summaryrefslogtreecommitdiff
path: root/39460-h
diff options
context:
space:
mode:
Diffstat (limited to '39460-h')
-rw-r--r--39460-h/39460-h.htm16873
-rw-r--r--39460-h/images/11.jpgbin0 -> 103880 bytes
-rw-r--r--39460-h/images/115.jpgbin0 -> 69054 bytes
-rw-r--r--39460-h/images/131.jpgbin0 -> 97369 bytes
-rw-r--r--39460-h/images/147.jpgbin0 -> 65849 bytes
-rw-r--r--39460-h/images/170.jpgbin0 -> 70926 bytes
-rw-r--r--39460-h/images/20.jpgbin0 -> 96976 bytes
-rw-r--r--39460-h/images/211.jpgbin0 -> 97831 bytes
-rw-r--r--39460-h/images/28.jpgbin0 -> 96549 bytes
-rw-r--r--39460-h/images/3.jpgbin0 -> 114236 bytes
-rw-r--r--39460-h/images/47.jpgbin0 -> 112745 bytes
-rw-r--r--39460-h/images/64.jpgbin0 -> 108112 bytes
-rw-r--r--39460-h/images/7.jpgbin0 -> 70669 bytes
-rw-r--r--39460-h/images/72.jpgbin0 -> 103240 bytes
-rw-r--r--39460-h/images/80.jpgbin0 -> 102736 bytes
-rw-r--r--39460-h/images/89.jpgbin0 -> 61881 bytes
-rw-r--r--39460-h/images/97.jpgbin0 -> 95832 bytes
-rw-r--r--39460-h/images/cover.jpgbin0 -> 71372 bytes
18 files changed, 16873 insertions, 0 deletions
diff --git a/39460-h/39460-h.htm b/39460-h/39460-h.htm
new file mode 100644
index 0000000..282a5b1
--- /dev/null
+++ b/39460-h/39460-h.htm
@@ -0,0 +1,16873 @@
+<?xml version="1.0"?>
+<!DOCTYPE html PUBLIC "-//W3C//DTD XHTML 1.0 Transitional//EN" "http://www.w3.org/TR/xhtml1/DTD/xhtml1-transitional.dtd">
+<html xmlns="http://www.w3.org/1999/xhtml">
+<head>
+<meta http-equiv="Content-Type" content="text/html; charset=utf-8" />
+<meta name="keywords"
+ content="15ετής πλοίαρχος, δεκαπενταετής πλοίαρχος, Ιούλιος Βερν" />
+ <title>15ετής Πλοίαρχος</title>
+
+<style type="text/css">
+
+body {
+font-family: verdana, geneva, arial, helvetica, sans-serif;
+line-height: 20px;
+margin-left: 30px;
+}
+</style>
+</head>
+<body>
+
+
+<pre>
+
+The Project Gutenberg EBook of Un capitaine de quinze ans, by Jules Verne
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org/license
+
+
+Title: Un capitaine de quinze ans
+
+Author: Jules Verne
+
+Release Date: April 16, 2012 [EBook #39460]
+
+Language: Greek
+
+Character set encoding: UTF-8
+
+*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK UN CAPITAINE DE QUINZE ANS ***
+
+
+
+
+Produced by Sophia Canoni
+
+
+
+
+
+</pre>
+
+
+<p style='font-size: small;'>Note: The tonic system has been changed from polytonic
+to monotonic. Obvious mistakes have been corrected. Footnotes have been
+converted to endnotes. Bold words have been included in &amp;&amp;.
+
+// Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό.
+Εμφανή λάθη έχουν διορθωθεί. Οι υποσημειώσεις των σελίδων έχουν μεταφερθεί
+στο τέλος του βιβλίου. Λέξεις με έντονους χαρακτήρες έχουν συμπεριληφθεί σε
+&amp;&amp;. </p>
+
+<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/cover.jpg" width="411"
+height="610"
+alt="Εξώφυλλο" border="2" /><br /></p>
+<p>
+</p>
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 4em'>ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ</h3>
+
+<h1 style='text-align: center; margin-top: 5em'>O ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΕΤΗΣ<br /><br
+/><br />
+ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ</h1>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 11em'><br /><b>
+ΕΚΔΟΤΗΣ: ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Μ. ΔΕΛΗΣ<br />
+
+1 — ΟΔΟΣ ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ — 1 <br />
+
+ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ <br />
+
+1917</b></p>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 8em'><br />
+<br />
+„ΕΚΛΕΚΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ"<br /><br />
+
+Περιοδικόν εκδιδόμενον τετράκις της εβδομάδος<br /><br />
+
+
+Ο ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΕΤΗΣ ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ<br /><br />
+
+ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Μ. ΔΕΛΗΣ<br />
+ΟΔΟΣ ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ 1<br />
+ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ</p>
+
+<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/3.jpg" width="413"
+height="615"
+alt="1η σελίδα" border="2" /><br /></p>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 8em'><br />
+
+<b>ΕΚΛΕΚΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ</b><br />
+
+ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΟΝ ΤΕΤΡΑΚΙΣ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ<br />
+ΓΡΑΦΕΙΑ: Οδός Μιλτιάδου αριθ: 1. <br />
+
+ΑΘΗΝΑΙ</p>
+
+<p style='margin-top: 8em'>ΣΥΝΔΡΟΜΑΙ: Εσωτερικού ετησία δραχ. 60. — εξάμηνος
+δραχ. 30. — <br />
+&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;
+&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;
+Εξωτερικού ετησία φράγ. 60. — εξάμηνος φράγ. 30. — </p>
+
+<p>ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ — ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΔΗΜ. Μ. ΔΕΛΗΣ</p>
+
+<p>
+</p>
+
+<p style='margin-top: 8em'><b>ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ</b><br />
+Αθήναι τη 8 Ιανουαρίου 1923</p>
+
+<p>Κυρίαν Μ. Ενταύθα. Προκειμένου περί ενός εκατομμυρίου λέγει έν ρητόν:
+«όταν υπάρχει εκατομμύριον κλειδωμένον, ουδεμία κλειδαριά ανθίσταται».
+Λέγουν μάλιστα ότι μία βασίλισσα της Γαλλίας εις την οποίαν έθεσαν αντιμέτωπον
+της αρετής της, έν εκατομμύριον, ανέκραξεν. « Έν εκατομμύριον! Α! λέγει πολλά έν
+εκατομμύριον!» — Κύριον Γ. Μ. Καλάμας. Τιμοκατάλογος εστάλη. — Δαν
+Ευαγγελίαν Β. Άργος. Ελήφθη συνδρομή σας Τρίμηνος. Ευχαριστούμεν. — Κύριον
+Ο. Ζ. μαθητήν Πάτρας. Βιβλία εστάλησαν ταχυδρομικώς. — Κυρίαν Καλυψώ Χ . . .
+Θήραν. Ελήφθη και θα εξακολουθήσωμεν.</p>
+
+<p>Λίαν προσεχώς εις τα εκλεκτά Αναγνώσματα του Ιουλίου Βερν:</p>
+
+<p style='font-size: small;'><b>Ο ΣΑΝΣΕΛΩΡ</b></p>
+
+<p style='margin-top: 8em'><b>ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+1</p>
+
+<p>Εις των ανέμων την πνοήν<br />
+τας πτέρυγας εκτείνω· <br />
+Μετρώ του κόσμου την ζωήν <br />
+ακέφαλος αν μείνω</p>
+
+<p>2</p>
+
+<p>Ενόσω είμ' αόρατος<br />
+στα σπλάχνα της μητρός μου,<br />
+με αγαπά θερμότατα<br />
+πλην μόλις γεννηθώ<br />
+και την αφήσω, γίνεται<br />
+ο άσπονδος εχθρός μου<br />
+κι' αν μ' απαντήση πουθενά<br />
+αμέσως θα χαθώ.</p>
+
+<p>Αι λύσεις πρέπει να συνοδεύωνται με 20λεπτον γραμματόσημον και θα
+δημοσιεύονται εις την αρχήν εκάστου μηνός.</p>
+
+<p>Τα Δώρα θα δημοσιεύσωμεν εις το προσεχές.</p>
+
+<p>
+</p>
+
+<h1 style='text-align: center; margin-top: 5em'>Ο ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΕΤΗΣ
+ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ</h1>
+
+<h2 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ</h2>
+
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'.</h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>Ο Μυοπάρων Πίλγριμ.</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Τη 2 Φεβρουαρίου 1878 ο μυοπάρων [γολετόβρικον) «Πίλγριμ») ευρίσκετο υπό την
+43° 57 νοτίου πλάτους και 165° 19 δυσμικού μήκους του μεσημβρινού της
+Γρανβίχης.</p>
+
+<p>Το πλοίον τούτο, χωρητικότητος τετρακοσίων τόννων, εφοπλισθέν εν Αγίω
+Φραγκίσκω δια την μεγάλην αλιείαν των νοτίων θαλασσών, ανήκεν εις τον Ιάκωβον
+Βέλδων, πλούσιον της Καλιφορνίας εφοπλιστήν, όστις από πολλών ετών είχεν
+εμπιστευθή την διοίκησιν αυτού εις τον πλοίαρχον Χουλ.</p>
+
+<p>Το «Πίλγριμ» ήτο το μικρότερον αλλά και το καλλίτερον πλοίον του στολίσκου
+εκείνου τον οποίον ο Ιάκωβος Βέλδων κατά πάσαν εποχήν απέστελλεν άλλοτε μεν
+πέραν του Βεριγγίου πορθμού μέχρι των βορεινών θαλασσών, άλλοτε δε εις τα
+παράλια της Τασμανίας ή της άκρας Χορν, μέχρι του ανταρτικού ωκεανού. Έπλεεν
+εξόχως. Ο εξοπλισμός αυτού, λίαν ευμεταχείριστος, επέτρεπεν αυτώ να
+διακινδυνεύη μετ' ολίγων ανδρών απέναντι των αδιαπεράστων σύρτεων του νοτίου
+ημισφαιρίου. Ο πλοίαρχος Χουλ ήξευρε «να γλυστρά», ως λέγουσιν οι ναύται, εν
+τω μέσω των πάγων εκείνων οίτινες κατά το θέρος παρασυρόμενοι φθάνουσι δια
+της Νέας Ζηλανδίας ή δια του Ευέλπιδος Ακρωτηρίου εις πλάτος πολύ κατώτερον
+εκείνου εις το οποίον φθάνουσιν εν ταις αρκτικαίς θαλάσσαις της υδρογείου. Το
+αληθές όμως είναι ότι οι παγοσωροί εκείνοι των οποίων μέγα μέρος διαλύεται
+εντός του Ειρηνικού ή του Ατλαντικού, μικρόν είχον όγκον, σμικρυνθέντες, ήδη υπό
+των συγκρούσεων και διαλυθέντες υπό των θερμών υδάτων. </p>
+
+<p>Υπό τας διαταγάς του πλοιάρχου Χουλ καλού ναυτικού, και ταυτοχρόνως ενός
+των επιδεξιωτέρων αγκιστρευτών του στολίσκου, ευρίσκετο πλήρωμα συγκείμενον
+εκ πέντε ναυτών και ενός δοκίμου. Τούτο ήτο ολίγον διά την αλιείαν εκείνην της
+φαλαίνης, ήτις απαιτεί πολυαριθμότερον προσωπικόν. Απαιτούνται πολλοί άνδρες
+διά τον χειρισμόν των εις προσβολήν πεμπομένων λέμβων ως και διά τον
+διαμελισμόν των αγρευομένων ζώων. Αλλά, κατά το παράδειγμα εφοπλιστών
+τινων, ο Ιάκωβος Βέλδων εθεώρει πολύ οικονομικώτερον να επιβιβάζη εις Άγιον
+Φραγκίσκον τον αριθμόν των ναυτών των αναγκαιούντων μόνον διά την διεύθυνσιν
+του πλοίου. Η Νέα Ζηλανδία ουδόλως εστερείτο αγρευτών, ναυτών πάσης
+εθνικότητος, λιποτακτών ή άλλων, οίτινες εζήτουν να μισθωθώσι διά την εποχήν
+και εξήσκουν επιτηδείως το αλιευτικόν επάγγελμα. Περαιουμένης άπαξ της
+χρησίμου περιόδου επληρώνοντο, απεβιβάζοντο εις την ξηράν και περιέμενον
+όπως οι φαλαινοθήραι του επομένου έτους έλθωσι να ζητήσωσι την υπηρεσίαν
+των. Κατά την μέθοδον ταύτην και καλλιτέρα χρήσις των διαθεσίμων ναυτών
+εγίνετο και μεγαλείτερον όφελος προέκυπτεν εκ της συνεργασίας των.</p>
+
+<p>Τούτο εγένετο και εις το «Πίλγριμ».</p>
+
+<p>Ο μυοπάρων είχε διέλθει την αλιευτικήν εποχήν επί του ορίου του πολικού
+ανταρτικού κύκλου. Αλλά δεν είχε το φορτίον του πλήρες ελαίου, υπολαιμίων
+ακατεργάστων και τεμαχίων αυτού. Κατ' εκείνην ήδη την εποχήν, η αλιεία
+καθίστατο δύσκολος. Τα κήτη, μεγάλως καταδιωχθέντα, ήσαν σπάνια. Η γνησία
+φάλαινα, ήτις καλείται Nord-caqer εν τω βόρειο Ωκεανώ και Sulpher-boltone εν
+ταις νοτίαις θαλάσσαις, ήρχιζε να εκλείπη.</p>
+
+<p>Οι αλιείς έπρεπε να στραφώσι κατά του Φιν-μπακ, γιγαντώδους μαστοφόρου,
+ου αι προσβολαι δεν ήσαν άμοιροι κινδύνων.</p>
+
+<p>Τούτο έπραξεν ο πλοίαρχος Χουλ εις την εκδρομήν ταύτην, αλλά κατά το
+επόμενον ταξείδιον εσκόπευε να ανοιχθή εις πλάτος υψηλότερον, και εάν ήτο
+ανάγκη να προχωρήση μέχρι των γαιών εκείνων της Κλαρίας και της Αδελίας, των
+οποίων η ανακάλυψις, αμφισβητηθείσα υπό του Αμερικανού Βίλκες, ανήκει
+οριστικώς εις τον διάσημον πλοίαρχον του Αστρολάβου και της Ζηλείας εις τον
+Γάλλον Δουμόνδον Δουρβίλ.</p>
+
+<p>Εν συνόψει η εκδρομή δεν υπήρξεν ευτυχής διά το «Πίλγριμ». Κατά τας αρχάς
+του Ιανουαρίου, ήτοι περί τα μέσα του βορείου θέρους, και μολονότι η προς
+επάνοδον των φαλαινοθηρών εποχή δεν είχεν επέλθει έτι, ο πλοίαρχος Χουλ
+ηναγκάσθη να εγκαταλίπη τα μέρη της αλιείας. Το επιβοηθητικόν αυτού πλήρωμα,
+— άθροισμα αχρείων υποκειμένων, — ήρχησε να απειθή, και εδέησε να σκευθή
+όπως αποχωρισθή αυτών.</p>
+
+<p>Το «Πίλγριμ» λοιπόν διηυθύνθη βορειοδυτικώς, προς τας γαίας της Νέας
+Ζηλανδίας, την οποίαν είχε επισκεφθή κατά την 15ην Ιανουαρίου. Έφθασεν εις
+Βαϊτεμάταν, λιμένα του Ωκλάνδ κειμένου εις τον μυχόν του κόλπου Χουράκι επί της
+ανατολικής παραλίας της βορείας νήσου και απεβίβασε τους αλιείς ους είχε
+παραλάβει διά την εκδρομήν.</p>
+
+<p>Το πλήρωμα δεν ήτο ευχαριστημένον. Προς συμπλήρωσιν του φορτίου του
+«Πίλγριμ» έλειπον διακόσια τουλάχιστον βαρέλια ελαίου. Ουδέποτε πτωχοτέρα
+αλιεία. Ο πλοίαρχος Χουλ επέστρεφε λοιπόν με την δυσαρέσκειαν δεδοκιμασμένου
+κυνηγού, όστις διά πρώτην φοράν άνευ ή σχεδόν άνευ θηράματος επιστρέφει. Η
+φιλαυτία του είχε λίαν εξερεθισθή και δεν εσυγχώρει τους αθλίους εκείνους των
+οποίων η απείθεια είχε συντελέσει εις την αποτυχίαν της εκδρομής του.</p>
+
+<p>Εις μάτην προσπάθησε να συναθροίση εξ Ωκλάνδ νέον πλήρωμα αλιευτικόν.
+Όλοι οι διαθέσιμοι ναυτικοί είχον επιβή εις άλλα πλοία φαλαινοθηρευτικά. Εδέησε
+λοιπόν να αποβάλη πάσαν ελπίδα σημπληρώσεως του φορτίου του «Πίλγριμ» και
+παρασκευάζετο να εγκαταλείπη οριστικώς το Ωκλάνδ, ότε αίτησις πλοός τω εγένετο
+ην δεν ηδύνατο να αρνηθή.</p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων, σύζυγος του εφοπλιστού του «Πίλγριμ», ο πενταετής αυτής
+υιός Ζακ, καί τις των συγγενών τον οποίον εκάλουν εξάδελφον Βενέδικτον,
+ευρίσκοντο τότε εις Ωκλάνδ. Ο Ιάκωβος Βέλδων, τον οποίον αι εμπορικαί του
+επιχειρήσεις ηνάγκαζον ενίοτε να επισκέπτηται την Νέαν Ζηλανδίαν, είχε φέρει
+εκεί και τους τρεις, εσκόπευε δε να τους επαναφέρη εις Άγιον Φραγκίσκον.</p>
+
+<p>Αλλά καθ' ήν στιγμήν όλη η οικογένεια έμελλε να αναχωρήση, ησθένησε
+βαρέως ο μικρός Ζακ, ο δε πατήρ του, βιαζόμενος υπό των υποθέσεών του
+ηναγκάσθη να απέλθη του Ωκλάνδ, καταλείπων εκεί την σύζυγόν του, τον υιόν και
+τον εξάδελφον Βενέδικτον.</p>
+
+<p>Τρεις μήνες είχον παρέλθει, τρεις μακροί μήνες αποχωρισμού, οίτινες υπήρξαν
+λίαν οδυνηροί εις την κυρίαν Βέλδων. Εν τούτοις το νεαρόν τέκνον της εθεραπεύθη
+και εμελέτα να αναχωρήση ότε τη ανήγγειλον την άφιξιν του «Πίλγριμ».</p>
+
+<p>Κατ' εκείνην την εποχήν, όπως επιστρέψη εις Άγιον Φραγκίσκον η κυρία
+Βέρδων ήτο ηναγκασμένη να μεταβή εις Αυστραλίαν διά να ζητήση πλοίον της
+υπερωκεανείου Εταιρίας του Χρυσού Αιώνος, εξ εκείνων άτινα εκτελούσι την
+υπηρεσίαν από Μελβούρν εις τον ισθμόν του Παναμά διά του Παπεϊτή. Ερχομένη
+άπαξ εις Παναμάν, ώφειλε να περιμένη την αναχώρησιν του αμερικανού
+ατμοπλοίου όπερ εκτελεί τακτικήν συγκοινωνίαν μεταξύ του ισθμού και της
+Καλιφορνίας. Τούτου ένεκα, βραδύτητες, μεταβιβάσεις, πάντοτε δυσάρεστοι διά
+μίαν γυναίκα μετά μικρού παιδίου. Κατ' αυτήν λοιπόν την στιγμήν ηγκυροβόλησε
+το «Πίλγριμ» εις Ωκλάνδ, δεν εδίστασε και εζήτησε παρά του πλοιάρχου να
+παραλάβη εις το πλοίον αυτήν, τον υιόν της, τον εξάδελφον Βενέδικτον και την
+Ναν, γραίαν μαύρην ήτις την υπηρέτει από της νηπιακής ηλικίας της, όπως τους
+μεταφέρη εις Άγιον Φραγκίσκον. Τρεις χιλιάδες θαλάσσιοι λεύγαι να διανυθώσι διά
+πλοίου ιστιοφόρου! αλλά το πλοίον του πλοιάρχου Χουλ ήτο λίαν στερεόν και η
+εποχή ωραία εισέτι. Ο πλοίαρχος Χουλ εδέχθη και παρεχώρησεν αμέσως τον
+ιδιαίταιρον θάλαμόν του εις την διάθεσιν της επιβάτιδος. Ήθελεν ώστε κατά τον
+διάπλουν, όστις ηδύνατο να διαρκέση τεσσαράκοντα ή πεντήκοντα ημέρας, η κυρία
+Βέλδων να έχη όλας τας δυνατάς αναπαύσεις εντός του πλοίου.</p>
+
+<p>Υπό τους όρους τούτους ο διάπλους θα είχεν ευχαρίστησίν τινα διά την κυρίαν
+Βέλδων. Το μόνον δυσάρεστον ήτο ότι ο διάπλους εκείνος εξ ανάγκης θα
+παρατείνετο ένεκα της υποχρεώσεως του «Πίλγριμ» ν' αποβιβάση το φορτίον του
+εις Βαλπαραΐζον της Χιλής. Τούτου γενομένου, δεν υπελείπετο άλλο ειμή να
+ανέλθη την αμερικανικήν ακτήν, μετ' απογείων ανέμων, οίτινες καθιστώσι λίαν
+ευχάριστα τα παράλια εκείνα. </p>
+
+<p>Άλλως τι η κυρία Βέλδων ήτο γυνή θαρραλέα, ήτις δεν επτοείτο υπό της
+θαλάσσης. Τριακονταέτις την ηλικίαν, έχουσα υγείαν ισχυράν και πολλήν έξιν εις
+τους μακρούς πλόας εις ους πολλάκις συνόδευσε τον σύζυγόν της, δεν εδειλία
+απέναντι των τυχαίων συμβεβηκότων, άτινα ηδύναντο να επέλθωσιν εις πλοίον
+μετρίας χωρητικότητος. Εγνώριζεν ότι ο πλοίαρχος Χουλ ήτο εξαίρετος ναυτικός εις
+ον ο Ιάκωβος Βέλδων είχε πάσαν εμπιστοσύνην. Το «Πίλγριμ» ήτο πλοίον στερεόν,
+ταχύπλουν, διακρινόμενον εν τω στολίσκω των αμερικανικών φαλαινοθηρών. Η
+ευκαιρία ήτο καλή και έπρεπε να επωφεληθή. Η κυρία Βέλδων επωφελήθη
+ταύτης.</p>
+
+<p>Εννοείται ότι ο εξάδελφος Βενέδικτος ώφειλε να την συνοδεύση.</p>
+
+<p>Ο εξάδελφος εκείνος ήτο αγαθός ανήρ, πεντηκονταέτης περίπου. Αλλά, μεθ'
+όλην την πεντηκονταετίαν του θα ήτο ασύνετον να τον αφήση τις μόνον να εξέλθη.
+Μακρός μάλλον ή υψηλός, στενός μάλλον ή ισχνός, με πρόσωπον οστεώδες, με
+κρανίον παμμέγιστον και λίαν τριχωτόν. Εν όλω τω ατελειώτω ατόμω του ηδύνατό
+τις να αναγνωρίση ένα των αξιολόγων εκείνων χρυσοδιοπτροφόρων επιστημόνων,
+των αβλαβών και αγαθών, προορισμένων να μείνωσι καθ' όλον τον βίον των
+μεγάλα παιδία και να αποθνήσκωσιν εκατονταετή εις τας αγκάλας της τροφού
+των.</p>
+
+<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος, — ούτως εκαλείτο πάντοτε, και εκτός έτι της
+οικογενείας, και πράγματι ήτο εξ εκείνων των αγαθών ανθρώπων οίτινες φαίνονται
+ωσεί εγεννήθησαν εξάδελφοι όλου του κόσμου, — ο εξάδελφος Βενέδικτος,
+πάντοτε ενοχλούμενος υπό των μακρών χειρών του και υπό των μακρών ποδών
+του, θα ήτο εντελώς ανίκανος να διεκπεραιώση μόνος, έστω και την απλουστάτην
+υπόθεσιν. Ουδένα ενοχλών, ειμή μόνον εαυτόν, έζη βίον εύκολον, έστεργε τα
+πάντα, ελησμόνει να φάγη ή να πίη, αναίσθητος εις το κρύο ως και εις τον
+καύσωνα, εφαίνετο δε ανήκων εις το φυτικόν βασίλειον μάλλον ή εις το ζωικόν.
+Φαντάσθητε δένδρον όλως ανωφελές, άνευ καρπών και άνευ φύλλων, ανίκανον να
+θρέψη ή να σκιάση, αλλ' έχων καλήν καρδίαν.</p>
+
+<p>Τοιούτος ήτο ο εξάδελφος Βενέδικτος. Ευχαρίστως θα προσέφερεν υπηρεσίας
+εις τους ανθρώπους, εάν, ως θα έλεγεν ο Προυδώμ, ήτο ικανός να προσφέρη.</p>
+
+<p>Τέλος, ηγαπάτο ένεκα αυτής ταύτης της αδυναμίας του. Η κυρία Βέλδων τον
+εθεώρει ως τέκνον της, — ως μεγάλον πρωτότοκον αδελφόν του μικρού της
+Ζακ.</p>
+
+<p>Δέον να προσθέσωμεν ενταύθα ότι ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν ήτο εν τούτοις
+ούτε αδρανής, ούτε άεργος. Εξ εναντίας ήτο εργατικός. Το μοναδικόν πάθος του, η
+φυσική ιστορία, τον απερρόφα ολόκληρον.</p>
+
+<p>Λέγοντες φυσικήν ιστορίαν, λέγομεν πολύ.</p>
+
+<p>Γνωστόν ότι τα διάφορα μέρη εξ ων απαρτίζεται η επιστήμη αύτη είναι η
+ζωολογία, η βοτανική, η ορυκτολογία και η γεωλογία.</p>
+
+<p>Αλλ' ο εξάδελφος Βενέδικτος ούτε βοτανικός, ούτε ορυκτολόγος, ούτε
+γεωλόγος ήτο.</p>
+
+<p>Μήπως άρα γε ήτο ζωολόγος, καθ' όλην την σημασίαν της λέξεως, είδος τι
+Κυβιέρου του Νέου Κόσμου, αποσυνθέτων το ζώον διά της αναλύσεως, ή
+ανασυνθέτων αυτό διά της συνθέσεως, είς των βαθέων εκείνων ειδημόνων, των
+ασκηθέντων εις την σπουδήν των τεσσάρων τύπων, εις ους η νεωτέρα επιστήμη
+ανάγει το ζωικόν βασίλειον, των σπονδυλωτών δηλαδή, των μαλακίων, των
+ενάρθρων και των ακνινωτών; Των τεσσάρων τούτων διαιρέσεων, ο αφελής αλλά
+φιλόσπουδος επιστήμων παρετήρησέ ποτε τας κλάσεις και ηρεύνησε τας τάξεις,
+τας οικογενείας, τας φυλάς, τα γένη, τα είδη, τας διακρινούσας αυτάς ποικιλίας;
+</p>
+
+<p>Όχι!</p>
+
+<p>Μη άρα γε ο εξάδελφος Βενέδικτος είχεν αφοσιωθή εις την σπουδήν των
+σπονδυλωτών, μαστοφόρων, πτηνών, ερπετών και ιχθύων;</p>
+
+<p>Ουδαμώς.</p>
+
+<p>Μη άρα γε προυτίμησε τα μαλάκια από των κεφαλοπόδων μέχρι των
+βρυοζώων, και η μαλακολογία δεν είχε πλέον μυστήρια δι' αυτόν;</p>
+
+<p>Παντάπασι.</p>
+
+<p>Μη άραγε έκαυσεν επί τοσούτον χρόνον το έλαιον του λύχνου του
+ασχολούμενος εις τα ακτινωτά, τα εχινόδερμα, τας ακαλήφας, τους πολύποδας,
+τους έλμινθας, τα σπογγιώδη και τα εγχυματογενή;</p>
+
+<p>Δέον να ομολογήσωμεν ότι ουδέ τούτο εγένετο.</p>
+
+<p>Επειδή λοιπόν δεν υπολείπεται άλλο είδος ζωολογίας, ειμή η διαίρεσις των
+ενάρθρων, έπεται εξ ανάγκης ότι επί ταύτης της διαιρέσεως είχεν ασκηθή το μόνον
+πάθος του εξαδέλφου Βενεδίκτου.</p>
+
+<p>Ναι, αλλά και τούτο πρέπει σαφανισθή.</p>
+
+<p>Η διακλάδωσις των ενάρθρων περιλαμβάνει έξ κλάσεις: τα έντομα, τα
+μυριάποδα, τα αραχνοειδή, τα μαλακόστρακα, τα μαλλόποδα και τα
+ερύθραιμα.</p>
+
+<p>Αλλ' ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν θα ηδύνατο να διακρίνη τον σκώληκα από της
+θεραπευτικής βδέλης, το κρήθμον από της κογχύλης, την οικιακήν αράχνην από τον
+ψευδοσκορπιόν, την καραβίδα από του βατράχου, τον ίουλον από της
+σκολοπένδρας.</p>
+
+<p>Τι ήτο λοιπόν ο εξάδελφος Βενέδικτος;</p>
+
+<p>Ουδέν άλλο ή απλούς εντομολόγος.</p>
+
+<p>Εις ταύτα δύναταί τις βεβαίως να απαντήση ότι η εντομολογία, κατά την
+ετυμολογικήν αυτής έννοιαν, είναι μέρος των φυσικών επιστημών περιλαμβάνον
+όλα τα έναρθρα. Υπό γενικήν έποψιν τούτο είναι αληθές, αλλ' επεκράτησεν η
+συνήθεια να μη δίδεται εις την λέξιν ταύτην ειμή έννοια μάλλον περιωρισμένη. Δεν
+εφαρμόζεται λοιπόν ειμή εις την κυρίως λεγομένην σπουδήν των εντόμων, ήτοι
+«όλων των ενάρθρων ζώων, των οποίων το σώμα, συγκείμενον εκ δακτυλίων
+τεθειμένων άκρον προς άκρον, σχηματίζει τρία διακεκριμένα τμήματα, άτινα
+κέκτηνται τρία ζεύγη ποδών, ένεκα του οποίου ωνομάσθησαν εξάποδα».</p>
+
+<p>Επειδή λοιπόν ο εξάδελφος Βενέδικτος είχε περιορισθή εις την σπουδήν των
+ενάρθρων της κλάσεως ταύτης ήτο μόνον απλούς εντομολόγος.</p>
+
+<p>Αλλά μη απατώμεθα! Εν τη κλάσει ταύτη των εντόμων περιλαμβάνονται ουχί
+ολιγώτεραι των δέκα τάξεων τα ορθόπτερα
+(<sup><a href='#fn1' id='ref1'>1</a></sup>)
+, τα νευρόπτερα
+(<sup><a href='#fn2' id='ref2'>2</a></sup>)
+ τα υμενόπτερα
+(<sup><a href='#fn3' id='ref3'>3</a></sup>)
+, τα λεπιδόπτερα
+(<sup><a href='#fn4' id='ref4'>4</a></sup>)
+, τα ημίπτερα
+(<sup><a href='#fn5' id='ref5'>5</a></sup>)
+, τα κολεόπτερα
+(<sup><a href='#fn6' id='ref6'>6</a></sup>)
+. τα δίπτερα
+(<sup><a href='#fn7' id='ref7'>7</a></sup>)
+, τα
+ριπίπτερα
+(<sup><a href='#fn8' id='ref8'>8</a></sup>)
+, τα παράσιτα
+(<sup><a href='#fn9' id='ref9'>9</a></sup>)
+ και τα θυσάνουρα
+(<sup><a href='#fn10' id='ref10'>10</a></sup>)
+. Είς τινα δε των τόξων τούτων
+τα κολεόπτερα παραδείγματος χάριν, εξηκριβώθησαν τριάκοντα χιλιάδες είδη και
+εξήκοντα χιλιάδες εις τα δίπτερα. Εκ τούτων λοιπόν δύναταί τις να εννοήση ότι τα
+αντικείμενα σπουδής δεν ελλείπουσι και ότι υπάρχει πολλή ύλη όπως απασχολήση
+ένα άνθρωπον μόνον.</p>
+
+<p>Τοιουτοτρόπως όλος ο βίος του εξαδέλφου Βενεδίκτου ήτο αφιερωμένος
+εντελώς εις την εντομολογίαν.</p>
+
+<p>Εις την επιστήμην ταύτην απησχόλει όλας τας ώρας του, — όλας ανεξαιρέτως
+και αυτάς τας του ύπνου, αφού ωνειρεύετο πάντοτε «εξάποδα». Αναρίθμητοι ήσαν
+αι καρφίδες αι εμπεπηγμέναι εις τας χειρίδας, εις το περιπεριτραχήλιον του
+ενδύματός του, εις το βάθος του πίλου του και εις τα πλάγια του εσωκαρδίου
+του.</p>
+
+<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/7.jpg" width="345"
+height="400"
+alt="Εις την επιστήμην ταύτην απησχόλει όλας τας ώρας του" border="2" /><br
+/></p>
+
+<p>Όταν ο εξάδελφος Βενέδικτος επέστρεφεν έκ τινος επιστημονικού περιπάτου, ο
+πολύτιμος πίλος του ήτο αποθήκη φυσικής ιστορίας, κατάστικτος εσωτερικώς τε
+και εξωτερικώς υπό εντόμων διαπερασμένων. Και τώρα εξηγείται ότι το
+πρωτότυπον εκείνο ον συνόδευσε τον κύριον και την κυρίαν Βέλδων εις Νέαν
+Ζηλανδίαν εκ πάθους εντομολογικού. Εκεί, η συλλογή του επλουτίσθη διά τινων
+σπανίων αντικειμένων, και ευνόητον ήτο ότι εβιάζετο να επανέλθη όπως
+ταξινομίση αυτά εις το σπουδαστήριόν του εν Αγίω Φραγκίσκω.</p>
+
+<p>Επειδή λοιπόν η κυρία Βέλδων και το τέκνον της επέστρεφον εις Αμερικήν διά
+του «Πίλγριμ», ουδέν φυσικώτερον να συνοδεύση αυτούς ο εξάδελφος Βενέδικτος
+κατά τον διάπλουν.</p>
+
+<p>Αλλ' η κυρία Βέλδων ουδόλως έπρεπε να βασίζεται επ' αυτού, εάν
+παρουσιάζετο κρίσιμός τις περίστασις. Ευτυχώς δεν επρόκειτο ειμή περί ταξειδίου
+ευκόλου εκτελουμένου κατά την καλήν εποχήν, και διά πλοίου του οποίου ο
+κυβερνήτης ήτο άξιος πάσης εμπιστοσύνης.</p>
+
+<p>Κατά την τριήμερον διαμονήν του «Πίλγριμ» εν Βαϊτεμάτα, η κυρία Βέλδων
+ενήργησεν εν μεγάλη βία τας προετοιμασίας της, καθότι δεν ήθελε να επιβραδύνη
+την αναχώρησιν του μυοπάρωνος. Οι ιθαγενείς υπηρέται οίτινες υπηρέτουν αυτήν
+κατά την εις Ωκλάνδ διαμονήν της απελύθησαν, και τη 22 Ιανουαρίου επεβιβάσθη
+επί του «Πίλγριμ» φέρουσα μεθ' εαυτής τον υιόν της Ζακ, τον εξάδελφον
+Βενέδικτον και την γραίαν υπηρέτριαν Ναν.</p>
+
+<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος έφερεν εντός ιδιαιτέρου κιβωτίου όλην την
+εντομολογικήν συλλογήν του. Εν τη συλλογή εκείνη διεκρίνοντο μεταξύ άλλων
+δείγματά τινα των νέων εκείνων σταφυλίνων, είδους σαρκοβόρων κολεοπτέρων,
+ων οι οφθαλμοί ευρίσκονται υπεράνω της κεφαλής, και οίτινες μέχρι τότε
+ενομίζοντο ότι ανήκον μόνον εις την Νέαν Καληδονίαν. Τω είχον συστήσει
+φαρμακεράν τινα αράχνην, την «κατιπώ» των Μαορή, της οποίας το δήγμα είναι
+πολλάκις θανατηφόρον εις τους ιθαγενείς. Αλλ' η αράχνη δεν ανήκει εις την τάξιν
+των κυρίως καλουμένων εντόμων, κατατάσσεται εις τα αραχνοειδή, και κατ'
+ακόλουθίαν ουδεμίαν είχεν αξίαν εις τους οφθαλμούς του εξαδέλφου Βενεδίκτου.
+Ως εκ τούτου την περιεφρόνησε, και το ωραιότερον κειμήλιον της συλλογής του
+ήτο αξιοσημείωτός τις σταφυλίνος Νεοζηλανδικός.</p>
+
+<p>Εννοείται ότι ο εξάδελφος Βενέδικτος, πληρώσας μεγάλα ασφάλιστρα,
+εξησφάλησε το φορτίον του, όπερ τω εφαίνετο πολυτιμότερον του εξ ελαίου και
+ελασμάτων φορτίου εν τω κύτει του «Πίλγριμ».</p>
+
+<p>Κατά την στιγμήν του απόπλου, ότε η κυρία Βέλδων και οι συμπλωτήρες αυτής
+ευρέθησαν επί του καταστρώματος του μυοπάρωνος, ο πλοίαρχος Χουλ επλησίασε
+την επιβάτιδα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Εννοείται κυρία Βέλδων, τη είπεν, εάν ταξειδεύηται διά του
+«Πίλγριμ» υμείς μόνη είσθε υπεύθυνος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Διατί μοι απευθύνετε την παρατήρησιν ταύτην, κύριε Χουλ; ηρώτησεν
+η κυρία Βέλδων.</p>
+
+<p>&nbsp;— Διότι δεν έλαβον διαταγήν περί τούτου παρά του συζύγου σας, και
+όπως δήποτε είς μυοπάρων δεν δύναται να σας προσφέρη τας εγγυήσεις καλού
+διάπλου, τας οποίας θα είχετε εντός ατμοπλοίου ειδικώς προωρισμένου προς
+μεταφοράν επιβατών.</p>
+
+<p>&nbsp;— Εάν ο σύζυγός μου ήτο εδώ, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, νομίζετε,
+κύριε Χουλ ότι θα εδίσταζε να επιβιβασθή επί του «Πίλγριμ» συνοδευόμενος υπό
+της συζύγου και του τέκνου του;</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, κυρία Βέλδων δεν θα εδίσταζεν, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ· όχι
+βεβαίως! ως δεν θα εδίσταζον ούτε εγώ! Το «Πίλγριμ» είναι καλόν πλοίον, αν και η
+εκδρομή του υπήρξε πολύ αθλία, και είμαι βέβαιος περί αυτού όσον δύναται να
+ήνε ναυτικός περί του πλοίου όπερ κυβερνά από πολλών ετών. Ό,τι σας είπον,
+κυρία Βέλδων, το είπον όπως καλύψω την ευθύνην μου και όπως σας επαναλάβω
+ότι εντός του πλοίου δεν θα έχετε τας αναπαύσεις εκείνας εις τας οποίας είσθε
+συνηθισμένη.</p>
+
+<p>&nbsp;— Επειδή δεν πρόκειται ειμή περί αναπαύσεων, κύριε Χουλ απήντησεν
+η κυρία Βέλδων, τούτο δεν είναι ικανόν να με εμποδίση. Δεν είμαι εκ των
+δύσκολων εκείνων επιβατών οίτινες αδιακόπως παραπονούνται διά το στενόν των
+κοιτωνίσκων και την ανεπάρκειαν της τραπέζης.</p>
+
+<p>Είτα η κυρία Βέλδων, αφού παρετήρησεν επί τινας στιγμάς τον μικρόν της Ζακ,
+ον εκράτει εκ της χειρός·</p>
+
+<p>&nbsp;— Ας αναχωρήσωμεν, κύριε Χουλ, είπεν.</p>
+
+<p>Αι διαταγαί εδόθησαν προς απόπλουν, τα ιστία ανεπετάσθησαν, και το
+«Πίλγριμ» χειριζόμενον εις τρόπον ώστε να εξέλθη του κόλπου όσον τάχιστα,
+έστρεψε την πρώραν προς τα αμερικανικά παράλια.</p>
+
+<p>Αλλά, τρεις ημέρας μετά την αναχώρησίν του, ο μυοπάρων στενοχωρηθείς υπό
+βιαίων ανατολικών ανέμων, ηναγκάσθη να στρέψη αριστερά όπως επιτύχη πάλιν
+ούριον άνεμον.</p>
+
+<p>Και τοιουτοτρόπως, κατά την 2 Φεβρουαρίου, ο πλοίαρχος Χουλ ευρίσκετο
+εισέτι εις πλάτος υψηλότερον εκείνου όπερ ήθελε και εις θέσιν ναυτικού ζητούντος
+μάλλον να παρικάμψη το ακρωτήριον Χορν ή να πλησιάση την νέαν ήπειρον.</p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.</h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΔΙΚ ΣΑΝΔ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Εν τούτοις η θάλασσα ήτο καλή, και εξαιρέσει των βραδυτήτων ο πλους εξετελείτο
+υπό αρκούντως ευνοϊκούς όρους.</p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων είχεν εγκατασταθή εντός του «Πίλγριμ» όσον ήτο δυνατόν
+ανέτως. Ούτε πυργίσκος ούτε άλλο τι ευρίσκετο εις τα όπισθεν του
+καταστρώματος. Δεν υπήρχε λοιπόν κοιτωνίσκος εις την πρύμνην όπως δεχθή την
+επιβάτιδα, ήτις εδέησε να αρκεσθή εις τον θάλαμον του πλοιάρχου Χουλ κείμενον
+επί της πρύμνης και αποτελούντα την μετρίαν αυτού ναυτικήν κατοικίαν. Εδέησεν
+όμως να την παρακαλέση επιμόνως ο πλοίαρχος όπως δεχθή. Εκεί λοιπόν, εις το
+μέτριον εκείνο οίκημα, εγκατέστη η κυρία Βέλδων μετά του τέκνου της και της
+γραίας Ναν. Εκεί εγευμάτιζεν, έχουσα συνδαιτυμόνας τον πλοίαρχον και τον
+εξάδελφον Βενέδικτον, διά τον οποίον εσχηματίσθη επί του καταστρώματος είδος
+τι θαλαμίσκου.</p>
+
+<p>Ο δε πλοίαρχος του «Πίλγριμ» είχε καταλάβει κοιτωνίσκον τινά του
+πληρώματος, κοιτωνίσκον όστις έπρεπε να κατέχηται υπό του υποπλοιάρχου, εάν
+υπήρχεν υποπλοίαρχος εν τω πλοίω. Αλλ' ως γνωρίζομεν, ο μυοπάρων εταξείδευεν
+υπό συνθήκας αίτινες επέτρεπον να γίνεται οικονομία ενός υποπλοιάρχου.</p>
+
+<p>Οι άνδρες του «Πίλγριμ» καλοί και εύρωστοι θαλασσινοί, εφαίνοντο πολύ
+συνηνωμένοι εκ της ταυτότητος των ιδεών και των έξεων. Η αλιευτική εκείνη
+περίοδος ήτο η τετάρτη την οποίαν εξετέλουν ομού. Άπαντες εκ της δυτικής
+Αμερικής εγνωρίζοντο από παλαιού χρόνου και ανήκον εις την αυτήν χώραν της
+Καλιφoρνίας.</p>
+
+<p>Οι γενναίοι εκείνοι άνδρες εφαίνοντο πολύ περιποιητικοί προς την κυρίαν
+Βέλδων, την σύζυγον του εφοπλιστού των, προς τον οποίον έτρεφον απεριόριστον
+αφοσίωσιν. Δέον να είπωμεν ότι μεγάλως ενδιαφερόμενοι εις τα κέρδη του πλοίου,
+είχον θαλασσοπορήσει μέχρι τότε μετά πολλής ωφελείας. Εάν ένεκα του μικρού
+αριθμού των ουδενός εφείδοντο κόπου, συνέβαινε τούτο διότι πάσα εργασία
+ηύξανε τα κέρδη των κατά την τακτοποίησιν των λογαριασμών εκάστης περιόδου.
+Είναι αληθές όχι την φοράν ταύτην το κέρδος θα ήτο μηδαμινόν, και τούτο δικαίως
+τους εξώργιζε κατά των αχρείων εκείνων της Νέας Ζηλανδίας.</p>
+
+<p>Είς μόνον μεταξύ όλων εν τω πλοίω δεν ήτο καταγωγής αμερικανικής.
+Πορτογάλλος εκ γενετής, αλλ' ομιλών ευχερώς την αγγλικήν, εκαλείτο Νεγορός, και
+εξετέλει τα ταπεινά έργα μαγείρου του μυοπάρωνος.</p>
+
+<p>Όταν ο μάγειρος του «Πίλγριμ» ελιποτάκτησεν εις Ωκλάνδ, ο Νεγορός εκείνος,
+άνευ εργασίας τότε, προσεφέρθη να τον αντικαταστήση. Ήτο άνθρωπος σιωπηλός,
+ήκιστα κοινωνικός, έμενε μεμονωμένος, αλλά καλώς εξεπλήρου το επάγγελμά του.
+Παραλαβών αυτόν εις την υπηρεσίαν του ο πλοίαρχος Χουλ εφαίνετο ότι
+αρκούντως επέτυχεν εις την εκλογήν του· από της στιγμής της εισόδου του εις το
+πλοίον ο Νεγορός ουδεμίαν επέσυρεν επίπληξιν.</p>
+
+<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/11.jpg" width="425"
+height="500"
+alt="Ήτο άνθρωπος σιωπηλός" border="2" /><br /></p>
+
+<p>Εν τούτοις ο πλοίαρχος Χουλ ελυπείτο διότι δεν έσχε τον απαιτούμενον καιρόν
+να λάβη ακριβείς πληροφορίας περί του παρελθόντος αυτού. Η μορφή του, ή
+μάλλον το βλέμμα του, μετρίως τω ήρεσκε, και προκειμένου να εισαγάγη τις ένα
+άγνωστον εις την τόσω στενήν και τόσω περιωρισμένην ζωήν πλοίου, πρέπει ουδέν
+να παραμελή όπως πληροφορήται περί των προηγουμένων αυτού.</p>
+
+<p>Ο Νεγορός εφαίνετο τεσσαρακοντούτης. Ισχνός νευρώδης, μεσαίου
+αναστήματος, είχε την κόμην μελανωτάτην, το δέρμα ολίγον τι ηλιοκαές και ήτο
+εύρωστος. Είχεν άρα γε λάβει ανατροφήν τινα; Ναι, τούτο δε εφαίνετο έκ τινων
+παρατηρήσεων αίτινες τω διέφευγον ενίοτε. Άλλως τε δε ουδέποτε ωμίλει περί του
+παρελθόντος του, πού είχε ζήσει. Ποίον θα ήτο το μέλλον του; ούτε τούτο ηδύνατό
+τις να ηξεύρη. Έλεγε μόνον ότι εσκόπευε ν' αποβιβασθή εις Βαλπαραΐζον. Βεβαίως
+ήτο άνθρωπος αλλόκοτος. Όπως δήποτε, δεν εφαίνετο ότι υπήρξε ναυτικός·
+εφαίνετο μάλιστα πλειότερον ξένος προς τα ναυτικά πράγματα παρ' όσον δύναται
+να είναι μάγειρος, του οποίου μέρος της υπάρξεως διήλθεν εν τη θαλάσση.</p>
+
+<p>Εν τούτοις ο σάλος ή ο προνευτασμός του πλοίου δεν τον ηνόχλει ως εκείνους
+οι οποίοι ουδέποτε εταξείδευσαν και τούτο ήτο αρκετά σπουδαίον διά μάγειρον
+πλοίου.</p>
+
+<p>Εν συντόμω, ολίγον εφαίνετο. Την ημέραν έμενε συνήθως περιωρισμένος εντός
+του στενού μαγειρίου του, ενώπιον του εκ χυτοσιδήρου κλιβάνου του, όστις
+κατείχε την περισσοτέραν θέσιν. Επερχομένης της νυκτός και σβυνομένου του
+κλιβάνου, ο Νεγορός επανήρχετο εις την καλύβην ήτις είχεν επιφυλαχθή αυτώ εις
+το βάθος του κύτους. Είτα κατεκλίνετο αμέσως και απεκοιμάτο. </p>
+
+<p>Είπομεν ανωτέρω ότι το πλήρωμα του «Πίλγριμ» συνέκειτο εκ πέντε ναυτών και
+ενός δοκίμου. </p>
+
+<p>Ο νέος ούτος δόκιμος, ηλικίας δεκαπέντε ετών, ήτο τέκνον πατρός και μητρός
+αγνώστων. Το δυστυχές εκείνο ον, εγκαταλειφθέν ευθύς από της γεννήσεώς του,
+παρελήφθη υπό της δημοσίου ευσπλαγχνίας και ανετράφη υπ' αυτής. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ — ούτως εκαλείτο — εφαίνετο ότι κατήγετο εκ της Πολιτείας της
+Νέας Υόρκης, και βεβαίως εκ της πρωτευούσης της πολιτείας ταύτης. </p>
+
+<p>Εάν το όνομα Δικ — κατά συγκοπήν του ονόματος Ριχάρδου — εδόθη εις τον
+μικρόν ορφανόν, σημαίνει ότι ήτο το όνομα του ελεήμονος διαβάτου όστις τον
+παρέλαβεν, δύο ή τρεις ώρας μετά την γέννησίν του. Το όνομα Σανδ απεδόθη αύτω
+προς ανάμνησιν του μέρους ένθα ευρέθη, ήτοι επί της άκρας εκείνης Σάνδυ Χουκ
+(<sup><a href='#fn11' id='ref11'>11</a></sup>)
+, ήτις σχηματίζει την είσοδον του λιμένος της Νέας Υόρκης, κατά το στόμιον
+Χούδσων. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ όταν ήθελε φθάσει εις όλην την ανάπτυξίν του δεν θα υπερέβαινε
+μεν το μεσαίον ανάστημα, αλλ' ήτο ισχυράς κράσεως. Ουδείς ηδύνατο ν'
+αμφιβάλλη περί της αγγλοσαξωνικής αυτού καταγωγής. Ήτο μελαγχροινός, είχεν
+οφθαλμούς κυανούς των οποίων το κρυσταλλώδες έλαμπεν υπό πυρός ζωηρού. Το
+ναυτικόν του επάγγελμα τον είχεν ήδη προπαρασκευάσει εις τους αγώνας του
+βίου. Η ευφυής φυσιογνωμία του ανέπνεε την ενεργητικότητα, ενεργητικότητος
+ουχί αυθάδους, αλλά τολμητίου. Συχνάκις αναφέρουσι τας τρεις ταύτας λέξεις
+ατελούς τινος στίχου Βιργιλίου. </p>
+
+<p>Audaces fortouna junvat. .</p>
+
+<p>αλλά τας αναφέρουσιν εσφαλμένως. Ο ποιητής είπεν: </p>
+
+<p>Audentes fortouna juvat. .</p>
+
+<p>Εις τους τολμητίας και ουχί τους αυθάδεις προσμειδιά σχεδόν πάντοτε η τύχη.
+Ο αυθάδης δύναται να είναι απερίσκεπτος. Ο τολμητίας σκέπτεται πρώτον, ενεργεί
+έπειτα. Ιδού η διαφορά. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ ήτο τολμητίας. Δεκαπενταέτης έτι, όταν απεφάσιζέ τι εξετέλει αυτό
+καθ' ολοκληρίαν μετά πάσης επιμονής. Το ήθος αυτού ζωηρόν άμα και σοβαρόν,
+εφείλκυε την προσοχήν. Δεν κατηναλίσκετο εις λόγους ή εις χειρονομίας ως
+πράττουσι συνήθως οι ομήλικες αυτώ παίδες. Ενωρίς εις εποχήν του βίου ότε δεν
+συζητεί τις τα προβλήματα της υπάρξεως είχεν αντιμετωπίσει την αθλίαν
+κατάστασίν του και είχεν υποσχεθή να αναδειχθή αφ' εαυτού.<br />
+&nbsp;<br />
+Και ανεδείχθη, γενόμενος ήδη σχεδόν ανήρ καθ' ήν ηλικίαν άλλοι είναι εισέτι
+παίδες. </p>
+
+<p>Συγχρόνως λίαν ευκίνητος, λίαν επιτήδειος εις όλα τα σωματικά γυμνάσια, ο Δικ
+Σανδ ήτο εκ των προνομιούχων εκείνων όντων περί των οποίων δύναταί τις να είπη
+ότι εγεννήθησαν με δύο πόδας αριστερούς και δύο χείρας δεξιάς. Τοιουτοτρόπως
+πράττουσι τα πάντα διά της καλής χειρός και αναχωρούσι πάντοτε διά του καλού
+ποδός. </p>
+
+<p>Η δημοσία ευσπλαγχνία, ως είπομεν, ανέθρεψε τον μικρόν ορφανόν. Πρώτον
+εισήχθη εις έν των παιδοτροφείων εκείνων άτινα εν Αμερική έχουσι πάντοτε θέσιν
+διά τα εγκαταλελειμένα παιδία. Έπειτα, εν ηλικία τεσσάρων ετών, ο Δικ εμάνθανε
+να αναγινώσκη, να γράφη, να αριθμή εις έν των σχολείων εκείνων της πολιτείας
+της Νέας Υόρκης, άτινα αι ελεήμονες συνδρομαί συντηρούσι μετά γενναιότητος.
+</p>
+
+<p>Οκταετής την ηλικίαν, ένεκα της προς την θάλασσαν αγάπην την οποίαν είχε εκ
+γενετής, ο Δικ επέβη ως καμαρώτος εις πλοίον των Νοτίων θαλασσών. Εκεί
+εμάνθανε το επάγγελμα του ναυτικού και ως πρέπει τις να το μανθάνη, από της
+μάλλον νεαράς ηλικίας. Ολίγον κατ' ολίγον εδιδάχθη υπό την οδηγίαν αξιωματικών
+οίτινες συνεπάθησαν προς τον μικρόν εκείνον νεανίαν. Ούτως, ο ναυτόπαις δεν
+εβράδυνε να γίνη δόκιμος, ελπίζων βεβαίως και άλλην προαγωγήν. Ο παις όστις
+ευθύς εξαρχής είχεν εννοήσει ότι η εργασία είναι ο νόμος της ζωής, εκείνος όστις
+είχε μάθει ενωρίς ότι ο άρτος δεν κερδαίνεται ειμή διά του ιδρώτος του προσώπου
+— δόγμα της Ιεράς Γραφής όπερ είναι κανών της ανθρωπότητος — ο παις εκείνος
+είναι βεβαίως προωρισμένος διά μεγάλα πράγματα, καθότι ημέραν τινα, μετά της
+θελήσεως, θα έχη και την δύναμιν να εκτελέση ταύτα. </p>
+
+<p>Ότε λοιπόν ο Δικ Σανδ ευρίσκετο ως ναυτόπαις επί τινος εμπορικού πλοίου
+διεκρίθη υπό του πλοιάρχου Χουλ! Ο γενναίος ούτος ναυτικός ησθάνθη
+συμπάθειαν προς το αγαθόν εκείνο παιδίον και το εσύστησε βραδύτερον εις τον
+εφοπλιστήν Ιάκωβον Βέλδων. Ούτος συνεπάθησεν ομοίως προς τον ορφανόν
+εκείνον του οποίου συνεπλήρωσε την αγωγήν εις Άγιον Φραγκίσκον και τον
+ανέθρεψεν εις την καθολικήν θρησκείαν, εις ην ανήκεν η οικογένειά του. </p>
+
+<p>Κατά την διάρκειαν των σπουδών αυτού ο Δικ Σανδ ιδιαιτέραν κλίσιν ησθάνθη
+προς την γεωγραφίαν και τας θαλασσοπορίας, επιφυλαττόμενος βραδύτερον, όταν
+θα έφθανεν εις την πρέπουσαν ηλικίαν, να σπουδάση το μαθηματικόν μέρος το
+σχετιζόμενον προς την ναυτιλίαν. Είτα εις το θεωρητικόν εκείνο μέρος της
+μαθήσεώς του δεν παρημέλησε να ενώση το πρακτικόν. Επέβη λοιπόν του
+«Πίλγριμ» διά πρώτην ήδη φοράν ως δόκιμος. Ο καλός ναυτικός οφείλει να
+γνωρίζη την μεγάλην αλιείαν όσον και την μεγάλην ναυσιπλοΐαν, διότι είναι καλή
+προπαρασκευή εις όλα τα ενδεχόμενα συμβεβηκότα τα οποία συμπαραφέρει το
+ναυτικόν στάδιον. Άλλως τε ο Δικ εταξείδευε μετά πλοίου του Ιακώβου Βέλδων,
+του ευεργέτου του, πλοίου κυβερνωμένου υπό του πλοιάρχου Χουλ! Ευρίσκετο
+λοιπόν υπό ευνοϊκωτάτας συνθήκας. </p>
+
+<p>Περιττόν να αναφέρωμεν μέχρι τίνος βαθμού έφθασεν η αφοσίωσίς του προς
+την οικογένειαν Βέλδων, εις ην ώφειλε τα πάντα. Προτιμότερον να αφήσωμεν τα
+γεγονότα να ομιλήσωσιν. Αλλ ευκόλως δύναταί τις να ενοήση πόσον ο δόκιμος
+υπήρξεν ευτυχής όταν έμαθεν ότι η κυρία Βέλδων έμελλε να επιβιβασθή επί του
+«Πίλγριμ». Επί τινα έτη την κυρίαν Βέλδων εθεώρει ως ιδίαν εαυτού μητέρα, εις δε
+τον Ζακ έβλεπε μικρόν αδελφόν, ουδέποτε όμως λησμονών την θέσιν του απέναντι
+του υιού του πλουσίου εφοπλιστού. Αλλά — οι προστάται του εγίνωσκον τούτο —
+ο καλός εκείνος σπόρος ον είχον σπείρει έπεσεν επί αγαθής γης. Υπό την ζέσιν του
+αίματός του, η καρδία του ορφανού εξωγκούτο εξ ευγνωμοσύνης, και εάν
+επέπρωτο να θυσιάση ποτέ την ζωήν του δι' εκείνους οίτινες τον εδίδαξαν ν' αγαπά
+τον Θεόν και την σπουδήν, ο νεαρός δόκιμος δεν θα εδίσταζε να το πράξη. Εν
+συντόμω, να είναι δεκαπέντε ετών, αλλά να ενεργή και να πράττη ως
+τριακονταετής, τοιούτος ήτο ο Δικ Σανδ.</p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων εγνώριζε την αξίαν του προστατευομένου της, ηδύνατο δε
+άνευ ουδεμιάς ανησυχίας να τω εμπιστευθή τον μικρόν Ζακ. Ο Δικ Σανδ
+υπερηγάπα το παιδίον εκείνο, όπερ εννοούν ότι τον ηγάπα ο «μεγάλος αδελφός»,
+τον εζήτει πάντοτε. Κατά τας μακράς ώρας της αναπαύσεως, αίτινες είναι τόσω
+συχναί εις τον πλουν, ότε η θάλασσα ήτο ήσυχος, ότε τα ιστία καλώς διηυθετημένα
+ουδένα απαιτούσι χειρισμόν, ο Δικ και ο Ζακ ευρίσκοντο πάντοτε σχεδόν ομού. Ο
+νεαρός δόκιμος εδείκνυεν εις το παιδίον παν ό,τι εκ του επαγγέλματός του
+ηδύνατο να τον διασκεδάζη. Η κυρία Βέλδων αφόβως έβλεπε τον Ζακ,
+συνοδευόμενον υπό του Σανδ, να ορμά εις τους προτόνους, να αναρριχάται εις
+τους ιστούς και να κατέρχηται ως βέλος διά των εξαρτίων. Ο Δικ Σανδ προηγείτο ή
+είπετο πάντοτε, έτοιμος να τον υποστηρίξη ή να τον κρατήση εάν οι πενταετείς
+βραχίονές του ήθελον εξασθενήση κατά τα γυμνάσια. Πάντα ταύτα ωφέλουν τον
+μικρόν Ζακ όστις εκ της ασθενείας είχεν ωχριάσει ολίγον αλλά το χρώμα του
+επανήρχετο ταχέως εντός του «Πίλγριμ», χάρις εις την καθημερινήν εκείνην
+γυμναστικήν και εις τας ζωογόνους αύρας της θαλάσσης. </p>
+<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/20.jpg" width="374"
+height="485"
+alt="ο Δικ και ο Ζακ ευρίσκοντο πάντοτε σχεδόν ομού" border="2" /><br /></p>
+
+<p>Τα πράγματα έβαινον λοιπόν ούτω. Ο διάπλους εξηκολούθει υπό τας συνθήκας
+ταύτας και μολονότι ο καιρός δεν ήτο ευνοϊκός, ούτε οι επιβάται ούτε το πλήρωμα
+παρεπονούντο. </p>
+
+<p>Εν τούτοις η επιμονή εκείνη των ανατολικών ανέμων πολύ απησχόλει τον
+πλοίαρχον Χουλ καθότι δεν κατώρθωνε να φέρη το πλοίον εις καλήν οδόν.
+Εφοβείτο δε μάλιστα μήπως βραδύτερον, πλησίον του τροπικού του Αιγόκαιρω,
+συναντήση νηνεμίαν ήτις θα τον εβασάνιζε πολύ, χωρίς να αναφέρωμεν το
+ισημερινόν ρεύμα όπερ θα τον απόθει άνευ αντιστάσεως προς δυσμάς. Ανησύχει
+λοιπόν διά την βραδύτητα ην ήθελεν υποστή η κυρία Βέλδων, καίτοι αυτός δεν ήτο
+υπεύθυνος. Ως εκ τούτου, εάν συνήντα υπερωκεάνειόν τι ατμόπλοιον
+κατευθυνόμενον προς την Αμερικήν, εσκέπτετο ήδη να συμβουλεύση την
+επιβάτιδά του να μεταβιβασθή εις αυτό. Ατυχώς ευρίσκετο εις λίαν υψηλά πλάτη
+και δεν ήτο δυνατόν να συναντήση ατμόπλοιόν τι κατευθυνόμενον προς τον
+Παναμάν, άλλως τε δε κατά την εποχήν εκείνην αι διά του Ειρηνικού συγκοινωνίαι
+μεταξύ Αυστραλίας και Νέου Κόσμου δεν ήσαν τόσω συνεχώς όσω έκτοτε
+εγένοντο. </p>
+
+<p>Έδει λοιπόν να αφήση τα πράγματα εις το έλεος του Θεού, και εφαίνετο ότι
+ουδέν θα διετάρασσε τον μονότονον εκείνον διάπλουν, ότε επήλθε το πρώτον
+συμβάν, ακριβώς κατά την ημέραν εκείνην της 2 Φεβρουαρίου, υπό το πλάτος και
+το μήκος τα οποία εσημειώσαμεν κατά την έναρξιν της ιστορίας ταύτης. </p>
+
+<p>Περί την ενάτην ώραν της πρωίας ο Δικ Σανδ και ο Ζακ, του καιρού όντος λίαν
+καθαρού, ήσαν εστηριγμένοι επί του επιστηλιδίου [κόντρα τσιμπούκι). Από του
+μέρους εκείνου έβλεπον όλον το πλοίον και μέγα μέρος του Ωκεανού. Όπισθεν η
+περίμετρος του ορίζοντος διεκόπτετο μόνον υπό του μεγάλου ιστού φέροντος
+επίδρομον [μπούμα) και λαίφος [φλίσι) και κρύπτοντος μέρος της θαλάσσης και
+του ουρανού. Έμπροσθεν εξετείνετο ο πρωραίος ιστός μετά των τριών αυτού
+αρτεμόνων [φλόκων), οίτινες εφαίνοντο ως τρεις μεγάλαι άνισοι πτέρυγες.
+Κάτωθεν ευρίσκετο ο ακάτιος και άνωθεν το μικρόν επιστήλιον [τσιμπούκι) και το
+μικρόν επιστηλίδιον του οποίου ο ποδεών υπέτρεμεν υπό την πνοήν της αύρας. Ο
+μυοπάρων έπλεε λοιπόν προς τα αριστερά, κολπούμενος διά των ιστίων του όσον
+το δυνατόν τον αέρα. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ εξήγει εις το Ζακ πως το «Πίλγριμ», καλώς ηρμοσμένον, καλώς
+ισορροπούν εις όλα αυτού τα μέρη, δεν ηδύνατο να ναυαγήση, αν και έκλινε πολύ
+εις τα πλάγια, ότε το παιδίον τον διέκοψε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι βλέπω εκεί κάτω;</p>
+
+<p>&nbsp;— Βλέπεις τι, Ζακ; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ ανορθωθείς επί των ξύλων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, εκεί, απεκρίθη ο μικρός Ζακ δεικνύων σημείον τι της θαλάσσης
+μεταξύ του μεγάλου αρτέμονος [φλόκου) και του προθόου [κόντρα φλόκου). </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ παρετήρησε προσεκτικώς το υποδειχθέν σημείον και αμέσως, διά
+φωνής ισχυράς, ανέκραξεν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Έν ναυάγιον, προς τον άνεμον ευθύς, δεξιά! </p>
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'.</h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟΝ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Εις την κραυγήν του Δικ Σανδ το πλήρωμα ανεστατώθη. Όσοι δεν ήσαν της
+υπηρεσίας ανέβησαν επί του καταστρώματος. Ο πλοίαρχος Χουλ εξελθών του
+κοιτώνος του, διευθύνθη προς την πρώραν. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων, η Ναν, και αυτός ο αδιάφορος Βενέδικτος ήλθον και
+εστηρίχθησαν επί του δεξιού διαζώματος, ώστε να βλέπωσι το υπό του νεαρού
+δοκίμου αναγγελθέν ναυάγιον. </p>
+
+<p>Μόνος ο Νεγορός δεν εγκατέλιπε την καλύβην ήτις εχρησίμευεν αυτώ ως
+μαγειρείον, και εξ όλου του πληρώματος, ως πάντοτε, αυτός μόνος εφάνη
+αδιάφορος διά την συνάντησιν του ναυαγίου. </p>
+
+<p>Όλοι τότε παρετήρουν μετά προσοχής το κυματίζον αντικείμενον, όπερ τα
+κύματα εταλάντευον εις τριών μιλίων απόστασιν από του «Πίλγριμ». </p>
+
+<p>&nbsp;— Ε! τι να είναι άρα γε; ηρώτα ναύτης τις. </p>
+
+<p>&nbsp;— Σχεδία τις εγκαταλειφθείσα, απεκρίνετο έτερος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ίσως ευρίσκονται επί της σχεδίας εκείνης δυστυχείς ναυαγοί, είπεν η
+κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα το μάθωμεν, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ. Αλλά το ναυάγιον
+εκείνο δεν είναι σχεδία. Είναι σκάφος αναστραφέν εις τα πλευρά . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Μήπως είναι μάλλον θαλάσσιόν τι ζώον, μαστοφόρον τι μεγάλου
+αναστήματος; παρετήρησεν ο εξάδελφος Βενέδικτος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν το νομίζω, απεκρίθη ο δόκιμος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Συ, Δικ, τι νομίζεις ότι είναι; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Σκάφος ανατεστραμμένον, κυρία Βέλδων, ως είπεν ο πλοίαρχος. Με
+φαίνεται μάλιστα ότι βλέπω την χαλκίνην τρόπιν του λάμπουσαν εις τον ήλιον.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι . . . τωόντι . . . απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ. </p>
+
+<p>Είτα δε, αποτεινόμενος προς τον πηδαλιούχον:</p>
+
+<p>&nbsp;— Το πηδάλιον προς τον άνεμον, Βόλτων. Λόξευε ούτως ώστε να
+πλησιάσωμεν το ναυάγιον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μάλιστα, κύριε, απεκρίθη ο πηδαλιούχος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά, επανέλαβεν ο εξάδελφος Βενέδικτος, επιμένω εις ό,τι είπα.
+Βεβαίως είναι ζώον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τότε θα είναι χάλκινόν τι κήττος, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ καθότι,
+βεβαίως επίσης, το βλέπω να λάμπη εις τον ήλιον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όπως δήποτε, εξάδελφε Βενέδικτε, προσέθηκεν η κυρία Βέλδων, θα
+μας επιτρέψητε να παραδεχθώμεν ότι το κήτος εκείνο είναι νεκρόν, διότι δεν
+κάμνει ουδέ την ελαχίστην κίνησιν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ε! εξαδέλφη Βέλδων, απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος, δεν είναι η
+πρώτη φορά καθ' ήν απαντά τις φάλαιναν να κοιμάται εις την επιφάνειαν της
+θαλάσσης. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τωόντι, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ σήμερον όμως δεν πρόκειται
+περί φαλαίνης αλλά περί πλοίου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα το ίδωμεν, απήντησεν ο εξάδελφος Βενέδικτος όστις άλλως τε
+ευχαρίστως θα έδιδεν όλα τα μαστοφόρα των αρκτικών ή ανταρκτικών θαλασσών
+αντί εντόμου τινός σπανίου είδους.</p>
+
+<p>&nbsp;— Κυβέρνα, Βόλτων, κυβέρνα! έκραξεν εκ νέου ο πλοίαρχος Χουλ και μη
+πλησιάσης πολύ το ναυάγιον. Πέρασε εις απόστασίν τινα. Εάν δεν δυνάμεθα να
+προξενήσωμεν μέγα κακόν εις αυτό το σκάφος, δύναται όμως τούτο να μας
+προξενήση ζημίαν τινά και δεν επιθυμώ να προσκρούσωσι τα πλευρά του
+«Πίλγριμ». Επίδος [όρτσα) ολίγον, Βόλτων, επίδος!</p>
+
+<p>Η πρώρα του «Πίλγριμ», ήτις διηυθύνετο προς το ναυάγιον, εξέκλινεν ολίγον δι'
+ελαφράς κινήσεως του πηδαλίου. </p>
+
+<p>Ο μυοπάρων ευρίσκετο εισέτι εις απόστασιν μιλίου από του ναυαγήσαντος
+σκάφους. Οι ναύται το παρετήρουν απλήστως. Ίσως περιείχε πολύτιμον φορτίον,
+όπερ θα ήτο δυνατόν να μεταβιβασθή επί του «Πίλγριμ». </p>
+
+<p>Είναι γνωστόν ότι εις τοιαύτας διασώσεις το τρίτον της αξίας ανήκει εις τους
+διασώζοντας, και εν τη περιπτώσει τοιαύτη, εάν το φορτίον δεν ήτο βεβλαμμένον,
+οι άνθρωποι του πληρώματος θα έκαμνον καλόν εύρημα. Θα ήτο μικρά τις
+παρηγορία διά την ατελή αλιείαν των. </p>
+
+<p>Μετά έν τέταρτον της ώρας, το ναυάγιον ευρίσκετο εις απόστασιν ολιγωτέραν
+του ημίσεως μιλίου από του «Πίλγριμ». </p>
+
+<p>Ήτο τωόντι πλοίον, όπερ παρουσιάζετο διά της δεξιάς αυτού πλευράς.
+Βεβυθισμένον μέχρι των παραρρυμάτων, τόσην κλίσιν είχεν ώστε ήτο σχεδόν
+αδύνατον να σταθή τις επί του καταστρώματος. Εκ των εξαρτημάτων του δεν
+εφαίνετο πλέον τίποτε. Εις τους προτόνους εκρέμαντο μόνο ολίγαι τινές
+τεθραυσμέναι αλύσεις, τεμάχια ξύλων και ολίγα καλώδια. Επί της δεξιάς πλευράς
+ηνοίγετο μεγάλη οπή μεταξύ των επηγκενίδων και του καταβεβυθισμένου
+σανιδώματος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Το πλοίον αυτό προσέκρουσεν! ανέκραξεν ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— είναι αναμφίβολον, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ και θαυμάζω πώς δεν
+κατεβυθίσθη αμέσως. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εάν εγένετο σύγκρουσις παρετήρησεν η κυρία Βέλδων, πρέπει να
+ελπίζωμεν ότι το πλήρωμα του πλοίου τούτου θα εσώθη παρ' εκείνων οίτινες
+προσέκρουσαν εις αυτό. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ας το ελπίζωμεν, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ, εκτός
+εάν το πλήρωμα εκείνο εζήτησε καταφύγιον εις τας ιδίας του λέμβους μετά την
+σύγκρουσιν, και τότε το προσκρούσαν πλοίον εξηκολούθησε τον πλουν του, όπερ
+δυστυχώς συμβαίνει ενίοτε.</p>
+
+<p>&nbsp;— Είναι δυνατόν! Αλλά τούτο είναι απόδειξις μεγίστης απανθρωπίας
+Χουλ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μάλιστα κυρία Βέλδων . . . μάλιστα . . και τα παραδείγματα δεν
+λείπουσιν. Όσον δε αφορά το πλήρωμα, εκείνο το οποίον με αναγκάζει να
+πιστεύσω ότι εγκατέλιπε το πλοίον, είναι ότι δεν βλέπω πλέον ούτε μίαν λέμβον,
+και εκτός εάν συνελέχθησαν οι άνθρωποι, πιστεύω μάλλον ότι θα επειράθησαν να
+φθάσωσιν εις την ξηράν. Αλλ' ένεκα της αποστάσεως της αμερικανικής ηπείρου ή
+των νήσων της Ωκεανίας, φοβούμαι μήπως δεν επέτυχον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ίσως, είπεν η κυρία Βέλδων, δεν θα γνωσθή ποτέ το μυστήριον της
+καταστροφής ταύτης! Εν τούτοις πιθανόν άνθρωπός τις εκ του πληρώματος να
+είναι ακόμη εντός του πλοίου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν είναι πιθανόν, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ. Η
+πλησίασις ημών θα παρετηρείτο και θα μας έκαμνον σημείον τι. Αλλά τώρα θα
+βεβαιωθώμεν περί τούτου. — Επίδος ολίγον, Βόλτων, επίδος! έκραξεν ο πλοίαρχος
+Χουλ, δεικνύων διά της χειρός την διεύθυνσιν την οποίαν έπρεπε να ακολουθήση.
+</p>
+
+<p>Το «Πίλγριμ» ευρίσκετο εξακόσια μέτρα μακράν του ναυαγίου, και δεν υπήρχε
+πλέον αμφιβολία ότι το σκάφος εκείνο είχεν εντελώς εγκαταλειφθή παρ' όλου του
+πληρώματος. </p>
+
+<p>Αλλά, κατά την στιγμήν εκείνην, ο Δικ Σανδ διά κινήματος επέβαλε σιωπήν.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Ακούσατε! ακούσατε! είπεν. </p>
+
+<p>Έκαστος επέστησε την προσοχήν του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ακούω τι ως υλακήν! έκραξεν ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>Πράγματι, υλακή μεμακρυσμένη αντήχει εις το εσωτερικόν του σκάφους.
+Υπήρχεν εκεί βεβαίως κύων τις φυλακισμένος ίσως επειδή πιθανόν τα φατνώματα
+να ήσαν στεγανώς κεκλεισμένα. Αλλά δεν ηδύναντο να τον ίδωσι, καθότι το
+κατάστρωμα του ναυαγήσαντος πλοίου δεν ήτο εισέτι ορατόν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Έστω και είς κύων να υπάρχη, κύριε Χουλ είπεν η κυρία Βέλδων, θα
+τον σώσωμεν!</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι . . . ναι ανέκραξεν ο μικρός Ζακ . — Θα τον σώσωμεν! . . Θα του
+δώσω να φάγη!. — Θα μας αγαπήση πολύ . . Μήτερ, θα υπάγω να εύρω έν
+τεμάχιον σακχάρου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μείνε, τέκνον μου, απεκρίθη η κυρία Βέλδων μειδιώσα. Νομίζω ότι το
+δυστυχές ζώον θα αποθνήσκη της πείνης και ότι θα προτιμά καλόν φαγητόν ή
+τεμάχιον του σακχάρου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Καλά, ας τω δώσωσι την σούπαν μου! έκραξεν ο μικρός Ζακ. Ειμπορώ
+να περάσω και χωρίς σούπαν. </p>
+
+<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν αι υλακαί ηκούοντο μάλλον ευδιακρήτως. Τριακόσιοι
+πόδες το πολύ διεχώριζον το δύο πλοία. Σχεδόν πάραυτα μέγας κύων εφάνη επί
+των παραρρημάτων της δεξιάς και ανερριχάτο επ' αυτών υλακτών
+απελπιστικώτερον ή πρότερον. </p>
+
+<p>Χόβικ, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ στρεφόμενος προς τον ναύκληρον του
+«Πίλγριμ», ανακωχεύσατε και ας καταβιβασθή η μικρά λέμβος εις την θάλασσαν.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Περίμενε, κύον μου, περίμενε! έκραξεν ο μικρός Ζακ προς το ζώον,
+όπερ εφάνη ότι τω απήντησε δι' υλακής ημιπεπνιγμένης. </p>
+
+<p>Τα ιστία του «Πίλγριμ» ταχέως διηυθετήθησαν ούτως ώστε το πλοίον να μένη
+σχεδόν ακίνητον, εις απόστασιν εκατόν σχεδόν μέτρων από του ναυαγίου. </p>
+
+<p>Η λέμβος κατεβιβάσθη, και ο πλοίαρχος Χουλ, ο Δικ Σανδ, και οι δύο ναύται
+εισήλθον παρευθύς. </p>
+
+<p>Ο κύων εξηκολούθει να υλακτή. Προσεπάθει να κρατηθή επί του
+παραρρύματος, αλλά καταπάσαν στιγμήν επανέπιπτεν επί του καταστρώματος. Θα
+έλεγέ τις, ότι αι υλακαί του δεν απευθύνοντο πλέων προς τους ερχομένους προς
+αυτόν. Μήπως απευθύνοντο προς ναύτας ή επιβάτας φυλακισμένους εις το πλοίον
+εκείνο; </p>
+
+<p>&nbsp;— Μήπως υπάρχη ναυαγός ος επέζησεν; εσκέφθη η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>Η λέμβος του «Πίλγριμ» δι' ολίγων κωπηλασιών έμελλε να φθάση το
+κεκλιμένον σκάφος. </p>
+
+<p>Αίφνης τα κινήματα του κυνός μετεβλήθησαν. Τας πρώτας υλακάς, αίτινες
+προσεκάλουν τους σωτήρας να έλθωσι, διεδέχθησαν υλακαί μανιώδεις.
+Σφοδροτάτη οργή ηρέθιζε το παράδοξον ζώον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι έχει άρα γε ο σκύλος εκείνος; είπεν ο πλοίαρχος Χουλ ενώ η λέμβος
+έστρεφε το όπισθεν του πλοίου διά να φθάση εις το μέρος του καταστρώματος,
+όπερ ήτο βεβυθισμένον εις την θάλασσαν. </p>
+
+<p>Ό,τι τότε δεν ηδύνατο να παρατηρήση ο πλοίαρχος Χουλ, ό,τι δεν ηδύναντο
+ουδ' αυτοί οι εντός του «Πίλγριμ» να παρατηρήσωσιν, ήτο ότι η μανία του κυνός
+εξεδηλώθη ακριβώς καθ' ήν στιγμήν ο Νεγορός, καταλιπών το μαγειρείον του, είχε
+κατευθυνθή προς την εμπροσθίαν κρηπίδα. </p>
+
+<p>Εγνώριζε λοιπόν και ανεγνώριζεν ο κύων εκείνος τον μάγειρον; Αλλά τούτο ήτο
+λίαν απίθανον. </p>
+
+<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/28.jpg" width="357"
+height="488"
+alt="Εγνώριζε λοιπόν και ανεγνώριζεν ο κύων εκείνος τον μάγειρον" border="2"
+/><br /></p>
+
+<p>Όπως δήποτε, αφού παρετήρησε τον κύνα, χωρίς να φανερώση ουδεμίαν
+έκπληξιν, ο Νεγορός, του οποίου αι οφρύς συνεσπάσθησαν προς στιγμήν,
+επέστρεψεν εις την θέσιν των ανθρώπων του πληρώματος. </p>
+
+<p>Εν τούτοις η λέμβος είχε στραφή εις το όπισθεν του πλοίου. Ο πίναξ αυτού
+έφερε τούτο μόνον το όνομα Βάλδεκ και ουδεμίαν σημείωσιν του λιμένος εις ον
+ανήκεν. Αλλ' εκ του σχηματισμού του σκάφους, έκ τινων λεπτομερειών τας οποίας
+ο ναυτικός δύναται ευθύς εξ αρχής να αντιληφθή, ο πλοίαρχος Χουλ εννόησεν ότι
+το πλοίον εκείνο ήτο κατασκευής αμερικανικής. Άλλως τε δε και το όνομά του
+επεβεβαίου τούτο. Και τώρα το κέλυφος εκείνο ήτο παν ό,τι απέμενεν εκ του
+μεγάλου πλοίου χωρητικότητος πεντακοσίων τόνων. </p>
+
+<p>Εις το εμπρόσθιον μέρος του Βάλδεκ υπήρχεν ευρεία οπή δεικνύουσα την θέσιν
+ένθα εγένετο η σύρραξις. Ένεκα της ανατροπής του σκάφους, η οπή εκείνη
+ευρίσκετο τότε πέντε ή έξ πόδας υπεράνω της θαλάσσης — όπερ εξήγει διατί ο
+πάρων δεν είχεν εισέτι βυθισθή. </p>
+
+<p>Επί του καταστρώματος, όπερ ο πλοίαρχος Χουλ έβλεπε καθ' όλην αυτήν την
+έκτασιν, ουδείς εφαίνετο. </p>
+
+<p>Ο κύων, εγκαταλείψας το παράρρυμα, είχε καταβή εις το κεντρικόν φάτνωμα
+όπερ ήτο ανοικτόν, και υλάκτει οτέ μεν εις το εσωτερικόν οτέ δε εις το εξωτερικόν.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Βεβαιότατα το ζώον εκείνο δεν είναι μόνον εις το πλοίον!
+παρετήρησεν ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, αληθώς! απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ. </p>
+
+<p>Η λέμβος παρέπλευσε τότε το αριστερόν παράρρυμα όπερ ήτο κατά το ήμισυ
+βεβυθισμένον, Εάν επήρχετο ισχυρόν τι κύμα ο «Βάλδεκ» θα κατεποντίζετο εντός
+ολίγων στιγμών. </p>
+
+<p>Το κατάστρωμα του πάρωνος ήτο σαρωμένον απ' άκρου εις άκρον. Δεν έμενον
+πλέον ειμή οι κορμοί του μεγάλου ιστού και του ακατίου ιστού [τουρκέτου),
+αμφότεροι τεθραυσμένοι δύο πόδας άνωθεν της βάσεως και οι οποίοι θα έπεσαν
+κατά την σύρραξιν, παρασύροντες προτόνους, εξάρτια και σχοινία. Εν τούτοις καθ'
+όλην την έκτασιν εις ην ηδύνατο να φθάση η όρασις, ουδέν σύντριμμα εφαίνετο
+περί τον «Βάλδεκ», — όπερ εμαρτύρει ότι η καταστροφή θα συνέβη προ πολλών
+ημερών. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εάν δυστυχείς τινες επέζησαν μετά την σύγκρουσιν, είπεν ο
+πλοίαρχος Χουλ, πιθανόν ότι η πείνα και η δίψα θα τους κατέβαλον, καθότι το
+ύδωρ θα κατέκλυσε τας οψοθήκας . . . Ώστε μόνον πτώματα θα υπάρχωσιν εις το
+πλοίον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι ανέκραξεν ο Δικ Σανδ, όχι! Ο κύων δεν θα υλάκτει
+τοιουτοτρόπως! Υπάρχουσιν εκεί άνθρωποι ζώντες. </p>
+
+<p>Την στιγμήν εκείνην το ζώον, αποκρινόμενον εις την πρόσκλησιν του δοκίμου
+ερρίφθη εις την θάλασσαν και εκολύμβησεν επιπόνως προς την λέμβον, διότι
+εφαίνετο εξηντλημένον. </p>
+
+<p>Το ανέσυρον και ώρμησεν απλήστως, ουχί επί τεμαχίου άρτου όπερ το
+προσέφερεν ο Δικ Σανδ, αλλ' επί πίθου τινός περιέχοντος ολίγον πόσιμον ύδωρ.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Το δυστυχές ζώον αποθνήσκει της δίψης! εφώνησεν ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>Η λέμβος εζήτει τότε θέσιν ευνοϊκήν, όπως προσμίξη ευκολώτερον τον Βάλδεκ,
+και τούτου ένεκεν απεμακρύνθη οργυιάς τινας. Ο κύων ενόμισε προδήλως ότι οι
+σωτήρες αυτού δεν ήθελον ν' αναβώσιν εις το πλοίον, καθότι συνέλαβε τον Δικ
+Σανδ εκ του επενδύτου και ήρχισε πάλιν μετά νέας δυνάμεως να υλακτή
+θρηνωδώς. </p>
+
+<p>Το Εννόησαν. Αι κινήσεις, η γλώσσα του, ήσαν τοσούτω σαφείς όσω ηδύνατο να
+είναι η γλώσσα ανθρώπου. Η λέμβος επροχώρησεν αμέσως μέχρι της αριστεράς
+επωτίδος. Εκεί, οι δύο ναύται την προσέθεσαν στερεώς, ενώ ο πλοίαρχος Χουλ και
+ο Δικ Σανδ, αναβάντες επί του καταστρώματος συγχρόνως μετά κόπου μέχρι του
+φατνώματος, όπερ ηνοίγετο μεταξύ των κορμών των δύο ιστών. </p>
+
+<p>Διά του φατνώματος εκείνου, αμφότεροι εισέδυσαν εις τον πυθμένα. </p>
+
+<p>Ο Πυθμήν του Βάλδεκ, ημιπλήρης ύδατος, ουδέν εμπόρευμα περιείχεν. </p>
+
+<p>Ο πάρων έπλεεν μόνον μετά του έρματος, έρματος εξ άμμου όπερ ολισθήσαν
+προς τα αριστερά, συνετέλει εις το να κρατή το πλοίον κεκλιμένον εις τα πλάγια.
+Εκεί λοιπόν ουδέν υπήρχε προς διάσωσιν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ουδείς εδώ, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ουδείς απήντησεν ο δόκιμος, αφού επροχώρησε μέχρι του
+εμπροσθίου μέρους του κύτους. </p>
+
+<p>Αλλ' ο κύων όστις ήτο επί του καταστρώματος, εξηκολούθει να υλακτή και
+εφαίνετο επικαλούμενος επιτακτικώτερον την προσοχήν του πλοιάρχου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ας ανέλθωμεν, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ προς τον δόκιμον· αμφότεροι
+ανήλθον πάλιν εις το κατάστρωμα. </p>
+
+<p>Ο κύων δραμών προς αυτούς, εζήτει να τους παρασύρη προς το υψηλότερον
+μέρος της πρώρας. Τον ηκολούθησαν. </p>
+
+<p>Εκεί, πέντε σώματα, — πέντε πτώματα βεβαίως, — έκειντο επί του
+σανιδώματος.</p>
+
+<p>Εις το φως της ημέρας όπερ εισέδυεν απλέτως διά του φεγγίτου, ο πλοίαρχος
+Χουλ ανεγνώρισε τα σώματα πέντε μαύρων. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ, μεταβαίνων από του ενός εις τον άλλον, ενόμισεν ότι οι δυστυχείς
+ανέπνεον εισέτι. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εις το πλοίον! εις το πλοίον! έκραξεν ο πλοίαρχος Χουλ. </p>
+
+<p>Οι δύο ναύται, οίτινες εφύλαττον την λέμβον προσεκλήθησαν και εβοήθησαν
+εις την μεταφοράν των ναυαγών έξω της πρώρας. </p>
+
+<p>Τούτο δε εγένετο άνευ κόπου· μετ' ολίγα λεπτά οι πέντε μαύροι ήσαν
+κατακεκλιμένοι εν τη λέμβω χωρίς ουδείς εξ αυτών να αισθανθή ότι προσεπάθουν
+να τους σώσωσι. Σταγόνες τινές δυναμωτικού και ολίγον δροσερόν ύδωρ
+εμφρόνως διδόμενον, ηδύνατο ίσως να τους ανακαλέσωσιν εις την ζωήν. </p>
+
+<p>Το «Πίλγριμ» ευρίσκετο εκατόν μέτρα μακράν του ναυαγίου, η δε λέμβος
+έφθασεν εις αυτό ταχέως. </p>
+
+<p>Καλώδιον της μεγάλης κεραίας ερρίφθη και έκαστος των μαύρων, ανελκυσθείς
+κεχωρισμένως, ανεπαύθη τέλος επί του καταστρώματος του «Πίλγριμ». </p>
+
+<p>Ο κύων τους είχε συνοδεύσει. </p>
+
+<p>&nbsp;— Οι δυστυχείς! ανέκραξεν η κυρία Βέλδων, ιδούσα τους πτωχούς
+εκείνους ανθρώπους, οίτινες δεν ήσαν πλέον ειμή πτώματα ακίνητα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ζώσι, κυρία Βέλδων! Θα τους σώσωμεν! Ναι! θα τους σώσωμεν!
+έκραξεν ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι συνέβη λοιπόν εις αυτούς; ηρώτησεν ο εξάδελφος Βενέδικτος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Περιμένετε μέχρις ου ημπορέσωσι να ομιλήσωσιν, απήντησεν ο
+πλοίαρχος Χουλ και θα μας διηγηθώσι την ιστορίαν των. Αλλά, προ παντός άλλου,
+ας τοις δώσωμεν να πίωσιν ολίγον ύδωρ, εις το οποίον να αναμίξωμεν ολίγας
+σταγόνας ρουμίου.</p>
+
+<p>Είτα στρεφόμενος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Νεγορέ! εφώνησεν. </p>
+
+<p>Εις το όνομα τούτο ο κύων ωρθώθη ως εάν παρεμόνευε, με τρίχας
+ανωρθωμένας, με το στόμα ανοικτόν. </p>
+
+<p>Εν τούτοις ο μάγειρος δεν εφαίνετο. </p>
+
+<p>&nbsp;— Νεγορέ! επανέλαβεν ο πλοίαρχος Χουλ. </p>
+
+<p>Ο κύων έδειξεν αύθις σημεία άκρας μανίας. </p>
+
+<p>Ο Νεγορός εξήλθε του μαγειρείου. </p>
+
+<p>Αλλά μόλις εφάνη επί του καταστρώματος και ο κύων ώρμησε κατ' αυτού
+θέλων να πηδήση εις τον λαιμόν του. Διά ξύλου όπερ εκράτει ο μάγειρος
+απεμάκρυνε το ζώον καί τινες ναύται κατώρθωσαν να το καθησυχάσωσι.</p>
+
+<p>&nbsp;— Μήπως γνωρίζετε αυτόν τον κύνα; ηρώτησε τον μάγειρον ο
+πλοίαρχος Χουλ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εγώ! απήντησεν ο Νεγορός. Ποτέ δεν το είδα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Παράδοξον πράγμα! εψιθύρισεν ο Δικ Σανδ. </p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'. </h3>
+
+<p>
+<br />
+Η σωματεμπορεία ενεργείται εισέτι εν μεγάλη κλίμακι καθ' όλην την ισημερινήν
+Αφρικήν. Μεθ' όλην την επιτήρησιν των αγγλικών και γαλλικών καταδρομικών,
+πλοία, πλήρη δούλων εγκαταλείπουσι κατ' έτος τας ακτάς της Αγγόλας ή της
+Μοζαμβίκης όπως μεταφέρωσι μαύρους εις διάφορα μέρη του κόσμου, και,
+οφείλομεν να το είπωμεν, του πεπολιτισμένου κόσμου. </p>
+
+<p>Ο πλοίαρχος Χουλ δεν ηγνόει τούτο. </p>
+
+<p>Καίτοι τα παράλια εκείνα δεν εσυχνάζοντο συνήθως υπό των σωματεμπόρων,
+εσκέφθη μήπως οι μαύροι τους οποίους διέσωσεν ήσαν οι επιζώντες έκ τινος
+φορτίου δούλων, τους οποίους ο Βάλδεκ έμελλε να πωλήση είς τινα αποικίαν του
+Ειρηνικού. Όπως δήποτε, εάν τούτο ήτο αληθές, οι μαύροι εκείνοι εγίνοντο
+ελεύθεροι διά τούτο και μόνον ότι επάτησαν εις το πλοίον του, και επόθει να τοις
+αναγγείλη τούτο. </p>
+
+<p>Εν τω μεταξύ, μετά πάσης σπουδής εδόθησαν αι πρώται βοήθειαι εις τους
+ναυαγούς του Βάλδεκ. Η κυρία Βέλδων βοηθουμένη υπό της Ναν και του Δικ Σανδ,
+τους επότισαν ολίγον καλόν ύδωρ δροσερόν, του οποίου είχον στερηθή πολλών
+ημερών, το ύδωρ δε εκείνο μετά τινος τροφής ήρκεσε να τους ανακαλέση εις την
+ζωήν. </p>
+
+<p>Ο γηραιότερος των μαύρων εκείνων εξηκοντούτης περίπου, ηδυνήθη μετ'
+ολίγον να ομιλήση και να αποκριθή αγγλιστί εις τας απευθυνθείσας αυτώ
+ερωτήσεις. </p>
+
+<p>&nbsp;— Το πλοίον το οποίον σας μετέφερε συνεκρούσθη; ηρώτησε κατά
+πρώτον ο πλοίαρχος Χουλ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, απήντησεν ο Γέρων μαύρος. Προ δέκα ημερών το πλοίον μας
+συνεκρούσθη κατά τινα νύκτα σκοτεινοτάτην. Ημείς εκοιμώμεθα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλ' οι άνθρωποι του Βάλδεκ τι έγειναν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν ήσαν πλέον εκεί, κύριε, όταν οι σύντροφοί μου και εγώ ανέβημεν
+επί του καταστρώματος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ηδυνήθη λοιπόν το πλήρωμα να πηδήση εις το πλοίον το οποίον
+συνεκρούσθη μετά του Βάλδεκ; ηρώτησεν ο πλοίαρχος Χουλ. </p>
+
+<p>Ίσως, και μάλιστα πρέπει να το ελπίζωμεν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και το πλοίον εκείνο, μετά την σύγκρουσιν, δεν επανήλθε διά να σας
+περισυλλέξη;</p>
+
+<p>&nbsp;— Μήπως εναυάγησε και εκείνο; </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν εναυάγησεν, απεκρίθη ο γέρων μαύρος σείων την κεφαλήν,
+επειδή το είδομεν να φεύγη εις το σκότος. </p>
+
+<p>Το γεγονός τούτο όπερ επεβεβαιώθη παρ' όλων των επιζησάντων εκ του
+Βάλδεκ, δύναται να φανή απίστευτον. Εν τούτοις είναι αληθέστατον, ότι οι
+πλοίαρχοι, μετά τινα φοβεράν σύγκρουσιν, οφειλομένην εις την αφροσύνην των,
+έφυγον πολλάκις χωρίς να ανησυχήσωσι περί των ατυχών εκείνων τους οποίους
+εξέθεσαν εις κίνδυνον, χωρίς να τους βοηθήσωσιν. </p>
+
+<p>Ό,τι αμαξηλάται πράττουσι το αυτό επί της δημοσίας οδού και αφίνουσιν εις
+άλλους την φροντίδα να επανορθώσωσι το δυστύχημα όπερ επροξένησαν, τούτο
+είναι αξιοκατάκριτον, αν και τα θύματά των είναι βέβαια ότι θα εύρωσιν άμεσον
+βοήθειαν. Αλλ' ότι άνθρωποι εγκαταλείπουσιν ούτω ανθρώπους εν θαλάσση, δεν
+είναι τούτο αίσχος;</p>
+
+<p>Εν τούτοις ο πλοίαρχος Χουλ εγίνωσκε πολλά παραδείγματα τοιαύτης
+απανθρωπίας, και εδέησε να είπη εις την κυρίαν Βέλδων ότι τοιαύτα γεγονότα
+υπήρχον, όσω και αν εφαίνοντο τερατώδη, ευτυχώς σπάνια. </p>
+
+<p>Έπειτα επαναλαμβάνων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πόθεν ήρχετο ο Βάλδεκ; ηρώτησεν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Από την Μελβούρνην. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν είσθε λοιπόν δούλοι; . . ,</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, κύριε! απεκρίθη ζωηρώς ο γέρων μαύρος ανατιναχθείς όρθιος.
+Είμεθα υπήκοοι της Πολιτείας της Πενσυλβανίας και πολίται της ελευθέρας
+Αμερικής!</p>
+
+<p>&nbsp;— Φίλοι μου, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ πιστεύσατε ότι δεν
+διακινδυνεύετε την ελευθερίαν σας μεταβιβασθέντες εις το αμερικανικόν βρίκιον
+«Πίλγριμ». </p>
+
+<p>Τωόντι οι πέντε μαύροι τους οποίους μετέφερε το Βάλδεκ ανήκον εις την
+Πολιτείαν της Πενσυλβανίας. </p>
+
+<p>Ο γηραιότερος πωληθείς εν Αφρική ως δούλος εις ηλικίαν έξ ετών και
+μεταφερθείς εις τας Ηνωμένας Πολιτείας είχεν απελευθερωθή από πολλών ήδη
+ετών δυνάμει του περί καταργήσεως της δουλείας νόμου. Οι σύντροφοι αυτού,
+πολλώ νεώτεροι αυτού, υιοί δούλων απελευθέρων προ της γεννήσεως των είχον
+γεννηθή ελεύθεροι, και ουδείς λευκός έσχε ποτέ επ' αυτών δικαίωμα ιδιοκτησίας.
+Ουδέ την των μαύρων γλώσσαν ωμίλουν, ήτις δεν μεταχειρίζεται το άρθρον και
+γνωρίζει μόνον το απαρέμφατον των ρημάτων, — γλώσσαν ήτις άλλως τε ολίγον
+κατ' ολίγον εξηφανίσθη από της εποχής του αντιδουλικού πολέμου. Οι μαύροι
+λοιπόν εκείνοι ελευθέρως είχον εγκαταλίπει τας Ηνωμένας Πολιτείας και
+ελευθέρως επέστρεφον πάλιν εις αυτάς. </p>
+
+<p>Ως δε επληροφόρησαν τον πλοίαρχον Χουλ είχον μισθωθή παρά τινι Άγγλω,
+όστις ήτο κύριος μεγάλων κτημάτων πλησίον της Μελβούρνης, εν τη μεσημβρινή
+Αυστραλία. Εκεί διήνυσαν τρία έτη ωφεληθέντες πολλά, ότε δε έληξεν η μίσθωσίς
+των ηθέλησαν να επανέλθωσιν εις την Αμερικήν. </p>
+
+<p>Επεβιβάσθησαν λοιπόν επί του Βάλδεκ, πληρώσαντες τον ναύλον των ως
+συνήθεις επιβάται. Τη 5 Δεκεμβρίου εγκατέλιπον την Μελβούρνην, και μετά
+δεκαεπτά ημέρας, κατά τινα νύκτα σκοτεινοτάτην, ο Βάλδεκ συνεκρούσθη μετά
+τινος μεγάλου ατμοπλοίου.</p>
+
+<p>Οι μαύροι ήσαν εις τας κλίνας των. Ολίγα δευτερόλεπτα μετά την σύγκρουσιν,
+ήτις υπήρξε τρομερά, ώρμησαν επί του καταστρώματος. </p>
+
+<p>Ήδη οι ιστοί του πλοίου είχον πέσει, και ο Βάλδεκ έκλινε πλαγίως, αλλά δεν
+εφοβείτο να καταποντισθή, καθότι δεν εισήλθε πολύ ύδωρ εις τον πυθμένα. </p>
+
+<p>Ο πλοίαρχος και το πλήρωμα του Βάλδεκ, όλοι έγιναν άφαντοι. Είτε διότι τινές
+ερρίφθησαν εις την θάλασσαν, είτε διότι οι άλλοι επήδησαν εντός του
+συγκρούσαντος πλοίου, όπερ μετά ταύτα έφυγε και δεν επανήλθε πλέον.<br />
+&nbsp;<br />
+Οι πέντε μαύροι είχον μείνει μόνοι εντός του σκάφους ημιβεβυθισμένοι, χίλια
+διακόσια μίλια μακράν πάσης ξηράς. </p>
+
+<p>Ο γηραιότερος των μαύρων εκείνων εκαλείτο Τωμ. </p>
+
+<p>Η ηλικία του, ως και ο ενεργητικός αυτού χαρακτήρ και η πείρα ην εκτήσατο
+συνεπεία μακροχρονίου εργασίας, καθίστων αυτόν φυσικόν αρχηγόν των
+συντρόφων οίτινες ευρίσκοντο μετ' αυτού. </p>
+
+<p>Οι άλλοι μαύροι ήσαν νέοι εικοσιπέντε μέχρι τριάκοντα ετών ηλικίας, και
+ωνομάζοντο Βαρθολομαίος, υιός του Τωμ, Αυγουστίνος, Ακτέων και Ηρακλής, και
+οι τέσσαρες εύσωμοι, εύρωστοι και θα ετιμώντο ακριβά εις τας αγοράς της
+κεντρικής Αφρικής. Ει και είχον μεγάλως υποφέρει, ηδύνατό τις ευκόλως ν'
+αναγνωρίση εις αυτούς λαμπρά δείγματα της ισχυράς εκείνης φυλής εις τους
+οποίους ελευθέριος ανατροφή, ληφθείσα εν τοις απειραρίθμοις σχολείοις της
+Βορείας Αμερικής, είχεν ήδη επιθέσει την σφραγίδα αυτής. </p>
+
+<p>Ο Τωμ και οι σύντροφοί του λοιπόν είχον ευρεθή μόνοι επί του «Βάλδεκ» μετά
+την σύρραξιν, ουδέ δυνάμενοι καν να το εγκαταλίπουσι, καθότι οι δύο λέμβοι του
+πλοίου είχον κατακερματισθή εν τη συγκρούσει. Ηναγκάσθησαν δε να περιμένωσι
+την διάβασιν πλοίου τινός, ενώ το σκάφος των παρεσύρετο ολίγον κατ' ολίγον υπό
+των ρευμάτων. Η παρέκκλισις εκείνη εξήγει διατί ευρέθη έξω της οδού του, καθότι
+ο «Βάλδεκ» αποπλεύσας εκ της Μελβούρνης, έδει να ευρίσκεται εις πολύ
+κατώτερον πλάτος. </p>
+
+<p>Κατά τας δέκα ημέρας, αίτινες παρήλθον μεταξύ της συρράξεως και της στιγμής
+καθ' ήν το «Πίλγριμ» έφθασεν απέναντι του ναυαγήσαντος πλοίου, οι πέντε μαύροι
+ετρέφοντο εκ των ολίγων τροφίμων, άτινα εύρον εν τω οψοφυλακίω του
+τετραγώνου. Αλλά μη δυνηθέντες να εισέλθωσιν εις το τροφοδοτήριον όπερ είχε
+κατακλυσθή υπό του ύδατος, δεν είχον ουδέν πνευματώδες ποτόν όπως σβύσωσι
+την δίψαν των, και υπέφερον σκληρώς, καθότι και αυτά τα βυτία του ύδατος, τα
+δεδεμένα επί του καταστρώματος, είχον καταστραφή κατά την σύγκρουσιν. Από
+της προτεραίας, ο Τωμ και οι σύντροφοί του, βασανιζόμενοι υπό της δίψης,
+απώλεσαν τας αισθήσεις και λίαν εγκαίρως έφθασε το «Πίλγριμ». </p>
+
+<p>Τοιαύτη υπήρξεν η διήγησις την οποίαν εν ολίγοις λέξεσιν ο Τωμ είπεν εις τον
+πλοίαρχον Χουλ. Δεν υπήρχε δε λόγος να αμφιβάλωσι περί της αληθείας των υπό
+του γέροντος μαύρου λεχθέντων. Οι σύντροφοι αυτού επεβεβαίωσαν όσα είπεν,
+άλλως τε δε και αυτά τα πράγματα συνηγόρουν υπέρ των δυστυχών εκείνων
+ανθρώπων. </p>
+
+<p>Έτερον ον, σωθέν εκ του ναυαγίου, θα ωμίλει βεβαίως μετά της αυτής
+ειλικρινείας, — ήτο ο κύων τον οποίον η θέα του Νεγορού εφαίνετο ότι
+δυσηρέστει. Αλλ' εις τούτο βεβαίως θα υπήρχεν αντιπάθειά τις αληθώς
+ανεξήγητος. </p>
+
+<p>Ο Δίγγος — ούτως εκαλείτο ο κύων — ανήκεν εις την φυλήν των μολοσσών της
+Νέας Ολλανδίας. Εν τούτοις δεν τον είχεν εύρει εις την Αυστραλίαν ο πλοίαρχος
+του «Βάλδεκ». Προ δύο ετών ο Δίγγος περιπλανώμενος και ημιθανής εκ της πείνης
+ευρέθη εις τα δυτικά παράλια της Αφρικής παρά το στόμιον του Κόγγου. Ο
+πλοίαρχος του Βάλδεκ παρέλαβε το ωραίον εκείνο ζώον όπερ μείναν ακοινώνητον
+εφαίνετο πάντοτε λυπούμενον διά την στέρησιν αρχαίου κυρίου εκ του οποίου θα
+απεχωρίσθη βιαίως και τον οποίον θα ήτο αδύνατον να επανεύρη εν τη ερήμω
+εκείνη χώρα. — </p>
+
+<p>Σ. Β. τα δύο ταύτα γράμματα, κεχαραγμένα επί του περιλαιμίου του, ήσαν τα
+μόνα άτινα συνέδεον το ζώον εκείνο μετά παρελθόντος, ου ματαίως ήθελε ζητήσει
+τις την εξήγησιν. </p>
+
+<p>Ο Δίγγος, λαμπρόν και ισχυρόν ζώον, μεγαλύτερον ή οι κύνες των Πυρηναίων,
+ήτο υπερήφανον δείγμα της ποικιλίας των μολοσσών της Νέας Ολλανδίας. Όταν
+αρθούτο αναρρίπτων οπίσω την κεφαλήν του, εξισούτο προς το ανάστημα
+ανθρώπου. Η ευκινησία του, οι ισχυροί μύωνές του διέπλασαν αυτό ικανόν να
+προσβάλλη μετά θάρρους τους θώας ή πάνθηρας και να μη φοβήται και
+αντιπαραταχθή εις άρκτον. Είχε τρίχωμα πυκνόν, ουράν μακράν και άκαμπτον ως
+ουράν λέοντος, το δε καθόλου χρώμα του ήτο βαθύ υπόξανθον. Ο Δίγγος μόνον εις
+το ρύγχος εποικίλλετο διά τινων φαιών κυλίδων. Το ζώον εκείνο, όταν ωργίζετο,
+ηδύνατο να καταστή φοβερόν, και ως εκ τούτου δύναταί τις να εννοήση ότι ο
+Νεγορός δεν ήτο ευχαριστημένος εκ της υποδοχής ης έτυχε παρά του ευρώστου
+εκείνου δείγματος της κυνείου φυλής. </p>
+
+<p>Εν τούτοις ο Δίγγος, εάν δεν ήτο κοινωνικός δεν ήτο όμως κακός. Εφαίνετο
+μάλλον τεθλιμμένος. Ο γέρων Τωμ παρετήρησεν επί του «Βάλδεκ» ότι ο κύων δεν
+τους ηγάπα, τους απέφευγεν. Ίσως επί της αφρικανικής εκείνης ακτής όπου
+περιπλανάτο, υπέστη δεινά τινα υπό των ιθαγενών. Τούτου ένεκα, ει και ο Τωμ και
+οι σύντροφοι αυτού ήσαν αγαθοί άνθρωποι, ο Δίγγος ουδέποτε τους επλησίαζε.
+Κατά τας δέκα ημέρας τας οποίας οι ναυαγοί διήλθον επί του Βάλδεκ, έμενε
+μεμονωμένος, ετρέφετο άδηλον πώς, αλλά και αυτός υπέφερε σκληρώς εκ της
+δίψης. </p>
+
+<p>Τοιούτοι λοιπόν ήσαν οι επιζήσαντες εκ του ναυγίου εκείνου, τους οποίους η
+πρώτη βιαιότης της θαλάσσης έμελλε να καταποντίση. Δεν θα παρέσυρε βεβαίως
+ειμή πτώματα εις τα βάθη του Ωκεανού, εάν η ανέλπιστος έλευσις του «Πίλγριμ»,
+βραδύναντος και τούτου ένεκα της νηνεμίας και των εναντίων ανέμων δεν
+επέτρεπεν εις τον πλοίαρχον Χουλ να εκτελέση έργον φιλανθρωπίας.</p>
+
+<p>Διά να συμπληρωθή δε το έργον εκείνο δεν έμενεν άλλο ειμή να
+επαναφερθώσιν εις την ιδίαν των πατρίδα οι ναυαγοί του Βάλδεκ οίτινες εν τω
+ναυγίω εκείνω απώλεσαν τας οικονομίας τριετούς εργασίας. Ναι, τούτο επρόκειτο
+να γείνη. Το «Πίλγριμ», αφού απεβίβαζε το φορτίον του εις Βαλπαραΐζον, θα
+ανέπλεε την αμερικανικήν ακτήν μέχρι της Καλιφορνίας. Εκεί ο Τωμ και οι
+σύντροφοί του θα εγίνοντο δεκτοί υπό του Ιακώβου Βέλδων, — η αγαθή σύζυγός
+του τους διεβεβαίωσε περί τούτου, — και εκεί ήθελον προμηθευτή πάντα τα
+απαιτούμενα όπως επανακάμψωσιν εις την Πενσυλβανίαν. </p>
+
+<p>Οι αγαθοί εκείνοι άνθρωποι, καθησυχάσαντες περί του μέλλοντος,
+ηυχαρίστησαν την κυρίαν Βέλδων και τον πλοίαρχον Χουλ. Βεβαίως ώφειλον
+αυτοίς πολλήν ευγνωμοσύνην, μολονότι δε ήσαν πτωχοί μαύροι, ήλπιζαν ότι ίσως
+ημέραν τινά θα ηδύναντο να αποτίσωσι το χρέος τούτο της ευγνωμοσύνης. </p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'.</h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>Σ. Β. </b></p>
+
+<p>
+<br />
+Εν τούτοις το «Πίλγριμ» επανέλαβε τον πλουν αυτού και προσεπάθησε να
+προχωρήση όσω το δυνατόν προς ανατολάς. Η δυσάρεστος όμως εκείνη επιμονή
+της νηνεμίας μεγάλως απησχόλει τον πλοίαρχον Χουλ — ουχί διότι ανησύχει ούτος
+διά μίαν ή δύο εβδομάδας βραδύτητα κατά τον από Νέαν Ζηλανδίαν εις
+Βαλπαραΐζον διάπλουν, αλλά διά τον επιπρόσθετον κάματον ον η βραδύτης αύτη
+ηδύνατο να επιφέρη εις την επιβάτιδά του. </p>
+
+<p>Εν τούτοις η κυρία Βέλδων δεν παρεπονείτο και υπέμενε φιλοσοφικώς τα
+πάντα. </p>
+
+<p>Την αυτήν εκείνην ημέραν, 2 Φεβρουαρίου προς το εσπέρας το ναυάγιον δεν
+εφαίνετο πλέον.</p>
+
+<p>Ο πλοίαρχος Χουλ ενησχολήθη κατά πρώτον να εγκαταστήση όσω το δυνατόν
+ανέτως τον Τωμ και τους συντρόφους του.<br />
+&nbsp;<br />
+Η εν είδει κοιτώνος θέσις του πληρώματος επί του καταστρώματος θα ήτο μικρά
+όπως περιλάβη αυτούς. Τους ετοποθέτησαν λοιπόν υπό την εμπροσθίαν κρηπίδα.
+Άλλως τε οι αγαθοί εκείνοι άνδρες, συνηθισμένοι εις σκληράς εργασίας δεν
+ηδύναντο να είναι δύσκολοι, και ένεκα του ωραίου, θερμού και υγιεινού καιρού, η
+κατοικία εκείνη ηδύνατο να επαρκέση εις αυτούς καθ' όλον τον διάπλουν. </p>
+
+<p>Η εν τω πλοίω ζωή, διακόψασα προς στιγμήν την μονοτονίαν αυτής ένεκα του
+συμβάντος εκείνου, επανέλαβε την τακτικήν αυτής τροχιάν. </p>
+
+<p>Ο Τωμ, ο Αυγουστίνος, ο Βαρθολομαίος, ο Ακτέων και ο Ηρακλής επεθύμουν να
+φανώσι χρήσιμοι· αλλ' ένεκα των σταθερών εκείνων ανέμων τα ιστία, άπαξ
+αναπετασθέντα και δεθέντα, δεν είχον πλέον ανάγκην μετακινήσεως. Εν τούτοις,
+οσάκις επρόκειτο περί στροφής τινος του πλοίου, ο γέρων μαύρος και οι σύντροφοί
+του έσπευδον να δώσωσι χείραν βοηθείας εις το πλήρωμα, και πρέπει να
+ομολογήσωμεν ότι όταν ο κολοσσιαίος Ηρακλής εξετέλει χειρισμόν τινα,
+διεκρίνετο. Ο ρωμαλέος εκείνος μαύρος υψηλός έξ πόδας, ήξιζεν αυτός μόνον μίαν
+τροχιλίαν!</p>
+<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/64.jpg" width="414"
+height="486"
+alt="Ο ρωμαλέος εκείνος μαύρος ήξιζεν αυτός μόνον μίαν τροχιλίαν" border="2"
+/><br /></p>
+
+<p>Ήτο χαρά διά τον μικρόν Ζακ να βλέπη τον γίγαντα εκείνον. Ουδόλως τον
+εφοβείτο, και όταν ο Ηρακλής τον εχόρευεν εις τους βραχίονάς του, ως εάν ήτο
+νήπιον εκ φελλού, εξερρήγνυτο εις ατελευτήτους γέλωτας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Σήκωσέ με πολύ υψηλά, έλεγεν ο μικρός Ζακ.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ιδού, κύριε Ζακ, απεκρίνετο ο Ηρακλής. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μήπως είμαι βαρύς;</p>
+
+<p>&nbsp;— Μήτε σας αισθάνομαι. </p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν, ακόμη υψηλότερα! Εις το άκρον του βραχίονός σου!</p>
+
+<p>Και ο Ηρακλής, κρατών τους δύο μικρούς πόδας του παιδίου εντός της πλατείας
+χειρός του, το περιέφερεν ως πράττει γυμναστής εν ιπποδρομίω. Ο Ζακ έβλεπεν
+αυτόν μέγαν, μέγαν, και τούτο τον διεσκέδαζε πολύ. Προσεπάθει μάλιστα «να
+κάμη τον βαρύν», αλλά τούτο ουδέ το ησθάνετο καν ο κολοσσός. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ και ο Ηρακλής ήσαν λοιπόν οι δύο φίλοι του μικρού Ζακ. Δεν
+εβράδυνεν όμως ούτος να λάβη και τρίτον. </p>
+
+<p>Ο τρίτος εκείνος ήτο ο Δίγγος. </p>
+
+<p>Είπομεν ότι ο Δίγγος ήτο ακοινώνητος. Τούτο αποδοτέον βεβαίως εις το ότι η
+κοινωνία του «Βάλδεκ» δεν τω ήρεσκεν. Εντός του «Πίλγριμ» όμως συνέβη το
+εναντίον. Πιθανώς ο Ζακ ηδυνήθη να συγκινήση την καρδίαν του ωραίου εκείνου
+ζώου, όπερ μετ' ολίγον ήρχισε να αισθάνεται ευχαρίστησιν παίζον μετά του μικρού
+παιδίου εις το οποίον ήρεσκε το παιγνίδιον τούτο. Εννόησαν μετ' ολίγον ότι ο
+Δίγγος ήτο εξ εκείνων των κυνών οίτινες ιδιαιτέραν κλίσιν αισθάνονται προς τα
+παιδία. Άλλως τε ο Ζακ ουδέν κακόν τω επροξένει. Η μεγαλειτέρα διασκέδασίς του
+ήτο να μετασχηματίζη τον Δίγγον εις ταχύν κέλητα, και επιτρέπεται να
+διαβεβαιώσωμεν ότι ίππος τοιούτου είδους είναι πολύ υπέρτερος τετραπόδου εκ
+ναστοχάρτου, έστω και αν έχη τροχούς εις πόδας. Ο Ζακ εκάλπαζε λοιπόν επί του
+κυνός, όστις υπέκυπτεν εκουσίως, και τη αληθεία δεν εβάρυνε περισσότερον παρ'
+όσον βαρύνει ίππον του ιπποδρομίου το ήμισυ ενός ιπποδρόμου. </p>
+
+<p>Αλλ' επίσης ποίον ρήγμα εγίνετο καθ' εκάστην εις την αποθήκην της
+σακχάρεως!</p>
+
+<p>Ο Δίγγος εγένετο μετ' ολίγον ο ευνοούμενος όλου του πληρώματος. Μόνος ο
+Νεγορός εξηκολούθησε να αποφεύγη πάσαν συνάντησιν μετά του ζώου, του
+οποίου η προς αυτόν αντιπάθεια ήτο πάντοτε τοσούτον ζωηρά όσον και
+ανεξήγητος. </p>
+
+<p>Εν τούτοις ο μικρός Ζακ δεν παρημέλησε χάριν του Δίγγου τον αρχαίον φίλον
+του Δικ Σανδ. Όλον τον χρόνον τον οποίον δεν απήτει η υπηρεσία του πλοίου, ο
+δόκιμος τον διήρχετο μετά του μικρού παιδός. </p>
+
+<p>Εννοείται ότι η κυρία Βέλδων έβλεπε πάντοτε μετά μεγίστης ευχαριστήσεως την
+οικειότητα ταύτην. </p>
+
+<p>Ημέραν τινά, την 6 Φεβρουαρίου, ωμίλει περί του Δικ Σανδ εις τον πλοίαρχον
+Χουλ και ο πλοίαρχος υπερεξεθείαζε τον νέον δόκιμον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αυτός ο νέος, έλεγε προς την κυρίαν Βέλδων, θα γίνη ημέραν τινά
+καλός ναυτικός, εγγυώμαι περί τούτου. Έχει αληθώς το ένστικον της θαλάσσσης,
+και διά του ενστίκτου τούτου συμπληροί παν, ό,τι εισέτι κατ' ανάγκην αγνοεί εκ
+των θεωρητικών πραγμάτων του επαγγέλματος. Ό,τι πράττει ήδη είναι
+καταπληκτικόν, εάν αναλογισθώμεν τον ολίγον χρόνον καθ' όν εδιδάχθη. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πρέπει να προσθέσωμεν, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, ότι είναι
+λαμπρόν υποκείμενον, πιστός νέος, πολύ ανώτερος αναλόγως της ηλικίας του και
+μηδεμίαν επισύρας μομφήν αφότου τον γνωρίζομεν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είναι τωόντι καλόν υποκείμενον, επανέλαβεν ο πλοίαρχος Χουλ και
+δικαίως αγαπάται και εκτιμάται παρ' όλων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μετά το τέλος της θαλασσοπορείας ταύτης, είπεν η κυρία Βέλδων,
+ηξεύρω ότι ο σύζυγός μου σκοπεύει να τον εισαγάγη εις το σχολείον προς
+εκμάθησιν της υδρογραφίας, ώστε να δυνηθή βραδύτερον να λάβη πτυχίον
+πλοιάρχου. </p>
+
+<p>Και ο κ. Βέλδων έχει δίκαιον, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ. Ο Δικ Σανδ θα
+τιμήση ημέραν τινά το αμερικανικόν ναυτικόν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο πτωχός αυτός ορφανός οδυνηρώς ήρχισε τον βίον, παρετήρησεν η
+κυρία Βέλδων. Πολύ εβασανίσθη. </p>
+
+<p>&nbsp;— Βεβαίως, κυρία Βέλδων, αλλά τα μαθήματα τον ωφέλησαν. Εννόησεν
+ότι πρέπει να υπερνικήση τας δυσχερείας του κόσμου, και ευρίσκετο ήδη εις καλήν
+οδόν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, την οδόν του καθήκοντος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ιδέτε τον τώρα, κυρία Βέλδων, επανέλαβεν ο πλοίαρχος Χουλ. Είναι
+εις το πηδάλιον, το βλέμμα έχων προσηλωμένον επί του ακατίου ιστού. Ουδεμία
+αφαίρεσις εκ μέρους του, ουδεμία επομένως περιδύνησις του πλοίου. Ο Δικ Σανδ
+έχει την πείραν γηραιού πηδαλιούχου. Καλή αρχή δι' ένα ναυτικόν. Το επάγγελμα
+ημών, κυρία Βέλδων, είναι εξ εκείνων τα οποία πρέπει να αρχίση τις από μικρόν
+παιδίον. Όστις δεν υπήρξε ναυτόπαις, ουδέποτε θα κατορθώση να γίνη τέλειος
+ναυτικός, τουλάχιστον εις το εμπορικόν ναυτικόν. Όλα πρέπει να γίνωνται
+μαθήματα, και επομένως όλα να είναι ορμέμφυτα και δικαιολογημένα εις τον
+ναυτικόν, — πρέπει να αποφασίζη και να εκτελή. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εν τούτοις, πλοίαρχε Χουλ απήντησεν η κυρία Βέλδων, οι καλοί
+αξιωματικοί δεν ελλείπουσιν από του πολεμικού ναυτικού. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ αλλά, κατ' εμέ, οι καλλίτεροι ήρχισαν
+το στάδιον σχεδόν όλοι εκ παιδικής ηλικίας, και εάν εξαιρέσωμεν τον Νέλσωνα και
+ολίγους άλλους, οι χειρότεροι δεν είναι εκείνοι οίτινες ήρχισαν από ναυτόπαιδες.
+</p>
+
+<p>Την στιγμήν εκείνην προέκυψεν εκ του οπισθίου θόλου ο εξάδελφος
+Βενέδικτος, πάντοτε απερροφημένος υπό των σκέψεων και ήκιστα φροντίζων περί
+του κόσμου τούτου, ως θα είναι ο προφήτης Ηλίας όταν θα επανέλθη επί της γης.
+</p>
+
+<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος ήρχισε να περιδιαβάζη επί του καταστρώματος ως
+ψυχή κολασμένη, εξετάζων διά βλέμματος τα διαστήματα των παραρρυμάτων,
+ερευνών υπό τα κλωβία των ορνίθων, περιφέρων την χείρα του επί των
+ανοιγμάτων των σανίδων οπόθεν η πίσσα είχεν αφαιρεθή. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ε! εξάδελφε Βενέδικτε, ηρώτησεν η κυρία Βέλδων, εξακολουθείτε να
+ήσθε καλά;</p>
+
+<p>&nbsp;— Μάλιστα . . . εξαδέλφη Βέλδων . . . είμαι καλά, βεβαίως . . . αλλά πολύ
+βραδύνω να αποβώ εις την ξηράν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι ζητείτε υπό το θρανίον εκείνο, κύριε Βενέδικτε; ηρώτησεν ο
+πλοίαρχος Χουλ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Έντομα, κύριε! απήντησεν ο εξάδελφος Βενέδικτος. Τι άλλο θέλετε να
+ζητώ ειμή έντομα;</p>
+
+<p>&nbsp;— Έντομα! Μα την αλήθειαν, καλώς πράττετε, αλλά εις την θάλασσαν
+δεν θα δυνηθήτε να πλουτίσετε την συλλογήν σας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και διατί όχι, κύριε; Δεν είναι αδύνατον να εύρω εις τον πλοίον
+δείγμα τι του . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Εξάδελφε Βενέδικτε, είπεν η κυρία Βέλδων, τότε λοιπόν καταρασθήτε
+τον πλοίαρχον Χουλ. Το πλοίον του διατηρείται τόσον καθαρόν, ώστε θα
+επιστρέψετε άπρακτος εκ του κυνηγίου σας.</p>
+
+<p>Ο πλοίαρχος Χουλ ήρχισε να γελά. </p>
+
+<p>&nbsp;— Η κυρία Βέλδων μεγαλοποιεί τα πράγματα, είπεν. Εν τούτοις, κύριε
+Βενέδικτε, πιστεύω ότι θα χάσετε τον καιρόν σας ερευνώντες εις τους θαλάμους
+μας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ε! το ηξεύρω καλώς, ανέκραξεν ο εξάδελφος Βενέδικτος υψών τους
+ώμους. Εις μάτην εκοπίασα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλ' εις το κύτος του «Πίλγριμ», επανέλαβεν ο πλοίαρχος Χουλ ίσως
+θα εύρετε ολίγας σίλφας, αντικείμενα άλλως τε ουχί σπουδαία. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ουχί σπουδαία, τα νυκτερινά ταύτα ορθόπτερα άτινα επέσυρον τας
+αράς του Βιργιλίου και του Ορατίου! απήντησεν ο εξάδελφος Βενέδικτος
+ανορθούμενος δι' όλου του σώματός του. Ουχί σπουδαία τα έντομα ταύτα, στενοί
+συγγενείς του «ανατολικού περιπλανήτου» και του «αμερικανικού κακερλάκου»,
+άτινα κατοικούσιν . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Άτινα βρωμούσιν . . . είπεν ο πλοίαρχος Χουλ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Άτινα βασιλεύουσιν εις τα πλοία . . . απήντησεν υπερηφάνως ο
+εξάδελφος Βενέδικτος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ωραία βασιλεία!</p>
+
+<p>&nbsp;— Ε! δεν είσθε εντομολόγος, κύριε;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ουδέποτε δυστυχώς. </p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν, εξάδελφε Βενέδικτε, είπεν η κυρία Βέλδων, μη εύχεσθε να
+καταβροχθισθώμεν εξ έρωτος προς την επιστήμην. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν εύχομαι τίποτε, εξαδέλφη Βέλδων, απεκρίθη ο ορμητικός
+εντομολόγος, ειμή να δυνηθώ να προσθέσω εις την συλλογήν μου σπάνιόν τι
+υποκείμενον όπερ θα τιμήση αυτήν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν είσθε ευχαριστημένος εκ των ευρημάτων της Νέας
+Ζηλανδίας;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι αληθώς, εξαδέλφη Βέλδων, Ευτύχησα να εύρω ένα των νεωτέρων
+βομβολιών, οίτινες μέχρι τούδε ευρίσκοντο μόνον εκατοστύας τινάς μιλλίων
+μακρότερον, εις την νέαν Καληδονίαν. </p>
+
+<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Δίγγος, όστις έπαιζε μετά του Ζακ, επλησίασε πηδών
+προς τον εξάδελφον Βενέδικτον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Φύγε, φύγε, είπεν ούτος απωθών το ζώον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Να αγαπά τας σίλφας και να αποστρέφεται τους κύνας; ανέκραξεν ο
+πλοίαρχος Χουλ. Ω! κύριε Βενέδικτε!</p>
+
+<p>&nbsp;— Και μάλιστα καλόν κύνα! είπεν ο μικρός Ζακ λαβών εντός των μικρών
+χειρών του την χονδράν κεφαλήν του Δίγγου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι . . . δεν το αρνούμαι! απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος. Αλλά τι
+τα θέλετε! Αυτό το διαβολοζώον δεν επραγματοποίησε τας ελπίδας τας οποίας
+συνέλαβον κατά την συνάντησίν του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ύψιστε Θεέ! ανέκραξεν η κυρία Βέλδων, μήπως ελπίζετε να τον
+κατατάξετε εις την τάξιν των διπτέρων και υμενοπτέρων;</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, απήντησε σοβαρώς ο εξάδελφος Βενέδικτος. </p>
+
+<p>Αλλά δεν είναι αληθές ότι αυτός ο Δίγγος, αν και ήτο φυλής νεοζηλανδικής,
+ευρέθη επί της δυτικής ακτής της Αφρικής;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ουδέν τούτου αληθέστερον, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, και ο Τωμ
+ήκουσε πολλάκις τον πλοίαρχον του «Βάλδεκ» να το λέγη. </p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν, εσκέφθην . . . ήλπισα . . . ότι ο κύων αυτός, θα είχε μεθ'
+εαυτού δείγματά τινα ειδικών ημιπτέρων της αφρικανικής εντομολογίας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ύψιστε Θεέ! ανέκραξεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και ότι ίσως, προσέθηκεν ο εξάδελφος Βενέδικτος ψύλλος τις
+διαπεραστικός ή ερεθιστικός, νέου είδους . .</p>
+
+<p>&nbsp;— Ακούεις, Δίγγε; είπεν ο πλοίαρχος Χουλ. Ακούεις, σκύλε μου;
+Παρέλιπες όλα τα καθήκοντά σου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλ' εις μάτην τον εψύλλισα, προσέθηκεν ο εντομολόγος μετά
+ζωηράς θλίψεως, δεν ηδυνήθην να εύρω ούτε ένα έντομον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Το οποίον ελπίζω ότι αμέσως και ανηλεώς θα εθανατώνετε;
+ανέκραξεν ο πλοίαρχος Χουλ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Κύριε, απεκρίθη ξηρώς ο εξάδελφος Βενέδικτος, μάθετε ότι ο σιορ
+Τζων Φραγκλίνος ελυπείτο να φονεύση το ελάχιστον έντομον έστω και αν ήτο
+κώνωψ αμερικανικός, του οποίου αι προσβολαί είναι πλειότερον επίφοβοι ή αι του
+ψύλλου, και εν τούτοις δεν θα διστάσετε να συνομολογήσετε ότι ο σερ Τζων
+Φραγκλίνος ήτο θαλασσινός όσον ουδείς άλλος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Βεβαίως, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ προσκλίνων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και ημέραν τινά, αφού φρικωδώς κατεφαγώθη υπό τινος διπτέρου,
+εφύσησεν επ' αυτού και το απεδίωξε λέγων χωρίς μάλιστα να τω ομιλήση εις τον
+ενικόν αριθμόν: «Υπάγετε! Ο κόσμος είναι αρκούντως μέγας δι' υμάς και δι'
+εμέ!»</p>
+
+<p>&nbsp;— Α! είπεν ο πλοίαρχος Χουλ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, κύριε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν, κύριε Βενέδικτε, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ, άλλος πολύ
+προ του Τζων Φραγκλίνου είπε τούτο. </p>
+
+<p>&nbsp;— Άλλος!</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, και αυτός ο άλλος είναι ο θείος Τωβίας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εντομολόγος; ηρώτησε ζωηρώς ο εξάδελφος Βενέδικτος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, ο θείος Τωβίας της Στερνής, και ο καλός εκείνος θείος είπεν
+ακριβώς τας αυτάς λέξεις αποδιώκων ένα κώνωπα, όστις τον ηνώχλει, αλλά τον
+οποίον ενόμισεν ότι ηδύνατο να προσφωνήση εις τον ενικόν αριθμόν:</p>
+
+<p>«Πήγαινε, πτωχέ μου διάβολε, ο κόσμος είναι αρκετά μεγάλος διά να μας
+χωρέση και σε και εμέ». </p>
+
+<p>&nbsp;— Λαμπρός άνθρωπος αυτός ο θείος Τωβίας! απεκρίθη ο εξάδελφος
+Βενέδικτος. Απέθανε;</p>
+
+<p>&nbsp;— Νομίζω, ανταπήντησε σοβαρώς ο πλοίαρχος Χουλ, επειδή ουδέποτε
+υπήρξε. </p>
+
+<p>Και όλοι εγέλασαν παρατηρούντες τον εξάδελφον Βενέδικτον. </p>
+
+<p>Ούτω λοιπόν εις τας συνομιλίας ταύτας και πολλάς άλλας, αίτινες εστρέφοντο
+αναλλοιώτως επί τινος σημείου της εντελούς λογικής επιστήμης, άμα ελάμβανε
+μέρος ο εξάδελφος Βενέδικτος, διέρρεον αι μακραί ώραι της επιπόνου εκείνης
+θαλασσοπλοΐας. Η θάλασσα ήτο πάντοτε ωραία, αλλ' οι άνεμοι ηνάγκαζον τον
+μυοπάρωνα να μη προχωρή. Το «Πίλγριμ» δεν επροχώρει πολύ προς ανατολάς,
+τόσον η αύρα ήτο ασθενής, και εβράδυνε να φθάση εις τα παράλια εκείνα όπου οι
+άνεμοι θα ήσαν εις αυτό ευνοϊκώτερον. </p>
+
+<p>Δέον να είπωμεν ενταύθα ότι ο εξάδελφος Βενέδικτος είχεν αποπειραθή να
+μυήση τον νεαρόν δόκιμον εις τα μυστήρια της εντομολογίας. </p>
+
+<p>Αλλ' ο Δικ Σανδ εφάνη πολύ απειθής εις τας παροτρύνσεις του.</p>
+
+<p>Ελλείψει λοιπόν άλλου, ο επιστήμων επέπεσε κατά των μαύρων, οίτινες δεν
+ηννόουν τίποτε. Επί τέλους ο Τωμ, ο Ακτέων, ο Βαρθολομαίος και ο Αυγουστίνος
+ελιποτάκτησαν, ο δε καθηγητής ευρέθη μετά μόνου του Ηρακλέους όστις τω
+εφαίνετο ότι είχε φυσικάς τινας διαθέσεις να διακρίνη παράσιτον από
+θυσανούρου. </p>
+
+<p>Ο γιγαντώδης μαύρος έζη λοιπόν εν τω κόσμω των κολεοπτέρων των
+σαρκοβόρων, των θηρευτών, των κανονοβηλητών, των τεκροθαπτών, των
+πυγολαμπίδων, των καράβων, των σιλφών, των ασπαλάκων, των μηλονθών, των
+κανθάρων, των σκοτίων, των σιταροφθειρών, των μυιών, σπουδάζων άπασαν την
+συλλογήν του εξαδέλφου Βενεδίκτου, χωρίς ούτος να φρικιά οσάκις έβλεπε τα
+εύθραστα εκείνα δείγματα μεταξύ των χονδρών δακτύλων του Ηρακλέους, άτινα
+είχον την σκληρότητα και την δύναμιν μαγγάνου. </p>
+
+<p>Αλλ' ο κολοσσιαίος μαθητής ήκουε τοσούτον ευπειθώς τα μαθήματα του
+καθηγητού, ώστε ήξιζε τη αληθεία να ριψοκινδυνεύσωσί τινα χάριν αυτού. </p>
+
+<p>Ενώ δε ο εξάδελφος Βενέδικτος ειργάζετο τοιουτοτρόπως, η κυρία Βέλδων δεν
+άφινε τον μικρόν Ζακ εντελώς άνευ ενασχολήσεως. </p>
+
+<p>Εδίδασκεν αυτόν να αναγινώσκη και να γράφη, ο δε φίλος του Δικ Σανδ
+ανέλαβε την διδασκαλίαν των πρώτων στοιχείων της αριθμητικής. </p>
+
+<p>Εν ηλικία πέντε ετών είναι τις εισέτι μικρόν παιδίον και διδάσκεται καλλίτερον
+ίσως διά πρακτικών παιγνιδίων ή διά θεωρητικών μαθημάτων, αναγκαίως ολίγον
+δυσχερών. </p>
+
+<p>Ο Ζακ εμάνθανε να αναγινώσκη ουχί δι' αλφαβηταρίου, αλλά διά γραμμάτων
+κινητών, τετυπωμένων δι' ερυθρού χρώματος επί ξυλίνων κύβων, ούτως ώστε να
+σχηματίζωνται λέξεις. Ενίοτε η κυρία Βέλδων ελάμβανε τους κύβους εκείνους και
+συνέθετε μίαν λέξιν είτα τους ανεμίγνυε και άφινεν εις τον Ζακ την φροντίδα να
+τους θέση πάλιν εις την απαιτουμένην τάξιν. </p>
+
+<p>Το μικρόν παιδίον πολύ ηγάπα τον τρόπον τούτον του μανθάνειν την
+ανάγνωσιν. Κάθε ημέραν διήρχετο ώρας τινάς οτέ μεν εις τον θαλαμίσκον οτέ δε
+εις το κατάστρωμα όπως αναταράσση τα γράμματα του αλφαβήτου του. </p>
+
+<p>Τούτο προεκάλεσεν ημέραν τινά γεγονός τοσούτον παράδοξον, τοσούτον
+απροσδόκητον, ώστε πρέπει να το αναφέρωμεν μετά τινος λεπτομερείας.</p>
+
+<p>Ήτο η πρωία της 9 Φεβρουαρίου. Ο Ζακ ημικεκλισμένος επί του
+καταστρώματος, διεσκέδαζε σχηματίζων λέξιν τινά την οποίαν ο γηραιός Τωμ,
+ώφειλε να ανασχηματίση μετά την ανάμιξιν των γραμμάτων. Ο Τωμ την χείρα έχων
+επί των οφθαλμών, διά να μη υποκλέψη τι, δεν έπρεπε να ίδη τίποτε και δεν
+έβλεπε τίποτε εκ της εργασίας του μικρού παιδίου. </p>
+
+<p>Εκ των διαφόρων εκείνων γραμμάτων, πεντήκοντα περίπου τον αριθμόν, τα μεν
+ήσαν κεφαλαία τα δε μικρά. Προσέτι τινές των κύβων εκείνων έφερον ένα αριθμόν,
+όπερ επέτρεπε να μανθάνη τις να σχηματίζη λέξεις. </p>
+
+<p>Οι κύβοι εκείνοι ήσαν αραδιασμένοι επί του καταστρώματος, και ο μικρός Ζακ
+ελάμβανε πότε τον ένα πότε τον άλλον διά να συνθέση την λέξιν του, — τη αληθεία
+βαρεία εργασία. </p>
+
+<p>Αλλ' από τινων στιγμών ο Δίγγος περιστρέφετο περί το μικρόν παιδίον, ότε
+αίφνης εστάθη. Οι οφθαλμοί του προσηλώθησαν, ο δεξιός αυτού πους υψώθη, η
+ουρά του εκινείτο σπασμωδικώς. Είτα αίφνης, ορμήσας επί ενός των ξυλίνων
+κύβων, τον ήρπασε διά του στόματος του και τον απέθεσεν επί του καταστρώματος
+ολίγα βήματα μακράν του Ζακ. </p>
+
+<p>Ο κύβος εκείνος έφερε το κεφαλαίον γράμμα Σ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δίγγε, ε, Δίγγε! ανέκραξε το μικρόν παιδίον νομίσαν κατ' αρχάς ότι ο
+κύων κατέπιε το Σ εκείνο. </p>
+
+<p>Αλλ' ο Δίγγος είχεν επιστρέψει και αρχίσας πάλιν την αυτήν εργασίαν ήρπασεν
+άλλον κύβον και τον απέθεσε πλησίον του πρώτου. </p>
+
+<p>Ο δεύτερος εκείνος κύβος ήτο έν Β κεφάλαιον. </p>
+
+<p>Την φοράν ταύτην ο Ζακ εξέβαλε κραυγήν. </p>
+
+<p>Εις την κραυγήν εκείνην, η κυρία Βέλδων, ο πλοίαρχος Χουλ και ο νεαρός
+δόκιμος, οίτινες περιεφέροντο εις το κατάστρωμα, προσέτρεξαν. Ο μικρός Ζακ
+διηγήθη τότε εις αυτούς τι είχε συμβή. </p>
+
+<p>Ο Δίγγος εγνώριζε τα γράματά του! Ο Δίγγος ήξευρε να αναγινώσκη. Τούτο ήτο
+βέβαιον, διότι τον είδεν ο Ζακ. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ ηθέλησε να λάβη τους δύο κύβους διά να τους αποδώση εις τον
+φίλον του Ζακ, αλλ' ο Δίγγος τω έδειξε τους οδόντας. </p>
+
+<p>Εν τούτοις ο δόκιμος κατόρθωσε να ανακτήση τους δύο κύβους και τους έθεσε
+πάλιν εις το παιγνίδιον. </p>
+
+<p>Ο Δίγγος ώρμησεν εκ νέου, ήρπασε πάλιν τα αυτά δύο γράμματα και τα έφερε
+μακράν. Την φοράν όμως ταύτην θέσας τους πόδας επ' αυτών, εφαίνετο έχων
+απόφασιν να τα κρατήση όπως ηδύνατο. Περί δε των άλλων γραμμάτων του
+αλφαβήτου ουδόλως εφρόντιζεν εάν υπήρχον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι περίεργον πράγμα! είπεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τωόντι πολύ περίεργον, απήντησε, ο πλοίαρχος Χουλ παρατηρών
+προσεκτικώς τα δύο γράμματα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Σ, Β, — είπεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Σ, Β, — επανέλαβεν ο πλοίαρχος Χουλ. Αλλ' είναι ακριβώς τα
+γράμματα τα οποία φέρει το περιδέραιον του Δίγγου!</p>
+
+<p>Είτα αίφνης, στραφείς προς τον γέροντα μαύρον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τωμ, ηρώτησεν, δεν με είπετε ότι αυτός ο κύων προ ολίγου μόνον
+καιρού ανήκεν εις τον πλοίαρχον του «Βάλδεκ»;</p>
+
+<p>&nbsp;— Μάλιστα, κύριε. Ο Δίγγος ευρίσκετο εις το πλοίον μόλις από δύο
+ετών.</p>
+
+<p>Και δεν προσεθέσατε και ότι ο πλοίαρχος του Βάλδεκ εύρε τον κύνα τούτον εις
+την δυτικήν παραλίαν της αφρικής;</p>
+
+<p>&nbsp;— Μάλιστα κύριε, εις τα πέριξ του Κόγγου. Ήκουσα πολλάκις τον
+πλοίαρχον να το λέγη. </p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν, ηρώτησεν ο πλοίαρχος Χουλ, ποτέ δεν έμαθον εις ποίον
+ανήκεν αυτός ο κύων, μήτε πόθεν ήρχετο;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ποτέ, κύριε· σκύλος έκθετος είναι χειρότερον βρέφους εκθέτου. Μήτε
+σημείωσίς τις επ' αυτού, και το δεινότερον, μήτε δύναται να ομιλήση. </p>
+
+<p>Ο πλοίαρχος Χουλ εσιώπησε και εσκέπτετο. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τα δύο αυτά γράμματα μήπως φέρουσιν εις την μνήμην σας
+ανάμνησίν τινα; ηρώτησε τον πλοίαρχον Χουλ η κυρία Βέλδων, αφού τον άφησε να
+σκεφθή επί τινας στιγμάς. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μάλιστα, κυρία Βέλδων, μίαν ανάμνησιν, ή μάλλον σχέσιν τινά
+παράδοξον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ποίαν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Τα δύο αυτά γράμματα δύνανται να έχωμεν έννοιάν τινα και να σας
+φωτίσωσι περί της τύχης τολμηρού τινος περιηγητού. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι εννοείτε; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ιδού, κυρία Βέλδων. Κατά το 1871, — επομένως προ δύο ετών —
+γάλλος περιηγητής, κατ' απαίτησιν της γεωγραφικής εταιρείας των Παρισίων,
+ανεχώρησε με σκοπόν να διέλθη την Αφρικήν από δυσμών προς ανατολάς. Το
+σημείον της αναχωρήσεώς του ήτο ακριβώς το στόμιον του Κόγγου. Το σημείον της
+αφίξεως έπρεπε να είναι το όσω το δυνατόν το ακρωτήριον Δελδάγον, εις τας
+εκβολάς του Ροβούμα, ούτινος θα ηκολούθει το ρεύμα. Ο γάλλος εκείνος
+περιηγητής εκαλείτο Σαμουήλ Βερνών. </p>
+
+<p>&nbsp;— Σαμουήλ Βερνών! επανέλαβεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μάλιστα, κυρία Βέλδων, και τα δύο ταύτα ονόματα αρχίζουσιν
+ακριβώς εκ των δύο τούτων γραμμάτων τα οποία εξέλεξεν ο Δίγγος μεταξύ όλων,
+και τα οποία είναι κεχαραγμένα εις το περιλαίμιόν του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τωόντι, απήντησεν η κυρία Βέλδων. Και ο περιηγητής εκείνος; . . .
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Ο περιηγητής εκείνος ανεχώρησεν, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ και
+δεν ηκούσθη τι πλέον περί αυτού μετά την αναχώρησίν του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ποτέ; ηρώτησεν ο δόκιμος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ποτέ, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι συμπεραίνεται εκ τούτου; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ότι ο Σαμουήλ Βερνών προδήλως δεν ηδυνήθη να φθάση εις την
+ανατολικήν ακτήν της Αφρικής, είτε διότι ηχμαλωτίσθη υπό των ιθαγενών, είτε
+διότι τον προσέβαλεν ο θάνατος καθ' οδόν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και τότε ο κύων ούτος; . . <br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ο κύων ούτος θα τω ανήκεν, ευτυχέστερος δε του κυρίου του, εάν η
+εικασία μου είναι ορθή, θα ηδυνήθη να επανέλθη εις την παραλίαν του Κόγγου,
+αφού, καθ' ήν εποχήν συνέβησαν ταύτα, ευρέθη εκεί υπό του πλοιάρχου του
+«Βάλδεκ». </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά, παρετήσεν η κυρία Βέλδων, ηξεύρετε εάν ο άλλος εκείνος
+περιηγητής συνωδεύετο υπό κυνός κατά την αναχώρησίν του; Μήπως είναι απλή
+εικασία εκ μέρους σας;</p>
+
+<p>&nbsp;— Τωόντι είναι απλή εικασία, κυρία Βέλδων, απήντησεν ο πλοίαρχος
+Χουλ. Αλλά το βέβαιον είναι ότι ο Δίγγος γνωρίζει αυτά τα δύο γράμματα Σ και Β,
+τα οποία ακριβώς είναι τα αρχικά στοιχεία των δύο ονομάτων του γάλλου
+περιηγητού. Τώρα, πώς το ζώον έμαθε να τα διακρίνη, τούτο δεν ειμπορώ να
+εξηγήσω, αλλά, το επαναλαμβάνω, τα γνωρίζει βεβαιότατα, και ιδού όπου τα ωθεί
+διά του ποδός του και φαίνεται ως εάν μας προσκαλή να τα αναγνώσωμεν μετ'
+αυτού. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τωόντι, δεν ηδύνατο να απατηθώσιν ως προς την πρόθεσιν του
+Δίγγου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ήτο λοιπόν μόνος ο Σαμουήλ Βερνών όταν εγκατέλιπε το παράλιον
+του Κόγγου; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Το αγνοώ, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ. Εν τούτοις, πιθανόν είναι ότι
+θα είχε μεθ' εαυτού συνοδείαν ιθαγενών. </p>
+
+<p>&nbsp;— Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Νεγορός, αφήσας την θέσιν του, εφάνη επί
+του καταστρώματος. Κατ' αρχάς ουδείς εννόησε την παρουσίαν του και ουδείς είδε
+το αλλόκοτον βλέμμα το οποίον έρριψεν επί του κυνός όταν παρετήρησε τα δύο
+γράμματα προ των οποίων ούτος ίστατο. Αλλ' ο Δίγγος, αναγνωρίσας τον μάγειρον,
+ήρχισε να δίδει σημεία εσχάτης μανίας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο Νεγορός επέστεψεν αμέσως εις την θέσιν του πληρώματος ουχί
+άνευ ακουσίου τινός απειλητικού κινήματος προς τον κύνα. </p>
+<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/47.jpg" width="390"
+height="494"
+alt="ουχί άνευ ακουσίου τινός απειλητικού κινήματος προς τον κύνα" border="2"
+/><br /></p>
+
+<p>&nbsp;— Υπάρχει μυστήριόν τι! εψιθύρισεν ο πλοίαρχος Χουλ, ον δεν διέλαθεν
+ουδέν των της σκηνής εκείνης. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά, κύριε, είπεν ο δόκιμος, δεν είναι παράξενον κύων να δύναται
+να αναγνωρίζη γράμματα του αλφαβήτου;</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι! ανέκραξεν ο μικρός Ζακ. Η μήτηρ μου πολλάκις με διηγήθη την
+ιστορίαν κυνός ο οποίος ήξευρε ν' αναγινώσκη και να γράφη και μάλιστα να παίζη
+δόμινον ως αληθής διδάσκαλος σχολείου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Φίλτατόν μου τέκνον, απεκρίθη η κυρία Βέλδων μειδιώσα, ο κύων
+εκείνος όστις ωνομάζετο Μόνιτος δεν ήτο τόσον σοφός όσον νομίζεις. Εάν
+πιστεύσω όσα με διηγήθησαν, δεν ηδύνατο να συνθέση την λέξιν του. Αλλ' ο
+κύριός του, επιτήδειος Αμερικανός, παρατηρήσας πόσον ο Μόνιτος είχεν οξείαν
+την ακοήν, επεμελήθη να εξασκήση την αίσθησιν εκείνην και να εξαγάγη
+περιεργότατα αποτελέσματα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και τι έπρατε, κυρία Βέλδων; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ αισθανθείς
+ενδιαφέρον προς την διήγησιν σχεδόν όσον και ο μικρός Ζακ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ιδού, φίλε μου. Όταν ο Μόνιτος επρόκειτο να «εργασθή» ενώπιον του
+κοινού, γράμματα όμοια προς ταύτα ετίθεντο επί τραπέζης. Επί της τραπέζης
+εκείνης ο κύων περιεφέρετο, περιμένων να τω προταθή λέξις τις είτε υψηλοφώνως
+είτε χαμηλοφώνως, υπό τον όρον όμως να γινώσκη την λέξιν ταύτην ο κύριός του.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Ώστε, απόντος του κυρίου του . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο κύων δεν θα ηδύνατο να πράξη τίποτε, απεκρίθη η κυρία Βέλδων,
+και ιδού διατί. Τιθεμένων των γραμμάτων επί της τραπέζης, ο Μόνιτος
+περιεφέρετο διά μέσου του αλφαβήτου εκείνου, άμα δε έφθανεν ενώπιον του
+γράμματος όπερ έπρεπε να εκλέξη ίστατο· αλλ' εάν ίστατο, έπραττε τούτο διότι
+ήκουε τον ανεπαίσθητρν εις πάντα άλλον κρότον οδοντογλυφίδος, τον οποίον
+έκαμνεν εις το θυλάκιόν του ο Αμερικανός. Ο κρότος εκείνος ήτο διά τον Μόνιτον
+σύνθημα να λάβη το στοιχείον και να το θέση εις την πρέπουσαν τάξιν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και ιδού όλον το μυστικόν! ανέκραξεν ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ιδού όλον το μυστικόν, απήντησεν η κυρία Βέλδων, ως παν ό,τι
+γίνεται εν τη ταχυδακτυλουργική τέχνη. Εν απουσία του Αμερικανού ο Μόνιτος δεν
+θα ήτο πλέον Μόνιτος. Εκπλήττομαι λοιπόν πώς, ενώ ο κύριός του δεν είναι εδώ, —
+εάν εν τούτοις ο περιηγητής Σαμούλ Βερνών υπήρξε ποτε κύριός του, — ο Δίγγος
+ειμπορεί να αναγνωρίση τα δύο ταύτα γράμματα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τωόντι, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ είναι πολύ παράδοξον.
+Παρατηρήσατε όμως καλώς, ενταύθα δεν πρόκειται ειμή περί δύο μόνον
+γραμμάτων, δύο ειδικών γραμμάτων, και ουχί λέξεως τυχαίως εκλεγομένης. Μεθ'
+όλα ταύτα, ο κύων εκείνος όστις εκτύπα την θύραν του μοναστηρίου διά να λάβη
+το διά τους πτωχούς διαβάτας προωρισμένον φαγητόν, και ο άλλος εκείνος όστις
+επιφορτιζόμενος μετά τινος ομοίου του να στρέφη τον οβελόν ημέραν παρ'
+ημέραν, ηρνείτο να πράξη τούτο όταν δεν ήτο η σειρά του, οι δύο εκείνοι κύνες,
+λέγω, ήσαν νοημονέστεροι του Δίγγου. Άλλως τε ευρισκόμεθα ενώπιον γεγονότος
+αδιαφιλονικήτου. Εξ όλων των γραμμάτων του αλφαβήτου τούτου, ο Δίγγος
+εξέλεξε μόνον τα δύο ταύτα Σ και Β. Τα άλλα φαίνεται ότι μήτε τα γνωρίζη καν.
+Πρέπει λοιπόν να συμπεράνωμεν ότι δι' αιτίαν άγνωστον εις ημάς, η προσοχή του
+είχε προσηλωθή επί των δύο τούτων γραμμάτων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Α! πλοίαρχε Χουλ είπεν ο νεαρός δόκιμος, εάν ο Δίγγος, ηδύνατο να
+ομιλήση! . . . Ίσως θα μας έλεγε τι σημαίνουσιν αυτά τα δύο γράμματα, και διατί
+δεικνύει τους οδόντας του εις τον μάγειρόν μας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και τι οδόντας! απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ, καθ' ήν στιγμήν ο Δίγγος,
+ανοίξας το στόμα, εδείκνυε τας φοβεράς αρπάγας του. </p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ'.</h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΦΑΛΑΙΝΑ ΕΙΣ ΤΟ
+ΠΕΛΑΓΟΣ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Ευκόλως δύναταί τις να φαντασθή ότι το παράδοξον εκείνο συμβεβηκός υπήρξε
+πλέον ή άπαξ των συνδιαλέξων αίτινες εγίνοντο εις την πρύμνην του «Πίλγριμ»
+μεταξύ της κυρίας Βέλδων, του πλοιάρχου Χουλ και του νεαρού δοκίμου. </p>
+
+<p>Ούτος, μάλλον ιδιαιτέρως, ησθάνθη ορμέμφυτον δυσπιστίαν προς τον
+Νεγορόν, του οποίου εν τούτοις η διαγωγή ουδεμιάς μομφής ήτο αξία. </p>
+
+<p>Εις την πρώραν συνδιελέγοντο ωσαύτως περί τούτου, αλλά δεν εξήγον τα αυτά
+συμπεράσματα. </p>
+
+<p>Εκεί, υπό των ανθρώπων του πληρώματος, ο Δίγγος εθεωρείτο απλούστατα ως
+κύων να αναγινώσκη και ίσως μάλιστα να γράφη καλλίτερον πολλών ναυτών του
+πλοίου, και εάν δεν ωμίλει, τούτο εσήμαινεν ότι κατά πάσαν πιθανότητα είχεν
+ισχυρούς λόγους να σιωπά. </p>
+
+
+<p>&nbsp;— Αλλ' ημέραν τινά, είπεν ο πηδαλιούχος Βόλτων, ημέραν τινά αυτός ο
+σκύλος θα μας ερωτήση πού διευθυνόμεθα, εάν ο άνεμος είναι βορειοδυτικός ή
+βορειανατολικός, και θα χρειασθή να τω αποκριθώμεν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Υπάρχουσι ζώα τα οποία λαλούσιν, είπεν άλλος ναύτης, κίσσαι,
+παπαγάλοι. Λοιπόν διατί και σκύλος να μη κάμνη το αυτό, εάν του ήρχετο
+επιθυμία; Δυσκολώτερον είναι να ομιλήση τις με το ράμφος ή με το στόμα.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Βεβαιότατα, είπεν ο ναύκληρος Χούβικ. Αλλά τούτο ποτέ δεν το είδε τις.
+</p>
+
+<p>Πολύ θα εξέπληττέ τις τους αγαθούς εκείνους άνδρας εάν τοις έλεγεν ότι
+επιστήμων τις Δανός είχεν κύνα, όστις επρόφερεν ευδιακρίτως περί τας είκοσι
+λέξεις. </p>
+
+<p>Αλλ' εκ τούτου μέχρι του να εννοή ό,τι έλεγεν, υπήρχεν άβυσσος. </p>
+
+<p>Προδήλως ο κύων εκείνος, του οποίου η γλωττίς ήτο πεπλασμένη εις τρόπον
+ώστε να δύναται να προφέρη ήχους κανονικούς, ουδόλως εννόει την σημασίαν
+αυτών, ως οι ψιττακοί, οι κολοσοί και αι κίσσαι. </p>
+
+<p>Η φράσις παρά τοις ζώοις τούτοις, δεν είναι άλλο τι ειμή είδος τι κελαδήματος
+ή κραυγών λαλουμένων ληφθεισών εκ ξένης γλώσσης της οποίας δεν έχουσι την
+έννοιαν. </p>
+
+<p>Όπως δήποτε ο Δίγγος εγένετο ο ήρως του πλοίου ένεκα του οποίου όμως
+ουδόλως υπερηφανεύετο. </p>
+
+<p>Πολλάκις ο πλοίαρχος Χουλ επανέλαβε το πείραμα. </p>
+
+<p>Οι ξύλινοι κύβοι του αλφαβήτου ετίθεντο ενώπιον του Δίγγου, και πάντοτε,
+άνευ λάθους, άνευ δισταγμού τα δυο γράμματα Σ και Β εξελέγοντο μεταξύ όλων
+υπό του παραδόξου ζώου, χωρίς τα άλλα να ελκύωσί ποτε την προσοχήν του. </p>
+
+<p>Το πείραμα τούτο πολλάκις επανελήφθη ενώπιον του εξαδέλφου Βενεδίκτου,
+αλλ' ούτος ουδέν έδειξεν ενδιαφέρον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εν τούτοις, ηξίωσε να είπη ημέραν τινά, δεν πρέπει να πιστεύσωμεν
+ότι μόνοι οι κύνες έχουσι το πλεονέκτημα να είναι νοήμονες κατά τοιούτον τρόπον.
+Και άλλα ζώα τους ομοιάζουσιν, ακολουθούντα απλώς το ορμέμφυτόν των.
+Τοιούτον είναι οι ποντικοί, οι οποίοι εγκαταλείπουσι το προωρισμένον να
+καταποντισθή εις την θάλασσαν πλοίον· τοιούτοι είναι οι κάστορες, οίτινες
+προβλέπουσι την αύξησιν των υδάτων και εγείρουσιν υψηλότερα προχώματα·
+τοιούτοι ήσαν οι ίπποι του Νικομήδους, του Σκερδέρμπεη και του Οππιανού,
+οίτινες τόσην λύπην ησθάνθησαν ώστε απέθανον μετά τον θάνατον των κυρίων
+των, τοιούτοι είναι οι όνοι, τοσούτον θαυμαστοί διά την μνήμην των, και τόσα άλλα
+τέλος ζώα, άτινα ετίμησαν το ζωικόν βασίλειον. Δεν είδομεν πτηνά, θαυμασίως
+δεδιδαγμένα, άτινα γράφουσιν απταίστως λέξεις καθ' υπαγόρευσιν των
+διδασκάλων των, κακατόας αίτινες μετρούσι τόσον καλώς όσον λογιστής του
+γραφείου των γεωγραφικών πλατών όλα τα έν τινι αιθούση παρόντα πρόσωπα; Δεν
+υπήρξε ψιττακός, αγορασθείς αντί εκατόν χρυσών σκούδων, όστις χωρίς να
+παραλείψη μήτε λέξιν, έλεγεν εις τον καρδινάλιον τον κύριόν του όλον το Σύμβολον
+των αποστόλων; Τέλος, η νόμιμος υπερηφάνεια ενός εντομολόγου δεν πρέπει να
+φθάνη εις το έπακρον, όταν βλέπη απλά έντομα παρέχοντα αποδείξεις νοημοσύνης
+ανωτέρας και επιβεβαιούντα ευγλώττως το αξίωμα:</p>
+
+<p style='text-align:center;'><b>Εν ελαχίστοις μέγας ο Θεός</b></p>
+
+<p>τους μύρμηκας εκείνους οίτινες θα ηδύναντο να παραβληθώσι προς τους
+επισημοτάτους των μεγαλειτέρων πόλεων, τους υδροβίους εκείνους αργυρονήτους
+οι οποίοι κατασκευάζουσι καταβυθιστικούς κώδωνας, τους ψύλλους εκείνους
+οίτινες σύρουσιν αμάξας ως αληθείς αμαξηλάται, οίτινες εκτελούσι γυμνάσια
+τόσον καλώς όσον οι καραβινοφόροι, οίτινες κανονιοβολούσι καλλίτερον ή οι
+πτυχιούχοι πυροβοληταί του Βεστποέν
+(<sup><a href='#fn12' id='ref12'>12</a></sup>)
+; Όχι, ο Δίγγος ούτος δεν είναι άξιος
+τοσούτων επαίνων, και εάν είναι τόσον δυνατός εις το αλφάβητον, δεν υπάρχει
+αμφιβολία ότι ανήκει εις είδος τι μολοσσών, μη ταξινομηθείς εν τη ζωολογική
+επιστήμη, «τον αλφαβητικόν κύνα» της Νέας Ζηλανδίας. </p>
+
+<p>Μεθ' όλας τας ομιλίας ταύτας και άλλας του φθονερού εντομολόγου, ο Δίγγος
+δεν απώλεσε την κοινήν υπόληψιν και εξηκολούθησε να θεωρήται ως φαινόμενον
+εν τοις συνομιλίαις όλου του πληρώματος. </p>
+
+<p>Εν τούτοις πιθανόν ότι ο Νεγορός δεν συνεμερίζετο τον γενικόν ενθουσιασμόν
+προς το ζώον. </p>
+
+<p>Ίσως μάλιστα το εύρισκεν υπέρ το δέον νοήμον. </p>
+
+<p>Όπως δήποτε, ο κύων εδείκνυε πάντοτε την αυτήν αντιπάθειαν κατά του
+μαγείρου, και βεβαίως θα εκινδύνευε να πάθη κακόν τι, εάν δεν ήτο αφ' ενός μεν
+κύων ικανός να προστατεύση εαυτόν, αφ' ετέρου δε προστατευόμενος υπό της
+συμπαθείας όλων των εν τω πλοίω. </p>
+
+<p>Ο Νεγορός απέφευγε πλειότερον ή άλλοτε να ευρεθή επί παρουσία του. Ο Δικ
+Σανδ δεν έλειψε να παρατηρήση ότι από του συμβάντος των δύο γραμμάτων η
+αμοιβαία αντιπάθεια του ανθρώπου και του κυνός είχεν αυξήσει. Τούτο ήτο
+αληθώς ανεξήγητον. </p>
+
+<p>Τη 10 Φεβρουαρίου ο βορειανατολικός άνεμος, όστις μέχρι τότε είχε διαδεχθή
+τας μακράς και απελπιστικάς νηνεμίας, κατά την διάρκειαν των οποίων το
+«Πίλγριμ» έμενεν ακίνητον, ηλαττώθη επαισθητώς. </p>
+
+<p>Ο πλοίαρχος Χουλ ηδυνήθη λοιπόν να ελπίζη ότι μεταβολή τις εις την
+διεύθυνσιν των ατμοσφαιρικών ρευμάτων έμελλε να παραχθή και ίσως ο
+μυοπάρων θα έπλεε τέλος πλησίστιος. </p>
+
+<p>Η εξ Ωκλάνδης αναχώρησίς του εχρονολογείτο από δέκα εννέα ημερών μόνον.
