diff options
Diffstat (limited to '39476-0.txt')
| -rw-r--r-- | 39476-0.txt | 3496 |
1 files changed, 3496 insertions, 0 deletions
diff --git a/39476-0.txt b/39476-0.txt new file mode 100644 index 0000000..5470655 --- /dev/null +++ b/39476-0.txt @@ -0,0 +1,3496 @@ +The Project Gutenberg EBook of Republic, Volume 1, by Plato + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + + +Title: Republic, Volume 1 + +Author: Plato + +Translator: Ioannis Gryparis + +Release Date: April 18, 2012 [EBook #39476] + +Language: Greek + +Character set encoding: UTF-8 + +*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK REPUBLIC, VOLUME 1 *** + + + + +Produced by Sophia Canoni. Thanks to George Canonis for +his major work in proofreading. Book provided by Iason +Konstantinides. + + + + + +Note: The tonic system has been changed from polytonic to +monotonic, otherwise the spelling of the book has not been +changed. Bold words have been included in &. Footnotes have +been converted to endnotes. + +Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε +μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του +βιβλίου. Λέξεις με έντονους χαρακτήρες περικλείονται σε &. Οι +υποσημειώσεις των σελίδων έχουν μεταφερθεί στο τέλος του +βιβλίου. + + + +ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ +ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ + + + + +ΠΛΑΤΩΝΟΣ +ΠΟΛΙΤΕΙΑ + + + +ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ +Ι. Ν. ΓΡΥΠΑΡΗ + +ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ + + + +ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ +ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΕΞΗ + +1911 + + + +ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ +ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ + +ΠΛΑΤΩΝΟΣ + +ΠΟΛΙΤΕΙΑ + +ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ +I. Ν. ΓΡΥΠΑΡΗ + +ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ + +ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ +ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΕΕΗ +1911 + + + + +ΠΡΟΛΟΓΟΣ + + + +Η θεμελιώδης βάσις της Πολιτείας του Πλάτωνος είναι η τελεία +συνταύτισις της ευτυχίας και της δικαιοσύνης· το περιεχόμενον +δηλαδή του πολυθρυλήτου αυτού έργου είναι καθαρώς ηθικόν, και +μολαταύτα εκ των δύο τίτλων, που μας διέσωσεν η αρχαιοτάτη +παράδοσις: Πολιτεία ή περί δικαίου, επεκράτησεν ο πρώτος, δια +του οποίου εξαίρεται αποκλειστικώτερον το πολιτικόν και +κοινωνικόν περιεχόμενον του διαλόγου. + +Ο Πλάτων λοιπόν αναλαμβάνει κυρίως την έρευναν περί της φύσεως +του δικαίου και του αδίκου, δια να καταδείξη συγχρόνως την +ηθικήν ανάγκην τόσον του κράτους όσον και του ατόμου να +κανονίζουν πάσαν αυτών την διαγωγήν επί της δικαιοσύνης, η +οποία κατά τον τελευταίον αυτής λόγον είναι αυτή η Ιδέα του +αγαθού, η πηγή της τελείας ευδαιμονίας διά τα άτομα και τας +κοινωνίας, ο θεός τον Πλάτωνος. Και αντιστρόφως όμως, επειδή η +δικαιοσύνη εμφανίζεται κυρίως εις τας κοινωνικάς και πολιτικάς +σχέσεις του ανθρώπου, πάσα αναζήτησις του αρίστου πολιτικού +οργανισμού οδηγεί κατ' ανάγκην εις την ανάλυσιν αυτής της +εννοίας της δικαιοσύνης, και επί τη βάσει αυτής εις τον +καθορισμόν των πρακτικών εφαρμογών της. Η δικαιοσύνη είναι +αρετή εφικτή εις τον άνθρωπον μόνον δι' ενός γενικού συστήματος +εκπαιδεύσεως, του οποίου ο Πλάτων χαράσσει το σχέδιον εν τη +Πολιτεία, συγχρόνως όμως η αληθής πολιτεία, το τέλειον κράτος, +δεν είναι άλλο παρά η εφαρμογή και κατά συνέπειαν η μετά λόγου +και επιστήμης γνώσις της δικαιοσύνης. + +Η απόδειξις της Πλατωνικής θέσεως ακολουθεί σχέδιον καθ' αυτό +απλούστατον και αυστηρότατα διαγεγραμμένον, μολονότι η +οικονομία αυτού φαίνεται πολλάκις διασπωμένη υπό της ελευθερίας +του διαλόγου. + +Εις το πρώτον βιβλίον, το οποίον αποτελεί την εισαγωγήν εις το +όλον έργον, ο Σωκράτης συζητεί διαφόρους ορισμούς της +δικαιοσύνης μετά του Πολεμάρχου και του σοφιστού Θρασυμάχου, +τους οποίους αναιρεί με ύφος ειρωνικόν μάλλον και με +επιχειρήματα όχι σπανίως σοφιστικά· μόλις δε περί το τέλος του +βιβλίου δίδει σοβαρωτέραν τροπήν εις τον λόγον, δια να δείξη +ότι η προηγηθείσα συζήτησις ήτο εν μέρει ελαφρά και εν μέρει +σοβαρά εισαγωγή εις την έρευναν περί της φύσεως του δικαίου. + +Οι αδελφοί του Πλάτωνος, Γλαύκων και Αδείμαντος, θέτουν +ακολούθως επιστημονικώτατα το ζήτημα και προδιαγράφουν την +αληθή μέθοδον της ερεύνης, ήτις συνίσταται εις το να απαλλαγή η +έννοια της δικαιοσύνης παντός επουσιώδους στοιχείου αυτής (της +καλής ή κακής υπολήψεως των ανθρώπων, αμοιβών, ποινών κτλ.) και +να αντιπαραβληθή ο τελείως δίκαιος άνθρωπος προς τον τελείως +άδικον· δεν πρόκειται δηλαδή κατ' αρχάς να εξετασθή ο ορισμός +της δικαιοσύνης, αλλ' η ικανότης την οποίαν έχει απολύτως και +καθ' εαυτήν να καθιστά τον άνθρωπον ευτυχή· αναλαμβάνοντες δε +αυτοί την υποστήριξιν της υλιστικής θεωρίας του απολύτου +εγωισμού, αφήνουν εις τον Σωκράτην ν' αποδείξη την εναντίαν +θέσιν: Εάν πράγματι ο δίκαιος, μακράν του να καρπούται κανέν +πλεονέκτημα εκ του εναρέτου αυτού βίου, παραγνωρίζεται καθ' +όλην του την ζωήν, καταδιώκεται, προπηλακίζεται, βασανίζεται, +και μολαταύτα είναι ευτυχέστερος του αδίκου, τότε η θέσις του +Σωκράτους δύναται να θεωρηθή αποδεδειγμένη. + +Το από τούδε ο λόγος μένει μέχρι τέλους εις τον Σωκράτην ευθύς +εξ αρχής δίδει ούτος την τροπήν εκείνην εις τον διάλογον, ήτις +οδηγεί από του ατόμου εις την κοινωνίαν και όπου διατυπούται +κατά πρώτην φοράν η αλήθεια, θεωρουμένη κοινός τύπος πλέον +σήμερον, ότι το κράτος είναι οργανισμός. Ο Σωκράτης διακηρύττει +ότι είναι ανίκανος να λύση το πρόβλημα, όπως ετέθη υπό του +Αδειμάντου· εκείνο, το οποίον αποτελεί εν τη ατομική ψυχή την +ουσίαν της δικαιοσύνης, θα καταστή εναργέστερον, εάν εν πρώτοις +το μελετήσωμεν εκεί όπου φανερούται εν ηυξημένη αναλογία, εν τη +πολιτεία δηλαδή· και τοιουτοτρόπως θα γνωρίσωμεν και την +γένεσιν της δικαιοσύνης εν τη γενέσει της κοινωνίας. + +Ανάγκαι αποκλειστικώς οικονομικαί ωδήγησαν, κατά τον Πλάτωνα, +τους ανθρώπους εις την σύμπηξιν της πρωτογενούς κοινωνίας, +δικαίως δε θα ηδύνατο, μέχρι του σημείου τούτου, η +πραγματιστική ιστορική σχολή να αντιποιηθή ως αρχηγόν αυτής τον +μέγαν ιδεολόγον· αλλ' ούτος, αφού εκθέση τας μεταβολάς, τας +οποίας ευθύς εξ αρχής επέφεραν εις την πρώτην &υγιά& κοινωνίαν +η τρυφή και η αύξησις του πληθυσμού, αίτινες πάλιν αφ' ετέρου +εξηγούν την αναπόφευκτον ανάγκην του πολέμου και την σύστασιν +ιδίας τάξεως των πολεμιστών ή φυλάκων, αναλαμβάνει να διαγράψη +την εκπαίδευσιν αυτών εις τρόπον ώστε, όπως οι αγαθοί κύνες, να +είναι επίφοβοι διά τους ξένους, πραότατοι διά τους οικείους και +εν γένει της πόλεως σωτήρες, και ούτω αποτελεσθή το πρότυπον +ιδανικής πολιτείας· από της πραγματικότητος δηλαδή και του +ιστορικού των γεγονότων μεταπηδά εις μίαν τελείως ιδανικήν +κατασκευήν και αντί της φυσικής ούτως ειπείν ιστορίας την +οποίαν ανέλαβε να μας δώση της κοινωνίας και του κράτους, διά +να καταδείξη την εν αυτοίς γένεσιν και φύσιν της δικαιοσύνης, +έρχεται να διδάξη οποία τις ώφειλε να είναι κατ' αυτόν η +πολιτεία. + +Η κατά Πλάτωνα εκπαίδευσις της προνομιούχου των φυλάκων τάξεως, +ήτις μόνη παρ' αυτώ λογίζεται και εξ ης θα ληφθώσι μίαν ημέραν +οι ανώτατοι άρχοντες δεν θα μας απασχολήση εν τη συντόμω ταύτη +αναλύσει περισσότερον. Η μυθολογία και η θεολογία, η γυμναστική +και η μουσική λαμβάνουν παρά τω Πλάτωνι τον ιδανικόν αυτών +παιδαγωγικόν τύπον, διά να καταστήσουν τελείους εκείνους, +οίτινες διά της φυσικής ήδη προδιαθέσεως του πνεύματος και του +χαρακτήρος είναι προωρισμένοι να αποτελέσουν την διοικούσαν +τάξιν. Όσον αφορά τας άλλας διατάξεις, τας αποβλεπούσας τον +βίον των πολεμιστών (ιδιοκτησίαν, γάμον, τεκνοποιίαν κτλ.), τον +τρόπον της εκλογής των αρχόντων και άλλα συναφή ζητήματα, +πάντων τούτων ακροθιγώς μόνον άπτεται ενταύθα. Περί δε της +ανωτέρας διανοητικής και φιλοσοφικής μορφώσεως ούτε λόγον +ποιείται ακόμη, πράγμα το οποίον ιδιαιτέρως θα μας εξένιζεν, αν +δεν μας άφηνε να διίδωμεν επαρκώς ότι, επιφυλασσόμενος να +επανέλθη επί τούτων λεπτομερέστερον, σπεύδει ήδη προς τον +άμεσον αυτού σκοπόν· επρόκειτο να αναζητήση την δικαιοσύνην εν +τη πραγματική πολιτεία: ήδη πρόκειται να την ανεύρη εν τη +ιδανική αυτού, και δι' αυστηροτάτης λογικής μεθόδου, +υποχρεούται να την ταυτίση με την αρχήν της «κατανομής της +εργασίας ή της ειδικεύσεως των ικανοτήτων». Όταν έκαστος κατέχη +ό,τι του ανήκει και αποδίδη τας συμφώνους προς την ειδικότητα +αυτού υπηρεσίας, η ιδέα της δικαιοσύνης έχει πραγματοποιηθή· +αύτη λοιπόν εκδηλούται εν τω κράτει διά της ακριβείας των +αμοιβαίων σχέσεων μεταξύ πάντων των πολιτών και διά της ειδικής +ενεργητικότητος εκάστης των τάξεων, των δημιουργών, των +επικούρων και φυλάκων. Ο προσωρινός αυτός καθορισμός της +δικαιοσύνης εν τη πολιτεία θα λάβη πάγιον κύρος, εάν ευρεθή +επαληθεύων και επί του ατόμου, επί της ατομικής ψυχής. + +Και αύτη αποτελείται εκ τριών μερών, του επιθυμητικού, του +θυμοειδούς και του λογιστικού, τα οποία αντιστοιχούν προς τας +τρεις της πολιτείας τάξεις. Η απόδειξις της διαιρέσεως και +αντιστοιχίας ταύτης γίνεται κατά τρόπον εξαιρετικώς επίπονον +και βεβιασμένον, προκαλούντα δε πλήθος αντιρρήσεων και +αμφιβολιών, αίτινες βεβαίως και τον Πλάτωνα θα ηδύναντο να +σταματήσουν, αν δεν έσπευδεν αποφασιστικώς πλέον εις το τέρμα +της ερεύνης του. Η κατανομή της εργασίας κατέδειξε την αληθή +οδόν εις την γνώσιν της δικαιοσύνης· όπως τα επαγγέλματα εν τω +κράτει, τοιουτοτρόπως και εις το εσωτερικόν της ψυχής αι τρεις +τάξεις οφείλουν να είναι ακριβώς χωρισμέναι· η σωτηρία της +απαιτεί να απαγορεύεται αυστηρώς πας σφετερισμός, πάσα +επέμβασις των μεν εις τα δικαιώματα των άλλων και να +συνεργάζωνται πάσαι εν τελεία αρμονία. Αύτη είναι η ουσία της +δικαιοσύνης, ενώ το εναντίον, δηλαδή η στάσις του ενός μέρους +εναντίον ολοκλήρου της ψυχής και η εξ αυτής προερχομένη +διατάραξις της αρμονίας αποτελεί την αδικίαν· όπως δε η υγιεία +του σώματος στηρίζεται επί των φυσικών σχέσεων των μερών αυτού, +η δε ασθένεια αφορμήν έχει την ανατροπήν, την εναντίαν προς την +φύσιν της τάξεως ταύτης, τοιουτοτρόπως και η αρετή φανερούται +ως «η υγιεία, το κάλλος και η ρώμη» της ψυχής, η δε κακία ως «η +νόσος, η ασχημία και η ασθένειά της». Η θέσις του Πλάτωνος +δύναται πλέον, προσωρινώς τουλάχιστον, να θεωρηθή +αποδεδειγμένη, διότι θα ήτο γελοίον να εγερθή κατόπιν τούτων το +ζήτημα, αν η δικαιοσύνη είναι πράγματι επωφελής εις τον +δίκαιον, ή εάν η αδικία επιζήμιος εις τον άδικον, είτε +λανθάνουσι τους ανθρώπους, είτε μη. + +Αλλά το ιδανικόν κράτος του Πλάτωνος έμεινε μέχρι τούδε +εστερημένον της βάσεως αυτού, ήτις είναι η διοργάνωσις της +οικογενείας, και του επιστεγάσματος επίσης, το οποίον είναι η +βασιλεία των φιλοσόφων· επομένως πρέπει να συμπληρωθή +τοιουτοτρόπως το τέλειον πολιτειακόν οικοδόμημα, διά να δυνηθή +να αντιπαραβληθή προς το αντίθετόν του: προς το ατελές, +ελαττωματικόν κράτος υπό τας διαφόρους αυτού μορφάς, τας οποίας +μας παρέχει η ιστορική πραγματικότης. Αφού λοιπόν πραγματευθή +εν τοις εξής πρώτον τα πολυθρύλητα ζητήματα της χειραφετήσεως +της γυναικός, της κοινότητος των γυναικών και των τέκνων, και +της καταργήσεως της ιδιοκτησίας εν παντί, εγείρει ο ίδιος την +αμφιβολίαν περί της πραγματοποιήσεως τοιαύτης ιδανικής +πολιτείας, διά να παραδεχθή όμως μετ' ακλονήτου πίστεως το +δυνατόν αυτής, υπό τον απαραίτητον όρον «ή οι φιλόσοφοι να +βασιλεύσωσιν εν ταις πόλεσιν, ή οι βασιλείς γνησίως να +φιλοσοφήσωσιν». Και η απαίτησις αύτη της γνησίας φιλοσοφικής +εκπαιδεύσεως του βασιλέως οδηγεί τον Πλάτωνα εις την μακράν +περί αυτής πραγματείαν, ήτις καταλαμβάνει μέρος του έκτου και +ολόκληρον το έβδομον βιβλίον και παρέχει την αφορμήν, ή μάλλον +την πρόφασιν εις τον συγγραφέα να εκθέση την περί των επιστημών +θεωρίαν αυτού· απαράλλακτα όπως εις τα πρώτα βιβλία η +στοιχειώδης εκπαίδευσις των φυλάκων έδωκεν αφορμήν εις τας +μακράς εκείνας και εν μέρει ασχέτους προς τον κύριον σκοπόν +παρεκβάσεις περί μυθολογίας, θρησκείας, μουσικής, ποιήσεως και +γυμναστικής. Πάσαι αι επιστήμαι, των οποίων ακριβώς καθορίζει +την ιεραρχίαν, σκοπόν έχουσι να ανυψώσουν την κεκαθαρμένην +πλέον ψυχήν από του γίγνεσθαι εις το είναι, δηλαδή εις το +βασίλειον των Ιδεών και την ανωτάτην αυτού κορυφήν, την ιδέαν +του Αγαθού. + +Ήδη το πολιτειακόν σύνταγμα έχει την βάσιν και την κορωνίδα +αυτού και είναι δυνατόν πλέον να αντιτεθώσι προς αυτό αι +ελαττωματικαί μορφαί των υφισταμένων πολιτευμάτων (τιμαρχίας ή +τιμοκρατίας, ολιγαρχίας, δημοκρατίας και τυραννίδος) και οι εις +αυτά αντιστοιχούντες ανθρώπινοι τύποι, διά να καταδειχθή εν +τέλει ότι η τυραννίς είναι το χείριστον των πολιτευμάτων και ο +τύραννος ο χείριστος και αδικώτατος των ανθρώπων συνάμα δε και +ο δυστυχέστατος. Η απόδειξις της Πλατωνικής θέσεως έχει πλέον +τελείως και από πάσης απόψεως συντελεσθή. Το επόμενον δέκατον +και τελευταίον βιβλίον είναι απλώς συμπληρωτικόν παράρτημα των +προεκτεθέντων· εν αυτώ ο Πλάτων επανέρχεται αποτόμως εις την +σφοδράν αυτού κατά της ποιήσεως πολεμικήν, την οποίαν ήδη +διεξάγει αποτελεσματικώτερον, στηριζόμενος επί της +προεκτεθείσης διαιρέσεως της ψυχής και της θεωρίας των ιδεών. +Σκέψεις τινές θρησκευτικαί, αναφερόμενοι εις τας αμοιβάς των +δικαίων και τας τιμωρίας των κακών, και ο μύθος του Ηρός του +Παμφυλίου αποτελούσι το τέλος του όλου έργου. + + * * + * + +Η πληθύς των ζητημάτων, τα οποία ανακινούνται εν τη Πολιτεία +και σχετίζονται είτε αμέσως προς την Πλατωνικήν φιλοσοφίαν, +είτε οπωσδήποτε εμμέσως προς την καθόλου ιστορίαν της +ανθρωπίνης σκέψεως, καθιστά αδύνατον και να θίξωμεν μόνον αυτά +ενταύθα. Απαραίτητος όμως είναι μία γενικωτέρα επισκόπησις της +θεμελιώδους θέσεως του Πλάτωνος «της τελείας συνταυτίσεως της +ευτυχίας προς την δικαιοσύνην», την οποίαν δίδομεν +ακολουθούντες την φωτεινήν έκθεσιν του Th. Comperz. + +Με όλην την ζωηράν επιθυμίαν των καλώς προδιατεθειμένων +αναγνωστών να θεωρήσουν την θέσιν ταύτην ως αποδεδειγμένην, ο +αμερόληπτος κριτής δεν δύναται να αποφύγη την εντύπωσιν ότι η +στερεότης της αποδείξεως δεν ανταποκρίνεται εις το μεγαλείον +της προθέσεως του συγγραφέως. Είναι περιττόν σχεδόν και να +παρατηρήση τις πόσον προφανής υπερβολή είναι να θεωρούνται ως +μηδέν τα εξωτερικά αγαθά και να γίνεται λόγος περί ευτυχίας +ανθρώπου καταδιωκομένου, προπηλακιζομένου, βασανιζομένου. Ο +Αριστοτέλης, ο οποίος δεν έχει μικροτέραν έξαρσιν σκέψεως, αλλά +και μείζονα συγχρόνως νηφαλιότητα του Πλάτωνος, την απεμάκρυνεν +ήδη σιωπηλώς. Μολαταύτα όσον και αν την θεωρήσωμεν ήκιστα +παραδεκτήν, περιέχει μίαν αλήθειαν καθ' εαυτήν βάσιμον και +εξαιρέτως ενδιαφέρουσαν, ότι δηλαδή διά τους έχοντας έν +ιδανικόν — αδιάφορον ποίον — υπάρχουν αξίαι, αι οποίαι δύνανται +να χαρακτηρισθώσιν ως απεριόριστοι, ή τουλάχιστον προς τας +οποίας ουδεμία άλλη δύναται να συγκριθή. Τι σημαίνει θάνατος, +τι σημαίνουν οι σκληρότεροι εξωτερικοί πόνοι εμπρός εις την +απώλειαν εκείνου, το οποίον αποτελεί το σέμνωμα και την αξίαν +ημών; Τοιαύτη είναι, άνευ υπερβολής, η κραυγή της καρδίας +πάντων εκείνων, όσοι έχουν μίαν ηθικήν μόρφωσιν. + +Αλλά η γνώσις εκείνου, όπερ αληθώς προσδίδει την μόνην της +αξίαν εις την ζωήν, είναι καρπός της εκπαιδεύσεως και της +μορφώσεως, την οποίαν το άτομον έλαβε παρά της κοινωνίας· το +δυνατόν τοιαύτης μορφώσεως εξαρτάται αναμφιβόλως εκ της φύσεως +του ατόμου και άνευ προδιαθέσεως η τοιαύτη ενέργεια της +κοινωνίας θα ήτο αδύνατος· αφ' ετέρου όμως, άνευ της ενεργείας +ταύτης, η προδιάθεσις, ήτις καθεύδει εν ημίν, ουδέποτε θα +ανεπτύσσετο. Και η ανάπτυξις αύτη είναι όλως διόλου διάφορος +και ανάλογος του περιβάλλοντος, εν τω οποίω η τύχη ετοποθέτησε +τον άνθρωπον. Άλλη είναι, παραδείγματος χάριν, διά τους +συμπολίτας του Πλάτωνος, οίτινες εκέκτηντο δούλους, και άλλη +παρ' ημίν, εις τους οποίους η δουλεία εμπνέει φρίκην· άλλη διά +τους Τουρκομάνους και Βεδουίνους, οίτινες θεωρούν την ληστείαν +ως επιτετραμμένην και έντιμον μάλιστα, και άλλη παρ' ημίν, +οίτινες την στιγματίζομεν και την τιμωρούμεν ως μυσαρόν +έγκλημα. Η κοινωνική αρετή ή δικαιοσύνη στηρίζεται επί βάσεως +φυσικής, δεν είναι όμως διόλου διά τούτο και προϊόν της φύσεως· +η βαθεία γνώσις την οποίαν απεκτήσαμεν των διαφόρων φάσεων του +πολιτισμού, κατ' ανάγκην διαφόρων — προ πάντων ως προς τα +αντικείμενα και την ροπήν των ηθικών παραγγελμάτων — ουδέ σκιάν +αμφιβολίας καταλείπει υπό την έποψιν ταύτην· άλλως τε οι +πρεσβύτεροι του Πλάτωνος, ο ιστορικός Ηρόδοτος και ο σοφιστής +Ιππίας, είχον ήδη σαφή και καθαράν επίγνωσιν του πράγματος. Ο +ζήλος όμως, τον οποίον εκληρονόμησεν ο Πλάτων παρά του +Σωκράτους, και τον οποίον του ενέπνεον τα καθαρώτερα ελατήρια, +να στηρίξη επί αδιασαλεύτων θεμελίων την απολογίαν της +δικαιοσύνης ή κοινωνικής αρετής, εθόλωσε την διαύγειαν του +βλέμματός του, εις τρόπον ώστε να παρορά πράγματα προφανέστατα· +ούτω μόνον εξηγείται το γεγονός ότι δύναται να συνταυτίζη την +δικαιοσύνην άλλοτε μεν προς την ικανότητα άλλοτε δε προς την +ισορροπίαν των ψυχικών δυνάμεων. Αισθανόμεθα τον πειρασμόν να +υποστηρίξωμεν εναντίον του, ότι υπήρξαν τύραννοι, δουλέμποροι ή +λήσταρχοι τελείως ευτυχείς, εφόσον ήσαν τελείως ενεργητικοί και +κατείχον πάσας αυτών τας δυνάμεις εν πλήρει αναπτύξει. Άνθρωπος +εμψυχούμενος υπό αισθημάτων αντικοινωνικών ή μισανθρωπικών υπό +πάσας ή και υπό τινας μόνον επόψεις, δεν βλέπει +διακινδυνεύουσαν, εξ αιτίας αυτών των αισθημάτων και κατά +τρόπον άμεσον, ούτε την ικανότητά του να είναι ευτυχής, ούτε +την ενεργητικότητά του· ή, διά να ομιλήσωμεν ακριβέστερον, δεν +βλέπει αυτάς ελαττουμένας, παρά μόνον καθ' ήν ημέραν έχει +συλλέξη εν εαυτώ το μέτρον των αλτρουιστικών αισθημάτων το +αναγκαίον όπως παραβλάψη την εσωτερικήν του ενότητα και την +ομοιογένειαν του χαρακτήρος του. Τότε γεννάται εν αυτώ η +«στάσις» και η εσωτερική εκείνη διατάραξις, η έλλειψις της +ψυχικής ισορροπίας, αίτινες διακυβεύουσι την ευτυχίαν του, +εξασθενίζουσι την ενεργητικότητά του, και αίτινες είναι εξ ίσου +ολέθριαι διά τον τελείως αντικοινωνικόν άνθρωπον, όσον και διά +τον εμφορούμενον τελείως υπό κοινωνικών αισθημάτων. + +Η σκέψις αύτη, ήτις ρίπτει ούτως ειπείν γέφυραν μεταξύ της +κοινωνικής ηθικής και της υγιεινής της ψυχής, επιδέχεται και +πολύ γενικωτέραν έκφρασιν. Όταν έν οιονδήποτε αίσθημα +επικρατούν εν τω χαρακτήρι ημών υποχωρή διά τινα λόγον και +κατανικάται προσωρινώς, αναλαμβάνει, εκλιπούσης της αφορμής, +την αρχαίαν αυτού θέσιν, αλλά συνοδεύεται ήδη υπό λυπηρών +συναισθημάτων, τα οποία ονομάζομεν, κατά τας περιστάσεις, +λύπην, απογοήτευσιν, μετάνοιαν ή τύψιν· δυσκόλως δε θα +ευρίσκετο ο άνθρωπος, όστις θα είχε την γενναιότητα να υποστή +την οξείαν οδύνην και να υποστηρίξη μέχρι τέλους την σύγκρουσιν +των δύο εχθρικών τάσεων. Κατά την εναντίαν περίπτωσιν, η οξεία +νόσος μεταβάλλεται εις χρονίαν ασθένειαν, ήτις βαθμηδόν +απαμβλύνει και καταστρέφει την δύναμιν του αισθήματος και της +θελήσεως· διότι αι συναισθηματικαί και βουλητικαί παρορμήσεις +ευρισκόμενοι αδιαλείπτως απέναντι αλλήλων εξασθενίζονται +αμοιβαίως, όπως δύο ρεύματα, τα οποία εν τω αυτώ αγωγώ βαίνουσι +κατά αντίθετον διεύθυνσιν· η εξασθένισις άλλως τε υποβοηθείται +εμμέσως και υπό της ακουσίας τάσεως προς αποφυγήν της +συγκρούσεως, προς κατάργησιν δηλαδή των ιδεών, αίτινες +αλληλοσυγκρούονται. Πράγματι η τάσις αύτη μη δυναμένη να +περιορισθή εις στενήν ψυχικήν περιοχήν παραλύει αυτόν τον +κανονικόν ρουν των ιδεών και αποτελεί μόνιμον βλάβην διά την +λειτουργίαν της ψυχής. Ίσως κατορθωθή ημέραν τινά να +καθορισθώσι μετά πλήρους ακριβείας διά της πειραματικής +ψυχοφυσικής τα γεγονότα ταύτα, άτινα μας παρέχει η παρατήρησις +και η αναλογία των φυσικών φαινομένων· τότε θα απεδεικνύετο +πραγματικώς η &φυσική& βάσις, την οποίαν προησθάνθη ο Σωκράτης +και ο Πλάτων, της κοινωνικής ηθικής καθ' εαυτήν, ανεξαρτήτως +της ευτυχίας του ατόμου. Δύναταί τις αναμφιβόλως να φέρη την +αντίρρησιν, ότι η θεραπεία της εσωτερικής συγκρούσεως δύναται +να γίνη επίσης τελεσφόρως διά της καταργήσεως των κοινωνικών +αισθημάτων, όπως και των αντικοινωνικών και η αντίρρησις είναι +καθ' εαυτήν βάσιμος, αλλά πρακτικώς άνευ σημασίας· μόνον Κύκλωψ +διαβιών εν τελεία απομονώσει και ερημία θα ηδύνατο να δοκιμάση +το τοιούτον μέσον, αλλ' ουχί και μέλος της ανθρωπίνης κοινωνίας +ευρισκόμενον εις αδιάλειπτον επαφήν μετά των ομοίων του και το +οποίον, εφόσον τουλάχιστον δεν είναι τέρας, συνδέεται πάντοτε +προς εκείνους διά δεσμών συμπαθείας και ακουσίως του +δημιουργουμένων. + +Αναμφιβόλως ο Πλάτων επίστευεν, ότι ηδύνατο να παρακάμψη μίαν +απόδειξιν, ήτις ενέκλειεν εν εαυτή τόσας άλλας διαμέσους· +απέφυγε την ανάγκην ταύτην υποκαθιστών αντί αυτής της αδικίας +τα ελατήρια της αδικίας· άδικος κατ' αυτόν είναι ο φιλόδοξος, ο +άπληστος, ο δουλεύων εις τας ορμάς και τα πάθη του· και εις +τους τύπους τούτους αντιτάσσει τους εναντίους και τοιουτοτρόπως +δημιουργεί το ιδανικόν εκείνο, το οποίον απέκτησε την μεγίστην +επίδρασιν και την υψίστην σημασίαν διά την ανθρωπότητα. Το +μόνον πράγμα, το οποίον δεν δύναται να του παραχωρήση ο +αμερόληπτος κριτής, είναι το να πιστεύη ότι απέδειξεν +αναντιρρήτως την μεγαλυτέραν αξίαν των τύπων τούτων υπό την +έποψιν της ευτυχίας· δύναται τις να παραδεχθή άνευ ενδοιασμού +ότι ο κυριαρχών των παθών του είναι ευτυχέστερος του +δουλεύοντος εις αυτά· αλλά ο θεωρητικός ή φιλοσοφικός βίος, ως +μάλλον απηλλαγμένος επιθυμιών και παθών, καθιστά τον άνθρωπον +ευτυχέστερον εκείνου, του οποίου η φύσις είναι να δρα προς τα +έξω και να κυβερνά τους ανθρώπους; Αυτό ποτέ δεν θα ηδύνατο τις +να το αποδείξη εις οιαδήποτε επιχειρήματα και αν προσέτρεχεν· +επί του σημείου τούτου, εις τα αισθήματα ενός Πλάτωνος ή ενός +Αριστοτέλους αντιτίθενται τα αισθήματα ενός Περικλέους ή ενός +Επαμεινώνδου και εις μάτην ήθελέ τις αναζητήση τον διαιτητήν, +όστις θα ηδύνατο εγκύρως να αποφανθή μεταξύ των δύο. + + + + +ΠΛΑΤΩΝΟΣ +ΠΟΛΙΤΕΙΑ + +[Ή περί του δικαίου: πολιτικός] + + + +ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ + + + +ΣΩΚΡΑΤΗΣ +ΓΛΑΥΚΩΝ +ΠΟΛΕΜΑΡΧΟΣ +ΘΡΑΣΥΜΑΧΟΣ +ΑΔΕΙΜΑΝΤΟΣ +ΚΕΦΑΛΟΣ + + + +ΒΙΒΛΙΟΝ Α'. + + + +ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Κατέβηκα χθες εις τον Πειραιά μαζί με τον Γλαύκωνα +τον υιόν του Αρίστωνος και διά να προσευχηθώ εις την θεάν και +συγχρόνως διότι ηθέλησα να ίδω, πώς θα διεξαχθή η εορτή, την +οποίαν κατά πρώτην φοράν επρόκειτο να πανηγυρίσουν. Και +πραγματικώς ωραία μου εφάνη και των εντοπίων η πομπή, ουδόλως +όμως κατά την γνώμην μου υπελείφθη ως προς την μεγαλοπρέπειαν +και η πομπή των Θρακών. + +Αφού λοιπόν προσευχήθημεν και παρετηρήσαμεν την εορτήν, +εγυρίζαμεν διά την πόλιν. Μόλις όμως μας είδεν από μακράν να +ξεκινούμεν ο Πολέμαρχος, ο υιός του Κεφάλου, διέταξε τον δούλον +του να τρέξη και να μας παρακαλέση να τον περιμένωμεν. + +Πλησιάσας λοιπόν από πίσω ο δούλος μ' έσυρε από το ιμάτιον και +μου είπε: Σας παρακαλεί ο Πολέμαρχος να περιμείνετε. Και εγώ +εγύρισα και τον ηρώτησα, πού ήτο. Νά τον, μου είπε, έρχεται από +πίσω· περιμένετέ τον. Θα τον περιμένομεν, επρόσθεσεν ο Γλαύκων. + +Και σε λίγον έφθασαν πραγματικώς ο Πολέμαρχος και ο Αδείμαντος +ο αδελφός του Γλαύκωνος και ο Νικήρατος του Νικίου ο υιός και +μερικοί άλλοι, οι οποίοι επέστρεφον από την πομπήν. Και μας +λέγει λοιπόν ο Πολέμαρχος· Μου φαίνεται, Σώκρατες, ότι +εξεκινήσατε δια να επιστρέψετε εις την πόλιν. — Δεν ηπατήθης, +του απήντησα εγώ. + + — Μας βλέπεις καλά πόσοι είμεθα: — Αι, και τι; είπα εγώ. — Ή +θα δειχθήτε ισχυρότεροι από αυτούς, ή τελείωσε — θα μένετε εδώ. +— Μας αποκλείετε ακόμη και να ελπίζωμεν, είπα εγώ, ότι θα μας +αφήσετε, αν κατορθώσωμεν να σας πείσωμεν; — Και πώς τάχα, +απήντησεν εκείνος, θα ημπορέσετε να πείσετε ανθρώπους μη +ακούοντας; — Διόλου βέβαια, είπεν ο Γλαύκων. — Πάρετέ το λοιπόν +απόφασιν πως δεν θα σας ακούσωμεν. + + — Άραγε, έλαβε τον λόγον ο Αδείμαντος, μήπως και δεν γνωρίζετε +ότι προς το βράδυ θα γίνη έφιππος λαμπαδηδρομία προς τιμήν της +Θεάς; — Έφιππος; ηρώτησα εγώ· αλήθεια, πρωτοφανές θέαμα αυτό· +κρατούντες λαμπάδας θα τας μεταδίδουν από χείρα εις χείρα ενώ +θα παρατρέχουν με τους ίππους; ή πώς αλλέως λέγεις; + + — Έτσι όπως είπες, απήντησεν