diff options
Diffstat (limited to '39460-h')
| -rw-r--r-- | 39460-h/39460-h.htm | 16873 | ||||
| -rw-r--r-- | 39460-h/images/11.jpg | bin | 0 -> 103880 bytes | |||
| -rw-r--r-- | 39460-h/images/115.jpg | bin | 0 -> 69054 bytes | |||
| -rw-r--r-- | 39460-h/images/131.jpg | bin | 0 -> 97369 bytes | |||
| -rw-r--r-- | 39460-h/images/147.jpg | bin | 0 -> 65849 bytes | |||
| -rw-r--r-- | 39460-h/images/170.jpg | bin | 0 -> 70926 bytes | |||
| -rw-r--r-- | 39460-h/images/20.jpg | bin | 0 -> 96976 bytes | |||
| -rw-r--r-- | 39460-h/images/211.jpg | bin | 0 -> 97831 bytes | |||
| -rw-r--r-- | 39460-h/images/28.jpg | bin | 0 -> 96549 bytes | |||
| -rw-r--r-- | 39460-h/images/3.jpg | bin | 0 -> 114236 bytes | |||
| -rw-r--r-- | 39460-h/images/47.jpg | bin | 0 -> 112745 bytes | |||
| -rw-r--r-- | 39460-h/images/64.jpg | bin | 0 -> 108112 bytes | |||
| -rw-r--r-- | 39460-h/images/7.jpg | bin | 0 -> 70669 bytes | |||
| -rw-r--r-- | 39460-h/images/72.jpg | bin | 0 -> 103240 bytes | |||
| -rw-r--r-- | 39460-h/images/80.jpg | bin | 0 -> 102736 bytes | |||
| -rw-r--r-- | 39460-h/images/89.jpg | bin | 0 -> 61881 bytes | |||
| -rw-r--r-- | 39460-h/images/97.jpg | bin | 0 -> 95832 bytes | |||
| -rw-r--r-- | 39460-h/images/cover.jpg | bin | 0 -> 71372 bytes |
18 files changed, 16873 insertions, 0 deletions
diff --git a/39460-h/39460-h.htm b/39460-h/39460-h.htm new file mode 100644 index 0000000..282a5b1 --- /dev/null +++ b/39460-h/39460-h.htm @@ -0,0 +1,16873 @@ +<?xml version="1.0"?> +<!DOCTYPE html PUBLIC "-//W3C//DTD XHTML 1.0 Transitional//EN" "http://www.w3.org/TR/xhtml1/DTD/xhtml1-transitional.dtd"> +<html xmlns="http://www.w3.org/1999/xhtml"> +<head> +<meta http-equiv="Content-Type" content="text/html; charset=utf-8" /> +<meta name="keywords" + content="15ετής πλοίαρχος, δεκαπενταετής πλοίαρχος, Ιούλιος Βερν" /> + <title>15ετής Πλοίαρχος</title> + +<style type="text/css"> + +body { +font-family: verdana, geneva, arial, helvetica, sans-serif; +line-height: 20px; +margin-left: 30px; +} +</style> +</head> +<body> + + +<pre> + +The Project Gutenberg EBook of Un capitaine de quinze ans, by Jules Verne + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org/license + + +Title: Un capitaine de quinze ans + +Author: Jules Verne + +Release Date: April 16, 2012 [EBook #39460] + +Language: Greek + +Character set encoding: UTF-8 + +*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK UN CAPITAINE DE QUINZE ANS *** + + + + +Produced by Sophia Canoni + + + + + +</pre> + + +<p style='font-size: small;'>Note: The tonic system has been changed from polytonic +to monotonic. Obvious mistakes have been corrected. Footnotes have been +converted to endnotes. Bold words have been included in &&. + +// Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. +Εμφανή λάθη έχουν διορθωθεί. Οι υποσημειώσεις των σελίδων έχουν μεταφερθεί +στο τέλος του βιβλίου. Λέξεις με έντονους χαρακτήρες έχουν συμπεριληφθεί σε +&&. </p> + +<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/cover.jpg" width="411" +height="610" +alt="Εξώφυλλο" border="2" /><br /></p> +<p> +</p> + +<h3 style='text-align: center; margin-top: 4em'>ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ</h3> + +<h1 style='text-align: center; margin-top: 5em'>O ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΕΤΗΣ<br /><br +/><br /> +ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ</h1> + +<p style='text-align: center; margin-top: 11em'><br /><b> +ΕΚΔΟΤΗΣ: ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Μ. ΔΕΛΗΣ<br /> + +1 — ΟΔΟΣ ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ — 1 <br /> + +ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ <br /> + +1917</b></p> + +<p style='text-align: center; margin-top: 8em'><br /> +<br /> +„ΕΚΛΕΚΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ"<br /><br /> + +Περιοδικόν εκδιδόμενον τετράκις της εβδομάδος<br /><br /> + + +Ο ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΕΤΗΣ ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ<br /><br /> + +ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Μ. ΔΕΛΗΣ<br /> +ΟΔΟΣ ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ 1<br /> +ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ</p> + +<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/3.jpg" width="413" +height="615" +alt="1η σελίδα" border="2" /><br /></p> + +<p style='text-align: center; margin-top: 8em'><br /> + +<b>ΕΚΛΕΚΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ</b><br /> + +ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΟΝ ΤΕΤΡΑΚΙΣ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ<br /> +ΓΡΑΦΕΙΑ: Οδός Μιλτιάδου αριθ: 1. <br /> + +ΑΘΗΝΑΙ</p> + +<p style='margin-top: 8em'>ΣΥΝΔΡΟΜΑΙ: Εσωτερικού ετησία δραχ. 60. — εξάμηνος +δραχ. 30. — <br /> + + +Εξωτερικού ετησία φράγ. 60. — εξάμηνος φράγ. 30. — </p> + +<p>ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ — ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΔΗΜ. Μ. ΔΕΛΗΣ</p> + +<p> +</p> + +<p style='margin-top: 8em'><b>ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ</b><br /> +Αθήναι τη 8 Ιανουαρίου 1923</p> + +<p>Κυρίαν Μ. Ενταύθα. Προκειμένου περί ενός εκατομμυρίου λέγει έν ρητόν: +«όταν υπάρχει εκατομμύριον κλειδωμένον, ουδεμία κλειδαριά ανθίσταται». +Λέγουν μάλιστα ότι μία βασίλισσα της Γαλλίας εις την οποίαν έθεσαν αντιμέτωπον +της αρετής της, έν εκατομμύριον, ανέκραξεν. « Έν εκατομμύριον! Α! λέγει πολλά έν +εκατομμύριον!» — Κύριον Γ. Μ. Καλάμας. Τιμοκατάλογος εστάλη. — Δαν +Ευαγγελίαν Β. Άργος. Ελήφθη συνδρομή σας Τρίμηνος. Ευχαριστούμεν. — Κύριον +Ο. Ζ. μαθητήν Πάτρας. Βιβλία εστάλησαν ταχυδρομικώς. — Κυρίαν Καλυψώ Χ . . . +Θήραν. Ελήφθη και θα εξακολουθήσωμεν.</p> + +<p>Λίαν προσεχώς εις τα εκλεκτά Αναγνώσματα του Ιουλίου Βερν:</p> + +<p style='font-size: small;'><b>Ο ΣΑΝΣΕΛΩΡ</b></p> + +<p style='margin-top: 8em'><b>ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ</b></p> + +<p> +<br /> +1</p> + +<p>Εις των ανέμων την πνοήν<br /> +τας πτέρυγας εκτείνω· <br /> +Μετρώ του κόσμου την ζωήν <br /> +ακέφαλος αν μείνω</p> + +<p>2</p> + +<p>Ενόσω είμ' αόρατος<br /> +στα σπλάχνα της μητρός μου,<br /> +με αγαπά θερμότατα<br /> +πλην μόλις γεννηθώ<br /> +και την αφήσω, γίνεται<br /> +ο άσπονδος εχθρός μου<br /> +κι' αν μ' απαντήση πουθενά<br /> +αμέσως θα χαθώ.</p> + +<p>Αι λύσεις πρέπει να συνοδεύωνται με 20λεπτον γραμματόσημον και θα +δημοσιεύονται εις την αρχήν εκάστου μηνός.</p> + +<p>Τα Δώρα θα δημοσιεύσωμεν εις το προσεχές.</p> + +<p> +</p> + +<h1 style='text-align: center; margin-top: 5em'>Ο ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΕΤΗΣ +ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ</h1> + +<h2 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ</h2> + + + + +<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'.</h3> + +<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>Ο Μυοπάρων Πίλγριμ.</b></p> + +<p> +<br /> +Τη 2 Φεβρουαρίου 1878 ο μυοπάρων [γολετόβρικον) «Πίλγριμ») ευρίσκετο υπό την +43° 57 νοτίου πλάτους και 165° 19 δυσμικού μήκους του μεσημβρινού της +Γρανβίχης.</p> + +<p>Το πλοίον τούτο, χωρητικότητος τετρακοσίων τόννων, εφοπλισθέν εν Αγίω +Φραγκίσκω δια την μεγάλην αλιείαν των νοτίων θαλασσών, ανήκεν εις τον Ιάκωβον +Βέλδων, πλούσιον της Καλιφορνίας εφοπλιστήν, όστις από πολλών ετών είχεν +εμπιστευθή την διοίκησιν αυτού εις τον πλοίαρχον Χουλ.</p> + +<p>Το «Πίλγριμ» ήτο το μικρότερον αλλά και το καλλίτερον πλοίον του στολίσκου +εκείνου τον οποίον ο Ιάκωβος Βέλδων κατά πάσαν εποχήν απέστελλεν άλλοτε μεν +πέραν του Βεριγγίου πορθμού μέχρι των βορεινών θαλασσών, άλλοτε δε εις τα +παράλια της Τασμανίας ή της άκρας Χορν, μέχρι του ανταρτικού ωκεανού. Έπλεεν +εξόχως. Ο εξοπλισμός αυτού, λίαν ευμεταχείριστος, επέτρεπεν αυτώ να +διακινδυνεύη μετ' ολίγων ανδρών απέναντι των αδιαπεράστων σύρτεων του νοτίου +ημισφαιρίου. Ο πλοίαρχος Χουλ ήξευρε «να γλυστρά», ως λέγουσιν οι ναύται, εν +τω μέσω των πάγων εκείνων οίτινες κατά το θέρος παρασυρόμενοι φθάνουσι δια +της Νέας Ζηλανδίας ή δια του Ευέλπιδος Ακρωτηρίου εις πλάτος πολύ κατώτερον +εκείνου εις το οποίον φθάνουσιν εν ταις αρκτικαίς θαλάσσαις της υδρογείου. Το +αληθές όμως είναι ότι οι παγοσωροί εκείνοι των οποίων μέγα μέρος διαλύεται +εντός του Ειρηνικού ή του Ατλαντικού, μικρόν είχον όγκον, σμικρυνθέντες, ήδη υπό +των συγκρούσεων και διαλυθέντες υπό των θερμών υδάτων. </p> + +<p>Υπό τας διαταγάς του πλοιάρχου Χουλ καλού ναυτικού, και ταυτοχρόνως ενός +των επιδεξιωτέρων αγκιστρευτών του στολίσκου, ευρίσκετο πλήρωμα συγκείμενον +εκ πέντε ναυτών και ενός δοκίμου. Τούτο ήτο ολίγον διά την αλιείαν εκείνην της +φαλαίνης, ήτις απαιτεί πολυαριθμότερον προσωπικόν. Απαιτούνται πολλοί άνδρες +διά τον χειρισμόν των εις προσβολήν πεμπομένων λέμβων ως και διά τον +διαμελισμόν των αγρευομένων ζώων. Αλλά, κατά το παράδειγμα εφοπλιστών +τινων, ο Ιάκωβος Βέλδων εθεώρει πολύ οικονομικώτερον να επιβιβάζη εις Άγιον +Φραγκίσκον τον αριθμόν των ναυτών των αναγκαιούντων μόνον διά την διεύθυνσιν +του πλοίου. Η Νέα Ζηλανδία ουδόλως εστερείτο αγρευτών, ναυτών πάσης +εθνικότητος, λιποτακτών ή άλλων, οίτινες εζήτουν να μισθωθώσι διά την εποχήν +και εξήσκουν επιτηδείως το αλιευτικόν επάγγελμα. Περαιουμένης άπαξ της +χρησίμου περιόδου επληρώνοντο, απεβιβάζοντο εις την ξηράν και περιέμενον +όπως οι φαλαινοθήραι του επομένου έτους έλθωσι να ζητήσωσι την υπηρεσίαν +των. Κατά την μέθοδον ταύτην και καλλιτέρα χρήσις των διαθεσίμων ναυτών +εγίνετο και μεγαλείτερον όφελος προέκυπτεν εκ της συνεργασίας των.</p> + +<p>Τούτο εγένετο και εις το «Πίλγριμ».</p> + +<p>Ο μυοπάρων είχε διέλθει την αλιευτικήν εποχήν επί του ορίου του πολικού +ανταρτικού κύκλου. Αλλά δεν είχε το φορτίον του πλήρες ελαίου, υπολαιμίων +ακατεργάστων και τεμαχίων αυτού. Κατ' εκείνην ήδη την εποχήν, η αλιεία +καθίστατο δύσκολος. Τα κήτη, μεγάλως καταδιωχθέντα, ήσαν σπάνια. Η γνησία +φάλαινα, ήτις καλείται Nord-caqer εν τω βόρειο Ωκεανώ και Sulpher-boltone εν +ταις νοτίαις θαλάσσαις, ήρχιζε να εκλείπη.</p> + +<p>Οι αλιείς έπρεπε να στραφώσι κατά του Φιν-μπακ, γιγαντώδους μαστοφόρου, +ου αι προσβολαι δεν ήσαν άμοιροι κινδύνων.</p> + +<p>Τούτο έπραξεν ο πλοίαρχος Χουλ εις την εκδρομήν ταύτην, αλλά κατά το +επόμενον ταξείδιον εσκόπευε να ανοιχθή εις πλάτος υψηλότερον, και εάν ήτο +ανάγκη να προχωρήση μέχρι των γαιών εκείνων της Κλαρίας και της Αδελίας, των +οποίων η ανακάλυψις, αμφισβητηθείσα υπό του Αμερικανού Βίλκες, ανήκει +οριστικώς εις τον διάσημον πλοίαρχον του Αστρολάβου και της Ζηλείας εις τον +Γάλλον Δουμόνδον Δουρβίλ.</p> + +<p>Εν συνόψει η εκδρομή δεν υπήρξεν ευτυχής διά το «Πίλγριμ». Κατά τας αρχάς +του Ιανουαρίου, ήτοι περί τα μέσα του βορείου θέρους, και μολονότι η προς +επάνοδον των φαλαινοθηρών εποχή δεν είχεν επέλθει έτι, ο πλοίαρχος Χουλ +ηναγκάσθη να εγκαταλίπη τα μέρη της αλιείας. Το επιβοηθητικόν αυτού πλήρωμα, +— άθροισμα αχρείων υποκειμένων, — ήρχησε να απειθή, και εδέησε να σκευθή +όπως αποχωρισθή αυτών.</p> + +<p>Το «Πίλγριμ» λοιπόν διηυθύνθη βορειοδυτικώς, προς τας γαίας της Νέας +Ζηλανδίας, την οποίαν είχε επισκεφθή κατά την 15ην Ιανουαρίου. Έφθασεν εις +Βαϊτεμάταν, λιμένα του Ωκλάνδ κειμένου εις τον μυχόν του κόλπου Χουράκι επί της +ανατολικής παραλίας της βορείας νήσου και απεβίβασε τους αλιείς ους είχε +παραλάβει διά την εκδρομήν.</p> + +<p>Το πλήρωμα δεν ήτο ευχαριστημένον. Προς συμπλήρωσιν του φορτίου του +«Πίλγριμ» έλειπον διακόσια τουλάχιστον βαρέλια ελαίου. Ουδέποτε πτωχοτέρα +αλιεία. Ο πλοίαρχος Χουλ επέστρεφε λοιπόν με την δυσαρέσκειαν δεδοκιμασμένου +κυνηγού, όστις διά πρώτην φοράν άνευ ή σχεδόν άνευ θηράματος επιστρέφει. Η +φιλαυτία του είχε λίαν εξερεθισθή και δεν εσυγχώρει τους αθλίους εκείνους των +οποίων η απείθεια είχε συντελέσει εις την αποτυχίαν της εκδρομής του.</p> + +<p>Εις μάτην προσπάθησε να συναθροίση εξ Ωκλάνδ νέον πλήρωμα αλιευτικόν. +Όλοι οι διαθέσιμοι ναυτικοί είχον επιβή εις άλλα πλοία φαλαινοθηρευτικά. Εδέησε +λοιπόν να αποβάλη πάσαν ελπίδα σημπληρώσεως του φορτίου του «Πίλγριμ» και +παρασκευάζετο να εγκαταλείπη οριστικώς το Ωκλάνδ, ότε αίτησις πλοός τω εγένετο +ην δεν ηδύνατο να αρνηθή.</p> + +<p>Η κυρία Βέλδων, σύζυγος του εφοπλιστού του «Πίλγριμ», ο πενταετής αυτής +υιός Ζακ, καί τις των συγγενών τον οποίον εκάλουν εξάδελφον Βενέδικτον, +ευρίσκοντο τότε εις Ωκλάνδ. Ο Ιάκωβος Βέλδων, τον οποίον αι εμπορικαί του +επιχειρήσεις ηνάγκαζον ενίοτε να επισκέπτηται την Νέαν Ζηλανδίαν, είχε φέρει +εκεί και τους τρεις, εσκόπευε δε να τους επαναφέρη εις Άγιον Φραγκίσκον.</p> + +<p>Αλλά καθ' ήν στιγμήν όλη η οικογένεια έμελλε να αναχωρήση, ησθένησε +βαρέως ο μικρός Ζακ, ο δε πατήρ του, βιαζόμενος υπό των υποθέσεών του +ηναγκάσθη να απέλθη του Ωκλάνδ, καταλείπων εκεί την σύζυγόν του, τον υιόν και +τον εξάδελφον Βενέδικτον.</p> + +<p>Τρεις μήνες είχον παρέλθει, τρεις μακροί μήνες αποχωρισμού, οίτινες υπήρξαν +λίαν οδυνηροί εις την κυρίαν Βέλδων. Εν τούτοις το νεαρόν τέκνον της εθεραπεύθη +και εμελέτα να αναχωρήση ότε τη ανήγγειλον την άφιξιν του «Πίλγριμ».</p> + +<p>Κατ' εκείνην την εποχήν, όπως επιστρέψη εις Άγιον Φραγκίσκον η κυρία +Βέρδων ήτο ηναγκασμένη να μεταβή εις Αυστραλίαν διά να ζητήση πλοίον της +υπερωκεανείου Εταιρίας του Χρυσού Αιώνος, εξ εκείνων άτινα εκτελούσι την +υπηρεσίαν από Μελβούρν εις τον ισθμόν του Παναμά διά του Παπεϊτή. Ερχομένη +άπαξ εις Παναμάν, ώφειλε να περιμένη την αναχώρησιν του αμερικανού +ατμοπλοίου όπερ εκτελεί τακτικήν συγκοινωνίαν μεταξύ του ισθμού και της +Καλιφορνίας. Τούτου ένεκα, βραδύτητες, μεταβιβάσεις, πάντοτε δυσάρεστοι διά +μίαν γυναίκα μετά μικρού παιδίου. Κατ' αυτήν λοιπόν την στιγμήν ηγκυροβόλησε +το «Πίλγριμ» εις Ωκλάνδ, δεν εδίστασε και εζήτησε παρά του πλοιάρχου να +παραλάβη εις το πλοίον αυτήν, τον υιόν της, τον εξάδελφον Βενέδικτον και την +Ναν, γραίαν μαύρην ήτις την υπηρέτει από της νηπιακής ηλικίας της, όπως τους +μεταφέρη εις Άγιον Φραγκίσκον. Τρεις χιλιάδες θαλάσσιοι λεύγαι να διανυθώσι διά +πλοίου ιστιοφόρου! αλλά το πλοίον του πλοιάρχου Χουλ ήτο λίαν στερεόν και η +εποχή ωραία εισέτι. Ο πλοίαρχος Χουλ εδέχθη και παρεχώρησεν αμέσως τον +ιδιαίταιρον θάλαμόν του εις την διάθεσιν της επιβάτιδος. Ήθελεν ώστε κατά τον +διάπλουν, όστις ηδύνατο να διαρκέση τεσσαράκοντα ή πεντήκοντα ημέρας, η κυρία +Βέλδων να έχη όλας τας δυνατάς αναπαύσεις εντός του πλοίου.</p> + +<p>Υπό τους όρους τούτους ο διάπλους θα είχεν ευχαρίστησίν τινα διά την κυρίαν +Βέλδων. Το μόνον δυσάρεστον ήτο ότι ο διάπλους εκείνος εξ ανάγκης θα +παρατείνετο ένεκα της υποχρεώσεως του «Πίλγριμ» ν' αποβιβάση το φορτίον του +εις Βαλπαραΐζον της Χιλής. Τούτου γενομένου, δεν υπελείπετο άλλο ειμή να +ανέλθη την αμερικανικήν ακτήν, μετ' απογείων ανέμων, οίτινες καθιστώσι λίαν +ευχάριστα τα παράλια εκείνα. </p> + +<p>Άλλως τι η κυρία Βέλδων ήτο γυνή θαρραλέα, ήτις δεν επτοείτο υπό της +θαλάσσης. Τριακονταέτις την ηλικίαν, έχουσα υγείαν ισχυράν και πολλήν έξιν εις +τους μακρούς πλόας εις ους πολλάκις συνόδευσε τον σύζυγόν της, δεν εδειλία +απέναντι των τυχαίων συμβεβηκότων, άτινα ηδύναντο να επέλθωσιν εις πλοίον +μετρίας χωρητικότητος. Εγνώριζεν ότι ο πλοίαρχος Χουλ ήτο εξαίρετος ναυτικός εις +ον ο Ιάκωβος Βέλδων είχε πάσαν εμπιστοσύνην. Το «Πίλγριμ» ήτο πλοίον στερεόν, +ταχύπλουν, διακρινόμενον εν τω στολίσκω των αμερικανικών φαλαινοθηρών. Η +ευκαιρία ήτο καλή και έπρεπε να επωφεληθή. Η κυρία Βέλδων επωφελήθη +ταύτης.</p> + +<p>Εννοείται ότι ο εξάδελφος Βενέδικτος ώφειλε να την συνοδεύση.</p> + +<p>Ο εξάδελφος εκείνος ήτο αγαθός ανήρ, πεντηκονταέτης περίπου. Αλλά, μεθ' +όλην την πεντηκονταετίαν του θα ήτο ασύνετον να τον αφήση τις μόνον να εξέλθη. +Μακρός μάλλον ή υψηλός, στενός μάλλον ή ισχνός, με πρόσωπον οστεώδες, με +κρανίον παμμέγιστον και λίαν τριχωτόν. Εν όλω τω ατελειώτω ατόμω του ηδύνατό +τις να αναγνωρίση ένα των αξιολόγων εκείνων χρυσοδιοπτροφόρων επιστημόνων, +των αβλαβών και αγαθών, προορισμένων να μείνωσι καθ' όλον τον βίον των +μεγάλα παιδία και να αποθνήσκωσιν εκατονταετή εις τας αγκάλας της τροφού +των.</p> + +<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος, — ούτως εκαλείτο πάντοτε, και εκτός έτι της +οικογενείας, και πράγματι ήτο εξ εκείνων των αγαθών ανθρώπων οίτινες φαίνονται +ωσεί εγεννήθησαν εξάδελφοι όλου του κόσμου, — ο εξάδελφος Βενέδικτος, +πάντοτε ενοχλούμενος υπό των μακρών χειρών του και υπό των μακρών ποδών +του, θα ήτο εντελώς ανίκανος να διεκπεραιώση μόνος, έστω και την απλουστάτην +υπόθεσιν. Ουδένα ενοχλών, ειμή μόνον εαυτόν, έζη βίον εύκολον, έστεργε τα +πάντα, ελησμόνει να φάγη ή να πίη, αναίσθητος εις το κρύο ως και εις τον +καύσωνα, εφαίνετο δε ανήκων εις το φυτικόν βασίλειον μάλλον ή εις το ζωικόν. +Φαντάσθητε δένδρον όλως ανωφελές, άνευ καρπών και άνευ φύλλων, ανίκανον να +θρέψη ή να σκιάση, αλλ' έχων καλήν καρδίαν.</p> + +<p>Τοιούτος ήτο ο εξάδελφος Βενέδικτος. Ευχαρίστως θα προσέφερεν υπηρεσίας +εις τους ανθρώπους, εάν, ως θα έλεγεν ο Προυδώμ, ήτο ικανός να προσφέρη.</p> + +<p>Τέλος, ηγαπάτο ένεκα αυτής ταύτης της αδυναμίας του. Η κυρία Βέλδων τον +εθεώρει ως τέκνον της, — ως μεγάλον πρωτότοκον αδελφόν του μικρού της +Ζακ.</p> + +<p>Δέον να προσθέσωμεν ενταύθα ότι ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν ήτο εν τούτοις +ούτε αδρανής, ούτε άεργος. Εξ εναντίας ήτο εργατικός. Το μοναδικόν πάθος του, η +φυσική ιστορία, τον απερρόφα ολόκληρον.</p> + +<p>Λέγοντες φυσικήν ιστορίαν, λέγομεν πολύ.</p> + +<p>Γνωστόν ότι τα διάφορα μέρη εξ ων απαρτίζεται η επιστήμη αύτη είναι η +ζωολογία, η βοτανική, η ορυκτολογία και η γεωλογία.</p> + +<p>Αλλ' ο εξάδελφος Βενέδικτος ούτε βοτανικός, ούτε ορυκτολόγος, ούτε +γεωλόγος ήτο.</p> + +<p>Μήπως άρα γε ήτο ζωολόγος, καθ' όλην την σημασίαν της λέξεως, είδος τι +Κυβιέρου του Νέου Κόσμου, αποσυνθέτων το ζώον διά της αναλύσεως, ή +ανασυνθέτων αυτό διά της συνθέσεως, είς των βαθέων εκείνων ειδημόνων, των +ασκηθέντων εις την σπουδήν των τεσσάρων τύπων, εις ους η νεωτέρα επιστήμη +ανάγει το ζωικόν βασίλειον, των σπονδυλωτών δηλαδή, των μαλακίων, των +ενάρθρων και των ακνινωτών; Των τεσσάρων τούτων διαιρέσεων, ο αφελής αλλά +φιλόσπουδος επιστήμων παρετήρησέ ποτε τας κλάσεις και ηρεύνησε τας τάξεις, +τας οικογενείας, τας φυλάς, τα γένη, τα είδη, τας διακρινούσας αυτάς ποικιλίας; +</p> + +<p>Όχι!</p> + +<p>Μη άρα γε ο εξάδελφος Βενέδικτος είχεν αφοσιωθή εις την σπουδήν των +σπονδυλωτών, μαστοφόρων, πτηνών, ερπετών και ιχθύων;</p> + +<p>Ουδαμώς.</p> + +<p>Μη άρα γε προυτίμησε τα μαλάκια από των κεφαλοπόδων μέχρι των +βρυοζώων, και η μαλακολογία δεν είχε πλέον μυστήρια δι' αυτόν;</p> + +<p>Παντάπασι.</p> + +<p>Μη άραγε έκαυσεν επί τοσούτον χρόνον το έλαιον του λύχνου του +ασχολούμενος εις τα ακτινωτά, τα εχινόδερμα, τας ακαλήφας, τους πολύποδας, +τους έλμινθας, τα σπογγιώδη και τα εγχυματογενή;</p> + +<p>Δέον να ομολογήσωμεν ότι ουδέ τούτο εγένετο.</p> + +<p>Επειδή λοιπόν δεν υπολείπεται άλλο είδος ζωολογίας, ειμή η διαίρεσις των +ενάρθρων, έπεται εξ ανάγκης ότι επί ταύτης της διαιρέσεως είχεν ασκηθή το μόνον +πάθος του εξαδέλφου Βενεδίκτου.</p> + +<p>Ναι, αλλά και τούτο πρέπει σαφανισθή.</p> + +<p>Η διακλάδωσις των ενάρθρων περιλαμβάνει έξ κλάσεις: τα έντομα, τα +μυριάποδα, τα αραχνοειδή, τα μαλακόστρακα, τα μαλλόποδα και τα +ερύθραιμα.</p> + +<p>Αλλ' ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν θα ηδύνατο να διακρίνη τον σκώληκα από της +θεραπευτικής βδέλης, το κρήθμον από της κογχύλης, την οικιακήν αράχνην από τον +ψευδοσκορπιόν, την καραβίδα από του βατράχου, τον ίουλον από της +σκολοπένδρας.</p> + +<p>Τι ήτο λοιπόν ο εξάδελφος Βενέδικτος;</p> + +<p>Ουδέν άλλο ή απλούς εντομολόγος.</p> + +<p>Εις ταύτα δύναταί τις βεβαίως να απαντήση ότι η εντομολογία, κατά την +ετυμολογικήν αυτής έννοιαν, είναι μέρος των φυσικών επιστημών περιλαμβάνον +όλα τα έναρθρα. Υπό γενικήν έποψιν τούτο είναι αληθές, αλλ' επεκράτησεν η +συνήθεια να μη δίδεται εις την λέξιν ταύτην ειμή έννοια μάλλον περιωρισμένη. Δεν +εφαρμόζεται λοιπόν ειμή εις την κυρίως λεγομένην σπουδήν των εντόμων, ήτοι +«όλων των ενάρθρων ζώων, των οποίων το σώμα, συγκείμενον εκ δακτυλίων +τεθειμένων άκρον προς άκρον, σχηματίζει τρία διακεκριμένα τμήματα, άτινα +κέκτηνται τρία ζεύγη ποδών, ένεκα του οποίου ωνομάσθησαν εξάποδα».</p> + +<p>Επειδή λοιπόν ο εξάδελφος Βενέδικτος είχε περιορισθή εις την σπουδήν των +ενάρθρων της κλάσεως ταύτης ήτο μόνον απλούς εντομολόγος.</p> + +<p>Αλλά μη απατώμεθα! Εν τη κλάσει ταύτη των εντόμων περιλαμβάνονται ουχί +ολιγώτεραι των δέκα τάξεων τα ορθόπτερα +(<sup><a href='#fn1' id='ref1'>1</a></sup>) +, τα νευρόπτερα +(<sup><a href='#fn2' id='ref2'>2</a></sup>) + τα υμενόπτερα +(<sup><a href='#fn3' id='ref3'>3</a></sup>) +, τα λεπιδόπτερα +(<sup><a href='#fn4' id='ref4'>4</a></sup>) +, τα ημίπτερα +(<sup><a href='#fn5' id='ref5'>5</a></sup>) +, τα κολεόπτερα +(<sup><a href='#fn6' id='ref6'>6</a></sup>) +. τα δίπτερα +(<sup><a href='#fn7' id='ref7'>7</a></sup>) +, τα +ριπίπτερα +(<sup><a href='#fn8' id='ref8'>8</a></sup>) +, τα παράσιτα +(<sup><a href='#fn9' id='ref9'>9</a></sup>) + και τα θυσάνουρα +(<sup><a href='#fn10' id='ref10'>10</a></sup>) +. Είς τινα δε των τόξων τούτων +τα κολεόπτερα παραδείγματος χάριν, εξηκριβώθησαν τριάκοντα χιλιάδες είδη και +εξήκοντα χιλιάδες εις τα δίπτερα. Εκ τούτων λοιπόν δύναταί τις να εννοήση ότι τα +αντικείμενα σπουδής δεν ελλείπουσι και ότι υπάρχει πολλή ύλη όπως απασχολήση +ένα άνθρωπον μόνον.</p> + +<p>Τοιουτοτρόπως όλος ο βίος του εξαδέλφου Βενεδίκτου ήτο αφιερωμένος +εντελώς εις την εντομολογίαν.</p> + +<p>Εις την επιστήμην ταύτην απησχόλει όλας τας ώρας του, — όλας ανεξαιρέτως +και αυτάς τας του ύπνου, αφού ωνειρεύετο πάντοτε «εξάποδα». Αναρίθμητοι ήσαν +αι καρφίδες αι εμπεπηγμέναι εις τας χειρίδας, εις το περιπεριτραχήλιον του +ενδύματός του, εις το βάθος του πίλου του και εις τα πλάγια του εσωκαρδίου +του.</p> + +<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/7.jpg" width="345" +height="400" +alt="Εις την επιστήμην ταύτην απησχόλει όλας τας ώρας του" border="2" /><br +/></p> + +<p>Όταν ο εξάδελφος Βενέδικτος επέστρεφεν έκ τινος επιστημονικού περιπάτου, ο +πολύτιμος πίλος του ήτο αποθήκη φυσικής ιστορίας, κατάστικτος εσωτερικώς τε +και εξωτερικώς υπό εντόμων διαπερασμένων. Και τώρα εξηγείται ότι το +πρωτότυπον εκείνο ον συνόδευσε τον κύριον και την κυρίαν Βέλδων εις Νέαν +Ζηλανδίαν εκ πάθους εντομολογικού. Εκεί, η συλλογή του επλουτίσθη διά τινων +σπανίων αντικειμένων, και ευνόητον ήτο ότι εβιάζετο να επανέλθη όπως +ταξινομίση αυτά εις το σπουδαστήριόν του εν Αγίω Φραγκίσκω.</p> + +<p>Επειδή λοιπόν η κυρία Βέλδων και το τέκνον της επέστρεφον εις Αμερικήν διά +του «Πίλγριμ», ουδέν φυσικώτερον να συνοδεύση αυτούς ο εξάδελφος Βενέδικτος +κατά τον διάπλουν.</p> + +<p>Αλλ' η κυρία Βέλδων ουδόλως έπρεπε να βασίζεται επ' αυτού, εάν +παρουσιάζετο κρίσιμός τις περίστασις. Ευτυχώς δεν επρόκειτο ειμή περί ταξειδίου +ευκόλου εκτελουμένου κατά την καλήν εποχήν, και διά πλοίου του οποίου ο +κυβερνήτης ήτο άξιος πάσης εμπιστοσύνης.</p> + +<p>Κατά την τριήμερον διαμονήν του «Πίλγριμ» εν Βαϊτεμάτα, η κυρία Βέλδων +ενήργησεν εν μεγάλη βία τας προετοιμασίας της, καθότι δεν ήθελε να επιβραδύνη +την αναχώρησιν του μυοπάρωνος. Οι ιθαγενείς υπηρέται οίτινες υπηρέτουν αυτήν +κατά την εις Ωκλάνδ διαμονήν της απελύθησαν, και τη 22 Ιανουαρίου επεβιβάσθη +επί του «Πίλγριμ» φέρουσα μεθ' εαυτής τον υιόν της Ζακ, τον εξάδελφον +Βενέδικτον και την γραίαν υπηρέτριαν Ναν.</p> + +<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος έφερεν εντός ιδιαιτέρου κιβωτίου όλην την +εντομολογικήν συλλογήν του. Εν τη συλλογή εκείνη διεκρίνοντο μεταξύ άλλων +δείγματά τινα των νέων εκείνων σταφυλίνων, είδους σαρκοβόρων κολεοπτέρων, +ων οι οφθαλμοί ευρίσκονται υπεράνω της κεφαλής, και οίτινες μέχρι τότε +ενομίζοντο ότι ανήκον μόνον εις την Νέαν Καληδονίαν. Τω είχον συστήσει +φαρμακεράν τινα αράχνην, την «κατιπώ» των Μαορή, της οποίας το δήγμα είναι +πολλάκις θανατηφόρον εις τους ιθαγενείς. Αλλ' η αράχνη δεν ανήκει εις την τάξιν +των κυρίως καλουμένων εντόμων, κατατάσσεται εις τα αραχνοειδή, και κατ' +ακόλουθίαν ουδεμίαν είχεν αξίαν εις τους οφθαλμούς του εξαδέλφου Βενεδίκτου. +Ως εκ τούτου την περιεφρόνησε, και το ωραιότερον κειμήλιον της συλλογής του +ήτο αξιοσημείωτός τις σταφυλίνος Νεοζηλανδικός.</p> + +<p>Εννοείται ότι ο εξάδελφος Βενέδικτος, πληρώσας μεγάλα ασφάλιστρα, +εξησφάλησε το φορτίον του, όπερ τω εφαίνετο πολυτιμότερον του εξ ελαίου και +ελασμάτων φορτίου εν τω κύτει του «Πίλγριμ».</p> + +<p>Κατά την στιγμήν του απόπλου, ότε η κυρία Βέλδων και οι συμπλωτήρες αυτής +ευρέθησαν επί του καταστρώματος του μυοπάρωνος, ο πλοίαρχος Χουλ επλησίασε +την επιβάτιδα.</p> + +<p> — Εννοείται κυρία Βέλδων, τη είπεν, εάν ταξειδεύηται διά του +«Πίλγριμ» υμείς μόνη είσθε υπεύθυνος.</p> + +<p> — Διατί μοι απευθύνετε την παρατήρησιν ταύτην, κύριε Χουλ; ηρώτησεν +η κυρία Βέλδων.</p> + +<p> — Διότι δεν έλαβον διαταγήν περί τούτου παρά του συζύγου σας, και +όπως δήποτε είς μυοπάρων δεν δύναται να σας προσφέρη τας εγγυήσεις καλού +διάπλου, τας οποίας θα είχετε εντός ατμοπλοίου ειδικώς προωρισμένου προς +μεταφοράν επιβατών.</p> + +<p> — Εάν ο σύζυγός μου ήτο εδώ, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, νομίζετε, +κύριε Χουλ ότι θα εδίσταζε να επιβιβασθή επί του «Πίλγριμ» συνοδευόμενος υπό +της συζύγου και του τέκνου του;</p> + +<p> — Όχι, κυρία Βέλδων δεν θα εδίσταζεν, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ· όχι +βεβαίως! ως δεν θα εδίσταζον ούτε εγώ! Το «Πίλγριμ» είναι καλόν πλοίον, αν και η +εκδρομή του υπήρξε πολύ αθλία, και είμαι βέβαιος περί αυτού όσον δύναται να +ήνε ναυτικός περί του πλοίου όπερ κυβερνά από πολλών ετών. Ό,τι σας είπον, +κυρία Βέλδων, το είπον όπως καλύψω την ευθύνην μου και όπως σας επαναλάβω +ότι εντός του πλοίου δεν θα έχετε τας αναπαύσεις εκείνας εις τας οποίας είσθε +συνηθισμένη.</p> + +<p> — Επειδή δεν πρόκειται ειμή περί αναπαύσεων, κύριε Χουλ απήντησεν +η κυρία Βέλδων, τούτο δεν είναι ικανόν να με εμποδίση. Δεν είμαι εκ των +δύσκολων εκείνων επιβατών οίτινες αδιακόπως παραπονούνται διά το στενόν των +κοιτωνίσκων και την ανεπάρκειαν της τραπέζης.</p> + +<p>Είτα η κυρία Βέλδων, αφού παρετήρησεν επί τινας στιγμάς τον μικρόν της Ζακ, +ον εκράτει εκ της χειρός·</p> + +<p> — Ας αναχωρήσωμεν, κύριε Χουλ, είπεν.</p> + +<p>Αι διαταγαί εδόθησαν προς απόπλουν, τα ιστία ανεπετάσθησαν, και το +«Πίλγριμ» χειριζόμενον εις τρόπον ώστε να εξέλθη του κόλπου όσον τάχιστα, +έστρεψε την πρώραν προς τα αμερικανικά παράλια.</p> + +<p>Αλλά, τρεις ημέρας μετά την αναχώρησίν του, ο μυοπάρων στενοχωρηθείς υπό +βιαίων ανατολικών ανέμων, ηναγκάσθη να στρέψη αριστερά όπως επιτύχη πάλιν +ούριον άνεμον.</p> + +<p>Και τοιουτοτρόπως, κατά την 2 Φεβρουαρίου, ο πλοίαρχος Χουλ ευρίσκετο +εισέτι εις πλάτος υψηλότερον εκείνου όπερ ήθελε και εις θέσιν ναυτικού ζητούντος +μάλλον να παρικάμψη το ακρωτήριον Χορν ή να πλησιάση την νέαν ήπειρον.</p> + + + +<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.</h3> + +<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΔΙΚ ΣΑΝΔ</b></p> + +<p> +<br /> +Εν τούτοις η θάλασσα ήτο καλή, και εξαιρέσει των βραδυτήτων ο πλους εξετελείτο +υπό αρκούντως ευνοϊκούς όρους.</p> + +<p>Η κυρία Βέλδων είχεν εγκατασταθή εντός του «Πίλγριμ» όσον ήτο δυνατόν +ανέτως. Ούτε πυργίσκος ούτε άλλο τι ευρίσκετο εις τα όπισθεν του +καταστρώματος. Δεν υπήρχε λοιπόν κοιτωνίσκος εις την πρύμνην όπως δεχθή την +επιβάτιδα, ήτις εδέησε να αρκεσθή εις τον θάλαμον του πλοιάρχου Χουλ κείμενον +επί της πρύμνης και αποτελούντα την μετρίαν αυτού ναυτικήν κατοικίαν. Εδέησεν +όμως να την παρακαλέση επιμόνως ο πλοίαρχος όπως δεχθή. Εκεί λοιπόν, εις το +μέτριον εκείνο οίκημα, εγκατέστη η κυρία Βέλδων μετά του τέκνου της και της +γραίας Ναν. Εκεί εγευμάτιζεν, έχουσα συνδαιτυμόνας τον πλοίαρχον και τον +εξάδελφον Βενέδικτον, διά τον οποίον εσχηματίσθη επί του καταστρώματος είδος +τι θαλαμίσκου.</p> + +<p>Ο δε πλοίαρχος του «Πίλγριμ» είχε καταλάβει κοιτωνίσκον τινά του +πληρώματος, κοιτωνίσκον όστις έπρεπε να κατέχηται υπό του υποπλοιάρχου, εάν +υπήρχεν υποπλοίαρχος εν τω πλοίω. Αλλ' ως γνωρίζομεν, ο μυοπάρων εταξείδευεν +υπό συνθήκας αίτινες επέτρεπον να γίνεται οικονομία ενός υποπλοιάρχου.</p> + +<p>Οι άνδρες του «Πίλγριμ» καλοί και εύρωστοι θαλασσινοί, εφαίνοντο πολύ +συνηνωμένοι εκ της ταυτότητος των ιδεών και των έξεων. Η αλιευτική εκείνη +περίοδος ήτο η τετάρτη την οποίαν εξετέλουν ομού. Άπαντες εκ της δυτικής +Αμερικής εγνωρίζοντο από παλαιού χρόνου και ανήκον εις την αυτήν χώραν της +Καλιφoρνίας.</p> + +<p>Οι γενναίοι εκείνοι άνδρες εφαίνοντο πολύ περιποιητικοί προς την κυρίαν +Βέλδων, την σύζυγον του εφοπλιστού των, προς τον οποίον έτρεφον απεριόριστον +αφοσίωσιν. Δέον να είπωμεν ότι μεγάλως ενδιαφερόμενοι εις τα κέρδη του πλοίου, +είχον θαλασσοπορήσει μέχρι τότε μετά πολλής ωφελείας. Εάν ένεκα του μικρού +αριθμού των ουδενός εφείδοντο κόπου, συνέβαινε τούτο διότι πάσα εργασία +ηύξανε τα κέρδη των κατά την τακτοποίησιν των λογαριασμών εκάστης περιόδου. +Είναι αληθές όχι την φοράν ταύτην το κέρδος θα ήτο μηδαμινόν, και τούτο δικαίως +τους εξώργιζε κατά των αχρείων εκείνων της Νέας Ζηλανδίας.</p> + +<p>Είς μόνον μεταξύ όλων εν τω πλοίω δεν ήτο καταγωγής αμερικανικής. +Πορτογάλλος εκ γενετής, αλλ' ομιλών ευχερώς την αγγλικήν, εκαλείτο Νεγορός, και +εξετέλει τα ταπεινά έργα μαγείρου του μυοπάρωνος.</p> + +<p>Όταν ο μάγειρος του «Πίλγριμ» ελιποτάκτησεν εις Ωκλάνδ, ο Νεγορός εκείνος, +άνευ εργασίας τότε, προσεφέρθη να τον αντικαταστήση. Ήτο άνθρωπος σιωπηλός, +ήκιστα κοινωνικός, έμενε μεμονωμένος, αλλά καλώς εξεπλήρου το επάγγελμά του. +Παραλαβών αυτόν εις την υπηρεσίαν του ο πλοίαρχος Χουλ εφαίνετο ότι +αρκούντως επέτυχεν εις την εκλογήν του· από της στιγμής της εισόδου του εις το +πλοίον ο Νεγορός ουδεμίαν επέσυρεν επίπληξιν.</p> + +<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/11.jpg" width="425" +height="500" +alt="Ήτο άνθρωπος σιωπηλός" border="2" /><br /></p> + +<p>Εν τούτοις ο πλοίαρχος Χουλ ελυπείτο διότι δεν έσχε τον απαιτούμενον καιρόν +να λάβη ακριβείς πληροφορίας περί του παρελθόντος αυτού. Η μορφή του, ή +μάλλον το βλέμμα του, μετρίως τω ήρεσκε, και προκειμένου να εισαγάγη τις ένα +άγνωστον εις την τόσω στενήν και τόσω περιωρισμένην ζωήν πλοίου, πρέπει ουδέν +να παραμελή όπως πληροφορήται περί των προηγουμένων αυτού.</p> + +<p>Ο Νεγορός εφαίνετο τεσσαρακοντούτης. Ισχνός νευρώδης, μεσαίου +αναστήματος, είχε την κόμην μελανωτάτην, το δέρμα ολίγον τι ηλιοκαές και ήτο +εύρωστος. Είχεν άρα γε λάβει ανατροφήν τινα; Ναι, τούτο δε εφαίνετο έκ τινων +παρατηρήσεων αίτινες τω διέφευγον ενίοτε. Άλλως τε δε ουδέποτε ωμίλει περί του +παρελθόντος του, πού είχε ζήσει. Ποίον θα ήτο το μέλλον του; ούτε τούτο ηδύνατό +τις να ηξεύρη. Έλεγε μόνον ότι εσκόπευε ν' αποβιβασθή εις Βαλπαραΐζον. Βεβαίως +ήτο άνθρωπος αλλόκοτος. Όπως δήποτε, δεν εφαίνετο ότι υπήρξε ναυτικός· +εφαίνετο μάλιστα πλειότερον ξένος προς τα ναυτικά πράγματα παρ' όσον δύναται +να είναι μάγειρος, του οποίου μέρος της υπάρξεως διήλθεν εν τη θαλάσση.</p> + +<p>Εν τούτοις ο σάλος ή ο προνευτασμός του πλοίου δεν τον ηνόχλει ως εκείνους +οι οποίοι ουδέποτε εταξείδευσαν και τούτο ήτο αρκετά σπουδαίον διά μάγειρον +πλοίου.</p> + +<p>Εν συντόμω, ολίγον εφαίνετο. Την ημέραν έμενε συνήθως περιωρισμένος εντός +του στενού μαγειρίου του, ενώπιον του εκ χυτοσιδήρου κλιβάνου του, όστις +κατείχε την περισσοτέραν θέσιν. Επερχομένης της νυκτός και σβυνομένου του +κλιβάνου, ο Νεγορός επανήρχετο εις την καλύβην ήτις είχεν επιφυλαχθή αυτώ εις +το βάθος του κύτους. Είτα κατεκλίνετο αμέσως και απεκοιμάτο. </p> + +<p>Είπομεν ανωτέρω ότι το πλήρωμα του «Πίλγριμ» συνέκειτο εκ πέντε ναυτών και +ενός δοκίμου. </p> + +<p>Ο νέος ούτος δόκιμος, ηλικίας δεκαπέντε ετών, ήτο τέκνον πατρός και μητρός +αγνώστων. Το δυστυχές εκείνο ον, εγκαταλειφθέν ευθύς από της γεννήσεώς του, +παρελήφθη υπό της δημοσίου ευσπλαγχνίας και ανετράφη υπ' αυτής. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ — ούτως εκαλείτο — εφαίνετο ότι κατήγετο εκ της Πολιτείας της +Νέας Υόρκης, και βεβαίως εκ της πρωτευούσης της πολιτείας ταύτης. </p> + +<p>Εάν το όνομα Δικ — κατά συγκοπήν του ονόματος Ριχάρδου — εδόθη εις τον +μικρόν ορφανόν, σημαίνει ότι ήτο το όνομα του ελεήμονος διαβάτου όστις τον +παρέλαβεν, δύο ή τρεις ώρας μετά την γέννησίν του. Το όνομα Σανδ απεδόθη αύτω +προς ανάμνησιν του μέρους ένθα ευρέθη, ήτοι επί της άκρας εκείνης Σάνδυ Χουκ +(<sup><a href='#fn11' id='ref11'>11</a></sup>) +, ήτις σχηματίζει την είσοδον του λιμένος της Νέας Υόρκης, κατά το στόμιον +Χούδσων. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ όταν ήθελε φθάσει εις όλην την ανάπτυξίν του δεν θα υπερέβαινε +μεν το μεσαίον ανάστημα, αλλ' ήτο ισχυράς κράσεως. Ουδείς ηδύνατο ν' +αμφιβάλλη περί της αγγλοσαξωνικής αυτού καταγωγής. Ήτο μελαγχροινός, είχεν +οφθαλμούς κυανούς των οποίων το κρυσταλλώδες έλαμπεν υπό πυρός ζωηρού. Το +ναυτικόν του επάγγελμα τον είχεν ήδη προπαρασκευάσει εις τους αγώνας του +βίου. Η ευφυής φυσιογνωμία του ανέπνεε την ενεργητικότητα, ενεργητικότητος +ουχί αυθάδους, αλλά τολμητίου. Συχνάκις αναφέρουσι τας τρεις ταύτας λέξεις +ατελούς τινος στίχου Βιργιλίου. </p> + +<p>Audaces fortouna junvat. .</p> + +<p>αλλά τας αναφέρουσιν εσφαλμένως. Ο ποιητής είπεν: </p> + +<p>Audentes fortouna juvat. .</p> + +<p>Εις τους τολμητίας και ουχί τους αυθάδεις προσμειδιά σχεδόν πάντοτε η τύχη. +Ο αυθάδης δύναται να είναι απερίσκεπτος. Ο τολμητίας σκέπτεται πρώτον, ενεργεί +έπειτα. Ιδού η διαφορά. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ ήτο τολμητίας. Δεκαπενταέτης έτι, όταν απεφάσιζέ τι εξετέλει αυτό +καθ' ολοκληρίαν μετά πάσης επιμονής. Το ήθος αυτού ζωηρόν άμα και σοβαρόν, +εφείλκυε την προσοχήν. Δεν κατηναλίσκετο εις λόγους ή εις χειρονομίας ως +πράττουσι συνήθως οι ομήλικες αυτώ παίδες. Ενωρίς εις εποχήν του βίου ότε δεν +συζητεί τις τα προβλήματα της υπάρξεως είχεν αντιμετωπίσει την αθλίαν +κατάστασίν του και είχεν υποσχεθή να αναδειχθή αφ' εαυτού.<br /> + <br /> +Και ανεδείχθη, γενόμενος ήδη σχεδόν ανήρ καθ' ήν ηλικίαν άλλοι είναι εισέτι +παίδες. </p> + +<p>Συγχρόνως λίαν ευκίνητος, λίαν επιτήδειος εις όλα τα σωματικά γυμνάσια, ο Δικ +Σανδ ήτο εκ των προνομιούχων εκείνων όντων περί των οποίων δύναταί τις να είπη +ότι εγεννήθησαν με δύο πόδας αριστερούς και δύο χείρας δεξιάς. Τοιουτοτρόπως +πράττουσι τα πάντα διά της καλής χειρός και αναχωρούσι πάντοτε διά του καλού +ποδός. </p> + +<p>Η δημοσία ευσπλαγχνία, ως είπομεν, ανέθρεψε τον μικρόν ορφανόν. Πρώτον +εισήχθη εις έν των παιδοτροφείων εκείνων άτινα εν Αμερική έχουσι πάντοτε θέσιν +διά τα εγκαταλελειμένα παιδία. Έπειτα, εν ηλικία τεσσάρων ετών, ο Δικ εμάνθανε +να αναγινώσκη, να γράφη, να αριθμή εις έν των σχολείων εκείνων της πολιτείας +της Νέας Υόρκης, άτινα αι ελεήμονες συνδρομαί συντηρούσι μετά γενναιότητος. +</p> + +<p>Οκταετής την ηλικίαν, ένεκα της προς την θάλασσαν αγάπην την οποίαν είχε εκ +γενετής, ο Δικ επέβη ως καμαρώτος εις πλοίον των Νοτίων θαλασσών. Εκεί +εμάνθανε το επάγγελμα του ναυτικού και ως πρέπει τις να το μανθάνη, από της +μάλλον νεαράς ηλικίας. Ολίγον κατ' ολίγον εδιδάχθη υπό την οδηγίαν αξιωματικών +οίτινες συνεπάθησαν προς τον μικρόν εκείνον νεανίαν. Ούτως, ο ναυτόπαις δεν +εβράδυνε να γίνη δόκιμος, ελπίζων βεβαίως και άλλην προαγωγήν. Ο παις όστις +ευθύς εξαρχής είχεν εννοήσει ότι η εργασία είναι ο νόμος της ζωής, εκείνος όστις +είχε μάθει ενωρίς ότι ο άρτος δεν κερδαίνεται ειμή διά του ιδρώτος του προσώπου +— δόγμα της Ιεράς Γραφής όπερ είναι κανών της ανθρωπότητος — ο παις εκείνος +είναι βεβαίως προωρισμένος διά μεγάλα πράγματα, καθότι ημέραν τινα, μετά της +θελήσεως, θα έχη και την δύναμιν να εκτελέση ταύτα. </p> + +<p>Ότε λοιπόν ο Δικ Σανδ ευρίσκετο ως ναυτόπαις επί τινος εμπορικού πλοίου +διεκρίθη υπό του πλοιάρχου Χουλ! Ο γενναίος ούτος ναυτικός ησθάνθη +συμπάθειαν προς το αγαθόν εκείνο παιδίον και το εσύστησε βραδύτερον εις τον +εφοπλιστήν Ιάκωβον Βέλδων. Ούτος συνεπάθησεν ομοίως προς τον ορφανόν +εκείνον του οποίου συνεπλήρωσε την αγωγήν εις Άγιον Φραγκίσκον και τον +ανέθρεψεν εις την καθολικήν θρησκείαν, εις ην ανήκεν η οικογένειά του. </p> + +<p>Κατά την διάρκειαν των σπουδών αυτού ο Δικ Σανδ ιδιαιτέραν κλίσιν ησθάνθη +προς την γεωγραφίαν και τας θαλασσοπορίας, επιφυλαττόμενος βραδύτερον, όταν +θα έφθανεν εις την πρέπουσαν ηλικίαν, να σπουδάση το μαθηματικόν μέρος το +σχετιζόμενον προς την ναυτιλίαν. Είτα εις το θεωρητικόν εκείνο μέρος της +μαθήσεώς του δεν παρημέλησε να ενώση το πρακτικόν. Επέβη λοιπόν του +«Πίλγριμ» διά πρώτην ήδη φοράν ως δόκιμος. Ο καλός ναυτικός οφείλει να +γνωρίζη την μεγάλην αλιείαν όσον και την μεγάλην ναυσιπλοΐαν, διότι είναι καλή +προπαρασκευή εις όλα τα ενδεχόμενα συμβεβηκότα τα οποία συμπαραφέρει το +ναυτικόν στάδιον. Άλλως τε ο Δικ εταξείδευε μετά πλοίου του Ιακώβου Βέλδων, +του ευεργέτου του, πλοίου κυβερνωμένου υπό του πλοιάρχου Χουλ! Ευρίσκετο +λοιπόν υπό ευνοϊκωτάτας συνθήκας. </p> + +<p>Περιττόν να αναφέρωμεν μέχρι τίνος βαθμού έφθασεν η αφοσίωσίς του προς +την οικογένειαν Βέλδων, εις ην ώφειλε τα πάντα. Προτιμότερον να αφήσωμεν τα +γεγονότα να ομιλήσωσιν. Αλλ ευκόλως δύναταί τις να ενοήση πόσον ο δόκιμος +υπήρξεν ευτυχής όταν έμαθεν ότι η κυρία Βέλδων έμελλε να επιβιβασθή επί του +«Πίλγριμ». Επί τινα έτη την κυρίαν Βέλδων εθεώρει ως ιδίαν εαυτού μητέρα, εις δε +τον Ζακ έβλεπε μικρόν αδελφόν, ουδέποτε όμως λησμονών την θέσιν του απέναντι +του υιού του πλουσίου εφοπλιστού. Αλλά — οι προστάται του εγίνωσκον τούτο — +ο καλός εκείνος σπόρος ον είχον σπείρει έπεσεν επί αγαθής γης. Υπό την ζέσιν του +αίματός του, η καρδία του ορφανού εξωγκούτο εξ ευγνωμοσύνης, και εάν +επέπρωτο να θυσιάση ποτέ την ζωήν του δι' εκείνους οίτινες τον εδίδαξαν ν' αγαπά +τον Θεόν και την σπουδήν, ο νεαρός δόκιμος δεν θα εδίσταζε να το πράξη. Εν +συντόμω, να είναι δεκαπέντε ετών, αλλά να ενεργή και να πράττη ως +τριακονταετής, τοιούτος ήτο ο Δικ Σανδ.</p> + +<p>Η κυρία Βέλδων εγνώριζε την αξίαν του προστατευομένου της, ηδύνατο δε +άνευ ουδεμιάς ανησυχίας να τω εμπιστευθή τον μικρόν Ζακ. Ο Δικ Σανδ +υπερηγάπα το παιδίον εκείνο, όπερ εννοούν ότι τον ηγάπα ο «μεγάλος αδελφός», +τον εζήτει πάντοτε. Κατά τας μακράς ώρας της αναπαύσεως, αίτινες είναι τόσω +συχναί εις τον πλουν, ότε η θάλασσα ήτο ήσυχος, ότε τα ιστία καλώς διηυθετημένα +ουδένα απαιτούσι χειρισμόν, ο Δικ και ο Ζακ ευρίσκοντο πάντοτε σχεδόν ομού. Ο +νεαρός δόκιμος εδείκνυεν εις το παιδίον παν ό,τι εκ του επαγγέλματός του +ηδύνατο να τον διασκεδάζη. Η κυρία Βέλδων αφόβως έβλεπε τον Ζακ, +συνοδευόμενον υπό του Σανδ, να ορμά εις τους προτόνους, να αναρριχάται εις +τους ιστούς και να κατέρχηται ως βέλος διά των εξαρτίων. Ο Δικ Σανδ προηγείτο ή +είπετο πάντοτε, έτοιμος να τον υποστηρίξη ή να τον κρατήση εάν οι πενταετείς +βραχίονές του ήθελον εξασθενήση κατά τα γυμνάσια. Πάντα ταύτα ωφέλουν τον +μικρόν Ζακ όστις εκ της ασθενείας είχεν ωχριάσει ολίγον αλλά το χρώμα του +επανήρχετο ταχέως εντός του «Πίλγριμ», χάρις εις την καθημερινήν εκείνην +γυμναστικήν και εις τας ζωογόνους αύρας της θαλάσσης. </p> +<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/20.jpg" width="374" +height="485" +alt="ο Δικ και ο Ζακ ευρίσκοντο πάντοτε σχεδόν ομού" border="2" /><br /></p> + +<p>Τα πράγματα έβαινον λοιπόν ούτω. Ο διάπλους εξηκολούθει υπό τας συνθήκας +ταύτας και μολονότι ο καιρός δεν ήτο ευνοϊκός, ούτε οι επιβάται ούτε το πλήρωμα +παρεπονούντο. </p> + +<p>Εν τούτοις η επιμονή εκείνη των ανατολικών ανέμων πολύ απησχόλει τον +πλοίαρχον Χουλ καθότι δεν κατώρθωνε να φέρη το πλοίον εις καλήν οδόν. +Εφοβείτο δε μάλιστα μήπως βραδύτερον, πλησίον του τροπικού του Αιγόκαιρω, +συναντήση νηνεμίαν ήτις θα τον εβασάνιζε πολύ, χωρίς να αναφέρωμεν το +ισημερινόν ρεύμα όπερ θα τον απόθει άνευ αντιστάσεως προς δυσμάς. Ανησύχει +λοιπόν διά την βραδύτητα ην ήθελεν υποστή η κυρία Βέλδων, καίτοι αυτός δεν ήτο +υπεύθυνος. Ως εκ τούτου, εάν συνήντα υπερωκεάνειόν τι ατμόπλοιον +κατευθυνόμενον προς την Αμερικήν, εσκέπτετο ήδη να συμβουλεύση την +επιβάτιδά του να μεταβιβασθή εις αυτό. Ατυχώς ευρίσκετο εις λίαν υψηλά πλάτη +και δεν ήτο δυνατόν να συναντήση ατμόπλοιόν τι κατευθυνόμενον προς τον +Παναμάν, άλλως τε δε κατά την εποχήν εκείνην αι διά του Ειρηνικού συγκοινωνίαι +μεταξύ Αυστραλίας και Νέου Κόσμου δεν ήσαν τόσω συνεχώς όσω έκτοτε +εγένοντο. </p> + +<p>Έδει λοιπόν να αφήση τα πράγματα εις το έλεος του Θεού, και εφαίνετο ότι +ουδέν θα διετάρασσε τον μονότονον εκείνον διάπλουν, ότε επήλθε το πρώτον +συμβάν, ακριβώς κατά την ημέραν εκείνην της 2 Φεβρουαρίου, υπό το πλάτος και +το μήκος τα οποία εσημειώσαμεν κατά την έναρξιν της ιστορίας ταύτης. </p> + +<p>Περί την ενάτην ώραν της πρωίας ο Δικ Σανδ και ο Ζακ, του καιρού όντος λίαν +καθαρού, ήσαν εστηριγμένοι επί του επιστηλιδίου [κόντρα τσιμπούκι). Από του +μέρους εκείνου έβλεπον όλον το πλοίον και μέγα μέρος του Ωκεανού. Όπισθεν η +περίμετρος του ορίζοντος διεκόπτετο μόνον υπό του μεγάλου ιστού φέροντος +επίδρομον [μπούμα) και λαίφος [φλίσι) και κρύπτοντος μέρος της θαλάσσης και +του ουρανού. Έμπροσθεν εξετείνετο ο πρωραίος ιστός μετά των τριών αυτού +αρτεμόνων [φλόκων), οίτινες εφαίνοντο ως τρεις μεγάλαι άνισοι πτέρυγες. +Κάτωθεν ευρίσκετο ο ακάτιος και άνωθεν το μικρόν επιστήλιον [τσιμπούκι) και το +μικρόν επιστηλίδιον του οποίου ο ποδεών υπέτρεμεν υπό την πνοήν της αύρας. Ο +μυοπάρων έπλεε λοιπόν προς τα αριστερά, κολπούμενος διά των ιστίων του όσον +το δυνατόν τον αέρα. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ εξήγει εις το Ζακ πως το «Πίλγριμ», καλώς ηρμοσμένον, καλώς +ισορροπούν εις όλα αυτού τα μέρη, δεν ηδύνατο να ναυαγήση, αν και έκλινε πολύ +εις τα πλάγια, ότε το παιδίον τον διέκοψε. </p> + +<p> — Τι βλέπω εκεί κάτω;</p> + +<p> — Βλέπεις τι, Ζακ; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ ανορθωθείς επί των ξύλων. </p> + +<p> — Ναι, εκεί, απεκρίθη ο μικρός Ζακ δεικνύων σημείον τι της θαλάσσης +μεταξύ του μεγάλου αρτέμονος [φλόκου) και του προθόου [κόντρα φλόκου). </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ παρετήρησε προσεκτικώς το υποδειχθέν σημείον και αμέσως, διά +φωνής ισχυράς, ανέκραξεν. </p> + +<p> — Έν ναυάγιον, προς τον άνεμον ευθύς, δεξιά! </p> + + +<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'.</h3> + +<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟΝ</b></p> + +<p> +<br /> +Εις την κραυγήν του Δικ Σανδ το πλήρωμα ανεστατώθη. Όσοι δεν ήσαν της +υπηρεσίας ανέβησαν επί του καταστρώματος. Ο πλοίαρχος Χουλ εξελθών του +κοιτώνος του, διευθύνθη προς την πρώραν. </p> + +<p>Η κυρία Βέλδων, η Ναν, και αυτός ο αδιάφορος Βενέδικτος ήλθον και +εστηρίχθησαν επί του δεξιού διαζώματος, ώστε να βλέπωσι το υπό του νεαρού +δοκίμου αναγγελθέν ναυάγιον. </p> + +<p>Μόνος ο Νεγορός δεν εγκατέλιπε την καλύβην ήτις εχρησίμευεν αυτώ ως +μαγειρείον, και εξ όλου του πληρώματος, ως πάντοτε, αυτός μόνος εφάνη +αδιάφορος διά την συνάντησιν του ναυαγίου. </p> + +<p>Όλοι τότε παρετήρουν μετά προσοχής το κυματίζον αντικείμενον, όπερ τα +κύματα εταλάντευον εις τριών μιλίων απόστασιν από του «Πίλγριμ». </p> + +<p> — Ε! τι να είναι άρα γε; ηρώτα ναύτης τις. </p> + +<p> — Σχεδία τις εγκαταλειφθείσα, απεκρίνετο έτερος. </p> + +<p> — Ίσως ευρίσκονται επί της σχεδίας εκείνης δυστυχείς ναυαγοί, είπεν η +κυρία Βέλδων. </p> + +<p> — Θα το μάθωμεν, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ. Αλλά το ναυάγιον +εκείνο δεν είναι σχεδία. Είναι σκάφος αναστραφέν εις τα πλευρά . . . </p> + +<p> — Μήπως είναι μάλλον θαλάσσιόν τι ζώον, μαστοφόρον τι μεγάλου +αναστήματος; παρετήρησεν ο εξάδελφος Βενέδικτος. </p> + +<p> — Δεν το νομίζω, απεκρίθη ο δόκιμος. </p> + +<p> — Συ, Δικ, τι νομίζεις ότι είναι; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. </p> + +<p> — Σκάφος ανατεστραμμένον, κυρία Βέλδων, ως είπεν ο πλοίαρχος. Με +φαίνεται μάλιστα ότι βλέπω την χαλκίνην τρόπιν του λάμπουσαν εις τον ήλιον. +</p> + +<p> — Ναι . . . τωόντι . . . απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ. </p> + +<p>Είτα δε, αποτεινόμενος προς τον πηδαλιούχον:</p> + +<p> — Το πηδάλιον προς τον άνεμον, Βόλτων. Λόξευε ούτως ώστε να +πλησιάσωμεν το ναυάγιον. </p> + +<p> — Μάλιστα, κύριε, απεκρίθη ο πηδαλιούχος. </p> + +<p> — Αλλά, επανέλαβεν ο εξάδελφος Βενέδικτος, επιμένω εις ό,τι είπα. +Βεβαίως είναι ζώον. </p> + +<p> — Τότε θα είναι χάλκινόν τι κήττος, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ καθότι, +βεβαίως επίσης, το βλέπω να λάμπη εις τον ήλιον. </p> + +<p> — Όπως δήποτε, εξάδελφε Βενέδικτε, προσέθηκεν η κυρία Βέλδων, θα +μας επιτρέψητε να παραδεχθώμεν ότι το κήτος εκείνο είναι νεκρόν, διότι δεν +κάμνει ουδέ την ελαχίστην κίνησιν. </p> + +<p> — Ε! εξαδέλφη Βέλδων, απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος, δεν είναι η +πρώτη φορά καθ' ήν απαντά τις φάλαιναν να κοιμάται εις την επιφάνειαν της +θαλάσσης. </p> + +<p> — Τωόντι, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ σήμερον όμως δεν πρόκειται +περί φαλαίνης αλλά περί πλοίου. </p> + +<p> — Θα το ίδωμεν, απήντησεν ο εξάδελφος Βενέδικτος όστις άλλως τε +ευχαρίστως θα έδιδεν όλα τα μαστοφόρα των αρκτικών ή ανταρκτικών θαλασσών +αντί εντόμου τινός σπανίου είδους.</p> + +<p> — Κυβέρνα, Βόλτων, κυβέρνα! έκραξεν εκ νέου ο πλοίαρχος Χουλ και μη +πλησιάσης πολύ το ναυάγιον. Πέρασε εις απόστασίν τινα. Εάν δεν δυνάμεθα να +προξενήσωμεν μέγα κακόν εις αυτό το σκάφος, δύναται όμως τούτο να μας +προξενήση ζημίαν τινά και δεν επιθυμώ να προσκρούσωσι τα πλευρά του +«Πίλγριμ». Επίδος [όρτσα) ολίγον, Βόλτων, επίδος!</p> + +<p>Η πρώρα του «Πίλγριμ», ήτις διηυθύνετο προς το ναυάγιον, εξέκλινεν ολίγον δι' +ελαφράς κινήσεως του πηδαλίου. </p> + +<p>Ο μυοπάρων ευρίσκετο εισέτι εις απόστασιν μιλίου από του ναυαγήσαντος +σκάφους. Οι ναύται το παρετήρουν απλήστως. Ίσως περιείχε πολύτιμον φορτίον, +όπερ θα ήτο δυνατόν να μεταβιβασθή επί του «Πίλγριμ». </p> + +<p>Είναι γνωστόν ότι εις τοιαύτας διασώσεις το τρίτον της αξίας ανήκει εις τους +διασώζοντας, και εν τη περιπτώσει τοιαύτη, εάν το φορτίον δεν ήτο βεβλαμμένον, +οι άνθρωποι του πληρώματος θα έκαμνον καλόν εύρημα. Θα ήτο μικρά τις +παρηγορία διά την ατελή αλιείαν των. </p> + +<p>Μετά έν τέταρτον της ώρας, το ναυάγιον ευρίσκετο εις απόστασιν ολιγωτέραν +του ημίσεως μιλίου από του «Πίλγριμ». </p> + +<p>Ήτο τωόντι πλοίον, όπερ παρουσιάζετο διά της δεξιάς αυτού πλευράς. +Βεβυθισμένον μέχρι των παραρρυμάτων, τόσην κλίσιν είχεν ώστε ήτο σχεδόν +αδύνατον να σταθή τις επί του καταστρώματος. Εκ των εξαρτημάτων του δεν +εφαίνετο πλέον τίποτε. Εις τους προτόνους εκρέμαντο μόνο ολίγαι τινές +τεθραυσμέναι αλύσεις, τεμάχια ξύλων και ολίγα καλώδια. Επί της δεξιάς πλευράς +ηνοίγετο μεγάλη οπή μεταξύ των επηγκενίδων και του καταβεβυθισμένου +σανιδώματος. </p> + +<p> — Το πλοίον αυτό προσέκρουσεν! ανέκραξεν ο Δικ Σανδ. </p> + +<p> — είναι αναμφίβολον, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ και θαυμάζω πώς δεν +κατεβυθίσθη αμέσως. </p> + +<p> — Εάν εγένετο σύγκρουσις παρετήρησεν η κυρία Βέλδων, πρέπει να +ελπίζωμεν ότι το πλήρωμα του πλοίου τούτου θα εσώθη παρ' εκείνων οίτινες +προσέκρουσαν εις αυτό. </p> + +<p> — Ας το ελπίζωμεν, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ, εκτός +εάν το πλήρωμα εκείνο εζήτησε καταφύγιον εις τας ιδίας του λέμβους μετά την +σύγκρουσιν, και τότε το προσκρούσαν πλοίον εξηκολούθησε τον πλουν του, όπερ +δυστυχώς συμβαίνει ενίοτε.</p> + +<p> — Είναι δυνατόν! Αλλά τούτο είναι απόδειξις μεγίστης απανθρωπίας +Χουλ. </p> + +<p> — Μάλιστα κυρία Βέλδων . . . μάλιστα . . και τα παραδείγματα δεν +λείπουσιν. Όσον δε αφορά το πλήρωμα, εκείνο το οποίον με αναγκάζει να +πιστεύσω ότι εγκατέλιπε το πλοίον, είναι ότι δεν βλέπω πλέον ούτε μίαν λέμβον, +και εκτός εάν συνελέχθησαν οι άνθρωποι, πιστεύω μάλλον ότι θα επειράθησαν να +φθάσωσιν εις την ξηράν. Αλλ' ένεκα της αποστάσεως της αμερικανικής ηπείρου ή +των νήσων της Ωκεανίας, φοβούμαι μήπως δεν επέτυχον. </p> + +<p> — Ίσως, είπεν η κυρία Βέλδων, δεν θα γνωσθή ποτέ το μυστήριον της +καταστροφής ταύτης! Εν τούτοις πιθανόν άνθρωπός τις εκ του πληρώματος να +είναι ακόμη εντός του πλοίου. </p> + +<p> — Δεν είναι πιθανόν, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ. Η +πλησίασις ημών θα παρετηρείτο και θα μας έκαμνον σημείον τι. Αλλά τώρα θα +βεβαιωθώμεν περί τούτου. — Επίδος ολίγον, Βόλτων, επίδος! έκραξεν ο πλοίαρχος +Χουλ, δεικνύων διά της χειρός την διεύθυνσιν την οποίαν έπρεπε να ακολουθήση. +</p> + +<p>Το «Πίλγριμ» ευρίσκετο εξακόσια μέτρα μακράν του ναυαγίου, και δεν υπήρχε +πλέον αμφιβολία ότι το σκάφος εκείνο είχεν εντελώς εγκαταλειφθή παρ' όλου του +πληρώματος. </p> + +<p>Αλλά, κατά την στιγμήν εκείνην, ο Δικ Σανδ διά κινήματος επέβαλε σιωπήν. +</p> + +<p> — Ακούσατε! ακούσατε! είπεν. </p> + +<p>Έκαστος επέστησε την προσοχήν του. </p> + +<p> — Ακούω τι ως υλακήν! έκραξεν ο Δικ Σανδ. </p> + +<p>Πράγματι, υλακή μεμακρυσμένη αντήχει εις το εσωτερικόν του σκάφους. +Υπήρχεν εκεί βεβαίως κύων τις φυλακισμένος ίσως επειδή πιθανόν τα φατνώματα +να ήσαν στεγανώς κεκλεισμένα. Αλλά δεν ηδύναντο να τον ίδωσι, καθότι το +κατάστρωμα του ναυαγήσαντος πλοίου δεν ήτο εισέτι ορατόν. </p> + +<p> — Έστω και είς κύων να υπάρχη, κύριε Χουλ είπεν η κυρία Βέλδων, θα +τον σώσωμεν!</p> + +<p> — Ναι . . . ναι ανέκραξεν ο μικρός Ζακ . — Θα τον σώσωμεν! . . Θα του +δώσω να φάγη!. — Θα μας αγαπήση πολύ . . Μήτερ, θα υπάγω να εύρω έν +τεμάχιον σακχάρου. </p> + +<p> — Μείνε, τέκνον μου, απεκρίθη η κυρία Βέλδων μειδιώσα. Νομίζω ότι το +δυστυχές ζώον θα αποθνήσκη της πείνης και ότι θα προτιμά καλόν φαγητόν ή +τεμάχιον του σακχάρου. </p> + +<p> — Καλά, ας τω δώσωσι την σούπαν μου! έκραξεν ο μικρός Ζακ. Ειμπορώ +να περάσω και χωρίς σούπαν. </p> + +<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν αι υλακαί ηκούοντο μάλλον ευδιακρήτως. Τριακόσιοι +πόδες το πολύ διεχώριζον το δύο πλοία. Σχεδόν πάραυτα μέγας κύων εφάνη επί +των παραρρημάτων της δεξιάς και ανερριχάτο επ' αυτών υλακτών +απελπιστικώτερον ή πρότερον. </p> + +<p>Χόβικ, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ στρεφόμενος προς τον ναύκληρον του +«Πίλγριμ», ανακωχεύσατε και ας καταβιβασθή η μικρά λέμβος εις την θάλασσαν. +</p> + +<p> — Περίμενε, κύον μου, περίμενε! έκραξεν ο μικρός Ζακ προς το ζώον, +όπερ εφάνη ότι τω απήντησε δι' υλακής ημιπεπνιγμένης. </p> + +<p>Τα ιστία του «Πίλγριμ» ταχέως διηυθετήθησαν ούτως ώστε το πλοίον να μένη +σχεδόν ακίνητον, εις απόστασιν εκατόν σχεδόν μέτρων από του ναυαγίου. </p> + +<p>Η λέμβος κατεβιβάσθη, και ο πλοίαρχος Χουλ, ο Δικ Σανδ, και οι δύο ναύται +εισήλθον παρευθύς. </p> + +<p>Ο κύων εξηκολούθει να υλακτή. Προσεπάθει να κρατηθή επί του +παραρρύματος, αλλά καταπάσαν στιγμήν επανέπιπτεν επί του καταστρώματος. Θα +έλεγέ τις, ότι αι υλακαί του δεν απευθύνοντο πλέων προς τους ερχομένους προς +αυτόν. Μήπως απευθύνοντο προς ναύτας ή επιβάτας φυλακισμένους εις το πλοίον +εκείνο; </p> + +<p> — Μήπως υπάρχη ναυαγός ος επέζησεν; εσκέφθη η κυρία Βέλδων. </p> + +<p>Η λέμβος του «Πίλγριμ» δι' ολίγων κωπηλασιών έμελλε να φθάση το +κεκλιμένον σκάφος. </p> + +<p>Αίφνης τα κινήματα του κυνός μετεβλήθησαν. Τας πρώτας υλακάς, αίτινες +προσεκάλουν τους σωτήρας να έλθωσι, διεδέχθησαν υλακαί μανιώδεις. +Σφοδροτάτη οργή ηρέθιζε το παράδοξον ζώον. </p> + +<p> — Τι έχει άρα γε ο σκύλος εκείνος; είπεν ο πλοίαρχος Χουλ ενώ η λέμβος +έστρεφε το όπισθεν του πλοίου διά να φθάση εις το μέρος του καταστρώματος, +όπερ ήτο βεβυθισμένον εις την θάλασσαν. </p> + +<p>Ό,τι τότε δεν ηδύνατο να παρατηρήση ο πλοίαρχος Χουλ, ό,τι δεν ηδύναντο +ουδ' αυτοί οι εντός του «Πίλγριμ» να παρατηρήσωσιν, ήτο ότι η μανία του κυνός +εξεδηλώθη ακριβώς καθ' ήν στιγμήν ο Νεγορός, καταλιπών το μαγειρείον του, είχε +κατευθυνθή προς την εμπροσθίαν κρηπίδα. </p> + +<p>Εγνώριζε λοιπόν και ανεγνώριζεν ο κύων εκείνος τον μάγειρον; Αλλά τούτο ήτο +λίαν απίθανον. </p> + +<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/28.jpg" width="357" +height="488" +alt="Εγνώριζε λοιπόν και ανεγνώριζεν ο κύων εκείνος τον μάγειρον" border="2" +/><br /></p> + +<p>Όπως δήποτε, αφού παρετήρησε τον κύνα, χωρίς να φανερώση ουδεμίαν +έκπληξιν, ο Νεγορός, του οποίου αι οφρύς συνεσπάσθησαν προς στιγμήν, +επέστρεψεν εις την θέσιν των ανθρώπων του πληρώματος. </p> + +<p>Εν τούτοις η λέμβος είχε στραφή εις το όπισθεν του πλοίου. Ο πίναξ αυτού +έφερε τούτο μόνον το όνομα Βάλδεκ και ουδεμίαν σημείωσιν του λιμένος εις ον +ανήκεν. Αλλ' εκ του σχηματισμού του σκάφους, έκ τινων λεπτομερειών τας οποίας +ο ναυτικός δύναται ευθύς εξ αρχής να αντιληφθή, ο πλοίαρχος Χουλ εννόησεν ότι +το πλοίον εκείνο ήτο κατασκευής αμερικανικής. Άλλως τε δε και το όνομά του +επεβεβαίου τούτο. Και τώρα το κέλυφος εκείνο ήτο παν ό,τι απέμενεν εκ του +μεγάλου πλοίου χωρητικότητος πεντακοσίων τόνων. </p> + +<p>Εις το εμπρόσθιον μέρος του Βάλδεκ υπήρχεν ευρεία οπή δεικνύουσα την θέσιν +ένθα εγένετο η σύρραξις. Ένεκα της ανατροπής του σκάφους, η οπή εκείνη +ευρίσκετο τότε πέντε ή έξ πόδας υπεράνω της θαλάσσης — όπερ εξήγει διατί ο +πάρων δεν είχεν εισέτι βυθισθή. </p> + +<p>Επί του καταστρώματος, όπερ ο πλοίαρχος Χουλ έβλεπε καθ' όλην αυτήν την +έκτασιν, ουδείς εφαίνετο. </p> + +<p>Ο κύων, εγκαταλείψας το παράρρυμα, είχε καταβή εις το κεντρικόν φάτνωμα +όπερ ήτο ανοικτόν, και υλάκτει οτέ μεν εις το εσωτερικόν οτέ δε εις το εξωτερικόν. +</p> + +<p> — Βεβαιότατα το ζώον εκείνο δεν είναι μόνον εις το πλοίον! +παρετήρησεν ο Δικ Σανδ. </p> + +<p> — Όχι, αληθώς! απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ. </p> + +<p>Η λέμβος παρέπλευσε τότε το αριστερόν παράρρυμα όπερ ήτο κατά το ήμισυ +βεβυθισμένον, Εάν επήρχετο ισχυρόν τι κύμα ο «Βάλδεκ» θα κατεποντίζετο εντός +ολίγων στιγμών. </p> + +<p>Το κατάστρωμα του πάρωνος ήτο σαρωμένον απ' άκρου εις άκρον. Δεν έμενον +πλέον ειμή οι κορμοί του μεγάλου ιστού και του ακατίου ιστού [τουρκέτου), +αμφότεροι τεθραυσμένοι δύο πόδας άνωθεν της βάσεως και οι οποίοι θα έπεσαν +κατά την σύρραξιν, παρασύροντες προτόνους, εξάρτια και σχοινία. Εν τούτοις καθ' +όλην την έκτασιν εις ην ηδύνατο να φθάση η όρασις, ουδέν σύντριμμα εφαίνετο +περί τον «Βάλδεκ», — όπερ εμαρτύρει ότι η καταστροφή θα συνέβη προ πολλών +ημερών. </p> + +<p> — Εάν δυστυχείς τινες επέζησαν μετά την σύγκρουσιν, είπεν ο +πλοίαρχος Χουλ, πιθανόν ότι η πείνα και η δίψα θα τους κατέβαλον, καθότι το +ύδωρ θα κατέκλυσε τας οψοθήκας . . . Ώστε μόνον πτώματα θα υπάρχωσιν εις το +πλοίον. </p> + +<p> — Όχι ανέκραξεν ο Δικ Σανδ, όχι! Ο κύων δεν θα υλάκτει +τοιουτοτρόπως! Υπάρχουσιν εκεί άνθρωποι ζώντες. </p> + +<p>Την στιγμήν εκείνην το ζώον, αποκρινόμενον εις την πρόσκλησιν του δοκίμου +ερρίφθη εις την θάλασσαν και εκολύμβησεν επιπόνως προς την λέμβον, διότι +εφαίνετο εξηντλημένον. </p> + +<p>Το ανέσυρον και ώρμησεν απλήστως, ουχί επί τεμαχίου άρτου όπερ το +προσέφερεν ο Δικ Σανδ, αλλ' επί πίθου τινός περιέχοντος ολίγον πόσιμον ύδωρ. +</p> + +<p> — Το δυστυχές ζώον αποθνήσκει της δίψης! εφώνησεν ο Δικ Σανδ. </p> + +<p>Η λέμβος εζήτει τότε θέσιν ευνοϊκήν, όπως προσμίξη ευκολώτερον τον Βάλδεκ, +και τούτου ένεκεν απεμακρύνθη οργυιάς τινας. Ο κύων ενόμισε προδήλως ότι οι +σωτήρες αυτού δεν ήθελον ν' αναβώσιν εις το πλοίον, καθότι συνέλαβε τον Δικ +Σανδ εκ του επενδύτου και ήρχισε πάλιν μετά νέας δυνάμεως να υλακτή +θρηνωδώς. </p> + +<p>Το Εννόησαν. Αι κινήσεις, η γλώσσα του, ήσαν τοσούτω σαφείς όσω ηδύνατο να +είναι η γλώσσα ανθρώπου. Η λέμβος επροχώρησεν αμέσως μέχρι της αριστεράς +επωτίδος. Εκεί, οι δύο ναύται την προσέθεσαν στερεώς, ενώ ο πλοίαρχος Χουλ και +ο Δικ Σανδ, αναβάντες επί του καταστρώματος συγχρόνως μετά κόπου μέχρι του +φατνώματος, όπερ ηνοίγετο μεταξύ των κορμών των δύο ιστών. </p> + +<p>Διά του φατνώματος εκείνου, αμφότεροι εισέδυσαν εις τον πυθμένα. </p> + +<p>Ο Πυθμήν του Βάλδεκ, ημιπλήρης ύδατος, ουδέν εμπόρευμα περιείχεν. </p> + +<p>Ο πάρων έπλεεν μόνον μετά του έρματος, έρματος εξ άμμου όπερ ολισθήσαν +προς τα αριστερά, συνετέλει εις το να κρατή το πλοίον κεκλιμένον εις τα πλάγια. +Εκεί λοιπόν ουδέν υπήρχε προς διάσωσιν. </p> + +<p> — Ουδείς εδώ, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ. </p> + +<p> — Ουδείς απήντησεν ο δόκιμος, αφού επροχώρησε μέχρι του +εμπροσθίου μέρους του κύτους. </p> + +<p>Αλλ' ο κύων όστις ήτο επί του καταστρώματος, εξηκολούθει να υλακτή και +εφαίνετο επικαλούμενος επιτακτικώτερον την προσοχήν του πλοιάρχου. </p> + +<p> — Ας ανέλθωμεν, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ προς τον δόκιμον· αμφότεροι +ανήλθον πάλιν εις το κατάστρωμα. </p> + +<p>Ο κύων δραμών προς αυτούς, εζήτει να τους παρασύρη προς το υψηλότερον +μέρος της πρώρας. Τον ηκολούθησαν. </p> + +<p>Εκεί, πέντε σώματα, — πέντε πτώματα βεβαίως, — έκειντο επί του +σανιδώματος.</p> + +<p>Εις το φως της ημέρας όπερ εισέδυεν απλέτως διά του φεγγίτου, ο πλοίαρχος +Χουλ ανεγνώρισε τα σώματα πέντε μαύρων. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ, μεταβαίνων από του ενός εις τον άλλον, ενόμισεν ότι οι δυστυχείς +ανέπνεον εισέτι. </p> + +<p> — Εις το πλοίον! εις το πλοίον! έκραξεν ο πλοίαρχος Χουλ. </p> + +<p>Οι δύο ναύται, οίτινες εφύλαττον την λέμβον προσεκλήθησαν και εβοήθησαν +εις την μεταφοράν των ναυαγών έξω της πρώρας. </p> + +<p>Τούτο δε εγένετο άνευ κόπου· μετ' ολίγα λεπτά οι πέντε μαύροι ήσαν +κατακεκλιμένοι εν τη λέμβω χωρίς ουδείς εξ αυτών να αισθανθή ότι προσεπάθουν +να τους σώσωσι. Σταγόνες τινές δυναμωτικού και ολίγον δροσερόν ύδωρ +εμφρόνως διδόμενον, ηδύνατο ίσως να τους ανακαλέσωσιν εις την ζωήν. </p> + +<p>Το «Πίλγριμ» ευρίσκετο εκατόν μέτρα μακράν του ναυαγίου, η δε λέμβος +έφθασεν εις αυτό ταχέως. </p> + +<p>Καλώδιον της μεγάλης κεραίας ερρίφθη και έκαστος των μαύρων, ανελκυσθείς +κεχωρισμένως, ανεπαύθη τέλος επί του καταστρώματος του «Πίλγριμ». </p> + +<p>Ο κύων τους είχε συνοδεύσει. </p> + +<p> — Οι δυστυχείς! ανέκραξεν η κυρία Βέλδων, ιδούσα τους πτωχούς +εκείνους ανθρώπους, οίτινες δεν ήσαν πλέον ειμή πτώματα ακίνητα. </p> + +<p> — Ζώσι, κυρία Βέλδων! Θα τους σώσωμεν! Ναι! θα τους σώσωμεν! +έκραξεν ο Δικ Σανδ. </p> + +<p> — Τι συνέβη λοιπόν εις αυτούς; ηρώτησεν ο εξάδελφος Βενέδικτος. </p> + +<p> — Περιμένετε μέχρις ου ημπορέσωσι να ομιλήσωσιν, απήντησεν ο +πλοίαρχος Χουλ και θα μας διηγηθώσι την ιστορίαν των. Αλλά, προ παντός άλλου, +ας τοις δώσωμεν να πίωσιν ολίγον ύδωρ, εις το οποίον να αναμίξωμεν ολίγας +σταγόνας ρουμίου.</p> + +<p>Είτα στρεφόμενος. </p> + +<p> — Νεγορέ! εφώνησεν. </p> + +<p>Εις το όνομα τούτο ο κύων ωρθώθη ως εάν παρεμόνευε, με τρίχας +ανωρθωμένας, με το στόμα ανοικτόν. </p> + +<p>Εν τούτοις ο μάγειρος δεν εφαίνετο. </p> + +<p> — Νεγορέ! επανέλαβεν ο πλοίαρχος Χουλ. </p> + +<p>Ο κύων έδειξεν αύθις σημεία άκρας μανίας. </p> + +<p>Ο Νεγορός εξήλθε του μαγειρείου. </p> + +<p>Αλλά μόλις εφάνη επί του καταστρώματος και ο κύων ώρμησε κατ' αυτού +θέλων να πηδήση εις τον λαιμόν του. Διά ξύλου όπερ εκράτει ο μάγειρος +απεμάκρυνε το ζώον καί τινες ναύται κατώρθωσαν να το καθησυχάσωσι.</p> + +<p> — Μήπως γνωρίζετε αυτόν τον κύνα; ηρώτησε τον μάγειρον ο +πλοίαρχος Χουλ. </p> + +<p> — Εγώ! απήντησεν ο Νεγορός. Ποτέ δεν το είδα. </p> + +<p> — Παράδοξον πράγμα! εψιθύρισεν ο Δικ Σανδ. </p> + + + +<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'. </h3> + +<p> +<br /> +Η σωματεμπορεία ενεργείται εισέτι εν μεγάλη κλίμακι καθ' όλην την ισημερινήν +Αφρικήν. Μεθ' όλην την επιτήρησιν των αγγλικών και γαλλικών καταδρομικών, +πλοία, πλήρη δούλων εγκαταλείπουσι κατ' έτος τας ακτάς της Αγγόλας ή της +Μοζαμβίκης όπως μεταφέρωσι μαύρους εις διάφορα μέρη του κόσμου, και, +οφείλομεν να το είπωμεν, του πεπολιτισμένου κόσμου. </p> + +<p>Ο πλοίαρχος Χουλ δεν ηγνόει τούτο. </p> + +<p>Καίτοι τα παράλια εκείνα δεν εσυχνάζοντο συνήθως υπό των σωματεμπόρων, +εσκέφθη μήπως οι μαύροι τους οποίους διέσωσεν ήσαν οι επιζώντες έκ τινος +φορτίου δούλων, τους οποίους ο Βάλδεκ έμελλε να πωλήση είς τινα αποικίαν του +Ειρηνικού. Όπως δήποτε, εάν τούτο ήτο αληθές, οι μαύροι εκείνοι εγίνοντο +ελεύθεροι διά τούτο και μόνον ότι επάτησαν εις το πλοίον του, και επόθει να τοις +αναγγείλη τούτο. </p> + +<p>Εν τω μεταξύ, μετά πάσης σπουδής εδόθησαν αι πρώται βοήθειαι εις τους +ναυαγούς του Βάλδεκ. Η κυρία Βέλδων βοηθουμένη υπό της Ναν και του Δικ Σανδ, +τους επότισαν ολίγον καλόν ύδωρ δροσερόν, του οποίου είχον στερηθή πολλών +ημερών, το ύδωρ δε εκείνο μετά τινος τροφής ήρκεσε να τους ανακαλέση εις την +ζωήν. </p> + +<p>Ο γηραιότερος των μαύρων εκείνων εξηκοντούτης περίπου, ηδυνήθη μετ' +ολίγον να ομιλήση και να αποκριθή αγγλιστί εις τας απευθυνθείσας αυτώ +ερωτήσεις. </p> + +<p> — Το πλοίον το οποίον σας μετέφερε συνεκρούσθη; ηρώτησε κατά +πρώτον ο πλοίαρχος Χουλ. </p> + +<p> — Ναι, απήντησεν ο Γέρων μαύρος. Προ δέκα ημερών το πλοίον μας +συνεκρούσθη κατά τινα νύκτα σκοτεινοτάτην. Ημείς εκοιμώμεθα. </p> + +<p> — Αλλ' οι άνθρωποι του Βάλδεκ τι έγειναν;</p> + +<p> — Δεν ήσαν πλέον εκεί, κύριε, όταν οι σύντροφοί μου και εγώ ανέβημεν +επί του καταστρώματος. </p> + +<p> — Ηδυνήθη λοιπόν το πλήρωμα να πηδήση εις το πλοίον το οποίον +συνεκρούσθη μετά του Βάλδεκ; ηρώτησεν ο πλοίαρχος Χουλ. </p> + +<p>Ίσως, και μάλιστα πρέπει να το ελπίζωμεν. </p> + +<p> — Και το πλοίον εκείνο, μετά την σύγκρουσιν, δεν επανήλθε διά να σας +περισυλλέξη;</p> + +<p> — Μήπως εναυάγησε και εκείνο; </p> + +<p> — Δεν εναυάγησεν, απεκρίθη ο γέρων μαύρος σείων την κεφαλήν, +επειδή το είδομεν να φεύγη εις το σκότος. </p> + +<p>Το γεγονός τούτο όπερ επεβεβαιώθη παρ' όλων των επιζησάντων εκ του +Βάλδεκ, δύναται να φανή απίστευτον. Εν τούτοις είναι αληθέστατον, ότι οι +πλοίαρχοι, μετά τινα φοβεράν σύγκρουσιν, οφειλομένην εις την αφροσύνην των, +έφυγον πολλάκις χωρίς να ανησυχήσωσι περί των ατυχών εκείνων τους οποίους +εξέθεσαν εις κίνδυνον, χωρίς να τους βοηθήσωσιν. </p> + +<p>Ό,τι αμαξηλάται πράττουσι το αυτό επί της δημοσίας οδού και αφίνουσιν εις +άλλους την φροντίδα να επανορθώσωσι το δυστύχημα όπερ επροξένησαν, τούτο +είναι αξιοκατάκριτον, αν και τα θύματά των είναι βέβαια ότι θα εύρωσιν άμεσον +βοήθειαν. Αλλ' ότι άνθρωποι εγκαταλείπουσιν ούτω ανθρώπους εν θαλάσση, δεν +είναι τούτο αίσχος;</p> + +<p>Εν τούτοις ο πλοίαρχος Χουλ εγίνωσκε πολλά παραδείγματα τοιαύτης +απανθρωπίας, και εδέησε να είπη εις την κυρίαν Βέλδων ότι τοιαύτα γεγονότα +υπήρχον, όσω και αν εφαίνοντο τερατώδη, ευτυχώς σπάνια. </p> + +<p>Έπειτα επαναλαμβάνων. </p> + +<p> — Πόθεν ήρχετο ο Βάλδεκ; ηρώτησεν. </p> + +<p> — Από την Μελβούρνην. </p> + +<p> — Δεν είσθε λοιπόν δούλοι; . . ,</p> + +<p> — Όχι, κύριε! απεκρίθη ζωηρώς ο γέρων μαύρος ανατιναχθείς όρθιος. +Είμεθα υπήκοοι της Πολιτείας της Πενσυλβανίας και πολίται της ελευθέρας +Αμερικής!</p> + +<p> — Φίλοι μου, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ πιστεύσατε ότι δεν +διακινδυνεύετε την ελευθερίαν σας μεταβιβασθέντες εις το αμερικανικόν βρίκιον +«Πίλγριμ». </p> + +<p>Τωόντι οι πέντε μαύροι τους οποίους μετέφερε το Βάλδεκ ανήκον εις την +Πολιτείαν της Πενσυλβανίας. </p> + +<p>Ο γηραιότερος πωληθείς εν Αφρική ως δούλος εις ηλικίαν έξ ετών και +μεταφερθείς εις τας Ηνωμένας Πολιτείας είχεν απελευθερωθή από πολλών ήδη +ετών δυνάμει του περί καταργήσεως της δουλείας νόμου. Οι σύντροφοι αυτού, +πολλώ νεώτεροι αυτού, υιοί δούλων απελευθέρων προ της γεννήσεως των είχον +γεννηθή ελεύθεροι, και ουδείς λευκός έσχε ποτέ επ' αυτών δικαίωμα ιδιοκτησίας. +Ουδέ την των μαύρων γλώσσαν ωμίλουν, ήτις δεν μεταχειρίζεται το άρθρον και +γνωρίζει μόνον το απαρέμφατον των ρημάτων, — γλώσσαν ήτις άλλως τε ολίγον +κατ' ολίγον εξηφανίσθη από της εποχής του αντιδουλικού πολέμου. Οι μαύροι +λοιπόν εκείνοι ελευθέρως είχον εγκαταλίπει τας Ηνωμένας Πολιτείας και +ελευθέρως επέστρεφον πάλιν εις αυτάς. </p> + +<p>Ως δε επληροφόρησαν τον πλοίαρχον Χουλ είχον μισθωθή παρά τινι Άγγλω, +όστις ήτο κύριος μεγάλων κτημάτων πλησίον της Μελβούρνης, εν τη μεσημβρινή +Αυστραλία. Εκεί διήνυσαν τρία έτη ωφεληθέντες πολλά, ότε δε έληξεν η μίσθωσίς +των ηθέλησαν να επανέλθωσιν εις την Αμερικήν. </p> + +<p>Επεβιβάσθησαν λοιπόν επί του Βάλδεκ, πληρώσαντες τον ναύλον των ως +συνήθεις επιβάται. Τη 5 Δεκεμβρίου εγκατέλιπον την Μελβούρνην, και μετά +δεκαεπτά ημέρας, κατά τινα νύκτα σκοτεινοτάτην, ο Βάλδεκ συνεκρούσθη μετά +τινος μεγάλου ατμοπλοίου.</p> + +<p>Οι μαύροι ήσαν εις τας κλίνας των. Ολίγα δευτερόλεπτα μετά την σύγκρουσιν, +ήτις υπήρξε τρομερά, ώρμησαν επί του καταστρώματος. </p> + +<p>Ήδη οι ιστοί του πλοίου είχον πέσει, και ο Βάλδεκ έκλινε πλαγίως, αλλά δεν +εφοβείτο να καταποντισθή, καθότι δεν εισήλθε πολύ ύδωρ εις τον πυθμένα. </p> + +<p>Ο πλοίαρχος και το πλήρωμα του Βάλδεκ, όλοι έγιναν άφαντοι. Είτε διότι τινές +ερρίφθησαν εις την θάλασσαν, είτε διότι οι άλλοι επήδησαν εντός του +συγκρούσαντος πλοίου, όπερ μετά ταύτα έφυγε και δεν επανήλθε πλέον.<br /> + <br /> +Οι πέντε μαύροι είχον μείνει μόνοι εντός του σκάφους ημιβεβυθισμένοι, χίλια +διακόσια μίλια μακράν πάσης ξηράς. </p> + +<p>Ο γηραιότερος των μαύρων εκείνων εκαλείτο Τωμ. </p> + +<p>Η ηλικία του, ως και ο ενεργητικός αυτού χαρακτήρ και η πείρα ην εκτήσατο +συνεπεία μακροχρονίου εργασίας, καθίστων αυτόν φυσικόν αρχηγόν των +συντρόφων οίτινες ευρίσκοντο μετ' αυτού. </p> + +<p>Οι άλλοι μαύροι ήσαν νέοι εικοσιπέντε μέχρι τριάκοντα ετών ηλικίας, και +ωνομάζοντο Βαρθολομαίος, υιός του Τωμ, Αυγουστίνος, Ακτέων και Ηρακλής, και +οι τέσσαρες εύσωμοι, εύρωστοι και θα ετιμώντο ακριβά εις τας αγοράς της +κεντρικής Αφρικής. Ει και είχον μεγάλως υποφέρει, ηδύνατό τις ευκόλως ν' +αναγνωρίση εις αυτούς λαμπρά δείγματα της ισχυράς εκείνης φυλής εις τους +οποίους ελευθέριος ανατροφή, ληφθείσα εν τοις απειραρίθμοις σχολείοις της +Βορείας Αμερικής, είχεν ήδη επιθέσει την σφραγίδα αυτής. </p> + +<p>Ο Τωμ και οι σύντροφοί του λοιπόν είχον ευρεθή μόνοι επί του «Βάλδεκ» μετά +την σύρραξιν, ουδέ δυνάμενοι καν να το εγκαταλίπουσι, καθότι οι δύο λέμβοι του +πλοίου είχον κατακερματισθή εν τη συγκρούσει. Ηναγκάσθησαν δε να περιμένωσι +την διάβασιν πλοίου τινός, ενώ το σκάφος των παρεσύρετο ολίγον κατ' ολίγον υπό +των ρευμάτων. Η παρέκκλισις εκείνη εξήγει διατί ευρέθη έξω της οδού του, καθότι +ο «Βάλδεκ» αποπλεύσας εκ της Μελβούρνης, έδει να ευρίσκεται εις πολύ +κατώτερον πλάτος. </p> + +<p>Κατά τας δέκα ημέρας, αίτινες παρήλθον μεταξύ της συρράξεως και της στιγμής +καθ' ήν το «Πίλγριμ» έφθασεν απέναντι του ναυαγήσαντος πλοίου, οι πέντε μαύροι +ετρέφοντο εκ των ολίγων τροφίμων, άτινα εύρον εν τω οψοφυλακίω του +τετραγώνου. Αλλά μη δυνηθέντες να εισέλθωσιν εις το τροφοδοτήριον όπερ είχε +κατακλυσθή υπό του ύδατος, δεν είχον ουδέν πνευματώδες ποτόν όπως σβύσωσι +την δίψαν των, και υπέφερον σκληρώς, καθότι και αυτά τα βυτία του ύδατος, τα +δεδεμένα επί του καταστρώματος, είχον καταστραφή κατά την σύγκρουσιν. Από +της προτεραίας, ο Τωμ και οι σύντροφοί του, βασανιζόμενοι υπό της δίψης, +απώλεσαν τας αισθήσεις και λίαν εγκαίρως έφθασε το «Πίλγριμ». </p> + +<p>Τοιαύτη υπήρξεν η διήγησις την οποίαν εν ολίγοις λέξεσιν ο Τωμ είπεν εις τον +πλοίαρχον Χουλ. Δεν υπήρχε δε λόγος να αμφιβάλωσι περί της αληθείας των υπό +του γέροντος μαύρου λεχθέντων. Οι σύντροφοι αυτού επεβεβαίωσαν όσα είπεν, +άλλως τε δε και αυτά τα πράγματα συνηγόρουν υπέρ των δυστυχών εκείνων +ανθρώπων. </p> + +<p>Έτερον ον, σωθέν εκ του ναυαγίου, θα ωμίλει βεβαίως μετά της αυτής +ειλικρινείας, — ήτο ο κύων τον οποίον η θέα του Νεγορού εφαίνετο ότι +δυσηρέστει. Αλλ' εις τούτο βεβαίως θα υπήρχεν αντιπάθειά τις αληθώς +ανεξήγητος. </p> + +<p>Ο Δίγγος — ούτως εκαλείτο ο κύων — ανήκεν εις την φυλήν των μολοσσών της +Νέας Ολλανδίας. Εν τούτοις δεν τον είχεν εύρει εις την Αυστραλίαν ο πλοίαρχος +του «Βάλδεκ». Προ δύο ετών ο Δίγγος περιπλανώμενος και ημιθανής εκ της πείνης +ευρέθη εις τα δυτικά παράλια της Αφρικής παρά το στόμιον του Κόγγου. Ο +πλοίαρχος του Βάλδεκ παρέλαβε το ωραίον εκείνο ζώον όπερ μείναν ακοινώνητον +εφαίνετο πάντοτε λυπούμενον διά την στέρησιν αρχαίου κυρίου εκ του οποίου θα +απεχωρίσθη βιαίως και τον οποίον θα ήτο αδύνατον να επανεύρη εν τη ερήμω +εκείνη χώρα. — </p> + +<p>Σ. Β. τα δύο ταύτα γράμματα, κεχαραγμένα επί του περιλαιμίου του, ήσαν τα +μόνα άτινα συνέδεον το ζώον εκείνο μετά παρελθόντος, ου ματαίως ήθελε ζητήσει +τις την εξήγησιν. </p> + +<p>Ο Δίγγος, λαμπρόν και ισχυρόν ζώον, μεγαλύτερον ή οι κύνες των Πυρηναίων, +ήτο υπερήφανον δείγμα της ποικιλίας των μολοσσών της Νέας Ολλανδίας. Όταν +αρθούτο αναρρίπτων οπίσω την κεφαλήν του, εξισούτο προς το ανάστημα +ανθρώπου. Η ευκινησία του, οι ισχυροί μύωνές του διέπλασαν αυτό ικανόν να +προσβάλλη μετά θάρρους τους θώας ή πάνθηρας και να μη φοβήται και +αντιπαραταχθή εις άρκτον. Είχε τρίχωμα πυκνόν, ουράν μακράν και άκαμπτον ως +ουράν λέοντος, το δε καθόλου χρώμα του ήτο βαθύ υπόξανθον. Ο Δίγγος μόνον εις +το ρύγχος εποικίλλετο διά τινων φαιών κυλίδων. Το ζώον εκείνο, όταν ωργίζετο, +ηδύνατο να καταστή φοβερόν, και ως εκ τούτου δύναταί τις να εννοήση ότι ο +Νεγορός δεν ήτο ευχαριστημένος εκ της υποδοχής ης έτυχε παρά του ευρώστου +εκείνου δείγματος της κυνείου φυλής. </p> + +<p>Εν τούτοις ο Δίγγος, εάν δεν ήτο κοινωνικός δεν ήτο όμως κακός. Εφαίνετο +μάλλον τεθλιμμένος. Ο γέρων Τωμ παρετήρησεν επί του «Βάλδεκ» ότι ο κύων δεν +τους ηγάπα, τους απέφευγεν. Ίσως επί της αφρικανικής εκείνης ακτής όπου +περιπλανάτο, υπέστη δεινά τινα υπό των ιθαγενών. Τούτου ένεκα, ει και ο Τωμ και +οι σύντροφοι αυτού ήσαν αγαθοί άνθρωποι, ο Δίγγος ουδέποτε τους επλησίαζε. +Κατά τας δέκα ημέρας τας οποίας οι ναυαγοί διήλθον επί του Βάλδεκ, έμενε +μεμονωμένος, ετρέφετο άδηλον πώς, αλλά και αυτός υπέφερε σκληρώς εκ της +δίψης. </p> + +<p>Τοιούτοι λοιπόν ήσαν οι επιζήσαντες εκ του ναυγίου εκείνου, τους οποίους η +πρώτη βιαιότης της θαλάσσης έμελλε να καταποντίση. Δεν θα παρέσυρε βεβαίως +ειμή πτώματα εις τα βάθη του Ωκεανού, εάν η ανέλπιστος έλευσις του «Πίλγριμ», +βραδύναντος και τούτου ένεκα της νηνεμίας και των εναντίων ανέμων δεν +επέτρεπεν εις τον πλοίαρχον Χουλ να εκτελέση έργον φιλανθρωπίας.</p> + +<p>Διά να συμπληρωθή δε το έργον εκείνο δεν έμενεν άλλο ειμή να +επαναφερθώσιν εις την ιδίαν των πατρίδα οι ναυαγοί του Βάλδεκ οίτινες εν τω +ναυγίω εκείνω απώλεσαν τας οικονομίας τριετούς εργασίας. Ναι, τούτο επρόκειτο +να γείνη. Το «Πίλγριμ», αφού απεβίβαζε το φορτίον του εις Βαλπαραΐζον, θα +ανέπλεε την αμερικανικήν ακτήν μέχρι της Καλιφορνίας. Εκεί ο Τωμ και οι +σύντροφοί του θα εγίνοντο δεκτοί υπό του Ιακώβου Βέλδων, — η αγαθή σύζυγός +του τους διεβεβαίωσε περί τούτου, — και εκεί ήθελον προμηθευτή πάντα τα +απαιτούμενα όπως επανακάμψωσιν εις την Πενσυλβανίαν. </p> + +<p>Οι αγαθοί εκείνοι άνθρωποι, καθησυχάσαντες περί του μέλλοντος, +ηυχαρίστησαν την κυρίαν Βέλδων και τον πλοίαρχον Χουλ. Βεβαίως ώφειλον +αυτοίς πολλήν ευγνωμοσύνην, μολονότι δε ήσαν πτωχοί μαύροι, ήλπιζαν ότι ίσως +ημέραν τινά θα ηδύναντο να αποτίσωσι το χρέος τούτο της ευγνωμοσύνης. </p> + + + +<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'.</h3> + +<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>Σ. Β. </b></p> + +<p> +<br /> +Εν τούτοις το «Πίλγριμ» επανέλαβε τον πλουν αυτού και προσεπάθησε να +προχωρήση όσω το δυνατόν προς ανατολάς. Η δυσάρεστος όμως εκείνη επιμονή +της νηνεμίας μεγάλως απησχόλει τον πλοίαρχον Χουλ — ουχί διότι ανησύχει ούτος +διά μίαν ή δύο εβδομάδας βραδύτητα κατά τον από Νέαν Ζηλανδίαν εις +Βαλπαραΐζον διάπλουν, αλλά διά τον επιπρόσθετον κάματον ον η βραδύτης αύτη +ηδύνατο να επιφέρη εις την επιβάτιδά του. </p> + +<p>Εν τούτοις η κυρία Βέλδων δεν παρεπονείτο και υπέμενε φιλοσοφικώς τα +πάντα. </p> + +<p>Την αυτήν εκείνην ημέραν, 2 Φεβρουαρίου προς το εσπέρας το ναυάγιον δεν +εφαίνετο πλέον.</p> + +<p>Ο πλοίαρχος Χουλ ενησχολήθη κατά πρώτον να εγκαταστήση όσω το δυνατόν +ανέτως τον Τωμ και τους συντρόφους του.<br /> + <br /> +Η εν είδει κοιτώνος θέσις του πληρώματος επί του καταστρώματος θα ήτο μικρά +όπως περιλάβη αυτούς. Τους ετοποθέτησαν λοιπόν υπό την εμπροσθίαν κρηπίδα. +Άλλως τε οι αγαθοί εκείνοι άνδρες, συνηθισμένοι εις σκληράς εργασίας δεν +ηδύναντο να είναι δύσκολοι, και ένεκα του ωραίου, θερμού και υγιεινού καιρού, η +κατοικία εκείνη ηδύνατο να επαρκέση εις αυτούς καθ' όλον τον διάπλουν. </p> + +<p>Η εν τω πλοίω ζωή, διακόψασα προς στιγμήν την μονοτονίαν αυτής ένεκα του +συμβάντος εκείνου, επανέλαβε την τακτικήν αυτής τροχιάν. </p> + +<p>Ο Τωμ, ο Αυγουστίνος, ο Βαρθολομαίος, ο Ακτέων και ο Ηρακλής επεθύμουν να +φανώσι χρήσιμοι· αλλ' ένεκα των σταθερών εκείνων ανέμων τα ιστία, άπαξ +αναπετασθέντα και δεθέντα, δεν είχον πλέον ανάγκην μετακινήσεως. Εν τούτοις, +οσάκις επρόκειτο περί στροφής τινος του πλοίου, ο γέρων μαύρος και οι σύντροφοί +του έσπευδον να δώσωσι χείραν βοηθείας εις το πλήρωμα, και πρέπει να +ομολογήσωμεν ότι όταν ο κολοσσιαίος Ηρακλής εξετέλει χειρισμόν τινα, +διεκρίνετο. Ο ρωμαλέος εκείνος μαύρος υψηλός έξ πόδας, ήξιζεν αυτός μόνον μίαν +τροχιλίαν!</p> +<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/64.jpg" width="414" +height="486" +alt="Ο ρωμαλέος εκείνος μαύρος ήξιζεν αυτός μόνον μίαν τροχιλίαν" border="2" +/><br /></p> + +<p>Ήτο χαρά διά τον μικρόν Ζακ να βλέπη τον γίγαντα εκείνον. Ουδόλως τον +εφοβείτο, και όταν ο Ηρακλής τον εχόρευεν εις τους βραχίονάς του, ως εάν ήτο +νήπιον εκ φελλού, εξερρήγνυτο εις ατελευτήτους γέλωτας. </p> + +<p> — Σήκωσέ με πολύ υψηλά, έλεγεν ο μικρός Ζακ.<br /> + <br /> + — Ιδού, κύριε Ζακ, απεκρίνετο ο Ηρακλής. </p> + +<p> — Μήπως είμαι βαρύς;</p> + +<p> — Μήτε σας αισθάνομαι. </p> + +<p> — Λοιπόν, ακόμη υψηλότερα! Εις το άκρον του βραχίονός σου!</p> + +<p>Και ο Ηρακλής, κρατών τους δύο μικρούς πόδας του παιδίου εντός της πλατείας +χειρός του, το περιέφερεν ως πράττει γυμναστής εν ιπποδρομίω. Ο Ζακ έβλεπεν +αυτόν μέγαν, μέγαν, και τούτο τον διεσκέδαζε πολύ. Προσεπάθει μάλιστα «να +κάμη τον βαρύν», αλλά τούτο ουδέ το ησθάνετο καν ο κολοσσός. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ και ο Ηρακλής ήσαν λοιπόν οι δύο φίλοι του μικρού Ζακ. Δεν +εβράδυνεν όμως ούτος να λάβη και τρίτον. </p> + +<p>Ο τρίτος εκείνος ήτο ο Δίγγος. </p> + +<p>Είπομεν ότι ο Δίγγος ήτο ακοινώνητος. Τούτο αποδοτέον βεβαίως εις το ότι η +κοινωνία του «Βάλδεκ» δεν τω ήρεσκεν. Εντός του «Πίλγριμ» όμως συνέβη το +εναντίον. Πιθανώς ο Ζακ ηδυνήθη να συγκινήση την καρδίαν του ωραίου εκείνου +ζώου, όπερ μετ' ολίγον ήρχισε να αισθάνεται ευχαρίστησιν παίζον μετά του μικρού +παιδίου εις το οποίον ήρεσκε το παιγνίδιον τούτο. Εννόησαν μετ' ολίγον ότι ο +Δίγγος ήτο εξ εκείνων των κυνών οίτινες ιδιαιτέραν κλίσιν αισθάνονται προς τα +παιδία. Άλλως τε ο Ζακ ουδέν κακόν τω επροξένει. Η μεγαλειτέρα διασκέδασίς του +ήτο να μετασχηματίζη τον Δίγγον εις ταχύν κέλητα, και επιτρέπεται να +διαβεβαιώσωμεν ότι ίππος τοιούτου είδους είναι πολύ υπέρτερος τετραπόδου εκ +ναστοχάρτου, έστω και αν έχη τροχούς εις πόδας. Ο Ζακ εκάλπαζε λοιπόν επί του +κυνός, όστις υπέκυπτεν εκουσίως, και τη αληθεία δεν εβάρυνε περισσότερον παρ' +όσον βαρύνει ίππον του ιπποδρομίου το ήμισυ ενός ιπποδρόμου. </p> + +<p>Αλλ' επίσης ποίον ρήγμα εγίνετο καθ' εκάστην εις την αποθήκην της +σακχάρεως!</p> + +<p>Ο Δίγγος εγένετο μετ' ολίγον ο ευνοούμενος όλου του πληρώματος. Μόνος ο +Νεγορός εξηκολούθησε να αποφεύγη πάσαν συνάντησιν μετά του ζώου, του +οποίου η προς αυτόν αντιπάθεια ήτο πάντοτε τοσούτον ζωηρά όσον και +ανεξήγητος. </p> + +<p>Εν τούτοις ο μικρός Ζακ δεν παρημέλησε χάριν του Δίγγου τον αρχαίον φίλον +του Δικ Σανδ. Όλον τον χρόνον τον οποίον δεν απήτει η υπηρεσία του πλοίου, ο +δόκιμος τον διήρχετο μετά του μικρού παιδός. </p> + +<p>Εννοείται ότι η κυρία Βέλδων έβλεπε πάντοτε μετά μεγίστης ευχαριστήσεως την +οικειότητα ταύτην. </p> + +<p>Ημέραν τινά, την 6 Φεβρουαρίου, ωμίλει περί του Δικ Σανδ εις τον πλοίαρχον +Χουλ και ο πλοίαρχος υπερεξεθείαζε τον νέον δόκιμον. </p> + +<p> — Αυτός ο νέος, έλεγε προς την κυρίαν Βέλδων, θα γίνη ημέραν τινά +καλός ναυτικός, εγγυώμαι περί τούτου. Έχει αληθώς το ένστικον της θαλάσσσης, +και διά του ενστίκτου τούτου συμπληροί παν, ό,τι εισέτι κατ' ανάγκην αγνοεί εκ +των θεωρητικών πραγμάτων του επαγγέλματος. Ό,τι πράττει ήδη είναι +καταπληκτικόν, εάν αναλογισθώμεν τον ολίγον χρόνον καθ' όν εδιδάχθη. </p> + +<p> — Πρέπει να προσθέσωμεν, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, ότι είναι +λαμπρόν υποκείμενον, πιστός νέος, πολύ ανώτερος αναλόγως της ηλικίας του και +μηδεμίαν επισύρας μομφήν αφότου τον γνωρίζομεν. </p> + +<p> — Είναι τωόντι καλόν υποκείμενον, επανέλαβεν ο πλοίαρχος Χουλ και +δικαίως αγαπάται και εκτιμάται παρ' όλων. </p> + +<p> — Μετά το τέλος της θαλασσοπορείας ταύτης, είπεν η κυρία Βέλδων, +ηξεύρω ότι ο σύζυγός μου σκοπεύει να τον εισαγάγη εις το σχολείον προς +εκμάθησιν της υδρογραφίας, ώστε να δυνηθή βραδύτερον να λάβη πτυχίον +πλοιάρχου. </p> + +<p>Και ο κ. Βέλδων έχει δίκαιον, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ. Ο Δικ Σανδ θα +τιμήση ημέραν τινά το αμερικανικόν ναυτικόν. </p> + +<p> — Ο πτωχός αυτός ορφανός οδυνηρώς ήρχισε τον βίον, παρετήρησεν η +κυρία Βέλδων. Πολύ εβασανίσθη. </p> + +<p> — Βεβαίως, κυρία Βέλδων, αλλά τα μαθήματα τον ωφέλησαν. Εννόησεν +ότι πρέπει να υπερνικήση τας δυσχερείας του κόσμου, και ευρίσκετο ήδη εις καλήν +οδόν. </p> + +<p> — Ναι, την οδόν του καθήκοντος. </p> + +<p> — Ιδέτε τον τώρα, κυρία Βέλδων, επανέλαβεν ο πλοίαρχος Χουλ. Είναι +εις το πηδάλιον, το βλέμμα έχων προσηλωμένον επί του ακατίου ιστού. Ουδεμία +αφαίρεσις εκ μέρους του, ουδεμία επομένως περιδύνησις του πλοίου. Ο Δικ Σανδ +έχει την πείραν γηραιού πηδαλιούχου. Καλή αρχή δι' ένα ναυτικόν. Το επάγγελμα +ημών, κυρία Βέλδων, είναι εξ εκείνων τα οποία πρέπει να αρχίση τις από μικρόν +παιδίον. Όστις δεν υπήρξε ναυτόπαις, ουδέποτε θα κατορθώση να γίνη τέλειος +ναυτικός, τουλάχιστον εις το εμπορικόν ναυτικόν. Όλα πρέπει να γίνωνται +μαθήματα, και επομένως όλα να είναι ορμέμφυτα και δικαιολογημένα εις τον +ναυτικόν, — πρέπει να αποφασίζη και να εκτελή. </p> + +<p> — Εν τούτοις, πλοίαρχε Χουλ απήντησεν η κυρία Βέλδων, οι καλοί +αξιωματικοί δεν ελλείπουσιν από του πολεμικού ναυτικού. </p> + +<p> — Όχι, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ αλλά, κατ' εμέ, οι καλλίτεροι ήρχισαν +το στάδιον σχεδόν όλοι εκ παιδικής ηλικίας, και εάν εξαιρέσωμεν τον Νέλσωνα και +ολίγους άλλους, οι χειρότεροι δεν είναι εκείνοι οίτινες ήρχισαν από ναυτόπαιδες. +</p> + +<p>Την στιγμήν εκείνην προέκυψεν εκ του οπισθίου θόλου ο εξάδελφος +Βενέδικτος, πάντοτε απερροφημένος υπό των σκέψεων και ήκιστα φροντίζων περί +του κόσμου τούτου, ως θα είναι ο προφήτης Ηλίας όταν θα επανέλθη επί της γης. +</p> + +<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος ήρχισε να περιδιαβάζη επί του καταστρώματος ως +ψυχή κολασμένη, εξετάζων διά βλέμματος τα διαστήματα των παραρρυμάτων, +ερευνών υπό τα κλωβία των ορνίθων, περιφέρων την χείρα του επί των +ανοιγμάτων των σανίδων οπόθεν η πίσσα είχεν αφαιρεθή. </p> + +<p> — Ε! εξάδελφε Βενέδικτε, ηρώτησεν η κυρία Βέλδων, εξακολουθείτε να +ήσθε καλά;</p> + +<p> — Μάλιστα . . . εξαδέλφη Βέλδων . . . είμαι καλά, βεβαίως . . . αλλά πολύ +βραδύνω να αποβώ εις την ξηράν. </p> + +<p> — Τι ζητείτε υπό το θρανίον εκείνο, κύριε Βενέδικτε; ηρώτησεν ο +πλοίαρχος Χουλ. </p> + +<p> — Έντομα, κύριε! απήντησεν ο εξάδελφος Βενέδικτος. Τι άλλο θέλετε να +ζητώ ειμή έντομα;</p> + +<p> — Έντομα! Μα την αλήθειαν, καλώς πράττετε, αλλά εις την θάλασσαν +δεν θα δυνηθήτε να πλουτίσετε την συλλογήν σας. </p> + +<p> — Και διατί όχι, κύριε; Δεν είναι αδύνατον να εύρω εις τον πλοίον +δείγμα τι του . . </p> + +<p> — Εξάδελφε Βενέδικτε, είπεν η κυρία Βέλδων, τότε λοιπόν καταρασθήτε +τον πλοίαρχον Χουλ. Το πλοίον του διατηρείται τόσον καθαρόν, ώστε θα +επιστρέψετε άπρακτος εκ του κυνηγίου σας.</p> + +<p>Ο πλοίαρχος Χουλ ήρχισε να γελά. </p> + +<p> — Η κυρία Βέλδων μεγαλοποιεί τα πράγματα, είπεν. Εν τούτοις, κύριε +Βενέδικτε, πιστεύω ότι θα χάσετε τον καιρόν σας ερευνώντες εις τους θαλάμους +μας. </p> + +<p> — Ε! το ηξεύρω καλώς, ανέκραξεν ο εξάδελφος Βενέδικτος υψών τους +ώμους. Εις μάτην εκοπίασα. </p> + +<p> — Αλλ' εις το κύτος του «Πίλγριμ», επανέλαβεν ο πλοίαρχος Χουλ ίσως +θα εύρετε ολίγας σίλφας, αντικείμενα άλλως τε ουχί σπουδαία. </p> + +<p> — Ουχί σπουδαία, τα νυκτερινά ταύτα ορθόπτερα άτινα επέσυρον τας +αράς του Βιργιλίου και του Ορατίου! απήντησεν ο εξάδελφος Βενέδικτος +ανορθούμενος δι' όλου του σώματός του. Ουχί σπουδαία τα έντομα ταύτα, στενοί +συγγενείς του «ανατολικού περιπλανήτου» και του «αμερικανικού κακερλάκου», +άτινα κατοικούσιν . . </p> + +<p> — Άτινα βρωμούσιν . . . είπεν ο πλοίαρχος Χουλ. </p> + +<p> — Άτινα βασιλεύουσιν εις τα πλοία . . . απήντησεν υπερηφάνως ο +εξάδελφος Βενέδικτος. </p> + +<p> — Ωραία βασιλεία!</p> + +<p> — Ε! δεν είσθε εντομολόγος, κύριε;</p> + +<p> — Ουδέποτε δυστυχώς. </p> + +<p> — Λοιπόν, εξάδελφε Βενέδικτε, είπεν η κυρία Βέλδων, μη εύχεσθε να +καταβροχθισθώμεν εξ έρωτος προς την επιστήμην. </p> + +<p> — Δεν εύχομαι τίποτε, εξαδέλφη Βέλδων, απεκρίθη ο ορμητικός +εντομολόγος, ειμή να δυνηθώ να προσθέσω εις την συλλογήν μου σπάνιόν τι +υποκείμενον όπερ θα τιμήση αυτήν. </p> + +<p> — Δεν είσθε ευχαριστημένος εκ των ευρημάτων της Νέας +Ζηλανδίας;</p> + +<p> — Ναι αληθώς, εξαδέλφη Βέλδων, Ευτύχησα να εύρω ένα των νεωτέρων +βομβολιών, οίτινες μέχρι τούδε ευρίσκοντο μόνον εκατοστύας τινάς μιλλίων +μακρότερον, εις την νέαν Καληδονίαν. </p> + +<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Δίγγος, όστις έπαιζε μετά του Ζακ, επλησίασε πηδών +προς τον εξάδελφον Βενέδικτον. </p> + +<p> — Φύγε, φύγε, είπεν ούτος απωθών το ζώον. </p> + +<p> — Να αγαπά τας σίλφας και να αποστρέφεται τους κύνας; ανέκραξεν ο +πλοίαρχος Χουλ. Ω! κύριε Βενέδικτε!</p> + +<p> — Και μάλιστα καλόν κύνα! είπεν ο μικρός Ζακ λαβών εντός των μικρών +χειρών του την χονδράν κεφαλήν του Δίγγου. </p> + +<p> — Ναι . . . δεν το αρνούμαι! απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος. Αλλά τι +τα θέλετε! Αυτό το διαβολοζώον δεν επραγματοποίησε τας ελπίδας τας οποίας +συνέλαβον κατά την συνάντησίν του. </p> + +<p> — Ύψιστε Θεέ! ανέκραξεν η κυρία Βέλδων, μήπως ελπίζετε να τον +κατατάξετε εις την τάξιν των διπτέρων και υμενοπτέρων;</p> + +<p> — Όχι, απήντησε σοβαρώς ο εξάδελφος Βενέδικτος. </p> + +<p>Αλλά δεν είναι αληθές ότι αυτός ο Δίγγος, αν και ήτο φυλής νεοζηλανδικής, +ευρέθη επί της δυτικής ακτής της Αφρικής;</p> + +<p> — Ουδέν τούτου αληθέστερον, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, και ο Τωμ +ήκουσε πολλάκις τον πλοίαρχον του «Βάλδεκ» να το λέγη. </p> + +<p> — Λοιπόν, εσκέφθην . . . ήλπισα . . . ότι ο κύων αυτός, θα είχε μεθ' +εαυτού δείγματά τινα ειδικών ημιπτέρων της αφρικανικής εντομολογίας. </p> + +<p> — Ύψιστε Θεέ! ανέκραξεν η κυρία Βέλδων. </p> + +<p> — Και ότι ίσως, προσέθηκεν ο εξάδελφος Βενέδικτος ψύλλος τις +διαπεραστικός ή ερεθιστικός, νέου είδους . .</p> + +<p> — Ακούεις, Δίγγε; είπεν ο πλοίαρχος Χουλ. Ακούεις, σκύλε μου; +Παρέλιπες όλα τα καθήκοντά σου. </p> + +<p> — Αλλ' εις μάτην τον εψύλλισα, προσέθηκεν ο εντομολόγος μετά +ζωηράς θλίψεως, δεν ηδυνήθην να εύρω ούτε ένα έντομον. </p> + +<p> — Το οποίον ελπίζω ότι αμέσως και ανηλεώς θα εθανατώνετε; +ανέκραξεν ο πλοίαρχος Χουλ. </p> + +<p> — Κύριε, απεκρίθη ξηρώς ο εξάδελφος Βενέδικτος, μάθετε ότι ο σιορ +Τζων Φραγκλίνος ελυπείτο να φονεύση το ελάχιστον έντομον έστω και αν ήτο +κώνωψ αμερικανικός, του οποίου αι προσβολαί είναι πλειότερον επίφοβοι ή αι του +ψύλλου, και εν τούτοις δεν θα διστάσετε να συνομολογήσετε ότι ο σερ Τζων +Φραγκλίνος ήτο θαλασσινός όσον ουδείς άλλος. </p> + +<p> — Βεβαίως, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ προσκλίνων. </p> + +<p> — Και ημέραν τινά, αφού φρικωδώς κατεφαγώθη υπό τινος διπτέρου, +εφύσησεν επ' αυτού και το απεδίωξε λέγων χωρίς μάλιστα να τω ομιλήση εις τον +ενικόν αριθμόν: «Υπάγετε! Ο κόσμος είναι αρκούντως μέγας δι' υμάς και δι' +εμέ!»</p> + +<p> — Α! είπεν ο πλοίαρχος Χουλ. </p> + +<p> — Ναι, κύριε. </p> + +<p> — Λοιπόν, κύριε Βενέδικτε, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ, άλλος πολύ +προ του Τζων Φραγκλίνου είπε τούτο. </p> + +<p> — Άλλος!</p> + +<p> — Ναι, και αυτός ο άλλος είναι ο θείος Τωβίας. </p> + +<p> — Εντομολόγος; ηρώτησε ζωηρώς ο εξάδελφος Βενέδικτος. </p> + +<p> — Όχι, ο θείος Τωβίας της Στερνής, και ο καλός εκείνος θείος είπεν +ακριβώς τας αυτάς λέξεις αποδιώκων ένα κώνωπα, όστις τον ηνώχλει, αλλά τον +οποίον ενόμισεν ότι ηδύνατο να προσφωνήση εις τον ενικόν αριθμόν:</p> + +<p>«Πήγαινε, πτωχέ μου διάβολε, ο κόσμος είναι αρκετά μεγάλος διά να μας +χωρέση και σε και εμέ». </p> + +<p> — Λαμπρός άνθρωπος αυτός ο θείος Τωβίας! απεκρίθη ο εξάδελφος +Βενέδικτος. Απέθανε;</p> + +<p> — Νομίζω, ανταπήντησε σοβαρώς ο πλοίαρχος Χουλ, επειδή ουδέποτε +υπήρξε. </p> + +<p>Και όλοι εγέλασαν παρατηρούντες τον εξάδελφον Βενέδικτον. </p> + +<p>Ούτω λοιπόν εις τας συνομιλίας ταύτας και πολλάς άλλας, αίτινες εστρέφοντο +αναλλοιώτως επί τινος σημείου της εντελούς λογικής επιστήμης, άμα ελάμβανε +μέρος ο εξάδελφος Βενέδικτος, διέρρεον αι μακραί ώραι της επιπόνου εκείνης +θαλασσοπλοΐας. Η θάλασσα ήτο πάντοτε ωραία, αλλ' οι άνεμοι ηνάγκαζον τον +μυοπάρωνα να μη προχωρή. Το «Πίλγριμ» δεν επροχώρει πολύ προς ανατολάς, +τόσον η αύρα ήτο ασθενής, και εβράδυνε να φθάση εις τα παράλια εκείνα όπου οι +άνεμοι θα ήσαν εις αυτό ευνοϊκώτερον. </p> + +<p>Δέον να είπωμεν ενταύθα ότι ο εξάδελφος Βενέδικτος είχεν αποπειραθή να +μυήση τον νεαρόν δόκιμον εις τα μυστήρια της εντομολογίας. </p> + +<p>Αλλ' ο Δικ Σανδ εφάνη πολύ απειθής εις τας παροτρύνσεις του.</p> + +<p>Ελλείψει λοιπόν άλλου, ο επιστήμων επέπεσε κατά των μαύρων, οίτινες δεν +ηννόουν τίποτε. Επί τέλους ο Τωμ, ο Ακτέων, ο Βαρθολομαίος και ο Αυγουστίνος +ελιποτάκτησαν, ο δε καθηγητής ευρέθη μετά μόνου του Ηρακλέους όστις τω +εφαίνετο ότι είχε φυσικάς τινας διαθέσεις να διακρίνη παράσιτον από +θυσανούρου. </p> + +<p>Ο γιγαντώδης μαύρος έζη λοιπόν εν τω κόσμω των κολεοπτέρων των +σαρκοβόρων, των θηρευτών, των κανονοβηλητών, των τεκροθαπτών, των +πυγολαμπίδων, των καράβων, των σιλφών, των ασπαλάκων, των μηλονθών, των +κανθάρων, των σκοτίων, των σιταροφθειρών, των μυιών, σπουδάζων άπασαν την +συλλογήν του εξαδέλφου Βενεδίκτου, χωρίς ούτος να φρικιά οσάκις έβλεπε τα +εύθραστα εκείνα δείγματα μεταξύ των χονδρών δακτύλων του Ηρακλέους, άτινα +είχον την σκληρότητα και την δύναμιν μαγγάνου. </p> + +<p>Αλλ' ο κολοσσιαίος μαθητής ήκουε τοσούτον ευπειθώς τα μαθήματα του +καθηγητού, ώστε ήξιζε τη αληθεία να ριψοκινδυνεύσωσί τινα χάριν αυτού. </p> + +<p>Ενώ δε ο εξάδελφος Βενέδικτος ειργάζετο τοιουτοτρόπως, η κυρία Βέλδων δεν +άφινε τον μικρόν Ζακ εντελώς άνευ ενασχολήσεως. </p> + +<p>Εδίδασκεν αυτόν να αναγινώσκη και να γράφη, ο δε φίλος του Δικ Σανδ +ανέλαβε την διδασκαλίαν των πρώτων στοιχείων της αριθμητικής. </p> + +<p>Εν ηλικία πέντε ετών είναι τις εισέτι μικρόν παιδίον και διδάσκεται καλλίτερον +ίσως διά πρακτικών παιγνιδίων ή διά θεωρητικών μαθημάτων, αναγκαίως ολίγον +δυσχερών. </p> + +<p>Ο Ζακ εμάνθανε να αναγινώσκη ουχί δι' αλφαβηταρίου, αλλά διά γραμμάτων +κινητών, τετυπωμένων δι' ερυθρού χρώματος επί ξυλίνων κύβων, ούτως ώστε να +σχηματίζωνται λέξεις. Ενίοτε η κυρία Βέλδων ελάμβανε τους κύβους εκείνους και +συνέθετε μίαν λέξιν είτα τους ανεμίγνυε και άφινεν εις τον Ζακ την φροντίδα να +τους θέση πάλιν εις την απαιτουμένην τάξιν. </p> + +<p>Το μικρόν παιδίον πολύ ηγάπα τον τρόπον τούτον του μανθάνειν την +ανάγνωσιν. Κάθε ημέραν διήρχετο ώρας τινάς οτέ μεν εις τον θαλαμίσκον οτέ δε +εις το κατάστρωμα όπως αναταράσση τα γράμματα του αλφαβήτου του. </p> + +<p>Τούτο προεκάλεσεν ημέραν τινά γεγονός τοσούτον παράδοξον, τοσούτον +απροσδόκητον, ώστε πρέπει να το αναφέρωμεν μετά τινος λεπτομερείας.</p> + +<p>Ήτο η πρωία της 9 Φεβρουαρίου. Ο Ζακ ημικεκλισμένος επί του +καταστρώματος, διεσκέδαζε σχηματίζων λέξιν τινά την οποίαν ο γηραιός Τωμ, +ώφειλε να ανασχηματίση μετά την ανάμιξιν των γραμμάτων. Ο Τωμ την χείρα έχων +επί των οφθαλμών, διά να μη υποκλέψη τι, δεν έπρεπε να ίδη τίποτε και δεν +έβλεπε τίποτε εκ της εργασίας του μικρού παιδίου. </p> + +<p>Εκ των διαφόρων εκείνων γραμμάτων, πεντήκοντα περίπου τον αριθμόν, τα μεν +ήσαν κεφαλαία τα δε μικρά. Προσέτι τινές των κύβων εκείνων έφερον ένα αριθμόν, +όπερ επέτρεπε να μανθάνη τις να σχηματίζη λέξεις. </p> + +<p>Οι κύβοι εκείνοι ήσαν αραδιασμένοι επί του καταστρώματος, και ο μικρός Ζακ +ελάμβανε πότε τον ένα πότε τον άλλον διά να συνθέση την λέξιν του, — τη αληθεία +βαρεία εργασία. </p> + +<p>Αλλ' από τινων στιγμών ο Δίγγος περιστρέφετο περί το μικρόν παιδίον, ότε +αίφνης εστάθη. Οι οφθαλμοί του προσηλώθησαν, ο δεξιός αυτού πους υψώθη, η +ουρά του εκινείτο σπασμωδικώς. Είτα αίφνης, ορμήσας επί ενός των ξυλίνων +κύβων, τον ήρπασε διά του στόματος του και τον απέθεσεν επί του καταστρώματος +ολίγα βήματα μακράν του Ζακ. </p> + +<p>Ο κύβος εκείνος έφερε το κεφαλαίον γράμμα Σ. </p> + +<p> — Δίγγε, ε, Δίγγε! ανέκραξε το μικρόν παιδίον νομίσαν κατ' αρχάς ότι ο +κύων κατέπιε το Σ εκείνο. </p> + +<p>Αλλ' ο Δίγγος είχεν επιστρέψει και αρχίσας πάλιν την αυτήν εργασίαν ήρπασεν +άλλον κύβον και τον απέθεσε πλησίον του πρώτου. </p> + +<p>Ο δεύτερος εκείνος κύβος ήτο έν Β κεφάλαιον. </p> + +<p>Την φοράν ταύτην ο Ζακ εξέβαλε κραυγήν. </p> + +<p>Εις την κραυγήν εκείνην, η κυρία Βέλδων, ο πλοίαρχος Χουλ και ο νεαρός +δόκιμος, οίτινες περιεφέροντο εις το κατάστρωμα, προσέτρεξαν. Ο μικρός Ζακ +διηγήθη τότε εις αυτούς τι είχε συμβή. </p> + +<p>Ο Δίγγος εγνώριζε τα γράματά του! Ο Δίγγος ήξευρε να αναγινώσκη. Τούτο ήτο +βέβαιον, διότι τον είδεν ο Ζακ. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ ηθέλησε να λάβη τους δύο κύβους διά να τους αποδώση εις τον +φίλον του Ζακ, αλλ' ο Δίγγος τω έδειξε τους οδόντας. </p> + +<p>Εν τούτοις ο δόκιμος κατόρθωσε να ανακτήση τους δύο κύβους και τους έθεσε +πάλιν εις το παιγνίδιον. </p> + +<p>Ο Δίγγος ώρμησεν εκ νέου, ήρπασε πάλιν τα αυτά δύο γράμματα και τα έφερε +μακράν. Την φοράν όμως ταύτην θέσας τους πόδας επ' αυτών, εφαίνετο έχων +απόφασιν να τα κρατήση όπως ηδύνατο. Περί δε των άλλων γραμμάτων του +αλφαβήτου ουδόλως εφρόντιζεν εάν υπήρχον. </p> + +<p> — Τι περίεργον πράγμα! είπεν η κυρία Βέλδων. </p> + +<p> — Τωόντι πολύ περίεργον, απήντησε, ο πλοίαρχος Χουλ παρατηρών +προσεκτικώς τα δύο γράμματα. </p> + +<p> — Σ, Β, — είπεν η κυρία Βέλδων. </p> + +<p> — Σ, Β, — επανέλαβεν ο πλοίαρχος Χουλ. Αλλ' είναι ακριβώς τα +γράμματα τα οποία φέρει το περιδέραιον του Δίγγου!</p> + +<p>Είτα αίφνης, στραφείς προς τον γέροντα μαύρον. </p> + +<p> — Τωμ, ηρώτησεν, δεν με είπετε ότι αυτός ο κύων προ ολίγου μόνον +καιρού ανήκεν εις τον πλοίαρχον του «Βάλδεκ»;</p> + +<p> — Μάλιστα, κύριε. Ο Δίγγος ευρίσκετο εις το πλοίον μόλις από δύο +ετών.</p> + +<p>Και δεν προσεθέσατε και ότι ο πλοίαρχος του Βάλδεκ εύρε τον κύνα τούτον εις +την δυτικήν παραλίαν της αφρικής;</p> + +<p> — Μάλιστα κύριε, εις τα πέριξ του Κόγγου. Ήκουσα πολλάκις τον +πλοίαρχον να το λέγη. </p> + +<p> — Λοιπόν, ηρώτησεν ο πλοίαρχος Χουλ, ποτέ δεν έμαθον εις ποίον +ανήκεν αυτός ο κύων, μήτε πόθεν ήρχετο;</p> + +<p> — Ποτέ, κύριε· σκύλος έκθετος είναι χειρότερον βρέφους εκθέτου. Μήτε +σημείωσίς τις επ' αυτού, και το δεινότερον, μήτε δύναται να ομιλήση. </p> + +<p>Ο πλοίαρχος Χουλ εσιώπησε και εσκέπτετο. </p> + +<p> — Τα δύο αυτά γράμματα μήπως φέρουσιν εις την μνήμην σας +ανάμνησίν τινα; ηρώτησε τον πλοίαρχον Χουλ η κυρία Βέλδων, αφού τον άφησε να +σκεφθή επί τινας στιγμάς. </p> + +<p> — Μάλιστα, κυρία Βέλδων, μίαν ανάμνησιν, ή μάλλον σχέσιν τινά +παράδοξον. </p> + +<p> — Ποίαν;</p> + +<p> — Τα δύο αυτά γράμματα δύνανται να έχωμεν έννοιάν τινα και να σας +φωτίσωσι περί της τύχης τολμηρού τινος περιηγητού. </p> + +<p> — Τι εννοείτε; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. </p> + +<p> — Ιδού, κυρία Βέλδων. Κατά το 1871, — επομένως προ δύο ετών — +γάλλος περιηγητής, κατ' απαίτησιν της γεωγραφικής εταιρείας των Παρισίων, +ανεχώρησε με σκοπόν να διέλθη την Αφρικήν από δυσμών προς ανατολάς. Το +σημείον της αναχωρήσεώς του ήτο ακριβώς το στόμιον του Κόγγου. Το σημείον της +αφίξεως έπρεπε να είναι το όσω το δυνατόν το ακρωτήριον Δελδάγον, εις τας +εκβολάς του Ροβούμα, ούτινος θα ηκολούθει το ρεύμα. Ο γάλλος εκείνος +περιηγητής εκαλείτο Σαμουήλ Βερνών. </p> + +<p> — Σαμουήλ Βερνών! επανέλαβεν η κυρία Βέλδων. </p> + +<p> — Μάλιστα, κυρία Βέλδων, και τα δύο ταύτα ονόματα αρχίζουσιν +ακριβώς εκ των δύο τούτων γραμμάτων τα οποία εξέλεξεν ο Δίγγος μεταξύ όλων, +και τα οποία είναι κεχαραγμένα εις το περιλαίμιόν του. </p> + +<p> — Τωόντι, απήντησεν η κυρία Βέλδων. Και ο περιηγητής εκείνος; . . . +</p> + +<p> — Ο περιηγητής εκείνος ανεχώρησεν, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ και +δεν ηκούσθη τι πλέον περί αυτού μετά την αναχώρησίν του. </p> + +<p> — Ποτέ; ηρώτησεν ο δόκιμος. </p> + +<p> — Ποτέ, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ. </p> + +<p> — Τι συμπεραίνεται εκ τούτου; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. </p> + +<p> — Ότι ο Σαμουήλ Βερνών προδήλως δεν ηδυνήθη να φθάση εις την +ανατολικήν ακτήν της Αφρικής, είτε διότι ηχμαλωτίσθη υπό των ιθαγενών, είτε +διότι τον προσέβαλεν ο θάνατος καθ' οδόν. </p> + +<p> — Και τότε ο κύων ούτος; . . <br /> + <br /> + — Ο κύων ούτος θα τω ανήκεν, ευτυχέστερος δε του κυρίου του, εάν η +εικασία μου είναι ορθή, θα ηδυνήθη να επανέλθη εις την παραλίαν του Κόγγου, +αφού, καθ' ήν εποχήν συνέβησαν ταύτα, ευρέθη εκεί υπό του πλοιάρχου του +«Βάλδεκ». </p> + +<p> — Αλλά, παρετήσεν η κυρία Βέλδων, ηξεύρετε εάν ο άλλος εκείνος +περιηγητής συνωδεύετο υπό κυνός κατά την αναχώρησίν του; Μήπως είναι απλή +εικασία εκ μέρους σας;</p> + +<p> — Τωόντι είναι απλή εικασία, κυρία Βέλδων, απήντησεν ο πλοίαρχος +Χουλ. Αλλά το βέβαιον είναι ότι ο Δίγγος γνωρίζει αυτά τα δύο γράμματα Σ και Β, +τα οποία ακριβώς είναι τα αρχικά στοιχεία των δύο ονομάτων του γάλλου +περιηγητού. Τώρα, πώς το ζώον έμαθε να τα διακρίνη, τούτο δεν ειμπορώ να +εξηγήσω, αλλά, το επαναλαμβάνω, τα γνωρίζει βεβαιότατα, και ιδού όπου τα ωθεί +διά του ποδός του και φαίνεται ως εάν μας προσκαλή να τα αναγνώσωμεν μετ' +αυτού. </p> + +<p> — Τωόντι, δεν ηδύνατο να απατηθώσιν ως προς την πρόθεσιν του +Δίγγου. </p> + +<p> — Ήτο λοιπόν μόνος ο Σαμουήλ Βερνών όταν εγκατέλιπε το παράλιον +του Κόγγου; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ. </p> + +<p> — Το αγνοώ, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ. Εν τούτοις, πιθανόν είναι ότι +θα είχε μεθ' εαυτού συνοδείαν ιθαγενών. </p> + +<p> — Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Νεγορός, αφήσας την θέσιν του, εφάνη επί +του καταστρώματος. Κατ' αρχάς ουδείς εννόησε την παρουσίαν του και ουδείς είδε +το αλλόκοτον βλέμμα το οποίον έρριψεν επί του κυνός όταν παρετήρησε τα δύο +γράμματα προ των οποίων ούτος ίστατο. Αλλ' ο Δίγγος, αναγνωρίσας τον μάγειρον, +ήρχισε να δίδει σημεία εσχάτης μανίας. </p> + +<p> — Ο Νεγορός επέστεψεν αμέσως εις την θέσιν του πληρώματος ουχί +άνευ ακουσίου τινός απειλητικού κινήματος προς τον κύνα. </p> +<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/47.jpg" width="390" +height="494" +alt="ουχί άνευ ακουσίου τινός απειλητικού κινήματος προς τον κύνα" border="2" +/><br /></p> + +<p> — Υπάρχει μυστήριόν τι! εψιθύρισεν ο πλοίαρχος Χουλ, ον δεν διέλαθεν +ουδέν των της σκηνής εκείνης. </p> + +<p> — Αλλά, κύριε, είπεν ο δόκιμος, δεν είναι παράξενον κύων να δύναται +να αναγνωρίζη γράμματα του αλφαβήτου;</p> + +<p> — Όχι! ανέκραξεν ο μικρός Ζακ. Η μήτηρ μου πολλάκις με διηγήθη την +ιστορίαν κυνός ο οποίος ήξευρε ν' αναγινώσκη και να γράφη και μάλιστα να παίζη +δόμινον ως αληθής διδάσκαλος σχολείου. </p> + +<p> — Φίλτατόν μου τέκνον, απεκρίθη η κυρία Βέλδων μειδιώσα, ο κύων +εκείνος όστις ωνομάζετο Μόνιτος δεν ήτο τόσον σοφός όσον νομίζεις. Εάν +πιστεύσω όσα με διηγήθησαν, δεν ηδύνατο να συνθέση την λέξιν του. Αλλ' ο +κύριός του, επιτήδειος Αμερικανός, παρατηρήσας πόσον ο Μόνιτος είχεν οξείαν +την ακοήν, επεμελήθη να εξασκήση την αίσθησιν εκείνην και να εξαγάγη +περιεργότατα αποτελέσματα. </p> + +<p> — Και τι έπρατε, κυρία Βέλδων; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ αισθανθείς +ενδιαφέρον προς την διήγησιν σχεδόν όσον και ο μικρός Ζακ. </p> + +<p> — Ιδού, φίλε μου. Όταν ο Μόνιτος επρόκειτο να «εργασθή» ενώπιον του +κοινού, γράμματα όμοια προς ταύτα ετίθεντο επί τραπέζης. Επί της τραπέζης +εκείνης ο κύων περιεφέρετο, περιμένων να τω προταθή λέξις τις είτε υψηλοφώνως +είτε χαμηλοφώνως, υπό τον όρον όμως να γινώσκη την λέξιν ταύτην ο κύριός του. +</p> + +<p> — Ώστε, απόντος του κυρίου του . . . </p> + +<p> — Ο κύων δεν θα ηδύνατο να πράξη τίποτε, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, +και ιδού διατί. Τιθεμένων των γραμμάτων επί της τραπέζης, ο Μόνιτος +περιεφέρετο διά μέσου του αλφαβήτου εκείνου, άμα δε έφθανεν ενώπιον του +γράμματος όπερ έπρεπε να εκλέξη ίστατο· αλλ' εάν ίστατο, έπραττε τούτο διότι +ήκουε τον ανεπαίσθητρν εις πάντα άλλον κρότον οδοντογλυφίδος, τον οποίον +έκαμνεν εις το θυλάκιόν του ο Αμερικανός. Ο κρότος εκείνος ήτο διά τον Μόνιτον +σύνθημα να λάβη το στοιχείον και να το θέση εις την πρέπουσαν τάξιν. </p> + +<p> — Και ιδού όλον το μυστικόν! ανέκραξεν ο Δικ Σανδ. </p> + +<p> — Ιδού όλον το μυστικόν, απήντησεν η κυρία Βέλδων, ως παν ό,τι +γίνεται εν τη ταχυδακτυλουργική τέχνη. Εν απουσία του Αμερικανού ο Μόνιτος δεν +θα ήτο πλέον Μόνιτος. Εκπλήττομαι λοιπόν πώς, ενώ ο κύριός του δεν είναι εδώ, — +εάν εν τούτοις ο περιηγητής Σαμούλ Βερνών υπήρξε ποτε κύριός του, — ο Δίγγος +ειμπορεί να αναγνωρίση τα δύο ταύτα γράμματα. </p> + +<p> — Τωόντι, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ είναι πολύ παράδοξον. +Παρατηρήσατε όμως καλώς, ενταύθα δεν πρόκειται ειμή περί δύο μόνον +γραμμάτων, δύο ειδικών γραμμάτων, και ουχί λέξεως τυχαίως εκλεγομένης. Μεθ' +όλα ταύτα, ο κύων εκείνος όστις εκτύπα την θύραν του μοναστηρίου διά να λάβη +το διά τους πτωχούς διαβάτας προωρισμένον φαγητόν, και ο άλλος εκείνος όστις +επιφορτιζόμενος μετά τινος ομοίου του να στρέφη τον οβελόν ημέραν παρ' +ημέραν, ηρνείτο να πράξη τούτο όταν δεν ήτο η σειρά του, οι δύο εκείνοι κύνες, +λέγω, ήσαν νοημονέστεροι του Δίγγου. Άλλως τε ευρισκόμεθα ενώπιον γεγονότος +αδιαφιλονικήτου. Εξ όλων των γραμμάτων του αλφαβήτου τούτου, ο Δίγγος +εξέλεξε μόνον τα δύο ταύτα Σ και Β. Τα άλλα φαίνεται ότι μήτε τα γνωρίζη καν. +Πρέπει λοιπόν να συμπεράνωμεν ότι δι' αιτίαν άγνωστον εις ημάς, η προσοχή του +είχε προσηλωθή επί των δύο τούτων γραμμάτων. </p> + +<p> — Α! πλοίαρχε Χουλ είπεν ο νεαρός δόκιμος, εάν ο Δίγγος, ηδύνατο να +ομιλήση! . . . Ίσως θα μας έλεγε τι σημαίνουσιν αυτά τα δύο γράμματα, και διατί +δεικνύει τους οδόντας του εις τον μάγειρόν μας. </p> + +<p> — Και τι οδόντας! απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ, καθ' ήν στιγμήν ο Δίγγος, +ανοίξας το στόμα, εδείκνυε τας φοβεράς αρπάγας του. </p> + + + +<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ'.</h3> + +<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΦΑΛΑΙΝΑ ΕΙΣ ΤΟ +ΠΕΛΑΓΟΣ</b></p> + +<p> +<br /> +Ευκόλως δύναταί τις να φαντασθή ότι το παράδοξον εκείνο συμβεβηκός υπήρξε +πλέον ή άπαξ των συνδιαλέξων αίτινες εγίνοντο εις την πρύμνην του «Πίλγριμ» +μεταξύ της κυρίας Βέλδων, του πλοιάρχου Χουλ και του νεαρού δοκίμου. </p> + +<p>Ούτος, μάλλον ιδιαιτέρως, ησθάνθη ορμέμφυτον δυσπιστίαν προς τον +Νεγορόν, του οποίου εν τούτοις η διαγωγή ουδεμιάς μομφής ήτο αξία. </p> + +<p>Εις την πρώραν συνδιελέγοντο ωσαύτως περί τούτου, αλλά δεν εξήγον τα αυτά +συμπεράσματα. </p> + +<p>Εκεί, υπό των ανθρώπων του πληρώματος, ο Δίγγος εθεωρείτο απλούστατα ως +κύων να αναγινώσκη και ίσως μάλιστα να γράφη καλλίτερον πολλών ναυτών του +πλοίου, και εάν δεν ωμίλει, τούτο εσήμαινεν ότι κατά πάσαν πιθανότητα είχεν +ισχυρούς λόγους να σιωπά. </p> + + +<p> — Αλλ' ημέραν τινά, είπεν ο πηδαλιούχος Βόλτων, ημέραν τινά αυτός ο +σκύλος θα μας ερωτήση πού διευθυνόμεθα, εάν ο άνεμος είναι βορειοδυτικός ή +βορειανατολικός, και θα χρειασθή να τω αποκριθώμεν. </p> + +<p> — Υπάρχουσι ζώα τα οποία λαλούσιν, είπεν άλλος ναύτης, κίσσαι, +παπαγάλοι. Λοιπόν διατί και σκύλος να μη κάμνη το αυτό, εάν του ήρχετο +επιθυμία; Δυσκολώτερον είναι να ομιλήση τις με το ράμφος ή με το στόμα.<br /> + <br /> + — Βεβαιότατα, είπεν ο ναύκληρος Χούβικ. Αλλά τούτο ποτέ δεν το είδε τις. +</p> + +<p>Πολύ θα εξέπληττέ τις τους αγαθούς εκείνους άνδρας εάν τοις έλεγεν ότι +επιστήμων τις Δανός είχεν κύνα, όστις επρόφερεν ευδιακρίτως περί τας είκοσι +λέξεις. </p> + +<p>Αλλ' εκ τούτου μέχρι του να εννοή ό,τι έλεγεν, υπήρχεν άβυσσος. </p> + +<p>Προδήλως ο κύων εκείνος, του οποίου η γλωττίς ήτο πεπλασμένη εις τρόπον +ώστε να δύναται να προφέρη ήχους κανονικούς, ουδόλως εννόει την σημασίαν +αυτών, ως οι ψιττακοί, οι κολοσοί και αι κίσσαι. </p> + +<p>Η φράσις παρά τοις ζώοις τούτοις, δεν είναι άλλο τι ειμή είδος τι κελαδήματος +ή κραυγών λαλουμένων ληφθεισών εκ ξένης γλώσσης της οποίας δεν έχουσι την +έννοιαν. </p> + +<p>Όπως δήποτε ο Δίγγος εγένετο ο ήρως του πλοίου ένεκα του οποίου όμως +ουδόλως υπερηφανεύετο. </p> + +<p>Πολλάκις ο πλοίαρχος Χουλ επανέλαβε το πείραμα. </p> + +<p>Οι ξύλινοι κύβοι του αλφαβήτου ετίθεντο ενώπιον του Δίγγου, και πάντοτε, +άνευ λάθους, άνευ δισταγμού τα δυο γράμματα Σ και Β εξελέγοντο μεταξύ όλων +υπό του παραδόξου ζώου, χωρίς τα άλλα να ελκύωσί ποτε την προσοχήν του. </p> + +<p>Το πείραμα τούτο πολλάκις επανελήφθη ενώπιον του εξαδέλφου Βενεδίκτου, +αλλ' ούτος ουδέν έδειξεν ενδιαφέρον. </p> + +<p> — Εν τούτοις, ηξίωσε να είπη ημέραν τινά, δεν πρέπει να πιστεύσωμεν +ότι μόνοι οι κύνες έχουσι το πλεονέκτημα να είναι νοήμονες κατά τοιούτον τρόπον. +Και άλλα ζώα τους ομοιάζουσιν, ακολουθούντα απλώς το ορμέμφυτόν των. +Τοιούτον είναι οι ποντικοί, οι οποίοι εγκαταλείπουσι το προωρισμένον να +καταποντισθή εις την θάλασσαν πλοίον· τοιούτοι είναι οι κάστορες, οίτινες +προβλέπουσι την αύξησιν των υδάτων και εγείρουσιν υψηλότερα προχώματα· +τοιούτοι ήσαν οι ίπποι του Νικομήδους, του Σκερδέρμπεη και του Οππιανού, +οίτινες τόσην λύπην ησθάνθησαν ώστε απέθανον μετά τον θάνατον των κυρίων +των, τοιούτοι είναι οι όνοι, τοσούτον θαυμαστοί διά την μνήμην των, και τόσα άλλα +τέλος ζώα, άτινα ετίμησαν το ζωικόν βασίλειον. Δεν είδομεν πτηνά, θαυμασίως +δεδιδαγμένα, άτινα γράφουσιν απταίστως λέξεις καθ' υπαγόρευσιν των +διδασκάλων των, κακατόας αίτινες μετρούσι τόσον καλώς όσον λογιστής του +γραφείου των γεωγραφικών πλατών όλα τα έν τινι αιθούση παρόντα πρόσωπα; Δεν +υπήρξε ψιττακός, αγορασθείς αντί εκατόν χρυσών σκούδων, όστις χωρίς να +παραλείψη μήτε λέξιν, έλεγεν εις τον καρδινάλιον τον κύριόν του όλον το Σύμβολον +των αποστόλων; Τέλος, η νόμιμος υπερηφάνεια ενός εντομολόγου δεν πρέπει να +φθάνη εις το έπακρον, όταν βλέπη απλά έντομα παρέχοντα αποδείξεις νοημοσύνης +ανωτέρας και επιβεβαιούντα ευγλώττως το αξίωμα:</p> + +<p style='text-align:center;'><b>Εν ελαχίστοις μέγας ο Θεός</b></p> + +<p>τους μύρμηκας εκείνους οίτινες θα ηδύναντο να παραβληθώσι προς τους +επισημοτάτους των μεγαλειτέρων πόλεων, τους υδροβίους εκείνους αργυρονήτους +οι οποίοι κατασκευάζουσι καταβυθιστικούς κώδωνας, τους ψύλλους εκείνους +οίτινες σύρουσιν αμάξας ως αληθείς αμαξηλάται, οίτινες εκτελούσι γυμνάσια +τόσον καλώς όσον οι καραβινοφόροι, οίτινες κανονιοβολούσι καλλίτερον ή οι +πτυχιούχοι πυροβοληταί του Βεστποέν +(<sup><a href='#fn12' id='ref12'>12</a></sup>) +; Όχι, ο Δίγγος ούτος δεν είναι άξιος +τοσούτων επαίνων, και εάν είναι τόσον δυνατός εις το αλφάβητον, δεν υπάρχει +αμφιβολία ότι ανήκει εις είδος τι μολοσσών, μη ταξινομηθείς εν τη ζωολογική +επιστήμη, «τον αλφαβητικόν κύνα» της Νέας Ζηλανδίας. </p> + +<p>Μεθ' όλας τας ομιλίας ταύτας και άλλας του φθονερού εντομολόγου, ο Δίγγος +δεν απώλεσε την κοινήν υπόληψιν και εξηκολούθησε να θεωρήται ως φαινόμενον +εν τοις συνομιλίαις όλου του πληρώματος. </p> + +<p>Εν τούτοις πιθανόν ότι ο Νεγορός δεν συνεμερίζετο τον γενικόν ενθουσιασμόν +προς το ζώον. </p> + +<p>Ίσως μάλιστα το εύρισκεν υπέρ το δέον νοήμον. </p> + +<p>Όπως δήποτε, ο κύων εδείκνυε πάντοτε την αυτήν αντιπάθειαν κατά του +μαγείρου, και βεβαίως θα εκινδύνευε να πάθη κακόν τι, εάν δεν ήτο αφ' ενός μεν +κύων ικανός να προστατεύση εαυτόν, αφ' ετέρου δε προστατευόμενος υπό της +συμπαθείας όλων των εν τω πλοίω. </p> + +<p>Ο Νεγορός απέφευγε πλειότερον ή άλλοτε να ευρεθή επί παρουσία του. Ο Δικ +Σανδ δεν έλειψε να παρατηρήση ότι από του συμβάντος των δύο γραμμάτων η +αμοιβαία αντιπάθεια του ανθρώπου και του κυνός είχεν αυξήσει. Τούτο ήτο +αληθώς ανεξήγητον. </p> + +<p>Τη 10 Φεβρουαρίου ο βορειανατολικός άνεμος, όστις μέχρι τότε είχε διαδεχθή +τας μακράς και απελπιστικάς νηνεμίας, κατά την διάρκειαν των οποίων το +«Πίλγριμ» έμενεν ακίνητον, ηλαττώθη επαισθητώς. </p> + +<p>Ο πλοίαρχος Χουλ ηδυνήθη λοιπόν να ελπίζη ότι μεταβολή τις εις την +διεύθυνσιν των ατμοσφαιρικών ρευμάτων έμελλε να παραχθή και ίσως ο +μυοπάρων θα έπλεε τέλος πλησίστιος. </p> + +<p>Η εξ Ωκλάνδης αναχώρησίς του εχρονολογείτο από δέκα εννέα ημερών μόνον. +Η βραδύτης άρα δεν ήτο μεγάλη, το δε «Πίλγριμ», χάρις εις τα καλά αυτού ιστία, +θα ηδύνατο τη βοηθεία πλαγίου ανέμου να ανακτήση ευκόλως τον απολεσθέντα +χρόνον. Αλλ' έπρεπε να περιμένη ολίγας ημέρας μέχρις ου πνεύσωσι σταθερώς οι +δυτικοί άνεμοι. </p> + +<p>Το μέρος εκείνο του Ειρηνικού ήτο πάντοτε έρημον. Ουδέν πλοίον εφαίνετο εις +τα παράλια εκείνα. Ήτο πλάτος εντελώς εγκαταλελειμμένον υπό των +θαλασσοπόρων. Οι φαλαινοθήραι των μεσημβρινών θαλασσών δεν ετόλμων εισέτι +να διέλθωσι τον τροπικόν. </p> + +<p>Οι εν τω «Πίλγριμ» λοιπόν, οίτινες ένεκεν ιδιαιτέρων περιστάσεων +ηναγκάσθησαν να εγκαταλείπωσι τα μέρη της αλιείας προ του τέλους της εποχής, +δεν έπρεπε να ελπίζωσιν ότι ήθελον συναντήσει πλοίον τι εκεί. </p> + +<p>Όσον δ' αφορά τα υπερειρηνικά ατμόπλοια, είπομεν ήδη ότι ταύτα δεν +ηκολούθουν παράλληλον τόσω υψηλήν κατά τους διάπλους αυτών μεταξύ της +Αυστραλίας και της αμερικανικής ηπείρου. </p> + +<p>Εν τούτοις, ένεκεν αυτής ταύτης της ερημίας της θαλάσσης πρέπει να +ερευνήσωμεν αυτήν μέχρι των τελευταίων ορίων του ορίζοντος. Όσον μονότονος +και αν δύναται να φανή εις τα απρόσεκτα πνεύματα, τόσον απείρως ποικίλη είναι +δι' εκείνον όστις δύναται να την εννοήση. Αι μάλλον αδιόρατοι μεταβολαί θέλγουσι +τας φαντασίας εκείνας αίτινες εννοούσι τας ποιήσεις του Ωκεανού. Θαλάσσιον +φυτόν φερόμενον επί των κυμάτων, κλάδος βρύου του οποίου η ελαφρά πορεία +ποικίλλει την επιφάνειαν της θαλάσσης, τεμάχιον σανίδος του οποίου θα ήθελέ τις +να μάθη την ιστορίαν, δεν χρειάζονται περισσότερα. Προ του απείρου εκείνου, το +πνεύμα υπ' ουδενός εμποδίζεται. Η φαντασία έχει ελεύθερον στάδιον. Έκαστον +των υδατίνων εκείνων μορίων, άτινα η εξάτμισις ανταλλάσσει συνεχώς μεταξύ της +θαλάσσης και του ουρανού, περικλείει ίσως το μυστήριον καταστροφής τινος. +Τούτου ένεκα πρέπει να φθονώμεν εκείνους των οποίων η ενδόμυχος σκέψις +δύναται να ερευνήση τα μυστήρια του Ωκεανού, τα πνεύματα εκείνα τα υψούμενα +από της κινητής επιφανείας μέχρι του ουρανού. </p> + +<p>Η ζωή άλλως τε εκδηλούται πάντοτε υπεράνω ως και υποκάτω των θαλασσών. +</p> + +<p>Οι επιβάται του «Πίλγριμ» ηδύναντο να ίδωσι μικροτάτους ιχθείς +καταδιωκωμένους υπό σμήνους πτηνών, εξ εκείνων τα οποία πριν του χειμώνος +φεύγουσι το τραχύ κλίμα των πόλεων. </p> + +<p>Και πολλάκις ο Δικ Σανδ, άξιος μαθητής του Ζαμ Βέλδων ως προς το +αντικείμενον τούτο ως και εις πολλά άλλα, έδωκεν αποδείξεις της θαυμασίας +αυτού επιδεξιότητος εις το πυροβόλον ή εις το πιστόλιον, φονεύων τινά των +ταχυπτέρων εκείνων πτηνών. </p> + +<p>Μεταξύ τούτων ήσαν θαλασσοβάται λευκοί και άλλοι θαλασσοβάτα,ι των +οποίων αι πτέρυγες διεγραμμίζοντο εις τα άκρα υπό ταινίας μελαγχρόου. </p> + +<p>Ενίοτε ωσαύτως διήρχοντο σμήνη κογχίλων ή λιπαρόχηνες τινές, των οποίων το +επί της ξηράς βάδισμα είναι βαρύ και γελοίον. </p> + +<p>Εν τούτοις, ως παρετήρησεν ο πλοίαρχος Χουλ οι λιπαρόχηνες εκείνοι, +μεταχειριζόμενοι τους πόδας των ως αληθή πτερύγια, δύνανται να προκαλέσωσιν +εις το κολύμβημα τους ταχυτέρους ιχθύς, ούτως ώστε και αυτοί οι ναυτικοί τους +συγχέουσιν ενίοτε μετά των τρωκτών. </p> + +<p>Υψηλότερον, γιγαντιαίοι κλυδωνομάντεις έπληττον τον αέρα διά των πτερύγων +των, αίτινες είχον περίμετρον δέκα ποδών, και εκάθηντο είτα επί της επιφανείας +των υδάτων, ανακινούντες αυτά διά του ράμφους των όπως εύρωσι την τροφήν +των. </p> + +<p>Όλαι αύται αι σκηναί παρίστων θέαμα ποικίλλον, όπερ πνεύματα αναίσθητα +προς τα θέλγητρα της φύσεως θα εύρισκον μονότονον. </p> + +<p>Την ημέραν εκείνην η κυρία Βέλδων περιεφέρετο εις την πρύμνην του +«Πίλγριμ», ότε φαινόμενόν τι αρκούντως περίεργον είλκυσε την προσοχήν της. +</p> + +<p>Τα ύδατα της θαλάσσης εγένοντο σχεδόν αιφνιδίως ερυθρά. </p> + +<p>Ηδύνατό τις να νομίση ότι είχον βαφή δι' αίματος και ο ανεξήγητος εκείνος +χρωματισμός εξετείνετο όσον μακράν ηδύνατο να φθάση το βλέμμα. </p> + +<p>Τότε ο Δικ Σανδ ευρίσκετο μετά του μικρού Ζακ πλησίον της κυρίας Βέλδων. +</p> + +<p> — Βλέπεις, Δικ, είπεν εκείνη προς τον νεαρόν δόκιμον, τον αλλόκοτον +τούτον χρωματιστόν του Ειρηνικού; Μήπως οφείλεται ούτος εις θαλάσσιόν τι +φυτόν;</p> + +<p> — Όχι, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, ο χρωματισμός ούτος +παράγεται υπό μυριάδων μικρών μαλακοδέρμων, διά των οποίων συνήθως +τρέφονται τα μεγάλα μαστοφόρα. Οι αλιείς, ουχί άνευ λόγου, ονομάζουσιν αυτά +«φαγητόν της φαλαίνης».</p> + +<p> — Μαλακόδερμα! είπεν η κυρία Βέλδων. Αλλ' είναι τόσον μικρά ώστε +σχεδόν ηδύνατό τις να τα ονομάση θαλάσσια έντομα. Ο εξάδελφος Βενέδικτος θα +υπερευχαριστηθή ίσως εάν συλλέξη ολίγα τινά εξ αυτών. </p> + +<p>Και καλούσα:</p> + +<p> — Εξάδελφε Βενέδικτε! εφώνησεν. </p> + +<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος εξήλθε του δωματίου σχεδόν συγχρόνως μετά του +πλοιάρχου Χουλ. </p> + +<p> — Εξάδελφε Βενέδικτε, είπεν η κυρία Βέλδων, ιδέτε λοιπόν τον μεγάλον +εκείνον ερυθρωπόν σωρόν όστις εκτείνεται επ' άπειρον. </p> + +<p> — Ναι, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ είναι το φαγητόν της φαλαίνης. Κύριε +Βενέδικτε, ωραία ευκαιρία διά να σπουδάσητε το περίεργον τούτο είδος των +μαλακοδέρμων. </p> + +<p> — Ουφ, έκανεν ο εντομολόγος. </p> + +<p> — Πώς ουφ! ανέκραξεν ο πλοίαρχος. Αλλά δεν έχετε το δικαίωμα να +εκφράζηται τοιαύτην αδιαφορίαν. Τα μαλακόδερμα ταύτα σχηματίζουσι μίαν των +έξ κλάσεων των ενάρθρων, εάν δεν απατώμαι, και ως τοιαύτα . . . </p> + +<p> — Ουφ! έκαμε και πάλιν ο εξάδελφος Βενέδικτος σείων την κεφαλήν . . . +</p> + +<p> — Λοιπόν φαίνεσθε ολίγον υπεροπτικός ως εντομολόγος. </p> + +<p> — Εντομολόγος έστω, απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος, αλλ' +ειδικώτερον εξαποδιστής, πλοίαρχε Χουλ ευαρεστηθήτε να μη το λησμονήτε. </p> + +<p> — Όπως δήποτε, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ, έστω να μη σας +ενδιαφέρωσι τα μαλακόδερμα ταύτα, αλλ' εάν είχατε στόμαχον φαλαίνης, το +πράγμα θα ήτο διαφορετικόν. Τι λαμπρά εστίασις τότε! — Βλέπετε κυρία Βέλδων, +όταν ημείς οι φαλαινοθήραι, κατά την εποχήν της αλιείας, ευρεθώμεν απέναντι +τοιαύτης σωρείας τοιούτων μαλακοδέρμων, μόλις λαμβάνομεν καιρόν να +ετοιμάσωμεν τας αρπάγας και τας ορμιάς ημών. Είμεθα βέβαιοι ότι το θήραμα δεν +είναι μακράν. </p> + +<p> — Είναι δυνατόν τόσω μικρά ζώα να δύνανται να τρέφωσι τόσω μεγάλα; +είπεν ο Ζακ. </p> + +<p> — Ε! τέκνον μου, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ μικροί κόκκοι +σιμιγδάλεως, αλεύρου, αμύλου, δεν απαρτίζουσιν ωραίον ζωμόν; Ναι, η φύσις +ούτως ηθέλησεν. Όταν φάλαινά τις πλέη εν μέσω των ερυθρών τούτων υδάτων, ο +ζωμός αυτής είναι έτοιμος, δεν έχει να πράξη άλλο ειμή να ανοίξη το μέγα στόμα +της. Μυριάδες μαλακοδέρμων εισέρχονται εκεί, τα απειράριθμα γένεια δι' ων είναι +πεπροικισμένος ο ουρανίσκος του ζώου εκτείνονται ως δίκτυα αλιέως, ουδέν +δύναται να εξέλθη εκείθεν, και η μάζα των μαλακοδέρμων καταβυθίζεται εις τον +ευρύχωρον στόμαχον της φαλαίνης απαραλλάκτως ως ο ζωμός του γεύματος εις +τον ιδικόν μας. </p> + +<p> — Πρέπει να σκεφθής, Ζακ, παρετήρησεν ο Δικ Σανδ, ότι η κυρία +φάλαινα δεν χάνει τον καιρόν της εις το να καθαρίζη έν προς έν αυτά τα +μαλακόδερμα, ως υμείς καθαρίζετε τας καρίδας. </p> + +<p> — Προσθέτω, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ, ότι ακριβώς όταν η γιγαντιαία +αύτη λαίμαργος ασχολήται κατ' αυτόν τον τρόπον, είναι ευκολώτερον να την +πλησιάση τις χωρίς να διεγείρη την δυσπιστίαν της. Είναι λοιπόν η καταλληλοτέρα +στιγμή διά να την ακοντίση τις μετά τινος επιτυχίας. </p> + +<p>Την στιγμήν εκείνην, και οιονεί προς επικύρωσιν των λόγων του πλοιάρχου +Χουλ η φωνή ναύτου ηκούσθη εις την πρώραν του πλοίου. </p> + +<p> — Μία φάλαινα εμπρός αριστερά! </p> + +<p>Ο πλοίαρχος Χουλ ανετινάχθη. </p> + +<p> — Φάλαινα; ανέκραξε. </p> + +<p>Και ωθούμενος υπό του φαλαινοθηρευτικού του ορμεμφύτου, ώρμησεν εις τα +πρυμνήσια του «Πίλγριμ». </p> + +<p>Η κυρία Βέλδων, ο Ζακ, ο Δικ Σανδ και αυτός ο εξάδελφος Βενέδικτος τον +ηκολούθησαν αμέσως . . </p> + +<p>Πράγματι εις απόστασιν τεσσάρων μιλλίων αναβρασμός τις εμαρτύρει ότι μέγα +τι θαλάσσιον μαστοφόρον εκινείτο εν τω μέσω των ερυθρών υδάτων.</p> + +<p>Καθό φαλαινοθήραι δεν ηδύναντο να απατηθώσιν. </p> + +<p>Αλλ' η απόστασις ήτο πολύ μεγάλη έτι, ώστε δεν ηδύνατο να γνωρίσωσι το +είδος, εις ό ανήκε το μαστοφόρον εκείνο. </p> + +<p>Τωόντι τα είδη ταύτα είναι λίαν διακεκριμμένα. </p> + +<p>Μήπως ήτο φάλαινά τις εκ των γνησίων εκείνων, τας οποίας μάλλον ιδιαιτέρως +επιζητούσιν οι αλιείς των βορείων θαλασσών;</p> + +<p>Τα κήτη ταύτα, από των οποίων ελλείπει το ραχιαίον πτερύγιον, αλλά των +οποίων το δέρμα περικαλύετε παχύ στρώμα λίπους, δυνατόν να έχωσι μήκος +ογδοήκοντα ποδών, ει και ο μέσος όρος δεν υπερβαίνει τους εξήκοντα, και τότε έν +μόνον των τεράτων εκείνων παρέχει εκατόν βαρέλια ελαίου. </p> + +<p>Ή μήπως ήτο πτεροφάλαινα, ης το πρώτον συνθετικόν του ονόματος θα +ηδύνατο να εφελκύση την υπόληψιν του εντομολόγου; </p> + +<p>Αύται κέκτηνται ραχιαία πτερύγια, λευκά το χρώμα και μακρά όσον το ήμισυ +του σώματος, άτινα ομοιάζουσι προς ζεύγος πτερύγων, — είδος τι πτερωτής +φαλαίνης.</p> + +<p>Ή μήπως πιθανώτερον ήτο μακροπτερύγιος φάλαινα, έχουσα ραχιαίον +πτερύγιον και της οποίας το μήκος είναι ίσον σχεδόν προς το της γνησίας φαλαίνης; +</p> + +<p>Ο πλοίαρχος Χουλ και το πλήρωμά του δεν ηδύνατο έτι ν' αποφανθώσιν, αλλά +παρετήρουν το ζώον μετ' επιθυμίας περισσοτέρας ή θαυμασμού. </p> + +<p>Εάν είναι αληθές ότι ο ωρολογοποιός δεν δύναται να απαντήση εκκρεμές χωρίς +να αισθανθή την ακαταμάχητον ανάγκην να το εκτείνη, πόσον περισσότερον ο +φαλαινοθήρας ευρισκόμενος απέναντι φαλαίνης καταλαμβάνεται υπό επιτακτικής +επιθυμίας να συλλάβη αυτήν! Οι κυνηγοί της μεγάλης θήρας είναι ως λέγουσιν +ενθερμότεροι ή οι κυνηγοί της μικράς θήρας.</p> + +<p>Λοιπόν όσω μεγαλείτερον είναι το ζώον, τόσω περισσότερον διεγείρει την +επιθυμίαν! Τι πρέπει να αισθάνωνται τότε οι ελεφαντοθήραι! Πλην τούτου +υπήρχεν ωσαύτως και η δυσαρέσκεια ην ησθάνετο το πλήρωμα του «Πίλγριμ» ότι +επανήρχετο μετά φορτίου ατελούς.<br /> + <br /> +Εν τούτοις ο πλοίαρχος Χουλ προσεπάθει να αναγνωρίση το ζώον το οποίον εφάνη +μακράν. </p> + +<p>Δεν ήτο ορατόν εκ τοιαύτης αποστάσεως. </p> + +<p>Ουχ ήττον ο εξησκημένος οφθαλμός φαλαινοθήρου δεν ηδύνατο να απατηθή +έκ τινων λεπτομερειών ευκόλως διακρινομένων μακρόθεν. </p> + +<p>Τωόντι η ανάβρασις, ήτοι η ατμώδης και υδατώδης στήλη την οποίαν η +φάλαινα εκφυσά διά των ρωθώνων της, ώφειλε να προσελκύση την προσοχήν του +πλοιάρτου Χουλ και να τον οδηγήση εις ποίον είδος ανήκε το κήτος εκείνο. </p> + +<p> — Δεν είναι γνησία φάλαινα, ανέκραξεν. Ο αναβρασμός αυτής θα ήτο +υψηλότερος και ολιγώτερος ογκώδης. Αφ' ετέρου εάν ο θόρυβος τον οποίον +προξενεί ο αναβρασμός ούτος ηδύνατο να παραβληθή προς τον μεμακρυσμένον +θόρυβον πυρίνου στόματος, θα έκλινον να πιστεύσω ότι η φάλαινα αύτη ανήκει εις +το είδος των πτεροφαλαινών αλλά το πράγμα δεν έχει ούτω, και εάν προσέξη τις, +δύναται να βεβαιωθή ότι ο θόρυβος ούτος είναι όλως διαφόρου φύσεως. — Τι +φρονείς περί τούτου, Δικ; ηρώτησεν ο πλοίαρχος Χουλ στρεφόμενος προς τον +δόκιμον. </p> + +<p> — Πιστεύω, πλοίαρχε, απήντησεν ο Δικ, ότι είναι μακροπτερύγιος +φάλαινα. Ιδέτε πώς οι ρώθωνες αυτής αναρρίπτουσι βιαίως εις τον αέρα την +θαλασσίαν εκείνην στήλην. Δεν σας φαίνεται ωσαύτως — όπερ και θα εδικαιολόγει +την παρατήρησίν μου — ότι η αναπήδησις εκείνη περιέχει περισσότερον ύδωρ ή +ατμόν συμπεπυκνωμένον; Και δεν απατώμαι, τούτο είναι ιδιαίτερον προσόν της +μακροπτερυγίου φαλαίνης. </p> + +<p> — Τωόντι, Δικ, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ. Δεν υπάρχει πλέον +αμφιβολία. Είναι μακροπτερύγιος η οποία επιπλέει επί της επιφανείας των +ερυθρών εκείνων υδάτων. </p> + +<p> — Τι ωραίον που είναι! ανεφώνησεν ο μικρός Ζακ. </p> + +<p> — Ναι, τέκνον μου. Και όταν αναλογίζεται τις ότι το μεγάλον εκείνο ζώον +γευματίζει εκεί και ούτε υποπτεύει καν ότι φαλαινοθήραι το παρατηρούσι. </p> + +<p> — Τολμώ να βεβαιώσω ότι η μακροπτερύγιος αύτη φάλαινα είναι +μεγάλη, παρετήρησεν ο Δικ Σανδ. </p> + +<p> — Βεβαίως, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ, όστις εξηρεθίζετο ολίγον κατ' +ολίγον. Της δίδω τουλάχιστον εβδομήκοντα ποδών μήκος. </p> + +<p> — Καλά, προσέθηκεν ο ναύκληρος. Ημίσεια δωδεκάς τοιούτων +φαλαινών θα ήρκει διά να φορτώση πλοίον ως το ιδικόν μας. </p> + +<p> — Ναι, θα ήρκει, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ, όστις ανέβη επί της +πρώρας διά να βλέπη καλλίτερον. </p> + +<p> — Και με αυτήν, προσέθηκεν ο ναύκληρος, θα συνεπληρούμεν εις +ολίγας ώρας το ήμισυ των διακοσίων βαρελίων τα οποία μας λείπουσι. </p> + +<p> — Ναι . . . πράγματι . . . ναι . . . εψιθύριζεν ο πλοίαρχος Χουλ. </p> + +<p> — Τούτο είναι αληθές, επανέλαβεν ο Δικ Σανδ, αλλ' ενίοτε είναι πολύ +επικίνδυνον να προσβάλη τις αυτάς τας γιγαντιαίας μακροπτερυγίους. </p> + +<p> — Πολύ επικίνδυνον, πολύ επικίνδυνον, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ. +Αύται αι πτεροφάλαιναι έχουσιν ουράς φοβεράς τας οποίας δεν πρέπει να +πλησιάζη τις άνευ προφυλάξεως. Η στερεωτέρα λέμβος δεν θα ηδύνατο να ανθέξη +εις έν καλόν κτύπημα αυτής. Αλλ' η ωφέλεια αξίζει τον κόπον. </p> + +<p> — Πα! είπεν είς των ναυτών, μία καλή μακροπτερύγιος είναι ωραίον +θήραμα. </p> + +<p> — Και επικερδές! απεκρίνατο άλλος.<br /> + <br /> + — Θα ήτο κρίμα να μη την χαιρετίσωμεν κατά την διάβασιν. </p> + +<p>Ήτο πρόδηλον ότι οι ανδρείοι εκείνοι ναυτικοί εξηρεθίζοντο εις την θέαν της +φαλαίνης. </p> + +<p>Ήτο ολόκληρον φορτίον βαρελίων ελαίου όπερ εκυμάτιζε πλησίον των χειρών +των. </p> + +<p>Βεβαίως, ακούων τις αυτούς, δεν είχε να πράξη άλλο ειμή να διευθετήση τα +βαρέλια εκείνα εις το κύτος του «Πίλγριμ» όπως συμπληρώση το φορτίον. </p> + +<p>Τινές των ναυτών, αναρριχιθέντες επί των σχοινίων του ακατίου ιστού +ερρήγνυον κραυγάς επιθυμίας. Ο πλοίαρχος Χουλ όστις δεν ωμίλει, περιέτρωγε +τους όνυχάς του. </p> + +<p>Υπήρχεν εκεί ακατανίκητος μαγνήτης όστις έσυρε το «Πίλγριμ» και όλον αυτού +το πλήρωμα. </p> + +<p> — Μήτερ, μήτερ, ανέκραξε τότε ο μικρός Ζακ, επεθύμουν να είχον αυτήν +την φάλαιναν διά να την ιδώ πώς είναι. </p> + +<p> — Α! θέλεις να έχης αυτήν την φάλαιναν, παιδίον μου; Και διατί όχι, +φίλοι μου; είπεν ο πλοίαρχος Χουλ, ενδίδων τέλος εις την κρυφίαν επιθυμίαν του! +Ναι μεν δεν έχομεν επικούρους αλιείς, αλλ' ημείς μόνοι . . . </p> + +<p> — Ναι! ναι! εφώνησαν οι ναύται ομοθυμαδόν. </p> + +<p> — Δεν θα είναι η πρώτη φορά όπου θα εκτελέσω το έργον του +ακοντιστού, προσέθηκεν ο πλοίαρχος Χουλ και θα ιδήτε εάν ηξεύρω εισέτι να +ακοντίζω. </p> + +<p> — Ουρρά! ουρρά! απεκρίθη το πλήρωμα. </p> + + + +<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'.</h3> + +<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑΙ</b></p> + +<p> +<br /> +Ευκόλως εννοεί τις ότι η θέα του θαυμασιώδους εκείνου μαστοφόρου εγένετο +όπως παραγάγη μέγαν ερεθισμόν εις τους ανθρώπους του «Πίλγριμ». </p> + +<p>Η φάλαινα ήτις εκυμάτιζεν εν τω μέσω των ερυθρών υδάτων εφαίνετο +γιγαντιαία. </p> + +<p>Να την συλλάβωσι και να συμπληρώσωσι τοιουτοτρόπως το φορτίον, ήτο λίαν +ερεθιστικόν. Ηδύνατό ποτε αλιείς να αφήσωσι να τοις διαφύγη παρομοία +ευκαιρία;</p> + +<p>Εν τούτοις η κυρία Βέλδων, ενόμισεν ότι ώφειλε να ερωτήση τον πλοίαρχον +Χουλ εάν δεν υπήρχε κίνδυνός τις διά τους άνδρας του και δι' αυτόν, εάν +απετόλμων να προσβάλωσι φάλαιναν υπό τοιαύτας συνθήκας. </p> + +<p> — Ουδείς, κυρία Βέλδων, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ. Πλέον ή άπαξ +με συνέβη να κυνηγήσω φάλαιναν μετά μιας μόνης λέμβου και πάντοτε +κατώρθωσα να την συλλάβω. Σας επαναλαμβάνω, ουδείς υπάρχει κίνδυνος δι' +ημάς επομένως δε και δι' υμάς. </p> + +<p>Ησυχάσασα η κυρία Βέλδων δεν επέμεινεν. </p> + +<p>Ο πλοίαρχος Χουλ έλαβεν αμέσως όλα τα μέτρα του όπως συλλάβη την +φάλαιναν. </p> + +<p>Εκ πείρας εγίνωσκεν ότι η καταδίωξις πτεροφαλαίνης δεν εγίνετο άνευ +δυσχερειών τίνων, και ήθελε να προλάβη τα πάντα. </p> + +<p>Ό,τι καθίστα την σύλληψιν εκείνην ολιγώτερον εύκολον, ήτο ότι το πλήρωμα +του μυοπάρωνος θα επελαμβάνετο του έργου διά μιας μόνης λέμβου, αν και το +«Πίλγριμ» εκέκτητο μίαν άκατον δεδεμένην εις τον μέγαν ιστόν και τρεις +φαλαινοθηρίδας, ων αι μεν δύο εκρέμαντο εις τα δεξιά και τα αριστερά του +πλοίου, η δε τρίτη οπίσω και έξωθεν του αετώματος. </p> + +<p>Συνήθως τας τρεις ταύτας φαλαινοθηρίδας μεταχειρίζονται προς καταδίωξιν +των κητών. </p> + +<p>Αλλά, κατά την εποχήν της αλιείας, ως γνωστόν, επικουρικόν πλήρωμα, +λαμβανόμενον εκ των σταθμών της Νέας Ζηλανδίας, εβοήθει τους ναύτας του +«Πίλγριμ». </p> + +<p>Υπό τας περιστάσεις λοιπόν εκείνας το «Πίλγριμ» δεν ηδύνατο να παράσχη ειμή +τους πέντε ναύτας του πλοίου, δι' ων θα εκπληρούτο μία μόνη των +φαλαινοθηρίδων. </p> + +<p>Η συνδρομή του Τωμ και των εταίρων αυτού, οίτινες προσεφέρθησαν αμέσως, +ήτο αδύνατος. Πράγματι, ο χειρισμός αλιευτικής λέμβου απαιτεί ναυτικούς όλως +ιδιαιτέρως εξησκημένους. </p> + +<p>Λελανθεσμένον κίνημα του πηδαλίου ή λελανθασμένη κωπηλασία θα ήρκουν, +όπως διακινδυνεύσωσι την σωτηρίαν της λέμβου κατά την προσβολήν. </p> + +<p>Αφ' ετέρου ο πλοίαρχος Χουλ δεν ήθελε να εγκαταλείψη το πλοίον του χωρίς να +αφήση εν αυτώ ένα τουλάχιστον άνδρα του πληρώματος εις τον οποίον να είχεν +εμπιστοσύνην. Έπρεπε να προΐδη όλα τα ενδεχόμενα. </p> + +<p>Λοιπόν ο πλοίαρχος Χουλ ηναγκασμένος να εκλέξη ισχυρούς ναυτικούς όπως +εξοπλίση την φαλαινοθηρίδα, ώφειλε να αναθέση την φύλαξιν του «Πίλγριμ» εις +τον Δικ Σανδ. </p> + +<p> — Δικ, είπεν αυτώ, σε επιφορτίζω να μείνης εις το πλοίον κατά την +απουσίαν μου ήτις δεν θα διαρκέση πολύ, ως ελπίζω·</p> + +<p> — Καλά, κύριε, απεκρίθη ο νεαρός δόκιμος. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ επεθύμει να λάβη μέρος εις την αλιείαν εκείνην, ήτις είχε μέγα +θέλγητρον δι' αυτόν, αλλ' εννόησεν αφ' ενός μεν ότι αι χείρες τελείου ανδρός +ήξιζον περισσότερον ή αι ιδικαί του διά την υπηρεσίαν της φαλαινοθηρίδος, αφ' +ετέρου δε ότι αυτός μόνος ηδύνατο να αντικαταστήση τον πλοίαρχον Χουλ. +Υπέμεινε λοιπόν. </p> + +<p>Το πλήρωμα της φαλαινοθηρίδος έμελε να συγκροτήται εκ πέντε ανδρών, +συμπεριλαμβανομένου και του ναυκλήρου Χόβικ, οίτινες απήρτιζον το πλήρωμα +του «Πίλγριμ».<br /> + <br /> +Οι τέσσαρες εκείνοι ναύται έμελλον να καθήσωσι παρά τας κώπας, ο δε Χόβικ θα +εκράτει την κώπην της ουράς, ήτις χρησιμεύει όπως κυβερνά τοιούτου είδους +λέμβους. </p> + +<p>Τωόντι απλούν πηδάλιον δεν θα είχεν ενέργειαν ταχυτέραν, και εις περίστασιν +καθ' ήν αι πλάγιαι κώπαι θα απέβαινον άχρηστοι, η ουραία κώπη, καλώς +χειριζομένη δύναται να απομακρύνη την φαλαινοθηρίδα από τας προσβολάς του +τέρατος.<br /> + <br /> +Έμενε λοιπόν ο πλοίαρχος Χουλ. Ούτος εφύλαξε δι' αυτόν την θέσιν του +ακοντιστού, και ως είπε δεν ήτο η πρώτη φορά καθ' ήν εξεπλήρου το έργον τούτο. +</p> + +<p>Αυτός πρώτος έμελλε να ρίψη το ακόντιον, είτα δε να επιτηρήση την εκτύλιξιν +της μακράς ορμιάς της δεδεμένης εις το άκρον αυτού, και ακολούθως να +αποτελειώση το ζώον διά της λόγχης, όταν τούτο θα επανήρχετο εις την επιφάνειαν +του Ωκεανού. </p> + +<p>Οι φαλαινοθήραι μεταχειρίζονται ενίοτε πυροβόλα όπλα εις το είδος τούτο της +αλιείας. Τη βοηθεία ειδικής τινος μηχανής, οιονοί μικρού τηλεβόλου ευρισκομένου +είτε επί του καταστρώματος του πλοίου είτε εις την πρώραν της λέμβου, ρίπτουσι +ακόντιον όπερ παρασύρει μεθ' εαυτού το εις την άκραν αυτού προσδεδεμένον +σχοινίον, ή εκρηκτικάς σφαίρας αίτινες επιφέρουσι μεγάλας καταστροφάς εις το +σώμα του ζώου. </p> + +<p>Αλλά το «Πίλγριμ» δεν είχε τοιαύτας μηχανάς, αίτινες άλλως τε στοιχίζουσιν +ακριβά, είναι δύσχρηστοι, οι δε ναύται, μη αγαπώντες πολύ τούς νεωτερισμούς, +φαίνονται ότι προτιμώσι τα αρχαϊκά όπλα, τα οποία χειρίζονται επιδεξίως, ήτοι το +ακόντιον και την λόγχην. </p> + +<p>Διά των συνήθων λοιπόν μέσων έμελλεν ο πλοίαρχος Χουλ να προσβάλη την +φάλαιναν ήτις ευρίσκετο πέντε μίλια μακράν του πλοίου του. </p> + +<p>Άλλως τε δε ο καιρός εφαίνετο εύνους εις την εκστρατείαν εκείνην. Η θάλασσα, +ησυχωτάτη, ήτο κατάλληλος εις τους χειρισμούς φαλαινοθηρίδος. Ο άνεμος έτεινε +να κοπάση, και το «Πίλγριμ» ολίγον μόνον θα παρεξέκλινε, καθ' όν καιρόν το +πλήρωμα αυτού θα ήτο ενησχολημένον εις το πέλαγος. </p> + +<p>Η δεξιά λοιπόν λέμβος κατεβιβάσθη αμέσως και οι τέσσαρες ναύται επέβησαν +αυτής. </p> + +<p>Ο Χόβικ τοις έδωκε δύο μεγάλα ακόντια και δύο λόγχας με οξείας αιχμάς. Εις τα +επιθετικά ταύτα όπλα προσέθηκε πέντε δέματα ευκάμπτων και στερεών σχοινίων +τα οποία οι φαλαινοθήραι ονομάζουσιν «ορμιάς», και τα οποία μετρούσιν +εξακοσίων ποδών μήκος. </p> + +<p>Δεν αρκούσιν ολιγώτερα, καθότι πολλάκις συμβαίνει ώστε τα σχοινία ταύτα +προσδεδεμένα το έν μετά του άλλου να μη αρκώσιν εις το έργον, τόσον η φάλαινα +βυθίζεται εις μέγα βάθος. </p> + +<p>Τοιαύτα ήσαν τα διάφορα μηχανήματα τα οποία επιμελώς ετοποθετήθησαν εις +το έμπροσθεν μέρος της λέμβου. </p> + +<p>Ο Χόβικ και οι τέσσαρες ναύται δεν περιέμενον πλέον ειμή την διαταγήν να +λύσωσι το σχοινίον. </p> + +<p>Μία μόνη θέσις έμενεν ελευθέρα εις το έμπροσθεν της λέμβου, εκείνην την +οποίαν έμελλε να καταλάβη ο πλοίαρχος Χουλ. </p> + +<p>Εννοείται οίκοθεν ότι το πλήρωμα του «Πίλγριμ», πριν εγκαταλίπη το πλοίον, +διεσταύρωσε τα ιστία ούτως ώστε να μένη τούτο περίπου στάσιμον. </p> + +<p>Κατά την στιγμήν της επιβιβάσεως ο πλοίαρχος Χουλ έρριψε τελευταίον +βλέμμα επί του πλοίου. Εβεβαιώθη ότι τα πάντα ήσαν εντάξει, τα σχοινία καλώς +διασκευασμένα, τα ιστία καλώς τοποθετημένα. Αφού άφινε τον νεαρόν δόκιμον εις +το πλοίον κατ' απουσίαν ήτις ηδύνατο να παραταθή επί πολλάς ώρας, ήθελεν, +ευλόγως, εκτός απροόπτου συμβεβηκότος, να μη έχη ο Δικ Σανδ ουδέ τον +παραμικρόν χειρισμόν να εκτελέση. </p> + +<p>Από της στιγμής εκείνης, έδωκεν αυτώ τας τελευταίας οδηγίας. </p> + +<p> — Δικ, είπε, σε αφίνω μόνον. Επέβλεπε τα πάντα. Εάν, όπερ απίθανον, +επήρχετο ανάγκη να αρχίσης πάλιν τον πλουν, εις περίπτωσιν καθ' ήν η καταδίωξις +της φαλαίνης εκείνης ήθελε μας παρασύρει πολύ μακράν, ο Τωμ και οι σύντροφοί +του θα ηδύναντο κάλλιστα να σε βοηθήσωσιν. Υποδεικνύων εις αυτούς τι πρέπει +να εκτελέσωσιν, είμαι βέβαιος ότι θέλουσι το εκτελέσει. </p> + +<p> — Μάλιστα, πλοίαρχε Χουλ απήντησεν ο γέρων Τωμ, και ο κύριος Δικ +δύναται να βασισθή εις ημάς. </p> + +<p> — Διατάξατε! διατάξατε! έκραξεν ο Βαρθολομαίος. Μεγάλην επιθυμίαν +έχομεν να σας φανώμεν χρήσιμοι. </p> + +<p> — Τι πρέπει να πράξωμεν; . . . ηρώτησεν ο Ηρακλής αναστρέφων τας +ευρείας χειρίδας του ενδύματός του.<br /> + <br /> + — Τίποτε προς το παρόν, απεκρίθη ο Δικ Σανδ μειδιών. </p> + +<p> — Είμεθα εις τας διαταγάς σας, επανέλαβεν ο κολοσσός. </p> + +<p> — Δικ, επανέλαβεν ο πλοίαρχος Χουλ, ο καιρός είναι ωραίος. Ο άνεμος +έπεσεν. Ουδέν σημείον ότι θα δυναμώση πάλιν. Προ πάντων, ό,τι δήποτε και αν +συμβή, μη ρίψης λέμβον εις την θάλασσαν μη αφήσης το πλοίον.</p> + +<p> — Θα σας υπακούσω. </p> + +<p> — Εάν παρίστατο ανάγκη να μας πλησιάση το «Πίλγριμ», θα σε κάμω +σημείον υψών μίαν σημαίαν εις το άκρον κώπης. </p> + +<p> — Μείνετε ήσυχος, πλοίαρχε, δεν θα χάσω από τα βλέμματά μου την +φαλαινοθηρίδα, απήντησεν ο Δικ Σανδ. </p> + +<p> — Καλά, παιδί μου, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ· θάρρος και ψυχραιμίαν. +Ιδού συ υποπλοίαρχος. Τίμησον τον βαθμόν σου. Ουδείς καθείξε τοιούτον εις την +ηλικίαν σου. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ δεν απεκρίθη, αλλ' ηρυθρίασε μειδιών. Ο πλοίαρχος Χουλ εννόησε +το ερύθημα και το μειδίαμα. </p> + +<p> — Το αγαθόν παιδίον, είπε καθ' εαυτόν, μετριοφροσύνη και καλή +διάθεσις είναι τα καλά του προτερήματα. </p> + +<p>Εν τούτοις, εις τας επιμόνους εκείνας συστάσεις, ήτο προφανές ότι, ει και δεν +υπήρχεν ουδείς κίνδυνος, ο πλοίαρχος Χουλ δεν εγκατελίμπανεν ευχαρίστως το +πλοίον του έστω και διά τινας ώρας. </p> + +<p>Αλλ' ακαταμάχητον ορμέφυτον αλιέως, προ πάντων η μανιώδης επιθυμία να +συμπληρώση το εξ ελαίου φορτίον του, και να ικανοποιήση τας υπό του Ζαμ +Βέλδων ληφθείσας υποχρεώσεις εν Βαλπαραΐζω, πάντα ταύτα τον παρεκίνουν να +διακινδυνεύση. Άλλως τε δε η τοσούτον ωραία εκείνη θάλασσα υπεβοήθει +θαυμασίως την καταδίωξιν κήτους. Μήτε το πλήρωμά του, μήτε αυτός, θα +ηδύναντο ν' αντισταθώσιν εις τοιούτον πειρασμόν. Η αλιευτική εκστρατεία θα +συνεπληρούτο τέλος, και η τελευταία αύτη σκέψις κατείχεν υπέρ παν άλλο την +καρδίαν του πλοιάρχου Χουλ. </p> + +<p>Ο πλοίαρχος Χουλ διηυθύνθη προς την κλίμακα. </p> + +<p> — Καλήν επιτυχίαν! τω είπεν η κυρία Βέλδων. </p> + +<p> — Ευχαριστώ, κυρία Βέλδων. </p> + +<p> — Σας παρακαλώ μη βασανίσητε πολύ την δυστυχή φάλαιναν! έκραζεν +ο μικρός Ζακ. </p> + +<p> — Όχι, τέκνον μου, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ. </p> + +<p> — Να την συλλάβετε ήσυχα, κύριε. </p> + +<p> — Ναι . . . με τα χειρόκτια, μικρέ Ζακ. </p> + +<p> — Ενίοτε, παρετήρησεν ο εξάδελφος Βενέδικτος, ευρίσκονται +περιεργότατα έντομα επί της ράχεως των μεγάλων αυτών μαστοφόρων.<br /> + <br /> + — Λοιπόν, κύριε Βενέδικτε, απήντησε γελών ο πλοίαρχος Χουλ θα έχετε το +δικαίωμα «να εντομολογήσετε», όταν η φάλαινα μας ευρεθή επί του +καταστρώματος του «Πίλγριμ». </p> + +<p>Είτα, στρεφόμενος προς τον Τωμ. </p> + +<p> — Τωμ, βασίζομαι επί των συντρόφων σου και επί σου, είπεν, ότι θα μας +βοηθήσετε να διαμελίσωμεν την φάλαιναν όταν θα δεθή εις το σκάφος του πλοίου, +— το οποίον δεν θα αργήση να γίνη. </p> + +<p> — Εις τας διαταγάς σας, κύριε, απήντησεν ο γέρων μαύρος. </p> + +<p> — Καλά, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ. Δικ, αυτοί οι γενναίοι άνδρες θα +σε βοηθήσωσι να προετοιμάσης τα κενά βαρέλια. Κατά την απουσίαν μας, θα τα +αναβιβάσωσιν επί του καταστρώματος και τοιουτοτρόπως η εργασία θα τελειώση +ταχέως όταν επιστρέψωμεν. </p> + +<p> — Θα γίνη τούτο πλοίαρχε. </p> + +<p>Διά τους αγοούντας δέον να είπωμεν ότι η φάλαινα, άπαξ θανατωθείσα, +ώφειλε να ρυμουλκυθή μέχρι του «Πίλγριμ» και να δεθή στερεώς εις το δεξιόν +πλευρόν. Τότε οι ναύται φορούντες αγκυρωτά υποδήματα θα ανέβαινον επί της +ράχεως του υπερμεγέθους κήτους και θα διεμέλιζον αυτό μεθοδικώς κατά +παραλλήλους λωρίδας διευθυνομένας από της κεφαλής εις την ουράν. </p> + +<p>Αι λωρίδες εκείναι θα εκόπτοντο εις τεμάχια ενός ποδός και ημίσεως, είτα θα +διηρούντο εις τμήματα, άτινα, αφού εστιβάζοντο εις τα βαρέλια, θα κατεβιβάζοντο +εις τον πυθμένα του πλοίου. </p> + +<p>Ως επί το πλείστον, το φαλαινοθηρικόν πλοίον, όταν τελειώση η αλιεία, +προσπαθεί όσω το δυνατόν να φθάση εις την ξηράν, διά να αποπερατώση τας +εργασίας του· Το πλήρωμα αποβιβάζεται, και εκεί εκτελεί την ανάλυσιν του λίπους, +όπερ υπό την επίδρασιν της θερμότητος αποδίδει πάσαν την χρήσιμον αυτού +ουσίαν, ήτοι το έλαιον +(<sup><a href='#fn13' id='ref13'>13</a></sup>) +</p> + +<p>Αλλά κατά την περίστασιν εκείνην ο πλοίαρχος Χουλ δεν εσκέπτετο να +επανακάμψη όπως συμπληρώση την εργασίαν εκείνην. <br /> + <br /> +Δεν εσκόπευε να «αναλύση» την συμπλήρωσιν εκείνην του λίπους ειμή εις +Βαλπαραΐζον. </p> + +<p>Άλλως τε δε διά των ανέμων εκείνων οίτινες δεν θα εβράδυνον να πνεύσωσιν +εκ δυσμών, ήλπιζεν ότι ήθελε προσεγγίσει εις την αμερικανικήν παραλίαν πριν ή +παρέλθωσιν είκοσιν ημέραι, και το χρονικόν εκείνο διάστημα δεν ηδύνατο να +ματαιώση τα αποτελέσματα της αλιείας του. </p> + +<p>Επέστη η στιγμή της αναχωρήσεως. </p> + +<p>Πριν ή το «Πίλγριμ» διασταυρώση τα ιστία, είχεν ολίγον πλησιάσει εις το μέρος +όπου η φάλαινα εξηκολούθει να δεικνύη την παρουσίαν της δι' ανατινάξεων ατμού +και ύδατος. </p> + +<p>Η φάλαινα έπλεε πάντοτε εν μέσω του ευρέος ερυθρού πεδίου των +μαλακοδέρμων, ανοίγουσα αυτοματικώς το πλατύ στόμα της και απορροφώσα +εκάστοτε μυριάδας ζωαρίων.<br /> + <br /> +Κατά το λέγειν των ειδημόνων του πλοίου, ουδείς φόβος υπήρχεν ότι θα +προσεπάθει να διαφύγη. </p> + +<p>Άνευ ουδεμιάς αμφιβολίας ήτο εξ εκείνων τας οποίας οι αλιείς αποκαλούσι +φαλαίνας «πολεμικάς». </p> + +<p>Ο πλοίαρχος Χουλ διεσκέλισε τα παραρρύματα, και καταβάς την σχοινίνην +κλίμακα έφθασεν εις το έμπροσθεν μέρος της λέμβου. </p> + +<p>Η κυρία Βέλδων, ο Ζακ, ο εξάδελφος Βενέδικτος, ο Τωμ και οι σύντροφοί του +ηυχήθησαν διά τελευταίαν φοράν καλήν επιτυχίαν εις τον πλοίαρχον. </p> + +<p>Και αυτός ο Δίγγος, ορθωθείς επί των οπισθίων ποδών του και προεκβαλών την +κεφαλήν άνω του διαζώματος, εφαίνετο ωσεί θέλων να αποχαιρετίση το +πλήρωμα.<br /> + <br /> +Είτα, όλοι επανήλθον εις την πρώραν ίνα μη απολέσωσιν ουδεμίαν των περιέργων +εκείνων περιπετειών τοιαύτης αλιείας.<br /> + <br /> +Η λέμβος απεσπάσθη, και υπό την ώθησιν των τεσσάρων αυτής κωπών, ισχυρώς +χειριζομένων ήρχησε να μακρύνεται από του «Πίλγριμ». </p> + +<p> — Πρόσεχε καλώς, Δικ, πρόσεχε καλώς! εφώνησεν διά τελευταίαν +φοράν ο πλοίαρχος Χουλ προς τον νεαρόν δόκιμον.<br /> + <br /> + — Μείνετε ήσυχος, κύριε. </p> + +<p> — Τον ένα οφθαλμόν εις το πλοίον και τον άλλον εις την λέμβον, παιδί +μου, μη το λησμονής.</p> + +<p> — Δεν θα το λησμονήσω, πλοίαρχε, απεκρίθη ο Δικ Σανδ όστις ήλθε να +σταθή πλησίον του πηδαλίου. </p> + +<p>Ήδη η ελαφρά λέμβος ευρίσκετο πολλάς εκατοστύας ποδών μακράν του +πλοίου. Ο πλοίαρχος Χουλ όρθιος επί της πρώρας και μη δυνάμενος πλέον ν' +ακουσθή, ανενέου τας συστάσεις του δι' εκφραστικωτάτων χειρονομιών. </p> + +<p>Τότε ο Δίγγος, του οποίου οι εμπρόσθιοι πόδες ήσαν πάντοτε εστηριγμένοι επί +του διαζόματος, εξέβαλεν είδος τι θρηνώδους υλακής, ήτις δυσάρεστον εντύπωσιν +ενεποίησεν εις ανθρώπους επιρρεπείς ολίγον εις δεισιδαιμονίαν.</p> + +<p>Η υλακή μάλιστα εκείνη έκαμε, την κυρίαν Βέλδων να ανασκιρτήση. </p> + +<p> — Δίγγε, είπε, Δίγγε! Ούτως ενθαρρύνεις τους φίλους σου! Εμπρός, μίαν +ωραίαν υλακήν, πολύ φαιδράν!</p> + +<p>Αλλ' ο κύων δεν υλάκτησε πλέον, και πεσών πάλιν επί των τεσσάρων ποδών +του, ήλθε βραδέως προς την κυρίαν Βέλδων και έλειξε την χείρα αυτής μετ' +αγάπης. </p> + +<p> — Δεν κινεί την ουράν . . εψιθύρισεν ο Τωμ. Κακόν σημείον! Κακόν +σημείον!</p> + +<p>Αλλά, σχεδόν αμέσως, ο Δίγγος ανωρθώθη, και εξέφερεν υλακήν οργίλην!</p> + +<p>Η κυρία Βέλδων εστράφη. </p> + +<p>Ο Νεγορός είχεν αφήσει την θέσιν του και διευθύνετο προς την εμπρόσθιον +κρηπίδα, επί τω σκοπώ βεβαίως να παρακολουθήση και ούτος διά του βλέμματος +τας κινήσεις της λέμβου. </p> + +<p>Ο Δίγγος ώρμησε κατά του μαγείρου, καταληφθείς υπό ζωηροτάτης και όλως +ανεξηγήτου μανίας. </p> + +<p>Ο Νεγορός έλαβε διχαλωτόν μοχλόν και ετέθη εν αμύνη.<br /> + <br /> +Ο κύων έμελλε να πηδήση εις τον λαιμόν του. </p> + +<p> — Εδώ, Δίγγε, εδώ! έκραξεν ο Δικ Σανδ, όστις εγκαταλιπών προς στιγμήν +την επιτηρητικήν θέσιν του, έδραμε προς την πρώραν.<br /> + <br /> +Και η κυρία Βέλδων αφ' ετέρου εζήτει να καταπραΰνη τον κύνα. </p> + +<p>Ο Δίγγος υπήκουσεν, ουχί άνευ αποστροφής, και επανήλθε γογγύζων +υποκώφως προς τον νεαρόν δόκιμον. </p> + +<p>Ο Νεγορός μήτε λέξιν επρόφερεν, αλλ' η μορφή του ωχρίασε προς στιγμήν. +Αφήσας τότε να καταπέση ο μοχλός, επανήλθεν εις την καλύβην του. </p> + +<p> — Ηρακλή, είπε τότε ο Δικ Σανδ, σε επιφορτίζω να επαγρυπνής επ' +αυτού του ανθρώπου. </p> + +<p> — Θα επαγρυπνώ, απήντησεν απλώς ο Ηρακλής, του οποίου αι δύο +τεράστιαι πυγμαί εκλείσθησαν εις σημείον συγκαταθέσεως.<br /> + <br /> +Η κυρία Βέλδων και ο Δικ Σανδ έστρεψαν τότε πάλιν τα βλέμματά των προς την +φαλαινοθηρίδα την οποίαν απεμάκρυνον ταχέως αι τέσσαρες κώπαι αυτής. </p> + +<p>Δεν ήτο πλέον άλλο ειμή σημείον τι επί της θαλάσσης. </p> + +<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'> +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η'.</h3> + +<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>Η ΦΑΛΑΙΝΑ</b></p> + +<p> +<br /> +Ο πλοίαρχος Χουλ πεπειραμένος φαλαινοθήρας, δεν έπρεπε να αφήση εις την +τύχην ουδέ το ελάχιστον. </p> + +<p>Η σύλληψις μακροπτερυγίου φαλαίνης είναι δύσκολον πράγμα. </p> + +<p> — Ουδεμία προφύλαξις πρέπει να παραμεληθή· Και τωόντι ουδεμία +παρημελήθη κατ' εκείνην την περίστασιν.</p> + +<p>Εν πρώτοις, ο πλοίαρχος Χουλ εχειρίσθη εις τρόπον ώστε να πλησιάση, την +φάλαιναν υπηνέμως, χωρίς ουδείς κρότος να φανερώση την προσέγγισιν της +λέμβου. </p> + +<p>Ο Χόβικ διηύθυνε λοιπόν την λέμβον ακολουθών την αρκούντως μακράν +καμπύλην, ην διέγραφεν η ερυθρά εκείνη μάζα εν μέσω της ο οποίος εκυμάτιζεν η +φάλαινα. </p> + +<p>Τοιουτοτρόπως ήτο ανάγκη να την περιστρέψωσιν. </p> + +<p>Ο ναύκληρος ο επιφορτισμένος τον χειρισμόν τούτον ήτο θαλασσινός λίαν +ατάραχος, παρέχων πάσαν εμπιστοσύνην εις τον πλοίαρχον Χουλ. Δεν ηδύναντο να +φοβηθώσι παρ' αυτού μήτε δισταγμόν μήτε αλλοφροσύνην.<br /> + <br /> + — Προσοχή εις το πηδάλιον, Χόβικ, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ· θα +προσπαθήσωμεν να προκαταλάβωμεν την φάλαιναν. Ας μη φανερωθώμεν ειμή +όταν θα ευρεθώμεν εις θέσιν να την ακοντίσωμεν. </p> + +<p> — Εννόησα, κύριε, απεκρίθη ο Χόβικ, θα ακολουθήσω την περιστροφήν +αυτών των ερυθρών υδάτων εις τρόπον ώστε να ευρισκώμεθα πάντοτε +υπηνέμως.<br /> + <br /> + — Καλά! είπεν ο πλοίαρχος Χουλ. — Παιδιά, όσω το δυνατόν ολιγώτερον +θόρυβον εις τα κουπιά. </p> + +<p>Αι κώπαι επιμελώς περιτετυλιγμέναι διά ψάθου, εκινούντο αθορύβως.<br /> + <br /> +Η λέμβος, επιδεξίως διευθυνομένη υπό του Χόβικ, έφθασεν εις την ευρείαν μάζαν +των μαλακοδέρμων.</p> + +<p>Αι εις τα δεξιά κώπαι εβυθίζοντο έτι εις το πράσινον και διαυγές ύδωρ, ενώ αι +εις τα αριστερά, ανεγείρουσαι το ερυθρωπόν ρευστόν, εφαίνοντο αποστάζουσαι +σταγόνας αίματος.<br /> + <br /> + — Κρασί και νερό! είπε είς των ναυτών. </p> + +<p> — Ναι, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ αλλά νερό το οποίον δεν πίνεται και +κρασί το οποίον δεν καταπίνεται! Εμπρός παιδιά, ας μη ομιλώμεν πλέον και ας +προχωρώμεν. </p> + +<p>Η λέμβος, διευθυνομένη υπό του ναυκλήρου, ωλίσθαινεν αθορύβως εις την +επιφάνειαν των ημιλιπαρών εκείνων υδάτων, ως εάν εκυμάτιζεν επί στρώματος +ελαίου. </p> + +<p>Η φάλαινα δεν εκινείτο και δεν εφαίνειο έτι ότι παρετήρησε την λέμβον ήτις +περιέγραφε κύκλον περί αυτήν. </p> + +<p>Ο πλοίαρχος Χουλ εκτελών την περιστροφήν εκείνην απεμακρύνετο αναγκαίως +από του «Πίλγριμ», όπερ η απόστασις εσμίκρυνεν ολίγον κατ' ολίγον. </p> + +<p>Πάντοτε είναι παράδοξον πράγμα η ταχύτης μεθ' ης τα αντικείμενα +σμικρύνονται εν τη θαλάσση. Φαίνονται ως εάν τα βλέπη τις διά του αντιθέτου +μέρους του τηλεσκοπίου. </p> + +<p>Η οπτική αύτη απάτη προέρχεται προδήλως εκ του ότι σημεία συγκρίσεως δεν +υπάρχουσιν εις τα εκτενή εκείνα διαστήματα. </p> + +<p>Ούτω συνέβη εις το «Πίλγριμ», όπερ εσμικρύνετο ταχέως και εφαίνετο πολύ +μάλλον μεμακρυσμένον παρ' όσον ήτο αληθώς. </p> + +<p>Ημίσειαν ώραν μετά την αναχώρησίν των, ο πλοίαρχος Χουλ και οι μετ' αυτού +ευρίσκοντο ακρικώς υπηνέμως της φαλαίνης, ούτως ώστε αύτη κατείχε μεσάζον +μεταξύ του πλοίου και της λέμβου. </p> + +<p>Επέστη λοιπόν η στιγμή να πλησιάσωσι ποιούντες όσω το δυνατόν ολιγώτερον +θόρυβον. Δεν ήτο δε αδύνατον να πλησιάσωσι το ζώον εκ του πλαγίου και να το +ακοντίσωσιν εκ μικράς αποστάσεως πριν ή διεγερθή η προσοχή του. </p> + +<p> — Κωπηλατείτε ολιγώτερον ταχέως, παιδιά, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ +χαμηλή τη φωνή. </p> + +<p> — Μοι φαίνεται, απεκρίθη ο Χόβικ, ότι η μαρίδα μας εμυρίσθη κάτι τι. +Φυσά ολιγώτερον βιαίως παρ' όσον εφύσα προ ολίγου.<br /> + <br /> + — Σιωπή, σιωπή, επανέλαβεν ο πλοίαρχος Χουλ. </p> + +<p>Μετά πέντε λεπτά η φαλαινοθηρίς ευρίσκετο διακόσια μέτρα μακράν της +φαλαίνης. </p> + +<p>Ο ναύκληρος, όρθιος εις την πρύμνην, προσεπάθησε να πλησιάση εις την +αριστεράν πλευράν του μυστοφόρου, αλλ' αποφεύγων μετά μεγίστης προσοχής να +διέλθη πλησίον της φοβεράς ουράς, της οποίας έν μόνον κτύπημα θα ήρκει να +κατασυντρίψη την λέμβον. </p> + +<p>Εις την πρώραν, ο πλοίαρχος Χουλ με τους πόδας ολίγον διεστώτας, διά να +διατηρή καλλίτερον την ισορροπίαν του εκράτει το όργανον διά του οποίου έμμελε +να καταφέρη το πρώτον κτύπημα. </p> + +<p>Ηδύναντο να έχωσι πεποίθησιν εις την δεξιότητα αυτού, ότι το ακόντιον εκείνο +θα εβυθίζετο εντός της πυκνής μάζης, ήτις εξείχε των υδάτων.<br /> + <br /> +Πλησίον του πλοιάρχου, εντός κάδου, ήτο εστοιβαγμένη η πρώτη των πέντε +ορμιών, στερεώς προσδεδεμένη εις το ακόντιον και εις ην θα προσεδένοντο +διαδοχικώς αι άλλαι τέσσαρες, εάν η φάλαινα εβυθίζετο εις μεγάλα βάθη.<br /> + <br /> + — Έτοιμοι, παιδιά; εψιθύρισεν ο πλοίαρχος Χουλ.</p> + +<p> — Ναι, απεκρίθη ο Χόβικ κρατών στερεώς την κώπην εις τας μεγάλας +χείρας του. </p> + +<p> — Πλησίασον! πλησίασον!</p> + +<p>Ο ναύκληρος υπήκουσεν εις την διαταγήν, και η φαλαινοθηρίς επλησίασε το +ζώον εις απόστασιν ολιγωτέραν των δέκα ποδών.<br /> + <br /> +Τούτο δεν μετεκινείτο πλέον και εφαίνετο κοιμώμενον. </p> + +<p>Αι φάλαιναι αι καταλαμβανόμεναι τοιουτοτρόπως ενώ κοιμώνται +συλλαμβάνονται ευκολώτερον, και συμβαίνει πολλάκις το πρώτον καταφερόμενον +κτύπημα να είναι θανατηφόρον. </p> + +<p> — Η ακινησία αύτη είναι πολύ περίεργος! εσκέφθη ο πλοίαρχος Χουλ. +</p> + +<p>Τοιαύτη ήτο και η σκέψις του ναυκλήρου, όστις προσεπάθει να ίδη την +αντίθετον πλευράν του ζώου. </p> + +<p>Αλλά δεν ήτο στιγμή σκέψεως, ήτο στιγμή προσβολής. </p> + +<p>Ο πλοίαρχος Χουλ κρατών το ακόντιόν του εκ του μέσου του κορμού, το +εταλάντευσε πολλάκις όπως ασφαλίση καλλίτερον την ακρίβειαν του κτυπήματος, +ενώ εσκόπευε το πλευρόν της φαλαίνης. </p> + +<p>Είτα έρριψεν αυτό δι' όλης της δυνάμεως του βραχίονός του.<br /> + <br /> + — Οπίσω, οπίσω! έκραξεν αμέσως. </p> + +<p>Και οι ναύται κωπηλάτησαντες συγχρόνως, ωπισθοχώρησαν ταχέως όπως +προφυλάξωσι την λέμβον από τα κτυπήματα της ουράς του κήτους. </p> + +<p>Αλλά, κατά την αυτήν στιγμήν, κραυγή του ναυκλήρου έδωκε να ενοήσωσι διατί +η φάλαινα ήτο επί τοσούτον χρόνον και τοσούτον παραδόξως ακίνητος εις την +επιφάνειαν της θαλάσσης. </p> + +<p> — Έν φαλαινίδιον! είπε. </p> + +<p>Τωόντι η φάλαινα, αφού εκτυπήθη διά του ακοντίου, σχεδόν εντελώς έκλινεν +επί του πλευρού, αποκαλύψασα τοιουτοτρόπως έν φαλαινίδιον όπερ εγαλούχει. +</p> + +<p>Η περίπτωσις αύτη, ην ο πλοίαρχος Χουλ εγίνωσκε καλώς, έμελλε να καταστήση +την σύλληψιν της φαλαίνης πολύ δυσχερεστέραν. </p> + +<p>Προδήλως η μήτηρ έμελλε να υπερασπίση μετά μείζονος μανίας και εαυτήν και +το «μικρόν» της, — εάν επιτρέπεται να μεταχειρισθώμεν το επίθετον τούτο διά +ζώον μήκους είκοσι τουλάχιστον ποδών. </p> + +<p>Εν τούτοις, ως εφοβήθησαν, η φάλαινα δεν ώρμησεν αμέσως κατά της λέμβου +και δεν ελήφθη ανάγκης όπως φύγωσι, να κόψωσι την ορμιάν ήτις συνέδεεν αυτήν +μετά του ακοντίου. </p> + +<p>Εξ εναντίας, ως τούτο συμβαίνει πολλάκις, η φάλαινα, ακολουθουμένη υπό του +φαλαινηδίου εβυθίσθη κατ' αρχάς μεν λοξοειδώς· είτα δε ανελθούσα διά άλματος +ήρχισε να πλέη μετά καταπληκτικής ταχύτητος. </p> + +<p>Αλλά, πριν ή εκτελέση την πρώτην αυτής καταβύθισιν, ο πλοίαρχος Χουλ και ο +ναύκληρος, όρθιοι αμφότεροι, έλαβον καιρόν να την ίδωσι, και κατ' ακολουθίαν να +την εκτιμήσωσιν εις την αληθή αυτής αξίαν.<br /> + <br /> +Η φάλαινα εκείνη ήτο πράγματι πτεροφάλαινα μεγάλης εκτάσεως. </p> + +<p>Από της κεφαλής μέχρι της ουράς είχε μήκος τουλάχιστον ογδοήκοντα ποδών. +Το δέρμα της χρώματος μελανοκιτρίνου, ήτο ωσεί εστιγμένον υπό κυλίδων +χρώματος μελαμβαθούς. </p> + +<p>Η καταδίωξις, ή μάλλον η ρυμουλκία, είχεν αρχίσει. Η φαλαινοθηρίς, της +οποίας αι κώπαι είχον ανυψωθή, έφευγεν ως βέλος κυλιομένη επί της επιφανείας +των κυμάτων. </p> + +<p>Ο Χόβικ την συνεκράτει στιβαρώς, μεθ' όλας τας ταχείας αυτής και φοβεράς +ταλαντεύσεις. </p> + +<p>Ο πλοίαρχος Χουλ με οφθαλμούς προσηλωμένους επί της λείας του, δεν +έπαυεν την αιωνίαν του επωδόν. </p> + +<p> — Πρόσεχε καλά, Χόβικ, πρόσεχε καλά! </p> + +<p>Και ηδύναντο να είναι βέβαιοι ότι η προσοχή του ναυκλήρου δεν ήθελε +παραμεληθή ουδ' επί στιγμήν. </p> + +<p>Εν τούτοις, επειδή η φαλαινοθηρίς δεν έφευγε τόσον ταχέως, όσον η φάλαινα, +η ορμιά του ακοντίου εξετυλίσσετο μετά τοσαύτης ταχύτητος ώστε υπήρχε φόβος +μήπως αναφλεχθή, προστριβομένη εις την επιγκενίδα. Τούτου ένεκα ο πλοίαρχος +Χουλ εφρόντιζεν την διατηρή υγράν, πληρώσας ύδατος τον περιέχοντα αυτήν +κάδον. Εν τούτοις η φάλαινα δεν εφαίνετο ότι έμελλε να σταματήση κατά την +φυγήν της, μήτε ότι ήθελε την μετριάσει.<br /> + <br /> +Προσεδέθη λοιπόν και το δεύτερον σχοινίον εις την άκραν του πρώτου, δεν +εβράδυνε δε να παρασυρθή και τούτο μετά της αυτής ταχύτητος.<br /> + <br /> +Μετά πέντε λεπτά, εδέησε να προσδέσωσι και το τρίτον σχοινίον, όπερ αμέσως +εβυθίσθη εις τα ύδατα. </p> + +<p>Η φάλαινα δεν ίστατο πλέον. </p> + +<p>Προδήλως το ακόντιον δεν είχε εισδύσει εις ζωτικόν τι μέρος του σώματός +της.<br /> + <br /> +Ηδύνατό τις μάλιστα να παρατηρήση, εκ της μεγαλειτέρας λοξότητος της ορμιάς, +ότι το ζώον, αντί να ανέλθη πάλιν εις την επιφάνειαν, εβυθίζετο εις βαθύτερα +στρώματα. </p> + +<p> — Διάβολε! ανέκραξεν ο πλοίαρχος Χουλ, αλλ' αυτή η αχρεία θα μας +φάγη και τα πέντε σχοινία μας!</p> + +<p> — Και θα μας παρασύρη εις μακρόν απόστασιν από του «Πίλγριμ»! +απεκρίθη ο ναύκληρος. </p> + +<p> — Πρέπει εν τούτοις να επανέλθη διά να αναπνεύση επί της επιφανείας! +είπεν ο πλοίαρχος Χουλ. Δεν είναι ιχθύς και έχει ανάγκην αέρος ως απλούς +ιδιώτης.<br /> + <br /> +Θα εκράτησε την αναπνοήν της διά να τρέχη περισσότερον, είπε γελών είς των +ναυτών. </p> + +<p>Τωόντι, το σχοινίον εξετυλίσσετο πάντοτε μετά της αυτής ταχύτητος. </p> + +<p>Εις το τρίτον σχοινίον εδέησε μετ' ολίγον να ενώσωσι και τέταρτον, τούτο δε +δεν εγένετο χωρίς να ανησυχήση ολίγον τους ναύτας ως προς το μέλλον μερίδιον +της λείας των. </p> + +<p> — Διάβολε! διάβολε! εψιθύριζεν ο πλοίαρχος Χουλ ποτέ δεν είδον +τοιούτο τι! Κατηραμένη φάλαινα!</p> + +<p>Τέλος, το πέμπτον σχοινίον εδέησε να εξαχθή, και ήδη είχε κατά το ήμισυ +εκτυλιχθή, ότι εφάνη χαλαρούμενον. </p> + +<p> — Καλά! καλά! ανέκραξεν ο πλοίαρχος Χουλ. Το σχοινίον εκτείνεται +ολιγώτερον. Η φάλαινα κουράζεται.</p> + +<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν το «Πίλγριμ» ευρίσκετο εις απόστασιν πέντε μιλίων +υπηνέμως της λέμβου. </p> + +<p>Ο πλοίαρχος Χουλ υψώσας σημαίαν εις άκρον αρπάγης, εποίησε σημείον να +πλησιάσωσι.<br /> + <br /> +Και σχεδόν αμέσως ηδυνήθη να ίδη ότι ο Δικ Σανδ, βοηθούμενος υπό του Τωμ και +των συντρόφων του, ήρχισε να διευθετή τας κεραίας ούτως ώστε να στραφώσι τα +ιστία καταλληλότερον προς τον άνεμον. </p> + +<p>Αλλ' η αύρα ήτο ασθενής και ουχί σταθερά. Πνόαι τινες μόνον ήρχοντο μικράς +διαρκείας. </p> + +<p>Βεβαίως το «Πίλγριμ» θα εδυσκολεύετο να φθάση την φαλαινοθηρίδα, και εάν +έτι υποθέσωμεν ότι ηδύνατο να την φθάση. </p> + +<p>Εν τούτοις, ως είχον προΐδει, η φάλαινα ανήλθε πάλιν να αναπνεύση επί της +επιφανείας του ύδατος μετά του ακοντίου πάντοτε προσηλωμένου εις την πλευράν +της.<br /> + <br /> +Τότε έμεινε σχεδόν ακίνητος, περιμένουσα ίσως το φαλαινίδιόν της όπερ θα +απεμάκρυνεν απ' αυτής η μανιώδης εκείνη πορεία. </p> + +<p>Ο πλοίαρχος Χουλ διέταξε να επισπεύσωσι την κωπηλασίαν διά να την +φθάσωσι και μετ' ολίγον ελαχίστη μόνον απόστασις τους εχώριζεν απ' αυτής. </p> + +<p>Δύο κώπαι ανυψώθησαν, και δύο ναύται, ως και ο πλοίαρχος ωπλίσθησαν διά +μακρών λογχών, προωρισμένων όπως πλήξωσι το ζώον. </p> + +<p>Ο Χόβικ τότε εκυβέρνησεν επιδεξίως, και ήτο έτοιμος να εκτελέση επιτήδειον +ελιγμόν, εν ή περιπτώσει η φάλαινα ήθελεν ορμήσει κατά της λέμβου.<br /> + <br /> + — Προσοχή! έκραξεν ο πλοίαρχος Χουλ. Μη προσβολάς ματαίας! Σκοπεύετε +καλώς, παιδιά! Είμεθα έτοιμοι, Χόβικ;</p> + +<p> — Προσέχω, κύριε, απεκρίθη ο ναύκληρος, αλλ' έν πράγμα με ανησυχεί, +ότι η φάλαινα, αφού έφυγε τόσον ταχέως, τώρα είναι πολύ ήσυχος.<br /> + <br /> + — Τωόντι, Χόβικ, τούτο με φαίνεται ύποπτον.<br /> + <br /> + — Ας δυσπιστώμεν.</p> + +<p> — Ναι, αλλ' ας προχωρήσωμεν. </p> + +<p>Ο πλοίαρχος Χουλ ηρεθίζετο επί μάλλον και μάλλον. </p> + +<p>Η λέμβος επλησίασε περισσότερον. Η φάλαινα δεν έπραττεν άλλο ειμή να +στρέφεται επί της θέσεώς της.<br /> + <br /> +Το φαλαινίδιόν της δεν ήτο πλέον πλησίον της, και ίσως εζήτει να το επανεύρη. +</p> + +<p>Αίφνης εποίησε κίνημά τι διά της ουράς, όπερ την απεμάκρυνε κατά τριάκοντα +περίπου πόδας. </p> + +<p>Μήπως έμελλε να φύγη πάλιν και θα ηναγκάζοντο να επαναλάβωσι την +ατελεύτητον εκείνην επί της επιφανείας των υδάτων καταδίωξιν;</p> + +<p> — Προσοχή! έκραξεν ο πλοίαρχος Χουλ. Το ζώον θα ορμήση καθ' ημών! +Κυβέρνα, Χόβικ, κυβέρνα!</p> + +<p>Τωόντι η φάλαινα είχε περιστραφή ούτως ώστε να παρουσιασθή κατά μέτωπον +εις την φαλαινοθηρίδα. </p> + +<p>Είτα, πλήττουσα βιαίως την θάλασσαν διά των τεραστίων αυτής πτερυγίων, +ώρμησεν εις τα εμπρός. </p> + +<p>Ο ναύκληρος, όστις περιέμενε την κατ' ευθείαν ταύτην προσβολήν έκαμε +τοιαύτην στροφήν, ώστε η φάλαινα παρήλθε κατά μήκος της λέμβου, χωρίς όμως +να την εγγίση.</p> + +<p>Ο πλοίαρχος Χουλ και οι δύο ναύται τη κατέφερον τρία ισχυρά κτυπήματα +λόγχης κατά την διάβασιν προσπαθήσαντες να πλήξωσιν, ουσιώδες τι όργανον του +σώματος.</p> + +<p>Η φάλαινα έστη και αναρρίπτουσα εις μέγα ύψος δύο στήλας ύδατος +μεμιγμένας μεθ' αίματος, ώρμησεν εκ νέου κατά της λέμβου, αναπηδώσα ούτως +ειπείν και φοβερά την θέαν. </p> + +<p>Έπρεπεν οι ναυτικοί εκείνοι να ήσαν αλιείς τολμηροί διά να μη παραζαλισθώσιν +εις εκείνην την περίστασιν. </p> + +<p>Ο Χόβικ απέφυγεν αύθις την προσβολήν της φαλαίνης, στρέψας την λέμβον +πλαγίως. </p> + +<p>Τρία νέα κτυπήματα, δοθέντα εγκαίρως εποίησαν τρεις νέας πληγάς εις το +ζώον. Αλλά κατά την διάβασίν του έπληξε τοσούτω βιαίως το ύδωρ διά της +φοβέρας ουράς του, ώστε κύμα πελώριον υψώθη, ως εάν η θάλασσα διερράγη +αιφνιδίως. </p> + +<p>Η φαλαινοθηρίς ολίγον έλειψε να ανατραπή, το δε ύδωρ εισελθόν άνωθεν +επλημμύρησεν αυτήν κατά το ήμισυ.</p> + +<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/72.jpg" width="382" +height="500" +alt="Η φαλαινοθηρίς ολίγον έλειψε να ανατραπή" border="2" /><br /></p> + +<p> — Τον κάδον, τον κάδον! έκραξεν ο πλοίαρχος Χουλ. </p> + +<p>Οι δύο ναύται, αφήσαντες τας κώπας, ήρχισαν να κενώσι ταχέως την +φαλαινοθηρίδα, ενώ ο πλοίαρχος έκοπτε το σχοινίον, καταστάν τότε άχρηστον. +</p> + +<p>Όχι! το ζώον γενόμενον μανιώδες εκ της οδύνης, δεν εσκέπτετο πλέον να φύγη. +</p> + +<p>Εξηκολούθει να προσβάλλη, και η αγωνία του ηπείλει ότι έμελλε να αποβή +τρομερά.<br /> + <br /> +Τρίτην φοράν επεστράφη «στήθος προς στήθος» και ώρμησεν εκ νέου κατά της +λέμβου. </p> + +<p>Αλλ' η φαλαινοθηρίς, ημιπεπληρωμένη ύδατος δεν ηδύνατο να κινηθή πλέον +μετά της αυτής ευκολίας. </p> + +<p>Υπό τας συνθήκας ταύτας, πώς να αποφύγη την προσβολήν ήτις ηπείλει αυτήν; +Αφού δεν ήτο εις κατάστασιν να κυβερνηθή πλέον, κατά μείζονα λόγον δεν +ηδύνατο να φύγη.<br /> + <br /> +Άλλως τε δε, όσον ταχέως και αν κατώρθου να φύγη η λέμβος εκείνη, η ταχεία +φάλαινα θα την έφθανε πάντοτε με ολίγα άλματα. </p> + +<p>Τώρα λοιπόν δεν επρόκειτο πλέον να προσβάλλωσιν, αλλά να αμυνθώσιν.<br +/> + <br /> +Ο πλοίαρχος Χουλ δεν ηπατήθη.<br /> + <br /> +Η τρίτη επίθεσις του ζώου δεν υπήρξε δυνατόν να αποκρουσθή εντελώς. +Διερχόμενον, επέψαυσε την φαλαινοθηρίδα διά του τεραστίου νωτιαίου πτερυγίου +του, αλλά μετά τοσαύτης δυνάμεως, ώστε ο Χόβικ ανετράπη επί του εδωλίου +του.<br /> + <br /> +Αι τρεις λόγχαι, δυστυχώς παρεκλίνασαι ως εκ της ταλαντεύσεως, απέτυχον του +σκοπού την φοράν ταύτην. </p> + +<p> — Χόβικ, Χόβικ! έκραξεν ο πλοίαρχος Χουλ μόλις και ούτος δυνηθείς να +συγκρατηθή εις την θέσιν του. </p> + +<p> — Παρών! απήντησεν ο ναύκληρος εγερθείς. Αλλά παρετήρησε τότε ότι +κατά την πτώσιν του η κώπη της ουράς είχε θραυσθή εν τω μέσω. </p> + +<p> — Άλλην κώπην! είπεν ο πλοίαρχος Χουλ. </p> + +<p> — Τετέλεσται, απεκρίθη ο Χόβικ. </p> + +<p>Την στιγμήν εκείνην, αναβρασμός τις εγένετο υπό τα ύδατα, εις απόστασιν +ολίγων μόνον οργυιών από της λέμβου.<br /> + <br /> +Το φαλαινίδιον ανεφάνη. Η φάλαινα το είδε και ώρμησε προς αυτό.<br /> + <br /> +Η περίπτωσις αύτη προσέδιδεν εις τον αγώνα χαρακτήρα μάλλον τρομερόν. </p> + +<p>Η φάλαινα έμελλε να πολεμήση διά δύο. Ο πλοίαρχος Χουλ παρετήρησε προς +το μέρος του «Πίλγριμ». </p> + +<p>Η χειρ του εκίνησε φρενητιωδώς την αρπάγην ήτις έφερεν την σημαίαν. </p> + +<p>Αλλά τι άλλο ηδύνατο να πράξη ο Δικ Σανδ ειμή ό,τι έπραξεν ήδη κατά το +πρώτον σημείον του πλοιάρχου; Τα ιστία του «Πίλγριμ» ήσαν διευθετημένα καλώς +και ο άνεμος ήρχισε να τα κολπώνη. Δυστυχώς ο μυοπάρων δεν είχεν έλικα της +οποίας να αυξήσωσι την δύναμιν όπως πλέωσι ταχύτερον.<br /> + <br /> +Εάν έρριπτε μίαν λέμβον εις την θάλασσαν και έσπευδε προς βοήθειαν του +πλοιάρχου, τη βοηθεία των μαύρων, θα ήτο τούτο σημαντική απώλεια χρόνου, και +άλλως τε ο δόκιμος είχε διαταγήν να μη εγκαταλίπη το πλοίον ό,τι δήποτε και αν +ήθελε συμβή. Εν τούτοις κατεβίβασεν εκ των ικριωμάτων το οπίσθιον εφόλκιον +όπερ ερρυμούλκησεν, όπως ο πλοίαρχος και οι μετ' αυτού δυνηθώσι να +καταφύγωσιν εν αυτώ, εάν ήτο ανάγκη. </p> + +<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν η φάλαινα, καλύπτουσα το φαλαινίδιον διά του +σώματός της, επανέλαβε την επίθεσιν. Την φοράν δε ταύτην εστράφη ούτως ώστε +να επιτύχη κατ' ευθείαν την λέμβον. </p> + +<p> — Προσοχή, Χόβικ! έκραξε τελευταίαν φοράν ο πλοίαρχος Χουλ. </p> + +<p>Αλλ' ο ναύκληρος ήτο ούτως ειπείν αφωπλισμένος. Αντί μοχλού του οποίου το +μήκος απετέλει την δύναμιν δεν εκράτει πλέον εις την χείρα ειμή κώπην σχετικώς +βραχείαν. </p> + +<p>Προσπάθησε να στρέψη την λέμβον πλαγίως. Ήτο αδύνατον. </p> + +<p>Οι ναύται εννόησαν ότι απώλοντο. Όλοι ηγέρθησαν, εκβάλοντες κραυγήν +τρομεράν, ήτις ίσως ηκούσθη από του «Πίλγριμ».<br /> + <br /> +Δεινόν κτύπημα της ουράς του τέρατος έπληξε την φαλαινοθηρίδα κάτωθεν. </p> + +<p>Η λέμβος, ριφθείσα εις τον αέρα μετ' ακαταμαχήτου ορμής, επανέπεσε +τεθραυσμένη εις τρία τεμάχια εν τω μέσω των κυμάτων μανιωδώς +αλληλοσυγκρουομένων εκ των αλμάτων της φαλαίνης. </p> + +<p>Οι δυστυχείς ναύται, ει και βαρέως πληγωμένοι, θα είχον ίσως την δύναμιν να +κρατηθώσιν εισέτι είτε κολυμβώντες, είτε προσκολλώμενοι επί τινος ξύλου +επεπλέοντος. </p> + +<p>Τούτο μάλιστα έπραξεν ο πλοίαρχος Χουλ τον οποίον είδον προς στιγμήν +αναβιβάζοντα επί τινος ναυαγίου τον ναύκληρον. </p> + +<p>Αλλ' η φάλαινα, εις το ύψιστον σημείον της μανίας, επεστράφη, εκήδευσεν, +ίσως εν τοις τελευταίοι άλμασι τρομεράς αγωνίας και διά της ουράς της έπληξε +φοβερά τα τεταραγμένα ύδατα, εν οις οι δυστυχείς εκείνοι εκολύμβων εισέτι!</p> + +<p>Επί τινας στιγμάς, δεν εφάνη πλέον άλλο ειμή σίφων ρευστός +διασκορπιζόμενος εις ρανίδας πανταχόθεν. </p> + +<p>Μετά έν τέταρτον, ο Δικ Σανδ όστις ακολουθούμενος υπό των μαύρων, +ώρμησεν εις το εφόλκιον και έφθασεν εις το θέατρον της καταστροφής, παν +έμψυχον ον είχεν εξαφανισθή.<br /> + <br /> +Δεν έμενον πλέον ειμή λείψανά τινα της φαλαινοθηρίδος εις την επιφάνειαν των +αιματοβαφών υδάτων . . </p> + + + +<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'. </h3> + +<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>Ο ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ ΣΑΝΔ</b></p> + +<p> +<br /> +Η πρώτη εντύπωσις ην ησθάνθησαν οι επιβάται του «Πίλγριμ» προ της φοβεράς +εκείνης καταστροφής υπήρξε μίγμα οίκτου και φρίκης. </p> + +<p>Δεν εσκέπτοντο άλλο ειμή τον τρομερόν εκείνον θάνατον του πλοιάρχου Χουλ +και των πέντε ναυτών του πλοίου. </p> + +<p>Η φρικώδης εκείνη σκηνή εξετυλίχθη σχεδόν υπό τους οφθαλμούς των χωρίς να +δυνηθώσι να πράξωσι τίποτε προς σωτηρίαν των. </p> + +<p>Ούτε ηδυνήθησαν τουλάχιστον να φθάσωσιν εγκαίρως όπως περισυλλέξωσι το +πλήρωμα της λέμβου, τους δυστυχείς συντρόφους των, τραυματίας μεν, αλλά +ζώντας εισέτι, και να αντιτάξωσι το σκάφος του «Πίλγριμ» εις τα φοβερά +κτυπήματα της φαλαίνης! Ο πλοίαρχος Χουλ και οι άνδρες του απώλοντο διά +παντός. </p> + +<p>Ότε ο μυοπάρων έφθασεν εις το μέρος του δυστυχήματος, η κυρία Βέλδων +εγονυπέτησε και ύψωσε τας χείρας προς τον ουρανόν.<br /> + <br /> + — Ας προσευχηθώμεν! είπεν η ευσεβής γυνή. </p> + +<p>Μετ' αυτής συνηνώθη ο μικρός της Ζακ, όστις εγονυπέτησε πλησίον της μητρός +του. Το πτωχόν παιδίον εννόησε τα πάντα. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ, η Ναν, ο Τωμ, και οι άλλοι μαύροι εστάθησαν όρθιοι, με την +κεφαλήν κεκλιμένην. </p> + +<p>Όλοι επανέλαβαν την δέησιν ην η κυρία Βέλδων απηύθυνε προς τον Θεόν +συνιστώσα εις την άπειρον αυτού αγαθότητα εκείνους οίτινες έμελλον να +εμφανισθώσιν ενώπιον αυτού. </p> + +<p>Είτα η κυρία Βέλδων, στραφείσα προς τους μετ' αυτής. </p> + +<p> — Και τώρα, φίλοι μου, είπεν, ας ζητήσωμεν παρά του Θεού δύναμιν και +θάρρος δι' ημάς αυτούς.</p> + +<p>Ναι, ώφειλον να επικαλεσθώσι την βοήθειαν Εκείνου όστις δύναται τα πάντα, +καθότι η θέσις αυτών ήτο σοβαρωτάτη. </p> + +<p>Το φέρον αυτούς πλοίον δεν είχε πλέον πλοίαρχον όπως το διοικήση, δεν είχε +πλέον πλήρωμα όπως εκτελέση τους χειρισμούς. Ευρίσκετο εν τω μέσω του +απεράντου εκείνου Ειρηνικού Ωκεανού, εκατοστύας μιλίων μακράν πάσης ξηράς, +εις την διάκρισιν των ανέμων και των κυμάτων. </p> + +<p>Ποία τύχη ολεθρία ωδήγησε λοιπόν την φάλαιναν εκείνην επί της οδού του +«Πίλγριμ»; Ποία τύχη ολεθριωτέρα έτι ώθησε τον πλοίαρχον Χουλ τοσούτω +συνετόν συνήθως, να ριψοκινδυνεύση τα πάντα όπως συμπληρώση το φορτίον +του;</p> + +<p>Καταστροφή τοιαύτη, καθ' ήν ουδείς των ναυτών ηδυνήθη να διασωθή, είναι εκ +των σπανιωτάτων εις τα χρονικά της μεγάλης αλιείας. </p> + +<p>Ναι! ήτο ολεθρία τύχη!</p> + +<p>Τωόντι, ουδέ είς πλέον ναύτης υπήρχεν εις το κατάστρωμα του «Πίλγριμ». </p> + +<p>Ναι! Ήτο είς μόνος, ο Δικ Σανδ, αλλ' ούτος ήτο απλούς δόκιμος, νεανίας +δεκαπενταετής. </p> + +<p>Πλοίαρχος, ναύκληρος, ναύται, πάντα ταύτα δυνάμεθα ειπείν συνωψίζοντο +τώρα εν αυτώ.<br /> + <br /> +Εντός του πλοίου ευρίσκετο μία επιβάτις, μία μήτηρ και το τέκνον αυτής, των +οποίων η παρουσία θα εδυσχέραινε περισσότερον την θέσιν. </p> + +<p>Είτα, υπήρχον ωσαύτως μαύροι τίνες, αγαθοί άνδρες, γενναίοι και πρόθυμοι +βεβαίως, έτοιμοι να υπακούσωσιν εις εκείνον όστις ήθελεν είσθαι εις κατάστασιν +να τους διοικήση, αλλά στερούμενοι και των ελαχίστων γνώσεων του ναυτικού +επαγγέλματος. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ ίστατο ακίνητος, με βραχίονας εσταυρωμένους, παρατηρών την +θέσιν ένθα κατεπόθη ο πλοίαρχος Χουλ, ο προστάτης του, προς τον οποίον +ησθάνετο υικήν στοργήν. </p> + +<p>Είτα, οι οφθαλμοί του διέτρεχον τον ορίζοντα, ζητούντες να ανακαλύψωσι +πλοίον τι παρ' ου να εζήτει βοήθειαν και συνδρομήν, εις ο τουλάχιστον να ηδύνατο +να εμπιστευθή την κυρίαν Βέλδων.<br /> + <br /> +Αλλά δεν θα εγκατελίμπανε το «Πίλγριμ», όχι βεβαίως, χωρίς να πειραθή τα πάντα +όπως το επαναφέρη εις τον λιμένα.<br /> + <br /> +Αλλ' η κυρία Βέλδων και το μικρόν αυτής τέκνον θα ήσαν εν ασφαλεία και δεν θα +εφοβείτο πλέον διά τα δύο εκείνα όντα, εις α ήτο αφωσιωμένος ψυχή τε και +σώματι. </p> + +<p>Ο Ωκεανός ήτο έρημος. Από της εξαφανίσεως της φαλαίνης ουδέν φαινόμενον +επήλθε να διαταράξη την επιφάνειαν της θαλάσσης. </p> + +<p>Τα πάντα περί το «Πίλγριμ» ήσαν ουρανός και ύδωρ. Ο νεαρός δόκιμος +κάλλιστα εγίνωσκεν ότι ευρίσκετο έξω των δρόμων ους ηκολούθουν τα εμπορικά +πλοία, και ότι οι άλλοι φαλαινοθήραι έπλεον εισέτι μακράν εις τα μέρη της αλιείας. +</p> + +<p>Εν τούτοις έπρεπε να αντιμετωπίση την κατάστασιν και να ίδη τα πράγματα +τοιαύτα οία ήσαν. Τούτο έπραξεν ο Δικ Σανδ, ζητήσας παρά του Θεού εκ βάθους +καρδίας, βοήθειαν και συνδρομήν. Ποίαν απόφασιν έμελλε να λάβη;</p> + +<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Νεγορός εφάνη επί του καταστρώματος, όπερ είχεν +εγκαταλείψει μετά την καταστροφήν. Αδύνατον να είπη τις τι ησθάνθη προ του +ανεπανορθώτου εκείνου δυστυχήματος ον τοσούτον αινιγματώδες· Είδε την +καταστροφήν χωρίς να ποιήση ουδέν κίνημα, χωρίς να λύση την σιωπήν. Οι +οφθαλμοί του απλήστως αντελήφθησαν όλας τας λεπτομερείας.<br /> + <br /> +Αλλ' εάν κατά την στιγμήν εκείνην εσκέπτετό τις να τον παρατηρήση, θα +εξεπλήττετο τουλάχιστον πώς μήτε ο ελάχιστος μυς δεν εκινείτο επί του απαθούς +προσώπου του. </p> + +<p>Όπως δήποτε, ως εάν μη ήκουσε, δεν απήντησεν εις την ευσεβή πρόσκλησιν +της κυρίας Βέλδων, προσευχομένης υπέρ του καταβυθισθέντος πληρώματος. </p> + +<p>Ο Νεγορός επροχώρει προς την πρώραν, εκεί ακριβώς ένθα ο Δικ Σανδ ίστατο +ακίνητος, και έστη τρία βήματα μακράν του δοκίμου. </p> + +<p> — Θέλετε να μοι ομιλήσετε; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ.<br /> + <br /> + — Θέλω να ομιλήσω προς τον πλοίαρχον Χουλ απεκρίθη ψυχρώς ο +Νεγορός, και εν ελλείψει αυτού εις τον ναύκληρον Χόβικ. </p> + +<p> — Ηξεύρετε καλώς ότι και οι δύο επνίγησαν! ανέκραξεν ο δόκιμος. </p> + +<p> — Ποίος λοιπόν διοικεί το πλοίον τώρα; ηρώτησεν αυθαδώς ο Νεγορός. +</p> + +<p> — Εγώ, απήντησεν άνευ δισταγμού ο Δικ Σανδ. </p> + +<p> — Υμείς; είπεν ο Νεγορός υψών τους ώμους. Πλοίαρχος +δεκαπενταετής!</p> + +<p> — Δεκαπενταετής πλοίαρχος! απεκρίθη ο δόκιμος, προχωρών προς τον +μάγειρον. </p> + +<p>Ούτως οπισθοχώρησε. </p> + +<p> — Μη το λησμονήτε! είπε τότε η κυρία Βέλδων. Εδώ είς μόνον +πλοίαρχος είναι . . . ο πλοίαρχος Σανδ, και καλόν είναι να μάθη έκαστος ότι πρέπει +να τον υπακούη.</p> + +<p>Ο Νεγορός προσεκλίνατο, ψιθυρίζων ειρωνικώς λόγους τινάς ους ηδυνήθησαν +να ακούσωσι, και επέστρεψεν εις την θέσιν του. </p> + +<p>Ως βλέπομεν ο Δικ απεφάσισεν.<br /> + <br /> +Εν τούτοις ο μυοδρόμων, υπό την ώθησιν της αύρας ήτις ήρχισε να ενδυναμούται, +είχεν ήδη παρέλθει την ευρείαν έκτασιν των μαλακοστράκων. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ εξήτασε την κατάστασιν των ιστίων. Είτα οι οφθαλμοί του +εταπεινώθησαν επί του καταστρώματος. Συνησθάνθη τότε την φοβεράν ευθύνην +ην ανελάμβανε περί του μέλλοντος και ότι έπρεπε να έχη την δύναμιν να την +αποδεχθή.</p> + +<p>Ετόλμησε να ίδη τους επιζώντας του «Πίλγριμ», των οποίων οι οφθαλμοί ήσαν +τώρα προσηλωμένοι επ' αυτού.<br /> + <br /> +Εννοήσας δε εκ των βλεμμάτων αυτών ότι ηδύνατο να έχη πεποίθησιν εις αυτούς, +τοις είπεν εν ολίγοις ότι και αυτοί ηδύναντο να έχωσι πεποίθησιν εις αυτόν. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ εξήτασε μετά πάσης ειλικρίνειας την συνείδησίν του, εάν ήτο ικανός +να μεταβάλλη ή να στερεώνη τα ιστία του μυοπάρωνος κατά τας περιστάσεις, +μεταχειριζόμενος τους βραχίονας του Τωμ και των συντρόφων του, προδήλως +όμως δεν εκέκτητο έτι τας αναγκαίας γνώσεις να ορίση την θέσιν του διά των +υπολογισμών.<br /> + <br /> +Μετά τέσσαρα ή πέντε έτη, ο Δικ Σανδ θα εγίνωσκε κατά βάθος το ωραίον τούτο +και δύσκολον ναυτικόν επάγγελμα! Θα εγίνωσκε να μεταχειρίζεται το εκτόκυκλον, +το όργανον εκείνο όπερ εχειρίζετο καθ' ημέραν ο πλοίαρχος Χουλ και διά του +οποίου μετρείται το ύψος των αστέρων! Θα ανεγίνωσκεν επί του χρονομέτρου την +ώραν του μεσημβρινού του Γρήνουιχ και θα αφήσει απ' αυτής το μήκος διά της +ωριαίας γωνίας. Ο ήλιος θα εγίνετο ο καθημερινός σύμβουλός του. </p> + +<p>Η σελήνη και οι πλανήται θα το έλεγον:</p> + +<p>«Εδώ, επί του σημείου τούτου του Ωκεανού, ευρίσκεται το πλοίον σου». </p> + +<p>Το στερέωμα εκείνο επί του οποίου τα άστρα κινούνται ως δείκται τελείου +ωρολογίου, όπερ ουδείς κλονισμός δύναται να διαταράξη και του οποίου η +ακρίβεια είναι απόλυτος, το στερέωμα εκείνο θα τω εδείκνυε τας ώρας και τας +αποστάσεις.<br /> + <br /> +Διά των αστρονομικών παρατηρήσεων, θα ανεγνώριζεν, ως ανεγνώριζε καθ' +ημέραν ο πλοίαρχός του, το μέρος εις ο ευρίσκετο το «Πίλγριμ» χωρίς να λανθασθή +ούτε έν μίλιον, και την οδόν ην διήνυσεν ως και εκείνην ην έμελλε να διανύση. </p> + +<p>Και τώρα διά της εκτιμήσεως, ήτοι διά της οδού της μετρηθείσης διά του +δρομομέτρου, της ορισθείσης διά του διαβήτου και διορθωθείσης διά της +παρεκλίσεως, έμελλεν αποκλειστικώς να ζητή την οδόν ην έπρεπε να +ακολουθήση.<br /> + <br /> +Εν τούτοις δεν εδίστασεν. </p> + +<p>Η κυρία Βέλδων εννόησε παν ό,τι συνέβαινεν εν τη αποφασιστική καρδία του +νεαρού δοκίμου. </p> + +<p> — Ευχαριστώ, Δικ, τω είπε μετά φωνής σταθεράς. Ο πλοίαρχος Χουλ δεν +υπάρχει πλέον. Όλον το πλήρωμα απωλέσθη, μετ' αυτού. Η τύχη του πλοίου είναι +εις χείρας σου. Δικ θα σώσης το πλοίον και τους εν αυτώ.</p> + +<p> — Ναι, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, ναι! θα προσπαθήσω, με +την βοήθειαν του Θεού. </p> + +<p> — Ο Τωμ και οι σύντροφοί του είναι αγαθοί άνδρες επί των οποίων +δύνασαι να βασισθής εντελώς. </p> + +<p> — Το ηξεύρω, θα τους κάμω ναυτικούς, και θα εκτελώμεν ομού τας +εργασίας. Εάν έχωμεν ωραίον καιρόν, το πράγμα θα είναι εύκολον. Εάν έχωμεν +καλόν . . . καλά, εάν έχωμεν κακόν θα παλαίσωμεν και πάλιν· θα σας σώσωμεν, +κυρία Βέλδων, υμάς και τον μικρόν σας Ζακ, όλους! Ναι, αισθάνομαι ότι θα το +πράξω. Και επανέλαβε. </p> + +<p> — Με την βοήθειαν του Θεού!</p> + +<p> — Τώρα, Δικ, ημπορείς να γνωρίσης πού ευρίσκεται το «Πίλγριμ»; +ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. </p> + +<p> — Ευκόλως απεκρίθη ο δόκιμος. Δεν έχω να πράξω άλλο ειμή να +συμβουλευθώ τον χάρτην του πλοίου, επί του οποίου το σημείον εστάθη χθες υπό +του πλοιάρχου Χουλ.<br /> + <br /> + — Και θα δυνυθής να θέσης το πλοίον εις καλήν διεύθυνσιν;</p> + +<p> — Ναι θα δυνηθώ να θέσω την πρώραν προς ανατολάς, εις το μέρος +περίπου της αμερικανικής παραλίας όπου πρέπει να προσεγγίσωμεν. </p> + +<p> — Αλλά, Δικ, επανέλαβε η κυρία Βέλδων, εννοείς κάλιστα, ότι η +καταστροφή αύτη δύναται και μάλιστα πρέπει να τροποποιήση τα πρώτα ημών +σχέδια. Δεν πρόκειται πλέον να οδηγήσης το «Πίλγριμ» εις Βαλπαραΐζον. Ο +πλησιέστερος λιμήν της παραλίας είναι τώρα ο λιμήν του προορισμού του. </p> + +<p> — Βεβαίως, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο δόκιμος. Ώστε μη φοβήσθε. Δεν +θα βραδύνωμεν να φθάσωμεν εις την αμερικανικήν παραλίαν ήτις εκτείνεται +βαθέως προς νότον. </p> + +<p> — Πού κείται; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.<br /> + <br /> + — Εκεί, προς εκείνην την διεύθυνσιν, απήντησεν ο Δικ Σανδ δεικνύων διά +του δακτύλου την ανατολήν την οποίαν προσδιώρισε τη βοηθεία της πυξίδος. </p> + +<p> — Λοιπόν, Δικ, είτε εις το Βαλπαραΐζον φθάσωμεν είτε αλλαχού +αδιάφορον. Εκείνο το οποίον θέλομεν, είναι να φθάσωμεν εις την ξηράν. </p> + +<p> — Και θα το πράξωμεν, κυρία Βέλδων, και θα σας αποβιβάσω εις μέρος +ασφαλές, απεκρίθη ο νεαρός δόκιμος μετά φωνής σταθεράς. Άλλως τε, +πλησιάζοντες την ξηράν ελπίζω ότι θα συναντήσωμεν πλοία τινα εξ εκείνων άτινα +εκτελούσι την ακτοπλοΐαν. Α κυρία Βέλδων, ο άνεμος ήρχισε να πνέη νοτιοδυτικώς. +Είθε να εξακολουθήση ούτω διότι θα προχωρήσωμεν, θα προχωρήσωμεν πολύ. Θα +ουριοδρομώμεν και τα ιστία ημών θα κολπώνται όλα, από του επιδρόμου +[μπούμπα) μέχρι του προθόου [κόντρα φλόκου).<br /> + <br /> +Ο Δικ Σανδ ωμίλησε μετά πεποιθήσεως ναυτικού, όστις αισθάνεται καλόν πλοίον +υπό τους πόδας του, πλοίον του οποίου είναι κύριος καθ' όλας τας κινήσεις. </p> + +<p>Έμελλε δε να αναλάβη τον οίακα και να καλέση τους συντρόφους του όπως +διευθετήσωσι καταλλήλως τα ιστία, ότε η κυρία Βέλδων τω ανέμνησεν ότι προ +παντός άλλου ώφειλε να γνωρίση την θέσιν του «Πίλγριμ». </p> + +<p>Τωόντι τούτο ήτο το πρώτον όπερ ώφειλον να πράξωσιν. Ο Δικ Σανδ μετέβη εις +τον θάλαμον του πλοιάρτου διά να λάβη τον χάρτην όπου κατά την προτεραίαν +είχε σημειωθή η θέσις. Ηδυνήθη τότε να δείξη εις την κυρίαν Βέλδων ότι ο +μυοπάρων ήτο υπό 43° 35'πλάτους και 164° 13' μήκους, καθότι ούτως ειπείν από +είκοσι και τεσσάρων ωρών δεν επροχώρησεν. </p> + +<p>Η κυρία Βέλδων έκλινεν επί του χάρτου εκείνου και παρετήρει τον μέλανα +χρωματισμόν όστις παρίστα την ξηράν εις το δεξιόν μέρος του ευρέος εκείνου +Ωκεανού. Ήτο η παραλία της νοτίας Αμερικής απέραντον έμφραγμα ερριγμένον +μεταξύ του Ειρηνικού και του Ατλαντικού, από του ακρωτηρίου Χορν μέχρι των +παραλίων της Κολομβίας. </p> + +<p>Θεωρούντες ούτω τον χάρτην τούτον όστις εξετυλίσσετο τότε προ των +οφθαλμών των και όστις περιελάμβανεν ολόκληρον ωκεανόν, ηδύνατο να +πιστεύσωσιν, ότι θα ήτο εύκολον να καταγάγωσιν εις την πατρίδα των τους +επιβάτας του «Πίλγριμ». Αλλά τούτο είναι οφθαλμαπάτη, ήτις συμβαίνει πάντοτε +εις εκείνους οίτινες δεν είναι εξοικειωμένοι με τας κλίμακας υπό τας οποίας +παριστώνται οι θαλάσσιοι χάρται. Και πράγματι, εφαίνετο εις την κυρίαν Βέλδων, +ότι η ξηρά θα ήτο ορατή ως ήτο και επί του τεμαχίου εκείνου του χάρτου. </p> + +<p> — Και εν τούτοις, εν τω μέσω της λευκής εκείνης σελίδος, το Πίλγριμ, +σημειούμενον υπό την ακριβή κλίμακα, θα ήτο μικρότερον και μικροσκοπικώτερον +των εγχυματικών ζωυφίων. Το μαθηματικόν εκείνο σημείον, άνευ εκτιμητέων +διαστάσεων, θα ήτο αδιόρατον, ως και ήτο πράγματι εν τω μέσω του απεράντου +Ειρηνικού. </p> + +<p>Αλλ' ο Δικ Σανδ δεν ησθάνθη την αυτήν εντύπωσιν ην και η κυρία Βέλδων. +Ήξευρε πόσον η ξηρά ήτο μεμακρυσμένη, και ότι πολλαί εκατοντάδες μιλίων δεν +θα ήρκουν προς καταμέτρησιν της αποστάσεως. </p> + +<p>Αλλ' είχε σχηματίσει την απόφασίν του, είχε γίνει ανήρ υπό την ευθύνην, ήτις +επιβάλλετο αυτώ.</p> + +<p>Η στιγμή της δράσεως επέστη. Έπρεπε να επωφεληθώσιν, εκ της βορειοδυτικής +εκείνης αύρας ήτις ήρχισε να πνέη. Ο εναντίος άνεμος είχεν υποχωρήσει εις τον +ούριον, και νέφη τινά διεσπαρμένα εις το Ζενίθ, εδείκνυον ότι έμελλε να διαρκέση +τουλάχιστον επί τινα καιρόν. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ εκάλεσε τον Τωμ και τους συντρόφους του. </p> + +<p> — Φίλοι μου, τοις είπε, το πλοίον ημών δεν έχει πλέον άλλο πλήρωμα +από υμάς. Δεν ειμπορώ να διοικήσω χωρίς την βοήθειάν σας. Δεν είσθε ναυτικοί, +αλλ' έχετε καλούς βραχίονας. Προσφέρετε λοιπόν αυτούς εις την υπηρεσίαν του +«Πίλγριμ», και θα δυνηθώμεν να το διευθύνωμεν. Πρόκειται περί της σωτηρίας +όλων ημών να γίνονται καλώς τα πάντα εν τω πλοίω. </p> + +<p> — Κύριε Δικ, απεκρίθη ο Θωμάς, οι σύντροφοί μου και εγώ, είμεθα +ναύται σας. Δεν θα μας λείψη η καλή θέλησις. Ό,τι δύνανται να πράξωσιν άνδρες +διοικούμενοι παρ' υμών, θα το πράξωμεν. </p> + +<p> — Ναι, καλώς ωμίλησες, γέρων Τωμ, είπεν η κυρία Βέλδων. </p> + +<p> — Ναι, καλώς ωμίλησεν, επανέλαβεν ο Δικ Σανδ, αλλά πρέπει να ήμεθα +φρόνιμοι και να μη βιαζώμεθα εις την κίνησιν των ιστίων διά να μη +ριψοκινδυνεύσωμεν. Ολιγωτέρα ταχύτης, αλλά περισσοτέρα ασφάλεια, ιδού τι μας +επιβάλουσιν αι περιστάσεις. Θα σας είπω, φίλοι μου, τι εργασίαν έχει να πράξη +έκαστος. Εγώ θα μένω εις το πηδάλιον, εφ' όσον ο κόπος δεν με αναγκάση να το +αφήσω. Από καιρού εις καιρόν, ολίγαι ώραι ύπνου θα αρκέσωσι διά να με +αναζωογονήσωσιν. Αλλά, κατ' αυτάς τας ολίγας ώρας, πρέπει είς εξ υμών να με +αντικαθιστά. Τωμ, θα σας οδηγήσω, πώς ημπορεί τις να κυβερνήση διά της +πυξίδος. Δεν είναι δύσκολον, και με ολίγην προσοχήν θα μάθετε γρήγορα, πώς να +κρατήτε το πλοίον εις καλήν διεύθυνσιν. </p> + +<p> — Όταν θελήσετε, κύριε Δικ απεκρίθη ο γέρων μαύρος. </p> + +<p> — Λοιπόν, επανέλαβεν ο δόκιμος, μείνετε πλησίον μου, εις το πηδάλιον, +μέχρι του τέλους της ημέρας, και εάν με καταβάλη ο κόπος, θα δύνασθε πλέον να +με αντικαταστήσετε επί τινας ώρας. </p> + +<p> — Και εγώ, είπεν ο μικρός Ζακ, δεν θα δυνηθώ να βοηθήσω ολίγον τον +φίλον μου Δικ;</p> + +<p> — Ναι, αγαπητόν μου τέκνον, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, θλίβουσα τον +Ζακ εις τας αγκάλας της· θα σε διδάξωσι να κυβερνάς και είμαι βεβαία ότι εφ' όσον +θα μένης εις το πηδάλιον, θα έχωμεν καλόν άνεμον. </p> + +<p> — Βεβαιότατα! βεβαιότατα! μήτερ μου, σοι το υπόσχομαι! είπε το +μικρόν παιδίον κροτούν τας χείρας. </p> + +<p> — Ναι, είπεν ο νεαρός δόκιμος μειδιών, οι καλοί ναυτόπαιδες +ηξεύρουσι να διατηρώσι τον καλόν άνεμον. Αυτό το γνωρίζουσι πολύ καλά οι +παλαιοί ναυτικοί. </p> + +<p>Είτα δε αποτεινόμενος προς τον Τωμ και τους άλλους μαύρους: </p> + +<p> — Φίλοι μου, τοις είπε, θα ευθετήσωμεν κατ' επίφορον [δίδω στα +γεμάτα). Δεν έχετε ειμή να πράξετε, ό,τι θα σας είπω. </p> + +<p> — Εις τας διαταγάς σας, απεκρίθη ο Τωμ, εις τας διαταγάς σας, πλοίαρχε +Σανδ. </p> + + + +<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι'. </h3> + +<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΑΙ ΤΕΣΣΑΡΕΣ ΑΚΟΛΟΥΘΟΙ +ΗΜΕΡΑΙ</b></p> + +<p> +<br /> +Ήτο λοιπόν ο Δικ Σανδ πλοίαρχος του «Πίλγριμ», και χωρίς ν' απολέση ουδέ +στιγμήν, έλαβε τα αναγκαία μέτρα, ίνα αναπετάση όλα τα ιστία του πλοίου. </p> + +<p>Εννοείται ότι οι επιβάται μίαν μόνην ηδύνατο να έχωσιν ελπίδα· να φθάσωσιν +εις οιονδήποτε λιμένα της αμερικανικής παραλίας, έστω, και όχι εις Βαλπαραΐζον. +Ό,τι ο Δικ Σανδ εσκόπευε να πράξη, ήτο να γνωρίση την διεύθυνσιν και την +ταχύτητα του «Πίλγριμ», όπως τηρήση μέσον τινά όρον. </p> + +<p>Προς τούτο ήρκει να σημειοί επί του χάρτου την διανυθείσαν οδόν, ως είπομεν, +διά του δρομομέτρου και της πυξίδος. </p> + +<p>Υπήρχε δε εν τω πλοίω ακριβές δρομόμετρον μετά πλακός και έλικος, όπερ +εδείκνυε την ταχύτητα δι' ωρισμένον χρόνον. </p> + +<p>Το χρήσιμον και ευμεταχείριστον τούτο όργανον ηδύνατο να παράσχη μεγίστας +υπηρεσίας, και οι μαύροι έμαθον άριστα να το μεταχειρίζωνται. </p> + +<p>Μία μόνη αιτία πλάνης ηδύνατο να επέλθη, — τα ρεύματα· Προς +καταπολέμησιν αυτής, ο υπολογισμός εκείνος θα ήτο ανεπαρκής, μόναι δε αι +αστρονομικαί παρατηρήσεις θα ηδύναντο να δώσωσιν ακριβή υπολογισμόν. </p> + +<p>Αλλ' ο νεαρός δόκιμος ήτο έτι ανίκανος να ποιήση αυτάς. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ εσκέφθη προς στιγμήν να επαναφέρη το «Πίλγριμ» εις την Νέαν +Ζηλανδίαν. </p> + +<p>Ο διάπλους θα ήτο συντομώτερος, και βεβαίως θα έπραττε τούτο, εάν άνεμος, +όστις μέχρι της ώρας εκείνης ήτο ενάντιος, δεν μετεβάλλετο εις ευνοϊκόν. Ήτο +λοιπόν προτιμότερον να διευθυνθή προς την Αμερικήν. </p> + +<p>Και πράγματι, ο άνεμος είχε στρέψει πλαγίως, και τώρα έπνεε βορειοδυτικώς +μετά τινος στάσεως να ενδυναμωθή. </p> + +<p>Έπρεπε λοιπόν να επωφεληθώσι της ευκαιρίας και να προχωρήσωσιν όσω το +δυνατόν περισσότερον. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ προπαρεσκευάζετο λοιπόν να ευθετήση το «Πίλγριμ» κατ' +επίφορον. </p> + +<p>Εις τους μυοπάρωνας ο ακάτιος ιστός [τουρκέτο) φέρει τέσσαρα τετράγωνα +ιστία: το ακάτιον επί του ιστού, τον δόλωνα επί του θωρακίου, είτα δε, επί του +επιστηλιδίου [κόντρα τσιμπούκι), ένα φώσωνα [παπαφίγγον) και ένα σίπαρον +[κουντρίνα).</p> + +<p>Εξ εναντίας ο μέγας ιστός έχει ολιγώτερα ιστία. Δεν φέρει επί του κάτω ιστού +ειμή ένα επίδρομον [μπούμα) και άνωθεν το λαίφος [φλίσι).</p> + +<p>Μεταξύ των δύο τούτων ιστών, επί των προϊστίων [βελαστράλια) των +συγκρατούντων αυτούς εκ των έμπροσθεν, δύναται προσέτι να αναπτυχθή τριπλή +σειρά τριγωνικών ιστίων. </p> + +<p>Τέλος εις την πρώραν, επί του προβόλου, προσδένονται τρεις αρτέμονες +[φλόκοι). </p> + +<p>Οι αρτέμονες, ο επίδρομος, το λαίφος, το προΐστια χειρίζονται ευκόλως. +Δύναται να αίρωνται από του καταστρώματος, χωρίς να υπάρχη ανάγκη να +αναβαίνη τις επί των ιστών, καθότι δεν δένονται επί των κεραιών διά σχοινίων τα +οποία οφείλει τις προηγουμένως να χαλαρώση.<br /> + <br /> +Εξ εναντίας, ο χειρισμός των ιστίων του ακατίου ιστού απαιτεί μεγάλην έξιν του +ναυτικού επαγγέλματος. </p> + +<p>Τωόντι, όταν θέλωσι να αναπετάσωσι ταύτα είναι ανάγκη να αναρριχώνται διά +των εξαρτίων είτε επί του ακατίου ιστού, επί του φώσωνος είτε επί του +τραχηλώματος του ιστού τούτου — και ταύτα είτε όπως αναπτύξωσιν ή +περισφίγξωσιν, είτε διά να ελαττώσωσι την επιφάνειαν σειροδετούντες αυτά. </p> + +<p>Εντεύθεν ανάγκη να τρέχωσιν επί των διαβαθρών — σχοινίων κινητών +εκτεταμένων κάτωθεν των κεραιών — και να εργάζωνται διά της μιας χειρός +κρατούμενοι διά της άλλης, χειρισμός κινδυνώδης διά πάντα μη εξησκημένον εις +τούτο. </p> + +<p>Αι ταλαντεύσεις του σάλου και του προνευστασμού, επαυξάνουσαι ένεκα του +μήκους του μοχλού, αι κυμάνσεις των ιστίων ένεκεν του ισχυρού ανέμου, δύνανται +να πετάξωσι τον ανθρώπον εις την θάλασσαν. </p> + +<p>Ήτο λοιπόν εργασία αληθώς επικίνδυνος διά τον Τωμ και τους εταίρους αυτού. +</p> + +<p>Ευτυχώς, ο άνεμος έπνεε μετρίως. Η θάλασσα δεν είχεν εισέτι εξογκωθή, αι δε +ταλαντεύσεις και ο προνευστασμός ήσαν μέτριαι. </p> + +<p>Ότε ο Δικ Σανδ, εις το σημείον του πλοιάρχου Χουλ έσπευσεν εις το μέρος της +καταστροφής, το «Πίλγριμ» έφερε μόνον τους αρτέμονας, τον επίδρομον, το +ακάτιον και τον δόλωνα. Μετά την ανακώχευσιν, ο δόκιμος, δεν είχε να πράξη άλλο +ειμή να μεταστρέψη το πρωραίον πέτασμα, και οι μαύροι τον εβοήθησαν ευκόλως +εις τον χειρισμόν τούτου. </p> + +<p>Τώρα λοιπόν προέκειτο να ευθετήσωσι κατ' επίφορον [βάζω στα χυτά,) και +προς εκτέλεσιν τούτου έπρεπε να υψώσωσι τον φώσωνα, το λαίφος και τα +προΐστια. </p> + +<p> — Φίλοι μου, είπεν ο δόκιμος εις τους πέντε μαύρους, πράξατε ό,τι σας +διατάξω, και όλα θα υπάγουν καλά.</p> + +<p>Ο Δικ Σανδ έμεινε εις τον τροχόν του πηδαλίου. </p> + +<p> — Εμπρός! έκραξε, Τωμ χαλάρωσον αυτό το σχοινίον. </p> + +<p> — Χαλάρωσον . . . είπεν ο Τωμ, όστις δεν εννόει την έκφρασιν ταύτην. +</p> + +<p> — Ναι . . . λύσον αυτό. — Συ, Βαρθολομαίε, πράξε το αυτό. Καλά . . . +Έλκετε . . . εντείνετε . . . Εμπρός, αίρετε άνω. </p> + +<p> — Κατ' αυτόν τον τρόπον; είπεν ο Βαρθολομαίος. </p> + +<p> — Ναι, κατ' αυτόν τον τρόπον. Πολύ καλά! . . . Εμπρός, Ηράκλεις, +δύναμις. Βοήθησε εκεί. </p> + +<p>Να είπη τις δύναμις εις τον Ηρακλέα ήτο αφροσύνη. Ο γίγας χωρίς να εννοήση, +έσυρε τόσον ισχυρώς, ώστε ολίγον έλειψε να θραύση τα πάντα.<br /> + <br /> + — Ε! όχι τόσον δυνατά, παλληκάρι μου! έκραξεν ο Δικ Σανδ μειδιών. Θα +ρίψης όλα τα ιστία. </p> + +<p> — Και όμως μόλις έσυρα, απεκρίθη ο Ηρακλής. </p> + +<p> — Λοιπόν, προσποιήθητι μόνον ότι σύρεις. Θα ιδής ότι τούτο αρκεί . . . +Καλά, χαλαρώσετε . . . εντείνετε . . . σταματήσετε . . . Δέσετε, στερεώσατε . . . ούτω +. . . Καλά . . . Όλοι ομού! Σύρετε . . . σύρετε διά των βραχιόνων . . . </p> + +<p>Και άπαν το πέτασμα του ιστού του οποίου οι δεξιοί βραχίονες είχον χαλαρωθή +εστράφη βραδέως. Ο άνεμος, κολπών τα ιστία, έδωκε ποιάν τινα ταχύτητα εις το +πλοίον. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ, αφού πρώτον εχαλάρωσε τους πόδας των αρτεμόνων [σλόταις των +φλόκων) προσεκάλεσε τους μαύρους εις την πρύμνην.