+Η βραδύτης άρα δεν ήτο μεγάλη, το δε «Πίλγριμ», χάρις εις τα καλά αυτού ιστία,
+θα ηδύνατο τη βοηθεία πλαγίου ανέμου να ανακτήση ευκόλως τον απολεσθέντα
+χρόνον. Αλλ' έπρεπε να περιμένη ολίγας ημέρας μέχρις ου πνεύσωσι σταθερώς οι
+δυτικοί άνεμοι. </p>
+
+<p>Το μέρος εκείνο του Ειρηνικού ήτο πάντοτε έρημον. Ουδέν πλοίον εφαίνετο εις
+τα παράλια εκείνα. Ήτο πλάτος εντελώς εγκαταλελειμμένον υπό των
+θαλασσοπόρων. Οι φαλαινοθήραι των μεσημβρινών θαλασσών δεν ετόλμων εισέτι
+να διέλθωσι τον τροπικόν. </p>
+
+<p>Οι εν τω «Πίλγριμ» λοιπόν, οίτινες ένεκεν ιδιαιτέρων περιστάσεων
+ηναγκάσθησαν να εγκαταλείπωσι τα μέρη της αλιείας προ του τέλους της εποχής,
+δεν έπρεπε να ελπίζωσιν ότι ήθελον συναντήσει πλοίον τι εκεί. </p>
+
+<p>Όσον δ' αφορά τα υπερειρηνικά ατμόπλοια, είπομεν ήδη ότι ταύτα δεν
+ηκολούθουν παράλληλον τόσω υψηλήν κατά τους διάπλους αυτών μεταξύ της
+Αυστραλίας και της αμερικανικής ηπείρου. </p>
+
+<p>Εν τούτοις, ένεκεν αυτής ταύτης της ερημίας της θαλάσσης πρέπει να
+ερευνήσωμεν αυτήν μέχρι των τελευταίων ορίων του ορίζοντος. Όσον μονότονος
+και αν δύναται να φανή εις τα απρόσεκτα πνεύματα, τόσον απείρως ποικίλη είναι
+δι' εκείνον όστις δύναται να την εννοήση. Αι μάλλον αδιόρατοι μεταβολαί θέλγουσι
+τας φαντασίας εκείνας αίτινες εννοούσι τας ποιήσεις του Ωκεανού. Θαλάσσιον
+φυτόν φερόμενον επί των κυμάτων, κλάδος βρύου του οποίου η ελαφρά πορεία
+ποικίλλει την επιφάνειαν της θαλάσσης, τεμάχιον σανίδος του οποίου θα ήθελέ τις
+να μάθη την ιστορίαν, δεν χρειάζονται περισσότερα. Προ του απείρου εκείνου, το
+πνεύμα υπ' ουδενός εμποδίζεται. Η φαντασία έχει ελεύθερον στάδιον. Έκαστον
+των υδατίνων εκείνων μορίων, άτινα η εξάτμισις ανταλλάσσει συνεχώς μεταξύ της
+θαλάσσης και του ουρανού, περικλείει ίσως το μυστήριον καταστροφής τινος.
+Τούτου ένεκα πρέπει να φθονώμεν εκείνους των οποίων η ενδόμυχος σκέψις
+δύναται να ερευνήση τα μυστήρια του Ωκεανού, τα πνεύματα εκείνα τα υψούμενα
+από της κινητής επιφανείας μέχρι του ουρανού. </p>
+
+<p>Η ζωή άλλως τε εκδηλούται πάντοτε υπεράνω ως και υποκάτω των θαλασσών.
+</p>
+
+<p>Οι επιβάται του «Πίλγριμ» ηδύναντο να ίδωσι μικροτάτους ιχθείς
+καταδιωκωμένους υπό σμήνους πτηνών, εξ εκείνων τα οποία πριν του χειμώνος
+φεύγουσι το τραχύ κλίμα των πόλεων. </p>
+
+<p>Και πολλάκις ο Δικ Σανδ, άξιος μαθητής του Ζαμ Βέλδων ως προς το
+αντικείμενον τούτο ως και εις πολλά άλλα, έδωκεν αποδείξεις της θαυμασίας
+αυτού επιδεξιότητος εις το πυροβόλον ή εις το πιστόλιον, φονεύων τινά των
+ταχυπτέρων εκείνων πτηνών. </p>
+
+<p>Μεταξύ τούτων ήσαν θαλασσοβάται λευκοί και άλλοι θαλασσοβάτα,ι των
+οποίων αι πτέρυγες διεγραμμίζοντο εις τα άκρα υπό ταινίας μελαγχρόου. </p>
+
+<p>Ενίοτε ωσαύτως διήρχοντο σμήνη κογχίλων ή λιπαρόχηνες τινές, των οποίων το
+επί της ξηράς βάδισμα είναι βαρύ και γελοίον. </p>
+
+<p>Εν τούτοις, ως παρετήρησεν ο πλοίαρχος Χουλ οι λιπαρόχηνες εκείνοι,
+μεταχειριζόμενοι τους πόδας των ως αληθή πτερύγια, δύνανται να προκαλέσωσιν
+εις το κολύμβημα τους ταχυτέρους ιχθύς, ούτως ώστε και αυτοί οι ναυτικοί τους
+συγχέουσιν ενίοτε μετά των τρωκτών. </p>
+
+<p>Υψηλότερον, γιγαντιαίοι κλυδωνομάντεις έπληττον τον αέρα διά των πτερύγων
+των, αίτινες είχον περίμετρον δέκα ποδών, και εκάθηντο είτα επί της επιφανείας
+των υδάτων, ανακινούντες αυτά διά του ράμφους των όπως εύρωσι την τροφήν
+των. </p>
+
+<p>Όλαι αύται αι σκηναί παρίστων θέαμα ποικίλλον, όπερ πνεύματα αναίσθητα
+προς τα θέλγητρα της φύσεως θα εύρισκον μονότονον. </p>
+
+<p>Την ημέραν εκείνην η κυρία Βέλδων περιεφέρετο εις την πρύμνην του
+«Πίλγριμ», ότε φαινόμενόν τι αρκούντως περίεργον είλκυσε την προσοχήν της.
+</p>
+
+<p>Τα ύδατα της θαλάσσης εγένοντο σχεδόν αιφνιδίως ερυθρά. </p>
+
+<p>Ηδύνατό τις να νομίση ότι είχον βαφή δι' αίματος και ο ανεξήγητος εκείνος
+χρωματισμός εξετείνετο όσον μακράν ηδύνατο να φθάση το βλέμμα. </p>
+
+<p>Τότε ο Δικ Σανδ ευρίσκετο μετά του μικρού Ζακ πλησίον της κυρίας Βέλδων.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Βλέπεις, Δικ, είπεν εκείνη προς τον νεαρόν δόκιμον, τον αλλόκοτον
+τούτον χρωματιστόν του Ειρηνικού; Μήπως οφείλεται ούτος εις θαλάσσιόν τι
+φυτόν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, ο χρωματισμός ούτος
+παράγεται υπό μυριάδων μικρών μαλακοδέρμων, διά των οποίων συνήθως
+τρέφονται τα μεγάλα μαστοφόρα. Οι αλιείς, ουχί άνευ λόγου, ονομάζουσιν αυτά
+«φαγητόν της φαλαίνης».</p>
+
+<p>&nbsp;— Μαλακόδερμα! είπεν η κυρία Βέλδων. Αλλ' είναι τόσον μικρά ώστε
+σχεδόν ηδύνατό τις να τα ονομάση θαλάσσια έντομα. Ο εξάδελφος Βενέδικτος θα
+υπερευχαριστηθή ίσως εάν συλλέξη ολίγα τινά εξ αυτών. </p>
+
+<p>Και καλούσα:</p>
+
+<p>&nbsp;— Εξάδελφε Βενέδικτε! εφώνησεν. </p>
+
+<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος εξήλθε του δωματίου σχεδόν συγχρόνως μετά του
+πλοιάρχου Χουλ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εξάδελφε Βενέδικτε, είπεν η κυρία Βέλδων, ιδέτε λοιπόν τον μεγάλον
+εκείνον ερυθρωπόν σωρόν όστις εκτείνεται επ' άπειρον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ είναι το φαγητόν της φαλαίνης. Κύριε
+Βενέδικτε, ωραία ευκαιρία διά να σπουδάσητε το περίεργον τούτο είδος των
+μαλακοδέρμων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ουφ, έκανεν ο εντομολόγος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πώς ουφ! ανέκραξεν ο πλοίαρχος. Αλλά δεν έχετε το δικαίωμα να
+εκφράζηται τοιαύτην αδιαφορίαν. Τα μαλακόδερμα ταύτα σχηματίζουσι μίαν των
+έξ κλάσεων των ενάρθρων, εάν δεν απατώμαι, και ως τοιαύτα . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Ουφ! έκαμε και πάλιν ο εξάδελφος Βενέδικτος σείων την κεφαλήν . . .
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν φαίνεσθε ολίγον υπεροπτικός ως εντομολόγος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εντομολόγος έστω, απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος, αλλ'
+ειδικώτερον εξαποδιστής, πλοίαρχε Χουλ ευαρεστηθήτε να μη το λησμονήτε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όπως δήποτε, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ, έστω να μη σας
+ενδιαφέρωσι τα μαλακόδερμα ταύτα, αλλ' εάν είχατε στόμαχον φαλαίνης, το
+πράγμα θα ήτο διαφορετικόν. Τι λαμπρά εστίασις τότε! — Βλέπετε κυρία Βέλδων,
+όταν ημείς οι φαλαινοθήραι, κατά την εποχήν της αλιείας, ευρεθώμεν απέναντι
+τοιαύτης σωρείας τοιούτων μαλακοδέρμων, μόλις λαμβάνομεν καιρόν να
+ετοιμάσωμεν τας αρπάγας και τας ορμιάς ημών. Είμεθα βέβαιοι ότι το θήραμα δεν
+είναι μακράν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είναι δυνατόν τόσω μικρά ζώα να δύνανται να τρέφωσι τόσω μεγάλα;
+είπεν ο Ζακ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ε! τέκνον μου, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ μικροί κόκκοι
+σιμιγδάλεως, αλεύρου, αμύλου, δεν απαρτίζουσιν ωραίον ζωμόν; Ναι, η φύσις
+ούτως ηθέλησεν. Όταν φάλαινά τις πλέη εν μέσω των ερυθρών τούτων υδάτων, ο
+ζωμός αυτής είναι έτοιμος, δεν έχει να πράξη άλλο ειμή να ανοίξη το μέγα στόμα
+της. Μυριάδες μαλακοδέρμων εισέρχονται εκεί, τα απειράριθμα γένεια δι' ων είναι
+πεπροικισμένος ο ουρανίσκος του ζώου εκτείνονται ως δίκτυα αλιέως, ουδέν
+δύναται να εξέλθη εκείθεν, και η μάζα των μαλακοδέρμων καταβυθίζεται εις τον
+ευρύχωρον στόμαχον της φαλαίνης απαραλλάκτως ως ο ζωμός του γεύματος εις
+τον ιδικόν μας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πρέπει να σκεφθής, Ζακ, παρετήρησεν ο Δικ Σανδ, ότι η κυρία
+φάλαινα δεν χάνει τον καιρόν της εις το να καθαρίζη έν προς έν αυτά τα
+μαλακόδερμα, ως υμείς καθαρίζετε τας καρίδας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Προσθέτω, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ, ότι ακριβώς όταν η γιγαντιαία
+αύτη λαίμαργος ασχολήται κατ' αυτόν τον τρόπον, είναι ευκολώτερον να την
+πλησιάση τις χωρίς να διεγείρη την δυσπιστίαν της. Είναι λοιπόν η καταλληλοτέρα
+στιγμή διά να την ακοντίση τις μετά τινος επιτυχίας. </p>
+
+<p>Την στιγμήν εκείνην, και οιονεί προς επικύρωσιν των λόγων του πλοιάρχου
+Χουλ η φωνή ναύτου ηκούσθη εις την πρώραν του πλοίου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μία φάλαινα εμπρός αριστερά! </p>
+
+<p>Ο πλοίαρχος Χουλ ανετινάχθη. </p>
+
+<p>&nbsp;— Φάλαινα; ανέκραξε. </p>
+
+<p>Και ωθούμενος υπό του φαλαινοθηρευτικού του ορμεμφύτου, ώρμησεν εις τα
+πρυμνήσια του «Πίλγριμ». </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων, ο Ζακ, ο Δικ Σανδ και αυτός ο εξάδελφος Βενέδικτος τον
+ηκολούθησαν αμέσως . . </p>
+
+<p>Πράγματι εις απόστασιν τεσσάρων μιλλίων αναβρασμός τις εμαρτύρει ότι μέγα
+τι θαλάσσιον μαστοφόρον εκινείτο εν τω μέσω των ερυθρών υδάτων.</p>
+
+<p>Καθό φαλαινοθήραι δεν ηδύναντο να απατηθώσιν. </p>
+
+<p>Αλλ' η απόστασις ήτο πολύ μεγάλη έτι, ώστε δεν ηδύνατο να γνωρίσωσι το
+είδος, εις ό ανήκε το μαστοφόρον εκείνο. </p>
+
+<p>Τωόντι τα είδη ταύτα είναι λίαν διακεκριμμένα. </p>
+
+<p>Μήπως ήτο φάλαινά τις εκ των γνησίων εκείνων, τας οποίας μάλλον ιδιαιτέρως
+επιζητούσιν οι αλιείς των βορείων θαλασσών;</p>
+
+<p>Τα κήτη ταύτα, από των οποίων ελλείπει το ραχιαίον πτερύγιον, αλλά των
+οποίων το δέρμα περικαλύετε παχύ στρώμα λίπους, δυνατόν να έχωσι μήκος
+ογδοήκοντα ποδών, ει και ο μέσος όρος δεν υπερβαίνει τους εξήκοντα, και τότε έν
+μόνον των τεράτων εκείνων παρέχει εκατόν βαρέλια ελαίου. </p>
+
+<p>Ή μήπως ήτο πτεροφάλαινα, ης το πρώτον συνθετικόν του ονόματος θα
+ηδύνατο να εφελκύση την υπόληψιν του εντομολόγου; </p>
+
+<p>Αύται κέκτηνται ραχιαία πτερύγια, λευκά το χρώμα και μακρά όσον το ήμισυ
+του σώματος, άτινα ομοιάζουσι προς ζεύγος πτερύγων, — είδος τι πτερωτής
+φαλαίνης.</p>
+
+<p>Ή μήπως πιθανώτερον ήτο μακροπτερύγιος φάλαινα, έχουσα ραχιαίον
+πτερύγιον και της οποίας το μήκος είναι ίσον σχεδόν προς το της γνησίας φαλαίνης;
+</p>
+
+<p>Ο πλοίαρχος Χουλ και το πλήρωμά του δεν ηδύνατο έτι ν' αποφανθώσιν, αλλά
+παρετήρουν το ζώον μετ' επιθυμίας περισσοτέρας ή θαυμασμού. </p>
+
+<p>Εάν είναι αληθές ότι ο ωρολογοποιός δεν δύναται να απαντήση εκκρεμές χωρίς
+να αισθανθή την ακαταμάχητον ανάγκην να το εκτείνη, πόσον περισσότερον ο
+φαλαινοθήρας ευρισκόμενος απέναντι φαλαίνης καταλαμβάνεται υπό επιτακτικής
+επιθυμίας να συλλάβη αυτήν! Οι κυνηγοί της μεγάλης θήρας είναι ως λέγουσιν
+ενθερμότεροι ή οι κυνηγοί της μικράς θήρας.</p>
+
+<p>Λοιπόν όσω μεγαλείτερον είναι το ζώον, τόσω περισσότερον διεγείρει την
+επιθυμίαν! Τι πρέπει να αισθάνωνται τότε οι ελεφαντοθήραι! Πλην τούτου
+υπήρχεν ωσαύτως και η δυσαρέσκεια ην ησθάνετο το πλήρωμα του «Πίλγριμ» ότι
+επανήρχετο μετά φορτίου ατελούς.<br />
+&nbsp;<br />
+Εν τούτοις ο πλοίαρχος Χουλ προσεπάθει να αναγνωρίση το ζώον το οποίον εφάνη
+μακράν. </p>
+
+<p>Δεν ήτο ορατόν εκ τοιαύτης αποστάσεως. </p>
+
+<p>Ουχ ήττον ο εξησκημένος οφθαλμός φαλαινοθήρου δεν ηδύνατο να απατηθή
+έκ τινων λεπτομερειών ευκόλως διακρινομένων μακρόθεν. </p>
+
+<p>Τωόντι η ανάβρασις, ήτοι η ατμώδης και υδατώδης στήλη την οποίαν η
+φάλαινα εκφυσά διά των ρωθώνων της, ώφειλε να προσελκύση την προσοχήν του
+πλοιάρτου Χουλ και να τον οδηγήση εις ποίον είδος ανήκε το κήτος εκείνο. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν είναι γνησία φάλαινα, ανέκραξεν. Ο αναβρασμός αυτής θα ήτο
+υψηλότερος και ολιγώτερος ογκώδης. Αφ' ετέρου εάν ο θόρυβος τον οποίον
+προξενεί ο αναβρασμός ούτος ηδύνατο να παραβληθή προς τον μεμακρυσμένον
+θόρυβον πυρίνου στόματος, θα έκλινον να πιστεύσω ότι η φάλαινα αύτη ανήκει εις
+το είδος των πτεροφαλαινών αλλά το πράγμα δεν έχει ούτω, και εάν προσέξη τις,
+δύναται να βεβαιωθή ότι ο θόρυβος ούτος είναι όλως διαφόρου φύσεως. — Τι
+φρονείς περί τούτου, Δικ; ηρώτησεν ο πλοίαρχος Χουλ στρεφόμενος προς τον
+δόκιμον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πιστεύω, πλοίαρχε, απήντησεν ο Δικ, ότι είναι μακροπτερύγιος
+φάλαινα. Ιδέτε πώς οι ρώθωνες αυτής αναρρίπτουσι βιαίως εις τον αέρα την
+θαλασσίαν εκείνην στήλην. Δεν σας φαίνεται ωσαύτως — όπερ και θα εδικαιολόγει
+την παρατήρησίν μου — ότι η αναπήδησις εκείνη περιέχει περισσότερον ύδωρ ή
+ατμόν συμπεπυκνωμένον; Και δεν απατώμαι, τούτο είναι ιδιαίτερον προσόν της
+μακροπτερυγίου φαλαίνης. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τωόντι, Δικ, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ. Δεν υπάρχει πλέον
+αμφιβολία. Είναι μακροπτερύγιος η οποία επιπλέει επί της επιφανείας των
+ερυθρών εκείνων υδάτων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι ωραίον που είναι! ανεφώνησεν ο μικρός Ζακ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, τέκνον μου. Και όταν αναλογίζεται τις ότι το μεγάλον εκείνο ζώον
+γευματίζει εκεί και ούτε υποπτεύει καν ότι φαλαινοθήραι το παρατηρούσι. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τολμώ να βεβαιώσω ότι η μακροπτερύγιος αύτη φάλαινα είναι
+μεγάλη, παρετήρησεν ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Βεβαίως, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ, όστις εξηρεθίζετο ολίγον κατ'
+ολίγον. Της δίδω τουλάχιστον εβδομήκοντα ποδών μήκος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Καλά, προσέθηκεν ο ναύκληρος. Ημίσεια δωδεκάς τοιούτων
+φαλαινών θα ήρκει διά να φορτώση πλοίον ως το ιδικόν μας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, θα ήρκει, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ, όστις ανέβη επί της
+πρώρας διά να βλέπη καλλίτερον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και με αυτήν, προσέθηκεν ο ναύκληρος, θα συνεπληρούμεν εις
+ολίγας ώρας το ήμισυ των διακοσίων βαρελίων τα οποία μας λείπουσι. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι . . . πράγματι . . . ναι . . . εψιθύριζεν ο πλοίαρχος Χουλ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τούτο είναι αληθές, επανέλαβεν ο Δικ Σανδ, αλλ' ενίοτε είναι πολύ
+επικίνδυνον να προσβάλη τις αυτάς τας γιγαντιαίας μακροπτερυγίους. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πολύ επικίνδυνον, πολύ επικίνδυνον, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ.
+Αύται αι πτεροφάλαιναι έχουσιν ουράς φοβεράς τας οποίας δεν πρέπει να
+πλησιάζη τις άνευ προφυλάξεως. Η στερεωτέρα λέμβος δεν θα ηδύνατο να ανθέξη
+εις έν καλόν κτύπημα αυτής. Αλλ' η ωφέλεια αξίζει τον κόπον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πα! είπεν είς των ναυτών, μία καλή μακροπτερύγιος είναι ωραίον
+θήραμα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και επικερδές! απεκρίνατο άλλος.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Θα ήτο κρίμα να μη την χαιρετίσωμεν κατά την διάβασιν. </p>
+
+<p>Ήτο πρόδηλον ότι οι ανδρείοι εκείνοι ναυτικοί εξηρεθίζοντο εις την θέαν της
+φαλαίνης. </p>
+
+<p>Ήτο ολόκληρον φορτίον βαρελίων ελαίου όπερ εκυμάτιζε πλησίον των χειρών
+των. </p>
+
+<p>Βεβαίως, ακούων τις αυτούς, δεν είχε να πράξη άλλο ειμή να διευθετήση τα
+βαρέλια εκείνα εις το κύτος του «Πίλγριμ» όπως συμπληρώση το φορτίον. </p>
+
+<p>Τινές των ναυτών, αναρριχιθέντες επί των σχοινίων του ακατίου ιστού
+ερρήγνυον κραυγάς επιθυμίας. Ο πλοίαρχος Χουλ όστις δεν ωμίλει, περιέτρωγε
+τους όνυχάς του. </p>
+
+<p>Υπήρχεν εκεί ακατανίκητος μαγνήτης όστις έσυρε το «Πίλγριμ» και όλον αυτού
+το πλήρωμα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μήτερ, μήτερ, ανέκραξε τότε ο μικρός Ζακ, επεθύμουν να είχον αυτήν
+την φάλαιναν διά να την ιδώ πώς είναι. </p>
+
+<p>&nbsp;— Α! θέλεις να έχης αυτήν την φάλαιναν, παιδίον μου; Και διατί όχι,
+φίλοι μου; είπεν ο πλοίαρχος Χουλ, ενδίδων τέλος εις την κρυφίαν επιθυμίαν του!
+Ναι μεν δεν έχομεν επικούρους αλιείς, αλλ' ημείς μόνοι . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι! ναι! εφώνησαν οι ναύται ομοθυμαδόν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν θα είναι η πρώτη φορά όπου θα εκτελέσω το έργον του
+ακοντιστού, προσέθηκεν ο πλοίαρχος Χουλ και θα ιδήτε εάν ηξεύρω εισέτι να
+ακοντίζω. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ουρρά! ουρρά! απεκρίθη το πλήρωμα. </p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'.</h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑΙ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Ευκόλως εννοεί τις ότι η θέα του θαυμασιώδους εκείνου μαστοφόρου εγένετο
+όπως παραγάγη μέγαν ερεθισμόν εις τους ανθρώπους του «Πίλγριμ». </p>
+
+<p>Η φάλαινα ήτις εκυμάτιζεν εν τω μέσω των ερυθρών υδάτων εφαίνετο
+γιγαντιαία. </p>
+
+<p>Να την συλλάβωσι και να συμπληρώσωσι τοιουτοτρόπως το φορτίον, ήτο λίαν
+ερεθιστικόν. Ηδύνατό ποτε αλιείς να αφήσωσι να τοις διαφύγη παρομοία
+ευκαιρία;</p>
+
+<p>Εν τούτοις η κυρία Βέλδων, ενόμισεν ότι ώφειλε να ερωτήση τον πλοίαρχον
+Χουλ εάν δεν υπήρχε κίνδυνός τις διά τους άνδρας του και δι' αυτόν, εάν
+απετόλμων να προσβάλωσι φάλαιναν υπό τοιαύτας συνθήκας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ουδείς, κυρία Βέλδων, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ. Πλέον ή άπαξ
+με συνέβη να κυνηγήσω φάλαιναν μετά μιας μόνης λέμβου και πάντοτε
+κατώρθωσα να την συλλάβω. Σας επαναλαμβάνω, ουδείς υπάρχει κίνδυνος δι'
+ημάς επομένως δε και δι' υμάς. </p>
+
+<p>Ησυχάσασα η κυρία Βέλδων δεν επέμεινεν. </p>
+
+<p>Ο πλοίαρχος Χουλ έλαβεν αμέσως όλα τα μέτρα του όπως συλλάβη την
+φάλαιναν. </p>
+
+<p>Εκ πείρας εγίνωσκεν ότι η καταδίωξις πτεροφαλαίνης δεν εγίνετο άνευ
+δυσχερειών τίνων, και ήθελε να προλάβη τα πάντα. </p>
+
+<p>Ό,τι καθίστα την σύλληψιν εκείνην ολιγώτερον εύκολον, ήτο ότι το πλήρωμα
+του μυοπάρωνος θα επελαμβάνετο του έργου διά μιας μόνης λέμβου, αν και το
+«Πίλγριμ» εκέκτητο μίαν άκατον δεδεμένην εις τον μέγαν ιστόν και τρεις
+φαλαινοθηρίδας, ων αι μεν δύο εκρέμαντο εις τα δεξιά και τα αριστερά του
+πλοίου, η δε τρίτη οπίσω και έξωθεν του αετώματος. </p>
+
+<p>Συνήθως τας τρεις ταύτας φαλαινοθηρίδας μεταχειρίζονται προς καταδίωξιν
+των κητών. </p>
+
+<p>Αλλά, κατά την εποχήν της αλιείας, ως γνωστόν, επικουρικόν πλήρωμα,
+λαμβανόμενον εκ των σταθμών της Νέας Ζηλανδίας, εβοήθει τους ναύτας του
+«Πίλγριμ». </p>
+
+<p>Υπό τας περιστάσεις λοιπόν εκείνας το «Πίλγριμ» δεν ηδύνατο να παράσχη ειμή
+τους πέντε ναύτας του πλοίου, δι' ων θα εκπληρούτο μία μόνη των
+φαλαινοθηρίδων. </p>
+
+<p>Η συνδρομή του Τωμ και των εταίρων αυτού, οίτινες προσεφέρθησαν αμέσως,
+ήτο αδύνατος. Πράγματι, ο χειρισμός αλιευτικής λέμβου απαιτεί ναυτικούς όλως
+ιδιαιτέρως εξησκημένους. </p>
+
+<p>Λελανθεσμένον κίνημα του πηδαλίου ή λελανθασμένη κωπηλασία θα ήρκουν,
+όπως διακινδυνεύσωσι την σωτηρίαν της λέμβου κατά την προσβολήν. </p>
+
+<p>Αφ' ετέρου ο πλοίαρχος Χουλ δεν ήθελε να εγκαταλείψη το πλοίον του χωρίς να
+αφήση εν αυτώ ένα τουλάχιστον άνδρα του πληρώματος εις τον οποίον να είχεν
+εμπιστοσύνην. Έπρεπε να προΐδη όλα τα ενδεχόμενα. </p>
+
+<p>Λοιπόν ο πλοίαρχος Χουλ ηναγκασμένος να εκλέξη ισχυρούς ναυτικούς όπως
+εξοπλίση την φαλαινοθηρίδα, ώφειλε να αναθέση την φύλαξιν του «Πίλγριμ» εις
+τον Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δικ, είπεν αυτώ, σε επιφορτίζω να μείνης εις το πλοίον κατά την
+απουσίαν μου ήτις δεν θα διαρκέση πολύ, ως ελπίζω·</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλά, κύριε, απεκρίθη ο νεαρός δόκιμος. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ επεθύμει να λάβη μέρος εις την αλιείαν εκείνην, ήτις είχε μέγα
+θέλγητρον δι' αυτόν, αλλ' εννόησεν αφ' ενός μεν ότι αι χείρες τελείου ανδρός
+ήξιζον περισσότερον ή αι ιδικαί του διά την υπηρεσίαν της φαλαινοθηρίδος, αφ'
+ετέρου δε ότι αυτός μόνος ηδύνατο να αντικαταστήση τον πλοίαρχον Χουλ.
+Υπέμεινε λοιπόν. </p>
+
+<p>Το πλήρωμα της φαλαινοθηρίδος έμελε να συγκροτήται εκ πέντε ανδρών,
+συμπεριλαμβανομένου και του ναυκλήρου Χόβικ, οίτινες απήρτιζον το πλήρωμα
+του «Πίλγριμ».<br />
+&nbsp;<br />
+Οι τέσσαρες εκείνοι ναύται έμελλον να καθήσωσι παρά τας κώπας, ο δε Χόβικ θα
+εκράτει την κώπην της ουράς, ήτις χρησιμεύει όπως κυβερνά τοιούτου είδους
+λέμβους. </p>
+
+<p>Τωόντι απλούν πηδάλιον δεν θα είχεν ενέργειαν ταχυτέραν, και εις περίστασιν
+καθ' ήν αι πλάγιαι κώπαι θα απέβαινον άχρηστοι, η ουραία κώπη, καλώς
+χειριζομένη δύναται να απομακρύνη την φαλαινοθηρίδα από τας προσβολάς του
+τέρατος.<br />
+&nbsp;<br />
+Έμενε λοιπόν ο πλοίαρχος Χουλ. Ούτος εφύλαξε δι' αυτόν την θέσιν του
+ακοντιστού, και ως είπε δεν ήτο η πρώτη φορά καθ' ήν εξεπλήρου το έργον τούτο.
+</p>
+
+<p>Αυτός πρώτος έμελλε να ρίψη το ακόντιον, είτα δε να επιτηρήση την εκτύλιξιν
+της μακράς ορμιάς της δεδεμένης εις το άκρον αυτού, και ακολούθως να
+αποτελειώση το ζώον διά της λόγχης, όταν τούτο θα επανήρχετο εις την επιφάνειαν
+του Ωκεανού. </p>
+
+<p>Οι φαλαινοθήραι μεταχειρίζονται ενίοτε πυροβόλα όπλα εις το είδος τούτο της
+αλιείας. Τη βοηθεία ειδικής τινος μηχανής, οιονοί μικρού τηλεβόλου ευρισκομένου
+είτε επί του καταστρώματος του πλοίου είτε εις την πρώραν της λέμβου, ρίπτουσι
+ακόντιον όπερ παρασύρει μεθ' εαυτού το εις την άκραν αυτού προσδεδεμένον
+σχοινίον, ή εκρηκτικάς σφαίρας αίτινες επιφέρουσι μεγάλας καταστροφάς εις το
+σώμα του ζώου. </p>
+
+<p>Αλλά το «Πίλγριμ» δεν είχε τοιαύτας μηχανάς, αίτινες άλλως τε στοιχίζουσιν
+ακριβά, είναι δύσχρηστοι, οι δε ναύται, μη αγαπώντες πολύ τούς νεωτερισμούς,
+φαίνονται ότι προτιμώσι τα αρχαϊκά όπλα, τα οποία χειρίζονται επιδεξίως, ήτοι το
+ακόντιον και την λόγχην. </p>
+
+<p>Διά των συνήθων λοιπόν μέσων έμελλεν ο πλοίαρχος Χουλ να προσβάλη την
+φάλαιναν ήτις ευρίσκετο πέντε μίλια μακράν του πλοίου του. </p>
+
+<p>Άλλως τε δε ο καιρός εφαίνετο εύνους εις την εκστρατείαν εκείνην. Η θάλασσα,
+ησυχωτάτη, ήτο κατάλληλος εις τους χειρισμούς φαλαινοθηρίδος. Ο άνεμος έτεινε
+να κοπάση, και το «Πίλγριμ» ολίγον μόνον θα παρεξέκλινε, καθ' όν καιρόν το
+πλήρωμα αυτού θα ήτο ενησχολημένον εις το πέλαγος. </p>
+
+<p>Η δεξιά λοιπόν λέμβος κατεβιβάσθη αμέσως και οι τέσσαρες ναύται επέβησαν
+αυτής. </p>
+
+<p>Ο Χόβικ τοις έδωκε δύο μεγάλα ακόντια και δύο λόγχας με οξείας αιχμάς. Εις τα
+επιθετικά ταύτα όπλα προσέθηκε πέντε δέματα ευκάμπτων και στερεών σχοινίων
+τα οποία οι φαλαινοθήραι ονομάζουσιν «ορμιάς», και τα οποία μετρούσιν
+εξακοσίων ποδών μήκος. </p>
+
+<p>Δεν αρκούσιν ολιγώτερα, καθότι πολλάκις συμβαίνει ώστε τα σχοινία ταύτα
+προσδεδεμένα το έν μετά του άλλου να μη αρκώσιν εις το έργον, τόσον η φάλαινα
+βυθίζεται εις μέγα βάθος. </p>
+
+<p>Τοιαύτα ήσαν τα διάφορα μηχανήματα τα οποία επιμελώς ετοποθετήθησαν εις
+το έμπροσθεν μέρος της λέμβου. </p>
+
+<p>Ο Χόβικ και οι τέσσαρες ναύται δεν περιέμενον πλέον ειμή την διαταγήν να
+λύσωσι το σχοινίον. </p>
+
+<p>Μία μόνη θέσις έμενεν ελευθέρα εις το έμπροσθεν της λέμβου, εκείνην την
+οποίαν έμελλε να καταλάβη ο πλοίαρχος Χουλ. </p>
+
+<p>Εννοείται οίκοθεν ότι το πλήρωμα του «Πίλγριμ», πριν εγκαταλίπη το πλοίον,
+διεσταύρωσε τα ιστία ούτως ώστε να μένη τούτο περίπου στάσιμον. </p>
+
+<p>Κατά την στιγμήν της επιβιβάσεως ο πλοίαρχος Χουλ έρριψε τελευταίον
+βλέμμα επί του πλοίου. Εβεβαιώθη ότι τα πάντα ήσαν εντάξει, τα σχοινία καλώς
+διασκευασμένα, τα ιστία καλώς τοποθετημένα. Αφού άφινε τον νεαρόν δόκιμον εις
+το πλοίον κατ' απουσίαν ήτις ηδύνατο να παραταθή επί πολλάς ώρας, ήθελεν,
+ευλόγως, εκτός απροόπτου συμβεβηκότος, να μη έχη ο Δικ Σανδ ουδέ τον
+παραμικρόν χειρισμόν να εκτελέση. </p>
+
+<p>Από της στιγμής εκείνης, έδωκεν αυτώ τας τελευταίας οδηγίας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δικ, είπε, σε αφίνω μόνον. Επέβλεπε τα πάντα. Εάν, όπερ απίθανον,
+επήρχετο ανάγκη να αρχίσης πάλιν τον πλουν, εις περίπτωσιν καθ' ήν η καταδίωξις
+της φαλαίνης εκείνης ήθελε μας παρασύρει πολύ μακράν, ο Τωμ και οι σύντροφοί
+του θα ηδύναντο κάλλιστα να σε βοηθήσωσιν. Υποδεικνύων εις αυτούς τι πρέπει
+να εκτελέσωσιν, είμαι βέβαιος ότι θέλουσι το εκτελέσει. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μάλιστα, πλοίαρχε Χουλ απήντησεν ο γέρων Τωμ, και ο κύριος Δικ
+δύναται να βασισθή εις ημάς. </p>
+
+<p>&nbsp;— Διατάξατε! διατάξατε! έκραξεν ο Βαρθολομαίος. Μεγάλην επιθυμίαν
+έχομεν να σας φανώμεν χρήσιμοι. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι πρέπει να πράξωμεν; . . . ηρώτησεν ο Ηρακλής αναστρέφων τας
+ευρείας χειρίδας του ενδύματός του.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Τίποτε προς το παρόν, απεκρίθη ο Δικ Σανδ μειδιών. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είμεθα εις τας διαταγάς σας, επανέλαβεν ο κολοσσός. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δικ, επανέλαβεν ο πλοίαρχος Χουλ, ο καιρός είναι ωραίος. Ο άνεμος
+έπεσεν. Ουδέν σημείον ότι θα δυναμώση πάλιν. Προ πάντων, ό,τι δήποτε και αν
+συμβή, μη ρίψης λέμβον εις την θάλασσαν μη αφήσης το πλοίον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Θα σας υπακούσω. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εάν παρίστατο ανάγκη να μας πλησιάση το «Πίλγριμ», θα σε κάμω
+σημείον υψών μίαν σημαίαν εις το άκρον κώπης. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μείνετε ήσυχος, πλοίαρχε, δεν θα χάσω από τα βλέμματά μου την
+φαλαινοθηρίδα, απήντησεν ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Καλά, παιδί μου, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ· θάρρος και ψυχραιμίαν.
+Ιδού συ υποπλοίαρχος. Τίμησον τον βαθμόν σου. Ουδείς καθείξε τοιούτον εις την
+ηλικίαν σου. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ δεν απεκρίθη, αλλ' ηρυθρίασε μειδιών. Ο πλοίαρχος Χουλ εννόησε
+το ερύθημα και το μειδίαμα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Το αγαθόν παιδίον, είπε καθ' εαυτόν, μετριοφροσύνη και καλή
+διάθεσις είναι τα καλά του προτερήματα. </p>
+
+<p>Εν τούτοις, εις τας επιμόνους εκείνας συστάσεις, ήτο προφανές ότι, ει και δεν
+υπήρχεν ουδείς κίνδυνος, ο πλοίαρχος Χουλ δεν εγκατελίμπανεν ευχαρίστως το
+πλοίον του έστω και διά τινας ώρας. </p>
+
+<p>Αλλ' ακαταμάχητον ορμέφυτον αλιέως, προ πάντων η μανιώδης επιθυμία να
+συμπληρώση το εξ ελαίου φορτίον του, και να ικανοποιήση τας υπό του Ζαμ
+Βέλδων ληφθείσας υποχρεώσεις εν Βαλπαραΐζω, πάντα ταύτα τον παρεκίνουν να
+διακινδυνεύση. Άλλως τε δε η τοσούτον ωραία εκείνη θάλασσα υπεβοήθει
+θαυμασίως την καταδίωξιν κήτους. Μήτε το πλήρωμά του, μήτε αυτός, θα
+ηδύναντο ν' αντισταθώσιν εις τοιούτον πειρασμόν. Η αλιευτική εκστρατεία θα
+συνεπληρούτο τέλος, και η τελευταία αύτη σκέψις κατείχεν υπέρ παν άλλο την
+καρδίαν του πλοιάρχου Χουλ. </p>
+
+<p>Ο πλοίαρχος Χουλ διηυθύνθη προς την κλίμακα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Καλήν επιτυχίαν! τω είπεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ευχαριστώ, κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Σας παρακαλώ μη βασανίσητε πολύ την δυστυχή φάλαιναν! έκραζεν
+ο μικρός Ζακ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, τέκνον μου, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Να την συλλάβετε ήσυχα, κύριε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι . . . με τα χειρόκτια, μικρέ Ζακ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ενίοτε, παρετήρησεν ο εξάδελφος Βενέδικτος, ευρίσκονται
+περιεργότατα έντομα επί της ράχεως των μεγάλων αυτών μαστοφόρων.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Λοιπόν, κύριε Βενέδικτε, απήντησε γελών ο πλοίαρχος Χουλ θα έχετε το
+δικαίωμα «να εντομολογήσετε», όταν η φάλαινα μας ευρεθή επί του
+καταστρώματος του «Πίλγριμ». </p>
+
+<p>Είτα, στρεφόμενος προς τον Τωμ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τωμ, βασίζομαι επί των συντρόφων σου και επί σου, είπεν, ότι θα μας
+βοηθήσετε να διαμελίσωμεν την φάλαιναν όταν θα δεθή εις το σκάφος του πλοίου,
+— το οποίον δεν θα αργήση να γίνη. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εις τας διαταγάς σας, κύριε, απήντησεν ο γέρων μαύρος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Καλά, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ. Δικ, αυτοί οι γενναίοι άνδρες θα
+σε βοηθήσωσι να προετοιμάσης τα κενά βαρέλια. Κατά την απουσίαν μας, θα τα
+αναβιβάσωσιν επί του καταστρώματος και τοιουτοτρόπως η εργασία θα τελειώση
+ταχέως όταν επιστρέψωμεν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα γίνη τούτο πλοίαρχε. </p>
+
+<p>Διά τους αγοούντας δέον να είπωμεν ότι η φάλαινα, άπαξ θανατωθείσα,
+ώφειλε να ρυμουλκυθή μέχρι του «Πίλγριμ» και να δεθή στερεώς εις το δεξιόν
+πλευρόν. Τότε οι ναύται φορούντες αγκυρωτά υποδήματα θα ανέβαινον επί της
+ράχεως του υπερμεγέθους κήτους και θα διεμέλιζον αυτό μεθοδικώς κατά
+παραλλήλους λωρίδας διευθυνομένας από της κεφαλής εις την ουράν. </p>
+
+<p>Αι λωρίδες εκείναι θα εκόπτοντο εις τεμάχια ενός ποδός και ημίσεως, είτα θα
+διηρούντο εις τμήματα, άτινα, αφού εστιβάζοντο εις τα βαρέλια, θα κατεβιβάζοντο
+εις τον πυθμένα του πλοίου. </p>
+
+<p>Ως επί το πλείστον, το φαλαινοθηρικόν πλοίον, όταν τελειώση η αλιεία,
+προσπαθεί όσω το δυνατόν να φθάση εις την ξηράν, διά να αποπερατώση τας
+εργασίας του· Το πλήρωμα αποβιβάζεται, και εκεί εκτελεί την ανάλυσιν του λίπους,
+όπερ υπό την επίδρασιν της θερμότητος αποδίδει πάσαν την χρήσιμον αυτού
+ουσίαν, ήτοι το έλαιον
+(<sup><a href='#fn13' id='ref13'>13</a></sup>)
+</p>
+
+<p>Αλλά κατά την περίστασιν εκείνην ο πλοίαρχος Χουλ δεν εσκέπτετο να
+επανακάμψη όπως συμπληρώση την εργασίαν εκείνην. <br />
+&nbsp;<br />
+Δεν εσκόπευε να «αναλύση» την συμπλήρωσιν εκείνην του λίπους ειμή εις
+Βαλπαραΐζον. </p>
+
+<p>Άλλως τε δε διά των ανέμων εκείνων οίτινες δεν θα εβράδυνον να πνεύσωσιν
+εκ δυσμών, ήλπιζεν ότι ήθελε προσεγγίσει εις την αμερικανικήν παραλίαν πριν ή
+παρέλθωσιν είκοσιν ημέραι, και το χρονικόν εκείνο διάστημα δεν ηδύνατο να
+ματαιώση τα αποτελέσματα της αλιείας του. </p>
+
+<p>Επέστη η στιγμή της αναχωρήσεως. </p>
+
+<p>Πριν ή το «Πίλγριμ» διασταυρώση τα ιστία, είχεν ολίγον πλησιάσει εις το μέρος
+όπου η φάλαινα εξηκολούθει να δεικνύη την παρουσίαν της δι' ανατινάξεων ατμού
+και ύδατος. </p>
+
+<p>Η φάλαινα έπλεε πάντοτε εν μέσω του ευρέος ερυθρού πεδίου των
+μαλακοδέρμων, ανοίγουσα αυτοματικώς το πλατύ στόμα της και απορροφώσα
+εκάστοτε μυριάδας ζωαρίων.<br />
+&nbsp;<br />
+Κατά το λέγειν των ειδημόνων του πλοίου, ουδείς φόβος υπήρχεν ότι θα
+προσεπάθει να διαφύγη. </p>
+
+<p>Άνευ ουδεμιάς αμφιβολίας ήτο εξ εκείνων τας οποίας οι αλιείς αποκαλούσι
+φαλαίνας «πολεμικάς». </p>
+
+<p>Ο πλοίαρχος Χουλ διεσκέλισε τα παραρρύματα, και καταβάς την σχοινίνην
+κλίμακα έφθασεν εις το έμπροσθεν μέρος της λέμβου. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων, ο Ζακ, ο εξάδελφος Βενέδικτος, ο Τωμ και οι σύντροφοί του
+ηυχήθησαν διά τελευταίαν φοράν καλήν επιτυχίαν εις τον πλοίαρχον. </p>
+
+<p>Και αυτός ο Δίγγος, ορθωθείς επί των οπισθίων ποδών του και προεκβαλών την
+κεφαλήν άνω του διαζώματος, εφαίνετο ωσεί θέλων να αποχαιρετίση το
+πλήρωμα.<br />
+&nbsp;<br />
+Είτα, όλοι επανήλθον εις την πρώραν ίνα μη απολέσωσιν ουδεμίαν των περιέργων
+εκείνων περιπετειών τοιαύτης αλιείας.<br />
+&nbsp;<br />
+Η λέμβος απεσπάσθη, και υπό την ώθησιν των τεσσάρων αυτής κωπών, ισχυρώς
+χειριζομένων ήρχησε να μακρύνεται από του «Πίλγριμ». </p>
+
+<p>&nbsp;— Πρόσεχε καλώς, Δικ, πρόσεχε καλώς! εφώνησεν διά τελευταίαν
+φοράν ο πλοίαρχος Χουλ προς τον νεαρόν δόκιμον.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Μείνετε ήσυχος, κύριε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τον ένα οφθαλμόν εις το πλοίον και τον άλλον εις την λέμβον, παιδί
+μου, μη το λησμονής.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν θα το λησμονήσω, πλοίαρχε, απεκρίθη ο Δικ Σανδ όστις ήλθε να
+σταθή πλησίον του πηδαλίου. </p>
+
+<p>Ήδη η ελαφρά λέμβος ευρίσκετο πολλάς εκατοστύας ποδών μακράν του
+πλοίου. Ο πλοίαρχος Χουλ όρθιος επί της πρώρας και μη δυνάμενος πλέον ν'
+ακουσθή, ανενέου τας συστάσεις του δι' εκφραστικωτάτων χειρονομιών. </p>
+
+<p>Τότε ο Δίγγος, του οποίου οι εμπρόσθιοι πόδες ήσαν πάντοτε εστηριγμένοι επί
+του διαζόματος, εξέβαλεν είδος τι θρηνώδους υλακής, ήτις δυσάρεστον εντύπωσιν
+ενεποίησεν εις ανθρώπους επιρρεπείς ολίγον εις δεισιδαιμονίαν.</p>
+
+<p>Η υλακή μάλιστα εκείνη έκαμε, την κυρίαν Βέλδων να ανασκιρτήση. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δίγγε, είπε, Δίγγε! Ούτως ενθαρρύνεις τους φίλους σου! Εμπρός, μίαν
+ωραίαν υλακήν, πολύ φαιδράν!</p>
+
+<p>Αλλ' ο κύων δεν υλάκτησε πλέον, και πεσών πάλιν επί των τεσσάρων ποδών
+του, ήλθε βραδέως προς την κυρίαν Βέλδων και έλειξε την χείρα αυτής μετ'
+αγάπης. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν κινεί την ουράν . . εψιθύρισεν ο Τωμ. Κακόν σημείον! Κακόν
+σημείον!</p>
+
+<p>Αλλά, σχεδόν αμέσως, ο Δίγγος ανωρθώθη, και εξέφερεν υλακήν οργίλην!</p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων εστράφη. </p>
+
+<p>Ο Νεγορός είχεν αφήσει την θέσιν του και διευθύνετο προς την εμπρόσθιον
+κρηπίδα, επί τω σκοπώ βεβαίως να παρακολουθήση και ούτος διά του βλέμματος
+τας κινήσεις της λέμβου. </p>
+
+<p>Ο Δίγγος ώρμησε κατά του μαγείρου, καταληφθείς υπό ζωηροτάτης και όλως
+ανεξηγήτου μανίας. </p>
+
+<p>Ο Νεγορός έλαβε διχαλωτόν μοχλόν και ετέθη εν αμύνη.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο κύων έμελλε να πηδήση εις τον λαιμόν του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εδώ, Δίγγε, εδώ! έκραξεν ο Δικ Σανδ, όστις εγκαταλιπών προς στιγμήν
+την επιτηρητικήν θέσιν του, έδραμε προς την πρώραν.<br />
+&nbsp;<br />
+Και η κυρία Βέλδων αφ' ετέρου εζήτει να καταπραΰνη τον κύνα. </p>
+
+<p>Ο Δίγγος υπήκουσεν, ουχί άνευ αποστροφής, και επανήλθε γογγύζων
+υποκώφως προς τον νεαρόν δόκιμον. </p>
+
+<p>Ο Νεγορός μήτε λέξιν επρόφερεν, αλλ' η μορφή του ωχρίασε προς στιγμήν.
+Αφήσας τότε να καταπέση ο μοχλός, επανήλθεν εις την καλύβην του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ηρακλή, είπε τότε ο Δικ Σανδ, σε επιφορτίζω να επαγρυπνής επ'
+αυτού του ανθρώπου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα επαγρυπνώ, απήντησεν απλώς ο Ηρακλής, του οποίου αι δύο
+τεράστιαι πυγμαί εκλείσθησαν εις σημείον συγκαταθέσεως.<br />
+&nbsp;<br />
+Η κυρία Βέλδων και ο Δικ Σανδ έστρεψαν τότε πάλιν τα βλέμματά των προς την
+φαλαινοθηρίδα την οποίαν απεμάκρυνον ταχέως αι τέσσαρες κώπαι αυτής. </p>
+
+<p>Δεν ήτο πλέον άλλο ειμή σημείον τι επί της θαλάσσης. </p>
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η'.</h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>Η ΦΑΛΑΙΝΑ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Ο πλοίαρχος Χουλ πεπειραμένος φαλαινοθήρας, δεν έπρεπε να αφήση εις την
+τύχην ουδέ το ελάχιστον. </p>
+
+<p>Η σύλληψις μακροπτερυγίου φαλαίνης είναι δύσκολον πράγμα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ουδεμία προφύλαξις πρέπει να παραμεληθή· Και τωόντι ουδεμία
+παρημελήθη κατ' εκείνην την περίστασιν.</p>
+
+<p>Εν πρώτοις, ο πλοίαρχος Χουλ εχειρίσθη εις τρόπον ώστε να πλησιάση, την
+φάλαιναν υπηνέμως, χωρίς ουδείς κρότος να φανερώση την προσέγγισιν της
+λέμβου. </p>
+
+<p>Ο Χόβικ διηύθυνε λοιπόν την λέμβον ακολουθών την αρκούντως μακράν
+καμπύλην, ην διέγραφεν η ερυθρά εκείνη μάζα εν μέσω της ο οποίος εκυμάτιζεν η
+φάλαινα. </p>
+
+<p>Τοιουτοτρόπως ήτο ανάγκη να την περιστρέψωσιν. </p>
+
+<p>Ο ναύκληρος ο επιφορτισμένος τον χειρισμόν τούτον ήτο θαλασσινός λίαν
+ατάραχος, παρέχων πάσαν εμπιστοσύνην εις τον πλοίαρχον Χουλ. Δεν ηδύναντο να
+φοβηθώσι παρ' αυτού μήτε δισταγμόν μήτε αλλοφροσύνην.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Προσοχή εις το πηδάλιον, Χόβικ, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ· θα
+προσπαθήσωμεν να προκαταλάβωμεν την φάλαιναν. Ας μη φανερωθώμεν ειμή
+όταν θα ευρεθώμεν εις θέσιν να την ακοντίσωμεν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εννόησα, κύριε, απεκρίθη ο Χόβικ, θα ακολουθήσω την περιστροφήν
+αυτών των ερυθρών υδάτων εις τρόπον ώστε να ευρισκώμεθα πάντοτε
+υπηνέμως.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Καλά! είπεν ο πλοίαρχος Χουλ. — Παιδιά, όσω το δυνατόν ολιγώτερον
+θόρυβον εις τα κουπιά. </p>
+
+<p>Αι κώπαι επιμελώς περιτετυλιγμέναι διά ψάθου, εκινούντο αθορύβως.<br />
+&nbsp;<br />
+Η λέμβος, επιδεξίως διευθυνομένη υπό του Χόβικ, έφθασεν εις την ευρείαν μάζαν
+των μαλακοδέρμων.</p>
+
+<p>Αι εις τα δεξιά κώπαι εβυθίζοντο έτι εις το πράσινον και διαυγές ύδωρ, ενώ αι
+εις τα αριστερά, ανεγείρουσαι το ερυθρωπόν ρευστόν, εφαίνοντο αποστάζουσαι
+σταγόνας αίματος.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Κρασί και νερό! είπε είς των ναυτών. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ αλλά νερό το οποίον δεν πίνεται και
+κρασί το οποίον δεν καταπίνεται! Εμπρός παιδιά, ας μη ομιλώμεν πλέον και ας
+προχωρώμεν. </p>
+
+<p>Η λέμβος, διευθυνομένη υπό του ναυκλήρου, ωλίσθαινεν αθορύβως εις την
+επιφάνειαν των ημιλιπαρών εκείνων υδάτων, ως εάν εκυμάτιζεν επί στρώματος
+ελαίου. </p>
+
+<p>Η φάλαινα δεν εκινείτο και δεν εφαίνειο έτι ότι παρετήρησε την λέμβον ήτις
+περιέγραφε κύκλον περί αυτήν. </p>
+
+<p>Ο πλοίαρχος Χουλ εκτελών την περιστροφήν εκείνην απεμακρύνετο αναγκαίως
+από του «Πίλγριμ», όπερ η απόστασις εσμίκρυνεν ολίγον κατ' ολίγον. </p>
+
+<p>Πάντοτε είναι παράδοξον πράγμα η ταχύτης μεθ' ης τα αντικείμενα
+σμικρύνονται εν τη θαλάσση. Φαίνονται ως εάν τα βλέπη τις διά του αντιθέτου
+μέρους του τηλεσκοπίου. </p>
+
+<p>Η οπτική αύτη απάτη προέρχεται προδήλως εκ του ότι σημεία συγκρίσεως δεν
+υπάρχουσιν εις τα εκτενή εκείνα διαστήματα. </p>
+
+<p>Ούτω συνέβη εις το «Πίλγριμ», όπερ εσμικρύνετο ταχέως και εφαίνετο πολύ
+μάλλον μεμακρυσμένον παρ' όσον ήτο αληθώς. </p>
+
+<p>Ημίσειαν ώραν μετά την αναχώρησίν των, ο πλοίαρχος Χουλ και οι μετ' αυτού
+ευρίσκοντο ακρικώς υπηνέμως της φαλαίνης, ούτως ώστε αύτη κατείχε μεσάζον
+μεταξύ του πλοίου και της λέμβου. </p>
+
+<p>Επέστη λοιπόν η στιγμή να πλησιάσωσι ποιούντες όσω το δυνατόν ολιγώτερον
+θόρυβον. Δεν ήτο δε αδύνατον να πλησιάσωσι το ζώον εκ του πλαγίου και να το
+ακοντίσωσιν εκ μικράς αποστάσεως πριν ή διεγερθή η προσοχή του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Κωπηλατείτε ολιγώτερον ταχέως, παιδιά, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ
+χαμηλή τη φωνή. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μοι φαίνεται, απεκρίθη ο Χόβικ, ότι η μαρίδα μας εμυρίσθη κάτι τι.
+Φυσά ολιγώτερον βιαίως παρ' όσον εφύσα προ ολίγου.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Σιωπή, σιωπή, επανέλαβεν ο πλοίαρχος Χουλ. </p>
+
+<p>Μετά πέντε λεπτά η φαλαινοθηρίς ευρίσκετο διακόσια μέτρα μακράν της
+φαλαίνης. </p>
+
+<p>Ο ναύκληρος, όρθιος εις την πρύμνην, προσεπάθησε να πλησιάση εις την
+αριστεράν πλευράν του μυστοφόρου, αλλ' αποφεύγων μετά μεγίστης προσοχής να
+διέλθη πλησίον της φοβεράς ουράς, της οποίας έν μόνον κτύπημα θα ήρκει να
+κατασυντρίψη την λέμβον. </p>
+
+<p>Εις την πρώραν, ο πλοίαρχος Χουλ με τους πόδας ολίγον διεστώτας, διά να
+διατηρή καλλίτερον την ισορροπίαν του εκράτει το όργανον διά του οποίου έμμελε
+να καταφέρη το πρώτον κτύπημα. </p>
+
+<p>Ηδύναντο να έχωσι πεποίθησιν εις την δεξιότητα αυτού, ότι το ακόντιον εκείνο
+θα εβυθίζετο εντός της πυκνής μάζης, ήτις εξείχε των υδάτων.<br />
+&nbsp;<br />
+Πλησίον του πλοιάρχου, εντός κάδου, ήτο εστοιβαγμένη η πρώτη των πέντε
+ορμιών, στερεώς προσδεδεμένη εις το ακόντιον και εις ην θα προσεδένοντο
+διαδοχικώς αι άλλαι τέσσαρες, εάν η φάλαινα εβυθίζετο εις μεγάλα βάθη.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Έτοιμοι, παιδιά; εψιθύρισεν ο πλοίαρχος Χουλ.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, απεκρίθη ο Χόβικ κρατών στερεώς την κώπην εις τας μεγάλας
+χείρας του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πλησίασον! πλησίασον!</p>
+
+<p>Ο ναύκληρος υπήκουσεν εις την διαταγήν, και η φαλαινοθηρίς επλησίασε το
+ζώον εις απόστασιν ολιγωτέραν των δέκα ποδών.<br />
+&nbsp;<br />
+Τούτο δεν μετεκινείτο πλέον και εφαίνετο κοιμώμενον. </p>
+
+<p>Αι φάλαιναι αι καταλαμβανόμεναι τοιουτοτρόπως ενώ κοιμώνται
+συλλαμβάνονται ευκολώτερον, και συμβαίνει πολλάκις το πρώτον καταφερόμενον
+κτύπημα να είναι θανατηφόρον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Η ακινησία αύτη είναι πολύ περίεργος! εσκέφθη ο πλοίαρχος Χουλ.
+</p>
+
+<p>Τοιαύτη ήτο και η σκέψις του ναυκλήρου, όστις προσεπάθει να ίδη την
+αντίθετον πλευράν του ζώου. </p>
+
+<p>Αλλά δεν ήτο στιγμή σκέψεως, ήτο στιγμή προσβολής. </p>
+
+<p>Ο πλοίαρχος Χουλ κρατών το ακόντιόν του εκ του μέσου του κορμού, το
+εταλάντευσε πολλάκις όπως ασφαλίση καλλίτερον την ακρίβειαν του κτυπήματος,
+ενώ εσκόπευε το πλευρόν της φαλαίνης. </p>
+
+<p>Είτα έρριψεν αυτό δι' όλης της δυνάμεως του βραχίονός του.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Οπίσω, οπίσω! έκραξεν αμέσως. </p>
+
+<p>Και οι ναύται κωπηλάτησαντες συγχρόνως, ωπισθοχώρησαν ταχέως όπως
+προφυλάξωσι την λέμβον από τα κτυπήματα της ουράς του κήτους. </p>
+
+<p>Αλλά, κατά την αυτήν στιγμήν, κραυγή του ναυκλήρου έδωκε να ενοήσωσι διατί
+η φάλαινα ήτο επί τοσούτον χρόνον και τοσούτον παραδόξως ακίνητος εις την
+επιφάνειαν της θαλάσσης. </p>
+
+<p>&nbsp;— Έν φαλαινίδιον! είπε. </p>
+
+<p>Τωόντι η φάλαινα, αφού εκτυπήθη διά του ακοντίου, σχεδόν εντελώς έκλινεν
+επί του πλευρού, αποκαλύψασα τοιουτοτρόπως έν φαλαινίδιον όπερ εγαλούχει.
+</p>
+
+<p>Η περίπτωσις αύτη, ην ο πλοίαρχος Χουλ εγίνωσκε καλώς, έμελλε να καταστήση
+την σύλληψιν της φαλαίνης πολύ δυσχερεστέραν. </p>
+
+<p>Προδήλως η μήτηρ έμελλε να υπερασπίση μετά μείζονος μανίας και εαυτήν και
+το «μικρόν» της, — εάν επιτρέπεται να μεταχειρισθώμεν το επίθετον τούτο διά
+ζώον μήκους είκοσι τουλάχιστον ποδών. </p>
+
+<p>Εν τούτοις, ως εφοβήθησαν, η φάλαινα δεν ώρμησεν αμέσως κατά της λέμβου
+και δεν ελήφθη ανάγκης όπως φύγωσι, να κόψωσι την ορμιάν ήτις συνέδεεν αυτήν
+μετά του ακοντίου. </p>
+
+<p>Εξ εναντίας, ως τούτο συμβαίνει πολλάκις, η φάλαινα, ακολουθουμένη υπό του
+φαλαινηδίου εβυθίσθη κατ' αρχάς μεν λοξοειδώς· είτα δε ανελθούσα διά άλματος
+ήρχισε να πλέη μετά καταπληκτικής ταχύτητος. </p>
+
+<p>Αλλά, πριν ή εκτελέση την πρώτην αυτής καταβύθισιν, ο πλοίαρχος Χουλ και ο
+ναύκληρος, όρθιοι αμφότεροι, έλαβον καιρόν να την ίδωσι, και κατ' ακολουθίαν να
+την εκτιμήσωσιν εις την αληθή αυτής αξίαν.<br />
+&nbsp;<br />
+Η φάλαινα εκείνη ήτο πράγματι πτεροφάλαινα μεγάλης εκτάσεως. </p>
+
+<p>Από της κεφαλής μέχρι της ουράς είχε μήκος τουλάχιστον ογδοήκοντα ποδών.
+Το δέρμα της χρώματος μελανοκιτρίνου, ήτο ωσεί εστιγμένον υπό κυλίδων
+χρώματος μελαμβαθούς. </p>
+
+<p>Η καταδίωξις, ή μάλλον η ρυμουλκία, είχεν αρχίσει. Η φαλαινοθηρίς, της
+οποίας αι κώπαι είχον ανυψωθή, έφευγεν ως βέλος κυλιομένη επί της επιφανείας
+των κυμάτων. </p>
+
+<p>Ο Χόβικ την συνεκράτει στιβαρώς, μεθ' όλας τας ταχείας αυτής και φοβεράς
+ταλαντεύσεις. </p>
+
+<p>Ο πλοίαρχος Χουλ με οφθαλμούς προσηλωμένους επί της λείας του, δεν
+έπαυεν την αιωνίαν του επωδόν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πρόσεχε καλά, Χόβικ, πρόσεχε καλά! </p>
+
+<p>Και ηδύναντο να είναι βέβαιοι ότι η προσοχή του ναυκλήρου δεν ήθελε
+παραμεληθή ουδ' επί στιγμήν. </p>
+
+<p>Εν τούτοις, επειδή η φαλαινοθηρίς δεν έφευγε τόσον ταχέως, όσον η φάλαινα,
+η ορμιά του ακοντίου εξετυλίσσετο μετά τοσαύτης ταχύτητος ώστε υπήρχε φόβος
+μήπως αναφλεχθή, προστριβομένη εις την επιγκενίδα. Τούτου ένεκα ο πλοίαρχος
+Χουλ εφρόντιζεν την διατηρή υγράν, πληρώσας ύδατος τον περιέχοντα αυτήν
+κάδον. Εν τούτοις η φάλαινα δεν εφαίνετο ότι έμελλε να σταματήση κατά την
+φυγήν της, μήτε ότι ήθελε την μετριάσει.<br />
+&nbsp;<br />
+Προσεδέθη λοιπόν και το δεύτερον σχοινίον εις την άκραν του πρώτου, δεν
+εβράδυνε δε να παρασυρθή και τούτο μετά της αυτής ταχύτητος.<br />
+&nbsp;<br />
+Μετά πέντε λεπτά, εδέησε να προσδέσωσι και το τρίτον σχοινίον, όπερ αμέσως
+εβυθίσθη εις τα ύδατα. </p>
+
+<p>Η φάλαινα δεν ίστατο πλέον. </p>
+
+<p>Προδήλως το ακόντιον δεν είχε εισδύσει εις ζωτικόν τι μέρος του σώματός
+της.<br />
+&nbsp;<br />
+Ηδύνατό τις μάλιστα να παρατηρήση, εκ της μεγαλειτέρας λοξότητος της ορμιάς,
+ότι το ζώον, αντί να ανέλθη πάλιν εις την επιφάνειαν, εβυθίζετο εις βαθύτερα
+στρώματα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Διάβολε! ανέκραξεν ο πλοίαρχος Χουλ, αλλ' αυτή η αχρεία θα μας
+φάγη και τα πέντε σχοινία μας!</p>
+
+<p>&nbsp;— Και θα μας παρασύρη εις μακρόν απόστασιν από του «Πίλγριμ»!
+απεκρίθη ο ναύκληρος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πρέπει εν τούτοις να επανέλθη διά να αναπνεύση επί της επιφανείας!
+είπεν ο πλοίαρχος Χουλ. Δεν είναι ιχθύς και έχει ανάγκην αέρος ως απλούς
+ιδιώτης.<br />
+&nbsp;<br />
+Θα εκράτησε την αναπνοήν της διά να τρέχη περισσότερον, είπε γελών είς των
+ναυτών. </p>
+
+<p>Τωόντι, το σχοινίον εξετυλίσσετο πάντοτε μετά της αυτής ταχύτητος. </p>
+
+<p>Εις το τρίτον σχοινίον εδέησε μετ' ολίγον να ενώσωσι και τέταρτον, τούτο δε
+δεν εγένετο χωρίς να ανησυχήση ολίγον τους ναύτας ως προς το μέλλον μερίδιον
+της λείας των. </p>
+
+<p>&nbsp;— Διάβολε! διάβολε! εψιθύριζεν ο πλοίαρχος Χουλ ποτέ δεν είδον
+τοιούτο τι! Κατηραμένη φάλαινα!</p>
+
+<p>Τέλος, το πέμπτον σχοινίον εδέησε να εξαχθή, και ήδη είχε κατά το ήμισυ
+εκτυλιχθή, ότι εφάνη χαλαρούμενον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Καλά! καλά! ανέκραξεν ο πλοίαρχος Χουλ. Το σχοινίον εκτείνεται
+ολιγώτερον. Η φάλαινα κουράζεται.</p>
+
+<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν το «Πίλγριμ» ευρίσκετο εις απόστασιν πέντε μιλίων
+υπηνέμως της λέμβου. </p>
+
+<p>Ο πλοίαρχος Χουλ υψώσας σημαίαν εις άκρον αρπάγης, εποίησε σημείον να
+πλησιάσωσι.<br />
+&nbsp;<br />
+Και σχεδόν αμέσως ηδυνήθη να ίδη ότι ο Δικ Σανδ, βοηθούμενος υπό του Τωμ και
+των συντρόφων του, ήρχισε να διευθετή τας κεραίας ούτως ώστε να στραφώσι τα
+ιστία καταλληλότερον προς τον άνεμον. </p>
+
+<p>Αλλ' η αύρα ήτο ασθενής και ουχί σταθερά. Πνόαι τινες μόνον ήρχοντο μικράς
+διαρκείας. </p>
+
+<p>Βεβαίως το «Πίλγριμ» θα εδυσκολεύετο να φθάση την φαλαινοθηρίδα, και εάν
+έτι υποθέσωμεν ότι ηδύνατο να την φθάση. </p>
+
+<p>Εν τούτοις, ως είχον προΐδει, η φάλαινα ανήλθε πάλιν να αναπνεύση επί της
+επιφανείας του ύδατος μετά του ακοντίου πάντοτε προσηλωμένου εις την πλευράν
+της.<br />
+&nbsp;<br />
+Τότε έμεινε σχεδόν ακίνητος, περιμένουσα ίσως το φαλαινίδιόν της όπερ θα
+απεμάκρυνεν απ' αυτής η μανιώδης εκείνη πορεία. </p>
+
+<p>Ο πλοίαρχος Χουλ διέταξε να επισπεύσωσι την κωπηλασίαν διά να την
+φθάσωσι και μετ' ολίγον ελαχίστη μόνον απόστασις τους εχώριζεν απ' αυτής. </p>
+
+<p>Δύο κώπαι ανυψώθησαν, και δύο ναύται, ως και ο πλοίαρχος ωπλίσθησαν διά
+μακρών λογχών, προωρισμένων όπως πλήξωσι το ζώον. </p>
+
+<p>Ο Χόβικ τότε εκυβέρνησεν επιδεξίως, και ήτο έτοιμος να εκτελέση επιτήδειον
+ελιγμόν, εν ή περιπτώσει η φάλαινα ήθελεν ορμήσει κατά της λέμβου.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Προσοχή! έκραξεν ο πλοίαρχος Χουλ. Μη προσβολάς ματαίας! Σκοπεύετε
+καλώς, παιδιά! Είμεθα έτοιμοι, Χόβικ;</p>
+
+<p>&nbsp;— Προσέχω, κύριε, απεκρίθη ο ναύκληρος, αλλ' έν πράγμα με ανησυχεί,
+ότι η φάλαινα, αφού έφυγε τόσον ταχέως, τώρα είναι πολύ ήσυχος.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Τωόντι, Χόβικ, τούτο με φαίνεται ύποπτον.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ας δυσπιστώμεν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, αλλ' ας προχωρήσωμεν. </p>
+
+<p>Ο πλοίαρχος Χουλ ηρεθίζετο επί μάλλον και μάλλον. </p>
+
+<p>Η λέμβος επλησίασε περισσότερον. Η φάλαινα δεν έπραττεν άλλο ειμή να
+στρέφεται επί της θέσεώς της.<br />
+&nbsp;<br />
+Το φαλαινίδιόν της δεν ήτο πλέον πλησίον της, και ίσως εζήτει να το επανεύρη.
+</p>
+
+<p>Αίφνης εποίησε κίνημά τι διά της ουράς, όπερ την απεμάκρυνε κατά τριάκοντα
+περίπου πόδας. </p>
+
+<p>Μήπως έμελλε να φύγη πάλιν και θα ηναγκάζοντο να επαναλάβωσι την
+ατελεύτητον εκείνην επί της επιφανείας των υδάτων καταδίωξιν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Προσοχή! έκραξεν ο πλοίαρχος Χουλ. Το ζώον θα ορμήση καθ' ημών!
+Κυβέρνα, Χόβικ, κυβέρνα!</p>
+
+<p>Τωόντι η φάλαινα είχε περιστραφή ούτως ώστε να παρουσιασθή κατά μέτωπον
+εις την φαλαινοθηρίδα. </p>
+
+<p>Είτα, πλήττουσα βιαίως την θάλασσαν διά των τεραστίων αυτής πτερυγίων,
+ώρμησεν εις τα εμπρός. </p>
+
+<p>Ο ναύκληρος, όστις περιέμενε την κατ' ευθείαν ταύτην προσβολήν έκαμε
+τοιαύτην στροφήν, ώστε η φάλαινα παρήλθε κατά μήκος της λέμβου, χωρίς όμως
+να την εγγίση.</p>
+
+<p>Ο πλοίαρχος Χουλ και οι δύο ναύται τη κατέφερον τρία ισχυρά κτυπήματα
+λόγχης κατά την διάβασιν προσπαθήσαντες να πλήξωσιν, ουσιώδες τι όργανον του
+σώματος.</p>
+
+<p>Η φάλαινα έστη και αναρρίπτουσα εις μέγα ύψος δύο στήλας ύδατος
+μεμιγμένας μεθ' αίματος, ώρμησεν εκ νέου κατά της λέμβου, αναπηδώσα ούτως
+ειπείν και φοβερά την θέαν. </p>
+
+<p>Έπρεπεν οι ναυτικοί εκείνοι να ήσαν αλιείς τολμηροί διά να μη παραζαλισθώσιν
+εις εκείνην την περίστασιν. </p>
+
+<p>Ο Χόβικ απέφυγεν αύθις την προσβολήν της φαλαίνης, στρέψας την λέμβον
+πλαγίως. </p>
+
+<p>Τρία νέα κτυπήματα, δοθέντα εγκαίρως εποίησαν τρεις νέας πληγάς εις το
+ζώον. Αλλά κατά την διάβασίν του έπληξε τοσούτω βιαίως το ύδωρ διά της
+φοβέρας ουράς του, ώστε κύμα πελώριον υψώθη, ως εάν η θάλασσα διερράγη
+αιφνιδίως. </p>
+
+<p>Η φαλαινοθηρίς ολίγον έλειψε να ανατραπή, το δε ύδωρ εισελθόν άνωθεν
+επλημμύρησεν αυτήν κατά το ήμισυ.</p>
+
+<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/72.jpg" width="382"
+height="500"
+alt="Η φαλαινοθηρίς ολίγον έλειψε να ανατραπή" border="2" /><br /></p>
+
+<p>&nbsp;— Τον κάδον, τον κάδον! έκραξεν ο πλοίαρχος Χουλ. </p>
+
+<p>Οι δύο ναύται, αφήσαντες τας κώπας, ήρχισαν να κενώσι ταχέως την
+φαλαινοθηρίδα, ενώ ο πλοίαρχος έκοπτε το σχοινίον, καταστάν τότε άχρηστον.
+</p>
+
+<p>Όχι! το ζώον γενόμενον μανιώδες εκ της οδύνης, δεν εσκέπτετο πλέον να φύγη.
+</p>
+
+<p>Εξηκολούθει να προσβάλλη, και η αγωνία του ηπείλει ότι έμελλε να αποβή
+τρομερά.<br />
+&nbsp;<br />
+Τρίτην φοράν επεστράφη «στήθος προς στήθος» και ώρμησεν εκ νέου κατά της
+λέμβου. </p>
+
+<p>Αλλ' η φαλαινοθηρίς, ημιπεπληρωμένη ύδατος δεν ηδύνατο να κινηθή πλέον
+μετά της αυτής ευκολίας. </p>
+
+<p>Υπό τας συνθήκας ταύτας, πώς να αποφύγη την προσβολήν ήτις ηπείλει αυτήν;
+Αφού δεν ήτο εις κατάστασιν να κυβερνηθή πλέον, κατά μείζονα λόγον δεν
+ηδύνατο να φύγη.<br />
+&nbsp;<br />
+Άλλως τε δε, όσον ταχέως και αν κατώρθου να φύγη η λέμβος εκείνη, η ταχεία
+φάλαινα θα την έφθανε πάντοτε με ολίγα άλματα. </p>
+
+<p>Τώρα λοιπόν δεν επρόκειτο πλέον να προσβάλλωσιν, αλλά να αμυνθώσιν.<br
+/>
+&nbsp;<br />
+Ο πλοίαρχος Χουλ δεν ηπατήθη.<br />
+&nbsp;<br />
+Η τρίτη επίθεσις του ζώου δεν υπήρξε δυνατόν να αποκρουσθή εντελώς.
+Διερχόμενον, επέψαυσε την φαλαινοθηρίδα διά του τεραστίου νωτιαίου πτερυγίου
+του, αλλά μετά τοσαύτης δυνάμεως, ώστε ο Χόβικ ανετράπη επί του εδωλίου
+του.<br />
+&nbsp;<br />
+Αι τρεις λόγχαι, δυστυχώς παρεκλίνασαι ως εκ της ταλαντεύσεως, απέτυχον του
+σκοπού την φοράν ταύτην. </p>
+
+<p>&nbsp;— Χόβικ, Χόβικ! έκραξεν ο πλοίαρχος Χουλ μόλις και ούτος δυνηθείς να
+συγκρατηθή εις την θέσιν του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Παρών! απήντησεν ο ναύκληρος εγερθείς. Αλλά παρετήρησε τότε ότι
+κατά την πτώσιν του η κώπη της ουράς είχε θραυσθή εν τω μέσω. </p>
+
+<p>&nbsp;— Άλλην κώπην! είπεν ο πλοίαρχος Χουλ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τετέλεσται, απεκρίθη ο Χόβικ. </p>
+
+<p>Την στιγμήν εκείνην, αναβρασμός τις εγένετο υπό τα ύδατα, εις απόστασιν
+ολίγων μόνον οργυιών από της λέμβου.<br />
+&nbsp;<br />
+Το φαλαινίδιον ανεφάνη. Η φάλαινα το είδε και ώρμησε προς αυτό.<br />
+&nbsp;<br />
+Η περίπτωσις αύτη προσέδιδεν εις τον αγώνα χαρακτήρα μάλλον τρομερόν. </p>
+
+<p>Η φάλαινα έμελλε να πολεμήση διά δύο. Ο πλοίαρχος Χουλ παρετήρησε προς
+το μέρος του «Πίλγριμ». </p>
+
+<p>Η χειρ του εκίνησε φρενητιωδώς την αρπάγην ήτις έφερεν την σημαίαν. </p>
+
+<p>Αλλά τι άλλο ηδύνατο να πράξη ο Δικ Σανδ ειμή ό,τι έπραξεν ήδη κατά το
+πρώτον σημείον του πλοιάρχου; Τα ιστία του «Πίλγριμ» ήσαν διευθετημένα καλώς
+και ο άνεμος ήρχισε να τα κολπώνη. Δυστυχώς ο μυοπάρων δεν είχεν έλικα της
+οποίας να αυξήσωσι την δύναμιν όπως πλέωσι ταχύτερον.<br />
+&nbsp;<br />
+Εάν έρριπτε μίαν λέμβον εις την θάλασσαν και έσπευδε προς βοήθειαν του
+πλοιάρχου, τη βοηθεία των μαύρων, θα ήτο τούτο σημαντική απώλεια χρόνου, και
+άλλως τε ο δόκιμος είχε διαταγήν να μη εγκαταλίπη το πλοίον ό,τι δήποτε και αν
+ήθελε συμβή. Εν τούτοις κατεβίβασεν εκ των ικριωμάτων το οπίσθιον εφόλκιον
+όπερ ερρυμούλκησεν, όπως ο πλοίαρχος και οι μετ' αυτού δυνηθώσι να
+καταφύγωσιν εν αυτώ, εάν ήτο ανάγκη. </p>
+
+<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν η φάλαινα, καλύπτουσα το φαλαινίδιον διά του
+σώματός της, επανέλαβε την επίθεσιν. Την φοράν δε ταύτην εστράφη ούτως ώστε
+να επιτύχη κατ' ευθείαν την λέμβον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Προσοχή, Χόβικ! έκραξε τελευταίαν φοράν ο πλοίαρχος Χουλ. </p>
+
+<p>Αλλ' ο ναύκληρος ήτο ούτως ειπείν αφωπλισμένος. Αντί μοχλού του οποίου το
+μήκος απετέλει την δύναμιν δεν εκράτει πλέον εις την χείρα ειμή κώπην σχετικώς
+βραχείαν. </p>
+
+<p>Προσπάθησε να στρέψη την λέμβον πλαγίως. Ήτο αδύνατον. </p>
+
+<p>Οι ναύται εννόησαν ότι απώλοντο. Όλοι ηγέρθησαν, εκβάλοντες κραυγήν
+τρομεράν, ήτις ίσως ηκούσθη από του «Πίλγριμ».<br />
+&nbsp;<br />
+Δεινόν κτύπημα της ουράς του τέρατος έπληξε την φαλαινοθηρίδα κάτωθεν. </p>
+
+<p>Η λέμβος, ριφθείσα εις τον αέρα μετ' ακαταμαχήτου ορμής, επανέπεσε
+τεθραυσμένη εις τρία τεμάχια εν τω μέσω των κυμάτων μανιωδώς
+αλληλοσυγκρουομένων εκ των αλμάτων της φαλαίνης. </p>
+
+<p>Οι δυστυχείς ναύται, ει και βαρέως πληγωμένοι, θα είχον ίσως την δύναμιν να
+κρατηθώσιν εισέτι είτε κολυμβώντες, είτε προσκολλώμενοι επί τινος ξύλου
+επεπλέοντος. </p>
+
+<p>Τούτο μάλιστα έπραξεν ο πλοίαρχος Χουλ τον οποίον είδον προς στιγμήν
+αναβιβάζοντα επί τινος ναυαγίου τον ναύκληρον. </p>
+
+<p>Αλλ' η φάλαινα, εις το ύψιστον σημείον της μανίας, επεστράφη, εκήδευσεν,
+ίσως εν τοις τελευταίοι άλμασι τρομεράς αγωνίας και διά της ουράς της έπληξε
+φοβερά τα τεταραγμένα ύδατα, εν οις οι δυστυχείς εκείνοι εκολύμβων εισέτι!</p>
+
+<p>Επί τινας στιγμάς, δεν εφάνη πλέον άλλο ειμή σίφων ρευστός
+διασκορπιζόμενος εις ρανίδας πανταχόθεν. </p>
+
+<p>Μετά έν τέταρτον, ο Δικ Σανδ όστις ακολουθούμενος υπό των μαύρων,
+ώρμησεν εις το εφόλκιον και έφθασεν εις το θέατρον της καταστροφής, παν
+έμψυχον ον είχεν εξαφανισθή.<br />
+&nbsp;<br />
+Δεν έμενον πλέον ειμή λείψανά τινα της φαλαινοθηρίδος εις την επιφάνειαν των
+αιματοβαφών υδάτων . . </p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'. </h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>Ο ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ ΣΑΝΔ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Η πρώτη εντύπωσις ην ησθάνθησαν οι επιβάται του «Πίλγριμ» προ της φοβεράς
+εκείνης καταστροφής υπήρξε μίγμα οίκτου και φρίκης. </p>
+
+<p>Δεν εσκέπτοντο άλλο ειμή τον τρομερόν εκείνον θάνατον του πλοιάρχου Χουλ
+και των πέντε ναυτών του πλοίου. </p>
+
+<p>Η φρικώδης εκείνη σκηνή εξετυλίχθη σχεδόν υπό τους οφθαλμούς των χωρίς να
+δυνηθώσι να πράξωσι τίποτε προς σωτηρίαν των. </p>
+
+<p>Ούτε ηδυνήθησαν τουλάχιστον να φθάσωσιν εγκαίρως όπως περισυλλέξωσι το
+πλήρωμα της λέμβου, τους δυστυχείς συντρόφους των, τραυματίας μεν, αλλά
+ζώντας εισέτι, και να αντιτάξωσι το σκάφος του «Πίλγριμ» εις τα φοβερά
+κτυπήματα της φαλαίνης! Ο πλοίαρχος Χουλ και οι άνδρες του απώλοντο διά
+παντός. </p>
+
+<p>Ότε ο μυοπάρων έφθασεν εις το μέρος του δυστυχήματος, η κυρία Βέλδων
+εγονυπέτησε και ύψωσε τας χείρας προς τον ουρανόν.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ας προσευχηθώμεν! είπεν η ευσεβής γυνή. </p>
+
+<p>Μετ' αυτής συνηνώθη ο μικρός της Ζακ, όστις εγονυπέτησε πλησίον της μητρός
+του. Το πτωχόν παιδίον εννόησε τα πάντα. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ, η Ναν, ο Τωμ, και οι άλλοι μαύροι εστάθησαν όρθιοι, με την
+κεφαλήν κεκλιμένην. </p>
+
+<p>Όλοι επανέλαβαν την δέησιν ην η κυρία Βέλδων απηύθυνε προς τον Θεόν
+συνιστώσα εις την άπειρον αυτού αγαθότητα εκείνους οίτινες έμελλον να
+εμφανισθώσιν ενώπιον αυτού. </p>
+
+<p>Είτα η κυρία Βέλδων, στραφείσα προς τους μετ' αυτής. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και τώρα, φίλοι μου, είπεν, ας ζητήσωμεν παρά του Θεού δύναμιν και
+θάρρος δι' ημάς αυτούς.</p>
+
+<p>Ναι, ώφειλον να επικαλεσθώσι την βοήθειαν Εκείνου όστις δύναται τα πάντα,
+καθότι η θέσις αυτών ήτο σοβαρωτάτη. </p>
+
+<p>Το φέρον αυτούς πλοίον δεν είχε πλέον πλοίαρχον όπως το διοικήση, δεν είχε
+πλέον πλήρωμα όπως εκτελέση τους χειρισμούς. Ευρίσκετο εν τω μέσω του
+απεράντου εκείνου Ειρηνικού Ωκεανού, εκατοστύας μιλίων μακράν πάσης ξηράς,
+εις την διάκρισιν των ανέμων και των κυμάτων. </p>
+
+<p>Ποία τύχη ολεθρία ωδήγησε λοιπόν την φάλαιναν εκείνην επί της οδού του
+«Πίλγριμ»; Ποία τύχη ολεθριωτέρα έτι ώθησε τον πλοίαρχον Χουλ τοσούτω
+συνετόν συνήθως, να ριψοκινδυνεύση τα πάντα όπως συμπληρώση το φορτίον
+του;</p>
+
+<p>Καταστροφή τοιαύτη, καθ' ήν ουδείς των ναυτών ηδυνήθη να διασωθή, είναι εκ
+των σπανιωτάτων εις τα χρονικά της μεγάλης αλιείας. </p>
+
+<p>Ναι! ήτο ολεθρία τύχη!</p>
+
+<p>Τωόντι, ουδέ είς πλέον ναύτης υπήρχεν εις το κατάστρωμα του «Πίλγριμ». </p>
+
+<p>Ναι! Ήτο είς μόνος, ο Δικ Σανδ, αλλ' ούτος ήτο απλούς δόκιμος, νεανίας
+δεκαπενταετής. </p>
+
+<p>Πλοίαρχος, ναύκληρος, ναύται, πάντα ταύτα δυνάμεθα ειπείν συνωψίζοντο
+τώρα εν αυτώ.<br />
+&nbsp;<br />
+Εντός του πλοίου ευρίσκετο μία επιβάτις, μία μήτηρ και το τέκνον αυτής, των
+οποίων η παρουσία θα εδυσχέραινε περισσότερον την θέσιν. </p>
+
+<p>Είτα, υπήρχον ωσαύτως μαύροι τίνες, αγαθοί άνδρες, γενναίοι και πρόθυμοι
+βεβαίως, έτοιμοι να υπακούσωσιν εις εκείνον όστις ήθελεν είσθαι εις κατάστασιν
+να τους διοικήση, αλλά στερούμενοι και των ελαχίστων γνώσεων του ναυτικού
+επαγγέλματος. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ ίστατο ακίνητος, με βραχίονας εσταυρωμένους, παρατηρών την
+θέσιν ένθα κατεπόθη ο πλοίαρχος Χουλ, ο προστάτης του, προς τον οποίον
+ησθάνετο υικήν στοργήν. </p>
+
+<p>Είτα, οι οφθαλμοί του διέτρεχον τον ορίζοντα, ζητούντες να ανακαλύψωσι
+πλοίον τι παρ' ου να εζήτει βοήθειαν και συνδρομήν, εις ο τουλάχιστον να ηδύνατο
+να εμπιστευθή την κυρίαν Βέλδων.<br />
+&nbsp;<br />
+Αλλά δεν θα εγκατελίμπανε το «Πίλγριμ», όχι βεβαίως, χωρίς να πειραθή τα πάντα
+όπως το επαναφέρη εις τον λιμένα.<br />
+&nbsp;<br />
+Αλλ' η κυρία Βέλδων και το μικρόν αυτής τέκνον θα ήσαν εν ασφαλεία και δεν θα
+εφοβείτο πλέον διά τα δύο εκείνα όντα, εις α ήτο αφωσιωμένος ψυχή τε και
+σώματι. </p>
+
+<p>Ο Ωκεανός ήτο έρημος. Από της εξαφανίσεως της φαλαίνης ουδέν φαινόμενον
+επήλθε να διαταράξη την επιφάνειαν της θαλάσσης. </p>
+
+<p>Τα πάντα περί το «Πίλγριμ» ήσαν ουρανός και ύδωρ. Ο νεαρός δόκιμος
+κάλλιστα εγίνωσκεν ότι ευρίσκετο έξω των δρόμων ους ηκολούθουν τα εμπορικά
+πλοία, και ότι οι άλλοι φαλαινοθήραι έπλεον εισέτι μακράν εις τα μέρη της αλιείας.
+</p>
+
+<p>Εν τούτοις έπρεπε να αντιμετωπίση την κατάστασιν και να ίδη τα πράγματα
+τοιαύτα οία ήσαν. Τούτο έπραξεν ο Δικ Σανδ, ζητήσας παρά του Θεού εκ βάθους
+καρδίας, βοήθειαν και συνδρομήν. Ποίαν απόφασιν έμελλε να λάβη;</p>
+
+<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Νεγορός εφάνη επί του καταστρώματος, όπερ είχεν
+εγκαταλείψει μετά την καταστροφήν. Αδύνατον να είπη τις τι ησθάνθη προ του
+ανεπανορθώτου εκείνου δυστυχήματος ον τοσούτον αινιγματώδες· Είδε την
+καταστροφήν χωρίς να ποιήση ουδέν κίνημα, χωρίς να λύση την σιωπήν. Οι
+οφθαλμοί του απλήστως αντελήφθησαν όλας τας λεπτομερείας.<br />
+&nbsp;<br />
+Αλλ' εάν κατά την στιγμήν εκείνην εσκέπτετό τις να τον παρατηρήση, θα
+εξεπλήττετο τουλάχιστον πώς μήτε ο ελάχιστος μυς δεν εκινείτο επί του απαθούς
+προσώπου του. </p>
+
+<p>Όπως δήποτε, ως εάν μη ήκουσε, δεν απήντησεν εις την ευσεβή πρόσκλησιν
+της κυρίας Βέλδων, προσευχομένης υπέρ του καταβυθισθέντος πληρώματος. </p>
+
+<p>Ο Νεγορός επροχώρει προς την πρώραν, εκεί ακριβώς ένθα ο Δικ Σανδ ίστατο
+ακίνητος, και έστη τρία βήματα μακράν του δοκίμου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θέλετε να μοι ομιλήσετε; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Θέλω να ομιλήσω προς τον πλοίαρχον Χουλ απεκρίθη ψυχρώς ο
+Νεγορός, και εν ελλείψει αυτού εις τον ναύκληρον Χόβικ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ηξεύρετε καλώς ότι και οι δύο επνίγησαν! ανέκραξεν ο δόκιμος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ποίος λοιπόν διοικεί το πλοίον τώρα; ηρώτησεν αυθαδώς ο Νεγορός.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Εγώ, απήντησεν άνευ δισταγμού ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Υμείς; είπεν ο Νεγορός υψών τους ώμους. Πλοίαρχος
+δεκαπενταετής!</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεκαπενταετής πλοίαρχος! απεκρίθη ο δόκιμος, προχωρών προς τον
+μάγειρον. </p>
+
+<p>Ούτως οπισθοχώρησε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μη το λησμονήτε! είπε τότε η κυρία Βέλδων. Εδώ είς μόνον
+πλοίαρχος είναι . . . ο πλοίαρχος Σανδ, και καλόν είναι να μάθη έκαστος ότι πρέπει
+να τον υπακούη.</p>
+
+<p>Ο Νεγορός προσεκλίνατο, ψιθυρίζων ειρωνικώς λόγους τινάς ους ηδυνήθησαν
+να ακούσωσι, και επέστρεψεν εις την θέσιν του. </p>
+
+<p>Ως βλέπομεν ο Δικ απεφάσισεν.<br />
+&nbsp;<br />
+Εν τούτοις ο μυοδρόμων, υπό την ώθησιν της αύρας ήτις ήρχισε να ενδυναμούται,
+είχεν ήδη παρέλθει την ευρείαν έκτασιν των μαλακοστράκων. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ εξήτασε την κατάστασιν των ιστίων. Είτα οι οφθαλμοί του
+εταπεινώθησαν επί του καταστρώματος. Συνησθάνθη τότε την φοβεράν ευθύνην
+ην ανελάμβανε περί του μέλλοντος και ότι έπρεπε να έχη την δύναμιν να την
+αποδεχθή.</p>
+
+<p>Ετόλμησε να ίδη τους επιζώντας του «Πίλγριμ», των οποίων οι οφθαλμοί ήσαν
+τώρα προσηλωμένοι επ' αυτού.<br />
+&nbsp;<br />
+Εννοήσας δε εκ των βλεμμάτων αυτών ότι ηδύνατο να έχη πεποίθησιν εις αυτούς,
+τοις είπεν εν ολίγοις ότι και αυτοί ηδύναντο να έχωσι πεποίθησιν εις αυτόν. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ εξήτασε μετά πάσης ειλικρίνειας την συνείδησίν του, εάν ήτο ικανός
+να μεταβάλλη ή να στερεώνη τα ιστία του μυοπάρωνος κατά τας περιστάσεις,
+μεταχειριζόμενος τους βραχίονας του Τωμ και των συντρόφων του, προδήλως
+όμως δεν εκέκτητο έτι τας αναγκαίας γνώσεις να ορίση την θέσιν του διά των
+υπολογισμών.<br />
+&nbsp;<br />
+Μετά τέσσαρα ή πέντε έτη, ο Δικ Σανδ θα εγίνωσκε κατά βάθος το ωραίον τούτο
+και δύσκολον ναυτικόν επάγγελμα! Θα εγίνωσκε να μεταχειρίζεται το εκτόκυκλον,
+το όργανον εκείνο όπερ εχειρίζετο καθ' ημέραν ο πλοίαρχος Χουλ και διά του
+οποίου μετρείται το ύψος των αστέρων! Θα ανεγίνωσκεν επί του χρονομέτρου την
+ώραν του μεσημβρινού του Γρήνουιχ και θα αφήσει απ' αυτής το μήκος διά της
+ωριαίας γωνίας. Ο ήλιος θα εγίνετο ο καθημερινός σύμβουλός του. </p>
+
+<p>Η σελήνη και οι πλανήται θα το έλεγον:</p>
+
+<p>«Εδώ, επί του σημείου τούτου του Ωκεανού, ευρίσκεται το πλοίον σου». </p>
+
+<p>Το στερέωμα εκείνο επί του οποίου τα άστρα κινούνται ως δείκται τελείου
+ωρολογίου, όπερ ουδείς κλονισμός δύναται να διαταράξη και του οποίου η
+ακρίβεια είναι απόλυτος, το στερέωμα εκείνο θα τω εδείκνυε τας ώρας και τας
+αποστάσεις.<br />
+&nbsp;<br />
+Διά των αστρονομικών παρατηρήσεων, θα ανεγνώριζεν, ως ανεγνώριζε καθ'
+ημέραν ο πλοίαρχός του, το μέρος εις ο ευρίσκετο το «Πίλγριμ» χωρίς να λανθασθή
+ούτε έν μίλιον, και την οδόν ην διήνυσεν ως και εκείνην ην έμελλε να διανύση. </p>
+
+<p>Και τώρα διά της εκτιμήσεως, ήτοι διά της οδού της μετρηθείσης διά του
+δρομομέτρου, της ορισθείσης διά του διαβήτου και διορθωθείσης διά της
+παρεκλίσεως, έμελλεν αποκλειστικώς να ζητή την οδόν ην έπρεπε να
+ακολουθήση.<br />
+&nbsp;<br />
+Εν τούτοις δεν εδίστασεν. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων εννόησε παν ό,τι συνέβαινεν εν τη αποφασιστική καρδία του
+νεαρού δοκίμου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ευχαριστώ, Δικ, τω είπε μετά φωνής σταθεράς. Ο πλοίαρχος Χουλ δεν
+υπάρχει πλέον. Όλον το πλήρωμα απωλέσθη, μετ' αυτού. Η τύχη του πλοίου είναι
+εις χείρας σου. Δικ θα σώσης το πλοίον και τους εν αυτώ.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, ναι! θα προσπαθήσω, με
+την βοήθειαν του Θεού. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο Τωμ και οι σύντροφοί του είναι αγαθοί άνδρες επί των οποίων
+δύνασαι να βασισθής εντελώς. </p>
+
+<p>&nbsp;— Το ηξεύρω, θα τους κάμω ναυτικούς, και θα εκτελώμεν ομού τας
+εργασίας. Εάν έχωμεν ωραίον καιρόν, το πράγμα θα είναι εύκολον. Εάν έχωμεν
+καλόν . . . καλά, εάν έχωμεν κακόν θα παλαίσωμεν και πάλιν· θα σας σώσωμεν,
+κυρία Βέλδων, υμάς και τον μικρόν σας Ζακ, όλους! Ναι, αισθάνομαι ότι θα το
+πράξω. Και επανέλαβε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Με την βοήθειαν του Θεού!</p>
+
+<p>&nbsp;— Τώρα, Δικ, ημπορείς να γνωρίσης πού ευρίσκεται το «Πίλγριμ»;
+ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ευκόλως απεκρίθη ο δόκιμος. Δεν έχω να πράξω άλλο ειμή να
+συμβουλευθώ τον χάρτην του πλοίου, επί του οποίου το σημείον εστάθη χθες υπό
+του πλοιάρχου Χουλ.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Και θα δυνυθής να θέσης το πλοίον εις καλήν διεύθυνσιν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι θα δυνηθώ να θέσω την πρώραν προς ανατολάς, εις το μέρος
+περίπου της αμερικανικής παραλίας όπου πρέπει να προσεγγίσωμεν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά, Δικ, επανέλαβε η κυρία Βέλδων, εννοείς κάλιστα, ότι η
+καταστροφή αύτη δύναται και μάλιστα πρέπει να τροποποιήση τα πρώτα ημών
+σχέδια. Δεν πρόκειται πλέον να οδηγήσης το «Πίλγριμ» εις Βαλπαραΐζον. Ο
+πλησιέστερος λιμήν της παραλίας είναι τώρα ο λιμήν του προορισμού του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Βεβαίως, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο δόκιμος. Ώστε μη φοβήσθε. Δεν
+θα βραδύνωμεν να φθάσωμεν εις την αμερικανικήν παραλίαν ήτις εκτείνεται
+βαθέως προς νότον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πού κείται; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Εκεί, προς εκείνην την διεύθυνσιν, απήντησεν ο Δικ Σανδ δεικνύων διά
+του δακτύλου την ανατολήν την οποίαν προσδιώρισε τη βοηθεία της πυξίδος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν, Δικ, είτε εις το Βαλπαραΐζον φθάσωμεν είτε αλλαχού
+αδιάφορον. Εκείνο το οποίον θέλομεν, είναι να φθάσωμεν εις την ξηράν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και θα το πράξωμεν, κυρία Βέλδων, και θα σας αποβιβάσω εις μέρος
+ασφαλές, απεκρίθη ο νεαρός δόκιμος μετά φωνής σταθεράς. Άλλως τε,
+πλησιάζοντες την ξηράν ελπίζω ότι θα συναντήσωμεν πλοία τινα εξ εκείνων άτινα
+εκτελούσι την ακτοπλοΐαν. Α κυρία Βέλδων, ο άνεμος ήρχισε να πνέη νοτιοδυτικώς.
+Είθε να εξακολουθήση ούτω διότι θα προχωρήσωμεν, θα προχωρήσωμεν πολύ. Θα
+ουριοδρομώμεν και τα ιστία ημών θα κολπώνται όλα, από του επιδρόμου
+[μπούμπα) μέχρι του προθόου [κόντρα φλόκου).<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ ωμίλησε μετά πεποιθήσεως ναυτικού, όστις αισθάνεται καλόν πλοίον
+υπό τους πόδας του, πλοίον του οποίου είναι κύριος καθ' όλας τας κινήσεις. </p>
+
+<p>Έμελλε δε να αναλάβη τον οίακα και να καλέση τους συντρόφους του όπως
+διευθετήσωσι καταλλήλως τα ιστία, ότε η κυρία Βέλδων τω ανέμνησεν ότι προ
+παντός άλλου ώφειλε να γνωρίση την θέσιν του «Πίλγριμ». </p>
+
+<p>Τωόντι τούτο ήτο το πρώτον όπερ ώφειλον να πράξωσιν. Ο Δικ Σανδ μετέβη εις
+τον θάλαμον του πλοιάρτου διά να λάβη τον χάρτην όπου κατά την προτεραίαν
+είχε σημειωθή η θέσις. Ηδυνήθη τότε να δείξη εις την κυρίαν Βέλδων ότι ο
+μυοπάρων ήτο υπό 43° 35'πλάτους και 164° 13' μήκους, καθότι ούτως ειπείν από
+είκοσι και τεσσάρων ωρών δεν επροχώρησεν. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων έκλινεν επί του χάρτου εκείνου και παρετήρει τον μέλανα
+χρωματισμόν όστις παρίστα την ξηράν εις το δεξιόν μέρος του ευρέος εκείνου
+Ωκεανού. Ήτο η παραλία της νοτίας Αμερικής απέραντον έμφραγμα ερριγμένον
+μεταξύ του Ειρηνικού και του Ατλαντικού, από του ακρωτηρίου Χορν μέχρι των
+παραλίων της Κολομβίας. </p>
+
+<p>Θεωρούντες ούτω τον χάρτην τούτον όστις εξετυλίσσετο τότε προ των
+οφθαλμών των και όστις περιελάμβανεν ολόκληρον ωκεανόν, ηδύνατο να
+πιστεύσωσιν, ότι θα ήτο εύκολον να καταγάγωσιν εις την πατρίδα των τους
+επιβάτας του «Πίλγριμ». Αλλά τούτο είναι οφθαλμαπάτη, ήτις συμβαίνει πάντοτε
+εις εκείνους οίτινες δεν είναι εξοικειωμένοι με τας κλίμακας υπό τας οποίας
+παριστώνται οι θαλάσσιοι χάρται. Και πράγματι, εφαίνετο εις την κυρίαν Βέλδων,
+ότι η ξηρά θα ήτο ορατή ως ήτο και επί του τεμαχίου εκείνου του χάρτου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και εν τούτοις, εν τω μέσω της λευκής εκείνης σελίδος, το Πίλγριμ,
+σημειούμενον υπό την ακριβή κλίμακα, θα ήτο μικρότερον και μικροσκοπικώτερον
+των εγχυματικών ζωυφίων. Το μαθηματικόν εκείνο σημείον, άνευ εκτιμητέων
+διαστάσεων, θα ήτο αδιόρατον, ως και ήτο πράγματι εν τω μέσω του απεράντου
+Ειρηνικού. </p>
+
+<p>Αλλ' ο Δικ Σανδ δεν ησθάνθη την αυτήν εντύπωσιν ην και η κυρία Βέλδων.
+Ήξευρε πόσον η ξηρά ήτο μεμακρυσμένη, και ότι πολλαί εκατοντάδες μιλίων δεν
+θα ήρκουν προς καταμέτρησιν της αποστάσεως. </p>
+
+<p>Αλλ' είχε σχηματίσει την απόφασίν του, είχε γίνει ανήρ υπό την ευθύνην, ήτις
+επιβάλλετο αυτώ.</p>
+
+<p>Η στιγμή της δράσεως επέστη. Έπρεπε να επωφεληθώσιν, εκ της βορειοδυτικής
+εκείνης αύρας ήτις ήρχισε να πνέη. Ο εναντίος άνεμος είχεν υποχωρήσει εις τον
+ούριον, και νέφη τινά διεσπαρμένα εις το Ζενίθ, εδείκνυον ότι έμελλε να διαρκέση
+τουλάχιστον επί τινα καιρόν. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ εκάλεσε τον Τωμ και τους συντρόφους του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Φίλοι μου, τοις είπε, το πλοίον ημών δεν έχει πλέον άλλο πλήρωμα
+από υμάς. Δεν ειμπορώ να διοικήσω χωρίς την βοήθειάν σας. Δεν είσθε ναυτικοί,
+αλλ' έχετε καλούς βραχίονας. Προσφέρετε λοιπόν αυτούς εις την υπηρεσίαν του
+«Πίλγριμ», και θα δυνηθώμεν να το διευθύνωμεν. Πρόκειται περί της σωτηρίας
+όλων ημών να γίνονται καλώς τα πάντα εν τω πλοίω. </p>
+
+<p>&nbsp;— Κύριε Δικ, απεκρίθη ο Θωμάς, οι σύντροφοί μου και εγώ, είμεθα
+ναύται σας. Δεν θα μας λείψη η καλή θέλησις. Ό,τι δύνανται να πράξωσιν άνδρες
+διοικούμενοι παρ' υμών, θα το πράξωμεν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, καλώς ωμίλησες, γέρων Τωμ, είπεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, καλώς ωμίλησεν, επανέλαβεν ο Δικ Σανδ, αλλά πρέπει να ήμεθα
+φρόνιμοι και να μη βιαζώμεθα εις την κίνησιν των ιστίων διά να μη
+ριψοκινδυνεύσωμεν. Ολιγωτέρα ταχύτης, αλλά περισσοτέρα ασφάλεια, ιδού τι μας
+επιβάλουσιν αι περιστάσεις. Θα σας είπω, φίλοι μου, τι εργασίαν έχει να πράξη
+έκαστος. Εγώ θα μένω εις το πηδάλιον, εφ' όσον ο κόπος δεν με αναγκάση να το
+αφήσω. Από καιρού εις καιρόν, ολίγαι ώραι ύπνου θα αρκέσωσι διά να με
+αναζωογονήσωσιν. Αλλά, κατ' αυτάς τας ολίγας ώρας, πρέπει είς εξ υμών να με
+αντικαθιστά. Τωμ, θα σας οδηγήσω, πώς ημπορεί τις να κυβερνήση διά της
+πυξίδος. Δεν είναι δύσκολον, και με ολίγην προσοχήν θα μάθετε γρήγορα, πώς να
+κρατήτε το πλοίον εις καλήν διεύθυνσιν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όταν θελήσετε, κύριε Δικ απεκρίθη ο γέρων μαύρος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν, επανέλαβεν ο δόκιμος, μείνετε πλησίον μου, εις το πηδάλιον,
+μέχρι του τέλους της ημέρας, και εάν με καταβάλη ο κόπος, θα δύνασθε πλέον να
+με αντικαταστήσετε επί τινας ώρας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και εγώ, είπεν ο μικρός Ζακ, δεν θα δυνηθώ να βοηθήσω ολίγον τον
+φίλον μου Δικ;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, αγαπητόν μου τέκνον, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, θλίβουσα τον
+Ζακ εις τας αγκάλας της· θα σε διδάξωσι να κυβερνάς και είμαι βεβαία ότι εφ' όσον
+θα μένης εις το πηδάλιον, θα έχωμεν καλόν άνεμον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Βεβαιότατα! βεβαιότατα! μήτερ μου, σοι το υπόσχομαι! είπε το
+μικρόν παιδίον κροτούν τας χείρας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, είπεν ο νεαρός δόκιμος μειδιών, οι καλοί ναυτόπαιδες
+ηξεύρουσι να διατηρώσι τον καλόν άνεμον. Αυτό το γνωρίζουσι πολύ καλά οι
+παλαιοί ναυτικοί. </p>
+
+<p>Είτα δε αποτεινόμενος προς τον Τωμ και τους άλλους μαύρους: </p>
+
+<p>&nbsp;— Φίλοι μου, τοις είπε, θα ευθετήσωμεν κατ' επίφορον [δίδω στα
+γεμάτα). Δεν έχετε ειμή να πράξετε, ό,τι θα σας είπω. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εις τας διαταγάς σας, απεκρίθη ο Τωμ, εις τας διαταγάς σας, πλοίαρχε
+Σανδ. </p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι'. </h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΑΙ ΤΕΣΣΑΡΕΣ ΑΚΟΛΟΥΘΟΙ
+ΗΜΕΡΑΙ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Ήτο λοιπόν ο Δικ Σανδ πλοίαρχος του «Πίλγριμ», και χωρίς ν' απολέση ουδέ
+στιγμήν, έλαβε τα αναγκαία μέτρα, ίνα αναπετάση όλα τα ιστία του πλοίου. </p>
+
+<p>Εννοείται ότι οι επιβάται μίαν μόνην ηδύνατο να έχωσιν ελπίδα· να φθάσωσιν
+εις οιονδήποτε λιμένα της αμερικανικής παραλίας, έστω, και όχι εις Βαλπαραΐζον.
+Ό,τι ο Δικ Σανδ εσκόπευε να πράξη, ήτο να γνωρίση την διεύθυνσιν και την
+ταχύτητα του «Πίλγριμ», όπως τηρήση μέσον τινά όρον. </p>
+
+<p>Προς τούτο ήρκει να σημειοί επί του χάρτου την διανυθείσαν οδόν, ως είπομεν,
+διά του δρομομέτρου και της πυξίδος. </p>
+
+<p>Υπήρχε δε εν τω πλοίω ακριβές δρομόμετρον μετά πλακός και έλικος, όπερ
+εδείκνυε την ταχύτητα δι' ωρισμένον χρόνον. </p>
+
+<p>Το χρήσιμον και ευμεταχείριστον τούτο όργανον ηδύνατο να παράσχη μεγίστας
+υπηρεσίας, και οι μαύροι έμαθον άριστα να το μεταχειρίζωνται. </p>
+
+<p>Μία μόνη αιτία πλάνης ηδύνατο να επέλθη, — τα ρεύματα· Προς
+καταπολέμησιν αυτής, ο υπολογισμός εκείνος θα ήτο ανεπαρκής, μόναι δε αι
+αστρονομικαί παρατηρήσεις θα ηδύναντο να δώσωσιν ακριβή υπολογισμόν. </p>
+
+<p>Αλλ' ο νεαρός δόκιμος ήτο έτι ανίκανος να ποιήση αυτάς. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ εσκέφθη προς στιγμήν να επαναφέρη το «Πίλγριμ» εις την Νέαν
+Ζηλανδίαν. </p>
+
+<p>Ο διάπλους θα ήτο συντομώτερος, και βεβαίως θα έπραττε τούτο, εάν άνεμος,
+όστις μέχρι της ώρας εκείνης ήτο ενάντιος, δεν μετεβάλλετο εις ευνοϊκόν. Ήτο
+λοιπόν προτιμότερον να διευθυνθή προς την Αμερικήν. </p>
+
+<p>Και πράγματι, ο άνεμος είχε στρέψει πλαγίως, και τώρα έπνεε βορειοδυτικώς
+μετά τινος στάσεως να ενδυναμωθή. </p>
+
+<p>Έπρεπε λοιπόν να επωφεληθώσι της ευκαιρίας και να προχωρήσωσιν όσω το
+δυνατόν περισσότερον. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ προπαρεσκευάζετο λοιπόν να ευθετήση το «Πίλγριμ» κατ'
+επίφορον. </p>
+
+<p>Εις τους μυοπάρωνας ο ακάτιος ιστός [τουρκέτο) φέρει τέσσαρα τετράγωνα
+ιστία: το ακάτιον επί του ιστού, τον δόλωνα επί του θωρακίου, είτα δε, επί του
+επιστηλιδίου [κόντρα τσιμπούκι), ένα φώσωνα [παπαφίγγον) και ένα σίπαρον
+[κουντρίνα).</p>
+
+<p>Εξ εναντίας ο μέγας ιστός έχει ολιγώτερα ιστία. Δεν φέρει επί του κάτω ιστού
+ειμή ένα επίδρομον [μπούμα) και άνωθεν το λαίφος [φλίσι).</p>
+
+<p>Μεταξύ των δύο τούτων ιστών, επί των προϊστίων [βελαστράλια) των
+συγκρατούντων αυτούς εκ των έμπροσθεν, δύναται προσέτι να αναπτυχθή τριπλή
+σειρά τριγωνικών ιστίων. </p>
+
+<p>Τέλος εις την πρώραν, επί του προβόλου, προσδένονται τρεις αρτέμονες
+[φλόκοι). </p>
+
+<p>Οι αρτέμονες, ο επίδρομος, το λαίφος, το προΐστια χειρίζονται ευκόλως.
+Δύναται να αίρωνται από του καταστρώματος, χωρίς να υπάρχη ανάγκη να
+αναβαίνη τις επί των ιστών, καθότι δεν δένονται επί των κεραιών διά σχοινίων τα
+οποία οφείλει τις προηγουμένως να χαλαρώση.<br />
+&nbsp;<br />
+Εξ εναντίας, ο χειρισμός των ιστίων του ακατίου ιστού απαιτεί μεγάλην έξιν του
+ναυτικού επαγγέλματος. </p>
+
+<p>Τωόντι, όταν θέλωσι να αναπετάσωσι ταύτα είναι ανάγκη να αναρριχώνται διά
+των εξαρτίων είτε επί του ακατίου ιστού, επί του φώσωνος είτε επί του
+τραχηλώματος του ιστού τούτου — και ταύτα είτε όπως αναπτύξωσιν ή
+περισφίγξωσιν, είτε διά να ελαττώσωσι την επιφάνειαν σειροδετούντες αυτά. </p>
+
+<p>Εντεύθεν ανάγκη να τρέχωσιν επί των διαβαθρών — σχοινίων κινητών
+εκτεταμένων κάτωθεν των κεραιών — και να εργάζωνται διά της μιας χειρός
+κρατούμενοι διά της άλλης, χειρισμός κινδυνώδης διά πάντα μη εξησκημένον εις
+τούτο. </p>
+
+<p>Αι ταλαντεύσεις του σάλου και του προνευστασμού, επαυξάνουσαι ένεκα του
+μήκους του μοχλού, αι κυμάνσεις των ιστίων ένεκεν του ισχυρού ανέμου, δύνανται
+να πετάξωσι τον ανθρώπον εις την θάλασσαν. </p>
+
+<p>Ήτο λοιπόν εργασία αληθώς επικίνδυνος διά τον Τωμ και τους εταίρους αυτού.
+</p>
+
+<p>Ευτυχώς, ο άνεμος έπνεε μετρίως. Η θάλασσα δεν είχεν εισέτι εξογκωθή, αι δε
+ταλαντεύσεις και ο προνευστασμός ήσαν μέτριαι. </p>
+
+<p>Ότε ο Δικ Σανδ, εις το σημείον του πλοιάρχου Χουλ έσπευσεν εις το μέρος της
+καταστροφής, το «Πίλγριμ» έφερε μόνον τους αρτέμονας, τον επίδρομον, το
+ακάτιον και τον δόλωνα. Μετά την ανακώχευσιν, ο δόκιμος, δεν είχε να πράξη άλλο
+ειμή να μεταστρέψη το πρωραίον πέτασμα, και οι μαύροι τον εβοήθησαν ευκόλως
+εις τον χειρισμόν τούτου. </p>
+
+<p>Τώρα λοιπόν προέκειτο να ευθετήσωσι κατ' επίφορον [βάζω στα χυτά,) και
+προς εκτέλεσιν τούτου έπρεπε να υψώσωσι τον φώσωνα, το λαίφος και τα
+προΐστια. </p>
+
+<p>&nbsp;— Φίλοι μου, είπεν ο δόκιμος εις τους πέντε μαύρους, πράξατε ό,τι σας
+διατάξω, και όλα θα υπάγουν καλά.</p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ έμεινε εις τον τροχόν του πηδαλίου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εμπρός! έκραξε, Τωμ χαλάρωσον αυτό το σχοινίον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Χαλάρωσον . . . είπεν ο Τωμ, όστις δεν εννόει την έκφρασιν ταύτην.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι . . . λύσον αυτό. — Συ, Βαρθολομαίε, πράξε το αυτό. Καλά . . .
+Έλκετε . . . εντείνετε . . . Εμπρός, αίρετε άνω. </p>
+
+<p>&nbsp;— Κατ' αυτόν τον τρόπον; είπεν ο Βαρθολομαίος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, κατ' αυτόν τον τρόπον. Πολύ καλά! . . . Εμπρός, Ηράκλεις,
+δύναμις. Βοήθησε εκεί. </p>
+
+<p>Να είπη τις δύναμις εις τον Ηρακλέα ήτο αφροσύνη. Ο γίγας χωρίς να εννοήση,
+έσυρε τόσον ισχυρώς, ώστε ολίγον έλειψε να θραύση τα πάντα.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ε! όχι τόσον δυνατά, παλληκάρι μου! έκραξεν ο Δικ Σανδ μειδιών. Θα
+ρίψης όλα τα ιστία. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και όμως μόλις έσυρα, απεκρίθη ο Ηρακλής. </p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν, προσποιήθητι μόνον ότι σύρεις. Θα ιδής ότι τούτο αρκεί . . .
+Καλά, χαλαρώσετε . . . εντείνετε . . . σταματήσετε . . . Δέσετε, στερεώσατε . . . ούτω
+. . . Καλά . . . Όλοι ομού! Σύρετε . . . σύρετε διά των βραχιόνων . . . </p>
+
+<p>Και άπαν το πέτασμα του ιστού του οποίου οι δεξιοί βραχίονες είχον χαλαρωθή
+εστράφη βραδέως. Ο άνεμος, κολπών τα ιστία, έδωκε ποιάν τινα ταχύτητα εις το
+πλοίον. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ, αφού πρώτον εχαλάρωσε τους πόδας των αρτεμόνων [σλόταις των
+φλόκων) προσεκάλεσε τους μαύρους εις την πρύμνην.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ιδού όλα έγιναν, φίλοι μου, και έγειναν καλώς. Ας ασχοληθώμεν τώρα εις
+τον μέγαν ιστόν. Αλλά μη σπάσης τίποτε, Ηρακλή. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα προσπαθήσω, απήντησεν ο κολοσσός χωρίς να υποσχεθή τι
+περισσότερον. </p>
+
+<p>Ο δεύτερος ούτος χειρισμός υπήρξεν αρκούντως εύκολος. Των ποδών του
+επιδρόμου [σκόταις της ράννας) αναπτυχθέντων ησύχως, ο επίδρομος ενεκολπώθη
+τον αέρα τακτικώτερον και προσέθηκε και ούτος την ισχυράν του δράσιν εις την
+των πρωραίων ιστίων. </p>
+
+<p>Το λαίφος ετοποθετήθη λοιπόν υπεράνω του επιδρόμου, και επειδή ήτο απλώς
+συνεσταλμένον, έπρεπε μόνον να εντείνωσι την υπέραν και έπειτα να ποδύσωσιν.
+</p>
+
+<p>Αλλ' ο Ηρακλής μετά του φίλου του Ακτέωνος, μη λογιζομένου του μικρού Ζακ
+όστις ηνώθη μετ' αυτών, τοσούτον ισχυρώς ενέτεινον, ώστε η υπέρα εθραύσθη και
+οι τρεις έπεσαν ύπτιοι χωρίς ευτυχώς να πάθωσί τι. Ο Ζακ ήτο καταμαγευμένος.
+</p>
+<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/80.jpg" width="384"
+height="500"
+alt="η υπέρα εθραύσθη και οι τρεις έπεσαν ύπτιοι" border="2" /><br /></p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν είναι τίποτε, δεν είναι τίποτε! εφώναξεν ο δόκιμος. Συνδέσατε
+προσωρινώς τα δύο άκρα, και σύρατε ησύχως. </p>
+
+<p>Το πρόσταγμα ετελέσθη υπό την επίβλεψιν του Δικ Σανδ, όστις ουδέ τότε
+εγκατέλιπε το πηδάλιον. Το «Πίλγριμ» έπλεε ήδη ταχέως, την πρώραν προς
+ανατολάς, και έπρεπε να εμμένη πλέον εις αυτήν την διεύθυνσιν. Ουδέν τούτου
+ευκολώτερον, καθότι ο άνεμος ήτο κανονικός και δεν υπήρχε φόβος
+περιδονήσεων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Καλά, φίλοι μου! είπεν ο δόκιμος. Πριν τελειώση το ταξείδιον, θα
+ήσθε καλοί ναυτικοί. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα πράξωμεν ό,τι δυνηθώμεν, πλοίαρχε Σανδ, απεκρίθη ο Τωμ. </p>
+
+<p>Και η κυρία Βέλδων συνεχάρη ωσαύτως τους καλούς εκείνους άνδρας. </p>
+
+<p>Ο μικρός Ζακ έλαβε το ανάλογον μερίδιον των επαίνων, καθότι ειργάσθη
+φιλοτίμως.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Νομίζω μάλιστα, κύριε Ζακ, είπεν ο Ηρακλής μειδιών, ότι υμείς
+εθραύσατε την υπέραν! Τι δυνατόν χέρι που έχετε. Άνευ υμών, τίποτε καλόν δεν θα
+εγίνετο.<br />
+&nbsp;<br />
+Και ο μικρός Ζακ, λίαν υπερήφανος δι' εαυτόν, έσεισεν ισχυρώς την χείρα του
+φίλου του Ηρακλέους. </p>
+
+<p>Η αποκατάστασις των ιστίων του «Πίλγριμ» δεν ήτο εισέτι τελεία. Έλειπαν τα
+υψηλά ιστία, ων η ενέργεια δεν είναι περιφρονητέα εν τοιαύτη ανοικτή
+θαλασσοπλοΐα. Ο μυοπάρων είχεν ανάγκην του φώσωνος, του σιπάρου και των
+προϊστίων, ο δε Δικ Σανδ απεφάσισε να τα αναρτήση. </p>
+
+<p>Ο χειρισμός ούτος είναι δυσκολώτερος των προηγουμένων, ουχί διά τα
+προΐστια άτινα δύνανται να αίρωνται και να πηδώνται κάτωθεν, αλλά διά τα
+σταυρωτά ιστία του ακατίου ιστού.<br />
+&nbsp;<br />
+Έπρεπε να αναβή τις μέχρι των διζύγων όπως αναπτύξη αυτά, και ο Δικ Σανδ, μη
+θέλων να εκθέση τινά εκ του αγυμνάστου πλήρωμα ιός του, απεφάσισε να
+εκτελέση αυτός την εργασίαν ταύτην. </p>
+
+<p>Εκάλεσε λοιπόν τον Τωμ και τον έθεσεν εις το οιακοστρόφιον, δεικνύων αύτω
+προς ποίον σημείον έπρεπε να διευθύνη το πλοίον. </p>
+
+<p>Είτα δε ο Ηρακλής, ο Βαρθολομαίος, ο Ακτέων, ο Αυγουστίνος, ετέθησαν οι μεν
+εις τας υπέρας του φώσωνος, οι δε εις τας υπέρας του σιπάρου, και ο Δικ Σανδ
+ώρμησεν εις τους ιστούς. </p>
+
+<p>Το να αναρριχηθή εις τας βαθμίδας των εξαρτίων του ακατίου ιστού, εις τας
+αναβάθρας των εξαρτίων του επιστηλίου και να φθάση επί των διζύγων, ήτο
+παιγνίδιον διά τον νεαρόν δόκιμον.<br />
+&nbsp;<br />
+Εντός ενός λεπτού της ώρας ευρέθη επί των βαθμίδων της κεραίας του φώσωνος
+και έλυσε τα σχοινία άτινα εκράτουν δεδεμένον το ιστίον.<br />
+&nbsp;<br />
+Είτα επανήλθεν επί των διζύγων και ανερριχήθη επί της κεραίας του σιπάρου, του
+οποίου ταχέως ανεπέτασε το ιστίον. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ είχε τελειώσει την εργασίαν του, και δράξας ένα των δεξιών
+παρατόνων [παταράτσα) ωλίσθησε μέχρι του καταστρώματος. </p>
+
+<p>Εκεί, υπό τας οδηγίας αυτού, τα δύο ιστία ανεπετάσθησαν και εποδόθησαν,
+είτα δε αι δύο κεραίαι ανυψώθησαν διά των συνδετήρων. Αφού δε τα προΐστια
+ετέθησαν μεταξύ του μεγάλου ιστού και του ακατίου ιστού, η εργασία
+ετελείωσεν.<br />
+&nbsp;<br />
+Την φοράν ταύτην ο Ηρακλής ουδέν έθραυσε.<br />
+&nbsp;<br />
+Το «Πίλγριμ» έφερε τότε όλα τα ιστία τα αποτελούντα τον εξαρτισμόν αυτού.<br />
+&nbsp;<br />
+Βεβαίως ο Δικ Σανδ επεθύμει να προσθέση τα παρίστια του αριστερού ακατίου
+[κουρτεράτσες του τρίγκου), αλλ' εις τας παρούσας περιστάσεις ήτο εργασία
+δύσκολος, και εάν επήρχετο ανάγκη να τα συστείλωσιν ένεκα ανεμοστροβίλου, δεν
+θα ηδύναντο να πράξωσι τούτο ταχέως. Τούτου ένεκεν ο δόκιμος ηρκέσθη εις όσα
+εγένοντο. </p>
+
+<p>Ο Τωμ παρήτησε την παρά το οιακοστρόφιον θέσιν του και ανέλαβεν αυτήν ο
+Δικ Σανδ.<br />
+&nbsp;<br />
+Η αύρα ενεδυναμούτο. «Το «Πίλγριμ», κλίνον ελαφρώς προς τα δεξιά, ωλίσθαινε
+ταχέως επί της επιφανείας της θαλάσσης αφίνον όπισθεν αυτού αύλακα
+ομαλωτάτην. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πλέομεν καλώς, κυρία Βέλδων, είπε τότε ο Δικ Σανδ, και τώρα, ο Θεός
+να μας διατηρήση αυτόν τον ούριον άνεμον.<br />
+&nbsp;<br />
+Η κυρία Βέλδων έθλιψε την χείρα του νεαρού δοκίμου. Είτα κεκμηκυία εξ όλων των
+συγκινήσεων της τελευταίας εκείνης ώρας επανήλθεν εις τον κοιτωνίσκον της και
+περιέπεσεν εις είδος τι επιπόνου νάρκης, ήτις δεν ήτο ύπνος. </p>
+
+<p>Το νέον πλήρωμα έμεινεν επί του καταστρώματος του μυοπάρωνος,
+επαγρυπνούν επί της πρώρας και έτοιμον να υπακούση εις τας διαταγάς του Δικ
+Σανδ, ήτοι να διευθετή τα ιστία αναλόγως των μεταβολών του ανέμου· αλλ' ενόσω
+η αύρα θα διετήρη και την διεύθυνσιν εκείνην, ουδεμία εργασία θα ήτο αναγκαία.
+</p>
+
+<p>Καθ' όλον εκείνον τον χρόνον τι έπραττεν ο εξάδελφος Βενέδικτος;</p>
+
+<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος ησχολείτο να εξετάζη διά του μικροσκοπίου έναθρόν
+τι, όπερ επί τέλους ανεκάλυψεν εν τω πλοίω· απλούν τι ορθόπτερον, του οποίου η
+κεφαλή εχάνετο υπό τον προθώρακα, έντομόν τι μεθ' ομαλών ελύτρων, γαστρός
+στρογγύλης και πτερύγων αρκούντως μακρών, ανήκον εις την ενέργειαν των
+σιλφοειδών και εις το είδος των αμερικανικών σιλφών. </p>
+
+<p>Το πολύτιμον εκείνο εύρημα ανεκάλυψεν ερευνών εν τω μαγειρείω του
+Νεγορού, και καθ' ήν στιγμήν ο μάγειρος έμελε να το κατασυντρίψη ασπλάχνως. Εκ
+τούτου εξεδήλωσε οργή την οποίαν ο Νεγορός αφήκε ψυχρώς να παρέλθη.</p>
+
+<p>Αλλ' ο εξάδελφος εκείνος Βενέδικτος, εγίνωσκεν άρα γε ποία μεταβολή εγένετο
+εν τω πλοίω, από της στιγμής καθ' ήν ο πλοίαρχος Χουλ και οι μετ' αυτού είχον
+αρχίσει την απαισίαν εκείνην αλιείαν της φαλαίνης; Ναι, βεβαίως. Ευρίσκετο
+μάλιστα επί του καταστρώματος, ότε το «Πίλγριμ» έφθασεν απέναντι των
+συντριμμάτων της φαλαινοθηρίδος. Το πλήρωμα λοιπόν του μυοπάρωνος απώλετο
+προ των οφθαλμών του. </p>
+
+<p>Να ισχυρισθή τις ότι η καταστροφή εκείνη ουδόλως συνεκίνησεν αυτόν, θα ήτο
+κατηγορία κατά της καρδίας του. Βεβαίως ησθάνθη τον οίκτον εκείνον, ον πάντες
+αισθάνονται επί τη δυστυχία του άλλου. Είχεν ωσαύτως συγκινηθή διά την
+κατάστασιν, εις ην ευρέθη η εξαδέλφη του. Ήλθε και έσφιγξε την χείρα της κυρίας
+Βέλδων, ως εάν τη έλεγε: «Μη φοβήσθε! Είμαι εδώ! Σας μένω εγώ!</p>
+
+<p>Είτα ο εξάδελφος Βενέδικτος επέστρεψε προς τον κοιτωνίσκον του, ίνα
+μελετήση βεβαίως τας συνεπείας του καταστρεπτικού εκείνου συμβάντος και
+σκεφθή ποία δραστήρια μέτρα ήρμοζε να λάβωσιν. </p>
+
+<p>Αλλά καθ' οδόν συνήντησε τον περί ου ο λόγος σάρακα, και επειδή είχε την
+αξίωσιν να αποδείξη είς τινας εντομολόγους ότι αι σίλφαι του είδους των
+φερασποειδών, αξιοσημείωτοι διά τα χρώματά των έχουσιν ήθη όλως διάφορα των
+κυρίως λεγομένων σιλφών, προσηλώθη εις την σπουδήν αυτής, λησμονήσας ότι
+υπήρχεν άλλοτε είς πλοίαρχος Χουλ όστις εκυβέρνα το «Πίλγριμ» και ότι ο
+δυστυχής εκείνος απώλετο μεθ' όλου του πληρώματος. </p>
+
+<p>Η σίλφη απερρόφα όλην αυτού την προσοχήν. Ουχ ήττον δε την εθαύμαζε και
+την περιποιείτο ως εάν ήτο χρυσούς κάνθαρος. </p>
+
+<p>Η εν τω πλοίω ζωή επανέλαβε λοιπόν την τακτικήν αυτής πορείαν, αν και
+έκαστος έμελλε να μένη επί πολύν χρόνον υπό την επήρειαν της οδυνηράς και
+απροόπτου εκείνης καταστροφής. </p>
+
+<p>Κατά την ημέραν εκείνην ο Δικ Σανδ έθεσε τα πάντα εν τάξει ώστε να δυνηθή
+να προλάβη παν ενδεχόμενον. Οι μαύροι υπήκουον αυτώ μετά ζήλου. Αρίστη τάξις
+επεκράτει εντός του «Πίλγριμ». Ηδύναντο λοιπόν να ελπίζωσιν ότι τα πάντα θα
+έβαινον καλώς.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Νεγορός ουδεμίαν πλέον εποίησεν απόπειραν, όπως αποφύγη την εξουσίαν του
+Δικ Σανδ. Εφαίνετο ως εάν την ανεγνώρισεν σιωπηλώς. Ενησχολημένος, ως
+πάντοτε, εν τω στενώ κοιτωνίσκω του, δεν ενεφανίζετο πλειότερον ή πρότερον.
+Άλλως τε εις την ελαχίστην απείθειαν, ή εις πρώτην παρεκτροπήν, ο Δικ Σανδ είχεν
+απόφασιν να τον ρίψη εις τον βυθόν του πυθμένος καθ' όλον το υπόλοιπον του
+διάπλου. Εις έν νεύμα του ο Ηρακλής θα συνελάμβανε τον μάγειρον εκ του
+τραχήλου. </p>
+
+<p>Προς τούτο δεν εχροιάζετο πολλή ώρα. Τότε δε η Ναν, ήτις εγίνωσκε
+μαγειρικήν, θα τον αντικαθίστα εν τω μαγειρίω. Ο Νεγορός λοιπόν θα εσκέφθη ότι
+δεν ήτο απαραίτητος, και επειδή τον επετήρουν εκ του σύνεγγυς, εφρόντιζε να μη
+δώση λαβήν τινα εναντίον του. </p>
+
+<p>Ο άνεμος έπνεεν ο αυτός μέχρι της εσπέρας, ώστε ουδεμία ανάγκη επήλθε
+μεταβολής της ιστιοθεσίας. Οι στερεοί ιστοί του πλοίου, η σιδηρά αυτού εξάρτησις
+ήτις ήτο εν καλή καταστάσει, τω επέτρεπον να πλέη και υπό ισχυρότερον άνεμον.
+</p>
+
+<p>Κατά την νύκτα συνήθως περιστέλλουσι τα ιστία και ιδίως τα υψηλά, τα λαίφη,
+τα φωσώνια, τους σιπάρους κτλ. Το μέτρον τούτο είναι συνετόν, διά την
+περίπτωσιν καθ' ήν ανεμοστρόβιλός τις ήθελεν ενσκήψει. </p>
+
+<p>Αλλ' ο Δικ Σανδ ενόμισεν ότι ηδύνατο ν' αποφύγη την προφύλαξιν ταύτην. Η
+κατάστασις της ατμοσφαίρας ουδέν απαίσιον προοιωνίζετο, άλλως τε δε ο νεαρός
+δόκιμος, απόφασιν έχων να διέλθη την πρώτην εκείνην νύκτα επί του
+καταστρώματος, εφρόνει ότι ηδύνατο να επιτηρή τα πάντα. </p>
+
+<p>Και έπειτα τοιουτοτρόπως έπλεον ταχύτερον, και η επιθυμία του ήτο να
+φθάσωσιν εις παράλια ολιγώτερον έρημα. </p>
+
+<p>Είπομεν ότι το δρομόμετρον και η πυξίς ήσαν τα μόνα όργανα άτινα ο Δικ Σανδ
+ηδύνατο να μεταχειρισθή, όπως εκτιμήση ως έγγιστα το διανυθέν υπό του
+«Πίλγριμ» διάστημα. </p>
+
+<p>Κατά την ημέραν εκείνην ο δόκιμος έρριπτε καθ' εκάστην ημίσειαν ώραν το
+δρομόμετρον και εσημείου τας υπό του οργάνου σημειουμένας ενδείξεις. </p>
+
+<p>Πυξίδες υπήρχον δύο εν τω πλοίω. Η μία ευρίσκετο εν τη πυξιδοθήκη υπό τα
+όμματα του οιακιστού. Η πλαξ αυτής φωτιζομένη την μεν ημέραν υπό του ηλιακού
+φωτός, την δε νύκτα υπό δύο πλαγίων λυχνιών, εδείκνυεν κατά πάσαν στιγμήν, πού
+έβλεπε το πλοίον, ήτοι ποίαν διεύθυνσιν ηκολούθει.<br />
+&nbsp;<br />
+Η άλλη πυξίς ήτο πυξίς ανάστροφος προσηλωμένη εις τας κιγκλίδας του δωματίου,
+όπερ κατείχεν άλλοτε ο πλοίαρχος Χουλ. Κατ' αυτόν τον τρόπον, χωρίς να εξέλθη
+του κοιτώνος του ηδύνατο πάντοτε να ηξεύρη εάν η υποδειχθείσα οδός
+ηκολουθείτο ακριβώς, ή εάν ο οιακιστής εξ ανικανότητος ή αμελείας έδιδεν εις το
+πλοίον πολύ μεγάλας αποκλίσεις. </p>
+
+<p>Άλλως τε όλα τα πλοία τα χρησιμεύοντα εις μακρούς πλόας, έχουσι δύο
+τουλάχιστον πυξίδας ως και δύο χρονόμετρα. Δέον να παραβάλλωνται τα όργανα
+ταύτα μεταξύ των και κατ' ακολουθίαν να εξελέγχωνται αι υποδείξεις αυτών. </p>
+
+<p>Το «Πίλγριμ» ήτο λοιπόν επαρκώς εφωδιασμένον υπό την έποψιν ταύτην, και ο
+Δικ Σανδ συνέστησεν εις τους ανθρώπους του να προσέχωσι πολύ τας δύο πυξίδας
+τας τοσούτον αναγκαίας εις αυτόν.<br />
+&nbsp;<br />
+Αλλά δυστυχώς, κατά την νύκτα της 12 προς την 13 Φεβρουαρίου, ενώ ο δόκιμος
+ήτο εν υπηρεσία και εκράτει το οιακοστρόφιον, συνέβη δυσάρεστόν τι. </p>
+
+<p>Η ανάστροφος πυξίς, ήτις ήτο προσκεκολημμένη διά χαλκίνου κρίκου επί της
+μεσοδόμης του κοιτώνος, απεσπάσθη και έπεσεν επί του δαπέδου. Μόλις δε την
+επομένην ημέραν παρετήρησαν τούτο. </p>
+
+<p>Πώς ο κρίκος εκείνος ήνοιξε; το πράγμα ήτο ανεξήγητον. Πιθανόν όμως να είχεν
+οξειδωθή και προνευσασμός τις ή σάλος τον απέσπασεν από της μεσόδμης.
+Ακριβώς δε κατά την νύκτα εκείνην η θάλασσα ήτο αγριωτέρα. Όπως δήποτε η
+πυξίς είχε θραυσθή εις τρόπον ανεπίδεκτον διορθώσεως. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ εδυσθύμησεν. Εις το εξής ήτο υπεύθυνος, ηδύνατο να έχη
+δυσαρέστους συνεπείας. Έλαβε λοιπόν ο δόκιμος όλα τα μέτρα, ώστε η άλλη πυξίς
+να προφυλάσσηται από παντός ενδεχομένου. </p>
+
+<p>Πλην της βλάβης ταύτης, τα πάντα μέχρι τότε έβαινον καλώς εν τω πλοίω.<br />
+&nbsp;<br />
+Η κυρία Βέλδων, βλέπουσα την αταραξίαν του Δικ Σανδ, ανέλαβε θάρρος. Ουχί
+διότι δεν απελπίσθη ποτέ. Προ παντός άλλου εστηρίζετο εις την αγαθότητα του
+Θεού. Τούτου ένεκα, ως ειλικρινής και ευσεβής χριστιανός ενεδυναμούτο διά της
+προσευχής. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ είχε διευθετήσει τα πράγματα, ούτως ώστε να μένη εις το πηδάλιον
+κατά την νύκτα. Εκοιμάτο πέντε ή έξ ώρας την ημέραν και τούτο τω εφαίνετο
+αρκετόν, επειδή δεν ησθάνετο κόπωσιν. Κατά το διάστημα τούτο ο Τωμ ή ο υιός
+του Βαρθολομαίος αντικαθίστων αυτόν εις το οιακοστρόφιον, και χάρις εις τας
+συμβουλάς του εγίνοντο ολίγον κατ' ολίγον καλοί πηδαλιούχοι. </p>
+
+<p>Πολλάκις η κυρία Βέλδων και ο δόκιμος συνομίλουν. Ο Δικ Σανδ ευχαρίστως
+εδέχετο συμβουλάς παρά της ευφυούς και γενναίας εκείνης γυναικός. Καθ'
+εκάστην τη εδείκνυεν επί του χάρτου του πλοίου το διανυθέν διάστημα, όπερ
+υπελόγιζε λαμβάνων υπ' όψει μόνον την διεύθυνσιν και την ταχύτητα του πλοίου.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Ιδέτε, κυρία Βέλδων, τη επανελάμβανε πολλάκις, εάν
+εξακολουθήσωσιν οι άνεμοι ούτοι, δεν θα βραδύνωμεν να φθάσωμεν ες τα
+παράλια της μεσημβρινής Αμερικής. Δεν θέλω να βεβαιώσω, αλλά νομίζω ότι, όταν
+το πλοίον αντικρύση ξηράν, δεν θα είμεθα μακράν του Βαλπαραΐζου. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων δεν ηδύνατο ν' αμφιβάλη ότι η διεύθυνσις του πλοίου ήτο
+καλή, υποβοηθουμένη προ πάντων υπό των ανέμων εκείνων. </p>
+
+<p>Αλλά πόσον μακράν έτι τη εφαίνετο από της Αμερικανικής παραλίας! Πόσοι
+κίνδυνοι μεταξύ αυτού και της ξηράς, χωρίς να υπολογίση τους δυναμένους να
+προέλθωσιν εκ μεταβολής τινος εις την κατάστασιν της θαλάσσης και του
+ουρανού!</p>
+
+<p>Ο Ζακ, αμέριμνος ως όλα τα παιδία της ηλικίας του, είχεν επαναλάβει τα
+συνήθη παίγνιά του τρέχων επί του καταστρώματος, διασκεδάζων μετά του Δίγγου.
+</p>
+
+<p>Βεβαίως έβλεπεν ότι ο Δικ ήτο ολιγότερον ή άλλοτε μετ' αυτού, αλλ' η μήτηρ
+του τω έδωκε να εννοήση ότι έπρεπε να αφήση τον δόκιμον ήσυχον εις τας
+ασχολίας του. Ο μικρός Ζακ υπήκουσεν εις τας συμβουλάς εκείνας και δεν ηνώχλει
+πλέον τον «πλοίαρχον Σανδ».</p>
+
+<p>Ούτω τα πράγματα έβαινον εν τω πλοίω. Οι μαύροι εξετέλουν μετά
+νοημοσύνης τας εργασίας των και εγίνοντο ημέρα τη ημέρα εμπειρότεροι εις το
+ναυτικόν επάγγελμα. </p>
+
+<p>Ο Τωμ εγένετο φυσικώς ο ναύκληρος και αυτόν βεβαίως θα εξέλεγον οι
+σύντροφοί του διά το έργον τούτο. Αυτός εκυβέρνα, όταν ανεπαύετο ο δόκιμος και
+είχε μεθ' εαυτού τον υιόν του Βαρθολομαίον και τον Αυγουστίνον. </p>
+
+<p>Ο Ακτέων και ο Ηρακλής υπηρέτουν κατά την άλλην φυλακήν υπό την
+διεύθυνσιν του Δικ Σανδ. Τοιουτοτρόπως δε ενώ ο είς εκυβέρνα, οι άλλοι
+ηγρύπνουν εις την πρώραν. </p>
+
+<p>Καίτοι τα μέρη εκείνα ήσαν έρημα και ουδείς φόβος συρράξεως υπήρχεν, όμως
+ο νεαρός δόκιμος απήτει αυστηράν επαγρύπνησιν καθ' όλην την νύκτα. Ουδέποτε
+έπλεε χωρίς να έχη τους ωρισμένους φανούς — ένα πράσινον δεξιά και ένα
+ερυθρόν αριστερά — και ως προς τούτο ενήργει φρονιμώτατα.</p>
+
+<p>Εν τούτοις κατά τας νύκτας, ης ο Δικ Σανδ διήρχετο ολοκλήρους εις το
+πηδάλιον, ησθάνετο ενίοτε να τον καταλαμβάνη ακαταμάχητος κάματος. </p>
+
+<p>Τότε η χειρ του εκυβέρνα ορμεφύτως. Ήτο αποτέλεσμα κόπου, τον οποίον δεν
+ήθελε να λάβη υπ' όψιν. </p>
+
+<p>Αλλά κατά την νύκτα της 13 προς την 14 Φεβρουαρίου ο Δικ Σανδ, κατάκοπος,
+ηναγκάσθη ν' αναπαυθή επί τινας ώρας και αντικατεστάθη εις το πηδάλιον υπό του
+γέροντος Τωμ.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο ουρανός ήτο κεκαλυμμένος υπό νεφών, άτινα προς το εσπέρας εχαμήλωσαν υπό
+την επιρροήν του ψυχρού αέρος. Ήτο λοιπόν σκότος πολύ, και θα ήτο αδύνατον να
+διακρίνη τις τα υψηλά ιστία βεβυθισμένα εν τω ζόφω. Ο Ηρακλής και ο Ακτέων
+εφρούρουν εν τη πρώρα. </p>
+
+
+<p>Εις την πρύμνην, το φως της πυξίδος ασθενή μόνον λάμψιν άφινε να διαφεύγη,
+ήτις αντενακλάτο εις το μεταλλικόν επικάλυμμα του οιακοστροφίου. Οι φανοί
+ρίπτοντες τα φώτα των πλαγίως, άφινον το κατάστρωμα του πλοίου εις βαθύ
+σκότος. </p>
+
+<p>Περί την τρίτην ώραν της πρωίας φαινόμενον υπνωτισμού εγένετο, όπερ
+ουδόλως ηδυνήθη να εννοήση ο γέρων Θωμάς. Οι οφθαλμοί του, οίτινες επί πολύ
+έμενον προσηλωμένοι επί τινος φωτεινού σημείου της πυξιδοθήκης, έχασαν
+αίφνης την αίσθησιν της οράσεως και περιέπεσεν εις αληθή υπνωτιστικήν
+αναισθησίαν. </p>
+
+<p>Ου μόνον δεν έβλεπε πλέον, αλλά και αν τον ήγγιζε τις ή τον εκέντα ισχυρώς,
+ουδέν πιθανώς θα ησθάνετο. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν είδε λοιπόν σκιάν τινα ολισθήσασαν επί του καταστρώματος. Ήτο
+ο Νεγορός. </p>
+
+<p>Όταν έφθασεν εις την πρύμνην ο μάγειρος, έθεσεν υπό το κιβώτιον
+αντικείμενόν τι βαρύ, όπερ εκράτει εις την χείρα. </p>
+
+<p>Είτα, αφού παρετήρησεν επί τινας στιγμάς την φωτεινήν πλάκα της πυξίδος,
+έφυγε χωρίς να παρατηρηθή.</p>
+
+<p>Εάν την επιούσαν ο Δικ Σανδ έβλεπε το υπό του Νεγορού εις την πυξίδα τεθέν
+αντικείμενον εκείνο, θα έσπευδε να το εξαγάγη.<br />
+&nbsp;<br />
+Τωόντι ήτο τεμάχιον σιδήρου, του οποίου η επιρροή αλοίωσε τας υποδείξεις της
+πυξίδος. Η μαγνητική βελόνη παρεξετράπη και αντί να δεικνύη τον μαγνητικόν
+βορράν, όστις διαφέρει του κόσμου, εδείκνυε τα βορειανατολικά. Εγένετο λοιπόν
+παρεκτροπή τεσσάρων τετάρτων, ήτοι ημισείας ορθής γωνίας.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Τωμ σχεδόν αμέσως συνήλθεν εκ της νάρκης του. Οι οφθαλμοί του εστράφησαν
+επί της πυξίδος . . . Ενόμησεν ότι το «Πίλγριμ» δεν είχε καλήν διεύθυνσιν. </p>
+
+<p>Έδωκε μίαν ώθησιν εις το πηδάλιον, ίνα επαναφέρη το πλοίον προς ανατολάς . .
+. Τούτο ενόμιζε τουλάχιστον. </p>
+
+<p>Αλλά, συν τη παρεκκλίσει της βελόνης, την οποίαν δεν ηδύνατο να υποπτεύση,
+η πρώρα, τροποποιηθείσα κατά τέσσαρα τέταρτα, διηυθήνετο νοτιοανατολικώς.
+</p>
+
+<p>Και τοιουτοτρόπως, ενώ υπό την επίδρασιν ουρίου ανέμου το «Πίλγριμ» θα
+ηκολούθει την απαιτουμένην διεύθυνσιν, έπλεε μετά λάθους τεσσαράκοντα και
+πέντε μοιρών.</p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'. </h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΤΡΙΚΥΜΙΑ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Κατά την μετά το συμβάν τούτο εβδομάδα, από της 14 μέχρι της 21 Φεβρουαρίου,
+ουδέν έτερον συνέβη εν τω πλοίω. Ο βορειοδυτικός άνεμος ενεδυναμούτο κατ'
+ολίγον, και το «Πίλγριμ» διέσχιζε ταχέως τα κύματα διατρέχον κατά μέσον όρον
+160 μίλια ανά 24 ώρας. Ήτο περίπου όσον ηδύνατό τις να ζητήση παρά πλοίου
+τοιούτου μεγέθους.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο μυοπάρων, κατά την ιδέαν του Δικ Σανδ, θα προσήγγιζε λοιπόν εις τα παράλια τα
+μάλλον συχναζόμενα υπό των μακρών ταχυδρομικών πλοίων, άτινα προσπαθούσι
+να διέλθωσιν από του ενός εις το άλλο ημισφαίριον· Ο δόκιμος ήλπιζε πάντοτε ότι
+ήθελε να συναντήση έν εκ των τοιούτων πλοίων και είχε σταθεράν απόφασιν να
+μεταβιβάση εις αυτό τους επιβάτας του, ή να δανεισθή παρ' αυτού επικουρικούς
+τινας ναύτας, και ίσως ένα αξιωματικόν. Αλλ' αν και η επαγρύπνησις ήτο
+δραστηριωτάτη, ουδέν πλοίον εφάνη, και η θάλασσα ήτο πάντοτε έρημος. </p>
+
+<p>Τούτο εξέπληττεν ολίγον τον Δικ Σανδ. Είχε διαπλεύσει πολλάκις το μέρος
+εκείνο του Ειρηνικού κατά τας τρεις τελευταίας αλιείας εις τας βορείας θαλάσσας.
+Υπό το πλάτος δε και το μήκος εις τα οποία υπελόγιζεν ότι ευρίσκετο, σπάνιον ήτο
+να φανή πλοίον τι αγγλικόν ή αμερικανικόν ανερχόμενον από του ακρωτηρίου Χορν
+προς τον Ισημερινόν, ή κατερχόμενον προς την εσχάτην άκραν της νοτίας Αμερικής.
+</p>
+
+<p>Αλλ' εκείνο το οποίον ο Δικ Σανδ ηγνόει, εκείνο το οποίον δεν ηδύνατο μάλιστα
+να γνωρίση, ήτο ότι το «Πίλγριμ» ευρίσκετο ήδη εν υψηλοτέρω πλάτει, δηλαδή
+πλειότερον προς νότον παρ' όσον υπέθετε. </p>
+
+<p>Τούτο συνέβαινε διά δύο λόγους. </p>
+
+<p>Πρώτον διότι τα ρεύματα των μερών εκείνων, των οποίων την ταχύτητα ατελώς
+μόνον ηδύνατο να εκτιμήση ο δόκιμος, είχεν συντελέσει, χωρίς να το εννοήση, εις
+το να ρίψωσι το πλοίον έξω της οδού του. </p>
+
+<p>Δεύτερον η πυξίς, διαστραφείσα υπό της κακούργου χειρός του Νεγορού,
+παρείχεν ανακριβείς ενδείξεις, — ενδείξεις τας οποίας, από της απωλείας της
+δευτέρας πυξίδος, δεν ηδύνατο ο Δικ Σανδ να εξελέγξη. Ούτω λοιπόν, ενώ επίστευε
+και έπρεπε να πιστεύη ότι κατηυθύνετο προς ανατολάς, πράγματι κατηυθύνετο
+προς τα νοτιανατολικά. Η πυξίς ευρίσκετο πάντοτε ενώπιόν του. Το δρομόμετρον
+ερρίπτετο τακτικώς. Τα δύο ταύτα όργανα τω επέτρεπον κατά τι μέτρον, να
+διευθύνη το «Πίλγριμ» και να υπολογίζη τον αριθμόν των διανυθέντων μιλίων. Αλλ'
+ήτο τούτο αρκετόν; </p>
+
+<p>Εν τούτοις ο νεαρός δόκιμος καθησύχαζε πάντοτε, και όσον ηδύνατο
+πειστικώτερον την κυρίαν Βέλδων την οποίαν ανησύχουν ενίοτε τα περιστατικά του
+διάπλου εκείνου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα φθάσωμεν, θα φθάσωμεν! επανελάμβανε. Θα πσοσεγγίσωμεν εις
+την αμερικανικήν παραλίαν, αδιάφορον πού, αλλ' όπως δήποτε θα
+προσορμισθώμεν. Δεν αμφιβάλλω, Δικ;</p>
+
+<p>&nbsp;— Βεβαίως, κυρία Βέλδων, θα ήμην ησυχώτερος εάν δεν ευρίσκεσθε
+εντός του πλοίου, εάν δεν είχομεν να δώσωμεν λόγον ειμή μόνον περί ημών, αλλά .
+. . </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλ' εάν δεν ήμην εις το πλοίον, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, εάν ο
+εξάδελφος Βενέδικτος, ο Ζακ και εγώ δεν επιβιβαζόμεθα επί του «Πίλγριμ», και εάν
+αφ' ετέρου ο Τωμ και οι σύντροφοί του δεν εσυνάζοντο από την θάλασσαν, Δικ,
+δεν θα υπήρχον πλέον εδώ ειμή δύο και μόνοι άνθρωποι, συ και ο Νεγορός . . . Τι
+θα εγίνεσο μόνος μετ' αυτού του κακού ανθρώπου, προς τον οποίον δεν δύνασαι
+να έχης εμπιστοσύνην; Ναι, τέκνον μου, τι θα εγίνεσο;</p>
+
+<p>&nbsp;— Πρώτον, απεκρίθη αποφασιστικώς ο Δικ Σανδ, θα καθίστων τον
+Νεγορόν ανίκανον να βλάψη.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Και θα εκυβέρνας μόνος;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι . . . μόνος . . . με την βοήθειαν του Θεού. </p>
+
+<p>Η ευστάθεια των λόγων τούτων έδιδε πολλήν ελπίδα εις την κυρίαν Βέλδων.
+</p>
+
+<p>Και όμως, βλέπουσα τον μικρόν Ζακ, πολλάκις ησθάνετο ανησυχίαν.<br />
+&nbsp;<br />
+Εάν η γυνή δεν εδείκνυε τι ησθάνετο η μήτηρ, δεν κατώρθου όμως πάντοτε να
+εμποδίση μυστικήν τινα αγωνίαν θλίβουσαν την καρδίαν της. </p>
+
+<p>Εν τούτοις, εάν ο νεαρός δόκιμος δεν είχε τόσας υδρογραφικάς γνώσεις ώστε
+να υπολογίζη, εκέκτητο όμως αληθή ιδιοφυίαν ναυτικήν διά να προγνωρίζη τον
+καιρόν. </p>
+
+<p>Η όψις του ουρανού αφ' ενός και αφ' ετέρου αι υποδείξεις του βαρομέτρου τω
+επέτρεπον να λαμβάνη τας προφυλάξεις του. </p>
+
+<p>Ο πλοίαρχος Χουλ καλός μετεωρολόγος, τον είχε διδάξει την χρήσιν του
+οργάνου τούτου, ούτινος τα προγνωστικά είναι εντελώς βέβαια.</p>
+
+<p>Ιδού εν ολίγοις τι περιλαμβάνουσιν αι σχετικαί προς την παρατήρησιν του
+βαρομέτρου γνώσεις:</p>
+
+<p>1. Όταν μετά αρκούντως μακράν διάρκειαν ωραίου καιρού το βαρόμετρον
+αρχίζη να ταπεινούται βιαίως και εξακολουθητικώς, θα επέλθη βεβαίως βροχή·
+αλλ' εάν ο ωραίος καιρός διήρκεσεν επί μακρόν, ο υδράργυρος δύναται να κατέλθη
+δύο ή τρεις ημέρας εις τον βαρομετρικόν σωλήνα πριν ή παρατηρηθή μεταβολή τις
+εν τη καταστάσει της ατμοσφαίρας.<br />
+&nbsp;<br />
+Τότε, όσω περισσότερος χρόνος παρέλθη μεταξύ της πτώσεως του υδραργύρου και
+της επελεύσεως της βροχής, τόσω μακροτέρα θα είναι η διάρκεια του βροχερού
+καιρού. </p>
+
+<p>2. Εάν εξ εναντίας εν καιρώ βροχερώ διαρκέσαντι επί μακρόν, το βαρόμετρον
+αρχίζει να υψούται βραδέως και κανονικώς, βεβαιότατα ο ωραίος καιρός θα
+επέλθη και θα διαρκέση τόσω μάλλον όσο μακρότερον διάστημα παρήλθε μεταξύ
+της ελεύσεως αυτού και της ενάρξεως της υψώσεως του βαρομέτρου. </p>
+
+<p>3. Εις τας δύο προηγουμένας περιπτώσεις, εάν η μεταβολή του καιρού επέλθη
+αμέσως μετά την κίνησιν της βαρομετρικής στήλης, η μεταβολή ολίγιστον θα
+διαρκέση. </p>
+
+<p>4. Εάν το βαρόμετρον ανέρχηται βραδέως και εξακολουθητικώς επί δύο ή τρεις
+ημέρας ή μάλιστα περισσότερον, αναγγέλει ωραίον καιρόν, έστω και αν η βροχή
+δεν ήθελε παύσει κατά τας τρεις ημέρας, και τανάπαλιν· αλλ' εάν το βαρόμετρον
+ανέρχηται επί δύο ή πλείονας ημέρας διαρκούσης της βροχής, είτα δε,
+επανερχομένου του ωραίου καιρού, αρχίση πάλιν να κατέρχηται τότε ο ωραίος
+καιρός θα διαρκέση ολίγιστον, και τανάπαλιν.<br />
+&nbsp;<br />
+5. Κατά το έαρ και το φθινόπωρον, βιαία κατάπτωσις του βαρομέτρου προμυνύει
+άνεμον. Κατά το θέρος, εάν ο καιρός είναι θερμότατος, προμηνύει θύελλαν. Κατά
+τον χειμώνα, μετά παγετόν διαρκέσαντα επί τινα χρόνον, ταχεία ταπείνωσις της
+βαρομετρικής στήλης προμηνύει μεταβολήν ανέμου συνοδευομένην υπό
+διαλύσεως του πάγου και υπό της βροχής, αλλ' ύψωσις επερχομένη εν παγετώ
+διαρκέσαντι επί τινα χρόνον, είναι προγνωστικόν χιόνος.<br />
+&nbsp;<br />
+6. Αι ταχείαι ταλαντεύσεις του βαρομέτρου ουδέποτε πρέπει να εξηγώνται ως
+προάγγελοι ξηρού ή βροχερού καιρού διαρκείας τινός. Αι υποδείξεις αύται
+δίδονται αποκλειστικώς διά της υψώσεως ή ταπεινώσεως ήτις εκτελείται κατά
+τρόπον κανονικόν και άνευ διακοπής. </p>
+
+<p>7. Περί τα τέλη του φθινοπώρου, εάν μετά παρατεταμένον βροχερόν ή
+ανεμώδη καιρόν το βαρόμετρον υψωθή, η ύψωσις αύτη προαναγγέλλει την
+μεταβολήν του ανέμου εις βόρειον και προσέγγισιν παγετού. </p>
+
+<p>Τοιαύτα είναι αι γενικαί συνέπειαι ας δύναταί τις να εξαγάγη εκ των ενδείξεων
+του πολυτίμου τούτου οργάνου. </p>
+
+<p>Τούτο εγίνωσκεν εντελώς ο Δικ Σανδ, τούτο είχε παρατηρήσει εις διαφόρους
+περιστάσεις του ναυτικού του βίου, και τούτο καθίστα αυτόν επιτήδειον να
+προφυλάσσηται κατά παντός ενδεχομένου να συμβή. </p>
+
+<p>Ακριβώς λοιπόν την 20 Φεβρουαρίου αι μετακινήσεις της βαρομετρικής στήλης
+ήρχισαν να εμβάλλωσιν εις μερίμνας τον νεαρόν δόκιμον, όστις καθ' εκάστην
+παρετήρει αυτάς μετά πολλής προσοχής. Πράγματι, το βαρόμετρον ήρχισε να
+καταβαίνη βραδέως και συνεχώς, όπερ προεμήνυε βροχήν· αλλ' η βροχή αύτη
+εβράδυνε να πέση· και ο Δικ Σανδ συνεπέρανεν ότι ο άθλιος καιρός ήθελε
+διαρκέσει. Τούτο και συνέβη.<br />
+&nbsp;<br />
+Αντί της βροχής επήλθεν ο άνεμος, και τωόντι από της στιγμής εκείνης τοσούτον
+ηυξήθη, ώστε διήνυεν εξήκοντα πόδας κατά παν δευτερόλεπτον ήτοι τριάκοντα και
+έν μίλια την ώραν. </p>
+
+<p>Εδέησε τότε ο Δικ Σανδ να λάβη προφυλάξεις τινάς, όπως μη κινδυνεύσωσιν οι
+ιστοί και τα ιστία του «Πίλγριμ».</p>
+
+<p>Είχεν ήδη περιστείλει τον σίπαρον, το λαίφος και τον πρόθοον, απεφάσισε δε
+να πράξη το αυτό ως προς τον φώσωνα και τον δόλωνα. </p>
+
+<p>Η τελευταία αύτη εργασία έμελλε να παρουσιάση δυσχερείας τινάς ένεκεν του
+μη εισέτι εξησκημένου πληρώματος. Εν τούτοις δεν έπρεπε να διστάσωσι, και
+ουδείς εδίστασεν.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ, συνοδευόμενος υπό του Βαρθολομαίου και του Αυγουστίνου, ανήλθεν
+επί του ακατίου ιστού και κατώρθωσεν, ουχί άνευ δυσκολίας, να περιστείλη τον
+φώσωνα. Εάν ο καιρός ήτο ολιγώτερον απειλητικός, θα άφινε τας δύο κεραίας επί
+του ιστού αλλά προβλέπων ότι θα ηναγκάζετο πιθανώς να αφοπλίση τον ιστόν και
+ίσως μάλιστα να τον αποσπάση εντελώς, αφήρεσε τας δύο κεραίας και τας έρριψεν
+επί του καταστρώματος. Είναι ευνόητον ότι όταν ο άνεμος κατασταθή ισχυρότατος,
+πρέπει ου μόνον να ελαττωθώσι τα ιστία αλλά και οι ιστοί. Τούτο είναι μεγάλη
+ανακούφισις εις το πλοίον, όπερ, ολιγώτερον βεβαρημένον εις τα άνω, δεν
+κουράζεται πλέον υπό του σάλου και του προνευστασμού [παρακυλητό και
+σκαμπανέβασμα). </p>
+
+<p>Περαιωθέντος του πρώτου τούτου έργου — όπερ απήτησε δύο ώρας — ο Δικ
+Σανδ και οι σύντροφοί του ενησχολήθησαν να περιστείλωσι την επιφάνειαν του
+δόλαινος. Το «Πίλγριμ» δεν έφερεν ως τα πλείστα νεώτερα πλοία διπλούν δόλωνα,
+όπερ ευκολύνει τον χειρισμόν. Έπρεπε λοιπόν να ενεργήσωσιν ως άλλοτε, δηλαδή
+να τρέξωσι διά των αναβαθρών όπως περιστείλωσι το υπό του ανέμου δερόμενον
+ιστίον και το δέσωσι στερεώς διά των μικρών σχοινίων. </p>
+
+<p>Η εργασία ήτο δύσκολος, μακρά και επικίνδυνος, αλλά τέλος ο περισταλείς
+δόλων έδωκεν ολιγωτέραν λαβήν εις τον άνεμον, και ο μυοπάρων επαισθητώς
+ανεκουφίσθη. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ κατέβη πάλιν μετά του Βαρθολομαίου και του Αυγουστίνου. Το
+«Πίλγριμ» ευρέθη τότε υπό τας απαιτουμένας προς πλουν συνθήκας.<br />
+&nbsp;<br />
+Κατά τας τρεις ακολούθους ημέρας, 20, και 21, και 22 Φεβρουαρίου, η δύναμις και
+η διεύθυνσις του ανέμου δεν μετεβλήθησαν επαισθητώς. Ουχ ήττον ο υδράργυρος
+εξηκολούθει να καταβαίνη εν τω βαρομετρικώ σωλήνι, και κατά την τελευταίαν
+ταύτην ημέραν ο δόκιμος εσημείωσεν ότι κατ' εξακολούθησιν έμενε κάτω των
+εικοσιοκτώ δακτύλων και 7]10 [728 χιλιομέτρων).<br />
+&nbsp;<br />
+Ουδεμία ένδειξις άλλως τε ότι το βαρόμετρον ήθελεν ανέλθει, πριν παρέλθη
+χρόνος τις. Η θέα του ουρανού ήτο κακή και υπερβολικώς ανεμώδης. Πλην δε
+τούτου, πυκναί ομίχλαι εκάλυπτον αυτόν διαρκώς. Το στρώμα αυτών μάλιστα τόσω
+ήτο βαθύ, ώστε δεν εφαίνετο πλέον ο ήλιος και θα ήτο δύσκολον να ορίση τις το
+μέρος της ανατολής και της δύσεως αυτού.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ ήρχισε ν' ανησυχή. Δεν ανεχώρει από του καταστρώματος, και μόλις
+εκοιμάτο. Εν τούτοις, η ηθική δύναμις τω επέτρεπε να απωθή τας αγωνίας του εις
+τους μυχούς της καρδίας του. </p>
+
+<p>Την επιούσαν, 23 Φεβρουαρίου, ο άνεμος εφάνη ολίγον πραϋνθείς κατά την
+πρωίαν, αλλ' ο Δικ Σανδ δεν ησύχασε. Και είχε δίκαιον, διότι μετά μεσημβρίαν ο
+άνεμος εγένετο σφοδρός και η θάλασσα μάλλον αγρία. </p>
+
+<p>Περί την τετάρτην ώραν ο Νεγορός, όστις ενεφανίζετο σπανίως, αφήκε την
+θέσιν του και ανέβη επί του σκοπιωρού της πρώρας. Ο Δίγγος εκοιμάτο είς τινα
+γωνίαν βεβαίως, καθότι δεν υλάκτησε κατά το σύνηθες. </p>
+
+<p>Ο Νεγορός, πάντοτε σιωπηλός, έμεινεν επί ημισείαν ώραν παρατηρών τον
+ορίζοντα.<br />
+&nbsp;<br />
+Μεγάλα κύματα διεδέχοντο άλληλα, χωρίς έτι να συγκρούωνται. Εν τούτοις ήσαν
+υψηλότερα παρ' όσον η δύναμις του ανέμου επέτρεπε τούτο. Εκ τούτου ώφειλον
+να συμπεράνωσιν ότι μεγάλη κακοκαιρία επεκράτει προς δυσμάς, εις πλησιεστάτην
+ίσως απόστασιν, και ότι δεν θα εβράδυνε να έλθη και εις τα μέρη εκείνα. </p>
+
+<p>Ο Νεγορός παρετήρησε την ευρείαν εκείνην έκτασιν της θαλάσσης, ήτις
+τοσούτω βαθέως συνεταράσσετο περί το «Πίλγριμ». Είτα οι οφθαλμοί του, πάντοτε
+ψυχροί και ξηροί, εστράφησαν προς τον ουρανόν.<br />
+&nbsp;<br />
+Η θέα αυτού ήτο ανησυχητική. Οι ατμοί μετετοπίζοντο μετά διαφόρου ταχύτητος.