ο Πολέμαρχος, και ακόμη θα κάμουν +και παννυχίδα την οποίαν αξίζει τον κόπον να ιδούμεν. Θα +εξέλθωμεν μετά το δείπνον και θα συναντήσωμεν έξω και πολλούς +από τους νέους, με τους οποίους θ' ανοίξωμεν ομιλίαν. Μείνετε +λοιπόν και μη ζητήτε άλλα. — Καθώς φαίνεται, ανάγκη πάσα να +μείνωμεν, είπεν ο Γλαύκων. — Αλλ' αφού το αποφασίζεις, +επρόσθεσα και εγώ, ας γίνη κ' έτσι. + +Επήγαμεν λοιπόν εις την οικίαν του Πολεμάρχου, όπου ευρίσκομεν +τον Λυσίαν και τον Ευθύδημον, τους αδελφούς του Πολεμάρχου και +μάλιστα τον Θρασύμαχον τον Χαλκηδόνιον και τον Χαρμαντίδην τον +Παιανιέα και τον Κλειτοφώντα του Αριστωνύμου. Μέσα ήσαν ακόμη +και ο πατέρας του Πολεμάρχου ο Κέφαλος· μου εφάνη ότι είχε πάρα +πολύ γηράση, καθώς είχα να τον ιδώ από καιρό. Εκάθητο δε επί +δίφρου στηριζόμενος επί προσκεφαλαίου και με στέφανον εις την +κεφαλήν· διότι είχε κάμη θυσίαν εις την αυλήν. + +Εκαθίσαμεν λοιπόν πλησίον του· διότι ήσαν τοποθετημένα εκεί +γύρω του μερικά καθίσματα· μ' εχαιρέτησε εγκαρδίως ευθύς καθώς +με είδεν ο Κέφαλος και είπε. — Πολύ σπανίως καταβαίνεις να μας +επισκέπτεσαι εις τον Πειραιά, Σωκράτη· και όμως έπρεπε· αν +βέβαια ήμην εγώ ακόμη εις θέσιν ν' αναβαίνω εύκολα εις την +πόλιν, δεν θα σε υπεβάλλομεν εις τον κόπον να έρχεσαι εσύ εδώ, +αλλ' ημείς θα ηρχόμεθα να σ' ευρίσκαμεν· τώρα όμως πρέπει να +μας ενθυμήσαι συχνότερα· διότι πρέπει να γνωρίζης ότι δι' εμέ, +όσον απομαραίνονται αι διάφοροι σωματικαί απολαύσεις, τόσον +αυξάνουν η επιθυμία και η ευχαρίστησις των λόγων. Κάνε λοιπόν +όπως σου λέγω· δεν εννοώ να μη συναναστρέφεσαι και με αυτούς +τους νεανίσκους, αλλά έρχου κάποτε κ' εδώ να μας επισκέπτεσαι +ως φίλους σου και πολύ οικείους. + + — Και να ιδής, είπα εγώ, Κέφαλε, αισθάνομαι μεγάλην χαράν να +συνδιαλέγωμαι με τους πολύ ηλικιωμένους· διότι μου φαίνεται ότι +χρειάζεται να ζητώ από αυτούς διαφόρους πληροφορίας, ως να +έχουν ήδη διατρέξη ένα δρόμον, τον οποίον ίσως γίνη ανάγκη να +βαδίσωμεν και ημείς, οποίος τις να είναι αυτός τάχα, τραχύς και +δύσκολος, ή εύκολος και ευδιάβατος. Κ' έτσι τώρα θα μου έκανες +μεγάλην ευχαρίστησιν να μου μάθης, αφού δα ευρίσκεσαι εις το +σημείον τούτο της ηλικίας, το οποίον κατώφλιον του γήρατος +ονομάζουν οι ποιηταί, αν είναι δύσκολον αυτό το στάδιον της +ζωής — ή πώς εσύ το κηρύττεις; + + — Εγώ θα σου είπω την πάσαν αλήθειαν, Σωκράτη, πώς μου +φαίνεται αυτό που ερωτάς· διότι πολλές φορές τυχαίνει και +μαζευόμεθα μερικοί που έχομεν την αυτήν ηλικίαν, εφαρμόζοντες +την παλαιάν παροιμίαν (όμοιος τον όμοιον). Οι περισσότεροι +λοιπόν από ημάς δεν κάμνουν άλλο, παρά να θρηνολογούν, +ενθυμούμενοι και ποθούντες τας ηδονάς της νεότητος, και τας +περί τον έρωτα και τα συμπόσια και τας ευωχίας και τα άλλα τα +ανάλογα και αγανακτούν, ως να έχουν στερηθή μεγάλα και σπουδαία +πράγματα και ως να ήτο τότε αληθινά ευτυχισμένη η ζωή των, ενώ +τώρα ούτε ζωή δεν αξίζει να την ονομάζη κανείς. Μερικοί δε +οδύρονται και διά τους προπηλακισμούς που υφίσταται το γήρας εκ +μέρους των οικείων, κ' επάνω εις όλ' αυτά ψάλλουν τον εξάψαλμον +του γήρατος δι' όσα κακά τους είναι αιτία. + +Εμένα όμως μου φαίνεται, Σωκράτη, ότι δεν είναι αυτή η αληθινή +αιτία που κατηγορούν· διότι αν πράγματι αυτό ήτο το αίτιον, και +δι' εμέ βέβαια θα είχε τα ίδια κακά αποτελέσματα και δι' όλους +τους άλλους που έφθασαν εις αυτήν την ηλικίαν. Και όμως έχω +συναντήση ως τώρα ανθρώπους διαφορετικά σκεπτομένους, και +άλλους και μάλιστα τον ποιητήν τον Σοφοκλή: Ήμην παρών κάποτε +που τον ηρώτα κάποιος, εάν ήτο ακόμη ικανός να απολαμβάνη τας +ερωτικάς ηδονάς· και εκείνος του απήντησε: «Δάγκασε τη γλώσσα +σου, άνθρωπε! με την μεγαλυτέραν μου ευχαρίστησιν εγλύτωσα από +αυτό το πράγμα, ως να απηλευθερώθην από τύραννον λυσσαμένον και +άγριον. Και τότε λοιπόν έκρινα ότι είχε δίκαιον να ομιλήση κατ' +αυτόν τον τρόπον, και τώρα με την ηλικίαν δεν ήλλαξα γνώμην· +διότι πράγματι με το γήρας επέρχεται τελεία ειρήνη και +απελευθέρωσις από τα τοιαύτα τουλάχιστον· αφού αι επιθυμίαι +χάσουν την έντασίν των και χαλαρωθούν, πράγματι, καθώς το είπε +και ο Σοφοκλής, είναι ως να απαλλαττώμεθα από ένα πλήθος +τυράννων μαινομένων· αλλά και όλων αυτών και των προπηλακισμών +ακόμη εκείνων, που παραπονούνται οι γέροντες, αφορμή δεν είναι +το γήρας, Σώκρατες, αλλά ο χαρακτήρ των ανθρώπων αν έχουν +χαρακτήρα μετρημένον και εύκολον, δεν τους είναι και το γήρας +πάρα πολύ ανυπόφορον· ειδέ μη, διά τους άλλους, και το γήρας +και η νεότης είναι πράγματα εξ ίσου επίμοχθα. + +Έμεινα καταμαγευμένος από τους λόγους αυτούς του γέροντος, και +διά να τον κεντήσω να εξακολουθήση ακόμη, του είπα: Εγώ, +Κέφαλε, στοχάζομαι ότι οι περισσότεροι, όταν σε ακούουν να +ομιλής κατ' αυτόν τον τρόπον, δεν παραδέχονται τα επιχειρήματά +σου, και φρονούν ότι, αν υποφέρης με τόσην ευκολίαν το γήρας, +αυτό οφείλεται όχι τόσον εις τον χαρακτήρα, αλλά εις την +μεγάλην περιουσίαν την οποίαν έχεις· διότι ο πλούτος, +ισχυρίζονται, παρέχει πολλά τα ανακουφιστικά. + + — Πράγματι, μου απήντησε, δεν το παραδέχονται· και έχουν μεν +κάποιο δίκαιον εις τας αντιρρήσεις των, όχι όμως και όσον +φαντάζονται. Εδώ εφαρμόζεται ο λόγος του Θεμιστοκλέους, που +είπεν εις τον Σερίφιον εκείνον, ο οποίος τον επείραζε και του +έλεγε, ότι την δόξαν του την χρεωστεί όχι εις την αξίαν του, +αλλά εις την πατρίδα που είχε. «Και βέβαια, απεκρίθη ο +Θεμιστοκλής, ούτε εγώ θα εγενόμην ονομαστός αν ήμην Σερίφιος, +αλλ' ούτε και συ αν ήσο Αθηναίος». Τον ίδιον λοιπόν λόγον θα +ημπορούσε να είπη κανείς και εις τους μη πλουσίους ανθρώπους, +οι οποίοι με δυσκολίαν υποφέρουν το γήρας, ότι δηλαδή, αν η +πτωχεία δεν δύναται βέβαια να καταστήση πολύ υποφερτόν το γήρας +εις ένα άνθρωπον μετρημένον και φρόνιμον, ούτε όμως πάλιν +άνθρωπος μη τοιούτος, με όλα τα πλούτη που θα απέκτα, θα +ημπορούσε να παρασκευάση δι' εαυτόν γήρας ανεκτόν. + + — Αλλά δεν μου λέγεις, Κέφαλε, — ηρώτησα πάλιν εγώ — τα πολλά +αυτά πλούτη, που έχεις, τα εύρες έτοιμα, ή τα επηύξησες και ο +ίδιος; — Τι τα επηύξησα, Σωκράτη; εγώ ως οικονομολόγος υπήρξα +το μέσον μεταξύ του πάππου μου και του πατρός μου· διότι ο +πάππος μου, του οποίου φέρω και το όνομα, παραλαβών όσην σχεδόν +περιουσίαν έχω και εγώ τώρα, την έκαμε πολλές φορές +περισσοτέραν. Ο πατέρας μου πάλιν ο Λυσανίας την έκαμε ακόμη +μικροτέραν απ' ό,τι είναι τώρα· εγώ δε θα ήμουν ευχαριστημένος +εάν δεν αφήσω ολιγώτερα εις αυτούς, αλλά και κάτι μάλιστα +παραπάνω απ' όσα παρέλαβον. + +Σου έκαμα αυτήν την ερώτησιν — είπα εγώ — διότι πάντα μου +εφάνης ότι δεν πολυαγαπάς τα χρήματα· πράγμα το οποίον συνήθως +συμβαίνει εις εκείνους οι οποίοι δεν απέκτησαν οι ίδιοι τα +πλούτη των· ενώ απεναντίας εκείνοι που τα αποκτούν μόνοι των, +τα αγαπούν διπλάσια από τους άλλους· διότι καθώς οι ποιηταί +αγαπούν τα ποιήματά των και οι πατέρες τα τέκνα των, κατά τον +ίδιον τρόπον και οι αφοσιωθέντες εις την απόκτησιν χρημάτων τα +αγαπούν ως δημιούργημά των, ακόμη δε, όπως και όλοι οι λοιποί +άνθρωποι, και διότι τα χρησιμοποιούν κ' έτσι είναι και πολύ +δύσκολοι εις τας σχέσεις των, διότι τίποτε άλλο δεν θέλουν να +εκτιμούν έξω από τον πλούτον. — Έχεις δίκαιον, μου απήντησεν ο +Κέφαλος. Και πολύ μεγάλον μάλιστα, επρόσθεσα εγώ· αλλά τόσον +μόνον ειπέ μου ακόμη· ποίον είναι κατά την γνώμην σου το +μέγιστον αγαθόν, που έχεις απολαύση από την μεγάλην σου +περιουσίαν; + + — Εκείνο, μου απήντησε, το οποίον ίσως και να μη μου +πιστεύσουν οι πολλοί, αν το ακούσουν. Γνώριζε όμως, Σώκρατες, +ότι, όταν ευρίσκεται κανείς περί τα τέλη της ζωής του, τον +καταλαμβάνει ένας φόβος και μία συλλογή διά πράγματα, τα οποία +ούτε έβαζε πριν εις τον νουν του· διότι όλα εκείνα που +διηγούνται περί του Άδου και περί των τιμωριών, αι οποίαι +περιμένουν εκεί όσους έπραξαν αδικίας εις αυτόν τον κόσμον, ενώ +έως τώρα τα περιέπαιζε, τότε δα αρχίζουν και ανησυχούν την +ψυχήν του, μήπως τάχα είναι αληθινά· και είτε ένεκα της +αδυναμίας του γήρατος, είτε και διότι ευρίσκεται ίσως +πλησιέστερον προς εκείνα, τα βλέπει κάπως τώρα καθαρώτερα. +Ανησυχία λοιπόν και τρόμος γεμίζουν την ψυχήν του, και αρχίζει +να εξετάζη και αναθεωρή τας πράξεις του, μήπως διέπραξε καμμίαν +αδικίαν και όστις ευρίσκει εις την ζωήν του πολλά αδικήματα, ο +φόβος τον κάμνει και μέσα εις τον ύπνον του να πηδά επάνω, όπως +τα παιδιά, και να ζη πάντοτε εις απελπισίαν. Ενώ όσοι δεν έχουν +εις την συνείδησίν των το βάρος καμμιάς αδικίας, τους +παραστέκει πάντα μία ελπίς γλυκεία και αγαθή του γήρατος +τροφός, καθώς λέγει και ο Πίνδαρος· διότι πράγματι με πολλήν +χάριν το είπεν εκείνος, Σώκρατες, ότι όστις διέλθη την ζωήν του +με δικαιοσύνην και ευσέβειαν, + + γλυκειά η ελπίδα του ακλουθά + συντρόφισσα στα γερατειά του, + που θεραπεύει την καρδιά + και κυβερνάει τα λογικά + του ανθρώπου του αστάτου. + +Όπως πολύ θαυμάσια τα λέγει. Ως προς τούτο λοιπόν εγώ θεωρώ ότι +τα πλούτη έχουν μεγάλην αξίαν, όχι διά κάθε άνθρωπον βέβαια, +αλλά διά τον μετρημένον και φρόνιμον. Συντείνουν δηλαδή κατά +μέγα μέρος εις το να μη εξαναγκασθή κανείς έστω και ακουσίως να +εξαπατήση ή γελάση τον άλλον και να μη αναχωρήση διά τον άλλον +κόσμον φοβισμένος εάν τύχη να οφείλη ή θυσίας εις θεόν τινα ή +χρήματα εις άνθρωπον, και άλλας βεβαίως πολλάς ωφελείας +παρέχουν^ αλλ' εγώ τουλάχιστον, αν τα σταθμίσω έν προς έν, θα +έκρινα, ότι αυτή είναι όχι η μικροτέρα χρησιμότης του πλούτου +δι' άνθρωπον όστις έχει νουν. + + — Ωραιότατα λέγεις, είπον εγώ, Κέφαλε· αλλ' αυτό το πράγμα, +την δικαιοσύνην, πώς τάχα θα το ορίσωμεν; ότι σημαίνει απλώς: +να λέγωμεν την αλήθειαν και να αποδίδωμεν εκείνα τα οποία +ηθέλομεν λάβη παρά τινος, ή μήπως ημπορεί και αυτά ενίοτε μεν +να είναι δίκαια, ενίοτε όμως και άδικα; παραδείγματος χάριν, +εάν τις ήθελε λάβη παρ' ενός φίλου του όπλα και έπειτα εκείνος +ο φίλος τύχη και παραφρονήση, αν του τα ζητή οπίσω, πας τις +βεβαίως οφείλει να παραδεχθή, ότι ούτε πρέπει να του τα +αποδώση, ούτε δίκαιος θα ημπορούσε να ονομασθή αν του τα +απέδιδε· επίσης και να λέγη πάσαν ανυποκρίτως την αλήθειαν εις +άνθρωπον διατελούντα εν τοιαύτη καταστάσει. — Ορθά τα λέγεις, +είπεν εκείνος. — Δεν είναι λοιπόν αυτός ο ορισμός της +δικαιοσύνης, να λέγη τις την αλήθειαν και να αποδίδη εκείνα τα +οποία ήθελε λάβη. + + — Είναι και παραείναι, Σώκρατες, — είπεν ο Πολέμαρχος λαβών +τον λόγον — εάν τουλάχιστον οφείλωμεν να πιστεύσωμεν τον +Σιμωνίδην. — Κ' επάνω εις αυτό — είπεν ο Κέφαλος — σας παραδίδω +τον λόγον· διότι πρέπει να πηγαίνω να φροντίσω διά την θυσίαν +μου. — Και λοιπόν, είπον εγώ, ορίζεις τον Πολέμαρχον κληρονόμον +σου; — Βεβαιότατα, απήντησεν εκείνος γελάσας· και συγχρόνως +εξήλθε διά την θυσίαν του. — Λέγε μας λοιπόν, είπον εγώ, εσύ ο +κληρονόμος του λόγου, τι λέγει ο Σιμωνίδης περί δικαιοσύνης, το +οποίον συ παραδέχεσαι ότι είναι ορθόν; — Λέγει, απήντησεν +εκείνος, ότι δίκαιον είναι το να αποδίδωμεν εις έκαστον τα +οφειλόμενα· και εις τούτο ευρίσκω εγώ ότι έχει πληρέστατον +δίκαιον. — Αλλά βέβαια, είπον εγώ, δεν είναι εύκολον να απιστή +κανείς εις τον Σιμωνίδην· διότι είναι σοφός και θείος άνθρωπος. +Τι είναι όμως ακριβώς εκείνο το οποίον λέγει, συ μεν ίσως, +Πολέμαρχε, να το γνωρίζης, εγώ όμως το αγνοώ· διότι είναι +φανερόν ότι δεν εννοεί βέβαια, αυτό που ελέγομεν ημείς προ +ολίγου, ότι δηλ. οφείλει τις να αποδώση εις ένα άνθρωπον ο +οποίος έχασε τας φρένας του μίαν παρακαταθήκην, την οποίαν του +ενεπιστεύθη εκείνος όταν τας είχε ακόμη, διότι βέβαια και η +παρακαταθήκη είναι πράγμα οφειλόμενον· ή όχι; — Ναι — Ώστε κατ' +ουδένα τρόπον δεν πρέπει να το αποδώσωμεν, όταν το ζητή +άνθρωπος μη ευρισκόμενος εις τα λογικά του; — Αυτό είναι +βέβαιον, απήντησεν εκείνος. — Κάτι άλλο λοιπόν εννοεί, καθώς +φαίνεται, ο Σιμωνίδης, όταν λέγη ότι είναι δίκαιον να +αποδίδωμεν τα οφειλόμενα. — Χωρίς αμφιβολίαν, είπεν εκείνος· +καθόσον φρονεί, ότι οφείλουν οι φίλοι να κάμνουν καλόν εις τους +φίλους των, ουδέποτε όμως κακόν. — Α, τώρα ενόησα, είπα εγώ, +ότι δηλ. δεν αποδίδει τα οφειλόμενα, εκείνος όστις π. χ. +αποδίδει μίαν χρηματικήν παρακαταθήκην εις τον φίλον, που του +την ενεπιστεύθη, εάν και η απόδοσις και η παραλαβή είναι +βλαβερά· αυτό δεν λέγεις ότι είναι το νόημα του Σιμωνίδου; — +Βεβαιότατα. — Εις τους εχθρούς του όμως οφείλει τις να αποδίδη +ό,τι τύχη να τους οφείλη; — Αναμφιβόλως, απήντησεν, εκείνο +τουλάχιστον που τους οφείλεται· οφείλεται δε, κατά την γνώμην +μου, εις τον εχθρόν εκ μέρους του εχθρού, εκείνο ακριβώς και +που του αρμόζει, δηλ. κακόν. — Διετύπωσε λοιπόν, καθώς +φαίνεται, είπον εγώ, ο Σιμωνίδης ολίγον αινιγματωδώς, ως +ποιητής που είναι, το δίκαιον, διότι είχε μεν εις τον νουν του +κατά πάσαν πιθανότητα, ότι δίκαιον είναι το να αποδίδη τις εις +έκαστον εκείνο που του αρμόζει, τούτο δε ωνόμασεν οφειλόμενον. +— Αλλά τι άλλο νομίζεις; μου απήντησε. — Κάμε μου λοιπόν την +χάριν και άκουσε. Εάν κανείς τον ηρώτα· «Ω Σιμωνίδη, ιατρική +καλείται η τέχνη, η οποία εις τίνας και τι το οφειλόμενον ή +αρμόζον αποδίδει;» τι νομίζεις ότι θα μας απεκρίνετο; — Φανερόν +ότι, απήντησεν, εκείνη η οποία προσφέρει εις τα σώματα τα +φάρμακα, τας τροφάς και τα ποτά. — Τέχνη πάλιν μαγειρική +καλείται εκείνη η οποία εις τίνας και τι το οφειλόμενον ή +αρμόζον αποδίδει; — Εις τα φαγητά τα καρυκεύματά των. + + — Σύμφωνοι. Λοιπόν δικαιοσύνη θα εκαλείτο η τέχνη, η οποία εις +τίνας τι αποδίδει; — Εάν πρέπη να είμεθα συνεπείς με εκείνα τα +οποία είπομεν πριν, εκείνη η οποία αποδίδει εις τους φίλους και +τους εχθρούς ωφελείας και βλάβας. — Το να ευεργετή λοιπόν +κανείς τους φίλους του και να βλάπτη τους εχθρούς του, αυτό +ονομάζει δικαιοσύνην; — Έτσι μου φαίνεται. — Ποίος λοιπόν είναι +ικανώτατος να κάμνη καλόν εις φίλους ασθενούντας και κακόν εις +τους εχθρούς εις ό,τι αποβλέπει την ασθένειαν και την υγιείαν; +— Ο ιατρός. — Και ποίος εις τους ταξιδεύοντας, όσον αφορά τους +κινδύνους της θαλάσσης; — Ο κυβερνήτης. + + — Ο δε δίκαιος πάλιν, εις ποίαν πράξιν και όσον αφορά ποίον +έργον είναι ικανώτατος να ωφελή τους φίλους και να βλάπτη τους +εχθρούς; — Εις τον πόλεμον, μου φαίνεται, μαχόμενος μεν +εναντίον αυτών, υπερασπιζόμενος δε εκείνους. — Έστω· εις τους +μη ασθενούντας όμως, φίλε Πολέμαρχε, ο ιατρός είναι άχρηστος. — +Πραγματικώς. — Και εις τους μη ταξιδεύοντας επίσης ο +κυβερνήτης. — Ναι. Και ο δίκαιος άρα γε κατά τον αυτόν λόγον +είναι άχρηστος εις τους μη πολεμούντας; — Δεν ημπορώ να το +παραδεχθώ ολότελα αυτό. — Ώστε είναι χρήσιμον άρα γε πράγμα και +εν ειρήνη η δικαιοσύνη; — Χρήσιμον. — Αλλά και η γεωργία είναι +επίσης· ή όχι; — Ναι. — Διά την εσοδείαν βέβαια καρπού. — Ναι. +— Αλλά και το επάγγελμα προσέτι του υποδηματοποιού; — Ναι. — +Προς κατασκευήν βέβαια υποδημάτων, μου φαίνεται ότι θα απήντας. +— Σωστά. + + — Αι, λοιπόν! η δικαιοσύνη προς ποίαν χρήσιν ή προς ποίον +έργον θα μου απαντούσες ότι είναι ωφέλιμος εν ειρήνη; — Εις τας +συναλλαγάς, Σωκράτη. — Συναλλαγάς δε εννοείς τους +συνεταιρισμούς, ή τίποτε άλλο; — Αυτό ακριβώς. — Άρα γε λοιπόν +εις το παιγνίδιον των κύβων έξαφνα καλός και χρήσιμος σύντροφος +θα ήτο ο δίκαιος, ή ο εξ επαγγέλματος παίκτης; — Ο παίκτης. — +Και όσον αφορά την συναρμογήν πλίνθων και λίθων, ο δίκαιος θα +ήτο χρησιμότερος και προτιμότερος να συνεργασθή μαζί σου, παρά +ο οικοδόμος; — Κάθε άλλο βέβαια. — Αλλά περί τίνος λοιπόν +πράγματος προκειμένου θα επεζήτεις την σύμπραξιν του δικαίου +μάλλον παρά του μουσικού, όπως πάλιν έξαφνα θα ήτο μάλλον +επιζήτητος ο μουσικός προκειμένου περί κανενός οργάνου; — Μα, +μου φαίνεται, εάν επρόκειτο περί διαχειρίσεως χρημάτων. — Εκτός +όμως πάλιν ίσως, Πολέμαρχε, όταν θα εχρειάζετο να κάμης χρήσιν +χρημάτων, εις περίπτωσιν που απεφασίζετο να προβήτε από κοινού +εις αγοράν ή πώλησιν κανενός ίππου· διότι τότε, νομίζω, θα +εχρειάζετο ο ειδικός εμπειρογνώμων· ή όχι; — Φαίνεται. — Όπως +και αν επρόκειτο περί πλοίου, ο ναυπηγός ή ο κυβερνήτης. — +Μάλιστα. — Ποίαν λοιπόν από κοινού χρήσιν όταν θέλω να κάμω των +χρημάτων μου, θα μου ήτο ο δίκαιος χρησιμώτερος από κάθε άλλον; +— Όταν θέλης να τα βάλης παρακαταθήκην και να τα διαφυλάξης από +πάσαν απώλειαν. — Α, ώστε λοιπόν λέγεις, όταν δεν θέλω να τα +εργασθώ, αλλά να τα αφήσω να κάθωνται; — Εννοείται. — Όταν +λοιπόν είναι άχρηστα τα χρήματα, τότε είναι χρήσιμος δι' αυτά η +δικαιοσύνη. — Καθώς φαίνεται . . . — Και όταν λοιπόν πρέπη να +διαφυλάξω και κανέν δρέπανον ή ιδικόν μου ή από κοινού με +κανένα άλλον, και τότε θα μου χρησιμεύση η δικαιοσύνη· ενώ, +όταν πρόκειται να το μεταχειρισθώ, η αμπελουργική. — Φαίνεται. +— θα είπης επομένως, και όταν χρειασθή να φυλάξω καμμίαν ασπίδα +και λύραν και να μην τα μεταχειρίζωμαι, ότι είναι χρήσιμος τότε +η δικαιοσύνη, ενώ εις την εναντίαν περίπτωσιν η οπλομαχητική +και η μουσική. — Κατ' ανάγκην. — Ώστε και δι' όλα τα άλλα η +δικαιοσύνη άχρηστος μεν είναι διά την χρήσιν εκάστου πράγματος, +χρήσιμος δε μόνον διά την αχρηστίαν του; + + — Εκεί καταντά. + + — Δεν θα ήτο λοιπόν, φίλε μου, και πάρα πολύ σπουδαίον πράγμα +η δικαιοσύνη, εάν η χρησιμότης της περιωρίζετο μόνον εις τα +άχρηστα· και παρακολούθησε τώρα αυτόν τον συλλογισμόν μου. Άρα +γε εκείνος όστις, είτε εις την πυγμαχίαν είτε και εις άλλην +τινά μάχην, είναι επιτηδειότατος να καταφέρη κτυπήματα, δεν +είναι συγχρόνως και επιτηδειότατος να προφυλαχθή από τα +πλήγματα του αντιπάλου του; — Είναι βεβαιότατα. — Άρα λοιπόν +και εκείνος που είναι ικανώτατος να προφυλαχθή από νόσον, δεν +είναι και ο πλέον επιτήδειος να την εμβάλη εις ένα άλλον: — Μου +φαίνεται. — Τοιουτοτρόπως πρέπει να παραδεχθώμεν, ότι εκείνος +είναι ο άριστος φύλαξ ενός στρατοπέδου, όστις δύναται να +προβλέψη και να κλέψη τα σχέδια και τας λοιπάς πράξεις των +εχθρών — Χωρίς αμφιβολίαν. — Κατά συνέπειαν ο καταλληλότατος +φύλαξ ενός πράγματος είναι συνάμα και ο επιτηδειότατος κλέπτης +αυτού. — Φαίνεται. + + — Εάν επομένως ο δίκαιος είναι ικανός να φυλάξη χρήματα, θα +ήτο επίσης και ικανώτατος να τα κλέψη. — Αυτό τουλάχιστον είναι +το συμπέρασμα του συλλογισμού μας. — Νά λοιπόν που απεδείχθη +κλέπτης ο δίκαιος· και φαίνεται να έλαβες αυτό το μάθημα από +τον Όμηρον· διότι και εκείνος έχει ιδιαιτέραν στοργήν προς τον +Αυτόλυκον, τον προς μητρός πάππον του Οδυσσέως, και λέγει ότι +υπερέβαινεν όλους τους ανθρώπους εις την κλεπτοσύνην και την +ψευδορκίαν· και φαίνεται επομένως και κατά σε και κατά τον +Όμηρον και κατά τον Σιμωνίδην, ότι η δικαιοσύνη είναι κάποια +τέχνη κλοπής, μόνον όπου γίνεται προς ωφέλειαν των φίλων και +προς βλάβην των εχθρών· δεν έλεγες έτσι; — Όχι βέβαια, μα τον +θεόν! Αλλά και εγώ δεν γνωρίζω τώρα τι έλεγα· εις αυτό όμως +επιμένω ακόμη, ότι η δικαιοσύνη ωφελεί μεν τους φίλους βλάπτει +δε τους εχθρούς. + + — Αλλά τι εννοείς λέγων φίλους; εκείνους, οι οποίοι μας +φαίνονται άνθρωποι χρηστοί, ή εκείνους, οι οποίοι είναι +πράγματι χρηστοί, και αν ακόμη δεν τους θεωρούμεν τοιούτους; το +ίδιον δε και περί των εχθρών; — Φυσικόν είναι, όσους θεωρούμεν +χρηστούς να τους αγαπώμεν, και όσους πάλιν νομίζομεν φαύλους να +τους μισώμεν. — Αλλά τάχα δεν συμβαίνει πολλές φορές να +απατώνται οι άνθρωποι εις τας κρίσεις των και να νομίζουν +χρηστούς πολλούς ανθρώπους δίχως να είναι, και το εναντίον; — +Βεβαίως συμβαίνει. — Ώστε εις τους τοιούτους οι μεν αγαθοί +είναι εχθροί, οι δε κακοί φίλοι. — Μάλιστα. — Αλλ' όμως έχουν +δίκαιον τότε αυτοί να ωφελούν μεν τους πονηρούς, να βλάπτουν δε +τους αγαθούς. — Φαίνεται. — Και όμως οι αγαθοί είναι δίκαιοι +και ανίκανοι να προξενήσουν κακόν. — Αληθέστατον. — Σύμφωνα +όμως με τον λόγον σου είναι δίκαιον να βλάπτωμεν ανθρώπους, που +δεν μας κάμνουν κανένα κακόν. — Το αποκρούω αυτό διαρρήδην, +Σώκρατες· είναι ημαρτημένον προφανώς το συμπέρασμα. — Τους +αδίκους λοιπόν είναι δίκαιον να βλάπτωμεν, τους δε δικαίους να +ωφελούμεν. — Αυτό φαίνεται σωστότερον. — Θα συμβή όμως εις +πολλούς, Πολέμαρχε, οίτινες απατώνται εις τας περί των ανθρώπων +κρίσεις των, να είναι δίκαιον τους μεν φίλους να βλάπτουν, +διότι τους θεωρούν φαύλους, τους δε εχθρούς να ωφελούν, διότι +είναι κατ' αυτούς χρηστοί. Και έτσι φθάνομεν εις το αντίθετον +συμπέρασμα από εκείνο, που είπομεν ότι εννοεί ο Σιμωνίδης. + + — Και πράγματι, είπεν, εκεί καταντώμεν αλλ' ας μεταβάλωμεν τον +ορισμόν του φίλου και του εχθρού, αφού φαίνεται πως δεν τον +εθέσαμεν εξ αρχής ορθώς. — Και πώς τον εθέσαμεν, Πολέμαρχε; — +Ότι φίλος είναι εκείνος που τον θεωρούμεν ως χρηστόν. — Και +τώρα πώς να τον μεταβάλωμεν; ηρώτησα εγώ. — Εκείνος ο οποίος +και θεωρείται και είναι πράγματι χρηστός· ενώ εκείνος ο οποίος +απλώς νομίζεται τοιούτος, χωρίς και να είναι πράγματι, μόνον +κατά το φαινόμενον θα ήτο φίλος· το ίδιον δε ισχύει και περί +του εχθρού. — Ώστε κατά τούτον τον λόγον, όπως φαίνεται, φίλος +μεν θα είναι ο αγαθός άνθρωπος, εχθρός δε ο φαύλος. — Ναι. — +Δίδεις λοιπόν την άδειαν να κάμωμεν μίαν προσθήκην και εις τον +προηγούμενον εκείνον ορισμόν μας της δικαιοσύνης, κατά τον +οποίον ελέγομεν ότι δίκαιον είναι να ωφελούμεν τον φίλον και να +βλάπτωμεν τον εχθρόν; και να λέγωμεν τώρα, ότι δίκαιον είναι να +ωφελούμεν τον φίλον, όταν ούτος είναι χρηστός άνθρωπος, να +βλάπτωμεν δε τον εχθρόν, όταν είναι φαύλος; — Συμφωνότατος, μου +απεκρίθη, κ' έτσι μάλιστα, καμμίαν αντιλογίαν δεν θα επεδέχετο +το πράγμα. + + — Αλλά πώς; είπον εγώ· είναι τάχα ίδιον του δικαίου, να κάμνη +κακόν, έστω και εις οιονδήποτε άνθρωπον; — Αναμφιβόλως, μου +απεκρίθη, οφείλει βέβαια τουλάχιστον εις τους εχθρούς οι οποίοι +είναι φαύλοι. — Και δεν μου λέγεις, οι ίπποι εις τους οποίους +κάμνουν κακόν, γίνονται καλύτεροι ή χειρότεροι: — Χειρότεροι. — +Ως προς τι; ως προς τας αρετάς άρα γε που προσιδιάζουν εις +αυτούς, ή εις τους σκύλους; — Εις αυτούς βέβαια. + +Και οι σκύλοι επομένως, όταν τους κάμνουν κακόν, γίνονται +χειρότεροι ως προς τας αρετάς, αι οποίαι προσιδιάζουν εις +αυτούς και όχι εις τους ίππους. — Κατ' ανάγκην. — Και περί των +ανθρώπων λοιπόν, φίλε μου, δεν θα είπωμεν κατά τον ίδιον +τρόπον, ότι βλαπτόμενοι γίνονται χειρότεροι εις την +προσιδιάζουσαν εις αυτούς αρετήν; — Πολύ μάλιστα. — Αλλά η +δικαιοσύνη δεν είναι ανθρωπίνη αρετή; — Δεν υπάρχει αντίρρησις. +— Επομένως οι βλαπτόμενοι άνθρωποι ανάγκη πάσα να γίνωνται +αδικώτεροι. — Φαίνεται. + + — Αλλά οι μουσικοί εν τη ιδιότητι της τέχνης των ημπορούν να +καταστήσουν τινά άμουσον; — Αδύνατον. — Και ένας διδάσκαλος της +ιππικής ημπορεί με την τέχνην του να κάμη κάποιον ανίκανον εις +αυτήν; — Δεν ημπορεί. — Αλλά με την δικαιοσύνην λοιπόν οι +δίκαιοι να κάμουν αδίκους; ή και γενικώς οι αγαθοί με την +αρετήν να κάμουν κακούς; — Αλλά αδύνατον. — Διότι βέβαια δεν +είναι της θερμότητος το έργον να παράγη ψύχος, αλλά του +αντιθέτου της. — Βέβαια. — Ούτε του αγαθού να προξενή κακόν, +αλλά του εναντίου του. — Φαίνεται. + + — Αλλά ο δίκαιος άνθρωπος είναι αγαθός; — Είναι βέβαια. — Δεν +είναι λοιπόν του δικαίου το έργον να κάμνη κακόν, Πολέμαρχε, +εις κανένα ούτε εις φίλον ούτε εις οποιονδήποτε άλλον, αλλά του +εναντίου του, δηλ. του ανθρώπου του αδίκου. — Παραδέχομαι ότι +έχεις πληρέστατον δίκαιον, Σωκράτη. + + — Εάν λοιπόν λέγη κανείς, ότι η δικαιοσύνη είναι το να αποδίδη +τις εις έκαστον τα οφειλόμενα, και εννοεί δι' αυτού ότι ο +δίκαιος άνθρωπος οφείλει εις μεν τους εχθρούς βλάβην, εις δε +τους φίλους ωφέλειαν, δεν ήτο βέβαια σοφός εκείνος που το είπε· +διότι δεν έλεγε την αλήθειαν, εύρομεν δε προ ολίγου ότι +ουδέποτε είναι δίκαιον να βλάπτη τις. — Είμαι σύμφωνος. — Και +θα αντικρούσωμεν επομένως από κοινού, εγώ και συ, πάντα όστις +ήθελεν ισχυρισθή ότι είπε τοιούτον πράγμα ή ο Σιμωνίδης ή ο +Βίας ή ο Πιττακός ή κανείς άλλος από τους σοφούς και μακαρίους +άνδρας. — Έτοιμος να λάβω το μέρος μαζί σου, απεκρίθη. — Αλλά +γνωρίζεις τίνος μου φαίνεται ότι είναι αυτό το αξίωμα, που +λέγει ότι δίκαιον είναι τους μεν φίλους να ωφελούμεν, τους δε +εχθρούς να βλάπτωμεν; Τίνος; ηρώτησε. — Στοχάζομαι ότι θα είναι +ή του Περιάνδρου ή του Περδίκκα ή του Ξέρξου ή του Ισμηνίου του +Θηβαίου ή κανενός άλλου πλουσίου, που είχε μεγάλην ιδέαν διά +την δύναμίν του. — Αλήθεια λέγεις. — Έστω. είπα εγώ, αλλ' αφού +ευρέθη ότι ουδέ εις τούτο έγκειται η δικαιοσύνη, πώς λοιπόν +αλλέως να την ορίση κανείς; + +Καθ' όλον αυτόν τον διάλογόν μας πολλές φορές ο Θρασύμαχος +έκαμε εν τω μεταξύ να μας διακόψη και να αναμιχθή, εις την +συζήτησιν, συνεκρατείτο όμως υπό των παρακαθημένων, οι οποίοι +ήθελον να μας ακούσουν ως το τέλος. Αφού όμως ετελειώσαμεν +πλέον, και είπα εγώ αυτά, δεν ημπόρεσε πλέον να κρατηθή, αλλά +συστραφείς ως θηρίον εχύθηκε κατ' επάνω μας, ως διά να μας +διασπαράξη. Και εγώ και ο Πολέμαρχος εζαρώσαμεν από τον φόβον +μας. Εκείνος δε ανέκραξεν εις το μέσον. — Τι είναι αυτή η +φλυαρία που σας κρατεί τόση ώρα, Σωκράτη; Και τι μας παίζετε +τους κουτούς, προσποιούμενοι πότε ο ένας πότε ο άλλος ότι +πέφτει εις το πάλαιμα; Αλλ' αν θέλης αληθινά να γνωρίσης τι +είναι το δίκαιον, να μη περιορίζεσαι να ερωτάς μόνον, και να +ικανοποιής την ματαιοδοξίαν σου ελέγχων τας αποκρίσεις των +άλλων, αλλά να αποκριθής και συ ο ίδιος και να μας ειπής, τι +λέγεις ότι είναι το δίκαιον· πρόσεχε όμως μη μου απαντήσης ότι +είναι το πρέπον, ή το ωφέλιμον, ή το επικερδές, ή το συμφέρον, +αλλά να μου λέγης σαφώς και ακριβώς ό, τι έχεις να είπης· διότι +δεν είμαι εγώ από εκείνους να τα χάφτω, εάν μας λέγης τέτοια +αερολογήματα. + +Και εγώ εις το άκουσμα αυτό εξαφνίστηκα, τα έχασα, τον έβλεπα +μετά τρόμου, και νομίζω και την φωνήν μου θα έχανα, αν δεν τον +εκύτταζα εγώ πριν να με κυττάξη εκείνος· διότι ευτυχώς επρόλαβα +και τον εκύτταξα πρώτος, μόλις ήρχισε να εξαγριώνεται, και έτσι +ημπόρεσα να του αποκριθώ, και του είπα με μια κάποια τρεμούλα. +— Μην είσαι, Θρασύμαχε, τόσον σκληρός μαζί μας! εάν υπεπέσαμεν +εις κανένα σφάλμα κατά την εξέλιξιν του διαλόγου μας, έσο +πεπεισμένος ότι δεν το εκάμαμεν εκουσίως. Εάν επρόκειτο έξαφνα +περί αναζητήσεως χρυσίου, δεν θα επίστευες βέβαια ποτέ ότι θα +ημπορούσαμεν να κάμνωμεν εκουσίως αυτάς τας αμοιβαίας +υποχωρήσεις προς αλλήλους κατά την αναζήτησίν του και θα +εχάναμεν άδικα τους κόπους μας διά να το εύρωμεν· πολλώ μάλλον +αφού επρόκειτο περί δικαιοσύνης, που είναι από όλον τον χρυσόν +του κόσμου πολυτιμότερον, δεν ήτο δυνατόν βέβαια να υποχωρούμεν +τόσον ανόητα προς αλλήλους και να μη βάζωμεν όλα μας τα δυνατά +διά να το ανακαλύψωμεν μίαν ώραν αρχύτερα· να είσαι πεπεισμένος +δι' αυτό. φίλε μου· αλλά, φαίνεται, δεν έφθαναν ως εκεί αι +δυνάμεις μας· και σεις οι σπουδαίοι είναι φυσικώτερον να +οικτίρετε μάλλον την αδυναμίαν μας παρά να αγανακτήτε μαζί μας. + + — Μα τον Ηρακλέα! είπε τότε ο Θρασύμαχος ανακαγχάζων με ένα +προσποιημένον γέλωτα, νά την η συνηθισμένη εκείνη ειρωνεία του +Σωκράτους· αλλά τα ήξευρα εγώ και τα προέλεγα εις αυτούς, ότι +συ θα απέφευγες να απαντήσης και θα το εγύριζες εις τας +ειρωνείας, και ότι κάθε άλλο θα έκανες παρά να αποκριθής, εάν +σε ερωτήση κανείς. — Αληθινά σοφός είσαι, Θρασύμαχε, του είπα +εγώ· το ήξευρες πολύ καλά ότι, αν ερωτούσες κανένα, «πόσα είναι +τα δώδεκα», συγχρόνως όμως του προέλεγες· «κύτταξε μόνον να μη +μου απαντήσης ότι είναι δύο φορές έξ ή τρείς φορές τέσσερα, ή +έξ φορές δύο, ή τέσσαρες φορές τρία, διότι δεν θα παραδεχθώ να +ακούσω τοιαύτας φλυαρίας», το ήξευρες, λέγω, εκ των προτέρων, +ότι κανείς δεν θα ημπορούσε να σου απαντήση εις ερώτησιν την +οποίαν έθεσες τοιουτοτρόπως· αλλ' αν σου έλεγε· «τι είναι αυτά, +Θρασύμαχε; να μη σου δώσω καμμίαν από αυτάς τας αποκρίσεις, που +απηγόρευσες, και αν ακόμη μέσα εις αυτάς περιείχετο η μόνη +αληθινή, παρά να σου είπω άλλο τι, έξω από αυτήν;», τι θα του +έλεγες; + + — Ναι δα! απήντησεν ο Θρασύμαχος· πόσον είναι όμοιον μ' +εκείνο! — Δεν έχει να κάμη τίποτε, είπα εγώ· διότι και αν δεν +είναι όμοιον, φαίνεται όμως τοιούτον εις τον ερωτηθέντα, +νομίζεις ότι δεν θα δώση εκείνος την απάντησιν που του φαίνεται +ορθή, είτε του το απαγορεύσωμεν ημείς, είτε όχι; — Αυτό λοιπόν +έχεις και συ σκοπόν να κάμης; μου είπε· σκέπτεσαι να δώσης +καμμίαν από τας απαντήσεις που σου απηγόρευσα; + + — Δεν θα ήτο διόλου παράξενον, του απήντησα εγώ, εάν, αφού +εξήταζα καλά το ζήτημα, ελάμβανα τοιαύτην απόφασιν. + + — Τι θα ειπής όμως, εάν εγώ σου δείξω άλλην απόκρισιν +διαφορετικήν από όλας εκείνας και συγχρόνως καλυτέραν εν σχέσει +με την δικαιοσύνην; τι δέχεσαι να πάθης; — Τι άλλο, απήντησα +εγώ, παρά ό, τι ταιριάζει να παθαίνη εκείνος που δεν γνωρίζει +κάτι; δηλαδή, να το μάθη από τον γνωρίζοντα· και εγώ λοιπόν +δέχομαι να το πάθω αυτό. + + — Είσαι νόστιμος, μου είπε· να μάθης βέβαια, αλλά να πληρώσης +συγχρόνως και χρήματα. — Όταν μου ευρεθούν . . . — Ευρίσκονται, +ευρίσκονται, είπεν ο Γλαύκων αν πρόκειται διά χρήματα, λέγε, +Θρασύμαχε· διότι όλοι ημείς θα συνεισφέρωμεν διά τον Σωκράτη. — +Ναι· πώς όχι, απήντησεν εκείνος, διά να κάμη πάλιν ο Σωκράτης +τα συνηθισμένα του, να μην αποκρίνεται ο ίδιος, αλλά να λαμβάνη +τον λόγον και να εξελέγχη τας αποκρίσεις του άλλου. — Μα και +πώς, καλέ μου άνθρωπε, είπα εγώ, θέλεις να αποκρίνεται ένας ο +οποίος πρώτον μεν δεν γνωρίζει και ομολογεί την άγνοιάν του, +έπειτα, και αν έχη και καμμίαν ιδέαν περί αυτών, του απηγορεύθη +από άνθρωπον όχι αξιοκαταφρόνητον να απαντήση τίποτε από εκείνα +που νομίζει σωστά; Ώστε συ είναι φυσικώτερον να λάβης τον +λόγον, αφού μάλιστα ισχυρίζεσαι ότι γνωρίζεις και έχεις να +ειπής κάτι περί της δικαιοσύνης· μη θέλης λοιπόν παρακλήσεις, +αλλά και εμένα κάμε μου την χάριν, και διά τον Γλαύκωνα αυτόν +και τους άλλους μη φθονής τα φώτα σου. + +Αφού είπα αυτά, και ο Γλαύκων και οι άλλοι συνήνωσαν τας +παρακλήσεις των· και ο Θρασύμαχος εφαίνετο μεν ότι διεφλέγετο +υπό της επιθυμίας να ομιλήση, διά να επισπάση την επιδοκιμασίαν +του ακροατηρίου, επειδή ήτο πεπεισμένος ότι θα έλεγε θαυμάσια +πράγματα· αλλ' ακόμη έκαμνεν ότι επροσποιείτο και επέμενεν εις +το ότι εγώ είμαι ο αποκρινόμενος. + +Εις το τέλος υπεχώρησε και — Αυτή δα, είπεν, είναι η σοφία του +Σωκράτους, να μη θέλη ο ίδιος να διδάσκη, αλλά να γυρίζη και να +μανθάνη από τους άλλους, χωρίς μάλιστα και να τους το γνωρίζη +χάριν. — Ότι πράγματι μανθάνω από τους άλλους, είπα εγώ, αυτό +είναι η αλήθεια, Θρασύμαχε· έχεις άδικον όμως να λέγης και ότι +δεν τους το χρεωστώ χάριν· εγώ απεναντίας πληρώνω, όπως ημπορώ, +το χρέος μου· και ημπορώ μόνον να επαινώ· διότι χρήματα δεν +έχω· και πόσον πρόθυμα το κάμνω αυτό, θα το γνωρίσης και συ +πολύ καλά αμέσως, αφού αποκριθής· διότι στοχάζομαι ότι θα είπης +ωραία πράγματα. + + — Άκουε λοιπόν, είπεν εκείνος. Λέγω ότι το δίκαιον δεν είναι +τίποτε άλλο παρά το συμφέρον του ισχυροτέρου. Μα πώς; δεν +επικροτείς λοιπόν; Δεν σε βλέπω πολύ πρόθυμον. — Πώς; του +απήντησα· αφού όμως πρώτα καταλάβω τι εννοείς· διότι ακόμη δεν +ενόησα· ισχυρίζεσαι ότι δίκαιον είναι το συμφέρον του +ισχυροτέρου· και τι εννοείς μ' αυτό, Θρασύμαχε; διότι βέβαια +δεν θέλεις να είπης ότι, αφού ο Πολυδάμας ο αθλητής είναι +ισχυρότερός μας και τον συμφέρει προς διατήρησιν των σωματικών +του δυνάμεων να τρώγη βωδινά κρέατα, το ίδιον είναι και δι' +ημάς τους ασθενεστέρους του συμφέρον και δίκαιον. + + — Είσαι άνοστος, Σωκράτη· και πάντα ζητείς να τα γυρίζης εις +τρόπον που να καταστρέφης την συζήτησιν. — Κάθε άλλο, καλέ μου, +του απήντησα εγώ· μόνον να μου ειπής σαφέστερον τι εννοείς. — +Και δεν γνωρίζεις λοιπόν, μου είπεν, ότι άλλαι μεν πόλεις +έχουσι μοναρχικά πολιτεύματα, άλλαι δε αριστοκρατικά και άλλαι +τέλος, δημοκρατικά; — Το γνωρίζω. + + — Λοιπόν εις εκάστην πολιτείαν δεν είναι ισχυρότερον εκείνο το +οποίον έχει την κυβέρνησιν των πραγμάτων; — Βεβαιότατα. + + — Και εκάστη κυβέρνησις δεν θέτει τους νόμους συμφώνως προς το +συμφέρον της, η μεν δημοκρατία δημοκρατικούς, η βασιλεία +μοναρχικούς, και αι λοιπαί ομοίως; Και αφού άπαξ τους θέσουν, +ορίζουν ότι τούτο είναι δίκαιον διά τους υπηκόους, εκείνο δηλ. +που συμφέρει εις τον εαυτόν τους, και όσοι τολμήσουν να +εξέλθουν από αυτό τους τιμωρούν, ως παρανομούντας και +αδικούντας· αυτό λοιπόν είναι, σοφολογιώτατέ μου, που λέγω ότι +εις όλας τας πόλεις είναι το ίδιον το δίκαιον, δηλ. το συμφέρον +της υφισταμένης εξουσίας· αυτή δε είναι, ως γνωστόν, το +ισχυρότερον, ώστε συμβαίνει διά τον γνωρίζοντα να σκέπτεται, να +είναι το αυτό παντού και πάντοτε το δίκαιον, δηλ. το συμφέρον +του ισχυροτέρου. + + — Τώρα μάλιστα, ενόησα τι λέγεις, είπα εγώ· αν όμως είναι και +αληθές αυτό, ή όχι, θα προσπαθήσω να το καταλάβω. Το συμφέρον +λοιπόν απεκρίθης και συ Θρασύμαχε, ότι είναι το δίκαιον· αν και +εις εμένα απηγόρευες τότε να απαντήσω έτσι, με μόνην την +διαφοράν ότι επρόσθεσες εσύ και του ισχυροτέρου. — Μικρά ίσως +προσθήκη, είπεν εκείνος. — Δεν ηξεύρομεν ακόμη αν δεν είναι και +μεγάλη· τούτο μόνον ηξεύρω, ότι πρέπει να εξετάσωμεν εάν είναι +αληθές αυτό που λέγεις· διότι επειδή και εγώ οπωσδήποτε είμαι +σύμφωνος, ότι το δίκαιον είναι κάποιο συμφέρον, εσύ δε +προσθέτεις και λέγεις: το συμφέρον του ισχυροτέρου — πράγμα το +οποίον εγώ αγνοώ — ανάγκη να το εξετάσωμεν. — Εξέταζε λοιπόν. — +Αυτό και θα κάμω· αλλά ειπέ μου, και το να πείθεται κανείς εις +τους άρχοντας, δεν λέγεις ότι είναι δίκαιον και αυτό; — +Βεβαιότατα. — Αλλά οι άρχοντες εις τας διαφόρους πόλεις είναι +τάχα αναμάρτητοι, ή δύνανται και αυτοί να υποπέσουν εις +σφάλματα; — Βεβαίως δύνανται. — Ώστε όταν αναλαμβάνουν να +θέσουν νόμους, άλλους μεν θέτουν ορθώς, μερικούς όμως και όχι. +— Αυτό φρονώ και εγώ. — Και άραγε οι μεν ορθώς νομοθετημένοι θα +είναι σύμφωνοι με το συμφέρον των, οι δε άλλοι ασύμφοροι δι' +εαυτούς; ή πώς λέγεις; — Έτσι ακριβώς. — Όσα όμως νομοθετήσουν, +οφείλουν να τα τηρώσιν οι υπήκοοι, και εις τούτο έγκειται το +δίκαιον, καθώς είπομεν; — Πώς όχι; — Δίκαιον λοιπόν, κατά τον +λόγον σου, είναι όχι μόνον το συμφέρον του ισχυροτέρου, αλλά +και το εναντίον, το μη συμφέρον. + + — Καλέ τι μας λέγεις! — Εκείνα που λέγεις εσύ, όπως μου +φαίνεται· και ας εξετάσωμεν το πράγμα καλύτερα. Δεν εμείναμεν +σύμφωνοι ότι οι άρχοντες επιβάλλοντες το πρακτέον εις τους +υπηκόους των αστοχούν ενίοτε το συμφέρον των, είναι όμως +δίκαιον οι υπήκοοι να πράττουν πάντοτε τα προστεταγμένα; δεν το +παρεδέχθημεν αυτό; — Ναι, νομίζω. — Ομολόγησε λοιπόν ότι έχεις +παραδεχθή, αφού λέγεις ότι δίκαιον είναι οι υπήκοοι να πράττουν +όσα προστάττουν οι άρχοντες, ότι είναι δίκαιον επίσης να +πράττουν και όσα είναι ασύμφορα διά τους άρχοντας και τους +ισχυροτέρους, όταν ούτοι ακουσίως νομοθετήσουν πράγματα εναντία +προς το συμφέρον των· ώστε δεν πρέπει τότε κατ' ανάγκην να +συμβαίνη, σοφώτατε Θρασύμαχε, να είναι δίκαιον όλως διόλου το +εναντίον από εκείνο που έλεγες; αφού λαμβάνει διαταγήν και +είναι υποχρεωμένος ο ασθενέστερος να κάμνη εκείνο που είναι +ασύμφορον διά τον ισχυρότερον; + + — Δίχως αμφιβολίαν, Σώκρατες, διέκοψεν ο Πολέμαρχος, αυτό +είναι προφανέστατον. — Χωρίς άλλο, έλαβε τον λόγον και είπεν ο +Κλειτοφών, εάν και συ βέβαια το μαρτυρής. — Και τι ανάγκην έχει +μάρτυρος, επανέλαβεν, αφού ο ίδιος ο Θρασύμαχος ομολογεί, ότι +οι μεν άρχοντες προστάττουν ενίοτε πράγματα κακά διά τους +εαυτούς των, οι δε υπήκοοι είναι δίκαιον να τα εκτελούν; — Το +να πράττουν απλώς τα προσταττόμενα υπό των αρχόντων, Πολέμαρχε, +ώρισεν ότι είναι δίκαιον ο Θρασύμαχος. — Ναι, αλλά ώρισε +προσέτι, Κλειτοφών, ότι το συμφέρον του ισχυροτέρου είναι το +δίκαιον· και αφού έθεσε τα δύο αυτά αξιώματα, ωμολόγησε πάλιν +ότι ενίοτε οι ισχυρότεροι προστάττουν εις τους ασθενεστέρους να +κάμνουν πράγματα ασύμφορα διά τους εαυτούς των· και από αυτάς +τας δύο ομολογίας εξάγεται το συμπέρασμα, ότι το δίκαιον θα ήτο +όχι περισσότερον εκείνο που συμφέρει τους ισχυροτέρους, παρά +και εκείνο που δεν τους συμφέρει. + + — Αλλά, είπεν ο Κλειτοφών, λέγων ο Θρασύμαχος το συμφέρον του +ισχυροτέρου ενοούσε εκείνο που κρίνει ο ισχυρότερος ως συμφέρον +του· και αυτό πρέπει να πράττη ο ασθενέστερος, και αυτό ώριζεν +ότι είναι το δίκαιον. — Ναι, μα δεν έλεγε καθόλου έτσι, είπεν ο +Πολέμαρχος. — Δεν σημαίνει δα και τίποτε, είπα εγώ, Πολέμαρχε, +αλλ' αν θέλη να δώση τώρα αυτήν την εξήγησιν ο Θρασύμαχος, +εμείς το δεχόμεθα και αυτό. Ειπέ μου λοιπόν, Θρασύμαχε, αυτό +είναι που ενοούσες με το δίκαιον, το συμφέρον δηλαδή του +ισχυροτέρου, όπως το κρίνει αυτός ο ίδιος, αδιάφορον εάν +πράγματι τον συμφέρη, είτε και όχι; + + — Εγώ; καθόλου! νομίζεις λοιπόν ότι ονομάζω ισχυρότερον έναν +άνθρωπον σφαλλόμενον, εφ' όσον σφάλλεται; — Πραγματικώς, είπον, +αυτό ενόμιζα πως έλεγες, όταν παρεδέχεσο ότι οι άρχοντες δεν +είναι αναμάρτητοι, αλλά περιπίπτουν και εις σφάλματα κάποτε. — +Βέβαια, διότι είσαι συκοφάντης εις τους λόγους, Σώκρατες· αλλά, +δεν μου λέγεις, ιατρόν ονομάζεις εσύ έξαφνα έναν που απατάται +ως προς τας ασθενείας, εφ' όσον εξαπατάται εις αυτό το πράγμα, +ή λογιστήν έναν που κάμνει λάθη εις τους λογαριασμούς, εφ' όσον +και όταν υποπίπτη εις αυτά τα λάθη; Είναι αληθές ότι λέγομεν +εις την ομιλίαν συνήθως, ότι ο ιατρός ηπατήθη, ο λογιστής έκαμε +λάθος, ο γραμματικός και ούτω καθ' εξής. Πράγματι όμως, φρονώ, +έκαστος από αυτούς, εφ' όσον είναι εκείνο που τον λέγομεν ότι +είναι, ουδέποτε υποπίπτει εις σφάλματα. Ώστε, ακριβώς ειπείν, +αφού και συ τόσον ακριβολογείς, κανείς από τους κατόχους μιας +τέχνης ή επιστήμης δεν περιπίπτει εις λάθη· διότι μόνον όταν +τον εγκαταλίπη η επιστήμη του σφάλλεται, οπότε όμως δεν είναι +πλέον επιστήμων. Ώστε είτε επιστήμων, είτε τεχνίτης, είτε +σοφός, είτε άρχων ουδέποτε απατάται εφ' όσον είναι τοιούτος, αν +και εις την κοινήν ομιλίαν λέγομεν ότι ο ιατρός ηπατήθη, ο +άρχων έσφαλλε· και κάτι τοιούτο δέξου και συ τώρα ότι σου +απήντησα· η ακριβολογία όμως του πράγματος είναι αυτή· ο άρχων, +εφ' όσον είναι άρχων δεν σφάλλεται, και αφού επομένως δεν +σφάλλεται, νομοθετεί το συμφερώτερον διά τον εαυτόν του, τούτο +δε πρέπει να το εκτελούν οι υπήκοοι. Ώστε, όπως εξ αρχής ώρισα +το δίκαιον, και τώρα επαναλαμβάνω ότι δίκαιον είναι το συμφέρον +του ισχυροτέρου. + + — Έστω, είπα εγώ, Θρασύμαχε· λοιπόν με θεωρείς συκοφάντην; — +Και πολύ μάλιστα. — Νομίζεις δηλαδή ότι επιβούλως και διά να σε +παγιδεύσω εις τους λόγους σε ηρώτησα όπως σε ηρώτησα; — Είμαι +βεβαιότατος, αλλά και τίποτε δεν έχεις να κερδίσης με αυτό· δεν +θα διαλάβουν πλέον την προσοχήν μου αι παγίδες σου, αλλά, και +αν με διαλάθουν, δεν θα το καταφέρης να με πιάσης εις τα λόγια. +— Ούτε καν θα το επιχειρήσω, ευλογημένε· αλλά διά να μη μας +συμβή πάλιν τίποτε παρόμοιον, όρισε πώς λαμβάνεις τον άρχοντα +και τον ισχυρότερον, κατά την κοινήν χρήσιν της λέξεως, ή με +την πάσαν ακριβολογίαν εκείνον, του οποίου το συμφέρον, επειδή +είναι ισχυρότερος, είναι δίκαιον να κανονίζη πάντοτε τας +πράξεις του ασθενέστερου; — Ναι, αυτόν, τον με πάσαν την +ακριβολογίαν της λέξεως άρχοντα· και συ, βάλε εις ενέργειαν όλα +σου τα τεχνάσματα και τας συκοφαντίας, εάν ημπορής· όλα σου τα +επιτρέπω· αλλά θα χάσης άδικα τους κόπους σου. — Και νομίζεις +ότι είμαι τόσον τρελλός, ώστε να τολμήσω να κουρεύσω λέοντα ή +να συκοφαντήσω τον Θρασύμαχον; — Και μολαταύτα και αυτό το +εδοκίμασες, αν και ωραία τα κατάφερες. + + — Ας τελειώνωμεν πλέον μ' αυτά, είπα εγώ· και λέγε μου τώρα· ο +κατά την ακριβολογίαν της λέξεως ιατρός, όπως τον ώρισες, είναι +τάχα χρηματιστής ή θεραπευτής των ασθενούντων; — Θεραπευτής των +ασθενούντων; — Και ο κυβερνήτης πάλιν; ο ορθώς εννοούμενος +κυβερνήτης, είναι αρχηγός των ναυτών, ή ναύτης; — Αργηγός των +ναυτών. — Ουδέ πρέπει, νομίζω, να λάβωμεν υπ' όψιν ότι +ταξιδεύει επί του αυτού πλοίου και ότι πρέπει διά τούτο να +ονομασθή ναύτης· επειδή κυβερνήτης ονομάζεται όχι διότι +ταξιδεύει, αλλά από την τέχνην του και από την εξουσίαν που +έχει επί των ναυτών! — Είναι αλήθεια. — Και δεν υπάρχει δι' +έκαστον εξ αυτών κάτι, που να του είναι το συμφέρον του; — +Υπάρχει βέβαια. — Και ο σκοπός της τέχνης εκάστου δεν είναι +αυτός, να ζητή το συμφέρον διά τον καθένα και να του το παρέχη; +— Μάλιστα αυτός είναι. — Και μήπως άραγε άλλο τι είναι το +συμφέρον εκάστης τέχνης παρά να επιδιώκη να γίνεται όσον το +δυνατόν τελεία; — Τι εννοείς με την ερώτησίν σου; — Νά, όπως +παραδείγματος χάριν, αν μ' ερωτούσες: εάν είναι αρκετόν εις το +σώμα να είναι σώμα, ή έχη ανάγκην και άλλου τινός πράγματος, θα +σου απαντούσα, ότι και πάρα έχει μάλιστα· και δι' αυτό ακριβώς +ευρέθη και η ιατρική τέχνη, διότι το σώμα ενίοτε αρρωσταίνει +και δεν το σηκώνει να είναι τοιούτον· διά να του παρέχη λοιπόν +εκείνα που το συμφέρουν, εφευρέθη προς τον σκοπόν τούτον αυτή η +τέχνη, θα είχα λοιπόν δίκαιον αν σου απαντούσα τοιουτοτρόπως, ή +όχι; — Θα είχες. + + — Τώρα σε ερωτώ. Αυτή η ιατρική, ή άλλη οιαδήποτε τέχνη, είναι +καθ' εαυτήν ελαττωματική και έχει ανάγκην άλλου τινός πράγματος +ή ιδιότητος, καθώς οι οφθαλμοί έχουν ανάγκην της οράσεως και τα +ώτα της ακοής και διά τούτο χρειάζονται κάποιαν τέχνην που να +εξετάζη τι είναι εκείνο που τους συμφέρει και να τους το +παρέχη; έχει λοιπόν και η τέχνη αυτή κάποιαν έλλειψιν και +χρειάζεται κάθε τέχνη μίαν άλλην, η οποία να εξετάζη το +συμφέρον της, και πάλιν αυτή η τελευταία μίαν άλλην τοιαύτην +και ούτω καθεξής επ' άπειρον; ή αυτή η ιδία θα είναι αρκετή να +φροντίζη διά το ίδιον το συμφέρον της; ή ούτε του εαυτού της +ούτε κανενός άλλου έχει ανάγκην να φροντίζη δι' εκείνο το +οποίον είναι συμφέρον εις τας ελλείψεις της, διότι δεν υπάρχει +καμμία έλλειψις ούτε κανένα ελάττωμα εις καμμίαν τέχνην, ουδέ +αρμόζει εις την τέχνην να ζητή το συμφέρον κανενός άλλου +πράγματος, παρά μόνον εκείνου του οποίου είναι τέχνη, αυτή δε +μένει πάντοτε αβλαβής, ακεραία και τελεία, εφ' όσον τουλάχιστον +διατηρεί αρτίαν την φυσικήν αυτής υπόστασιν; Και σκέψου με όλην +εκείνην την ακριβολογίαν· ούτως έχει το πράγμα ή άλλως πως; — +Ούτως έχει. + + — Δεν επιδιώκει λοιπόν, είπα εγώ, η ιατρική το συμφέρον της +ιατρικής αλλά του σώματος. — Ναι. — Ούτε η ιππευτική της +ιππευτικής αλλά των ίππων· ούτε άλλη καμμία τέχνη το ιδικόν της +συμφέρον, διότι ούτε έχει ανάγκην, αλλά εκείνου του οποίου +είναι τέχνη. — Έτσι φαίνεται. — Αλλ' όμως, ω Θρασύμαχε, +εξουσιάζουν αι τέχναι και είναι ανώτεραι από εκείνο, του οποίου +είναι τέχναι; Συνεφώνησε και εις αυτό, αν και με κάποιαν +δυσκολίαν. — Καμμία λοιπόν επιστήμη δεν αποβλέπει εις το +συμφέρον του ισχυροτέρου ουδ' επιβάλλει αυτό, αλλ' απεναντίας +του ασθενεστέρου και του υποκειμένου εις αυτήν. Έμεινεν εις το +τέλος σύμφωνος και εις αυτό, επεχείρησεν όμως να φέρη κάποιας +αντιρρήσεις. + + — Τοιουτοτρόπως λοιπόν, εξηκολούθησα εγώ, κανείς ιατρός εφ' +όσον είναι τοιούτος, δεν αποβλέπει εις το συμφέρον του ιατρού +ουδ' επιβάλλει αυτό, αλλ' εις το συμφέρον του αρρώστου· διότι +παρεδέχθημεν ότι ο πράγματι ιατρός έχει εις την δικαιοδοσίαν +του τα σώματα, και δεν είναι χρηματιστής έξαφνα· δεν το +παρεδέχθημεν αλήθεια; — Μάλιστα, απήντησε. — Και ο κυβερνήτης +επίσης ο πραγματικός, ότι είναι αρχηγός των ναυτών και όχι +ναύτης. — Το παρεδέχθημεν και αυτό. Δεν θα κυττάξη λοιπόν ούτε +θα προστάξη ο τοιούτος κυβερνήτης και αρχηγός εκείνο που +συμφέρει εις τον κυβερνήτην και τον αρχηγόν, αλλ' εκείνο που +συμφέρει εις τον υπό την εξουσίαν του, εις τον ναύτην. +Συνεφώνησε μόλις και μετά βίας. + + — Και επομένως, Θρασύμαχε, και κανείς άλλος εις καμμίαν αρχήν, +εφ' όσον είναι άρχων, δεν αποβλέπει ούτε επιβάλλει το ιδικόν +του συμφέρον, αλλά το συμφέρον τον αρχομένου και του +υποκειμένου εις την δικαιοδοσίαν του· και έχων πάντοτε προ +οφθαλμών τι συμφέρει και τι του χρειάζεται, κανονίζει σύμφωνα +με αυτό όλους του τους λόγους, όλας του τας πράξεις. + +Ενώ λοιπόν εφθάσαμεν εις αυτό το σημείον της συζητήσεως και +όλοι έβλεπαν φανερά ότι η δικαιοσύνη παρουσιάσθη, όλως διόλου +αντίθετος από τον ορισμόν του, ο Θρασύμαχος, αντί να απαντήση, +με ερωτά έξαφνα. — Δεν μου λέγεις, Σωκράτη, έχεις παραμάννα; — +Δεν άξιζε καλύτερα, του είπα εγώ, να μου απαντήσης, παρά να μου +κάνης τοιαύτας ερωτήσεις; — Δεν κάνει καλά, εξηκολούθησεν +εκείνος, να σ' αφήνη έτσι και να μη σε ξεμυξιάζη· κ' έχεις +ανάγκην, μα το ναι, αφού δεν είσαι εις θέσιν να ξεχωρίσης τι +είναι τα πρόβατα και τι είναι ο βοσκός. — Και πώς το ενόησες, +παρακαλώ; — Επειδή πιστεύεις ότι οι βοσκοί και οι βουκόλοι δεν +φροντίζουν παρά διά το καλόν των προβάτων και των βωδιών και τα +παχύνουν και τα περιποιούνται διά κάθε άλλο, παρά διά το +συμφέρον των κυρίων των και το ιδικόν των. Έτσι φαίνεται +φαντάζεσαι πως και οι άρχοντες των πόλεων, εκείνοι που είναι +πραγματικώς άρχοντες, άλλα αισθήματα τρέφουν προς τους υπηκόους +των διαφορετικά από τας διαθέσεις που θα είχε κανείς διά τα +πρόβατα, και ότι σκέπτονται νύκτα και ημέραν άλλο τίποτε, παρά +πώς να ωφεληθούν από αυτούς· και τόσον μακράν είσαι από το να +εννοής το δίκαιον και την δικαιοσύνην, το άδικον και την +αδικίαν, ώστε αγνοείς ότι η μεν δικαιοσύνη και το δίκαιον είναι +πράγμα καλόν όχι διά τον δίκαιον, αλλά δι' εκείνον που έχει την +δύναμιν και εξουσιάζει, ενώ δι' εκείνον που υπακούει και +δουλεύει προσιδιάζει η βλάβη· η δε αδικία το εναντίον έχει εις +την εξουσίαν της τους αληθώς απλοϊκούς και αγαθούς ανθρώπους, +αυτοί δε πράττουν κατά το συμφέρον του ισχυροτέρου, και τον +κάμνουν ευτυχή με τας υπηρεσίας των, ενώ τον εαυτόν των κάθε +άλλο. Και ιδού πώς πρέπει να εξετάζης τα πράγματα, αφελέστατε +άνθρωπε: ο δίκαιος εις όλας τας περιστάσεις μειονεκτεί του +αδίκου· πρώτον μεν εις τας ιδιωτικάς συναλλαγάς, όπου +συνεταιρισθούν ο τοιούτος με τον τοιούτον, ποτέ εις την +διάλυσιν δεν θα εύρης τον δίκαιον κερδημένον, αλλ' απεναντίας +ζημιωμένον· έπειτα εις τα πολιτικά ζητήματα, όταν επιβληθώσιν +εισφοραί, ο δίκαιος με ίσην περιουσίαν θα συνεισφέρη +περισσότερα, ο άδικος ολιγώτερα· και όταν πάλιν πρόκειται περί +αποδοχών, ο ένας τίποτε, ο άλλος πάμπολλα κερδίζει· εις τας +διαχειρίσεις αφ' ετέρου δημοσίων λειτουργιών, ο δίκαιος, και αν +συμβή να μη υποστή καμμίαν άλλην ζημίαν, αφήνει τα ιδιωτικά του +συμφέροντα και παίρνουν τον κατήφορον, επειδή τα παραμελεί, από +δε το δημόσιον τίποτε δεν ωφελείται, διότι είναι ακέραιος, προς +τούτοις δε αποκτά και εχθρούς τους οικείους και τους γνωρίμους +του, όταν δεν θελήση να τους κάμη καμμίαν ευκολίαν παρά το +δίκαιον. Ενώ με τον άδικον θα ίδης όλως διόλου τα εναντία· και +εννοώ εκείνον που έλεγα πριν, ότι έχει την δύναμιν και την +ικανότητα να παίρνη εμπρός τους άλλους· αυτόν κύτταξε, εάν +θέλης να κρίνης, πόσον τον συμφέρει περισσότερον να είναι +άδικος παρά δίκαιος. Και απ' όλα καλύτερα θα το εννοήσης, εάν +μεταβής αμέσως εις την τελειοτάτην αδικίαν, η οποία καθιστά +ευτυχέστατον μεν εκείνον όστις την διαπράττει, αθλιωτάτους δε +εκείνους οι οποίοι την υφίστανται και που δεν θέλουν οι ίδιοι +να αδικήσουν· εννοώ δηλαδή την τυραννίδα, η οποία θέτει εις +ενέργειαν και τον δόλον και την βίαν διά να βάλη εις το χέρι +όχι μικρόν κατά μικρόν τα αγαθά του άλλου, αλλά χωρίς να +σέβεται ούτε όσιον ούτε ιερόν σφετερίζεται άπαξ και διά μιας +δημοσίας και ιδιωτικάς περιουσίας· κάθε άλλος ο οποίος ήθελε +διαπράξη μονομερώς καμμίαν από αυτάς τας αδικίας και +ανακαλυφθή, υφίσταται τας μεγίστας τιμωρίας και τους εσχάτους +εξευτελισμούς· και αναλόγως του αδικήματος που ήθελε χωριστά ο +καθένας κάμη, τους ονομάζουν και ιεροσύλους, και σωματεμπόρους, +και τυμβωρύχους και κλέπτας και λωποδύτας και τα λοιπά. Εάν +όμως κανείς εκτός της περιουσίας των πολιτών στερήση αυτούς και +της προσωπικής των ελευθερίας και τους μεταβάλη εις ανδράποδα, +αντί όλων αυτών των αισχρών ονομάτων, ευτυχής άνθρωπος και +μακάριος ονομάζεται, όχι μόνον υπό των πολιτών αλλά και υπό των +άλλων, όσοι λάβουν γνώσιν της αδικίας την οποίαν διέπραξε· +διότι, αν καταφέρωνται κατά της αδικίας εκείνοι οι οποίοι +καταφέρονται, το κάμνουν όχι διότι φοβούνται να την πράξουν, +αλλά διότι φοβούνται να την υποστούν, καλέ μου Σωκράτη· τόσον +είναι αληθές ότι η αδικία, όταν φθάνη εις ένα τοιούτον βαθμόν, +είναι ισχυροτέρα και ελευθερωτέρα και δεσποτικωτέρα από την +δικαιοσύνην, και όπως εξ αρχής έλεγα, δίκαιον μεν είναι το +συμφέρον του ισχυροτέρου, άδικον δε εκείνο το οποίον ωφελεί και +συμφέρει τον εαυτόν του. + +Ο Θρασύμαχος, αφού καθώς λουτράρης μας επλημμύρησε τα αυτιά μας +με τον μακρόν και μαζευμένον αυτόν λόγον, έδειξε πως είχε την +πρόθεσιν να αναχωρήση· δεν τον άφησαν όμως οι παριστάμενοι αλλά +τον ηνάγκασαν να μείνη και να δικαιολογήση αυτά που είπε· και +εγώ ακόμη ο ίδιος τον παρεκάλεσα πάρα πολύ και του είπα· — Ω +ευλογημένε Θρασύμαχε, αφού μας έρριψες εις το μέσον ένα +τοιούτον λόγον, σκέπτεσαι τώρα να αναχωρήσης, πριν να μας +διδάξης επαρκώς ή και συ ο ίδιος να μάθης, αν είναι έτσι καθώς +τα είπες, ή αλλέως; ή νομίζεις ότι αυτό το πράγμα που