαυκομμάτ' Αθήνη». + +Αυτά 'πε, κ' έστρεψεν ευθύς 'ς την κατοικιά του Άδη• +εγώ 'ς τον τόπον έμενα, μην κάποιος έλθη ακόμη, +εκείνων, οπού απέθαναν το πάλαι, ανδρών ηρώων. +και τους αρχαίους θα 'βλεπα τους άνδραις, 'που εποθούσα, 630 +τέκνα τρισένδοξα θεών, Πειρίθοον και Θησέα. +αλλ' άπειρα εσυνάζονταν των πεθαμένων πλήθη, +με αλαλαγμόν αμίλητον αχνός μ' επήρε φόβος, +μην της Γοργώς την κεφαλή, τέρας φρικτό, μου στείλη +του Άδη από την κατοικιάν η θεία Περσεφόνη. 635 +'ς το πλοίο τότ' εκίνησα και των συντρόφων είπα, +να 'μπουν και τα πρυμόσχοινα να λύσουν• ανεβήκαν +αυτοί κ' ευθύς εκάθισαν και το καράβι εκύλα +'ς τον ποταμόν Ωκεανόν, ως το 'φερνε το ρεύμα, +με τα κουπιά, και το 'σπρωξε πρύμος κατόπι ωραίος. 640 + + + +Ραψωδία Μ + + + +Τον ποταμόν Ωκεανόν άμ' άφησε το πλοίο, +κ' έφθασε μεσοπέλαγα 'ς την νήσο την Αιαία, +'που 'ναι της ορθογέννητης Ηώς η κατοικία, +και οι φωτεινοί χορότοποι, και ο Ήλιος πρωτολάμπει, +'ς τον άμμο επάνω εσύραμε κ' εστήσαμε το πλοίο, 5 +εις τ' ακρογιάλι εβγήκαμε, και, αφού πήραμ' ολίγον +ύπνον, επεριμέναμεν η άφθαρτ' Ηώ να φέξη. + +Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, +κ' έστειλα τους συντρόφους μου 'ς τα δώματα της Κίρκης, +του νεκρωμένου Ελπήνορα το λείψανο να πάρουν. 10 +και αφού κορμούς εκόψαμε, 'ς τ' ακρότατο ακρογιάλι +τον θάπταμε περίλυποι, κ' έρρεε θερμό το δάκρυ. +και άμα ο νεκρός και του νεκρού τ' άρματα ομού καήκαν, +μνήμα του εσηκώσαμε, θέσαμ' επάνω στήλη. +κ' ίσιον εστήσαμε κουπί 'ς την κορυφή του τάφου. 15 + +Τούτα ενώ κάμναμεν εμείς, δεν ξέφυγε της Κίρκης +ότι απ' τον Άδη εφθάσαμεν, αλλ' ήλθ' ευτρεπισμένη +αμέσως• και η θεράπαιναις σιμά της 'φέρναν άρτο, +κρέατα πλήθια και κρασί κόκκινο και φλογώδες. +εστάθ' η ασύγκριτη θεά 'ς την μέση μας και είπε• 20 +«άνδραις σκληροί, 'που ζωντανοί κατέβητε 'ς τον Άδη• +διθάνατοι• μονόφορα οι άλλοι θνητοί πεθαίνουν. +τώρα φαγί, τώρα κρασί, χαρήτ' εδ' ολημέρα, +και θέλει ξεκινήσετε η αυγούλ' άμα ροδίση. +τον δρόμο θα σας δείξω εγώ, και θα προειπώ τα πάντα, 25 +μη λάχη και από επίβουλη διεστραμμένη γνώμη, +'ς το πέλαγος ή 'ς την στερηά, μέγα κακό σας εύρη». + +Αυτά 'πε, κ' εκατάπεισε την ανδρική ψυχή μας. +και τότε αυτού καθόμασθεν, ολημέρα ως το δείλι +μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό, φαγοποτώντας. 30 +και ο ήλιος άμ' εβύθισε κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα, +εις τα πρυμόσχοινα σιμά οι άλλοι αναπαυθήκαν• +μέν' απ' το χέρι πήρε αυτή μακράν απ' τους συντρόφους, +εκάθισέ με, πλάγιασε κοντά μου, και μ' ερώτα• +κ' εγώ της εξιστόρησα τα πάντα ένα προς ένα. 35 +προς εμέ τότε ωμίλησεν η Κίρκ' η σεβασμία• +'τούτα όπως τα 'πες έγειναν ό,τι θα ειπώ συ τώρα +άκου, και πάλι ένας θεός θα σου τα υπενθυμίση. + +Και πρώτα εις το ταξείδι σου θα φθάσης 'ς ταις Σειρήναις, +'π' όλους μαγεύουν τους θνητούς, όσοι κοντά τους έλθουν. 40 +όποιος σιμώση απ' αγνωσιά και ακούση των Σειρήνων +τον ήχο, δεν θα τον ιδούν τα τρυφερά παιδιά του +ολόχαρα, και η σύντροφος, να φθάσ' εις την πατρίδα. +αλλά η Σειρήναις με γλυκύ τραγούδι τον μαγεύουν, +'ς την λιβάδια καθήμεναις' κ' είναι σωρός τριγύρω 45 +κόκκαλ' ανδρών 'που σέπονται, και όλο το δέρμα ρέει. +προσπέρασε ταις, και τ' αυτιά συ φράξε των συντρόφων +με γλυκομάλακτο κερί, μήπως κανείς των άλλων +ακούση• και αν εσύ ποθείς ν' ακούσης, ας σε δέσουν +ολόρθον χεροπόδαρα 'ς του καταρτιού την ρίζα, 50 +και των σχοινιών ταις κορυφαίς ας σφίξουν 'ς τον κορμό του, +ηδονικά το λάλημα ν' ακούσης των Σειρήνων. +και αν να σε λύσουν τους ζητείς θερμά και τους προστάζεις, +πάντοτ' εκείνοι με δεσμά πλειότερ' ας σε σφίγγουν. +αλλ' όταν το καράβι σου κείναις οπίσω αφήση, 55 +'ς το εξής εγώ δεν θα σου ειπώ ρητώς από τους δύο +ποιος μέλλει να 'ναι ο δρόμος σου• και ατός του ο νους σου ας κρίνη. +θέλει σου δείξω τώρα εγώ το 'να και τ' άλλο μέρος. + +Το' να έχει πέτραις κρεμασταίς, και προς αυταίς βροντάει +μέγα το κύμα της γλαυκής 'ς την όψιν Αμφιτρίτης. 60 +κείναις Πλαγκταίς οι μάκαρες θεοί ταις ονομάζουν, +και ουδέ πουλί ταις προσπερνά, αλλ' ούδ ' η περιστέραις, +οπού του Δία του πατρός την αμβροσία φέρουν• +ως και απ' αυταίς κάθε φοράν η γλυστρή πέτρ' αρπάζει• +αλλά να κλείσ' ο αριθμός στέλνει ο πατέρας άλλην. 65 +θνητών καράβι αυτού ποτέ, αν ήλθε, δεν εσώθη• +αλλά καραβοσάνιδα και ανδρών σώματα παίρνουν +της θάλασσας τα κύματα και της φλογός η λύσσα. +μόν' ένα κείθε πέρασε θαλασσοπόρο πλοίο, +απ' τον Αιήτη πλέοντας, Αργώ η ξακουσμένη• 70 +και αυτή θε να 'σπαε 'ς ταις τραναίς πέτραις, χωρίς το χέρι +της Ήρας, 'που τον φίλο της τον Ιάσωνα ελυπήθη. + +'Σ' τ' άλλο δυο βράχ' υψόνονται• τον ουρανόν εγγίζει +ο ένας μ' άκρη σουβλερή, και συννεφιά τον ζώνει +μαύρη και μένει ατάραχη, και εις την κορφήν εκείνη, 75 +καλόκαιρο ή φθινόπωρο, ποτέ δεν ξαστερόνει. +κει δεν θα εμπόρει ν' αναιβή θνητός ή να πατήση +ποτέ κανένας, κ' είκοσι χέρια και πόδια αν είχε• +ότ' είναι η πέτρα γλυστερή, 'σαν σκαλισμένος λίθος. +σκοτεινόν άντρο ανοίγεται του βράχου μες την ζώνη 80 +προς δύσιν, εις το έρεβος γυρμέν', όπου το πλοίο +και σεις, θαρρώ, θα στρέψετε, λαμπρότατε Οδυσσέα. +ουδέ γενναίος τοξευτής θα εμπόρει απ' το καράβι +να φθάση με το βέλος του του άντρου βαθυού το στόμα. +Κει μέσα η Σκύλλα κατοικεί και φοβερά γαυγίζει• 85 +φωνούλαν έχει ωσάν μικρού νεογεννημένου σκύλου• +αλλ' είναι αυτή τέρας κακόν• ουδέ θνητός κανένας +ή αθάνατος θα χαίρονταν αν την εθεώρα εμπρός του. +πόδια 'χει εκείνη δώδεκα και αμόρφωτα είναι όλα, +έξι λαιμούς μακρύτατους, και μέσα εις τον καθέναν 90 +μιαν κεφαλήν τρομακτικήν, όπ' έχει τρεις αράδαις +δόντια πολλά, πυκνότατα, μαύρου μεστά θανάτου. +και εις τ' άντρο ευρίσκεται η μισή κρυμμένη και από εκείνο +το φοβερό το βάραθρο ταις κεφαλαίς προβάλλει, +και αυτού ψαρεύει, ψάχνοντας ολόγυρα εις τον βράχο, 95 +δελφίνια και σκυλόψαρα, και, αν τύχη, μέγα κήτος, +'π' άμετρα βόσκ' η βροντερή 'ς τα κύματ' Αμφιτρίτη. +ναύτης δεν επαινέθηκε 'που εκείθε με το πλοίο +χωρίς να πάθη εδιάβηκε• με κάθε κεφαλή της +έναν απ' το μαυρόπλωρο καράβι αρπάζ' η Σκύλλα. 