+Τα νέφη της ανωτέρας ζώνης έτρεχον ταχύτερον ή τα νέφη των χαμηλών
+στρωμάτων της ατμοσφαίρας. Έδει λοιπόν να προΐδωσι την λίαν προσεχή
+περίπτωσιν, καθ' ήν αι βαρείαι εκείναι μάζαι θα εχαμήλουν και θα μετεβάλλοντο
+εις τρικυμίαν ίσως εις λαίλαπα.<br />
+&nbsp;<br />
+Είτε διότι ο Νεγορός ήτο ανήρ άφοβος, είτε διότι δεν εννόησε τας απειλάς του
+καιρού, δεν εφάνη αισθανθείς εντύπωσίν τινα. Εν τούτοις μοχθηρόν τι μειδίαμα
+εφάνη επί των χειλέων του. Ηδύνατό τις δε να είπη ότι η κατάστασις εκείνη των
+πραγμάτων μάλλον ηυχαρίστησεν ή δυσηρέστησεν αυτόν. Ανέβη επί του πλαγίου
+ιστού της πρώρας, ίνα εκτείνη την δράσιν του μακρότερον, ωσεί εζήτει σημείον τι
+εις τον ορίζοντα. Είτα, κατέβη πάλιν και ησύχως, χωρίς να προσφέρη λέξιν, χωρίς
+να ποιήση χειρονομίαν, επέστρεψεν εις την θέσιν του. </p>
+
+<p>Εν τούτοις, εν μέσω όλων των φοβερών εκείνων εικασιών, υπήρχεν αίσιόν τι,
+όπερ οι εν τω πλοίω ώφειλον να λάβωσιν υπ' όψιν· ήτο δε τούτο ότι ο άνεμος
+εκείνος, όσον βίαιος και αν ήτο ή ηδύνατο να γίνη, ήτο ούριος και το «Πίλγριμ» θα
+έφθανε ταχέως εις την αμερικανικήν παραλίαν. Εάν μάλιστα ο καιρός δεν
+μεταβάλλετο εις τρικυμίαν, ο πλους εκείνος θα εξηκολούθει γινόμενος άνευ
+μεγάλου κινδύνου, οι αληθείς δε κίνδυνοι θα παρουσιάζοντο μόνον εάν προέκειτο
+να προσορμισθώσιν εις δυσόριστόν τι σημείον της παραλίας.<br />
+&nbsp;<br />
+Τούτο λοιπόν απησχόλει τον Δικ Σανδ. Εάν ανεκάλυπτε ξηράν, πώς ήθελε διευθύνει
+το πλοίον άνευ πλοηγού τινος, ή οδηγού εμπείρου των παραλίων; Εν ή δε
+περιπτώσει η κακοκαιρία τον ηνάγκαζε να ζητήση λιμένα τινά καταφυγής, τι θα
+έπραττεν, αφού τα μέρη εκείνα ήσαν εντελώς άγνωστα εις αυτόν;</p>
+
+<p>Βεβαίως δεν υπήρχεν ακόμη ανάγκη να σκεφθή επί του ενδεχομένου τούτου.
+</p>
+
+<p>Εν τούτοις, όταν θα ήρχετο η ώρα εκείνη, έπρεπε να λάβη απόφασίν τινα.
+Λοιπόν ο Δικ Σανδ θα την ελάμβανε. </p>
+
+<p>Κατά τας δεκατρείς ημέρας αίτινες παρήλθον από της 24 Φεβρουαρίου, η
+κατάστασις της ατμοσφαίρας δεν μετεβλήθη επαισθητώς.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο ουρανός ήτο πάντοτε βεβαρυμένος υπό πυκνής ομίχλης. </p>
+
+<p>Επί τινας ώρας ο άνεμος ηλαττούτο, αλλ' έπειτα έπνεε μετά της αυτής
+δυνάμεως. </p>
+
+<p>Δις ή τρεις το βαρόμετρον ανήλθεν, αλλ' η ταλάντευσις αυτού,
+περιλαμβάνουσα δωδεκάδα γραμμών, ήτο πολύ απότομος ώστε να αναγγείλη
+μεταβολήν καιρού και επάνοδον ησυχωτέρων ανέμων.<br />
+&nbsp;<br />
+Άλλως τε η βαρομετρική στήλη σχεδόν αμέσως κατήρχετο πάλιν και ουδεμία
+υπήρχεν ελπίς ταχείας απαλλαγής από του κακού εκείνου καιρού.<br />
+&nbsp;<br />
+Μεγάλαι ταραχαί εξεδηλώθησαν ωσαύτως αίτινες σπουδαίως ανησύχησαν τον Δικ
+Σανδ. Δις ή τρις ο κεραυνός προσέβαλε τα κύματα εις απόστασιν ολίγων μέτρων
+από του πλοίου. </p>
+
+<p>Είτα η βροχή έπεσε κατά χειμάρρους και εγένοντο δίναι ατμών
+ημισυμπεπυκνωμένων, αίτινες περιέβαλον το «Πίλγριμ» διά πυκνής ομίχλης.<br />
+&nbsp;<br />
+Επί ώρας ολοκλήρους ο σκοπός ουδέν ηδύνατο να διακρίνη και έπλεον εις τα
+τυφλά. </p>
+
+<p>Αν το πλοίον εκλυδωνίζετο, ευτυχώς η κυρία Βέλδων υπέμενε τον σάλον
+εκείνον χωρίς να ενοχληθή. Αλλά το μικρόν της τέκνον υπέφερε πολύ και ήτο
+ηναγκασμένη να τω παρέχη πάσαν περιποίησιν. </p>
+
+<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν ήτο πλειότερον ασθενής των αμερικανικών
+σιλφών, αίτινες απετέλουν την μόνην συναναστροφήν του, και διήρχετο τον καιρόν
+του σπουδάζων, ως εάν εκάθητο ησύχως εις το εν Αγίω Φραγκίσκω σπουδαστήριόν
+του. </p>
+
+<p>Ευτυχώς επίσης ο Τωμ και οι εταίροι αυτού δεν έπαθον ναυτίαν, και
+εξηκολούθησαν βοηθούντες τον νεαρόν δόκιμον, ειθισμένον εις όλας ταύτας τας
+ατάκτους κινήσεις πλοίου κλυδωνιζομένου. </p>
+
+<p>Το «Πίλγριμ» έπλεε ταχέως μετά των ολίγων ιστίων και ήδη ο Δικ Σανδ
+προέβλεπεν ότι θα ήτο ανάγκη να τα ελαττώση έτι μάλλον.<br />
+&nbsp;<br />
+Αλλ' ήθελε να διατηρή αυτήν την κατάστασιν, εν όσω ήτο δυνατόν να πράττη τούτο
+ακινδύνως. </p>
+
+<p>Κατά τους υπολογισμούς του η ξηρά δεν έπρεπε να είναι μακράν. </p>
+
+<p>Επηγρύπνουν λοιπόν μετά προσοχής. Εν τούτοις ο δόκιμος δεν ηδύνατο να έχη
+εμπιστοσύνην εις τους οφθαλμούς των συντρόφων του προς ανακάλυψιν των
+πρώτων ενδείξεων της ξηράς.<br />
+&nbsp;<br />
+Τωόντι όσον καλήν δράσιν και αν έχη εκείνος όστις δεν είναι συνηθισμένος εις την
+εξέτασιν του ορίζοντος της θαλάσσης, αδυνατεί να εξιχνιάση τας πρώτας περιοχάς
+παραλίας τινός, προ πάντων εν μέσω ομίχλης. Ώφειλε λοιπόν ο Δικ Σανδ να
+επαγρυπνή αυτός ο ίδιος, και πολλάκις ανέβαινεν επί των διζύγων διά να ίδη
+καλλίτερον. </p>
+
+<p>Αλλ' ουδέν εισέτι σημείον αμερικανικής γης εφαίνετο. </p>
+
+<p>Τούτο τον εξέπληττε, και η κυρία Βέλδων, έκ τινων λέξεων, αίτινες του
+διέφυγον, εννόησε την έκπληξίν του ταύτην. </p>
+
+<p>Ήτο η 9 Μαρτίου. Ο δόκιμος ίστατο εις την πρώραν, άλλοτε μεν εξετάζων την
+θάλασσαν και τον ουρανόν, άλλοτε δε παρατηρών τα ιστία του «Πίλγριμ» τα οποία
+ήρχισαν να κάμπτωνται υπό την δύναμιν του ανέμου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ακόμη δεν βλέπεις τίποτε, Δικ; τον ηρώτησεν η κυρία Βέλδων καθ' ήν
+στιγμήν άφηνε το τηλεσκόπιον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τίποτε, κυρία Βέλδων, τίποτε, απεκρίθη ο δόκιμος, και εν τούτοις ο
+ορίζων φαίνεται αιθριούμενος ολίγον υπό τον βίαιον τούτον άνεμον όστις τείνει να
+γίνη βιαιότερος.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Και κατά την ιδέαν σου, Δικ, η αμερικανική ακτή δεν πρέπει τώρα να
+είναι μακράν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν ειμπορεί να είναι, κυρία Βέλδων, και εάν πράγματι με εκπλήττει,
+τούτο είναι πώς δεν ηδυνήθην εισέτι να την διακρίνω.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Εν τούτοις, επανέλαβεν η κυρία Βέλδων, το πλοίον έπλεε ταχέως. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πάντοτε, αφότου ο άνεμος έπνεε βορειοδυτικός, απεκρίθη ο Δικ
+Σανδ, ήτοι από της ημέρας καθ' ήν απωλέσαμεν τον δυστυχή ημών πλοίαρχον και
+το πλήρωμα αυτού. Ήτο η 10 Φεβρουαρίου. Σήμερον έχομεν 9 Μαρτίου. Παρήλθον
+λοιπόν είκοσι και επτά ημέραι. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά κατ' εκείνην την εποχήν πόσον απείχομεν της ακτής; ηρώτησεν
+η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τέσσαρας χιλιάδας και πεντακόσια μίλια περίπου, κυρία Βέλδων.
+Υπάρχωσι πράγματα περί ων έχω πολλάς αμφιβολίας, περί του αριθμού όμως
+τούτου δύναμαι να εγγυηθώ με την διαφοράν είκοσι μιλίων περισσότερον ή
+ολιγώτερον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και ποία ήτον η ταχύτης του πλοίου;</p>
+
+<p>&nbsp;— Κατά μέσον όρον εκατόν ογδοήκοντα μίλια καθ' ημέραν, αφότου
+εδυνάμωσεν ο άνεμος, απήντησεν ο δόκιμος. Διά τούτο εκπλήττομαι πώς δεν
+εφθάσαμεν ακόμη απέναντι ξηράς. Ό,τι δε μοι φαίνεται περισσότερον έκτακτον,
+είναι ότι δεν συναντώμεν μήτε έν εξ εκείνων των πλοίων τα οποία διαπλέουσι
+συνεχώς τα μέρη ταύτα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μήπως ηπατήθης, Δικ, εις τον υπολογισμόν της ταχύτητος του
+«Πίλγριμ»; επανέλαβεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, κυρία Βέλδων. Ως προς τούτο δεν ήτο δυνατόν να απατηθώ. Το
+δρομόμετρον ερρίπτετο κατά πάσαν ημίσειαν ώραν και εσημείου ακριβώς τας
+ενδείξεις αυτού. — Ιδού, θα το ρίψω πάλιν, και θα ιδήτε ότι διατρέχομεν κατ'
+αυτήν την στιγμήν δέκα μίλια την ώραν, ήτοι πλέον των διακοσίων μιλίων την
+ημέραν.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ εκάλεσε τον Τωμ και τον διέταξε να ρίψη το δρομόμετρον, — εργασία
+εις ην ο γέρων μαύρος ήτο τώρα εντριβέστατος.<br />
+&nbsp;<br />
+Το δρομόμετρον στερεώς δεδεμένον εις το άκρον σχοινίου εκομίσθη και ερρίφθη
+εις την θάλασσαν.<br />
+&nbsp;<br />
+Εικοσιπέντε μόλις οργυιαί εξετυλίχθησαν, ότε το σχοινίον εχαλαρώθη αίφνης
+μεταξύ των χειρών του Τωμ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Α! κύριε Δικ, έκραξεν ούτος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι είναι, Τωμ;</p>
+
+<p>&nbsp;— Το σχοινίον εκόπη!</p>
+
+<p>&nbsp;— Εκόπη! εφώνησεν ο Δικ Σανδ. Και το δρομόμετρον εχάθη!</p>
+
+<p>Ο γέρων Τωμ έδειξε το άκρον του σχοινίου όπερ έμεινεν εις τας χείρας του.<br
+/>
+&nbsp;<br />
+Ήτο αληθέστατον. Το σχοινίον δεν ελύθη, αλλ' εκόπη εις το μέσον. Και εν τούτοις το
+σχοινίον εκείνο ήτο στερεόν. Κατ' ανάγκην λοιπόν έπρεπε να υποθέση τις ότι είχε
+φθαρή εκ της πολλής χρήσεως εις ην θέσιν εκόπη. Και πράγματι, τούτο ηδύνατο να
+πιστεύση ο Δικ Σανδ, όταν έλαβεν εις χείρας του την άκραν του σχοινίου. Αλλ' άρα
+γε εκ της χρήσεως εφθάρη; τούτο ηρώτα καθ' εαυτόν ο δόκιμος δυσπιστών.<br />
+&nbsp;<br />
+Όπως δήποτε το δρομόμετρον απώλετο, και ο Δικ Σανδ ουδέν είχεν πλέον μέσον
+προς ακριβή εκτίμησιν της ταχύτητος του πλοίου του. Ως μόνον όργανον λοιπόν
+είχεν εις το εξής μίαν πυξίδα, αγνοών ότι και ταύτης οι ενδείξεις ήσαν ψευδείς.<br
+/>
+&nbsp;<br />
+Η κυρία Βέλδων τον είδε τόσω λυπηθέντα εκ του συμβάντος εκείνου, ώστε δεν
+ηθέλησε να τον εξετάση περισσότερον, και μετά συγκεκινημένης καρδίας
+επανήλθεν εις τον κοιτωνίσκον της. </p>
+
+<p>Αλλ' εάν η ταχύτης του «Πίλγριμ» και επομένως το διανυθέν διάστημα δεν
+ηδύνατο πλέον να εκτιμηθώσιν, εύκολον όμως ήτο να παρατηρήσωσιν ότι η
+σχηματιζομένη αύλαξ δεν ηλαττούτο.<br />
+&nbsp;<br />
+Και πράγματι την επιούσαν 10 Μαρτίου το βαρόμετρον κατήλθεν είκοσι οκτώ
+δακτύλους και δύο δέκατα [716 χιλιόμετρα). Τούτο ανήγγελεν άνεμον ταχύτητος
+εξήκοντα μιλίων καθ' ώραν. </p>
+
+<p>Ήτο επάναγκες να ελαττώσωσιν έτι μάλλον τα ιστία, ίνα μη διακινδυνεύση η
+ασφάλεια του πλοίου.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ απεφάσισε να καταβιβάση το επιστηλίδιον, και το λαίφος και να
+περιστείλη τα κατώτερα ιστία, ίνα πλέη μόνον μετά του μικρού αρτέμονος και του
+περιεσταλμένου δόλωνος.<br />
+&nbsp;<br />
+Εκάλεσε τον Τωμ και τους συντρόφους του όπερ δυστυχώς δεν ηδύνατο να
+εκτελεσθή ταχέως. </p>
+
+<p>Και εν τούτοις, ο καιρός επείγε, η τρικυμία εμαίνετο ήδη σφοδρότατα.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σαδ, ο Αυγουστίνος ο Ακτέων και ο Βαρθολομαίος ανήλθον επί των ιστών,
+ενώ ο Τωμ έμενεν εις το πηδάλιον, και ο Ηρακλής επί του καταστρώματος, έτοιμος
+να χαλαρώση τας υπέρας εις πρώτην διαταγήν.<br />
+&nbsp;<br />
+Μετ' απείρους προσπαθείας κατεβίβασαν τον ιστόν του λαίφους και το
+επιστηλίδιον, καίτοι οι γενναίοι εκείνοι άνδρες εκατοντάκις εκινδύνευσαν να
+πέσωσιν εις την θάλασσαν, τόσον ο σάλος έσειε τους ιστούς. Είτα δε ελαττωθέντος
+του δόλωνος και συσταλέντος του ακατίου ο μυοπάρων δεν έφερε πλέον ειμή τον
+μικρόν αρτέμονα και τον σμικρυθέντα δόλωνα.<br />
+&nbsp;<br />
+Ει και ο αριθμός των ιστίων ηλαττώθη κατά πολύ, εν τούτοις το «Πίλγριμ»
+εξηκολούθησε να πλέη μεθ' υπερβολικής ταχύτητος. </p>
+
+<p>Την 12 ο καιρός ετράπη επί τα χείρω. Την ημέραν εκείνην από της πρωίας ο Δικ
+Σανδ είδε μετά τρόμου ότι το βαρόμετρον κατήλθεν εις εικοσιεπτά δακτύλους και
+εννέα δέκατα [709 χιλιόμετρα).</p>
+
+<p>Αληθής τρικυμία εξερρήγνυτο, και τοιαύτη ώστε το «Πίλγριμ» δεν ηδύνατο να
+βαστάζη ουδέ τα ολίγα ιστία, τα οποία είχεν αναπετασμένα. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ, βλέπων ότι ο δόλων εκιδύνευε να σχισθή, διέταξε να τον
+περισφίξωσιν. </p>
+
+<p>Αλλ' εις μάτην. Βιαία ριπή ανέμου επέπεσε κατά την στιγμήν εκείνην επί του
+πλοίου και απέσπασε το ιστίον. Ο Αυγουστίνος, ευρισκόμενος επί της κεραίας του
+μικρού δόλωνος, προσεβλήθη υπό του ποδός της δεξιάς. Πληγωθείς δε ελαφρώς
+ηδυνήθη να καταβή πάλιν επί του καταστρώματος. </p>
+
+<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/89.jpg" width="304"
+height="400"
+alt="Βιαία ριπή ανέμου επέπεσε κατά την στιγμήν εκείνην" border="2" /><br
+/></p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ, εις άκρον ανήσυχος, μίαν είχε πλέον σκέψιν ότι το πλοίον,
+ωθούμενον μετά τοιαύτης μανίας, εκινδύνευε να συντριβή από στιγμής εις
+στιγμήν, καθότι, κατά τους υπολογισμούς του, οι σκόπελοι δεν θα ήσαν μακράν.
+Μετέβη λοιπόν εις την πρώραν, αλλ' ουδέν είδεν ομοιάζον προς ξηράν και
+επανήλθεν εις το πηδάλιον. </p>
+
+<p>Μετ' ολίγας στιγμάς ο Νεγορός ανέβη εις το κατάστρωμα. Εκεί αίφνης, ωσεί
+ακουσίως, ο βραχίων του ετάθη προς σημειόν τι του ορίζοντος. Ήθελέ τις υποθέσει
+ότι διέκρινε ξηράν τινα εν τω μέσω της ομίχλης. </p>
+
+<p>Και πάλιν εμειδίασε μοχθηρώς, και χωρίς να είπη τι είδεν, επανήλθεν εις την
+θέσιν του. </p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'. </h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΡΙΖΟΝΤΑ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Κατ' εκείνην την ημέραν η τρικυμία έλαβε την μάλλον τρομεράν αυτής μορφήν,
+ήτις λαίλαψ. Ο άνεμος έπνευσε νοτιοδυτικός μετά ταχύτητος ενενήκοντα μιλίων
+καθ' ώραν. </p>
+
+<p>Τωόντι ήτο λαίλαψ, είς των τρομερών εκείνων ανέμων, οίτινες ρίπτουσιν επί
+της παραλίας όλα τα προσωρμισμένα πλοία, και κατά των οποίων και αύται αι εν
+τη ξηρά στερεαί οικοδομαί δεν δύνανται να ανθέξωσι. Τοιαύτη ήτο εκείνη, ήτις τη
+23 Ιουλίου 1825 κατέστρεψε την Γουαδελούπην. </p>
+
+<p>Εάν βαρέα πυροβόλα ανηρπάγησαν από των υποστατών των, φαντασθήτε τι θα
+εγίνετο πλοίον μη έχων άλλο στήριγμα ειμή θάλασσαν τεταραγμένην!</p>
+
+<p>Και εν τούτοις εις την ευκινησίαν του μόνην δύναται να εύρη την σωτηρίαν του,
+ενδίδει εις τας ωθήσεις του ανέμου και εάν είναι στερεώς κατασκευασμένον,
+δύναται να αψηφήση και τας βιαιοτέρας προσβολάς της θαλάσσης. Τοιούτο ήτο το
+«Πίλγριμ». </p>
+
+<p>Ολίγας στιγμάς μετά την διάρρηξιν του δόλωνος, η αρτεμονίς ανηρπάγη και
+αυτή. Τότε ο Δικ Σανδ απεφάσισε να παραιτηθή και αυτής της προτονίδος
+[σταντέρα), μικρού ιστίου εκ χονδρού πανίου, όπερ θα ηδύνατο να καταστήση το
+πλοίον μάλλον ευκυβέρνητον.</p>
+
+<p>Έπλεε λοιπόν το «Πίλγριμ» άνευ ιστίων, αλλ' ο άνεμος τοσούτον ισχυρώς
+προσέβαλλε το σκάφος, τους ιστούς τον εξαρτισμόν, ώστε τω έδιδε ταχύτητα
+καταπληκτικήν. Ενίοτε μάλιστα εφαίνετο ανυψούμενον υπέρ τα κύματα και
+ηδύνατό τις να πιστεύση ότι μόλις τα επέψαυεν. </p>
+
+<p>Υπό τας συνθήκας ταύτας, ο σάλος του πλοίου δερομένου υπό των τεραστίων
+κυμάτων τα οποία ανήγειρεν η τρικυμία, ήτο φοβερός. </p>
+
+<p>Υπήρχε φόβος μήπως κτυπηθή εκ των όπισθεν έκ τινος τερατώδους κύματος.
+Τα θαλάσσια εκείνα όρη έτρεχον ταχύτερον του μυωπάρωνος και ηπείλουν να τον
+πλήξωσιν εις την πρύμνην, εάν δεν ανυψούτο αρκετά ταχέως.</p>
+
+<p>Ούτος είναι ο μέγιστος κίνδυνος εις παν πλοίον φεύγον προ της τρικυμίας. </p>
+
+<p>Αλλά τι έπρεπε να γίνη, όπως προληφθή ο κίνδυνος ούτος; Δεν ηδύναντο να
+δώσωσιν εις το «Πίλγριμ» ταχύτητα μεγαλυτέραν, καθότι τότε ουδέ τεμάχιον ιστίου
+ήθελεν εναπομείνει. Έπρεπε λοιπόν να κρατώσιν όσω το δυνατόν διά μόνου του
+πηδαλίου, του οποίου η ενέργεια πολλάκις ήτο ανίσχυρος. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ δεν άφινε πλέον το οιακοστρόφιον. Προσεδέθη μάλιστα από της
+οσφύος, ίνα μη τον αναρπάση κύμα τι βίαιον. </p>
+
+<p>
+Ο Τωμ και ο Βαρθολομαίος, δεδεμένοι επίσης, ήσαν έτοιμοι να τον βοηθήσωσι. Ο
+Ηρακλής και ο Ακτέων κρατούμενοι στερεώς εκ των ορθοστατών, εφρούρουν εις
+την πρώραν. </p>
+
+<p>Η δε κυρία Βέλδων, ο μικρός Ζακ, ο εξάδελφος Βενέδικτος και η Ναν κατά
+διαταγήν του δοκίμου, έμενον εις τους κοιτωνίσκους της πρύμνης. Η κυρία Βέλδων
+θα επροτίμα να μείνη εις το κατάστρωμα, αλλ' ο Δικ Σανδ αντέτεινεν εις τούτο
+οριστικώς, καθότι τοιουτοτρόπως θα εξετίθετο εις κίνδυνον άνευ τινός ανάγκης.
+</p>
+
+<p>Πάντες οι κάθεκται είχον κλεισθή αραρότως. Ήλπιζον ότι ήθελον ανθέξει καθ'
+ήν περίπτωσιν φοβερόν τι θαλάσσιον κύμα θα εισέπιπτεν επί του καταστρώματος.
+Εάν κατά δυστυχίαν ενέδιδον υπό το βάρος του θαλασσίου όγγου, το πλοίον
+επλημμυρείτο και θα εβυθίζετο. </p>
+
+<p>Ευτυχώς επίσης, το φορτίον ήτο καλώς διηυθετημένον, ούτως ώστε μεθ' όλην
+την κλίσιν του μυοπάρωνος, τα βυτία δεν μετεκινούντο. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ ηλάττωσεν ωσαύτως τας ώρας του ύπνου του. Η κυρία Βέλδων
+εφοβήθη μήπως ασθενήση, κατώρθωσε δε να τον πείση ότι έπρεπε ν' αναπαύηται
+περισσότερον. </p>
+
+<p>Ενώ όμως αναπαύετο την νύκτα της 13 προς την 14 Μαρτίου συνέβη πάλιν νέον
+γεγονός. </p>
+
+<p>Ο Τωμ και ο Βαρθολομαίος ευρίσκοντο εις την πρύμνην, οπόταν ο Νεγορός,
+όστις σπανίως ενεφανίζετο εις το μέρος εκείνο του καταστρώματος, επλησίασε και
+εφάνη μάλιστα θέλων να συνδέση συνομιλίαν μετ' αυτών· αλλ' ο Τωμ και ο υιός
+του δεν τω απεκρίθησαν. </p>
+
+<p>Αίφνης, είς τινα βιαίαν κυλίνδησιν, ο Νεγορός έπεσε, και θα ερρίπτετο βεβαίως
+εις την θάλασσαν, εάν δεν εκρατείτο εκ της πυξιδοθήκης. </p>
+
+<p>Ο Τωμ εξέφερε κραυγήν, φοβηθείς μήπως εθραύσθη η πυξίς. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ, εν στιγμή αϋπνίας ήκουσε την κραυγήν, και ορμήσας έξω της
+θέσεώς του έδραμεν εις την πρύμνην.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Νεγορός είχεν ήδη εγερθή αλλ' εκράττει εις την χείρα του το τεμάχιον του
+σιδήρου, όπερ αφήρεσε κάτωθεν του κυτίου και το έκρυψε πριν ή το ιδή ο Δικ
+Σανδ. </p>
+
+<p>Είχεν άρα γε συμφέρον ο Νεγορός να επαναλάβη η βελόνη την αληθή αυτής
+διεύθυνσιν; Ναι, καθότι οι νοτιοδυτικοί άνεμοι τον εβοήθουν τότε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι είναι; ηρώτησεν ο δόκιμος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αυτός ο κατηραμένος μάγειρος έπεσεν επί της πυξίδος, απεκρίθη ο
+Τωμ. </p>
+
+<p>Εις τας λέξεις ταύτας ο Δικ Σανδ, ανησυχήσας τα μέγιστα, έκυψεν επί του
+κυτίου. Τα πάντα ήσαν εν καλή καταστάσει, ο δε διαβήτης, φωτιζόμενος υπό των
+φανών, ανεπαύετο πάντοτε επί των δύο συγκεντρικών αυτού κύκλων. </p>
+
+<p>Η καρδία του νεαρού δοκίμου ησύχασεν. Η θραύσις της μόνης πυξίδος του
+πλοίου θα ήτο δυστύχημα ανεπανόρθωτον. </p>
+
+<p>Αλλ' ό,τι ο Δικ Σανδ δεν είδεν, ήτο ότι, μετά την αφαίρεσιν του σίδηρου
+τεμαχίου, η βελόνη επανέλαβε την τακτικήν θέσιν της και εδείκνυεν ακριβώς τον
+μαγνητικόν βορράν, εκείνον όστις έπρεπε να είναι υπό τον μεσημβρινόν εκείνον.
+</p>
+
+<p>Εν τούτοις, εάν δεν ηδύνατο να καταστήση τον Νεγορόν υπεύθυνον διά την
+πτώσιν, ήτις εφαίνετο ακουσία, ο Δικ Σανδ είχε δίκαιον να εκπλαγή πώς τον εύρεν
+εν τη ώρα ταύτη εις την πρύμνην του πλοίου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι κάμνετε εδώ; τον ηρώτησεν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ό,τι θέλω, απεκρίθη ο Νεγορός. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι είπατε! . . . ανέκραξεν ο Δικ Σανδ αδυνατών αν καταστείλη κίνημα
+οργής. </p>
+
+<p>&nbsp;— Λέγω, απεκρίθη ο μάγειρος, ότι δεν υπάρχη κανονισμός απαγορεύων
+να περιφέρεται τις εις την πρύμνην. </p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν, τον κανονισμόν τούτον τον κάμνω εγώ, είπεν ο Δικ Σανδ, και
+σας απαγορεύω να έρχεσθε εις την πρύμνην.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Αλήθεια! απεκρίθη ο Νεγορός. </p>
+
+<p>Ο άνθρωπος εκείνος, τοσούτω κύριος εαυτού, έκαμε τότε απειλητικόν κίνημα.
+</p>
+
+<p>Ο δόκιμος εξήγαγε του θυλακίου του περίστροφον και το διηύθυνε προς τον
+μάγειρον.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Νεγορέ, είπε, μάθετε ότι το περίστροφον τούτο είναι πάντοτε επάνω μου
+και εις πρώτον κίνημα απειθείας σας συντρίβω την κεφαλήν.</p>
+
+<p>Την αυτήν στιγμήν ο Νεγορός ησθάνθη εαυτόν βιαίως κύπτοντα επί του
+καταστρώματος. </p>
+
+<p>Ήτο ο Ηρακλής όστις απλώς επέθεσε την χείρα επί του ώμου του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πλοίαρχε Σανδ, είπεν ο γίγας, θέλετε να ρίψω αυτόν τον αχρείον εις
+την Θάλασσαν; Θα είναι άριστον φαγητόν εις τα οψάρια, τα οποία τρώγουν τα
+πάντα.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Όχι ακόμη, απήντησεν ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>Ευθύς ως η χειρ του μαύρου έπαυε πλέον να τον πιέζη, ο Νεγορός ανηγέρθη.
+Αλλά διερχόμενος προ του Ηρακλέους.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Κατηραμένε μαύρε, εψιθύρισε, θα με το πλήρωσης!</p>
+
+<p>Εν τούτοις ο άνεμος μετεβλήθη, ή τουλάχιστον εφαίνετο ότι υπερπήδησε
+τεσσαράκοντα και πέντε βαθμούς. Και εν τούτοις, παράδοξον πράγμα, όπερ
+εξέπληξε τον δόκιμον, ουδόλως η κατάστασις της θαλάσσης εμαρτύρει την
+μεταβολήν ταύτην. Το πλοίον είχε πάντοτε την αυτήν διεύθυνσιν, αλλ' ο άνεμος και
+τα κύματα αντί να το ωθώσιν απ' ευθείας εκ των όπισθεν, έπληττον τότε αυτό εκ
+της αριστεράς πλευράς, — κατάστασις αρκετά επικίνδυνος, εκθέτουσα το πλοίον
+εις προσβολάς εκ του ασθενούς μέρους. Τούτου ένεκα ο Δικ Σανδ ηναγκάσθη να
+στρέψη ολίγον την διεύθυνσιν του πλοίου.<br />
+&nbsp;<br />
+Αφ' ετέρου η προσοχή του διηγέρθη πλειότερον ή άλλοτε. Εσκέπτετο μήπως
+υπήρχε συνάφειά τις μεταξύ της πτώσεως του Νεγορού και της θραύσεως της
+πρώτης πυξίδος. Τι ήλθε να πράξη εκεί ο μάγειρος; Μήπως είχε συμφέρον τι οίον
+δήποτε να καταστή άχρηστος και η δευτέρα πυξίς; Ποίον ήτο άρα γε το συμφέρον
+τούτο; Τούτο ουδαμώς ηδύνατο να εξηγήση. Ο Νεγορός δεν επεθύμει, ως
+επεθύμουν όλοι, να πλησιάση όσω το δυνατόν ταχύτερον την αμερικανικήν
+ακτήν;</p>
+
+<p>Όταν ο Δικ Σανδ ωμίλησε περί του συμβάντος εκείνου εις την κυρίαν Βέλδων,
+αύτη, καίτοι στηρίζουσα κατά τι την δυσπιστίαν του, δεν ηδυνήθη να μαντεύση την
+εύλογον αιτίαν, ην θα είχεν ο μάγειρος προς διάπραξιν του μελετημένου εκείνου
+κακουργήματος. </p>
+-1-
+<p>Εν τούτοις διά παν ενδεχόμενον, ο Νεγορός ετέθη υπό αυστηράν επιτήρησιν.
+Αλλ' ούτος συνεμορφώθη προς τας διαταγάς του δοκίμου και δεν ετόλμησε πλέον
+να έλθη εις την πρύμνην του πλοίου, όπου η υπηρεσία του ουδέποτε τον εκάλει.
+Άλλως τε δε ο Δίγγος είχεν εγκατασταθή εκεί διαρκώς, και ο μάγειρος απέφευγε να
+τον πλησιάση.<br />
+&nbsp;<br />
+Καθ' όλην την εβδομάδα, η τρικυμία δεν ηλαττώθη. Το βαρόμετρον εταπεινώθη
+περισσότερον. Από της 14 μέχρι της 26 Μαρτίου υπήρξεν αδύνατον να
+επωφεληθώσι νηνεμίας τινός, όπως αναπετάσωσιν ολίγα ιστία. Το «Πίλγριμ»
+έφευγε προς το βορειανατολικόν μετά ταχύτητος ουχί κατωτέρας των διακοσίων
+μιλίων εις είκοσι και τεσσάρας ώρας, και εισέτι γη δεν εφαίνετο! Εν τούτοις η γη
+εκείνη ήτο η Αμερική, ήτις είναι ερριμένη ως άπειρον διάφραγμα μεταξύ του
+Ατλαντικού και του Ειρηνικού, επί μήκους μείζονος των εκατόν είκοσι μοιρών.<br
+/>
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ εσκέφθη μήπως δεν είχε πλέον την αίσθησιν του αληθούς, μήπως από
+τοσούτων ημερών εν αγνοία του διέτρεχε προς λελανθασμένην διεύθυνσιν. Όχι,
+δεν ηδύνατο να απατηθή εις τοιούτον βαθμόν. Ο ήλιος, ει και δεν εφαίνετο εν τω
+μέσω της ομίχλης, ανέτελλε πάντοτε ενώπιόν του και έδυεν όπισθέν του. Αλλά τότε
+πώς εξηφανίσθη η γη εκείνη; Η Αμερική εκείνη, εις την οποίαν θα εξώκειλεν ίσως
+το πλοίον του, πού ήτο εάν δεν ήτο εκεί; Είτε εις την νότιον είτε εις την βόρειον
+ήπειρον — καθότι τα πάντα ήσαν δυνατά εν μέσω του χάους εκείνου — το
+«Πίλγριμ» ώφειλε να πλησιάση. Τι συμβαίνη λοιπόν από της ενάρξεως της φοβεράς
+εκείνης τρικυμίας; Τι συνέβαινεν έτι αφού η παραλία εκείνη, είτε προς σωτηρίαν
+είτε προς απώλειαν, δεν ενεφανίζετο; Έπρεπε λοιπόν ο Δικ Σανδ να υποθέση ότι
+ηπατήθη υπό της πυξίδος, της οποίας δεν ηδύνατο να εξελέγξη τας υποδείξεις,
+αφού η δευτέρα πυξίς έλειπε διά να ποιήση την εξέλεγξιν εκείνην; Τη αληθεία τον
+κατέλαβεν ο φόβος ούτος, τον οποίον ηδύνατο να δικαιολογήση η απουσία οίας
+δήποτε ξηράς. Ούτω λοιπόν, όταν δεν ήτο εις το πηδάλιον, ο Δικ Σανδ δεν έπαυε να
+κατατρώγη διά των οφθαλμών τον χάρτην. Αλλ' εις μάτην τον ηρεύνα, δεν ηδύνατο
+ούτος να τω δώση την εξήγησιν αινίγματος, όπερ, εν ή θέσει έφερεν αυτόν ο
+Νεγορός, ήτο ακατανόητον, ως θα ήτο και εις πάντα άλλον . . . <br />
+&nbsp;<br />
+Εν τούτοις την ημέραν εκείνην, 21 Μαρτίου, συνέβη τι σπουδαιότατον. </p>
+
+<p>Ο Ηρακλής, φρουρών εις την πρώραν, ανέκραξε:</p>
+
+<p>&nbsp;— Γη! γη!</p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ επήδησεν εις το πρωραίον ανύψωμα. Ο Ηρακλής, όστις δεν ηδύνατο
+να έχη οφθαλμούς ναυτικού, μήπως ηπατάτο άρα γε;</p>
+
+<p>&nbsp;— Η γη; ανέκραξεν ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εκεί, απεκρίθη ο Ηρακλής, δεικνύων σημειόν τι σχεδόν αδιόρατον εις
+τον ορίζοντα προς το βορειανατολικόν. </p>
+
+<p>Μόλις ηκούοντο ομιλούντες εν μέσω των μυκηθμών της θαλάσσης και του
+ουρανού. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είδετε την γην; . . . είπεν ο δόκιμος. </p>
+<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/97.jpg" width="371"
+height="468"
+alt="Είδετε την γην; . . . είπεν ο δόκιμος" border="2" /><br /></p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, απήντησεν ο Ηρακλής, επικυρών και διά της κεφαλής. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και η χειρ του ετέθη πάλιν προς αριστερά. Ο δόκιμος παρετήρει, αλλ'
+ουδέν διέκρινε.<br />
+&nbsp;<br />
+Την στιγμήν εκείνην η κυρία Βέλδων, ήτις είχεν ακούσει την κραυγήν του
+Ηρακλέους, ανέβη εις το κατάστρωμα, παρά την υπόσχεσιν ότι δεν ήθελε ναναβή.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Κυρία! . . . έκραξεν ο δόκιμος. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων, μη δυναμένη να ακουσθή, προσεπάθησε και αύτη να διακρίνη
+την υπό του μαύρου αναγγελθείσαν γην, και εφαίνετο ωσεί θέλουσα να
+συγκεντρώση όλην αυτής την ζωήν εις τους οφθαλμούς. </p>
+
+<p>Δέον να πιστεύσωμεν ότι η χειρ του Ηρακλέους εσφαλμένως εδείκνυε το
+σημείον του ορίζοντος, όπερ ήθελε να δείξη, καθότι μήτε η κυρία Βέλδων μήτε ο
+δόκιμος ηδυνήθησαν να ίδωσί τι.<br />
+&nbsp;<br />
+Αλλ' αίφνης και ο Δικ Σανδ εξέτεινε την χείρα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι! ναι! γη! είπεν. </p>
+
+<p>Είδος τι κορυφής εφαίνετο εις ανοικτόν μέρος της ομίχλης. Οι εξησκημένοι εις
+την θάλασσαν οφθαλμοί του δεν ηδύναντο να απατηθώσι. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τέλος πάντων! εφώνησε, τέλος πάντων! </p>
+
+<p>Εκρατείτο πυρετωδώς από του παραρρύματος. Η κυρία Βέλδων,
+υποστηριζομένη υπό του Ηρακλέους, δεν έπαυε παρατηρούσα την σχεδόν
+ανέλπιστον εκείνην γην. </p>
+
+<p>Η ακτή, σχηματιζομένη υπό της υψηλής εκείνης κορυφής, ανηγείρετο τότε εις
+απόστασιν δέκα μιλίων υπηνέμως προς τα αριστερά. </p>
+
+<p>Επειδή δε εντελώς ανοικτόν μέρος εγένετο ένεκα διασχίσεως των νεφών,
+επανείδον αυτήν καθαρώτερον. Ήτο βεβαίως ακρωτήριόν τι της αμερικανικής
+ηπείρου. Το «Πίλγριμ», άνευ ιστίων, δεν ηδύνατο μεν να κατευθυνθή εκεί, αλλ'
+όπως δήποτε δεν θα εβράδυνε να πλησιάση εις την ξηράν.<br />
+&nbsp;<br />
+Ήτο ζήτημα ωρών τινων μόνον. Τότε δε ήτο ογδόη ώρα της πρωίας. Άρα,
+βεβαιότατα, προ της μεσημβρίας το «Πίλγριμ» θα ήτο πλησίον της ξηράς. </p>
+
+<p>Εις έν σημείον του Δικ Σανδ, ο Ηρακλής επανέφερε την κυρίαν Βέλδων εις την
+πρύμνην, καθότι δεν θα ηδύνατο να αντιστή εις την βιαιότητα του
+προνευστασμού.</p>
+
+<p>Ο δόκιμος έμεινεν επ' ολίγας στιγμάς έτι εις την πρώραν, είτα επανήλθεν εις το
+πηδάλιον, πλησίον του γέροντος Τωμ. </p>
+
+<p>Έβλεπε λοιπόν τέλος πάντων την παραλίαν εκείνην τοσούτον βραδέως
+φανείσαν, τοσούτω διαπύρως αναμενομένην! τώρα όμως μετά τινος τρόμου
+έβλεπεν αυτήν. </p>
+
+<p>Πράγματι, υφ' ας συνθήκας ευρίσκετο το «Πίλγριμ» ήτοι φεύγον προ της
+τρικυμίας, η υπήνεμος ξηρά ήτο ρίψιμον μεθ' όλων αυτού των τρομερών
+συνεπειών. </p>
+
+<p>Δύο ώραι παρήλθον. Το ακρωτήριόν τότε εφαίνετο εκ των πλαγίων του πλοίου.
+</p>
+
+<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Νεγορός ανεφανίσθη εις το κατάστρωμα. Την φοράν
+ταύτην παρετήρησε την ακτήν μετά πολλής προσοχής, εκίνησε την κεφαλήν ως
+άνθρωπος γνωρίζων τι έβλεπε και κατέβη πάλιν, αφού επρόφερε λέξιν τινά ην
+ουδείς ηδυνήθη να ακούση.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ εζήτει να ίδη το μέρος, όπερ εξετείνετο όπισθεν του ακρωτηρίου. </p>
+
+<p>Δύο ώραι διέρρευσαν. Το ακρωτήριον, ωρθούτο όπισθεν αριστερά, αλλ' η
+παραλία δεν εφαίνετο εισέτι. </p>
+
+<p>Εν τούτοις ο ουρανός εκαθαρίζετο εις τον ορίζοντα, και η υψηλή παραλία, ήτις
+θα ήτο ακριβώς αμερικανική γη, περιχειλουμένη υπό της γιγαντιαίας σειράς των
+Άνδεων θα εφαίνετο εξ αποστάσεως είκοσι μιλίων και περισσότερον. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ έλαβε το τηλεσκόπιον και το περιέφερε βραδέως εφ' όλου του
+ανατολικού ορίζοντος. </p>
+
+<p>Ουδέν! ουδέν έβλεπε πλέον. </p>
+
+<p>Κατά την δευτέραν ώραν μετά μεσημβρίαν παν ίχνος, γης εξηφανίσθη όπισθεν
+του «Πίλγριμ».</p>
+
+<p>Εις τα εμπρός, το τηλεσκόπιον δεν ηδύνατο να αντιληφθή ουδεμίαν κάτοψιν
+γης υψηλής ή χαμηλής. Η κραυγή διέφυγε τότε τα χείλη του Δικ Σανδ, όστις αφήσας
+πάραυτα το κατάστρωμα κατέβη ταχέως εις τον κοιτωνίσκον, ένθα έμενεν η κυρία
+Βέλδων μετά του μικρού Ζακ, της Ναν και του εξαδέλφου Βενεδίκτου.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Νήσος! δεν ήτο άλλο ειμή νήσος, είπε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Νήσος, Δικ! αλλά ποία; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων</p>
+
+<p>&nbsp;— Ο χάρτης θα μας το δείξη, απήντησε ο δόκιμος. </p>
+
+<p>Και δραμών εις το φυλάκειον, μετέφερε τον χάρτην του πλοίου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εκεί, κυρία Βέλδων, εκεί, είπεν. Η ξηρά, την οποίαν είδομεν, δεν
+δύναται να είναι άλλο τι ειμή το σχεδόν αφανές εκείνο σημείον, εν τω μέσω του
+Ειρηνικού, δεν δύναται να είναι άλλο ειμή η νήσος του Πάσχα. Δεν υπάρχουσιν
+άλλαι εις τα μέρη ταύτα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και την αφήσαμεν ήδη οπίσω, ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μάλιστα, πολύ οπίσω. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων παρετήρει προσεκτικώς την νήσον του Πάσχα, ήτις εσχημάτιζεν
+αδιόρατόν τι σημείον επί του χάρτου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και πόσον απέχει η νήσος αύτη από της αμερικανικής παραλίας;</p>
+
+<p>&nbsp;— Τριάκοντα πέντε μοίρας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όπερ σημαίνει; . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Περίπου δύο χιλιάδας μίλια. </p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν το «Πίλγριμ» δεν επροχώρει, αφού ευρισκόμεθα εισέτι τόσον
+μεμακρυσμένοι από της ηπείρου;</p>
+
+<p>&nbsp;— Κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, φέρων προς στιγμήν την χείρα
+επί του μετώπου ωσεί διά να συγκεντρώση τας ιδέας του, δεν ηξεύρω . . . δεν
+ημπορώ . . . να εξηγήσω την απίστευτον αυτήν βραδύτητα . . . Όχι, δεν ειμπορώ . . .
+εκτός εάν αι ενδείξεις της πυξίδος ήσαν ψευδείς . . . Αλλ' η νήσος εκείνη δεν
+δύναται να είναι άλλη ειμή η νήσος του Πάσχα, αφού εφεύγομεν προς τα
+βορειανατολικά με τον άνεμον όπισθεν, και πρέπει να ευχαριστήσω τον Θεόν
+επειδή μοι επέτρεψε να καθορίσω την θέσιν ημών. Ναι, είναι η νήσος του Πάσχα.
+Ναι, απέχει δύο χιλιάδας μίλια από της παραλίας. Ηξεύρω τέλος πού μας ώθησεν η
+τρικυμία, και εάν κατευνασθή, δυνάμεθα να προσεγγίσωμεν μετά τινων ελπίδων
+σωτηρίας την αμερικανικήν ήπειρον. Τώρα τουλάχιστον το πλοίον ημών δεν εχάθη
+πλέον εις το άπειρον του Ειρηνικού. </p>
+
+<p>Την πεποίθησιν ταύτην, ην εμαρτύρει ο Δικ Σανδ, συνεμερίσθησαν όλοι όσοι
+τον ήκουσαν ομιλούντα. Και αυτή η κυρία Βέλδων κατεπείσθη. Εφαίνετο αληθώς
+ότι οι δυστυχείς εκείνοι άνθρωποι ήσαν εις το τέρμα των δεινών των, και το
+«Πίλγριμ», έχον ευνοϊκόν τον άνεμον, δεν θα εβράδυνε να εισέλθη εις τον λιμένα
+της σωτηρίας. </p>
+
+<p>Η νήσος του Πάσχα — το αληθές όνομα της οποίας είναι ΒάιΧου —
+ανακαλυφθείσα υπό του Διβίδ τω 1686 και εξερευνηθείσα υπό του Κουκ και του
+Λαπερούς, κείται υπό την 270 νοτίου πλάτους και την 112ο ανατολικού μήκους.
+Εάν ο μυοπάρων παρεσύρθη τοιουτοτρόπως περισσότερον των δεκαπέντε μοιρών
+προς βορράν, τούτο προδήλως ωφείλετο εις την νοτιοδυτικήν εκείνην τρικυμίαν
+προ της οποίας ηναγκάσθη να φεύγη. </p>
+
+<p>Λοιπόν το «Πίλγριμ» απείχεν έτι δύο χιλιάδας μίλια από της ξηράς. Εν τούτοις
+υπό την ώθησιν του κεραυνοβόλου εκείνου ανέμου δεν θα εχρειάζετο
+περισσοτέρας των δέκα ημερών, όπως φθάση εις οίον δήποτε σημείον της Νοτίου
+Αμερικής. </p>
+
+<p>Αλλ' άρα γε δεν ηδύνατο να ελπίζωσιν, ως το είχεν ειπή ο δόκιμος, ότι ο άνεμος
+θα κατηυνάζετο ολίγον και θα ηδύναντο να αναπετάσωσιν ιστίον τι, άμα έβλεπον
+ξηράν; </p>
+
+<p>Αύτη ήτο η ελπίς του Δικ Σανδ. Εσκέπτετο ότι η καταιγίς εκείνη, ήτις από
+τοσούτων ημερών διήρκει, θα κατέπαυεν ίσως επί τέλους. Και τώρα ότε, χάρις εις
+την ανακάλυψιν της νήσου του Πάσχα, εγνώριζεν ακριβώς την θέσιν του, ηδύνατο
+να έχει την πεποίθησιν ότι αποκατασταθείς κύριος του πλοίου του, θα το
+διηύθυνεν εις μέρος ασφαλές. </p>
+
+<p>Ναι, η ανακάλυψις του μεμονωμένου εκείνου σημείου, γενομένη ωσεί εκ θείας
+προνοίας, απέδωκε θάρρος εις τον Δικ Σανδ. Εάν εφέρετο κατά τας ιδιοτροπίας της
+τρικυμίας, της οποίας δεν ηδύνατο να κατισχύση, τουλάχιστον δεν έπλεεν εις τα
+τυφλά. </p>
+
+<p>Το «Πίλγριμ» άλλως τε στερεώς κατασκευασμένον και κατηρτισμένον δεν
+υπέφερε πολύ εκ των σκληρών προσβολών της τρικυμίας. Αι ζημίαι του συνίσταντο
+μόνον εις την απώλειαν του δόλωνος και της αρτεμονίδος απώλεια ήτις ευκόλως
+ηδύνατο να αναπληρωθή. Ουδεμία σταγών ύδατος διεπέρασε το σκάφος και το
+κατάστρωμα. Αι αντλίαι ήσαν εντελώς ανέπαφοι. Υπό την έποψιν λοιπόν ταύτην
+ουδέν είχον να φοβηθώσιν. </p>
+
+<p>Έμενε λοιπόν η ακατάπαυστος εκείνη καταιγίς, της οποίας την μανίαν ουδέν
+εφαίνετο ικανόν να καταστείλη. Εάν, έν τινι μέτρω ο Δικ Σανδ ηδύνατο να θέση το
+πλοίον του εις κατάστασιν να παλαίση κατά της τρικυμίας, δεν ηδύνατο όμως να
+διατάξη τον άνεμον να κατευνασθή, τα κύματα εκείνα να καταπραϋνθώσι, τον
+ουρανόν εκείνον να αιθριάση. Εάν εντός του πλοίου ήτο «κύριος μετά τον Θεόν»,
+έξω όμως του πλοίου μόνος ο Θεός εδέσποζε των ανέμων και των κυμάτων.</p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ'. </h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΓΗ! ΓΗ.!</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Εν τούτοις η πεποίθησις εκείνη υπό της οποίας επληρούτο ορμεμφύτως η καρδία
+του Δικ Σανδ, έμελλεν εν μέρει να δικαιολογηθή.<br />
+&nbsp;<br />
+Την επιούσαν, 27 Μαρτίου η υδραργυρική στήλη υψώθη εν τω βαρεμετρικώ
+σωλήνι. Η ταλάντευσις μήτε βιαία, μήτε μεγάλη υπήρξε· γραμμαί τινες μόνον, αλλ'
+η πρόοδος ήτο συνεχής. Η τρικυμία έμελλε προδήλως να εισέλθη εις την
+φθίνουσαν αυτής περίοδον και εάν η θάλασσα έμεινεν υπερβολικώς τεταραγμένη,
+ηδυνήθησαν όμως να βεβαιωθώσιν ότι ο άνεμος ηλαττούτο, ανερχόμενος ελαφρώς
+προς δυσμάς. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ δεν ηδύνατο έτι να σκεφθή αναπέτασιν ιστίου τινός, καθότι και το
+μικρότερον θα ανηρπάζετο αμέσως. Εν τούτοις ήλπιζεν ότι δεν θα παρήχοντο 24
+ώραι και θα ηδύνατο να αναπετάση μίαν προτονίδα. </p>
+
+<p>Πράγματι κατά την νύκτα ο άνεμος εχαλαρώθη επαισθητώς, παραβαλλόμενος
+προς εκείνον όστις έπνεε κατά τας παρελθούσας ημέρας, και το πλοίον εσαλεύετο
+ολιγώτερον υπό των σφοδρών κτυπημάτων του σάλου, άτινα ηπείλησαν να το
+εξαθρώσωσιν.<br />
+&nbsp;<br />
+Οι επιβάται ήρχισαν να αναβαίνωσιν εις το κατάστρωμα. Δεν εκινδύνευον πλέον ν'
+αρπαγώσιν υπό τινος κύματος.<br />
+&nbsp;<br />
+Πρώτη η κυρία Βέλδων εγκατέλιπε το τετράγωνον, εν τω οποίω ο Δικ χάριν
+προφυλάξεως την ηνάγκασε να περιορισθή κατά την διάρκειαν της μακράς εκείνης
+τρικυμίας. Ήλθε να συνομιλήση μετά του δοκίμου, τον οποίον θέλησις αληθώς
+υπεράνθρωπος είχε καταστήσει ικανόν να αντιστή εις τόσους μόχθους. </p>
+
+<p>Ισχνός, ωχρός υπό το ηλιοκαές του χρώματός του, θα ηδύνατο να εξασθενήση
+ένεκα της στερήσεώς του ύπνου εκείνου του τοσούτον αναγκαίου εις την ηλικίαν
+του. Αλλ' όχι· η ισχυρά κράσις του αντείχεν εις όλα. Ίσως βραδύτερον θα
+επλήρωνεν ακριβά την περίοδον εκείνην των δοκιμασιών. </p>
+
+<p>Αλλ' η στιγμή εκείνη δεν ήτο κατάλληλος να καταβληθή. Ο Δικ Σανδ εσκέπτετο
+πάντοτε ταύτα, η δε κυρία Βέλδων τον εύρεν επίσης δραστήριον όσον ήτο και
+πρότερον. </p>
+
+<p>Και έπειτα ο γενναίος εκείνος Σανδ είχε θάρρος, και εάν το θάρρος δεν
+επιβάλλεται, τουλάχιστον επιβάλλει. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δικ, αγαπητόν μου τέκνον, πλοίαρχέ μου είπεν η κυρία Βέλδων,
+τείνουσα την χείρα προς τον νεαρόν δόκιμον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Α! κυρία Βέλδων, ανέκραξεν ο Δικ Σανδ μειδιών, απειθείται εις τον
+πλοίαρχόν σας! Επανέρχεσθε εις το κατάστρωμα, εγκαταλείπετε τον κοιτωνίσκον
+σας μεθ' όλας τας παρακλήσεις του.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ναι, απειθώ, απεκρίθη η κυρία Βέλδων· αλλ' έχω προαίσθημά τι ότι η
+τρικυμία καταπαύει ή θα καταπαύση μετ' ολίγον.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Τωόντι καταπαύει, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο δόκιμος. Δεν απατάσθε. Το
+βαρόμετρον δεν κατήλθεν από της χθες. Ο άνεμος εμετρίασε, και έχω λόγον να
+πιστεύω, ότι αι σκληρότεραι δοκιμασίαι μας παρήλθον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο Θεός να σε ακούση, Δικ. Α! πολύ υπέφερες, αγαπητόν μου τέκνον!
+Έπραξες . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Απλώς το καθήκον μου, κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά θα αναπαυθής τέλος ολίγον;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ν' αναπαυθώ! είπεν ο δόκιμος. Δεν έχω ανάγκην αναπαύσεως, κυρία
+Βέλδων. Είμαι κάλλιστα, χάρις τω Θεώ και πρέπει να εκτελέσω το καθήκον μου
+μέχρι τέλους. Με ωνομάσατε πλοίαρχον, και, θα μένω πλοίαρχος μέχρι της στιγμής
+καθ' ήν όλοι οι επιβάται θα είναι εν ασφαλεία.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Δικ, επανέλαβεν η κυρία Βέλδων, εγώ και ο σύζυγος μου ουδέποτε θα
+λησμονήσωμεν τι έπραξες. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο Θεός έπραξε τα πάντα, απεκρίθη ο Δικ, τα πάντα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τέκνον μου, σου επαναλαμβάνω ότι, διά της ηθικής και
+δραστηριότητός σου, εδείχθης ανήρ άξιος να κυβερνάς και μετ' ολίγον, άμα
+περαιωθώσιν αι σπουδαί σου, — και ο σύζυγός μου δεν θα με διαψεύση, — θα
+ήσαι πλοίαρχος παρά τω οίκω Ζαμ Ουίλλιαμ Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εγώ! εγώ! ανέκραξεν ο Δικ Σανδ, του οποίου οι οφθαλμοί
+εκαλύφθησαν υπό δακρύων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δικ, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, ήσο ήδη θετός ημών υιός, αλλά τώρα
+είσαι υιός μας, είσαι ο σωτήρ της μητρός σου και του μικρού αδελφού σου Ζακ.
+Φίλτατε Δικ, σε ασπάζομαι διά τον σύζυγόν μου και δι' εμέ!</p>
+
+<p>Η γενναία γυνή επεθύμει να μη συγκινηθή θλίβουσα τον νεαρόν δόκιμον εις
+τας αγκάλας της, αλλ' η καρδία της υπερεξεχείλιζεν. Αλλά ποία γραφίς θα ηδύνατο
+να περιγράψη τι ησθάνετο ο Δικ Σανδ; Εσκέπτετο εάν ηδύνατο να πράξη τι
+περισσότερον ή να προσφέρη την ζωήν του υπέρ των ευεργετών του και εδέχετο
+προκαταβολικώς πάσας τας δοκιμασίας, όσαι θα τω επεβάλλοντο εις το μέλλον.<br
+/>
+&nbsp;<br />
+Μετά την συνδιάλεξιν ταύτην ο Δικ Σανδ ησθάνθη εαυτόν ισχυρότερον. Εάν ο
+άνεμος εγίνετο μετριώτερος και τω επέτρεπε ν' αναπετάση ιστίον τι, δεν
+αμφέβαλλεν ότι θα ηδύνατο να διευθύνη το πλοίον του πρός τινα λιμένα, ένθα
+όλοι εκείνοι τους οποίους έφερε θα εύρισκον τέλος την σωτηρίαν. </p>
+
+<p>Τη 29, ελαττωθέντος ολίγον του ανέμου, ο Δικ Σανδ εσκέφθη να αποκαταστήση
+το ακάτιον και τον δόλωνα και κατ' ακολουθίαν να αυξήση την ταχύτητα του
+«Πίλγριμ», εξασφαλίζων την διεύθυνσίν του.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Εμπρός, Τωμ! εμπρός, φίλοι μου! Ανέκραξεν, όταν ανέβη εις το
+κατάστρωμα όρθρου βαθέως. Έλθετε! έχω ανάγκην των βραχιόνων σας.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Είμεθα έτοιμοι, πλοίαρχε Σανδ, απεκρίθη ο γέρων Τωμ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Έτοιμοι εις όλα, προσέθηκεν ο Ηρακλής. Κατά την διάρκειαν της
+τρικυμίας δεν είχον τι να πράξω και ήρχιζα να σκωριάζω.</p>
+
+<p>&nbsp;— Έπρεπε να φυσάς με το μεγάλον στόμα σου, είπεν ο μικρός Ζακ.
+Στοιχηματίζω ότι θα ήσο τόσον δυνατός όσον ο άνεμος.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Καλή ιδέα, Ζακ! είπεν ο Δικ Σανδ, γελών. Όταν είναι γαλήνη, θα λέγωμεν
+εις τον Ηρακλέα να φυσά εις τα ιστία.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Εις τας διαταγάς σας, κύριε Δικ, απεκρίθη ο αγαθός μαύρος εξογκών τας
+παρειάς ως γιγαντιαίος Βορέας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τώρα, φίλοι, επανέλαβεν ο δόκιμος, θα αναρτήσωμεν πρώτον
+αναπληρωτικόν ιστίον, καθότι ο δόλων ανηρπάγη από του ανέμου. Ίσως είναι
+δύσκολον, αλλά πρέπει να γίνη. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα γίνη! απεκρίθη ο Ακτέων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ειμπορώ να σας βοηθήσω; ηρώτησεν ο μικρός Ζακ πάντοτε πρόθυμος
+να εργασθή.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ναι, Ζακ μου, απεκρίθη ο δόκιμος. Θα μείνης εις τον τροχόν πλησίον του
+φίλου μας Βαρθολομαίου, και θα τον βοηθής να κυβερνά.<br />
+&nbsp;<br />
+Περιττόν να είπωμεν πόσον υπερηφανεύθη ο μικρός Ζακ γενόμενος βοηθός
+πηδαλιούχος του «Πίλγριμ».</p>
+
+<p>&nbsp;— Τώρα, εις έργον, επανέλαβεν ο Δικ Σανδ, και όσω το δυνατόν ας μη
+εκτιθέμεθα. </p>
+
+<p>Οι μαύροι, βοηθούμενοι υπό του δοκίμου, ήρχισαν την εργασίαν. Η εξάρτησις
+ενός δόλωνος παρείχε δυσκολίας τινάς εις τον Τωμ και τους συντρόφους του.
+Πρόκειτο να ανυψώσωσι κατ' αρχάς το περιτετυλιγμένον εφ' εαυτό ιστίον, είτα δε
+να το στερεώσωσιν επί της κεραίας. </p>
+
+<p>Εν τούτοις ο Δικ Σανδ τόσω καλώς διηύθυνε και τόσω καλώς υπήκουσαν εις
+αυτόν, ώστε μετά εργασίαν μιας ώρας, το ιστίον εξετυλίχθη, η κεραία ανυψώθη και
+ο δόλων αποκατέστη καλώς μετά δύο σειρών θηλιών. </p>
+
+<p>Το ακάτιον και ο δεύτερος αρτέμων, άτινα είχον συμπτυχθή προ της τρικυμίας,
+ανεπτύχθησαν άνευ πολλής δυσκολίας μεθ' όλον τον βίαιον άνεμον. </p>
+
+<p>Τέλος, την ημέραν εκείνην, εις τας δέκα της πρωίας το «Πίλγριμ» έπλεε μετά
+ακατίου, του δόλωνος και του αρτέμονος. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ δεν έκρινε συνετόν να θέση πλειότερα ιστία. Όσα είχεν, ενόσω ο
+άνεμος δεν εχαλαρούτο, ήρκουν να τω εξασφαλίσωσι ταχύτητα διακοσίων μιλίων
+τουλάχιστον εις είκοσι τεσσάρας ώρας, και δεν τω εχρειάζετο περισσότερο, όπως
+φθάση εις την αμερικανικήν ακτήν προ δέκα ημερών.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο δόκιμος ευχαριστήθη αληθώς όταν, επανελθών εις το πηδάλιον, επανέλαβε την
+θέσιν του, ευχαριστήσας των κυρ Ζακ, τον βοηθόν πηδαλιούχον του «Πίλγριμ» Δεν
+ήτο πλέον εις την διάκρισιν των κυμάτων. Έπλεε καλώς. Η χαρά του δύναται να
+εννοηθή παρ' όλων εκείνων όσοι είναι πως συνοικειωμένοι προς τα ναυτικά
+πράγματα. </p>
+
+<p>Την επιούσαν, τα νέφη έτρεχον μεν εισέτι μετά της αυτής ταχύτητος, αλλ'
+άφινον μεταξύ των μεγάλα κενά, διά των οποίων αι ηλιακαί ακτίνες ηκοντίζοντο
+μέχρι της επιφανείας των υδάτων. Ενίοτε το «Πίλγριμ» κατεφωτίζετο υπ' αυτών.
+Ωραίον πράγμα το ζωογόνον τούτο φως! Ενίοτε εσβύνετο όπισθεν ευρείας μάζης
+ατμών ορμώντων προς ανατολάς, είτα ανεφαίνετο πάλιν, και πάλιν εξηφανίζετο,
+αλλ' ο καιρός αποκαθίστατο ωραίος. </p>
+
+<p>Οι καθέκται ηνεώχθησαν, όπως αερισθή το εσωτερικόν του πλοίου. Αήρ
+υγιεινός εισήρχετο εις το κύτος εις το πρυμναίον διαμέρισμα, εις τας θέσεις του
+πληρώματος. Τα υγρά ιστία εξηπλώθησαν διά να στεγνώσωσιν. Εκαθαρίσθη
+ωσαύτως το κατάστρωμα. Ο Δικ Σανδ δεν ήθελε να φθάση το πλοίον του εις τον
+λιμένα χωρίς να είναι ολίγον καλλωπισμένον. Χωρίς να καταπονήται το πλήρωμα,
+ολίγαι ώραι αφιερούμεναι καθ' εκάστην εις την εργασίαν ταύτην ήρχουν όπως τα
+πάντα περαιωθώσι καλώς.<br />
+&nbsp;<br />
+Καίτοι ο δόκιμος δεν ηδύνατο πλέον να ρίπτη το δρομόμετρον, είχεν όμως
+αρκούσαν έξιν να υπολογίζη τον ολκόν πλοίου και να ευρίσκη την ταχύτητα αυτού.
+Δεν αμφέβαλλε λοιπόν ότι πριν ή παρέλθωσιν επτά ημέραι θα έβλεπε ξηράν, την
+γνώμην δε ταύτην έπεισε και την κυρίαν Βέλδων να παραδεχθή, αφού τη έδειξεν
+επί του χάρτου την πιθανήν θέσιν του πλοίου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και λοιπόν! εις ποίον μέρος της ακτής θα φθάσωμεν, φίλτατε Δικ; τον
+ηρώτησεν εκείνη. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εδώ, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο δόκιμος, δεικνύων την μακράν
+εκείνην παράλιον ταινίαν ήτις εκτείνεται μεταξύ του Περού και της Χιλής. Δεν
+δύναμαι να ήμαι ακριβέστερος. Ιδού η νήσος του Πάσχα την οποίαν αφήσαμεν
+προς δυσμάς, εκ της διευθύνσεως δε του ανέμου, ήτις υπήρξε σταθερά,
+συμπεραίνω ότι θα ίδωμεν την ξηράν προς ανατολάς. Οι όρμοι είναι πολυάριθμοι
+επί της ακτής ταύτης, αλλά προς το παρόν δεν δύναμαι να ορίσω ακριβώς το μέρος
+εις το οποίον θα προσορμισθώμεν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Καλά, Δικ, όστις και αν είναι ο λιμήν ούτος, καλώς να έλθη!</p>
+
+<p>&nbsp;— Μάλιστα, κυρία Βέλδων, και θα εύρητε εκεί βεβαίως τα μέσα να
+επιτρέψηται ταχέως εις Άγιον Φραγκίσκον. Η ατμοπλοϊκή εταιρία του Ειρηνικού
+έχει κάλλιστα ωργανωμένην την συγκοινωνίαν του μέρους τούτου. Τα ατμόπλοια
+αυτής προσεγγίζουσιν εις τα κυριώτερα μέρη της παραλίας, και θα σας είναι πολύ
+εύκολον να επιβιβασθήτε διά την Καλιφορνίαν.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Δεν σκοπεύεις λοιπόν να επαναφέρης το «Πίλγριμ» εις Άγιον
+Φραγκίσκον; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Μάλιστα, αφού σας αποβιβάσω, κυρία Βέλδων. Εάν δυνηθώμεν να
+εύρωμεν αξιωματικόν τινα και πλήρωμα. Θα εκφορτώσωμεν εις Βαλπαραΐζον, ως
+εσκόπευε να πράξη ο πλοίαρχος Χουλ. Έπειτα δε θα επιστρέψωμεν εις τον
+ορμητήριον λιμένα του πλοίου. Αλλά τούτο θα φέρη πολλήν χρονοτριβήν, και με
+όλην την θλίψιν την οποίαν έχω, αποχωριζόμενος αφ' υμών . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Καλά, Δικ, απεκρίθη η κυρία Βέλδων. Βραδύτερον θα ίδωμεν τι
+πρέπει να πράξωμεν. — Ειπέ μοι, εφαίνεσο φοβούμενος τους κινδύνους τους
+οποίους παρουσιάζει η γη;</p>
+
+<p>Τωόντι, είναι επίφοβοι, είπεν ο δόκιμος, αλλ' ελπίζω πάντοτε ότι θα συναντήσω
+πλοίον τι εις τα μέρη ταύτα, και μάλιστα εκπλήττομαι πώς δεν είδον κανέν. Έν και
+μόνον εάν διέλθη, θα συνεννοηθώμεν μετ' αυτού, θα μας δώση ακριβείς
+πληροφορίας πού ευρισκόμεθα, και τούτο θα καταστήση ευκολώτερον την
+προσέγγισιν ημών εις την ξηράν.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Δεν υπάρχουσι λοιπόν, πλοηγοί εκτελούντες την υπηρεσίαν της παραλίας
+ταύτης; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Βεβαίως θα υπάρχωσιν, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, αλλά πλησιέστερον της
+ξηράς. Πρέπει λοιπόν να εξακολουθώμεν πλησιάζοντες αυτήν.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Και εάν δεν συναντήσωμεν πλοηγόν! . . . ηρώτησεν η κυρία Βέλδων,
+επιμένουσα να μάθη πώς ο νεαρός δόκιμος θα απέτρεπε τους ενδεχομένους
+κινδύνους. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εν τοιαύτη περιπτώσει, κυρία Βέλδων, ή ο καιρός θα είναι καθαρός, ο
+άνεμος μέτριος, και θα προσπαθήσω να παραπλεύσω την παραλίαν μέχρις ου
+εύρω καταφύγιον, ή ο άνεμος θα γίνη ισχυρός, και τότε . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Τότε; . . . Τι θα πράξης, Δικ;</p>
+
+<p>&nbsp;— Τότε, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, εις την κατάστασιν εις ην ευρίσκεται το
+«Πίλγριμ», εάν άπαξ εξοκείλη, θα είναι πολύ δύσκολον να ανελκυσθή.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Τι θα πράξης; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα αναγκασθώ να ρίψω το πλοίον μου εις την ξηράν, απεκρίθη ο
+δόκιμος, του οποίου το μέτωπον εζοφώθη προς στιγμήν. Α! είναι σκληρόν το
+μέτρον! και ο Θεός να δώση να μη καταφύγωμεν εις την εσχάτην ταύτην ανάγκην!
+Αλλά σας επαναλαμβάνω, κυρία Βέλδων, η θέα του ουρανού φαίνεται
+ενθαρρυντική, και δεν είναι δυνατόν πλοίον τι ή ρυμουλκόν να μη συναντήσωμεν.
+Λοιπόν, καλή ελπίς! Διευθυνόμεθα προς την ξηράν, και θα ίδωμεν εντός ολίγου.
+</p>
+
+<p>Να ρίπτεις το πλοίον εις την ξηράν είναι η εσχάτη πράξις προ της οποίας και ο
+θαρραλεώτερος ναυτικός καταλαμβάνεται υπό τρόμου. Τούτου ένεκεν ο Δικ Σανδ
+δεν ήθελε να προΐδη την περίπτωσιν ταύτην, ενόσω είχεν ελπίδας τινάς ότι ήθελε
+την αποφύγει·</p>
+
+<p>Επί τινας ημέρας εγένοντο εις την ατμόσφαιραν μεταβολαί τινες αίτινες
+ενέβαλον και πάλιν εις τον δόκιμον ανησυχίαν. Ο άνεμος έπνεε πάντοτε σφοδρός
+και ταλαντεύσεις τινές της βαρομετρικής στήλης εδήλουν ότι έμελλε να γίνη
+σφοδρότερος. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ λοιπόν εσκέπτετο ουχί άνευ φόβου μήπως αναγκασθή και πάλιν να
+φεύγη άνευ ιστίων. Εν τούτοις είχε τόσον μέγα συμφέρον να διατηρήση
+τουλάχιστον τον δόλωνά του, ώστε απεφάσισε να τον κρατήση, ενόσω δεν
+εκινδύνευε να αναρπαγή υπό του ανέμου. </p>
+
+<p>Αλλά, όπως εξασφαλίση την στερεότητα των ιστών, ενέτεινε καλώς και
+σφοδρώς τα εξάρτια και τους παρατόνους. Προ πάντων δεν έπρεπε να
+διακινδυνεύση την θέσιν, ήτις θα καθίστατο σπουδαιοτάτη, εάν το «Πίλγριμ» έχανε
+τους ιστούς του. </p>
+
+<p>Άπαξ ή δις ωσαύτως, ανελθόντος του βαρομέτρου εφοβήθησαν μήπως ο
+άνεμος γίνη εντελώς αντίθετος, ήτοι μήπως μεταβληθή ανατολικός. </p>
+
+<p>Θα εστενοχωρούντο λοιπόν περισσότερον. </p>
+
+<p>Νέα αγωνία διά τον Δικ Σανδ. Τι θα έπραττε με τον εναντίον εκείνον άνεμον; Να
+λοξοδρομή;</p>
+
+<p>Αλλ' εάν ηναγκάζετο να καταφύγη εις το μέτρον τούτο, πόσαι νέαι βραδύτητες
+θα επήρχοντο και πόσοι κίνδυνοι, εάν ερρίπτετο πάλιν εις το πέλαγος!</p>
+
+<p>Ευτυχώς όμως οι φόβοι ούτοι δεν επραγματοποιήθησαν. Ο άνεμος, αφού
+εποίκιλλεν επί τινας ημέρας, πλέων οτέ μεν βόρειος οτέ δε νότιος, αποκατέστη επί
+τέλους οριστικώς δυτικός. </p>
+
+<p>Αλλ' ήτο πάντοτε ισχυρός και επίεζε τους ιστούς. </p>
+
+<p>Ήτο η 5 Απριλίου. Ούτω λοιπόν πλειότερον των δύο μηνών είχον παρέλθει ήδη
+από της ημέρας καθ' ήν το «Πίλγριμ» απέπλευσεν εκ της Νέας Ζηλανδίας. Επί
+είκοσιν ημέρας, εναντίος άνεμος και μακραί νηνεμίαι είχον επιβραδύνη την
+πορείαν αυτού. Ακολούθως ευρέθη υπό συνθήκας ευνοϊκάς, όπως φθάση ταχέως
+εις την ξηράν. </p>
+
+<p>Η ταχύτης μάλιστα αυτού κατά την διάρκειαν της τρικυμίας βεβαίως ήτο
+μεγάλη. Ο Δικ Σανδ υπελόγιζεν ως μέσον όρον τουλάχιστον διακόσια μίλια την
+ημέραν! Πώς λοιπόν δεν είδον ακόμη ξηράν;</p>
+
+<p>Έφευγεν άρα γε αύτη προ του «Πίλγριμ»; Τούτο ήτο εντελώς ανεξήγητον.<br />
+&nbsp;<br />
+Και εν τούτοις ουδεμία γη εφάνη, ει και είς των μαύρων έμενε διαρκώς φρουρών
+επί του υψώματος.<br />
+&nbsp;<br />
+Πολλάκις ανέβαινεν εκεί αυτός ο Δικ Σανδ, έχων δε το τηλεσκόπιον εις τους
+οφθαλμούς προσεπάθει να ανακάλυψη ένδειξίν τινα ορέων. </p>
+
+<p>Η σειρά των Άνδεων είναι λίαν υψηλή. </p>
+
+<p>Εις την ζώνην λοιπόν των νεφών έπρεπε να αναζητήση κορυφήν τινα
+υπερέχουσαν των ατμών του ορίζοντος. </p>
+
+<p>Πολλάκις ο Τωμ και οι μετ' αυτού ηπατήθησαν εκ ψευδών ενδείξεων ξηράς.
+Ήσαν απλοί ατμοί παραδόξου σχήματος ορθούμενοι εις τον ορίζοντα. </p>
+
+<p>Συνέβη μάλιστα ώστε οι αγαθοί εκείνοι άνδρες να επιμένωσιν ενίοτε εις τας
+βεβαιώσεις των· αλλά μετά τινα χρόνον ηναγκάζοντο να ομολογήσωσιν ότι είχον
+γείνη θύματα οπτικής απάτης. Η υποτιθεμένη γη μετετοπίζετο, μετέβαλλε σχήμα
+και μορφήν και επί τέλους εξηλείφετο εντελώς. </p>
+
+<p>Τη 6 Απριλίου ουδεμία αμφιβολία ήτο δυνατή.</p>
+
+<p>Ήτο ογδόη ώρα της πρωίας, ο Δικ Σανδ είχεν αναβή επί του υψώματος. Κατ'
+εκείνην την στιγμήν, αι αχλύες διελύθησαν υπό τας πρώτας ηλιακάς ακτίνας, και ο
+ορίζων εκαθαρίσθη αρκούντως. </p>
+
+<p>Εκ του στόματος του Δικ Σανδ εξέφυγε τέλος η τόσω περιπόθητος κραυγή.<br
+/>
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Γη! γη! ενώπιον ημών. </p>
+
+<p>Εις την κραυγήν ταύτην όλοι ώρμησαν εις το κατάστρωμα, ο μικρός Ζακ,
+περίεργος ως είναι όλα τα παιδία της ηλικίας του, η κυρία Βέλδων, της οποίας τα
+παθήματα έμελλον να παύσωσι διά της προσορμίσεως, ο Τωμ και οι μετ' αυτού,
+οίτινες θα απέβαινον τέλος επί της αμερικανικής ηπείρου, και αυτός ο εξάδελφος
+Βενέδικτος, όστις ήλπιζε να πλουτίση την συλλογήν του δι' όλως νέων αυτώ
+εντόμων.<br />
+&nbsp;<br />
+Μόνος ο Νεγορός δεν εφάνη. </p>
+
+<p>Έκαστος είδε τότε ό,τι είχεν ιδεί ο Δικ Σανδ, οι μεν ευκρινώς, οι δε πεπειθότες
+εις την διαβεβαίωσιν των άλλων. Αλλ' ο δόκιμος, εξησκημένος εις την εξερεύνησιν
+του θαλασσίου ορίζοντος, δεν ηδύνατο να απατηθή, και μετά μίαν ώραν θα
+ηναγκάζοντο να συνομολογήσωσι τούτο πάντες. </p>
+
+<p>Εις απόστασιν τεσσάρων μιλίων περίπου προς ανατολάς, διεκρίνετο παραλία
+αρκούντως χαψηλή ή φαινομένη τουλάχιστον ως τοιαύτη. Βεβαίως όπισθεν αυτής
+θα εξείχεν η υψηλή σειρά των Άνδεων, αλλ' η τελευταία ζώνη των νεφών δεν
+επέτρεπε να βλέπωσι τας κορυφάς αυτής. </p>
+
+<p>Το «Πίλγριμ» έπλεε κατ' ευθείαν και ταχέως προς την ακτήν εκείνην, ήτις
+επλατύνετο εν ριπή οφθαλμού. </p>
+
+<p>Μετά δύο ώρας τρία μόλις μίλια απείχεν απ' αυτής. </p>
+
+<p>Το μέρος εκείνο της ακτής επερατούτο βορειοανατολικώς δι' ακρωτηρίου
+αρκετά υψηλού καλύπτοντος είδος τι όρμου. Εξ εναντίας, προς τα νοτιοανατολικά,
+εξετείνετο ως λεπτή γλώσσα γης. </p>
+
+<p>Δένδρα τινα έστεφον σειράν βράχων χαμηλών διακρινομένων τότε. Αλλ' ήτο
+πρόδηλον ότι, γνωστού όντος του γεωγραφικού χαρακτήρος του τόπου, η υψηλή
+οροσειρά των Άνδεων εσχημάτιζε το οπίσθιον αυτών σχέδιον. </p>
+
+<p>Ουδεμία όμως ορατή κατοικία, ουδείς λιμήν, ουδέν στόμιον ποταμού
+δυνάμενον να χρησιμεύση ως καταφύγιον πλοίου. </p>
+
+<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν το «Πίλγριμ» έπλεε κατ' ευθείαν προς την ξηράν. </p>
+
+<p>Μετά των ηλαττωμένων ιστίων, τα οποία διέθετεν, επειδή ο άνεμος το
+έπληττεν εκ του πλαγίου, ο Δικ Σανδ δεν θα ηδύνατο να το αναστείλη. </p>
+
+<p>Εις τα εμπρός εζωγραφίζετο μακρά σειρά σκοπέλων, επί των οποίων
+κατάλευκος άφριζεν η θάλασσα. Εφαίνοντο τα κύματα υψούμενα μέχρι του
+ημίσεως των θαλασσοκρήμνων. Θα υπήρχεν εκεί φοβερά παλίρροια. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ, αφού έμεινεν επί του πρωραίου υψώματος παρατηρών την ακτήν,
+επανήλθεν εις την πρύμνην και χωρίς μήτε λέξιν να προσφέρη έλαβε το
+πηδάλιον.</p>
+
+<p>Ο άνεμος ηύξανε πάντοτε. Ο μυοπάρων δεν απείχε πλέον από της παραλίας
+πλειότερον μιλίου. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ παρετήρησε τότε είδος τι μικρού κόλπου, εν τω οποίω απεφάσισε
+να εισέλθη· αλλά, πριν φθάση εκεί, έπρεπε τα διέλθη σειράν σκοπέλων, μεταξύ των
+οποίων θα ήτο δύσκολον να εύρη δίοδον. Η οπισθόρμησις των υδάτων εδείκνυεν
+ότι το ύδωρ πανταχού ήτο αβαθές. </p>
+
+<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Δίγγος, όστις περιεφέρετο επί του καταστρώματος,
+ώρμησεν εις την πρώραν, και παρατηρών την γην ήρχισε να υλακτή θρηνωδώς.
+Ήθελέ τις υποθέσει ότι ο κύων ανεγνώριζε την παραλίαν εκείνην, και ότι το
+ορμέμφυτον αυτού τω επανέφερε θλιβεράν τινα ανάμνησιν.</p>
+
+<p>Ο Νεγορός τον ήκουε βεβαίως, καθότι ακαταμάχητον τι αίσθημα τον ώθησεν
+έξω του κοιτωνίσκου του, και μολονότι εφοβείτο τον κύνα, ήλθε σχεδόν αμέσως να
+επακουμβήση επί του παραρρύματος.<br />
+&nbsp;<br />
+Ευτυχώς δι' αυτόν, ο Δίγγος, του οποίου αι θλιβεραί υλακαί απηυθύνοντο πάντοτε
+προς την γην εκείνην, δεν τον είδεν. </p>
+
+<p>Ο Νεγορός παρετήρει την μανιώδη εκείνην παλίρροιαν, και τούτο δεν εφάνη
+ότι τον εφόβησεν. Η κυρία Βέλδων, ήτις τον υπέβλεπεν, ενόμισεν ότι είδε το
+πρόσωπόν του ερυθριάσαν ελαφρώς και ότι προς στιγμήν οι χαρακτήρες του
+συνεσπάσθησαν.<br />
+&nbsp;<br />
+Εγνώριζεν λοιπόν ο Νεγορός το μέρος εκείνο της ηπείρου, όπου ώθησαν το
+«Πίλγριμ» οι άνεμοι. </p>
+
+<p>Κατά την στιγμήν εκείνην ο Δικ Σανδ εγκατέλειπε τον οίακα εις τας χείρας του
+γέροντος Τωμ και ήλθε διά τελευταίαν φοράν να παρατήρηση τον μικρόν όρμον
+όστις ηνοίγετο ολίγον κατ' ολίγον. Είτα δε:</p>
+
+<p>&nbsp;— Κυρία Βέλδων, είπε μετά φωνής σταθεράς, δεν ελπίζω πλέον ότι θα
+εύρω καταφύγιον. Πριν ή παρέλθη ημίσεια ώρα, μεθ' όλας τας προσπαθείας μου,
+το «Πίλγριμ» θα πέση επί των σκοπέλων. Δεν θα φέρω το πλοίον εις λιμένα.
+Αναγκάζομαι να το χάσω διά να σας σώσω. Αλλά μεταξύ της σωτηρίας υμών και
+αυτού, δεν έχω να διστάσω. </p>
+
+<p>&nbsp;— Έπραξες παν ό,τι εξηρτάτο από σου, Δικ; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Τα πάντα, απήντησεν ο νεαρός δόκιμος. Και αμέσως προετοιμάσθη,
+όπως εξωκείλη.<br />
+&nbsp;<br />
+Εν πρώτοις η κυρία Βέλδων, ο Ζακ, ο εξάδελφος Βενέδικτος και η Ναν εζώσθησαν
+τα σωσίβια. Ο Δικ Σανδ ο Τωμ και οι μαύροι, επιτήδειοι κολυμβηταί, ητοιμάσθησαν
+και ούτοι να φθάσωσιν εις την ξηράν, εν ή περιπτώσει ήθελον αναγκασθή να
+πέσωσιν εις την θάλασσαν.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Ηρακλής ώφειλεν ιδίως να προσέχη την κυρίαν Βέλδων. </p>
+
+<p>Ο δόκιμος θα εφρόντιζε περί του μικρού Ζακ. Ο εξάδελφος Βενέδικτος, άλλως
+τε λίαν ήσυχος, ενεφανίσθη επί του καταστρώματος φέρων ανηρτημένον από των
+ώμων του το εντομολογικόν κιβώτιόν του. Ο δόκιμος τον συνέστησεν εις τον
+Βαρθολομαίον και τον Αυγουστίνον. Όσον δ' αφορά τον Νεγορόν, η παράδοξος
+αυτού αταραξία εμαρτύρει αρκούντως ότι ουδενός βοηθού είχεν ανάγκην.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ, είχεν χάριν τελευταίας προφυλάξεως, διατάξει να αναβιβάσωσιν επί
+του πρωραίου υψώματος δέκα βαρέλια εκ του φορτίου, άτινα περιείχον έλαιον
+φαλαίνης. </p>
+
+<p>Το έλαιον τούτο, χυνόμενον εγκαίρως, καθ' ήν στιγμήν το «Πίλγριμ» θα
+ευρίσκετο επί της παλιρροίας, έμελλε να κατευνάση επί τινας στιγμάς την
+θάλασσαν, αλείφον ούτως ειπείν τα μόρια του ύδατος, και διά της πράξεως ταύτης
+θα διηυκολύνετο ίσως η διάβασις του πλοίου μεταξύ των σκοπέλων.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ δεν ήθελε να παραμελήση ουδέν, εξ όσων ηδύναντο ίσως να
+εξασφαλίσωσι την κοινήν σωτηρίαν. </p>
+
+<p>Αφού δε ελήφθησαν όλαι αύται αι προφυλάξεις, ο δόκιμος επέστρεψεν εις το
+πηδάλιον. </p>
+
+<p>Το «Πίλγριμ» απείχε τότε μόλις διακόσια μέτρα, ήτοι σχεδόν ήγγιζε τους
+σκοπέλους. Η δεξιά αυτού πλευρά ελούετο ήδη εν λευκώ αφρώ της παραλίας. Κατά
+πάσαν στιγμήν ο δόκιμος επίστευεν ότι η τρόπις του πλοίου έμελλε να προσκρούση
+επί τινος πέτρας. </p>
+
+<p>Αίφνης ο Δικ Σανδ παρετήρησεν εκ της μεταβολής του χρώματος του ύδατος,
+ότι δίοδός τις εξετείνετο μεταξύ των σκοπέλων. Έπρεπε λοιπόν, χωρίς να διστάση,
+να εισέλθη τολμηρώς, όπως πλησιάση όσω το δυνατόν περισσότερον εις την ξηράν.
+</p>
+
+<p>Ο δόκιμος δεν εδίστασε. Διά μιας κινήσεως του πηδαλίου ώθησε το πλοίον εις
+την στενήν και ελικοειδή διώρυγα. </p>
+
+<p>Εις το μέρος εκείνο η θάλασσα ήτο πολύ μανιωδεστέρα, τα δε κύματα
+ανεπήδων μέχρι του καταστρώματος. </p>
+
+<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/115.jpg" width="339"
+height="400"
+alt="Εις το μέρος εκείνο η θάλασσα ήτο πολύ μανιωδεστέρα" border="2" /><br
+/></p>
+
+<p>Οι μαύροι ίσταντο εις την πρώραν, πλησίον των βαρελίων, περιμένοντες τας
+διαταγάς του δοκίμου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Κενώσατε το έλαιον! Κενώσατε! έκραξεν ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>Υπό το έλαιον εκείνο όπερ εχύθη ποταμηδόν, η θάλασσα κατηυνάσθη ως διά
+μαγείας. επιφυλασσομένη να γίνη μανιωδεστέρα μετ' ολίγας στιγμάς. </p>
+
+<p>Το «Πίλγριμ» ωλίσθησε ταχέως επί των ελαιωθέντων εκείνων υδάτων και
+επροχώρησε κατ' ευθείαν προς το παράλιον. </p>
+
+<p>Αίφνης εγένετο σύρραξις. Το πλοίον, ανυψωθέν υπό τρομερού κύματος,
+εξώκειλε και οι ιστοί αυτού κατέπεσον χωρίς να πληγώσωσί τινα. </p>
+
+<p>Το σκάφος του «Πίλγριμ» ημιανοιχθέν εκ της συγκρούσεως, κατεπλημμυρίσθη
+υπό του ύδατος μετά μεγίστης ορμής. Αλλά το παράλιον δεν απείχε πλειότερον των
+εκατόν μέτρων και σειρά μικρών μελανωπών βράχων επέτρεπε να το φθάσωσιν
+ευκόλως.<br />
+&nbsp;<br />
+Τοιουτοτρόπως μετά δέκα λεπτά όλοι οι επιβάται του «Πίλγριμ» απέβησαν εις τους
+πρόποδας του θαλασσοκρήμνου. </p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ'. </h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΤΙ ΠΟΙΗΤΕΟΝ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Ούτω λοιπόν, μετά μικρόν ένεκα των νηνεμιών διάπλουν, ακολούθως δε
+ευνοηθέντα υπό βορειανατολικών και νοτιοδυτικών ανέμων, — διάπλουν
+διαρκέσαντα ουχί ολιγώτερον των εβδομήκοντα και τεσσάρων ημερών, — το
+«Πίλγριμ» ερρίφθη επί της ξηράς. </p>
+
+<p>Εν τούτοις η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής ηυχαρίστησαν την θείαν Πρόνοιαν,
+άμα ευρέθησαν εν ασφαλεία. Τωόντι η τρικυμία τους έρριψεν ουχί επί τινος των
+απαισίων νήσων της Πολυνησίας αλλ' επί ηπείρου. </p>
+
+<p>Η εις τας πατρίδας των επιστροφή, εις οίον δήποτε σημείον της Νοτίου
+Αμερικής και αν ευρίσκοντο, δεν εφαίνετο παρουσιάζουσα σπουδαίας δυσκολίας.
+</p>
+
+<p>Το «Πίλγριμ» όμως απώλετο. Δεν ήτο πλέον άλλο τι ειμή σκελετός άνευ αξίας,
+του οποίου τα λείψανα θα διεσκόρπιζε μετ' ολίγον η παλίρροια. </p>
+
+<p>Θα ήτο αδύνατον να σώσωσί τι εξ αυτού. Αλλ' εάν ο Δικ Σανδ δεν είχε την
+χαράν εκείνην να επαναφέρη εις τον εφοπλιστήν το πλοίον ανέπαφον, τουλάχιστον
+χάρις εις αυτόν οι επιβάται του ήσαν σώοι και υγιείς επί τινος φιλοξένου ακτής,
+μεταξύ δε αυτών η γυνή και το τέκνον του κυρίου Βέλδων. </p>
+
+<p>Ως προς το ζήτημα εις ποίον μέρος της αμερικανικής παραλίας είχεν εξοκείλει
+το βρίκιον, τούτο ηδύνατο να συζητηθή επί μακρόν. Ήτο άρα γε το παράλιον του
+Περού, ως υπέθετεν ο Δικ Σανδ;</p>
+
+<p>Ίσως, καθότι εγίνωσκε, μετά την αναγνώρισιν της νήσου του Πάσχα, ότι το
+«Πίλγριμ» υπό την ώθησιν των ανέμων ωσαύτως δε και υπό την επιρροήν βεβαίως
+των ρευμάτων της ισημερινής ζώνης είχε ριφθή προς τα νοτιοανατολικά. </p>
+
+<p>Από της τεσσαρακοστής τρίτης μοίρας πλάτους ηδύνατο μάλλιστα να
+παρεκκλίνη μέχρι της δεκάτης πέμπτης. </p>
+
+<p>Ήτο λοιπόν σπουδαίον να βεβαιωθή όσον τάχιστα, εις ποιον μέρος ακριβώς της
+ακτής συνετρίβη το βρίκιον. Δοθέντος ότι η ακτή εκείνη ήτο η του Περού, οι
+λιμένες, αι κώμαι, τα χωρία δεν θα έλειπον, και κατ' ακολουθίαν θα ήτο εύκολον να
+φθάσωσιν είς τι μέρος κατοικούμενον. Αλλ' εκείνη η παραλία εφαίνετο έρημος.<br
+/>
+&nbsp;<br />
+Ήτο στενή ακτή πλήρης μαύρων βράχων σχηματιζόντων θαλασσόκρημνον μετρίου
+ύψους, λίαν ακανονίστως διακοπτομένη υπό ευρέων χωνίων οφειλομένων εις την
+θραύσιν του βράχου. Τήδε κακείσε, ομαλαί τινες κλιτύες έφθανον μέχρι της
+κορυφής. </p>
+
+<p>Προς Βορράν, έν τέταρτον μιλίου από του μέρους ένθα εξώκειλε το πλοίον,
+ηνοίγετο το στόμιον ποταμίου, όπερ δεν ηδύνατο να φανή από του πελάγους. </p>
+
+<p>Επί των οχθών αυτού έκλινον απειράριθμα «ριζοφόρα» είδος μαγλίων εντελώς
+διαφόρων των ινδικών ομογενών των. </p>
+
+<p>Η κορυφή της θαλασσοκρήμνου, — τούτο αμέσως ανεγνωρίσθη — εδεσπόζετο
+υπό πυκνού δάσους, του οποίου τα χλοερά φυλλώματα εκυμάτιζον υπό το βλέμμα
+και εξετείνοντο μέχρι των ορέων του οπισθίου σχεδίου. </p>
+
+<p>Εκεί, εάν ο εξάδελφος ήτο βοτανικός, πόσα δένδρα άγνωστα εις αυτόν θα
+διήγειρον τον θαυμασμόν του!</p>
+
+<p>Ήσαν υψηλά βαοβάβ, — εις τα οποία απεδόθη έκτακτος μακροβιότης, —
+οποίων ο κορμός ωμοίαζε προς τον αιγυπτιακόν συηνίτην, λατάνιαι λευκόταται,
+ταμαρινέαι, πεπερέαι ιδιαιτέρου είδους, και εκατόν άλλα φυτά τα οποία ο
+Αμερικανός δεν είναι συνηθισμένος να βλέπη εις το βόρειον μέρος της νέας
+ηπείρου. </p>
+
+<p>Αλλά κατά σύμπτωσιν περίεργον, μεταξύ των δασικών εκείνων δένδρων δεν
+εύρεν ούτε έν μόνον δείγμα της πολυαρίθμου εκείνης οικογενίας των φοινίκων,
+ήτις αριθμεί πλειότερα των χιλίων ειδών, διεσπαρμένων αφειδώς εφ' όλης σχεδόν
+της επιφανείας της γης.<br />
+&nbsp;<br />
+Άνωθεν της ακτής περιίπτατο μέγας αριθμός φλυάρων πτηνών ανηκόντων κατά το
+πλείστον εις διαφόρους ποικιλίας χελιδόνων, μελανοπτίλων μετ' ανταυγείας
+κυανής ως του χάλυβος, αλλά ξανθής και καστανής εις το ανώτερον μέρος της
+κεφαλής. </p>
+
+<p>Τήδε κακείσε ανίπταντο ωσαύτως πέρδικές τινες, μετά τραχήλου εντελώς
+ατρίχου και χρώματος φαιού. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων και Δικ Σανδ παρετήρησαν ότι τα διάφορα εκείνα πτηνά δεν
+εφαίνοντο πολύ άγρια. Άφινον να πλησιάζωνται αφόβως.<br />
+&nbsp;<br />
+Δεν είχον λοιπόν μάθει να φοβώνται την παρουσίαν του ανθρώπου, και η παραλία
+εκείνη τοσούτον ήτο εγκαταλελειμμένη ώστε η επυρσοκρότησις πυροβόλου
+ουδέποτε είχεν ακουσθή;</p>
+
+<p>Εις τα άκρα των βράχων περιεφέροντο πελεκάνες τινες εκ του είδους
+«πελεκάνος του ελάσσονος», ασχολούμενοι να πληρώσιν εκ μικρών ιχθύων τον
+σάκκον, ον έφερον κατά την κάτω σιαγόνα. </p>
+
+<p>Λάροι τινές, ελθόντες από του πελάγους, ήρχιζον να περιστρέφωνται περί το
+«Πίλγριμ». </p>
+
+<p>Αλλά τα πτηνά εκείνα ήσαν τα μόνα έμψυχα όντα, άτινα εφαίνοντο συχνάζοντα
+εις το μέρος εκείνο της παραλίας, μη λαμβανομένων υπ' όψιν βεβαίως των
+απειραρίθμων περιέργων εντόμων, τα οποία ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν θα
+εβράδυνε να ανακαλύψη. </p>
+
+<p>Αλλ' ό,τι και αν έπραξεν ο μικρός Ζακ, δεν ηδύναντο να τα ερωτήσωσι περί του
+ονόματος του τόπου, διά να μάθωσι δε αυτό έπρεπε να αποταθώσι πρός τινα
+ιθαγενή. </p>
+
+<p>Τοιούτος όμως δεν υπήρχεν ή τουλάχιστον δεν έβλεπον μήτε ένα. Ουδαμού
+έβλεπον κατοικίαν καλύβην, ή τρώγλην, ούτε προς βορράν πέραν του ποταμίου,
+ούτε προς νότον, ούτε τέλος προς το ανώτερον μέρος του θαλασσοκρήμνου
+εκείνου, εν τω μέσω των δένδρων του πυκνού δάσους. Ουδείς καπνός υψούτο εις
+τον αέρα. Ουδεμία ένδειξις, ουδέν σημείον, ουδέν ίχνος εμαρτύρει ότι το μέρος
+εκείνο της ηπείρου επατήθη υπό ανθρώπων. Ο Δικ Σανδ εξεπλήσσετο. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πού είμεθα; είναι δυνατόν να είμεθα; εσκέπτετο. Πώς! ουδείς προς
+τον οποίον να ομιλήσω!</p>
+
+<p>Ουδείς αληθώς, καθότι εάν προσήρχετό τις, ο Δίγγος βεβαίως θα τον
+ωσφραίνετο και θα τον ανήγγελε δι' υλακής. Ο κύων περιήρχετο την ακτήν έχων
+την ρίνα προς το έδαφος, την ουράν τεταπεινωμένην, γογγύζων υποκώφως,
+κινούμενος παραδόξως, μη αναγγέλων όμως την προσέγγισιν μήτε ανθρώπου μήτε
+ζώου οίου δήποτε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δικ, ιδέ λοιπόν τον Δίγγον! είπεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι! παράδοξον πράγμα! απεκρίθη ο δόκιμος. Φαίνεται ως να ζητή
+να επανεύρη ίχνος τι. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πολύ παράδοξον, αληθώς, εψιθύρισεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>Είτα δε επαναλαμβάνουσα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι πράττει ο Νεγορός; ηρώτησε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πράττει ό,τι πράττει ο Δίγγος, απήντησε ο Δικ. Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Προχωρεί, επιστρέφει . . . Αλλ' εδώ είναι ελεύθερος. Δεν έχω το
+δικαίωμα να τον διατάσσω. Η υπηρεσία του ετελείωσε μετά την απώλειαν του
+«Πίλγριμ». </p>
+
+<p>Τωόντι ο Νεγορός ανήρχετο την παραθαλασσίαν, επέστρεφε, παρετήρει την
+ακτήν και τον θαλασσόκρημνον, ως άνθρωπος ζητών να συναθροίση τας
+αναμνήσεις του και να τας σταματήση. Μη άραγε εγνώριζε την χώραν εκείνην; Εάν
+τον ηρώτων, θα ηρνείτο πιθανώς να αποκριθή. Προτιμότερον ήτο και πάλιν να μη
+δώσωσι προσοχήν εις άνθρωπον τόσω ακοινώνητον. Μετ' ολίγον ο Δικ Σανδ τον
+είδε διηυθυνόμενον προς το μέρος του ποταμίου, και όταν εγένετο άφαντος
+στρέψας τον θαλασσόκρημνον, έπαυε πλέον να τον συλλογίζεται. </p>
+
+<p>Ο Δίγγος υλάκτησε μεν, όταν ο μάγειρος έφθασεν εις την ακτήν, αλλ' εσιώπησε
+σχεδόν αμέσως. </p>
+
+<p>Τώρα έπρεπε να σκεφθώσι περί του μάλλον καταπείγοντος. Το μάλλον δε
+κατεπείγον ήτο να εύρωσι καταφύγιόν τι, σκέπην τινα οίαν δήποτε, ένθα να
+εγκαθιδρυθώσι προσωρινώς και να λάβωσιν ολίγην τροφήν. </p>
+
+<p>Ακολούθως θα συνεσκέπτοντο και θα απεφάσιζον τι έπρεπε να πράξωσι. </p>
+
+<p>Περί τροφής δεν είχον να φροντίσωσι, διότι πλην των βοηθημάτων τα οποία
+ηδύνατο να παρέξη η χώρα, η τροφοδόχη του πλοίου είχε κενωθή προς χρήσιν των
+επιζησάντων εκ του ναυαγίου. Η παλίρροια είχε ρίψει τήδε κακείσε διάφορα
+αντικείμενα εν τω μέσω των σκοπέλων. Ο Τωμ και οι σύντροφοί του είχον ήδη
+συνάξει βαρέλια τινα διπύρων, κυτία τεταριχευμένων εδωδίμων, κιβώτια
+απεξηραμένου κρέατος. Το ύδωρ δεν τα είχε βλάψει εισέτι, ώστε η διατροφή της
+μικράς συνοδείας ήτο εξησφαλισμένη διά πλειότερον χρόνον, παρ' όσον απητείτο
+βεβαίως όπως φθάσωσιν εις κώμην τινά ή χωρίον. Υπό την έποψιν λοιπόν ταύτην
+ουδέν είχον να φοβηθώσι. Πάντα ταύτα τα διάφορα ναυάγια, τεθέντα εις μέρος
+ασφαλές, δεν ηδύναντο πλέον ν' αναρπαγώσιν υπό της εξογκουμένης θαλάσσης.
+</p>
+
+<p>Αλλά και το γλυκύ ύδωρ δεν έλειπεν. Ευθύς εξ αρχής ο Δικ Σανδ εφρόντισε να
+πέμψη τον Ηρακλέα να φέρη εκ του πλησίον ποταμίου ολίγην ποσότητα ύδατος.
+Αλλ' ο ρωμαλέος μαύρος επανήλθε φέρων επί των ώμων ολόκληρον πίθον πλήρη
+δροσερού και διαυγούς ύδατος, όπερ η παλίρροια άφινεν εντελώς πόσιμον. </p>
+
+<p>Όσον αφορά το πυρ, εάν ήτο ανάγκη να ανάψωσι, ξηρά ξύλα δεν έλειπον εις τα
+πέριξ, και αι ρίζαι των γηραιών μαγγλίων θα παρείχον όλην την απαιτουμένην
+καύσιμον ύλην. Ο γέρων Τωμ, μανιώδης καπνιστής, είχεν εφοδιασθή δι' ικανής
+ποσότητος ύσκας καλώς διατηρουμένης εν κυτίω αραρότως κεκλεισμένω, και όταν
+θα ήθελον, θα εκτύπα πυρίτην λίθον έστω και διά χάλικος της ακτής. </p>
+
+<p>Έμενε λοιπόν να εύρωσι την οπήν εν τη οποία θα συνεσπειρούτο η μικρά
+συνοδεία, εν ή περιπτώσει ήθελεν αναγκασθή να αναπαυθή επί μίαν νύκτα πριν
+επαναλάβη την οδοιπορίαν αυτής. </p>
+
+<p>Και μα την αλήθειαν ο μικρός Ζακ εύρεν αυτόν τον κοιτώνα.<br />
+&nbsp;<br />
+Καλπάζων εις τους πρόποδας του θαλασσοκρήμνου, όπισθεν καμπής τινος του
+βράχου ανεκάλυψεν εν των λείων και κατακένων εκείνων σπηλαίων, τα οποία αυτή
+η θάλασσα ορύττει, όταν τα κύματα αυτής εξογκούμενα υπό της τρικυμίας, δέρωσι
+την ακτήν. </p>
+
+<p>Το μικρόν παιδίον ήτο καταμαγευμένον. Προσεκάλεσε διά κραυγών χαράς την
+μητέρα του και τη έδειξε θριαμβευτικώς την ανακάλυψίν του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Καλά, Ζακ! είπεν η κυρία Βέλδων. Εάν ήμεθα Ροβινσώνες
+προωρισμένοι να ζήσωμεν πολύν χρόνον εις αυτήν την παραλίαν, δεν θα
+ελησμονούμεν να δώσωμεν το όνομά σου εις αυτό το σπήλαιον. </p>
+
+<p>Το σπήλαιον είχε δέκα ή δώδεκα ποδών βάθος και τόσων πλάτος, αλλ' εις τους
+οφθαλμούς του Ζακ εφαίνετο τεράστιον υπόγειον. </p>
+
+<p>Όπως δήποτε ήρκει να περιλάβη τους ναυαγούς, η δε κυρία Βέλδων και η Ναν
+παρετήρησαν μετ' ευχαριστήσεως ότι ήτο ξηρότατον. </p>
+
+<p>Η σελήνη ευρίσκετο εις το πρώτον αυτής τέταρτον και δεν είχον να φοβηθώσι
+μήπως η άμπωτις ήθελε προσβάλει τους πρόποδας του θαλασσοκρήμνου,
+επομένως δε και το σπήλαιον. Δεν εχρειάζοντο λοιπόν πλείον τι όπως
+αναπαυθώσιν επί τινας ώρας.<br />
+&nbsp;<br />
+Μετά δέκα λεπτά της ώρας όλοι είχον κατακλιθή επί τάπητος εκ φυκών. Και αυτός
+ο Νεγορός ενόμισε καθήκον του να επιστρέψη εις την μικράν συνοδείαν και να
+λάβη μέρος εις το κοινόν γεύμα. </p>
+
+<p>Βεβαίως δεν είχε κρίνει καλόν να ριψοκινδυνεύση μόνος υπό το πυκνόν εκείνο
+δάσος, διά του οποίου διήρχετο οφειοειδές ποτάμιον. </p>
+
+<p>Ήτο μία ώρα μετά μεσημβρίαν. Το τεταριχευμένον κρέας, τα δίπυρα, το ύδωρ,
+αναμιγνυόμενον μετά τινων σταγόνων ρουμίου, του οποίου έν βαρέλιον είχε
+διασώσει ο Βαρθολομαίος, απετέλεσαν το γεύμα. </p>
+
+<p>Αλλ' εάν ο Νεγορός έλαβε μέρος εις το γεύμα, δεν ανεμίχθη όμως εις την
+συνομιλίαν, κατά την οποίαν συνεζητήθησαν τα μέτρα άτινα απήτει η θέσις των
+ναυαγών. Εν τούτοις, χωρίς να φαίνεται ότι προσέχει, ήκουσε και βεβαίως
+ωφελήθη εξ όσων ήκουσε. </p>
+
+<p>Κατ' εκείνο το διάστημα ο Δίγγος, όστις δεν είχε λησμονηθή, εφύλαττεν έξωθεν
+του σπηλαίου. Ηδύναντο να μένωσιν ήσυχοι. Ουδέν έμψυχον ον θα ενεφανίζετο εις
+την ακτήν, χωρίς να αναγγείλη την εμφάνισιν αυτού το πιστόν ζώον. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων, κρατούσα τον μικρόν Ζακ ημικεκλιμένον και σχεδόν
+κοιμώμενον επ' αυτής, ωμίλησε πρώτη. </p>
+
+<p>&nbsp;— Φίλε μου, Δικ, είπεν, εν ονόματι όλων σε ευχαριστώ διά την
+αφοσίωσιν την οποίαν έδειξες μέχρι τούδε αλλά δεν σε αφίνομεν εισέτι ελεύθερον.
+Θα ήσαι ο οδηγός ημών κατά ξηράν, ως ήσο εν τω πλοίω πλοίαρχος. Όλη η
+εμπιστοσύνη ημών σοι ανήκει. Λέγε λοιπόν. Τι πρέπει να πράξωμεν;</p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων, η γραία Ναν, ο Τωμ και οι σύντροφοι αυτού είχον τους
+οφθαλμούς προσηλωμένους επί του νεαρού δοκίμου. Και αυτός ο Νεγορός τον
+παρετήρει μετά παραδόξου επιμονής. Προδήλως τον ενδιέφερεν όλως ιδιαιτέρως
+ό,τι έμελλε να αποκριθή ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ εσκέφθη επί τινας στιγμάς. Είτα δε: </p>
+
+<p>&nbsp;— Κυρία Βέλδων, είπε, το σπουδαίον είναι να μάθωμεν πρώτον πού
+είμεθα. Νομίζω ότι το πλοίον ημών εξώκειλεν εις το μέρος εκείνο της αμερικανικής
+παραλίας, όπερ σχηματίζει την περουβιανήν ακτήν.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;. . . Οι άνεμοι και τα ρεύματα θα το έφερον εις το πλάτος τούτο. Αλλά μήπως
+ευρισκόμεθα εις μεσημβρινήν τινα επαρχίαν του Περού, ήτοι εις μέρος
+ακατοίκητον συνορεύον προς τας πάμπας; Ίσως. Το πιστεύω έτι μάλλον, βλέπων
+την έρημον ταύτην παραλίαν ήκιστα ως φαίνεται συχναζομένην. Εν τοιαύτη
+περιπτώσει δυνατόν να ήμεθα πολύ μακράν από της πλησιεστέρας κώμης, όπερ
+δυσάρεστον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν, τι θα πράξωμεν; επανέλαβεν η κυρίαν Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Η γνώμη μου είναι, απήντησεν ο Δικ Σανδ, να μη εγκαταλείψωμεν το
+καταφύγιον τούτο πριν ή βεβαιωθώμεν περί της θέσεώς μας. Αύριον, μετά την
+ανάπαυσιν μιας νυκτός, δύο εξ ημών δύνανται να μεταβώσι προς κατασκόπευσιν.
+Χωρίς να μακρυνθώσι πολύ, θα προσπαθήσωσι να συναντήσωσιν ιθαγενείς τινας,
+να λάβωσι παρ' αυτών πληροφορίας και να επιστρέψωσιν εις το σπήλαιον. </p>
+
+<p>&nbsp;. . . Είναι αδύνατον να μη εύρωσί τινα εις απόστασιν δέκα ή δώδεκα
+μιλίων.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Να χωρισθώμεν! είπεν η κυρία Βέλδων . . . . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Τούτο με φαίνεται απαραίτητον, απεκρίθη ο δόκιμος. Εάν δεν
+επιτύχωμεν πληροφορίαν τινά, εάν, όπερ αδύνατον, η χώρα είναι εντελώς έρημος,
+τότε θα σκεφθώμεν πώς να εξέλθωμεν της δυσχέρειας κατ' άλλον τρόπον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και τις θα μεταβή προς κατασκόπευσιν; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων
+μετά τινα στιγμήν σκέψεως. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τούτο θα αποφασίσωμεν, απεκρίθη ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εν τούτοις φρονώ ότι υμείς, κυρία Βέλδων, η Ναν, ο Ζακ, ο κύριος
+Βενέδικτος, δεν πρέπει να εγκαταλείψετε το σπήλαιον τούτο. Ο Βαρθολομαίος, ο
+Ηρακλής, ο Ακτέων και ο Αυγουστίνος θα μείνωσι πλησίον σας, ενώ ο Τωμ και εγώ
+θα αναχωρήσωμεν. — Ο Νεγορός βεβαίως θα προτιμήση να μείνη εδώ,
+προσέθηκεν ο Δικ Σανδ παρατηρών τον μάγειρον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πιθανόν, απήντησεν ο Νεγορός, όστις δεν ήτο άνθρωπος
+δεσμευόμενος δι' υποσχέσεων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα λάβωμεν μεθ' ημών τον Δίγγον, επανέλαβεν δόκιμος. Θα μας είναι
+χρήσιμος εις αυτήν την εξερεύνησιν. </p>
+
+<p>Ο Δίγγος, ακούσας προφερόμενον το όνομά του, εφάνη εις την είσοδον του
+σπηλαίου και εφαίνετο επιδοκιμάζων διά μικράς υλακής τα σχέδια του Δικ Σανδ.
+</p>
+
+<p>Αφ' ης στιγμής ο δόκιμος προέτεινε ταύτα, η κυρία Βέλδων εγένετο σκυθρωπή.
+Ο αποχωρισμός εκείνος, έστω και βραχύς, την ανησύχει πολύ. Πιθανόν, ινδικαί
+φυλαί συχνάζουσαι εις την παραλίαν εκείνην να εμάνθανον το ναυάγιον του
+«Πίλγριμ»· εις περίπτωσιν δε καθ' ήν ναυαγιοσυλλέκται τινές ενεφανίζοντο, δεν
+ήτο προτιμότερον να ευρίσκωνται όλοι εκεί, όπως τους αποκρούσωσιν;</p>
+
+<p>Η παρατήρησις αύτη ήτο αληθώς αξία συζητήσεως. </p>
+
+<p>Αλλά κατέπεσε προ των επιχειρημάτων του Δικ Σανδ όστις παρετήρησεν ότι οι
+Ινδοί δεν πρέπει να συγχέωνται προς τους αγρίους της Αφρικής και της Πολυνησίας
+και ότι δεν ήτο πιθανή προσβολή εκ μέρους αυτών. Αλλά να εισχωρίσωσιν εις τον
+τόπον εκείνον χωρίς μήτε καν να γνωρίζωσι μήτε εις ποίαν απόστασιν ευρίσκετο η
+πλησιεστέρα κώμη της επαρχίας ταύτης, θα εξετίθεντο εις πολλούς μόχθους. Ο
+χωρισμός ηδύνατο μεν να έχη ατοπήματα, βεβαίως, αλλά πολύ ολιγώτερα τυφλής
+πορείας εν τω μέσω δάσους, όπερ εφαίνετο εκτεινόμενον έως τους πρόποδας των
+ορέων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Άλλως τε, επανέλαβεν ο Δικ Σανδ, επιμένων, δεν δύναμαι να
+παραδεχθώ ότι ο χωρισμός ούτος θα είναι μακροχρόνιος, και βεβαιώ μάλιστα ότι
+δεν θα είναι. </p>
+
+<p>Μετά δύο ημέρας το πολύ, εάν ο Τωμ και εγώ δεν εύρωμεν μήτε κατοίκημα,
+μήτε κάτοικον, θα επιστρέψωμεν εις το σπήλαιον. Αλλά τούτο είναι λίαν απίθανον·
+μόλις δε προχωρήσωμεν είκοσι μίλια εις το εσωτερικόν του τόπου, θα γνωρίσωμεν
+ακριβώς την γεωγραφικήν αυτού θέσιν. Πιθανόν μεθ' όλα ταύτα να απατώμαι εις
+τους υπολογισμούς μου, επειδή δεν έχω τα μέσα να προσδιορίσω αυτήν
+αστρονομικώς, και δεν είναι αδύνατον να ευρισκόμεθα εις πλάτος υψηλότερον ή
+χαμηλότερον.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ναι, . . βεβαίως, έχεις δίκαιον, τέκνον μου, απήντησεν η κυρία Βέλδων
+λίαν ανήσυχος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και υμείς, κύριε Βενέδικτε, ηρώτησεν ο Δικ Σανδ, τι φρονείτε περί
+τούτου;</p>
+
+<p>&nbsp;— Εγώ; απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μάλιστα, ποία είναι η γνώμη σας;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ουδεμίαν γνώμην έχω, απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος. Ευρίσκω
+καλά όσα προτείνονται, και θα πράξω ό,τι θέλουσι. Θέλετε να μείνωμεν εδώ μίαν ή
+δύο ημέρας; έχει καλώς, και θα μεταχειρισθώ τον καιρόν μου σπουδάζων την
+παραλίαν ταύτην υπό έποψιν καθαρώς εντομολογικήν.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Πράξον λοιπόν ό,τι θέλεις, είπεν η κυρία Βέλδων προς τον Δικ Σανδ. Θα
+μείνωμεν εδώ, και θα αναχωρήσης με τον γέροντα Τωμ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είμεθα σύμφωνοι, είπεν ο εξάδελφος Βενέδικτος μετά μεγίστης
+αταραξίας. Εγώ, θα επισκευθώ τα έντομα της χώρας.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Μη απομακρύνεσθε, κύριε Βενέδικτε, είπεν ο δόκιμος. Πολύ σας
+συνιστώμεν τούτο. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και προ πάντων, μη μας φέρετε πολλούς κώνωπας προσέθηκεν ο
+γέρων Τωμ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μείνε ήσυχος, παιδί μου. </p>
+
+<p>Μετά τινας στιγμάς ο εντομολόγος, φέρων ανηρτημένον το εκ κασσιτέρου
+πολύτιμον κιβώτιόν του, εξήλθε του άντρου. </p>
+
+<p>Σχεδόν συγχρόνως ο Νεγορός εξήλθεν ωσαύτως. Εφαίνετο απλούστατον εις τον
+άνθρωπον εκείνον να μη φροντίζη ειμή περί εαυτού. Αλλ' ενώ ο εξάδελφος
+Βενέδικτος αναρριχάτο εις τας κλιτύας του θαλαοσοκρημνού, ούτως εξερευνήση
+την άκραν του δάσους, εκείνος, επιστρέψας προς το ποτάμιον, απεμακρύνετο διά
+βραδέων βημάτων και εξηφανίζετο εκ δευτέρου ανερχόμενος την όχθην.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Ζακ εξηκολούθει να κοιμάται. Η κυρία Βέλδων, αφήσασα αυτόν επί των γονάτων
+της Ναν, κατέβη τότε προς την παραλίαν. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ και οι σύντροφοί του την ηκολούθησαν. Ήθελον να ίδωσιν εάν η
+θάλασσα επέτρεπε να μεταβώσιν εις το σκάφος του «Πίλγριμ», όπου ευρίσκοντο
+έτι πολλά αντικείμενα δυνάμενα να είναι χρήσιμα εις αυτούς.</p>
+
+<p>Οι σκόπελοι εφ' ών είχεν εξοκείλει ο μυοπάρων ήσαν νυν ξηροί. Εν τω μέσω
+των παντοειδών συντριμάτων ωρθούτο ο σκελετός του πλοίου, το οποίον η
+άμπωτις είχεν εν μέρει καλύψει. </p>
+
+<p>Τούτο εξέπληξε τον Δικ Σανδ καθότι εγίνωσκεν ότι αι πλήμμυραι ήσαν
+μετριώταται εις την αμερικανικήν παραλίαν του Ειρηνικού. Αλλ' όμως το
+φαινόμενον τούτο ηδύνατο να εξηγηθή ως εκ της μανίας του ανέμου, όστις έπληττε
+την ακτήν.<br />
+&nbsp;<br />
+Επαναβλέποντες το πλοίον των, η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής ησθάνθησαν
+οδυνηράν εντύπωσιν. Εκεί είχον ζήσει πολλάς ημέρας, εκεί είχον υποφέρει.<br />
+&nbsp;<br />
+Η θέα του αθλίου εκείνου πλοίου, ημισυντετριμμένου, μη έχοντος πλέον μήτε
+ιστούς, κεκλιμένου επί της πλευράς ως ον εστερημένον ζωής, έθλιψε ζωηρώς την
+καρδίαν αυτών.<br />
+&nbsp;<br />
+Αλλ' έπρεπε να επισκεφθώσι το σκάφος εκείνο, πριν το αποσυνθέσει εντελώς η
+θάλασσα. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ και οι μαύροι ευκόλως ηδυνήθησαν να εισέλθωσιν εις το
+εσωτερικόν, αφού ανερριχήθησαν εις το κατάστρωμα διά των σχοινίων των
+κρεμαμένων εις την πλευράν του «Πίλγριμ». Ενώ δε ο Τωμ, ο Ηρακλής, ο
+Βαρθολομαίος και ο Αυγουστίνος ενησχολούντο να εξάγωσιν εκ της τροφοδόχης
+παν ό,τι χρήσιμον εκ των εδωδίμων και των ποτών, ο δόκιμος εισήλθεν εις τον
+θάλαμον του πλοιάρχου. Χάρις τω Θεώ το ύδωρ δεν είχεν εισβάλει έτι εις το μέρος
+εκείνο του πλοίου, του οποίου η πρύμνη έμενεν έξω της θαλάσσης. </p>
+
+<p>Εκεί, ο Δικ Σανδ εύρε τέσσαρα όπλα εν καλή καταστάσει, — εξαίρετα
+οπισθογεμή του εργοστασίου Πώρδεϋ και Σας, — ως και εκατοντάδα φυσιγγίων,
+επιμελώς κεκλεισμένων εις τας φυσιγγιοθήκας των. </p>
+
+<p>Δι' αυτών ηδύνατο να οπλίση τον μικρόν στρατόν του και να τον έχη έτοιμον
+προς άμυναν κατά πάσης ενδεχομένης επιθέσεως των Ινδών καθ' οδόν.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο δόκιμος δεν ημέλησε συγχρόνως να λάβη και φανόν τινα του θυλακίου·· αλλ' οι
+χάρται του πλοίου οι τεθειμένοι εν τω φυλακείω της πρώρας και βλαφθέντες υπό
+του ύδατος ήσαν άχρηστοι. </p>
+
+<p>Εν τη αποθήκη του «Πίλγριμ», υπήρχον ωσαύτως, τινες μάχαιραι
+χρησιμεύουσαι εις τον διαμελισμόν της φαλαίνης. Ο Δικ Σανδ εξελέξατο έξ, όπως
+συμπληρώση τον εξοπλισμόν των συντρόφων του, και το μικρόν αβλαβές όπλον,
+όπερ ανήκεν εις τον μικρόν Ζακ. </p>
+
+<p>Τα δε άλλα αντικείμενα όσα περιείχεν έτι το πλοίον, ήσαν διασκορπισμένα, ή
+δεν ηδύναντο πλέον να χρησιμεύσωσιν. Άλλως τε δε ήτο περιττόν να επιβαρυνθή
+υπέρ το μέτρον διά τας ολίγας ημέρας καθ' ας ήθελε διαρκέσει η οδοιπορεία
+αυτών· Ζωοτροφίας, όπλα, πολεμοφόδια είχον αρκετά. Εν τούτοις ο Δικ Σανδ, κατά
+σύστασιν της κυρίας Βέλδων, δεν παρημέλησε να λάβη όλα τα χρήματα όσα
+ευρίσκοντο εν τω πλοίω, πεντακόσια δολλάρια περίπου. </p>
+
+<p>Τη αληθεία ήσαν ολίγα. Η κυρία Βέλδων είχε περισσότερα, άτινα δεν
+ευρέθησαν. </p>
+
+<p>Τις λοιπόν, πλην του Νεγορού, μετέβη προ αυτών εις το πλοίον και υπεξήρεσε
+τα χρήματα του πλοιάρχου Χουλ και της κυρίας Βέλδων; Ουδείς πλην αυτού ήτο
+ύποπτος</p>
+
+<p>Εν τούτοις ο Δικ Σανδ εδίστασε προς στιγμήν. Ό,τι εγίνωσκε και ό,τι διέβλεπεν
+εν αυτώ ήτο ότι τα πάντα ώφειλον να φοβώνται εκ του επιφυλακτικού εκείνου
+χαρακτήρος, όστις εις τα παθήματα των άλλων εμειδία. Ναι ο Νιγορός ήτο ον
+μοχθηρόν, αλλ' έπρεπεν εκ τούτου να συμπεράνη ότι ήτο και κακούργος; Ο Δικ
+Σανδ δεν ηδύνατο να φθάση μέχρι τοιούτου βαθμού υπονοίας. Και εν τούτοις
+ηδύναντο αι υπόνοιαι να σταματήσωσιν επί άλλου; Όχι! οι αγαθοί εκείνοι μαύροι
+δεν είχον εγκαταλίπει ουδ' επί μίαν στιγμήν το σπήλαιον, ενώ ο Νεγορός είχε
+περιπλανηθή επί της παραλίας. Αυτός μόνος έπρεπε να είναι ο ένοχος. Απεφάσισε
+λοιπόν ο Δικ Σανδ να ερωτήση τον Νεγορόν και εν ανάγκη να διατάξη να
+ερευνήσωσιν, άμα ήθελον επιστρέψει. Ήθελεν εξ άπαντος να γινώσκη τι άνθρωπος
+ήτο. </p>
+
+<p>Ο ήλιος τότε έκλινε εις τον ορίζοντα. Κατά τον χρόνον εκείνον δεν είχεν εισέτι
+διέλθει τον ισημερινόν όπως φέρη το φως και το θάλπος αυτού εις το βόρειον
+ημισφαίριον, επλησίαζεν όμως. </p>
+
+<p>Έπεσε λοιπόν σχεδόν καθέτως επί της κυκλικής εκείνης γραμμής, ένθα
+συνεχέετο η θάλασσα μετά του ουρανού. </p>
+
+<p>Το λυκόφως ολίγον διήρκεσεν, η σκοτία επήλθε ταχέως, όπερ ενίσχυσε την
+ιδέαν του δοκίμου ότι είχεν εξωκείλει εις μέρος κείμενον μεταξύ του τροπικού του
+Αιγόκαιρω και του ισημερινού. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων, ο Δικ Σανδ και αι μαύροι επέστρεψαν εις το σπήλαιον, όπως
+αναπαυθώσιν επί τινας ώρας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Η νυξ θα είναι αγριωτέρα, παρετήρησεν ο Τωμ δεικνύων τον εκ
+πυκνών νεφών κεκαλυμμένον ορίζοντα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, θα φυσήση δυνατός άνεμος. Αλλ'
+αδιάφορον τώρα! Το δυστυχές ημών πλοίον εχάθη, και η τρικυμία δεν δύναται
+πλέον να μας φθάση.</p>
+
+<p>&nbsp;— Γεννηθήτω το θέλημα του Θεού, είπεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>Είχε συμφωνηθή ότι κατά την νύκτα εκείνην, ήτις θα ήτο σκοτεινοτάτη, έκαστος
+των μαύρων θα εφρούρει εξ υπαμοιβής εις την είσοδον του σπηλαίου. Πλην όμως
+τούτου, ηδύναντο να βασίζωνται και εις την καλήν επαγρύπνησιν του Δίγγου. </p>
+
+<p>Παρετήρησαν τότε ότι ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν είχεν επιστρέψει. </p>
+
+<p>Ο Ηρακλής τον εκάλεσε δι' όλης της δυνάμεως των ισχυρών πνευμόνων του, και
+σχεδόν αμέσως είδον τον εντομολόγον καταβαίνοντα τας κλιτίας του
+θαλασσοκρήμνου με κίνδυνον να θραύση την κεφαλήν του. </p>
+
+<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος ήτο κυριολεκτικώς μανιώδης. Ουδέ έν έντομον νέον
+εύρεν εις το δάσος, όχι, ούτε έν μόνον άξιον να κοσμήση την συλλογήν του!
+Σκορπίοι, σκολόπερδαι και άλλα μυριάποδα, όσα θέλετε, και άφθονα μάλιστα. Και
+είναι γνωστόν ότι ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν είχε μεγάλην σχέσιν μετά των
+μυριαπόδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν ήξιζε τον κόπον, είπε, να διατρέξη τις πεντακισχίλια ή εξακισχίλια
+μίλια, να αψηφήση την τρικυμίαν και να εξωκείλη εις την παραλίαν, χωρίς να εύρη
+μήτε έν των αμερικανικών εκείνων εξαπόδων, άτινα είναι τιμή εις εντομολογικόν
+μουσείον. </p>
+
+<p>Όχι, δεν ήξιζε τον κόπον. </p>
+
+<p>Και ως συμπέρασμα, ο εξάδελφος Βενέδικτος εζήτει να αναχωρήσωσι. Δεν
+ήθελε να μείνη μήτε μίαν ώραν περισσότερον εις το αποτρόπαιον εκείνο παράλιον.
+Η κυρία Βέλδων καθησύχασε το μεγάλον παιδίον της. Τω έδωκε την ελπίδα ότι θα
+ήτο ευτυχέστερος την επιούσαν και όλοι συνεσπειρώθησαν εις το σπήλαιον, όπως
+κοιμηθώσι μέχρι της ανατολής του ηλίου, ότε ο Τωμ παρετήρησεν ότι ο Νεγορός
+δεν επέστρεψαν εισέτι, αν και είχε νυκτώσει·</p>
+
+<p>&nbsp;— Πού είναι άρα γε; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι μας μέλει! είπεν ο Βαρθολομαίος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εξ εναντίας μας μέλει πολύ, απήντησεν η κυρία Βέλδων. Θα
+επροτίμων να ήτο αυτός ο άνθρωπος εδώ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Βεβαίως, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, αλλ' εάν έφυγεν
+εκουσίως, δεν βλέπω πώς δυνάμεθα να τον αναγκάσωμεν να επανέλθη. Τις οίδεν
+εάν δεν έχη τους λόγους του να μας αποφύγη διά παντός. </p>
+
+<p>Και λαβών ιδιαιτέρως την κυρίαν Βέλδων, ο Δικ Σανδ τη ανεκοίνωσε τας
+υπονοίας του. Δεν εξεπλάγη ιδών ότι και αυτή είχε τας αυτάς υπονοίας. Εις έν
+μόνον σημείον διεφώνουν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εάν ο Νεγορός επιστρέψη, είπεν η κυρία Βέλδων, σημαίνει ότι θα
+έκρυψεν εις μέρος ασφαλές το προϊόν της κλοπής του. Κατά την γνώμην μου, μη
+δυνάμενοι να τον αποδείξωμεν ένοχον, προτιμότερον είναι να κρύψωμεν, απ'
+αυτού τας υποψίας ημών και να τον αφήσωμεν να πιστεύση ότι μας ηπάτησεν.
+</p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων είχε δίκαιον, και ο Δικ Σανδ παρεδέχθη την γνώμην της.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Εν τούτοις ο Νεγορός προσεκλήθη επανειλημμένως, αλλά, δεν απεκρίθη.
+Ή ήτο πολύ μακράν ήδη και δεν ήκουεν, ή δεν ήθελε πλέον να επανέλθη. </p>
+
+<p>Οι μαύροι ουδόλως ελυπούντο διότι απηλλάγησαν αυτού, αλλά, ως το είπεν η
+κυρία Βέλδων, ίσως ήτο μάλλον επίφοβος μακρόθεν ή εγγύθεν. Αλλά πώς να
+εξηγήσωμεν ότι ο Νεγορός ηθέλησε να ριψοκινδυνεύση μόνος εις την άγνωστον
+εκείνην χώραν! Απεπλανήθη λοιπόν και κατά την σκοτεινήν εκείνην νύκτα ματαίως
+εζήτει την προς το σπήλαιον άγουσαν. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων και ο Δικ Σανδ δεν ήξευρον τι να υποθέσωσιν. Όπως δήποτε,
+περιμένοντες τον Νεγορόν, δεν έπρεπε να στερηθώσιν αναπαύσεως αναγκαίας εις
+άπαντας. </p>
+
+<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν ο κύων, όστις έτρεχεν επί της άμμου, υλάκτησε
+σφοδρώς. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι έχει άρα γε ο Δίγγος; Πρέπει αμέσως να το μάθωμεν, είπεν ο
+δόκιμος. Ίσως επιστρέφει ο Νεγορός. </p>
+
+<p>Πάραυτα ο Ηρακλής, ο Βαρθολομαίος, ο Αυγουστίνος και ο Δικ Σανδ
+διηυθύνθησαν προς το στόμιον του ποταμίου. </p>
+
+<p>Φθάσαντες όμως εις την όχθην, μήτε είδον τι μήτε ήκουσαν. </p>
+
+<p>Την στιγμήν εκείνην ο Δίγγος εσιώπα. Ο Δικ Σανδ και οι μαύροι επανήλθον εις
+το σπήλαιον Η καταύλισις ωργανώθη, όσον το δυνατόν καλλίτερον. Έκαστος των
+μαύρων παρεσκευάσθη να φρουρή εξωθών εξ υπαμοιβής.<br />
+&nbsp;<br />
+Αλλ' η κυρία Βέλδων, ανησυχούσα, δεν ηδυνήθη να κοιμηθή. </p>
+
+<p>Τη εφαίνετο ότι η γη εκείνη η τοσούτω διακαώς επιθυμητή δεν τη παρείχεν ό,τι
+ηδύνατο να ελπίζη, την ασφάλειαν των μετ' αυτής και την ανάπαυσιν εαυτής. </p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ'. </h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>Ο ΧΑΡΡΗΣ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Την επιούσαν, 7 Απριλίου ο Αυγουστίνος, όστις εφύλαττε περί την αυγήν, είδε τον
+Δίγγον τρέχοντα προς το ποτάμιον υλακτούντα. Σχεδόν αμέσως η κυρία Βέλδων, ο
+Δικ Σανδ και οι μαύροι εξήλθον του σπηλαίου</p>
+
+<p>Βεβαίως συνέβαινέ τι. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο Δίγγος θα εμυρίσθη ζων τι αντικείμενον, άνθρωπον ή ζώον, είπεν ο
+δόκιμος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όπως δήποτε, δεν θα είναι ο Νεγορός, παρετήρησεν ο γέρων Τωμ,
+διότι ο Δίγγος θα υλάκτει μανιωδώς. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εάν δεν είναι ο Νεγορός, πού να είναι άρα γε; ηρώτησεν η κυρία
+Βέλδων, ρίπτουσα επί του Δικ Σανδ βλέμμα, όπερ αυτός μόνος εννόησε, και εάν
+δεν είναι εκείνος, ποίος είναι άρα γε;</p>
+
+<p>&nbsp;— Θα το μάθωμεν αμέσως, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο δόκιμος. </p>
+
+<p>Ακολούθως, απευθυνόμενος προς τον Βαρθολομαίον, τον Αυγουστίνον και τον
+Ηρακλέα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Οπλίσθητε, φίλοι μου, και έλθετε. </p>
+
+<p>Έκαστος των μαύρων έλαβεν έν όπλον και μίαν μάχαιραν, ως έπραξε και ο Δικ
+Σανδ. Φυσίγγιον ετέθη εις το κοίλωμα των οπισθογεμών, ούτω δε ωπλισμένοι και
+οι τέσσαρες διηυθύνθησαν προς την όχθην του ποταμίου. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων, ο Τωμ και ο Ακτέων, έμειναν εις την είσοδον του σπηλαίου,
+όπου ο μικρός Ζακ και η Ναν ευρίσκοντο έτι.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο ήλιος ανέτελλε κατ' εκείνην την στιγμήν. Αι ακτίνες αυτού, διακοπτόμενοι υπό
+των υψηλών προς ανατολάς ορέων, δεν έφθανον επ' ευθείας εις τον
+θαλασσόκρημνον αλλά, μέχρι του δυτικού ορίζοντος, η θάλασσα ηκτινοβόλει υπό
+τα πρώτα φώτα της ημέρας. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού ηκολούθουν την αμμώδη παραλίαν, της οποίας η
+καμπύλη απέληγεν εις το στόμιον του ποταμίου. </p>
+
+<p>Εκεί, ο Δίγγος ακίνητος και ωσεί παραφυλάττων θήραμα, εξηκολούθει να
+υλακτή. Ήτο πρόδηλον ότι έβλεπεν ή ωσφραίνετο ιθαγενή τινα. </p>
+
+<p>Και τωόντι ο κύων την φοράν ταύτην δεν ωργίζετο κατά του εν τω πλοίω
+εχθρού του του Νεγορού. </p>
+
+<p>Την στιγμήν εκείνην άνθρωπός τις έστρεφε την τελευταίαν καμπήν του
+θαλασσοκρήμνου. Επροχώρει προσεκτικώς επί της όχθης, και διά φιλικών
+χειρονομιών προσεπάθει να καταπραΰνη τον Δίγγον. Ευνόητον είναι ότι δεν ήθελε
+να περιφρονήση την οργήν του ρωμαλέου ζώου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν είναι ο Νεγορός! είπεν ο Ηρακλής. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν θα χάσωμεν εις την αλλαγήν, απεκρίθη ο Βαρθολομαίος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, είπεν ο δόκιμος. Θα είναι πιθανώς ιθαγενής τις, όστις θα μας
+απαλλάξη της ανησυχίας του χωρισμού. Θα μάθωμεν τέλος πού ευρισκόμεθα. </p>
+
+<p>Και οι τέσσαρες δε, θέσαντες τα όπλα επί των ώμων διηυθύνθησαν ταχέως
+προς τον άγνωστον. </p>
+
+<p>Εκείνος, ιδών αυτούς πλησιάζοντας, έδειξε κατ' αρχάς σημεία ζωηροτάτης
+εκπλήξεως. Βεβαιότατα, δεν περιέμενε να συναντήση ξένους επί του μέρους
+εκείνου της ακτής. Πρόδηλον ήτο ωσαύτως, ότι δεν είχεν παρατηρήσει τα
+συντρίματα του «Πίλγριμ», άλλως η παρουσία ναυαγών θα εξηγείτο φυσικώτατα.
+Άλλως τε, κατά την νύκτα, η παλίρροια είχε τελείως διαμελίσει τον σκελετόν του
+πλοίου, και δεν έμενον πλέον εξ αυτού ειμή λείψανά τινα επιπλέοντα εις το
+πέλαγος.<br />
+&nbsp;<br />
+Κατά την πρώτην στιγμήν ο άγνωστος, βλέπων προχωρούντας προς αυτόν τους
+τέσσαρας εκείνους ωπλισμένους άνδρας, εκινήθη όπως οπισθοχωρήση. Είχε
+πυροβόλον ανηρτημένον, όπερ έφερε ταχέως εις την χείρα και από της χειρός εις
+τον ώμον. Φαίνεται ότι εταράχθη. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ εποίησε κίνημα χαιρετισμού, όπερ ο άγνωστος δεν εννόησε
+βεβαίως, καθότι μετά τινα δισταγμόν εξηκολούθησε προχωρών. </p>
+
+<p>Τότε ο Δικ Σανδ ηδυνήθη να τον εξετάση μετά προσοχής. </p>
+
+<p>Ήτο ανήρ εύρωστος, ηλικίας τεσσαράκοντα ετών το πολύ, με όμμα ζωηρόν,
+κόμην και γένειον υπόλευκα, χρώμα ηλιοκαές, ως νομάδος πάντοτε, ζήσαντος εν
+τω ανοικτώ αέρι του δάσους ή της πεδιάδος. Είδος τι επιχιτωνίου εκ δέρματος
+κατειργασμένου, τω εχρησίμευεν ως υπενδύτης, πλατύγυρος πίλος εκάλυπτε την
+κεφαλήν του, δερμάτινα υποδήματα έφθανον μέχρι των γονάτων του και
+πτερνιστήρες μετά μεγάλων πλήκτρων αντήχουν επί των υψηλών αυτού πτερνών.
+</p>
+
+<p>Εκείνο δε το οποίον εξ αρχής εγνώρισεν ο Δικ Σανδ — και το οποίον ήτο τωόντι
+— είναι ότι είχεν απέναντι αυτού, ουχί ένα των Ινδών εκείνων οίτινες συνήθως
+διατρέχουσι τας πάμπας, αλλ' ένα των τυχοδιωκτών εκείνων, καταγωγής ξένης,
+πολλάκις επικινδύνων, οίτινες συνήθως συναντώνται εις τας μεμακρυσμένας
+εκείνας χώρας. Εκ της ακάμπτου μάλιστα στάσεώς του, εκ του ερυθρωπού
+χρώματος τριχών τινων της γενειάδος του, εφαίνετο ότι ο άγνωστος εκείνος ανήκεν
+εις την αγγλοσαξωνικήν φυλήν. Όπως δήποτε δεν ήτο μήτε Ινδός μήτε Ισπανός.
+</p>
+
+<p>Και τούτο εφάνη βέβαιον, όταν εις τον Δικ Σανδ όστις είπεν αυτώ αγγλιστί
+«Καλώς ήλθετε», απεκρίθη εν τη αυτή γλώσση, και χωρίς η προφορά του να έχη
+ξενικόν τινα τόνον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Καλώς ήλθετε και ημείς, νέε μου φίλε, είπεν ο άγνωστος προχωρών
+προς τον δόκιμον και θλίβων την χείρα αυτού. Προς δε τους μαύρους ηρκέσθη να
+τοις απευθύνη χαιρετισμόν, χωρίς να τοις είπη τι. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είσθε Άγγλοι; ηρώτησε τον δόκιμον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αμερικανοί, απεκρίθη ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Της Νοτίου;</p>
+
+<p>&nbsp;— Της Βορείου. </p>
+
+<p>Η απόκρισις αύτη εφάνη ευχαριστήσασα τον άγνωστον, όστις εκίνησε
+ισχυρότερον την χείρα του δοκίμου, εντελώς αμερικανικώ τω τρόπω την φοράν
+ταύτην. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και δύναμαι να μάθω, νέε μου φίλε, πώς ευρίσκεσθε εις την
+παραλίαν ταύτην; ηρώτησεν. </p>
+
+<p>Αλλά, κατά την στιγμήν ταύτην, χωρίς να περιμένη την απόκρισιν του δοκίμου
+εις την ερώτησίν του, ο άγνωστος απεκαλύφθη και εχαιρέτισεν.<br />
+&nbsp;<br />
+Η κυρία Βέλδων είχε προχωρήσει προς την όχθην και ευρίσκετο τότε ενώπιόν του.
+</p>
+
+<p>Αύτη απήντησεν εις την ερώτησίν του·</p>
+
+<p>&nbsp;— Κύριε, είπεν, είμεθα ναυαγοί, των οποίων το πλοίον συνετρίβη χθες
+επ' αυτών των σκοπέλων. </p>
+
+<p>Αίσθημά τι οίκτου εζωγραφήθη επί της μορφής του άγνωστου, ούτινος τα
+βλέμματα ανεζήτησαν το εις την ακτήν εξοκείλαν πλοίον.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Δεν έμεινε πλέον τίποτε εκ του πλοίου, προσέθηκεν ο δόκιμος. Η
+παλίρροια συνεπλήρωσε την καταστροφήν κατ' αυτήν την νύκτα.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Και η πρώτη ημών ερώτησις, επανέλαβεν η κυρία Βέλδων, είναι να σας
+ερωτήσωμεν πού ευρισκόμεθα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλ' είσθε εις την παραλίαν της Νοτίου Αμερικής, απεκρίθη ο
+άγνωστος, όστις εφάνη απορήσας διά την ερώτησιν. Μήπως είχετε αμφιβολίαν
+τινά περί τούτου;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, κύριε, διότι η τρικυμία ίσως μας παρέσυρε της ευθείας οδού την
+οποίαν δεν ηδυνάμην να ορίσω μετ' ακριβείας, απεκρίθη ο Δικ Σανδ. Αλλ' επιθυμώ
+να μάθω ακριβέστερον πού ευρισκόμεθα. Άρα γε εις την παραλίαν του Περού;</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι νέε μου φίλε, όχι. Ολίγον τι μάλλον προς τον νότον. Εξοκείλατε
+επί της βολιβιανής ακτής. </p>
+
+<p>&nbsp;— Α! εφώνησεν ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και μάλιστα ευρίσκεσθε επί του μεσημβρινού μέρους της Βολιβίας,
+όπερ συνορεύει προς το Χιλί. </p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν ποία είναι αυτή η άκρα; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ δεικνύων το
+προς βορράν ακρωτήριον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν ηξεύρω να σας είπω τ' όνομά του, απεκρίθη ο άγνωστος, καθότι
+εάν γνωρίζω ολίγον τι τον τόπον εις τα ενδότερα, ως διατρέξας αυτά πολλάκις, την
+παραλίαν όμως ταύτην πρώτην φοράν επισκέπτομαι. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ εσκέπτετο περί όσων ήκουσε. Δεν εξεπλήσσετο όμως πολύ, καθότι
+πιθανόν ή μάλλον δυνατόν ήτο να ηπατήθη εις τους υπολογισμούς του ένεκα των
+ρευμάτων, αλλ' η απάτη δεν ήτο σπουδαία. Τωόντι ενόμιζεν ότι ήτο περίπου
+μεταξύ της εικοστής εβδόμης και της τριακοστής παραλλήλου μετά την
+αναγνώρισιν της νήσου του Πάσχα, και εξώκειλεν επί της εικοστής πέμπτης
+παραλλήλου. </p>
+
+<p>Ουδόλως αδύνατον να υπέστη το «Πίλγριμ» τοιαύτην ελαχίστην παρέκκλισιν
+επί τοσούτον μακρόν διάπλουν.<br />
+&nbsp;<br />
+Άλλως τε ουδέν διδόμενον είχε να αμφιβάλλη περί των διαβεβαιώσεων του
+αγνώστου, και αφού η ακτή εκείνη ήτο η της κάτω Βολιβίας, ουδέν άπορον εάν ήτο
+τόσον έρημος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Κύριε, είπε τότε ο Δικ Σανδ, εκ της αποκρίσεώς σας δύναμαι να
+συμπεράνω ότι ευρισκόμεθα πολύ μακράν της Λίμας.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ω! η Λίμα είναι μακράν . . . απ' εκεί! εις το βόρειον μέρος. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων, ήτις κατ' αρχάς είχε συλλάβει υπονοίας διά την εξαφάνισιν
+του Νεγορού, παρετήρει τον άγνωστον μετά μεγάλης προσοχής, αλλά μήτε εις την
+στάσιν του, μήτε εις τας εκφράσεις του ηδυνήθη να εύρη ύποπτον.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Κύριε είπεν, η ερώτησίς μου δεν είναι βεβαίως αδιάκριτος . . . Δεν
+φαίνεσθε καταγωγής περουβιανής</p>
+
+<p>&nbsp;— Είμαι Αμερικανός ως είσθε υμείς, κυρία; . . . είπεν ο άγνωστος
+περιμείνας προς στιγμήν όπως η Αμερικανίς τω είπη το όνομά της. </p>
+
+<p>&nbsp;— Κυρία Βέλδων, απεκρίθη αύτη. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εγώ ονομάζομαι Χάρρης, και εγεννήθην εις την μεσημβρινήν
+Καρολίναν. Αλλά παρήλθον είκοσιν έτη αφ' ότου εγκατέλιπον την πατρίδα μου διά
+να έλθω εις τας πάμπας της Βολιβίας και πολύ ευχαριστούμαι, όταν βλέπω
+συμπολίτας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Κατοικείτε το μέρος τούτο της επαρχίας, κύριε Χάρη; ηρώτησεν η
+κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο Χάρρης, κατοικώ εις το νότιον μέρος,
+εις τα σύνορα της Χιλής, αλλά την στιγμήν ταύτην μεταβαίνω εις Ατακάμαν,
+βορειοανατολικά. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είμεθα λοιπόν εις το άκρον της ομωνύμου ερήμου; ηρώτησεν ο Δικ
+Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ακριβώς, νέε μου φίλε, και η έρημος αύτη εκτείνεται πολύ πέραν των
+ορέων, τα οποία κλείουσι τον ορίζοντα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Η έρημος της Ατακάμας; επανέλαβεν ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, απεκρίθη ο Χάρρης. Η έρημος αύτη είναι ως ιδιαίτερος τις τόπος
+εν τη ευρεία ταύτη Νοτίω Αμερική, της οποίας διαφέρει υπό πολλάς απόψεις. Είναι
+το μάλλον περίεργον και το ολιγώτερον γνωστόν μέρος της ηπείρου ταύτης. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και οδοιπορείτε μόνος; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ω! δεν είναι η πρώτη φορά καθ' ήν πράττω τούτο! απεκρίθη ο
+Αμερικανός. Διακόσια μίλια μακράν απ' εδώ υπάρχει έπαυλις μεγάλη, η έπαυλις
+του Αγίου Ευτυχούς, ήτις ανήκει εις ένα των αδελφών μου και εκεί μεταβαίνω
+χάριν του εμπορίου μου. Εάν θέλετε να με ακολουθήσετε, θα σας υποδεχθώσι
+καλώς, και θα εύρετε τα μέσα όπως μεταβήτε εις την πόλιν Αταμάκαν: Ο αδελφός
+μου θα είναι ευτυχής εάν σας παράσχη ταύτα. </p>
+
+<p>Αι προσφοραί αύται, γινόμεναι αυθορμήτως, δεν ηδύνατο ειμί να διαθέσωσι
+τους ναυαγούς ευνοϊκώς υπέρ του Αμερικανού, όστις επανέλαβεν αμέσως
+αποτεινόμενος προς την κυρίαν Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Οι μαύροι αυτοί είναι δούλοι σας; </p>
+
+<p>Και διά της χειρός εδείκνυεν τον Τωμ και τους συντρόφους του.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Δεν έχομεν πλέον δούλους εις τας Ηνωμένας Πολιτείας, απεκρίθη
+ζωηρώς η κυρία Βέλδων. Οι βόρειοι προ πολλού κατήργησαν την δουλείαν, οι δε
+νότιοι εδέησε ν' ακολουθήσωσι το παράδειγμα των βορείων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Α! ορθόν, απεκρίθη ο Χάρρης. Είχον λησμονήσει ότι ο πόλεμος του
+1862 έλυσε το σπουδαίον τούτο ζήτημα. — Ζητώ συγνώμην παρά των καλών
+τούτων ανδρών, προσέθηκεν ο Χάρρης μετά τινος λεπτής ειρωνείας,
+χαρακτηριζούσης τους νοτίους Αμερικανούς όταν ομιλώσι προς μαύρους. Αλλά
+βλέπων τους ευπατρίδας τούτους εις την υπηρεσίαν σας, ενόμισα . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Μήτε είναι μήτε ήσαν ποτέ εις την υπηρεσίαν μου, κύριε, απεκρίθη
+σοβαρώς η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θεωρούμεν τιμήν μας να σας υπηρετώμεν, κυρία Βέλδων, είπεν τότε
+ο γέρων Τωμ. Αλλ' ας μάθη ο κύριος Χάρρης ότι εις ουδένα ανήκομεν. Είναι μεν
+αληθές ότι εγώ συνελήφθην και επωλήθην ως δούλος εις την Αφρικήν, όταν ήμην
+έξ ετών· αλλ' ο υιός μου Βαρθολομαίος εγεννήθη εξ απελευθέρου πατρός, οι δε
+σύντροφοί μου εγεννήθησαν εκ γονέων απελεύθερων.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Σας συγχαίρω, είπεν ο Χάρρης μετά τόνου φωνής, ον η κυρία Βέλδων δεν
+εύρε σοβαρόν. Άλλως τε επί της γης ταύτης της Βολιβίας δεν έχομεν δούλους.
+Λοιπόν ουδέν έχετε να φοβηθήτε, και δύνασθε να οδεύητε εδώ τόσον ελευθέρως
+όσον εις τας πολιτείας της Νέας Αγγλίας.<br />
+&nbsp;<br />
+Την στιγμήν εκείνην ο μικρός Ζακ, ακολουθούμενος υπό της Ναν εξήλθε, του
+σπηλαίου τρίβων τους οφθαλμούς του. </p>
+
+<p>Είτα, ιδών την μητέρα του, έδραμε προς αυτήν. Η κυρία Βέλδων τον
+ενηγκαλίσθη τρυφερώς. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι χαριτωμένο παιδάκι! Είπεν ο Αμερικανός πλησιάζων τον Ζακ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είναι υιός μου, είπεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ω! κυρία Βέλδων, λοιπόν θα υπεφέρετε διττώς, αφού το παιδίον
+τούτο εξετέθη εις τόσας δοκιμασίας!</p>
+
+<p>&nbsp;— Ο Θεός το διετήρησε σώον και υγιές, ως και όλους ημάς, κύριε Χάρρη,
+απεκρίθη η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μοι επιτρέπετε να ασπασθώ τας ωραίας παρειάς του; ηρώτησεν ο
+Χάρρης. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ευχαρίστως, απεκρίθη η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>Αλλ' η μορφή του «κυρίου Χάρρη» φαίνεται ότι δεν ήρεσεν εις τον μικρόν Ζακ,
+καθότι συνεσπειρώθη περισσότερον πλησίον της μητρός του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πώς! είπεν ο Χάρρης, δεν θέλετε να σας ασπασθώ! Σας προξενώ
+λοιπόν φόβον, μικρέ μου φίλε;</p>
+
+<p>&nbsp;— Συγγχωρήσατέ το, κύριε, έσπευσε να είπη η κυρία Βέλδων.
+Δειλιά.</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλά! θα γνωρισθώμεν περισσότερον, απεκρίθη ο Χάρρης. Όταν
+φθάσωμεν εις την έπαυλιν, θα διασκεδάζη με έν ωραίον αλογάκι το οποίον θα του
+είπη πολλά πράγματα δι' εμέ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά και η προσφορά αύτη του ωραίου ιππαρίου δεν εδελέασε τον
+Ζακ. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων, αρκετά στενοχωρηθείσα, έσπευσε να στρέψη την συνομιλίαν.
+Δεν έπρεπε, να δυσαρεστήσωσι άνθρωπον, όστις τοσούτον υποχρεωτικώς είχε
+προσφέρει τας υπηρεσίας του. </p>
+
+<p>Κατ' εκείνο το διάστημα ο Δικ Σανδ εσκέπτετο την τοσούτον εγκαίρως
+γενομένην πρότασιν να μεταβώσιν εις την έπαυλιν του Αγίου Ευτυχούς. Ως είπεν ο
+Χάρρης, ήτο πορεία πλέον των διακοσίων μιλίων, οτέ μεν διά των δασών, οτέ δε
+διά πεδιάδων, — πορεία λίαν κοπιώδης, βεβαίως, επειδή υπήρχεν εντελής έλλειψις
+μέσων μεταφοράς.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο νεαρός δόκιμος επέφερε λοιπόν παρατηρήσεις τινάς ως προς το αντικείμενον
+τούτο και περιέμενε την απόκρισιν του Αμερικανού. </p>
+
+<p>&nbsp;— Η οδοιπορία είναι τωόντι ολίγον μακρά, είπεν ο Χάρρης, αλλ' έχω
+εκεί, ολίγας τινάς εκατοντάδας βημάτων όπισθεν της όχθης, ίππον, τον οποίον
+σκοπεύω να θέσω εις την διάθεσιν της κυρίας Βέλδων και του υιού της. Δι' ημάς
+ούτε δύσκολον, ούτε λίαν επίπονον να πορευθώμεν πεζή. Άλλως τε δε όταν είπω
+διακόσια μίλια, εννόουν να ακολουθήσωμεν την διεύθυνσιν του ποταμίου τούτου,
+ως το έπραξα ήδη. Αλλ' εάν διασχίσωμεν το δάσος, ο δρόμος μας θα συντομευθή
+κατά ογδοήκοντα τουλάχιστον μίλια. Λοιπόν, εάν διανύωμεν δέκα μίλια καθ'
+ημέραν, μοι φαίνεται ότι θα φθάσωμεν εις την έπαυλιν χωρίς πολλούς κόπους.
+</p>
+
+<p>Η Κυρία Βέλδων ευχαρίστησε τον Αμερικανόν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν δύνασθε να με ευχαριστήσετε καλλίτερον, ειμή δεχομένη είπεν ο
+Χάρρης. Αν και ουδέποτε διήλθον τούτο το δάσος, νομίζω ότι δεν θα δυσκολευθώ
+να εύρω τον δρόμον, επειδή έχω μεγάλην έξιν της πάμπας. Έν μόνον ζήτημα
+σπουδαιότερον υπάρχει, το των τροφίμων, διότι εγώ δεν έχω ειμή ακριβώς όσα
+αρκούσι διά να φθάσω εις την έπαυλιν του Αγίου Ευτυχούς.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Κύριε Χάρρη, είπεν η κυρία Βέλδων, έχομεν ευτυχώς άφθονα τρόφιμα,
+και θα ήμεθα ευτυχείς να τα μοιρασθώμεν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν, κυρία Βέλδων, μοι φαίνεται ότι πάντα έχουσι καλώς και ότι
+ουδέν άλλο μένει ειμή η αναχώρησις. </p>
+
+<p>Ο Χάρρης διηυθύνετο προς την όχθην σκοπεύων να παραλάβη τον ίππον του εκ
+του μέρους ένθα τον είχεν αφήσει, ότε ο Δικ Σανδ τον εσταμάτησε πάλιν όπως τω
+αποτείνη μίαν ερώτησιν. </p>
+
+<p>Εις τον νέον δόκιμον δεν εφαίνετο πολύ φρόνιμον να εγκαταλίπη την παραλίαν
+και να εισδύση εις το εσωτερικόν της χώρας διά του απεράντου εκείνου δάσους.