<br /> + <br /> + — Ιδού όλα έγιναν, φίλοι μου, και έγειναν καλώς. Ας ασχοληθώμεν τώρα εις +τον μέγαν ιστόν. Αλλά μη σπάσης τίποτε, Ηρακλή. </p> + +<p> — Θα προσπαθήσω, απήντησεν ο κολοσσός χωρίς να υποσχεθή τι +περισσότερον. </p> + +<p>Ο δεύτερος ούτος χειρισμός υπήρξεν αρκούντως εύκολος. Των ποδών του +επιδρόμου [σκόταις της ράννας) αναπτυχθέντων ησύχως, ο επίδρομος ενεκολπώθη +τον αέρα τακτικώτερον και προσέθηκε και ούτος την ισχυράν του δράσιν εις την +των πρωραίων ιστίων. </p> + +<p>Το λαίφος ετοποθετήθη λοιπόν υπεράνω του επιδρόμου, και επειδή ήτο απλώς +συνεσταλμένον, έπρεπε μόνον να εντείνωσι την υπέραν και έπειτα να ποδύσωσιν. +</p> + +<p>Αλλ' ο Ηρακλής μετά του φίλου του Ακτέωνος, μη λογιζομένου του μικρού Ζακ +όστις ηνώθη μετ' αυτών, τοσούτον ισχυρώς ενέτεινον, ώστε η υπέρα εθραύσθη και +οι τρεις έπεσαν ύπτιοι χωρίς ευτυχώς να πάθωσί τι. Ο Ζακ ήτο καταμαγευμένος. +</p> +<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/80.jpg" width="384" +height="500" +alt="η υπέρα εθραύσθη και οι τρεις έπεσαν ύπτιοι" border="2" /><br /></p> + +<p> — Δεν είναι τίποτε, δεν είναι τίποτε! εφώναξεν ο δόκιμος. Συνδέσατε +προσωρινώς τα δύο άκρα, και σύρατε ησύχως. </p> + +<p>Το πρόσταγμα ετελέσθη υπό την επίβλεψιν του Δικ Σανδ, όστις ουδέ τότε +εγκατέλιπε το πηδάλιον. Το «Πίλγριμ» έπλεε ήδη ταχέως, την πρώραν προς +ανατολάς, και έπρεπε να εμμένη πλέον εις αυτήν την διεύθυνσιν. Ουδέν τούτου +ευκολώτερον, καθότι ο άνεμος ήτο κανονικός και δεν υπήρχε φόβος +περιδονήσεων. </p> + +<p> — Καλά, φίλοι μου! είπεν ο δόκιμος. Πριν τελειώση το ταξείδιον, θα +ήσθε καλοί ναυτικοί. </p> + +<p> — Θα πράξωμεν ό,τι δυνηθώμεν, πλοίαρχε Σανδ, απεκρίθη ο Τωμ. </p> + +<p>Και η κυρία Βέλδων συνεχάρη ωσαύτως τους καλούς εκείνους άνδρας. </p> + +<p>Ο μικρός Ζακ έλαβε το ανάλογον μερίδιον των επαίνων, καθότι ειργάσθη +φιλοτίμως.<br /> + <br /> + — Νομίζω μάλιστα, κύριε Ζακ, είπεν ο Ηρακλής μειδιών, ότι υμείς +εθραύσατε την υπέραν! Τι δυνατόν χέρι που έχετε. Άνευ υμών, τίποτε καλόν δεν θα +εγίνετο.<br /> + <br /> +Και ο μικρός Ζακ, λίαν υπερήφανος δι' εαυτόν, έσεισεν ισχυρώς την χείρα του +φίλου του Ηρακλέους. </p> + +<p>Η αποκατάστασις των ιστίων του «Πίλγριμ» δεν ήτο εισέτι τελεία. Έλειπαν τα +υψηλά ιστία, ων η ενέργεια δεν είναι περιφρονητέα εν τοιαύτη ανοικτή +θαλασσοπλοΐα. Ο μυοπάρων είχεν ανάγκην του φώσωνος, του σιπάρου και των +προϊστίων, ο δε Δικ Σανδ απεφάσισε να τα αναρτήση. </p> + +<p>Ο χειρισμός ούτος είναι δυσκολώτερος των προηγουμένων, ουχί διά τα +προΐστια άτινα δύνανται να αίρωνται και να πηδώνται κάτωθεν, αλλά διά τα +σταυρωτά ιστία του ακατίου ιστού.<br /> + <br /> +Έπρεπε να αναβή τις μέχρι των διζύγων όπως αναπτύξη αυτά, και ο Δικ Σανδ, μη +θέλων να εκθέση τινά εκ του αγυμνάστου πλήρωμα ιός του, απεφάσισε να +εκτελέση αυτός την εργασίαν ταύτην. </p> + +<p>Εκάλεσε λοιπόν τον Τωμ και τον έθεσεν εις το οιακοστρόφιον, δεικνύων αύτω +προς ποίον σημείον έπρεπε να διευθύνη το πλοίον. </p> + +<p>Είτα δε ο Ηρακλής, ο Βαρθολομαίος, ο Ακτέων, ο Αυγουστίνος, ετέθησαν οι μεν +εις τας υπέρας του φώσωνος, οι δε εις τας υπέρας του σιπάρου, και ο Δικ Σανδ +ώρμησεν εις τους ιστούς. </p> + +<p>Το να αναρριχηθή εις τας βαθμίδας των εξαρτίων του ακατίου ιστού, εις τας +αναβάθρας των εξαρτίων του επιστηλίου και να φθάση επί των διζύγων, ήτο +παιγνίδιον διά τον νεαρόν δόκιμον.<br /> + <br /> +Εντός ενός λεπτού της ώρας ευρέθη επί των βαθμίδων της κεραίας του φώσωνος +και έλυσε τα σχοινία άτινα εκράτουν δεδεμένον το ιστίον.<br /> + <br /> +Είτα επανήλθεν επί των διζύγων και ανερριχήθη επί της κεραίας του σιπάρου, του +οποίου ταχέως ανεπέτασε το ιστίον. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ είχε τελειώσει την εργασίαν του, και δράξας ένα των δεξιών +παρατόνων [παταράτσα) ωλίσθησε μέχρι του καταστρώματος. </p> + +<p>Εκεί, υπό τας οδηγίας αυτού, τα δύο ιστία ανεπετάσθησαν και εποδόθησαν, +είτα δε αι δύο κεραίαι ανυψώθησαν διά των συνδετήρων. Αφού δε τα προΐστια +ετέθησαν μεταξύ του μεγάλου ιστού και του ακατίου ιστού, η εργασία +ετελείωσεν.<br /> + <br /> +Την φοράν ταύτην ο Ηρακλής ουδέν έθραυσε.<br /> + <br /> +Το «Πίλγριμ» έφερε τότε όλα τα ιστία τα αποτελούντα τον εξαρτισμόν αυτού.<br /> + <br /> +Βεβαίως ο Δικ Σανδ επεθύμει να προσθέση τα παρίστια του αριστερού ακατίου +[κουρτεράτσες του τρίγκου), αλλ' εις τας παρούσας περιστάσεις ήτο εργασία +δύσκολος, και εάν επήρχετο ανάγκη να τα συστείλωσιν ένεκα ανεμοστροβίλου, δεν +θα ηδύναντο να πράξωσι τούτο ταχέως. Τούτου ένεκεν ο δόκιμος ηρκέσθη εις όσα +εγένοντο. </p> + +<p>Ο Τωμ παρήτησε την παρά το οιακοστρόφιον θέσιν του και ανέλαβεν αυτήν ο +Δικ Σανδ.<br /> + <br /> +Η αύρα ενεδυναμούτο. «Το «Πίλγριμ», κλίνον ελαφρώς προς τα δεξιά, ωλίσθαινε +ταχέως επί της επιφανείας της θαλάσσης αφίνον όπισθεν αυτού αύλακα +ομαλωτάτην. </p> + +<p> — Πλέομεν καλώς, κυρία Βέλδων, είπε τότε ο Δικ Σανδ, και τώρα, ο Θεός +να μας διατηρήση αυτόν τον ούριον άνεμον.<br /> + <br /> +Η κυρία Βέλδων έθλιψε την χείρα του νεαρού δοκίμου. Είτα κεκμηκυία εξ όλων των +συγκινήσεων της τελευταίας εκείνης ώρας επανήλθεν εις τον κοιτωνίσκον της και +περιέπεσεν εις είδος τι επιπόνου νάρκης, ήτις δεν ήτο ύπνος. </p> + +<p>Το νέον πλήρωμα έμεινεν επί του καταστρώματος του μυοπάρωνος, +επαγρυπνούν επί της πρώρας και έτοιμον να υπακούση εις τας διαταγάς του Δικ +Σανδ, ήτοι να διευθετή τα ιστία αναλόγως των μεταβολών του ανέμου· αλλ' ενόσω +η αύρα θα διετήρη και την διεύθυνσιν εκείνην, ουδεμία εργασία θα ήτο αναγκαία. +</p> + +<p>Καθ' όλον εκείνον τον χρόνον τι έπραττεν ο εξάδελφος Βενέδικτος;</p> + +<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος ησχολείτο να εξετάζη διά του μικροσκοπίου έναθρόν +τι, όπερ επί τέλους ανεκάλυψεν εν τω πλοίω· απλούν τι ορθόπτερον, του οποίου η +κεφαλή εχάνετο υπό τον προθώρακα, έντομόν τι μεθ' ομαλών ελύτρων, γαστρός +στρογγύλης και πτερύγων αρκούντως μακρών, ανήκον εις την ενέργειαν των +σιλφοειδών και εις το είδος των αμερικανικών σιλφών. </p> + +<p>Το πολύτιμον εκείνο εύρημα ανεκάλυψεν ερευνών εν τω μαγειρείω του +Νεγορού, και καθ' ήν στιγμήν ο μάγειρος έμελε να το κατασυντρίψη ασπλάχνως. Εκ +τούτου εξεδήλωσε οργή την οποίαν ο Νεγορός αφήκε ψυχρώς να παρέλθη.</p> + +<p>Αλλ' ο εξάδελφος εκείνος Βενέδικτος, εγίνωσκεν άρα γε ποία μεταβολή εγένετο +εν τω πλοίω, από της στιγμής καθ' ήν ο πλοίαρχος Χουλ και οι μετ' αυτού είχον +αρχίσει την απαισίαν εκείνην αλιείαν της φαλαίνης; Ναι, βεβαίως. Ευρίσκετο +μάλιστα επί του καταστρώματος, ότε το «Πίλγριμ» έφθασεν απέναντι των +συντριμμάτων της φαλαινοθηρίδος. Το πλήρωμα λοιπόν του μυοπάρωνος απώλετο +προ των οφθαλμών του. </p> + +<p>Να ισχυρισθή τις ότι η καταστροφή εκείνη ουδόλως συνεκίνησεν αυτόν, θα ήτο +κατηγορία κατά της καρδίας του. Βεβαίως ησθάνθη τον οίκτον εκείνον, ον πάντες +αισθάνονται επί τη δυστυχία του άλλου. Είχεν ωσαύτως συγκινηθή διά την +κατάστασιν, εις ην ευρέθη η εξαδέλφη του. Ήλθε και έσφιγξε την χείρα της κυρίας +Βέλδων, ως εάν τη έλεγε: «Μη φοβήσθε! Είμαι εδώ! Σας μένω εγώ!</p> + +<p>Είτα ο εξάδελφος Βενέδικτος επέστρεψε προς τον κοιτωνίσκον του, ίνα +μελετήση βεβαίως τας συνεπείας του καταστρεπτικού εκείνου συμβάντος και +σκεφθή ποία δραστήρια μέτρα ήρμοζε να λάβωσιν. </p> + +<p>Αλλά καθ' οδόν συνήντησε τον περί ου ο λόγος σάρακα, και επειδή είχε την +αξίωσιν να αποδείξη είς τινας εντομολόγους ότι αι σίλφαι του είδους των +φερασποειδών, αξιοσημείωτοι διά τα χρώματά των έχουσιν ήθη όλως διάφορα των +κυρίως λεγομένων σιλφών, προσηλώθη εις την σπουδήν αυτής, λησμονήσας ότι +υπήρχεν άλλοτε είς πλοίαρχος Χουλ όστις εκυβέρνα το «Πίλγριμ» και ότι ο +δυστυχής εκείνος απώλετο μεθ' όλου του πληρώματος. </p> + +<p>Η σίλφη απερρόφα όλην αυτού την προσοχήν. Ουχ ήττον δε την εθαύμαζε και +την περιποιείτο ως εάν ήτο χρυσούς κάνθαρος. </p> + +<p>Η εν τω πλοίω ζωή επανέλαβε λοιπόν την τακτικήν αυτής πορείαν, αν και +έκαστος έμελλε να μένη επί πολύν χρόνον υπό την επήρειαν της οδυνηράς και +απροόπτου εκείνης καταστροφής. </p> + +<p>Κατά την ημέραν εκείνην ο Δικ Σανδ έθεσε τα πάντα εν τάξει ώστε να δυνηθή +να προλάβη παν ενδεχόμενον. Οι μαύροι υπήκουον αυτώ μετά ζήλου. Αρίστη τάξις +επεκράτει εντός του «Πίλγριμ». Ηδύναντο λοιπόν να ελπίζωσιν ότι τα πάντα θα +έβαινον καλώς.<br /> + <br /> +Ο Νεγορός ουδεμίαν πλέον εποίησεν απόπειραν, όπως αποφύγη την εξουσίαν του +Δικ Σανδ. Εφαίνετο ως εάν την ανεγνώρισεν σιωπηλώς. Ενησχολημένος, ως +πάντοτε, εν τω στενώ κοιτωνίσκω του, δεν ενεφανίζετο πλειότερον ή πρότερον. +Άλλως τε εις την ελαχίστην απείθειαν, ή εις πρώτην παρεκτροπήν, ο Δικ Σανδ είχεν +απόφασιν να τον ρίψη εις τον βυθόν του πυθμένος καθ' όλον το υπόλοιπον του +διάπλου. Εις έν νεύμα του ο Ηρακλής θα συνελάμβανε τον μάγειρον εκ του +τραχήλου. </p> + +<p>Προς τούτο δεν εχροιάζετο πολλή ώρα. Τότε δε η Ναν, ήτις εγίνωσκε +μαγειρικήν, θα τον αντικαθίστα εν τω μαγειρίω. Ο Νεγορός λοιπόν θα εσκέφθη ότι +δεν ήτο απαραίτητος, και επειδή τον επετήρουν εκ του σύνεγγυς, εφρόντιζε να μη +δώση λαβήν τινα εναντίον του. </p> + +<p>Ο άνεμος έπνεεν ο αυτός μέχρι της εσπέρας, ώστε ουδεμία ανάγκη επήλθε +μεταβολής της ιστιοθεσίας. Οι στερεοί ιστοί του πλοίου, η σιδηρά αυτού εξάρτησις +ήτις ήτο εν καλή καταστάσει, τω επέτρεπον να πλέη και υπό ισχυρότερον άνεμον. +</p> + +<p>Κατά την νύκτα συνήθως περιστέλλουσι τα ιστία και ιδίως τα υψηλά, τα λαίφη, +τα φωσώνια, τους σιπάρους κτλ. Το μέτρον τούτο είναι συνετόν, διά την +περίπτωσιν καθ' ήν ανεμοστρόβιλός τις ήθελεν ενσκήψει. </p> + +<p>Αλλ' ο Δικ Σανδ ενόμισεν ότι ηδύνατο ν' αποφύγη την προφύλαξιν ταύτην. Η +κατάστασις της ατμοσφαίρας ουδέν απαίσιον προοιωνίζετο, άλλως τε δε ο νεαρός +δόκιμος, απόφασιν έχων να διέλθη την πρώτην εκείνην νύκτα επί του +καταστρώματος, εφρόνει ότι ηδύνατο να επιτηρή τα πάντα. </p> + +<p>Και έπειτα τοιουτοτρόπως έπλεον ταχύτερον, και η επιθυμία του ήτο να +φθάσωσιν εις παράλια ολιγώτερον έρημα. </p> + +<p>Είπομεν ότι το δρομόμετρον και η πυξίς ήσαν τα μόνα όργανα άτινα ο Δικ Σανδ +ηδύνατο να μεταχειρισθή, όπως εκτιμήση ως έγγιστα το διανυθέν υπό του +«Πίλγριμ» διάστημα. </p> + +<p>Κατά την ημέραν εκείνην ο δόκιμος έρριπτε καθ' εκάστην ημίσειαν ώραν το +δρομόμετρον και εσημείου τας υπό του οργάνου σημειουμένας ενδείξεις. </p> + +<p>Πυξίδες υπήρχον δύο εν τω πλοίω. Η μία ευρίσκετο εν τη πυξιδοθήκη υπό τα +όμματα του οιακιστού. Η πλαξ αυτής φωτιζομένη την μεν ημέραν υπό του ηλιακού +φωτός, την δε νύκτα υπό δύο πλαγίων λυχνιών, εδείκνυεν κατά πάσαν στιγμήν, πού +έβλεπε το πλοίον, ήτοι ποίαν διεύθυνσιν ηκολούθει.<br /> + <br /> +Η άλλη πυξίς ήτο πυξίς ανάστροφος προσηλωμένη εις τας κιγκλίδας του δωματίου, +όπερ κατείχεν άλλοτε ο πλοίαρχος Χουλ. Κατ' αυτόν τον τρόπον, χωρίς να εξέλθη +του κοιτώνος του ηδύνατο πάντοτε να ηξεύρη εάν η υποδειχθείσα οδός +ηκολουθείτο ακριβώς, ή εάν ο οιακιστής εξ ανικανότητος ή αμελείας έδιδεν εις το +πλοίον πολύ μεγάλας αποκλίσεις. </p> + +<p>Άλλως τε όλα τα πλοία τα χρησιμεύοντα εις μακρούς πλόας, έχουσι δύο +τουλάχιστον πυξίδας ως και δύο χρονόμετρα. Δέον να παραβάλλωνται τα όργανα +ταύτα μεταξύ των και κατ' ακολουθίαν να εξελέγχωνται αι υποδείξεις αυτών. </p> + +<p>Το «Πίλγριμ» ήτο λοιπόν επαρκώς εφωδιασμένον υπό την έποψιν ταύτην, και ο +Δικ Σανδ συνέστησεν εις τους ανθρώπους του να προσέχωσι πολύ τας δύο πυξίδας +τας τοσούτον αναγκαίας εις αυτόν.<br /> + <br /> +Αλλά δυστυχώς, κατά την νύκτα της 12 προς την 13 Φεβρουαρίου, ενώ ο δόκιμος +ήτο εν υπηρεσία και εκράτει το οιακοστρόφιον, συνέβη δυσάρεστόν τι. </p> + +<p>Η ανάστροφος πυξίς, ήτις ήτο προσκεκολημμένη διά χαλκίνου κρίκου επί της +μεσοδόμης του κοιτώνος, απεσπάσθη και έπεσεν επί του δαπέδου. Μόλις δε την +επομένην ημέραν παρετήρησαν τούτο. </p> + +<p>Πώς ο κρίκος εκείνος ήνοιξε; το πράγμα ήτο ανεξήγητον. Πιθανόν όμως να είχεν +οξειδωθή και προνευσασμός τις ή σάλος τον απέσπασεν από της μεσόδμης. +Ακριβώς δε κατά την νύκτα εκείνην η θάλασσα ήτο αγριωτέρα. Όπως δήποτε η +πυξίς είχε θραυσθή εις τρόπον ανεπίδεκτον διορθώσεως. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ εδυσθύμησεν. Εις το εξής ήτο υπεύθυνος, ηδύνατο να έχη +δυσαρέστους συνεπείας. Έλαβε λοιπόν ο δόκιμος όλα τα μέτρα, ώστε η άλλη πυξίς +να προφυλάσσηται από παντός ενδεχομένου. </p> + +<p>Πλην της βλάβης ταύτης, τα πάντα μέχρι τότε έβαινον καλώς εν τω πλοίω.<br /> + <br /> +Η κυρία Βέλδων, βλέπουσα την αταραξίαν του Δικ Σανδ, ανέλαβε θάρρος. Ουχί +διότι δεν απελπίσθη ποτέ. Προ παντός άλλου εστηρίζετο εις την αγαθότητα του +Θεού. Τούτου ένεκα, ως ειλικρινής και ευσεβής χριστιανός ενεδυναμούτο διά της +προσευχής. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ είχε διευθετήσει τα πράγματα, ούτως ώστε να μένη εις το πηδάλιον +κατά την νύκτα. Εκοιμάτο πέντε ή έξ ώρας την ημέραν και τούτο τω εφαίνετο +αρκετόν, επειδή δεν ησθάνετο κόπωσιν. Κατά το διάστημα τούτο ο Τωμ ή ο υιός +του Βαρθολομαίος αντικαθίστων αυτόν εις το οιακοστρόφιον, και χάρις εις τας +συμβουλάς του εγίνοντο ολίγον κατ' ολίγον καλοί πηδαλιούχοι. </p> + +<p>Πολλάκις η κυρία Βέλδων και ο δόκιμος συνομίλουν. Ο Δικ Σανδ ευχαρίστως +εδέχετο συμβουλάς παρά της ευφυούς και γενναίας εκείνης γυναικός. Καθ' +εκάστην τη εδείκνυεν επί του χάρτου του πλοίου το διανυθέν διάστημα, όπερ +υπελόγιζε λαμβάνων υπ' όψει μόνον την διεύθυνσιν και την ταχύτητα του πλοίου. +</p> + +<p> — Ιδέτε, κυρία Βέλδων, τη επανελάμβανε πολλάκις, εάν +εξακολουθήσωσιν οι άνεμοι ούτοι, δεν θα βραδύνωμεν να φθάσωμεν ες τα +παράλια της μεσημβρινής Αμερικής. Δεν θέλω να βεβαιώσω, αλλά νομίζω ότι, όταν +το πλοίον αντικρύση ξηράν, δεν θα είμεθα μακράν του Βαλπαραΐζου. </p> + +<p>Η κυρία Βέλδων δεν ηδύνατο ν' αμφιβάλη ότι η διεύθυνσις του πλοίου ήτο +καλή, υποβοηθουμένη προ πάντων υπό των ανέμων εκείνων. </p> + +<p>Αλλά πόσον μακράν έτι τη εφαίνετο από της Αμερικανικής παραλίας! Πόσοι +κίνδυνοι μεταξύ αυτού και της ξηράς, χωρίς να υπολογίση τους δυναμένους να +προέλθωσιν εκ μεταβολής τινος εις την κατάστασιν της θαλάσσης και του +ουρανού!</p> + +<p>Ο Ζακ, αμέριμνος ως όλα τα παιδία της ηλικίας του, είχεν επαναλάβει τα +συνήθη παίγνιά του τρέχων επί του καταστρώματος, διασκεδάζων μετά του Δίγγου. +</p> + +<p>Βεβαίως έβλεπεν ότι ο Δικ ήτο ολιγότερον ή άλλοτε μετ' αυτού, αλλ' η μήτηρ +του τω έδωκε να εννοήση ότι έπρεπε να αφήση τον δόκιμον ήσυχον εις τας +ασχολίας του. Ο μικρός Ζακ υπήκουσεν εις τας συμβουλάς εκείνας και δεν ηνώχλει +πλέον τον «πλοίαρχον Σανδ».</p> + +<p>Ούτω τα πράγματα έβαινον εν τω πλοίω. Οι μαύροι εξετέλουν μετά +νοημοσύνης τας εργασίας των και εγίνοντο ημέρα τη ημέρα εμπειρότεροι εις το +ναυτικόν επάγγελμα. </p> + +<p>Ο Τωμ εγένετο φυσικώς ο ναύκληρος και αυτόν βεβαίως θα εξέλεγον οι +σύντροφοί του διά το έργον τούτο. Αυτός εκυβέρνα, όταν ανεπαύετο ο δόκιμος και +είχε μεθ' εαυτού τον υιόν του Βαρθολομαίον και τον Αυγουστίνον. </p> + +<p>Ο Ακτέων και ο Ηρακλής υπηρέτουν κατά την άλλην φυλακήν υπό την +διεύθυνσιν του Δικ Σανδ. Τοιουτοτρόπως δε ενώ ο είς εκυβέρνα, οι άλλοι +ηγρύπνουν εις την πρώραν. </p> + +<p>Καίτοι τα μέρη εκείνα ήσαν έρημα και ουδείς φόβος συρράξεως υπήρχεν, όμως +ο νεαρός δόκιμος απήτει αυστηράν επαγρύπνησιν καθ' όλην την νύκτα. Ουδέποτε +έπλεε χωρίς να έχη τους ωρισμένους φανούς — ένα πράσινον δεξιά και ένα +ερυθρόν αριστερά — και ως προς τούτο ενήργει φρονιμώτατα.</p> + +<p>Εν τούτοις κατά τας νύκτας, ης ο Δικ Σανδ διήρχετο ολοκλήρους εις το +πηδάλιον, ησθάνετο ενίοτε να τον καταλαμβάνη ακαταμάχητος κάματος. </p> + +<p>Τότε η χειρ του εκυβέρνα ορμεφύτως. Ήτο αποτέλεσμα κόπου, τον οποίον δεν +ήθελε να λάβη υπ' όψιν. </p> + +<p>Αλλά κατά την νύκτα της 13 προς την 14 Φεβρουαρίου ο Δικ Σανδ, κατάκοπος, +ηναγκάσθη ν' αναπαυθή επί τινας ώρας και αντικατεστάθη εις το πηδάλιον υπό του +γέροντος Τωμ.<br /> + <br /> +Ο ουρανός ήτο κεκαλυμμένος υπό νεφών, άτινα προς το εσπέρας εχαμήλωσαν υπό +την επιρροήν του ψυχρού αέρος. Ήτο λοιπόν σκότος πολύ, και θα ήτο αδύνατον να +διακρίνη τις τα υψηλά ιστία βεβυθισμένα εν τω ζόφω. Ο Ηρακλής και ο Ακτέων +εφρούρουν εν τη πρώρα. </p> + + +<p>Εις την πρύμνην, το φως της πυξίδος ασθενή μόνον λάμψιν άφινε να διαφεύγη, +ήτις αντενακλάτο εις το μεταλλικόν επικάλυμμα του οιακοστροφίου. Οι φανοί +ρίπτοντες τα φώτα των πλαγίως, άφινον το κατάστρωμα του πλοίου εις βαθύ +σκότος. </p> + +<p>Περί την τρίτην ώραν της πρωίας φαινόμενον υπνωτισμού εγένετο, όπερ +ουδόλως ηδυνήθη να εννοήση ο γέρων Θωμάς. Οι οφθαλμοί του, οίτινες επί πολύ +έμενον προσηλωμένοι επί τινος φωτεινού σημείου της πυξιδοθήκης, έχασαν +αίφνης την αίσθησιν της οράσεως και περιέπεσεν εις αληθή υπνωτιστικήν +αναισθησίαν. </p> + +<p>Ου μόνον δεν έβλεπε πλέον, αλλά και αν τον ήγγιζε τις ή τον εκέντα ισχυρώς, +ουδέν πιθανώς θα ησθάνετο. </p> + +<p> — Δεν είδε λοιπόν σκιάν τινα ολισθήσασαν επί του καταστρώματος. Ήτο +ο Νεγορός. </p> + +<p>Όταν έφθασεν εις την πρύμνην ο μάγειρος, έθεσεν υπό το κιβώτιον +αντικείμενόν τι βαρύ, όπερ εκράτει εις την χείρα. </p> + +<p>Είτα, αφού παρετήρησεν επί τινας στιγμάς την φωτεινήν πλάκα της πυξίδος, +έφυγε χωρίς να παρατηρηθή.</p> + +<p>Εάν την επιούσαν ο Δικ Σανδ έβλεπε το υπό του Νεγορού εις την πυξίδα τεθέν +αντικείμενον εκείνο, θα έσπευδε να το εξαγάγη.<br /> + <br /> +Τωόντι ήτο τεμάχιον σιδήρου, του οποίου η επιρροή αλοίωσε τας υποδείξεις της +πυξίδος. Η μαγνητική βελόνη παρεξετράπη και αντί να δεικνύη τον μαγνητικόν +βορράν, όστις διαφέρει του κόσμου, εδείκνυε τα βορειανατολικά. Εγένετο λοιπόν +παρεκτροπή τεσσάρων τετάρτων, ήτοι ημισείας ορθής γωνίας.<br /> + <br /> +Ο Τωμ σχεδόν αμέσως συνήλθεν εκ της νάρκης του. Οι οφθαλμοί του εστράφησαν +επί της πυξίδος . . . Ενόμησεν ότι το «Πίλγριμ» δεν είχε καλήν διεύθυνσιν. </p> + +<p>Έδωκε μίαν ώθησιν εις το πηδάλιον, ίνα επαναφέρη το πλοίον προς ανατολάς . . +. Τούτο ενόμιζε τουλάχιστον. </p> + +<p>Αλλά, συν τη παρεκκλίσει της βελόνης, την οποίαν δεν ηδύνατο να υποπτεύση, +η πρώρα, τροποποιηθείσα κατά τέσσαρα τέταρτα, διηυθήνετο νοτιοανατολικώς. +</p> + +<p>Και τοιουτοτρόπως, ενώ υπό την επίδρασιν ουρίου ανέμου το «Πίλγριμ» θα +ηκολούθει την απαιτουμένην διεύθυνσιν, έπλεε μετά λάθους τεσσαράκοντα και +πέντε μοιρών.</p> + + + +<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'. </h3> + +<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΤΡΙΚΥΜΙΑ</b></p> + +<p> +<br /> +Κατά την μετά το συμβάν τούτο εβδομάδα, από της 14 μέχρι της 21 Φεβρουαρίου, +ουδέν έτερον συνέβη εν τω πλοίω. Ο βορειοδυτικός άνεμος ενεδυναμούτο κατ' +ολίγον, και το «Πίλγριμ» διέσχιζε ταχέως τα κύματα διατρέχον κατά μέσον όρον +160 μίλια ανά 24 ώρας. Ήτο περίπου όσον ηδύνατό τις να ζητήση παρά πλοίου +τοιούτου μεγέθους.<br /> + <br /> +Ο μυοπάρων, κατά την ιδέαν του Δικ Σανδ, θα προσήγγιζε λοιπόν εις τα παράλια τα +μάλλον συχναζόμενα υπό των μακρών ταχυδρομικών πλοίων, άτινα προσπαθούσι +να διέλθωσιν από του ενός εις το άλλο ημισφαίριον· Ο δόκιμος ήλπιζε πάντοτε ότι +ήθελε να συναντήση έν εκ των τοιούτων πλοίων και είχε σταθεράν απόφασιν να +μεταβιβάση εις αυτό τους επιβάτας του, ή να δανεισθή παρ' αυτού επικουρικούς +τινας ναύτας, και ίσως ένα αξιωματικόν. Αλλ' αν και η επαγρύπνησις ήτο +δραστηριωτάτη, ουδέν πλοίον εφάνη, και η θάλασσα ήτο πάντοτε έρημος. </p> + +<p>Τούτο εξέπληττεν ολίγον τον Δικ Σανδ. Είχε διαπλεύσει πολλάκις το μέρος +εκείνο του Ειρηνικού κατά τας τρεις τελευταίας αλιείας εις τας βορείας θαλάσσας. +Υπό το πλάτος δε και το μήκος εις τα οποία υπελόγιζεν ότι ευρίσκετο, σπάνιον ήτο +να φανή πλοίον τι αγγλικόν ή αμερικανικόν ανερχόμενον από του ακρωτηρίου Χορν +προς τον Ισημερινόν, ή κατερχόμενον προς την εσχάτην άκραν της νοτίας Αμερικής. +</p> + +<p>Αλλ' εκείνο το οποίον ο Δικ Σανδ ηγνόει, εκείνο το οποίον δεν ηδύνατο μάλιστα +να γνωρίση, ήτο ότι το «Πίλγριμ» ευρίσκετο ήδη εν υψηλοτέρω πλάτει, δηλαδή +πλειότερον προς νότον παρ' όσον υπέθετε. </p> + +<p>Τούτο συνέβαινε διά δύο λόγους. </p> + +<p>Πρώτον διότι τα ρεύματα των μερών εκείνων, των οποίων την ταχύτητα ατελώς +μόνον ηδύνατο να εκτιμήση ο δόκιμος, είχεν συντελέσει, χωρίς να το εννοήση, εις +το να ρίψωσι το πλοίον έξω της οδού του. </p> + +<p>Δεύτερον η πυξίς, διαστραφείσα υπό της κακούργου χειρός του Νεγορού, +παρείχεν ανακριβείς ενδείξεις, — ενδείξεις τας οποίας, από της απωλείας της +δευτέρας πυξίδος, δεν ηδύνατο ο Δικ Σανδ να εξελέγξη. Ούτω λοιπόν, ενώ επίστευε +και έπρεπε να πιστεύη ότι κατηυθύνετο προς ανατολάς, πράγματι κατηυθύνετο +προς τα νοτιανατολικά. Η πυξίς ευρίσκετο πάντοτε ενώπιόν του. Το δρομόμετρον +ερρίπτετο τακτικώς. Τα δύο ταύτα όργανα τω επέτρεπον κατά τι μέτρον, να +διευθύνη το «Πίλγριμ» και να υπολογίζη τον αριθμόν των διανυθέντων μιλίων. Αλλ' +ήτο τούτο αρκετόν; </p> + +<p>Εν τούτοις ο νεαρός δόκιμος καθησύχαζε πάντοτε, και όσον ηδύνατο +πειστικώτερον την κυρίαν Βέλδων την οποίαν ανησύχουν ενίοτε τα περιστατικά του +διάπλου εκείνου. </p> + +<p> — Θα φθάσωμεν, θα φθάσωμεν! επανελάμβανε. Θα πσοσεγγίσωμεν εις +την αμερικανικήν παραλίαν, αδιάφορον πού, αλλ' όπως δήποτε θα +προσορμισθώμεν. Δεν αμφιβάλλω, Δικ;</p> + +<p> — Βεβαίως, κυρία Βέλδων, θα ήμην ησυχώτερος εάν δεν ευρίσκεσθε +εντός του πλοίου, εάν δεν είχομεν να δώσωμεν λόγον ειμή μόνον περί ημών, αλλά . +. . </p> + +<p> — Αλλ' εάν δεν ήμην εις το πλοίον, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, εάν ο +εξάδελφος Βενέδικτος, ο Ζακ και εγώ δεν επιβιβαζόμεθα επί του «Πίλγριμ», και εάν +αφ' ετέρου ο Τωμ και οι σύντροφοί του δεν εσυνάζοντο από την θάλασσαν, Δικ, +δεν θα υπήρχον πλέον εδώ ειμή δύο και μόνοι άνθρωποι, συ και ο Νεγορός . . . Τι +θα εγίνεσο μόνος μετ' αυτού του κακού ανθρώπου, προς τον οποίον δεν δύνασαι +να έχης εμπιστοσύνην; Ναι, τέκνον μου, τι θα εγίνεσο;</p> + +<p> — Πρώτον, απεκρίθη αποφασιστικώς ο Δικ Σανδ, θα καθίστων τον +Νεγορόν ανίκανον να βλάψη.<br /> + <br /> + — Και θα εκυβέρνας μόνος;</p> + +<p> — Ναι . . . μόνος . . . με την βοήθειαν του Θεού. </p> + +<p>Η ευστάθεια των λόγων τούτων έδιδε πολλήν ελπίδα εις την κυρίαν Βέλδων. +</p> + +<p>Και όμως, βλέπουσα τον μικρόν Ζακ, πολλάκις ησθάνετο ανησυχίαν.<br /> + <br /> +Εάν η γυνή δεν εδείκνυε τι ησθάνετο η μήτηρ, δεν κατώρθου όμως πάντοτε να +εμποδίση μυστικήν τινα αγωνίαν θλίβουσαν την καρδίαν της. </p> + +<p>Εν τούτοις, εάν ο νεαρός δόκιμος δεν είχε τόσας υδρογραφικάς γνώσεις ώστε +να υπολογίζη, εκέκτητο όμως αληθή ιδιοφυίαν ναυτικήν διά να προγνωρίζη τον +καιρόν. </p> + +<p>Η όψις του ουρανού αφ' ενός και αφ' ετέρου αι υποδείξεις του βαρομέτρου τω +επέτρεπον να λαμβάνη τας προφυλάξεις του. </p> + +<p>Ο πλοίαρχος Χουλ καλός μετεωρολόγος, τον είχε διδάξει την χρήσιν του +οργάνου τούτου, ούτινος τα προγνωστικά είναι εντελώς βέβαια.</p> + +<p>Ιδού εν ολίγοις τι περιλαμβάνουσιν αι σχετικαί προς την παρατήρησιν του +βαρομέτρου γνώσεις:</p> + +<p>1. Όταν μετά αρκούντως μακράν διάρκειαν ωραίου καιρού το βαρόμετρον +αρχίζη να ταπεινούται βιαίως και εξακολουθητικώς, θα επέλθη βεβαίως βροχή· +αλλ' εάν ο ωραίος καιρός διήρκεσεν επί μακρόν, ο υδράργυρος δύναται να κατέλθη +δύο ή τρεις ημέρας εις τον βαρομετρικόν σωλήνα πριν ή παρατηρηθή μεταβολή τις +εν τη καταστάσει της ατμοσφαίρας.<br /> + <br /> +Τότε, όσω περισσότερος χρόνος παρέλθη μεταξύ της πτώσεως του υδραργύρου και +της επελεύσεως της βροχής, τόσω μακροτέρα θα είναι η διάρκεια του βροχερού +καιρού. </p> + +<p>2. Εάν εξ εναντίας εν καιρώ βροχερώ διαρκέσαντι επί μακρόν, το βαρόμετρον +αρχίζει να υψούται βραδέως και κανονικώς, βεβαιότατα ο ωραίος καιρός θα +επέλθη και θα διαρκέση τόσω μάλλον όσο μακρότερον διάστημα παρήλθε μεταξύ +της ελεύσεως αυτού και της ενάρξεως της υψώσεως του βαρομέτρου. </p> + +<p>3. Εις τας δύο προηγουμένας περιπτώσεις, εάν η μεταβολή του καιρού επέλθη +αμέσως μετά την κίνησιν της βαρομετρικής στήλης, η μεταβολή ολίγιστον θα +διαρκέση. </p> + +<p>4. Εάν το βαρόμετρον ανέρχηται βραδέως και εξακολουθητικώς επί δύο ή τρεις +ημέρας ή μάλιστα περισσότερον, αναγγέλει ωραίον καιρόν, έστω και αν η βροχή +δεν ήθελε παύσει κατά τας τρεις ημέρας, και τανάπαλιν· αλλ' εάν το βαρόμετρον +ανέρχηται επί δύο ή πλείονας ημέρας διαρκούσης της βροχής, είτα δε, +επανερχομένου του ωραίου καιρού, αρχίση πάλιν να κατέρχηται τότε ο ωραίος +καιρός θα διαρκέση ολίγιστον, και τανάπαλιν.<br /> + <br /> +5. Κατά το έαρ και το φθινόπωρον, βιαία κατάπτωσις του βαρομέτρου προμυνύει +άνεμον. Κατά το θέρος, εάν ο καιρός είναι θερμότατος, προμηνύει θύελλαν. Κατά +τον χειμώνα, μετά παγετόν διαρκέσαντα επί τινα χρόνον, ταχεία ταπείνωσις της +βαρομετρικής στήλης προμηνύει μεταβολήν ανέμου συνοδευομένην υπό +διαλύσεως του πάγου και υπό της βροχής, αλλ' ύψωσις επερχομένη εν παγετώ +διαρκέσαντι επί τινα χρόνον, είναι προγνωστικόν χιόνος.<br /> + <br /> +6. Αι ταχείαι ταλαντεύσεις του βαρομέτρου ουδέποτε πρέπει να εξηγώνται ως +προάγγελοι ξηρού ή βροχερού καιρού διαρκείας τινός. Αι υποδείξεις αύται +δίδονται αποκλειστικώς διά της υψώσεως ή ταπεινώσεως ήτις εκτελείται κατά +τρόπον κανονικόν και άνευ διακοπής. </p> + +<p>7. Περί τα τέλη του φθινοπώρου, εάν μετά παρατεταμένον βροχερόν ή +ανεμώδη καιρόν το βαρόμετρον υψωθή, η ύψωσις αύτη προαναγγέλλει την +μεταβολήν του ανέμου εις βόρειον και προσέγγισιν παγετού. </p> + +<p>Τοιαύτα είναι αι γενικαί συνέπειαι ας δύναταί τις να εξαγάγη εκ των ενδείξεων +του πολυτίμου τούτου οργάνου. </p> + +<p>Τούτο εγίνωσκεν εντελώς ο Δικ Σανδ, τούτο είχε παρατηρήσει εις διαφόρους +περιστάσεις του ναυτικού του βίου, και τούτο καθίστα αυτόν επιτήδειον να +προφυλάσσηται κατά παντός ενδεχομένου να συμβή. </p> + +<p>Ακριβώς λοιπόν την 20 Φεβρουαρίου αι μετακινήσεις της βαρομετρικής στήλης +ήρχισαν να εμβάλλωσιν εις μερίμνας τον νεαρόν δόκιμον, όστις καθ' εκάστην +παρετήρει αυτάς μετά πολλής προσοχής. Πράγματι, το βαρόμετρον ήρχισε να +καταβαίνη βραδέως και συνεχώς, όπερ προεμήνυε βροχήν· αλλ' η βροχή αύτη +εβράδυνε να πέση· και ο Δικ Σανδ συνεπέρανεν ότι ο άθλιος καιρός ήθελε +διαρκέσει. Τούτο και συνέβη.<br /> + <br /> +Αντί της βροχής επήλθεν ο άνεμος, και τωόντι από της στιγμής εκείνης τοσούτον +ηυξήθη, ώστε διήνυεν εξήκοντα πόδας κατά παν δευτερόλεπτον ήτοι τριάκοντα και +έν μίλια την ώραν. </p> + +<p>Εδέησε τότε ο Δικ Σανδ να λάβη προφυλάξεις τινάς, όπως μη κινδυνεύσωσιν οι +ιστοί και τα ιστία του «Πίλγριμ».</p> + +<p>Είχεν ήδη περιστείλει τον σίπαρον, το λαίφος και τον πρόθοον, απεφάσισε δε +να πράξη το αυτό ως προς τον φώσωνα και τον δόλωνα. </p> + +<p>Η τελευταία αύτη εργασία έμελλε να παρουσιάση δυσχερείας τινάς ένεκεν του +μη εισέτι εξησκημένου πληρώματος. Εν τούτοις δεν έπρεπε να διστάσωσι, και +ουδείς εδίστασεν.<br /> + <br /> +Ο Δικ Σανδ, συνοδευόμενος υπό του Βαρθολομαίου και του Αυγουστίνου, ανήλθεν +επί του ακατίου ιστού και κατώρθωσεν, ουχί άνευ δυσκολίας, να περιστείλη τον +φώσωνα. Εάν ο καιρός ήτο ολιγώτερον απειλητικός, θα άφινε τας δύο κεραίας επί +του ιστού αλλά προβλέπων ότι θα ηναγκάζετο πιθανώς να αφοπλίση τον ιστόν και +ίσως μάλιστα να τον αποσπάση εντελώς, αφήρεσε τας δύο κεραίας και τας έρριψεν +επί του καταστρώματος. Είναι ευνόητον ότι όταν ο άνεμος κατασταθή ισχυρότατος, +πρέπει ου μόνον να ελαττωθώσι τα ιστία αλλά και οι ιστοί. Τούτο είναι μεγάλη +ανακούφισις εις το πλοίον, όπερ, ολιγώτερον βεβαρημένον εις τα άνω, δεν +κουράζεται πλέον υπό του σάλου και του προνευστασμού [παρακυλητό και +σκαμπανέβασμα). </p> + +<p>Περαιωθέντος του πρώτου τούτου έργου — όπερ απήτησε δύο ώρας — ο Δικ +Σανδ και οι σύντροφοί του ενησχολήθησαν να περιστείλωσι την επιφάνειαν του +δόλαινος. Το «Πίλγριμ» δεν έφερεν ως τα πλείστα νεώτερα πλοία διπλούν δόλωνα, +όπερ ευκολύνει τον χειρισμόν. Έπρεπε λοιπόν να ενεργήσωσιν ως άλλοτε, δηλαδή +να τρέξωσι διά των αναβαθρών όπως περιστείλωσι το υπό του ανέμου δερόμενον +ιστίον και το δέσωσι στερεώς διά των μικρών σχοινίων. </p> + +<p>Η εργασία ήτο δύσκολος, μακρά και επικίνδυνος, αλλά τέλος ο περισταλείς +δόλων έδωκεν ολιγωτέραν λαβήν εις τον άνεμον, και ο μυοπάρων επαισθητώς +ανεκουφίσθη. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ κατέβη πάλιν μετά του Βαρθολομαίου και του Αυγουστίνου. Το +«Πίλγριμ» ευρέθη τότε υπό τας απαιτουμένας προς πλουν συνθήκας.<br /> + <br /> +Κατά τας τρεις ακολούθους ημέρας, 20, και 21, και 22 Φεβρουαρίου, η δύναμις και +η διεύθυνσις του ανέμου δεν μετεβλήθησαν επαισθητώς. Ουχ ήττον ο υδράργυρος +εξηκολούθει να καταβαίνη εν τω βαρομετρικώ σωλήνι, και κατά την τελευταίαν +ταύτην ημέραν ο δόκιμος εσημείωσεν ότι κατ' εξακολούθησιν έμενε κάτω των +εικοσιοκτώ δακτύλων και 7]10 [728 χιλιομέτρων).<br /> + <br /> +Ουδεμία ένδειξις άλλως τε ότι το βαρόμετρον ήθελεν ανέλθει, πριν παρέλθη +χρόνος τις. Η θέα του ουρανού ήτο κακή και υπερβολικώς ανεμώδης. Πλην δε +τούτου, πυκναί ομίχλαι εκάλυπτον αυτόν διαρκώς. Το στρώμα αυτών μάλιστα τόσω +ήτο βαθύ, ώστε δεν εφαίνετο πλέον ο ήλιος και θα ήτο δύσκολον να ορίση τις το +μέρος της ανατολής και της δύσεως αυτού.<br /> + <br /> +Ο Δικ Σανδ ήρχισε ν' ανησυχή. Δεν ανεχώρει από του καταστρώματος, και μόλις +εκοιμάτο. Εν τούτοις, η ηθική δύναμις τω επέτρεπε να απωθή τας αγωνίας του εις +τους μυχούς της καρδίας του. </p> + +<p>Την επιούσαν, 23 Φεβρουαρίου, ο άνεμος εφάνη ολίγον πραϋνθείς κατά την +πρωίαν, αλλ' ο Δικ Σανδ δεν ησύχασε. Και είχε δίκαιον, διότι μετά μεσημβρίαν ο +άνεμος εγένετο σφοδρός και η θάλασσα μάλλον αγρία. </p> + +<p>Περί την τετάρτην ώραν ο Νεγορός, όστις ενεφανίζετο σπανίως, αφήκε την +θέσιν του και ανέβη επί του σκοπιωρού της πρώρας. Ο Δίγγος εκοιμάτο είς τινα +γωνίαν βεβαίως, καθότι δεν υλάκτησε κατά το σύνηθες. </p> + +<p>Ο Νεγορός, πάντοτε σιωπηλός, έμεινεν επί ημισείαν ώραν παρατηρών τον +ορίζοντα.<br /> + <br /> +Μεγάλα κύματα διεδέχοντο άλληλα, χωρίς έτι να συγκρούωνται. Εν τούτοις ήσαν +υψηλότερα παρ' όσον η δύναμις του ανέμου επέτρεπε τούτο. Εκ τούτου ώφειλον +να συμπεράνωσιν ότι μεγάλη κακοκαιρία επεκράτει προς δυσμάς, εις πλησιεστάτην +ίσως απόστασιν, και ότι δεν θα εβράδυνε να έλθη και εις τα μέρη εκείνα. </p> + +<p>Ο Νεγορός παρετήρησε την ευρείαν εκείνην έκτασιν της θαλάσσης, ήτις +τοσούτω βαθέως συνεταράσσετο περί το «Πίλγριμ». Είτα οι οφθαλμοί του, πάντοτε +ψυχροί και ξηροί, εστράφησαν προς τον ουρανόν.<br /> + <br /> +Η θέα αυτού ήτο ανησυχητική. Οι ατμοί μετετοπίζοντο μετά διαφόρου ταχύτητος. +Τα νέφη της ανωτέρας ζώνης έτρεχον ταχύτερον ή τα νέφη των χαμηλών +στρωμάτων της ατμοσφαίρας. Έδει λοιπόν να προΐδωσι την λίαν προσεχή +περίπτωσιν, καθ' ήν αι βαρείαι εκείναι μάζαι θα εχαμήλουν και θα μετεβάλλοντο +εις τρικυμίαν ίσως εις λαίλαπα.<br /> + <br /> +Είτε διότι ο Νεγορός ήτο ανήρ άφοβος, είτε διότι δεν εννόησε τας απειλάς του +καιρού, δεν εφάνη αισθανθείς εντύπωσίν τινα. Εν τούτοις μοχθηρόν τι μειδίαμα +εφάνη επί των χειλέων του. Ηδύνατό τις δε να είπη ότι η κατάστασις εκείνη των +πραγμάτων μάλλον ηυχαρίστησεν ή δυσηρέστησεν αυτόν. Ανέβη επί του πλαγίου +ιστού της πρώρας, ίνα εκτείνη την δράσιν του μακρότερον, ωσεί εζήτει σημείον τι +εις τον ορίζοντα. Είτα, κατέβη πάλιν και ησύχως, χωρίς να προσφέρη λέξιν, χωρίς +να ποιήση χειρονομίαν, επέστρεψεν εις την θέσιν του. </p> + +<p>Εν τούτοις, εν μέσω όλων των φοβερών εκείνων εικασιών, υπήρχεν αίσιόν τι, +όπερ οι εν τω πλοίω ώφειλον να λάβωσιν υπ' όψιν· ήτο δε τούτο ότι ο άνεμος +εκείνος, όσον βίαιος και αν ήτο ή ηδύνατο να γίνη, ήτο ούριος και το «Πίλγριμ» θα +έφθανε ταχέως εις την αμερικανικήν παραλίαν. Εάν μάλιστα ο καιρός δεν +μεταβάλλετο εις τρικυμίαν, ο πλους εκείνος θα εξηκολούθει γινόμενος άνευ +μεγάλου κινδύνου, οι αληθείς δε κίνδυνοι θα παρουσιάζοντο μόνον εάν προέκειτο +να προσορμισθώσιν εις δυσόριστόν τι σημείον της παραλίας.<br /> + <br /> +Τούτο λοιπόν απησχόλει τον Δικ Σανδ. Εάν ανεκάλυπτε ξηράν, πώς ήθελε διευθύνει +το πλοίον άνευ πλοηγού τινος, ή οδηγού εμπείρου των παραλίων; Εν ή δε +περιπτώσει η κακοκαιρία τον ηνάγκαζε να ζητήση λιμένα τινά καταφυγής, τι θα +έπραττεν, αφού τα μέρη εκείνα ήσαν εντελώς άγνωστα εις αυτόν;</p> + +<p>Βεβαίως δεν υπήρχεν ακόμη ανάγκη να σκεφθή επί του ενδεχομένου τούτου. +</p> + +<p>Εν τούτοις, όταν θα ήρχετο η ώρα εκείνη, έπρεπε να λάβη απόφασίν τινα. +Λοιπόν ο Δικ Σανδ θα την ελάμβανε. </p> + +<p>Κατά τας δεκατρείς ημέρας αίτινες παρήλθον από της 24 Φεβρουαρίου, η +κατάστασις της ατμοσφαίρας δεν μετεβλήθη επαισθητώς.<br /> + <br /> +Ο ουρανός ήτο πάντοτε βεβαρυμένος υπό πυκνής ομίχλης. </p> + +<p>Επί τινας ώρας ο άνεμος ηλαττούτο, αλλ' έπειτα έπνεε μετά της αυτής +δυνάμεως. </p> + +<p>Δις ή τρεις το βαρόμετρον ανήλθεν, αλλ' η ταλάντευσις αυτού, +περιλαμβάνουσα δωδεκάδα γραμμών, ήτο πολύ απότομος ώστε να αναγγείλη +μεταβολήν καιρού και επάνοδον ησυχωτέρων ανέμων.<br /> + <br /> +Άλλως τε η βαρομετρική στήλη σχεδόν αμέσως κατήρχετο πάλιν και ουδεμία +υπήρχεν ελπίς ταχείας απαλλαγής από του κακού εκείνου καιρού.<br /> + <br /> +Μεγάλαι ταραχαί εξεδηλώθησαν ωσαύτως αίτινες σπουδαίως ανησύχησαν τον Δικ +Σανδ. Δις ή τρις ο κεραυνός προσέβαλε τα κύματα εις απόστασιν ολίγων μέτρων +από του πλοίου. </p> + +<p>Είτα η βροχή έπεσε κατά χειμάρρους και εγένοντο δίναι ατμών +ημισυμπεπυκνωμένων, αίτινες περιέβαλον το «Πίλγριμ» διά πυκνής ομίχλης.<br /> + <br /> +Επί ώρας ολοκλήρους ο σκοπός ουδέν ηδύνατο να διακρίνη και έπλεον εις τα +τυφλά. </p> + +<p>Αν το πλοίον εκλυδωνίζετο, ευτυχώς η κυρία Βέλδων υπέμενε τον σάλον +εκείνον χωρίς να ενοχληθή. Αλλά το μικρόν της τέκνον υπέφερε πολύ και ήτο +ηναγκασμένη να τω παρέχη πάσαν περιποίησιν. </p> + +<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν ήτο πλειότερον ασθενής των αμερικανικών +σιλφών, αίτινες απετέλουν την μόνην συναναστροφήν του, και διήρχετο τον καιρόν +του σπουδάζων, ως εάν εκάθητο ησύχως εις το εν Αγίω Φραγκίσκω σπουδαστήριόν +του. </p> + +<p>Ευτυχώς επίσης ο Τωμ και οι εταίροι αυτού δεν έπαθον ναυτίαν, και +εξηκολούθησαν βοηθούντες τον νεαρόν δόκιμον, ειθισμένον εις όλας ταύτας τας +ατάκτους κινήσεις πλοίου κλυδωνιζομένου. </p> + +<p>Το «Πίλγριμ» έπλεε ταχέως μετά των ολίγων ιστίων και ήδη ο Δικ Σανδ +προέβλεπεν ότι θα ήτο ανάγκη να τα ελαττώση έτι μάλλον.<br /> + <br /> +Αλλ' ήθελε να διατηρή αυτήν την κατάστασιν, εν όσω ήτο δυνατόν να πράττη τούτο +ακινδύνως. </p> + +<p>Κατά τους υπολογισμούς του η ξηρά δεν έπρεπε να είναι μακράν. </p> + +<p>Επηγρύπνουν λοιπόν μετά προσοχής. Εν τούτοις ο δόκιμος δεν ηδύνατο να έχη +εμπιστοσύνην εις τους οφθαλμούς των συντρόφων του προς ανακάλυψιν των +πρώτων ενδείξεων της ξηράς.<br /> + <br /> +Τωόντι όσον καλήν δράσιν και αν έχη εκείνος όστις δεν είναι συνηθισμένος εις την +εξέτασιν του ορίζοντος της θαλάσσης, αδυνατεί να εξιχνιάση τας πρώτας περιοχάς +παραλίας τινός, προ πάντων εν μέσω ομίχλης. Ώφειλε λοιπόν ο Δικ Σανδ να +επαγρυπνή αυτός ο ίδιος, και πολλάκις ανέβαινεν επί των διζύγων διά να ίδη +καλλίτερον. </p> + +<p>Αλλ' ουδέν εισέτι σημείον αμερικανικής γης εφαίνετο. </p> + +<p>Τούτο τον εξέπληττε, και η κυρία Βέλδων, έκ τινων λέξεων, αίτινες του +διέφυγον, εννόησε την έκπληξίν του ταύτην. </p> + +<p>Ήτο η 9 Μαρτίου. Ο δόκιμος ίστατο εις την πρώραν, άλλοτε μεν εξετάζων την +θάλασσαν και τον ουρανόν, άλλοτε δε παρατηρών τα ιστία του «Πίλγριμ» τα οποία +ήρχισαν να κάμπτωνται υπό την δύναμιν του ανέμου. </p> + +<p> — Ακόμη δεν βλέπεις τίποτε, Δικ; τον ηρώτησεν η κυρία Βέλδων καθ' ήν +στιγμήν άφηνε το τηλεσκόπιον. </p> + +<p> — Τίποτε, κυρία Βέλδων, τίποτε, απεκρίθη ο δόκιμος, και εν τούτοις ο +ορίζων φαίνεται αιθριούμενος ολίγον υπό τον βίαιον τούτον άνεμον όστις τείνει να +γίνη βιαιότερος.<br /> + <br /> + — Και κατά την ιδέαν σου, Δικ, η αμερικανική ακτή δεν πρέπει τώρα να +είναι μακράν;</p> + +<p> — Δεν ειμπορεί να είναι, κυρία Βέλδων, και εάν πράγματι με εκπλήττει, +τούτο είναι πώς δεν ηδυνήθην εισέτι να την διακρίνω.<br /> + <br /> + — Εν τούτοις, επανέλαβεν η κυρία Βέλδων, το πλοίον έπλεε ταχέως. </p> + +<p> — Πάντοτε, αφότου ο άνεμος έπνεε βορειοδυτικός, απεκρίθη ο Δικ +Σανδ, ήτοι από της ημέρας καθ' ήν απωλέσαμεν τον δυστυχή ημών πλοίαρχον και +το πλήρωμα αυτού. Ήτο η 10 Φεβρουαρίου. Σήμερον έχομεν 9 Μαρτίου. Παρήλθον +λοιπόν είκοσι και επτά ημέραι. </p> + +<p> — Αλλά κατ' εκείνην την εποχήν πόσον απείχομεν της ακτής; ηρώτησεν +η κυρία Βέλδων. </p> + +<p> — Τέσσαρας χιλιάδας και πεντακόσια μίλια περίπου, κυρία Βέλδων. +Υπάρχωσι πράγματα περί ων έχω πολλάς αμφιβολίας, περί του αριθμού όμως +τούτου δύναμαι να εγγυηθώ με την διαφοράν είκοσι μιλίων περισσότερον ή +ολιγώτερον. </p> + +<p> — Και ποία ήτον η ταχύτης του πλοίου;</p> + +<p> — Κατά μέσον όρον εκατόν ογδοήκοντα μίλια καθ' ημέραν, αφότου +εδυνάμωσεν ο άνεμος, απήντησεν ο δόκιμος. Διά τούτο εκπλήττομαι πώς δεν +εφθάσαμεν ακόμη απέναντι ξηράς. Ό,τι δε μοι φαίνεται περισσότερον έκτακτον, +είναι ότι δεν συναντώμεν μήτε έν εξ εκείνων των πλοίων τα οποία διαπλέουσι +συνεχώς τα μέρη ταύτα. </p> + +<p> — Μήπως ηπατήθης, Δικ, εις τον υπολογισμόν της ταχύτητος του +«Πίλγριμ»; επανέλαβεν η κυρία Βέλδων. </p> + +<p> — Όχι, κυρία Βέλδων. Ως προς τούτο δεν ήτο δυνατόν να απατηθώ. Το +δρομόμετρον ερρίπτετο κατά πάσαν ημίσειαν ώραν και εσημείου ακριβώς τας +ενδείξεις αυτού. — Ιδού, θα το ρίψω πάλιν, και θα ιδήτε ότι διατρέχομεν κατ' +αυτήν την στιγμήν δέκα μίλια την ώραν, ήτοι πλέον των διακοσίων μιλίων την +ημέραν.<br /> + <br /> +Ο Δικ Σανδ εκάλεσε τον Τωμ και τον διέταξε να ρίψη το δρομόμετρον, — εργασία +εις ην ο γέρων μαύρος ήτο τώρα εντριβέστατος.<br /> + <br /> +Το δρομόμετρον στερεώς δεδεμένον εις το άκρον σχοινίου εκομίσθη και ερρίφθη +εις την θάλασσαν.<br /> + <br /> +Εικοσιπέντε μόλις οργυιαί εξετυλίχθησαν, ότε το σχοινίον εχαλαρώθη αίφνης +μεταξύ των χειρών του Τωμ. </p> + +<p> — Α! κύριε Δικ, έκραξεν ούτος. </p> + +<p> — Τι είναι, Τωμ;</p> + +<p> — Το σχοινίον εκόπη!</p> + +<p> — Εκόπη! εφώνησεν ο Δικ Σανδ. Και το δρομόμετρον εχάθη!</p> + +<p>Ο γέρων Τωμ έδειξε το άκρον του σχοινίου όπερ έμεινεν εις τας χείρας του.<br +/> + <br /> +Ήτο αληθέστατον. Το σχοινίον δεν ελύθη, αλλ' εκόπη εις το μέσον. Και εν τούτοις το +σχοινίον εκείνο ήτο στερεόν. Κατ' ανάγκην λοιπόν έπρεπε να υποθέση τις ότι είχε +φθαρή εκ της πολλής χρήσεως εις ην θέσιν εκόπη. Και πράγματι, τούτο ηδύνατο να +πιστεύση ο Δικ Σανδ, όταν έλαβεν εις χείρας του την άκραν του σχοινίου. Αλλ' άρα +γε εκ της χρήσεως εφθάρη; τούτο ηρώτα καθ' εαυτόν ο δόκιμος δυσπιστών.<br /> + <br /> +Όπως δήποτε το δρομόμετρον απώλετο, και ο Δικ Σανδ ουδέν είχεν πλέον μέσον +προς ακριβή εκτίμησιν της ταχύτητος του πλοίου του. Ως μόνον όργανον λοιπόν +είχεν εις το εξής μίαν πυξίδα, αγνοών ότι και ταύτης οι ενδείξεις ήσαν ψευδείς.<br +/> + <br /> +Η κυρία Βέλδων τον είδε τόσω λυπηθέντα εκ του συμβάντος εκείνου, ώστε δεν +ηθέλησε να τον εξετάση περισσότερον, και μετά συγκεκινημένης καρδίας +επανήλθεν εις τον κοιτωνίσκον της. </p> + +<p>Αλλ' εάν η ταχύτης του «Πίλγριμ» και επομένως το διανυθέν διάστημα δεν +ηδύνατο πλέον να εκτιμηθώσιν, εύκολον όμως ήτο να παρατηρήσωσιν ότι η +σχηματιζομένη αύλαξ δεν ηλαττούτο.<br /> + <br /> +Και πράγματι την επιούσαν 10 Μαρτίου το βαρόμετρον κατήλθεν είκοσι οκτώ +δακτύλους και δύο δέκατα [716 χιλιόμετρα). Τούτο ανήγγελεν άνεμον ταχύτητος +εξήκοντα μιλίων καθ' ώραν. </p> + +<p>Ήτο επάναγκες να ελαττώσωσιν έτι μάλλον τα ιστία, ίνα μη διακινδυνεύση η +ασφάλεια του πλοίου.<br /> + <br /> +Ο Δικ Σανδ απεφάσισε να καταβιβάση το επιστηλίδιον, και το λαίφος και να +περιστείλη τα κατώτερα ιστία, ίνα πλέη μόνον μετά του μικρού αρτέμονος και του +περιεσταλμένου δόλωνος.<br /> + <br /> +Εκάλεσε τον Τωμ και τους συντρόφους του όπερ δυστυχώς δεν ηδύνατο να +εκτελεσθή ταχέως. </p> + +<p>Και εν τούτοις, ο καιρός επείγε, η τρικυμία εμαίνετο ήδη σφοδρότατα.<br /> + <br /> +Ο Δικ Σαδ, ο Αυγουστίνος ο Ακτέων και ο Βαρθολομαίος ανήλθον επί των ιστών, +ενώ ο Τωμ έμενεν εις το πηδάλιον, και ο Ηρακλής επί του καταστρώματος, έτοιμος +να χαλαρώση τας υπέρας εις πρώτην διαταγήν.<br /> + <br /> +Μετ' απείρους προσπαθείας κατεβίβασαν τον ιστόν του λαίφους και το +επιστηλίδιον, καίτοι οι γενναίοι εκείνοι άνδρες εκατοντάκις εκινδύνευσαν να +πέσωσιν εις την θάλασσαν, τόσον ο σάλος έσειε τους ιστούς. Είτα δε ελαττωθέντος +του δόλωνος και συσταλέντος του ακατίου ο μυοπάρων δεν έφερε πλέον ειμή τον +μικρόν αρτέμονα και τον σμικρυθέντα δόλωνα.<br /> + <br /> +Ει και ο αριθμός των ιστίων ηλαττώθη κατά πολύ, εν τούτοις το «Πίλγριμ» +εξηκολούθησε να πλέη μεθ' υπερβολικής ταχύτητος. </p> + +<p>Την 12 ο καιρός ετράπη επί τα χείρω. Την ημέραν εκείνην από της πρωίας ο Δικ +Σανδ είδε μετά τρόμου ότι το βαρόμετρον κατήλθεν εις εικοσιεπτά δακτύλους και +εννέα δέκατα [709 χιλιόμετρα).</p> + +<p>Αληθής τρικυμία εξερρήγνυτο, και τοιαύτη ώστε το «Πίλγριμ» δεν ηδύνατο να +βαστάζη ουδέ τα ολίγα ιστία, τα οποία είχεν αναπετασμένα. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ, βλέπων ότι ο δόλων εκιδύνευε να σχισθή, διέταξε να τον +περισφίξωσιν. </p> + +<p>Αλλ' εις μάτην. Βιαία ριπή ανέμου επέπεσε κατά την στιγμήν εκείνην επί του +πλοίου και απέσπασε το ιστίον. Ο Αυγουστίνος, ευρισκόμενος επί της κεραίας του +μικρού δόλωνος, προσεβλήθη υπό του ποδός της δεξιάς. Πληγωθείς δε ελαφρώς +ηδυνήθη να καταβή πάλιν επί του καταστρώματος. </p> + +<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/89.jpg" width="304" +height="400" +alt="Βιαία ριπή ανέμου επέπεσε κατά την στιγμήν εκείνην" border="2" /><br +/></p> + +<p>Ο Δικ Σανδ, εις άκρον ανήσυχος, μίαν είχε πλέον σκέψιν ότι το πλοίον, +ωθούμενον μετά τοιαύτης μανίας, εκινδύνευε να συντριβή από στιγμής εις +στιγμήν, καθότι, κατά τους υπολογισμούς του, οι σκόπελοι δεν θα ήσαν μακράν. +Μετέβη λοιπόν εις την πρώραν, αλλ' ουδέν είδεν ομοιάζον προς ξηράν και +επανήλθεν εις το πηδάλιον. </p> + +<p>Μετ' ολίγας στιγμάς ο Νεγορός ανέβη εις το κατάστρωμα. Εκεί αίφνης, ωσεί +ακουσίως, ο βραχίων του ετάθη προς σημειόν τι του ορίζοντος. Ήθελέ τις υποθέσει +ότι διέκρινε ξηράν τινα εν τω μέσω της ομίχλης. </p> + +<p>Και πάλιν εμειδίασε μοχθηρώς, και χωρίς να είπη τι είδεν, επανήλθεν εις την +θέσιν του. </p> + + + +<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'. </h3> + +<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΡΙΖΟΝΤΑ</b></p> + +<p> +<br /> +Κατ' εκείνην την ημέραν η τρικυμία έλαβε την μάλλον τρομεράν αυτής μορφήν, +ήτις λαίλαψ. Ο άνεμος έπνευσε νοτιοδυτικός μετά ταχύτητος ενενήκοντα μιλίων +καθ' ώραν. </p> + +<p>Τωόντι ήτο λαίλαψ, είς των τρομερών εκείνων ανέμων, οίτινες ρίπτουσιν επί +της παραλίας όλα τα προσωρμισμένα πλοία, και κατά των οποίων και αύται αι εν +τη ξηρά στερεαί οικοδομαί δεν δύνανται να ανθέξωσι. Τοιαύτη ήτο εκείνη, ήτις τη +23 Ιουλίου 1825 κατέστρεψε την Γουαδελούπην. </p> + +<p>Εάν βαρέα πυροβόλα ανηρπάγησαν από των υποστατών των, φαντασθήτε τι θα +εγίνετο πλοίον μη έχων άλλο στήριγμα ειμή θάλασσαν τεταραγμένην!</p> + +<p>Και εν τούτοις εις την ευκινησίαν του μόνην δύναται να εύρη την σωτηρίαν του, +ενδίδει εις τας ωθήσεις του ανέμου και εάν είναι στερεώς κατασκευασμένον, +δύναται να αψηφήση και τας βιαιοτέρας προσβολάς της θαλάσσης. Τοιούτο ήτο το +«Πίλγριμ». </p> + +<p>Ολίγας στιγμάς μετά την διάρρηξιν του δόλωνος, η αρτεμονίς ανηρπάγη και +αυτή. Τότε ο Δικ Σανδ απεφάσισε να παραιτηθή και αυτής της προτονίδος +[σταντέρα), μικρού ιστίου εκ χονδρού πανίου, όπερ θα ηδύνατο να καταστήση το +πλοίον μάλλον ευκυβέρνητον.</p> + +<p>Έπλεε λοιπόν το «Πίλγριμ» άνευ ιστίων, αλλ' ο άνεμος τοσούτον ισχυρώς +προσέβαλλε το σκάφος, τους ιστούς τον εξαρτισμόν, ώστε τω έδιδε ταχύτητα +καταπληκτικήν. Ενίοτε μάλιστα εφαίνετο ανυψούμενον υπέρ τα κύματα και +ηδύνατό τις να πιστεύση ότι μόλις τα επέψαυεν. </p> + +<p>Υπό τας συνθήκας ταύτας, ο σάλος του πλοίου δερομένου υπό των τεραστίων +κυμάτων τα οποία ανήγειρεν η τρικυμία, ήτο φοβερός. </p> + +<p>Υπήρχε φόβος μήπως κτυπηθή εκ των όπισθεν έκ τινος τερατώδους κύματος. +Τα θαλάσσια εκείνα όρη έτρεχον ταχύτερον του μυωπάρωνος και ηπείλουν να τον +πλήξωσιν εις την πρύμνην, εάν δεν ανυψούτο αρκετά ταχέως.</p> + +<p>Ούτος είναι ο μέγιστος κίνδυνος εις παν πλοίον φεύγον προ της τρικυμίας. </p> + +<p>Αλλά τι έπρεπε να γίνη, όπως προληφθή ο κίνδυνος ούτος; Δεν ηδύναντο να +δώσωσιν εις το «Πίλγριμ» ταχύτητα μεγαλυτέραν, καθότι τότε ουδέ τεμάχιον ιστίου +ήθελεν εναπομείνει. Έπρεπε λοιπόν να κρατώσιν όσω το δυνατόν διά μόνου του +πηδαλίου, του οποίου η ενέργεια πολλάκις ήτο ανίσχυρος. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ δεν άφινε πλέον το οιακοστρόφιον. Προσεδέθη μάλιστα από της +οσφύος, ίνα μη τον αναρπάση κύμα τι βίαιον. </p> + +<p> +Ο Τωμ και ο Βαρθολομαίος, δεδεμένοι επίσης, ήσαν έτοιμοι να τον βοηθήσωσι. Ο +Ηρακλής και ο Ακτέων κρατούμενοι στερεώς εκ των ορθοστατών, εφρούρουν εις +την πρώραν. </p> + +<p>Η δε κυρία Βέλδων, ο μικρός Ζακ, ο εξάδελφος Βενέδικτος και η Ναν κατά +διαταγήν του δοκίμου, έμενον εις τους κοιτωνίσκους της πρύμνης. Η κυρία Βέλδων +θα επροτίμα να μείνη εις το κατάστρωμα, αλλ' ο Δικ Σανδ αντέτεινεν εις τούτο +οριστικώς, καθότι τοιουτοτρόπως θα εξετίθετο εις κίνδυνον άνευ τινός ανάγκης. +</p> + +<p>Πάντες οι κάθεκται είχον κλεισθή αραρότως. Ήλπιζον ότι ήθελον ανθέξει καθ' +ήν περίπτωσιν φοβερόν τι θαλάσσιον κύμα θα εισέπιπτεν επί του καταστρώματος. +Εάν κατά δυστυχίαν ενέδιδον υπό το βάρος του θαλασσίου όγγου, το πλοίον +επλημμυρείτο και θα εβυθίζετο. </p> + +<p>Ευτυχώς επίσης, το φορτίον ήτο καλώς διηυθετημένον, ούτως ώστε μεθ' όλην +την κλίσιν του μυοπάρωνος, τα βυτία δεν μετεκινούντο. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ ηλάττωσεν ωσαύτως τας ώρας του ύπνου του. Η κυρία Βέλδων +εφοβήθη μήπως ασθενήση, κατώρθωσε δε να τον πείση ότι έπρεπε ν' αναπαύηται +περισσότερον. </p> + +<p>Ενώ όμως αναπαύετο την νύκτα της 13 προς την 14 Μαρτίου συνέβη πάλιν νέον +γεγονός. </p> + +<p>Ο Τωμ και ο Βαρθολομαίος ευρίσκοντο εις την πρύμνην, οπόταν ο Νεγορός, +όστις σπανίως ενεφανίζετο εις το μέρος εκείνο του καταστρώματος, επλησίασε και +εφάνη μάλιστα θέλων να συνδέση συνομιλίαν μετ' αυτών· αλλ' ο Τωμ και ο υιός +του δεν τω απεκρίθησαν. </p> + +<p>Αίφνης, είς τινα βιαίαν κυλίνδησιν, ο Νεγορός έπεσε, και θα ερρίπτετο βεβαίως +εις την θάλασσαν, εάν δεν εκρατείτο εκ της πυξιδοθήκης. </p> + +<p>Ο Τωμ εξέφερε κραυγήν, φοβηθείς μήπως εθραύσθη η πυξίς. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ, εν στιγμή αϋπνίας ήκουσε την κραυγήν, και ορμήσας έξω της +θέσεώς του έδραμεν εις την πρύμνην.<br /> + <br /> +Ο Νεγορός είχεν ήδη εγερθή αλλ' εκράττει εις την χείρα του το τεμάχιον του +σιδήρου, όπερ αφήρεσε κάτωθεν του κυτίου και το έκρυψε πριν ή το ιδή ο Δικ +Σανδ. </p> + +<p>Είχεν άρα γε συμφέρον ο Νεγορός να επαναλάβη η βελόνη την αληθή αυτής +διεύθυνσιν; Ναι, καθότι οι νοτιοδυτικοί άνεμοι τον εβοήθουν τότε. </p> + +<p> — Τι είναι; ηρώτησεν ο δόκιμος. </p> + +<p> — Αυτός ο κατηραμένος μάγειρος έπεσεν επί της πυξίδος, απεκρίθη ο +Τωμ. </p> + +<p>Εις τας λέξεις ταύτας ο Δικ Σανδ, ανησυχήσας τα μέγιστα, έκυψεν επί του +κυτίου. Τα πάντα ήσαν εν καλή καταστάσει, ο δε διαβήτης, φωτιζόμενος υπό των +φανών, ανεπαύετο πάντοτε επί των δύο συγκεντρικών αυτού κύκλων. </p> + +<p>Η καρδία του νεαρού δοκίμου ησύχασεν. Η θραύσις της μόνης πυξίδος του +πλοίου θα ήτο δυστύχημα ανεπανόρθωτον. </p> + +<p>Αλλ' ό,τι ο Δικ Σανδ δεν είδεν, ήτο ότι, μετά την αφαίρεσιν του σίδηρου +τεμαχίου, η βελόνη επανέλαβε την τακτικήν θέσιν της και εδείκνυεν ακριβώς τον +μαγνητικόν βορράν, εκείνον όστις έπρεπε να είναι υπό τον μεσημβρινόν εκείνον. +</p> + +<p>Εν τούτοις, εάν δεν ηδύνατο να καταστήση τον Νεγορόν υπεύθυνον διά την +πτώσιν, ήτις εφαίνετο ακουσία, ο Δικ Σανδ είχε δίκαιον να εκπλαγή πώς τον εύρεν +εν τη ώρα ταύτη εις την πρύμνην του πλοίου. </p> + +<p> — Τι κάμνετε εδώ; τον ηρώτησεν. </p> + +<p> — Ό,τι θέλω, απεκρίθη ο Νεγορός. </p> + +<p> — Τι είπατε! . . . ανέκραξεν ο Δικ Σανδ αδυνατών αν καταστείλη κίνημα +οργής. </p> + +<p> — Λέγω, απεκρίθη ο μάγειρος, ότι δεν υπάρχη κανονισμός απαγορεύων +να περιφέρεται τις εις την πρύμνην. </p> + +<p> — Λοιπόν, τον κανονισμόν τούτον τον κάμνω εγώ, είπεν ο Δικ Σανδ, και +σας απαγορεύω να έρχεσθε εις την πρύμνην.<br /> + <br /> + — Αλήθεια! απεκρίθη ο Νεγορός. </p> + +<p>Ο άνθρωπος εκείνος, τοσούτω κύριος εαυτού, έκαμε τότε απειλητικόν κίνημα. +</p> + +<p>Ο δόκιμος εξήγαγε του θυλακίου του περίστροφον και το διηύθυνε προς τον +μάγειρον.<br /> + <br /> + — Νεγορέ, είπε, μάθετε ότι το περίστροφον τούτο είναι πάντοτε επάνω μου +και εις πρώτον κίνημα απειθείας σας συντρίβω την κεφαλήν.</p> + +<p>Την αυτήν στιγμήν ο Νεγορός ησθάνθη εαυτόν βιαίως κύπτοντα επί του +καταστρώματος. </p> + +<p>Ήτο ο Ηρακλής όστις απλώς επέθεσε την χείρα επί του ώμου του. </p> + +<p> — Πλοίαρχε Σανδ, είπεν ο γίγας, θέλετε να ρίψω αυτόν τον αχρείον εις +την Θάλασσαν; Θα είναι άριστον φαγητόν εις τα οψάρια, τα οποία τρώγουν τα +πάντα.<br /> + <br /> + — Όχι ακόμη, απήντησεν ο Δικ Σανδ. </p> + +<p>Ευθύς ως η χειρ του μαύρου έπαυε πλέον να τον πιέζη, ο Νεγορός ανηγέρθη. +Αλλά διερχόμενος προ του Ηρακλέους.<br /> + <br /> + — Κατηραμένε μαύρε, εψιθύρισε, θα με το πλήρωσης!</p> + +<p>Εν τούτοις ο άνεμος μετεβλήθη, ή τουλάχιστον εφαίνετο ότι υπερπήδησε +τεσσαράκοντα και πέντε βαθμούς. Και εν τούτοις, παράδοξον πράγμα, όπερ +εξέπληξε τον δόκιμον, ουδόλως η κατάστασις της θαλάσσης εμαρτύρει την +μεταβολήν ταύτην. Το πλοίον είχε πάντοτε την αυτήν διεύθυνσιν, αλλ' ο άνεμος και +τα κύματα αντί να το ωθώσιν απ' ευθείας εκ των όπισθεν, έπληττον τότε αυτό εκ +της αριστεράς πλευράς, — κατάστασις αρκετά επικίνδυνος, εκθέτουσα το πλοίον +εις προσβολάς εκ του ασθενούς μέρους. Τούτου ένεκα ο Δικ Σανδ ηναγκάσθη να +στρέψη ολίγον την διεύθυνσιν του πλοίου.<br /> + <br /> +Αφ' ετέρου η προσοχή του διηγέρθη πλειότερον ή άλλοτε. Εσκέπτετο μήπως +υπήρχε συνάφειά τις μεταξύ της πτώσεως του Νεγορού και της θραύσεως της +πρώτης πυξίδος. Τι ήλθε να πράξη εκεί ο μάγειρος; Μήπως είχε συμφέρον τι οίον +δήποτε να καταστή άχρηστος και η δευτέρα πυξίς; Ποίον ήτο άρα γε το συμφέρον +τούτο; Τούτο ουδαμώς ηδύνατο να εξηγήση. Ο Νεγορός δεν επεθύμει, ως +επεθύμουν όλοι, να πλησιάση όσω το δυνατόν ταχύτερον την αμερικανικήν +ακτήν;</p> + +<p>Όταν ο Δικ Σανδ ωμίλησε περί του συμβάντος εκείνου εις την κυρίαν Βέλδων, +αύτη, καίτοι στηρίζουσα κατά τι την δυσπιστίαν του, δεν ηδυνήθη να μαντεύση την +εύλογον αιτίαν, ην θα είχεν ο μάγειρος προς διάπραξιν του μελετημένου εκείνου +κακουργήματος. </p> +-1- +<p>Εν τούτοις διά παν ενδεχόμενον, ο Νεγορός ετέθη υπό αυστηράν επιτήρησιν. +Αλλ' ούτος συνεμορφώθη προς τας διαταγάς του δοκίμου και δεν ετόλμησε πλέον +να έλθη εις την πρύμνην του πλοίου, όπου η υπηρεσία του ουδέποτε τον εκάλει. +Άλλως τε δε ο Δίγγος είχεν εγκατασταθή εκεί διαρκώς, και ο μάγειρος απέφευγε να +τον πλησιάση.<br /> + <br /> +Καθ' όλην την εβδομάδα, η τρικυμία δεν ηλαττώθη. Το βαρόμετρον εταπεινώθη +περισσότερον. Από της 14 μέχρι της 26 Μαρτίου υπήρξεν αδύνατον να +επωφεληθώσι νηνεμίας τινός, όπως αναπετάσωσιν ολίγα ιστία. Το «Πίλγριμ» +έφευγε προς το βορειανατολικόν μετά ταχύτητος ουχί κατωτέρας των διακοσίων +μιλίων εις είκοσι και τεσσάρας ώρας, και εισέτι γη δεν εφαίνετο! Εν τούτοις η γη +εκείνη ήτο η Αμερική, ήτις είναι ερριμένη ως άπειρον διάφραγμα μεταξύ του +Ατλαντικού και του Ειρηνικού, επί μήκους μείζονος των εκατόν είκοσι μοιρών.<br +/> + <br /> +Ο Δικ Σανδ εσκέφθη μήπως δεν είχε πλέον την αίσθησιν του αληθούς, μήπως από +τοσούτων ημερών εν αγνοία του διέτρεχε προς λελανθασμένην διεύθυνσιν. Όχι, +δεν ηδύνατο να απατηθή εις τοιούτον βαθμόν. Ο ήλιος, ει και δεν εφαίνετο εν τω +μέσω της ομίχλης, ανέτελλε πάντοτε ενώπιόν του και έδυεν όπισθέν του. Αλλά τότε +πώς εξηφανίσθη η γη εκείνη; Η Αμερική εκείνη, εις την οποίαν θα εξώκειλεν ίσως +το πλοίον του, πού ήτο εάν δεν ήτο εκεί; Είτε εις την νότιον είτε εις την βόρειον +ήπειρον — καθότι τα πάντα ήσαν δυνατά εν μέσω του χάους εκείνου — το +«Πίλγριμ» ώφειλε να πλησιάση. Τι συμβαίνη λοιπόν από της ενάρξεως της φοβεράς +εκείνης τρικυμίας; Τι συνέβαινεν έτι αφού η παραλία εκείνη, είτε προς σωτηρίαν +είτε προς απώλειαν, δεν ενεφανίζετο; Έπρεπε λοιπόν ο Δικ Σανδ να υποθέση ότι +ηπατήθη υπό της πυξίδος, της οποίας δεν ηδύνατο να εξελέγξη τας υποδείξεις, +αφού η δευτέρα πυξίς έλειπε διά να ποιήση την εξέλεγξιν εκείνην; Τη αληθεία τον +κατέλαβεν ο φόβος ούτος, τον οποίον ηδύνατο να δικαιολογήση η απουσία οίας +δήποτε ξηράς. Ούτω λοιπόν, όταν δεν ήτο εις το πηδάλιον, ο Δικ Σανδ δεν έπαυε να +κατατρώγη διά των οφθαλμών τον χάρτην. Αλλ' εις μάτην τον ηρεύνα, δεν ηδύνατο +ούτος να τω δώση την εξήγησιν αινίγματος, όπερ, εν ή θέσει έφερεν αυτόν ο +Νεγορός, ήτο ακατανόητον, ως θα ήτο και εις πάντα άλλον . . . <br /> + <br /> +Εν τούτοις την ημέραν εκείνην, 21 Μαρτίου, συνέβη τι σπουδαιότατον. </p> + +<p>Ο Ηρακλής, φρουρών εις την πρώραν, ανέκραξε:</p> + +<p> — Γη! γη!</p> + +<p>Ο Δικ Σανδ επήδησεν εις το πρωραίον ανύψωμα. Ο Ηρακλής, όστις δεν ηδύνατο +να έχη οφθαλμούς ναυτικού, μήπως ηπατάτο άρα γε;</p> + +<p> — Η γη; ανέκραξεν ο Δικ Σανδ. </p> + +<p> — Εκεί, απεκρίθη ο Ηρακλής, δεικνύων σημειόν τι σχεδόν αδιόρατον εις +τον ορίζοντα προς το βορειανατολικόν. </p> + +<p>Μόλις ηκούοντο ομιλούντες εν μέσω των μυκηθμών της θαλάσσης και του +ουρανού. </p> + +<p> — Είδετε την γην; . . . είπεν ο δόκιμος. </p> +<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/97.jpg" width="371" +height="468" +alt="Είδετε την γην; . . . είπεν ο δόκιμος" border="2" /><br /></p> + +<p> — Ναι, απήντησεν ο Ηρακλής, επικυρών και διά της κεφαλής. </p> + +<p> — Και η χειρ του ετέθη πάλιν προς αριστερά. Ο δόκιμος παρετήρει, αλλ' +ουδέν διέκρινε.<br /> + <br /> +Την στιγμήν εκείνην η κυρία Βέλδων, ήτις είχεν ακούσει την κραυγήν του +Ηρακλέους, ανέβη εις το κατάστρωμα, παρά την υπόσχεσιν ότι δεν ήθελε ναναβή. +</p> + +<p> — Κυρία! . . . έκραξεν ο δόκιμος. </p> + +<p>Η κυρία Βέλδων, μη δυναμένη να ακουσθή, προσεπάθησε και αύτη να διακρίνη +την υπό του μαύρου αναγγελθείσαν γην, και εφαίνετο ωσεί θέλουσα να +συγκεντρώση όλην αυτής την ζωήν εις τους οφθαλμούς. </p> + +<p>Δέον να πιστεύσωμεν ότι η χειρ του Ηρακλέους εσφαλμένως εδείκνυε το +σημείον του ορίζοντος, όπερ ήθελε να δείξη, καθότι μήτε η κυρία Βέλδων μήτε ο +δόκιμος ηδυνήθησαν να ίδωσί τι.<br /> + <br /> +Αλλ' αίφνης και ο Δικ Σανδ εξέτεινε την χείρα. </p> + +<p> — Ναι! ναι! γη! είπεν. </p> + +<p>Είδος τι κορυφής εφαίνετο εις ανοικτόν μέρος της ομίχλης. Οι εξησκημένοι εις +την θάλασσαν οφθαλμοί του δεν ηδύναντο να απατηθώσι. </p> + +<p> — Τέλος πάντων! εφώνησε, τέλος πάντων! </p> + +<p>Εκρατείτο πυρετωδώς από του παραρρύματος. Η κυρία Βέλδων, +υποστηριζομένη υπό του Ηρακλέους, δεν έπαυε παρατηρούσα την σχεδόν +ανέλπιστον εκείνην γην. </p> + +<p>Η ακτή, σχηματιζομένη υπό της υψηλής εκείνης κορυφής, ανηγείρετο τότε εις +απόστασιν δέκα μιλίων υπηνέμως προς τα αριστερά. </p> + +<p>Επειδή δε εντελώς ανοικτόν μέρος εγένετο ένεκα διασχίσεως των νεφών, +επανείδον αυτήν καθαρώτερον. Ήτο βεβαίως ακρωτήριόν τι της αμερικανικής +ηπείρου. Το «Πίλγριμ», άνευ ιστίων, δεν ηδύνατο μεν να κατευθυνθή εκεί, αλλ' +όπως δήποτε δεν θα εβράδυνε να πλησιάση εις την ξηράν.<br /> + <br /> +Ήτο ζήτημα ωρών τινων μόνον. Τότε δε ήτο ογδόη ώρα της πρωίας. Άρα, +βεβαιότατα, προ της μεσημβρίας το «Πίλγριμ» θα ήτο πλησίον της ξηράς. </p> + +<p>Εις έν σημείον του Δικ Σανδ, ο Ηρακλής επανέφερε την κυρίαν Βέλδων εις την +πρύμνην, καθότι δεν θα ηδύνατο να αντιστή εις την βιαιότητα του +προνευστασμού.</p> + +<p>Ο δόκιμος έμεινεν επ' ολίγας στιγμάς έτι εις την πρώραν, είτα επανήλθεν εις το +πηδάλιον, πλησίον του γέροντος Τωμ. </p> + +<p>Έβλεπε λοιπόν τέλος πάντων την παραλίαν εκείνην τοσούτον βραδέως +φανείσαν, τοσούτω διαπύρως αναμενομένην! τώρα όμως μετά τινος τρόμου +έβλεπεν αυτήν. </p> + +<p>Πράγματι, υφ' ας συνθήκας ευρίσκετο το «Πίλγριμ» ήτοι φεύγον προ της +τρικυμίας, η υπήνεμος ξηρά ήτο ρίψιμον μεθ' όλων αυτού των τρομερών +συνεπειών. </p> + +<p>Δύο ώραι παρήλθον. Το ακρωτήριόν τότε εφαίνετο εκ των πλαγίων του πλοίου. +</p> + +<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Νεγορός ανεφανίσθη εις το κατάστρωμα. Την φοράν +ταύτην παρετήρησε την ακτήν μετά πολλής προσοχής, εκίνησε την κεφαλήν ως +άνθρωπος γνωρίζων τι έβλεπε και κατέβη πάλιν, αφού επρόφερε λέξιν τινά ην +ουδείς ηδυνήθη να ακούση.<br /> + <br /> +Ο Δικ Σανδ εζήτει να ίδη το μέρος, όπερ εξετείνετο όπισθεν του ακρωτηρίου. </p> + +<p>Δύο ώραι διέρρευσαν. Το ακρωτήριον, ωρθούτο όπισθεν αριστερά, αλλ' η +παραλία δεν εφαίνετο εισέτι. </p> + +<p>Εν τούτοις ο ουρανός εκαθαρίζετο εις τον ορίζοντα, και η υψηλή παραλία, ήτις +θα ήτο ακριβώς αμερικανική γη, περιχειλουμένη υπό της γιγαντιαίας σειράς των +Άνδεων θα εφαίνετο εξ αποστάσεως είκοσι μιλίων και περισσότερον. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ έλαβε το τηλεσκόπιον και το περιέφερε βραδέως εφ' όλου του +ανατολικού ορίζοντος. </p> + +<p>Ουδέν! ουδέν έβλεπε πλέον. </p> + +<p>Κατά την δευτέραν ώραν μετά μεσημβρίαν παν ίχνος, γης εξηφανίσθη όπισθεν +του «Πίλγριμ».</p> + +<p>Εις τα εμπρός, το τηλεσκόπιον δεν ηδύνατο να αντιληφθή ουδεμίαν κάτοψιν +γης υψηλής ή χαμηλής. Η κραυγή διέφυγε τότε τα χείλη του Δικ Σανδ, όστις αφήσας +πάραυτα το κατάστρωμα κατέβη ταχέως εις τον κοιτωνίσκον, ένθα έμενεν η κυρία +Βέλδων μετά του μικρού Ζακ, της Ναν και του εξαδέλφου Βενεδίκτου.<br /> + <br /> + — Νήσος! δεν ήτο άλλο ειμή νήσος, είπε. </p> + +<p> — Νήσος, Δικ! αλλά ποία; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων</p> + +<p> — Ο χάρτης θα μας το δείξη, απήντησε ο δόκιμος. </p> + +<p>Και δραμών εις το φυλάκειον, μετέφερε τον χάρτην του πλοίου. </p> + +<p> — Εκεί, κυρία Βέλδων, εκεί, είπεν. Η ξηρά, την οποίαν είδομεν, δεν +δύναται να είναι άλλο τι ειμή το σχεδόν αφανές εκείνο σημείον, εν τω μέσω του +Ειρηνικού, δεν δύναται να είναι άλλο ειμή η νήσος του Πάσχα. Δεν υπάρχουσιν +άλλαι εις τα μέρη ταύτα. </p> + +<p> — Και την αφήσαμεν ήδη οπίσω, ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. </p> + +<p> — Μάλιστα, πολύ οπίσω. </p> + +<p>Η κυρία Βέλδων παρετήρει προσεκτικώς την νήσον του Πάσχα, ήτις εσχημάτιζεν +αδιόρατόν τι σημείον επί του χάρτου. </p> + +<p> — Και πόσον απέχει η νήσος αύτη από της αμερικανικής παραλίας;</p> + +<p> — Τριάκοντα πέντε μοίρας. </p> + +<p> — Όπερ σημαίνει; . . </p> + +<p> — Περίπου δύο χιλιάδας μίλια. </p> + +<p> — Λοιπόν το «Πίλγριμ» δεν επροχώρει, αφού ευρισκόμεθα εισέτι τόσον +μεμακρυσμένοι από της ηπείρου;</p> + +<p> — Κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, φέρων προς στιγμήν την χείρα +επί του μετώπου ωσεί διά να συγκεντρώση τας ιδέας του, δεν ηξεύρω . . . δεν +ημπορώ . . . να εξηγήσω την απίστευτον αυτήν βραδύτητα . . . Όχι, δεν ειμπορώ . . . +εκτός εάν αι ενδείξεις της πυξίδος ήσαν ψευδείς . . . Αλλ' η νήσος εκείνη δεν +δύναται να είναι άλλη ειμή η νήσος του Πάσχα, αφού εφεύγομεν προς τα +βορειανατολικά με τον άνεμον όπισθεν, και πρέπει να ευχαριστήσω τον Θεόν +επειδή μοι επέτρεψε να καθορίσω την θέσιν ημών. Ναι, είναι η νήσος του Πάσχα. +Ναι, απέχει δύο χιλιάδας μίλια από της παραλίας. Ηξεύρω τέλος πού μας ώθησεν η +τρικυμία, και εάν κατευνασθή, δυνάμεθα να προσεγγίσωμεν μετά τινων ελπίδων +σωτηρίας την αμερικανικήν ήπειρον. Τώρα τουλάχιστον το πλοίον ημών δεν εχάθη +πλέον εις το άπειρον του Ειρηνικού. </p> + +<p>Την πεποίθησιν ταύτην, ην εμαρτύρει ο Δικ Σανδ, συνεμερίσθησαν όλοι όσοι +τον ήκουσαν ομιλούντα. Και αυτή η κυρία Βέλδων κατεπείσθη. Εφαίνετο αληθώς +ότι οι δυστυχείς εκείνοι άνθρωποι ήσαν εις το τέρμα των δεινών των, και το +«Πίλγριμ», έχον ευνοϊκόν τον άνεμον, δεν θα εβράδυνε να εισέλθη εις τον λιμένα +της σωτηρίας. </p> + +<p>Η νήσος του Πάσχα — το αληθές όνομα της οποίας είναι ΒάιΧου — +ανακαλυφθείσα υπό του Διβίδ τω 1686 και εξερευνηθείσα υπό του Κουκ και του +Λαπερούς, κείται υπό την 270 νοτίου πλάτους και την 112ο ανατολικού μήκους. +Εάν ο μυοπάρων παρεσύρθη τοιουτοτρόπως περισσότερον των δεκαπέντε μοιρών +προς βορράν, τούτο προδήλως ωφείλετο εις την νοτιοδυτικήν εκείνην τρικυμίαν +προ της οποίας ηναγκάσθη να φεύγη. </p> + +<p>Λοιπόν το «Πίλγριμ» απείχεν έτι δύο χιλιάδας μίλια από της ξηράς. Εν τούτοις +υπό την ώθησιν του κεραυνοβόλου εκείνου ανέμου δεν θα εχρειάζετο +περισσοτέρας των δέκα ημερών, όπως φθάση εις οίον δήποτε σημείον της Νοτίου +Αμερικής. </p> + +<p>Αλλ' άρα γε δεν ηδύνατο να ελπίζωσιν, ως το είχεν ειπή ο δόκιμος, ότι ο άνεμος +θα κατηυνάζετο ολίγον και θα ηδύναντο να αναπετάσωσιν ιστίον τι, άμα έβλεπον +ξηράν; </p> + +<p>Αύτη ήτο η ελπίς του Δικ Σανδ. Εσκέπτετο ότι η καταιγίς εκείνη, ήτις από +τοσούτων ημερών διήρκει, θα κατέπαυεν ίσως επί τέλους. Και τώρα ότε, χάρις εις +την ανακάλυψιν της νήσου του Πάσχα, εγνώριζεν ακριβώς την θέσιν του, ηδύνατο +να έχει την πεποίθησιν ότι αποκατασταθείς κύριος του πλοίου του, θα το +διηύθυνεν εις μέρος ασφαλές. </p> + +<p>Ναι, η ανακάλυψις του μεμονωμένου εκείνου σημείου, γενομένη ωσεί εκ θείας +προνοίας, απέδωκε θάρρος εις τον Δικ Σανδ. Εάν εφέρετο κατά τας ιδιοτροπίας της +τρικυμίας, της οποίας δεν ηδύνατο να κατισχύση, τουλάχιστον δεν έπλεεν εις τα +τυφλά. </p> + +<p>Το «Πίλγριμ» άλλως τε στερεώς κατασκευασμένον και κατηρτισμένον δεν +υπέφερε πολύ εκ των σκληρών προσβολών της τρικυμίας. Αι ζημίαι του συνίσταντο +μόνον εις την απώλειαν του δόλωνος και της αρτεμονίδος απώλεια ήτις ευκόλως +ηδύνατο να αναπληρωθή. Ουδεμία σταγών ύδατος διεπέρασε το σκάφος και το +κατάστρωμα. Αι αντλίαι ήσαν εντελώς ανέπαφοι. Υπό την έποψιν λοιπόν ταύτην +ουδέν είχον να φοβηθώσιν. </p> + +<p>Έμενε λοιπόν η ακατάπαυστος εκείνη καταιγίς, της οποίας την μανίαν ουδέν +εφαίνετο ικανόν να καταστείλη. Εάν, έν τινι μέτρω ο Δικ Σανδ ηδύνατο να θέση το +πλοίον του εις κατάστασιν να παλαίση κατά της τρικυμίας, δεν ηδύνατο όμως να +διατάξη τον άνεμον να κατευνασθή, τα κύματα εκείνα να καταπραϋνθώσι, τον +ουρανόν εκείνον να αιθριάση. Εάν εντός του πλοίου ήτο «κύριος μετά τον Θεόν», +έξω όμως του πλοίου μόνος ο Θεός εδέσποζε των ανέμων και των κυμάτων.</p> + + + +<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ'. </h3> + +<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΓΗ! ΓΗ.!</b></p> + +<p> +<br /> +Εν τούτοις η πεποίθησις εκείνη υπό της οποίας επληρούτο ορμεμφύτως η καρδία +του Δικ Σανδ, έμελλεν εν μέρει να δικαιολογηθή.<br /> + <br /> +Την επιούσαν, 27 Μαρτίου η υδραργυρική στήλη υψώθη εν τω βαρεμετρικώ +σωλήνι. Η ταλάντευσις μήτε βιαία, μήτε μεγάλη υπήρξε· γραμμαί τινες μόνον, αλλ' +η πρόοδος ήτο συνεχής. Η τρικυμία έμελλε προδήλως να εισέλθη εις την +φθίνουσαν αυτής περίοδον και εάν η θάλασσα έμεινεν υπερβολικώς τεταραγμένη, +ηδυνήθησαν όμως να βεβαιωθώσιν ότι ο άνεμος ηλαττούτο, ανερχόμενος ελαφρώς +προς δυσμάς. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ δεν ηδύνατο έτι να σκεφθή αναπέτασιν ιστίου τινός, καθότι και το +μικρότερον θα ανηρπάζετο αμέσως. Εν τούτοις ήλπιζεν ότι δεν θα παρήχοντο 24 +ώραι και θα ηδύνατο να αναπετάση μίαν προτονίδα. </p> + +<p>Πράγματι κατά την νύκτα ο άνεμος εχαλαρώθη επαισθητώς, παραβαλλόμενος +προς εκείνον όστις έπνεε κατά τας παρελθούσας ημέρας, και το πλοίον εσαλεύετο +ολιγώτερον υπό των σφοδρών κτυπημάτων του σάλου, άτινα ηπείλησαν να το +εξαθρώσωσιν.<br /> + <br /> +Οι επιβάται ήρχισαν να αναβαίνωσιν εις το κατάστρωμα. Δεν εκινδύνευον πλέον ν' +αρπαγώσιν υπό τινος κύματος.<br /> + <br /> +Πρώτη η κυρία Βέλδων εγκατέλιπε το τετράγωνον, εν τω οποίω ο Δικ χάριν +προφυλάξεως την ηνάγκασε να περιορισθή κατά την διάρκειαν της μακράς εκείνης +τρικυμίας. Ήλθε να συνομιλήση μετά του δοκίμου, τον οποίον θέλησις αληθώς +υπεράνθρωπος είχε καταστήσει ικανόν να αντιστή εις τόσους μόχθους. </p> + +<p>Ισχνός, ωχρός υπό το ηλιοκαές του χρώματός του, θα ηδύνατο να εξασθενήση +ένεκα της στερήσεώς του ύπνου εκείνου του τοσούτον αναγκαίου εις την ηλικίαν +του. Αλλ' όχι· η ισχυρά κράσις του αντείχεν εις όλα. Ίσως βραδύτερον θα +επλήρωνεν ακριβά την περίοδον εκείνην των δοκιμασιών. </p> + +<p>Αλλ' η στιγμή εκείνη δεν ήτο κατάλληλος να καταβληθή. Ο Δικ Σανδ εσκέπτετο +πάντοτε ταύτα, η δε κυρία Βέλδων τον εύρεν επίσης δραστήριον όσον ήτο και +πρότερον. </p> + +<p>Και έπειτα ο γενναίος εκείνος Σανδ είχε θάρρος, και εάν το θάρρος δεν +επιβάλλεται, τουλάχιστον επιβάλλει. </p> + +<p> — Δικ, αγαπητόν μου τέκνον, πλοίαρχέ μου είπεν η κυρία Βέλδων, +τείνουσα την χείρα προς τον νεαρόν δόκιμον. </p> + +<p> — Α! κυρία Βέλδων, ανέκραξεν ο Δικ Σανδ μειδιών, απειθείται εις τον +πλοίαρχόν σας! Επανέρχεσθε εις το κατάστρωμα, εγκαταλείπετε τον κοιτωνίσκον +σας μεθ' όλας τας παρακλήσεις του.<br /> + <br /> + — Ναι, απειθώ, απεκρίθη η κυρία Βέλδων· αλλ' έχω προαίσθημά τι ότι η +τρικυμία καταπαύει ή θα καταπαύση μετ' ολίγον.<br /> + <br /> + — Τωόντι καταπαύει, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο δόκιμος. Δεν απατάσθε. Το +βαρόμετρον δεν κατήλθεν από της χθες. Ο άνεμος εμετρίασε, και έχω λόγον να +πιστεύω, ότι αι σκληρότεραι δοκιμασίαι μας παρήλθον. </p> + +<p> — Ο Θεός να σε ακούση, Δικ. Α! πολύ υπέφερες, αγαπητόν μου τέκνον! +Έπραξες . . </p> + +<p> — Απλώς το καθήκον μου, κυρία Βέλδων. </p> + +<p> — Αλλά θα αναπαυθής τέλος ολίγον;</p> + +<p> — Ν' αναπαυθώ! είπεν ο δόκιμος. Δεν έχω ανάγκην αναπαύσεως, κυρία +Βέλδων. Είμαι κάλλιστα, χάρις τω Θεώ και πρέπει να εκτελέσω το καθήκον μου +μέχρι τέλους. Με ωνομάσατε πλοίαρχον, και, θα μένω πλοίαρχος μέχρι της στιγμής +καθ' ήν όλοι οι επιβάται θα είναι εν ασφαλεία.<br /> + <br /> + — Δικ, επανέλαβεν η κυρία Βέλδων, εγώ και ο σύζυγος μου ουδέποτε θα +λησμονήσωμεν τι έπραξες. </p> + +<p> — Ο Θεός έπραξε τα πάντα, απεκρίθη ο Δικ, τα πάντα. </p> + +<p> — Τέκνον μου, σου επαναλαμβάνω ότι, διά της ηθικής και +δραστηριότητός σου, εδείχθης ανήρ άξιος να κυβερνάς και μετ' ολίγον, άμα +περαιωθώσιν αι σπουδαί σου, — και ο σύζυγός μου δεν θα με διαψεύση, — θα +ήσαι πλοίαρχος παρά τω οίκω Ζαμ Ουίλλιαμ Βέλδων. </p> + +<p> — Εγώ! εγώ! ανέκραξεν ο Δικ Σανδ, του οποίου οι οφθαλμοί +εκαλύφθησαν υπό δακρύων. </p> + +<p> — Δικ, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, ήσο ήδη θετός ημών υιός, αλλά τώρα +είσαι υιός μας, είσαι ο σωτήρ της μητρός σου και του μικρού αδελφού σου Ζακ. +Φίλτατε Δικ, σε ασπάζομαι διά τον σύζυγόν μου και δι' εμέ!</p> + +<p>Η γενναία γυνή επεθύμει να μη συγκινηθή θλίβουσα τον νεαρόν δόκιμον εις +τας αγκάλας της, αλλ' η καρδία της υπερεξεχείλιζεν. Αλλά ποία γραφίς θα ηδύνατο +να περιγράψη τι ησθάνετο ο Δικ Σανδ; Εσκέπτετο εάν ηδύνατο να πράξη τι +περισσότερον ή να προσφέρη την ζωήν του υπέρ των ευεργετών του και εδέχετο +προκαταβολικώς πάσας τας δοκιμασίας, όσαι θα τω επεβάλλοντο εις το μέλλον.<br +/> + <br /> +Μετά την συνδιάλεξιν ταύτην ο Δικ Σανδ ησθάνθη εαυτόν ισχυρότερον. Εάν ο +άνεμος εγίνετο μετριώτερος και τω επέτρεπε ν' αναπετάση ιστίον τι, δεν +αμφέβαλλεν ότι θα ηδύνατο να διευθύνη το πλοίον του πρός τινα λιμένα, ένθα +όλοι εκείνοι τους οποίους έφερε θα εύρισκον τέλος την σωτηρίαν. </p> + +<p>Τη 29, ελαττωθέντος ολίγον του ανέμου, ο Δικ Σανδ εσκέφθη να αποκαταστήση +το ακάτιον και τον δόλωνα και κατ' ακολουθίαν να αυξήση την ταχύτητα του +«Πίλγριμ», εξασφαλίζων την διεύθυνσίν του.<br /> + <br /> + — Εμπρός, Τωμ! εμπρός, φίλοι μου! Ανέκραξεν, όταν ανέβη εις το +κατάστρωμα όρθρου βαθέως. Έλθετε! έχω ανάγκην των βραχιόνων σας.<br /> + <br /> + — Είμεθα έτοιμοι, πλοίαρχε Σανδ, απεκρίθη ο γέρων Τωμ. </p> + +<p> — Έτοιμοι εις όλα, προσέθηκεν ο Ηρακλής. Κατά την διάρκειαν της +τρικυμίας δεν είχον τι να πράξω και ήρχιζα να σκωριάζω.</p> + +<p> — Έπρεπε να φυσάς με το μεγάλον στόμα σου, είπεν ο μικρός Ζακ. +Στοιχηματίζω ότι θα ήσο τόσον δυνατός όσον ο άνεμος.<br /> + <br /> + — Καλή ιδέα, Ζακ! είπεν ο Δικ Σανδ, γελών. Όταν είναι γαλήνη, θα λέγωμεν +εις τον Ηρακλέα να φυσά εις τα ιστία.<br /> + <br /> + — Εις τας διαταγάς σας, κύριε Δικ, απεκρίθη ο αγαθός μαύρος εξογκών τας +παρειάς ως γιγαντιαίος Βορέας. </p> + +<p> — Τώρα, φίλοι, επανέλαβεν ο δόκιμος, θα αναρτήσωμεν πρώτον +αναπληρωτικόν ιστίον, καθότι ο δόλων ανηρπάγη από του ανέμου. Ίσως είναι +δύσκολον, αλλά πρέπει να γίνη. </p> + +<p> — Θα γίνη! απεκρίθη ο Ακτέων. </p> + +<p> — Ειμπορώ να σας βοηθήσω; ηρώτησεν ο μικρός Ζακ πάντοτε πρόθυμος +να εργασθή.<br /> + <br /> + — Ναι, Ζακ μου, απεκρίθη ο δόκιμος. Θα μείνης εις τον τροχόν πλησίον του +φίλου μας Βαρθολομαίου, και θα τον βοηθής να κυβερνά.<br /> + <br /> +Περιττόν να είπωμεν πόσον υπερηφανεύθη ο μικρός Ζακ γενόμενος βοηθός +πηδαλιούχος του «Πίλγριμ».</p> + +<p> — Τώρα, εις έργον, επανέλαβεν ο Δικ Σανδ, και όσω το δυνατόν ας μη +εκτιθέμεθα. </p> + +<p>Οι μαύροι, βοηθούμενοι υπό του δοκίμου, ήρχισαν την εργασίαν. Η εξάρτησις +ενός δόλωνος παρείχε δυσκολίας τινάς εις τον Τωμ και τους συντρόφους του. +Πρόκειτο να ανυψώσωσι κατ' αρχάς το περιτετυλιγμένον εφ' εαυτό ιστίον, είτα δε +να το στερεώσωσιν επί της κεραίας. </p> + +<p>Εν τούτοις ο Δικ Σανδ τόσω καλώς διηύθυνε και τόσω καλώς υπήκουσαν εις +αυτόν, ώστε μετά εργασίαν μιας ώρας, το ιστίον εξετυλίχθη, η κεραία ανυψώθη και +ο δόλων αποκατέστη καλώς μετά δύο σειρών θηλιών. </p> + +<p>Το ακάτιον και ο δεύτερος αρτέμων, άτινα είχον συμπτυχθή προ της τρικυμίας, +ανεπτύχθησαν άνευ πολλής δυσκολίας μεθ' όλον τον βίαιον άνεμον. </p> + +<p>Τέλος, την ημέραν εκείνην, εις τας δέκα της πρωίας το «Πίλγριμ» έπλεε μετά +ακατίου, του δόλωνος και του αρτέμονος. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ δεν έκρινε συνετόν να θέση πλειότερα ιστία. Όσα είχεν, ενόσω ο +άνεμος δεν εχαλαρούτο, ήρκουν να τω εξασφαλίσωσι ταχύτητα διακοσίων μιλίων +τουλάχιστον εις είκοσι τεσσάρας ώρας, και δεν τω εχρειάζετο περισσότερο, όπως +φθάση εις την αμερικανικήν ακτήν προ δέκα ημερών.<br /> + <br /> +Ο δόκιμος ευχαριστήθη αληθώς όταν, επανελθών εις το πηδάλιον, επανέλαβε την +θέσιν του, ευχαριστήσας των κυρ Ζακ, τον βοηθόν πηδαλιούχον του «Πίλγριμ» Δεν +ήτο πλέον εις την διάκρισιν των κυμάτων. Έπλεε καλώς. Η χαρά του δύναται να +εννοηθή παρ' όλων εκείνων όσοι είναι πως συνοικειωμένοι προς τα ναυτικά +πράγματα. </p> + +<p>Την επιούσαν, τα νέφη έτρεχον μεν εισέτι μετά της αυτής ταχύτητος, αλλ' +άφινον μεταξύ των μεγάλα κενά, διά των οποίων αι ηλιακαί ακτίνες ηκοντίζοντο +μέχρι της επιφανείας των υδάτων. Ενίοτε το «Πίλγριμ» κατεφωτίζετο υπ' αυτών. +Ωραίον πράγμα το ζωογόνον τούτο φως! Ενίοτε εσβύνετο όπισθεν ευρείας μάζης +ατμών ορμώντων προς ανατολάς, είτα ανεφαίνετο πάλιν, και πάλιν εξηφανίζετο, +αλλ' ο καιρός αποκαθίστατο ωραίος. </p> + +<p>Οι καθέκται ηνεώχθησαν, όπως αερισθή το εσωτερικόν του πλοίου. Αήρ +υγιεινός εισήρχετο εις το κύτος εις το πρυμναίον διαμέρισμα, εις τας θέσεις του +πληρώματος. Τα υγρά ιστία εξηπλώθησαν διά να στεγνώσωσιν. Εκαθαρίσθη +ωσαύτως το κατάστρωμα. Ο Δικ Σανδ δεν ήθελε να φθάση το πλοίον του εις τον +λιμένα χωρίς να είναι ολίγον καλλωπισμένον. Χωρίς να καταπονήται το πλήρωμα, +ολίγαι ώραι αφιερούμεναι καθ' εκάστην εις την εργασίαν ταύτην ήρχουν όπως τα +πάντα περαιωθώσι καλώς.<br /> + <br /> +Καίτοι ο δόκιμος δεν ηδύνατο πλέον να ρίπτη το δρομόμετρον, είχεν όμως +αρκούσαν έξιν να υπολογίζη τον ολκόν πλοίου και να ευρίσκη την ταχύτητα αυτού. +Δεν αμφέβαλλε λοιπόν ότι πριν ή παρέλθωσιν επτά ημέραι θα έβλεπε ξηράν, την +γνώμην δε ταύτην έπεισε και την κυρίαν Βέλδων να παραδεχθή, αφού τη έδειξεν +επί του χάρτου την πιθανήν θέσιν του πλοίου. </p> + +<p> — Και λοιπόν! εις ποίον μέρος της ακτής θα φθάσωμεν, φίλτατε Δικ; τον +ηρώτησεν εκείνη. </p> + +<p> — Εδώ, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο δόκιμος, δεικνύων την μακράν +εκείνην παράλιον ταινίαν ήτις εκτείνεται μεταξύ του Περού και της Χιλής. Δεν +δύναμαι να ήμαι ακριβέστερος. Ιδού η νήσος του Πάσχα την οποίαν αφήσαμεν +προς δυσμάς, εκ της διευθύνσεως δε του ανέμου, ήτις υπήρξε σταθερά, +συμπεραίνω ότι θα ίδωμεν την ξηράν προς ανατολάς. Οι όρμοι είναι πολυάριθμοι +επί της ακτής ταύτης, αλλά προς το παρόν δεν δύναμαι να ορίσω ακριβώς το μέρος +εις το οποίον θα προσορμισθώμεν. </p> + +<p> — Καλά, Δικ, όστις και αν είναι ο λιμήν ούτος, καλώς να έλθη!</p> + +<p> — Μάλιστα, κυρία Βέλδων, και θα εύρητε εκεί βεβαίως τα μέσα να +επιτρέψηται ταχέως εις Άγιον Φραγκίσκον. Η ατμοπλοϊκή εταιρία του Ειρηνικού +έχει κάλλιστα ωργανωμένην την συγκοινωνίαν του μέρους τούτου. Τα ατμόπλοια +αυτής προσεγγίζουσιν εις τα κυριώτερα μέρη της παραλίας, και θα σας είναι πολύ +εύκολον να επιβιβασθήτε διά την Καλιφορνίαν.<br /> + <br /> + — Δεν σκοπεύεις λοιπόν να επαναφέρης το «Πίλγριμ» εις Άγιον +Φραγκίσκον; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.<br /> + <br /> + — Μάλιστα, αφού σας αποβιβάσω, κυρία Βέλδων. Εάν δυνηθώμεν να +εύρωμεν αξιωματικόν τινα και πλήρωμα. Θα εκφορτώσωμεν εις Βαλπαραΐζον, ως +εσκόπευε να πράξη ο πλοίαρχος Χουλ. Έπειτα δε θα επιστρέψωμεν εις τον +ορμητήριον λιμένα του πλοίου. Αλλά τούτο θα φέρη πολλήν χρονοτριβήν, και με +όλην την θλίψιν την οποίαν έχω, αποχωριζόμενος αφ' υμών . . . </p> + +<p> — Καλά, Δικ, απεκρίθη η κυρία Βέλδων. Βραδύτερον θα ίδωμεν τι +πρέπει να πράξωμεν. — Ειπέ μοι, εφαίνεσο φοβούμενος τους κινδύνους τους +οποίους παρουσιάζει η γη;</p> + +<p>Τωόντι, είναι επίφοβοι, είπεν ο δόκιμος, αλλ' ελπίζω πάντοτε ότι θα συναντήσω +πλοίον τι εις τα μέρη ταύτα, και μάλιστα εκπλήττομαι πώς δεν είδον κανέν. Έν και +μόνον εάν διέλθη, θα συνεννοηθώμεν μετ' αυτού, θα μας δώση ακριβείς +πληροφορίας πού ευρισκόμεθα, και τούτο θα καταστήση ευκολώτερον την +προσέγγισιν ημών εις την ξηράν.<br /> + <br /> + — Δεν υπάρχουσι λοιπόν, πλοηγοί εκτελούντες την υπηρεσίαν της παραλίας +ταύτης; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. </p> + +<p> — Βεβαίως θα υπάρχωσιν, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, αλλά πλησιέστερον της +ξηράς. Πρέπει λοιπόν να εξακολουθώμεν πλησιάζοντες αυτήν.<br /> + <br /> + — Και εάν δεν συναντήσωμεν πλοηγόν! . . . ηρώτησεν η κυρία Βέλδων, +επιμένουσα να μάθη πώς ο νεαρός δόκιμος θα απέτρεπε τους ενδεχομένους +κινδύνους. </p> + +<p> — Εν τοιαύτη περιπτώσει, κυρία Βέλδων, ή ο καιρός θα είναι καθαρός, ο +άνεμος μέτριος, και θα προσπαθήσω να παραπλεύσω την παραλίαν μέχρις ου +εύρω καταφύγιον, ή ο άνεμος θα γίνη ισχυρός, και τότε . . . </p> + +<p> — Τότε; . . . Τι θα πράξης, Δικ;</p> + +<p> — Τότε, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, εις την κατάστασιν εις ην ευρίσκεται το +«Πίλγριμ», εάν άπαξ εξοκείλη, θα είναι πολύ δύσκολον να ανελκυσθή.<br /> + <br /> + — Τι θα πράξης; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. </p> + +<p> — Θα αναγκασθώ να ρίψω το πλοίον μου εις την ξηράν, απεκρίθη ο +δόκιμος, του οποίου το μέτωπον εζοφώθη προς στιγμήν. Α! είναι σκληρόν το +μέτρον! και ο Θεός να δώση να μη καταφύγωμεν εις την εσχάτην ταύτην ανάγκην! +Αλλά σας επαναλαμβάνω, κυρία Βέλδων, η θέα του ουρανού φαίνεται +ενθαρρυντική, και δεν είναι δυνατόν πλοίον τι ή ρυμουλκόν να μη συναντήσωμεν. +Λοιπόν, καλή ελπίς! Διευθυνόμεθα προς την ξηράν, και θα ίδωμεν εντός ολίγου. +</p> + +<p>Να ρίπτεις το πλοίον εις την ξηράν είναι η εσχάτη πράξις προ της οποίας και ο +θαρραλεώτερος ναυτικός καταλαμβάνεται υπό τρόμου. Τούτου ένεκεν ο Δικ Σανδ +δεν ήθελε να προΐδη την περίπτωσιν ταύτην, ενόσω είχεν ελπίδας τινάς ότι ήθελε +την αποφύγει·</p> + +<p>Επί τινας ημέρας εγένοντο εις την ατμόσφαιραν μεταβολαί τινες αίτινες +ενέβαλον και πάλιν εις τον δόκιμον ανησυχίαν. Ο άνεμος έπνεε πάντοτε σφοδρός +και ταλαντεύσεις τινές της βαρομετρικής στήλης εδήλουν ότι έμελλε να γίνη +σφοδρότερος. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ λοιπόν εσκέπτετο ουχί άνευ φόβου μήπως αναγκασθή και πάλιν να +φεύγη άνευ ιστίων. Εν τούτοις είχε τόσον μέγα συμφέρον να διατηρήση +τουλάχιστον τον δόλωνά του, ώστε απεφάσισε να τον κρατήση, ενόσω δεν +εκινδύνευε να αναρπαγή υπό του ανέμου. </p> + +<p>Αλλά, όπως εξασφαλίση την στερεότητα των ιστών, ενέτεινε καλώς και +σφοδρώς τα εξάρτια και τους παρατόνους. Προ πάντων δεν έπρεπε να +διακινδυνεύση την θέσιν, ήτις θα καθίστατο σπουδαιοτάτη, εάν το «Πίλγριμ» έχανε +τους ιστούς του. </p> + +<p>Άπαξ ή δις ωσαύτως, ανελθόντος του βαρομέτρου εφοβήθησαν μήπως ο +άνεμος γίνη εντελώς αντίθετος, ήτοι μήπως μεταβληθή ανατολικός. </p> + +<p>Θα εστενοχωρούντο λοιπόν περισσότερον. </p> + +<p>Νέα αγωνία διά τον Δικ Σανδ. Τι θα έπραττε με τον εναντίον εκείνον άνεμον; Να +λοξοδρομή;</p> + +<p>Αλλ' εάν ηναγκάζετο να καταφύγη εις το μέτρον τούτο, πόσαι νέαι βραδύτητες +θα επήρχοντο και πόσοι κίνδυνοι, εάν ερρίπτετο πάλιν εις το πέλαγος!</p> + +<p>Ευτυχώς όμως οι φόβοι ούτοι δεν επραγματοποιήθησαν. Ο άνεμος, αφού +εποίκιλλεν επί τινας ημέρας, πλέων οτέ μεν βόρειος οτέ δε νότιος, αποκατέστη επί +τέλους οριστικώς δυτικός. </p> + +<p>Αλλ' ήτο πάντοτε ισχυρός και επίεζε τους ιστούς. </p> + +<p>Ήτο η 5 Απριλίου. Ούτω λοιπόν πλειότερον των δύο μηνών είχον παρέλθει ήδη +από της ημέρας καθ' ήν το «Πίλγριμ» απέπλευσεν εκ της Νέας Ζηλανδίας. Επί +είκοσιν ημέρας, εναντίος άνεμος και μακραί νηνεμίαι είχον επιβραδύνη την +πορείαν αυτού. Ακολούθως ευρέθη υπό συνθήκας ευνοϊκάς, όπως φθάση ταχέως +εις την ξηράν. </p> + +<p>Η ταχύτης μάλιστα αυτού κατά την διάρκειαν της τρικυμίας βεβαίως ήτο +μεγάλη. Ο Δικ Σανδ υπελόγιζεν ως μέσον όρον τουλάχιστον διακόσια μίλια την +ημέραν! Πώς λοιπόν δεν είδον ακόμη ξηράν;</p> + +<p>Έφευγεν άρα γε αύτη προ του «Πίλγριμ»; Τούτο ήτο εντελώς ανεξήγητον.<br /> + <br /> +Και εν τούτοις ουδεμία γη εφάνη, ει και είς των μαύρων έμενε διαρκώς φρουρών +επί του υψώματος.<br /> + <br /> +Πολλάκις ανέβαινεν εκεί αυτός ο Δικ Σανδ, έχων δε το τηλεσκόπιον εις τους +οφθαλμούς προσεπάθει να ανακάλυψη ένδειξίν τινα ορέων. </p> + +<p>Η σειρά των Άνδεων είναι λίαν υψηλή. </p> + +<p>Εις την ζώνην λοιπόν των νεφών έπρεπε να αναζητήση κορυφήν τινα +υπερέχουσαν των ατμών του ορίζοντος. </p> + +<p>Πολλάκις ο Τωμ και οι μετ' αυτού ηπατήθησαν εκ ψευδών ενδείξεων ξηράς. +Ήσαν απλοί ατμοί παραδόξου σχήματος ορθούμενοι εις τον ορίζοντα. </p> + +<p>Συνέβη μάλιστα ώστε οι αγαθοί εκείνοι άνδρες να επιμένωσιν ενίοτε εις τας +βεβαιώσεις των· αλλά μετά τινα χρόνον ηναγκάζοντο να ομολογήσωσιν ότι είχον +γείνη θύματα οπτικής απάτης. Η υποτιθεμένη γη μετετοπίζετο, μετέβαλλε σχήμα +και μορφήν και επί τέλους εξηλείφετο εντελώς. </p> + +<p>Τη 6 Απριλίου ουδεμία αμφιβολία ήτο δυνατή.</p> + +<p>Ήτο ογδόη ώρα της πρωίας, ο Δικ Σανδ είχεν αναβή επί του υψώματος. Κατ' +εκείνην την στιγμήν, αι αχλύες διελύθησαν υπό τας πρώτας ηλιακάς ακτίνας, και ο +ορίζων εκαθαρίσθη αρκούντως. </p> + +<p>Εκ του στόματος του Δικ Σανδ εξέφυγε τέλος η τόσω περιπόθητος κραυγή.<br +/> + <br /> + — Γη! γη! ενώπιον ημών. </p> + +<p>Εις την κραυγήν ταύτην όλοι ώρμησαν εις το κατάστρωμα, ο μικρός Ζακ, +περίεργος ως είναι όλα τα παιδία της ηλικίας του, η κυρία Βέλδων, της οποίας τα +παθήματα έμελλον να παύσωσι διά της προσορμίσεως, ο Τωμ και οι μετ' αυτού, +οίτινες θα απέβαινον τέλος επί της αμερικανικής ηπείρου, και αυτός ο εξάδελφος +Βενέδικτος, όστις ήλπιζε να πλουτίση την συλλογήν του δι' όλως νέων αυτώ +εντόμων.<br /> + <br /> +Μόνος ο Νεγορός δεν εφάνη. </p> + +<p>Έκαστος είδε τότε ό,τι είχεν ιδεί ο Δικ Σανδ, οι μεν ευκρινώς, οι δε πεπειθότες +εις την διαβεβαίωσιν των άλλων. Αλλ' ο δόκιμος, εξησκημένος εις την εξερεύνησιν +του θαλασσίου ορίζοντος, δεν ηδύνατο να απατηθή, και μετά μίαν ώραν θα +ηναγκάζοντο να συνομολογήσωσι τούτο πάντες. </p> + +<p>Εις απόστασιν τεσσάρων μιλίων περίπου προς ανατολάς, διεκρίνετο παραλία +αρκούντως χαψηλή ή φαινομένη τουλάχιστον ως τοιαύτη. Βεβαίως όπισθεν αυτής +θα εξείχεν η υψηλή σειρά των Άνδεων, αλλ' η τελευταία ζώνη των νεφών δεν +επέτρεπε να βλέπωσι τας κορυφάς αυτής. </p> + +<p>Το «Πίλγριμ» έπλεε κατ' ευθείαν και ταχέως προς την ακτήν εκείνην, ήτις +επλατύνετο εν ριπή οφθαλμού. </p> + +<p>Μετά δύο ώρας τρία μόλις μίλια απείχεν απ' αυτής. </p> + +<p>Το μέρος εκείνο της ακτής επερατούτο βορειοανατολικώς δι' ακρωτηρίου +αρκετά υψηλού καλύπτοντος είδος τι όρμου. Εξ εναντίας, προς τα νοτιοανατολικά, +εξετείνετο ως λεπτή γλώσσα γης. </p> + +<p>Δένδρα τινα έστεφον σειράν βράχων χαμηλών διακρινομένων τότε. Αλλ' ήτο +πρόδηλον ότι, γνωστού όντος του γεωγραφικού χαρακτήρος του τόπου, η υψηλή +οροσειρά των Άνδεων εσχημάτιζε το οπίσθιον αυτών σχέδιον. </p> + +<p>Ουδεμία όμως ορατή κατοικία, ουδείς λιμήν, ουδέν στόμιον ποταμού +δυνάμενον να χρησιμεύση ως καταφύγιον πλοίου. </p> + +<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν το «Πίλγριμ» έπλεε κατ' ευθείαν προς την ξηράν. </p> + +<p>Μετά των ηλαττωμένων ιστίων, τα οποία διέθετεν, επειδή ο άνεμος το +έπληττεν εκ του πλαγίου, ο Δικ Σανδ δεν θα ηδύνατο να το αναστείλη. </p> + +<p>Εις τα εμπρός εζωγραφίζετο μακρά σειρά σκοπέλων, επί των οποίων +κατάλευκος άφριζεν η θάλασσα. Εφαίνοντο τα κύματα υψούμενα μέχρι του +ημίσεως των θαλασσοκρήμνων. Θα υπήρχεν εκεί φοβερά παλίρροια. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ, αφού έμεινεν επί του πρωραίου υψώματος παρατηρών την ακτήν, +επανήλθεν εις την πρύμνην και χωρίς μήτε λέξιν να προσφέρη έλαβε το +πηδάλιον.</p> + +<p>Ο άνεμος ηύξανε πάντοτε. Ο μυοπάρων δεν απείχε πλέον από της παραλίας +πλειότερον μιλίου. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ παρετήρησε τότε είδος τι μικρού κόλπου, εν τω οποίω απεφάσισε +να εισέλθη· αλλά, πριν φθάση εκεί, έπρεπε τα διέλθη σειράν σκοπέλων, μεταξύ των +οποίων θα ήτο δύσκολον να εύρη δίοδον. Η οπισθόρμησις των υδάτων εδείκνυεν +ότι το ύδωρ πανταχού ήτο αβαθές. </p> + +<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Δίγγος, όστις περιεφέρετο επί του καταστρώματος, +ώρμησεν εις την πρώραν, και παρατηρών την γην ήρχισε να υλακτή θρηνωδώς. +Ήθελέ τις υποθέσει ότι ο κύων ανεγνώριζε την παραλίαν εκείνην, και ότι το +ορμέμφυτον αυτού τω επανέφερε θλιβεράν τινα ανάμνησιν.</p> + +<p>Ο Νεγορός τον ήκουε βεβαίως, καθότι ακαταμάχητον τι αίσθημα τον ώθησεν +έξω του κοιτωνίσκου του, και μολονότι εφοβείτο τον κύνα, ήλθε σχεδόν αμέσως να +επακουμβήση επί του παραρρύματος.<br /> + <br /> +Ευτυχώς δι' αυτόν, ο Δίγγος, του οποίου αι θλιβεραί υλακαί απηυθύνοντο πάντοτε +προς την γην εκείνην, δεν τον είδεν. </p> + +<p>Ο Νεγορός παρετήρει την μανιώδη εκείνην παλίρροιαν, και τούτο δεν εφάνη +ότι τον εφόβησεν. Η κυρία Βέλδων, ήτις τον υπέβλεπεν, ενόμισεν ότι είδε το +πρόσωπόν του ερυθριάσαν ελαφρώς και ότι προς στιγμήν οι χαρακτήρες του +συνεσπάσθησαν.<br /> + <br /> +Εγνώριζεν λοιπόν ο Νεγορός το μέρος εκείνο της ηπείρου, όπου ώθησαν το +«Πίλγριμ» οι άνεμοι. </p> + +<p>Κατά την στιγμήν εκείνην ο Δικ Σανδ εγκατέλειπε τον οίακα εις τας χείρας του +γέροντος Τωμ και ήλθε διά τελευταίαν φοράν να παρατήρηση τον μικρόν όρμον +όστις ηνοίγετο ολίγον κατ' ολίγον. Είτα δε:</p> + +<p> — Κυρία Βέλδων, είπε μετά φωνής σταθεράς, δεν ελπίζω πλέον ότι θα +εύρω καταφύγιον. Πριν ή παρέλθη ημίσεια ώρα, μεθ' όλας τας προσπαθείας μου, +το «Πίλγριμ» θα πέση επί των σκοπέλων. Δεν θα φέρω το πλοίον εις λιμένα. +Αναγκάζομαι να το χάσω διά να σας σώσω. Αλλά μεταξύ της σωτηρίας υμών και +αυτού, δεν έχω να διστάσω. </p> + +<p> — Έπραξες παν ό,τι εξηρτάτο από σου, Δικ; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. +</p> + +<p> — Τα πάντα, απήντησεν ο νεαρός δόκιμος. Και αμέσως προετοιμάσθη, +όπως εξωκείλη.<br /> + <br /> +Εν πρώτοις η κυρία Βέλδων, ο Ζακ, ο εξάδελφος Βενέδικτος και η Ναν εζώσθησαν +τα σωσίβια. Ο Δικ Σανδ ο Τωμ και οι μαύροι, επιτήδειοι κολυμβηταί, ητοιμάσθησαν +και ούτοι να φθάσωσιν εις την ξηράν, εν ή περιπτώσει ήθελον αναγκασθή να +πέσωσιν εις την θάλασσαν.<br /> + <br /> +Ο Ηρακλής ώφειλεν ιδίως να προσέχη την κυρίαν Βέλδων. </p> + +<p>Ο δόκιμος θα εφρόντιζε περί του μικρού Ζακ. Ο εξάδελφος Βενέδικτος, άλλως +τε λίαν ήσυχος, ενεφανίσθη επί του καταστρώματος φέρων ανηρτημένον από των +ώμων του το εντομολογικόν κιβώτιόν του. Ο δόκιμος τον συνέστησεν εις τον +Βαρθολομαίον και τον Αυγουστίνον. Όσον δ' αφορά τον Νεγορόν, η παράδοξος +αυτού αταραξία εμαρτύρει αρκούντως ότι ουδενός βοηθού είχεν ανάγκην.<br /> + <br /> +Ο Δικ Σανδ, είχεν χάριν τελευταίας προφυλάξεως, διατάξει να αναβιβάσωσιν επί +του πρωραίου υψώματος δέκα βαρέλια εκ του φορτίου, άτινα περιείχον έλαιον +φαλαίνης. </p> + +<p>Το έλαιον τούτο, χυνόμενον εγκαίρως, καθ' ήν στιγμήν το «Πίλγριμ» θα +ευρίσκετο επί της παλιρροίας, έμελλε να κατευνάση επί τινας στιγμάς την +θάλασσαν, αλείφον ούτως ειπείν τα μόρια του ύδατος, και διά της πράξεως ταύτης +θα διηυκολύνετο ίσως η διάβασις του πλοίου μεταξύ των σκοπέλων.<br /> + <br /> +Ο Δικ Σανδ δεν ήθελε να παραμελήση ουδέν, εξ όσων ηδύναντο ίσως να +εξασφαλίσωσι την κοινήν σωτηρίαν. </p> + +<p>Αφού δε ελήφθησαν όλαι αύται αι προφυλάξεις, ο δόκιμος επέστρεψεν εις το +πηδάλιον. </p> + +<p>Το «Πίλγριμ» απείχε τότε μόλις διακόσια μέτρα, ήτοι σχεδόν ήγγιζε τους +σκοπέλους. Η δεξιά αυτού πλευρά ελούετο ήδη εν λευκώ αφρώ της παραλίας. Κατά +πάσαν στιγμήν ο δόκιμος επίστευεν ότι η τρόπις του πλοίου έμελλε να προσκρούση +επί τινος πέτρας. </p> + +<p>Αίφνης ο Δικ Σανδ παρετήρησεν εκ της μεταβολής του χρώματος του ύδατος, +ότι δίοδός τις εξετείνετο μεταξύ των σκοπέλων. Έπρεπε λοιπόν, χωρίς να διστάση, +να εισέλθη τολμηρώς, όπως πλησιάση όσω το δυνατόν περισσότερον εις την ξηράν. +</p> + +<p>Ο δόκιμος δεν εδίστασε. Διά μιας κινήσεως του πηδαλίου ώθησε το πλοίον εις +την στενήν και ελικοειδή διώρυγα. </p> + +<p>Εις το μέρος εκείνο η θάλασσα ήτο πολύ μανιωδεστέρα, τα δε κύματα +ανεπήδων μέχρι του καταστρώματος. </p> + +<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/115.jpg" width="339" +height="400" +alt="Εις το μέρος εκείνο η θάλασσα ήτο πολύ μανιωδεστέρα" border="2" /><br +/></p> + +<p>Οι μαύροι ίσταντο εις την πρώραν, πλησίον των βαρελίων, περιμένοντες τας +διαταγάς του δοκίμου. </p> + +<p> — Κενώσατε το έλαιον! Κενώσατε! έκραξεν ο Δικ Σανδ. </p> + +<p>Υπό το έλαιον εκείνο όπερ εχύθη ποταμηδόν, η θάλασσα κατηυνάσθη ως διά +μαγείας. επιφυλασσομένη να γίνη μανιωδεστέρα μετ' ολίγας στιγμάς. </p> + +<p>Το «Πίλγριμ» ωλίσθησε ταχέως επί των ελαιωθέντων εκείνων υδάτων και +επροχώρησε κατ' ευθείαν προς το παράλιον. </p> + +<p>Αίφνης εγένετο σύρραξις. Το πλοίον, ανυψωθέν υπό τρομερού κύματος, +εξώκειλε και οι ιστοί αυτού κατέπεσον χωρίς να πληγώσωσί τινα. </p> + +<p>Το σκάφος του «Πίλγριμ» ημιανοιχθέν εκ της συγκρούσεως, κατεπλημμυρίσθη +υπό του ύδατος μετά μεγίστης ορμής. Αλλά το παράλιον δεν απείχε πλειότερον των +εκατόν μέτρων και σειρά μικρών μελανωπών βράχων επέτρεπε να το φθάσωσιν +ευκόλως.<br /> + <br /> +Τοιουτοτρόπως μετά δέκα λεπτά όλοι οι επιβάται του «Πίλγριμ» απέβησαν εις τους +πρόποδας του θαλασσοκρήμνου. </p> + + + +<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ'. </h3> + +<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΤΙ ΠΟΙΗΤΕΟΝ</b></p> + +<p> +<br /> +Ούτω λοιπόν, μετά μικρόν ένεκα των νηνεμιών διάπλουν, ακολούθως δε +ευνοηθέντα υπό βορειανατολικών και νοτιοδυτικών ανέμων, — διάπλουν +διαρκέσαντα ουχί ολιγώτερον των εβδομήκοντα και τεσσάρων ημερών, — το +«Πίλγριμ» ερρίφθη επί της ξηράς. </p> + +<p>Εν τούτοις η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής ηυχαρίστησαν την θείαν Πρόνοιαν, +άμα ευρέθησαν εν ασφαλεία. Τωόντι η τρικυμία τους έρριψεν ουχί επί τινος των +απαισίων νήσων της Πολυνησίας αλλ' επί ηπείρου. </p> + +<p>Η εις τας πατρίδας των επιστροφή, εις οίον δήποτε σημείον της Νοτίου +Αμερικής και αν ευρίσκοντο, δεν εφαίνετο παρουσιάζουσα σπουδαίας δυσκολίας. +</p> + +<p>Το «Πίλγριμ» όμως απώλετο. Δεν ήτο πλέον άλλο τι ειμή σκελετός άνευ αξίας, +του οποίου τα λείψανα θα διεσκόρπιζε μετ' ολίγον η παλίρροια. </p> + +<p>Θα ήτο αδύνατον να σώσωσί τι εξ αυτού. Αλλ' εάν ο Δικ Σανδ δεν είχε την +χαράν εκείνην να επαναφέρη εις τον εφοπλιστήν το πλοίον ανέπαφον, τουλάχιστον +χάρις εις αυτόν οι επιβάται του ήσαν σώοι και υγιείς επί τινος φιλοξένου ακτής, +μεταξύ δε αυτών η γυνή και το τέκνον του κυρίου Βέλδων. </p> + +<p>Ως προς το ζήτημα εις ποίον μέρος της αμερικανικής παραλίας είχεν εξοκείλει +το βρίκιον, τούτο ηδύνατο να συζητηθή επί μακρόν. Ήτο άρα γε το παράλιον του +Περού, ως υπέθετεν ο Δικ Σανδ;</p> + +<p>Ίσως, καθότι εγίνωσκε, μετά την αναγνώρισιν της νήσου του Πάσχα, ότι το +«Πίλγριμ» υπό την ώθησιν των ανέμων ωσαύτως δε και υπό την επιρροήν βεβαίως +των ρευμάτων της ισημερινής ζώνης είχε ριφθή προς τα νοτιοανατολικά. </p> + +<p>Από της τεσσαρακοστής τρίτης μοίρας πλάτους ηδύνατο μάλλιστα να +παρεκκλίνη μέχρι της δεκάτης πέμπτης. </p> + +<p>Ήτο λοιπόν σπουδαίον να βεβαιωθή όσον τάχιστα, εις ποιον μέρος ακριβώς της +ακτής συνετρίβη το βρίκιον. Δοθέντος ότι η ακτή εκείνη ήτο η του Περού, οι +λιμένες, αι κώμαι, τα χωρία δεν θα έλειπον, και κατ' ακολουθίαν θα ήτο εύκολον να +φθάσωσιν είς τι μέρος κατοικούμενον. Αλλ' εκείνη η παραλία εφαίνετο έρημος.<br +/> + <br /> +Ήτο στενή ακτή πλήρης μαύρων βράχων σχηματιζόντων θαλασσόκρημνον μετρίου +ύψους, λίαν ακανονίστως διακοπτομένη υπό ευρέων χωνίων οφειλομένων εις την +θραύσιν του βράχου. Τήδε κακείσε, ομαλαί τινες κλιτύες έφθανον μέχρι της +κορυφής. </p> + +<p>Προς Βορράν, έν τέταρτον μιλίου από του μέρους ένθα εξώκειλε το πλοίον, +ηνοίγετο το στόμιον ποταμίου, όπερ δεν ηδύνατο να φανή από του πελάγους. </p> + +<p>Επί των οχθών αυτού έκλινον απειράριθμα «ριζοφόρα» είδος μαγλίων εντελώς +διαφόρων των ινδικών ομογενών των. </p> + +<p>Η κορυφή της θαλασσοκρήμνου, — τούτο αμέσως ανεγνωρίσθη — εδεσπόζετο +υπό πυκνού δάσους, του οποίου τα χλοερά φυλλώματα εκυμάτιζον υπό το βλέμμα +και εξετείνοντο μέχρι των ορέων του οπισθίου σχεδίου. </p> + +<p>Εκεί, εάν ο εξάδελφος ήτο βοτανικός, πόσα δένδρα άγνωστα εις αυτόν θα +διήγειρον τον θαυμασμόν του!</p> + +<p>Ήσαν υψηλά βαοβάβ, — εις τα οποία απεδόθη έκτακτος μακροβιότης, — +οποίων ο κορμός ωμοίαζε προς τον αιγυπτιακόν συηνίτην, λατάνιαι λευκόταται, +ταμαρινέαι, πεπερέαι ιδιαιτέρου είδους, και εκατόν άλλα φυτά τα οποία ο +Αμερικανός δεν είναι συνηθισμένος να βλέπη εις το βόρειον μέρος της νέας +ηπείρου. </p> + +<p>Αλλά κατά σύμπτωσιν περίεργον, μεταξύ των δασικών εκείνων δένδρων δεν +εύρεν ούτε έν μόνον δείγμα της πολυαρίθμου εκείνης οικογενίας των φοινίκων, +ήτις αριθμεί πλειότερα των χιλίων ειδών, διεσπαρμένων αφειδώς εφ' όλης σχεδόν +της επιφανείας της γης.