100 +και τούτου χαμηλότερον θα ιδής τον άλλον βράχο• +σιμά 'ναι, οπού θα ετόξευες απ' το 'να εις τ' άλλο μέρος• +μεγάλην έχει αγριοσυκιά, πολύφυλλη, και κάτω +την μαύρην άρμη αναρρουφά η Χάρυβδις η θεία. +τι την ημέρα τρεις φοραίς ξερνά, και τρεις ρουφάει, 105 +τρόμος! μη τύχης εσύ κει την ώρα οπού ρουφήση• +ότι δεν θα σ' εφύλαγε και αυτός ο κοσμοσείστης. +αλλά το πλοίο στρέψε συ της Σκύλλας προς τον βράχο +γλήγορα, και προσπέρασε• προτίμα έξι συντρόφους +να χάσης απ' το πλοίο σου παρ' όλους να τους κλάψης». 110 + +Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτήν «θεά, συ δίδαξέ με, +αν κάποιος τρόπος γίνεται κ' εκείνην να ξεφύγω +την πάγκακη την Χάρυβδι, και πάλι ν' αντικρούσω +την άλλην, όταν θα χυθή τους φίλους να μου αρπάξη». + +Είπα, και η θαυμαστή θεά μου απάντησεν αμέσως• 115 +«αγώναις και άρματα, ω σκληρέ, πάλ' η καρδιά σου θέλει• +δεν θα τραβιέσαι ουδ' έμπροσθεν θεών των αθανάτων; +κ' εκείνη δεν είναι θνητή, κακόν αθάνατό 'ναι, +άγριο, φρικτόν, αμάχητον• αντίστασιν δεν έχει +καμμίαν• το καλήτερο να φύγης απ' εμπρός της. 120 +ότι αν, ως αρματόνεσαι, κοντοσταθής 'ς τον βράχο, +φοβούμαι μην ορμήση αυτή και πάλι σε προφθάση, +και μ' όσαις έχει κεφαλαίς τόσους αρπάξη ανθρώπους• +αλλά με βια τραβάτ' εμπρός, και κράξτε την Κραταίαν, +οπού την Σκύλλα γέννησε, πληγήν εις τους ανθρώπους• 125 +και αυτή να χυθή δεύτερα δεν θέλει την αφήση. + +'Σ της Θρινακίας το νησί θα φθάσης, όπου βόσκουν +βώδια του Ηλίου πάμπολλα και σαρκωμέν' αρνία• +βωδιών επτά κοπαίς, αρνιών επτά, κ' έχει πενήντα +κάθε κοπή• και δεν γεννούν, αλλ' ούτε ολιγοστεύουν• 130 +δυο νύμφαις καλοπλέξουδαις επιστατούν εκείνα, +Φαέθουσα και Λαμπετιά, και θυγατέραις είναι +του Ηλίου του Υπερίονα και της καλής Νεαίρας. +ταις γέννησε και ανάστησεν η σεβαστή μητέρα, +και εις το νησί ταις έβαλε να ζουν της Θρινακίας, 135 +τα πατρικά τους πρόβατα και βώδια να φυλάγουν. +και αν δεν τα εγγίζης κ' εννοιασθής για την επιστροφή σου, +τότε, και αν πάθετε πολλά, θα φθάστε εις την Ιθάκη• +αλλ' αν τα βλάψης, όλεθρο προβλέπω εις το καράβι +και εις τους συντρόφους• και αν σωθής μόνος εσύ, θα φθάσης 140 +αργά και κακώς έχοντας, και από συντρόφους έρμος». + +Αυτά 'πε, και η χρυσόθρονη Ηώ 'ς τον κόσμο εφάνη• +κ' εσύρθ' η ασύγκριτη θεά παράμεσα 'ς την νήσο. +'ς το πλοίο τότ' εκίνησα και των συντρόφων είπα +να λύσουν τα πρυμόσχοινα και ν' αναιβούν κ' εκείνοι 145 +εμπήκαν και αραδιάσθηκαν με τάξι 'ς ταις σανίδαις, +και την λευκή την θάλασσα με τα κουπιά βροντούσαν. +και οπίσω απ' το μαυρόπλωρο καράβι έστειλε πρύμον, +'που εφούσκον' όλα τα πανιά, φίλον λαμπρόν, η Κίρκη, +δεινή θεά, καλόκομη, όπ' έχει ανθρώπου γλώσσα. 150 +και τ' άρμεν' αφού σιάσαμε, καθόμασθε εις το πλοίο, +και τ' ωδηγούσ' ο άνεμος ομού και ο κυβερνήτης. +τότ' είπα με περίλυπην καρδιάν εις τους συντρόφους• +καλό δεν είναι, αγαπητοί, ένας ή δύο μόνοι +να ηξεύρουν τ' άγια ρήματα 'που η Κίρκη μου 'πε η θεία• 155 +αλλά τα λέγω και εις εσάς, όπως γνωρίζοντάς τα +πεθάνουμε ή ξεφύγουμε την μοίρα του θανάτου. +και πρώτα μου παράγγειλε να φύγω των Σειρήνων +την θεομίλητη φωνή και τ' ανθηρό λιβάδι• +μου 'πε ν' ακούσω την φωνή μόνος εγώ• σεις τώρα 160 +μ' άλυτα δέστε με δεσμά 'ς του καραβιού την ρίζα +ορθόν, και σφίξτε των σχοινιών ταις άκραις 'ς τον κορμό του. +και αν να με λύσετε ζητώ θερμά και σας προστάζω, +σεις με πλειότερα δεσμά στενοχωρήσετέ με». + +Κ' ενώ τούτα φανέρονα με τάξι των συντρόφων, 165 +τ' ωραίο πλοίον έφθασε 'ς την νήσο των Σειρήνων +ογλήγορ', όπως το 'σπρωχνε βοηθητικός ο πρύμος. +έπεσ' ο άνεμος ευθύς και ανάνεμη γαλήνη +έγεινε• θεία δύναμις εκοίμισε το κύμα. +σηκώθηκαν οι σύντροφοι, και τα πανιά διπλώσαν, 170 +κάτω 'ς το πλοίο τα 'θεσαν, και αράδα καθισμένοι +με τα καλόξυστα κουπιά την θάλασσα λευκαίναν. +κ' εγώ κεριού μέγαν τροχό μ' ακονητό μαχαίρι +ελιάνισα, και το 'θλιβα με τ' ανδρικά μου χέρια• +και τα κερί ζεσταίνονταν, ως τό βιαζ' η ανδρειά μου, 175 +και ο Ήλιος ο Υπερίονας με την θερμή του ακτίνα. +αραδικώς τότ' έφραξα τ' αυτία των συντρόφων• +εκείνοι χεροπόδαρα μ' εδέσαν 'ς το κατάρτι +ορθόν, κ' έστριψαν των σχοινιών ταις άκραις ς' τον κορμό του, +και την λευκή την θάλασσαν έδερναν καθισμένοι. 180 +και ότ' είμασθεν εις διάστημα, 'π ανθρώπου βοή φθάνει, +'ς αυταίς σιμά δεν ώρμησε χωρίς να το νοήσουν +το γοργό πλοίο, και άρχισαν ψιλόφωνο τραγούδι• +«ω καύχημα των Αχαιών, πολύμνητε Οδυσσέα, +το πλοίο κράτησ', έλα εδώ, ν' ακούσης την φωνή μας• 185 +ότι δεν πέρασε κανείς εδώθε με καράβι, +χωρίς το γλυκολάλημα ν' ακούση της φωνής μας. +ευφραίνεται και αναχωρεί με γνώσαις πλουτισμένος• +τι ξεύρουμ' όσα εμόχθησαν εις την πλατειά Τρωάδα +Τρώες και Αργείοι, των θεών ως ήθελεν η γνώμη. 