+</p>
+
+<p>Ο ναυτικός ανεφαίνετο πάλιν εν αυτώ, και επροτίμα να ανέρχηται και να
+κατέρχηται την παραλίαν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Κύριε Χάρρη, είπεν, αντί να οδοιπορήσωμεν εκατόν είκοσι μίλια εν τη
+ερήμω ταύτη της Ατακάμας διατί δεν ακολουθούμεν την παραθαλασσίαν;
+Απόστασις και ούτως, απόστασις και άλλως. Δεν είναι προτιμότερον να φθάσωμεν
+την πλησιεστέραν πόλιν είτε προς βορράν είτε προς νότον;</p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά, νέε μου φίλε, απεκρίθη ο Χάρρης συσπών ελαφρώς τας οφρύς,
+νομίζω ότι δεν υπάρχει πόλις πλησιέστερον των τριακοσίων ή τετρακοσίων μιλίων
+από της ακτής ταύτης, την οποίαν να γνωρίζω ακριβώς. </p>
+
+<p>&nbsp;— Προς βορράν μάλιστα, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, αλλά προς νότον;. </p>
+
+<p>&nbsp;— Προς νότον, απήντησεν ο Αμερικανός, θα είναι ανάγκη να
+κατέλθωμεν μέχρι της Χιλής. Λοιπόν το διάστημα είναι σχεδόν επίσης μακρόν, και
+εις την θέσιν σας δεν θα ήθελον να διέλθω τας πάμπας της αργεντινής
+Δημοκρατίας. Εγώ δε, μετά μεγάλης μου λύπης, σας ειδοποιώ ότι δεν δύναμαι να
+σας συνοδεύσω. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τα πλοία τα πλέοντα μεταξύ του Περού και Χιλής δεν διέρχονται
+λοιπόν προ της παραλίας ταύτης; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, απεκρίθη ο Χάρρης. Διέρχονται πολύ απώτερον εις το πέλαγος,
+και βεβαίως δεν συνηντήσατε ουδέν εξ αυτών.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Πράγματι, είπεν η κυρία Βέλδων. — Λοιπόν, Δικ, έχεις άλλην τινά
+ερώτησιν να απευθύνης προς τον κύριον Χάρρην;</p>
+
+<p>&nbsp;— Μίαν μόνην, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο δόκιμος όστις ησθάνετο
+δυσκολείαν τινά να ενδώση. Θα ερωτήσω τον κύριον Χάρρην εις ποίον λιμένα
+νομίζει ότι θα εύρωμεν πλοίον τι διά να επιστρέψωμεν εις Άγιον Φραγκίσκον;</p>
+
+<p>&nbsp;— Μα την αλήθειαν, νέε μου φίλε, δεν ηξεύρω τι να σας είπω, απεκρίθη
+ο Αμερικανός, Ότι ηξεύρω είναι ότι θα σας παράσχωμεν εις την έπαυλην του Αγίου
+Ευτυχούς τα μέσα να φθάσετε εις την πόλιν Ατακάμαν και εκείθεν . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Κύριε Χάρρη, είπε τότε η κυρία Βέλδων, μη νομίσετε ότι ο Δικ Σανδ
+διστάζει να δεχθή τας προσφοράς σας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, κυρία Βέλδων όχι βεβαίως δεν διστάζω, είπεν ο νεαρός δόκιμος,
+αλλά δεν ειμπορώ να μη λυπηθώ διότι δεν επέσαμεν εις παραλίαν μοίρας τινάς
+βορειότερον ή νοτιώτερον. Θα ευρισκόμεθα τότε πλησίον λιμένος τινός, και η
+περίπτωσις εκείνη, διευκολύνουσα την παλινόστησιν ημών, θα μας απήλλασε της
+ανάγκης να ενοχλήσωμεν την προθυμίαν του κυρίου Χάρρη. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μη φοβήσθε ότι θα με ενοχλήσετε, κυρία Βέλδων επανέλαβεν ο
+Χάρρης. Σας επαναλαμβάνω ότι σπανιώτατα λαμβάνω αφορμήν να ευρεθώ
+απέναντι συμπολιτών μου. Είναι δι' εμέ αληθής ευχαρίστησις να σας υποχρεώσω.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεχόμεθα την προσφοράν σας κύριε Χάρρη, είπεν η κυρία Βέλδων,
+αλλ' εν τούτοις δεν θέλω να σας στερήσω του ίππου σας. Είμαι καλή
+πεζοπόρος·</p>
+
+<p>&nbsp;— Και εγώ κάλλιστος πεζοπόρος, απεκρίθη ο Χάρρης προσκλίνων.
+Συνηθισμένος εις τας μακράς πορείας διά των πεδιάδων, ουδεμίαν θα επιφέρω
+βραδύτητα εις την συνοδείαν. Όχι, κυρία Βέλδων, υμείς και ο μικρός σας Ζακ θα
+μεταχειρισθήτε τον ίππον. Άλλως τε δε πιθανόν να συναντήσωμεν καθ' οδόν
+υπηρέτας τινας της επαύλεως, και επειδή θα είναι έφιπποι, θα μας παραχωρίσωσι
+τους ίππους των. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ εννόησε καλώς ότι εάν απέτεινε και άλλας παρατηρήσεις, θα
+δυσηρέστει την κυρίαν Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Κύριε Χάρρη, είπε, πότε θα αναχωρήσωμεν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Σήμερον, νέε μου φίλε, απεκρίθη ο Χάρρης. Η κακή εποχή άρχεται
+από του Απριλίου, και πρέπει όσω το δυνατόν να φθάσετε πρότερον εις την
+έπαυλιν του Αγίου Ευτυχούς. Επί τέλους, η διά του δάσους οδός είναι η
+συντομωτέρα και ίσως η ασφαλεστέρα, διότι είναι ολιγώτερον εκτεθειμένη εις τας
+επιδρομάς των νομάδων Ινδών, οίτινες είναι ακάματοι λησταί. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τωμ, φίλοι μου, είπε ο Δικ Σανδ στρεφόμενος προς τους μαύρους, δεν
+μας μένει πλέον άλλο ειμή να ετοιμασθώμεν προς αναχώρησιν. Ας εκλέξωμεν
+λοιπόν, εκ των προμηθειών του πλοίου, εκείνας όσαι δύνανται ευκολώτερον να
+μετακομισθώσι, και ας κατασκευάσωμεν δέματα, τα οποία να
+διαμοιρασθώμεν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Κύριε Δικ, είπεν ο Ηρακλής, εάν θέλετε, τα λαμβάνω εγώ όλα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, καλέ μου Ηράκλεις, απεκρίθη ο δόκιμος. Είναι προτιμότερον να
+μοιρασθώμεν το βάρος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είσθε εύρωστος σύντροφος, Ηράκλεις, είπε τότε ο Χάρρης, όστις
+παρετήρει τον μαύρον ως εάν ούτος ήτο προς πώλησιν. Εις τας αγοράς της Αφρικής
+θα είχετε μεγάλην αξίαν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αξίζω ό,τι αξίζω, είπεν ο Ηρακλής και οι αγορασταί πρέπει πολύ να
+τρέξωσιν εάν θέλωσι να με συλλάβωσι. </p>
+
+<p>Τα πάντα είχον συμφωνηθή, προς επίσπευσιν δε της αναχωρήσεως, όλοι
+ήρχισαν να εργάζωνται. Άλλως τε δε δεν είχον να ασχοληθώσι διά την τροφοδοσίαν
+της μικράς συνοδείας ειμή από της παραλίας μέχρι της επαύλεως, ήτοι διά πορείαν
+δέκα περίπου ημερών.<br />
+
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Αλλά, πριν αναχωρήσωμεν, κύριε Χάρρη είπεν η κυρία Βέλδων, πριν
+δεχθώμεν την φιλοξενείαν σας, θα σας παρακαλέσω να δεχθήτε την ημετέραν. Σας
+προσφέρομεν αυτήν εξ όλης καρδίας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δέχομαι, κυρία Βέλδων. Θα ωφεληθώ εκ των δέκα τούτων στιγμών,
+όπως φέρω τον ίππον μου εδώ. Εκείνος επρογευμάτησε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θέλετε να σας συνοδεύσω, κύριε; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ τον
+Αμερικανόν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όπως επιθυμείτε, νέε μου φίλε, απεκρίθη ο Χάρρης. Έλθετε. Θα σας
+δείξω το κάτω ρεύμα του ποταμίου τούτου. </p>
+
+<p>Ανεχώρησαν αμφότεροι. </p>
+
+<p>Κατά το διάστημα τούτο ο Ηρακλής επέμφθη προς αναζήτησιν του
+εντομολόγου. Ο εξάδελφος Βενέδικτος ολίγον μα την αλήθειαν εφρόντηζε διά τα
+περί εαυτόν συμβαίνοντα. Περιεπλανάτο τότε επί της κορυφής του
+θαλασσοκρήμου αναζητών έντομόν τι «ανεύρετον», όπερ άλλως τε δεν εύρισκε.
+</p>
+
+<p>Ο Ηρακλής τον επανέφερεν εκόντα άκοντα. Η κυρία Βέλδων τω είπεν ότι η
+αναχώρησις είχεν αποφασισθή και ότι επί δέκα περίπου ημέρας θα εταξίδευον εις
+το εσωτερικόν της χώρας. Ο εξάδελφος Βενέδικτος απεκρίθη ότι ήτο έτοιμος να
+αναχωρήση, καθότι δεν εζήτει άλλο καλλίτερον ειμή να διέλθη και ολόκληρον έτι
+την Αμερικήν, αρκεί να τον αφήνωσι να «συλλέγη» καθ' οδόν. </p>
+
+<p>Η Κυρία Βέλδων, βοηθουμένη υπό της Ναν, ενησχολήθη τότε να παρασκευάση
+τονωτικόν γεύμα. Καλή προφύλαξις πριν αρχίσωσι την οδοιπορίαν.<br />
+&nbsp;<br />
+Εν τούτω τω αναμεταξύ ο Χάρρης, συνοδευόμενος υπό του Δικ Σαν, έστρεψε τον
+αγκώνα του θαλασσοκρήμνου. Αμφότεροι ηκολούθησαν την όχθην εις διάστημα
+τριακοσίων βημάτων. Εκεί ίππος προσδεδεμένος εις δένδρον, εχρεμέτησε
+περιχαρώς εις την προσέγγισιν του κυρίου του.<br />
+&nbsp;<br />
+Ήτο ζώον ισχυρόν, έκ τινος είδους όπερ ο Δικ Σανδ δεν ηδυνήθη να αναγνωρήση.
+Εκ του μακρού όμως αυχένος, των βραχέων μηρών, των μακρών οπισθίων, των
+ευρέων ώμων και της σχεδόν κυρτής προσόψεως, ο ίππος εκείνος εδείκνυε τα
+διακριτικά σημεία των γενεών εκείνων, εις ας αποδίδουσιν αραβικήν
+καταγωγήν.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Βλέπετε, νέε φίλε μου, είπεν ο Χάρρης, ότι είναι δυνατός ίππος, και
+δύνασθε να ήσθε βέβαιος ότι δεν θα πέση εις τον δρόμον. </p>
+
+<p>Ο Χάρρης έλυσε τον ίππον του, τον έλαβεν εκ του χαλινού και κατήλθε πάλιν
+την όχθην, προηγούμενος του Δικ Σανδ. Ούτος περιέφερε βλέμμα ταχύ εις το
+ποτάμιον και εις το δάσος όπερ περιεχείλου τας δύο αυτού όχθας. Αλλ' ουδέν είδε
+δυνάμενον να διεγείρη την ανησυχίαν του. </p>
+
+<p>Εν τούτοις, άμα έφθασε τον Αμερικανόν, τω απέτεινεν αποτόμως την
+ακόλουθον ερώτησιν, την οποίαν ούτος ουδόλως περιέμενε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Κύριε Χάρρη, ηρώτησε, μήπως συνηντήσατε χθες την νύκτα
+Πορτογάλον τινά ονομοζόμενον Νεγορόν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Νεγορόν; απεκρίθη ο Χάρρης με τόνον φωνής ανθρώπου, όστις δεν
+εννοεί τι τω λέγουσι. Τι εστί Νεγορός;</p>
+
+<p>&nbsp;— Είναι ο μάγειρος του πλοίου, είπεν ο Δικ Σανδ, και εχάθη.</p>
+
+<p>&nbsp;— Επνίγη ίσως; . . είπεν ο Χάρρης. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, όχι, απεκρίθη ο Δικ Σανδ. Χθες το εσπέρας ήτο έτι μεθ' ημών
+αλλά κατά την νύκτα μας εγκατέλειπε και ανήλθε πιθανώς την όχθην του ποταμού
+τούτου. Διά τούτο σας ηρώτησα μήπως τον συνηντήσατε ενώ ήρχεσθε εξ εκείνου
+του μέρους. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ουδένα συνήντησα, απήντησεν ο Αμερικανός, και εάν ο μάγειρος σας
+ερριψοκινδύνευσε μόνος εις το δάσος, υπάρχει κίνδυνος μήπως αποπλανηθή. Ίσως
+όμως τον εύρωμεν καθ' οδόν.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ναι . . . ίσως! είπεν ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>Όταν επέστρεψαν αμφότεροι εις το σπήλαιον, το πρόγευμα ήτο έτοιμον.
+Συνέκειτο δε, ως το γεύμα της προτεραίας, εκ διατετηρημένων εδωδίμων, εκ
+κρέατος βοείου και διπύρων. Ο Χάρρης ετίμησεν αυτό, ως άνθρωπος τον οποίον η
+φύσις επροίκησε διά μεγάλης ορέξεως. </p>
+
+<p>&nbsp;— Καλά, είπε, βλέπω ότι δεν θα αποθάνωμεν εκ πείνης καθ' οδόν. Δεν
+λέγω το αυτό διά τον δυστυχή εκείνον Πορτογάλον περί του οποίου με ωμίλησεν ο
+νεαρός φίλος μου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Α! είπεν η κυρία Βέλδων, ο Δικ Σανδ σας είπεν ότι δεν επανίδομεν τον
+Νεγορόν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Μάλιστα, κυρία Βέλδων. Επεθύμουν να μάθω εάν τον συνήντησεν ο
+κύριος Χάρρης.</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, απεκρίθη ο Χάρρης. Αλλ' ας αφήσωμεν τον λιποτάκτην τούτον
+εκεί όπου είναι και ας φροντίσωμεν περί της αναχωρήσεως. — Όταν θέλετε κυρία
+Βέλδων.</p>
+
+<p>Έκαστος έλαβε το δι' αυτόν ορισθέν δέμα. Η δε κυρία Βέλδων, βοηθουμένη υπό
+του Ηρακλέους, επέβη του ίππου, και ο αχάριστος μικρός Ζακ, έχων ανηρτημένον
+το όπλον του, εκαθέσθη και ούτος, χωρίς ούτε να σκεφθή να ευχαριστήση εκείνον,
+όστις έθετεν εις την διάθεσίν του τοιούτο λαμπρόν ζώον. </p>
+
+<p>Ο Ζακ, καθήμενος προ της μητρός του, είπε προς αυτήν ότι δύναται κάλλιστα να
+οδηγήση τον ίππον του κυρίου. </p>
+
+<p>Τω έδωκαν λοιπόν να κρατή τον χαλινόν, και ενόμιζε μετά πεποιθήσεως ότι
+αυτός ήτο ο αληθής αρχηγός της συνοδείας. </p>
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΣΤ'. </h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΚΑΘ' ΟΔΟΝ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Ουχί άνευ φόβου τινός — τον οποίον όμως ουδέν εφαίνετο δυνάμενον να
+δικαιολογήση — ο Δικ Σανδ, αφού ανήλθε την όχθην του ποταμίου, εισέδυσεν εις
+το πυκνόν δάσος, του οποίου αυτός και οι σύντροφοι του έμελλον να διατρέξωσι
+τας δυσχερείς ατραπούς.<br />
+&nbsp;<br />
+Εξ εναντίας η κυρία Βέλδων είχε πάσαν πεποίθησίν, ενώ ως γυναίκα και ως μητέρα
+οι κίνδυνοι έπρεπε να την ανησυχώσι διττώς. </p>
+
+<p>Δύο σπουδαιότατα αίτια συνετέλεσαν εις την καθησύχασιν αυτής· πρώτον διότι
+η χώρα εκείνη των απεράντων πεδιάδων δεν ήτο επίφοβος ούτε ένεκα των
+ιθαγενών ούτε ένεκα των θηρίων, δεύτερον, διότι υπό την διεύθυνσιν του Χάρρη,
+οδηγού τοσούτον ασφαλούς ως εφαίνετο ότι ήτο, δεν ηδύναντο να φοβηθώσιν
+μήπως αποπλανηθώσιν.</p>
+
+<p>Ιδού δε η τάξις της πορείας, ην όσω το δυνατόν ώφειλον να τηρώσιν:</p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ και ο Χάρρης, αμφότεροι ωπλισμένοι, ο είς διά του μακρού όπλου
+του και ο έτερος δι' οπισθογεμούς, ήσαν επί κεφαλής του μικρού σώματος.<br />
+&nbsp;<br />
+Ήρχοντο κατόπιν ο Βαρθολομαίος και ο Αυγουστίνος, ωπλισμένοι δι' όπλου και
+μαχαίρας. Όπισθεν αυτών ηκολούθουν η κυρία Βέλδων και ο μικρός Ζακ έφιπποι·
+είτα δε η Ναν και ο Τωμ. Όπισθεν, ο Ακέων ωπλισμένος διά τετάρτου όπλου, και ο
+Ηρακλής, έχων πέλεκυν εις την ζώνην, έκλειον την πορείαν. </p>
+
+<p>Ο Δίγγος εβάδιζεν ατάκτως, και ως παρετήρησεν ο Δικ Σανδ, πάντοτε ως κύων
+ανήσυχος, αναζητών ίχνη. Οι τρόποι του προδήλως είχον μεταβληθή αφότου το
+ναυάγιον του «Πίλγριμ» έρριψεν αυτόν εις την ξηράν εκείνην.</p>
+
+<p>Εφαίνετο τεταραγμένος και σχεδόν ακαταπαύστως ερρήγνυεν υπόκωφον
+γρυλισμόν, θρηνώδη μάλλον ή μανιώδη. Τούτο παρετήρησαν πάντες, αλλ' ουδείς
+ηδυνήθη να το εξηγήση.<br />
+&nbsp;<br />
+Τον δε εξάδελφον Βενέδικτον αδύνατον υπήρξεν, ως και εις τον Δίγκον να ορίσωσι
+τάξιν πορείας. Μόνον εάν ήτο δεμένος θα ηδύνατο να μείνη εις την θέσιν του. Έχων
+επί των ώμων το κασσιτέρινον κιβώτιόν του, κρατών εις την χείρα το δίκτυόν του
+και φέρων ανηρτημένον εκ του τραχήλου το μικροσκόπιόν του, οτέ μεν εμπρός οτέ
+δε οπίσω, ανεκίνη τα υψηλά χόρτα, ζητών ορθόπτερα ή παν άλλον έντομον λήγον
+εις «πτερόν» με κίνδυνον να δαγκασθή υπό τινος φαρμακερού όφεως</p>
+
+<p>Κατά τας πρώτας στιγμάς η κυρία Βέλδων, ανησυχούσα, τον προσεκάλεσε
+πολλάκις. Αλλ' ουδέν το όφελος·</p>
+
+<p>&nbsp;— Εξάδελφε Βενέδικτε, είπεν αύτη· επί τέλους σας παρακαλώ πολύ
+σπουδαίως να μη απομακρύνεσθε, και σας συνιστώ να λάβετε υπ' όψιν την
+σύστασίν μου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εν τούτοις, εξαδέλφη απεκρίθη ο αδυσώπητος εντομολόγος, όταν
+εύρω έντομόν τι . . .</p>
+
+<p>&nbsp;— Όταν εύρετε έντομόν τι, επανέλαβεν η κυρία Βέλδων, θα
+ευαρεστηθήτε να το αφήσετε να τρέχη ήσυχον, ή θα με φέρετε εις την ανάγκην να
+διατάξω να σας αφαιρέσωσι το κιβώτιον.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Να μου αφαιρέσωσι το κιβώτιον! έκραξεν ο εξάδελφός Βενέδικτος, ως
+εάν επρόκειτο να τω αποσπάσωσι τα εντόσθια.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Και το κιβώτιον και το δίκτυον, προσέθηκεν ανηλεώς η κ. Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Το δίκτυόν μου, εξαδέλφη! Διατί όχι και τα δίοπτρα μου; Αλλά δεν θα
+τολμήσετε! Όχι δεν θα τολμήσετε!</p>
+
+<p>&nbsp;— Και τα δίοπτρά σας, τα οποία ελησμόνησα. Σας ευχαριστώ, εξάδελφε
+Βενέδικτε, διότι μοι ενθυμήσατε ότι είχον το μέσον τούτο να σας καταστήσω
+τυφλόν, και διά τούτου να σας αναγκάσω να ήσθε φρόνημος.<br />
+&nbsp;<br />
+Η τριπλή αύτη απειλή ηνάγκασε τον απειθή εκείνον εξάδελφον να μείνη ήσυχος επί
+μίαν ώραν περίπου. Είτα, ήρχισε πάλιν να απομακρύνεται, και επειδή θα έπραττε
+τούτο και άνευ δικτύου και άνευ κιβωτίου και άνευ διόπτρων, τον άφησαν να τρέχη
+κατά βούλησιν. </p>
+
+<p>Αλλ' ο Ηρακλής επεφορτίσθη ιδιαιτέρως να τον επιτηρή, — όπερ φυσικώτατα
+ανήγετο εις τον κύκλον των καθηκόντων του, — και συνεφωνήθη να τον
+μεταχειρίζεται ως αυτός μεταχειρίζετο τα έντομα, δηλαδή να τον συλλαμβάνη εν
+ανάγκη και να τον φέρη μεθ' όλης της αβρότητος, μεθ' ης και ο άλλος θα εφέρετο
+προς σπανιώτατόν τι λεπιδόπτερον. </p>
+
+<p>Τούτου κανονισθέντος, δεν ησχολήθησαν πλέον περί του εξαδέλφου
+Βενεδίκτου.<br />
+&nbsp;<br />
+Το μικρόν εκείνο σώμα, ως είδομεν, ήτο καλώς ωπλισμένον και αυστηρώς
+φυλαττόμενον. Αλλά ως το επανέλαβεν ο Χάρρης, δεν υπήρχε φόβος άλλης
+συναντήσεως ειμή των νομάδων Ινδών όπερ και τούτο απίθανον. Όπως δήποτε αι
+ληφθείσαι προφυλάξεις ήρκουν να τους τηρώσιν εν αποστάσει. </p>
+
+<p>Αι ατραπο,ί αι διά μέσου του πυκνού δάσους διαθέτουσαι, δεν ήσαν άξιαι του
+ονόματος τούτου. Ήσαν μάλλον δίοδοι ζώων ή δίοδοι ανθρώπων. Δυσκόλως
+επέτρεπον να προχωρήση τις. Προσδιορίσας λοιπόν ο Χάρρης ότι εν διαστήματι
+δώδεκα ωρών πορείας ήθελον διανύει κατά μέσον όρον πέντε ή εξ μίλια, είχε
+καλώς υπολογίσει.</p>
+
+<p>Άλλως τε δε ο καιρός ήτο ωραιότατος. Ο ήλιος ανέβαινε προς τον ορίζοντα,
+διαχέων τας ακτίνας του σχεδόν καθέτως. Εν τη πεδιάδι ο καύσων ούτος θα ήτο
+αφόρητος, ως παρετήρησεν ο Χάρρης· αλλ' υπό τας αδιαπεράστους εκείνας
+διακλαδώσεις, ηδύνατό τις να τον υποφέρη ευκόλως και ατιμωρητί.<br />
+&nbsp;<br />
+Τα πλείστα των δένδρων εκείνων ήσαν άγνωστα και εις την κυρίαν Βέλδων και εις
+τους μετ' αυτής, μαύρους και λευκούς.<br />
+&nbsp;<br />
+Εν τούτοις ειδήμων τις θα ηδύνατο να παρατηρήση ότι ήσαν μάλλον
+αξιοπαρατήρητα διά την ποιότητα ή διά το μέγεθος αυτών. </p>
+
+<p>Εδώ μεν ήτο η βαυχινία, ή σιδηρόξυλον· εκεί δε το μολόμπιον, όμοιον τω
+περικαρπίω, ξύλον στερεόν και ελαφρόν, κατάλληλον προς κατασκευήν μονοξύλων
+ή κωπίων, και εκ του κορμού του οποίου εξεκρίνετο άφθονος ρητίνη· απωτέρω
+φουστέτια, πλήρη βαφικής ύλης, και γαϊκάκια έχοντα περίμετρον μείζονα των
+δώδεκα ποδών, κατώτερα όμως των κοινών γαϊκακίων κατά την ποιότητα. Ο Δικ
+Σανδ, ενώ εβάδιζεν, ηρώτα τον Χάρρην περί του ονόματος των διαφόρων εκείνων
+δένδρων.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ουδέποτε, λοιπόν ήλθετε εις τα μέρη ταύτα της Νοτίου Αμερικής; τον
+ηρώτησεν ο Χάρρης πριν ή απαντήση εις την ερώτησίν του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ουδέποτε, απήντησεν ο δόκιμος, ουδέποτε κατά τα ταξείδιά μου
+έλαβον την ευκαιρίαν να επισκεφθώ τα παράλια ταύτα, και αληθώς ειπείν δεν
+ενθυμούμαι να μοι ωμίλησε περί αυτών ειδήμων τις. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά τουλάχιστον δεν εξηρευνήσατε τα παράλια της Κολομβίας, της
+Χιλής και της Παταγονίας;</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, ποτέ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλ' η κυρία Βέλδων θα επισκέφθη ίσως το μέρος τούτο της νέας
+ηπείρου; ηρώτησεν ο Χάρρης. Οι Αμερικανοί δεν φοβούνται τα ταξείδια, και
+βεβαίως . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, κύριε Χάρρη, απεκρίθη η κυρία Βέλδων. Τα εμπορικά
+συμφέροντα του συζύγου μου ουδέποτε τον εκάλεσαν πέραν της νέας Ζηλανδίας,
+και δεν εγένετο ανάγκη να συνοδεύσω αλλαχού. Ουδείς εξ ημών γνωρίζει το μέρος
+τούτο της κάτω Βολιβίας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν κυρία Βέλδων υμείς και οι σύντροφοί σας θα ίδετε παράδοξον
+τόπον όλως αντίθετον προς χώρας της Περουβίας, της Βραζιλίας ή της Αργεντινής
+Δημοκρατίας. Τα φυτά και τα ζώα αυτής θα εξέπληττον τον φυσιοδίφην. Α! δύναταί
+τις να είπη ότι εναυαγήσατε εις καλόν μέρος, και εάν πρέπη τα ευχαριστήσητε την
+τύχην . . . <br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Θέλω να πιστεύσω ότι δεν μας έφερεν εδώ η τύχη, κύριε Χάρρη, αλλ' ο
+Θεός.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ο Θεός! ναι! ο Θεός! απεκρίθη ο Χάρρης μετά τόνου φωνής ανθρώπου
+μη παραδεχομένου την θείαν επέμβασιν εις τα κοσμικά πράγματα. </p>
+
+<p>Λοιπόν επειδή ουδείς εκ της συνοδείας εγίνωσκε τον τόπον ή τα προϊόντα
+αυτού, ο Χάρρης είχε την ευχαρίστησιν να κατονομάζη τα περιεργότερα δένδρα
+του δάσους. </p>
+
+<p>Τη αληθεία ήτο λυπηρόν ότι ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν ήτο και βοτανικός.
+Εάν δεν εύρεν εισέτι σπάνια τινα ή νέα έντομα, θα έκαμνεν όμως ωραίας βοτανικάς
+ανακαλύψεις. Υπήρχον εκεί άφθονα φυτά παντός μεγέθους, των οποίων η ύπαρξις
+δεν είχεν εισέτι παρατηρηθή εις τα τροπικά δάση του νέου Κόσμου. Ο εξάδελφος
+Βενέδικτος θα έδιδε βεβαίως το όνομά του είς τινα εξ αυτών. Αλλά δεν ηγάπα την
+βοτανικήν, ούτε εγίνωσκεν αυτήν. Κατά φυσικόν δε λόγον απεστρέφετο τα άνθη,
+υπό την πρόφασιν ότι τινά εξ αυτών είχον την αυθάδειαν να περικλείωσιν εις τους
+κάλυκάς των τα έντομα και να τα δηλητηριάζωσι διά των δηλητηριωδών χυμών
+των. </p>
+
+<p>Το δάσος καθίστατο ενίοτε ελώδες. Ησθάνετό τις υπό τους πόδας του
+σύμπλεγμα ρευστών δικτύων, άτινα θα ετροφοδότουν τους ομόρρους του μικρού
+ποταμού. Τινά των ρυακύων εκείνων, επειδή ήσαν κάπως ευρέα, δεν ηδυνήθησαν
+να τα διέλθωσιν, ειμή εκλέγοντες διαβατά μέρη.<br />
+&nbsp;<br />
+Επί των οχθών των εφύοντο πυκνάδες καλάμων, ους ο Χάρρης ωνόμασε παπύρους.
+Δεν ηπατάτο, και τα ποώδη εκείνα φυτά εφύοντο αφθόνως εις το βάθος των υγρών
+οχθών.</p>
+
+<p>Είτα, μετά την διέλευσιν του έλους, πυκνά δένδρα εκάλυπτον εκ νέου τας
+στενάς οδούς του δάσους. </p>
+
+<p>Ο Χάρρης έδειξεν εις την κυρίαν Βέλδων και τον Δικ Σανδ ωραιοτάτους εβένους,
+ογκοδεστέρους του κοινού εβένου, οίτινες παρέχουσι ξύλον μελανώτερον και
+σκληρότερον του εν τω εμπορίω. Είτα υπήρχον μαγγιέραι, απειράριθμοι και αύται,
+αν και απείχον πολύ από της θαλάσσης. Είδος τι λειχηνώδους περικαλύμματος
+ανέβαινε μέχρι των κλάδων αυτών. Η πυκνή σκιά των και οι γλυκείς καρποί των
+καθίστων αυτάς πολύτιμα δένδρα, και εν τούτοις, ως είπεν ο Χάρρης ουδείς
+ιθαγενής θα ετόλμα να πολλαπλασιάση το είδος. «Όστις φυτεύση μαγγιέραν
+αποθνήσκει». Τοιαύτη παροιμία δεισιδαίμων επικρατεί εις την χώραν. </p>
+
+<p>Κατά το δεύτερον ήμισυ της πρώτης εκείνης ημέρας της πορείας το μικρόν
+σώμα, μετά την μεσημβρινήν στάθμευσιν, ήρχισε να αναβαίνη γήλοφον ελαφρώς
+επικλινή. Δεν ήσαν μεν ακόμη αι κλιτύες των πρώτων ορέων, αλλ' είδος τι
+οροπεδίου κυματοειδούς συνδέοντος την πεδιάδα μετά του όρους. </p>
+
+<p>Τα δένδρα ενταύθα, ολιγώτερον πυκνά, ενίοτε κατά συστάδας συνηνωμένα, θα
+καθίστων την πορείαν ευκολωτέραν, εάν το έδαφος δεν ήτο κατακαλυμμένον υπό
+ποωδών φυτών. Ηδύνατό τις να νομίση τότε, ότι ευρίσκετο εις τα πελάγη της
+ανατολικής Ινδίας. Η βλάστησις εφαίνετο ολιγότερον πλούσια ή εν τη κάτω κοιλάδι
+του ποταμίου, αλλά και πάλιν ανωτέρα της των συγκεκερασμένων ζωνών του
+Αρχαίου ή του Νέου Κόσμου. Το ινδικόν εβλάστανεν εκεί αφθόνως, κατά δε τον
+Χάρρην, το οσπριώδες τούτο φυτόν εφημίζετο ως το μάλλον διαδιδόμενον εν τη
+χώρα. Εάν εγκατελείπετο αγρός τις, το πράσινον εκείνο, το τοσούτον
+περιφρονούμενον ως αι άκανθαι και οι ακαλήφαι, κατελάμβανεν αυτόν αμέσως. Έν
+όμως δένδρον, όπερ έπρεπε να ήτο πολύ κοινόν εις το μέρος εκείνο της νέας
+ηπείρου, εφαίνετο ότι έλειπεν εκ του δάσους εκείνου. Το δένδρον τούτο το
+καουτσού. Πράγματι η «πρινοειδής συκή» η «ελαστική καστιλλόη» η «στικτή
+κεκρωπία», η «ωφέλιμος κολοφόρος», η «πλατύφυλλος καμεραρία», και
+προπάντων η «ελαστική συφωνία», αίτινες ανήκουσιν εις διαφόρους ομοιογενείας,
+βρίθουσι εν ταις επαρχίαις της μεσημβρινής Αμερικής. Και εν τούτοις, πράγμα λίαν
+παράδοξον, δεν έβλεπέ τις εκεί ούτε μίαν. </p>
+
+<p>Επειδή δε ο Δικ Σανδ είχεν υποσχεθή εις τον φίλον του Ζακ να τω δείξη δένδρα
+καουτσού, το μικρόν παιδίον, όπερ ενόμιζεν ότι όλα τα εξελαστικού κόμμεως
+αθύρματα προήρχοντο φυσικώς εκ των δένδρων εκείνων, εψεύσθη εις τας ελπίδας
+του και παρεπονέθη. </p>
+
+<p>&nbsp;— Υπομονή, μικρέ μου φίλε, τω είπεν ο Χάρρης. Θα εύρωμεν από αυτά
+τα καουτσού κατά εκατοντάδας εις τα πέριξ της επαύλεως.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ωραία, πολύ ελαστικά; ηρώτησεν ο μικρός Ζακ.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ελαστικώτατα. — Ιδού έως τότε, θέλετε έν οπωρικόν διά να
+δροσισθήτε;</p>
+
+<p>Και ταύτα λέγων ο Χάρρης έδρεψεν έκ τινος δένδρου οπώρας τινάς, αίτινες
+εφαίνοντο εύχυμοι ως σύκα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είσθε βέβαιος, κύριε Χάρρη, ηρώτησεν η κυρία Βέλδων, ότι ο καρπός
+αυτός δεν δύναται να προξενήση κακόν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Κυρία Βέλδων, θα σας το αποδείξω, απεκρίθη ο Αμερικανός,
+δαγκάσας ισχυρώς ένα των καρπών εκείνων. Είναι μάγγα. </p>
+
+<p>Και ο μικρός Ζακ, χωρίς να παρακληθή περισσότερον, εμιμήθη το παράδειγμα
+του Χάρρη. Είπεν ότι τα «αχλάδια» εκείνα ήσαν πολύ καλά, και το δένδρον
+ελεηλατήθη αμέσως. </p>
+
+<p>Αι μαγγιέραι αύται ανήκουσιν εις το είδος του οποίου οι καρποί ωριμάζουσι
+κατά Μάρτιον και Απρίλιον, ενώ άλλοι ωριμάζουσι κατά τον Σεπτέμβριον.
+Επομένως οι περί ων ο λόγος ήσαν εις την εποχήν των. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, είναι καλόν, καλόν, έλεγεν ο μικρός Ζακ με πλήρες το στόμα. Αλλ'
+ο φίλος μου Σανδ με υπεσχέθη καουτσού, εάν ήμην φρόνιμος, και θέλω καουτσού.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Θα το έχης, Ζακ μου, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, αφού ο κύριος
+Χάρρης σε βεβαιοί περί τούτου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά δεν αρκεί τούτο, επανέλαβεν ο Ζακ, ο φίλος μου Δικ με
+υπεσχέθη και άλλο τι. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι σε υπεσχέθη λοιπόν ο φίλος σου Δικ; ηρώτησεν ο Χάρρης
+μειδιών.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Μυιοτροχίλους, κύριε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα έχετε και μυιοτροχίλους, καλόν μου παιδίον, αλλά μακράν . . πολύ
+μακράν, απεκρίθη ο Χάρρης. </p>
+
+<p>Το βέβαιον είναι ότι ο μικρός Ζακ είχε το δικαίωμα να απαιτή εκ των κολιβρίων
+εκείνων, καθότι ευρίσκετο εν χώρα, εν ή ταύτα βρίθουσιν. Οι Ινδοί, οίτινες
+ηξεύρουσι να πλέκουσιν αριστοτεχνικώς τα πτερά των, έδωκαν ποιητικώτατα
+ονόματα εις τα κοσμήματα ταύτα του πτερωτού γένους. Καλούσιν αυτά «ακτίνας ή
+κόμην του ηλίου». Εδώ ευρίσκεται ο «μικρός βασιλεύς των ανθέων» εκεί «το
+ουράνιον άνθος ερχόμενον διά της πτήσεως να θωπεύση το γήινον άνθος».
+Αλλαχού είναι «η δέσμη των πολυτίμων λίθων, ήτις ακτινοβολεί εις το φως της
+ημέρας». Δύναταί τις μάλιστα να πιστεύση ότι η φαντασία των απέδωκε νέαν
+ονομασίαν εις έκαστον των εκατόν πεντήκοντα ειδών, άτινα απαρτίζουσι την
+θαυμασίαν ταύτην φυλήν των κολιβρίων. </p>
+
+<p>Εν τούτοις, όσον και αν ήσαν πολυάριθμα τα πτηνά ταύτα εις τα δάση της
+Βολιβίας, ο μικρός Ζακ έπρεπε πάλιν να ευχαριστηθή εκ της υποσχέσεως του
+Χάρρη. Κατά τον Αμερικανόν, ήσαν έτι πολύ πλησίον της ακτής, και τα κολύβρια
+δεν ηγάπων τας πλησίον του Ωκεανού ερήμους εκείνας. Η παρουσία του
+ανθρώπου δεν τα εφόβιζε, και εις την έπαυλιν ηκούετο δι' όλης της ημέρας η φωνή
+των «τερ, τερ», και ο ήχος των πτερύγων των όμοιος προς τροχόν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Α! πώς ήθελον να ήμην εκεί! έκραζεν ο μικρός Ζακ. </p>
+
+<p>Το ασφαλέστερον μέσον όπως φθάσωσιν εις την έπαυλιν του Αγίου Ευτυχούς
+ήτο να μη σταματώσι καθ' οδόν. Αλλ' η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής ίσταντο
+μόνον όσον ήτο απολύτως αναγκαίον προς ανάπαυσιν. </p>
+
+<p>Το δάσος μετέβαλλεν ήδη θέσιν. Μεταξύ των ολιγοτέρων πυκνών δένδρων
+υπήρχον ένθεν κακείθεν ευρέα κενά. Το έδαφος, διαπερών τον χλοερόν τάπητα,
+εδείκνυε τότε την εξ ερυθρού γρανίτου σύστασίν του, ομοίαν προς πλάκας κυάνου.
+Επί τινων υψωμάτων έβριθεν ο σμίλαξ, φυτόν μετά βολβών σαρκωδών, σχηματίζον
+αδιαπέραστην περιπλοκήν. Προτιμότερον ήτο πάλιν το δάσος και αι στεναί αυτού
+ατραποί. </p>
+
+<p>Προ της δύσεως του ηλίου, το μικρόν σώμα ευρίσκετο οκτώ περίπου μίλια
+μακράν του σημείου της αναχωρήσεως. Η πορεία εκείνη εγένετο άνευ συμβάντος
+τινός και μάλιστα άνευ μεγάλου καμάτου. Το αληθές είναι ότι ήτο η πρώτη ημέρα
+της οδοιπορείας και βεβαίως αι ακόλουθοι αποστάσεις θα ήσαν μάλλον τραχείαι.
+</p>
+
+<p>Εκ κοινής συμφωνίας απεφασίσθη να σταματίσωσιν εις εκείνο το μέρος.
+Προέκειτο λοιπόν ουχί να ιδρύσωσιν αληθή κατασκήνωσιν, αλλ' απλώς να
+οργανώσωσι νυκτερινήν ανάπαυσιν. Είς φύλαξ, αντικαθιστάμενος ανά παν δίωρον
+διάστημα ήρκει να φρουρή κατά την νύκτα, καθότι μήτε οι ιθαγενείς μήτε τα θηρία
+παρείχον φόβον τινά. </p>
+
+<p>Ως καταφύγιον ουδέν άλλο εύρον καλλίτερον ειμή υπερμεγέθη μαγγιέραν, της
+οποίας οι πλατείς και πυκνότατοι κλάδοι εσχημάτιζον είδος τι φυσικής καλύβης. Εν
+ανάγκη ηδύναντο να εμφωλεύσωσιν εις τα φυλλώματα αυτής. </p>
+
+<p>Κατά την άφιξιν όμως της μικράς συνοδείας θορυβώδης συμφωνία υψώθη από
+της κορυφής του δένδρου. </p>
+
+<p>Η μαγγιέρα εχρησίμευεν ως φωλεά αποικίας λευκοφαίων ψιττακών, φλυάρων,
+εριστικών, αγρίων πτηνών επιτιθεμένων κατά των ζώντων πτηνών, και εάν ήθελέ
+τις να τους συγκρίνη προς τους ομογενείς των, τους οποίους εν Ευρώπη κρατούσιν
+εντός κλωβών, θα ηπατάτο μεγάλως. </p>
+
+<p>Οι ψιττακοί εκείνοι εφλυάρουν τοσούτω θορυβωδώς, ώστε ο Δικ Σανδ εσκέφθη
+να τοις αποστείλη μίαν σφαίραν πυροβόλου, όπως τους αναγκάση ή να
+σιωπήσωσιν ή να φύγωσιν· Αλ' ο Χάρρης τον απέτρεψεν επί τη προφάσει ότι εις
+τας ερημίας εκείνας προτιμώτερον ήτο να μη φανερώνη τις την παρουσίαν του διά
+πυροβολισμών. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ας διέλθωμεν, αθορύβως, είπε, και θα διέλθωμεν ακινδύνως. </p>
+
+<p>Το δείπνον ητοιμάσθη αμέσως, χωρίς ούτε καν να λάβωσιν ανάγκην εψήσεως
+των φαγητών. Συνέκειτο εκ διατετηρημένων εδωδίμων και διπύρων. Ρυάκιόν τι
+οφιοειδώς διαρρέον υπό τα χόρτα, παρείχε πόσιμον ύδωρ, όπερ έπιον αναμίξαντες
+μετά τινων σταγόνων ρουμίου. Όσον αφορά τα επιδόρπια η μαγγιέρα ήτο εκεί με
+τους ευχύμους καρπούς της, τους οποίους οι ψιττακοί δεν άφησαν να δρέψωσι
+χωρίς να διαμαρτυρηθώσι δι' αποτροπαίων κραυγών.<br />
+&nbsp;<br />
+Κατά το τέλος του δείπνου το σκότος ήρχισε να εκτείνηται. Η σκιά ανέβη βραδέως
+εκ του εδάφους εις την κορυφήν των δένδρων, ων το φύλλωμα απεικονίσθη μετ'
+ολίγον ως λεπτόν διάζωμα επί του φωτεινοτέρου βάθους του ουρανού. Τα πρώτα
+άστρα εφαίνοντο ως αν ήσαν αστράπτοντα άνθη, ακτινοβολούντα εις τας άκρας
+των τελευταίων κλάδων. Ο άνεμος έπιπτε μετά της νυκτός και δεν έσειε πλέον τα
+φύλλα. Και αυτοί οι ψιττακοί εσιώπησον. Η φύσις έμελλε να υποκοιμηθή και
+προσεκάλει παν έμψυχον ον, όπως την παρακολουθήση εις τον βαθύν εκείνον
+ύπνον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αι προετοιμασίαι της κατακλίσεως εδέησε να γίνωσι
+στοιχειωδέστατοι. </p>
+
+<p>&nbsp;— Να ανάψωμεν μεγάλην πυράν διά την νύκτα; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ
+τον Αμερικανόν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Προς τι; απεκρίθη ο Χάρρης. Ευτυχώς αι νύκτες δεν είναι ψυχραί, και
+η γιγαντιαία αυτή μαγγιέρα θα προφυλάξη το έδαφος από πάσης εξατμίσεως. Δεν
+έχομεν να φοβηθώμεν μήτε την δρόσον μήτε την υγρασίαν. Σας επαναλαμβάνω,
+νέε μου φίλε, ό,τι σας είπον προ ολίγου. Ας διέλθωμεν απαρατήρητοι. Μήτε πυρ,
+μήτε πυροβολισμός, εάν είναι δυνατόν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Νομίζω, είπε τότε η κυρία Βέλδων, ότι ουδέν έχομεν να φοβηθώμεν
+εκ μέρους των Ινδών, ή εκ των ληστών των δασών περί των οποίων μας ωμιλήσατε,
+κύριε Χάρρη. Αλλά δεν υπάρχουσιν άλλοι επιδρομείς τετράποδες, τους οποίους η
+θέα του πυρός θα συνετέλει εις το να τους απομακρύνη;</p>
+
+<p>&nbsp;— Κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο Αμερικανός, μεγάλην τιμήν αποδίδετε εις
+τα θηρία της χώρας ταύτης. Και όμως πλειότερον φοβούνται τον άνθρωπον ή ο
+άνθρωπος φοβείται αυτά. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ευρισκόμεθα εις δάσος, είπεν ο Ζακ, και πάντοτε υπάρχουσι ζώα εις
+τα δάση. </p>
+
+<p>&nbsp;— Υπάρχουσι δάση και δάση, καλέ μου άνθρωπε, ως υπάρχουσι ζώα και
+ζώα! απεκρίθη ο Χάρρης γελών. Φαντασθήτε ότι ευρίσκεσθε εν τω μέσω μεγάλου
+παραδείσου. Τη αληθεία ευλόγως οι Ινδοί καλούσι τον τόπον τούτον επίγειον
+παράδεισον.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Υπάρχουσι λοιπόν όφεις; ηρώτησεν ο Ζακ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, καλέ μου Ζακ, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, δεν υπάρχουσιν όφεις,
+και ημπορείς να κοιμηθής ήσυχος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και λέοντες; ηρώτησεν ο Ζακ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ούτε σκιά λεόντων, μικρέ μου άνθρωπε, απήντησεν ο Χάρρης. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά τίγρεις;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ερωτήσατε την μητέρα σας, εάν ήκουσέ ποτε ότι υπάρχουσι τίγρεις
+εις την ήπειρον ταύτην. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ποτέ, είπεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Καλά! είπεν ο εξάδελφος Βενέδικτος, όστις κατά τύχην ανεμίχθη εις
+την συνομιλίαν, εάν δεν υπάρχωσι μήτε τίγρεις μήτε λέοντες εν τω Νέω Κόσμω,
+όπερ αληθέστατον, ευρίσκονται τουλάχιστον αίλουροι και θώες. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είναι κακό ζώα; ηρώτησεν ο μικρός Ζακ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ε! απεκρίθη ο Χάρρης, ο ιθαγενής δεν διστάζει να τα προσβάλη, και
+ημείς είμεθα αρκετοί προς τούτο. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ιδού, μόνος, ο Ηρακλής είναι τόσον δυνατός ώστε να πνίξη δύο θώας
+συγχρόνως, ανά ένα δι' εκάστης χειρός. </p>
+
+<p>&nbsp;— Να προσέχης καλά, Ηρακλή, είπε τότε ο μικρός Ζακ, μήπως έλθη
+κανέν ζώον και μας δαγκάση. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εγώ θα το δαγκάσω, κύριε Ζακ, απεκρίθη ο Ηρακλής, δεικνύων το
+στόμα του ωπλισμένον διά φοβερών οδόντων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, θα προσέχετε, Ηράκλεις, είπεν ο δόκιμος, αλλ' οι σύντροφοί σας
+και εγώ θα σας αντικαθιστώμεν εναλλάξ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, κύριε Δικ, είπεν ο Ακτέων. Ο Ηρακλής, ο Βαρθολομαίος, ο
+Αυγουστίνος και εγώ, αρκούμεν ημείς οι τέσσαρες εις το έργον τούτο. Πρέπει να
+αναπαυθήτε δι όλης της νυκτός.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ευχαριστώ, Ακτέων, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, αλλ' οφείλω . . <br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Όχι, αφήσατε αυτούς τους αγαθούς άνδρας, φίλτατε Δικ, είπε τότε η
+κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και εγώ ωσαύτως θα προσέχω, προσέθηκεν ο Ζακ του οποίου τα
+βλέφαρα εκλείοντο ήδη.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ναι, Ζακ, θα φυλάττης και συ, απεκρίθη η μήτηρ του, ήτις δεν ήθελε να
+τω εναντιούται.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Αλλά, είπε πάλιν το μικρόν παιδίον, εάν δεν υπάρχωσι λέοντες, εάν δεν
+υπάρχωσι τίγρεις εις το δάσος, υπάρχουσιν όμως λύκοι.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ω! λύκοι γελείοι! είπεν ο Αμερικανός. Μήτε λύκοι καν δεν είναι, αλλ'
+είδος τι αλωπεκών, ή μάλλον εξ εκείνων των σκύλων των δασών τους οποίους
+καλούσιν γουάρας.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Και αυτοί οι γουάρας δαγκάνουσιν; ηρώτησεν ο μικρός Ζακ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πα! ο Δίγγος με έν άνοιγμα του στόματός του ειμπορεί να χάπτη από
+ένα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αδιάφορον, είπεν ο Ζακ μετά του τελευταίου χασμήματος, οι γουάραι
+είναι λύκοι, αφού τους ονομάζουσι λύκους. </p>
+
+<p>Και ταύτα ειπών ο Ζακ απεκοιμήθη ησύχως εις τας αγκάλας της Ναν, ήτις
+εστήριζε τα νώτα εις τον κορμόν της μαγγιέρας. Η κυρία Βέλδων, κατακειμένη
+πλησίον της, έδωκεν έν τελευταίον φίλημα εις το μικρόν παιδίον της, και οι
+βεβαρυμένοι οφθαλμοί της δεν εβράδυναν να κλεισθώσι διά την νύκτα. </p>
+
+<p>Μετά τινας στιγμάς ο Ηρακλής επανέφερεν εκεί τον εξάδελφον Βενέδικτον,
+όστις είχεν απομακρυνθή όπως κυνηγήση πυροφόρα. Ταύτα είναι κοκούγοι, ή
+φωτειναί μυίαι, τας οποίας αι κομψευόμεναι γυναίκες θέτουσιν εις την κόμην των
+ως αληθείς πολύτιμους λίθους. Τα έντομα ταύτα, άτινα εκπέμπουσι λάμψιν ζωηράν
+και κυανωπήν διά δύο κηλίδων ευρισκομένων εις την βάσιν του θώρακός των, είναι
+πολυαριθμότατα εν τη Νοτίω Αμερική. Εσκόπευε λοιπόν ο εξάδελφος Βενέδικτος
+να συλλέξη εξ αυτών πολλά· αλλ' ο Ηρακλής δεν τω άφησε καιρόν, και μεθ' όλας
+τας διαμαρτυρίας του, τον επανέφερεν εις το μέρος του σταθμού. Τούτο δε διότι
+όταν ο Ηρακλής ελάμβανε διαταγήν τινα, την εξετέλει στρατιωτικώς, — όπερ
+βεβαίως έσωσεν εκ της εν τω κασσιτερίνω κιβωτίω του εντομολόγου φυλακίσεως
+μεγάλου αριθμού φωτεινών μυιών. </p>
+
+<p>Μετά τινας στιγμάς, εξαιρέσει του φρουρούντος γίγαντος, πάντες εκοιμώντο
+βαθέως. </p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΖ'. </h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΕΚΑΤΟΝ ΜΙΛΙΑ ΕΝ ΔΕΚΑ
+ΗΜΕΡΑΙΣ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Συνήθως οι περιηγηταί ή οι διατρέχοντες τα δάση οι κοιμηθέντες εν υπαίθρω
+εξεγείρονται υπό ορυγμών ιδιοτρόπων και δυσαρέστων. Τα πάντα υπάρχουσιν εν
+τη εωθινή εκείνη συμφωνία, κρωγμοί, γρυλλισμοί, κοασμοί, υλακαί και σχεδόν
+ομιλίαι, εάν θέλη τις να παραδεχθή την λέξιν ταύτην, ήτις συμπληροί την σειράν
+των διαφόρων τούτων θορύβων. </p>
+
+<p>Είναι πίθηκοι χαιρετίζοντες ωσαύτως την έλευσιν της ημέρας. Εκεί συναντώνται
+οι μικροί μαρικίνοι, οι ποικιλόχροοι σαγουίνοι, οι λευκόφαιοι μόνοι, των οποίων το
+δέρμα μεταχειρίζονται οι Ινδοί προς περικάλυψιν των πυρεκβόλων λίθων των
+όπλων των, οι σαγού γνωριζόμενοι εκ των δύο μακρών δεσμών των πτερών των,
+και πολλά άλλα είδη της πολυαρίθμου ταύτης ομοιογενείας. </p>
+
+<p>Εκ των διαφόρων εκείνων τετραχείρων, οι σπουδαιότεροι βεβαίως είναι αι
+γουερίβαι, με ουράν σκαλωτήν και πρόσωπον Βεελζεβούλ. Όταν ανατέλλη ο ήλιος,
+ο γηραιότερος της αγέλης τονίζει διά φωνής επιβλητικής και απαισίας, μονότονον
+ψαλμωδίαν. Είναι ο βαρύτονος του θιάσου. Οι νέοι οξύφωνοι επαναλαμβάνουσι
+μετ' αυτόν την εωθινήν συμφωνίαν. Οι Ινδοί λέγουσι τότε ότι οι γουερίβαι
+προσεύχονται.<br />
+&nbsp;<br />
+Αλλά φαίνεται ότι κατ' εκείνην την ημέραν, οι πίθηκοι δεν προσηυχήθησαν, καθότι
+δεν ηκούσθησαν, και εν τούτοις η φωνή των ακούεται μακράν, καθότι παράγεται
+εκ της ταχείας αναπάλσεως οστεώδους τινός τυμπάνου εσχηματισμένου εκ της
+εξογκώσεως του υοειδούς οστού του λαιμού των. </p>
+
+<p>Εν συντόμω, είτε διά τον ένα λόγον είτε διά τον άλλον, μήτε οι γουερίβαι, μήτε
+οι σαγού, μήτε άλλα τετράχειρα του απεράντου εκείνου δάσους ετόνισαν την
+πρωίαν εκείνην την συνήθη αυτών μελωδίαν. </p>
+
+<p>Τούτο δεν ευχαριστεί τους νομάδας Ινδούς. Ουχί διότι οι ιθαγενείς ούτοι
+αρέσκονται ες το είδος τούτο εν χορώ μουσικής, αλλά διότι ευχαρίστως θηρεύουσι
+τους πιθήκους, και εάν πράττωσι τούτο, σημαίνει ότι το κρέας του ζώου τούτου,
+προπάντων όταν ταριχεύεται, είναι εξαίρετον. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού δεν εγίνωσκον βεβαίως τας έξεις ταύτας των
+γουερίβων, καθότι η σιωπή εκείνη θα τους εξέπληττεν. Αφυπνίσθησαν λοιπόν ο είς
+μετά τον άλλον, και καλώς έχοντες μετά την ανάπαυσιν εκείνην την οποίαν ουδείς
+θόρυβος ετάραξεν. </p>
+
+
+<p>Ο μικρός Ζακ δεν αφυπνίσθη εκ των τελευταίων. Η πρώτη αυτού ερώτησις ήτο
+εάν ο Ηρακλής έφαγε λύκον τινά κατά την νύκτα. Ουδείς λύκος είχεν εμφανισθή
+και επομένως ο Ηρακλής δεν είχεν έτι προγευματίσει. </p>
+
+<p>Άλλως τε δε όλοι ήσαν νήστεις ως αυτός, και μετά την εωθινήν προσευχήν, η
+Ναν ενησχολήθη εις την προετοιμασίαν του προγεύματος. </p>
+
+<p>Τα φαγητά ήσαν τα αυτά ως τα της προτεραίας, αλλά μετά της ορέξεως εκείνης
+ην αυξάνει ο πρωινός αήρ του δάσους, ουδείς εσκέφθη να φανή δύσκολος. Προ
+παντός άλλου έπρεπε ν' αναλάβωσι δυνάμεις διά μίαν ημέραν πορείας, και
+ανέλαβον αυτάς. Διά πρώτην φοράν ίσως ο εξάδελφος Βενέδικτος εννόησεν ότι το
+τρώγειν δεν είναι αδιάφορος η ανωφελής πράξις του βίου. Εκήρυξεν όμως ότι δεν
+ήλθε διά να περιέρχεται την χώραν με τας χείρας εις τα θυλάκια, και ότι εάν ο
+Ηρακλής τον εμποδίση πάλιν να κυνηγήση κοκούγιους και άλλας φωτεινάς μυίας, ο
+Ηρακλής θα είχε κακούς λογαριασμούς μετ' αυτού. </p>
+
+<p>Η απειλή αύτη δεν εφάνη πτοήσασα υπερβαλόντως τον γίγαντα. Εν τούτοις η
+κυρία Βέλδων τον έλαβε κατά μέρος και τω είπεν ότι ηδύνατο ίσως να αφίνη το
+μεγάλον παιδίον της να τρέχη δεξιά και αριστερά, αλλ' επί τω όρω να μη το χάνη
+από τα βλέμματά του. Δεν έπρεπε να αποκόψη εντελώς από τον εξάδελφον
+Βενέδικτον τας τοσούτον φυσικάς εις την ηλικίαν του ηδονάς εκείνας. </p>
+
+<p>Κατά την εβδόμην ώραν της πρωίας το μικρόν σώμα επανέλαβε την προς
+ανατολάς πορείαν, διατηρούν την αυτήν της προτεραίας τάξιν. </p>
+
+<p>Ήτο πάντοτε το δάσος. Επί του παρθένου εκείνου εδάφους, επί του οποίου το
+θάλπος και η υγρασία συνεφώνουν όπως εξεγείρωσι την βλάστησιν, έπρεπε να
+σκεφθή τις ότι το φυσικόν βασίλειον θα ενεφανίζετο εν όλη αυτού τη μεγαλειότητι.
+Ο παράλληλος του ευρέος εκείνου οροπεδίου συνεχέετο σχεδόν μετά των
+τροπικών πλατών, και επί τινας μήνας του θέρους ο ήλιος, διερχόμενος το ζενίθ,
+ηκόντιζε τας ακτίνας του καθέτως. Υπήρχε λοιπόν άπειρος ποσότης θερμότητος
+αποτεταμιευμένη εις τα εδάφη εκείνα, ων το υπέρδαφος διετηρείτο υγρόν. Τούτου
+ένεκα ουδέν μεγαλοπρεπέστερον της διαδοχής εκείνης των δασών, ή μάλλον του
+απεράντου εκείνου δάσους. </p>
+
+<p>Εν τούτοις ο Δικ Σανδ παρετήρησεν ότι κατά τον Χάρρην ευρίσκοντο εν τη χώρα
+των πάμπας. Πάμπα δε εν τη γλώσση των ιθαγενών σημαίνει πεδιάς. Και εάν αι
+αναμνήσεις του δεν τον ηπάτων, ενόμιζε να ενθυμείτο ότι αι πεδιάδες αύται
+παρουσιάζουσι τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: στέρησιν ύδατος, έλλειψιν δένδρων,
+έλλειψιν πετρών, πλουσίαν αφθονίαν σκολύμων κατά την εποχήν των βροχών,
+οίτινες επερχομένης της θερμής εποχής γίνονται σχεδόν θαμνία και σχηματίζουσι
+τότε αδιαπέραστα φυλλώματα· είτα ωσαύτως, δένδρα νανοφυή, θαμνία
+ακανθώδη· πάντα δε ταύτα δίδοντα εις τας πεδιάδας εκείνας θέαν μάλλον άγονον
+και αιχμηράν. </p>
+
+<p>Αλλά το πράγμα δεν είχεν ούτω αφότου το μικρόν σώμα, οδηγούμενον υπό του
+Αμερικανού, είχεν εγκαταλίπει την παραλίαν. Το δάσος δεν έπαυσε να εκτείνεται
+μέχρι των ορίων του ορίζοντος. Όχι, εκεί δεν ήτο η πάμπα εκείνη οίαν εφαντάζετο
+αυτήν ο νεαρός δόκιμος. Μήπως η φύσις, ως είπεν ο Χάρρης, ηθέλησε να
+καταστήση το οροπέδιον εκείνο της Αταμάκας χώραν όλως ιδιαιτέραν, περί ης
+ουδέν άλλο εγίνωσκεν ειμή ότι εσχημάτιζε μίαν των ευρυτάτων ερήμων της Νοτίου
+Αμερικής, μεταξύ των Άνδεων και του Ειρηνικού Ωκεανού;</p>
+
+<p>Την ημέραν εκείνην ο Δικ Σανδ απέτεινεν ερωτήσεις τινάς περί του
+αντικειμένου τούτου και εξέφρασεν εις τον Αμερικανόν την έκπληξιν ην τω
+επροξένει η αλλόκοτος εκείνη θέα της πάμπας. </p>
+
+<p>Αλλ' εξήχθη ταχέως εκ της απάτης υπό του Χάρρη, όστις τω παρέσχε περί του
+μέρους εκείνου της Βολιβίας ακριβεστάτας πληροφορίας, μαρτυρούσας
+τοιουτοτρόπως την βαθείαν γνώσιν ην είχε του τόπου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Έχετε δίκαιον, νέε μου φίλε, είπε προς τον δόκιμον. Η αληθής πάμπα
+είναι τοιαύτη οίαν περιέγραψαν οι περιηγηταί, ήτοι πεδιάς άγονος της οποίας η
+διάβασις είναι πολλάκις δυσχερής. Ενθυμίζει τους λειμώνας της Βορείου Αμερικής,
+με μόνην την διαφοράν ότι ούτοι είναι μάλλον τελματώδεις. Ναι, τοιαύτη είναι η
+πάμπα του Ρίου Κολοράδου, του Ορενόκου και της Βενεζουέλας. Αλλ' ενταύθα
+ευρισκόμεθα εις χώραν, της οποίας η θέα εκπλήττει και εμέ αυτόν. Είναι μεν
+αληθές ότι πρώτην φοράν ακολουθώ την οδόν ταύτην διά μέσου του οροπεδίου,
+οδόν ήτις έχει το πλεονέκτημα να συντέμνη την πορείαν ημών· αλλ' εάν δεν την
+είδον εισέτι, ηξεύρω ότι έχει μεγάλην διαφοράν προς την αληθή πάμπαν. Τοιαύτην
+θα ευρίσκετε ουχί μεταξύ της δυτικής Κορδελλιέρας και της υψηλής οροσειράς των
+Άνδεων, αλλά πέραν των ορέων, επί του ανατολικού εκείνου μέρους της ηπείρου,
+όπερ εκτείνεται μέχρι του Ατλαντικού. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πρέπει λοιπόν να υπερβώμεν τας Άνδεις; ηρώτησε ζωηρώς ο Δικ
+Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, νέε μου φίλε, όχι, απεκρίθη μειδιών ο Αμερικανός. Τούτου ένεκα
+είπον ότι θα την ευρίσκετε, και όχι θα την εύρετε. Ησυχάσατε, δεν θα
+εγκαταλείψωμεν το οροπέδιον τούτο, του οποίου το μέγιστον ύψος δεν υπερβαίνει
+τους χιλίους πεντακοσίους πόδας. Α! εάν ήτο ανάγκη να διέλθωμεν τας
+Κορδελλιέρας μετά των μεταφορικών μέσων τα οποία έχομεν, ποτέ δεν θα σας
+παρέσυρον εις τοιαύτην ριψοκίνδυνον απόπειραν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τωόντι, είπεν ο Δικ Σανδ, προτιμότερον θα ήτο να ανέλθωμεν ή να
+κατέλθωμεν την ακτήν·</p>
+
+<p>&nbsp;— Ω! εκατοντάκις προτιμότερον! απεκρίθη ο Χάρρης. Αλλ' η έπαυλις του
+Αγίου Ευτυχούς κείται εντεύθεν της Κορδελλιέρας. Ώστε η οδοιπορία ημών, μήτε
+κατά την πρώτην μήτε κατά την δευτέραν περίπτωσιν θα παρουσιάση πραγματικήν
+τινα δυσκολίαν.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Και δεν φοβείσθε μήπως αποπλανηθήτε εις τα δάση ταύτα, τα οποία
+διέρχεσθε κατά πρώτην φοράν; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Όχι, νέε μου φίλε, όχι απεκρίθη ο Χάρρης. Ηξεύρω καλώς ότι το δάσος
+τούτο είναι ως απέραντος θάλασσα, ή μάλλον, πυθμήν θαλάσσης του οποίου και
+αυτός ο ναυτικός δεν δύναται να καταμετρήση το βάθος και να εξακριβώση την
+θέσι του. Αλλά, συνηθισμένος να δασοπορώ, δύναμαι να εύρω τον δρόμον μου εκ
+της απλής διευθετήσεως δένδρων τινών, εκ της διευθύνσεως των φύλλων των, εκ
+της κινήσεως ή της συστάσεως του εδάφους, εκ μυρίων άλλων λεπτομερειών
+αίτινες διαφεύγουσιν υμάς. Έστε βέβαιος, θα οδηγήσω υμάς και τους υμετέρους,
+όπου πρέπει να μεταβήτε.<br />
+&nbsp;<br />
+Πάντα ταύτα ελέχθησαν καθαρώς υπό του Χάρρη. Ο Δικ Σανδ και αυτός,
+προπορευόμενοι της συνοδείας, συνδιελέγοντο συχνάκις, χωρίς να αναμιγνύεται
+άλλος τις εις την συνομιλίαν των. Εάν ο δόκιμος ησθάνετο ανησυχίας τινάς, τας
+οποίας ο Αμερικανός δεν κατώρθου πάντοτε να διαλύη, προτίμα να τας διατηρή δι'
+εαυτόν μόνον.<br />
+&nbsp;<br />
+Αι 8, 9, 11 και 12 Απριλίου παρήλθον τοιουτοτρόπως χωρίς να επέλθη δυσάρεστόν
+τι εν τη πορεία. Δεν διήνυον ανά παν δωδεκάωρον διάστημα πλειότερον των οκτώ
+μέχρις εννέα μιλίων. Αι στιγμαί αι αφιερούμεναι διά τα γεύματα και την ανάπαυσιν
+διεδέχοντο αλλήλας τακτικώς, και μολονότι ο κάματος ήρχησεν ήδη να γίνεται
+ολίγον επαισθητός, η υγιεινή κατάστασις ήτο έτι λίαν ευχάριστος.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο μικρός Ζακ ήρχιζε να υποφέρη ολίγον εκ του βίου εκείνου των δασών, εις ον δεν
+ήτο συνηθισμένος και καθίστατο λίαν μονότονος δι' αυτόν. Και έπειτα, δεν είχον
+τηρήσει όλας τας προς αυτόν δοθείσας υποσχέσεις. Τα εκ καουτσού νευρόσπαστα,
+τα κολίβρια, πάντα ταύτα εφαίνοντο ακαταπαύστως οπισθοχωρούντα. Είχε γίνει
+ωσαύτως λόγος να τω δείξωσι τους μάλλον ωραίους ψιττακούς του κόσμου, και
+τοιούτοι δεν έπρεπε να λείπωσιν εκ των πλουσίων εκείνων δασών. Πού ήσαν
+λοιπόν οι παπαγάλοι εκείνοι με το πράσινον πτέρωμα, όλοι σχεδόν αυτόχθονες των
+χωρών εκείνων, οι αράς οι γυμνοπάρειοι, με τας μακράς και οξείας ουράς, με τα
+ζωηρά χρώματα, των οποίων οι πόδες ουδέποτε πατούσιν επί της γης, και οι
+καμίνδαι οίτινες είναι ειδικώτεροι εις τας τροπικάς χώρας, και οι πολυχρώματοι
+ψιττακοί, με το πολύπτερον πρόσωπον, και τέλος όλα εκείνα τα φλύαρα πτηνά
+άτινα, κατά το λέγειν των Ινδών, λαλούσιν έτι την γλώσσαν των εκλειψασών
+φυλών;<br />
+&nbsp;<br />
+Προκειμένου περί ψιττακών, ο μικρός Ζακ δεν έβλεπεν άλλο ειμή ψιττακίδιά τινα
+φαιοτεφρόχροα, με ουράν ερυθράν, άτινα έβριθον υπό τα δένδρα. Αλλά τα
+ψιττακίδια εκείνα δεν ήσαν νέα δι' αυτόν. Τα έχουσι μεταφέρει εις όλα τα μέρη του
+κόσμου. Επί των δύο ηπείρων, πληρούσι τας οικίας διά της αφορήτου φλυαρίας
+των, και εξ όλης της ομοιογενείας οι ψιττακίσκοι ούτοι διδάσκονται ευκολώτεροι
+να ομιλώσι.<br />
+&nbsp;<br />
+Δέον να είπωμεν ότι, πλην του Ζακ, και ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν ήτο
+ευχαριστημένος. Τον είχον μεν αφήσει να τρέχη δεξιά και αριστερά κατά την
+οδοιπορίαν, αλλ' ουδέν έντομον εύρισκεν άξιον να πλουτίση την συλλογήν του. Την
+εσπέραν και αυτά τα πυροφόρα ηρνούντο επιμόνως να εμφανισθώσιν εις αυτόν
+και να τον ελκύσωσι διά του φωσφορίζοντος θώρακός των. Η φύσις εφαίνετο
+αληθώς μυκτηρίζουσα τον δυστυχή εντομολόγον, του οποίου η δυσθημία
+επετείνετο. </p>
+
+<p>Επί τέσσαρας έτι ημέρας, η προς τα βορειοανατολικά πορεία εξηκολούθησεν
+υπό τας αυτάς συνθήκας. Την 16 Απριλίου υπελόγισαν ότι είχον διανύσει περί τα
+εκατόν μίλια. Εάν ο Χάρρης δεν απεπλανήθη — και εβεβαίου τούτο αδιστάκτως —
+η έπαυλις του Αγίου Ευτυχούς δεν απήχε πλέον ειμή είκοσι μίλια από του
+τελευταίου αυτών σταθμού. Πριν δε παρέλθωσι τεσσαράκοντα και οκτώ ώραι, το
+μικρόν σώμα θα είχε καλόν καταφύγιον, εν τω οποίω θα ηδύνατο τέλος να
+αναπαυθή εκ των κόπων της οδοιπορίας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εν τούτοις, ει και διήλθον όλον σχεδόν το οροπέδιον και το μεσαίον
+αυτού μέρος, ουδένα ιθαγενή, ουδένα νομάδα συνήντησαν υπό το απέραντον
+δάσος. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ πολλάκις ελυπήθη, χωρίς όμως να είπη τι, ότι δεν εξώκειλεν εις το
+άλλο μέρος της παραλίας. Νοτιώτερον ή βορειότερον, δεν θα έλειπον χωρία, κώμαι
+ή φυτείαι, και προ πολλού ήδη η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής θα είχον άσυλον.
+</p>
+
+<p>Αλλά, εάν η χώρα εφαίνετο εγκαταλελειμμένη υπό του ανθρώπου, τα ζώα
+ενεφανίζοντο συχνότερα κατά τας τελευταίας ημέρας. Ηκούοντο ενίοτε είδος
+μακράς θρηνώδους, κραυγής ην ο Χάρρης απέδιδεν εις χονδρά τινα βραδυπόρα
+ζώα φωλεύοντα εις τα δασώδη εκείνα μέρη καλούμενα άις.<br />
+&nbsp;<br />
+Την ημέραν εκείνην, κατά την μεσημβρινήν στάθμευσιν, συριγμός τις ηκούσθη εις
+τον αέρα, όστις διά το παράδοξον αυτού επροξένησεν ανησυχίαν τινα εις την
+κυρίαν Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι είναι; ηρώτησεν αύτη αναγειρομένη ταχέως. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είναι όφις! ανέκραξεν ο Δικ Σανδ, δραμών μετά του όπλου του προ
+της κυρίας Βέλδων. </p>
+
+<p>Τωόντι υπήρχε φόβος μήπως ερπετόν τι ωλίσθησεν εις τα χόρτα μέχρι του
+μέρους της σταθμεύσεως. Ουδόλως παράδοξον εάν ήτο μέγας τις σούκουρος,
+είδος βόα, του οποίου το μήκος είναι ενίοτε τεσσαράκοντα ποδών. </p>
+
+<p>Αλλ' ο Χάρρης ανεκάλεσεν αμέσως τον Δικ Σανδ, τον οποίον οι μαύροι
+ηκολούθουν ήδη και καθησύχασε την κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>Κατ' αυτόν, το σύριγμα εκείνο δεν προήλθεν από σούκουρον, καθότι ο όφις
+ούτος δεν συρίζει· αλλ' εμαρτύρει την παρουσίαν αβλαβών τίνων τετραπόδων,
+πολυαρίθμων εν εκείνη τη χώρα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ησυχάσατε λοιπόν, είπε, και μη κάμετε κίνημά τι δυνάμενον να
+φοβήση τα ζώα ταύτα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά τι ζώα είναι; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ, όστις ενόμιζε καθήκον
+συνειδήσεως να ερωτά και να αναγκάζη τον Αμερικανόν να ομιλή, όστις άλλως τε
+δεν είχεν ανάγκην παρακλήσεων, όπως αποκρίνεται. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είναι αντιλόπαι, νέε μου φίλε, απεκρίθη ο Χάρρης·</p>
+
+<p>&nbsp;— Ω! πώς ήθελα να τας έβλεπα! ανέκραξεν ο Ζακ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είναι πολύ δύσκολον, μικρόν μου ανθρωπάκι απήντησεν ο
+Αμερικανός, πολύ δύσκολον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ίσως ειμπορούμεν να τας πλησιάσωμεν αυτάς τας συριγούσας
+αντιλόπας, επανέλαβεν ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ω τρία μόνον βήματα εάν προχωρήσετε, απεκρίθη ο Αμερικανός,
+σείων την κεφαλήν, όλη η αγέλη θα φύγη. Σας προτρέπω λοιπόν να μη
+ενοχληθήτε.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Αλλ' ο Δικ Σανδ είχε τους λόγους του να είναι περίεργος. Ηθέλησε να ίδη,
+και κρατών το όπλον του εισέδυσεν εις τα χόρτα. Πάραυτα, δωδεκάς χαριεστάτων
+κεμάδων μετά μικρών και οξέων κεράτων διήλθον με ταχύτητα σίφωνος. Το
+τρίχωμα αυτών, ζωηρού πυρρού χρώματος, διέγραψε νέφος πύρινον υπό τα
+υψηλά φυλλώματα του δάσους. </p>
+
+<p>&nbsp;— Σας είχον προειδοποιήση, είπεν ο Χάρρης όταν ο δόκιμος επέστρεψεν
+εις την θέσιν του. </p>
+
+<p>Εάν τας ταχύποδας εκείνας αντιλόπας δεν ηδυνήθησαν ούτοι να διακρίνωσι,
+τας διέκρινον όμως άλλαι αγέλαι ζώων αίτινες ενεφανίσθησαν κατά την αυτήν
+ημέραν. Τα ζώα εκείνα ηδυνήθησαν να τα ίδωσιν, αμυδρώς μεν είναι αληθές, αλλ'
+η εμφάνισις αυτών επέφερε παράδοξον φιλονικίαν μεταξύ του Χάρρη καί τινων εκ
+των οπαδών του. </p>
+
+<p>Το μικρόν σώμα, περί την τετάρτην ώραν της εσπέρας, εστάθη επί τινας στιγμάς
+πλησίον ανοικτού τινος μέρους, ότε τρία ή τέσσαρα ζώα ευμεγέθη εξήλθον έκ τινος
+λόχμης, εκατόν βήματα περίπου μακράν και έφυγον μετά μεγάλης ταχύτητος. </p>
+
+<p>Μεθ' όλας τας συστάσεις του Αμερικανού, την φοράν ταύτην ο δόκιμος,
+στηρίξας το όπλον επί του ώμου, επυροβόλησε καθ' ενός των ζώων εκείνων. Αλλά
+καθ' ήν στιγμήν το βλήμα ερρίπτετο, ο Χάρρης απώθησε ζωηρώς το όπλον, ο δε Δικ
+Σανδ όσον και αν ήτο δεξιός σκοπευτής απέτυχε του σκοπού του.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Μη πυροβολισμούς! είπεν ο Αμερικανός. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ε δα! αλλ' είναι καμηλοπαρδάλεις! ανέκραξεν ο Δικ Σανδ, χωρίς να
+δώση άλλην απάντησιν εις την παρατήρησιν του Χάρρη. </p>
+
+<p>&nbsp;— Καμηλοπαρδάλεις! είπεν ο Ζακ ανορθούμενος επί του εφιππίου. Πού
+είναι αυτά τα μεγάλα ζώα;</p>
+
+<p>&nbsp;— Καμηλοπαρδάλεις! απεκρίθη η κυρία Βέλδων. Απατάσαι, φίλτατε Δικ.
+Δεν υπάρχουσι καμηλοπαρδάλεις εν Αμερική. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τωόντι, είπεν ο Χάρρης, όστις εφαίνετο καταπεπληγμένος, δεν είναι
+δυνατόν να υπάρχωσι καμηλοπαρδάλεις ενταύθα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά τότε; . . . είπεν ο Δικ Σανδ.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Δεν ηξεύρω αληθώς τι να σκεφθώ, είπεν ο Χάρρης. Μήπως νέε μου φίλε,
+σας ηπάτησαν οι οφθαλμοί σας, και τα ζώα ταύτα είναι στρουθοκάμηλοι;</p>
+
+<p>&nbsp;— Στρουθοκάμηλοι! επανέλαβεν ο Δικ Σανδ και η κυρία Βέλδων
+παρατηρούντες αλλήλους έκθαμβοι</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, απλαί στρουθοκάμηλοι, επανέλαβεν ο Χάρρης. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλ' αι στρουθοκάμηλοι, είναι πτηνά, επανέλαβεν ο Δικ Σανδ, και
+επομένως έχουσι δύο μόνον πόδας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν, απεκρίθη ο Χάρρης, ακριβώς ενόμισα ότι τα ζώα ταύτα τα
+οποία έφυγον τόσω ταχέως ήσαν δίποδα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δίποδα! είπεν ο δόκιμος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Νομίζω ότι διέκρινα καλώς ζώα τετράποδα, είπε τότε η κυρία Βέλδων.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Και εγώ ωσαύτως, προσέθηκεν ο γέρων Τωμ, του οποίου τους λόγους
+εβεβαίωσαν ο Βαρθολομαίος, ο Ακτέων και ο Αυγουστίνος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Στρουθοκάμηλοι με τέσσαρας πόδας! ανέκραξεν ο Χάρρης
+ανακαγχάζων. Τούτο θα ήτο πολύ αστείον!</p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν επανέλαβεν ο Δικ Σανδ, ενομίσαμεν ότι ήσαν
+καμηλοπαρδάλεις, και ουχί στρουθοκάμηλοι. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, νέε μου φίλε, όχι, είπεν ο Χάρρης, Βεβαίως δεν είδετε καλώς.
+Τούτο εξηγείται εκ της ταχύτητος μεθ' ής έφυγον τα ζώα ταύτα. Άλλως τε δε
+πολλάκις συνέβη εις κυνηγούς ν' απατηθώσιν ως υμείς και καλή τη πίστει
+μάλιστα.</p>
+
+<p>Ό,τι, έλεγεν ο Αμερικανός ήτο λίαν πιθανόν. Μεταξύ ευσώμου
+στρουθοκαμήλου και μεσαίου αναστήματος καμηλοπαρδάλεως, εάν τας βλέπη τις
+έκ τινος αποστάσεως, δύναται ευκόλως ν' απατηθή. Είτε πρόκειται περί ράμφους,
+είτε πρόκειται περί ρύγχους, αμφότερα ταύτα προσκεκολλημένα εις το άκρον
+μακρού λαιμού ανεστραμμένου προς τα οπίσω, και επί τέλους δύναταί τις να είπη
+ότι η στρουθοκάμηλος ουδέν άλλο είναι ή ημικαμηλοπάρδαλις. </p>
+
+<p>Δεν ελλείπουσιν απ' αυτής ειμή οι οπίσθιοι πόδες. Λοιπόν το δίπουν τούτο και
+το τετράπουν τούτο, διερχόμενα ταχέως και απροσδοκήτως, δύνανται εν μεγάλη
+ανάγκη να εκληφθώσι το έν αντί του άλλου.<br />
+&nbsp;<br />
+Άλλως τε δε, η καλλιτέρα απόδειξις ότι η κυρία Βέλδων και οι άλλοι ηπατώντο,
+είναι ότι δεν υπάρχουσι καμηλοπαρδάλεις εν Αμερική·</p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ εποίησε τότε την εξής σκέψιν:</p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλ' ενόμιζον ότι μήτε στρουθοκάμηλοι μήτε καμηλοπαρδάλεις
+ευρίσκοντο εις τον Νέον Κόσμον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μάλιστα, νέε μου φίλε, απεκρίθη ο Χάρρης, και ακριβώς η Νότιος
+Αμερική κέκτηται ιδιαίτερόν τι είδος. Εις το είδος τούτο ανήκει ο νανδού, τον
+οποίον είδετε προ ολίγου.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Χάρρης έλεγε την αλήθειαν. Ο νανδού είναι ιμαντόπους κοινότατος ες τας
+πεδιάδας της Νοτίου Αμερικής, και το κρέας αυτού, όταν είναι νέος, είναι καλόν εις
+γεύσιν. </p>
+
+<p>Το ισχυρόν τούτο ζώον, του οποίου το ανάστημα υπερβαίνει ενίοτε τα δύο
+μέτρα, έχει το ράμφος ευθύ, τας πτέρυγας μακράς και εσχηματισμένας εκ πτερών
+πυκνών χρώματος υποκυάνου, οι δε πόδες αυτού σχηματίζονται εκ τριών
+δακτύλων ωπλισμένων δι' ονύχων, — τούθ' όπερ το διακρίνει ουσιωδώς από των
+στρουθοκαμήλων της Αφρικής. </p>
+
+<p>Αι ακριβέσταται αύται λεπτομέρειαι εδόθησαν υπό του Χάρρη, όστις εφαίνετο
+λίαν ειδήμων των έξεων του νανδού. Η δε κ. Βέλδων και οι μετ' αυτής εδέησε να
+ομολογήσωμεν ότι είχον απατηθή.</p>
+
+<p>&nbsp;— Άλλως τε δε, προσέθηκεν ο Χάρρης, πιθανόν να συναντήσωμεν και
+άλλην αγέλην εκ τούτων των στρουθοκαμήλων. Λοιπόν, την φοράν ταύτην
+παρατηρήσατε καλλίτερον, και μη υποπέσετε πάλιν εις την απάτην να εκλάβετε τα
+πτηνά ως τετράποδα. Προ πάντων όμως, νέε μου φίλε, μη λησμονήτε τας
+συστάσεις μου, και μη πυροβολήτε κατ' ουδενός ζώου. Δεν έχομεν ανάγκην να
+θηρεύωμεν διά να προμηθευώμεθα ζωοτροφίας, και, το επαναλαμβάνω, δεν
+πρέπει έκρηξις πυροβόλου να αναγγείλη την παρουσίαν ημών εις το δάσος τούτο.
+</p>
+
+
+<p>Εν τούτοις ο Δικ Σανδ έμενε σκεπτικός. Έτι άπαξ, αμφιβολία τις εγένετο εν τω
+πνεύματι αυτού.<br />
+&nbsp;<br />
+Την επιούσαν, 17 Απριλίου, η πορεία επανελήφθη, και ο Αμερικανός εβεβαίωσεν
+ότι μετά παρέλευσιν είκοσι και τεσσάρων ωρών η μικρά συνοδεία θα ευρίσκετο εις
+την έπαυλιν του Αγίου Ευτυχούς. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εκεί, κυρία Βέλδων, θα λάβετε όλας τας απαιτουμένας εις την θέσιν
+σας περιποιήσεις, και ημέραι τινές αναπαύσεως θα σας αναζωογονήσωσι καθ'
+ολοκληρίαν. Ίσως δεν θα εύρετε εις την έπαυλιν εκείνην την πολυτέλειαν εις ην
+έχετε συνηθίσει εις την εν Αγίω Φραγκίσκω κατοικίαν σας, αλλά θα ιδήτε ότι αι
+καλλιεργητικοί ημών εργασίαι δεν είναι πτωχαί, και ότι δεν ήμεθα εντελώς άγριοι.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Κύριε Χάρρη, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, εάν δεν έχομεν άλλο να σας
+προσφέρωμεν ειμή ευχαριστίας διά την γενναίαν υμών συνδρομήν, τουλάχιστον
+σας προσφέρομεν αυτάς εξ όλης καρδίας. Ναι! ήτο καιρός πλέον να φθάσωμεν.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Εκουράσθητε πολύ, κυρία Βέλδων;</p>
+
+<p>&nbsp;— Εγώ, αδιάφορον, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, αλλά βλέπω ότι ο μικρός
+μου Ζακ εξαντλείται ολίγον κατ' ολίγον. Κατά τινας ώρας αρχίζει να τον
+καταλαμβάνη ο πυρετός.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ναι, είπεν ο Χάρρης, και μολονότι το κλίμα του οροπεδίου τούτου είναι
+υγιεινότατον, πρέπει όμως να ομολογήσωμεν ότι κατά τον Μάρτιον και τον
+Απρίλιον επικρατούσι διαλείποντες πυρετοί. </p>
+
+<p>&nbsp;— Βεβαίως, είπεν τότε ο Δικ Σανδ, αλλ' ωσαύτως η φύσις, ήτις πάντοτε
+και πανταχού είναι προνοητική, έθεσε το φάρμακον πλησίον του κακού. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και πώς τούτο, νέε μου φίλε; ηρώτησεν ο Χάρρης, όστις εφαίνετο μη
+εννοών.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Δεν ευρισκόμεθα λοιπόν εις την χώραν των κιγκινών; απεκρίθη ο Δικ
+Σανδ.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Τωόντι, είπεν ο Χάρρης, έχετε εντελώς δίκαιον. Τα δένδρα τα παράγοντα
+τον πολύτιμον αντιπυρετικόν φλοιόν εδώ έχουσι την πατρίδα των. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εκπλήττομαι μάλιστα, προσέθετο ο Δικ Σανδ, πώς δεν είδομεν έτι
+μήτε έν.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Α! νέε μου φίλε, απεκρίθη ο Χάρρης, τα δένδρα ταύτα δεν διακρίνονται
+ευκόλως. Καίτοι έχουσιν ύψος πολύ, φύλλα μεγάλα και άνθη ρόδινα και ευώδη,
+δεν τα ανακαλύπτει τις ευκόλως. Σπάνιον είναι να ευρεθώσι συμπεπυκνωμένα.
+Μάλλον είναι διεσπαρμένα εις τα δάση, και οι Ινδοί, οίτινες συλλέγουσι την
+κιγκίναν, δεν δύνανται να τα διακρίνωσιν ειμή εκ του πρασίνου φυλλώμματός των.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Κύριε Χάρρη, είπεν η κυρία Βέλδων, εάν ιδήτε δένδρον τι εξ αυτών,
+να με το δείξητε.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Βεβαίως, κυρία Βέλδων, αλλ' εις την έπαυλιν θα εύρετε θιεικήν κινίνην.
+Αυτή είναι πολύ προτιμωτέρα ή ο απλούς φλοιός προς θεραπείαν του πυρετού
+(<sup><a href='#fn14' id='ref14'>14</a></sup>)
+. </p>
+
+<p>Η τελευταία εκείνη ημέρα της οδοιπορίας παρήλθεν άνευ συμβάντος τινός.
+Ήλθεν η εσπέρα και η νυκτερινή στάθμευσις διωργανώθη ως το σύνηθες. Μέχρι
+τότε, δεν είχε βρέξει, αλλ' ο καιρός έτεινε να μεταβληθή, καθότι θερμή
+αναθυμίασις υψώθη από του εδάφους και μετ' ολίγον εσχημάτισε πυκνήν
+ομίχλην.</p>
+
+<p>Πράγματι επλησίαζεν η εποχή των βροχών. Ευτυχώς την επιούσαν, άνετον
+καταφύγιον θα προσεφέρετο φιλοξένως εις την μικράν συνοδείαν. Ολίγισται ώραι
+έμενον να παρέλθωσιν. </p>
+
+<p>Ει και κατά τον Χάρρην, όστις έκαμε τους υπολογισμούς του επί τη βάσει του
+χρόνου καθ' όν διήρκεσεν η οδοιπορία, δεν απείχον της επαύλεως πλειότερον των
+έξ μιλίων, ελήφθησαν όμως διά την νύκτα αι συνήθεις προφυλάξεις. Ο Τωμ και οι
+σύντροφοί του έπρεπε να φρουρώσι διαδοχικώς. Ο Δικ Σανδ επέμεινε να μη
+επέλθη ουδεμία μεταβολή. Πλειότερον ή άλλοτε ήθελε να διατηρήση την συνήθη
+φρόνησίν του, καθότι τρομερά υπόνοια εγεννήθη εις το πνεύμα του· δεν ήθελεν
+όμως έτι να είπη τι.</p>
+
+<p>Η κατάκλισις εγένετο παρά τας ρίζας συστάδος μεγάλων δένδρων. Ένεκα του
+καμάτου, η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής εκοιμώντο ήδη, ότε αφυπνίσθησαν υπό
+φοβεράς κραυγής. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι είναι; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ, πρώτος πάντων αναπηδήσας όρθιος.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Εγώ! εγώ εφώναξα! είπεν ο εξάδελφος Βενέδικτος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και τι έχετε; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εδαγκάσθην. </p>
+
+<p>&nbsp;— Υπό όφεως; . . . ηρώτησεν έντρομος η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, όχι! Δεν είναι όφις, αλλ' έντομον, απεκρίθη ο εξάδελφος
+Βενέδικτος. Α! το κρατώ! το κρατώ!</p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν, φονεύσατε το έντομόν σας, είπεν ο Χάρρης, και αφήσατέ μας
+να κοιμηθώμεν κύριε Βενέδικτε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Να φονεύσω έντομον! ανέκραξεν ο εξάδελφος Βενέδικτος. Ποτέ,
+ποτέ! Πρέπει να ίδω τι είναι!</p>
+
+<p>&nbsp;— Θα είναι κώνωψ, είπεν ο Χάρρης, υψών τους ώμους. </p>
+
+<p>&nbsp;— Διόλου! Είναι μυία, απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος, και μυία ήτις
+θα είναι πολύ περίεργος. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ ήναψε τον μικρόν φορητόν φανόν και τον επλησίασεν εις τον
+εξάδελφον Βενέδικτον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ω θεία αγαθότης! ανέκραξεν ούτος. Ιδού τι με παρηγορεί διά τας
+τόσας αποτυχίας μου. Έκαμα τέλος μίαν ανακάλυψιν!</p>
+
+<p>Ο αγαθός ανήρ παρεφρόνει εκ της χαράς. Παρετήρει την μυίαν του ως
+θριαμβεύων, και ευχαρίστως θα την εφίλει.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Αλλά τι είναι; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δίπτερον, εξαδέλφη, περίφημον δίπτερον!</p>
+
+<p>Και ο εξάδελφος Βενέδικτος έδειξε μυίαν μικροτέραν μελίσσης, χρώματος
+αμαυρού με γραμμάς κιτρίνας εις το κατώτερον μέρος του σώματός της.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Δεν είναι φαρμακερή η μυία αύτη; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, εξαδέλφη, όχι, διά τον άνθρωπον τουλάχιστον. Αλλά διά τα ζώα,
+δι' αντιλόπας, διά βουβάλους, και δι' αυτούς τους ελέφαντας, το πράγμα διαφέρει.
+Αχ! τι αξιολάτρευτον έντομον!</p>
+
+<p>&nbsp;— Τέλος, ηρώτησεν ο Δικ Σανδ, θα μας ειπήτε, κύριε Βενέδικτε τι είναι
+αυτή η μυία;</p>
+
+<p>&nbsp;— Αυτή η μυία, απεκρίθη ο εντομολόγος, αυτή η μυία την οποίαν κρατώ
+εις τα δάκτυλά μου, αυτή η μυία . . . είναι «τσετσέ». Είναι το περίφημον εκείνο
+δίπτερον το οποίον είναι η τιμή ενός τόπου, και μέχρι της σήμερον ουδέποτε
+ευρέθη «τσετσέ» εις την Αμερικήν. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ δεν ετόλμησε να ερωτήση τον εξάδελφον Βενέδικτον, εις ποίον
+μέρος του κόσμου ευρίσκετο αποκλειστικώς το φοβερόν εκείνο «τσετσέ».</p>
+
+<p>Και όταν οι σύντροφοι του μετά το επεισόδιον τούτο, επανέλαβον τον
+διακοπέντα ύπνον των, ο Δικ Σανδ, μεθ' όλον τον καταβαρύνοντα κάματον, δεν
+έκλεισε πλέον τους οφθαλμούς δι' όλης της νυκτός. </p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΗ'. </h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>Η ΤΡΟΜΕΡΑ ΛΕΞΙΣ </b></p>
+
+<p>Καιρός ήτο να φθάσωσι. Τελεία κόπωσις έφερε την κυρίαν Βέλδων εις
+κατάστασιν να μη δύναται πλέον να εξακολουθήση οδοιπορίαν γινομένην υπό
+τοιαύτας συνθήκας. </p>
+
+<p>Το μικρόν τέκνον της, ερυθρότατον κατά τας προσβολάς του πυρετού,
+ωχρότατον κατά τας διαλείψεις, ήτο οικτρόν την θέαν. </p>
+
+<p>Η μήτηρ αυτού, εις άκρον ανήσυχος, δεν ηθέλησε να εγκαταλίπη τον Ζακ, έστω
+και εις τας φροντίδας της αγαθής Ναν. Τον εκράτει ημικατακεκλιμένον εις τας
+αγκάλας της. </p>
+
+<p>Ναι, ήτο καιρός να φθάσωσι. Κατά τας διαβεβαιώσεις δε του Αμερικανού, το
+εσπέρας της ανατελλούσης εκείνης ημέρας, το εσπέρας της 18 Απριλίου, η μικρά
+συνοδεία θα ήτο τέλος υπό την σκέπην της επαύλεως του Αγίου Ευτυχούς. </p>
+
+<p>Δώδεκα ημερών οδοιπορία, δώδεκα νυκτών στάθμευσις εν υπαίθρω, ήτο
+αδύνατον να μη καταβάλωσι μίαν γυναίκα, όσον γενναία και αν ήναι.<br />
+&nbsp;<br />
+Άλλως τε δε η θέα του ασθενούς Ζακ, από του οποίου έλειπον αι στοιχειωδέστεραι
+περιποιήσεις, ήρκει διά να κατασυντρίψη την κυρίαν Βέλδων. </p>
+
+<p>Αλλ' ο Χάρρης εφαίνετο εξοικειωμένος προς τας δοκιμασίας των μακρών
+εκείνων διά των δασών οδοιποριών, και ο κάματος δεν κατέβαλεν αυτόν.<br />
+&nbsp;<br />
+Καθ' όσον όμως επλησίαζον προς την έπαυλιν, ο Δικ Σανδ παρετήρησεν ότι ήτο
+μάλλον περίφροντις και τα διαβήματά του δεν ήσαν τόσον ειλικρινή όσον
+πρότερον. Το εναντίον θα ήτο φυσικώτερον. </p>
+
+<p>Αυτή τουλάχιστον η ιδέα του νεαρού δοκίμου, όστις εγένετο μάλλον δύσπιστος
+προς τον Αμερικανόν. Και εν τούτοις τι συμφέρον είχεν άρα γε ο Χάρρης να τους
+απατήση;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ο Δικ Σανδ δεν ηδύνατο να το εξηγήση, αλλ' επετήρει εκ του σύνεγγυς
+τον οδηγόν των. </p>
+
+<p>Ο Αμερικανός ησθάνθη πιθανώς ότι υπεβλέπετο υπό του Δικ Σανδ, και βεβαίως
+η δυσπιστία εκείνη, καθίστα αυτόν σιωπηλότερον προς τον «νέον φίλον του». </p>
+
+<p>Η πορεία επανελήφθη. </p>
+
+<p>Εν τω δάσει, ολιγώτερον πυκνώ, τα δένδρα διεσκορπίζοντο κατ' αθροίσματα,
+και δεν εσχημάτιζον πλέον αδιαπεράστους μάζας. Ήτο λοιπόν η αληθής πάμπα,
+περί ης είχεν ομιλήσει ο Χάρρης;</p>
+
+<p>Κατά τας πρώτας ώρας της ημέρας, ουδέν συμβάν επεδείνωσε τας ανησυχίας
+του Δικ Σανδ. Δύο όμως γεγονότα είλκυσαν την προσοχήν αυτού. </p>
+
+<p>Ίσως δεν είχον μεγάλην σπουδαιότητα, αλλ' υπό τας περιστάσεις εκείνας
+ουδεμία λεπτομέρεια έπρεπε να παραμελήται. </p>
+
+<p>Το πρώτον ήτο τα κινήματα του Δίγγου, όστις ευθύς εξ αρχής επέσυρε μάλλον
+ιδιαιτέρως την προσοχήν του νεαρού δοκίμου. </p>
+
+<p>Τωόντι ο κύων όστις καθ' όλην εκείνην την οδοιπορίαν εφαίνετο ωσεί
+ακολουθών ίχνη, εγένετο αλλοίος, και τούτο, σχεδόν αιφνιδίως. </p>
+
+<p>Μέχρι τότε, την ρίνα έχων ως επί το πλείστον εις το έδαφος, οσφραινόμενος τα
+χόρτα ή τους θάμνους, ή εσιώπα ή εξέφερεν είδος τι θρηνώδους υλακής, ως εάν
+ήτο έκφρασις λύπης ή πόθου. </p>
+
+<p>Την ημέραν όμως εκείνην αι υλακαί του παραδόξου ζώου εγένοντο ισχυραί,
+ενίοτε μανιώδεις, τοιαύται οίαι ήσαν άλλοτε, ότε ο Νεγορός ενεφανίζετο επί του
+καταστρώματος του «Πίλγριμ».</p>
+
+<p>Υπόνοιά τις διήλθε του πνεύματος του Δικ Σανδ, και την υπόνοιαν εκείνην
+ενίσχυσεν ο Τωμ ειπών.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Πολύ παράδοξον πράγμα, κύριε Δικ. Ο Δίγγος δεν οσφραίνεται πλέον το
+έδαφος ως έπραττε μέχρι της χθες. Έχει την ρίνα εις τον αέρα, είναι τεταραγμένος,
+αι τρίχες του ορθούνται. Θα έλεγέ τις μυρίζει μακρόθεν . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Τον Νεγορόν, δεν είναι αλήθεια; απεκρίθη ο Δικ Σανδ, αρπάσας τον
+βραχίονα του γέροντος μαύρου και ποιήσας αυτώ σημείον να ομιλή χαμηλή τη
+φωνή.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Τον Νεγορόν, κύριε Δικ. Δεν είναι τάχα δυνατόν να ηκολούθησε τα ίχνη
+μας;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, Τωμ, και κατ' αυτήν μάλιστα την στιγμήν να μη είναι πολύ
+μακράν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά . . . διατί; είπεν ο Τωμ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ή ο Νεγορός δεν εγνώριζεν αυτόν τον τόπον, επανέλαβεν ο Δικ Σανδ,
+και τότε είχε παν συμφέρον να μη μας χάση . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Ή; . . . . είπεν ο Τωμ βλέπων μετ' αγωνίας τον δόκιμον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ή, επανέλαβεν ο Δικ Σανδ τον εγνώριζεν και τότε . . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά πώς ο Νεγορός να γνωρίζη την χώραν ταύτην, αφού ουδέποτε
+ήλθεν εδώ; </p>
+
+<p>&nbsp;— Ουδέποτε ήλθεν; εψιθύρισεν ο Δικ Σανδ. Τέλος αδιαφιλονείκητον
+γεγονός είναι ότι ο Δίγγος φέρεται, ως εάν ήτο πλησίον ημών ο άνθρωπος τον
+οποίον απεχθάνεται. </p>
+
+<p>Είτα διακόπτων την ομιλίαν όπως καλέση τον Δίγγον, όστις μετά τινα δισταγμόν
+ήλθε προς αυτόν·</p>
+
+<p>&nbsp;— Ε! είπεν, ο Νεγορός! ο Νεγορός! </p>
+
+<p>Μανιώδης υλακή υπήρξεν η απάντησις του Δίγγου.<br />
+&nbsp;<br />
+Το όνομα εκείνο παρήγαγεν επ' αυτού το σύνηθες αποτέλεσμα, και ώρμησεν
+εμπρός, ως ει ο Νεγορός ήτο κεκρυμμένος όπισθεν θάμνων. </p>
+
+<p>Ο Χάρρης είδεν όλην εκείνην την σκηνήν. Με τα χείλη δε συνεσφιγμένα
+επλησίασε τον δόκιμον.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Τι ζητείτε λοιπόν από τον Δίγγον; ηρώτησεν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ω! σχεδόν τίποτε, κύριε Χάρρη, απεκρίθη ο γέρων Τωμ
+αστειευόμενος. Τω εζητούμεν ειδήσεις περί τινος συνεπιβάτου, τον οποίον
+εχάσαμεν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Α! είπεν ο Αμερικανός, περί του Πορτογάλου εκείνου; του μαγείρου
+του πλοίου περί του οποίου μοι ομιλήσατε ήδη;</p>
+
+<p>&nbsp;— Μάλιστα, απεκρίθη ο Τωμ. Ακούων τις τον Δίγγον, θα υπέθετεν ότι ο
+Νεγορός είναι εδώ πλησίον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πώς ηδυνήθη να φθάση έως εδώ; απεκρίθη ο Χάρρης. Καθ' όσον
+γνωρίζω, ουδέποτε ήλθεν εις τον τόπον τούτον.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Εκτός εάν μας το έκρυψεν; απεκρίθη ο Τωμ. Θα ήτο παράδοξον τούτο,
+είπεν ο Χάρρης. Αλλ' εάν θέλετε να εξετάσωμεν τα περίχωρα. Πιθανόν ο δυστυχής
+αυτός να έχη ανάγκην συνδρομής, να στερήται των πάντων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είναι περιττόν, κύριε Χάρρη, απεκρίθη ο Δικ Σανδ. Εάν ο Νεγορός
+ηδυνήθη να έλθη έως εδώ, θα ηδυνήθη να υπάγη και πλέον μακράν. Είναι
+άνθρωπος ο οποίος ηξεύρει να υπερνικά τας δυσκολίας.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Όπως επιθυμείτε, απεκρίθη ο Χάρρης. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εμπρός, Δίγγε, σιώπα, προσέθηκε τραχέως ο Δικ Σανδ διά να παύση
+την ομιλίαν. </p>
+
+<p>Η δευτέρα παρατήρησις η γενομένη παρά του δοκίμου εσχετίζετο προς τον
+ίππον του Αμερικανού. </p>
+
+<p>Δεν εφαίνετο ούτος ότι «ωσφραίνετο τον σταύλον», ως πράττουσι τα ζώα του
+είδους του. </p>
+
+<p>Δεν ερρόφα τον αέρα, δεν έσπευδε τα βήματά του, δεν διέστελλε τους
+ρώθωνάς του, δεν εξέφερε χρεμετισμούς μαρτυρούντας το τέλος της οδοιπορίας.
+Εάν τις τον παρετήρει καλώς, εφαίνετο επίσης αδιάφορος ή εάν η έπαυλις εις την
+οποίαν εν τούτοις είχε μεταβή πολλάκις και ην ώφειλε να γνωρίζη, ήτο εκατοστύας
+έτι μιλίων μακράν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν είναι ίππος φθάνων εις το τέρμα της πορείας του, εσκέφθη ο
+νεαρός δόκιμος. </p>
+
+<p>Και εν τούτοις, κατά τους λόγους του Χάρρη της προτεραίας, μόλις έμενον να
+διανυθώσιν εξ μίλια και εκ των έξ εκείνων μιλίων, κατά την πέμπτην ώραν της
+εσπέρας, τα τέσσαρα είχον βεβαίως διανυθή. </p>
+
+<p>Εάν λοιπόν ο ίππος δεν ωσφραίνετο σταύλον, του οποίου βεβαίως θα είχε
+μεγάλην ανάγκην, ουδέν ωσαύτως ανήγγελε την προσέγγισιν μεγάλου κτήματος,
+οίον έπρεπε να είναι η έπαυλις του Αγίου Ευτυχούς.<br />
+&nbsp;<br />
+Η κυρία Βέλδων, όσον και εάν ήτο αδιάφορος τότε προς παν άλλο ή το τέκνον της,
+εξεπλάγη βλέπουσα έτι την χώραν τόσον έρημον. Πώς! μήτε είς ιθαγενής μήτε είς
+των θεραπόντων της επαύλεως, εις τόσον μετρίαν απόστασιν; Μήπως ο Χάρρης
+είχεν αποπλανηθή; Όχι! Απεδίωξε την ιδέαν ταύτην. Νέα βραδύτης θα ήτο ο
+θάνατος του μικρού Ζακ. </p>
+
+<p>Εν τούτοις ο Χάρρης ώδευε πάντοτε προς τα πρόσω! αλλ' εφαίνετο ερευνών τα
+βάθη του δάσους και έβλεπε δεξιά και αριστερά, ως άνθρωπος όστις δεν είναι
+βέβαιος περί εαυτού . . . ή περί της οδού.<br />
+&nbsp;<br />
+Η κυρία Βέλδων έκλεισε τους οφθαλμούς ίνα μη τον βλέπη πλέον. </p>
+
+<p>Μετά ευρείαν πεδιάδα ενός μιλίου, το δάσος, χωρίς να είναι τόσω πυκνόν όσω
+προς δυσμάς, ανεφανίσθη πάλιν, και η μικρά συνοδεία εβυθίσθη εκ νέου υπό τα
+μεγάλα δένδρα. </p>
+
+<p>Κατά την έκτην ώραν της εσπέρας έφθασαν πλησίον πυκνώματός τινος, διά του
+οποίου εφαίνετο ότι προσφάτως είχε διέλθει αγέλη μεγάλων ζώων. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ παρετήρησε λίαν προσεκτικώς περί εαυτόν. </p>
+
+<p>Εις ύψος τι μη υπερβαίνον κατά πολύ το ανάστημα του ανθρώπου, οι κλάδοι
+ήσαν απεσπασμένοι ή συντετριμμένοι. </p>
+
+<p>Συγχρόνως δε τα χόρτα, βιαίως αποχωρισθέντα, άφινον να φαίνωνται επί του
+έλώδους ολίγον εδάφους ίχνη βημάτων άτινα αδύνατον να ήσαν θωών ή
+κουγουάρων. </p>
+
+<p>Ήσαν άρα γε άις ή άλλα βραδυπόρα ζώα, των οποίων οι πόδες απετυπώθησαν
+ούτως επί του εδάφους;</p>
+
+<p>Αλλά πώς να εξηγηθή τότε η θραύσις των κλάδων εις τοσούτον ύψος;</p>
+
+<p>Βεβαίως ελέφαντες θα ηδύναντο να αφήσωσι τοιαύτα ίχνη, να αποτυπώσωσι
+τοιαύτα ευρέα πατήματα, να ανοίξωσι τοιαύτην δίοδον εις την αδιαπέραστον
+λόχμην. Αλλά τοιούτοι ελέφαντες δεν ευρίσκονται εν Αμερική. </p>
+
+<p>Τα υπερμεγέθη ταύτα παχύδερμα δεν είναι αυτόχθονα του Νέου Κόσμου, ουδέ
+ενεκλιματίσθησάν ποτε εκεί.<br />
+&nbsp;<br />
+Η εικασία λοιπόν ότι θα διέβησαν ελέφαντες, ήτο εντελώς απαράδεκτος. </p>
+
+<p>Όπως δήποτε, ο Δικ Σανδ δεν κατέστησε γνωστάς τας σκέψεις του επί του
+ανεξηγήτου εκείνου γεγονότος. Ουδέ αυτόν τον Αμερικανόν ηρώτησε περί τούτου,
+διότι τι ηδύνατό τις να περιμένη παρ' ανθρώπου, όστις ηθέλησε να παραστήση τας
+καμηλοπαρδάλεις ως στρουθοκαμήλους;</p>
+
+<p>Ο Χάρρης θα έδιδε και τότε εξήγησίν τινα κατά το μάλλον και ήττον
+φαντασιώδη, ήτις ουδόλως θα ηδύνατο να μεταβάλη την κατάστασιν. </p>
+
+<p>Όπως δήποτε ο Δικ Σανδ εσχημάτισε την γνώμην του περί του Χάρρη. Εννόησεν
+ότι ήτο προδότης. Περίπτωσιν κατάλληλον μόνον περιέμενεν ίνα καταστήση
+καταφανή την ατιμίαν του και να δικαιολογηθή η γνώμη του, τα πάντα δε τω
+έλεγον ότι η περίπτωσις εκείνη προσήγγιζεν. </p>
+
+<p>Αλλά τις ηδύνατο να είναι ο μυστικός σκοπός του Χάρρη; Ποίον μέλλον λοιπόν
+περιέμενε τους ναυαγούς του «Πίλγριμ»; </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ επανελάμβανε καθ' εαυτόν ότι η ευθύνη του δεν έπαυσε μετά του
+ναυαγίου, ώφειλε, πλειότερον ή άλλοτε, να μεριμνήση περί της σωτηρίας εκείνων,
+οίτινες μετά το ναυάγιον έπεσαν επί της ακτής εκείνης. Την γυναίκα εκείνην, το
+νεαρόν εκείνο παιδίον, τους μαύρους εκείνους όλους τους εν δυστυχία
+συντρόφους του, αυτός μόνος ώφειλε να σώση. </p>
+
+<p>Αλλ' εάν ηδύνατο να πράξη τι εντός του πλοίου, θα ηδύνατο να ενεργήση ως
+ναυτικός, ενταύθα όμως, εν τω μέσω των τρομερών δοκιμασιών τας οποίας
+διέβλεπε, ποίαν απόφασιν να σχηματίση;</p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ δεν ηθέλησε να κλείση τους οφθαλμούς προ της φοβεράς
+πραγματικότητος, ην πάσα στιγμή καθίστα αδιαφιλονείκητον. Ο δεκαπενταετής
+πλοίαρχος του «Πίλγριμ», ανελάμβανε τα αυτά καθήκοντα και εις τας παρούσας
+περιστάσεις. </p>
+
+<p>Αλλά δεν ηθέλησε να είπη τι δυνάμενον να λυπήση την δυστυχή μητέρα πριν ή
+έλθη η στιγμή της δράσεως.<br />
+&nbsp;<br />
+Δεν είπε τι ουδέ όταν, φθάσας προ των οχθών ευρέος ρύακος, ότε προηγείτο της
+μικράς συνοδείας κατά εκατόν βήματα, παρετήρησεν υπερμεγέθη ζώα ορμώντα
+υπό τα υψηλά χόρτα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ιπποπόταμοι! ιπποπόταμοι! έμελλε ν' αναφωνήση. </p>
+
+<p>Τωόντι ήσαν εκ των παχυδέρμων εκείνων των εχόντων μεγάλην κεφαλήν,
+εξωγκωμένον ρύγχος, οδόντας εξερχομένους του στόματος κατά ένα πόδα, κνήμας
+βραχείας και των οποίων το άτριχον δέρμα έχει χρώμα πυρρόν. Ιπποπόταμοι εν
+Αμερική!</p>
+
+<p>Εξηκολούθησαν να οδεύωσιν επί όλην την ημέραν, αλλ' επιπόνως. </p>
+
+<p>Ο κάματος ήρχιζε να καταβάλη και τους ευρωστοτέρους. Αληθώς ήτο καιρός να
+φθάσωσιν, άλλως θα ηναγκάζοντο να σταματήσωσιν. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων, αποκλειστικώς ενασχολουμένη εις τον μικρόν της Ζακ, δεν
+ησθάνετο ίσως τον κάματον, αλλ' αι δυνάμεις αυτής ήσαν εξηντλημέναι. Άπαντες,
+κατά το μάλλον και ήττον, είχον καταβληθή. Ο Δικ Σανδ ανθίστατο δι' υπερτάτης
+ηθικής ενεργείας, πηγαζούσης εκ του αισθήματος του καθήκοντος. </p>
+
+<p>Περί την τετάρτην ώραν της εσπέρας ο γέρων Τωμ εύρεν εις τα χόρτα
+αντικείμενόν τι, όπερ είλκυσε την προσοχήν του.<br />
+&nbsp;<br />
+Ήτο όπλον, είδος τι μαχαιρίου ιδιαιτέρου σχήματος, εσχηματισμένου εκ πλατείας
+κεκυρτωμένης λεπίδος μετά χειρίδος εκ τετραγώνου ελεφαντοστού βαναύσως
+πεποικιλμένου. </p>
+
+<p>Ο Τωμ έφερε την μάχαιραν εκείνην εις τον Δικ Σανδ, όστις την έλαβε, την
+εξήτασε και επί τέλους την έδειξεν εις τον Αμερικανόν λέγων.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Βεβαίως οι ιθαγενείς δεν είναι μακράν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πράγματι, απεκρίθη ο Χάρρης, και εν τούτοις . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Εν τούτοις; . . . επανέλαβεν ο Δικ Σανδ παρατηρών τον Χάρρην εις
+τους οφθαλμούς. </p>
+
+<p>&nbsp;— Έπρεπε να ήμεθα πολύ πλησίον της επαύλεως, επανέλαβεν ο Χάρρης
+διστάζων, και δεν αναγνωρίζω. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μήπως παρεπλανήθητε; ηρώτησε ζωηρώς ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Παρεπλανήθην . . . όχι. Η έπαυλις δεν είναι δυνατόν να απέχη
+περισσότερον των τριών μιλίων. Αλλ' ηθέλησα να λάβω την συντομωτέραν οδόν
+διά του δάσους, και ίσως είχον άδικον.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ίσως, απήντησεν ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Νομίζω ότι θα πράξω καλώς να προπορευθώ, είπεν ο Χάρρης. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, κύριε Χάρρη, μη χωρισθώμεν, απεκρίθη ο Δικ Σανδ επιτακτικώς.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Όπως θέλετε, είπεν ο Αμερικανός. Αλλά την νύκτα θα με είναι
+δύσκολον να σας οδηγήσω. </p>
+
+<p>Μη φροντίζετε περί τούτου, απεκρίθη ο Δικ Σανδ. Θα σταματήσωμεν. Η κυρία
+Βέλδων θα συγκατατεθή να διέλθη μίαν τελευταίαν νύκτα υπό τα δένδρα, και
+αύριον, όταν εξημερώση καλά, θα αρχίσωμεν πάλιν να οδοιπορώμεν. Δύο ή τρία
+μίλια έτι δύνανται να διανυθώσιν εις μίαν ώραν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Έστω, είπεν ο Χάρρης. </p>
+
+<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Δίγγος εξέφερε μανιώδεις υλακάς.</p>
+
+<p>&nbsp;— Εδώ, Δίγγε, εδώ! έκραξεν ο Δικ Σανδ. Ηξεύρεις καλώς ότι δεν είναι
+κανείς, και ότι ευρισκόμεθα εις την έρημον. </p>
+
+<p>Απεφασίσθη λοιπόν ο τελευταίος εκείνος σταθμός. Η κυρία Βέλδων άφησε τους
+μετ' αυτής να πράξωσι κατά την αρέσκειάν των, χωρίς ούτε λέξιν να προφέρη. Ο
+μικρός της Ζακ, καταβληθείς υπό του πυρετού, ανεπαύετο εις τας αγκάλας της.
+</p>
+
+<p>Ανεζήτησαν την καταλληλοτέραν θέσιν, όπως διέλθωσι την νύκτα.</p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ εσκέφθη καλόν να κατακλιθώσι κάτωθεν ευρέος συμπλέγματος
+δένδρων, αλλ' ο γέρων Θωμάς όστις ενησχολείτο μετ' αυτού εις τας προετοιμασίας
+εκείνας, τον εσταμάτησεν αίφνης ανακράζων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Κύριε Δικ! Ιδέτε! Ιδέτε!</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι είναι, γηραιέ μου Θωμά; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ μετ' ηρεμίας
+ανθρώπου περιμένοντος τα πάντα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εκεί . . . εκεί . . . . είπεν ο Τωμ . . . . υπό τα δένδρα εκείνα . . . κηλίδες
+αίματος! . . . Και κατά γης . . . μέλη ηκρωτηριασμένα! . . . </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ ώρμησε προς το μέρος όπερ εδείκνυεν ο γέρων Τωμ. Είτα,
+επιστρέψας προς αυτόν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Σιώπα, Τωμ, σιώπα, είπε . . </p>
+
+<p>Τωόντι υπήρχον εκεί, επί του εδάφους, χείρες κεκομμέναι, και πλησίον των
+ανθρωπίνων τούτων λειψάνων δίκρανα τινά τεθραυσμένα και άλυσις
+συντετριμμένη. </p>
+
+<p>Ευτυχώς η κυρία Βέλδων ουδέν είδεν εκ του φρικώδους εκείνου θεάματος.<br
+/>
+&nbsp;<br />
+Ο Χάρρης έμενε κατά μέρος, και εάν τις τον παρετήρει κατ' εκείνην την στιγμήν θα
+εξεπλήσσετο διά την επελθούσαν εις αυτόν αλλοίωσιν. Η μορφή αυτού είχε τι το
+θηριώδες. </p>
+
+<p>Ο Δίγγος ήλθε και αυτός πλησίον του Δικ Σανδ, και ενώπιον των αιματοφύρτων
+εκείνων μελών υλάκτει λυσσωδώς. </p>
+
+<p>Ο δόκιμος πολύν κόπον κατέβαλεν όπως τον αποδιώξη. </p>
+
+<p>Εν τούτοις ο γέρων Τωμ, εις την θέαν των δικράνων εκείνων και της
+συντετριμμένης εκείνης αλύσεως, έμενεν ακίνητος, ως ει οι πόδες του ερριζώθησαν
+εν τω εδάφει. Με οφθαλμούς υπερμέτρως ανοικτούς, με χείρας συνεσφιγμένας,
+παρετήρει, ψιθυρίζων τας ασυναρτήτους ταύτας λέξεις. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είδον . . . είδον . . . αυτά τα δίκρανα . . . πολύ μικρός . . . είδον! . . .
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Σιώπα, Τωμ, επανέλαβεν ο Δικ Σανδ. Χάριν της κυρίας Βέλδων, χάριν
+όλων ημών, σιώπα. </p>
+
+<p>Και ο δόκιμος παρέσυρεν εκείθεν τον γέροντα μαύρον. </p>
+
+<p>Έτερον μέρος σταθμεύσεως εξελέχθη, ολίγον απωτέρω, και τα πάντα
+διετέθησαν διά την νύκτα. </p>
+
+<p>Το δείπνον ητοιμάσθη, αλλά μόλις το ήγγισαν. Ο κάματος ήτο υπέρτερος της
+πείνης. Πάντες διετέλουν υπό την εντύπωσιν απεριγράπτου ανησυχίας
+προσεγγιζούσης εις τον τρόμον.<br />
+&nbsp;<br />
+Το σκότος επήλθε μικρόν κατά μικρόν. Μετ' ολίγον εγένετο βαθύ. Ο ουρανός ήτο
+κεκαλυμμένος υπό μεγάλων θυελλωδών νεφών. Μεταξύ των δένδρων, προς τον
+δυτικόν ορίζοντα, εφαίνετο ανάπτουσαι αστραπαί τινες θερμότητος. Πεσόντος του
+ανέμου, ουδέν φύλλον εσείετο εις τα δένδρα. Εντελής σιωπή διεδέχετο τους
+θορύβους της ημέρας, και ηδύνατό τις να πιστεύση ότι η βαρεία ατμόσφαιρα,
+κορεσθείσα ηλεκτρισμού, καθίστατο ακατάλληλος προς μετάδοσιν των ήχων. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ, ο Αυγουστίνος, ο Βαρθολομαίος ηγρύπνουν ομού. Προσεπάθουν να
+ίδωσι, ν' ακούσωσιν, εν τη βαθεία εκείνη σκοτία, μήπως φως τι οίον δήποτε ή
+θόρυβός τις ύποπτος θα προσέβαλλε τους οφθαλμούς ή τα ώτα αυτών. Αλλ' ουδέν
+ετάραττε την ησυχίαν ή την σκοτίαν του δάσους. </p>
+
+<p>Ο Τωμ, ουχί κοιμώμενος, αλλά βεβυθισμένος εις σκέψεις, την κεφαλήν έχων
+κεκλιμένην, έμενεν ακίνητος, ωσεί προσβληθείς υπό αιφνιδίου τινός κτυπήματος.
+</p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων ελίκνιζε το τέκνον της εις τας αγκάλας της και αυτό μόνον
+εσκέπτετο. Μόνος ο εξάδελφος Βενέδικτος εκοιμάτο ίσως, καθότι αυτός μόνος δεν
+υφίστατο την κοινήν εντύπωσιν. Η δύναμις του προαισθάνεσθαι δεν ήτο
+ανεπτυγμένη εν αυτώ. </p>
+
+<p>Αίφνης, περί την ενδεκάτην ώραν, ηκούσθη παρατεταμένος και βαρύς
+βρυχηθμός, αναμεμιγμένος μετά τινος οξυτέρου φρυαγμού. </p>
+
+<p>Ο Τωμ ανεπήδησεν όρθιος και έτεινε την χείρα προς πυκνήν τινα λόχμην
+απέχουσαν το πολύ έν μίλιον. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ έδραξε τον βραχίονά του, αλλά δεν ηδυνήθη να εμποδίση τον Τωμ
+να κράξη μεγάλη τη φωνή. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο λέων! ο λέων!</p>
+
+<p>Τον βρυχηθμόν εκείνον, τον οποίον πολλάκις είχεν ακούσει κατά την παιδικήν
+του ηλικίαν, ο γέρων μαύρος τον ανεγνώρισεν</p>
+
+<p>&nbsp;— Ο λέων! επανέλαβεν. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ, αδυνατών να συγκρατήση εαυτόν περισσότερον, ώρμησε με την
+μάχαιραν εις την χείρα προς το μέρος όπου ήτο ο Χάρρης. </p>
+
+<p>Αλλ' ο Χάρρης δεν ήτο πλέον εκεί, μετ' αυτού δε εγένετο άφαντος και ο ίππος
+του. </p>
+
+<p>Είδος τι αναστατώσεως εγένετο εις το πνεύμα του Δικ Σανδ . . Δεν ήτο εις το
+μέρος όπου ενόμιζεν ότι ήτο. </p>
+
+<p>Λοιπόν το Πίλγριμ δεν έπεσεν επί της αμερικανικής ακτής. Η νήσος της οποίας ο
+δόκιμος είχε καθορίσει την θέσιν εν τη θαλάσση δεν ήτο του Πάσχα, αλλά άλλη τις
+νήσος, κειμένη ακριβώς προς δυσμάς της ηπείρου τούτης, ως η νήσος του Πάσχα
+κείται προς δυσμάς, της Αμερικής. </p>
+
+<p>Η πυξίς τον είχεν απατήσει επί διάστημά τι του ταξειδίου, και γνωρίζομεν διατί.
+Παρασυρθείς υπό της τρικυμίας εις σφαλεράν διεύθυνσιν, θα παρέκαμψε το
+ακρωτήριον Χορν, και από του Ειρηνικού Ωκεανού μετέβη εις τον Ατλαντικόν! Η
+ταχύτης του πλοίου του, την οποίαν ατελώς μόνον ηδύνατο να υπολογίζη, είχε
+διαπλασιασθή εν αγνοία του ως εκ της δυνάμεως του ανέμου. </p>
+
+<p>Ιδού διατί τα δένδρα του καουτσού, αι κιγκίνοι, τα προϊόντα της Νοτίου
+Αμερικής έλειπον εκ της χώρας ταύτης, ήτις δεν ήτο μήτε το οροπέδιον της
+Ατακάμας, μήτε η βολιβιανή πάμπα. </p>
+
+<p>Ναι, καμηλοπαρδάλεις και ουχί στρουθουκάμηλοι έφυγον εκ του αδένδρου
+μέρους. Ελέφαντες είχον διέλθει την πυκνήν λόχμην. Ιπποπόταμοι ήσαν εκείνοι των
+οποίων ο Δικ Σανδ είχε διαταράξει την ησυχίαν υπό τα υψηλά χόρτα. Το δίπτερον
+το οποίον συνέλαβεν ο Βενέδικτος ήτο το τσετσέ, το φοβερόν εκείνο τσετσέ, του
+οποίου τα νύγματα θανατώνουσι τα ζώα των συνοδειών. </p>
+
+<p>Τέλος ο ακουσθείς βρυχηθμός εν τω δάσει ήτο βρυχηθμός λέοντος. Και τα
+δίκρανα εκείνα, αι αλύσεις εκείναι, η παραδόξου σχήματος εκείνη μάχαιρα, ήσαν
+τα εργαλεία του δουλεμπόρου. Αι ηκρωτηριασμέναι χείρες ήσαν χείρες
+αιχμαλώτων.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Πορτογάλος Νεγορός και ο Αμερικανός Χάρρης ήσαν συνεννοημένοι. </p>
+
+<p>Και αι τρομεραί αύται λέξεις, αι μαντευθείσαι υπό του Δικ Σανδ, διέφυγον τα
+χείλη του. </p>
+
+<p>Η Αφρική! Η ισημερινή Αφρική! Η Αφρική των δουλεμπόρων και των
+δούλων!</p>
+
+<p>ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ. </p>
+
+<p>
+</p>
+
+<h2 style='text-align: center; margin-top: 5em'>ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ</h2>
+
+<p>
+</p>
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'. </h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>Η ΣΩΜΑΤΕΜΠΟΡΕΙΑ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Η σωματεμπορεία! Ουδείς αγνοεί την έννοιαν της λέξεως ταύτης, ήτις ουδέποτε
+έπρεπε να εύρη την θέσιν εν τη ανθρωπίνη γλώσση. Το αποτρόπαιον τούτο
+εμπόριον, επί πολύν χρόνον διαπραττόμενον προς όφελος των ευρωπαϊκών εθνών
+των κεκτημένων υπερωκεανείους αποικίας, απηγορεύθη προ πολλών ήδη ετών. Εν
+τούτοις ενεργείται πάντοτε επί μεγάλης κλίμακος, και κυρίως εν τη κεντρική
+Αφρική. Εν μεσούντι δεκάτω εννάτω αιώνι, η υπογραφή Κρατών τινων εκ των
+λεγομένων χριστιανικών, λείπει εκ της καταργούσης την δουλείαν συνθήκης. </p>
+
+<p>Ηδύνατό τις να πιστεύση ότι η σωματεμπορεία δεν ενεργείται πλέον, ότι η
+αγοραπωλησία ανθρωπίνων πλασμάτων έπαυσεν! Αλλά δεν συμβαίνει ούτω, και
+τούτο πρέπει να γινώσκη ο αναγνώστης, εάν θέλη να αισθανθή μείζον ενδιαφέρον
+εις το δεύτερον μέρος της ιστορίας ταύτης.</p>
+
+<p>Πρέπει να μάθη τι είναι και νυν τα ανθρωποκυνήγια ταύτα, άτινα απειλούσι να
+εξερημώσωσιν ολόκληρον ήπειρον χάριν της συντηρήσεως αποικιών τινων, πού και
+πώς εκτελούνται αι βάρβαροι αύται αρπαγαί, πόσον αίμα στοιχίζουσι, πόσας
+προκαλούσι πυρκαϊάς και λεηλασίας, τέλος προς όφελος τίνων γίνονται. </p>
+
+<p>Κατά την ΙΕ' εκατονταετηρίδα βλέπομεν διά πρώτην φοράν εξασκουμένην την
+σωματεμπορείαν των μαύρων και ιδού υπό τίνας περιστάσεις έλαβε την αρχήν της.
+</p>
+
+<p>Οι Μουσουλμάνοι, αφού εδιώχθησαν εκ της Ισπανίας, κατέφυγον πέραν του
+στενού επί της αφρικανικής ακτής. Οι Πορτογάλλοι, οίτινες κατείχον τότε τα
+παράλια εκείνα μέρη, κατεδίωξαν αυτούς λυσσωδώς. Αριθμός τις φυγάδων
+εκείνων ηχμαλωτίσθη και μετεφέρθη εις Πορτογαλλίαν. Περιελθόντες ούτοι εις
+δουλείαν, απετέλεσαν τον πρώτον πυρήνα αφρικανικών δούλων, όστις
+εσχηματίσθη εν τη δυτική Ευρώπη από της χριστιανικής εποχής. </p>
+
+<p>Αλλ οι Μουσουλμάνοι εκείνοι ανήκον κατά το πλείστον εις πλουσίας
+οικογενείας, αίτινες ηθέλησαν να τους εξαγοράσωσιν αντί μεγάλης τιμής. Οι
+Πορτογάλοι ηρνήθησαν να δεχθώσι λύτρα, καθότι δεν είχον ανάγκην χρημάτων.
+Εκείνο όπερ εχρειάζοντο ήτο βραχίονες απαραίτητοι εις την εργασίαν των
+αρτισυστάτων αποικιών, και συντόμως ειπείν βραχίονες δούλων. </p>
+
+<p>Τότε αι μουσουλμανικαί οικογένειαι, μη δυνάμεναι να εξαγοράσωσι τους
+αιχμαλώτους συγγενείς των, προσέφερον να τους ανταλλάξωσι διά μεγαλειτέρου
+αριθμού αφρικανών μαύρων, τους οποίους ευκόλως ηδύναντο να συλλάβωσιν. Η
+προσφορά εγένετο δεκτή υπό των Πορτογάλων, οίτινες εύρισκον ωφέλειαν εις την
+τοιαύτην ανταλλαγήν, και τοιουτοτρόπως η σωματεμπορία εγκαθιδρύθη εν
+Ευρώπη.<br />
+&nbsp;<br />
+Περί τα τέλη της ΙΣΤ' εκατονταετηρίδος η μυσαρά αύτη εμπορεία είχε γίνει γενικώς
+αποδεκτή, και τα εισέτι βάρβαρα ήθη δεν απετροπιάζοντο αυτήν. Πάντα τα κράτη
+επροστάτευον αυτήν διά να κατορθώσωσι ταχύτερον και ασφαλέστερον να
+αποικίσωσι τας Νήσους του Νέου Κόσμου. Τωόντι οι αιθιοπικής καταγωγής δούλοι
+ηδύναντο ν' ανθέξωσιν εκεί ένθα οι λευκοί, μη εξοικειωμένοι μετά του κλίματος και
+αδυνατούντες εισέτι να υποφέρωσι την θερμότητα των τροπικών χωρών, θα
+απέθνησκον κατά χιλιάδας. Η μεταφορά των μαύρων εις τας αποικίας της Αμερικής
+εγίνετο λοιπόν τακτικώς δι' ειδικών πλοίων, και ο κλάδος ούτος του
+υπερωκεανείου εμπορίου επέφερε την σύστασιν σπουδαίων γραφείων εις
+διάφορα μέρη της αφρικανικής ακτής. Το «εμπόρευμα» ήτο εφθηνόν εν τω τόπω
+της παραγωγής και τα κέρδη ήσαν μεγάλα. </p>
+
+<p>Αλλ' όσον και αν ήτο αναγκαία υπό όλας τας επόψεις η ίδρυσις υπερθαλασσίων
+αποικιών, δεν ηδύνατο να δικαιολογήση τας αγοράς ταύτας ανθρωπινής σαρκός.
+Γενναίοι φωναί ηκούσθησαν μετ' ολίγον, αίτινες διεμαρτυρήθησαν κατά της
+εμπορείας των μαύρων και εζήτησαν παρά των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να
+ψηφίσωσι την κατάργησιν αυτής εν ονόματι των αρχών της φιλανθρωπίας. </p>
+
+<p>Τω 1751, οι Κουάκεροι ετέθησαν επικεφαλής της καταργητικής εξεγέρσεως εν
+αυτώ τω κέντρω της βορείου εκείνης Αμερικής, ένθα μετά εκατόν έτη έμελλε να
+εκραγή ο εμφύλιος πόλεμος, εις ον ουδόλως ήτο ξένον το ζήτημα τούτο της
+δουλείας. </p>
+
+<p>Διάφορα κράτη της βορείου Αμερικής, η Βιργινία, η Κοννεκτικούτη, η
+Μασαχουσέτη, η Πενσιλβανία εψήφισαν την κατάργησιν της σωματεμπορείας και
+απηλευθέρωσαν τους διά μεγάλων δαπανών μεταφερθέντας εις τας γαίας των
+δούλους. </p>
+
+<p>Αλλ' η εκστρατεία, αρξαμένη από των Κουακέρων, δεν περιωρίσθη εις τας
+βορείους επαρχίας του Νέου Κόσμου. Οι δουλοκάτοχοι προσεβλήθησαν ζωηρώς
+μέχρι και πέραν του Ατλαντικού. </p>
+
+<p>Η Γαλλία και η Αγγλία, μάλλον ιδιαιτέρως, εστρατολόγησαν οπαδούς υπέρ της
+δικαίας ταύτης υποθέσεως: </p>
+
+<p>«Ας χαθώσι μάλλον αι αποικίαι ή μία αρχή!» τοιούτον υπήρξε το γενναίον
+σύνθημα, όπερ αντήχησεν εν όλω τω παλαιώ κόσμω, και μεθ' όλα τα εις το ζήτημα
+περιπεπλεγμένα πολιτικά και εμπορικά συμφέροντα, το σύνθημα εκείνο μετεδόθη
+αποτελεσματικώς εις όλην την Ευρώπην. </p>
+
+<p>Η ώθησις είχε δοθή. Τω 1807, η Αγγλία κατήργησε την σωματεμπορείαν εις τας
+αποικίας αυτής και τω 1814 ηκολούθησε το παράδειγμα αυτής και η Γαλλία. </p>
+
+<p>Τα δύο ισχυρά έθνη αντήλαξαν επί του αντικειμένου τούτου συνθήκην, ην
+επεκύρωσεν ο Ναπολέων κατά την εποχήν των Εκατών Ημερών. </p>
+
+<p>Εν τούτοις μέχρι της εποχής εκείνης έτι, ουδέν άλλο ήτο ειμή διακήρυξις
+καθαρώς θεωριτική. Τα μεταγωγικά των δουλεμπόρων πλοία δεν έπαυον να
+κενώσι τα «εβένινα φορτία των» εις τους αποικιακούς λιμένας. </p>
+
+<p>Εδέησε λοιπόν να ληφθώσι πρακτικώτερα μέτρα, όπως τεθή τέρμα εις το
+εμπόριον τούτο. Αι Ηνωμέναι Πολιτείαι τω 1820 εκήρυξαν την σωματεμπορείαν ως
+πειρατείαν, ως πειράτας δε τους εξασκούντας αυτήν. Ως τοιούτοι διέτρεχον την
+ποινήν του θανάτου, και κατεδιώκοντο αμειλίκτως. Η Γαλλία προσεχώρησεν
+αμέσως εις την νέαν ταύτην συνθήκην. </p>
+
+<p>Αλλ' αι πολιτείαι της νοτίας Αμερικής, αι Ισπανικαί και αι πορτογαλικαί αποικίαι
+δεν ανεμίχθησαν εις την συνθήκην της καταργήσεως και η εξαγωγή των μαύρων
+εξηκολούθησε προς όφελός των, μεθ' όλων το γενικώς αναγνωρισθέν δικαίωμα
+επισκέψεως, όπερ περιωρίζετο εις την επαλήθευσιν της σημαίας των υπόπτων
+πλοίων. </p>
+
+<p>Εν τούτοις ο νέος περί κατεργήσεως νόμος δεν έσχε δύναμιν αναδρομικήν. Ναι
+μεν δεν εγίνοντο νέοι δούλοι, αλλ' οι αρχαίοι δεν ανέκτησαν εισέτι την ελευθερίαν
+των. </p>
+
+<p>Εν ταις περιστάσεσιν ταύταις η Αγγλία έδωκε το παράδειγμα. Τη 14 Μαΐου
+1833, γενική διακήρυξις απηλευθέρωσεν όλους τους μαύρους των αποικιών της
+Μεγάλης Βρετανίας, και κατ' Αύγουστον του 1838 εξακόσιαι εβδομήκοντα χιλιάδες
+δούλοι εκηρύχθησαν ελεύθεροι. </p>
+
+<p>Μετά δέκα έτη, τω 1818, η δημοκρατία απηλευθέρου τους δούλους των
+Γαλλικών αποικιών, ήτοι διακοσίας εξήκοντα χιλιάδες μαύρων. </p>
+
+<p>Τω 1850, ο εκραγείς μεταξύ των ανθενωτικών και των ομοσπονδιακών
+πόλεμος, συμπληρών το της απελευθερώσεως έργον, επεξέτεινεν αυτό καθ' όλην
+την Βόρειον Αμερικήν. </p>
+
+<p>Αι τρεις λοιπόν μεγάλαι δυνάμεις είχον εκπληρώσει το φιλάνθρωπον τούτο
+έργον. Ταύτην την στιγμήν, η σωματεμπορεία δεν εξασκείται πλέον ειμή προς
+όφελος των ισπανικών ή πορτογαλικών αποικιών, και χάριν των αναγκών των
+πληθυσμών της Ανατολής, τουρκικών ή αραβικών. Η Βραζιλία, εάν δεν απέδωκεν
+εισέτι την ελευθερίαν εις τους αρχαίους αυτής δούλους, τουλάχιστον δεν δέχεται
+πλέον νέους, και τα τέκνα των μαύρων γεννώνται εκεί ελεύθερα. </p>
+
+<p>Εις τα ενδότερα της Αφρικής, ένεκα των αιματηρών εκείνων πολέμων τους
+οποίους οι αφρικανοί αρχηγοί διεξάγουσι προς αλλήλους χάριν του
+ανθρωποκυνηγίου τούτου, φυλαί ολόκληραι περιήλθον εις κατάστασιν δουλείας.
+Δύο αντίθετοι διευθύνσεις εδόθησαν τότε εις τας συνοδείας, η μεν προς δυσμάς,
+προς την πορτογαλικήν αποικίαν της Αγγόλας, η δε προς ανατολάς, προς την
+Μοζαμβίκην. Εκ των δυστυχών εκείνων πλασμάτων, των οποίων ελάχιστον μόνον
+μέρος φθάνει εις τον προς ον όρον, άλλα μεν αποστέλλοντο είτε εις Κούβαν, είτε
+εις Μαδαγασκάρην, άλλα δε εις τας αραβικάς ή τουρκικάς επαρχίας της Ασίας, εις
+την Μέκκαν ή εις την Μασκάτην. Τα αγγλικά και τα γαλλικά καταδρομικά δεν
+δύνανται ειμή εν ασθενεστέρω μέτρω να παρακωλύσωσι το εμπόριον τούτο,
+τοσούτον δυσχερής είναι η αποτελεσματική επιτήρησις των απεράντων εκείνων
+παραλίων. </p>
+
+<p>Αλλ' είναι άρα γε εισέτι μέγας ο αριθμός των μυσαρών τούτων εξαγωγών;</p>
+
+<p>Ναι! Υπολογίζεται ότι ογδοήκοντα χιλιάδες δούλοι φθάνουσιν εις το παράλιον,
+και ο αριθμός ούτος, ως φαίνεται δεν παριστά ειμή το δέκατον των φονευομένων
+ιθαγενών. </p>
+
+<p>Μετά τας φρικώδεις ταύτας σφαγάς, οι λεηλατηθέντες αγροί μένουσιν έρημοι,
+αι πυρποληθείσαι κώμαι μένουσαι κεναί κατοίκων, οι ποταμοί κυλίουσι πτώματα,
+τα άγρια θηρία νέμονται την χώραν. Ο Λίβιγγστων, την επιούσαν των
+ανθρωποκυνηγίων τούτων, δεν ανεγνώριζε πλέον τας επαρχίας τας οποίας είχεν
+επισκεφθή πρό τινων μηνών. </p>
+
+<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/131.jpg" width="373"
+height="500"
+alt="τα άγρια θηρία νέμονται την χώραν" border="2" /><br /></p>
+
+<p>Τα αυτά λέγουσι και πάντες οι άλλοι περιηγηταί, ο Γραντ, ο Σπέκε, ο Βούρτων, ο
+Καμερών, ο Στάνλεϋ, περί του δασώδους εκείνου οροπεδίου της κεντρικής
+Αφρικής, κυρίου θεάτρου των προς αλλήλους πολέμων των αρχηγών. </p>
+
+<p>Εν τη ζώνη των μεγάλων λιμνών, επί όλης της ευρείας εκείνης χώρας ήτις
+τροφοδοτεί την αγοράν της Ζανζιβάρης, εν τω Βορνού και Φεζάν νοτιώτερον, επί
+των οχθών του Νυάσα και του Ζαμβέση δυτικώτερον, εν τοις διαμερίσμασι του άνω
+Ζαΐρου, το όποια διήλθε προ ολίγου ο τολμηρός Στάνλεϋ, το αυτό θέαμα,
+καταστροφαί, σφαγαί, ερημώσεις. </p>
+
+<p>Δεν θα τελειώση λοιπόν η αιχμαλωσία εν τη Αφρική ειμή μετά της εξαφανίσεως
+της μελαίνης φυλής, και θα πάθη αύτη ό,τι έπαθεν η αυστραλιακή φυλή εν τη Νέα
+Ολλανδία!</p>
+
+<p>Αλλ' η αγορά των ισπανικών και των πορτογαλλικών αποικιών θα κλείση
+ημέραν τινά, ο ποταμός ούτος θα στειρεύση· πεπολιτισμένοι λαοί δεν δύνανται
+πλέον ν' ανέχωνται την σωματεμπορείαν!</p>
+
+<p>Ναι, βεβαίως, και το έτος τούτο μάλιστα, 1878, πρέπει να ίδη την
+απελευθέρωσιν όλων των κατεχομένων εισέτι υπό των χριστιανικών κρατών
+δούλων. </p>
+
+<p>Εν τούτοις επί πολλά εισέτι έτη, τα μουσουλμανικά έθνη θα διατηρώσι το
+εμπόριον τούτο το εξερημούν την αφρικανικήν ήπειρον. </p>
+
+<p>Τωόντι προς αυτά διευθύνεται η σπουδαιοτέρα μετανάστευσις μαύρων, αφού
+ο αριθμός των ιθαγενών των αποσπωμένων εκ των επαρχιών των και
+διευθυνομένων προς την ανατολικήν ακτήν, υπερβαίνει κατ' έτος τας
+τεσσαράκοντα χιλιάδας. </p>
+
+<p>Πολύ προ της εκστρατείας εις Αίγυπτον, οι μαύροι του Σεναάρ επωλούντο κατά
+χιλιάδας εις τους μαύρους του Δαρφούρ, και τανάπαλιν. </p>
+
+<p>Ο στρατηγός Βοναπάρτης ηδυνήθη μάλιστα ν' αγοράση μέγαν αριθμόν εκ των
+μαύρων τούτων, τους οποίους διωργάνωσεν ως στρατιώτας κατά τον τρόπον των
+μαμελούκων. </p>
+
+<p>Έκτοτε, κατά την εκατοενταετηρίδα ταύτην της οποίας διέρρευσαν ήδη τα
+τέσσαρα πέμπτα, το εμπόριον των δούλων δεν ηλαττώθη εν Αφρική. Εξ εναντίας.
+</p>
+
+<p>Και τωόντι, ο ισλαμισμός είναι εύνους προς την σωματεμπορείαν. Εδέησεν
+όπως ο μαύρος δούλος αντικαταστήση εν ταις μουσουλμανικαίς επαρχίαις τον
+άλλοτε λευκόν δούλον. Τούτου ένεκα οι πάσης προελεύσεως δουλέμποροι
+εξασκούσιν εν εκτάσει την αποτρόπαιον ταύτην συναλλαγήν και συμπληρούσι τας
+φυλάς ταύτας, αίτινες σβένυνται και θα εξαφανισθώσιν ημέραν τινά, επειδή δεν
+αναγεννώνται εκ της εργασίας. Οι δούλοι ούτοι, ως και κατά την εποχήν του
+Βοναπάρτου, γίνονται πολλάκις στρατιώται. Παρά τισι λαοίς του άνω Νίγειρος,
+απαρτίζουσι κατά το ήμισυ τους στρατούς των αφρικανών ηγεμόνων. Υπό τας
+συνθήκας ταύτας, η τύχη αυτών δεν είναι επαισθητώς κατωτέρα της των
+ελευθέρων ανδρών. </p>
+
+<p>Άλλως τε δε όταν ο δούλος δεν είναι στρατιώτης, είναι νόμισμα όπερ
+κυκλοφορεί και εν αυτή τη Αιγύπτω και εν τω Βορνού, αξιωματικοί δε και
+υπάλληλοι πληρώνονται διά του νομίσματος τούτου. Ο Γουλιέλμος Λεζάν το είδε
+και το είπε. </p>
+
+<p>Τοιαύτη λοιπόν η παρούσα κατάστασις της σωματεμπορείας.</p>
+
+<p>Πρέπει άρα γε να προσθέσωμεν ότι πολλοί πράκτορες των μεγάλων
+ευρωπαϊκών δυνάμεων δεν αισχύνονται να δεικνύωσι προς το εμπόριον τούτο
+λυπηράν επιείκειαν; Εν τούτοις ουδέν αληθέστερον, και ενώ τα καταδρομικά
+επιτηρούσι τας ακτάς του Ατλαντικού και του Ινδικού ωκεανού, η συναλλαγή
+εκτελείται κανονικώς εν τω εσωτερικώ, αι συνοδείαι οδεύουσιν υπό τα όμματα
+υπαλλήλων τινών, αι σφαγαί καθ' ας δέκα μαύροι απόλλυνται, όπως
+προμηθεύσωσιν ένα δούλον εκτελούνται καθ' ωρισμένας εποχάς!</p>
+
+<p>Ούτω δύναταί τις τώρα να εννοήση ποίαν τρομεράν σημασίαν ενείχον αι λέξεις
+ας επρόφερεν ο Δικ Σανδ:</p>
+
+<p>&nbsp;— Η Αφρική! η τροπική Αφρική! Η Αφρική των δουλεμπόρων και των
+δούλων!</p>
+
+<p>Δεν ηπατάτο. Ήτο η Αφρική μεθ' όλων αυτής των κινδύνων διά τους
+συντρόφους του και δι' αυτόν. </p>
+
+<p>Αλλ' εις ποίον μέρος της αφρικανικής ηπείρου ανεξήγητον πεπρωμένον τον
+ηνάγκασε να ριφθή; Προδήλως εις την δυτικήν ακτήν, και επιβαρυντική
+περίπτωσις, ο νέος δόκιμος ώφειλε να σκεφθή ότι το «Πίλγριμ» εξώκειλεν ακριβώς
+επί της παραλίας της Αγγόλας, ένθα αφικνούνται αι συνοδείαι αι υπηρετούσαι
+όλον εκείνο το μέρος της Αφρικής. </p>
+
+<p>Εκεί ήτο τωόντι. Ήτο η χώρα εκείνη ην ο Καμερών προς νότον και ο Στάνλεϋ
+προς άρκτον έμελλον να διέλθωσι μετά τινα έτη μετά πολλού κινδύνου. Εκ της
+ευρυτάτης εκείνης γης, ήτις απαρτίζεται εκ τριών επαρχιών, της Βενεγουέλας, του
+Κόγγου και της Αγγόλας, τότε μόνον η παραλία ήτο γνωστή. Εκτείνεται δε αύτη από
+της Νούρσης μεσημβρινώς μέχρι του Ζαΐρου αρκτικώς, και δύο πόλεις
+σχηματίζουσιν εκεί δύο λιμένας, η Βενεγουέλα και ο Άγιος Παύλος της Λοάνδας,
+προτεύουσα της αποικίας, ήτις ανήκει εις την Πορτογαλίαν. </p>
+
+<p>Εις τα ενδότερα, η χώρα ήτο τότε σχεδόν άγνωστος. Ολίγιστοι περιηγηταί
+ετόλμησαν να ριψοκινδυνεύσωσιν εις αυτήν. </p>
+
+<p>Κλίμα λοιμώδες, γαίαι θερμαί και υγραί γεννώσαι πυρετούς, ιθαγενείς
+βάρβαροι ών τινες είναι εισέτι ανθρωποφάγοι, ο αδιάκοπος πόλεμος μεταξύ των
+φυλών, η δυσπιστία των δουλεμπόρων προς πάντα ξένον θέλοντα να εισδύση εις
+τα μυστικά του ατίμου εμπορίου των, τοιαύται αι δυσχέρειαι ας οφείλει τις να
+υπερπηδήση, τοιούτοι οι κίνδυνοι τους οποίους οφείλει να κατανικήση εν τη
+επαρχία ταύτη της Αγγόλας, μια των πλέον επικινδύνων της ισημερινής Αφρικής.
+</p>
+
+<p>Ο Τούκεϋ, τω 1876, είχεν αναπλεύσει τον Κόγγον μέχρι πέραν των καταρακτών
+του Υελλάλα, αλλ' επί περιφερείας διακοσίων μόλις μιλίων. </p>
+
+<p>Η μικρά αύτη εκδρομή δεν ηδύνατο να παράσχη σπουδαίαν γνώσιν της χώρας,
+και εν τούτοις επέφερε τον θάνατον των πλείστων επιστημόνων και αξιωματικών,
+των αποτελούντων την αποστολήν. </p>
+
+<p>Μετά τριάκοντα και επτά έτη ο δόκτωρ Λίβιγγστων επροχώρησεν από του
+ευέλπιδος ακρωτηρίου μέχρι του άνω Ζαμβέση. </p>
+
+<p>Εκείθεν, κατά μήνα Νοέμβριον του 1853, μετά τόλμης απαραδειγματίστου
+διέσχισε την Αφρικήν από νότου προς τα βορειοδυτικά, υπερέβη τον Κοάγγον, ένα
+των ομόρρων του Κόγγου, και έφθασε την 31 Μαΐου 1854 εις Άγιον Παύλον της
+Λοάνδας. </p>
+
+<p>Τότε εγένετο η πρώτη είσοδος εν τω αγνώστω της μεγάλης πορτογαλικής
+αποικίας. </p>
+
+<p>Μετά δεκαοκτώ έτη, δύο τολμηροί εξερευνηταί έμελλον να διέλθωσι την
+Αφρικήν απ' ανατολών προς δυσμάς και να εξέλθωσι, ο μεν προς νότον, ο δε προς
+βορράν της Αγγόλας, διατρέχοντες ανηκούστους δυσχερείας. </p>
+
+<p>Ο πρώτος χρονολογικώς είναι ο υποπλοίαρχος του αγγλικού ναυτικού Βέρνεϋ
+Χόβετ Καμερών. Τω 1872 είχον λόγους να πιστεύωσιν ότι η εκστρατεία του
+Αμερικανού Στάνλεϋ, εκπεμφθείσα προς αναζήτησιν του Λιβιγγστώνος εν τη χώρα
+των μεγάλων λιμνών, είχε τα μέγιστα διακινδυνεύσει. </p>
+
+<p>Ο υποπλοίαρχος Καμερών προσεφέρθη να ανακαλύψη τα ίχνη αυτού. Η
+προσφορά εγένετο δεκτή. Ο Καμερών, συνοδευόμενος υπό του ιατρού Διλλών, του
+υποπλοιάρχου Κεκιλίου Μούρφη και του Ροβέρτου Μόφατ, ανεψιού του
+Λιβιγγστώνος, ανεχώρησεν εκ Ζανζιβάρης. </p>
+
+<p>Αφού διήλθε το Ούγογον, συνήντησε το σώμα του Λιβιγγστώνος όπερ οι πιστοί
+αυτού υπηρέται επανέφερον εις την ανατολικήν ακτήν. Εξακολουθών τότε την προς
+δυσμάς πορείαν του μετά της ακλονήτου θελήσεως να μεταβή από της μιας
+παραλίας εις την άλλην, διήλθε την Ουνυανυεμβέ, την Ουγούνδαν, την Ταχουλέ
+ένθα συνέλεξε τα έγγραφα του μεγάλου περιηγητού, και υπερέβη την Ταγκανίκαν,
+τα όρη του Βαμβαρέ, τον Λουαλάβαν του οποίου δεν ηδυνήθη να καταπλεύση το
+ρεύμα. Αφού δε επεσκέφθη όλας εκείνας τας υπό του πολέμου καταστραφείσας
+και υπό της σωματεμπορείας ερημωθείσας επαρχίας, την Κιλέμβαν, την Ουρούαν,
+τας πηγάς του Λομανέ, την Ουλούδαν, και την Λοβαλέ, αφού διήλθε την Κοάνζαν
+και τα απέραντα αυτής δάση, εν οις ο Χάρρης παρεπλάνησε τον Δικ Σανδ και τους
+συνοδούς αυτού, ο δραστήριος Καμερών είδε τέλος τον Ατλαντικόν ωκεανόν και
+έφθασεν εις Άγιον Φίλιππον της Βενεγουέλας.<br />
+&nbsp;<br />
+Η περιοδεία αύτη διήρκεσε τρία έτη και τέσσαρες μήνας, απέθανον δε κατ' αυτήν
+δύο των συντρόφων του, ο ιατρός Διλλών και ο Ροβέρτος Μόφατ. </p>
+
+<p>Τον Άγγλον Καμερών έμελλεν αμέσως σχεδόν να διαδεχθή ο Αμερικανός
+Ερρίκος Μόρελανδ Στάνλεϋ εν τη οδώ ταύτη των ανακαλύψεων. </p>
+
+<p>Είναι γνωστόν ότι ο ακάματος ούτος ανταποκριτής του Κήρυκος της Νέας
+Υόρκης, αποσταλείς προς αναζήτησιν του Λιβιγγιστώνος, τον επανεύρε τη 30
+Οκτωβρίου 1871 εις Ουζιζί παρά τας όχθας της λίμνης Ταγκανίκας. </p>
+
+<p>Αλλ' ότι τοσούτον επιτυχώς εξετέλεσεν υπό έποψιν φιλανθρωπίας, ο Στάνλεϋ
+ηθέλησε να το επαναλάβη και προς το συμφέρον της γεωγραφικής επιστήμης.
+Σκοπός αυτού τότε ήτο η τελεία εξερεύνησις του Λουαλάβα, ον μόλις είχεν ίδει
+πρότερον.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Καμερών περιεπλανάτο εισέτι εις τας επαρχίας της κεντρώας Αφρικής, ότε ο
+Στάνλεϋ κατά Νοέμβριον του 1874, κατελίμπανε το Βαγαμόγιον επί της ανατολικής
+ακτής, ανεχώρει μετά είκοσι και ένα μήνα, τη 24 Αυγούστου 1876, εκ του Ουζιζί,
+δεκατισθέντος εκ της επιδημίας της ευλογίας, εξετέλει εις εβδομήκοντα και
+τέσσαρας ημέρας τον διάπλουν της λίμνης Νυανγουέ, μεγάλης αγοράς δούλων ην
+είχον ήδη επισκεφθή ο Λίβιγγστων και ο Καμερών, και παρίστατο εις τας φρικώδεις
+σκηνάς των αρπαγών των ανθρώπων εκτελουμένων εν τη χώρα του Μαρουγγού
+και των Μανυεμά υπό των αξιωματικών του σουλτάνου της Ζανζιβάρης. </p>
+
+<p>Ο Στάνλεϋ ηδυνήθη τότε να εξακριβώση το ρεύμα του Λουαλάβα και να
+κατέλθη αυτόν μέχρι των εκβολών του. </p>
+
+<p>Εκατόν τεσσαράκοντα φορείς, μισθωθέντες εις Νυανγουέ, και δεκαεννέα πλοία
+απετέλουν το υλικόν και το προσωπικόν της εκστρατείας του. Ευθύς εξ αρχής
+εδέησε να πολεμήσωσι τους ανθρωποφάγους του Ουκουζού, και ευθύς εξ αρχής
+να μετακομίσωσι φορηδόν τας λέμβους ίνα παρακάμψωσιν αδιαβάτους
+καταρράκτας. </p>
+
+<p>Υπό τον ισημερινόν, εις το μέρος ένθα ο Λουαλάβας στρέφεται προς το
+βορειανατολικόν, πεντήκοντα τέσσαρες λέμβοι επιβαινόμεναι υπό πολλών
+εκατοστύων ιθαγενών προσέβαλον τον στολίσκον του Στάνλεϋ, όστις κατώρθωσε
+να τους τρέψη εις φυγήν. </p>
+
+<p>Έπειτα ο γενναίος Αμερικανός ανελθών μέχρι της δευτέρας μοίρας βορείου
+πλάτους, εβεβαιώθη ότι ο Λουαλάβας δεν ήτο ειμή ο άνω Ζαΐρος ή Κόγγος, και ότι
+ακολουθών το ρεύμα αυτού, θα κατέβαινε κατ' ευθείαν εις την θάλασσαν. </p>
+
+<p>Τούτο και έπραξε, πολεμών σχεδόν καθ' ημέραν κατά των παραποταμίων
+φυλών. Τη 3 Ιουνίου 1877, διερχόμενος τους καταρράκτας του Μασάσα, απώλεσεν
+ένα των μετ' αυτού, τον Φραγκίσκον Ποκόκ, αυτός δε ο ίδιος, τη 18 Ιουλίου,
+παρεσύρθη μετά της λέμβου του υπό των καταρρακτών του Μπέλου, και μόλις εκ
+θαύματος διέφυγε τον θάνατον. </p>
+
+<p>Τέλος τη 9 Αυγούστου ο Ερρίκος Στάνλεϋ έφθασεν εις το χωρίον Νισάνδα,
+τέσσαρας ημέρας απέχον της παραλίας. </p>
+
+<p>Μετά δύο ημέρας εις την Βάνζαν Μπούκο εύρε τας υπό δύο εμπόρων της
+Εμβόκας αποσταλείσας ζωοτροφίας, και ανεπαύθη τέλος εν τη μικρά εκείνη
+παραλία πόλει, γηράσας εν τριακονταετεί ηλικία υπό των κόπων και των
+στερήσεων, αφού εις διάστημα δύο ετών και εννέα μηνών διήλθεν άπασαν την
+αφρικανικήν ήπειρον. Αλλά το ρεύμα του Λουαλάβα είχεν ανακαλυφθή μέχρι του
+Ατλαντικού, και εάν ο Νείλος είναι η μεγάλη αρτηρία του βορρά, εάν ο Ζαμβέσης
+είναι η μεγάλη αρτηρία της ανατολής, γινώσκομεν σήμερον ότι η Αφρική κέκτηται
+προσέτι προς δυσμάς τον τρίτον των μεγίστων ποταμών του κόσμου, εκείνον όστις,
+ρέων επί διαστήματος δύο χιλιάδων εννεακοσίων μιλίων
+(<sup><a href='#fn15' id='ref15'>15</a></sup>)
+ υπό τα ονόματα
+Λαουλάβα, Ζαΐρου και Κόγγου, συνάπτει την χώραν των λιμνών μετά του
+Ατλαντικού ωκεανού. </p>
+
+<p>Εν τούτοις, μεταξύ των δύο τούτων δρομολογίων, του Στάνλεϋ και του
+Καμερών, η επαρχία της Αγγόλας ήτο σχεδόν άγνωστος κατά το έτος εκείνο 1873,
+καθ' ήν εποχήν το «Πίλγριμ» εξώκειλεν εις την αφρικανικήν παραλίαν. Γνωστόν ήτο
+μόνον ότι ήτο το θέατρον του δυτικού σωματεμπορείου, χάρις εις τας σπουδαίας
+αγοράς του Βιχέ, της Κασάγγης και του Κοζονδέ.<br />
+&nbsp;<br />
+Και εν τη χώρα ταύτη παρεσύρθη ο Δικ Σανδ, διακόσια μίλια μακράν της παραλίας
+μετά μιας γυναικός εξηντλημένης υπό του κόπου και της οδύνης, μεθ' ενός παιδιού
+ημιθανούς και μετά συντρόφων μαύρων την καταγωγήν, ετοίμου λείας εις την
+απληστείαν των δουλεμπόρων. </p>
+
+<p>Ναι, ήτο η Αφρική, και ουχί η Αφρική εκείνη ένθα μήτε οι ιθαγενείς, μήτε τα
+θηρία, μήτε το κλίμα είναι αληθώς επίφοβα. Δεν ήτο η ευδαίμων εκείνη χώρα, η
+κειμένη μεταξύ των Κορδελλιέρων και της ακτής, ένθα οι ναυαγοί θα εύρισκον
+πάσαν ευκολίαν προς παλινόστησιν. </p>
+
+<p>Ήτο η τρομερά Αγγόλα, και ουχί το μέρος εκείνο της ακτής το αμέσως
+επιτηρούμενον υπό των πορτογαλικών αρχών, αλλά τα ενδότερα αυτά της
+αποικίας, την οποίαν διασχίζουσι τα καραβάνια των δούλων υπό την μάστιγα των
+χαλβιδάρων. </p>
+
+<p>Τι εγνώριζεν ο Δικ Σανδ περί του τόπου εκείνου ένθα τον έρριψεν η προδοσία;
+Ολίγιστα πράγματα, όσα δηλαδή εγνώριζον οι ιεραπόστολοι του ΙΣΤ' και του ΙΖ'
+αιώνος, οι πορτογάλοι έμποροι οι διερχόμενοι την οδόν από του αγίου Παύλου της
+Λοάνδας μέχρι του Ζαΐρου διά του Σαν Σαλβατόρ, όσα είχε διηγηθή ο Δόκτωρ
+Λίβιγγστων κατά την περιήγησιν του 1853, και ταύτα ήρκουν να καταβάλωσι ψυχήν
+ολιγώτερον ισχυράν της ιδικής του. </p>
+
+<p>Τη αληθεία η θέσις των ήτο τρομερά.<br />
+&nbsp;</p>
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β’. </h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>Ο ΧΑΡΡΗΣ ΚΑΙ Ο
+ΝΕΓΟΡΟΣ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Την επιούσαν της ημέρας καθ' ήν ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού έστησαν το
+τελευταίον αυτών άσυλον εν τω δάσει, δύο άνδρες συνηντώντο εις απόστασιν
+τριών μιλίων εκείθεν, ως είχε προηγουμένως συμφωνηθή μεταξύ αυτών. </p>
+
+<p>Οι δύο εκείνοι άνδρες ήσαν ο Χάρρης και ο Νεγορός, και θα ίδωμεν κατωτέρω
+κατά πόσον συνετέλεσεν η τύχη, ώστε να συναντηθώσιν εις την Αγγόλαν ο εκ Νέας
+Ζηλανδίας ελθών Πορτογάλλος και ο Αμερικανός τον οποίον το δουλεμπορικόν
+επάγγελμά του υπεχρέου να διατρέχη πολλάκις την επαρχίαν εκείνην της δυτικής
+Αφρικής. </p>
+
+<p>Ο Χάρρης και ο Νεγορός εκαθέσθησαν παρά την ρίζαν υπερμεγέθους βανιάνας,
+επί της όχθης χειμαρρώδους ρυακίου ρέοντος μεταξύ διπλής σειράς παπύρων.