<br /> + <br /> +Άνωθεν της ακτής περιίπτατο μέγας αριθμός φλυάρων πτηνών ανηκόντων κατά το +πλείστον εις διαφόρους ποικιλίας χελιδόνων, μελανοπτίλων μετ' ανταυγείας +κυανής ως του χάλυβος, αλλά ξανθής και καστανής εις το ανώτερον μέρος της +κεφαλής. </p> + +<p>Τήδε κακείσε ανίπταντο ωσαύτως πέρδικές τινες, μετά τραχήλου εντελώς +ατρίχου και χρώματος φαιού. </p> + +<p>Η κυρία Βέλδων και Δικ Σανδ παρετήρησαν ότι τα διάφορα εκείνα πτηνά δεν +εφαίνοντο πολύ άγρια. Άφινον να πλησιάζωνται αφόβως.<br /> + <br /> +Δεν είχον λοιπόν μάθει να φοβώνται την παρουσίαν του ανθρώπου, και η παραλία +εκείνη τοσούτον ήτο εγκαταλελειμμένη ώστε η επυρσοκρότησις πυροβόλου +ουδέποτε είχεν ακουσθή;</p> + +<p>Εις τα άκρα των βράχων περιεφέροντο πελεκάνες τινες εκ του είδους +«πελεκάνος του ελάσσονος», ασχολούμενοι να πληρώσιν εκ μικρών ιχθύων τον +σάκκον, ον έφερον κατά την κάτω σιαγόνα. </p> + +<p>Λάροι τινές, ελθόντες από του πελάγους, ήρχιζον να περιστρέφωνται περί το +«Πίλγριμ». </p> + +<p>Αλλά τα πτηνά εκείνα ήσαν τα μόνα έμψυχα όντα, άτινα εφαίνοντο συχνάζοντα +εις το μέρος εκείνο της παραλίας, μη λαμβανομένων υπ' όψιν βεβαίως των +απειραρίθμων περιέργων εντόμων, τα οποία ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν θα +εβράδυνε να ανακαλύψη. </p> + +<p>Αλλ' ό,τι και αν έπραξεν ο μικρός Ζακ, δεν ηδύναντο να τα ερωτήσωσι περί του +ονόματος του τόπου, διά να μάθωσι δε αυτό έπρεπε να αποταθώσι πρός τινα +ιθαγενή. </p> + +<p>Τοιούτος όμως δεν υπήρχεν ή τουλάχιστον δεν έβλεπον μήτε ένα. Ουδαμού +έβλεπον κατοικίαν καλύβην, ή τρώγλην, ούτε προς βορράν πέραν του ποταμίου, +ούτε προς νότον, ούτε τέλος προς το ανώτερον μέρος του θαλασσοκρήμνου +εκείνου, εν τω μέσω των δένδρων του πυκνού δάσους. Ουδείς καπνός υψούτο εις +τον αέρα. Ουδεμία ένδειξις, ουδέν σημείον, ουδέν ίχνος εμαρτύρει ότι το μέρος +εκείνο της ηπείρου επατήθη υπό ανθρώπων. Ο Δικ Σανδ εξεπλήσσετο. </p> + +<p> — Πού είμεθα; είναι δυνατόν να είμεθα; εσκέπτετο. Πώς! ουδείς προς +τον οποίον να ομιλήσω!</p> + +<p>Ουδείς αληθώς, καθότι εάν προσήρχετό τις, ο Δίγγος βεβαίως θα τον +ωσφραίνετο και θα τον ανήγγελε δι' υλακής. Ο κύων περιήρχετο την ακτήν έχων +την ρίνα προς το έδαφος, την ουράν τεταπεινωμένην, γογγύζων υποκώφως, +κινούμενος παραδόξως, μη αναγγέλων όμως την προσέγγισιν μήτε ανθρώπου μήτε +ζώου οίου δήποτε. </p> + +<p> — Δικ, ιδέ λοιπόν τον Δίγγον! είπεν η κυρία Βέλδων. </p> + +<p> — Ναι! παράδοξον πράγμα! απεκρίθη ο δόκιμος. Φαίνεται ως να ζητή +να επανεύρη ίχνος τι. </p> + +<p> — Πολύ παράδοξον, αληθώς, εψιθύρισεν η κυρία Βέλδων. </p> + +<p>Είτα δε επαναλαμβάνουσα. </p> + +<p> — Τι πράττει ο Νεγορός; ηρώτησε. </p> + +<p> — Πράττει ό,τι πράττει ο Δίγγος, απήντησε ο Δικ. Σανδ. </p> + +<p> — Προχωρεί, επιστρέφει . . . Αλλ' εδώ είναι ελεύθερος. Δεν έχω το +δικαίωμα να τον διατάσσω. Η υπηρεσία του ετελείωσε μετά την απώλειαν του +«Πίλγριμ». </p> + +<p>Τωόντι ο Νεγορός ανήρχετο την παραθαλασσίαν, επέστρεφε, παρετήρει την +ακτήν και τον θαλασσόκρημνον, ως άνθρωπος ζητών να συναθροίση τας +αναμνήσεις του και να τας σταματήση. Μη άραγε εγνώριζε την χώραν εκείνην; Εάν +τον ηρώτων, θα ηρνείτο πιθανώς να αποκριθή. Προτιμότερον ήτο και πάλιν να μη +δώσωσι προσοχήν εις άνθρωπον τόσω ακοινώνητον. Μετ' ολίγον ο Δικ Σανδ τον +είδε διηυθυνόμενον προς το μέρος του ποταμίου, και όταν εγένετο άφαντος +στρέψας τον θαλασσόκρημνον, έπαυε πλέον να τον συλλογίζεται. </p> + +<p>Ο Δίγγος υλάκτησε μεν, όταν ο μάγειρος έφθασεν εις την ακτήν, αλλ' εσιώπησε +σχεδόν αμέσως. </p> + +<p>Τώρα έπρεπε να σκεφθώσι περί του μάλλον καταπείγοντος. Το μάλλον δε +κατεπείγον ήτο να εύρωσι καταφύγιόν τι, σκέπην τινα οίαν δήποτε, ένθα να +εγκαθιδρυθώσι προσωρινώς και να λάβωσιν ολίγην τροφήν. </p> + +<p>Ακολούθως θα συνεσκέπτοντο και θα απεφάσιζον τι έπρεπε να πράξωσι. </p> + +<p>Περί τροφής δεν είχον να φροντίσωσι, διότι πλην των βοηθημάτων τα οποία +ηδύνατο να παρέξη η χώρα, η τροφοδόχη του πλοίου είχε κενωθή προς χρήσιν των +επιζησάντων εκ του ναυαγίου. Η παλίρροια είχε ρίψει τήδε κακείσε διάφορα +αντικείμενα εν τω μέσω των σκοπέλων. Ο Τωμ και οι σύντροφοί του είχον ήδη +συνάξει βαρέλια τινα διπύρων, κυτία τεταριχευμένων εδωδίμων, κιβώτια +απεξηραμένου κρέατος. Το ύδωρ δεν τα είχε βλάψει εισέτι, ώστε η διατροφή της +μικράς συνοδείας ήτο εξησφαλισμένη διά πλειότερον χρόνον, παρ' όσον απητείτο +βεβαίως όπως φθάσωσιν εις κώμην τινά ή χωρίον. Υπό την έποψιν λοιπόν ταύτην +ουδέν είχον να φοβηθώσι. Πάντα ταύτα τα διάφορα ναυάγια, τεθέντα εις μέρος +ασφαλές, δεν ηδύναντο πλέον ν' αναρπαγώσιν υπό της εξογκουμένης θαλάσσης. +</p> + +<p>Αλλά και το γλυκύ ύδωρ δεν έλειπεν. Ευθύς εξ αρχής ο Δικ Σανδ εφρόντισε να +πέμψη τον Ηρακλέα να φέρη εκ του πλησίον ποταμίου ολίγην ποσότητα ύδατος. +Αλλ' ο ρωμαλέος μαύρος επανήλθε φέρων επί των ώμων ολόκληρον πίθον πλήρη +δροσερού και διαυγούς ύδατος, όπερ η παλίρροια άφινεν εντελώς πόσιμον. </p> + +<p>Όσον αφορά το πυρ, εάν ήτο ανάγκη να ανάψωσι, ξηρά ξύλα δεν έλειπον εις τα +πέριξ, και αι ρίζαι των γηραιών μαγγλίων θα παρείχον όλην την απαιτουμένην +καύσιμον ύλην. Ο γέρων Τωμ, μανιώδης καπνιστής, είχεν εφοδιασθή δι' ικανής +ποσότητος ύσκας καλώς διατηρουμένης εν κυτίω αραρότως κεκλεισμένω, και όταν +θα ήθελον, θα εκτύπα πυρίτην λίθον έστω και διά χάλικος της ακτής. </p> + +<p>Έμενε λοιπόν να εύρωσι την οπήν εν τη οποία θα συνεσπειρούτο η μικρά +συνοδεία, εν ή περιπτώσει ήθελεν αναγκασθή να αναπαυθή επί μίαν νύκτα πριν +επαναλάβη την οδοιπορίαν αυτής. </p> + +<p>Και μα την αλήθειαν ο μικρός Ζακ εύρεν αυτόν τον κοιτώνα.<br /> + <br /> +Καλπάζων εις τους πρόποδας του θαλασσοκρήμνου, όπισθεν καμπής τινος του +βράχου ανεκάλυψεν εν των λείων και κατακένων εκείνων σπηλαίων, τα οποία αυτή +η θάλασσα ορύττει, όταν τα κύματα αυτής εξογκούμενα υπό της τρικυμίας, δέρωσι +την ακτήν. </p> + +<p>Το μικρόν παιδίον ήτο καταμαγευμένον. Προσεκάλεσε διά κραυγών χαράς την +μητέρα του και τη έδειξε θριαμβευτικώς την ανακάλυψίν του. </p> + +<p> — Καλά, Ζακ! είπεν η κυρία Βέλδων. Εάν ήμεθα Ροβινσώνες +προωρισμένοι να ζήσωμεν πολύν χρόνον εις αυτήν την παραλίαν, δεν θα +ελησμονούμεν να δώσωμεν το όνομά σου εις αυτό το σπήλαιον. </p> + +<p>Το σπήλαιον είχε δέκα ή δώδεκα ποδών βάθος και τόσων πλάτος, αλλ' εις τους +οφθαλμούς του Ζακ εφαίνετο τεράστιον υπόγειον. </p> + +<p>Όπως δήποτε ήρκει να περιλάβη τους ναυαγούς, η δε κυρία Βέλδων και η Ναν +παρετήρησαν μετ' ευχαριστήσεως ότι ήτο ξηρότατον. </p> + +<p>Η σελήνη ευρίσκετο εις το πρώτον αυτής τέταρτον και δεν είχον να φοβηθώσι +μήπως η άμπωτις ήθελε προσβάλει τους πρόποδας του θαλασσοκρήμνου, +επομένως δε και το σπήλαιον. Δεν εχρειάζοντο λοιπόν πλείον τι όπως +αναπαυθώσιν επί τινας ώρας.<br /> + <br /> +Μετά δέκα λεπτά της ώρας όλοι είχον κατακλιθή επί τάπητος εκ φυκών. Και αυτός +ο Νεγορός ενόμισε καθήκον του να επιστρέψη εις την μικράν συνοδείαν και να +λάβη μέρος εις το κοινόν γεύμα. </p> + +<p>Βεβαίως δεν είχε κρίνει καλόν να ριψοκινδυνεύση μόνος υπό το πυκνόν εκείνο +δάσος, διά του οποίου διήρχετο οφειοειδές ποτάμιον. </p> + +<p>Ήτο μία ώρα μετά μεσημβρίαν. Το τεταριχευμένον κρέας, τα δίπυρα, το ύδωρ, +αναμιγνυόμενον μετά τινων σταγόνων ρουμίου, του οποίου έν βαρέλιον είχε +διασώσει ο Βαρθολομαίος, απετέλεσαν το γεύμα. </p> + +<p>Αλλ' εάν ο Νεγορός έλαβε μέρος εις το γεύμα, δεν ανεμίχθη όμως εις την +συνομιλίαν, κατά την οποίαν συνεζητήθησαν τα μέτρα άτινα απήτει η θέσις των +ναυαγών. Εν τούτοις, χωρίς να φαίνεται ότι προσέχει, ήκουσε και βεβαίως +ωφελήθη εξ όσων ήκουσε. </p> + +<p>Κατ' εκείνο το διάστημα ο Δίγγος, όστις δεν είχε λησμονηθή, εφύλαττεν έξωθεν +του σπηλαίου. Ηδύναντο να μένωσιν ήσυχοι. Ουδέν έμψυχον ον θα ενεφανίζετο εις +την ακτήν, χωρίς να αναγγείλη την εμφάνισιν αυτού το πιστόν ζώον. </p> + +<p>Η κυρία Βέλδων, κρατούσα τον μικρόν Ζακ ημικεκλιμένον και σχεδόν +κοιμώμενον επ' αυτής, ωμίλησε πρώτη. </p> + +<p> — Φίλε μου, Δικ, είπεν, εν ονόματι όλων σε ευχαριστώ διά την +αφοσίωσιν την οποίαν έδειξες μέχρι τούδε αλλά δεν σε αφίνομεν εισέτι ελεύθερον. +Θα ήσαι ο οδηγός ημών κατά ξηράν, ως ήσο εν τω πλοίω πλοίαρχος. Όλη η +εμπιστοσύνη ημών σοι ανήκει. Λέγε λοιπόν. Τι πρέπει να πράξωμεν;</p> + +<p>Η κυρία Βέλδων, η γραία Ναν, ο Τωμ και οι σύντροφοι αυτού είχον τους +οφθαλμούς προσηλωμένους επί του νεαρού δοκίμου. Και αυτός ο Νεγορός τον +παρετήρει μετά παραδόξου επιμονής. Προδήλως τον ενδιέφερεν όλως ιδιαιτέρως +ό,τι έμελλε να αποκριθή ο Δικ Σανδ. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ εσκέφθη επί τινας στιγμάς. Είτα δε: </p> + +<p> — Κυρία Βέλδων, είπε, το σπουδαίον είναι να μάθωμεν πρώτον πού +είμεθα. Νομίζω ότι το πλοίον ημών εξώκειλεν εις το μέρος εκείνο της αμερικανικής +παραλίας, όπερ σχηματίζει την περουβιανήν ακτήν.<br /> + <br /> + . . . Οι άνεμοι και τα ρεύματα θα το έφερον εις το πλάτος τούτο. Αλλά μήπως +ευρισκόμεθα εις μεσημβρινήν τινα επαρχίαν του Περού, ήτοι εις μέρος +ακατοίκητον συνορεύον προς τας πάμπας; Ίσως. Το πιστεύω έτι μάλλον, βλέπων +την έρημον ταύτην παραλίαν ήκιστα ως φαίνεται συχναζομένην. Εν τοιαύτη +περιπτώσει δυνατόν να ήμεθα πολύ μακράν από της πλησιεστέρας κώμης, όπερ +δυσάρεστον. </p> + +<p> — Λοιπόν, τι θα πράξωμεν; επανέλαβεν η κυρίαν Βέλδων. </p> + +<p> — Η γνώμη μου είναι, απήντησεν ο Δικ Σανδ, να μη εγκαταλείψωμεν το +καταφύγιον τούτο πριν ή βεβαιωθώμεν περί της θέσεώς μας. Αύριον, μετά την +ανάπαυσιν μιας νυκτός, δύο εξ ημών δύνανται να μεταβώσι προς κατασκόπευσιν. +Χωρίς να μακρυνθώσι πολύ, θα προσπαθήσωσι να συναντήσωσιν ιθαγενείς τινας, +να λάβωσι παρ' αυτών πληροφορίας και να επιστρέψωσιν εις το σπήλαιον. </p> + +<p> . . . Είναι αδύνατον να μη εύρωσί τινα εις απόστασιν δέκα ή δώδεκα +μιλίων.<br /> + <br /> + — Να χωρισθώμεν! είπεν η κυρία Βέλδων . . . . . . </p> + +<p> — Τούτο με φαίνεται απαραίτητον, απεκρίθη ο δόκιμος. Εάν δεν +επιτύχωμεν πληροφορίαν τινά, εάν, όπερ αδύνατον, η χώρα είναι εντελώς έρημος, +τότε θα σκεφθώμεν πώς να εξέλθωμεν της δυσχέρειας κατ' άλλον τρόπον. </p> + +<p> — Και τις θα μεταβή προς κατασκόπευσιν; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων +μετά τινα στιγμήν σκέψεως. </p> + +<p> — Τούτο θα αποφασίσωμεν, απεκρίθη ο Δικ Σανδ. </p> + +<p> — Εν τούτοις φρονώ ότι υμείς, κυρία Βέλδων, η Ναν, ο Ζακ, ο κύριος +Βενέδικτος, δεν πρέπει να εγκαταλείψετε το σπήλαιον τούτο. Ο Βαρθολομαίος, ο +Ηρακλής, ο Ακτέων και ο Αυγουστίνος θα μείνωσι πλησίον σας, ενώ ο Τωμ και εγώ +θα αναχωρήσωμεν. — Ο Νεγορός βεβαίως θα προτιμήση να μείνη εδώ, +προσέθηκεν ο Δικ Σανδ παρατηρών τον μάγειρον. </p> + +<p> — Πιθανόν, απήντησεν ο Νεγορός, όστις δεν ήτο άνθρωπος +δεσμευόμενος δι' υποσχέσεων. </p> + +<p> — Θα λάβωμεν μεθ' ημών τον Δίγγον, επανέλαβεν δόκιμος. Θα μας είναι +χρήσιμος εις αυτήν την εξερεύνησιν. </p> + +<p>Ο Δίγγος, ακούσας προφερόμενον το όνομά του, εφάνη εις την είσοδον του +σπηλαίου και εφαίνετο επιδοκιμάζων διά μικράς υλακής τα σχέδια του Δικ Σανδ. +</p> + +<p>Αφ' ης στιγμής ο δόκιμος προέτεινε ταύτα, η κυρία Βέλδων εγένετο σκυθρωπή. +Ο αποχωρισμός εκείνος, έστω και βραχύς, την ανησύχει πολύ. Πιθανόν, ινδικαί +φυλαί συχνάζουσαι εις την παραλίαν εκείνην να εμάνθανον το ναυάγιον του +«Πίλγριμ»· εις περίπτωσιν δε καθ' ήν ναυαγιοσυλλέκται τινές ενεφανίζοντο, δεν +ήτο προτιμότερον να ευρίσκωνται όλοι εκεί, όπως τους αποκρούσωσιν;</p> + +<p>Η παρατήρησις αύτη ήτο αληθώς αξία συζητήσεως. </p> + +<p>Αλλά κατέπεσε προ των επιχειρημάτων του Δικ Σανδ όστις παρετήρησεν ότι οι +Ινδοί δεν πρέπει να συγχέωνται προς τους αγρίους της Αφρικής και της Πολυνησίας +και ότι δεν ήτο πιθανή προσβολή εκ μέρους αυτών. Αλλά να εισχωρίσωσιν εις τον +τόπον εκείνον χωρίς μήτε καν να γνωρίζωσι μήτε εις ποίαν απόστασιν ευρίσκετο η +πλησιεστέρα κώμη της επαρχίας ταύτης, θα εξετίθεντο εις πολλούς μόχθους. Ο +χωρισμός ηδύνατο μεν να έχη ατοπήματα, βεβαίως, αλλά πολύ ολιγώτερα τυφλής +πορείας εν τω μέσω δάσους, όπερ εφαίνετο εκτεινόμενον έως τους πρόποδας των +ορέων. </p> + +<p> — Άλλως τε, επανέλαβεν ο Δικ Σανδ, επιμένων, δεν δύναμαι να +παραδεχθώ ότι ο χωρισμός ούτος θα είναι μακροχρόνιος, και βεβαιώ μάλιστα ότι +δεν θα είναι. </p> + +<p>Μετά δύο ημέρας το πολύ, εάν ο Τωμ και εγώ δεν εύρωμεν μήτε κατοίκημα, +μήτε κάτοικον, θα επιστρέψωμεν εις το σπήλαιον. Αλλά τούτο είναι λίαν απίθανον· +μόλις δε προχωρήσωμεν είκοσι μίλια εις το εσωτερικόν του τόπου, θα γνωρίσωμεν +ακριβώς την γεωγραφικήν αυτού θέσιν. Πιθανόν μεθ' όλα ταύτα να απατώμαι εις +τους υπολογισμούς μου, επειδή δεν έχω τα μέσα να προσδιορίσω αυτήν +αστρονομικώς, και δεν είναι αδύνατον να ευρισκόμεθα εις πλάτος υψηλότερον ή +χαμηλότερον.<br /> + <br /> + — Ναι, . . βεβαίως, έχεις δίκαιον, τέκνον μου, απήντησεν η κυρία Βέλδων +λίαν ανήσυχος. </p> + +<p> — Και υμείς, κύριε Βενέδικτε, ηρώτησεν ο Δικ Σανδ, τι φρονείτε περί +τούτου;</p> + +<p> — Εγώ; απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος. </p> + +<p> — Μάλιστα, ποία είναι η γνώμη σας;</p> + +<p> — Ουδεμίαν γνώμην έχω, απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος. Ευρίσκω +καλά όσα προτείνονται, και θα πράξω ό,τι θέλουσι. Θέλετε να μείνωμεν εδώ μίαν ή +δύο ημέρας; έχει καλώς, και θα μεταχειρισθώ τον καιρόν μου σπουδάζων την +παραλίαν ταύτην υπό έποψιν καθαρώς εντομολογικήν.<br /> + <br /> + — Πράξον λοιπόν ό,τι θέλεις, είπεν η κυρία Βέλδων προς τον Δικ Σανδ. Θα +μείνωμεν εδώ, και θα αναχωρήσης με τον γέροντα Τωμ. </p> + +<p> — Είμεθα σύμφωνοι, είπεν ο εξάδελφος Βενέδικτος μετά μεγίστης +αταραξίας. Εγώ, θα επισκευθώ τα έντομα της χώρας.<br /> + <br /> + — Μη απομακρύνεσθε, κύριε Βενέδικτε, είπεν ο δόκιμος. Πολύ σας +συνιστώμεν τούτο. </p> + +<p> — Και προ πάντων, μη μας φέρετε πολλούς κώνωπας προσέθηκεν ο +γέρων Τωμ. </p> + +<p> — Μείνε ήσυχος, παιδί μου. </p> + +<p>Μετά τινας στιγμάς ο εντομολόγος, φέρων ανηρτημένον το εκ κασσιτέρου +πολύτιμον κιβώτιόν του, εξήλθε του άντρου. </p> + +<p>Σχεδόν συγχρόνως ο Νεγορός εξήλθεν ωσαύτως. Εφαίνετο απλούστατον εις τον +άνθρωπον εκείνον να μη φροντίζη ειμή περί εαυτού. Αλλ' ενώ ο εξάδελφος +Βενέδικτος αναρριχάτο εις τας κλιτύας του θαλαοσοκρημνού, ούτως εξερευνήση +την άκραν του δάσους, εκείνος, επιστρέψας προς το ποτάμιον, απεμακρύνετο διά +βραδέων βημάτων και εξηφανίζετο εκ δευτέρου ανερχόμενος την όχθην.<br /> + <br /> +Ο Ζακ εξηκολούθει να κοιμάται. Η κυρία Βέλδων, αφήσασα αυτόν επί των γονάτων +της Ναν, κατέβη τότε προς την παραλίαν. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ και οι σύντροφοί του την ηκολούθησαν. Ήθελον να ίδωσιν εάν η +θάλασσα επέτρεπε να μεταβώσιν εις το σκάφος του «Πίλγριμ», όπου ευρίσκοντο +έτι πολλά αντικείμενα δυνάμενα να είναι χρήσιμα εις αυτούς.</p> + +<p>Οι σκόπελοι εφ' ών είχεν εξοκείλει ο μυοπάρων ήσαν νυν ξηροί. Εν τω μέσω +των παντοειδών συντριμάτων ωρθούτο ο σκελετός του πλοίου, το οποίον η +άμπωτις είχεν εν μέρει καλύψει. </p> + +<p>Τούτο εξέπληξε τον Δικ Σανδ καθότι εγίνωσκεν ότι αι πλήμμυραι ήσαν +μετριώταται εις την αμερικανικήν παραλίαν του Ειρηνικού. Αλλ' όμως το +φαινόμενον τούτο ηδύνατο να εξηγηθή ως εκ της μανίας του ανέμου, όστις έπληττε +την ακτήν.<br /> + <br /> +Επαναβλέποντες το πλοίον των, η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής ησθάνθησαν +οδυνηράν εντύπωσιν. Εκεί είχον ζήσει πολλάς ημέρας, εκεί είχον υποφέρει.<br /> + <br /> +Η θέα του αθλίου εκείνου πλοίου, ημισυντετριμμένου, μη έχοντος πλέον μήτε +ιστούς, κεκλιμένου επί της πλευράς ως ον εστερημένον ζωής, έθλιψε ζωηρώς την +καρδίαν αυτών.<br /> + <br /> +Αλλ' έπρεπε να επισκεφθώσι το σκάφος εκείνο, πριν το αποσυνθέσει εντελώς η +θάλασσα. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ και οι μαύροι ευκόλως ηδυνήθησαν να εισέλθωσιν εις το +εσωτερικόν, αφού ανερριχήθησαν εις το κατάστρωμα διά των σχοινίων των +κρεμαμένων εις την πλευράν του «Πίλγριμ». Ενώ δε ο Τωμ, ο Ηρακλής, ο +Βαρθολομαίος και ο Αυγουστίνος ενησχολούντο να εξάγωσιν εκ της τροφοδόχης +παν ό,τι χρήσιμον εκ των εδωδίμων και των ποτών, ο δόκιμος εισήλθεν εις τον +θάλαμον του πλοιάρχου. Χάρις τω Θεώ το ύδωρ δεν είχεν εισβάλει έτι εις το μέρος +εκείνο του πλοίου, του οποίου η πρύμνη έμενεν έξω της θαλάσσης. </p> + +<p>Εκεί, ο Δικ Σανδ εύρε τέσσαρα όπλα εν καλή καταστάσει, — εξαίρετα +οπισθογεμή του εργοστασίου Πώρδεϋ και Σας, — ως και εκατοντάδα φυσιγγίων, +επιμελώς κεκλεισμένων εις τας φυσιγγιοθήκας των. </p> + +<p>Δι' αυτών ηδύνατο να οπλίση τον μικρόν στρατόν του και να τον έχη έτοιμον +προς άμυναν κατά πάσης ενδεχομένης επιθέσεως των Ινδών καθ' οδόν.<br /> + <br /> +Ο δόκιμος δεν ημέλησε συγχρόνως να λάβη και φανόν τινα του θυλακίου·· αλλ' οι +χάρται του πλοίου οι τεθειμένοι εν τω φυλακείω της πρώρας και βλαφθέντες υπό +του ύδατος ήσαν άχρηστοι. </p> + +<p>Εν τη αποθήκη του «Πίλγριμ», υπήρχον ωσαύτως, τινες μάχαιραι +χρησιμεύουσαι εις τον διαμελισμόν της φαλαίνης. Ο Δικ Σανδ εξελέξατο έξ, όπως +συμπληρώση τον εξοπλισμόν των συντρόφων του, και το μικρόν αβλαβές όπλον, +όπερ ανήκεν εις τον μικρόν Ζακ. </p> + +<p>Τα δε άλλα αντικείμενα όσα περιείχεν έτι το πλοίον, ήσαν διασκορπισμένα, ή +δεν ηδύναντο πλέον να χρησιμεύσωσιν. Άλλως τε δε ήτο περιττόν να επιβαρυνθή +υπέρ το μέτρον διά τας ολίγας ημέρας καθ' ας ήθελε διαρκέσει η οδοιπορεία +αυτών· Ζωοτροφίας, όπλα, πολεμοφόδια είχον αρκετά. Εν τούτοις ο Δικ Σανδ, κατά +σύστασιν της κυρίας Βέλδων, δεν παρημέλησε να λάβη όλα τα χρήματα όσα +ευρίσκοντο εν τω πλοίω, πεντακόσια δολλάρια περίπου. </p> + +<p>Τη αληθεία ήσαν ολίγα. Η κυρία Βέλδων είχε περισσότερα, άτινα δεν +ευρέθησαν. </p> + +<p>Τις λοιπόν, πλην του Νεγορού, μετέβη προ αυτών εις το πλοίον και υπεξήρεσε +τα χρήματα του πλοιάρχου Χουλ και της κυρίας Βέλδων; Ουδείς πλην αυτού ήτο +ύποπτος</p> + +<p>Εν τούτοις ο Δικ Σανδ εδίστασε προς στιγμήν. Ό,τι εγίνωσκε και ό,τι διέβλεπεν +εν αυτώ ήτο ότι τα πάντα ώφειλον να φοβώνται εκ του επιφυλακτικού εκείνου +χαρακτήρος, όστις εις τα παθήματα των άλλων εμειδία. Ναι ο Νιγορός ήτο ον +μοχθηρόν, αλλ' έπρεπεν εκ τούτου να συμπεράνη ότι ήτο και κακούργος; Ο Δικ +Σανδ δεν ηδύνατο να φθάση μέχρι τοιούτου βαθμού υπονοίας. Και εν τούτοις +ηδύναντο αι υπόνοιαι να σταματήσωσιν επί άλλου; Όχι! οι αγαθοί εκείνοι μαύροι +δεν είχον εγκαταλίπει ουδ' επί μίαν στιγμήν το σπήλαιον, ενώ ο Νεγορός είχε +περιπλανηθή επί της παραλίας. Αυτός μόνος έπρεπε να είναι ο ένοχος. Απεφάσισε +λοιπόν ο Δικ Σανδ να ερωτήση τον Νεγορόν και εν ανάγκη να διατάξη να +ερευνήσωσιν, άμα ήθελον επιστρέψει. Ήθελεν εξ άπαντος να γινώσκη τι άνθρωπος +ήτο. </p> + +<p>Ο ήλιος τότε έκλινε εις τον ορίζοντα. Κατά τον χρόνον εκείνον δεν είχεν εισέτι +διέλθει τον ισημερινόν όπως φέρη το φως και το θάλπος αυτού εις το βόρειον +ημισφαίριον, επλησίαζεν όμως. </p> + +<p>Έπεσε λοιπόν σχεδόν καθέτως επί της κυκλικής εκείνης γραμμής, ένθα +συνεχέετο η θάλασσα μετά του ουρανού. </p> + +<p>Το λυκόφως ολίγον διήρκεσεν, η σκοτία επήλθε ταχέως, όπερ ενίσχυσε την +ιδέαν του δοκίμου ότι είχεν εξωκείλει εις μέρος κείμενον μεταξύ του τροπικού του +Αιγόκαιρω και του ισημερινού. </p> + +<p>Η κυρία Βέλδων, ο Δικ Σανδ και αι μαύροι επέστρεψαν εις το σπήλαιον, όπως +αναπαυθώσιν επί τινας ώρας. </p> + +<p> — Η νυξ θα είναι αγριωτέρα, παρετήρησεν ο Τωμ δεικνύων τον εκ +πυκνών νεφών κεκαλυμμένον ορίζοντα. </p> + +<p> — Ναι, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, θα φυσήση δυνατός άνεμος. Αλλ' +αδιάφορον τώρα! Το δυστυχές ημών πλοίον εχάθη, και η τρικυμία δεν δύναται +πλέον να μας φθάση.</p> + +<p> — Γεννηθήτω το θέλημα του Θεού, είπεν η κυρία Βέλδων. </p> + +<p>Είχε συμφωνηθή ότι κατά την νύκτα εκείνην, ήτις θα ήτο σκοτεινοτάτη, έκαστος +των μαύρων θα εφρούρει εξ υπαμοιβής εις την είσοδον του σπηλαίου. Πλην όμως +τούτου, ηδύναντο να βασίζωνται και εις την καλήν επαγρύπνησιν του Δίγγου. </p> + +<p>Παρετήρησαν τότε ότι ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν είχεν επιστρέψει. </p> + +<p>Ο Ηρακλής τον εκάλεσε δι' όλης της δυνάμεως των ισχυρών πνευμόνων του, και +σχεδόν αμέσως είδον τον εντομολόγον καταβαίνοντα τας κλιτίας του +θαλασσοκρήμνου με κίνδυνον να θραύση την κεφαλήν του. </p> + +<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος ήτο κυριολεκτικώς μανιώδης. Ουδέ έν έντομον νέον +εύρεν εις το δάσος, όχι, ούτε έν μόνον άξιον να κοσμήση την συλλογήν του! +Σκορπίοι, σκολόπερδαι και άλλα μυριάποδα, όσα θέλετε, και άφθονα μάλιστα. Και +είναι γνωστόν ότι ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν είχε μεγάλην σχέσιν μετά των +μυριαπόδων. </p> + +<p> — Δεν ήξιζε τον κόπον, είπε, να διατρέξη τις πεντακισχίλια ή εξακισχίλια +μίλια, να αψηφήση την τρικυμίαν και να εξωκείλη εις την παραλίαν, χωρίς να εύρη +μήτε έν των αμερικανικών εκείνων εξαπόδων, άτινα είναι τιμή εις εντομολογικόν +μουσείον. </p> + +<p>Όχι, δεν ήξιζε τον κόπον. </p> + +<p>Και ως συμπέρασμα, ο εξάδελφος Βενέδικτος εζήτει να αναχωρήσωσι. Δεν +ήθελε να μείνη μήτε μίαν ώραν περισσότερον εις το αποτρόπαιον εκείνο παράλιον. +Η κυρία Βέλδων καθησύχασε το μεγάλον παιδίον της. Τω έδωκε την ελπίδα ότι θα +ήτο ευτυχέστερος την επιούσαν και όλοι συνεσπειρώθησαν εις το σπήλαιον, όπως +κοιμηθώσι μέχρι της ανατολής του ηλίου, ότε ο Τωμ παρετήρησεν ότι ο Νεγορός +δεν επέστρεψαν εισέτι, αν και είχε νυκτώσει·</p> + +<p> — Πού είναι άρα γε; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. </p> + +<p> — Τι μας μέλει! είπεν ο Βαρθολομαίος. </p> + +<p> — Εξ εναντίας μας μέλει πολύ, απήντησεν η κυρία Βέλδων. Θα +επροτίμων να ήτο αυτός ο άνθρωπος εδώ. </p> + +<p> — Βεβαίως, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, αλλ' εάν έφυγεν +εκουσίως, δεν βλέπω πώς δυνάμεθα να τον αναγκάσωμεν να επανέλθη. Τις οίδεν +εάν δεν έχη τους λόγους του να μας αποφύγη διά παντός. </p> + +<p>Και λαβών ιδιαιτέρως την κυρίαν Βέλδων, ο Δικ Σανδ τη ανεκοίνωσε τας +υπονοίας του. Δεν εξεπλάγη ιδών ότι και αυτή είχε τας αυτάς υπονοίας. Εις έν +μόνον σημείον διεφώνουν. </p> + +<p> — Εάν ο Νεγορός επιστρέψη, είπεν η κυρία Βέλδων, σημαίνει ότι θα +έκρυψεν εις μέρος ασφαλές το προϊόν της κλοπής του. Κατά την γνώμην μου, μη +δυνάμενοι να τον αποδείξωμεν ένοχον, προτιμότερον είναι να κρύψωμεν, απ' +αυτού τας υποψίας ημών και να τον αφήσωμεν να πιστεύση ότι μας ηπάτησεν. +</p> + +<p>Η κυρία Βέλδων είχε δίκαιον, και ο Δικ Σανδ παρεδέχθη την γνώμην της.<br /> + <br /> + — Εν τούτοις ο Νεγορός προσεκλήθη επανειλημμένως, αλλά, δεν απεκρίθη. +Ή ήτο πολύ μακράν ήδη και δεν ήκουεν, ή δεν ήθελε πλέον να επανέλθη. </p> + +<p>Οι μαύροι ουδόλως ελυπούντο διότι απηλλάγησαν αυτού, αλλά, ως το είπεν η +κυρία Βέλδων, ίσως ήτο μάλλον επίφοβος μακρόθεν ή εγγύθεν. Αλλά πώς να +εξηγήσωμεν ότι ο Νεγορός ηθέλησε να ριψοκινδυνεύση μόνος εις την άγνωστον +εκείνην χώραν! Απεπλανήθη λοιπόν και κατά την σκοτεινήν εκείνην νύκτα ματαίως +εζήτει την προς το σπήλαιον άγουσαν. </p> + +<p>Η κυρία Βέλδων και ο Δικ Σανδ δεν ήξευρον τι να υποθέσωσιν. Όπως δήποτε, +περιμένοντες τον Νεγορόν, δεν έπρεπε να στερηθώσιν αναπαύσεως αναγκαίας εις +άπαντας. </p> + +<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν ο κύων, όστις έτρεχεν επί της άμμου, υλάκτησε +σφοδρώς. </p> + +<p> — Τι έχει άρα γε ο Δίγγος; Πρέπει αμέσως να το μάθωμεν, είπεν ο +δόκιμος. Ίσως επιστρέφει ο Νεγορός. </p> + +<p>Πάραυτα ο Ηρακλής, ο Βαρθολομαίος, ο Αυγουστίνος και ο Δικ Σανδ +διηυθύνθησαν προς το στόμιον του ποταμίου. </p> + +<p>Φθάσαντες όμως εις την όχθην, μήτε είδον τι μήτε ήκουσαν. </p> + +<p>Την στιγμήν εκείνην ο Δίγγος εσιώπα. Ο Δικ Σανδ και οι μαύροι επανήλθον εις +το σπήλαιον Η καταύλισις ωργανώθη, όσον το δυνατόν καλλίτερον. Έκαστος των +μαύρων παρεσκευάσθη να φρουρή εξωθών εξ υπαμοιβής.<br /> + <br /> +Αλλ' η κυρία Βέλδων, ανησυχούσα, δεν ηδυνήθη να κοιμηθή. </p> + +<p>Τη εφαίνετο ότι η γη εκείνη η τοσούτω διακαώς επιθυμητή δεν τη παρείχεν ό,τι +ηδύνατο να ελπίζη, την ασφάλειαν των μετ' αυτής και την ανάπαυσιν εαυτής. </p> + + + +<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ'. </h3> + +<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>Ο ΧΑΡΡΗΣ</b></p> + +<p> +<br /> +Την επιούσαν, 7 Απριλίου ο Αυγουστίνος, όστις εφύλαττε περί την αυγήν, είδε τον +Δίγγον τρέχοντα προς το ποτάμιον υλακτούντα. Σχεδόν αμέσως η κυρία Βέλδων, ο +Δικ Σανδ και οι μαύροι εξήλθον του σπηλαίου</p> + +<p>Βεβαίως συνέβαινέ τι. </p> + +<p> — Ο Δίγγος θα εμυρίσθη ζων τι αντικείμενον, άνθρωπον ή ζώον, είπεν ο +δόκιμος. </p> + +<p> — Όπως δήποτε, δεν θα είναι ο Νεγορός, παρετήρησεν ο γέρων Τωμ, +διότι ο Δίγγος θα υλάκτει μανιωδώς. </p> + +<p> — Εάν δεν είναι ο Νεγορός, πού να είναι άρα γε; ηρώτησεν η κυρία +Βέλδων, ρίπτουσα επί του Δικ Σανδ βλέμμα, όπερ αυτός μόνος εννόησε, και εάν +δεν είναι εκείνος, ποίος είναι άρα γε;</p> + +<p> — Θα το μάθωμεν αμέσως, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο δόκιμος. </p> + +<p>Ακολούθως, απευθυνόμενος προς τον Βαρθολομαίον, τον Αυγουστίνον και τον +Ηρακλέα. </p> + +<p> — Οπλίσθητε, φίλοι μου, και έλθετε. </p> + +<p>Έκαστος των μαύρων έλαβεν έν όπλον και μίαν μάχαιραν, ως έπραξε και ο Δικ +Σανδ. Φυσίγγιον ετέθη εις το κοίλωμα των οπισθογεμών, ούτω δε ωπλισμένοι και +οι τέσσαρες διηυθύνθησαν προς την όχθην του ποταμίου. </p> + +<p>Η κυρία Βέλδων, ο Τωμ και ο Ακτέων, έμειναν εις την είσοδον του σπηλαίου, +όπου ο μικρός Ζακ και η Ναν ευρίσκοντο έτι.<br /> + <br /> +Ο ήλιος ανέτελλε κατ' εκείνην την στιγμήν. Αι ακτίνες αυτού, διακοπτόμενοι υπό +των υψηλών προς ανατολάς ορέων, δεν έφθανον επ' ευθείας εις τον +θαλασσόκρημνον αλλά, μέχρι του δυτικού ορίζοντος, η θάλασσα ηκτινοβόλει υπό +τα πρώτα φώτα της ημέρας. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού ηκολούθουν την αμμώδη παραλίαν, της οποίας η +καμπύλη απέληγεν εις το στόμιον του ποταμίου. </p> + +<p>Εκεί, ο Δίγγος ακίνητος και ωσεί παραφυλάττων θήραμα, εξηκολούθει να +υλακτή. Ήτο πρόδηλον ότι έβλεπεν ή ωσφραίνετο ιθαγενή τινα. </p> + +<p>Και τωόντι ο κύων την φοράν ταύτην δεν ωργίζετο κατά του εν τω πλοίω +εχθρού του του Νεγορού. </p> + +<p>Την στιγμήν εκείνην άνθρωπός τις έστρεφε την τελευταίαν καμπήν του +θαλασσοκρήμνου. Επροχώρει προσεκτικώς επί της όχθης, και διά φιλικών +χειρονομιών προσεπάθει να καταπραΰνη τον Δίγγον. Ευνόητον είναι ότι δεν ήθελε +να περιφρονήση την οργήν του ρωμαλέου ζώου. </p> + +<p> — Δεν είναι ο Νεγορός! είπεν ο Ηρακλής. </p> + +<p> — Δεν θα χάσωμεν εις την αλλαγήν, απεκρίθη ο Βαρθολομαίος. </p> + +<p> — Όχι, είπεν ο δόκιμος. Θα είναι πιθανώς ιθαγενής τις, όστις θα μας +απαλλάξη της ανησυχίας του χωρισμού. Θα μάθωμεν τέλος πού ευρισκόμεθα. </p> + +<p>Και οι τέσσαρες δε, θέσαντες τα όπλα επί των ώμων διηυθύνθησαν ταχέως +προς τον άγνωστον. </p> + +<p>Εκείνος, ιδών αυτούς πλησιάζοντας, έδειξε κατ' αρχάς σημεία ζωηροτάτης +εκπλήξεως. Βεβαιότατα, δεν περιέμενε να συναντήση ξένους επί του μέρους +εκείνου της ακτής. Πρόδηλον ήτο ωσαύτως, ότι δεν είχεν παρατηρήσει τα +συντρίματα του «Πίλγριμ», άλλως η παρουσία ναυαγών θα εξηγείτο φυσικώτατα. +Άλλως τε, κατά την νύκτα, η παλίρροια είχε τελείως διαμελίσει τον σκελετόν του +πλοίου, και δεν έμενον πλέον εξ αυτού ειμή λείψανά τινα επιπλέοντα εις το +πέλαγος.<br /> + <br /> +Κατά την πρώτην στιγμήν ο άγνωστος, βλέπων προχωρούντας προς αυτόν τους +τέσσαρας εκείνους ωπλισμένους άνδρας, εκινήθη όπως οπισθοχωρήση. Είχε +πυροβόλον ανηρτημένον, όπερ έφερε ταχέως εις την χείρα και από της χειρός εις +τον ώμον. Φαίνεται ότι εταράχθη. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ εποίησε κίνημα χαιρετισμού, όπερ ο άγνωστος δεν εννόησε +βεβαίως, καθότι μετά τινα δισταγμόν εξηκολούθησε προχωρών. </p> + +<p>Τότε ο Δικ Σανδ ηδυνήθη να τον εξετάση μετά προσοχής. </p> + +<p>Ήτο ανήρ εύρωστος, ηλικίας τεσσαράκοντα ετών το πολύ, με όμμα ζωηρόν, +κόμην και γένειον υπόλευκα, χρώμα ηλιοκαές, ως νομάδος πάντοτε, ζήσαντος εν +τω ανοικτώ αέρι του δάσους ή της πεδιάδος. Είδος τι επιχιτωνίου εκ δέρματος +κατειργασμένου, τω εχρησίμευεν ως υπενδύτης, πλατύγυρος πίλος εκάλυπτε την +κεφαλήν του, δερμάτινα υποδήματα έφθανον μέχρι των γονάτων του και +πτερνιστήρες μετά μεγάλων πλήκτρων αντήχουν επί των υψηλών αυτού πτερνών. +</p> + +<p>Εκείνο δε το οποίον εξ αρχής εγνώρισεν ο Δικ Σανδ — και το οποίον ήτο τωόντι +— είναι ότι είχεν απέναντι αυτού, ουχί ένα των Ινδών εκείνων οίτινες συνήθως +διατρέχουσι τας πάμπας, αλλ' ένα των τυχοδιωκτών εκείνων, καταγωγής ξένης, +πολλάκις επικινδύνων, οίτινες συνήθως συναντώνται εις τας μεμακρυσμένας +εκείνας χώρας. Εκ της ακάμπτου μάλιστα στάσεώς του, εκ του ερυθρωπού +χρώματος τριχών τινων της γενειάδος του, εφαίνετο ότι ο άγνωστος εκείνος ανήκεν +εις την αγγλοσαξωνικήν φυλήν. Όπως δήποτε δεν ήτο μήτε Ινδός μήτε Ισπανός. +</p> + +<p>Και τούτο εφάνη βέβαιον, όταν εις τον Δικ Σανδ όστις είπεν αυτώ αγγλιστί +«Καλώς ήλθετε», απεκρίθη εν τη αυτή γλώσση, και χωρίς η προφορά του να έχη +ξενικόν τινα τόνον. </p> + +<p> — Καλώς ήλθετε και ημείς, νέε μου φίλε, είπεν ο άγνωστος προχωρών +προς τον δόκιμον και θλίβων την χείρα αυτού. Προς δε τους μαύρους ηρκέσθη να +τοις απευθύνη χαιρετισμόν, χωρίς να τοις είπη τι. </p> + +<p> — Είσθε Άγγλοι; ηρώτησε τον δόκιμον. </p> + +<p> — Αμερικανοί, απεκρίθη ο Δικ Σανδ. </p> + +<p> — Της Νοτίου;</p> + +<p> — Της Βορείου. </p> + +<p>Η απόκρισις αύτη εφάνη ευχαριστήσασα τον άγνωστον, όστις εκίνησε +ισχυρότερον την χείρα του δοκίμου, εντελώς αμερικανικώ τω τρόπω την φοράν +ταύτην. </p> + +<p> — Και δύναμαι να μάθω, νέε μου φίλε, πώς ευρίσκεσθε εις την +παραλίαν ταύτην; ηρώτησεν. </p> + +<p>Αλλά, κατά την στιγμήν ταύτην, χωρίς να περιμένη την απόκρισιν του δοκίμου +εις την ερώτησίν του, ο άγνωστος απεκαλύφθη και εχαιρέτισεν.<br /> + <br /> +Η κυρία Βέλδων είχε προχωρήσει προς την όχθην και ευρίσκετο τότε ενώπιόν του. +</p> + +<p>Αύτη απήντησεν εις την ερώτησίν του·</p> + +<p> — Κύριε, είπεν, είμεθα ναυαγοί, των οποίων το πλοίον συνετρίβη χθες +επ' αυτών των σκοπέλων. </p> + +<p>Αίσθημά τι οίκτου εζωγραφήθη επί της μορφής του άγνωστου, ούτινος τα +βλέμματα ανεζήτησαν το εις την ακτήν εξοκείλαν πλοίον.<br /> + <br /> + — Δεν έμεινε πλέον τίποτε εκ του πλοίου, προσέθηκεν ο δόκιμος. Η +παλίρροια συνεπλήρωσε την καταστροφήν κατ' αυτήν την νύκτα.<br /> + <br /> + — Και η πρώτη ημών ερώτησις, επανέλαβεν η κυρία Βέλδων, είναι να σας +ερωτήσωμεν πού ευρισκόμεθα. </p> + +<p> — Αλλ' είσθε εις την παραλίαν της Νοτίου Αμερικής, απεκρίθη ο +άγνωστος, όστις εφάνη απορήσας διά την ερώτησιν. Μήπως είχετε αμφιβολίαν +τινά περί τούτου;</p> + +<p> — Ναι, κύριε, διότι η τρικυμία ίσως μας παρέσυρε της ευθείας οδού την +οποίαν δεν ηδυνάμην να ορίσω μετ' ακριβείας, απεκρίθη ο Δικ Σανδ. Αλλ' επιθυμώ +να μάθω ακριβέστερον πού ευρισκόμεθα. Άρα γε εις την παραλίαν του Περού;</p> + +<p> — Όχι νέε μου φίλε, όχι. Ολίγον τι μάλλον προς τον νότον. Εξοκείλατε +επί της βολιβιανής ακτής. </p> + +<p> — Α! εφώνησεν ο Δικ Σανδ. </p> + +<p> — Και μάλιστα ευρίσκεσθε επί του μεσημβρινού μέρους της Βολιβίας, +όπερ συνορεύει προς το Χιλί. </p> + +<p> — Λοιπόν ποία είναι αυτή η άκρα; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ δεικνύων το +προς βορράν ακρωτήριον. </p> + +<p> — Δεν ηξεύρω να σας είπω τ' όνομά του, απεκρίθη ο άγνωστος, καθότι +εάν γνωρίζω ολίγον τι τον τόπον εις τα ενδότερα, ως διατρέξας αυτά πολλάκις, την +παραλίαν όμως ταύτην πρώτην φοράν επισκέπτομαι. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ εσκέπτετο περί όσων ήκουσε. Δεν εξεπλήσσετο όμως πολύ, καθότι +πιθανόν ή μάλλον δυνατόν ήτο να ηπατήθη εις τους υπολογισμούς του ένεκα των +ρευμάτων, αλλ' η απάτη δεν ήτο σπουδαία. Τωόντι ενόμιζεν ότι ήτο περίπου +μεταξύ της εικοστής εβδόμης και της τριακοστής παραλλήλου μετά την +αναγνώρισιν της νήσου του Πάσχα, και εξώκειλεν επί της εικοστής πέμπτης +παραλλήλου. </p> + +<p>Ουδόλως αδύνατον να υπέστη το «Πίλγριμ» τοιαύτην ελαχίστην παρέκκλισιν +επί τοσούτον μακρόν διάπλουν.<br /> + <br /> +Άλλως τε ουδέν διδόμενον είχε να αμφιβάλλη περί των διαβεβαιώσεων του +αγνώστου, και αφού η ακτή εκείνη ήτο η της κάτω Βολιβίας, ουδέν άπορον εάν ήτο +τόσον έρημος. </p> + +<p> — Κύριε, είπε τότε ο Δικ Σανδ, εκ της αποκρίσεώς σας δύναμαι να +συμπεράνω ότι ευρισκόμεθα πολύ μακράν της Λίμας.<br /> + <br /> + — Ω! η Λίμα είναι μακράν . . . απ' εκεί! εις το βόρειον μέρος. </p> + +<p>Η κυρία Βέλδων, ήτις κατ' αρχάς είχε συλλάβει υπονοίας διά την εξαφάνισιν +του Νεγορού, παρετήρει τον άγνωστον μετά μεγάλης προσοχής, αλλά μήτε εις την +στάσιν του, μήτε εις τας εκφράσεις του ηδυνήθη να εύρη ύποπτον.<br /> + <br /> + — Κύριε είπεν, η ερώτησίς μου δεν είναι βεβαίως αδιάκριτος . . . Δεν +φαίνεσθε καταγωγής περουβιανής</p> + +<p> — Είμαι Αμερικανός ως είσθε υμείς, κυρία; . . . είπεν ο άγνωστος +περιμείνας προς στιγμήν όπως η Αμερικανίς τω είπη το όνομά της. </p> + +<p> — Κυρία Βέλδων, απεκρίθη αύτη. </p> + +<p> — Εγώ ονομάζομαι Χάρρης, και εγεννήθην εις την μεσημβρινήν +Καρολίναν. Αλλά παρήλθον είκοσιν έτη αφ' ότου εγκατέλιπον την πατρίδα μου διά +να έλθω εις τας πάμπας της Βολιβίας και πολύ ευχαριστούμαι, όταν βλέπω +συμπολίτας. </p> + +<p> — Κατοικείτε το μέρος τούτο της επαρχίας, κύριε Χάρη; ηρώτησεν η +κυρία Βέλδων. </p> + +<p> — Όχι, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο Χάρρης, κατοικώ εις το νότιον μέρος, +εις τα σύνορα της Χιλής, αλλά την στιγμήν ταύτην μεταβαίνω εις Ατακάμαν, +βορειοανατολικά. </p> + +<p> — Είμεθα λοιπόν εις το άκρον της ομωνύμου ερήμου; ηρώτησεν ο Δικ +Σανδ. </p> + +<p> — Ακριβώς, νέε μου φίλε, και η έρημος αύτη εκτείνεται πολύ πέραν των +ορέων, τα οποία κλείουσι τον ορίζοντα. </p> + +<p> — Η έρημος της Ατακάμας; επανέλαβεν ο Δικ Σανδ. </p> + +<p> — Ναι, απεκρίθη ο Χάρρης. Η έρημος αύτη είναι ως ιδιαίτερος τις τόπος +εν τη ευρεία ταύτη Νοτίω Αμερική, της οποίας διαφέρει υπό πολλάς απόψεις. Είναι +το μάλλον περίεργον και το ολιγώτερον γνωστόν μέρος της ηπείρου ταύτης. </p> + +<p> — Και οδοιπορείτε μόνος; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. </p> + +<p> — Ω! δεν είναι η πρώτη φορά καθ' ήν πράττω τούτο! απεκρίθη ο +Αμερικανός. Διακόσια μίλια μακράν απ' εδώ υπάρχει έπαυλις μεγάλη, η έπαυλις +του Αγίου Ευτυχούς, ήτις ανήκει εις ένα των αδελφών μου και εκεί μεταβαίνω +χάριν του εμπορίου μου. Εάν θέλετε να με ακολουθήσετε, θα σας υποδεχθώσι +καλώς, και θα εύρετε τα μέσα όπως μεταβήτε εις την πόλιν Αταμάκαν: Ο αδελφός +μου θα είναι ευτυχής εάν σας παράσχη ταύτα. </p> + +<p>Αι προσφοραί αύται, γινόμεναι αυθορμήτως, δεν ηδύνατο ειμί να διαθέσωσι +τους ναυαγούς ευνοϊκώς υπέρ του Αμερικανού, όστις επανέλαβεν αμέσως +αποτεινόμενος προς την κυρίαν Βέλδων. </p> + +<p> — Οι μαύροι αυτοί είναι δούλοι σας; </p> + +<p>Και διά της χειρός εδείκνυεν τον Τωμ και τους συντρόφους του.<br /> + <br /> + — Δεν έχομεν πλέον δούλους εις τας Ηνωμένας Πολιτείας, απεκρίθη +ζωηρώς η κυρία Βέλδων. Οι βόρειοι προ πολλού κατήργησαν την δουλείαν, οι δε +νότιοι εδέησε ν' ακολουθήσωσι το παράδειγμα των βορείων. </p> + +<p> — Α! ορθόν, απεκρίθη ο Χάρρης. Είχον λησμονήσει ότι ο πόλεμος του +1862 έλυσε το σπουδαίον τούτο ζήτημα. — Ζητώ συγνώμην παρά των καλών +τούτων ανδρών, προσέθηκεν ο Χάρρης μετά τινος λεπτής ειρωνείας, +χαρακτηριζούσης τους νοτίους Αμερικανούς όταν ομιλώσι προς μαύρους. Αλλά +βλέπων τους ευπατρίδας τούτους εις την υπηρεσίαν σας, ενόμισα . . . </p> + +<p> — Μήτε είναι μήτε ήσαν ποτέ εις την υπηρεσίαν μου, κύριε, απεκρίθη +σοβαρώς η κυρία Βέλδων. </p> + +<p> — Θεωρούμεν τιμήν μας να σας υπηρετώμεν, κυρία Βέλδων, είπεν τότε +ο γέρων Τωμ. Αλλ' ας μάθη ο κύριος Χάρρης ότι εις ουδένα ανήκομεν. Είναι μεν +αληθές ότι εγώ συνελήφθην και επωλήθην ως δούλος εις την Αφρικήν, όταν ήμην +έξ ετών· αλλ' ο υιός μου Βαρθολομαίος εγεννήθη εξ απελευθέρου πατρός, οι δε +σύντροφοί μου εγεννήθησαν εκ γονέων απελεύθερων.<br /> + <br /> + — Σας συγχαίρω, είπεν ο Χάρρης μετά τόνου φωνής, ον η κυρία Βέλδων δεν +εύρε σοβαρόν. Άλλως τε επί της γης ταύτης της Βολιβίας δεν έχομεν δούλους. +Λοιπόν ουδέν έχετε να φοβηθήτε, και δύνασθε να οδεύητε εδώ τόσον ελευθέρως +όσον εις τας πολιτείας της Νέας Αγγλίας.<br /> + <br /> +Την στιγμήν εκείνην ο μικρός Ζακ, ακολουθούμενος υπό της Ναν εξήλθε, του +σπηλαίου τρίβων τους οφθαλμούς του. </p> + +<p>Είτα, ιδών την μητέρα του, έδραμε προς αυτήν. Η κυρία Βέλδων τον +ενηγκαλίσθη τρυφερώς. </p> + +<p> — Τι χαριτωμένο παιδάκι! Είπεν ο Αμερικανός πλησιάζων τον Ζακ. </p> + +<p> — Είναι υιός μου, είπεν η κυρία Βέλδων. </p> + +<p> — Ω! κυρία Βέλδων, λοιπόν θα υπεφέρετε διττώς, αφού το παιδίον +τούτο εξετέθη εις τόσας δοκιμασίας!</p> + +<p> — Ο Θεός το διετήρησε σώον και υγιές, ως και όλους ημάς, κύριε Χάρρη, +απεκρίθη η κυρία Βέλδων. </p> + +<p> — Μοι επιτρέπετε να ασπασθώ τας ωραίας παρειάς του; ηρώτησεν ο +Χάρρης. </p> + +<p> — Ευχαρίστως, απεκρίθη η κυρία Βέλδων. </p> + +<p>Αλλ' η μορφή του «κυρίου Χάρρη» φαίνεται ότι δεν ήρεσεν εις τον μικρόν Ζακ, +καθότι συνεσπειρώθη περισσότερον πλησίον της μητρός του. </p> + +<p> — Πώς! είπεν ο Χάρρης, δεν θέλετε να σας ασπασθώ! Σας προξενώ +λοιπόν φόβον, μικρέ μου φίλε;</p> + +<p> — Συγγχωρήσατέ το, κύριε, έσπευσε να είπη η κυρία Βέλδων. +Δειλιά.</p> + +<p> — Καλά! θα γνωρισθώμεν περισσότερον, απεκρίθη ο Χάρρης. Όταν +φθάσωμεν εις την έπαυλιν, θα διασκεδάζη με έν ωραίον αλογάκι το οποίον θα του +είπη πολλά πράγματα δι' εμέ. </p> + +<p> — Αλλά και η προσφορά αύτη του ωραίου ιππαρίου δεν εδελέασε τον +Ζακ. </p> + +<p>Η κυρία Βέλδων, αρκετά στενοχωρηθείσα, έσπευσε να στρέψη την συνομιλίαν. +Δεν έπρεπε, να δυσαρεστήσωσι άνθρωπον, όστις τοσούτον υποχρεωτικώς είχε +προσφέρει τας υπηρεσίας του. </p> + +<p>Κατ' εκείνο το διάστημα ο Δικ Σανδ εσκέπτετο την τοσούτον εγκαίρως +γενομένην πρότασιν να μεταβώσιν εις την έπαυλιν του Αγίου Ευτυχούς. Ως είπεν ο +Χάρρης, ήτο πορεία πλέον των διακοσίων μιλίων, οτέ μεν διά των δασών, οτέ δε +διά πεδιάδων, — πορεία λίαν κοπιώδης, βεβαίως, επειδή υπήρχεν εντελής έλλειψις +μέσων μεταφοράς.<br /> + <br /> +Ο νεαρός δόκιμος επέφερε λοιπόν παρατηρήσεις τινάς ως προς το αντικείμενον +τούτο και περιέμενε την απόκρισιν του Αμερικανού. </p> + +<p> — Η οδοιπορία είναι τωόντι ολίγον μακρά, είπεν ο Χάρρης, αλλ' έχω +εκεί, ολίγας τινάς εκατοντάδας βημάτων όπισθεν της όχθης, ίππον, τον οποίον +σκοπεύω να θέσω εις την διάθεσιν της κυρίας Βέλδων και του υιού της. Δι' ημάς +ούτε δύσκολον, ούτε λίαν επίπονον να πορευθώμεν πεζή. Άλλως τε δε όταν είπω +διακόσια μίλια, εννόουν να ακολουθήσωμεν την διεύθυνσιν του ποταμίου τούτου, +ως το έπραξα ήδη. Αλλ' εάν διασχίσωμεν το δάσος, ο δρόμος μας θα συντομευθή +κατά ογδοήκοντα τουλάχιστον μίλια. Λοιπόν, εάν διανύωμεν δέκα μίλια καθ' +ημέραν, μοι φαίνεται ότι θα φθάσωμεν εις την έπαυλιν χωρίς πολλούς κόπους. +</p> + +<p>Η Κυρία Βέλδων ευχαρίστησε τον Αμερικανόν. </p> + +<p> — Δεν δύνασθε να με ευχαριστήσετε καλλίτερον, ειμή δεχομένη είπεν ο +Χάρρης. Αν και ουδέποτε διήλθον τούτο το δάσος, νομίζω ότι δεν θα δυσκολευθώ +να εύρω τον δρόμον, επειδή έχω μεγάλην έξιν της πάμπας. Έν μόνον ζήτημα +σπουδαιότερον υπάρχει, το των τροφίμων, διότι εγώ δεν έχω ειμή ακριβώς όσα +αρκούσι διά να φθάσω εις την έπαυλιν του Αγίου Ευτυχούς.<br /> + <br /> + — Κύριε Χάρρη, είπεν η κυρία Βέλδων, έχομεν ευτυχώς άφθονα τρόφιμα, +και θα ήμεθα ευτυχείς να τα μοιρασθώμεν. </p> + +<p> — Λοιπόν, κυρία Βέλδων, μοι φαίνεται ότι πάντα έχουσι καλώς και ότι +ουδέν άλλο μένει ειμή η αναχώρησις. </p> + +<p>Ο Χάρρης διηυθύνετο προς την όχθην σκοπεύων να παραλάβη τον ίππον του εκ +του μέρους ένθα τον είχεν αφήσει, ότε ο Δικ Σανδ τον εσταμάτησε πάλιν όπως τω +αποτείνη μίαν ερώτησιν. </p> + +<p>Εις τον νέον δόκιμον δεν εφαίνετο πολύ φρόνιμον να εγκαταλίπη την παραλίαν +και να εισδύση εις το εσωτερικόν της χώρας διά του απεράντου εκείνου δάσους. +</p> + +<p>Ο ναυτικός ανεφαίνετο πάλιν εν αυτώ, και επροτίμα να ανέρχηται και να +κατέρχηται την παραλίαν. </p> + +<p> — Κύριε Χάρρη, είπεν, αντί να οδοιπορήσωμεν εκατόν είκοσι μίλια εν τη +ερήμω ταύτη της Ατακάμας διατί δεν ακολουθούμεν την παραθαλασσίαν; +Απόστασις και ούτως, απόστασις και άλλως. Δεν είναι προτιμότερον να φθάσωμεν +την πλησιεστέραν πόλιν είτε προς βορράν είτε προς νότον;</p> + +<p> — Αλλά, νέε μου φίλε, απεκρίθη ο Χάρρης συσπών ελαφρώς τας οφρύς, +νομίζω ότι δεν υπάρχει πόλις πλησιέστερον των τριακοσίων ή τετρακοσίων μιλίων +από της ακτής ταύτης, την οποίαν να γνωρίζω ακριβώς. </p> + +<p> — Προς βορράν μάλιστα, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, αλλά προς νότον;. </p> + +<p> — Προς νότον, απήντησεν ο Αμερικανός, θα είναι ανάγκη να +κατέλθωμεν μέχρι της Χιλής. Λοιπόν το διάστημα είναι σχεδόν επίσης μακρόν, και +εις την θέσιν σας δεν θα ήθελον να διέλθω τας πάμπας της αργεντινής +Δημοκρατίας. Εγώ δε, μετά μεγάλης μου λύπης, σας ειδοποιώ ότι δεν δύναμαι να +σας συνοδεύσω. </p> + +<p> — Τα πλοία τα πλέοντα μεταξύ του Περού και Χιλής δεν διέρχονται +λοιπόν προ της παραλίας ταύτης; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. </p> + +<p> — Όχι, απεκρίθη ο Χάρρης. Διέρχονται πολύ απώτερον εις το πέλαγος, +και βεβαίως δεν συνηντήσατε ουδέν εξ αυτών.<br /> + <br /> + — Πράγματι, είπεν η κυρία Βέλδων. — Λοιπόν, Δικ, έχεις άλλην τινά +ερώτησιν να απευθύνης προς τον κύριον Χάρρην;</p> + +<p> — Μίαν μόνην, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο δόκιμος όστις ησθάνετο +δυσκολείαν τινά να ενδώση. Θα ερωτήσω τον κύριον Χάρρην εις ποίον λιμένα +νομίζει ότι θα εύρωμεν πλοίον τι διά να επιστρέψωμεν εις Άγιον Φραγκίσκον;</p> + +<p> — Μα την αλήθειαν, νέε μου φίλε, δεν ηξεύρω τι να σας είπω, απεκρίθη +ο Αμερικανός, Ότι ηξεύρω είναι ότι θα σας παράσχωμεν εις την έπαυλην του Αγίου +Ευτυχούς τα μέσα να φθάσετε εις την πόλιν Ατακάμαν και εκείθεν . . </p> + +<p> — Κύριε Χάρρη, είπε τότε η κυρία Βέλδων, μη νομίσετε ότι ο Δικ Σανδ +διστάζει να δεχθή τας προσφοράς σας. </p> + +<p> — Όχι, κυρία Βέλδων όχι βεβαίως δεν διστάζω, είπεν ο νεαρός δόκιμος, +αλλά δεν ειμπορώ να μη λυπηθώ διότι δεν επέσαμεν εις παραλίαν μοίρας τινάς +βορειότερον ή νοτιώτερον. Θα ευρισκόμεθα τότε πλησίον λιμένος τινός, και η +περίπτωσις εκείνη, διευκολύνουσα την παλινόστησιν ημών, θα μας απήλλασε της +ανάγκης να ενοχλήσωμεν την προθυμίαν του κυρίου Χάρρη. </p> + +<p> — Μη φοβήσθε ότι θα με ενοχλήσετε, κυρία Βέλδων επανέλαβεν ο +Χάρρης. Σας επαναλαμβάνω ότι σπανιώτατα λαμβάνω αφορμήν να ευρεθώ +απέναντι συμπολιτών μου. Είναι δι' εμέ αληθής ευχαρίστησις να σας υποχρεώσω. +</p> + +<p> — Δεχόμεθα την προσφοράν σας κύριε Χάρρη, είπεν η κυρία Βέλδων, +αλλ' εν τούτοις δεν θέλω να σας στερήσω του ίππου σας. Είμαι καλή +πεζοπόρος·</p> + +<p> — Και εγώ κάλλιστος πεζοπόρος, απεκρίθη ο Χάρρης προσκλίνων. +Συνηθισμένος εις τας μακράς πορείας διά των πεδιάδων, ουδεμίαν θα επιφέρω +βραδύτητα εις την συνοδείαν. Όχι, κυρία Βέλδων, υμείς και ο μικρός σας Ζακ θα +μεταχειρισθήτε τον ίππον. Άλλως τε δε πιθανόν να συναντήσωμεν καθ' οδόν +υπηρέτας τινας της επαύλεως, και επειδή θα είναι έφιπποι, θα μας παραχωρίσωσι +τους ίππους των. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ εννόησε καλώς ότι εάν απέτεινε και άλλας παρατηρήσεις, θα +δυσηρέστει την κυρίαν Βέλδων. </p> + +<p> — Κύριε Χάρρη, είπε, πότε θα αναχωρήσωμεν;</p> + +<p> — Σήμερον, νέε μου φίλε, απεκρίθη ο Χάρρης. Η κακή εποχή άρχεται +από του Απριλίου, και πρέπει όσω το δυνατόν να φθάσετε πρότερον εις την +έπαυλιν του Αγίου Ευτυχούς. Επί τέλους, η διά του δάσους οδός είναι η +συντομωτέρα και ίσως η ασφαλεστέρα, διότι είναι ολιγώτερον εκτεθειμένη εις τας +επιδρομάς των νομάδων Ινδών, οίτινες είναι ακάματοι λησταί. </p> + +<p> — Τωμ, φίλοι μου, είπε ο Δικ Σανδ στρεφόμενος προς τους μαύρους, δεν +μας μένει πλέον άλλο ειμή να ετοιμασθώμεν προς αναχώρησιν. Ας εκλέξωμεν +λοιπόν, εκ των προμηθειών του πλοίου, εκείνας όσαι δύνανται ευκολώτερον να +μετακομισθώσι, και ας κατασκευάσωμεν δέματα, τα οποία να +διαμοιρασθώμεν.</p> + +<p> — Κύριε Δικ, είπεν ο Ηρακλής, εάν θέλετε, τα λαμβάνω εγώ όλα. </p> + +<p> — Όχι, καλέ μου Ηράκλεις, απεκρίθη ο δόκιμος. Είναι προτιμότερον να +μοιρασθώμεν το βάρος. </p> + +<p> — Είσθε εύρωστος σύντροφος, Ηράκλεις, είπε τότε ο Χάρρης, όστις +παρετήρει τον μαύρον ως εάν ούτος ήτο προς πώλησιν. Εις τας αγοράς της Αφρικής +θα είχετε μεγάλην αξίαν. </p> + +<p> — Αξίζω ό,τι αξίζω, είπεν ο Ηρακλής και οι αγορασταί πρέπει πολύ να +τρέξωσιν εάν θέλωσι να με συλλάβωσι. </p> + +<p>Τα πάντα είχον συμφωνηθή, προς επίσπευσιν δε της αναχωρήσεως, όλοι +ήρχισαν να εργάζωνται. Άλλως τε δε δεν είχον να ασχοληθώσι διά την τροφοδοσίαν +της μικράς συνοδείας ειμή από της παραλίας μέχρι της επαύλεως, ήτοι διά πορείαν +δέκα περίπου ημερών.<br /> + + <br /> + — Αλλά, πριν αναχωρήσωμεν, κύριε Χάρρη είπεν η κυρία Βέλδων, πριν +δεχθώμεν την φιλοξενείαν σας, θα σας παρακαλέσω να δεχθήτε την ημετέραν. Σας +προσφέρομεν αυτήν εξ όλης καρδίας. </p> + +<p> — Δέχομαι, κυρία Βέλδων. Θα ωφεληθώ εκ των δέκα τούτων στιγμών, +όπως φέρω τον ίππον μου εδώ. Εκείνος επρογευμάτησε. </p> + +<p> — Θέλετε να σας συνοδεύσω, κύριε; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ τον +Αμερικανόν. </p> + +<p> — Όπως επιθυμείτε, νέε μου φίλε, απεκρίθη ο Χάρρης. Έλθετε. Θα σας +δείξω το κάτω ρεύμα του ποταμίου τούτου. </p> + +<p>Ανεχώρησαν αμφότεροι. </p> + +<p>Κατά το διάστημα τούτο ο Ηρακλής επέμφθη προς αναζήτησιν του +εντομολόγου. Ο εξάδελφος Βενέδικτος ολίγον μα την αλήθειαν εφρόντηζε διά τα +περί εαυτόν συμβαίνοντα. Περιεπλανάτο τότε επί της κορυφής του +θαλασσοκρήμου αναζητών έντομόν τι «ανεύρετον», όπερ άλλως τε δεν εύρισκε. +</p> + +<p>Ο Ηρακλής τον επανέφερεν εκόντα άκοντα. Η κυρία Βέλδων τω είπεν ότι η +αναχώρησις είχεν αποφασισθή και ότι επί δέκα περίπου ημέρας θα εταξίδευον εις +το εσωτερικόν της χώρας. Ο εξάδελφος Βενέδικτος απεκρίθη ότι ήτο έτοιμος να +αναχωρήση, καθότι δεν εζήτει άλλο καλλίτερον ειμή να διέλθη και ολόκληρον έτι +την Αμερικήν, αρκεί να τον αφήνωσι να «συλλέγη» καθ' οδόν. </p> + +<p>Η Κυρία Βέλδων, βοηθουμένη υπό της Ναν, ενησχολήθη τότε να παρασκευάση +τονωτικόν γεύμα. Καλή προφύλαξις πριν αρχίσωσι την οδοιπορίαν.<br /> + <br /> +Εν τούτω τω αναμεταξύ ο Χάρρης, συνοδευόμενος υπό του Δικ Σαν, έστρεψε τον +αγκώνα του θαλασσοκρήμνου. Αμφότεροι ηκολούθησαν την όχθην εις διάστημα +τριακοσίων βημάτων. Εκεί ίππος προσδεδεμένος εις δένδρον, εχρεμέτησε +περιχαρώς εις την προσέγγισιν του κυρίου του.<br /> + <br /> +Ήτο ζώον ισχυρόν, έκ τινος είδους όπερ ο Δικ Σανδ δεν ηδυνήθη να αναγνωρήση. +Εκ του μακρού όμως αυχένος, των βραχέων μηρών, των μακρών οπισθίων, των +ευρέων ώμων και της σχεδόν κυρτής προσόψεως, ο ίππος εκείνος εδείκνυε τα +διακριτικά σημεία των γενεών εκείνων, εις ας αποδίδουσιν αραβικήν +καταγωγήν.<br /> + <br /> + — Βλέπετε, νέε φίλε μου, είπεν ο Χάρρης, ότι είναι δυνατός ίππος, και +δύνασθε να ήσθε βέβαιος ότι δεν θα πέση εις τον δρόμον. </p> + +<p>Ο Χάρρης έλυσε τον ίππον του, τον έλαβεν εκ του χαλινού και κατήλθε πάλιν +την όχθην, προηγούμενος του Δικ Σανδ. Ούτος περιέφερε βλέμμα ταχύ εις το +ποτάμιον και εις το δάσος όπερ περιεχείλου τας δύο αυτού όχθας. Αλλ' ουδέν είδε +δυνάμενον να διεγείρη την ανησυχίαν του. </p> + +<p>Εν τούτοις, άμα έφθασε τον Αμερικανόν, τω απέτεινεν αποτόμως την +ακόλουθον ερώτησιν, την οποίαν ούτος ουδόλως περιέμενε. </p> + +<p> — Κύριε Χάρρη, ηρώτησε, μήπως συνηντήσατε χθες την νύκτα +Πορτογάλον τινά ονομοζόμενον Νεγορόν;</p> + +<p> — Νεγορόν; απεκρίθη ο Χάρρης με τόνον φωνής ανθρώπου, όστις δεν +εννοεί τι τω λέγουσι. Τι εστί Νεγορός;</p> + +<p> — Είναι ο μάγειρος του πλοίου, είπεν ο Δικ Σανδ, και εχάθη.</p> + +<p> — Επνίγη ίσως; . . είπεν ο Χάρρης. </p> + +<p> — Όχι, όχι, απεκρίθη ο Δικ Σανδ. Χθες το εσπέρας ήτο έτι μεθ' ημών +αλλά κατά την νύκτα μας εγκατέλειπε και ανήλθε πιθανώς την όχθην του ποταμού +τούτου. Διά τούτο σας ηρώτησα μήπως τον συνηντήσατε ενώ ήρχεσθε εξ εκείνου +του μέρους. </p> + +<p> — Ουδένα συνήντησα, απήντησεν ο Αμερικανός, και εάν ο μάγειρος σας +ερριψοκινδύνευσε μόνος εις το δάσος, υπάρχει κίνδυνος μήπως αποπλανηθή. Ίσως +όμως τον εύρωμεν καθ' οδόν.<br /> + <br /> + — Ναι . . . ίσως! είπεν ο Δικ Σανδ. </p> + +<p>Όταν επέστρεψαν αμφότεροι εις το σπήλαιον, το πρόγευμα ήτο έτοιμον. +Συνέκειτο δε, ως το γεύμα της προτεραίας, εκ διατετηρημένων εδωδίμων, εκ +κρέατος βοείου και διπύρων. Ο Χάρρης ετίμησεν αυτό, ως άνθρωπος τον οποίον η +φύσις επροίκησε διά μεγάλης ορέξεως. </p> + +<p> — Καλά, είπε, βλέπω ότι δεν θα αποθάνωμεν εκ πείνης καθ' οδόν. Δεν +λέγω το αυτό διά τον δυστυχή εκείνον Πορτογάλον περί του οποίου με ωμίλησεν ο +νεαρός φίλος μου. </p> + +<p> — Α! είπεν η κυρία Βέλδων, ο Δικ Σανδ σας είπεν ότι δεν επανίδομεν τον +Νεγορόν;</p> + +<p> — Μάλιστα, κυρία Βέλδων. Επεθύμουν να μάθω εάν τον συνήντησεν ο +κύριος Χάρρης.</p> + +<p> — Όχι, απεκρίθη ο Χάρρης. Αλλ' ας αφήσωμεν τον λιποτάκτην τούτον +εκεί όπου είναι και ας φροντίσωμεν περί της αναχωρήσεως. — Όταν θέλετε κυρία +Βέλδων.</p> + +<p>Έκαστος έλαβε το δι' αυτόν ορισθέν δέμα. Η δε κυρία Βέλδων, βοηθουμένη υπό +του Ηρακλέους, επέβη του ίππου, και ο αχάριστος μικρός Ζακ, έχων ανηρτημένον +το όπλον του, εκαθέσθη και ούτος, χωρίς ούτε να σκεφθή να ευχαριστήση εκείνον, +όστις έθετεν εις την διάθεσίν του τοιούτο λαμπρόν ζώον. </p> + +<p>Ο Ζακ, καθήμενος προ της μητρός του, είπε προς αυτήν ότι δύναται κάλλιστα να +οδηγήση τον ίππον του κυρίου. </p> + +<p>Τω έδωκαν λοιπόν να κρατή τον χαλινόν, και ενόμιζε μετά πεποιθήσεως ότι +αυτός ήτο ο αληθής αρχηγός της συνοδείας. </p> + +<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΣΤ'. </h3> + +<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΚΑΘ' ΟΔΟΝ</b></p> + +<p> +<br /> +Ουχί άνευ φόβου τινός — τον οποίον όμως ουδέν εφαίνετο δυνάμενον να +δικαιολογήση — ο Δικ Σανδ, αφού ανήλθε την όχθην του ποταμίου, εισέδυσεν εις +το πυκνόν δάσος, του οποίου αυτός και οι σύντροφοι του έμελλον να διατρέξωσι +τας δυσχερείς ατραπούς.<br /> + <br /> +Εξ εναντίας η κυρία Βέλδων είχε πάσαν πεποίθησίν, ενώ ως γυναίκα και ως μητέρα +οι κίνδυνοι έπρεπε να την ανησυχώσι διττώς. </p> + +<p>Δύο σπουδαιότατα αίτια συνετέλεσαν εις την καθησύχασιν αυτής· πρώτον διότι +η χώρα εκείνη των απεράντων πεδιάδων δεν ήτο επίφοβος ούτε ένεκα των +ιθαγενών ούτε ένεκα των θηρίων, δεύτερον, διότι υπό την διεύθυνσιν του Χάρρη, +οδηγού τοσούτον ασφαλούς ως εφαίνετο ότι ήτο, δεν ηδύναντο να φοβηθώσιν +μήπως αποπλανηθώσιν.</p> + +<p>Ιδού δε η τάξις της πορείας, ην όσω το δυνατόν ώφειλον να τηρώσιν:</p> + +<p>Ο Δικ Σανδ και ο Χάρρης, αμφότεροι ωπλισμένοι, ο είς διά του μακρού όπλου +του και ο έτερος δι' οπισθογεμούς, ήσαν επί κεφαλής του μικρού σώματος.<br /> + <br /> +Ήρχοντο κατόπιν ο Βαρθολομαίος και ο Αυγουστίνος, ωπλισμένοι δι' όπλου και +μαχαίρας. Όπισθεν αυτών ηκολούθουν η κυρία Βέλδων και ο μικρός Ζακ έφιπποι· +είτα δε η Ναν και ο Τωμ. Όπισθεν, ο Ακέων ωπλισμένος διά τετάρτου όπλου, και ο +Ηρακλής, έχων πέλεκυν εις την ζώνην, έκλειον την πορείαν. </p> + +<p>Ο Δίγγος εβάδιζεν ατάκτως, και ως παρετήρησεν ο Δικ Σανδ, πάντοτε ως κύων +ανήσυχος, αναζητών ίχνη. Οι τρόποι του προδήλως είχον μεταβληθή αφότου το +ναυάγιον του «Πίλγριμ» έρριψεν αυτόν εις την ξηράν εκείνην.</p> + +<p>Εφαίνετο τεταραγμένος και σχεδόν ακαταπαύστως ερρήγνυεν υπόκωφον +γρυλισμόν, θρηνώδη μάλλον ή μανιώδη. Τούτο παρετήρησαν πάντες, αλλ' ουδείς +ηδυνήθη να το εξηγήση.<br /> + <br /> +Τον δε εξάδελφον Βενέδικτον αδύνατον υπήρξεν, ως και εις τον Δίγκον να ορίσωσι +τάξιν πορείας. Μόνον εάν ήτο δεμένος θα ηδύνατο να μείνη εις την θέσιν του. Έχων +επί των ώμων το κασσιτέρινον κιβώτιόν του, κρατών εις την χείρα το δίκτυόν του +και φέρων ανηρτημένον εκ του τραχήλου το μικροσκόπιόν του, οτέ μεν εμπρός οτέ +δε οπίσω, ανεκίνη τα υψηλά χόρτα, ζητών ορθόπτερα ή παν άλλον έντομον λήγον +εις «πτερόν» με κίνδυνον να δαγκασθή υπό τινος φαρμακερού όφεως</p> + +<p>Κατά τας πρώτας στιγμάς η κυρία Βέλδων, ανησυχούσα, τον προσεκάλεσε +πολλάκις. Αλλ' ουδέν το όφελος·</p> + +<p> — Εξάδελφε Βενέδικτε, είπεν αύτη· επί τέλους σας παρακαλώ πολύ +σπουδαίως να μη απομακρύνεσθε, και σας συνιστώ να λάβετε υπ' όψιν την +σύστασίν μου. </p> + +<p> — Εν τούτοις, εξαδέλφη απεκρίθη ο αδυσώπητος εντομολόγος, όταν +εύρω έντομόν τι . . .</p> + +<p> — Όταν εύρετε έντομόν τι, επανέλαβεν η κυρία Βέλδων, θα +ευαρεστηθήτε να το αφήσετε να τρέχη ήσυχον, ή θα με φέρετε εις την ανάγκην να +διατάξω να σας αφαιρέσωσι το κιβώτιον.<br /> + <br /> + — Να μου αφαιρέσωσι το κιβώτιον! έκραξεν ο εξάδελφός Βενέδικτος, ως +εάν επρόκειτο να τω αποσπάσωσι τα εντόσθια.<br /> + <br /> + — Και το κιβώτιον και το δίκτυον, προσέθηκεν ανηλεώς η κ. Βέλδων. </p> + +<p> — Το δίκτυόν μου, εξαδέλφη! Διατί όχι και τα δίοπτρα μου; Αλλά δεν θα +τολμήσετε! Όχι δεν θα τολμήσετε!</p> + +<p> — Και τα δίοπτρά σας, τα οποία ελησμόνησα. Σας ευχαριστώ, εξάδελφε +Βενέδικτε, διότι μοι ενθυμήσατε ότι είχον το μέσον τούτο να σας καταστήσω +τυφλόν, και διά τούτου να σας αναγκάσω να ήσθε φρόνημος.<br /> + <br /> +Η τριπλή αύτη απειλή ηνάγκασε τον απειθή εκείνον εξάδελφον να μείνη ήσυχος επί +μίαν ώραν περίπου. Είτα, ήρχισε πάλιν να απομακρύνεται, και επειδή θα έπραττε +τούτο και άνευ δικτύου και άνευ κιβωτίου και άνευ διόπτρων, τον άφησαν να τρέχη +κατά βούλησιν. </p> + +<p>Αλλ' ο Ηρακλής επεφορτίσθη ιδιαιτέρως να τον επιτηρή, — όπερ φυσικώτατα +ανήγετο εις τον κύκλον των καθηκόντων του, — και συνεφωνήθη να τον +μεταχειρίζεται ως αυτός μεταχειρίζετο τα έντομα, δηλαδή να τον συλλαμβάνη εν +ανάγκη και να τον φέρη μεθ' όλης της αβρότητος, μεθ' ης και ο άλλος θα εφέρετο +προς σπανιώτατόν τι λεπιδόπτερον. </p> + +<p>Τούτου κανονισθέντος, δεν ησχολήθησαν πλέον περί του εξαδέλφου +Βενεδίκτου.<br /> + <br /> +Το μικρόν εκείνο σώμα, ως είδομεν, ήτο καλώς ωπλισμένον και αυστηρώς +φυλαττόμενον. Αλλά ως το επανέλαβεν ο Χάρρης, δεν υπήρχε φόβος άλλης +συναντήσεως ειμή των νομάδων Ινδών όπερ και τούτο απίθανον. Όπως δήποτε αι +ληφθείσαι προφυλάξεις ήρκουν να τους τηρώσιν εν αποστάσει. </p> + +<p>Αι ατραπο,ί αι διά μέσου του πυκνού δάσους διαθέτουσαι, δεν ήσαν άξιαι του +ονόματος τούτου. Ήσαν μάλλον δίοδοι ζώων ή δίοδοι ανθρώπων. Δυσκόλως +επέτρεπον να προχωρήση τις. Προσδιορίσας λοιπόν ο Χάρρης ότι εν διαστήματι +δώδεκα ωρών πορείας ήθελον διανύει κατά μέσον όρον πέντε ή εξ μίλια, είχε +καλώς υπολογίσει.</p> + +<p>Άλλως τε δε ο καιρός ήτο ωραιότατος. Ο ήλιος ανέβαινε προς τον ορίζοντα, +διαχέων τας ακτίνας του σχεδόν καθέτως. Εν τη πεδιάδι ο καύσων ούτος θα ήτο +αφόρητος, ως παρετήρησεν ο Χάρρης· αλλ' υπό τας αδιαπεράστους εκείνας +διακλαδώσεις, ηδύνατό τις να τον υποφέρη ευκόλως και ατιμωρητί.<br /> + <br /> +Τα πλείστα των δένδρων εκείνων ήσαν άγνωστα και εις την κυρίαν Βέλδων και εις +τους μετ' αυτής, μαύρους και λευκούς.<br /> + <br /> +Εν τούτοις ειδήμων τις θα ηδύνατο να παρατηρήση ότι ήσαν μάλλον +αξιοπαρατήρητα διά την ποιότητα ή διά το μέγεθος αυτών. </p> + +<p>Εδώ μεν ήτο η βαυχινία, ή σιδηρόξυλον· εκεί δε το μολόμπιον, όμοιον τω +περικαρπίω, ξύλον στερεόν και ελαφρόν, κατάλληλον προς κατασκευήν μονοξύλων +ή κωπίων, και εκ του κορμού του οποίου εξεκρίνετο άφθονος ρητίνη· απωτέρω +φουστέτια, πλήρη βαφικής ύλης, και γαϊκάκια έχοντα περίμετρον μείζονα των +δώδεκα ποδών, κατώτερα όμως των κοινών γαϊκακίων κατά την ποιότητα. Ο Δικ +Σανδ, ενώ εβάδιζεν, ηρώτα τον Χάρρην περί του ονόματος των διαφόρων εκείνων +δένδρων.<br /> + <br /> + — Ουδέποτε, λοιπόν ήλθετε εις τα μέρη ταύτα της Νοτίου Αμερικής; τον +ηρώτησεν ο Χάρρης πριν ή απαντήση εις την ερώτησίν του. </p> + +<p> — Ουδέποτε, απήντησεν ο δόκιμος, ουδέποτε κατά τα ταξείδιά μου +έλαβον την ευκαιρίαν να επισκεφθώ τα παράλια ταύτα, και αληθώς ειπείν δεν +ενθυμούμαι να μοι ωμίλησε περί αυτών ειδήμων τις. </p> + +<p> — Αλλά τουλάχιστον δεν εξηρευνήσατε τα παράλια της Κολομβίας, της +Χιλής και της Παταγονίας;</p> + +<p> — Όχι, ποτέ. </p> + +<p> — Αλλ' η κυρία Βέλδων θα επισκέφθη ίσως το μέρος τούτο της νέας +ηπείρου; ηρώτησεν ο Χάρρης. Οι Αμερικανοί δεν φοβούνται τα ταξείδια, και +βεβαίως . . . </p> + +<p> — Όχι, κύριε Χάρρη, απεκρίθη η κυρία Βέλδων. Τα εμπορικά +συμφέροντα του συζύγου μου ουδέποτε τον εκάλεσαν πέραν της νέας Ζηλανδίας, +και δεν εγένετο ανάγκη να συνοδεύσω αλλαχού. Ουδείς εξ ημών γνωρίζει το μέρος +τούτο της κάτω Βολιβίας. </p> + +<p> — Λοιπόν κυρία Βέλδων υμείς και οι σύντροφοί σας θα ίδετε παράδοξον +τόπον όλως αντίθετον προς χώρας της Περουβίας, της Βραζιλίας ή της Αργεντινής +Δημοκρατίας. Τα φυτά και τα ζώα αυτής θα εξέπληττον τον φυσιοδίφην. Α! δύναταί +τις να είπη ότι εναυαγήσατε εις καλόν μέρος, και εάν πρέπη τα ευχαριστήσητε την +τύχην . . . <br /> + <br /> + — Θέλω να πιστεύσω ότι δεν μας έφερεν εδώ η τύχη, κύριε Χάρρη, αλλ' ο +Θεός.<br /> + <br /> + — Ο Θεός! ναι! ο Θεός! απεκρίθη ο Χάρρης μετά τόνου φωνής ανθρώπου +μη παραδεχομένου την θείαν επέμβασιν εις τα κοσμικά πράγματα. </p> + +<p>Λοιπόν επειδή ουδείς εκ της συνοδείας εγίνωσκε τον τόπον ή τα προϊόντα +αυτού, ο Χάρρης είχε την ευχαρίστησιν να κατονομάζη τα περιεργότερα δένδρα +του δάσους. </p> + +<p>Τη αληθεία ήτο λυπηρόν ότι ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν ήτο και βοτανικός. +Εάν δεν εύρεν εισέτι σπάνια τινα ή νέα έντομα, θα έκαμνεν όμως ωραίας βοτανικάς +ανακαλύψεις. Υπήρχον εκεί άφθονα φυτά παντός μεγέθους, των οποίων η ύπαρξις +δεν είχεν εισέτι παρατηρηθή εις τα τροπικά δάση του νέου Κόσμου. Ο εξάδελφος +Βενέδικτος θα έδιδε βεβαίως το όνομά του είς τινα εξ αυτών. Αλλά δεν ηγάπα την +βοτανικήν, ούτε εγίνωσκεν αυτήν. Κατά φυσικόν δε λόγον απεστρέφετο τα άνθη, +υπό την πρόφασιν ότι τινά εξ αυτών είχον την αυθάδειαν να περικλείωσιν εις τους +κάλυκάς των τα έντομα και να τα δηλητηριάζωσι διά των δηλητηριωδών χυμών +των. </p> + +<p>Το δάσος καθίστατο ενίοτε ελώδες. Ησθάνετό τις υπό τους πόδας του +σύμπλεγμα ρευστών δικτύων, άτινα θα ετροφοδότουν τους ομόρρους του μικρού +ποταμού. Τινά των ρυακύων εκείνων, επειδή ήσαν κάπως ευρέα, δεν ηδυνήθησαν +να τα διέλθωσιν, ειμή εκλέγοντες διαβατά μέρη.<br /> + <br /> +Επί των οχθών των εφύοντο πυκνάδες καλάμων, ους ο Χάρρης ωνόμασε παπύρους. +Δεν ηπατάτο, και τα ποώδη εκείνα φυτά εφύοντο αφθόνως εις το βάθος των υγρών +οχθών.</p> + +<p>Είτα, μετά την διέλευσιν του έλους, πυκνά δένδρα εκάλυπτον εκ νέου τας +στενάς οδούς του δάσους. </p> + +<p>Ο Χάρρης έδειξεν εις την κυρίαν Βέλδων και τον Δικ Σανδ ωραιοτάτους εβένους, +ογκοδεστέρους του κοινού εβένου, οίτινες παρέχουσι ξύλον μελανώτερον και +σκληρότερον του εν τω εμπορίω. Είτα υπήρχον μαγγιέραι, απειράριθμοι και αύται, +αν και απείχον πολύ από της θαλάσσης. Είδος τι λειχηνώδους περικαλύμματος +ανέβαινε μέχρι των κλάδων αυτών. Η πυκνή σκιά των και οι γλυκείς καρποί των +καθίστων αυτάς πολύτιμα δένδρα, και εν τούτοις, ως είπεν ο Χάρρης ουδείς +ιθαγενής θα ετόλμα να πολλαπλασιάση το είδος. «Όστις φυτεύση μαγγιέραν +αποθνήσκει». Τοιαύτη παροιμία δεισιδαίμων επικρατεί εις την χώραν. </p> + +<p>Κατά το δεύτερον ήμισυ της πρώτης εκείνης ημέρας της πορείας το μικρόν +σώμα, μετά την μεσημβρινήν στάθμευσιν, ήρχισε να αναβαίνη γήλοφον ελαφρώς +επικλινή. Δεν ήσαν μεν ακόμη αι κλιτύες των πρώτων ορέων, αλλ' είδος τι +οροπεδίου κυματοειδούς συνδέοντος την πεδιάδα μετά του όρους. </p> + +<p>Τα δένδρα ενταύθα, ολιγώτερον πυκνά, ενίοτε κατά συστάδας συνηνωμένα, θα +καθίστων την πορείαν ευκολωτέραν, εάν το έδαφος δεν ήτο κατακαλυμμένον υπό +ποωδών φυτών. Ηδύνατό τις να νομίση τότε, ότι ευρίσκετο εις τα πελάγη της +ανατολικής Ινδίας. Η βλάστησις εφαίνετο ολιγότερον πλούσια ή εν τη κάτω κοιλάδι +του ποταμίου, αλλά και πάλιν ανωτέρα της των συγκεκερασμένων ζωνών του +Αρχαίου ή του Νέου Κόσμου. Το ινδικόν εβλάστανεν εκεί αφθόνως, κατά δε τον +Χάρρην, το οσπριώδες τούτο φυτόν εφημίζετο ως το μάλλον διαδιδόμενον εν τη +χώρα. Εάν εγκατελείπετο αγρός τις, το πράσινον εκείνο, το τοσούτον +περιφρονούμενον ως αι άκανθαι και οι ακαλήφαι, κατελάμβανεν αυτόν αμέσως. Έν +όμως δένδρον, όπερ έπρεπε να ήτο πολύ κοινόν εις το μέρος εκείνο της νέας +ηπείρου, εφαίνετο ότι έλειπεν εκ του δάσους εκείνου. Το δένδρον τούτο το +καουτσού. Πράγματι η «πρινοειδής συκή» η «ελαστική καστιλλόη» η «στικτή +κεκρωπία», η «ωφέλιμος κολοφόρος», η «πλατύφυλλος καμεραρία», και +προπάντων η «ελαστική συφωνία», αίτινες ανήκουσιν εις διαφόρους ομοιογενείας, +βρίθουσι εν ταις επαρχίαις της μεσημβρινής Αμερικής. Και εν τούτοις, πράγμα λίαν +παράδοξον, δεν έβλεπέ τις εκεί ούτε μίαν. </p> + +<p>Επειδή δε ο Δικ Σανδ είχεν υποσχεθή εις τον φίλον του Ζακ να τω δείξη δένδρα +καουτσού, το μικρόν παιδίον, όπερ ενόμιζεν ότι όλα τα εξελαστικού κόμμεως +αθύρματα προήρχοντο φυσικώς εκ των δένδρων εκείνων, εψεύσθη εις τας ελπίδας +του και παρεπονέθη. </p> + +<p> — Υπομονή, μικρέ μου φίλε, τω είπεν ο Χάρρης. Θα εύρωμεν από αυτά +τα καουτσού κατά εκατοντάδας εις τα πέριξ της επαύλεως.<br /> + <br /> + — Ωραία, πολύ ελαστικά; ηρώτησεν ο μικρός Ζακ.</p> + +<p> — Ελαστικώτατα. — Ιδού έως τότε, θέλετε έν οπωρικόν διά να +δροσισθήτε;</p> + +<p>Και ταύτα λέγων ο Χάρρης έδρεψεν έκ τινος δένδρου οπώρας τινάς, αίτινες +εφαίνοντο εύχυμοι ως σύκα. </p> + +<p> — Είσθε βέβαιος, κύριε Χάρρη, ηρώτησεν η κυρία Βέλδων, ότι ο καρπός +αυτός δεν δύναται να προξενήση κακόν;</p> + +<p> — Κυρία Βέλδων, θα σας το αποδείξω, απεκρίθη ο Αμερικανός, +δαγκάσας ισχυρώς ένα των καρπών εκείνων. Είναι μάγγα. </p> + +<p>Και ο μικρός Ζακ, χωρίς να παρακληθή περισσότερον, εμιμήθη το παράδειγμα +του Χάρρη. Είπεν ότι τα «αχλάδια» εκείνα ήσαν πολύ καλά, και το δένδρον +ελεηλατήθη αμέσως. </p> + +<p>Αι μαγγιέραι αύται ανήκουσιν εις το είδος του οποίου οι καρποί ωριμάζουσι +κατά Μάρτιον και Απρίλιον, ενώ άλλοι ωριμάζουσι κατά τον Σεπτέμβριον. +Επομένως οι περί ων ο λόγος ήσαν εις την εποχήν των. </p> + +<p> — Ναι, είναι καλόν, καλόν, έλεγεν ο μικρός Ζακ με πλήρες το στόμα. Αλλ' +ο φίλος μου Σανδ με υπεσχέθη καουτσού, εάν ήμην φρόνιμος, και θέλω καουτσού. +</p> + +<p> — Θα το έχης, Ζακ μου, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, αφού ο κύριος +Χάρρης σε βεβαιοί περί τούτου. </p> + +<p> — Αλλά δεν αρκεί τούτο, επανέλαβεν ο Ζακ, ο φίλος μου Δικ με +υπεσχέθη και άλλο τι. </p> + +<p> — Τι σε υπεσχέθη λοιπόν ο φίλος σου Δικ; ηρώτησεν ο Χάρρης +μειδιών.<br /> + <br /> + — Μυιοτροχίλους, κύριε. </p> + +<p> — Θα έχετε και μυιοτροχίλους, καλόν μου παιδίον, αλλά μακράν . . πολύ +μακράν, απεκρίθη ο Χάρρης. </p> + +<p>Το βέβαιον είναι ότι ο μικρός Ζακ είχε το δικαίωμα να απαιτή εκ των κολιβρίων +εκείνων, καθότι ευρίσκετο εν χώρα, εν ή ταύτα βρίθουσιν. Οι Ινδοί, οίτινες +ηξεύρουσι να πλέκουσιν αριστοτεχνικώς τα πτερά των, έδωκαν ποιητικώτατα +ονόματα εις τα κοσμήματα ταύτα του πτερωτού γένους. Καλούσιν αυτά «ακτίνας ή +κόμην του ηλίου». Εδώ ευρίσκεται ο «μικρός βασιλεύς των ανθέων» εκεί «το +ουράνιον άνθος ερχόμενον διά της πτήσεως να θωπεύση το γήινον άνθος». +Αλλαχού είναι «η δέσμη των πολυτίμων λίθων, ήτις ακτινοβολεί εις το φως της +ημέρας». Δύναταί τις μάλιστα να πιστεύση ότι η φαντασία των απέδωκε νέαν +ονομασίαν εις έκαστον των εκατόν πεντήκοντα ειδών, άτινα απαρτίζουσι την +θαυμασίαν ταύτην φυλήν των κολιβρίων. </p> + +<p>Εν τούτοις, όσον και αν ήσαν πολυάριθμα τα πτηνά ταύτα εις τα δάση της +Βολιβίας, ο μικρός Ζακ έπρεπε πάλιν να ευχαριστηθή εκ της υποσχέσεως του +Χάρρη. Κατά τον Αμερικανόν, ήσαν έτι πολύ πλησίον της ακτής, και τα κολύβρια +δεν ηγάπων τας πλησίον του Ωκεανού ερήμους εκείνας. Η παρουσία του +ανθρώπου δεν τα εφόβιζε, και εις την έπαυλιν ηκούετο δι' όλης της ημέρας η φωνή +των «τερ, τερ», και ο ήχος των πτερύγων των όμοιος προς τροχόν. </p> + +<p> — Α! πώς ήθελον να ήμην εκεί! έκραζεν ο μικρός Ζακ. </p> + +<p>Το ασφαλέστερον μέσον όπως φθάσωσιν εις την έπαυλιν του Αγίου Ευτυχούς +ήτο να μη σταματώσι καθ' οδόν. Αλλ' η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής ίσταντο +μόνον όσον ήτο απολύτως αναγκαίον προς ανάπαυσιν. </p> + +<p>Το δάσος μετέβαλλεν ήδη θέσιν. Μεταξύ των ολιγοτέρων πυκνών δένδρων +υπήρχον ένθεν κακείθεν ευρέα κενά. Το έδαφος, διαπερών τον χλοερόν τάπητα, +εδείκνυε τότε την εξ ερυθρού γρανίτου σύστασίν του, ομοίαν προς πλάκας κυάνου. +Επί τινων υψωμάτων έβριθεν ο σμίλαξ, φυτόν μετά βολβών σαρκωδών, σχηματίζον +αδιαπέραστην περιπλοκήν. Προτιμότερον ήτο πάλιν το δάσος και αι στεναί αυτού +ατραποί. </p> + +<p>Προ της δύσεως του ηλίου, το μικρόν σώμα ευρίσκετο οκτώ περίπου μίλια +μακράν του σημείου της αναχωρήσεως. Η πορεία εκείνη εγένετο άνευ συμβάντος +τινός και μάλιστα άνευ μεγάλου καμάτου. Το αληθές είναι ότι ήτο η πρώτη ημέρα +της οδοιπορείας και βεβαίως αι ακόλουθοι αποστάσεις θα ήσαν μάλλον τραχείαι. +</p> + +<p>Εκ κοινής συμφωνίας απεφασίσθη να σταματίσωσιν εις εκείνο το μέρος. +Προέκειτο λοιπόν ουχί να ιδρύσωσιν αληθή κατασκήνωσιν, αλλ' απλώς να +οργανώσωσι νυκτερινήν ανάπαυσιν. Είς φύλαξ, αντικαθιστάμενος ανά παν δίωρον +διάστημα ήρκει να φρουρή κατά την νύκτα, καθότι μήτε οι ιθαγενείς μήτε τα θηρία +παρείχον φόβον τινά. </p> + +<p>Ως καταφύγιον ουδέν άλλο εύρον καλλίτερον ειμή υπερμεγέθη μαγγιέραν, της +οποίας οι πλατείς και πυκνότατοι κλάδοι εσχημάτιζον είδος τι φυσικής καλύβης. Εν +ανάγκη ηδύναντο να εμφωλεύσωσιν εις τα φυλλώματα αυτής. </p> + +<p>Κατά την άφιξιν όμως της μικράς συνοδείας θορυβώδης συμφωνία υψώθη από +της κορυφής του δένδρου. </p> + +<p>Η μαγγιέρα εχρησίμευεν ως φωλεά αποικίας λευκοφαίων ψιττακών, φλυάρων, +εριστικών, αγρίων πτηνών επιτιθεμένων κατά των ζώντων πτηνών, και εάν ήθελέ +τις να τους συγκρίνη προς τους ομογενείς των, τους οποίους εν Ευρώπη κρατούσιν +εντός κλωβών, θα ηπατάτο μεγάλως. </p> + +<p>Οι ψιττακοί εκείνοι εφλυάρουν τοσούτω θορυβωδώς, ώστε ο Δικ Σανδ εσκέφθη +να τοις αποστείλη μίαν σφαίραν πυροβόλου, όπως τους αναγκάση ή να +σιωπήσωσιν ή να φύγωσιν· Αλ' ο Χάρρης τον απέτρεψεν επί τη προφάσει ότι εις +τας ερημίας εκείνας προτιμώτερον ήτο να μη φανερώνη τις την παρουσίαν του διά +πυροβολισμών. </p> + +<p> — Ας διέλθωμεν, αθορύβως, είπε, και θα διέλθωμεν ακινδύνως. </p> + +<p>Το δείπνον ητοιμάσθη αμέσως, χωρίς ούτε καν να λάβωσιν ανάγκην εψήσεως +των φαγητών. Συνέκειτο εκ διατετηρημένων εδωδίμων και διπύρων. Ρυάκιόν τι +οφιοειδώς διαρρέον υπό τα χόρτα, παρείχε πόσιμον ύδωρ, όπερ έπιον αναμίξαντες +μετά τινων σταγόνων ρουμίου. Όσον αφορά τα επιδόρπια η μαγγιέρα ήτο εκεί με +τους ευχύμους καρπούς της, τους οποίους οι ψιττακοί δεν άφησαν να δρέψωσι +χωρίς να διαμαρτυρηθώσι δι' αποτροπαίων κραυγών.<br /> + <br /> +Κατά το τέλος του δείπνου το σκότος ήρχισε να εκτείνηται. Η σκιά ανέβη βραδέως +εκ του εδάφους εις την κορυφήν των δένδρων, ων το φύλλωμα απεικονίσθη μετ' +ολίγον ως λεπτόν διάζωμα επί του φωτεινοτέρου βάθους του ουρανού. Τα πρώτα +άστρα εφαίνοντο ως αν ήσαν αστράπτοντα άνθη, ακτινοβολούντα εις τας άκρας +των τελευταίων κλάδων. Ο άνεμος έπιπτε μετά της νυκτός και δεν έσειε πλέον τα +φύλλα. Και αυτοί οι ψιττακοί εσιώπησον. Η φύσις έμελλε να υποκοιμηθή και +προσεκάλει παν έμψυχον ον, όπως την παρακολουθήση εις τον βαθύν εκείνον +ύπνον. </p> + +<p> — Αι προετοιμασίαι της κατακλίσεως εδέησε να γίνωσι +στοιχειωδέστατοι. </p> + +<p> — Να ανάψωμεν μεγάλην πυράν διά την νύκτα; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ +τον Αμερικανόν. </p> + +<p> — Προς τι; απεκρίθη ο Χάρρης. Ευτυχώς αι νύκτες δεν είναι ψυχραί, και +η γιγαντιαία αυτή μαγγιέρα θα προφυλάξη το έδαφος από πάσης εξατμίσεως. Δεν +έχομεν να φοβηθώμεν μήτε την δρόσον μήτε την υγρασίαν. Σας επαναλαμβάνω, +νέε μου φίλε, ό,τι σας είπον προ ολίγου. Ας διέλθωμεν απαρατήρητοι. Μήτε πυρ, +μήτε πυροβολισμός, εάν είναι δυνατόν. </p> + +<p> — Νομίζω, είπε τότε η κυρία Βέλδων, ότι ουδέν έχομεν να φοβηθώμεν +εκ μέρους των Ινδών, ή εκ των ληστών των δασών περί των οποίων μας ωμιλήσατε, +κύριε Χάρρη. Αλλά δεν υπάρχουσιν άλλοι επιδρομείς τετράποδες, τους οποίους η +θέα του πυρός θα συνετέλει εις το να τους απομακρύνη;</p> + +<p> — Κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο Αμερικανός, μεγάλην τιμήν αποδίδετε εις +τα θηρία της χώρας ταύτης. Και όμως πλειότερον φοβούνται τον άνθρωπον ή ο +άνθρωπος φοβείται αυτά. </p> + +<p> — Ευρισκόμεθα εις δάσος, είπεν ο Ζακ, και πάντοτε υπάρχουσι ζώα εις +τα δάση. </p> + +<p> — Υπάρχουσι δάση και δάση, καλέ μου άνθρωπε, ως υπάρχουσι ζώα και +ζώα! απεκρίθη ο Χάρρης γελών. Φαντασθήτε ότι ευρίσκεσθε εν τω μέσω μεγάλου +παραδείσου. Τη αληθεία ευλόγως οι Ινδοί καλούσι τον τόπον τούτον επίγειον +παράδεισον.<br /> + <br /> + — Υπάρχουσι λοιπόν όφεις; ηρώτησεν ο Ζακ. </p> + +<p> — Όχι, καλέ μου Ζακ, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, δεν υπάρχουσιν όφεις, +και ημπορείς να κοιμηθής ήσυχος. </p> + +<p> — Και λέοντες; ηρώτησεν ο Ζακ. </p> + +<p> — Ούτε σκιά λεόντων, μικρέ μου άνθρωπε, απήντησεν ο Χάρρης. </p> + +<p> — Αλλά τίγρεις;</p> + +<p> — Ερωτήσατε την μητέρα σας, εάν ήκουσέ ποτε ότι υπάρχουσι τίγρεις +εις την ήπειρον ταύτην. </p> + +<p> — Ποτέ, είπεν η κυρία Βέλδων. </p> + +<p> — Καλά! είπεν ο εξάδελφος Βενέδικτος, όστις κατά τύχην ανεμίχθη εις +την συνομιλίαν, εάν δεν υπάρχωσι μήτε τίγρεις μήτε λέοντες εν τω Νέω Κόσμω, +όπερ αληθέστατον, ευρίσκονται τουλάχιστον αίλουροι και θώες. </p> + +<p> — Είναι κακό ζώα; ηρώτησεν ο μικρός Ζακ. </p> + +<p> — Ε! απεκρίθη ο Χάρρης, ο ιθαγενής δεν διστάζει να τα προσβάλη, και +ημείς είμεθα αρκετοί προς τούτο. </p> + +<p> — Ιδού, μόνος, ο Ηρακλής είναι τόσον δυνατός ώστε να πνίξη δύο θώας +συγχρόνως, ανά ένα δι' εκάστης χειρός. </p> + +<p> — Να προσέχης καλά, Ηρακλή, είπε τότε ο μικρός Ζακ, μήπως έλθη +κανέν ζώον και μας δαγκάση. </p> + +<p> — Εγώ θα το δαγκάσω, κύριε Ζακ, απεκρίθη ο Ηρακλής, δεικνύων το +στόμα του ωπλισμένον διά φοβερών οδόντων. </p> + +<p> — Ναι, θα προσέχετε, Ηράκλεις, είπεν ο δόκιμος, αλλ' οι σύντροφοί σας +και εγώ θα σας αντικαθιστώμεν εναλλάξ. </p> + +<p> — Όχι, κύριε Δικ, είπεν ο Ακτέων. Ο Ηρακλής, ο Βαρθολομαίος, ο +Αυγουστίνος και εγώ, αρκούμεν ημείς οι τέσσαρες εις το έργον τούτο. Πρέπει να +αναπαυθήτε δι όλης της νυκτός.<br /> + <br /> + — Ευχαριστώ, Ακτέων, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, αλλ' οφείλω . . <br /> + <br /> + — Όχι, αφήσατε αυτούς τους αγαθούς άνδρας, φίλτατε Δικ, είπε τότε η +κυρία Βέλδων. </p> + +<p> — Και εγώ ωσαύτως θα προσέχω, προσέθηκεν ο Ζακ του οποίου τα +βλέφαρα εκλείοντο ήδη.<br /> + <br /> + — Ναι, Ζακ, θα φυλάττης και συ, απεκρίθη η μήτηρ του, ήτις δεν ήθελε να +τω εναντιούται.<br /> + <br /> + — Αλλά, είπε πάλιν το μικρόν παιδίον, εάν δεν υπάρχωσι λέοντες, εάν δεν +υπάρχωσι τίγρεις εις το δάσος, υπάρχουσιν όμως λύκοι.<br /> + <br /> + — Ω! λύκοι γελείοι! είπεν ο Αμερικανός. Μήτε λύκοι καν δεν είναι, αλλ' +είδος τι αλωπεκών, ή μάλλον εξ εκείνων των σκύλων των δασών τους οποίους +καλούσιν γουάρας.<br /> + <br /> + — Και αυτοί οι γουάρας δαγκάνουσιν; ηρώτησεν ο μικρός Ζακ. </p> + +<p> — Πα! ο Δίγγος με έν άνοιγμα του στόματός του ειμπορεί να χάπτη από +ένα. </p> + +<p> — Αδιάφορον, είπεν ο Ζακ μετά του τελευταίου χασμήματος, οι γουάραι +είναι λύκοι, αφού τους ονομάζουσι λύκους. </p> + +<p>Και ταύτα ειπών ο Ζακ απεκοιμήθη ησύχως εις τας αγκάλας της Ναν, ήτις +εστήριζε τα νώτα εις τον κορμόν της μαγγιέρας. Η κυρία Βέλδων, κατακειμένη +πλησίον της, έδωκεν έν τελευταίον φίλημα εις το μικρόν παιδίον της, και οι +βεβαρυμένοι οφθαλμοί της δεν εβράδυναν να κλεισθώσι διά την νύκτα. </p> + +<p>Μετά τινας στιγμάς ο Ηρακλής επανέφερεν εκεί τον εξάδελφον Βενέδικτον, +όστις είχεν απομακρυνθή όπως κυνηγήση πυροφόρα. Ταύτα είναι κοκούγοι, ή +φωτειναί μυίαι, τας οποίας αι κομψευόμεναι γυναίκες θέτουσιν εις την κόμην των +ως αληθείς πολύτιμους λίθους. Τα έντομα ταύτα, άτινα εκπέμπουσι λάμψιν ζωηράν +και κυανωπήν διά δύο κηλίδων ευρισκομένων εις την βάσιν του θώρακός των, είναι +πολυαριθμότατα εν τη Νοτίω Αμερική. Εσκόπευε λοιπόν ο εξάδελφος Βενέδικτος +να συλλέξη εξ αυτών πολλά· αλλ' ο Ηρακλής δεν τω άφησε καιρόν, και μεθ' όλας +τας διαμαρτυρίας του, τον επανέφερεν εις το μέρος του σταθμού. Τούτο δε διότι +όταν ο Ηρακλής ελάμβανε διαταγήν τινα, την εξετέλει στρατιωτικώς, — όπερ +βεβαίως έσωσεν εκ της εν τω κασσιτερίνω κιβωτίω του εντομολόγου φυλακίσεως +μεγάλου αριθμού φωτεινών μυιών. </p> + +<p>Μετά τινας στιγμάς, εξαιρέσει του φρουρούντος γίγαντος, πάντες εκοιμώντο +βαθέως. </p> + + + +<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΖ'. </h3> + +<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΕΚΑΤΟΝ ΜΙΛΙΑ ΕΝ ΔΕΚΑ +ΗΜΕΡΑΙΣ</b></p> + +<p> +<br /> +Συνήθως οι περιηγηταί ή οι διατρέχοντες τα δάση οι κοιμηθέντες εν υπαίθρω +εξεγείρονται υπό ορυγμών ιδιοτρόπων και δυσαρέστων. Τα πάντα υπάρχουσιν εν +τη εωθινή εκείνη συμφωνία, κρωγμοί, γρυλλισμοί, κοασμοί, υλακαί και σχεδόν +ομιλίαι, εάν θέλη τις να παραδεχθή την λέξιν ταύτην, ήτις συμπληροί την σειράν +των διαφόρων τούτων θορύβων. </p> + +<p>Είναι πίθηκοι χαιρετίζοντες ωσαύτως την έλευσιν της ημέρας. Εκεί συναντώνται +οι μικροί μαρικίνοι, οι ποικιλόχροοι σαγουίνοι, οι λευκόφαιοι μόνοι, των οποίων το +δέρμα μεταχειρίζονται οι Ινδοί προς περικάλυψιν των πυρεκβόλων λίθων των +όπλων των, οι σαγού γνωριζόμενοι εκ των δύο μακρών δεσμών των πτερών των, +και πολλά άλλα είδη της πολυαρίθμου ταύτης ομοιογενείας. </p> + +<p>Εκ των διαφόρων εκείνων τετραχείρων, οι σπουδαιότεροι βεβαίως είναι αι +γουερίβαι, με ουράν σκαλωτήν και πρόσωπον Βεελζεβούλ. Όταν ανατέλλη ο ήλιος, +ο γηραιότερος της αγέλης τονίζει διά φωνής επιβλητικής και απαισίας, μονότονον +ψαλμωδίαν. Είναι ο βαρύτονος του θιάσου. Οι νέοι οξύφωνοι επαναλαμβάνουσι +μετ' αυτόν την εωθινήν συμφωνίαν. Οι Ινδοί λέγουσι τότε ότι οι γουερίβαι +προσεύχονται.<br /> + <br /> +Αλλά φαίνεται ότι κατ' εκείνην την ημέραν, οι πίθηκοι δεν προσηυχήθησαν, καθότι +δεν ηκούσθησαν, και εν τούτοις η φωνή των ακούεται μακράν, καθότι παράγεται +εκ της ταχείας αναπάλσεως οστεώδους τινός τυμπάνου εσχηματισμένου εκ της +εξογκώσεως του υοειδούς οστού του λαιμού των. </p> + +<p>Εν συντόμω, είτε διά τον ένα λόγον είτε διά τον άλλον, μήτε οι γουερίβαι, μήτε +οι σαγού, μήτε άλλα τετράχειρα του απεράντου εκείνου δάσους ετόνισαν την +πρωίαν εκείνην την συνήθη αυτών μελωδίαν. </p> + +<p>Τούτο δεν ευχαριστεί τους νομάδας Ινδούς. Ουχί διότι οι ιθαγενείς ούτοι +αρέσκονται ες το είδος τούτο εν χορώ μουσικής, αλλά διότι ευχαρίστως θηρεύουσι +τους πιθήκους, και εάν πράττωσι τούτο, σημαίνει ότι το κρέας του ζώου τούτου, +προπάντων όταν ταριχεύεται, είναι εξαίρετον. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού δεν εγίνωσκον βεβαίως τας έξεις ταύτας των +γουερίβων, καθότι η σιωπή εκείνη θα τους εξέπληττεν. Αφυπνίσθησαν λοιπόν ο είς +μετά τον άλλον, και καλώς έχοντες μετά την ανάπαυσιν εκείνην την οποίαν ουδείς +θόρυβος ετάραξεν. </p> + + +<p>Ο μικρός Ζακ δεν αφυπνίσθη εκ των τελευταίων. Η πρώτη αυτού ερώτησις ήτο +εάν ο Ηρακλής έφαγε λύκον τινά κατά την νύκτα. Ουδείς λύκος είχεν εμφανισθή +και επομένως ο Ηρακλής δεν είχεν έτι προγευματίσει. </p> + +<p>Άλλως τε δε όλοι ήσαν νήστεις ως αυτός, και μετά την εωθινήν προσευχήν, η +Ναν ενησχολήθη εις την προετοιμασίαν του προγεύματος. </p> + +<p>Τα φαγητά ήσαν τα αυτά ως τα της προτεραίας, αλλά μετά της ορέξεως εκείνης +ην αυξάνει ο πρωινός αήρ του δάσους, ουδείς εσκέφθη να φανή δύσκολος. Προ +παντός άλλου έπρεπε ν' αναλάβωσι δυνάμεις διά μίαν ημέραν πορείας, και +ανέλαβον αυτάς. Διά πρώτην φοράν ίσως ο εξάδελφος Βενέδικτος εννόησεν ότι το +τρώγειν δεν είναι αδιάφορος η ανωφελής πράξις του βίου. Εκήρυξεν όμως ότι δεν +ήλθε διά να περιέρχεται την χώραν με τας χείρας εις τα θυλάκια, και ότι εάν ο +Ηρακλής τον εμποδίση πάλιν να κυνηγήση κοκούγιους και άλλας φωτεινάς μυίας, ο +Ηρακλής θα είχε κακούς λογαριασμούς μετ' αυτού. </p> + +<p>Η απειλή αύτη δεν εφάνη πτοήσασα υπερβαλόντως τον γίγαντα. Εν τούτοις η +κυρία Βέλδων τον έλαβε κατά μέρος και τω είπεν ότι ηδύνατο ίσως να αφίνη το +μεγάλον παιδίον της να τρέχη δεξιά και αριστερά, αλλ' επί τω όρω να μη το χάνη +από τα βλέμματά του. Δεν έπρεπε να αποκόψη εντελώς από τον εξάδελφον +Βενέδικτον τας τοσούτον φυσικάς εις την ηλικίαν του ηδονάς εκείνας. </p> + +<p>Κατά την εβδόμην ώραν της πρωίας το μικρόν σώμα επανέλαβε την προς +ανατολάς πορείαν, διατηρούν την αυτήν της προτεραίας τάξιν. </p> + +<p>Ήτο πάντοτε το δάσος. Επί του παρθένου εκείνου εδάφους, επί του οποίου το +θάλπος και η υγρασία συνεφώνουν όπως εξεγείρωσι την βλάστησιν, έπρεπε να +σκεφθή τις ότι το φυσικόν βασίλειον θα ενεφανίζετο εν όλη αυτού τη μεγαλειότητι. +Ο παράλληλος του ευρέος εκείνου οροπεδίου συνεχέετο σχεδόν μετά των +τροπικών πλατών, και επί τινας μήνας του θέρους ο ήλιος, διερχόμενος το ζενίθ, +ηκόντιζε τας ακτίνας του καθέτως. Υπήρχε λοιπόν άπειρος ποσότης θερμότητος +αποτεταμιευμένη εις τα εδάφη εκείνα, ων το υπέρδαφος διετηρείτο υγρόν. Τούτου +ένεκα ουδέν μεγαλοπρεπέστερον της διαδοχής εκείνης των δασών, ή μάλλον του +απεράντου εκείνου δάσους. </p> + +<p>Εν τούτοις ο Δικ Σανδ παρετήρησεν ότι κατά τον Χάρρην ευρίσκοντο εν τη χώρα +των πάμπας. Πάμπα δε εν τη γλώσση των ιθαγενών σημαίνει πεδιάς. Και εάν αι +αναμνήσεις του δεν τον ηπάτων, ενόμιζε να ενθυμείτο ότι αι πεδιάδες αύται +παρουσιάζουσι τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: στέρησιν ύδατος, έλλειψιν δένδρων, +έλλειψιν πετρών, πλουσίαν αφθονίαν σκολύμων κατά την εποχήν των βροχών, +οίτινες επερχομένης της θερμής εποχής γίνονται σχεδόν θαμνία και σχηματίζουσι +τότε αδιαπέραστα φυλλώματα· είτα ωσαύτως, δένδρα νανοφυή, θαμνία +ακανθώδη· πάντα δε ταύτα δίδοντα εις τας πεδιάδας εκείνας θέαν μάλλον άγονον +και αιχμηράν. </p> + +<p>Αλλά το πράγμα δεν είχεν ούτω αφότου το μικρόν σώμα, οδηγούμενον υπό του +Αμερικανού, είχεν εγκαταλίπει την παραλίαν. Το δάσος δεν έπαυσε να εκτείνεται +μέχρι των ορίων του ορίζοντος. Όχι, εκεί δεν ήτο η πάμπα εκείνη οίαν εφαντάζετο +αυτήν ο νεαρός δόκιμος. Μήπως η φύσις, ως είπεν ο Χάρρης, ηθέλησε να +καταστήση το οροπέδιον εκείνο της Αταμάκας χώραν όλως ιδιαιτέραν, περί ης +ουδέν άλλο εγίνωσκεν ειμή ότι εσχημάτιζε μίαν των ευρυτάτων ερήμων της Νοτίου +Αμερικής, μεταξύ των Άνδεων και του Ειρηνικού Ωκεανού;</p> + +<p>Την ημέραν εκείνην ο Δικ Σανδ απέτεινεν ερωτήσεις τινάς περί του +αντικειμένου τούτου και εξέφρασεν εις τον Αμερικανόν την έκπληξιν ην τω +επροξένει η αλλόκοτος εκείνη θέα της πάμπας. </p> + +<p>Αλλ' εξήχθη ταχέως εκ της απάτης υπό του Χάρρη, όστις τω παρέσχε περί του +μέρους εκείνου της Βολιβίας ακριβεστάτας πληροφορίας, μαρτυρούσας +τοιουτοτρόπως την βαθείαν γνώσιν ην είχε του τόπου. </p> + +<p> — Έχετε δίκαιον, νέε μου φίλε, είπε προς τον δόκιμον. Η αληθής πάμπα +είναι τοιαύτη οίαν περιέγραψαν οι περιηγηταί, ήτοι πεδιάς άγονος της οποίας η +διάβασις είναι πολλάκις δυσχερής. Ενθυμίζει τους λειμώνας της Βορείου Αμερικής, +με μόνην την διαφοράν ότι ούτοι είναι μάλλον τελματώδεις. Ναι, τοιαύτη είναι η +πάμπα του Ρίου Κολοράδου, του Ορενόκου και της Βενεζουέλας. Αλλ' ενταύθα +ευρισκόμεθα εις χώραν, της οποίας η θέα εκπλήττει και εμέ αυτόν. Είναι μεν +αληθές ότι πρώτην φοράν ακολουθώ την οδόν ταύτην διά μέσου του οροπεδίου, +οδόν ήτις έχει το πλεονέκτημα να συντέμνη την πορείαν ημών· αλλ' εάν δεν την +είδον εισέτι, ηξεύρω ότι έχει μεγάλην διαφοράν προς την αληθή πάμπαν. Τοιαύτην +θα ευρίσκετε ουχί μεταξύ της δυτικής Κορδελλιέρας και της υψηλής οροσειράς των +Άνδεων, αλλά πέραν των ορέων, επί του ανατολικού εκείνου μέρους της ηπείρου, +όπερ εκτείνεται μέχρι του Ατλαντικού. </p> + +<p> — Πρέπει λοιπόν να υπερβώμεν τας Άνδεις; ηρώτησε ζωηρώς ο Δικ +Σανδ. </p> + +<p> — Όχι, νέε μου φίλε, όχι, απεκρίθη μειδιών ο Αμερικανός. Τούτου ένεκα +είπον ότι θα την ευρίσκετε, και όχι θα την εύρετε. Ησυχάσατε, δεν θα +εγκαταλείψωμεν το οροπέδιον τούτο, του οποίου το μέγιστον ύψος δεν υπερβαίνει +τους χιλίους πεντακοσίους πόδας. Α! εάν ήτο ανάγκη να διέλθωμεν τας +Κορδελλιέρας μετά των μεταφορικών μέσων τα οποία έχομεν, ποτέ δεν θα σας +παρέσυρον εις τοιαύτην ριψοκίνδυνον απόπειραν. </p> + +<p> — Τωόντι, είπεν ο Δικ Σανδ, προτιμότερον θα ήτο να ανέλθωμεν ή να +κατέλθωμεν την ακτήν·</p> + +<p> — Ω! εκατοντάκις προτιμότερον! απεκρίθη ο Χάρρης. Αλλ' η έπαυλις του +Αγίου Ευτυχούς κείται εντεύθεν της Κορδελλιέρας. Ώστε η οδοιπορία ημών, μήτε +κατά την πρώτην μήτε κατά την δευτέραν περίπτωσιν θα παρουσιάση πραγματικήν +τινα δυσκολίαν.<br /> + <br /> + — Και δεν φοβείσθε μήπως αποπλανηθήτε εις τα δάση ταύτα, τα οποία +διέρχεσθε κατά πρώτην φοράν; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ.<br /> + <br /> + — Όχι, νέε μου φίλε, όχι απεκρίθη ο Χάρρης. Ηξεύρω καλώς ότι το δάσος +τούτο είναι ως απέραντος θάλασσα, ή μάλλον, πυθμήν θαλάσσης του οποίου και +αυτός ο ναυτικός δεν δύναται να καταμετρήση το βάθος και να εξακριβώση την +θέσι του. Αλλά, συνηθισμένος να δασοπορώ, δύναμαι να εύρω τον δρόμον μου εκ +της απλής διευθετήσεως δένδρων τινών, εκ της διευθύνσεως των φύλλων των, εκ +της κινήσεως ή της συστάσεως του εδάφους, εκ μυρίων άλλων λεπτομερειών +αίτινες διαφεύγουσιν υμάς. Έστε βέβαιος, θα οδηγήσω υμάς και τους υμετέρους, +όπου πρέπει να μεταβήτε.<br /> + <br /> +Πάντα ταύτα ελέχθησαν καθαρώς υπό του Χάρρη. Ο Δικ Σανδ και αυτός, +προπορευόμενοι της συνοδείας, συνδιελέγοντο συχνάκις, χωρίς να αναμιγνύεται +άλλος τις εις την συνομιλίαν των. Εάν ο δόκιμος ησθάνετο ανησυχίας τινάς, τας +οποίας ο Αμερικανός δεν κατώρθου πάντοτε να διαλύη, προτίμα να τας διατηρή δι' +εαυτόν μόνον.<br /> + <br /> +Αι 8, 9, 11 και 12 Απριλίου παρήλθον τοιουτοτρόπως χωρίς να επέλθη δυσάρεστόν +τι εν τη πορεία. Δεν διήνυον ανά παν δωδεκάωρον διάστημα πλειότερον των οκτώ +μέχρις εννέα μιλίων. Αι στιγμαί αι αφιερούμεναι διά τα γεύματα και την ανάπαυσιν +διεδέχοντο αλλήλας τακτικώς, και μολονότι ο κάματος ήρχησεν ήδη να γίνεται +ολίγον επαισθητός, η υγιεινή κατάστασις ήτο έτι λίαν ευχάριστος.<br /> + <br /> +Ο μικρός Ζακ ήρχιζε να υποφέρη ολίγον εκ του βίου εκείνου των δασών, εις ον δεν +ήτο συνηθισμένος και καθίστατο λίαν μονότονος δι' αυτόν. Και έπειτα, δεν είχον +τηρήσει όλας τας προς αυτόν δοθείσας υποσχέσεις. Τα εκ καουτσού νευρόσπαστα, +τα κολίβρια, πάντα ταύτα εφαίνοντο ακαταπαύστως οπισθοχωρούντα. Είχε γίνει +ωσαύτως λόγος να τω δείξωσι τους μάλλον ωραίους ψιττακούς του κόσμου, και +τοιούτοι δεν έπρεπε να λείπωσιν εκ των πλουσίων εκείνων δασών. Πού ήσαν +λοιπόν οι παπαγάλοι εκείνοι με το πράσινον πτέρωμα, όλοι σχεδόν αυτόχθονες των +χωρών εκείνων, οι αράς οι γυμνοπάρειοι, με τας μακράς και οξείας ουράς, με τα +ζωηρά χρώματα, των οποίων οι πόδες ουδέποτε πατούσιν επί της γης, και οι +καμίνδαι οίτινες είναι ειδικώτεροι εις τας τροπικάς χώρας, και οι πολυχρώματοι +ψιττακοί, με το πολύπτερον πρόσωπον, και τέλος όλα εκείνα τα φλύαρα πτηνά +άτινα, κατά το λέγειν των Ινδών, λαλούσιν έτι την γλώσσαν των εκλειψασών +φυλών;<br /> + <br /> +Προκειμένου περί ψιττακών, ο μικρός Ζακ δεν έβλεπεν άλλο ειμή ψιττακίδιά τινα +φαιοτεφρόχροα, με ουράν ερυθράν, άτινα έβριθον υπό τα δένδρα. Αλλά τα +ψιττακίδια εκείνα δεν ήσαν νέα δι' αυτόν. Τα έχουσι μεταφέρει εις όλα τα μέρη του +κόσμου. Επί των δύο ηπείρων, πληρούσι τας οικίας διά της αφορήτου φλυαρίας +των, και εξ όλης της ομοιογενείας οι ψιττακίσκοι ούτοι διδάσκονται ευκολώτεροι +να ομιλώσι.<br /> + <br /> +Δέον να είπωμεν ότι, πλην του Ζακ, και ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν ήτο +ευχαριστημένος. Τον είχον μεν αφήσει να τρέχη δεξιά και αριστερά κατά την +οδοιπορίαν, αλλ' ουδέν έντομον εύρισκεν άξιον να πλουτίση την συλλογήν του. Την +εσπέραν και αυτά τα πυροφόρα ηρνούντο επιμόνως να εμφανισθώσιν εις αυτόν +και να τον ελκύσωσι διά του φωσφορίζοντος θώρακός των. Η φύσις εφαίνετο +αληθώς μυκτηρίζουσα τον δυστυχή εντομολόγον, του οποίου η δυσθημία +επετείνετο. </p> + +<p>Επί τέσσαρας έτι ημέρας, η προς τα βορειοανατολικά πορεία εξηκολούθησεν +υπό τας αυτάς συνθήκας. Την 16 Απριλίου υπελόγισαν ότι είχον διανύσει περί τα +εκατόν μίλια. Εάν ο Χάρρης δεν απεπλανήθη — και εβεβαίου τούτο αδιστάκτως — +η έπαυλις του Αγίου Ευτυχούς δεν απήχε πλέον ειμή είκοσι μίλια από του +τελευταίου αυτών σταθμού. Πριν δε παρέλθωσι τεσσαράκοντα και οκτώ ώραι, το +μικρόν σώμα θα είχε καλόν καταφύγιον, εν τω οποίω θα ηδύνατο τέλος να +αναπαυθή εκ των κόπων της οδοιπορίας. </p> + +<p> — Εν τούτοις, ει και διήλθον όλον σχεδόν το οροπέδιον και το μεσαίον +αυτού μέρος, ουδένα ιθαγενή, ουδένα νομάδα συνήντησαν υπό το απέραντον +δάσος. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ πολλάκις ελυπήθη, χωρίς όμως να είπη τι, ότι δεν εξώκειλεν εις το +άλλο μέρος της παραλίας. Νοτιώτερον ή βορειότερον, δεν θα έλειπον χωρία, κώμαι +ή φυτείαι, και προ πολλού ήδη η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής θα είχον άσυλον. +</p> + +<p>Αλλά, εάν η χώρα εφαίνετο εγκαταλελειμμένη υπό του ανθρώπου, τα ζώα +ενεφανίζοντο συχνότερα κατά τας τελευταίας ημέρας. Ηκούοντο ενίοτε είδος +μακράς θρηνώδους, κραυγής ην ο Χάρρης απέδιδεν εις χονδρά τινα βραδυπόρα +ζώα φωλεύοντα εις τα δασώδη εκείνα μέρη καλούμενα άις.<br /> + <br /> +Την ημέραν εκείνην, κατά την μεσημβρινήν στάθμευσιν, συριγμός τις ηκούσθη εις +τον αέρα, όστις διά το παράδοξον αυτού επροξένησεν ανησυχίαν τινα εις την +κυρίαν Βέλδων. </p> + +<p> — Τι είναι; ηρώτησεν αύτη αναγειρομένη ταχέως. </p> + +<p> — Είναι όφις! ανέκραξεν ο Δικ Σανδ, δραμών μετά του όπλου του προ +της κυρίας Βέλδων. </p> + +<p>Τωόντι υπήρχε φόβος μήπως ερπετόν τι ωλίσθησεν εις τα χόρτα μέχρι του +μέρους της σταθμεύσεως. Ουδόλως παράδοξον εάν ήτο μέγας τις σούκουρος, +είδος βόα, του οποίου το μήκος είναι ενίοτε τεσσαράκοντα ποδών. </p> + +<p>Αλλ' ο Χάρρης ανεκάλεσεν αμέσως τον Δικ Σανδ, τον οποίον οι μαύροι +ηκολούθουν ήδη και καθησύχασε την κυρία Βέλδων. </p> + +<p>Κατ' αυτόν, το σύριγμα εκείνο δεν προήλθεν από σούκουρον, καθότι ο όφις +ούτος δεν συρίζει· αλλ' εμαρτύρει την παρουσίαν αβλαβών τίνων τετραπόδων, +πολυαρίθμων εν εκείνη τη χώρα. </p> + +<p> — Ησυχάσατε λοιπόν, είπε, και μη κάμετε κίνημά τι δυνάμενον να +φοβήση τα ζώα ταύτα. </p> + +<p> — Αλλά τι ζώα είναι; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ, όστις ενόμιζε καθήκον +συνειδήσεως να ερωτά και να αναγκάζη τον Αμερικανόν να ομιλή, όστις άλλως τε +δεν είχεν ανάγκην παρακλήσεων, όπως αποκρίνεται. </p> + +<p> — Είναι αντιλόπαι, νέε μου φίλε, απεκρίθη ο Χάρρης·</p> + +<p> — Ω! πώς ήθελα να τας έβλεπα! ανέκραξεν ο Ζακ. </p> + +<p> — Είναι πολύ δύσκολον, μικρόν μου ανθρωπάκι απήντησεν ο +Αμερικανός, πολύ δύσκολον. </p> + +<p> — Ίσως ειμπορούμεν να τας πλησιάσωμεν αυτάς τας συριγούσας +αντιλόπας, επανέλαβεν ο Δικ Σανδ. </p> + +<p> — Ω τρία μόνον βήματα εάν προχωρήσετε, απεκρίθη ο Αμερικανός, +σείων την κεφαλήν, όλη η αγέλη θα φύγη. Σας προτρέπω λοιπόν να μη +ενοχληθήτε.<br /> + <br /> + — Αλλ' ο Δικ Σανδ είχε τους λόγους του να είναι περίεργος. Ηθέλησε να ίδη, +και κρατών το όπλον του εισέδυσεν εις τα χόρτα. Πάραυτα, δωδεκάς χαριεστάτων +κεμάδων μετά μικρών και οξέων κεράτων διήλθον με ταχύτητα σίφωνος. Το +τρίχωμα αυτών, ζωηρού πυρρού χρώματος, διέγραψε νέφος πύρινον υπό τα +υψηλά φυλλώματα του δάσους. </p> + +<p> — Σας είχον προειδοποιήση, είπεν ο Χάρρης όταν ο δόκιμος επέστρεψεν +εις την θέσιν του. </p> + +<p>Εάν τας ταχύποδας εκείνας αντιλόπας δεν ηδυνήθησαν ούτοι να διακρίνωσι, +τας διέκρινον όμως άλλαι αγέλαι ζώων αίτινες ενεφανίσθησαν κατά την αυτήν +ημέραν. Τα ζώα εκείνα ηδυνήθησαν να τα ίδωσιν, αμυδρώς μεν είναι αληθές, αλλ' +η εμφάνισις αυτών επέφερε παράδοξον φιλονικίαν μεταξύ του Χάρρη καί τινων εκ +των οπαδών του. </p> + +<p>Το μικρόν σώμα, περί την τετάρτην ώραν της εσπέρας, εστάθη επί τινας στιγμάς +πλησίον ανοικτού τινος μέρους, ότε τρία ή τέσσαρα ζώα ευμεγέθη εξήλθον έκ τινος +λόχμης, εκατόν βήματα περίπου μακράν και έφυγον μετά μεγάλης ταχύτητος. </p> + +<p>Μεθ' όλας τας συστάσεις του Αμερικανού, την φοράν ταύτην ο δόκιμος, +στηρίξας το όπλον επί του ώμου, επυροβόλησε καθ' ενός των ζώων εκείνων. Αλλά +καθ' ήν στιγμήν το βλήμα ερρίπτετο, ο Χάρρης απώθησε ζωηρώς το όπλον, ο δε Δικ +Σανδ όσον και αν ήτο δεξιός σκοπευτής απέτυχε του σκοπού του.<br /> + <br /> + — Μη πυροβολισμούς! είπεν ο Αμερικανός. </p> + +<p> — Ε δα! αλλ' είναι καμηλοπαρδάλεις! ανέκραξεν ο Δικ Σανδ, χωρίς να +δώση άλλην απάντησιν εις την παρατήρησιν του Χάρρη. </p> + +<p> — Καμηλοπαρδάλεις! είπεν ο Ζακ ανορθούμενος επί του εφιππίου. Πού +είναι αυτά τα μεγάλα ζώα;</p> + +<p> — Καμηλοπαρδάλεις! απεκρίθη η κυρία Βέλδων. Απατάσαι, φίλτατε Δικ. +Δεν υπάρχουσι καμηλοπαρδάλεις εν Αμερική. </p> + +<p> — Τωόντι, είπεν ο Χάρρης, όστις εφαίνετο καταπεπληγμένος, δεν είναι +δυνατόν να υπάρχωσι καμηλοπαρδάλεις ενταύθα. </p> + +<p> — Αλλά τότε; . . . είπεν ο Δικ Σανδ.<br /> + <br /> + — Δεν ηξεύρω αληθώς τι να σκεφθώ, είπεν ο Χάρρης. Μήπως νέε μου φίλε, +σας ηπάτησαν οι οφθαλμοί σας, και τα ζώα ταύτα είναι στρουθοκάμηλοι;</p> + +<p> — Στρουθοκάμηλοι! επανέλαβεν ο Δικ Σανδ και η κυρία Βέλδων +παρατηρούντες αλλήλους έκθαμβοι</p> + +<p> — Ναι, απλαί στρουθοκάμηλοι, επανέλαβεν ο Χάρρης. </p> + +<p> — Αλλ' αι στρουθοκάμηλοι, είναι πτηνά, επανέλαβεν ο Δικ Σανδ, και +επομένως έχουσι δύο μόνον πόδας. </p> + +<p> — Λοιπόν, απεκρίθη ο Χάρρης, ακριβώς ενόμισα ότι τα ζώα ταύτα τα +οποία έφυγον τόσω ταχέως ήσαν δίποδα. </p> + +<p> — Δίποδα! είπεν ο δόκιμος. </p> + +<p> — Νομίζω ότι διέκρινα καλώς ζώα τετράποδα, είπε τότε η κυρία Βέλδων. +</p> + +<p> — Και εγώ ωσαύτως, προσέθηκεν ο γέρων Τωμ, του οποίου τους λόγους +εβεβαίωσαν ο Βαρθολομαίος, ο Ακτέων και ο Αυγουστίνος. </p> + +<p> — Στρουθοκάμηλοι με τέσσαρας πόδας! ανέκραξεν ο Χάρρης +ανακαγχάζων. Τούτο θα ήτο πολύ αστείον!