190 +και ό,τι συμβαίν' ηξεύρουμε 'ς την γη την πολυθρέπτρα». + +Τούτα εγλυκοκελάιδισαν• ποθούσα εγώ ν' ακούω, +κ' ένευα με τα βλέφαρα των φίλων να με λύσουν, +κ' εκείνοι έπεσαν 'ς τα κουπιά και σφόδρα ελάμναν όλοι• +ο Ευρύλοχος σηκώθηκεν ευθύς και ο Περιμήδης 195 +και με δεσμά πλειότερα μ' εδέναν και μ' εσφίγγαν. +και αφού ταις επροσπέρασαν, και αγάλι αγάλι εσβύσθη +με των Σειρήνων την φωνή και το γλυκύ τραγούδι, +το κερί τότε αφαίρεσαν οι αγαπητοί μου φίλοι, +οπού τους άλειψα τ' αυτιά, και απ' τα δεσμά μ' ελύσαν. 200 + +Αλλ' ότε οπίσω αφήσαμε την νήσο των Σειρήνων, +καπνό και κύμα είδα τρανό, και άκουσα μέγαν κτύπο• +τρόμαξαν, και απ' τα χέρια τους έφυγαν τα κουπία, +'που εβρόντησαν 'ς την θάλασσα' και το καράβι εστάθη, +τι πλειά δε τό' βιαζαν κουπιά και ανδρειωμένα χέρια. 205 +κ' εγώ 'ς το πλοίο γύριζα και τους συντρόφους όλους +από κοντά συμβούλευα με λόγια μελωμένα• +«αγαπητοί μου, αμάθητοι δεν είμασθε από πάθη• +το κακό τούτο, 'πώρχεται, χειρότερο δεν είναι +απ' τ' άντρ', όπου του Κύκλωπα μας είχε κλείσ' η βία• 210 +όμως κ' εκείθ' η αξία μου, ο νους και η φρονιμάδα, +μας έσωσε, κ' έναν καιρό θα το ενθυμείσθ', ελπίζω. +κ' ελάτε τώρα, ό,τι θα ειπώ να το δεχθούμεν όλοι• +εσείς αυτού καθήμενοι με τα κουπιά κτυπάτε +την αγριωμένην θάλασσαν, ίσως μας δώση ο Δίας 215 +να φύγουμ' απ' τον όλεθρο, 'που εδώ μας παραστέκει. +συ, κυβερνήτη, έχε τον νου 'ς αυτό, που σε προστάζω, +επειδή συ 'σαι οπού κινείς του καραβιού το δοιάκι• +έξω από τούτον τον καπνό και από το κύμα στρέφε +το πλοίο, και όλο σίμονε 'ς τον βράχο, μη σου φύγη 220 +μ' ορμή 'ς εκείνη την μεριά και εις συμφοραίς μας ρίξης». + +Αυτά 'πα και όλ' υπάκουσαν και τότε ως προς την Σκύλλα, +την αναπόφευκτη πληγή, λόγο 'ς αυτούς δεν είπα, +μη φοβηθούν οι σύντροφοι, και απ' την κουπηλασία +παύσουν, και μέσα μου ριχθούν 'ς του καραβιού τα βάθη. 225 +τότ' άφησα το βαρετό παράγγελμα της Κίρκης, +'που να μη ζωσθώ τ' άρματα πολύ μώχε συστήσει, +και την καλή μου αρματωσιά φόρεσα, και δυο λόγχαις +μακρυαίς 'ς τα χέρια σφίγγοντας ανέβηκα εις την πλώρη, +ότι απ' αυτού να πρωτοϊδώ θαρρούσα εγώ την Σκύλλα, 230 +πετροθεριό, 'που μώφερνε καταστροφή των φίλων. +και αυτήν να ιδώ δεν δύνουμουν• τα μάτια μου αποκάμαν +ολόγυρα εξετάζοντας την σκοτεινώδη πέτρα. + +Με θρήνους το κατάστενο διαβαίναμε οι θλιμμένοι• +εδώθ' η Σκύλλα, και άντικρυς η Χάρυβδις η θεία 235 +είχε τα πικρά κύματα φρικτά ξαναρουφήσει• +και ότε τα εξέρνα, ως με πολλήν φωτιά βράζει κακκάβι, +γουργούριζ' όλη ανάκατη, κ' η άχνη της πετιόνταν +ανάερα 'ς ταις κορυφαίς του ενός και του άλλου βράχου. +και ότε τα πικρά κύματα ξαναρουφούσε, πάλιν 240 +ανάκατη όλη εφαίνονταν 'ς τα βάθη, κ' εβροντούσε +ο βράχος όλος φοβερά, και η γη κάτω εφαινόνταν +μαύρη 'ς τον άμμο• κ' έπαιρνεν αυτούς αχνή τρομάρα. +κ' ενώ κυττάζαμεν αυτήν με φόβο του θανάτου, +μ' άρπαξ' η Σκύλλ' απ' το βαθύ καράβι έξι συντρόφους, 245 +οπού 'ς την δύναμι πολύ και 'ς τ' άρματα επρωτεύαν. +και όπως το πλοίο γύρισα να ιδώ και τους συντρόφους, +επάνω μ' ήδη νόησα τα πόδια και τα χέρια +εκείνων, απ' ανάερα σηκόνονταν, κ' εμένα +καλούσαν, ύστερη φορά, κατ' όνομα οι θλιμμένοι. 250 +και απ' άκρη βράχου ως ο ψαράς μ' ένα μακρύ καλάμι, +'ς τα μικρά ψάρια δόλωμα προσφέροντας, βυθίζει +το ταύρινο το κέρατο, και άμα το ψάρι πιάση +ευθύς το ρίχν' εις την ξηρά, κ' εκείνο λακταρίζει• +όμοι και αυτοί λαχτάριζαν 'ς τα βράχη αναιβασμένοι, 255 +κ' εκεί, 'που αυτή τους έτρωγε 'ς την θύραν, εφωνάζαν, +προς με τα χέρια απλώνοντας, 'ς του χάρου την οδύνη. +άλλο, 'σαν κείνο, ελεεινό τα μάτια μου δεν είδαν, +'ς όσά 'παθα της θάλασσας τους δρόμους ερευνώντας. + +Και αφού την φρικτή Χάρυβδι, την Σκύλλα, και ταις πέτραις, 260 +φυγάμ', ευθύς εφθάσαμε 'ς τ' άγιο νησί του Ηλίου, +οπού είν' η πλατυμέτωπαις ωραίαις αγελάδαις, +και σαρκωμένα πρόβατα πολλά, κ' είναι δικά του. +και ως ήμουν μεσοπέλαγα, μες το καράβι ακόμα, +των αγελάδων άκουσα το μούγκρισμα μακρόθεν, 265 +και των αρνιών το βέλασμα, 'που 'ς τα μανδριά γυρίζαν. +και ό,τι είχε ειπεί θυμήθηκα ο μάντης Τειρεσίας, +και η Κίρκη, 'που τόσο πολύ μώχε συστήσ', η Αιαία, +να φύγω το νησί του Ηλιού, 'που τους θνητούς ευφραίνει. +και τότ' εγώ περίλυπος προς τους συντρόφους είπα• 270 +«'ς ό,τι θα ειπώ προσέξετε, πολύπαθοί μου φίλοι• +να μάθετε τι πρόλεγεν ο μάντης Τειρεσίας, +και η Κίρκη, 'που τόσο πολύ μώχε συστήσ', η Αιαία, +να φύγω το νησί του Ηλιού, που τους θνητούς ευφραίνει. +μέγα κακόν, ως έλεγεν, αυτού μας περιμένει. 275 +αλλά παρέξω απ' το νησί στρέψετε το καράβι». + +Αυτά 'πα, και εις τα στήθη τους ερράισ' η καρδία, +κ' είπεν ο Ευρύλοχος πικρά• «σκληρός είσ' Οδυσσέα• +σου περισσεύ' η δύναμις, ακούραστα 'χεις μέλη• +σίδερο θα 'ναι η πλάσι σου, 'που, αγρύπνια αφού και κόπος 280 +εδάμασαν τους φίλους σου, δεν τους αφίνεις τώρα +'ς την γη να βγουν και εις το νησί, που η θάλασσ' όλο ζώνει, +τον δείπνο θα ετοιμάζαμε, και θα 'χαιρε η καρδιά μας• +και συ να παραδέρνουμε την άγρια νύκτα θέλεις, +πέρ' από τούτο το νησί, 'ς τα σκοτεινά πελάγη. 