summaryrefslogtreecommitdiff
path: root/old/42512-h/42512-h.htm
diff options
context:
space:
mode:
Diffstat (limited to 'old/42512-h/42512-h.htm')
-rw-r--r--old/42512-h/42512-h.htm1545
1 files changed, 0 insertions, 1545 deletions
diff --git a/old/42512-h/42512-h.htm b/old/42512-h/42512-h.htm
deleted file mode 100644
index 852d0e8..0000000
--- a/old/42512-h/42512-h.htm
+++ /dev/null
@@ -1,1545 +0,0 @@
-<!DOCTYPE html PUBLIC "-//W3C//DTD XHTML 1.0 Transitional//EN"
- "http://www.w3.org/TR/xhtml1/DTD/xhtml1-transitional.dtd">
-<html xmlns="http://www.w3.org/1999/xhtml">
-
-<head>
-<meta http-equiv="Content-Type" content="text/html; charset=utf-8" />
-<meta name="keywords"
- content="Κωστής Παλαμάς, Θάνατος Παλληκαριού" />
-
-<title>Θάνατος Παλληκαριού</title>
-
-<style type="text/css">
-
-body {
-font-family: verdana, geneva, arial, helvetica, sans-serif;
-line-height: 20px;
-margin-left: 5%;
-margin-right: 5%;
-}
-
-h1 { font-size: 185%; font-weight: bold; text-align: center; }
-h2 { font-size: 150%; font-weight: bold; text-align: center; }
-h3 { font-size: 120%; font-weight: bold; text-align: center; }
-h4 { font-size: 105%; font-weight: bold; text-align: center; }
-h5 { font-size: 90%; font-weight: bold; text-align: center; }
-h6 { font-size: 80%; font-weight: bold; text-align: center; }
-
-p{
- text-align: justify;
- margin-top: 1em;
- margin-bottom: 1em;
-}
-
-hr{
- width: 65%;
-}
-.poem {
- FONT-SIZE: 95%; margin-left: 30%;
-}
-
-.sp{
- letter-spacing:3px
-}
-
-</style>
-
-</head>
-<body>
-
-
-<pre>
-
-The Project Gutenberg EBook of Death of a Youth, by Kostis Palamas
-
-This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
-almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
-re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
-with this eBook or online at www.gutenberg.org
-
-
-Title: Death of a Youth
-
-Author: Kostis Palamas
-
-Release Date: April 12, 2013 [EBook #42512]
-
-Language: Greek
-
-Character set encoding: UTF-8
-
-*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK DEATH OF A YOUTH ***
-
-
-
-
-Produced by Sophia Canoni. Thanks to George Canonis for
-his major work in proofreading.
-
-
-
-
-
-
-</pre>
-
-
-
-<p style='font-size: small;'>Note: The tonic system has been changed from polytonic
-to monotonic, otherwise the spelling of the book has not been changed.//Σημείωση: Ο
-τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό, κατά τα
-άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου.</p>
-
-<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/cover.jpg" width="439"
-height="660"
-alt="Εξώφυλλο" border="2" /><br /></p>
-
-<h3 style="text-align: center; margin-top: 6em">
-ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ</h3>
-
-<h2 style="text-align: center; margin-top: 3em">ΘΑΝΑΤΟΣ</h2>
-
-<h1 style="text-align: center; margin-top: 3em">ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΟΥ</h1>
-
-<h4 style="text-align: center; margin-top: 13em">ΑΘΗΝΑ<br />
-ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ "ΕΣΤΙΑ"</h4>
-<h5 style="text-align: center; margin-top: 3em">Κ. ΜΑΙΣΝΕΡ ΚΑΙ Ν. ΚΑΡΓΑΔΟΥΡΗ<br
-/>
-1901</h5>
-
-<p>
-</p>
-
-<h4 style="text-align: center; margin-top: 7em">ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ</h4>
-
-<p>ΣΕ ΒΙΒΛΙΑ</p>
-
-<p>Τραγούδια της Πατρίδος μου. <br />
-Ύμνος εις την Αθηνάν.<br />
-Τα μάτια της Ψυχής μου.<br />
-Το έργον τον Κρυστάλλη. <br />
-Ίαμβοι και Ανάπαιστοι.<br />
-Τάφος.<br />
-Οι χαιρετισμοί της Ηλιογέννητης.</p>
-
-<p>ΕΤΟΙΜΑΖΟΝΤΑΙ <br />
-Ποιήματα.<br />
-Δράματα. Ιστορίες.<br />
-Κριτικά.</p>
-
-<p class="poem"><br /><br />
-Η ιστορία τούτη πρωτοφάνηκεν, εδώ και<br />
-δέκα χρόνια, στην «Εστία» του Δροσίνη.<br />
-Μικρή και ακοίταχτη, μ' ένα του άρθρο στου<br />
-Παρισιού το Figaro, να την προσέξουν έκαμε<br />
-ο Ψυχάρης. Όμως θα την ξέχανα, αν δεν<br />
-την έσπρωχνε να βγη ξανά στο φως ο φίλος<br />
-μου ο Πάλλης.</p>
-
-<p style="margin-top: 9em"><i>Αυτή την ιστορία την αφιερώνω σ' εσέν', απλή και αγράμματη γυναίκα, σ' εσέ,
-καημένη Χαραυγή. Την άκουσα από το στόμα σου, και κοίταξα να την κρατήσω, κι
-όσο πιστά μπορούσα, για να είμαι αντίλαλος δικός σου. Γιατί, κι όταν μιλάς εσύ,
-ένας λαός ολόκληρος τα λόγια σου στα ψιθυρίζει. Κάθε σου ιστορία, χωρίς να το
-καταλαβαίνης, του γένους είναι ποίημα. Δεν είσαι γυναίκα, είσαι η Φήμη η
-διαλαλήτρα δεν έχεις τίποτε σαρκικό, είσαι ψυχή μονάτη· τα μάτια σου ποτέ δεν
-ησυχάζουν, ποτέ δε σκοτιδιάζουν. Όσα λες, τα βλέπεις ολοζώντανα μπροστά σου,
-κι όσα βλέπεις, καθώς τα βλέπ' η Φαντασία τα θωρείς. Γι' αυτό είναι και τα λόγια
-σου ολοζώντανα, σοφή κ' η γλώσσα σου, απλή κι αγράμματη γυναίκα. Με
-μαγνητίζουν τα μάτια σου και με μαγεύουν τα λόγια σου, και νοιώθω κάτι τι μέρα
-την ημέρα με δένει πιο σφιχτά μ' εσένα. Εσύ με πρωτοτραγούδησες μωρό στην
-κούνια· τα υστερνά τα λόγια που θακούσω στην κλίνη του θανάτου, θέλω να βγουν
-απ' το δικό σου στόμα.</i></p>
-
-<h3 style="text-align: center; margin-top: 9em">ΘΑΝΑΤΟΣ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΟΥ</h3>
-
-<p>
-<br />
-Κανείς δεν έπεσε να κοιμηθή, όλοι αγρυπνούσαν· πού να κλείσουν μάτι τέτοια
-χρονιάρα νύχτα; Νύχτα της Μεγάλης Παρασκευής. Ό,τι πέρασαν τα μεσάνυχτα,
-βουβές οι καμπάνες και στις τρεις εκκλησούλες του Θαλασσοχωριού. Σωπαίνουν κ'
-οι καμπάνες για του Χριστού τα πάθη, σα νάχουν κι αυτές ανθρώπινη ψυχή και δε
-απορούν απ' το βαθύ καημό τους ούτε να ξεφωνίσουν. Μόνο τα ξύλινα τριτσόνια
-ξεκουφαίνουν τον κόσμο στων παιδιών τα χέρια· τρέχουν τα παιδιά, κι από γειτονιά
-σε γειτονιά, κι από πόρτα σε πόρτα, και τα χτυπούνε με κακό και με φωνές: «Ώρα
-για την εκκλησά! Ώρα για την εκκλησά!» Κ' οι λιγοστοί που απομένουν βάρυπνοι,
-πετειούνται ξαφνισμένοι και τρέχουν στο παράθυρο, θαρρώντας πως γλυκοχαράζει
-και πως περνάει κάτου ο επιτάφιος. Για την αγάπη του Χριστού, μια φορά το χρόνο,
-τη Μεγάλη Παρασκευή, βουβαίνοντ' οι καμπάνες του Θαλασσοχωριού, εκείνες
-μόνο γιατί, απ' άκρη σ' άκρη, το θαλασσοχώρι σηκώνεται στο πόδι, για την αγάπη
-πάλι του Χριστού, μια φορά το χρόνο, τη νύχτα της Μεγάλης Παρασκευής.</p>
-
-<p>Έτσι κ' εκείνη τη νύχτα· γυναίκες κι άντρες, άλλοι χώρια κι άλλοι μαζωχτοί,
-έβγαιναν απ' τα σπίτια, από τους καφενέδες, και σκορπίζονταν εδώ κ' εκεί κατά τις
-εκκλησιές. Οι περπατησιές βαρυχτυπούσαν στα καλντερίμια κι ολοένα εμάκραινε
-τους ήχους ο αντίλαλος της νύχτας. Κ' η νύχτα, δροσοστάλαχτη απριλιάτικη, μ' ένα
-φεγγάρι νυστασμένο που πάει να βασιλέψη και χύνει αχνότερη γι' αυτό τη λάμψη
-του στα μαύρα και ξασβέστωτα παλιόσπιτα και στα στραβά σοκάκια, που, λίγη,
-περισσή, ποτέ κ' η λάσπη δεν τους λείπει. Οι εκκλησιές ολόφωτες, με πόρτες
-ορθάνοιχτες. Κάπου κάπου ξεχύνονταν ως έξω η φωνή του αναγνώστη, πριν
-αρχίσουν οι <i>θρήνοι</i>. Αλλά το μεγάλο το πανηγύρι γίνετ' απ' έξω απ' τις εκκλησιές.
-Γύρω σε φωτιές μεγάλες θρεμμένες με ρετσίνα, με κληματόξυλα, με σανίδια, με
-φρόκαλα, με σκαφίδια και με κοφίνια της μπουγάδας, και κάπου κάπου μ'
-ολόκληρο παραθυρόφυλλο, — αλλοίμονο στα χαμηλά σπιτάκια και στις
-ασυλλόγιστες νοικοκυρές, τη νύχτα εκείνη! — γύρω σε φωτιές, του κόσμου τα
-παιδιά και τα παλιόπαιδα, και μέσα στα παιδιά κι άντρες με μουστάκια, πηδούνε,
-τρέχουν, αλαλάζουν, δαιμονίζονται κι αστραποβολούν στα σκότη και
-βροντοχτυπούν στην ησυχία οι σαλιόρες και τα χοντρά χαλκούνια — Σώσον, Κύριε!
-— κ' οι τρακατρούκες και τα χαϊμαλιά, με τέχνη καμωμένα από καλάμια κι από
-χοντρόχαρτα, και γεμισμένα με μπαρούτι, με μπαρούτι ατέλειωτο. Δίσκος για το
-μπαρούτι γύριζε μέσα στις εκκλησιές. Άντρες και παιδιά, φωτοκαίγονταν μ' εκείνα,
-της φωτιάς τα σύνεργα, για την καλή χρονιά. Μπαρούτι μύριζε το θαλασσοχώρι κ'
-οι ενορίτες με τους ενορίτες στέκονταν αμάν για πόλεμο.</p>
-
-<p>Δεν ήταν μόνον οι εκκλησιές ανοιχτές, την ώρα εκείνη. Εδώ κ' εκεί πρόβαλλε
-μισανοιγμένο κάνα μαγερειό, κανένας καφενές. Όσο νάρθ' η ώρα που θα βγη ο
-επιτάφιος, ως τις τρεις το πρωί, όλος ο κόσμος δε μπορούσε να περνά την ώρα του
-ολόρθος μέσ' στην εκκλησιά! Μ' ένα βαρύ γλυκό, με ένα μεζέ και δυο ρουφηξιές
-πυργιώτικο κρασί, καταπιάνεται κανείς ύστερ' από τη νηστεία και παίρνει δύναμη
-για να συντροφέψη τον επιτάφιο. Κ' έτσι σιγά σιγά οι παρέες τραβειούνταν κατά τις
-εκκλησιές με δροσισμένο στομάχι. Τελευταία είχε ξεχαστή στο κρασοπουλειό του
-Ψημένου μια συντροφιά χαρούμενη· ο Μήτρος ο Ρουμελιώτης, ο Γιαννάκος ο
-Ταρνάναμας, ο Μάρκος ο Κανίνιας και το παιδί της Χαρίταινας, που κανείς δεν
-τόκραζε με τόνομά του, όσο που και το ίδιο το ξέχασε κι άκουγε μόνο σαν τον
-φώναζαν η Ταρία Ταρέλα. Κ' οι τέσσαρες θαλασσινοί· ο πρώτος είχε ψαροκάικο, ο
-δεύτερος δούλευε στο ψαροκάικο του πρώτου, ο τρίτος ταξίδευε με τις μαούνες,
-και η Ταρία Ταρέλα ήταν ψαράς. Και οι τέσσερες εικοσιπέντε χρόνων κι
-αδερφωμένοι από τα μικρά τους χρόνια. Το κρασί κ' η κουβέντα τους άναψαν το
-κεφάλι, κι αν δεν ήταν Μεγάλη Παρασκευή, θα τόσκουζαν. Το τραγούδι
-μισαγαλινό, απαλά απαλά κι αθέλητα, ξεφύτρωνε στα χείλη τους τέτοια νύχτα. Στα
-υστερνά κατάλαβαν πως άργησαν. Στον Άη Νικόλα, λίγα ποδάρια παρέκει από το
-κρασοπουλειό, άρχισαν κι έψελναν «Αι γενεαί πάσαι». Ο Ψημένος έστεκε στο
-φτερό για να κλείση. Πετάχτηκαν στη στιγμή. Βρέθηκαν στο δρόμο.</p>
-
-<p>«Μωρέ ξέχασα τα βεγγαλικά!» φωνάζει ο Κανίνιας.</p>
-
-<p>Τα βεγγαλικά τα είχαν για να τανάψουν στον επιτάφιο.</p>
-
-<p>«Στα πόδια του τραπεζιού ταπίθωσα, ζερβά στην αγκωνή, λέει ο Μήτρος·
-στάσου και στα φέρνω». </p>
-
-<p>Και βιαστικός έκαμε να γυρίση στον καφενέ. </p>
-
-<p>Μα γυρίζοντας γλυστράει στο πεζούλι απάνου, και ξαπλώνεται μακρύς πλατύς,
-και γκοπ! ακούστηκ' ένας ξερός κρότος.</p>
-
-<p>Τρία ξεροσκαστά γέλοια ξέφυγαν από τα στόματα του Μάρκου, του Γιαννάκου
-και της Ταρίας, και μια φωνή, ένα «σκοτώθηκα» από το στόμα του Μήτρου.</p>
-
-<p>«Καλά, αδερφέ, πού σκοτώθηκες! σήκω τώρα μήπως χτύπησες;</p>
-
-<p>&nbsp;— Μωρέ, σκοτώθηκα! δε μπορώ να σηκωθώ! δε με πιστεύετε;»</p>
-
-<p>Και μ' ένα βογγητό τελείωσεν ο λόγος του, κ' η φωνή χύθηκε παραπονιάρα,
-ραγισμένη, σα νάχε πάθει από το πέσιμο κι αυτή. Κ' έφτασε σταυτιά τους η φωνή
-του τόσο λυπητερή, βαθειά βγαλμένη από τα φυλλοκάρδια, τόσον έξαφν'
-αλλαγμένη απ' τον πόνο, ξεψυχισμένη, που τους περίχυσεν ίδρωτας και τους τρεις.