</p> + +<p> — Λοιπόν επανέλαβεν ο Δικ Σανδ, ενομίσαμεν ότι ήσαν +καμηλοπαρδάλεις, και ουχί στρουθοκάμηλοι. </p> + +<p> — Όχι, νέε μου φίλε, όχι, είπεν ο Χάρρης, Βεβαίως δεν είδετε καλώς. +Τούτο εξηγείται εκ της ταχύτητος μεθ' ής έφυγον τα ζώα ταύτα. Άλλως τε δε +πολλάκις συνέβη εις κυνηγούς ν' απατηθώσιν ως υμείς και καλή τη πίστει +μάλιστα.</p> + +<p>Ό,τι, έλεγεν ο Αμερικανός ήτο λίαν πιθανόν. Μεταξύ ευσώμου +στρουθοκαμήλου και μεσαίου αναστήματος καμηλοπαρδάλεως, εάν τας βλέπη τις +έκ τινος αποστάσεως, δύναται ευκόλως ν' απατηθή. Είτε πρόκειται περί ράμφους, +είτε πρόκειται περί ρύγχους, αμφότερα ταύτα προσκεκολλημένα εις το άκρον +μακρού λαιμού ανεστραμμένου προς τα οπίσω, και επί τέλους δύναταί τις να είπη +ότι η στρουθοκάμηλος ουδέν άλλο είναι ή ημικαμηλοπάρδαλις. </p> + +<p>Δεν ελλείπουσιν απ' αυτής ειμή οι οπίσθιοι πόδες. Λοιπόν το δίπουν τούτο και +το τετράπουν τούτο, διερχόμενα ταχέως και απροσδοκήτως, δύνανται εν μεγάλη +ανάγκη να εκληφθώσι το έν αντί του άλλου.<br /> + <br /> +Άλλως τε δε, η καλλιτέρα απόδειξις ότι η κυρία Βέλδων και οι άλλοι ηπατώντο, +είναι ότι δεν υπάρχουσι καμηλοπαρδάλεις εν Αμερική·</p> + +<p>Ο Δικ Σανδ εποίησε τότε την εξής σκέψιν:</p> + +<p> — Αλλ' ενόμιζον ότι μήτε στρουθοκάμηλοι μήτε καμηλοπαρδάλεις +ευρίσκοντο εις τον Νέον Κόσμον. </p> + +<p> — Μάλιστα, νέε μου φίλε, απεκρίθη ο Χάρρης, και ακριβώς η Νότιος +Αμερική κέκτηται ιδιαίτερόν τι είδος. Εις το είδος τούτο ανήκει ο νανδού, τον +οποίον είδετε προ ολίγου.<br /> + <br /> +Ο Χάρρης έλεγε την αλήθειαν. Ο νανδού είναι ιμαντόπους κοινότατος ες τας +πεδιάδας της Νοτίου Αμερικής, και το κρέας αυτού, όταν είναι νέος, είναι καλόν εις +γεύσιν. </p> + +<p>Το ισχυρόν τούτο ζώον, του οποίου το ανάστημα υπερβαίνει ενίοτε τα δύο +μέτρα, έχει το ράμφος ευθύ, τας πτέρυγας μακράς και εσχηματισμένας εκ πτερών +πυκνών χρώματος υποκυάνου, οι δε πόδες αυτού σχηματίζονται εκ τριών +δακτύλων ωπλισμένων δι' ονύχων, — τούθ' όπερ το διακρίνει ουσιωδώς από των +στρουθοκαμήλων της Αφρικής. </p> + +<p>Αι ακριβέσταται αύται λεπτομέρειαι εδόθησαν υπό του Χάρρη, όστις εφαίνετο +λίαν ειδήμων των έξεων του νανδού. Η δε κ. Βέλδων και οι μετ' αυτής εδέησε να +ομολογήσωμεν ότι είχον απατηθή.</p> + +<p> — Άλλως τε δε, προσέθηκεν ο Χάρρης, πιθανόν να συναντήσωμεν και +άλλην αγέλην εκ τούτων των στρουθοκαμήλων. Λοιπόν, την φοράν ταύτην +παρατηρήσατε καλλίτερον, και μη υποπέσετε πάλιν εις την απάτην να εκλάβετε τα +πτηνά ως τετράποδα. Προ πάντων όμως, νέε μου φίλε, μη λησμονήτε τας +συστάσεις μου, και μη πυροβολήτε κατ' ουδενός ζώου. Δεν έχομεν ανάγκην να +θηρεύωμεν διά να προμηθευώμεθα ζωοτροφίας, και, το επαναλαμβάνω, δεν +πρέπει έκρηξις πυροβόλου να αναγγείλη την παρουσίαν ημών εις το δάσος τούτο. +</p> + + +<p>Εν τούτοις ο Δικ Σανδ έμενε σκεπτικός. Έτι άπαξ, αμφιβολία τις εγένετο εν τω +πνεύματι αυτού.<br /> + <br /> +Την επιούσαν, 17 Απριλίου, η πορεία επανελήφθη, και ο Αμερικανός εβεβαίωσεν +ότι μετά παρέλευσιν είκοσι και τεσσάρων ωρών η μικρά συνοδεία θα ευρίσκετο εις +την έπαυλιν του Αγίου Ευτυχούς. </p> + +<p> — Εκεί, κυρία Βέλδων, θα λάβετε όλας τας απαιτουμένας εις την θέσιν +σας περιποιήσεις, και ημέραι τινές αναπαύσεως θα σας αναζωογονήσωσι καθ' +ολοκληρίαν. Ίσως δεν θα εύρετε εις την έπαυλιν εκείνην την πολυτέλειαν εις ην +έχετε συνηθίσει εις την εν Αγίω Φραγκίσκω κατοικίαν σας, αλλά θα ιδήτε ότι αι +καλλιεργητικοί ημών εργασίαι δεν είναι πτωχαί, και ότι δεν ήμεθα εντελώς άγριοι. +</p> + +<p> — Κύριε Χάρρη, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, εάν δεν έχομεν άλλο να σας +προσφέρωμεν ειμή ευχαριστίας διά την γενναίαν υμών συνδρομήν, τουλάχιστον +σας προσφέρομεν αυτάς εξ όλης καρδίας. Ναι! ήτο καιρός πλέον να φθάσωμεν. +</p> + +<p> — Εκουράσθητε πολύ, κυρία Βέλδων;</p> + +<p> — Εγώ, αδιάφορον, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, αλλά βλέπω ότι ο μικρός +μου Ζακ εξαντλείται ολίγον κατ' ολίγον. Κατά τινας ώρας αρχίζει να τον +καταλαμβάνη ο πυρετός.<br /> + <br /> + — Ναι, είπεν ο Χάρρης, και μολονότι το κλίμα του οροπεδίου τούτου είναι +υγιεινότατον, πρέπει όμως να ομολογήσωμεν ότι κατά τον Μάρτιον και τον +Απρίλιον επικρατούσι διαλείποντες πυρετοί. </p> + +<p> — Βεβαίως, είπεν τότε ο Δικ Σανδ, αλλ' ωσαύτως η φύσις, ήτις πάντοτε +και πανταχού είναι προνοητική, έθεσε το φάρμακον πλησίον του κακού. </p> + +<p> — Και πώς τούτο, νέε μου φίλε; ηρώτησεν ο Χάρρης, όστις εφαίνετο μη +εννοών.<br /> + <br /> + — Δεν ευρισκόμεθα λοιπόν εις την χώραν των κιγκινών; απεκρίθη ο Δικ +Σανδ.<br /> + <br /> + — Τωόντι, είπεν ο Χάρρης, έχετε εντελώς δίκαιον. Τα δένδρα τα παράγοντα +τον πολύτιμον αντιπυρετικόν φλοιόν εδώ έχουσι την πατρίδα των. </p> + +<p> — Εκπλήττομαι μάλιστα, προσέθετο ο Δικ Σανδ, πώς δεν είδομεν έτι +μήτε έν.<br /> + <br /> + — Α! νέε μου φίλε, απεκρίθη ο Χάρρης, τα δένδρα ταύτα δεν διακρίνονται +ευκόλως. Καίτοι έχουσιν ύψος πολύ, φύλλα μεγάλα και άνθη ρόδινα και ευώδη, +δεν τα ανακαλύπτει τις ευκόλως. Σπάνιον είναι να ευρεθώσι συμπεπυκνωμένα. +Μάλλον είναι διεσπαρμένα εις τα δάση, και οι Ινδοί, οίτινες συλλέγουσι την +κιγκίναν, δεν δύνανται να τα διακρίνωσιν ειμή εκ του πρασίνου φυλλώμματός των. +</p> + +<p> — Κύριε Χάρρη, είπεν η κυρία Βέλδων, εάν ιδήτε δένδρον τι εξ αυτών, +να με το δείξητε.<br /> + <br /> + — Βεβαίως, κυρία Βέλδων, αλλ' εις την έπαυλιν θα εύρετε θιεικήν κινίνην. +Αυτή είναι πολύ προτιμωτέρα ή ο απλούς φλοιός προς θεραπείαν του πυρετού +(<sup><a href='#fn14' id='ref14'>14</a></sup>) +. </p> + +<p>Η τελευταία εκείνη ημέρα της οδοιπορίας παρήλθεν άνευ συμβάντος τινός. +Ήλθεν η εσπέρα και η νυκτερινή στάθμευσις διωργανώθη ως το σύνηθες. Μέχρι +τότε, δεν είχε βρέξει, αλλ' ο καιρός έτεινε να μεταβληθή, καθότι θερμή +αναθυμίασις υψώθη από του εδάφους και μετ' ολίγον εσχημάτισε πυκνήν +ομίχλην.</p> + +<p>Πράγματι επλησίαζεν η εποχή των βροχών. Ευτυχώς την επιούσαν, άνετον +καταφύγιον θα προσεφέρετο φιλοξένως εις την μικράν συνοδείαν. Ολίγισται ώραι +έμενον να παρέλθωσιν. </p> + +<p>Ει και κατά τον Χάρρην, όστις έκαμε τους υπολογισμούς του επί τη βάσει του +χρόνου καθ' όν διήρκεσεν η οδοιπορία, δεν απείχον της επαύλεως πλειότερον των +έξ μιλίων, ελήφθησαν όμως διά την νύκτα αι συνήθεις προφυλάξεις. Ο Τωμ και οι +σύντροφοί του έπρεπε να φρουρώσι διαδοχικώς. Ο Δικ Σανδ επέμεινε να μη +επέλθη ουδεμία μεταβολή. Πλειότερον ή άλλοτε ήθελε να διατηρήση την συνήθη +φρόνησίν του, καθότι τρομερά υπόνοια εγεννήθη εις το πνεύμα του· δεν ήθελεν +όμως έτι να είπη τι.</p> + +<p>Η κατάκλισις εγένετο παρά τας ρίζας συστάδος μεγάλων δένδρων. Ένεκα του +καμάτου, η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής εκοιμώντο ήδη, ότε αφυπνίσθησαν υπό +φοβεράς κραυγής. </p> + +<p> — Τι είναι; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ, πρώτος πάντων αναπηδήσας όρθιος. +</p> + +<p> — Εγώ! εγώ εφώναξα! είπεν ο εξάδελφος Βενέδικτος. </p> + +<p> — Και τι έχετε; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. </p> + +<p> — Εδαγκάσθην. </p> + +<p> — Υπό όφεως; . . . ηρώτησεν έντρομος η κυρία Βέλδων. </p> + +<p> — Όχι, όχι! Δεν είναι όφις, αλλ' έντομον, απεκρίθη ο εξάδελφος +Βενέδικτος. Α! το κρατώ! το κρατώ!</p> + +<p> — Λοιπόν, φονεύσατε το έντομόν σας, είπεν ο Χάρρης, και αφήσατέ μας +να κοιμηθώμεν κύριε Βενέδικτε. </p> + +<p> — Να φονεύσω έντομον! ανέκραξεν ο εξάδελφος Βενέδικτος. Ποτέ, +ποτέ! Πρέπει να ίδω τι είναι!</p> + +<p> — Θα είναι κώνωψ, είπεν ο Χάρρης, υψών τους ώμους. </p> + +<p> — Διόλου! Είναι μυία, απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος, και μυία ήτις +θα είναι πολύ περίεργος. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ ήναψε τον μικρόν φορητόν φανόν και τον επλησίασεν εις τον +εξάδελφον Βενέδικτον. </p> + +<p> — Ω θεία αγαθότης! ανέκραξεν ούτος. Ιδού τι με παρηγορεί διά τας +τόσας αποτυχίας μου. Έκαμα τέλος μίαν ανακάλυψιν!</p> + +<p>Ο αγαθός ανήρ παρεφρόνει εκ της χαράς. Παρετήρει την μυίαν του ως +θριαμβεύων, και ευχαρίστως θα την εφίλει.<br /> + <br /> + — Αλλά τι είναι; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. </p> + +<p> — Δίπτερον, εξαδέλφη, περίφημον δίπτερον!</p> + +<p>Και ο εξάδελφος Βενέδικτος έδειξε μυίαν μικροτέραν μελίσσης, χρώματος +αμαυρού με γραμμάς κιτρίνας εις το κατώτερον μέρος του σώματός της.<br /> + <br /> + — Δεν είναι φαρμακερή η μυία αύτη; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. </p> + +<p> — Όχι, εξαδέλφη, όχι, διά τον άνθρωπον τουλάχιστον. Αλλά διά τα ζώα, +δι' αντιλόπας, διά βουβάλους, και δι' αυτούς τους ελέφαντας, το πράγμα διαφέρει. +Αχ! τι αξιολάτρευτον έντομον!</p> + +<p> — Τέλος, ηρώτησεν ο Δικ Σανδ, θα μας ειπήτε, κύριε Βενέδικτε τι είναι +αυτή η μυία;</p> + +<p> — Αυτή η μυία, απεκρίθη ο εντομολόγος, αυτή η μυία την οποίαν κρατώ +εις τα δάκτυλά μου, αυτή η μυία . . . είναι «τσετσέ». Είναι το περίφημον εκείνο +δίπτερον το οποίον είναι η τιμή ενός τόπου, και μέχρι της σήμερον ουδέποτε +ευρέθη «τσετσέ» εις την Αμερικήν. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ δεν ετόλμησε να ερωτήση τον εξάδελφον Βενέδικτον, εις ποίον +μέρος του κόσμου ευρίσκετο αποκλειστικώς το φοβερόν εκείνο «τσετσέ».</p> + +<p>Και όταν οι σύντροφοι του μετά το επεισόδιον τούτο, επανέλαβον τον +διακοπέντα ύπνον των, ο Δικ Σανδ, μεθ' όλον τον καταβαρύνοντα κάματον, δεν +έκλεισε πλέον τους οφθαλμούς δι' όλης της νυκτός. </p> + + + +<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΗ'. </h3> + +<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>Η ΤΡΟΜΕΡΑ ΛΕΞΙΣ </b></p> + +<p>Καιρός ήτο να φθάσωσι. Τελεία κόπωσις έφερε την κυρίαν Βέλδων εις +κατάστασιν να μη δύναται πλέον να εξακολουθήση οδοιπορίαν γινομένην υπό +τοιαύτας συνθήκας. </p> + +<p>Το μικρόν τέκνον της, ερυθρότατον κατά τας προσβολάς του πυρετού, +ωχρότατον κατά τας διαλείψεις, ήτο οικτρόν την θέαν. </p> + +<p>Η μήτηρ αυτού, εις άκρον ανήσυχος, δεν ηθέλησε να εγκαταλίπη τον Ζακ, έστω +και εις τας φροντίδας της αγαθής Ναν. Τον εκράτει ημικατακεκλιμένον εις τας +αγκάλας της. </p> + +<p>Ναι, ήτο καιρός να φθάσωσι. Κατά τας διαβεβαιώσεις δε του Αμερικανού, το +εσπέρας της ανατελλούσης εκείνης ημέρας, το εσπέρας της 18 Απριλίου, η μικρά +συνοδεία θα ήτο τέλος υπό την σκέπην της επαύλεως του Αγίου Ευτυχούς. </p> + +<p>Δώδεκα ημερών οδοιπορία, δώδεκα νυκτών στάθμευσις εν υπαίθρω, ήτο +αδύνατον να μη καταβάλωσι μίαν γυναίκα, όσον γενναία και αν ήναι.<br /> + <br /> +Άλλως τε δε η θέα του ασθενούς Ζακ, από του οποίου έλειπον αι στοιχειωδέστεραι +περιποιήσεις, ήρκει διά να κατασυντρίψη την κυρίαν Βέλδων. </p> + +<p>Αλλ' ο Χάρρης εφαίνετο εξοικειωμένος προς τας δοκιμασίας των μακρών +εκείνων διά των δασών οδοιποριών, και ο κάματος δεν κατέβαλεν αυτόν.<br /> + <br /> +Καθ' όσον όμως επλησίαζον προς την έπαυλιν, ο Δικ Σανδ παρετήρησεν ότι ήτο +μάλλον περίφροντις και τα διαβήματά του δεν ήσαν τόσον ειλικρινή όσον +πρότερον. Το εναντίον θα ήτο φυσικώτερον. </p> + +<p>Αυτή τουλάχιστον η ιδέα του νεαρού δοκίμου, όστις εγένετο μάλλον δύσπιστος +προς τον Αμερικανόν. Και εν τούτοις τι συμφέρον είχεν άρα γε ο Χάρρης να τους +απατήση;</p> + +<p> — Ο Δικ Σανδ δεν ηδύνατο να το εξηγήση, αλλ' επετήρει εκ του σύνεγγυς +τον οδηγόν των. </p> + +<p>Ο Αμερικανός ησθάνθη πιθανώς ότι υπεβλέπετο υπό του Δικ Σανδ, και βεβαίως +η δυσπιστία εκείνη, καθίστα αυτόν σιωπηλότερον προς τον «νέον φίλον του». </p> + +<p>Η πορεία επανελήφθη. </p> + +<p>Εν τω δάσει, ολιγώτερον πυκνώ, τα δένδρα διεσκορπίζοντο κατ' αθροίσματα, +και δεν εσχημάτιζον πλέον αδιαπεράστους μάζας. Ήτο λοιπόν η αληθής πάμπα, +περί ης είχεν ομιλήσει ο Χάρρης;</p> + +<p>Κατά τας πρώτας ώρας της ημέρας, ουδέν συμβάν επεδείνωσε τας ανησυχίας +του Δικ Σανδ. Δύο όμως γεγονότα είλκυσαν την προσοχήν αυτού. </p> + +<p>Ίσως δεν είχον μεγάλην σπουδαιότητα, αλλ' υπό τας περιστάσεις εκείνας +ουδεμία λεπτομέρεια έπρεπε να παραμελήται. </p> + +<p>Το πρώτον ήτο τα κινήματα του Δίγγου, όστις ευθύς εξ αρχής επέσυρε μάλλον +ιδιαιτέρως την προσοχήν του νεαρού δοκίμου. </p> + +<p>Τωόντι ο κύων όστις καθ' όλην εκείνην την οδοιπορίαν εφαίνετο ωσεί +ακολουθών ίχνη, εγένετο αλλοίος, και τούτο, σχεδόν αιφνιδίως. </p> + +<p>Μέχρι τότε, την ρίνα έχων ως επί το πλείστον εις το έδαφος, οσφραινόμενος τα +χόρτα ή τους θάμνους, ή εσιώπα ή εξέφερεν είδος τι θρηνώδους υλακής, ως εάν +ήτο έκφρασις λύπης ή πόθου. </p> + +<p>Την ημέραν όμως εκείνην αι υλακαί του παραδόξου ζώου εγένοντο ισχυραί, +ενίοτε μανιώδεις, τοιαύται οίαι ήσαν άλλοτε, ότε ο Νεγορός ενεφανίζετο επί του +καταστρώματος του «Πίλγριμ».</p> + +<p>Υπόνοιά τις διήλθε του πνεύματος του Δικ Σανδ, και την υπόνοιαν εκείνην +ενίσχυσεν ο Τωμ ειπών.<br /> + <br /> + — Πολύ παράδοξον πράγμα, κύριε Δικ. Ο Δίγγος δεν οσφραίνεται πλέον το +έδαφος ως έπραττε μέχρι της χθες. Έχει την ρίνα εις τον αέρα, είναι τεταραγμένος, +αι τρίχες του ορθούνται. Θα έλεγέ τις μυρίζει μακρόθεν . . . </p> + +<p> — Τον Νεγορόν, δεν είναι αλήθεια; απεκρίθη ο Δικ Σανδ, αρπάσας τον +βραχίονα του γέροντος μαύρου και ποιήσας αυτώ σημείον να ομιλή χαμηλή τη +φωνή.<br /> + <br /> + — Τον Νεγορόν, κύριε Δικ. Δεν είναι τάχα δυνατόν να ηκολούθησε τα ίχνη +μας;</p> + +<p> — Ναι, Τωμ, και κατ' αυτήν μάλιστα την στιγμήν να μη είναι πολύ +μακράν;</p> + +<p> — Αλλά . . . διατί; είπεν ο Τωμ. </p> + +<p> — Ή ο Νεγορός δεν εγνώριζεν αυτόν τον τόπον, επανέλαβεν ο Δικ Σανδ, +και τότε είχε παν συμφέρον να μη μας χάση . . . </p> + +<p> — Ή; . . . . είπεν ο Τωμ βλέπων μετ' αγωνίας τον δόκιμον. </p> + +<p> — Ή, επανέλαβεν ο Δικ Σανδ τον εγνώριζεν και τότε . . . . </p> + +<p> — Αλλά πώς ο Νεγορός να γνωρίζη την χώραν ταύτην, αφού ουδέποτε +ήλθεν εδώ; </p> + +<p> — Ουδέποτε ήλθεν; εψιθύρισεν ο Δικ Σανδ. Τέλος αδιαφιλονείκητον +γεγονός είναι ότι ο Δίγγος φέρεται, ως εάν ήτο πλησίον ημών ο άνθρωπος τον +οποίον απεχθάνεται. </p> + +<p>Είτα διακόπτων την ομιλίαν όπως καλέση τον Δίγγον, όστις μετά τινα δισταγμόν +ήλθε προς αυτόν·</p> + +<p> — Ε! είπεν, ο Νεγορός! ο Νεγορός! </p> + +<p>Μανιώδης υλακή υπήρξεν η απάντησις του Δίγγου.<br /> + <br /> +Το όνομα εκείνο παρήγαγεν επ' αυτού το σύνηθες αποτέλεσμα, και ώρμησεν +εμπρός, ως ει ο Νεγορός ήτο κεκρυμμένος όπισθεν θάμνων. </p> + +<p>Ο Χάρρης είδεν όλην εκείνην την σκηνήν. Με τα χείλη δε συνεσφιγμένα +επλησίασε τον δόκιμον.<br /> + <br /> + — Τι ζητείτε λοιπόν από τον Δίγγον; ηρώτησεν. </p> + +<p> — Ω! σχεδόν τίποτε, κύριε Χάρρη, απεκρίθη ο γέρων Τωμ +αστειευόμενος. Τω εζητούμεν ειδήσεις περί τινος συνεπιβάτου, τον οποίον +εχάσαμεν. </p> + +<p> — Α! είπεν ο Αμερικανός, περί του Πορτογάλου εκείνου; του μαγείρου +του πλοίου περί του οποίου μοι ομιλήσατε ήδη;</p> + +<p> — Μάλιστα, απεκρίθη ο Τωμ. Ακούων τις τον Δίγγον, θα υπέθετεν ότι ο +Νεγορός είναι εδώ πλησίον. </p> + +<p> — Πώς ηδυνήθη να φθάση έως εδώ; απεκρίθη ο Χάρρης. Καθ' όσον +γνωρίζω, ουδέποτε ήλθεν εις τον τόπον τούτον.<br /> + <br /> + — Εκτός εάν μας το έκρυψεν; απεκρίθη ο Τωμ. Θα ήτο παράδοξον τούτο, +είπεν ο Χάρρης. Αλλ' εάν θέλετε να εξετάσωμεν τα περίχωρα. Πιθανόν ο δυστυχής +αυτός να έχη ανάγκην συνδρομής, να στερήται των πάντων. </p> + +<p> — Είναι περιττόν, κύριε Χάρρη, απεκρίθη ο Δικ Σανδ. Εάν ο Νεγορός +ηδυνήθη να έλθη έως εδώ, θα ηδυνήθη να υπάγη και πλέον μακράν. Είναι +άνθρωπος ο οποίος ηξεύρει να υπερνικά τας δυσκολίας.<br /> + <br /> + — Όπως επιθυμείτε, απεκρίθη ο Χάρρης. </p> + +<p> — Εμπρός, Δίγγε, σιώπα, προσέθηκε τραχέως ο Δικ Σανδ διά να παύση +την ομιλίαν. </p> + +<p>Η δευτέρα παρατήρησις η γενομένη παρά του δοκίμου εσχετίζετο προς τον +ίππον του Αμερικανού. </p> + +<p>Δεν εφαίνετο ούτος ότι «ωσφραίνετο τον σταύλον», ως πράττουσι τα ζώα του +είδους του. </p> + +<p>Δεν ερρόφα τον αέρα, δεν έσπευδε τα βήματά του, δεν διέστελλε τους +ρώθωνάς του, δεν εξέφερε χρεμετισμούς μαρτυρούντας το τέλος της οδοιπορίας. +Εάν τις τον παρετήρει καλώς, εφαίνετο επίσης αδιάφορος ή εάν η έπαυλις εις την +οποίαν εν τούτοις είχε μεταβή πολλάκις και ην ώφειλε να γνωρίζη, ήτο εκατοστύας +έτι μιλίων μακράν. </p> + +<p> — Δεν είναι ίππος φθάνων εις το τέρμα της πορείας του, εσκέφθη ο +νεαρός δόκιμος. </p> + +<p>Και εν τούτοις, κατά τους λόγους του Χάρρη της προτεραίας, μόλις έμενον να +διανυθώσιν εξ μίλια και εκ των έξ εκείνων μιλίων, κατά την πέμπτην ώραν της +εσπέρας, τα τέσσαρα είχον βεβαίως διανυθή. </p> + +<p>Εάν λοιπόν ο ίππος δεν ωσφραίνετο σταύλον, του οποίου βεβαίως θα είχε +μεγάλην ανάγκην, ουδέν ωσαύτως ανήγγελε την προσέγγισιν μεγάλου κτήματος, +οίον έπρεπε να είναι η έπαυλις του Αγίου Ευτυχούς.<br /> + <br /> +Η κυρία Βέλδων, όσον και εάν ήτο αδιάφορος τότε προς παν άλλο ή το τέκνον της, +εξεπλάγη βλέπουσα έτι την χώραν τόσον έρημον. Πώς! μήτε είς ιθαγενής μήτε είς +των θεραπόντων της επαύλεως, εις τόσον μετρίαν απόστασιν; Μήπως ο Χάρρης +είχεν αποπλανηθή; Όχι! Απεδίωξε την ιδέαν ταύτην. Νέα βραδύτης θα ήτο ο +θάνατος του μικρού Ζακ. </p> + +<p>Εν τούτοις ο Χάρρης ώδευε πάντοτε προς τα πρόσω! αλλ' εφαίνετο ερευνών τα +βάθη του δάσους και έβλεπε δεξιά και αριστερά, ως άνθρωπος όστις δεν είναι +βέβαιος περί εαυτού . . . ή περί της οδού.<br /> + <br /> +Η κυρία Βέλδων έκλεισε τους οφθαλμούς ίνα μη τον βλέπη πλέον. </p> + +<p>Μετά ευρείαν πεδιάδα ενός μιλίου, το δάσος, χωρίς να είναι τόσω πυκνόν όσω +προς δυσμάς, ανεφανίσθη πάλιν, και η μικρά συνοδεία εβυθίσθη εκ νέου υπό τα +μεγάλα δένδρα. </p> + +<p>Κατά την έκτην ώραν της εσπέρας έφθασαν πλησίον πυκνώματός τινος, διά του +οποίου εφαίνετο ότι προσφάτως είχε διέλθει αγέλη μεγάλων ζώων. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ παρετήρησε λίαν προσεκτικώς περί εαυτόν. </p> + +<p>Εις ύψος τι μη υπερβαίνον κατά πολύ το ανάστημα του ανθρώπου, οι κλάδοι +ήσαν απεσπασμένοι ή συντετριμμένοι. </p> + +<p>Συγχρόνως δε τα χόρτα, βιαίως αποχωρισθέντα, άφινον να φαίνωνται επί του +έλώδους ολίγον εδάφους ίχνη βημάτων άτινα αδύνατον να ήσαν θωών ή +κουγουάρων. </p> + +<p>Ήσαν άρα γε άις ή άλλα βραδυπόρα ζώα, των οποίων οι πόδες απετυπώθησαν +ούτως επί του εδάφους;</p> + +<p>Αλλά πώς να εξηγηθή τότε η θραύσις των κλάδων εις τοσούτον ύψος;</p> + +<p>Βεβαίως ελέφαντες θα ηδύναντο να αφήσωσι τοιαύτα ίχνη, να αποτυπώσωσι +τοιαύτα ευρέα πατήματα, να ανοίξωσι τοιαύτην δίοδον εις την αδιαπέραστον +λόχμην. Αλλά τοιούτοι ελέφαντες δεν ευρίσκονται εν Αμερική. </p> + +<p>Τα υπερμεγέθη ταύτα παχύδερμα δεν είναι αυτόχθονα του Νέου Κόσμου, ουδέ +ενεκλιματίσθησάν ποτε εκεί.<br /> + <br /> +Η εικασία λοιπόν ότι θα διέβησαν ελέφαντες, ήτο εντελώς απαράδεκτος. </p> + +<p>Όπως δήποτε, ο Δικ Σανδ δεν κατέστησε γνωστάς τας σκέψεις του επί του +ανεξηγήτου εκείνου γεγονότος. Ουδέ αυτόν τον Αμερικανόν ηρώτησε περί τούτου, +διότι τι ηδύνατό τις να περιμένη παρ' ανθρώπου, όστις ηθέλησε να παραστήση τας +καμηλοπαρδάλεις ως στρουθοκαμήλους;</p> + +<p>Ο Χάρρης θα έδιδε και τότε εξήγησίν τινα κατά το μάλλον και ήττον +φαντασιώδη, ήτις ουδόλως θα ηδύνατο να μεταβάλη την κατάστασιν. </p> + +<p>Όπως δήποτε ο Δικ Σανδ εσχημάτισε την γνώμην του περί του Χάρρη. Εννόησεν +ότι ήτο προδότης. Περίπτωσιν κατάλληλον μόνον περιέμενεν ίνα καταστήση +καταφανή την ατιμίαν του και να δικαιολογηθή η γνώμη του, τα πάντα δε τω +έλεγον ότι η περίπτωσις εκείνη προσήγγιζεν. </p> + +<p>Αλλά τις ηδύνατο να είναι ο μυστικός σκοπός του Χάρρη; Ποίον μέλλον λοιπόν +περιέμενε τους ναυαγούς του «Πίλγριμ»; </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ επανελάμβανε καθ' εαυτόν ότι η ευθύνη του δεν έπαυσε μετά του +ναυαγίου, ώφειλε, πλειότερον ή άλλοτε, να μεριμνήση περί της σωτηρίας εκείνων, +οίτινες μετά το ναυάγιον έπεσαν επί της ακτής εκείνης. Την γυναίκα εκείνην, το +νεαρόν εκείνο παιδίον, τους μαύρους εκείνους όλους τους εν δυστυχία +συντρόφους του, αυτός μόνος ώφειλε να σώση. </p> + +<p>Αλλ' εάν ηδύνατο να πράξη τι εντός του πλοίου, θα ηδύνατο να ενεργήση ως +ναυτικός, ενταύθα όμως, εν τω μέσω των τρομερών δοκιμασιών τας οποίας +διέβλεπε, ποίαν απόφασιν να σχηματίση;</p> + +<p>Ο Δικ Σανδ δεν ηθέλησε να κλείση τους οφθαλμούς προ της φοβεράς +πραγματικότητος, ην πάσα στιγμή καθίστα αδιαφιλονείκητον. Ο δεκαπενταετής +πλοίαρχος του «Πίλγριμ», ανελάμβανε τα αυτά καθήκοντα και εις τας παρούσας +περιστάσεις. </p> + +<p>Αλλά δεν ηθέλησε να είπη τι δυνάμενον να λυπήση την δυστυχή μητέρα πριν ή +έλθη η στιγμή της δράσεως.<br /> + <br /> +Δεν είπε τι ουδέ όταν, φθάσας προ των οχθών ευρέος ρύακος, ότε προηγείτο της +μικράς συνοδείας κατά εκατόν βήματα, παρετήρησεν υπερμεγέθη ζώα ορμώντα +υπό τα υψηλά χόρτα. </p> + +<p> — Ιπποπόταμοι! ιπποπόταμοι! έμελλε ν' αναφωνήση. </p> + +<p>Τωόντι ήσαν εκ των παχυδέρμων εκείνων των εχόντων μεγάλην κεφαλήν, +εξωγκωμένον ρύγχος, οδόντας εξερχομένους του στόματος κατά ένα πόδα, κνήμας +βραχείας και των οποίων το άτριχον δέρμα έχει χρώμα πυρρόν. Ιπποπόταμοι εν +Αμερική!</p> + +<p>Εξηκολούθησαν να οδεύωσιν επί όλην την ημέραν, αλλ' επιπόνως. </p> + +<p>Ο κάματος ήρχιζε να καταβάλη και τους ευρωστοτέρους. Αληθώς ήτο καιρός να +φθάσωσιν, άλλως θα ηναγκάζοντο να σταματήσωσιν. </p> + +<p>Η κυρία Βέλδων, αποκλειστικώς ενασχολουμένη εις τον μικρόν της Ζακ, δεν +ησθάνετο ίσως τον κάματον, αλλ' αι δυνάμεις αυτής ήσαν εξηντλημέναι. Άπαντες, +κατά το μάλλον και ήττον, είχον καταβληθή. Ο Δικ Σανδ ανθίστατο δι' υπερτάτης +ηθικής ενεργείας, πηγαζούσης εκ του αισθήματος του καθήκοντος. </p> + +<p>Περί την τετάρτην ώραν της εσπέρας ο γέρων Τωμ εύρεν εις τα χόρτα +αντικείμενόν τι, όπερ είλκυσε την προσοχήν του.<br /> + <br /> +Ήτο όπλον, είδος τι μαχαιρίου ιδιαιτέρου σχήματος, εσχηματισμένου εκ πλατείας +κεκυρτωμένης λεπίδος μετά χειρίδος εκ τετραγώνου ελεφαντοστού βαναύσως +πεποικιλμένου. </p> + +<p>Ο Τωμ έφερε την μάχαιραν εκείνην εις τον Δικ Σανδ, όστις την έλαβε, την +εξήτασε και επί τέλους την έδειξεν εις τον Αμερικανόν λέγων.<br /> + <br /> + — Βεβαίως οι ιθαγενείς δεν είναι μακράν. </p> + +<p> — Πράγματι, απεκρίθη ο Χάρρης, και εν τούτοις . . . </p> + +<p> — Εν τούτοις; . . . επανέλαβεν ο Δικ Σανδ παρατηρών τον Χάρρην εις +τους οφθαλμούς. </p> + +<p> — Έπρεπε να ήμεθα πολύ πλησίον της επαύλεως, επανέλαβεν ο Χάρρης +διστάζων, και δεν αναγνωρίζω. </p> + +<p> — Μήπως παρεπλανήθητε; ηρώτησε ζωηρώς ο Δικ Σανδ. </p> + +<p> — Παρεπλανήθην . . . όχι. Η έπαυλις δεν είναι δυνατόν να απέχη +περισσότερον των τριών μιλίων. Αλλ' ηθέλησα να λάβω την συντομωτέραν οδόν +διά του δάσους, και ίσως είχον άδικον.<br /> + <br /> + — Ίσως, απήντησεν ο Δικ Σανδ. </p> + +<p> — Νομίζω ότι θα πράξω καλώς να προπορευθώ, είπεν ο Χάρρης. </p> + +<p> — Όχι, κύριε Χάρρη, μη χωρισθώμεν, απεκρίθη ο Δικ Σανδ επιτακτικώς. +</p> + +<p> — Όπως θέλετε, είπεν ο Αμερικανός. Αλλά την νύκτα θα με είναι +δύσκολον να σας οδηγήσω. </p> + +<p>Μη φροντίζετε περί τούτου, απεκρίθη ο Δικ Σανδ. Θα σταματήσωμεν. Η κυρία +Βέλδων θα συγκατατεθή να διέλθη μίαν τελευταίαν νύκτα υπό τα δένδρα, και +αύριον, όταν εξημερώση καλά, θα αρχίσωμεν πάλιν να οδοιπορώμεν. Δύο ή τρία +μίλια έτι δύνανται να διανυθώσιν εις μίαν ώραν. </p> + +<p> — Έστω, είπεν ο Χάρρης. </p> + +<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Δίγγος εξέφερε μανιώδεις υλακάς.</p> + +<p> — Εδώ, Δίγγε, εδώ! έκραξεν ο Δικ Σανδ. Ηξεύρεις καλώς ότι δεν είναι +κανείς, και ότι ευρισκόμεθα εις την έρημον. </p> + +<p>Απεφασίσθη λοιπόν ο τελευταίος εκείνος σταθμός. Η κυρία Βέλδων άφησε τους +μετ' αυτής να πράξωσι κατά την αρέσκειάν των, χωρίς ούτε λέξιν να προφέρη. Ο +μικρός της Ζακ, καταβληθείς υπό του πυρετού, ανεπαύετο εις τας αγκάλας της. +</p> + +<p>Ανεζήτησαν την καταλληλοτέραν θέσιν, όπως διέλθωσι την νύκτα.</p> + +<p>Ο Δικ Σανδ εσκέφθη καλόν να κατακλιθώσι κάτωθεν ευρέος συμπλέγματος +δένδρων, αλλ' ο γέρων Θωμάς όστις ενησχολείτο μετ' αυτού εις τας προετοιμασίας +εκείνας, τον εσταμάτησεν αίφνης ανακράζων. </p> + +<p> — Κύριε Δικ! Ιδέτε! Ιδέτε!</p> + +<p> — Τι είναι, γηραιέ μου Θωμά; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ μετ' ηρεμίας +ανθρώπου περιμένοντος τα πάντα. </p> + +<p> — Εκεί . . . εκεί . . . . είπεν ο Τωμ . . . . υπό τα δένδρα εκείνα . . . κηλίδες +αίματος! . . . Και κατά γης . . . μέλη ηκρωτηριασμένα! . . . </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ ώρμησε προς το μέρος όπερ εδείκνυεν ο γέρων Τωμ. Είτα, +επιστρέψας προς αυτόν. </p> + +<p> — Σιώπα, Τωμ, σιώπα, είπε . . </p> + +<p>Τωόντι υπήρχον εκεί, επί του εδάφους, χείρες κεκομμέναι, και πλησίον των +ανθρωπίνων τούτων λειψάνων δίκρανα τινά τεθραυσμένα και άλυσις +συντετριμμένη. </p> + +<p>Ευτυχώς η κυρία Βέλδων ουδέν είδεν εκ του φρικώδους εκείνου θεάματος.<br +/> + <br /> +Ο Χάρρης έμενε κατά μέρος, και εάν τις τον παρετήρει κατ' εκείνην την στιγμήν θα +εξεπλήσσετο διά την επελθούσαν εις αυτόν αλλοίωσιν. Η μορφή αυτού είχε τι το +θηριώδες. </p> + +<p>Ο Δίγγος ήλθε και αυτός πλησίον του Δικ Σανδ, και ενώπιον των αιματοφύρτων +εκείνων μελών υλάκτει λυσσωδώς. </p> + +<p>Ο δόκιμος πολύν κόπον κατέβαλεν όπως τον αποδιώξη. </p> + +<p>Εν τούτοις ο γέρων Τωμ, εις την θέαν των δικράνων εκείνων και της +συντετριμμένης εκείνης αλύσεως, έμενεν ακίνητος, ως ει οι πόδες του ερριζώθησαν +εν τω εδάφει. Με οφθαλμούς υπερμέτρως ανοικτούς, με χείρας συνεσφιγμένας, +παρετήρει, ψιθυρίζων τας ασυναρτήτους ταύτας λέξεις. </p> + +<p> — Είδον . . . είδον . . . αυτά τα δίκρανα . . . πολύ μικρός . . . είδον! . . . +</p> + +<p> — Σιώπα, Τωμ, επανέλαβεν ο Δικ Σανδ. Χάριν της κυρίας Βέλδων, χάριν +όλων ημών, σιώπα. </p> + +<p>Και ο δόκιμος παρέσυρεν εκείθεν τον γέροντα μαύρον. </p> + +<p>Έτερον μέρος σταθμεύσεως εξελέχθη, ολίγον απωτέρω, και τα πάντα +διετέθησαν διά την νύκτα. </p> + +<p>Το δείπνον ητοιμάσθη, αλλά μόλις το ήγγισαν. Ο κάματος ήτο υπέρτερος της +πείνης. Πάντες διετέλουν υπό την εντύπωσιν απεριγράπτου ανησυχίας +προσεγγιζούσης εις τον τρόμον.<br /> + <br /> +Το σκότος επήλθε μικρόν κατά μικρόν. Μετ' ολίγον εγένετο βαθύ. Ο ουρανός ήτο +κεκαλυμμένος υπό μεγάλων θυελλωδών νεφών. Μεταξύ των δένδρων, προς τον +δυτικόν ορίζοντα, εφαίνετο ανάπτουσαι αστραπαί τινες θερμότητος. Πεσόντος του +ανέμου, ουδέν φύλλον εσείετο εις τα δένδρα. Εντελής σιωπή διεδέχετο τους +θορύβους της ημέρας, και ηδύνατό τις να πιστεύση ότι η βαρεία ατμόσφαιρα, +κορεσθείσα ηλεκτρισμού, καθίστατο ακατάλληλος προς μετάδοσιν των ήχων. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ, ο Αυγουστίνος, ο Βαρθολομαίος ηγρύπνουν ομού. Προσεπάθουν να +ίδωσι, ν' ακούσωσιν, εν τη βαθεία εκείνη σκοτία, μήπως φως τι οίον δήποτε ή +θόρυβός τις ύποπτος θα προσέβαλλε τους οφθαλμούς ή τα ώτα αυτών. Αλλ' ουδέν +ετάραττε την ησυχίαν ή την σκοτίαν του δάσους. </p> + +<p>Ο Τωμ, ουχί κοιμώμενος, αλλά βεβυθισμένος εις σκέψεις, την κεφαλήν έχων +κεκλιμένην, έμενεν ακίνητος, ωσεί προσβληθείς υπό αιφνιδίου τινός κτυπήματος. +</p> + +<p>Η κυρία Βέλδων ελίκνιζε το τέκνον της εις τας αγκάλας της και αυτό μόνον +εσκέπτετο. Μόνος ο εξάδελφος Βενέδικτος εκοιμάτο ίσως, καθότι αυτός μόνος δεν +υφίστατο την κοινήν εντύπωσιν. Η δύναμις του προαισθάνεσθαι δεν ήτο +ανεπτυγμένη εν αυτώ. </p> + +<p>Αίφνης, περί την ενδεκάτην ώραν, ηκούσθη παρατεταμένος και βαρύς +βρυχηθμός, αναμεμιγμένος μετά τινος οξυτέρου φρυαγμού. </p> + +<p>Ο Τωμ ανεπήδησεν όρθιος και έτεινε την χείρα προς πυκνήν τινα λόχμην +απέχουσαν το πολύ έν μίλιον. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ έδραξε τον βραχίονά του, αλλά δεν ηδυνήθη να εμποδίση τον Τωμ +να κράξη μεγάλη τη φωνή. </p> + +<p> — Ο λέων! ο λέων!</p> + +<p>Τον βρυχηθμόν εκείνον, τον οποίον πολλάκις είχεν ακούσει κατά την παιδικήν +του ηλικίαν, ο γέρων μαύρος τον ανεγνώρισεν</p> + +<p> — Ο λέων! επανέλαβεν. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ, αδυνατών να συγκρατήση εαυτόν περισσότερον, ώρμησε με την +μάχαιραν εις την χείρα προς το μέρος όπου ήτο ο Χάρρης. </p> + +<p>Αλλ' ο Χάρρης δεν ήτο πλέον εκεί, μετ' αυτού δε εγένετο άφαντος και ο ίππος +του. </p> + +<p>Είδος τι αναστατώσεως εγένετο εις το πνεύμα του Δικ Σανδ . . Δεν ήτο εις το +μέρος όπου ενόμιζεν ότι ήτο. </p> + +<p>Λοιπόν το Πίλγριμ δεν έπεσεν επί της αμερικανικής ακτής. Η νήσος της οποίας ο +δόκιμος είχε καθορίσει την θέσιν εν τη θαλάσση δεν ήτο του Πάσχα, αλλά άλλη τις +νήσος, κειμένη ακριβώς προς δυσμάς της ηπείρου τούτης, ως η νήσος του Πάσχα +κείται προς δυσμάς, της Αμερικής. </p> + +<p>Η πυξίς τον είχεν απατήσει επί διάστημά τι του ταξειδίου, και γνωρίζομεν διατί. +Παρασυρθείς υπό της τρικυμίας εις σφαλεράν διεύθυνσιν, θα παρέκαμψε το +ακρωτήριον Χορν, και από του Ειρηνικού Ωκεανού μετέβη εις τον Ατλαντικόν! Η +ταχύτης του πλοίου του, την οποίαν ατελώς μόνον ηδύνατο να υπολογίζη, είχε +διαπλασιασθή εν αγνοία του ως εκ της δυνάμεως του ανέμου. </p> + +<p>Ιδού διατί τα δένδρα του καουτσού, αι κιγκίνοι, τα προϊόντα της Νοτίου +Αμερικής έλειπον εκ της χώρας ταύτης, ήτις δεν ήτο μήτε το οροπέδιον της +Ατακάμας, μήτε η βολιβιανή πάμπα. </p> + +<p>Ναι, καμηλοπαρδάλεις και ουχί στρουθουκάμηλοι έφυγον εκ του αδένδρου +μέρους. Ελέφαντες είχον διέλθει την πυκνήν λόχμην. Ιπποπόταμοι ήσαν εκείνοι των +οποίων ο Δικ Σανδ είχε διαταράξει την ησυχίαν υπό τα υψηλά χόρτα. Το δίπτερον +το οποίον συνέλαβεν ο Βενέδικτος ήτο το τσετσέ, το φοβερόν εκείνο τσετσέ, του +οποίου τα νύγματα θανατώνουσι τα ζώα των συνοδειών. </p> + +<p>Τέλος ο ακουσθείς βρυχηθμός εν τω δάσει ήτο βρυχηθμός λέοντος. Και τα +δίκρανα εκείνα, αι αλύσεις εκείναι, η παραδόξου σχήματος εκείνη μάχαιρα, ήσαν +τα εργαλεία του δουλεμπόρου. Αι ηκρωτηριασμέναι χείρες ήσαν χείρες +αιχμαλώτων.<br /> + <br /> +Ο Πορτογάλος Νεγορός και ο Αμερικανός Χάρρης ήσαν συνεννοημένοι. </p> + +<p>Και αι τρομεραί αύται λέξεις, αι μαντευθείσαι υπό του Δικ Σανδ, διέφυγον τα +χείλη του. </p> + +<p>Η Αφρική! Η ισημερινή Αφρική! Η Αφρική των δουλεμπόρων και των +δούλων!</p> + +<p>ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ. </p> + +<p> +</p> + +<h2 style='text-align: center; margin-top: 5em'>ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ</h2> + +<p> +</p> + +<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'. </h3> + +<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>Η ΣΩΜΑΤΕΜΠΟΡΕΙΑ</b></p> + +<p> +<br /> +Η σωματεμπορεία! Ουδείς αγνοεί την έννοιαν της λέξεως ταύτης, ήτις ουδέποτε +έπρεπε να εύρη την θέσιν εν τη ανθρωπίνη γλώσση. Το αποτρόπαιον τούτο +εμπόριον, επί πολύν χρόνον διαπραττόμενον προς όφελος των ευρωπαϊκών εθνών +των κεκτημένων υπερωκεανείους αποικίας, απηγορεύθη προ πολλών ήδη ετών. Εν +τούτοις ενεργείται πάντοτε επί μεγάλης κλίμακος, και κυρίως εν τη κεντρική +Αφρική. Εν μεσούντι δεκάτω εννάτω αιώνι, η υπογραφή Κρατών τινων εκ των +λεγομένων χριστιανικών, λείπει εκ της καταργούσης την δουλείαν συνθήκης. </p> + +<p>Ηδύνατό τις να πιστεύση ότι η σωματεμπορεία δεν ενεργείται πλέον, ότι η +αγοραπωλησία ανθρωπίνων πλασμάτων έπαυσεν! Αλλά δεν συμβαίνει ούτω, και +τούτο πρέπει να γινώσκη ο αναγνώστης, εάν θέλη να αισθανθή μείζον ενδιαφέρον +εις το δεύτερον μέρος της ιστορίας ταύτης.</p> + +<p>Πρέπει να μάθη τι είναι και νυν τα ανθρωποκυνήγια ταύτα, άτινα απειλούσι να +εξερημώσωσιν ολόκληρον ήπειρον χάριν της συντηρήσεως αποικιών τινων, πού και +πώς εκτελούνται αι βάρβαροι αύται αρπαγαί, πόσον αίμα στοιχίζουσι, πόσας +προκαλούσι πυρκαϊάς και λεηλασίας, τέλος προς όφελος τίνων γίνονται. </p> + +<p>Κατά την ΙΕ' εκατονταετηρίδα βλέπομεν διά πρώτην φοράν εξασκουμένην την +σωματεμπορείαν των μαύρων και ιδού υπό τίνας περιστάσεις έλαβε την αρχήν της. +</p> + +<p>Οι Μουσουλμάνοι, αφού εδιώχθησαν εκ της Ισπανίας, κατέφυγον πέραν του +στενού επί της αφρικανικής ακτής. Οι Πορτογάλλοι, οίτινες κατείχον τότε τα +παράλια εκείνα μέρη, κατεδίωξαν αυτούς λυσσωδώς. Αριθμός τις φυγάδων +εκείνων ηχμαλωτίσθη και μετεφέρθη εις Πορτογαλλίαν. Περιελθόντες ούτοι εις +δουλείαν, απετέλεσαν τον πρώτον πυρήνα αφρικανικών δούλων, όστις +εσχηματίσθη εν τη δυτική Ευρώπη από της χριστιανικής εποχής. </p> + +<p>Αλλ οι Μουσουλμάνοι εκείνοι ανήκον κατά το πλείστον εις πλουσίας +οικογενείας, αίτινες ηθέλησαν να τους εξαγοράσωσιν αντί μεγάλης τιμής. Οι +Πορτογάλοι ηρνήθησαν να δεχθώσι λύτρα, καθότι δεν είχον ανάγκην χρημάτων. +Εκείνο όπερ εχρειάζοντο ήτο βραχίονες απαραίτητοι εις την εργασίαν των +αρτισυστάτων αποικιών, και συντόμως ειπείν βραχίονες δούλων. </p> + +<p>Τότε αι μουσουλμανικαί οικογένειαι, μη δυνάμεναι να εξαγοράσωσι τους +αιχμαλώτους συγγενείς των, προσέφερον να τους ανταλλάξωσι διά μεγαλειτέρου +αριθμού αφρικανών μαύρων, τους οποίους ευκόλως ηδύναντο να συλλάβωσιν. Η +προσφορά εγένετο δεκτή υπό των Πορτογάλων, οίτινες εύρισκον ωφέλειαν εις την +τοιαύτην ανταλλαγήν, και τοιουτοτρόπως η σωματεμπορία εγκαθιδρύθη εν +Ευρώπη.<br /> + <br /> +Περί τα τέλη της ΙΣΤ' εκατονταετηρίδος η μυσαρά αύτη εμπορεία είχε γίνει γενικώς +αποδεκτή, και τα εισέτι βάρβαρα ήθη δεν απετροπιάζοντο αυτήν. Πάντα τα κράτη +επροστάτευον αυτήν διά να κατορθώσωσι ταχύτερον και ασφαλέστερον να +αποικίσωσι τας Νήσους του Νέου Κόσμου. Τωόντι οι αιθιοπικής καταγωγής δούλοι +ηδύναντο ν' ανθέξωσιν εκεί ένθα οι λευκοί, μη εξοικειωμένοι μετά του κλίματος και +αδυνατούντες εισέτι να υποφέρωσι την θερμότητα των τροπικών χωρών, θα +απέθνησκον κατά χιλιάδας. Η μεταφορά των μαύρων εις τας αποικίας της Αμερικής +εγίνετο λοιπόν τακτικώς δι' ειδικών πλοίων, και ο κλάδος ούτος του +υπερωκεανείου εμπορίου επέφερε την σύστασιν σπουδαίων γραφείων εις +διάφορα μέρη της αφρικανικής ακτής. Το «εμπόρευμα» ήτο εφθηνόν εν τω τόπω +της παραγωγής και τα κέρδη ήσαν μεγάλα. </p> + +<p>Αλλ' όσον και αν ήτο αναγκαία υπό όλας τας επόψεις η ίδρυσις υπερθαλασσίων +αποικιών, δεν ηδύνατο να δικαιολογήση τας αγοράς ταύτας ανθρωπινής σαρκός. +Γενναίοι φωναί ηκούσθησαν μετ' ολίγον, αίτινες διεμαρτυρήθησαν κατά της +εμπορείας των μαύρων και εζήτησαν παρά των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να +ψηφίσωσι την κατάργησιν αυτής εν ονόματι των αρχών της φιλανθρωπίας. </p> + +<p>Τω 1751, οι Κουάκεροι ετέθησαν επικεφαλής της καταργητικής εξεγέρσεως εν +αυτώ τω κέντρω της βορείου εκείνης Αμερικής, ένθα μετά εκατόν έτη έμελλε να +εκραγή ο εμφύλιος πόλεμος, εις ον ουδόλως ήτο ξένον το ζήτημα τούτο της +δουλείας. </p> + +<p>Διάφορα κράτη της βορείου Αμερικής, η Βιργινία, η Κοννεκτικούτη, η +Μασαχουσέτη, η Πενσιλβανία εψήφισαν την κατάργησιν της σωματεμπορείας και +απηλευθέρωσαν τους διά μεγάλων δαπανών μεταφερθέντας εις τας γαίας των +δούλους. </p> + +<p>Αλλ' η εκστρατεία, αρξαμένη από των Κουακέρων, δεν περιωρίσθη εις τας +βορείους επαρχίας του Νέου Κόσμου. Οι δουλοκάτοχοι προσεβλήθησαν ζωηρώς +μέχρι και πέραν του Ατλαντικού. </p> + +<p>Η Γαλλία και η Αγγλία, μάλλον ιδιαιτέρως, εστρατολόγησαν οπαδούς υπέρ της +δικαίας ταύτης υποθέσεως: </p> + +<p>«Ας χαθώσι μάλλον αι αποικίαι ή μία αρχή!» τοιούτον υπήρξε το γενναίον +σύνθημα, όπερ αντήχησεν εν όλω τω παλαιώ κόσμω, και μεθ' όλα τα εις το ζήτημα +περιπεπλεγμένα πολιτικά και εμπορικά συμφέροντα, το σύνθημα εκείνο μετεδόθη +αποτελεσματικώς εις όλην την Ευρώπην. </p> + +<p>Η ώθησις είχε δοθή. Τω 1807, η Αγγλία κατήργησε την σωματεμπορείαν εις τας +αποικίας αυτής και τω 1814 ηκολούθησε το παράδειγμα αυτής και η Γαλλία. </p> + +<p>Τα δύο ισχυρά έθνη αντήλαξαν επί του αντικειμένου τούτου συνθήκην, ην +επεκύρωσεν ο Ναπολέων κατά την εποχήν των Εκατών Ημερών. </p> + +<p>Εν τούτοις μέχρι της εποχής εκείνης έτι, ουδέν άλλο ήτο ειμή διακήρυξις +καθαρώς θεωριτική. Τα μεταγωγικά των δουλεμπόρων πλοία δεν έπαυον να +κενώσι τα «εβένινα φορτία των» εις τους αποικιακούς λιμένας. </p> + +<p>Εδέησε λοιπόν να ληφθώσι πρακτικώτερα μέτρα, όπως τεθή τέρμα εις το +εμπόριον τούτο. Αι Ηνωμέναι Πολιτείαι τω 1820 εκήρυξαν την σωματεμπορείαν ως +πειρατείαν, ως πειράτας δε τους εξασκούντας αυτήν. Ως τοιούτοι διέτρεχον την +ποινήν του θανάτου, και κατεδιώκοντο αμειλίκτως. Η Γαλλία προσεχώρησεν +αμέσως εις την νέαν ταύτην συνθήκην. </p> + +<p>Αλλ' αι πολιτείαι της νοτίας Αμερικής, αι Ισπανικαί και αι πορτογαλικαί αποικίαι +δεν ανεμίχθησαν εις την συνθήκην της καταργήσεως και η εξαγωγή των μαύρων +εξηκολούθησε προς όφελός των, μεθ' όλων το γενικώς αναγνωρισθέν δικαίωμα +επισκέψεως, όπερ περιωρίζετο εις την επαλήθευσιν της σημαίας των υπόπτων +πλοίων. </p> + +<p>Εν τούτοις ο νέος περί κατεργήσεως νόμος δεν έσχε δύναμιν αναδρομικήν. Ναι +μεν δεν εγίνοντο νέοι δούλοι, αλλ' οι αρχαίοι δεν ανέκτησαν εισέτι την ελευθερίαν +των. </p> + +<p>Εν ταις περιστάσεσιν ταύταις η Αγγλία έδωκε το παράδειγμα. Τη 14 Μαΐου +1833, γενική διακήρυξις απηλευθέρωσεν όλους τους μαύρους των αποικιών της +Μεγάλης Βρετανίας, και κατ' Αύγουστον του 1838 εξακόσιαι εβδομήκοντα χιλιάδες +δούλοι εκηρύχθησαν ελεύθεροι. </p> + +<p>Μετά δέκα έτη, τω 1818, η δημοκρατία απηλευθέρου τους δούλους των +Γαλλικών αποικιών, ήτοι διακοσίας εξήκοντα χιλιάδες μαύρων. </p> + +<p>Τω 1850, ο εκραγείς μεταξύ των ανθενωτικών και των ομοσπονδιακών +πόλεμος, συμπληρών το της απελευθερώσεως έργον, επεξέτεινεν αυτό καθ' όλην +την Βόρειον Αμερικήν. </p> + +<p>Αι τρεις λοιπόν μεγάλαι δυνάμεις είχον εκπληρώσει το φιλάνθρωπον τούτο +έργον. Ταύτην την στιγμήν, η σωματεμπορεία δεν εξασκείται πλέον ειμή προς +όφελος των ισπανικών ή πορτογαλικών αποικιών, και χάριν των αναγκών των +πληθυσμών της Ανατολής, τουρκικών ή αραβικών. Η Βραζιλία, εάν δεν απέδωκεν +εισέτι την ελευθερίαν εις τους αρχαίους αυτής δούλους, τουλάχιστον δεν δέχεται +πλέον νέους, και τα τέκνα των μαύρων γεννώνται εκεί ελεύθερα. </p> + +<p>Εις τα ενδότερα της Αφρικής, ένεκα των αιματηρών εκείνων πολέμων τους +οποίους οι αφρικανοί αρχηγοί διεξάγουσι προς αλλήλους χάριν του +ανθρωποκυνηγίου τούτου, φυλαί ολόκληραι περιήλθον εις κατάστασιν δουλείας. +Δύο αντίθετοι διευθύνσεις εδόθησαν τότε εις τας συνοδείας, η μεν προς δυσμάς, +προς την πορτογαλικήν αποικίαν της Αγγόλας, η δε προς ανατολάς, προς την +Μοζαμβίκην. Εκ των δυστυχών εκείνων πλασμάτων, των οποίων ελάχιστον μόνον +μέρος φθάνει εις τον προς ον όρον, άλλα μεν αποστέλλοντο είτε εις Κούβαν, είτε +εις Μαδαγασκάρην, άλλα δε εις τας αραβικάς ή τουρκικάς επαρχίας της Ασίας, εις +την Μέκκαν ή εις την Μασκάτην. Τα αγγλικά και τα γαλλικά καταδρομικά δεν +δύνανται ειμή εν ασθενεστέρω μέτρω να παρακωλύσωσι το εμπόριον τούτο, +τοσούτον δυσχερής είναι η αποτελεσματική επιτήρησις των απεράντων εκείνων +παραλίων. </p> + +<p>Αλλ' είναι άρα γε εισέτι μέγας ο αριθμός των μυσαρών τούτων εξαγωγών;</p> + +<p>Ναι! Υπολογίζεται ότι ογδοήκοντα χιλιάδες δούλοι φθάνουσιν εις το παράλιον, +και ο αριθμός ούτος, ως φαίνεται δεν παριστά ειμή το δέκατον των φονευομένων +ιθαγενών. </p> + +<p>Μετά τας φρικώδεις ταύτας σφαγάς, οι λεηλατηθέντες αγροί μένουσιν έρημοι, +αι πυρποληθείσαι κώμαι μένουσαι κεναί κατοίκων, οι ποταμοί κυλίουσι πτώματα, +τα άγρια θηρία νέμονται την χώραν. Ο Λίβιγγστων, την επιούσαν των +ανθρωποκυνηγίων τούτων, δεν ανεγνώριζε πλέον τας επαρχίας τας οποίας είχεν +επισκεφθή πρό τινων μηνών. </p> + +<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/131.jpg" width="373" +height="500" +alt="τα άγρια θηρία νέμονται την χώραν" border="2" /><br /></p> + +<p>Τα αυτά λέγουσι και πάντες οι άλλοι περιηγηταί, ο Γραντ, ο Σπέκε, ο Βούρτων, ο +Καμερών, ο Στάνλεϋ, περί του δασώδους εκείνου οροπεδίου της κεντρικής +Αφρικής, κυρίου θεάτρου των προς αλλήλους πολέμων των αρχηγών. </p> + +<p>Εν τη ζώνη των μεγάλων λιμνών, επί όλης της ευρείας εκείνης χώρας ήτις +τροφοδοτεί την αγοράν της Ζανζιβάρης, εν τω Βορνού και Φεζάν νοτιώτερον, επί +των οχθών του Νυάσα και του Ζαμβέση δυτικώτερον, εν τοις διαμερίσμασι του άνω +Ζαΐρου, το όποια διήλθε προ ολίγου ο τολμηρός Στάνλεϋ, το αυτό θέαμα, +καταστροφαί, σφαγαί, ερημώσεις. </p> + +<p>Δεν θα τελειώση λοιπόν η αιχμαλωσία εν τη Αφρική ειμή μετά της εξαφανίσεως +της μελαίνης φυλής, και θα πάθη αύτη ό,τι έπαθεν η αυστραλιακή φυλή εν τη Νέα +Ολλανδία!</p> + +<p>Αλλ' η αγορά των ισπανικών και των πορτογαλλικών αποικιών θα κλείση +ημέραν τινά, ο ποταμός ούτος θα στειρεύση· πεπολιτισμένοι λαοί δεν δύνανται +πλέον ν' ανέχωνται την σωματεμπορείαν!</p> + +<p>Ναι, βεβαίως, και το έτος τούτο μάλιστα, 1878, πρέπει να ίδη την +απελευθέρωσιν όλων των κατεχομένων εισέτι υπό των χριστιανικών κρατών +δούλων. </p> + +<p>Εν τούτοις επί πολλά εισέτι έτη, τα μουσουλμανικά έθνη θα διατηρώσι το +εμπόριον τούτο το εξερημούν την αφρικανικήν ήπειρον. </p> + +<p>Τωόντι προς αυτά διευθύνεται η σπουδαιοτέρα μετανάστευσις μαύρων, αφού +ο αριθμός των ιθαγενών των αποσπωμένων εκ των επαρχιών των και +διευθυνομένων προς την ανατολικήν ακτήν, υπερβαίνει κατ' έτος τας +τεσσαράκοντα χιλιάδας. </p> + +<p>Πολύ προ της εκστρατείας εις Αίγυπτον, οι μαύροι του Σεναάρ επωλούντο κατά +χιλιάδας εις τους μαύρους του Δαρφούρ, και τανάπαλιν. </p> + +<p>Ο στρατηγός Βοναπάρτης ηδυνήθη μάλιστα ν' αγοράση μέγαν αριθμόν εκ των +μαύρων τούτων, τους οποίους διωργάνωσεν ως στρατιώτας κατά τον τρόπον των +μαμελούκων. </p> + +<p>Έκτοτε, κατά την εκατοενταετηρίδα ταύτην της οποίας διέρρευσαν ήδη τα +τέσσαρα πέμπτα, το εμπόριον των δούλων δεν ηλαττώθη εν Αφρική. Εξ εναντίας. +</p> + +<p>Και τωόντι, ο ισλαμισμός είναι εύνους προς την σωματεμπορείαν. Εδέησεν +όπως ο μαύρος δούλος αντικαταστήση εν ταις μουσουλμανικαίς επαρχίαις τον +άλλοτε λευκόν δούλον. Τούτου ένεκα οι πάσης προελεύσεως δουλέμποροι +εξασκούσιν εν εκτάσει την αποτρόπαιον ταύτην συναλλαγήν και συμπληρούσι τας +φυλάς ταύτας, αίτινες σβένυνται και θα εξαφανισθώσιν ημέραν τινά, επειδή δεν +αναγεννώνται εκ της εργασίας. Οι δούλοι ούτοι, ως και κατά την εποχήν του +Βοναπάρτου, γίνονται πολλάκις στρατιώται. Παρά τισι λαοίς του άνω Νίγειρος, +απαρτίζουσι κατά το ήμισυ τους στρατούς των αφρικανών ηγεμόνων. Υπό τας +συνθήκας ταύτας, η τύχη αυτών δεν είναι επαισθητώς κατωτέρα της των +ελευθέρων ανδρών. </p> + +<p>Άλλως τε δε όταν ο δούλος δεν είναι στρατιώτης, είναι νόμισμα όπερ +κυκλοφορεί και εν αυτή τη Αιγύπτω και εν τω Βορνού, αξιωματικοί δε και +υπάλληλοι πληρώνονται διά του νομίσματος τούτου. Ο Γουλιέλμος Λεζάν το είδε +και το είπε. </p> + +<p>Τοιαύτη λοιπόν η παρούσα κατάστασις της σωματεμπορείας.</p> + +<p>Πρέπει άρα γε να προσθέσωμεν ότι πολλοί πράκτορες των μεγάλων +ευρωπαϊκών δυνάμεων δεν αισχύνονται να δεικνύωσι προς το εμπόριον τούτο +λυπηράν επιείκειαν; Εν τούτοις ουδέν αληθέστερον, και ενώ τα καταδρομικά +επιτηρούσι τας ακτάς του Ατλαντικού και του Ινδικού ωκεανού, η συναλλαγή +εκτελείται κανονικώς εν τω εσωτερικώ, αι συνοδείαι οδεύουσιν υπό τα όμματα +υπαλλήλων τινών, αι σφαγαί καθ' ας δέκα μαύροι απόλλυνται, όπως +προμηθεύσωσιν ένα δούλον εκτελούνται καθ' ωρισμένας εποχάς!</p> + +<p>Ούτω δύναταί τις τώρα να εννοήση ποίαν τρομεράν σημασίαν ενείχον αι λέξεις +ας επρόφερεν ο Δικ Σανδ:</p> + +<p> — Η Αφρική! η τροπική Αφρική! Η Αφρική των δουλεμπόρων και των +δούλων!</p> + +<p>Δεν ηπατάτο. Ήτο η Αφρική μεθ' όλων αυτής των κινδύνων διά τους +συντρόφους του και δι' αυτόν. </p> + +<p>Αλλ' εις ποίον μέρος της αφρικανικής ηπείρου ανεξήγητον πεπρωμένον τον +ηνάγκασε να ριφθή; Προδήλως εις την δυτικήν ακτήν, και επιβαρυντική +περίπτωσις, ο νέος δόκιμος ώφειλε να σκεφθή ότι το «Πίλγριμ» εξώκειλεν ακριβώς +επί της παραλίας της Αγγόλας, ένθα αφικνούνται αι συνοδείαι αι υπηρετούσαι +όλον εκείνο το μέρος της Αφρικής. </p> + +<p>Εκεί ήτο τωόντι. Ήτο η χώρα εκείνη ην ο Καμερών προς νότον και ο Στάνλεϋ +προς άρκτον έμελλον να διέλθωσι μετά τινα έτη μετά πολλού κινδύνου. Εκ της +ευρυτάτης εκείνης γης, ήτις απαρτίζεται εκ τριών επαρχιών, της Βενεγουέλας, του +Κόγγου και της Αγγόλας, τότε μόνον η παραλία ήτο γνωστή. Εκτείνεται δε αύτη από +της Νούρσης μεσημβρινώς μέχρι του Ζαΐρου αρκτικώς, και δύο πόλεις +σχηματίζουσιν εκεί δύο λιμένας, η Βενεγουέλα και ο Άγιος Παύλος της Λοάνδας, +προτεύουσα της αποικίας, ήτις ανήκει εις την Πορτογαλίαν. </p> + +<p>Εις τα ενδότερα, η χώρα ήτο τότε σχεδόν άγνωστος. Ολίγιστοι περιηγηταί +ετόλμησαν να ριψοκινδυνεύσωσιν εις αυτήν. </p> + +<p>Κλίμα λοιμώδες, γαίαι θερμαί και υγραί γεννώσαι πυρετούς, ιθαγενείς +βάρβαροι ών τινες είναι εισέτι ανθρωποφάγοι, ο αδιάκοπος πόλεμος μεταξύ των +φυλών, η δυσπιστία των δουλεμπόρων προς πάντα ξένον θέλοντα να εισδύση εις +τα μυστικά του ατίμου εμπορίου των, τοιαύται αι δυσχέρειαι ας οφείλει τις να +υπερπηδήση, τοιούτοι οι κίνδυνοι τους οποίους οφείλει να κατανικήση εν τη +επαρχία ταύτη της Αγγόλας, μια των πλέον επικινδύνων της ισημερινής Αφρικής. +</p> + +<p>Ο Τούκεϋ, τω 1876, είχεν αναπλεύσει τον Κόγγον μέχρι πέραν των καταρακτών +του Υελλάλα, αλλ' επί περιφερείας διακοσίων μόλις μιλίων. </p> + +<p>Η μικρά αύτη εκδρομή δεν ηδύνατο να παράσχη σπουδαίαν γνώσιν της χώρας, +και εν τούτοις επέφερε τον θάνατον των πλείστων επιστημόνων και αξιωματικών, +των αποτελούντων την αποστολήν. </p> + +<p>Μετά τριάκοντα και επτά έτη ο δόκτωρ Λίβιγγστων επροχώρησεν από του +ευέλπιδος ακρωτηρίου μέχρι του άνω Ζαμβέση. </p> + +<p>Εκείθεν, κατά μήνα Νοέμβριον του 1853, μετά τόλμης απαραδειγματίστου +διέσχισε την Αφρικήν από νότου προς τα βορειοδυτικά, υπερέβη τον Κοάγγον, ένα +των ομόρρων του Κόγγου, και έφθασε την 31 Μαΐου 1854 εις Άγιον Παύλον της +Λοάνδας. </p> + +<p>Τότε εγένετο η πρώτη είσοδος εν τω αγνώστω της μεγάλης πορτογαλικής +αποικίας. </p> + +<p>Μετά δεκαοκτώ έτη, δύο τολμηροί εξερευνηταί έμελλον να διέλθωσι την +Αφρικήν απ' ανατολών προς δυσμάς και να εξέλθωσι, ο μεν προς νότον, ο δε προς +βορράν της Αγγόλας, διατρέχοντες ανηκούστους δυσχερείας. </p> + +<p>Ο πρώτος χρονολογικώς είναι ο υποπλοίαρχος του αγγλικού ναυτικού Βέρνεϋ +Χόβετ Καμερών. Τω 1872 είχον λόγους να πιστεύωσιν ότι η εκστρατεία του +Αμερικανού Στάνλεϋ, εκπεμφθείσα προς αναζήτησιν του Λιβιγγστώνος εν τη χώρα +των μεγάλων λιμνών, είχε τα μέγιστα διακινδυνεύσει. </p> + +<p>Ο υποπλοίαρχος Καμερών προσεφέρθη να ανακαλύψη τα ίχνη αυτού. Η +προσφορά εγένετο δεκτή. Ο Καμερών, συνοδευόμενος υπό του ιατρού Διλλών, του +υποπλοιάρχου Κεκιλίου Μούρφη και του Ροβέρτου Μόφατ, ανεψιού του +Λιβιγγστώνος, ανεχώρησεν εκ Ζανζιβάρης. </p> + +<p>Αφού διήλθε το Ούγογον, συνήντησε το σώμα του Λιβιγγστώνος όπερ οι πιστοί +αυτού υπηρέται επανέφερον εις την ανατολικήν ακτήν. Εξακολουθών τότε την προς +δυσμάς πορείαν του μετά της ακλονήτου θελήσεως να μεταβή από της μιας +παραλίας εις την άλλην, διήλθε την Ουνυανυεμβέ, την Ουγούνδαν, την Ταχουλέ +ένθα συνέλεξε τα έγγραφα του μεγάλου περιηγητού, και υπερέβη την Ταγκανίκαν, +τα όρη του Βαμβαρέ, τον Λουαλάβαν του οποίου δεν ηδυνήθη να καταπλεύση το +ρεύμα. Αφού δε επεσκέφθη όλας εκείνας τας υπό του πολέμου καταστραφείσας +και υπό της σωματεμπορείας ερημωθείσας επαρχίας, την Κιλέμβαν, την Ουρούαν, +τας πηγάς του Λομανέ, την Ουλούδαν, και την Λοβαλέ, αφού διήλθε την Κοάνζαν +και τα απέραντα αυτής δάση, εν οις ο Χάρρης παρεπλάνησε τον Δικ Σανδ και τους +συνοδούς αυτού, ο δραστήριος Καμερών είδε τέλος τον Ατλαντικόν ωκεανόν και +έφθασεν εις Άγιον Φίλιππον της Βενεγουέλας.<br /> + <br /> +Η περιοδεία αύτη διήρκεσε τρία έτη και τέσσαρες μήνας, απέθανον δε κατ' αυτήν +δύο των συντρόφων του, ο ιατρός Διλλών και ο Ροβέρτος Μόφατ. </p> + +<p>Τον Άγγλον Καμερών έμελλεν αμέσως σχεδόν να διαδεχθή ο Αμερικανός +Ερρίκος Μόρελανδ Στάνλεϋ εν τη οδώ ταύτη των ανακαλύψεων. </p> + +<p>Είναι γνωστόν ότι ο ακάματος ούτος ανταποκριτής του Κήρυκος της Νέας +Υόρκης, αποσταλείς προς αναζήτησιν του Λιβιγγιστώνος, τον επανεύρε τη 30 +Οκτωβρίου 1871 εις Ουζιζί παρά τας όχθας της λίμνης Ταγκανίκας. </p> + +<p>Αλλ' ότι τοσούτον επιτυχώς εξετέλεσεν υπό έποψιν φιλανθρωπίας, ο Στάνλεϋ +ηθέλησε να το επαναλάβη και προς το συμφέρον της γεωγραφικής επιστήμης. +Σκοπός αυτού τότε ήτο η τελεία εξερεύνησις του Λουαλάβα, ον μόλις είχεν ίδει +πρότερον.<br /> + <br /> +Ο Καμερών περιεπλανάτο εισέτι εις τας επαρχίας της κεντρώας Αφρικής, ότε ο +Στάνλεϋ κατά Νοέμβριον του 1874, κατελίμπανε το Βαγαμόγιον επί της ανατολικής +ακτής, ανεχώρει μετά είκοσι και ένα μήνα, τη 24 Αυγούστου 1876, εκ του Ουζιζί, +δεκατισθέντος εκ της επιδημίας της ευλογίας, εξετέλει εις εβδομήκοντα και +τέσσαρας ημέρας τον διάπλουν της λίμνης Νυανγουέ, μεγάλης αγοράς δούλων ην +είχον ήδη επισκεφθή ο Λίβιγγστων και ο Καμερών, και παρίστατο εις τας φρικώδεις +σκηνάς των αρπαγών των ανθρώπων εκτελουμένων εν τη χώρα του Μαρουγγού +και των Μανυεμά υπό των αξιωματικών του σουλτάνου της Ζανζιβάρης. </p> + +<p>Ο Στάνλεϋ ηδυνήθη τότε να εξακριβώση το ρεύμα του Λουαλάβα και να +κατέλθη αυτόν μέχρι των εκβολών του. </p> + +<p>Εκατόν τεσσαράκοντα φορείς, μισθωθέντες εις Νυανγουέ, και δεκαεννέα πλοία +απετέλουν το υλικόν και το προσωπικόν της εκστρατείας του. Ευθύς εξ αρχής +εδέησε να πολεμήσωσι τους ανθρωποφάγους του Ουκουζού, και ευθύς εξ αρχής +να μετακομίσωσι φορηδόν τας λέμβους ίνα παρακάμψωσιν αδιαβάτους +καταρράκτας. </p> + +<p>Υπό τον ισημερινόν, εις το μέρος ένθα ο Λουαλάβας στρέφεται προς το +βορειανατολικόν, πεντήκοντα τέσσαρες λέμβοι επιβαινόμεναι υπό πολλών +εκατοστύων ιθαγενών προσέβαλον τον στολίσκον του Στάνλεϋ, όστις κατώρθωσε +να τους τρέψη εις φυγήν. </p> + +<p>Έπειτα ο γενναίος Αμερικανός ανελθών μέχρι της δευτέρας μοίρας βορείου +πλάτους, εβεβαιώθη ότι ο Λουαλάβας δεν ήτο ειμή ο άνω Ζαΐρος ή Κόγγος, και ότι +ακολουθών το ρεύμα αυτού, θα κατέβαινε κατ' ευθείαν εις την θάλασσαν. </p> + +<p>Τούτο και έπραξε, πολεμών σχεδόν καθ' ημέραν κατά των παραποταμίων +φυλών. Τη 3 Ιουνίου 1877, διερχόμενος τους καταρράκτας του Μασάσα, απώλεσεν +ένα των μετ' αυτού, τον Φραγκίσκον Ποκόκ, αυτός δε ο ίδιος, τη 18 Ιουλίου, +παρεσύρθη μετά της λέμβου του υπό των καταρρακτών του Μπέλου, και μόλις εκ +θαύματος διέφυγε τον θάνατον. </p> + +<p>Τέλος τη 9 Αυγούστου ο Ερρίκος Στάνλεϋ έφθασεν εις το χωρίον Νισάνδα, +τέσσαρας ημέρας απέχον της παραλίας. </p> + +<p>Μετά δύο ημέρας εις την Βάνζαν Μπούκο εύρε τας υπό δύο εμπόρων της +Εμβόκας αποσταλείσας ζωοτροφίας, και ανεπαύθη τέλος εν τη μικρά εκείνη +παραλία πόλει, γηράσας εν τριακονταετεί ηλικία υπό των κόπων και των +στερήσεων, αφού εις διάστημα δύο ετών και εννέα μηνών διήλθεν άπασαν την +αφρικανικήν ήπειρον. Αλλά το ρεύμα του Λουαλάβα είχεν ανακαλυφθή μέχρι του +Ατλαντικού, και εάν ο Νείλος είναι η μεγάλη αρτηρία του βορρά, εάν ο Ζαμβέσης +είναι η μεγάλη αρτηρία της ανατολής, γινώσκομεν σήμερον ότι η Αφρική κέκτηται +προσέτι προς δυσμάς τον τρίτον των μεγίστων ποταμών του κόσμου, εκείνον όστις, +ρέων επί διαστήματος δύο χιλιάδων εννεακοσίων μιλίων +(<sup><a href='#fn15' id='ref15'>15</a></sup>) + υπό τα ονόματα +Λαουλάβα, Ζαΐρου και Κόγγου, συνάπτει την χώραν των λιμνών μετά του +Ατλαντικού ωκεανού. </p> + +<p>Εν τούτοις, μεταξύ των δύο τούτων δρομολογίων, του Στάνλεϋ και του +Καμερών, η επαρχία της Αγγόλας ήτο σχεδόν άγνωστος κατά το έτος εκείνο 1873, +καθ' ήν εποχήν το «Πίλγριμ» εξώκειλεν εις την αφρικανικήν παραλίαν. Γνωστόν ήτο +μόνον ότι ήτο το θέατρον του δυτικού σωματεμπορείου, χάρις εις τας σπουδαίας +αγοράς του Βιχέ, της Κασάγγης και του Κοζονδέ.<br /> + <br /> +Και εν τη χώρα ταύτη παρεσύρθη ο Δικ Σανδ, διακόσια μίλια μακράν της παραλίας +μετά μιας γυναικός εξηντλημένης υπό του κόπου και της οδύνης, μεθ' ενός παιδιού +ημιθανούς και μετά συντρόφων μαύρων την καταγωγήν, ετοίμου λείας εις την +απληστείαν των δουλεμπόρων. </p> + +<p>Ναι, ήτο η Αφρική, και ουχί η Αφρική εκείνη ένθα μήτε οι ιθαγενείς, μήτε τα +θηρία, μήτε το κλίμα είναι αληθώς επίφοβα. Δεν ήτο η ευδαίμων εκείνη χώρα, η +κειμένη μεταξύ των Κορδελλιέρων και της ακτής, ένθα οι ναυαγοί θα εύρισκον +πάσαν ευκολίαν προς παλινόστησιν. </p> + +<p>Ήτο η τρομερά Αγγόλα, και ουχί το μέρος εκείνο της ακτής το αμέσως +επιτηρούμενον υπό των πορτογαλικών αρχών, αλλά τα ενδότερα αυτά της +αποικίας, την οποίαν διασχίζουσι τα καραβάνια των δούλων υπό την μάστιγα των +χαλβιδάρων. </p> + +<p>Τι εγνώριζεν ο Δικ Σανδ περί του τόπου εκείνου ένθα τον έρριψεν η προδοσία; +Ολίγιστα πράγματα, όσα δηλαδή εγνώριζον οι ιεραπόστολοι του ΙΣΤ' και του ΙΖ' +αιώνος, οι πορτογάλοι έμποροι οι διερχόμενοι την οδόν από του αγίου Παύλου της +Λοάνδας μέχρι του Ζαΐρου διά του Σαν Σαλβατόρ, όσα είχε διηγηθή ο Δόκτωρ +Λίβιγγστων κατά την περιήγησιν του 1853, και ταύτα ήρκουν να καταβάλωσι ψυχήν +ολιγώτερον ισχυράν της ιδικής του. </p> + +<p>Τη αληθεία η θέσις των ήτο τρομερά.<br /> + </p> + + +<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β’. </h3> + +<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>Ο ΧΑΡΡΗΣ ΚΑΙ Ο +ΝΕΓΟΡΟΣ</b></p> + +<p> +<br /> +Την επιούσαν της ημέρας καθ' ήν ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού έστησαν το +τελευταίον αυτών άσυλον εν τω δάσει, δύο άνδρες συνηντώντο εις απόστασιν +τριών μιλίων εκείθεν, ως είχε προηγουμένως συμφωνηθή μεταξύ αυτών. </p> + +<p>Οι δύο εκείνοι άνδρες ήσαν ο Χάρρης και ο Νεγορός, και θα ίδωμεν κατωτέρω +κατά πόσον συνετέλεσεν η τύχη, ώστε να συναντηθώσιν εις την Αγγόλαν ο εκ Νέας +Ζηλανδίας ελθών Πορτογάλλος και ο Αμερικανός τον οποίον το δουλεμπορικόν +επάγγελμά του υπεχρέου να διατρέχη πολλάκις την επαρχίαν εκείνην της δυτικής +Αφρικής. </p> + +<p>Ο Χάρρης και ο Νεγορός εκαθέσθησαν παρά την ρίζαν υπερμεγέθους βανιάνας, +επί της όχθης χειμαρρώδους ρυακίου ρέοντος μεταξύ διπλής σειράς παπύρων. +</p> + +<p>Η συνομιλία ήρχησε, καθότι ο Πορτογάλος και ο Αμερικανός συνηντήθησαν προ +ολίγου αμέσως, και ευθύς εξ αρχής η συνομιλία περιεστράφη εις τα γεγονότα όσα +συνέβησαν κατά τας τελευταίας εκείνας ώρας. </p> + +<p> — Λοιπόν, Χάρρη, είπεν ο Νεγορός, δεν ηδυνήθης να παρασύρης +μακρότερον εις την Αγγόλαν το μικρόν στράτευμα του πλοιάρχου Σανδ, ως +καλούσιν τον δεκαπενταετή τούτον δόκιμον;</p> + +<p> — Όχι, σύντροφε, απήντησεν ο Χάρρης, και μάλιστα απορώ πώς +κατώρθωσα να τους φέρω εκατόν μίλια τουλάχιστον μακράν της ακτής. Από +πολλών ημερών ο νεαρός φίλος μου Δικ Σανδ με έβλεπε διά βλέμματος ανησύχου, +αι υπόνοιαί του μετεβάλλοντο ολίγον κατ' ολίγον εις βεβαιότητας, και μα την +αλήθειαν . . . </p> + +<p> — Εκατόν μίλια ακόμη, Χάρρη, και οι άνθρωποι αυτοί θα ήσαν έτι +ασφαλέστερον εις τας χείρας μας. Εν τούτοις δεν πρέπει να μας διαφύγωσι. </p> + +<p> — Ε! και πώς θα διαφύγωσιν; απεκρίθη ο Χάρρης υψών τους ώμους. Σοι +το επαναλαμβάνω, Νεγορέ, καιρός ήτο πλέον να τους εγκαταλείψω. Διέκρινα εις +τους οφθαλμούς του, ότι ο νεαρός φίλος μου είχε διάθεσιν να μου στείλη εις το +μέσον του στήθους μίαν σφαίραν, και έχω πολύ κακόν στόμαχον όπως χωνεύσω τα +δαμάσκηνα ταύτα τα δώδεκα εις την λίτραν.<br /> + <br /> + — Καλά! είπεν ο Νεγορός. Αλλά και εγώ ωσαύτως έχω να εκκαθαρίσω +λογαριασμόν τινα μετά του δοκίμου εκείνου . . . </p> + +<p> — Και θα τον εκκαθαρίσης ευκόλως και με τόκους, σύντροφε. Το κατ' +εμέ, κατά τας πρώτας ημέρας της οδοιπορίας, κατώρθωσα να τον πείσω να νομίση +ότι η επαρχία αύτη είναι η έρημος Ατακάμα, την οποίαν άλλοτε επεσκέφθην· αλλά +το παιδίον εζήτει καουτσού, μυιοτροχίλους, αλλ' η μήτηρ εζήτει κινήνην, αλλ' ο +εξάδελφος εζήτει κουκούγιους . . . </p> + +<p>Τη αληθεία, έχασα όλον το εφευρετικόν πνεύμα μου, και αφού μετά μεγάλης +δυσκολίας τους έδωκα να φάγωσι τας καμηλοπαρδάλεις ως στρουθοκαμήλους, δεν +ήξευρον πλέον τι να εφεύρω. Άλλως τε δε έβλεπον καλώς, ότι ο νεαρός φίλος μου +δεν παρεδέχετο πλέον τας εξηγήσεις μου. Έπειτα επέσαμεν εις τα ίχνη ελεφάντων. +Έπειτα έλαβον μέρος οι ιπποπόταμοι. Και γνωρίζεις, Νεγορέ, ότι οι ιπποπόταμοι και +οι ελέφαντες είναι ό,τι οι τίμιοι άνθρωποι εις τα σωφρονιστήρια της Βεγγουέλας . . +. Τέλος προς συμπλήρωσιν της ατυχίας μου, ο γέρων μαύρος ανεκάλυψεν εις την +ρίζαν δένδρου δίκρανα και αλύσεις, τας οποίας δούλοι τινες είχον θραύσει διά να +φύγωσι. Κατά την αυτήν στιγμήν ηκούσθη λέοντος βρυχηθμός, τον οποίον +δύσκολον θα ήτο να εκλάβη τις ως αβλαβές νιαούρισμα γαλής. Μόλις λοιπόν +επρόφθασα να καββαλικεύσω τον ίππον μου και να τρέξω έως εδώ. </p> + +<p> — Εννοώ, απήντησεν ο Νεγορός. Εν τούτοις, επεθύμουν να τους είχον +εκατόν μίλια ενδότερον της επαρχίας.</p> + +<p> — Πράττει τις ό,τι δύναται, σύντροφε, απεκρίθη ο Χάρρης. Συ όμως +όστις παρηκολούθεις την συνοδείαν ημών από της ακτής, καλώς έπραξες να μένης +μακράν. Σε ησθάνοντο εκεί. Υπάρχει Δίγγος τις, όστις δεν φαίνεται να σε αγαπά. Τι +έκαμες λοιπόν εις αυτό το ζώον!</p> + +<p> — Τίποτε, είπεν ο Νεγορός, αλλά μετ' ολίγον θα λάβη μίαν σφαίραν εις +την κεφαλήν. </p> + +<p> — Ως θα ελάμβανες και συ μίαν υπό του Δικ Σανδ, εάν ολίγον τι +εδείκνυες το άτομόν σου εις απόστασιν διακοσίων μέτρων από του πυροβόλου +του. Α! σκοπεύει άριστα ο νεαρός φίλος μου, και, μεταξύ μας, είμαι ηναγκασμένος +να ομολογήσω ότι εις το είδος του, είναι αξιόλογος νέος. </p> + +<p> — Όσον και αν είναι αξιόλογος, Χάρρη, θα με πληρώση ακριβά τας +αυθαδείας του, απεκρίθη ο Νεγορός του οποίου η φυσιογνωμία εξέφρασεν +αμείλικτον θηριωδίαν. </p> + +<p> — Καλά, εψιθύρισεν ο Χάρρης, ο σύντροφός μου έμεινεν ο αυτός ως τον +εγνώρισα πάντοτε! Αι περιηγήσεις δεν τον μετέβαλον. </p> + +<p>Έπειτα, μετά τινας στιγμάς σιωπής·</p> + +<p> — Λοιπόν, Νεγορέ, επανέλαβεν, όταν απροσδοκήτως σε συνήντησα εκεί +κάτω, εις τον τόπον του ναυαγίου, εις το στόμιον του Κόγγου, μόλις έλαβες καιρόν +να μοι συστήσης τους καλούς εκείνους ανθρώπους, παρακαλών με να τους +οδηγήσω όσω το δυνατόν απώτερον διά μέσου της υποθετικής ταύτης Βολιβίας, +αλλά δεν με είπες τι έπραξες από δύο ετών. Δύο έτη εν τη περιπετειώδει ημών +υπάρξει, σύντροφε, είναι πολύ. Μίαν ημέραν, αφού ανέλαβες την οδηγίαν +συνοδείας δούλων διά λογαριασμόν του γέροντος Αλβέζ, του οποίου είμεθα +ταπεινότατοι πράκτορες, κατέλιπες την Κασσάγγαν και δεν εγένετο πλέον λόγος +περί σου. Ενόμισα ότι σοι συνέβη δυσάρεστόν τι εκ μέρους των αγγλικών +καταδρομικών και ότι εκρεμάσθης. </p> + +<p> — Ολίγον έλειψε Χάρρη . . . </p> + +<p> — Θα γείνη τούτο Νεγορέ. </p> + +<p> — Ευχαριστώ. </p> + +<p> — Τι τα θέλεις, απήντησεν ο Χάρρης μετ' αδιαφορίας φιλοσοφικωτάτης, +τούτο είναι μία εκ των ελπίδων του επαγγέλματος. Δεν εκτελεί τις την +σωματεμπορίαν επί της αφρικανικής ακτής, χωρίς να ριψοκινδυνεύση την ζωήν του +αλλαχού ή επί της κλίνης. Τέλος συνελήφθης;</p> + +<p> — Ναι. </p> + +<p> — Υπό των Άγγλων!</p> + +<p> — Όχι! Υπό των Πορτογάλων. </p> + +<p> — Προ ή μετά την παράδοσιν του φορτίου σου; ηρώτησεν ο +Χάρρης·</p> + +<p> — Μετά . . . απήντησεν ο Νεγορός, όστις εδίστασεν ολίγον να αποκριθή. +Αυτοί οι Πορτογάλοι κάμνουν τώρα τους δυσκόλους! Δεν θέλουν την δουλείαν, αν +και επί τόσον καιρόν την μετεχειρίσθησαν προς όφελός των. Κατηγγέλθην, +επιτηρήθην. Με συνέλαβαν . . . </p> + +<p> — Και σε κατεδίκασαν;</p> + +<p> — Να τελειώσω τας ημέρας μου εις το σωφρονιστήριον του Αγίου +Παύλου της Λοάνδας. </p> + +<p> — Διάβολε! ανέκραξεν ο Χάρρης. Σωφρονιστήριον! Ιδού τόπος +ανθυγιεινός δι' ανθρώπους συνηθίσαντας ως ημείς να ζώσιν εις τον ελεύθερον +αέρα. Εγώ, θα προετίμων να κρεμασθώ. </p> + +<p>— Εκ της αγχόνης δεν δύναταί τις να διαφύγη, απεκρίθη ο Νεγορός, αλλ' εκ της +ειρκτής . . . </p> + +<p> — Κατώρθωσες να αποδράσης;</p> + +<p> — Ναι, Χάρρη. Δεκαπέντε ημέρας μόνον μετά την φυλάκισίν μου εις τα +κάτεργα, ηδυνήθην να κρυφθώ εις το κύτος ενός αγγλικού ατμοπλοίου +αναχωρούντος διά την Ωκλάνδην της Νέας Ζηλανδίας. Βαρέλιον ύδατος, κιβώτιον +διατετηρημένον τροφών, μεταξύ των οποίων ήμην κεχωσμένος, μοι επρομήθευσαν +φαγητόν και ποτόν καθ' όλον τον διάπλουν. Ω! τρομερά υπέφερον μη θέλων να +εμφανισθώ, ότε ευρισκόμεθα εις την θάλασσαν. Αλλ' εάν είχον την αφροσύνην να +πράξω τούτο, θα με έρριπτον πάλιν εις το βάθος του κύτους και είτε εκουσίως είτε +ακουσίως η βάσανος θα ήτο η αυτή. Πλην τούτου, κατά την εις Ωκλάνδην άφιξίν +μου, θα με παρέδιδον εις τας αγγλικάς αρχάς, αίτινες θα με επανέφερον εις το +σωφρονιστήριον της Λοάνδας, ή θα με εκρέμων ίσως, ως λέγεις. Ιδού διατί +προετίμησα να ταξειδεύσω άγνωστος. </p> + +<p> — Και χωρίς να πληρώσης ναύλον! ανέκραξεν ο Χάρρης γελών. Α! δεν +είσαι αβρόφρων, σύντροφε! Να τραφής και να μεταφερθής δωρεάν!</p> + +<p> — Ναι, επανέλαβεν ο Νεγορός, αλλά τριάκοντα ημέραι διάπλου εις το +βάθος πυθμένος!</p> + +<p> — Τέλος, έγινε Νεγορέ. Ιδού ότι ανεχώρησες διά την Νέαν Ζηλανδίαν, +εις την χώραν των Μαορή. Αλλ' επέστρεψες εκείθεν. Μήπως και η επιστροφή +έγινεν υπό τους αυτούς όρους;</p> + +<p> — Όχι Χάρρη. Εννοείς ότι εκεί κάτω μίαν μόνην είχον σκέψιν· να +επανέλθω εις την Αγγόλαν και να επαναλάβω το δουλεμπορικόν επάγγελμά +μου.<br /> + <br /> + — Ναι, απήντησεν ο Χάρρης, αγαπά τις το επάγγελμά του . . . εκ +συνηθείας!</p> + +<p> — Επί δεκαοκτώ μήνας . . . </p> + +<p>Ειπών τας τελευταίας ταύτας λέξεις ο Νεγορός εσιώπησεν αποτόμως. Ήρπασε +τον βραχίονα του συνεταίρου του και ηκροάζετο.<br /> + <br /> + — Χάρρη, είπε ταπεινών την φωνήν· δεν νομίζεις ότι έγινε θόρυβος εις τον +θαμνώνα εκείνον των παπύρων;</p> + +<p> — Πράγματι, απεκρίθη ο Χάρρης, δράξας το πυροβόλον του και έτοιμος +πάντοτε να πυροβολήση.<br /> + <br /> +Ο Νεγορός και αυτός ηγέρθησαν, παρετήρησαν τριγύρω και ηκροάσθησαν μετά +μεγίστης προσοχής.<br /> + <br /> + — Δεν είναι τίποτε, είπε μετ' ολίγον ο Χάρρης. Εκείνο το ρυάκιον εξογκωθέν +υπό της θυέλλης ρέει θορυβωδέστερον. Από δύο ετών, σύντροφε, έχασες την έξιν +των θορύβων του δάσους, αλλά θα συνηθίσης πάλιν. Εξακολούθησον λοιπόν την +διήγησιν των συμβάντων σου. Αφού μάθω καλώς το παρελθόν, θα συνομιλήσωμεν +περί του μέλλοντος. </p> + +<p>Ο Νεγορός και ο Χάρρης επανέλαβον την θέσιν των εις την ρίζαν της βανιάνας. +Ο Πορτογάλλος εξηκολούθησεν ως εξής. </p> + +<p>— Επί δεκαοκτώ μήνας εφυτοβίωσα εις την Ωκλάνδην. Άμα έφθασεν εκεί το +ατμόπλοιον, κατώρθωσα να εξέλθω απαρατήρητος· αλλά δεν είχον μήτε γρόσιον +μήτε έν δολλάριον εις το θυλάκιόν μου, και διά να ζήσω ηναγκάσθην να μετέλθω +όλα τα επαγγέλματα. </p> + +<p> — Και αυτό το επάγγελμα τιμίου ανθρώπου, Νεγορέ;</p> + +<p> — Ως λέγεις, Χάρρη. </p> + +<p> — Πτωχέ νέε!</p> + +<p> — Περιέμενον λοιπόν πάντοτε ευκαιρίαν τινά, ήτις δεν εβράδυνε να +παρουσιασθή, ότε το φαλαινοθηρευτικόν «Πίλγριμ» έφθασεν εις τον λιμένα της +Ωκλάνδης.<br /> + <br /> + — Αυτό είναι το πλοίον το οποίον εξώκειλεν εις την παραλίαν της +Αγγόλας;</p> + +<p> — Αυτό τούτο Χάρρη, και επί του οποίου έμελλον να επιβώσιν η κυρία +Βέλδων, το τέκνον της και ο εξάδελφός της. Καθό αρχαίος ναυτικός, υπηρετήσας +μάλιστα ως υποπλοίαρχος εντός πλοίου δουλεμπορικού, δεν εδυσκολευόμην να +επαναλάβω υπηρεσίαν εις άλλο πλοίον . . . Επαρουσιάσθην λοιπόν εις τον +πλοίαρχον του «Πίλγριμ» αλλά το πλήρωμα ήτο πλήρες. Ευτυχώς δι' εμέ, ο +μάγειρος του βρικίου ελιποτάκτησε. Και επειδή ουδείς ναυτικός γνωρίζει +μαγειρικήν, προσεφέρθην ως μάγειρος· ελλείψει άλλου καλλιτέρου με εδέχθησαν, +και μετά τινας ημέρας το «Πίλγριμ» απεμακρύνθη της Νέας Ζηλανδίας. </p> + +<p> — Αλλά, ηρώτησεν ο Χάρρης, εξ όσων με διηγήθη ο νεαρός φίλος μου, +το «Πίλγριμ» δεν κατευθύνετο πλησιέστερον προς τας ακτάς της Αφρικής. Πώς +λοιπόν έφθασεν εδώ;</p> + +<p> — Ο Δικ Σανδ δεν το εννοεί ακόμη και ίσως ουδέποτε θα το εννοήση, +απήντησεν ο Νεγορός· αλλά θα σοι εξηγήσω, Χάρρη, τι συνέβη· θα δυνηθής να το +επαναλάβης εις τον νεαρόν φίλον σου, εάν τούτο σε ευχαριστή. </p> + +<p> — Πώς λοιπόν! απεκρίθη ο Χάρρης. Λέγε, σύντροφε, λέγε. </p> + +<p> — Το «Πίλγριμ», επανέλαβεν ο Νεγορός, κατηυθύνετο προς το +Βαλπαραΐζον. Ότε επεβιβάσθην, ενόμιζα ότι θα μετέβαινον εις το Χιλί. +Τοιουτοτρόπως συνέτεμνα το ήμισυ της οδού μεταξύ της Νέας Ζηλανδίας και της +Αγγόλας, και επλησίαζον κατά πολλάς χιλιάδας μίλια την αφρικανικήν ακτήν. Αλλά +συνέβη τούτο, ότι τρεις εβδομάδας μετά την αναχώρησιν εξ Ωκλάνδης, ο κυβερνών +το «Πίλγριμ» πλοίαρχος Χουλ έγεινεν άφαντος μεθ' όλου του πληρώματος, +θηρεύων φάλαιναν. Την ημέραν εκείνην, δεν έμειναν πλέον εις το πλοίον ειμή δύο +μόνον ναυτικοί, ο δόκιμος και ο μάγειρος Νεγορός.<br /> + <br /> +Και ανέλαβες την διοίκησιν του πλοίου; ηρώτησεν ο Χάρρης. </p> + +<p> — Συνέλαβον κατ' αρχάς την ιδέαν ταύτην αλλ' έβλεπον ότι εδυσπίστουν +προς εμέ. Υπήρχον εις το πλοίον πέντε δυνατοί και ελεύθεροι μαύροι. Δεν θα +ηδυνάμην να γίνω κύριός των, και σκεφθείς καλώς, έμεινα ό,τι ήμην κατά την +αναχώρησιν, μάγειρος του «Πίλγριμ». </p> + +<p> — Λοιπόν η τύχη ωδήγησε το πλοίον εκείνο εις την αφρικανικήν +ακτήν;</p> + +<p> — Όχι, Χάρρη, απήντησεν ο Νεγορός, δεν υπάρχει άλλη τύχη εις όλα +ταύτα τα συμβάντα, ειμή ότι σε συνήντησα κατά τινα των σωματεμπορικών +πορειών σου, ακριβώς εις το μέρος της παραλίας όπου εξώκειλε το «Πίλγριμ». +Όσον δ' αφορά την άφιξίν μου εις την Αγγόλαν, τούτο εγένετο κατά θέλησίν μου, +κατά μυστικήν θέλησίν μου. Ο νεαρός φίλος σου πολύ αρχάριος έτι περί τα +ναυτικά, δεν ηδύνατο να προσδιορίση την θέσιν του ειμή διά του δρομομέτρου και +της πυξίδος. Λοιπόν ημέραν τινά το δρομόμετρον έμεινεν εις το βάθος της +θαλάσσης. Νύκτα τινά η πυξίς παρεξέκλινε, το δε «Πίλγριμ», ωθούμενον υπό +σφοδράς τρικυμίας, εξετράπη της πορείας του. Η μακρότης του διάπλου, +ανεξήγητος διά τον Δικ Σανδ, θα ήτο η αυτή και διά τον μάλλον πεπειραμένον +ναυτικόν. Χωρίς ο δόκιμος να εννοήση το παραμικρόν, ούτε καν να το υποπτεύση, +παρεκάμψαμεν το ακρωτήριον Χορν· αλλ' εγώ, Χάρρη, το διέκρινα εν τω μέσω της +ομίχλης. Τότε η βελόνη της πυξίδος, χάρις εις εμέ, επανέλαβε την αληθή +διεύθυνσίν της, και το πλοίον, παρασυρόμενον βορειανατολικώς υπό της +φρικώδους εκείνης λαίλαπος, ερρίφθη εις τας ακτάς της Αφρικής, ακριβώς εις την +γην της Αγγόλας εις την οποίαν ήθελα να φθάσω. </p> + +<p> — Και κατά την ιδίαν στιγμήν, Νεγορέ, απεκρίθη ο Χάρρης, η τύχη με +έφερεν εκεί διά να σε υποδεχθώ και να οδηγήσω τους καλούς εκείνους ανθρώπους +εις το εσωτερικόν. Επίστευον, και δεν ηδύναντο ειμή να πιστεύωσιν ότι ήσαν εις +την Αμερικήν, και ευκόλως τοις παρέστησα ότι η επαρχία αύτη είναι η Κάτω +Βολιβία, μετά της οποίος έχει ακριβώς ομοιότητά τινα. </p> + +<p> — Ναι το επίστευσαν, ως ο νεαρός φίλος σου είχε πιστεύσει ότι +ανεγνώρισε την νήσον του Πάσχα, ότε διήρχοντο απέναντι του Τριστάν +Δακούνχα.<br /> + <br /> + — Και πας άλλος θα ηπατάτο, Νεγορέ. </p> + +<p> — Το ηξεύρω Χάρρη, και εσκόπουν να εκμεταλλευθώ την απάτην +εκείνην. Τέλος, ιδού η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής εκατόν μίλια εν τω +εσωτερικώ της Αφρικής ταύτης όπου ήθελα να τους παρασύρω.<br /> + <br /> + — Αλλά, απήντησεν ο Χάρρης, ηξεύρουσι τώρα πού ευρίσκονται. </p> + +<p> — Ε! τι πειράζει τώρα! ανέκραξεν ο Νεγορός. </p> + +<p> — Και τι θα πράξης; ηρώτησεν ο Χάρρης. </p> + +<p> — Τι θα πράξω! απεκρίθη ο Νεγορός. Πριν σε το είπω, Χάρρη, δος με +ειδήσεις περί του κυρίου μας του δουλεμπόρου Αλβέζ, τον οποίον δεν είδον από +δύο ετών. </p> + +<p> — Ω! ο γεροκατεργάρης έχει θαυμάσια εις την υγείαν του! απήντησεν ο +Χάρρης, και θα ευχαριστηθή πολύ να σε επανίδη.<br /> + <br /> + — Είναι εις την αγοράν του Βιχέ; ηρώτησεν ο Νεγορός. </p> + +<p> — Όχι, σύντροφε, από ενός ήδη έτους είναι εις το εν Καζονδέ κατάστημά +του. </p> + +<p> — Και αι υποθέσεις ευδοκιμούσι;</p> + +<p> — Πολύ μάλιστα! ανέκραξεν ο Χάρρης, αν και η δουλεμπορεία αποβαίνη +επί μάλλον δύσκολος, τουλάχιστον εις τα μέρη ταύτα. Αι Πορτογαλικαί αρχαί αφ' +ενός και αφ' ετέρου τα αγγλικά καταδρομικά ενοχλούσι πολύ τας εξαγωγάς. Μόνον +εις τα πέριξ του Μουσαμεδέ, προς νότον της Αγγόλας, η επιβίβασις των μαύρων +δύναται τώρα να εκτελήται μετ' ελπίδος τινός επιτυχίας. Προς το παρόν τα +μανδρίσματα είναι πλήρη δούλων και περιμένουσι τα πλοία τα οποία θα τους +φορτώσωσι διά τας ισπανικάς αποικίας. Αλλ' είναι εντελώς αδύνατον να διέλθωσι +διά της Βεγγουέλας ή του Αγίου Παύλου της Λοάνδας. Οι διοικηταί δεν δέχονται +τίποτε. Είναι λοιπόν ανάγκη να περιστρεφώμεθα εις τα πρακτορεία του +εσωτερικού, και τούτο σκοπεύει να πράξη ο γέρων Αλβέζ. Θα υπάγη προς το μέρος +της Νυαγγουέ και της Ταγγανίκας, να ανταλλάξη υφάσματα αντί ελαφαντοστού και +δούλων. Αι υποθέσεις είναι πάντοτε επικερδείς μετά της άνω Αιγύπτου και των +ακτών της Μοζαμβίκης, ήτις προμηθεύει όλην την Μαδαγασκάρην. Αλλά φοβούμαι +ότι πλησιάζει η ημέρα καθ' ήν η σωματεμπορεία δεν θα δύναται πλέον να +ενεργήται. Οι Άγγλοι ποιούσι μεγάλας προόδους εις το εσωτερικόν της Αφρικής. Οι +ιεραπόστολοι προχωρούσι και βαδίζουσι καθ' ημών! Ο Λίβιγγστων, εκείνος ο +διάβολος να τον πάρη! αφού εξηρεύνησε την χώραν των λιμνών, σκοπεύει ως +λέγεται, να διευθυνθή προς την Αγγόλαν. Έπειτα γίνεται λόγος και περί τινος +Καμερών, όστις προτίθεται να διέλθη την ήπειρον εξ ανατολών προς δυσμάς. +Υπάρχει προσέτι φόβος ότι ο Αμερικανός Στάνλεϋ θα πράξη τα αυτά. Όλαι αύται αι +επισκέψεις θα καταλήξωσιν εις το να βλάψωσι τας εργασίας μας, Νεγορέ, και εάν +έχωμεν συναίσθησιν των συμφερόντων μας, δεν πρέπει ουδέ είς των περιηγητών +τούτων να επανέλθη εις την Ευρώπην και να διηγηθή ό,τι είχε την αδιακρισίαν να +ίδη εις την Αφρικήν. </p> + +<p>Ακούων τις τους αθλίους εκείνους δεν θα ενόμιζεν ότι ωμίλουν ως τίμιοι +έμποροι, των όποιων τα συμφέροντα υπέφερον προσωρινώς έκ τινος εμπορικής +κρίσεως; Τις θα επίστευεν ότι αντί σάκκων καφέ ή κιβωτίων σακχάρεως επρόκειτο +περί ανθρωπίνων όντων, τα οποία έμελλον να αποστέλλωνται ως +εμπορεύματα;</p> + +<p>Οι σωματέμποροι ούτοι ουδέν έχουσι πλέον αίσθημα του δικαίου ή του +αδίκου.<br /> + <br /> +Η ηθική κρίσις ελλείπει απ' αυτών ολοτελώς, αλλά και αν είχον θα την έχανον +ταχέως, εν τω μέσω των φρικαλαιοτήτων της αφρικανικής σωματεμπορείας. </p> + +<p>Αλλ' ο Χάρρης είχε δίκαιον, όταν έλεγεν ότι ο πολιτισμός εισέδυεν ολίγον κατ' +ολίγον εις τας αγρίας εκείνας χώρας κατόπιν της επισκέψεως των τολμηρών +εκείνων περιηγητών, των οποίων το όνομα συνδέεται αδιαρρήκτως μετά των +ανακαλύψεων της ισημερινής Αφρικής. </p> + +<p>Πρώτος ο Δαβίδ Λίβιγγστων, μετ' αυτόν δε ο Γραν, ο Σκέπε, ο Βούρτων, ο +Καμερών, ο Στάνλεϋ, οι ήρωες ούτοι θα αφήσωσι φήμην ανεξάλειπτον ως +ευεργέται της ανθρωπότητος.<br /> + <br /> +Όταν η συνδιάλεξις έφθασεν εις το σημείον τούτο, ο Χάρρης εγίνωσκε τα κατά τα +δύο παρελθόντα έτη συμβάντα του βίου του Νεγορού. Ο αρχαίος πράκτωρ του +σωματεμπόρου Αλβέζ, ο δραπέτης του σωφρονιστηρίου της Λοάνδας, +επανευρίσκετο οίος ήτο πάντοτε, ήτοι έτοιμος να πράξη τα πάντα. </p> + +<p>Αλλά ποίους σκοπούς είχε περί των ναυαγών του «Πίλγριμ», ο Χάρρης δεν +εγίνωσκεν εισέτι και ηρώτησε περί τούτου τον συνέταιρόν του.<br /> + <br /> + — Και τώρα, είπε, τι θα κάμης αυτούς τους ανθρώπους;</p> + +<p>— Θα τους χωρίσω εις δύο, απεκρίθη ο Νεγορός, ως άνθρωπος όστις προ +πολλού εσχημάτισε το σχέδιόν του, τους μεν θα πωλήσω ως δούλους, και τους +άλλους . . . <br /> + <br /> +Ο Πορτογάλος δεν ετελείωσε την φράσιν του, αλλ' η αγρία φυσιογνωμία του ωμίλει +αρκούντος αντ' αυτού.</p> + +<p> — Ποίους θα πωλήσης; ηρώτησεν ο Χάρρης</p> + +<p> — Τους μαύρους εκείνους οι οποίοι συνοδεύουσι την κυρίαν Βέλδων, +απεκρίθη ο Νεγορός. Ο γέρων Τωμ δεν έχει ίσως μεγάλην αξίαν, αλλ' οι άλλοι +τέσσαρες είναι εύρωστοι άνδρες, οι οποίοι θα πωληθούν ακριβά εις την αγοράν +του Καζονδέ. </p> + +<p> — Το πιστεύω, Νεγορέ, απεκρίθη ο Χάρρης. Τέσσαρες μαύροι καλώς +συνγκεκροτημένοι και συνηθισμένοι εις την εργασίαν, μη ομοιάζοντες προς τα +κτήνη εκείνα τα οποία μας έρχονται από το εσωτερικόν! Βεβαίως θα τους πωλήσης +ακριβά, σύντροφε. Δούλοι, γεννηθέντες εις την Αμερικήν και αποσταλέντες εις τας +αγοράς της Αγγόλας, είναι σπάνιον εμπόρευμα. — Αλλά, προσέθηκεν ο +Αμερικανός, δεν με είπες υπήρχον χρήματα εντός του «Πίλγριμ»;</p> + +<p> — Ω! Ολίγαι μόνον εκατοντάδες δολλαρίων τας οποίας διέσωσα. +Ευτυχώς, έχω τας ελπίδας μου εις άλλας προσόδους. </p> + +<p> — Ποίας λοιπόν, σύντροφε; ηρώτησε περιέργως ο Χάρρης. </p> + +<p> — Τίποτε! απεκρίθη ο Νεγορός όστις εφάνη μεταμελούμενος διότι είπε +περισσότερα παρ' όσα ήθελε. </p> + +<p> — Μένει τώρα να γίνωμεν κύριοι όλου αυτού του βαρυτίμου +εμπορεύματος, είπεν ο Χάρρης. </p> + +<p> — Μήπως είναι πολύ δύσκολον; ηρώτησεν ο Νεγορός. </p> + +<p> — Όχι σύντροφε. Δέκα μίλια μακράν εντεύθεν, επί του Κοάνζα, είναι +εστρατοπεδευμένη συνοδεία δούλων, οδηγούμενη υπό του άραβος Ιβν Χαμή, όστις +περιμένει την επιστροφήν μου διά να διευθυνθή προς το Καζονδέ. Υπάρχουσιν εκεί +περισσότεροι ιθαγενείς στρατιώται, παρ' όσοι απαιτούνται διά να αιχμαλωτίσωσι +τον Δικ και τους μετ' αυτού. Αρκεί λοιπόν ο νεαρός φίλος μου να συλλάβη την +ιδέαν να διευθυνθή προς τον Κοάνζαν. </p> + +<p> — Αλλ' άρα γε θα τω επέλθη αυτή η ιδέα; ηρώτησεν ο Νεγορός. </p> + +<p> — Βεβαίως, απήντησεν ο Χάρρης, επειδή είναι νοήμων και δεν ειμπορεί +να υποπτεύση τον κίνδυνον όστις τον περιμένει. Ο Δικ Σανδ δεν θα σκεφθή να +επανέλθη εις την παραλίαν διά της αυτής οδού, ην ηκολουθήσαμεν ομού, καθότι +θα πλανηθή τότε εν τω μέσω των απεράντων εκείνων δασών. Είμαι βέβαιος, λοιπόν +ότι θα ζητήση να φθάση είς τινα των ποταμών οίτινες ρέουσι προς την παραλίαν, +ώστε να κατέλθη το ρεύμα του επί σχεδίας. Δεν ειμπορεί να πράξη άλλως, και το +γνωρίζω, τούτο θα πράξη. </p> + +<p> — Ναι . . . ίσως . . . ! . . απήντησεν ο Νεγορός σκεπτικός. </p> + +<p> — Δεν πρέπει να λέγης ίσως, αλλά βεβαίως επανέλαβεν ο Χάρρης. +Βλέπεις, Νεγορέ, είναι ως εάν έδιδον συνέντευξιν εις το νεαρόν φίλον μου επί των +οχθών του Κοάνζα·</p> + +<p> — Λοιπόν, είπεν ο Νεγορός, δρόμον. Γνωρίζω τον Δικ Σανδ. Δεν θα +βραδύνη μήτε επί μίαν ώραν, και πρέπει να τον προλάβωμεν. </p> + +<p> — Δρόμον λοιπόν, σύντροφε. </p> + +<p>Ο Χάρρης και ο Νεγορός ηγείροντο αμφότεροι, ότε ο θόρυβος όστις είχε +διεγείρει την προσοχήν του Πορτογάλου επανελήφθη. Εγένετο κίνησίς τις των +κλάδων μεταξύ των υψηλών παπύρων. </p> + +<p>Ο Νεγορός έστη και ήρπασε την χείρα του Χάρρη. </p> + +<p>Αίφνης, υπόκωφος υλακή ηκούσθη. Κύων ενεφανίσθη κάτωθι της όχθης, το +στόμα έχων ανοικτόν και έτοιμος να ορμήση.<br /> + <br /> + — Ο Δίγγος! έκραξεν ο Χάρρης. </p> + +<p> — Α! αυτήν την φοράν δεν θα μου διαφύγη! είπεν ο Νεγορός. </p> + +<p>Ο Δίγγος έμελλε να ορμήση κατ' αυτού, ότε ο Νεγορός, αρπάσας το πυροβόλον +του Χάρρη, εσταμάτησε ταχέως και επυροβόλησε.<br /> + <br /> +Μακρά ωρυγή οδύνης απήντησεν εις την εκπυρσοκρότησιν, και ο Δίγγος +εξηφανίσθη μεταξύ της διπλής σειράς της περιχειλούσης τον ρύακα. </p> + +<p>Ο Νεγορός κατήλθεν αμέσως εις την όχθην. </p> + +<p>Ρανίδες αίματος έστιζον κλάδους τινάς παπύρων, και μακρά γραμμή ερυθρά +εφαίνετο επί των χαλίκων του ρύακος. </p> + +<p> — Τέλος, το κατηραμένον εκείνο ζώον έλαβε τα αντίποινά του! έκραξεν +ο Νεγορός. </p> + +<p>Ο Χάρρης χωρίς να προφέρη λέξιν, παρέστη, εις όλην εκείνην την σκηνήν. </p> + +<p> — Ε Νεγορέ, είπεν, είχε λοιπόν ιδιαιτέραν απέχθειαν προς σε ο κύων +ούτος;</p> + +<p> — Φαίνεται, Χάρρη, αλλά δεν έχη πλέον. </p> + +<p> — Και διατί σε εμίσει τόσον, σύντροφε;</p> + +<p> — Ω! είναι παλαιά υπόθεσις η οποία έπρεπε να τακτοποιηθή μεταξύ +αυτού και εμού.<br /> + <br /> + — Παλαιά υπόθεσις; . . . είπεν ο Χάρρης. </p> + +<p>Ο Νεγορός δεν είπε περισσότερα, και ο Χάρρης συνεπέρανεν ότι ο +Πορτογάλλος τω απέκρυπτε συμβάν τι του παρελθόντος του, αλλά δεν επέμεινε να +το μάθη. </p> + +<p>Μετά τινας στιγμάς αμφότεροι, καταβάντες την διεύθυνσιν του ρεύματος, +διευθύνθησαν προς τον Κοάνζαν διά μέσου του δάσους. </p> + + + +<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'. </h3> + +<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΚΑΘ' ΟΔΟΝ. </b></p> + +<p> +<br /> +Η Αφρική! Το τοσούτον τρομερόν όνομα κατά τας παρούσας περιστάσεις, το όνομα +τούτο όπερ έμελλε τέλος ν' αντικατασταθή εις το μέρος της Αμερικής, δεν ηδύνατο +να εξαλειφθή ουδ' επί στιγμήν εκ της σκέψεως του Δικ Σανδ. Όταν ο νεαρός +δόκιμος ανήρχετο εις την εξέτασιν προηγουμένων τινών εβδομάδων, εσκέπτετο +πώς το «Πίλγριμ» προσήγγισεν επί τέλους εις το επικίνδυνον εκείνο παράλιον, πώς +παρέκαμψε το ακρωτήριον Χορν και διήλθεν από του ενός ωκεανού εις τον άλλον. +Βεβαίως, τώρα εννόει διατί, μεθ' όλην την ταχείαν πορείαν του πλοίου του, η γη +τοσούτον βραδέως εφάνη, αφού το μήκος της περιστροφής, ην επρόκειτο να +εκτελέση όπως φθάση εις την αμερικανικήν ακτήν είχε διπλασιασθή εν αγνοία του. +</p> + +<p> — Η Αφρική! η Αφρική! επανελάμβανεν ο Δικ Σανδ. </p> + +<p>Είτα αίφνης, ενώ ανεπόλει μετ' επιμονής τα συμβάντα του ανεξηγήτου εκείνου +διάπλου, τω επήλθεν η ιδέα ότι η πυξίς είχε διαταραχθή. Ενθυμήθη ωσαύτως ότι ο +πρώτος διαβήτης είχε θραυσθή, ότι η γραμμή του δρομομέτρου είχε κοπή, και +τούτων πάντων ένεκα δεν ηδύνατο να καταμετρήση την ταχύτητα του «Πίλγριμ». +</p> + +<p> — Ναι, εσκέπτετο, δεν έμενε πλέον ειμή μία μόνη πυξίς εν τω πλοίω, μία +μόνη της οποίας δεν ηδυνάμην να εξακριβώσω τας υποδείξεις . . . Νύκτα τινά +αφυπνήσθην υπό της κραυγής του γέροντος Τωμ . . . Ο Νεγορός ήτο εκεί, εις την +πρύμνην . . . Τι εζήτει εκεί, μήπως ήθελε να την παραπλανήση;</p> + +<p>Φως τι διεχέετο επί του πνεύματος του Δικ Σανδ. Ήπτετο της αληθείας διά του +δακτύλου. εννόει τέλος παν το ύποπτον εν τη διαγωγή του Νεγορού. Έβλεπε την +χείρα του εις όλην εκείνην την σειράν των γεγονότων, όσα επέφερον την +καταστροφήν του «Πίλγριμ» και εξέθεσαν εις φοβερούς κινδύνους τους επιβάτας +αυτού. </p> + +<p>Αλλά τι ήτο ο άθλιος εκείνος; Υπήρξεν άρα γε ναυτικός και το απέκρυπτε +πάντοτε; Ήτο ικανός να συνδυάση τοιαύτην αποτρόπαιον μηχανορραφίαν +μέλλουσαν να ρίψη το πλοίον εις την αφρικανικήν ακτήν;</p> + +<p>Όπως δήποτε, εάν έμενον εισέτι σκοτεινά τινα σημεία εις το παρελθόν, δεν +ηδύνατο πλέον να παρουσιάζη τοιαύτα το παρόν. Ο νεαρός δόκιμος εγίνωσκε +κάλλιστα ότι ευρίσκετο εν τη Αφρική, και λίαν πιθανώς εν τη απαισία εκείνη +επαρχία της Αγγόλας, πλέον ή εκατόν μίλια μακράν της ακτής. Εγίνωσκεν ωσαύτως +ότι η προδοσία του Χάρρη δεν ηδύνατο να τεθή υπό αμφιβολίαν. Εκ τούτου δε +λογικώς συνεπέρανεν ότι παλαιά γνωριμία υπήρχεν μεταξύ του Αμερικανού και +του Πορτογάλλου, ότι απαισία σύμπτωσις συνήνωσεν αυτούς επί της χώρας +εκείνης και ότι συνεφωνήθη μεταξύ των σχέδιόν τι, του οποίου το αποτέλεσμα θα +απέβαινεν ολέθριον εις τους ναυαγούς του «Πίλγριμ». </p> + +<p>Αλλά προς τι αι μοχθηραί εκείναι ενέργειαι; Ότι ο Νεγορός ήθελε να γίνη κύριος +του Τωμ και των συντρόφων του διά να τους πωλήση ως δούλους εν τω τόπω +εκείνω της σωματεμπορείας, ηδύνατο να το παραδεχθή. Ότι ο Πορτογάλλος, +κινούμενος εξ αισθήματος έχθρας, εζήτει να εκδικηθή κατ' αυτού, και τούτο ήτο +ευνόητον . . . Αλλά την κυρίαν Βέλδων, το μικρόν εκείνο παιδίον, πώς ήθελε να +μεταχειρισθή ο άθλιος εκείνος!</p> + +<p>Εάν ο Δικ Σανδ ηδύνατο να ακούση ολίγας λέξεις εκ της συνομιλίας του Χάρρη +και του Νεγορού, θα εγνώριζε πού να βασισθή και τίνες κίνδυνοι ηπείλουν την +κυρίαν Βέλδων, μαύρους και αυτόν!</p> + +<p>Η θέσις ήτο φρικώδης, αλλ ο νεαρός δόκιμος δεν εδειλίασε. Πλοίαρχος εν τω +πλοίω, θα έμενε πλοίαρχος και εν τη ξηρά. Εις αυτόν απέκειτο τα σώση την κυρίαν +Βέλδων, τον μικρόν Ζακ, όλους εκείνους των οποίων την τύχην έθεσεν ο ουρανός +εις χείρας του. Το νέον του έργον μόλις ήρχιζε. Θα το εξετέλει μέχρι τέλους. </p> + +<p>Μετά δύο ή τρεις ώρας καθ' ας το παρόν και το μέλλον συνώψισαν εις το +πνεύμα του όλας τας καλάς και τας κακάς απόψεις — αι τελευταίαι δε αύται ήσαν +δυστυχώς πολυαριθμότεραι — ο Δικ Σανδ ανηγέρθη σταθερός, αποφασιστικός. +</p> + +<p>Αι πρώται φαύσεις της ημέρας εφώτιζον τότε τας υψηλάς κορυφάς του δάσους. +Εξαιρέσει του δοκίμου και του Τωμ, πάντες εκοιμώντο.<br /> + <br /> +Ο Δικ Σανδ επλησίασε τον γέροντα μαύρον. </p> + +<p> — Τωμ, τω είπε χαμηλή τη φωνή, εννοήσατε τους βρυχηθμούς του +λέοντος, εννοήσατε τας μηχανορραφίας του δουλεμπόρου, ηξεύρετε ότι ήμεθα εις +την Αφρικήν;</p> + +<p> — Μάλιστα, κύριε Δικ, το ηξεύρω. </p> + +<p> — Λοιπόν, Τωμ, ούτε λέξιν περί τούτου, μήτε εις την κυρίαν Βέλδων, +μήτε εις τους συντρόφους σας. Πρέπει ημείς μόνοι να το ηξεύρωμεν, ημείς μόνοι +να φοβώμεθα!</p> + +<p> — Μόνοι . . . πράγματι . . . είναι ανάγκη . . . απεκρίθη ο Τωμ. </p> + +<p> — Τωμ, επανέλαβεν ο δόκιμος, πρέπει να επαγρυπνώμεν αυστηρότερον +ή πρότερον. Είμεθα εις τόπον εχθρών! και ποίων εχθρών και ποίον τόπον! Αρκεί +μόνον να είπωμεν εις τους συντρόφους μας ότι επροδόθημεν υπό του Χάρρη διά +να προφυλάττωνται. Θα εννοήσωσιν ότι πρέπει να φοβώμεθα επίθεσίν τινα των +νομάδων Ινδών και τούτο αρκεί.<br /> + <br /> + — Δύνασθε να έχετε πλήρη βεβαιότητα επί της γενναιότητος και της +αφοσιώσεως αυτών, κύριε Δικ. </p> + +<p> — Το ηξεύρω, ως έχω και επί της συνέσεως και της πείρας σας. Θα με +βοηθήτε, γέρον Τωμ;</p> + +<p> — Εις όλα και πανταχού, κύριε Δικ. </p> + +<p>Το σχέδιον όπερ ο Δικ Σανδ συνέλαβεν, επεδοκιμάσθη υπό του γηραιού +μαύρου. Εάν ο Χάρρις συνελήφθη επ' αυτοφώρω προδίδων, πριν της ώρας τας +ενεργείας τουλάχιστον, ο νεαρός δόκιμος και οι μετ' αυτού δεν διέτρεχον άμεσόν +τινα κίνδυνον. Τωόντι, μόνη η συνάντησις των υπό τινων δούλων +εγκαταλελειμμένων αλύσεων, μόνος ο απροσδόκητος βρυχηθμός του λέοντος +προυκάλεσαν την αιφνηδίαν εξαφάνισιν του Αμερικανού. </p> + +<p>Ησθάνθη ότι ανεκαλύφθη, και έφυγε, πιθανώς πριν ή η μικρά συνοδεία την +οποίαν ωδήγει φθάση εις το μέρος όπου ήθελε προσβληθή. Ο δε Νεγορός, του +οποίου ο Δίγγος βεβαίως ανεγνώρισε την παρουσίαν κατά τας τελευταίας ημέρας +της οδοιπορίας, φαίνεται ότι συνηνώθη μετά του Χάρρη όπως συνεννοηθώσιν από +κοινού. Εν πάση περιπτώσει, ώραι τινες θα παρήρχοντο βεβαίως πριν ή ο Δικ Σανδ +και οι μετ' αυτού προσβληθώσι και έδει να ωφεληθώσιν εκ του χρόνου εκείνου. +</p> + +<p>Το μοναδικό σχέδιον ήτο να επανακάμψωσιν όσω το δυνατόν ταχύτερον εις την +παραλίαν. Η παραλία εκείνη, ως είχε πάντα λόγον να πιστεύη ο νεαρός δόκιμος θα +ήτο η της Αγγόλας. Άμα τη εκεί αφίξει, ο Δικ Σανδ θα προσεπάθει είτε προς βορράν +είτε προς νότον να φθάση εις τα πορτογαλλικά ιδρύματα, ένθα οι σύντροφοί του +θα ηδύναντο να περιμένωσιν εν ασφαλεία μέσον να επιστρέψωσιν εις την πατρίδα +των. </p> + +<p>Αλλ' όπως εκτελέσωσι την επάνοδον ταύτην εις την παραλίαν, έπρεπεν άρα γε +να επαναλάβωσι την οδόν ην είχον διατρέξει; Ο Δικ Σανδ δεν εσκέπτετο τούτο, +διότι θα συνηντάτο μετά του Χάρρη, όστις είχεν εννοήσει σαφώς ότι αι περιστάσεις +θα ηνάγκαζον τον νεαρόν δόκιμον να λάβη την συντομωτέραν οδόν. </p> + +<p>Τωόντι θα ήτο δυσχερές, ίνα μη είπωμεν ασύνετον ν' αρχίση πάλιν την διά +μέσου του δάσους πορείαν, ήτις άλλως τε δεν θα απέληγεν ειμή εις το να ευρεθή +εις το αυτό σημείον εξ ου ανεχώρησεν. Επίσης δε θα επέτρεπεν ούτω εις τους +συνενόχους του Νεγορού να ακολουθήσωσι βέβαια ίχνη. Το μόνον λοιπόν μέσον +όπερ παρουσιάζετο ήτο να διέλθωσι τον ποταμόν, του οποίου θα κατήρχοντο πάλιν +βραδύτερον το ρεύμα, συγχρόνως δε ου μόνον αι προσβολαί των αγρίων θηρίων, +άτινα μέχρι τότε ευτυχώς έμενον εις αρκετήν απόστασιν, θα ήσαν ολιγώτερον +επίφοβοι, αλλά και αυταί αι επιθέσεις των ιθαγενών υπό τοιαύτας περιστάσεις +παρουσίαζον ωσαύτως ολιγωτέραν σπουδαιότητα. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού άπαξ επιβαίνοντες στερεάς τίνος σχεδίας, καλώς +οπλισμένοι, θα ευρίσκοντο υπό καλλιτέρας συνθήκας όπως αμυνθώσιν. Το παν +λοιπόν ήτο πώς να εύρωσι το ύδωρ. Δέον ωσαύτως να προσθέσωμεν ότι +λαμβανομένης υπ' όψιν της καταστάσεως της κυρίας Βέλδων και του μικρού Ζακ, ο +τρόπος ούτος της μεταφοράς ήρμοζε κάλλιον.<br /> + <br /> +Χείρες βεβαίως δεν έλειπον όπως βαστάσωσι το ασθενές παιδίον. </p> + +<p>Εν ελλείψει του ίππου του Χάρρη, ηδύναντο μάλιστα να κατασκευάσωσι +φορείον εκ κλάδων, επί του οποίου θα ανεβιβάζετο η κυρία Βέλδων. </p> + +<p>Αλλά διά του τρόπου τούτου της μεταφοράς ήθελον απασχολήσει δύο εκ των +μαύρων, ο δε Δικ Σανδ ήθελεν ευλόγως όλοι οι σύντροφοί του να είναι ελεύθεροι +εις τας κινήσεις των διά πάσαν ενδεχομένην αιφνιδίαν προσβολήν. </p> + +<p>Είτα δε, κατά την κάθοδον του ρεύματος, ο νεαρός δόκιμος θα ευρίσκετο πάλιν +εις το στοιχείον του. </p> + +<p>Το ζήτημα λοιπόν περιωρίζετο να μάθωσιν εάν υπήρχεν εις τα πέριξ ρυάκιόν τι +δυνάμενον να χρησιμοποιηθή. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ εφρόνει τούτο δυνατόν, και ιδού διατί. </p> + +<p>Ο ποταμός όστις εξέβαλλεν εις τον Ατλαντικόν, εις το μέρος όπου εξώκειλε το +«Πίλγριμ», δεν ηδύνατο να ανέρχηται πολύ προς βορράν, μήτε πολύ προς +ανατολάς της επαρχίας, αφού οροσειρά πλησιεστάτη — αύτη εκείνη την οποίαν +εξέλαβον ως τας Κορδελλιέρας — έκλειε τον ορίζοντα εκατέρωθεν. </p> + +<p>Λοιπόν, ή ο ποταμός κατήρχετο εκ των ύψεων εκείνων, ή έκαμπτε προς νότον, +και κατά αμφοτέρας τας περιπτώσεις ο Δικ Σανδ ηδύνατο να βραδύνη μέχρις ου +εύρη την διεύθυνσιν αυτού. </p> + +<p>Ίσως μάλιστα, πριν του ποταμού εκείνου, — καθότι είχε δικαίωμα να καλήται +ούτω ως εκβάλων κατ' ευθείαν εις τον Ωκεανόν, — θα παρουσιάζετο ομόρρους τις +αυτού, όστις θα ήρκει εις την μεταφοράν της μικράς συνοδείας. Εν πάση +περιπτώσει, οίος δήποτε ρύαξ δεν θα ήτο μακράν. </p> + +<p>Πράγματι, κατά τα τελευταία μίλια της οδοιπορίας, η φύσις του εδάφους είχε +μεταβληθή. </p> + +<p>Αι κλιτύες εχαμηλούντο και καθίσταντο υγραί. Εδώ και εκεί έρρεον στενά +ρυάκια, μαρτυρούντα ότι το υπέδαφος περιείχε δίκτυον υδατώδες.<br /> + <br /> +Κατά την τελευταίαν ημέραν της πορείας, η συνοδεία παρέπλευσεν ένα των +ρυάκων εκείνων των οποίων τα ύδατα, ερυθραθέντα υπό του σιδηρούχου οξειδίου, +έψαυον τας ανωμάλους όχθας του. </p> + +<p>Να επανεύρωσιν αυτόν μήτε μακρόν μήτε δύσκολον ήτο. </p> + +<p>Προδήλως δεν θα ηδύνατο να κατέλθωσιν το χειμαρρώδες ρεύμα του, αλλά θα +ήτο εύκολον να παρακολουθήσωσιν αυτόν μέχρι της εκβολής του είς τινα +ομόρρουν μεγαλείτερον και ως εκ τούτου μάλλον πλευστόν. </p> + +<p>Τοιούτον υπήρξε το απλούστατον σχέδιον όπερ εσχημάτισεν ο Δικ Σανδ, αφού +συνεσκέφθη μετά του γέροντος Τωμ. </p> + +<p>Eλθούσης της ημέρας, όλοι οι σύντροφοί των αφυπνίσθησαν ολίγον κατ' +ολίγον. </p> + +<p>Η κυρία Βέλδων απέθεσε τον μικρόν της Ζακ, νυσταλέον έτι, εις τους βραχίονας +της Ναν. </p> + +<p>Το παιδίον, αλλοιωθέν εκ του διαλείποντος πυρετού, επροξένει οίκτον εις τους +βλέποντας. </p> + +<p>Η κυρία Βέλδων επλησίασε τον Δικ Σανδ. </p> + +<p> — Δικ, ηρώτησεν αφού τον παρετήρησεν, πού είναι ο Χάρρης; Δεν τον +βλέπω. </p> + +<p>Ο νεαρός δόκιμος εσκέφθη ότι αφίνων τους συντρόφους του να νομίζωσιν ότι +επάτουν το έδαφος της Βολιβίας, δεν έπρεπε να τοις κρύψη την προδοσίαν του +Αμερικανού. </p> + +<p>Χωρίς λοιπόν να διστάση. </p> + +<p> — Ο Χάρρης, είπε, δεν είναι πλέον εδώ. </p> + +<p> — Μήπως επροχώρησεν εμπρός; ηρώτησε ζωηρώς η κυρία Βέλδων. +</p> + +<p> — Έφυγε, κυρία Βέλδων, απήντησεν ο Δικ Σανδ. Ο Χάρρης εκείνος είναι +προδότης, και είναι σύμφωνος μετά του Νεγορού όστις μας παρέσυρε μέχρις εδώ. +</p> + +<p> — Προς ποίον σκοπόν;</p> + +<p> — Δεν ηξεύρω, αλλ' ό,τι ηξεύρω είναι ότι πρέπει να επανέλθωμεν όσον +τάχος εις την παραλίαν. </p> + +<p> — Εκείνος ο άνθρωπος . . . προδότης! επανέλαβεν η κυρία Βέλδων. Το +προησθανόμην. Και νομίζεις, Δικ, ότι είναι σύμφορος μετά του Νεγορού;</p> + +<p> — Ούτω πρέπει να είναι, κυρία Βέλδων. Ο άθλιος εκείνος εις τα ίχνη +μας. Η τύχη συνήνωσε τους δύο τούτους αχρείους και . . . </p> + +<p> — Και ελπίζω ότι δεν θα χωρισθώσιν, όταν τους επανεύρω, είπεν ο +Ηρακλής. Θα σπάσω την κεφαλήν του ενός με την κεφαλήν του άλλου! προσέθηκεν +ο γίγας εκτείνων τους δύο φοβερούς γρόνθους. </p> + +<p> — Αλλά το τέκνον μου! ανέκραξεν η κυρία Βέλδων. Αι περιποιήσεις τας +οποίας ήλπιζον να τω παρέξω εις την έπαυλιν του Αγίου Ευτυχούς!</p> + +<p> — 0 Ζακ θα αναλάβη, απεκρίθη ο γέρων Τωμ, όταν πλησιάση εις το +υγεινότερον μέρος της χώρας. </p> + +<p> — Δικ, επανέλαβεν η κυρία Βέλδων, είσαι βέβαιος ότι ο Χάρρης μας +επρόδωσε;</p> + +<p> — Βεβαιότατος, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο νεαρός δόκιμος όστις +επεθύμει να αποφύγη πάσαν εξήγησιν επί του αντικειμένου τούτου. </p> + +<p> — Τούτου ένεκα έσπευσε να προσθέση, παρατηρών τον γέροντα +μαύρον. </p> + +<p> — Αυτήν την νύκτα, ο Τωμ και εγώ, ανεκαλύψαμεν την προδοσίαν του, +και εάν δεν έφευγε πηδών επί του ίππου του, θα τον εφόνευον!</p> + +<p> — Λοιπόν η έπαυλις εκείνη; . . . </p> + +<p> — Δεν υπάρχει εις τα πέριξ μήτε έπαυλις, μήτε χωρίον, μήτε κώμη, +απεκρίθη ο Δικ Σανδ. Σας επαναλαμβάνω, κυρία Βέλδων, ότι πρέπει να +επανέλθωμεν εις την παραλίαν. </p> + +<p> — Διά της ιδίας οδού, Δικ;</p> + +<p> — Όχι, κυρία Βέλδων, αλλά θα ακολουθήσωμεν ρεύμα τι το οποίον θα +μας επαναφέρη ακόπως και ακινδύνως εις την θάλασσαν. Ακόμη ολίγα μίλια πεζή, +και δεν αμφιβάλλω . . . </p> + +<p> — Ω! είμαι ισχυρά, Δικ! απεκρίθη η κυρία Βέλδων προσπαθούσα να +καταβάλη την αδυναμίαν της. Θα περιπατήσω! Θα βαστάζω το τέκνον μου! . . . <br +/> + <br /> + — Είμεθα εδώ, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο Βαρθολομαίος, και θα +βαστάσωμεν και υμάς. </p> + +<p> — Ναι, ναι . . . προσέθηκεν ο Αυγουστίνος. Δύο κλάδοι δένδρου, φύλλα +επ' αυτών . . . </p> + +<p> — Ευχαριστώ, φίλοι μου, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, αλλά θέλω να +περιπατήσω . . . Θα περιπατήσω. Εμπρός λοιπόν!</p> + +<p> — Εμπρός! είπεν ο νεαρός δόκιμος. </p> + +<p> — Δότε μοι τον Ζακ, είπεν ο Ηρακλής αρπάσας το παιδίον από τας +αγκάλας της Ναν. Όταν δεν κρατώ τι κουράζομαι. </p> + +<p>Και ο αγαθός μαύρος έλαβε προσεκτικώς εις τας ευρώστους χείρας του το +μικρόν κοιμώμενον παιδίον, όπερ ούτε αφυπνίσθη. </p> + +<p>Τα όπλα επιθεωρήθησαν μετά προσοχής. Όσαι έμενον ζωοτροφίαι +συνηθροίσθησαν εις έν μόνον δέμα, εις τρόπον ώστε να δύναται να το βαστάζη +είς.<br /> + <br /> +Ο Ακτέων το εφορτώθη εις τους ώμους του, και οι σύντροφοί του έμειναν +τοιουτοτρόπως ελεύθεροι εις τας κινήσεις των. </p> + +<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος, του οποίου οι μακροί χαλύβδυνοι πόδες +περιεφρόνουν πάντα κάματον, ήτο έτοιμος προς αναχώρησιν. </p> + +<p>Είχεν άρα γε παρατηρήσει την εξαφάνησιν του Χάρρη; Αδύνατον να +βεβαιώσωμεν. Ολίγον τον έμελεν. </p> + +<p>Άλλως τε δε ευρίσκετο υπό το βάρος τρομεράς καταστροφής επελθούσης +αυτώ.