285 +και η νύκταις μάλιστα γεννούν τους φοβερούς ανέμους, +των καραβιών καταστροφή• τον χάρο που θα φύγης, +την νύκτ' αν ξάφνου σηκωθή και σ' εύρη ανεμοζάλη, +Νότος είτ' έλθ' ή Ζέφυρος, σφοδρότατος αέρας, +'που και εις το πείσμα των θεών συντρίβουν τα καράβια; 290 +όθεν ας υπακούσουμε 'ς την μαύρη νύκτα τώρα• +τον δείπνο θα ετοιμάσουμε προς το γοργό καράβι, +και ως φέξη θα το ρίξουμεν εις τα πλατειά πελάγη», + +Αυτά 'πε, και όλοι εδέχθηκαν τους λόγους του Ευρυλόχου• +τότ' ένοιωσα πως ο θεός ολέθριαν είχε γνώμη• 295 +κ' εκείνον επροσφώνησα με λόγια πτερωμένα• +«Ευρύλοχε, με βιάζετε, μόνος αφού 'μαι εμπρός σας• +πλην ελάτ' όλοι, φοβερόν όρκον ομόσετέ μου, +βωδιών αγέλη αν εύρουμεν ή μέγ' αρνιών κοπάδι, +από κακή του τύφλωσι κανείς να μη φονεύση 300 +βώδι κανένα ή πρόβατον, αλλ' ήσυχοι χαρήτε +όσαις τροφαίς η αθάνατη μας έχει δώσ' η Κίρκη». + +Είπα, κ' εκείνοι ωρκίσθηκαν ως είχα εγώ ζητήσει, +και αφού τον όρκον ώμοσαν κ' ετέλειωσαν εκείνοι, +τ' ωρηό καράβι αράξαμε μες τον βαθύ λιμένα, 305 +'που 'χε σιμά γλυκό νερό• και οι σύντροφοί μου εβγήκαν +έξω 'ς την γη, και τεχνικά τον δείπνον ετοιμάσαν, +και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, +έκλαιαν ενθυμούμενοι τους ποθητούς συντρόφους, +'π' άρπαξ' η Σκύλλα κ' έφαγεν απ' το βαθύ καράβι• 310 +κ' ύπνος τους έπιασε γλυκός εκεί, 'που ακόμη εκλαίαν, +και μες το τρίτο της νυκτός μέρος, 'που τ' άστρα κλίνουν, +άνεμον σήκωσε σφοδρόν ο αστραποφόρος Δίας, +με φυσομάνισμα φρικτό, κ' ετύλιξε 'ς τα νέφη +πόντον και γην, κ' εχύθηκεν απ' τον αιθέρα νύκτα. 315 +και ως ήλθε η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, +εις άντρο μέσα εσύραμε κ' εστήσαμε το πλοίο• +κ' ήσαν αυτού χορότοποι κ' έδραις Νυμφών ωραίαις. +τότ' έκαμα συνάθροισι και μέσα εις όλους είπα• +«ω φίλοι, αφού 'ς το πλοίο μας πιοτό και βρώσις είναι, 320 +τα βώδι' αυτά μη εγγίξουμε, μη συμφορά μας εύρη. +ότι δεινού θεού τ' αρνιά τούτά 'ναι και η δαμάλαις, +του Ηλιού, 'που όλ' άνωθε τηρά και όλ' άνωθεν ακούει». + +Αυτά 'πα, και τα εδέχθηκεν η ανδρική ψυχή τους. +και όλον τον μήνα ακοίμητος Νότος εφύσα ουδ' άλλος 325 +απ' τους ανέμους έπνεεν, Εύρος ειμή και Νότος. +και όσο είχαν σίτον και κρασί κόκκινο οι σύντροφοι μου, +τα βώδια δεν επείραξαν φοβούμενοι τον χάρο• +αλλ' όταν όλαις η τροφαίς απ' το καράβι ελείψαν, +και απ' την ανάγκη εγύριζαν κυνήγι αναζητώντας, 330 +ψάρια, πουλιά, και ό,τ' εύρισκαν, με κύρτ' αγκίστρια πιάναν, +η πείνα ως τους βασάνιζε• και τότε μέσα επήγα +εις το νησί, να δεηθώ των αθανάτων, ίσως +μου δείξη κάποιος των θεών του γυρισμού τον δρόμο. +και αφού 'ς τα μέσα του νησιού, μακράν απ' τους συντρόφους, 335 +εις μέρος ήλθ' απάνεμον, ενίφθηκα τα χέρια, +κ' ευχήθην όλων των θεών των ολυμποκατοίκων• +κ' εκείν' ύπνον γλυκύτατον 'ς τα βλέφαρά μου εχύσαν, +κ' έκαμν' αρχή γνώμης κακής ο Ευρύλοχος 'ς τους άλλους• +«'ς ό,τι θα ειπώ προσέξετε, πολύπαθοί μου φίλοι• 340 +όλ' είναι οι θάνατοι πικροί των άμοιρων ανθρώπων, +αλλ' ο πολύ φρικτότερος, της πείνας ν' αποθάνης• +του Ηλίου ταις καλήτεραις ας σύρουμ' αγελάδαις, +προς τους θεούς να σφάξουμε τους ουρανοκατοίκους. +και αν 'ς την Ιθάκη φθάσουμε, την ποθητήν πατρίδα, 345 +του Ηλίου του Υπερίονα κτίζουμ' ευθύς ωραίον +ναόν, και μέσ' ατίμητα πολλά κρεμάμε δώρα. +αλλ' αν για βώδια ορθόκερα χολιάση και θελήση +το πλοίο να συντρίψη αυτός, κ' οι άλλοι θεοί το στέργουν, +κάλλιο 'ς το κύμα χάσκοντας με μια να ξεψυχήσω, 350 +παρά να τήκωμαι καιρούς εις ένα ερημονήσι». + +Είπε, και όλοι εσυμφώνησαν οι άλλοι, κ' εν τω άμα +του Ηλίου ταις καλήτεραις εσύραν αγελάδαις, +εγγύθεν, ότι όχι μακράν του μαυροπλώρου πλοίου +η ωραίαις πλατυμέτωπαις έβοσκαν αγελάδαις. 355 +και ολόγυρα τους έκαμαν ευχαίς των αθανάτων, +απ' το υψηλόκομον ιδρύ χλωρά μαδώντας φύλλα, +ότι 'ς το πλοίο δεν είχαν ποσώς λευκό κριθάρι. +και άμα ευχηθήκαν, κ' έσφαξαν κ' έγδαραν, τα μερία +έκοψαν και τα εσκέπασαν 'με διπλωτό κνισάρι, 360 +κ' επάνω αυτών ωμά 'βαλαν κομμάτια• και να χύσουν +σπονδαίς εις τα καιόμενα σφαχτά κρασί δεν είχαν, +και με νερό σπονδίζοντας όλα τα εντόσθια ψήναν. +και αφού καήκαν τα μεριά κ' εγευθήκαν τα σπλάχνα, +ελιάνισαν τα επίλοιπα και αμέσως τα εσουβλίσαν. 365 +ο γλυκός ύπνος έφυγε τότε απ' τα βλέφαρά μου, +κ' εκίνησα προς το γοργά καράβι 'ς τ' ακρογιάλι• +αλλ' όταν εις το ισόπλευρο καράβ' είχα σιμώσει, +ήλθε ο γλυκύτατος καπνός της λίπας προς εμένα, +κ' εκλαύθηκα γογγύζοντας εμπρός των αθανάτων• 370 +«Δία πατέρα, μάκαρες θεοί, 'που πάντοτ' είσθε, +Αχ! για καλό δεν μ' έχετε 'ς ύπνο βαρύ βυθίσει• +κ' εδώ, 'που εμέναν, έπραξαν έργο μεγάλο οι φίλοι». + +'Σ τον Ήλιον η μακρόπεπλη εχύθη Λαμπετία +μηνύτρα ότι του εσφάξαμεν εμείς ταις αγελάδες• 375 +χολώθη εκείνος κ' έλεγεν εμπρός των αθανάτων• +«Δία πατέρα, μάκαρες θεοί, 'που πάντοτ' είσθε, +τους ασεβείς πατάξετε συντρόφους του Οδυσσέα, +'που μ' άρπαξαν και μώσφαξαν τα βώδια• και εις εκείνα +χαιρόμουν ως ανέβαινα 'ς τον κάταστρον αιθέρα, 380 +και ως πάλιν έγερνα εις την γην από τα ουράνια μέρη. +και αν για τα βώδια πλερωμήν, ως πρέπει, δεν μου δώσουν, +'ς τον Άδη θε να καταιβώ και των νεκρών θα λάμπω». + +Και ο Δίας του αποκρίθηκεν ο νεφελοσυνάκτης• +«Ήλιε, συ λάμπε ως έλαμπες, εδώ των αθανάτων, 385 +Και των ανθρώπων των θνητών 'ς την γη την σιτοδώρα• +κ' εγώ το γοργό πλοίο τους τρίμματα ευθύς θα σχίσω +με φλογοβόλον κεραυνό 'ς τα σκοτεινά πελάγη». + +Τούτ' άκουσ' απ' την Καλυψώ, την λαμπρομάλλα νύμφη, +κ' εκείνης τα 'πε, ως έλεγεν, ο γλήγορος Ερμείας. 