-Είδαν πως δεν ήταν χωρατά.</p>
-
-<p>«Μωρέ Μήτρο!» απόθεσαν μόνο να ξεφωνίσουν, κ' έτρεξαν να τον πιάσουν, να
-του δώσουν χέρι για να σηκωθή.</p>
-
-<p>«Έτσι για το τίποτε· παραπάτησα . . . γλύστρησα . . . να, σε μια φλούδ' απάνου·
-λεμονοκόμματο θα ήταν . . . να πάθω τέτοιο κακό. . . Αχ! σκοτώθηκα!»</p>
-
-<p>Και πιο σιγά και πιο παραπονετικά έλεγεν ό,τι έλεγε. Πάλεψε να σηκωθή μόνος
-του, δε μπορούσε· τον ανασήκωσαν οι άλλοι.</p>
-
-<p>«Κουράγιο, Μήτρο!»</p>
-
-<p>Ο Μήτρος δε μπορούσε να σταθή στα πόδια του· τόνα του πόδι, το δεξί, δεν
-τόννοιωθε πια για πόδι, του φαινόταν σαν από σίδερο, του στέκονταν ασάλευτο.
-Τον κρατούσαν από τις μασχάλες. Ο Ψημένος είχε κλείσει το μαγαζί κ' εστέκοταν κι
-αυτός για να βοηθήση. Παραπέρα οι φωνές των παιδιών απ' έξω από την εκκλησιά
-σκορπειούνται και βοΐζουν· ξεσπούν στον αέρα τα χαλκούνια· κ' η νύχτα
-αστράφτει, βροντάει και σφυρίζει, και ρίχνει βροχή από σπίθες. Από τις πόρτες και
-τα παράθυρα τ' Άη Νικόλα ταναμμένα κεριά κ' οι λαμπάδες του επιταφίου
-φαντάζουν σαν αστέρια· δροσερά παιδιάτικα ψαλσίματα ξεχύνονται: «Ω γλυκύ μου
-έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, που έδει σου το κάλλος;» </p>
-
-<p>«Να τον πάμε στο σπίτι.»</p>
-
-<p>&nbsp;— Κράξε της μάννας μου, Κανίνια· είναι στην εκκλησιά.</p>
-
-<p>&nbsp;— Καλά λες. Κανίνια, τράβ' απ' την πίσω πορτοπούλα· μίλα της
-κλησάρισσας να της πη πως τη γυρεύουν· έτσι, με τρόπο.</p>
-
-<p>&nbsp;— Μη την τρομάζης, βρε αδερφέ, τη γυναίκα πες της πως τη γυρεύει ο
-Μήτρος».</p>
-
-<p>Η χήρα η Δήμαινα, η μάννα του Μήτρου, ήτανε στην εκκλησιά· βρίσκονταν
-αποβραδύς εκεί με τις άλλες τις γυναίκες· είχε ξενυχτίσει τον επιτάφιο. Έχασε τον
-άνδρα της προτού να φτάση στα μισοκοπίσματα. Κι από τότε, αντίο χρυσό
-κοντογούνι και φέσι κατακόκκινο με το φουντωτό παπάζι! Μέσα στο σπίτι δεν
-κάθονταν παρά για να κοιτάζη το Μήτρο, το γιο της το μονάκριβο, και δεν άφινε το
-σπίτι παρά για να κοιτάξη ταμπελάκι που της άφησεν ο μακαρίτης. Για να πάη στο
-αμπελάκι περνούσε από τα μνήματα, και κάπου κάπου άναβεν ένα κερί, κ' έκαιγε
-λίγο λιβάνι στον τάφο του μακαρίτη. Κ' ήταν γυναίκα της δουλειάς, άξια γυναίκα. Κι
-όταν μεγάλωσεν ο γιος της και ταξίδεψε με τα καΐκια — την τέχνη του πατέρα — κι
-αγάλια αγάλια, με των γονέων την ευχή και τη δική του προκοπή, απόχτησε δικό
-του καΐκάκι, τότε η χήρα η Δήμαινα σαν να το συλλογίσθηκε πιο πολύ πως ήταν
-χριστιανή — το ξεπεταρούδι της το γνοιάσθηκεν, έπρεπε να γνοιασθή και για την
-ψυχή της. Κι από τότε ζύγωνε συχνότερα στην εκκλησιά· κι όσο που έφευγαν τα
-χρόνια — τα είχε πατήσει τα εξήντα — τόσο θεοφοβούμενον έννοιωθε τον εαυτό
-της. Όμως, να πούμε την αλήθεια, περσότερο έτρεμε τα μάγια και τα ξωτικά, χωρίς
-κι αυτή καλά να το καταλαβαίνη.</p>
-
-<p>«Κυρά Δήμαινα, σε γυρεύουν έξω, το παιδί σου . . .» τραβώντας την από το
-φόρεμα, της ψιθύρισε σταυτί η κλησάρισσα».</p>
-
-<p>«Το παιδί μου! και τι να με θέλη;» Δεν πρόφτασε να το συλλογισθή, και ν;a,
-μπροστά της ο Μάρκος ο Κανίνιας, ξεσκούφωτος και λαχανιασμένος.</p>
-
-<p>«Τίποτε, κυρά Δήμαινα, το πόδι του στραγγούλισεν ο Μήτρος».</p>
-
-<p>Ξεπετάχτηκεν η γριά, σούσουρο γίνηκε τριγύρω της, άρχισαν οι γυναίκες τα
-ψιθυρίσματα. «Σιωπή, γυναίκες», έκραζαν με θυμό οι επίτροποι. Αλλά πού να
-σωπάσουν; Κάτι έτρεξε· τι στραγγούλισμα ήταν αυτό; κάποιος θα κάηκεν απ' τα
-χαλκούνια, κάποιος θα μαχαιρώθηκε. Στη στιγμή μαθεύτηκε το πράμα· στη στιγμή
-η μισή εκκλησιά είχεν αδειάσει! Πού να κρατηθή ο κοσμάκης; Την εκκλησιά του τη
-βρίσκει πάλι, μα τέτοια, θεός να μας γλυτώνη, δε γίνονται κάθε μέρα.</p>
-
-<p>«Μάτια μου, μάτια μου, o Χριστός! ο Χριστός!» φώναζε τρέχοντας η γριά. Κι απ'
-έξω απ' την εκκλησιά βλέπει εκεί μπροστά της το παιδί, ορθό κι ακκουμπιστό στον
-τοίχο. Τον παράστεκαν οι σύντροφοι, κι άλλοι πέντ' έξι.</p>
-
-<p>«Δεν είναι τίποτε, μάννα παραπάτησα, κ' έπεσα και χτύπησα λιγάκι στο γόνατο.
-Πάμε στο σπίτι να βάλω απάνου τίποτε. Μια μεγάλη πέτρα ξεπλάκωσε τα στήθη
-της φτωχής. Έβανε με το νου της χειρότερα, και σαν τον είδε μπροστά της έτσι
-ορθό, στο μισοσβυσμένο φως του φεγγαριού, ξανάσανεν.</p>
-
-<p>«Ο Χριστός! o Χριστός! κακή ώρα, παιδί μου!»</p>
-
-<p>Και δεν ήξερε πως ο Μήτρος δε μπορούσε να κρατηθή στα πόδια του, και πως ο
-ίδιος είχε πει στα παιδιά:</p>
-
-<p>«Βάλτε με νακκουμπήσω στον τοίχο, για να μη με ιδή άξαφνα η μάννα μου και
-φοβηθή».</p>
-
-<p>Κ' εκεί που τόλεγεν αυτό, μέσα στο νου του είπε και κάτι άλλο που δε βγήκε
-από τα χείλη του: «Πώς θα με ιδή η Φροσύνη!»</p>
-
-<p>Η Φροσύνη ήταν η αρραβωνιαστικειά του.</p>
-
-<p>Κρατώντας και ξεσέρνοντας κι ανασηκώνοντας, τον πήγανε στο σπίτι. Εκείνη τη
-χρονιά η χήρα η Δήμαινα, ο Μάρκος ο Κανίνιας, ο Γιαννάκος Ταρνάναμας κ' η Ταρία
-Ταρέλα δε χάρηκαν επιτάφιο. Ξημερώθηκαν στο κρεββάτι του Μήτρου. Δεν έκλεισε
-μάτι, πονούσε, μούγγριζε σαν ταύρος. Το πόδι του επρήζοταν, επρήζοταν, γίνηκε
-μια κολώνα!</p>
-
-<p>Έφεραν τον καλήτερο γιατρό του Θαλασσοχωριού. Σπουδασμένος γιατρός, με
-τόνομα. Πολλούς είχε γλυτώσει απ' τα χέρια του Χάρου. Αλήθεια πως οι
-Θαλασσοχωρίτες τον έπαιρναν πάντα την τελευταία στιγμή, αφού απελπίζονταν
-απ' τους κομπογιαννίτες κι απ' τις γιάτρισσες. Γι' αυτό κ' εκείνος δείχνονταν όλο
-θυμωμένος· όχι γιατί έχανε τίποτε που δεν τον γύρευαν πρωτήτερα, καθώς έλεγεν,
-αλλά γιατί κιντύνευαν χάρισμα τη ζωή τους οι κουτεντέδες, που πίστευαν τους
-τσαρλατάνους. Έκανεν όμως κ' έτσι τη δουλειά του, και αφού τον γλύτωνε τον
-άρρωστο, ξεθύμαινε στο βρισίδι, τον πλήρωνες δεν τον πλήρωνες. Τον φοβήθηκαν
-οι άνθρωποι, τους έπαιρνε τον αέρα· στα στερνά τον συνήθισαν, και δε μπορούσαν
-να κάμουν χωρίς αυτόν. Έδειχνε πιώτερο σαν καπετάνιος, παρά σα ντοτόρος. Αυτή
-τη φορά ο Μάρκος ο Κανίνιας, ο Γιαννάκος ο Ταρνάναμας κ' η Ταρία Ταρέλα
-φέρθηκαν φιλότιμα και φρόνιμα· στου γιατρού έτρεξαν αμέσως, και δεν άκουσαν
-τη Δήμαινα που γύρευε να πάρουν την κοκόνα Μαριγή την πολίτισσα, που ξόρκιζε
-το μάτιασμα, πρόφταινε τη βεντερούγα, ίσαζε τα βγαλμένα κόκκαλα, κ' ήταν καλή
-για κάθε τι. </p>
-
-<p>Το είδεν ο γιατρός το πόδι. Μωρέ, τι διαβολεμένο χτύπημα απάνου στην
-κούπα, μέσ' στη θηλειά του ποδαριού! Το κοίταξε καλά, κι αμέσως το έδεσε σφιχτά
-μέσα στα καλάμια, το καλάμωσε, καθώς λεν, και του λέει: «Μην το κουνήσης· το
-πόδι σου θα γίνη καλά, μα χρειάζεται καμπόσον καιρό και πολλήν υπομονή. Με τον
-καιρό θα στρίψη το νεύρο και θα γίνη καλά το πόδι σου. Μόνο, το καλό που σου
-θέλω, μην το πειράζης». Κ' έλεγε και ξανάλεγε: «Μην το πειράζης!» Γνώριζε τι
-κεφάλια αγύριστα είναι οι Θαλασσοχωρίτες.</p>
-
-<p>Ο Μήτρος ο Ρουμελιώτης είχε πλατειά καρδιά και μεγάλ' υπομονή. Αλλά το
-κακό που τον ηύρε ήταν κατάρα θεού. Οι Θαλασσοχωρίτες είχαν χίλιες γνώμες για
-το ίδιο πράμα· για το Μήτρο μια γνώμη είχαν· ο Μήτρος είναι παλληκάρι! Οι
-Θαλασσοχωρίτες ταναγελούσαν τα γράμματα· την παλληκαριά την προσκυνούσαν.
-Ο Μήτρος δεν επάτησε το πόδι στο σκολειό. Στον ήλιο, στον αέρα και στα κύματα
-δασκάλεψε, κι από μικρός μεγάλωσε. Συνηθισμένην είχε θωριά. Τα στήθη του δεν
-ήταν χορταριασμένος πύργος, ουδέ σαν κάστρο η κεφαλή του. Ούτε ψηλός, ούτε
-κοντός· λιγνός παρά παχύς, μελαχρινός μ' ένα λιανό μουστάκι και φουντωμένα
-σγουρόμαλλα· στραβά τη σκούφια του, κ' ένα ζουνάρι κόκκινο χιλιόδιπλο στη μέση
-του· μ' ένα φανελλένιο πουκάμισο περνούσε τους χειμώνες και τα καλοκαίρια του.
-Κι όμως κι από τη συνηθισμένη αυτή θωριά ξεχυνόταν η λεβεντιά, στον αέρα που
-είχε, στην περπατησιά, σε κάθε του ματιά, σε κάθε κούνημα. Και ο Μήτρος ο
-Ρουμελιώτης με τα εικοσιπέντε χρόνια του, το κορμί που δεν εφάνταζε, τη
-ντροπαλή απάνου κάτου όψη, κόσμο μπορούσε να χαλάση και κόσμο να χτίση.
-Κανείς δεν του έβγαινε στο δρόμο· με τη γροθιά του, έρριχνε κάτου βούβαλο.