<br /> + <br /> +Τωόντι, σπουδαία ζημία, ο εξάδελφος Βενέδικτος έχασε το μικροσκόπιον και τας +διόπτρας του. </p> + +<p>Ευτυχώς, ο Βαρθολομαίος εύρε τα δύο εκείνα πολύτιμα εργαλεία εν μέσω των +μεγάλων χόρτων της στρωμνής του· αλλά, κατά την συμβουλήν του Δικ Σανδ, τα +είχε φυλλάξει. </p> + +<p>Διά του τρόπου τούτου θα ήσαν βέβαιοι ότι το μεγάλον παιδίον θα έμενεν +ήσυχον κατά την πορείαν, αφού ως ελέγετο δεν έβλεπε πέραν της άκρας της ρινός +του. </p> + +<p>Τεθείς μεταξύ του Ακτέωνος και του Αυγουστίνου, μετά της ρητής διαταγής να +μη τους εγκαταλείψη, ο αξιολύπητος Βενέδικτος ουδεμίαν αντίρρησιν έφερε, και +ηκολούθησε την τάξιν του, ως τυφλός αγόμενος διά σχοινίου. </p> + +<p>Η μικρά συνοδεία δεν είχε προχωρήσει πεντήκοντα βήματα, ότε ο γέρων Τωμ +την εσταμάτησεν αίφνης διά μιας λέξεως. </p> + +<p> — Ο Δίγγος; είπε. </p> + +<p> — Τωόντι ο Δίγγος δεν είναι εδώ, απεκρίθη ο Ηρακλής. </p> + +<p>Και διά της ισχυράς φωνής του εκάλεσε τον κύνα επανειλημένως.<br /> + <br /> +Ουδεμία υλακή απήντησεν. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ έμεινε σιωπηλός. Η απουσία του κυνός τον ελύπει, διότι θα +προεφύλαττε την μικράν συνοδείαν από πάσης αιφνιδίας επιθέσεως. </p> + +<p> — Μήπως ο Δίγγος ηκολούθησεν τον Χάρρην; ηρώτησεν ο Τωμ.<br /> + <br /> + — Τον Χάρρην . . όχι απήντησεν ο Δικ Σανδ, αλλά θα κατώρθωσε να ορμήση +κατά τα ίχνη του Νεγορού. Τον εμυρίσθη εδώ πλησίον. </p> + +<p> — Ο απαίσιος εκείνος μάγειρος δεν θα αργήση να λάβη μίαν σφαίραν! +ανέκραξεν ο Ηρακλής. </p> + +<p> — Εκτός εάν ο Δίγκος προφθάσει και τον πνίξη, απήντησεν ο +Βαρθολομαίος. </p> + +<p> — Ίσως, είπεν ο νεαρός δόκιμος. Αλλά δεν δυνάμεθα να περιμένωμε την +επιστροφήν του Δίγγου. Άλλως τε δε εάν ζη είναι αρκετά νοήμων ώστε να μας +επανεύρη. Εμπρός λοιπόν!</p> + +<p>Ο καιρός ήτο θερμότατος. Ευθύς από της αυγής μεγάλα νέφη εκάλυπτον τον +ορίζοντα. Ηπειλείτο θύελλα εν τω αέρι. Πιθανώς η ημέρα δεν θα ετελείωνε άνευ +βροχής. Ευτυχώς το δάσος, αν και ολιγώτερον πυκνόν, διετήρει ολίγην δρόσον εις +την επιφάνειαν του εδάφους. Εδώ και εκεί, υψίκομα δένδρα περιεκύκλουν +λειμώνας κεκαλειμμένους υπό χόρτων υψηλών και πυκνών. Είς τινα μέρη, +γιγανταίοι κορμοί, απηνθρακωμένοι ήδη, έκειντο κατά γης, — σημείον υπάρξεως +γηπέδων ανθρακούχων, οία συναντά τις συχνάκις επί της αφρικανικής ηπείρου. +Έπειτα, εις τα ανοικτά μέρη, των οποίων ο χλοερός τάπης ανεμιγνύετο μετά τίνων +ροδίνων κλωνίων, τα άνθη εποίκιλλον τα χρώματά των, ζιγγιβέρεις κίτριναι ή +κυαναί, λοβηλίαι ωχραί, ορχεοειδή ερυθρά, ακαταπαύστως επισκεπτόμενα υπό +των γονιμοποιούντων αυτά εντόμων. </p> + +<p>Τα δένδρα δεν εσχημάτιζον πλέον τότε αδιαπεράστους συστάδας, αλλά τα είδη +αυτών ήσαν ποικιλώτερα. </p> + +<p>Ήσαν ελαίαι, είδος φοινίκων, παρεχόντων έλαιον επιζήτητον εν Αφρική, +βαμβακιαί, σχηματίζουσαι θάμνους υψηλούς οκτώ μέχρι δέκα ποδών, των οποίων +τα ινώδη στελέχη παρήγον βάμβακα μακρόινον, σχεδόν ανάλογον προς τον του +Φερναμπούκου. </p> + +<p>Εκεί κοπάλια εκκρίνοντα διά των υπό τινων εντόμων σχηματιζομένων οπών +ευώδην ρητίνην, ρέουσαν μέχρι του εδάφους, ένθα εναπεθηκεύετο διά τας +ανάγκας των ιθαγενών. </p> + +<p>Αλλαχού λεμονέαι, ροιαί εν αγρία καταστάσει και είκοσιν άλλα δενδροειδή +φυτά, μαρτυρούντα την θαυμασίαν γονιμότητα του οροπεδίου εκείνου της +κεντρικής Αφρικής. </p> + +<p>Εις πολλά μέρη ωσαύτως η όσφρησις προσεβάλλετο ευαρέστως υπό λεπτής +τίνος οσμής βανίλλης, χωρίς να δύναταί τις να ανακαλύψη ποίον θαμνίον ανέδιδεν +αυτήν</p> + +<p>Το σύνολον τούτο των δένδρων και φυτών εχλόαζεν αν και ήτο η ξηρά εποχή +του έτους, και σπάνιαι θύελλαι επότιζον τα πλούσια εκείνα εδάφη.</p> + +<p>Ήτο λοιπόν η εποχή των πυρετών αλλά ως παρετήρησεν ο Λίβιγγστων, δύναταί +τις εν γένει ν' απαλλαγή αυτών, φεύγων εκ του μέρους εις το οποίον προσεβλήθη +υπ' αυτών. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ εγίνωσκε την παρατήρησιν ταύτην του μεγάλου περιηγητού και +ήλπιζεν ότι ο μικρός Ζακ δεν θα την διέψευδε. </p> + +<p>Το είπε δε προς την κυρίαν Βέλδων, αφού παρετήρησεν ότι η περιοδική +προσβολή δεν επανήλθεν ως εφοβούντο, και το παιδίον ανεπαύετο ησύχως εις τας +αγκάλας του Ηρακλέους. </p> + +<p>Τοιουτοτρόπως εβάδιζον συνετώς και ταχέως.<br /> + <br /> +Ενίοτε εφαίνοντο πρόσφατα ίχνη διελεύσεως ανθρώπων ή ζώων.<br /> + <br /> +Οι κλάδοι των θάμνων και των βάτων αποκεχωρισμένοι ή τεθραυσμένοι επέτρεπον +τότε να οδεύωσι μετ' ίσου βήματος. </p> + +<p>Αλλά, το πλείστον του χρόνου, πολλαπλά κωλύματα άτινα έπρεπε να +υπερνικήσωσιν επεβράδυνον την πορείαν της μικράς συνοδείας προς μεγάλην +δυσαρέσκειαν του Δικ Σανδ.<br /> + <br /> +Ήσαν λιάναι συμπεπλεγμέναι, τας οποίας δικαίως ηδύνατό τις να παραβάλη προς +άτακτον εξαρτισμόν πλοίου, κληματίδες τινές όμοιοι προς δαμασκηνά ξίφη +επίκυρτα, των οποίων η λεπίς θα ήτο πεποικιλμένη διά μακρών ακανθών, φυτικοί +όφεις, μακροί πεντήκοντα μέχρις εξήκοντα ποδών, οίτινες είχον την ιδιότητα να +στρέφωνται, όπως κεντώσι τον διαβάτην διά των οξέων κέντρων των. </p> + +<p>Οι μαύροι με τον πέλεκυν ανά χείρας, έκοπτον αφειδώς, αλλ' αι λιάναι εκείναι +ανεφύοντο ακαταπαύστως από της επιφανείας του εδάφους μέχρι της κορυφής +των υψηλοτάτων δένδρων, τα οποία περιέστεφον. </p> + +<p>Το ζωικόν βασίλειον δεν ήτο ολιγώτερον περίεργον του φυτικού βασιλείου εν +τω μέρει εκείνω της επαρχίας. </p> + +<p>Τα πτηνά περιίπταντο απειράριθμα υπό την άφθονον εκείνην διακλάδωσιν, +αλλ' εννοείται ότι ουδένα πυροβολισμόν είχον να φοβηθώσιν εκ μέρους +ανθρώπων, οίτινες ουδέν άλλο εζήτουν ειμή να διέλθωσι κρυφίως και ταχέως. </p> + +<p>Υπήρχον εκεί μυριάδες μελεαγρίδων, ατταγάδες διαφόρων ειδών, δυσκόλως +πλησιαζόμενοι, καί τινα των πτηνών εκείνων άτινα οι βόρειοι Αμερικανοί +αποκαλούσι κατ' ονοματοποιίαν «βιπ πούαρ γουόλ» τριών δηλαδή συλλαβών +παριστωσών ακριβώς τας κραυγάς των. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ και ο Τωμ ηδύναντο αληθώς να νομίσωσιν ότι ευρίσκοντο είς τινα +επαρχίαν της νέας ηπείρου. </p> + +<p>Αλλά φευ! εγνώριζον πού ήσαν. </p> + +<p>Μέχρι τότε τα άγρια θηρία τοσούτον επικίνδυνα εν αφρική δεν είχον πλησιάσει +την μικράν συνοδείαν. Είδον εις τον πρώτον εκείνον σταθμόν καμηλοπαρδάλεις τας +οποίας ο Χάρρης θα υπεδείκνυε βεβαίως ως στρουθοκαμήλους — αλλ' εις μάτην +την φοράν ταύτην. </p> + +<p>Τα ταχύποδα εκείνα ζώα διήρχοντο ταχέως, πτοηθέντα εκ της εμφανήσεως +ανθρώπων εις τα σπανίως συχναζόμενα εκείνα δάση. </p> + +<p>Μακράν, εις την άκραν των λειμώνων υψούτο ενίοτε πυκνόν νέφος κονιορτού. +</p> + +<p>Ήτο αγέλη βουβάλων καλπαζόντων μετά κρότου αμαξίων βαρέως φορτωμένων. +</p> + +<p>Επί δύο μίλια, ο Δικ Σανδ ηκολούθησε τοιουτοτρόπως το ρεύμα του ρυακίου, +όπερ ώφειλε να καταλήξη είς τινα σπουδαιότερον ποταμόν. </p> + +<p>Επεθύμει πολύ να εμπιστευθή τους συντρόφους του εις το ταχύ ρεύμα ενός +των ποταμών της χώρας, φρονών ότι τοιουτοτρόπως οι κίνδυνοι και οι κόποι θα +ήσαν ολιγώτεροι. </p> + +<p>Περί την μεταμεσημβρίαν, τρία μίλια είχον διανυθή άνευ δυσαρέστου τινός +συναντήσεως. Ουδέν ίχνος Χάρρη ή Νεγορού. Ο Δίγγος δεν ανεφάνη. </p> + +<p>Έπρεπε να σταθμεύσωσιν όπως αναπαυθώσι και λάβωσιν ολίγην τροφήν. </p> + +<p>Η κατασκήνωσις εγένετο εντός λόχμης ινδοκαλάμων, ήτις εστέγασε καθ' +ολοκληρίαν την μικράν συνοδείαν. </p> + +<p>Ολίγα είδον διαρκούντος του γεύματος. Η κυρία Βέλδων ανέλαβε πάλιν το +μικρόν τέκνον της εις τας αγκάλας της· δεν απέσπα απ' αυτού τα βλέμματά της· δεν +ηδύνατο να φάγη. </p> + +<p> — Πρέπει να λάβητε ολίγην τροφήν, κυρία Βέλδων, τη επανέλαβε +πολλάκις ο Δικ Σανδ. Τι θα γίνετε εάν σας λείψουν αι δυνάμεις; Φάγετε, φάγετε! +Μετ' ολίγον θα αρχίσωμεν πάλιν την πορείαν μας και έν καλόν ρεύμα θα μας φέρη +ακόπως εις την παραλίαν. </p> + +<p>Η κυρία Βέλδων παρετήρει ασκαρδαμυκτί τον Δικ Σανδ ενώ τη ωμίλει +τοιουτοτρόπως. </p> + +<p>Οι φλογεροί οφθαλμοί του νεαρού δοκίμου εξέφραζον όλον το θάρρος υπό του +οποίου κατείχετο. </p> + +<p>Βλέπουσα αυτόν τοιούτον, παρατηρούσα τους αγαθούς εκείνους μαύρους, +γυνή ούσα και μήτηρ, δεν ήθελεν να απελπισθή εισέτι. Άλλως τε δε διατί να +απελπισθή;</p> + +<p>Δεν ενόμιζεν ότι ευρίσκεται επί φιλοξένου γης;</p> + +<p>Κατ' αυτήν, η προδοσία του Χάρρη δεν ηδύνατο να έχη σοβαράς συνεπείας. +</p> + +<p>Ο Δικ Σανδ εμάντευε τους διαλογισμούς αυτής και έκλινε την κεφαλήν.<br /> + </p> + + +<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'</h3> + +<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΑΙ ΚΑΚΑΙ ΟΔΟΙ ΤΗΣ +ΑΓΓΟΛΑΣ</b></p> + +<p> +<br /> +Κατ' εκείνην την στιγμήν, ο μικρός Ζακ αφιπνίσθη και επέρασε τους βραχίονάς του +εις τον τράχηλον της μητρός του. Οι οφθαλμοί του ήσαν εις καλλιτέραν κατάστασιν. +Ο πυρετός δεν είχεν επανέλθει. </p> + +<p>Είσαι καλλίτερα αγάπη μου; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων θλίβουσα το πάσχον +τέκνον επί της καρδίας της.</p> + +<p> — Ναι, μήτερ, απεκρίθη ο Ζακ, αλλά διψώ ολίγον. Δεν ηδυνήθησαν να +δώσωσιν εις το παιδίον ειμή ύδωρ δροσερόν, εκ του οποίου έπιεν ευχαρίστως +ολίγας σταγόνας. </p> + +<p> — Και ο φίλος μου Δικ; ηρώτησεν. </p> + +<p> — Εδώ είμαι, απεκρίθη ο Δικ Σανδ πλησιάσας και λαβών την χείρα του +παιδίου.<br /> + <br /> + — Και ο φίλος μου Ηρακλής . . </p> + +<p> — Παρών ο Ηρακλής, κύριε Ζακ, απήντησεν ο γίγας πλησιάζων το +αγαθόν του πρόσωπον. </p> + +<p> — Και ο ίππος; ηρώτησεν ο μικρός Ζακ. </p> + +<p> — Ο ίππος; Ανεχώρησε, κύριε Ζακ, απεκρίθη ο Ηρακλής. Τώρα εγώ είμαι +ο ίππος! Εγώ σας φέρω. Μήπως ευρίσκετε το κάλπασμα δυνατόν;</p> + +<p> — Όχι απεκρίθη ο μικρός Ζακ, αλλά τότε δεν έχω πλέον να κρατώ +χαλινόν. </p> + +<p> — Ω! θα μου βάλετε χαλινόν, εάν θέλετε, είπεν ο Ηρακλής ανοίγων το +πλατύ στόμα του, και θα με σύρετε όσον σας ευχαριστεί. </p> + +<p> — Ηξεύρεις ότι εγώ σχεδόν δεν θα σύρω. </p> + +<p> — Θα έχετε άδικον, διότι έχω το στόμα σκληρόν. </p> + +<p> — Αλλ' η έπαυλις του κυρίου Χάρρη; . . . ηρώτησε και πάλιν το μικρόν +παιδίον. </p> + +<p> — Θα φθάσωμεν μετ' ολίγον, Ζακ, είπεν η κυρία Βέλδων. Ναι . . . μετ' +ολίγον . . . </p> + +<p> — Θέλετε να επαναλάβωμεν την οδοιπορίαν; είπεν τότε ο Δικ Σανδ, διά +να διακόψη την συνομιλίαν εκείνην. </p> + +<p> — Ναι, Δικ, εμπρός, απεκρίθη η κυρία Βέλδων. Ηγέρθησαν λοιπόν όλοι +και η πορεία επανελήφθη κατά την αυτήν τάξιν.<br /> + <br /> +Έπρεπε να διέλθωσι διά μέσου της πυκνάδος, και να μη εγκαταλίπωσι το ρεύμα +του ρυακίου.<br /> + <br /> +Ναι μεν υπήρχον άλλοτε εκεί ατραποί τινες αλλ' αι ατραποί εκείναι απέθανον, κατά +την εγχώριον έκφρασιν, ήτοι ότι κατεπλημμύρησαν αυτάς άκανθαι και θάμνοι. +</p> + +<p>Εδέησε τότε να διανήσωσιν έν μίλιον υπό τοιαύτας συνθήκας και να +δαπανήσωσι προς τούτο τρεις ώρας. Οι μαύροι ειργάζοντο αδιακόπως. </p> + +<p>Ο Ηρακλής αφού παρέδωκε πάλιν τον μικρόν Ζακ εις την Ναν, έλαβε μέρος εις +την εργασίαν, και οποίον μέρος!</p> + +<p>Εξέπεμπε κραυγάς ηχηράς οσάκις περιέστρεφε τον πέλεκυν, και μέγα άνοιγμα +εγίνετο εκεί, ως εάν υπήρχε παμφάγον πυρ. </p> + +<p>Ευτυχώς η κοπιώδης εκείνη εργασία δεν έμελλε να διαρκέση πολύ. </p> + +<p>Αφού διήνυσαν το πρώτον εκείνο μίλιον, είδον ευρύ άνοιγμα διερχόμενον το +δάσος και απολήγον πλαγίως του ρύακος του οποίου παρηκολούθει την ακτήν. +</p> + +<p>Ήτο δίοδος ελεφάντων, και τα ζώα ταύτα, κατά εκατοντάδας βεβαίως, είχον την +συνήθειαν να κατέρχονται το μέρος εκείνο του δάσους. </p> + +<p>Μεγάλαι οπαί, γενόμεναι από των ποδών των τεραστίων παχυδέρμων +εχάρασσον έδαφος κάθυγρον κατά την εποχήν των βροχών και του οποίου η +σπογγώδης φύσις ήτο κατάλληλος εις αποτύπωσιν τοιούτων ιχνών.<br /> + <br /> +Μετ' ολίγον εφάνη ότι η δίοδος εκείνη δεν εχρησίμευε μόνον εις τα γιγαντιαία +εκείνα ζώα. </p> + +<p>Ανθρώπινα όντα πλέον ή άπαξ θα διήλθον εκείθεν, αλλ' ως θα την διήρχοντο +ποίμνια κτηνωδώς οδηγούμενα εις το σφαγείον. </p> + +<p>Τήδε κακείσε, οστά ευρίσκοντο επί του εδάφους, υπόλοιπα σκελετών +ημιφαγωθέντων υπό των αγρίων θηρίων και των οποίων τινές έφερον εισέτι τα +δεσμά του δούλου. </p> + +<p>Εν τη κεντρική Αφρική υπάρχουσι μακροί οδοί κατεσπαρμέναι τοιουτοτρόπως +υπό ανθρωπίνων λειψάνων. </p> + +<p>Εκατοντάδας μιλίων διανύουσιν αι συνοδείαι και πολλοί δυστυχείς πίπτουσι +καθ' οδόν υπό την μάστιγα των οδηγών, θνήσκοντες υπό του κόπου ή των +στερήσεων, δεκατιζόμενοι υπό των ασθενειών. </p> + +<p>Πόσοι πάλιν σφάζονται υπό αυτών τούτων των σωματεμπόρων, όταν +ελείψωσιν αι ζοωτροφίαι! Ναι όταν δεν έχωσι πλέον να τους θρέψωσι, τους +φονεύουσι διά του πυροβόλου, διά της σπάθης, διά της μαχαίρας και αι σφαγαί +αύται δεν είναι σπάνιαι!</p> + +<p>Ούτω λοιπόν, συνοδείαι δούλων θα διήλθον την οδόν εκείνην. </p> + +<p>Επί έν μίλιον, ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού προσέκρουσαν ανά παν βήμα εις τα +διεσπαρμένα εκείνα οστά, αποδιώκοντες πληθύν αιγοθήλων οίτινες διά βαρείας +πτήσεως έφευγον εις την προσέγγισίν του και περιεστρέφοντο εν τω αέρι. </p> + +<p>Η κυρία Βέλδων παρετήρει χωρίς να βλέπη. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ έτρεμε μήπως τον εξετάση, καθότι διετήρει την ελπίδα ότι ήθελε την +επαναφέρει εις την παραλίαν, χωρίς να τη αποκαλύψη ότι η προδοσία του Χάρρη +τους είχεν αποπλανήσει εις επαρχίαν αφρικανικήν.<br /> + <br /> +Ευτυχώς η κυρία Βέλδων δεν εζήτει εξηγήσεις περί όσων έβλεπεν. </p> + +<p>Ηθέλησε να αναλάβη το τέκνον της, και ο μικρός Ζακ, κοιμώμενος περιέσπα +όλην την σκέψιν της.</p> + +<p>Ο Ναν εβάδιζε πλησίον της, και μήτε η μία μήτε η άλλη απέτεινον εις τον +νεαρόν δόκιμον τας τρομεράς ερωτήσεις, τας οποίας ούτος εφοβείτο.<br /> + <br /> +Ο γέρων Τωμ επροχώρει με οφθαλμούς τεταπεινωμένους. </p> + +<p>Κάλλιστα εννόει διατί η ατραπός εκείνη ήτο κατεσπαρμένη υπό ανθρωπίνων +οστέων. </p> + +<p>Οι σύντροφοι του παρετήρουν δεξιά και αριστερά έκπληκτοι, νομίζοντας ότι +διήρχοντο απέραντον νεκροταφείον, του οποίου τους τάφους ανέτρεψε +κατακλυσμός, αλλ' εβάδιζον σιωπηλώς.<br /> + <br /> +Εν τούτοις η κοίτη του ρυακίου εγίνετο βαθυτέρα και πλατυτέρα, συγχρόνως δε το +ρεύμα αυτού ήτο ολιγώτερον χειμαρρώδες. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ ήλπιζεν ότι μετ' ολίγον ήθελε καταστή πλωτόν ή ότι θα εχύνετο εις +άλλον τινά μεγαλύτερον ποταμόν, εισβάλλοντα εις τον Ατλαντικόν. </p> + +<p>Η μόνη λοιπόν απόφασις του νεαρού δοκίμου ήτο να ακολουθήση πάση θυσία +το ρεύμα εκείνο. </p> + +<p>Ώστε δεν εδίστασε να εγκαταλείψη την δίοδον εκείνην, όταν είδεν ότι αύτη, +ανερχομένη πλαγίως, απεμακρύνετο του ρυακίου. </p> + +<p>Η μικρά συνοδεία εισήλθεν εκ νέου εις το πυκνόν δάσος. </p> + +<p>Ώδευσε δε, τη βοηθεία του πελέκεως, διά μέσου των λιανών και των +αδιαξιτήτως περιπεπλεγμένων κληματίδων. </p> + +<p>Αλλ' εάν τα φυτά εκείνα έφραττον το έδαφος, δεν ήτο όμως το πυκνόν εκείνο +δάσος, όπερ εύρον κατά την είσοδον.<br /> + <br /> +Τα δένδρα εγίνοντο σπάνια. Μεγάλοι αστάχεις ινδοκαλάμων ωρθούντο μόνον +άνωθεν των χόρτων, άτινα ήσαν τόσω υψηλά, ώστε μήτε ο Ηρακλής ηδύνατο να τα +υπερβή κατά το ύψος. </p> + +<p>Η δίοδος της μικράς συνοδείας μόνον εκ της κινήσεως των στελεχών εκείνων +ηδύνατο να παρατηρηθή. </p> + +<p>Κατά την ημέραν εκείνην, περί την τρίτην ώραν μετά μεσημβρίαν, η φύσις του +εδάφους μετεβλήθη εντελώς. </p> + +<p>Ήσαν ευρείαι πεδιάδες αίτινες θα είχον καταπλημμυρισθή ολοτελώς κατά την +εποχήν των βροχών. </p> + +<p>Το έδαφος μάλλον ελώδες, εκαλύπτετο υπό πυκνών βρύων, εφ' ων υπερέκειντο +θελκτικώταται πτέριδες. Εάν εν τω μεταξύ συνήντων λοφίσκον τινά ξηρόν, αμέσως +παρετήρουν τον φαιόν αιματίτην, τελευταία λείψανα βεβαίως πλουσίου τινός +μεταλλικού στρώματος. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ ενθυμήθη τότε λίαν εγκαίρως, όσα είχεν αναγνώσει εν ταις +περιοδείαις του Λιβηγγστώνος. </p> + +<p>Πλέον ή άπαξ ο τολμηρός περιηγητής εκινδύνευσε να ταφή εις τα έλη εκείνα, +λίαν άπιστα εις τον πόδα. </p> + +<p> — Προσέχετε, φίλοι μου, είπε προπορευόμενος. Δοκιμάζετε το έδαφος, +πριν πατήσετε επ' αυτού.</p> + +<p> — Τωόντι, είπεν ο Τωμ, θα έλεγέ τις ότι αυτά τα χώματα εποτίσθησαν +από της βροχής και εν τούτοις δεν έβρεξε κατά τας τελευταίας ταύτας ημέρας. </p> + +<p> — Όχι απεκρίθη ο Βαρθολομαίος, αλλ' η καταιγίς δεν είναι μακράν. </p> + +<p> — Λόγος ισχυρότερος, απήντησεν ο Δικ Σανδ, να σπεύσωμεν να +υπερβώμεν το έλος τούτο πριν ή εκραγή. — Ηρακλή, λάβε πάλιν τον μικρόν Ζακ εις +τας αγκάλας σου. Βαρθολομαίε, Αυγουστίνε, μένετε πλησίον της κυρίας Βέλδων, +εις τρόπον ώστε να δυνηθήτε να την υποστηρίξετε εν ανάγκη. — Υμείς δε, κύριε +Βενέδικτε. Ε! τι κάμνετε, κύριε Βενέδικτε;</p> + +<p> — Πίπτω! απεκρίθη απλούστατα ο εξάδελφος Βενέδικτος, όστις εγένετο +άφαντος, ως εάν καταπακτή τις ηνεώχθη αιφνιδίως υπό τους πόδας του. </p> + +<p>Τωόντι ο δυστυχής εκείνος είχεν εμπέσει είς τινα χαράδραν και εβυθίσθη μέχρι +της μέσης εντός στερεού πηλού. </p> + +<p>Τω έτεινον τας χείρας, και ηγέρθη πλήρης ιλύος, αλλά λίαν ευχαριστημένος +διότι το πολύτιμον εντομολογικόν κιβώτιόν του δεν έπαθε τίποτε. </p> + +<p>Ο Ακτέων ετέθη πλησίον του, προσταχθείς να προλαμβάνη πάσαν νέαν πτώσιν +του απροσέκτου μύωπος. </p> + +<p>Άλλως τε ο εξάδελφος Βενέδικτος κακώς εξελέξατο την χαράδραν εκείνην, εν ή +κατεβυθίσθη. </p> + +<p>Ότε τον ανέσυρον εκ του βορβορώδους εκείνου εδάφους, πλήθος πομφολύγων +ανήλθον εις την επιφάνειαν, αίτινες διαρραγείσαι ανέδωσαν αέρια πνιγηράς +οσμής. </p> + +<p>Ο Λίβιγγστων όστις ενίοτε και μέχρι του στήθους εβυθίσθη εις τοιαύτην ιλύν, +παρέβαλε τας γαίας ταύτας προς σύνολον υπερμεγεθών σπόγγων πεπλασμένων εκ +γης μελαίνης και πορόδους, από των οποίων ανεπήδων άπειρα ρυάκεια, οσάκις ο +πους επάτει επ' αυτών. </p> + +<p>Αι δίοδοι εκείναι ήσαν πάντοτε επικίνδυνοι. </p> + +<p>Επί ήμισυ μίλιον ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού ηναγκάσθησαν να βαδίζωσιν επί +του σπογγώδους εκείνου εδάφους. </p> + +<p>Εγένετο μάλιστα τούτο τοσούτω κακόν, ώστε η κυρία Βέλδων εσταμάτησε, +καθότι εβυθίζετο μέχρι κνήμης εν τη χαράδρα. </p> + +<p>Ο Ηρακλής, ο Βαρθολομαίος και Αυγουστίνος, θελήσαντες να την απαλλάξωσι +από τον κόπον τοιαύτης δυσχερούς διαβάσεως της ελώδους εκείνης πεδιάδος, +κατεσκεύασαν φορείον εξ ινδοκαλάμων, επί του οποίου εκείνη συγκατετέθη να +αναβή. </p> + +<p>Ο Μικρός Ζακ ετέθη εις τας αγκάλας της και ήρχισαν πάλιν να διασχίζωσιν όσω +το δυνατόν ταχύτερον το λοιμώδες εκείνο έλος.<br /> + <br /> +Αι δυσχέρειαι υπήρξαν μεγάλαι. </p> + +<p>Ο Ακτέον εκράτει ισχυρώς τον εξάδελφον Βενέδικτον. </p> + +<p>Ο Τωμ εβοήθει την Ναν, ήτις άνευ αυτού πολλάκις θα εβυθίζετο είς τινα +ρωγμήν.</p> + +<p>Οι τρεις άλλοι μαύροι εβάσταζον το φορείον. </p> + +<p>Προπορευόμενος ο Δικ Σανδ εξήταζε το έδαφος. </p> + +<p>Η εκλογή της θέσεως, όπου έπρεπε να θέσωσι τον πόδα δεν εγίνετο ευκόλως. +</p> + +<p>Έπρεπε κατά προτίμησιν να βαδίζωσιν επί των οφρύων, τας οποίας εκάλυπτε +πυκνόν και σκληρόν χόρτον αλλά πολλάκις δεν ευρίσκετο σημείον στηρίγματος και +εβυθίζοντο μέχρι γόνατος εν τω βορβόρω. </p> + +<p>Τέλος, περί την πέμπτην ώραν της εσπέρας, υπερπηδηθέντος του έλους το +έδαφος επανέλαβεν αρκούσαν σκληρότητα, χάρις εις την αργιλώδη φύσιν του αλλ' +ησθάνετό τις υγρόν εις τα υποκάτωθεν. </p> + +<p>Προφανώς τα εδάφη εκείνα ήσαν χαμηλώτερα των γειτονικών αυτών ποταμών, +και το ύδωρ διέρεε διά των πόρων. </p> + +<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν, η θερμότης κατέστη υπερβολική. Θα ήτο μάλιστα +αφόρητος, εάν πυκνά θυελλώδη νέφη δεν παρενεβάλλοντο μεταξύ των φλογερών +ακτίνων και του εδάφους. </p> + +<p>Μακρυναί αστραπαί ήρχιζον να διασχίζωσι τα νέφη και υπόκωφοι βρονταί +εμυκώντο εις τα βάθη του ουρανού. Έμελλε να εκραγή τρομερά θύελλα. </p> + +<p>Οι τοιούτοι κατακλυσμοί είναι φοβεροί εις αφρικήν, βροχαί χειμαρρώδεις, +ανεμοστρόβιλοι εις ους και αυτά τα στερεότερα δεν δύνανται να ανθέξωσι, +κεραυνοί αλλεπάλληλοι, τοιαύτη η πάλη των στοιχείων υπό το πλάτος εκείνο. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ εγίνωσκε τούτο καλώς, και κατελήφθη υπό μεγίστης ανησυχίας. Δεν +ηδύναντο να διέλθωσι την νύκτα αστέγαστοι. </p> + +<p>Η πεδιάς ηδύνατο να κατακλυσθή και ουδέν μέρος εφαίνετο κατάλληλον να +χρησιμεύση ως καταφύγιον. </p> + +<p>Αλλά το καταφύγιον πού να το ζητήσωσιν εις το έρημον εκείνο άνευ δένδρων, +άνευ θάμνων, κοίλωμα;</p> + +<p>Και αυτά τα έγκατα του εδάφους δεν θα το έδιδαν. </p> + +<p>Εις δύο πόδας υπό την επιφάνειαν θα εύρισκον ύδωρ. </p> + +<p>Εντούτοις προς βορράν σειρά λόφων ουχί υψηλών εφαίνετο περιορίζουσα την +ελώδη πεδιάδα. </p> + +<p>Ωμοίαζεν ως το πλαίσιον της κοιλότητος του εδάφους</p> + +<p>Δένδρα τινά εφαίνοντο επί της τελευταίας τινός ζώνης μάλλον ανοιχτής, την +οποίαν τα νέφη εσχημάτιζον εις την γραμμήν του ορίζοντος. </p> +-2- +<p>Εκεί, εάν δεν ευρίσκετο εισέτι καταφύγιον, η μικρά συνοδεία δεν θα +εκινδύνευε τουλάχιστον να καταληφθή υπό της επερχομένης θυέλλης. </p> + +<p>Εκεί ήτο ίσως η σωτηρία πάντων. — Εμπρός, φίλοι μου, εμπρός! +επανελάμβανεν ο Δικ Σανδ. Τρία μίλια εισέτι, και θα ήμεθα εν πλειοτέρα ασφάλεια +ή εν τη πεδιάδι. </p> + +<p> — Εμπρός! εμπρός! ανέκραξεν ο Ηρακλής. Ο αγαθός μαύρος ήθελε να +λάβη όλους εις τας αγκάλας του και να τους φέρη αυτός μόνος. </p> + +<p>Αι λέξεις αύται ενεψύχουν τους θαρραλέους εκείνους ανθρώπους, και μεθ' +όλους τους καμάτους μιας ημέρας πορείας επροχώρουν ταχύτερον τότε ή κατά την +έναρξιν της οδοιπορείας. </p> + +<p>Όταν εξεράγη η θύελλα, το μέρος εις ο έπρεπε να φθάσωσιν ευρίσκετο εισέτι +δύο μίλια μακράν. Ευτυχώς η βροχή δεν συνώδευσε τας πρώτας αστραπάς, αίτινες +αντηλλάγησαν μεταξύ του εδάφους και των ηλεκτρικών νεφών. </p> + +<p>Η σκοτία τότε εγένετο σχεδόν τελεία, ει και ο ήλιος δεν εξηφανίσθη όπισθεν +του ορίζοντος. </p> + +<p>Αλλ' ο θόλος των ατμών εταπεινούτο ολίγον κατ' ολίγον, ως εάν ηπείλει να +καταρρεύση — κατάρρευσις ήτις έμελλε να διαλυθή εις βροχήν χειμαρρώδη.<br /> + <br /> +Αστραπαί, ερυθραί ή κυαναί, διέσχιζον αυτόν εις μύρια μέρη και περιέζωνον την +πεδιάδα δι' αδιεξιτήτου δικτύου πυρών. </p> + +<p>Εικοσάκις ο Δικ και οι μετ' αυτού εκινδύνευσαν να κεραυνοβοληθώσιν. </p> + +<p>Επί του οροπεδίου εκείνου του αδένδρου, εσχημάτιζον τα μόνα εξέχοντα +σημεία και ηδύναντο να ελκύσωσι τας ηλεκτρικάς βολάς. </p> + +<p>Ο Ζακ, αφυπνισθείς υπό των κρότων του κεραυνού, εκρύπτετο εις τας αγκάλας +του Ηρακλέους. </p> + +<p>Εφοβήθη μεν το πτωχόν παιδίον, αλλά δεν ήθελε να το αποδείξη εις την μητέρα +του διά να μη την λυπήση περισσότερον. </p> + +<p>Ο Ηρακλής, οδεύων μεγάλοις βήμασι, τον παρηγόρει όσον ηδύνατο. </p> + +<p> — Μη φοβείσθε, Ζακάκι, επανελάμβανεν. Εάν ο κεραυνός μας +πλησιάση, θα τον σπάσω εις δύο με την μίαν μόνον χείρα. Είμαι δυνατώτερος +αυτού. </p> + +<p>Και αληθώς, η δύναμις του γίγαντος καθησύχαζεν ολίγον τον μικρόν Ζακ. </p> + +<p>Εν τούτοις δεν θα εβράδυνε να πέση και τότε τα νέφη εκείνα συμπυκνούμενα +θα κατέρριπτον χειμάρρους. </p> + +<p>Τι θα εγίνοντο η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής, εάν δεν εύρισκον καταφύγιόν +τι;</p> + +<p>Ο Δικ Σανδ έστη προς στιγμήν πλησίον του γέροντος Θωμά. </p> + +<p> — Τι να πράξωμεν; είπε. </p> + +<p> — Να εξακολουθήσωμεν την πορείαν μας, κύριε Δικ, απήντησεν ο Τωμ. +Δεν ειμπορούμεν να μείνωμεν εις αυτήν την πεδιάδα, την οποίαν θα μεταβάλη μετ' +ολίγων εις βάλτον. </p> + +<p> — Όχι, Τωμ, όχι! αλλά καταφύγιον πού; ποίον; έστω και μία καλύβη! . . . +</p> + +<p>Ο Δικ Σανδ διέκοψε αποτόμως την φράσιν του. Αστραπή τις λευκοτέρα +εφώτισεν όλην την πεδιάδα. </p> + +<p> — Τι βλέπω εκεί, έν τέταρτον μιλίου μακράν; . . . ανέκραξεν ο Δικ Σανδ. +</p> + +<p> — Ναι, και εγώ είδον . . . . απεκρίθη ο γέρων Τωμ κινών την κεφαλήν. +</p> + +<p> — Δεν είναι στρατόπεδον;</p> + +<p> — Ναι, κύριε Δικ . . . θα είναι στρατόπαιδον ιθαγενών. </p> + +<p>Νέα αστραπή επέτρεψε να παρατηρήσωσι καθαρώτερον το στρατόπαιδον +εκείνο, όπερ κατείχε μέρος της απεράντου πεδιάδος. </p> + +<p>Εκεί πράγματι υψούτο εκατοντάς κωνικών σκηνών, συμμέτρως τεταγμένων και +εχουσών ύψος δώδεκα μέχρι δεκαπέντε ποδών. Άλλως τε δε ούτε είς στρατιώτης +εφαίνετο. </p> + +<p>Μήπως ήσαν κεκλεισμένοι υπό τας σκηνάς των, όπως αφήσωσι να παρέλθη η +θύελλα, ή μήπως το στρατόπεδον ήτο εγκαταλελειμένον;</p> + +<p>Εν τη πρώτη περιπτώσει ο Δικ Σανδ, οίαι δήποτε και αν ήσαν αι απειλαί του +ουρανού, έπρεπε να φύγη όσον τάχιστα· Εν τη δευτέρα εκεί θα ήτο ίσως το +ζητούμενον καταφύγιον. </p> + +<p> — Θα το μάθω, είπεν. </p> + +<p>Είτα, αποτεινόμενος προς τον γέροντα Τωμ·<br /> + <br /> + — Μείνετε, εδώ, προσέθηκε. Να μη με ακολουθήση κανείς. Θα υπάγω να +κατασκοπεύσω το στρατόπεδον εκείνο. </p> + +<p> — Αφήσατε να σας συνοδεύση είς εξ ημών, κύριε Δικ. </p> + +<p> — Όχι, Τωμ. Θα υπάγω μόνος. Ειμπορώ να πλησιάσω, χωρίς να φανώ. +Μείνετε. </p> + +<p> — Η μικρά συνοδεία, ης προεπορεύοντο ο Τωμ και ο Δικ Σανδ, έστη. Ο +νεαρός δόκιμος απεσπάσθη αμέσως και εγένετο άφαντος εν μέσω της σκοτίας, ήτις +ήτο βαθυτάτη, όταν αι αστραπαί δεν διέσχιζον τα νέφη.</p> + +<p>Μεγάλαι σταγόνες βροχής ήρχιζον ήδη να πίπτωσι. </p> + +<p> — Τι συμβαίνει; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων πλησιάσασα τον γέροντα +μαύρον. </p> + +<p> — Είδομεν ένα στρατόπεδον, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο Τωμ, έν +στρατόπεδον . . . ή ίσως χωρίον, και ο πλοίαρχός μας ηθέλησε να υπάγη να το +κατασκοπεύση, πριν μας φέρη εκεί. </p> + +<p>Η κυρία Βέλδων ηρκέσθη εις την απάντησιν εκείνην. </p> + +<p>Μετά τρία λεπτά, ο Δικ Σανδ επέστρεψεν. </p> + +<p> — Έλθετε! Έλθετε! έκραξε διά φωνής μαρτυρούσης όλην την +ευχαρίστησίν του. </p> + +<p> — Το στρατόπεδον είναι εγκαταλελειμένον; ηρώτησεν ο Τωμ. </p> + +<p> — Δεν είναι στρατόπεδον! απεκρίθη ο νεαρός δόκιμος, μήτε χωρίον! +είναι μυρμηκιαί. </p> + +<p> — Μυρμηκιαί! ανέκραξεν ο εξάδελφος Βενέδικτος, τον οποίον εξήγειρεν +η λέξις αύτη. </p> + +<p> — Ναι, κύριε Βενέδικτε, αλλά μυρμηκιαί υψηλαί δώδεκα πόδας +τουλάχιστον, και εις τας οποίας θα προσπαθήσωμεν να χωθώμεν. </p> + +<p> — Αλλά τότε απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος θα είναι μυρμηκιαί των +φιλοπολέμων ή των αδηφάγων τερμιτών! Μόνον τα ευφυή ταύτα έντομα εγείρουσι +τοιαύτα μνημεία, τα οποία θα ετίμων και τους περιφημοτέρους αρχιτέκτονας. </p> + +<p> — Είτε είναι είτε δεν είναι τερμίται, κύριε Βενέδικτε, απήντησεν ο Δικ +Σανδ, πρέπει να τους εκτοπίσωμεν και να καταλάβωμεν την θέσιν των. </p> + +<p> — Θα μας καταφάγωσι. Και θα έχωσι δίκαιον. </p> + +<p> — Δρόμον, δρόμον!</p> + +<p> — Περιμένετε δα! είπε πάλιν ο εξάδελφος Βενέδικτος. Ενόμιζον ότι αι +μυρμηκιαί αύται ευρίσκονται μόνον εις την Αφρικήν!</p> + +<p> — Εμπρός! έκραξε διά τελευταίαν φοράν ο Δικ Σανδ με είδος τι +αποτομότητος, τόσον εφοβείτο μήπως ήκουσεν η κυρία Βέλδων την υπό του +εντομολόγου προφερθείσαν τελευταίαν ταύτην λέξιν. </p> + +<p>Ηκολούθησαν τον Δικ Σανδ εν πάση σπουδή. Είχεν εγερθή μανιώδης άνεμος. +Παχείαι σταγόνες χιόνος έπιπτον επί του εδάφους. Μετ' ολίγας στιγμάς, η λαίλαψ +θα καθίστατο αφόρητος. </p> + +<p>Μετ' ολίγον έφθασαν εις ένα των εν τη πεδιάδι ορθουμένων εκείνων κώνων, +όσον δε και αν ήσαν απειλητικοί οι τερμίται, δεν έπρεπε να διστάσωσιν όπως +συμμεθέξωσι την κατοικίαν των, εάν δεν ήθελον δυνηθή να τους αποδιώξωσι.</p> + +<p>Εις το κάτω μέρος του κώνου, κατασκευασμένη εξ είδους τινος ερυθρωπής +αργίλου, ηνοίγετο στενωτάτη οπή, την οποίαν ο Ηρακλής επλάτυνεν εις ολίγας +στιγμάς διά της μαχαίρας του, ούτως ώστε να δύναται να διέλθη δι' αυτής +άνθρωπος ως αυτός. </p> + +<p>Προς μεγίστην έκπληξιν του εξαδέλφου Βενεδίκτου δεν ενεφανίσθη ούτε είς εκ +των χιλιάδων εκείνων των τερμιτών, οίτινες έπρεπε να κατέχωσι την μυρμηκιάν. Ο +κώνος λοιπόν ήτο εγκαταλελειμένος;</p> + +<p>Ευρυνθείσης της οπής, ο Δικ και οι μετ' αυτού εισήλθον εκεί και ο Ηρακλής +εξηφανίσθη τελευταίος, καθ' ήν στιγμήν η βροχή έπιπτε μετά τοσαύτης μανίας, +ώστε εφαίνετο σβύνουσα τας αστραπάς. </p> + +<p>Αλλά δεν εφοβούντο πλέον την καταιγίδα εκείνην. Ευτυχής συγκυρία είχε +προμηθεύσει εις την μικράν συνοδείαν το στερεόν εκείνο καταφύγιον, καλλίτερον +σκηνής, καλλίτερον καλύβης ιθαγενούς. </p> + +<p>Ήτο είς εκ των κώνων εκείνων οίτινες κατά την σύγκρισιν του υποπλοιάρχου +Καμερών, ένεκεν της υπό τοσούτω μικρών εντόμων κατασκευής αυτών, είναι +καταπληκτικότεροι των πυραμίδων της Αιγύπτου, οικοδομηθεισών υπό +ανθρωπίνων χειρών. </p> + +<p>«Είναι λέγει, ως εάν λαός τις έκτισε το όρος Έβερστ το υψηλότερον των +Ιμαλαΐων ορέων!»</p> + + + +<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'.</h3> + +<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΜΑΘΗΜΑ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΥΡΜΗΚΩΝ +ΕΝ ΜΥΡΜΗΚΩΝΙ</b></p> + +<p> +<br /> +Κατ' εκείνην την στιγμήν, η θύελλα εξερήγνυτο μετά βιαιότητος αγνώστου εις τα +εύκρατα πλάτη. </p> + +<p>Κατά θείαν πρόνοιαν ο Δικ Σανδ και μετ' αυτού εύρον το καταφύγιον εκείνο. +</p> + +<p>Τωόντι η βροχή δεν έπιπτε πλέον κατά σταγόνας διακεκριμένας, αλλά κατά +ρύακας ύδατος ποικίλου πάχους. </p> + +<p>Ενίοτε ήτο συμπαγής μάζα και ομοιάζουσα καταρράκτην, Νιαγάραν. </p> + +<p>Φαντασθήτε εναέριον δεξαμενήν, περιέχουσαν ολόκληρον θάλασσαν, και +ανατρεπομένην αιφνιδίως. </p> + +<p>Υπό τοιαύτας ροάς το έδαφος πλημμυρίζει, αι πεδιάδες μεταβάλλονται εις +λίμνας, οι ρύακες εις χειμάρρους, οι ποταμοί εκχειλίζουσι και καλύπτουσιν +ευρυτάτας εκτάσεις. </p> + +<p>Εναντίον του ό,τι συμβαίνει εις τας ευκράτους ζώνας ένθα αι θύελλαι δεν +έχουσι μεγάλην διάρκειαν, εν Αφρική, όσον ισχυραί και αν ήναι, διαρκούσιν +ημέρας ολοκλήρους.<br /> + <br /> +Πώς τόσος ηλεκτρισμός αποθηκεύεται εις τα νέφη; πώς τόσοι ατμοί συσωρεύονται; +είναι δύσκολον να το εξηγήση τις.<br /> + <br /> +Και όμως συμβαίνει και δύναταί τις να υποθέση ότι μετεφέρθη εις τας εκτάκτους +εποχάς της κατακλυσμιαίας περιόδου. Ευτυχώς ο μηρμηκών, πυκνότατος κατά τας +πλευράς ήτο εντελώς αδιαπέραστος. </p> + +<p>Καλύβη καστόρων, εκ πηλού καλώς κατεργασθείσα, δεν θα ήτο μάλλον +στεγανή. </p> + +<p>Χείμαρρος ηδύνατο να διέλθη υπεράνω αυτού, χωρίς ουδέ μία σταγών να +εισδύση διά των πόρων αυτού. </p> + +<p>Άμα ο Δικ και οι μετ' αυτού κατέλαβον τον κώνον, ησχολήθησαν να εξετάσωσι +την εσωτερικήν διασκευήν. Ήναψαν λυχνίαν και ο μυρμηκών εφωτίσθη επαρκώς. +</p> + +<p>Ο κώνος εκείνος είχε δώδεκα ποδών ύψος και ένδεκα πλάτος, εκτός του +ανωτέρου μέρους όπερ εστρογγυλούτο εν σχήματι κεφαλοσακχάρου.<br /> + <br /> +Πανταχού, το πάχος των πλευρών ήτο ενός ποδός περίπου, κενόν τι δε υπήρχε +μεταξύ των σειρών των κυψελών, αίτινες εκάλυπτον αυτάς. </p> + +<p>Αν και εκπλήττεται τις διά την κατασκευήν τοιούτων κτιρίων, οφειλομένων εις +τας βιομηχανικάς φάλαγγας εντόμων, ουχ' ήττον είναι αληθές ότι ευρίσκονται +συχνάκις εις τα ενδότερα της Αφρικής. </p> + +<p>Ολλανδός τις περιηγητής του παρελθόντος αιώνος, ο Σμήθμαν, ανήλθε μετά +τεσσάρων συντρόφων του εις την κορυφήν ενός τοιούτου κώνου. </p> + +<p>Εν τω Λουνδέ, ο Λίβιγγστων παρετήρησε πολλούς τοιούτους μυρμηκώνας, +εκτισμένους δι' ερυθράς αργίλου και έχοντες ύψος δεκαπέντε και είκοσι ποδών.<br +/> + <br /> +Ο υποπλοίαρχος Καμερών εξέλαβε πολλάκις ως στρατόπεδον τας συσσωρεύσεις +ταύτας των κώνων, αίτινες ωρθούντο εν τη πεδιάδι της Νυαγγβέ. </p> + +<p>Έστη μάλιστα ενώπιον αληθών οικοδομημάτων, ουχί είκοσι ποδών, αλλά +τεσσαράκοντα και πεντήκοντα, τεραστίων στρογγύλων κώνων κοσμουμένων διά +κωδωνίσκων ως ο θόλος καθεδρικού ναού, ως εκείνους τους οποίους κέκτηται η +μεσημβρινή Αφρική. </p> + +<p>Εις ποίον είδος μυρμήκων ωφείλετο η θαυμασία οικοδομή των μυρμηκώνων +τούτων;</p> + +<p> — Εις τον φιλοπόλεμον τερμίτην, είχεν αποκριθή αδιστάκτως ο +εξάδελφος Βενέδικτος, άμα αναγνωρίσας την φύσιν της ύλης εξ ης +κατεσκευάσθησαν. </p> + +<p>Και πράγματι, αι πλευραί ήσαν κατεσκευασμέναι εξ ερυθρωπής αργίλου. Εάν +ήσαν κατεσκευασμέναι εξ άλλης γης, θα απεδίδοντο εις τον «δηκτικόν τερμίτην» ή +τον «άγριον τερμίτην». </p> + +<p>Ως βλέπομεν τα έντομα ταύτα έχουσιν ονόματα ήκιστα ενθαρρυντικά, άτινα +μόνον εις σπουδαίον εντομολόγον, οίος ήτο ο εξάδελφος Βενέδικτος ηδύναντο να +αρέσκωσι.<br /> + <br /> +Το κεντρικόν μέρος του θόλου, εν τω οποίω κατ' αρχάς η μικρά συνοδεία εύρε +θέσιν και όπερ εσχημάτιζε το εσωτερικόν κενόν, δεν θα ήρκη να την περιλάβη· +αλλά ευρείαι κοιλότητες αλλεπάλληλοι εσχημάτιζον τοσαύτας καλύβας, εν ταις +οποίαις άνθρωπος μεσαίου αναστήματος ηδύνατο να συμμμαζευθή. </p> + +<p>Φαντασθήτε σειράν ερμαρίων ανοικτών, εις το βάθος δε των ερμαρίων +εκείνων, εκατομμύρια κοιλωμάτων κατειλημμένων υπό τερμιτών, και θα εννοήσετε +ευκόλως την εσωτερικήν διασκευήν του μυρμηκώνος. </p> + +<p>Εν συντόμω, τα ερμάρια εκείνα ήσαν επιτεθειμένα επαλλήλως ως αι κλίναι των +κοιτωνίσκων των πλοίων, και εις τα ανώτερα πλαίσια κατέφυγον η κυρία Βέλδων, ο +μικρός Ζακ, η Ναν και ο εξάδελφος Βενέδικτος.<br /> + <br /> +Εις το κατώτερον πάτωμα συνεσπειρώθησαν ο Αυγουστίνος, ο Βαρθολομαίος και ο +Ακτέων.<br /> + <br /> +Ο Δικ Σανδ, ο Τωμ και ο Ηρακλής έμειναν εις το κατώτερον μέρος του κώνου. </p> + +<p> — Φίλοι μου, είπε τότε προς τους δύο μαύρους ο νεαρός δόκιμος, το +έδαφος αρχίζει να υγραίνηται. Πρέπει λοιπόν να το επιχωματώσωμεν ρίπτοντες επ' +αυτού την άργιλον της βάσεως· αλλ' ας προσέξωμεν μη φράξωμεν την οπήν δι' ης +εισέρχεται ο εξωτερικός αήρ. Δεν πρέπει να κινδυνεύσωμεν να πνιγώμεν εντός του +μυρμηκώνος τούτου!</p> + +<p> — Μίαν μόνην νύκτα θα διέλθωμεν εδώ, απεκρίθη ο γέρων Τωμ. </p> + +<p> — Λοιπόν, ας προσπαθήσωμεν να αναπαυθώμεν ύστερον από τόσους +κόπους. Από δέκα ήδη ημερών, είναι η πρώτη φορά καθ' ήν δεν θα κοιμηθώμεν εις +το ύπαιθρον. </p> + +<p> — Από δέκα ημερών! επανέλαβεν ο Τωμ. </p> + +<p> — Άλλως τε δε, προσέθηκεν ο Δικ Σανδ, αφού ο κώνος ούτος σχηματίζει +στερεόν καταφύγιον, ίσως θα είναι καλόν να μείνωμεν είκοσι τέσσαρας ώρας. Κατά +το διάστημα τούτο, θα μεταβώ προς εξιχνίασιν του ρεύματος, όπερ ζητούμεν και το +οποίον δεν πρέπει να είναι μακράν. Νομίζω μάλιστα ότι, μέχρι της στιγμής καθ' ήν +θα κατασκευάσωμεν σχεδίαν, προτιμότερον είναι να μη εγκαταλίπωμεν το +καταφύγιον τούτο. Τοιουτοτρόπως θα αποφύγωμεν την καταιγίδα. Ας +σχηματίσωμεν λοιπόν έδαφος μάλλον ξηρόν. </p> + +<p>Αι διαταγαί του Δικ Σανδ εξετελέσθησαν αμέσως.</p> + +<p>Ο Ηρακλής εκρήμνισε διά του πελέκεως το πρώτον πάτωμα των κοιλοτήτων, +όπερ συνέκειτο εξ αργίλου ευθρύπτου. </p> + +<p>Τοιουτοτρόπως ανύψωσε κατά ένα ολόκληρον πόδα το εσωτερικόν μέρος του +ελώδους εδάφους επί του οποίου εβασίζετο ο μυρμηκών, και ο Δικ Σανδ +εβεβαιώθη ότι ο αήρ ηδύνατο να εισέρχηται ελευθέρως εις το εσωτερικόν του +κώνου διά της ανοικτής εις την βάσιν οπής . . </p> + +<p>Κατ' ευτυχή βεβαίως συγκυρίαν η μυρμηκιά εκείνη είχεν εγκαταλειφθή υπό των +τερμιτών, διότι εάν ευρίσκοντο εκεί χιλιάδες τινές εκ των μυρμήκων τούτων θα ήτο +ακατοίκητος. </p> + +<p>Αλλ' είχεν άραγε εκκενωθή προ πολλού, ή τα αδηφάγα εκείνα νευρόπτερα προ +ολίγου εγκατέλιπον αυτήν; Δεν ήτο περιττή η ερώτησις αύτη. </p> + +<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος εποίησε πρώτος την σκέψιν ταύτην, τοσούτον +εξεπλάγη διά την εγκατάλειψιν ταύτην, και επείσθη μετ' ολίγον ότι η +μετατανάστευσις ήτο πρόσφατος. </p> + +<p>Και πράγματι δεν εβράδυνε να κατέλθη εις το κατώτερον μέρος του κώνου, και +εκεί, φωτιζόμενος υπό της λυχνίας ήρχισε να ανιχνεύη τας μυστικωτέρας γωνίας +της μυρμηκιάς. </p> + +<p>Τοιουτοτρόπως ανεκάλυψεν ό,τι ωνόμασε «γενικήν αποθήκην» των τερμιτών, +ήτοι το μέρος όπου τα βιομήχανα ταύτα έντομα εναποθήκευον τας προμηθείας της +αποικίας. </p> + +<p>Ήτο κοιλότης κατεσκευασμένη εις την πλευράν της βασιλικής κυψέλης, την +οποίαν η εργασία του Ηρακλέους είχε καταστρέψει συγχρόνως μετά των κυψελών +των προωρισμένων διά τας νεαράς νύμφας. </p> + +<p>Εν τη αποθήκη εκείνη ο εξάδελφος Βενέδικτος συνέλεξε ποσότητά τινα +τμημάτων κόμμεως και φυτικών χυμών μόλις στερεοποιθέντων, — όπερ +απεδείκνυεν ότι οι τερμίται νεωστί είχον μεταφέρει ταύτα έξωθεν.<br /> + <br /> + — Λοιπόν όχι! ωσεί απεκρίνετο εις αντίρησίν τινα γενομένην αυτώ. Όχι! ο +μυρμηκών ούτος δεν εγκατελείφθη προ πολλού!</p> + +<p> — Τις σας λέγει το εναντίον, κύριε Βενέδικτε; είπεν ο Δικ Σανδ. +Προσφάτως ή όχι, το σπουδαίον δι' ημάς είναι ότι οι τερμίται τον εγκατέλιπον, +επειδή ημείς έπρεπε να λάβωμεν, την θέσιν των. </p> + +<p> — Το σπουδαίον απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος, θα είναι να +μάθωμεν διά τίνας λόγους τον εγκατέλιπον. Χθες, σήμερον την πρωίαν μάλιστα, τα +ευφυή ταύτα νευρόπτερα κατώκουν έτι εδώ, επειδή υπάρχουσι ρευστοί χυμοί, και +αυτήν την εσπέραν . . . </p> + +<p>Αλλά τι θέλετε να συμπεράνητε, κύριε Βενέδικτε; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ. </p> + +<p> — Ότι κρυφίον τι προαίσθημα τα παρεκίνησε να εγκαταλείψωσι τον +μυρμηκώνα. </p> + +<p>Ου μόνον ουδείς των τερμιτών έμεινεν εν ταις κυψέλαις, αλλ' εφρόντισαν να +απαγάγωσι και τας νεαράς νύμφας εκ των οποίων ούτε μίαν δύναμαι να εύρω! +Λοιπόν, επαναλαμβάνω ότι πάντα ταύτα δεν εγένοντο άνευ αιτίας και ότι τα +προνοητικά ταύτα έντομα προέβλεπον κίνδυνόν τινα προσεγγίζοντα.<br /> + <br /> + — Προέβλεπον ότι εμέλλομεν να καταλάβωμεν την κατοικίαν των, απεκρίθη +ο Ηρακλής γελών. </p> + +<p> — Αληθώς! απήντησεν ο εξάδελφος Βενέδικτος όστις εσκανδαλίσθη +προδήλως εκ της αποκρίσεως ταύτης του αγαθού μαύρου. Νομίζετε λοιπόν όσον +και αν ήσθε ισχυρός, δύνασθε να ήσθε επικίνδυνος εις τα θαρραλέα ταύτα έντομα; +Ολίγαι χιλιάδες εξ αυτών των νευροπτέρων ταχέως θα σας μετέβαλλον εις +σκελετόν, εάν σας εύρισκον νεκρόν κατά την πορείαν των. </p> + +<p> — Νεκρόν, βεβαίως! απεκρίθη ο Ηρακλής, όστις δεν ήθελε να ενδώση· +αλλ' εάν ήμαι ζωντανός θα κατασυντρίψω πάμπολλα. </p> + +<p> — Θα κατασυντρίψετε εκατόν χιλιάδας, πεντακοσίας χιλιάδας, έν +εκατομμύριον! απήντησεν ο εξάδελφος Βενέδικτος εξαπτόμενος, αλλ' όχι χίλια +εκατομμύρια, και χίλια εκατομμύρια θα σας κατεβρόχθιζον, ζώντα ή νεκρόν, μέχρι +και του τελευταίου τεμαχίου. </p> + +<p>Διαρκούσης της συζητήσεως ταύτης, ήτις ήτο ολιγότερον ματαία παρ' όσον +ηδύνατό τις να υποθέση ο Δικ Σανδ εσκέπτετο επί της παρατηρήσεως του +εξαδέλφου Βενεδίκτου. Ουδεμία αμφιβολία ότι ο επιστήμων εγίνωσκε καλώς τα +ήθη των τερμιτών και δεν ηδύνατο ν' απατηθή· Αφού εβεβαίου ότι μυστικόν τι +προαίσθημα τους ειδοποίησε να εγκαταλίπωσι προσφάτως τον μυρμηκώνα, +σημαίνει ότι αληθώς διέτρεχον κίνδυνον εάν έμενον. </p> + +<p>Εν τούτοις, επειδή δεν ηδύνατο πλέον να γίνη λόγος περί εγκαταλείψεως του +καταφυγίου εκείνου, καθ' ήν στιγμήν η καταιγίς εξερρήγνυτο μετ' απιστεύτου +εντάσεως, ο Δικ Σανδ δεν εζήτησε πλατυτέραν εξήγησιν περί του ανεξηγήτου κατ' +αυτόν φαινομένου εκείνου, και ηρκέσθη να είπη.<br /> + <br /> + — Λοιπόν, κύριε Βενέδικτε, εάν οι τερμίται άφησαν εις τον μυρμηκώνα +τούτον τας προμηθείας των, μη λησμονώμεν ότι εφέραμεν τας ημετέρας και ας +δειπνήσωμεν. Αύριον, αφού παύση η καταιγίς, θα σκεφθώμεν περί του πρακτέου. +</p> + +<p>Ησχολήθησαν τότε να προετοιμάσωσι το εσπερινόν δείπνον, καθότι όσον μέγας +και αν υπήρξεν ο κόπος, δεν ηδυνήθη ν' αλλοιώση την όρεξιν των ισχυρών εκείνων +περιπατητών. </p> + +<p>Απ' εναντίας και αύται αι κονσέρβαι, αίτινες έπρεπε να επαρκέσωσι επί δύο έτι +ημέρας, εγένοντο ευπρόσδεκτοι.<br /> + <br /> +Τα δίπυρα δεν είχον προσβληθή υπό της υγρασίας και επί τινας στιγμάς ηκούοντο +τρίζοντα υπό τους στερεούς οδόντας του Δικ Σανδ και των μετ' αυτού. Εις τας +σιαγόνας του Ηρακλέους ήτο ως σίτος υπό τον μύλον του μυλωθρού.<br /> + <br /> +Δεν εθλώντο, συνετρίβοντο. </p> + +<p>Μόνη η Κυρία Βέλδων ολίγον έφαγε, και τούτο διότι πολύ την παρεκάλεσεν ο +Δικ Σανδ. </p> + +<p>Τω εφαίνετο ότι η γενναία εκείνη γυνή ήτο μάλλον περίφροντις, μάλλον +κατηφής παρ' όσον ήτο μέχρι τότε. </p> + +<p>Εν τούτοις ο μικρός της Ζακ υπέφερεν ολιγώτερον, ο πυρετός δεν επανελήφθη· +και την στιγμήν εκείνην αναπαύετο υπό τα βλέμματα της μητρός του έν τινι +κοιλώματι καλώς περιφραγμένω δι' ενδυμάτων. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ δεν ήξευρε τι να υποθέση. </p> + +<p>Περιττόν να είπωμεν ότι ο εξάδελφος Βενέδικτος ετίμησε το γεύμα· ουχί διότι +απέδιδε προσοχήν τινα εις την ποιότητα ή την ποσότητα των εδωδίμων άτινα +κατεβρόχθιζεν, αλλά διότι εύρεν ευνοϊκήν την περίστασιν να δώση εντομολογικόν +μάθημα περί των τερμιτών. </p> + +<p>Α! εάν ηδύνατο να εύρη ένα τερμίτην, ένα μόνον εν τη εγκαταλειφθείση +μυρμηκιά! Αλλ' ουδέν!</p> + +<p> — Τα θαυμαστά ταύτα έντομα, είπε χωρίς να τον μέλη εάν τον ήκουον, +ανήκουσιν εις την θαυμασίαν τάξιν των νευροπτέρων, των οποίων τα κεράτια είναι +μακρότερα της κεφαλής, τα ακροχείλια λίαν ευδιάκριτα, τα κάτω πτερύγια κατά το +πλοίστον του χρόνου ίσια των άνω. Πέντε φυλαί συκγροτούσι την τάξιν ταύτην! τα +Πανόμερα, οι Μυρμηκολέοντες, τα Ημερόβια, τα Τερμιτίνια και τα Μαργαριτίδια. +Περιττόν να προσθέσω ότι τα έντομα των οποίων, απρεπώς ίσως κατέχομεν την +κατοικίαν, είναι Τερμιτίνια.<br /> + <br /> +Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Δικ Σανδ ηκροάτο λίαν προσεκτικώς τον εξάδελφον +Βενέδικτον. </p> + +<p>Μήπως η συνάντησι των τερμιτών εκείνων εξήγειρεν εν αυτώ την σκέψιν ότι +ευρίσκετο ίσως επί της αφρικανικής ηπείρου, χωρίς να γινώσκη ποία ειμαρμένη τον +έρριψεν εκεί;</p> + +<p>Ο νεαρός δόκιμος ησθάνετο μεγάλην αγωνίαν να εξακριβώση το πράγμα. </p> + +<p>Ο επιστήμων, παρασυρόμενος υπό του ευνοουμένου του θέματος, +εξηκολούθησεν ευφραδέστερον.</p> + +<p>«Τα τερμιτίνια λοιπόν ταύτα, είπε, χαρακτηρίζονται εκ των τεσσάρων άρθρων +εις τους ταρσούς, των κερατοειδών ακροχειλίων και εκ της συμαντικής αυτών +ρώμης. Υπάρχει το γένος «μαντίσπαι», το γένος «ραφιδίαι», το γένος «τερμίται» +γνωστοί πολλάκις υπό το όνομα λευκοί μύρμηκες, εν τω οποίω περιλαμβάνεται ο +απαίσιος τερμίτης, ο κιτρινοθώραξ τερμίτης, ο φυξίφωτος τερμίτης, ο δηκτικός, ο +καταστρεπτικός. </p> + +<p> — Αυτοί δε οι οποίοι έκτισαν τον μυρμηκώνα τούτον; ηρώτησεν ο Δικ +Σανδ. </p> + +<p> — Είναι φιλοπόλεμοι! απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος, όστις +επρόφερε το όνομα τούτο ως εάν επρόφερε το όνομα των Μακεδόνων ή άλλου +τινός αρχαίου λαού γενναίου εν πολέμω. Ναι φιλοπόλεμοι και παντός +αναστήματος! Μεταξύ του Ηρακλέους και ενός νάνου η διαφορά θα ήτο μικροτέρα +ή μεταξύ του μεγαλειτέρου και του μικροτέρου των εντόμων τούτων.<br /> + <br /> +Εάν υπάρχωσι μεταξύ αυτών εργάται μακροί πέντε χιλιοστομέτρων, στρατιώται +δέκα χιλιοστομέτρων, άρρενα και θύλεα είκοσι χιλιοστομέτρων, υπάρχει όμως και +άλλο είδος περιεργότατον, οι σιραφρύ, οίτινες έχουσιν μήκος ημίσεως δακτύλου, +λαβίδας αντί ακροχειλίων και κεφαλήν παχυτέραν του σώματός των ως καρχαρίαι· +αυτοί είναι οι καρχαρίαι των εντόμων και εν περιπτώσει συμπλοκής των σιραφού +μεθ' ενός καρχαρίου, στοιχηματίζω υπέρ των σιραφού.<br /> + <br /> + — Και πού παρατηρούνται συνηθέστερον οι σιραφού; ηρώτησεν τότε ο Δικ +Σανδ. </p> + +<p> — Εις την Αφρικήν, απήντησεν ο εξάδελφος Βενέδικτος, εις τας +κεντρικάς και μεσημβρινάς επαρχίας. Η Αφρική εξαιρετικώς είναι η χώρα των +μυρμήκων. Πρέπει να αναγνώσετε τι λέγει ο Λίβιγγστων εις τας τελευταίας +σημειώσεις τας γραφείσας υπό του Στάνλεϋ. Ευτυχέστερος εμού, ο δόκτωρ +ηδυνήθη να παρευρεθή εις ομηρικήν τινα μάχην συγκροτηθείσαν μεταξύ στρατού +μαύρων μυρμήκων και στρατού ερυθρών μυρμήκων. Οι τελευταίοι, οίτινες +καλούνται «οδηγοί», υπό δε των ιθαγενών καλούνται σιραφού, ανεδείχθησαν +νικηταί. Οι άλλοι οι «τσουγγού» παραλαβόντες τα ωά των και τα μικρά των, +ετράπησαν εις φυγήν, αφού όμως υπερήσπισαν εαυτούς γενναίως.<br /> + <br /> +»Ουδέποτε, λέγει ο Λίβιγγστων, ουδέποτε η πολεμική ορμή ανεπτύχθη +περισσότερον εις τους ανθρώπους ή τα κτήνη. Διά των σκληρών ακροχειλέων των, +άτινα αποσπώσι το τεμάχιον, ούτοι οι σιραφού αναγκάζουσι και αυτόν τον +γενναιότερον άνδρα να οπισθοχωρήση. Και αυτά τα μεγαλείτερα ζώα, λέοντες, +ελέφαντες φεύγουσιν απ' έμπροσθεν αυτών. </p> + +<p>»Ουδέν εμποδίζει αυτούς, μήτε δένδρα εις τα οποία ανέρχονται επί της +κορυφής, μήτε ρύακες τους οποίους διέρχονται σχηματίζοντες εναέριον γέφυραν +διά των σωμάτων των συνδεδεμένα προς άλληλα. Και ποίον πλήθος, +αμέτρητον!</p> + +<p>Έτερος περιηγητής, ο Δουχαλιού, είδε παρελαύνουσαν επί δώδεκα ώρας +στήλην τοιούτων μυρμήκων, οίτινες εν τούτοις δεν εβραδυπόρουν. Διατί άλλως τε +να εκπληττώμεθα εις την θέαν τόσων μυριάδων! Η γονιμότης των εντόμων είναι +καταπληκτική, και διά να επανέλθωμεν εις τους φιλοπολέμους ημών τερμίτας, +εβεβαιώθη ότι μία θήλεια, τίκτει καθ' εκάστην εξήκοντα χιλιάδας περίπου ωά! +Τοιουτοτρόπως τα νευρόπτερα ταύτα παρέχουσιν εις τους ιθαγενείς τροφήν +εύχυμον. Ουδέν εκλεκτότερον, φίλοι μου, ουδέν εκλεκτότερον, εν τω κόσμω ή +οπτοί μύρμηκες. </p> + +<p> — Εφάγετε τοιούτους, κύριε Βενέδικτε; ηρώτησεν ο Ηρακλής. </p> + +<p> — Ποτέ, απήντησεν ο σοφός καθηγητής, αλλά θα φάγω. </p> + +<p> — Πού;</p> + +<p> — Εδώ.<br /> + <br /> +Εδώ δεν είμεθα εις την Αφρικήν! είπεν ζωηρώς ο Τωμ. </p> + +<p> — Όχι . . . όχι . . . απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος, και εν τούτοις μέχρι +τούδε, οι φιλοπόλεμοι ούτοι τερμίται και τα χωρία των μυρμηκώνων +παρετηρήθησαν μόνον επί της Αφρικανικής ηπείρου. Α! τοιούτοι είναι οι +περιηγηταί! Δεν ηξεύρουσι να βλέπωσι. Τόσον το καλλίτερον, ύστερον από όλα! +Ανεκάλυψα ήδη έν «τσετσέ» εν Αμερική. Εις την δόξαν ταύτην προσθέτω και +εκείνην ότι εύρον φιλοπολέμους τερμίτας επί της αυτής ηπείρου. Ποία ύλη δι' +υπόμνημα, όπερ θα προξενήση εντύπωσιν εις την επιστημονικήν Ευρώπην, και +ίσως δημοσιευθή εν βιβλίω μετά εικόνων και χαλκογραφιών εκτός του κειμένου. +</p> + +<p>Ήτο πρόδηλος ότι η αλήθεια δεν είχεν αποκαλυφθή εν τω πνεύματι του +εξαδέλφου Βενεδίκτου. </p> + +<p>Ο δυστυχής εντομολόγος και πάντες αυτού οι σύντροφοι, πλην του Δικ Σανδ και +του Τωμ, επίστευον και ώφειλον να πιστεύωσιν ότι ήσαν εκεί όπου δε ήσαν. </p> + +<p>Εχρειάζοντο άλλα περιστατικά, άλλα γεγονότα σπουδαιότερα των +επιστημονικών περιέργων, όπως εξέλθωσι της απάτης. </p> + +<p>Ήτο τότε ενάτη της εσπέρας. </p> + +<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος είχεν ομιλήσει πολύ. </p> + +<p>Εννόησεν άρα γε ότι οι ακροαταί του, στηρίζοντες τα νώτα επί των κοιλοτήτων, +είχον αποκοιμηθή ολίγον κατ' ολίγον διαρκούντος του εντομολογικού του +μαθήματος; Όχι βεβαίως. Παρέδιδε δι' εαυτόν. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ δεν τον διέκοπτε πλέον και έμενεν ακίνητος ει και δεν εκοιμάτο. +</p> + +<p>Ο Ηρακλής αντέσχε πλειότερον των άλλων αλλ' επί τέλους ο κόπος τω έκλεισε +τους οφθαλμούς και μετά των οφθαλμών τα ώτα. </p> + +<p>Επί τινα χρόνον έτι ο εξάδελφος Βενέδικτος εξηκολούθησεν ομιλών. </p> + +<p>Αλλ' ο ύπνος τέλος τον κατέβαλε και ανέβη εις την ανωτέραν κοιλότητα του +κώνου, την οποίαν είχεν ήδη εκλέξει ως κατοικίαν. </p> + +<p>Βαθεία σιωπή επεκράτησε τότε εντός του μυρμηκώνος, ενώ η καταιγίς επλήρου +το διάστημα κρότων και πυρών. </p> + +<p>Ουδέν εφαίνετο εμφαίνον ότι ο κατακλυσμός επλησίαζε να παύση. </p> + +<p>Η λυχνία είχε σβεσθή.<br /> + <br /> +Το εσωτερικόν του κώνου ήτο βεβυθισμένον εις εντελές σκότος. </p> + +<p>Όλοι βεβαίως εκοιμώντο. Μόνος ο Δικ Σανδ δεν εζήτει εν τω ύπνω την τοσούτω +αναγκαίαν εις αυτόν ανάπαυσιν. </p> + +<p>Αι σκέψεις τον εβασάνιζον.<br /> + <br /> +Εσκέπτετο τους συντρόφους του, τους οποίους πάση θυσία ήθελε να σώση. Το +ναυάγιον του «Πίλγριμ» δεν έθεσε τέρμα εις τας σκληράς δοκιμασίας, πολλαί άλλαι +τρομερότεραι τους ηπείλουν, εάν περιεπίπτον εις τας χείρας των ιθαγενών.<br /> + <br /> +Και πώς να αποφύγωσι τον κίνδυνον τούτον τον χείριστον πάντων κατά την +επάνοδον εκείνην εις την παραλίαν; Προδήλως ο Χάρρης και ο Νεγορός δεν τους +έφερον εκατόν μίλια εις το εσωτερικόν της Αγγόλας άνευ μυστικού σκοπού να τους +συλλάβωσιν. Αλλά τι άρα γε εμελέτα ο άθλιος εκείνος Πορτογάλλος; Ποίον +απέβλεπε το μίσος του; Ο νεαρός δόκιμος ενθυμείτο ότι αυτός μόνος είχε +προκαλέσει το μίσος τούτο, και τότε ανεκεφαλαίου όλα τα κατά τον διάπλουν +συμβάντα, την συνάντησιν του ναυαγίου και των μαύρων, την καταδίωξιν της +φαλαίνης, την εξαφάνισιν του πλοιάρχου Χουλ και του πληρώματος αυτού.<br /> + <br /> +Ο Δικ Σανδ, δεκαπενταετής έτι τότε, ανέλαβε την διοίκησιν πλοίου, ου η πυξίς και +το δρομόμετρον έμελλον μετ' ολίγον να καταστραφώσιν υπό της κακούργου χειρός +του Νεγορού. </p> + +<p>Ανεπόλει ότι εφέρθη αυθεντικώς απέναντι του αυθάδους μαγείρου, απειλήσας +αυτόν ότι θα τον έστελλεν εις τα δεσμά ή θα τω έθραυε την κεφαλήν διά +περιστρόφου. </p> + +<p>Α! διατί η χειρ του εδίστασε. Το πτώμα του Νεγορού θα ερρίπτετο εις την +θάλασσαν και θα απεφεύγοντο τόσαι καταστροφαί. </p> + +<p>Τοιούτο ήτο το ρεύμα των σκέψεως του νεαρού δοκίμου. </p> + +<p>Είτα διεκόπτετο προς στιγμήν επί του ναυαγίου, όπερ υπήρξε το τέλος του +διάπλου του «Πίλγριμ». </p> + +<p>Ο προδότης Χάρρης ενεφανίζετο τότε, και η επαρχία εκείνη της μεσημβρινής +Αμερικής μετεμορφούτο μικρόν κατά μικρόν. </p> + +<p>Η Βολιβία εγένετο η τρομερά Αγγόλα, μετά του πυρετώδους αυτής κλίματος, +των αγρίων θηρίων, των έτι μάλλον θηριωδών ιθαγενών. </p> + +<p>Η μικρά στρατιά θα ηδύνατο άρα γε να αποφύγη ταύτα κατά την εις τα παράλια +επιστροφήν της;</p> + +<p>Ο ποταμός εκείνος τον οποίον ο Δικ Σανδ ανεζήτει, τον οποίον ήλπιζε να +συναντήση, θα τους έφερεν άρα γε εις την παραλίαν μετά πλειοτέρας ασφαλείας, +μετ' ολιγωτέρων κόπων;</p> + +<p>Δεν ήθελε ν' αμφιβάλλη περί τούτου, καθότι εγίνωσκε καλώς ότι οδοιπορία +εκατόν μιλίων διά της αφιλοξένου εκείνης χώρας, εν μέσω αδιακόπων κινδύνων, +δεν ήτο πλέον δυνατή.<br /> + <br /> + — Ευτυχώς, εσκέπτετο, η κυρία Βέλδων, και όλοι αγνοούσι την +σπουδαιότητα της θέσεως. Ο γέρων Τωμ και εγώ, είμεθα οι μόνοι, οίτινες +ηξεύρομεν ότι ο Νεγορός μας έρριψεν εις την ακτήν της Αφρικής, και ότι ο Χάρρης +μας παρέσυρεν εις τα βάθη της Αγγόλας. </p> + +<p>Ταύτα εσκέπτετο ο Δικ Σανδ, ότε ησθάνθη ωσεί πνοήν διερχομένην επί του +μετώπου του. Χειρ τις εστηρίχθη επί του ώμου του, και φωνή συγκεκινημένη +εψιθύρισεν εις το ους του:</p> + +<p> — Ηξεύρω τα πάντα, πτωχέ μου Δικ, αλλ' ο Θεός δύναται ακόμη να μας +σώση. Γενηθήτω το θέλημά του!</p> + + + +<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ'.</h3> + +<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΚΑΤΑΔΥΤΙΚΟΣ ΚΩΔΩΝ</b></p> + +<p> +<br /> +Εις την απροσδόκητον ταύτην αποκάλυψιν, ο Δικ Σανδ δεν ηδυνήθη να αποκριθή +τι. Η κυρία Βέλδων άλλως τε επανήλθεν αμέσως εις την θέσιν της πλησίον του +μικρού Ζακ. Προφανώς δεν ήθελε να είπη περισσότερα, και ο νεαρός δόκιμος δεν +θα είχε το θάρρος να την κρατήση. </p> + +<p>Ούτω λοιπόν η κυρία Βέλδων ήτο εν γνώσει των συμβαινόντων. Τα διάφορα +γεγονότα της οδοιπορίας είχον διαφωτίσει και αυτήν, και ίσως η λέξις «Αφρική!» η +τοσούτον αφρόνως προφερθείσα την προτεραίαν υπό του εξαδέλφου Βενεδίκτου. +</p> + +<p> — Η κυρία Βέλδων ηξεύρει τα πάντα, έλεγε καθ' εαυτόν ο Δικ Σανδ. +Λοιπόν, πολύ προτιμότερον τούτο. Η γενναία γυνή δεν απελπίζεται. Ούτε εγώ δεν +θα απελπισθώ. </p> + +<p>Μετά πολλής λοιπόν ανυπομονησίας περιέμενε να εξημερώση, ίνα δυνηθή να +εξερευνήση τα περίχωρα του χωρίου εκείνου των τερμιτών. </p> + +<p>Ποταμός εκβάλλων εις τον Ατλαντικόν και ταχύ τι ρεύμα αυτού, ιδού τι +απητείτο να εύρη, όπως μεταφέρη την μικράν συνοδείαν, και είχον ωσεί +προαίσθημά τι ότι ο ρύαξ εκείνος δεν θα ήτο μακράν. </p> + +<p>Ό,τι απητείτο προ πάντων ήτο ν' αποφύγη την συνάντησιν των ιθαγενών, ίσως +ορμησάντων ήδη επί την καταδίωξιν αυτών υπό την οδηγίαν του Χάρρη και του +Νεγορού. </p> + +<p>Αλλ' η ημέρα δεν ήρχετο εισέτι. Ουδεμία φαύσις διεισέδυε διά του κατωτέρου +στομίου εντός του κώνου. Βρονταί, τας οποίας το πάχος των τοίχων καθίστα +υποκώφους, εμαρτύρουν ότι η θύελλα δεν κατηυνάζετο. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ, προσηλώσας το ους, ήκουεν ωσαύτως την βροχήν πίπτουσαν +βιαίως εις την βάσιν του μυρμηκώνος, και επειδή αι πλατείαι σταγόνες δεν +εκτύπων πλέον έδαφος στερεόν, ώφειλε να συμπεράνη ότι όλη η πεδιάς +κατεκλύσθη. </p> + +<p>Θα ήτο ενδεκάτη ώρα περίπου. Ο Δικ Σανδ ησθάνθη τότε ότι είδος τι νάρκης, αν +όχι αληθής ύπνος, έμελλε να τον αποκοιμίση. </p> + +<p>Όπως δήποτε θα ήτο τούτο μικρά ανάπαυσις. Αλλά καθ' ήν στιγμήν έμελλε να +ενδόση, σκέψις τω επήλθεν ότι διά της επισωρεύσεως της εμπεποτισμένης +αργίλου, το κατώτερον άνοιγμα εκινδύνευε να φραχθή. Τότε πάσα δίοδος του +εξωτερικού αέρος θα εκωλύετο, η δε αναπνοή των εν τω εσωτερικώ δέκα ατόμων +έμελλε να τον μολύνη πληρούσα αυτόν ανθρακικού οξέως. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ ωλίσθησε λοιπόν μέχρι του εδάφους, όπερ είχεν ανυψωθή μέχρι της +αργίλου του πρώτου πατώματος των κοιλωμάτων. </p> + +<p>Το στρώμα εκείνο ήτο έτι εντελώς ξηρόν, το δε στόμιον καθ' ολοκληρίαν +ανοικτόν. </p> + +<p>Ο αήρ εισέδυσεν ελευθέρως εντός του κώνου, και μετ' αυτού λάμψεις τινές των +εξαστράψεων και αι ζωηραί αντηχήσεις της καταιγίδος εκείνης, ην κατακλυσμιαία +βροχή δεν ηδύνατο να καταπαύση.<br /> + <br /> +Ο Δικ Σανδ είδεν ότι τα πάντα είχον καλώς. Ουδείς άμεσος κίνδυνος ηπείλει τους +ανθρωπίνους εκείνους τερμίτας, οίτινες είχον υποκαταστήσει την αποικίαν των +νευροπτέρων. </p> + +<p>Εσκέφθη λοιπόν ο νεαρός δόκιμος ν' ανακτήση δυνάμεις μετά τινων ωρών +ύπνον, αφού υφίστατο ήδη την επιρροήν αυτού. </p> + +<p>Αλλά προς μεγαλειτέραν προφύλαξιν κατεκλίθη επί του αργιλώδους +επιστρώματος, εις την βάσιν του κώνου, πλησίον του στενού ανοίγματος. </p> + +<p>Τοιουτοτρόπως ουδέν ηδύνατο να συμβή εις τα εκτός χωρίς να το αισθανθή +πρώτος αυτός. </p> + +<p>Η ανατολή της ημέρας θα τον αφύπνιζεν επίσης, και θα ηδύνατο να αρχίση την +εξερεύνησιν της πεδιάδος.<br /> + <br /> +Ο Δικ Σανδ κατεκλίθη λοιπόν, την κεφαλήν ακουμβήσας επί του τοίχου, κρατών εις +την χείρα το πυροβόλον, και σχεδόν αμέσως απεκοιμήθη. </p> + +<p>Πόσον διήρκεσεν η κάρωσις εκείνη δεν ηδύνατο να εννοήση, αλλ' αίφνης +αφυπνίσθη αισθανθείς ζωηράν δρόσον. </p> + +<p>Ανηγέρθη και είδεν μετά μεγίστης ανησυχίας ότι το ύδωρ επλημμύρει τον +μυρμηκώνα, και τόσον μάλιστα ταχέως, ώστε εντός ολίγων δευτερολέπτων +έφθασεν εις το πάτωμα των κοιλοτήτων, όπερ κατείχον ο Τωμ και ο Ηρακλής. </p> + +<p>Ούτοι, αφυπνισθέντες υπό του Δικ Σανδ, έμαθον την νέαν εκείνην περιπλοκήν. +</p> + +<p>Ο φανός αναφθείς εφώτισεν αμέσως το εσωτερικόν του κώνου. </p> + +<p>Το ύδωρ είχε σταματήσει εις πέντε περίπου ποδών ύψος και έμεινε στάσιμον. +</p> + +<p> — Τι είναι Δικ; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. </p> + +<p> — Τίποτε, απεκρίθη ο νεαρός δόκιμος. Το κατώτερον μέρος του κώνου +επλημμύρισε. Πιθανόν είναι ότι κατά την καταιγίδα ταύτην γειτονικός τις ποταμός +εξεχύλισεν εις την πεδιάδα. </p> + +<p> — Καλόν τούτο! είπεν ο Ηρακλής. Απόδειξις ότι ο ποταμός είναι εδώ. +</p> + +<p> — Ναι, απήντησεν ο Δικ Σανδ, και αυτός θα μας φέρη εις την παραλίαν. +Ησυχάσατε λοιπόν, κυρία Βέλδων, το ύδωρ δεν δύναται να φθάση μήτε υμάς, μήτε +τον μικρόν Ζακ, μήτε την Ναν, μήτε τον εξάδελφον Βενέδικτον.<br /> + <br /> +Η κυρία Βέλδων δεν απεκρίθη, ο δε εξάδελφος εκοιμάτο ως αληθής τερμίτης. </p> + +<p>Εν τούτοις οι μαύροι, κεκλιμένοι όντες επί της υδατώδους εκείνης σινδόνης, +περιέμενον όπως ο Δικ Σανδ όστις εμέτρει το ύψος της πλημμύρας τους ειδοποιήση +τι έπρεπε να πράξωσιν. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ εσιώπα, αφού προεφύλαξεν από τας προσβολάς της πλημμύρας, +τας ζωοτροφίας και τα όπλα. </p> + +<p> — Το ύδωρ εισήλθε διά της οπής; ηρώτησεν ο Τωμ. </p> + +<p> — Ναι, απήντησε ο Δικ Σανδ, και τώρα εμποδίζει την ανανέωσιν του +εσωτερικού αέρος. </p> + +<p> — Δεν ημπορούμεν να ανοίξωμεν άλλην οπήν εις τον τοίχον υπεράνω +της επιφανείας του ύδατος; ηρώτησεν ο γέρων μαύρος.<br /> + <br /> + — Βέβαια ειμπορούμεν, Τωμ, αλλά, εάν έχωμεν πέντε ποδών ύδωρ εντός, +θα υπάρχει έξ ή επτά . . ίσως περισσότερον . . . έξω. </p> + +<p> — Και τι νομίζετε, κύριε Δικ;</p> + +<p> — Νομίζω, Τωμ, ότι το ύδωρ, αναβαίνον εις το εσωτερικόν του +μυρμηκώνος, επίεσε τον αέρα εις το ανώτερον αυτού μέρος, και ότι ο αήρ ούτος το +εμποδίζει να υψωθή περισσότερον. Αλλ' εάν τρυπήσωμεν εις τον τοίχον οπήν διά +της οποίας να διαφεύγη ο αήρ, ή το ύδωρ θα αναβή ακόμη μέχρις ου φθάση την +εξωτερικήν επιφάνειαν, ή εάν υπερβή την οπήν, θα φθάση μέχρι του σημείου ένθα +ο πιεσθείς αήρ θα το συνείχε πάλιν. Είμεθα λοιπόν ενταύθα ως εν καταδυτικώ +κώδωνι. </p> + +<p> — Τι να πράξωμεν λοιπόν; ηρώτησε ο Τωμ. </p> + +<p> — Θα σκεφθώμεν πριν ή ενεργήσωμεν, απήντησεν ο Δικ Σανδ. Μία +αφροσύνη θα ηδύνατο να διακινδυνεύση την ζωήν μας. Η παρατήρησις του νεαρού +δοκίμου ήτο ορθοτάτη. Συγκρίνων τον κώνον προς υποβρύχιον κώδωνα είχε +δίκαιον. </p> + +<p> — Η διαφορά μόνον ήτο, ότι εν τω μηχανήματι τούτω ο αήρ ανανεούται +ακαταπαύστως διά των σιφώνων, οι δε δύται καταλήλως αναπνέουσι, και δεν +υφίστανται άλλα δυσάρεστα, ειμή όσα δύνανται να προκύψωσιν εκ +παρατεταμένης διαμονής εν ατμοσφαίρα πεπιεσμένη μη εχούση πλέον τακτικήν +πίεσιν. </p> + +<p>Αλλ' ενταύθα, πλην των ατοπημάτων τούτων, ο χώρος είχεν ήδη σμικρυνθή +κατά το έν τρίτον διά της εισβολής του ύδατος, όσον δ' αφορά τον αέρα, ούτος δεν +θα ανανεούτο εάν διά τινος οπής δεν έθετον αυτόν εις συγκοινωνίαν μετά της +εξωτερικής ατμοσφαίρας. </p> + +<p>Αλλ' ηδύνατο άραγε, χωρίς να διατρέξωσι τους κινδύνους, ους ανέφερεν ο Δικ +Σανδ, να ανοίξωσι την οπήν εκείνην και η θέσις των δεν θα καθίστατο εκ τούτου +μάλλον σοβαρά;</p> + +<p>Το βέβαιον είναι ότι το ύδωρ εκρατείτο τότε εις επιφάνειαν την οποίαν δύο +μόνον αιτίαι ηδύναντο να αυξήσωσιν, ή εάν ηνοίγετο οπή και η εσωτερική +επιφάνεια του ύδατος ήτο υψηλοτέρα της εξωτερικής, ή εάν το ύδωρ εκείνο +ηύξανεν έτι μάλλον. </p> + +<p>Και εις τας δύο ταύτας περιπτώσεις δεν θα έμενε πλέον εις το εσωτερικόν του +κώνου ειμή στενόν διάστημα, ένθα ο μη ανανεούμενος αήρ ήθελε συμπυκνωθή +περισσότερον.<br /> + <br /> +Αλλά και ο μυρμηκών δεν εκινδύνευε να αποσπασθή από του εδάφους και να +ανατραπή υπό της πλημμύρας, προς έσχατον κίνδυνον των εν αυτώ +κεκλεισμένων;</p> + +<p>Όχι, διότι ως αι καλύβαι των καστόρων η βάσις αυτής ήτο στερεωτάτη. </p> + +<p>Λοιπόν ό,τι καθίστα την περίπτωσιν φοβερωτέραν ήτο η επιμονή της καταιγίδος +και κατ' ακολουθίαν η αύξησις της πλημμύρας. </p> + +<p>Τριάκοντα ποδών ύδωρ εν τη πεδιάδι θα κατεκάλυπτε το εκ δεκαοκτώ ποδών +κόνων και θα συνεπίεζε το εσωτερικόν αέρα υπό πίεσιν μιας ατμοσφαίρας.<br /> + <br /> +Ο Δικ Σανδ σκεπτόμενος καλώς ήρχισε να φοβήται, μήπως η πλημμύρα εκείνη λάβη +σημαντικήν ανάπτυξιν. </p> + +<p>Τωόντι, αύτη δεν θα ωφείλετο μόνον εις τον κατακλυσμόν εκείνον, τον οποίον +εξεκένουν τα νέφη. </p> + +<p>Εφαίνετο πιθανώτερον ότι ρεύμα τι των περιχώρων, εξογκωθέν υπό της +καταιγίδος, είχε διαρρήξει την κοίτην αυτού και διαχυθή επί της πεδιάδος ήτις +ευρίσκετο χαμηλότερον. Και ποία άρα γε η απόδειξις ότι ο μυρμηκών δεν είχε τότε +εντελώς κατακλυσθή, και ότι δεν ήτο πλέον δυνατόν να εξέλθωσιν ουδέ διά της +κορυφής, την οποίαν ούτε μακρόν ούτε δύσκολον θα ήτο να κατεδαφίσωσιν!</p> + +<p>Ο Δικ Σανδ, ες άκρον ανήσυχος εσκέπτετο τι ώφειλε να πράξη. </p> + +<p>Έπρεπε να περιμένη ή να επισπεύση την λύσιν της δυσχερείας εκείνης, αφού +μελετήση καλώς τα πράγματα;</p> + +<p>Ήτο τότε τρίτη ώρα της πρωίας. Πάντες ακίνητοι, σιωπηλοί, ηκροώντο. </p> + +<p>Οι εξωτερικοί θόρυβοι έφθανον λίαν ασθενείς διά της πεφραγμένης οπής. </p> + +<p>Εν τούτοις υπόκωφός τις βοή, εκτεταμένη και συνεχής, εμαρτύρει σαφώς ότι η +πάλη των στοιχείων δεν είχε παύσει. </p> + +<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν ο γέρων Τωμ εποίησε την παρατήρησιν, ότι η +επιφάνεια του ύδατος υψούτο ολίγον κατ' ολίγον. </p> + +<p> — Ναι, απήντησεν ο Δικ Σανδ, και εάν αναβαίνη, ει και ο αήρ δεν +δύναται να φύγη έξω, τούτο σημαίνει ότι η πλημμύρα αυξάνει και το πιέζει επί +μάλλον και μάλλον. </p> + +<p> — Έως τώρα το πράγμα δεν είναι σπουδαίον, είπεν ο Τωμ. </p> + +<p> — Βεβαίως, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, αλλά πού θα σταματήση η ύψωσις +αύτη;</p> + +<p> — Κύριε Δικ, ηρώτησεν ο Βαρθολομαίος, θέλετε να εξέλθω από τον +μυρμηκώνα; Βυθιζόμενος, θα προσπαθήσω να εξέλθω διά της οπής. </p> + +<p> — Προτιμότερον να κάμω εγώ αυτήν την απόπειραν, απεκρίθη ο Δικ +Σανδ. </p> + +<p> — Όχι, κύριε Δικ, όχι απεκρίθη ζωηρώς ο γέρων Τωμ. Αφήσατε τον υιόν +μου και εμπιστευθήτε εις την επιτηδειότητά του. Εις περίπτωσιν καθ' ήν δεν θα +ειμπορέση να επιστρέψη, η παρουσία σας είναι αναγκαία εδώ. </p> + +<p>Είτα, χαμηλώτερον:</p> + +<p> — Μη λησμονήτε την κυρίαν Βέλδων και τον μικρόν Ζακ. </p> + +<p> — Έστω απήντησεν ο Δικ Σανδ, υπάγετε λοιπόν, Βαρθολομαίε. Εάν ο +μυρμηκών κατακλυσθή, μη ζητήσετε να εισέλθετε. Θα προσπαθήσωμεν να +εξέλθωμεν, όπως θα εξέλθετε υμείς. Αλλ' εάν ο κώνος μένη εισέτι έξω του ύδατος, +κτυπήσατε ισχυρώς την κορυφήν του διά του πελέκεως τον οποίον θα κρατήτε. Θα +σας ακούσωμεν και θα χρησιμεύση τούτο ως σύνθημα ότι πρέπει και ημείς να τον +κατεδαφίσωμεν. Εννοείτε;</p> + +<p> — Μάλιστα, κύριε Δικ, απήντησεν ο Βαρθολομαίος. </p> + +<p> — Ύπαγε λοιπόν, τέκνον μου, προσέθηκεν ο γέρων Τωμ, θλίψας την +χείρα του υιού του. </p> + +<p>Ο Βαρθολομαίος, αφού ανέπνευσεν αρκετόν αέρα, εβυθίσθη υπό την υγράν +μάζαν της οποίας το βάθος υπερέβαινε τους πέντε πόδας. Η εργασία ήτο λίαν +δυσχερής, καθότι πρώτον μεν ώφειλε να αναζητήση την κάτω οπήν, είτα δε να +ανέλθη εις την επιφάνειαν των υδάτων. Τούτο απήτει ταχείαν εκτέλεσιν. </p> + +<p>Ήμισυ λεπτόν παρήλθεν. Ενώ ο Δικ Σανδ εσκέπτετο ότι ο Βαρθολομαίος επέτυχε +να εξέλθη, αίφνης ο μαύρος ανεπήδησε πάλιν.<br /> + <br /> + — Λοιπόν; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ. </p> + +<p> — Η οπή είναι πεφραγμένη υπό των κρημνισμάτων, απεκρίθη ο +Βαρθολομαίος άμα ηδυνήθη να αναπνεύση. </p> + +<p> — Πεφραγμένη! επανέλαβεν ο Τωμ. </p> + +<p> — Ναι, απεκρίθη ο Βαρθολομαίος. Το ύδωρ πιθανώς διέλυσε την +άργιλον. Εψηλάφησα τον τοίχον διά της χειρός. Δεν υπάρχει οπή. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ έσεισε την κεφαλήν. Αυτός και οι μετ' αυτού ήσαν αραρότως +κεκλεισμένοι εντός του κώνου εκείνου, τον οποίον το ύδωρ θα κατεκάλυπτεν ίσως. +</p> + +<p> — Εάν δεν υπάρχη πλέον οπή, είπε τότε ο Ηρακλής, πρέπει να +ανοίξωμεν άλλην. </p> + +<p> — Περιμένετε, είπεν ο νεαρός δόκιμος σταματών τον Ηρακλέα, όστις με +τον πέλεκυν εις την χείρα ητοιμάζετο να βυθισθή. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ εσκέφθη επί τινας στιγμάς. Είτα δε,</p> + +<p> — Πρέπει να εργασθώμεν αλλέως. Όλον το ζήτημα είναι να μάθωμεν +εάν το ύδωρ καλύπτη τον μυρμηκώνα ή όχι. Εάν ανοίξωμεν μικράν οπήν εις την +κορυφήν του κώνου, θα μάθωμεν τι συμβαίνει. Αλλ' εις περίπτωσιν καθ' ήν ο +μυρμηκών είναι ήδη κατακεκλυσμένος, το ύδωρ θα καταπλημμυρήση εδώ και θα +χαθώμεν. Ας αρχίσωμεν ψηλαφούντες. </p> + +<p> — Αλλά ταχέως, είπεν ο Τωμ. </p> + +<p> — Τωόντι η επιφάνεια του ύδατος εξηκολούθει να αναβαίνη ολίγον κατ' +ολίγον. Το ύδωρ τότε είχεν ύψος έξ ποδών εις το εσωτερικόν του κώνου. Εξαιρέσει +της κυρίας Βέλδων, του υιού αυτής, του εξαδέλφου Βενεδίκτου και της Ναν, οίτινες +είχον καταφύγει εις τας ανωτέρας κοιλότητας, όλοι τώρα ήταν βεβυθισμένοι μέχρι +της οσφύος εν τω ύδατι. </p> + +<p>Καθίστατο λοιπόν επάναγκες να σπεύσωσι την εργασίαν, ως προέτεινεν ο Δικ +Σανδ. </p> + +<p>Ένα πόδα υπεράνω της εσωτερικής επιφανείας, κατ' ακολουθίαν δε επτά πόδας +υπεράνω του εδάφους, ο Δικ Σανδ απεφάσισε να τρυπήση οπήν εν τω αργιλώδει +τοίχω. </p> + +<p>Εάν διά της οπής ταύτης ήρχοντο εις συγκοινωνίαν μετά του εξωτερικού αέρος, +σημείον ότι ο κώνος εξείχε του ύδατος.<br /> + <br /> +Εάν εξ εναντίας η οπή εκείνη ηνοίγετο κάτωθεν της επιφανείας του εξωτερικού +ύδατος, ο αήρ θα απωθείτο εσωτερικώς και εν τη περιπτώσει ταύτη έπρεπε να την +φράξωσι τάχιστα, άλλως το ύδωρ θα υψούτο μέχρις αυτής. </p> + +<p>Έπειτα θα ήρχιζαν πάλιν το πείραμα ένα πόδα υψηλότερον και ούτω +καθεξής.<br /> + <br /> +Αλλ' εάν τέλος εις το ανώτερον μέρος του κώνου δεν εύρισκον και πάλιν +εξωτερικόν αέρα, τούτο θα εσήμαινεν ότι υπήρχεν ύδωρ εν τη πεδιάδι +περισσότερον των δεκαπέντε ποδών, και ότι όλον το χωρίον των τερμιτών +εξηφανίσθη υπό την πλημμύραν. </p> + +<p>Και τότε, ποία ελπίς έμενεν εις τους εν τω μυρμηκώνι εγκεκλεισμένους να +διαφύγωσι τον φοβερώτερον των θανάτων, τον εκ βραδείας ασφυξίας +θάνατον!</p> + +<p>Ο Δικ Σανδ εγίνωσκε πάντα ταύτα, αλλ' η ψυχραιμία του μηδέ στιγμήν τον +εγκατέλιπεν. </p> + +<p>Είχε σαφώς υπολογίσει τας συνεπείας του μελετωμένου πειράματος. </p> + +<p>Άλλως τε δε να περιμένη περισσότερον ήτο αδύνατον. </p> + +<p>Η ασφυξία ήτο απειλητική εις τον στενόν εκείνον χώρον, τον οποίον εκάστη +στιγμή εστένευε περισσότερον, εντός κέντρου κατακεκορεσμένου ήδη υπό +ανθρακικού οξέως. </p> + +<p>Το καλλίτερον εργαλείον, όπερ είχε να μεταχειρισθή ο Δικ Σανδ διά να ανοίξη +την οπήν εκείνην εν τω τοίχω, ήτο ο οβελός πυροβόλου όστις είχεν εις την άκραν +του εκπωματιστήριον, χρησιμεύον προς εκκένωσιν του όπλου. Ο κοχλίας εκείνος, +περιστραφείς ταχέως εντός της αργίλου ως τρύπανον, ήνοιξεν ολίγον κατ' ολίγον +οπήν. Δεν ηδύνατο λοιπόν να έχη άλλην διάμετρον ειμή την του οβελού, αλλά +τούτο θα ήρκει. Ο αήρ θα ηδύνατο να διέλθη δι' αυτής. </p> + +<p>Ο Ηρακλής, κρατών τον φανόν υψωμένον, εφώτιζε τον Δικ Σανδ. </p> + +<p>Είχον και άλλα κηρία παραπληρωματικά, ώστε δεν εφοβούντο ότι θα +εστερούντο φωτός. </p> + +<p>Ολίγας στιγμάς μετά την έναρξιν της εργασίας, ο οβελός ενεπήχθη ελευθέρως +εις τον τοίχον. </p> + +<p>Αμέσως παρήχθη υπόκωφος θόρυβος ομοιάζων προς εκείνον ον παράγουσι +σφαιρίδια αέρος διαφεύγοντα διά στήλης ύδατος. </p> + +<p>Ο αήρ διέφευγεν έξω, και την αυτήν στιγμήν η επιφάνεια του ύδατος ανέβη εις +τον κώνον και εστάθη μέχρι της οπής, όπερ απεδείκνυεν ότι ετρύπησαν πολύ +χαμηλά, ήτοι κάτωθεν της μάζης. </p> + +<p> — Πρέπει να αρχίσωμεν εκ νέου την εργασίαν, είπε ψυχρώς ο νεαρός +δόκιμος φράττων ταχέως την οπήν διά δρακός αργίλου. </p> + +<p>Το ύδωρ έμεινεν πάλιν στάσιμον εν τω κώνω, αλλ' ο εναπολειφθείς χώρος είχεν +ελαττωθή πλέον των οκτώ δακτύλων. </p> + +<p>Η αναπνοή εγίνετο δύσκολος, καθότι το οξυγόνον ήρχιζε να ελλείπη. Έβλεπέ τις +τούτο ωσαύτως εις το φως του φανού, όπερ ερυθρούτο και έχανε μέρος της +λάμψεώς του. </p> + +<p>Ένα πόδα υπεράνω της πρώτης οπής ο Δικ Σανδ ήρχισε αμέσως να τρυπά +δευτέραν διά του αυτού τρόπου. Εάν το πείραμα δεν επετύγχανε, το ύδωρ θα +ανέβαινε περισσότερον εντός του κώνου . . . αλλ' έπρεπε να μη διστάσωσι προ του +κινδύνου τούτου. </p> + +<p>Ενώ ο Δικ Σανδ εχειρίζετο το τύμπανόν του, ήκουσεν αίφνης τον εξάδελφον +Βενέδικτον κράζοντα:</p> + +<p> — Ω διάβολε! ιδού . . . ιδού . . . ιδού διατί!</p> + +<p>Ο Ηρακλής ύψωσε τον φανόν του και διεύθυνε το φως αυτού προς τον +εξάδελφον Βενέδικτον, του οποίου η μορφή εξέφραζε τελείαν ευχαρίστησιν.<br /> + <br /> + — Ναι, επανέλαβεν, ιδού διατί οι νοήμονες ούτοι τερμίται εγκατέλιπον τον +μυρμηκώνα. Είχον προαισθανθή την πλημμύραν. Α! το ορμέμφυτον, φίλοι μου, το +ορμέμφυτον! Οι τερμίται πονηρότεροι ημών, πολύ πονηρότεροι. </p> + +<p>Και τούτο ήτο όλον το ηθικόν συμπέρασμα, όπερ ο εξάδελφος Βενέδικτος +εξήγαγεν εκ της καταστάσεως εκείνης. </p> + +<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Δικ Σανδ ανέσυρε τον οβελόν, όστις είχε διατρυπήσει +τον τοίχον. Συριγμός τις παρήχθη. </p> + +<p>Το ύδωρ ανέβη κατά ένα έτι πόδα εις το εσωτερικόν του κώνου. Η οπή δεν είχε +συναντήσει τον ελεύθερον αέρα εις τα έξω. </p> + +<p>Η θέσις των ήτο τρομερά. Η κυρία Βέλδων, σχεδόν προσβληθείσα υπό του +ύδατος, ανύψωσε τον μικρόν Ζακ εις τας χείρας της. Όλοι επνίγοντο εις τον στενόν +εκείνον χώρον. </p> + +<p>Τα ώτα αυτών εβόμβουν. Ο φανός δεν έρριπτε πλέον ειμή φως ανεπαρκές. +</p> + +<p> — Μήπως ο κώνος ευρίσκετο όλος υπό το ύδωρ; εψιθύρισεν ο Δικ Σανδ. +</p> + +<p>Ήτο ανάγκη να το μάθη, προς τούτο δε ετρύπησε και τρίτην οπήν εις την +κορυφήν αυτήν του κώνου. </p> + +<p>Αλλ’ ήτο η ασφυξία, ήτο ο άμεσος θάνατος, εάν το αποτέλεσμα και της +τελευταίας εκείνης αποπείρας απέβαινεν άκαρπον. Όσος αήρ έμενεν εις τα εντός +θα εξήρχετο διά της ανωτέρας οπής, και το ύδωρ θα επλήρου τον κώνον +ολόκληρον!</p> + +<p> — Κυρία Βέλδων, είπε τότε ο Δικ Σανδ, γνωρίζετε την θέσιν μας. Εάν +βραδύνωμεν, ο εισπνεύσιμος αήρ θα εκλείψη. Εάν η τρίτη απόπειρα αποτύχη, το +ύδωρ θα πληρώση όλον τούτον τον χώρον. Η μόνη ελπίς ήτις μας μένει είναι, εάν η +κορυφή του κώνου υπερβαίνη την επιφάνειαν της πλημμύρας. Πρέπει να +δοκιμάσωμεν την τελευταίαν ταύτην απόπειραν. Θέλετε;</p> + +<p> — Πράξον, Δικ, απεκρίθη η Κυρία Βέλδων. </p> + +<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν ο φανός εσβέσθη εν τω κέντρω εκείνω τω λίαν +ακαταλλήλω προς ανάφλεξιν. </p> + +<p>Η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής εβυθίσθησαν εις εντελές σκότος. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ ανερριχήθη επί των ώμων του Ηρακλέους, όστις είχε προσκολληθή +εις μίαν των πλαγίων κοιλοτήτων, και του οποίου μόνη η κεφαλή υπερείχε του +ύδατος. </p> + +<p>Η κυρία Βέλδων, ο Ζακ, ο εξάδελφος Βενέδικτος ήσαν περιεσφιγμένοι εις το +ανώτατον μέρος των κοιλοτήτων. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ προσέβαλε τον τοίχον και ο οβελός του εβυθίσθη ταχέως εις την +άργιλον. </p> + +<p>Εις το μέρος εκείνο ο τοίχος ήτο παχύτερος και σκληρότερος, τούτου ένεκα δε +ολιγώτερον εύκολος να διατρυπηθή. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ έσπευδεν, ουχί άνευ τρομεράς αγωνίας, καθότι διά της μικράς +εκείνης οπής ή μετά του αέρος θα εισήρχετο η ζωή, ή μετά του ύδατος ο θάνατος. +</p> + +<p>Αίφνης ηκούσθη σύριγμα οξύ. Ο συμπεπιεσμένος αήρ διεξέφυγεν . . . αλλά και +φωτεινή ακτίς εισήλθε διά του τοίχου. </p> + +<p>Το ύδωρ ανήλθε κατά οκτώ μόνον δακτύλους, και εστάθη χωρίς να λάβη +ανάγκην ο Δικ Σανδ να κλείση πάλιν την οπήν εκείνην. </p> + +<p>Η μεταξύ της εσωτερικής και εξωτερικής επιφανείας ισορροπία είχεν επέλθει. +</p> + +<p>Η κορυφή του κώνου υπερεξείχεν. Η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής εσώθησαν. +</p> + +<p>Αμέσως, μετά φρενητιώδες «ουρρά» εν τω οποίω εδέσποζεν η βροντώδης +φωνή του Ηρακλέου, αι μάχαιραι ετέθησαν εις ενέργειαν.<br /> + <br /> +Η κορυφή ζωηρώς προσβληθείσα, επλαντύθη, ο καθαρός αήρ εισέδυσεν απλέτως, +και μετ' αυτού εισέδυσαν και αι πρώται ακτίνες του ανατέλλοντος ηλίου. </p> + +<p>Αποκορυφωθέντος άπαξ του κώνου θα ήτο εύκολον να αναρριχηθώσιν επί του +τοίχου, και θα εσκέπτοντο τότε διά τίνος μέσου να φθάσωσιν εις γειτονικόν τι +ύψωμα, μακράν πάσης πλημμύρας. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ ανέβη πρώτος εις την κορυφήν του κώνου. </p> + +<p>Κραυγή διέφυγεν αυτώ.</p> + +<p>Ιδιαίτερός τις θόρυβος, λίαν γνωστός εις τους περιηγητάς της Αφρικής, ον +αφίνουσι τα βέλη συρίζοντα, διήλθε τον αέρα.<br /> + <br /> +Ο Δικ Σανδ επρόφθασε να ίδη εκατόν βήματα μακράν του μυρμηκώνος +στρατόπεδόν τι, και δέκα βήματα μακράν του κώνου επί της πλημμυρισθείσης +πεδιάδος, μακράς λέμβους πλήρεις ιθαγενών. </p> + +<p>Εκ μιας των λέμβων εκείνων είχεν αφεθή το νέφος των βελών, καθ' ήν στιγμήν +η κεφαλή του νεαρού δοκίμου προέκυπτεν έξω της οπής. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ δι' ολίγων λέξεων είπε τα πάντα εις τους συντρόφους του. </p> + +<p>Λαβών δε το πυροβόλον του και ακολουθούμενος υπό του Ηρακλέους, του +Ακτέωνος και του Βαρθολομαίου, ενεφανίσθη πάλιν εις την κορυφήν του κώνου, +και άπαντες επυροβόλησαν κατά μιας λέμβου. </p> + +<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/170.jpg" width="316" +height="400" +alt="άπαντες επυροβόλησαν κατά μιας λέμβου" border="2" /><br /></p> + +<p>Πολλοί ιθαγενείς έπεσαν, ωρυγμοί δε συνοδευθέντες υπό πυροβολισμών, +απήντησαν εις την εκπυρσοκρότησιν ταύτην. </p> + +<p>Αλλά τι ηδύναντο να πράξωσιν ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού εναντίον +εκατοντάδος Αφρικανών περικυκλωσάντων αυτούς πανταχόθεν; </p> + +<p>Ο μυρμηκών εκυριεύθη. Η κυρία Βέλδων, το τέκνον της, ο εξάδελφος +Βενέδικτος, απεσπάθησαν εκείθεν κτηνωδώς και χωρίς να λάβωσι καιρόν μήτε να +ομιλήσωσι μήτε να θλίψωσιν αλλήλων την χείρα διά τελευταίαν φοράν, +απεχωρίσθησαν οι μεν από τους δε βεβαίως κατά προηγουμένως δοθείσας +διαταγάς.<br /> + <br /> +Μία πρώτη λέμβος παρέλαβε την κυρίαν Βέλδων, τον μικρόν Ζακ και τον +εξάδελφον Βενέδικτον, ο δε Δικ Σανδ τους είδεν εξαφανιζομένους εις το μέσον του +στρατοπέδου. </p> + +<p>Αυτός δε, συνοδευόμενος υπό της Ναν, του γέροντος Τωμ, του Ηρακλέους, του +Βαρθολομαίου, του Ακτέωνος και του Αυγουστίνου, ερρίφθη εις δευτέραν πιρόγαν, +ήτις διηυθύνθη προς άλλο μέρος του λόφου. </p> + +<p>Είκοσιν ιθαγενείς επέβαινον της λέμβου ταύτης, την οποίαν ηκολούθουν πέντε +άλλαι. </p> + +<p>Να αντισταθώσιν ήτο αδύνατον, και εν τούτοις ο Δικ και οι μετ' αυτού +επειράθησαν τούτο. </p> + +<p>Στρατιώταί τινες της συνοδείας επληγώθησαν υπ' αυτών, και βεβαίως θα +επλήρωνον διά της ζωής των την αντίστασιν ταύτην, εάν δεν υπήρχεν ρητή διαταγή +να φεισθώσιν αυτών. </p> + +<p>Εντός ολίγων λεπτών το ταξείδιον επερατώθη. </p> + +<p>Αλλά καθ' ήν στιγμήν η λέμβος εσταμάτησεν, ο Ηρακλής, δι' άλματος +ακατασχέτου, επήδησεν επί του εδάφους. </p> + +<p>Δύο ιθαγενείς ώρμησαν κατ' αυτού· αλλ' ο γίγας περιέτρεψε το πυροβόλον του +ως ρόπαλον και οι ιθαγενείς έπεσαν με το κρανίον συντεθραυσμένον.<br /> + <br /> +Μετά μίαν στιγμήν ο Ηρακλής εγένετο άφαντος υπό το φύλλωμα των δένδρων εν +μέσω χαλάζης σφαιρών, καθ' ήν στιγμήν ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού, αφού +απετέθησαν χαμαί, εδέθησαν ως δούλοι.<br /> + </p> + + +<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'.</h3> + +<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΚΑΤΑΣΚΗΝΩΣΙΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΟΧΘΩΝ +ΤΟΥ ΚΟΑΝΖΑ</b></p> + +<p> +<br /> +Η θέα της χώρας, αφότου η πλημμύρα μετέβαλεν εις λίμνην την πεδιάδα εκείνην εν +τη οποία υψούτο το χωρίον των τερμιτών, είχεν εντελώς μεταβληθή. </p> + +<p>Είκοσι περίπου μυρμηκώνες υπερείχαν διά του κώνου των και εσχημάτιζον τα +μόνα εξέχοντα σημεία επί της ευρείας εκείνης λεκάνης.</p> + +<p>Ο Κοάνζας είχεν υπερχειλίσει ένεκα της εις αυτόν εισβολής των υπό της +καταιγίδος εξογκωθέντων υδάτων των παραποτάμων του. </p> + +<p>Ο Κοάνζας ούτος, είς των ποταμών της Αγγόλας, χύνεται εις τον Ατλαντικόν +ωκεανόν, εκατόν μίλια μακράν του μέρους όπου εξώκειλε το «Πίλγριμ». </p> + +<p>Τον ποταμόν τούτον ώφειλε να διέλθη μετά τινα έτη ο υποπλοίαρχος Καμερών, +πριν φθάση εις Βεγγουέλαν. Ο Κοάνζας είναι προωρισμένος να καταστή το όργανον +της εσωτερικής διαμετακομίσεως του μέρους τούτου της πορτογαλικής αποικίας. +</p> + +<p>Ήδη ατμόπλοια αναπλέουσι το κάτω ρεύμα αυτού και πριν ή παρέλθωσι δέκα +έτη θα διαπλεύσωσι και την ανωτέραν αυτού κοίτην. </p> + +<p>Φρονίμως λοιπόν έπραξεν ο Δικ Σανδ ζητήσας προς βορράν πλωτόν τινα +ποταμόν. </p> + +<p>Ο ρύαξ, ον είχε ακολουθήσει, εχύνετο εις αυτόν τούτον τον Κοάνζαν. </p> + +<p>Εάν δεν συνέβαινεν η αιφνιδία εκείνη επίθεσις, κατά της οποίας ουδέν +ηδυνήθη να τον προφυλάξη, θα τον εύρισκεν έν μίλιον απωτέρω, οι δε σύντροφοί +του και αυτός θα επέβαινον σχεδίας ευκόλως κατασκευαζομένης και θα είχον +μεγάλην ελπίδα να κατέλθωσι τον Κοάνζαν μέχρι των πορτογαλικών κωμών, ένθα +προσορμίζονται τα ατμόπλοια. Εκεί θα ήτο εξηφαλισμένη η σωτηρία των. </p> + +<p>Αλλά δεν συνέβη ούτω. </p> + +<p>Το υπό του Δικ Σανδ παρατηρηθέν στρατόπεδον ήτο εστημένον επί τινος +υψώματος πλησίον του μυρμηκώνος, εντός του οποίου η μοίρα τον είχε ρίψει ως +παγίδα. </p> + +<p>Εις την κορυφήν του υψώματος εκείνου ηγείρετο γιγαντιαία συκομυρέα, ήτις +ευκόλως θα εστέγαζε πεντακοσίους ανθρώπους υπό το τεράστιον αυτής φύλλωμα. +</p> + +<p>Όστις δεν είδε τα γιγαντώδη ταύτα δένδρα της κεντρώας Αφρικής δεν δύνανται +να σχηματίση ιδέαν περί αυτών· οι κλάδοι αυτών αποτελούσι δάσος και δύναταί τις +να αποπλανηθή εν μέσω αυτών.</p> + +<p>Απώτερον, βανανέαι εξ εκείνων των οποίων οι σπόροι δεν μεταβάλλονται εις +καρπούς, συνεπλήρουν το πλαίσιον του ευρέος εκείνου τοπίου.<br /> + <br /> +Υπό την σκέπην της συκομορέας εκείνης, κρυπτομένη ως εν μυστηριώδει ασύλω +ολόκληρος συνοδεία — εκείνη της οποίας την άφιξιν είχεν αναγγείλει εις τον +Νεγορόν ο Χάρρης — είχε κατασκηνώσει. </p> + +<p>Η πολυάριθμος εκείνη ομάς των ιθαγενών, αποσπασθέντων εκ των χωρίων των +υπό των υπαλλήλων του σωματεμπόρου Αλβέζ, κατηυθύνετο προς την αγοράν του +Καζονδέ. Εκείθεν οι δούλοι, κατά τας παρουσιασθησομένας ανάγκας, θα +αποστέλλοντο είτε εις τα δυτικά της χώρας παραπήγματα, είτε εις Νυαγγέ, εις την +ζώνην των μεγάλων λιμνών, όπως διανεμηθώσιν ή εις την άνω Αίγυπτον, ή εις τα +πρακτορεία της Ζανζιβάρης . . </p> + +<p>Άμα τη αφίξει αυτών εις το στρατόπεδον, ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού +ελογίσθησαν ως δούλοι. </p> + +<p>Εις τον γέροντα Τωμ, εις τον υιόν του, εις τον Αυγουστίνον, εις τον Ακτίωνα, εις +την δυστυχή Ναν, καίτοι δεν ανήκον εις την Αφρικανικήν φυλήν, επεφυλάχθη η +τύχη των ιθαγενών αιχμαλώτων. Αφού αφωπλίσθησαν, μεθ' όλην την ζωηράν των +αντίστασιν, εκρατήθησαν εκ του τραχήλου, ανά δύο, διά τινος δικράνου μακρού έξ +ή επτά ποδών και κλεισμένου εκατέρωθεν υπό ράβδου σιδηράς. </p> + +<p>Τοιουτοτρόπως ήσαν υποχρεωμένοι να βαδίζωσι κατά γραμμήν, ο είς όπισθεν +του άλλου, χωρίς να δύνανται να παρεκλίνωσι μήτε προς τα δεξιά, μήτε προς τα +αριστερά. </p> + +<p>Προς περισσοτέραν προφύλαξιν, βαρεία άλυσις τους συνέδεεν εκ της +οσφύος.<br /> + <br /> +Είχον λοιπόν τους βραχίονας ελευθέρους, όπως βαστάζωσι τα βάρη, και τους +πόδας ελευθέρους, όπως βαδίζωσιν, αλλά δεν θα ηδύναντο να ποιήσωσι χρήσιν +αυτών όπως φύγωσιν.<br /> + <br /> +Ούτω δε έμελλον να διανύσωσιν εκατοντάδας μιλίων, υπό τας μαστιγώσεις +οδηγού.<br /> + <br /> +Κείμενοι κατά μέρος, καταβεβλημένοι υπό της αντιδράσεως ήτις επηκολούθησε +τας πρώτας στιγμάς της εναντίον των μαύρων πάλης εκείνης, ουδόλως εκινούντο +πλέον.<br /> + <br /> +Διατί δεν ηδυνήθησαν να ακολουθήσωσι τον Ηρακλέα εν τη φυγή του! Και εν +τούτοις τι ηδύναντο να ελπίζωσι διά τον φυγάδα; Όσον και αν ήτο ρωμαλέος, τι θα +εγίνετο εν τη αφιλοξένω εκείνη χώρος, ένθα η πείνα, η μόνωσις, τα άγρια θηρία, οι +ιθαγενείς, τα πάντα ήσαν κατ' αυτούς; Δεν θα ηναγκάζετο μετ' ολίγον να ποθήση +την τύχην των συντρόφων του;</p> + +<p>Και όμως ούτοι, ουδεμίαν ευσπλαχνίαν περιέμενον εκ των αρχηγών της +συνοδείας, Αράβων ή Πορτογάλων, ομιλούντων γλώσσαν την οποίαν δεν ηδύναντο +να εννοήσωσι, και οίτινες ουδεμίαν άλλην συνεννόησιν είχον μετ' αυτών ειμή διά +βλεμμάτων και απειλητικών κινημάτων. </p> + +<p>Μόνος ο Δικ Σανδ δεν ήτο δεδεμένος μετ' άλλου δούλου. Ήτο λευκός και δεν +ετόλμησαν βεβαίως να τω επιβάλωσι την κοινήν μεταχείρισιν. </p> + +<p>Αφοπλισθείς, είχεν ελευθέρους τους πόδας και τας χείρας, οδηγός τις όμως τον +επετήρει ιδιαιτέρως. Παρετήρει το στρατόπεδον, και εις εκάστην στιγμήν περιέμενε +να ίδη ή τον Νεγορόν ή τον Χάρρην . . . </p> + +<p>Αλλ' η προσδοκία του εψεύσθη. Εν τούτοις δι' αυτόν ουδεμία αμφιβολία ότι οι +δύο εκείνοι άθλιοι ήσαν οι διευθύνοντες την κατά του μυρμηκώνος επίθεσιν.<br /> + <br /> +Τω επήλθε συγχρόνως η σκέψις ότι η κυρία Βέλδων, ο μικρός Ζακ και ο εξάδελφος +Βενέδικτος είχον μεταφερθή κεχωρισμένως κατά τας διαταγάς του Αμερικανού ή +του Πορτογάλου· μη βλέπων μήτε τον ένα μήτε τον άλλον, ενόμιζεν ότι οι δύο +συνένοχοι συνώδευον ίσως τα θύματά των. Πού τους ωδήγουν;</p> + +<p>Ποίαν τύχην επεφύλαττον αυτοίς; αύτη ήτο η σκληροτάτη φροντίς του.</p> + +<p>Ο Δικ Σανδ ελησμόνει την ιδίαν εαυτού κατάστασιν σκεπτόμενος την κυρίαν +Βέλδων και τους μετ' αυτής. </p> + +<p>Η συνοδεία, εσκηνωμένη υπό την γιγαντιαίαν συκομορέαν, ηρίθμει περί τα +οκτακόσια άτομα, ήτοι πεντακοσίους δούλους αμφοτέρων των φύλων, διακοσίους +στρατιώτας και εκατόν αχθοφόρους, φύλακας, οδηγούς, πράκτορας ή αρχηγούς. +</p> + +<p>Οι αρχηγοί ούτοι ήσαν καταγωγής αραβικής ή πορτογαλικής. Δυσκόλως +δύναταί τις να φαντασθή τας ωμότητας τας οποίας τα απάνθρωπα ταύτα όντα +εξασκούσιν επί των αιχμαλώτων των. </p> + +<p>Τους τύπτουσιν αδιακόπως, εκείνους δε οίτινες πίπτουσιν εξηντλημένοι και δεν +είναι πλέον εις κατάστασιν να πωληθώσι, τους αποτελειώνουσι διά του πυροβόλου +ή της μαχαίρας. </p> + +<p>Τους συνέχουσι τοιουτοτρόπως διά του τρόμου· αλλά το αποτέλεσμα του +συστήματος τούτου είναι ότι κατά την άφιξιν της συνοδείας, πεντήκοντα δούλοι επί +τοις εκατόν ελλείπουσιν εκ του λογαριασμού του σωματεμπόρου, είτε διότι τινές +κατώρθωναν ν' αποδράσωσιν είτε διότι τα οστά των υπό των βασάνων θανόντων +εκάλυψαν τας μακράς οδούς του εσωτερικού προς την παραλίαν. </p> + +<p>Ευνόητον ότι οι ευρωπαϊκής καταγωγής πράκτορες, Πορτογάλοι κατά το +πλείστον, δεν είναι ειμή περιτρίμματα της πατρίδος των, κατάδικοι, αποδράντες +της φυλακής, αρχαίοι σωματέμποροι διαφυγόντες την αγχόνην, εν ενί λόγω το +αίσχος της ανθρωπότητος.<br /> + <br /> +Τοιούτος ο Νεγορός, τοιούτος ο Χάρρης υπηρετούντες τώρα ένα των μεγίστων +δουλεμπόρων της κεντρώας Αφρικής, τον Ιωσίαν Αντώνιον Αλβέζ, γνωστότατον εις +τους δουλεμπόρους της επαρχίας και περί του οποίου ο υποπλοίαρχος Καμερών +έδωκε περιέργους πληροφορίας. </p> + +<p>Οι συνοδεύοντες τους αιχμαλώτους στρατιώται είναι εν γένει ιθαγενείς +υπομίσθιοι των δουλεμπόρων. </p> + +<p>Αλλ' ούτοι δεν έχουσι το μονοπώλιον των επιδρομών διά των οποίων +προμηθεύονται δούλους. </p> + +<p>Οι μαύροι βασιλείς πολεμούσι προς αλλήλους πολέμους σκληρούς και προς τον +αυτόν σκοπόν· τότε οι έφηβοι ηττηθέντες, αι γυναίκες και τα παιδία, περιελθόντες +εις κατάστασιν δουλείας, πωλούνται υπό των νικητών εις τους σωματεμπόρους +αντί υαρδών τίνων υφάσματος πυρίτιδος, πυροβόλων, μαργαριτών ροδίνων ή +ερυθρών και πολλάκις μάλιστα, λέγει ο Λίβιγγστων, εν ώρα πείνης, αντί ολίγων +κόκκων αραβοσίτου. </p> + +<p>Οι συνοδεύοντες τους αιχμαλώτους του γέροντος Αλβέζ ηδύναντο να δώσωσιν +ακριβώς ιδέαν τι είναι οι αφρικανικοί στρατοί. </p> + +<p>Είναι συρφετός μαύρων ληστών, ημιγύμνων, παλλόντων μακρά πυροβόλα των +οποίων ο σωλήν είναι κεκοσμημένος διά πολλών χαλκίνων δακτυλίων. </p> + +<p>Μετά τοιαύτης συνοδείας, εις ην προστίθενται και αλήται τινες ίσης αξίας, οι +πράκτορες περιέρχονται πολλάκις εις δυσχερή θέσιν. </p> + +<p>Συζητούσι τας διαταγάς των, επιβάλλουσιν αυτοίς τα μέρη και τας ώρας των +σταθμεύσεων, απειλούσιν ότι θα τους εγκαταλείψωσι και δεν είναι σπάνιον να +υποκύπτωσιν οι πράτορες ούτοι εις τας απαιτήσεις του ελεεινού τούτου στρατού. +</p> + +<p>Καίτοι δε οι δούλοι, άνδρες ή γυναίκες υποχρεούνται εν γένει να βαστάζωσι +βάρη καθ' όν χρόνον βαδίζει η συνοδεία, υπάρχουσι προσέτι ολίγοι τινές +αχθοφόροι παρακολουθούντες. </p> + +<p>Καλούνται ούτοι ειδικώτερον «παγάζοι» και βαστάζουσι δέματα πολυτίμων +αντικειμένων, ιδίως ελεφαντοστούν.<br /> + <br /> +Ενίοτε, τοιούτον είναι το μέγεθος των ελεφαντοδόντων εκείνων, ώστε τινές αυτών +ζυγίζουσι μέχρις εκατόν εξήκοντα λιτρών, απαιτούνται δε δύο «παγάζοι» διά να +τους φέρωσιν εις τα πρακτορεία, οπόθεν το πολύτιμον τούτον εμπόρευμα +εξαποστέλλεται εις τας αγοράς του Καρτούμ, της Ζανζιβάρης και του Νατάλ. </p> + +<p>Κατά την άφιξίν των οι «παγάζοι» ούτοι πληρώνονται την συμφωνηθείσαν +τιμήν, ήτις συνίσταται εξ εικοσάδος τινών υαρδών πανίου ή του υφάσματος +εκείνου του καλουμένου «μερικάνι», ολίγης πυρίτιδος, μιας δρακός «καουρί» +[Κογχύλια κοινότατα εν τη χώρα χρησιμεύοντα αντί νομίσματος) ολίγων, +μαργαριτών, και ενίοτε έκ τινων μαύρων εντελώς εξηντλημένων, όταν ο +δουλέμπορος δεν έχη άλλο νόμισμα. </p> + +<p>Μεταξύ των πεντακοσίων δούλων εξ ων απετελείτο η συνοδεία, ολίγοι ήσαν οι +τέλειοι άνδρες. </p> + +<p>Τούτο αποδοτέον εις το ό,τι μετά το πέρας της θήρας και την πυρπόλησιν του +χωρίου, πας ιθαγενής πρεσβύτερος των τεσσαράκοντα ετών ανηλεώς σφάζεται και +απαγχονίζεται εις τα πέριξ δένδρα. </p> + +<p>Μόνοι οι νεαροί έφηβοι αμφοτέρων των φύλων προορίζονται ίνα σταλώσιν εις +τας αγοράς. </p> + +<p>Μετά κυνηγεσίας ταύτας ανθρώπων, μόλις επιζή το δέκατον των ηττηθέντων. +Ούτως εξηγείται η φοβερά λιπανθρωπία η μεταβάλλουσα εις ερήμους ευρείας +γαίας της Ισημερινής Αφρικής. </p> + +<p>Εδώ τα παιδία και οι έφηβοι μόλις εφόρουν ράκος τι εκ του φλοιώδους +υφάσματος, όπερ παράγουσι δένδρα τινά και όπερ καλείται «μπουζού» εν τω +τόπω. Τοιουτοτρόπως η κατάστασις του ανθρωποποιμνίου εκείνου, ήτο εκ των +μάλλον αξιοθρηνήτων. </p> + +<p>Γυναίκες κεκλυμέναι υπό πληγών προελθουσών εκ της μάστιγος των οδηγών, +παιδία ισχνά, πνευστιώντα, με πόδας αιματοφύρτους, τα οποία αι μητέρες +προσεπάθουν να φέρωσι ως επίμετρον βάρους, νέοι στενώς προσηλωμένοι εις το +δίκρανον εκείνον το μάλλον οδυνηρόν ή η άλυσος κατέργου.<br /> + <br /> +Ναι, η θέα των δυστυχών τούτων, μόλις ζώντων, των οποίων η φωνή δεν είχε πλέον +ήχον, «εβενίνων σκελετών», κατά την έκφρασιν του Λιβιγγστώνος, θα συνεκίνει +καρδίας αγρίων θηρίων, αλλά τόσαι αθλιότητες άφινον αναλγήτους τους Άραβας +και τους Πορτογάλους εκείνους, οίτινες εάν πιστεύσωμεν τον υποπλοίαρχον +Καμερών ήσαν πολύ σκληρότεροι. </p> + +<p>Ιδού τι λέγει ο Καμερών:</p> + +<p>«Όπως επιτύχη τας πεντήκοντα γυναίκας των οποίων κύριος ελέγετο ο Αλβέζ, +δέκα χωρία κατεστράφησαν δέκα χωρία έχοντα έκαστον εκατόν έως διακοσίους +κατοίκους, ήτοι χιλίας πεντακοσίας ψυχάς. Τινές τούτων ηδυνήθησαν να +διαφύγωσιν, αλλ' οι πλείστοι — σχεδόν όλοι — απώλοντο εις τας φλόγας, +εφονεύθησαν υπερασπίζοντες τας οικογενείας των ή απέθανον εκ πείνης εις τα +παραπήγματα, εκτός εάν τα σαρκοβόρα θηρία δεν επέρανον ταχύτερον τας +βασάνους των. </p> + +<p>Τα εγκλήματα ταύτα, διαπραττόμενα εν τω κέντρω της Αφρικής υπό ανθρώπων +λεγομένων χριστιανών και Πορτογάλων, θα εφαίνοντο απίστευτα εις τους +κατοίκους των πεπολιτισμένων χωρών. Αδύνατον η κυβέρνησις της Λισσαβώνος να +γινώσκη τας ωμότητας τας διαπραττομένας παρ' ανθρώπων φερόντων την σημαίαν +αυτής και καυχωμένων ότι είναι υπήκοοι αυτής». </p> + +<p>Σημ. Εν Πορτογαλία ζωηρότατοι εγένοντο διαμαρτυρήσεις κατά των +διαβεβαιώσεων τούτων του Καμερών. </p> + +<p>Ευνόητον ότι κατά τας πορείας, και τας σταθμεύσεις εκείνας, οι δέσμιοι +επετηρούντο αυστηρότατα. </p> + +<p>Τοιουτοτρόπως ο Δικ Σανδ εννόησε μετ' ολίγον, ότι δεν έπρεπε ουδέ να +πειραθή να αποδράση. Αλλά τότε, πώς να επανεύρη την κυρίαν Βέλδων; Ότι το +τέκνον της και αυτή ηρπάγησαν υπό του Νεγορού, τούτο ήτο βεβαιότατον.</p> + +<p>Ο Πορτογάλος ηθέλησε να την χωρίση από των συντρόφων αυτής διά λόγους +αγνώστους έτι εις τον νεαρόν δόκιμον· αλλά δεν ηδύνατο να αμφιβάλη περί της +παρεμβάσεως του Νεγορού, και η καρδία του εθλίβετο εις την σκέψιν ότι +παντοειδείς κίνδυνοι ηπείλουν την κυρίαν Βέλδων. </p> + +<p> — Α! έλεγε καθ' εαυτόν, όταν σκέπτωμαι ότι είχον τους δύο τούτους +αθλίους υπό τον σωλήνα του όπλου μου και δεν τους εφόνευσα! . . . </p> + +<p>Η σκέψις αύτη ήτο εκ των μάλλον επιμόνως επανερχομένων εις το πνεύμα του +Δικ Σανδ. </p> + +<p>Πόσα δυστυχήματα θα απεφεύγοντο διά του θανάτου, διά του δικαίου +θανάτου του Χάρρη και του Νεγορού! πόσαι αθλιότητες ολιγώτεραι δι' εκείνους +τους οποίους οι έμποροι εκείνοι ανθρωπίνης σαρκός μετεχειρίζοντο ως +δούλους!</p> + +<p>Όλη η φρίκη της θέσεως της κυρίας Βέλδων και του μικρού Ζακ παρουσιάζετο +αμέσως εις τον Δικ Σανδ. </p> + +<p>Μήτε η μήτηρ, μήτε το τέκνον ηδύναντο να ελπίζωσί τι παρά του εξαδέλφου +Βενεδίκτου. </p> + +<p>Ο δυστυχής εκείνος μόλις ηδύνατο να επαρκέση εις εαυτόν. </p> + +<p>Βεβαίως παρέσυρον και τους τρεις εις μέρος τι απομεμακρυσμένον της +επαρχίας της Αγγόλης. Αλλά ποίος, εβάσταζε το ασθενές έτι παιδίον;</p> + +<p> — Η μήτηρ του, ναι, η μήτηρ του! επανελάμβανε καθ' εαυτόν ο Δικ Σανδ. +Θα επανεύρε δυνάμεις δι' αυτό! Θα έπραξεν ό,τι πράττουσιν αι δυστυχείς αύται +δούλοι· και θα καταπέση ως αυταί. Ω! ας με φέρη πάλιν ο θεός ενώπιον των +δημίων τούτων, και θα . . . </p> + +<p>Αλλ' ήτο δέσμιος! Ηριθμείτο ως μία κεφαλή εν τη αγέλη εκείνη, την οποίαν οι +οδηγοί ώθουν προς το εσωτερικόν της Αφρικής! Ούτε καν εγίνωσκεν εάν ο Νεγορός +και ο Χάρρης ωδήγουν αυτοί ούτοι την συνοδείαν, ης απετέλουν μέρος τα θύματα +αυτών. </p> + +<p>Ο Δίγγος δεν ήτο πλέον εκεί, όπως ανιχνεύση τον Πορτογάλον, όπως υποδείξη +την προσέγγισιν αυτού. </p> + +<p>Μόνος ο Ηρακλής ηδύνατο να βοηθήση την ατυχή κυρίαν Βέλδων. Αλλ' έπρεπε +να ελπίζωσι τοιούτο θαύμα;</p> + +<p>Εν τούτοις ο Δικ Σανδ προσεκολλάτο εις την ιδέαν ταύτην. Εσκέπτετο ότι ο +ρωμαλέος μαύρος ήτο ελεύθερος. Περί της αφοσιώσεώς του δεν υπήρχεν +αμφιβολία. </p> + +<p>Παν ό,τι ήτο ανθρωπίνως δυνατόν να πράξη ο Ηρακλής θα το έπραττεν υπέρ +της κυρίας Βέλδων. </p> + +<p>Ναι! ή ο Ηρακλής θα επειράτο να επανεύρη τα ίχνη των και να έλθη εις +συγκοινωνίαν μετ' αυτών, ή, εν αποτυχία, θα προσεπάθει να συνεννοηθή μετά του +Δικ Σανδ, και ίσως να τον αρπάση, να τον απελευθερώση διά τινος τολμήματος. +</p> + +<p>Κατά τας νυκτερινάς σταθμεύσεις αναμιγνυόμενος μετά των δεσμοτών, μέλος +ως αυτοί, θα ηδύνατο ίσως να διαλάθη την προσοχήν των στρατιωτών, να φθάση +μέχρις αυτού, να θραύση τας αλύσεις του, να τον σύρη εις το δάσος, αμφότεροι δε, +ελεύθεροι τότε, τι δεν θα έπραττον υπέρ της σωτηρίας της κυρίας Βέλδων!</p> + +<p>Ρύαξ τις θα τοις επέτρεπε να κατέλθωσι μέχρι της παραλίας, και ο Δικ Σανδ θα +επανελάμβανε, μετά νέων ελπίδων επιτυχίας και μεγαλειτέρας γνώσεως των +δυσχερειών, το τοσούτον δυστυχώς διά της προσβολής των ιθαγενών διακοπέν +σχέδιόν του. </p> + +<p>Ο νεαρός δόκιμος παρεδίδετο εις αλληλοδιαδόχους σκέψεις φόβου και +ελπίδος. </p> + +<p>Ευτυχώς όμως, χάρις εις τον ενεργητικόν χαρακτήρα του, δεν κατεβάλλετο και +ήτο έτοιμος να επωφεληθή και της ελαχίστης παρουσιασθησομένης ευκαιρίας.<br +/> + <br /> +Ό,τι προ πάντων έπρεπε να μάθη ήτο προς ποίαν αγοράν ωδήγουν αυτούς οι +διευθύνοντες την συνοδείαν των δούλων. </p> + +<p>Άρα γε προς πρακτορείον τι της Αγγόλης, δηλαδή μετά τινας σταθμούς μόνον, ή +θα ώδευον έτι εκατοντάδας μιλίων διά μέσου της κεντρώας Αφρικής; </p> + +<p>Η κυρία αγορά των σωματεμπόρων είναι η της Νυαγγέ, εν Μανυεμά, ήτοι εις +τον μεσημβρινόν εκείνον, όστις διαιρεί την αφρικανικήν ήπειρον εις δύο μέρη +σχεδόν ίσα, εκεί ένθα εντείνεται η χώρα των μεγάλων λιμνών ην διέτρεχε τότε ο +Λίβιγγστων. </p> + +<p>Αλλ' από του Κοάνζα μέχρι της κώμης εκείνης η απόστασις ήτο μεγάλη· μήνες +οδοιπορίας δεν θα ήρκουν έως να φθάσωσιν εκεί. </p> + +<p>Η ιδέα αύτη τα μέγιστα απησχόλει τον Δικ Σανδ, καθότι αφικνούμενοι άπαξ εις +Νυαγγέ, και επί τη υποθέσει ότι η κυρία Βέλδων, ο Ηρακλής, οι άλλοι μαύροι και +αυτός κατώρθωνον να αποδράσωσι, πόσον θα ήτο δύσκολος, ίνα μη είπωμεν +αδύνατος η επιστροφή εις την παραλίαν, εν μέσω των κινδύνων τοσούτω μακράς +πορείας!