πρόκειται +να καθορισθή έχει τόσον μικράν σημασίαν, και δεν είναι αυτός ο +κανών του βίου, τον οποίον όταν ακολουθή ο καθένας μας, θα έχη +την μεγαλυτέραν ωφέλειαν εις την ζωήν του; — Και ποιος σου +λέγει, παρακαλώ, ότι εγώ έχω διαφορετικήν ιδέαν δι' αυτό; — Μου +φαίνεται όμως σαν να μη σε μέλει καθόλου δι' ημάς, και ούτε +φροντίζεις αν θα περάσωμεν καλύτερα ή χειρότερα την ζωήν μας, +αφού δεν θα γνωρίζωμεν αυτό που λέγεις ότι γνωρίζεις εσύ. Αλλά, +έλα, καλέ μας, λάβε την καλωσύνην να το υποδείξης και εις ημάς· +δεν θα έχης να κάμης με αχαρίστους, αν κάμης αυτό το καλόν εις +τόσους που είμεθα ημείς. Όσον διά το μέρος μου, εγώ σου το +λέγω, πως ποτέ μου δεν πείθομαι ούτε το παραδέχομαι ότι η +αδικία είναι επικερδεστέρα της δικαιοσύνης, και ούτε ακόμη εάν +την αφήνη κανείς ελευθέραν και δεν την εμποδίζη να κάνη ό,τι +θέλει. Ναι, Θρασύμαχε, ας είναι κανείς άδικος, ας έχη την +δύναμιν να αδική είτε διά της βίας είτε με την επιτηδειότητά +του· λοιπόν δεν ημπορής να με πείσης ότι αυτός θα είναι πλέον +κερδημένος παρά εάν ήτο δίκαιος· και ίσως να μην είμαι μόνος +εγώ που να έχω αυτήν την ιδέαν. Απόδειξέ μας λοιπόν ωρισμένως, +καλέ μου, ότι πλανώμεθα να προτιμούμεν την δικαιοσύνην από την +αδικίαν. + + — Και πώς θέλεις να σε πείσω; απεκρίθη· εάν δεν έχης πεισθή με +αυτά που σου είπα, τι θέλεις παραπάνω να σου κάμω; ή να φέρω +μέσα εις την ψυχήν σου να σου βάλω τον λόγον; — Όχι, μα τον +Θεόν, δεν έχω αυτήν την αξίωσιν· αλλά πρώτον μεν θέλω να +εμμένης εις εκείνα που λέγεις· ή, εάν μεταβάλης τίποτε, να το +κάμνης φανερά και να μη μας εξαπατάς· διότι τώρα βλέπεις, +Θρασύμαχε, διά να επανέλθωμεν εις τα προηγούμενα εκείνα, ενώ +κατ' αρχάς ώρισες τον πράγματι ιατρόν, δεν ενόμισες ότι έπρεπε +να φυλάξης την αυτήν ακρίβειαν και εις τον ορισμόν του αληθινού +βοσκού, αλλά νομίζεις ότι έργον έχει αυτός, εφ' όσον είναι +βοσκός, να παχαίνη τα πρόβατα, χωρίς να αποβλέπη καθόλου διά το +καλόν των προβάτων, ως να ήτο μάλλον κανείς πανηγυριστής που τα +προορίζει διά καμμίαν εστίασιν ή ευωχίαν, ή κανένας +επιχειρηματίας που τα έχει προς κερδοσκοπίαν· ενώ πραγματικώς η +ποιμενική κανένα άλλον σκοπόν δεν έχει παρά να φροντίζη διά το +καλύτερον εκείνου που της είναι εμπιστευμένον· επειδή, όσον +αφορά την ιδικήν της την τελειότητα, είναι αρκετά βέβαια +εφωδιασμένη, ώστε να μη χρειάζεται τίποτε διά να είναι +πραγματικώς ποιμενική. Αυτό λοιπόν ενόμιζα και εγώ ότι ήτο +ανάγκη να παραδεχθώμεν διά κάθε διοίκησιν, ότι δηλαδή εφ' όσον +είναι τοιαύτη, και είτε ιδιωτική είναι είτε δημοσία, κανένα +άλλον σκοπόν δεν έχει παρά να φροντίζη διά το καλύτερον εκείνου +που έχει υπό την δικαιοδοσίαν της. Εσύ δε φαντάζεσαι ότι οι +άρχοντες των πόλεων, και εννοώ τους πραγματικώς άρχοντας, με +ευχαρίστησίν των κυβερνούν; + + — Όχι το φαντάζομαι, είπε, αλλ' είμαι τελείως πεπεισμένος. + + — Και πώς, Θρασύμαχε; δεν παρατηρείς ότι τας άλλας δημοσίας +υπηρεσίας κανείς δεν τας αναλαμβάνει με ευχαρίστησίν του, αλλ' +απαιτούν μισθόν δι' αυτάς, διότι δεν περιμένουν ωφέλειαν από +αυτάς οι ίδιοι, αλλά μόνον εκείνοι διά τους οποίους τας +εξασκούν; και τόσον μόνον, σε παρακαλώ, ειπέ μου· δεν λέγομεν +πάντοτε ότι κατά τούτο είναι εκάστη τέχνη διαφορετική από μίαν +άλλην, ότι έχει διάφορον δύναμιν και σκοπόν; μόνον μη μου +απαντήσης, ευλογημένε, άλλο απ' ό,τι σκέπτεσαι, διά να φθάνωμεν +επί τέλους και εις ένα τέλος. — Πραγματικώς, μου απεκρίθη, +διαφέρουν κατά τούτο. — Επομένως και κάθε μία των μας παρέχει +και κάποιαν ιδιαιτέραν ωφέλειαν και όχι κοινήν, παραδείγματος +χάριν η ιατρική την υγιείαν, η κυβερνητική την ασφάλειαν εις τα +ταξείδια και ούτω καθ' εξής; — Αναμφιβόλως — Λοιπόν και η +μισθωτική δεν είναι διά να μας πορίζη μισθόν; διότι αυτή είναι +η δύναμίς της· ή λέγεις εσύ το ίδιον πράγμα την ιατρικήν και +την κυβερνητικήν; ή, εάν επιμένης εις τον ακριβή καθορισμόν των +πραγμάτων, όπως ηθέλησες εξ αρχής, θα την ονομάσης τάχα +ιατρικήν, εάν λάχη ένας κυβερνήτης να αποκτήση την υγιείαν του, +επειδή τον ωφελούν τα θαλάσσια ταξίδια; — Όχι βέβαια, είπε. — +Ούτε επίσης την τέχνην του εκμισθωτού, εάν ένας που εξασκεί +αυτήν έχη την υγιείαν του; — Ούτε. — Και επομένως ημπορούμε να +ονομάσωμεν εκμισθωτικήν την τέχνην την ιατρικήν, εάν κανείς +εξασκών αυτήν λαμβάνη μισθόν; — Όχι, είπεν. — Λοιπόν +παρεδέχθημεν ότι είναι ιδιαιτέρα η ωφέλεια εκάστης τέχνης; — +Έστω. — Εάν λοιπόν υπάρχη κάποια κοινή ωφέλεια δι' όλους που +εξασκούν μίαν τέχνην, είναι φανερόν ότι αύτη προέρχεται από +κάτι τι κοινόν πράγμα έξω από την καθ' αυτό τέχνην των. — Έτσι +φαίνεται. — Αυτή λοιπόν η κοινή δι' όλους ωφέλεια, αυτός ο +μισθός που λαμβάνουν διά την τέχνην των, προέρχεται επειδή +έκαστος εις την καθ' αυτό τέχνην του προσθέτει και την +εκμισθωτικήν. — Εσυμφώνησε μόλις και μετά βίας. — Ώστε αυτή η +ωφέλεια, η αποδοχή μισθού, δεν προέρχεται από την εξάσκησιν του +κυρίως επαγγέλματος, αλλ' αν θέλωμεν να ορίζωμεν ακριβώς τα +πράγματα, η μεν ιατρική παρέχει την υγιείαν, τον δε μισθόν η +εκμισθωτική· επίσης η αρχιτεκτονική κατασκευάζει τας οικίας, +τον μισθόν όμως τον παρέχει η εκμισθωτική, και ούτω καθ' εξής· +ώστε κάθε τέχνη εξασκεί το έργον της και παρέχει εις άλλους την +ωφέλειαν, διά την οποίαν είναι ωρισμένη, εάν όμως δεν +προσυπάρχη και ο μισθός, δεν ωφελείται τίποτε ο εξασκών το +επάγγελμα από την τέχνην του; — Τίποτε, καθώς, φαίνεται. — +Επομένως ούτε ωφελεί τότε, όταν εξασκήται χάρισμα. — Έτσι +νομίζω. — Τούτο λοιπόν έγινε φανερόν, Θρασύμαχε, ότι καμμία +τέχνη και εξουσία δεν παρασκευάζει εκείνο που της είναι +ωφέλιμον αυτής, αλλά, καθώς ελέγαμεν απ' αρχής, εκείνου που +υπάγεται εις την δικαιοδοσίαν της και το επιβάλλει αυτό, +αποβλέπουσα εις το συμφέρον αυτού, αν και είναι ασθενέστερος, +και όχι εις το συμφέρον του ισχυροτέρου. Δι' αυτό λοιπόν είναι +που έλεγα και προ ολίγου, φίλε μου Θρασύμαχε, ότι κανείς δεν +αναλαμβάνει μίαν αρχήν με ευχαρίστησίν του, ούτε παίρνει επάνω +του ξένες έγνοιες εις τα καλά καθούμενα, αλλ' απαιτεί μισθόν, +επειδή ένας που πρόκειται να εξασκήση μίαν τέχνην καθώς πρέπει, +δεν έχει να περιμένη τίποτε καλόν διά τον εαυτόν του απ' όσα +πράττει και διατάσσει, αλλ' όλα γίνονται δι' εκείνον που έχει +εις την εξουσίαν του. Δι' αυτό, καθώς φαίνεται, έγινε ανάγκη να +ορισθή αμοιβή δι' όσους θέλουν ν' αναλάβουν μίαν εξουσίαν, +χρήματα ή τιμαί, ή ακόμη και τιμωρία διά τους αρνουμένους να +την αναλάβουν. + + — Πώς το εννοείς αυτό, Σωκράτη; είπεν ο Γλαύκων· γνωρίζω +πράγματι τα δύο είδη των αμοιβών, που είπες· δεν εννοώ όμως και +την τιμωρίαν, που λέγεις, ως ένα τρίτον είδος αμοιβής. — Δεν +γνωρίζεις λοιπόν την αμοιβήν των αρίστων, η οποία τους κάμνει +και αποφασίζουν ν' αναλάβουν καμμίαν αρχήν, όταν την +αναλαμβάνουν; ή δεν γνωρίζεις ότι το να αγαπά κανείς την αρχήν +διά τα εξ αυτής κέρδη θεωρείται και είναι τωόντι πράγμα +επονείδιστον; Το γνωρίζω, είπεν. — Διά τούτο λοιπόν οι άριστοι +δεν επιζητούν την τιμήν της εξουσίας ούτε την θέλουν διά να +ωφεληθούν εξ αυτής χρήματα· διότι δεν επιθυμούν, είτε +λαμβάνοντες φανερά μισθόν διά την αρχήν να ονομάζωνται +μισθωτοί, είτε κρυφά σφετερισμένοι τα δημόσια να λέγωνται +κλέπται· ούτε πάλιν την επιζητούν διά την τιμήν· διότι δεν +είναι φιλόδοξοι. Πρέπει λοιπόν να υπάρχη κάποια επιτακτική +ανάγκη και ο φόβος τιμωρίας τινός, διά να αποφασίσουν ν' +αναλάβουν εκουσίως μίαν αρχήν. Όθεν καταντά να νομίζεται +αισχρόν πράγμα το να αναδέχεται κανείς εκουσίως μίαν αρχήν, +χωρίς να του το επιβάλλη κάποια ανάγκη· η δε μεγίστη τιμωρία +δι' αυτόν, όταν δεν θέλη να κυβερνήση ο ίδιος, είναι να +κυβερνάται από άλλους, χειροτέρους του· και ένεκα αυτού του +φόβου μου φαίνεται ότι αναλαμβάνουν την αρχήν οι άριστοι, όταν +την αναλαμβάνουν, και όχι διότι την επιζητούν ως πράγμα καλόν +δι' αυτούς, ούτε διά να τα καλοπεράσουν απ' αυτήν, αλλά διότι +κατ' ανάγκην την αναδέχονται, αφού δεν έχουν να την αναθέσουν +εις άλλους καλυτέρους των ή και ομοίους των. Ούτως ώστε, αν ήτο +δυνατόν να ευρεθή μία πολιτεία όλο από ανθρώπους τελείους, θα +ήτο πράγμα περιζήτητον να έμενε κανείς έξω της αρχής, όπως τώρα +όλοι επιζητούν να την έχουν και τότε θα απεδεικνύετο +προφανέστατα ότι το φυσικόν του πράγματι αληθινού άρχοντος +είναι να αποβλέπη όχι εις το συμφέρον το ιδικόν του, αλλά των +υπηκόων και κάθε άνθρωπος με γνώσιν θα επροτίμα να ωφελήται +μάλλον αυτός υπό ενός άλλου, παρά να μοχθή και να βασανίζεται +διά την ωφέλειαν των άλλων. Κάθε άλλο λοιπόν παρά να συμφωνήσω, +εις αυτό με τον Θρασύμαχον, ότι δίκαιον είναι το συμφέρον του +ισχυροτέρου· αλλ' αυτό θα το εξετάσωμεν και άλλοτε· πολύ όμως +σπουδαιότερον μου φαίνεται αυτό που λέγει τώρα ο Θρασύμαχος, +ότι δηλαδή ο βίος του αδίκου είναι προτιμότερος από του +δικαίου. Εσύ δε, Γλαύκων, ποίον από τους δύο προτιμάς, και τι +νομίζεις ότι είναι αληθέστερον; — Το να είναι κανείς δίκαιος +μου φαίνεται ότι είναι ωφελιμώτερον, απήντησεν ο Γλαύκων. — +Ήκουσες όμως πόσα αγαθά μας απηρίθμησε προ ολίγου ο Θρασύμαχος +ότι έχει ο άδικος; — Ήκουσα, είπε, αλλά δεν μένω σύμφωνος. — +Θέλεις λοιπόν να δοκιμάσωμεν μήπως εύρωμεν κανένα τρόπον να τον +πείσωμεν ότι δεν είναι αληθινά αυτά που λέγει; — Διατί να μη +θέλω; — Ναι, αν όμως εις τον μακρόν λόγον που ετέντωσεν αυτός, +αντιπαρατάξωμεν και ημείς κανένα άλλον όμοιον, διά να +απαριθμήσωμεν τα αγαθά της δικαιοσύνης, και έπειτα άλλον αυτός, +και ημείς πάλιν άλλον, θα γίνη ανάγκη να μετρήσωμεν ένα προς +ένα και να ζυγίσωμεν τα αγαθά της δικαιοσύνης και της αδικίας, +και εις το τέλος θα χρειασθούμεν δικαστάς διά να βγάλουν την +απόφασιν· ενώ, εάν, όπως εκάναμεν έως τώρα, προχωρούμεν εις την +εξέτασιν συμφωνούντες αμοιβαίως προς αλλήλους, θα είμεθα +δικασταί μαζί και δικηγόροι, οι ίδιοι. — Είναι αλήθεια, είπεν. +— Τι σου αρέσει λοιπόν καλύτερ' από τα δύο; — Έτσι καθώς είπες. + + — Εμπρός λοιπόν τώρα. Θρασύμαχε, απάντησέ μου εξ αρχής, του +είπα· λέγεις ότι η τελεία αδικία ωφελεί περισσότερον από την +τελείαν δικαιοσύνην; — Και, το λέγω, και σας είπα και τους +λόγους. — Έλα τώρα να σε ερωτήσω κάτι άλλο· δεν ονομάζεις +αλήθεια το ένα από αυτά τα δύο αρετήν και το άλλο κακίαν; — +Αναμφιβόλως. — Και βέβαια την μεν δικαιοσύνην θα ονομάζης +αρετήν, την δε αδικίαν κακίαν. — Ναι, είναι φυσικόν αλήθεια, +εγώ που λέγω ότι η αδικία ωφελεί και η δικαιοσύνη όχι. — Αλλά +τι λοιπόν; — Όλως διόλου το εναντίον. — Δηλαδή την δικαιοσύνην +την ονομάζεις κακίαν; — Όχι, αλλά μεγαλοπρεπή ευήθειαν. — Και +την αδικίαν λοιπόν κακοήθειαν; — Όχι, αλλά φρόνησιν. — Ώστε +φρόνιμοι σου φαίνονται πως είναι και αγαθοί οι άδικοι; — +Εκείνοι τουλάχιστον που ημπορούν τελείως να αδικούν και να +κάμνουν υποχειρίους πόλεις και έθνη· εσύ όμως φαντάζεσαι ίσως +πως ομιλώ διά τους βαλαντιοτόμους· όχι ότι δεν έχει και αυτή η +τέχνη τας ωφελείας της, εφ' όσον τουλάχιστον εξασκείται με +επιτηδειότητα· αλλά δεν αξίζουν και πολύ πράγμα, εμπρός εις τα +άλλα εκείνα που έλεγα προ ολίγου. + + — Πολύ καλά εννοώ τι θέλεις να ειπής· αυτό όμως με παραξενεύει +που παραδέχεσαι την αδικίαν ως αρετήν και σοφίαν, την δε +δικαιοσύνην το εναντίον. — Ναι, το παραδέχομαι. — Αυτός δα +είναι τώρα ο στερεώτερος ισχυρισμός σου, και δεν είναι εύκολον +να εύρη κανείς τα μέσα διά να τον ανατρέψη· διότι αν έλεγες +απλώς ότι η αδικία ωφελεί, παραδέχεσο όμως συγχρόνως, όπως και +άλλοι τινές, ότι είναι κακία και αισχρόν πράγμα, θα +ημπορούσαμεν και ημείς να ειπούμεν κάτι, σύμφωνα με όσα +νομίζομεν· τώρα όμως είναι φανερόν ότι δεν θα διστάσης να την +ονομάσης και πράγμα ωραίον και ισχυρόν και όλας τας άλλας +ιδιότητας να της αποδώσης, τας οποίας ημείς αποδίδομεν συνήθως +εις την δικαιοσύνην, αφού ετόλμησες να την κατατάξης μεταξύ της +αρετής και της σοφίας. — Πράγματι, ορθότατα μαντεύεις. + + — Και μολαταύτα δεν πρέπει να διστάσω να αναλάβω την εξέτασιν +του ζητήματος, εφ' όσον τουλάχιστον πιστεύω ότι λέγεις σοβαρώς +εκείνα τα οποία και σκέπτεσαι· διότι πράγματι μου φαίνεται, +Θρασύμαχε, ότι δεν υπάρχει ουδέ σκιά ειρωνείας εις τους λόγους +σου, και λέγεις αληθινά εκείνα που φρονείς. — Και τι σε +ενδιαφέρει είτε τα φρονώ είτε όχι, και δεν κυττάζεις απλώς να +τα αναιρέσης; — Καλά λέγεις, του απήντησα· κάμε μου μόνον την +χάριν να μου αποκριθής ακόμη εις αυτό· ένας δίκαιος νομίζεις +ότι θα ήθελέ ποτε να ωφεληθή τίποτε εις βάρος ενός άλλου επίσης +δικαίου; — Ποτέ βέβαια, διότι αλλέως δεν Θα ήτο καλόβολος και +ευήθης, όπως τον παραδέχομαι τώρα. + + — Και πώς; ούτε ακόμη αν επρόκειτο περί δικαίου πράγματος; — +Ούτε, βέβαια. — Εις βάρος όμως ενός αδίκου ανθρώπου θα είχε την +αξίωσιν τάχα ότι ημπορούσε να το κάμη, και θα το εθεωρούσε +δίκαιον; ή όχι; — Θα το εθεωρούσε βέβαια, αλλά δεν θα είχε την +ικανότητα να το κάμη. — Δεν σε ερωτώ αυτό, αλλ' απλώς εάν εις +βάρος μεν ενός δικαίου δεν θα είχε αυτήν την αξίωσιν ουδέ την +θέλησιν, εις βάρος όμως ενός αδίκου θα την είχε; — Μάλιστα, θα +την είχε . . . — Ενώ ένας άδικος άνθρωπος θα είχε άραγε την +αξίωσιν να ωφελήται αυτός εις βάρος του δικαίου ανθρώπου +καταπατών την δικαιοσύνην; + + — Πώς όχι; αφού εννοεί να υπερισχύη απ' όλους τους άλλους. + + — Ώστε λοιπόν θα θέλη να επικρατήση και από ένα άλλον άδικον +εις την αδικίαν και θα βάλη τα δυνατά του, δια να έχη αυτός +περισσότερα απ' όλους; — Έτσι βέβαια. + + — Λέγομεν λοιπόν ότι, ο μεν δίκαιος δεν θέλει να έχη παραπάνω +από τον όμοιόν του, αλλά μόνον από τον ανόμοιόν του, ενώ ο +άδικος και από τον όμοιόν του και από τον ανόμοιόν του. — +Θαυμάσια τα λέγεις. — Είναι δε ακόμη ο μεν άδικος φρόνιμος και +αγαθός, ενώ ο δίκαιος τίποτε απ' αυτά. — Και αυτό σωστόν. — Και +ομοιάζει λοιπόν, είπα εγώ, ο μεν άδικος με τον φρόνιμον και +αγαθόν, ο δε δίκαιος δεν ομοιάζει. — Και πώς να μη; ένας +βέβαια, που είναι τοιούτος και αυτός, κατ' ανάγκην θα oμοιάζη +με τους τοιούτους, και το εναντίον. — Πολύ καλά ο καθένας των +λοιπόν είναι τοιούτος, όπως εκείνοι με τους οποίους ομοιάζει. — +Αι, ναι, σου είπανε. — Έστω, Θρασύμαχε· τώρα άκουσέ μου· λέγεις +δι' ένα άνθρωπον ότι είναι μουσικός, και δι' ένα άλλον ότι δεν +είναι· ποίον από τους δύο ονομάζεις φρόνιμον, και ποίον το +εναντίον; — Τον μουσικόν βέβαια θα είπω φρόνιμον, τον δεν άλλον +το εναντίον. — Και επομένως, καθ' ό φρόνιμον, θα τον είπης +καλόν και ικανόν, το εναντίον δε τον άλλον. — Ναι. — Δεν +συμβαίνει το ίδιον και με τον ιατρόν; — Βεβαίως. — Λοιπόν +νομίζεις ότι ένας μουσικός, όταν κορδίζη την κιθάραν, θα είχε +την αξίωσιν να τεντώση ή να χαλαρώση τας χορδάς περισσότερον +από ένα άλλον μουσικόν; — Όχι βέβαια — Από ένα όμως άλλον που +δεν είναι μουσικός; — Κατ' ανάγκην. — Και ένας ιατρός, όταν +πρόκειται να διαγράψη τι να φάγη ή τι να πίη ένας άρρωστος, θα +ήθελε να το κάμη αυτό παραπάνω από έναν άλλον επίσης ιατρόν; — +Όχι εννοείται. — Από ένα άλλον όμως που δεν είναι ιατρός; — +Ναι. — Κύτταξε λοιπόν, διά πάσαν επιστήμην, εάν σου φαίνεται +ότι ένας επιστήμων οτιδήποτε θα ήθελε να έχη το παραπάνω, και +εις ό,τι λέγει και εις ό,τι πράττει, από ένα άλλον επιστήμονα, +και να μη προτιμά να κάμνη και να λέγη τα ίδια με τον ομότεχνόν +του. — Ίσως πράγματι να είναι κατ' ανάγκην όπως το λέγεις. — +Ενώ απεναντίας ο ανεπιστήμων θα ήθελε να έχη ένα λόγον παραπάνω +και από τον επιστήμονα και από τον ανεπιστήμονα. — Ίσως — Αλλά +ο επιστήμων είναι σοφός. — Είναι — Και ο σοφός, καλός και +ικανός. — Μάλιστα. — Λοιπόν ο καλός και ο σοφός δεν θα θέλη να +είναι παραπάνω από τον όμοιόν του, αλλά μόνον από τον ανόμοιον +και τον αντίθετόν του. — Έτσι φαίνεται. — Ενώ απεναντίας ο +κακός και άσοφος, και από τον όμοιόν του και από τον ανόμοιόν +του. — Μάλιστα. — Δεν παρεδέχθημεν όμως, Θρασύμαχε, ότι ο +άδικος θέλει να έχη το παραπάνω και από τον όμοιον και από τον +ανόμοιόν μου; ή δεν έλεγες έτσι; — Ναι, το έλεγα. — Ενώ +απεναντίας ο δίκαιος μόνον από τον ανόμοιόν του, όχι όμως και +από τον όμοιόν του. — Μάλιστα. — Ομοιάζει λοιπόν ο μεν δίκαιος +με τον σοφόν και με τον καλόν, ο δε άδικος με τον κακόν και τον +άσοφον. — Φαίνεται. — Αλλ' ημείς εσυμφωνήσαμεν ότι και ο ένας +και ο άλλος είναι τοιούτοι, όπως και εκείνοι με τους οποίους +ομοιάζουν. — Πράγματι εσυμφωνήσαμεν. — Νά λοιπόν που μας +απεδείχθη φως φανερά, ότι ο δίκαιος είναι σοφός και καλός, ενώ +ο άδικος αμαθής και κακός. + +Ο Θρασύμαχος ηναγκάσθη μεν να συμφωνήση εις όλα αυτά, όχι όμως +τόσον εύκολα όσον τα διηγούμαι εγώ τώρα, αλλά μόλις και μετά +βίας με το τράβ' απεδώ τράβ' απ' εκεί, ενώ έτρεχε ποτάμι ο +ιδρώς του, διότι ήτο και καλοκαίρι. Τότε τον είδα εγώ διά +πρώτην φοράν και να κοκκινίζη, πράγμα που δεν έπαθε ποτέ πριν. + +Αφού λοιπόν τοιουτοτρόπως εμείναμεν σύμφωνοι ότι η μεν +δικαιοσύνη είναι αρετή και σοφία, η δε αδικία κακία και +αμάθεια, — ας το θεωρήσωμεν τώρα αυτό λελυμένον ζήτημα, είπα· +ελέγαμεν όμως ακόμη ότι η αδικία είναι και πράγμα ισχυρόν· ή +δεν το ενθυμείσαι, Θρασύμαχε; — Το ενθυμούμαι, απήντησεν +εκείνος, αλλά δεν μου αρέσουν ουδέ αυτά που λέγεις τώρα· και μη +νομίζης ότι δεν έχω τι να ειπώ· αν θελήσω όμως να το κάμω, +ξεύρω καλά ότι θα μου ειπής πως δημηγορώ· ή λοιπόν άφησέ με να +ειπώ όσα θέλω, ή, εάν επιμένης να ερωτάς, ερώτα· και εγώ θα +περιορισθώ να λέγω, καλά, ας είναι, και να κουνώ το κεφάλι μου, +όπως κάμνουν εις τις γρηές που διηγούνται παραμύθια. — Καθόλου +δεν το θέλω αυτό να γίνεται παρά τας πεποιθήσεις σου. — Διά να +μη σε δυσαρεστώ τουλάχιστον, αφού δεν με αφήνεις να ομιλήσω· τι +άλλο θέλεις να σου κάμω παραπάνω; — Τίποτε άλλο, μα την +αλήθειαν μόνον, αν θέλης να κάμης αυτό που σου λέγω, κάμε το· +και εγώ θα σε ερωτώ. — Ερώτα λοιπόν. + + — Αυτό λοιπόν σε ερωτώ πάλιν, διά να εξακολουθήσωμεν την +συνέχειαν της συζητήσεώς μας: τι πράγμα είναι η δικαιοσύνη εν +σχέσει προς την αδικίαν; διότι έλεγες, μου φαίνεται, ότι η +αδικία θα είναι τάχα και ισχυρότερον και δυνατώτερον πράγμα από +την δικαιοσύνην ενώ τώρα, αφού είπαμεν ότι η δικαιοσύνη είναι +αρετή και σοφία, εύκολα θα καταδειχθή ότι είναι και ισχυρότερον +πράγμα η δικαιοσύνη από την αδικίαν, αφού αυτή είναι αμάθεια· +και κανείς δεν είναι που να μη το παραδεχθή αυτό. Εγώ όμως δεν +επιθυμώ να αρκεσθώ έτσι απλώς εις αυτό, αλλ' ας κάμωμεν και ένα +άλλον συλλογισμόν: Δεν παραδέχεσαι ότι υπάρχουν πόλεις άδικοι, +αι οποίαι επιβουλεύονται αδίκως την ελευθερίαν άλλων πόλεων, +και κατορθώνουν μάλιστα και τας υποδουλώνουν και τας κάμνουν +υποχειρίους των; — Πώς όχι; είπε· και αυτό μάλιστα το +κατορθώνει μόνον η αρίστη και που είναι εις τον τελειότατον +βαθμόν άδικος. — Το καταλαμβάνω ότι είναι η ιδική σου η +πεποίθησις αυτή. Εγώ όμως εξετάζω το ζήτημα κατ' αυτόν τον +τρόπον εάν δηλαδή η πόλις η οποία καθυποτάσσει μίαν άλλην, άνευ +δικαιοσύνης αποκτά αυτήν την δύναμιν, ή κατ' ανάγκην μετά της +δικαιοσύνης; — Εάν μεν, όπως παρεδέχθης εσύ, η δικαιοσύνη είναι +σοφία, τότε κατ' ανάγκην μετά της δικαιοσύνης· εάν όμως το +πράγμα είναι όπως το έλεγα εγώ, τότε μετά της αδικίας. — Είμαι +πολύ ενθουσιασμένος, Θρασύμαχε, ότι δεν περιορίζεσαι μόνον να +κινής την κεφαλήν σου, αλλά δίδεις και πολύ καλάς αποκρίσεις. — +Διότι δεν θέλω να σε δυσαρεστήσω. + + — Πολύ καλά κάνεις, του απήντησα. Αλλά κάμε μου ακόμη και +αυτήν την χάριν και λέγε μου· νομίζεις ότι μία πόλις, ή ένα +στράτευμα, ή μία συμμορία ληστών ή κλεπτών, ή οιαδήποτε άλλη +ομάς από εκείνας που αναλαμβάνουν από κοινού μίαν άδικον +επιχείρησιν, θα ημπορούσαν ποτέ να κατορθώσουν τίποτε, εάν τα +μέλη που την αποτελούν εφέροντο αδίκως μεταξύ των; — Όχι +βέβαια. — Ενώ, εάν εφέροντο δικαίως, δεν θα επετύχαιναν +περισσότερον; — Και πολύ μάλιστα. — Διότι βέβαια, Θρασύμαχε, η +αδικία γεννά μίση και διχονοίας και πολέμους μεταξύ των, ενώ η +δικαιοσύνη ομόνοιαν και αγάπην δεν είναι έτσι; — Ας το +παραδεχθώ, είπε, διά να μη φιλονεικώ μαζί σου. — Και καλά +κάνεις, φίλε μου· λέγε μου τώρα: αφού αυτό είναι το έργον της +αδικίας, να γεννά μίση και διχονοίας όπου εισχωρήση, δεν θα έχη +τα αυτά αποτελέσματα και όπου παρουσιάζεται εν γένει μεταξύ των +ανθρώπων, είτε δούλων είτε ελευθέρων, και δεν θα καθιστά, +αδύνατον πάσαν από κοινού επιχείρησίν των; — Και πολύ μάλιστα. +— Τι δε; εάν παρουσιασθή μεταξύ δύο ανθρώπων, δεν θα +αναπτυχθούν μεταξύ των έριδες και διαφοραί και μίση, και δεν θα +γίνουν εχθροί ο ένας με τον άλλον, όπως είναι και με τους +δικαίους; — Θα γίνουν. — Και εάν τέλος την δεχθώμεν υπάρχουσαν +εις ένα μόνον άνθρωπον, μήπως θα χάση τάχα αυτήν την ιδιότητα +που έχει, ή και πάλιν θα την διατηρήση; — Ας ειπούμεν ότι θα +την διατηρήση. + + — Τοιαύτη λοιπόν επομένως φαίνεται ότι είναι η φύσις της +αδικίας, ώστε, όπου παρουσιάζεται, είτε εις πόλιν, είτε εις +στρατόπεδον, είτε εις οιονδήποτε άλλο άθροισμα ανθρώπων, πρώτον +μεν να το καθιστά ανίκανον να αναλάβη καμμίαν επιχείρησιν ένεκα +των διχονοιών και των ερίδων τας οποίας γεννά, έπειτα δε του +αναπτύσσει την έχθραν και προς τον εαυτόν του, και προς κάθε τι +που δεν είναι όμοιόν του και προς το δίκαιον δεν είναι έτσι; — +Μάλιστα. + + — Και εις ένα λοιπόν μόνον, είπαμεν, όταν ενυπάρχη, τα αυτά θα +έχη αποτελέσματα, σύμφωνα με την φύσιν της· πρώτον μεν θα τον +καταστήση ανίκανον διά κάθε επιχείρησιν, διότι θα ευρίσκεται +πάντα εις διάστασιν και διχογνωμίαν με τον εαυτόν του· έπειτα +θα τον κάμη εχθρόν και με τον εαυτόν του και με τους δικαίους· +ναι ή όχι; — Ναι. — Οι θεοί όμως, φίλε μου, παραδέχεσαι βέβαια +ότι είναι δίκαιοι. — Ας το παραδεχθώμεν. — Και με τους θεούς +επομένως εχθρός θα είναι ο άδικος, ενώ ο δίκαιος θα είναι φίλος +των. + + — Χόρταινε όλην την ηδονήν της συζητήσεως, είπε τότε ο +Θρασύμαχος, χωρίς κανένα φόβον· διότι εγώ τουλάχιστον δεν εννοώ +να σου την διακόψω, μήπως και τα χαλάσω με αυτούς. — +Εξακολούθησε λοιπόν να δεικνύης αυτήν σου την συγκατάβασιν και +εις τα επίλοιπα, και απάντα μου όπως το έκαμνες, έως τώρα. +Είδομεν ότι οι δίκαιοι φαίνονται και σοφώτεροι και ικανώτεροι +και δυνατώτεροι, εις ό,τι πράττουν, από τους αδίκους· οι δε +άδικοι απεναντίας ουδέ να αναλάβουν καμμίαν κοινήν επιχείρησιν +με άλλους είναι ικανοί· και όταν όμως ακόμη παραδεχώμεθα ότι θα +ημπορούσαν να φέρουν εις πέρας μίαν κοινήν επιχείρησιν +επιτυχώς, και πάλιν λέγω ότι δεν θα ήτο αληθινόν αυτό· διότι +εάν ήσαν πράγματι όλως διόλου άδικοι, δεν θα ήτο δυνατόν να μη +στραφούν ο ένας εναντίον του άλλου· αλλά είναι πρόδηλον ότι θα +έμενεν ακόμη μέσα των κάποιο ίχνος δικαιοσύνης, η οποία θα τους +ημπόδιζε τουλάχιστον να αδικούνται και μεταξύ των, καθ' όν +χρόνον επεχείρουν να αδικήσουν κάποιους άλλους· και μόνον κατ' +αυτόν τον τρόπον θα κατώρθωσαν, εάν κατώρθωσαν τίποτε, εις μίαν +άδικον επιχείρησιν που ανέλαβαν, διότι δεν θα ήσαν εξ ολοκλήρου +ίσως αλλά μόνον εξ ημισείας κυριευμένοι από την αδικίαν· επειδή +οι παμπόνηροι και τελείως άδικοι είναι και τελείως ανίκανοι να +κατορθώσουν τίποτε. Τοιουτοτρόπως εγώ αντιλαμβάνομαι τα +πράγματα, και όχι όπως τα έθεσες εσύ κατά πρώτον. Μας +υπολείπεται να εξετάσωμεν, το οποίον το αφήσαμεν και +τελευταίον, αν ζουν και καλύτερα οι δίκαιοι από τους αδίκους +και εάν είναι ευτυχέστεροι. Και ναι μεν, αυτό είναι φανερόν και +αυταπόδεικτον, όπως νομίζω, και εξ όσων είπαμεν μέχρι τούδε· ας +το εξετάσωμεν όμως και καλύτερα. — Εξέτασέ το λοιπόν, μου +είπεν. + + — Αυτό κάμνω τώρα· παραδέχεσαι, σε ερωτώ, ότι ο ίππος έχει +κάποιο ωρισμένον έργον; — Έχει. — Και τούτο μόνον παραδέχεσαι +ότι είναι έργον του ίππου, ή και οιουδήποτε άλλου ζώου, το +οποίον θα ηδύνατο να εκτελεσθή ή υπ' αυτού, ή τουλάχιστον υπό +μόνου αυτού καλύτερα; — Δεν σε εννοώ. Νά, παραδείγματος χάριν· +ημπορείς να ίδης αλλέως παρά με τους οφθαλμούς; — Δεν ημπορώ +βέβαια. — Και να ακούσης αλλέως παρά με τα ώτα σου; — Ούτε. — +Ώστε δυνάμεθα να είπωμεν δικαίως ότι αυτό είναι το έργον των. — +Μάλιστα. — Τι δε; θα ημπορούσες να κλαδεύσης ένα κλήμα ή με το +μαχαίρι, ή με το σμιλάρι ή με πολλά άλλα τέτοια εργαλεία; — Και +πώς όχι; — Αλλά με κανένα άλλο, νομίζω, ότι δεν θα το έκαμνες +τόσον καλά, όσον με το δρέπανον, το οποίον επίτηδες +κατεσκευάσθη προς τον σκοπόν τούτον. — Είναι αλήθεια αυτό που +λέγεις. — Δεν θα είπωμεν λοιπόν ότι αυτό είναι το αποκλειστικόν +του έργον; — Ναι, θα το ειπούμεν. + + — Τώρα λοιπόν, υποθέτω, θα ενόησες καλύτερα αυτό που σε +ηρώτησα πριν, εάν δηλαδή δεν είναι έργον εκάστου πράγματος +εκείνο το οποίον ή μόνον αυτό ημπορεί να εκτελέση, ή +τουλάχιστον καλύτερα