-Κάρφωνε τα πόδια του στη γη, και κανείς δε μπορούσε να τον ταρακουνήση. Μια
-μέρα ο Γιαννάκος ο Ταρνάναμας, ο Μάρκος ο Κανίνιας κ' η Ταρία Ταρέλα
-πολεμούσαν ώρα ολόκληρη να τονέ ξετοπίσουν, κουλουριασμένοι στα πόδια του·
-τίποτε· βράχος άσειστος όσο που στο τέλος απ' τον ιδρώτα κι απ' τον αγώνα
-ζαλίστηκαν οι άνθρωποι και κόντεψε να τους έρθη κόλπο. Μα τα ποδάρια εκείνα
-τα σιδερένια, ταλύγιστα, πετούσαν, ξετιναζόταν και στριφογύριζαν, σαν από φτερό
-κι από φλόγα κι από άνεμο πλασμένα, την ώρα που έσερνε το χορό το παιδί της
-Δήμαινας. Κάθε χρονιά, στο πανηγύρι τ' Άη Λιά, στα πλάγια του Ζυγού, εκεί που
-τρέχει το κρύο το νερό και τα πλατάνια απλώνουν με τα φύλλα τους μια σκέπη
-ξεκουραστική πλαμένη από δροσιές, ήσκιους και γλυκοψιθυρίσματα, εκεί στα
-κλέφτικα λιμέρια μια φορά, ο Μήτρος ο Ρουμελιώτης, φουστανελλοφορεμένος,
-όπως πήγαιναν κι άλλοι πανηγυριώτες, με τη χρυσήν αρματωσιά του παππούλη
-του, πρωτοπαλλήκαρου, του ξακουσμένου του Μακρή, πήγαινε και χόρευε· λες και
-το είχε τάμα. Κ' οι πανηγυριώτες άφιναν το δικό τους το γλέντι κ' έκαναν κύκλο
-γύρω του κι αγνάντευαν και ξεχνειούνταν. Κάθε του βήμα στο χορό, γοργό γοργό κι
-ανάλαφρο, έσταζε γλύκα και σκορπούσε λεβεντιά. Σ' έφερνε σ' άλλον κόσμο· στον
-κόσμο των παραμυθιών και των αντρειωμένων που χόρευαν στον κάμπο με τους
-νιους κ' ύστερα παραιτούσαν το χορό και πάλευαν στα μαρμαρένια αλώνια με το
-Χάρο. Κ' οι γυναίκες που τον έβλεπαν εκεί, μήνες ύστερα' απ' το πανηγύρι τον είχαν
-μέσ' στο νου τους και τον καμάρωναν· κ' έρχονταν συντροφιές απ' τα χωριά τα
-πλαγινά, ακόμα κι απ' τις άλλες πολιτείες, κάθε χρονιά, στο πανηγύρι τ' Άη Λιά, όχι
-τόσο για το πανηγύρι, όσο για το χορευτή.</p>
-
-<p>Εκεί τον είδεν η Φροσύνη του Σεβδά, πρώτη νοικοκυροπούλα στο Μελίσσι,
-τρεις ώρες μακρειά από το Θαλασσοχώρι. Τον είδε και την είδε και τα ταίριασαν. Κ'
-ύστερα' από μήνες, κατά τη άνοιξη, έστειλε ο γέρο Σεβδάς προξενιά στη Δήμαινα,
-κ' η προξενιά τελείωσε με το καλό κ' έγιναν και ταρρεβωνίσια στο Μελίσσι.
-Σταρρεβωνίσια επήγεν ο Μήτρος με τη μάννα του, με το Γιαννάκο τον Ταρνάναμας,
-με το Μάρκο τον Κανίνια και την Ταρία Ταρέλα, τους αχώριστους, και μ' όλο το
-συγγενολόγι. Κ' ύστερ' από λίγες μέρες ξαναπήγε πάλι με τους ίδιους, για να
-δώσουν στην αρρεβωνιαστικειά τα χαρίσματα, κατά τη συνήθεια, παννιά εξήντα
-νούμερο και στόφες, κ' ένα βραχιόλι και μια ντουζίνα ζάρφια ασημένια. Και
-γλέντησαν δυο μέρες με τα βιολιά, και το στεφάνωμα θα γίνονταν απόλαμπρα· μα
-πριν ναρθή η λαμπρή, τον ηύρε το μεγάλο το κακό. Δεν πρόφτασε να ξαναπάη στο
-Μελίσσι.</p>
-
-<p>Πολλές είχαν ζηλέψει την τύχη της Φροσύνης. Και μια κόρη Θαλασσοχωρίτισσα,
-μια μικρή μελαχρινή ξεπεταχτή, γεμάτη γέλοια και καμώματα, η Μόρφω της
-Γαρουφαλιάς, η Τρελλομόρφω, όπως την έκραζεν η γειτονιά, κόντεψε να σκάση απ'
-το κακό της σαν άκουσε ταρρεβωνίσια^ δεν ξαναφάνηκε στο χαγιάτι για να ποτίση
-τα μυριστικά της, ψιθυρίζοντας το «μαύρο γεμενί», ταγαπημένου της χορού το
-τραγούδι, και ρίχνοντας τριγύρω της γλυκειές ματιές, κι όποιον λάχαιναν! Μόνο το
-βράδυ βράδυ κάποιες γειτόνισσες ανάμεσ' απ' τα σκούρα των παραθυριών τους
-την είδαν δύο τρεις φορές να περνάη, από το σπίτι του Μήτρου σκεπασμένη μ' ένα
-σάλι ως την κορφή, να κοντοστέκεται μπροστά στο φωτισμένο παραθύρι του, να
-σηκώνη προς αυτό τα μάτια της, κ' ύστερα να κοιτάζη, γύρω σα φοβισμένη, κ'
-έξαφνα να φεύγη γοργά σαν ξαφνισμένη λαφίνα. Την είχε κάψει ο Μήτρος κ' είχε
-μοσχαναθρέψει μέσα της την ελπίδα πως θα την έπαιρνε μια μέρα για γυναίκα
-του.</p>
-
-<p>Ο Μήτρος ο Ρουμελιώτης ήτον αληθινό παλληκάρι κ' είχεν όλα τα χαρίσματα
-του παλληκαριού· τα λόγια, την ορμή, το φιλότιμο, την ομορφιά και την
-περηφάνεια, την αγάπη της ζωής και την καταφρόνια του θανάτου. Επέρασεν από
-θαλασσοδαρμούς, εγλύτωσεν από θαλασσοπνιξίματα. Μέσα στο πέλαγο, αμέτρητο
-ήτον το κουράγιο του. Στα καλά καθούμενα, δεν έδινεν αφορμή σε κανένα. Μα να
-μη τον πειράξης, να μη τον γγίξης εκεί που δεν πρέπει θα στο ρουφούσε το αίμα με
-μαχαιριές· δεν έννοιωθε κουμπουριές, δεν εσυλλογίζονταν. Μια φορά τάβαλε με
-δέκα ευζωνάκια, Ρουμελιώτες, ένας κ' ένας τους έφερε κυνηγώντας ως την
-καζάρμα.</p>
-
-<p>Ο Γιαννάκος ο Ταρνάναμας, ο Μάρκος ο Κανίνιας κ' η Ταρία Ταρέλα,
-στοιχημάτιζαν με τάλλα τα παιδιά πως ήταν αντρειωμένος, πως γεννήθηκε με
-ουρά· την είδαν, έλεγαν. Αντρειωμένος ήταν· τον κίνδυνο δεν τον συνερίζονταν, την
-αρρώστια δεν την λαχτάριζε, το Χάρο δεν τον έτρεμεν. Ένας μόνο στοχασμός του
-έκοβε τα ήπατα, του πάγωνε το αίμα, τον εμαρμάρωνε. Δεν ήθελε να μείνη
-σημαδεμένος. Του ποδαριού του το χτύπημα του κόστιζε πιώτερο από κάθε
-συμφορά. Κάλλιο νάχανε βιος, κάλλιο να τον εύρισκαν χίλιων λογιών αρρώστιες,
-παρά ναπομείνη σημειωμένος. Καλήτερα ο θάνατος. Αν είναι να γιατρευτή, να
-γιατρευτή χωρίς να ταπομείνη σημάδι. Κι αν είναι να σηκωθή από το κρεββάτι, να
-μη σηκωθή στραβοπόδης· όλα κι όλα! Ο Μήτρος ο Ρουμελιώτης, χωρίς καλά καλά
-να το νοιώθη, μονάχα ένα θεόν ελάτρευε: την Εμορφιά, την άγια την Εμορφιά της
-λεβεντιάς και της υγείας, πόχει εκκλησιά της το κορμί. Και ας τάβαναν με το κορμί
-του όλα του κόσμου τα κακά· φτάνει να μη του άφιναν ταχνάρια τους σα βρισιά και
-σα λέρα· κορμί σημαδιακό, κορμί ντροπιασμένο. Για παλληκάρια σαν το παιδί της
-Δήμαινας είν' ατιμία η ασχημιά.</p>
-
-<p>Απ' τη νυχτιά που χτύπησεν ως την ημέρα που πρωτοκατέβη απ' το κρεββάτι
-για να περπατήση, πέρασαν τρεις μήνες. Υπομονετικά τους πέρασε τους τρεις
-μήνες. Ο γιατρός του είπε πως χωρίς άλλο θα γιατρεύονταν. Αλλ' αμέσως που είδε
-πως το πόδι του στράβωσε και δεν ελύγιζε κ' έστριψε το γόνατο το πονεμένο, και
-πως αυτός εκούτσαινε περπατώντας, απελπίστηκε· τον έπιασεν ένα παράπονο και
-τον έσφιξεν ένας καημός που δε μπορούσε και γραμματικός να τον ιστορήση.
-Έστειλε στον άνεμο το γιατρό με τα γιατροσόφια του κ' έπεσε βαρειά για να
-πεθάνη. Του κάκου κοίταζε να τον παρηγορήση η μαύρη μάννα του, που μέσα
-στους τρεις εκείνους μήνες γέρασε για δέκα χρόνια.</p>
-
-<p>«Άσε τα λόγια, μάννα! Θα σάξη το πόδι μου ή δεν την θέλω τη ζωή. Σημειωμένο
-εμένα δε με κράζουνε».</p>
-
-<p>Κι όταν μια μέρα κάποιος απ' τους δικούς του θέλησε να ειπή: «Ε! δεν έχεις πια
-τίποτε! μην είσαι παράξενος· έλα να πάμε στο Μελίσσι το κορίτσι έκαμε στο μάτι
-για να σε ιδή», σκύλιασε ο Μήτρος: «Μωρέ, να μη σώσω να τηνέ ιδώ, αν είναι να
-τηνέ ιδώ σε τέτοια χάλια. Κάλλιο στα βουνά καλόγερος και ρημοσπίτης, παρά
-γαμπρός με στραβό πόδι!»</p>
-
-<p>Κ' έτσι της καλής του η ενθύμηση του ξάναψε τον καημό. Πού να πάη στο
-Μελίσσι, και τι να τον κάμουν σαν πάη; να τονέ μπαλσαμώσουν και να τον
-καμαρώνουν; Να τον κρεμάσουν στον τοίχο για κόνισμα; Και φαντάζονταν γαμπρό
-τον εαυτό του να τον τριγυρίζουν την ώρα του <i>Ησαΐα</i> κουτσό με τόνα πόδι να μη
-μπορή να καθίση σταυροπόδι στο φαΐ, να μη μπορή να σύρη το χορό, να τρέξη,
-ναντρειευτή, να παλέψη, να χωρατέψη, να γλεντήση. Κ' έβλεπε τον εαυτό του
-καραβοκύρη στο καϊκάκι του, να μη μπορή να βασταχθή στα πόδια του,
-νακκουμπάη σε ραβδί, να κρατειέται από τα σχοινιά, να καρτερή από τους άλλους
-το κάθε τι. Της νύφης της έταξαν λεβέντη, και θα της έδιναν τώρα σημειωμένον
-άνθρωπο! Δεν το καταδέχονταν κι ο ίδιος να τη σκλαβώση· κι αν δεν το δείξη αυτή,
-κι αν κάνη την καλόκαρδη, μέσα της θα την τρώη κρυφό μαράζι. Έτσ' είν' ο κόσμος·
-κι αυτός το ίδιο θάκανε· κάλλιο να φορτώνονταν την πανούκλα, παρά σημαδιακή
-γυναίκα.</p>
-
-<p>«Θαν το χάσω το παιδάκι μου, έλεγε παραπονετικά η Δήμαινα· όχι από το πόδι
-του· απ' το ντέρτι που νοιώθει για το πόδι του».</p>
-
-<p>Κ' έκλαιγε κ' έκανε το σταυρό της. Κ' οι τρεις οι αχώριστοι δούλευαν και τον
-είχαν πάντα στο νου τους τον Αφεντομήτρο, κι άφιναν τη δουλειά για να τρέξουν
-στο πλάγι του, και τον συντρόφευαν και τον παρηγορούσαν. Του κάκου· δεν ήθελε
-νακούση τίποτε τρεις μήνες υπόμενε· δεν μπορούσε πια να το νοιώθη τάτιμο,
-ξεραμένο απάνω του, κορμί κ' εκείνο απ' το κορμί του. Θάδραχνε το πριόνι και θα
-το πριόνιζε, θάρπαζε το τσεκούρι και θα το πελέκαγε· δεν υπάρχει θεός·
-τελείωσε!</p>
-
-<p>
-Ήρθεν ο αύγουστος. Ο βαρεμένος μπορούσε να πάρη το πόδι του, μα να τον πάρη
-ανθρώπου μάτι δεν ήθελε, κ' έμενε στο σπίτι του κλεισμένος. Από το παραθύρι του
-κανείς αντίκρυζε τον ήμερο γιαλό του Θαλασσοχωριού ναλλάζη χίλια χρώματα, σα
-χίλια όνειρα σε κάθε χρυσοφίλημα του ήλιου απ' το πρωί ως το βράδυ· αντίκρυζε
-κανείς το πέλαγος ροδογάλανο την αυγή, το μεσημέρι ασημοχρυσωμένο,
-μαυροπράσινο σε λιγάκι, μενεξεδένιο μια στιγμή στο βασίλεμα· και κάποτε
-τρεμούλιαζε μ' όλα μαζί τα χρώματα σαν κόσμος ολόκληρος με κάθε λογής έγνοιες
-και πάθη. Κ' οι άνεμοι τον έσπρωχναν τον ήμερο γιαλό του Θαλασσοχωριού πότε
-βαθειά στο κανάλι, πότε τον ξέχυναν περίσσιο προς τη στεριά· κι άλλην όψη
-τούδινε ο βοριάς, άλλη γλυκάδα ο μαΐστρος, άλλη μυρουδιά ο πονέντες, άλλα
-κύματα η νοτιά. Κι ο βαρεμένος απ' το παραθύρι του, κάλλιο απ' τα χρώματα όλα κι
-απ' τα μουρμουρίσματα κι απ' τες πνοές κι απ' τα κάλλη όλα εκείνα, έννοιωθε τα
-μονόξυλα που έσχιζαν ανάλαφρα τα ήσυχα νερά, με το λευκό παννάκι, πρύμα, και
-δύσκολα τα ξεχώριζες από τις μαύρες φαλαρίδες κι απ' τα γλαρόνια τα
-βαμπακόφτερα. Κ' έβλεπε τα ψαροκάικα να πηγαινόρχωνται φορτωμένα στο μόλο·
-παραπέρα οι μαούνες έπαιρναν τα πριμαρόλια της σταφίδας, για τη μεγάλη χώρα.
-Κι από την πίσω μεριά του σπιτιού ξεχώριζεν η πράσινη γραμμή του κάμπου.