</p> + +<p>Αλλ' ο Δικ Σανδ δικαίως εσκέφθη μετ' ολίγον, ότι η συνοδεία δεν θα εβράδυνε +να φθάση εις τον προς ον όρον. </p> + +<p>Καίτοι δεν εννόησε την γλώσσαν ην ελάλουν οι αρχηγοί της συνοδείας, ήτοι οτέ +μεν την αραβικήν, οτέ δε το αφρικανικόν ιδίωμα, παρετήρησεν ότι το όνομα +σπουδαίας αγοράς της χώρας ταύτης επανελαμβάνετο συχνάκις. </p> + +<p>Ήτο το όνομα, του Καζονδέ, και δεν ηγνόει ότι εκεί διενηργείτο μέγιστον +δουλεμπόριον.<br /> + <br /> +Φυσικώς λοιπόν συνεπέρανεν ότι εκεί θα απεφασίζετο η τύχη των δεσμοτών, είτε +προς όφελος του βασιλέως της επαρχίας είτε διά λογαριασμόν πλουσίου τινός +εντοπίου δουλεμπόρου. Γνωστόν ότι δεν ηπατάτο. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ, ων ειδήμων την νεωτέρας γεωγραφίας, εγίνωσκε καλώς τα περί +Κοζανδέ. </p> + +<p>Η απόστασις της πόλεως ταύτης από του Αγίου Παύλου της Λοάνδας δεν +υπερβαίνει τα τετρακόσια μίλια, επομένως διακόσια πεντήκοντα μίλια το πολύ την +διαχωρίζουν από της εν Κοάνζα κατασκηνώσεως. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ υπελόγιζε κατά προσέγγισιν, λαμβάνων ως βάσιν των υπολογισμών +του το διάστημα, όπερ διήνυσε το μικρόν σώμα υπό την οδηγίαν του Χάρρη.<br /> + <br /> +Υπό τας συνήθεις περιστάσεις, το διάστημα εκείνο δεν απήτει πλειοτέρας των δέκα +μέχρι των δώδεκα ημερών. </p> + +<p>Διπλασιαζομένου δε του χρόνου τούτου ένεκα των αναγκών της συνοδείας +εξηντλημένης ήδη εκ της μακράς πορείας, ο Δικ Σανδ έπρεπε να υπολογίση εις +τρεις εβδομάδας την διάρκειαν της από Κοάνζα εις Κοζανδέ αποστάσεως. </p> + +<p>Όσα ενόμιζεν ότι εγίνωσκεν ο Δικ Σανδ, επεθύμει να ανακοινώση εις τον Τωμ +και τους συνεταίρους αυτού. Η βεβαιώτης ότι δεν τους παρέσυρον εις το κέντρον +της Αφρικής, εις τας απαισίας εκείνας χώρας, από τας οποίας δεν θα ήλπιζον πλέον +να εξέλθωσι, θα ήτο είδος τι παρηγορίας δι' αυτούς.<br /> + <br /> +Ήρκουν ολίγαι λέξεις εν παρόδω, όπως τοις ανακοινώση εκείνο όπερ ηγνόουν. +Αλλά θα κατώρθου άρα γε να τοις είπη τας λέξεις ταύτας;</p> + +<p>Ο Τωμ και ο Βαρθολομαίος — κατά τύχην είχον συνενωθή πατήρ και υιός — ο +Ακτέων και ο Αυγουστίνος, δεδεμένοι ανά δύο, ευρίσκοντο εις την δεξιάν άκραν +της συνοδείας. Είς οδηγός και δωδεκάς στρατιωτών επετήρουν αυτούς. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ, ελεύθερος εις τας κινήσεις του, απεφάσισε να ελαττώση ολίγον κατ' +ολίγον την απόστασιν, ήτις διεχώριζεν αυτόν από του ομίλου τον οποίον +εσχημάτιζον οι σύντροφοί του πεντήκοντα βήματα μακράν αυτού. Ήρχισε λοιπόν +να επιδιώκη τον σκοπόν τούτον. </p> + +<p>Πιθανόν ο γέρων Τωμ να εμάντευσε την σκέψιν του Δικ Σανδ. Λέξεις +προφερθείσαι χαμηλή τη φωνή ειδοποίησε τους συντρόφους να ώσι προσεκτικοί. +Δεν εκινήθησαν λοιπόν, αλλ' ήσαν έτοιμοι και να ίδωσι και να ακούσωσι. </p> + +<p>Μετ' ολίγον ο Δικ Σανδ επροχώρησε με ύφος αδιάφορον πεντήκοντα περίπου +βήματα. </p> + +<p>Εκ του μέρους όπου ευρίσκετο τότε, θα ηδύνατο να φωνάξη εις τρόπον ώστε να +ακουσθή, το όνομα Καζονδέ και να τω είπη ποία θα ήτο η πιθανή διάρκεια της +οδοιπορίας.<br /> + <br /> +Θα ήτο προτιμότερον να συμπληρώση τας πληροφορίας εκείνας και να συνεννοηθή +μετ' αυτών τι έπρεπε να πράξωσι.<br /> + <br /> +Εξηκολούθησε λοιπόν να τους πλησιάζη. Ήδη η καρδία του έπαλλεν υπό ελπίδος· +δεν απείχε πλέον ειμή ολίγα βήματα από του ποθουμένου σκοπού, ότε οδηγός τις +ως ει εννόησεν αίφνης την πρόθεσίν του ώρμησε κατ' αυτού.</p> + +<p>Εις τας κραυγάς του μανιακού εκείνου, δέκα στρατιώται προσέδραμον, και ο +Δικ Σανδ, κτηνωδώς εφέρθη πάλιν οπίσω, ενώ ο Τωμ και οι σύντροφοί του +εσύροντο εις την άλλην άκραν του στρατοπέδου. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ μανιώδης ώρμησε κατά του οδηγού· κατώρθωσε να θραύση διά των +χειρών το πυροβόλον του, και σχεδόν το απέσπασεν· αλλ' επτά ή οκτώ στρατιώται +τον περιεκύκλωσαν και ηναγκάσθη να τον αφήση. </p> + +<p>Εν τη μανία των θα τον εφόνευον ίσως, εάν δεν επενέβαινεν Άραψ τις αρχηγός +υψηλού αναστήματος και αγρίας φυσιογνωμίας. </p> + +<p>Ο Άραψ εκείνος ήτο ο αρχηγός Ιβν Χαμίς, περί ου είχεν ομιλήσει ο Χάρρης. </p> + +<p>Επρόφερε λέξεις τινάς, τας οποίας ο Δικ Σανδ δεν ηδηνήθη να εννοήση και οι +στρατιώται αναγκασθέντες να αφήσωσι την λείαν των, απεμακρύνθησαν. </p> + +<p>Ήτο λοιπόν προδηλότατον αφ' ενός μεν ότι είχεν αυστηρώς απαγορευθή πάσα +συγκοινωνία του νεαρού δοκίμου μετά των συντρόφων του, αφ' ετέρου δε ότι +είχον συστήσει να μη προσβληθή η ζωή του. </p> + +<p>Τις άλλος ηδύνατο να δώση τοιαύτας διαταγάς πλην του Χάρρη ή του +Νεγορού;</p> + +<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν — ήτο ενάτη της πρωίας της 19 Απριλίου — +ηκούσθησαν οι άγριοι ήχοι κέρατος «κουδού» και οι κρότοι τύμπανου. Η +στάθμευσις έμελλε να λήξη.<br /> + <br /> +Άπαντες, αρχηγοί, στρατιώται, φορείς, δούλοι, ηγέρθησαν αμέσως. Φορτωθέντων +των δερμάτων, πολλοί όμιλοι αιχμαλώτων εσχηματίσθησαν υπό την οδηγίαν ενός +οδηγού αναπετάσαντος σημαίαν ζωηρών χρωμάτων. </p> + +<p>Εδόθη το σημείον της αναχωρήσεως. </p> + +<p>Άσματα αντήχησαν τότε, αλλ' οι ψάλλοντες ούτοι ήσαν οι ηττημένοι, ουχί οι +νικηταί. </p> + +<p>Και ιδού τι έλεγον τα άσματα εκείνα, ως απειλή αφελούς πίστεως των δούλων +κατά των τυράννων των, κατά των δημίων των:</p> + +<p>Με στέλλετε εις την παραλίαν, αλλ' όταν αποθάνω, δεν έχω πλέον ζυγόν και θα +επανέλθω να σας φονεύσω. </p> + + + +<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η.' </h3> +<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΙΝΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚ +ΣΑΝΔ</b></p> + +<p> +<br /> +Καίτοι η καταιγίς της προτεραίας είχε παύσει, εν τούτοις ο καιρός ήτο έτι πολύ +τεταραγμένος. </p> + +<p>Άλλως τε δε ήτο η εποχή της «μαζίκας» της δευτέρας περιόδου της εποχής των +βροχών υπό την ζώνην εκείνην του αφρικανικού ουρανού. </p> + +<p>Αι νύκτες προ πάντων έμελλον να ώσι βροχεραί επί μίαν, δύο ή τρεις +εβδομάδας, όπερ θα επηύξανεν έτι μάλλον τας κακοπαθείας της συνοδείας. </p> + +<p>Την ημέραν εκείνην, εν καιρώ συννεφώδει, ανεχώρησαν από του Κοάνζα και +εβάδισαν σχεδόν κατ' ευθείαν προς ανατολάς. </p> + +<p>Πεντήκοντα περίπου στρατιώται ήσαν επί κεφαλής, περί τους εκατόν +εκατέρωθεν της συνοδείας, οι δε επίλοιποι ήρχοντο όπισθεν. Θα ήτο δύσκολον εις +τους αιχμαλώτους να αποδράσωσιν, έστω και εάν δεν ήσαν δεσμευμένοι. </p> + +<p>Γυναίκες, παιδιά, άνδρες επορεύοντο αναμίξ, και οι οδηγοί εβίαζον τα βήματά +των διά μαστιγώσεων. </p> + +<p>Υπήρχον δυστυχείς μητέρες αίτινες θηλάζουσαι έν παιδίον, εκράτουν άλλο διά +της ελευθέρας χειρός. Άλλαι έσυρον τα μικρά εκείνα όντα γυμνά, ανυπόδητα, επί +των οξυβελών χόρτων του εδάφους. </p> + +<p>Ο αρχηγός της συνοδείας, ο άγριος εκείνος Ιβν Χαμίς ο επεμβάς εις την πάλην +μεταξύ του Δικ Σανδ και του οδηγού του, επετήρει όλην εκείνην την αγέλην +μεταβαίνων από την μιας εις την άλλην άκραν της μακράς στήλης.<br /> + <br /> +Εάν οι πράκτορές του και αυτός δεν εφρόντιζον περί των δυστυχιών των +αιχμαλώτων των, έπρεπεν όμως να λαμβάνωσιν υπό σπουδαίαν έποψιν είτε τους +στρατιώτας οίτινες απήτουν αύξησίν τινα μισθού, είτε τους βαστάζους οίτινες +ήθελον να αναπαυθώσιν.<br /> + <br /> +Εκ τούτου εγεννώντο φιλονικίαι, πολλάκις μάλιστα διαπληκτισμοί. Και πάλιν οι +αιχμάλωτοι υφίσταντο τα αποτελέσματα της αδιακόπου οργής των οδηγών. </p> + +<p>Αφ' ενός ηκούοντο απειλαί, αφ' ετέρου κραυγαί οδύνης, και όσοι ήρχοντο +κατόπιν, επάτουν επί εδάφους βραχέντος διά του αίματος των πρώτων. </p> + +<p>Οι μετά του Δικ Σανδ, κρατούμενοι πάντοτε μετά προσοχής εμπρός της +συνοδείας, ουδεμίαν ηδύναντο να έχωσι συγκοινωνίαν μετ' αυτής. </p> + +<p>Επροχώρουν κατά στίχον δεδεμένοι εκ του τραχήλου δι' αλύσεως βαρείας, ήτις +δεν επέτρεπεν αυτοίς ουδέ έν κίνημα κεφαλής. </p> + +<p>Εμαστιγούντο δε και αυτοί όσον και οι εν δυστυχία σύντροφοί των.<br /> + <br /> +Ο Βαρθολομαίος συνδεδεμένος μετά του πατρός του εβάδιζε προ αυτού, προσέχων +να μη κινή το δίκρανον, εκλέγων τα καλλίτερα μέρη όπως θέση τον πόδα, επειδή +μετ' αυτόν έμελλε να διέλθη ο γέρων Τωμ. </p> + +<p>Προσεπάθει μάλιστα να βραδύνη την πορείαν του, όταν ησθάνετο ότι ο Τωμ +εκουράζετο.<br /> + <br /> +Ήτο βάσανος διά τον καλόν εκείνον υιόν να μη δύναται να στρέψη την κεφαλήν, +όπως ίδη τον καλόν του πατέρα ον υπερηγάπα. </p> + +<p>Ο Τωμ είχε βεβαίως την ευχαρίστησιν να βλέπη τον υιόν του, αλλά πολύ ακριβά +επλήρωνε την ευχαρίστησιν ταύτην. </p> + +<p>Ποσάκις παχέα δάκρυα έρρευσαν από των οφθαλμών του, όταν η μάστιξ του +οδηγού κατέπιπτεν επί του Βαρθολομαίου!</p> + +<p>Ήτο δεινότερον βασανιστήριον ή εάν έπιπτεν επί της ιδίας εαυτού σαρκός. </p> + +<p>Ο Αυγουστίνος και ο Ακτέων ήρχοντο ολίγα βήματα όπισθεν, δεδεμένοι ο είς +μετά του άλλου και βασανιζόμενοι κατά πάσαν στιγμήν. </p> + +<p>Α! πώς εφθόνουν την τύχην του Ηρακλέους! Οίοι δήποτε και αν ήσαν οι +απειλούντες αυτόν εις την αγρίαν εκείνην χώραν κίνδυνοι, ηδύνατο τουλάχιστον να +ποιήται χρήσιν της δυνάμεώς του και να υπερασπίση την ζωήν του. </p> + +<p>Κατά τας πρώτας στιγμάς της αιχμαλωσίας των ο γέρων Τωμ εγνώρισε τέλος +προς τους συντρόφους του όλην την αλήθειαν.<br /> + <br /> +Προς μεγάλην έκπληξίν των, έμαθον παρ' αυτού ότι ήσαν εις την Αφρικήν, ότι η +διπλή προδοσία του Χάρρη και του Νεγορού πρώτον μεν τους έρριψεν εκεί, είτα +τους παρέσυρε, και ότι ουδέν έλεος είχον να ελπίζωσιν εκ μέρους των κυρίων +των.<br /> + <br /> +Αλλά και την Ναν δεν μετεχειρίζοντο καλλίτερον. Απετέλει μέρος ομίλου γυναικών, +όστις κατείχε το κέντρον της συνοδείας. </p> + +<p>Την είχον δέσει μετά νεαράς μητρός εχούσης δύο τέκνα το έν νήπιον και το +άλλο τριετές μόλις βαδίζον. </p> + +<p>Η Ναν συγκινηθείσα ανέλαβε το μικρόν εκείνο ον, και η δυστυχής δούλη +ηυχαρίστησεν αυτήν διά δακρύων. </p> + +<p>Η Ναν εβάσταζε λοιπόν το παιδίον, απαλλάττουσα αυτό και εκ του κόπου υπό +του οποίου ήθελε καταβληθή και εκ των μαστιγώσεων τας οποίας θα ελάμβανεν +υπό του οδηγού. </p> + +<p>Αλλά το φορτίον ήτο βαρύ διά την γραίαν Ναν· εφοβείτο μη αι δυνάμεις της +εξαντληθώσι, και εσκέπτετο τον μικρόν Ζακ. </p> + +<p>Εφαντάζετο αυτόν εις τας αγκάλας της μητρός του! Ναι μεν η ασθένεια τον +είχεν αδυνατίσει, αλλά και πάλιν θα ήτο βαρύς διά τους ασθενείς βραχίονας της +κυρίας Βέλδων. </p> + +<p>Πού να ήτο αύτη; Τι εγίνετο; Άρα γε η γηραιά θεράπαινά της θα την +επανέβλεπε ποτέ;</p> + +<p>Ο Δικ Σανδ είχε τεθή σχεδόν όπισθεν της συνοδείας. Δεν ηδύνατο να ίδη μήτε +τον Τωμ, μήτε τους συντρόφους του, μήτε την Ναν. </p> + +<p>Τότε μόνον ηδύνατο να τους ίδη όταν διήρχοντο πεδιάδα τινά. Εβάδιζε +κατεχόμενος υπό λυπηρών διαλογισμών, από των οποίων αι κραυγαί των +πρακτόρων μόλις τον απέσπων. </p> + +<p>Δεν εσκέπτετο μήτε εαυτόν, μήτε τους κόπους ους θα ήτο ανάγκη να υποστή +έτι, μήτε τα βασανιστήρια όσα τω επεφύλασσεν ίσως ο Νεγορός. </p> + +<p>Εσκέπτετο μόνον την κυρίαν Βέλδων· εις μάτην ανεζήτει εις το έδαφος, εις τας +ακάνθας των ατραπών, εις τους χαμηλούς κλάδους των δένδρων, να ανεύρη ίχνος +τι της διαβάσεώς της.<br /> + <br /> +Εάν κατά πάσαν βεβαιότητα, την ωδήγουν εις Καζονδέ, δεν ήτο δυνατόν να έλαβεν +άλλην οδόν. Τι δεν έδιδεν, όπως επανεύρη σημειόν τι της πορείας της προς το +μέρος όπου ωδήγουν και αυτούς; </p> + +<p>Τοιαύτη ήτο η σωματική και πνευματική κατάστασις του νεαρού δοκίμου και +των μετ' αυτού:</p> + +<p>Αλλ' ό,τι και αν ηδύναντο να φοβώνται δι' εαυτούς, όσον μεγάλα και αν ήσαν +τα ίδια εαυτών παθήματα, ο οίκτος κατεκυρίευσεν αυτούς βλέποντας την τρομεράν +αθλιότητα της δυστυχούς εκείνης αγέλης των δεσμίων και την ανήκουστον +θηριωδίαν των κυρίων των. </p> + +<p>Φευ! ουδέν είχον όπως βοηθήσωσι τους μεν, ουδέν όπως αντισταθώσιν εις +τους άλλους!</p> + +<p>Όλον το μέρος το κείμενον προς ανατολάς του Κοάνζα δεν ήτο ειμή δάσος εις +περιφέρειαν είκοσι περίπου μιλίων. </p> + +<p>Εν τούτοις τα δένδρα είτε διότι φθείρονται υπό των δηγμάτων των απείρων +εντόμων των χωρών τούτων, είτε διότι τα καταρρίπτουσιν αγέλαι νεαρών +ελεφάντων ήσαν ολιγώτερον πυκνά ή τα της γείτονος παραλίας. </p> + +<p>Υπήρχε τωόντι αφθονία εκ των βαμβακοφόρων εκείνων, υψηλών επτά ή οκτώ +πόδας, των οποίων ο βάμβαξ χρησιμεύει προς κατασκευήν των μελανών ή λευκών +ραβδωτών υφασμάτων, άτινα μεταχειρίζονται εις τα ενδότερα της επαρχίας.<br /> + <br /> +Είς τινα μέρη το έδαφος μετεβάλλετο εις πυκνοτάτους καλαμώνας εντός των +οποίων εθάπτετο η συνοδεία. </p> + +<p>Εξ όλων των ζώων της χώρας μόνοι οι ελέφαντες, και καμηλοπαρδάλεις θα +ηδύναντο να εξέχωσι των καλάμων εκείνων, των οποίων το στέλεχος έχει ενός +δακτύλου περίμετρον. </p> + +<p>Βεβαίως οι πράκτορες εγίνωσκον καλώς τα μέρη, όπως μη αποπλανώνται.<br +/> + <br /> +Καθ' ημέραν η συνοδεία ανεχώρει άμα τη αυγή και αναπαύετο μόνον την +μεσημβρίαν επί μίαν ώραν. Ήνοιγον τότε δέματά τινα μανιόκας και το εδώδιμον +τούτο διενέμετο μετά φειδωλίας εις τους δούλους.</p> + +<p>Προσετίθεντο πατάται, ή αίγειον κρέας και μόσχειον, όταν οι στρατιώται +ελεηλάτουν κατά την διάβασιν χωρίον τι. </p> + +<p>Αλλ' η κόπωσις ήτο τοιαύτη, η ανάπαυσις τόσον ανεπαρκής, τόσον μάλιστα +αδύνατος κατά τας βροχεράς εκείνας νύκτας, ώστε, ερχομένης της ώρας της +διανομής των τροφίμων, οι αιχμάλωτοι μόλις ηδύναντο να φάγωσιν. </p> + +<p>Ούτω, οκτώ ημέρας μετά την εν Κοάνζα αναχώρησιν, είκοσι τουλάχιστον είχον +πέσει καθ' οδόν, απομείναντες εις την διάθεσιν των θηρίων, άτινα περιεπλανώντο +όπισθεν της συνοδείας. </p> + +<p>Λέοντες, πάνθηρες και λεοπαρδάλεις περιέμενον τα θύματα, άτινα δεν +ηδύναντο να λείψωσι, και καθ' εσπέραν, μετά την δύσιν του ηλίου, οι μηκυθμοί +αυτών εξερρήγνυντο εις τοσούτω βραχείαν απόστασιν, ώστε υπήρχε φόβος +αμέσου επιθέσεως.<br /> + <br /> +Ο Δικ Σανδ, ακούων τους βρυχηθμούς εκείνους, ους η σκιά καθίστα έτι μάλλον +φοβερούς, ανελογίζετο μετά τρόμου τα προσκόμματα τα οποία τοιαύται +συναντήσεις ηδύναντο να εγείρωσιν εις τα διαβήματα του Ηρακλέους και τους +κινδύνους ους θα διέτρεχεν εις έκαστον βήμα του. </p> + +<p>Και εν τούτοις, εάν και αυτός εύρισκεν ευκαιρίαν να φύγη, δεν θα εδίσταζε να +το πράξη. </p> + +<p>Ιδού δε αι σημειώσεις τας οποίας ο Δικ Σανδ έλαβε κατά το δρομολόγιον εκείνο +μεταξύ Κοάνζα και Καζονδέ.<br /> + <br /> +Εικοσιπέντε «πορείαι» εχρειάσθησαν όπως διανύσωσι την απόστασιν εκείνην των +διακοσίων πεντήκοντα μιλίων, της πορείας, κατά την γλώσσαν των σωματεμπόρων, +ούσης εκ δέκα μιλίων μετά σταθμεύσεως καθ' εκάστην. </p> + +<p> — Από 25-27 Απριλίου. — Εφάνη χωρίον περικυκλούμενον υπό τειχών +εκ καλάμων υψηλών 8-9 ποδών. </p> + +<p>Αγροί καλλιεργημένοι εξ αραβοσίτου, κυάμων, σόργου και διαφόρων +αραχίδων. </p> + +<p>Δύο μαύροι συληφθέντες και αιχμαλωτισθέντες. Δεκαπέντε φονευθέντες. +Κάτοικοι έφυγαν. </p> + +<p>Την εποιούσαν, διέλευσις θορυβώδης ποταμίου πλάτους εκατόν πεντήκοντα +υαρδών.<br /> + <br /> +Γέφυρα κινητή σχηματισθείσα εκ κορμών δένδρων προσδεθέντων διά βρύων. </p> + +<p>Στηρίγματα ημιθραυσθέντα. Δύο γυναίκες δεδεμέναι εν τω αυτώ δικράνω +έπεσαν εις τα ύδατα. </p> + +<p>Η μία εβάσταζε το μικρόν παιδίον της. Τα ύδατα ταράσσονται και γίνονται +αιματοβαφή. </p> + +<p>Οι κροκόδειλοι ολισθαίνουσι μεταξύ των συνδέσεων της γεφύρας. Κίνδυνος +μήπως θέση τις τον πόδα επί των χαινόντων στομάτων των. </p> + +<p> — 28 Απριλίου. — Διέλευσις δάσους βαυχινιών. Δένδρα υψίκορμα εξ +εκείνων άτινα παρέχουσι το σιδηρόξυλον εις τους πορτογάλους. </p> + +<p>Ραγδαία βροχή. Έδαφος κάθυγρον. Πορεία άκρως δυσχερής. </p> + +<p>Προς το κέντρον της συνοδείας φαίνεται η δυστυχής Ναν κρατούσα αιθιοπίδιον +εις τας αγκάλας της. </p> + +<p>Σύρεται δυσκόλως. Η μετ' αυτής δεσμευμένη δούλη χωλαίνει, και το αίμα ρέει +εκ του υπό των μαστιγώσεων κατεσχισμένου ώμου αυτής.<br /> + <br /> +Την εσπέραν κατασκήνωσις υπό γιγαντιαίον βαοβάβ μετ' ανθέων λευκών και +φυλλώματος πρασίνου τρυφερού. </p> + +<p>Κατά την νύκτα βρυχηθμοί λεόντων και λεοπαρδάλεων. Πυροβολισμός +ιθαγενούς κατά πάνθηρος. Τι γίνεται ο Ηρακλής;</p> + +<p> — 29 και 30 Απριλίου. — Πρώτα ψύχη του καλουμένου αφρικανικού +χειμώνος. Δρόσος αφθονωτάτη. </p> + +<p>Τέλος της βροχεράς εποχής μετά του μηνός Απριλίου ήτις άρχεται μετά του +μηνός Νοεμβρίου. Πεδιάδες απλέτως πλημμυρισμέναι, εισέτι ανατολικοί άνεμοι +διακόπτοντες την αναπνοήν και καθιστώντες τους ελώδεις πυρετούς μάλλον +επαισθητούς. </p> + +<p>Ουδέν ίχνος της κυρίας Βέλδων, μήτε του κυρίου Βενεδίκτου. Πού άραγε τους +ωδήγουν αν μη εις Καζονδέ; Ώφειλον να ακολουθώσι την αυτήν πορείαν και να +προηγώνται ημών. Διατελώ εις μεγίστην ανησυχίαν. Μήπως ο μικρός Ζακ +κατελήφθη πάλιν υπό του πυρετού εν τη νοσηρά εκείνη χώρα! Αλλά ζη άρα γε:</p> + +<p> — Από 1-6 Μαΐου. — Διέλευσις πολλών και μικρών πεδιάδων τας +οποίας η εξάτμησις δεν είχεν αποξηράνει. </p> + +<p>Ύδωρ μέχρι της ζώνης ενίοτε. Μυριάδες βδελλών προσκολλομένων εις το +δέρμα.<br /> + <br /> +Ανάγκη όμως να βαδίζωμεν. Επί τινων εξεχόντων υψωμάτων λωτοί και πάπυροι. +</p> + +<p>Εις το βάθος υπό τα ύδατα, άλλα φυτά μεγάλων λαχανοειδών φύλλων, επί των +οποίων προσκόπτει ο πους, όπερ επιφέρει πτώσεις αδιακόπους.<br /> + <br /> +Εις τα ύδατα ταύτα άπειροι μικροί ιχθύς εκ του είδους των γλανίδων, τους οποίους +οι ιθαγενείς αλιεύουσι καθ' εκατομμύρια διά καλαμωτών και πωλούσιν εις τας +συνοδείας.</p> + +<p>Αδύνατον να ευρεθή τόπος κατασκηνώσεως διά την νύκτα. </p> + +<p>Όριον δεν φαίνεται εις την καταπλημμυρισμένην πεδιάδα· πρέπει να οδεύωμεν +εν τη σκοτία. </p> + +<p>Αύριον πολλοί δούλοι θα λείπωσιν εκ της συνοδείας. Πόσαι αθλιότητες! Όταν +έπιπτέ τις, προς τι να εγερθή! Ολίγας στιγμάς υπό τα ύδατα και ετελείωνον τα +πάντα! Η μάστιξ του οδηγού δεν σας έφθανεν εν τη σκιά. </p> + +<p> — Ναι αλλ' η κυρία Βέλδων και ο υιός της! Δεν έχω το δικαίωμα να τους +εγκαταλείψω. Θα ανθέξω μέχρι της τελευταίας στιγμής! Τούτο είναι καθήκον +μου.<br /> + <br /> +Φοβεραί κραυγαί ακούονται κατά την νύκτα. </p> + +<p>Περί τους είκοσι στρατιώται απέσπασαν ολίγους εξέχοντας κλάδους έκ τινων +ρητινοδών δένδρων. Πελιδναί λάμψεις εις τα σκότη. </p> + +<p>Ιδού η αιτία των ακουσθεισών κραυγών. Επίθεσις κροκοδείλων. Δώδεκα ή +δεκαπέντε εκ των τεράτων τούτων ερρίφθησαν εν τη σκιά εις το πλευρόν της +συνοδείας. </p> + +<p>Γυναίκες, παιδία, ηρπάγησαν και παρεσύρθησαν υπό των κροκοδείλων μέχρι +του «μέρους της βοσκής των».</p> + +<p>Ούτως αποκαλεί ο Λίβιγγστων τας βαθείας εκείνας οπάς ένθα το αμφίβιον +τούτο αποθέτει την λείαν του. </p> + +<p>Αφού την πνίξη, καθότι, δεν την τρώγει ειμή όταν φθάση εις βαθμόν τινα +αποσυνθέσεως.<br /> + <br /> +Αι φολίδες ενός των κροκοδείλων εκείνων με προσέψαυσαν τραχέως. </p> + +<p>Νέος τις δούλος συνελήφθη πλησίον μου και απεσπάσθη εκ του κρατούντος +αυτόν από του λαιμού δικράνου. Το δίκρανον συνετρίβη. </p> + +<p>Ποία κραυγή απελπισίας ποίος ορυγμός οδύνης! Τον ακούω εισέτι!</p> + +<p> — 7 και 8 Μαΐου. — Την επιούσαν εμετρήθησαν τα θύματα. Έλειπον +είκοσι δούλοι. </p> + +<p>Περί την χαραυγήν ανεζήτησα τον Τωμ και τους συντρόφους του. Ας έχη δόξαν +ο Θεός! Είναι ζωντανοί. Φευ! πρέπει να δοξάζω τον Θεόν; Δεν θα ήσαν +ευτυχέστεροι εάν η ζωή των ετελείωνε μεθ' όλων εκείνων των αθλιοτήτων!</p> + +<p>Ο Τωμ προηγείται της συνοδείας. Καθ' ην στιγμήν ο υιός του εποίησε στροφήν +τινα, το δίκρανον επλαγίασε και ο Τωμ ηδυνήθη να με ίδη. </p> + +<p>Εις μάτην ζητώ την γραίαν Ναν. Ανεμίχθη άρα γε ες τον κεντρικόν σωρόν, ή +απώλετο κατά την φοβεράν εκείνην νύκτα;</p> + +<p>Την επιούσαν διήλθομεν το όριον της πλημμυρισμένης πεδιάδος, μετά +εικοσιτετράωρον εν τω ύδατι πορείαν. </p> + +<p>Εσταθμεύσαμεν επί τινος λόφου. Ο ήλιος μας ξηραίνει ολίγον. Εσθίομεν, αλλά +ποίαν αθλίαν τροφήν!Ολίγον μανιόκον, ολίγος δράκας αραβοσίτου! Προς πόσιν +ουδέν άλλο ή ύδωρ θολόν. Δεσμώται εκτάδην επί του εδάφους κείμενοι, πόσοι εξ +αυτών δεν θα ανεγερθώσιν!</p> + +<p>Όχι! δεν είναι δυνατόν η κυρία Βέλδων και το τέκνον της να διήλθον διά +τοσούτων δεινοπαθημάτων! Ο Θεός θα τους ηλέησε και θα τους ωδήγησε δι' άλλης +οδού εις Καζονδέ! Η δυστυχής μήτηρ δεν θα ηδύνατο να ανθέξη. </p> + +<p>Νέα κρούσματα ευφλογίας εν τη συνοδεία ή «ντουέ», καθώς λέγουσιν. Οι +ασθενείς δεν δύνανται να προβώσι περαιτέρω. Θα τους εγκαταλείψωσιν άρα +γε;</p> + +<p> — 9 Μαΐου — Ηρχίσαμεν την πορείαν άμα τη αυγή. Ουδείς +καθυστέρησεν. Η μάστιξ του οδηγού ανήγειρε ζωηρώς εκείνους τους οποίους ο +κάματος ή ασθένεια είχε καταβάλλει. Οι δούλοι εκείνοι έχουσιν αξίαν. Είναι +νόμισμα. Οι πράκτορες δεν θα τους αφήσωσιν οπίσω, ενόσω τοις μένει δύναμις να +βαδίζωσι. </p> + +<p>Περικυκλούμαι υπό ζώντων σκελετών. Δεν έχουσι πλέον φωνήν, όπως +εκφράσωσι παράπονον.<br /> + <br /> +Είδον τέλος την γραίαν Ναν! Οικτρόν θέαμα! Το παιδίον όπερ εβάσταζεν, δεν ήτο +πλέον εις τας αγγάλας της. Άλλως τε δεν είναι μόνη· τούτο θα είναι ολιγώτερον +επίπονον δι' εαυτήν, αλλ' η άλυσις είναι εισέτι εις την ζώνην της, και είχεν +αναγκασθή να ρίψη το άκρον αυτής άνωθεν του ώμου.<br /> + <br /> +Έσπευσα προς αυτήν. Ηδύνατό τις να είπη ότι δεν με ανεγνώριζε. Τόσον λοιπόν +μετεβλήθην; </p> + +<p> — Ναν τη είπον. </p> + +<p>Η γραία υπηρέτρια με παρετήρησεν επί πολύ και τέλος:</p> + +<p> — Υμείς, κύριε Δικ! Εγώ . . εγώ μετ' ολίγας στιγμάς θα ήμαι νεκρά. </p> + +<p> — Όχι, θάρρος! απεκρίθην ενώ οι οφθαλμοί μου εχαμηλώθησαν διά να +μη βλέπωσι το άνευ αίματος φάσμα της ατυχούς.<br /> + <br /> + — Νεκρά, επανέλαβε και δεν θα επανίδω πλέον την αγαπητήν μου +δέσποιναν, μήτε τον μικρόν μου Ζακ! Θεέ μου! Θεέ μου! ευσπλαγχνίσου με!</p> + +<p>Ηθέλησα να υποστηρίξω την γραίαν Ναν, της οποίας όλον το σώμα έτρεμεν υπό +τα κατεσχισμένα ενδύματά της. Θα ήτο χάρις εάν με έδενον μετ' αυτής και εάν +ηδυνάμην να συμμερισθώ την άλυσιν εκείνην, της οποίας εβάσταζεν όλον το βάρος +μετά τον θάνατον της συνδεσμώτιδάς της. </p> + +<p>Στιβαρός βραχίων με απώθησε, και η δυστυχής Ναν, πληγείσα διά της +μάστιγος, επετάχθη εις τον σωρόν των δούλων. </p> + +<p>Ηθέλησα να ορμήσω κατά του κτηνώδους εκείνου ανθρώπου, αλλ' ο άραψ +αρχηγός ενεφανίσθη, έδραξε τον βραχίονά μου και με εκράτησε μέχρι της στιγμής +καθ' ήν ευρέθην πάλιν εις την τελευταίαν σειράν της συνοδείας. </p> + +<p>Τότε επρόφερε το όνομα;</p> + +<p> — Νεγορός!</p> + +<p>Ο Νεγορός! Κατά διαταγήν λοιπόν του Πορτογάλου ενεργεί και με +μεταχειρίζεται άλλως ή τους εν δυστυχία συντρόφους μου. </p> + +<p>Ποία τύχη μοι επιφυλάσσεται;</p> + +<p> — 10 Μαΐου — Διήλθομεν σήμερον πλησίων δύο χωρίων καιωμένων. Αι +καλύβαι καίονται πανταχού. Πτώματα κρέμανται εις δένδρα τα οποία εφείσθη η +πυρκαϊά.<br /> + <br /> +Οι κάτοικοι φεύγουσιν. Οι αγροί είναι έρημοι. Εκτελείται ανθρωποκυνήγιον. +Εγένετο ίσως διακόσιοι φόνοι, όπως συλληφθώσι δώδεκα δούλοι.<br /> + <br /> +Η εσπέρα έφθασε. Νυκτερινή στάθμευσις. Εγένετο κατασκήνωσις υπό μεγάλα +δένδρα. </p> + +<p>Υψηλά χόρτα σχηματίζουσι φράκτην περί το δάσος. </p> + +<p>Δούλοι τινες είχον φύγει την προτεραίαν θραύσαντες το δίκρανόν των. </p> + +<p>Συνελήφθησαν εκ νέου και εβασανίσθησαν μετ' απαραδειγματίστου +σκληρότητος. </p> + +<p>Η επιτήρησις των στρατιωτών και των οδηγών διπλασιάζεται. </p> + +<p>Επήλθεν η νυξ. Βρυχηθμοί λεόντων και υαινών. Ρογχασμοί μακρυνοί +ιπποποτάμων. </p> + +<p>Βεβαίως γειτονεύει λίμνη τις ή ρυάκιον. </p> + +<p>Μεθ' όλον τον κάματον, δεν δύναμαι να κοιμηθώ. Σκέπτομαι τόσα +πράγματα!</p> + +<p>Είτα, νομίζω ότι ακούω πατήματα εις τα υψηλά χόρτα. Ίσως θηρίον τι. Θα +τολμήση άρα γε να παραβιάση την είσοδον του στρατοπέδου;</p> + +<p>Ακροώμαι. Ουδέν. Ναι, ζώον τι διέρχεται διά των καλάμων. Είμαι άοπλος. Εν +τούτοις θα υπερασπισθώ. Θα καλέσω. Η ζωή μου δύναται να είναι χρήσιμος εις την +κυρίαν Βέλδων, εις τους συντρόφους μου. </p> + +<p>Παρατηρώ διά του βαθέος σκότους· Δεν υπάρχει σελήνη. Η νυξ είναι +σκοτεινοτάτη. </p> + +<p>Ιδού δύο οφθαλμοί φεγγοβολούντες εν τη σκιά, μεταξύ των παπύρων +οφθαλμοί υαίνης ή λεοπαρδάλεως. Χάνονται . . . πάλιν εμφανίζονται . . . </p> + +<p>Τέλος ακούω θρουν εις τα χόρτα. Ζώον τι πηδά επ' εμού. </p> + +<p>Έμελλον να εκφέρω κραυγήν, να καλέσω βοήθειαν. Ευτυχώς δεν το έπραξα. +</p> + +<p>Δεν δύναμαι να πιστεύσω εις τους οφθαλμούς μου. </p> + +<p>Ο Δίγγος, ο Δίγγος είναι πλησίον μου . . . Γενναίε Δίγγε! Πώς μοι απεδόθη; Πώς +ηδυνήθη να μ' επανεύρη;</p> + +<p>Α! το ορμέφυτον αρκεί να εξηγήση τοιαύτα θαύματα πιστότητος. Λείχει τας +χείρας μου. Αχ, καλέ κύον, τώρα μόνε φίλε μου. Δεν σε εφόνευσαν λοιπόν!</p> + +<p>Τω ανταπέδωκα τας θωπείας του. Με εννόησεν. Ήθελε να υλακτήση. </p> + +<p>Τον καθησυχάζω. Δεν πρέπει να τον ακούσωσιν. Ας ακολουθή την συνοδείαν +απαρατήρητος . . . Αλλά πώς τρίβει επιμόνως τον λαιμόν του εις τας χείρας μου . . +.<br /> + <br /> +Φαίνεται ως εάν μοι λέγει «Ζήτησον λοιπόν! . . ». Ζητώ. και αισθάνομαί τι εκεί +δεδεμένον εις τον τράχηλόν του . . . τεμάχιον καλάμου είναι διαπερασμένον εις το +περιλαίμιον εκείνο, όπου είναι κεχαραγμένα τα δύο γράμματα Σ. Β., των οποίων το +μυστήριον είναι εισέτι ανεξήγητον δι' ημάς. </p> + +<p>Ναι . . . απέσπασα το καλάμιον . . . Το έθραυσα. Επιστολή υπάρχει εν αυτώ.<br +/> + <br /> +Αλλ' αυτήν την επιστολήν δεν δύναμαι να την αναγνώσω. Πρέπει να περιμείνω την +ημέραν . . . την ημέραν . . . Θέλω να κρατήσω τον Δίγκον, αλλά το καλόν ζώον, +καίτοι λείχον τας χείρας μου, φαίνεται σπεύδον να με εγκαταλείπη . . Εννόησεν ότι +η αποστολή του είχεν εκπληρωθή. </p> + +<p>Δι' ενός πλαγίου άλματος έγινεν άφαντον αθορύβως μεταξύ των χόρτων. </p> + +<p>Ο Θεός να το λυτρώση εκ των οδόντων των λεόντων ή των υαινών. </p> + +<p>Ο Δίγγος βεβαίως επέστρεψε προς εκείνον, όστις με τον απέστηλεν. </p> + +<p>Η επιστολή εκείνη, την οποίαν δεν δύναμαι έτι να αναγνώσω, καίει τας χείρας +μου. </p> + +<p>Ποίος την έγραψε; Προέρχεται εκ του Ηρακλέους; Πώς το πιστόν ζώον, όπερ +ενομίζομεν νεκρόν συνήντησε τον ένα ή τον άλλον; Περιέχει άρα γε σχέδιον +αποδράσεως, ή με δίδει μόνον ειδήσεις ανθρώπων προσφυλών; Όπως δήποτε το +συμβεβηκός εκείνο με συνεκίνησε και κατέπαυσε τας αθλιότητάς μου.<br /> + <br /> +Ω! πόσον μακρά μοι εφάνη η νυξ. </p> + +<p>Καραδοκώ την ελαχίστην φαύσιν εις τον ορίζοντα. Δεν δύναμαι να κλείσω τους +οφθαλμούς. </p> + +<p>Ακούω εισέτι βρυχηθμούς θηρίων. Δυστυχή Δίγγε μου, είθε να τα +διαφύγης!</p> + +<p>Τέλος η ημέρα πλησιάζει να φανή και σχεδόν άνευ λυκαυγούς υπό τα τροπικά +εκείνα πλάτη. </p> + +<p>Έλαβον τοιαύτην θέσιν, ώστε να μη με παρατηρήσωσι. </p> + +<p>Προσπαθώ να αναγνώσω . . Αλλ' αδήνατον εισέτι</p> + +<p>Τέλος ανέγνωσα. Το επιστόλιον ήτο διά χειρός του Ηρακλέους. </p> + +<p>Είχε γραφή επί τεμαχίου χάρτου διά μολυβδοκονδύλου. </p> + +<p>Ιδού τι περιείχεν:</p> + +<p>«Η κυρία Βέλδων μεταφέρεται μετά μικρού Ζαν, επί κιτάνδας. Ο Χάρης και ο +Νεγορός συνοδεύουσιν αυτήν. Προηγούνται της συνοδείας κατά τρεις ή τέσσαρας +σταθμούς μετά του εξαδέλφου Βενεδίκτου. Δεν ηδυνήθην να συγκοινωνήσω μετ' +αυτής. Εύρον τον Δίγγον, όστις είχε πληγωθή διά σφαίρας όπλου . . αλλ' +εθεραπεύθη. Έχετε ελπίδας κύριε Δικ. Υμάς μόνον σκέπτομαι και έφυγον, διά να +σας είμαι μάλλον χρήσιμος». </p> + +<p style='text-align:right;'>ΗΡΑΚΛΗΣ</p> + +<p>Α! η κυρία Βέλδων και ο υιός της ζώσιν! Ας έχη δόξαν ο Θεός! δεν θα υπέφερον +ως ημείς εκ των καμάτων της σκληράς ταύτης πορείας. </p> + +<p>Η κιτάνδα είναι είδος χορείου εκφόρτων ξηρών κρεμαμένη εις μακρόν βαμβού , +όπερ δύο άνδρες φέρουσιν εκ των ώμων. Κάλυμα εξ υφάσματος περικαλύπτει +αυτήν. Η κυρία Βέλδων και ο μικρός Ζακ ευρίσκονται εντός αυτής της +κιτάνδας.</p> + +<p>Τι σκέπτονται περί αυτών ο Χάρρης και ο Νεγορός; Οι άθλιοι εκείνοι βεβαίως +τους φέρουσιν εις Καζονδέ; ναι . . ναι. Θα τους επανεύρω. Α! εν τω μέσω όλων +τούτων των αθλιοτήτων, αύτη είναι καλή είδησις, είναι χαρά την οποίαν μοι +εκόμισεν ο Δίγγος.<br /> + <br /> + — Από 11-25 Μαΐου. — Η συνοδεία εξακολουθεί την πορείαν αυτής. Οι +δεσμώται σύρονται επί μάλλον και μάλλον επιμόνως. </p> + +<p>Οι πλείστοι αφίνουσιν επί των βημάτων των ίχνη αίματος. Υπολογίζω ότι +απαιτούνται έτι δέκα ημέραι, όπως φθάσωμεν εις Καζονδέ. </p> + +<p>Πόσοι μέχρι τότε θα παύσωσιν υποφέροντες! Αλλ' εγώ πρέπει να φθάσω εκεί +και θα φθάσω. </p> + +<p>Είναι αποτρόπαιον! Εν τη συνοδεία υπάρχουσι δυστυχείς τινες των οποίων +όλον το σώμα είναι μία πληγή. </p> + +<p>Τα προσδένοντα αυτούς σχοινία εισέρχονται εις τας σάρκας των.</p> + +<p>Από της χθες μήτηρ τις φέρει εις τας αγκάλας της το μικρόν τέκνον της +αποθανόν εκ πείνης! δεν θέλει ν' αποχωρισθή αυτού. </p> + +<p>Η οδός καλύπτεται υπό πτωμάτων. Η ευφλογία ενέσκηψε μετά νέας +σφοδρότητος.<br /> + <br /> +Διήλθομεν πλησίον δένδρου. Εις το δένδρον εκείνο, ήσαν δούλοι δεδεμένοι εκ του +τραχήλου. Τους είχον αφήσει εκεί να αποθάνωσιν εκ πείνης.<br /> + <br /> + — Από 16-24 Μαΐου. Αι δυνάμεις μου σχεδόν είχον εξαντληθή, αλλά δεν +είχον το δικαίωμα να εξασθενήσω. Αι βροχαί είχον παύσει εντελώς. Έχομεν ημέρας +«σκληράς πορείας».<br /> + <br /> +Τούτο οι σωματέμποροι καλούσι «τρικέσαν» ή μεταμεσημβρινήν πορείαν. Πρέπει +να βαδίζωμεν ταχύτερον, και το έδαφος υψούται κατά τραχείας ανωφερείας. </p> + +<p>Διερχόμεθα δι' υψηλών χόρτων λίαν σκληρών. είναι τα «νυάση», των οποίων το +στέλεχος εκδαίρει το πρόσωπόν μου, των οποίων οι καυστικοί κόκκοι εισέρχονται +εις το δέρμα μου, υπό τα ρακώδη ιμάτιά μου.<br /> + <br /> +Ευτυχώς τα ισχυρά υποδήματά μου αντέσχον καλώς.<br /> + <br /> +Οι πράκτορες ήρχισαν να εγκαταλείπωσιν εκείνους, όσοι εκ της πολλής αδυναμίας +δεν ηδύναντο να ακολουθώσιν. </p> + +<p>Άλλως δε αι ζωοτροφίαι ήρχισαν να εκλείπωσι. Στρατιώται και φορείς θα +επανεστάτουν, εάν ηλαττούτο το σιτηρέσιόν των.<br /> + <br /> +Δεν τολμώσιν να τοις αποκόψωσιν ουδέ το ελάχιστον και τότε τόσον το χειρότερον +διά τους αιχμαλώτους!</p> + +<p> — Ας φαγωθούν μεταξύ των! είπεν ο αρχηγός. Εκ τούτου έπεται ότι οι +δούλοι νέοι, εύρωστοι έτι αποθνήσκουσιν άνευ σημείου τινός ασθενείας. </p> + +<p>Ενθυμούμαι ότι ο δόκτωρ Λίβιγγστων είπεν επί του αντικειμένου τούτου:</p> + +<p>«Οι ατυχείς ούτοι παραπονούνται διά την καρδίαν των, θέτουσι τας χείρας επ' +αυτής και πίπτουσι. Τωόντι η καρδία των συντρίβεται. Τούτο είναι ιδιάζον εις τους +ελευθέρους ανθρώπους, τους υποδουλωθέντας άνευ ουδενός προοιμίου».<br /> + <br /> +Σήμερον είκοσιν αιχμάλωτοι μη δυνάμενοι πλέον να συρθώσιν εφονεύθησαν διά +των πελέκεων υπό των οδηγών. </p> + +<p>Ο άραψ αρχηγός δεν αντέστη εις την σφαγήν ταύτην. </p> + +<p>Η σκηνή υπήρξε φρικώδης!</p> + +<p>Η δυστυχής γραία Ναν έπεσεν υπό την μάχαιραν εν τη φοβερή ταύτη +ανθρωποθυσία. </p> + +<p>Διερχόμενος προσέκοψα εις το πτώμα της. </p> + +<p>Δεν ηδυνήθην καν να τη παρέξω ταφήν χριστιανικήν. </p> + +<p>Είναι η πρώτη εκ των επιζησάντων του «Πίλγριμ», ην ο Θεός εκάλεσε παρ' +εαυτώ. Δυστυχές ον! Δυστυχή Ναν!</p> + +<p>Κατά πάσαν νύκτα περιμένω τον Δίγγον. Δεν επανέρχεται πλέον. </p> + +<p>Μήπως συνέβη δυστύχημά τι εις αυτόν ή εις τον Ηρακλέα! Όχι! . . . Όχι! . . . Δεν +θέλω να το πιστεύσω! . . . Η σιωπή εκείνη, ήτις μοι φαίνεται τόσω μακρά, έν μόνον +αποδεικνύει, ότι ο Ηρακλής δεν έχει νέον τι να μου ανακοινώση. Πρέπει άλλως τε +να είναι συνετός και να προφυλάσσηται καλώς.<br /> + </p> + + +<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'.</h3> + +<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΤΟ ΚΑΖΟΝΔΕ. </b></p> + +<p> +<br /> +Τη 26 Μαΐου η συνοδεία των δούλων έφθασεν εις Κανζοδέ. Πεντήκοντα επί τοις +εκατόν εκ των αιχμαλώτων του τελευταίου εκείνου ανθρωποκυνηγίου έπεσαν καθ' +οδόν. </p> + +<p>Εν τούτοις η υπόθεσις ήτο έτι καλή διά τους δουλεμπόρους· αι αιτήσεις +συνέρρεον, και η τιμή των δούλων έμελλε να υψωθή εις τας αγοράς της Αφρικής. +</p> + +<p>Η Αγγόλα ενήργει κατ' εκείνην την εποχήν μέγα εμπόριον μαύρων. </p> + +<p>Αι πορτογαλικαί αρχαί του Αγίου Παύλου της Λοάνδας ή της Βεγγουέλας +δυσκόλως ηδύναντο να παρεμποδίσωσιν αυτό, καθότι αι συνοδείαι διηυθύνοντο +προς τα ενδότερα της αφρικανικής ηπείρου.<br /> + <br /> +Τα παραπήγματα της χώρας έβριθον αιχμαλώτων. </p> + +<p>Τα ολίγα σωματεμπορικά πλοία όσα ηδύναντο να διέλθωσι μεταξύ των +καταδρομικών της ακτής, δεν ήρκουν όπως επιβιβάσουν αυτούς διά τας ισπανικάς +αποικίας της Αμερικής. </p> + +<p>Το Καζονδέ, κείμενον εις απόστασιν τριακοσίων μιλίων από του στομίου του +Κοάνζα, είναι έν των κυριωτέρων «λακονή», μία των σπουδαιοτέρων αγορών της +επαρχίας ταύτης.<br /> + <br /> +Εις την μεγάλην αυτού πλατείαν, «τσίτοκαν», διενεργούνται αι υποθέσεις εκεί, οι +δούλοι εκτίθενται και πωλούνται. </p> + +<p>Εξ εκείνου του κέντρου αι συνοδείαι διακλαδίζονται προς την χώραν των +μεγάλων λιμνών. </p> + +<p>Το Καζονδέ, ως όλαι αι μεγάλαι πόλεις της κεντρώας Αφρικής, διαιρείται εις +δύο μέρη διακεκριμένα· το έν είναι η συνοικία των αράβων, πορτογάλων ή +ιθαγενών εμπόρων, και περιέχει τα ιδιαίτερά του παραπήγματα· το έτερον είναι η +διαμονή του μαύρου βασιλέως, αγρίου τινος μεθύσου εστεμμένου, βασιλεύοντος +διά του τρόμου και ζώντος εκ προμηθειών φυσικών, τας οποίας οι σωματέμποροι +τω παρέχουσιν αφειδώς. </p> + +<p>Εν Καζονδέ, η εμπορική συνοικία ανήκε τότε εις εκείνον τον Ιωσίαν Αντώνιον +Αλβέζ, περί του οποίου εγένετο λόγος μεταξύ του Χάρρη και του Νεγορού, απλών +υπομιοθίων αυτού πρακτόρων. </p> + +<p>Εκεί ήτο το κύριον κατάστημα του σωματεμπόρου εκείνου, όστις εκέκτητο και +δεύτερον εις Βιχέ και τρίτον εις Κασάγγαν της Βεγγουέλας, ένθα ο υποπλοίαρχος +Καμερών έμελλε να τον συναντήση μετά τινα έτη. </p> + +<p>Μεγάλη κεντρική οδός, εκατέρωθεν των σειρών των οικιών μεθ' ομαλών +στεγών και στερεού πηλού τοίχων, των οποίων η τετράγωνος αυλή χρησιμεύει ως +μάνδρα, εις την άκραν της οδού η ευρεία αγορά περικυκλομένη υπό +παραπηγμάτων, υπεράνω δε του συνόλου εκείνου των κατοικιών γιγαντιαίαι τινες +βανιάναι των οποίων οι κλάδοι αναπτύσσονται θαυμασίως, ένθεν κακείθεν +μεγάλοι φοίνικες πεφυτευμένοι ως σάρωθρα, με την κεφαλήν προς τα επάνω, επί +της κόνεως των οδών, εικοσάς πτηνών σαρκοβόρων χρησιμοποιουμένων χάριν της +δημοσίας υγείας, τοιαύτη είναι η εμπορική συνοικία του Καζονδέ. </p> + +<p>Ου μακράν ρέει ο Λουχή, ποταμός του οποίου ο ρους είναι έτι απροσδιόριστος, +ή τουλάχιστον είναι υποπαραπόταμος του Κουάγγου, όστις εκβάλλει εις τον +Ζαΐρον. </p> + +<p>Η κατοικία του βασιλέως του Καζονδέ, ήτις συνορεύει προς την εμπορικήν +συνοικίαν, ουδέν άλλο είναι ή άθροισμα ακαθάρτων καλυβών εκτεινομένων επί +εκτάσεως ενός τετραγωνικού μιλίου. </p> + +<p>Εκ των καλυβών εκείνων αι μεν έχουσιν ελευθέραν την είσοδον· αι άλλαι +περιβάλλονται διά καλαμίνων χαρακωμάτων ή περιχειλούνται διά συκών +πυκνοφύλλων. </p> + +<p>Ιδιαίτερον παράπηγμα περικυκλούμενον υπό φράκτου εκ παπύρων, τριακοντάς +καλυβών χρησιμευουσών ως κατοικία των δούλων του αρχηγού, άθροισμά τι +καλυβών διά τας γυναίκας του, έν «τεμπέ» μάλλον ευρύχωρον και μάλλον υψηλόν, +ημεκεχωσμένον εις τας φυτείας του μανιόκου, αύτη είναι η κατοικία του βασιλέως +του Καζονδέ, ανδρός πεντηκονταετούς, ονομαζομένου Μοΐνη Λούγγα, και ήδη +πολύ εκπεσόντος εκ της θέσεως των προκατόχων του·</p> + +<p>Δεν έχει τετρακισχιλίους στρατιώτας, εκεί όπου οι πρώτοι πορτογάλοι +σωματέμποροι ηρίθμουν εικοσακισχιλίους, και δεν ηδύνατο πλέον, ως εις τους +καλούς χρόνους, να θεσπίζη την θυσίαν εικοσιπέντε ή τριάκοντα αιχμαλώτων καθ' +ημέραν. </p> + +<p>Άλλως τε δε ο βασιλεύς εκείνος ήτο πρόωρος γέρων κατεστραμμένος υπό της +ασωτίας, κεκαυμένος υπό των οινοπνευμάτων, άγριος μανιακός, ακρωτηριάζων εξ +ιδιοτροπίας τους υπηκόους του, τους αξιωματικούς του ή τους υπουργούς του, +κόπτων την ρίνα ή τα ώτα των μεν, τον πόδα ή την χείρα των άλλων, και του οποίου +ο θάνατος, προσεχώς αναμενόμενος, θα ηκούετο άνευ ουδεμιάς λύπης. </p> + +<p>Είς μόνον άνθρωπος εις όλον το Καζονδέ θα έχανεν ίσως διά του θανάτου του +Μοΐνη Λούγγα. </p> + +<p>Ο άνθρωπος εκείνος ήτο ο σωματέμπορος Ιωσίας Αντώνιος Αλβέζ, όστις +συνεννοείτο κάλλιστα μετά του μεθύσου, του οποίου όλη η επαρχία ανεγνώριζε +την εξουσίαν. </p> + +<p>Υπήρχε φόβος μήπως μετ' αυτόν, εάν η ανάρρησις της πρώτης των γυναικών +του, της βασιλίσσης Μοΐνας ήθελεν αμφισβητηθή, τα κράτη του Μοΐνη Λούγγα +καταληφθώσιν υπό γείτονος αντιπάλου, ενός των βασιλέων του Ουκουζού.<br /> + <br /> +Ούτος νεώτερος, δραστηριώτερος, είχεν ήδη καταλάβει χωρία τινά εξαρτώμενα εκ +της Κυβερνήσεως του Καζονδέ, και ήτο αφωσιωμένος εις άλλον τινά +σωματέμπορον αντίζηλον του Αλβέζ, τον Τίπον-Τίπον, μαύρον Άραβα καθαράς +καταγωγής, του οποίου ο Καμερών έμελλε μετ' ολίγον να δεχθή την επίσκεψιν εις +Νυαγγουέ.</p> + +<p>Ιδού άλλως τε τι ήτο ο Αλβέζ, εκείνος ο αληθής κυριάρχης επί της βασιλείας του +απεκτηνωμένου μαύρου, του οποίου είχεν αναπτύξει και εκμεταλλευθή τα +ελαττώματα. </p> + +<p>Ο Ιωσίας Αντώνιος Αλβέζ, προκεχωρημένος ήδη την ηλικίαν, δεν ήτο, ως +ηδύνατό τις να πιστεύση «μσουγγού», ήτοι άνθρωπος λευκής φυλής·</p> + +<p>Δεν είχεν έτερόν τι πορτογαλικόν ειμή μόνον το όνομα, όπερ εδανείσθη +βεβαίως διά τας ανάγκας του εμπορίου του. </p> + +<p>Ήτο αληθής μαύρος γνωστότατος εν τω κόσμω των σωματεμπόρων, και +καλούμενος Κενδελέ. </p> + +<p>Πράγματι γεννηθείς εν Δόνδρω παρά τας όχθας του Κοάνζα, ήρχισε τον βίον ως +απλούς πράκτωρ των δουλομεσιτών, και επί τέλους εγένετο διάσημος +σωματέμπορος και εθεωρείτο ως ο εντιμότερος άνθρωπος του κόσμου. </p> + +<p>Τούτον τον Αλβέζ ο Καμερών, περί τα τέλη του 1874, έμελλε να συναντήση εις +Κιλέμβαν, πρωτεύουσαν του Κασόγγου, αρχηγόν του Ουραία, όστις έμελλε να τον +οδηγήση μετά της συνοδείας του μέχρι του Βιχέ καταστήματός του, ήτοι εις +απόστασιν επτακοσίων μιλίων. </p> + +<p>Η συνοδεία των δούλων, φθάσασα εις Καζονδέ, ωδηγήθη εις την μεγάλην +πλατείαν. </p> + +<p>Ήτο η 26 Μαΐου. Οι υπολογισμοί του Δικ Σανδ ήσαν λοιπόν ορθοί. Η οδοιπορία +διήρκεσε τριάκοντα και οκτώ ημέρας από της εκ των οχθών του Κοάνζα +κατασκηνώσεως. </p> + +<p>Πέντε εβδομάδες βασάνων και αθλιοτήτων, οποίας ουδέποτε άλλοτε +υπέστησαν ανθρώπινα όντα. </p> + +<p>Ήτο μεσημβρία ότε εισήλθον εις Καζονδέ. Τα τύμπανα εκρούοντο, τα κέρατα +ήχουν εν τω μέσω των πυροβολισμών. </p> + +<p>Οι στρατιώται της συνοδείας εξεκένουν τα πυροβόλα των εις τον αέρα και οι +θεράποντες του Αντωνίου Ιωσία Αλβέζ απεκρίνοντο μετά ζωηρότητος.<br /> + <br /> +Όλοι οι λησταί εκείνοι ήσαν ευτυχείς επαναβλέποντες αλλήλους μετ' απουσίαν +διαρκέσασαν τέσσαρας μήνας. </p> + +<p>Έμελλον τέλος να αναπαυθώσι και ανακτήσωσι τον απολεσθέντα χρόνον εν τη +ακολασία και τη μέθη. </p> + +<p>Οι δεσμώται, οι πλείστοι εξηντλημένοι, απετέλουν ολικόν άρθροισμα εκ +διακοσίων πεντήκοντα κεφαλών. Αφού τους εδίωκον εμπρός ως ποίμνιον, έμελλον +να τους κλείσωσιν εις τα παραπήγματα εκείνα, τα οποία οι αγρονόμοι της Αμερικής +δεν θα ήθελον μήτε διά σταύλους.<br /> + <br /> +Εκεί τους περιέμενον χίλιοι διακόσιοι ή χίλιοι πεντακόσιοι άλλοι αιχμάλωτοι, +μέλλοντες να εκτεθώσι την μεθεπομένην ημέραν εις την μεγάλην αγοράν του +Καζονδέ. </p> + +<p>Τα παραπήγματα εκείνα επληρώθησαν διά των νεωστί ελθόντων δούλων. +Αφηρέθησαν μεν τα βαρέα δίκρανα, αλλ' αι αλύσεις έμενον. </p> + +<p>Οι αχθοφόροι εστάθησαν επί της πλατείας, αφού απέθεσαν τα εξ +ελεφαντοστού φορτία των, τα οποία έμελλον να παραλάβωσιν οι έμποροι του +Καζονδέ. </p> + +<p>Είτα πληρωνόμενοι διά τινων υαρδών πανίου ή άλλου υφάσματος ανωτέρας +τιμής, θα επέστρεφον όπως ενωθώσι μετά τινος άλλης συνοδείας. </p> + +<p>Ο γέρων Τωμ και οι σύντροφοί του ηλευθερώθησαν λοιπόν εκ του κρίκου +εκείνου, τον οποίον έφερον επί πέντε εβδομάδας. </p> + +<p>Ο Βαρθολομαίος και ο πατήρ του ερρίφθησαν τέλος εις τας αγκάλας αλλήλων. +</p> + +<p>Όλοι συνέθλιψαν τας χείρας. Αλλά μόλις ηδύνατο να ομιλήσωσι. Και τι να +έλεγον, όπερ δεν θα ήτο λόγος απελπισίας;</p> + +<p>Ο Βαρθολομαίος, ο Ακτέων, ο Αυγουστίνος, και οι τρεις ρωμαλέοι, πεπλασμένοι +διά τας τραχείας εργασίας, ηδυνήθησαν να ανθέξωσιν εις τους κόπους· αλλ' ο +γέρων Τωμ, εξασθενήσας υπό των στερήσεων, ήτο εξηντλημένος. </p> + +<p>Ολίγον έτι, και το πτώμα του θα εγκατελείπετο ως το της γραίας Ναν βορά των +θηρίων της επαρχίας εκείνης.<br /> + <br /> +Και οι τέσσαρες, άμα φθάσαντες, εμανδρώθησαν εις έν στενόν παράπηγμα, του +οποίου η θύρα αμέσως εκλείσθη όπισθεν αυτών. Εκεί εύρον τροφήν τινα, και +περιέμενον την επίσκεψιν του σωματεμπόρου ενώπιον του οποίου αλλ' ανωφελώς, +έμελλον να διεκδικήσωσι την αμερικανικήν αυτών εθνικότητα. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ έμεινεν εις την πλατείαν υπό την ειδικήν επιτήρησιν ενός οδηγού. +</p> + +<p>Ευρίσκετο τέλος εν Καζονδέ, ένθα δεν αμφέβαλλεν ότι προηγήθησαν αυτού η +κυρία Βέλδων, ο μικρός Ζακ και ο εξάδελφος Βενέδικτος. </p> + +<p>Τους εζήτησε διά των οφθαλμών διερχόμενος τας διαφόρους συνοικίας της +πόλεως, και τα άλλα μέρη ένθα ενόμιζεν ότι ίσως θα τους έβλεπεν. </p> + +<p>Η κυρία Βέλδων δεν ήτο εκεί!</p> + +<p> — Μήπως δεν την ωδήγησαν εδώ; εσκέφθη ο Δικ Σανδ. Αλλά πού να +ήναι; Όχι, ο Ηρακλής δεν ήτο δυνατόν να απατηθή. </p> + +<p>Άλλως τε τούτο περιορίζεται εις τον κύκλον των μυστικών σχεδίων του Χάρρη +και του Νεγορού . . . Και εν τούτοις μήτε αυτούς δεν βλέπω!</p> + +<p>Θανάσιμος αγωνία κατέλαβε τον Δικ Σανδ. Ότι η κυρία Βέλδων, κρατουμένη +δεσμώτις, εκρύπτετο απ' αυτού, τούτο εξηγείται. </p> + +<p>Αλλ' ο Χάρρης και ο Νεγορός, — ο τελευταίος προ πάντων, — έπρεπε να +σπεύσωσι να επανίδωσι τον νεαρόν δόκιμον, εν τη εξουσία αυτών τότε, έστω και +διά να απολαύσωσι τον θρίαμβόν των, διά να τον υβρίσωσι, να τον βασανίσωσι, να +εκδικηθώσι τέλος!</p> + +<p>Επειδή όμως δεν ήσαν εκεί, έπρεπεν άρα γε να συμπεράνη ότι είχον λάβει +άλλην διεύθυνσιν, και ότι η κυρία Βέλδων θα παρεσύρθη εις άλλο μέρος της +κεντρώας Αφρικής.</p> + +<p>Έστω και αν η παρουσία του Αμερικανού και του Πορτογάλου ήτο το σύνθημα +του μαρτυρίου του, ο Δικ Σανδ επεθύμει αυτήν ανυπομόνως. </p> + +<p>Ο Χάρρης και ο Νεγορός εν Καζονδέ θα ήτο δι' αυτόν η βεβαιότης ότι ευρίσκετο +εκεί ωσαύτως η κυρία Βέλδων και το τέκνον αυτής.<br /> + <br /> +Ο Δικ Σανδ εσκέφθη ότι από της νυκτός, καθ' ήν ο Δίγγος τω έφερε το γραμμάτιον +του Ηρακλέους, ο κύων δεν ενεφανίσθη πλέον. </p> + +<p>Απάντησιν την οποίαν ο νεαρός δόκιμος διά παν ενδεχόμενον είχεν +προετοιμάσει και εν τη οποία συνίστα εις τον Ηρακλέα να φροντίζη μόνον περί της +κυρίας Βέλδων και να μη την χάνη από τα βλέμματά του, να την διατηρή όσω το +δυνατόν ενήμερον των διατρεχόντων, την απάντησιν εκείνην δεν κατώρθωσε να +την διαβιβάση εις τον προς ον όρον. </p> + +<p>Ό,τι ο Δίγγος ηδυνήθη να πράξη την πρώτην φοράν, ήτοι να εισδύση εις τας +τάξεις της συνοδείας, διατί ο Ηρακλής δεν απεπειράθη να πράξη και εκ +δευτέρου;</p> + +<p>Μήπως το πιστόν ζώον εφονεύθη εις αποτυχούσαν τινα απόπειραν, ή μήπως ο +Ηρακλής εξακολουθών να παρακολουθή τα ίχνη της κυρίας Βέλδων, ως θα +έπραττεν ο Δικ Σανδ, εάν ήτο εις την θέσιν του, εισέδυσε μετά του Δίγγου εις τα +βάθη του δασώδους οροπεδίου της Αφρικής επί τη ελπίδι να φθάση εις +πρακτορείον τι του εσωτερικού; </p> + +<p>Τι ηδύνατο να φαντασθή ο Δικ Σανδ, εάν τωόντι μήτε η κυρία Βέλδων μήτε οι +άρπαγες αυτής ήσαν εκεί; </p> + +<p>Τοσούτον ήτο πεπεισμένος — αδίκως ίσως — ότι θα τους επανεύρισκεν ες +Καζονδέ, ώστε μη ιδών αυτούς εταράχθη μεγάλως και ησθάνθη απελπισίαν, ην δεν +ηδύνατο πλέον να καταστείλη. </p> + +<p>Η ζωή του, εάν δεν ηδύνατο πλέον να είναι χρήσιμος εις εκείνους τους οποίους +ηγάπα, ήτο περιττή και δεν τω απέμενεν άλλο ειμή να αποθάνη. </p> + +<p>Σκεπτόμενος όμως τοιουτοτρόπως ο Δικ Σανδ, παρεγνώριζε τον ίδιον εαυτού +χαρακτήρα. </p> + +<p>Υπό την επίδρασιν των δοκιμασιών εκείνων, ο παις εγένετο ανήρ, και η +αποθάρρυνσις παρ' αυτώ, παροδικός μόνον ήτο φόρος πληρωνόμενος εις την +ανθρωπίνην φύσιν.<br /> + <br /> +Φοβερά συμφωνία σαλπίγγων και κραυγών εξερράγη κατ' εκείνην την στιγμήν. +</p> + +<p>Αίφνης ο Δικ Σανδ, ον είδομεν καταπεσόντα εις την κόνιν, ανωρθώθη.<br /> + <br /> +Παν νέον συμβάν ηδύνατο να τον επαναφέρη επί τα ίχνη εκείνων τους οποίους +ανεζήτει.<br /> + <br /> +Ο προ ολίγου άπελπις δεν απηλπίζετο ήδη πλέον. </p> + +<p> — Αλβέζ! Αλβέζ! το όνομα τούτο επαναλαμβάνετο υπό πλήθους +ιθαγενών και στρατιωτών κατακλυσάντων τότε την πλατείαν. </p> + +<p>Ο ανήρ από του οποίου εξηρτάτο η τύχη τοσούτων αθλίων έμελλεν επιτέλους +να εμφανισθή. Πιθανόν οι πράκτορές του ο Χάρρης και ο Νεγορός να ήσαν μετ' +αυτού. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ ίστατο όρθιος, με οφθαλμούς ανεωγμένους, με ρώθωνας +διεσταλμένους. Τον δεκαπενταετή εκείνον δόκιμον οι δύο προδόται θα τον +επανεύρισκον εκεί ενώπιόν των, ευθύν, σταθερόν, βλέποντα αυτούς κατά +πρόσωπον.<br /> + <br /> +Ο πλοίαρχος του «Πίλγριμ» δεν θα έτρεμεν έμπροσθεν του αρχαίου μαγείρου του +πλοίου. </p> + +<p>Φορείον τι, είδος κιτάνδας κεκαλυμμένης υπό αθλίου ρακώδους και +απεχρωματισμένου υφάσματος, εφάνη εις την κυρίαν οδόν. </p> + +<p>Γηραιός μαύρος κατήλθεν εξ αυτού. Ήτο ο σωματέμπορος Μωσίας Αντώνιος +Αλβέζ. </p> + +<p>Θεράποντές τινες συνώδευον αυτόν μετά πολλών αλλαλαγμών. </p> + +<p>Συγχρόνως μετά του Αλβέζ ανεφανίζετο ο φίλος του Κοΐμβρας εκ Βιχέ, και κατά +το λέγειν του υποπλοιάρχου Καμερών, ο αχρειέστερος άνθρωπος της επαρχείας ον +βρωμερόν, εκτετραχηλισμένον, με οφθαλμούς αγρίους, κόμην με υποκάμισον +ρακώδες και εσθήτα εκ χόρτων. </p> + +<p>Θα έλεγέ τις, ότι ήτο γραία με ψιάθινον πίλον διάτρητον. </p> + +<p>Ο Κοΐμβρας εκείνος ήτο έμπιστος, η κολασμένη ψυχή του Αλβέζ, ο διοργανωτής +των ανθρωποκυνηγίων, όλως άξιος να διοική τους ληστάς του σωματεμπόρου. +</p> + +<p>Προς μεγάλην λύπην του δοκίμου, μήτε ο Χάρρης μήτε ο Νεγορός απετέλουν +μέρος της ακολουθείας του Αλβέζ. </p> + +<p>Όφειλε λοιπόν ο Δικ Σανδ ν' αποβάλη την ελπίδα ότι ήθελε τους επανεύρει εν +Καζονδέ;</p> + +<p>Εν τούτοις ο αρχηγός της συνοδείας, ο Άραψ Ιβν Χαμής, αντήλλασσε +σφιγξίματα χειρός μετά του Αλβέζ και του Κοΐμβρα. Εδέχθη μύρια συγχαρητήρια. +</p> + +<p>Οι ημίσεις δούλοι, οίτινες έλειπον εκ της γενικής αριθμήσεως, έφερον +μορφασμόν τινα εις το πρόσωπον του Αλβέζ, αλλ' επί τέλους η υπόθεσις ήτο έτι +καλή. </p> + +<p>Διά του εις τα παραπήγματα υπάρχοντος ανθρωπίνου εκείνου εμπορεύματος +ηδύνατο να ικανοποιήση τας απαιτήσεις του εσωτερικού και να ανταλλάξη τους +δούλους του αντί ελεφαντοστών και χαλκού. </p> + +<p>Συγχαρητήρια άφθονα εδόθησαν και εις τους οδηγούς· εις δε τους +αχθοφόρους, ο σωματέμπορος έδωκεν αμέσως διαταγήν να πληρωθή ο μισθός των +πάραυτα.</p> + +<p>Ο Ιωσίας Αντώνιος Αλβέζ και ο Κοΐμβρας ωμίλουν είδος τι πορτογαλικής +γλώσσης αναμεμιγμένης μετ' ιθαγενούς ιδιώματος, την οποίαν κάτοικος της +Λισαβώνος θα εδυσκολεύετο ολίγον να εννοήση. </p> + +<p>Δεν εννόει λοιπόν, ο Δικ Σανδ τι έλεγον οι «έμποροι» εκείνοι μεταξύ των. </p> + +<p>Μήπως συνεζήτουν περί των συντρόφων του και αυτού τοσούτον προδοτικώς +συμπεριληφθέντων εις το προσωπικόν της συνοδείας;</p> + +<p>Ο νεαρός δόκιμος δεν ηδύνατο πλέον να αμφιβάλλη περί τούτου, όταν εις έν +κίνημα του άραβος Ιβν Χαμή παρετήρησεν οδηγόν τινα διευθυνόμενον προς το +παράπηγμα, ένθα ήσαν κεκλεισμένοι ο Τωμ, ο Αυγουστίνος, ο Βαρθολομαίος και ο +Ακτέων. </p> + +<p>Σχεδόν αμέσως οι τέσσαρες Αμερικανοί ήχθησαν ενώπιον του Αλβέζ. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ επλησίασε βραδέως. Δεν ήθελε να χάση ουδέν εκ της σκηνής +εκείνης. </p> + +<p>Το πρόσωπον του Ιωσία Αντωνίου Αλβέζ ήστραψεν, όταν είδε τους ευρώστους +εκείνους άνδρας, εις ους η ανάπαυσις και η αφθονωτέρα τροφή έμελλε ταχέως να +αποδώση την φυσικήν αυτών ρώμην. </p> + +<p>Μόνον τον γέροντα Τωμ είδε μετά περιφρονήσεως, καθότι η ηλικία θα αφήρει +πολύ εκ της αξίας του, αλλ' οι άλλοι τρεις θα επωλούντο ακριβά κατά την προσεχή +αγοράν του Καζονδέ. </p> + +<p>Τότε ο Αλβέζ ενθυμήθη αγγλικάς τινας λέξεις τας οποίας πράκτορες ως ο +Αμερικανός Χάρρης τον εδίδαξαν, και ο γέρων πίθηκος ενόμισε καθήκον του να +ευχηθή ειρωνικώς την καλήν άφιξιν εις τους νέους του δούλους. </p> + +<p>Ο Τωμ εννόησε τας λέξεις εκείνας του σωματεμπόρου, προεχώρησε λοιπόν +αμέσως, και δεικνύων τους συντρόφους του και εαυτόν. </p> + +<p> — Είμεθα άνδρες ελεύθεροι, είπε. Πολίται των Ηνωμένων Πολιτειών. +</p> + +<p>Ο Αλβέζ τον εννόησε βεβαίως· απεκρίθη δε μετά φαιδρού μορφασμού σείων +την κεφαλήν. </p> + +<p> — Ναι, ναι, Αμερικανοί! καλώς ώρισαν . . . καλώς ώρισαν. </p> + +<p> — Καλώς ώρισαν, προσέθηκεν ο Κοΐμβρας. </p> + +<p>Ο υιός του ταγματάρχου του Βιχέ προεχώρησε τότε προς τον Αυγουστίνον, και +ως έμπορος εξετάζων δείγμα, αφού εψηλάφησε το στήθος και τους ώμους του, +ηθέλησε να του ανοίξη το στόμα όπως παρατηρήση τους οδόντας του. </p> + +<p>Αλλά κατ' εκείνην την στιγμήν ο σινιόρ Κοΐμβρας έλαβεν εις το πρόσωπον το +μεγαλοπρεπέστερον γρονθοκόπημα, όπερ έλαβέ ποτε υιός ταγματάρχου. </p> + +<p>Ο έμπιστος του Αλβέζ έπεσε δέκα βήματα μακράν. Στρατιώται τίνες ώρμησαν +κατά του Αυγουστίνου, όστις θα επλήρωνεν ίσως ακριβά το οργίλον εκείνο κίνημα. +</p> + +<p>Ο Αλβέζ τους εσταμάτησε διά χειρονομίας. Εγέλα εξ όλης καρδίας διά το +πάθημα του φίλου του Κοΐμβρα, ούτινος δύο μόνοι εναπέμειναν οδόντες εκ των +πέντε ή έξ τους οποίους είχεν. </p> + +<p>Ο Ιωσίας Αντώνιος Αλβέζ δεν εννόει κατ' ουδένα τρόπον να βλάψωσι το +εμπόρευμά του.<br /> + <br /> +Έπειτα δε ήτο χαρακτήρος ευθύμου, και προ πολλού χρόνου δεν είχε γελάσει τόσον +πολύ.<br /> + <br /> +Εν τούτοις παρηγόρησε τον καταισχυθέντα Κοΐμβραν, όστις ανεγερθείς επέστρεψε +και επανέλαβεν την θέσιν του πλησίον του σωματεμπόρου, απευθύνων κίνημα +απειλητικόν κατά του αυθάδους Αυγουστίνου. </p> + +<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Δικ Σανδ ωθούμενος υπό τινος οδηγού, εφέρθη +ενώπιον του Αλβέζ. </p> + +<p>Ούτος προφανώς εγίνωσκε τις ήτο ο νεαρός δόκιμος, πόθεν ήρχετο, και πώς +συνελήφθη παρά τον Κοάνζαν. </p> + +<p>Τούτου ένεκα, αφού τον παρετήρησε διά βλέμματος μοχθηρού. </p> + +<p> — Ο μικρός Υανκή, είπεν εν κακή Αγγλική. </p> + +<p> — Ναι, Υανκή, απεκρίθη ο Δικ Σανδ. Τι θα κάμουν τους συντρόφους μου +και εμέ;</p> + +<p>Υανκή! Υανκή! Μικρός Υανκή! επανέλαβεν ο Αλβέζ. </p> + +<p>Δεν εννόησεν, ή δεν ήθελε να ενοήση την γενομένην αυτώ ερώτησιν;</p> + +<p>Ο Δικ Σανδ και εκ δευτέρου απέτεινε την αυτήν ερώτησιν, την αφορώσαν τους +συντρόφους του και αυτόν. </p> + +<p>Απετάθη συγχρόνως και προς τον Κοΐμβραν τον οποίον εκ των χαρακτήρων, ει +και κατεστραμμένων εκ της καταχρήσεως των πνευματωδών ποτών, ανεγνώρισεν +ότι δεν ήτο ιθαγενούς καταγωγής. </p> + +<p>Ο Κοΐμβρας επανέλαβε το απειλητικόν κίνημα, όπερ είχεν απευθύνει κατά του +Αυγουστίνου και δεν απεκρίθη. </p> + +<p>Καθ' όλον εκείνο το διάστημα ο Αλβέζ συνωμίλει μετά του Άραβος Ιβν Χαμή +λίαν ζωηρώς και προδήλως περί πραγμάτων αφορώντων τον Δικ Σανδ και τους +συντρόφους του. </p> + +<p>Βεβαίως έμελλον να τους αποχωρήσωσιν εκ νέου, και τις οίδεν εάν +παρουσιάζετό ποτε ευκαιρία να ανταλλάξωσιν ολίγας λέξεις. </p> + +<p> — Φίλοι μου, είπεν ο Δικ Σανδ χαμηλή τη φωνή και ως εάν ωμίλει προς +εαυτόν, ολίγας λέξεις μόνον. Έλαβον διά του Δίγγου επιστολήν του Ηρακλέους, +όστις παρηκολούθησε την συνοδείαν. Ο Χάρρης και ο Νεγορός έσυρον την κυρίαν +Βέλδων, τον Ζακ και τον κύριον Βενέδικτον. Πού; Δεν ηξεύρω πλέον, αφού δεν είναι +εδώ, εις Καζονδέ. Υπομονή, θάρρος, έστε έτοιμοι διά παν ενδεχόμενον. Είθε τέλος +να μας ευσπλαχνισθή ο Θεός!</p> + +<p> — Και η Ναν;</p> + +<p> — Η Ναν απέθανε. </p> + +<p> — Πρώτη!</p> + +<p> — Και τελευταία! . . απεκρίθη ο Δικ Σαν, διότι θα κατορθώσωμεν. </p> + +<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν χειρ τις ετέθη επί του ώμου του και ήκουσε τας λέξεις +ταύτας απαγγελθείσας μετά φωνής ησύχου και γνωστής αυτώ. </p> + +<p> — Α! είναι ο νέος φίλος μου, εάν δεν απατώμαι. Χαίρω διότι σας +επανείδον. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ εστράφη. </p> + +<p>Ο Χάρρης ήτο ενώπιόν του.<br /> + <br /> + — Πού είναι η κυρία Βέλδων; έκραξεν ο Δικ Σανδ βαδίζων προς τον +Αμερικανόν. </p> + +<p> — Φευ! απεκρίθη ο Χάρρης προσποιούμενος λύπην, ην δεν ησθάνετο, η +δυστυχής μήτηρ. Πώς θα ηδύνατο να επιζήση . . . </p> + +<p> — Απέθανεν! ανέκραξεν ο Δικ Σανδ. Και το τέκνον της;</p> + +<p>Το δυστυχές παιδίον! απεκρίθη ο Χάρρης μετά της αυτής φωνής, πώς να μη το +φσνεύσωσι τόσαι κακοπάθειαι;</p> + +<p>Ούτω λοιπόν, παν ό,τι ηγάπα ο Δικ Σανδ δεν υπήρχε πλέον! Τι συνέβη εν +εαυτώ; Ακατάσχετον κίνημα οργής, ανάγκη εκδικήσεως την οποίαν ήθελε να +κορέση με πάσαν θυσίαν. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ ώρμησε κατά του Χάρρη, έδραξε την εν τη ζώνη του Αμερικανού +μάχαιραν και εβύθισεν αυτήν εις την καρδίαν του προδότου. </p> + +<p> — Ανάθεμα! . . . έκραξεν ο Χάρρης πίπτων. </p> + +<p> — Ο Χάρρης ήτο νεκρός. </p> + + + +<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι'.</h3> + +<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΗΜΕΡΑ ΜΕΓΑΛΗΣ +ΑΓΟΡΑΣ</b></p> + +<p> +<br /> +Το κίνημα του Δικ Σανδ τοσούτον υπήρξε ταχύ, ώστε δεν ηδυνήθη τις να τον +σταματήση. </p> + +<p>Ιθαγενείς τίνες ώρμησαν κατ' αυτού, και έμελλε να φονευθή, ότε ενεφανίσθη ο +Νεγορός. </p> + +<p>Έν σημείον του Πορτογάλου απεμάκρυνε τους ιθαγενείς, οίτινες ήγειρον και +απεκόμισαν το πτώμα του Χάρρη. </p> + +<p>Ο Αλβέζ και ο Κοΐμβρας απήτουν τον πάραυτα θάνατον του Δικ Σανδ· αλλ' ο +Νεγορός τοις είπε χαμηλή τη φωνή ότι ουδέν είχον να χάσωσι περιμένοντες, και +εδόθη διαταγήν να απαγάγωσι τον νεαρόν δόκιμον και να τον επιτηρώσιν εκ του +σύνεγγυς. </p> + +<p>Επανείδε τέλος ο Δικ Σανδ τον Νεγορόν, τότε πρώτον από της εκ της παραλίας +αναχωρήσεώς των.<br /> + <br /> +Ήξευρεν ότι εκείνος ο άθλιος ήτο ο μόνος ένοχος της καταστροφής του +«Πίλγριμ».</p> + +<p>Έπρεπε δε να τον μισή πολύ περισσότερον ή τον συνέταιρόν του.<br /> + <br /> +Και εν τούτοις, αφού έπληξε τον Αμερικανόν, απηξίωσε να απευθύνη λέξιν τινά +προς τον Νεγορόν. </p> + +<p>Ο Χάρρης είχεν είπει ότι η κυρία Βέλδων και το τέκνον αυτής απεβίωσαν! . . . +Ουδέν τον ενδιέφερε πλέον, ούτε καν τι θα απεφάσιζον περί αυτού. </p> + +<p>Τον απήγαγον. Πού; Δεν τον έμελλεν.<br /> + <br /> +Ο Δικ Σανδ, σφιγκτώς συνδεδεμένος, απετέθη εις το βάθος παραπήγματος άνευ +παραθύρου, είδος τι ειρκτής εν τη οποία ο σωματέμπορος Αλβέζ ενέκλεισε τους +αντάρτας ή βιαιοπραγούντας δούλους. </p> + +<p>Εκεί ουδεμίαν πλέον ηδύνατο να έχη συγκοινωνίαν μετά του εξωτερικού, αλλ' +ούτε καν εσκέφθη να λυπηθή επί τούτω. </p> + +<p>Είχεν εκδικηθή εκείνους τους οποίους ηγάπα, οίτινες δεν υπήρχον πλέον!</p> + +<p>Ήτο έτοιμος να υπομείνη πάσαν τύχην ήτις τον περιέμενεν. </p> + +<p>Εννοείται ότι εάν ο Νεγορός εσταμάτησε τους ιθαγενείς τους μέλλοντας να +τιμωρήσωσι τον φόνον του Χάρρη, έπραξε τούτο διότι επεφύλαττεν εις τον Δικ +Σανδ έν των φοβερών εκείνων μαρτυρίων των οποίων το μυστήριον γινώσκουν οι +ιθαγενείς.<br /> + <br /> +Ο μάγειρος του πλοίου είχεν υπό την εξουσίαν του τον δεκαπενταετή πλοίαρχον· +μόνον ο Ηρακλής έλειπε διά να είναι η εκδίκησίς του τελεία. </p> + +<p>Μετά δύο ημέρας, τη 28 Μαΐου, ήνοιξεν η αγορά «το μέγα λακωνή», ένθα +έμελλον να συναντηθώσιν οι σωματέμποροι των κυριωτάτων πρακτορείων του +εσωτερικού και οι ιθαγενείς των γειτονικών επαρχιών. </p> + +<p>Η αγορά εκείνη της Αγγόλης δεν ήτο ειδική διά την πώλησιν των δούλων, αλλ' +άπαντα τα προϊόντα της γονίμου εκείνης Αφρικής έμελλον να συρρεύσωσιν εκεί +συγχρόνως μετά των παραγωγέων. </p> + +<p>Από πρωίας η ζωηρότης ήτο ήδη μεγάλη εν τη απεράντω αγορά του Καζονδέ, +και είναι δύσκολον να δώσωμεν ιδέαν τινά αυτής.<br /> + <br /> +Ήτο συρροή τετρακισχιλίων ή πεντακισχιλίων ατόμων, συμπεριλαμβανομένων και +των δούλων του Ιωσία Αντωνίου Αλβέζ, μεταξύ των οποίων διέπρεπον ο Τωμ και οι +μετ' αυτού. </p> + +<p>Οι πτωχοί εκείνοι άνθρωποι, ένεκα της ξενικής αυτών καταγωγής, δεν έμελλον +να είναι οι ολιγώτερον επιζήτητοι υπό των μεσιτών ανθρωπίνης σαρκός. </p> + +<p>Ήτο λοιπόν εκεί ο Αλβέζ, ο πρώτος μεταξύ όλων, συνοδευόμενος υπό του +Κοΐμβρα, προέτεινε τας μερίδας των δούλων εκ των οποίων οι σωματέμποροι του +εσωτερικού έμελλον να σχηματίσωσι συνοδείαν τινά. </p> + +<p>Μεταξύ των σωματεμπόρων τούτων διεκρίνοντο μιγάδες τινές του Ουζιζί, +κυρίας αγοράς της λίμνης Ταγγανίκης, και Άραβες, πολύ ανώτεροι των μιγάδων +εκείνων εις το είδος τούτο του εμπορίου. </p> + +<p>Ήσαν εκεί ωσαύτως πάμπολοι ιθαγενείς. Ήσαν παιδία, άνδρες, γυναίκες, +λυσσώδεις πωλήτριαι, πολύ ανώτεραι κατά το εμπορικόν πνεύμα των ομοίων των +λευκών. </p> + +<p>Εις τας αγοράς των μεγάλων πόλεων, έστω και κατά την ημέραν μεγάλων +συναλλαγών, μήτε περισσότερος θόρυβος γίνεται μήτε πλειότεραι υποθέσεις +ενεργούνται. Παρά τοις πεπολιτισμένοις, η ανάγκη του πωλείν είναι ίσως υπερτέρα +της επιθυμίας του αγοράζειν. </p> + +<p>Παρά τοις αγρίοις όμως εκείνοις της Αφρικής, η προσφορά γίνεται μετά του +αυτού πάθους ως και η ζήτησις.<br /> + <br /> +Διά τους ιθαγενείς των δύο φύλων το λακωνή είναι ημέρα εορτάσιμος, και εάν δεν +φέρωσι τα κάλλιστα αυτών ενδύματα, διά λόγους ευνοήτους, φέρουσι τουλάχιστον +τα κάλλιστα αυτών κοσμήματα.<br /> + <br /> +Κόμαι διηρημέναι εις τέσσαρα μέρη καλυπτόμενοι υπό στρωματιδίων και εά +πλοκάμοις συνδεδεμένοις δίκην ψευδοκόμης, ή διατεθειμένης εν είδει ουράς +έμπροσθεν της κεφαλής μετά περικεφαλαίας εξ ερυθρών πτερών, — κόμαι μετά +κεράτων αμφικύρτων κεκαλυμμένοι δι' ερυθρού πηλού και ελαίου, ως το μίνιον +εκείνο το χρησιμεύον προς επάλειψιν των συναρμογών των μηχανών, — εις τους +σωρούς εκείνους των αληθών ή ψευδών τριχών, ύψωμά τι εξ οβελίσκων, σιδηρών +ή ελεφαντίνων καρφίδων, πολλάκις μάλιστα, παρά τοις κομψευομένοις, +κατάστικτον μαχαιρίδιον εμπεπηγμένον εν τη ούλη κόμη, της οποίας εκάστη θριξ, +διαπερασμένη έν τινι σοφή ή υαλίνω μαργαρίτη, σχηματίζει τάπητα κόκκων +διαφόρως κεχρωματισμένων, — τοιαύτα ήσαν τα οικοδομήματα τα μάλλον κοινά +εις τας κεφαλάς των ανδρών. </p> + +<p>Αι γυναίκες προετίμων να διαιρώσι την κόμην αυτών εις μικρούς θυσάνους +μεγέθους κερασίου, εις περιστροφικούς πλοκάμους, ή ολοκλήρους στήλας, των +οποίων τα άκρα παρίστων σχέδιόν τι εν αναγλύφω, ή αποματιστήρια πίπτοντα +κατά μήκος του προσώπου. </p> + +<p>Τινές αυτών, απλούστεραι, και ίσως ευειδέστεραι, άφινον να κρέμανται τα +μαλλία των επί της ράχεώς των κατά τον αγγλικόν τρόπον, και άλλαι κατά τον +γαλλικόν τρόπον, έφερον αυτά ως κροσσούς κεκομμένους επί του μετώπου. </p> + +<p>Και σχεδόν πάντοτε, επί των προβατομάλλων εκείνων, επίχρισμα λίπους, ή +αργίλου, η στιλπνής κόλας, ουσίας ερυθράς εξαγομένης εκ του ξύλου του +σαντάλου, τόσον πολύ, ώστε αι κομψευόμενοι εκείναι εφαίνοντο ως εάν ήσαν +κεκαλυμμένοι υπό κεράμων. </p> + +<p>Δεν πρέπει όμως να νομίσωμεν ότι η πολυτέλεια εκείνη της διακοσμήσεως +εφηρμόζετο μόνον εις την κόμην των ιθαγενών. </p> + +<p>Εις τι θα εχρησίμευον τα ώτα, εάν δεν διεπερώντο εν αυτοίς οβελοί εκ +πολυτίμου ξύλου, δακτύλιοι χαλκοί, αλύσεις πεπλεγμέναι αραβοσίτου, αίτινες τους +φέρουσιν εις τα εμπρός ή μικραί κολοκύνθαι χρησιμεύουσαι ως ταμβακοθήκαι, — +ούτως ώστε οι χαλαρούμενοι λοβοί των εξαρτημάτων τούτων να πίπτωσιν ενίοτε +μέχρι των ώμων των κυρίων των; </p> + +<p>Μεθ' όλα ταύτα, οι άγριοι της Αφρικής δεν έχουσι θυλάκια, και πώς να έχωσι +τοιαύτα; Εκ τούτου η ανάγκη να θέτωσι όπου δύνανται και ως δύνανται τα +εγχειρίδια, τας καπνοσύριγκας και τα άλλα εν χρήσει αντικείμενα.<br /> + <br /> +Ο δε λαιμός, οι βραχίονες, οι καρποί της χειρός, αι κνήμαι, τα σφυρά, τα διάφορα +ταύτα μέρη του σώματος είναι αμφισβητήτως προωρισμένα να φέρωσι ψέλλια +χαλκά, τεμάχια κεράτων κεκοσμημένα διά καλύκων στιλπνών και σειρών ερυθρών +μαργαριτών καλουμένων ταλακάς, αίτινες τότε ήσαν λίαν συρμού. </p> + +<p>Διά των κοσμημάτων λοιπόν τούτων, αφθόνως εγκατεσπαρμένων, οι πλούσιοι +της χώρας είχον θέαν πλαισίων κινητών. </p> + +<p>Πλην τούτου, εάν, η φύσις εδώρησεν οδόντας εις τους ιθαγενείς, δεν έπρεπε να +αποσπώσι τους μεσαίους τομείς τους άνω και τους κάτω, να τους ρινίζωσιν εις +αιχμάς, να τους κυρτώσιν εις οξέα αρπάγια;<br /> + <br /> +Εάν εφύτευσεν όνυχας εις τας άκρας των δακτύλων, δεν έπρεπε να αυξάνωσι +τοσούτον υπερμέτρως, ώστε η χρήσις της χειρός να καθίσταται περίπου αδύνατος; +</p> + +<p>Εάν το δέρμα, μέλαν ή μελάγχρουν, καλύπτη τον ανθρώπινον σκελετόν, δεν +έπρεπε να ποικίλλεται υπό στιγμάτων, παριστώντων δένδρα, πτηνά, ημισελήνους, +πανσελήνους ή γραμμάς κυματοειδείς, εις τας οποίας ο Λίβιγγστων ενόμισεν ότι +επανεύρε ζωγραφήματα της αρχαίας Αιγύπτου;<br /> + <br /> +Ο στιγματισμός ούτος των πατέρων γινόμενος διά τινος κυανής ύλης εισαγομένης +εις τας εντομάς, εκτελείται εις διάφορα μέρη του σώματος των παιδιών, επιτρέπει +να αναγνωρίζωντο εις ποίαν φυλήν ή εις ποίαν οικογένειαν ανήκουσι. </p> + +<p>Πρέπει να χαραχθή καλώς το οικόσημον επί του στήθους, αφού δεν είναι +δυνατόν να ζωγραφηθή επί των πλευρών αμάξης.<br /> + <br /> +Τοιούτος λοιπόν ήτο ο στολισμός των ιθαγενών εκείνων συρμών. </p> + +<p>Τα δε κυρίως λεγόμενα ενδύματα συνωψίζοντο διά τους κυρίους εκείνους είς τι +περίζωμα εκ δέρματος αντιλόπης κατερχόμενον μέχρι των γονάτων, ή έκ τινος +υποκαμίσου εξ υφάσματος χόρτου ζωηρών χρωμάτων.<br /> + <br /> +Αι κυρίαι έφερον ζώνην εκ μαργαριτών συγκρατούσαν εις την οσφύν εσθήτα +πρασίνην, κεντημένη διά μετάξης, κεκοσμημένην υπό κόκκων υαλίνων ή +κογχυλίων, ενίοτε δε εξ υφάσματος χόρτου κυανού, μέλανος και κιτρίνου, +τοσούτον περιζητήτου υπό των γυναικών της Ζανζιβάρης. Δεν πρόκειται ενταύθα +ειμή περί των μαύρων της υψηλής κοινωνίας.<br /> + <br /> +Οι άλλοι, έμποροι ή δούλοι, ήσαν μόλις ενδεδυμένοι. Αι γυναίκες ως επί το +πλείστον υπηρέτουν ως αχθοφόροι και ήρχοντο εις την αγοράν μετά βαρέων +καλάθων επί των ώμων, τους οποίους εκράτουν δι' ιμάντος πεπερασμένου εις το +μέτωπόν των. </p> + +<p>Έπειτα δε, καταλαμβανομένης της θέσεως και απλουμένου του εμπορεύματος, +συνεσπειρούντο εν τω κενώ καλάθω.<br /> + <br /> +Η καταπληκτική ευφορία της χώρας συνεσώρευεν επί της λακωνής εκείνης τρόφιμα +αρίστης ποιότητος. </p> + +<p>Υπήρχεν άφθονος η όρυζα εκείνη, ήτις δίδει εκατόν αντί ενός, ο αραβόσιτος +εκείνος, όστις δίδει τρεις συγκομιδάς εις οκτώ μήνας και αποφέρει διακόσια αντί +ενός, το σήσαμον, το πέπερι του Ουρούα, το μανιόκον, το σόργον, τα +μοσχοστάφυλα, το άλας, το φοινικέλαιον.<br /> + <br /> +Εκεί συνηντώντο εκατοντάδες αιγών, χοίρων, προβάτων άνευ μαλλιού, μετά +παραγναθίδων και γενείων, προδήλως ταρταρικής καταγωγής, πτηνά, ιχθείς κ.τ.λ. +</p> + +<p>Πήλινα αγγεία, συμμέτρως διατεθειμένα, είλκυον τα βλέμματα ένεκα των +ζωηροτάτων χρωμμάτων των.<br /> + <br /> +Τα ποικίλα ποτά τα οποία οι μικροί ιθαγενείς ωνόμαζον διά παλμώδους φωνής, +ηρέθιζον τους φιλοπότας. </p> + +<p>Ήσαν δε οίνος βανάνας, βομβέ, ποτόν ισχυρόν εν μεγάλη χρήσει, μαλοφού +ζύθος γλυκύς κατασκευαζόμενος εκ καρπών βανανέας και υδρόμελι, μίγμα διαυγές +μέλιτος και ύδατος. </p> + +<p>Ότι όμως καθίστα την αγοράν του Καζονδέ έτι μάλλον περίεργον, ήτο το +εμπόριον των υφασμάτων και του ελεφαντοστού.</p> + +<p>Μεταξύ των υφασμάτων εμετρούντο κατά χιλιάδας το χουκάς, το μερικανή, το +κανικί, κυανούν βαμβακηρόν ύφασμα έχον πλάτος τριάκοντα και τεσσάρων +δακτύλων, το σοχαρί, ύφασμα μετά τετραγώνων κυανολεύκων και παρυφής +ερυθράς, ανάμικτον μετά μικρών γραμμών κυανών, ολιγώτερον ακριβόν, ή το +δαουλίς εκ μετάξης της Σουράτης, όπερ έχει επιφάνειαν πρασίνην, ερυθράν ή +κιτρίνην, και όπερ τιμάται από επτά δολλαρίων το τεμάχιον των τριών υαρδών +μέχρις ογδοήκοντα δολλαρίων όταν είναι χρυσοΰφαντον.<br /> + <br /> +Το δε ελεφαντοστούν προήρχετο εξ όλων των μερών της κεντρώας Αφρικής, όπως +αποσταλή εις Χαρτούμ, Ζανζιβάρην ή την Νατάλ και οι έμποροι ήσαν πολυάριθμοι, +οίτινες εξεμεταλεύοντο αποκλειστικώς τον κλάδον τούτον του αφρικανικού +εμπορίου.<br /> + <br /> +Ευκόλως δύναταί τις να φαντασθή ότι οι ελέφαντες φονεύονται ίνα προμηθεύσωσι +τας πεντακοσίας χιλιάδας χιλιόγραμμα ελεφαντοστού, όπερ το εξαγωγικόν +εμπόριον ρίπτει κατ' έτος εις τας αγοράς της Ευρώπης και ιδίως εις την Αγγλίαν. +</p> + +<p>Απαιτούνται τεσσάρακοντα χιλιάδες μόνον και μόνον διά τας ανάγκας του +Ηνωμένου Βασιλείου. </p> + +<p>Η δυτική ακτή της Αφρικής παράγει μόνη εκατόν τεσσαράκοντα τόνους εκ της +πολυτίμου ταύτης ουσίας. </p> + +<p>Ο μέσος όρος είναι εικοσιοκτώ λίτραι δι' έκαστον ζεύγος ελεφαντοδόντων, +οίτινες τω 1874, ετιμήθησαν μέχρι χιλίων φράγκων, υπάρχουσιν όμως καί τινες +οίτινες ζυγίζωσι μέχρις εκατόν εξήκοντα πέντε λιτρών και ακριβώς εις την αγοράν +του Καζονδέ, οι ερασταί του εμπορεύματος τούτου ηδύναντο να εύρωσι τοιούτους +θαυμασίους, θαμβούς, διαφανείς, μαλακούς εις την κατεργασίαν, διατηρούντας +την λευκότητά των και μη κιτρινίζοντας διά του χρόνου ως οι ελεφαντόδοντες +άλλων προελεύσεων. </p> + +<p>Και τώρα, πώς εκανονίζοντο μεταξύ αγοραστών και πολητών αι διάφοροι +εκείναι εμπορικαί πράξεις; Ποίον ήτο το ισχύον νόμισμα;</p> + +<p>Το είπομεν ήδη, το νόμισμα διά τους εμπόρους της Αφρικής ήτο ο δούλος. </p> + +<p>Ο ιθαγενής πληρώνει εις κόκκους υαλίνους, κατασκευής ενετικής, καλουμένους +κοτσόκολος όταν είναι λευκοί ως η άσβεστος, βουβουλού όταν είναι μέλανες, +σικουνδερετσέ όταν είναι ερυθροί. </p> + +<p>Οι κόκκοι εκείνοι ή μαργαρίται συνηνωμένοι εις δέκα σειράς ή κετέ, +περιστρεφόμενοι δις περί τον λαιμόν, σχηματίζουσι το φούνδον, του οποίου +μεγάλη είναι η αξία. </p> + +<p>Το δε μάλλον εν χρήσει μέτρον των μαργαριτών τούτων είναι το φραζιλάχ, +ζυγίζον εβδομήκοντα λίτρας· και ο Λίβιγγστων, ο Καμερών, ο Στάνλεϋ πάντοτε +εφρόντιζον να ώσιν αφθόνως εφωδιασμένοι εκ του νομίσματος τούτου.<br /> + <br /> +Εν ελλείψει υαλίνων κόκκων, το πισέ, νόμισμα ζανζιβαρικόν τεσσάρων λεπτών, και +τα βιουγγούας, κογχύλια ιδιαίτερα εις την ανατολικήν ακτήν, έχουσι τρέχουσαν +αξίαν εις τας αγοράς της Αφρικανικής ηπείρου.<br /> + <br /> +Αλλ' οι ανθρωποφάγοι φυλαί αποδίδουσιν αξίαν τινα εις τους οδόντας +ανθρωπίνων σιαγόνων και εις το λακωνή έβλεπε τις τοιαύτα κομβολόγια εις τον +λαιμόν των ιθαγενών, οίτινες βεβαίως είχον φάγει τους κατόχους των οδόντων +τούτων.<br /> + <br /> +Αλλ' οι οδόντες ούτοι ήρχισαν να χάνωσι την αξίαν των. </p> + +<p>Τοιαύτη λοιπόν ήτο η θέα της μεγάλης εκείνης αγοράς. </p> + +<p>Περί την μεσημβρίαν, η ζωηρότης είχε φθάσει εις τον κατακόρυφον αυτής +σημείον και ο θόρυβος εγένετο αφόρητος. </p> + +<p>Η μανία των περιφρονουμένων πολιτών και η οργή των αποτυγχανόντων +αγοραστών αδύνατον να παρασταθώσι.<br /> + <br /> +Τούτου ένεκεν ρήξεις συχναί, και εννοείται ευκόλως ότι η έλλειψις αρκετών +ειρηνοφυλάκων καθίστα αδύνατον την συγκράτησιν του ωρυωμένου εκείνου +πλήθους. </p> + +<p>Περί το μέσον της ημέρας ο Αλβέζ διέταξε να φέρωσιν εις την πλατείαν τους +δούλους, όσους ήθελε να εκποιήση.<br /> + <br /> +Το πλήθος ηύξησε τοιουτοτρόπως κατά δισχιλίους δυστυχείς πάσης ηλικίας, τους +οποίους ο σωματέμπορος εκράτει εις τα παραπήγματά του από πολλών μηνών. +</p> + +<p>Η «παρακαταθήκη» εκείνη δεν ήτο εν κακή καταστάσει. </p> + +<p>Μακρά ανάπαυσις και καλή τροφή ανεζωγόνησαν αυτούς. </p> + +<p>Αλλ' οι εσχάτως ελθόντες δεν ηδύναντο να παραβληθώσι προς αυτούς και μετά +μηνιαίαν διαμονήν εν τοις παραπήγμασιν, ο Αλβέζ θα τους επώλει βεβαίως μετά +πλειοτέρου κέρδους· αλλ' αι ζητήσεις της ανατολικής ακτής ήσαν τοσαύται, ώστε +απεφάσισε να τους εκθέση ως ήσαν και ευρίσκοντο. </p> + +<p>Τούτο ήτο δυστύχημα διά τον Τωμ και τους τρεις συνεταίρους αυτού. </p> + +<p>Οι οδηγοί τους ώθησαν εις την αγέλην, ήτις επλημμύρισε την αγοράν. Ήσαν +στερεώς δεδεμένοι, και τα βλέμματά των εμαρτύρουν τρανώς ποία μανία και ποίον +αίσχος κατείχον αυτούς. </p> + +<p> — Ο κύριος Δικ δεν είν' εδώ, είπε σχεδόν αμέσως ο Βαρθολομαίος, άμα +διέτρεξε διά των οφθαλμών την ευρείαν πεδιάδα του Καζονδέ. </p> + +<p> — Όχι, απεκρίθη ο Ακτέων, δεν θα τον πωλήσωσι. </p> + +<p> — Θα φονευθή, εάν δεν εφονεύθη ήδη, προσέθηκεν ο γέρων μαύρος. +</p> + +<p>Ημείς όμως μίαν μόνην έχομεν ελπίδα, να μας αγοράση όλους ομού είς +σωματέμπορος. Θα ήτο παρηγορία εις ημάς εάν δεν χωρισθώμεν. </p> + +<p> — Όχι είπεν ο Τωμ. Όχι δεν θα μας χωρίσωσι, και ίσως θα δυνηθώμεν . . +. </p> + +<p> — Εάν ήτο εδώ ο Ηρακλής! έκραξεν ο Αυγουστίνος·</p> + +<p>Αλλ' ο γίγας δεν είχεν εμφανισθή πλέον. </p> + +<p>Μετά τας τελευταίας εις τον Δικ Σανδ κομισθείσας ειδήσεις δεν ηκούσθη τι +μήτε περί του Δίγγου μήτε περί αυτού. Έπρεπεν άραγε να φθονήσωσι την τύχην +του; </p> + +<p>Ναι, βεβαίως! καθότι εάν ο Ηρακλής απέθανε, τουλάχιστον δεν εδέθη διά των +αλύσεων της δουλείας. </p> + +<p>Εν τούτοις η πώλησις είχεν αρχίσει. Οι πράκτορες του Αλβέζ περιέφερον εν τω +μέσω του πλήθους κλήρους ανδρών, γυναικών, παιδιών, χωρίς να ανησυχήσωσιν +εάν εχώριζον ή όχι τας μητέρας από τα μικρά των. </p> + +<p>Δεν πρέπει να ονομάζωμεν ούτω τα άθλια εκείνα όντα, τα οποία μετεχειρίζοντο +ως οικόβια ζώα;</p> + +<p>Ο Τωμ και οι μετ' αυτού περιεφέρθησαν τοιουτοτρόπως από αγοραστού εις +αγοραστήν. Πράκτωρ τις εβάδιζε προ αυτών κηρύττων την τιμήν, εις ην ο κλήρος +αυτού ήθελε κατακυρωθή. Μεσίται Άραβες ή μιγάδες των κεντρικών επαρχιών, +επλησίαζον να τους εξετάσωσι. </p> + +<p>Δεν εύρισκον εν εαυτοίς τα ιδιαίτερα εις την αφρικανικήν φυλήν σημεία, +τροποποιηθέντα παρά τοις Αμερικανοίς εκείνοις από της δευτέρας γενεάς. </p> + +<p>Αλλ' οι εύρωστοι και νοήμονες εκείνοι μαύροι, όλως διάφοροι των μαύρων των +μεταφερθέντων εκ των οχθών του Ζαμβέση ή του Λαουλάβα, είχον μεγάλην αξίαν +εις τους οφθαλμούς των. Τους εψηλάφουν, τους περιέστρεφον, παρετήρουν τους +οδόντας των.<br /> + <br /> +Ούτω πράττουσιν, όσοι θέλουσι ν' αγοράσωσιν ίππους.</p> + +<p>Έπειτα έρριπτον μακράν μίαν ράβδον, τους ηνάγκαζον να τρέξωσι διά να την +λάβωσι, και τοιουτοτρόπως εβεβαιούντο περί της ευκινησίας αυτών. </p> + +<p>Η μέθοδος αύτη εφηρμόζετο εις όλους και όλοι υπεβάλλοντο εις τας +ταπεινωτικάς ταύτας δοκιμασίας. </p> + +<p>Μη υποθέση τις όμως, ότι οι δυστυχείς εκείνοι υπέμενον αδιαφόρως τους +τοιούτους εξευτελισμούς. </p> + +<p>Όχι. Εξαιρέσει των παιδιών άτινα δεν ηδύναντο να εννοήσωσιν εις ποίαν +εξευτέλισιν υπεβάλλοντο, πάντες, άνδρες ή γυναίκες, ησχύνοντο. </p> + +<p>Άλλως τε δε δεν τοις έλειπον μήτε αι ύβρεις μήτε αι μαστιγώσεις. Ο Κοΐμβρας, +ημιμεθυσμένος, και οι πράκτορες του Αλβέζ μετεχειρίζοντο αυτούς μετά τοις +εσχάτης κτηνωδίας, παρά τοις νέοις δε κυρίοις, οίτινες είχον αγοράσει αυτούς αντί +ελεφαντοδόντων, υφασμάτων ή μαργαριτών, δεν εύρισκον καλλιτέραν +υποδοχήν.<br /> + <br /> +Όταν βιαίως απεχωρίζοντο αλλήλων μήτηρ από του τέκνου, ανήρ από της γυναικός, +αδελφός από της αδελφής· δεν επετρέπετο εις αυτούς μήτε τελευταία θωπεία, +μήτε τελευταίος ασπασμός, και εις την αγοράν εκείνην εβλέποντο διά τελευταίαν +φοράν. </p> + +<p>Πράγματι, αι ανάγκαι της εμπορίας απαιτούσιν ώστε οι δούλοι, αναλόγως του +φύλου αυτών, να αποστέλλωνται άλλος αλλαχού. <br /> + <br /> +Οι δουλέμποροι οίτινες αγοράζουσιν άνδρας, δεν είναι εκείνοι οίτινες αγοράζουσι +γυναίκας.<br /> + <br /> +Αύται, δυνάμει της πολυγαμίας ήτις είναι νόμος παρά τοις Μουσουλμάνοις, +διευθύνονται κυρίως προς τας αραβικάς χώρας, ένθα ανταλλάσσονται αντί +ελεφαντοδόντων.<br /> + <br /> +Οι δε άνδρες, προωρισμένοι διά τας βαρείας εργασίας μεταφέρονται εις τα +πρακτορεία των δύο ακτών, και εκείθεν εξαποστέλλονται είτε εις τας ισπανικάς +αποικίας, είτε εις τας αγοράς της Μασκάτης και της Μαδαγασκάρης. </p> + +<p>Η διαλογή αύτη επιφέρει λοιπόν σπαρακτικάς σκηνάς μεταξύ εκείνων τους +οποίους οι πράκτορες αποχωρίζουσι και οίτινες θα αποθάνωσι χωρίς ουδέποτε +πλέον να επανίδωσιν αλλήλους.<br /> + <br /> +Ο Τωμ και οι μετ' αυτού ώφειλον και ούτοι να υποστώσι την κοινήν τύχην. </p> + +<p>Αληθώς όμως ειπείν, δεν εφοβούντο την περίπτωσιν ταύτην. </p> + +<p>Τωόντι προτιμότερον ήτο εις αυτούς να αποσταλώσιν εις αποικίαν τινά δούλων. +</p> + +<p>Εκεί τουλάχιστον θα είχον ελπίδα τινά ότι θα ηδύναντο να απαιτηθώσιν.<br /> + <br /> +Ενώ εξ εναντίας, κρατούμενοι έν τινι επαρχία της Αφρικής, έπρεπε να αποβάλωσι +πάσαν ελπίδα ανακτήσεως της ελευθερίας των.<br /> + <br /> +Ότι επεθύμουν, τούτο και εγένετο. Έσχον μάλιστα την σχεδόν ανέλπιστον +παρηγορίαν να μη αποχωρισθώσιν. Ο κλήρος αυτών ζωηρώς ημφισβητήθη υπό +πολλών δουλεμπόρων του Ουζιζί. Ο Αντώνιος Ιωσίας Αλβέζ έτριβε τας χείρας.<br /> + <br /> +Αι τιμαί υψούντο. Συνωθούντο όπως ίδωσι τους δούλους εκείνους αγνώστου αξίας +επί της αγοράς του Καζονδέ, και των οποίων την προέλευσιν είχεν επιμελώς +αποκρύψει ο Αλβέζ. </p> + +<p>Ο Τωμ λοιπόν και οι μετ' αυτού, μη γινώσκοντες την επιτόπιον γλώσσαν, δεν +ηδύναντο να διαμαρτυρηθώσι. </p> + +<p>Κύριός των εγένετο πλούσιος άραψ σωματέμπορος, όστις μετά τινας ημέρας +ώφειλε να τους αποστείλη εις την λίμνην Ταγγανίκαν, ένθα εγίνετο η μεγάλη +διέλευσις των δούλων· από του μέρους δε εκείνου θα απεστέλλοντο εις τα +πρακτορεία της Ζανζιβάρης. </p> + +<p>Αλλά θα έφθανον άρα γε εκεί, διά μέσου των νοσηροτέρων και +κινδυνωδεστέρων χωρών της κεντρώας Αφρικής;</p> + +<p>Να διανύσωσι χίλια πεντακόσια μίλια εις τας χώρας εκείνας, εν μέσω των +συνεχών πολέμων των εγειρομένων υπό αρχηγού κατ' αρχηγού υπό κλίμα +φονικόν!</p> + +<p>Ο Γέρων Τωμ θα είχεν άραγε την δύναμιν να ανθέξη εις τόσας κακουχίας; δεν +θα απέθνησκε καθ' οδόν, ως η γραία Ναν;</p> + +<p>Αλλ' οι δυστυχείς εκείνοι άνδρες δεν απεχωρίσθησαν! Η άλυσις η ενούσα +αυτούς ομού, τοις εφάνη ελαφροτέρα όπως την βαστάσωσιν. </p> + +<p>Ο άραψ σωματέμπορος διέταξε να τους μεταφέρωσιν εις ιδιαίτερον +παράπηγμα. Προδήλως εφρόντιζε μεγάλως περί εμπορεύματος, όπερ τω υπέσχετο +πολλήν ωφέλειαν εν τη αγορά της Ζανζιβάρης.<br /> + <br /> +Ο Τωμ λοιπόν, ο Βαρθολομαίος, ο Ακτέων και ο Αυγουστίνος εγκατέλιπον την +πλατείαν και δεν ηδυνήθησαν μήτε να ίδωσι μήτε να μάθωσι την σκηνήν μεθ' ης +έμελλε να κλείση η μεγάλη αγορά του Καζονδέ. </p> + + + +<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'. </h3> + +<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΠΟΥΝΣΙΟ ΠΡΟΣΦΕΡΘΕΝ ΕΙΣ ΤΟΝ +ΒΑΣΙΛΕΑ ΤΟΥ ΚΑΖΟΝΔΕ</b></p> + +<p> +<br /> +Ήτο τετάρτη ώρα της εσπέρας, ότε μέγας θόρυβος τυμπάνων, κυμβάλων και άλλων +οργάνων αφρικανικών αντήχησεν εις την άκραν της κυρίας οδού. </p> + +<p>Η ζωηρότης εδιπλασιάζετο τότε εις όλας τας γωνίας της αγοράς.<br /> + <br /> +Ημίσεια ημέρα κραυγών, αγώνων, ούτε τας φωνάς εκούρασεν ούτε τους βραχίονας +και τους πόδας των δαιμονίων των εκείνων εμπόρων</p> + +<p>Πολλοί δούλοι έμενον εισέτι απώλητοι· οι δουλέμποροι διεφιλονείκουν τας +μερίδας μετά ζέσεως, ης ελαχίστην ιδέαν θα έδιδε και αυτό το χρηματιστήριον του +Λονδίνου εν ημέρα υψώσεως των αξιών.<br /> + <br /> +Αλλ' εις την κακόηχον εκείνην συμφωνίαν την εκραγείσαν αίφνης, αι συναλλαγαί +ανεστάλησαν και οι κήρυκες εσιώπησαν διά να αναπνεύσωσιν. </p> + +<p>Ο Βασιλεύς του Καζονδέ, Μοΐνης Λούγγας ήλθε να τιμήση διά της παρουσίας +του την μεγάλην αγοράν. </p> + +<p>Πολυάριθμοι γυναίκες, υπάλληλοι, στρατιώται και δούλοι συνώδευον αυτόν. +</p> + +<p>Ο Αλβέζ και οι άλλοι σωματέμποροι έσπευσαν εις προϋπάντησιν αυτού και +κατά φυσικόν λόγον προσέφερον τα ταπεινά αυτών σεβάσματα εις την +αποκτηνωθείσαν εκείνην εστεμμένην κεφαλήν. </p> + +<p>Ο Μοΐνης Λούγγας, ελθών εν φορείω πεπαλαιωμένω κατέβη, ουχί άνευ της +βοηθείας δεκάδος βραχιόνων, εις το μέσον της μεγάλης πλατείας. </p> + +<p>Ο βασιλεύς εκείνος ήτο πεντακονταετής την ηλικίαν, αλλ' ήθελεν υποθέσει τις +ότι ήτο ογδοηκοντούτης.<br /> + <br /> +Φαντάσθητε γέροντα πίθηκον, φθάσαντα εις το έσχατον όριον του γήρατος. </p> + +<p>Επί της κεφαλής αυτού είδος τι τιάρας κεκοσμημένης υπό ονύχων +λεοντοπαρδάλεως ερυθρών βεβαμμένων και πεποικιλμένης υπό τριχών +υπολεύκων· τούτο ήτο το στέμμα των ηγεμόνων του Καζονδέ. </p> + +<p>Εις την ζώνην του εκρέμαντο δύο δερμάτινοι εσθήτες κεντημέναι υπό +μαργαριτών και βραχύτεραι περιζώματος σιδηρουργού. </p> + +<p>Επί του στήθους του, πολλαπλοί στιγματισμοί μαρτυρούντες την αρχαίαν +ευγένειαν του βασιλέως, και εάν ήθελέ τις να τον πιστεύση, η γενεαλογία του +Μοΐνη Λούγγα ανήρχετο εις τους παλαιοτάτους χρόνους. </p> + +<p>Εις τους αστραγάλους, εις τους καρπούς των χειρών, εις τους βραχίονας της +αυτού Μεγαλειότητος περιεστρέφοντο ψέλλια χάλκινα, και οι πόδες αυτού ήσαν +υποδεδημένοι ζεύγος υπηρετικών υποδημάτων μετά κιτρίνων αναστροφών, τα +οποία τω είχε δωρήσει προ είκοσι περίπου ετών ο Αλβέζ. </p> + +<p>Προσθέσατε εις την αριστεράν χείρα του βασιλέως μεγάλην βακτηρίαν μετά +λαβής επαργύρου, εις την δεξιάν δε μυοσσόβην μετά λαβής μαργαριτοφόρου, +άνωθεν της κεφαλής παλαιόν τι εκ ρακών συνερραμένων αλεξιβρόχιον όμοιον προς +αμπέχονον Αρλεκίνου, τέλος δε εις τον λαιμόν και εις την ρίνα έν μικροσκόπιον και +ζεύγος ομματοϋαλίων και θα έχετε πανομοιότυπον εικόνα της αυτού αιθιοπικής +μεγαλειότητος, την οποίαν έτρεμεν όλη η χώρα εν περιφερεία εκατόν μιλίων. </p> + +<p>Ο Μοΐνης Λούγγας δι' αυτό τούτο ότι κατείχε θρόνον, ηξίου ότι είχεν ουράνιον +καταγωγήν, εκείνους δε εκ των υπηκόων του οίτινες ήθελον αμφιβάλει περί +τούτου, θα τους απέστελλε να βεβαιωθώσιν εις τον άλλον κόσμον. </p> + +<p>Έλεγεν ότι εις ουδεμίαν των επιγείων αναγκών υπέκειτο, καθό έχων θείαν +ουσίαν. </p> + +<p>Εάν έτρωγεν, έτρωγε διότι ήθελεν· εάν έπινε, διότι τον ευηρέστει τούτο. </p> + +<p>Άλλως το δε ήτο αδύνατον να πίη τις περισσότερον. </p> + +<p>Οι υπουργοί του, οι υπάλληλοί του, ακούραστοι πόται, θα ενομίζοντο εγκρατείς +ενώπιον αυτού. </p> + +<p>Ήτο Μεγαλειότης οινοπνευματισμένη εις το ανώτατον βαθμόν και +ακαταπαύστως εμπεποτισμένη υπό ζύθου ισχυρού, υπό πομβέ και προ πάντων υπό +ιδιαιτέρου τινός οινοπνεύματος, όπερ του παρείχεν αφθόνως ο Αλβέζ. </p> + +<p>Ο Μοΐνης Λούγγας ηρίθμει εις το χαρέμιόν του συζύγους πάσης ηλικίας και +πάσης τάξεως, των οποίων αι πλείσται συνώδευον αυτόν κατά την εις την αγοράν +επίσκεψίν του εκείνην.<br /> + <br /> +Η Μοΐνα, η πρώτη κατά την τάξιν, ην απεκάλουν βασίλισσαν, ήτο μέγαιρα +τεσσαρακοντούτις, εξ αίματος βασιλικού, ως αι σύντροφοι αυτής.<br /> + <br /> +Έφερεν είδος τι επανωφορίου ζωηρών χρωμάτων, εσθήτα εκ χόρτου, κεντημένην +διά μαργαριτών, περιδέραια πανταχού ένθα ηδύναντο να φέρη, κόμην απλωτήν +σχηματίζουσαν γιγαντιαίον πλαίσιον εις την μικράν κεφαλήν της, τέρας εν ενί λόγω. +</p> + +<p>Άλλοι σύζυγοι, αίτινες ήσαν ή εξαδέλφαι ή αδελφαί του βασιλέως, ολιγώτερον +μεν πλουσίως ενδεδυμέναι, αλλά νεώτεραι, εβάδιζον όπισθεν αυτής, έτοιμοι να +εκτελέσωσιν εις έν νεύμα του αυθέντου των καθήκοντα ανθρωπίνων επίπλων. Αι +δυστυχείς ούτοι δεν είναι αληθώς άλλο τι. Εάν θέλη ο βασιλείς να καθήση, δύο των +γυναικών τούτων κατακλίνονται επί του εδάφους και χρησιμεύουσιν αυτώ αντί +καθισμάτων, καθ' όν χρόνον οι πόδες του αναπαύονται επί άλλων γυναικείων +σωμάτων, ως επί τάπητος εβενίου!</p> + +<p>Μετά τον Μοΐνην Λούγγαν ήρχοντο προσέτι οι υπάλληλοι, οι λοχαγοί και οι +μάγοι αυτού. </p> + +<p>Εκείνο όμως όπερ παρετήρει τις εις τους αγρίους εκείνους οίτινες εκλονίζοντο +ως ο αυθέντης των, ήτο ότι έλειπε μέρος τι του σώματος, εκ του ενός το ωτίον, εκ +του άλλου είς οφθαλμός εξ εκείνου η ρις, εκ τούτου η χειρ. Ουδείς ήτο +αρτιμελής.<br /> + <br /> +Τούτο προέρχεται διότι δύο μόνον ποιναί επιβάλλονται εις Καζονδέ, ο +ακρωτηριασμός ή ο θάνατος, κατά την ιδιοτροπίαν του βασιλέως. </p> + +<p>Διά το ελάχιστον παράπτωμα, οιαδήποτε αποτομή, οι αυστηρότερον δε +τιμωρηθέντες είναι εκείνοι ων απετμήθησαν τα ώτα, καθότι δεν δύνανται πλέον να +φέρωσιν ενώτια.<br /> + <br /> +Οι λοχαγοί των «κιλόλος», διοικηταί διαμερισμάτων, κληρονομικοί ή διοριζόμενοι +κατά τετραετίαν, είχον εις την κεφαλήν κεκρύφαλον εκ δέρματος ζέβρου και αντί +πάσης στολής έφερον ερυθρά εσωκάρδια. </p> + +<p>Εις τας χείρας των έπαλλον μακράς ράβδους, ων η άκρα ήτο βεβαμμένη διά +μαγικών φαρμάκων. </p> + +<p>Οι στρατιώται είχον ως όπλα επιθετικά και αμυντικά τόξα ξύλινα, μαχαίρας +οξείας ως γλώσσας όφεων, λόγχας πλατείας και μακράς, ασπίδας εκ ξύλου +φοίνικος κεκοσμημένας δι' αραβουργημάτων. </p> + +<p>Η δε κυρίως καλουμένη στολή ουδεμίαν δαπάνην απήτει εκ του +θησαυροφυλακείου της Αυτού Μεγαλειότητος.<br /> + <br /> +Τέλος η συνοδεία του βασιλέως περιελάμβανε τους μάγους της αυλής και τους +οργανοπαίκτας.<br /> + <br /> +Οι μάγοι, οι «μνάνγαι», είναι οι ιατροί της χώρας. Οι άγριοι απόλυτον δίδουσιν +πίστιν εις τας μαντικάς υπηρεσίας, εις τους εξορκισμούς, εις τας εξ αργίλου +ερυθρολεύκους εικόνας, παριστώσας ζώα φανταστικά ή μορφάς ανδρών και +γυναικών κεκομμένας εξ ενός κορμού δένδρου.<br /> + <br /> +Αλλά και οι μάγοι εκείνοι δεν ήσαν ολιγώτερον των άλλων αυλικών +ηκρωτηριασμένοι, και βεβαίως ο μονάρχης τους επλήρωνε τοιουτοτρόπως διά τας +αποτυγχανούσας θεραπείας. </p> + +<p>Οι οργανοπαίκται, άνδρες ή γυναίκες, εποίουν μέγαν θόρυβον διά της +δονήσεως των κροτάλων και της κρούσεως των τυμπάνων, θόρυβον ανυπόφορον +διά πάντα μη κεκτημένον αφρικανικά ώτα. </p> + +<p>Άνωθεν του απαρτίζοντος την βασιλικήν συνοδείαν εκείνου πλήθους +εκυμάτιζον σημαίαι τινες, επί των ακοντίων δε τα λευκαθέντα κρανία των +αντιπάλων αρχηγών, τους οποίους είχε νικήσει ο Μοΐνης Λούγγας.<br /> + <br /> +Όταν ο βασιλεύς κατήλθε του φορείου, αλαλαγμοί εξερράγησαν πανταχόθεν.<br /> + <br /> +Οι στρατιώται των συνοδειών εξεκένωσαν τα παλαιά πυροβόλα των, των οποίων οι +χαλαροί κρότοι δεν εδέσποζον των κραυγών του πλήθους. </p> + +<p>Οι οδηγοί, αφού έτριψαν το μελανόν ρύγχος των διά κόνεων κινναβάρεως ην +έφερον εντός σάκκου, έπεσαν πρηνείς. </p> + +<p>Είτα ο Αλβέζ, πλησιάσας και αυτός, ενεχείρησεν εις τον βασιλέα αρκετήν +ποσότητα νωπού καπνού, ή «καταπραϋντικού χόρτου», ως ονομάζουσιν αυτόν εν +τη χώρα. </p> + +<p>Και πράγματι ο Μοΐνης Λούγγας είχε μεγάλην ανάγκην καταπραΰνσεως διότι +ήτο λίαν κακοδιάθετος, άδηλον διά τίνα αιτίαν!</p> + +<p>Συγχρόνως μετά του Αλβέζ ο Κοΐμβρας, Ιβν Χαμίτ και οι άραβες ή μιγάδες +σωματέμποροι επροχώρησαν όπως προσφέρωσι τα σεβάσματά των εις τον ισχυρόν +ηγεμόνα του Καζονδέ. </p> + +<p>«Μαρχαμπά», έλεγον οι Άραβες, όπερ σημαίνει καλώς ωρίσατε εν τη γλώσση +της κεντρώας Αφρικής, άλλοι εκρότουν τας χείρας και προσεκύνουν μέχρι εδάφους, +τινές ερρυπαίνοντο διά βορβόρου και προσέφερον εις την ειδεχθή εκείνην +Μεγαλειότητα δείγματα εσχάτης δουλεμπορείας.<br /> + <br /> +Ο Μοΐνης Λούγγας μόλις έβλεπε τον κόσμον εκείνον και εβάδιζε διαστέλλων τας +κνήμας, ως εάν το έδαφος εκινείτο υπό σάλου και προνευστασμού. </p> + +<p>Περιεφέρθη τοιουτοτρόπως ή μάλλον εκυλίσθη εν τω μέσω των αιχμαλώτων, +και εάν οι σωματέμποροι εφοβήθησαν μήπως αρπάση τινάς εξ αυτών, αφ' ετέρου +και οι αιχμάλωτοι εφοβήθησαν μήπως περιπέσωσιν εις την εξουσίαν τοιούτου +κτήνους. </p> + +<p>Ο Νεγορός ουδ' επί στιγμήν εγκατέλιπε τον Αλβέζ, και συνοδεύων αυτόν +προσέφερε τα σεβάσματά του εις τον βασιλέα. </p> + +<p>Αμφότεροι ελάλουν την εγχώριον γλώσσαν, εάν η λέξις «ελάλουν» δύναται να +ρηθή επί συνδιαλέξεως, εις ην ο Μοΐνης Λούγγας δεν λάμβανε μέρος ειμή διά +μονοσυλλάβων λέξεων, αίτινες μόλις εξήρχοντο των υπό του οίνου διαβρόχων +χειλέων του. </p> + +<p>Και τότε ακόμη δεν εζήτει παρά του φίλου του Αλβέζ ειμή να ανανεώση την +οινοπνευματικήν προμήθειάν του, την οποίαν αι άφθονοι σπονδαί είχον +εξαντλήσει.<br /> + <br /> + — Καλώς ώρισεν εις την αγοράν τον Καζονδέ ο βασιλεύς Λούγγας, έλεγεν ο +σωματέμπορος. </p> + +<p> — Διψώ, απεκρίνατο ο μονάρχης. </p> + +<p> — Θα λάβη το μερίδιόν του εκ των υποθέσεων της μεγάλης αγοράς. +</p> + +<p> — Να πίω! απήντα ο Μοΐνης Λούγγας. </p> + +<p> — Ο φίλος μου Νεγορός είναι ευτυχής επαναβλέπων τον βασιλέα του +Καζονδέ μετά τόσον μακράν απουσίαν. </p> + +<p> — Να πίω! επανελάμβανεν ο μέθυσος, του οποίου όλον το σώμα +ανέδιδεν αποτρόπαιον οσμήν οινοπνεύματος. </p> + +<p> — Λοιπόν ζύθον, υδρόμελι! ανέκραξεν ο Αντώνιος Ιωσίας Αλβέζ, ως +άνθρωπος γινώσκων καλώς πού ήθελε να καταλήξη ο Μοΐνης Λούγγας. </p> + +<p> — Όχι! όχι! απεκρίθη ο βασιλεύς. Το οινόπνευμα του φίλου μου Αλβέζ, +και θα του δώσω δι' εκάστην ρανίδα του πυρίνου νερού του . . . <br /> + <br /> + — Μίαν ρανίδα αίματος ενός λευκού! εφώνησεν ο Νεγορός, αφού εποίησε +προς τον Αλβέζ σημείον τι όπερ εκείνος εννόησε και επεδοκίμασεν. </p> + +<p> — Ενός λευκού! να θανατώσω ένα λευκόν! απήντησεν ο Μοΐνης +Λούγγας, του οποίου τα θυριώδη ένστικτα αφυπνίσθησαν εις την πρότασιν του +Πορτογάλου. </p> + +<p> — Είς πράκτωρ του Αλβέζ εφονεύθη υπ' αυτού του λευκού, επανέλαβεν +ο Νεγορός.<br /> + <br /> + — Ναι . . . ο πράκτωρ μου Χάρρης, απεκρίθη ο σωματέμπορος και πρέπει να +εκδικήσωμεν τον θάνατόν του.<br /> + <br /> + — Ας στείλωσιν αυτόν τον λευκόν εις τον βασιλέα Μασόγγον εις την χώραν +των Ασούας, εις τον Ζαΐρον. Θα τον κόψωσιν εις τεμάχια και θα τον φάγωσιν +ζωντανόν. Αυτοί δεν ελησμόνησαν την γεύσιν του ανθρωπίνου κρέατος ,ανέκραξεν +ο Μοΐνης Λούγγας.<br /> + <br /> +Ο Μασόγγος εκείνος ήτο τωόντι βασιλεύς φυλής τινος ανθρωποφάγων, και είναι +αληθέστατον ότι είς τινας επαρχίας της κεντρώας Αφρικής η ανθρωποφαγία +εκτελείται αναφανδόν. </p> + +<p>Ο Λίβιγγστων ομολογεί τούτο εις τας σημειώσεις της περιηγήσεώς του.<br /> + <br /> +Επί των οχθών του Λαουλόβα, οι Μανυεμάς τρώγουσιν ου μόνον τους +φονευομένους εις τους πολέμους ανθρώπους, αλλά και αγοράζουσι δούλους όπως +καταβροχθίζωσιν αυτούς, λέγοντες ότι το ανθρώπινον κρέας είναι ελαφρώς +ηλατισμένον και ολίγιστον μόνον αλάτισμα απαιτεί. </p> + +<p>Τους ανθρωποφάγους τούτους ο Καμερών επανεύρεν εις Μοενέ Βοΰγγα, ένθα +τρώγουσι τα πτώματα, αφού πρώτον τα αφήσωσι να μοσχεύσωσιν επί πολλάς +ημέρας εντός ρέοντος ύδατος. </p> + +<p>Ομοίως ο Στάνλεϋ εύρε παρά τοις κατοίκοις του Ουκουζού τας +ανθρωποφαγικάς ταύτας συνηθείας, προδήλως λίαν δεδομένας μεταξύ των +κεντρώων φυλών.<br /> + <br /> +Αλλ' όσον σκληρόν και αν ήτο το είδος του θανάτου το προταθέν υπό του βασιλέως +διά τον Δικ Σανδ, δεν ηδύνατο να συμφέρη εις τον Νεγορόν, όστις δεν ήθελε να +απομακρυνθή από του θύματός του. </p> + +<p> — Εδώ είπεν λευκός εφόνευσε τον σύντροφον ημών. </p> + +<p> — Εδώ πρέπει να αποθάνη, προσέθηκεν ο Αλβέζ. </p> + +<p> — Όπου θέλεις Αλβέζ, απεκρίθη ο Μοΐνης Λούγγας. Αλλά ρανίδα +πυρίνου νερού αντί ρανίδος αίματος. </p> + +<p> — Ναι, είπεν ο σωματέμπορος, πύρινον νερόν, και θα ίδης σήμερον ότι +του αξίζει το όνομα τούτο. Αυτό το νερόν θα το ανάψωμεν. Ο Ιωσίας Αντώνιος +Αλβέζ θα προσφέρη πούνσιον εις τον βασιλέα Μοΐνην Λούγγαν. </p> + +<p>Ο μέθυσος έπληξε τας χείρας του φίλου του Αλβέζ. Δεν ηδύνατο να +συγκρατήση την χαράν του. </p> + +<p>Αι γυναίκες του, οι αυλικοί του, συνεμερίζοντο την παραφοράν του. Ουδέποτε +είδον καιόμενον οινόπνευμα και βεβαίως εσκόπευον να πίωσι με τας φλόγας. </p> + +<p>Είτα, μετά της δίψης του οινοπνεύματος θα κατηυνάζετο επίσης και η δίψα του +αίματος, τοσούτον επιτακτική παρά τοις αγρίοις εκείνοις. </p> + +<p>Ταλαίπωρε Δικ Σανδ! ποία φρικώδης βάσανος σε περιέμενεν. </p> + +<p>Όταν αναλογίζεταί τις τα τρομερά ή γελοία αποτελέσματα της μέθης εις τα +πεπολιτισμένα έθνη, εννοεί μέχρι τίνος σημείου δύναται να εξωθήση αύτη +βαρβάρους λαούς. </p> + +<p>Ευκόλως εννοείται ότι η σκέψις να βασανισθή λευκός, δεν απήρεσκε μήτε εις +τους ιθαγενείς μήτε εις τον Αντώνιον Ιωσίαν Αλβέζ, μαύρον ως αυτοί, μήτε εις τον +Κοΐμβραν, μιγάδα εξ αίματος μαύρου, μήτε εις τον Νεγορόν τέλος, εμφορούμενον +υπό μίσους αγρίου κατά των ανθρώπων του ιδίου του χρώματος. </p> + +<p>Επήλθεν η εσπέρα, εσπέρα άνευ λυκόφωτος, ήτις έμελλε να μεταβάλη σχεδόν +αμέσως την ημέραν εις νύκτα, ώραν κατάλληλον διά την ανάφλεξιν του πουνσίου. +</p> + +<p>Αληθώς η ιδέα του Αλβέζ να προσφέρη πούνσιον εις την αιθιοπικήν εκείνην +Μεγαλειότητα και να την παρακινήση ν' αγαπήση το οινόπνευμα υπό νέαν μορφήν, +ήτο ιδέα θριαμβευτική.</p> + +<p>Ο Μοΐνης Λούγγας ήρχιζε να ευρίσκη ότι το πύρινον ύδωρ δεν εδικαίου +αρκούντως το όνομά του. </p> + +<p>Ίσως αναφλεγόμενον και καίον θα εγαργάλιζε περισσότερον τα +αναισθητήσαντα θηλίδια της γλώσσης του.</p> + +<p>Το πρόγραμμα λοιπόν της εσπερίδος περιελάμβανε κατ' αρχάς έν πούνσιον και +έπειτα μίαν βάσανον. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ, στενώς κεκλεισμένος εν τη φυλακή του, δεν έμελλε να εξέλθη +αυτής, ειμή όπως μεταβή εις τον θάνατον. </p> + +<p>Οι άλλοι δούλοι, πωληθέντες ή μη, είχον μεταφερθή πάλιν εις τα +παραπήγματα. </p> + +<p>Δεν έμενον πλέον εις την αγοράν ειμή οι σωματέμποροι, οι οδηγοί, οι +στρατιώται, έτοιμοι να λάβωσι το μερίδιόν των εκ του πουνσίου, εάν ο βασιλεύς +και οι αυλικοί του άφινον ολίγον. </p> + +<p>Κατά συμβουλήν του Νεγορού, ο Ιωσίας Αντώνιος Αλβέζ διηυθέτησε καλώς τα +πράγματα.<br /> + <br /> +Έφερον χάλκινον λέβητα δυνάμενον να περιλάβη διακοσίας τουλάχιστον λίτρας και +τον έθεσαν εν τω μέσω της πλατείας.<br /> + <br /> +Βυτία περιέχοντα οινόπνευμα κατωτέρας μεν ποιότητος, αλλά λίαν καθαρόν, +εχύθησαν εν τω λέβητι. Δεν εφείσθηοαν ούτε κιναμώμου, ούτε μυρωδικών, ούτε +άλλων βοηθητικών, δυναμένων να καταστήσωσι δριμύτερον το άγριον εκείνο +πούνσιον.<br /> + <br /> +Άπαντες περιεκύκλωσαν τον βασιλέα, όστις κλονούμενος επροχώρησε προς τον +λέβητα.<br /> + <br /> +Ήθελέ τις υποθέσει ότι το οινόπνευμα εκείνο τον εγοήτευε και ότι ήθελε να πέση +εντός αυτού. </p> + +<p>Ο Αλβέζ τον εκράτησε γενναιοφρόνως, και έθεσεν εις την χείρα του θρυαλλίδαν +ανημμένην. </p> + +<p> — Πυρ! έκραξε μεθ' υπούλου μορφασμού ευχαριστήσεως. </p> + +<p> — Πυρ! απεκρίθη ο Μοΐνης Λούγγας, μαστίζων το ρευστόν διά του +άκρου της θρυαλλίδος. </p> + +<p>Οποία αναλαμπή, και οποίον αποτέλεσμα, ότε αι υποκύανοι φλόγες +επτερύγισαν εις την επιφάνειαν του λέβητος. </p> + +<p>Ο Αλβέζ όπως καταστήση βεβαίως το οινόπνευμα εκείνο έτι δριμύτερον, +ανέμιξεν αυτό με δράκας τινάς θαλασσίου άλατος. </p> + +<p>Τα πρόσωπα των παρισταμένων εκαλύφθησαν τότε υπό της πτωματώδους +εκείνης πελιδνότητος, ην η φαντασία αποδίδει εις τα φαντάσματα. </p> + +<p>Οι μαύροι εκείνοι, μεθύσαντες εκ των προτέρων, ήρχισαν να κραυγάζωσι, να +χειρονομώσι, και λαβόντες αλλήλων τας χείρας εσχημάτισαν μέγαν κύκλον περί τον +βασιλέα του Καζονδέ. </p> + +<p>Ο Αλβέζ κρατών τεράστιον μεταλλικόν κοχλιάριον, ανεκίνει το υγρόν, όπερ +έρριπτεν αμυδράς λάμψεις επί των παραληρούντων εκείνων πιθήκων.