+</p>
+
+<p>Η συνομιλία ήρχησε, καθότι ο Πορτογάλος και ο Αμερικανός συνηντήθησαν προ
+ολίγου αμέσως, και ευθύς εξ αρχής η συνομιλία περιεστράφη εις τα γεγονότα όσα
+συνέβησαν κατά τας τελευταίας εκείνας ώρας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν, Χάρρη, είπεν ο Νεγορός, δεν ηδυνήθης να παρασύρης
+μακρότερον εις την Αγγόλαν το μικρόν στράτευμα του πλοιάρχου Σανδ, ως
+καλούσιν τον δεκαπενταετή τούτον δόκιμον;</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, σύντροφε, απήντησεν ο Χάρρης, και μάλιστα απορώ πώς
+κατώρθωσα να τους φέρω εκατόν μίλια τουλάχιστον μακράν της ακτής. Από
+πολλών ημερών ο νεαρός φίλος μου Δικ Σανδ με έβλεπε διά βλέμματος ανησύχου,
+αι υπόνοιαί του μετεβάλλοντο ολίγον κατ' ολίγον εις βεβαιότητας, και μα την
+αλήθειαν . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Εκατόν μίλια ακόμη, Χάρρη, και οι άνθρωποι αυτοί θα ήσαν έτι
+ασφαλέστερον εις τας χείρας μας. Εν τούτοις δεν πρέπει να μας διαφύγωσι. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ε! και πώς θα διαφύγωσιν; απεκρίθη ο Χάρρης υψών τους ώμους. Σοι
+το επαναλαμβάνω, Νεγορέ, καιρός ήτο πλέον να τους εγκαταλείψω. Διέκρινα εις
+τους οφθαλμούς του, ότι ο νεαρός φίλος μου είχε διάθεσιν να μου στείλη εις το
+μέσον του στήθους μίαν σφαίραν, και έχω πολύ κακόν στόμαχον όπως χωνεύσω τα
+δαμάσκηνα ταύτα τα δώδεκα εις την λίτραν.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Καλά! είπεν ο Νεγορός. Αλλά και εγώ ωσαύτως έχω να εκκαθαρίσω
+λογαριασμόν τινα μετά του δοκίμου εκείνου . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Και θα τον εκκαθαρίσης ευκόλως και με τόκους, σύντροφε. Το κατ'
+εμέ, κατά τας πρώτας ημέρας της οδοιπορίας, κατώρθωσα να τον πείσω να νομίση
+ότι η επαρχία αύτη είναι η έρημος Ατακάμα, την οποίαν άλλοτε επεσκέφθην· αλλά
+το παιδίον εζήτει καουτσού, μυιοτροχίλους, αλλ' η μήτηρ εζήτει κινήνην, αλλ' ο
+εξάδελφος εζήτει κουκούγιους . . . </p>
+
+<p>Τη αληθεία, έχασα όλον το εφευρετικόν πνεύμα μου, και αφού μετά μεγάλης
+δυσκολίας τους έδωκα να φάγωσι τας καμηλοπαρδάλεις ως στρουθοκαμήλους, δεν
+ήξευρον πλέον τι να εφεύρω. Άλλως τε δε έβλεπον καλώς, ότι ο νεαρός φίλος μου
+δεν παρεδέχετο πλέον τας εξηγήσεις μου. Έπειτα επέσαμεν εις τα ίχνη ελεφάντων.
+Έπειτα έλαβον μέρος οι ιπποπόταμοι. Και γνωρίζεις, Νεγορέ, ότι οι ιπποπόταμοι και
+οι ελέφαντες είναι ό,τι οι τίμιοι άνθρωποι εις τα σωφρονιστήρια της Βεγγουέλας . .
+. Τέλος προς συμπλήρωσιν της ατυχίας μου, ο γέρων μαύρος ανεκάλυψεν εις την
+ρίζαν δένδρου δίκρανα και αλύσεις, τας οποίας δούλοι τινες είχον θραύσει διά να
+φύγωσι. Κατά την αυτήν στιγμήν ηκούσθη λέοντος βρυχηθμός, τον οποίον
+δύσκολον θα ήτο να εκλάβη τις ως αβλαβές νιαούρισμα γαλής. Μόλις λοιπόν
+επρόφθασα να καββαλικεύσω τον ίππον μου και να τρέξω έως εδώ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εννοώ, απήντησεν ο Νεγορός. Εν τούτοις, επεθύμουν να τους είχον
+εκατόν μίλια ενδότερον της επαρχίας.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πράττει τις ό,τι δύναται, σύντροφε, απεκρίθη ο Χάρρης. Συ όμως
+όστις παρηκολούθεις την συνοδείαν ημών από της ακτής, καλώς έπραξες να μένης
+μακράν. Σε ησθάνοντο εκεί. Υπάρχει Δίγγος τις, όστις δεν φαίνεται να σε αγαπά. Τι
+έκαμες λοιπόν εις αυτό το ζώον!</p>
+
+<p>&nbsp;— Τίποτε, είπεν ο Νεγορός, αλλά μετ' ολίγον θα λάβη μίαν σφαίραν εις
+την κεφαλήν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ως θα ελάμβανες και συ μίαν υπό του Δικ Σανδ, εάν ολίγον τι
+εδείκνυες το άτομόν σου εις απόστασιν διακοσίων μέτρων από του πυροβόλου
+του. Α! σκοπεύει άριστα ο νεαρός φίλος μου, και, μεταξύ μας, είμαι ηναγκασμένος
+να ομολογήσω ότι εις το είδος του, είναι αξιόλογος νέος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όσον και αν είναι αξιόλογος, Χάρρη, θα με πληρώση ακριβά τας
+αυθαδείας του, απεκρίθη ο Νεγορός του οποίου η φυσιογνωμία εξέφρασεν
+αμείλικτον θηριωδίαν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Καλά, εψιθύρισεν ο Χάρρης, ο σύντροφός μου έμεινεν ο αυτός ως τον
+εγνώρισα πάντοτε! Αι περιηγήσεις δεν τον μετέβαλον. </p>
+
+<p>Έπειτα, μετά τινας στιγμάς σιωπής·</p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν, Νεγορέ, επανέλαβεν, όταν απροσδοκήτως σε συνήντησα εκεί
+κάτω, εις τον τόπον του ναυαγίου, εις το στόμιον του Κόγγου, μόλις έλαβες καιρόν
+να μοι συστήσης τους καλούς εκείνους ανθρώπους, παρακαλών με να τους
+οδηγήσω όσω το δυνατόν απώτερον διά μέσου της υποθετικής ταύτης Βολιβίας,
+αλλά δεν με είπες τι έπραξες από δύο ετών. Δύο έτη εν τη περιπετειώδει ημών
+υπάρξει, σύντροφε, είναι πολύ. Μίαν ημέραν, αφού ανέλαβες την οδηγίαν
+συνοδείας δούλων διά λογαριασμόν του γέροντος Αλβέζ, του οποίου είμεθα
+ταπεινότατοι πράκτορες, κατέλιπες την Κασσάγγαν και δεν εγένετο πλέον λόγος
+περί σου. Ενόμισα ότι σοι συνέβη δυσάρεστόν τι εκ μέρους των αγγλικών
+καταδρομικών και ότι εκρεμάσθης. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ολίγον έλειψε Χάρρη . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα γείνη τούτο Νεγορέ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ευχαριστώ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι τα θέλεις, απήντησεν ο Χάρρης μετ' αδιαφορίας φιλοσοφικωτάτης,
+τούτο είναι μία εκ των ελπίδων του επαγγέλματος. Δεν εκτελεί τις την
+σωματεμπορίαν επί της αφρικανικής ακτής, χωρίς να ριψοκινδυνεύση την ζωήν του
+αλλαχού ή επί της κλίνης. Τέλος συνελήφθης;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι. </p>
+
+<p>&nbsp;— Υπό των Άγγλων!</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι! Υπό των Πορτογάλων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Προ ή μετά την παράδοσιν του φορτίου σου; ηρώτησεν ο
+Χάρρης·</p>
+
+<p>&nbsp;— Μετά . . . απήντησεν ο Νεγορός, όστις εδίστασεν ολίγον να αποκριθή.
+Αυτοί οι Πορτογάλοι κάμνουν τώρα τους δυσκόλους! Δεν θέλουν την δουλείαν, αν
+και επί τόσον καιρόν την μετεχειρίσθησαν προς όφελός των. Κατηγγέλθην,
+επιτηρήθην. Με συνέλαβαν . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Και σε κατεδίκασαν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Να τελειώσω τας ημέρας μου εις το σωφρονιστήριον του Αγίου
+Παύλου της Λοάνδας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Διάβολε! ανέκραξεν ο Χάρρης. Σωφρονιστήριον! Ιδού τόπος
+ανθυγιεινός δι' ανθρώπους συνηθίσαντας ως ημείς να ζώσιν εις τον ελεύθερον
+αέρα. Εγώ, θα προετίμων να κρεμασθώ. </p>
+
+<p>— Εκ της αγχόνης δεν δύναταί τις να διαφύγη, απεκρίθη ο Νεγορός, αλλ' εκ της
+ειρκτής . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Κατώρθωσες να αποδράσης;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, Χάρρη. Δεκαπέντε ημέρας μόνον μετά την φυλάκισίν μου εις τα
+κάτεργα, ηδυνήθην να κρυφθώ εις το κύτος ενός αγγλικού ατμοπλοίου
+αναχωρούντος διά την Ωκλάνδην της Νέας Ζηλανδίας. Βαρέλιον ύδατος, κιβώτιον
+διατετηρημένον τροφών, μεταξύ των οποίων ήμην κεχωσμένος, μοι επρομήθευσαν
+φαγητόν και ποτόν καθ' όλον τον διάπλουν. Ω! τρομερά υπέφερον μη θέλων να
+εμφανισθώ, ότε ευρισκόμεθα εις την θάλασσαν. Αλλ' εάν είχον την αφροσύνην να
+πράξω τούτο, θα με έρριπτον πάλιν εις το βάθος του κύτους και είτε εκουσίως είτε
+ακουσίως η βάσανος θα ήτο η αυτή. Πλην τούτου, κατά την εις Ωκλάνδην άφιξίν
+μου, θα με παρέδιδον εις τας αγγλικάς αρχάς, αίτινες θα με επανέφερον εις το
+σωφρονιστήριον της Λοάνδας, ή θα με εκρέμων ίσως, ως λέγεις. Ιδού διατί
+προετίμησα να ταξειδεύσω άγνωστος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και χωρίς να πληρώσης ναύλον! ανέκραξεν ο Χάρρης γελών. Α! δεν
+είσαι αβρόφρων, σύντροφε! Να τραφής και να μεταφερθής δωρεάν!</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, επανέλαβεν ο Νεγορός, αλλά τριάκοντα ημέραι διάπλου εις το
+βάθος πυθμένος!</p>
+
+<p>&nbsp;— Τέλος, έγινε Νεγορέ. Ιδού ότι ανεχώρησες διά την Νέαν Ζηλανδίαν,
+εις την χώραν των Μαορή. Αλλ' επέστρεψες εκείθεν. Μήπως και η επιστροφή
+έγινεν υπό τους αυτούς όρους;</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι Χάρρη. Εννοείς ότι εκεί κάτω μίαν μόνην είχον σκέψιν· να
+επανέλθω εις την Αγγόλαν και να επαναλάβω το δουλεμπορικόν επάγγελμά
+μου.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ναι, απήντησεν ο Χάρρης, αγαπά τις το επάγγελμά του . . . εκ
+συνηθείας!</p>
+
+<p>&nbsp;— Επί δεκαοκτώ μήνας . . . </p>
+
+<p>Ειπών τας τελευταίας ταύτας λέξεις ο Νεγορός εσιώπησεν αποτόμως. Ήρπασε
+τον βραχίονα του συνεταίρου του και ηκροάζετο.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Χάρρη, είπε ταπεινών την φωνήν· δεν νομίζεις ότι έγινε θόρυβος εις τον
+θαμνώνα εκείνον των παπύρων;</p>
+
+<p>&nbsp;— Πράγματι, απεκρίθη ο Χάρρης, δράξας το πυροβόλον του και έτοιμος
+πάντοτε να πυροβολήση.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Νεγορός και αυτός ηγέρθησαν, παρετήρησαν τριγύρω και ηκροάσθησαν μετά
+μεγίστης προσοχής.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Δεν είναι τίποτε, είπε μετ' ολίγον ο Χάρρης. Εκείνο το ρυάκιον εξογκωθέν
+υπό της θυέλλης ρέει θορυβωδέστερον. Από δύο ετών, σύντροφε, έχασες την έξιν
+των θορύβων του δάσους, αλλά θα συνηθίσης πάλιν. Εξακολούθησον λοιπόν την
+διήγησιν των συμβάντων σου. Αφού μάθω καλώς το παρελθόν, θα συνομιλήσωμεν
+περί του μέλλοντος. </p>
+
+<p>Ο Νεγορός και ο Χάρρης επανέλαβον την θέσιν των εις την ρίζαν της βανιάνας.
+Ο Πορτογάλλος εξηκολούθησεν ως εξής. </p>
+
+<p>— Επί δεκαοκτώ μήνας εφυτοβίωσα εις την Ωκλάνδην. Άμα έφθασεν εκεί το
+ατμόπλοιον, κατώρθωσα να εξέλθω απαρατήρητος· αλλά δεν είχον μήτε γρόσιον
+μήτε έν δολλάριον εις το θυλάκιόν μου, και διά να ζήσω ηναγκάσθην να μετέλθω
+όλα τα επαγγέλματα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και αυτό το επάγγελμα τιμίου ανθρώπου, Νεγορέ;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ως λέγεις, Χάρρη. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πτωχέ νέε!</p>
+
+<p>&nbsp;— Περιέμενον λοιπόν πάντοτε ευκαιρίαν τινά, ήτις δεν εβράδυνε να
+παρουσιασθή, ότε το φαλαινοθηρευτικόν «Πίλγριμ» έφθασεν εις τον λιμένα της
+Ωκλάνδης.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Αυτό είναι το πλοίον το οποίον εξώκειλεν εις την παραλίαν της
+Αγγόλας;</p>
+
+<p>&nbsp;— Αυτό τούτο Χάρρη, και επί του οποίου έμελλον να επιβώσιν η κυρία
+Βέλδων, το τέκνον της και ο εξάδελφός της. Καθό αρχαίος ναυτικός, υπηρετήσας
+μάλιστα ως υποπλοίαρχος εντός πλοίου δουλεμπορικού, δεν εδυσκολευόμην να
+επαναλάβω υπηρεσίαν εις άλλο πλοίον . . . Επαρουσιάσθην λοιπόν εις τον
+πλοίαρχον του «Πίλγριμ» αλλά το πλήρωμα ήτο πλήρες. Ευτυχώς δι' εμέ, ο
+μάγειρος του βρικίου ελιποτάκτησε. Και επειδή ουδείς ναυτικός γνωρίζει
+μαγειρικήν, προσεφέρθην ως μάγειρος· ελλείψει άλλου καλλιτέρου με εδέχθησαν,
+και μετά τινας ημέρας το «Πίλγριμ» απεμακρύνθη της Νέας Ζηλανδίας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά, ηρώτησεν ο Χάρρης, εξ όσων με διηγήθη ο νεαρός φίλος μου,
+το «Πίλγριμ» δεν κατευθύνετο πλησιέστερον προς τας ακτάς της Αφρικής. Πώς
+λοιπόν έφθασεν εδώ;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ο Δικ Σανδ δεν το εννοεί ακόμη και ίσως ουδέποτε θα το εννοήση,
+απήντησεν ο Νεγορός· αλλά θα σοι εξηγήσω, Χάρρη, τι συνέβη· θα δυνηθής να το
+επαναλάβης εις τον νεαρόν φίλον σου, εάν τούτο σε ευχαριστή. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πώς λοιπόν! απεκρίθη ο Χάρρης. Λέγε, σύντροφε, λέγε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Το «Πίλγριμ», επανέλαβεν ο Νεγορός, κατηυθύνετο προς το
+Βαλπαραΐζον. Ότε επεβιβάσθην, ενόμιζα ότι θα μετέβαινον εις το Χιλί.
+Τοιουτοτρόπως συνέτεμνα το ήμισυ της οδού μεταξύ της Νέας Ζηλανδίας και της
+Αγγόλας, και επλησίαζον κατά πολλάς χιλιάδας μίλια την αφρικανικήν ακτήν. Αλλά
+συνέβη τούτο, ότι τρεις εβδομάδας μετά την αναχώρησιν εξ Ωκλάνδης, ο κυβερνών
+το «Πίλγριμ» πλοίαρχος Χουλ έγεινεν άφαντος μεθ' όλου του πληρώματος,
+θηρεύων φάλαιναν. Την ημέραν εκείνην, δεν έμειναν πλέον εις το πλοίον ειμή δύο
+μόνον ναυτικοί, ο δόκιμος και ο μάγειρος Νεγορός.<br />
+&nbsp;<br />
+Και ανέλαβες την διοίκησιν του πλοίου; ηρώτησεν ο Χάρρης. </p>
+
+<p>&nbsp;— Συνέλαβον κατ' αρχάς την ιδέαν ταύτην αλλ' έβλεπον ότι εδυσπίστουν
+προς εμέ. Υπήρχον εις το πλοίον πέντε δυνατοί και ελεύθεροι μαύροι. Δεν θα
+ηδυνάμην να γίνω κύριός των, και σκεφθείς καλώς, έμεινα ό,τι ήμην κατά την
+αναχώρησιν, μάγειρος του «Πίλγριμ». </p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν η τύχη ωδήγησε το πλοίον εκείνο εις την αφρικανικήν
+ακτήν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, Χάρρη, απήντησεν ο Νεγορός, δεν υπάρχει άλλη τύχη εις όλα
+ταύτα τα συμβάντα, ειμή ότι σε συνήντησα κατά τινα των σωματεμπορικών
+πορειών σου, ακριβώς εις το μέρος της παραλίας όπου εξώκειλε το «Πίλγριμ».
+Όσον δ' αφορά την άφιξίν μου εις την Αγγόλαν, τούτο εγένετο κατά θέλησίν μου,
+κατά μυστικήν θέλησίν μου. Ο νεαρός φίλος σου πολύ αρχάριος έτι περί τα
+ναυτικά, δεν ηδύνατο να προσδιορίση την θέσιν του ειμή διά του δρομομέτρου και
+της πυξίδος. Λοιπόν ημέραν τινά το δρομόμετρον έμεινεν εις το βάθος της
+θαλάσσης. Νύκτα τινά η πυξίς παρεξέκλινε, το δε «Πίλγριμ», ωθούμενον υπό
+σφοδράς τρικυμίας, εξετράπη της πορείας του. Η μακρότης του διάπλου,
+ανεξήγητος διά τον Δικ Σανδ, θα ήτο η αυτή και διά τον μάλλον πεπειραμένον
+ναυτικόν. Χωρίς ο δόκιμος να εννοήση το παραμικρόν, ούτε καν να το υποπτεύση,
+παρεκάμψαμεν το ακρωτήριον Χορν· αλλ' εγώ, Χάρρη, το διέκρινα εν τω μέσω της
+ομίχλης. Τότε η βελόνη της πυξίδος, χάρις εις εμέ, επανέλαβε την αληθή
+διεύθυνσίν της, και το πλοίον, παρασυρόμενον βορειανατολικώς υπό της
+φρικώδους εκείνης λαίλαπος, ερρίφθη εις τας ακτάς της Αφρικής, ακριβώς εις την
+γην της Αγγόλας εις την οποίαν ήθελα να φθάσω. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και κατά την ιδίαν στιγμήν, Νεγορέ, απεκρίθη ο Χάρρης, η τύχη με
+έφερεν εκεί διά να σε υποδεχθώ και να οδηγήσω τους καλούς εκείνους ανθρώπους
+εις το εσωτερικόν. Επίστευον, και δεν ηδύναντο ειμή να πιστεύωσιν ότι ήσαν εις
+την Αμερικήν, και ευκόλως τοις παρέστησα ότι η επαρχία αύτη είναι η Κάτω
+Βολιβία, μετά της οποίος έχει ακριβώς ομοιότητά τινα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι το επίστευσαν, ως ο νεαρός φίλος σου είχε πιστεύσει ότι
+ανεγνώρισε την νήσον του Πάσχα, ότε διήρχοντο απέναντι του Τριστάν
+Δακούνχα.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Και πας άλλος θα ηπατάτο, Νεγορέ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Το ηξεύρω Χάρρη, και εσκόπουν να εκμεταλλευθώ την απάτην
+εκείνην. Τέλος, ιδού η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής εκατόν μίλια εν τω
+εσωτερικώ της Αφρικής ταύτης όπου ήθελα να τους παρασύρω.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Αλλά, απήντησεν ο Χάρρης, ηξεύρουσι τώρα πού ευρίσκονται. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ε! τι πειράζει τώρα! ανέκραξεν ο Νεγορός. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και τι θα πράξης; ηρώτησεν ο Χάρρης. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι θα πράξω! απεκρίθη ο Νεγορός. Πριν σε το είπω, Χάρρη, δος με
+ειδήσεις περί του κυρίου μας του δουλεμπόρου Αλβέζ, τον οποίον δεν είδον από
+δύο ετών. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ω! ο γεροκατεργάρης έχει θαυμάσια εις την υγείαν του! απήντησεν ο
+Χάρρης, και θα ευχαριστηθή πολύ να σε επανίδη.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Είναι εις την αγοράν του Βιχέ; ηρώτησεν ο Νεγορός. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, σύντροφε, από ενός ήδη έτους είναι εις το εν Καζονδέ κατάστημά
+του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και αι υποθέσεις ευδοκιμούσι;</p>
+
+<p>&nbsp;— Πολύ μάλιστα! ανέκραξεν ο Χάρρης, αν και η δουλεμπορεία αποβαίνη
+επί μάλλον δύσκολος, τουλάχιστον εις τα μέρη ταύτα. Αι Πορτογαλικαί αρχαί αφ'
+ενός και αφ' ετέρου τα αγγλικά καταδρομικά ενοχλούσι πολύ τας εξαγωγάς. Μόνον
+εις τα πέριξ του Μουσαμεδέ, προς νότον της Αγγόλας, η επιβίβασις των μαύρων
+δύναται τώρα να εκτελήται μετ' ελπίδος τινός επιτυχίας. Προς το παρόν τα
+μανδρίσματα είναι πλήρη δούλων και περιμένουσι τα πλοία τα οποία θα τους
+φορτώσωσι διά τας ισπανικάς αποικίας. Αλλ' είναι εντελώς αδύνατον να διέλθωσι
+διά της Βεγγουέλας ή του Αγίου Παύλου της Λοάνδας. Οι διοικηταί δεν δέχονται
+τίποτε. Είναι λοιπόν ανάγκη να περιστρεφώμεθα εις τα πρακτορεία του
+εσωτερικού, και τούτο σκοπεύει να πράξη ο γέρων Αλβέζ. Θα υπάγη προς το μέρος
+της Νυαγγουέ και της Ταγγανίκας, να ανταλλάξη υφάσματα αντί ελαφαντοστού και
+δούλων. Αι υποθέσεις είναι πάντοτε επικερδείς μετά της άνω Αιγύπτου και των
+ακτών της Μοζαμβίκης, ήτις προμηθεύει όλην την Μαδαγασκάρην. Αλλά φοβούμαι
+ότι πλησιάζει η ημέρα καθ' ήν η σωματεμπορεία δεν θα δύναται πλέον να
+ενεργήται. Οι Άγγλοι ποιούσι μεγάλας προόδους εις το εσωτερικόν της Αφρικής. Οι
+ιεραπόστολοι προχωρούσι και βαδίζουσι καθ' ημών! Ο Λίβιγγστων, εκείνος ο
+διάβολος να τον πάρη! αφού εξηρεύνησε την χώραν των λιμνών, σκοπεύει ως
+λέγεται, να διευθυνθή προς την Αγγόλαν. Έπειτα γίνεται λόγος και περί τινος
+Καμερών, όστις προτίθεται να διέλθη την ήπειρον εξ ανατολών προς δυσμάς.
+Υπάρχει προσέτι φόβος ότι ο Αμερικανός Στάνλεϋ θα πράξη τα αυτά. Όλαι αύται αι
+επισκέψεις θα καταλήξωσιν εις το να βλάψωσι τας εργασίας μας, Νεγορέ, και εάν
+έχωμεν συναίσθησιν των συμφερόντων μας, δεν πρέπει ουδέ είς των περιηγητών
+τούτων να επανέλθη εις την Ευρώπην και να διηγηθή ό,τι είχε την αδιακρισίαν να
+ίδη εις την Αφρικήν. </p>
+
+<p>Ακούων τις τους αθλίους εκείνους δεν θα ενόμιζεν ότι ωμίλουν ως τίμιοι
+έμποροι, των όποιων τα συμφέροντα υπέφερον προσωρινώς έκ τινος εμπορικής
+κρίσεως; Τις θα επίστευεν ότι αντί σάκκων καφέ ή κιβωτίων σακχάρεως επρόκειτο
+περί ανθρωπίνων όντων, τα οποία έμελλον να αποστέλλωνται ως
+εμπορεύματα;</p>
+
+<p>Οι σωματέμποροι ούτοι ουδέν έχουσι πλέον αίσθημα του δικαίου ή του
+αδίκου.<br />
+&nbsp;<br />
+Η ηθική κρίσις ελλείπει απ' αυτών ολοτελώς, αλλά και αν είχον θα την έχανον
+ταχέως, εν τω μέσω των φρικαλαιοτήτων της αφρικανικής σωματεμπορείας. </p>
+
+<p>Αλλ' ο Χάρρης είχε δίκαιον, όταν έλεγεν ότι ο πολιτισμός εισέδυεν ολίγον κατ'
+ολίγον εις τας αγρίας εκείνας χώρας κατόπιν της επισκέψεως των τολμηρών
+εκείνων περιηγητών, των οποίων το όνομα συνδέεται αδιαρρήκτως μετά των
+ανακαλύψεων της ισημερινής Αφρικής. </p>
+
+<p>Πρώτος ο Δαβίδ Λίβιγγστων, μετ' αυτόν δε ο Γραν, ο Σκέπε, ο Βούρτων, ο
+Καμερών, ο Στάνλεϋ, οι ήρωες ούτοι θα αφήσωσι φήμην ανεξάλειπτον ως
+ευεργέται της ανθρωπότητος.<br />
+&nbsp;<br />
+Όταν η συνδιάλεξις έφθασεν εις το σημείον τούτο, ο Χάρρης εγίνωσκε τα κατά τα
+δύο παρελθόντα έτη συμβάντα του βίου του Νεγορού. Ο αρχαίος πράκτωρ του
+σωματεμπόρου Αλβέζ, ο δραπέτης του σωφρονιστηρίου της Λοάνδας,
+επανευρίσκετο οίος ήτο πάντοτε, ήτοι έτοιμος να πράξη τα πάντα. </p>
+
+<p>Αλλά ποίους σκοπούς είχε περί των ναυαγών του «Πίλγριμ», ο Χάρρης δεν
+εγίνωσκεν εισέτι και ηρώτησε περί τούτου τον συνέταιρόν του.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Και τώρα, είπε, τι θα κάμης αυτούς τους ανθρώπους;</p>
+
+<p>— Θα τους χωρίσω εις δύο, απεκρίθη ο Νεγορός, ως άνθρωπος όστις προ
+πολλού εσχημάτισε το σχέδιόν του, τους μεν θα πωλήσω ως δούλους, και τους
+άλλους . . . <br />
+&nbsp;<br />
+Ο Πορτογάλος δεν ετελείωσε την φράσιν του, αλλ' η αγρία φυσιογνωμία του ωμίλει
+αρκούντος αντ' αυτού.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ποίους θα πωλήσης; ηρώτησεν ο Χάρρης</p>
+
+<p>&nbsp;— Τους μαύρους εκείνους οι οποίοι συνοδεύουσι την κυρίαν Βέλδων,
+απεκρίθη ο Νεγορός. Ο γέρων Τωμ δεν έχει ίσως μεγάλην αξίαν, αλλ' οι άλλοι
+τέσσαρες είναι εύρωστοι άνδρες, οι οποίοι θα πωληθούν ακριβά εις την αγοράν
+του Καζονδέ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Το πιστεύω, Νεγορέ, απεκρίθη ο Χάρρης. Τέσσαρες μαύροι καλώς
+συνγκεκροτημένοι και συνηθισμένοι εις την εργασίαν, μη ομοιάζοντες προς τα
+κτήνη εκείνα τα οποία μας έρχονται από το εσωτερικόν! Βεβαίως θα τους πωλήσης
+ακριβά, σύντροφε. Δούλοι, γεννηθέντες εις την Αμερικήν και αποσταλέντες εις τας
+αγοράς της Αγγόλας, είναι σπάνιον εμπόρευμα. — Αλλά, προσέθηκεν ο
+Αμερικανός, δεν με είπες υπήρχον χρήματα εντός του «Πίλγριμ»;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ω! Ολίγαι μόνον εκατοντάδες δολλαρίων τας οποίας διέσωσα.
+Ευτυχώς, έχω τας ελπίδας μου εις άλλας προσόδους. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ποίας λοιπόν, σύντροφε; ηρώτησε περιέργως ο Χάρρης. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τίποτε! απεκρίθη ο Νεγορός όστις εφάνη μεταμελούμενος διότι είπε
+περισσότερα παρ' όσα ήθελε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μένει τώρα να γίνωμεν κύριοι όλου αυτού του βαρυτίμου
+εμπορεύματος, είπεν ο Χάρρης. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μήπως είναι πολύ δύσκολον; ηρώτησεν ο Νεγορός. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι σύντροφε. Δέκα μίλια μακράν εντεύθεν, επί του Κοάνζα, είναι
+εστρατοπεδευμένη συνοδεία δούλων, οδηγούμενη υπό του άραβος Ιβν Χαμή, όστις
+περιμένει την επιστροφήν μου διά να διευθυνθή προς το Καζονδέ. Υπάρχουσιν εκεί
+περισσότεροι ιθαγενείς στρατιώται, παρ' όσοι απαιτούνται διά να αιχμαλωτίσωσι
+τον Δικ και τους μετ' αυτού. Αρκεί λοιπόν ο νεαρός φίλος μου να συλλάβη την
+ιδέαν να διευθυνθή προς τον Κοάνζαν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλ' άρα γε θα τω επέλθη αυτή η ιδέα; ηρώτησεν ο Νεγορός. </p>
+
+<p>&nbsp;— Βεβαίως, απήντησεν ο Χάρρης, επειδή είναι νοήμων και δεν ειμπορεί
+να υποπτεύση τον κίνδυνον όστις τον περιμένει. Ο Δικ Σανδ δεν θα σκεφθή να
+επανέλθη εις την παραλίαν διά της αυτής οδού, ην ηκολουθήσαμεν ομού, καθότι
+θα πλανηθή τότε εν τω μέσω των απεράντων εκείνων δασών. Είμαι βέβαιος, λοιπόν
+ότι θα ζητήση να φθάση είς τινα των ποταμών οίτινες ρέουσι προς την παραλίαν,
+ώστε να κατέλθη το ρεύμα του επί σχεδίας. Δεν ειμπορεί να πράξη άλλως, και το
+γνωρίζω, τούτο θα πράξη. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι . . . ίσως . . . ! . . απήντησεν ο Νεγορός σκεπτικός. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν πρέπει να λέγης ίσως, αλλά βεβαίως επανέλαβεν ο Χάρρης.
+Βλέπεις, Νεγορέ, είναι ως εάν έδιδον συνέντευξιν εις το νεαρόν φίλον μου επί των
+οχθών του Κοάνζα·</p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν, είπεν ο Νεγορός, δρόμον. Γνωρίζω τον Δικ Σανδ. Δεν θα
+βραδύνη μήτε επί μίαν ώραν, και πρέπει να τον προλάβωμεν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δρόμον λοιπόν, σύντροφε. </p>
+
+<p>Ο Χάρρης και ο Νεγορός ηγείροντο αμφότεροι, ότε ο θόρυβος όστις είχε
+διεγείρει την προσοχήν του Πορτογάλου επανελήφθη. Εγένετο κίνησίς τις των
+κλάδων μεταξύ των υψηλών παπύρων. </p>
+
+<p>Ο Νεγορός έστη και ήρπασε την χείρα του Χάρρη. </p>
+
+<p>Αίφνης, υπόκωφος υλακή ηκούσθη. Κύων ενεφανίσθη κάτωθι της όχθης, το
+στόμα έχων ανοικτόν και έτοιμος να ορμήση.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ο Δίγγος! έκραξεν ο Χάρρης. </p>
+
+<p>&nbsp;— Α! αυτήν την φοράν δεν θα μου διαφύγη! είπεν ο Νεγορός. </p>
+
+<p>Ο Δίγγος έμελλε να ορμήση κατ' αυτού, ότε ο Νεγορός, αρπάσας το πυροβόλον
+του Χάρρη, εσταμάτησε ταχέως και επυροβόλησε.<br />
+&nbsp;<br />
+Μακρά ωρυγή οδύνης απήντησεν εις την εκπυρσοκρότησιν, και ο Δίγγος
+εξηφανίσθη μεταξύ της διπλής σειράς της περιχειλούσης τον ρύακα. </p>
+
+<p>Ο Νεγορός κατήλθεν αμέσως εις την όχθην. </p>
+
+<p>Ρανίδες αίματος έστιζον κλάδους τινάς παπύρων, και μακρά γραμμή ερυθρά
+εφαίνετο επί των χαλίκων του ρύακος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τέλος, το κατηραμένον εκείνο ζώον έλαβε τα αντίποινά του! έκραξεν
+ο Νεγορός. </p>
+
+<p>Ο Χάρρης χωρίς να προφέρη λέξιν, παρέστη, εις όλην εκείνην την σκηνήν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ε Νεγορέ, είπεν, είχε λοιπόν ιδιαιτέραν απέχθειαν προς σε ο κύων
+ούτος;</p>
+
+<p>&nbsp;— Φαίνεται, Χάρρη, αλλά δεν έχη πλέον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και διατί σε εμίσει τόσον, σύντροφε;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ω! είναι παλαιά υπόθεσις η οποία έπρεπε να τακτοποιηθή μεταξύ
+αυτού και εμού.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Παλαιά υπόθεσις; . . . είπεν ο Χάρρης. </p>
+
+<p>Ο Νεγορός δεν είπε περισσότερα, και ο Χάρρης συνεπέρανεν ότι ο
+Πορτογάλλος τω απέκρυπτε συμβάν τι του παρελθόντος του, αλλά δεν επέμεινε να
+το μάθη. </p>
+
+<p>Μετά τινας στιγμάς αμφότεροι, καταβάντες την διεύθυνσιν του ρεύματος,
+διευθύνθησαν προς τον Κοάνζαν διά μέσου του δάσους. </p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'. </h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΚΑΘ' ΟΔΟΝ. </b></p>
+
+<p>
+<br />
+Η Αφρική! Το τοσούτον τρομερόν όνομα κατά τας παρούσας περιστάσεις, το όνομα
+τούτο όπερ έμελλε τέλος ν' αντικατασταθή εις το μέρος της Αμερικής, δεν ηδύνατο
+να εξαλειφθή ουδ' επί στιγμήν εκ της σκέψεως του Δικ Σανδ. Όταν ο νεαρός
+δόκιμος ανήρχετο εις την εξέτασιν προηγουμένων τινών εβδομάδων, εσκέπτετο
+πώς το «Πίλγριμ» προσήγγισεν επί τέλους εις το επικίνδυνον εκείνο παράλιον, πώς
+παρέκαμψε το ακρωτήριον Χορν και διήλθεν από του ενός ωκεανού εις τον άλλον.
+Βεβαίως, τώρα εννόει διατί, μεθ' όλην την ταχείαν πορείαν του πλοίου του, η γη
+τοσούτον βραδέως εφάνη, αφού το μήκος της περιστροφής, ην επρόκειτο να
+εκτελέση όπως φθάση εις την αμερικανικήν ακτήν είχε διπλασιασθή εν αγνοία του.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Η Αφρική! η Αφρική! επανελάμβανεν ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>Είτα αίφνης, ενώ ανεπόλει μετ' επιμονής τα συμβάντα του ανεξηγήτου εκείνου
+διάπλου, τω επήλθεν η ιδέα ότι η πυξίς είχε διαταραχθή. Ενθυμήθη ωσαύτως ότι ο
+πρώτος διαβήτης είχε θραυσθή, ότι η γραμμή του δρομομέτρου είχε κοπή, και
+τούτων πάντων ένεκα δεν ηδύνατο να καταμετρήση την ταχύτητα του «Πίλγριμ».
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, εσκέπτετο, δεν έμενε πλέον ειμή μία μόνη πυξίς εν τω πλοίω, μία
+μόνη της οποίας δεν ηδυνάμην να εξακριβώσω τας υποδείξεις . . . Νύκτα τινά
+αφυπνήσθην υπό της κραυγής του γέροντος Τωμ . . . Ο Νεγορός ήτο εκεί, εις την
+πρύμνην . . . Τι εζήτει εκεί, μήπως ήθελε να την παραπλανήση;</p>
+
+<p>Φως τι διεχέετο επί του πνεύματος του Δικ Σανδ. Ήπτετο της αληθείας διά του
+δακτύλου. εννόει τέλος παν το ύποπτον εν τη διαγωγή του Νεγορού. Έβλεπε την
+χείρα του εις όλην εκείνην την σειράν των γεγονότων, όσα επέφερον την
+καταστροφήν του «Πίλγριμ» και εξέθεσαν εις φοβερούς κινδύνους τους επιβάτας
+αυτού. </p>
+
+<p>Αλλά τι ήτο ο άθλιος εκείνος; Υπήρξεν άρα γε ναυτικός και το απέκρυπτε
+πάντοτε; Ήτο ικανός να συνδυάση τοιαύτην αποτρόπαιον μηχανορραφίαν
+μέλλουσαν να ρίψη το πλοίον εις την αφρικανικήν ακτήν;</p>
+
+<p>Όπως δήποτε, εάν έμενον εισέτι σκοτεινά τινα σημεία εις το παρελθόν, δεν
+ηδύνατο πλέον να παρουσιάζη τοιαύτα το παρόν. Ο νεαρός δόκιμος εγίνωσκε
+κάλλιστα ότι ευρίσκετο εν τη Αφρική, και λίαν πιθανώς εν τη απαισία εκείνη
+επαρχία της Αγγόλας, πλέον ή εκατόν μίλια μακράν της ακτής. Εγίνωσκεν ωσαύτως
+ότι η προδοσία του Χάρρη δεν ηδύνατο να τεθή υπό αμφιβολίαν. Εκ τούτου δε
+λογικώς συνεπέρανεν ότι παλαιά γνωριμία υπήρχεν μεταξύ του Αμερικανού και
+του Πορτογάλλου, ότι απαισία σύμπτωσις συνήνωσεν αυτούς επί της χώρας
+εκείνης και ότι συνεφωνήθη μεταξύ των σχέδιόν τι, του οποίου το αποτέλεσμα θα
+απέβαινεν ολέθριον εις τους ναυαγούς του «Πίλγριμ». </p>
+
+<p>Αλλά προς τι αι μοχθηραί εκείναι ενέργειαι; Ότι ο Νεγορός ήθελε να γίνη κύριος
+του Τωμ και των συντρόφων του διά να τους πωλήση ως δούλους εν τω τόπω
+εκείνω της σωματεμπορείας, ηδύνατο να το παραδεχθή. Ότι ο Πορτογάλλος,
+κινούμενος εξ αισθήματος έχθρας, εζήτει να εκδικηθή κατ' αυτού, και τούτο ήτο
+ευνόητον . . . Αλλά την κυρίαν Βέλδων, το μικρόν εκείνο παιδίον, πώς ήθελε να
+μεταχειρισθή ο άθλιος εκείνος!</p>
+
+<p>Εάν ο Δικ Σανδ ηδύνατο να ακούση ολίγας λέξεις εκ της συνομιλίας του Χάρρη
+και του Νεγορού, θα εγνώριζε πού να βασισθή και τίνες κίνδυνοι ηπείλουν την
+κυρίαν Βέλδων, μαύρους και αυτόν!</p>
+
+<p>Η θέσις ήτο φρικώδης, αλλ ο νεαρός δόκιμος δεν εδειλίασε. Πλοίαρχος εν τω
+πλοίω, θα έμενε πλοίαρχος και εν τη ξηρά. Εις αυτόν απέκειτο τα σώση την κυρίαν
+Βέλδων, τον μικρόν Ζακ, όλους εκείνους των οποίων την τύχην έθεσεν ο ουρανός
+εις χείρας του. Το νέον του έργον μόλις ήρχιζε. Θα το εξετέλει μέχρι τέλους. </p>
+
+<p>Μετά δύο ή τρεις ώρας καθ' ας το παρόν και το μέλλον συνώψισαν εις το
+πνεύμα του όλας τας καλάς και τας κακάς απόψεις — αι τελευταίαι δε αύται ήσαν
+δυστυχώς πολυαριθμότεραι — ο Δικ Σανδ ανηγέρθη σταθερός, αποφασιστικός.
+</p>
+
+<p>Αι πρώται φαύσεις της ημέρας εφώτιζον τότε τας υψηλάς κορυφάς του δάσους.
+Εξαιρέσει του δοκίμου και του Τωμ, πάντες εκοιμώντο.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ επλησίασε τον γέροντα μαύρον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τωμ, τω είπε χαμηλή τη φωνή, εννοήσατε τους βρυχηθμούς του
+λέοντος, εννοήσατε τας μηχανορραφίας του δουλεμπόρου, ηξεύρετε ότι ήμεθα εις
+την Αφρικήν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Μάλιστα, κύριε Δικ, το ηξεύρω. </p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν, Τωμ, ούτε λέξιν περί τούτου, μήτε εις την κυρίαν Βέλδων,
+μήτε εις τους συντρόφους σας. Πρέπει ημείς μόνοι να το ηξεύρωμεν, ημείς μόνοι
+να φοβώμεθα!</p>
+
+<p>&nbsp;— Μόνοι . . . πράγματι . . . είναι ανάγκη . . . απεκρίθη ο Τωμ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τωμ, επανέλαβεν ο δόκιμος, πρέπει να επαγρυπνώμεν αυστηρότερον
+ή πρότερον. Είμεθα εις τόπον εχθρών! και ποίων εχθρών και ποίον τόπον! Αρκεί
+μόνον να είπωμεν εις τους συντρόφους μας ότι επροδόθημεν υπό του Χάρρη διά
+να προφυλάττωνται. Θα εννοήσωσιν ότι πρέπει να φοβώμεθα επίθεσίν τινα των
+νομάδων Ινδών και τούτο αρκεί.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Δύνασθε να έχετε πλήρη βεβαιότητα επί της γενναιότητος και της
+αφοσιώσεως αυτών, κύριε Δικ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Το ηξεύρω, ως έχω και επί της συνέσεως και της πείρας σας. Θα με
+βοηθήτε, γέρον Τωμ;</p>
+
+<p>&nbsp;— Εις όλα και πανταχού, κύριε Δικ. </p>
+
+<p>Το σχέδιον όπερ ο Δικ Σανδ συνέλαβεν, επεδοκιμάσθη υπό του γηραιού
+μαύρου. Εάν ο Χάρρις συνελήφθη επ' αυτοφώρω προδίδων, πριν της ώρας τας
+ενεργείας τουλάχιστον, ο νεαρός δόκιμος και οι μετ' αυτού δεν διέτρεχον άμεσόν
+τινα κίνδυνον. Τωόντι, μόνη η συνάντησις των υπό τινων δούλων
+εγκαταλελειμμένων αλύσεων, μόνος ο απροσδόκητος βρυχηθμός του λέοντος
+προυκάλεσαν την αιφνηδίαν εξαφάνισιν του Αμερικανού. </p>
+
+<p>Ησθάνθη ότι ανεκαλύφθη, και έφυγε, πιθανώς πριν ή η μικρά συνοδεία την
+οποίαν ωδήγει φθάση εις το μέρος όπου ήθελε προσβληθή. Ο δε Νεγορός, του
+οποίου ο Δίγγος βεβαίως ανεγνώρισε την παρουσίαν κατά τας τελευταίας ημέρας
+της οδοιπορίας, φαίνεται ότι συνηνώθη μετά του Χάρρη όπως συνεννοηθώσιν από
+κοινού. Εν πάση περιπτώσει, ώραι τινες θα παρήρχοντο βεβαίως πριν ή ο Δικ Σανδ
+και οι μετ' αυτού προσβληθώσι και έδει να ωφεληθώσιν εκ του χρόνου εκείνου.
+</p>
+
+<p>Το μοναδικό σχέδιον ήτο να επανακάμψωσιν όσω το δυνατόν ταχύτερον εις την
+παραλίαν. Η παραλία εκείνη, ως είχε πάντα λόγον να πιστεύη ο νεαρός δόκιμος θα
+ήτο η της Αγγόλας. Άμα τη εκεί αφίξει, ο Δικ Σανδ θα προσεπάθει είτε προς βορράν
+είτε προς νότον να φθάση εις τα πορτογαλλικά ιδρύματα, ένθα οι σύντροφοί του
+θα ηδύναντο να περιμένωσιν εν ασφαλεία μέσον να επιστρέψωσιν εις την πατρίδα
+των. </p>
+
+<p>Αλλ' όπως εκτελέσωσι την επάνοδον ταύτην εις την παραλίαν, έπρεπεν άρα γε
+να επαναλάβωσι την οδόν ην είχον διατρέξει; Ο Δικ Σανδ δεν εσκέπτετο τούτο,
+διότι θα συνηντάτο μετά του Χάρρη, όστις είχεν εννοήσει σαφώς ότι αι περιστάσεις
+θα ηνάγκαζον τον νεαρόν δόκιμον να λάβη την συντομωτέραν οδόν. </p>
+
+<p>Τωόντι θα ήτο δυσχερές, ίνα μη είπωμεν ασύνετον ν' αρχίση πάλιν την διά
+μέσου του δάσους πορείαν, ήτις άλλως τε δεν θα απέληγεν ειμή εις το να ευρεθή
+εις το αυτό σημείον εξ ου ανεχώρησεν. Επίσης δε θα επέτρεπεν ούτω εις τους
+συνενόχους του Νεγορού να ακολουθήσωσι βέβαια ίχνη. Το μόνον λοιπόν μέσον
+όπερ παρουσιάζετο ήτο να διέλθωσι τον ποταμόν, του οποίου θα κατήρχοντο πάλιν
+βραδύτερον το ρεύμα, συγχρόνως δε ου μόνον αι προσβολαί των αγρίων θηρίων,
+άτινα μέχρι τότε ευτυχώς έμενον εις αρκετήν απόστασιν, θα ήσαν ολιγώτερον
+επίφοβοι, αλλά και αυταί αι επιθέσεις των ιθαγενών υπό τοιαύτας περιστάσεις
+παρουσίαζον ωσαύτως ολιγωτέραν σπουδαιότητα. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού άπαξ επιβαίνοντες στερεάς τίνος σχεδίας, καλώς
+οπλισμένοι, θα ευρίσκοντο υπό καλλιτέρας συνθήκας όπως αμυνθώσιν. Το παν
+λοιπόν ήτο πώς να εύρωσι το ύδωρ. Δέον ωσαύτως να προσθέσωμεν ότι
+λαμβανομένης υπ' όψιν της καταστάσεως της κυρίας Βέλδων και του μικρού Ζακ, ο
+τρόπος ούτος της μεταφοράς ήρμοζε κάλλιον.<br />
+&nbsp;<br />
+Χείρες βεβαίως δεν έλειπον όπως βαστάσωσι το ασθενές παιδίον. </p>
+
+<p>Εν ελλείψει του ίππου του Χάρρη, ηδύναντο μάλιστα να κατασκευάσωσι
+φορείον εκ κλάδων, επί του οποίου θα ανεβιβάζετο η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>Αλλά διά του τρόπου τούτου της μεταφοράς ήθελον απασχολήσει δύο εκ των
+μαύρων, ο δε Δικ Σανδ ήθελεν ευλόγως όλοι οι σύντροφοί του να είναι ελεύθεροι
+εις τας κινήσεις των διά πάσαν ενδεχομένην αιφνιδίαν προσβολήν. </p>
+
+<p>Είτα δε, κατά την κάθοδον του ρεύματος, ο νεαρός δόκιμος θα ευρίσκετο πάλιν
+εις το στοιχείον του. </p>
+
+<p>Το ζήτημα λοιπόν περιωρίζετο να μάθωσιν εάν υπήρχεν εις τα πέριξ ρυάκιόν τι
+δυνάμενον να χρησιμοποιηθή. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ εφρόνει τούτο δυνατόν, και ιδού διατί. </p>
+
+<p>Ο ποταμός όστις εξέβαλλεν εις τον Ατλαντικόν, εις το μέρος όπου εξώκειλε το
+«Πίλγριμ», δεν ηδύνατο να ανέρχηται πολύ προς βορράν, μήτε πολύ προς
+ανατολάς της επαρχίας, αφού οροσειρά πλησιεστάτη — αύτη εκείνη την οποίαν
+εξέλαβον ως τας Κορδελλιέρας — έκλειε τον ορίζοντα εκατέρωθεν. </p>
+
+<p>Λοιπόν, ή ο ποταμός κατήρχετο εκ των ύψεων εκείνων, ή έκαμπτε προς νότον,
+και κατά αμφοτέρας τας περιπτώσεις ο Δικ Σανδ ηδύνατο να βραδύνη μέχρις ου
+εύρη την διεύθυνσιν αυτού. </p>
+
+<p>Ίσως μάλιστα, πριν του ποταμού εκείνου, — καθότι είχε δικαίωμα να καλήται
+ούτω ως εκβάλων κατ' ευθείαν εις τον Ωκεανόν, — θα παρουσιάζετο ομόρρους τις
+αυτού, όστις θα ήρκει εις την μεταφοράν της μικράς συνοδείας. Εν πάση
+περιπτώσει, οίος δήποτε ρύαξ δεν θα ήτο μακράν. </p>
+
+<p>Πράγματι, κατά τα τελευταία μίλια της οδοιπορίας, η φύσις του εδάφους είχε
+μεταβληθή. </p>
+
+<p>Αι κλιτύες εχαμηλούντο και καθίσταντο υγραί. Εδώ και εκεί έρρεον στενά
+ρυάκια, μαρτυρούντα ότι το υπέδαφος περιείχε δίκτυον υδατώδες.<br />
+&nbsp;<br />
+Κατά την τελευταίαν ημέραν της πορείας, η συνοδεία παρέπλευσεν ένα των
+ρυάκων εκείνων των οποίων τα ύδατα, ερυθραθέντα υπό του σιδηρούχου οξειδίου,
+έψαυον τας ανωμάλους όχθας του. </p>
+
+<p>Να επανεύρωσιν αυτόν μήτε μακρόν μήτε δύσκολον ήτο. </p>
+
+<p>Προδήλως δεν θα ηδύνατο να κατέλθωσιν το χειμαρρώδες ρεύμα του, αλλά θα
+ήτο εύκολον να παρακολουθήσωσιν αυτόν μέχρι της εκβολής του είς τινα
+ομόρρουν μεγαλείτερον και ως εκ τούτου μάλλον πλευστόν. </p>
+
+<p>Τοιούτον υπήρξε το απλούστατον σχέδιον όπερ εσχημάτισεν ο Δικ Σανδ, αφού
+συνεσκέφθη μετά του γέροντος Τωμ. </p>
+
+<p>Eλθούσης της ημέρας, όλοι οι σύντροφοί των αφυπνίσθησαν ολίγον κατ'
+ολίγον. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων απέθεσε τον μικρόν της Ζακ, νυσταλέον έτι, εις τους βραχίονας
+της Ναν. </p>
+
+<p>Το παιδίον, αλλοιωθέν εκ του διαλείποντος πυρετού, επροξένει οίκτον εις τους
+βλέποντας. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων επλησίασε τον Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δικ, ηρώτησεν αφού τον παρετήρησεν, πού είναι ο Χάρρης; Δεν τον
+βλέπω. </p>
+
+<p>Ο νεαρός δόκιμος εσκέφθη ότι αφίνων τους συντρόφους του να νομίζωσιν ότι
+επάτουν το έδαφος της Βολιβίας, δεν έπρεπε να τοις κρύψη την προδοσίαν του
+Αμερικανού. </p>
+
+<p>Χωρίς λοιπόν να διστάση. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο Χάρρης, είπε, δεν είναι πλέον εδώ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μήπως επροχώρησεν εμπρός; ηρώτησε ζωηρώς η κυρία Βέλδων.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Έφυγε, κυρία Βέλδων, απήντησεν ο Δικ Σανδ. Ο Χάρρης εκείνος είναι
+προδότης, και είναι σύμφωνος μετά του Νεγορού όστις μας παρέσυρε μέχρις εδώ.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Προς ποίον σκοπόν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν ηξεύρω, αλλ' ό,τι ηξεύρω είναι ότι πρέπει να επανέλθωμεν όσον
+τάχος εις την παραλίαν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εκείνος ο άνθρωπος . . . προδότης! επανέλαβεν η κυρία Βέλδων. Το
+προησθανόμην. Και νομίζεις, Δικ, ότι είναι σύμφορος μετά του Νεγορού;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ούτω πρέπει να είναι, κυρία Βέλδων. Ο άθλιος εκείνος εις τα ίχνη
+μας. Η τύχη συνήνωσε τους δύο τούτους αχρείους και . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Και ελπίζω ότι δεν θα χωρισθώσιν, όταν τους επανεύρω, είπεν ο
+Ηρακλής. Θα σπάσω την κεφαλήν του ενός με την κεφαλήν του άλλου! προσέθηκεν
+ο γίγας εκτείνων τους δύο φοβερούς γρόνθους. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά το τέκνον μου! ανέκραξεν η κυρία Βέλδων. Αι περιποιήσεις τας
+οποίας ήλπιζον να τω παρέξω εις την έπαυλιν του Αγίου Ευτυχούς!</p>
+
+<p>&nbsp;— 0 Ζακ θα αναλάβη, απεκρίθη ο γέρων Τωμ, όταν πλησιάση εις το
+υγεινότερον μέρος της χώρας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δικ, επανέλαβεν η κυρία Βέλδων, είσαι βέβαιος ότι ο Χάρρης μας
+επρόδωσε;</p>
+
+<p>&nbsp;— Βεβαιότατος, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο νεαρός δόκιμος όστις
+επεθύμει να αποφύγη πάσαν εξήγησιν επί του αντικειμένου τούτου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τούτου ένεκα έσπευσε να προσθέση, παρατηρών τον γέροντα
+μαύρον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αυτήν την νύκτα, ο Τωμ και εγώ, ανεκαλύψαμεν την προδοσίαν του,
+και εάν δεν έφευγε πηδών επί του ίππου του, θα τον εφόνευον!</p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν η έπαυλις εκείνη; . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν υπάρχει εις τα πέριξ μήτε έπαυλις, μήτε χωρίον, μήτε κώμη,
+απεκρίθη ο Δικ Σανδ. Σας επαναλαμβάνω, κυρία Βέλδων, ότι πρέπει να
+επανέλθωμεν εις την παραλίαν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Διά της ιδίας οδού, Δικ;</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, κυρία Βέλδων, αλλά θα ακολουθήσωμεν ρεύμα τι το οποίον θα
+μας επαναφέρη ακόπως και ακινδύνως εις την θάλασσαν. Ακόμη ολίγα μίλια πεζή,
+και δεν αμφιβάλλω . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Ω! είμαι ισχυρά, Δικ! απεκρίθη η κυρία Βέλδων προσπαθούσα να
+καταβάλη την αδυναμίαν της. Θα περιπατήσω! Θα βαστάζω το τέκνον μου! . . . <br
+/>
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Είμεθα εδώ, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο Βαρθολομαίος, και θα
+βαστάσωμεν και υμάς. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, ναι . . . προσέθηκεν ο Αυγουστίνος. Δύο κλάδοι δένδρου, φύλλα
+επ' αυτών . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Ευχαριστώ, φίλοι μου, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, αλλά θέλω να
+περιπατήσω . . . Θα περιπατήσω. Εμπρός λοιπόν!</p>
+
+<p>&nbsp;— Εμπρός! είπεν ο νεαρός δόκιμος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δότε μοι τον Ζακ, είπεν ο Ηρακλής αρπάσας το παιδίον από τας
+αγκάλας της Ναν. Όταν δεν κρατώ τι κουράζομαι. </p>
+
+<p>Και ο αγαθός μαύρος έλαβε προσεκτικώς εις τας ευρώστους χείρας του το
+μικρόν κοιμώμενον παιδίον, όπερ ούτε αφυπνίσθη. </p>
+
+<p>Τα όπλα επιθεωρήθησαν μετά προσοχής. Όσαι έμενον ζωοτροφίαι
+συνηθροίσθησαν εις έν μόνον δέμα, εις τρόπον ώστε να δύναται να το βαστάζη
+είς.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Ακτέων το εφορτώθη εις τους ώμους του, και οι σύντροφοί του έμειναν
+τοιουτοτρόπως ελεύθεροι εις τας κινήσεις των. </p>
+
+<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος, του οποίου οι μακροί χαλύβδυνοι πόδες
+περιεφρόνουν πάντα κάματον, ήτο έτοιμος προς αναχώρησιν. </p>
+
+<p>Είχεν άρα γε παρατηρήσει την εξαφάνησιν του Χάρρη; Αδύνατον να
+βεβαιώσωμεν. Ολίγον τον έμελεν. </p>
+
+<p>Άλλως τε δε ευρίσκετο υπό το βάρος τρομεράς καταστροφής επελθούσης
+αυτώ.<br />
+&nbsp;<br />
+Τωόντι, σπουδαία ζημία, ο εξάδελφος Βενέδικτος έχασε το μικροσκόπιον και τας
+διόπτρας του. </p>
+
+<p>Ευτυχώς, ο Βαρθολομαίος εύρε τα δύο εκείνα πολύτιμα εργαλεία εν μέσω των
+μεγάλων χόρτων της στρωμνής του· αλλά, κατά την συμβουλήν του Δικ Σανδ, τα
+είχε φυλλάξει. </p>
+
+<p>Διά του τρόπου τούτου θα ήσαν βέβαιοι ότι το μεγάλον παιδίον θα έμενεν
+ήσυχον κατά την πορείαν, αφού ως ελέγετο δεν έβλεπε πέραν της άκρας της ρινός
+του. </p>
+
+<p>Τεθείς μεταξύ του Ακτέωνος και του Αυγουστίνου, μετά της ρητής διαταγής να
+μη τους εγκαταλείψη, ο αξιολύπητος Βενέδικτος ουδεμίαν αντίρρησιν έφερε, και
+ηκολούθησε την τάξιν του, ως τυφλός αγόμενος διά σχοινίου. </p>
+
+<p>Η μικρά συνοδεία δεν είχε προχωρήσει πεντήκοντα βήματα, ότε ο γέρων Τωμ
+την εσταμάτησεν αίφνης διά μιας λέξεως. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο Δίγγος; είπε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τωόντι ο Δίγγος δεν είναι εδώ, απεκρίθη ο Ηρακλής. </p>
+
+<p>Και διά της ισχυράς φωνής του εκάλεσε τον κύνα επανειλημένως.<br />
+&nbsp;<br />
+Ουδεμία υλακή απήντησεν. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ έμεινε σιωπηλός. Η απουσία του κυνός τον ελύπει, διότι θα
+προεφύλαττε την μικράν συνοδείαν από πάσης αιφνιδίας επιθέσεως. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μήπως ο Δίγγος ηκολούθησεν τον Χάρρην; ηρώτησεν ο Τωμ.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Τον Χάρρην . . όχι απήντησεν ο Δικ Σανδ, αλλά θα κατώρθωσε να ορμήση
+κατά τα ίχνη του Νεγορού. Τον εμυρίσθη εδώ πλησίον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο απαίσιος εκείνος μάγειρος δεν θα αργήση να λάβη μίαν σφαίραν!
+ανέκραξεν ο Ηρακλής. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εκτός εάν ο Δίγκος προφθάσει και τον πνίξη, απήντησεν ο
+Βαρθολομαίος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ίσως, είπεν ο νεαρός δόκιμος. Αλλά δεν δυνάμεθα να περιμένωμε την
+επιστροφήν του Δίγγου. Άλλως τε δε εάν ζη είναι αρκετά νοήμων ώστε να μας
+επανεύρη. Εμπρός λοιπόν!</p>
+
+<p>Ο καιρός ήτο θερμότατος. Ευθύς από της αυγής μεγάλα νέφη εκάλυπτον τον
+ορίζοντα. Ηπειλείτο θύελλα εν τω αέρι. Πιθανώς η ημέρα δεν θα ετελείωνε άνευ
+βροχής. Ευτυχώς το δάσος, αν και ολιγώτερον πυκνόν, διετήρει ολίγην δρόσον εις
+την επιφάνειαν του εδάφους. Εδώ και εκεί, υψίκομα δένδρα περιεκύκλουν
+λειμώνας κεκαλειμμένους υπό χόρτων υψηλών και πυκνών. Είς τινα μέρη,
+γιγανταίοι κορμοί, απηνθρακωμένοι ήδη, έκειντο κατά γης, — σημείον υπάρξεως
+γηπέδων ανθρακούχων, οία συναντά τις συχνάκις επί της αφρικανικής ηπείρου.
+Έπειτα, εις τα ανοικτά μέρη, των οποίων ο χλοερός τάπης ανεμιγνύετο μετά τίνων
+ροδίνων κλωνίων, τα άνθη εποίκιλλον τα χρώματά των, ζιγγιβέρεις κίτριναι ή
+κυαναί, λοβηλίαι ωχραί, ορχεοειδή ερυθρά, ακαταπαύστως επισκεπτόμενα υπό
+των γονιμοποιούντων αυτά εντόμων. </p>
+
+<p>Τα δένδρα δεν εσχημάτιζον πλέον τότε αδιαπεράστους συστάδας, αλλά τα είδη
+αυτών ήσαν ποικιλώτερα. </p>
+
+<p>Ήσαν ελαίαι, είδος φοινίκων, παρεχόντων έλαιον επιζήτητον εν Αφρική,
+βαμβακιαί, σχηματίζουσαι θάμνους υψηλούς οκτώ μέχρι δέκα ποδών, των οποίων
+τα ινώδη στελέχη παρήγον βάμβακα μακρόινον, σχεδόν ανάλογον προς τον του
+Φερναμπούκου. </p>
+
+<p>Εκεί κοπάλια εκκρίνοντα διά των υπό τινων εντόμων σχηματιζομένων οπών
+ευώδην ρητίνην, ρέουσαν μέχρι του εδάφους, ένθα εναπεθηκεύετο διά τας
+ανάγκας των ιθαγενών. </p>
+
+<p>Αλλαχού λεμονέαι, ροιαί εν αγρία καταστάσει και είκοσιν άλλα δενδροειδή
+φυτά, μαρτυρούντα την θαυμασίαν γονιμότητα του οροπεδίου εκείνου της
+κεντρικής Αφρικής. </p>
+
+<p>Εις πολλά μέρη ωσαύτως η όσφρησις προσεβάλλετο ευαρέστως υπό λεπτής
+τίνος οσμής βανίλλης, χωρίς να δύναταί τις να ανακαλύψη ποίον θαμνίον ανέδιδεν
+αυτήν</p>
+
+<p>Το σύνολον τούτο των δένδρων και φυτών εχλόαζεν αν και ήτο η ξηρά εποχή
+του έτους, και σπάνιαι θύελλαι επότιζον τα πλούσια εκείνα εδάφη.</p>
+
+<p>Ήτο λοιπόν η εποχή των πυρετών αλλά ως παρετήρησεν ο Λίβιγγστων, δύναταί
+τις εν γένει ν' απαλλαγή αυτών, φεύγων εκ του μέρους εις το οποίον προσεβλήθη
+υπ' αυτών. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ εγίνωσκε την παρατήρησιν ταύτην του μεγάλου περιηγητού και
+ήλπιζεν ότι ο μικρός Ζακ δεν θα την διέψευδε. </p>
+
+<p>Το είπε δε προς την κυρίαν Βέλδων, αφού παρετήρησεν ότι η περιοδική
+προσβολή δεν επανήλθεν ως εφοβούντο, και το παιδίον ανεπαύετο ησύχως εις τας
+αγκάλας του Ηρακλέους. </p>
+
+<p>Τοιουτοτρόπως εβάδιζον συνετώς και ταχέως.<br />
+&nbsp;<br />
+Ενίοτε εφαίνοντο πρόσφατα ίχνη διελεύσεως ανθρώπων ή ζώων.<br />
+&nbsp;<br />
+Οι κλάδοι των θάμνων και των βάτων αποκεχωρισμένοι ή τεθραυσμένοι επέτρεπον
+τότε να οδεύωσι μετ' ίσου βήματος. </p>
+
+<p>Αλλά, το πλείστον του χρόνου, πολλαπλά κωλύματα άτινα έπρεπε να
+υπερνικήσωσιν επεβράδυνον την πορείαν της μικράς συνοδείας προς μεγάλην
+δυσαρέσκειαν του Δικ Σανδ.<br />
+&nbsp;<br />
+Ήσαν λιάναι συμπεπλεγμέναι, τας οποίας δικαίως ηδύνατό τις να παραβάλη προς
+άτακτον εξαρτισμόν πλοίου, κληματίδες τινές όμοιοι προς δαμασκηνά ξίφη
+επίκυρτα, των οποίων η λεπίς θα ήτο πεποικιλμένη διά μακρών ακανθών, φυτικοί
+όφεις, μακροί πεντήκοντα μέχρις εξήκοντα ποδών, οίτινες είχον την ιδιότητα να
+στρέφωνται, όπως κεντώσι τον διαβάτην διά των οξέων κέντρων των. </p>
+
+<p>Οι μαύροι με τον πέλεκυν ανά χείρας, έκοπτον αφειδώς, αλλ' αι λιάναι εκείναι
+ανεφύοντο ακαταπαύστως από της επιφανείας του εδάφους μέχρι της κορυφής
+των υψηλοτάτων δένδρων, τα οποία περιέστεφον. </p>
+
+<p>Το ζωικόν βασίλειον δεν ήτο ολιγώτερον περίεργον του φυτικού βασιλείου εν
+τω μέρει εκείνω της επαρχίας. </p>
+
+<p>Τα πτηνά περιίπταντο απειράριθμα υπό την άφθονον εκείνην διακλάδωσιν,
+αλλ' εννοείται ότι ουδένα πυροβολισμόν είχον να φοβηθώσιν εκ μέρους
+ανθρώπων, οίτινες ουδέν άλλο εζήτουν ειμή να διέλθωσι κρυφίως και ταχέως. </p>
+
+<p>Υπήρχον εκεί μυριάδες μελεαγρίδων, ατταγάδες διαφόρων ειδών, δυσκόλως
+πλησιαζόμενοι, καί τινα των πτηνών εκείνων άτινα οι βόρειοι Αμερικανοί
+αποκαλούσι κατ' ονοματοποιίαν «βιπ πούαρ γουόλ» τριών δηλαδή συλλαβών
+παριστωσών ακριβώς τας κραυγάς των. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ και ο Τωμ ηδύναντο αληθώς να νομίσωσιν ότι ευρίσκοντο είς τινα
+επαρχίαν της νέας ηπείρου. </p>
+
+<p>Αλλά φευ! εγνώριζον πού ήσαν. </p>
+
+<p>Μέχρι τότε τα άγρια θηρία τοσούτον επικίνδυνα εν αφρική δεν είχον πλησιάσει
+την μικράν συνοδείαν. Είδον εις τον πρώτον εκείνον σταθμόν καμηλοπαρδάλεις τας
+οποίας ο Χάρρης θα υπεδείκνυε βεβαίως ως στρουθοκαμήλους — αλλ' εις μάτην
+την φοράν ταύτην. </p>
+
+<p>Τα ταχύποδα εκείνα ζώα διήρχοντο ταχέως, πτοηθέντα εκ της εμφανήσεως
+ανθρώπων εις τα σπανίως συχναζόμενα εκείνα δάση. </p>
+
+<p>Μακράν, εις την άκραν των λειμώνων υψούτο ενίοτε πυκνόν νέφος κονιορτού.
+</p>
+
+<p>Ήτο αγέλη βουβάλων καλπαζόντων μετά κρότου αμαξίων βαρέως φορτωμένων.
+</p>
+
+<p>Επί δύο μίλια, ο Δικ Σανδ ηκολούθησε τοιουτοτρόπως το ρεύμα του ρυακίου,
+όπερ ώφειλε να καταλήξη είς τινα σπουδαιότερον ποταμόν. </p>
+
+<p>Επεθύμει πολύ να εμπιστευθή τους συντρόφους του εις το ταχύ ρεύμα ενός
+των ποταμών της χώρας, φρονών ότι τοιουτοτρόπως οι κίνδυνοι και οι κόποι θα
+ήσαν ολιγώτεροι. </p>
+
+<p>Περί την μεταμεσημβρίαν, τρία μίλια είχον διανυθή άνευ δυσαρέστου τινός
+συναντήσεως. Ουδέν ίχνος Χάρρη ή Νεγορού. Ο Δίγγος δεν ανεφάνη. </p>
+
+<p>Έπρεπε να σταθμεύσωσιν όπως αναπαυθώσι και λάβωσιν ολίγην τροφήν. </p>
+
+<p>Η κατασκήνωσις εγένετο εντός λόχμης ινδοκαλάμων, ήτις εστέγασε καθ'
+ολοκληρίαν την μικράν συνοδείαν. </p>
+
+<p>Ολίγα είδον διαρκούντος του γεύματος. Η κυρία Βέλδων ανέλαβε πάλιν το
+μικρόν τέκνον της εις τας αγκάλας της· δεν απέσπα απ' αυτού τα βλέμματά της· δεν
+ηδύνατο να φάγη. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πρέπει να λάβητε ολίγην τροφήν, κυρία Βέλδων, τη επανέλαβε
+πολλάκις ο Δικ Σανδ. Τι θα γίνετε εάν σας λείψουν αι δυνάμεις; Φάγετε, φάγετε!
+Μετ' ολίγον θα αρχίσωμεν πάλιν την πορείαν μας και έν καλόν ρεύμα θα μας φέρη
+ακόπως εις την παραλίαν. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων παρετήρει ασκαρδαμυκτί τον Δικ Σανδ ενώ τη ωμίλει
+τοιουτοτρόπως. </p>
+
+<p>Οι φλογεροί οφθαλμοί του νεαρού δοκίμου εξέφραζον όλον το θάρρος υπό του
+οποίου κατείχετο. </p>
+
+<p>Βλέπουσα αυτόν τοιούτον, παρατηρούσα τους αγαθούς εκείνους μαύρους,
+γυνή ούσα και μήτηρ, δεν ήθελεν να απελπισθή εισέτι. Άλλως τε δε διατί να
+απελπισθή;</p>
+
+<p>Δεν ενόμιζεν ότι ευρίσκεται επί φιλοξένου γης;</p>
+
+<p>Κατ' αυτήν, η προδοσία του Χάρρη δεν ηδύνατο να έχη σοβαράς συνεπείας.
+</p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ εμάντευε τους διαλογισμούς αυτής και έκλινε την κεφαλήν.<br />
+&nbsp;</p>
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'</h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΑΙ ΚΑΚΑΙ ΟΔΟΙ ΤΗΣ
+ΑΓΓΟΛΑΣ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Κατ' εκείνην την στιγμήν, ο μικρός Ζακ αφιπνίσθη και επέρασε τους βραχίονάς του
+εις τον τράχηλον της μητρός του. Οι οφθαλμοί του ήσαν εις καλλιτέραν κατάστασιν.
+Ο πυρετός δεν είχεν επανέλθει. </p>
+
+<p>Είσαι καλλίτερα αγάπη μου; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων θλίβουσα το πάσχον
+τέκνον επί της καρδίας της.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, μήτερ, απεκρίθη ο Ζακ, αλλά διψώ ολίγον. Δεν ηδυνήθησαν να
+δώσωσιν εις το παιδίον ειμή ύδωρ δροσερόν, εκ του οποίου έπιεν ευχαρίστως
+ολίγας σταγόνας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και ο φίλος μου Δικ; ηρώτησεν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εδώ είμαι, απεκρίθη ο Δικ Σανδ πλησιάσας και λαβών την χείρα του
+παιδίου.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Και ο φίλος μου Ηρακλής . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Παρών ο Ηρακλής, κύριε Ζακ, απήντησεν ο γίγας πλησιάζων το
+αγαθόν του πρόσωπον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και ο ίππος; ηρώτησεν ο μικρός Ζακ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο ίππος; Ανεχώρησε, κύριε Ζακ, απεκρίθη ο Ηρακλής. Τώρα εγώ είμαι
+ο ίππος! Εγώ σας φέρω. Μήπως ευρίσκετε το κάλπασμα δυνατόν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι απεκρίθη ο μικρός Ζακ, αλλά τότε δεν έχω πλέον να κρατώ
+χαλινόν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ω! θα μου βάλετε χαλινόν, εάν θέλετε, είπεν ο Ηρακλής ανοίγων το
+πλατύ στόμα του, και θα με σύρετε όσον σας ευχαριστεί. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ηξεύρεις ότι εγώ σχεδόν δεν θα σύρω. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα έχετε άδικον, διότι έχω το στόμα σκληρόν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλ' η έπαυλις του κυρίου Χάρρη; . . . ηρώτησε και πάλιν το μικρόν
+παιδίον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα φθάσωμεν μετ' ολίγον, Ζακ, είπεν η κυρία Βέλδων. Ναι . . . μετ'
+ολίγον . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Θέλετε να επαναλάβωμεν την οδοιπορίαν; είπεν τότε ο Δικ Σανδ, διά
+να διακόψη την συνομιλίαν εκείνην. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, Δικ, εμπρός, απεκρίθη η κυρία Βέλδων. Ηγέρθησαν λοιπόν όλοι
+και η πορεία επανελήφθη κατά την αυτήν τάξιν.<br />
+&nbsp;<br />
+Έπρεπε να διέλθωσι διά μέσου της πυκνάδος, και να μη εγκαταλίπωσι το ρεύμα
+του ρυακίου.<br />
+&nbsp;<br />
+Ναι μεν υπήρχον άλλοτε εκεί ατραποί τινες αλλ' αι ατραποί εκείναι απέθανον, κατά
+την εγχώριον έκφρασιν, ήτοι ότι κατεπλημμύρησαν αυτάς άκανθαι και θάμνοι.
+</p>
+
+<p>Εδέησε τότε να διανήσωσιν έν μίλιον υπό τοιαύτας συνθήκας και να
+δαπανήσωσι προς τούτο τρεις ώρας. Οι μαύροι ειργάζοντο αδιακόπως. </p>
+
+<p>Ο Ηρακλής αφού παρέδωκε πάλιν τον μικρόν Ζακ εις την Ναν, έλαβε μέρος εις
+την εργασίαν, και οποίον μέρος!</p>
+
+<p>Εξέπεμπε κραυγάς ηχηράς οσάκις περιέστρεφε τον πέλεκυν, και μέγα άνοιγμα
+εγίνετο εκεί, ως εάν υπήρχε παμφάγον πυρ. </p>
+
+<p>Ευτυχώς η κοπιώδης εκείνη εργασία δεν έμελλε να διαρκέση πολύ. </p>
+
+<p>Αφού διήνυσαν το πρώτον εκείνο μίλιον, είδον ευρύ άνοιγμα διερχόμενον το
+δάσος και απολήγον πλαγίως του ρύακος του οποίου παρηκολούθει την ακτήν.
+</p>
+
+<p>Ήτο δίοδος ελεφάντων, και τα ζώα ταύτα, κατά εκατοντάδας βεβαίως, είχον την
+συνήθειαν να κατέρχονται το μέρος εκείνο του δάσους. </p>
+
+<p>Μεγάλαι οπαί, γενόμεναι από των ποδών των τεραστίων παχυδέρμων
+εχάρασσον έδαφος κάθυγρον κατά την εποχήν των βροχών και του οποίου η
+σπογγώδης φύσις ήτο κατάλληλος εις αποτύπωσιν τοιούτων ιχνών.<br />
+&nbsp;<br />
+Μετ' ολίγον εφάνη ότι η δίοδος εκείνη δεν εχρησίμευε μόνον εις τα γιγαντιαία
+εκείνα ζώα. </p>
+
+<p>Ανθρώπινα όντα πλέον ή άπαξ θα διήλθον εκείθεν, αλλ' ως θα την διήρχοντο
+ποίμνια κτηνωδώς οδηγούμενα εις το σφαγείον. </p>
+
+<p>Τήδε κακείσε, οστά ευρίσκοντο επί του εδάφους, υπόλοιπα σκελετών
+ημιφαγωθέντων υπό των αγρίων θηρίων και των οποίων τινές έφερον εισέτι τα
+δεσμά του δούλου. </p>
+
+<p>Εν τη κεντρική Αφρική υπάρχουσι μακροί οδοί κατεσπαρμέναι τοιουτοτρόπως
+υπό ανθρωπίνων λειψάνων. </p>
+
+<p>Εκατοντάδας μιλίων διανύουσιν αι συνοδείαι και πολλοί δυστυχείς πίπτουσι
+καθ' οδόν υπό την μάστιγα των οδηγών, θνήσκοντες υπό του κόπου ή των
+στερήσεων, δεκατιζόμενοι υπό των ασθενειών. </p>
+
+<p>Πόσοι πάλιν σφάζονται υπό αυτών τούτων των σωματεμπόρων, όταν
+ελείψωσιν αι ζοωτροφίαι! Ναι όταν δεν έχωσι πλέον να τους θρέψωσι, τους
+φονεύουσι διά του πυροβόλου, διά της σπάθης, διά της μαχαίρας και αι σφαγαί
+αύται δεν είναι σπάνιαι!</p>
+
+<p>Ούτω λοιπόν, συνοδείαι δούλων θα διήλθον την οδόν εκείνην. </p>
+
+<p>Επί έν μίλιον, ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού προσέκρουσαν ανά παν βήμα εις τα
+διεσπαρμένα εκείνα οστά, αποδιώκοντες πληθύν αιγοθήλων οίτινες διά βαρείας
+πτήσεως έφευγον εις την προσέγγισίν του και περιεστρέφοντο εν τω αέρι. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων παρετήρει χωρίς να βλέπη. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ έτρεμε μήπως τον εξετάση, καθότι διετήρει την ελπίδα ότι ήθελε την
+επαναφέρει εις την παραλίαν, χωρίς να τη αποκαλύψη ότι η προδοσία του Χάρρη
+τους είχεν αποπλανήσει εις επαρχίαν αφρικανικήν.<br />
+&nbsp;<br />
+Ευτυχώς η κυρία Βέλδων δεν εζήτει εξηγήσεις περί όσων έβλεπεν. </p>
+
+<p>Ηθέλησε να αναλάβη το τέκνον της, και ο μικρός Ζακ, κοιμώμενος περιέσπα
+όλην την σκέψιν της.</p>
+
+<p>Ο Ναν εβάδιζε πλησίον της, και μήτε η μία μήτε η άλλη απέτεινον εις τον
+νεαρόν δόκιμον τας τρομεράς ερωτήσεις, τας οποίας ούτος εφοβείτο.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο γέρων Τωμ επροχώρει με οφθαλμούς τεταπεινωμένους. </p>
+
+<p>Κάλλιστα εννόει διατί η ατραπός εκείνη ήτο κατεσπαρμένη υπό ανθρωπίνων
+οστέων. </p>
+
+<p>Οι σύντροφοι του παρετήρουν δεξιά και αριστερά έκπληκτοι, νομίζοντας ότι
+διήρχοντο απέραντον νεκροταφείον, του οποίου τους τάφους ανέτρεψε
+κατακλυσμός, αλλ' εβάδιζον σιωπηλώς.<br />
+&nbsp;<br />
+Εν τούτοις η κοίτη του ρυακίου εγίνετο βαθυτέρα και πλατυτέρα, συγχρόνως δε το
+ρεύμα αυτού ήτο ολιγώτερον χειμαρρώδες. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ ήλπιζεν ότι μετ' ολίγον ήθελε καταστή πλωτόν ή ότι θα εχύνετο εις
+άλλον τινά μεγαλύτερον ποταμόν, εισβάλλοντα εις τον Ατλαντικόν. </p>
+
+<p>Η μόνη λοιπόν απόφασις του νεαρού δοκίμου ήτο να ακολουθήση πάση θυσία
+το ρεύμα εκείνο. </p>
+
+<p>Ώστε δεν εδίστασε να εγκαταλείψη την δίοδον εκείνην, όταν είδεν ότι αύτη,
+ανερχομένη πλαγίως, απεμακρύνετο του ρυακίου. </p>
+
+<p>Η μικρά συνοδεία εισήλθεν εκ νέου εις το πυκνόν δάσος. </p>
+
+<p>Ώδευσε δε, τη βοηθεία του πελέκεως, διά μέσου των λιανών και των
+αδιαξιτήτως περιπεπλεγμένων κληματίδων. </p>
+
+<p>Αλλ' εάν τα φυτά εκείνα έφραττον το έδαφος, δεν ήτο όμως το πυκνόν εκείνο
+δάσος, όπερ εύρον κατά την είσοδον.<br />
+&nbsp;<br />
+Τα δένδρα εγίνοντο σπάνια. Μεγάλοι αστάχεις ινδοκαλάμων ωρθούντο μόνον
+άνωθεν των χόρτων, άτινα ήσαν τόσω υψηλά, ώστε μήτε ο Ηρακλής ηδύνατο να τα
+υπερβή κατά το ύψος. </p>
+
+<p>Η δίοδος της μικράς συνοδείας μόνον εκ της κινήσεως των στελεχών εκείνων
+ηδύνατο να παρατηρηθή. </p>
+
+<p>Κατά την ημέραν εκείνην, περί την τρίτην ώραν μετά μεσημβρίαν, η φύσις του
+εδάφους μετεβλήθη εντελώς. </p>
+
+<p>Ήσαν ευρείαι πεδιάδες αίτινες θα είχον καταπλημμυρισθή ολοτελώς κατά την
+εποχήν των βροχών. </p>
+
+<p>Το έδαφος μάλλον ελώδες, εκαλύπτετο υπό πυκνών βρύων, εφ' ων υπερέκειντο
+θελκτικώταται πτέριδες. Εάν εν τω μεταξύ συνήντων λοφίσκον τινά ξηρόν, αμέσως
+παρετήρουν τον φαιόν αιματίτην, τελευταία λείψανα βεβαίως πλουσίου τινός
+μεταλλικού στρώματος. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ ενθυμήθη τότε λίαν εγκαίρως, όσα είχεν αναγνώσει εν ταις
+περιοδείαις του Λιβηγγστώνος. </p>
+
+<p>Πλέον ή άπαξ ο τολμηρός περιηγητής εκινδύνευσε να ταφή εις τα έλη εκείνα,
+λίαν άπιστα εις τον πόδα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Προσέχετε, φίλοι μου, είπε προπορευόμενος. Δοκιμάζετε το έδαφος,
+πριν πατήσετε επ' αυτού.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τωόντι, είπεν ο Τωμ, θα έλεγέ τις ότι αυτά τα χώματα εποτίσθησαν
+από της βροχής και εν τούτοις δεν έβρεξε κατά τας τελευταίας ταύτας ημέρας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι απεκρίθη ο Βαρθολομαίος, αλλ' η καταιγίς δεν είναι μακράν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Λόγος ισχυρότερος, απήντησεν ο Δικ Σανδ, να σπεύσωμεν να
+υπερβώμεν το έλος τούτο πριν ή εκραγή. — Ηρακλή, λάβε πάλιν τον μικρόν Ζακ εις
+τας αγκάλας σου. Βαρθολομαίε, Αυγουστίνε, μένετε πλησίον της κυρίας Βέλδων,
+εις τρόπον ώστε να δυνηθήτε να την υποστηρίξετε εν ανάγκη. — Υμείς δε, κύριε
+Βενέδικτε. Ε! τι κάμνετε, κύριε Βενέδικτε;</p>
+
+<p>&nbsp;— Πίπτω! απεκρίθη απλούστατα ο εξάδελφος Βενέδικτος, όστις εγένετο
+άφαντος, ως εάν καταπακτή τις ηνεώχθη αιφνιδίως υπό τους πόδας του. </p>
+
+<p>Τωόντι ο δυστυχής εκείνος είχεν εμπέσει είς τινα χαράδραν και εβυθίσθη μέχρι
+της μέσης εντός στερεού πηλού. </p>
+
+<p>Τω έτεινον τας χείρας, και ηγέρθη πλήρης ιλύος, αλλά λίαν ευχαριστημένος
+διότι το πολύτιμον εντομολογικόν κιβώτιόν του δεν έπαθε τίποτε. </p>
+
+<p>Ο Ακτέων ετέθη πλησίον του, προσταχθείς να προλαμβάνη πάσαν νέαν πτώσιν
+του απροσέκτου μύωπος. </p>
+
+<p>Άλλως τε ο εξάδελφος Βενέδικτος κακώς εξελέξατο την χαράδραν εκείνην, εν ή
+κατεβυθίσθη. </p>
+
+<p>Ότε τον ανέσυρον εκ του βορβορώδους εκείνου εδάφους, πλήθος πομφολύγων
+ανήλθον εις την επιφάνειαν, αίτινες διαρραγείσαι ανέδωσαν αέρια πνιγηράς
+οσμής. </p>
+
+<p>Ο Λίβιγγστων όστις ενίοτε και μέχρι του στήθους εβυθίσθη εις τοιαύτην ιλύν,
+παρέβαλε τας γαίας ταύτας προς σύνολον υπερμεγεθών σπόγγων πεπλασμένων εκ
+γης μελαίνης και πορόδους, από των οποίων ανεπήδων άπειρα ρυάκεια, οσάκις ο
+πους επάτει επ' αυτών. </p>
+
+<p>Αι δίοδοι εκείναι ήσαν πάντοτε επικίνδυνοι. </p>
+
+<p>Επί ήμισυ μίλιον ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού ηναγκάσθησαν να βαδίζωσιν επί
+του σπογγώδους εκείνου εδάφους. </p>
+
+<p>Εγένετο μάλιστα τούτο τοσούτω κακόν, ώστε η κυρία Βέλδων εσταμάτησε,
+καθότι εβυθίζετο μέχρι κνήμης εν τη χαράδρα. </p>
+
+<p>Ο Ηρακλής, ο Βαρθολομαίος και Αυγουστίνος, θελήσαντες να την απαλλάξωσι
+από τον κόπον τοιαύτης δυσχερούς διαβάσεως της ελώδους εκείνης πεδιάδος,
+κατεσκεύασαν φορείον εξ ινδοκαλάμων, επί του οποίου εκείνη συγκατετέθη να
+αναβή. </p>
+
+<p>Ο Μικρός Ζακ ετέθη εις τας αγκάλας της και ήρχισαν πάλιν να διασχίζωσιν όσω
+το δυνατόν ταχύτερον το λοιμώδες εκείνο έλος.<br />
+&nbsp;<br />
+Αι δυσχέρειαι υπήρξαν μεγάλαι. </p>
+
+<p>Ο Ακτέον εκράτει ισχυρώς τον εξάδελφον Βενέδικτον. </p>
+
+<p>Ο Τωμ εβοήθει την Ναν, ήτις άνευ αυτού πολλάκις θα εβυθίζετο είς τινα
+ρωγμήν.</p>
+
+<p>Οι τρεις άλλοι μαύροι εβάσταζον το φορείον. </p>
+
+<p>Προπορευόμενος ο Δικ Σανδ εξήταζε το έδαφος. </p>
+
+<p>Η εκλογή της θέσεως, όπου έπρεπε να θέσωσι τον πόδα δεν εγίνετο ευκόλως.
+</p>
+
+<p>Έπρεπε κατά προτίμησιν να βαδίζωσιν επί των οφρύων, τας οποίας εκάλυπτε
+πυκνόν και σκληρόν χόρτον αλλά πολλάκις δεν ευρίσκετο σημείον στηρίγματος και
+εβυθίζοντο μέχρι γόνατος εν τω βορβόρω. </p>
+
+<p>Τέλος, περί την πέμπτην ώραν της εσπέρας, υπερπηδηθέντος του έλους το
+έδαφος επανέλαβεν αρκούσαν σκληρότητα, χάρις εις την αργιλώδη φύσιν του αλλ'
+ησθάνετό τις υγρόν εις τα υποκάτωθεν. </p>
+
+<p>Προφανώς τα εδάφη εκείνα ήσαν χαμηλώτερα των γειτονικών αυτών ποταμών,
+και το ύδωρ διέρεε διά των πόρων. </p>
+
+<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν, η θερμότης κατέστη υπερβολική. Θα ήτο μάλιστα
+αφόρητος, εάν πυκνά θυελλώδη νέφη δεν παρενεβάλλοντο μεταξύ των φλογερών
+ακτίνων και του εδάφους. </p>
+
+<p>Μακρυναί αστραπαί ήρχιζον να διασχίζωσι τα νέφη και υπόκωφοι βρονταί
+εμυκώντο εις τα βάθη του ουρανού. Έμελλε να εκραγή τρομερά θύελλα. </p>
+
+<p>Οι τοιούτοι κατακλυσμοί είναι φοβεροί εις αφρικήν, βροχαί χειμαρρώδεις,
+ανεμοστρόβιλοι εις ους και αυτά τα στερεότερα δεν δύνανται να ανθέξωσι,
+κεραυνοί αλλεπάλληλοι, τοιαύτη η πάλη των στοιχείων υπό το πλάτος εκείνο. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ εγίνωσκε τούτο καλώς, και κατελήφθη υπό μεγίστης ανησυχίας. Δεν
+ηδύναντο να διέλθωσι την νύκτα αστέγαστοι. </p>
+
+<p>Η πεδιάς ηδύνατο να κατακλυσθή και ουδέν μέρος εφαίνετο κατάλληλον να
+χρησιμεύση ως καταφύγιον. </p>
+
+<p>Αλλά το καταφύγιον πού να το ζητήσωσιν εις το έρημον εκείνο άνευ δένδρων,
+άνευ θάμνων, κοίλωμα;</p>
+
+<p>Και αυτά τα έγκατα του εδάφους δεν θα το έδιδαν. </p>
+
+<p>Εις δύο πόδας υπό την επιφάνειαν θα εύρισκον ύδωρ. </p>
+
+<p>Εντούτοις προς βορράν σειρά λόφων ουχί υψηλών εφαίνετο περιορίζουσα την
+ελώδη πεδιάδα. </p>
+
+<p>Ωμοίαζεν ως το πλαίσιον της κοιλότητος του εδάφους</p>
+
+<p>Δένδρα τινά εφαίνοντο επί της τελευταίας τινός ζώνης μάλλον ανοιχτής, την
+οποίαν τα νέφη εσχημάτιζον εις την γραμμήν του ορίζοντος. </p>
+-2-
+<p>Εκεί, εάν δεν ευρίσκετο εισέτι καταφύγιον, η μικρά συνοδεία δεν θα
+εκινδύνευε τουλάχιστον να καταληφθή υπό της επερχομένης θυέλλης. </p>
+
+<p>Εκεί ήτο ίσως η σωτηρία πάντων. — Εμπρός, φίλοι μου, εμπρός!
+επανελάμβανεν ο Δικ Σανδ. Τρία μίλια εισέτι, και θα ήμεθα εν πλειοτέρα ασφάλεια
+ή εν τη πεδιάδι. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εμπρός! εμπρός! ανέκραξεν ο Ηρακλής. Ο αγαθός μαύρος ήθελε να
+λάβη όλους εις τας αγκάλας του και να τους φέρη αυτός μόνος. </p>
+
+<p>Αι λέξεις αύται ενεψύχουν τους θαρραλέους εκείνους ανθρώπους, και μεθ'
+όλους τους καμάτους μιας ημέρας πορείας επροχώρουν ταχύτερον τότε ή κατά την
+έναρξιν της οδοιπορείας. </p>
+
+<p>Όταν εξεράγη η θύελλα, το μέρος εις ο έπρεπε να φθάσωσιν ευρίσκετο εισέτι
+δύο μίλια μακράν. Ευτυχώς η βροχή δεν συνώδευσε τας πρώτας αστραπάς, αίτινες
+αντηλλάγησαν μεταξύ του εδάφους και των ηλεκτρικών νεφών. </p>
+
+<p>Η σκοτία τότε εγένετο σχεδόν τελεία, ει και ο ήλιος δεν εξηφανίσθη όπισθεν
+του ορίζοντος. </p>
+
+<p>Αλλ' ο θόλος των ατμών εταπεινούτο ολίγον κατ' ολίγον, ως εάν ηπείλει να
+καταρρεύση — κατάρρευσις ήτις έμελλε να διαλυθή εις βροχήν χειμαρρώδη.<br />
+&nbsp;<br />
+Αστραπαί, ερυθραί ή κυαναί, διέσχιζον αυτόν εις μύρια μέρη και περιέζωνον την
+πεδιάδα δι' αδιεξιτήτου δικτύου πυρών. </p>
+
+<p>Εικοσάκις ο Δικ και οι μετ' αυτού εκινδύνευσαν να κεραυνοβοληθώσιν. </p>
+
+<p>Επί του οροπεδίου εκείνου του αδένδρου, εσχημάτιζον τα μόνα εξέχοντα
+σημεία και ηδύναντο να ελκύσωσι τας ηλεκτρικάς βολάς. </p>
+
+<p>Ο Ζακ, αφυπνισθείς υπό των κρότων του κεραυνού, εκρύπτετο εις τας αγκάλας
+του Ηρακλέους. </p>
+
+<p>Εφοβήθη μεν το πτωχόν παιδίον, αλλά δεν ήθελε να το αποδείξη εις την μητέρα
+του διά να μη την λυπήση περισσότερον. </p>
+
+<p>Ο Ηρακλής, οδεύων μεγάλοις βήμασι, τον παρηγόρει όσον ηδύνατο. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μη φοβείσθε, Ζακάκι, επανελάμβανεν. Εάν ο κεραυνός μας
+πλησιάση, θα τον σπάσω εις δύο με την μίαν μόνον χείρα. Είμαι δυνατώτερος
+αυτού. </p>
+
+<p>Και αληθώς, η δύναμις του γίγαντος καθησύχαζεν ολίγον τον μικρόν Ζακ. </p>
+
+<p>Εν τούτοις δεν θα εβράδυνε να πέση και τότε τα νέφη εκείνα συμπυκνούμενα
+θα κατέρριπτον χειμάρρους. </p>
+
+<p>Τι θα εγίνοντο η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής, εάν δεν εύρισκον καταφύγιόν
+τι;</p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ έστη προς στιγμήν πλησίον του γέροντος Θωμά. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι να πράξωμεν; είπε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Να εξακολουθήσωμεν την πορείαν μας, κύριε Δικ, απήντησεν ο Τωμ.
+Δεν ειμπορούμεν να μείνωμεν εις αυτήν την πεδιάδα, την οποίαν θα μεταβάλη μετ'
+ολίγων εις βάλτον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, Τωμ, όχι! αλλά καταφύγιον πού; ποίον; έστω και μία καλύβη! . . .
+</p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ διέκοψε αποτόμως την φράσιν του. Αστραπή τις λευκοτέρα
+εφώτισεν όλην την πεδιάδα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι βλέπω εκεί, έν τέταρτον μιλίου μακράν; . . . ανέκραξεν ο Δικ Σανδ.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, και εγώ είδον . . . . απεκρίθη ο γέρων Τωμ κινών την κεφαλήν.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν είναι στρατόπεδον;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, κύριε Δικ . . . θα είναι στρατόπαιδον ιθαγενών. </p>
+
+<p>Νέα αστραπή επέτρεψε να παρατηρήσωσι καθαρώτερον το στρατόπαιδον
+εκείνο, όπερ κατείχε μέρος της απεράντου πεδιάδος. </p>
+
+<p>Εκεί πράγματι υψούτο εκατοντάς κωνικών σκηνών, συμμέτρως τεταγμένων και
+εχουσών ύψος δώδεκα μέχρι δεκαπέντε ποδών. Άλλως τε δε ούτε είς στρατιώτης
+εφαίνετο. </p>
+
+<p>Μήπως ήσαν κεκλεισμένοι υπό τας σκηνάς των, όπως αφήσωσι να παρέλθη η
+θύελλα, ή μήπως το στρατόπεδον ήτο εγκαταλελειμένον;</p>
+
+<p>Εν τη πρώτη περιπτώσει ο Δικ Σανδ, οίαι δήποτε και αν ήσαν αι απειλαί του
+ουρανού, έπρεπε να φύγη όσον τάχιστα· Εν τη δευτέρα εκεί θα ήτο ίσως το
+ζητούμενον καταφύγιον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα το μάθω, είπεν. </p>
+
+<p>Είτα, αποτεινόμενος προς τον γέροντα Τωμ·<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Μείνετε, εδώ, προσέθηκε. Να μη με ακολουθήση κανείς. Θα υπάγω να
+κατασκοπεύσω το στρατόπεδον εκείνο. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αφήσατε να σας συνοδεύση είς εξ ημών, κύριε Δικ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, Τωμ. Θα υπάγω μόνος. Ειμπορώ να πλησιάσω, χωρίς να φανώ.
+Μείνετε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Η μικρά συνοδεία, ης προεπορεύοντο ο Τωμ και ο Δικ Σανδ, έστη. Ο
+νεαρός δόκιμος απεσπάσθη αμέσως και εγένετο άφαντος εν μέσω της σκοτίας, ήτις
+ήτο βαθυτάτη, όταν αι αστραπαί δεν διέσχιζον τα νέφη.</p>
+
+<p>Μεγάλαι σταγόνες βροχής ήρχιζον ήδη να πίπτωσι. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι συμβαίνει; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων πλησιάσασα τον γέροντα
+μαύρον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είδομεν ένα στρατόπεδον, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο Τωμ, έν
+στρατόπεδον . . . ή ίσως χωρίον, και ο πλοίαρχός μας ηθέλησε να υπάγη να το
+κατασκοπεύση, πριν μας φέρη εκεί. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων ηρκέσθη εις την απάντησιν εκείνην. </p>
+
+<p>Μετά τρία λεπτά, ο Δικ Σανδ επέστρεψεν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Έλθετε! Έλθετε! έκραξε διά φωνής μαρτυρούσης όλην την
+ευχαρίστησίν του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Το στρατόπεδον είναι εγκαταλελειμένον; ηρώτησεν ο Τωμ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν είναι στρατόπεδον! απεκρίθη ο νεαρός δόκιμος, μήτε χωρίον!
+είναι μυρμηκιαί. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μυρμηκιαί! ανέκραξεν ο εξάδελφος Βενέδικτος, τον οποίον εξήγειρεν
+η λέξις αύτη. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, κύριε Βενέδικτε, αλλά μυρμηκιαί υψηλαί δώδεκα πόδας
+τουλάχιστον, και εις τας οποίας θα προσπαθήσωμεν να χωθώμεν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά τότε απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος θα είναι μυρμηκιαί των
+φιλοπολέμων ή των αδηφάγων τερμιτών! Μόνον τα ευφυή ταύτα έντομα εγείρουσι
+τοιαύτα μνημεία, τα οποία θα ετίμων και τους περιφημοτέρους αρχιτέκτονας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είτε είναι είτε δεν είναι τερμίται, κύριε Βενέδικτε, απήντησεν ο Δικ
+Σανδ, πρέπει να τους εκτοπίσωμεν και να καταλάβωμεν την θέσιν των. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα μας καταφάγωσι. Και θα έχωσι δίκαιον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δρόμον, δρόμον!</p>
+
+<p>&nbsp;— Περιμένετε δα! είπε πάλιν ο εξάδελφος Βενέδικτος. Ενόμιζον ότι αι
+μυρμηκιαί αύται ευρίσκονται μόνον εις την Αφρικήν!</p>
+
+<p>&nbsp;— Εμπρός! έκραξε διά τελευταίαν φοράν ο Δικ Σανδ με είδος τι
+αποτομότητος, τόσον εφοβείτο μήπως ήκουσεν η κυρία Βέλδων την υπό του
+εντομολόγου προφερθείσαν τελευταίαν ταύτην λέξιν. </p>
+
+<p>Ηκολούθησαν τον Δικ Σανδ εν πάση σπουδή. Είχεν εγερθή μανιώδης άνεμος.
+Παχείαι σταγόνες χιόνος έπιπτον επί του εδάφους. Μετ' ολίγας στιγμάς, η λαίλαψ
+θα καθίστατο αφόρητος. </p>
+
+<p>Μετ' ολίγον έφθασαν εις ένα των εν τη πεδιάδι ορθουμένων εκείνων κώνων,
+όσον δε και αν ήσαν απειλητικοί οι τερμίται, δεν έπρεπε να διστάσωσιν όπως
+συμμεθέξωσι την κατοικίαν των, εάν δεν ήθελον δυνηθή να τους αποδιώξωσι.</p>
+
+<p>Εις το κάτω μέρος του κώνου, κατασκευασμένη εξ είδους τινος ερυθρωπής
+αργίλου, ηνοίγετο στενωτάτη οπή, την οποίαν ο Ηρακλής επλάτυνεν εις ολίγας
+στιγμάς διά της μαχαίρας του, ούτως ώστε να δύναται να διέλθη δι' αυτής
+άνθρωπος ως αυτός. </p>
+
+<p>Προς μεγίστην έκπληξιν του εξαδέλφου Βενεδίκτου δεν ενεφανίσθη ούτε είς εκ
+των χιλιάδων εκείνων των τερμιτών, οίτινες έπρεπε να κατέχωσι την μυρμηκιάν. Ο
+κώνος λοιπόν ήτο εγκαταλελειμένος;</p>
+
+<p>Ευρυνθείσης της οπής, ο Δικ και οι μετ' αυτού εισήλθον εκεί και ο Ηρακλής
+εξηφανίσθη τελευταίος, καθ' ήν στιγμήν η βροχή έπιπτε μετά τοσαύτης μανίας,
+ώστε εφαίνετο σβύνουσα τας αστραπάς. </p>
+
+<p>Αλλά δεν εφοβούντο πλέον την καταιγίδα εκείνην. Ευτυχής συγκυρία είχε
+προμηθεύσει εις την μικράν συνοδείαν το στερεόν εκείνο καταφύγιον, καλλίτερον
+σκηνής, καλλίτερον καλύβης ιθαγενούς. </p>
+
+<p>Ήτο είς εκ των κώνων εκείνων οίτινες κατά την σύγκρισιν του υποπλοιάρχου
+Καμερών, ένεκεν της υπό τοσούτω μικρών εντόμων κατασκευής αυτών, είναι
+καταπληκτικότεροι των πυραμίδων της Αιγύπτου, οικοδομηθεισών υπό
+ανθρωπίνων χειρών. </p>
+
+<p>«Είναι λέγει, ως εάν λαός τις έκτισε το όρος Έβερστ το υψηλότερον των
+Ιμαλαΐων ορέων!»</p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'.</h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΜΑΘΗΜΑ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΥΡΜΗΚΩΝ
+ΕΝ ΜΥΡΜΗΚΩΝΙ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Κατ' εκείνην την στιγμήν, η θύελλα εξερήγνυτο μετά βιαιότητος αγνώστου εις τα
+εύκρατα πλάτη. </p>
+
+<p>Κατά θείαν πρόνοιαν ο Δικ Σανδ και μετ' αυτού εύρον το καταφύγιον εκείνο.
+</p>
+
+<p>Τωόντι η βροχή δεν έπιπτε πλέον κατά σταγόνας διακεκριμένας, αλλά κατά
+ρύακας ύδατος ποικίλου πάχους. </p>
+
+<p>Ενίοτε ήτο συμπαγής μάζα και ομοιάζουσα καταρράκτην, Νιαγάραν. </p>
+
+<p>Φαντασθήτε εναέριον δεξαμενήν, περιέχουσαν ολόκληρον θάλασσαν, και
+ανατρεπομένην αιφνιδίως. </p>
+
+<p>Υπό τοιαύτας ροάς το έδαφος πλημμυρίζει, αι πεδιάδες μεταβάλλονται εις
+λίμνας, οι ρύακες εις χειμάρρους, οι ποταμοί εκχειλίζουσι και καλύπτουσιν
+ευρυτάτας εκτάσεις. </p>
+
+<p>Εναντίον του ό,τι συμβαίνει εις τας ευκράτους ζώνας ένθα αι θύελλαι δεν
+έχουσι μεγάλην διάρκειαν, εν Αφρική, όσον ισχυραί και αν ήναι, διαρκούσιν
+ημέρας ολοκλήρους.<br />
+&nbsp;<br />
+Πώς τόσος ηλεκτρισμός αποθηκεύεται εις τα νέφη; πώς τόσοι ατμοί συσωρεύονται;
+είναι δύσκολον να το εξηγήση τις.<br />
+&nbsp;<br />
+Και όμως συμβαίνει και δύναταί τις να υποθέση ότι μετεφέρθη εις τας εκτάκτους
+εποχάς της κατακλυσμιαίας περιόδου. Ευτυχώς ο μηρμηκών, πυκνότατος κατά τας
+πλευράς ήτο εντελώς αδιαπέραστος. </p>
+
+<p>Καλύβη καστόρων, εκ πηλού καλώς κατεργασθείσα, δεν θα ήτο μάλλον
+στεγανή. </p>
+
+<p>Χείμαρρος ηδύνατο να διέλθη υπεράνω αυτού, χωρίς ουδέ μία σταγών να
+εισδύση διά των πόρων αυτού. </p>
+
+<p>Άμα ο Δικ και οι μετ' αυτού κατέλαβον τον κώνον, ησχολήθησαν να εξετάσωσι
+την εσωτερικήν διασκευήν. Ήναψαν λυχνίαν και ο μυρμηκών εφωτίσθη επαρκώς.
+</p>
+
+<p>Ο κώνος εκείνος είχε δώδεκα ποδών ύψος και ένδεκα πλάτος, εκτός του
+ανωτέρου μέρους όπερ εστρογγυλούτο εν σχήματι κεφαλοσακχάρου.<br />
+&nbsp;<br />
+Πανταχού, το πάχος των πλευρών ήτο ενός ποδός περίπου, κενόν τι δε υπήρχε
+μεταξύ των σειρών των κυψελών, αίτινες εκάλυπτον αυτάς. </p>
+
+<p>Αν και εκπλήττεται τις διά την κατασκευήν τοιούτων κτιρίων, οφειλομένων εις
+τας βιομηχανικάς φάλαγγας εντόμων, ουχ' ήττον είναι αληθές ότι ευρίσκονται
+συχνάκις εις τα ενδότερα της Αφρικής. </p>
+
+<p>Ολλανδός τις περιηγητής του παρελθόντος αιώνος, ο Σμήθμαν, ανήλθε μετά
+τεσσάρων συντρόφων του εις την κορυφήν ενός τοιούτου κώνου. </p>
+
+<p>Εν τω Λουνδέ, ο Λίβιγγστων παρετήρησε πολλούς τοιούτους μυρμηκώνας,
+εκτισμένους δι' ερυθράς αργίλου και έχοντες ύψος δεκαπέντε και είκοσι ποδών.<br
+/>
+&nbsp;<br />
+Ο υποπλοίαρχος Καμερών εξέλαβε πολλάκις ως στρατόπεδον τας συσσωρεύσεις
+ταύτας των κώνων, αίτινες ωρθούντο εν τη πεδιάδι της Νυαγγβέ. </p>
+
+<p>Έστη μάλιστα ενώπιον αληθών οικοδομημάτων, ουχί είκοσι ποδών, αλλά
+τεσσαράκοντα και πεντήκοντα, τεραστίων στρογγύλων κώνων κοσμουμένων διά
+κωδωνίσκων ως ο θόλος καθεδρικού ναού, ως εκείνους τους οποίους κέκτηται η
+μεσημβρινή Αφρική. </p>
+
+<p>Εις ποίον είδος μυρμήκων ωφείλετο η θαυμασία οικοδομή των μυρμηκώνων
+τούτων;</p>
+
+<p>&nbsp;— Εις τον φιλοπόλεμον τερμίτην, είχεν αποκριθή αδιστάκτως ο
+εξάδελφος Βενέδικτος, άμα αναγνωρίσας την φύσιν της ύλης εξ ης
+κατεσκευάσθησαν. </p>
+
+<p>Και πράγματι, αι πλευραί ήσαν κατεσκευασμέναι εξ ερυθρωπής αργίλου. Εάν
+ήσαν κατεσκευασμέναι εξ άλλης γης, θα απεδίδοντο εις τον «δηκτικόν τερμίτην» ή
+τον «άγριον τερμίτην». </p>
+
+<p>Ως βλέπομεν τα έντομα ταύτα έχουσιν ονόματα ήκιστα ενθαρρυντικά, άτινα
+μόνον εις σπουδαίον εντομολόγον, οίος ήτο ο εξάδελφος Βενέδικτος ηδύναντο να
+αρέσκωσι.<br />
+&nbsp;<br />
+Το κεντρικόν μέρος του θόλου, εν τω οποίω κατ' αρχάς η μικρά συνοδεία εύρε
+θέσιν και όπερ εσχημάτιζε το εσωτερικόν κενόν, δεν θα ήρκη να την περιλάβη·
+αλλά ευρείαι κοιλότητες αλλεπάλληλοι εσχημάτιζον τοσαύτας καλύβας, εν ταις
+οποίαις άνθρωπος μεσαίου αναστήματος ηδύνατο να συμμμαζευθή. </p>
+
+<p>Φαντασθήτε σειράν ερμαρίων ανοικτών, εις το βάθος δε των ερμαρίων
+εκείνων, εκατομμύρια κοιλωμάτων κατειλημμένων υπό τερμιτών, και θα εννοήσετε
+ευκόλως την εσωτερικήν διασκευήν του μυρμηκώνος. </p>
+
+<p>Εν συντόμω, τα ερμάρια εκείνα ήσαν επιτεθειμένα επαλλήλως ως αι κλίναι των
+κοιτωνίσκων των πλοίων, και εις τα ανώτερα πλαίσια κατέφυγον η κυρία Βέλδων, ο
+μικρός Ζακ, η Ναν και ο εξάδελφος Βενέδικτος.<br />
+&nbsp;<br />
+Εις το κατώτερον πάτωμα συνεσπειρώθησαν ο Αυγουστίνος, ο Βαρθολομαίος και ο
+Ακτέων.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ, ο Τωμ και ο Ηρακλής έμειναν εις το κατώτερον μέρος του κώνου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Φίλοι μου, είπε τότε προς τους δύο μαύρους ο νεαρός δόκιμος, το
+έδαφος αρχίζει να υγραίνηται. Πρέπει λοιπόν να το επιχωματώσωμεν ρίπτοντες επ'
+αυτού την άργιλον της βάσεως· αλλ' ας προσέξωμεν μη φράξωμεν την οπήν δι' ης
+εισέρχεται ο εξωτερικός αήρ. Δεν πρέπει να κινδυνεύσωμεν να πνιγώμεν εντός του
+μυρμηκώνος τούτου!</p>
+
+<p>&nbsp;— Μίαν μόνην νύκτα θα διέλθωμεν εδώ, απεκρίθη ο γέρων Τωμ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν, ας προσπαθήσωμεν να αναπαυθώμεν ύστερον από τόσους
+κόπους. Από δέκα ήδη ημερών, είναι η πρώτη φορά καθ' ήν δεν θα κοιμηθώμεν εις
+το ύπαιθρον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Από δέκα ημερών! επανέλαβεν ο Τωμ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Άλλως τε δε, προσέθηκεν ο Δικ Σανδ, αφού ο κώνος ούτος σχηματίζει
+στερεόν καταφύγιον, ίσως θα είναι καλόν να μείνωμεν είκοσι τέσσαρας ώρας. Κατά
+το διάστημα τούτο, θα μεταβώ προς εξιχνίασιν του ρεύματος, όπερ ζητούμεν και το
+οποίον δεν πρέπει να είναι μακράν. Νομίζω μάλιστα ότι, μέχρι της στιγμής καθ' ήν
+θα κατασκευάσωμεν σχεδίαν, προτιμότερον είναι να μη εγκαταλίπωμεν το
+καταφύγιον τούτο. Τοιουτοτρόπως θα αποφύγωμεν την καταιγίδα. Ας
+σχηματίσωμεν λοιπόν έδαφος μάλλον ξηρόν. </p>
+
+<p>Αι διαταγαί του Δικ Σανδ εξετελέσθησαν αμέσως.</p>
+
+<p>Ο Ηρακλής εκρήμνισε διά του πελέκεως το πρώτον πάτωμα των κοιλοτήτων,
+όπερ συνέκειτο εξ αργίλου ευθρύπτου. </p>
+
+<p>Τοιουτοτρόπως ανύψωσε κατά ένα ολόκληρον πόδα το εσωτερικόν μέρος του
+ελώδους εδάφους επί του οποίου εβασίζετο ο μυρμηκών, και ο Δικ Σανδ
+εβεβαιώθη ότι ο αήρ ηδύνατο να εισέρχηται ελευθέρως εις το εσωτερικόν του
+κώνου διά της ανοικτής εις την βάσιν οπής . . </p>
+
+<p>Κατ' ευτυχή βεβαίως συγκυρίαν η μυρμηκιά εκείνη είχεν εγκαταλειφθή υπό των
+τερμιτών, διότι εάν ευρίσκοντο εκεί χιλιάδες τινές εκ των μυρμήκων τούτων θα ήτο
+ακατοίκητος. </p>
+
+<p>Αλλ' είχεν άραγε εκκενωθή προ πολλού, ή τα αδηφάγα εκείνα νευρόπτερα προ
+ολίγου εγκατέλιπον αυτήν; Δεν ήτο περιττή η ερώτησις αύτη. </p>
+
+<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος εποίησε πρώτος την σκέψιν ταύτην, τοσούτον
+εξεπλάγη διά την εγκατάλειψιν ταύτην, και επείσθη μετ' ολίγον ότι η
+μετατανάστευσις ήτο πρόσφατος. </p>
+
+<p>Και πράγματι δεν εβράδυνε να κατέλθη εις το κατώτερον μέρος του κώνου, και
+εκεί, φωτιζόμενος υπό της λυχνίας ήρχισε να ανιχνεύη τας μυστικωτέρας γωνίας
+της μυρμηκιάς. </p>
+
+<p>Τοιουτοτρόπως ανεκάλυψεν ό,τι ωνόμασε «γενικήν αποθήκην» των τερμιτών,
+ήτοι το μέρος όπου τα βιομήχανα ταύτα έντομα εναποθήκευον τας προμηθείας της
+αποικίας. </p>
+
+<p>Ήτο κοιλότης κατεσκευασμένη εις την πλευράν της βασιλικής κυψέλης, την
+οποίαν η εργασία του Ηρακλέους είχε καταστρέψει συγχρόνως μετά των κυψελών
+των προωρισμένων διά τας νεαράς νύμφας. </p>
+
+<p>Εν τη αποθήκη εκείνη ο εξάδελφος Βενέδικτος συνέλεξε ποσότητά τινα
+τμημάτων κόμμεως και φυτικών χυμών μόλις στερεοποιθέντων, — όπερ
+απεδείκνυεν ότι οι τερμίται νεωστί είχον μεταφέρει ταύτα έξωθεν.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Λοιπόν όχι! ωσεί απεκρίνετο εις αντίρησίν τινα γενομένην αυτώ. Όχι! ο
+μυρμηκών ούτος δεν εγκατελείφθη προ πολλού!</p>
+
+<p>&nbsp;— Τις σας λέγει το εναντίον, κύριε Βενέδικτε; είπεν ο Δικ Σανδ.
+Προσφάτως ή όχι, το σπουδαίον δι' ημάς είναι ότι οι τερμίται τον εγκατέλιπον,
+επειδή ημείς έπρεπε να λάβωμεν, την θέσιν των. </p>
+
+<p>&nbsp;— Το σπουδαίον απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος, θα είναι να
+μάθωμεν διά τίνας λόγους τον εγκατέλιπον. Χθες, σήμερον την πρωίαν μάλιστα, τα
+ευφυή ταύτα νευρόπτερα κατώκουν έτι εδώ, επειδή υπάρχουσι ρευστοί χυμοί, και
+αυτήν την εσπέραν . . . </p>
+
+<p>Αλλά τι θέλετε να συμπεράνητε, κύριε Βενέδικτε; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ότι κρυφίον τι προαίσθημα τα παρεκίνησε να εγκαταλείψωσι τον
+μυρμηκώνα. </p>
+
+<p>Ου μόνον ουδείς των τερμιτών έμεινεν εν ταις κυψέλαις, αλλ' εφρόντισαν να
+απαγάγωσι και τας νεαράς νύμφας εκ των οποίων ούτε μίαν δύναμαι να εύρω!
+Λοιπόν, επαναλαμβάνω ότι πάντα ταύτα δεν εγένοντο άνευ αιτίας και ότι τα
+προνοητικά ταύτα έντομα προέβλεπον κίνδυνόν τινα προσεγγίζοντα.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Προέβλεπον ότι εμέλλομεν να καταλάβωμεν την κατοικίαν των, απεκρίθη
+ο Ηρακλής γελών. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αληθώς! απήντησεν ο εξάδελφος Βενέδικτος όστις εσκανδαλίσθη
+προδήλως εκ της αποκρίσεως ταύτης του αγαθού μαύρου. Νομίζετε λοιπόν όσον
+και αν ήσθε ισχυρός, δύνασθε να ήσθε επικίνδυνος εις τα θαρραλέα ταύτα έντομα;
+Ολίγαι χιλιάδες εξ αυτών των νευροπτέρων ταχέως θα σας μετέβαλλον εις
+σκελετόν, εάν σας εύρισκον νεκρόν κατά την πορείαν των. </p>
+
+<p>&nbsp;— Νεκρόν, βεβαίως! απεκρίθη ο Ηρακλής, όστις δεν ήθελε να ενδώση·
+αλλ' εάν ήμαι ζωντανός θα κατασυντρίψω πάμπολλα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα κατασυντρίψετε εκατόν χιλιάδας, πεντακοσίας χιλιάδας, έν
+εκατομμύριον! απήντησεν ο εξάδελφος Βενέδικτος εξαπτόμενος, αλλ' όχι χίλια
+εκατομμύρια, και χίλια εκατομμύρια θα σας κατεβρόχθιζον, ζώντα ή νεκρόν, μέχρι
+και του τελευταίου τεμαχίου. </p>
+
+<p>Διαρκούσης της συζητήσεως ταύτης, ήτις ήτο ολιγότερον ματαία παρ' όσον
+ηδύνατό τις να υποθέση ο Δικ Σανδ εσκέπτετο επί της παρατηρήσεως του
+εξαδέλφου Βενεδίκτου. Ουδεμία αμφιβολία ότι ο επιστήμων εγίνωσκε καλώς τα
+ήθη των τερμιτών και δεν ηδύνατο ν' απατηθή· Αφού εβεβαίου ότι μυστικόν τι
+προαίσθημα τους ειδοποίησε να εγκαταλίπωσι προσφάτως τον μυρμηκώνα,
+σημαίνει ότι αληθώς διέτρεχον κίνδυνον εάν έμενον. </p>
+
+<p>Εν τούτοις, επειδή δεν ηδύνατο πλέον να γίνη λόγος περί εγκαταλείψεως του
+καταφυγίου εκείνου, καθ' ήν στιγμήν η καταιγίς εξερρήγνυτο μετ' απιστεύτου
+εντάσεως, ο Δικ Σανδ δεν εζήτησε πλατυτέραν εξήγησιν περί του ανεξηγήτου κατ'
+αυτόν φαινομένου εκείνου, και ηρκέσθη να είπη.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Λοιπόν, κύριε Βενέδικτε, εάν οι τερμίται άφησαν εις τον μυρμηκώνα
+τούτον τας προμηθείας των, μη λησμονώμεν ότι εφέραμεν τας ημετέρας και ας
+δειπνήσωμεν. Αύριον, αφού παύση η καταιγίς, θα σκεφθώμεν περί του πρακτέου.
+</p>
+
+<p>Ησχολήθησαν τότε να προετοιμάσωσι το εσπερινόν δείπνον, καθότι όσον μέγας
+και αν υπήρξεν ο κόπος, δεν ηδυνήθη ν' αλλοιώση την όρεξιν των ισχυρών εκείνων
+περιπατητών. </p>
+
+<p>Απ' εναντίας και αύται αι κονσέρβαι, αίτινες έπρεπε να επαρκέσωσι επί δύο έτι
+ημέρας, εγένοντο ευπρόσδεκτοι.<br />
+&nbsp;<br />
+Τα δίπυρα δεν είχον προσβληθή υπό της υγρασίας και επί τινας στιγμάς ηκούοντο
+τρίζοντα υπό τους στερεούς οδόντας του Δικ Σανδ και των μετ' αυτού. Εις τας
+σιαγόνας του Ηρακλέους ήτο ως σίτος υπό τον μύλον του μυλωθρού.<br />
+&nbsp;<br />
+Δεν εθλώντο, συνετρίβοντο. </p>
+
+<p>Μόνη η Κυρία Βέλδων ολίγον έφαγε, και τούτο διότι πολύ την παρεκάλεσεν ο
+Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>Τω εφαίνετο ότι η γενναία εκείνη γυνή ήτο μάλλον περίφροντις, μάλλον
+κατηφής παρ' όσον ήτο μέχρι τότε. </p>
+
+<p>Εν τούτοις ο μικρός της Ζακ υπέφερεν ολιγώτερον, ο πυρετός δεν επανελήφθη·
+και την στιγμήν εκείνην αναπαύετο υπό τα βλέμματα της μητρός του έν τινι
+κοιλώματι καλώς περιφραγμένω δι' ενδυμάτων. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ δεν ήξευρε τι να υποθέση. </p>
+
+<p>Περιττόν να είπωμεν ότι ο εξάδελφος Βενέδικτος ετίμησε το γεύμα· ουχί διότι
+απέδιδε προσοχήν τινα εις την ποιότητα ή την ποσότητα των εδωδίμων άτινα
+κατεβρόχθιζεν, αλλά διότι εύρεν ευνοϊκήν την περίστασιν να δώση εντομολογικόν
+μάθημα περί των τερμιτών. </p>
+
+<p>Α! εάν ηδύνατο να εύρη ένα τερμίτην, ένα μόνον εν τη εγκαταλειφθείση
+μυρμηκιά! Αλλ' ουδέν!</p>
+
+<p>&nbsp;— Τα θαυμαστά ταύτα έντομα, είπε χωρίς να τον μέλη εάν τον ήκουον,
+ανήκουσιν εις την θαυμασίαν τάξιν των νευροπτέρων, των οποίων τα κεράτια είναι
+μακρότερα της κεφαλής, τα ακροχείλια λίαν ευδιάκριτα, τα κάτω πτερύγια κατά το
+πλοίστον του χρόνου ίσια των άνω. Πέντε φυλαί συκγροτούσι την τάξιν ταύτην! τα
+Πανόμερα, οι Μυρμηκολέοντες, τα Ημερόβια, τα Τερμιτίνια και τα Μαργαριτίδια.
+Περιττόν να προσθέσω ότι τα έντομα των οποίων, απρεπώς ίσως κατέχομεν την
+κατοικίαν, είναι Τερμιτίνια.<br />
+&nbsp;<br />
+Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Δικ Σανδ ηκροάτο λίαν προσεκτικώς τον εξάδελφον
+Βενέδικτον. </p>
+
+<p>Μήπως η συνάντησι των τερμιτών εκείνων εξήγειρεν εν αυτώ την σκέψιν ότι
+ευρίσκετο ίσως επί της αφρικανικής ηπείρου, χωρίς να γινώσκη ποία ειμαρμένη τον
+έρριψεν εκεί;</p>
+
+<p>Ο νεαρός δόκιμος ησθάνετο μεγάλην αγωνίαν να εξακριβώση το πράγμα. </p>
+
+<p>Ο επιστήμων, παρασυρόμενος υπό του ευνοουμένου του θέματος,
+εξηκολούθησεν ευφραδέστερον.</p>
+
+<p>«Τα τερμιτίνια λοιπόν ταύτα, είπε, χαρακτηρίζονται εκ των τεσσάρων άρθρων
+εις τους ταρσούς, των κερατοειδών ακροχειλίων και εκ της συμαντικής αυτών
+ρώμης. Υπάρχει το γένος «μαντίσπαι», το γένος «ραφιδίαι», το γένος «τερμίται»
+γνωστοί πολλάκις υπό το όνομα λευκοί μύρμηκες, εν τω οποίω περιλαμβάνεται ο
+απαίσιος τερμίτης, ο κιτρινοθώραξ τερμίτης, ο φυξίφωτος τερμίτης, ο δηκτικός, ο
+καταστρεπτικός. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αυτοί δε οι οποίοι έκτισαν τον μυρμηκώνα τούτον; ηρώτησεν ο Δικ
+Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είναι φιλοπόλεμοι! απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος, όστις
+επρόφερε το όνομα τούτο ως εάν επρόφερε το όνομα των Μακεδόνων ή άλλου
+τινός αρχαίου λαού γενναίου εν πολέμω. Ναι φιλοπόλεμοι και παντός
+αναστήματος! Μεταξύ του Ηρακλέους και ενός νάνου η διαφορά θα ήτο μικροτέρα
+ή μεταξύ του μεγαλειτέρου και του μικροτέρου των εντόμων τούτων.<br />
+&nbsp;<br />
+Εάν υπάρχωσι μεταξύ αυτών εργάται μακροί πέντε χιλιοστομέτρων, στρατιώται
+δέκα χιλιοστομέτρων, άρρενα και θύλεα είκοσι χιλιοστομέτρων, υπάρχει όμως και
+άλλο είδος περιεργότατον, οι σιραφρύ, οίτινες έχουσιν μήκος ημίσεως δακτύλου,
+λαβίδας αντί ακροχειλίων και κεφαλήν παχυτέραν του σώματός των ως καρχαρίαι·
+αυτοί είναι οι καρχαρίαι των εντόμων και εν περιπτώσει συμπλοκής των σιραφού
+μεθ' ενός καρχαρίου, στοιχηματίζω υπέρ των σιραφού.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Και πού παρατηρούνται συνηθέστερον οι σιραφού; ηρώτησεν τότε ο Δικ
+Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εις την Αφρικήν, απήντησεν ο εξάδελφος Βενέδικτος, εις τας
+κεντρικάς και μεσημβρινάς επαρχίας. Η Αφρική εξαιρετικώς είναι η χώρα των
+μυρμήκων. Πρέπει να αναγνώσετε τι λέγει ο Λίβιγγστων εις τας τελευταίας
+σημειώσεις τας γραφείσας υπό του Στάνλεϋ. Ευτυχέστερος εμού, ο δόκτωρ
+ηδυνήθη να παρευρεθή εις ομηρικήν τινα μάχην συγκροτηθείσαν μεταξύ στρατού
+μαύρων μυρμήκων και στρατού ερυθρών μυρμήκων. Οι τελευταίοι, οίτινες
+καλούνται «οδηγοί», υπό δε των ιθαγενών καλούνται σιραφού, ανεδείχθησαν
+νικηταί. Οι άλλοι οι «τσουγγού» παραλαβόντες τα ωά των και τα μικρά των,
+ετράπησαν εις φυγήν, αφού όμως υπερήσπισαν εαυτούς γενναίως.<br />
+&nbsp;<br />
+»Ουδέποτε, λέγει ο Λίβιγγστων, ουδέποτε η πολεμική ορμή ανεπτύχθη
+περισσότερον εις τους ανθρώπους ή τα κτήνη. Διά των σκληρών ακροχειλέων των,
+άτινα αποσπώσι το τεμάχιον, ούτοι οι σιραφού αναγκάζουσι και αυτόν τον
+γενναιότερον άνδρα να οπισθοχωρήση. Και αυτά τα μεγαλείτερα ζώα, λέοντες,
+ελέφαντες φεύγουσιν απ' έμπροσθεν αυτών. </p>
+
+<p>»Ουδέν εμποδίζει αυτούς, μήτε δένδρα εις τα οποία ανέρχονται επί της
+κορυφής, μήτε ρύακες τους οποίους διέρχονται σχηματίζοντες εναέριον γέφυραν
+διά των σωμάτων των συνδεδεμένα προς άλληλα. Και ποίον πλήθος,
+αμέτρητον!</p>
+
+<p>Έτερος περιηγητής, ο Δουχαλιού, είδε παρελαύνουσαν επί δώδεκα ώρας
+στήλην τοιούτων μυρμήκων, οίτινες εν τούτοις δεν εβραδυπόρουν. Διατί άλλως τε
+να εκπληττώμεθα εις την θέαν τόσων μυριάδων! Η γονιμότης των εντόμων είναι
+καταπληκτική, και διά να επανέλθωμεν εις τους φιλοπολέμους ημών τερμίτας,
+εβεβαιώθη ότι μία θήλεια, τίκτει καθ' εκάστην εξήκοντα χιλιάδας περίπου ωά!
+Τοιουτοτρόπως τα νευρόπτερα ταύτα παρέχουσιν εις τους ιθαγενείς τροφήν
+εύχυμον. Ουδέν εκλεκτότερον, φίλοι μου, ουδέν εκλεκτότερον, εν τω κόσμω ή
+οπτοί μύρμηκες. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εφάγετε τοιούτους, κύριε Βενέδικτε; ηρώτησεν ο Ηρακλής. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ποτέ, απήντησεν ο σοφός καθηγητής, αλλά θα φάγω. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πού;</p>
+
+<p>&nbsp;— Εδώ.<br />
+&nbsp;<br />
+Εδώ δεν είμεθα εις την Αφρικήν! είπεν ζωηρώς ο Τωμ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι . . . όχι . . . απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος, και εν τούτοις μέχρι
+τούδε, οι φιλοπόλεμοι ούτοι τερμίται και τα χωρία των μυρμηκώνων
+παρετηρήθησαν μόνον επί της Αφρικανικής ηπείρου. Α! τοιούτοι είναι οι
+περιηγηταί! Δεν ηξεύρουσι να βλέπωσι. Τόσον το καλλίτερον, ύστερον από όλα!
+Ανεκάλυψα ήδη έν «τσετσέ» εν Αμερική. Εις την δόξαν ταύτην προσθέτω και
+εκείνην ότι εύρον φιλοπολέμους τερμίτας επί της αυτής ηπείρου. Ποία ύλη δι'
+υπόμνημα, όπερ θα προξενήση εντύπωσιν εις την επιστημονικήν Ευρώπην, και
+ίσως δημοσιευθή εν βιβλίω μετά εικόνων και χαλκογραφιών εκτός του κειμένου.
+</p>
+
+<p>Ήτο πρόδηλος ότι η αλήθεια δεν είχεν αποκαλυφθή εν τω πνεύματι του
+εξαδέλφου Βενεδίκτου. </p>
+
+<p>Ο δυστυχής εντομολόγος και πάντες αυτού οι σύντροφοι, πλην του Δικ Σανδ και
+του Τωμ, επίστευον και ώφειλον να πιστεύωσιν ότι ήσαν εκεί όπου δε ήσαν. </p>
+
+<p>Εχρειάζοντο άλλα περιστατικά, άλλα γεγονότα σπουδαιότερα των
+επιστημονικών περιέργων, όπως εξέλθωσι της απάτης. </p>
+
+<p>Ήτο τότε ενάτη της εσπέρας. </p>
+
+<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος είχεν ομιλήσει πολύ. </p>
+
+<p>Εννόησεν άρα γε ότι οι ακροαταί του, στηρίζοντες τα νώτα επί των κοιλοτήτων,
+είχον αποκοιμηθή ολίγον κατ' ολίγον διαρκούντος του εντομολογικού του
+μαθήματος; Όχι βεβαίως. Παρέδιδε δι' εαυτόν. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ δεν τον διέκοπτε πλέον και έμενεν ακίνητος ει και δεν εκοιμάτο.
+</p>
+
+<p>Ο Ηρακλής αντέσχε πλειότερον των άλλων αλλ' επί τέλους ο κόπος τω έκλεισε
+τους οφθαλμούς και μετά των οφθαλμών τα ώτα. </p>
+
+<p>Επί τινα χρόνον έτι ο εξάδελφος Βενέδικτος εξηκολούθησεν ομιλών. </p>
+
+<p>Αλλ' ο ύπνος τέλος τον κατέβαλε και ανέβη εις την ανωτέραν κοιλότητα του
+κώνου, την οποίαν είχεν ήδη εκλέξει ως κατοικίαν. </p>
+
+<p>Βαθεία σιωπή επεκράτησε τότε εντός του μυρμηκώνος, ενώ η καταιγίς επλήρου
+το διάστημα κρότων και πυρών. </p>
+
+<p>Ουδέν εφαίνετο εμφαίνον ότι ο κατακλυσμός επλησίαζε να παύση. </p>
+
+<p>Η λυχνία είχε σβεσθή.<br />
+&nbsp;<br />
+Το εσωτερικόν του κώνου ήτο βεβυθισμένον εις εντελές σκότος. </p>
+
+<p>Όλοι βεβαίως εκοιμώντο. Μόνος ο Δικ Σανδ δεν εζήτει εν τω ύπνω την τοσούτω
+αναγκαίαν εις αυτόν ανάπαυσιν. </p>
+
+<p>Αι σκέψεις τον εβασάνιζον.<br />
+&nbsp;<br />
+Εσκέπτετο τους συντρόφους του, τους οποίους πάση θυσία ήθελε να σώση. Το
+ναυάγιον του «Πίλγριμ» δεν έθεσε τέρμα εις τας σκληράς δοκιμασίας, πολλαί άλλαι
+τρομερότεραι τους ηπείλουν, εάν περιεπίπτον εις τας χείρας των ιθαγενών.<br />
+&nbsp;<br />
+Και πώς να αποφύγωσι τον κίνδυνον τούτον τον χείριστον πάντων κατά την
+επάνοδον εκείνην εις την παραλίαν; Προδήλως ο Χάρρης και ο Νεγορός δεν τους
+έφερον εκατόν μίλια εις το εσωτερικόν της Αγγόλας άνευ μυστικού σκοπού να τους
+συλλάβωσιν. Αλλά τι άρα γε εμελέτα ο άθλιος εκείνος Πορτογάλλος; Ποίον
+απέβλεπε το μίσος του; Ο νεαρός δόκιμος ενθυμείτο ότι αυτός μόνος είχε
+προκαλέσει το μίσος τούτο, και τότε ανεκεφαλαίου όλα τα κατά τον διάπλουν
+συμβάντα, την συνάντησιν του ναυαγίου και των μαύρων, την καταδίωξιν της
+φαλαίνης, την εξαφάνισιν του πλοιάρχου Χουλ και του πληρώματος αυτού.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ, δεκαπενταετής έτι τότε, ανέλαβε την διοίκησιν πλοίου, ου η πυξίς και
+το δρομόμετρον έμελλον μετ' ολίγον να καταστραφώσιν υπό της κακούργου χειρός
+του Νεγορού. </p>
+
+<p>Ανεπόλει ότι εφέρθη αυθεντικώς απέναντι του αυθάδους μαγείρου, απειλήσας
+αυτόν ότι θα τον έστελλεν εις τα δεσμά ή θα τω έθραυε την κεφαλήν διά
+περιστρόφου. </p>
+
+<p>Α! διατί η χειρ του εδίστασε. Το πτώμα του Νεγορού θα ερρίπτετο εις την
+θάλασσαν και θα απεφεύγοντο τόσαι καταστροφαί. </p>
+
+<p>Τοιούτο ήτο το ρεύμα των σκέψεως του νεαρού δοκίμου. </p>
+
+<p>Είτα διεκόπτετο προς στιγμήν επί του ναυαγίου, όπερ υπήρξε το τέλος του
+διάπλου του «Πίλγριμ». </p>
+
+<p>Ο προδότης Χάρρης ενεφανίζετο τότε, και η επαρχία εκείνη της μεσημβρινής
+Αμερικής μετεμορφούτο μικρόν κατά μικρόν. </p>
+
+<p>Η Βολιβία εγένετο η τρομερά Αγγόλα, μετά του πυρετώδους αυτής κλίματος,
+των αγρίων θηρίων, των έτι μάλλον θηριωδών ιθαγενών. </p>
+
+<p>Η μικρά στρατιά θα ηδύνατο άρα γε να αποφύγη ταύτα κατά την εις τα παράλια
+επιστροφήν της;</p>
+
+<p>Ο ποταμός εκείνος τον οποίον ο Δικ Σανδ ανεζήτει, τον οποίον ήλπιζε να
+συναντήση, θα τους έφερεν άρα γε εις την παραλίαν μετά πλειοτέρας ασφαλείας,
+μετ' ολιγωτέρων κόπων;</p>
+
+<p>Δεν ήθελε ν' αμφιβάλλη περί τούτου, καθότι εγίνωσκε καλώς ότι οδοιπορία
+εκατόν μιλίων διά της αφιλοξένου εκείνης χώρας, εν μέσω αδιακόπων κινδύνων,
+δεν ήτο πλέον δυνατή.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ευτυχώς, εσκέπτετο, η κυρία Βέλδων, και όλοι αγνοούσι την
+σπουδαιότητα της θέσεως. Ο γέρων Τωμ και εγώ, είμεθα οι μόνοι, οίτινες
+ηξεύρομεν ότι ο Νεγορός μας έρριψεν εις την ακτήν της Αφρικής, και ότι ο Χάρρης
+μας παρέσυρεν εις τα βάθη της Αγγόλας. </p>
+
+<p>Ταύτα εσκέπτετο ο Δικ Σανδ, ότε ησθάνθη ωσεί πνοήν διερχομένην επί του
+μετώπου του. Χειρ τις εστηρίχθη επί του ώμου του, και φωνή συγκεκινημένη
+εψιθύρισεν εις το ους του:</p>
+
+<p>&nbsp;— Ηξεύρω τα πάντα, πτωχέ μου Δικ, αλλ' ο Θεός δύναται ακόμη να μας
+σώση. Γενηθήτω το θέλημά του!</p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ'.</h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΚΑΤΑΔΥΤΙΚΟΣ ΚΩΔΩΝ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Εις την απροσδόκητον ταύτην αποκάλυψιν, ο Δικ Σανδ δεν ηδυνήθη να αποκριθή
+τι. Η κυρία Βέλδων άλλως τε επανήλθεν αμέσως εις την θέσιν της πλησίον του
+μικρού Ζακ. Προφανώς δεν ήθελε να είπη περισσότερα, και ο νεαρός δόκιμος δεν
+θα είχε το θάρρος να την κρατήση. </p>
+
+<p>Ούτω λοιπόν η κυρία Βέλδων ήτο εν γνώσει των συμβαινόντων. Τα διάφορα
+γεγονότα της οδοιπορίας είχον διαφωτίσει και αυτήν, και ίσως η λέξις «Αφρική!» η
+τοσούτον αφρόνως προφερθείσα την προτεραίαν υπό του εξαδέλφου Βενεδίκτου.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Η κυρία Βέλδων ηξεύρει τα πάντα, έλεγε καθ' εαυτόν ο Δικ Σανδ.
+Λοιπόν, πολύ προτιμότερον τούτο. Η γενναία γυνή δεν απελπίζεται. Ούτε εγώ δεν
+θα απελπισθώ. </p>
+
+<p>Μετά πολλής λοιπόν ανυπομονησίας περιέμενε να εξημερώση, ίνα δυνηθή να
+εξερευνήση τα περίχωρα του χωρίου εκείνου των τερμιτών. </p>
+
+<p>Ποταμός εκβάλλων εις τον Ατλαντικόν και ταχύ τι ρεύμα αυτού, ιδού τι
+απητείτο να εύρη, όπως μεταφέρη την μικράν συνοδείαν, και είχον ωσεί
+προαίσθημά τι ότι ο ρύαξ εκείνος δεν θα ήτο μακράν. </p>
+
+<p>Ό,τι απητείτο προ πάντων ήτο ν' αποφύγη την συνάντησιν των ιθαγενών, ίσως
+ορμησάντων ήδη επί την καταδίωξιν αυτών υπό την οδηγίαν του Χάρρη και του
+Νεγορού. </p>
+
+<p>Αλλ' η ημέρα δεν ήρχετο εισέτι. Ουδεμία φαύσις διεισέδυε διά του κατωτέρου
+στομίου εντός του κώνου. Βρονταί, τας οποίας το πάχος των τοίχων καθίστα
+υποκώφους, εμαρτύρουν ότι η θύελλα δεν κατηυνάζετο. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ, προσηλώσας το ους, ήκουεν ωσαύτως την βροχήν πίπτουσαν
+βιαίως εις την βάσιν του μυρμηκώνος, και επειδή αι πλατείαι σταγόνες δεν
+εκτύπων πλέον έδαφος στερεόν, ώφειλε να συμπεράνη ότι όλη η πεδιάς
+κατεκλύσθη. </p>
+
+<p>Θα ήτο ενδεκάτη ώρα περίπου. Ο Δικ Σανδ ησθάνθη τότε ότι είδος τι νάρκης, αν
+όχι αληθής ύπνος, έμελλε να τον αποκοιμίση. </p>
+
+<p>Όπως δήποτε θα ήτο τούτο μικρά ανάπαυσις. Αλλά καθ' ήν στιγμήν έμελλε να
+ενδόση, σκέψις τω επήλθεν ότι διά της επισωρεύσεως της εμπεποτισμένης
+αργίλου, το κατώτερον άνοιγμα εκινδύνευε να φραχθή. Τότε πάσα δίοδος του
+εξωτερικού αέρος θα εκωλύετο, η δε αναπνοή των εν τω εσωτερικώ δέκα ατόμων
+έμελλε να τον μολύνη πληρούσα αυτόν ανθρακικού οξέως. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ ωλίσθησε λοιπόν μέχρι του εδάφους, όπερ είχεν ανυψωθή μέχρι της
+αργίλου του πρώτου πατώματος των κοιλωμάτων. </p>
+
+<p>Το στρώμα εκείνο ήτο έτι εντελώς ξηρόν, το δε στόμιον καθ' ολοκληρίαν
+ανοικτόν. </p>
+
+<p>Ο αήρ εισέδυσεν ελευθέρως εντός του κώνου, και μετ' αυτού λάμψεις τινές των
+εξαστράψεων και αι ζωηραί αντηχήσεις της καταιγίδος εκείνης, ην κατακλυσμιαία
+βροχή δεν ηδύνατο να καταπαύση.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ είδεν ότι τα πάντα είχον καλώς. Ουδείς άμεσος κίνδυνος ηπείλει τους
+ανθρωπίνους εκείνους τερμίτας, οίτινες είχον υποκαταστήσει την αποικίαν των
+νευροπτέρων. </p>
+
+<p>Εσκέφθη λοιπόν ο νεαρός δόκιμος ν' ανακτήση δυνάμεις μετά τινων ωρών
+ύπνον, αφού υφίστατο ήδη την επιρροήν αυτού. </p>
+
+<p>Αλλά προς μεγαλειτέραν προφύλαξιν κατεκλίθη επί του αργιλώδους
+επιστρώματος, εις την βάσιν του κώνου, πλησίον του στενού ανοίγματος. </p>
+
+<p>Τοιουτοτρόπως ουδέν ηδύνατο να συμβή εις τα εκτός χωρίς να το αισθανθή
+πρώτος αυτός. </p>
+
+<p>Η ανατολή της ημέρας θα τον αφύπνιζεν επίσης, και θα ηδύνατο να αρχίση την
+εξερεύνησιν της πεδιάδος.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ κατεκλίθη λοιπόν, την κεφαλήν ακουμβήσας επί του τοίχου, κρατών εις
+την χείρα το πυροβόλον, και σχεδόν αμέσως απεκοιμήθη. </p>
+
+<p>Πόσον διήρκεσεν η κάρωσις εκείνη δεν ηδύνατο να εννοήση, αλλ' αίφνης
+αφυπνίσθη αισθανθείς ζωηράν δρόσον. </p>
+
+<p>Ανηγέρθη και είδεν μετά μεγίστης ανησυχίας ότι το ύδωρ επλημμύρει τον
+μυρμηκώνα, και τόσον μάλιστα ταχέως, ώστε εντός ολίγων δευτερολέπτων
+έφθασεν εις το πάτωμα των κοιλοτήτων, όπερ κατείχον ο Τωμ και ο Ηρακλής. </p>
+
+<p>Ούτοι, αφυπνισθέντες υπό του Δικ Σανδ, έμαθον την νέαν εκείνην περιπλοκήν.
+</p>
+
+<p>Ο φανός αναφθείς εφώτισεν αμέσως το εσωτερικόν του κώνου. </p>
+
+<p>Το ύδωρ είχε σταματήσει εις πέντε περίπου ποδών ύψος και έμεινε στάσιμον.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι είναι Δικ; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τίποτε, απεκρίθη ο νεαρός δόκιμος. Το κατώτερον μέρος του κώνου
+επλημμύρισε. Πιθανόν είναι ότι κατά την καταιγίδα ταύτην γειτονικός τις ποταμός
+εξεχύλισεν εις την πεδιάδα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Καλόν τούτο! είπεν ο Ηρακλής. Απόδειξις ότι ο ποταμός είναι εδώ.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, απήντησεν ο Δικ Σανδ, και αυτός θα μας φέρη εις την παραλίαν.
+Ησυχάσατε λοιπόν, κυρία Βέλδων, το ύδωρ δεν δύναται να φθάση μήτε υμάς, μήτε
+τον μικρόν Ζακ, μήτε την Ναν, μήτε τον εξάδελφον Βενέδικτον.<br />
+&nbsp;<br />
+Η κυρία Βέλδων δεν απεκρίθη, ο δε εξάδελφος εκοιμάτο ως αληθής τερμίτης. </p>
+
+<p>Εν τούτοις οι μαύροι, κεκλιμένοι όντες επί της υδατώδους εκείνης σινδόνης,
+περιέμενον όπως ο Δικ Σανδ όστις εμέτρει το ύψος της πλημμύρας τους ειδοποιήση
+τι έπρεπε να πράξωσιν. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ εσιώπα, αφού προεφύλαξεν από τας προσβολάς της πλημμύρας,
+τας ζωοτροφίας και τα όπλα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Το ύδωρ εισήλθε διά της οπής; ηρώτησεν ο Τωμ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, απήντησε ο Δικ Σανδ, και τώρα εμποδίζει την ανανέωσιν του
+εσωτερικού αέρος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν ημπορούμεν να ανοίξωμεν άλλην οπήν εις τον τοίχον υπεράνω
+της επιφανείας του ύδατος; ηρώτησεν ο γέρων μαύρος.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Βέβαια ειμπορούμεν, Τωμ, αλλά, εάν έχωμεν πέντε ποδών ύδωρ εντός,
+θα υπάρχει έξ ή επτά . . ίσως περισσότερον . . . έξω. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και τι νομίζετε, κύριε Δικ;</p>
+
+<p>&nbsp;— Νομίζω, Τωμ, ότι το ύδωρ, αναβαίνον εις το εσωτερικόν του
+μυρμηκώνος, επίεσε τον αέρα εις το ανώτερον αυτού μέρος, και ότι ο αήρ ούτος το
+εμποδίζει να υψωθή περισσότερον. Αλλ' εάν τρυπήσωμεν εις τον τοίχον οπήν διά
+της οποίας να διαφεύγη ο αήρ, ή το ύδωρ θα αναβή ακόμη μέχρις ου φθάση την
+εξωτερικήν επιφάνειαν, ή εάν υπερβή την οπήν, θα φθάση μέχρι του σημείου ένθα
+ο πιεσθείς αήρ θα το συνείχε πάλιν. Είμεθα λοιπόν ενταύθα ως εν καταδυτικώ
+κώδωνι. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι να πράξωμεν λοιπόν; ηρώτησε ο Τωμ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα σκεφθώμεν πριν ή ενεργήσωμεν, απήντησεν ο Δικ Σανδ. Μία
+αφροσύνη θα ηδύνατο να διακινδυνεύση την ζωήν μας. Η παρατήρησις του νεαρού
+δοκίμου ήτο ορθοτάτη. Συγκρίνων τον κώνον προς υποβρύχιον κώδωνα είχε
+δίκαιον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Η διαφορά μόνον ήτο, ότι εν τω μηχανήματι τούτω ο αήρ ανανεούται
+ακαταπαύστως διά των σιφώνων, οι δε δύται καταλήλως αναπνέουσι, και δεν
+υφίστανται άλλα δυσάρεστα, ειμή όσα δύνανται να προκύψωσιν εκ
+παρατεταμένης διαμονής εν ατμοσφαίρα πεπιεσμένη μη εχούση πλέον τακτικήν
+πίεσιν. </p>
+
+<p>Αλλ' ενταύθα, πλην των ατοπημάτων τούτων, ο χώρος είχεν ήδη σμικρυνθή
+κατά το έν τρίτον διά της εισβολής του ύδατος, όσον δ' αφορά τον αέρα, ούτος δεν
+θα ανανεούτο εάν διά τινος οπής δεν έθετον αυτόν εις συγκοινωνίαν μετά της
+εξωτερικής ατμοσφαίρας. </p>
+
+<p>Αλλ' ηδύνατο άραγε, χωρίς να διατρέξωσι τους κινδύνους, ους ανέφερεν ο Δικ
+Σανδ, να ανοίξωσι την οπήν εκείνην και η θέσις των δεν θα καθίστατο εκ τούτου
+μάλλον σοβαρά;</p>
+
+<p>Το βέβαιον είναι ότι το ύδωρ εκρατείτο τότε εις επιφάνειαν την οποίαν δύο
+μόνον αιτίαι ηδύναντο να αυξήσωσιν, ή εάν ηνοίγετο οπή και η εσωτερική
+επιφάνεια του ύδατος ήτο υψηλοτέρα της εξωτερικής, ή εάν το ύδωρ εκείνο
+ηύξανεν έτι μάλλον. </p>
+
+<p>Και εις τας δύο ταύτας περιπτώσεις δεν θα έμενε πλέον εις το εσωτερικόν του
+κώνου ειμή στενόν διάστημα, ένθα ο μη ανανεούμενος αήρ ήθελε συμπυκνωθή
+περισσότερον.<br />
+&nbsp;<br />
+Αλλά και ο μυρμηκών δεν εκινδύνευε να αποσπασθή από του εδάφους και να
+ανατραπή υπό της πλημμύρας, προς έσχατον κίνδυνον των εν αυτώ
+κεκλεισμένων;</p>
+
+<p>Όχι, διότι ως αι καλύβαι των καστόρων η βάσις αυτής ήτο στερεωτάτη. </p>
+
+<p>Λοιπόν ό,τι καθίστα την περίπτωσιν φοβερωτέραν ήτο η επιμονή της καταιγίδος
+και κατ' ακολουθίαν η αύξησις της πλημμύρας. </p>
+
+<p>Τριάκοντα ποδών ύδωρ εν τη πεδιάδι θα κατεκάλυπτε το εκ δεκαοκτώ ποδών
+κόνων και θα συνεπίεζε το εσωτερικόν αέρα υπό πίεσιν μιας ατμοσφαίρας.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ σκεπτόμενος καλώς ήρχισε να φοβήται, μήπως η πλημμύρα εκείνη λάβη
+σημαντικήν ανάπτυξιν. </p>
+
+<p>Τωόντι, αύτη δεν θα ωφείλετο μόνον εις τον κατακλυσμόν εκείνον, τον οποίον
+εξεκένουν τα νέφη. </p>
+
+<p>Εφαίνετο πιθανώτερον ότι ρεύμα τι των περιχώρων, εξογκωθέν υπό της
+καταιγίδος, είχε διαρρήξει την κοίτην αυτού και διαχυθή επί της πεδιάδος ήτις
+ευρίσκετο χαμηλότερον. Και ποία άρα γε η απόδειξις ότι ο μυρμηκών δεν είχε τότε
+εντελώς κατακλυσθή, και ότι δεν ήτο πλέον δυνατόν να εξέλθωσιν ουδέ διά της
+κορυφής, την οποίαν ούτε μακρόν ούτε δύσκολον θα ήτο να κατεδαφίσωσιν!</p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ, ες άκρον ανήσυχος εσκέπτετο τι ώφειλε να πράξη. </p>
+
+<p>Έπρεπε να περιμένη ή να επισπεύση την λύσιν της δυσχερείας εκείνης, αφού
+μελετήση καλώς τα πράγματα;</p>
+
+<p>Ήτο τότε τρίτη ώρα της πρωίας. Πάντες ακίνητοι, σιωπηλοί, ηκροώντο. </p>
+
+<p>Οι εξωτερικοί θόρυβοι έφθανον λίαν ασθενείς διά της πεφραγμένης οπής. </p>
+
+<p>Εν τούτοις υπόκωφός τις βοή, εκτεταμένη και συνεχής, εμαρτύρει σαφώς ότι η
+πάλη των στοιχείων δεν είχε παύσει. </p>
+
+<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν ο γέρων Τωμ εποίησε την παρατήρησιν, ότι η
+επιφάνεια του ύδατος υψούτο ολίγον κατ' ολίγον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, απήντησεν ο Δικ Σανδ, και εάν αναβαίνη, ει και ο αήρ δεν
+δύναται να φύγη έξω, τούτο σημαίνει ότι η πλημμύρα αυξάνει και το πιέζει επί
+μάλλον και μάλλον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Έως τώρα το πράγμα δεν είναι σπουδαίον, είπεν ο Τωμ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Βεβαίως, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, αλλά πού θα σταματήση η ύψωσις
+αύτη;</p>
+
+<p>&nbsp;— Κύριε Δικ, ηρώτησεν ο Βαρθολομαίος, θέλετε να εξέλθω από τον
+μυρμηκώνα; Βυθιζόμενος, θα προσπαθήσω να εξέλθω διά της οπής. </p>
+
+<p>&nbsp;— Προτιμότερον να κάμω εγώ αυτήν την απόπειραν, απεκρίθη ο Δικ
+Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, κύριε Δικ, όχι απεκρίθη ζωηρώς ο γέρων Τωμ. Αφήσατε τον υιόν
+μου και εμπιστευθήτε εις την επιτηδειότητά του. Εις περίπτωσιν καθ' ήν δεν θα
+ειμπορέση να επιστρέψη, η παρουσία σας είναι αναγκαία εδώ. </p>
+
+<p>Είτα, χαμηλώτερον:</p>
+
+<p>&nbsp;— Μη λησμονήτε την κυρίαν Βέλδων και τον μικρόν Ζακ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Έστω απήντησεν ο Δικ Σανδ, υπάγετε λοιπόν, Βαρθολομαίε. Εάν ο
+μυρμηκών κατακλυσθή, μη ζητήσετε να εισέλθετε. Θα προσπαθήσωμεν να
+εξέλθωμεν, όπως θα εξέλθετε υμείς. Αλλ' εάν ο κώνος μένη εισέτι έξω του ύδατος,
+κτυπήσατε ισχυρώς την κορυφήν του διά του πελέκεως τον οποίον θα κρατήτε. Θα
+σας ακούσωμεν και θα χρησιμεύση τούτο ως σύνθημα ότι πρέπει και ημείς να τον
+κατεδαφίσωμεν. Εννοείτε;</p>
+
+<p>&nbsp;— Μάλιστα, κύριε Δικ, απήντησεν ο Βαρθολομαίος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ύπαγε λοιπόν, τέκνον μου, προσέθηκεν ο γέρων Τωμ, θλίψας την
+χείρα του υιού του. </p>
+
+<p>Ο Βαρθολομαίος, αφού ανέπνευσεν αρκετόν αέρα, εβυθίσθη υπό την υγράν
+μάζαν της οποίας το βάθος υπερέβαινε τους πέντε πόδας. Η εργασία ήτο λίαν
+δυσχερής, καθότι πρώτον μεν ώφειλε να αναζητήση την κάτω οπήν, είτα δε να
+ανέλθη εις την επιφάνειαν των υδάτων. Τούτο απήτει ταχείαν εκτέλεσιν. </p>
+
+<p>Ήμισυ λεπτόν παρήλθεν. Ενώ ο Δικ Σανδ εσκέπτετο ότι ο Βαρθολομαίος επέτυχε
+να εξέλθη, αίφνης ο μαύρος ανεπήδησε πάλιν.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Λοιπόν; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Η οπή είναι πεφραγμένη υπό των κρημνισμάτων, απεκρίθη ο
+Βαρθολομαίος άμα ηδυνήθη να αναπνεύση. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πεφραγμένη! επανέλαβεν ο Τωμ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, απεκρίθη ο Βαρθολομαίος. Το ύδωρ πιθανώς διέλυσε την
+άργιλον. Εψηλάφησα τον τοίχον διά της χειρός. Δεν υπάρχει οπή. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ έσεισε την κεφαλήν. Αυτός και οι μετ' αυτού ήσαν αραρότως
+κεκλεισμένοι εντός του κώνου εκείνου, τον οποίον το ύδωρ θα κατεκάλυπτεν ίσως.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Εάν δεν υπάρχη πλέον οπή, είπε τότε ο Ηρακλής, πρέπει να
+ανοίξωμεν άλλην. </p>
+
+<p>&nbsp;— Περιμένετε, είπεν ο νεαρός δόκιμος σταματών τον Ηρακλέα, όστις με
+τον πέλεκυν εις την χείρα ητοιμάζετο να βυθισθή. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ εσκέφθη επί τινας στιγμάς. Είτα δε,</p>
+
+<p>&nbsp;— Πρέπει να εργασθώμεν αλλέως. Όλον το ζήτημα είναι να μάθωμεν
+εάν το ύδωρ καλύπτη τον μυρμηκώνα ή όχι. Εάν ανοίξωμεν μικράν οπήν εις την
+κορυφήν του κώνου, θα μάθωμεν τι συμβαίνει. Αλλ' εις περίπτωσιν καθ' ήν ο
+μυρμηκών είναι ήδη κατακεκλυσμένος, το ύδωρ θα καταπλημμυρήση εδώ και θα
+χαθώμεν. Ας αρχίσωμεν ψηλαφούντες. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά ταχέως, είπεν ο Τωμ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τωόντι η επιφάνεια του ύδατος εξηκολούθει να αναβαίνη ολίγον κατ'
+ολίγον. Το ύδωρ τότε είχεν ύψος έξ ποδών εις το εσωτερικόν του κώνου. Εξαιρέσει
+της κυρίας Βέλδων, του υιού αυτής, του εξαδέλφου Βενεδίκτου και της Ναν, οίτινες
+είχον καταφύγει εις τας ανωτέρας κοιλότητας, όλοι τώρα ήταν βεβυθισμένοι μέχρι
+της οσφύος εν τω ύδατι. </p>
+
+<p>Καθίστατο λοιπόν επάναγκες να σπεύσωσι την εργασίαν, ως προέτεινεν ο Δικ
+Σανδ. </p>
+
+<p>Ένα πόδα υπεράνω της εσωτερικής επιφανείας, κατ' ακολουθίαν δε επτά πόδας
+υπεράνω του εδάφους, ο Δικ Σανδ απεφάσισε να τρυπήση οπήν εν τω αργιλώδει
+τοίχω. </p>
+
+<p>Εάν διά της οπής ταύτης ήρχοντο εις συγκοινωνίαν μετά του εξωτερικού αέρος,
+σημείον ότι ο κώνος εξείχε του ύδατος.<br />
+&nbsp;<br />
+Εάν εξ εναντίας η οπή εκείνη ηνοίγετο κάτωθεν της επιφανείας του εξωτερικού
+ύδατος, ο αήρ θα απωθείτο εσωτερικώς και εν τη περιπτώσει ταύτη έπρεπε να την
+φράξωσι τάχιστα, άλλως το ύδωρ θα υψούτο μέχρις αυτής. </p>
+
+<p>Έπειτα θα ήρχιζαν πάλιν το πείραμα ένα πόδα υψηλότερον και ούτω
+καθεξής.<br />
+&nbsp;<br />
+Αλλ' εάν τέλος εις το ανώτερον μέρος του κώνου δεν εύρισκον και πάλιν
+εξωτερικόν αέρα, τούτο θα εσήμαινεν ότι υπήρχεν ύδωρ εν τη πεδιάδι
+περισσότερον των δεκαπέντε ποδών, και ότι όλον το χωρίον των τερμιτών
+εξηφανίσθη υπό την πλημμύραν. </p>
+
+<p>Και τότε, ποία ελπίς έμενεν εις τους εν τω μυρμηκώνι εγκεκλεισμένους να
+διαφύγωσι τον φοβερώτερον των θανάτων, τον εκ βραδείας ασφυξίας
+θάνατον!</p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ εγίνωσκε πάντα ταύτα, αλλ' η ψυχραιμία του μηδέ στιγμήν τον
+εγκατέλιπεν. </p>
+
+<p>Είχε σαφώς υπολογίσει τας συνεπείας του μελετωμένου πειράματος. </p>
+
+<p>Άλλως τε δε να περιμένη περισσότερον ήτο αδύνατον. </p>
+
+<p>Η ασφυξία ήτο απειλητική εις τον στενόν εκείνον χώρον, τον οποίον εκάστη
+στιγμή εστένευε περισσότερον, εντός κέντρου κατακεκορεσμένου ήδη υπό
+ανθρακικού οξέως. </p>
+
+<p>Το καλλίτερον εργαλείον, όπερ είχε να μεταχειρισθή ο Δικ Σανδ διά να ανοίξη
+την οπήν εκείνην εν τω τοίχω, ήτο ο οβελός πυροβόλου όστις είχεν εις την άκραν
+του εκπωματιστήριον, χρησιμεύον προς εκκένωσιν του όπλου. Ο κοχλίας εκείνος,
+περιστραφείς ταχέως εντός της αργίλου ως τρύπανον, ήνοιξεν ολίγον κατ' ολίγον
+οπήν. Δεν ηδύνατο λοιπόν να έχη άλλην διάμετρον ειμή την του οβελού, αλλά
+τούτο θα ήρκει. Ο αήρ θα ηδύνατο να διέλθη δι' αυτής. </p>
+
+<p>Ο Ηρακλής, κρατών τον φανόν υψωμένον, εφώτιζε τον Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>Είχον και άλλα κηρία παραπληρωματικά, ώστε δεν εφοβούντο ότι θα
+εστερούντο φωτός. </p>
+
+<p>Ολίγας στιγμάς μετά την έναρξιν της εργασίας, ο οβελός ενεπήχθη ελευθέρως
+εις τον τοίχον. </p>
+
+<p>Αμέσως παρήχθη υπόκωφος θόρυβος ομοιάζων προς εκείνον ον παράγουσι
+σφαιρίδια αέρος διαφεύγοντα διά στήλης ύδατος. </p>
+
+<p>Ο αήρ διέφευγεν έξω, και την αυτήν στιγμήν η επιφάνεια του ύδατος ανέβη εις
+τον κώνον και εστάθη μέχρι της οπής, όπερ απεδείκνυεν ότι ετρύπησαν πολύ
+χαμηλά, ήτοι κάτωθεν της μάζης. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πρέπει να αρχίσωμεν εκ νέου την εργασίαν, είπε ψυχρώς ο νεαρός
+δόκιμος φράττων ταχέως την οπήν διά δρακός αργίλου. </p>
+
+<p>Το ύδωρ έμεινεν πάλιν στάσιμον εν τω κώνω, αλλ' ο εναπολειφθείς χώρος είχεν
+ελαττωθή πλέον των οκτώ δακτύλων. </p>
+
+<p>Η αναπνοή εγίνετο δύσκολος, καθότι το οξυγόνον ήρχιζε να ελλείπη. Έβλεπέ τις
+τούτο ωσαύτως εις το φως του φανού, όπερ ερυθρούτο και έχανε μέρος της
+λάμψεώς του. </p>
+
+<p>Ένα πόδα υπεράνω της πρώτης οπής ο Δικ Σανδ ήρχισε αμέσως να τρυπά
+δευτέραν διά του αυτού τρόπου. Εάν το πείραμα δεν επετύγχανε, το ύδωρ θα
+ανέβαινε περισσότερον εντός του κώνου . . . αλλ' έπρεπε να μη διστάσωσι προ του
+κινδύνου τούτου. </p>
+
+<p>Ενώ ο Δικ Σανδ εχειρίζετο το τύμπανόν του, ήκουσεν αίφνης τον εξάδελφον
+Βενέδικτον κράζοντα:</p>
+
+<p>&nbsp;— Ω διάβολε! ιδού . . . ιδού . . . ιδού διατί!</p>
+
+<p>Ο Ηρακλής ύψωσε τον φανόν του και διεύθυνε το φως αυτού προς τον
+εξάδελφον Βενέδικτον, του οποίου η μορφή εξέφραζε τελείαν ευχαρίστησιν.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ναι, επανέλαβεν, ιδού διατί οι νοήμονες ούτοι τερμίται εγκατέλιπον τον
+μυρμηκώνα. Είχον προαισθανθή την πλημμύραν. Α! το ορμέμφυτον, φίλοι μου, το
+ορμέμφυτον! Οι τερμίται πονηρότεροι ημών, πολύ πονηρότεροι. </p>
+
+<p>Και τούτο ήτο όλον το ηθικόν συμπέρασμα, όπερ ο εξάδελφος Βενέδικτος
+εξήγαγεν εκ της καταστάσεως εκείνης. </p>
+
+<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Δικ Σανδ ανέσυρε τον οβελόν, όστις είχε διατρυπήσει
+τον τοίχον. Συριγμός τις παρήχθη. </p>
+
+<p>Το ύδωρ ανέβη κατά ένα έτι πόδα εις το εσωτερικόν του κώνου. Η οπή δεν είχε
+συναντήσει τον ελεύθερον αέρα εις τα έξω. </p>
+
+<p>Η θέσις των ήτο τρομερά. Η κυρία Βέλδων, σχεδόν προσβληθείσα υπό του
+ύδατος, ανύψωσε τον μικρόν Ζακ εις τας χείρας της. Όλοι επνίγοντο εις τον στενόν
+εκείνον χώρον. </p>
+
+<p>Τα ώτα αυτών εβόμβουν. Ο φανός δεν έρριπτε πλέον ειμή φως ανεπαρκές.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Μήπως ο κώνος ευρίσκετο όλος υπό το ύδωρ; εψιθύρισεν ο Δικ Σανδ.