από κάθε άλλο. — Αλλά ναι, τώρα σε εννοώ· +και αυτό παραδέχομαι πως είναι το έργον εκάστου πράγματος. — +Πολύ καλά. Λοιπόν παραδέχεσαι ακόμη ότι έχει και μίαν +ιδιάζουσαν αρετήν κάθε πράγμα, εις το οποίον είναι ανατεθειμένη +μία λειτουργία; και ας επανέλθωμεν εις τα ίδια παραδείγματα. +Είπομεν ότι οι οφθαλμοί έχουν μίαν ωρισμένην λειτουργίαν· έχουν +λοιπόν και μίαν αρετήν, η οποία προσιδιάζει εις αυτούς μόνον; — +Έχουν. — Επίσης τα ώτα; — Και αυτά. — Και όλα τα άλλα πράγματα +κατ' αυτόν τον τρόπον; — Επίσης. + + — Στάσου τώρα μίαν στιγμήν· θα ημπορούσαν ποτέ οι οφθαλμοί να +εκτελέσουν καλά το έργον των, εάν δεν είχαν την προσιδιάζουσαν +εις αυτούς αρετήν, αλλά την αντίθετον κακίαν; — Και πώς είναι +δυνατόν; δηλαδή εννοείς, εάν είχαν τάχα τυφλότητα αντί της +ικανότητος του οράν; — Οιαδήποτε και αν ήτο η αρετή των· διότι +δεν είναι αυτό που θέλω τώρα να μάθω, αλλ' αν με την ιδιάζουσαν +αρετήν του εκτελή ένα πράγμα καλώς το έργον του, με την +αντίθετον δε κακίαν κακώς. — Είναι βέβαια έτσι όπως το λέγεις. +— Λοιπόν και τα ώτα, εάν στερηθούν την αρετήν που τους +προσιδιάζει, δεν θα κάμουν καλά το έργον που έχουν να κάμουν. — +Πράγματι, όχι. — Τοιουτοτρόπως και όλα τα άλλα, δεν ημπορούμεν +να τα θέσωμεν εις την αυτήν κατηγορίαν; — Μου φαίνεται. + + — Έλα λοιπόν τώρα και ακολούθησε αυτόν τον συλλογισμόν: Έχει +τάχα και η ψυχή κανέν ωρισμένον έργον, το οποίον με κανένα άλλο +πράγμα δεν θα ημπορούσες να εκτελέσης; παραδείγματος χάριν, το +να σκεπτώμεθα, το να κυβερνώμεν, το να αποφασίζωμεν, θα +ημπορούσαμεν δικαίως να τα αποδώσωμεν εις αυτήν και να λέγωμεν +ότι αυτά είναι το έργον της; — Μάλιστα, είπεν. — Ώστε +παραδεχόμεθα ότι και η ψυχή έχει μίαν αρετήν, η οποία της +προσιδιάζει; — Το παραδεχόμεθα. — Ημπορεί λοιπόν ποτε, +Θρασύμαχε, η ψυχή να εκτελέση καλώς τα έργα της, εάν στερήται +την προσιδιάζουσαν εις αυτήν αρετήν; — Αδύνατον. — Κατ' ανάγκην +λοιπόν η κακή ψυχή και κακώς θα σκέπτεται και κακώς θα κυβερνά, +ενώ απεναντίας η καλή ψυχή όλα αυτά θα εκτελή καλώς. — Ανάγκη +πάσα. — Δεν παρεδέχθημεν όμως ότι η αρετή της ψυχής είναι η +δικαιοσύνη, η δε κακία της η αδικία; — Αι ναι, το παρεδέχθημεν. +— Η δικαία λοιπόν ψυχή και ο δίκαιος άνθρωπος θα ζη καλά, το +εναντίον δε ο άδικος. — Φαίνεται, είπε, συμφώνως με αυτά που +λέγεις. — Αλλά εκείνος που ζη καλά, είναι ευτυχής και ευδαίμων, +τουναντίον δε εκείνος που ζη κακά. — Πώς όχι; — Λοιπόν ο μεν +δίκαιος είναι ευτυχής, ο δε άδικος άθλιος και δυστυχής. — Ας +είναι κ' έτσι. — Αλλ' όμως δεν τον ωφελεί βέβαια κανένα να +είναι δυστυχής; — Όχι, εννοείται. — Και επομένως, ευλογημένε +μου Θρασύμαχε, ουδέποτε η αδικία είναι ωφελιμώτερον πράγμα από +την δικαιοσύνην. — Πάρε την τώρα, Σωκράτη, αυτήν την συζήτησιν +ως συμπόσιον το οποίον σου παρετέθη διά την σημερινήν εορτήν +των Βενδιδείων (1). — Και το χρεωστώ εις εσένα, Θρασύμαχε, +διότι παρήτησες εκείνην την αγριότητα που μου έδειξες κατ' +αρχάς, και έγινες τόσον ήμερος . . . Δεν ήτο όμως και τελεία, +όπως θα την ήθελα, η εστίασις· όχι από φταίξιμον ιδικόν σου, +αλλά από ιδικόν μου μάλλον· επειδή την έπαθα όπως οι +κοιλιόδουλοι, οι οποίοι πέφτουν επάνω αρπακτικά εις το κάθε +νέον φαγητόν που σερβίρεται, πριν να απολαύσουν οπωσδήποτε το +προηγούμενον έτσι κ' εγώ, πριν να ευρούμεν εκείνο που +εσυζητούσαμεν πρώτον, &τι πράγμα δηλαδή είναι η δικαιοσύνη&, το +παρήτησα αυτό εις την μέσην και εβάλθηκα να εξετάζω εάν είναι +κακία ή αμάθεια, ή σοφία ή αρετή· και επειδή έτυχε ύστερα να +παρεμπέση άλλος λόγος, ότι η αδικία είναι ωφελιμώτερον πράγμα +από την δικαιοσύνην, δεν ημπόρεσα να συγκρατήσω τον εαυτόν μου +και να μην περάσω από τον πρώτον εις αυτόν τον άλλον. Ώστε εις +το τέλος κατήντησα να μη μάθω τίποτε από αυτήν την συζήτησιν +διότι, όταν δεν γνωρίζω, ποία είναι &αυτή η ουσία της +δικαιοσύνης&, πώς θα ημπορώ να ηξεύρω αν είναι αρετή, είτε όχι, +και αν είναι ευτυχής εκείνος που την έχει, ή το εναντίον. + +&ΒΙΒΛΙΟΝ Β'.& + +Και εγώ μεν λοιπόν, αφού είπα αυτά, επίστευσα ότι είχα γλυτώση +πλέον από την συζήτησιν· ήτο όμως, καθώς φαίνεται, το προοίμιον +μόνον αυτό· διότι ο Γλαύκων, ο οποίος πάντοτε και εις όλας τας +περιστάσεις είναι πραγματικώς ανδρειότατος, δεν του εκαλοφάνη +που κατέθεσε τότε τα όπλα ο Θρασύμαχος, αλλά, λαμβάνων τον +λόγον — Θέλεις, είπε, Σωκράτη, να φαίνεται πως μας έπεισες ότι +κατά πάντα τρόπον είναι προτιμότερον η δικαιοσύνη από την +αδικίαν, ή θέλεις και πραγματικώς να μας πείσης; — Αυτό βέβαια +θα επροτιμούσα και εγώ, αν ήτο εις την εξουσίαν μου. + + — Δεν κάμνεις λοιπόν τότε εκείνο το οποίον θέλεις· διότι, λέγε +μου· παραδέχεσαι ότι υπάρχει ένα είδος αγαθών, τα οποία θα +ηυχόμεθα να έχωμεν, αποβλέποντες όχι εις τα αποτελέσματά των, +αλλ' απλώς και μόνον δι' αυτά τα ίδια; όπως παραδείγματος +χάριν, η χαρά και αι αβλαβείς ηδοναί και που καμμίαν άλλην +συνέπειαν δεν έχουν κατόπιν, παρά μόνον μας δίδουν την +ευχαρίστησιν να τας απολαμβάνωμεν. — Μάλιστα υπάρχει ένα +τοιούτον είδος αγαθών. — Δεν υπάρχει και ένα άλλο, το οποίον +αγαπώμεν και δι' αυτό το ίδιον και διά τα αποτελέσματά του; +όπως είναι η ευθυκρισία, η δράσις, η υγιεία, τα οποία +επιζητούμεν και διά τους δύο αυτούς λόγους. — Μάλιστα. — Δεν +βλέπεις δε και ένα τρίτον είδος αγαθών, όπως είναι η εκγύμνασις +του σώματος, η διά της σκληραγωγίας θεραπεία αυτού, η εξάσκησις +της ιατρικής και κάθε άλλου προσοδοφόρου επαγγέλματος; διότι +αυτά είναι μεν κοπιαστικά, μας ωφελούν όμως, και τα επιζητούμεν +όχι δι' αυτά τα ίδια, αλλά διά τα κέρδη και τας άλλας ωφελείας +που μας παρέχουν. — Πράγματι υπάρχει και αυτό το τρίτον είδος +των αγαθών. Αλλά προς τι αυταί αι ερωτήσεις; — Εις ποίον από +αυτά τα είδη κατατάσσεις την δικαιοσύνην; — Εγώ; εις το +καλύτερον βέβαια από τα τρία, εις εκείνα δηλαδή τα αγαθά, που +πρέπει να τα επιζητούν και δι' αυτά τα ίδια και διά τα +αποτελέσματά των, όσοι θέλουν να είναι πραγματικώς ευτυχείς. — +Δεν το νομίζει όμως έτσι και ο κόσμος, αλλά κατατάσσουν την +δικαιοσύνην εις τα κοπιαστικά αγαθά, τα οποία μόνον διά τα +κέρδη και διά την δόξαν που παρέχουν ημπορεί κανείς να τα +επιζητή, και που πρέπει να τα αποφεύγη αυτά καθ' εαυτά, επειδή +είναι αληθώς αφόρητα. + + — Το γνωρίζω, είπα εγώ, ότι αυτή είναι η ιδέα του κόσμου, και +δι' αυτό και ο Θρασύμαχος της έψαλε πριν τον εξάψαλμον της +δικαιοσύνης· εγώ όμως φαίνεται να είμαι βαρυκέφαλος. — Στάσου +λοιπόν να ιδούμεν, εάν θα επιμένης εις την γνώμην σου, αφού +ακούσης και εμένα· διότι ο Θρασύμαχος, μου φαίνεται πως τον +εγήτεψες πολύ γρήγορα σαν το φείδι· εγώ όμως, δεν μου εγέμισαν +το κεφάλι όσα είπετε διά την δικαιοσύνην και την αδικίαν· +επιθυμώ να ακούσω ποία είναι η φύσις του καθενός, ποίαν δύναμιν +έχουν καθ' εαυτά όταν ενυπάρχουν εις την ψυχήν, ανεξαρτήτως από +τας ωφελείας και τα αποτελέσματα, που ημπορεί να έχουν. Ιδού +λοιπόν πώς εννοώ να επιληφθώ του ζητήματος, εάν μου το +επιτρέπης. Θα αρχίσω εκ νέου τον λόγον του Θρασυμάχου, και +πρώτον μεν θα ειπώ τι πράγμα είναι η δικαιοσύνη κατά την κοινήν +αντίληψιν του κόσμου και ποία είναι η αρχή της· έπειτα θα +αποδείξω, ότι όλοι όσοι την εξασκούν το κάμνουν κατ' ανάγκην +και όχι διότι είναι πράγμα καλόν· τρίτον, ότι έχουν πολύ +δίκαιον να φρονούν τοιουτοτρόπως, διότι είναι πολύ προτιμότερος +ο βίος του αδίκου από του δικαίου, καθώς τουλάχιστον λέγουν· +εγώ ίσως και να μην το παραδέχωμαι αυτό· δεν ηξεύρω όμως και +καλά καλά τι να αποφασίσω, καθώς μου έχουν γεμίση τα αυτιά ο +Θρασύμαχος και χίλιοι άλλοι επαναλαμβάνοντες τα ίδια, ενώ +κανένα ακόμη δεν ήκουσα να αναλαμβάνη, καθώς θα ήθελα, την +υπεράσπισιν της δικαιοσύνης, διά να αποδείξη ότι είναι +προτιμοτέρα της αδικίας· και θα ήθελα να την ήκουα να +εγκωμιάζεται διά τον εαυτόν της μόνον· και να σου ειπώ, από +σένα είναι που περιμένω ν' ακούσω αυτό το εγκώμιον· διά τούτο +και εγώ θέλω να εκταθώ εις τον έπαινον του αδίκου βίου, διά να +σου υποδείξω πώς εννοώ και εγώ να ακούσω από σένα την +κατηγορίαν μεν της αδικίας, τον πανηγυρικόν δε της δικαιοσύνης. +Από σένα τώρα εξαρτάται να συμμορφωθής με την επιθυμίαν μου. — +Με όλην μου την ευχαρίστησιν· διότι διά ποιον άλλο πράγμα θα +επροτιμούσε ένας άνθρωπος με νουν να ομιλή και να ακούη +συχνότερα; + + — Πολύ λαμπρά λέγεις. Άκουε λοιπόν τώρα εκείνο το πρώτον που +έλεγα πως θα ειπώ, ποία είναι η φύσις και ποία είναι η αρχή της +δικαιοσύνης· το να αδική κανείς, λέγουν, είναι καλόν πράγμα, +ενώ το να αδικήται είναι κακόν, και μάλιστα πολύ περισσότερον +κακόν από ό,τι είναι καλόν το να αδική. Ώστε οι άνθρωποι, αφού +εδοκίμασαν και τα δύο αδικούντες και αδικούμενοι μεταξύ των, +όσοι δεν είχον την δύναμιν ούτε ν' αποκρούσουν τας αδικίας των +άλλων, ούτε οι ίδιοι να αδικούν, εσκέφθησαν ότι τους είναι +συμφερώτερον να συμφωνήσουν μεταξύ των μήτε να αδικούν μήτε να +αδικούνται· και από τότε άρχισαν να βάζουν νόμους και να +κάμνουν συμβάσεις μεταξύ των και ωνόμασαν δίκαιον και νόμιμον +εκείνα που διατάσσει ο νόμος· και αυτό είναι η γένεσις και η +ουσία της δικαιοσύνης, η οποία είναι το μέσον μεταξύ του +καλυτέρου πράγματος, δηλαδή να αδική κανείς ατιμωρητί, και του +χειροτέρου, δηλαδή να μην έχη κανείς την δύναμιν να εκδικήται +αδικούμενος, το δίκαιον λοιπόν, το οποίον κείται εις το μέσον +αμφοτέρων τούτων, τιμάται όχι διότι είναι αγαθόν καθ' εαυτό, +αλλά διότι η αδυναμία πολλών να αδικούν το κάμνει να το θεωρούν +τοιούτο· διότι ένας που ημπορεί να το κάμνη και είναι άνδρας +πραγματικώς, είναι αδύνατον να έλθη με κανένα εις τοιούτον +συμβιβασμόν, ώστε μήτε να αδική μήτε να αδικήται· διότι θα ήτο +τρέλλα αυτό εκ μέρους του. Αυτή λοιπόν είναι, Σωκράτη, η φύσις +της δικαιοσύνης, και αυτά είναι τα στοιχεία από τα οποία, καθώς +είπαμεν, προήλθεν. + +Και διά να εννοήσωμεν ακόμη καλύτερα, ότι και όσοι εξασκούν την +δικαιοσύνην από αδυναμίαν των, επειδή δεν είναι ικανοί να +αδικούν, το κάμνουν όχι με ευχαρίστησίν των, ας κάμωμεν την +εξής υπόθεσιν: δίδομεν και εις τους δύο, και εις τον δίκαιον +και εις τον άδικον, εξουσίαν να κάμουν ό,τι θέλουν, και ημείς +τους παρακολουθούμεν διά να ίδωμεν πού θα οδηγήση τον καθένα η +επιθυμία του· είναι αδύνατον να μη συλλάβωμεν επ' αυτοφώρω τον +δίκαιον να βαδίζη επί τα ίχνη του αδίκου, απ' την φυσικήν +πλεονεξίαν την οποίαν επιδιώκει μεν πας άνθρωπος, εξαναγκάζεται +όμως διά της βίας του νόμου να σέβεται την ισότητα· και να +είναι μάλιστα η εξουσία, που λέγω να τους δώσωμεν, τέτοια, όπως +ήτο η δύναμις που έλαβε, λέγουν, μίαν φοράν ο Γύγης ο πρόγονος +του Λυδού· διηγούνται δηλαδή ότι αυτός ήτο ποιμήν εις την +υπηρεσίαν του τότε βασιλέως της Λυδίας, και ότι μίαν φοράν +κατόπιν μεγάλης βροχής και σεισμού, ο οποίος επηκολούθησεν, +ερράγισεν η γη και εσχημάτισεν ένα χάσμα εις το μέρος ακριβώς +που έβοσκεν· αυτός από περιέργειαν κατέβηκε μέσα, όπου βλέπει, +καθώς διηγούνται, και άλλα θαυμαστά πράγματα και ένα χάλκινον +ίππον, που είχεν εις τας πλευράς του κάτι παραθυράκια· σκύφτει +λοιπόν από αυτά και βλέπει μέσα ένα νεκρόν, καθώς εφαίνετο, +αλλά πολύ μεγαλύτερον από τους κοινούς ανθρώπους, και ο οποίος +τίποτε άλλο δεν εφορούσε, παρά μόνον ένα χρυσό δακτυλίδι εις το +χέρι· του το παίρνει λοιπόν από το δάκτυλον και βγαίνει έξω. +Όταν κατόπιν μετά μερικάς ημέρας συνηθροίσθησαν οι ποιμένες, +όπως εσυνήθιζαν κάθε μήνα, διά να αναφέρουν εις τον βασιλέα διά +την κατάστασιν των ποιμνίων, ήλθε και εκείνος με το δακτυλίδι +εις το χέρι· καθώς λοιπόν εκάθητο με τους άλλους έτυχε να +στρέψη την πέτραν του δακτυλιδιού από το μέσα μέρος· και αμέσως +έγινεν άφαντος εις τους άλλους που ευρίσκοντο εκεί και ήρχισαν +να ομιλούν δι' αυτόν ως να είχε φύγη και να μην ήτο εμπρός· +εκείνος παρεξενεύθη και ψηλαφητά έστρεψε πάλιν το δακτυλίδι +προς το έξω μέρος και αμέσως έγινε φανερός· αφού λοιπόν ενόησε +τι συμβαίνει, ηθέλησε να βεβαιωθή με επανειλημμένας δοκιμάς, +εάν έχη αυτήν την δύναμιν το δακτυλίδι, όταν το στρέψη προς τα +μέσα να χάνεται από τα μάτια των άλλων, και όταν προς τα έξω να +παρουσιάζεται πάλιν· αφού το εβεβαιώθη ενήργησε να σταλή και +αυτός με τους άλλους ποιμένας οι οποίοι επρόκειτο να δώσουν +τους λογαριασμούς εις τον βασιλέα· έρχεται πραγματικώς, +κατορθώνει και τα ψήνει με την βασίλισσαν, φονεύουν οι δύο των +μαζί τον βασιλέα και λαμβάνει αυτός τον θρόνον. + +Εάν λοιπόν υπήρχον δύο τέτοια δακτυλίδια και εφορούσε το ένα ο +δίκαιος και το άλλο ο άδικος, κανείς δεν θα ευρίσκετο +χαρακτήρος τόσον αδαμαντίνου, ώστε να διατηρηθή εις την +δικαιοσύνην και να έχη την γενναιότητα να κρατήση το χέρι του +και να μη εγγίση το δίκαιον του άλλου· ενώ θα είχε την εξουσίαν +και από την αγοράν να παίρνη χωρίς φόβον ό,τι θα ήθελε και μέσα +εις τα ξένα σπίτια να εισέρχεται και να κάνη ό,τι θέλει, και να +φονεύη τον ένα, και να λυτρώνη τον άλλον από τα σίδερα και να +έχη πραγματικώς ισόθεον δύναμιν μεταξύ των ανθρώπων· και εν +γένει τίποτε διαφορετικόν δεν θα έκαμνεν από τον άλλον, τον +άδικον, αλλά και οι δύο τον ίδιον δρόμον θα έπαιρναν· τίποτε +λοιπόν δεν ημπορούσε να αποδείξη καλύτερα από αυτό το +παράδειγμα, ότι κανείς δεν είναι δίκαιος με ευχαρίστησίν του, +αλλά από ανάγκην, επειδή δεν είναι πράγμα αγαθόν καθ' εαυτό, +και όπου κανείς νομίζει ότι είναι ικανός να αδικήση το κάμνει· +διότι πας άνθρωπος πιστεύει, και δικαίως, όπως θα είπουν οι +παραδεχόμενοι τον λόγον τούτον, ότι πολύ περισσότερον τον +ωφελεί η αδικία από την δικαιοσύνην· και εάν κανείς, όστις θα +ελάμβανε τοιαύτην εξουσίαν, δεν θα ήθελέ ποτε να αδικήση μηδέ +να βάλη χέρι εις ξένον πράγμα, αθλιώτατος και ανοητότατος θα +εθεωρείτο από εκείνους που έχουν κρίσιν· το πολύ, να τον +επαινούν εις τα φανερά και να γελούν έτσι ο ένας τον άλλον, από +φόβον μήπως αδικηθούν και οι ίδιοι. + +Όσον αφορά τώρα τον βίον των δύο τούτων ανθρώπων, διά τους +οποίους ομιλούμεν, θα είμεθα εις θέσιν να εκφέρωμεν ορθήν την +κρίσιν μας, εάν πάρωμεν και εξετάσωμεν χωριστά ένα δικαιότατον +και ένα αδικώτατον· αλλέως, όχι· και πώς θα το κάμωμεν αυτό; ως +εξής· τίποτε να μη αφαιρέσωμεν του αδίκου από την αδικίαν του, +μήτε του δικαίου από την δικαιοσύνην του, αλλά να λάβωμεν και +τον ένα και τον άλλον τέλειον εις το είδος του βίου που +ακολουθεί· πρώτον μεν ο άδικος, όπως ένας τελειότατος +κυβερνήτης παραδείγματος χάριν ή ένας περιφημότατος ιατρός, ο +οποίος μ' ένα βλέμμα αντιλαμβάνεται αμέσως ποία είναι τα δυνατά +και ποία είναι τα αδύνατα εις την τέχνην του και εκείνα μεν τα +επιχειρίζεται, παραιτείται δε από τα άλλα, ακόμη δε και εάν +υποπέση καμμίαν φοράν εις κανένα λάθος, είναι εις θέσιν να το +επανορθώση — τοιουτοτρόπως, λέγω, και ο άδικος πρέπει με τόσην +δεξιότητα να διεξάγη τας αδίκους επιχειρήσεις του, ώστε να +είναι αδύνατον να φωραθή· και εάν αφήση να τον πιάσουν, δεν θα +είναι πλέον ο τέλειος άδικος, που τον εδέχθημεν, αλλ' άξιος +πάσης περιφρονήσεως· επειδή το άκρον άωτον της αδικίας είναι να +θεωρήται κανείς δίκαιος χωρίς να είναι· ας δώσωμεν λοιπόν εις +τον τελείως άδικον την τελειοτάτην αδικίαν, και να μην του +αφαιρέσωμεν, αλλ' ας του αφήσωμεν ώστε, αν και διαπράττων τας +μεγίστας αδικίας, να αποκτήση την μεγίστην υπόληψιν ανθρώπου +δικαίου· και αν αποτύχη κάπου, να είναι ικανός να επανορθώση το +λάθος του, να έχη δε αρκετήν ευγλωττίαν ώστε να πείθη περί της +αθωότητός του τους δικαστάς, αν τύχη και οδηγηθή εμπρός των διά +τα αδικήματά του· και ακόμη, αν η χρεία το καλέση, και την βίαν +να ημπορέση να μεταχειρισθή, διότι και ο ίδιος θα έχη την +τόλμην και την δύναμιν, και φίλους και περιουσίαν θα έχη +παρασκευάση. + +Τώρα πλάγι εις αυτόν ας θέσωμεν, κατά την υπόθεσίν μας, τον +άλλον τον άνθρωπον, τον άκακον και ειλικρινή, ο οποίος, καθώς +λέγει και ο Αισχύλος, + + &θέλει να είναι κι' όχι να θεωρήται ανδρείος.& + +Ας του αφαιρέσωμεν λοιπόν το να θεωρήται δίκαιος· διότι, αν +περνά διά τέτοιος, θα τον φορτώνουν κατά συνέπειαν με δώρα και +με τιμάς· και δεν θα είμεθα πλέον βέβαιοι αν θα είναι τοιούτος +διά τα δώρα και τας τιμάς, ή από αγάπην της δικαιοσύνης· ας τον +απογυμνώσωμεν λοιπόν από όλα τα άλλα εκτός από την δικαιοσύνην +και ας τον κάμωμεν να είναι όλως διόλου το αντίθετον από +εκείνον τον πρώτον· τοιουτοτρόπως, χωρίς να έχη ποτέ κάμη την +παραμικροτέραν αδικίαν, ας θεωρείται πως είναι ο χειρότερος +κακούργος, διά να περάση η αρετή του από τας μεγίστας +δοκιμασίας δίχως να την επηρεάζη η κακή ιδέα του κόσμου και όσα +προέρχονται από αυτήν· και ας μην παρασαλεύση από τον δρόμον +του αυτόν μέχρι τάφου, θεωρούμενος καθ' όλην την ζωήν του +άδικος, ενώ αυτός ήτο δίκαιος. Κατ' αυτόν λοιπόν τον τρόπον +έχοντες υπ' όψιν μας τα δύο αυτά πρότυπα, της τελειοτάτης +δικαιοσύνης τον ένα και της τελειοτάτης αδικίας τον άλλον, θα +κρίνωμεν τίνος ο βίος είναι ευτυχέστερος. + + — Πω; πω; καλέ μου Γλαύκων, με πόσον μεγάλην ακρίβειαν και +τέχνην τους καθαρίζεις, ως να ήσαν αγάλματα, και τους δύο από +το κάθε τι, διά να υποβληθούν υπό την κρίσιν μας! + + — Όσον ημπορώ καλύτερα, είπε· και αφού τους ελάβαμεν +τοιούτους, δεν είναι καθόλου δύσκολον, φρονώ, να εκθέσωμεν την +ζωήν που περιμένει τον καθένα τους· μόνον σε παρακαλώ, Σωκράτη, +αν τα λέγω κάπως χονδρά, μην το παίρνης πως τα λέγω εγώ, αλλά +εκείνοι που προτιμούν την αδικίαν από την δικαιοσύνην· και +λοιπόν θα ειπούν αυτοί, ότι ο δίκαιός μας θα μαστιγωθή, θα +ριφθή εις τα σίδερα, θα τυφλωθή, και τελευταίον, αφού υποστή +όλα τα βασανιστήρια, θα ανασκολοπισθή κ' έτσι θα μάθη ότι δεν +είναι ανάγκη να θέλη να είναι κανείς δίκαιος, αλλά να θεωρήται +τοιούτος· και ο στίχος επομένως του Αισχύλου ορθότερον θα ήτο +να εφαρμόζεται διά τον άδικον· ούτος τωόντι, επειδή κυνηγά ένα +πράγμα, που έχει αληθινήν υπόστασιν και δεν ζη διά την υπόληψιν +του κόσμου, θέλει όχι να θεωρήται άδικος αλλά να είναι +τοιούτος, + +&βαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι, +που μέσαθέ του οι πάνσοφες βουλές βλασταίνουν.& + +Και εν πρώτοις, επειδή θα περνά διά δίκαιος, θα έχη τα ανώτατα +αξιώματα της πολιτείας, θα παίρνη γυναίκα απ' όποιο σπίτι +θέλει, θα αποκαθιστά κατ' αυτόν τον τρόπον και τα παιδιά του, +θα γίνεται μέτοχος εις όσας επιχειρήσεις θέλει, και εις όλα +αυτά θα βγαίνη πάντα κερδημένος, διότι βέβαια δεν θα +δυσκολεύεται διόλου να εκμεταλλεύεται τους άλλους κατά τον +αισχρότερον τρόπον και εις δικαστικούς αγώνας αν περιπλεχθή, +είτε ιδιωτικούς είτε δημοσίους, θα τα ξεκεφαλώση μια χαρά με +ζημίαν των αντιπάλων του και ωφέλειαν ιδικήν του· με την +μεγάλην περιουσίαν που θ' αποκτήση αφεύκτως με την +αισχροκέρδειάν του, θα είναι εις θέσιν τους φίλους του να +ευεργετή, τους εχθρούς του να βλάπτη, μεγαλοπρεπείς θυσίας και +πλούσια αφιερώματα να κάμνη εις τους θεούς, και να εξασφαλίζη +την εύνοιαν των θεών και όσων ανθρώπων θέλει πολύ ασφαλέστερα +και βεβαιότερα παρ' ό,τι ημπορεί να το κάμη ο δίκαιος· ώστε, +κατά φυσικόν λόγον, και πολύ θεοφιλέστερος του ανήκει να είναι +από τον δίκαιον. Τοιούτος λοιπόν βίος, λέγουν, έχει ετοιμασθή +και εκ μέρους των θεών και εκ μέρους των ανθρώπων διά τον +άδικον, πολύ βέβαια ευτυχέστερος από τον βίον του δικαίου. + +Αφού είπεν αυτά ο Γλαύκων, εγώ μεν κάτι είχα εις τον νουν μου +να του απαντήσω· αλλά ο αδελφός του ο Αδείμαντος, λαβών τον +λόγον, με ηρώτησε· — Νομίζεις, Σωκράτη, να έχη αναπτυχθή +επαρκώς το θέμα; — Και διατί όχι; — Εγώ λέγω ότι παρελείφθη +ακριβώς το ουσιωδέστερον. — Αι λοιπόν, όπως λέγει και η +παροιμία, αδελφός αδελφόν βοηθά· ώστε και συ, αν αυτός +παρέλειψε τίποτε, έλα εις βοήθειάν του· αν και αρκούν και όσα +είπε να με θέσουν, εμένα, εκτός μάχης και να με καταστήσουν +ανίκανον να υπερασπισθώ την δικαιοσύνην. — Άφηνέ τα αυτά, και +άκουε τώρα τι θα ειπώ και εγώ· διότι πρέπει να εξετάσωμεν το +ζήτημα και από την αντίθετον όψιν του και να ακούσωμεν και τα +επιχειρήματα εκείνων, οι οποίοι παίρνουν το μέρος της +δικαιοσύνης εναντίον της αδικίας, διά να καταδειχθή, σαφέστερον +εκείνο το οποίον μου φαίνεται πως ήθελεν ο Γλαύκων. + +Συνιστούν λοιπόν γενικώς και συμβουλεύουν οι πατέρες τα τέκνα +των και όλοι όσοι αναλαμβάνουν την φροντίδα της ανατροφής των +νέων, ότι πρέπει να είναι κανείς δίκαιος, όχι διότι με αυτό +θέλουν να επαινέσουν αυτήν την δικαιοσύνην, αλλά τας ωφελείας +που παρέχει· ούτως ώστε, όταν κατορθώση τις να θεωρήται +δίκαιος, να αποκτά με αυτήν την υπόληψιν αξιώματα και γάμους +και όλα όσα απηρίθμησε προ μικρού ο Γλαύκων ότι κερδίζει ο +άδικος· προχωρούν όμως και πάρα πέρα αυτοί, και προσθέτουν τα +άφθονα αγαθά τα οποία θα έχουν, εξασφαλίζοντες την ευμένειαν +των θεών, όπως λέγει και ο καλός μας Ησίοδος και ο Όμηρος· +διότι, κατά τον πρώτον, οι θεοί έκαμαν τις βελανιδιές διά τους +δικαίους, διά τους οποίους + + &έχει η κορφή τους τον καρπό κ' έχει ο κορμός μελίσσια + και μέσα στο παχύ μαλλί πνίγουνται οι προβατίνες,& + +και άλλα πολλά παρόμοια αγαθά· τα ίδια δε και ο δεύτερος· διότι +λέγει διά κάποιον ότι + + &σαν τον καλό τον βασιλιά που, σα θεός, μοιράζει + τη δικιοσύνη στους λαούς, η παχειά γη του φέρνει + σιτάρι και γεννήματα, πλήθιους καρπούς τα δέντρα, + πάντα φτουρούν οι στάνες του, ψάρια οι γιαλοί του βγάζουν.& + +Ο δε Μουσαίος και ο υιός του ακόμη γενναιότερα αγαθά υπόσχονται +εις τους δικαίους εκ μέρους των θεών· διότι αφού τους οδηγήσουν +μετά θάνατον εις τον Άδην, τους παρακαθίζουν εις το συμπόσιον +των ευσεβών, το οποίον παρασκευάζουν εκεί, και τους παριστάνουν +να περνούν όλον τον καιρόν των πίνοντες και διασκεδάζοντες +στεφανωμένοι, ως να ήτο η καλυτέρα αμοιβή διά την αρετήν των η +αιωνία μέθη. Άλλοι πάλιν ποιηταί δεν περιορίζουν έως εκεί μόνον +τας εκ μέρους των θεών αμοιβάς· διότι λέγουν ότι οι ευσεβείς +και οι εύορκοι αφήνουν οπίσω των παιδιά των παιδιών των και +γενεάς γενεών· με αυτά και άλλα τοιαύτα εγκωμιάζουν την +δικαιοσύνην· τους δε ασεβείς πάλιν και τους αδίκους τους χώνουν +εις τον Άδην μέσα εις μίαν λάσπην, ή τους αναγκάζουν να +κουβαλλούν νερό με το κόσκινον· και όσον είναι ακόμη εις την +ζωήν τους φορτώνουν με όλους τους εξευτελισμούς και τας +περιφρονήσεις και τους υποβάλλουν εις όλα τα βασανιστήρια, τα +οποία διεξετραγώδησεν ο Γλαύκων ότι υφίστανται εκείνοι, οι +οποίοι ενώ είναι δίκαιοι θεωρούνται άδικοι· αυτά λέγουν διά +τους αδίκους και άλλα δεν έχουν να προσθέσουν, αυτός δε είναι ο +έπαινος και η κατηγορία του δικαίου και του αδίκου. + +Εκτός όμως αυτών άκουσε τώρα, Σωκράτη, και ένα άλλο είδος λόγων +περί δικαιοσύνης και αδικίας, τους οποίους λέγουν και οι κοινοί +άνθρωποι και οι ποιηταί· όλοι δηλαδή με ένα στόμα κηρύττουν ότι +είναι μεν ωραίον πράγμα η σωφροσύνη και η δικαιοσύνη, δύσκολον +όμως και επίπονον· ενώ η αδικία και η ακολασία είναι μεν +ευχάριστα και δεν στοιχίζουν τίποτε να τα αποκτήση κανείς, +είναι όμως επονείδιστα μόνον κατά την ιδέαν του κόσμου και +επειδή έτσι το θέλει ο νόμος· ότι όμως είναι τα άδικα +ωφελιμώτερα από τα δίκαια κανείς, λέγουν, δεν ημπορεί να το +αρνηθή· και οι περισσότεροι δεν δυσκολεύονται να μακαρίζουν και +να τιμούν και κατ' ιδίαν και δημοσία τους φαύλους εκείνους που +έχουν τα πλούτη και την δύναμιν, ενώ απεναντίας ελεεινολογούν +και περιφρονούν τους άλλους, όταν τύχη να είναι αδύνατοι και +πτωχοί, όσον και αν παραδέχονται πως είναι καλύτεροι από τους +αδίκους· αλλ' απ' όλους αυτούς τους λόγους οι πλέον παράξενοι +είναι εκείνοι που λέγονται σχετικώς με τους θεούς και με την +αρετήν, ότι τάχα και οι ίδιοι οι θεοί παρέχουν πολλάκις όλα τα +κακά και τας δυστυχίας της ζωής εις τους εναρέτους ανθρώπους, +ενώ εις τους κακούς επιφυλάττουν την εναντίαν μοίραν· αφ' +ετέρου πάλιν γόητες και μάντεις, κρούοντες συχνάκις τας θύρας +των πλουσίων, τους πείθουν ότι έχουν την δύναμιν, κατά θείαν +παραχώρησιν, εάν υπέπεσαν εις καμμίαν αμαρτίαν ή αυτοί και οι +πρόγονοί των, να την εξιλεώνουν με θυσίας και με διαβάσματα, με +τελετάς και άλλα τοιαύτα· και αν θέλουν να βλάψουν κανένα +εχθρόν των, δίκαιον ή άδικον αδιάφορον, με μικράν δαπάνην +ημπορούν να το επιτύχουν, διότι αυτοί με μαγικούς εξορκισμούς +και με άλλας μαγγανείας καταφέρνουν ώστε να τους εξυπηρετούν οι +θεοί· όλων δε αυτών των λόγων μάρτυρας φέρουν πάλιν τους +ποιητάς, διά να αποδείξουν μεν πόσον εύκολον πράγμα είναι η +κακία, + + &γιατί μπορείς με το σακκί να πάρης την κακία + εύκολα· ίσια η στράτα της, δεν καίγεται δι' αλάργου + μα μπρος στην αρετή οι θεοί έχουν ιδρώτα βάλη& + +και ένα δρόμον μακρόν και ανηφορικόν· άλλοι δε φέρουν μάρτυρα +τον Όμηρον, ότι ημπορούν οι άνθρωποι να στρέψουν με το θέλημά +των τους θεούς, διότι και εκείνος είπεν ότι + + &και των θεών γυρνάει η γνώμη, + κι αυτούς μπορούν με προσευχές και ευπρόσδεκτες θυσίες + με κνίσσα και με τις σπονδές οι άνθρωποι να λυγίζουν + παρακαλόντας, αν κανείς καμμιά αμαρτία κάμη.