-Κεχριμπαρένια γυάλιζαν τα σταφύλια στα κλήματα κ' οι σταφίδες μαυρολογούσαν
-σταλώνια. Πώς εμοσχοβολούσεν ο κάμπος ο πολύκαρπος! Κάθε νοικοκύρης, με το
-γλυκοχάραμα και με το σουρούπωμα, βρίσκονταν σε σύρε κ' έλα αδιάκοπο. Κ' η
-αργατειά, Κεφαλλονίτες με τσαπιά κι Αμπλανίτισσες με καλάθια, περνολογούσαν
-από κάτω απ' το παραθύρι. Κ' η θάλασσα του έστελνε την άρμη της. Ο κάμπος τη
-μοσκοβολιά του. Κι όσο τον έννοιωθε τον εαυτό του σακατεμένο, τόσο του
-φαινόταν ο κόσμος ωραιότερος κι όσο τάβλεπε μαραζωμένα τα νιάτα του, τόσο του
-φαίνοταν ο κόσμος πως ξανάνιωσε. Πού θα βρισκόταν κι αυτός τέτοια εποχή; Πού
-θαρμένιζε και πού θα δούλευε; Ζωή κι αυτή, να τηνέ πούμε!</p>
-
-<p>Οι σύντροφοι δεν τον εστένευαν, εκοίταζαν μόνο να τον καλοκαρδίσουν, και
-όλο τούλεγαν πως θα σιάξη το πόδι με τον καιρό, και καθώς δεν ήθελε νακούση
-τίποτε για τους γιατρούς τους διαβασμένους πόβγανε η Αθήνα, του μιλούσαν όλο
-για κομπογιαννίτες του χωριού, που γιάτρευαν κάθε λογής αρρώστια με τα δικά
-τους γιατροσόφια. Και, καθώς τυχαίνει πάντα, καθένας εύρισκε στα βάθη του
-μυαλού του μιαν ιστορία μ' έναν άρρωστο αποφασισμένο απ' το γιατρό και
-γλυτωμένο απ' τον κομπογιαννίτη. Μα και νέοι και γέροι, ψαράδες,
-καραβοκύρηδες, πραγματευτάδες, ξωμάχοι, γραφιάδες, ο δάσκαλος, ο παπάς και ο
-δήμαρχος ακόμα, κι όλοι όσοι έρχονταν και τον έβλεπαν, όλοι τούδιναν γνώμη να
-μη το βάλη κατάκαρδα, να κάνη υπομονή, μα και να φεύγη μακρειά από γιατρούς.
-Το κάτω κάτω της γραφής, δε χάθηκαν οι πραχτικοί· αυτοί κάνουν σωστή
-δουλειά.</p>
-
-<p>Μια μέρα, το δεκαπενταύγουστο, τρεχάτος ήρθε ταποβραδύς ο Γιαννάκος ο
-Ταρνάναμας. Έφτασεν απ' το χωριό της Λυγαριάς ένας περίφημος γιατρολόγος, ο
-Κοπανίτσας· καλεσμένος απ' το σπίτι του Μελέτη, για να του γιατρέψη τη
-φάγοσσα. Ήταν ακουσμένος σ' όλη τη Ρούμελη, και πέρ' ακόμα, στο μισό Μωριά.
-Και καθώς τον παίρνουν μυρουδιά στο Θαλασσοχώρι, κόσμος και κόσμος τρέχει να
-τονέ βρη. Για κάθε αρρώστια ξέρει, και όλες τις γιατρεύει· χειρουργός μοναδικός.
-Όσους κι αν ρώτησε γι' αυτόν ο Γιαννάκος, του είπαν πως κάνει θαύματα. Γιατί να
-μην τον φέρουν να ιδή το Μήτρο; Τί θάχαναν;</p>
-
-<p>Με τον καημό που τραβούσε ο Μήτρος, τους εκατάφερεν αγάλια όλους
-εκείνους που τον αγαπούσαν, που τον εσυγύριζαν και τον παραστέκονταν, τους
-εκατάφερε και πίστευαν πως το χειρότερο κακό δεν ήταν πως χτύπησε το πόδι του,
-άλλα πως θάμενε κουτσό το πόδι του. Να τα δοκιμάσουν έπρεπε όλα, για να
-προλάβουν τέτοια συμφορά! Και να μην τα πολυλογώ, τον έφεραν τον Κοπανίτσα.
-Τον ήθελε το παιδί, τον ήθελεν η μάννα, τον ήθελαν οι τρεις τους κι όλο το
-συγγενολόγι. Και όσους ρώτησαν τους είπαν: «Να τον πάρετε!»</p>
-
-<p>Φουστανελλάς, απάνω κάτω πενηντάρης, ψηλός, ξερακιανός, μυταράς και
-σπανός και, μωρέ παιδιά, σημειωμένος. Σαν να του ξυνοφάνηκε τάρρωστου, καθώς
-τον αντίκρυσε· μα τι να κάμη πια; Στραβός μ' ένα μάτι που έβλεπε για δυο
-αποκάτου απ' τη μαυρίλα των μαλλιαρών φρυδιών του· μα μπήκε στο σπίτι μ' έναν
-αέρα, μ' έναν αέρα! Το κοίταξε το πόδι, το ζούπηξε, το γύρισε.</p>
-
-<p>«Θα στο γιατρέψω, είπε· θα στο κάμω κατά πως ξέρω γω.»</p>
-
-<p>&nbsp;— Απ' το θεό και στα χέρια σου, γιατρέ.</p>
-
-<p>&nbsp;— Να περάσουν πρώτα τρεις τέσσερες μέρες. Θα πάμε κατά το φως του
-φεγγαριού. Τώρα είναι ημέρες αχαμνές· θα βρούμε την καλή τη μέρα. Γιατί είναι
-ημέρες που και απλό αίμα να πάρης απ' τον άνθρωπο, μπορεί να του φέρης
-μεγάλην αρρώστια, μπορεί να τον χαλάσης. Έχουμε τώρα δεκατρείς του μηνός θα
-ιδούμε στις δεκάξι». </p>
-
-<p>Κ' εγύρισε στην Δήμαινα προστάζοντας γοργά: </p>
-
-<p>«Πέντε δράμια σιναμική, δέκα δράμια μαστίχα, οχτώ δράμια ρεβέντι, πέντε
-δράμια αρσενικό λιβάνι, δύο δράμια πιπερόρριζα, δύο δράμια κανέλλα· κοπάνισέ
-τα. Πάρε μία οκά μέλι, βγάλε τον αφρό του, βράσε τα λιγάκι με το μέλι, ύστερ'
-ανακάτωσέ τα καλά και δίνε του να τρώη· αυτό είναι το πλέον δυναμωτικό
-ματζούνι μ' αυτό μπορεί να βαστάη κάθε τι· έχει ανάγκη να δυναμώση».</p>
-
-<p>Κι όσο που ναρθούν οι δεκάξι, τόστρωσε βαρειά στο σπίτι· μήτε από το σπίτι
-τον άφιναν να φύγη· έπρεπε να τον ευχαριστήσουν με το παραπάνω το γιατρό·
-μήτε κι ο γιατρός είχεν όρεξη να γυρνάη στα μαγειρειά του Θαλασσοχωριού και να
-ξενυχτάη στα χάνια του. Κ' ήτον όλο λόγια, κι όλο ιστορούσε τα πράματα και τα
-θάματα της ιατροσύνης του. Κι ο Γιαννάκος ο Ταρνάναμας, ο Μάρκος ο Κανίνιας
-και η Ταρία Ταρέλα δεν τον άφιναν απ' το πλάι τους και τον άκουγαν με στόμα
-ολάνοιχτο.</p>
-
-<p>Και ξημέρωσεν η μέρα που την περίμεναν με καρδιοχτύπι. Στις δεκάξι του
-τρυγητή, με τους μούστους και τα πρωτοβρόχια, με τα στερνά τα χελιδόνια και τα
-στερνά σταφύλια, λέει ο Κοπανίτσας του Μήτρου:</p>
-
-<p>«Καρδιά κομμάτι· θα πονέσης λιγάκι, κ' ύστερα όλα θα περάσουν.</p>
-
-<p>&nbsp;— Από πόνους βαστάω, γιατρέ· μόνο το πόδι μου. . .»</p>
-
-<p>Ο Κοπανίτσας έκαμε νόημα στο Μάρκο τον Κανίνια και στους άλλους δυο:</p>
-
-<p>«Να τον βαστάξετε καλά, μα καλά. Κυρά, το τοίμασες τανακόλι;»</p>
-
-<p>Στη μέση του οντά έστρωσαν χράμια και παπλώματα, κι απάνω εκεί τον
-ξάπλωσαν το Μήτρο.</p>
-
-<p>«Έτοιμο το ρακί; — Έτοιμο. Πιε, Μήτρο!» </p>
-
-<p>Κι ο Μήτρος το ρούφηξεν, ως πενήντα δράμια.</p>
-
-<p>«Γεια σου, θερίο!»</p>
-
-<p>Και πιάνει και τον βάνει ανάσκελα κι αρπάζει το πόδι το δεξί, το πονεμένο, και
-το σταυρώνει απάνου στο ζερβό τον ώμο· κι αδράχνει και το ζερβί και το
-σταυρώνει απάνου στο δεξί τον ώμο. Κ' έπειτα δίνει μια, και πατάει, ναι, πατάει
-απάνου στο χτυπημένο πόδι. Ένα <i>κρακ</i> ακούστηκε, κ' ένα μούγγρισμα, ένα
-λιονταρήσιο μούγγρισμα του βασανισμένου. Το σπίτι εσείστηκε κ' οι τρεις δε
-μπορούσαν να τον κρατήσουν, όπως ανατινάζονταν και σπαρτάριζε.</p>
-
-<p>«Βόηθα, Χριστέ και Παναγιά!» έκραξε η Δήμαινα.</p>
-
-<p>&nbsp;— Μωρέ, μη λιγοψυχάς, Μήτρο! έκαναν οι άλλοι.</p>
-
-<p>&nbsp;— Μ' έφαγες, οχ! μούγγριζεν ο Μήτρος.</p>
-
-<p>&nbsp;— Τώρα είσαι σαΐνι! σε δεκατέσσερες μέρες θαβγής όξω!»</p>
-
-<p>Είπεν ο Κοπανίτσας και πάλι εγύρισε στη Δήμαινα προστάζοντας γοργά:</p>
-
-<p>«Μολύβι κοπανιστό, βάλε το στο ξίδι, να κάμη δύο μέρες, έπειτα κάψε το καλά
-με το θειάφι, να γίνη στάχτη· κι αυτή τη στάχτη ανακάτωσέ την με χώμα κόκκινο,
-κερί, λιβάνι, μαστίχα κι αγουρόλαδο, και βάλε την απάνου στο πόδι την αλοιφή
-πρωί βράδυ».</p>
-
-<p>Κι άλλα λόγια δεν ξανάειπεν, ούτε πρόσταξεν. Έξω στην πόρτα τον περίμενε το
-μουλάρι του.</p>
-
-<p>Έχωσε στο σιλάχι του τα δυο εικοσιπεντάρικα που πήρε κατά τη συμφωνία στον
-άρρωστο και τους γερούς άφησε γεια, και κανείς δεν τον ξανάειδε.</p>
-
-<p>Από τότε κι ο Μήτρος ο Ρουμελιώτης δεν ξανάειδε προκοπή. Πέρασαν οι
-δεκατέσσερες μέρες κι αυτός δεν είχε σηκωθή από το στρώμα του, κι ούτε που
-ξανασηκώθη. Το πόδι επληγίασε κι αφόρμισε· κι ο Μήτρος μέσ' στο στρώμα σαν
-παράλυτος, έρρευεν απ' την αρρώστια κ' έλιωνεν από τον πόνο. Και πέρασαν δυο
-μήνες. Μπήκεν ο χειμώνας· νοτιά· σαράντα μερονύχτια αδιάκοπη βροχή·
-χορτάριασαν οι τοίχοι, κι ο μολυβένιος ουρανός εβάραινε την καρδιά, κ' η νοτιά
-τρυπούσε τα κόκκαλα· αλλοίμονο στον άρρωστο!</p>
-
-<p>Έτυχε το χειμώνα εκείνον να διαβή από το θαλασσοχώρι κι άλλος γιατρολόγος.
-Αυτή τη φορά τα μαντάτα τάφερεν ο Μάρκος ο Κανίνιας. Έπεσαν μια φορά στα
-χέρια των γιατρολόγων· ήταν, φαίνεται, γραφτό να μη γλυτώσουν απ' τα χέρια
-τους. Μέσα στη μαύρη στάχτη του καημού φτάνει μια τιποτένια αφορμή,
-παραμικρό άκουσμα, μιαν ελαφρή πνοή, κ' η σπίθα της ελπίδας τινάζεται απ' τη
-στάχτη. Κι άλλος γιατρός ήρθε; Λαχτάρησεν ολόκληρο το σπίτι γύρω στον άρρωστο.
-Να τον πάρωμε κι αυτόν. Χειρουργός ήταν κι αυτός, Μωραΐτης, Κουζουνόπουλος
-εκράζονταν. Φάνηκε με φούμαρα. Δική του υπόθεση τον έφερε στον τόπο εκεί·
-βιαστικός ήταν· δεν τον εσύμφερε να μείνη για έναν άρρωστο· μια φορά πάλι να
-τον ιδή, δεν βγαίνει τίποτες. Έπρεπε να το πάρη δουλειά ξεχωριστή, και να κάμη
-ταχτική κούρα· μήνες χρειάζονται, καιρός, υπομονή. Έχουν παρά να του
-μετρήσουν; έτσι και καλά· ει δε μη, δεν έχει τίποτ' άλλο να τους πη. Κ' η μάννα του
-Μήτρου και ταχώριστα συντρόφια το πήραν απόφαση. Μάζωξαν ό,τι είχαν και δεν
-είχαν, ξεπουλήματ' από δω, δανεικά από κει, ανοίχτηκαν κομποδέματα, βοήθειες
-εδόθηκαν — γενναία φέρθηκαν κ' οι θαλασσινοί για τον κατακαημένο το Μήτρο —
-κ' έτσι του είπαν του Κουουνόπουλου:</p>
-
-<p>«Πεντακόσες δραχμές θα σου δώσουμε μα να τον γιατρέψης πρώτα. Τις
-βάζουμε σε δεύτερο χέρι. Θα τις πάρης από τον Παπαθύμιο.»</p>
-
-<p>&nbsp;— Ας είναι κ' έτσι, είπεν αυτός, και θρονιάστηκε στο σπίτι του
-βαρεμένου.</p>
-
-<p>Και δος του μαντζούνια στον άνθρωπο, δος του βεντούζες στο πόδι και
-βιζιγάντια κι αλοιφές· και σήκωναν καντήλες οι αλοιφές· κ' οι καντήλες έσπαναν, κ'
-ετρεχεν ύλη, κι άνοιξε πληγή το πόδι, κ' έβαζε μέσα φτίλι, και την άλλαζε κάθε
-μέρα, και την άνοιγε κάθε αυγή, και την άρμεγε. Πενήντα μέρες το επιχειρίστηκε με
-τέτοιον τρόπο. Και τις πενήντα έτρωγε κ' έπινε κ' εκοιμότουν στο σπίτι σαν πασάς,
-και ξόδευεν η Δήμαινα. Και πάει καλήτερα, κι όλο και καλήτερα έλεγε σ' όσους τον
-ερωτούσαν. Στα στερνά ζήτησε και καμιά πενηνταριά δραχμές. «Πάει καλήτερα, κι
-όλο και καλήτερα!» Και τις πήρε κι ούτε που ξαναφάνηκε.</p>
-
-<p>
-Κι ο βαρεμένος μέρα τη μέρα κι ώραν την ώρα πήγαινε χειρότερα. Και ξαναφάνηκε
-στο σπίτι όχι πλέον ο γιατρολόγος της Λυγαριάς, ούτε ο Μωραΐτης, αλλ' ο γιατρός
-του Θαλασσοχωριού, ο πρώτος που τον είχε κοιτάξει. Πάλι στα πόδια του έπεσαν.