+</p>
+
+<p>Ήτο ανάγκη να το μάθη, προς τούτο δε ετρύπησε και τρίτην οπήν εις την
+κορυφήν αυτήν του κώνου. </p>
+
+<p>Αλλ’ ήτο η ασφυξία, ήτο ο άμεσος θάνατος, εάν το αποτέλεσμα και της
+τελευταίας εκείνης αποπείρας απέβαινεν άκαρπον. Όσος αήρ έμενεν εις τα εντός
+θα εξήρχετο διά της ανωτέρας οπής, και το ύδωρ θα επλήρου τον κώνον
+ολόκληρον!</p>
+
+<p>&nbsp;— Κυρία Βέλδων, είπε τότε ο Δικ Σανδ, γνωρίζετε την θέσιν μας. Εάν
+βραδύνωμεν, ο εισπνεύσιμος αήρ θα εκλείψη. Εάν η τρίτη απόπειρα αποτύχη, το
+ύδωρ θα πληρώση όλον τούτον τον χώρον. Η μόνη ελπίς ήτις μας μένει είναι, εάν η
+κορυφή του κώνου υπερβαίνη την επιφάνειαν της πλημμύρας. Πρέπει να
+δοκιμάσωμεν την τελευταίαν ταύτην απόπειραν. Θέλετε;</p>
+
+<p>&nbsp;— Πράξον, Δικ, απεκρίθη η Κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν ο φανός εσβέσθη εν τω κέντρω εκείνω τω λίαν
+ακαταλλήλω προς ανάφλεξιν. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής εβυθίσθησαν εις εντελές σκότος. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ ανερριχήθη επί των ώμων του Ηρακλέους, όστις είχε προσκολληθή
+εις μίαν των πλαγίων κοιλοτήτων, και του οποίου μόνη η κεφαλή υπερείχε του
+ύδατος. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων, ο Ζακ, ο εξάδελφος Βενέδικτος ήσαν περιεσφιγμένοι εις το
+ανώτατον μέρος των κοιλοτήτων. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ προσέβαλε τον τοίχον και ο οβελός του εβυθίσθη ταχέως εις την
+άργιλον. </p>
+
+<p>Εις το μέρος εκείνο ο τοίχος ήτο παχύτερος και σκληρότερος, τούτου ένεκα δε
+ολιγώτερον εύκολος να διατρυπηθή. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ έσπευδεν, ουχί άνευ τρομεράς αγωνίας, καθότι διά της μικράς
+εκείνης οπής ή μετά του αέρος θα εισήρχετο η ζωή, ή μετά του ύδατος ο θάνατος.
+</p>
+
+<p>Αίφνης ηκούσθη σύριγμα οξύ. Ο συμπεπιεσμένος αήρ διεξέφυγεν . . . αλλά και
+φωτεινή ακτίς εισήλθε διά του τοίχου. </p>
+
+<p>Το ύδωρ ανήλθε κατά οκτώ μόνον δακτύλους, και εστάθη χωρίς να λάβη
+ανάγκην ο Δικ Σανδ να κλείση πάλιν την οπήν εκείνην. </p>
+
+<p>Η μεταξύ της εσωτερικής και εξωτερικής επιφανείας ισορροπία είχεν επέλθει.
+</p>
+
+<p>Η κορυφή του κώνου υπερεξείχεν. Η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής εσώθησαν.
+</p>
+
+<p>Αμέσως, μετά φρενητιώδες «ουρρά» εν τω οποίω εδέσποζεν η βροντώδης
+φωνή του Ηρακλέου, αι μάχαιραι ετέθησαν εις ενέργειαν.<br />
+&nbsp;<br />
+Η κορυφή ζωηρώς προσβληθείσα, επλαντύθη, ο καθαρός αήρ εισέδυσεν απλέτως,
+και μετ' αυτού εισέδυσαν και αι πρώται ακτίνες του ανατέλλοντος ηλίου. </p>
+
+<p>Αποκορυφωθέντος άπαξ του κώνου θα ήτο εύκολον να αναρριχηθώσιν επί του
+τοίχου, και θα εσκέπτοντο τότε διά τίνος μέσου να φθάσωσιν εις γειτονικόν τι
+ύψωμα, μακράν πάσης πλημμύρας. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ ανέβη πρώτος εις την κορυφήν του κώνου. </p>
+
+<p>Κραυγή διέφυγεν αυτώ.</p>
+
+<p>Ιδιαίτερός τις θόρυβος, λίαν γνωστός εις τους περιηγητάς της Αφρικής, ον
+αφίνουσι τα βέλη συρίζοντα, διήλθε τον αέρα.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ επρόφθασε να ίδη εκατόν βήματα μακράν του μυρμηκώνος
+στρατόπεδόν τι, και δέκα βήματα μακράν του κώνου επί της πλημμυρισθείσης
+πεδιάδος, μακράς λέμβους πλήρεις ιθαγενών. </p>
+
+<p>Εκ μιας των λέμβων εκείνων είχεν αφεθή το νέφος των βελών, καθ' ήν στιγμήν
+η κεφαλή του νεαρού δοκίμου προέκυπτεν έξω της οπής. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ δι' ολίγων λέξεων είπε τα πάντα εις τους συντρόφους του. </p>
+
+<p>Λαβών δε το πυροβόλον του και ακολουθούμενος υπό του Ηρακλέους, του
+Ακτέωνος και του Βαρθολομαίου, ενεφανίσθη πάλιν εις την κορυφήν του κώνου,
+και άπαντες επυροβόλησαν κατά μιας λέμβου. </p>
+
+<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/170.jpg" width="316"
+height="400"
+alt="άπαντες επυροβόλησαν κατά μιας λέμβου" border="2" /><br /></p>
+
+<p>Πολλοί ιθαγενείς έπεσαν, ωρυγμοί δε συνοδευθέντες υπό πυροβολισμών,
+απήντησαν εις την εκπυρσοκρότησιν ταύτην. </p>
+
+<p>Αλλά τι ηδύναντο να πράξωσιν ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού εναντίον
+εκατοντάδος Αφρικανών περικυκλωσάντων αυτούς πανταχόθεν; </p>
+
+<p>Ο μυρμηκών εκυριεύθη. Η κυρία Βέλδων, το τέκνον της, ο εξάδελφος
+Βενέδικτος, απεσπάθησαν εκείθεν κτηνωδώς και χωρίς να λάβωσι καιρόν μήτε να
+ομιλήσωσι μήτε να θλίψωσιν αλλήλων την χείρα διά τελευταίαν φοράν,
+απεχωρίσθησαν οι μεν από τους δε βεβαίως κατά προηγουμένως δοθείσας
+διαταγάς.<br />
+&nbsp;<br />
+Μία πρώτη λέμβος παρέλαβε την κυρίαν Βέλδων, τον μικρόν Ζακ και τον
+εξάδελφον Βενέδικτον, ο δε Δικ Σανδ τους είδεν εξαφανιζομένους εις το μέσον του
+στρατοπέδου. </p>
+
+<p>Αυτός δε, συνοδευόμενος υπό της Ναν, του γέροντος Τωμ, του Ηρακλέους, του
+Βαρθολομαίου, του Ακτέωνος και του Αυγουστίνου, ερρίφθη εις δευτέραν πιρόγαν,
+ήτις διηυθύνθη προς άλλο μέρος του λόφου. </p>
+
+<p>Είκοσιν ιθαγενείς επέβαινον της λέμβου ταύτης, την οποίαν ηκολούθουν πέντε
+άλλαι. </p>
+
+<p>Να αντισταθώσιν ήτο αδύνατον, και εν τούτοις ο Δικ και οι μετ' αυτού
+επειράθησαν τούτο. </p>
+
+<p>Στρατιώταί τινες της συνοδείας επληγώθησαν υπ' αυτών, και βεβαίως θα
+επλήρωνον διά της ζωής των την αντίστασιν ταύτην, εάν δεν υπήρχεν ρητή διαταγή
+να φεισθώσιν αυτών. </p>
+
+<p>Εντός ολίγων λεπτών το ταξείδιον επερατώθη. </p>
+
+<p>Αλλά καθ' ήν στιγμήν η λέμβος εσταμάτησεν, ο Ηρακλής, δι' άλματος
+ακατασχέτου, επήδησεν επί του εδάφους. </p>
+
+<p>Δύο ιθαγενείς ώρμησαν κατ' αυτού· αλλ' ο γίγας περιέτρεψε το πυροβόλον του
+ως ρόπαλον και οι ιθαγενείς έπεσαν με το κρανίον συντεθραυσμένον.<br />
+&nbsp;<br />
+Μετά μίαν στιγμήν ο Ηρακλής εγένετο άφαντος υπό το φύλλωμα των δένδρων εν
+μέσω χαλάζης σφαιρών, καθ' ήν στιγμήν ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού, αφού
+απετέθησαν χαμαί, εδέθησαν ως δούλοι.<br />
+&nbsp;</p>
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'.</h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΚΑΤΑΣΚΗΝΩΣΙΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΟΧΘΩΝ
+ΤΟΥ ΚΟΑΝΖΑ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Η θέα της χώρας, αφότου η πλημμύρα μετέβαλεν εις λίμνην την πεδιάδα εκείνην εν
+τη οποία υψούτο το χωρίον των τερμιτών, είχεν εντελώς μεταβληθή. </p>
+
+<p>Είκοσι περίπου μυρμηκώνες υπερείχαν διά του κώνου των και εσχημάτιζον τα
+μόνα εξέχοντα σημεία επί της ευρείας εκείνης λεκάνης.</p>
+
+<p>Ο Κοάνζας είχεν υπερχειλίσει ένεκα της εις αυτόν εισβολής των υπό της
+καταιγίδος εξογκωθέντων υδάτων των παραποτάμων του. </p>
+
+<p>Ο Κοάνζας ούτος, είς των ποταμών της Αγγόλας, χύνεται εις τον Ατλαντικόν
+ωκεανόν, εκατόν μίλια μακράν του μέρους όπου εξώκειλε το «Πίλγριμ». </p>
+
+<p>Τον ποταμόν τούτον ώφειλε να διέλθη μετά τινα έτη ο υποπλοίαρχος Καμερών,
+πριν φθάση εις Βεγγουέλαν. Ο Κοάνζας είναι προωρισμένος να καταστή το όργανον
+της εσωτερικής διαμετακομίσεως του μέρους τούτου της πορτογαλικής αποικίας.
+</p>
+
+<p>Ήδη ατμόπλοια αναπλέουσι το κάτω ρεύμα αυτού και πριν ή παρέλθωσι δέκα
+έτη θα διαπλεύσωσι και την ανωτέραν αυτού κοίτην. </p>
+
+<p>Φρονίμως λοιπόν έπραξεν ο Δικ Σανδ ζητήσας προς βορράν πλωτόν τινα
+ποταμόν. </p>
+
+<p>Ο ρύαξ, ον είχε ακολουθήσει, εχύνετο εις αυτόν τούτον τον Κοάνζαν. </p>
+
+<p>Εάν δεν συνέβαινεν η αιφνιδία εκείνη επίθεσις, κατά της οποίας ουδέν
+ηδυνήθη να τον προφυλάξη, θα τον εύρισκεν έν μίλιον απωτέρω, οι δε σύντροφοί
+του και αυτός θα επέβαινον σχεδίας ευκόλως κατασκευαζομένης και θα είχον
+μεγάλην ελπίδα να κατέλθωσι τον Κοάνζαν μέχρι των πορτογαλικών κωμών, ένθα
+προσορμίζονται τα ατμόπλοια. Εκεί θα ήτο εξηφαλισμένη η σωτηρία των. </p>
+
+<p>Αλλά δεν συνέβη ούτω. </p>
+
+<p>Το υπό του Δικ Σανδ παρατηρηθέν στρατόπεδον ήτο εστημένον επί τινος
+υψώματος πλησίον του μυρμηκώνος, εντός του οποίου η μοίρα τον είχε ρίψει ως
+παγίδα. </p>
+
+<p>Εις την κορυφήν του υψώματος εκείνου ηγείρετο γιγαντιαία συκομυρέα, ήτις
+ευκόλως θα εστέγαζε πεντακοσίους ανθρώπους υπό το τεράστιον αυτής φύλλωμα.
+</p>
+
+<p>Όστις δεν είδε τα γιγαντώδη ταύτα δένδρα της κεντρώας Αφρικής δεν δύνανται
+να σχηματίση ιδέαν περί αυτών· οι κλάδοι αυτών αποτελούσι δάσος και δύναταί τις
+να αποπλανηθή εν μέσω αυτών.</p>
+
+<p>Απώτερον, βανανέαι εξ εκείνων των οποίων οι σπόροι δεν μεταβάλλονται εις
+καρπούς, συνεπλήρουν το πλαίσιον του ευρέος εκείνου τοπίου.<br />
+&nbsp;<br />
+Υπό την σκέπην της συκομορέας εκείνης, κρυπτομένη ως εν μυστηριώδει ασύλω
+ολόκληρος συνοδεία — εκείνη της οποίας την άφιξιν είχεν αναγγείλει εις τον
+Νεγορόν ο Χάρρης — είχε κατασκηνώσει. </p>
+
+<p>Η πολυάριθμος εκείνη ομάς των ιθαγενών, αποσπασθέντων εκ των χωρίων των
+υπό των υπαλλήλων του σωματεμπόρου Αλβέζ, κατηυθύνετο προς την αγοράν του
+Καζονδέ. Εκείθεν οι δούλοι, κατά τας παρουσιασθησομένας ανάγκας, θα
+αποστέλλοντο είτε εις τα δυτικά της χώρας παραπήγματα, είτε εις Νυαγγέ, εις την
+ζώνην των μεγάλων λιμνών, όπως διανεμηθώσιν ή εις την άνω Αίγυπτον, ή εις τα
+πρακτορεία της Ζανζιβάρης . . </p>
+
+<p>Άμα τη αφίξει αυτών εις το στρατόπεδον, ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού
+ελογίσθησαν ως δούλοι. </p>
+
+<p>Εις τον γέροντα Τωμ, εις τον υιόν του, εις τον Αυγουστίνον, εις τον Ακτίωνα, εις
+την δυστυχή Ναν, καίτοι δεν ανήκον εις την Αφρικανικήν φυλήν, επεφυλάχθη η
+τύχη των ιθαγενών αιχμαλώτων. Αφού αφωπλίσθησαν, μεθ' όλην την ζωηράν των
+αντίστασιν, εκρατήθησαν εκ του τραχήλου, ανά δύο, διά τινος δικράνου μακρού έξ
+ή επτά ποδών και κλεισμένου εκατέρωθεν υπό ράβδου σιδηράς. </p>
+
+<p>Τοιουτοτρόπως ήσαν υποχρεωμένοι να βαδίζωσι κατά γραμμήν, ο είς όπισθεν
+του άλλου, χωρίς να δύνανται να παρεκλίνωσι μήτε προς τα δεξιά, μήτε προς τα
+αριστερά. </p>
+
+<p>Προς περισσοτέραν προφύλαξιν, βαρεία άλυσις τους συνέδεεν εκ της
+οσφύος.<br />
+&nbsp;<br />
+Είχον λοιπόν τους βραχίονας ελευθέρους, όπως βαστάζωσι τα βάρη, και τους
+πόδας ελευθέρους, όπως βαδίζωσιν, αλλά δεν θα ηδύναντο να ποιήσωσι χρήσιν
+αυτών όπως φύγωσιν.<br />
+&nbsp;<br />
+Ούτω δε έμελλον να διανύσωσιν εκατοντάδας μιλίων, υπό τας μαστιγώσεις
+οδηγού.<br />
+&nbsp;<br />
+Κείμενοι κατά μέρος, καταβεβλημένοι υπό της αντιδράσεως ήτις επηκολούθησε
+τας πρώτας στιγμάς της εναντίον των μαύρων πάλης εκείνης, ουδόλως εκινούντο
+πλέον.<br />
+&nbsp;<br />
+Διατί δεν ηδυνήθησαν να ακολουθήσωσι τον Ηρακλέα εν τη φυγή του! Και εν
+τούτοις τι ηδύναντο να ελπίζωσι διά τον φυγάδα; Όσον και αν ήτο ρωμαλέος, τι θα
+εγίνετο εν τη αφιλοξένω εκείνη χώρος, ένθα η πείνα, η μόνωσις, τα άγρια θηρία, οι
+ιθαγενείς, τα πάντα ήσαν κατ' αυτούς; Δεν θα ηναγκάζετο μετ' ολίγον να ποθήση
+την τύχην των συντρόφων του;</p>
+
+<p>Και όμως ούτοι, ουδεμίαν ευσπλαχνίαν περιέμενον εκ των αρχηγών της
+συνοδείας, Αράβων ή Πορτογάλων, ομιλούντων γλώσσαν την οποίαν δεν ηδύναντο
+να εννοήσωσι, και οίτινες ουδεμίαν άλλην συνεννόησιν είχον μετ' αυτών ειμή διά
+βλεμμάτων και απειλητικών κινημάτων. </p>
+
+<p>Μόνος ο Δικ Σανδ δεν ήτο δεδεμένος μετ' άλλου δούλου. Ήτο λευκός και δεν
+ετόλμησαν βεβαίως να τω επιβάλωσι την κοινήν μεταχείρισιν. </p>
+
+<p>Αφοπλισθείς, είχεν ελευθέρους τους πόδας και τας χείρας, οδηγός τις όμως τον
+επετήρει ιδιαιτέρως. Παρετήρει το στρατόπεδον, και εις εκάστην στιγμήν περιέμενε
+να ίδη ή τον Νεγορόν ή τον Χάρρην . . . </p>
+
+<p>Αλλ' η προσδοκία του εψεύσθη. Εν τούτοις δι' αυτόν ουδεμία αμφιβολία ότι οι
+δύο εκείνοι άθλιοι ήσαν οι διευθύνοντες την κατά του μυρμηκώνος επίθεσιν.<br />
+&nbsp;<br />
+Τω επήλθε συγχρόνως η σκέψις ότι η κυρία Βέλδων, ο μικρός Ζακ και ο εξάδελφος
+Βενέδικτος είχον μεταφερθή κεχωρισμένως κατά τας διαταγάς του Αμερικανού ή
+του Πορτογάλου· μη βλέπων μήτε τον ένα μήτε τον άλλον, ενόμιζεν ότι οι δύο
+συνένοχοι συνώδευον ίσως τα θύματά των. Πού τους ωδήγουν;</p>
+
+<p>Ποίαν τύχην επεφύλαττον αυτοίς; αύτη ήτο η σκληροτάτη φροντίς του.</p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ ελησμόνει την ιδίαν εαυτού κατάστασιν σκεπτόμενος την κυρίαν
+Βέλδων και τους μετ' αυτής. </p>
+
+<p>Η συνοδεία, εσκηνωμένη υπό την γιγαντιαίαν συκομορέαν, ηρίθμει περί τα
+οκτακόσια άτομα, ήτοι πεντακοσίους δούλους αμφοτέρων των φύλων, διακοσίους
+στρατιώτας και εκατόν αχθοφόρους, φύλακας, οδηγούς, πράκτορας ή αρχηγούς.
+</p>
+
+<p>Οι αρχηγοί ούτοι ήσαν καταγωγής αραβικής ή πορτογαλικής. Δυσκόλως
+δύναταί τις να φαντασθή τας ωμότητας τας οποίας τα απάνθρωπα ταύτα όντα
+εξασκούσιν επί των αιχμαλώτων των. </p>
+
+<p>Τους τύπτουσιν αδιακόπως, εκείνους δε οίτινες πίπτουσιν εξηντλημένοι και δεν
+είναι πλέον εις κατάστασιν να πωληθώσι, τους αποτελειώνουσι διά του πυροβόλου
+ή της μαχαίρας. </p>
+
+<p>Τους συνέχουσι τοιουτοτρόπως διά του τρόμου· αλλά το αποτέλεσμα του
+συστήματος τούτου είναι ότι κατά την άφιξιν της συνοδείας, πεντήκοντα δούλοι επί
+τοις εκατόν ελλείπουσιν εκ του λογαριασμού του σωματεμπόρου, είτε διότι τινές
+κατώρθωναν ν' αποδράσωσιν είτε διότι τα οστά των υπό των βασάνων θανόντων
+εκάλυψαν τας μακράς οδούς του εσωτερικού προς την παραλίαν. </p>
+
+<p>Ευνόητον ότι οι ευρωπαϊκής καταγωγής πράκτορες, Πορτογάλοι κατά το
+πλείστον, δεν είναι ειμή περιτρίμματα της πατρίδος των, κατάδικοι, αποδράντες
+της φυλακής, αρχαίοι σωματέμποροι διαφυγόντες την αγχόνην, εν ενί λόγω το
+αίσχος της ανθρωπότητος.<br />
+&nbsp;<br />
+Τοιούτος ο Νεγορός, τοιούτος ο Χάρρης υπηρετούντες τώρα ένα των μεγίστων
+δουλεμπόρων της κεντρώας Αφρικής, τον Ιωσίαν Αντώνιον Αλβέζ, γνωστότατον εις
+τους δουλεμπόρους της επαρχίας και περί του οποίου ο υποπλοίαρχος Καμερών
+έδωκε περιέργους πληροφορίας. </p>
+
+<p>Οι συνοδεύοντες τους αιχμαλώτους στρατιώται είναι εν γένει ιθαγενείς
+υπομίσθιοι των δουλεμπόρων. </p>
+
+<p>Αλλ' ούτοι δεν έχουσι το μονοπώλιον των επιδρομών διά των οποίων
+προμηθεύονται δούλους. </p>
+
+<p>Οι μαύροι βασιλείς πολεμούσι προς αλλήλους πολέμους σκληρούς και προς τον
+αυτόν σκοπόν· τότε οι έφηβοι ηττηθέντες, αι γυναίκες και τα παιδία, περιελθόντες
+εις κατάστασιν δουλείας, πωλούνται υπό των νικητών εις τους σωματεμπόρους
+αντί υαρδών τίνων υφάσματος πυρίτιδος, πυροβόλων, μαργαριτών ροδίνων ή
+ερυθρών και πολλάκις μάλιστα, λέγει ο Λίβιγγστων, εν ώρα πείνης, αντί ολίγων
+κόκκων αραβοσίτου. </p>
+
+<p>Οι συνοδεύοντες τους αιχμαλώτους του γέροντος Αλβέζ ηδύναντο να δώσωσιν
+ακριβώς ιδέαν τι είναι οι αφρικανικοί στρατοί. </p>
+
+<p>Είναι συρφετός μαύρων ληστών, ημιγύμνων, παλλόντων μακρά πυροβόλα των
+οποίων ο σωλήν είναι κεκοσμημένος διά πολλών χαλκίνων δακτυλίων. </p>
+
+<p>Μετά τοιαύτης συνοδείας, εις ην προστίθενται και αλήται τινες ίσης αξίας, οι
+πράκτορες περιέρχονται πολλάκις εις δυσχερή θέσιν. </p>
+
+<p>Συζητούσι τας διαταγάς των, επιβάλλουσιν αυτοίς τα μέρη και τας ώρας των
+σταθμεύσεων, απειλούσιν ότι θα τους εγκαταλείψωσι και δεν είναι σπάνιον να
+υποκύπτωσιν οι πράτορες ούτοι εις τας απαιτήσεις του ελεεινού τούτου στρατού.
+</p>
+
+<p>Καίτοι δε οι δούλοι, άνδρες ή γυναίκες υποχρεούνται εν γένει να βαστάζωσι
+βάρη καθ' όν χρόνον βαδίζει η συνοδεία, υπάρχουσι προσέτι ολίγοι τινές
+αχθοφόροι παρακολουθούντες. </p>
+
+<p>Καλούνται ούτοι ειδικώτερον «παγάζοι» και βαστάζουσι δέματα πολυτίμων
+αντικειμένων, ιδίως ελεφαντοστούν.<br />
+&nbsp;<br />
+Ενίοτε, τοιούτον είναι το μέγεθος των ελεφαντοδόντων εκείνων, ώστε τινές αυτών
+ζυγίζουσι μέχρις εκατόν εξήκοντα λιτρών, απαιτούνται δε δύο «παγάζοι» διά να
+τους φέρωσιν εις τα πρακτορεία, οπόθεν το πολύτιμον τούτον εμπόρευμα
+εξαποστέλλεται εις τας αγοράς του Καρτούμ, της Ζανζιβάρης και του Νατάλ. </p>
+
+<p>Κατά την άφιξίν των οι «παγάζοι» ούτοι πληρώνονται την συμφωνηθείσαν
+τιμήν, ήτις συνίσταται εξ εικοσάδος τινών υαρδών πανίου ή του υφάσματος
+εκείνου του καλουμένου «μερικάνι», ολίγης πυρίτιδος, μιας δρακός «καουρί»
+[Κογχύλια κοινότατα εν τη χώρα χρησιμεύοντα αντί νομίσματος) ολίγων,
+μαργαριτών, και ενίοτε έκ τινων μαύρων εντελώς εξηντλημένων, όταν ο
+δουλέμπορος δεν έχη άλλο νόμισμα. </p>
+
+<p>Μεταξύ των πεντακοσίων δούλων εξ ων απετελείτο η συνοδεία, ολίγοι ήσαν οι
+τέλειοι άνδρες. </p>
+
+<p>Τούτο αποδοτέον εις το ό,τι μετά το πέρας της θήρας και την πυρπόλησιν του
+χωρίου, πας ιθαγενής πρεσβύτερος των τεσσαράκοντα ετών ανηλεώς σφάζεται και
+απαγχονίζεται εις τα πέριξ δένδρα. </p>
+
+<p>Μόνοι οι νεαροί έφηβοι αμφοτέρων των φύλων προορίζονται ίνα σταλώσιν εις
+τας αγοράς. </p>
+
+<p>Μετά κυνηγεσίας ταύτας ανθρώπων, μόλις επιζή το δέκατον των ηττηθέντων.
+Ούτως εξηγείται η φοβερά λιπανθρωπία η μεταβάλλουσα εις ερήμους ευρείας
+γαίας της Ισημερινής Αφρικής. </p>
+
+<p>Εδώ τα παιδία και οι έφηβοι μόλις εφόρουν ράκος τι εκ του φλοιώδους
+υφάσματος, όπερ παράγουσι δένδρα τινά και όπερ καλείται «μπουζού» εν τω
+τόπω. Τοιουτοτρόπως η κατάστασις του ανθρωποποιμνίου εκείνου, ήτο εκ των
+μάλλον αξιοθρηνήτων. </p>
+
+<p>Γυναίκες κεκλυμέναι υπό πληγών προελθουσών εκ της μάστιγος των οδηγών,
+παιδία ισχνά, πνευστιώντα, με πόδας αιματοφύρτους, τα οποία αι μητέρες
+προσεπάθουν να φέρωσι ως επίμετρον βάρους, νέοι στενώς προσηλωμένοι εις το
+δίκρανον εκείνον το μάλλον οδυνηρόν ή η άλυσος κατέργου.<br />
+&nbsp;<br />
+Ναι, η θέα των δυστυχών τούτων, μόλις ζώντων, των οποίων η φωνή δεν είχε πλέον
+ήχον, «εβενίνων σκελετών», κατά την έκφρασιν του Λιβιγγστώνος, θα συνεκίνει
+καρδίας αγρίων θηρίων, αλλά τόσαι αθλιότητες άφινον αναλγήτους τους Άραβας
+και τους Πορτογάλους εκείνους, οίτινες εάν πιστεύσωμεν τον υποπλοίαρχον
+Καμερών ήσαν πολύ σκληρότεροι. </p>
+
+<p>Ιδού τι λέγει ο Καμερών:</p>
+
+<p>«Όπως επιτύχη τας πεντήκοντα γυναίκας των οποίων κύριος ελέγετο ο Αλβέζ,
+δέκα χωρία κατεστράφησαν δέκα χωρία έχοντα έκαστον εκατόν έως διακοσίους
+κατοίκους, ήτοι χιλίας πεντακοσίας ψυχάς. Τινές τούτων ηδυνήθησαν να
+διαφύγωσιν, αλλ' οι πλείστοι — σχεδόν όλοι — απώλοντο εις τας φλόγας,
+εφονεύθησαν υπερασπίζοντες τας οικογενείας των ή απέθανον εκ πείνης εις τα
+παραπήγματα, εκτός εάν τα σαρκοβόρα θηρία δεν επέρανον ταχύτερον τας
+βασάνους των. </p>
+
+<p>Τα εγκλήματα ταύτα, διαπραττόμενα εν τω κέντρω της Αφρικής υπό ανθρώπων
+λεγομένων χριστιανών και Πορτογάλων, θα εφαίνοντο απίστευτα εις τους
+κατοίκους των πεπολιτισμένων χωρών. Αδύνατον η κυβέρνησις της Λισσαβώνος να
+γινώσκη τας ωμότητας τας διαπραττομένας παρ' ανθρώπων φερόντων την σημαίαν
+αυτής και καυχωμένων ότι είναι υπήκοοι αυτής». </p>
+
+<p>Σημ. Εν Πορτογαλία ζωηρότατοι εγένοντο διαμαρτυρήσεις κατά των
+διαβεβαιώσεων τούτων του Καμερών. </p>
+
+<p>Ευνόητον ότι κατά τας πορείας, και τας σταθμεύσεις εκείνας, οι δέσμιοι
+επετηρούντο αυστηρότατα. </p>
+
+<p>Τοιουτοτρόπως ο Δικ Σανδ εννόησε μετ' ολίγον, ότι δεν έπρεπε ουδέ να
+πειραθή να αποδράση. Αλλά τότε, πώς να επανεύρη την κυρίαν Βέλδων; Ότι το
+τέκνον της και αυτή ηρπάγησαν υπό του Νεγορού, τούτο ήτο βεβαιότατον.</p>
+
+<p>Ο Πορτογάλος ηθέλησε να την χωρίση από των συντρόφων αυτής διά λόγους
+αγνώστους έτι εις τον νεαρόν δόκιμον· αλλά δεν ηδύνατο να αμφιβάλη περί της
+παρεμβάσεως του Νεγορού, και η καρδία του εθλίβετο εις την σκέψιν ότι
+παντοειδείς κίνδυνοι ηπείλουν την κυρίαν Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Α! έλεγε καθ' εαυτόν, όταν σκέπτωμαι ότι είχον τους δύο τούτους
+αθλίους υπό τον σωλήνα του όπλου μου και δεν τους εφόνευσα! . . . </p>
+
+<p>Η σκέψις αύτη ήτο εκ των μάλλον επιμόνως επανερχομένων εις το πνεύμα του
+Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>Πόσα δυστυχήματα θα απεφεύγοντο διά του θανάτου, διά του δικαίου
+θανάτου του Χάρρη και του Νεγορού! πόσαι αθλιότητες ολιγώτεραι δι' εκείνους
+τους οποίους οι έμποροι εκείνοι ανθρωπίνης σαρκός μετεχειρίζοντο ως
+δούλους!</p>
+
+<p>Όλη η φρίκη της θέσεως της κυρίας Βέλδων και του μικρού Ζακ παρουσιάζετο
+αμέσως εις τον Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>Μήτε η μήτηρ, μήτε το τέκνον ηδύναντο να ελπίζωσί τι παρά του εξαδέλφου
+Βενεδίκτου. </p>
+
+<p>Ο δυστυχής εκείνος μόλις ηδύνατο να επαρκέση εις εαυτόν. </p>
+
+<p>Βεβαίως παρέσυρον και τους τρεις εις μέρος τι απομεμακρυσμένον της
+επαρχίας της Αγγόλης. Αλλά ποίος, εβάσταζε το ασθενές έτι παιδίον;</p>
+
+<p>&nbsp;— Η μήτηρ του, ναι, η μήτηρ του! επανελάμβανε καθ' εαυτόν ο Δικ Σανδ.
+Θα επανεύρε δυνάμεις δι' αυτό! Θα έπραξεν ό,τι πράττουσιν αι δυστυχείς αύται
+δούλοι· και θα καταπέση ως αυταί. Ω! ας με φέρη πάλιν ο θεός ενώπιον των
+δημίων τούτων, και θα . . . </p>
+
+<p>Αλλ' ήτο δέσμιος! Ηριθμείτο ως μία κεφαλή εν τη αγέλη εκείνη, την οποίαν οι
+οδηγοί ώθουν προς το εσωτερικόν της Αφρικής! Ούτε καν εγίνωσκεν εάν ο Νεγορός
+και ο Χάρρης ωδήγουν αυτοί ούτοι την συνοδείαν, ης απετέλουν μέρος τα θύματα
+αυτών. </p>
+
+<p>Ο Δίγγος δεν ήτο πλέον εκεί, όπως ανιχνεύση τον Πορτογάλον, όπως υποδείξη
+την προσέγγισιν αυτού. </p>
+
+<p>Μόνος ο Ηρακλής ηδύνατο να βοηθήση την ατυχή κυρίαν Βέλδων. Αλλ' έπρεπε
+να ελπίζωσι τοιούτο θαύμα;</p>
+
+<p>Εν τούτοις ο Δικ Σανδ προσεκολλάτο εις την ιδέαν ταύτην. Εσκέπτετο ότι ο
+ρωμαλέος μαύρος ήτο ελεύθερος. Περί της αφοσιώσεώς του δεν υπήρχεν
+αμφιβολία. </p>
+
+<p>Παν ό,τι ήτο ανθρωπίνως δυνατόν να πράξη ο Ηρακλής θα το έπραττεν υπέρ
+της κυρίας Βέλδων. </p>
+
+<p>Ναι! ή ο Ηρακλής θα επειράτο να επανεύρη τα ίχνη των και να έλθη εις
+συγκοινωνίαν μετ' αυτών, ή, εν αποτυχία, θα προσεπάθει να συνεννοηθή μετά του
+Δικ Σανδ, και ίσως να τον αρπάση, να τον απελευθερώση διά τινος τολμήματος.
+</p>
+
+<p>Κατά τας νυκτερινάς σταθμεύσεις αναμιγνυόμενος μετά των δεσμοτών, μέλος
+ως αυτοί, θα ηδύνατο ίσως να διαλάθη την προσοχήν των στρατιωτών, να φθάση
+μέχρις αυτού, να θραύση τας αλύσεις του, να τον σύρη εις το δάσος, αμφότεροι δε,
+ελεύθεροι τότε, τι δεν θα έπραττον υπέρ της σωτηρίας της κυρίας Βέλδων!</p>
+
+<p>Ρύαξ τις θα τοις επέτρεπε να κατέλθωσι μέχρι της παραλίας, και ο Δικ Σανδ θα
+επανελάμβανε, μετά νέων ελπίδων επιτυχίας και μεγαλειτέρας γνώσεως των
+δυσχερειών, το τοσούτον δυστυχώς διά της προσβολής των ιθαγενών διακοπέν
+σχέδιόν του. </p>
+
+<p>Ο νεαρός δόκιμος παρεδίδετο εις αλληλοδιαδόχους σκέψεις φόβου και
+ελπίδος. </p>
+
+<p>Ευτυχώς όμως, χάρις εις τον ενεργητικόν χαρακτήρα του, δεν κατεβάλλετο και
+ήτο έτοιμος να επωφεληθή και της ελαχίστης παρουσιασθησομένης ευκαιρίας.<br
+/>
+&nbsp;<br />
+Ό,τι προ πάντων έπρεπε να μάθη ήτο προς ποίαν αγοράν ωδήγουν αυτούς οι
+διευθύνοντες την συνοδείαν των δούλων. </p>
+
+<p>Άρα γε προς πρακτορείον τι της Αγγόλης, δηλαδή μετά τινας σταθμούς μόνον, ή
+θα ώδευον έτι εκατοντάδας μιλίων διά μέσου της κεντρώας Αφρικής; </p>
+
+<p>Η κυρία αγορά των σωματεμπόρων είναι η της Νυαγγέ, εν Μανυεμά, ήτοι εις
+τον μεσημβρινόν εκείνον, όστις διαιρεί την αφρικανικήν ήπειρον εις δύο μέρη
+σχεδόν ίσα, εκεί ένθα εντείνεται η χώρα των μεγάλων λιμνών ην διέτρεχε τότε ο
+Λίβιγγστων. </p>
+
+<p>Αλλ' από του Κοάνζα μέχρι της κώμης εκείνης η απόστασις ήτο μεγάλη· μήνες
+οδοιπορίας δεν θα ήρκουν έως να φθάσωσιν εκεί. </p>
+
+<p>Η ιδέα αύτη τα μέγιστα απησχόλει τον Δικ Σανδ, καθότι αφικνούμενοι άπαξ εις
+Νυαγγέ, και επί τη υποθέσει ότι η κυρία Βέλδων, ο Ηρακλής, οι άλλοι μαύροι και
+αυτός κατώρθωνον να αποδράσωσι, πόσον θα ήτο δύσκολος, ίνα μη είπωμεν
+αδύνατος η επιστροφή εις την παραλίαν, εν μέσω των κινδύνων τοσούτω μακράς
+πορείας!</p>
+
+<p>Αλλ' ο Δικ Σανδ δικαίως εσκέφθη μετ' ολίγον, ότι η συνοδεία δεν θα εβράδυνε
+να φθάση εις τον προς ον όρον. </p>
+
+<p>Καίτοι δεν εννόησε την γλώσσαν ην ελάλουν οι αρχηγοί της συνοδείας, ήτοι οτέ
+μεν την αραβικήν, οτέ δε το αφρικανικόν ιδίωμα, παρετήρησεν ότι το όνομα
+σπουδαίας αγοράς της χώρας ταύτης επανελαμβάνετο συχνάκις. </p>
+
+<p>Ήτο το όνομα, του Καζονδέ, και δεν ηγνόει ότι εκεί διενηργείτο μέγιστον
+δουλεμπόριον.<br />
+&nbsp;<br />
+Φυσικώς λοιπόν συνεπέρανεν ότι εκεί θα απεφασίζετο η τύχη των δεσμοτών, είτε
+προς όφελος του βασιλέως της επαρχίας είτε διά λογαριασμόν πλουσίου τινός
+εντοπίου δουλεμπόρου. Γνωστόν ότι δεν ηπατάτο. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ, ων ειδήμων την νεωτέρας γεωγραφίας, εγίνωσκε καλώς τα περί
+Κοζανδέ. </p>
+
+<p>Η απόστασις της πόλεως ταύτης από του Αγίου Παύλου της Λοάνδας δεν
+υπερβαίνει τα τετρακόσια μίλια, επομένως διακόσια πεντήκοντα μίλια το πολύ την
+διαχωρίζουν από της εν Κοάνζα κατασκηνώσεως. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ υπελόγιζε κατά προσέγγισιν, λαμβάνων ως βάσιν των υπολογισμών
+του το διάστημα, όπερ διήνυσε το μικρόν σώμα υπό την οδηγίαν του Χάρρη.<br />
+&nbsp;<br />
+Υπό τας συνήθεις περιστάσεις, το διάστημα εκείνο δεν απήτει πλειοτέρας των δέκα
+μέχρι των δώδεκα ημερών. </p>
+
+<p>Διπλασιαζομένου δε του χρόνου τούτου ένεκα των αναγκών της συνοδείας
+εξηντλημένης ήδη εκ της μακράς πορείας, ο Δικ Σανδ έπρεπε να υπολογίση εις
+τρεις εβδομάδας την διάρκειαν της από Κοάνζα εις Κοζανδέ αποστάσεως. </p>
+
+<p>Όσα ενόμιζεν ότι εγίνωσκεν ο Δικ Σανδ, επεθύμει να ανακοινώση εις τον Τωμ
+και τους συνεταίρους αυτού. Η βεβαιώτης ότι δεν τους παρέσυρον εις το κέντρον
+της Αφρικής, εις τας απαισίας εκείνας χώρας, από τας οποίας δεν θα ήλπιζον πλέον
+να εξέλθωσι, θα ήτο είδος τι παρηγορίας δι' αυτούς.<br />
+&nbsp;<br />
+Ήρκουν ολίγαι λέξεις εν παρόδω, όπως τοις ανακοινώση εκείνο όπερ ηγνόουν.
+Αλλά θα κατώρθου άρα γε να τοις είπη τας λέξεις ταύτας;</p>
+
+<p>Ο Τωμ και ο Βαρθολομαίος — κατά τύχην είχον συνενωθή πατήρ και υιός — ο
+Ακτέων και ο Αυγουστίνος, δεδεμένοι ανά δύο, ευρίσκοντο εις την δεξιάν άκραν
+της συνοδείας. Είς οδηγός και δωδεκάς στρατιωτών επετήρουν αυτούς. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ, ελεύθερος εις τας κινήσεις του, απεφάσισε να ελαττώση ολίγον κατ'
+ολίγον την απόστασιν, ήτις διεχώριζεν αυτόν από του ομίλου τον οποίον
+εσχημάτιζον οι σύντροφοί του πεντήκοντα βήματα μακράν αυτού. Ήρχισε λοιπόν
+να επιδιώκη τον σκοπόν τούτον. </p>
+
+<p>Πιθανόν ο γέρων Τωμ να εμάντευσε την σκέψιν του Δικ Σανδ. Λέξεις
+προφερθείσαι χαμηλή τη φωνή ειδοποίησε τους συντρόφους να ώσι προσεκτικοί.
+Δεν εκινήθησαν λοιπόν, αλλ' ήσαν έτοιμοι και να ίδωσι και να ακούσωσι. </p>
+
+<p>Μετ' ολίγον ο Δικ Σανδ επροχώρησε με ύφος αδιάφορον πεντήκοντα περίπου
+βήματα. </p>
+
+<p>Εκ του μέρους όπου ευρίσκετο τότε, θα ηδύνατο να φωνάξη εις τρόπον ώστε να
+ακουσθή, το όνομα Καζονδέ και να τω είπη ποία θα ήτο η πιθανή διάρκεια της
+οδοιπορίας.<br />
+&nbsp;<br />
+Θα ήτο προτιμότερον να συμπληρώση τας πληροφορίας εκείνας και να συνεννοηθή
+μετ' αυτών τι έπρεπε να πράξωσι.<br />
+&nbsp;<br />
+Εξηκολούθησε λοιπόν να τους πλησιάζη. Ήδη η καρδία του έπαλλεν υπό ελπίδος·
+δεν απείχε πλέον ειμή ολίγα βήματα από του ποθουμένου σκοπού, ότε οδηγός τις
+ως ει εννόησεν αίφνης την πρόθεσίν του ώρμησε κατ' αυτού.</p>
+
+<p>Εις τας κραυγάς του μανιακού εκείνου, δέκα στρατιώται προσέδραμον, και ο
+Δικ Σανδ, κτηνωδώς εφέρθη πάλιν οπίσω, ενώ ο Τωμ και οι σύντροφοί του
+εσύροντο εις την άλλην άκραν του στρατοπέδου. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ μανιώδης ώρμησε κατά του οδηγού· κατώρθωσε να θραύση διά των
+χειρών το πυροβόλον του, και σχεδόν το απέσπασεν· αλλ' επτά ή οκτώ στρατιώται
+τον περιεκύκλωσαν και ηναγκάσθη να τον αφήση. </p>
+
+<p>Εν τη μανία των θα τον εφόνευον ίσως, εάν δεν επενέβαινεν Άραψ τις αρχηγός
+υψηλού αναστήματος και αγρίας φυσιογνωμίας. </p>
+
+<p>Ο Άραψ εκείνος ήτο ο αρχηγός Ιβν Χαμίς, περί ου είχεν ομιλήσει ο Χάρρης. </p>
+
+<p>Επρόφερε λέξεις τινάς, τας οποίας ο Δικ Σανδ δεν ηδηνήθη να εννοήση και οι
+στρατιώται αναγκασθέντες να αφήσωσι την λείαν των, απεμακρύνθησαν. </p>
+
+<p>Ήτο λοιπόν προδηλότατον αφ' ενός μεν ότι είχεν αυστηρώς απαγορευθή πάσα
+συγκοινωνία του νεαρού δοκίμου μετά των συντρόφων του, αφ' ετέρου δε ότι
+είχον συστήσει να μη προσβληθή η ζωή του. </p>
+
+<p>Τις άλλος ηδύνατο να δώση τοιαύτας διαταγάς πλην του Χάρρη ή του
+Νεγορού;</p>
+
+<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν — ήτο ενάτη της πρωίας της 19 Απριλίου —
+ηκούσθησαν οι άγριοι ήχοι κέρατος «κουδού» και οι κρότοι τύμπανου. Η
+στάθμευσις έμελλε να λήξη.<br />
+&nbsp;<br />
+Άπαντες, αρχηγοί, στρατιώται, φορείς, δούλοι, ηγέρθησαν αμέσως. Φορτωθέντων
+των δερμάτων, πολλοί όμιλοι αιχμαλώτων εσχηματίσθησαν υπό την οδηγίαν ενός
+οδηγού αναπετάσαντος σημαίαν ζωηρών χρωμάτων. </p>
+
+<p>Εδόθη το σημείον της αναχωρήσεως. </p>
+
+<p>Άσματα αντήχησαν τότε, αλλ' οι ψάλλοντες ούτοι ήσαν οι ηττημένοι, ουχί οι
+νικηταί. </p>
+
+<p>Και ιδού τι έλεγον τα άσματα εκείνα, ως απειλή αφελούς πίστεως των δούλων
+κατά των τυράννων των, κατά των δημίων των:</p>
+
+<p>Με στέλλετε εις την παραλίαν, αλλ' όταν αποθάνω, δεν έχω πλέον ζυγόν και θα
+επανέλθω να σας φονεύσω. </p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η.' </h3>
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΙΝΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚ
+ΣΑΝΔ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Καίτοι η καταιγίς της προτεραίας είχε παύσει, εν τούτοις ο καιρός ήτο έτι πολύ
+τεταραγμένος. </p>
+
+<p>Άλλως τε δε ήτο η εποχή της «μαζίκας» της δευτέρας περιόδου της εποχής των
+βροχών υπό την ζώνην εκείνην του αφρικανικού ουρανού. </p>
+
+<p>Αι νύκτες προ πάντων έμελλον να ώσι βροχεραί επί μίαν, δύο ή τρεις
+εβδομάδας, όπερ θα επηύξανεν έτι μάλλον τας κακοπαθείας της συνοδείας. </p>
+
+<p>Την ημέραν εκείνην, εν καιρώ συννεφώδει, ανεχώρησαν από του Κοάνζα και
+εβάδισαν σχεδόν κατ' ευθείαν προς ανατολάς. </p>
+
+<p>Πεντήκοντα περίπου στρατιώται ήσαν επί κεφαλής, περί τους εκατόν
+εκατέρωθεν της συνοδείας, οι δε επίλοιποι ήρχοντο όπισθεν. Θα ήτο δύσκολον εις
+τους αιχμαλώτους να αποδράσωσιν, έστω και εάν δεν ήσαν δεσμευμένοι. </p>
+
+<p>Γυναίκες, παιδιά, άνδρες επορεύοντο αναμίξ, και οι οδηγοί εβίαζον τα βήματά
+των διά μαστιγώσεων. </p>
+
+<p>Υπήρχον δυστυχείς μητέρες αίτινες θηλάζουσαι έν παιδίον, εκράτουν άλλο διά
+της ελευθέρας χειρός. Άλλαι έσυρον τα μικρά εκείνα όντα γυμνά, ανυπόδητα, επί
+των οξυβελών χόρτων του εδάφους. </p>
+
+<p>Ο αρχηγός της συνοδείας, ο άγριος εκείνος Ιβν Χαμίς ο επεμβάς εις την πάλην
+μεταξύ του Δικ Σανδ και του οδηγού του, επετήρει όλην εκείνην την αγέλην
+μεταβαίνων από την μιας εις την άλλην άκραν της μακράς στήλης.<br />
+&nbsp;<br />
+Εάν οι πράκτορές του και αυτός δεν εφρόντιζον περί των δυστυχιών των
+αιχμαλώτων των, έπρεπεν όμως να λαμβάνωσιν υπό σπουδαίαν έποψιν είτε τους
+στρατιώτας οίτινες απήτουν αύξησίν τινα μισθού, είτε τους βαστάζους οίτινες
+ήθελον να αναπαυθώσιν.<br />
+&nbsp;<br />
+Εκ τούτου εγεννώντο φιλονικίαι, πολλάκις μάλιστα διαπληκτισμοί. Και πάλιν οι
+αιχμάλωτοι υφίσταντο τα αποτελέσματα της αδιακόπου οργής των οδηγών. </p>
+
+<p>Αφ' ενός ηκούοντο απειλαί, αφ' ετέρου κραυγαί οδύνης, και όσοι ήρχοντο
+κατόπιν, επάτουν επί εδάφους βραχέντος διά του αίματος των πρώτων. </p>
+
+<p>Οι μετά του Δικ Σανδ, κρατούμενοι πάντοτε μετά προσοχής εμπρός της
+συνοδείας, ουδεμίαν ηδύναντο να έχωσι συγκοινωνίαν μετ' αυτής. </p>
+
+<p>Επροχώρουν κατά στίχον δεδεμένοι εκ του τραχήλου δι' αλύσεως βαρείας, ήτις
+δεν επέτρεπεν αυτοίς ουδέ έν κίνημα κεφαλής. </p>
+
+<p>Εμαστιγούντο δε και αυτοί όσον και οι εν δυστυχία σύντροφοί των.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Βαρθολομαίος συνδεδεμένος μετά του πατρός του εβάδιζε προ αυτού, προσέχων
+να μη κινή το δίκρανον, εκλέγων τα καλλίτερα μέρη όπως θέση τον πόδα, επειδή
+μετ' αυτόν έμελλε να διέλθη ο γέρων Τωμ. </p>
+
+<p>Προσεπάθει μάλιστα να βραδύνη την πορείαν του, όταν ησθάνετο ότι ο Τωμ
+εκουράζετο.<br />
+&nbsp;<br />
+Ήτο βάσανος διά τον καλόν εκείνον υιόν να μη δύναται να στρέψη την κεφαλήν,
+όπως ίδη τον καλόν του πατέρα ον υπερηγάπα. </p>
+
+<p>Ο Τωμ είχε βεβαίως την ευχαρίστησιν να βλέπη τον υιόν του, αλλά πολύ ακριβά
+επλήρωνε την ευχαρίστησιν ταύτην. </p>
+
+<p>Ποσάκις παχέα δάκρυα έρρευσαν από των οφθαλμών του, όταν η μάστιξ του
+οδηγού κατέπιπτεν επί του Βαρθολομαίου!</p>
+
+<p>Ήτο δεινότερον βασανιστήριον ή εάν έπιπτεν επί της ιδίας εαυτού σαρκός. </p>
+
+<p>Ο Αυγουστίνος και ο Ακτέων ήρχοντο ολίγα βήματα όπισθεν, δεδεμένοι ο είς
+μετά του άλλου και βασανιζόμενοι κατά πάσαν στιγμήν. </p>
+
+<p>Α! πώς εφθόνουν την τύχην του Ηρακλέους! Οίοι δήποτε και αν ήσαν οι
+απειλούντες αυτόν εις την αγρίαν εκείνην χώραν κίνδυνοι, ηδύνατο τουλάχιστον να
+ποιήται χρήσιν της δυνάμεώς του και να υπερασπίση την ζωήν του. </p>
+
+<p>Κατά τας πρώτας στιγμάς της αιχμαλωσίας των ο γέρων Τωμ εγνώρισε τέλος
+προς τους συντρόφους του όλην την αλήθειαν.<br />
+&nbsp;<br />
+Προς μεγάλην έκπληξίν των, έμαθον παρ' αυτού ότι ήσαν εις την Αφρικήν, ότι η
+διπλή προδοσία του Χάρρη και του Νεγορού πρώτον μεν τους έρριψεν εκεί, είτα
+τους παρέσυρε, και ότι ουδέν έλεος είχον να ελπίζωσιν εκ μέρους των κυρίων
+των.<br />
+&nbsp;<br />
+Αλλά και την Ναν δεν μετεχειρίζοντο καλλίτερον. Απετέλει μέρος ομίλου γυναικών,
+όστις κατείχε το κέντρον της συνοδείας. </p>
+
+<p>Την είχον δέσει μετά νεαράς μητρός εχούσης δύο τέκνα το έν νήπιον και το
+άλλο τριετές μόλις βαδίζον. </p>
+
+<p>Η Ναν συγκινηθείσα ανέλαβε το μικρόν εκείνο ον, και η δυστυχής δούλη
+ηυχαρίστησεν αυτήν διά δακρύων. </p>
+
+<p>Η Ναν εβάσταζε λοιπόν το παιδίον, απαλλάττουσα αυτό και εκ του κόπου υπό
+του οποίου ήθελε καταβληθή και εκ των μαστιγώσεων τας οποίας θα ελάμβανεν
+υπό του οδηγού. </p>
+
+<p>Αλλά το φορτίον ήτο βαρύ διά την γραίαν Ναν· εφοβείτο μη αι δυνάμεις της
+εξαντληθώσι, και εσκέπτετο τον μικρόν Ζακ. </p>
+
+<p>Εφαντάζετο αυτόν εις τας αγκάλας της μητρός του! Ναι μεν η ασθένεια τον
+είχεν αδυνατίσει, αλλά και πάλιν θα ήτο βαρύς διά τους ασθενείς βραχίονας της
+κυρίας Βέλδων. </p>
+
+<p>Πού να ήτο αύτη; Τι εγίνετο; Άρα γε η γηραιά θεράπαινά της θα την
+επανέβλεπε ποτέ;</p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ είχε τεθή σχεδόν όπισθεν της συνοδείας. Δεν ηδύνατο να ίδη μήτε
+τον Τωμ, μήτε τους συντρόφους του, μήτε την Ναν. </p>
+
+<p>Τότε μόνον ηδύνατο να τους ίδη όταν διήρχοντο πεδιάδα τινά. Εβάδιζε
+κατεχόμενος υπό λυπηρών διαλογισμών, από των οποίων αι κραυγαί των
+πρακτόρων μόλις τον απέσπων. </p>
+
+<p>Δεν εσκέπτετο μήτε εαυτόν, μήτε τους κόπους ους θα ήτο ανάγκη να υποστή
+έτι, μήτε τα βασανιστήρια όσα τω επεφύλασσεν ίσως ο Νεγορός. </p>
+
+<p>Εσκέπτετο μόνον την κυρίαν Βέλδων· εις μάτην ανεζήτει εις το έδαφος, εις τας
+ακάνθας των ατραπών, εις τους χαμηλούς κλάδους των δένδρων, να ανεύρη ίχνος
+τι της διαβάσεώς της.<br />
+&nbsp;<br />
+Εάν κατά πάσαν βεβαιότητα, την ωδήγουν εις Καζονδέ, δεν ήτο δυνατόν να έλαβεν
+άλλην οδόν. Τι δεν έδιδεν, όπως επανεύρη σημειόν τι της πορείας της προς το
+μέρος όπου ωδήγουν και αυτούς; </p>
+
+<p>Τοιαύτη ήτο η σωματική και πνευματική κατάστασις του νεαρού δοκίμου και
+των μετ' αυτού:</p>
+
+<p>Αλλ' ό,τι και αν ηδύναντο να φοβώνται δι' εαυτούς, όσον μεγάλα και αν ήσαν
+τα ίδια εαυτών παθήματα, ο οίκτος κατεκυρίευσεν αυτούς βλέποντας την τρομεράν
+αθλιότητα της δυστυχούς εκείνης αγέλης των δεσμίων και την ανήκουστον
+θηριωδίαν των κυρίων των. </p>
+
+<p>Φευ! ουδέν είχον όπως βοηθήσωσι τους μεν, ουδέν όπως αντισταθώσιν εις
+τους άλλους!</p>
+
+<p>Όλον το μέρος το κείμενον προς ανατολάς του Κοάνζα δεν ήτο ειμή δάσος εις
+περιφέρειαν είκοσι περίπου μιλίων. </p>
+
+<p>Εν τούτοις τα δένδρα είτε διότι φθείρονται υπό των δηγμάτων των απείρων
+εντόμων των χωρών τούτων, είτε διότι τα καταρρίπτουσιν αγέλαι νεαρών
+ελεφάντων ήσαν ολιγώτερον πυκνά ή τα της γείτονος παραλίας. </p>
+
+<p>Υπήρχε τωόντι αφθονία εκ των βαμβακοφόρων εκείνων, υψηλών επτά ή οκτώ
+πόδας, των οποίων ο βάμβαξ χρησιμεύει προς κατασκευήν των μελανών ή λευκών
+ραβδωτών υφασμάτων, άτινα μεταχειρίζονται εις τα ενδότερα της επαρχίας.<br />
+&nbsp;<br />
+Είς τινα μέρη το έδαφος μετεβάλλετο εις πυκνοτάτους καλαμώνας εντός των
+οποίων εθάπτετο η συνοδεία. </p>
+
+<p>Εξ όλων των ζώων της χώρας μόνοι οι ελέφαντες, και καμηλοπαρδάλεις θα
+ηδύναντο να εξέχωσι των καλάμων εκείνων, των οποίων το στέλεχος έχει ενός
+δακτύλου περίμετρον. </p>
+
+<p>Βεβαίως οι πράκτορες εγίνωσκον καλώς τα μέρη, όπως μη αποπλανώνται.<br
+/>
+&nbsp;<br />
+Καθ' ημέραν η συνοδεία ανεχώρει άμα τη αυγή και αναπαύετο μόνον την
+μεσημβρίαν επί μίαν ώραν. Ήνοιγον τότε δέματά τινα μανιόκας και το εδώδιμον
+τούτο διενέμετο μετά φειδωλίας εις τους δούλους.</p>
+
+<p>Προσετίθεντο πατάται, ή αίγειον κρέας και μόσχειον, όταν οι στρατιώται
+ελεηλάτουν κατά την διάβασιν χωρίον τι. </p>
+
+<p>Αλλ' η κόπωσις ήτο τοιαύτη, η ανάπαυσις τόσον ανεπαρκής, τόσον μάλιστα
+αδύνατος κατά τας βροχεράς εκείνας νύκτας, ώστε, ερχομένης της ώρας της
+διανομής των τροφίμων, οι αιχμάλωτοι μόλις ηδύναντο να φάγωσιν. </p>
+
+<p>Ούτω, οκτώ ημέρας μετά την εν Κοάνζα αναχώρησιν, είκοσι τουλάχιστον είχον
+πέσει καθ' οδόν, απομείναντες εις την διάθεσιν των θηρίων, άτινα περιεπλανώντο
+όπισθεν της συνοδείας. </p>
+
+<p>Λέοντες, πάνθηρες και λεοπαρδάλεις περιέμενον τα θύματα, άτινα δεν
+ηδύναντο να λείψωσι, και καθ' εσπέραν, μετά την δύσιν του ηλίου, οι μηκυθμοί
+αυτών εξερρήγνυντο εις τοσούτω βραχείαν απόστασιν, ώστε υπήρχε φόβος
+αμέσου επιθέσεως.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ, ακούων τους βρυχηθμούς εκείνους, ους η σκιά καθίστα έτι μάλλον
+φοβερούς, ανελογίζετο μετά τρόμου τα προσκόμματα τα οποία τοιαύται
+συναντήσεις ηδύναντο να εγείρωσιν εις τα διαβήματα του Ηρακλέους και τους
+κινδύνους ους θα διέτρεχεν εις έκαστον βήμα του. </p>
+
+<p>Και εν τούτοις, εάν και αυτός εύρισκεν ευκαιρίαν να φύγη, δεν θα εδίσταζε να
+το πράξη. </p>
+
+<p>Ιδού δε αι σημειώσεις τας οποίας ο Δικ Σανδ έλαβε κατά το δρομολόγιον εκείνο
+μεταξύ Κοάνζα και Καζονδέ.<br />
+&nbsp;<br />
+Εικοσιπέντε «πορείαι» εχρειάσθησαν όπως διανύσωσι την απόστασιν εκείνην των
+διακοσίων πεντήκοντα μιλίων, της πορείας, κατά την γλώσσαν των σωματεμπόρων,
+ούσης εκ δέκα μιλίων μετά σταθμεύσεως καθ' εκάστην. </p>
+
+<p>&nbsp;— Από 25-27 Απριλίου. — Εφάνη χωρίον περικυκλούμενον υπό τειχών
+εκ καλάμων υψηλών 8-9 ποδών. </p>
+
+<p>Αγροί καλλιεργημένοι εξ αραβοσίτου, κυάμων, σόργου και διαφόρων
+αραχίδων. </p>
+
+<p>Δύο μαύροι συληφθέντες και αιχμαλωτισθέντες. Δεκαπέντε φονευθέντες.
+Κάτοικοι έφυγαν. </p>
+
+<p>Την εποιούσαν, διέλευσις θορυβώδης ποταμίου πλάτους εκατόν πεντήκοντα
+υαρδών.<br />
+&nbsp;<br />
+Γέφυρα κινητή σχηματισθείσα εκ κορμών δένδρων προσδεθέντων διά βρύων. </p>
+
+<p>Στηρίγματα ημιθραυσθέντα. Δύο γυναίκες δεδεμέναι εν τω αυτώ δικράνω
+έπεσαν εις τα ύδατα. </p>
+
+<p>Η μία εβάσταζε το μικρόν παιδίον της. Τα ύδατα ταράσσονται και γίνονται
+αιματοβαφή. </p>
+
+<p>Οι κροκόδειλοι ολισθαίνουσι μεταξύ των συνδέσεων της γεφύρας. Κίνδυνος
+μήπως θέση τις τον πόδα επί των χαινόντων στομάτων των. </p>
+
+<p>&nbsp;— 28 Απριλίου. — Διέλευσις δάσους βαυχινιών. Δένδρα υψίκορμα εξ
+εκείνων άτινα παρέχουσι το σιδηρόξυλον εις τους πορτογάλους. </p>
+
+<p>Ραγδαία βροχή. Έδαφος κάθυγρον. Πορεία άκρως δυσχερής. </p>
+
+<p>Προς το κέντρον της συνοδείας φαίνεται η δυστυχής Ναν κρατούσα αιθιοπίδιον
+εις τας αγκάλας της. </p>
+
+<p>Σύρεται δυσκόλως. Η μετ' αυτής δεσμευμένη δούλη χωλαίνει, και το αίμα ρέει
+εκ του υπό των μαστιγώσεων κατεσχισμένου ώμου αυτής.<br />
+&nbsp;<br />
+Την εσπέραν κατασκήνωσις υπό γιγαντιαίον βαοβάβ μετ' ανθέων λευκών και
+φυλλώματος πρασίνου τρυφερού. </p>
+
+<p>Κατά την νύκτα βρυχηθμοί λεόντων και λεοπαρδάλεων. Πυροβολισμός
+ιθαγενούς κατά πάνθηρος. Τι γίνεται ο Ηρακλής;</p>
+
+<p>&nbsp;— 29 και 30 Απριλίου. — Πρώτα ψύχη του καλουμένου αφρικανικού
+χειμώνος. Δρόσος αφθονωτάτη. </p>
+
+<p>Τέλος της βροχεράς εποχής μετά του μηνός Απριλίου ήτις άρχεται μετά του
+μηνός Νοεμβρίου. Πεδιάδες απλέτως πλημμυρισμέναι, εισέτι ανατολικοί άνεμοι
+διακόπτοντες την αναπνοήν και καθιστώντες τους ελώδεις πυρετούς μάλλον
+επαισθητούς. </p>
+
+<p>Ουδέν ίχνος της κυρίας Βέλδων, μήτε του κυρίου Βενεδίκτου. Πού άραγε τους
+ωδήγουν αν μη εις Καζονδέ; Ώφειλον να ακολουθώσι την αυτήν πορείαν και να
+προηγώνται ημών. Διατελώ εις μεγίστην ανησυχίαν. Μήπως ο μικρός Ζακ
+κατελήφθη πάλιν υπό του πυρετού εν τη νοσηρά εκείνη χώρα! Αλλά ζη άρα γε:</p>
+
+<p>&nbsp;— Από 1-6 Μαΐου. — Διέλευσις πολλών και μικρών πεδιάδων τας
+οποίας η εξάτμησις δεν είχεν αποξηράνει. </p>
+
+<p>Ύδωρ μέχρι της ζώνης ενίοτε. Μυριάδες βδελλών προσκολλομένων εις το
+δέρμα.<br />
+&nbsp;<br />
+Ανάγκη όμως να βαδίζωμεν. Επί τινων εξεχόντων υψωμάτων λωτοί και πάπυροι.
+</p>
+
+<p>Εις το βάθος υπό τα ύδατα, άλλα φυτά μεγάλων λαχανοειδών φύλλων, επί των
+οποίων προσκόπτει ο πους, όπερ επιφέρει πτώσεις αδιακόπους.<br />
+&nbsp;<br />
+Εις τα ύδατα ταύτα άπειροι μικροί ιχθύς εκ του είδους των γλανίδων, τους οποίους
+οι ιθαγενείς αλιεύουσι καθ' εκατομμύρια διά καλαμωτών και πωλούσιν εις τας
+συνοδείας.</p>
+
+<p>Αδύνατον να ευρεθή τόπος κατασκηνώσεως διά την νύκτα. </p>
+
+<p>Όριον δεν φαίνεται εις την καταπλημμυρισμένην πεδιάδα· πρέπει να οδεύωμεν
+εν τη σκοτία. </p>
+
+<p>Αύριον πολλοί δούλοι θα λείπωσιν εκ της συνοδείας. Πόσαι αθλιότητες! Όταν
+έπιπτέ τις, προς τι να εγερθή! Ολίγας στιγμάς υπό τα ύδατα και ετελείωνον τα
+πάντα! Η μάστιξ του οδηγού δεν σας έφθανεν εν τη σκιά. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι αλλ' η κυρία Βέλδων και ο υιός της! Δεν έχω το δικαίωμα να τους
+εγκαταλείψω. Θα ανθέξω μέχρι της τελευταίας στιγμής! Τούτο είναι καθήκον
+μου.<br />
+&nbsp;<br />
+Φοβεραί κραυγαί ακούονται κατά την νύκτα. </p>
+
+<p>Περί τους είκοσι στρατιώται απέσπασαν ολίγους εξέχοντας κλάδους έκ τινων
+ρητινοδών δένδρων. Πελιδναί λάμψεις εις τα σκότη. </p>
+
+<p>Ιδού η αιτία των ακουσθεισών κραυγών. Επίθεσις κροκοδείλων. Δώδεκα ή
+δεκαπέντε εκ των τεράτων τούτων ερρίφθησαν εν τη σκιά εις το πλευρόν της
+συνοδείας. </p>
+
+<p>Γυναίκες, παιδία, ηρπάγησαν και παρεσύρθησαν υπό των κροκοδείλων μέχρι
+του «μέρους της βοσκής των».</p>
+
+<p>Ούτως αποκαλεί ο Λίβιγγστων τας βαθείας εκείνας οπάς ένθα το αμφίβιον
+τούτο αποθέτει την λείαν του. </p>
+
+<p>Αφού την πνίξη, καθότι, δεν την τρώγει ειμή όταν φθάση εις βαθμόν τινα
+αποσυνθέσεως.<br />
+&nbsp;<br />
+Αι φολίδες ενός των κροκοδείλων εκείνων με προσέψαυσαν τραχέως. </p>
+
+<p>Νέος τις δούλος συνελήφθη πλησίον μου και απεσπάσθη εκ του κρατούντος
+αυτόν από του λαιμού δικράνου. Το δίκρανον συνετρίβη. </p>
+
+<p>Ποία κραυγή απελπισίας ποίος ορυγμός οδύνης! Τον ακούω εισέτι!</p>
+
+<p>&nbsp;— 7 και 8 Μαΐου. — Την επιούσαν εμετρήθησαν τα θύματα. Έλειπον
+είκοσι δούλοι. </p>
+
+<p>Περί την χαραυγήν ανεζήτησα τον Τωμ και τους συντρόφους του. Ας έχη δόξαν
+ο Θεός! Είναι ζωντανοί. Φευ! πρέπει να δοξάζω τον Θεόν; Δεν θα ήσαν
+ευτυχέστεροι εάν η ζωή των ετελείωνε μεθ' όλων εκείνων των αθλιοτήτων!</p>
+
+<p>Ο Τωμ προηγείται της συνοδείας. Καθ' ην στιγμήν ο υιός του εποίησε στροφήν
+τινα, το δίκρανον επλαγίασε και ο Τωμ ηδυνήθη να με ίδη. </p>
+
+<p>Εις μάτην ζητώ την γραίαν Ναν. Ανεμίχθη άρα γε ες τον κεντρικόν σωρόν, ή
+απώλετο κατά την φοβεράν εκείνην νύκτα;</p>
+
+<p>Την επιούσαν διήλθομεν το όριον της πλημμυρισμένης πεδιάδος, μετά
+εικοσιτετράωρον εν τω ύδατι πορείαν. </p>
+
+<p>Εσταθμεύσαμεν επί τινος λόφου. Ο ήλιος μας ξηραίνει ολίγον. Εσθίομεν, αλλά
+ποίαν αθλίαν τροφήν!Ολίγον μανιόκον, ολίγος δράκας αραβοσίτου! Προς πόσιν
+ουδέν άλλο ή ύδωρ θολόν. Δεσμώται εκτάδην επί του εδάφους κείμενοι, πόσοι εξ
+αυτών δεν θα ανεγερθώσιν!</p>
+
+<p>Όχι! δεν είναι δυνατόν η κυρία Βέλδων και το τέκνον της να διήλθον διά
+τοσούτων δεινοπαθημάτων! Ο Θεός θα τους ηλέησε και θα τους ωδήγησε δι' άλλης
+οδού εις Καζονδέ! Η δυστυχής μήτηρ δεν θα ηδύνατο να ανθέξη. </p>
+
+<p>Νέα κρούσματα ευφλογίας εν τη συνοδεία ή «ντουέ», καθώς λέγουσιν. Οι
+ασθενείς δεν δύνανται να προβώσι περαιτέρω. Θα τους εγκαταλείψωσιν άρα
+γε;</p>
+
+<p>&nbsp;— 9 Μαΐου — Ηρχίσαμεν την πορείαν άμα τη αυγή. Ουδείς
+καθυστέρησεν. Η μάστιξ του οδηγού ανήγειρε ζωηρώς εκείνους τους οποίους ο
+κάματος ή ασθένεια είχε καταβάλλει. Οι δούλοι εκείνοι έχουσιν αξίαν. Είναι
+νόμισμα. Οι πράκτορες δεν θα τους αφήσωσιν οπίσω, ενόσω τοις μένει δύναμις να
+βαδίζωσι. </p>
+
+<p>Περικυκλούμαι υπό ζώντων σκελετών. Δεν έχουσι πλέον φωνήν, όπως
+εκφράσωσι παράπονον.<br />
+&nbsp;<br />
+Είδον τέλος την γραίαν Ναν! Οικτρόν θέαμα! Το παιδίον όπερ εβάσταζεν, δεν ήτο
+πλέον εις τας αγγάλας της. Άλλως τε δεν είναι μόνη· τούτο θα είναι ολιγώτερον
+επίπονον δι' εαυτήν, αλλ' η άλυσις είναι εισέτι εις την ζώνην της, και είχεν
+αναγκασθή να ρίψη το άκρον αυτής άνωθεν του ώμου.<br />
+&nbsp;<br />
+Έσπευσα προς αυτήν. Ηδύνατό τις να είπη ότι δεν με ανεγνώριζε. Τόσον λοιπόν
+μετεβλήθην; </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναν τη είπον. </p>
+
+<p>Η γραία υπηρέτρια με παρετήρησεν επί πολύ και τέλος:</p>
+
+<p>&nbsp;— Υμείς, κύριε Δικ! Εγώ . . εγώ μετ' ολίγας στιγμάς θα ήμαι νεκρά. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, θάρρος! απεκρίθην ενώ οι οφθαλμοί μου εχαμηλώθησαν διά να
+μη βλέπωσι το άνευ αίματος φάσμα της ατυχούς.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Νεκρά, επανέλαβε και δεν θα επανίδω πλέον την αγαπητήν μου
+δέσποιναν, μήτε τον μικρόν μου Ζακ! Θεέ μου! Θεέ μου! ευσπλαγχνίσου με!</p>
+
+<p>Ηθέλησα να υποστηρίξω την γραίαν Ναν, της οποίας όλον το σώμα έτρεμεν υπό
+τα κατεσχισμένα ενδύματά της. Θα ήτο χάρις εάν με έδενον μετ' αυτής και εάν
+ηδυνάμην να συμμερισθώ την άλυσιν εκείνην, της οποίας εβάσταζεν όλον το βάρος
+μετά τον θάνατον της συνδεσμώτιδάς της. </p>
+
+<p>Στιβαρός βραχίων με απώθησε, και η δυστυχής Ναν, πληγείσα διά της
+μάστιγος, επετάχθη εις τον σωρόν των δούλων. </p>
+
+<p>Ηθέλησα να ορμήσω κατά του κτηνώδους εκείνου ανθρώπου, αλλ' ο άραψ
+αρχηγός ενεφανίσθη, έδραξε τον βραχίονά μου και με εκράτησε μέχρι της στιγμής
+καθ' ήν ευρέθην πάλιν εις την τελευταίαν σειράν της συνοδείας. </p>
+
+<p>Τότε επρόφερε το όνομα;</p>
+
+<p>&nbsp;— Νεγορός!</p>
+
+<p>Ο Νεγορός! Κατά διαταγήν λοιπόν του Πορτογάλου ενεργεί και με
+μεταχειρίζεται άλλως ή τους εν δυστυχία συντρόφους μου. </p>
+
+<p>Ποία τύχη μοι επιφυλάσσεται;</p>
+
+<p>&nbsp;— 10 Μαΐου — Διήλθομεν σήμερον πλησίων δύο χωρίων καιωμένων. Αι
+καλύβαι καίονται πανταχού. Πτώματα κρέμανται εις δένδρα τα οποία εφείσθη η
+πυρκαϊά.<br />
+&nbsp;<br />
+Οι κάτοικοι φεύγουσιν. Οι αγροί είναι έρημοι. Εκτελείται ανθρωποκυνήγιον.
+Εγένετο ίσως διακόσιοι φόνοι, όπως συλληφθώσι δώδεκα δούλοι.<br />
+&nbsp;<br />
+Η εσπέρα έφθασε. Νυκτερινή στάθμευσις. Εγένετο κατασκήνωσις υπό μεγάλα
+δένδρα. </p>
+
+<p>Υψηλά χόρτα σχηματίζουσι φράκτην περί το δάσος. </p>
+
+<p>Δούλοι τινες είχον φύγει την προτεραίαν θραύσαντες το δίκρανόν των. </p>
+
+<p>Συνελήφθησαν εκ νέου και εβασανίσθησαν μετ' απαραδειγματίστου
+σκληρότητος. </p>
+
+<p>Η επιτήρησις των στρατιωτών και των οδηγών διπλασιάζεται. </p>
+
+<p>Επήλθεν η νυξ. Βρυχηθμοί λεόντων και υαινών. Ρογχασμοί μακρυνοί
+ιπποποτάμων. </p>
+
+<p>Βεβαίως γειτονεύει λίμνη τις ή ρυάκιον. </p>
+
+<p>Μεθ' όλον τον κάματον, δεν δύναμαι να κοιμηθώ. Σκέπτομαι τόσα
+πράγματα!</p>
+
+<p>Είτα, νομίζω ότι ακούω πατήματα εις τα υψηλά χόρτα. Ίσως θηρίον τι. Θα
+τολμήση άρα γε να παραβιάση την είσοδον του στρατοπέδου;</p>
+
+<p>Ακροώμαι. Ουδέν. Ναι, ζώον τι διέρχεται διά των καλάμων. Είμαι άοπλος. Εν
+τούτοις θα υπερασπισθώ. Θα καλέσω. Η ζωή μου δύναται να είναι χρήσιμος εις την
+κυρίαν Βέλδων, εις τους συντρόφους μου. </p>
+
+<p>Παρατηρώ διά του βαθέος σκότους· Δεν υπάρχει σελήνη. Η νυξ είναι
+σκοτεινοτάτη. </p>
+
+<p>Ιδού δύο οφθαλμοί φεγγοβολούντες εν τη σκιά, μεταξύ των παπύρων
+οφθαλμοί υαίνης ή λεοπαρδάλεως. Χάνονται . . . πάλιν εμφανίζονται . . . </p>
+
+<p>Τέλος ακούω θρουν εις τα χόρτα. Ζώον τι πηδά επ' εμού. </p>
+
+<p>Έμελλον να εκφέρω κραυγήν, να καλέσω βοήθειαν. Ευτυχώς δεν το έπραξα.
+</p>
+
+<p>Δεν δύναμαι να πιστεύσω εις τους οφθαλμούς μου. </p>
+
+<p>Ο Δίγγος, ο Δίγγος είναι πλησίον μου . . . Γενναίε Δίγγε! Πώς μοι απεδόθη; Πώς
+ηδυνήθη να μ' επανεύρη;</p>
+
+<p>Α! το ορμέφυτον αρκεί να εξηγήση τοιαύτα θαύματα πιστότητος. Λείχει τας
+χείρας μου. Αχ, καλέ κύον, τώρα μόνε φίλε μου. Δεν σε εφόνευσαν λοιπόν!</p>
+
+<p>Τω ανταπέδωκα τας θωπείας του. Με εννόησεν. Ήθελε να υλακτήση. </p>
+
+<p>Τον καθησυχάζω. Δεν πρέπει να τον ακούσωσιν. Ας ακολουθή την συνοδείαν
+απαρατήρητος . . . Αλλά πώς τρίβει επιμόνως τον λαιμόν του εις τας χείρας μου . .
+.<br />
+&nbsp;<br />
+Φαίνεται ως εάν μοι λέγει «Ζήτησον λοιπόν! . . ». Ζητώ. και αισθάνομαί τι εκεί
+δεδεμένον εις τον τράχηλόν του . . . τεμάχιον καλάμου είναι διαπερασμένον εις το
+περιλαίμιον εκείνο, όπου είναι κεχαραγμένα τα δύο γράμματα Σ. Β., των οποίων το
+μυστήριον είναι εισέτι ανεξήγητον δι' ημάς. </p>
+
+<p>Ναι . . . απέσπασα το καλάμιον . . . Το έθραυσα. Επιστολή υπάρχει εν αυτώ.<br
+/>
+&nbsp;<br />
+Αλλ' αυτήν την επιστολήν δεν δύναμαι να την αναγνώσω. Πρέπει να περιμείνω την
+ημέραν . . . την ημέραν . . . Θέλω να κρατήσω τον Δίγκον, αλλά το καλόν ζώον,
+καίτοι λείχον τας χείρας μου, φαίνεται σπεύδον να με εγκαταλείπη . . Εννόησεν ότι
+η αποστολή του είχεν εκπληρωθή. </p>
+
+<p>Δι' ενός πλαγίου άλματος έγινεν άφαντον αθορύβως μεταξύ των χόρτων. </p>
+
+<p>Ο Θεός να το λυτρώση εκ των οδόντων των λεόντων ή των υαινών. </p>
+
+<p>Ο Δίγγος βεβαίως επέστρεψε προς εκείνον, όστις με τον απέστηλεν. </p>
+
+<p>Η επιστολή εκείνη, την οποίαν δεν δύναμαι έτι να αναγνώσω, καίει τας χείρας
+μου. </p>
+
+<p>Ποίος την έγραψε; Προέρχεται εκ του Ηρακλέους; Πώς το πιστόν ζώον, όπερ
+ενομίζομεν νεκρόν συνήντησε τον ένα ή τον άλλον; Περιέχει άρα γε σχέδιον
+αποδράσεως, ή με δίδει μόνον ειδήσεις ανθρώπων προσφυλών; Όπως δήποτε το
+συμβεβηκός εκείνο με συνεκίνησε και κατέπαυσε τας αθλιότητάς μου.<br />
+&nbsp;<br />
+Ω! πόσον μακρά μοι εφάνη η νυξ. </p>
+
+<p>Καραδοκώ την ελαχίστην φαύσιν εις τον ορίζοντα. Δεν δύναμαι να κλείσω τους
+οφθαλμούς. </p>
+
+<p>Ακούω εισέτι βρυχηθμούς θηρίων. Δυστυχή Δίγγε μου, είθε να τα
+διαφύγης!</p>
+
+<p>Τέλος η ημέρα πλησιάζει να φανή και σχεδόν άνευ λυκαυγούς υπό τα τροπικά
+εκείνα πλάτη. </p>
+
+<p>Έλαβον τοιαύτην θέσιν, ώστε να μη με παρατηρήσωσι. </p>
+
+<p>Προσπαθώ να αναγνώσω . . Αλλ' αδήνατον εισέτι</p>
+
+<p>Τέλος ανέγνωσα. Το επιστόλιον ήτο διά χειρός του Ηρακλέους. </p>
+
+<p>Είχε γραφή επί τεμαχίου χάρτου διά μολυβδοκονδύλου. </p>
+
+<p>Ιδού τι περιείχεν:</p>
+
+<p>«Η κυρία Βέλδων μεταφέρεται μετά μικρού Ζαν, επί κιτάνδας. Ο Χάρης και ο
+Νεγορός συνοδεύουσιν αυτήν. Προηγούνται της συνοδείας κατά τρεις ή τέσσαρας
+σταθμούς μετά του εξαδέλφου Βενεδίκτου. Δεν ηδυνήθην να συγκοινωνήσω μετ'
+αυτής. Εύρον τον Δίγγον, όστις είχε πληγωθή διά σφαίρας όπλου . . αλλ'
+εθεραπεύθη. Έχετε ελπίδας κύριε Δικ. Υμάς μόνον σκέπτομαι και έφυγον, διά να
+σας είμαι μάλλον χρήσιμος». </p>
+
+<p style='text-align:right;'>ΗΡΑΚΛΗΣ</p>
+
+<p>Α! η κυρία Βέλδων και ο υιός της ζώσιν! Ας έχη δόξαν ο Θεός! δεν θα υπέφερον
+ως ημείς εκ των καμάτων της σκληράς ταύτης πορείας. </p>
+
+<p>Η κιτάνδα είναι είδος χορείου εκφόρτων ξηρών κρεμαμένη εις μακρόν βαμβού ,
+όπερ δύο άνδρες φέρουσιν εκ των ώμων. Κάλυμα εξ υφάσματος περικαλύπτει
+αυτήν. Η κυρία Βέλδων και ο μικρός Ζακ ευρίσκονται εντός αυτής της
+κιτάνδας.</p>
+
+<p>Τι σκέπτονται περί αυτών ο Χάρρης και ο Νεγορός; Οι άθλιοι εκείνοι βεβαίως
+τους φέρουσιν εις Καζονδέ; ναι . . ναι. Θα τους επανεύρω. Α! εν τω μέσω όλων
+τούτων των αθλιοτήτων, αύτη είναι καλή είδησις, είναι χαρά την οποίαν μοι
+εκόμισεν ο Δίγγος.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Από 11-25 Μαΐου. — Η συνοδεία εξακολουθεί την πορείαν αυτής. Οι
+δεσμώται σύρονται επί μάλλον και μάλλον επιμόνως. </p>
+
+<p>Οι πλείστοι αφίνουσιν επί των βημάτων των ίχνη αίματος. Υπολογίζω ότι
+απαιτούνται έτι δέκα ημέραι, όπως φθάσωμεν εις Καζονδέ. </p>
+
+<p>Πόσοι μέχρι τότε θα παύσωσιν υποφέροντες! Αλλ' εγώ πρέπει να φθάσω εκεί
+και θα φθάσω. </p>
+
+<p>Είναι αποτρόπαιον! Εν τη συνοδεία υπάρχουσι δυστυχείς τινες των οποίων
+όλον το σώμα είναι μία πληγή. </p>
+
+<p>Τα προσδένοντα αυτούς σχοινία εισέρχονται εις τας σάρκας των.</p>
+
+<p>Από της χθες μήτηρ τις φέρει εις τας αγκάλας της το μικρόν τέκνον της
+αποθανόν εκ πείνης! δεν θέλει ν' αποχωρισθή αυτού. </p>
+
+<p>Η οδός καλύπτεται υπό πτωμάτων. Η ευφλογία ενέσκηψε μετά νέας
+σφοδρότητος.<br />
+&nbsp;<br />
+Διήλθομεν πλησίον δένδρου. Εις το δένδρον εκείνο, ήσαν δούλοι δεδεμένοι εκ του
+τραχήλου. Τους είχον αφήσει εκεί να αποθάνωσιν εκ πείνης.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Από 16-24 Μαΐου. Αι δυνάμεις μου σχεδόν είχον εξαντληθή, αλλά δεν
+είχον το δικαίωμα να εξασθενήσω. Αι βροχαί είχον παύσει εντελώς. Έχομεν ημέρας
+«σκληράς πορείας».<br />
+&nbsp;<br />
+Τούτο οι σωματέμποροι καλούσι «τρικέσαν» ή μεταμεσημβρινήν πορείαν. Πρέπει
+να βαδίζωμεν ταχύτερον, και το έδαφος υψούται κατά τραχείας ανωφερείας. </p>
+
+<p>Διερχόμεθα δι' υψηλών χόρτων λίαν σκληρών. είναι τα «νυάση», των οποίων το
+στέλεχος εκδαίρει το πρόσωπόν μου, των οποίων οι καυστικοί κόκκοι εισέρχονται
+εις το δέρμα μου, υπό τα ρακώδη ιμάτιά μου.<br />
+&nbsp;<br />
+Ευτυχώς τα ισχυρά υποδήματά μου αντέσχον καλώς.<br />
+&nbsp;<br />
+Οι πράκτορες ήρχισαν να εγκαταλείπωσιν εκείνους, όσοι εκ της πολλής αδυναμίας
+δεν ηδύναντο να ακολουθώσιν. </p>
+
+<p>Άλλως δε αι ζωοτροφίαι ήρχισαν να εκλείπωσι. Στρατιώται και φορείς θα
+επανεστάτουν, εάν ηλαττούτο το σιτηρέσιόν των.<br />
+&nbsp;<br />
+Δεν τολμώσιν να τοις αποκόψωσιν ουδέ το ελάχιστον και τότε τόσον το χειρότερον
+διά τους αιχμαλώτους!</p>
+
+<p>&nbsp;— Ας φαγωθούν μεταξύ των! είπεν ο αρχηγός. Εκ τούτου έπεται ότι οι
+δούλοι νέοι, εύρωστοι έτι αποθνήσκουσιν άνευ σημείου τινός ασθενείας. </p>
+
+<p>Ενθυμούμαι ότι ο δόκτωρ Λίβιγγστων είπεν επί του αντικειμένου τούτου:</p>
+
+<p>«Οι ατυχείς ούτοι παραπονούνται διά την καρδίαν των, θέτουσι τας χείρας επ'
+αυτής και πίπτουσι. Τωόντι η καρδία των συντρίβεται. Τούτο είναι ιδιάζον εις τους
+ελευθέρους ανθρώπους, τους υποδουλωθέντας άνευ ουδενός προοιμίου».<br />
+&nbsp;<br />
+Σήμερον είκοσιν αιχμάλωτοι μη δυνάμενοι πλέον να συρθώσιν εφονεύθησαν διά
+των πελέκεων υπό των οδηγών. </p>
+
+<p>Ο άραψ αρχηγός δεν αντέστη εις την σφαγήν ταύτην. </p>
+
+<p>Η σκηνή υπήρξε φρικώδης!</p>
+
+<p>Η δυστυχής γραία Ναν έπεσεν υπό την μάχαιραν εν τη φοβερή ταύτη
+ανθρωποθυσία. </p>
+
+<p>Διερχόμενος προσέκοψα εις το πτώμα της. </p>
+
+<p>Δεν ηδυνήθην καν να τη παρέξω ταφήν χριστιανικήν. </p>
+
+<p>Είναι η πρώτη εκ των επιζησάντων του «Πίλγριμ», ην ο Θεός εκάλεσε παρ'
+εαυτώ. Δυστυχές ον! Δυστυχή Ναν!</p>
+
+<p>Κατά πάσαν νύκτα περιμένω τον Δίγγον. Δεν επανέρχεται πλέον. </p>
+
+<p>Μήπως συνέβη δυστύχημά τι εις αυτόν ή εις τον Ηρακλέα! Όχι! . . . Όχι! . . . Δεν
+θέλω να το πιστεύσω! . . . Η σιωπή εκείνη, ήτις μοι φαίνεται τόσω μακρά, έν μόνον
+αποδεικνύει, ότι ο Ηρακλής δεν έχει νέον τι να μου ανακοινώση. Πρέπει άλλως τε
+να είναι συνετός και να προφυλάσσηται καλώς.<br />
+&nbsp;</p>
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'.</h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΤΟ ΚΑΖΟΝΔΕ. </b></p>
+
+<p>
+<br />
+Τη 26 Μαΐου η συνοδεία των δούλων έφθασεν εις Κανζοδέ. Πεντήκοντα επί τοις
+εκατόν εκ των αιχμαλώτων του τελευταίου εκείνου ανθρωποκυνηγίου έπεσαν καθ'
+οδόν. </p>
+
+<p>Εν τούτοις η υπόθεσις ήτο έτι καλή διά τους δουλεμπόρους· αι αιτήσεις
+συνέρρεον, και η τιμή των δούλων έμελλε να υψωθή εις τας αγοράς της Αφρικής.
+</p>
+
+<p>Η Αγγόλα ενήργει κατ' εκείνην την εποχήν μέγα εμπόριον μαύρων. </p>
+
+<p>Αι πορτογαλικαί αρχαί του Αγίου Παύλου της Λοάνδας ή της Βεγγουέλας
+δυσκόλως ηδύναντο να παρεμποδίσωσιν αυτό, καθότι αι συνοδείαι διηυθύνοντο
+προς τα ενδότερα της αφρικανικής ηπείρου.<br />
+&nbsp;<br />
+Τα παραπήγματα της χώρας έβριθον αιχμαλώτων. </p>
+
+<p>Τα ολίγα σωματεμπορικά πλοία όσα ηδύναντο να διέλθωσι μεταξύ των
+καταδρομικών της ακτής, δεν ήρκουν όπως επιβιβάσουν αυτούς διά τας ισπανικάς
+αποικίας της Αμερικής. </p>
+
+<p>Το Καζονδέ, κείμενον εις απόστασιν τριακοσίων μιλίων από του στομίου του
+Κοάνζα, είναι έν των κυριωτέρων «λακονή», μία των σπουδαιοτέρων αγορών της
+επαρχίας ταύτης.<br />
+&nbsp;<br />
+Εις την μεγάλην αυτού πλατείαν, «τσίτοκαν», διενεργούνται αι υποθέσεις εκεί, οι
+δούλοι εκτίθενται και πωλούνται. </p>
+
+<p>Εξ εκείνου του κέντρου αι συνοδείαι διακλαδίζονται προς την χώραν των
+μεγάλων λιμνών. </p>
+
+<p>Το Καζονδέ, ως όλαι αι μεγάλαι πόλεις της κεντρώας Αφρικής, διαιρείται εις
+δύο μέρη διακεκριμένα· το έν είναι η συνοικία των αράβων, πορτογάλων ή
+ιθαγενών εμπόρων, και περιέχει τα ιδιαίτερά του παραπήγματα· το έτερον είναι η
+διαμονή του μαύρου βασιλέως, αγρίου τινος μεθύσου εστεμμένου, βασιλεύοντος
+διά του τρόμου και ζώντος εκ προμηθειών φυσικών, τας οποίας οι σωματέμποροι
+τω παρέχουσιν αφειδώς. </p>
+
+<p>Εν Καζονδέ, η εμπορική συνοικία ανήκε τότε εις εκείνον τον Ιωσίαν Αντώνιον
+Αλβέζ, περί του οποίου εγένετο λόγος μεταξύ του Χάρρη και του Νεγορού, απλών
+υπομιοθίων αυτού πρακτόρων. </p>
+
+<p>Εκεί ήτο το κύριον κατάστημα του σωματεμπόρου εκείνου, όστις εκέκτητο και
+δεύτερον εις Βιχέ και τρίτον εις Κασάγγαν της Βεγγουέλας, ένθα ο υποπλοίαρχος
+Καμερών έμελλε να τον συναντήση μετά τινα έτη. </p>
+
+<p>Μεγάλη κεντρική οδός, εκατέρωθεν των σειρών των οικιών μεθ' ομαλών
+στεγών και στερεού πηλού τοίχων, των οποίων η τετράγωνος αυλή χρησιμεύει ως
+μάνδρα, εις την άκραν της οδού η ευρεία αγορά περικυκλομένη υπό
+παραπηγμάτων, υπεράνω δε του συνόλου εκείνου των κατοικιών γιγαντιαίαι τινες
+βανιάναι των οποίων οι κλάδοι αναπτύσσονται θαυμασίως, ένθεν κακείθεν
+μεγάλοι φοίνικες πεφυτευμένοι ως σάρωθρα, με την κεφαλήν προς τα επάνω, επί
+της κόνεως των οδών, εικοσάς πτηνών σαρκοβόρων χρησιμοποιουμένων χάριν της
+δημοσίας υγείας, τοιαύτη είναι η εμπορική συνοικία του Καζονδέ. </p>
+
+<p>Ου μακράν ρέει ο Λουχή, ποταμός του οποίου ο ρους είναι έτι απροσδιόριστος,
+ή τουλάχιστον είναι υποπαραπόταμος του Κουάγγου, όστις εκβάλλει εις τον
+Ζαΐρον. </p>
+
+<p>Η κατοικία του βασιλέως του Καζονδέ, ήτις συνορεύει προς την εμπορικήν
+συνοικίαν, ουδέν άλλο είναι ή άθροισμα ακαθάρτων καλυβών εκτεινομένων επί
+εκτάσεως ενός τετραγωνικού μιλίου. </p>
+
+<p>Εκ των καλυβών εκείνων αι μεν έχουσιν ελευθέραν την είσοδον· αι άλλαι
+περιβάλλονται διά καλαμίνων χαρακωμάτων ή περιχειλούνται διά συκών
+πυκνοφύλλων. </p>
+
+<p>Ιδιαίτερον παράπηγμα περικυκλούμενον υπό φράκτου εκ παπύρων, τριακοντάς
+καλυβών χρησιμευουσών ως κατοικία των δούλων του αρχηγού, άθροισμά τι
+καλυβών διά τας γυναίκας του, έν «τεμπέ» μάλλον ευρύχωρον και μάλλον υψηλόν,
+ημεκεχωσμένον εις τας φυτείας του μανιόκου, αύτη είναι η κατοικία του βασιλέως
+του Καζονδέ, ανδρός πεντηκονταετούς, ονομαζομένου Μοΐνη Λούγγα, και ήδη
+πολύ εκπεσόντος εκ της θέσεως των προκατόχων του·</p>
+
+<p>Δεν έχει τετρακισχιλίους στρατιώτας, εκεί όπου οι πρώτοι πορτογάλοι
+σωματέμποροι ηρίθμουν εικοσακισχιλίους, και δεν ηδύνατο πλέον, ως εις τους
+καλούς χρόνους, να θεσπίζη την θυσίαν εικοσιπέντε ή τριάκοντα αιχμαλώτων καθ'
+ημέραν. </p>
+
+<p>Άλλως τε δε ο βασιλεύς εκείνος ήτο πρόωρος γέρων κατεστραμμένος υπό της
+ασωτίας, κεκαυμένος υπό των οινοπνευμάτων, άγριος μανιακός, ακρωτηριάζων εξ
+ιδιοτροπίας τους υπηκόους του, τους αξιωματικούς του ή τους υπουργούς του,
+κόπτων την ρίνα ή τα ώτα των μεν, τον πόδα ή την χείρα των άλλων, και του οποίου
+ο θάνατος, προσεχώς αναμενόμενος, θα ηκούετο άνευ ουδεμιάς λύπης. </p>
+
+<p>Είς μόνον άνθρωπος εις όλον το Καζονδέ θα έχανεν ίσως διά του θανάτου του
+Μοΐνη Λούγγα. </p>
+
+<p>Ο άνθρωπος εκείνος ήτο ο σωματέμπορος Ιωσίας Αντώνιος Αλβέζ, όστις
+συνεννοείτο κάλλιστα μετά του μεθύσου, του οποίου όλη η επαρχία ανεγνώριζε
+την εξουσίαν. </p>
+
+<p>Υπήρχε φόβος μήπως μετ' αυτόν, εάν η ανάρρησις της πρώτης των γυναικών
+του, της βασιλίσσης Μοΐνας ήθελεν αμφισβητηθή, τα κράτη του Μοΐνη Λούγγα
+καταληφθώσιν υπό γείτονος αντιπάλου, ενός των βασιλέων του Ουκουζού.<br />
+&nbsp;<br />
+Ούτος νεώτερος, δραστηριώτερος, είχεν ήδη καταλάβει χωρία τινά εξαρτώμενα εκ
+της Κυβερνήσεως του Καζονδέ, και ήτο αφωσιωμένος εις άλλον τινά
+σωματέμπορον αντίζηλον του Αλβέζ, τον Τίπον-Τίπον, μαύρον Άραβα καθαράς
+καταγωγής, του οποίου ο Καμερών έμελλε μετ' ολίγον να δεχθή την επίσκεψιν εις
+Νυαγγουέ.</p>
+
+<p>Ιδού άλλως τε τι ήτο ο Αλβέζ, εκείνος ο αληθής κυριάρχης επί της βασιλείας του
+απεκτηνωμένου μαύρου, του οποίου είχεν αναπτύξει και εκμεταλλευθή τα
+ελαττώματα. </p>
+
+<p>Ο Ιωσίας Αντώνιος Αλβέζ, προκεχωρημένος ήδη την ηλικίαν, δεν ήτο, ως
+ηδύνατό τις να πιστεύση «μσουγγού», ήτοι άνθρωπος λευκής φυλής·</p>
+
+<p>Δεν είχεν έτερόν τι πορτογαλικόν ειμή μόνον το όνομα, όπερ εδανείσθη
+βεβαίως διά τας ανάγκας του εμπορίου του. </p>
+
+<p>Ήτο αληθής μαύρος γνωστότατος εν τω κόσμω των σωματεμπόρων, και
+καλούμενος Κενδελέ. </p>
+
+<p>Πράγματι γεννηθείς εν Δόνδρω παρά τας όχθας του Κοάνζα, ήρχισε τον βίον ως
+απλούς πράκτωρ των δουλομεσιτών, και επί τέλους εγένετο διάσημος
+σωματέμπορος και εθεωρείτο ως ο εντιμότερος άνθρωπος του κόσμου. </p>
+
+<p>Τούτον τον Αλβέζ ο Καμερών, περί τα τέλη του 1874, έμελλε να συναντήση εις
+Κιλέμβαν, πρωτεύουσαν του Κασόγγου, αρχηγόν του Ουραία, όστις έμελλε να τον
+οδηγήση μετά της συνοδείας του μέχρι του Βιχέ καταστήματός του, ήτοι εις
+απόστασιν επτακοσίων μιλίων. </p>
+
+<p>Η συνοδεία των δούλων, φθάσασα εις Καζονδέ, ωδηγήθη εις την μεγάλην
+πλατείαν. </p>
+
+<p>Ήτο η 26 Μαΐου. Οι υπολογισμοί του Δικ Σανδ ήσαν λοιπόν ορθοί. Η οδοιπορία
+διήρκεσε τριάκοντα και οκτώ ημέρας από της εκ των οχθών του Κοάνζα
+κατασκηνώσεως. </p>
+
+<p>Πέντε εβδομάδες βασάνων και αθλιοτήτων, οποίας ουδέποτε άλλοτε
+υπέστησαν ανθρώπινα όντα. </p>
+
+<p>Ήτο μεσημβρία ότε εισήλθον εις Καζονδέ. Τα τύμπανα εκρούοντο, τα κέρατα
+ήχουν εν τω μέσω των πυροβολισμών. </p>
+
+<p>Οι στρατιώται της συνοδείας εξεκένουν τα πυροβόλα των εις τον αέρα και οι
+θεράποντες του Αντωνίου Ιωσία Αλβέζ απεκρίνοντο μετά ζωηρότητος.<br />
+&nbsp;<br />
+Όλοι οι λησταί εκείνοι ήσαν ευτυχείς επαναβλέποντες αλλήλους μετ' απουσίαν
+διαρκέσασαν τέσσαρας μήνας. </p>
+
+<p>Έμελλον τέλος να αναπαυθώσι και ανακτήσωσι τον απολεσθέντα χρόνον εν τη
+ακολασία και τη μέθη. </p>
+
+<p>Οι δεσμώται, οι πλείστοι εξηντλημένοι, απετέλουν ολικόν άρθροισμα εκ
+διακοσίων πεντήκοντα κεφαλών. Αφού τους εδίωκον εμπρός ως ποίμνιον, έμελλον
+να τους κλείσωσιν εις τα παραπήγματα εκείνα, τα οποία οι αγρονόμοι της Αμερικής
+δεν θα ήθελον μήτε διά σταύλους.<br />
+&nbsp;<br />
+Εκεί τους περιέμενον χίλιοι διακόσιοι ή χίλιοι πεντακόσιοι άλλοι αιχμάλωτοι,
+μέλλοντες να εκτεθώσι την μεθεπομένην ημέραν εις την μεγάλην αγοράν του
+Καζονδέ. </p>
+
+<p>Τα παραπήγματα εκείνα επληρώθησαν διά των νεωστί ελθόντων δούλων.
+Αφηρέθησαν μεν τα βαρέα δίκρανα, αλλ' αι αλύσεις έμενον. </p>
+
+<p>Οι αχθοφόροι εστάθησαν επί της πλατείας, αφού απέθεσαν τα εξ
+ελεφαντοστού φορτία των, τα οποία έμελλον να παραλάβωσιν οι έμποροι του
+Καζονδέ. </p>
+
+<p>Είτα πληρωνόμενοι διά τινων υαρδών πανίου ή άλλου υφάσματος ανωτέρας
+τιμής, θα επέστρεφον όπως ενωθώσι μετά τινος άλλης συνοδείας. </p>
+
+<p>Ο γέρων Τωμ και οι σύντροφοί του ηλευθερώθησαν λοιπόν εκ του κρίκου
+εκείνου, τον οποίον έφερον επί πέντε εβδομάδας. </p>
+
+<p>Ο Βαρθολομαίος και ο πατήρ του ερρίφθησαν τέλος εις τας αγκάλας αλλήλων.
+</p>
+
+<p>Όλοι συνέθλιψαν τας χείρας. Αλλά μόλις ηδύνατο να ομιλήσωσι. Και τι να
+έλεγον, όπερ δεν θα ήτο λόγος απελπισίας;</p>
+
+<p>Ο Βαρθολομαίος, ο Ακτέων, ο Αυγουστίνος, και οι τρεις ρωμαλέοι, πεπλασμένοι
+διά τας τραχείας εργασίας, ηδυνήθησαν να ανθέξωσιν εις τους κόπους· αλλ' ο
+γέρων Τωμ, εξασθενήσας υπό των στερήσεων, ήτο εξηντλημένος. </p>
+
+<p>Ολίγον έτι, και το πτώμα του θα εγκατελείπετο ως το της γραίας Ναν βορά των
+θηρίων της επαρχίας εκείνης.<br />
+&nbsp;<br />
+Και οι τέσσαρες, άμα φθάσαντες, εμανδρώθησαν εις έν στενόν παράπηγμα, του
+οποίου η θύρα αμέσως εκλείσθη όπισθεν αυτών. Εκεί εύρον τροφήν τινα, και
+περιέμενον την επίσκεψιν του σωματεμπόρου ενώπιον του οποίου αλλ' ανωφελώς,
+έμελλον να διεκδικήσωσι την αμερικανικήν αυτών εθνικότητα. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ έμεινεν εις την πλατείαν υπό την ειδικήν επιτήρησιν ενός οδηγού.
+</p>
+
+<p>Ευρίσκετο τέλος εν Καζονδέ, ένθα δεν αμφέβαλλεν ότι προηγήθησαν αυτού η
+κυρία Βέλδων, ο μικρός Ζακ και ο εξάδελφος Βενέδικτος. </p>
+
+<p>Τους εζήτησε διά των οφθαλμών διερχόμενος τας διαφόρους συνοικίας της
+πόλεως, και τα άλλα μέρη ένθα ενόμιζεν ότι ίσως θα τους έβλεπεν. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων δεν ήτο εκεί!</p>
+
+<p>&nbsp;— Μήπως δεν την ωδήγησαν εδώ; εσκέφθη ο Δικ Σανδ. Αλλά πού να
+ήναι; Όχι, ο Ηρακλής δεν ήτο δυνατόν να απατηθή. </p>
+
+<p>Άλλως τε τούτο περιορίζεται εις τον κύκλον των μυστικών σχεδίων του Χάρρη
+και του Νεγορού . . . Και εν τούτοις μήτε αυτούς δεν βλέπω!</p>
+
+<p>Θανάσιμος αγωνία κατέλαβε τον Δικ Σανδ. Ότι η κυρία Βέλδων, κρατουμένη
+δεσμώτις, εκρύπτετο απ' αυτού, τούτο εξηγείται. </p>
+
+<p>Αλλ' ο Χάρρης και ο Νεγορός, — ο τελευταίος προ πάντων, — έπρεπε να
+σπεύσωσι να επανίδωσι τον νεαρόν δόκιμον, εν τη εξουσία αυτών τότε, έστω και
+διά να απολαύσωσι τον θρίαμβόν των, διά να τον υβρίσωσι, να τον βασανίσωσι, να
+εκδικηθώσι τέλος!</p>
+
+<p>Επειδή όμως δεν ήσαν εκεί, έπρεπεν άρα γε να συμπεράνη ότι είχον λάβει
+άλλην διεύθυνσιν, και ότι η κυρία Βέλδων θα παρεσύρθη εις άλλο μέρος της
+κεντρώας Αφρικής.</p>
+
+<p>Έστω και αν η παρουσία του Αμερικανού και του Πορτογάλου ήτο το σύνθημα
+του μαρτυρίου του, ο Δικ Σανδ επεθύμει αυτήν ανυπομόνως. </p>
+
+<p>Ο Χάρρης και ο Νεγορός εν Καζονδέ θα ήτο δι' αυτόν η βεβαιότης ότι ευρίσκετο
+εκεί ωσαύτως η κυρία Βέλδων και το τέκνον αυτής.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ εσκέφθη ότι από της νυκτός, καθ' ήν ο Δίγγος τω έφερε το γραμμάτιον
+του Ηρακλέους, ο κύων δεν ενεφανίσθη πλέον. </p>
+
+<p>Απάντησιν την οποίαν ο νεαρός δόκιμος διά παν ενδεχόμενον είχεν
+προετοιμάσει και εν τη οποία συνίστα εις τον Ηρακλέα να φροντίζη μόνον περί της
+κυρίας Βέλδων και να μη την χάνη από τα βλέμματά του, να την διατηρή όσω το
+δυνατόν ενήμερον των διατρεχόντων, την απάντησιν εκείνην δεν κατώρθωσε να
+την διαβιβάση εις τον προς ον όρον. </p>
+
+<p>Ό,τι ο Δίγγος ηδυνήθη να πράξη την πρώτην φοράν, ήτοι να εισδύση εις τας
+τάξεις της συνοδείας, διατί ο Ηρακλής δεν απεπειράθη να πράξη και εκ
+δευτέρου;</p>
+
+<p>Μήπως το πιστόν ζώον εφονεύθη εις αποτυχούσαν τινα απόπειραν, ή μήπως ο
+Ηρακλής εξακολουθών να παρακολουθή τα ίχνη της κυρίας Βέλδων, ως θα
+έπραττεν ο Δικ Σανδ, εάν ήτο εις την θέσιν του, εισέδυσε μετά του Δίγγου εις τα
+βάθη του δασώδους οροπεδίου της Αφρικής επί τη ελπίδι να φθάση εις
+πρακτορείον τι του εσωτερικού; </p>
+
+<p>Τι ηδύνατο να φαντασθή ο Δικ Σανδ, εάν τωόντι μήτε η κυρία Βέλδων μήτε οι
+άρπαγες αυτής ήσαν εκεί; </p>
+
+<p>Τοσούτον ήτο πεπεισμένος — αδίκως ίσως — ότι θα τους επανεύρισκεν ες
+Καζονδέ, ώστε μη ιδών αυτούς εταράχθη μεγάλως και ησθάνθη απελπισίαν, ην δεν
+ηδύνατο πλέον να καταστείλη. </p>
+
+<p>Η ζωή του, εάν δεν ηδύνατο πλέον να είναι χρήσιμος εις εκείνους τους οποίους
+ηγάπα, ήτο περιττή και δεν τω απέμενεν άλλο ειμή να αποθάνη. </p>
+
+<p>Σκεπτόμενος όμως τοιουτοτρόπως ο Δικ Σανδ, παρεγνώριζε τον ίδιον εαυτού
+χαρακτήρα. </p>
+
+<p>Υπό την επίδρασιν των δοκιμασιών εκείνων, ο παις εγένετο ανήρ, και η
+αποθάρρυνσις παρ' αυτώ, παροδικός μόνον ήτο φόρος πληρωνόμενος εις την
+ανθρωπίνην φύσιν.<br />
+&nbsp;<br />
+Φοβερά συμφωνία σαλπίγγων και κραυγών εξερράγη κατ' εκείνην την στιγμήν.
+</p>
+
+<p>Αίφνης ο Δικ Σανδ, ον είδομεν καταπεσόντα εις την κόνιν, ανωρθώθη.<br />
+&nbsp;<br />
+Παν νέον συμβάν ηδύνατο να τον επαναφέρη επί τα ίχνη εκείνων τους οποίους
+ανεζήτει.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο προ ολίγου άπελπις δεν απηλπίζετο ήδη πλέον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλβέζ! Αλβέζ! το όνομα τούτο επαναλαμβάνετο υπό πλήθους
+ιθαγενών και στρατιωτών κατακλυσάντων τότε την πλατείαν. </p>
+
+<p>Ο ανήρ από του οποίου εξηρτάτο η τύχη τοσούτων αθλίων έμελλεν επιτέλους
+να εμφανισθή. Πιθανόν οι πράκτορές του ο Χάρρης και ο Νεγορός να ήσαν μετ'
+αυτού. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ ίστατο όρθιος, με οφθαλμούς ανεωγμένους, με ρώθωνας
+διεσταλμένους. Τον δεκαπενταετή εκείνον δόκιμον οι δύο προδόται θα τον
+επανεύρισκον εκεί ενώπιόν των, ευθύν, σταθερόν, βλέποντα αυτούς κατά
+πρόσωπον.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο πλοίαρχος του «Πίλγριμ» δεν θα έτρεμεν έμπροσθεν του αρχαίου μαγείρου του
+πλοίου. </p>
+
+<p>Φορείον τι, είδος κιτάνδας κεκαλυμμένης υπό αθλίου ρακώδους και
+απεχρωματισμένου υφάσματος, εφάνη εις την κυρίαν οδόν. </p>
+
+<p>Γηραιός μαύρος κατήλθεν εξ αυτού. Ήτο ο σωματέμπορος Μωσίας Αντώνιος
+Αλβέζ. </p>
+
+<p>Θεράποντές τινες συνώδευον αυτόν μετά πολλών αλλαλαγμών. </p>
+
+<p>Συγχρόνως μετά του Αλβέζ ανεφανίζετο ο φίλος του Κοΐμβρας εκ Βιχέ, και κατά
+το λέγειν του υποπλοιάρχου Καμερών, ο αχρειέστερος άνθρωπος της επαρχείας ον
+βρωμερόν, εκτετραχηλισμένον, με οφθαλμούς αγρίους, κόμην με υποκάμισον
+ρακώδες και εσθήτα εκ χόρτων. </p>
+
+<p>Θα έλεγέ τις, ότι ήτο γραία με ψιάθινον πίλον διάτρητον. </p>
+
+<p>Ο Κοΐμβρας εκείνος ήτο έμπιστος, η κολασμένη ψυχή του Αλβέζ, ο διοργανωτής
+των ανθρωποκυνηγίων, όλως άξιος να διοική τους ληστάς του σωματεμπόρου.
+</p>
+
+<p>Προς μεγάλην λύπην του δοκίμου, μήτε ο Χάρρης μήτε ο Νεγορός απετέλουν
+μέρος της ακολουθείας του Αλβέζ. </p>
+
+<p>Όφειλε λοιπόν ο Δικ Σανδ ν' αποβάλη την ελπίδα ότι ήθελε τους επανεύρει εν
+Καζονδέ;</p>
+
+<p>Εν τούτοις ο αρχηγός της συνοδείας, ο Άραψ Ιβν Χαμής, αντήλλασσε
+σφιγξίματα χειρός μετά του Αλβέζ και του Κοΐμβρα. Εδέχθη μύρια συγχαρητήρια.
+</p>
+
+<p>Οι ημίσεις δούλοι, οίτινες έλειπον εκ της γενικής αριθμήσεως, έφερον
+μορφασμόν τινα εις το πρόσωπον του Αλβέζ, αλλ' επί τέλους η υπόθεσις ήτο έτι
+καλή. </p>
+
+<p>Διά του εις τα παραπήγματα υπάρχοντος ανθρωπίνου εκείνου εμπορεύματος
+ηδύνατο να ικανοποιήση τας απαιτήσεις του εσωτερικού και να ανταλλάξη τους
+δούλους του αντί ελεφαντοστών και χαλκού. </p>
+
+<p>Συγχαρητήρια άφθονα εδόθησαν και εις τους οδηγούς· εις δε τους
+αχθοφόρους, ο σωματέμπορος έδωκεν αμέσως διαταγήν να πληρωθή ο μισθός των
+πάραυτα.</p>
+
+<p>Ο Ιωσίας Αντώνιος Αλβέζ και ο Κοΐμβρας ωμίλουν είδος τι πορτογαλικής
+γλώσσης αναμεμιγμένης μετ' ιθαγενούς ιδιώματος, την οποίαν κάτοικος της
+Λισαβώνος θα εδυσκολεύετο ολίγον να εννοήση. </p>
+
+<p>Δεν εννόει λοιπόν, ο Δικ Σανδ τι έλεγον οι «έμποροι» εκείνοι μεταξύ των. </p>
+
+<p>Μήπως συνεζήτουν περί των συντρόφων του και αυτού τοσούτον προδοτικώς
+συμπεριληφθέντων εις το προσωπικόν της συνοδείας;</p>
+
+<p>Ο νεαρός δόκιμος δεν ηδύνατο πλέον να αμφιβάλλη περί τούτου, όταν εις έν
+κίνημα του άραβος Ιβν Χαμή παρετήρησεν οδηγόν τινα διευθυνόμενον προς το
+παράπηγμα, ένθα ήσαν κεκλεισμένοι ο Τωμ, ο Αυγουστίνος, ο Βαρθολομαίος και ο
+Ακτέων. </p>
+
+<p>Σχεδόν αμέσως οι τέσσαρες Αμερικανοί ήχθησαν ενώπιον του Αλβέζ. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ επλησίασε βραδέως. Δεν ήθελε να χάση ουδέν εκ της σκηνής
+εκείνης. </p>
+
+<p>Το πρόσωπον του Ιωσία Αντωνίου Αλβέζ ήστραψεν, όταν είδε τους ευρώστους
+εκείνους άνδρας, εις ους η ανάπαυσις και η αφθονωτέρα τροφή έμελλε ταχέως να
+αποδώση την φυσικήν αυτών ρώμην. </p>
+
+<p>Μόνον τον γέροντα Τωμ είδε μετά περιφρονήσεως, καθότι η ηλικία θα αφήρει
+πολύ εκ της αξίας του, αλλ' οι άλλοι τρεις θα επωλούντο ακριβά κατά την προσεχή
+αγοράν του Καζονδέ. </p>
+
+<p>Τότε ο Αλβέζ ενθυμήθη αγγλικάς τινας λέξεις τας οποίας πράκτορες ως ο
+Αμερικανός Χάρρης τον εδίδαξαν, και ο γέρων πίθηκος ενόμισε καθήκον του να
+ευχηθή ειρωνικώς την καλήν άφιξιν εις τους νέους του δούλους. </p>
+
+<p>Ο Τωμ εννόησε τας λέξεις εκείνας του σωματεμπόρου, προεχώρησε λοιπόν
+αμέσως, και δεικνύων τους συντρόφους του και εαυτόν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είμεθα άνδρες ελεύθεροι, είπε. Πολίται των Ηνωμένων Πολιτειών.
+</p>
+
+<p>Ο Αλβέζ τον εννόησε βεβαίως· απεκρίθη δε μετά φαιδρού μορφασμού σείων
+την κεφαλήν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, ναι, Αμερικανοί! καλώς ώρισαν . . . καλώς ώρισαν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Καλώς ώρισαν, προσέθηκεν ο Κοΐμβρας. </p>
+
+<p>Ο υιός του ταγματάρχου του Βιχέ προεχώρησε τότε προς τον Αυγουστίνον, και
+ως έμπορος εξετάζων δείγμα, αφού εψηλάφησε το στήθος και τους ώμους του,
+ηθέλησε να του ανοίξη το στόμα όπως παρατηρήση τους οδόντας του. </p>
+
+<p>Αλλά κατ' εκείνην την στιγμήν ο σινιόρ Κοΐμβρας έλαβεν εις το πρόσωπον το
+μεγαλοπρεπέστερον γρονθοκόπημα, όπερ έλαβέ ποτε υιός ταγματάρχου. </p>
+
+<p>Ο έμπιστος του Αλβέζ έπεσε δέκα βήματα μακράν. Στρατιώται τίνες ώρμησαν
+κατά του Αυγουστίνου, όστις θα επλήρωνεν ίσως ακριβά το οργίλον εκείνο κίνημα.
+</p>
+
+<p>Ο Αλβέζ τους εσταμάτησε διά χειρονομίας. Εγέλα εξ όλης καρδίας διά το
+πάθημα του φίλου του Κοΐμβρα, ούτινος δύο μόνοι εναπέμειναν οδόντες εκ των
+πέντε ή έξ τους οποίους είχεν. </p>
+
+<p>Ο Ιωσίας Αντώνιος Αλβέζ δεν εννόει κατ' ουδένα τρόπον να βλάψωσι το
+εμπόρευμά του.<br />
+&nbsp;<br />
+Έπειτα δε ήτο χαρακτήρος ευθύμου, και προ πολλού χρόνου δεν είχε γελάσει τόσον
+πολύ.<br />
+&nbsp;<br />
+Εν τούτοις παρηγόρησε τον καταισχυθέντα Κοΐμβραν, όστις ανεγερθείς επέστρεψε
+και επανέλαβεν την θέσιν του πλησίον του σωματεμπόρου, απευθύνων κίνημα
+απειλητικόν κατά του αυθάδους Αυγουστίνου. </p>
+
+<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Δικ Σανδ ωθούμενος υπό τινος οδηγού, εφέρθη
+ενώπιον του Αλβέζ. </p>
+
+<p>Ούτος προφανώς εγίνωσκε τις ήτο ο νεαρός δόκιμος, πόθεν ήρχετο, και πώς
+συνελήφθη παρά τον Κοάνζαν. </p>
+
+<p>Τούτου ένεκα, αφού τον παρετήρησε διά βλέμματος μοχθηρού. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο μικρός Υανκή, είπεν εν κακή Αγγλική. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, Υανκή, απεκρίθη ο Δικ Σανδ. Τι θα κάμουν τους συντρόφους μου
+και εμέ;</p>
+
+<p>Υανκή! Υανκή! Μικρός Υανκή! επανέλαβεν ο Αλβέζ. </p>
+
+<p>Δεν εννόησεν, ή δεν ήθελε να ενοήση την γενομένην αυτώ ερώτησιν;</p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ και εκ δευτέρου απέτεινε την αυτήν ερώτησιν, την αφορώσαν τους
+συντρόφους του και αυτόν. </p>
+
+<p>Απετάθη συγχρόνως και προς τον Κοΐμβραν τον οποίον εκ των χαρακτήρων, ει
+και κατεστραμμένων εκ της καταχρήσεως των πνευματωδών ποτών, ανεγνώρισεν
+ότι δεν ήτο ιθαγενούς καταγωγής. </p>
+
+<p>Ο Κοΐμβρας επανέλαβε το απειλητικόν κίνημα, όπερ είχεν απευθύνει κατά του
+Αυγουστίνου και δεν απεκρίθη. </p>
+
+<p>Καθ' όλον εκείνο το διάστημα ο Αλβέζ συνωμίλει μετά του Άραβος Ιβν Χαμή
+λίαν ζωηρώς και προδήλως περί πραγμάτων αφορώντων τον Δικ Σανδ και τους
+συντρόφους του. </p>
+
+<p>Βεβαίως έμελλον να τους αποχωρήσωσιν εκ νέου, και τις οίδεν εάν
+παρουσιάζετό ποτε ευκαιρία να ανταλλάξωσιν ολίγας λέξεις. </p>
+
+<p>&nbsp;— Φίλοι μου, είπεν ο Δικ Σανδ χαμηλή τη φωνή και ως εάν ωμίλει προς
+εαυτόν, ολίγας λέξεις μόνον. Έλαβον διά του Δίγγου επιστολήν του Ηρακλέους,
+όστις παρηκολούθησε την συνοδείαν. Ο Χάρρης και ο Νεγορός έσυρον την κυρίαν
+Βέλδων, τον Ζακ και τον κύριον Βενέδικτον. Πού; Δεν ηξεύρω πλέον, αφού δεν είναι
+εδώ, εις Καζονδέ. Υπομονή, θάρρος, έστε έτοιμοι διά παν ενδεχόμενον. Είθε τέλος
+να μας ευσπλαχνισθή ο Θεός!</p>
+
+<p>&nbsp;— Και η Ναν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Η Ναν απέθανε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πρώτη!</p>
+
+<p>&nbsp;— Και τελευταία! . . απεκρίθη ο Δικ Σαν, διότι θα κατορθώσωμεν. </p>
+
+<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν χειρ τις ετέθη επί του ώμου του και ήκουσε τας λέξεις
+ταύτας απαγγελθείσας μετά φωνής ησύχου και γνωστής αυτώ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Α! είναι ο νέος φίλος μου, εάν δεν απατώμαι. Χαίρω διότι σας
+επανείδον. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ εστράφη. </p>
+
+<p>Ο Χάρρης ήτο ενώπιόν του.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Πού είναι η κυρία Βέλδων; έκραξεν ο Δικ Σανδ βαδίζων προς τον
+Αμερικανόν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Φευ! απεκρίθη ο Χάρρης προσποιούμενος λύπην, ην δεν ησθάνετο, η
+δυστυχής μήτηρ. Πώς θα ηδύνατο να επιζήση . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Απέθανεν! ανέκραξεν ο Δικ Σανδ. Και το τέκνον της;</p>
+
+<p>Το δυστυχές παιδίον! απεκρίθη ο Χάρρης μετά της αυτής φωνής, πώς να μη το
+φσνεύσωσι τόσαι κακοπάθειαι;</p>
+
+<p>Ούτω λοιπόν, παν ό,τι ηγάπα ο Δικ Σανδ δεν υπήρχε πλέον! Τι συνέβη εν
+εαυτώ; Ακατάσχετον κίνημα οργής, ανάγκη εκδικήσεως την οποίαν ήθελε να
+κορέση με πάσαν θυσίαν. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ ώρμησε κατά του Χάρρη, έδραξε την εν τη ζώνη του Αμερικανού
+μάχαιραν και εβύθισεν αυτήν εις την καρδίαν του προδότου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ανάθεμα! . . . έκραξεν ο Χάρρης πίπτων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο Χάρρης ήτο νεκρός. </p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι'.</h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΗΜΕΡΑ ΜΕΓΑΛΗΣ
+ΑΓΟΡΑΣ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Το κίνημα του Δικ Σανδ τοσούτον υπήρξε ταχύ, ώστε δεν ηδυνήθη τις να τον
+σταματήση. </p>
+
+<p>Ιθαγενείς τίνες ώρμησαν κατ' αυτού, και έμελλε να φονευθή, ότε ενεφανίσθη ο
+Νεγορός. </p>
+
+<p>Έν σημείον του Πορτογάλου απεμάκρυνε τους ιθαγενείς, οίτινες ήγειρον και
+απεκόμισαν το πτώμα του Χάρρη. </p>
+
+<p>Ο Αλβέζ και ο Κοΐμβρας απήτουν τον πάραυτα θάνατον του Δικ Σανδ· αλλ' ο
+Νεγορός τοις είπε χαμηλή τη φωνή ότι ουδέν είχον να χάσωσι περιμένοντες, και
+εδόθη διαταγήν να απαγάγωσι τον νεαρόν δόκιμον και να τον επιτηρώσιν εκ του
+σύνεγγυς. </p>
+
+<p>Επανείδε τέλος ο Δικ Σανδ τον Νεγορόν, τότε πρώτον από της εκ της παραλίας
+αναχωρήσεώς των.<br />
+&nbsp;<br />
+Ήξευρεν ότι εκείνος ο άθλιος ήτο ο μόνος ένοχος της καταστροφής του
+«Πίλγριμ».</p>
+
+<p>Έπρεπε δε να τον μισή πολύ περισσότερον ή τον συνέταιρόν του.<br />
+&nbsp;<br />
+Και εν τούτοις, αφού έπληξε τον Αμερικανόν, απηξίωσε να απευθύνη λέξιν τινά
+προς τον Νεγορόν. </p>
+
+<p>Ο Χάρρης είχεν είπει ότι η κυρία Βέλδων και το τέκνον αυτής απεβίωσαν! . . .
+Ουδέν τον ενδιέφερε πλέον, ούτε καν τι θα απεφάσιζον περί αυτού. </p>
+
+<p>Τον απήγαγον. Πού; Δεν τον έμελλεν.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ, σφιγκτώς συνδεδεμένος, απετέθη εις το βάθος παραπήγματος άνευ
+παραθύρου, είδος τι ειρκτής εν τη οποία ο σωματέμπορος Αλβέζ ενέκλεισε τους
+αντάρτας ή βιαιοπραγούντας δούλους. </p>
+
+<p>Εκεί ουδεμίαν πλέον ηδύνατο να έχη συγκοινωνίαν μετά του εξωτερικού, αλλ'
+ούτε καν εσκέφθη να λυπηθή επί τούτω. </p>
+
+<p>Είχεν εκδικηθή εκείνους τους οποίους ηγάπα, οίτινες δεν υπήρχον πλέον!</p>
+
+<p>Ήτο έτοιμος να υπομείνη πάσαν τύχην ήτις τον περιέμενεν. </p>
+
+<p>Εννοείται ότι εάν ο Νεγορός εσταμάτησε τους ιθαγενείς τους μέλλοντας να
+τιμωρήσωσι τον φόνον του Χάρρη, έπραξε τούτο διότι επεφύλαττεν εις τον Δικ
+Σανδ έν των φοβερών εκείνων μαρτυρίων των οποίων το μυστήριον γινώσκουν οι
+ιθαγενείς.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο μάγειρος του πλοίου είχεν υπό την εξουσίαν του τον δεκαπενταετή πλοίαρχον·
+μόνον ο Ηρακλής έλειπε διά να είναι η εκδίκησίς του τελεία. </p>
+
+<p>Μετά δύο ημέρας, τη 28 Μαΐου, ήνοιξεν η αγορά «το μέγα λακωνή», ένθα
+έμελλον να συναντηθώσιν οι σωματέμποροι των κυριωτάτων πρακτορείων του
+εσωτερικού και οι ιθαγενείς των γειτονικών επαρχιών. </p>
+
+<p>Η αγορά εκείνη της Αγγόλης δεν ήτο ειδική διά την πώλησιν των δούλων, αλλ'
+άπαντα τα προϊόντα της γονίμου εκείνης Αφρικής έμελλον να συρρεύσωσιν εκεί
+συγχρόνως μετά των παραγωγέων. </p>
+
+<p>Από πρωίας η ζωηρότης ήτο ήδη μεγάλη εν τη απεράντω αγορά του Καζονδέ,
+και είναι δύσκολον να δώσωμεν ιδέαν τινά αυτής.<br />
+&nbsp;<br />
+Ήτο συρροή τετρακισχιλίων ή πεντακισχιλίων ατόμων, συμπεριλαμβανομένων και
+των δούλων του Ιωσία Αντωνίου Αλβέζ, μεταξύ των οποίων διέπρεπον ο Τωμ και οι
+μετ' αυτού. </p>
+
+<p>Οι πτωχοί εκείνοι άνθρωποι, ένεκα της ξενικής αυτών καταγωγής, δεν έμελλον
+να είναι οι ολιγώτερον επιζήτητοι υπό των μεσιτών ανθρωπίνης σαρκός. </p>
+
+<p>Ήτο λοιπόν εκεί ο Αλβέζ, ο πρώτος μεταξύ όλων, συνοδευόμενος υπό του
+Κοΐμβρα, προέτεινε τας μερίδας των δούλων εκ των οποίων οι σωματέμποροι του
+εσωτερικού έμελλον να σχηματίσωσι συνοδείαν τινά. </p>
+
+<p>Μεταξύ των σωματεμπόρων τούτων διεκρίνοντο μιγάδες τινές του Ουζιζί,
+κυρίας αγοράς της λίμνης Ταγγανίκης, και Άραβες, πολύ ανώτεροι των μιγάδων
+εκείνων εις το είδος τούτο του εμπορίου. </p>
+
+<p>Ήσαν εκεί ωσαύτως πάμπολοι ιθαγενείς. Ήσαν παιδία, άνδρες, γυναίκες,
+λυσσώδεις πωλήτριαι, πολύ ανώτεραι κατά το εμπορικόν πνεύμα των ομοίων των
+λευκών. </p>
+
+<p>Εις τας αγοράς των μεγάλων πόλεων, έστω και κατά την ημέραν μεγάλων
+συναλλαγών, μήτε περισσότερος θόρυβος γίνεται μήτε πλειότεραι υποθέσεις
+ενεργούνται. Παρά τοις πεπολιτισμένοις, η ανάγκη του πωλείν είναι ίσως υπερτέρα
+της επιθυμίας του αγοράζειν. </p>
+
+<p>Παρά τοις αγρίοις όμως εκείνοις της Αφρικής, η προσφορά γίνεται μετά του
+αυτού πάθους ως και η ζήτησις.<br />
+&nbsp;<br />
+Διά τους ιθαγενείς των δύο φύλων το λακωνή είναι ημέρα εορτάσιμος, και εάν δεν
+φέρωσι τα κάλλιστα αυτών ενδύματα, διά λόγους ευνοήτους, φέρουσι τουλάχιστον
+τα κάλλιστα αυτών κοσμήματα.<br />
+&nbsp;<br />
+Κόμαι διηρημέναι εις τέσσαρα μέρη καλυπτόμενοι υπό στρωματιδίων και εά
+πλοκάμοις συνδεδεμένοις δίκην ψευδοκόμης, ή διατεθειμένης εν είδει ουράς
+έμπροσθεν της κεφαλής μετά περικεφαλαίας εξ ερυθρών πτερών, — κόμαι μετά
+κεράτων αμφικύρτων κεκαλυμμένοι δι' ερυθρού πηλού και ελαίου, ως το μίνιον
+εκείνο το χρησιμεύον προς επάλειψιν των συναρμογών των μηχανών, — εις τους
+σωρούς εκείνους των αληθών ή ψευδών τριχών, ύψωμά τι εξ οβελίσκων, σιδηρών
+ή ελεφαντίνων καρφίδων, πολλάκις μάλιστα, παρά τοις κομψευομένοις,
+κατάστικτον μαχαιρίδιον εμπεπηγμένον εν τη ούλη κόμη, της οποίας εκάστη θριξ,
+διαπερασμένη έν τινι σοφή ή υαλίνω μαργαρίτη, σχηματίζει τάπητα κόκκων
+διαφόρως κεχρωματισμένων, — τοιαύτα ήσαν τα οικοδομήματα τα μάλλον κοινά
+εις τας κεφαλάς των ανδρών. </p>
+
+<p>Αι γυναίκες προετίμων να διαιρώσι την κόμην αυτών εις μικρούς θυσάνους
+μεγέθους κερασίου, εις περιστροφικούς πλοκάμους, ή ολοκλήρους στήλας, των
+οποίων τα άκρα παρίστων σχέδιόν τι εν αναγλύφω, ή αποματιστήρια πίπτοντα
+κατά μήκος του προσώπου. </p>
+
+<p>Τινές αυτών, απλούστεραι, και ίσως ευειδέστεραι, άφινον να κρέμανται τα
+μαλλία των επί της ράχεώς των κατά τον αγγλικόν τρόπον, και άλλαι κατά τον
+γαλλικόν τρόπον, έφερον αυτά ως κροσσούς κεκομμένους επί του μετώπου. </p>
+
+<p>Και σχεδόν πάντοτε, επί των προβατομάλλων εκείνων, επίχρισμα λίπους, ή
+αργίλου, η στιλπνής κόλας, ουσίας ερυθράς εξαγομένης εκ του ξύλου του
+σαντάλου, τόσον πολύ, ώστε αι κομψευόμενοι εκείναι εφαίνοντο ως εάν ήσαν
+κεκαλυμμένοι υπό κεράμων. </p>
+
+<p>Δεν πρέπει όμως να νομίσωμεν ότι η πολυτέλεια εκείνη της διακοσμήσεως
+εφηρμόζετο μόνον εις την κόμην των ιθαγενών. </p>
+
+<p>Εις τι θα εχρησίμευον τα ώτα, εάν δεν διεπερώντο εν αυτοίς οβελοί εκ
+πολυτίμου ξύλου, δακτύλιοι χαλκοί, αλύσεις πεπλεγμέναι αραβοσίτου, αίτινες τους
+φέρουσιν εις τα εμπρός ή μικραί κολοκύνθαι χρησιμεύουσαι ως ταμβακοθήκαι, —
+ούτως ώστε οι χαλαρούμενοι λοβοί των εξαρτημάτων τούτων να πίπτωσιν ενίοτε
+μέχρι των ώμων των κυρίων των; </p>
+
+<p>Μεθ' όλα ταύτα, οι άγριοι της Αφρικής δεν έχουσι θυλάκια, και πώς να έχωσι
+τοιαύτα; Εκ τούτου η ανάγκη να θέτωσι όπου δύνανται και ως δύνανται τα
+εγχειρίδια, τας καπνοσύριγκας και τα άλλα εν χρήσει αντικείμενα.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο δε λαιμός, οι βραχίονες, οι καρποί της χειρός, αι κνήμαι, τα σφυρά, τα διάφορα
+ταύτα μέρη του σώματος είναι αμφισβητήτως προωρισμένα να φέρωσι ψέλλια
+χαλκά, τεμάχια κεράτων κεκοσμημένα διά καλύκων στιλπνών και σειρών ερυθρών
+μαργαριτών καλουμένων ταλακάς, αίτινες τότε ήσαν λίαν συρμού. </p>
+
+<p>Διά των κοσμημάτων λοιπόν τούτων, αφθόνως εγκατεσπαρμένων, οι πλούσιοι
+της χώρας είχον θέαν πλαισίων κινητών. </p>
+
+<p>Πλην τούτου, εάν, η φύσις εδώρησεν οδόντας εις τους ιθαγενείς, δεν έπρεπε να
+αποσπώσι τους μεσαίους τομείς τους άνω και τους κάτω, να τους ρινίζωσιν εις
+αιχμάς, να τους κυρτώσιν εις οξέα αρπάγια;<br />
+&nbsp;<br />
+Εάν εφύτευσεν όνυχας εις τας άκρας των δακτύλων, δεν έπρεπε να αυξάνωσι
+τοσούτον υπερμέτρως, ώστε η χρήσις της χειρός να καθίσταται περίπου αδύνατος;
+</p>
+
+<p>Εάν το δέρμα, μέλαν ή μελάγχρουν, καλύπτη τον ανθρώπινον σκελετόν, δεν
+έπρεπε να ποικίλλεται υπό στιγμάτων, παριστώντων δένδρα, πτηνά, ημισελήνους,
+πανσελήνους ή γραμμάς κυματοειδείς, εις τας οποίας ο Λίβιγγστων ενόμισεν ότι
+επανεύρε ζωγραφήματα της αρχαίας Αιγύπτου;<br />
+&nbsp;<br />
+Ο στιγματισμός ούτος των πατέρων γινόμενος διά τινος κυανής ύλης εισαγομένης
+εις τας εντομάς, εκτελείται εις διάφορα μέρη του σώματος των παιδιών, επιτρέπει
+να αναγνωρίζωντο εις ποίαν φυλήν ή εις ποίαν οικογένειαν ανήκουσι. </p>
+
+<p>Πρέπει να χαραχθή καλώς το οικόσημον επί του στήθους, αφού δεν είναι
+δυνατόν να ζωγραφηθή επί των πλευρών αμάξης.<br />
+&nbsp;<br />
+Τοιούτος λοιπόν ήτο ο στολισμός των ιθαγενών εκείνων συρμών. </p>
+
+<p>Τα δε κυρίως λεγόμενα ενδύματα συνωψίζοντο διά τους κυρίους εκείνους είς τι
+περίζωμα εκ δέρματος αντιλόπης κατερχόμενον μέχρι των γονάτων, ή έκ τινος
+υποκαμίσου εξ υφάσματος χόρτου ζωηρών χρωμάτων.<br />
+&nbsp;<br />
+Αι κυρίαι έφερον ζώνην εκ μαργαριτών συγκρατούσαν εις την οσφύν εσθήτα
+πρασίνην, κεντημένη διά μετάξης, κεκοσμημένην υπό κόκκων υαλίνων ή
+κογχυλίων, ενίοτε δε εξ υφάσματος χόρτου κυανού, μέλανος και κιτρίνου,
+τοσούτον περιζητήτου υπό των γυναικών της Ζανζιβάρης. Δεν πρόκειται ενταύθα
+ειμή περί των μαύρων της υψηλής κοινωνίας.<br />
+&nbsp;<br />
+Οι άλλοι, έμποροι ή δούλοι, ήσαν μόλις ενδεδυμένοι. Αι γυναίκες ως επί το
+πλείστον υπηρέτουν ως αχθοφόροι και ήρχοντο εις την αγοράν μετά βαρέων
+καλάθων επί των ώμων, τους οποίους εκράτουν δι' ιμάντος πεπερασμένου εις το
+μέτωπόν των. </p>
+
+<p>Έπειτα δε, καταλαμβανομένης της θέσεως και απλουμένου του εμπορεύματος,
+συνεσπειρούντο εν τω κενώ καλάθω.<br />
+&nbsp;<br />
+Η καταπληκτική ευφορία της χώρας συνεσώρευεν επί της λακωνής εκείνης τρόφιμα
+αρίστης ποιότητος. </p>
+
+<p>Υπήρχεν άφθονος η όρυζα εκείνη, ήτις δίδει εκατόν αντί ενός, ο αραβόσιτος
+εκείνος, όστις δίδει τρεις συγκομιδάς εις οκτώ μήνας και αποφέρει διακόσια αντί
+ενός, το σήσαμον, το πέπερι του Ουρούα, το μανιόκον, το σόργον, τα
+μοσχοστάφυλα, το άλας, το φοινικέλαιον.<br />
+&nbsp;<br />
+Εκεί συνηντώντο εκατοντάδες αιγών, χοίρων, προβάτων άνευ μαλλιού, μετά
+παραγναθίδων και γενείων, προδήλως ταρταρικής καταγωγής, πτηνά, ιχθείς κ.τ.λ.
+</p>
+
+<p>Πήλινα αγγεία, συμμέτρως διατεθειμένα, είλκυον τα βλέμματα ένεκα των
+ζωηροτάτων χρωμμάτων των.<br />
+&nbsp;<br />
+Τα ποικίλα ποτά τα οποία οι μικροί ιθαγενείς ωνόμαζον διά παλμώδους φωνής,
+ηρέθιζον τους φιλοπότας. </p>
+
+<p>Ήσαν δε οίνος βανάνας, βομβέ, ποτόν ισχυρόν εν μεγάλη χρήσει, μαλοφού
+ζύθος γλυκύς κατασκευαζόμενος εκ καρπών βανανέας και υδρόμελι, μίγμα διαυγές
+μέλιτος και ύδατος. </p>
+
+<p>Ότι όμως καθίστα την αγοράν του Καζονδέ έτι μάλλον περίεργον, ήτο το
+εμπόριον των υφασμάτων και του ελεφαντοστού.</p>
+
+<p>Μεταξύ των υφασμάτων εμετρούντο κατά χιλιάδας το χουκάς, το μερικανή, το
+κανικί, κυανούν βαμβακηρόν ύφασμα έχον πλάτος τριάκοντα και τεσσάρων
+δακτύλων, το σοχαρί, ύφασμα μετά τετραγώνων κυανολεύκων και παρυφής
+ερυθράς, ανάμικτον μετά μικρών γραμμών κυανών, ολιγώτερον ακριβόν, ή το
+δαουλίς εκ μετάξης της Σουράτης, όπερ έχει επιφάνειαν πρασίνην, ερυθράν ή
+κιτρίνην, και όπερ τιμάται από επτά δολλαρίων το τεμάχιον των τριών υαρδών
+μέχρις ογδοήκοντα δολλαρίων όταν είναι χρυσοΰφαντον.<br />
+&nbsp;<br />
+Το δε ελεφαντοστούν προήρχετο εξ όλων των μερών της κεντρώας Αφρικής, όπως
+αποσταλή εις Χαρτούμ, Ζανζιβάρην ή την Νατάλ και οι έμποροι ήσαν πολυάριθμοι,
+οίτινες εξεμεταλεύοντο αποκλειστικώς τον κλάδον τούτον του αφρικανικού
+εμπορίου.<br />
+&nbsp;<br />
+Ευκόλως δύναταί τις να φαντασθή ότι οι ελέφαντες φονεύονται ίνα προμηθεύσωσι
+τας πεντακοσίας χιλιάδας χιλιόγραμμα ελεφαντοστού, όπερ το εξαγωγικόν
+εμπόριον ρίπτει κατ' έτος εις τας αγοράς της Ευρώπης και ιδίως εις την Αγγλίαν.
+</p>
+
+<p>Απαιτούνται τεσσάρακοντα χιλιάδες μόνον και μόνον διά τας ανάγκας του
+Ηνωμένου Βασιλείου. </p>
+
+<p>Η δυτική ακτή της Αφρικής παράγει μόνη εκατόν τεσσαράκοντα τόνους εκ της
+πολυτίμου ταύτης ουσίας. </p>
+
+<p>Ο μέσος όρος είναι εικοσιοκτώ λίτραι δι' έκαστον ζεύγος ελεφαντοδόντων,
+οίτινες τω 1874, ετιμήθησαν μέχρι χιλίων φράγκων, υπάρχουσιν όμως καί τινες
+οίτινες ζυγίζωσι μέχρις εκατόν εξήκοντα πέντε λιτρών και ακριβώς εις την αγοράν
+του Καζονδέ, οι ερασταί του εμπορεύματος τούτου ηδύναντο να εύρωσι τοιούτους
+θαυμασίους, θαμβούς, διαφανείς, μαλακούς εις την κατεργασίαν, διατηρούντας
+την λευκότητά των και μη κιτρινίζοντας διά του χρόνου ως οι ελεφαντόδοντες
+άλλων προελεύσεων. </p>
+
+<p>Και τώρα, πώς εκανονίζοντο μεταξύ αγοραστών και πολητών αι διάφοροι
+εκείναι εμπορικαί πράξεις; Ποίον ήτο το ισχύον νόμισμα;</p>
+
+<p>Το είπομεν ήδη, το νόμισμα διά τους εμπόρους της Αφρικής ήτο ο δούλος. </p>
+
+<p>Ο ιθαγενής πληρώνει εις κόκκους υαλίνους, κατασκευής ενετικής, καλουμένους
+κοτσόκολος όταν είναι λευκοί ως η άσβεστος, βουβουλού όταν είναι μέλανες,
+σικουνδερετσέ όταν είναι ερυθροί. </p>
+
+<p>Οι κόκκοι εκείνοι ή μαργαρίται συνηνωμένοι εις δέκα σειράς ή κετέ,
+περιστρεφόμενοι δις περί τον λαιμόν, σχηματίζουσι το φούνδον, του οποίου
+μεγάλη είναι η αξία. </p>
+
+<p>Το δε μάλλον εν χρήσει μέτρον των μαργαριτών τούτων είναι το φραζιλάχ,
+ζυγίζον εβδομήκοντα λίτρας· και ο Λίβιγγστων, ο Καμερών, ο Στάνλεϋ πάντοτε
+εφρόντιζον να ώσιν αφθόνως εφωδιασμένοι εκ του νομίσματος τούτου.<br />
+&nbsp;<br />
+Εν ελλείψει υαλίνων κόκκων, το πισέ, νόμισμα ζανζιβαρικόν τεσσάρων λεπτών, και
+τα βιουγγούας, κογχύλια ιδιαίτερα εις την ανατολικήν ακτήν, έχουσι τρέχουσαν
+αξίαν εις τας αγοράς της Αφρικανικής ηπείρου.<br />
+&nbsp;<br />
+Αλλ' οι ανθρωποφάγοι φυλαί αποδίδουσιν αξίαν τινα εις τους οδόντας
+ανθρωπίνων σιαγόνων και εις το λακωνή έβλεπε τις τοιαύτα κομβολόγια εις τον
+λαιμόν των ιθαγενών, οίτινες βεβαίως είχον φάγει τους κατόχους των οδόντων
+τούτων.<br />
+&nbsp;<br />
+Αλλ' οι οδόντες ούτοι ήρχισαν να χάνωσι την αξίαν των. </p>
+
+<p>Τοιαύτη λοιπόν ήτο η θέα της μεγάλης εκείνης αγοράς. </p>
+
+<p>Περί την μεσημβρίαν, η ζωηρότης είχε φθάσει εις τον κατακόρυφον αυτής
+σημείον και ο θόρυβος εγένετο αφόρητος. </p>
+
+<p>Η μανία των περιφρονουμένων πολιτών και η οργή των αποτυγχανόντων
+αγοραστών αδύνατον να παρασταθώσι.<br />
+&nbsp;<br />
+Τούτου ένεκεν ρήξεις συχναί, και εννοείται ευκόλως ότι η έλλειψις αρκετών
+ειρηνοφυλάκων καθίστα αδύνατον την συγκράτησιν του ωρυωμένου εκείνου
+πλήθους. </p>
+
+<p>Περί το μέσον της ημέρας ο Αλβέζ διέταξε να φέρωσιν εις την πλατείαν τους
+δούλους, όσους ήθελε να εκποιήση.<br />
+&nbsp;<br />
+Το πλήθος ηύξησε τοιουτοτρόπως κατά δισχιλίους δυστυχείς πάσης ηλικίας, τους
+οποίους ο σωματέμπορος εκράτει εις τα παραπήγματά του από πολλών μηνών.
+</p>
+
+<p>Η «παρακαταθήκη» εκείνη δεν ήτο εν κακή καταστάσει. </p>
+
+<p>Μακρά ανάπαυσις και καλή τροφή ανεζωγόνησαν αυτούς. </p>
+
+<p>Αλλ' οι εσχάτως ελθόντες δεν ηδύναντο να παραβληθώσι προς αυτούς και μετά
+μηνιαίαν διαμονήν εν τοις παραπήγμασιν, ο Αλβέζ θα τους επώλει βεβαίως μετά
+πλειοτέρου κέρδους· αλλ' αι ζητήσεις της ανατολικής ακτής ήσαν τοσαύται, ώστε
+απεφάσισε να τους εκθέση ως ήσαν και ευρίσκοντο. </p>
+
+<p>Τούτο ήτο δυστύχημα διά τον Τωμ και τους τρεις συνεταίρους αυτού. </p>
+
+<p>Οι οδηγοί τους ώθησαν εις την αγέλην, ήτις επλημμύρισε την αγοράν. Ήσαν
+στερεώς δεδεμένοι, και τα βλέμματά των εμαρτύρουν τρανώς ποία μανία και ποίον
+αίσχος κατείχον αυτούς. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο κύριος Δικ δεν είν' εδώ, είπε σχεδόν αμέσως ο Βαρθολομαίος, άμα
+διέτρεξε διά των οφθαλμών την ευρείαν πεδιάδα του Καζονδέ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, απεκρίθη ο Ακτέων, δεν θα τον πωλήσωσι. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα φονευθή, εάν δεν εφονεύθη ήδη, προσέθηκεν ο γέρων μαύρος.
+</p>
+
+<p>Ημείς όμως μίαν μόνην έχομεν ελπίδα, να μας αγοράση όλους ομού είς
+σωματέμπορος. Θα ήτο παρηγορία εις ημάς εάν δεν χωρισθώμεν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι είπεν ο Τωμ. Όχι δεν θα μας χωρίσωσι, και ίσως θα δυνηθώμεν . .
+. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εάν ήτο εδώ ο Ηρακλής! έκραξεν ο Αυγουστίνος·</p>
+
+<p>Αλλ' ο γίγας δεν είχεν εμφανισθή πλέον. </p>
+
+<p>Μετά τας τελευταίας εις τον Δικ Σανδ κομισθείσας ειδήσεις δεν ηκούσθη τι
+μήτε περί του Δίγγου μήτε περί αυτού. Έπρεπεν άραγε να φθονήσωσι την τύχην
+του; </p>
+
+<p>Ναι, βεβαίως! καθότι εάν ο Ηρακλής απέθανε, τουλάχιστον δεν εδέθη διά των
+αλύσεων της δουλείας. </p>
+
+<p>Εν τούτοις η πώλησις είχεν αρχίσει. Οι πράκτορες του Αλβέζ περιέφερον εν τω
+μέσω του πλήθους κλήρους ανδρών, γυναικών, παιδιών, χωρίς να ανησυχήσωσιν
+εάν εχώριζον ή όχι τας μητέρας από τα μικρά των. </p>
+
+<p>Δεν πρέπει να ονομάζωμεν ούτω τα άθλια εκείνα όντα, τα οποία μετεχειρίζοντο
+ως οικόβια ζώα;</p>
+
+<p>Ο Τωμ και οι μετ' αυτού περιεφέρθησαν τοιουτοτρόπως από αγοραστού εις
+αγοραστήν. Πράκτωρ τις εβάδιζε προ αυτών κηρύττων την τιμήν, εις ην ο κλήρος
+αυτού ήθελε κατακυρωθή. Μεσίται Άραβες ή μιγάδες των κεντρικών επαρχιών,
+επλησίαζον να τους εξετάσωσι. </p>
+
+<p>Δεν εύρισκον εν εαυτοίς τα ιδιαίτερα εις την αφρικανικήν φυλήν σημεία,
+τροποποιηθέντα παρά τοις Αμερικανοίς εκείνοις από της δευτέρας γενεάς. </p>
+
+<p>Αλλ' οι εύρωστοι και νοήμονες εκείνοι μαύροι, όλως διάφοροι των μαύρων των
+μεταφερθέντων εκ των οχθών του Ζαμβέση ή του Λαουλάβα, είχον μεγάλην αξίαν
+εις τους οφθαλμούς των. Τους εψηλάφουν, τους περιέστρεφον, παρετήρουν τους
+οδόντας των.<br />
+&nbsp;<br />
+Ούτω πράττουσιν, όσοι θέλουσι ν' αγοράσωσιν ίππους.</p>
+
+<p>Έπειτα έρριπτον μακράν μίαν ράβδον, τους ηνάγκαζον να τρέξωσι διά να την
+λάβωσι, και τοιουτοτρόπως εβεβαιούντο περί της ευκινησίας αυτών. </p>
+
+<p>Η μέθοδος αύτη εφηρμόζετο εις όλους και όλοι υπεβάλλοντο εις τας
+ταπεινωτικάς ταύτας δοκιμασίας. </p>
+
+<p>Μη υποθέση τις όμως, ότι οι δυστυχείς εκείνοι υπέμενον αδιαφόρως τους
+τοιούτους εξευτελισμούς. </p>
+
+<p>Όχι. Εξαιρέσει των παιδιών άτινα δεν ηδύναντο να εννοήσωσιν εις ποίαν
+εξευτέλισιν υπεβάλλοντο, πάντες, άνδρες ή γυναίκες, ησχύνοντο. </p>
+
+<p>Άλλως τε δε δεν τοις έλειπον μήτε αι ύβρεις μήτε αι μαστιγώσεις. Ο Κοΐμβρας,
+ημιμεθυσμένος, και οι πράκτορες του Αλβέζ μετεχειρίζοντο αυτούς μετά τοις
+εσχάτης κτηνωδίας, παρά τοις νέοις δε κυρίοις, οίτινες είχον αγοράσει αυτούς αντί
+ελεφαντοδόντων, υφασμάτων ή μαργαριτών, δεν εύρισκον καλλιτέραν
+υποδοχήν.<br />
+&nbsp;<br />
+Όταν βιαίως απεχωρίζοντο αλλήλων μήτηρ από του τέκνου, ανήρ από της γυναικός,
+αδελφός από της αδελφής· δεν επετρέπετο εις αυτούς μήτε τελευταία θωπεία,
+μήτε τελευταίος ασπασμός, και εις την αγοράν εκείνην εβλέποντο διά τελευταίαν
+φοράν. </p>
+
+<p>Πράγματι, αι ανάγκαι της εμπορίας απαιτούσιν ώστε οι δούλοι, αναλόγως του
+φύλου αυτών, να αποστέλλωνται άλλος αλλαχού. <br />
+&nbsp;<br />
+Οι δουλέμποροι οίτινες αγοράζουσιν άνδρας, δεν είναι εκείνοι οίτινες αγοράζουσι
+γυναίκας.<br />
+&nbsp;<br />
+Αύται, δυνάμει της πολυγαμίας ήτις είναι νόμος παρά τοις Μουσουλμάνοις,
+διευθύνονται κυρίως προς τας αραβικάς χώρας, ένθα ανταλλάσσονται αντί
+ελεφαντοδόντων.<br />
+&nbsp;<br />
+Οι δε άνδρες, προωρισμένοι διά τας βαρείας εργασίας μεταφέρονται εις τα
+πρακτορεία των δύο ακτών, και εκείθεν εξαποστέλλονται είτε εις τας ισπανικάς
+αποικίας, είτε εις τας αγοράς της Μασκάτης και της Μαδαγασκάρης. </p>
+
+<p>Η διαλογή αύτη επιφέρει λοιπόν σπαρακτικάς σκηνάς μεταξύ εκείνων τους
+οποίους οι πράκτορες αποχωρίζουσι και οίτινες θα αποθάνωσι χωρίς ουδέποτε
+πλέον να επανίδωσιν αλλήλους.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Τωμ και οι μετ' αυτού ώφειλον και ούτοι να υποστώσι την κοινήν τύχην. </p>
+
+<p>Αληθώς όμως ειπείν, δεν εφοβούντο την περίπτωσιν ταύτην. </p>
+
+<p>Τωόντι προτιμότερον ήτο εις αυτούς να αποσταλώσιν εις αποικίαν τινά δούλων.
+</p>
+
+<p>Εκεί τουλάχιστον θα είχον ελπίδα τινά ότι θα ηδύναντο να απαιτηθώσιν.<br />
+&nbsp;<br />
+Ενώ εξ εναντίας, κρατούμενοι έν τινι επαρχία της Αφρικής, έπρεπε να αποβάλωσι
+πάσαν ελπίδα ανακτήσεως της ελευθερίας των.<br />
+&nbsp;<br />
+Ότι επεθύμουν, τούτο και εγένετο. Έσχον μάλιστα την σχεδόν ανέλπιστον
+παρηγορίαν να μη αποχωρισθώσιν. Ο κλήρος αυτών ζωηρώς ημφισβητήθη υπό
+πολλών δουλεμπόρων του Ουζιζί. Ο Αντώνιος Ιωσίας Αλβέζ έτριβε τας χείρας.<br />
+&nbsp;<br />
+Αι τιμαί υψούντο. Συνωθούντο όπως ίδωσι τους δούλους εκείνους αγνώστου αξίας
+επί της αγοράς του Καζονδέ, και των οποίων την προέλευσιν είχεν επιμελώς
+αποκρύψει ο Αλβέζ. </p>
+
+<p>Ο Τωμ λοιπόν και οι μετ' αυτού, μη γινώσκοντες την επιτόπιον γλώσσαν, δεν
+ηδύναντο να διαμαρτυρηθώσι. </p>
+
+<p>Κύριός των εγένετο πλούσιος άραψ σωματέμπορος, όστις μετά τινας ημέρας
+ώφειλε να τους αποστείλη εις την λίμνην Ταγγανίκαν, ένθα εγίνετο η μεγάλη
+διέλευσις των δούλων· από του μέρους δε εκείνου θα απεστέλλοντο εις τα
+πρακτορεία της Ζανζιβάρης. </p>
+
+<p>Αλλά θα έφθανον άρα γε εκεί, διά μέσου των νοσηροτέρων και
+κινδυνωδεστέρων χωρών της κεντρώας Αφρικής;</p>
+
+<p>Να διανύσωσι χίλια πεντακόσια μίλια εις τας χώρας εκείνας, εν μέσω των
+συνεχών πολέμων των εγειρομένων υπό αρχηγού κατ' αρχηγού υπό κλίμα
+φονικόν!</p>
+
+<p>Ο Γέρων Τωμ θα είχεν άραγε την δύναμιν να ανθέξη εις τόσας κακουχίας; δεν
+θα απέθνησκε καθ' οδόν, ως η γραία Ναν;</p>
+
+<p>Αλλ' οι δυστυχείς εκείνοι άνδρες δεν απεχωρίσθησαν! Η άλυσις η ενούσα
+αυτούς ομού, τοις εφάνη ελαφροτέρα όπως την βαστάσωσιν. </p>
+
+<p>Ο άραψ σωματέμπορος διέταξε να τους μεταφέρωσιν εις ιδιαίτερον
+παράπηγμα. Προδήλως εφρόντιζε μεγάλως περί εμπορεύματος, όπερ τω υπέσχετο
+πολλήν ωφέλειαν εν τη αγορά της Ζανζιβάρης.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Τωμ λοιπόν, ο Βαρθολομαίος, ο Ακτέων και ο Αυγουστίνος εγκατέλιπον την
+πλατείαν και δεν ηδυνήθησαν μήτε να ίδωσι μήτε να μάθωσι την σκηνήν μεθ' ης
+έμελλε να κλείση η μεγάλη αγορά του Καζονδέ. </p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'. </h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΠΟΥΝΣΙΟ ΠΡΟΣΦΕΡΘΕΝ ΕΙΣ ΤΟΝ
+ΒΑΣΙΛΕΑ ΤΟΥ ΚΑΖΟΝΔΕ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Ήτο τετάρτη ώρα της εσπέρας, ότε μέγας θόρυβος τυμπάνων, κυμβάλων και άλλων
+οργάνων αφρικανικών αντήχησεν εις την άκραν της κυρίας οδού. </p>
+
+<p>Η ζωηρότης εδιπλασιάζετο τότε εις όλας τας γωνίας της αγοράς.<br />
+&nbsp;<br />
+Ημίσεια ημέρα κραυγών, αγώνων, ούτε τας φωνάς εκούρασεν ούτε τους βραχίονας
+και τους πόδας των δαιμονίων των εκείνων εμπόρων</p>
+
+<p>Πολλοί δούλοι έμενον εισέτι απώλητοι· οι δουλέμποροι διεφιλονείκουν τας
+μερίδας μετά ζέσεως, ης ελαχίστην ιδέαν θα έδιδε και αυτό το χρηματιστήριον του
+Λονδίνου εν ημέρα υψώσεως των αξιών.<br />
+&nbsp;<br />
+Αλλ' εις την κακόηχον εκείνην συμφωνίαν την εκραγείσαν αίφνης, αι συναλλαγαί
+ανεστάλησαν και οι κήρυκες εσιώπησαν διά να αναπνεύσωσιν. </p>
+
+<p>Ο Βασιλεύς του Καζονδέ, Μοΐνης Λούγγας ήλθε να τιμήση διά της παρουσίας
+του την μεγάλην αγοράν. </p>
+
+<p>Πολυάριθμοι γυναίκες, υπάλληλοι, στρατιώται και δούλοι συνώδευον αυτόν.