& + +Ακόμη δε παρουσιάζουν ένα σωρόν βιβλία του Μουσαίου και του +Ορφέως — οι οποίοι, λέγουν, ότι κατάγονται από τας Μούσας και +από την Σελήνην — που περιέχουν τας ιεροτελεστίας αυτών των +θυσιών, και πείθουν όχι μόνον τους ιδιώτας αλλά και ολοκλήρους +πόλεις ακόμη ότι με θυσίας και με τερπνά παιγνίδια ημπορούν να +επιτύχουν τον εξαγνισμόν και την άφεσιν των αμαρτημάτων όχι +μόνον των ζωντανών αλλά και των αποθαμμένων· ονομάζουν δε +&τελετάς& όλα αυτά τα μέσα με τα οποία μας απαλλάττουν από τα +βασανιστήρια του άλλου κόσμου, που δεν θα τα διαφύγουν όσοι τας +παραμελούν. + +Όλα λοιπόν αυτά, αγαπητέ μου Σωκράτη, τα οποία λέγονται περί +της αρετής και της κακίας και περί της ιδέας την οποίαν έχουν +δι' αυτά οι θεοί και οι άνθρωποι, ποίαν εντύπωσιν νομίζεις ότι +θα έχουν επί της ψυχής των νέων, όσοι εκ φύσεως είναι +πεπροικισμένοι με την ικανότητα να ημπορούν να εξάγουν +συμπεράσματα εξ όσων ακούουν, εν σχέσει με αυτό το ζήτημα; +οποίος τις πρέπει να είναι ο άνθρωπος και ποίαν οδόν να +ακολουθήση διά να είναι ευτυχής εις την ζωήν του; Δεν είναι +πιθανόν ότι θα ειπή προς τον εαυτόν του εκείνο που λέγει ο +Πίνδαρος; + + &Ποίο δρόμο νακλουθήσω + για νανεβώ στον πύργο ψηλά και πιο ψηλά; + της δικιοσύνης τον ίσιο + ή τη λοξή γυροβολιά;& + +και αφού ανεβώ και κλεισθώ εκεί μέσα να διέλθω ασφαλής την ζωήν +μου; διότι απ' όλα όσα ακούω να λέγουν, τίποτε δεν θα με +ωφελήση να είμαι δίκαιος, αν δεν θεωρούμαι και τοιούτος, ζημίας +δε μόνον και βάσανα φανερά θα έχω· επειδή λοιπόν αρκεί να +θεωρήται μόνον κανείς δίκαιος, όπως με διαβεβαιούν οι σοφοί, +και αυτό είναι ανώτερον από την αλήθειαν και το μόνον που δίδει +εις τον άνθρωπον την ευτυχίαν, προς αυτό λοιπόν και εγώ θα +στραφώ εξ ολοκλήρου· θα περιβληθώ λοιπόν ολόγυρα μου με όλα τα +προσχήματα και την επίφασιν της αρετής και θα σέρνω από πίσω +μου την πονηράν εκείνην και πανούργον αλώπεκα, που λέγει ο +σοφώτατος Αρχίλοχος· θα μου ειπή ίσως κάποιος, ότι δεν είναι +εύκολον να είναι κανείς πάντα κακός χωρίς να τον πάρουν +είδησιν· ναι, αλλά και όλα τα μεγάλα πράγματα έχουν τας +δυσκολίας των, θα του απαντήσωμεν· και ό,τι και αν είναι, αν +θέλωμεν να ευτυχήσωμεν, ας πάρωμεν αυτόν τον δρόμον, του οποίου +τα ίχνη τα χαράζουν αυτοί οι λόγοι που ακούομεν· άλλως τε, διά +να μείνωμεν ασύλληπτοι, θα συγκεντρώσωμεν γύρω μας συντρόφους +και συνενόχους, υπάρχουν δε και διδάσκαλοι να μας μάθουν πώς να +εξαπατώμεν και τα πλήθη και τους δικαστάς με την τέχνην της +ρητορικής, και τοιουτοτρόπως, άλλοτε με την απάτην, άλλοτε με +την βίαν, θα κατορθώνωμεν να μένωμεν ατιμώρητοι διά τα +αδικήματά μας· ναι, τους θεούς όμως δεν ημπορούμεν ούτε να τους +διαφύγωμεν ούτε να τους εκβιάσωμεν· αλλ' αν δεν υπάρχουν θεοί, +ή εάν δεν εν διαφέρωνται διόλου διά τους ανθρώπους, τι μας +μέλει και ημάς αν μας νοιώσουν ή δεν μας νοιώσουν; εάν πάλιν +υπάρχουν και ενδιαφέρωνται, γνωρίζομεν την ύπαρξίν των εξ ακοής +και από τους λόγους των ποιητών, οι οποίοι μας έκαμαν και την +γενεαλογίαν των· αλλ' οι ίδιοι πάλιν οι ποιηταί μας διδάσκουν, +ότι τους θεούς ημπορούμεν να τους εξιλεώσωμεν και να +εξευμενίσωμεν την οργήν των με θυσίας και με ευπρόσδεκτα +ταξίματα και με προσευχάς· ή λοιπόν πρέπει να τους πιστεύσωμεν +εις όλα όσα λέγουν, ή εις τίποτε από αυτά· και αν επομένως τους +πιστεύσωμεν, ας είμεθα άδικοι· δεν έχομεν παρά να προσφέρωμεν +θυσίας και εις τους θεούς από τους καρπούς της αδικίας μας· +είναι αληθές ότι, αν είμεθα δίκαιοι, δεν έχομεν να φοβώμεθα +τίποτε εκ μέρους των θεών, θα απαρνηθώμεν όμως συγχρόνως και +όλα τα κέρδη που προέρχονται από την αδικίαν· ενώ, εάν είμεθα +άδικοι, πρώτον δεν θα χάσωμεν αυτά τα κέρδη, έπειτα +εξαγοράζοντες τα κρίματά μας με προσευχάς και θυσίας, θα την +περάσωμεν ατιμώρητοι· ναι, αλλά θα πληρώσωμεν εις τον Άδην, ή +ημείς οι ίδιοι ή τα τέκνα μας, όσας αμαρτίας εκάμαμεν εις αυτήν +την ζωήν· υπάρχουν όμως πάλιν οι εξαγνισμοί και αι τελεταί, που +έχουν μεγάλην δύναμιν διά τους θεούς του κάτω κόσμου, όπως το +παραδέχονται και ολόκληροι πόλεις και όπως το διακηρύττουν οι +ποιηταί, οι οποίοι είναι τέκνα και προφήται συγχρόνως των θεών. +Με ποίαν λοιπόν λογικήν θα ημπορούσαμεν πλέον να προτιμήσωμεν +την δικαιοσύνην από την μεγίστην αδικίαν, την οποίαν εάν +περικαλύψωμεν εύμορφα με το κίβδηλον πρόσχημα της αρετής, όλα +θα μας έρχονται κατ' ευχήν και εκ μέρους των θεών και εκ μέρους +των ανθρώπων και εις αυτήν την ζωήν και εις την άλλην, κατά την +κοινήν ομολογίαν και των πολλών και των σοφών; + +Από όλα λοιπόν όσα είπαμεν, πώς ημπορεί ποτε, Σωκράτη, να +προτιμήση την δικαιοσύνην ένας άνθρωπος με ανώτερα ψυχικά και +σωματικά προτερήματα, με καταγωγήν, με περιουσίαν, και να μην +την περιγελά απεναντίας όταν ακούη να την εγκωμιάζουν, αφού +μάλιστα, και αν ημπορή ακόμη να αποδείξη κανείς ότι όλα αυτά +που είπαμε είναι ψεύματα, και είναι τελείως πεπεισμένος ότι η +δικαιοσύνη είναι το καλύτερον πράγμα, πάλιν δεν ημπορεί παρά να +είναι συγκαταβατικός προς τους αδίκους και να τους συγχωρή εν +μέρει· διότι γνωρίζει ότι, εκτός ίσως εκείνων οίτινες +προικισθέντες με εξαιρετικήν τινα και θείαν φύσιν ή γνώσιν +αποτροπιάζονται την αδικίαν, κανείς άλλος δεν είναι δίκαιος +εκουσίως, αλλά είτε από ανανδρίαν είτε από γηρατειά είτε από +άλλην καμμίαν αδυναμίαν κατηγορεί την αδικίαν, επειδή δεν +ημπορεί, ο ίδιος να αδικήση· και ιδού η απόδειξις· ο πρώτος από +αυτούς που θα ελάμβανε την δύναμιν, αμέσως θα τον έβλεπες να +αδική, όσον θα του επερνούσε. + +Και όλων αυτών καμμία άλλη αιτία δεν είναι, παρά εκείνη ακριβώς +από την οποίαν ωρμήθη και η συζήτησίς μας, του Γλαύκωνος και +εμού, μαζί σου· ότι δηλαδή κανείς από σας που παρουσιάζεσθε +εξυμνηταί της δικαιοσύνης, αν αρχίσωμεν από τους παλαιοτάτους +ήρωας, των οποίων λόγοι έχουν διασωθή εις την μνήμην των +ανθρώπων, έως σήμερα, κανείς, λέγω, δεν κατηγόρησε την αδικίαν +ούτε εγκωμίασε την δικαιοσύνην αλλέως πως παρά διά τας δόξας +και τας τιμάς και τας αμοιβάς αυτών. Κανείς όμως έως τώρα δεν +εξήτασε την δικαιοσύνην και την αδικίαν όπως ενυπάρχουν καθ' +εαυτάς εις την ψυχήν των ανθρώπων και με την ιδιαιτέραν των +εκείνην ουσίαν την άγνωστον και εις τους θεούς και εις τους +ανθρώπους, και κανείς ακόμη δεν επραγματεύθη επαρκώς είτε διά +της ποιήσεως είτε εν πεζώ λόγω, ότι η μεν δικαιοσύνη είναι το +μέγιστον αγαθόν απ' όσα έχει μέσα της η ψυχή, η δε αδικία το +μέγιστον κακόν. Διότι αν το εκάμνετε αυτό απ' αρχής και μας +επείθετε από νεαράς ηλικίας, δεν θα ήτο ανάγκη να φυλάττη ο +ένας τον άλλον μήπως αδικήση, αλλ' έκαστος θα ήτο φύλαξ του +εαυτού του, διότι θα εφοβείτο να τρέφη μέσα εις την ψυχήν του +το μέγιστον αυτό κακόν, την αδικίαν. + +Ταύτα και άλλα ίσως περισσότερα απ' αυτά θα είχαν να λέγουν ο +Θρασύμαχος, και όποιος άλλος, περί της δικαιοσύνης και της +αδικίας, συγχέοντες βέβαια, καθώς μου φαίνεται, ολίγον +βεβιασμένως την φύσιν της μιας και της άλλης. Εγώ όμως, και δεν +έχω καμμίαν ανάγκην να σου το κρύψω, δι' αυτό ακριβώς εξέτεινα +τόσον πολύ τον λόγον μου, διότι επιθυμώ να ακούσω εσένα, πώς θα +τα αντικρούσης όλα αυτά· μη περιορισθής λοιπόν μόνον να μας +αποδείξης ότι η δικαιοσύνη είναι προτιμοτέρα της αδικίας, αλλά +να μας εξηγήσης πώς ενεργεί καθ' εαυτήν επί της ψυχής του +ανθρώπου, ώστε να είναι αγαθόν η μία και κακόν η άλλη· θα +αφαιρέσης, εννοείται, τα φαινόμενα και το τι φρονεί ο ένας και +ο άλλος, όπως το εσύστησε και ο Γλαύκων διότι αν δεν αφαιρέσης +μεν έστω και τα αληθή, και δεν προσθέσης απεναντίας τα ψευδή, +θα είπωμεν ότι δεν επαινείς την δικαιοσύνην, ούτε ότι κατηγορής +την αδικίαν, αλλ' εκείνο το οποίον θεωρείται δικαιοσύνη και +αδικία· και ότι μας επιτρέπεις επομένως να αδικούμεν, φθάνει +μόνον να μη μας παίρνουν είδησιν και ότι εις το τέλος είσαι +σύμφωνος με τον Θρασύμαχον, ότι η δικαιοσύνη δεν είναι αγαθόν +δι' εκείνον που την έχει, αλλά είναι το συμφέρον του +ισχυροτέρου, ενώ απεναντίας η αδικία είναι πράγμα ωφέλιμον και +συμφέρον δι' εαυτήν, μόνον δε διά τον ασθενέστερον ασύμφορον. +Αφού λοιπόν παρεδεχθής ότι η δικαιοσύνη είναι από τα μέγιστα +αγαθά, τα οποία αξίζει να αποκτά κανείς διά τα αποτελέσματά +των, αλλά και πολύ περισσότερον δι' αυτά τα ίδια, όπως είναι η +όρασις, η ακοή, η φρόνησις, η υγιεία και όσα άλλα αγαθά είναι +γόνιμα απ' αυτήν την φύσιν των και όχι διότι τα θεωρούν τοιαύτα +οι άνθρωποι, εγκωμίασε λοιπόν την δικαιοσύνην διά την ωφέλειαν +την οποίαν παρέχει αυτή καθ' εαυτήν εις τον άνθρωπον και +κατηγόρησε την αδικίαν διά την βλάβην της. Τας δε ανταμοιβάς +και τας ιδέας του κόσμου περί αυτών, άφες άλλους να τα +επαινούν, επειδή εγώ θα ημπορούσα να ανεχθώ κάθε άλλον να +εγκωμιάζη κατ' αυτόν τον τρόπον την δικαιοσύνην και να κατηγορή +την αδικίαν από τα εξωτερικά των αυτά αποτελέσματα, όχι όμως +και σένα — εκτός αν μου το διέτασσες — αφού εσύ επέρασες όλην +την ζωήν αποκλειστικώς με αυτήν την μελέτην και την εξέτασιν. +Ώστε, μη μας αποδείξης μόνον ότι η δικαιοσύνη είναι προτιμοτέρα +από την αδικίαν, αλλά και πώς επενεργεί καθ' εαυτήν επί του +ανθρώπου, ώστε να είναι αγαθόν πράγμα η μία, και κακόν η άλλη. + +Πάντοτε μεν είχα εξαιρετικήν συμπάθειαν εις τον Γλαύκωνα και +τον Αδείμαντον διά τα καλά φυσικά των· τώρα όμως, που ήκουσα +αυτά, κατεγοητεύθην τελείως και είπα· — Δεν είχε άδικον, τέκνα +εκείνου του πατρός, ο ποιητής ο φίλος του Γλαύκωνος, ο οποίος +ήρχισεν ως εξής την ελεγείαν που σας έκαμεν ότε ηνδραγαθήσατε +εις την μάχην των Μεγάρων: + + &Τέκνα του Αρίστωνος, πατρός ενδόξου θείον γένος·& + +και πολύ σωστά μου φαίνεται πως το είπε· διότι θα έχετε +πράγματι κάτι τι το θείον μέσα σας, διά να μη παραδέχεσθε ότι +είναι καλύτερον πράγμα από την δικαιοσύνην η αδικία, ενώ έχετε +την δύναμιν να αναλαμβάνετε κατ' αυτόν τον τρόπον την +συνηγορίαν της· και αληθινά μου φαίνεται ότι δεν το +παραδέχεσθε· και το συμπεραίνω από όλην την άλλην διαγωγήν σας, +διότι από αυτούς τουλάχιστον τους λόγους που είπετε θα είναι το +δικαίωμα να απιστώ· αλλ' όσον μάλλον το πιστεύω, τόσον και εις +μεγαλυτέραν αμηχανίαν ευρίσκομαι, πώς να κάμω· αφ' ενός, δεν +γνωρίζω τώρα πώς να αναλάβω την υπεράσπισιν της δικαιοσύνης και +ομολογώ ότι δεν αισθάνομαι επαρκείς τας δυνάμεις μου προς +τούτο· και απόδειξις, ότι δεν σας ικανοποίησαν εσάς τα +επιχειρήματα με τα οποία ενόμιζα πως απέδειξα εις τον +Θρασύμαχον ότι είναι καλύτερον πράγμα η δικαιοσύνη από την +αδικίαν· αφ' ετέρου όμως, πώς να αφήσω πάλιν αβοήθητον και +ανυπεράσπιστον την δικαιοσύνην; διότι φοβούμαι μήπως είναι και +ασέβεια εκ μέρους μου, να τύχω εμπρός να κατηγορούν την +δικαιοσύνην και να αποδειλιάσω να αναλάβω την υπεράσπισίν της, +ενώ έχω ακόμη μέσα μου πνοήν και ημπορώ να ομιλήσω^ το +καλύτερον λοιπόν είναι να το επιχειρήσω όπως ημπορώ. + +Και πράγματι ο Γλαύκων και οι άλλοι συνήνωσαν τας παρακλήσεις +των διά να αναλάβω με όλην μου την δύναμιν την υπεράσπισίν της +και να μη παραιτήσω την συζήτησιν, αλλά να διευκρινήσωμεν μαζί +ποία είναι η φύσις της δικαιοσύνης και αδικίας και ποία είναι η +αλήθεια όσον αφορά τας ωφελείας που αποδίδουν εις την μίαν και +εις την άλλην. + +Τους είπα λοιπόν: — Μου φαίνεται ότι το ζήτημα περί ου +πρόκειται δεν είναι του τυχόντος, αλλ' απαιτεί εξαιρετικήν +οξυδέρκειαν πνεύματος, κατά την ιδέαν μου· επειδή λοιπόν ημείς +δεν είμεθα τοιούτοι, μου φαίνεται ότι ημπορούμεν να κάμωμεν το +εξής εις αυτήν την εξέτασιν: εάν κανείς έδιδεν εις ανθρώπους μη +έχοντας πολύ ισχυράν όρασιν να αναγνώσουν από μακράν γράμματα +πολύ μικρά, και έπειτα κάποιος από αυτούς ανεκάλυπτεν ότι τα +ίδια γράμματα ευρίσκοντο και κάπου αλλού με μεγαλυτέρους +χαρακτήρας, νομίζω ότι θα τους εφαίνετο εύρημα, αφού αναγνώσουν +πρώτον εκείνα, να προσπαθήσουν τότε να αναγνώσουν και τα +μικρότερα, αφού έτυχε να είναι τα ίδια. — Πολύ σωστά, απήντησεν +ο Αδείμαντος· αλλά τι σχέσιν έχει αυτό με το ζήτημά μας; — Θα +σου το ειπώ· δεν λέγομεν ότι υπάρχει δικαιοσύνη ενός ανθρώπου, +και δικαιοσύνη ολοκλήρου πόλεως; — Μάλιστα. — Και μία πόλις δεν +είναι μεγαλύτερον πράγμα από ένα άνθρωπον; — Είναι. — Ίσως +λοιπόν να υπάρχη και περισσοτέρα δικαιοσύνη εις το μεγαλύτερον +και επομένως να είναι ευκολώτερον να μελετηθή εις αυτό· εάν +λοιπόν θέλετε, λέγω να εξετάσωμεν πρώτον εις τας πόλεις ποία +είναι η φύσις της δικαιοσύνης· και έπειτα μεταβαίνομεν και εις +ένα έκαστον άτομον, εξετάζοντες το όμοιόν πράγμα του +μεγαλυτέρου και εις την περιοχήν του μικροτέρου. — Πολύ ορθά +μου φαίνεται να το λέγης. — Εάν τώρα φαντασθώμεν μίαν πόλιν εν +τω γίγνεσθαι, δεν θα ημπορέσωμεν να παρακολουθήσωμεν και την +γένεσιν εν αυτή της δικαιοσύνης και της αδικίας; — Υποθέτω. — +Και θα υπήρχε τότε ελπίς να εύρωμεν ευκολώτερον εκείνο που +ζητούμεν. — Βεβαιότατα. — Τι λέγετε λοιπόν; δοκιμάζομεν να +βγάλωμε πέρα την επιχείρησιν; διότι μου φαίνεται πως δεν είναι +μικρόν έργον αυτό· αποφασίσατε λοιπόν. — Απεφασίσθη, είπεν ο +Αδείμαντος, και λοιπόν, εμπρός. + + — Η πόλις, κατά την ιδέαν μου, εγεννήθη από την αδυναμίαν, εις +την οποίαν ευρίσκεται ο άνθρωπος να επαρκέση μόνος του εις τας +πολυειδείς αυτού ανάγκας· ή νομίζεις ότι άλλη υπήρξεν η αρχή +της κοινωνίας; — Καμμία άλλη. — Τοιουτοτρόπως λοιπόν, επειδή η +ανάγκη ενός πράγματος υπεχρέωνε τον ένα να καταφύγη εις την +συνδρομήν ενός άλλου, και τον άλλον εις την βοήθειαν ενός +τρίτου, αι πολλαί αύται ανάγκαι ήνωσαν πολλούς εις ένα κοινόν +συνοικισμόν, διά να αλληλοβοηθούνται· και αυτόν τον συνοικισμόν +τον ωνομάσαμεν πόλιν· δεν είναι έτσι; — Μάλιστα. — Ο ένας +λοιπόν μεταδίδει εις τον άλλον, ό,τι είναι εκείνο, και παίρνει +πάλιν από αυτόν άλλο πράγμα, επειδή βέβαια πιστεύει ότι είναι +διά το καλόν του αυτό που γίνεται. — Εννοείται. — Ας +ανιδρύσωμεν λοιπόν εξ αρχής διά της φαντασίας μας την πόλιν· θα +την ανιδρύσουν δε, καθώς λέγομεν, αι ανάγκαι μας. — +Αναμφιβόλως. — Αλλά η πρωτίστη και η μεγίστη ανάγκη μας είναι +βέβαια η της τροφής, από την οποίαν εξαρτάται η ζωή μας και η +ύπαρξίς μας. — Μάλιστα. — Δευτέρα η ανάγκη της κατοικίας, τρίτη +της ενδυμασίας και τα τοιαύτα. — Πράγματι. — Ας ίδωμεν λοιπόν, +πώς θα επαρκέση η πόλις εις την πλήρωσιν τόσων αναγκών^ δεν θα +χρειασθή ένας να είναι γεωργός, άλλος οικοδόμος, και ένας +τρίτος υφαντής; δεν θα προσθέσωμεν και ένα υποδηματοποιόν, ή +και κάποιον άλλον ακόμη διά τας τοιαύτας ανάγκας του σώματος; — +Βεβαίως. + + — Ώστε λοιπόν απαραιτήτως η πόλις πρέπει να αποτελεσθή από +τέσσαρας ή πέντε ανθρώπους. — Φαίνεται. — Αλλά πώς; έκαστος εξ +αυτών πρέπει να καταθέτη την εργασίαν του εις το μέσον προς +κοινήν χρήσιν όλων; ο γεωργός παραδείγματος χάριν, να +παρασκευάζη, ένας αυτός, την τροφήν διά τέσσαρας και να εξοδεύη +τετραπλάσιον χρόνον και κόπον διά τους άλλους; ή αντί να +φροντίζη και δι' αυτούς, να χρησιμοποιή το τέταρτον μόνον του +χρόνου διά την παρασκευήν της ιδικής του τροφής, τα δε άλλα +τρία τέταρτα διά να κτίση την οικίαν του, να κατασκευάση τα +ενδύματά του και τα υποδήματά του, και τοιουτοτρόπως χωρίς να +σκοτίζεται με τας υποθέσεις των άλλων να απασχολήται μόνος του +και αποκλειστικώς με τας ιδικάς του; Και ο Αδείμαντος είπε: — +Αλλά νομίζω ότι θα ήτο ευκολώτερον το πρώτον. — Και μα την +αλήθειαν δεν θα έχης άδικον διότι μου έρχεται και εμένα εις τον +νουν τώρα, ότι δεν είναι πάρα πολύ εκ φύσεως όμοιος ο ένας με +τον άλλον, αλλ' ο καθείς έχει και διαφορετικήν ιδιοφυίαν δι' +ωρισμένον έργον^ ή δεν το παραδέχεσαι και συ; — Πώς; — Και τι +θα ήτο καλύτερον, όταν ένας άνθρωπος θα έκαμνε πολλάς εργασίας, +ή όταν περιωρίζετο εις μίαν μόνην; — Όταν μίαν μόνην. — Αλλ' +ακόμη και τούτο είναι φανερόν, ότι αν μίαν εργασίαν παραλείψης +να την κάμης εις τον καιρόν της, πάει χαμένη. — Πραγματικώς. — +Διότι ποτέ μία εργασία δεν ημπορεί να περιμένη την διάθεσιν και +την ευκαιρίαν του εργάτου, αλλ' αυτός πρέπει να κυνηγά και να +συμμορφώνεται με όλας τας απαιτήσεις του έργου. — Κατ' ανάγκην. +— Εξ ου έπεται, ότι και περισσοτέρα εργασία και καλυτέρα αλλά +και ευκολωτέρα γίνεται, όταν ένας μόνος περιορίζεται +αποκλειστικώς εις ένα έργον, διά το οποίον έχει και ιδιοφυίαν +και το κάμνει εις τον καιρόν που χρειάζεται, χωρίς από τίποτε +άλλο να απασχολήται. — Ουδεμία αμφιβολία, δύναται να υπάρχη. + + — Περισσοτέρους λοιπόν πολίτας χρειαζόμεθα, Αδείμαντε, από +τους τέσσαρας διά τας ανάγκας που ελέγαμεν^ διότι ο γεωργός δεν +θα κατασκευάση βέβαια μόνος του το άροτρόν του, αν πρόκειται να +αξίζη τίποτε, ούτε την δίκελλάν του, ουδέ τα άλλα γεωργικά του +εργαλεία· το ίδιον και τα τόσα που χρειάζεται ο οικοδόμος, το +ίδιον και ο υφαντής και ο υποδηματοποιός. — Βεβαίως. — Ιδού +λοιπόν και ξυλουργοί και σιδηρουργοί και πολλοί άλλοι τοιούτοι +τεχνίται, οι οποίοι κατ' ανάγκην προσλαμβανόμενοι εις την +μικράν μας πόλιν, θα αυξήσουν τον αριθμόν των ανθρώπων της. — +Εννοείται. — Αλλά δεν θα είναι δα και μεγάλη η αύξησις, αν +επροσθέταμεν ακόμη και βουκόλους και ποιμένας και βοσκούς κάθε +είδους, διά να έχουν και οι γεωργοί βώδια να αροτριούν, και οι +οικοδόμοι φορτηγά ζώα προς μεταφοράν του υλικού, και οι υφανταί +και οι υποδηματοποιοί μαλλιά και δέρματα. — Δεν θα ήτο βέβαια, +είπεν εκείνος, μικρά πλέον η πόλις, που θα είχεν όλα αυτά. + + — Ναι, αλλά σκέψου, ότι θα ήτο αδύνατον σχεδόν να κτίσωμεν +πόλιν εις ένα μέρος τοιούτον, ώστε να μη έχη ανάγκην εισαγωγής +έξωθεν κανενός πράγματος. — Πράγματι είναι αδύνατον. — Ώστε θα +χρειασθή και άλλους ακόμη, διά να κομίζουν από άλλα μέρη όσα +της αναγκαιούν. — θα χρειασθή. — Αν όμως αυτός που πρόκειται να +εξυπηρετήση την ανάγκην ταύτην έλθη με άδεια χέρια, χωρίς να +φέρη τίποτε απ' όσα χριάζονται, και με άδεια χέρια θα επανέλθη +εις εκείνους, από τους οποίους προμηθεύονται τα αναγκαιούντα· ή +όχι; — Έτσι φαίνεται. — Πρέπει λοιπόν εκάστη πόλις να μη +παρασκευάζη μόνον όσα θα επαρκούν δα τας ιδικάς της ανάγκας, +αλλά και όσα χρειάζονται εις εκείνους, που έχει και αυτή την +ανάγκην των. — Βεβαίως πρέπει. — Ώστε θα χρειασθούμεν επομένως +διά την πόλιν μας μεγαλύτερον αριθμόν γεωργών και των άλλων εν +γένει τεχνιτών. — Μεγαλύτερον βέβαια. — Θα χρειασθούμεν ακόμη +και περισσοτέρους από εκείνους που θα αναλάβουν την εισαγωγήν +και την εξαγωγήν κάθε πράγματος· και είναι αυτοί που ονομάζομεν +εμπόρους· ή όχι; — θα χρειασθούμεν βέβαια, και από αυτούς +περισσοτέρους. — Εάν δε προσέτι το εμπόριον διεξάγεται κατά +θάλασσαν, θα χρειασθούμεν και ένα σωρόν άλλους, που να +γνωρίζουν από την εργασίαν της θαλάσσης. — Πραγματικώς, ένα +σωρόν. + + — Αλλά και εντός αυτής της πόλεως, πώς θα ανταλλάσσουν μεταξύ +των τα προϊόντα της εργασίας των; το οποίον ακριβώς είναι και ο +κυριώτατος λόγος διά τον οποίον προέβημεν εις την σύστασιν της +κοινωνίας, της αποτελούσης την πόλιν. — Αγοράζοντες βεβαίως και +πωλούντες αυτά αναμεταξύ των. — Ώστε θα χρειασθούμεν ακόμη και +μίαν αγοράν και νόμισμα, ως σύμβολον αξίας των ανταλλασσομένων +πραγμάτων. — Αναμφιβόλως. + + — Αλλ' αν ο γεωργός, ή και από τους άλλους τεχνίτας κανείς, +φέρη εις την αγοράν τα προϊόντα της εργασίας του όχι εις τον +κατάλληλον καιρόν που τα χρειάζονται όσοι θέλουν να τ' +ανταλλάξουν με τα ιδικά των, θα διακόψη τάχα την τέχνην του και +θα καθίση αργός εις την αγοράν; — Καθόλου, διότι υπάρχουν άλλοι +οι οποίοι, βλέποντες το άτοπον τούτο, ανέλαβαν να εξυπηρετήσουν +αυτήν την ανάγκην και αυτοί, εις τας πόλεις τας καλώς +διωργανωμένας είναι οι ασθενέστεροι σωματικώς και ανίκανοι δι' +άλλην εργασίαν· μένουν λοιπόν κατ' ανάγκην εις την αγοράν και +από άλλους μεν αγοράζουν με χρήματα ό,τι έχουν προς πώλησιν, +εις άλλους δε πάλιν πωλούν ό,τι τους χρειάζεται. — Αυτός +πράγματι ο λόγος, είπα εγώ, εδημιούργησε την ανάγκην των +μεταπωλητών εις τας πόλεις· ή μήπως δεν είναι αυτό το όνομα που +δίδομεν εις εκείνους που μένουν επί τόπου και εξυπηρετούν την +αγοροπωλησίαν, κατ' αντίθεσιν εκείνων που γυρίζουν από πόλιν +εις πόλιν και τους ονομάζομεν εμπόρους; — Μάλιστα — Ακόμη δε +υπάρχουν και άλλοι, μου φαίνεται, οι οποίοι δεν είναι πολύ +χρήσιμοι διανοητικώς εις την κοινωνίαν, αλλ' οι οποίοι με το +σώμα των είναι ικανοί διά τους βαρυτέρους κόπους· πωλούν λοιπόν +εις τους άλλους, που την χρειάζονται, αυτήν την δύναμίν των και +λαμβάνουν απέναντι μισθόν, καθώς τον λέγουν, και ονομάζονται +διά τούτο μισθωτοί· ή όχι; — Βεβαιότατα. — Είναι λοιπόν +συμπλήρωμα της πόλεως και οι μισθωτοί. — Μου φαίνεται. — Τώρα +λοιπόν, Αδείμαντε, έλαβεν αρκετήν αύξησιν η πόλις μας, ώστε να +θεωρηθή τελεία; — Ίσως. — Και πού τάχα να υπάρχη μέσα εις αυτήν +η δικαιοσύνη και η αδικία; και με τι άραγε από αυτά που +ανεφέραμεν να εγεννήθη μαζί; — Εγώ αλήθεια δεν το βλέπω, +Σωκράτη, εκτός αν ίσως με καμμίαν από αυτάς τας αμοιβαίας +ανάγκας που έχουν οι πολίται. — Πιθανόν να έχης δίκαιον^ και +πρέπει να το εξετάσωμεν δίχως άλλο· και πρώτον ας ίδωμεν κατά +ποίον τρόπον θα ζουν αυτοί που τους ελάβαμεν ως κατοίκους της +πόλεώς μας. Τι άλλο βέβαια θα έχουν να κάμνουν παρά να +φροντίζουν να έχουν την τροφήν των, το κρασί των, τα φορέματα, +τα υποδήματα, και μίαν κατοικίαν; και το μεν θέρος, θα +εργάζωνται σχεδόν γυμνοί και ανυπόδητοι, τον δε χειμώνα καλά +φορεμένοι και υποδημένοι· θα τρέφωνται με άλευρα κριθής και +σίτου, από τα οποία θα ζυμώνουν και θα πλάθουν της καρδιάς των +ψωμιά και πήττες· θα τα απλώνουν εμπρός των επάνω εις κλαδιά +και καθαρά φύλλα και ξαπλωμένοι σε στρωμένες στοίβες από +σμιλακιά και μερσίνες, θα χορταίνουν και αυτοί και τα παιδιά +των· θα πίνουν αποπάνω και το κρασάκι των και με στεφάνια εις +την κεφαλήν θα ψάλλουν ύμνους εις τους θεούς και θα περνούν +ευχάριστα μεταξύ των· παιδιά θα αποκτούν όσα τους επιτρέπει η +περιουσία των, από φόβον της φτώχειας ή του πολέμου. + + — Ναι, αλλά μου φαίνεται, διέκοψεν ο Γλαύκων, ότι τους έκαμες +να τρώγουν το ψωμί των δίχως προσφάγι. — Αλήθεια, είπον, +ελησμόνησα ότι θα έχουν προσφάγι, άλας δηλαδή και ελιές και +τυρί και βολβούς και λάχανα και τα άλλα αυτά που βγαίνουν εις +τους αγρούς. Θα τους παραθέσωμεν ακόμη και τα επιδόρπιά των, +σύκα και ροβίθια και κουκιά, και κάστανα (2)· να τα σιγοψήνουν +κοντά στη φωτιά, διά να τραυούν και από καμμιά· και κατ' αυτόν +τον τρόπον αφού περάσουν την ζωήν των, με ειρήνην και υγείαν, +και αποθάνουν, φυσικά, εις βαθύ γήρας, θα αφήσουν κληρονομίαν +εις τα τέκνα των ένα παρόμοιον βίον. + + — Και αν κατεσκεύαζες, Σωκράτη, μίαν πόλιν χοίρων, πώς αλλέως +θα τους έβαζες να τρώγουν, παρά όπως είπες; — Αλλά πώς έπρεπε +λοιπόν, Γλαύκων; — Όπως τώρα συνηθίζεται· εάν ήθελες να μη +ταλαιπωρούνται, έπρεπε να τους κάμης να δειπνούν επάνω εις +τραπέζια εξαπλωμένοι εις κλίνας, και να τους παραθέσης όσα +προσφάγια και επιδόρπια μεταχειριζόμεθα σήμερα. — Α, καλά, +ενόησα· δεν εξετάζομεν, φαίνεται, απλώς πώς γεννάται μία πόλις, +αλλά την θέλομεν να πλέη και μέσα εις την καλοπέρασιν· ίσως να +μην είναι άσχημα κ' έτσι· ίσως μέσα εις μίαν τοιαύτην πόλιν να +ημπορέσωμεν να ίδωμεν πώς και πόθεν ξεφυτρώνει η δικαιοσύνη και +η αδικία εις τας πόλεις· όπως και αν έχη το πράγμα, μου +φαίνεται ότι η αληθινή πόλις είναι αυτή που επεριγράψαμεν πριν, +διότι είναι η υγιής· αλλά αν θέλετε πάλιν να εξετάσωμεν μίαν +πόλιν την οποίαν κατέχει ο πυρετός και η αρρώστεια, τίποτε δεν +μας εμποδίζει· διότι πράγματι αυτός ο τρόπος της ζωής δεν είναι +διά να ευχαριστή όλους, αλλά θα χρειασθούμεν δι' αυτούς και +κλίνας και τραπέζας και άλλα έπιπλα, και ορεκτικά και αρώματα +και θυμιάματα και γυναίκας και λιχνεύματα, παντός είδους και εν +αφθονία. Και λοιπόν δεν θα θέσωμεν πλέον ως της πρώτης ανάγκης +εκείνα που ελέγαμεν εις την αρχήν, αλλά θα βάλωμεν εις +ενέργειαν και την ζωγραφικήν, και τον χρυσόν και τον ελέφαντα, +και όλα τα τοιαύτα πρέπει να τα αποκτήσωμεν^ αλήθεια λέγω; — +Ναι. — Δεν πρέπει λοιπόν συγχρόνως να κατασκευάσωμεν και +μεγαλυτέραν την πόλιν; διότι εκείνη η πρώτη μας, η υγιής, δεν +θα επαρκή πλέον, αλλά πρέπει να της δώσωμεν τώρα όγκον και να +την γεμίσωμεν μ' ένα πλήθος ανθρώπων, οι οποίοι δεν είναι και +της πρώτης ανάγκης εις τας πόλεις· καθώς