-Αλλ' όταν τον ξανάειδεν ο γιατρός τον άρρωστον ύστερα' από εφτά οχτώ μήνες που
-τον άφησε, τόσο τον λυπήθηκε, που ξέχασε και να θυμώση ακόμα και να φωνάξη
-καθώς εσυνήθιζε· λιγάκι και θάκλαιγε· μα δεν έβγαναν από τα μάτια του
-δάκρυα.</p>
-
-<p>«Ακόμα στο στρώμα είσαι; του είπε· κάτι θάκαμες! Αμ' δε μ' ακούτε, δε μ'
-ακούτε, μωρέ σκυλιά! Δε σου είπα να μην το κουνήσης το πόδι;»</p>
-
-<p>Το κοίταξε το πόδι, το ξανακοίταξε, και καθώς τον είδεν εκείνον έτσι αμίλητο
-και αποσωμένο·</p>
-
-<p>«Ε! δεν έχεις τίποτε, του ξαναλέει, θα γίνης καλά.»</p>
-
-<p>Αλλά, κρυφά στη μάνα του, και στις άλλες που παράστεκαν, είπε ξερά και
-παστρικά:</p>
-
-<p>«Αδύνατο να γιατρευτή. Οι τσαρλατάνοι που φέρατε τον σκότωσαν τον
-άνθρωπο· κόπηκαν τα νεύρα κ' έμασαν· γάγγραινα· δουλεύει βαθειά· δε γλυτώνει,
-αν δεν του κοπή το πόδι. Κοιτάχτε το γληγορώτερο να τον πάτε στην Αθήνα
-προφτάστε τον».</p>
-
-<p>Τρεις μέρες και τρεις νύχτες η χήρα η Δήμαινα, τα δυο της ταδέρφια, ο
-γυρολόγος κι ο σιδεράς, ο Μάρκος ο Κανίνιας, ο Γιαννάκος ο Ταρνάναμας κ' η
-Ταρία Ταρέλα, ο Παπαθύμιος, ο δάσκαλος κι ο δήμαρχος πολεμούσαν να τον
-καταφέρουν. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες όλα τάκουγε, κ' έδινε πάντα μιαν
-απόκριση, την ίδια κ' απαράλλαχτη:</p>
-
-<p>«Κάλλιο θάνατος παρά να περπατώ μ' ένα πόδι!»</p>
-
-<p>Η αλήθεια είναι πως κι ο δήμαρχος κι ο δάσκαλος κ' η Ταρία Ταρέλα κι ο
-Γιαννάκος ο Ταρνάναμας κι ο Μάρκος ο Κανίνιας κι ο σιδεράς κι ο γυρολόγος κ' η
-χήρα η Δήμαινα τον είχαν αποφασίσει· δεν πίστευαν σ' ανθρώπου τέχνη πια·
-γραφτό του ήταν, έλεγαν, κι απ' του Θεού το θέλημα περίμεναν. Δεν ήθελαν να τον
-στενοχωρήσουν και πολύ, κι ούτε να τον ξεγελάσουν, ούτε να τον πάνε στην Αθήνα
-στανικά. Το κάτω κάτω, ας μην το κρύβουμε, όλοι τους ανατρίχιαζαν βαθύτερα από
-κάθε τι, σαν εφαντάζονταν το Μήτρο μονοπόδαρο. Τι πεθαμμένος, τι σακατεμένος!
-Καλά καλά δεν μπορούσαν να το ξεχωρίσουν τόν' από τάλλο, τα δυο κακά. Όσο για
-τη χήρα Δήμαινα, από μήνες τώρα είχε λίγα λόγια και πολλή συλλογή. Ένας
-στοχασμός λίγο λίγο ανέβαινε κι απλώνονταν όσο που ξεχείλισε μέσα στο νου της.
-Το παιδί το είχαν μαγεμένο! η αρρώστια του δεν ήταν αρρώστια του Θεού, το κακό
-του ήταν ανθρώπινο κακό· εδώ δεν παίζει τύχη, εδώ είναι μάγια, του άλλου
-κόσμου σύνεργα.</p>
-
-<p>Της Μόρφως η μητέρα, η Γαρουφαλιά με τόνομα, που ρίχνει τα χαρτιά και
-ξορκάει ταερικά, μάτιασε το παιδί, βάλθηκε να το ξελογιάση με την κόρη της. Κι
-αφού είδε πως της ξέφυγε απ' τα χέρια, κι άλλης θυγατέρα θα το έπαιρνε, βάλθηκε
-να το ξεπαστρέψη· σωστά, της είπεν η Αργύρω. Μια βραδειά η Αργύρω, γυρνώντας
-από τη βρύση, με τη βαρέλλα της, είδε δυο γυναίκες μισοσκεπασμένες μπρος απ'
-το σπίτι της Δήμαινας· κ' είδε στο φως του φεγγαριού την ψηλότερη να φοβερίζη
-με το χέρι της τεντωμένο προς το σπίτι, και την άλλη την κοντούλα να κράζη με
-στρίγλικη φωνή: «Καλά σ' έχω!» Και τις γνώρισεν η Αργύρω, τη Γαρουφαλιά και τη
-Μόρφω! Καλά της τάχαν πει κ' η Λάμπραινα κ' η Ντορογιάννενα κ' η Καρασεβδού κ'
-η Μαριγώ η ζωντοχήρα· βούιζεν όλο το Θαλασσοχώρι· δεν ήταν πια μυστικό· η
-Γαρουφαλιά βάλθηκε να τον επαστρέψη με τα μάγια το Μήτρο της να μην ιδή πια
-προκοπή. Τράβηξε κατά την Άρταν η Γαρουφαλιά κ' ηύρε τις Τούρκισσες, τις
-μάγισσες, και τις πήρε σημάδια. Κ' η Μόρφω η σκρόφα, απ' την ημέρα που
-αρρεβωνιάστηκε στο Μελίσσι ο Μήτρος, τον έγραψε με τους πεθαμμένους, και του
-έκανε συλλείτουργο, κ' έβαλε και τον μνημόνεψαν ζωντανό στις τρεις και στις
-εννιά, στις σαράντα, τα τριμήνια, τα ξαμήνια, το χρονιάτικο. Μάννας κόρη! Κι αυτά
-τα μάγια είν' αλάθευτα· σ' όποιον τα ρίξουν ξεπατώνεται. Αχ! η σκύλα η Μόρφω!
-Είχε στείλει η μάννα της προξενιά της Δήμαινας, προξενιά για το Μήτρο. Κ' η
-Δήμαινα είχε ειπεί στην προξενήτρα:</p>
-
-<p>«Εγώ τανάθρεψα με την τσίτα της σαΐττας και της χηριάς τα πάθη, και τόβγαλα
-παλληκάρι εικοσιοχτώ χρονώ· και τώρα πάρχισα να βλέπω το καλό του, θα το
-παντρέψω μικρό μικρό; Και ποιαν να πάρη; τη Μόρφω!»</p>
-
-<p>Και πάλι έβαλε κι άλλη προξενήτρα κι αποκρίθη και σ' αυτή:<br />
-&nbsp;<br />
-«Εγώ νίβομαι κι απονίβομαι· αν τη θέλει, ας την πάρη. Μα στο σπίτι μου να μην τον
-ξαναϊδώ!»</p>
-
-<p>Και σε λιγάκι ο Μήτρος άλλαξε δακτυλίδια με τη Φρόσω του Σεβδά.</p>
-
-<p>Η χήρα η Δήμαινα άφησε κατά μέρος τους γιατρούς με τα γιατροσόφια τους, κι
-αντί να πάρη το παιδί να τρέξη στην Αθήνα, τάφησε ένα πρωί στο στρώμα και
-τράβηξε κατά την Πάτρα. Πήγε κ' ηύρε τη γριά τη μάντισσα, που ζούσ' εκεί
-ξακουσμένη σ' όλη τη Ρωμιοσύνη· που μάντευε για την αγάπη και για την έχτρα,
-για τον απάνου και για τον κάτου κόσμο, για τη ζωή και για το θάνατο· που
-γιάτρευε το μπόδεμα και το μάτιασμα, που είχε γνωριμία με τις νεράιδες, κ' έπιανε
-κουβέντες με τα ξωτικά. Την ηύρε στην απάνω χώρα, μέσα σ' ένα καλύβι, σκυμμένη
-απάνου σε χαλκωματένια πέταλα, σε ντύματα φιδιού, σε λύκου δόντια, σε χαρτιά
-και σε κόκκαλα, σε μπαλσαμωμένα κοράκια, σε μαγικά βοτάνια, σε μύρια σύνεργα.
-Καθώς την είδε τη Δήμαινα, κούνησε το κάτασπρο μαντιλωμένο κεφάλι της και
-είπε:</p>
-
-<p>«Ξέρω γιατ' ήρθες για το παιδί σου. Σημάδια του έφερες;»</p>
-
-<p>Κ' η Δήμαινα, που ήταν ορμηνεμένη, της έδωσε σημάδια από τα μαλλιά
-του.</p>
-
-<p>«Καλά· αύριο την αυγή ναρθής να πάρης απόκριση.»</p>
-
-<p>Και γύρισε την αυγή κι άκουσεν από το στόμα της μάντισσας:<br />
-&nbsp;<br />
-«Αδύνατο να γιατρευτή· τόχουν κάμωμα φοβερό! Την ώρα που έπεσε και χτύπησε,
-— πριν πέση — δώδεκ' Αρμένισσες έτρωγαν και γλεντούσαν· πάτησ' απάνου στο
-τραπέζι τους. (Και της έδειξε μια φλούδ' από λεμόνι.) Η μια, καθώς τον είδε, τον
-ζηλοφθόνησε, τον έσπρωξε, τον έρριξε, τον τσάκισε. Τον έχουνε στο μάτι οι
-Αρμένισσες. — Θεός φυλάξη από τέτοια στοιχειά — γιατ' ήταν από καιρό μαγεμένο
-το παιδί σου, και ήταν γραμμένο με τους πεθαμμένους!»</p>
-
-<p>Και της έδωσε βοτάνια μαγικά, να του δίνη το ζουμί τους, όταν τονέ θυμώνει ο
-πόνος, να του περνά. Κ' έννοιωσεν η Δήμαινα πως για παρηγοριά της τάδινε κι όχι
-για γιατρειά.</p>
-
-<p>Και γύρισε στο Θαλασσοχώρι και στο γιο της έφερε μόνο τα βότανα της
-μάντισσας, χωρίς να του φανερώση και τα λόγια της. Και ο γιος την περίμενε σαν το
-χελιδόνι του μαρτιού. Δεν άκουγεν από γιατρούς, αλλά τα μάγια τα πίστευε. Για
-τούτο κ' ύστερα από λίγον καιρό, σαν έφεραν από το Μελίσσι για να τον ιδή μια
-μάγισσα, μιαν Οβριά, ο Μήτρος την εδέχτηκεν εκεί στο στρώμα καρφωμένος, όπως
-δέχονταν καπετάνιος το πρύμο ταεράκι στα ταξίδια του. Σταχνό του πρόσωπο
-άστραψαν τα μάτια του, κ' ένα χαμόγελο, σαν άστρο σε φουρτουνιασμένον
-ουρανό, του γλύκανε τα χείλη. Μονάχα μια φορά τον είδεν έτσ' η Φρόσω του, η
-αρραβωνιαστικειά του, κι όχι άλλος κανείς. Η Οβριά λίγες μέρες είχε που εφάνη
-στο Μελίσσι από τα Γιάννενα. Την είχε κλέψει ένας Γιαννιώτης και την έφερεν εκεί·
-βαφτίστηκε και στεφανώθηκεν. Ερωτοχτυπημένη, νεοφώτιστη, νιόπαντρη, και
-μάγισσα! Καθαρομελάχρινη, λυγερή, μορφοκαμωμένη, και γλυκόλογη· τι
-χρειάζονταν η μαγική της μπρος στη ματιά της! Έσκυψε και τον κοίταξε ήμερα και
-σπλαχνικά, κι ο Μήτρος εφαντάστηκε πως τελείωσαν τα βάσανά του, και δεν
-απόμενε άλλο, παρά να τονέ πάρη από το χέρι και να του ειπή: «Σήκω και
-περπάτησε!» κι αυτός να σηκωθή και να περπατήση. Τα πίστευε τα μάγια, τον
-μάγευεν η ομορφιά.</p>
-
-<p>Η Οβριά ζήτησε το δεξί του το πόδημα· και το πήρε κ' έρριξε κάτι μέσα σ' αυτό,
-κάτι που έμοιαζε σα διάργυρο, και πρόσταξε να το βάλουν έξω, πάνω στα
-κεραμίδια να ξενυχτήση.</p>
-
-<p>«Ό,τι κι αν ακούσετε τη νύχτ' απόψε, τους είπε, να μη μιλήσετε.» Και πάλι
-ξανάειπε στους άλλους του σπιτιού:</p>
-
-<p>«Για να ιδήτε πως κιντυνεύει το παιδί από κάμωμα! το τσάκισαν οι νεράιδες το
-παιδί.»</p>
-
-<p>
-Και διόρισε κι αυτή κάτι χόρτα, να τα πίνη βρασμένα με κρασί.</p>
-
-<p>Το βράδυ έπεσαν να κοιμηθούν. Χειμώνας ήταν ακόμη, μα η νύχτα ήταν
-ανοιξιάτικη, κατάστερη. Η Δήμαινα μονάχη ξενυχτούσε το Μήτρο· στο πλάγι του
-έστρωνε κ' έπεφτε· πολλές φορές ξημερώνονταν στο πόδι. Τη νύχτα εκείνη, κι όλη
-του κόσμου την υγεία και την ξεγνιασιά να κρύβαν μέσα τους, πάλι δε θα
-κλειούσαν μάτι μάννα και παιδί. Θυμούνταν τα λόγια της Οβριάς: «Ό,τι κι αν
-ακούσετ' απόψε, να μη μιλήσετε!» Και τους δυο ένας φόβος τους ετάραζε και μια