+</p>
+
+<p>Ο Αλβέζ και οι άλλοι σωματέμποροι έσπευσαν εις προϋπάντησιν αυτού και
+κατά φυσικόν λόγον προσέφερον τα ταπεινά αυτών σεβάσματα εις την
+αποκτηνωθείσαν εκείνην εστεμμένην κεφαλήν. </p>
+
+<p>Ο Μοΐνης Λούγγας, ελθών εν φορείω πεπαλαιωμένω κατέβη, ουχί άνευ της
+βοηθείας δεκάδος βραχιόνων, εις το μέσον της μεγάλης πλατείας. </p>
+
+<p>Ο βασιλεύς εκείνος ήτο πεντακονταετής την ηλικίαν, αλλ' ήθελεν υποθέσει τις
+ότι ήτο ογδοηκοντούτης.<br />
+&nbsp;<br />
+Φαντάσθητε γέροντα πίθηκον, φθάσαντα εις το έσχατον όριον του γήρατος. </p>
+
+<p>Επί της κεφαλής αυτού είδος τι τιάρας κεκοσμημένης υπό ονύχων
+λεοντοπαρδάλεως ερυθρών βεβαμμένων και πεποικιλμένης υπό τριχών
+υπολεύκων· τούτο ήτο το στέμμα των ηγεμόνων του Καζονδέ. </p>
+
+<p>Εις την ζώνην του εκρέμαντο δύο δερμάτινοι εσθήτες κεντημέναι υπό
+μαργαριτών και βραχύτεραι περιζώματος σιδηρουργού. </p>
+
+<p>Επί του στήθους του, πολλαπλοί στιγματισμοί μαρτυρούντες την αρχαίαν
+ευγένειαν του βασιλέως, και εάν ήθελέ τις να τον πιστεύση, η γενεαλογία του
+Μοΐνη Λούγγα ανήρχετο εις τους παλαιοτάτους χρόνους. </p>
+
+<p>Εις τους αστραγάλους, εις τους καρπούς των χειρών, εις τους βραχίονας της
+αυτού Μεγαλειότητος περιεστρέφοντο ψέλλια χάλκινα, και οι πόδες αυτού ήσαν
+υποδεδημένοι ζεύγος υπηρετικών υποδημάτων μετά κιτρίνων αναστροφών, τα
+οποία τω είχε δωρήσει προ είκοσι περίπου ετών ο Αλβέζ. </p>
+
+<p>Προσθέσατε εις την αριστεράν χείρα του βασιλέως μεγάλην βακτηρίαν μετά
+λαβής επαργύρου, εις την δεξιάν δε μυοσσόβην μετά λαβής μαργαριτοφόρου,
+άνωθεν της κεφαλής παλαιόν τι εκ ρακών συνερραμένων αλεξιβρόχιον όμοιον προς
+αμπέχονον Αρλεκίνου, τέλος δε εις τον λαιμόν και εις την ρίνα έν μικροσκόπιον και
+ζεύγος ομματοϋαλίων και θα έχετε πανομοιότυπον εικόνα της αυτού αιθιοπικής
+μεγαλειότητος, την οποίαν έτρεμεν όλη η χώρα εν περιφερεία εκατόν μιλίων. </p>
+
+<p>Ο Μοΐνης Λούγγας δι' αυτό τούτο ότι κατείχε θρόνον, ηξίου ότι είχεν ουράνιον
+καταγωγήν, εκείνους δε εκ των υπηκόων του οίτινες ήθελον αμφιβάλει περί
+τούτου, θα τους απέστελλε να βεβαιωθώσιν εις τον άλλον κόσμον. </p>
+
+<p>Έλεγεν ότι εις ουδεμίαν των επιγείων αναγκών υπέκειτο, καθό έχων θείαν
+ουσίαν. </p>
+
+<p>Εάν έτρωγεν, έτρωγε διότι ήθελεν· εάν έπινε, διότι τον ευηρέστει τούτο. </p>
+
+<p>Άλλως το δε ήτο αδύνατον να πίη τις περισσότερον. </p>
+
+<p>Οι υπουργοί του, οι υπάλληλοί του, ακούραστοι πόται, θα ενομίζοντο εγκρατείς
+ενώπιον αυτού. </p>
+
+<p>Ήτο Μεγαλειότης οινοπνευματισμένη εις το ανώτατον βαθμόν και
+ακαταπαύστως εμπεποτισμένη υπό ζύθου ισχυρού, υπό πομβέ και προ πάντων υπό
+ιδιαιτέρου τινός οινοπνεύματος, όπερ του παρείχεν αφθόνως ο Αλβέζ. </p>
+
+<p>Ο Μοΐνης Λούγγας ηρίθμει εις το χαρέμιόν του συζύγους πάσης ηλικίας και
+πάσης τάξεως, των οποίων αι πλείσται συνώδευον αυτόν κατά την εις την αγοράν
+επίσκεψίν του εκείνην.<br />
+&nbsp;<br />
+Η Μοΐνα, η πρώτη κατά την τάξιν, ην απεκάλουν βασίλισσαν, ήτο μέγαιρα
+τεσσαρακοντούτις, εξ αίματος βασιλικού, ως αι σύντροφοι αυτής.<br />
+&nbsp;<br />
+Έφερεν είδος τι επανωφορίου ζωηρών χρωμάτων, εσθήτα εκ χόρτου, κεντημένην
+διά μαργαριτών, περιδέραια πανταχού ένθα ηδύναντο να φέρη, κόμην απλωτήν
+σχηματίζουσαν γιγαντιαίον πλαίσιον εις την μικράν κεφαλήν της, τέρας εν ενί λόγω.
+</p>
+
+<p>Άλλοι σύζυγοι, αίτινες ήσαν ή εξαδέλφαι ή αδελφαί του βασιλέως, ολιγώτερον
+μεν πλουσίως ενδεδυμέναι, αλλά νεώτεραι, εβάδιζον όπισθεν αυτής, έτοιμοι να
+εκτελέσωσιν εις έν νεύμα του αυθέντου των καθήκοντα ανθρωπίνων επίπλων. Αι
+δυστυχείς ούτοι δεν είναι αληθώς άλλο τι. Εάν θέλη ο βασιλείς να καθήση, δύο των
+γυναικών τούτων κατακλίνονται επί του εδάφους και χρησιμεύουσιν αυτώ αντί
+καθισμάτων, καθ' όν χρόνον οι πόδες του αναπαύονται επί άλλων γυναικείων
+σωμάτων, ως επί τάπητος εβενίου!</p>
+
+<p>Μετά τον Μοΐνην Λούγγαν ήρχοντο προσέτι οι υπάλληλοι, οι λοχαγοί και οι
+μάγοι αυτού. </p>
+
+<p>Εκείνο όμως όπερ παρετήρει τις εις τους αγρίους εκείνους οίτινες εκλονίζοντο
+ως ο αυθέντης των, ήτο ότι έλειπε μέρος τι του σώματος, εκ του ενός το ωτίον, εκ
+του άλλου είς οφθαλμός εξ εκείνου η ρις, εκ τούτου η χειρ. Ουδείς ήτο
+αρτιμελής.<br />
+&nbsp;<br />
+Τούτο προέρχεται διότι δύο μόνον ποιναί επιβάλλονται εις Καζονδέ, ο
+ακρωτηριασμός ή ο θάνατος, κατά την ιδιοτροπίαν του βασιλέως. </p>
+
+<p>Διά το ελάχιστον παράπτωμα, οιαδήποτε αποτομή, οι αυστηρότερον δε
+τιμωρηθέντες είναι εκείνοι ων απετμήθησαν τα ώτα, καθότι δεν δύνανται πλέον να
+φέρωσιν ενώτια.<br />
+&nbsp;<br />
+Οι λοχαγοί των «κιλόλος», διοικηταί διαμερισμάτων, κληρονομικοί ή διοριζόμενοι
+κατά τετραετίαν, είχον εις την κεφαλήν κεκρύφαλον εκ δέρματος ζέβρου και αντί
+πάσης στολής έφερον ερυθρά εσωκάρδια. </p>
+
+<p>Εις τας χείρας των έπαλλον μακράς ράβδους, ων η άκρα ήτο βεβαμμένη διά
+μαγικών φαρμάκων. </p>
+
+<p>Οι στρατιώται είχον ως όπλα επιθετικά και αμυντικά τόξα ξύλινα, μαχαίρας
+οξείας ως γλώσσας όφεων, λόγχας πλατείας και μακράς, ασπίδας εκ ξύλου
+φοίνικος κεκοσμημένας δι' αραβουργημάτων. </p>
+
+<p>Η δε κυρίως καλουμένη στολή ουδεμίαν δαπάνην απήτει εκ του
+θησαυροφυλακείου της Αυτού Μεγαλειότητος.<br />
+&nbsp;<br />
+Τέλος η συνοδεία του βασιλέως περιελάμβανε τους μάγους της αυλής και τους
+οργανοπαίκτας.<br />
+&nbsp;<br />
+Οι μάγοι, οι «μνάνγαι», είναι οι ιατροί της χώρας. Οι άγριοι απόλυτον δίδουσιν
+πίστιν εις τας μαντικάς υπηρεσίας, εις τους εξορκισμούς, εις τας εξ αργίλου
+ερυθρολεύκους εικόνας, παριστώσας ζώα φανταστικά ή μορφάς ανδρών και
+γυναικών κεκομμένας εξ ενός κορμού δένδρου.<br />
+&nbsp;<br />
+Αλλά και οι μάγοι εκείνοι δεν ήσαν ολιγώτερον των άλλων αυλικών
+ηκρωτηριασμένοι, και βεβαίως ο μονάρχης τους επλήρωνε τοιουτοτρόπως διά τας
+αποτυγχανούσας θεραπείας. </p>
+
+<p>Οι οργανοπαίκται, άνδρες ή γυναίκες, εποίουν μέγαν θόρυβον διά της
+δονήσεως των κροτάλων και της κρούσεως των τυμπάνων, θόρυβον ανυπόφορον
+διά πάντα μη κεκτημένον αφρικανικά ώτα. </p>
+
+<p>Άνωθεν του απαρτίζοντος την βασιλικήν συνοδείαν εκείνου πλήθους
+εκυμάτιζον σημαίαι τινες, επί των ακοντίων δε τα λευκαθέντα κρανία των
+αντιπάλων αρχηγών, τους οποίους είχε νικήσει ο Μοΐνης Λούγγας.<br />
+&nbsp;<br />
+Όταν ο βασιλεύς κατήλθε του φορείου, αλαλαγμοί εξερράγησαν πανταχόθεν.<br />
+&nbsp;<br />
+Οι στρατιώται των συνοδειών εξεκένωσαν τα παλαιά πυροβόλα των, των οποίων οι
+χαλαροί κρότοι δεν εδέσποζον των κραυγών του πλήθους. </p>
+
+<p>Οι οδηγοί, αφού έτριψαν το μελανόν ρύγχος των διά κόνεων κινναβάρεως ην
+έφερον εντός σάκκου, έπεσαν πρηνείς. </p>
+
+<p>Είτα ο Αλβέζ, πλησιάσας και αυτός, ενεχείρησεν εις τον βασιλέα αρκετήν
+ποσότητα νωπού καπνού, ή «καταπραϋντικού χόρτου», ως ονομάζουσιν αυτόν εν
+τη χώρα. </p>
+
+<p>Και πράγματι ο Μοΐνης Λούγγας είχε μεγάλην ανάγκην καταπραΰνσεως διότι
+ήτο λίαν κακοδιάθετος, άδηλον διά τίνα αιτίαν!</p>
+
+<p>Συγχρόνως μετά του Αλβέζ ο Κοΐμβρας, Ιβν Χαμίτ και οι άραβες ή μιγάδες
+σωματέμποροι επροχώρησαν όπως προσφέρωσι τα σεβάσματά των εις τον ισχυρόν
+ηγεμόνα του Καζονδέ. </p>
+
+<p>«Μαρχαμπά», έλεγον οι Άραβες, όπερ σημαίνει καλώς ωρίσατε εν τη γλώσση
+της κεντρώας Αφρικής, άλλοι εκρότουν τας χείρας και προσεκύνουν μέχρι εδάφους,
+τινές ερρυπαίνοντο διά βορβόρου και προσέφερον εις την ειδεχθή εκείνην
+Μεγαλειότητα δείγματα εσχάτης δουλεμπορείας.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Μοΐνης Λούγγας μόλις έβλεπε τον κόσμον εκείνον και εβάδιζε διαστέλλων τας
+κνήμας, ως εάν το έδαφος εκινείτο υπό σάλου και προνευστασμού. </p>
+
+<p>Περιεφέρθη τοιουτοτρόπως ή μάλλον εκυλίσθη εν τω μέσω των αιχμαλώτων,
+και εάν οι σωματέμποροι εφοβήθησαν μήπως αρπάση τινάς εξ αυτών, αφ' ετέρου
+και οι αιχμάλωτοι εφοβήθησαν μήπως περιπέσωσιν εις την εξουσίαν τοιούτου
+κτήνους. </p>
+
+<p>Ο Νεγορός ουδ' επί στιγμήν εγκατέλιπε τον Αλβέζ, και συνοδεύων αυτόν
+προσέφερε τα σεβάσματά του εις τον βασιλέα. </p>
+
+<p>Αμφότεροι ελάλουν την εγχώριον γλώσσαν, εάν η λέξις «ελάλουν» δύναται να
+ρηθή επί συνδιαλέξεως, εις ην ο Μοΐνης Λούγγας δεν λάμβανε μέρος ειμή διά
+μονοσυλλάβων λέξεων, αίτινες μόλις εξήρχοντο των υπό του οίνου διαβρόχων
+χειλέων του. </p>
+
+<p>Και τότε ακόμη δεν εζήτει παρά του φίλου του Αλβέζ ειμή να ανανεώση την
+οινοπνευματικήν προμήθειάν του, την οποίαν αι άφθονοι σπονδαί είχον
+εξαντλήσει.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Καλώς ώρισεν εις την αγοράν τον Καζονδέ ο βασιλεύς Λούγγας, έλεγεν ο
+σωματέμπορος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Διψώ, απεκρίνατο ο μονάρχης. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα λάβη το μερίδιόν του εκ των υποθέσεων της μεγάλης αγοράς.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Να πίω! απήντα ο Μοΐνης Λούγγας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο φίλος μου Νεγορός είναι ευτυχής επαναβλέπων τον βασιλέα του
+Καζονδέ μετά τόσον μακράν απουσίαν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Να πίω! επανελάμβανεν ο μέθυσος, του οποίου όλον το σώμα
+ανέδιδεν αποτρόπαιον οσμήν οινοπνεύματος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν ζύθον, υδρόμελι! ανέκραξεν ο Αντώνιος Ιωσίας Αλβέζ, ως
+άνθρωπος γινώσκων καλώς πού ήθελε να καταλήξη ο Μοΐνης Λούγγας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι! όχι! απεκρίθη ο βασιλεύς. Το οινόπνευμα του φίλου μου Αλβέζ,
+και θα του δώσω δι' εκάστην ρανίδα του πυρίνου νερού του . . . <br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Μίαν ρανίδα αίματος ενός λευκού! εφώνησεν ο Νεγορός, αφού εποίησε
+προς τον Αλβέζ σημείον τι όπερ εκείνος εννόησε και επεδοκίμασεν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ενός λευκού! να θανατώσω ένα λευκόν! απήντησεν ο Μοΐνης
+Λούγγας, του οποίου τα θυριώδη ένστικτα αφυπνίσθησαν εις την πρότασιν του
+Πορτογάλου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είς πράκτωρ του Αλβέζ εφονεύθη υπ' αυτού του λευκού, επανέλαβεν
+ο Νεγορός.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ναι . . . ο πράκτωρ μου Χάρρης, απεκρίθη ο σωματέμπορος και πρέπει να
+εκδικήσωμεν τον θάνατόν του.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ας στείλωσιν αυτόν τον λευκόν εις τον βασιλέα Μασόγγον εις την χώραν
+των Ασούας, εις τον Ζαΐρον. Θα τον κόψωσιν εις τεμάχια και θα τον φάγωσιν
+ζωντανόν. Αυτοί δεν ελησμόνησαν την γεύσιν του ανθρωπίνου κρέατος ,ανέκραξεν
+ο Μοΐνης Λούγγας.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Μασόγγος εκείνος ήτο τωόντι βασιλεύς φυλής τινος ανθρωποφάγων, και είναι
+αληθέστατον ότι είς τινας επαρχίας της κεντρώας Αφρικής η ανθρωποφαγία
+εκτελείται αναφανδόν. </p>
+
+<p>Ο Λίβιγγστων ομολογεί τούτο εις τας σημειώσεις της περιηγήσεώς του.<br />
+&nbsp;<br />
+Επί των οχθών του Λαουλόβα, οι Μανυεμάς τρώγουσιν ου μόνον τους
+φονευομένους εις τους πολέμους ανθρώπους, αλλά και αγοράζουσι δούλους όπως
+καταβροχθίζωσιν αυτούς, λέγοντες ότι το ανθρώπινον κρέας είναι ελαφρώς
+ηλατισμένον και ολίγιστον μόνον αλάτισμα απαιτεί. </p>
+
+<p>Τους ανθρωποφάγους τούτους ο Καμερών επανεύρεν εις Μοενέ Βοΰγγα, ένθα
+τρώγουσι τα πτώματα, αφού πρώτον τα αφήσωσι να μοσχεύσωσιν επί πολλάς
+ημέρας εντός ρέοντος ύδατος. </p>
+
+<p>Ομοίως ο Στάνλεϋ εύρε παρά τοις κατοίκοις του Ουκουζού τας
+ανθρωποφαγικάς ταύτας συνηθείας, προδήλως λίαν δεδομένας μεταξύ των
+κεντρώων φυλών.<br />
+&nbsp;<br />
+Αλλ' όσον σκληρόν και αν ήτο το είδος του θανάτου το προταθέν υπό του βασιλέως
+διά τον Δικ Σανδ, δεν ηδύνατο να συμφέρη εις τον Νεγορόν, όστις δεν ήθελε να
+απομακρυνθή από του θύματός του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εδώ είπεν λευκός εφόνευσε τον σύντροφον ημών. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εδώ πρέπει να αποθάνη, προσέθηκεν ο Αλβέζ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όπου θέλεις Αλβέζ, απεκρίθη ο Μοΐνης Λούγγας. Αλλά ρανίδα
+πυρίνου νερού αντί ρανίδος αίματος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, είπεν ο σωματέμπορος, πύρινον νερόν, και θα ίδης σήμερον ότι
+του αξίζει το όνομα τούτο. Αυτό το νερόν θα το ανάψωμεν. Ο Ιωσίας Αντώνιος
+Αλβέζ θα προσφέρη πούνσιον εις τον βασιλέα Μοΐνην Λούγγαν. </p>
+
+<p>Ο μέθυσος έπληξε τας χείρας του φίλου του Αλβέζ. Δεν ηδύνατο να
+συγκρατήση την χαράν του. </p>
+
+<p>Αι γυναίκες του, οι αυλικοί του, συνεμερίζοντο την παραφοράν του. Ουδέποτε
+είδον καιόμενον οινόπνευμα και βεβαίως εσκόπευον να πίωσι με τας φλόγας. </p>
+
+<p>Είτα, μετά της δίψης του οινοπνεύματος θα κατηυνάζετο επίσης και η δίψα του
+αίματος, τοσούτον επιτακτική παρά τοις αγρίοις εκείνοις. </p>
+
+<p>Ταλαίπωρε Δικ Σανδ! ποία φρικώδης βάσανος σε περιέμενεν. </p>
+
+<p>Όταν αναλογίζεταί τις τα τρομερά ή γελοία αποτελέσματα της μέθης εις τα
+πεπολιτισμένα έθνη, εννοεί μέχρι τίνος σημείου δύναται να εξωθήση αύτη
+βαρβάρους λαούς. </p>
+
+<p>Ευκόλως εννοείται ότι η σκέψις να βασανισθή λευκός, δεν απήρεσκε μήτε εις
+τους ιθαγενείς μήτε εις τον Αντώνιον Ιωσίαν Αλβέζ, μαύρον ως αυτοί, μήτε εις τον
+Κοΐμβραν, μιγάδα εξ αίματος μαύρου, μήτε εις τον Νεγορόν τέλος, εμφορούμενον
+υπό μίσους αγρίου κατά των ανθρώπων του ιδίου του χρώματος. </p>
+
+<p>Επήλθεν η εσπέρα, εσπέρα άνευ λυκόφωτος, ήτις έμελλε να μεταβάλη σχεδόν
+αμέσως την ημέραν εις νύκτα, ώραν κατάλληλον διά την ανάφλεξιν του πουνσίου.
+</p>
+
+<p>Αληθώς η ιδέα του Αλβέζ να προσφέρη πούνσιον εις την αιθιοπικήν εκείνην
+Μεγαλειότητα και να την παρακινήση ν' αγαπήση το οινόπνευμα υπό νέαν μορφήν,
+ήτο ιδέα θριαμβευτική.</p>
+
+<p>Ο Μοΐνης Λούγγας ήρχιζε να ευρίσκη ότι το πύρινον ύδωρ δεν εδικαίου
+αρκούντως το όνομά του. </p>
+
+<p>Ίσως αναφλεγόμενον και καίον θα εγαργάλιζε περισσότερον τα
+αναισθητήσαντα θηλίδια της γλώσσης του.</p>
+
+<p>Το πρόγραμμα λοιπόν της εσπερίδος περιελάμβανε κατ' αρχάς έν πούνσιον και
+έπειτα μίαν βάσανον. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ, στενώς κεκλεισμένος εν τη φυλακή του, δεν έμελλε να εξέλθη
+αυτής, ειμή όπως μεταβή εις τον θάνατον. </p>
+
+<p>Οι άλλοι δούλοι, πωληθέντες ή μη, είχον μεταφερθή πάλιν εις τα
+παραπήγματα. </p>
+
+<p>Δεν έμενον πλέον εις την αγοράν ειμή οι σωματέμποροι, οι οδηγοί, οι
+στρατιώται, έτοιμοι να λάβωσι το μερίδιόν των εκ του πουνσίου, εάν ο βασιλεύς
+και οι αυλικοί του άφινον ολίγον. </p>
+
+<p>Κατά συμβουλήν του Νεγορού, ο Ιωσίας Αντώνιος Αλβέζ διηυθέτησε καλώς τα
+πράγματα.<br />
+&nbsp;<br />
+Έφερον χάλκινον λέβητα δυνάμενον να περιλάβη διακοσίας τουλάχιστον λίτρας και
+τον έθεσαν εν τω μέσω της πλατείας.<br />
+&nbsp;<br />
+Βυτία περιέχοντα οινόπνευμα κατωτέρας μεν ποιότητος, αλλά λίαν καθαρόν,
+εχύθησαν εν τω λέβητι. Δεν εφείσθηοαν ούτε κιναμώμου, ούτε μυρωδικών, ούτε
+άλλων βοηθητικών, δυναμένων να καταστήσωσι δριμύτερον το άγριον εκείνο
+πούνσιον.<br />
+&nbsp;<br />
+Άπαντες περιεκύκλωσαν τον βασιλέα, όστις κλονούμενος επροχώρησε προς τον
+λέβητα.<br />
+&nbsp;<br />
+Ήθελέ τις υποθέσει ότι το οινόπνευμα εκείνο τον εγοήτευε και ότι ήθελε να πέση
+εντός αυτού. </p>
+
+<p>Ο Αλβέζ τον εκράτησε γενναιοφρόνως, και έθεσεν εις την χείρα του θρυαλλίδαν
+ανημμένην. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πυρ! έκραξε μεθ' υπούλου μορφασμού ευχαριστήσεως. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πυρ! απεκρίθη ο Μοΐνης Λούγγας, μαστίζων το ρευστόν διά του
+άκρου της θρυαλλίδος. </p>
+
+<p>Οποία αναλαμπή, και οποίον αποτέλεσμα, ότε αι υποκύανοι φλόγες
+επτερύγισαν εις την επιφάνειαν του λέβητος. </p>
+
+<p>Ο Αλβέζ όπως καταστήση βεβαίως το οινόπνευμα εκείνο έτι δριμύτερον,
+ανέμιξεν αυτό με δράκας τινάς θαλασσίου άλατος. </p>
+
+<p>Τα πρόσωπα των παρισταμένων εκαλύφθησαν τότε υπό της πτωματώδους
+εκείνης πελιδνότητος, ην η φαντασία αποδίδει εις τα φαντάσματα. </p>
+
+<p>Οι μαύροι εκείνοι, μεθύσαντες εκ των προτέρων, ήρχισαν να κραυγάζωσι, να
+χειρονομώσι, και λαβόντες αλλήλων τας χείρας εσχημάτισαν μέγαν κύκλον περί τον
+βασιλέα του Καζονδέ. </p>
+
+<p>Ο Αλβέζ κρατών τεράστιον μεταλλικόν κοχλιάριον, ανεκίνει το υγρόν, όπερ
+έρριπτεν αμυδράς λάμψεις επί των παραληρούντων εκείνων πιθήκων.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Μοΐνης Λούγγας επροχώρησεν, έλαβε το κοχλιάριον εκ των χειρών του
+σωματεμπόρου, το εβύθισεν εν τω λέβητι, είτα δε ανασύρας αυτό πλήρες
+φλεγομένου πουνσίου, το επλησίασεν εις τα χείλη του. </p>
+
+<p>Ποίαν κραυγήν εξέφερε τότε ο βασιλεύς του Καζονδέ!</p>
+
+<p>Φαινόμενον αυτομάτου αναφλέξεως παρήχθη. Ο βασιλεύς ανεφλέχθη ως
+πετρέλαιον. Το πυρ εκείνο ανέπτυσσε μεν ολίγην θερμότητα, αλλά κατεβίβρωσκε
+μετά της αυτής ταχύτητος. </p>
+
+<p>Εις το θέαμα εκείνο, ο χορός των ιθαγενών διεκόπη αμέσως. </p>
+
+<p>Είς υπουργός του Μοΐνη Λούγγα ώρμησε προς τον ηγεμόνα, του όπως τον
+σβέση· αλλ' ουχί ολιγώτερον του κυρίου του οινοπνευματισμένος, ήναψε και
+αυτός. </p>
+
+<p>Εάν τούτο εξηκολούθει, όλη η αυλή του Μοΐνη Λούγγα εκινδύνευε να
+αναφλεχθή. </p>
+
+<p>Ο Αλβέζ και ο Νεγορός δεν ήξευρον πώς να βοηθήσωσι την Αυτού
+Μεγαλειότητα. </p>
+
+<p>Αι γυναίκες καταληφθείσαι υπό τρόμου έφυγον. Και ο Κοΐμβρας δε, γινώσκων
+την ευφλόγιστον φύσιν του έφυγε ταχέως. </p>
+
+<p>Ο βασιλεύς και ο υπουργός, πεσόντες επί του εδάφους, συνεστρέφοντο και
+έσπαιρον εκ των φρικωδών βάσανων. </p>
+
+<p>Εις τα σώματα τα τοσούτω βαθέως οινοπνευματισθέντα η ανάφλεξις παράγει
+ελαφράν και υποκύανον φλόγα την οποίαν αδύνατον να σβέση το ύδωρ. </p>
+
+<p>Αλλά και αν σβεσθή εξωτερικώς, εξακολουθεί να καίη εσωτερικώς. </p>
+
+<p>Όταν οι ιστοί του σώματος εμποτισθώσιν υπό των πνευματωδών ποτών, ουδέν
+μέσον υπάρχει να σταματήση η ανάφλεξις.</p>
+
+<p>Μετά τινας στιγμάς ο Μοΐνης Λούγγας και ο υπάλληλος αυτού ενεκρώθησαν
+μεν, αλλ' έκαιον εισέτι. </p>
+
+<p>Μετ' ολίγον, εις την θέσιν εις ην έπεσαν, δεν ευρίσκοντο πλέον ειμή ελαφροί
+τινες άνθρακες, έν ή δύο τεμάχια της σπονδυλικής στήλης, δάκτυλοι και
+αστράγαλοι τους οποίους το πυρ δεν καταναλίσκει εις τας περιπτώσεις αυτομάτου
+αναφλέξεως, αλλά περικαλύπτει υπό τινος δυσώδους και οξείας ασβόλης.<br />
+&nbsp;<br />
+Αυτά ήσαν τα λείψανα του βασιλέως του Καζονδέ και του υπουργού αυτού.</p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'. </h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΚΗΔΕΙΑ ΒΑΣΙΛΙΚΗ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Την επιούσαν, 29 Μαΐου, η πόλις του Καζονδέ παρίστα ασυνήθη θέαν. </p>
+
+<p>Οι ιθαγενείς έντρομοι έμενον έγκλειστοι εις τας καλύβας των. </p>
+
+<p>Ποτέ δεν είχον ίδει μήτε βασιλέα όστις ελέγετο ότι είχε θείαν ουσίαν, μήτε
+απλούν υπουργόν αποθνήσκοντας διά τοιούτου φρικώδους θανάτου.</p>
+
+<p>Είχον ήδη καύσει τινός των ομοίων των, και οι γηραιότεροι δεν ηδύναντο να
+λησμονήσωσι μαγειρικάς τινας προετοιμασίας σχετικάς προς την ανθρωποφαγίαν.
+</p>
+
+<p>Εγίνωσκον λοιπόν πόσον δυσκόλως εκτελείται η όπτησις ανθρωπίνου σώματος
+και ιδού ο βασιλεύς των και ο υπουργός του εκάησαν μόνοι αφ' εαυτών. </p>
+
+<p>Τούτο τοις εφαίνετο και ώφειλε πράγματι να τοις φανή ανεξήγητον!</p>
+
+<p>Ο Ιωσίας Αντώνιος Αλβέζ έμενε κατάκλειστος εις την οικίαν του.<br />
+&nbsp;<br />
+Ηδύνατο να φοβήται μήπως τον καταστήσωσιν υπεύθυνον επί τω συμβάντι εκείνω.
+Ο Νεγορός τω έδωκε να εννοήση τι συνέβη, και τον ειδοποίησε να
+προφυλάττηται.</p>
+
+<p>Εάν απεδίδετο ο θάνατος του Μοΐνη Λούγγα εις αυτόν, θα ήτο κακή υπόθεσις,
+από της οποίας δεν θα ηδύνατο ίσως να απαλλαγή άνευ κινδύνου. </p>
+
+<p>Αλλ' ο Νεγορός συνέλαβε καλήν ιδέαν. Διά των φροντίδων του, ο Αλβέζ
+διέδωκε την φήμην ότι ο θάνατος εκείνος του κυριάρχου του Καζανδέ ήτο
+υπερφυσικός, ότι ο μέγας Μανιτού τον επεφύλλασσε μόνον διά τους εκλεκτούς
+αυτού, και οι ιθαγενείς, λίαν επιρρεπείς εις την δεσιδαιμονίαν, δεν εβράδυναν να
+πιστεύσωσιν εις τον μύθον τούτον. Το πυρ το εξερχόμενον εκ των σωμάτων του
+βασιλέως και του υπουργού του εγένετο πυρ ιερόν. Δεν έμενε δε πλέον άλλο, ειμή
+να τιμήσωσι τον Μοΐνην Λούγγαν διά κηδείας αξίας ανδρός υψωθέντος εις την
+τάξιν των θεών. </p>
+
+<p>Η κηδεία αύτη, μεθ' όλων των αφρικανικών τελετών ήτο κατάλληλος ευκαιρία
+εις τον Νεγορόν όπως περιπλέξη και τον Δικ Σανδ. Πόσον αίμα έμελλε να στοιχίση ο
+θάνατος εκείνος του βασιλέως Μοΐνη Λούγγα, δυσκόλως θα το επίστευέ τις, εάν οι
+περιηγηταί της κεντρώας Αφρικής, μεταξύ δε άλλων ο υποπλοίαρχος Καμερών, δεν
+ανέφερον γεγονότα ανεπίδεκτα αμφισβητήσεως. </p>
+
+<p>Η φυσική κληρονόμος του βασιλέως του Καζονδέ ήτο η βασίλισσα Μοΐνα.
+Διατάττουσα την άνευ αναβολής εκτέλεσιν των επικηδείων τελετών εδείκνυε
+κυριαρχικήν εξουσίαν και απεμάκρυνε τοιουτοτρόπως τους απαιτητάς, μεταξύ δε
+άλλων τον βασιλέα εκείνον του Ουκουζού όστις εδείκνυε διαθέσεις να αφαρπάση
+τα κυριαρχικά δικαιώματα του Καζονδέ. Πλην τούτου η Μοΐνα δι' αυτό τούτο ότι
+εγίνετο βασίλισσα, απέφευγε την σκληράν τύχην την επιφυλασσομένην εις τας
+άλλας συζύγους του μακαρίτου, και συγχρόνως απηλάσσετο των νεωτέρων, καθ'
+ων ως πρώτη χρονολογικώς ώφειλεν αναγκαίως να έχη παράπονα. Το αποτέλεσμα
+δε τούτο συνέφερεν ιδιαιτέρως εις την αγρίαν φύσιν της μεγαίρας εκείνης.
+Ανήγγειλε λοιπόν δι' όλων των σαλπίγγων, ότι η κηδεία του μακαρίτου βασιλέως
+έμελλε να γίνη την επομένην εσπέραν μεθ' όλων των εν χρήσει εθιμοτυπιών.<br />
+&nbsp;<br />
+Ουδεμία διαμαρτυρία ηκούσθη, μήτε εν τη αυλή μήτε εν τω ιθαγενεί πληθυσμώ. Ο
+Αλβέζ και οι άλλοι σωματέμποροι ουδέν είχον να φοβηθώσιν εκ της αναρρήσεως
+της βασιλίσσης εκείνης Μοΐνας. Διά τινων δώρων, διά τινων κολακειών, ευκόλως
+θα ηδύνατο να λάβωσιν επ' αυτής επιρροήν. Λοιπόν η βασιλική κληρονομία
+μετεβιβάσθη άνευ δυσκολιών. Μόνον εις το χαρέμιον επεκράτησε φόβος, και
+δικαίως. </p>
+
+<p>Αι προπαρασκευαστικαί εργασίαι της κηδείας ήρχισαν την αυτήν εκείνην
+ημέραν. Εις το άκρον της μεγάλης οδού του Καζονδέ έρρεε βαθύς και χειμαρώδης
+ρύαξ, παραπόταμος του Κουάγγου. </p>
+
+<p>Τον ρύακα εκείνον έπρεπε να μεταστρέψωσιν όπως αποξηρανθή η κοίτη αυτού·
+εις την κοίτην εκείνην ώφειλε να ορυχθή ο βασιλικός λάκκος· μετά τον
+ενταφιασμόν δε, ο ρύαξ θα επανελάμβανε την τακτικήν πορείαν του. </p>
+
+<p>Οι ιθαγενείς ησχολήθησαν δραστηρίως να αναγείρωσι διάφραγμα δυνάμενον
+να αναγκάση τον ρύακα να διανοίξη προσωρινήν κοίτην διά της πεδιάδος του
+Καζονδέ. Κατά την τελευταίαν εικόνα της επικηδείου τελετής το διάφραγμα εκείνο
+θα συνετρίβετο, και ο χείμαρος θα επέστρεφεν εις την αρχαίαν αυτού κοίτην. </p>
+
+<p>Ο Νεγορός προώριζε τον Δικ Σανδ να συμπληρώση τον αριθμόν των θυμάτων,
+όσα έμελλον να θυσιασθώσιν επί του τάφου του βασιλέως. Υπήρξε μάρτυς
+ακατασχέτου οργίλου κινήματος του νεαρού δοκίμου, ότε ο Χάρρης τω ανήγγειλε
+τον θάνατον της κυρίας Βέλδων και του μικρού Ζακ. Ο Νεγορός άνανδρος
+κακούργος δεν θα εξετίθετο να υποστή την αυτήν τύχην, ην υπέστη ο συνένοχος
+αυτού. Αλλά τώρα, ενώπιον αιχμαλώτου στερεώς δεδεμένου χείρας και πόδας,
+υπέθεσεν ότι ουδέν είχεν να φοβηθή και απεφάσισε να τον επισκεφθή. </p>
+
+<p>Ο Νεγορός ήτο εκ των αθλίων εκείνων οίτινες δεν αρκούνται μόνον να
+βασανίζωσι τα θύματά των, έχουσιν ωσαύτως ανάγκην να ευφραίνωνται εις την
+θέαν των βασάνων των. </p>
+
+<p>Μετέβη λοιπόν περί το μέσον της ημέρας εις το παράπηγμα, ένθα ο Δικ Σανδ
+εκρατείτο φρουρούμενος· εκεί σφικτά δεδεμένος έκειτο ο νεαρός δόκιμος, σχεδόν
+εντελώς εστερημένος τροφής από είκοσι και τεσσάρων ωρών, εξεσθενημένος υπό
+των προλαβουσών αθλιοτήτων, βασανιζόμενος από τα δεσμά του, άτινα
+εισήρχοντο εις τας σάρκας του, μόλις δυνάμενος να στραφή, αναμένων τον
+θάνατον, όσον και αν ήτο σκληρός, ως τέρμα τοσούτων δεινών. Εν τούτοις εις την
+θέαν του Νεγορού εφρικίασεν ολόκληρος, και εποίησεν ορμέμφυτόν τινα αγώνα
+όπως θραύση τα δεσμά τα κωλύοντα αυτόν, να ορμήση κατά του αθλίου εκείνου
+και τον τιμωρήση. Αλλά και αυτός ο Ηρακλής δεν θα ηδύνατο να συντρίψη ταύτα.
+Εννόησε λοιπόν ότι άλλου είδους πάλη έμελλε να συναφθή μεταξύ αυτών των δύο,
+και οπλιζόμενος δι' αταραξίας, ο Δικ Σανδ περιωρίσθη να παρατηρή τον Νεγορόν,
+κατά πρόσωπον απόφασιν έχων να μη τον τίμηση δι' αποκρίσεως, ό,τι δήποτε και
+αν έλεγε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ενόμισα καθήκον μου, τω είπεν ο Νεγορός αρχόμενος, να έλθω να
+χαιρετίσω διά τελευταίαν φοράν τον νεαρόν πλοίαρχόν μου και να τω είπω πόσον
+λυπούμαι, διότι δεν κυβερνά πλέον εδώ, ως εκυβέρνα άλλοτε εις το «Πίλγριμ».
+</p>
+
+<p>Βλέπων δε ότι ο Δικ Σανδ δεν απεκρίνατο. </p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν, πλοίαρχε, μήπως δεν αναγνωρίζετε τον αρχαίον μάγειρόν
+σας; Εν τούτοις έρχεται να λάβη τας διαταγάς σας και να σας ερωτήση τι να
+ετοιμάση διά το πρόγευμά σας. </p>
+
+<p>Και συγχρόνως ο Νεγορός ώθει κτηνωδώς διά του ποδός τον εκτάδην κείμενον
+επί του εδάφους δόκιμον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πλην τούτου, έχω και άλλην ερώτησιν να σας απευθύνω νέε μου,
+πλοίαρχε. Δύνασθε τέλος να μοι εξηγήσετε πώς, θέλων να πλησιάσετε την
+αμερικανικήν παραλίαν, κατορθώσατε να φθάσετε εις την Αγγόλαν όπου
+ευρίσκεσθε;</p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ δεν είχε πλέον βεβαίως ανάγκην των λόγων τούτων του Πορτογάλου
+όπως εννοήση ότι είχε μαντεύσει ορθώς, όταν ανεγνώρισε τέλος ότι η πυξίς του
+«Πίλγριμ» είχε διαταραχθή υπό του προδότου εκείνου. Αλλ' η ερώτησις του
+Νεγορού περιείχεν ομολογίαν. Απεκρίθη λοιπόν και εις την ερώτησιν ταύτην διά
+σιωπής περιφρονητικής. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα ομολογήσετε, πλοίαρχε, ότι είναι ευτύχημα δι' υμάς, ότι ευρέθη
+εις το πλοίον είς ναυτικός, αληθής ναυτικός. Άνευ αυτού πού θα ευρισκόμεθα,
+Ύψιστε Θεέ! Αντί να απολεσθήτε επί τινος σκοπέλου, εφ' ού θα σας έρριπτεν η
+τρικυμία, χάρις εις αυτόν ευρέθητε εις λιμένα φιλικόν, και εάν οφείλετε είς τινα ότι
+ευρίσκεσθε τέλος εις μέρος ασφαλές, το οφείλετε εις τον ναυτικόν τούτον, τον
+οποίον έχετε άδικον να περιφρονήτε, νεαρέ μου κύριε. </p>
+
+<p>Ταύτα λέγων ο Νεγορός, του οποίου η φαινομένη αταραξία δεν ήτο άλλο ειμή
+αποτέλεσμα φοβερού αγώνος, επλησίασε το πρόσωπόν του προς το του Δικ Σανδ·
+η όψις του τοσούτον θηριώδης εγένετο, ώστε ήθελέ τις πιστεύσει ότι έμελλε να τον
+καταβροχθίση. Η μανία του κακούργου εκείνου δεν ηδυνήθη επί πλέον να
+συγκρατηθή.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Έκαστος με την σειράν του ανέκραξεν αίφνης εν τω παροξυσμώ της
+μανίας, ην εξερέθιζεν εν αυτώ η αταραξία του θύματός του. Σήμερον εγώ είμαι ο
+πλοίαρχος, εγώ είμαι ο κύριος. Η ζωή σου είναι εις χείρας μου.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Λάβε την, τω απεκρίθη ο Σανδ χωρίς να συγκινηθή. Αλλ' ήξευρεν ότι εις
+τον ουρανόν υπάρχει εκδικητής όλων των εγκλημάτων, και η τιμωρία σου δεν είναι
+μακράν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εάν ο Θεός ασχολήται περί των ανθρώπων, καιρός είναι να ασχοληθή
+περί σου.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Είμαι έτοιμος να εμφανισθώ ενώπιον του υπερτάτου Κριτού, απεκρίθη
+ψυχρώς ο Δικ Σανδ, και δεν φοβούμαι τον θάνατον·</p>
+
+<p>&nbsp;— Θα ίδωμεν τούτο! εβρυχήθη ο Νεγορός. Ελπίζεις ίσως εις οίαν δήποτε
+βοήθειαν! Βοήθειαν εις Καζονδέ, όπου ο Αλβέζ και εγώ είμεθα πανίσχυροι, είσαι
+τρελλός. Υποθέτεις ίσως ότι οι σύντροφοί σου είναι εισέτι εδώ, ο γέρων Τωμ
+εκείνος και οι άλλοι. Απατάσαι. Ούτοι προ πολλού επωλήθησαν και απήλθον εις
+Ζανζιβάρ, θα είναι δε πολύ ευτυχείς εάν δε αποθάνωσι καθ' οδόν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο Θεός έχει μυρία μέσα να τιμωρήση απήντησεν ο Δικ Σανδ. Το
+ελάχιστον όργανον δύναται να τω αρκέση. Ο Ηρακλής είναι ελεύθερος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο Ηρακλής!, ανέκραξεν ο Νεγορός πλήττων την γην διά του ποδός·
+προ πολλού εφαγώθη υπό των λεόντων και πανθήρων, και λυπούμαι μόνον διότι
+τα άγρια θηρία προέλαβον την εκδίκησίν μου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εάν ο Ηρακλής απέθανεν, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, ο Δίγγος όμως ζη.
+Κύων ως αυτός, Νεγορέ, είναι περισσότερον παρ' ό,τι εχρειάζεται διά να καταβάλη
+άνθρωπον ως σε. Σε γνωρίζω κατά βάθος, Νεγορέ, δεν είσαι γενναίος. Ο Δίγγγος σε
+ζητεί, θα σε επανεύρη και θα σε σπαράξη διά των οδόντων του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Άθλιε! ανέκραξεν ο Νεγορός έξω φρενών. Άθλιε! Ο Δίγγος απέθανε
+διά της σφαίρας την οποίαν τω έρριψα. Απέθανεν ως η κυρία Βέλδων και ο υιός της
+απέθανεν ως θα αποθάνωσι οι επιζώντες του «Πίλγριμ». </p>
+
+<p>&nbsp;— Και καθώς θα αποθάνης και συ μετ' ολίγον! απεκρίθη ο Δικ Σανδ, του
+οποίου το ατάραχον βλέμμα κατέστησε τον Πορτογάλον πελιδνόν.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Νεγορός, έξαλλος εκ της οργής έμελλε να μεταβή εκ των λόγων εις τα κινήματα
+και να πνίξη διά των χειρών του τον άοπλον εχθρόν του. Ήδη είχεν ορμήσει κατ'
+αυτού και τον έσειε μετά μανίας, ότε αιφνιδία σκέψις τον ανεχαίτισεν. Εννόησεν
+ότι έμελλε να φονεύση το θύμα του, ότι τα πάντα θα ετελείωνον, και ότι
+τοιουτοτρόπως θα απηλάσσετο των εικοσιτεσσέρων ωρών αγωνίας τας οποίας τω
+επεφύλαττεν. Ανηγέρθη λοιπόν, είπεν λέξεις τινάς εις τον φύλακα, όστις έμενεν
+ακίνητος, τω συνέστησε να επαγρυπνή αυστηρότερον επί του δεσμώτου, και
+εξήλθε του παραπήγματος.<br />
+&nbsp;<br />
+Η σκηνή αύτη, αντί να καταβάλη, απέδωκεν εξ εναντίας εις τον Δικ Σανδ όλην την
+ηθικήν του δύναμιν. Η φυσική ενεργητικότης του υπέστη εκ τούτου τον αντίκτυπον
+και ανέκτησε την προτέραν ισχύν. Μη άρα γε ο Νεγορός, ότε ερρίφθη κατ' αυτού
+λυσσωδώς, εχαλάρωσεν ολίγον τα δεσμά άτινα μέχρι εκείνης της στιγμής καθίστων
+εις αυτόν παν κίνημα αδύνατον; Πιθανόν, καθότι ο Δικ Σανδ εννόησεν ότι τα μέλη
+του ήσαν μάλλον ευκίνητα ή όσον ήσαν προ της αφίξεως του δημίου του. Ο νεαρός
+δόκιμος, αισθανόμενος ανακούφισιν, εσκέφθη ότι θα ηδύνατο ίσως να
+απελευθερώση τους βραχίονάς του άνευ μεγάλου αγώνος. Φυλαττόμενος ως
+εφυλάσσετο εν ειρκτή στερεώς κεκλεισμένη, βεβαίως τούτο ουδέν άλλο θα ήτο ή
+μία στενοχώρια, έν μαρτύριον ολιγώτερον, αλλ' υπάρχουσιν εν τω βίω στιγμαί, καθ'
+ας και η ελαχίστη ανάπαυσις είναι ανεκτίμητος. </p>
+
+<p>Βεβαίως ο Δικ Σανδ ουδέν ήλπιζεν. Ουδεμία ανθρωπίνη βοήθεια ηδύνατο να το
+έλθη ειμή έξωθεν αλλά τοιαύτη πόθεν θα τω ήρχετο; Είχε λοιπόν αποκαρτερήσει
+και το αληθές είναι ότι μήτε ήθελε πλέον να ζήση. Εσκέπτετο τους
+προαποθανόντας και ουδέν άλλο επόθει ή να ενωθή μετ' αυτών. </p>
+
+<p>Ο Νεγορός τω επανέλαβεν ό,τι τω είπεν ήδη ο Χάρρης· η κυρία Βέλδων και ο
+μικρός Ζακ είχον αποθάνει. Ήτο δε λίαν πιθανόν ότι και ο Ηρακλής, εκτεθείς εις
+τόσους κινδύνους, υπέστη φρικώδη θάνατον. Ο Τωμ και οι σύντροφοί του ήσαν
+μακράν, απώλοντο δι' αυτόν αιωνίως ο Δικ Σανδ ώφειλε να πιστεύση τούτο. Θα ήτο
+εσχάτη αφροσύνη να ελπίζη άλλο τι ή το τέρμα των δεινών του διά θανάτου όστις
+δεν θα ηδύνατο να είναι τρομερότερος της ζωής του. Ητοιμάζετο λοιπόν να
+αποθάνη, αναθέτων εις τον Θεόν τα λοιπά, και ζητών παρ' αυτού να τον ενισχύη
+μέχρι της τελευταίας στιγμής. </p>
+
+<p>Αλλ' η του Θεού σκέψις είναι σκέψις καλή και ευγενής. Δεν υψοί τις εις αυτήν
+την ψυχήν του προς Εκείνον, όστις δύναται τα πάντα και αφού εγένετο ολόκληρος
+η θυσία, εάν ηδύνατο να ίδη μέχρι του βάθους της καρδίας του Δικ Σανδ, θα
+ανεκάλυπτεν ίσως τελευταίαν λάμψιν, λάμψιν εκείνην ην άνωθεν πνοή δύναται να
+μεταβάλη, εναντίον όλων των πιθανοτήτων, εις φως απαστράπτον. </p>
+
+<p>Αι ώραι διέρρευσαν. Η νυξ επήλθεν. Αι ακτίνες της ημέρας αι διερχόμενοι διά
+των καλάμων του παραπήγματος εξηφανίσθησαν ολίγον κατ' ολίγον. Οι τελευταίοι
+θόρυβοι της αγοράς, ήτις κατά την ημέραν εκείνην υπήρξε λίαν σιωπηλή, μετά την
+ταραχήν της προτεραίας, οι τελευταίοι εκείνοι θόρυβοι εσβέσθησαν. </p>
+
+<p>Βαθύτατον σκότος εγένετο εντός της στενής φυλακής. Μετ' ολίγον δε τα πάντα
+ανεπαύοντο εν τη πόλει Καζονδέ. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ απεκοιμήθη ύπνον επανορθωτικόν διαρκέσαντα δύο ώρας. Μετά
+τούτο αφυπνίσθη, έτι μάλλον ενδυναμωθείς. Κατώρθωσε να απελευθερώση των
+δεσμών ένα των βραχιόνων του, εξωγκωμένον ήδη ολίγον, και ησθάνθη
+ανέκφραστον ηδονήν συστέλλων και διαστέλλων αυτόν κατά βούλησιν. </p>
+
+<p>Η νυξ είχε διέλθει κατά το ήμισυ περίπου. Ο φύλαξ εκοιμάτο ύπνον βαρύν
+οφειλόμενον εις φιάλην οινοπνεύματος, της οποίας η σπασμωδική χειρ του εκράτει
+έτι το στόμιον. Ο Δικ Σανδ έσχε τότε την ιδέαν να λάβη τα όπλα του δεσμοφύλακός
+του, τα οποία ηδύναντο μεγάλως να τον οφελήσωσιν εν περιπτώσει αποδράσεως·
+ενόμισεν όμως και εκείνην την στιγμήν ότι ήκουσεν ελαφρόν ξυσμόν εις το
+κατώτερον μέρος της θύρας του παραπήγματος. Βοηθούμενος υπό του βραχίονός
+του, κατώρθωσε να φθάση έρπων μέχρι της φλοιάς χωρίς να αφυπνίση τον
+φύλακα. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ δεν είχεν απατηθή. Ο ξυσμός εξακολούθει μάλλον ευδιάκριτος.
+Εφαίνετο ότι έξωθεν έσκαπτον το έδαφος από την θύραν. Ήτο ζώον τι; ήτο
+άνθρωπος;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ο Ηρακλής! εάν ήτο ο Ηρακλής! εσκέφθη ο νεαρός δόκιμος.<br />
+&nbsp;<br />
+Οι οφθαλμοί του προσηλώθησαν επί του φύλακός του όστις έμενε ακίνητος υπό
+την επιρροήν βαρέως ύπνου. Ο Δικ Σανδ ηδύνατο να διακινδυνεύση ψιθυρίζων το
+όνομα του Ηρακλέους.<br />
+&nbsp;<br />
+Στεναγμός τις ως υπόκωφος και θρηνητική υλακή, τω απήντησε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν είναι ο Ηρακλής, είπε καθ' εαυτόν ο Δικ Σανδ αλλ' είναι ο Δίγγος.
+Με ωσφράνθη μέχρις αυτού του παραπήγματος. Μήπως με φέρει λέξιν τινά του
+Ηρακλέους; Αλλ' εάν ο Δίγγος δεν απέθανεν, ο Νεγορός εψεύσθη, και ίσως . . . <br
+/>
+&nbsp;<br />
+Κατ' εκείνην την στιγμήν πους κυνός διήλθεν υπό την θύραν. Ο Δικ Σανδ τον
+έψαυσε και ανεγνώρισε τον πόδα του Δίγγου. </p>
+
+<p>Αλλ' εάν είχεν επιστόλιόν τι, το επιστόλιον εκείνο δεν ηδύνατο να είναι
+προσδεδεμένον ειμή εις τον τράχηλόν του. Ήτο δυνατόν να μεγαλώση αρκούντως
+την οπήν εκείνην, ώστε ο Δίγγος να δυνηθή να περάση την κεφαλήν του; Εν πάση
+περιπτώσει, έπρεπε να δοκιμάση τούτο. </p>
+
+<p>Αλλά μόλις ο Δικ Σανδ ήρχισε να ορύττη το έδαφος διά των ονύχων του, υλακαί
+αίτινες δεν ήσαν του Δίγγου ηκούσθησαν εις την πλατείαν. Το πιστόν ζώον είχεν
+ανακαλυφθή υπό των ιθαγενών κυνών, και έπρεπε βεβαίως να φύγη.
+Πυροβολισμοί τίνες ηκούσθησαν. </p>
+
+
+<p>Ο φύλαξ αφυπνίσθη κατά το ήμισυ. Ο Δικ Σανδ, μη δυνάμενος πλέον να σκεφθή
+περί αποδράσεως, αφού εξηγέρθη η προσοχή, έπρεπε να κυλισθή πάλιν εις την
+γωνίαν του, και μετά θανάσιμον προσδοκίαν είδεν ανατέλλουσαν την ημέραν
+εκείνην, ήτις θα ήτο άνευ επιούσης δι' αυτόν. </p>
+
+<p>Καθ' όλην εκείνην την ημέραν, αι εργασίαι των νεκροθαφτών εξηκολούθησαν
+μετά δραστηριότητος.<br />
+&nbsp;<br />
+Μέγας αριθμός ιθαγενών έλαβον μέρος εις αυτάς υπό την διεύθυνσιν του
+πρωθυπουργού της βασιλίσσης Μοΐνας. Τα πάντα ώφειλον να είναι έτοιμα κατά
+την ορισθείσαν ώραν, επί ποινή ακρωτηριασμού, καθότι η νέα ηγεμονίς υπέσχετο
+να ακολουθήση κατά γράμμα τα ίχνη του μακαρίτου βασιλέως. </p>
+
+<p>Τα ύδατα του ρύακος εστράφησαν, και εν τη αποξηρανθείση κοίτη ωρύχθη ο
+μέγας λάκκος εις βάθος δέκα ποδών, επί μήκους πεντήκοντα και πλάτους δέκα.
+</p>
+
+<p>Περί το τέλος της ημέρας ήρχισαν να τον επιστρώνωσιν, εις το βάθος και εις το
+μήκος των πλευρών, διά γυναικών ζωσών, εκλεχθεισών μεταξύ των αιχμαλώτων
+του Μοΐνη Λούγγα. Συνήθως αι δυστυχείς αύται, θάπτονται ζώσαι. Αλλά
+προκειμένου περί του παραδόξου και ίσως θαυμασίου θανάτου του Μοΐνη
+Λούγγα, είχεν αποφασισθή να πνιγώσι πλησίον του σώματος του αυθέντου των
+(<sup><a href='#fn16' id='ref16'>16</a></sup>)
+. </p>
+
+<p>Συνήθεια ωσαύτως επικρατεί, ώστε να ενδύωσι τον αποθανόντα βασιλέα διά
+των πλουσιοτέρων ενδυμάτων του πριν καταβιβάσωσιν αυτόν εις τον τάφον.</p>
+
+<p>Αλλά την φοράν ταύτην, επειδή δεν απέμενον ειμή κεκαυμένα τινά οστά εξ
+όλου του βασιλικού σώματος, καθίστατο επάναγκες να γίνη άλλη εργασία.
+Κατεσκευάσθη καλάμινον ανδρείκελον, όπερ παρίστα αρκούντως, ίσως δε και
+κολακευτικώς, τον Μοΐνην Λούγγαν, και ενέκλεισαν εν αυτώ τα λείψανα τα
+διασωθέντα εκ της αποτεφρώσεως. Τότε το ανδρείκελον περιεβλήθη βασιλικά
+ενδύματα — και γνωρίζομεν ότι τα ράκη ταύτα δεν ήσαν ακριβά — και δεν
+ελησμόνησαν να το περικοσμήσωσι διά των περίφημων διόπτρων του εξαδέλφου
+Βενεδίκτου. Εις την γελοιωδίαν εκείνην υπήρχε τι κωμικόν τρομερόν.<br />
+&nbsp;<br />
+Η τελετή έμελλε να γίνη μετά φώτων και εν μεγάλη παρατάξει. Όλοι οι κάτοικοι του
+Καζονδέ, ιθαγενείς ή μη, ώφειλον να παρευρεθώσιν. </p>
+
+<p>Ότε επήλθεν η εσπέρα, μακρά συνοδεία κατήλθε την κυρίαν οδόν από της
+αγοράς μέχρι του τόπου της ταφής. Κραυγαί, χοροί επικήδειοι, επωδοί των μάγων,
+κρότοι οργάνων, πυροβολισμοί παλαιών όπλων του οπλοστασίου, ουδέν
+παρημελήθη. </p>
+
+<p>Ο Ιωσίας Αντώνιος Αλβέζ, ο Κοΐμβρας, ο Νεγορός, οι άραβες σωματέμποροι, οι
+φυλακές των, επηύξησαν τας τάξεις του λαού του Καζονδέ. Ουδείς ανεχώρησεν εκ
+της μεγάλης αγοράς. Η βασίλισσα Μοΐνα δεν επέτρεπε τούτο, και δεν ήτο φρόνιμον
+να παραβώσι τας διαταγάς εκείνης, ήτις εξησκείτο εις το κυριαρχικόν
+επάγγελμα.<br />
+&nbsp;<br />
+Το σώμα του βασιλέως, κατακλιθέν εν φορείω εφέρθη εις τας τελευταίας τάξεις της
+συνοδείας. Περιεκυκλούτο υπό των δευτερευουσών συζύγων του, τινές των οποίων
+έμελλον να τον συνοδεύσωσι και πέραν του βίου. Η βασίλισσα Μοΐνα εν μεγάλη
+στολή ώδευεν όπισθεν του δυναμένου να ονομασθή νεκρικού άρματος. </p>
+
+<p>Ήτο τελεία νυξ, ότε όλοι έφθασαν εις τας όχθας του ρύακος αλλ' αι εκ ρητίνης
+δάδες κινούμεναι υπό των διαφόρων έρριπτον επί του πλήθους μεγάλας λάμψεις
+φωτός. </p>
+
+<p>Τότε λάκος εφάνη διακεκριμένως. Ήτο επεστρωμένος διά σωμάτων μαύρων και
+ζώντων, καθότι εκινούντο από τας αλύσεις τας συνδεούσας αυτά μετά του
+εδάφους. Πεντήκοντα αιχμάλωτοι περιέμενον εκεί να κλείση πάλιν ο χείμαρρος επ'
+αυτών, το πλείστον νεαρών ιθαγενών, άλλων μεν εγκαρτερουσών και σιωπηλών,
+άλλων δε στεναζουσών γοερώς.<br />
+&nbsp;<br />
+Αι σύζυγοι, κεκοσμημέναι ως εν εορτή είχον εκλεχθή υπό της βασιλίσσης. Η μία εξ
+αυτών, ήτις έφερε τον τίτλον δευτέρας συζύγου, εκυρτώθη επί των χειρών και των
+ποδών όπως χρησιμεύση ως βασιλικόν εδώλιον, ως έπραττεν ότε έζη ο βασιλεύς
+και η τρίτη σύζυγος υπεστήριζε το ανδρείκελον, καθ' όν καιρόν η τετάρτη
+κατεκλίνετο παρά τους πόδας αυτού εν είδει προσκεφαλαίου.<br />
+&nbsp;<br />
+Ενώπιον του ανδρεικέλου, εις την άκραν του λάκκου, πάσσαλος βεβαμμένος
+ερυθρός υψούτο από της γης.</p>
+
+<p>Εις τον πάσσαλον εκείνον ήτο δεδεμένος λευκός τις, όστις έμελλε να
+καταλογισθή και αυτός μεταξύ των θυμάτων της αιματηράς εκείνης κηδείας. </p>
+
+<p>Ο λευκός εκείνος ήτο ο Δικ Σανδ. Το ημίγυμνον σώμα του έφερε τα σημεία των
+βασάνων, άτινα υπέστη κατά διαταγήν του Νεγορού. Δεδεμένος εις τον πάσσαλον
+εκείνον περιέμενε τον θάνατον, ως άνθρωπος ελπίζων μόνον εις άλλην ζωήν.<br />
+&nbsp;<br />
+Εν τούτοις δεν έφθασεν έτι η στιγμή, καθ' ήν το πρόφραγμα έπρεπε να θραυσθή.
+</p>
+
+<p>Εις σημείον τι της βασιλίσσης η τετάρτη σύζυγος, κατακειμένη εις τους πόδας
+του βασιλέως, εσφάγη υπό του δημίου του Καζονδέ, και το αίμα αυτής έρρευσεν εν
+τω λάκκω.<br />
+&nbsp;<br />
+Τούτο ήτο η έναρξις της φρικώδους ανθρωποθυσίας. Πεντήκοντα δούλαι έπεσαν
+υπό το φάσγανον των σφαγέων, η κοίτη του ποταμού εκύλιε κύματα αίματος.<br />
+&nbsp;<br />
+Επί ημίσειαν ώραν κραυγαί των θυμάτων συνανεμίγησαν εις τας κραυγάς των
+παρισταμένων, και ματαίως θα ανεζήτει τις εις το πλήθος εκείνο αίσθημα
+αποστροφής ή οίκτου.<br />
+&nbsp;<br />
+Τέλος η βασίλισσα Μοΐνα εποίησε χειρονομίαν τινα και το περίφραγμα όπερ
+εκράτει τα ανώτερα ύδατα, ήρχισε να ανοίγεται ολίγον κατ' ολίγον. Χάριν
+πλειοτέρας σκληρότητος άφησαν να διηθήται το ανώτερον ρεύμα αντί να
+εισορμήση διά μιας. Ήτο ο βραδύς θάνατος αντί του αιφνιδίου. </p>
+
+<p>Το ύδωρ έπνιξε πρώτον την σειράν των αιχμαλώτων διά της οποίας ήτο
+εστρωμένον το βάθος του λάκκου. Φρικώδη άλματα εγίνοντο υπό των ζωσών
+εκείνων γυναικών, αίτινες επάλαιον κατά της ασφυξίας. Ο Δικ Σανδ, βεβυθισμένος
+εις το ύδωρ μέχρι γωνάτων, εφάνη αποπειραθείς τελευταίον τινα αγώνα, όπως
+συντρίψη τα δεσμά του. </p>
+
+<p>Αλλά το ύδωρ ανήλθεν. Αι τελευταίοι κεφαλαί εγένοντο άφαντοι υπό τον
+χείμαρρον, όστις επαναλάμβανε την πορείαν του, και ουδέν εδείκνυε πλέον ότι εις
+το βάθος του ποταμού εκείνου ωρύχθη τάφος εν τω οποίω εκατό θύματα
+ετάφησαν προς τιμήν του βασιλέως Καζονδέ. </p>
+
+<p>Η γραφίς θα ήτο αδύνατον να ζωγραφίση τοιαύτας εικόνας, εάν η μέριμνα της
+αληθείας δεν επέβαλλε το καθήκον να περιγράψη αυτός εν τη φρικαλέα αυτών
+πραγματικότητι. Ο άνθρωπος τοιούτος είναι εις τας θλιβεράς εκείνας χώρας.
+Ουδενί πλέον επιτρέπεται να αγνοή τούτο.<br />
+&nbsp;</p>
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ'. </h3>
+
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΝ
+ΠΡΑΚΊΟΡΕΙΟΥ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Ο Χάρρης και ο Νεγορός εψεύσθησαν ειπόντες ότι η κυρία Βέλδων και ο μικρός Ζακ
+απέθανον. Και εκείνη και εκείνος και ο εξάδελφος Βενέδικτος ευρίσκοντο τότε εν
+Καζονδέ. </p>
+
+<p>Μετά την κατά του μυρμηκώνος έφοδον μετεφέρθησαν πέραν του
+στρατοπέδου του Κοάνζα υπό του Χάρρη και του Νεγορού, τους οποίους
+συνώδευον δωδεκάς ιθαγενών στρατιωτών.<br />
+&nbsp;<br />
+Φορείον τι ή εγχωρία «κιτάνδα» εδέχθη την κυρίαν Βέλδων και τον μικρόν Ζακ.
+Διατί αι περιποιήσεις εκείναι εκ μέρους ανθρώπου ως τον Νεγορόν; Η κυρία
+Βέλδων δεν ετόλμα να εξηγήση τούτο.<br />
+&nbsp;<br />
+Η από Κοάνζα εις Καζονδέ οδός εγένετο ταχέως και άνευ καμάτου. Ο εξάδελφος
+Βενέδικτος τον οποίον αι κακουχίαι εφαίνοντο ότι ουδόλως επηρέαζον, εβάδιζε
+σταθερώ τω βήματι.<br />
+&nbsp;<br />
+Επειδή δε τον άφινον να περιπλανάται δεξιά και αριστερά, ουδόλως εσκέπτετο να
+παραπονεθή. Έφθασε λοιπόν η μικρά συνοδεία εις Καζονδέ οκτώ ημέρας προ της
+αφίξεως της συνοδείας του Ιβν Χαμή. Η κυρία Βέλδων εκλείσθη μετά του τέκνου
+της και του εξαδέλφου Βενεδίκτου εν τω καταστήματι του Αλβέζ. </p>
+
+<p>Οφείλομεν να σπεύσωμεν να είπωμεν, ότι ο μικρός Ζακ ήτο πολύ καλλίτερον
+εις την υγείαν του. Μετά την εκ της ελώδους χώρας αναχώρησιν ένθα προσεβλήθη
+υπό πυρετού, η κατάστασις αυτού ολίγον κατ' ολίγον εβελτιώθη, και τώρα είχε
+καλώς. Μήτε αυτός μήτε η μήτηρ του θα ηδύναντο να ανθέξωσιν εις τας κακουχίας
+της συνοδείας. Αλλ' υφ' ούς όρους εγίνετο η οδοιπορία εκείνη κατά την οποίαν τοις
+παρείχοντο περιποιήσεις τινές, ευρίσκοντο εις ευχάριστον κατάστασιν, φυσικώς
+τουλάχιστον. </p>
+
+<p>Περί των συντρόφων αυτής, η κυρία Βέλδων ουδεμίαν είδησιν είχεν. Αφ' ότου
+είδε τον Ηρακλέα φεύγοντα εις το δάσος, ηγνόει τι εγένετο ούτος. Όσον δ' αφορά
+τον Δικ Σανδ, επειδή ο Χάρρης και ο Νεγορός δεν ήσαν πλέον εκεί όπως τον
+βασανίζωσιν, ήλπιζεν ότι καθό λευκός, θα απηλλάσσετο ίσως κακής μεταχειρίσεως.
+Αλλ' η Ναν, ο Τωμ, Βαρθολομαίος, ο Αυγουστίνος, ο Ακτέων ήσαν μαύροι, και ήτο
+λίαν βέβαιον ότι θα τους μετεχειρίζοντο ως τοιούτους. Δυστυχείς άνδρες! οίτινες
+ουδέποτε θα επάτουν την γην εκείνην της Αφρικής, εάν δεν επήρχετο η προδοσία
+να τους ρίψη εκεί.<br />
+&nbsp;<br />
+Ότε η συνοδεία του Ιβν Χαμή αφίκετο εις Καζονδέ, η κυρία Βέλδων, μηδεμίαν
+έχουσα συγκοινωνίαν μετά των εκτός, δεν έμαθε την άφιξιν ταύτης. </p>
+
+<p>Αλλ' ουδέ εκ των θορύβων της αγοράς ηδυνήθη να πληροφορηθή περί των
+διατρεχόντων. Δεν έμαθεν ότι ο Τωμ και οι μετ' αυτού επωλήθησαν εις
+σωματέμπορόν τινα του Ουζιζί και έμελλον να αναχωρήσωσι προσεχώς. Δεν
+εγνώριζε μήτε την τιμωρίαν του Χάρρη, μήτε τον θάνατον του Μοΐνη Λούγγα, μήτε
+τα της βασιλικής κηδείας, εις τα θύματα της οποίας συγκατελέχθη ο Δικ Σανδ. Η
+δυστυχής γυνή ευρίσκετο λοιπόν μόνη εν Καζονδέ εις την διάκρισιν των
+δουλεμπόρων, εις την εξουσίαν του Νεγορού, και όπως απαλλαγή αυτού, ουδέ να
+αποθάνη ηδύνατο να σκεφθή, αφού το τέκνον της ήτο μετ' αυτής. </p>
+
+<p>Ηγνόει λοιπόν απολύτως η κυρία Βέλδων την τύχην ήτις την περιέμενε. Καθ'
+όλην την από Κοάνζα εις Καζονδέ πορείαν ο Χάρρης και ο Νεγορός ουδέ λέξιν τη
+απέτεινον. Από της αφίξεώς της, δεν είχεν επανίδει μήτε τον ένα μήτε τον άλλον,
+ουδέ ηδύνατο να εγκαταλείπη τον περίβολον, όστις περιέκλειε το ιδιαίτερον
+κατάστημα του πλουσίου δουλεμπόρου. </p>
+
+<p>Είναι άρα γε ανάγκη να είπωμεν τώρα ότι η κυρία Βέλδων ουδεμίαν βοήθειαν
+εύρεν εκ μέρους του μεγάλου παιδίου της, του εξαδέλφου της Βενεδίκτου; Τούτο
+άλλως τε εννοείται. </p>
+
+<p>Όταν ο άξιος επιστήμων έμαθεν ότι δεν ευρίσκετο ως υπέθετον επί της
+αμερικανικής ηπείρου, ουδόλως εφρόντισε να μάθη πώς τούτο συνέβη. Όχι! Το
+πρώτον κίνημα αυτού ήτο κίνημα πείσματος. Τωόντι, τα έντομα εκείνα τα οποία
+εφαντάζετο ότι αυτός πρώτος ανεκάλυψεν εν Αμερική, τα τσετσέ εκείνα και τα
+άλλα, ουδέν άλλο ήσαν ειμή απλούστατα εξάποδα αφρικανικά, τα οποία τόσοι
+φυσιολόγοι είχον εύρει προ αυτού εις τα μέρη της καταγωγής των. Ώχετο πλέον η
+δόξα να προσκολλήση το όνομά του εις τας ανακαλύψεις ταύτας. Τωόντι, τι το
+εκπληκτικόν εάν ο εξάδελφος Βενέδικτος συνέλεξεν έντομα αφρικανικά, αφού
+ευρίσκετο εν Αφρική!</p>
+
+<p>Αλλά, παρελθόντος του πρώτου πείσματος, ο εξάδελφος Βενέδικτος εσκέφθη
+ότι η «Γη των Φαραώ», ως την εκάλει πάντοτε, εκέκτητο απαράμιλλα εντομολογικά
+πλούτη, και ότι εάν δεν ευρίσκετο εις την «Γην των Ίνκα», δεν έχανεν όμως εκ της
+μεταβολής. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ε! επανελάμβανε καθ' εαυτόν και επανελάμβανε μάλιστα προς την
+κυρίαν Βέλδων, ήτις ουδόλως τον ήκουεν, εδώ είναι η πατρίς των μαντικόρων, των
+κολεοπτέρων εκείνων με τους μακρούς τριχωτούς πόδας, με τα συγκεκολλημένα
+και κοπτερά έλυτρα, με τας μεγάλας σιαγόνας και των οποίων ο μάλλον
+αξιοσημείωτος είναι ο φυματώδης μαντίκορος. Εδώ είναι η χώρα των καλοσώμων
+με την χρυσήν αιχμνήν των γολιάθ της Γουινέας και του Γαβών, των όποιων οι
+πόδες είναι πεπροικισμένοι δι' ακανθών· των στικτών ανθιδίων άτινα αποθέτουσι
+τα ωά των εν τη κενή κογχύλη των λειμάκων· των ιερών ατεύχων, τους οποίους οι
+Αιγύπτιοι της άνω Αιγύπτου ετίμων ως θεούς. Εδώ εγεννήθησαν αι νεκροκέφαλοι
+σφίγγες αίτινες τώρα είναι διεσπαρμέναι εν όλη τη Ευρώπη, και οι «Ιδίαι Βιγότη»
+των οποίων το δήγμα φοβούνται ιδιαιτέρως οι παράλιοι Σενεγάλοι. Ναι, εδώ
+δύνανται να γίνωσι λαμπραί ανακαλύψεις, και θα ποιήσω αυτάς, εάν οι αγαθοί
+αυτοί άνδρες το επιτρέψωσιν.<br />
+&nbsp;<br />
+Ηξεύρομεν τίνες ήσαν οι αγαθοί εκείνοι άνδρες κατά των οποίων ουδέν παράπονον
+είχεν ο εξάδελφος Βενέδικτος. Άλλως τε ως είπωμεν ήδη, ο εντομολόγος, εν τη
+κοινωνία του Χάρρη και του Νεγορού, απελάμβανεν ολίγην τινά ελευθερίαν, της
+οποίας ο Δικ Σανδ απολύτως εστερείτο κατά την οδοιπορίαν εκείνην της όχθης του
+Κοάνζα. Ο απλοϊκός επιστήμων λίαν συνεκινήθη εκ της συγκαταβάσεως
+εκείνης.</p>
+
+<p>Τέλος ο εξάδελφος Βενέδικτος θα ήτο ο ευτυχέστατος των εντομολόγων, εάν
+δεν υφίστατο απώλειαν ήτις τον ελύπησε τα μέγιστα. Είχε μεν πάντοτε το
+κασσιτέρινον κιβώτιόν τον, αλλά τα δίοπτρά του δεν ωρθούντο πλέον επί της ρινός
+του, το μικροσκόπιον δεν εκρέματο πλέον εις τον λαιμόν του. Φυσιολόγος δε άνευ
+μικροσκοπίου και άνευ διόπτρων αδύνατον να υπάρξη. </p>
+
+<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος όμως προώριστο να μη επανίδη πλέον τα δύο ταύτα
+όργανα της οπτικής, επειδή είχον συνταφή μετά του βασιλικού ανδρεικέλου. Ούτω
+λοιπόν οσάκις εύρισκεν έντομόν τι, ηναγκάζετο να το χώνη εις τους οφθαλμούς
+του, όπως διακρίνη τα στοιχειωδέστατα αυτού συστατικά. Α! τούτο μεγάλως
+ελύπει τον εξάδελφον Βενέδικτον, και ευχαρίστως θα ηγόραζεν ακριβά έν ζεύγος
+διόπτρων, αλλά τοιούτον εμπόρευμα δεν εσυνηθίζετο εις τας αγοράς του Καζονδέ.
+Όπως δήποτε, ο εξάδελφος Βενέδικτος ηδύνατο να περιέρχεται ελευθέρως εις το
+κατάστημα του Ιωσία Αντωνίου Αλβέζ. Τον ενόμιζον ανίκανον να ζητήση να
+αποδράση. </p>
+
+<p>Άλλως τε δε, υψηλόν περίφραγμα εχώριζε το πρακτορείον εκ των άλλων
+συνοικιών της πόλεως, και δεν ήτο εύκολον να το υπερβή τις. </p>
+
+<p>Αλλ' εάν ήτο καλώς περιφραγμένον, είχεν όμως ενός μιλίου τουλάχιστον
+περιφερειών. Δένδρα, θάμνοι ιδιαίτεροι της Αφρικής, υψηλά χόρτα, ρύακες τινες,
+καλύβαι και παραπήγματα ήσαν πλειότερα παρ' όσα εχρειάζοντο, όπως
+αποκρύψωσι τα σπανιώτερα έντομα της ηπείρου, και να αποτελέσωσι τον πλούτον,
+αν όχι την ευδαιμονίαν, του εξαδέλφου Βενεδίκτου. </p>
+
+<p>Και πράγματι ανεκάλυψεν εξάποδά τινα, και μάλιστα ολίγον έλειψε να
+τυφλωθή θελήσας να τα σπουδάση άνευ διόπτρων, αλλά τέλος ηύξησε την
+πολύτιμον συλλογήν του και έρριψε τας βάσεις μεγάλου συγγράμματος περί της
+αφρικανικής εντομολογίας. Εάν δε επετύγχανε να ανακαλύψη νέον τι έντομον εις
+το οποίον να δώση το όνομά του, θα ήτο ο ευτυχέστατος των ανθρώπων. </p>
+
+<p>Εάν το κατάστημα του Αλβέζ ήτο αρκούντως μέγα διά τους επιστημονικούς
+περιπάτους του εξαδέλφου Βενεδίκτου, εις τον μικρόν Ζακ, όστις ηδύνατο να
+περιφέρηται εν πάση ελευθερία εφαίνετο απέραντον. Αλλά το παιδίον εκείνο
+ήκιστα επεζήτη τας τοσούτω φυσικάς εις την ηλικίαν του ηδονάς, σπανίως δε
+εγκατέλιπε την μητέρα του, ήτις δεν ήθελε να τον αφίνη μόνον, και εφοβείτο
+πάντοτε δυστύχημά τι. Ο μικρός Ζακ πολλάκις ωμίλει περί του πατρός του, τον
+οποίον προ πολλού δεν είχεν ιδεί και εζήτει να επανέλθη πλησίον του. Εζήτει
+πληροφορίας περί όλων, περί της γραίας Ναν, περί του φίλου του Ηρακλέους, περί
+του Βαρθολομαίου, του Αυγουστίνου, του Ακτέωνος και περί του Δίγγου, όστις και
+αυτός εφαίνετο ότι τον εγκατέλιπεν. Ήθελε να επανίδη τον σύντροφόν του Δικ
+Σανδ. Η νεαρά φαντασία του, όλη τρυφερότης, έζη μόνον διά των αναμνήσεων. Εις
+τας ερωτήσεις του η κυρία Βέλδων δεν ηδύνατο να αποκριθή, ειμή θλίβουσα αυτόν
+εις τας αγκάλας της και κατασπαζομένη αυτόν. Παν ό,τι ηδύνατο να πράξη, ήτο να
+μη κλαίη ενώπιον αυτού.<br />
+&nbsp;<br />
+Εν τούτοις η κυρία Βέλδων παρετήρησεν ότι εάν δεν την μετεχειρίσθησαν κακώς
+διαρκούσης της από Κοάνζα οδοιπορίας, ούτω και εν τω καταστήματι του Αλβέζ
+ουδέν εμαρτύρει ότι έμελλον να μεταβάλωσι διαγωγήν προς αυτήν. Εν τω
+πρακτορείω δεν υπήρχον πλέον ειμή αιχμάλωτοι υπηρετούντες τον δουλέμπορον.
+Πάντες οι άλλοι, οι αποτελούντες το αντικείμενον του εμπορίου του, ήσαν
+κεκλεισμένοι εις τα παραπήγματα, είτα δε επωλήθησαν εις τους μεσίτας του
+εσωτερικού. Τώρα αι αποθήκαι του καταστήματος ήσαν μεσταί υφασμάτων και
+ελαφαντοστού, υφασμάτων προορισμένων ν' ανταλαχθώσιν εις τας κεντρικάς
+επαρχίας, ελεφαντοστού προωρισμένου να αποσταλή εις τας κυριωτάτας αγοράς
+της ηπείρου. </p>
+
+<p>Εν συντόμω ολίγιστοι υπήρχον εν τω πρακτορείω. Η κυρία Βέλδων κατείχε μετά
+του Ζακ καλύβην ιδιαιτέραν, ο εξάδελφος Βενέδικτος άλλην. Δεν συνεκοινώνουν
+μετά των υπηρετών του δουλεμπόρου. Έτρωγον εν κοινώ. Η τροφή κρέας αιγός ή
+προβάτου, όσπρια, μανιόκον, σόργον, εγχώριαι οπώραι, ήτο επαρκής. Η Χαλιμά,
+νεαρά δούλη, ειδικώς υπηρετούσα την κυρίαν Βέλδων, τη επεδείκνυε μάλιστα, ως
+ηδύνατο, είδος τι αγρίας μεν αγάπης αλλά βεβαίως ειλικρινούς</p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων μόλις έβλεπε τον Ιωσίαν Αντώνιον Αλβέζ, όστις κατείχε την
+κυρίαν οικίαν πρακτορείου, και ουδέποτε έβλεπε τον Νεγορόν, κατοικούντα εκτός,
+του οποίου η απουσία ήτο ανεξήγητος. Η επιφύλαξις αύτη την εξέπληττε και την
+ανησύχει συγχρόνως. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι θέλει; Τι εννοεί; έλεγε καθ' εαυτήν. Διατί μας παρέσυρεν εις
+Καζονδέ;</p>
+
+<p>Τοιουτοτρόπως παρήλθον αι οκτώ ημέραι αι προγηθείσαι της αφίξεως της
+συνοδείας του Ιβν Χαμή, ήτοι αι δύο ημέραι προ της κηδείας και αι ακόλουθοι έξ.
+</p>
+
+<p>Εν τω μέσω τόσης αγωνίας η κυρία Βέλδων δεν ηδύνατο να λησμονήση ότι ο
+σύζυγός της θα κατείχετο υπό φρικώδους απελπισίας μη βλέπων τους οικείους του
+επανερχομένους εις Άγιον Φραγγίσκον. Ο κύριος Βέλδων δεν ηδύνατο να ηξεύρη
+ότι η σύζυγός του έσχε την ολεθρίαν ιδέαν να ζητήση θέσιν εις το «Πίλγριμ» και
+ώφειλε να πιστεύη ότι είχεν επιβιβασθή εις έν των ατμοπλοίων της υπερωκεανείου
+εταιρίας. Τα ατμόπλοια εκείνα έφθανον τακτικώς, αλλ' ούτε ο Ζακ, ούτε ο
+εξάδελφος Βενέδικτος ευρίσκοντο εν αυτοίς. Πλην τούτου και αυτό το «Πίλγριμ»
+έπρεπε να είχεν επιστρέψει εις τον λιμένα. Αλλά δεν ενεφανίζετο και ο κύριος
+Βέλδων ώφειλε τώρα να το κατατάξη εις την κατηγορίαν των δι' έλλειψιν ειδήσεων
+υποτιθεμένων απολεσθέντων πλοίων. Και ποίος κεραυνός ενέσκηψεν επ' αυτόν την
+ημέραν καθ' ήν έλαβε παρ' ενός των εν Ωκλάνδη ανταποκριτών του την είδησιν του
+απόπλου του «Πίλγριμ» και της επιβιβάσεως της κυρίας Βέλδων; Τι έπραξεν;
+Ηρνήθη να πιστεύση ότι ο υιός του και αυτή απώλοντο εν τη θαλάσση. Αλλά τότε
+πού ώφειλε να στρέψη τας αναζητήσεις του; Προδήλως προς τας νήσους του
+Ειρηνικού, ίσως προς την αμερικανικήν παραλίαν. Αλλ' ουδέποτε, ναι, ουδέποτε,
+θα τω επήρχετο η ιδέα ότι ερρίφθη επί της ακτής της απαισίας εκείνης Αφρικής.
+</p>
+
+<p>Ούτως εσκέπτετο η κυρία Βέλδων. Αλλά τι ηδύνατο να πράξη; Να φύγη; Πώς;
+Την επετήρουν εκ του σύνεγγυς! Και έπειτα να φύγη εσήμαινε να διακινδυνεύση
+εις τα πυκνά εκείνα δάση, εν τω μέσω μυρίων κινδύνων να επιχειρήση πορείαν
+μακροτέραν των διακοσίων μιλίων, μέχρις ου φθάση εις το παράλιον. Και εν
+τούτοις η κυρία Βέλδων είχεν απόφασιν να πράξη τούτο, και ουδέν άλλο μέσον
+εύρισκε προς ανάκτησιν της ελευθερίας της. Πριν τούτου όμως ήθελε να μάθη
+ακριβώς τους σκοπούς του Νεγορού. </p>
+
+<p>Τέλος τους έμαθε. </p>
+
+<p>Τη 6 Ιουνίου τρεις ημέρας μετά τον ενταφιασμόν του βασιλέως του Καζονδέ, ο
+Νεγορός εισήλθεν εις το πρακτορείον, ένθα δεν είχεν έτι εισέλθει από της
+επιστροφής του, και μετέβη κατ' ευθείαν εις την υπό της αιχμαλώτιδός του
+κατεχομένην καλύβην. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων ήτο μόνη. Ο εξάδελφος Βενέδικτος εξετέλει ένα των
+επιστημονικών περιπάτων του. Ο μικρός Ζακ υπό την επιτήρησιν της δούλης
+Χαλιμάς περιεφέρετο εις τον περίβολον του καταστήματος. </p>
+
+<p>Ο Νεγορός ώθησε την θύραν της καλύβης, και άνευ άλλου προοιμίου, </p>
+
+<p>&nbsp;— Κυρία Βέλδων, είπεν, ο Τωμ, και οι σύντροφοί του επωλήθησαν διά
+τας αγοράς του Ουζιζί.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ο Θεός να τους προστατεύση! είπεν η κυρία Βέλδων απομάσσουσα
+δάκρυ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Η Ναν απέθανε καθ' οδόν, ο Δικ Σανδ, θα απήλετο. </p>
+
+<p>&nbsp;— Η Ναν απέθανε! Και ο Δικ! . . . ανέκραξεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι δίκαιον ήτο ο δεκαπενταετής πλοίαρχος σας να πληρώση διά της
+ζωής του τον φόνον του Χάρρη, επανέλαβεν ο Νεγορός. Είσθε μόνη εν Καζονδέ,
+κυρία μόνη εις την εξουσίαν του αρχαίου μαγείρου του «Πίλγριμ»· εντελώς μόνη
+ακούετε!</p>
+
+<p>Ό,τι έλεγεν ο Νεγορός ήτο αληθέστατον, ως και τα αφορώντα τον Τωμ και τους
+συντρόφους του. Ο γέρων μαύρος, ο υιός του Βαρθολομαίος, ο Ακτέων και ο
+Αυγουστίνος είχον αναχωρήσει κατά την προτεραίαν μετά της συνοδείας του
+δουλεμπόρου του Ουζιζί, χωρίς να έχωσι την παρηγορίαν να επανίδωσι την κυρίαν
+Βέλδων, χωρίς μάλιστα να ηξεύρωσιν ότι η εν τη δυστυχία σύντροφος αυτών
+ευρίσκετο εις Καζονδέ, εν τω καταστήματι του Αλβέζ. Είχον απέλθει εις την χώραν
+των λιμνών απέχουσαν εκατοντάδας μιλίων, εις ην ολίγοι οι φθάνοντες και εξ ης
+ολίγιστοι οι επιστρέφοντες.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Λοιπόν, εψιθύρισεν η κυρία Βέλδων, παρατηρούσα τον Νεγορόν χωρίς να
+απαντήση.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Κυρία Βέλδων, επανέλαβεν ο Πορτογάλλος μετά βραχείας φωνής,
+ηδυνάμην να εκδικηθώ καθ' υμών, διά τον κακόν προς εμέ τρόπον σας εντός του
+Πίλγριμ. Αλλ' ο θάνατος του Δικ Σανδ αρκεί εις την εκδίκησίν μου. Τώρα γίνομαι
+πάλιν έμπορος, και ιδού ποία είναι τα σχέδιά μου περί ημών.<br />
+&nbsp;<br />
+Η κυρία Βέλδων, εξηκολούθει να τον παρατηρή χωρίς να προφέρη μήτε λέξιν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Υμείς επανέλαβεν ο Πορτογάλος, το τέκνον σας και ο βλαξ εκείνος
+κυνηγός των μυιών, έχετε εμπορικήν αξίαν, την οποίαν σκοπεύω να
+χρησιμοποιήσω. Λοιπόν θα σας πωλήσω.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Αλλ' είμαι εκ φυλής ελευθέρας, απεκρίθη η κυρία Βέλδων μετά τόνου
+φωνής σταθερού. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είσθε αιχμάλωτος, εάν θέλω. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και τις θα αγοράση λευκήν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Άνθρωπος όστις θα πληρώση όσα τω ζητήσω. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων εταπείνωσεν επί τινας στιγμάς την κεφαλήν, καθότι εγίνωσκεν
+ότι τα πάντα ήσαν δυνατά εν τη φρικώδει εκείνη χώρα.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Με ηκούσατε; επανέλαβεν ο Νεγορός. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τις είναι ο άνθρωπος εις τον οποίον θέλετε να με πωλήσητε;
+απεκρίθη η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Να σας πωλήσω ή να σας μεταπωλήσω . . . Τουλάχιστον τούτο
+υποθέτω, προσέθηκεν ο Πορτογάλος γελών μυκτηριστικώς.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Το όνομα αυτού του ανθρώπου; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο άνθρωπος ούτος είναι ο Ιάκωβος Βέλδων, ο σύζυγός σας.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ο σύζυγός μου! ανέκραξεν η κυρία Βέλδων, μη δυναμένη να πιστεύση
+ό,τι ήκουεν.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Αυτός ο ίδιος κυρία Βέλδων, ο σύζυγός σας, εις τον οποίον θέλω ουχί να
+αποδώσω αλλά να εξαναγκάσω να πληρώση την γυναίκα του, το τέκνον του και τον
+εξάδελφόν του εκ περισσού. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων εσκέφθη μη ο Νεγορός τη έστηνε παγίδα. Εν τούτοις εννόησεν
+ότι ωμίλει σπουδαιότατα. Εις ένα άθλιον διά τον οποίον το αργύριον είναι το παν,
+φαίνεται ότι δύναταί τις να εμπιστευθή όταν πρόκειται περί υποθέσεως. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και πότε σκοπεύετε να ενεργήσετε την επιχείρησιν ταύτην;
+επανέλαβεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όσω το δυνατόν ταχύτερον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πού;</p>
+
+<p>&nbsp;— Εδώ, εδώ. Ο Ιάκωβος Βέλδων βεβαίως δεν θα διστάση να έλθη μέχρι
+του Καζονδέ να εύρη την γυναίκα του και τον υιόν του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, δεν θα διστάση . . . Αλλά τις θα τον ειδοποιήση; </p>
+
+<p>&nbsp;— Εγώ, θα μεταβώ εις Άγιον Φραγκίσκον να εύρω τον Ιάκωβον Βέλδων.
+Έχω χρήματα διά τον πλουν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τα χρήματα τα κλαπέντα εκ του «Πίλγριμ»,. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι . . . αυτά . . . και άλλα προσέτι, απεκρίθη αναιδώς ο Νεγορός. Αλλ'
+εάν θέλω να σας πωλήσω ταχέως, θέλω ωσαύτως να σας πωλήσω ακριβά. Φρονώ
+ότι ο Ιάκωβος Βέλδων δεν θα λυπηθή εκατόν χιλιάδας δολλάρια. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν θα τα λυπηθή, εάν δύναται να τα δώση, απεκρίθη ψυχρώς η
+κυρία Βέλδων. Νομίζω όμως ότι ο σύζυγός μου εις τον οποίον θα ειπήτε βεβαίως
+ότι κρατούμαι αιχμάλωτος εις Καζονδέ, εν τη κεντρική Αφρική . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Ακριβώς!</p>
+
+<p>&nbsp;— Ο σύζυγός μου δεν θα σας πιστεύση άνευ αποδείξεων· και δεν θα
+είναι τόσον ασύνετος, ώστε να έλθη εις Καζονδέ πιστεύων εις μόνους τους λόγους
+σας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα έλθη, επανέλαβεν ο Νεγορός, εάν τω φέρω επιστολήν
+γεγραμμένην παρ' υμών, ήτις θα τω αναγγέλλη την κατάστασίν σας, ήτις θα με
+παραστά ως πιστόν θεράποντά σας, διαφυγόντα τας χείρας των αγρίων εκείνων . . .
+<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ουδέποτε η χειρ μου θα γράψη τοιαύτην επιστολήν, απεκρίθη
+ψυχρότερον η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αρνείσθε; ανέκραξεν ο Νεγορός. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αρνούμαι. </p>
+
+<p>Η σκέψις των κινδύνων ους θα διέτρεχεν ο σύζυγός της ερχόμενος εις Καζονδέ,
+η ολίγη πίστις ην έπρεπε να δώσωσιν εις τας υποσχέσεις του Πορτογάλου, η
+ευκολία την οποίαν θα είχεν ούτος να μην αφήση ελεύθερον τον Ιάκωβον Βέλδων,
+αφού ελάμβανε τα συμπεφωνηθέντα λύτρα, πάντες ούτοι οι λόγοι συνετέλεσαν
+ώστε ευθύς εξ αρχής η κυρία Βέλδων μη βλέπουσα ειμή εαυτήν, λησμονούσα και
+το τέκνον της, απέκρουσε την πρότασιν του Νεγορού. </p>
+
+<p>&nbsp;— θα γράψετε αυτήν την επιστολήν, επανέλαβεν ούτος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, απεκρίθη πάλιν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Α! προσέχετε! έκραξεν ο Νεγορός. Δεν είσθε μόνη εδώ. Το τέκνον
+σας, ως υμείς είναι εις την εξουσίαν μου, και δύναμαι κάλλιστα . . . <br />
+&nbsp;<br />
+Η κυρία Βέλδων ήθελε να αποκριθή, ότι τούτο θα ήτο αδύνατον. Η καρδία της
+έπαλλε μέχρι διαρρήξεως· η φωνή της εκόπη.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Κυρία Βέλδων, είπεν ο Νεγορός, θα σκεφθήτε περί της προτάσεώς μου.
+Μετά οκτώ ημέρας ή θα μοι παραδώσετε επιστολήν προς τον Ιάκωβον Βέλδων ή θα
+μετανοήσετε. </p>
+
+<p>Και ταύτα ειπών ο Πορτογάλος απήλθε χωρίς να εκδηλώση την οργήν του· αλλ'
+ήτο εύκολον να ίδη τις ότι ουδέν θα τον ανεχαίτιζεν, όπως αναγκάση την κυρίαν
+Βέλδων να υπακούση. </p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ’. </h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΤΙΝΕΣ ΠΕΡΙ ΤΟΥ
+ΛΙΒΙΓΓΣΤΩΝΟΣ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Η κυρία Βέλδων, μείνασα μόνη, προσηλώθη κατ' αρχάς εις την σκέψιν ταύτην, ότι
+θα παρήρχοντο οκτώ ημέραι πριν ή επανέλθη ο Νεγορός να τη ζητήση οριστικήν
+απάντησιν. Ο χρόνος ούτος ήρκει να σκεφθή και να αποφασίση. Περί της
+τιμιότητος του Πορτογάλου δεν ηδύνατο να γίνη λόγος, ειμή περί του συμφέροντος
+αυτού. Η «εμπορική αξία» ην απέδιδεν εις την αιχμαλώτιδά του ηδύνατο
+προδήλως να προφυλάξη αυτήν και να την απαλάξη, προσωρινώς τουλάχιστον,
+από πάσης αποπείρας δυναμένης να περιαγάγη αυτήν εις κίνδυνον. </p>
+
+<p>Ίσως θα εύρισκε μέσον, τινά τρόπον όστις θα τη επέτρεπε να αποδοθή εις τον
+σύζυγόν της, χωρίς ο Ιάκωβος Βέλδων να αναγκασθή να έλθη εις Καζονδέ. </p>
+
+<p>Εγίνωσκε κάλλιστα ότι άμα ελάμβανεν επιστολήν της γυναικός του, ο Ιάκωβος
+Βέλδων ήθελεν αναχωρήσει, και ήθελεν αψηφήσει τους κινδύνους της μεταβάσεως
+εις τας κινδυνωδεστέρας χώρας της Αφρικής. </p>
+
+<p>Αλλ' όταν ήρχετο εις Καζονδέ, όταν ο Νεγορός θα ελάμβανεν εις χείρας του τον
+πλούτον εκείνον των εκατόν χιλιάδων δολαρίων, ποίαν εγγύησιν θα είχον ο
+Ιάκωβος Βέλδων, η γυνή του, το τέκνον του, ο εξάδελφος Βενέδικτος, ότι θα τους
+άφινον ελευθέρους να αναχωρήσωσιν;</p>
+
+<p>Ιδιοτροπία τις της βασιλίσσης Μοΐνας δεν ηδύνατο άρα γε να τους εμποδίση; Η
+«παράδοσις» εκείνη της κυρίας Βέλδων και των μετ' αυτής δεν θα εγίνετο υπό
+καλλιτέρας συνθήκας, εάν εγίνετο εις την παραλίαν εις μέρος τι ωρισμένον, οπότε
+ο Ιάκωβος Βέλδων θα απέφευγε και τους κινδύνους της εις το εσωτερικόν
+μεταβάσεως και την δυσχέρειαν, ίνα μη είπωμεν το αδύνατον της επανόδου;</p>
+
+<p>Ταύτα εσκέπτετο η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>Τούτου ένεκα ηρνήθη ευθύς εξ αρχής να συγκατατεθή εις την πρότασιν του
+Νεγορού και να τω δώση την επιστολήν προς τον σύζυγόν της. </p>
+
+<p>Εσκέφθη ωσαύτως ότι εάν ο Νεγορός ανέβαλε την δευτέραν επίσκεψιν μετά
+οκτώ ημέρας, έπραξε τούτο βεβαίως διότι είχεν ανάγκην του χρονικού τούτου
+διαστήματος όπως προετοιμάση τα της αναχωρήσεώς του, άλλως θα επανήρχετο
+ταχύτερον όπως βιάση την χείρα της·</p>
+
+<p>&nbsp;— Μήπως θέλη αληθώς να με χωρίση από το τέκνον μου; εψιθύρισε.
+</p>
+
+<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Ζακ εισήλθεν εις την καλύβην, και εκ κινήματος
+ορμεμφύτου η μήτηρ του τον ήρπασεν, ως εάν ο Νεγορός ήτο εκεί έτοιμος να τον
+αποσπάση. </p>
+
+<p>&nbsp;— Έχεις μεγάλην λύπην, μήτερ; ηρώτησε το μικρόν παιδίον . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι Ζακ, απεκρίθη η κυρία Βέλδων. Εσκεπτόμην τον πατέρα σου. Θα
+ευχαριστείσο εάν τον έβλεπες;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ω, ναι, μήτερ. Μήπως θα έλθη;</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι . . . όχι. Δεν πρέπει να έλθη!</p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν, ημείς θα υπάγωμεν να τον επανεύρωμε; </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, Ζακ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Με τον φίλον μου Δικ . . . και τον Ηρακλέα και τον γέρο Τωμ;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, ναι, ναι απεκρίθη η κυρία Βέλδων ταπεινούσα την κεφαλήν όπως
+κρύψη, τα δάκρυά της.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Μήπως σε έγραψεν ο πατήρ; ηρώτησεν ο μικρός Ζακ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι φίλτατέ μου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν συ θα τω γράψης μήτερ.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, ναι, ίσως . . απεκρίθη η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>Και χωρίς να το εννοήση ο μικρός Ζακ επενέβαινεν απ' ευθείας εις την σκέψιν
+της μητρός του, ήτις ίνα μη αποκριθή άλλως, τον κατησπάσθη.<br />
+&nbsp;<br />
+Αρμόζει τώρα να είπωμεν ότι εις τα διάφορα αίτια, άτινα παρεκίνησαν την κυρίαν
+Βέλδων να αντιστή εις τας παρακελεύσεις του Νεγορού, προσετίθετο και έτερον
+αίτιον, όπερ δεν ήτο άνευ αξίας. Η κυρία Βέλδων είχεν ίσως απροσδόκητόν τινα
+ελπίδα να απελευθερωθή άνευ της επεμβάσεως του συζύγου της και μάλιστα
+εναντίον της θελήσεως του Νεγορού. Τούτο μεν ήτο παύσις ελπίδος αορίστου έτι,
+αλλ' όπως δήποτε ήτο ελπίς. </p>
+
+<p>Τωόντι έκ τινων λέξεων ας ήκουσε προ πολλών ημερών, διείδε πιθανήν
+βοήθειαν προσεχώς, βοήθειαν δυνάμεθα ειπείν της θείας προνοίας. </p>
+
+<p>Ο Αλβέζ και μιγάς τις του Ουζιζί συνδιαλέγοντο ολίγα βήματα μακράν της
+καλύβης, ην κατείχεν η κυρία Βέλδων. Δεν πρέπει να εκπλαγώμεν ότι το
+αντικείμενον της συνομιλίας των αξιοτίμων τούτων εμπόρων ήτο ακριβώς το
+δουλεμπόριον των μαύρων. Οι δύο μεσίται της ανθρωπίνης σαρκός ωμίλουν περί
+υποθέσεων. Συνεζήτουν περί του επιφυλασσομένου εις το εμπόριόν των μέλλοντος
+και είχον πολλάς ανησυχίας διά τας προσπαθείας, τας οποίας κατέβαλλον οι Άγγλοι
+όπως καταστρέψωσι αυτό, ου μόνον εις το εξωτερικόν διά των καταδρομικών
+πλοίων αλλά και εις το εσωτερικόν της ηπείρου διά των ιεραποστόλων και των
+περιηγητών. </p>
+
+<p>Ο Ιωσίας Αντώνιος Αλβέζ ενόμιζεν ότι αι ανιχνεύσεις των τολμηρών εκείνων
+μαχητών δεν ηδύναντο ειμή να βλάψωσι την ελευθέραν εξάσκησιν των εμπορικών
+επιχειρήσεων. Ο μετ' αυτού συνδιαλεγόμενος συνεμερίζετο καθ' ολοκληρίαν τας
+γνώμας του και εσκέπτετο ότι όλοι εκείνοι περιηγηταί πολιτικοί ή εκκλησιαστικοί,
+έπρεπε να τουφεκίζωνται.<br />
+&nbsp;<br />
+Τούτο συνέβαινεν ενίοτε· αλλά, προς μεγάλην δυσαρέσκειαν των εμπόρων, εάν
+εφονεύοντό τινες των περιέργων εκείνων, διήρχοντο άλλοι οίτινες επιστρέφοντες
+εις τας πατρίδας των διηγούντο, «μεγαλοποιούντες» ως έλεγεν ο Αλβέζ, τας
+φρικαλεότητας της σωματεμπορίας, και τούτο έβλαπτε καιρίως το εμπόριον εκείνο,
+όπερ πολύ εξηυτελίσθη ήδη.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο μιγάς συνεφώνει και ελεεινολόγει τούτο, προ πάντων δε όσον αφορά τας αγοράς
+του Νυαγγέ, του Ουζιζί, της Ζανζιβάρης και όλης της χώρας των μεγάλων λιμνών.
+Εκεί είχον έλθει διαδοχικώς ο Σπέκε, ο Γραντ, ο Λίβιγγστων, ο Στάνλεϋ και άλλοι.
+Ήτο επιδρομή. Μετ' ολίγον όλη η Αγγλία και όλη η Αμερική ήθελον καταλάβει την
+χώραν.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Αλβέζ, παρεπονείτο ειλικρινώς εις τον συνάδελφόν του και ωμολόγει ότι αι
+επαρχίαι της δυτικής Αφρικής μέχρι τότε είχον ολιγώτερον κακοποιηθή, ήτοι είχον
+ολιγωτέρους περιηγητάς· αλλ' η επιδημία των περιηγητών τούτων ήρχιζε να
+διαδίδεται. Εάν το Καζονδέ ήτο απηλλαγμένον, η Κασάγγα όμως και το Βιχέ, ένθα ο
+Αλβέζ εκέκτητο πρακτορεία, υφίσταντο τας εφόδους αυτών. Ενθυμούμεθα μάλιστα
+ότι ο Χάρρης ωμίλησεν εις τον Νεγορόν περί τινος υποπλοιάρχου Καμερών, όστις
+είχε την αξίωσιν να διέλθη την Αφρικήν απ' άκρου εις άκρον εισερχόμενος διά της
+Ζανζιβάρης και εξερχόμενος διά της Αγγόλας. </p>
+
+<p>Τωόντι ο σωματέμπορος είχε δίκαιον να φοβήται, και γνωρίζομεν ότι μετά τινα
+έτη ο Καμερών προς νότον και ο Στάνλεϋ προς βορράν έμελλον να εξερευνήσωσι
+τας αγνώστους εκείνας δυτικάς επαρχίας, να περιγράψωσι τας διαρκείς τερατωδίας
+της σωματεμπορίας, να αποκαλύψωσι την κακούργον συμμετοχήν των ξένων
+πρακτόρων και να επιρρίψωσι την ευθύνην όπου έδει. </p>
+
+<p>Την εξερεύνησιν ταύτην του Καμερών και του Στάνλεϋ, μήτε ο Αλβέζ μήτε ο
+μιγάς ηδύναντο έτι να γνωρίζωσιν, αλλ' ό,τι εγίνωσκον, ότι είπον, ό,τι ήκουσεν η
+κυρία Βέλδων, ότι μεγάλως την ενδιέφερεν, εν ενί λόγω ότι υπεστήριξεν αυτήν εις
+την άρνησίν της να ενδώση εις τας απαιτήσεις του Νεγορού ήτο το εξής. </p>
+
+<p>Πιθανόν εντός ολίγου ο δόκτωρ Δαβίδ Λίβιγγστων θα έφθανεν εις Καζονδέ.
+</p>
+
+<p>Άρα η άφιξις του Λιβιγγστώνος μετά της συνοδείας του, η μεγάλη επιρροή ην
+έχαιρεν εν Αφρική ο μέγας περιηγητής, η συνδρομή των πορτογαλικών αρχών της
+Αγγόλας, ήτις δεν θα τη έλειπε, ταύτα πάντα ηδύναντο να απελευθερώσωσι την
+κυρίαν Βέλδων και τους μετ' αυτής, παρά την θέλησιν του Νεγορού και του Αλβέζ.
+Θα επανήρχοντο ίσως λίαν προσεχώς εις την πατρίδα των, χωρίς ο Ιάκωβος Βέλδων
+να ριψοκινδυνεύση την ζωήν του επιχειρών ταξείδιον, του οποίου η έκβασις
+ηδύνατο να αποβή απαισία. </p>
+
+<p>Αλλ' υπήρχεν άραγε πιθανότης τις ότι ο δόκτωρ Λίβιγγστων έμελλε προσεχώς
+να επισκεφθή το μέρος εκείνο της ηπείρου; Ναι, καθότι ακολουθών το
+δρομολόγιον τούτο, έμελλε να συμπληρώση την εξερεύνησιν της κεντρώας
+Αφρικής. </p>
+
+<p>Γνωστός είναι ο ηρωικός βίος του υιού του μικρού τεϊοπώλου του Βλαντύρ,
+χωρίου της κομητείας του Λανάρκ· γεννηθείς την 13 Μαρτίου 1813 ο Δαβίδ
+Λίβιγγστων, το δευτερότοκον των έξ τέκνων, συμπληρώσας τας θεολογικάς και
+ιατρικάς σπουδάς του, μετά την δοκιμασίαν αυτού εν τη ιεραποστολική εταιρεία
+του Λονδίνου, απεβιβάσθη εις το Ακρωτήριον, κατά το 1840, σκοπόν έχων να
+συναντήση τον ιεραπόστολον Μοφφάτ εν τη μεσημβρινή Αφρική. </p>
+
+<p>Από του Ακρωτηρίου, ο μέλλων κεριηγητής μετέβη εις την χώραν των
+Βεχουάνων, ην εξερεύνησε κατά πρώτον, επανήλθεν εις Κουρούμαν, ενυμφεύθη
+την θυγατέρα του Μοφφάτ, την ηρωικήν σύντροφον, ήτις έμελλε να γίνη αξία
+αυτού, και κατά το 1843 ίδρυσεν ιεραποστολήν εν τη κοιλάδι της Μαβότσας. </p>
+
+<p>Μετά τέσσαρα έτη τον ευρίσκομεν εγκατεστημένον εν Κολοβέγγη διακόσια
+είκοσι πέντε μίλια προς βορράν των Κουρούμαν, εις την χώραν των Βαχουάνων.
+</p>
+
+<p>Δύο έτη μετέπειτα, το 1849, ο Λίβιγγστων εγκατέλιπε την Κολοβέγγην μετά της
+γυναικός του, των τριών τέκνων του, και δύο φίλων, των κ. κ. Όσβελ και Μούρραιυ.
+Τη 1 Αυγούστου του αυτού έτους ανακάλυψε την λίμνην Νγάμην και επανέκαμψεν
+εις Κολοβέγγην, κατερχόμενος την διεύθυνσιν του Ζούγα. </p>
+
+<p>Κατά την πορείαν ταύτην ο Λίβιγγστων, κωλυόμενος υπό της κακοβουλίας των
+ιθαγενών, δεν ηδυνήθη να υπερβή την Νγάμην. </p>
+
+<p>Δευτέρα απόπειρα δεν υπήρξεν ευτυχεστέρα. Η τρίτη έμελλε να επιτύχη.
+Επαναλαβών τότε την προς βορράν πορείαν μετά της οικογενείας του και του κ.
+Όσβελ, μετά φρικώδη δεινοπαθήματα, έλειψιν τροφίμων, έλλειψιν ύδατος, άτινα
+ολίγον έλλειψε να θανατώσωσι τα τέκνα του, αφού ώδευσε κατά μήκος του Χοβέ,
+παραποτάμου του Ζαμβέση, έφθασεν εις την χώραν των Μακαλόλων. Ο αρχηγός
+αυτών Σεβιτουανέ τον συνήντησεν εις Λινυαντί. Κατά τα τέλη του Ιουνίου 1851
+ανεκαλύφθη ο Ζαμβέσης, και ο δόκτωρ επανήλθεν εις το Ακρωτήριον, όπως
+αποστείλη την οικογένειαν αυτού εις την Αγγλίαν. </p>
+
+<p>Ο ακαταδάμαστος Λίβιγγστων ήθελε να μείνη μόνος και να ριψοκινδυνεύση
+μόνος την ζωήν του εις την τολμηράν περιοδείαν, την οποίαν έμελλε να επιχειρήση.
+</p>
+
+<p>Την φοράν ταύτην προέκειτο, αναχωρών εκ του Ακρωτηρίου, να διέλθη
+πλαγίως την Αφρικήν από νότου προς δυσμάς, ούτως ώστε να φθάση εις τον Άγιον
+Παύλον της Λοάνδας. </p>
+
+<p>Ο δόκτωρ ανεχώρησε μετά τινων ιθαγενών τη 3 Ιουνίου 1852. Έφθασεν εις
+Κουρούμαν και παρεπορεύθη την έρημον του Καλαχαρή. Τη 31 Δεκεμβρίου
+εισήλθεν εις Λιτουβαρούβαν και επανεύρε την χώραν των Βεχουάνων,
+λεηλατηθείσαν υπό των Βοέων, αρχαίων ολλανδών αποίκων οίτινες ήσαν κύριοι
+του Ακρωτηρίου προ της καταλήψεως αυτού υπό των Άγγλων. </p>
+
+<p>Ο Λίβιγγστων εγκατέλιπε την Λιτουβαρούβαν τη 15 Ιανουαρίου 1853,
+εισέδυσεν εις το κέντρον της χώρας των Βαμαγγουάτων, και τη 23 Μαΐου έφθασεν
+εις Λινυαντί, ένθα ο νεαρός ηγεμών των Μακαλόλων Σεκελετού τον υπεδέξατο
+μετά μεγάλης τιμής. </p>
+
+<p>Εκεί ο δόκτωρ, κωλυόμενος υπό σφοδρού πυρετού, κατέγινε να σπουδάση τα
+ήθη της χώρας, και τότε κατά πρώτον ηδυνήθη να παρατηρήση τας καταστροφάς
+τας γινομένας διά σωματεμπορίου εν Αφρική. </p>
+
+<p>Μετά ένα μήνα, κατήλθε το ρεύμα του Χοβέ, έφθασεν εις τον Ζαμβέσην
+εισήλθεν εις Νανιελέ, επεσκέφθη την Κατόγγαν και την Λιβόνταν, έφθασεν εις τον
+ομόρρουν του Ζαμβέση και εκ του Λεέβα εσχημάτησε το σχέδιον να ανέλθη διά του
+ποταμίου τούτου μέχρι των δυτικών πορτογαλικών κτήσεων, και μετά ενέα μηνών
+απουσίαν επανήλθεν εις Λινυαντί, όπως προετοιμασθή.<br />
+&nbsp;<br />
+Τη 11 Νοέμβριου 1853 ο δόκτωρ, συνοδευόμενος υπό είκοσι επτά Μακαλόλων,
+εγκατέλιπε το Λινυαντί, και τη 27 Δεκεμβρίου έφθασεν εις το στόμιον του Λεέβα,
+του οποίου ανήλθεν το ρεύμα μέχρι της γης των Βαλόνδων, εκεί ένθα δέχεται τον
+Μακόνδον ερχόμενον εξ ανατολών. Τότε κατά πρώτον λευκός εισέδυεν εις την
+χώραν εκείνην. </p>
+
+<p>Τη 14 Ιανουαρίου, ο Λίβιγγστων έφθασεν εις την πρωτεύουσαν του Σιντέ, του
+ισχυροτέρου ηγεμόνος των Βαλόνδων, όστις τον υπεδέχη καλώς, και τη 26 του
+αυτού μηνός, αφού διέβη τον Λεέβαν, έφθασε προς τον βασιλέα Κατεμά. Εκεί τω
+εγένετο πάλιν καλή υποδεξίωσις. Αναχωρήσας δε μετά της μικράς συνοδείας του,
+εστρατοπέδευσε τη 20 Φεβρουαρίου εις τας όχθας της λίμνης Διλολό.<br />
+&nbsp;<br />
+Από του μέρους εκείνου, χώρα δύσβατος, απαιτήσεις των ιθαγενών, επιθέσεις των
+φυλών, επαναστάσεις των εταίρων του, απειλαί θανάτου, τα πάντα συνώμοσαν
+εναντίον του Λιβιγγστώνος, και αν ήτο άλλος τις ολιγώτερον ενεργητικός θα
+παρητείτο της επιχειρήσεως. Ο δόκτωρ αντέσχε, και τη 4 Απριλίου έφθασεν εις τας
+όχθας του Κουάγγου, ευρέος ρεύματος όπερ σχηματίζει τα ανατολικά όρια των
+πορτογαλικών κτήσεων και εκβάλλει προς άρσιν εν τω Ζαΐρω.<br />
+&nbsp;<br />
+Μετά έξ ημέρας, ο Λίβιγγστων εισήλθεν εις Κασάγγην, ένθα ο σωματέμπορος Αλβέζ
+τον είδε κατά την διάβασίν του, και τη 31 Μαΐου έφθασεν εις Άγιον Παύλον της
+Λοάνδας. Τότε κατά πρώτον και μετά δύο ετών περιοδείαν η Αφρική εξηρευνήθη
+λοξοειδώς από μεσημβρίας προς δυσμάς. </p>
+
+<p>Τη 24 Σεπτεμβρίου του αυτού έτους ο Δαβίδ Λίβιγγστων εγκατέλιπε την
+Λοάνδαν. Παρεπορεύθη την δεξιάν όχθην του Κοάνζα εκείνου του τοσούτον
+απαισίου εις τον Δικ Σανδ και τους μετ' αυτού, έφθασεν εις τον ομόρρουν του
+Λομβέ, συναντήσας πολλάς συνοδείας δούλων, διήλθε πάλιν διά της Κασάγγας,
+ανεχώρησε τη 30 Φεβρουαρίου, διέπλευσε τον Κουάγγον και έφθασεν εις την
+Καβάβαν του Ζαμβέση. Τη 8 Ιουνίου επανεύρε την λίμνην Διλολό, επανείδε την
+Σχιντέ, κατήλθε τον Ζαμβέση και εισήλθεν εις Λινυαντί την οποίαν εγκατέλιπε τη 30
+Νοεμβρίου 1855. </p>
+
+<p>Το δεύτερον τούτο μέρος της περιοδείας, όπερ έμελλε να επαναφέρη τον
+δόκτορα προς την ανατολικήν ακτήν, επεραίου εντελώς την διέλευσιν εκείνην της
+Αφρικής από δυσμών προς ανατολάς. </p>
+
+<p>Αφού επεσκέφθη τους περιφήμους καταρράκτας της Βικτωρίας, «τον βροτώδη
+καπνόν», ο Δαβίδ Λίβιγγστων εγκατέλιπε τον Ζαμβέσην και κατευθύνθη προς το
+βορειανατολικόν μέρος. Διήλθε διά της χώρας των Βατοκά, ιθαγενών
+απεκτηνομένων εκ της εισπνεύσεως του καννάβεως, επεσκέφθη τον Σεμαλεμπουέ,
+ισχυρόν αρχηγόν της χώρας, διέπλευσε τον Καφουέ, επανήλθεν εις τον Ζαμβέσην,
+επεσκέφθη τον Βασιλέα Μπουρούμαν, εθεώρησε τα ερείπια του Ζούμβου, αρχαίας
+πορτογαλικής πόλεως, συνήντησε τον αρχηγόν Μπενδέ τη 17 Ιανουαρίου 1856,
+πολεμούντα τότε κατά των Πορτογάλων και τέλος έφθασεν εις Τετέ, επί των οχθών
+του Ζαμβέση τη 2 Μαρτίου. Ούτοι ήσαν οι κύριοι σταθμοί του δρομολογίου
+εκείνου. Τη 22 Απριλίου ο Λίβιγγστων εγκατέλιπε τον σταθμόν τούτον, πλούσιον
+άλλοτε, κατήλθε μέχρι του δέλτα του ποταμού, και έφθασεν εις Κουιλιμανέ τη 20
+Μαΐου, τέσσαρα έτη μετά την εκ του Ακρωτηρίου ανεχώρησιν. Τη 12 Ιουλίου
+επεβιβάσθη κατευθυνόμενος εις Μαυρίκιον, και τη 22 Δεκεμβρίου επέστρεψεν εις
+Αγγλίαν μετά δεκαεξαετή απουσίαν . . . </p>
+
+<p>Βραβείον της Γεωγραφικής εταιρείας των Παρισίων, μέγα μετάλλιον της
+Γεωγραφικής εταιρείας του Λονδίνου, υποδοχαί λαμπραί, ουδέν έλλειψεν εις τον
+διάσημον περιηγητήν. Έτερος εις την θέσιν του ήθελεν νομίσει ότι έπρεπε να
+αναπαυθή. Αλλ' ο δόκτωρ δεν εσκέφθη τοιούτο τι, και αναχωρήσας τη 1 Μαρτίου
+1858 μετά του αδελφού του Καρόλου, του πλοιάρχου Βαδενφιέλδ, των ιατρών Κιρκ
+και Μέλλερ, και των κ. κ. Θόρντων και Βαΐνες, έφθασε κατά Μάιον εις τα παράλια
+της Μοζαμβίκης, σκοπόν έχων να εξετάση το λεκανοπέδιον του Ζαμβέση. </p>
+
+<p>Δεν έμελλον να επανέλθωσι πάντες εκ της εκστρατείας ταύτης. </p>
+
+<p>Μικρόν ατμόπλοιον, το «Μα-Ρόβερ», επέστρεψεν εις τους εξερευνητάς να
+αναπλεύσωσι τον μέγαν ποταμόν διά του στομίου του Κογγονέ. Έφθασαν εις Τετέ
+τη 8 Σεπτεμβρίου. Εξέτασις του κάτω ρεύματος του Ζαμβέση και του Χιρέ, του
+αριστερού ομόρρου του κατ' Ιανουάριον του 1859, επίσκεψις της λίμνης Χιρούας
+κατ' Απρίλιον, εξερεύνησις της γης των Μαγγάνγια, ανακάλυψις της λίμνης Νυάσας
+τη 10 Σεπτεμβρίου, επιστροφή εις τους καταρράκτας Βικτωρίας τη 9 Αυγούστου
+1860, άφιξις του επισκόπου Μάκενση και των ιεραποστόλων του εις το στόμιον του
+Ζαμβέση τη 31 Ιανουαρίου 1861, εξερεύνησις του Ροβούμα κατά Μάρτιον,
+επάνοδος εις την λίμνην Νυάσαν κατά Σεπτέμβριον 1861 και διαμονή μέχρι τέλους
+του Οκτωβρίου· τη 30 Ιανουαρίου 1862 άφιξις της κυρίας Λιβιγγστώνος και
+δευτέρου ατμοπλοίου, της «λαίδης Νυάσας», τοιαύτα υπήρξαν τα αξιοσημείωτα
+γεγονότα των πρώτων ετών της νέας ταύτης εκστρατείας. </p>
+
+<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν ο επίσκοπος Μάκενση και είς των ιεραποστόλων είχον
+ήδη υποκύψει εις τον νοσηρόν του κλίματος, και τη 27 Απριλίου η κυρία
+Λιβιγγστώνος απεβίωσεν εις τας αγκάλας του συζύγου της. </p>
+
+<p>Κατά Μάιον ο Λίβιγγστων επεχείρησε δευτέραν κατόπτευσιν του Ροβούμα, είτα
+δε, κατά τα τέλη Νοεμβρίου εισήλθεν εις τον Ζαμβέσην, ανέπλευσε τον Χιρέ,
+απώλεσε τον εταίρον του Θόρντων, απέστειλεν οπίσω εις την Ευρώπην τον
+αδελφόν του Κάρολον και τον ιατρόν Κιρκ, εξηντλημένος εκ των νόσων και τη 10
+Νοεμβρίου διά τρίτην φοράν επανήλθεν εις Νυάσαν, της οποίας συνεπλήρωσε την
+υδρογραφίαν.<br />
+&nbsp;<br />
+Μετά τρεις μήνας μετέβη πάλιν εις το στόμιον του Ζανζιβάρη και τη 20 Ιουλίου
+1864 μετά πενταετή απουσίαν έφθασεν εις Λονδίνον, όπου εδημοσίευσεν το
+σύγγραμά του επιγραφόμενον: «Εξερεύνησις του Ζαμβέση και των παραποτάμων
+αυτού». </p>
+
+<p>Τη 2 Ιανουαρίου 1866 ο Λίβιγγστων απεβιβάσθη εκ νέου εις Ζανζιβάρην. Τότε
+ήρχιζε την τετάρτην περιοδείαν του.</p>
+
+<p>Τη 8 Αυγούστου, αφού παρευρέθη εις τας φρικώδεις σκηνάς, ας προεκάλει η
+δουλεμπορεία εις εκείνας τας χώρας, ο δόκτωρ μη έχων μεθ' εαυτού την φοράν
+ταύτην ειμή ολίγους σιπάγιους και ολίγους μαύρους, μετέβη εις Μοκαλαοζέ, επί
+των οχθών της Νυάσας. Μετά έξ εβδομάδας, οι πλείστοι των ανδρών της συνοδείας
+του έφευγον, επέστρεφον εις Ζανζιβάρην και διέδιδον ψευδώς την είδησιν του
+θανάτου του Λιβιγγστώνος. </p>
+
+<p>Εκείνος όμως δεν ωπισθοχώρει. Ήθελε να επισκεφθή την περιλαμβανομένην
+μεταξύ της Νυάσας και της λίμνης Ταγγανίκας. Τη 10 Δεκεμβρίου οδηγούμενος
+παρά τινων ιθαγενών, διέπλευσε το ποτάμιον Λοαγγουά και τη 2 Απριλίου 1807
+ανεκάλυψε την λίμνην Λιέμβαν. Εκεί έμειναν ένα μήνα μεταξύ ζωής και θανάτου.
+Τη 30 Αυγούστου, μόλις αναρρώσας, έφθασεν εις την λίμνην Μοέρο, ης επεσκέφθη
+την βόρειον όχθην, και τη 21 Νοεμβρίου εισήλθεν εις την πόλιν Καζονβέ, ένθα
+διέμεινε τεσσαράκοντα ημέρας, κατά τας οποίας ανενέωσε δις την εξερεύνησιν της
+λίμνης Μοέρο. </p>
+
+<p>Από Καζονβέ ο Λίβιγγστων διηυθύνθη προς βορράν, σκοπόν έχων να φθάση εις
+την σπουδαίαν πόλιν Ουζιζί επί της Ταγγανίκας. Καταληφθείς υπό των πλημμυρών,
+εγκαταλειφθείς υπό των οδηγών του, ηναγκάσθη να επανέλθη εις Καζονβέ,
+κατήλθε πάλιν προς νότον τη 6 Ιουνίου, και μετά έξ εβδομάδας έφθασεν εις την
+μεγάλην λίμνην Βαγγουέολο. Εκεί διέμεινε μέχρι της 9 Αυγούστου και εζήτησε τότε
+να ανέλθη προς την Ταγγανίκαν. </p>
+
+<p>Οποίον ταξείδιον! Από της 7 Ιανουαρίου 1869 η αδυναμία του ηρωικού
+δόκτορος ήτο τοιαύτη, ώστε έπρεπε να τον βαστάζωσι. Κατά Φεβρουάριον, έφθασε
+τέλος εις την λίμνην και μετά ταύτα εις Ουζιζί, ένθα εύρεν αντικείμενά τινα
+σταλέντα αυτώ υπό της ανατολικής εταιρείας της Καλκούτης. </p>
+
+<p>Ο Λίβιγγστων μίαν μόνην ιδέαν είχε τότε, να φθάση εις τας πηγάς ή την κοιλάδα
+του Νείλου αναπλέων την Ταγγανίκαν. Τη 21 Σεπτεμβρίου ήτο εις Βαμβαρέ της
+Μανιουέμας, χώρος των ανθρωποφάγων, και έφθασεν εις τον Λοουλάβαν — τον
+Λαουλάβαν εκείνον τον οποίον ο μεν Καμερών υπώπτευσεν, ο δε Στάνλεϋ
+ανεκάλυψεν ότι δεν ήτο ειμή ο άνω Ζαΐρος ή Κόγγος. Εν Μαμοχέλα ο δόκτωρ
+έμεινεν ογδοήκοντα ημέρας ασθενής, έχων τρεις μόνον υπηρέτας. Τη 21 Ιουλίου
+1871 ανεχώρησε πάλιν διά την Ταγγανίκαν και τη 23 Οκτωβρίου μόλις επέστρεψεν
+εις Ουζιζί. Ήτο σκελετός. </p>
+
+<p>Εν τούτοις, προ της εποχής ταύτης επί πολύ, ουδεμίαν είχον είδησιν περί του
+περιηγητού. Εν Ευρώπη ηδύνατο να τον νομίζωσιν αποθανόντα. Αυτός ο ίδιος
+σχεδόν είχεν απολέσει την ελπίδα ότι ήθελόν ποτε τον βοηθήσει. </p>
+
+<p>Ένδεκα ημέρας μετά την εις Ουζιζί επιστροφήν του τη 3 Νοεμβρίου,
+πυροβολισμοί ηκούσθησαν εις απόστασιν ενός τετάρτου μιλίου από της λίμνης. Ο
+δόκτωρ έδραμεν εκεί. Λευκός τις ήτο ενώπιόν του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είσθε ο δόκτωρ Λίβιγγστων, ως υποθέτω. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μάλιστα, απεκρίθη ούτος, εγείρων το σκιάδιόν του και μετ' ευμενούς
+μειδιάματος. </p>
+
+<p>Και συνέσφιγξαν αλλήλων τας χείρας. Ευχαριστώ τον Θεόν, επανέλαβεν ο
+λευκός, ότι μοι επέτρεψε να σας συναντήσω. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είμαι ευτυχής, είπεν ο Λίβιγγστων διότι ευρέθην εδώ, όπως σας
+υποδεχθώ. </p>
+
+<p>Ο λευκός ήτο ο Αμερικανός Στάνλεϋ, πευθήν του «Κήρυκος της Νέας Υόρκης»
+τον οποίον ο κ. Βενέτ, διευθυντής της εφημερίδος, είχεν αποστείλει προς
+αναζήτησιν του Δαβίδ Λιβιγγστώνος. </p>
+
+<p>Κατά μήνα Οκτώβριον του 1870, ο Αμερικανός εκείνος, χωρίς να διστάση, χωρίς
+να είπη τι, αλλ' απλώς ως ήρως, επεβιβάσθη εις Βομβάην διά την Ζανζιβάρην, και
+ακολουθήσας περίπου το δρομολόγιον του Σπέκε και του Βούρτων, μετά πολλάς
+κακουχίας και αφού πολλάκις η ζωή του ηπειλήθη, έφθασεν εις Ουζιζί. </p>
+
+<p>Οι δύο περιηγηταί, γενόμενοι φίλοι εξέδραμον τότε προς βορράν της
+Ταγγανίκας. Επεβιβάσθησαν εις πλοίον, επροχώρησαν μέχρι του ακρωτηρίου
+Μεγάλα και μετά λεπτομερή εξερεύνησιν εσχημάτισαν την ιδέαν ότι η μεγάλη
+λίμνη ελάμβανε τα ύδατα αυτής έκ τινος ομόρρου του Λαουλάβα. Τούτο και ο
+Καμερών και αυτός ο Στάνλεϋ ηθέλησε να παραδεχθώσιν απολύτως μετά τινα έτη.
+Τη 12 Δεκεμβρίου ο Λίβιγγστων και ο φίλος του επέστρεψαν εις Ουζιζί.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Στάνλεϋ ητοιμάσθη να απέλθη. Τη 27 Δεκεμβρίου μετά οκταήμερον πλουν, ο
+δόκτωρ και αυτός έφθασεν εις Ουρίμβαν, είτα δε, τη 23 Φεβρουαρίου, εισήλθον
+εις Κουϊχάραν.<br />
+&nbsp;<br />
+Η 12 Μαρτίου ήτο ημέρα αποχαιρετισμού.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Εξετελέσατε, είπεν ο δόκτωρ εις τον φίλον του, ό,τι ολίγιστοι θα
+έπραττον, και πολύ καλλίτερον μεγάλων τινών περιηγητών. Σας ευγνωμονώ διά
+τούτο. Ο Θεός να σας οδηγή, φίλε μου, και να σας ευλογή. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είθε, είπεν ο Στάνλεϋ λαμβάνων την χείρα του Λιβιγγστώνος, είθε να
+επανέλθητε σώος και υγιής μεταξύ ημών, φίλτατε δόκτωρ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο Στάνλεϋ απεσπάσθη βιαίως εκ της περιπτύξεως εκείνης και
+επέστρεψε το πρόσωπον ίνα μη φανώσι τα δάκρυά του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Χαίρε, δόκτωρ, αγαπητέ μου φίλε, είπε μετά φωνής πεπιγμένης. </p>
+
+<p>&nbsp;— Χαίρε απεκρίθη ασθενώς ο Λίβιγγστων. </p>
+
+<p>Ο Στάνλεϋ ανεχώρησε, και τη 12 Ιουλίου 1872 απέβη εις Μασσαλίαν. </p>
+
+<p>Ο Λίβιγγστων έμελλε να επαναλάβη τας εξερευνήσεις του. Τη 25 Αυγούστου,
+αφού διέμεινε πέντε μήνας εν Κουιχάρα συνοδευόμενος υπό των μαύρων
+υπηρετών του — Σουζή Χούμα και Αμοδά, υπό δύο άλλων υπηρετών του Ιακώβου
+Βαινβράιτ και πεντήκοντα έξ ανδρών αποσταλέντων υπό του Στάνλεϋ διευθύνθη
+προς νότον της Ταγγανίκας. </p>
+
+<p>Μετά ένα μήνα η συνοδεία έφθασεν εις Μούραν εν μέσω καταιγίδων
+προκληθεισών υπό μεγίστης ξηρασίας. Είτα επήλθον βροχαί, η έχθρα των
+ιθαγενών, η απώλεια των φορτηγών ζώων πιπτόντων υπό τα νύγματα του τσετσέ.
+Τη 27 Απριλίου αφού περίστρεψε προς ανατολάς την λίμνην Βαγγουέολο,
+κατηυθύνθη προς το χωρίον Τσιτάμβο. </p>
+
+<p>Ιδού το μέρος ένθα σωματέμποροί τινες είχον εγκαταλίπει τον Λιβιγγστώνα.
+Ιδού τι έμαθον παρ' αυτών ο Αλβέζ και ο συνέταιρός του του Ουζιζί. Είχον πάντα τα
+διδόμενα να πιστεύωσιν ότι ο δόκτωρ αφού εξερευνήση τα νότια της λίμνης, θα
+ερριψοκινδύνευε διά μέσου της Λοάνδας και θα ήρχετο να ζητήση προς δυσμάς
+χώρας αγνώστους. Να ανέλθη προς την Αγγόλαν, να επισκεφθή τας χώρας ας
+ελυμαίνετο η σωματεμπορία και να προχωρήση μέχρι του Καζονδέ· το δρομολόγιον
+ήτο αυτόδηλον, και υπήρχε πάσα πιθανότης ότι θα ηκολούθει αυτό ο Λίβιγγστων.
+</p>
+
+<p>Επί της προσεχούς λοιπόν αφίξεως του μεγάλου περιηγητού ηδύνατο να
+βασίζεται η κυρία Βέλδων, αφού κατά τας αρχάς του Ιουνίου υπελογίζετο ότι
+έπρεπε να είχε φθάσει προ δύο μηνών προς νότον της λίμνης Βαγγουέολο. </p>
+
+<p>Αλλά την 13 Ιουνίου, παραμονήν της ημέρας καθ' ήν ο Νεγορός έμελλε να
+επανέλθη όπως ζητήση παρά της κυρίας Βέλδων την επιστολήν, ήτις θα παρέδιδεν
+εις χείρας του τας εκατόν χιλιάδες δολλάρια, θλιβερά είδησις διεδόθη διά την
+οποίαν εχάρησαν ο Αλβέζ και οι σωματέμποροι.<br />
+&nbsp;<br />
+Τη 1 Μαΐου 1873, όρθρου βαθέος, ο δόκτωρ Δαβίδ Λίβιγγστων απέθανε. </p>
+
+<p>Και τωόντι, τη 29 Απριλίου, η μικρά συνοδεία έφθασεν εις το χωρίον Τσιτάμβο,
+προς νότον της λίμνης. Ο δόκτωρ εκομίζετο επί φορείου. Την νύκτα της 30, υπό το
+κράτος υπερβολικής οδύνης, επρόφερε το παράπονον τούτο μόλις ακουσθέν: «Ω,
+φιλτάτη, φιλτάτη!» και εβυθίσθη πάλιν εις νάρκωσιν. </p>
+
+<p>Μετά μίαν ώραν, εκάλεσε τον υπηρέτην του Σουζή, εζήτησεν ιατρικά τινα, είτα
+εψιθύρισε μετά φωνής ασθενούς:</p>
+
+<p>&nbsp;— Έχει καλώς. Τώρα δύνασθε να απέλθετε. </p>
+
+<p>Περί την τετάρτην ώραν της πρωίας ο Σουζής και πέντε άνδρες της συνοδείας
+του εισήλθον εις την καλύβην του δόκτορος. </p>
+
+<p>Ο Δαβίδ Λίβιγγστων, γονυπετής πλησίον της κλίνης, την κεφαλήν έχων
+εστηριγμένην επί των χειρών, εφαίνετο ωσεί προσευχόμενος. </p>
+
+<p>Ο Σουζής έθεσεν ηρέμα τον δάκτυλον επί της σαρκός, ήτο ψυχρά. Ο Δαβίδ
+Λίβιγγστων δεν υπήρχε πλέον. </p>
+
+<p>Μετά εννέα μήνας το σώμα του μετακομισθέν υπό των πιστών υπηρετών του
+διά μόχθων ανηκούστων, έφθασεν εις Ζανζιβάρην, και τη 12 Απριλίου 1874 ετάφη
+εις την μονήν της Ουεστμίνστερ, εν τω μέσω των μεγάλων εκείνων ανδρών, ους η
+Αγγλία τιμά όσον και τους βασιλείς αυτής. </p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ'. </h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΠΟΥ ΔΥΝΑΤΑΙ ΝΑ ΟΔΗΓΗΣΗ
+ΜΑΝΤΙΚΟΡΟΣ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Εις ποίαν σανίδα σωτηρίας δεν προσκολλάται ο δυστυχής; Ποίαν ακτίνα ελπίδος,
+όσον και αν είναι αόριστος, δεν ζητούσιν να ίδωσιν οι οφθαλμοί του
+καταδίκου;</p>
+
+<p>Το αυτό συνέβη εις την κυρίαν Βέλδων, και εύκολον είναι να εννοήσωμεν τι θα
+ησθάνθη, όταν έμαθεν εξ αυτού του στόματος του Αλβέζ ότι ο δόκτωρ Λίβιγγστων
+απεβίωσεν έν τινι μικρώ χωρίω της Βαγγουέολο. </p>
+
+<p>Τη εφάνη ότι ήτο μάλλον ή άλλοτε μεμονωμένη, ότι το είδος τι δεσμού, όστις
+την συνέδεε μετά του περιηγητού και δι' αυτού μετά του πεπολιτισμένου κόσμου,
+εθραύσθη.<br />
+&nbsp;<br />
+Η σανίς της σωτηρίας έφευγεν υπό την χείρα αυτής, η ακτίς της ελπίδος εσβέννυτο
+προ των ομμάτων αυτής. </p>
+
+<p>Ο Τωμ και οι σύντροφοί του είχον εγκαταλίπει τον Καζονδέ διευθυνόμενοι προς
+την χώραν των λιμνών. </p>
+
+<p>Περί του Ηρακλέους ουδεμία υπήρχεν είδησις.<br />
+&nbsp;<br />
+Η κυρία Βέλδων δεν ηδύνατο βεβαίως να βασισθή επί ουδενός . . . . </p>
+
+<p>Ήτο ετοίμη λοιπόν να παραδεχθή την πρότασιν του Νεγορού, προσπαθούσα να
+συζητήση αυτήν και να εξασφαλίση το τελικόν αποτέλεσμα. </p>
+
+<p>Τη 14 Ιουνίου, ημέρας ορισθείσης υπ' αυτού, ο Νεγορός ενεφανίσθη εις την
+καλύβην της κυρίας Βέλδων. </p>
+
+<p>Ο Πορτογάλος υπήρξεν ως πάντοτε εντελώς πρακτικός. Ουδεμία ενδοτικότητα
+είχε να δείξη ως προς την σπουδαιότητα των λύτρων, τα οποία η αιχμάλωτος ούτε
+καν συνεζήτησεν. Αλλά και η κυρία Βέλδων εφάνη πρακτικωτάτη ειπούσα
+αυτώ:</p>
+
+<p>&nbsp;— Εάν θέλετε να ενεργήσετε εμπορικήν υπόθεσιν, μη καθιστάτε αυτήν
+αδύνατον, δι' όρων απαραδέκτων. Η ανταλλαγή της ελευθερίας ημών διά της
+ποσότητος ην απαιτείτε δύναται να επιτευχθή, χωρίς ο σύζυγός μου να έλθη εις
+χώραν, όπου βλέπετε πώς μεταχειρίζονται τους λευκούς. Λοιπόν αντί ουδεμιάς
+θυσίας στέργω να έλθη. </p>
+
+<p>Μετά τινα δισταγμόν Νεγορός ενέδωκε και η κυρία Βέλδων επέτυχεν ώστε ο
+Ιάκωβος Βέλδων να μη ριψοκινδυνεύση μέχρι του Καζονδέ. Πλοίον τι θα τον
+απεβίβαζεν εις Μοσαμεδές, μικρόν λιμένα της νοτίου ακτής της Αγγόλας, συνήθως
+συχναζόμενον υπό των σωματεμπόρων και γνωστότατον εις τον Νεγορόν. Εκεί ο
+Πορτογάλος θα έφερε τον Ιάκωβον Βέλδων, και εις εποχήν ωρισμένην οι πράκτορες
+του Αλβέζ θα ωδήγουν ωσαύτως την κυρίαν Βέλδων, τον Ζακ και τον εξάδελφον
+Βενέδικτον. </p>
+
+<p>Τα χρήματα θα εδίδοντο εις τους πράκτορας εκείνους αντί της παραδόσεως των
+αιχμαλώτων, ο δε Νεγορός όστις απέναντι του Ιακώβου Βέλδων θα παρίστα
+πρόσωπον τιμιωτάτου ανδρός, θα εγίνετο άφαντος κατά την άφιξιν του πλοίου.
+</p>
+
+<p>Ο υπό της κυρίας Βέλδων επιτευχθείς ούτος όρος ήτο σπουδαιότατος.
+Απήλλασε τον σύζυγόν της από τους κινδύνους της μεταβιβάσεως εις Καζονδέ και
+να κρατηθή εκεί, αφού επλήρωνε τα λύτρα, ή τους κινδύνους της επιστροφής.
+Όσον αφορά τα εξακόσια μίλια, άτινα εχώριζον το Καζονδέ από του Μοσαμεδές,
+υπό τους όρους καθ' ούς έμελλον να διανυθώσι ταύτα μετά την από Κοάνζα
+αναχώρησιν, η κυρία Βέλδων δεν είχε να φοβηθή άλλο τι ειμή ολίγους κόπους,
+καθότι το συμφέρον του Αλβέζ, όστις ήτο αναμεμιγμένος εις την υπόθεσιν απήτει
+ώστε οι αιχμάλωτοι να φθάσωσιν εκεί σώοι και υγιείς. </p>
+
+<p>Ούτω συμφωνηθέντων των πραγμάτων, η κυρία Βέλδων έγραψε προς τον
+σύζυγόν της υπό την έννοιαν ταύτην, αφίνουσα προσωρινώς εις τον Νεγορόν να
+παρουσιασθή ως θεράπων αφωσιομένος, όστις ηδυνήθη να διαλάθη τους
+ιθαγενείς. Ο Νεγορός έλαβε την επιστολήν, ήτις δεν επέτρεπεν εις τον Ιάκωβον
+Βέλδων να διστάση όπως τον ακολουθήση μέχρι του Μεσαμεδές, και την επιούσαν,
+συνοδευόμενος υπό εικοσάδος μαύρων, απήλθε προς βορράν. </p>
+
+<p>Διατί ελάμβανεν την διεύθυνσιν εκείνην; Είχεν άρα γε σκοπόν να επιβιβασθή
+εις πλοίον τι εξ εκείνων, άτινα συχνάζουν εις τα στόμια του Κόγγου και διά του
+μέσου τούτου να αποφύγη τους πορτογαλικούς σταθμούς και τα σωφρονιστικά
+καταστήματα, εις τα οποία είχε φιλοξενηθή ακουσίως; Πιθανόν. Τούτο τουλάχιστον
+επροφασίσθη εις τον Αλβέζ. </p>
+
+<p>Μετά την αναχώρησίν του η κυρία Βέλδων εδέησε να κανονίση τον βίον της
+ούτως ώστε να διέλθη όσω το δυνατόν καλλίτερον τον χρόνον, καθ' όν θα διέμενεν
+εν Καζονδέ. Παραδεχομένη τας μάλλον ευνοϊκάς περιπτώσεις υπελόγιζεν ότι
+ήθελον παρέλθει τρεις ή τέσσαρες μήνες. </p>
+
+<p>Η αναχώρησις και η επάνοδος του Νεγορού τοσούτον χρόνον απήτει. </p>
+
+<p>Ο σκοπός της κυρίας Βέλδων δεν ήτον να εγκαταλίπη το πρακτορείον. Το τέκνο
+της, ο εξάδελφος Βενέδικτος και αύτη ευρίσκοντο σχετικώς εν ασφαλεία. Αι
+περιποιήσεις της Χαλιμάς εμετρίαζον ολίγον τας σκληρότητας της φυλακίσεως
+εκείνης. Ήτο άλλως τε πιθανόν ότι ο σωματέμπορος δεν θα τη επέτρεπε να
+εγκαταλίπη το κατάστημά του.<br />
+&nbsp;<br />
+Η μεγάλη αμοιβή την οποίαν θα τω προσεπόριζεν η αγορά της αιχμαλώτιδος ήξιζε
+τον κόπον να την φυλάττωσιν αυστηρώς. Ήτο μάλιστα ευτυχής διότι δεν ηναγκάσθη
+να εγκαταλίπη το Καζονδέ, όπως επισκεφθή τα δύο άλλα αυτού πρακτορεία του
+Βιχέ και της Κασάγγας. Ο Κοΐμβρας απήλθεν όπως αντικαταστήση αυτόν εν τη
+εκστρατεία νέων ανθρωποκυνηγεσίων, και ουδεμίαν αιτίαν είχε να ποθή την
+παρουσίαν του μεθύσου εκείνου. </p>
+
+<p>Προς τούτοις ο Νεγορός προ της αναχωρήσεως του τω συνέστησε θερμώς την
+κυρίαν Βέλδων. Είχον μέγα συμφέρον να την επιτηρώσιν αυστηρώς. Δεν ήξευρον τι
+εγένετο ο Ηρακλής. Εάν δεν απώλετο εν τη φοβερά εκείνη επαρχία του Καζονδέ,
+ίσως θα προσεπάθει να πλησιάση την αιχμαλώτιδα και να αποσπάση εκ των χειρών
+του Αλβέζ. Ο σωματέμπορος εννόησε καλώς κατάστασιν πραγμάτων
+αντιπροσωπεύουσαν μέγα αριθμόν δολλαρίων και ηγγυάτο περί της κυρίας
+Βέλδων ως περί του ιδίου αυτού χρηματοκιβωτίου. </p>
+
+<p>Ο μονότονος λοιπόν βίος της αιχμαλώτιδος, κατά τας πρώτας ημέρας της
+αφίξεως αυτής εις το πρακτορείον εξηκολούθησεν. </p>
+
+<p>Ό,τι συνέβαινεν εν τω περιβόλω εκείνω αναπαρίστα ακριβέστατα τας
+διαφόρους πράξεις του εξωτερικού ιθαγενούς βίου. Ο Αλβέζ δεν ηκολούθει άλλα
+έθιμα ειμή τα των ιθαγενών του Καζονδέ. </p>
+
+<p>Αι γυναίκες του καταστήματος ειργάζοντο ως θα ειργάζοντο εν τη πόλει προς
+μεγάλην ευχαρίστησιν των συζύγων των ή των κυρίων των· η μέχρι εντελούς
+αποφλοιώσεως διά ξυλίνων ιγδίων προετοιμασία της ορύζης· το καθάρισμα και το
+λίχνισμα του αραβοσίτου, και όλαι αι αναγκαίαι εργασίαι προς εξαγωγήν
+κεγχρώδους ουσίας χρησιμευούσης εις την κατασκευήν ζωμού καλουμένου
+«μτυελέ» εν τη χώρα· η συλλογή του σόργου, είδους μεγάλης κέγχρου, όπερ κατ'
+εκείνην την ώραν του έτους ήτο εντελώς ώριμον· η εξαγωγή του ευώδους εκείνου
+ελαίου των πυρηνωδών καρπών του τοσούτον επιζητήτου υπό των ιθαγενών· η
+κλώσις του βάμβακος, του οποίου αι ίνες περιστρέφονται δι' ατράκτου ενός και
+ημίσεως ποδός μήκους, εις το οποίον αι νήθουσαι δίδουσι ταχείαν περιστροφικήν
+κίνησιν· η εκ φλοιών κατασκευή υφασμάτων· η εξαγωγή των ριζών του μανιόκου
+και η προπαρασκευή της γης διά τα διάφορα προϊόντα της χώρας, ήτοι της
+κασάβας, αλεύρου εξαγομένου εκ του μανιόκου· κυάμων των οποίων οι λοβοί
+μακροί δεκαπέντε δακτύλων παράγονται επί δένδρων είκοσι ποδών υψηλών·
+αραχίδων προωρισμένων προς κατασκευήν ελαίου· ζωηρών και κυανών πίσων·
+καφέ ιθαγενούς· σακχαροκαλάμων, των οποίων ο οπός μεταβάλλεται εις σιρόπιον·
+κρομμύων, γουάβων, σησάμου· αγγουρίων, των οποίων οι σπόροι οπτώνται ως τα
+κάστανα· παρασκευή των ζημουμένων ποτών, του εκ βανανών κατασκεβαζομένου
+μαλοφού, του πομβέ και άλλων· περιποιήσεις των οικοβίων κτηνών, των αγελάδων
+εκείνων αίτινες δεν αφίνουσιν να τας αλμέξωσιν ειμή επί παρουσία του μόσχου
+των ή μόσχου τεταριχευμένου· των δαμάλεων εκείνων μικράς φυλής βραχυκέρων,
+των οποίων τινές έχουσιν ύβον· των αιγών εκείνων, αίτινες εν τη χώρα ένθα το
+κρέας των χρησιμεύει προς τροφήν είναι σπουδαίον αντικείμενον ανταλλαγής,
+δύναταί τις ειπείν τρέχων νόμισμα ως ο δούλος, τέλος η συντήρησις των ορνίθων,
+χοίρων, προβάτων, βοών κ. τ. λ. — η μακρά αύτη απαρίθμησις δεικνύει ποίαι
+τραχείαι εργασίαι επιβαρύνουσι το ασθενές φύλον των αγρίων εκείνων χωρών της
+αφρικανικής ηπείρου. </p>
+
+<p>Κατά την εποχήν ταύτην οι άνδρες καπνίζουσι τον καπνόν ή την κάνναβιν,
+θυρεύουσι τον ελέφαντα ή τον βούβαλον, μισθούνται διά λογαριασμόν των
+σωματεμπόρων εις τα ανθρωποκυνήγια. </p>
+
+<p>Συλογή αραβοσίτων ή δούλων, είναι πάντοτε συλλογή γινομένη κατ' εποχάς
+ωρισμένας.<br />
+&nbsp;<br />
+Εκ των διαφόρων τούτων ασχολιών η κυρία Βέλδων δεν εγίνωσκεν εν τω
+πρακτορείω του Αλβέζ ειμή το μέρος το αναγόμενον εις τας γυναίκας. </p>
+
+<p>Ενίοτε ίστατο να τας παρατηρή, ενώ εκείναι, οφείλομεν να το είπωμεν, τη
+απεκρίνοντο διά μορφασμών εχθρικών. </p>
+
+<p>Το φυλετικόν ορμέμφυτον παρεκίνει τας δυστυχείς εκείνας να μισώσι την
+λευκήν, και εν τη καρδία αυτών ουδεμίαν θα εύρισκε τις συμπάθειαν δι' αυτήν.
+Μόνη η Χαλιμά απετέλει εξαίρεσιν, η δε κυρία Βέλδων κατωρθώσασα να
+ενθυμήται λέξεις τινάς της ιθαγενούς γλώσσης, ηδυνήθη μετ' ολίγον να ανταλλάση
+φράσεις τινάς μετά της νεαράς δούλης.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο μικρός Ζακ συνώδευε πολλάκις την μητέραν του, ότε αύτη περιεφέρετο εν τω
+περιβόλω αλλά πολύ επεθύμει να εξέλθη. </p>
+
+<p>Εν τούτοις υπήρχον εκεί παμμέγιστα βαοβάβ, φωλεαί ερωδιών και φωλεαί
+σουιμάγγων μετά στήθους και λαιμού ερυθρών, είτα υπήρχον χήραι καλάοι των
+οποίων το κελάδημα ήτο ευάρεστον, ψιττακοί χρώματος φαιού ανοικτού μετά
+ερυθράς ουράς· δρούγοι εντομοφάγοι. Τη δεκακείσε περιίπταντο ωσαύτως,
+εκατοστύες χρυσαλλίδων διαφόρων ειδών, προ πάντων πέριξ των ρυακίων άτινα
+διήρχοντο διά του πρακτορείου· αλλ' όλα ταύτα αφεώρων τον εξάδελφον
+Βενέδικτον μάλλον ή τον μικρόν Ζακ, και ούτος ελυπείτο διότι δεν ήτο υψηλότερος
+όπως βλέπη υπεράνω των τοίχων. </p>
+
+<p>Φευ! πού ήτο ο δυστυχής φίλος του, Δικ Σανδ, όστις τον ανεβίβαζε τόσον
+υψηλά εις τους ιστούς του «Πίλγριμ!» Πώς θα τον ηκολούθει εις τους κλάδους των
+δένδρων, των οποίων η κορυφή υψούτο πλειότερον των εκατόν ποδών! Πόσας
+άλλας ωραίας διασκεδάσεις θα απελάμβανον ομού!</p>
+
+<p>Αλλ' ο εξάδελφος Βενέδικτος ήτο πάντοτε ευτυχέστατος εκεί ένθα ήτο, ήρκει να
+μη τω έλειπον τα έντομα. Ευτυχώς είχεν ανακαλύψει εν τω πρακτορείω — και
+εσπούδαζεν, όσον ηδύνατο άνευ διόπτρων και μικροσκοπίου —
+μικροσκοπικωτάτην τινά μέλισσαν, ήτις κατασκεύαζε τας ωοθήκας αυτής μεταξύ
+των σκωριών του ξύλου καί τινα σφήγγα ωοτοκούσαν εις κυψέλας μη ανηκούσας
+εις αυτήν, ως πράττει ο κόκκυξ εις την φωλεάν των άλλων. </p>
+
+<p>Οι κώνωπες ωσαύτως δεν έλειπον εις τας όχθας των ρυακίων και τον
+κατέστιζον διά των νυγμάτων των εις βαθμόν ώστε να τον καθιστώσι αγνώριστον,
+και ότε η κυρία Βέλδων τον επέπληττε διότι άφινε να τον καταφάγωσι τα κακοποιά
+εκείνα έντομα, </p>
+
+<p>&nbsp;— Είναι το ορμέμφυτον αυτών, εξαδέλφη Βέλδων, τη απεκρίνατο ξέων
+το δέρμα του μέχρις αίματος, είναι το ορμέμφυτον αυτών και δεν πρέπει να
+δυσαρεστούμεθα.<br />
+&nbsp;<br />
+Τέλος ημέραν τινά — ήτο η 17 Ιουνίου — ο εξάδελφος Βενέδικτος ολίγου δειν να
+γίνη ο ευτυχέστατος των εντομολόγων. </p>
+
+<p>Αλλά το γεγονός τούτο, όπερ έσχεν απροσδοκήτους συνεπείας, δέον να
+αφηγηθώμεν μετά τινων λεπτομερειών. </p>
+
+<p>Ήτο η ενδεκάτη ώρα περίπου προ μεσημβρίας. Αφόρητος καύσων είχεν
+αναγκάσει τους κατοίκους του πρακτορείου να μείνωσιν εις τας καλύβας των, και
+ουδένα ιθαγενή θα συνήντα τις εις τας οδούς του Καζονδέ. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων ήτο νεναρκωμένη πλησίον του μικρού Ζακ όστις εκοιμάτο. </p>
+
+<p>Και αυτός ο εξάδελφος Βενέδικτος, υπείκων εις την επιρροήν της τροπικής
+εκείνης θερμοκρασίας, είχε παραιτήσει τα ευνοούμενα αυτού κυνήγια, — πράγμα
+όπερ τον δυσηρέστει πολύ, καθότι εις τας σημερινάς εκείνας ακτίνας ήκουε
+βομβούντα ολόκληρον κόσμον εντόμων. </p>
+
+<p>Μετά μεγάλης λοιπόν λύπης κατέφυγεν εις το βάθος της καλύβης του και εκεί ο
+ύπνος ήρχισε να τον καταλαμβάνη εν τη καταναγκαστική εκείνη αναπαύσει. </p>
+
+<p>Αίφνης ενώ οι οφθαλμοί του ημιεκλείοντο, ήκουσε θρουν τινα, ήτοι ένα εκ των
+αφορήτων εκείνων βόμβων των εντόμων, των οποίων τινά δύνανται να ποιήσωσι
+δεκαπέντε ή δεκαέξ χιλιάδας πτερυγισμούς κατά δευτερόλεπτον. </p>
+
+<p>Εξάποδον! έκραξεν ο εξάδελφος Βενέδικτος αφυπνισθείς πάραυτα και
+μεταβαίνων από της οριζοντίας θέσεως εις την κάθετον θέσιν. </p>
+
+<p>Ότι ήτο εξάποδον το βομβούν εν τη καλύβη, ουδεμία υπήρχεν αμφιβολία.<br />
+&nbsp;<br />
+Αλλ' εάν ο εξάδελφος Βενέδικτος ήτο λίαν μύωψ, είχε τουλάχιστον την ακοήν
+οξυτάτην, εις τοιούτον μάλιστα βαθμόν ώστε ηδύνατο να διακρίνη έν έντομον από
+άλλου εκ μόνης της εντάσεως του βόμβου του και τω εφάνη ότι ο βόμβος εκείνος
+τω ήτο άγνωστος. αν και δεν ηδύνατο να παράγεται έκ τινος γιγαντώδους είδους.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι είναι το εξάποδον τούτο; ηρώτησε καθ' εαυτόν ο εξάδελφος
+Βενέδικτος. </p>
+
+<p>Και ιδού αυτός θέλων να διακρίνη το έντομον, όπερ ήτο λίαν δυσχερές εις τους
+μη διοπτροφορούντας οφθαλμούς του, αλλά προσπαθών να το αναγνωρίση εκ της
+αναπάλσεως των πτερύγων του. </p>
+
+<p>Το εντομολογικόν αυτού ορμέμφυτον τον ειδοποίησεν ότι θα ήτο καλόν
+εύρημα, και ότι το έντομον εκείνο δεν θα ήτο τυχόν έντομον. </p>
+
+<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος ανακαθήσας δεν εκινείτο πλέον. Ηκροάζετο. </p>
+
+<p>Ηλιακαί τινες ακτίνες εισέδυον μέχρις αυτού. Οι οφθαλμοί του ανεκάλυψαν
+τότε μέγα σημείον μέλαν περιιπτάμενον μεν αλλά μη διερχόμενον αρκετά πλησίον
+ώστε να δυνηθή να το διακρίνη. </p>
+
+<p>Συνείχε την αναπνοή του, και εάν ενύσσετο εις οίον δήποτε μέρος του
+προσώπου ή των χειρών, είχεν απόφασιν, να μη ποιήση κίνησίν τινα δυναμένην να
+φυγαδεύση το εξάποδόν του.<br />
+&nbsp;<br />
+Τέλος το βομβούν έντομον, αφού εστράφη πολύ περί αυτόν ήλθε και εκαθέσθη επί
+της κεφαλής του. </p>
+
+<p>Το στόμα του εξαδέλφου Βενεδίκτου διεστάλη προς στιγμήν ωσεί να μειδιάση,
+και ποίον μειδίαμα! Ησθάνετο το ελαφρόν ζωύφιον τρέχον επί της κόμης του. </p>
+
+<p>Ακαταμάχητος επιθυμία να φέρη εκεί την χείρα τον κατέλαβε προς στιγμήν,
+αλλ' αντέσχε και έπραξε καλώς. </p>
+
+<p>&nbsp;— Οχ! όχι! εσκέφθη. ή θα αποτύχω, ή, όπερ το χειρότερον, θα τω
+προξενήσω κακόν. Ας το αφήσωμεν να έλθη πλησιέστερον. Ιδού βαδίζει!
+Καταβαίνει. </p>
+
+<p>Αισθάνομαι τους μικροφυείς πόδας του διατρέχοντας το κρανίον μου! Πρέπει
+να είναι εξάποδον ωραίου μεγέθους. Θεέ μου! ευδόκησον μόνον να καταβή μέχρι
+του άκρου της ρινός μου και εκεί, αλλοιθωρίζων ολίγον, ίσως δυνηθώ να το ίδω και
+να ορίσω εις ποίαν ομοταξίαν, εις ποίον γένος, είδος ή ποικιλίαν ανήκει. </p>
+
+<p>Ούτως εσκέπτετο ο εξάδελφος Βενέδικτος. Αλλά μεταξύ του κρανίου του, όπερ
+ήτο αρκούντως οξύ, μέχρι του άκρου της ρινός του, ήτις ήτο μακροτάτη, η
+απόστασις ήτο μεγάλη.</p>
+
+<p>Πόσας άλλας διευθύνσεις το ιδιότροπον έντομον ηδύνατο να λάβη, προς το
+μέρος των ώτων, προς το μέρος του μεσοκράνου, διευθύνσεις αίτινες το
+απεμάκρυνον από των οφθαλμών του επιστήμονος, χωρίς να υπολογίσωμεν ότι
+ανά πάσαν στιγμήν ηδύνατο να επαναλάβη την πτήσιν του, να εγκαταλίπη την
+καλύβην, να εξαφανισθή εις τας ηλιακάς εκείνας ακτίνας, ένθα βεβαίως διήρχετο
+τον βίον του εν τω μέσω του βόμβου των ομογενών αυτού, άτινα το προσεκάλουν
+εκτός!</p>
+
+<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος εσκέφθη πάντα ταύτα. Ουδέποτε καθ' όλον τον
+εντομολογικόν βίον του, διήλθε στιγμάς συγκινητικωτέρας. Αφρικανικόν εξάποδον
+είδους ή τουλάχιστον ποικιλίας, ή μάλιστα υποποικιλίας νέας, ήτο εκεί επί της
+κεφαλής του, και δεν ηδύνατο να το διακρίνη ειμή επί τω όρω να καταδεχθή να
+περιπατήση ένα τουλάχιστον δάκτυλον υπό τους οφθαλμούς του. </p>
+
+<p>Εν τούτοις η ευχή του εξαδέλφου Βενεδίκτου έμελλε να εισακουσθή. Το
+έντομον, αφού περιώδευσεν επί της ημιανωρθωμένης εκείνης κόμης, ως επί της
+κορυφής ακαλλιεργήτου τινός θάμνου, ήρχισε να κατεβαίνη εις τας κροτάφους του
+εξαδέλφου Βενεδίκτου, και ούτος ηδυνήθη τέλος να συλλάβη την ελπίδα ότι ήθελε
+ριψοκινδυνεύσει εις την κορυφήν της ρινός, διατί να μη κατέλθη προς τας
+βάσεις;</p>
+
+<p>&nbsp;— Εγώ εις την θέσιν του θα κατέβαινον, εσκέπτετο ο άξιος
+επιστήμων.<br />
+&nbsp;<br />
+Το αληθέστερον είναι ότι πας άλλος εις την θέσιν του εξαδέλφου Βενεδίκτου θα
+έδιδεν ισχυρόν κτύπημα διά να κατασυντρίψη το ενοχλητικόν έντομον, ή
+τουλάχιστον διά να το τρέψη εις φυγήν. Να αισθάνεταί τις έξ πόδας
+περιφερομένους επί του δέρματός του, χωρίς να αναφέρομεν και τον φόβον μήπως
+κεντηθή, και να μη κινήται, συμφωνήσατε ότι τούτο είναι αληθής ηρωισμός. </p>
+
+<p>Ο Σπαρτιάτης αφίνων να κατασπαραχθή το σώμα του υπό αλώπεκος. Ο
+Ρωμαίος κρατών μεταξύ των δακτύλων του άνθρακας ανημμένους, δεν ήσαν κύριοι
+εαυτών πλειότερον του εξαδέλφου Βενεδίκτου, όστις αναντιρρήτως κατήγετο εκ
+των δύο τούτων ηρώων. </p>
+
+<p>Το έντομον, αφού εποίησεν είκοσι μικράς περιστροφάς, έφθασεν εις την
+κορυφήν της ρινός. Εκεί εγένετο δισταγμός τις, όστις επεσώρευσεν εις την καρδίαν
+όλον το αίμα του εξαδέλφου Βενεδίκτου. Θα ανέβαινε πάλιν το εξάποδον πέραν
+της γραμμής των οφθαλμών ή θα κατέβαινεν υποκάτω αυτών;</p>
+
+<p>Κατέβη. Ο εξάδελφος Βενέδικτος ησθάνθη τους τριχωτούς πόδας του
+αναπτυσομένους προς τας βάσεις της ρινός του. Το έντομον δεν διευθύνθη μήτε
+προς τα δεξιά μήτε προς τα αριστερά. Έμεινε μεταξύ των φρισόντων πτερυγίων, επί
+της ελαφράς κοίλης κορυφής της επιστημονικής εκείνης ρινός, τοσούτον καλώς
+εσχηματισμένης, όπως βαστάζη δίοπτρα. </p>
+
+<p>Υπερέβη το μικρόν κοίλωμα το παραχθέν εκ της αδιακόπου χρήσεως του
+οπτικού τούτου οργάνου του οποίου εστερείτο ο δυστυχής εξάδελφος, και
+εσταμάτησεν εις αυτήν την άκραν του ρινικού παραρτήματος. </p>
+
+<p>Ήτο η καλλιτέρα θέσις, ην ηδύνατο να εκλέξη το εξάποδον. Εκ της αποστάσεως
+ταύτης οι δύο οφθαλμοί του εξαδέλφου Βενεδίκτου συνενούντες την οπτικήν
+αυτών ακτίνα ηδύναντο ως δύο φακοί να εξακοντήσωσιν επί του εντόμου το
+διπλούν αυτών βλέμμα.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Θεέ παντοδύναμε! ανέκραξεν ο εξάδελφος Βενέδικτος μη δυνηθείς να
+συγκρατήση κραυγήν ο φυματώδης μαντίκορος!</p>
+
+<p>Αλλά δεν έπρεπε να κραυγάση, έπρεπε μόνον να το σκεφθή! Αλλά τοιαύτη
+απαίτησις θα ήτο μεγάλη προκειμένου περί τοιούτου ενθουσιώδους εντομολόγου.