οι διάφοροι κυνηγοί, +όλοι όσοι εξασκούν τας μιμητικάς τέχνας είτε με χρώματα είτε με +σχήματα είτε με ήχους, επίσης οι ποιηταί με όλην την ακολουθίαν +των, ραψωδοί, υποκριταί, χορευταί, εργολάβοι, κατασκευασταί +παντοειδών πραγμάτων και προ πάντων του γυναικείου στολισμού· +ακόμη θα λάβωμεν ανάγκην και περισσοτέρων υπηρετών· ή δεν +παραδέχεσαι ότι θα μας χρειασθούν και παιδαγωγοί, τροφοί, +κομμώτριαι, κουρείς, μάγειροι και ζαχαροπλάσται; μέσα εις όλα +θα χρειασθούμεν ακόμη και χοιροβοσκούς· διότι αυτό το πράγμα +δεν υπήρχεν εις την πρώτην μας εκείνην πόλιν· ήτο τελείως +αχρείαστον· αλλ' εις αυτήν τώρα πώς να τους παραλείψωμεν, αφού +και άλλα πάμπολλα ζώα ακόμη θα χρειασθούμε, δι' όσους θα έχουν +όρεξιν να τρώγουν; δεν είναι έτσι; — Βεβαίως. — Αλλά λοιπόν και +ιατρών θα λάβωμεν πολύ μεγαλυτέραν ανάγκην, αφού θα διαιτώμεθα +τόσον διαφορετικά από πριν. — Είναι αλήθεια. + + — Και η χώρα επομένως η οποία επήρκει έως τώρα εις την +διατροφήν των πρώτων εκείνων κατοίκων της, θα είναι πλέον πολύ +μικρά· ή όχι; — Θα είναι βέβαια. — Θα γίνη λοιπόν ανάγκη να +καταπατήσωμεν μέρος της χώρας των γειτόνων μας, εάν θέλωμεν να +έχωμεν επαρκή προς καλλιέργειαν και βοσκήν, και οι γείτονές μας +πάλιν θα κάμουν το ίδιον, εάν υπερβαίνοντες και εκείνοι τα όρια +του απολύτως αναγκαίου, ριφθούν εις την ικανοποίησιν ακορέστου +πλεονεξίας. — Ανάγκη πάσα. — Κατά συνέπειαν θα περιέλθωμεν εις +πόλεμον, Γλαύκων· ή τι άλλο; — Εις πόλεμον, μάλιστα. + + — Και ας μη κάμωμεν λόγον ακόμη διά τα καλά ή τα κακά που +ημπορεί να προξενή ο πόλεμος, αλλά ας αρκεσθώμεν εις αυτό, ότι +ευρήκαμεν την γένεσιν του πολέμου, εκ του οποίου προέρχονται +τόσα κακά και εις το κράτος και εις τους ιδιώτας, όταν +προέρχωνται. — Ορθότατα. — Ακόμη λοιπόν, φίλε μου, χρειάζεται +να αυξήσωμεν την πόλιν μας όχι ολίγον, αλλά με ολόκληρον +στράτευμα, το οποίον θα εξέλθη εις συνάντησιν του εχθρού και +διά να υπερασπίση τα υπάρχοντα αγαθά και διά τα άλλα εκείνα που +είπαμεν. — Και πώς; δεν θα είναι αυτοί οι ίδιοι ικανοί; — Όχι, +εάν τουλάχιστον είναι ορθή η αρχή, που παρεδέχθης και συ και +όλοι ημείς, όταν εχαράξαμεν το αρχικόν σχέδιον της πόλεως· +παρεδέχθημεν δηλαδή, καθώς θα ενθυμείσαι βέβαια, ότι είναι +αδύνατον ένας και ο αυτός να εξασκή καλώς πολλάς τέχνας. — +Αλήθεια λέγεις. — Τι λοιπόν; η περί τον πόλεμον ενασχόλησις δεν +σου φαίνεται ότι είναι έργον ειδικής τέχνης; — Και πάρα πολύ +μάλιστα. — Ή τάχα χρειάζεται περισσοτέραν επιμέλειαν η +υποδηματοποιία από την πολεμικήν τέχνην; — Καθόλου. — Και όμως +δεν εδώσαμεν την άδειαν εις τον υποδηματοποιόν να αναλαμβάνη +έξαφνα και την εργασίαν του γεωργού συγχρόνως ή του υφαντού ή +του οικοδόμου, διά να εκτελήται καλώς η εργασία του +επαγγέλματός του· επίσης και εις έκαστον των άλλων ανεθέσαμεν +μίαν μόνον εργασίαν, διά την οποίαν έχει και φυσικήν κλίσιν, +διά να την εξασκή καθ' όλην την ζωήν του και να την τελειοποιή, +χωρίς να αναμιγνύεται εις καμμίαν άλλην και παραμελή +τοιουτοτρόπως την ιδικήν του· και λοιπόν η ακριβής και τελεία +εξάσκησις της τέχνης του πολέμου δεν έχει μεγίστην +σπουδαιότητα; ή είναι τόσον εύκολη, ώστε να ημπορή ένας γεωργός +ή υποδηματοποιός ή οιοσδήποτε άλλος τεχνίτης να είναι συγχρόνως +και πολεμιστής; εις τα παιγνίδια των κύβων και των πεσσών δεν +είναι δυνατόν να διακριθή κανείς, εάν δεν εξακολουθή να +καταγίνεται και χωρίς διακοπήν από την παιδικήν του ηλικίαν· +και έπειτα θα έφθανε να πάρη κανείς εις τας χείρας του την +ασπίδα ή οτιδήποτε άλλο από τα πολεμικά όπλα και όργανα διά να +γίνη αυθημερόν δεξιός χειριστής των όπλων, ή έμπειρος κάθε +άλλου είδους της πολεμικής; αλλά κανένα άλλο εργαλείον δεν +αρκεί να το πάρη κανείς εις τας χείρας του, διά να τον κάμη +αμέσως τεχνίτην και δεξιόν χειριστήν του, ούτε θα του είναι +χρήσιμον, εάν δεν μάθη κατά βάθος την χρήσιν του και καταγίνη +με όλην του την επιμέλειαν — Αν ήτο βέβαια έτσι, θα είχαν +μεγάλην αξίαν τα εργαλεία. + + — Τοιουτοτρόπως, όσον σπουδαιότερον είναι το έργον των φρουρών +της πόλεως, τόσον είναι ανάγκη να μη περισπάται από καμμίαν +άλλην ενασχόλησιν, αλλά να γίνεται με όλην την σπουδήν και την +επιμέλειαν. — Και εγώ αυτό νομίζω. — Δεν χρειάζεται ακόμη και +κατάλληλος φυσική προδιάθεσις δι' αυτό το επάγγελμα; — Πώς όχι; +— Εις ημάς λοιπόν ανήκει τώρα, εάν ημπορούμεν, να εκλέξωμεν +ποίαι και τι είδους φύσεις είναι κατάλληλοι προς φρούρησιν της +πόλεως. — Πράγματι. — Μα την αλήθειαν, επιφορτιζόμεθα με όχι +αξιοκαταφρόνητον επιχείρημα· ας μην αποδειλιάσωμεν όμως, και +εμπρός, όσον μας το επιτρέπουν αι δυνάμεις μας. — Εμπρός +λοιπόν. — Όσον αφορά την φρούρησιν, ευρίσκεις ότι υπάρχει +διαφορά φυσικής προδιαθέσεως μεταξύ ενός σκύλου και ενός νέου, +καλής καταγωγής και των δύο; — Τι εννοείς δηλαδή; — Θέλω να +είπω ότι και ο ένας και ο άλλος πρέπει να έχη οξείαν την +αίσθησιν προς ανακάλυψιν του εχθρού, ελαφρότητα προς καταδίωξίν +του, και δύναμιν, διά να τον καταβάλη, όταν ήθελε τον προφθάση. +— Πράγματι, είναι απαραίτητα όλα αυτά. — Ακόμη πρέπει να έχη +και ανδρείαν, διά να πολεμά με γενναιότητα. — Πώς όχι; — Αλλά +ημπορεί ποτε να είναι γενναίος ένας ίππος, ή ένας σκύλος ή και +οιονδήποτε άλλο ζώον, εάν δεν είναι θυμοειδούς χαρακτήρος; ή +δεν έχεις παρατηρήση ότι ο θυμός είναι ένα πράγμα +ακαταδάμαστον, και το οποίον καθιστά την ψυχήν άφοβον και +ανίκανον να υποχωρήση εμπρός εις οιονδήποτε κίνδυνον; — +Μάλιστα, το έχω παρατηρήση. — Αυτά λοιπόν είναι προφανώς τα +σωματικά προτερήματα που πρέπει να έχη ένας φρουρός της πόλεως. +— Ναι. — Φανερόν επίσης ότι και η ψυχή του πρέπει να είναι +ομοίως θυμοειδής. — Και αυτό. — Αλλά, Γλαύκων, με αυτόν τον +κύριον χαρακτήρα που τους απεδώσαμεν, δεν θα είναι άγριοι και +μεταξύ των και προς τους άλλους πολίτας; — Δύσκολον, μα την +αλήθειαν, να το αρνηθή κανείς. — Και μολαταύτα πρέπει να είναι +ήμεροι προς τους συμπολίτας των, και άγριοι μόνον απέναντι των +εχθρών· ειδεμή, δεν θα είναι ανάγκη να περιμένουν άλλους να +έλθουν να τους χαλάσουν, αλλά θα προλάβουν να το κάμουν οι +ίδιοι αναμεταξύ των. — Αλήθεια. — Πώς να κάμωμεν λοιπόν; πού να +εύρωμεν ένα χαρακτήρα που να είναι συγχρόνως και ήμερος και +θυμοειδής, αφού αυτά είναι δύο πράγματα εναντία και +ασυμβίβαστα; και όμως είναι αδύνατον να θεωρηθή καλός φρουρός +εάν στερήται ή το ένα ή το άλλο από αυτά· και επειδή είναι των +αδυνάτων αδύνατον, κατ' ανάγκην πρέπει να παραδεχθούμεν ότι +είναι και αδύνατον να ευρεθή καλός φρουρός. — Εκεί καταντά. + +Αφού εσταμάτησα ολίγο και εσκέφθηκα μέσα μου επάνω εις αυτό που +είπαμεν πριν, — δικαίως, είπα, φίλε μου, εσκοντάψαμεν· διότι +απεμακρύνθημεν από το παράδειγμα που είχαμε λάβη. — Πώς αυτό; — +Δεν ελάβαμεν υπ' όψιν μας, ότι υπάρχουν πραγματικώς τοιαύται +φύσεις, που ημείς τας εφανταζόμεθα αδυνάτους, και που +συνδυάζουν αυτάς τας δύο αντιθέτους ιδιότητας. — Και πού +υπάρχουν; — Ημπορεί κανείς να τας συναντήση και εις άλλα ζώα, +αλλά προ πάντων εις εκείνο ακριβώς προς το οποίον ημείς +παρεβάλαμεν τον φρουρόν της πόλεως· διότι γνωρίζεις βέβαια ότι +ενός σκύλου από ράτσα αυτό είναι το φυσικόν του, να είναι +ημερώτατος με εκείνους που γνωρίζει και έχει συνηθίση, το +εναντίον δε με όσους δεν γνωρίζει. — Το ηξεύρω. — Είναι λοιπόν, +καθώς βλέπεις, δυνατόν και δεν ζητούμεν τίποτε αφύσικον πράγμα +να είναι τοιούτος και ο φρουρός. — Όχι πράγματι. + + — Δεν σου φαίνεται όμως ότι λείπει ακόμη κάτι από τον φρουρόν +μας, και ότι, εκτός του θυμοειδούς, πρέπει να είναι και εκ +φύσεως φιλόσοφος; — Πώς δηλαδή; δεν σε εννοώ καλά. — Θα +παρατηρήσης εις τους σκύλους και αυτό ακόμη το φυσικόν, το +οποίον πραγματικώς αξίζει κανείς να θαυμάση. — Το ποίον; — Όταν +βλέπη κανένα που δεν γνωρίζει, αμέσως αγριεύει, αν και δεν του +έχει κάμη κανένα κακόν, ενώ απεναντίας όταν ιδή κανένα +γνώριμον, είναι όλος χαρά και περιποίησις και χωρίς να του έχη +κάμη ποτέ καλόν^ ή δεν εθαύμασες ποτέ αυτό το πράγμα; — Δεν +έδωσα και μεγάλην προσοχήν αλλά πράγματι είναι όπως το λέγεις. +— Και όμως είναι πολύ αξιοθαύμαστον αυτό το ιδίωμά του και +μαρτυρεί φύσιν αληθώς φιλοσοφικήν. — Και πώς, παρακαλώ; — Καθ' +όσον, δεν διακρίνει αλλέως ένα πρόσωπον αν είναι φίλος ή +εχθρός, παρά από το ότι, τον ένα μεν τον γνωρίζει, τον δε άλλον +όχι· πως λοιπόν να μην του αποδώσωμεν φιλομάθειαν, αφού ως όρον +διακρίσεως του οικείου και του ξένου έχει την γνώσιν και την +άγνοιαν; — Πραγματικώς δεν ημπορεί να είναι αλλέως. — Αλλ' όμως +δεν είναι το ίδιον η φιλομάθεια και η φιλοσοφία; — Το ίδιον. — +Λοιπόν μετά πεποιθήσεως ας είπωμεν και περί του ανθρώπου ότι, +διά να είναι ήμερος προς τους οικείους και τους γνωρίμους, +πρέπει να είναι εκ φύσεως φιλόσοφος και φιλομαθής. — Έστω. — +Ώστε φιλόσοφος και θυμοειδής και ταχύς και δυνατός πρέπει να +είναι εκ φύσεως, διά να υπάρξη καθ' όλα τέλειος ο φρουρός της +πόλεως; — Χωρίς καμμίαν αμφιβολίαν. + + — Τοιούτος λοιπόν θα είναι ο χαρακτήρ των πολεμιστών μας· +τώρα, κατά ποίον τρόπον θα τους αναθρέψωμεν και θα τους +εκπαιδεύσωμεν: και άραγε θα συντείνη αυτή η εξέτασις διά να +εύρωμεν εκείνο εις το οποίον αποβλέπουν όλαι μας αυταί αι +έρευναι, πώς δηλαδή γεννάται η δικαιοσύνη και η αδικία εις τας +πόλεις; διά να μην την παραιτήσωμεν, εάν πρόκειται να μας +βοηθήση εις τούτο, ή αλλέως να την παρατρέξωμεν. + +Και ο αδελφός του Γλαύκωνος, — Εγώ, είπε, φρονώ, ότι και πολύ +μάλιστα θα μας βοηθήση εις αυτό που ζητούμεν. — Ας μην την +παραιτήσωμεν λοιπόν, φίλε μου Αδείμαντε, και αν ακόμη αυτή η +εξέτασις πρόκειται να μας φέρη πολύ μακράν. — Βεβαίως. — Ας +αρχίσωμεν λοιπόν με όλην την άνεσίν μας και υπό τύπον απλής +συνδιαλέξεως να εκπαιδεύωμεν τους ανθρώπους μας. — Έτσι πρέπει +να κάμωμεν. + + — Ποία λοιπόν θα είναι αύτη η ανατροφή; εγώ νομίζω ότι θα +είναι δύσκολον να εύρωμεν άλλην καλυτέραν από αυτήν που είναι +καθιερωμένη από μακρού χρόνου, και η οποία συνίσταται εις την +γυμναστικήν διά τα σώματα και εις την μουσικήν διά την ψυχήν. — +Πραγματικώς. — Και δεν θα αρχίσωμεν την εκπαίδευσιν από την +μουσικήν μάλλον, παρά από την γυμναστικήν; — Πώς όχι; — Και +μουσικήν όταν λέγης, δεν θεωρείς μέρος αυτής και τους λόγους; — +Μάλιστα. — Λόγων πάλιν δεν υπάρχουν δύο είδη, οι αληθείς και οι +ψευδείς; — Ναι. — Και με τα δύο λοιπόν αυτά είδη θα +εκπαιδεύσωμεν τους νέους, και μάλιστα με τους ψευδείς πρώτα; — +Δεν σε εννοώ τι θέλεις να είπης. — Δεν γνωρίζεις ότι πρώτα +πρώτα διηγούμεθα εις τα παιδιά μύθους, οι οποίοι εν συνόλω δεν +είναι τίποτε άλλο παρά ψεύδος, αν και περιέχουν και μερικάς +αληθείας; πρώτον λοιπόν αρχίζομεν τα παιδία με μύθους, πριν να +αρχίσωμεν την γυμναστικήν. — Είναι αλήθεια. — Δι' αυτό λοιπόν +έλεγα, ότι πρωτύτερα πρέπει να αρχίσωμεν την μουσικήν από την +γυμναστικήν. — Σωστά. — Αλλά γνωρίζεις βέβαια ότι η αρχή παντός +έργου έχει μεγίστην σπουδαιότητα, όταν μάλιστα πρόκειται περί +οιουδήποτε πράγματος νεαρού και τρυφερού· διότι τότε προ πάντων +διαπλάσσεται και μορφώνεται ο τύπος, τον οποίον θα επεθύμει τις +να εγχαράξη εις έκαστον. — Αναμφισβήτητος αλήθεια. — Θα +επιτρέψωμεν λοιπόν έτσι εύκολα να ακούουν τα παιδιά ό,τι λάχη +μύθους, που τους έκαμεν ο πρώτος τυχών, και να δέχωνται εις τας +ψυχάς των εντυπώσεις ως επί το πολύ εναντίας προς τας ιδέας, +τας οποίας νομίζομεν ότι πρέπει να έχουν, όταν γίνουν τέλειοι +άνδρες; — Διόλου μάλιστα δεν θα το επιτρέψωμεν. — Πρέπει λοιπόν +εν πρώτοις να επιστήσωμεν την προσοχήν μας εις τους μυθοποιούς, +και να εγκρίνωμεν μεν ό,τι καλόν θα εύρωμεν εις αυτούς, να +απορρίψωμεν δε όλα τα άλλα· τους δε εγκριθέντας μύθους θα +υποχρεώσωμεν τας τροφούς και τας μητέρας να τους διηγούνται εις +τα παιδιά και να διαπλάττουν με τους μύθους τας ψυχάς των με +περισσοτέραν φροντίδα ή ίσην καταβάλλουν προς διάπλασιν των +σωμάτων· εννοείται τους περισσοτέρους από τους μύθους που τους +διηγούνται σήμερα θα τους αποσκορακίσωμεν. — Ποίους δηλαδή; — +Από τους μεγαλυτέρους θα καταλάβωμεν και τους μικροτέρους· +διότι κατ' ανάγκην όλοι πρέπει να είναι χυμένοι εις τον ίδιον +τύπον επάνω και να έχουν την ιδίαν δύναμιν και οι μεγαλύτεροι +και οι μικρότεροι. — Πολύ καλά, αλλά δεν εννοώ ούτε ποίοι είναι +αυτοί οι μεγαλύτεροι που λέγεις. + + — Εκείνοι τους οποίους μας διηγούνται ο Ησίοδος και ο Όμηρος +και οι άλλοι ποιηταί· διότι αυτοί συνέθετον και εξακολουθούν να +συνθέτουν προς τέρψιν των ανθρώπων μύθους ψευδείς. — Ποίους +μύθους; και τι έχεις να τους κατηγορήσης μ' αυτά που λέγεις; — +Εκείνο που αξίζει πρώτα πρώτα και παρά κάθε άλλο να ακούση +ένας, που δεν γνωρίζει καν να λέγη εύμορφα ψεύματα. — Τι θέλεις +να ειπής; Όταν δεν απεικονίζη τις επιτυχώς, και όπως +πραγματικώς είναι, τους θεούς και τους ήρωας, καθώς έξαφνα ένας +ζωγράφος ο οποίος δεν αποδίδει την ομοιότητα του +απεικονιζομένου προσώπου. — Δικαία βεβαίως θα ήτο αυτή η +κατηγορία, αλλά πώς και κατά τι εφαρμόζεται εις τους ποιητάς; — +Εν πρώτοις, δεν είναι από τα μεγαλύτερα και βαρύτερα ψεύματα +που ημπορούν να γίνουν εκείνα που διηγείται ο Ησίοδος, ότι +έκαμε τάχα ο Ουρανός, και πώς πάλιν τον εξεδικήθη ο Κρόνος; τα +όσα δε έκαμεν ο τελευταίος ούτος προς τον υιόν του και όσα +ακολούθως έπαθεν υπ' αυτού, και αληθινά ακόμη αν ήσαν, νομίζω +ότι δεν έπρεπε να λέγωνται τόσον εύκολα προς νέους εστερημένους +κρίσεως· εάν δε ήτο ανάγκη οπωσδήποτε να γίνεται λόγος περί +αυτών, να τα ακούουν ολίγιστοι μόνον εν κρυπτώ και υπό +αυστηροτάτην εχεμύθειαν, και κατόπιν θυσίας όχι πλέον χοίρου +αλλά του πολυτιμοτάτου και σπανιωτάτου θύματος, διά να +περιορίζεται εις όσον το δυνατόν ολιγίστους ο αριθμός των +ακουόντων. — Πραγματικώς, είπεν ο Αδείμαντος, τοιαύται +διηγήσεις είναι επικίνδυνοι. + + — Και δεν πρέπει να ακουσθούν ποτέ εις την ιδικήν μας πόλιν, +ούτε θα επιτραπή να λέγεται επί παρουσία των νέων ότι, και τα +μέγιστα κακουργήματα αν διαπράττη κανείς, και τον πατέρα του +ακόμη αν υποβάλη εις τα σκληρότερα βασανιστήρια προς +αντεκδίκησιν, δεν θα έκαμνε τίποτε το έκτακτον, αλλά πράγμα το +οποίον έκαμαν και οι πρώτοι και μέγιστοι των θεών. — Και εγώ, +μα την αλήθειαν, φρονώ ότι δεν θα είναι διόλου εποικοδομητικαί +τοιαύται διηγήσεις διά τους νέους. — Και ούτε ο ελάχιστος +λόγος, εννοείται, δεν θα γίνη διά τους πολέμους και τας +επιβουλάς και τας μάχας των θεών προς αλλήλους — διότι δεν +είναι και αληθή — αν τουλάχιστον θέλωμεν οι μέλλοντες +υπερασπισταί της πόλεώς μας να αποστρέφωνται ως το αισχρότερον +των πραγμάτων τας μεταξύ των διαφοράς και έχθρας. Κατά μείζονα +λίγον, απαγορεύεται να διηγούμεθα και να εξιστορούμεν εις τους +νέους τας γιγαντομαχίας, και τας άλλας παντοειδείς έχθρας των +θεών και των ηρώων προς τους συγγενείς και τους οικείους αυτών. +Αλλ' αν ο σκοπός μας είναι να τους πείσωμεν, ότι ουδέποτε +υπήρξε διχόνοια και έχθρα μεταξύ των κατοίκων της αυτής πόλεως, +και ούτε είναι όσιον να υπάρχη, πρέπει να αναγκάσωμεν και τους +γέροντας και τας γραίας να διηγούνται μύθους εις τα παιδιά υπ' +αυτό το πνεύμα, αναλόγους δε να συνθέτουν και οι ποιηταί. Τα +δεσίματα δε της Ήρας από τον υιόν της και τα ριψίματα του +Ηφαίστου από τον πατέρα του, διότι ηθέλησε να παρέμβη εις το +ξυλοκόπημα της μητέρας του, και όλα τα μαλλώματα των θεών που +διηγείται ο Όμηρος, θα είναι τελείως απαράδεκτα εις την πόλιν +μας, ούτε αν υποκρύπτουν ούτε αν δεν υποκρύπτουν αλληγορίας +αυτοί οι μύθοι· διότι το παιδί δεν είναι εις θέσιν να διακρίνη +ποίον είναι αλληγορία και ποίον δεν είναι, αλλ' ό,τι εντυπωθή +από αυτήν την ηλικίαν εις το πνεύμα του, δύσκολον είναι συνήθως +να εξαλειφθή χωρίς να αφήση ίχνη· ένεκα του οποίου ίσως πρέπει +να θεωρηθή μεγίστης σημασίας, οι πρώτοι λόγοι τους οποίους +ακούει, το παιδί, να είναι όσον ημπορεί καταλληλότεροι διά να +το οδηγούν εις την αρετήν. + + — Είναι λογικώτατα αυτά που λέγεις, είπεν ο Αδείμαντος· αλλ' +αν κανείς μας ερωτούσε, οποίοι τίνες πρέπει να είναι αυτοί οι +μύθοι, τι θα του απαντήσωμεν; — Δεν είμεθα ποιηταί, Αδείμαντε, +επί του παρόντος εγώ και συ, αλλά οικισταί πόλεως· οι δε +οικισταί χρειάζεται να γνωρίζουν μόνον τους τύπους, επάνω εις +τους οποίους θα συνθέσουν τους μύθους των οι ποιηταί, και από +τους οποίους δεν θα τους επιτρέπουν να απομακρύνωνται· δεν θα +συνθέτουν όμως και οι ίδιοι τους μύθους. — Πολύ σωστά· αλλ' +αυτό ακριβώς, ποίοι θα είναι οι τύποι των μύθων των σχετικών με +τους θεούς; — Τοιούτοι επάνω-κάτω· πάντοτε πρέπει να +παριστάνεται ο θεός, ακριβώς απαράλλακτα όπως είναι, είτε εις +τα επικά ποιήματα είτε εις τας τραγωδίας. — Βέβαια πρέπει. — +Αλλ' ο θεός δεν είναι πραγματικώς αγαθός και δεν πρέπει +επομένως και να παριστάνεται τοιούτος; — Ποίος αμφιβάλλει; — +Κάθε τι που είναι αγαθόν ημπορεί ποτε να είναι, βλαβερόν; — Δεν +μου φαίνεται. — Και ένα πράγμα που δεν είναι βλαβερόν ημπορεί +να προξενήση βλάβην; — Διόλου. — Επομένως κάμνει ποτέ κακόν; — +Ούτε. — Ή, δύναται ποτε να γίνη αφορμή κακού; — Ποτέ. — Το δε +αγαθόν είναι ωφέλιμον; — Ναι. — Επομένως δεν είναι η αφορμή +ενός καλού που γίνεται; — Ναι. — Ώστε λοιπόν το αγαθόν δεν +είναι η αφορμή όλων όσα γίνονται, αλλά μόνον των καλών, όχι δε +και των κακών. — Βεβαιότατα. — Ούτε επομένως ο θεός, αφού είναι +αγαθός, ημπορεί να είναι η αφορμή όλων, όπως λέγουν κοινώς· +αλλ' ολίγων μεν πραγμάτων είναι αίτιος εις τους ανθρώπους, +πολλών δε αναίτιος· διότι είναι πολύ ολιγώτερα τα καλά που +έχουν οι άνθρωποι από τα κακά· και τα μεν καλά εις κανένα άλλον +δεν ημπορούμεν να τα αποδώσωμεν εκτός του θεού, των κακών όμως +πρέπει να αναζητήσωμεν άλλας αφορμάς και όχι τον θεόν. — Μου +φαίνεται ότι έχεις πληρέστατον δίκαιον. + + — Δεν πρέπει λοιπόν να δώσωμεν πίστιν εις τον Όμηρον ούτε εις +άλλον ποιητήν, όταν ανοήτως εκστομίζη αυτήν την βλασφημίαν περί +των θεών, ότι τάχα υπάρχουν δύο πίθοι + + &στου Δία το κατώφλι + γεμάτοι ο ένας με καλές κι ο άλλος με κακές μοίρες·& + +και ότι εις όποιον ο Ζευς ανακατώση και δώση και από τους δύο, + + &πότε του έρχονται δεξά και πότε ζερβά πάλι& + +εις όποιον όμως δώση μόνον από τον ένα, τον δεύτερον, χωρίς να +αναναιώση και από τον πρώτον, + + &φάουσσα πείνα λυσιακή παντού στη γης τον διώχτει·& + +ούτε ότι ο Ζευς είναι ο διανομεύς των καλών και των κακών εις +τους ανθρώπους. + +Εάν δε ειπή κανείς ότι καθ' υποκίνησιν του Διός και της Αθηνάς +παρεβίασε τους όρκους ο Πάνδαρος και έγινε αφορμή να λυθή η +ανακωχή, δεν θα το παραδεχθούμεν· ούτε επίσης την έριδα των +θεών, η οποία διελύθη διά της παρεμβάσεως της Θέμιδος και του +Διός· ούτε πάλιν θα επιτρέψωμεν εις τους νέους να ακούουν +εκείνα που λέει ο Αισχύλος, ότι τάχα + + &ο θεός αφορμή βρίσκει + σαν θέλη σύρριζα να ξεπατώση σπίτι·& + +αλλ' εάν ένας ποιητής διεκτραγωδή με τους ιάμβους του τα πάθη +της Νιόβης ή των Πελοπιδών, ή τα Τρωικά, ή άλλα παρόμοια, δεν +θα τον αφήνωμεν να λέγη ότι είναι έργα του θεού αυτά, ή +τουλάχιστον πρέπει θα ανευρεθή ο λόγος που ζητούμεν ημείς τώρα +και να λέγωμεν, ότι δίκαια και αγαθά είναι του θεού τα έργα, +και ότι τα παθήματα είναι προς ωφέλειαν των τιμωρουμένων· ας +λέγουν, εάν θέλουν, ότι είναι άθλιοι οι κακοί επειδή +εχρειάσθησαν τιμωρίαν, τιμωρηθέντες όμως ωφελήθησαν υπό του +θεού· ότι όμως είναι δυστυχείς οι τιμωρούμενοι και της +δυστυχίας των είναι παραίτιος ο θεός, δεν πρέπει να επιτρέψωμεν +εις τον ποιητήν να το επαναλάβη και εν γένει να λέγουν εμπρός +μας ότι ο θεός, όστις είναι αγαθός, ημπορεί να κάμη κακόν εις +κανένα, αυτό πρέπει με όλας τας δυνάμεις μας να το +αντικρούσωμεν, εάν πρόκειται να έχωμεν πόλιν καλώς +διωργανωμένην και δεν θα δώσωμεν ποτέ την άδειαν, ούτε εις τους +πρεσβυτέρους ούτε εις τους νεωτέρους, ούτε να λέγουν ούτε να +ακούουν τοιούτους λόγους είτε με στίχους είτε και χωρίς +στίχους, διότι και ανόσιοι είναι περί του θεού λεγόμενοι, εάν +λέγωνται, και δι' ημάς επιβλαβείς, αλλά και μεταξύ των +ασύμφωνοι· — Μου αρέσει αυτός ο νόμος και τον συνυπογράφω και +εγώ. — Ο πρώτος μας λοιπόν νόμος και ο τύπος, σύμφωνα με τον +οποίον θα ρυθμίζουν ό,τι λέγουν ή ό,τι γράφουν περί του θεού, +θα είναι ο εξής: ο θεός δεν είναι ο αίτιος όλων των πραγμάτων, +αλλά μόνον των καλών. — Και είναι πράγματι αναγκαιότατος. + + — Τώρα τι λέγεις περί αυτού του δευτέρου; πιστεύεις τάχα ότι ο +θεός είναι κανένας μάγος, ώστε, όπως του καταβαίνη εις την +φαντασίαν, να παρουσιάζεται υπό πολλάς και διαφόρους μορφάς, +και άλλοτε μεν να γίνεται και να μεταβάλλη το είδος του εις +πολλά σχήματα, άλλοτε δε να απατά τας αισθήσεις μας και να μας +φαίνεται τοιούτος, ή ότι απεναντίας είναι απλούς και από όλα τα +όντα ολιγώτερον υπόκειται εις οιανδήποτε αλλοίωσιν της μορφής +του; — Δεν ημπορώ να σου απαντήσω έτσι εκ του προχείρου τώρα. — +Τουλάχιστον αυτό; όταν ένα πράγμα υφίσταται μεταβολήν της +φυσικής του μορφής, δεν θα προέρχεται κατ' ανάγκην η μεταβολή +αύτη ή από αυτό το ίδιον ή από ένα άλλο; — Κατ' ανάγκην. — Τα +πράγματα όμως που έχουν την αρίστην κατασκευήν δεν αλλοιούνται +και μετατρέπονται ολιγώτερον από τας εξωτερικάς αιτίας; +παραδείγματος χάριν, τα σώματα τα υγιέστατα και ισχυρότατα δεν +αλλοιούνται ολιγώτερον από τας τροφάς και τα πιοτά και τους +κόπους, όπως επίσης και τα φυτά από τους ανέμους και τους +καύσωνας και τας λοιπάς ατμοσφαιρικάς επηρείας; — Πώς όχι; — +Και η ψυχή επίσης δεν ταράσσεται και αλλοιούται τόσον +ολιγώτερον από τας εξωτερικάς επιδράσεις, όσον γενναιοτέρα και +φρονιμωτέρα είναι; — Ναι. — Αλλ' ακόμη και αυτά τα έργα της +ανθρωπίνης χειρός, σκεύη και οικοδομήματα, κατά τον αυτόν +λόγον, όσα μεν είναι καλώς κατεσκευασμένα και από καλά υλικά, +ελάχιστα αλλοιούνται υπό του χρόνοι και των λοιπών περιστάσεων. +— Έτσι είναι. — Ώστε και γενικώς, κάθε πράγμα που είναι +τέλειον, είτε εκ φύσεως, είτε από τέχνην, είτε και από τα δύο +μαζί, υπόκειται εις ελαχίστην μεταβολήν από εξωτερικάς αιτίας. +— Φαίνεται. — Ο θεός όμως, και ό,τι ανάγεται εις την φύσιν του +θεού, είναι κατά πάντα τέλειος. — Πώς όχι; — Ώστε λοιπόν, υπ' +αυτήν την έποψιν, δεν θα ήτο διόλου δυνατόν να λαμβάνη ο θεός +πολλάς μορφάς. — Διόλου πραγματικώς. + + — Αλλά μήπως τάχα θα ήτο δυνατόν να μεταβάλλη και μεταμορφώνη +ο ίδιος τον εαυτόν του; — Φανερόν ότι μόνον κατ' αυτόν τον +τρόπον θα ημπορούσε να γίνη, αν εγίνετο. — Και θα εγίνετο αυτή +η μεταβολή εις το καλύτερον, ή εις το χειρότερον; — Κατ' +ανάγκην εις το χειρότερον· διότι δεν δυνάμεθα να είπωμεν ότι +λείπει από τον θεόν καμμία δυνατή ωραιότης και τελειότης. — +Είναι ορθότατον αυτό που λέγεις· και τούτου τεθέντος, +φαντάζεσαί ποτε, Αδείμαντε, ότι είναι δυνατόν ή θεός ή άνθρωπος +να κάμη εκουσίως τον εαυτόν του χειρότερον οπωσδήποτε απ' ό,τι +είναι; — Αδύνατον. — Αδύνατον λοιπόν είναι και να θέλη ο θεός +να μεταβάλλη τον εαυτόν του· αλλ' έκαστος εξ αυτών, κάτοχος +πάσης της δυνατής ωραιότητος και τελειότητος, διατηρεί πάντοτε +και αμεταβλήτως την ιδίαν αυτού μορφήν. — Μου φαίνεται ότι δεν +ημπορεί να είναι διαφορετικά. + + — Κανείς λοιπόν ποιητής ας μη τολμήση να μας λέγει ότι + + &ξένη οι Θεοί παίρνουν μορφή, σαν τάχα εξωμερίτες + κι αλλοίωτικοι, λογής κοπής, γυρνούν τις πολιτείες·& + +μήτε να ψευδολογή διά τας μεταμορφώσεις του Πρωτέως και της +Θέτιδος, μήτε να παρουσιάζη εις τας τραγωδίας και εις άλλα +ποιήματα την Ήραν υπό μορφήν ιερείας να μαζεύη ελέη και +συνδρομάς διά τα ευτυχισμένα τέκνα του Αργείου ποταμού Ι ν ά χ +ο υ, μήτε εν γένει να μας αραδιάζουν πολλά τοιαύτα +ψευδολογήματα. Ας προσέξουν ακόμη και αι μητέρες να μη γίνωνται +θύματα της ευπιστίας των και να εκφοβίζουν με τέτοια παραμύθια, +τα παιδιά των, ότι τάχα πολλοί θεοί τριγυρνούν την νύκτα με +διαφόρους ξένας μορφάς, διότι αυτά και βλασφημίαν κατά των θεών +αποτελούν, κάμνουν δε και τα παιδιά συγχρόνως δειλότερα. — Ας +απαγορεύσουν λοιπόν. + + — Αλλά δεν ημπορεί τάχα, αυτοί μεν οι θεοί να είναι πράγματι +ανεπίδεκτοι μεταβολής και αλλοιώσεως, αλλά να εξαπατούν ημάς +και να μαγεύουν τας αισθήσεις μας, ώστε να φανταζώμεθα ότι +παρουσιάζονται εμπρός μας υπό πολλάς και διαφόρους μορφάς; — +Ίσως και αυτό. — Αλλά πώς; θα ήθελέ ποτε ένας θεός να εξαπατήση +ή με λόγον ή με έργον και να παρουσιάζη φαντάσματα αντί του +εαυτού του; — Δεν γνωρίζω. — Δεν γνωρίζεις ότι το αληθινόν +ψεύμα — εάν επιτρέπεται το οξύμωρον — το αποστρέφονται όλοι και +θεοί και άνθρωποι; — Τι εννοείς με τούτο; — Εννοώ ότι κανείς +δεν επιτρέπει εκουσίως να εισέρχεται το ψεύδος εις την +ευγενεστέραν μερίδα του εαυτού του και αναφορικώς μάλιστα με τα +σπουδαιότερα των πραγμάτων, αλλά παρά κάθε άλλο φοβείται να το +έχη εκεί· — Ούτε τώρα ενόησα περισσοτέρων. — Διότι φαντάζεσαι +ίσως ότι πρόκειται διά τίποτε μυστήρια της αποκαλύψεως· ενώ εγώ +λέγω απλώς ότι, να εισχωρήση εις την ψυχήν το ψεύδος όσον αφορά +την ουσίαν των όντων και να διατελή επομένως αυτή εν απάτη και +αγνοία, είναι πράγμα που κανείς ποτε δεν θα εδέχετο· και ότι +τίποτε δεν μισούν όλοι περισσότερον, παρά να έχουν +ενθρονισμένον ένα τοιούτον ψεύδος μέσα εις τοιούτον μέρος. — +Πολύ σωστά. — Τούτο λοιπόν ορθότατα, όπως έλεγα και πριν, θα +εκαλείτο αληθινόν ψεύμα, η εν τη ψυχή άγνοια ενός πράγματος +ηπατημένου· διότι, αυτό το οποίον λέγομεν συνήθως ψεύμα, είναι +η διά λόγων εξωτερίκευσις του εν τη ψυχή αισθήματος, και όχι +καθαρόν ψεύμα, αλλά ούτως ειπείν είδωλον, το οποίον γεννάται +κατόπιν· ή δεν είναι έτσι; — Είναι μάλιστα. + + — Το αληθινόν λοιπόν και πραγματικόν ψεύμα το αποστρέφονται +όχι μόνον οι θεοί αλλά και οι άνθρωποι. — Το πιστεύω. — Τώρα, +το διά των λόγων ψεύδος πότε και εις ποίον είναι χρήσιμον, ώστε +να μην είναι και αυτό άξιον μίσους και αποστροφής; μήπως τάχα +προς τους εχθρούς ή και προς τους φίλους, όσοι από μανίαν ή +παραφροσύνην είναι έτοιμοι να κάμουν κανένα κακόν, ημπορεί να +είναι χρήσιμον ως φάρμακον προληπτικόν; ή και εις τα +μυθολογήματα, διά τα οποία ωμιλούσαμεν πριν, επειδή δεν +γνωρίζομεν πώς έχει ακριβώς η αλήθεια προκειμένου περί +πραγμάτων τόσον παλαιών, μήπως ημπορούμεν να το +χρησιμοποιήσωμεν το ψεύδος, δίδοντες εις αυτό όλην την επίφασιν +της αληθείας; — Έτσι πράγματι θα είναι. — Αλλά διά ποίον από +αυτούς τους λόγους θα ήτο χρήσιμον το ψεύδος εις τον θεόν; +μήπως τάχα από άγνοιαν των παλαιών πραγμάτων θα κατέφευγεν και +αυτός εις το ψεύδος, εις το οποίον θα έδιδε την επίφασιν της +αληθείας; — Γελοίον θα ήτο να το φαντασθώμεν. — Δεν είναι +λοιπόν ο θεός ποιητής ψευδολόγος. — Δεν μου φαίνεται. — Ή μήπως +τάχα μανία ή παραφροσύνη φίλων θα τον ηνάγκαζε να καταφύγη εις +το ψεύδος; Αλλά κανείς παράφρων ή μανιακός δεν ημπορεί να είναι +φίλος του θεού. — Δεν υπάρχει λοιπόν κανείς λόγος διά να ψευσθή +ποτε ο θεός. — Δεν υπάρχει. — Ώστε είναι ο θεός όλως διόλου +απλούς και αληθινός και εις τα έργα και εις τους λόγους και +ούτε ο ίδιος μεταβάλλεται ούτε τους άλλους εξαπατά είτε με +λόγια είτε με σημεία που τάχα τους στέλλει είτε εις τον ύπνον +είτε εις τον ξύπνον. — Και εγώ είμαι σύμφωνος όπως τα λέγεις. — +Ώστε επιδοκιμάζεις και αυτόν τον δεύτερον τύπον, σύμφωνα με τον +οποίον οφείλομεν και να ομιλούμεν και να γράφωμεν περί των +θεών, ότι δηλαδή ούτε αυτοί είναι μάγοι ώστε να +μεταμορφώνωνται, ούτε και ημάς εξαπατούν με ψευδείς λόγους ή +πράξεις; — Επιδοκιμάζω — Ώστε, αν και πολλά άλλα έχομεν να +επαινέσωμεν του Ομήρου, δεν θα επαινέσωμεν όμως και εκείνα που +διηγείται περί του ονείρου, το οποίον έστειλεν ο Ζευς εις τον +Αγαμέμνονα· ούτε του Αισχύλου, εκεί όπου λέγει η Θέτις πως ο +Απόλλων της έψαλλεν εις τους γάμους της: + + &μάννα παιδιών ευτυχισμένη + που αρρώστεια δε θα δουν και χρόνια πολλά θάχουν· + η αγάπη των θεών θα μου χαρίζη πάντα + μοίρα, μούπε, χρυσή — κ' έκρουξε τον παιάνα + και γιόμισε χαρά κ' ελπίδες τη ψυχή μου· + γιατί δεν πίστευα ποτέ πως θάβγη ψέμα + από το στόμα του θεού της μαντωσύνης· + μα αυτός ο ίδιος πώψαλε, αυτός ο ίδιος + που ήτανε στο τραπέζι, αυτός που τάπε ο ίδιος, + αυτός είναι που σκότωσε το γυιό μου. . .