-ελπίδα τους εζέσταινε. Στον πλατύν οντά το κρεμαστό καντήλι θαμποφωτά, κι άλλο
-δεν ξεχώριζαν μέσα εκεί παρά το εικονοστάσι με το μαυρισμένο το Χριστό και τον
-ασημωμένον Άη Νικόλα, κ' ένα τρομπόνι μ' ένα κουπί, και τα δυο ταραρριχτά σε
-μια γωνιά του τοίχου. Κι ο Μήτρος κάρφωνε άγρυπνος το μάτι απ' το καντήλι στα
-κονίσματα, κι από κει στη γωνιά, σαν κάτιτι να καρτερούσε νάβγη ακόμα κι απ'
-αυτά, που ξάνοιγε μονάχα στο σκοτάδι εκεί, κάτι μυστικό κι ανέλπιστο· και μέσα
-στο σκοταδερό το φως, ο ήσκιος πόρριχνε ο Χριστός και τασημένιο φέγγος τ' Άη
-Νικόλα και του κουπιού το μάκρος και η θωριά του τρομπονιού σμίγανε και
-φάνταζαν, και γίνονταν μαυράδια αλλόκοτα και σχήματα που σειούνταν, σα να
-κρυφομίλαγαν, και πλάσματα αλλόκοτα, που λίγο μόνον έλειπε για να
-ξεσκεπασθούν, και να φανερωθούνε ξωτικές και μοίρες και ψυχές . . . ποιος ξέρει τι
-θα φανερώνονταν; Κ' είχε χτυπόκαρδο ο καημένος, κι ο νους του ήταν γεμάτος από
-ιστορίες άλλου κόσμου και παραμύθια άλλου καιρού, κ' επρόσμενε σαν κατάδικος
-να ιδή: θα τονέ κόψουν ή θα του δώσουν χάρη; Και σαν ήρθαν τα μεσάνυχτα, εκεί
-που η νύχτα ήταν ανοιξιάτικη, κατάστερη, γεμάτη σιγαλιά, ψηλά στα κεραμίδια του
-σπιτιού ξεσπάει μεγάλη ταραχή, χαλίκια πέφτουν, σα νάστησαν πετροπόλεμο του
-σπιτιού, χαλάζι λες και ρίχνει ο ουρανός απάνω στη σκεπή· σφυρίγματα
-γρικειούνται, μιλήματα ακούγονται. Ταράζεται το πάτωμα, βογγούν τα παράθυρα,
-τρίζουν οι πόρτες, μπροστά στα μάτια του παιδιού χοροπηδούν παράξενα
-καντήλια, και κονίσματα και φώτα και σκιές. Πιάνετ' ο ανασασμός του· δε μπορεί,
-αλλ' ούτε και που θέλει να μιλήση· θυμάται της Οβριάς τα λόγια, τρέμει μην του
-πάρουν νεράιδες τη μιλιά· με το μακρύ ραβδί, που κρατούσε στο πλευρό, κουνάει
-τη μάννα του μήπως κοιμάται και δεν έννιωσε τι έτρεχε· κ' η μάννα δίχως να
-μιλήση χτυπάει το πάτωμα, για να του πη πως ήταν έξυπνη και τα κατάλαβε. Κι από
-την ώρα εκείνη μάννα και παιδί στέκονταν άσειστοι κι αμίλητοι και καρτερούσαν,
-και κάθε κρότος είχε πάψει κ' η σιγαλιά ξαναχύθηκε, κ' οι δυο τους άκουγαν, όλο κι
-άκουγαν σφυρίγματα, πετροβολιές, φωνές, ως τα ξημερώματα.</p>
-
-<p>Και ξημερώνοντας, νά κ' η Οβριά! Της λεν τι έτρεξε τη νύχτα· ζητάει το πόδημα
-που ξενύχτησε στα κεραμίδια, το κοιτάει καλά καλά, λιγάκι συλλογίζεται,
-γλυκογελάει του Μήτρου και λέει χωριστά της Δήμαινας:</p>
-
-<p>«Δε σας το είπα εγώ; το παιδί είναι μαγεμένο· των αδυνάτων να γιατρευτή. Αν
-πιάνονταν από την αρχή με τα μαντολόγια και δεν έμπλεκε με γιατρούς, θα
-γλύτωνε· αυτό είν' η αλήθεια!»</p>
-
-<p>Κ' όσο τους απέλπιζαν κ' οι μάντισσες, τόσο στα μαντολόγια έρριχναν τις
-ελπίδες τους. Κ' η Δήμαινα με ταδέρφια της, το γυρολόγο και το σιδερά, πήραν
-στερνή μεγάλη απόφαση. Στον Έπαχτο εζούσεν ένας μάντης. Διάβαζε τη
-σολομονική· δεν ήταν παίξε γέλασε· μέσα σ' αυτή μάθαινε πως γιατρεύεται κ' η πιο
-κακή αρρώστια. Ξόρκιζε τα δαιμόνια, μέσα σε ασκιά τα κλειούσε και μέσα σε
-αγγειά τα φυλάκωνε, γιατ' είχε τη σφραγίδα του Σολομώντος και μ' αυτή τα
-σφράγιζε. Γνώριζε πού φύτρωνε το τετράφυλλο τριφύλλι και μ' εκείνο έκανε
-υποταχτικούς του τα ξωτικά. Κ' εστείλανε στην Έπαχτο την Ταρία Ταρέλα με
-χρήματα, με γράμματα, με σημάδια και με χίλια παρακάλια. Ο μάντης πια θάλεγε
-τον τελευταίο λόγο· το πήραν απόφαση· δεν είχαν πλέον να ελπίσουν από
-πουθενά.</p>
-
-<p>Και μ' ένα ψαροκάικο κίνησεν η Ταρία Ταρέλα ίσα κατά την Έπαχτο. Κ' έφτασεν
-αποβραδύς, και δίχως να ξανασάνη, να ξεκουραστή, δίχως να πη κανενός τίποτε,
-ρωτώντας και γυρεύοντας, τον ηύρε το μάντη το ίδιο το βράδυ. Κι ο μάντης ήταν
-ένας παλιοντυμένος κιτρινιάρης, με κάτι μακρυά γένεια ολόμαυρα· μιλούσε σιγαλά
-και ποτέ του δε γελούσε. Του έβαλε στο χέρι η Ταρία Ταρέλα ένα δεκάρικο και του
-λέει:</p>
-
-<p>«Να κοιτάξης ένα πού δε μπορεί, και να τον κάμης καλά.»</p>
-
-<p>Κι ο μάντης ζήτησε κι αυτός σημάδι, τρίχες από τα μαλλιά του Μήτρου, κι
-αποκρίθηκεν ευθύς:</p>
-
-<p>«Αύριο το πρωί, στις τέσσερεις, με το σαλέπι, να βρεθής εδώ.»</p>
-
-<p>Και το πρωί, στις τέσσερεις, με το σαλέπι, ο μάντης έλεγε στο σύντροφο του
-Μήτρου:</p>
-
-<p>«Μήτρο τονέ λεν το βαρεμένο, στο Θαλασσοχώρι κάθεται, το σπίτι του είναι
-αντίκρυ από την εκκλησιά· χήρα η μάννα του, Δήμαινα τηνέ κράζουν..»</p>
-
-<p>Και τάχασεν η Ταρία Ταρέλα, κι ανατρίχιασε· δεν του είχε ειπεί τίποτε, μήτε και
-με κανέναν άλλο είχε μιλήσει εκεί στον Έπαχτο. Και νά τώρα που τάξερεν όλα ο
-μάντης! κ' έκαμε το σταυρό του.</p>
-
-<p>Και γλήγορα γλήγορα ο μάντης του είπε τότε: </p>
-
-<p>«Να μαυροφορέσετ' από τώρα! Των αδυνάτων αδύνατον να ιδή προκοπή. Όλα
-τα μάζωξα κι όλες τις πρόσταξα. Κι από παντού αγροίκαγα: Ό,τι μέλλει δεν
-ξεμέλλει, κι ό,τι γράφει δεν ξεγράφει. Τάχ' η Μοίρα στο χαρτί, πελέκι δεν τα κόβει.
-Τον έφαγαν τα μάγια της αγάπης· κακά στοιχειά τονέ χτύπησαν. Σύντεκνε, πάρ' το
-απόφαση.»</p>
-
-<p>Πέρασε κι ο χειμώνας. Έλυωσαν τα χιόνια του Ζυγού, μόνο η κορφή του
-πρόβαλλεν ακόμα τυλιγμένη σα μέσα σε ψιλό κατάλευκο γιασμάκι. Στο Μισόκαμπο
-λουλούδιζαν οι μυγδαλιές και στα σπιτάκια του Θαλασσοχωριού, μέσ' από κάθε
-χαγιάτι και κάθε λιακωτό, μέσα σε λογής λογής γαστρούλες και κασσελάκια,
-πρασίνιζεν ο βασιλικός, το δυόσμο, το δεντρολίβανο, κι άνθιζαν τα ρόδα, τα
-γαρούφαλα, τα μανουσάκια και οι βιολέττες. Και το πιο φτωχόσπιτο το έβλεπες
-πλούσιο σε μυριστικά, και τα κορίτσια του Θαλασσοχωριού, με τις θρεμμένες
-πλεξίδες και τα βοργολυγερά κορμάκια τους, το είχαν ξεχωριστή δουλειά την
-άνοιξη να τα ποτίζουν και να τα ξεδιαλέγουν τα λουλούδια τους. Κ' εκεί κάτω απ' τα
-χαγιάτια κι απ' τα λιακωτά, σε πόρτες και σε παράθυρα κι ανάμεσα στις γάστρες
-έχτιζαν και τα χελιδόνια τις φωλιές· τι εύκολα, που εύρισκαν τόπο για να χτίσουν
-τις φωλιές τους εκεί πέρα όσο φτωχότερα ήταν χτισμένο το σπίτι, τόσο
-πλουσιώτερα, τόσο αφοβώτερα εζούσαν τα χελιδόνια τα καημένα· και θαρρείς το
-γνώριζαν κι αυτά.</p>
-
-<p>Στο σπιτικό του Μήτρου του Ρουμελιώτη κανένα λουλούδι δεν είχε ανοίξει· δυο
-τρεις γαστρούλες, εστέκονταν απάνω στο μπαλκόνι γυμνές, σα να διάβηκεν απάνω
-τους αράπικο ποδάρι. Στο μυαλό της Δήμαινας φροντίδες για λουλούδια δε
-χωρούσαν. Τον περασμένο χειμώνα έρριξε τανεμόβροχο τις γάστρες με τις τάβλες
-που τις εκρατούσαν και στόλιζαν τη μπροστινή την όψη του σπιτιού απ' άκρη σ'
-άκρη, και μαζί μ' αυτά και τις φωλιές που καρτερούσανε τα χελιδόνια. Κανείς δε
-συλλογίστηκε να τις ξαναστυλώση. Και σαν ήρθεν η άνοιξη και γύρισαν και τα
-πουλιά της, δε στάθηκαν στο σπίτι κ' έφυγαν το χαλασμό, ανήσυχα χτυπώντας τα
-φτερά.</p>
-
-<p>Πέρασαν οι αποκριές, κ' η Μεγάλη Σαρακοστή, με το καλό, ήταν στα τελευταία.
-Κ' η εβδομάδα των Παθών ξαναγύρισεν. Ο απρίλης, νιόφερτος, ξανάνιωσε τη ζωή
-και νέα δύναμη σκορπούσε για της ζωής τον αγώνα· νέες χαρές έννοιωθεν η ψυχή,
-νέες φροντίδες ξεφύτρωναν στο νου· σαν τάνθη ξάνοιγαν οι αγάπες, οι εκκλησιές
-ανοιχτές μοσχοβολούσαν από λιβάνι, κ' οι καρδιές, ανοιχτότερες, μοσχοβολούσαν
-από ελπίδες. Τέτοια εποχή γλυκαίνεται κι ο βασανισμένος· κι ο απελπισμένος
-παίρνει ορμή· κι αυτός που είν' έτοιμος να ξεψυχήση, την αγκαλιάζει σφιχτότερα τη
-ζωή, κοιτάει να την πουλήση όσο μπορεί ακριβώτερα.</p>
-
-<p>Ο Μήτρος δεν είχε πλέον γλυτωμό. Μετρημένες ήταν οι μέρες του. Πάνε κ' οι
-γιατροί με τα γιατρικά, πάνε κ' οι μάγισσες με τα μαντολόγια. Γαγγραίνιασε το
-πόδι. Το φαρμάκι ανέβαινε ολοένα κι απλωνόταν στο αίμα. Κ' εκείνος αμίλητος,
-άσειστος, μόνο τα μάτια του μιλούσαν, γοργοκίνητα, γυαλιστερά, λες και περίμενε
-το Χάρο, για να λογαριαστούν. Η δόλια η Δήμαινα είχε καταντήσει αγνώριστη από
-την αγρύπνια κι από τη λύπη, σωστό σαράβαλο. Ο Μάρκος ο Κανίνιας, ο Γιαννάκος
-ο Ταρνάναμας κ' η Ταρία Ταρέλα ούτε μιλούσαν ούτε το κουνούσαν απ' το πλευρό
-του. Τη Μεγάλη Πέμπτη έφεραν τον παπά Θύμιο και τον μετάλαβε.</p>
-
-<p>Η Μεγάλη Παρασκευή ξημέρωσεν όχι σαν τις άλλες χρονιές, με μαύρον ουρανό.
-Ξημέρωσε καταγάλανη κι ολόξανθη. Με την πρώτη αχτίνα του φωτός που
-γλύστρησεν από τη χαραμάδα στο στρώμα του Μήτρου, ο Μήτρος εσπαρτάρησε κ'
-έβγαλε φωνή τρανή κ' έκραξε:</p>
-
-<p>«Μάννα, ήλιο θέλω, αέρα θέλω· άνοιξε το παράθυρο!»</p>
-
-<p>
-Κι ανοίγει το παράθυρο κι ο ήλιος πλημμυρίζει το σκοτιδιασμένο, το έρμο σπίτι.