+</p>
+
+<p>Να έχη επί της άκρας της ρινός φυματώδη μαντίκορον μετά πλατεών ελύτρων,
+έντομον της ομοιογενείας των πυγολαμπίδων, δείγμα σπανιώτατον εν ταις
+συλλογαίς, όπερ φαίνεται ειδικόν εις τας μεσημβρινάς εκείνας επαρχίας της
+Αφρικής και να μη εκφέρη κραυγήν θαυμασμού, τούτο είναι υπέρτερον των
+ανθρωπίνων δυνάμεων!</p>
+
+<p>Ατυχώς ο μαντίκορος ήκουσε την κραυγήν εκείνην, ην σχεδόν αμέσως
+παρηκολούθησε πταρμός, όστις έσεισε το παράρτημα εφ' ού ανεπαύετο. Ο
+εξάδελφος Βενέδικτος ηθέλησε να τον συλλάβη, έτεινε την χείρα, την έκλεισε
+βιαίως και δεν κατώρθωσε να συλλάβη ειμή το άκρον της ιδίας εαυτού ρινός.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ανάθεμα! ανέκραξεν. </p>
+
+<p>Αλλά τότε έδειξεν αξιοσημείωτον ψυχραιμίαν·</p>
+
+<p>Ήξευρεν ότι ο φυματώδης μαντίκορος ημιίπταται, ούτως ειπείν ότι μάλλον
+βαδίζει ή πετά. Εγονυπέτησε λοιπόν και κατόρθωσε να παρατηρήση εις απόστασιν
+μικροτέραν των δέκα δακτύλων από των οφθαλμών του, το μέλαν σημείον
+ολισθαίνον ταχέως έν τινι ηλιακή ακτίνι. </p>
+
+<p>Προδήλως προτιμότερον ήτο να το σπουδάση εν τη ανεξαρτήτω εκείνη
+καταστάσει. </p>
+
+<p>Προ πάντων όμως έπρεπε να μη το απολέση εκ των οφθαλμών του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Να συλλάβω τον μαντίκορον· θα διέτρεχον τον κίνδυνον να τον
+κατασυντρίψω, εσκέφθη ο εξάδελφος Βενέδικτος. Όχι! Θα τον παρακολουθήσω, θα
+τον θαυμάσω. Έχω τον απαιτούμενον καιρόν να τον συλλάβω. </p>
+
+<p>Είχεν άραγε άδικον ο εξάδελφος Βενέδικτος; Όπως δήποτε, ιδού ούτος με τα
+τέσσαρα, ως κύων οσφραινόμενος ίχνη, και ακολουθών επτά ή οκτώ δακτύλους
+όπισθεν το μεγαλοπρεπές εξάποδον. </p>
+
+<p>Μετ' ολίγας στιγμάς ήτο έξω της καλύβης, υπό τον μεσημερινόν ήλιον και μετ'
+άλλας ολίγας στιγμάς εις την βάσιν του περιχαρακώματος, όπερ έκλειε το
+κατάστημα του Αλβέζ.<br />
+&nbsp;<br />
+Εις το μέρος εκείνο έμελλεν άραγε ο μαντίκορος δι' ενός άλματος να υπερβή τον
+περίβολον και να θέση ένα τοίχον μεταξύ αυτού και του λάτρεώς του; Όχι, τούτο
+δεν ήτο εις την φύσιν του και ο εξάδελφος Βενέδικτος το εγίνωσκε καλώς.</p>
+
+<p>Τούτο ένεκα έμεινε πάντοτε εκεί έρπων ως όφις πολύ μεν μακράν όπως δυνηθή
+να εξετάση το έντομον εντομολογικώς, αρκετά όμως πλησίον όπως βλέπη πάντοτε
+το κινούμενον εκείνο μέγα σημείον, όπερ εβάδιζεν επί του εδάφους. </p>
+
+<p>Ο μαντίκορος φθάσας πλησίον του περιχαρακώματος, συνήντησε μεγάλην
+οπήν ανεωγμένην παρά την βάσιν του περιβόλου.<br />
+&nbsp;<br />
+Εκεί χωρίς να διστάση εισέδυσεν εν τη υπογείω εκείνη στοά, καθότι έχει την
+συνήθειαν να επιζητή τας σκοτεινάς ταύτας οδούς. </p>
+
+<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος ενόμισεν ότι έμελλε να τον απολέση εκ των οφθαλμών
+του. Αλλά προς μεγάλην του έκπληξιν η οπή εκείνη ήτο δύο πόδας τουλάχιστον
+πλατεία και η σήραγξ εσχημάτιζεν είδος τι στοάς ένθα το ισχνόν σώμα του ηδυνήθη
+να εισχωρήση.<br />
+&nbsp;<br />
+Άλλως τε δε εις την καταδίωξιν εκείνην εδείκνυε την ζέσιν ικτίδος, και ούτε καν
+παρετήρησεν ότι έρπων τοιουτοτρόπως διήλθε κάτωθεν του περιφράγματος. </p>
+
+<p>Τωόντι η σήραγξ απετέλει συγκοινωνίαν φυσικήν μεταξύ του εσωτερικού και
+του εξωτερικού. </p>
+
+<p>Μετά παρέλευσιν δε ημίσεως λεπτού ο εξάδελφος Βενέδικτος ευρέθη έξω του
+πρακτορείου. </p>
+
+<p>Τούτο όμως δεν ήτο ικανόν να τον ανησυχήση. Ήτο όλως παραδεδεμένος εις
+τον θαυμασμόν του προς το κομψόν έντομον το οδηγούν αυτόν.</p>
+
+<p>Αλλ' εκείνο βεβαίως είχε κουρασθή εκ της μακράς εκείνης πορείας. </p>
+
+<p>Τα έλυτρα αυτού διέστησαν, αι πτέρυγες ανεπτύχθησαν. Ο εξάδελφος
+Βενέδικτος ησθάνθη τον κίνδυνον και διά της ανεστραμμένης χειρός του έμελλε να
+προσφέρη εις τον μαντίκορον προσωρινήν φυλάκισιν όταν, φρρρ . . . ούτος
+επέταξε.<br />
+&nbsp;<br />
+Ποία απελπισία! Αλλ' ο μαντίκορος δεν ηδύνατο να πετάξη μακράν. </p>
+
+<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος ηγέρθη, παρετήρησε και ώρμησε με τας δύο χείρας
+τεταμένας και ανοικτάς. </p>
+
+<p>Το έντομον περείπτατο άνωθεν της κεφαλής του και δεν έβλεπε πλέον ειμή
+μέλαν τι σημείον δυσδιάκριτον εις αυτόν. </p>
+
+<p>Θα ήρχετο άραγε ο μαντίκορος να αναπαυθή πάλιν επί της γης, αφού
+περιέγραψεν ιδιοτρόπους τινάς κύκλους περί την ανωρθωμένην κόμην του
+εξαδέλφου Βενεδίκτου; Κατά πάσαν πιθανότητα θα εγίνετο ούτω. </p>
+
+<p>Δυστυχώς διά τον ατυχή επιστήμονα, το μέρος εκείνο του καταστήματος του
+Αλβέζ, όπερ έκειτο εις την βορείαν άκραν της πόλεως, συνώρευε προς ευρύτατατον
+δάσος καλύπτον την χώραν του Καζονδέ επί διαστήματος πολλών τετραγωνικών
+μιλίων. </p>
+
+<p>Εάν ο μαντίκορος έφθανεν εις το φύλλωμα των δένδρων, και εάν εκεί ήρχιζε να
+ίπταται από κλάδου εις κλάδον, έπρεπε να αποβάλη πλέον πάσαν ελπίδα ότι ήθελε
+τον εγκλείσει εις τον περίφημον κασσιτέρινον κιβώτιόν του, του οποίου θα ήτο το
+τιμαλφέστερον κόσμημα. </p>
+
+<p>Φευ! τούτο και συνέβη. Ο μαντίκορος επανέλαβε πάλιν την επί του εδάφους
+θέσιν του. </p>
+
+<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος, ελπίσας ότι θα ηδύνατο να τον επανίδη, ερρίφθη
+αμέσως πρηνής. Αλλ' ο μαντίκορος δεν εβάδιζε πλέον αλλ' επροχώρει διά μικρών
+αλμάτων. </p>
+
+<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος εξηντλημένος, τους όνυχας και τα γόνατα έχων
+αιμόρφυρτα, επήδησεν ωσαύτως. Οι δύο βραχίονές του, με τας χείρας ανοικτάς
+ηπλούντο δεξιά και αριστερά, συμφώνως προς τα άλματα του μέλανος σημείου.
+</p>
+
+<p>Ήθελε τις υποθέσει ότι έκαμνεν απλωτάς επί του φλογερού εκείνου εδάφους,
+ως κολυμβητής επί της επιφανείας του ύδατος. </p>
+
+<p>Μάταιος κόπος! Αι δύο χείρες του εκλείοντο πάντοτε κεναί. Το έντομον
+διέφευγε παίζον, και μετ' ολίγον, φθάσαν υπό τας δροσεράς κλαδώσεις, υψώθη,
+αφού ηκόντησεν εις το ωτίον του εξαδέλφου Βενεδίκτου, όπερ εθώπευσεν,
+εντονώτερον μεν βόμβον αλλ' επίσης ειρωνικώτερον, διά των ως κολεοπτέρου
+πτερύγων αυτού.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ανάθεμα! ανέκραξεν εκ δευτέρου ο εξάδελφος Βενέδικτος. Με διέφυγεν!
+Αχάριστον εξάποδον! Συ εις τον οποίον προώριζον τιμητικήν θέσιν εις την
+συλλογήν μου! Αλλ' όχι! δεν θα σε εγκαταλείψω! Θα σε καταδιώξω μέχρις ου σε
+φθάσω!</p>
+
+<p>Ο ατυχής εξάδελφος ελησμόνει ότι οι μυωπικοί οφθαλμοί του δεν τω
+επέτρεπον να διακρίνη τον μαντίκορον εν τω μέσω του φυλλώματος. Αλλά δεν ήτο
+πλέον κύριος εαυτού. Το πείσμα και η οργή καθίστων αυτόν έξω φρενών. Εαυτόν
+και μόνον εαυτόν έπρεπε να αιτιάται διά την αποτυχίαν του. </p>
+
+<p>Εάν ευθύς εξ αρχής συνελάμβανε το έντομον αντί να το παρακολουθή «εν τη
+ανεξαρτήτω αυτού πτήσει», ουδέν θα συνέβαινεν εξ όσων συνέβησαν και θα είχεν
+εις την εξουσίαν του το θαυμάσιον εκείνο δείγμα των αφρικανικών μαντικόρων,
+των οποίων το όνομα είναι όνομα μυθώδους τινός ζώου, όπερ έχει την κεφαλήν
+ανθρώπου και σώμα λέοντος. </p>
+
+<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν είχε πλέον τον νουν του. Ουδόλως εννόησεν ότι η
+μάλλον απρόοπτος των περιστάσεων τω απέδωκε την ελευθερίαν του.<br />
+&nbsp;<br />
+Δεν εσκέφθη ότι η σήραγξ εκείνη εν τη οποία είχεν εισέλθει τω ήνοιξεν έξοδον και
+ότι εγκατέλιπε το κατάστημα του Αλβέζ. Το δάσος ήτο εκεί και υπό τα δένδρα ο
+αποπτάς μαντίκορος. Αντί πάσης θυσίας ήθελε να τον επανίδη. </p>
+
+<p>Έτρεχε λοιπόν διά του πυκνού εκείνου δάσους, μη έχων πλέον μήτε την
+συνείδησιν των πραττομένων, φανταζόμενος ότι έβλεπε πάντοτε το πολύτιμον
+έντομον πλήττων τον αέρα διά των δύο μεγάλων βραχιόνων του ως γιγαντιαία
+μακρόπους αράχνη.<br />
+&nbsp;<br />
+Πού διηυθύνετο, πώς θα επέστρεφε, και εάν θα επέστρεφεν, ουδέ εσκέπτετο καν
+και επί έν ολόκληρον μίλιον εβυθίσθη τοιουτοτρόπως, με κίνδυνον να συναντηθή
+υπό τινος θηρίου. </p>
+
+<p>Αίφνης, ότε διήρχετο πλησίον πυκνώματός τινος εκ χαμοκλάδων, γιγαντώδες τι
+ον επήδησε και επέπεσε κατ' αυτού. Είτα δε ως θα έπραττεν ο εξάδελφος
+Βενέδικτος εάν συνελάμβανε τον μαντίκορον, τον έδραξε διά της μιας χειρός εκ του
+ινίου, διά δε της άλλης εκ του κάτω μέρους της ράχεως και χωρίς να λάβη καιρόν
+να εννοήση τι συνέβαινε μετεφέρθη διά του δάσους,. </p>
+
+<p>Αληθώς ο εξάδελφος Βενέδικτος απώλεσε την ημέραν εκείνην λαμπράν
+ευκαιρίαν να ανακηρύξη εαυτόν ως τον ευτυχέστατον εντομολόγον των πέντε
+μερών του κόσμου. </p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΣΤ.' </h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>Ο ΜΑΓΟΣ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Ότε η κυρία Βέλδων κατά την ημέραν εκείνην της 17, δεν είδεν επανελθόντα το
+εξάδελφων Βενέδικτον κατά την συνήθη ώραν, κατελήφθη υπό ζωηροτάτης
+ανησυχίας.</p>
+
+<p>Δεν ηδύνατο να εννοήση τι εγένετο το μεγάλον παιδίον της. Ότι κατώρθωσε να
+διαφύγη το πρακτορείον, του οποίου ο περίβολος ήτο εντελώς αδιάβατος, τούτο
+δεν ήτο παραδεκτόν. Άλλως τε δε η κυρία Βέλδων εγνώριζε τον εξάδελφόν της. Και
+επί τη υποθέσει ότι επρότεινέ τις εις τον ιδιότροπον εκείνον να φύγη εγκαταλείπων
+το κασσιτέρινον κιβώτιόν του και την εξ αφρικανικών εντόμων συλλογήν του, θα
+ηρνείτο χωρίς να δείξη ούτε σκιάν δισταγμού. </p>
+
+<p>Το κιβώτιον λοιπόν ήτο εκεί εν τη καλύβη ανέπαφον, περιέχον παν ό,τι ο
+επιστήμων ηδυνήθη να συλλέξη από της εν τη ηπείρω αφίξεώς του. Να υποθέση
+τις ότι είχε εκουσίως αποχωρισθή των εντομολογικών θησαυρών του ήτο
+απαράδεκτον. </p>
+
+<p>Και εντούτοις ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν ευρίσκετο πλέον εις το κατάστημα
+του Ιωσία Αντωνίου Αλβέζ. </p>
+
+<p>Καθ' όλην εκείνην την ημέραν η κυρία Βέλδων τον εζήτει επιμόνως. Ο μικρός
+Ζακ και η δούλη Χαλιμά συνήνωσαν τας προσπαθείας των, αλλ' εις μάτην.<br />
+&nbsp;<br />
+Ηναγκάσθη τότε η κυρία Βέλδων να παραδεχθή την εξής ήκιστα ενθαρρυντικήν
+υπόθεσιν, ότι ο δεσμώτης ανηρπάγη κατά διαταγήν του δουλεμπόρου και διά
+λόγους αγνώστους αυτή.<br />
+&nbsp;<br />
+Αλλά τότε, τι τον έκαμεν ο Αλβέζ; Τον ενέκλεισεν άρα γε εις παράπηγμά τι, της
+μεγάλης της πλατείας; Αλλά διατί η αρπαγή αύτη συμβαίνουσα μετά την
+συμφωνίαν την γενομένην μεταξύ της κυρίας Βέλδων και του Νεγορού, συμφωνίαν
+ήτις περιελάμβανε τον εξάδελφον Βενέδικτον μεταξύ των αιχμαλώτων τους
+οποίους ο δουλέμπορος ώφειλε να φέρη εις Μοσαμαδές και να τους παραδώση
+αντί λύτρων εις τον Ιάκωβον Βέλδων;</p>
+
+<p>Εάν η κυρία Βέλδων ήτο δυνατόν να ίδη την οργήν του Αλβέζ, όταν έμαθε την
+εξαφάνισιν του αιχμαλώτου ήθελεν εννοήσει ότι η εξαφάνισις εκείνη εγένετο παρά
+την θέλησίν του.<br />
+&nbsp;<br />
+Αλλά τότε εάν ο εξάδελφος Βενέδικτος εδραπέτευσεν εκουσίως, διατί δεν τη
+ανεκοίνωσε το μυστικόν της αποδράσεώς του;</p>
+
+<p>Εν τούτοις αι αναζητήσεις του Αλβέζ και των υπηρετών του, αίτινες εγένοντο
+μετά μεγίστης φροντίδος, επέφερον την ανακάλυψιν της φωλεάς εκείνης, ήτις
+έθεσε το πρακτορείον εις άμεσον συγκοινωνίαν μετά του γειτονικού δάσους.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο δουλέμπορος δεν αμφέβαλλε πλέον ότι ο κυνηγός των μυιών επέταξε διά της
+στενής εκείνης οπής. Φαντάζεσθε λοιπόν την οργήν του, όταν εσκέφθη ότι η φυγή
+εκείνη θα κατελογίζετο βεβαίως εις βάρος του και θα ηλάττου το ποσόν το οποίον
+έμελλε να λάβη εις την υπόθεσιν εκείνην.<br />
+&nbsp;<br />
+Το ζώον εκείνο δεν ήξιζε μεγάλα πράγματα, εσκέπτετο και εν τούτοις θα χάσω
+πολύ. Α! εάν τον συλλάβω πάλιν!</p>
+
+<p>Αλλά μεθ' όλας τας εις τα ενδότερα γενομένας αναζητήσεις και μόλον ότι τα
+δάση εξηρευνήθησαν εν μεγάλη ακτίνι, υπήρξεν αδύνατον να ανευρεθή ίχνος τι
+του φυγάδος. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων εδέησε να υπομείνη την απώλειαν του εξαδέλφου της, και ο
+Αλβέζ, να πενθήση διά τον αιχμάλωτον, Και επειδή δεν ηδύναντο να παραδεχθώσιν
+ότι ούτος είχε συνάψη σχέσεις εξωτερικάς, εδέησε να σχηματήσωσι την ιδέαν ότι
+μόνον εκ τύχης ανεκάλυψε την ύπαρξιν της φωλεάς εκείνης και απέδρα, χωρίς να
+μεριμνήση το παράπαν περί εκείνων τους οποίους εγκατέλιπεν όπισθέν του. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων ηναγκάσθη να παραδεχθή τούτο, αλλά δεν εσκέφθη να
+οργισθή κατά του δυστυχούς εκείνου ανδρός, όστις ουδεμίαν συναίσθησιν είχε των
+πράξεών του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο δυστυχής! τι θα γίνη; εσκέπτετο. </p>
+
+<p>Εννοείται ότι κατά την ιδίαν εκείνην ημέραν η φωλεά εφράχθη μετά μεγίστης
+προσοχής, και η επαγρύπνησις εδιπλασιάσθη και εντός και εκτός του πρακτορείου.
+</p>
+
+<p>Ο μονότονος βίος των δεσμωτών εξηκολούθησε διά την κυρίαν Βέλδων και το
+τέκνον αυτής. </p>
+
+<p>Εν τούτοις κλιματολογικόν τι γεγονός σπανιώτατον κατά την ώραν εκείνην του
+έτους, συνέβη εν τη επαρχία. Εξακολουθητικαί βροχαί ήρχισαν περί την 19 Ιουνίου,
+αν και η περίοδος αυτών, ήτις τελειώνει κατ' Απρίλιον, είχε παρέλθει. Τωόντη ο
+ουρανός ήτο κεκαλυμμένος, και υετοί επίμονοι κατέκλυζον την γην του Καζονδέ.
+</p>
+
+<p>Εάν τούτο δυσηρέστει την κυρίαν Βέλδων, επειδή δεν ηδύνατο πλέον να εκτελή
+τους συνήθεις περιπάτους της εις το εσωτερικόν του πρακτορείου, διά τους
+ιθαγενείς όμως απέβη δυστύχημα γενικόν. </p>
+
+<p>Αι χαμηλαί γαίαι, κεκαλυμμέναι ήδη υπό χόρτων ωρίμων ήδη, κατεκλύσθησαν
+εντελώς υπό των υδάτων. Οι κάτοικοι της επαρχίας, των οποίων κατεστράφη
+αίφνης η συγκομιδή, ευρέθησαν εις απελπιστικήν κατάστασιν. Όλαι αι εργασίαι της
+εποχής διεκόπησαν, και η βασίλισσα Μοΐνα ως και οι υπουργοί αυτής δεν ήξευραν
+πώς να αποσοβήσωσι την καταστροφήν. </p>
+
+<p>Κατέφυγον λοιπόν εις τους μάγους, αλλ' ουχί εις εκείνους ων το επάγγελμα
+είναι να θεραπεύωσι τους ασθενείς διά των γοητειών μαγειών των, ή οίτινες
+προέλεγον την καλήν τύχην εις τους ιθαγενείς. </p>
+
+<p>Αλλά τότε προέκητο περί κοινής συμφοράς και οι άριστοι μ γ ο ύ ν γ α ι, οίτινες
+έχουσι την δύναμιν να προκαλώσιν ή να καταπαύωσι τας βροχάς, παρεκλήθησαν
+να εξορκίσωσι τον κίνδυνον. </p>
+
+<p>Αλλά και ούτοι ουδέν κατώρθωσαν. Εις μάτην ετόνισαν το μονότονον άσμα
+των, έσεισαν τον διπλούν κώδωνα και τους κωδωνίσκους, μετεχειρίσθησαν τα
+πολυτιμότερα περίοπτα και έτι μάλλον ιδιαιτέρως κέρας τι, πλήρες πηλού και
+φλοιών, του οποίου η αιχμή απολήγει εις τρία κερατίδια, εξώρκισαν ρίπτοντες
+μικράς σφαίρας κόπρου ή πτύοντες εις το πρόσωπον των σεβαστοτέρων ανθρώπων
+της αυλής· δεν ηδυνήθησαν να αποδιώξωσι τα πονηρά πνεύματα, τα οποία
+προΐστανται εις τον σχηματισμόν των νεφών. </p>
+
+<p>Τα πράγματα λοιπόν έβαινον ολοέν επί τα χείρω, ότ' η βασίλισσα Μοΐνα
+εσκέφθη να μετακαλέση διάσημόν τινα μάγον ευρισκόμενον τότε εις τα βόρεια
+μέρη της Αγγόλας. </p>
+
+<p>Ήτο μάγος πρώτης τάξεως, του οποίου η τέχνη ήτο τοσούτω μάλλον θαυμασία,
+όσω δεν είχεν έτι δοκιμαοθή εν τη χώρα εκείνη ουδέποτε. </p>
+
+<p>Τώρα όμως επρόκειτο να αποδείχθή η κατά των βροχών ικανότης του. </p>
+
+<p>Κατά την πρωίαν λοιπόν της 25 Ιουνίου ο νέος μάγος ανήγγειλε θορυβωδώς την
+άφιξίν του διά των κωδωνίσκων του. </p>
+
+<p>Ο μάγος εκείνος ήλθε κατ' ευθείαν εις την αγοράν και αμέσως το πλήθος των
+ιθαγενών έδραμε προς αυτόν. Ο ουρανός ήτο ολιγώτερον βροχερός, ο άνεμος
+εδείκνυε τάσιν προς μεταβολήν και τα συμπτώματα ταύτα της γαλήνης
+συμπίπτοντα μετά της ελεύσεως του μάγου, προδιέθετον τα πνεύματα υπέρ αυτού.
+</p>
+
+<p>Ήτο άλλως τε μεγαλοπρεπέστατος ανήρ ωραιότατος μαύρος. </p>
+
+<p>Είχεν ανάστημα τουλάχιστον έξ ποδών και εφαίνετο ότι ήτο εκτάκτως ισχυρός.
+Το εξωτερικόν του επέβαλεν ήδη επί του πλήθους. </p>
+
+<p>Συνήθως οι μάγοι, όταν περιέρχωνται τα χωρία, συνενούνται ανά τρεις
+τέσσαρες ή πέντε και συνοδεύονται υπό τινων ακολούθων ή συμβοηθών.</p>
+
+<p>Ο μάγος ούτος όμως ήτο μόνος. Όλον το στήθος του ήτο κατάστικτον υπό
+εικόνων λευκών, το δε κάτω μέρος του σώματός του εκαλύπτετο υπό ευρείας
+εσθήτος εξ υφάσματος χόρτου. Περιδέραιον εκ κρανίων πτηνών εις τον λαιμόν, επί
+της κεφαλής είδος δερματίνης περικεφαλαίας κεκοσμημένης διά πτερών και
+μαργαριτών, περί τα νεφρά χαλκίνη ζώνη από της οποίας εκρέμαντο εκατοντάδες
+τινές κωδωνίσκων, θορυβωδεστέρων ή ο ηχηρός κωδωνισμός ισπανικής ημιόνου,
+τοιαύτη ήτο η ενδυμασία του μεγαλοπρεπούς εκείνου δείγματος των σωματείων
+των ιθαγενών μάγων. </p>
+
+<p>Όλον το υλικόν της τέχνης του συνέκειτο εξ είδους τινός κανίστρου του οποίου
+τον πυθμένα εσχημάτιζε κολοκύνθη και εντός του οποίου υπήρχον κογχυλύλια,
+περίαπτα, μικρά ξύλινα είδωλα και άλλα εικόνια, προσέτι δε μεγάλη ποσότης
+σφαιρών κόπρου, σπουδαίον συμπλήρωμα των γοητειών και μαντικών εργασιών
+της κεντρώας Αφρικής. </p>
+
+<p>Ιδιαιτέρα τις περίπτωσις ην αμέσως εννόησε το πλήθος ήτο ότι ο μάγος εκείνος
+ήτο βωβός· το ελάττωμα όμως τούτο ηύξησε την υπόληψιν, δι' ης περιέβαλλον
+αυτόν. </p>
+
+<p>Δεν εξέφερε δε ειμή λαρυγγώδη τινά ήχον χαμηλόν και σεσυρμένον, όστις
+ουδεμίαν είχε σημασίαν. Τούτο ήτο λόγος ισχυρότερος όπως τον εννοώσι
+καλλίτερον εν τη εξασκήσει της μαγικής τέχνης του. </p>
+
+<p>Ο μάγος εποίησε κατά πρώτον τον γύρον της μεγάλης πλατείας, εκτελών είδος
+τι οργώσεως, ήτις έθετεν εις κίνησιν όλην αυτού την κωδωνοστοιχίαν. Το πλήθος
+τον ηκολούθει μιμούμενον τας κινήσεις του. </p>
+
+<p>Θα έλεγέ τις ότι ολόκληρος αγέλη πιθήκων ηκολούθει γιγαντιαίον τετράχειρα.
+Είτα αίφνης ο μάγος διελθών την κυρίαν οδόν του Καζονδέ κατηυθύνθη προς την
+βασιλικήν κατοικίαν.<br />
+&nbsp;<br />
+Άμα η βασίλισσα Μοΐνα ειδοποιήθη περί της αφίξεως του νέου μάγου ,ενεφανίσθη
+ακολουθουμένη υπό των αυλικών αυτής. </p>
+
+<p>Ο μάγος προσεκύνησε μέχρις εδάφους, και ανήγειρε την κεφαλήν αναπτήσων
+τον λαμπρόν αυτού ανάστημα. Οι βραχίονές του εστάθησαν τότε προς τον
+ουρανόν, τον οποίον διέσχιζον ταχέως τμήματα νεφών. </p>
+
+<p>Ο μάγος έδειξε τα νέφη εκείνα διά της χειρός, εμιμήθη τας κινήσεις διά
+παντομίμας ζωηράς, τα έδειξε φεύγοντα προς δυσμάς και επανερχόμενα προς
+ανατολάς διά περιστροφικής κινήσεως την οποίαν ουδεμία δύναμις ηδύνατο να
+αναστείλη.<br />
+&nbsp;<br />
+Είτα αίφνης, προς μεγάλην έκπληξιν της πόλεως και της αυλής, ο μάγος εκείνος
+έλαβεν εκ της χειρός την φοβεράν ηγεμονίδα του Καζονδέ. </p>
+
+<p>Αυλικοί τίνες ηθέλησαν να αντιθώσιν εις την πράξιν ταύτην εναντίον πάσης
+εθιμοτυπίας, αλλ' ο ρωμαλαίος μάγος αρπάσας τον πλησιέστερον εκ του δέρματος
+του τραχήλου, εξεσφενδόνισεν αυτόν δεκαπέντε βήματα μακράν.<br />
+&nbsp;<br />
+Η βασίλισσα δεν εφάνη αποδοκιμάσασα την αλαζονικήν εκείνην πράξιν. Είδος τι
+μορφασμού, όπερ ήτο βεβαίως μειδίαμα, απευθύνθη προς τον μάγον, όστις
+παρέσυρε την βασίλισσαν διά βήματος ταχέως, ενώ το πλήθος ώρμα επί τα ίχνη
+αυτού. </p>
+
+<p>Την φοράν ταύτην ο μάγος κατηυθύνθη προς το κατάστημα του Αλβέζ, έφθασε
+δε μετ' ολίγον εις την θύραν ήτις ήτο κεκλεισμένη. Απλή ώθησις του ώμου του την
+έρριψε κατά γης και εισήγαγε την πειθήνιον βασίλισσαν εντός του πρακτορείου.
+</p>
+
+<p>Ο σωματέμπορος, οι στρατιώται του, οι δούλοι του προσέδραμον όπως
+τιμωρήσωσι τον αναιδή όστις είχε την τόλμην να ρίπτη κάτω τας θύρας, χωρίς να
+περιμένη να τω ανοίξωσιν αυτάς. Εν τούτοις όταν είδον την ηγεμονίδα μη
+δυσανασχετούσαν, εστάθησαν εν στάσει ευσεβεί.<br />
+&nbsp;<br />
+Βεβαίως ο Αλβέζ, έμελλε να ερωτήση την βασίλισσαν, ποία η αιτία δι' ην τον ετίμα
+διά της επισκέψεώς της· αλλ' ο μάγος δεν τω έδωκε καιρόν, και αναγκάσας το
+πλήθος να υποχωρήση και να αφήση μέγα διάστημα ελεύθερον περί εαυτόν,
+ήρχισε πάλιν την παντομίμαν του μετά πολύ μεγαλυτέρας ζωηρότητος. Έδειξε τα
+νέφη διά της χειρός, τα ηπείλησε, τα εξώρκισεν, εποίησε πρώτον χειρονομίαν να τα
+σταματήση, έπειτα δε να τα απομακρύνη. Αι τεράστιαι αυτού παρειαί
+εξωγκώθησαν και εφύσησεν επί του εκ βαρέων ατμών εκείνου σωρού, ως εάν είχε
+την δύναμιν να τους διαλύση. Είτα ανορθωθείς εφάνη ωσεί ήθελε να αναστείλη
+την πορείαν αυτών και ήθελέ τις υποθέσει ότι το γιγαντιαίον ανάστημά του θα
+επέτρεπεν αυτώ να συλλάβη.<br />
+&nbsp;<br />
+Η δισιδαίμων Μοΐνα, υποδουλωθείσα υπό των κινημάτων του μεγάλου εκείνου
+κωμωδού, δεν εκρατείτο πλέον. Τη διέφευγον κραυγαί. Παρετήρει και αυτή και
+επανελάμβανεν ορμεμφύτως τας χειρονομίας του μάγου. Οι αυλικοί, το πλήθος,
+έπραττον ως αυτή και οι λαρυγγώδεις ήχοι του βωμού εχάνοντο τότε εν τω μέσω
+των ωδών, κραυγών και ωρυγών, τα οποία μετά τοσαύτης δαψιλείας παρέχει η
+ιθαγενής γλώσσα. </p>
+
+<p>Τα νέφη έπαυσαν άραγε να ανεβαίνωσιν εις τον ανατολικόν ορίζοντα και να
+καλύπτωσι τον ήλιον εκείνον των τροπικών; Εξηφανίσθησαν προ των εξορκισμών
+του νέου μάγου; Όχι. Και ακριβώς όταν η βασίλισσα και ο λαός αυτής
+εφαντάσθησαν ότι εδάμασαν τα κακοποιά πνεύματα, άτινα τους επότιζον διά
+τοσούτων κατακλυσμών, ο ουρανός καθαρισθείς ολίγον από της πρωίας εσκοτίσθη
+βαθύτερον. Μεγάλαι ρανίδες βροχής τρικυμιώδους έπεσαν κροτούσαι επί του
+εδάφους. </p>
+
+<p>Τότε μεταβολή εγένετο εν τω πλήθει. Ηγανάκτησαν κατά του μάγου εκείνου
+,όστις δεν ήξιζε περισσότερον των άλλων, και έκ τινων συσπάσεων των οφρύων της
+βασιλίσσης ενόησον ότι εκινδύνευον τουλάχιστον τα ώτα αυτού. Οι ιθαγενείς
+περιέσφυγξαν τον κύκλον περί αυτόν· οι γρόνθοι τον ηπείλουν και έμελλον να τον
+κακοποιήσωσιν, όταν επεισόδιόν τι απρόοπτον μετέβαλε την πορείαν των εχθρικών
+αυτών διαθέσεων.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο μάγος του οποίου η κεφαλή υπερείχεν όλου εκείνου του ωρυομένου πλήθους,
+εξέτεινε τον βραχίονα προς σημείον τι του περιβόλου. Το κίνημα εκείνο τοσούτον
+επιβλητικόν ήτο, ώστε όλοι εστράφησαν. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων και ο μικρός Ζακ, ελκυσθέντες εκ της ταραχής και των
+κραυγών, είχον εξέλθει της καλύβης. Τούτους εδείκνυεν ο μάγος δι' οργίλου
+κινήματος της αριστεράς χειρός, ενώ η δεξιά του υψούτο προς τον ουρανόν.<br />
+&nbsp;<br />
+Εκείνοι λοιπόν ήσαν! Εκείνη η λευκή, εκείνο το παιδίον, επροξένουν όλον το κακόν!
+Εκείνοι ήσαν η αιτία των τόσων δυστυχημάτων! Εκείνοι έφερον εκ των βροχερών
+χωρών των τα νέφη διά να καταπλημμυρίσωσι την γην του Καζονδέ. </p>
+
+<p>Τον εννόησαν. Η βασίλισσα Μοΐνα, δεικνύουσα την κυρίαν Βέλδων, εποίησε
+χειρονομίαν απειλητικήν. Οι ιθαγενείς, εκφέροντες τρομερωτέρας κραυγάς,
+ώρμησαν κατ' αυτής.<br />
+&nbsp;<br />
+Η κυρία Βέλδων ενόμισεν ότι απώλετο, και λαβούσα το υιόν της εις τας αγκάλας
+της έμεινεν ακίνητος ως άγαλμα έμπροσθεν του υπερηρεθισμένου εκείνου
+πλήθους. </p>
+
+<p>Ο μάγος επροχώρησε προς αυτήν. Παρεμέρισαν προ αυτού, καθότι ενόμισαν
+ότι ,συν τη αιτία του κακού, εύρε και την θεραπείαν αυτού.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο σωματέμπορος Αλβέζ, δι' ον η ζωή της αιχμαλώτιδος ήτο πολύτιμος, επλησίασεν
+ωσαύτως αγνοών τι να πράξη. </p>
+
+<p>Ο μάγος ήρπασε τον μικρόν Ζακ, και αποσπάσας αυτόν από της μητρός του, τον
+ύψωσε προς τον ουρανόν. Ήθελέ τις υποθέσει ότι έμελλε να θραύση την κεφαλήν
+του επί του εδάφους, όπως κατευνάση την οργήν των θεών. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων εξέφερε τρομεράν κραυγήν και έπεσε χαμαί λιπόθυμος.<br />
+&nbsp;<br />
+Αλλ' ο μάγος αφού απηύθυνε προς την βασίλισσαν σημείον τι, όπερ βεβαίως
+καθησήχασεν αυτήν περί των προθέσεών του, ανήγειρε την δυστυχή μητέρα και
+την απήγαγεν, ενώ το πλήθος καταπτοηθέν παρεμέριζεν όπως τω ανοίξη
+δίοδον.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Αλβέζ, μανιώδης δεν ήθελε να συμβή τούτο. Αφού απώλεσεν ένα αιχμάλωτον εκ
+των τριών, έπειτα δε να βλέπη διαφεύγουσαν την εις την φύλαξίν του
+εμπιστευθείσαν παρακαταθήκην, και μετά της παρακαταθήκης την μεγάλην
+αμοιβήν, ην τω επεφύλαττεν ο Νεγορός, ουδέποτε θα υπέφερε τούτο, έστω και αν
+όλη η γη του Καζονδέ κατεστρέφετο υπό νέου κατακλυσμού. Ηθέλησε λοιπόν ν'
+αντιστή εις την αρπαγήν. </p>
+
+<p>Κατ' αυτού λοιπόν τότε εξεμάνησαν οι ιθαγενείς. Η βασίλισσα διέταξε τους
+φύλακάς της να τον συλλάβωσι Γινώσκον δε ο σωματέμπορος τι έμελλε να πάθη,
+εδέησεν μείνη ακίνητος, ει και καταρώμενος την ευήθειαν των υπηκόων της
+βασιλίσσης Μοΐνας. </p>
+
+<p>Τωόντι οι άγριοι εκείνοι περιέμενον να ίδωσι τα νέφη διασκεδαζόμενα μετά την
+εξαφάνισιν εκείνων, οίτινες τα είχον ελκύσει, και δεν αμφέβαλλον ότι ο μάγος
+ηθέλησε να σβέση εν τω αίματι των ξένων τας βροχάς εξ ων τοσούτον είχον
+υποφέρει. </p>
+
+<p>Ως λέων απάγων ζεύγος εριφίων άτινα δεν βαρύνουσι τας ισχυράς σιαγόνας
+του, ούτω και ο μάγος απήγε τα θύματά του, τον μικρόν Ζακ κατεπτοημένον και την
+κυρίαν Βέλδων αναίσθητον, ενώ το πλήθος, εις τον έσχατον βαθμόν της μανίας, τον
+ηκολούθει διά των ωρυγών του· αλλ' εξήλθε του περιβόλου, διέσχιζε το Καζονδέ
+εισήλθεν εις το δάσος, ώδευσεν επί τρία περίπου μίλια, χωρίς ουδ' επί στιγμήν να
+εξασθενήσωσιν οι πόδες του, και μόνον τέλος, επειδή οι ιθαγενείς εννόησαν ότι
+δεν ήθελε να τον ακολουθώσι περισσότερον, έφθασε πλησίον ποταμίου, του
+οποίου το ταχύ ρεύμα έφευγε προς βορράν. </p>
+
+<p>Εκεί, εις το βάθος ευρείας κοιλότητος, όπισθεν των μακρών και κρεμάμενων
+χόρτων θάμνου, άτινα έκρυπτον την όχθην, ήτο προσδεδεμένον μονόξυλον
+κεκαλυμμένον υπό είδους τινός καλάμων.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο μάγος κατεβίβασεν εν αυτώ το διπλούν φορτίον του, απώθησε διά του ποδός την
+λέμβον την οποίαν το ρεύμα παρέσυρε ταχέως, και τότε διά καθαράς φωνής. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πλοίαρχέ μου, είπε, σας παρουσιάζω την κυρίαν Βέλδων και τον
+μικρόν Ζακ. Δρόμον λοιπόν, και είθε όλα τα νέφη του ουρανού να αφανίσωσι τώρα
+τους βλάκας εκείνους του Καζονδέ. </p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΖ'. </h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΠΛΟΥΣ ΚΑΤΑ ΡΟΥΝ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Ο ομιλών τοιουτοτρόπως ήτο ο Ηρακλής, αγνώριστος υπό την μαγικήν εκείνην
+περιβολήν, και ο προς ον απετείνετο ήτο ο Δικ Σανδ, όστις αδύνατος έτι εκ των
+κακουχιών, εστηρίζετο επί του εξαδέλφου Βενεδίκτου πλησίον του οποίου ήτο
+κατακεκλιμένος ο Δίγγος. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων, αναλαβούσα τας αισθήσεις αυτής, δεν ηδυνήθη να μη
+προσφέρη τας λέξεις ταύτας:</p>
+
+<p>&nbsp;— Συ, Δικ! συ!</p>
+
+<p>Ο νεαρός δόκιμος ηγέρθη, αλλ' ήδη η κυρία Βέλδων τον έθλιβεν εις τας
+αγκάλας της και ο Ζακ τον εθώπευεν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο φίλος μου Δικ! ο φίλος μου Δικ! επανελάμβανε το μικρό
+παιδίον.<br />
+&nbsp;<br />
+Είτα στρεφόμενος προς τον Ηρακλέα:</p>
+
+<p>&nbsp;— Και εγώ, προσέθηκεν, ο οποίος δεν σε είχον αναγνωρίσει!</p>
+
+<p>&nbsp;— Ε! τι μεταβολή! απεκρίθη ο Ηρακλής, τρίβων το στήθος του όπως
+εξαλείψη τας καλυπτούσας αυτό εικόνας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ήσο πολύ άσχημος, είπεν ο μικρός Ζακ.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ήμην ο διάβολος, και ο διάβολος δεν είναι ωραίος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ηρακλή! είπεν η κυρία Βέλδων τείνουσα την χείρα προς τον γενναίον
+μαύρον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Σας ηλευθέρωσε, προσέθηκεν ο Δικ Σανδ, ως έσωσε και εμέ, αν και
+δεν θέλη να το ομολογήση. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εσώθημεν! εσώθημεν! αλλ' όχι δεν εσώθημεν ακόμη! Άλλως τε δε,
+άνευ του κυρίου Βενεδίκτου ο οποίος ήλθε να μας είπη πού ευρίσκεσθε, κυρία
+Βέλδων, δεν θα ηξεύραμεν τι να πράξωμεν. </p>
+
+<p>Τωόντι προ πέντε ημερών ο Ηρακλής είχεν επιπέσει κατά του επιστήμονος, καθ'
+ήν στιγμήν ούτος απομακρυνθείς δύο μίλια από του πρακτορείου ανεζήτει τον
+πολύτιμον αυτού μαντίκορον. Άνευ του επεισοδίου εκείνου, μήτε ο Δικ Σανδ μήτε ο
+μαύρος θα ηδύνατο να μάθωσι το καταφύγιον της κυρίας Βέλδων, και ο Ηρακλής
+δεν θα ηδύνατο να ριψοκινδυνεύση εις το Καζονδέ υπό την περιβολήν μάγου. </p>
+
+<p>Ενώ η λέμβος ωλίσθαινε ταχέως εις το στενόν εκείνο μέρος του ποταμού, ο
+Ηρακλής διηγήθη τι συνέβη από της φυγής αυτού εκ του στρατοπέδου του Κοάνζα·
+πώς είχεν ακολουθήσει αθέατος το φορείον εν τω οποίω ευρίσκοντο η κυρία
+Βέλδων και ο υιός της· πώς επανεύρε τον Δίγγον πληγωμένον, πώς αμφότεροι
+έφθασαν εις τα περίχωρα του Καζονδέ· πώς διά γραμματίου το οποίον εκόμισεν ο
+Δίγγος εις τον Δικ Σανδ, έμαθεν ούτος τι εγένετο η κυρία Βέλδων· πώς μετά την
+απροσδόκητον έλευσιν του εξαδέλφου Βενεδίκτου, προσεπάθησε ματαίως να
+εισχωρήση εις το πρακτορείον, πλέον ή άλλοτε αυστηρώς φυλασσόμενον, πώς
+τέλος εύρε την ευκαιρίαν εκείνην ν' αποσπάση την αιχμάλωτον από τον φρικώδη
+εκείνον Ιωσίαν Αντώνιον Αλβέζ.<br />
+&nbsp;<br />
+Η ευκαιρία παρουσιάσθη αυτήν εκείνην την ημέραν. Μάγος τις περιοδεύων την
+Αγγόλαν χάριν της τέχνης του, — ο διάσημος εκείνος μάγος ο τοσούτον
+ανυπομόνως αναμενόμενος, — συνέβη να διέλθη το δάσος εκείνο εις το οποίον ο
+Ηρακλής περιεπλανάτο πάσαν νύκτα, καραδοκών, προσέχων και έτοιμος εις
+πάντα.<br />
+&nbsp;<br />
+Να ορμήση κατά του μάγου, να τον δέση εις τον κορμόν δένδρου τοσούτον
+στερεώς ώστε και αυτοί οι αδελφοί Δαβανπόρ δεν θα ηδύναντο να τον λύσωσι, να
+ζωγραφισθή εις το σώμα λαμβάνων ως υπόδειγμα τον μάγον, και να πράξη ότι
+απητείτο όπως εξορκίζη τας βροχάς, πάντα ταύτα ήσαν υπόθεσις ολίγων ωρών,
+αλλ' απητείτο η απίστευτος ευπιστία των ιθαγενών, όπως επιτύχη το έργον.<br />
+&nbsp;<br />
+Εν τη διηγήσει ταύτη, γενομένη ταχέως υπό του Ηρακλέους, ουδείς λόγος εγένετο
+περί του Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και συ, Δικ; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων, </p>
+
+<p>&nbsp;— Εγώ, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο νεαρός δόκιμος, δεν ειμπορώ να σας
+είπω τίποτε. Η τελευταία σκέψις μου ήτο δι' υμάς, διά τον Ζακ. Εις μάτην
+προσεπάθησα να συντρίψω τα δεσμά, τα οποία με εκράτουν εις τον πάσσαλον . . .
+Το ύδωρ είχεν υπερβή την κεφαλήν μου . . Είχον απολέσει τας αισθήσεις μου . . Ότε
+επανέκτησα αυτάς, οπή τις κεκρυμμένη εντός των παπύρων της όχθης ταύτης μοι
+εχρησίμευεν ως άσυλον, και ο Ηρακλής γονυπετής με περιποιείτο. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θεέ μου, τι θα γίνη; απεκρίθη ο Ηρακλής, αφού είμαι ιατρός, γόης,
+μάγος, μάντις, προφήτης;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ηρακλή, ηρώτησεν η κυρία Βέλδων, ειπέ μοι πώς ηδυνήθης να σώσης
+τον Δικ Σανδ;</p>
+
+<p>&nbsp;— Εγώ τον έσωσα, κυρία Βέλδων; απεκρίθη ο Ηρακλής; Το ρεύμα δεν
+έθραυσε τον πάσσαλον εις τον οποίον ήτο δεδεμένος ο πλοίαρχός μας και δεν τον
+παρέσυρεν εν τω μέσω της νυκτός μετά του ξύλου τούτου, εις το μέρος όπου τον
+εύρον ημιθανή; Άλλως τε δε, τόσον δύσκολον ήτο με το σκότος εκείνο να ολισθήση
+τις μεταξύ των εστρωμένων κατά γης θυμάτων, να περιμείνη την καταστροφήν του
+οχυρώματος, να κολυμβήση εις το ύδωρ και καταβάλλων ολίγην τινά δύναμιν να
+αποσπάση διά μιας κινήσεως της χειρός και τον πλοίαρχόν μας και τον πάσσαλον
+εις τον οποίον οι αχρείοι εκείνοι τον είχον προσδέσει; Εις όλα ταύτα ουδέν το
+έκτακτον. Ο πρώτος τυχών θα έπραττε τα αυτά. Ιδού, και αυτός ο κύριος
+Βενέδικτος, ή ο Δίγγος. Τωόντι, διατί όχι ο Δίγγος;</p>
+
+<p>Μικρά υλακή ηκούσθη, και ο Ζακ, λαβών την μεγάλην κεφαλήν του κυνός, τω
+έδωκε ολίγα μικρά φιλικά κτυπήματα. Είτα:</p>
+
+<p>&nbsp;— Δίγγε, ηρώτησε, συ έσωσες τον φίλον μας Δικ;</p>
+
+<p>Και συγχρόνως έσειε την κεφαλήν του κυνός εκ δεξιών προς τα αριστερά.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Λέγει όχι Ηρακλή, επανέλαβεν ο Ζακ. Βλέπεις λοιπόν ότι δεν τον έσωσεν
+αυτός. Δίγγε, ο Ηρακλής έσωσε τον πλοίαρχόν μας;</p>
+
+<p>Και το μικρόν παιδίον ηνάγκασε την αγαθήν κεφαλήν του Δίγγου να κινηθή
+πεντάκις η εξάκις εκ των κάτω προς τα άνω.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Λέγει ναι, Ηρακλή! λέγει ναι! έκραξεν ο μικρός Ζακ. Βλέπεις ότι συ τον
+έσωσες. </p>
+
+<p>&nbsp;— Φίλε Δίγγε, είπεν ο Ηρακλής θωπεύων τον κύνα. Δεν πράττεις καλώς.
+Με είχες υποσχεθή ότι δεν θα με προδώσης. </p>
+
+<p>Ναι, ο Ηρακλής είχε διακινδυνεύσει την ζωήν του, όπως σώση την του Δικ Σανδ.
+Αλλ' ούτω ήτο πεπλασμένος και η μετριοφροσύνη του δεν τω επέτρεπε να
+ομολογήση τούτο. Άλλως τε δε εύρισκε το πράγμα απλούστατον, και επανέλαβεν
+ότι ουδείς των συντρόφων του ήθελε διστάσει να πράξη κατ' εκείνην την
+περίστασιν ό,τι έπραξεν αυτός. </p>
+
+<p>Μετά ταύτα η κυρία Βέλδων ηρώτησε περί του γέροντος Τωμ, του υιού του
+Ακτέωνος του Βαρθολομαίου, των ατυχών συντρόφων της. Έμαθεν ότι είχον
+απέλθει προς την χώραν των λιμνών. Ο Ηρακλής τους είδε διερχομένους μετά της
+συνοδείας των δούλων. Τους ηκολούθησε, χωρίς όμως να εύρη ευκαιρίαν τινά
+όπως συγκοινωνήση μετ' αυτών. Είχον αναχωρήσει! Είχον απολεσθή!</p>
+
+<p>Και τον καλόν γέλωτα του Ηρακλέους διεδέχθησαν παχέα δάκρυα, τα οποία δεν
+προσεπάθει να κρατήση. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μη κλαίετε, φίλε μου, τω είπεν η κυρία Βέλδων. Τις οίδεν εάν ο
+Δίγγος δεν μας κάμη την χάριν να τους επανίδωμεν ημέραν τινά. </p>
+
+<p>Λέξεις τινές επληροφόρησαν τότε τον Δικ Σανδ περί πάντων όσα συνέβησαν
+κατά την διαμονήν της κυρίας Βέλδων εν τω πρακτορείω του Αλβέζ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ίσως, προσέθηκεν αύτη, θα ήτο καλλίτερον να μείνω εις το Καζονδέ.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι αδέξιος όπου είμαι! εφώνησεν ο Ηρακλής. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, Ηρακλή, όχι, απεκρίθη ο Δικ Σανδ. Οι άθλιοι εκείνοι θα εύρισκον
+το μέσον να παρασύρωσι την κυρίαν Βέλδων είς τινα παγίδα. Ας φύγωμεν όλοι
+ομού και άνευ βραδύτητος. Θα φθάσωμεν εις την παραλίαν πριν ή ο Νεγορός
+επιστρέψη εις την Μοσαμέδην. Εκεί, αι πορτογαλικαί αρχαί θα μας παρέξωσιν
+άσυλον και προστασίαν, και όταν ο Αλβέζ παρουσιασθή όπως λάβη τας εκατόν
+χιλιάδας των δολλαρίων . . . <br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Εκατόν χιλιάδας ραβδισμούς εις την κεφαλήν του αχρείου εκείνου
+γέροντος! εφώνησεν ο Ηρακλής, και εγώ αναδέχομαι να τακτοποιήσω τον
+λογαριασμόν. </p>
+
+<p>Εντούτοις, ήτο περιπλοκή, ει και προφανώς η κυρία Βέλδων ουδόλως
+εσκέπτετο να επιστρέψη εις Καζονδέ. Επρόκειτο λοιπόν να προλάβωσι τον
+Νεγορόν. Όλα δε τα μεταγενέστερα σχέδια του Δικ Σανδ ώφειλον να τείνωσι προς
+τον σκοπόν τούτον.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ εξετέλεσεν επί τέλους το σχέδιον εκείνο, όπερ από πολλού είχε
+συλλάβει, να φθάση εις την παραλίαν μεταχειριζόμενος το ρεύμα ποταμίου ή
+ποταμού. Λοιπόν, το ρεύμα ήτο εκεί, η διεύθυνσίς του το έφερε προς βορράν, και
+ήτο πιθανόν ότι εχύνετο εν τω Ζαΐρω. Εν τοιαύτη περιπτώσει, αντί να φθάσωσιν εις
+Άγιον Παύλον της Λοάνδας, η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής θα έφθανον εις τα
+στόμια του μεγάλου εκείνου ποταμού. Αλλ' αδιάφορον· αρκεί ότι συνδρομήν εις
+τας αποικίας εκείνας της κάτω Γουινέας. </p>
+
+<p>Η πρώτη σκέψις του Δικ Σανδ, αποφασίσαντος να κατέλθη το ρεύμα του
+ποταμίου εκείνου, υπήρξε να επιβή επί μιας των πλωτών εκείνων σχεδίων, είδους
+πλεόντων νησιδίων, άτινα παμπληθή φέρονται επί της επιφανείας των
+αφρικανικών ποταμών. </p>
+
+<p>Αλλ' ο Ηρακλής, περιπλανώμενος την νύκτα επί της όχθης ευτύχησε να εύρη
+λέμβον φερομένην κατά τον ρουν του ποταμίου. Ο Δικ Σανδ δεν θα ηδύνατο να
+ευχηθή καλλίτερον, και η τύχη τον εβοήθησε καλώς. Τωόντι δεν ήτο εξ εκείνων των
+στενών λέμβων τας οποίας μεταχειρίζονται συνήθως οι ιθαγενείς. Η υπό του
+Ηρακλέους ευρεθείσα ήτο εξ εκείνων των οποίων το μήκος υπερβαίνει τους
+τριάκοντα πόδας, το πλάτος τους τέσσαρας, και τας οποίας πολλοί κωπηλάται
+σύρουσι ταχέως επί των υδάτων των μεγάλων λιμνών. Η κυρία Βέλδων και οι
+σύντροφοι αυτής ηδύναντο λοιπόν να εγκατασταθώσιν εν αυτή ανέτως, και ήρκει
+να την κρατώσιν εις την διεύθυνσιν του ρεύματος διά τινος οπισθίας κώπης όπως
+κατέλθωσι τον ποταμόν. </p>
+
+<p>Ευθύς εξ αρχής ο Δικ Σανδ, θέλων να διέλθη απαρατήρητος, εσχημάτισε το
+σχέδιον να πλέωσι μόνον την νύκτα. Αλλά εάν έπλεον δώδεκα μόνον ώρας εις τας
+εικοσιτέσσαρας, θα εδιπλασιάζετο η διάρκεια του διάπλου, όστις ηδύνατο να είναι
+μακρός. Ευτυχώς ο Δικ Σανδ επεννόησε να καλύψη την λέμβον διά τινος θόλου εκ
+μακρών χόρτων, άτινα υπεστηρίζοντο υπό δοκού εκτεινομένης από της πρώρας εις
+την πρύμνην, και άτινα κρεμάμενα επί των υδάτων, έκρυπτον και αυτήν την
+μακράν οπισθίαν κώπην. Ήθελέ τις υποθέσει ότι ήτο χορτοσωρός φερόμενος επί
+του ρεύματος εν μέσω των κινουμένων νησίδων. Τοιαύτη δε ήτο η διάταξις της
+καλύβης ταύτης, ώστε τα πτηνά ηπατώντο, και βλέποντα εκεί κόκκους προς
+τροφήν, γλάροι ερυθρόρρυγχοι, αρίγγαι μελανοπτέρυγοι, αλκυόνες λευκόφαιαι,
+ήρχοντο πολλάκις και εκάθηντο εκεί. </p>
+
+<p>Πλην τούτου, η χλοερά εκείνη στέγη εσχημάτιζεν άσυλον κατά του καύσωνος
+του ηλίου. Πλους εκτελούμενος υπό τοιαύτας συνθήκας ηδύνατο λοιπόν να
+εκτελεσθή άνευ κόπου σχεδόν, αλλ' ουχί άνευ κινδύνου.<br />
+&nbsp;<br />
+Τωόντι το διάστημα έμελλε να είναι μακρόν και θα ήτο ανάγκη να προμηθεύωνται
+την καθημερινήν τροφήν. Ένεκα τούτου έπρεπε να θηρεύωσιν εις τας όχθας, εάν η
+αλιεία δεν επήρκει, και ο Δικ Σανδ δεν είχεν άλλο όπλον ειμή εκείνο το οποίον είχε
+λάβει μεθ' εαυτού ο Ηρακλής μετά την προσβολήν του μυρμηκώνος. Αλλ' είχεν
+απόφασιν να μη απολέση ουδεμίαν βολήν. Ίσως μάλιστα, περών το όπλον του διά
+των καλαμών της λέμβου θα ηδύνατο να πυροβολή ασφαλέστερον, ως κάτοικός τις
+καλύβης διά των οπών του καταφυγίου του. </p>
+
+<p>Εν τούτοις η λέμβος παρεσύρετο υπό την επίδρασιν ρεύματος, ην ο Δικ Σανδ
+υπελόγιζεν ουχί μικροτέραν των δύο μιλίων καθ' ώραν. Ήλπιζε λοιπόν να διανύση
+περί τα πεντήκοντα μίλια εντός δύο ανατολών του ηλίου. Αλλ' ένεκα αυτής ταύτης
+της ταχύτητος του ρεύματος εκείνου, απητείτο διαρκής προσοχή προς αποφυγήν
+των προσκομάτων, βράχων, κορμών δένδρων, σκοπέλων του ποταμού. Προσέτι
+υπήρχε φόβος μήπως το ρεύμα εκείνο μετεβάλλετο εις χείμαρρον, εις
+καταρράκτην, όπερ συχνότατον εις τους αφρικανικούς ποταμούς. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ, εις ον η χαρά ότι επανείδε την κυρίαν Βέλδων και το τέκνον αυτής
+απέδωκε τας δυνάμεις του, ετοποθετήθη εις την πρώραν της λέμβου. Διά μέσου
+των μακρών χόρτων το βλέμμα του παρηκολούθει την διεύθυνσιν του ρεύματος και
+είτε διά της φωνής είτε διά της χειρός υπεδείκνυεν εις τον Ηρακλέα, του οποίου η
+στιβαρά χειρ εκράτει την κώπην, τι έδει να πράττη όπως τηρή την πρέπουσαν
+θέσιν. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων, κατακεκλιμένη εις το μέσον επί στρωμνής εκ ξηρών χόρτων,
+ήτο παραδεδομένη εις σκέψεις. Ο εξάδελφος Βενέδικτος, σιωπηλός, συσπών την
+οφρύν εις την θέαν του Ηρακλέους, εις ον δεν συνεχώρει την παρέμβασίν του εις
+την υπόθεσιν του μαντικόρου, σκεπτόμενος την απολεσθείσαν συλλογήν του και
+τας εντομολογικάς σημειώσεις του, των οποίων την αξίαν δεν θα ηδύνατο να
+εκτιμήσωσιν οι ιθαγενείς του Καζονδέ, ήτο εκεί, τους πόδας έχων προτεταμένους,
+τους βραχίονας εσταυρωμένους επί του στήθους, και ανύψου ορμεμφύτως επί του
+μετώπου τα δίοπτρα, τα οποία δεν υπήρχον πλέον επί της ρίνας του. Ο δε μικρός
+Ζακ είχεν εννοήσει ότι δεν έπρεπε να ποιή θόρυβον, αλλ' επειδή το κινείσθαι δεν
+ήτο απηγορευμένον, εμιμείτο τον φίλον του Δίγγον και έτρεχε τετραποδητί από του
+ενός άκρου της λέμβου εις το άλλο. </p>
+
+<p>Κατά τας δύο πρώτας ημέρας η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής ετρέφοντο εκ
+των οικονομιών τας οποίας ο Ηρακλής ηδυνήθη να προμηθευθή προ της
+αναχωρήσεως. Ο Δικ Σανδ δεν εσταμάτησε λοιπόν ειμή επί τινας ώρας της νυκτός,
+όπως αναπαυθή ολίγον. Δεν απέβη όμως εις την ξηράν επιφυλασσόμενος να πράξη
+τούτο, εάν επιέζετο υπό της ανάγκης της ανανεώσεως των τροφών. </p>
+
+<p>Ουδέν επεισόδιον επήλθε κατά την έναρξιν του πλου επί του αγνώστου εκείνου
+ποταμίου, ούτινος το πλάτος δεν ήτο μεγαλείτερον των εκατόν πεντήκοντα ποδών.
+Νησίδια τινά παρεσύροντο εις την επιφάνειάν του και έπλεον μετά της αυτής
+ταχύτητος ως η λέμβος. Ουδείς λοιπόν φόβος να συγκρουσθώσι μετ' αυτών, εκτός
+εάν διέκοπτε την πορείαν των εμπόδιόν τι.<br />
+&nbsp;<br />
+Άλλως δε αι όχθαι εφαίνοντο ότι ήσαν έρημοι. Προφανώς τα μέρη εκείνα της
+περιφερείας του Καζονδέ δεν εσυχνάζοντο υπό των ιθαγενών. </p>
+
+<p>Επί των ακτών άπειρα άγρια φυτά ευρίσκοντσ εν αφθονία και εκόσμουν αυτάς
+διά των ζωηροτάτων χρωμάτων των. Ασκληπιοί, ξίφια, κρίνα, κληματίδες,
+βαλσαμίναι, σκιαδοφόρα, αλόαι, πτερίδες δενδροειδείς, δενδρύλια μυροβόλα,
+εσχημάτιζον τάπητα ασυγκρίτου λαμπρότητος. Δάση τινά έβρεχον ωσαύτως τας
+άκρας των εις τα ρέοντα ύδατα. Άλλα δένδρα διάφορα έκλινον τα φυλλώματα
+αυτών επί της όχθης. Αι υψηλαί αυτών κορυφαί, συνενούμεναι εις ύψος εκατών
+ποδών, απετέλουν κοιτίδια αδιαπέραστα εις τας ηλιακάς ακτίνας. Πολλάκις όμως
+έρριπτον και γέφυραν εκ κλάδων από της μιας όχθης εις την άλλην, και κατά την
+ημέραν της 27, ο μικρός Ζακ, ουχί άνευ μεγάλου θαυμασμού, είδεν αγέλην
+πιθήκων διερχομένων μίαν τοιαύτην γέφυραν και αλληλοκρατουμένων εκ της
+ουράς διά την περίπτωσιν καθ' ήν η γέφυρα εκείνη ήθελε τυχόν συντριβή υπό το
+βάρος των. </p>
+
+<p>Οι πίθηκοι ούτοι, εκ του είδους εκείνου των μικρών σιπανζέ, όπερ ονομάζεται
+σοκός εν τη κεντρώα Αφρική, είναι ασχημότατα προϊόντα του πιθηκικού γένους·
+μέτωπον χαμηλόν, πρόσωπον ανοικτόν κίτρινον, ώτα υψηλά τεθειμένα. Ζώσι κατ'
+αγέλας ανά δέκα, υλακτούσιν ως συνήθεις κύνες και είναι επίφοβοι εις τους
+ιθαγενείς από τους οποίους ενίοτε αρπάζουσι τα παιδία, όπως τα νύττωσιν ή τα
+δάκνωσι. Διερχόμενοι την εκ κληματίδων γέφυραν, ουδόλως υπώπτευον ότι υπό
+τον θαμνώδη εκείνον σωρόν τον οποίον παρέσυρε το ρεύμα, υπήρχεν ακριβώς έν
+μικρόν παιδίον, όπερ θα της εχρησίμευεν ως διασκέδασις. Η μηχανή λοιπόν η
+επινοηθείσα υπό του Δικ Σανδ ήτο κάλλιστα διατεθειμένη, αφού τα οξυδερκή
+εκείνα ζώα ηπατώντο.<br />
+&nbsp;<br />
+Είκοσι μίλια απωτέρω, κατά την αυτήν εκείνην ημέραν η λέμβος εσταμάτησεν
+αίφνης εις την πορείαν της. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι είναι; ηρώτησεν ο Ηρακλής ιστάμενος πάντοτε εις την κώπην της
+πρύμνης. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πρόσκομμά τι, απήντησεν ο Δικ Σανδ, αλλά πρόσκομμα φυσικόν.<br
+/>
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Πρέπει να το συντρίψωμεν, κύριε Δικ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, Ηρακλή, με τον πέλεκυν. Νησίδιά τινα έπλευσαν μέχρις αυτού
+και αντέστη.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Εις έργον λοιπόν πλοίαρχέ μου, εις έργον, απεκρίθη ο Ηρακλής ελθών εις
+το έμπροσθεν μέρος της λέμβου. </p>
+
+<p>Το πρόσκομμα εκείνο εσχηματίζετο εκ της διακλαδώσεως στερεού τινος και
+στιλπνοφύλλου χόρτου, όπερ συστρέφεται περί εαυτό και καθίσταται
+αδιαπέραστον. Ονομάζεται τακατίκα και επιτρέπει να διέρχεταί τις ρεύματα πεζός,
+εάν δεν φοβήται μήπως βυθισθή δώδεκα περίπου δακτύλους εις το χορτώδες
+περίζωμά του. Μεγαλοπρεπείς κλάδοι λωτού εκάλυπτον την επιφάνειαν του
+φραγμού εκείνου. </p>
+
+<p>Ήτο ήδη σκότος. Ο Ηρακλής ηδυνήθη ευκόλως να εξέλθη και τοσούτον
+επιδεξίως μετεχειρίσθη τον πέλεκυν, ώστε μετά δύο ώρας ο φραγμός υπεχώρησε,
+το ρεύμα ήνωσε πάλιν επί των οχθών τα δύο διασχιθέντα ημίσεά του και η λέμβος
+επανέλαβε τον τακτικόν αυτής πλουν.<br />
+&nbsp;<br />
+Πρέπει να ομολογήσωμεν ότι το μέγα εκείνον παιδίον, ο εξάδελφος Βενέδικτος
+ήλπισε προς στιγμήν ότι δεν θα διήρχοντο. Τοιούτος πλους τω εφαίνετο οχληρός.
+Επόθει μάλιστα το πρακτορείον του Ιωσία Αντωνίου Αλβέζ και την καλύβην, ένθα
+ευρίσκετο εισέτι το πολύτιμον αυτού εντομολογικόν κιβώτιον. Η λύπη του ήτο
+πραγματικωτάτη, και κατά βάθος ο δυστυχής εκείνος ανήρ ήτο άξιος ελέους. Ούτε
+έν έντομον εύρισκεν, ούτε έν.<br />
+&nbsp;<br />
+Οποία λοιπόν υπήρξεν η χαρά του όταν ο Ηρακλής — ο μαθητής του — τω έφερε
+φρικώδες τι ζωύφιον όπερ εύρεν είς τι κλωνίον της τακατίκας εκείνης. Παράδοξον
+πράγμα, ο αγαθός μαύρος εφαίνετο ολίγον αμηχανών, όταν έδιδε τούτο εις αυτόν.
+</p>
+
+<p>Αλλά ποίας αναφωνήσεις εξέβαλεν ο εξάδελφος Βενέδικτος, όταν το έντομον
+εκείνο, όπερ εκράτει μεταξύ του δείκτου και του αντίχειρος, το έφερεν όσω το
+δυνατόν εγγύτερον των οφθαλμών του, τους οποίους πλέον μήτε δίοπτρα
+ηδύναντο να βοηθήσωσιν.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ηράκλεις! ανέκραξεν, Ηράκλεις! Α! τούτο αξίζει την συγχώρησίν του.
+Εξαδέλφη Βέλδων! Δικ! Έν εξάπουν μοναδικόν εις το είδος του και καταγωγής
+αφρικανικής. Τούτο τουλάχιστον δεν θα με το φιλονεικήσωσι και δεν θα το
+αποχωρισθώ ενόσω ζω.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Είναι λοιπόν πολυτιμότατον; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εάν είναι πολύτιμον! ανέκραξεν ο εξάδελφος Βενέδικτος. Έντομον το
+οποίον δεν είναι μήτε κολεόπτερον, μήτε υμενόπτερον, όπερ δεν ανήκει εις
+ουδεμίαν των δέκα τάξεων των ανεγνωρισμένων υπό των επιστημόνων· και όπερ
+δεν θα εδίσταζέ τις να κατατάξη μάλλον εις το δεύτερον είδος των αραχνιδών!
+Είδος τι αράχνης, όπερ θα ήτο αράχνη, εάν είχεν οκτώ πόδας, και όπερ είναι
+εντούτοις εξάπουν, αφού δεν έχει ειμή έξ. Α φίλοι μου, ο ουρανός μοι εχρεώστει
+μίαν χαράν και θα δώσω τέλος το όνομά μου εις μίαν επιστημονικήν ανακάλυψιν.
+Το έντομον τούτο θα ονομασθή «εξάπους Βενέδικτος».<br />
+&nbsp;<br />
+Ο ένθους επιστήμων τοσούτον ήτο ευτυχής, τοσούτον ελησμόνει τας παρελθούσας
+και μελλούσας αθλιότητας, ώστε η κυρία Βέλδων και ο Δικ Σανδ τον συνεχάρησαν
+από καρδίας.<br />
+&nbsp;<br />
+Κατ' αυτό το διάστημα η λέμβος εκυλίετο επί των σκοτεινών υδάτων του ποταμίου.
+Η σιωπή της νυκτός εταράσσετο μόνον υπό του κροταλισμού των σωμάτων των
+κροκοδείλων ή του ραγχασμού των ιπποποτάμων, οίτινες έπαιζον επί των οχθών.
+</p>
+
+<p>Είτα διά των κλωνίων των καλαμών, η σελήνη, εμφανισθείσα όπισθεν των
+κορυφών των δένδρων, διέχυσε τας γλυκείας φαύσεις αυτής εντός της λέμβου.
+</p>
+
+<p>Αίφνης επί της δεξιάς όχθης ηκούσθη μακρυνός θόρυβος, έπειτα κρότος
+υπόκωφος, ως εάν γιγαντώδεις αντλίαι ειργάζοντο εν τη σκιά. </p>
+
+<p>Ήσαν πολλαί εκατοντάδες ελεφάντων, οίτινες χορτασθέντες εκ των ξυλωδών
+ριζών, τας οποίας είχον φάγει κατά την ημέραν, ήρχοντο να ποτισθώσιν. Αληθώς
+ηδύνατό τις να πιστεύση ότι όλαι εκείναι αι προβοσκίδες, ταπεινούμεναι και
+ανυψούμενοι διά μιας και της αυτής αυτοματικής κινήσεως, έμελλον να
+αποξηράνωσι το ποτάμιον.<br />
+&nbsp;</p>
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΗ'. </h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΔΙΑΦΟΡΑ ΕΠΕΙΣΟΔΙΑ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Επί οκτώ ημέρας η λέμβος έπλεεν υπό την ώθησιν του ρεύματος και υπό τας
+μνημονευθείσας συνθήκας. Ουδέν επεισόδιον οπωσούν σπουδαίον επεγένετο. Επί
+διαστήματος πολλών μιλίων, το ποτάμιον έλουε τας άκρας μεγαλοπρεπών δασών.
+Είτα η γη, απεγεγυμνωμένη των ωραίων τούτων δένδρων, άφινε τας ελώδεις
+πεδιάδας να εκτείνωνται μέχρι των ορίων του ορίζοντος.<br />
+&nbsp;<br />
+Εάν οι ιθαγενείς έλειπον εκ της χώρας εκείνης, διά το οποίον ουδόλως
+δυσηρεστείτο ο Δικ Σανδ, τα ζώα τουλάχιστον έβριθον εκεί. Ήσαν ζέβροι πέζοντες
+επί των οχθών, άλκαι, κααμάς, είδος αντιλόπων χαριεστάτων, αίτινες εξηφανίζοντο
+μετά της νυκτός, όπως εγκατασταθώσιν υπό των λεοπαρδάλεων, ων ηκούοντο οι
+ορυγμοί και των λεόντων, οίτινες επήδων εις τα υψηλά χόρτα. Μέχρι τότε οι
+φυγάδες ουδέν έπαθον εκ των αγρίων εκείνων σαρκοβόρων του δάσους ή του
+ποταμίου. </p>
+
+<p>Εν τούτοις καθ' ημέραν σηνηθέστερον δε μετά μεσημβρίαν, ο Δικ Σανδ
+προσήγγιζεν εις την μίαν ή την άλλην όχθην, απέβαινεν εκεί και κατώπτευε τα πέριξ
+μέρη. </p>
+
+<p>Έπρεπε τωόντι να πράττη τούτο προς ανανέωσιν της καθημερινής τροφής. Εις
+το μέρος εκείνο εστερημένον πάσης καλλιεργείας δεν ηδύνατό τις να έχη τας
+ελπίδας του εις το μανιόκον ή τον σόργον ή τον αραβόσιτον, καρπούς οίτινες
+απαρτίζουσι την φυτικήν τροφήν των ιθαγενών φυλών. Τα φυτά ταύτα δεν
+εβλάστανον εκεί ειμή εν αγρία καταστάσει και δεν ήσαν εδώδιμα. Ήτο λοιπόν
+ηναγκασμένος ο Δικ Σανδ να θησεύη, ει και ο κρότος του πυροβόλου του ηδύνατο
+να εφελκύση κακήν τινα συνάντησιν. </p>
+
+<p>Ήναπτον πυρ περιστρέφοντες ραβδίον εντός αγρίας συκής κατά τον ιθαγενή
+τρόπον ή μάλλον κατά τον πιθηκικόν τρόπον, καθότι βεβαιούσιν ότι γορίλλοι τινές
+διά τοιούτου τρόπου προμηθεύονται πυρ. Είτα έψηνον διά πολλάς ημέρας ολίγον
+κρέας άλκης ή αντιλόπης. Κατά την ημέραν της 4 Ιουλίου ο Δικ Σανδ κατώρθωσε
+μάλιστα να φονεύση διά μιας μόνης βολής έν ποκού, όπερ τω παρέσχε καλήν
+προμήθειαν τροφής. Το ζώον τούτο έχει μήκος πέντε ποδών, μακρά κέρατα μετά
+δακτυλίων, τρίχωμα ερυθροκίτρινον μετά στιγμάτων λαμπρών, κοιλίαν λευκήν, και
+το κρέας αυτού ευρέθη εξαίρετον. </p>
+
+<p>Εκ τούτου έπεται ότι λαμβανομένων υπ' όψει των σχεδόν καθημερινών τούτων
+αποβάσεων και των ωρών αναπαύσεως τας οποίας έπρεπε να λαμβάνωσι κατά την
+νύκτα των μέχρι της 8 Ιουλίου διανυθέν διάστημα δεν ήτο πλειότερον των εκατόν
+μιλίων. Και όμως ήτο σημαντικόν, και ήδη ο Δικ Σανδ εσκέπτετο πού θα τον έφερε
+το ατελείωτον εκείνο ποτάμιον, του οποίου το ρεύμα δεν απερρόφα εισέτι ειμή
+ελάχιστα τινά παραποτάμια και δεν επλατύνετο σημαντικώς. Η δε γενική αυτού
+διεύθυνσις αφού επί πολύν χρόνον ήτο βόρειος, εκάμφθη τότε εις
+βορειοδυτικήν.<br />
+&nbsp;<br />
+Όπως δήποτε το ποτάμιον εκείνο συνετέλει και τούτο εις εύρεσιν τροφής. Μακραί
+κλιματίδες φέρουσαι εις τας άκρας αυτών ακάνθας εν είδει αγκίστρων, παρείχον
+σαντζίκας λεπτοτάτας εις την γεύσιν, ουζάκας μαύρας λίαν επιζητήτους, μόνδας
+πλατυκεφάλους, και μικρούς δαγάλας φίλους των ρεόντων υδάτων.<br />
+&nbsp;<br />
+Κατά την ημέραν της 9 Ιουλίου, ο Δικ Σανδ εδέησε να επιδείξη άπασαν την
+ψυχραιμίαν του. Ήτο μόνος εις την ξηράν παραφυλλάτων ένα κααμάν, του οποίου
+τα κέρατα εφαίνοντο άνωθεν θαμνώδους πυκνώματος, ότε εις τριάκοντα βημάτων
+απόστασιν ανεπήδησε φοβερός τις κυνηγός, όστις βεβαίως ήλθε να απαιτήση το
+μερίδιόν του εκ της λείας και δεν ήτο τοιούτος ώστε να την εγκαταλείψη. </p>
+
+<p>Ήτο λέων τεραστίου αναστήματος, εξ εκείνων τους οποίους οι ιθαγενείς
+ονομάζουσι καράμος, και ουχί εκ του άνευ χαίτης εκείνου είδους, όπερ καλείται
+λέων του Νυατή. Ο λέων εκείνος είχε πέντε ποδών ύψος, ήτο ζώον φοβερόν.<br />
+&nbsp;<br />
+Δι' ενός άλματος ο λέων επέπεσε κατά του κααμά, τον οποίον η σφαίρα του Δικ
+Σανδ είχε ρίψει χαμαί, και όστις πλήρης έτι ζωής έσπαιρε κράζων υπό τους όνυχας
+του τρομερού ζώου. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ, αφοπλισθείς, δεν έσχε καιρόν να θέση δεύτερον φυσίγγιον εις το
+όπλον του. </p>
+
+<p>Διά πρώτου βλέμματος ο λέων τον είδεν, αλλ' ηρκέσθη κατ' αρχάς να τον
+παρατηρή. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ έμεινε κύριος εαυτού και ουδέν κίνημα εποίησεν. Ενεθυμήθη ότι εν
+τοιαύτη περιστάσει η ακινησία δύναται να γίνη σωτηρία. Δεν επειράθη να
+πληρώση αύθις το όπλον του, αλλ' ούτε προσεπάθησε να φύγη. </p>
+
+<p>Ο λέων τον παρετήρει πάντοτε διά των ερυθρών και φωτοβόλων οφθαλμών
+του. Εδίστασε μεταξύ της μιας λείας και της άλλης, εκείνης ήτις εκινείτο. Εάν ο
+κααμάς δεν συνεσπειρούτο υπό τους όνυχας του λέοντος, ο Δικ Σανδ θα ήτο
+απολωλός. </p>
+
+<p>Δύο στιγμαί παρήλθον τοιουτοτρόπως. Ο λέων έβλεπε τον Δικ Σανδ, και ο Δικ
+Σανδ έβλεπε τον λέοντα, χωρίς να κινήση καν τα βλέφαρα. </p>
+
+<p>Και τότε ο λέων διά μεγαλοπρεπούς κινήσεως του στόματος αναρπάσας τον
+σπαίροντα κααμάν απήγαγεν αυτόν ως λαγωόν, και πλήττων διά της φοβεράς
+ουράς του τα δενδρύλλια εγένετο άφαντος εις τας λόχμας.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ διέμεινεν ακίνητος επί τινας στιγμάς, είτα εγκατέλειπε την θέσιν του,
+και επιστρέψας προς τους συντρόφους του δεν τοις ωμίλησε περί του κινδύνου
+από του οποίου διά της ψυχραιμίας του εσώθη. Αλλ' εάν, αντί να διαπλέωσιν το
+ταχύ εκείνο ρεύμα, οι φυγάδες ηναγκάζοντο να διέλθωσι τας πεδιάδας και τα δάση
+συχναζόμενα υπό ομοίων θηρίων, ίσως την ώραν ταύτην μήτε είς των ναυαγών του
+«Πίλγριμ» θα εσώζετο. </p>
+
+<p>Εν τούτοις, εάν τότε η χώρα ήτο ακατοίκητος, δεν υπήρξεν όμως πάντοτε
+τοιαύτη. Πολλάκις, επί τινων καθιζήσεων του εδάφους, θα ηδύναντο να ανεύρωσιν
+ίχνη αρχαίων χωρίων. Οδοιπόρος ειθισμένος να διατρέχη τα μέρη εκείνα, ως
+έπραττεν ο Δαβίδ Λίβιγγστων, δεν θα ηπατάτο.<br />
+&nbsp;<br />
+Βλέπων τις τα υψηλά εκείνα εξ ευφόρβων ικριώματα καλυβών, και την ιεράν
+συκήν, μεμονωμένως ορθουμένην εν τω μέσω του περιβόλου, θα εβεβαίου ότι
+κώμη τις υπήρχεν άλλοτε εκεί. Αλλά, κατά τα ιθαγενή έθιμα, ο θάνατος αρχηγού
+τινος αρκεί να αναγκάση τους κατοίκους να εγκαταλείψωσι τας κατοικίας των και
+μεταφέρωσιν αυτάς εις άλλο σημείον της χώρας.<br />
+&nbsp;<br />
+Ίσως ωσαύτως εις το μέρος εκείνο, όπερ διέσχιζεν ο ποταμός, φυλαί τινες
+κατώκουν υπό την γην ως εις άλλα μέρη της Αφρικής. Οι άγριοι εκείνοι,
+ευρισκόμενοι εις την εσχάτην βαθμίδα της ανθρωπότητος, μόνον κατά την νύκτα
+εξέρχονται των οπών των ως τα θηρία εκ της φωλεάς των, αλλ' η συνάντησις και
+των μεν και των δε είναι επικίνδυνος.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ δεν ηδύνατο ν' αμφιβάλλη ότι εκεί ήτο τόπος ανθρωποφάγων. Τρις ή
+τετράκις, είς τινα ανοικτά μέρη, εν μέσω τεφρών μόλις ψυχρανθεισών, εύρεν
+ημίκαυστα ανθρώπινα οστά, λείψανα φρικώδους τινός δείπνου. Τους
+ανθρωποφάγους δε εκείνους του άνω Καζονδέ ολεθρία τύχη ηδύνατο να φέρη εις
+τας όχθας εκείνας, καθ' ήν στιγμήν απέβαινεν ο Δικ Σανδ. Τούτου ένεκα δεν
+προσήγγιζε πλέον άνευ μεγάλης ανάγκης και επί τη υποσχέσει του Ηρακλέους ότι
+εις την ελαχίστην ειδοποίησιν θα ώθει ούτος την λέμβον εις τα εμπρός. Ο αγαθός
+μαύρος υπέσχετο τούτο, αλλ' όταν ο Δικ Σανδ απέβαινεν εις την όχθην, δυσκόλως
+απέκρυπτεν από την κυρίαν Βέλδων την θανάσιμον ανησυχίαν του.<br />
+&nbsp;<br />
+Κατά την εσπέραν της 10 Ιουλίου εδέησε να διπλασιάσωσι την προσοχήν των. Επί
+της δεξιάς όχθης υψούτο χωρίον εκ τριακοντάδος κατοικιών επί πασσάλων. Ήσαν
+ηναγκασμένοι να διέλθωσι δι' αυτών, καθότι εις το αριστερόν μέρος ο ποταμός ήτο
+άβατος ένεκα των διεσπαρμένων βράχων.<br />
+&nbsp;<br />
+Αλλά το χωρίον εκείνο κατωκείτο. Πυρά τινα έλαμπον κάτωθεν των καλυβών.
+Ηκούοντο δε φωναί αίτινες ηδύναντο να εκληφθώσιν ως βρυχηθμοί. Εάν κατά
+δυστυχίαν, ως τούτο συμβαίνει πολλάκις, ήσαν μεταξύ των πασσάλων ηπλωμένα
+δίκτυα, θα εξηγείρετο η προσοχή των κατοίκων, καθ' όν χρόνον η λέμβος θα
+προσεπάθει να παραβιάση την δίοδον.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ, καθήμενος εμπρός, έδιδε χαμηλή τη φωνή οδηγίας, όπως αποφύγωσι
+πάσαν σύγκρουσιν μετά των υποποταμίων εκείνων οικοδομών. Η νυξ ήτο καθαρά.
+Έβλεπον μεν αρκούντως όπως διευθύνονται, αλλ' ηδύναντο ωσαύτως να γίνωσιν
+ορατοί.<br />
+&nbsp;<br />
+Παρήλθον στιγμαί τινες τρομεραί. Δύο ιθαγενείς, συνδιαλεγόμενοι υψηλή τη
+φωνή, εκάθηντο συνεσπειρωμένοι επί των πασσάλων, μεταξύ των οποίων το
+ρεύμα παρέσυρε την λέμβον, της οποίας η διεύθυνσις δεν ηδύνατο να μεταβληθή
+διά της στενοτάτης εκείνης διόδου. Δεν θα την έβλεπον λοιπόν, και εις τας κραυγάς
+των δεν υπήρχε φόβος μήπως όλη η κώμη ήθελε προσδράμει;</p>
+
+<p>Διάστημά τι εκατόν ποδών το πολύ έμενε να διανυθή, ότε ο Δικ Σανδ ήκουσε
+τους δύο ιθαγενείς ανταποκρινομένους ζωηρότερον. Ο είς εδείκνυεν εις τον άλλον
+τον θαμνώδη σωρόν, όστις έπλεε και ηπείλει να σχίση τα δίκτυα, τα οποία κατ'
+εκείνην την στιγμήν κατεγίνοντο να απλώσωσι.<br />
+&nbsp;<br />
+Ενώ δε τα ανέσυρον κατεσπευσμένως προσεκάλεσαν και άλλους προς
+βοήθειαν.<br />
+&nbsp;<br />
+Πέντε ή εξ μαύροι κατρεκύλισαν αμέσως διά των πασσάλων και εκαθέσθησαν επί
+των συνοδευουσών αυτούς εγκαρσίων δοκών εκφέροντες κραυγάς, τας οποίας
+αδύνατον να φαντασθή τις. </p>
+
+<p>Εξ εναντίας εν τη λέμβω απόλυτος επεκράτει σιγή εκτός διαταγών τινων του Δικ
+Σανδ διδομένων χαμηλή τη φωνή· και ακινησία τελεία, εκτός της τακτικής κινήσεως
+του δεξιού βραχίονος του Ηρακλέους χειριζομένου την κώπην, ενίοτε υπόκωφος
+γρυλλισμός του Δίγγου, του οποίου ο μικρός Ζακ εκράτει τας δύο σιαγόνας
+συνεσφιγμένας εντός των χειρών του· έξω ο μορμυρισμός του ρεύματος
+συντριβομένου επί των πασσάλων· άνωθεν δε αι άγριαι φωναί των
+ανθρωποφάγων. </p>
+
+<p>Εν τούτοις οι ιθαγενείς έσυρον ταχέως τα δίκτυα. Εάν ανηγείρονται εγκαίρως, η
+λέμβος θα διήρχετο, άλλως θα περιεπλέκετο, και αλλοίμονον εις εκείνους οίτινες
+έπλεον μετ' αυτής! Όσον δ' αφορά την μεταβολήν ή την διακοπήν της πορείας, ο
+Δικ Σανδ δεν ηδύνατο να επιτύχη τούτο, καθότι το ρεύμα βιαιότερον εις το στενόν
+εκείνο μέρος, τον παρέσυρεν ταχύτερον. </p>
+
+<p>Μετά ήμισυ λεπτόν της ώρας η λέμβος εισήλθε μεταξύ των πασσάλων. Εξ
+ακατανοήτου δε τύχης οι ιθαγενείς διά τελευταίας προσπαθείας ανέσυρον τα
+δίκτυα. </p>
+
+<p>Αλλ' η λέμβος διερχομένη, ως είχε φοβηθή ο Δικ Σανδ, απώλεσε μέρος των
+χόρτων, άτινα εκυμάτιζον εις την δεξιάν πλευράν αυτής. </p>
+
+<p>Είς των ιθαγενών εξέφερε κραυγήν. Είχεν άρα γε ιδεί τους εν αυτή
+κρυπτομένους και ειδοποίησε τους συντρόφους του; . . . Το πράγμα ήτο πλέον ή
+πιθανόν. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού ήσαν ήδη μακράν, και μετά τινας στιγμάς υπό την
+ώθησιν του ρεύματος εκείνου μεταβεβλημένου εις είδος τι χειμάρρου έχασαν εκ
+της οράσεώς των το υποβρύχιον χωρίον.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Εις την αριστεράν όχθην! διέταξεν ο Δικ Σανδ εκ φρονήσεως. Η κοίτη
+έγινε πάλιν βατή. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εις την αριστεράν όχθην, είπεν ο Ηρακλής, δίδων ισχυράν στροφήν
+εις την κώπην. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ εκαθέσθη πλησίον του και παρετήρησε την επιφάνειαν των υδάτων,
+τα οποία η σελήνη εφώτιζε ζωηρώς και ουδέν ύποπτον είδεν. Ουδεμία λέμβος τον
+κατεδίωκεν. Ίσως οι άγριοι εκείνοι δεν είχον τοιαύτην, και όταν ανέτειλεν η ημέρα
+μήτε επί των οχθών συνέβη τι. Εν τούτοις, προς μείζονα προφύλαξιν, η λέμβος
+παρηκολούθησε σταθερώς την αριστεράν όχθην. </p>
+
+<p>Κατά τας τέσσαρας ακολούθους ημέρας, από της 11 μέχρι της 14 Ιουλίου, η
+κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής παρετήρησαν ότι το μέρος εκείνο της χώρας είχε
+μεταβλητή επαισθητώς. Δεν ήτο μόνον τόπος έρημος, αλλά καθαυτό έρημος, και
+ηδύνατό τις να την παραβάλη προς την Καλαχάρην, εκείνην την εξερευνηθείσαν
+υπό του Λιβιγγστώνος κατά την πρώτην αυτού περιήγησιν. Το αυχμηρόν έδαφος
+δεν ανεμίμνησκε τας ευφόρους πεδιάδας της άνω χώρας. </p>
+
+<p>Και πάντοτε ο ατέρμων εκείνος ρύαξ, ον ηδύναντο καλώς να ονομάσωσι
+ποταμόν, επειδή εφαίνετο ότι απέληγεν εις αυτόν, τον Ατλαντικόν. </p>
+
+<p>Το ζήτημα της τροφής εις τον ξηρόν εκείνον τόπον κατέστη δύσλητον. Ουδέν
+υπελείπετο πλέον εκ των προσλαβουσών οικονομιών. Η αλιεία ήτο μηδαμινή, η
+θήρα εξέλειπεν. Άλκαι, αντιλόπαι, ποκού και άλλα ζώα δεν θα εύρισκον πώς να
+ζήσωσιν εις την έρημον εκείνην, μετ' αυτών δε θα συνεξηφανίζοντο και τα
+σαρκοβόρα. </p>
+
+<p>Τούτου ένεκα την νύκτα δεν αντήχουν πλέον οι συνήθεις βρυχηθμοί, αλλά
+μόνον η συναυλία εκείνη των βατράχων, την οποίαν ο Καμερών παραβάλλει προς
+τον θόρυβον των πακτωτών και των τρυπητών ναυπηγείων. </p>
+
+<p>Επί των δύο οχθών η πεδιάς ήτο ομαλή και γυμνή δένδρων μέχρι των
+απωτάτων λόφων, οίτινες περιώριζον αυτήν προς ανατολάς και προς δυσμάς. Τα
+εφόρβια εφύοντο μόνα και άφθονα· ουχί τα ευφορβιοειδή εκείνα τα παράγοντα
+τον άλευρον του μανιακού, αλλ' εκείνα άτινα παράγουσιν έλαιον δυνάμενον να
+χρησιμεύση προς διατροφήν. </p>
+
+<p>Έπρεπεν εν τούτοις να μεριμνήσωσι περί τροφής. Ο Δικ Σανδ, δεν είξευρε τι να
+πράξη, ο δε Ηρακλής τω υπέμνησεν εγκαίρως ότι οι ιθαγενείς έτρωγον πολλάκις
+νεαρούς βλαστούς πτερίδων και τον μυελόν εκείνον, ον περιέχει ο κορμός του
+παπύρου. Αυτός ο ίδιος ενώ παρηκολούθει διά του δάσους την συνοδείαν του Ιβν
+Χαμή, ηναγκάσθη πλέον ή άπαξ να καταφύγη εις το μέσον τούτο όπως κατευνάση
+την πείναν του. Ευτυχώς πτερίδες και πάπυροι υπήρχον άφθονοι κατά μήκος της
+όχθης και ο μυελός, του οποίου η ουσία είναι σακχαρώδης, πολύ ήρκεσεν εις
+όλους ιδιαιτέρως δε εις τον μικρόν Ζακ. Εν τούτοις η τροφή αύτη δεν ήτο
+ενδυναμωτική, αλλά την επιούσαν, χάρις εις τον εξάδελφον Βενέδικτον εύρον
+καλλιτέραν. </p>
+
+<p>Από της ανακαλύψεως του «Εξάποδος Βενεδίκτου», όπερ έμελλε να
+απαθανατίση το όνομά του, ο εξάδελφος Βενέδικτος επανέλαβε τον συνήθη βίον
+του. Αφού έθεσε το έντομον εις μέρος ασφαλές, δηλαδή το καθήλωσε διά
+καρφίδος εις το υπόστρωμα του πίλου του, ο επιστήμων επανέλαβε τας
+αναζητήσεις του κατά τας ώρας της αποβάσεως. Κατ' εκείνην λοιπόν την ημέραν
+ερευνών εις τα υψηλά χόρτα, εξήγειρε πτηνόν τι, του οποίου το πτέρωμα είλκυσε
+την προσοχήν του. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ ητοιμάσθη να πυροβολήση, ότε ο εξάδελφος Βενέδικτος
+ανέκραξε:</p>
+
+<p>&nbsp;— Μη πυροβολήτε, Δικ, μη πυροβολήτε. Πτηνόν διά πέντε άτομα θα ήτο
+ανεπαρκές. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα αρκέση εις τον Ζακ, απεκρίθη ο Δικ Σανδ σκοπεύων εκ δευτέρου
+το πτηνόν, όπερ δεν έσπευδε να πετάξη. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, όχι, επανέλαβεν ο εξάδελφος Βενέδικτος. Μη πυροβολήτε. είναι
+δείκτης, και θα μας προμηθεύση άφθονον μέλι. </p>
+
+<p>Ο Δικ κατεβίβασε το όπλον του υπολογίζων επί τέλους ότι λίτραι τινές μέλιτος
+ήσαν προτιμότεροι ενός πτηνού, και αμέσως αυτός και ο εξάδελφος Βενέδικτος
+ηκολούθησαν τον δείκτην, όστις επικαθήμενος και ανιπτάμενος αλληλοδιαδόχως
+τους προσεκάλει να τον ακολουθήσωσι. </p>
+
+<p>Δεν ηναγκάσθησαν να μεταβώσι μακράν, και μετά τινα λεπτά της ώρας γηραιοί
+κορμοί κεκρυμμένοι μεταξύ των ευφορβίων ενεφανίσθησαν εν τω μέσω ηχηρού
+βόμβου μελισσών. </p>
+
+<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος θα επεθύμει ίσως να μη στερήση από τα βιομήχανα
+εκείνα υμενόπτερα τον καρπόν της εργασίας των. Αλλ' ο Δικ Σανδ δεν εννόει τούτο.
+Εκάπνισε τας μελίσσας διά ξηρών χόρτων και συνέλεξε μεγάλην ποσότητα μέλιτος.
+Είτα εγκαταλείπων εις τον δείκτην τας μελικηρίδας, αίτινες απαρτίζουσι το μερίδιον
+του κέρδους του, επανήλθε μετά του εξαδέλφου Βενεδίκτου εις την λέμβον. </p>
+
+<p>Το μέλι εγένετο ευχαρίστως δεκτόν, αλλ' επί τέλους μικρόν πράγμα ήτο·
+άπαντες θα υπέφερον σκληρώς εκ της πείνης, εάν κατά την ημέραν της 12 η λέμβος
+δεν έφθανε πλησίον όρμου βρίθοντος εξ ακρίδων. Ήσαν μυριάδες, και εκάλυπτον
+το έδαφος και τους θάμνους ανά δύο και τρεις σειράς. Επειδή δε ο εξάδελφος
+Βενέδικτος είπεν ότι οι ιθαγενείς ετρέφοντο πολλάκις διά των ορθοπτέρων εκείνων
+— όπερ ήτο ακριβέστατον — επέπεσαν επί του μάννα εκείνου. Υπήρχον εκεί
+τοσαύται ώστε να φορτώσωσι δεκάκις την λέμβον, και φρυγόμεναι επί πυρός
+ησύχου, αι εδώδιμοι αύται ακρίδες δύνανται να φανώσιν εξαίρετοι και εις αυτούς
+τους ολιγώτερον πεινώντας ανθρώπους. Εις το μερίδιόν του ο εξάδελφος
+Βενέδικτος έφαγεν αρκετήν ποσότητα, στενάζων μεν αληθώς, αλλ' όμως έφαγεν.
+</p>
+
+<p>Εν τούτοις ήτο καιρός να λάβη πέρας η μακρά αύτη σειρά ηθικών και φυσικών
+δοκιμασιών. Ει και ο πλους επί του ταχέος εκείνου ποταμίου δεν υπήρξε
+κοπιαστικός, όσον ήτο η πορεία εις τα πρώτα δάση της χώρας, εν τούτοις ο
+υπερβολικός καύσων της ημέρας, αι υγραί αναθυμιάσεις της νυκτός, αι αδιάκοποι
+επιθέσεις των κωνώπων, πάντα ταύτα καθίστων πάλιν οχληράν την του ρεύματος
+κάθοδον. Ήτο καιρός πλέον να φθάσωσι και εν τούτοις ο Δικ Σανδ δεν ηδύνατο να
+προσδιορίση ουδέν τέρμα εις τον πλουν εκείνον. Οκτώ ημέρας θα διήρκει ή ένα
+μήνα; ουδεμία ένδειξις. Εάν το ποτάμιον έρρεε κατ' ευθείαν προς δυσμάς, θα
+ευρίσκοντο ήδη επί της βορείας ακτής της Αγγόλας, αλλ' η γενική διεύθυνσις
+υπήρξε μάλλον βορεινή και τοιουτοτρόπως θα έπλεον επί πολύν χρόνον, πριν
+φθάσωσιν εις την παραλίαν. Ήτο λοιπόν ο Δικ Σανδ εις άκρον ανήσυχος, ότε
+εγένετο αίφνης μεταβολή διευθύνσεως κατά την πρωίαν της 14 Ιουλίου. </p>
+
+<p>Ο μικρός Ζακ ήτο εις το έμπροσθεν μέρος της λέμβου και παρετήρει διά των
+καλάμων, ότε μεγάλη έκτασις ύδατος εφάνη εις τον ορίζοντα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Η θάλασσα! ανεφώνησεν. </p>
+
+<p>Εις την λέξιν ταύτην ο Δικ Σανδ ανεσκίρτησε και ήλθε πλησίον του μικρού Ζακ.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Η θάλασσα! είπεν. Όχι, όχι ακόμη, αλλά τουλάχιστον ποταμός όστις
+ρέει προς δυσμάς, και του οποίου παραπόταμος είναι ο παρών. Ίσως είναι ούτος ο
+Ζαΐρος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο Θεός να σε εισακούση, Δικ, είπεν η κυρία Βέλδων. Ναι, διότι εάν
+ήτο ο Ζαΐρος εκείνος ή Κόγγος τον οποίον ο Στάνλεϋ έμελλε να ανακαλύψη μετά
+τινα έτη, δεν είχον πλέον να πράξωσι άλλο ειμή να κατέλθωσι το ρεύμα του, όπως
+φθάσωσιν εις τας πορτογαλικός κώμας του στομίου. Ο Δικ Σανδ ήρχισε να πιστεύη
+το τοιούτο. </p>
+
+<p>Κατά τας ημέρας της 15, 16, 17 και 18 Ιουλίου, εν τω μέσω χώρας ολιγώτερον
+ξηράς, η λέμβος έπλευσεν επί των αργυροστίλπνων υδάτων του ποταμού. Εν
+τούτοις αι αυταί προφυλάξεις ελαμβάνοντο και εφαίνετο πάντοτε ότι το ρεύμα
+εκύλιε σωρόν χόρτων.<br />
+&nbsp;<br />
+Μετά τινας ώρας βεβαίως οι επιζώντες του «Πίλγριμ» θα έβλεπον το τέρμα των
+δυστυχιών των. Εις έκαστον θα απεδίδετο αναλόγως, η μερίς της αφοσιώσεως και
+εάν ο νεαρός δόκιμος δεν διεξεδίκει την μεγαλειτέραν, η κυρία Βέλδων θα την
+διεξεδίκει υπέρ αυτού. </p>
+
+
+<p>Αλλά κατά την νύκτα της 18 Ιουλίου συνέβη τι, όπερ έμελλε να διακινδυνεύση
+την σωτηρίαν πάντων.<br />
+&nbsp;<br />
+Περί την τρίτην ώραν της πρωίας, μακρυνός θόρυβος ηκούσθη προς δυσμάς. Ο Δικ
+Σανδ, πλήρης αγωνίας ηθέλησεν να μάθη πόθεν προήρχετο ο θόρυβος εκείνος. Ενώ
+δε η κυρία Βέλδων, ο Ζακ και ο εξάδελφος Βενέδικτος εκοιμώντο εις το βάθος της
+λέμβου, προσεκάλεσε τον Ηρακλέα εις την πρώραν και τω συνέστησε να ακροασθή
+μετά μεγάλης προσοχής. </p>
+
+<p>Η νυξ ήτο ήσυχος. Ουδεμία πνοή εκίνει τα ατμοσφαιρικά στρώματα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είναι θόρυβος θαλάσσης! είπεν ο Ηρακλής του οποίου οι οφθαλμοί
+ήστραψαν εκ χαράς.</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, κινών την κεφαλήν . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι είναι λοιπόν; ηρώτησεν ο Ηρακλής. </p>
+
+<p>Ας περιμείνωμεν την ημέραν, αλλ' ας προσέχωμεν πολύ. Μετά την απόκρισιν, ο
+Ηρακλής επανήλθεν εις την θέσιν του. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ έμεινεν εις το έμπροσθεν μέρος και ηκροάζετο πάντοτε. Ο θόρυβος
+ηύξανε. Μετ' ολίγον ηκούετο ως μυκηθμός μακρυνός. </p>
+
+<p>Η ημέρα εφάνη, σχεδόν άνευ ηούς. Άνωθεν του ποταμού, εις απόστασιν
+ημίσεως περίπου μιλίου, είδος τι νέφους εκυμαίνετο εν τη ατμοσφαίρα. Αλλά δεν
+ήσαν ατμοί, τούτο δε εγένετο καταφανές ότε, από τας πρώτας ηλιακάς ακτίνας,
+αίτινες διήλθον διασχίσασαι αυτούς, θαυμασία ίρις ανεπτύχθη από της μιας εις την
+άλλην όχθην. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εις την όχθην! έκραξεν ο Δικ Σανδ, του οποίου η φωνή αφύπνισε την
+κυρίαν Βέλδων. Υπάρχουσι καταρράκται! Τα νέφη ταύτα είναι ύδωρ
+κονιοποιημένον. Εις την όχθην, Ηρακλή!</p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ δεν ηπατάτο. Εμπρός το έδαφος εξηφανίζετο επί εκατόν πόδας από
+της κοίτης του ποταμού, του οποίου τα ύδατα εβαραθρούντο μετ' αγερώχου αλλ'
+ακατασχέτου ορμής. Ήμισυ μίλιον έτι και η λέμβος θα παρεσύρετο εις την άβυσον.
+</p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΘ'. </h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>Σ. Β. </b></p>
+
+<p>
+<br />
+Ο Ηρακλής, δι' ισχυρού κινήματος της κώπης, ώρμησε προς την αριστεράν όχθην.
+Άλλως τε το ρεύμα δεν ήτο ταχύ εις το μέρος εκείνο και η κοίτη του ποταμού
+διετήρει μέχρι των καταρρακτών την τακτικήν αυτής κλίσιν. Ως είπομεν ήδη το
+έδαφος εξηφανίζετο αίφνης και η έλξις δεν εγίνετο επαισθητή ειμή τριακοσίους ή
+τετρακοσίους πόδας κάτωθεν του καταρράκτου. </p>
+
+<p>Επί της αριστεράς όχθης υψούντο μεγάλα δάση πυκνότατα. Ουδέν φως εισέδυε
+διά του αδιαπεράστου αυτών παραπετάσματος. Ο Δικ Σανδ μετά τρόμου έβλεπε
+την γην εκείνην κατοικουμένην υπό των ανθρωποφάγων του κάτω Κόγγου, την
+οποίαν τώρα έπρεπε να διέλθωσι, καθότι η λέμβος δεν ηδύνατο πλέον να
+ακολουθήση το ρεύμα. Περί μεταφοράς της λέμβου κάτωθεν των καταρρακτών
+μήτε σκέψις ηδύνατο να γίνη. Ήτο λοιπόν φοβερόν δυστύχημα πλήττον τους
+δυστυχείς εκείνους κατά την παραμονήν ίσως της αφίξεώς των εις τας
+πορτογαλικάς κώμας του στομίου. Αλλ' αφού εβοήθησαν αλλήλους τόσον καλώς,
+δεν θα τους εβοήθει και ο Θεός;</p>
+
+<p>Η λέμβος έφθασε μετ' ολίγον εις την αριστεράν όχθην του ποταμού. Καθ' όσον
+δε επλησίαζεν, ο Δίγγος έδιδε παράδοξα σημεία ανυπομονησίας και θλίψεως
+συγχρόνως. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ όστις τον παρετήρει, — καθότι τα πάντα ήσαν κίνδυνος, — εσκέφθη
+μήπως θηρίον ή ιθαγενής εκρύπτετο εντός των παπύρων της ακτής. Αλλ'
+εβεβαιώθη μετ' ολίγον ότι η ταραχή του ζώου δεν προήρχετο εξ οργής. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα έλεγέ τις ότι κλαίει! έκραξεν ο μικρός Ζακ περιβάλλων τον Δίγγον
+διά των δύο βραχιόνων του. </p>
+
+<p>Ο Δίγγος διέφυγε και πηδήσας εις το ύδωρ, ότε η λέμβος απείχε της όχθης περί
+τα είκοσι βήματα, έφθασεν εις την ξηράν και εγένετο άφαντος μεταξύ των χόρτων.
+</p>
+
+<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/147.jpg" width="278"
+height="400"
+alt="και εγένετο άφαντος μεταξύ των χόρτων" border="2" /><br /></p>
+
+<p>Μήτε η κυρία Βέλδων, μήτε ο Δικ Σανδ, μήτε ο Ηρακλής ήξευρον τι να
+σκεφθώσιν. </p>
+
+<p>Μετά τινας στιγμάς έφθασαν εν τω μέσω πρασίνου αφρού φυκών και άλλων
+υδατωδών φυτών. Αλτυόνες τινές, εκφέρουσαι οξέα συρίγματα, και μικροί ερωδιοί
+λευκοί ως η χιών, απέπτησαν αμέσως. Ο Ηρακλής προσέδεσε στερεώς την λέμβον
+εις κορμόν μαγγλίου, και όλοι απέβησαν εις την όχθην, άνωθεν της οποίας έκλινον
+μεγάλα δένδρα. </p>
+
+<p>Ουδεμία κεχαραγμένη ατραπός εν τω δάσει εκείνω. Εν τούτοις τα πεπατημένα
+βρύα του εδάφους εμαρτύρουν ότι εσχάτως διήλθον εκείθεν ιθαγενείς ή ζώα.<br
+/>
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ έχων το όπλον πεπληρωμένον, και ο Ηρακλής, κρατών τον πέλεκυν είς
+την χείραν, μόλις επροχώρησαν δέκα βήματα ότε επανεύρον τον Δίγγον. Ο κύων,
+την ρίνα έχων εις την γην, ηκολούθει, ίχνος τι, εκφέρων πάντοτε υλακάς. Πρώτη
+ανεξήγητος προαίσθησις τον είχε ελκύσει εις το μέρος εκείνο της όχθης, άλλη
+δευτέρα τον είλκυε τότε εις τα βάθη των δασών. Πάντες είδον τούτο προφανώς.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Προσοχή! είπεν ο Δικ Σανδ. Κυρία Βέλδων, κύριε Βενέδικτε, Ζακ, μη
+μας εγκαταλείπετε. — Προσοχή, Ηράκλεις. </p>
+
+<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Δίγγος ανύψου την κεφαλήν, και διά μικρών
+αλμάτων προεκάλει να τον ακολουθήσωσι. </p>
+
+<p>Μετ' ολίγας στιγμάς η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής τον έφθασαν εις τας
+ρίζας γηραιάς συκομορέας εν τω μέσω του πυκνοτάτου μέρους του δάσους. </p>
+
+<p>Εκεί υψούτο κατεστραμμένη καλύβη προ της οποίας ο Δίγγος υλάκτει
+θρηνωδώς.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ποίος άραγε είναι εκεί; έκραξεν ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>Εισήλθεν εν τη καλύβη. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων και οι άλλοι τον ηκολούθησαν. </p>
+
+<p>Το έδαφος ήτο εστρωμένον υπό οστών λευκαθέντων ήδη υπό την επίδρασιν της
+ατμοσφαίρας.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Άνθρωπος απέθανεν εις την καλύβην ταύτην, είπεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και τον άνθρωπον τούτον ο Δίγγος τον εγνώριζεν απεκρίθη ο Δικ
+Σανδ. Θα ήτο ίσως ο κύριός του. Α! ιδέτε!</p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ εδείκνυεν εις το βάθος της καλύβης τον απογεγυμνωμένον κορμόν
+της συκομορέας. </p>
+
+<p>Εκεί εφαίνοντο δύο μεγάλα ερυθρά γράμματα, σχεδόν εξηλειμμένα ήδη, τα
+οποία όμως ηδύνατό τις έτι να διακρίνη.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δίγγος επέθεσε τον δεξιόν πόδα επί του δένδρου και εφαίνετο δεικνύων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Σ. Β.! έκραζε ο Δικ Σανδ. Τα γράμματα εκείνα τα οποία ο Δίγγος
+διέκρινε μεταξύ όλων. Τα αρχικά τα οποία φέρει εις το περιλαίμιόν του.<br />
+&nbsp;<br />
+Δεν ετελείωσε την φράσιν του, και κύψας έλαβεν μικρόν χάλκινον κυτίον όλως
+οξειδωμένον, όπερ ευρίσκετο εις γωνίαν τινα της καλύβης.<br />
+&nbsp;<br />
+Το κυτίον εκείνο ηνεώχθη και έπεσεν εξ αυτού τεμάχιον χάρτου επί του οποίου ο
+Δικ Σανδ ανέγνωσε τας ακολούθους λέξεις:</p>
+
+<p>«Δολοφονηθείς . . ληστευθείς υπό του οδηγού μου Νεγορού . . . τη 3
+Δεκεμβρίου 1871 . . ενταύθα., 120 μίλια μακράν της ακτής . . ο Δίγγος ιδικός μου.
+</p>
+
+<p>«Σ. ΒΕΡΝΩΝ»</p>
+
+<p>Η επιστολή έλεγε τα πάντα. Ο Σαμουήλ Βερνών, αναχωρήσας μετά του κυνός
+του Δίγγου όπως εξερευνήση την κεντρώαν Αφρικήν, ωδηγείτο υπό του Νεγορού.
+Τα χρήματα, άτινα έφερε μεθ' εαυτού, ηρέθισαν την πλεονεξίαν του αθλίου, όστις
+απεφάσισε να τα αρπάση. Ο Γάλλος περιηγητής, φθάσας εις το μέρος εκείνο των
+οχθών του Κόγγου κατεσκήνωσεν εν τη καλύβη εκείνη. Εκεί, επλήγη θανατηφόρως,
+εληστεύθη, εγκατελείφθη. </p>
+
+<p>Συντελεσθέντος του φόνου, ο Νεγορός έφυγε βεβαίως, και τότε περιέπεσεν εις
+χείρας των Πορτογάλων. Αναγνωρισθείς ως είς των πρακτόρων του σωματεμπόρου
+Αλβέζ, και μετενεχθείς εις Άγιον Παύλον της Λοάνδας, κατεδικάσθη να διέλθη τον
+βίον του εις έν των σοφρωνιστηρίων της αποικίας, Γνωρίζομεν πώς κατώρθωσε να
+αποδράση να φθάση εις την Νέαν Ζηλανδίαν, και πώς απεβιβάσθη εις το «Πίλγριμ»
+προς δυστυχίαν των επιβατών αυτού. Αλλά τι συνέβη μετά το έγκλημα; ευκόλως
+εννοείται. Ο ατυχής Βερνών, πριν αποθάνη, έλαβε προδήλως καιρόν να γράψη το
+επιστόλιον όπερ συν τη χρονολογία και τω αιτίω της δολοφονίας, ανέφερε και το
+όνομα του δολοφόνου. Το επιστόλιον εκείνο εν τω οποίω βεβαίως υπήρχε το
+κλαπέν αργύριον, και δι' εσχάτης αγωνίας ο αιματόφυρτος δάκτυλός του εχάραξεν
+ως επιτάφιον τα αρχικά γράμματα του ονόματός του. Προ των δύο εκείνων
+γραμμάτων ο Δίγγος θα έμεινε πολλάς ημέρας. Έμαθε να τα διακρίνη. Δεν έμελλε
+πλέον να τα λησμονή. Είτα επανελθών εις την ακτήν, παρελήφθη υπό του
+πλοιάρχου του «Βάλδεκ» και ακολούθως μετέβη εις το «Πίλγριμ», όπου συνηντήθη
+μετά του Νεγορού. Καθ' όλον εκείνο το διάστημα, τα οστά του περιηγητού
+ελευκαίνοντο εις το καλύβιον του απωτάτου εκείνου δάσους της κεντρώας
+Αφρικής, και μόνον εις την ενθύμησιν του κυνός επέζων. Ναι, τα πράγματα θα
+συνέβησαν τοιουτοτρόπως, ο δε Δικ Σανδ και ο Ηρακλής ητοιμάζοντο να δώσωσι
+ταφήν χριστιανικήν εις τα λείψανα του Σαμουήλ Βερνών, ότε ο Δίγγος εκφέρων
+υλακήν λυσσώδη ώρμησεν έξω της καλύβης. </p>
+
+<p>Σχεδόν αμέσως, φρικώδεις κραυγαί ηκούσθησαν εις μικράν απόστασιν.
+Προδήλως, άνθρωπος τις συνεπλάκη μετά του ρωμαλέου ζώου. </p>
+
+<p>Ο Ηρακλής έπραξεν ό,τι έπραξεν ο Δίγγος. Ώρμησε και αυτός έξω της καλύβης,
+ο δε Δικ Σανδ η κυρία Βέλδων, ο Ζακ και ο Βενέδικτος, ακολουθούντες τα ίχνη του
+τον είδον να ορμά καθ' ενός ανθρώπου, όστις εκυλίσθη κατά γης κρατούμενος εκ
+του λαιμού διά των φοβερών οδόντων του κυνός.<br />
+&nbsp;<br />
+Ήτο ο Νεγορός. </p>
+
+<p>Μεταβαίνων εις το στόμιον του Ζαΐρου ίνα επιβιβασθή διά την Αμερικήν ο
+κακούργος εκείνος, αφού άφησε την συνοδείαν του όπισθεν, ήλθεν εις αυτό εκείνο
+το μέρος ένθα εδολοφόνησε τον οδοιπόρον, όστις είχεν εμπιστευθή εις αυτόν. </p>
+
+<p>Αλ' έπραξε τούτο ουχί άνευ λόγου, και πάντες το εννόησαν, όταν είδον δράκας
+τινας χρυσών γαλλικών νομισμάτων, άτινα έστιλβον εις οπήν τινα αρτίως
+ορυχθείσαν παρά τας ρίζας δένδρου. Ο Νεγορός είχε κρύψει το προϊόν της κλοπής
+επί τω σκοπώ να επανέλθη ημέραν τινά να το αναλάβη και έμελλε τωόντι να λάβη
+τα χρήματα εκείνα, ότε ο Δίγγος τον ανεκάλυψε και ώρμησε κατ' αυτού.
+Καταπλαγείς ο άθλιος έσυρε την μάχαιράν του και εκτύπησε τον κύνα, καθ' ήν
+στιγμήν ο Ηρακλής επέπεσε κατ' αυτού κράζων. </p>
+<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/211.jpg" width="357"
+height="490"
+alt="ο Δίγγος τον ανεκάλυψε και ώρμησε κατ' αυτού" border="2" /><br /></p>
+
+<p>&nbsp;— Άθλιε: Θα σε πνίξω τέλος πάντων!</p>
+
+<p>Τετέλεσται. Ο Πορτογάλος δεν έδιδε πλέον σημείον ζωής, πληγείς δύναται τις
+ειπείν υπό της θείας δικαιοσύνης και εν τω αύτω μέρει ένθα το έγκλημα
+διεπράχθη. Αλλ' ο πιστός κύων είχεν λάβει κτύπημα θανάσιμον, και συρθείς μέχρι
+της καλύβης ήλθε και εξέψυσεν εκεί, όπου είχεν αποθάνει ο Σαμουήλ Βερνών. </p>
+
+<p>Ο Ηρακλής έθαψε βεβαίως τα λείψανα του περιηγητού, και ο Δίγγος αφού τον
+έκλαυσαν όλοι, ετέθη μετά του κυρίου του εις τον αυτόν λάκκον.<br />
+&nbsp;<br />
+Δεν υπήρχε μεν πλέον ο Νεγορός, αλλ' οι από του Καζονδέ συνοδεύσαντες αυτόν
+ιθαγενείς δεν ηδύναντο να ώσι μακράν. Μη επαναβλέποντες αυτόν, θα τον
+ανεζήτουν προδήλως προς το μέρος του ποταμού, και τούτο ήτο κίνδυνος
+σπουδαιότατος.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ και η κυρία Βέλδων συνεσκέφθησαν λοιπόν τι έδει να πράξωσι και να το
+πράξωσι χωρίς να χάσωσι μήτε στιγμήν.<br />
+&nbsp;<br />
+Έν βέβαιον όμως απεδείχθη, ότι ο ποταμός εκείνος ήτο ο Κόγγος ονομαζόμενος
+υπό των ιθαγενών Κουάγγος ή Ικουτού γάΚόγγος, και ότι είναι ο Ζαΐρος υπό το έν
+μήκος και Λουαλάβας εις το άλλο. Είναι τωόντι η μεγάλη εκείνη αρτηρία της
+κεντρώας Αφρικής εις ήν ο ηρωϊκός Στάνλεϋ επέβαλε το ένδοξο όνομα του
+Λιβιγγστώνος, αλλ' οι γεωγράφοι ώφειλον ίσως να αντικαταστήσωσι διά του ιδικού
+του. </p>
+
+<p>Αλλ' εάν δεν ηδύναντο έτι να αμφιβάλλωσιν ότι ήτο το Κόγγος, το γραμμάτιον
+όμως του γάλλου περιηγητού εσημείου ότι το στόμιον αυτού απείχεν έτι εκατόν
+είκοσι μίλια από του μέρους εκείνου και δυστυχώς το μέρος εκείνο ήτο αδιάβατον.
+Μεγάλοι καταράκται — πιθανώς οι του Ντάμου — κωλύουσι την κάθοδον εις
+πάσαν λέμβον. Ανάγκη λοιπόν να ακολουθήσωσι την μίαν ή την ετέραν όχθην,
+τουλάχιστον μέχρι κάτω των καταρρακτών ήτοι επί έν ή δύο μίλια και μετά ταύτα
+να κατασκευάσωσι σχεδίαν, όπως επαναλάβωσιν αύθις την διά του ρεύματος
+κάθοδον.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Μένει λοιπόν, είπεν εν συμπεράσματι ο Δικ Σανδ, να αποφασίσωμεν εάν
+θα κατέλθωμεν την αριστεράν εις ην ευρισκόμεθα, ή την δεξιάν όχθην του
+ποταμού. Αμφότεραι, κυρία Βέλδων, μοι φαίνονται επικίδυνοι και οι ιθαγενείς
+είναι εδώ επίφοβοι. Εν τούτοις, επί της όχθης ταύτη, φαίνεται ότι κινδυνεύομεν
+περισσότερον, επειδή υπάρχει φόβος μήπως συναντήσωμεν την ακολουθίαν του
+Νεγορού. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ας διαβώμεν εις την άλλην όχθην, απεκρίθη η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είναι άραγε βατή; παρετήρησεν ο Δικ Σανδ. Η οδός των στομίων του
+Κόγγου είναι μάλλον επί της αριστεράς όχθης, αφού ο Νεγορός αυτήν ηκολούθει.
+Αδιάφορον! Δεν πρέπει να διστάσωμεν. Αλλά πριν διέλθωμεν τον ποταμόν μεθ'
+υμών, κυρία Βέλδων, πρέπει να ηξεύρω εάν δυνάμεθα να κατέλθωμεν μέχρι κάτω
+των καταρρακτών. </p>
+
+<p>Έπρεπε να ενεργήσωσι φρονίμως και ο Δικ Σανδ ηθέλησε να εκτελέση αμέσως
+το σχέδιόν του. </p>
+
+<p>Εις εκείνο το μέρος ο ποταμός δεν είχε μήκος πλειότερον των τριακοσίων μέχρι
+των τετρακοσίων ποδών, και η διέλευσις αυτού ήτο εύκολος εις τον νεαρόν
+δόκιμον, συνηθισμένον όντα να χειρίζηται και την πρυμνοκώπην. Η κυρία Βέλδων,
+ο Ζακ, ο εξάδελφος Βενέδικτος ώφειλον να μείνωσιν υπό την φύλαξιν του
+Ηρακλέους περιμένοντες την επιστροφήν του. </p>
+
+<p>Ληφθεισών των διατάξεων τούτων, ο Δικ Σανδ έμελλε να αναχωρήση, ότε η
+κυρία Βέλδων τω είπε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν φοβείσαι, Δικ, μήπως παρασυρθής προς τους καταράκτας;</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, κυρία Βέλδων. Θα διέλθω τετρακόσιους πόδας υπεράνω αυτών.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλ' εις την άλλην όχθην;</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν θα αποβώ εις την ξηράν, εάν ίδω έστω και τον ελάχιστον
+κίνδυνον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Λάβε το όπλον σου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι· αλλά μη ανησυχήτε περί εμού. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ίσως θα ήτο προτιμότερον να μη χωρισθώμεν, Δικ, προσέθηκεν η
+κυρία Βέλδων, ως εάν κατέλαβεν αυτήν προαίσθημά τι. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι . . . αφήσατέ με να υπάγω μόνος . . . απεκρίθη ο Δικ Σανδ. Πρέπει
+να γίνη τούτο χάριν της ασφαλείας πάντων. Πριν παρέλθη μία ώρα θα επιστρέψω.
+Πρόσεχε καλώς Ηράκλεις.<br />
+&nbsp;<br />
+Αφού είπε ταύτα ο Δικ έλυσε την λέμβον και έπλευσε προς την άλλην όχθην του
+Ζαΐρου. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων και ο Ηρακλής, συνεσπειρωμένοι εις τας λόχμας των παπύρων,
+τον ηκολούθουν διά του βλέμματος.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ έφθασε μετ' ολίγον εις το μέσον του ποταμού. Το ρεύμα, χωρίς να είναι
+λίαν ισχυρόν, ενεδυναμούτο ολίγον ένεκα της έλξεως των καταρρακτών.
+Τετρακόσιους πόδας κατωτέρω, ο επιβλητικός μυκηθμός των υδάτων επλήρου το
+διάστημα, καί τινες νιφάδες, αρπαζόμεναι υπό του ανέμου, έφθανον μέχρι του
+νεαρού δοκίμου. Εφρικία εις την σκέψιν ότι η λέμβος, εάν επετηρείτο ολιγώτερον
+κατά την παρελθούσαν νύκτα, θα απώλλυτο εις τους καταρράκτας εκείνους, οίτινες
+μόνον πτώματα θα απέδιδον. Αλλά τοιούτος φόβος δεν υπήρχε πλέον, και κατ'
+εκείνην την στιγμήν η κώπη, επιδεξίως χειριζομένη, ήρκει εις την χείρα όπως τηρή
+αυτήν εις διεύθυνσιν ολίγον λοξήν προς το ρεύμα. </p>
+
+<p>Μετά έν τέταρτον της ώρας ο Δικ Σανδ έφθασεν εις την αντιπέραν όχθην και
+ητοιμάζετο να πηδήση εις την ξηράν. </p>
+
+<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν κραυγαί ηκούσθησαν, και δεκάς ιθαγενών ώρμησε
+κατά του σωρού των χόρτων, όστις εκάλυπτεν έτι την λέμβον. </p>
+
+<p>Ήσαν οι ανθρωποφάγοι του υποβρυχίου χωρίου. Επί οκτώ ημέρας είχον
+ακολουθήσει την δεξιάν όχθην του ποταμού. Υπό το φύλλωμα εκείνο όπερ είχε
+σχισθή εις τους πασσάλους του χωρίου των, είχον ανακαλύψει τους φυγάδας, ήτοι
+λείαν βεβαίαν δι' αυτούς, αφού το κώλυμα των καταρρακτών θα ηνάγκαζε τάχιον ή
+βράδιον τους δυστυχείς να αποβώσιν εις την μίαν ή την ετέραν όχθην. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ ενόμισε εαυτόν απολεσθέντα, αλλ' εσκέφθη εάν διά της θυσίας της
+ζωής του θα ηδύνατο να σώση τους μετ' αυτού. Κύριος εαυτού, όρθιος επί του
+εμπροσθίου μέρους της λέμβου, το όπλον έχων εστραμμένον κατά των
+ανθρωποφάγων, εκράτει αυτούς εν αποστάσει. </p>
+
+<p>Ούτοι εν τούτοις απέσπασαν όλον το φύλλωμα υπό το οποίον ενόμιζον ότι θα
+εύρισκον και άλλα θύματα. Ότε δε είδον ότι μόνος ο νεαρός δόκιμος περιέπεσεν εις
+χείρας των, ησθάνθησαν δυσαρέσκειαν, ήτις εξεδηλώθη διά φοβερών κραυγών. Έν
+παιδίον δεκαπενταετές διά δέκα ανθρώπους!</p>
+
+<p>Αλλά τότε είς των ιθαγενών ανηγέρθη, έτεινε τον βραχίονα προς την αριστεράν
+όχθην, και έδειξε την κυρίαν Βέλδων και τους μετ' αυτής οίτινες, ιδόντες τα πάντα
+και μη γινώσκοντες τι να πράξωσιν, ανήλθον την ακτήν. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ, μη σκεπτόμενος περί εαυτού, περιέμενεν εκ του ουρανού
+έμπνευσίν τινα δυναμένην να τους σώση.</p>
+
+<p>Η λέμβος έμελλε να αναχθή μακράν. Οι ιθαγενείς εσκόπευον να διέλθωσι το
+ποτάμιον. Προ του κατ' αυτών εστημένου όπλου δεν εκινούντο, γινώσκοντες το
+αποτέλεσμα των πυροβόλων όπλων. Αλλ' είς εξ αυτών έδραξε την κώπην, εχειρίσθη
+αυτήν ως άνθρωπος γινώσκων να την μεταχειρισθή, και η λέμβος διήρχετο λοξώς
+τον ποταμόν. Μετ' ολίγον δε απείχε μόλις εκατόν πόδας από της αριστεράς όχθης.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Φύγετε! έκραξεν ο Δικ Σανδ προς την κυρίαν Βέλδων. Φύγετε!</p>
+
+<p>Μήτε η κυρία Βέλδων, μήτε ο Ηρακλής εκινήθησαν. </p>
+
+<p>Ήθελέ τις υποθέσει ότι οι πόδες των ήσαν καθηλωμένοι επί του εδάφους. </p>
+
+<p>Να φύγωσι! και προς τι! Πριν παρέλθη μία ώρα θα ενέπιπτον εις τας χείρας των
+ανθρωποφάγων. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ εννόησε τούτο. Αλλά τότε, η υπερτάτη εκείνη έμπνευσις, ην εζήτει
+παρά του ουρανού, κατεπέμφθη αύτω. Διείδε την πιθανότητα να σώση πάντας
+εκείνους ους ηγάπα διά της ιδίας αυτού ζωής!. Δεν εδίστασε να πράξη τούτο.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ο Θεός να τους προστατεύση, εψιθύρισε, και να οικτείρη και εμέ εν τη
+απείρω αυτού αγαθότητι!</p>
+
+<p>&nbsp;— Αμέσως δε ο Δικ Σανδ διηύθυνε το πυροβόλον του προς τον
+κωπηλατούντα ιθαγενή, και η κώπη, θραυσθείσα υπό της σφαίρας διεσκορπίσθη
+εις τεμάχια. </p>
+
+<p>&nbsp;— Οι ανθρωποφάγοι έρρηξαν κραυγήν τρόμου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τωόντι η λέμβος, μη συγκροτουμένη πλέον υπό της κώπης, έλαβε την
+διεύθυνσιν του ύδατος. Το ρεύμα την παρέσυρε μετ' αυξανούσης ταχύτητος, και
+μετά τινας στιγμάς δεν απείχε πλειότερον των εκατόν ποδών από τους
+καταρράκτας.</p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων και ο Ηρακλής εννόησαν τα πάντα. Ο Δικ Σανδ επειράτο να
+τους σώση ωθών τους ανθρωποφάγους μεθ' εαυτού εις την άβυσσον. Ο μικρός Ζακ
+και η μήτηρ του, γονυπετείς επί της ακτής, τω απέστελλον ύστατον
+αποχαιρετισμόν. Η ανίσχυρος χειρ του Ηρακλέους ετείνετο προς αυτόν.<br />
+&nbsp;<br />
+Κατ' εκείνην την στιγμήν οι ιθαγενείς, θελήσαντες να φθάσωσι κολυμβώντες εις την
+αριστεράν όχθην, ερρίφθησαν έξω της λέμβου, ήτις και ανετράπη. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ δεν απώλεσε την ψυχραιμία του απέναντι του απειλούντος αυτόν
+θανάτου. Τότε τω επήλθε μία τελευταία σκέψις ότι η λέμβος, ως εξ αυτού τούτου
+του γεγονότος εκυμαίνετο μετά της τρόπιδος εις τον αέρα, ηδύνατο να τω
+χρησιμεύση όπως τον σώση.</p>
+
+<p>Τωόντι δύο κίνδυνοι υπήρχον καθ' ήν στιγμήν ο Δικ Σανδ θα περιεπλέκετο εν τω
+καταρράκτη· ασφυξία εκ του ύδατος, ασφυξία εκ του αέρος. Το ανεστραμμένον
+λοιπόν εκείνο σκάφος θα ήτο ως κιβωτός, εν τη οποία θα ηδύνατο ίσως να διατηρή
+την κεφαλήν αυτού έξω του ύδατος, συγχρόνως δε θα προεφυλάσσετο και από του
+εξωτερικού αέρος, όστις βεβαίως θα τον έπνιγεν εν τη ταχύτητι της πτώσεώς του.
+Υπό τας συνθήκας ταύτας δύναταί τις να ελπίση ότι θα αποφύγη την διπλήν
+ασφυξίαν, έστω και αν κατέρχηται τους καταρράκτας του Νιαγάρα. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ είδε τούτα πάντα ως εν αστραπή. Διά τελευταίου τινός ορμεμφύτου
+προσεκολλήθη εις το θρανίον, όπερ συνέδεε τα δύο χείλη της λέμβου, και έχων την
+κεφαλήν έξω του ύδατος υπό το ανεστραμμένον σκάφος, ησθάνθη το
+ακαταμάχητον ρεύμα να τον παρασύρη, και την πτώσιν γινομένην σχεδόν κάθετον.
+</p>
+
+<p>Η λέμβος εβυθίσθη εν τη υπό των υδάτων εις τους πρόποδας του καταρράκτου
+ορυχθείση αβύσσω, και αφού κατήλθεν εις μέγα βάθος, επανήλθεν εις την
+επιφάνειαν του ποταμού. Ο Δικ Σανδ, καλός κολυμβητής, εννόησεν ότι η σωτηρία
+του νυν εξηρτάτο εκ της ισχύος των βραχιόνων του.<br />
+&nbsp;<br />
+Μετά έν τέταρτον της ώρας, έφθασεν εις την αριστεράν όχθην, ένθα επανεύρε την
+κυρίαν Βέλδων, τον μικρόν Ζακ και τον εξάδελφον Βενέδικτον, τους οποίους ο
+Ηρακλής είχε φέρει εκεί μετά πάσης σπουδής. </p>
+
+<p>Αλλ' ήδη οι ανθρωποφάγοι είχον απολεσθή εν τω παφλασμώ του ύδατος. Μη
+υπερασπιζόμενοι υπό της ανατετραμμένης λέμβου επνίγησαν πριν ή φθάσωσι καν
+εις τα τελευταία βάθη της αβύσσου, τα δε σώματα αυτών έμελλον να
+κατασχισθώσιν εις τους οξείς εκείνους βράχους, εις ους εθραύετο το κατώτερον
+μέρος του ποταμού. </p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Κ'. </h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Μετά δύο ημέρας, τη 20 Ιουλίου, η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής συνήντησαν
+συνοδείαν κατευθυνομένην προς την Εμβόμαν, εις το στόμιον του Κόγγου. Δεν
+ήσαν δουλέμποροι, αλλά τίμιοι έμποροι πορτογάλλοι ενεργούντες το εμπόριον του
+ελεφαντοστού. Υπεδέχθησαν τους φυγάδας μετά μεγίστης ευμενείας και το
+τελευταίον μέρος της οδοιπορίας εκείνης εγένετο υπό ανεκτούς όρους. </p>
+
+<p>Η συνάντησις της συνοδείας εκείνης ήτο αληθώς εύνοια του ουρανού. Ο Δικ
+Σανδ δεν θα ηδύνατο να εξακολουθήση μετά της σχεδίας την κάθοδον του Ζαΐρου.
+Από των καταρρακτών του Ντάμου μέχρι του Υελλάλα ο ποταμός ουδέν άλλο είναι
+ειμή συνέχεια ρευμάτων και καταρρακτών. Ο Στάνλεϋ ηρίθμισε τοιούτους
+εβδομήκοντα και δύο, και ουδεμία λέμβος δύναται να εισέλθη εκεί. Εις το στόμιον
+του Κουάγγου ο ακάματος περιηγητής έμελλε μετά τέσσαρα έτη να υποστή την
+τελευταίαν των τριάκοντα και δύο μαχών, ας εδέησε να συνάψη μετά των
+ιθαγενών. Κατωτέρω εις τους καταρράκτας του Μπέλου έμελλε να διαφύγη τον
+θάνατον, ως εκ θαύματος. Τη 11 Αυγούστου η κυρία Βέλδων, ο Δικ Σανδ, ο Ζακ, ο
+Ηρακλής και ο εξάδελφος Βενέδικτος έφθασαν εις Εμβόμαν, ένθα οι κ. κ. Μότας
+Βιέγας και Χάρισων τους υπεδέχθησαν φιλοξένως. Ατμόπλοιόν τι έμελλε να
+αποπλεύση διά τον ισθμόν του Παναμά. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής επεβιβάσθησαν εν αυτώ και έφθασαν εις την
+αμερικανικήν γην. </p>
+
+<p>Τηλεγράφημα αποσταλέν εις Άγιον Φραγκίσκον ανήγγειλεν εις τον Ιάκωβον
+Βέλδων την ανέλπιστον επιστροφήν της γυναικός του και του τέκνου του, των
+οποίων εις μάτην είχεν αναζητήσει τα ίχνη εις όλα τα μέρη, ένθα ηδύνατο να ελπίζη
+ότι ερρίφθη το «Πίλγριμ». </p>
+
+<p>Τέλος τη 25 Αυγούστου ο σιδηρόδρομος απέθετε τους ναυαγούς εν τη
+πρωτευούση της Καλιφορνίας. Α! εάν ο γέρων Τωμ και οι σύντροφοί του ήσαν μετ'
+αυτών! . . . . </p>
+
+<p>Τι να είπωμεν τώρα περί του Δικ Σανδ και του Ηρακλέους. Ο μεν εγένετο υιός, ο
+δε φίλος της οικογενείας.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Ιάκωβος Βέλδων εγίγνωσκε πάντα όσα ώφειλεν εις τον νεαρόν δόκιμον, πάντα
+όσα ώφειλεν εις τον γενναίον μαύρον. </p>
+
+<p>Αληθώς ήτο ευτύχημα ότι ο Νεγορός δεν έφθασε μέχρις αυτού, καθότι θα
+έδιδεν όλην την περιουσίαν του, όπως εξαγοράση την γυναίκα και τον υιόν του. Θα
+απήρχετο εις την αφρικανικήν ακτήν, και εκεί, τις δύναται να είπη εις ποίους
+κινδύνους, εις ποίας απιστίας θα εξετίθετο!</p>
+
+<p>Ολίγα τινά και περί του εξαδέλφου Βενεδίκτου. Την αυτήν ημέραν της αφίξεώς
+του ο άξιος επιστήμων, αφού έθλιψε την χείρα του Ιακώβου Βέλδων, εκλείσθη εις
+το σπουδαστήριόν του, και επανέλαβε την εργασίαν του, ως εάν εξηκολούθει
+φράσιν τινά διακοπείσαν την προτεραίαν. </p>
+
+<p>Εσκέπτετο γιγανταίον σύγγραμμα περί του «Εξάποδος Βενεδίκτου», όπερ θα
+ήτο το αριστούργημα της εντομολογικής επιστήμης. </p>
+
+<p>Εκεί, εν τω υπό εντόμων επεστρωμένω σπουδαστηρίω του, ο εξάδελφος
+Βενέδικτος εύρε μικροσκόπιον και δίοπτρα . . . Ύψιστε Θεέ! ποίαν κραυγήν
+απελπισίας έρρηξε την πρώτην φοράν, ότε μετεχειρίσθη ταύτα όπως εξετάση το
+μόνον δείγμα, όπερ τω προμήθευσεν η αφρικανική εντομολογία!</p>
+
+<p>Ο «Εξάπους Βενέδικτος» δεν ήτο εξάπουν. Ήτο κοινή αράχνη! Και εάν είχον έξ
+πόδας αντί οκτώ, τούτο συνέβαινε διότι έλειπον απ' αυτής οι δύο εμπρόσθιοι
+πόδες. </p>
+
+<p>Και εάν έλειπον οι πόδες εκείνοι, έλειπον διότι ο Ηρακλής τους έθραυσε
+συλλαβών αυτήν ανεπιτηδείως. Ο ακρωτηριασμός λοιπόν εκείνος περιήγε τον
+υποτιθέμενον «Εξάπουν Βενέδικτον», εις κατάστασιν απομάχου και κατέτασσεν
+αυτήν εις την τάξιν των κοινοτάτων αραχνοειδών, όπερ ο εξάδελφος Βενέδικτος
+ένεκα της μυωπίας του δεν ηδυνήθη να αναγνωρίση, το ταχύτερον. </p>
+
+<p>Ως εκ τούτου ησθένησεν, αλλ' ευτυχώς εθεραπεύθη. </p>
+
+<p>Μετά τρία έτη ο μικρός Ζακ ήτο οκταέτης, και ο Δικ Σανδ, καί τοι εργαζόμενος
+δι' εαυτόν, τω έμελλε να επαναλαμβάνη τα μαθήματά του. Τωόντι μόλις απέβη εις
+την ξηράν, εννοήσας πόσα πράγματα δεν εγνώριζεν, επέπεσεν εις την σπουδήν με
+είδος τι τύψεως του συνειδότος, της τύψεως εκείνης ανθρώπου όστις ελλείψει
+επιστήμης ευρέθη υποδεέστερος του έργου, όπερ ανέλαβεν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, επανελάμβανε πολλάκις. Εάν εις το «Πίλγριμ» εγνώριζα όσα
+οφείλει να γνωρίζη ναυτικός, πόσα δυστυχήματα θα απεφεύγοντο!</p>
+
+<p>Ούτως ωμίλει ο Δικ Σανδ. Τούτου ένεκα εν ηλικία δεκαοκτώ ετών επεραίωσεν
+επιτυχώς τας υδρογραφικάς σπουδάς του και λαβών δίπλωμα κατ' εξαιρετικήν
+εύνοιαν εγένετο πλοίαρχος εν τω οίκω του Ιακώβου Βέλδων. </p>
+
+<p>Ιδού πού έφθασε διά της διαγωγής και διά της εργασίας του ο μικρός ορφανός
+ο περισυλλεχθείς εις την άκραν του Σάνδυ Κουκ. </p>
+
+<p>Μεθ' όλην την νεαράν ηλικίαν του είχεν εφελκύσει την υπόληψιν, δυνάμεθα
+ειπείν τον σεβασμόν όλων, αλλ' η απλότης και η μετριοφροσύνη του ήσαν τοσούτω
+φυσικαί, ώστε ουδέ εννόει τούτο. </p>
+
+<p>Αν και δεν ηδύνατό τις να αποδώση εις αυτόν τα καλούμενα ανδραγαθήματα,
+όμως εκείνος ουδέ υπώπτευε καν ότι η σταθερότης, η γενναιότης, η επιμονή, τας
+οποίας ανέπτυξεν εν ταις δοκιμασίαις, είχον καταστήσει αυτόν είδος τι ήρωος.<br
+/>
+&nbsp;<br />
+Εν τούτοις σκέψις τις κατείχεν αυτόν. Κατά τας σπανίας αναπαύσεις τας οποίας τω
+άφινον αι σπουδαί του, ενθυμείτο πάντοτε τον γέροντα Τωμ, τον Βαρθολομαίον,
+τον Αυγουστίνον και τον Ακτέωνα, διά την δυστυχίαν των οποίων ενόμιζεν εαυτόν
+υπεύθυνον. Τούτο ήτο ωσαύτως αντικείμενον πραγματικής θλίψεως διά την κυρίαν
+Βέλδων σκεπτομένην την αθλίαν κατάστασιν των αρχαίων αυτής εν τη δυστυχία
+συντρόφων. </p>
+
+<p>Τούτου ένεκα ο Ιάκωβος Βέλδων, ο Δικ Σανδ και ο Ηρακλής ανεκίνησαν
+ουρανόν και γην όπως επανεύρωσι τα ίχνη των.<br />
+&nbsp;<br />
+Τέλος κατώρθωσαν τούτο, χάρις εις τους ανταποκριτάς, ους ο πλούσιος εφοπλιστής
+είχεν εν όλω τω κόσμω. Ο Τωμ και οι σύντροφοι αυτού είχον πωληθή εν
+Μαδαγασκάρη, ένθα άλλως τε η δουλεία έμελλε μετ' ολίγον να καταργηθή·</p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ ηθέλησε να θυσιάση τας μικράς του οικονομίας όπως τους
+εξαγοράση, αλλ' ο Ιάκωβος Βέλδων δεν επέτρεπεν τούτο. Είς των ανταποκριτών
+του διεπραγματεύθη την υπόθεσιν και ημέραν τινά, την 15 Νοεμβρίου 1877,
+τέσσαρες μαύροι έκρουον την θύραν της κατοικίας του.<br />
+&nbsp;<br />
+Ήσαν ο Γέρων Τωμ, ο Βαρθολομαίος, ο Ακτέων, ο Αυγουστίνος. Οι αγαθοί εκείνοι
+άνδρες, αφού διέφυγον τόσους κινδύνους, ολίγον έλειψε να πνιγώσι κατ' εκείνην
+την ημέραν εκ των εναγκαλισμών των φίλων των. </p>
+
+<p>Εξ εκείνων λοιπόν τους οποίους το «Πίλγριμ» έρριψε επί της απαισίας εκείνης
+ακτής της Αφρικής δεν έλειπεν ειμή η δυστυχής Ναν. Αλλ' ουδέ την γηραιάν
+υπηρέτριαν, ουδέ τον Δίγγον ηδύνατο να επαναφέρωσιν εις την ζωήν. Και βεβαίως
+ήτο θαύμα πώς μόνον εκείνα τα δύο όντα υπέκυψαν εις τοσαύτας και τοιαύτας
+περιπετείας.<br />
+&nbsp;<br />
+Οίκοθεν εννοείται ότι κατ' εκείνην την ημέραν ήτο εορτή εις την οικίαν του
+καλιφορνιανού εμπόρου, και η αρίστη πρόποσις ην πάντες ανευφήμησαν ήτο
+εκείνη ην προέτεινεν η κυρία Βέλδων: εις υγείαν του Δικ Σανδ. </p>
+
+<h4 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΤΕΛΟΣ<br /><br />
+«ΤΟΥ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΕΤΟΥΣ ΠΛΟΙΑΡΧΟΥ»</h4>
+
+<hr></hr>
+
+<p id='fn1'>1) Τύποι, ακρίδες, γρύλλοι, κτλ.<a href='#ref1'
+title='πίσω'>&#8617;</a></p>
+
+<p id='fn2'>2) Τύποι, μυρμηκολέοντες, μύστακες.<a href='#ref2'
+title='πίσω'>&#8617;</a></p>
+
+<p id='fn3'>3) Τύποι, μέλισσαι, σφήκες, μύρμηγκες. <a href='#ref3'
+title='πίσω'>&#8617;</a></p>
+
+<p id='fn4'>4) Τύποι, χρυσαλίδες κτλ. <a href='#ref4'
+title='πίσω'>&#8617;</a></p>
+
+<p id='fn5'>5) Τύποι, τέττιγες, ψύλοι, κλπ.<a href='#ref5'
+title='πίσω'>&#8617;</a></p>
+
+<p id='fn6'>6) Τύποι, μηλολόνθαι πυγολαμπίδες, κτλ. <a href='#ref6'
+title='πίσω'>&#8617;</a></p>
+
+<p id='fn7'>7) Τύποι, κώνωπες, μυίαι, κτλ.<a href='#ref7'
+title='πίσω'>&#8617;</a></p>
+
+<p id='fn8'>8) Τύποι, στύλοπες. <a href='#ref8' title='πίσω'>&#8617;</a></p>
+
+<p id='fn9'>9) Τύποι, ακάρεα, κτλ.<a href='#ref9' title='πίσω'>&#8617;</a></p>
+
+<p id='fn10'>10) Τύποι, λεπίδες, πόδουροι, κτλ.<a href='#ref10'
+title='πίσω'>&#8617;</a></p>
+
+<p id='fn11'>11) Σανδ σημαίνει αγγλιστί άμμος. <a href='#ref11'
+title='πίσω'>&#8617;</a></p>
+
+<p id='fn12'>12) Στρατιωτική σχολή εν Νέα Υόρκη. <a href='#ref12'
+title='πίσω'>&#8617;</a></p>
+
+<p id='fn13'>13) Εν τη κατεργασία ταύτη το λίπος της φαλαίνης απόλλυσι το
+τρίτο περίπου του βάρους του. <a href='#ref13' title='πίσω'>&#8617;</a></p>
+
+<p id='fn14'>14) Άλλοτε ηρκούντο να μετατρέπωσι τον φλοιόν τούτον εις κόνιν,
+ήτις εκαλείτο&nbsp;&nbsp;κ ό ν ι ς&nbsp;&nbsp;τ ω ν&nbsp;&nbsp;Ι η σ ο υ ι τ ώ ν, διότι τω 1649 οι Ιησουίται της Ρώμης
+έλαβον παρά της εν Αμερική Ιεραποστολής σημαντικόν ποσόν εξ αυτής. <a
+href='#ref14' title='πίσω'>&#8617;</a></p>
+
+<p id='fn15'>15) 4,650 χιλιόμετρα. <a href='#ref15'
+title='πίσω'>&#8617;</a></p>
+
+<p id='fn16'>16) Αδύνατον να φαντασθή τις τας φρικώδεις ταύτας κατακόμβας
+όταν πρόκηται να τιμηθή επαξίως η μνήμη ισχυρού τινος αρχηγού της κεντρώας
+Αφρικής. Ο Καμερών λέγει ότι πλειότερα των εκατόν θυμάτων εθυσιάσθησαν κατά
+την κηδείαν του πατρός του βασιλέως του Κασόγγου». <a href='#ref16'
+title='πίσω'>&#8617;</a></p>
+
+
+
+
+
+
+
+
+
+<pre>
+
+
+
+
+
+End of Project Gutenberg's Un capitaine de quinze ans, by Jules Verne
+
+*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK UN CAPITAINE DE QUINZE ANS ***
+
+***** This file should be named 39460-h.htm or 39460-h.zip *****
+This and all associated files of various formats will be found in:
+ http://www.gutenberg.org/3/9/4/6/39460/
+
+Produced by Sophia Canoni
+
+Updated editions will replace the previous one--the old editions
+will be renamed.
+
+Creating the works from public domain print editions means that no
+one owns a United States copyright in these works, so the Foundation
+(and you!) can copy and distribute it in the United States without
+permission and without paying copyright royalties. Special rules,
+set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to
+copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to
+protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project
+Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you
+charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you
+do not charge anything for copies of this eBook, complying with the
+rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose
+such as creation of derivative works, reports, performances and
+research. They may be modified and printed and given away--you may do
+practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is
+subject to the trademark license, especially commercial
+redistribution.
+
+
+
+*** START: FULL LICENSE ***
+
+THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE
+PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK
+
+To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free
+distribution of electronic works, by using or distributing this work
+(or any other work associated in any way with the phrase "Project
+Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project
+Gutenberg-tm License (available with this file or online at
+http://gutenberg.org/license).
+
+
+Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm
+electronic works
+
+1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm
+electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to
+and accept all the terms of this license and intellectual property
+(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all
+the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy
+all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession.
+If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project
+Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the
+terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or
+entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8.
+
+1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be
+used on or associated in any way with an electronic work by people who
+agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few
+things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works
+even without complying with the full terms of this agreement. See
+paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project
+Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement
+and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic
+works. See paragraph 1.E below.
+
+1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation"
+or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project
+Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the
+collection are in the public domain in the United States. If an
+individual work is in the public domain in the United States and you are
+located in the United States, we do not claim a right to prevent you from
+copying, distributing, performing, displaying or creating derivative
+works based on the work as long as all references to Project Gutenberg
+are removed. Of course, we hope that you will support the Project
+Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by
+freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of
+this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with
+the work. You can easily comply with the terms of this agreement by
+keeping this work in the same format with its attached full Project
+Gutenberg-tm License when you share it without charge with others.
+
+1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern
+what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in
+a constant state of change. If you are outside the United States, check
+the laws of your country in addition to the terms of this agreement
+before downloading, copying, displaying, performing, distributing or
+creating derivative works based on this work or any other Project
+Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning
+the copyright status of any work in any country outside the United
+States.
+
+1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg:
+
+1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate
+access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently
+whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the
+phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project
+Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed,
+copied or distributed:
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org/license
+
+1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived
+from the public domain (does not contain a notice indicating that it is
+posted with permission of the copyright holder), the work can be copied
+and distributed to anyone in the United States without paying any fees
+or charges. If you are redistributing or providing access to a work
+with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the
+work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1
+through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the
+Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or
+1.E.9.
+
+1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted
+with the permission of the copyright holder, your use and distribution
+must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional
+terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked
+to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the
+permission of the copyright holder found at the beginning of this work.
+
+1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm
+License terms from this work, or any files containing a part of this
+work or any other work associated with Project Gutenberg-tm.
+
+1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this
+electronic work, or any part of this electronic work, without
+prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with
+active links or immediate access to the full terms of the Project
+Gutenberg-tm License.
+
+1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary,
+compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any
+word processing or hypertext form. However, if you provide access to or
+distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than
+"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version
+posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org),
+you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a
+copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon
+request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other
+form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm
+License as specified in paragraph 1.E.1.
+
+1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying,
+performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works
+unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9.
+
+1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing
+access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided
+that
+
+- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from
+ the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method
+ you already use to calculate your applicable taxes. The fee is
+ owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he
+ has agreed to donate royalties under this paragraph to the
+ Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments
+ must be paid within 60 days following each date on which you
+ prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax
+ returns. Royalty payments should be clearly marked as such and
+ sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the
+ address specified in Section 4, "Information about donations to
+ the Project Gutenberg Literary Archive Foundation."
+
+- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies
+ you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he
+ does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm
+ License. You must require such a user to return or
+ destroy all copies of the works possessed in a physical medium
+ and discontinue all use of and all access to other copies of
+ Project Gutenberg-tm works.
+
+- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any
+ money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the
+ electronic work is discovered and reported to you within 90 days
+ of receipt of the work.
+
+- You comply with all other terms of this agreement for free
+ distribution of Project Gutenberg-tm works.
+
+1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm
+electronic work or group of works on different terms than are set
+forth in this agreement, you must obtain permission in writing from
+both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael
+Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the
+Foundation as set forth in Section 3 below.
+
+1.F.
+
+1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable
+effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread
+public domain works in creating the Project Gutenberg-tm
+collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic
+works, and the medium on which they may be stored, may contain
+"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or
+corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual
+property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a
+computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by
+your equipment.
+
+1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right
+of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project
+Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project
+Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all
+liability to you for damages, costs and expenses, including legal
+fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT
+LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE
+PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE
+TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE
+LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR
+INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH
+DAMAGE.
+
+1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a
+defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can
+receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a
+written explanation to the person you received the work from. If you
+received the work on a physical medium, you must return the medium with
+your written explanation. The person or entity that provided you with
+the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a
+refund. If you received the work electronically, the person or entity
+providing it to you may choose to give you a second opportunity to
+receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy
+is also defective, you may demand a refund in writing without further
+opportunities to fix the problem.
+
+1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth
+in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER
+WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO
+WARRANTIES OF MERCHANTABILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE.
+
+1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied
+warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages.
+If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the
+law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be
+interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by
+the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any
+provision of this agreement shall not void the remaining provisions.
+
+1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the
+trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone
+providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance
+with this agreement, and any volunteers associated with the production,
+promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works,
+harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees,
+that arise directly or indirectly from any of the following which you do
+or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm
+work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any
+Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause.
+
+
+Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm
+
+Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of
+electronic works in formats readable by the widest variety of computers
+including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists
+because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from
+people in all walks of life.
+
+Volunteers and financial support to provide volunteers with the
+assistance they need, are critical to reaching Project Gutenberg-tm's
+goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will
+remain freely available for generations to come. In 2001, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure
+and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations.
+To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation
+and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4
+and the Foundation web page at http://www.pglaf.org.
+
+
+Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive
+Foundation
+
+The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit
+501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the
+state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal
+Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification
+number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at
+http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent
+permitted by U.S. federal laws and your state's laws.
+
+The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S.
+Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered
+throughout numerous locations. Its business office is located at
+809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email
+business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact
+information can be found at the Foundation's web site and official
+page at http://pglaf.org
+
+For additional contact information:
+ Dr. Gregory B. Newby
+ Chief Executive and Director
+ gbnewby@pglaf.org
+
+
+Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation
+
+Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide
+spread public support and donations to carry out its mission of
+increasing the number of public domain and licensed works that can be
+freely distributed in machine readable form accessible by the widest
+array of equipment including outdated equipment. Many small donations
+($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt
+status with the IRS.
+
+The Foundation is committed to complying with the laws regulating
+charities and charitable donations in all 50 states of the United
+States. Compliance requirements are not uniform and it takes a
+considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up
+with these requirements. We do not solicit donations in locations
+where we have not received written confirmation of compliance. To
+SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any
+particular state visit http://pglaf.org
+
+While we cannot and do not solicit contributions from states where we
+have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition
+against accepting unsolicited donations from donors in such states who
+approach us with offers to donate.
+
+International donations are gratefully accepted, but we cannot make
+any statements concerning tax treatment of donations received from
+outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff.
+
+Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation
+methods and addresses. Donations are accepted in a number of other
+ways including checks, online payments and credit card donations.
+To donate, please visit: http://pglaf.org/donate
+
+
+Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic
+works.
+
+Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm
+concept of a library of electronic works that could be freely shared
+with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project
+Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support.
+
+
+Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed
+editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S.
+unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily
+keep eBooks in compliance with any particular paper edition.
+
+
+Most people start at our Web site which has the main PG search facility:
+
+ http://www.gutenberg.org
+
+This Web site includes information about Project Gutenberg-tm,
+including how to make donations to the Project Gutenberg Literary
+Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to
+subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks.
+
+
+</pre>
+
+</body>
+</html>
+
+
diff --git a/39460-h/images/11.jpg b/39460-h/images/11.jpg
new file mode 100644
index 0000000..63169cc
--- /dev/null
+++ b/39460-h/images/11.jpg
Binary files differ
diff --git a/39460-h/images/115.jpg b/39460-h/images/115.jpg
new file mode 100644
index 0000000..7c6816d
--- /dev/null
+++ b/39460-h/images/115.jpg
Binary files differ
diff --git a/39460-h/images/131.jpg b/39460-h/images/131.jpg
new file mode 100644
index 0000000..61e4966
--- /dev/null
+++ b/39460-h/images/131.jpg
Binary files differ
diff --git a/39460-h/images/147.jpg b/39460-h/images/147.jpg
new file mode 100644
index 0000000..b9bffd8
--- /dev/null
+++ b/39460-h/images/147.jpg
Binary files differ
diff --git a/39460-h/images/170.jpg b/39460-h/images/170.jpg
new file mode 100644
index 0000000..374adc0
--- /dev/null
+++ b/39460-h/images/170.jpg
Binary files differ
diff --git a/39460-h/images/20.jpg b/39460-h/images/20.jpg
new file mode 100644
index 0000000..cdded58
--- /dev/null
+++ b/39460-h/images/20.jpg
Binary files differ
diff --git a/39460-h/images/211.jpg b/39460-h/images/211.jpg
new file mode 100644
index 0000000..85d5f1d
--- /dev/null
+++ b/39460-h/images/211.jpg
Binary files differ
diff --git a/39460-h/images/28.jpg b/39460-h/images/28.jpg
new file mode 100644
index 0000000..888c3ae
--- /dev/null
+++ b/39460-h/images/28.jpg
Binary files differ
diff --git a/39460-h/images/3.jpg b/39460-h/images/3.jpg
new file mode 100644
index 0000000..819ca7a
--- /dev/null
+++ b/39460-h/images/3.jpg
Binary files differ
diff --git a/39460-h/images/47.jpg b/39460-h/images/47.jpg
new file mode 100644
index 0000000..c2403c5
--- /dev/null
+++ b/39460-h/images/47.jpg
Binary files differ
diff --git a/39460-h/images/64.jpg b/39460-h/images/64.jpg
new file mode 100644
index 0000000..ea9b227
--- /dev/null
+++ b/39460-h/images/64.jpg
Binary files differ
diff --git a/39460-h/images/7.jpg b/39460-h/images/7.jpg
new file mode 100644
index 0000000..e1a3613
--- /dev/null
+++ b/39460-h/images/7.jpg
Binary files differ
diff --git a/39460-h/images/72.jpg b/39460-h/images/72.jpg
new file mode 100644
index 0000000..b515e74
--- /dev/null
+++ b/39460-h/images/72.jpg
Binary files differ
diff --git a/39460-h/images/80.jpg b/39460-h/images/80.jpg
new file mode 100644
index 0000000..aab8315
--- /dev/null
+++ b/39460-h/images/80.jpg
Binary files differ
diff --git a/39460-h/images/89.jpg b/39460-h/images/89.jpg
new file mode 100644
index 0000000..c204380
--- /dev/null
+++ b/39460-h/images/89.jpg
Binary files differ
diff --git a/39460-h/images/97.jpg b/39460-h/images/97.jpg
new file mode 100644
index 0000000..4c84846
--- /dev/null
+++ b/39460-h/images/97.jpg
Binary files differ
diff --git a/39460-h/images/cover.jpg b/39460-h/images/cover.jpg
new file mode 100644
index 0000000..90e0d0c
--- /dev/null
+++ b/39460-h/images/cover.jpg
Binary files differ