& + +Όταν κανείς μας λέγη τοιαύτα περί των θεών, θα του γυρίσωμεν +την πλάτην και δεν θα του δώσωμεν τα ψαλτικά του· ούτε εις τους +διδασκάλους θα επιτρέψωμεν να τα μεταχειρίζωνται διά την +ανατροφήν των νέων, εάν θέλωμεν μίαν ημέραν να έχωμεν +πολεμιστάς θεοσεβείς και ομοίους με τους θεούς — όσον +τουλάχιστον είναι δυνατόν διά τον άνθρωπον. — Επιδοκιμάζω καθ' +όλα και εγώ τους τύπους αυτούς, και τους λαμβάνω ως νόμους. + + * * + * + +Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, +υπήρξεν ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορά +προσφερόταν συστηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η +αρχαία ελληνική σκέψη (ιστορία, φιλοσοφία, ποίηση, δράμα, +δικανικός και πολιτικός λόγος) σε δημιουργικές μεταφορές της, +από τους άριστους μεταφραστές του τόπου, στην πιο σύγχρονη +μορφή που πήρε εξελισσόμενο το γλωσσικό της όργανο. Ο Όμηρος, +οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο +Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο Θεόφραστος, ο +Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ. προσφέρονται και +σήμερα, στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή, +Μωραϊτίδη, Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, +Καμπάνη, Καζαντζάκη, Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, +Φιλαδελφέως, Τσοκόπουλου, Σίγουρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ, σε μια +σύγχρονη σειρά εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα που επίσης +γίνεται για πρώτη φορά, συστηματικά, στην Ελλάδα, + +&Πολιτεία.& Το πρωτοτυπώτερον και πλαστικώτερον των πλατωνικών +έργων, αποτελούμενον εκ 10 βιβλίων. Το πρώτον βιβλίον +πραγματευόμενον περί δικαιοσύνης είναι αφετηρία διατυπώσεως +έπειτα ιδανικού πολιτεύματος. Η οριζομένη ισότης δικαιωμάτων +των πολιτών, η διακανόνισις ίσης εργασίας, η κατανομή των +πολιτών εις τρεις τάξεις, η εξίσωσις ανδρών και γυναικών, η +κοινογαμία και κοινοκτημοσύνη, ο αποκλεισμός των ποιητών, ο +περιορισμός της αυξήσεως του πληθυσμού, αι πρωτόρρυθμοι γενικαί +περί του κοινωνικού και του αστικού δικαίου αρχαί συνδιαζόμεναι +εις οργανικόν σύστημα εις την «Πολιτείαν» του Πλάτωνος, υπήρξαν +αφετηρίαι πλείστων φιλοσοφικών, κοινωνιολογικών και πολιτικών +θεωριών. Ώστε και από της απόψεως ταύτης είναι εκ των +σημαντικοτέρων δημιουργημάτων της ανθρωπίνης σκέψεως. + +Η μετάφρασις πιστή, σαφής και γλαφυρά υπό του κ. I. Ν. Γρυπάρη. +Τόμος Α' 10 δρχ., Τόμος Β' 10 δρχ., Τόμος Γ' 10 δρχ., Τόμος Δ' +10 δρχ. + +ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΠΩΛΗΣΙΣ + +ΛΑΔΙΑΣ ΚΑΙ Σια Ο.Ε. + +ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ 22 ΤΗΛ. 614.686, 634.506 + +ΤΙΜΑΤΑΙ +ΔΡΧ. 10 + + * * + * + +1) Η εορτή, περί της οποίας κάμνει λόγον ευθύς εις την αρχήν +του διαλόγου και χάριν της οποίας κατήλθον εις τον Πειραιά, ήτο +προς τιμήν της Βενδίδος, θρακικής Θεότητος αναλόγου προς την +Αρτέμιδα των Ελλήνων. + +2) Εις το κείμενον έχει &«μύρτα και φηγούς»&. + + + + + + +End of the Project Gutenberg EBook of Republic, Volume 1, by Plato + +*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK REPUBLIC, VOLUME 1 *** + +***** This file should be named 39476-0.txt or 39476-0.zip ***** +This and all associated files of various formats will be found in: + http://www.gutenberg.org/3/9/4/7/39476/ + +Produced by Sophia Canoni. Thanks to George Canonis for +his major work in proofreading. Book provided by Iason +Konstantinides. + + +Updated editions will replace the previous one--the old editions +will be renamed. + +Creating the works from public domain print editions means that no +one owns a United States copyright in these works, so the Foundation +(and you!) can copy and distribute it in the United States without +permission and without paying copyright royalties. Special rules, +set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to +copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to +protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project +Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you +charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you +do not charge anything for copies of this eBook, complying with the +rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose +such as creation of derivative works, reports, performances and +research. They may be modified and printed and given away--you may do +practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is +subject to the trademark license, especially commercial +redistribution. + + + +*** START: FULL LICENSE *** + +THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE +PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK + +To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free +distribution of electronic works, by using or distributing this work +(or any other work associated in any way with the phrase "Project +Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project +Gutenberg-tm License available with this file or online at + www.gutenberg.org/license. + + +Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm +electronic works + +1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm +electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to +and accept all the terms of this license and intellectual property +(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all +the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy +all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession. +If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project +Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the +terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or +entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8. + +1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be +used on or associated in any way with an electronic work by people who +agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few +things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works +even without complying with the full terms of this agreement. See +paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project +Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement +and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic +works. See paragraph 1.E below. + +1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation" +or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project +Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the +collection are in the public domain in the United States. If an +individual work is in the public domain in the United States and you are +located in the United States, we do not claim a right to prevent you from +copying, distributing, performing, displaying or creating derivative +works based on the work as long as all references to Project Gutenberg +are removed. Of course, we hope that you will support the Project +Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by +freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of +this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with +the work. You can easily comply with the terms of this agreement by +keeping this work in the same format with its attached full Project +Gutenberg-tm License when you share it without charge with others. + +1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern +what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in +a constant state of change. If you are outside the United States, check +the laws of your country in addition to the terms of this agreement +before downloading, copying, displaying, performing, distributing or +creating derivative works based on this work or any other Project +Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning +the copyright status of any work in any country outside the United +States. + +1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg: + +1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate +access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently +whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the +phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project +Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed, +copied or distributed: + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + +1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived +from the public domain (does not contain a notice indicating that it is +posted with permission of the copyright holder), the work can be copied +and distributed to anyone in the United States without paying any fees +or charges. If you are redistributing or providing access to a work +with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the +work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1 +through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the +Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or +1.E.9. + +1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted +with the permission of the copyright holder, your use and distribution +must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional +terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked +to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the +permission of the copyright holder found at the beginning of this work. + +1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm +License terms from this work, or any files containing a part of this +work or any other work associated with Project Gutenberg-tm. + +1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this +electronic work, or any part of this electronic work, without +prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with +active links or immediate access to the full terms of the Project +Gutenberg-tm License. + +1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary, +compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any +word processing or hypertext form. However, if you provide access to or +distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than +"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version +posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org), +you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a +copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon +request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other +form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm +License as specified in paragraph 1.E.1. + +1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying, +performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works +unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9. + +1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing +access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided +that + +- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from + the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method + you already use to calculate your applicable taxes. The fee is + owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he + has agreed to donate royalties under this paragraph to the + Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments + must be paid within 60 days following each date on which you + prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax + returns. Royalty payments should be clearly marked as such and + sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the + address specified in Section 4, "Information about donations to + the Project Gutenberg Literary Archive Foundation." + +- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies + you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he + does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm + License. You must require such a user to return or + destroy all copies of the works possessed in a physical medium + and discontinue all use of and all access to other copies of + Project Gutenberg-tm works. + +- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any + money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the + electronic work is discovered and reported to you within 90 days + of receipt of the work. + +- You comply with all other terms of this agreement for free + distribution of Project Gutenberg-tm works. + +1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm +electronic work or group of works on different terms than are set +forth in this agreement, you must obtain permission in writing from +both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael +Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the +Foundation as set forth in Section 3 below. + +1.F. + +1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable +effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread +public domain works in creating the Project Gutenberg-tm +collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic +works, and the medium on which they may be stored, may contain +"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or +corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual +property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a +computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by +your equipment. + +1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right +of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project +Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project +Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all +liability to you for damages, costs and expenses, including legal +fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT +LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE +PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE +TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE +LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR +INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH +DAMAGE. + +1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a +defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can +receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a +written explanation to the person you received the work from. If you +received the work on a physical medium, you must return the medium with +your written explanation. The person or entity that provided you with +the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a +refund. If you received the work electronically, the person or entity +providing it to you may choose to give you a second opportunity to +receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy +is also defective, you may demand a refund in writing without further +opportunities to fix the problem. + +1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth +in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS', WITH NO OTHER +WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO +WARRANTIES OF MERCHANTABILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE. + +1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied +warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages. +If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the +law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be +interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by +the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any +provision of this agreement shall not void the remaining provisions. + +1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the +trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone +providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance +with this agreement, and any volunteers associated with the production, +promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works, +harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees, +that arise directly or indirectly from any of the following which you do +or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm +work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any +Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause. + + +Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm + +Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of +electronic works in formats readable by the widest variety of computers +including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists +because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from +people in all walks of life. + +Volunteers and financial support to provide volunteers with the +assistance they need are critical to reaching Project Gutenberg-tm's +goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will +remain freely available for generations to come. In 2001, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure +and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations. +To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation +and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4 +and the Foundation information page at www.gutenberg.org + + +Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive +Foundation + +The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit +501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the +state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal +Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification +number is 64-6221541. Contributions to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent +permitted by U.S. federal laws and your state's laws. + +The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S. +Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered +throughout numerous locations. Its business office is located at 809 +North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887. Email +contact links and up to date contact information can be found at the +Foundation's web site and official page at www.gutenberg.org/contact + +For additional contact information: + Dr. Gregory B. Newby + Chief Executive and Director + gbnewby@pglaf.org + +Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation + +Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide +spread public support and donations to carry out its mission of +increasing the number of public domain and licensed works that can be +freely distributed in machine readable form accessible by the widest +array of equipment including outdated equipment. Many small donations +($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt +status with the IRS. + +The Foundation is committed to complying with the laws regulating +charities and charitable donations in all 50 states of the United +States. Compliance requirements are not uniform and it takes a +considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up +with these requirements. We do not solicit donations in locations +where we have not received written confirmation of compliance. To +SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any +particular state visit www.gutenberg.org/donate + +While we cannot and do not solicit contributions from states where we +have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition +against accepting unsolicited donations from donors in such states who +approach us with offers to donate. + +International donations are gratefully accepted, but we cannot make +any statements concerning tax treatment of donations received from +outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff. + +Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation +methods and addresses. Donations are accepted in a number of other +ways including checks, online payments and credit card donations. +To donate, please visit: www.gutenberg.org/donate + + +Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic +works. + +Professor Michael S. Hart was the originator of the Project Gutenberg-tm +concept of a library of electronic works that could be freely shared +with anyone. For forty years, he produced and distributed Project +Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support. + +Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed +editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S. +unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily +keep eBooks in compliance with any particular paper edition. + +Most people start at our Web site which has the main PG search facility: + + www.gutenberg.org + +This Web site includes information about Project Gutenberg-tm, +including how to make donations to the Project Gutenberg Literary +Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to +subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks. |