390 + +Και εις το καράβι ως έφθασα κάτω 'ς το περιγιάλι, +όλους ομού γλωσσόδερνα και χωριστά• και ο νους μας +διόρθωσι δεν εύρισκεν• ήσαν νεκρά τα βώδια. +τέρατα ευθύς οι αθάνατοι τους δείχναν• εσερνόνταν +τα δέρματα, και εις τα σουβλιά τα κρέατ' εμουγκρίζαν, 395 +ωμά, ψητά, και ωσάν βωδιών ακούετ' η φωνή τους. + +Ημέραις έξι ολόκληραις οι σύντροφοι μου ετρώγαν +από τα βώδια, 'πώκλεψαν, τα εξαίρετα του Ηλίου, +αλλ' ότε ο Δίας έφερε την έβδομην ημέρα, +έπεσε τότ' ο άνεμος, και δεν φυσομανούσε• 400 +κ' εμείς το πλοίο ρίξαμε 'ς τα διάπλατα πελάγη, +τεντόνοντας τα κάτασπρα πανιά 'ς τ' ορθό κατάρτι. +αλλ' ότε οπίσω αφίναμε την νήσο, και καμμία +γη άλλη, μόνον ουρανός και θάλασσα εφαινόνταν, +σύννεφο μαύρο έστησεν ο Δίας 'ς το καράβι 405 +επάνω, κ' εσκοτάδιασεν η θάλασσ' από κάτω• +κ' έτρεχε το πλεούμενον, αλλ' όχι πολλήν ώρα, +τι ογλήγορ' ήλθε ο Ζέφυρος σφικτά φυσομανώντας, +κ' η ανεμοζάλη σύντριψε το 'να και τ' άλλο ξάρτι• +και το κατάρτι εβρόντησεν οπίσω• τ' άρμενά του 410 +'ς την γάστραν όλα εχυθήκαν, κ' εκείνο αυτού 'ς την πρύμη +τον κυβερνήτη κτύπησε 'ς την κεφαλή, και άμ' όλα +τώσπασε ομού τα κόκκαλα της κεφαλής• κ' εκείνος +έπεσ', ως πέφτει ο βουτηκτής, 'ς το κύμα κ' ενεκρώθη• +σύγχρονα ο Δίας βρόντησε, κεραύνωσε το πλοίο• 415 +ολόβολο το ετίναξεν ο κεραυνός του Δία, +και θειάφη όλο το γέμισεν• οι σύντροφοι μου επέσαν, +και εις το καράβι ολόγυρα, 'ς τα κύματα, ως κουρούναις +επλέαν• θεία θέλησι τους πήρε την πατρίδα. +κ' εγώ 'ς το πλοίο γύριζα, ως ότου της καρίνας 420 +τα πλευρά πήρε η τρικυμιά, κ' έπλεε γυμνή 'ς το κύμα. +και το κατάρτι επάνω της εσύντριψε, αλλ' ακόμη +ήτο από βωδοτόμαρο λουρί προσκολλημένο• +μ' εκείνο αφού σφικτόδεσα κατάρτι και καρίνα, +εκάθισα και μ' έπαιρνεν η λύσσα των ανέμων. +έπαυσε τότε ο Ζέφυρος και δεν φυσομανούσε, 425 +αλλ' ήλθε ο Νότος πετακτά, 'ς οδύναις να με ρίξη, +την πάγκακη την Χάρυβδι και πάλι να μετρήσω. +ολονυκτής εδέρνομουν, και ο ήλιος άμ' εφάνη +'ς την φρικτήν ήλθα Χάρυβδι, και ς' την κορφή της Σκύλλας• 430 +και ως κείνη εξαναρούφησε την άρμην, επετάχθην +'ς την υψηλήν αγριοσυκιά, και αυτού 'σαν νυκτερίδα +προσκόλλησ' όλο το κορμί• δεν είχα που να στήσω +το πόδ' ή επάνω ν' αναιβώ• μακράν η ρίζαις ήσαν, +και οι κλώνοι της εξέβγαιναν ανάεροι, μεγάλοι, 435 +και κάτω εις την Χάρυβδι τον ίσκιο τους απλόναν. +σφικτά κρατιόμουν, ως να ιδώ κατάρτι και καρίνα +να μου ξεράση πάλι αυτή• κ' εστέναξα όσο να 'λθουν. +και ότε ο κριτής την σύνοδο για να δειπνήση αφίνει, +αφού πολλών ξεδιάλυσεν ανδρών φιλονεικίαις, 440 +τα ξύλ' από την Χάρυβδι τότ' εφανερωθήκαν. +τα χέρια τότε απόλυσα, τα πόδια, 'ς τον αέρα, +'ς το κύμα μέσα εβρόντησα παρέξω από τα ξύλα, +κ' έλαμνα με τα χέρια μου 'ς εκείν' αποθωμένος. +την Σκύλλα να ξαναϊδώ δεν άφησε ο πατέρας 445 +θεών και ανθρώπων• άφευκτα θα μ'εύρισκεν ο χάρος. + +Κείθ' εννηά 'μέραις δέρνομουν• και την δεκάτη νύκτα +'ς την Ωγυγίαν οι θεοί μ' εφέραν, οπού μένει +η Καλυψώ καλόκομη, δεινή θεά, κ' εκείνη +με αγάπα και μ' εξένιζεν• αυτά τι σου τα λέγω; 450 +χθες ήδη 'ς το παλάτι σου τα ιστόριζα κ' εσένα +και της σεπτής συντρόφου σου• και δεν μ' αρέσει εκείνα, +'που ένα προς έν' ανάφερα, να ξαναλέγω τώρα. + + + + +ΤΕΛΟΣ Β' ΤΟΜΟΥ + + + + + + +End of the Project Gutenberg EBook of Homer's Odyssey, Volume B, by Homer + +*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY, VOLUME B *** + +***** This file should be named 30614-0.txt or 30614-0.zip ***** +This and all associated files of various formats will be found in: + http://www.gutenberg.org/3/0/6/1/30614/ + +Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis + +Updated editions will replace the previous one--the old editions +will be renamed. + +Creating the works from public domain print editions means that no +one owns a United States copyright in these works, so the Foundation +(and you!) can copy and distribute it in the United States without +permission and without paying copyright royalties. Special rules, +set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to +copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to +protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project +Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you +charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you +do not charge anything for copies of this eBook, complying with the +rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose +such as creation of derivative works, reports, performances and +research. They may be modified and printed and given away--you may do +practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is +subject to the trademark license, especially commercial +redistribution. + + + +*** START: FULL LICENSE *** + +THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE +PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK + +To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free +distribution of electronic works, by using or distributing this work +(or any other work associated in any way with the phrase "Project +Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project +Gutenberg-tm License (available with this file or online at +http://gutenberg.org/license). + + +Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm +electronic works + +1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm +electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to +and accept all the terms of this license and intellectual property +(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all +the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy +all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession. +If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project +Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the +terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or +entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8. + +1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be +used on or associated in any way with an electronic work by people who +agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few +things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works +even without complying with the full terms of this agreement. See +paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project +Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement +and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic +works. See paragraph 1.E below. + +1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation" +or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project +Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the +collection are in the public domain in the United States. If an +individual work is in the public domain in the United States and you are +located in the United States, we do not claim a right to prevent you from +copying, distributing, performing, displaying or creating derivative +works based on the work as long as all references to Project Gutenberg +are removed. Of course, we hope that you will support the Project +Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by +freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of +this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with +the work. You can easily comply with the terms of this agreement by +keeping this work in the same format with its attached full Project +Gutenberg-tm License when you share it without charge with others. + +1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern +what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in +a constant state of change. If you are outside the United States, check +the laws of your country in addition to the terms of this agreement +before downloading, copying, displaying, performing, distributing or +creating derivative works based on this work or any other Project +Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning +the copyright status of any work in any country outside the United +States. + +1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg: + +1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate +access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently +whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the +phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project +Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed, +copied or distributed: + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + +1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived +from the public domain (does not contain a notice indicating that it is +posted with permission of the copyright holder), the work can be copied +and distributed to anyone in the United States without paying any fees +or charges. If you are redistributing or providing access to a work +with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the +work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1 +through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the +Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or +1.E.9. + +1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted +with the permission of the copyright holder, your use and distribution +must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional +terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked +to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the +permission of the copyright holder found at the beginning of this work. + +1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm +License terms from this work, or any files containing a part of this +work or any other work associated with Project Gutenberg-tm. + +1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this +electronic work, or any part of this electronic work, without +prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with +active links or immediate access to the full terms of the Project +Gutenberg-tm License. + +1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary, +compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any +word processing or hypertext form. However, if you provide access to or +distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than +"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version +posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org), +you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a +copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon +request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other +form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm +License as specified in paragraph 1.E.1. + +1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying, +performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works +unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9. + +1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing +access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided +that + +- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from + the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method + you already use to calculate your applicable taxes. The fee is + owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he + has agreed to donate royalties under this paragraph to the + Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments + must be paid within 60 days following each date on which you + prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax + returns. Royalty payments should be clearly marked as such and + sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the + address specified in Section 4, "Information about donations to + the Project Gutenberg Literary Archive Foundation." + +- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies + you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he + does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm + License. You must require such a user to return or + destroy all copies of the works possessed in a physical medium + and discontinue all use of and all access to other copies of + Project Gutenberg-tm works. + +- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any + money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the + electronic work is discovered and reported to you within 90 days + of receipt of the work. + +- You comply with all other terms of this agreement for free + distribution of Project Gutenberg-tm works. + +1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm +electronic work or group of works on different terms than are set +forth in this agreement, you must obtain permission in writing from +both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael +Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the +Foundation as set forth in Section 3 below. + +1.F. + +1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable +effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread +public domain works in creating the Project Gutenberg-tm +collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic +works, and the medium on which they may be stored, may contain +"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or +corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual +property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a +computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by +your equipment. + +1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right +of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project +Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project +Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all +liability to you for damages, costs and expenses, including legal +fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT +LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE +PROVIDED IN PARAGRAPH F3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE +TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE +LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR +INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH +DAMAGE. + +1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a +defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can +receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a +written explanation to the person you received the work from. If you +received the work on a physical medium, you must return the medium with +your written explanation. The person or entity that provided you with +the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a +refund. If you received the work electronically, the person or entity +providing it to you may choose to give you a second opportunity to +receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy +is also defective, you may demand a refund in writing without further +opportunities to fix the problem. + +1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth +in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER +WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO +WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE. + +1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied +warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages. +If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the +law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be +interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by +the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any +provision of this agreement shall not void the remaining provisions. + +1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the +trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone +providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance +with this agreement, and any volunteers associated with the production, +promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works, +harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees, +that arise directly or indirectly from any of the following which you do +or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm +work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any +Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause. + + +Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm + +Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of +electronic works in formats readable by the widest variety of computers +including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists +because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from +people in all walks of life. + +Volunteers and financial support to provide volunteers with the +assistance they need, are critical to reaching Project Gutenberg-tm's +goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will +remain freely available for generations to come. In 2001, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure +and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations. +To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation +and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4 +and the Foundation web page at http://www.pglaf.org. + + +Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive +Foundation + +The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit +501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the +state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal +Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification +number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at +http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent +permitted by U.S. federal laws and your state's laws. + +The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S. +Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered +throughout numerous locations. Its business office is located at +809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email +business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact +information can be found at the Foundation's web site and official +page at http://pglaf.org + +For additional contact information: + Dr. Gregory B. Newby + Chief Executive and Director + gbnewby@pglaf.org + + +Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation + +Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide +spread public support and donations to carry out its mission of +increasing the number of public domain and licensed works that can be +freely distributed in machine readable form accessible by the widest +array of equipment including outdated equipment. Many small donations +($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt +status with the IRS. + +The Foundation is committed to complying with the laws regulating +charities and charitable donations in all 50 states of the United +States. Compliance requirements are not uniform and it takes a +considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up +with these requirements. We do not solicit donations in locations +where we have not received written confirmation of compliance. To +SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any +particular state visit http://pglaf.org + +While we cannot and do not solicit contributions from states where we +have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition +against accepting unsolicited donations from donors in such states who +approach us with offers to donate. + +International donations are gratefully accepted, but we cannot make +any statements concerning tax treatment of donations received from +outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff. + +Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation +methods and addresses. Donations are accepted in a number of other +ways including checks, online payments and credit card donations. +To donate, please visit: http://pglaf.org/donate + + +Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic +works. + +Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm +concept of a library of electronic works that could be freely shared +with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project +Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support. + + +Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed +editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S. +unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily +keep eBooks in compliance with any particular paper edition. + + +Most people start at our Web site which has the main PG search facility: + + http://www.gutenberg.org + +This Web site includes information about Project Gutenberg-tm, +including how to make donations to the Project Gutenberg Literary +Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to +subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks. diff --git a/old/20091206-30614-0.zip b/old/20091206-30614-0.zip Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..785b0fc --- /dev/null +++ b/old/20091206-30614-0.zip |