-Σαν πανηγύρι χύνεται το φως του σε πάτωμα, σε τοίχους, και σε κάθε τι. Τον
-περιχύνει τον άρρωστο, και θάλεγες πως ήταν αυτός ο μόνος γιατρός κι ο μόνος
-μάγος. Τα μακρειά κι αχτένιστα μαλλιά του ταναταράζει το πρωινό ταγέρι που με
-βία χύθηκεν απ' τανοιχτό παράθυρο. Κι απ' τανοιχτό παράθυρο τα μάτια του
-τραβάνε ίσα ολόισα κι ανταμώνονται με τον ήμερο γιαλό του Θαλασσοχωριού· τον
-ίδιο το γιαλό που αλλάζει χίλια χρώματα σα χίλια όνειρα σε κάθε χρυσοφίλημα του
-ήλιου απ' το πρωί ως το βράδυ. Μόνο πως ο αύγουστος δε μπορούσε τότε να του
-δώση τη μυστική εμορφιά που σήμερα του δίνει ο απρίλης, πλασμένη απ' όλες τις
-πνοές κι απ' όλες τις λαχτάρες της ζωής. Και σε μιαν άκρη του μόλου, τα μάτια του
-ξανοίγουν ένα καϊκάκι, το ίδιο το καϊκάκι του, ξαρματωμένο εκεί, παραρριμένο. Και
-σα να φώτισεν ο ήλιος το λογισμό του πιο βαθειά κι από το σπίτι του, κατάλαβε κι
-αυτός πως ήρθεν η στερνή του η ώρα, πως ο Χάρος πλάκωσε, και πως έπρεπε να
-παραδοθή σαν άξιο παλληκάρι, μα τον κυρ Ήλιο που του φώτιζε τον υστερνό του
-δρόμο. Κι ο μάγος ο ήλιος τον εμάγεψε· τον εμέθυσε με ένα παράξενο κι απάντεχο
-κρασί, καμωμένο από ζωή κι από θάνατο.</p>
-
-<p>«Ένα καθρέφτη, μάννα, ένα καθρέφτη!» </p>
-
-<p>Του ξάναψεν έξαφνα η έγνοια του στολιδιού· ήθελε να συγυρίση τη λεβεντιά
-του για το ταξίδι του κάτου κόσμου. Του φαίνονταν πως ετοιμάζονταν να πάη στο
-πανηγύρι του Άη Λιά, στα πλάγια του Ζυγού. Κ' η μάννα που αλάλιασεν απ' τη
-συμφορά, που αγρικούσε και δεν έννοιωθε, που έννοιωθε χωρίς να συλλογίζεται,
-του φέρνει τον καθρέφτη.</p>
-
-<p>Επήρε τον καθρέφτη, κι άρχισε να κοιτάζεται μέσα σ' αυτόν· όχι να κοιτάζεται,
-μα να κοιτάζη μέσα σ' αυτόν χίλιες ενθύμησες, χίλιες εικόνες απ' τα μικρά του
-χρόνια ως τα τωρινά· εικόνες κ' ενθύμησες, θαφτές μέσα στο νου του, που
-ξεθάφτονταν για υστερνή φορά κι ανασταίνονταν και σαν πουλάκια γοργόφτερα
-τις έβλεπε με τα σβυσμένα μάτια του να σπαρταρούνε μέσα στο γυαλί. Κ' έλεγε
-πως ήτον ο καθρέφτης ωσάν εκείνον το μαγικό, τον περίφημο, που μέσα του
-ξάνοιγες όλα τα μακρυνά τα περασμένα και όλα τα μακρυνά τα μελλόμενα.</p>
-
-<p>Κ' ύστερα με μιας δεν αντίκρυσε άλλο τίποτε μέσα στον καθρέφτη παρά το
-κατάχλωμο πρόσωπό του και το σωμένο του κορμί. Και πάλι ακούστηκε να λέη μ
-εκείνον τον αλάλητο καημό της λεβεντιάς:</p>
-
-<p>«Αχ! ωραία νιάτα που θα φάη η γης!» </p>
-
-<p>Και καθώς είπεν «ωραία νιάτα», έτσι τον πήρε για στερνή φορά κ' η φροντίδα
-της νιότης, του στολισμού και της εμορφιάς, η φροντίδα, που δεν ταφίνει τα
-παλληκάρια και μέσα στην αγκαλιά του Χάρου. Κι άρχισε να τα χτενίζη, να τα
-χτενίζη τα σγουρά μαλλιά, τα φουντωμένα κι ολόμακρα, που είχαν ρουφήξει,
-θαρρούσες, όλη τη φρεσκάδα και τη δύναμη του κορμιού, γι' αυτό φούντωσαν έτσι
-και μάκρυναν. Κι έστριβε το μουστάκι του σα να ήταν έτοιμος για δεύτερ'
-αρραβωνήσια. Κι όταν απόκαμε πια, σα να του φώτισεν άξαφνο φως το νου του,
-έτσι καθώς ήταν ακουμπιστός, είπε στη μάνα του:</p>
-
-<p>«Τώρα, δυστυχισμένη μάννα, τόσον καιρό έκανα κουράγιο, έλεγα πως δε θα
-πεθάνω . . . Μια χάρη τώρα σου ζητάω. Κλάψε με να σ' ακούσω.»</p>
-
-<p>&nbsp;— Μπα! παιδί μου, τι λόγια είν' αυτά; Να σε κλάψω; Ίσα μ' αυτού ήρθες;
-τραύλιζεν αλαλιασμένη η μάννα.</p>
-
-<p>&nbsp;— Αχ! και πάλι αχ! Κλάψε, μάννα, κλάψε! Τα νιάτα χώμα γίνονται κ' η
-λεβεντιά χορτάρι, και το σαΐνικο κορμί χώμα και το πατούνε! Όπου πάς και σταθής,
-μάννα, να το λες».</p>
-
-<p>Σώπασε λιγάκι, κ' έξαφν' ανατινάχτηκε απελπισμένα και φώναξε:</p>
-
-<p>«Δε θέλω να πεθάνω μοναχικά· κόσμο θέλω. Άνοιξε, μάννα, την πόρτα, να μπη
-κόσμος μέσα.»</p>
-
-<p>Θα κόντευε το μεσημέρι. Γύριζαν οι Θαλασοχωρίτες απ' την εκκλησιάν. Άντρες,
-γυναίκες, παιδιά, κρατούσαν άνθη στο χέρι, τάνθη του επιταφίου. Όταν άξαφνα
-φτάνει σταυτιά των ανθρώπων, όλων εκείνων, που έβγαιναν απ' τον Άη Νικόλα, κι
-όλων εκείνων που περνούσαν από κει, — κ' ήταν αδιάκοπο το διάβα κατά την ώραν
-εκείνη, — φτάνει ένας ήχος αργός, βραχνός, λυπητερός που σήκωνε τις τρίχες και
-σε σπάραζεν, ήχος βγαλμένος σαν από ζωντόβολο, σαν από άνθρωπον· ήχος που
-κατέβαινε και υψώνονταν, κ' επνίγονταν, και χύνονταν και δέρνονταν ήχος που
-ήταν και μίλημα, και ούρλιασμα, και θρήνος, και παράπονο, και κλάψιμο, και γέλιο,
-και βρισιά, και τραγούδι· τραγούδι τρομασμένης, ξετρελλαμένης, απελπισμένης
-ψυχής. Κ' οι διαβάτες άκουγαν, στέκονταν, ανατρίχιαζαν, αυτιάζονταν, ένοιωθαν,
-κουνούσαν τα κεφάλια κ' έλεγαν ο ένας του άλλου:</p>
-
-<p>«Μυρολόι! ποιος να πέθανε;»</p>
-
-<p>Κάποιος έδειξε τότε το σπίτι της Δήμαινας, κ' έκραξε.</p>
-
-<p>«Δεν το ξέρετε; από το σπίτι της Δήμαινας βγαίνει το μοιρολόι. Πέθανε ο
-Αφεντομήτρος!»</p>
-
-<p>Πέθανε ο Μήτρος! ο Μήτρος ο λεβέντης, που βασανίζονταν ένα χρόνο στο
-στρώμα. Ο Μήτρος ο χτυπημένος, ο ζηλοφθονεμένος, ο μαγεμένος, ο
-αδικοσκοτωμένος! Σα χαλάζι έπεσε το μαντάτο στο Θαλασσοχώρι. Κι όσοι
-τάκουγαν, αναστέναζαν, έσμιγαν με βία τις απαλάμες, κ' οι γυναίκες τραβούσαν τα
-μάγουλα σα να μη το περίμεναν από τόσους μήνες. Δεν μπορούσαν να το
-χωνέψουν. Όταν πεθαίνει παλληκάρι σαν το Μήτρο, πεθαίνει ολόκληρη ζωή,
-σβειέται ο ήλιος! Και τότε στάθηκεν ένα πράμα, που δε θυμούνται οι γεροντότεροι
-να ξαναστάθηκε κι άλλη φορά στο Θαλασσοχώρι. Καθένας που άκουγε το νέο, το
-έλεγε του άλλου και αμέσως, όπως ήταν κι όπου βρίσκονταν, τραβούσε γοργά κατά
-το σπίτι του Μήτρου. Πού μαζεύτηκεν όλος εκείνος ο κόσμος; γυναίκες
-ομορφοσυγυρισμένες με τα μαύρα φακιόλια· γυναίκες ανάλλαγες, όπως
-βρίσκονταν στα σπίτια τους^ κάθε λογής άντρες, νοικοκυραίοι, δουλευτάδες της
-θάλασσας και της στεριάς παιδάκια που τα κρατούσαν απ' το χέρι και παιδάκια στο
-βυζί της μάννας· όλοι από την εκκλησιά τραβούσαν ίσια εκεί. Έλεγες πως μέσα στο
-σπίτι εκείνο γίνονταν τα Πάθη του Χριστού, κ' έχει στηθή ένας άλλος επιτάφιος. Και
-πολλοί κρατούσαν ακόμα στα χέρια τους άνθη, άνθη από τον επιτάφιο, κ' έλεγες
-πως πήγαιναν να τα ρίξουν απάνω στο στρώμα του πεθαμμένου, μ' αυτά να του
-ευωδιάσουν τον τελευταίο ύπνο, να τον αγιάσουν το νεκρό.</p>
-
-<p>Το σπίτι επρόβαλλε μ' ανοιχτά παραθύρια, με πόρτα ολάνοιχτη. Τόλουζεν ο
-ήλιος του μεσημεριού. Να μην ήξερε κάνεις τίποτε, να μη γρικούσε τον ήχο, θα
-στοχάζονταν, όχι πως διάβαινεν ο Χάρος από κει, μα πως είχε στηθή μεγάλο
-πανηγύρι. Κανείς δεν τον κρατούσε τον κόσμο εκείνον. Όσοι έτρεξαν πρώτοι,
-δρασκέλησαν το κατώφλι, ανέβηκαν, τράβηξαν ίσα μέσα, σκόρπισαν σ' όλα του
-σπιτιού τα χωρίσματα. Οι άλλοι καρτερούσαν απ' όξω. Κι όλο έρχονταν. Κι όλο
-κατέβαιναν, κι όλο άραζαν άνθρωποι μπροστά στο σπίτι. Κ' έξαφνα πάλι όσοι
-πρόφτασαν και πρωτανέβηκαν στο σπίτι, πρόβαλαν στα παράθυρα, κατέβηκαν
-πάλι, λαχανιασμένοι, αποσωμένοι, κίτρινοι, και έφεραν νέο μαντάτο: «Δεν πέθανεν
-ακόμα, δεν πέθανε. Ψυχομαχάει· κ' έβαλε να τον μυρολογήσουν ζωντανό! Μωρέ,
-ακούς; δεν ξαναστάθηκε τέτοιο πράμα!»</p>
-
-<p>Κι αλήθεια ήταν· όσοι έμπαιναν μέσα στο σπίτι μαρμάρωναν. Εκεί που
-περίμεναν να τον ιδούν πεθαμμένο και να τον νεκροφιλήσουν, τον αντίκρυζαν
-ανακαθισμένο στο στρώμ' απάνου, μ' ορργισμένη όψη, με γουρλωμένα μάτια, με
-τεντωμένα αυτιά, σαν άτι ανυπόμονο να τρέξη στον κάμπο, σαν παλληκάρι που
-καρτερούσε να του φορέσουν τάρματα για να χυθή. Και σε μια γωνιά μαζωχτή η
-γρηά Δήμαινα και ασάλευτη, με λείψανο κορμιού μονάχα, με δίχως ψυχή, με δίχως
-δάκρυα· όλη της η ζωή είχε γίνει φωνή, μα όχι φωνή γυναίκας, η φωνή της ίδιας της
-απελπισιάς. Και τραγουδούσε σ' ένα σκοπό δικό της, που δεν ξανακούστηκε κ'
-έλεγε:</p>
-
-<p class="poem">Ομορφονιός ψυχομαχάει, ομορφονιός πεθαίνει,<br />
-ανάψτε πράσινα κεριά και κίτρινες λαμπάδες,<br />
-να φέξουνε τομορφονιού να κατεβή, στον άδη.<br />
-Σκαλί σκαλί κατέβαινε, σκαλί σκαλί ανεβαίνει.</p>
-
-<p>Η Βασίλω η συμπεθέρα της, πού δεν μπορούσε να βαστάξη, κάτι θέλησε να της
-ειπή:</p>
-
-<p>«Καημένη Δήμαινα, δεν ξαναστάθηκε τέτοιο στην οικουμένη, το παιδί σου να
-ζη και να το μυρολογάς!»</p>
-
-<p>Αλλ' αντί ναποκριθή η μάννα, το παιδί αποκρίθηκε:</p>
-
-<p>«Πήγαινε στη δουλειά σου· τώρα θέλω να με κλάψη!»</p>
-
-<p>Και γυρίζοντας προς τη μικροπαντρεμένη τη Λόλω, στην ξαδερφούλα του, που
-έστεκε γονατιστή κ' έκρυβε τα σιγαλά της δάκρυα μέσα στο μαντίλι της, την
-αγριοκοίταξε και της λέει:</p>
-
-<p>«Μωρή Λόλω, γιατί δεν κλαις και συ;»</p>
-
-<p>Κι ακολουθούσε το μυρολόγι:</p>
-
-<p class="poem">Κ' ηύρεν τον ένας σκώληκας, μα και τον ερωτάει:<br />
-Πού πας, ασήμι, να χαθής, μάλαμα, να θολέψης;<br />
-Πού πας, αργυροκούδουνο, να χάσης τη λαλιά σου;</p>
-
-<p>Κι από τα χείλη της μάννας το μυρολόγι ξεφύτρωσε στα χείλη των γυναικών των
-άλλων, καθώς τα δάκρυα φέρνουν δάκρυα και τα γέλοια γέλοια, καθώς το κερί
-ανάφτει από άλλο κερί, καθώς απλώνονταν κάποτε κ' η πλυμμύρα του γιαλού και
-σκέπαζε το Θαλασσοχώρι. Και μέσα στις γυναίκες που μυρολογούσαν, άλλες
-γυναίκες πρόβαλαν μ' ανθοστέφανα και με χλωρά μπουκέττα, κι άλλες παραπέρα,
-στάλλα χωρίσματα, κασσέλλες άνοιγαν κ' ετοίμαζαν ρούχα για το νεκρό που ακόμ'
-ανάσαινε, κι ολοένα κόσμος, κόσμος ατέλειωτος ανέβαινε και κατέβαινε. Και μέσα
-στον κόσμο ο Γιαννάκος ο Ταρνάναμας, ο Μάρκος ο Κανίνιας κ' η Ταρία Ταρέλα,
-αποσωμένοι απ' τις αγρύπνιες, κι από τον πόνο συντριμμένοι, είχαν στυλώσει τα
-μάτια σαν τυφλοί και τίποτε λες δεν έβλεπαν, τίποτε δεν έλεγαν. Αντίκρυ από το
-σπίτι ο μαραγγός κάρφωνε με δακρυσμένα μάτια τα ξύλα της κάσσας, κι απάνω η
-Βασίλω με τη Γυφτογιάνναινα ξεδίπλωναν το σάβανο· σ' ένα τραπέζι έστεκεν η
-κεντιστή κι ολόχρυση σκούφια, στερνό χάρισμα της αρραβωνιαστικειάς στον
-άκληρο που της έφυγε για πάντα· μ' εκείνη θα τον στόλιζαν στο νεκροκρέβατο.</p>
-
-<p>Από το μεσημέρι κ' εκείθε άρχισεν ο χαροπόλεμος. Το ψυχομαχητό κράτησεν
-όλο το δειλινό. Και το παλληκάρι βογγούσε βαθειά κι αναταραζόταν, σα χώρα που
-κάθε λίγο και λιγάκι την ανατίναζεν από της γης τα έγκατα σεισμός δαιμονισμένος.
-Και μέσα στο ψυχομαχητό, στερνά ξεσπιθίσματα του καντηλιού της ζωής, τέτοια
-λόγια ξεπετειόνταν ανάρια ανάρια:</p>
-
-<p>«Αχ! μωρέ, τι έπαθα! . . . Φουστανέλλα φορείς. . . Σιγά σιγά. . . μην πατήσης τα
-πόδια μου. . . Μπα! μπα! τι κόσμος είναι τούτος;. . . Ορίστε! ορίστε!. . . Μάννα. . .
-Μην πατήσης παραπάνω!. . . . Τόπο! τόπο! Αέρα θέλω!. . . Γλυκειά ζωή. . . Μη μου
-κρύβης τον ήλιο. . . Παραδόθηκα!»</p>
-
-<p>Και με το «παραδόθηκα» παράδοσε στο Χάρο τη ζωή. Ξεψύχησε μπροστά στα
-μάτια του κόσμου, μέσα στου Θαλασσοχωριού την αγκαλιά, σα λεύκα που τη ρίχνει
-ο ξυλοκόπος, ύστερα από βαρύν αγώνα, στανοιχτά, μπροστά στην όψη ολόκληρου
-του λόγγου του ανήμπορου. Την ίδιαν ώραν ο ανθρώπινος εκείνος λόγγος που
-απλώνονταν απ' το στρώμα του νεκρού ίσια στο δρόμον έξω σκόρπισε μια βοή, που
-την είχε γεννήσει βαρύς καημός κι αλαφρό ξανάσασμα: «Κρίμα στο παλληκάρι που
-πάει άδικα! Δόξα σοι, Κύριε, που τον ανάπαψες!»</p>
-
-<p>Την ίδια εκείνην ώρα, πέρα στης θάλασσας την άκρη, ξανοίγονταν από το σπίτι
-του νεκρού κι ο ήλιος που βασίλευεν ολοπύρινος. Το ήμερο ακρογιάλι δεν
-εσούφρωνε πνοή. Τι γλύκα που είχεν η φύση! Στεριά και πέλαγο ησύχαζαν να μη
-ταράξουν τον πρόσκαιρον ύπνο του παντοτεινού Θεού, τον ύπνο τον αιώνιο του
-πρόσκαιρου τανθρώπου.</p>
-
-<p>Όμως την ίδια εκείνην ώρα, όσοι παράστεκαν, μέσα στον πλατύν οντά, το νεκρό
-μ' ανοιγμένα μάτια ακόμα, είδαν κάτιτι παράξενο. Είδαν τη γριά τη Δήμαινα απ' το
-στρώμα του παιδιού της, που είχε καρφωθή εκεί ξεψυχισμένη, χωρίς αίσθηση και
-χωρίς δάκρυα, και πλέον και χωρίς φωνή, την είδαν να ορμήση αγριωπή, μέσα στον
-κόσμο, σαν αγριόγατα μ' ολόρριχτα μαλλιά, με χέρια τεντωμένα, με δάχτυλα
-ολάνυχτα, σαν κάποιον νάθελε να πνίξη. Μέσα στη μέση του σπιτιού αθώρητη σα
-φίδ' είχε γλυστρήσει κ' έστεκεν ακίνητη, κι αμίλητη, κ' έστεκεν ολογάληνη, σα
-μαρμαρωμένη, κ' εκοίταζε προς το κρεβάτι του νεκρού, μια κόρη. Μια μυστική
-χαρά λαμπίριζε στα μάτια της, και το κλεισμένο στόμα της δεν τάνοιγεν, όμως το
-χάραζ' ελαφρότατα μιαν αδιόρατη γραμμή που έμοιαζε χαμόγελο. Τανάστημά της
-δεν ήταν ψηλό, αλλ' υψώνονταν αλύγιστο, το πρόσωπό της φάνταζε ωραιότερο,
-καθώς επρόβαλε μονάχα εκείνο από το μαύρο σάλι που σκέπαζε όλο το κεφάλι της.
-Σ' αυτήν απάνου ώρμησεν η γριά. Ψιθυρισμοί ακούστηκαν τριγύοω:</p>
-
-<p>«Μπα! την παλιοβρώμα! την αδιάντροπη!»</p>
-
-<p>&nbsp;— Μωρέ την είδατε την Τρελλομόρφω;</p>
-
-<p>Αλλά προτού προφτάσ' η Δήμαινα να την αρπάξη, εκείνη αφανίστηκε γοργά,
-σαν όνειρο κακό, σαν πειρασμός ολόγλυκος. Κι απόμειν' η γριά σπαράζοντας και
-φοβερίζοντας με το χέρι τον αέρα, και πριν μακρειά πλατειά ξαπλωθή στο πάτωμα,
-πρόφτασε και ξεφώνησε:</p>
-
-<p>«Αχ! μωρή στρίγγλα! Ως κ' εδώ βγήκες, μπόισσα! Μου τον έφαγες! αχ! αν είχα
-κουμπούρι σ' εσκότωνα! Ας είναι! δεν τον πήρες μια φορά, κι ας τον πήρε ο
-Χάρος!»</p>
-
-<p>
-</p>
-
-
-
-
-
-
-
-
-<pre>
-
-
-
-
-
-End of the Project Gutenberg EBook of Death of a Youth, by Kostis Palamas
-
-*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK DEATH OF A YOUTH ***
-
-***** This file should be named 42512-h.htm or 42512-h.zip *****
-This and all associated files of various formats will be found in:
- http://www.gutenberg.org/4/2/5/1/42512/
-
-Produced by Sophia Canoni. Thanks to George Canonis for
-his major work in proofreading.
-
-
-Updated editions will replace the previous one--the old editions
-will be renamed.
-
-Creating the works from public domain print editions means that no
-one owns a United States copyright in these works, so the Foundation
-(and you!) can copy and distribute it in the United States without
-permission and without paying copyright royalties. Special rules,
-set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to
-copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to
-protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project
-Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you
-charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you
-do not charge anything for copies of this eBook, complying with the
-rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose
-such as creation of derivative works, reports, performances and
-research. They may be modified and printed and given away--you may do
-practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is
-subject to the trademark license, especially commercial
-redistribution.
-
-
-
-*** START: FULL LICENSE ***
-
-THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE
-PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK
-
-To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free
-distribution of electronic works, by using or distributing this work
-(or any other work associated in any way with the phrase "Project
-Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project
-Gutenberg-tm License available with this file or online at
- www.gutenberg.org/license.
-
-
-Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm
-electronic works
-
-1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm
-electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to
-and accept all the terms of this license and intellectual property
-(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all
-the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy
-all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession.
-If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project
-Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the
-terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or
-entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8.
-
-1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be
-used on or associated in any way with an electronic work by people who
-agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few
-things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works
-even without complying with the full terms of this agreement. See
-paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project
-Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement
-and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic
-works. See paragraph 1.E below.
-
-1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation"
-or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project
-Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the
-collection are in the public domain in the United States. If an
-individual work is in the public domain in the United States and you are
-located in the United States, we do not claim a right to prevent you from
-copying, distributing, performing, displaying or creating derivative
-works based on the work as long as all references to Project Gutenberg
-are removed. Of course, we hope that you will support the Project
-Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by
-freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of
-this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with
-the work. You can easily comply with the terms of this agreement by
-keeping this work in the same format with its attached full Project
-Gutenberg-tm License when you share it without charge with others.
-
-1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern
-what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in
-a constant state of change. If you are outside the United States, check
-the laws of your country in addition to the terms of this agreement
-before downloading, copying, displaying, performing, distributing or
-creating derivative works based on this work or any other Project
-Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning
-the copyright status of any work in any country outside the United
-States.
-
-1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg:
-
-1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate
-access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently
-whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the
-phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project
-Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed,
-copied or distributed:
-
-This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
-almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
-re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
-with this eBook or online at www.gutenberg.org
-
-1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived
-from the public domain (does not contain a notice indicating that it is
-posted with permission of the copyright holder), the work can be copied
-and distributed to anyone in the United States without paying any fees
-or charges. If you are redistributing or providing access to a work
-with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the
-work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1
-through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the
-Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or
-1.E.9.
-
-1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted
-with the permission of the copyright holder, your use and distribution
-must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional
-terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked
-to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the
-permission of the copyright holder found at the beginning of this work.
-
-1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm
-License terms from this work, or any files containing a part of this
-work or any other work associated with Project Gutenberg-tm.
-
-1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this
-electronic work, or any part of this electronic work, without
-prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with
-active links or immediate access to the full terms of the Project
-Gutenberg-tm License.
-
-1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary,
-compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any
-word processing or hypertext form. However, if you provide access to or
-distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than
-"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version
-posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org),
-you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a
-copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon
-request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other
-form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm
-License as specified in paragraph 1.E.1.
-
-1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying,
-performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works
-unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9.
-
-1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing
-access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided
-that
-
-- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from
- the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method
- you already use to calculate your applicable taxes. The fee is
- owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he
- has agreed to donate royalties under this paragraph to the
- Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments
- must be paid within 60 days following each date on which you
- prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax
- returns. Royalty payments should be clearly marked as such and
- sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the
- address specified in Section 4, "Information about donations to
- the Project Gutenberg Literary Archive Foundation."
-
-- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies
- you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he
- does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm
- License. You must require such a user to return or
- destroy all copies of the works possessed in a physical medium
- and discontinue all use of and all access to other copies of
- Project Gutenberg-tm works.
-
-- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any
- money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the
- electronic work is discovered and reported to you within 90 days
- of receipt of the work.
-
-- You comply with all other terms of this agreement for free
- distribution of Project Gutenberg-tm works.
-
-1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm
-electronic work or group of works on different terms than are set
-forth in this agreement, you must obtain permission in writing from
-both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael
-Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the
-Foundation as set forth in Section 3 below.
-
-1.F.
-
-1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable
-effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread
-public domain works in creating the Project Gutenberg-tm
-collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic
-works, and the medium on which they may be stored, may contain
-"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or
-corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual
-property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a
-computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by
-your equipment.
-
-1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right
-of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project
-Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project
-Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project
-Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all
-liability to you for damages, costs and expenses, including legal
-fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT
-LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE
-PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE
-TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE
-LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR
-INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH
-DAMAGE.
-
-1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a
-defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can
-receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a
-written explanation to the person you received the work from. If you
-received the work on a physical medium, you must return the medium with
-your written explanation. The person or entity that provided you with
-the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a
-refund. If you received the work electronically, the person or entity
-providing it to you may choose to give you a second opportunity to
-receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy
-is also defective, you may demand a refund in writing without further
-opportunities to fix the problem.
-
-1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth
-in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS', WITH NO OTHER
-WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO
-WARRANTIES OF MERCHANTABILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE.
-
-1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied
-warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages.
-If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the
-law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be
-interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by
-the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any
-provision of this agreement shall not void the remaining provisions.
-
-1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the
-trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone
-providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance
-with this agreement, and any volunteers associated with the production,
-promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works,
-harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees,
-that arise directly or indirectly from any of the following which you do
-or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm
-work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any
-Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause.
-
-
-Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm
-
-Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of
-electronic works in formats readable by the widest variety of computers
-including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists
-because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from
-people in all walks of life.
-
-Volunteers and financial support to provide volunteers with the
-assistance they need are critical to reaching Project Gutenberg-tm's
-goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will
-remain freely available for generations to come. In 2001, the Project
-Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure
-and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations.
-To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation
-and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4
-and the Foundation information page at www.gutenberg.org
-
-
-Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive
-Foundation
-
-The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit
-501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the
-state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal
-Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification
-number is 64-6221541. Contributions to the Project Gutenberg
-Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent
-permitted by U.S. federal laws and your state's laws.
-
-The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S.
-Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered
-throughout numerous locations. Its business office is located at 809
-North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887. Email
-contact links and up to date contact information can be found at the
-Foundation's web site and official page at www.gutenberg.org/contact
-
-For additional contact information:
- Dr. Gregory B. Newby
- Chief Executive and Director
- gbnewby@pglaf.org
-
-Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg
-Literary Archive Foundation
-
-Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide
-spread public support and donations to carry out its mission of
-increasing the number of public domain and licensed works that can be
-freely distributed in machine readable form accessible by the widest
-array of equipment including outdated equipment. Many small donations
-($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt
-status with the IRS.
-
-The Foundation is committed to complying with the laws regulating
-charities and charitable donations in all 50 states of the United
-States. Compliance requirements are not uniform and it takes a
-considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up
-with these requirements. We do not solicit donations in locations
-where we have not received written confirmation of compliance. To
-SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any
-particular state visit www.gutenberg.org/donate
-
-While we cannot and do not solicit contributions from states where we
-have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition
-against accepting unsolicited donations from donors in such states who
-approach us with offers to donate.
-
-International donations are gratefully accepted, but we cannot make
-any statements concerning tax treatment of donations received from
-outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff.
-
-Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation
-methods and addresses. Donations are accepted in a number of other
-ways including checks, online payments and credit card donations.
-To donate, please visit: www.gutenberg.org/donate
-
-
-Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic
-works.
-
-Professor Michael S. Hart was the originator of the Project Gutenberg-tm
-concept of a library of electronic works that could be freely shared
-with anyone. For forty years, he produced and distributed Project
-Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support.
-
-Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed
-editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S.
-unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily
-keep eBooks in compliance with any particular paper edition.
-
-Most people start at our Web site which has the main PG search facility:
-
- www.gutenberg.org
-
-This Web site includes information about Project Gutenberg-tm,
-including how to make donations to the Project Gutenberg Literary
-Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to
-subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks.
-
-
-
-</pre>
-
-</body>
-</html>
-
-
-