<br /> + <br /> +Ο Μοΐνης Λούγγας επροχώρησεν, έλαβε το κοχλιάριον εκ των χειρών του +σωματεμπόρου, το εβύθισεν εν τω λέβητι, είτα δε ανασύρας αυτό πλήρες +φλεγομένου πουνσίου, το επλησίασεν εις τα χείλη του. </p> + +<p>Ποίαν κραυγήν εξέφερε τότε ο βασιλεύς του Καζονδέ!</p> + +<p>Φαινόμενον αυτομάτου αναφλέξεως παρήχθη. Ο βασιλεύς ανεφλέχθη ως +πετρέλαιον. Το πυρ εκείνο ανέπτυσσε μεν ολίγην θερμότητα, αλλά κατεβίβρωσκε +μετά της αυτής ταχύτητος. </p> + +<p>Εις το θέαμα εκείνο, ο χορός των ιθαγενών διεκόπη αμέσως. </p> + +<p>Είς υπουργός του Μοΐνη Λούγγα ώρμησε προς τον ηγεμόνα, του όπως τον +σβέση· αλλ' ουχί ολιγώτερον του κυρίου του οινοπνευματισμένος, ήναψε και +αυτός. </p> + +<p>Εάν τούτο εξηκολούθει, όλη η αυλή του Μοΐνη Λούγγα εκινδύνευε να +αναφλεχθή. </p> + +<p>Ο Αλβέζ και ο Νεγορός δεν ήξευρον πώς να βοηθήσωσι την Αυτού +Μεγαλειότητα. </p> + +<p>Αι γυναίκες καταληφθείσαι υπό τρόμου έφυγον. Και ο Κοΐμβρας δε, γινώσκων +την ευφλόγιστον φύσιν του έφυγε ταχέως. </p> + +<p>Ο βασιλεύς και ο υπουργός, πεσόντες επί του εδάφους, συνεστρέφοντο και +έσπαιρον εκ των φρικωδών βάσανων. </p> + +<p>Εις τα σώματα τα τοσούτω βαθέως οινοπνευματισθέντα η ανάφλεξις παράγει +ελαφράν και υποκύανον φλόγα την οποίαν αδύνατον να σβέση το ύδωρ. </p> + +<p>Αλλά και αν σβεσθή εξωτερικώς, εξακολουθεί να καίη εσωτερικώς. </p> + +<p>Όταν οι ιστοί του σώματος εμποτισθώσιν υπό των πνευματωδών ποτών, ουδέν +μέσον υπάρχει να σταματήση η ανάφλεξις.</p> + +<p>Μετά τινας στιγμάς ο Μοΐνης Λούγγας και ο υπάλληλος αυτού ενεκρώθησαν +μεν, αλλ' έκαιον εισέτι. </p> + +<p>Μετ' ολίγον, εις την θέσιν εις ην έπεσαν, δεν ευρίσκοντο πλέον ειμή ελαφροί +τινες άνθρακες, έν ή δύο τεμάχια της σπονδυλικής στήλης, δάκτυλοι και +αστράγαλοι τους οποίους το πυρ δεν καταναλίσκει εις τας περιπτώσεις αυτομάτου +αναφλέξεως, αλλά περικαλύπτει υπό τινος δυσώδους και οξείας ασβόλης.<br /> + <br /> +Αυτά ήσαν τα λείψανα του βασιλέως του Καζονδέ και του υπουργού αυτού.</p> + + + +<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'. </h3> + +<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΚΗΔΕΙΑ ΒΑΣΙΛΙΚΗ</b></p> + +<p> +<br /> +Την επιούσαν, 29 Μαΐου, η πόλις του Καζονδέ παρίστα ασυνήθη θέαν. </p> + +<p>Οι ιθαγενείς έντρομοι έμενον έγκλειστοι εις τας καλύβας των. </p> + +<p>Ποτέ δεν είχον ίδει μήτε βασιλέα όστις ελέγετο ότι είχε θείαν ουσίαν, μήτε +απλούν υπουργόν αποθνήσκοντας διά τοιούτου φρικώδους θανάτου.</p> + +<p>Είχον ήδη καύσει τινός των ομοίων των, και οι γηραιότεροι δεν ηδύναντο να +λησμονήσωσι μαγειρικάς τινας προετοιμασίας σχετικάς προς την ανθρωποφαγίαν. +</p> + +<p>Εγίνωσκον λοιπόν πόσον δυσκόλως εκτελείται η όπτησις ανθρωπίνου σώματος +και ιδού ο βασιλεύς των και ο υπουργός του εκάησαν μόνοι αφ' εαυτών. </p> + +<p>Τούτο τοις εφαίνετο και ώφειλε πράγματι να τοις φανή ανεξήγητον!</p> + +<p>Ο Ιωσίας Αντώνιος Αλβέζ έμενε κατάκλειστος εις την οικίαν του.<br /> + <br /> +Ηδύνατο να φοβήται μήπως τον καταστήσωσιν υπεύθυνον επί τω συμβάντι εκείνω. +Ο Νεγορός τω έδωκε να εννοήση τι συνέβη, και τον ειδοποίησε να +προφυλάττηται.</p> + +<p>Εάν απεδίδετο ο θάνατος του Μοΐνη Λούγγα εις αυτόν, θα ήτο κακή υπόθεσις, +από της οποίας δεν θα ηδύνατο ίσως να απαλλαγή άνευ κινδύνου. </p> + +<p>Αλλ' ο Νεγορός συνέλαβε καλήν ιδέαν. Διά των φροντίδων του, ο Αλβέζ +διέδωκε την φήμην ότι ο θάνατος εκείνος του κυριάρχου του Καζανδέ ήτο +υπερφυσικός, ότι ο μέγας Μανιτού τον επεφύλλασσε μόνον διά τους εκλεκτούς +αυτού, και οι ιθαγενείς, λίαν επιρρεπείς εις την δεσιδαιμονίαν, δεν εβράδυναν να +πιστεύσωσιν εις τον μύθον τούτον. Το πυρ το εξερχόμενον εκ των σωμάτων του +βασιλέως και του υπουργού του εγένετο πυρ ιερόν. Δεν έμενε δε πλέον άλλο, ειμή +να τιμήσωσι τον Μοΐνην Λούγγαν διά κηδείας αξίας ανδρός υψωθέντος εις την +τάξιν των θεών. </p> + +<p>Η κηδεία αύτη, μεθ' όλων των αφρικανικών τελετών ήτο κατάλληλος ευκαιρία +εις τον Νεγορόν όπως περιπλέξη και τον Δικ Σανδ. Πόσον αίμα έμελλε να στοιχίση ο +θάνατος εκείνος του βασιλέως Μοΐνη Λούγγα, δυσκόλως θα το επίστευέ τις, εάν οι +περιηγηταί της κεντρώας Αφρικής, μεταξύ δε άλλων ο υποπλοίαρχος Καμερών, δεν +ανέφερον γεγονότα ανεπίδεκτα αμφισβητήσεως. </p> + +<p>Η φυσική κληρονόμος του βασιλέως του Καζονδέ ήτο η βασίλισσα Μοΐνα. +Διατάττουσα την άνευ αναβολής εκτέλεσιν των επικηδείων τελετών εδείκνυε +κυριαρχικήν εξουσίαν και απεμάκρυνε τοιουτοτρόπως τους απαιτητάς, μεταξύ δε +άλλων τον βασιλέα εκείνον του Ουκουζού όστις εδείκνυε διαθέσεις να αφαρπάση +τα κυριαρχικά δικαιώματα του Καζονδέ. Πλην τούτου η Μοΐνα δι' αυτό τούτο ότι +εγίνετο βασίλισσα, απέφευγε την σκληράν τύχην την επιφυλασσομένην εις τας +άλλας συζύγους του μακαρίτου, και συγχρόνως απηλάσσετο των νεωτέρων, καθ' +ων ως πρώτη χρονολογικώς ώφειλεν αναγκαίως να έχη παράπονα. Το αποτέλεσμα +δε τούτο συνέφερεν ιδιαιτέρως εις την αγρίαν φύσιν της μεγαίρας εκείνης. +Ανήγγειλε λοιπόν δι' όλων των σαλπίγγων, ότι η κηδεία του μακαρίτου βασιλέως +έμελλε να γίνη την επομένην εσπέραν μεθ' όλων των εν χρήσει εθιμοτυπιών.<br /> + <br /> +Ουδεμία διαμαρτυρία ηκούσθη, μήτε εν τη αυλή μήτε εν τω ιθαγενεί πληθυσμώ. Ο +Αλβέζ και οι άλλοι σωματέμποροι ουδέν είχον να φοβηθώσιν εκ της αναρρήσεως +της βασιλίσσης εκείνης Μοΐνας. Διά τινων δώρων, διά τινων κολακειών, ευκόλως +θα ηδύνατο να λάβωσιν επ' αυτής επιρροήν. Λοιπόν η βασιλική κληρονομία +μετεβιβάσθη άνευ δυσκολιών. Μόνον εις το χαρέμιον επεκράτησε φόβος, και +δικαίως. </p> + +<p>Αι προπαρασκευαστικαί εργασίαι της κηδείας ήρχισαν την αυτήν εκείνην +ημέραν. Εις το άκρον της μεγάλης οδού του Καζονδέ έρρεε βαθύς και χειμαρώδης +ρύαξ, παραπόταμος του Κουάγγου. </p> + +<p>Τον ρύακα εκείνον έπρεπε να μεταστρέψωσιν όπως αποξηρανθή η κοίτη αυτού· +εις την κοίτην εκείνην ώφειλε να ορυχθή ο βασιλικός λάκκος· μετά τον +ενταφιασμόν δε, ο ρύαξ θα επανελάμβανε την τακτικήν πορείαν του. </p> + +<p>Οι ιθαγενείς ησχολήθησαν δραστηρίως να αναγείρωσι διάφραγμα δυνάμενον +να αναγκάση τον ρύακα να διανοίξη προσωρινήν κοίτην διά της πεδιάδος του +Καζονδέ. Κατά την τελευταίαν εικόνα της επικηδείου τελετής το διάφραγμα εκείνο +θα συνετρίβετο, και ο χείμαρος θα επέστρεφεν εις την αρχαίαν αυτού κοίτην. </p> + +<p>Ο Νεγορός προώριζε τον Δικ Σανδ να συμπληρώση τον αριθμόν των θυμάτων, +όσα έμελλον να θυσιασθώσιν επί του τάφου του βασιλέως. Υπήρξε μάρτυς +ακατασχέτου οργίλου κινήματος του νεαρού δοκίμου, ότε ο Χάρρης τω ανήγγειλε +τον θάνατον της κυρίας Βέλδων και του μικρού Ζακ. Ο Νεγορός άνανδρος +κακούργος δεν θα εξετίθετο να υποστή την αυτήν τύχην, ην υπέστη ο συνένοχος +αυτού. Αλλά τώρα, ενώπιον αιχμαλώτου στερεώς δεδεμένου χείρας και πόδας, +υπέθεσεν ότι ουδέν είχεν να φοβηθή και απεφάσισε να τον επισκεφθή. </p> + +<p>Ο Νεγορός ήτο εκ των αθλίων εκείνων οίτινες δεν αρκούνται μόνον να +βασανίζωσι τα θύματά των, έχουσιν ωσαύτως ανάγκην να ευφραίνωνται εις την +θέαν των βασάνων των. </p> + +<p>Μετέβη λοιπόν περί το μέσον της ημέρας εις το παράπηγμα, ένθα ο Δικ Σανδ +εκρατείτο φρουρούμενος· εκεί σφικτά δεδεμένος έκειτο ο νεαρός δόκιμος, σχεδόν +εντελώς εστερημένος τροφής από είκοσι και τεσσάρων ωρών, εξεσθενημένος υπό +των προλαβουσών αθλιοτήτων, βασανιζόμενος από τα δεσμά του, άτινα +εισήρχοντο εις τας σάρκας του, μόλις δυνάμενος να στραφή, αναμένων τον +θάνατον, όσον και αν ήτο σκληρός, ως τέρμα τοσούτων δεινών. Εν τούτοις εις την +θέαν του Νεγορού εφρικίασεν ολόκληρος, και εποίησεν ορμέμφυτόν τινα αγώνα +όπως θραύση τα δεσμά τα κωλύοντα αυτόν, να ορμήση κατά του αθλίου εκείνου +και τον τιμωρήση. Αλλά και αυτός ο Ηρακλής δεν θα ηδύνατο να συντρίψη ταύτα. +Εννόησε λοιπόν ότι άλλου είδους πάλη έμελλε να συναφθή μεταξύ αυτών των δύο, +και οπλιζόμενος δι' αταραξίας, ο Δικ Σανδ περιωρίσθη να παρατηρή τον Νεγορόν, +κατά πρόσωπον απόφασιν έχων να μη τον τίμηση δι' αποκρίσεως, ό,τι δήποτε και +αν έλεγε. </p> + +<p> — Ενόμισα καθήκον μου, τω είπεν ο Νεγορός αρχόμενος, να έλθω να +χαιρετίσω διά τελευταίαν φοράν τον νεαρόν πλοίαρχόν μου και να τω είπω πόσον +λυπούμαι, διότι δεν κυβερνά πλέον εδώ, ως εκυβέρνα άλλοτε εις το «Πίλγριμ». +</p> + +<p>Βλέπων δε ότι ο Δικ Σανδ δεν απεκρίνατο. </p> + +<p> — Λοιπόν, πλοίαρχε, μήπως δεν αναγνωρίζετε τον αρχαίον μάγειρόν +σας; Εν τούτοις έρχεται να λάβη τας διαταγάς σας και να σας ερωτήση τι να +ετοιμάση διά το πρόγευμά σας. </p> + +<p>Και συγχρόνως ο Νεγορός ώθει κτηνωδώς διά του ποδός τον εκτάδην κείμενον +επί του εδάφους δόκιμον. </p> + +<p> — Πλην τούτου, έχω και άλλην ερώτησιν να σας απευθύνω νέε μου, +πλοίαρχε. Δύνασθε τέλος να μοι εξηγήσετε πώς, θέλων να πλησιάσετε την +αμερικανικήν παραλίαν, κατορθώσατε να φθάσετε εις την Αγγόλαν όπου +ευρίσκεσθε;</p> + +<p>Ο Δικ Σανδ δεν είχε πλέον βεβαίως ανάγκην των λόγων τούτων του Πορτογάλου +όπως εννοήση ότι είχε μαντεύσει ορθώς, όταν ανεγνώρισε τέλος ότι η πυξίς του +«Πίλγριμ» είχε διαταραχθή υπό του προδότου εκείνου. Αλλ' η ερώτησις του +Νεγορού περιείχεν ομολογίαν. Απεκρίθη λοιπόν και εις την ερώτησιν ταύτην διά +σιωπής περιφρονητικής. </p> + +<p> — Θα ομολογήσετε, πλοίαρχε, ότι είναι ευτύχημα δι' υμάς, ότι ευρέθη +εις το πλοίον είς ναυτικός, αληθής ναυτικός. Άνευ αυτού πού θα ευρισκόμεθα, +Ύψιστε Θεέ! Αντί να απολεσθήτε επί τινος σκοπέλου, εφ' ού θα σας έρριπτεν η +τρικυμία, χάρις εις αυτόν ευρέθητε εις λιμένα φιλικόν, και εάν οφείλετε είς τινα ότι +ευρίσκεσθε τέλος εις μέρος ασφαλές, το οφείλετε εις τον ναυτικόν τούτον, τον +οποίον έχετε άδικον να περιφρονήτε, νεαρέ μου κύριε. </p> + +<p>Ταύτα λέγων ο Νεγορός, του οποίου η φαινομένη αταραξία δεν ήτο άλλο ειμή +αποτέλεσμα φοβερού αγώνος, επλησίασε το πρόσωπόν του προς το του Δικ Σανδ· +η όψις του τοσούτον θηριώδης εγένετο, ώστε ήθελέ τις πιστεύσει ότι έμελλε να τον +καταβροχθίση. Η μανία του κακούργου εκείνου δεν ηδυνήθη επί πλέον να +συγκρατηθή.<br /> + <br /> + — Έκαστος με την σειράν του ανέκραξεν αίφνης εν τω παροξυσμώ της +μανίας, ην εξερέθιζεν εν αυτώ η αταραξία του θύματός του. Σήμερον εγώ είμαι ο +πλοίαρχος, εγώ είμαι ο κύριος. Η ζωή σου είναι εις χείρας μου.<br /> + <br /> + — Λάβε την, τω απεκρίθη ο Σανδ χωρίς να συγκινηθή. Αλλ' ήξευρεν ότι εις +τον ουρανόν υπάρχει εκδικητής όλων των εγκλημάτων, και η τιμωρία σου δεν είναι +μακράν. </p> + +<p> — Εάν ο Θεός ασχολήται περί των ανθρώπων, καιρός είναι να ασχοληθή +περί σου.<br /> + <br /> + — Είμαι έτοιμος να εμφανισθώ ενώπιον του υπερτάτου Κριτού, απεκρίθη +ψυχρώς ο Δικ Σανδ, και δεν φοβούμαι τον θάνατον·</p> + +<p> — Θα ίδωμεν τούτο! εβρυχήθη ο Νεγορός. Ελπίζεις ίσως εις οίαν δήποτε +βοήθειαν! Βοήθειαν εις Καζονδέ, όπου ο Αλβέζ και εγώ είμεθα πανίσχυροι, είσαι +τρελλός. Υποθέτεις ίσως ότι οι σύντροφοί σου είναι εισέτι εδώ, ο γέρων Τωμ +εκείνος και οι άλλοι. Απατάσαι. Ούτοι προ πολλού επωλήθησαν και απήλθον εις +Ζανζιβάρ, θα είναι δε πολύ ευτυχείς εάν δε αποθάνωσι καθ' οδόν. </p> + +<p> — Ο Θεός έχει μυρία μέσα να τιμωρήση απήντησεν ο Δικ Σανδ. Το +ελάχιστον όργανον δύναται να τω αρκέση. Ο Ηρακλής είναι ελεύθερος. </p> + +<p> — Ο Ηρακλής!, ανέκραξεν ο Νεγορός πλήττων την γην διά του ποδός· +προ πολλού εφαγώθη υπό των λεόντων και πανθήρων, και λυπούμαι μόνον διότι +τα άγρια θηρία προέλαβον την εκδίκησίν μου. </p> + +<p> — Εάν ο Ηρακλής απέθανεν, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, ο Δίγγος όμως ζη. +Κύων ως αυτός, Νεγορέ, είναι περισσότερον παρ' ό,τι εχρειάζεται διά να καταβάλη +άνθρωπον ως σε. Σε γνωρίζω κατά βάθος, Νεγορέ, δεν είσαι γενναίος. Ο Δίγγγος σε +ζητεί, θα σε επανεύρη και θα σε σπαράξη διά των οδόντων του. </p> + +<p> — Άθλιε! ανέκραξεν ο Νεγορός έξω φρενών. Άθλιε! Ο Δίγγος απέθανε +διά της σφαίρας την οποίαν τω έρριψα. Απέθανεν ως η κυρία Βέλδων και ο υιός της +απέθανεν ως θα αποθάνωσι οι επιζώντες του «Πίλγριμ». </p> + +<p> — Και καθώς θα αποθάνης και συ μετ' ολίγον! απεκρίθη ο Δικ Σανδ, του +οποίου το ατάραχον βλέμμα κατέστησε τον Πορτογάλον πελιδνόν.<br /> + <br /> +Ο Νεγορός, έξαλλος εκ της οργής έμελλε να μεταβή εκ των λόγων εις τα κινήματα +και να πνίξη διά των χειρών του τον άοπλον εχθρόν του. Ήδη είχεν ορμήσει κατ' +αυτού και τον έσειε μετά μανίας, ότε αιφνιδία σκέψις τον ανεχαίτισεν. Εννόησεν +ότι έμελλε να φονεύση το θύμα του, ότι τα πάντα θα ετελείωνον, και ότι +τοιουτοτρόπως θα απηλάσσετο των εικοσιτεσσέρων ωρών αγωνίας τας οποίας τω +επεφύλαττεν. Ανηγέρθη λοιπόν, είπεν λέξεις τινάς εις τον φύλακα, όστις έμενεν +ακίνητος, τω συνέστησε να επαγρυπνή αυστηρότερον επί του δεσμώτου, και +εξήλθε του παραπήγματος.<br /> + <br /> +Η σκηνή αύτη, αντί να καταβάλη, απέδωκεν εξ εναντίας εις τον Δικ Σανδ όλην την +ηθικήν του δύναμιν. Η φυσική ενεργητικότης του υπέστη εκ τούτου τον αντίκτυπον +και ανέκτησε την προτέραν ισχύν. Μη άρα γε ο Νεγορός, ότε ερρίφθη κατ' αυτού +λυσσωδώς, εχαλάρωσεν ολίγον τα δεσμά άτινα μέχρι εκείνης της στιγμής καθίστων +εις αυτόν παν κίνημα αδύνατον; Πιθανόν, καθότι ο Δικ Σανδ εννόησεν ότι τα μέλη +του ήσαν μάλλον ευκίνητα ή όσον ήσαν προ της αφίξεως του δημίου του. Ο νεαρός +δόκιμος, αισθανόμενος ανακούφισιν, εσκέφθη ότι θα ηδύνατο ίσως να +απελευθερώση τους βραχίονάς του άνευ μεγάλου αγώνος. Φυλαττόμενος ως +εφυλάσσετο εν ειρκτή στερεώς κεκλεισμένη, βεβαίως τούτο ουδέν άλλο θα ήτο ή +μία στενοχώρια, έν μαρτύριον ολιγώτερον, αλλ' υπάρχουσιν εν τω βίω στιγμαί, καθ' +ας και η ελαχίστη ανάπαυσις είναι ανεκτίμητος. </p> + +<p>Βεβαίως ο Δικ Σανδ ουδέν ήλπιζεν. Ουδεμία ανθρωπίνη βοήθεια ηδύνατο να το +έλθη ειμή έξωθεν αλλά τοιαύτη πόθεν θα τω ήρχετο; Είχε λοιπόν αποκαρτερήσει +και το αληθές είναι ότι μήτε ήθελε πλέον να ζήση. Εσκέπτετο τους +προαποθανόντας και ουδέν άλλο επόθει ή να ενωθή μετ' αυτών. </p> + +<p>Ο Νεγορός τω επανέλαβεν ό,τι τω είπεν ήδη ο Χάρρης· η κυρία Βέλδων και ο +μικρός Ζακ είχον αποθάνει. Ήτο δε λίαν πιθανόν ότι και ο Ηρακλής, εκτεθείς εις +τόσους κινδύνους, υπέστη φρικώδη θάνατον. Ο Τωμ και οι σύντροφοί του ήσαν +μακράν, απώλοντο δι' αυτόν αιωνίως ο Δικ Σανδ ώφειλε να πιστεύση τούτο. Θα ήτο +εσχάτη αφροσύνη να ελπίζη άλλο τι ή το τέρμα των δεινών του διά θανάτου όστις +δεν θα ηδύνατο να είναι τρομερότερος της ζωής του. Ητοιμάζετο λοιπόν να +αποθάνη, αναθέτων εις τον Θεόν τα λοιπά, και ζητών παρ' αυτού να τον ενισχύη +μέχρι της τελευταίας στιγμής. </p> + +<p>Αλλ' η του Θεού σκέψις είναι σκέψις καλή και ευγενής. Δεν υψοί τις εις αυτήν +την ψυχήν του προς Εκείνον, όστις δύναται τα πάντα και αφού εγένετο ολόκληρος +η θυσία, εάν ηδύνατο να ίδη μέχρι του βάθους της καρδίας του Δικ Σανδ, θα +ανεκάλυπτεν ίσως τελευταίαν λάμψιν, λάμψιν εκείνην ην άνωθεν πνοή δύναται να +μεταβάλη, εναντίον όλων των πιθανοτήτων, εις φως απαστράπτον. </p> + +<p>Αι ώραι διέρρευσαν. Η νυξ επήλθεν. Αι ακτίνες της ημέρας αι διερχόμενοι διά +των καλάμων του παραπήγματος εξηφανίσθησαν ολίγον κατ' ολίγον. Οι τελευταίοι +θόρυβοι της αγοράς, ήτις κατά την ημέραν εκείνην υπήρξε λίαν σιωπηλή, μετά την +ταραχήν της προτεραίας, οι τελευταίοι εκείνοι θόρυβοι εσβέσθησαν. </p> + +<p>Βαθύτατον σκότος εγένετο εντός της στενής φυλακής. Μετ' ολίγον δε τα πάντα +ανεπαύοντο εν τη πόλει Καζονδέ. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ απεκοιμήθη ύπνον επανορθωτικόν διαρκέσαντα δύο ώρας. Μετά +τούτο αφυπνίσθη, έτι μάλλον ενδυναμωθείς. Κατώρθωσε να απελευθερώση των +δεσμών ένα των βραχιόνων του, εξωγκωμένον ήδη ολίγον, και ησθάνθη +ανέκφραστον ηδονήν συστέλλων και διαστέλλων αυτόν κατά βούλησιν. </p> + +<p>Η νυξ είχε διέλθει κατά το ήμισυ περίπου. Ο φύλαξ εκοιμάτο ύπνον βαρύν +οφειλόμενον εις φιάλην οινοπνεύματος, της οποίας η σπασμωδική χειρ του εκράτει +έτι το στόμιον. Ο Δικ Σανδ έσχε τότε την ιδέαν να λάβη τα όπλα του δεσμοφύλακός +του, τα οποία ηδύναντο μεγάλως να τον οφελήσωσιν εν περιπτώσει αποδράσεως· +ενόμισεν όμως και εκείνην την στιγμήν ότι ήκουσεν ελαφρόν ξυσμόν εις το +κατώτερον μέρος της θύρας του παραπήγματος. Βοηθούμενος υπό του βραχίονός +του, κατώρθωσε να φθάση έρπων μέχρι της φλοιάς χωρίς να αφυπνίση τον +φύλακα. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ δεν είχεν απατηθή. Ο ξυσμός εξακολούθει μάλλον ευδιάκριτος. +Εφαίνετο ότι έξωθεν έσκαπτον το έδαφος από την θύραν. Ήτο ζώον τι; ήτο +άνθρωπος;</p> + +<p> — Ο Ηρακλής! εάν ήτο ο Ηρακλής! εσκέφθη ο νεαρός δόκιμος.<br /> + <br /> +Οι οφθαλμοί του προσηλώθησαν επί του φύλακός του όστις έμενε ακίνητος υπό +την επιρροήν βαρέως ύπνου. Ο Δικ Σανδ ηδύνατο να διακινδυνεύση ψιθυρίζων το +όνομα του Ηρακλέους.<br /> + <br /> +Στεναγμός τις ως υπόκωφος και θρηνητική υλακή, τω απήντησε. </p> + +<p> — Δεν είναι ο Ηρακλής, είπε καθ' εαυτόν ο Δικ Σανδ αλλ' είναι ο Δίγγος. +Με ωσφράνθη μέχρις αυτού του παραπήγματος. Μήπως με φέρει λέξιν τινά του +Ηρακλέους; Αλλ' εάν ο Δίγγος δεν απέθανεν, ο Νεγορός εψεύσθη, και ίσως . . . <br +/> + <br /> +Κατ' εκείνην την στιγμήν πους κυνός διήλθεν υπό την θύραν. Ο Δικ Σανδ τον +έψαυσε και ανεγνώρισε τον πόδα του Δίγγου. </p> + +<p>Αλλ' εάν είχεν επιστόλιόν τι, το επιστόλιον εκείνο δεν ηδύνατο να είναι +προσδεδεμένον ειμή εις τον τράχηλόν του. Ήτο δυνατόν να μεγαλώση αρκούντως +την οπήν εκείνην, ώστε ο Δίγγος να δυνηθή να περάση την κεφαλήν του; Εν πάση +περιπτώσει, έπρεπε να δοκιμάση τούτο. </p> + +<p>Αλλά μόλις ο Δικ Σανδ ήρχισε να ορύττη το έδαφος διά των ονύχων του, υλακαί +αίτινες δεν ήσαν του Δίγγου ηκούσθησαν εις την πλατείαν. Το πιστόν ζώον είχεν +ανακαλυφθή υπό των ιθαγενών κυνών, και έπρεπε βεβαίως να φύγη. +Πυροβολισμοί τίνες ηκούσθησαν. </p> + + +<p>Ο φύλαξ αφυπνίσθη κατά το ήμισυ. Ο Δικ Σανδ, μη δυνάμενος πλέον να σκεφθή +περί αποδράσεως, αφού εξηγέρθη η προσοχή, έπρεπε να κυλισθή πάλιν εις την +γωνίαν του, και μετά θανάσιμον προσδοκίαν είδεν ανατέλλουσαν την ημέραν +εκείνην, ήτις θα ήτο άνευ επιούσης δι' αυτόν. </p> + +<p>Καθ' όλην εκείνην την ημέραν, αι εργασίαι των νεκροθαφτών εξηκολούθησαν +μετά δραστηριότητος.<br /> + <br /> +Μέγας αριθμός ιθαγενών έλαβον μέρος εις αυτάς υπό την διεύθυνσιν του +πρωθυπουργού της βασιλίσσης Μοΐνας. Τα πάντα ώφειλον να είναι έτοιμα κατά +την ορισθείσαν ώραν, επί ποινή ακρωτηριασμού, καθότι η νέα ηγεμονίς υπέσχετο +να ακολουθήση κατά γράμμα τα ίχνη του μακαρίτου βασιλέως. </p> + +<p>Τα ύδατα του ρύακος εστράφησαν, και εν τη αποξηρανθείση κοίτη ωρύχθη ο +μέγας λάκκος εις βάθος δέκα ποδών, επί μήκους πεντήκοντα και πλάτους δέκα. +</p> + +<p>Περί το τέλος της ημέρας ήρχισαν να τον επιστρώνωσιν, εις το βάθος και εις το +μήκος των πλευρών, διά γυναικών ζωσών, εκλεχθεισών μεταξύ των αιχμαλώτων +του Μοΐνη Λούγγα. Συνήθως αι δυστυχείς αύται, θάπτονται ζώσαι. Αλλά +προκειμένου περί του παραδόξου και ίσως θαυμασίου θανάτου του Μοΐνη +Λούγγα, είχεν αποφασισθή να πνιγώσι πλησίον του σώματος του αυθέντου των +(<sup><a href='#fn16' id='ref16'>16</a></sup>) +. </p> + +<p>Συνήθεια ωσαύτως επικρατεί, ώστε να ενδύωσι τον αποθανόντα βασιλέα διά +των πλουσιοτέρων ενδυμάτων του πριν καταβιβάσωσιν αυτόν εις τον τάφον.</p> + +<p>Αλλά την φοράν ταύτην, επειδή δεν απέμενον ειμή κεκαυμένα τινά οστά εξ +όλου του βασιλικού σώματος, καθίστατο επάναγκες να γίνη άλλη εργασία. +Κατεσκευάσθη καλάμινον ανδρείκελον, όπερ παρίστα αρκούντως, ίσως δε και +κολακευτικώς, τον Μοΐνην Λούγγαν, και ενέκλεισαν εν αυτώ τα λείψανα τα +διασωθέντα εκ της αποτεφρώσεως. Τότε το ανδρείκελον περιεβλήθη βασιλικά +ενδύματα — και γνωρίζομεν ότι τα ράκη ταύτα δεν ήσαν ακριβά — και δεν +ελησμόνησαν να το περικοσμήσωσι διά των περίφημων διόπτρων του εξαδέλφου +Βενεδίκτου. Εις την γελοιωδίαν εκείνην υπήρχε τι κωμικόν τρομερόν.<br /> + <br /> +Η τελετή έμελλε να γίνη μετά φώτων και εν μεγάλη παρατάξει. Όλοι οι κάτοικοι του +Καζονδέ, ιθαγενείς ή μη, ώφειλον να παρευρεθώσιν. </p> + +<p>Ότε επήλθεν η εσπέρα, μακρά συνοδεία κατήλθε την κυρίαν οδόν από της +αγοράς μέχρι του τόπου της ταφής. Κραυγαί, χοροί επικήδειοι, επωδοί των μάγων, +κρότοι οργάνων, πυροβολισμοί παλαιών όπλων του οπλοστασίου, ουδέν +παρημελήθη. </p> + +<p>Ο Ιωσίας Αντώνιος Αλβέζ, ο Κοΐμβρας, ο Νεγορός, οι άραβες σωματέμποροι, οι +φυλακές των, επηύξησαν τας τάξεις του λαού του Καζονδέ. Ουδείς ανεχώρησεν εκ +της μεγάλης αγοράς. Η βασίλισσα Μοΐνα δεν επέτρεπε τούτο, και δεν ήτο φρόνιμον +να παραβώσι τας διαταγάς εκείνης, ήτις εξησκείτο εις το κυριαρχικόν +επάγγελμα.<br /> + <br /> +Το σώμα του βασιλέως, κατακλιθέν εν φορείω εφέρθη εις τας τελευταίας τάξεις της +συνοδείας. Περιεκυκλούτο υπό των δευτερευουσών συζύγων του, τινές των οποίων +έμελλον να τον συνοδεύσωσι και πέραν του βίου. Η βασίλισσα Μοΐνα εν μεγάλη +στολή ώδευεν όπισθεν του δυναμένου να ονομασθή νεκρικού άρματος. </p> + +<p>Ήτο τελεία νυξ, ότε όλοι έφθασαν εις τας όχθας του ρύακος αλλ' αι εκ ρητίνης +δάδες κινούμεναι υπό των διαφόρων έρριπτον επί του πλήθους μεγάλας λάμψεις +φωτός. </p> + +<p>Τότε λάκος εφάνη διακεκριμένως. Ήτο επεστρωμένος διά σωμάτων μαύρων και +ζώντων, καθότι εκινούντο από τας αλύσεις τας συνδεούσας αυτά μετά του +εδάφους. Πεντήκοντα αιχμάλωτοι περιέμενον εκεί να κλείση πάλιν ο χείμαρρος επ' +αυτών, το πλείστον νεαρών ιθαγενών, άλλων μεν εγκαρτερουσών και σιωπηλών, +άλλων δε στεναζουσών γοερώς.<br /> + <br /> +Αι σύζυγοι, κεκοσμημέναι ως εν εορτή είχον εκλεχθή υπό της βασιλίσσης. Η μία εξ +αυτών, ήτις έφερε τον τίτλον δευτέρας συζύγου, εκυρτώθη επί των χειρών και των +ποδών όπως χρησιμεύση ως βασιλικόν εδώλιον, ως έπραττεν ότε έζη ο βασιλεύς +και η τρίτη σύζυγος υπεστήριζε το ανδρείκελον, καθ' όν καιρόν η τετάρτη +κατεκλίνετο παρά τους πόδας αυτού εν είδει προσκεφαλαίου.<br /> + <br /> +Ενώπιον του ανδρεικέλου, εις την άκραν του λάκκου, πάσσαλος βεβαμμένος +ερυθρός υψούτο από της γης.</p> + +<p>Εις τον πάσσαλον εκείνον ήτο δεδεμένος λευκός τις, όστις έμελλε να +καταλογισθή και αυτός μεταξύ των θυμάτων της αιματηράς εκείνης κηδείας. </p> + +<p>Ο λευκός εκείνος ήτο ο Δικ Σανδ. Το ημίγυμνον σώμα του έφερε τα σημεία των +βασάνων, άτινα υπέστη κατά διαταγήν του Νεγορού. Δεδεμένος εις τον πάσσαλον +εκείνον περιέμενε τον θάνατον, ως άνθρωπος ελπίζων μόνον εις άλλην ζωήν.<br /> + <br /> +Εν τούτοις δεν έφθασεν έτι η στιγμή, καθ' ήν το πρόφραγμα έπρεπε να θραυσθή. +</p> + +<p>Εις σημείον τι της βασιλίσσης η τετάρτη σύζυγος, κατακειμένη εις τους πόδας +του βασιλέως, εσφάγη υπό του δημίου του Καζονδέ, και το αίμα αυτής έρρευσεν εν +τω λάκκω.<br /> + <br /> +Τούτο ήτο η έναρξις της φρικώδους ανθρωποθυσίας. Πεντήκοντα δούλαι έπεσαν +υπό το φάσγανον των σφαγέων, η κοίτη του ποταμού εκύλιε κύματα αίματος.<br /> + <br /> +Επί ημίσειαν ώραν κραυγαί των θυμάτων συνανεμίγησαν εις τας κραυγάς των +παρισταμένων, και ματαίως θα ανεζήτει τις εις το πλήθος εκείνο αίσθημα +αποστροφής ή οίκτου.<br /> + <br /> +Τέλος η βασίλισσα Μοΐνα εποίησε χειρονομίαν τινα και το περίφραγμα όπερ +εκράτει τα ανώτερα ύδατα, ήρχισε να ανοίγεται ολίγον κατ' ολίγον. Χάριν +πλειοτέρας σκληρότητος άφησαν να διηθήται το ανώτερον ρεύμα αντί να +εισορμήση διά μιας. Ήτο ο βραδύς θάνατος αντί του αιφνιδίου. </p> + +<p>Το ύδωρ έπνιξε πρώτον την σειράν των αιχμαλώτων διά της οποίας ήτο +εστρωμένον το βάθος του λάκκου. Φρικώδη άλματα εγίνοντο υπό των ζωσών +εκείνων γυναικών, αίτινες επάλαιον κατά της ασφυξίας. Ο Δικ Σανδ, βεβυθισμένος +εις το ύδωρ μέχρι γωνάτων, εφάνη αποπειραθείς τελευταίον τινα αγώνα, όπως +συντρίψη τα δεσμά του. </p> + +<p>Αλλά το ύδωρ ανήλθεν. Αι τελευταίοι κεφαλαί εγένοντο άφαντοι υπό τον +χείμαρρον, όστις επαναλάμβανε την πορείαν του, και ουδέν εδείκνυε πλέον ότι εις +το βάθος του ποταμού εκείνου ωρύχθη τάφος εν τω οποίω εκατό θύματα +ετάφησαν προς τιμήν του βασιλέως Καζονδέ. </p> + +<p>Η γραφίς θα ήτο αδύνατον να ζωγραφίση τοιαύτας εικόνας, εάν η μέριμνα της +αληθείας δεν επέβαλλε το καθήκον να περιγράψη αυτός εν τη φρικαλέα αυτών +πραγματικότητι. Ο άνθρωπος τοιούτος είναι εις τας θλιβεράς εκείνας χώρας. +Ουδενί πλέον επιτρέπεται να αγνοή τούτο.<br /> + </p> + + +<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ'. </h3> + + +<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΝ +ΠΡΑΚΊΟΡΕΙΟΥ</b></p> + +<p> +<br /> +Ο Χάρρης και ο Νεγορός εψεύσθησαν ειπόντες ότι η κυρία Βέλδων και ο μικρός Ζακ +απέθανον. Και εκείνη και εκείνος και ο εξάδελφος Βενέδικτος ευρίσκοντο τότε εν +Καζονδέ. </p> + +<p>Μετά την κατά του μυρμηκώνος έφοδον μετεφέρθησαν πέραν του +στρατοπέδου του Κοάνζα υπό του Χάρρη και του Νεγορού, τους οποίους +συνώδευον δωδεκάς ιθαγενών στρατιωτών.<br /> + <br /> +Φορείον τι ή εγχωρία «κιτάνδα» εδέχθη την κυρίαν Βέλδων και τον μικρόν Ζακ. +Διατί αι περιποιήσεις εκείναι εκ μέρους ανθρώπου ως τον Νεγορόν; Η κυρία +Βέλδων δεν ετόλμα να εξηγήση τούτο.<br /> + <br /> +Η από Κοάνζα εις Καζονδέ οδός εγένετο ταχέως και άνευ καμάτου. Ο εξάδελφος +Βενέδικτος τον οποίον αι κακουχίαι εφαίνοντο ότι ουδόλως επηρέαζον, εβάδιζε +σταθερώ τω βήματι.<br /> + <br /> +Επειδή δε τον άφινον να περιπλανάται δεξιά και αριστερά, ουδόλως εσκέπτετο να +παραπονεθή. Έφθασε λοιπόν η μικρά συνοδεία εις Καζονδέ οκτώ ημέρας προ της +αφίξεως της συνοδείας του Ιβν Χαμή. Η κυρία Βέλδων εκλείσθη μετά του τέκνου +της και του εξαδέλφου Βενεδίκτου εν τω καταστήματι του Αλβέζ. </p> + +<p>Οφείλομεν να σπεύσωμεν να είπωμεν, ότι ο μικρός Ζακ ήτο πολύ καλλίτερον +εις την υγείαν του. Μετά την εκ της ελώδους χώρας αναχώρησιν ένθα προσεβλήθη +υπό πυρετού, η κατάστασις αυτού ολίγον κατ' ολίγον εβελτιώθη, και τώρα είχε +καλώς. Μήτε αυτός μήτε η μήτηρ του θα ηδύναντο να ανθέξωσιν εις τας κακουχίας +της συνοδείας. Αλλ' υφ' ούς όρους εγίνετο η οδοιπορία εκείνη κατά την οποίαν τοις +παρείχοντο περιποιήσεις τινές, ευρίσκοντο εις ευχάριστον κατάστασιν, φυσικώς +τουλάχιστον. </p> + +<p>Περί των συντρόφων αυτής, η κυρία Βέλδων ουδεμίαν είδησιν είχεν. Αφ' ότου +είδε τον Ηρακλέα φεύγοντα εις το δάσος, ηγνόει τι εγένετο ούτος. Όσον δ' αφορά +τον Δικ Σανδ, επειδή ο Χάρρης και ο Νεγορός δεν ήσαν πλέον εκεί όπως τον +βασανίζωσιν, ήλπιζεν ότι καθό λευκός, θα απηλλάσσετο ίσως κακής μεταχειρίσεως. +Αλλ' η Ναν, ο Τωμ, Βαρθολομαίος, ο Αυγουστίνος, ο Ακτέων ήσαν μαύροι, και ήτο +λίαν βέβαιον ότι θα τους μετεχειρίζοντο ως τοιούτους. Δυστυχείς άνδρες! οίτινες +ουδέποτε θα επάτουν την γην εκείνην της Αφρικής, εάν δεν επήρχετο η προδοσία +να τους ρίψη εκεί.<br /> + <br /> +Ότε η συνοδεία του Ιβν Χαμή αφίκετο εις Καζονδέ, η κυρία Βέλδων, μηδεμίαν +έχουσα συγκοινωνίαν μετά των εκτός, δεν έμαθε την άφιξιν ταύτης. </p> + +<p>Αλλ' ουδέ εκ των θορύβων της αγοράς ηδυνήθη να πληροφορηθή περί των +διατρεχόντων. Δεν έμαθεν ότι ο Τωμ και οι μετ' αυτού επωλήθησαν εις +σωματέμπορόν τινα του Ουζιζί και έμελλον να αναχωρήσωσι προσεχώς. Δεν +εγνώριζε μήτε την τιμωρίαν του Χάρρη, μήτε τον θάνατον του Μοΐνη Λούγγα, μήτε +τα της βασιλικής κηδείας, εις τα θύματα της οποίας συγκατελέχθη ο Δικ Σανδ. Η +δυστυχής γυνή ευρίσκετο λοιπόν μόνη εν Καζονδέ εις την διάκρισιν των +δουλεμπόρων, εις την εξουσίαν του Νεγορού, και όπως απαλλαγή αυτού, ουδέ να +αποθάνη ηδύνατο να σκεφθή, αφού το τέκνον της ήτο μετ' αυτής. </p> + +<p>Ηγνόει λοιπόν απολύτως η κυρία Βέλδων την τύχην ήτις την περιέμενε. Καθ' +όλην την από Κοάνζα εις Καζονδέ πορείαν ο Χάρρης και ο Νεγορός ουδέ λέξιν τη +απέτεινον. Από της αφίξεώς της, δεν είχεν επανίδει μήτε τον ένα μήτε τον άλλον, +ουδέ ηδύνατο να εγκαταλείπη τον περίβολον, όστις περιέκλειε το ιδιαίτερον +κατάστημα του πλουσίου δουλεμπόρου. </p> + +<p>Είναι άρα γε ανάγκη να είπωμεν τώρα ότι η κυρία Βέλδων ουδεμίαν βοήθειαν +εύρεν εκ μέρους του μεγάλου παιδίου της, του εξαδέλφου της Βενεδίκτου; Τούτο +άλλως τε εννοείται. </p> + +<p>Όταν ο άξιος επιστήμων έμαθεν ότι δεν ευρίσκετο ως υπέθετον επί της +αμερικανικής ηπείρου, ουδόλως εφρόντισε να μάθη πώς τούτο συνέβη. Όχι! Το +πρώτον κίνημα αυτού ήτο κίνημα πείσματος. Τωόντι, τα έντομα εκείνα τα οποία +εφαντάζετο ότι αυτός πρώτος ανεκάλυψεν εν Αμερική, τα τσετσέ εκείνα και τα +άλλα, ουδέν άλλο ήσαν ειμή απλούστατα εξάποδα αφρικανικά, τα οποία τόσοι +φυσιολόγοι είχον εύρει προ αυτού εις τα μέρη της καταγωγής των. Ώχετο πλέον η +δόξα να προσκολλήση το όνομά του εις τας ανακαλύψεις ταύτας. Τωόντι, τι το +εκπληκτικόν εάν ο εξάδελφος Βενέδικτος συνέλεξεν έντομα αφρικανικά, αφού +ευρίσκετο εν Αφρική!</p> + +<p>Αλλά, παρελθόντος του πρώτου πείσματος, ο εξάδελφος Βενέδικτος εσκέφθη +ότι η «Γη των Φαραώ», ως την εκάλει πάντοτε, εκέκτητο απαράμιλλα εντομολογικά +πλούτη, και ότι εάν δεν ευρίσκετο εις την «Γην των Ίνκα», δεν έχανεν όμως εκ της +μεταβολής. </p> + +<p> — Ε! επανελάμβανε καθ' εαυτόν και επανελάμβανε μάλιστα προς την +κυρίαν Βέλδων, ήτις ουδόλως τον ήκουεν, εδώ είναι η πατρίς των μαντικόρων, των +κολεοπτέρων εκείνων με τους μακρούς τριχωτούς πόδας, με τα συγκεκολλημένα +και κοπτερά έλυτρα, με τας μεγάλας σιαγόνας και των οποίων ο μάλλον +αξιοσημείωτος είναι ο φυματώδης μαντίκορος. Εδώ είναι η χώρα των καλοσώμων +με την χρυσήν αιχμνήν των γολιάθ της Γουινέας και του Γαβών, των όποιων οι +πόδες είναι πεπροικισμένοι δι' ακανθών· των στικτών ανθιδίων άτινα αποθέτουσι +τα ωά των εν τη κενή κογχύλη των λειμάκων· των ιερών ατεύχων, τους οποίους οι +Αιγύπτιοι της άνω Αιγύπτου ετίμων ως θεούς. Εδώ εγεννήθησαν αι νεκροκέφαλοι +σφίγγες αίτινες τώρα είναι διεσπαρμέναι εν όλη τη Ευρώπη, και οι «Ιδίαι Βιγότη» +των οποίων το δήγμα φοβούνται ιδιαιτέρως οι παράλιοι Σενεγάλοι. Ναι, εδώ +δύνανται να γίνωσι λαμπραί ανακαλύψεις, και θα ποιήσω αυτάς, εάν οι αγαθοί +αυτοί άνδρες το επιτρέψωσιν.<br /> + <br /> +Ηξεύρομεν τίνες ήσαν οι αγαθοί εκείνοι άνδρες κατά των οποίων ουδέν παράπονον +είχεν ο εξάδελφος Βενέδικτος. Άλλως τε ως είπωμεν ήδη, ο εντομολόγος, εν τη +κοινωνία του Χάρρη και του Νεγορού, απελάμβανεν ολίγην τινά ελευθερίαν, της +οποίας ο Δικ Σανδ απολύτως εστερείτο κατά την οδοιπορίαν εκείνην της όχθης του +Κοάνζα. Ο απλοϊκός επιστήμων λίαν συνεκινήθη εκ της συγκαταβάσεως +εκείνης.</p> + +<p>Τέλος ο εξάδελφος Βενέδικτος θα ήτο ο ευτυχέστατος των εντομολόγων, εάν +δεν υφίστατο απώλειαν ήτις τον ελύπησε τα μέγιστα. Είχε μεν πάντοτε το +κασσιτέρινον κιβώτιόν τον, αλλά τα δίοπτρά του δεν ωρθούντο πλέον επί της ρινός +του, το μικροσκόπιον δεν εκρέματο πλέον εις τον λαιμόν του. Φυσιολόγος δε άνευ +μικροσκοπίου και άνευ διόπτρων αδύνατον να υπάρξη. </p> + +<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος όμως προώριστο να μη επανίδη πλέον τα δύο ταύτα +όργανα της οπτικής, επειδή είχον συνταφή μετά του βασιλικού ανδρεικέλου. Ούτω +λοιπόν οσάκις εύρισκεν έντομόν τι, ηναγκάζετο να το χώνη εις τους οφθαλμούς +του, όπως διακρίνη τα στοιχειωδέστατα αυτού συστατικά. Α! τούτο μεγάλως +ελύπει τον εξάδελφον Βενέδικτον, και ευχαρίστως θα ηγόραζεν ακριβά έν ζεύγος +διόπτρων, αλλά τοιούτον εμπόρευμα δεν εσυνηθίζετο εις τας αγοράς του Καζονδέ. +Όπως δήποτε, ο εξάδελφος Βενέδικτος ηδύνατο να περιέρχεται ελευθέρως εις το +κατάστημα του Ιωσία Αντωνίου Αλβέζ. Τον ενόμιζον ανίκανον να ζητήση να +αποδράση. </p> + +<p>Άλλως τε δε, υψηλόν περίφραγμα εχώριζε το πρακτορείον εκ των άλλων +συνοικιών της πόλεως, και δεν ήτο εύκολον να το υπερβή τις. </p> + +<p>Αλλ' εάν ήτο καλώς περιφραγμένον, είχεν όμως ενός μιλίου τουλάχιστον +περιφερειών. Δένδρα, θάμνοι ιδιαίτεροι της Αφρικής, υψηλά χόρτα, ρύακες τινες, +καλύβαι και παραπήγματα ήσαν πλειότερα παρ' όσα εχρειάζοντο, όπως +αποκρύψωσι τα σπανιώτερα έντομα της ηπείρου, και να αποτελέσωσι τον πλούτον, +αν όχι την ευδαιμονίαν, του εξαδέλφου Βενεδίκτου. </p> + +<p>Και πράγματι ανεκάλυψεν εξάποδά τινα, και μάλιστα ολίγον έλειψε να +τυφλωθή θελήσας να τα σπουδάση άνευ διόπτρων, αλλά τέλος ηύξησε την +πολύτιμον συλλογήν του και έρριψε τας βάσεις μεγάλου συγγράμματος περί της +αφρικανικής εντομολογίας. Εάν δε επετύγχανε να ανακαλύψη νέον τι έντομον εις +το οποίον να δώση το όνομά του, θα ήτο ο ευτυχέστατος των ανθρώπων. </p> + +<p>Εάν το κατάστημα του Αλβέζ ήτο αρκούντως μέγα διά τους επιστημονικούς +περιπάτους του εξαδέλφου Βενεδίκτου, εις τον μικρόν Ζακ, όστις ηδύνατο να +περιφέρηται εν πάση ελευθερία εφαίνετο απέραντον. Αλλά το παιδίον εκείνο +ήκιστα επεζήτη τας τοσούτω φυσικάς εις την ηλικίαν του ηδονάς, σπανίως δε +εγκατέλιπε την μητέρα του, ήτις δεν ήθελε να τον αφίνη μόνον, και εφοβείτο +πάντοτε δυστύχημά τι. Ο μικρός Ζακ πολλάκις ωμίλει περί του πατρός του, τον +οποίον προ πολλού δεν είχεν ιδεί και εζήτει να επανέλθη πλησίον του. Εζήτει +πληροφορίας περί όλων, περί της γραίας Ναν, περί του φίλου του Ηρακλέους, περί +του Βαρθολομαίου, του Αυγουστίνου, του Ακτέωνος και περί του Δίγγου, όστις και +αυτός εφαίνετο ότι τον εγκατέλιπεν. Ήθελε να επανίδη τον σύντροφόν του Δικ +Σανδ. Η νεαρά φαντασία του, όλη τρυφερότης, έζη μόνον διά των αναμνήσεων. Εις +τας ερωτήσεις του η κυρία Βέλδων δεν ηδύνατο να αποκριθή, ειμή θλίβουσα αυτόν +εις τας αγκάλας της και κατασπαζομένη αυτόν. Παν ό,τι ηδύνατο να πράξη, ήτο να +μη κλαίη ενώπιον αυτού.<br /> + <br /> +Εν τούτοις η κυρία Βέλδων παρετήρησεν ότι εάν δεν την μετεχειρίσθησαν κακώς +διαρκούσης της από Κοάνζα οδοιπορίας, ούτω και εν τω καταστήματι του Αλβέζ +ουδέν εμαρτύρει ότι έμελλον να μεταβάλωσι διαγωγήν προς αυτήν. Εν τω +πρακτορείω δεν υπήρχον πλέον ειμή αιχμάλωτοι υπηρετούντες τον δουλέμπορον. +Πάντες οι άλλοι, οι αποτελούντες το αντικείμενον του εμπορίου του, ήσαν +κεκλεισμένοι εις τα παραπήγματα, είτα δε επωλήθησαν εις τους μεσίτας του +εσωτερικού. Τώρα αι αποθήκαι του καταστήματος ήσαν μεσταί υφασμάτων και +ελαφαντοστού, υφασμάτων προορισμένων ν' ανταλαχθώσιν εις τας κεντρικάς +επαρχίας, ελεφαντοστού προωρισμένου να αποσταλή εις τας κυριωτάτας αγοράς +της ηπείρου. </p> + +<p>Εν συντόμω ολίγιστοι υπήρχον εν τω πρακτορείω. Η κυρία Βέλδων κατείχε μετά +του Ζακ καλύβην ιδιαιτέραν, ο εξάδελφος Βενέδικτος άλλην. Δεν συνεκοινώνουν +μετά των υπηρετών του δουλεμπόρου. Έτρωγον εν κοινώ. Η τροφή κρέας αιγός ή +προβάτου, όσπρια, μανιόκον, σόργον, εγχώριαι οπώραι, ήτο επαρκής. Η Χαλιμά, +νεαρά δούλη, ειδικώς υπηρετούσα την κυρίαν Βέλδων, τη επεδείκνυε μάλιστα, ως +ηδύνατο, είδος τι αγρίας μεν αγάπης αλλά βεβαίως ειλικρινούς</p> + +<p>Η κυρία Βέλδων μόλις έβλεπε τον Ιωσίαν Αντώνιον Αλβέζ, όστις κατείχε την +κυρίαν οικίαν πρακτορείου, και ουδέποτε έβλεπε τον Νεγορόν, κατοικούντα εκτός, +του οποίου η απουσία ήτο ανεξήγητος. Η επιφύλαξις αύτη την εξέπληττε και την +ανησύχει συγχρόνως. </p> + +<p> — Τι θέλει; Τι εννοεί; έλεγε καθ' εαυτήν. Διατί μας παρέσυρεν εις +Καζονδέ;</p> + +<p>Τοιουτοτρόπως παρήλθον αι οκτώ ημέραι αι προγηθείσαι της αφίξεως της +συνοδείας του Ιβν Χαμή, ήτοι αι δύο ημέραι προ της κηδείας και αι ακόλουθοι έξ. +</p> + +<p>Εν τω μέσω τόσης αγωνίας η κυρία Βέλδων δεν ηδύνατο να λησμονήση ότι ο +σύζυγός της θα κατείχετο υπό φρικώδους απελπισίας μη βλέπων τους οικείους του +επανερχομένους εις Άγιον Φραγγίσκον. Ο κύριος Βέλδων δεν ηδύνατο να ηξεύρη +ότι η σύζυγός του έσχε την ολεθρίαν ιδέαν να ζητήση θέσιν εις το «Πίλγριμ» και +ώφειλε να πιστεύη ότι είχεν επιβιβασθή εις έν των ατμοπλοίων της υπερωκεανείου +εταιρίας. Τα ατμόπλοια εκείνα έφθανον τακτικώς, αλλ' ούτε ο Ζακ, ούτε ο +εξάδελφος Βενέδικτος ευρίσκοντο εν αυτοίς. Πλην τούτου και αυτό το «Πίλγριμ» +έπρεπε να είχεν επιστρέψει εις τον λιμένα. Αλλά δεν ενεφανίζετο και ο κύριος +Βέλδων ώφειλε τώρα να το κατατάξη εις την κατηγορίαν των δι' έλλειψιν ειδήσεων +υποτιθεμένων απολεσθέντων πλοίων. Και ποίος κεραυνός ενέσκηψεν επ' αυτόν την +ημέραν καθ' ήν έλαβε παρ' ενός των εν Ωκλάνδη ανταποκριτών του την είδησιν του +απόπλου του «Πίλγριμ» και της επιβιβάσεως της κυρίας Βέλδων; Τι έπραξεν; +Ηρνήθη να πιστεύση ότι ο υιός του και αυτή απώλοντο εν τη θαλάσση. Αλλά τότε +πού ώφειλε να στρέψη τας αναζητήσεις του; Προδήλως προς τας νήσους του +Ειρηνικού, ίσως προς την αμερικανικήν παραλίαν. Αλλ' ουδέποτε, ναι, ουδέποτε, +θα τω επήρχετο η ιδέα ότι ερρίφθη επί της ακτής της απαισίας εκείνης Αφρικής. +</p> + +<p>Ούτως εσκέπτετο η κυρία Βέλδων. Αλλά τι ηδύνατο να πράξη; Να φύγη; Πώς; +Την επετήρουν εκ του σύνεγγυς! Και έπειτα να φύγη εσήμαινε να διακινδυνεύση +εις τα πυκνά εκείνα δάση, εν τω μέσω μυρίων κινδύνων να επιχειρήση πορείαν +μακροτέραν των διακοσίων μιλίων, μέχρις ου φθάση εις το παράλιον. Και εν +τούτοις η κυρία Βέλδων είχεν απόφασιν να πράξη τούτο, και ουδέν άλλο μέσον +εύρισκε προς ανάκτησιν της ελευθερίας της. Πριν τούτου όμως ήθελε να μάθη +ακριβώς τους σκοπούς του Νεγορού. </p> + +<p>Τέλος τους έμαθε. </p> + +<p>Τη 6 Ιουνίου τρεις ημέρας μετά τον ενταφιασμόν του βασιλέως του Καζονδέ, ο +Νεγορός εισήλθεν εις το πρακτορείον, ένθα δεν είχεν έτι εισέλθει από της +επιστροφής του, και μετέβη κατ' ευθείαν εις την υπό της αιχμαλώτιδός του +κατεχομένην καλύβην. </p> + +<p>Η κυρία Βέλδων ήτο μόνη. Ο εξάδελφος Βενέδικτος εξετέλει ένα των +επιστημονικών περιπάτων του. Ο μικρός Ζακ υπό την επιτήρησιν της δούλης +Χαλιμάς περιεφέρετο εις τον περίβολον του καταστήματος. </p> + +<p>Ο Νεγορός ώθησε την θύραν της καλύβης, και άνευ άλλου προοιμίου, </p> + +<p> — Κυρία Βέλδων, είπεν, ο Τωμ, και οι σύντροφοί του επωλήθησαν διά +τας αγοράς του Ουζιζί.<br /> + <br /> + — Ο Θεός να τους προστατεύση! είπεν η κυρία Βέλδων απομάσσουσα +δάκρυ. </p> + +<p> — Η Ναν απέθανε καθ' οδόν, ο Δικ Σανδ, θα απήλετο. </p> + +<p> — Η Ναν απέθανε! Και ο Δικ! . . . ανέκραξεν η κυρία Βέλδων. </p> + +<p> — Ναι δίκαιον ήτο ο δεκαπενταετής πλοίαρχος σας να πληρώση διά της +ζωής του τον φόνον του Χάρρη, επανέλαβεν ο Νεγορός. Είσθε μόνη εν Καζονδέ, +κυρία μόνη εις την εξουσίαν του αρχαίου μαγείρου του «Πίλγριμ»· εντελώς μόνη +ακούετε!</p> + +<p>Ό,τι έλεγεν ο Νεγορός ήτο αληθέστατον, ως και τα αφορώντα τον Τωμ και τους +συντρόφους του. Ο γέρων μαύρος, ο υιός του Βαρθολομαίος, ο Ακτέων και ο +Αυγουστίνος είχον αναχωρήσει κατά την προτεραίαν μετά της συνοδείας του +δουλεμπόρου του Ουζιζί, χωρίς να έχωσι την παρηγορίαν να επανίδωσι την κυρίαν +Βέλδων, χωρίς μάλιστα να ηξεύρωσιν ότι η εν τη δυστυχία σύντροφος αυτών +ευρίσκετο εις Καζονδέ, εν τω καταστήματι του Αλβέζ. Είχον απέλθει εις την χώραν +των λιμνών απέχουσαν εκατοντάδας μιλίων, εις ην ολίγοι οι φθάνοντες και εξ ης +ολίγιστοι οι επιστρέφοντες.<br /> + <br /> + — Λοιπόν, εψιθύρισεν η κυρία Βέλδων, παρατηρούσα τον Νεγορόν χωρίς να +απαντήση.<br /> + <br /> + — Κυρία Βέλδων, επανέλαβεν ο Πορτογάλλος μετά βραχείας φωνής, +ηδυνάμην να εκδικηθώ καθ' υμών, διά τον κακόν προς εμέ τρόπον σας εντός του +Πίλγριμ. Αλλ' ο θάνατος του Δικ Σανδ αρκεί εις την εκδίκησίν μου. Τώρα γίνομαι +πάλιν έμπορος, και ιδού ποία είναι τα σχέδιά μου περί ημών.<br /> + <br /> +Η κυρία Βέλδων, εξηκολούθει να τον παρατηρή χωρίς να προφέρη μήτε λέξιν.</p> + +<p> — Υμείς επανέλαβεν ο Πορτογάλος, το τέκνον σας και ο βλαξ εκείνος +κυνηγός των μυιών, έχετε εμπορικήν αξίαν, την οποίαν σκοπεύω να +χρησιμοποιήσω. Λοιπόν θα σας πωλήσω.<br /> + <br /> + — Αλλ' είμαι εκ φυλής ελευθέρας, απεκρίθη η κυρία Βέλδων μετά τόνου +φωνής σταθερού. </p> + +<p> — Είσθε αιχμάλωτος, εάν θέλω. </p> + +<p> — Και τις θα αγοράση λευκήν;</p> + +<p> — Άνθρωπος όστις θα πληρώση όσα τω ζητήσω. </p> + +<p>Η κυρία Βέλδων εταπείνωσεν επί τινας στιγμάς την κεφαλήν, καθότι εγίνωσκεν +ότι τα πάντα ήσαν δυνατά εν τη φρικώδει εκείνη χώρα.<br /> + <br /> + — Με ηκούσατε; επανέλαβεν ο Νεγορός. </p> + +<p> — Τις είναι ο άνθρωπος εις τον οποίον θέλετε να με πωλήσητε; +απεκρίθη η κυρία Βέλδων. </p> + +<p> — Να σας πωλήσω ή να σας μεταπωλήσω . . . Τουλάχιστον τούτο +υποθέτω, προσέθηκεν ο Πορτογάλος γελών μυκτηριστικώς.<br /> + <br /> + — Το όνομα αυτού του ανθρώπου; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. </p> + +<p> — Ο άνθρωπος ούτος είναι ο Ιάκωβος Βέλδων, ο σύζυγός σας.<br /> + <br /> + — Ο σύζυγός μου! ανέκραξεν η κυρία Βέλδων, μη δυναμένη να πιστεύση +ό,τι ήκουεν.<br /> + <br /> + — Αυτός ο ίδιος κυρία Βέλδων, ο σύζυγός σας, εις τον οποίον θέλω ουχί να +αποδώσω αλλά να εξαναγκάσω να πληρώση την γυναίκα του, το τέκνον του και τον +εξάδελφόν του εκ περισσού. </p> + +<p>Η κυρία Βέλδων εσκέφθη μη ο Νεγορός τη έστηνε παγίδα. Εν τούτοις εννόησεν +ότι ωμίλει σπουδαιότατα. Εις ένα άθλιον διά τον οποίον το αργύριον είναι το παν, +φαίνεται ότι δύναταί τις να εμπιστευθή όταν πρόκειται περί υποθέσεως. </p> + +<p> — Και πότε σκοπεύετε να ενεργήσετε την επιχείρησιν ταύτην; +επανέλαβεν η κυρία Βέλδων. </p> + +<p> — Όσω το δυνατόν ταχύτερον. </p> + +<p> — Πού;</p> + +<p> — Εδώ, εδώ. Ο Ιάκωβος Βέλδων βεβαίως δεν θα διστάση να έλθη μέχρι +του Καζονδέ να εύρη την γυναίκα του και τον υιόν του. </p> + +<p> — Όχι, δεν θα διστάση . . . Αλλά τις θα τον ειδοποιήση; </p> + +<p> — Εγώ, θα μεταβώ εις Άγιον Φραγκίσκον να εύρω τον Ιάκωβον Βέλδων. +Έχω χρήματα διά τον πλουν. </p> + +<p> — Τα χρήματα τα κλαπέντα εκ του «Πίλγριμ»,. </p> + +<p> — Ναι . . . αυτά . . . και άλλα προσέτι, απεκρίθη αναιδώς ο Νεγορός. Αλλ' +εάν θέλω να σας πωλήσω ταχέως, θέλω ωσαύτως να σας πωλήσω ακριβά. Φρονώ +ότι ο Ιάκωβος Βέλδων δεν θα λυπηθή εκατόν χιλιάδας δολλάρια. </p> + +<p> — Δεν θα τα λυπηθή, εάν δύναται να τα δώση, απεκρίθη ψυχρώς η +κυρία Βέλδων. Νομίζω όμως ότι ο σύζυγός μου εις τον οποίον θα ειπήτε βεβαίως +ότι κρατούμαι αιχμάλωτος εις Καζονδέ, εν τη κεντρική Αφρική . . </p> + +<p> — Ακριβώς!</p> + +<p> — Ο σύζυγός μου δεν θα σας πιστεύση άνευ αποδείξεων· και δεν θα +είναι τόσον ασύνετος, ώστε να έλθη εις Καζονδέ πιστεύων εις μόνους τους λόγους +σας. </p> + +<p> — Θα έλθη, επανέλαβεν ο Νεγορός, εάν τω φέρω επιστολήν +γεγραμμένην παρ' υμών, ήτις θα τω αναγγέλλη την κατάστασίν σας, ήτις θα με +παραστά ως πιστόν θεράποντά σας, διαφυγόντα τας χείρας των αγρίων εκείνων . . . +<br /> + <br /> + — Ουδέποτε η χειρ μου θα γράψη τοιαύτην επιστολήν, απεκρίθη +ψυχρότερον η κυρία Βέλδων. </p> + +<p> — Αρνείσθε; ανέκραξεν ο Νεγορός. </p> + +<p> — Αρνούμαι. </p> + +<p>Η σκέψις των κινδύνων ους θα διέτρεχεν ο σύζυγός της ερχόμενος εις Καζονδέ, +η ολίγη πίστις ην έπρεπε να δώσωσιν εις τας υποσχέσεις του Πορτογάλου, η +ευκολία την οποίαν θα είχεν ούτος να μην αφήση ελεύθερον τον Ιάκωβον Βέλδων, +αφού ελάμβανε τα συμπεφωνηθέντα λύτρα, πάντες ούτοι οι λόγοι συνετέλεσαν +ώστε ευθύς εξ αρχής η κυρία Βέλδων μη βλέπουσα ειμή εαυτήν, λησμονούσα και +το τέκνον της, απέκρουσε την πρότασιν του Νεγορού. </p> + +<p> — θα γράψετε αυτήν την επιστολήν, επανέλαβεν ούτος. </p> + +<p> — Όχι, απεκρίθη πάλιν η κυρία Βέλδων. </p> + +<p> — Α! προσέχετε! έκραξεν ο Νεγορός. Δεν είσθε μόνη εδώ. Το τέκνον +σας, ως υμείς είναι εις την εξουσίαν μου, και δύναμαι κάλλιστα . . . <br /> + <br /> +Η κυρία Βέλδων ήθελε να αποκριθή, ότι τούτο θα ήτο αδύνατον. Η καρδία της +έπαλλε μέχρι διαρρήξεως· η φωνή της εκόπη.<br /> + <br /> + — Κυρία Βέλδων, είπεν ο Νεγορός, θα σκεφθήτε περί της προτάσεώς μου. +Μετά οκτώ ημέρας ή θα μοι παραδώσετε επιστολήν προς τον Ιάκωβον Βέλδων ή θα +μετανοήσετε. </p> + +<p>Και ταύτα ειπών ο Πορτογάλος απήλθε χωρίς να εκδηλώση την οργήν του· αλλ' +ήτο εύκολον να ίδη τις ότι ουδέν θα τον ανεχαίτιζεν, όπως αναγκάση την κυρίαν +Βέλδων να υπακούση. </p> + + + +<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ’. </h3> + +<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΤΙΝΕΣ ΠΕΡΙ ΤΟΥ +ΛΙΒΙΓΓΣΤΩΝΟΣ</b></p> + +<p> +<br /> +Η κυρία Βέλδων, μείνασα μόνη, προσηλώθη κατ' αρχάς εις την σκέψιν ταύτην, ότι +θα παρήρχοντο οκτώ ημέραι πριν ή επανέλθη ο Νεγορός να τη ζητήση οριστικήν +απάντησιν. Ο χρόνος ούτος ήρκει να σκεφθή και να αποφασίση. Περί της +τιμιότητος του Πορτογάλου δεν ηδύνατο να γίνη λόγος, ειμή περί του συμφέροντος +αυτού. Η «εμπορική αξία» ην απέδιδεν εις την αιχμαλώτιδά του ηδύνατο +προδήλως να προφυλάξη αυτήν και να την απαλάξη, προσωρινώς τουλάχιστον, +από πάσης αποπείρας δυναμένης να περιαγάγη αυτήν εις κίνδυνον. </p> + +<p>Ίσως θα εύρισκε μέσον, τινά τρόπον όστις θα τη επέτρεπε να αποδοθή εις τον +σύζυγόν της, χωρίς ο Ιάκωβος Βέλδων να αναγκασθή να έλθη εις Καζονδέ. </p> + +<p>Εγίνωσκε κάλλιστα ότι άμα ελάμβανεν επιστολήν της γυναικός του, ο Ιάκωβος +Βέλδων ήθελεν αναχωρήσει, και ήθελεν αψηφήσει τους κινδύνους της μεταβάσεως +εις τας κινδυνωδεστέρας χώρας της Αφρικής. </p> + +<p>Αλλ' όταν ήρχετο εις Καζονδέ, όταν ο Νεγορός θα ελάμβανεν εις χείρας του τον +πλούτον εκείνον των εκατόν χιλιάδων δολαρίων, ποίαν εγγύησιν θα είχον ο +Ιάκωβος Βέλδων, η γυνή του, το τέκνον του, ο εξάδελφος Βενέδικτος, ότι θα τους +άφινον ελευθέρους να αναχωρήσωσιν;</p> + +<p>Ιδιοτροπία τις της βασιλίσσης Μοΐνας δεν ηδύνατο άρα γε να τους εμποδίση; Η +«παράδοσις» εκείνη της κυρίας Βέλδων και των μετ' αυτής δεν θα εγίνετο υπό +καλλιτέρας συνθήκας, εάν εγίνετο εις την παραλίαν εις μέρος τι ωρισμένον, οπότε +ο Ιάκωβος Βέλδων θα απέφευγε και τους κινδύνους της εις το εσωτερικόν +μεταβάσεως και την δυσχέρειαν, ίνα μη είπωμεν το αδύνατον της επανόδου;</p> + +<p>Ταύτα εσκέπτετο η κυρία Βέλδων. </p> + +<p>Τούτου ένεκα ηρνήθη ευθύς εξ αρχής να συγκατατεθή εις την πρότασιν του +Νεγορού και να τω δώση την επιστολήν προς τον σύζυγόν της. </p> + +<p>Εσκέφθη ωσαύτως ότι εάν ο Νεγορός ανέβαλε την δευτέραν επίσκεψιν μετά +οκτώ ημέρας, έπραξε τούτο βεβαίως διότι είχεν ανάγκην του χρονικού τούτου +διαστήματος όπως προετοιμάση τα της αναχωρήσεώς του, άλλως θα επανήρχετο +ταχύτερον όπως βιάση την χείρα της·</p> + +<p> — Μήπως θέλη αληθώς να με χωρίση από το τέκνον μου; εψιθύρισε. +</p> + +<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Ζακ εισήλθεν εις την καλύβην, και εκ κινήματος +ορμεμφύτου η μήτηρ του τον ήρπασεν, ως εάν ο Νεγορός ήτο εκεί έτοιμος να τον +αποσπάση. </p> + +<p> — Έχεις μεγάλην λύπην, μήτερ; ηρώτησε το μικρόν παιδίον . . . </p> + +<p> — Όχι Ζακ, απεκρίθη η κυρία Βέλδων. Εσκεπτόμην τον πατέρα σου. Θα +ευχαριστείσο εάν τον έβλεπες;</p> + +<p> — Ω, ναι, μήτερ. Μήπως θα έλθη;</p> + +<p> — Όχι . . . όχι. Δεν πρέπει να έλθη!</p> + +<p> — Λοιπόν, ημείς θα υπάγωμεν να τον επανεύρωμε; </p> + +<p> — Ναι, Ζακ. </p> + +<p> — Με τον φίλον μου Δικ . . . και τον Ηρακλέα και τον γέρο Τωμ;</p> + +<p> — Ναι, ναι, ναι απεκρίθη η κυρία Βέλδων ταπεινούσα την κεφαλήν όπως +κρύψη, τα δάκρυά της.<br /> + <br /> + — Μήπως σε έγραψεν ο πατήρ; ηρώτησεν ο μικρός Ζακ. </p> + +<p> — Όχι φίλτατέ μου. </p> + +<p> — Λοιπόν συ θα τω γράψης μήτερ.</p> + +<p> — Ναι, ναι, ίσως . . απεκρίθη η κυρία Βέλδων. </p> + +<p>Και χωρίς να το εννοήση ο μικρός Ζακ επενέβαινεν απ' ευθείας εις την σκέψιν +της μητρός του, ήτις ίνα μη αποκριθή άλλως, τον κατησπάσθη.<br /> + <br /> +Αρμόζει τώρα να είπωμεν ότι εις τα διάφορα αίτια, άτινα παρεκίνησαν την κυρίαν +Βέλδων να αντιστή εις τας παρακελεύσεις του Νεγορού, προσετίθετο και έτερον +αίτιον, όπερ δεν ήτο άνευ αξίας. Η κυρία Βέλδων είχεν ίσως απροσδόκητόν τινα +ελπίδα να απελευθερωθή άνευ της επεμβάσεως του συζύγου της και μάλιστα +εναντίον της θελήσεως του Νεγορού. Τούτο μεν ήτο παύσις ελπίδος αορίστου έτι, +αλλ' όπως δήποτε ήτο ελπίς. </p> + +<p>Τωόντι έκ τινων λέξεων ας ήκουσε προ πολλών ημερών, διείδε πιθανήν +βοήθειαν προσεχώς, βοήθειαν δυνάμεθα ειπείν της θείας προνοίας. </p> + +<p>Ο Αλβέζ και μιγάς τις του Ουζιζί συνδιαλέγοντο ολίγα βήματα μακράν της +καλύβης, ην κατείχεν η κυρία Βέλδων. Δεν πρέπει να εκπλαγώμεν ότι το +αντικείμενον της συνομιλίας των αξιοτίμων τούτων εμπόρων ήτο ακριβώς το +δουλεμπόριον των μαύρων. Οι δύο μεσίται της ανθρωπίνης σαρκός ωμίλουν περί +υποθέσεων. Συνεζήτουν περί του επιφυλασσομένου εις το εμπόριόν των μέλλοντος +και είχον πολλάς ανησυχίας διά τας προσπαθείας, τας οποίας κατέβαλλον οι Άγγλοι +όπως καταστρέψωσι αυτό, ου μόνον εις το εξωτερικόν διά των καταδρομικών +πλοίων αλλά και εις το εσωτερικόν της ηπείρου διά των ιεραποστόλων και των +περιηγητών. </p> + +<p>Ο Ιωσίας Αντώνιος Αλβέζ ενόμιζεν ότι αι ανιχνεύσεις των τολμηρών εκείνων +μαχητών δεν ηδύναντο ειμή να βλάψωσι την ελευθέραν εξάσκησιν των εμπορικών +επιχειρήσεων. Ο μετ' αυτού συνδιαλεγόμενος συνεμερίζετο καθ' ολοκληρίαν τας +γνώμας του και εσκέπτετο ότι όλοι εκείνοι περιηγηταί πολιτικοί ή εκκλησιαστικοί, +έπρεπε να τουφεκίζωνται.<br /> + <br /> +Τούτο συνέβαινεν ενίοτε· αλλά, προς μεγάλην δυσαρέσκειαν των εμπόρων, εάν +εφονεύοντό τινες των περιέργων εκείνων, διήρχοντο άλλοι οίτινες επιστρέφοντες +εις τας πατρίδας των διηγούντο, «μεγαλοποιούντες» ως έλεγεν ο Αλβέζ, τας +φρικαλεότητας της σωματεμπορίας, και τούτο έβλαπτε καιρίως το εμπόριον εκείνο, +όπερ πολύ εξηυτελίσθη ήδη.<br /> + <br /> +Ο μιγάς συνεφώνει και ελεεινολόγει τούτο, προ πάντων δε όσον αφορά τας αγοράς +του Νυαγγέ, του Ουζιζί, της Ζανζιβάρης και όλης της χώρας των μεγάλων λιμνών. +Εκεί είχον έλθει διαδοχικώς ο Σπέκε, ο Γραντ, ο Λίβιγγστων, ο Στάνλεϋ και άλλοι. +Ήτο επιδρομή. Μετ' ολίγον όλη η Αγγλία και όλη η Αμερική ήθελον καταλάβει την +χώραν.<br /> + <br /> +Ο Αλβέζ, παρεπονείτο ειλικρινώς εις τον συνάδελφόν του και ωμολόγει ότι αι +επαρχίαι της δυτικής Αφρικής μέχρι τότε είχον ολιγώτερον κακοποιηθή, ήτοι είχον +ολιγωτέρους περιηγητάς· αλλ' η επιδημία των περιηγητών τούτων ήρχιζε να +διαδίδεται. Εάν το Καζονδέ ήτο απηλλαγμένον, η Κασάγγα όμως και το Βιχέ, ένθα ο +Αλβέζ εκέκτητο πρακτορεία, υφίσταντο τας εφόδους αυτών. Ενθυμούμεθα μάλιστα +ότι ο Χάρρης ωμίλησεν εις τον Νεγορόν περί τινος υποπλοιάρχου Καμερών, όστις +είχε την αξίωσιν να διέλθη την Αφρικήν απ' άκρου εις άκρον εισερχόμενος διά της +Ζανζιβάρης και εξερχόμενος διά της Αγγόλας. </p> + +<p>Τωόντι ο σωματέμπορος είχε δίκαιον να φοβήται, και γνωρίζομεν ότι μετά τινα +έτη ο Καμερών προς νότον και ο Στάνλεϋ προς βορράν έμελλον να εξερευνήσωσι +τας αγνώστους εκείνας δυτικάς επαρχίας, να περιγράψωσι τας διαρκείς τερατωδίας +της σωματεμπορίας, να αποκαλύψωσι την κακούργον συμμετοχήν των ξένων +πρακτόρων και να επιρρίψωσι την ευθύνην όπου έδει. </p> + +<p>Την εξερεύνησιν ταύτην του Καμερών και του Στάνλεϋ, μήτε ο Αλβέζ μήτε ο +μιγάς ηδύναντο έτι να γνωρίζωσιν, αλλ' ό,τι εγίνωσκον, ότι είπον, ό,τι ήκουσεν η +κυρία Βέλδων, ότι μεγάλως την ενδιέφερεν, εν ενί λόγω ότι υπεστήριξεν αυτήν εις +την άρνησίν της να ενδώση εις τας απαιτήσεις του Νεγορού ήτο το εξής. </p> + +<p>Πιθανόν εντός ολίγου ο δόκτωρ Δαβίδ Λίβιγγστων θα έφθανεν εις Καζονδέ. +</p> + +<p>Άρα η άφιξις του Λιβιγγστώνος μετά της συνοδείας του, η μεγάλη επιρροή ην +έχαιρεν εν Αφρική ο μέγας περιηγητής, η συνδρομή των πορτογαλικών αρχών της +Αγγόλας, ήτις δεν θα τη έλειπε, ταύτα πάντα ηδύναντο να απελευθερώσωσι την +κυρίαν Βέλδων και τους μετ' αυτής, παρά την θέλησιν του Νεγορού και του Αλβέζ. +Θα επανήρχοντο ίσως λίαν προσεχώς εις την πατρίδα των, χωρίς ο Ιάκωβος Βέλδων +να ριψοκινδυνεύση την ζωήν του επιχειρών ταξείδιον, του οποίου η έκβασις +ηδύνατο να αποβή απαισία. </p> + +<p>Αλλ' υπήρχεν άραγε πιθανότης τις ότι ο δόκτωρ Λίβιγγστων έμελλε προσεχώς +να επισκεφθή το μέρος εκείνο της ηπείρου; Ναι, καθότι ακολουθών το +δρομολόγιον τούτο, έμελλε να συμπληρώση την εξερεύνησιν της κεντρώας +Αφρικής. </p> + +<p>Γνωστός είναι ο ηρωικός βίος του υιού του μικρού τεϊοπώλου του Βλαντύρ, +χωρίου της κομητείας του Λανάρκ· γεννηθείς την 13 Μαρτίου 1813 ο Δαβίδ +Λίβιγγστων, το δευτερότοκον των έξ τέκνων, συμπληρώσας τας θεολογικάς και +ιατρικάς σπουδάς του, μετά την δοκιμασίαν αυτού εν τη ιεραποστολική εταιρεία +του Λονδίνου, απεβιβάσθη εις το Ακρωτήριον, κατά το 1840, σκοπόν έχων να +συναντήση τον ιεραπόστολον Μοφφάτ εν τη μεσημβρινή Αφρική. </p> + +<p>Από του Ακρωτηρίου, ο μέλλων κεριηγητής μετέβη εις την χώραν των +Βεχουάνων, ην εξερεύνησε κατά πρώτον, επανήλθεν εις Κουρούμαν, ενυμφεύθη +την θυγατέρα του Μοφφάτ, την ηρωικήν σύντροφον, ήτις έμελλε να γίνη αξία +αυτού, και κατά το 1843 ίδρυσεν ιεραποστολήν εν τη κοιλάδι της Μαβότσας. </p> + +<p>Μετά τέσσαρα έτη τον ευρίσκομεν εγκατεστημένον εν Κολοβέγγη διακόσια +είκοσι πέντε μίλια προς βορράν των Κουρούμαν, εις την χώραν των Βαχουάνων. +</p> + +<p>Δύο έτη μετέπειτα, το 1849, ο Λίβιγγστων εγκατέλιπε την Κολοβέγγην μετά της +γυναικός του, των τριών τέκνων του, και δύο φίλων, των κ. κ. Όσβελ και Μούρραιυ. +Τη 1 Αυγούστου του αυτού έτους ανακάλυψε την λίμνην Νγάμην και επανέκαμψεν +εις Κολοβέγγην, κατερχόμενος την διεύθυνσιν του Ζούγα. </p> + +<p>Κατά την πορείαν ταύτην ο Λίβιγγστων, κωλυόμενος υπό της κακοβουλίας των +ιθαγενών, δεν ηδυνήθη να υπερβή την Νγάμην. </p> + +<p>Δευτέρα απόπειρα δεν υπήρξεν ευτυχεστέρα. Η τρίτη έμελλε να επιτύχη. +Επαναλαβών τότε την προς βορράν πορείαν μετά της οικογενείας του και του κ. +Όσβελ, μετά φρικώδη δεινοπαθήματα, έλειψιν τροφίμων, έλλειψιν ύδατος, άτινα +ολίγον έλλειψε να θανατώσωσι τα τέκνα του, αφού ώδευσε κατά μήκος του Χοβέ, +παραποτάμου του Ζαμβέση, έφθασεν εις την χώραν των Μακαλόλων. Ο αρχηγός +αυτών Σεβιτουανέ τον συνήντησεν εις Λινυαντί. Κατά τα τέλη του Ιουνίου 1851 +ανεκαλύφθη ο Ζαμβέσης, και ο δόκτωρ επανήλθεν εις το Ακρωτήριον, όπως +αποστείλη την οικογένειαν αυτού εις την Αγγλίαν. </p> + +<p>Ο ακαταδάμαστος Λίβιγγστων ήθελε να μείνη μόνος και να ριψοκινδυνεύση +μόνος την ζωήν του εις την τολμηράν περιοδείαν, την οποίαν έμελλε να επιχειρήση. +</p> + +<p>Την φοράν ταύτην προέκειτο, αναχωρών εκ του Ακρωτηρίου, να διέλθη +πλαγίως την Αφρικήν από νότου προς δυσμάς, ούτως ώστε να φθάση εις τον Άγιον +Παύλον της Λοάνδας. </p> + +<p>Ο δόκτωρ ανεχώρησε μετά τινων ιθαγενών τη 3 Ιουνίου 1852. Έφθασεν εις +Κουρούμαν και παρεπορεύθη την έρημον του Καλαχαρή. Τη 31 Δεκεμβρίου +εισήλθεν εις Λιτουβαρούβαν και επανεύρε την χώραν των Βεχουάνων, +λεηλατηθείσαν υπό των Βοέων, αρχαίων ολλανδών αποίκων οίτινες ήσαν κύριοι +του Ακρωτηρίου προ της καταλήψεως αυτού υπό των Άγγλων. </p> + +<p>Ο Λίβιγγστων εγκατέλιπε την Λιτουβαρούβαν τη 15 Ιανουαρίου 1853, +εισέδυσεν εις το κέντρον της χώρας των Βαμαγγουάτων, και τη 23 Μαΐου έφθασεν +εις Λινυαντί, ένθα ο νεαρός ηγεμών των Μακαλόλων Σεκελετού τον υπεδέξατο +μετά μεγάλης τιμής. </p> + +<p>Εκεί ο δόκτωρ, κωλυόμενος υπό σφοδρού πυρετού, κατέγινε να σπουδάση τα +ήθη της χώρας, και τότε κατά πρώτον ηδυνήθη να παρατηρήση τας καταστροφάς +τας γινομένας διά σωματεμπορίου εν Αφρική. </p> + +<p>Μετά ένα μήνα, κατήλθε το ρεύμα του Χοβέ, έφθασεν εις τον Ζαμβέσην +εισήλθεν εις Νανιελέ, επεσκέφθη την Κατόγγαν και την Λιβόνταν, έφθασεν εις τον +ομόρρουν του Ζαμβέση και εκ του Λεέβα εσχημάτησε το σχέδιον να ανέλθη διά του +ποταμίου τούτου μέχρι των δυτικών πορτογαλικών κτήσεων, και μετά ενέα μηνών +απουσίαν επανήλθεν εις Λινυαντί, όπως προετοιμασθή.<br /> + <br /> +Τη 11 Νοέμβριου 1853 ο δόκτωρ, συνοδευόμενος υπό είκοσι επτά Μακαλόλων, +εγκατέλιπε το Λινυαντί, και τη 27 Δεκεμβρίου έφθασεν εις το στόμιον του Λεέβα, +του οποίου ανήλθεν το ρεύμα μέχρι της γης των Βαλόνδων, εκεί ένθα δέχεται τον +Μακόνδον ερχόμενον εξ ανατολών. Τότε κατά πρώτον λευκός εισέδυεν εις την +χώραν εκείνην. </p> + +<p>Τη 14 Ιανουαρίου, ο Λίβιγγστων έφθασεν εις την πρωτεύουσαν του Σιντέ, του +ισχυροτέρου ηγεμόνος των Βαλόνδων, όστις τον υπεδέχη καλώς, και τη 26 του +αυτού μηνός, αφού διέβη τον Λεέβαν, έφθασε προς τον βασιλέα Κατεμά. Εκεί τω +εγένετο πάλιν καλή υποδεξίωσις. Αναχωρήσας δε μετά της μικράς συνοδείας του, +εστρατοπέδευσε τη 20 Φεβρουαρίου εις τας όχθας της λίμνης Διλολό.<br /> + <br /> +Από του μέρους εκείνου, χώρα δύσβατος, απαιτήσεις των ιθαγενών, επιθέσεις των +φυλών, επαναστάσεις των εταίρων του, απειλαί θανάτου, τα πάντα συνώμοσαν +εναντίον του Λιβιγγστώνος, και αν ήτο άλλος τις ολιγώτερον ενεργητικός θα +παρητείτο της επιχειρήσεως. Ο δόκτωρ αντέσχε, και τη 4 Απριλίου έφθασεν εις τας +όχθας του Κουάγγου, ευρέος ρεύματος όπερ σχηματίζει τα ανατολικά όρια των +πορτογαλικών κτήσεων και εκβάλλει προς άρσιν εν τω Ζαΐρω.<br /> + <br /> +Μετά έξ ημέρας, ο Λίβιγγστων εισήλθεν εις Κασάγγην, ένθα ο σωματέμπορος Αλβέζ +τον είδε κατά την διάβασίν του, και τη 31 Μαΐου έφθασεν εις Άγιον Παύλον της +Λοάνδας. Τότε κατά πρώτον και μετά δύο ετών περιοδείαν η Αφρική εξηρευνήθη +λοξοειδώς από μεσημβρίας προς δυσμάς. </p> + +<p>Τη 24 Σεπτεμβρίου του αυτού έτους ο Δαβίδ Λίβιγγστων εγκατέλιπε την +Λοάνδαν. Παρεπορεύθη την δεξιάν όχθην του Κοάνζα εκείνου του τοσούτον +απαισίου εις τον Δικ Σανδ και τους μετ' αυτού, έφθασεν εις τον ομόρρουν του +Λομβέ, συναντήσας πολλάς συνοδείας δούλων, διήλθε πάλιν διά της Κασάγγας, +ανεχώρησε τη 30 Φεβρουαρίου, διέπλευσε τον Κουάγγον και έφθασεν εις την +Καβάβαν του Ζαμβέση. Τη 8 Ιουνίου επανεύρε την λίμνην Διλολό, επανείδε την +Σχιντέ, κατήλθε τον Ζαμβέση και εισήλθεν εις Λινυαντί την οποίαν εγκατέλιπε τη 30 +Νοεμβρίου 1855. </p> + +<p>Το δεύτερον τούτο μέρος της περιοδείας, όπερ έμελλε να επαναφέρη τον +δόκτορα προς την ανατολικήν ακτήν, επεραίου εντελώς την διέλευσιν εκείνην της +Αφρικής από δυσμών προς ανατολάς. </p> + +<p>Αφού επεσκέφθη τους περιφήμους καταρράκτας της Βικτωρίας, «τον βροτώδη +καπνόν», ο Δαβίδ Λίβιγγστων εγκατέλιπε τον Ζαμβέσην και κατευθύνθη προς το +βορειανατολικόν μέρος. Διήλθε διά της χώρας των Βατοκά, ιθαγενών +απεκτηνομένων εκ της εισπνεύσεως του καννάβεως, επεσκέφθη τον Σεμαλεμπουέ, +ισχυρόν αρχηγόν της χώρας, διέπλευσε τον Καφουέ, επανήλθεν εις τον Ζαμβέσην, +επεσκέφθη τον Βασιλέα Μπουρούμαν, εθεώρησε τα ερείπια του Ζούμβου, αρχαίας +πορτογαλικής πόλεως, συνήντησε τον αρχηγόν Μπενδέ τη 17 Ιανουαρίου 1856, +πολεμούντα τότε κατά των Πορτογάλων και τέλος έφθασεν εις Τετέ, επί των οχθών +του Ζαμβέση τη 2 Μαρτίου. Ούτοι ήσαν οι κύριοι σταθμοί του δρομολογίου +εκείνου. Τη 22 Απριλίου ο Λίβιγγστων εγκατέλιπε τον σταθμόν τούτον, πλούσιον +άλλοτε, κατήλθε μέχρι του δέλτα του ποταμού, και έφθασεν εις Κουιλιμανέ τη 20 +Μαΐου, τέσσαρα έτη μετά την εκ του Ακρωτηρίου ανεχώρησιν. Τη 12 Ιουλίου +επεβιβάσθη κατευθυνόμενος εις Μαυρίκιον, και τη 22 Δεκεμβρίου επέστρεψεν εις +Αγγλίαν μετά δεκαεξαετή απουσίαν . . . </p> + +<p>Βραβείον της Γεωγραφικής εταιρείας των Παρισίων, μέγα μετάλλιον της +Γεωγραφικής εταιρείας του Λονδίνου, υποδοχαί λαμπραί, ουδέν έλλειψεν εις τον +διάσημον περιηγητήν. Έτερος εις την θέσιν του ήθελεν νομίσει ότι έπρεπε να +αναπαυθή. Αλλ' ο δόκτωρ δεν εσκέφθη τοιούτο τι, και αναχωρήσας τη 1 Μαρτίου +1858 μετά του αδελφού του Καρόλου, του πλοιάρχου Βαδενφιέλδ, των ιατρών Κιρκ +και Μέλλερ, και των κ. κ. Θόρντων και Βαΐνες, έφθασε κατά Μάιον εις τα παράλια +της Μοζαμβίκης, σκοπόν έχων να εξετάση το λεκανοπέδιον του Ζαμβέση. </p> + +<p>Δεν έμελλον να επανέλθωσι πάντες εκ της εκστρατείας ταύτης. </p> + +<p>Μικρόν ατμόπλοιον, το «Μα-Ρόβερ», επέστρεψεν εις τους εξερευνητάς να +αναπλεύσωσι τον μέγαν ποταμόν διά του στομίου του Κογγονέ. Έφθασαν εις Τετέ +τη 8 Σεπτεμβρίου. Εξέτασις του κάτω ρεύματος του Ζαμβέση και του Χιρέ, του +αριστερού ομόρρου του κατ' Ιανουάριον του 1859, επίσκεψις της λίμνης Χιρούας +κατ' Απρίλιον, εξερεύνησις της γης των Μαγγάνγια, ανακάλυψις της λίμνης Νυάσας +τη 10 Σεπτεμβρίου, επιστροφή εις τους καταρράκτας Βικτωρίας τη 9 Αυγούστου +1860, άφιξις του επισκόπου Μάκενση και των ιεραποστόλων του εις το στόμιον του +Ζαμβέση τη 31 Ιανουαρίου 1861, εξερεύνησις του Ροβούμα κατά Μάρτιον, +επάνοδος εις την λίμνην Νυάσαν κατά Σεπτέμβριον 1861 και διαμονή μέχρι τέλους +του Οκτωβρίου· τη 30 Ιανουαρίου 1862 άφιξις της κυρίας Λιβιγγστώνος και +δευτέρου ατμοπλοίου, της «λαίδης Νυάσας», τοιαύτα υπήρξαν τα αξιοσημείωτα +γεγονότα των πρώτων ετών της νέας ταύτης εκστρατείας. </p> + +<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν ο επίσκοπος Μάκενση και είς των ιεραποστόλων είχον +ήδη υποκύψει εις τον νοσηρόν του κλίματος, και τη 27 Απριλίου η κυρία +Λιβιγγστώνος απεβίωσεν εις τας αγκάλας του συζύγου της. </p> + +<p>Κατά Μάιον ο Λίβιγγστων επεχείρησε δευτέραν κατόπτευσιν του Ροβούμα, είτα +δε, κατά τα τέλη Νοεμβρίου εισήλθεν εις τον Ζαμβέσην, ανέπλευσε τον Χιρέ, +απώλεσε τον εταίρον του Θόρντων, απέστειλεν οπίσω εις την Ευρώπην τον +αδελφόν του Κάρολον και τον ιατρόν Κιρκ, εξηντλημένος εκ των νόσων και τη 10 +Νοεμβρίου διά τρίτην φοράν επανήλθεν εις Νυάσαν, της οποίας συνεπλήρωσε την +υδρογραφίαν.<br /> + <br /> +Μετά τρεις μήνας μετέβη πάλιν εις το στόμιον του Ζανζιβάρη και τη 20 Ιουλίου +1864 μετά πενταετή απουσίαν έφθασεν εις Λονδίνον, όπου εδημοσίευσεν το +σύγγραμά του επιγραφόμενον: «Εξερεύνησις του Ζαμβέση και των παραποτάμων +αυτού». </p> + +<p>Τη 2 Ιανουαρίου 1866 ο Λίβιγγστων απεβιβάσθη εκ νέου εις Ζανζιβάρην. Τότε +ήρχιζε την τετάρτην περιοδείαν του.</p> + +<p>Τη 8 Αυγούστου, αφού παρευρέθη εις τας φρικώδεις σκηνάς, ας προεκάλει η +δουλεμπορεία εις εκείνας τας χώρας, ο δόκτωρ μη έχων μεθ' εαυτού την φοράν +ταύτην ειμή ολίγους σιπάγιους και ολίγους μαύρους, μετέβη εις Μοκαλαοζέ, επί +των οχθών της Νυάσας. Μετά έξ εβδομάδας, οι πλείστοι των ανδρών της συνοδείας +του έφευγον, επέστρεφον εις Ζανζιβάρην και διέδιδον ψευδώς την είδησιν του +θανάτου του Λιβιγγστώνος. </p> + +<p>Εκείνος όμως δεν ωπισθοχώρει. Ήθελε να επισκεφθή την περιλαμβανομένην +μεταξύ της Νυάσας και της λίμνης Ταγγανίκας. Τη 10 Δεκεμβρίου οδηγούμενος +παρά τινων ιθαγενών, διέπλευσε το ποτάμιον Λοαγγουά και τη 2 Απριλίου 1807 +ανεκάλυψε την λίμνην Λιέμβαν. Εκεί έμειναν ένα μήνα μεταξύ ζωής και θανάτου. +Τη 30 Αυγούστου, μόλις αναρρώσας, έφθασεν εις την λίμνην Μοέρο, ης επεσκέφθη +την βόρειον όχθην, και τη 21 Νοεμβρίου εισήλθεν εις την πόλιν Καζονβέ, ένθα +διέμεινε τεσσαράκοντα ημέρας, κατά τας οποίας ανενέωσε δις την εξερεύνησιν της +λίμνης Μοέρο. </p> + +<p>Από Καζονβέ ο Λίβιγγστων διηυθύνθη προς βορράν, σκοπόν έχων να φθάση εις +την σπουδαίαν πόλιν Ουζιζί επί της Ταγγανίκας. Καταληφθείς υπό των πλημμυρών, +εγκαταλειφθείς υπό των οδηγών του, ηναγκάσθη να επανέλθη εις Καζονβέ, +κατήλθε πάλιν προς νότον τη 6 Ιουνίου, και μετά έξ εβδομάδας έφθασεν εις την +μεγάλην λίμνην Βαγγουέολο. Εκεί διέμεινε μέχρι της 9 Αυγούστου και εζήτησε τότε +να ανέλθη προς την Ταγγανίκαν. </p> + +<p>Οποίον ταξείδιον! Από της 7 Ιανουαρίου 1869 η αδυναμία του ηρωικού +δόκτορος ήτο τοιαύτη, ώστε έπρεπε να τον βαστάζωσι. Κατά Φεβρουάριον, έφθασε +τέλος εις την λίμνην και μετά ταύτα εις Ουζιζί, ένθα εύρεν αντικείμενά τινα +σταλέντα αυτώ υπό της ανατολικής εταιρείας της Καλκούτης. </p> + +<p>Ο Λίβιγγστων μίαν μόνην ιδέαν είχε τότε, να φθάση εις τας πηγάς ή την κοιλάδα +του Νείλου αναπλέων την Ταγγανίκαν. Τη 21 Σεπτεμβρίου ήτο εις Βαμβαρέ της +Μανιουέμας, χώρος των ανθρωποφάγων, και έφθασεν εις τον Λοουλάβαν — τον +Λαουλάβαν εκείνον τον οποίον ο μεν Καμερών υπώπτευσεν, ο δε Στάνλεϋ +ανεκάλυψεν ότι δεν ήτο ειμή ο άνω Ζαΐρος ή Κόγγος. Εν Μαμοχέλα ο δόκτωρ +έμεινεν ογδοήκοντα ημέρας ασθενής, έχων τρεις μόνον υπηρέτας. Τη 21 Ιουλίου +1871 ανεχώρησε πάλιν διά την Ταγγανίκαν και τη 23 Οκτωβρίου μόλις επέστρεψεν +εις Ουζιζί. Ήτο σκελετός. </p> + +<p>Εν τούτοις, προ της εποχής ταύτης επί πολύ, ουδεμίαν είχον είδησιν περί του +περιηγητού. Εν Ευρώπη ηδύνατο να τον νομίζωσιν αποθανόντα. Αυτός ο ίδιος +σχεδόν είχεν απολέσει την ελπίδα ότι ήθελόν ποτε τον βοηθήσει. </p> + +<p>Ένδεκα ημέρας μετά την εις Ουζιζί επιστροφήν του τη 3 Νοεμβρίου, +πυροβολισμοί ηκούσθησαν εις απόστασιν ενός τετάρτου μιλίου από της λίμνης. Ο +δόκτωρ έδραμεν εκεί. Λευκός τις ήτο ενώπιόν του. </p> + +<p> — Είσθε ο δόκτωρ Λίβιγγστων, ως υποθέτω. </p> + +<p> — Μάλιστα, απεκρίθη ούτος, εγείρων το σκιάδιόν του και μετ' ευμενούς +μειδιάματος. </p> + +<p>Και συνέσφιγξαν αλλήλων τας χείρας. Ευχαριστώ τον Θεόν, επανέλαβεν ο +λευκός, ότι μοι επέτρεψε να σας συναντήσω. </p> + +<p> — Είμαι ευτυχής, είπεν ο Λίβιγγστων διότι ευρέθην εδώ, όπως σας +υποδεχθώ. </p> + +<p>Ο λευκός ήτο ο Αμερικανός Στάνλεϋ, πευθήν του «Κήρυκος της Νέας Υόρκης» +τον οποίον ο κ. Βενέτ, διευθυντής της εφημερίδος, είχεν αποστείλει προς +αναζήτησιν του Δαβίδ Λιβιγγστώνος. </p> + +<p>Κατά μήνα Οκτώβριον του 1870, ο Αμερικανός εκείνος, χωρίς να διστάση, χωρίς +να είπη τι, αλλ' απλώς ως ήρως, επεβιβάσθη εις Βομβάην διά την Ζανζιβάρην, και +ακολουθήσας περίπου το δρομολόγιον του Σπέκε και του Βούρτων, μετά πολλάς +κακουχίας και αφού πολλάκις η ζωή του ηπειλήθη, έφθασεν εις Ουζιζί. </p> + +<p>Οι δύο περιηγηταί, γενόμενοι φίλοι εξέδραμον τότε προς βορράν της +Ταγγανίκας. Επεβιβάσθησαν εις πλοίον, επροχώρησαν μέχρι του ακρωτηρίου +Μεγάλα και μετά λεπτομερή εξερεύνησιν εσχημάτισαν την ιδέαν ότι η μεγάλη +λίμνη ελάμβανε τα ύδατα αυτής έκ τινος ομόρρου του Λαουλάβα. Τούτο και ο +Καμερών και αυτός ο Στάνλεϋ ηθέλησε να παραδεχθώσιν απολύτως μετά τινα έτη. +Τη 12 Δεκεμβρίου ο Λίβιγγστων και ο φίλος του επέστρεψαν εις Ουζιζί.<br /> + <br /> +Ο Στάνλεϋ ητοιμάσθη να απέλθη. Τη 27 Δεκεμβρίου μετά οκταήμερον πλουν, ο +δόκτωρ και αυτός έφθασεν εις Ουρίμβαν, είτα δε, τη 23 Φεβρουαρίου, εισήλθον +εις Κουϊχάραν.<br /> + <br /> +Η 12 Μαρτίου ήτο ημέρα αποχαιρετισμού.<br /> + <br /> + — Εξετελέσατε, είπεν ο δόκτωρ εις τον φίλον του, ό,τι ολίγιστοι θα +έπραττον, και πολύ καλλίτερον μεγάλων τινών περιηγητών. Σας ευγνωμονώ διά +τούτο. Ο Θεός να σας οδηγή, φίλε μου, και να σας ευλογή. </p> + +<p> — Είθε, είπεν ο Στάνλεϋ λαμβάνων την χείρα του Λιβιγγστώνος, είθε να +επανέλθητε σώος και υγιής μεταξύ ημών, φίλτατε δόκτωρ. </p> + +<p> — Ο Στάνλεϋ απεσπάσθη βιαίως εκ της περιπτύξεως εκείνης και +επέστρεψε το πρόσωπον ίνα μη φανώσι τα δάκρυά του. </p> + +<p> — Χαίρε, δόκτωρ, αγαπητέ μου φίλε, είπε μετά φωνής πεπιγμένης. </p> + +<p> — Χαίρε απεκρίθη ασθενώς ο Λίβιγγστων. </p> + +<p>Ο Στάνλεϋ ανεχώρησε, και τη 12 Ιουλίου 1872 απέβη εις Μασσαλίαν. </p> + +<p>Ο Λίβιγγστων έμελλε να επαναλάβη τας εξερευνήσεις του. Τη 25 Αυγούστου, +αφού διέμεινε πέντε μήνας εν Κουιχάρα συνοδευόμενος υπό των μαύρων +υπηρετών του — Σουζή Χούμα και Αμοδά, υπό δύο άλλων υπηρετών του Ιακώβου +Βαινβράιτ και πεντήκοντα έξ ανδρών αποσταλέντων υπό του Στάνλεϋ διευθύνθη +προς νότον της Ταγγανίκας. </p> + +<p>Μετά ένα μήνα η συνοδεία έφθασεν εις Μούραν εν μέσω καταιγίδων +προκληθεισών υπό μεγίστης ξηρασίας. Είτα επήλθον βροχαί, η έχθρα των +ιθαγενών, η απώλεια των φορτηγών ζώων πιπτόντων υπό τα νύγματα του τσετσέ. +Τη 27 Απριλίου αφού περίστρεψε προς ανατολάς την λίμνην Βαγγουέολο, +κατηυθύνθη προς το χωρίον Τσιτάμβο. </p> + +<p>Ιδού το μέρος ένθα σωματέμποροί τινες είχον εγκαταλίπει τον Λιβιγγστώνα. +Ιδού τι έμαθον παρ' αυτών ο Αλβέζ και ο συνέταιρός του του Ουζιζί. Είχον πάντα τα +διδόμενα να πιστεύωσιν ότι ο δόκτωρ αφού εξερευνήση τα νότια της λίμνης, θα +ερριψοκινδύνευε διά μέσου της Λοάνδας και θα ήρχετο να ζητήση προς δυσμάς +χώρας αγνώστους. Να ανέλθη προς την Αγγόλαν, να επισκεφθή τας χώρας ας +ελυμαίνετο η σωματεμπορία και να προχωρήση μέχρι του Καζονδέ· το δρομολόγιον +ήτο αυτόδηλον, και υπήρχε πάσα πιθανότης ότι θα ηκολούθει αυτό ο Λίβιγγστων. +</p> + +<p>Επί της προσεχούς λοιπόν αφίξεως του μεγάλου περιηγητού ηδύνατο να +βασίζεται η κυρία Βέλδων, αφού κατά τας αρχάς του Ιουνίου υπελογίζετο ότι +έπρεπε να είχε φθάσει προ δύο μηνών προς νότον της λίμνης Βαγγουέολο. </p> + +<p>Αλλά την 13 Ιουνίου, παραμονήν της ημέρας καθ' ήν ο Νεγορός έμελλε να +επανέλθη όπως ζητήση παρά της κυρίας Βέλδων την επιστολήν, ήτις θα παρέδιδεν +εις χείρας του τας εκατόν χιλιάδες δολλάρια, θλιβερά είδησις διεδόθη διά την +οποίαν εχάρησαν ο Αλβέζ και οι σωματέμποροι.<br /> + <br /> +Τη 1 Μαΐου 1873, όρθρου βαθέος, ο δόκτωρ Δαβίδ Λίβιγγστων απέθανε. </p> + +<p>Και τωόντι, τη 29 Απριλίου, η μικρά συνοδεία έφθασεν εις το χωρίον Τσιτάμβο, +προς νότον της λίμνης. Ο δόκτωρ εκομίζετο επί φορείου. Την νύκτα της 30, υπό το +κράτος υπερβολικής οδύνης, επρόφερε το παράπονον τούτο μόλις ακουσθέν: «Ω, +φιλτάτη, φιλτάτη!» και εβυθίσθη πάλιν εις νάρκωσιν. </p> + +<p>Μετά μίαν ώραν, εκάλεσε τον υπηρέτην του Σουζή, εζήτησεν ιατρικά τινα, είτα +εψιθύρισε μετά φωνής ασθενούς:</p> + +<p> — Έχει καλώς. Τώρα δύνασθε να απέλθετε. </p> + +<p>Περί την τετάρτην ώραν της πρωίας ο Σουζής και πέντε άνδρες της συνοδείας +του εισήλθον εις την καλύβην του δόκτορος. </p> + +<p>Ο Δαβίδ Λίβιγγστων, γονυπετής πλησίον της κλίνης, την κεφαλήν έχων +εστηριγμένην επί των χειρών, εφαίνετο ωσεί προσευχόμενος. </p> + +<p>Ο Σουζής έθεσεν ηρέμα τον δάκτυλον επί της σαρκός, ήτο ψυχρά. Ο Δαβίδ +Λίβιγγστων δεν υπήρχε πλέον. </p> + +<p>Μετά εννέα μήνας το σώμα του μετακομισθέν υπό των πιστών υπηρετών του +διά μόχθων ανηκούστων, έφθασεν εις Ζανζιβάρην, και τη 12 Απριλίου 1874 ετάφη +εις την μονήν της Ουεστμίνστερ, εν τω μέσω των μεγάλων εκείνων ανδρών, ους η +Αγγλία τιμά όσον και τους βασιλείς αυτής. </p> + + + +<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ'. </h3> + +<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΠΟΥ ΔΥΝΑΤΑΙ ΝΑ ΟΔΗΓΗΣΗ +ΜΑΝΤΙΚΟΡΟΣ</b></p> + +<p> +<br /> +Εις ποίαν σανίδα σωτηρίας δεν προσκολλάται ο δυστυχής; Ποίαν ακτίνα ελπίδος, +όσον και αν είναι αόριστος, δεν ζητούσιν να ίδωσιν οι οφθαλμοί του +καταδίκου;</p> + +<p>Το αυτό συνέβη εις την κυρίαν Βέλδων, και εύκολον είναι να εννοήσωμεν τι θα +ησθάνθη, όταν έμαθεν εξ αυτού του στόματος του Αλβέζ ότι ο δόκτωρ Λίβιγγστων +απεβίωσεν έν τινι μικρώ χωρίω της Βαγγουέολο. </p> + +<p>Τη εφάνη ότι ήτο μάλλον ή άλλοτε μεμονωμένη, ότι το είδος τι δεσμού, όστις +την συνέδεε μετά του περιηγητού και δι' αυτού μετά του πεπολιτισμένου κόσμου, +εθραύσθη.<br /> + <br /> +Η σανίς της σωτηρίας έφευγεν υπό την χείρα αυτής, η ακτίς της ελπίδος εσβέννυτο +προ των ομμάτων αυτής. </p> + +<p>Ο Τωμ και οι σύντροφοί του είχον εγκαταλίπει τον Καζονδέ διευθυνόμενοι προς +την χώραν των λιμνών. </p> + +<p>Περί του Ηρακλέους ουδεμία υπήρχεν είδησις.<br /> + <br /> +Η κυρία Βέλδων δεν ηδύνατο βεβαίως να βασισθή επί ουδενός . . . . </p> + +<p>Ήτο ετοίμη λοιπόν να παραδεχθή την πρότασιν του Νεγορού, προσπαθούσα να +συζητήση αυτήν και να εξασφαλίση το τελικόν αποτέλεσμα. </p> + +<p>Τη 14 Ιουνίου, ημέρας ορισθείσης υπ' αυτού, ο Νεγορός ενεφανίσθη εις την +καλύβην της κυρίας Βέλδων. </p> + +<p>Ο Πορτογάλος υπήρξεν ως πάντοτε εντελώς πρακτικός. Ουδεμία ενδοτικότητα +είχε να δείξη ως προς την σπουδαιότητα των λύτρων, τα οποία η αιχμάλωτος ούτε +καν συνεζήτησεν. Αλλά και η κυρία Βέλδων εφάνη πρακτικωτάτη ειπούσα +αυτώ:</p> + +<p> — Εάν θέλετε να ενεργήσετε εμπορικήν υπόθεσιν, μη καθιστάτε αυτήν +αδύνατον, δι' όρων απαραδέκτων. Η ανταλλαγή της ελευθερίας ημών διά της +ποσότητος ην απαιτείτε δύναται να επιτευχθή, χωρίς ο σύζυγός μου να έλθη εις +χώραν, όπου βλέπετε πώς μεταχειρίζονται τους λευκούς. Λοιπόν αντί ουδεμιάς +θυσίας στέργω να έλθη. </p> + +<p>Μετά τινα δισταγμόν Νεγορός ενέδωκε και η κυρία Βέλδων επέτυχεν ώστε ο +Ιάκωβος Βέλδων να μη ριψοκινδυνεύση μέχρι του Καζονδέ. Πλοίον τι θα τον +απεβίβαζεν εις Μοσαμεδές, μικρόν λιμένα της νοτίου ακτής της Αγγόλας, συνήθως +συχναζόμενον υπό των σωματεμπόρων και γνωστότατον εις τον Νεγορόν. Εκεί ο +Πορτογάλος θα έφερε τον Ιάκωβον Βέλδων, και εις εποχήν ωρισμένην οι πράκτορες +του Αλβέζ θα ωδήγουν ωσαύτως την κυρίαν Βέλδων, τον Ζακ και τον εξάδελφον +Βενέδικτον. </p> + +<p>Τα χρήματα θα εδίδοντο εις τους πράκτορας εκείνους αντί της παραδόσεως των +αιχμαλώτων, ο δε Νεγορός όστις απέναντι του Ιακώβου Βέλδων θα παρίστα +πρόσωπον τιμιωτάτου ανδρός, θα εγίνετο άφαντος κατά την άφιξιν του πλοίου. +</p> + +<p>Ο υπό της κυρίας Βέλδων επιτευχθείς ούτος όρος ήτο σπουδαιότατος. +Απήλλασε τον σύζυγόν της από τους κινδύνους της μεταβιβάσεως εις Καζονδέ και +να κρατηθή εκεί, αφού επλήρωνε τα λύτρα, ή τους κινδύνους της επιστροφής. +Όσον αφορά τα εξακόσια μίλια, άτινα εχώριζον το Καζονδέ από του Μοσαμεδές, +υπό τους όρους καθ' ούς έμελλον να διανυθώσι ταύτα μετά την από Κοάνζα +αναχώρησιν, η κυρία Βέλδων δεν είχε να φοβηθή άλλο τι ειμή ολίγους κόπους, +καθότι το συμφέρον του Αλβέζ, όστις ήτο αναμεμιγμένος εις την υπόθεσιν απήτει +ώστε οι αιχμάλωτοι να φθάσωσιν εκεί σώοι και υγιείς. </p> + +<p>Ούτω συμφωνηθέντων των πραγμάτων, η κυρία Βέλδων έγραψε προς τον +σύζυγόν της υπό την έννοιαν ταύτην, αφίνουσα προσωρινώς εις τον Νεγορόν να +παρουσιασθή ως θεράπων αφωσιομένος, όστις ηδυνήθη να διαλάθη τους +ιθαγενείς. Ο Νεγορός έλαβε την επιστολήν, ήτις δεν επέτρεπεν εις τον Ιάκωβον +Βέλδων να διστάση όπως τον ακολουθήση μέχρι του Μεσαμεδές, και την επιούσαν, +συνοδευόμενος υπό εικοσάδος μαύρων, απήλθε προς βορράν. </p> + +<p>Διατί ελάμβανεν την διεύθυνσιν εκείνην; Είχεν άρα γε σκοπόν να επιβιβασθή +εις πλοίον τι εξ εκείνων, άτινα συχνάζουν εις τα στόμια του Κόγγου και διά του +μέσου τούτου να αποφύγη τους πορτογαλικούς σταθμούς και τα σωφρονιστικά +καταστήματα, εις τα οποία είχε φιλοξενηθή ακουσίως; Πιθανόν. Τούτο τουλάχιστον +επροφασίσθη εις τον Αλβέζ. </p> + +<p>Μετά την αναχώρησίν του η κυρία Βέλδων εδέησε να κανονίση τον βίον της +ούτως ώστε να διέλθη όσω το δυνατόν καλλίτερον τον χρόνον, καθ' όν θα διέμενεν +εν Καζονδέ. Παραδεχομένη τας μάλλον ευνοϊκάς περιπτώσεις υπελόγιζεν ότι +ήθελον παρέλθει τρεις ή τέσσαρες μήνες. </p> + +<p>Η αναχώρησις και η επάνοδος του Νεγορού τοσούτον χρόνον απήτει. </p> + +<p>Ο σκοπός της κυρίας Βέλδων δεν ήτον να εγκαταλίπη το πρακτορείον. Το τέκνο +της, ο εξάδελφος Βενέδικτος και αύτη ευρίσκοντο σχετικώς εν ασφαλεία. Αι +περιποιήσεις της Χαλιμάς εμετρίαζον ολίγον τας σκληρότητας της φυλακίσεως +εκείνης. Ήτο άλλως τε πιθανόν ότι ο σωματέμπορος δεν θα τη επέτρεπε να +εγκαταλίπη το κατάστημά του.<br /> + <br /> +Η μεγάλη αμοιβή την οποίαν θα τω προσεπόριζεν η αγορά της αιχμαλώτιδος ήξιζε +τον κόπον να την φυλάττωσιν αυστηρώς. Ήτο μάλιστα ευτυχής διότι δεν ηναγκάσθη +να εγκαταλίπη το Καζονδέ, όπως επισκεφθή τα δύο άλλα αυτού πρακτορεία του +Βιχέ και της Κασάγγας. Ο Κοΐμβρας απήλθεν όπως αντικαταστήση αυτόν εν τη +εκστρατεία νέων ανθρωποκυνηγεσίων, και ουδεμίαν αιτίαν είχε να ποθή την +παρουσίαν του μεθύσου εκείνου. </p> + +<p>Προς τούτοις ο Νεγορός προ της αναχωρήσεως του τω συνέστησε θερμώς την +κυρίαν Βέλδων. Είχον μέγα συμφέρον να την επιτηρώσιν αυστηρώς. Δεν ήξευρον τι +εγένετο ο Ηρακλής. Εάν δεν απώλετο εν τη φοβερά εκείνη επαρχία του Καζονδέ, +ίσως θα προσεπάθει να πλησιάση την αιχμαλώτιδα και να αποσπάση εκ των χειρών +του Αλβέζ. Ο σωματέμπορος εννόησε καλώς κατάστασιν πραγμάτων +αντιπροσωπεύουσαν μέγα αριθμόν δολλαρίων και ηγγυάτο περί της κυρίας +Βέλδων ως περί του ιδίου αυτού χρηματοκιβωτίου. </p> + +<p>Ο μονότονος λοιπόν βίος της αιχμαλώτιδος, κατά τας πρώτας ημέρας της +αφίξεως αυτής εις το πρακτορείον εξηκολούθησεν. </p> + +<p>Ό,τι συνέβαινεν εν τω περιβόλω εκείνω αναπαρίστα ακριβέστατα τας +διαφόρους πράξεις του εξωτερικού ιθαγενούς βίου. Ο Αλβέζ δεν ηκολούθει άλλα +έθιμα ειμή τα των ιθαγενών του Καζονδέ. </p> + +<p>Αι γυναίκες του καταστήματος ειργάζοντο ως θα ειργάζοντο εν τη πόλει προς +μεγάλην ευχαρίστησιν των συζύγων των ή των κυρίων των· η μέχρι εντελούς +αποφλοιώσεως διά ξυλίνων ιγδίων προετοιμασία της ορύζης· το καθάρισμα και το +λίχνισμα του αραβοσίτου, και όλαι αι αναγκαίαι εργασίαι προς εξαγωγήν +κεγχρώδους ουσίας χρησιμευούσης εις την κατασκευήν ζωμού καλουμένου +«μτυελέ» εν τη χώρα· η συλλογή του σόργου, είδους μεγάλης κέγχρου, όπερ κατ' +εκείνην την ώραν του έτους ήτο εντελώς ώριμον· η εξαγωγή του ευώδους εκείνου +ελαίου των πυρηνωδών καρπών του τοσούτον επιζητήτου υπό των ιθαγενών· η +κλώσις του βάμβακος, του οποίου αι ίνες περιστρέφονται δι' ατράκτου ενός και +ημίσεως ποδός μήκους, εις το οποίον αι νήθουσαι δίδουσι ταχείαν περιστροφικήν +κίνησιν· η εκ φλοιών κατασκευή υφασμάτων· η εξαγωγή των ριζών του μανιόκου +και η προπαρασκευή της γης διά τα διάφορα προϊόντα της χώρας, ήτοι της +κασάβας, αλεύρου εξαγομένου εκ του μανιόκου· κυάμων των οποίων οι λοβοί +μακροί δεκαπέντε δακτύλων παράγονται επί δένδρων είκοσι ποδών υψηλών· +αραχίδων προωρισμένων προς κατασκευήν ελαίου· ζωηρών και κυανών πίσων· +καφέ ιθαγενούς· σακχαροκαλάμων, των οποίων ο οπός μεταβάλλεται εις σιρόπιον· +κρομμύων, γουάβων, σησάμου· αγγουρίων, των οποίων οι σπόροι οπτώνται ως τα +κάστανα· παρασκευή των ζημουμένων ποτών, του εκ βανανών κατασκεβαζομένου +μαλοφού, του πομβέ και άλλων· περιποιήσεις των οικοβίων κτηνών, των αγελάδων +εκείνων αίτινες δεν αφίνουσιν να τας αλμέξωσιν ειμή επί παρουσία του μόσχου +των ή μόσχου τεταριχευμένου· των δαμάλεων εκείνων μικράς φυλής βραχυκέρων, +των οποίων τινές έχουσιν ύβον· των αιγών εκείνων, αίτινες εν τη χώρα ένθα το +κρέας των χρησιμεύει προς τροφήν είναι σπουδαίον αντικείμενον ανταλλαγής, +δύναταί τις ειπείν τρέχων νόμισμα ως ο δούλος, τέλος η συντήρησις των ορνίθων, +χοίρων, προβάτων, βοών κ. τ. λ. — η μακρά αύτη απαρίθμησις δεικνύει ποίαι +τραχείαι εργασίαι επιβαρύνουσι το ασθενές φύλον των αγρίων εκείνων χωρών της +αφρικανικής ηπείρου. </p> + +<p>Κατά την εποχήν ταύτην οι άνδρες καπνίζουσι τον καπνόν ή την κάνναβιν, +θυρεύουσι τον ελέφαντα ή τον βούβαλον, μισθούνται διά λογαριασμόν των +σωματεμπόρων εις τα ανθρωποκυνήγια. </p> + +<p>Συλογή αραβοσίτων ή δούλων, είναι πάντοτε συλλογή γινομένη κατ' εποχάς +ωρισμένας.<br /> + <br /> +Εκ των διαφόρων τούτων ασχολιών η κυρία Βέλδων δεν εγίνωσκεν εν τω +πρακτορείω του Αλβέζ ειμή το μέρος το αναγόμενον εις τας γυναίκας. </p> + +<p>Ενίοτε ίστατο να τας παρατηρή, ενώ εκείναι, οφείλομεν να το είπωμεν, τη +απεκρίνοντο διά μορφασμών εχθρικών. </p> + +<p>Το φυλετικόν ορμέμφυτον παρεκίνει τας δυστυχείς εκείνας να μισώσι την +λευκήν, και εν τη καρδία αυτών ουδεμίαν θα εύρισκε τις συμπάθειαν δι' αυτήν. +Μόνη η Χαλιμά απετέλει εξαίρεσιν, η δε κυρία Βέλδων κατωρθώσασα να +ενθυμήται λέξεις τινάς της ιθαγενούς γλώσσης, ηδυνήθη μετ' ολίγον να ανταλλάση +φράσεις τινάς μετά της νεαράς δούλης.<br /> + <br /> +Ο μικρός Ζακ συνώδευε πολλάκις την μητέραν του, ότε αύτη περιεφέρετο εν τω +περιβόλω αλλά πολύ επεθύμει να εξέλθη. </p> + +<p>Εν τούτοις υπήρχον εκεί παμμέγιστα βαοβάβ, φωλεαί ερωδιών και φωλεαί +σουιμάγγων μετά στήθους και λαιμού ερυθρών, είτα υπήρχον χήραι καλάοι των +οποίων το κελάδημα ήτο ευάρεστον, ψιττακοί χρώματος φαιού ανοικτού μετά +ερυθράς ουράς· δρούγοι εντομοφάγοι. Τη δεκακείσε περιίπταντο ωσαύτως, +εκατοστύες χρυσαλλίδων διαφόρων ειδών, προ πάντων πέριξ των ρυακίων άτινα +διήρχοντο διά του πρακτορείου· αλλ' όλα ταύτα αφεώρων τον εξάδελφον +Βενέδικτον μάλλον ή τον μικρόν Ζακ, και ούτος ελυπείτο διότι δεν ήτο υψηλότερος +όπως βλέπη υπεράνω των τοίχων. </p> + +<p>Φευ! πού ήτο ο δυστυχής φίλος του, Δικ Σανδ, όστις τον ανεβίβαζε τόσον +υψηλά εις τους ιστούς του «Πίλγριμ!» Πώς θα τον ηκολούθει εις τους κλάδους των +δένδρων, των οποίων η κορυφή υψούτο πλειότερον των εκατόν ποδών! Πόσας +άλλας ωραίας διασκεδάσεις θα απελάμβανον ομού!</p> + +<p>Αλλ' ο εξάδελφος Βενέδικτος ήτο πάντοτε ευτυχέστατος εκεί ένθα ήτο, ήρκει να +μη τω έλειπον τα έντομα. Ευτυχώς είχεν ανακαλύψει εν τω πρακτορείω — και +εσπούδαζεν, όσον ηδύνατο άνευ διόπτρων και μικροσκοπίου — +μικροσκοπικωτάτην τινά μέλισσαν, ήτις κατασκεύαζε τας ωοθήκας αυτής μεταξύ +των σκωριών του ξύλου καί τινα σφήγγα ωοτοκούσαν εις κυψέλας μη ανηκούσας +εις αυτήν, ως πράττει ο κόκκυξ εις την φωλεάν των άλλων. </p> + +<p>Οι κώνωπες ωσαύτως δεν έλειπον εις τας όχθας των ρυακίων και τον +κατέστιζον διά των νυγμάτων των εις βαθμόν ώστε να τον καθιστώσι αγνώριστον, +και ότε η κυρία Βέλδων τον επέπληττε διότι άφινε να τον καταφάγωσι τα κακοποιά +εκείνα έντομα, </p> + +<p> — Είναι το ορμέμφυτον αυτών, εξαδέλφη Βέλδων, τη απεκρίνατο ξέων +το δέρμα του μέχρις αίματος, είναι το ορμέμφυτον αυτών και δεν πρέπει να +δυσαρεστούμεθα.<br /> + <br /> +Τέλος ημέραν τινά — ήτο η 17 Ιουνίου — ο εξάδελφος Βενέδικτος ολίγου δειν να +γίνη ο ευτυχέστατος των εντομολόγων. </p> + +<p>Αλλά το γεγονός τούτο, όπερ έσχεν απροσδοκήτους συνεπείας, δέον να +αφηγηθώμεν μετά τινων λεπτομερειών. </p> + +<p>Ήτο η ενδεκάτη ώρα περίπου προ μεσημβρίας. Αφόρητος καύσων είχεν +αναγκάσει τους κατοίκους του πρακτορείου να μείνωσιν εις τας καλύβας των, και +ουδένα ιθαγενή θα συνήντα τις εις τας οδούς του Καζονδέ. </p> + +<p>Η κυρία Βέλδων ήτο νεναρκωμένη πλησίον του μικρού Ζακ όστις εκοιμάτο. </p> + +<p>Και αυτός ο εξάδελφος Βενέδικτος, υπείκων εις την επιρροήν της τροπικής +εκείνης θερμοκρασίας, είχε παραιτήσει τα ευνοούμενα αυτού κυνήγια, — πράγμα +όπερ τον δυσηρέστει πολύ, καθότι εις τας σημερινάς εκείνας ακτίνας ήκουε +βομβούντα ολόκληρον κόσμον εντόμων. </p> + +<p>Μετά μεγάλης λοιπόν λύπης κατέφυγεν εις το βάθος της καλύβης του και εκεί ο +ύπνος ήρχισε να τον καταλαμβάνη εν τη καταναγκαστική εκείνη αναπαύσει. </p> + +<p>Αίφνης ενώ οι οφθαλμοί του ημιεκλείοντο, ήκουσε θρουν τινα, ήτοι ένα εκ των +αφορήτων εκείνων βόμβων των εντόμων, των οποίων τινά δύνανται να ποιήσωσι +δεκαπέντε ή δεκαέξ χιλιάδας πτερυγισμούς κατά δευτερόλεπτον. </p> + +<p>Εξάποδον! έκραξεν ο εξάδελφος Βενέδικτος αφυπνισθείς πάραυτα και +μεταβαίνων από της οριζοντίας θέσεως εις την κάθετον θέσιν. </p> + +<p>Ότι ήτο εξάποδον το βομβούν εν τη καλύβη, ουδεμία υπήρχεν αμφιβολία.<br /> + <br /> +Αλλ' εάν ο εξάδελφος Βενέδικτος ήτο λίαν μύωψ, είχε τουλάχιστον την ακοήν +οξυτάτην, εις τοιούτον μάλιστα βαθμόν ώστε ηδύνατο να διακρίνη έν έντομον από +άλλου εκ μόνης της εντάσεως του βόμβου του και τω εφάνη ότι ο βόμβος εκείνος +τω ήτο άγνωστος. αν και δεν ηδύνατο να παράγεται έκ τινος γιγαντώδους είδους. +</p> + +<p> — Τι είναι το εξάποδον τούτο; ηρώτησε καθ' εαυτόν ο εξάδελφος +Βενέδικτος. </p> + +<p>Και ιδού αυτός θέλων να διακρίνη το έντομον, όπερ ήτο λίαν δυσχερές εις τους +μη διοπτροφορούντας οφθαλμούς του, αλλά προσπαθών να το αναγνωρίση εκ της +αναπάλσεως των πτερύγων του. </p> + +<p>Το εντομολογικόν αυτού ορμέμφυτον τον ειδοποίησεν ότι θα ήτο καλόν +εύρημα, και ότι το έντομον εκείνο δεν θα ήτο τυχόν έντομον. </p> + +<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος ανακαθήσας δεν εκινείτο πλέον. Ηκροάζετο. </p> + +<p>Ηλιακαί τινες ακτίνες εισέδυον μέχρις αυτού. Οι οφθαλμοί του ανεκάλυψαν +τότε μέγα σημείον μέλαν περιιπτάμενον μεν αλλά μη διερχόμενον αρκετά πλησίον +ώστε να δυνηθή να το διακρίνη. </p> + +<p>Συνείχε την αναπνοή του, και εάν ενύσσετο εις οίον δήποτε μέρος του +προσώπου ή των χειρών, είχεν απόφασιν, να μη ποιήση κίνησίν τινα δυναμένην να +φυγαδεύση το εξάποδόν του.<br /> + <br /> +Τέλος το βομβούν έντομον, αφού εστράφη πολύ περί αυτόν ήλθε και εκαθέσθη επί +της κεφαλής του. </p> + +<p>Το στόμα του εξαδέλφου Βενεδίκτου διεστάλη προς στιγμήν ωσεί να μειδιάση, +και ποίον μειδίαμα! Ησθάνετο το ελαφρόν ζωύφιον τρέχον επί της κόμης του. </p> + +<p>Ακαταμάχητος επιθυμία να φέρη εκεί την χείρα τον κατέλαβε προς στιγμήν, +αλλ' αντέσχε και έπραξε καλώς. </p> + +<p> — Οχ! όχι! εσκέφθη. ή θα αποτύχω, ή, όπερ το χειρότερον, θα τω +προξενήσω κακόν. Ας το αφήσωμεν να έλθη πλησιέστερον. Ιδού βαδίζει! +Καταβαίνει. </p> + +<p>Αισθάνομαι τους μικροφυείς πόδας του διατρέχοντας το κρανίον μου! Πρέπει +να είναι εξάποδον ωραίου μεγέθους. Θεέ μου! ευδόκησον μόνον να καταβή μέχρι +του άκρου της ρινός μου και εκεί, αλλοιθωρίζων ολίγον, ίσως δυνηθώ να το ίδω και +να ορίσω εις ποίαν ομοταξίαν, εις ποίον γένος, είδος ή ποικιλίαν ανήκει. </p> + +<p>Ούτως εσκέπτετο ο εξάδελφος Βενέδικτος. Αλλά μεταξύ του κρανίου του, όπερ +ήτο αρκούντως οξύ, μέχρι του άκρου της ρινός του, ήτις ήτο μακροτάτη, η +απόστασις ήτο μεγάλη.</p> + +<p>Πόσας άλλας διευθύνσεις το ιδιότροπον έντομον ηδύνατο να λάβη, προς το +μέρος των ώτων, προς το μέρος του μεσοκράνου, διευθύνσεις αίτινες το +απεμάκρυνον από των οφθαλμών του επιστήμονος, χωρίς να υπολογίσωμεν ότι +ανά πάσαν στιγμήν ηδύνατο να επαναλάβη την πτήσιν του, να εγκαταλίπη την +καλύβην, να εξαφανισθή εις τας ηλιακάς εκείνας ακτίνας, ένθα βεβαίως διήρχετο +τον βίον του εν τω μέσω του βόμβου των ομογενών αυτού, άτινα το προσεκάλουν +εκτός!</p> + +<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος εσκέφθη πάντα ταύτα. Ουδέποτε καθ' όλον τον +εντομολογικόν βίον του, διήλθε στιγμάς συγκινητικωτέρας. Αφρικανικόν εξάποδον +είδους ή τουλάχιστον ποικιλίας, ή μάλιστα υποποικιλίας νέας, ήτο εκεί επί της +κεφαλής του, και δεν ηδύνατο να το διακρίνη ειμή επί τω όρω να καταδεχθή να +περιπατήση ένα τουλάχιστον δάκτυλον υπό τους οφθαλμούς του. </p> + +<p>Εν τούτοις η ευχή του εξαδέλφου Βενεδίκτου έμελλε να εισακουσθή. Το +έντομον, αφού περιώδευσεν επί της ημιανωρθωμένης εκείνης κόμης, ως επί της +κορυφής ακαλλιεργήτου τινός θάμνου, ήρχισε να κατεβαίνη εις τας κροτάφους του +εξαδέλφου Βενεδίκτου, και ούτος ηδυνήθη τέλος να συλλάβη την ελπίδα ότι ήθελε +ριψοκινδυνεύσει εις την κορυφήν της ρινός, διατί να μη κατέλθη προς τας +βάσεις;</p> + +<p> — Εγώ εις την θέσιν του θα κατέβαινον, εσκέπτετο ο άξιος +επιστήμων.<br /> + <br /> +Το αληθέστερον είναι ότι πας άλλος εις την θέσιν του εξαδέλφου Βενεδίκτου θα +έδιδεν ισχυρόν κτύπημα διά να κατασυντρίψη το ενοχλητικόν έντομον, ή +τουλάχιστον διά να το τρέψη εις φυγήν. Να αισθάνεταί τις έξ πόδας +περιφερομένους επί του δέρματός του, χωρίς να αναφέρομεν και τον φόβον μήπως +κεντηθή, και να μη κινήται, συμφωνήσατε ότι τούτο είναι αληθής ηρωισμός. </p> + +<p>Ο Σπαρτιάτης αφίνων να κατασπαραχθή το σώμα του υπό αλώπεκος. Ο +Ρωμαίος κρατών μεταξύ των δακτύλων του άνθρακας ανημμένους, δεν ήσαν κύριοι +εαυτών πλειότερον του εξαδέλφου Βενεδίκτου, όστις αναντιρρήτως κατήγετο εκ +των δύο τούτων ηρώων. </p> + +<p>Το έντομον, αφού εποίησεν είκοσι μικράς περιστροφάς, έφθασεν εις την +κορυφήν της ρινός. Εκεί εγένετο δισταγμός τις, όστις επεσώρευσεν εις την καρδίαν +όλον το αίμα του εξαδέλφου Βενεδίκτου. Θα ανέβαινε πάλιν το εξάποδον πέραν +της γραμμής των οφθαλμών ή θα κατέβαινεν υποκάτω αυτών;</p> + +<p>Κατέβη. Ο εξάδελφος Βενέδικτος ησθάνθη τους τριχωτούς πόδας του +αναπτυσομένους προς τας βάσεις της ρινός του. Το έντομον δεν διευθύνθη μήτε +προς τα δεξιά μήτε προς τα αριστερά. Έμεινε μεταξύ των φρισόντων πτερυγίων, επί +της ελαφράς κοίλης κορυφής της επιστημονικής εκείνης ρινός, τοσούτον καλώς +εσχηματισμένης, όπως βαστάζη δίοπτρα. </p> + +<p>Υπερέβη το μικρόν κοίλωμα το παραχθέν εκ της αδιακόπου χρήσεως του +οπτικού τούτου οργάνου του οποίου εστερείτο ο δυστυχής εξάδελφος, και +εσταμάτησεν εις αυτήν την άκραν του ρινικού παραρτήματος. </p> + +<p>Ήτο η καλλιτέρα θέσις, ην ηδύνατο να εκλέξη το εξάποδον. Εκ της αποστάσεως +ταύτης οι δύο οφθαλμοί του εξαδέλφου Βενεδίκτου συνενούντες την οπτικήν +αυτών ακτίνα ηδύναντο ως δύο φακοί να εξακοντήσωσιν επί του εντόμου το +διπλούν αυτών βλέμμα.<br /> + <br /> + — Θεέ παντοδύναμε! ανέκραξεν ο εξάδελφος Βενέδικτος μη δυνηθείς να +συγκρατήση κραυγήν ο φυματώδης μαντίκορος!</p> + +<p>Αλλά δεν έπρεπε να κραυγάση, έπρεπε μόνον να το σκεφθή! Αλλά τοιαύτη +απαίτησις θα ήτο μεγάλη προκειμένου περί τοιούτου ενθουσιώδους εντομολόγου. +</p> + +<p>Να έχη επί της άκρας της ρινός φυματώδη μαντίκορον μετά πλατεών ελύτρων, +έντομον της ομοιογενείας των πυγολαμπίδων, δείγμα σπανιώτατον εν ταις +συλλογαίς, όπερ φαίνεται ειδικόν εις τας μεσημβρινάς εκείνας επαρχίας της +Αφρικής και να μη εκφέρη κραυγήν θαυμασμού, τούτο είναι υπέρτερον των +ανθρωπίνων δυνάμεων!</p> + +<p>Ατυχώς ο μαντίκορος ήκουσε την κραυγήν εκείνην, ην σχεδόν αμέσως +παρηκολούθησε πταρμός, όστις έσεισε το παράρτημα εφ' ού ανεπαύετο. Ο +εξάδελφος Βενέδικτος ηθέλησε να τον συλλάβη, έτεινε την χείρα, την έκλεισε +βιαίως και δεν κατώρθωσε να συλλάβη ειμή το άκρον της ιδίας εαυτού ρινός.<br /> + <br /> + — Ανάθεμα! ανέκραξεν. </p> + +<p>Αλλά τότε έδειξεν αξιοσημείωτον ψυχραιμίαν·</p> + +<p>Ήξευρεν ότι ο φυματώδης μαντίκορος ημιίπταται, ούτως ειπείν ότι μάλλον +βαδίζει ή πετά. Εγονυπέτησε λοιπόν και κατόρθωσε να παρατηρήση εις απόστασιν +μικροτέραν των δέκα δακτύλων από των οφθαλμών του, το μέλαν σημείον +ολισθαίνον ταχέως έν τινι ηλιακή ακτίνι. </p> + +<p>Προδήλως προτιμότερον ήτο να το σπουδάση εν τη ανεξαρτήτω εκείνη +καταστάσει. </p> + +<p>Προ πάντων όμως έπρεπε να μη το απολέση εκ των οφθαλμών του. </p> + +<p> — Να συλλάβω τον μαντίκορον· θα διέτρεχον τον κίνδυνον να τον +κατασυντρίψω, εσκέφθη ο εξάδελφος Βενέδικτος. Όχι! Θα τον παρακολουθήσω, θα +τον θαυμάσω. Έχω τον απαιτούμενον καιρόν να τον συλλάβω. </p> + +<p>Είχεν άραγε άδικον ο εξάδελφος Βενέδικτος; Όπως δήποτε, ιδού ούτος με τα +τέσσαρα, ως κύων οσφραινόμενος ίχνη, και ακολουθών επτά ή οκτώ δακτύλους +όπισθεν το μεγαλοπρεπές εξάποδον. </p> + +<p>Μετ' ολίγας στιγμάς ήτο έξω της καλύβης, υπό τον μεσημερινόν ήλιον και μετ' +άλλας ολίγας στιγμάς εις την βάσιν του περιχαρακώματος, όπερ έκλειε το +κατάστημα του Αλβέζ.<br /> + <br /> +Εις το μέρος εκείνο έμελλεν άραγε ο μαντίκορος δι' ενός άλματος να υπερβή τον +περίβολον και να θέση ένα τοίχον μεταξύ αυτού και του λάτρεώς του; Όχι, τούτο +δεν ήτο εις την φύσιν του και ο εξάδελφος Βενέδικτος το εγίνωσκε καλώς.</p> + +<p>Τούτο ένεκα έμεινε πάντοτε εκεί έρπων ως όφις πολύ μεν μακράν όπως δυνηθή +να εξετάση το έντομον εντομολογικώς, αρκετά όμως πλησίον όπως βλέπη πάντοτε +το κινούμενον εκείνο μέγα σημείον, όπερ εβάδιζεν επί του εδάφους. </p> + +<p>Ο μαντίκορος φθάσας πλησίον του περιχαρακώματος, συνήντησε μεγάλην +οπήν ανεωγμένην παρά την βάσιν του περιβόλου.<br /> + <br /> +Εκεί χωρίς να διστάση εισέδυσεν εν τη υπογείω εκείνη στοά, καθότι έχει την +συνήθειαν να επιζητή τας σκοτεινάς ταύτας οδούς. </p> + +<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος ενόμισεν ότι έμελλε να τον απολέση εκ των οφθαλμών +του. Αλλά προς μεγάλην του έκπληξιν η οπή εκείνη ήτο δύο πόδας τουλάχιστον +πλατεία και η σήραγξ εσχημάτιζεν είδος τι στοάς ένθα το ισχνόν σώμα του ηδυνήθη +να εισχωρήση.<br /> + <br /> +Άλλως τε δε εις την καταδίωξιν εκείνην εδείκνυε την ζέσιν ικτίδος, και ούτε καν +παρετήρησεν ότι έρπων τοιουτοτρόπως διήλθε κάτωθεν του περιφράγματος. </p> + +<p>Τωόντι η σήραγξ απετέλει συγκοινωνίαν φυσικήν μεταξύ του εσωτερικού και +του εξωτερικού. </p> + +<p>Μετά παρέλευσιν δε ημίσεως λεπτού ο εξάδελφος Βενέδικτος ευρέθη έξω του +πρακτορείου. </p> + +<p>Τούτο όμως δεν ήτο ικανόν να τον ανησυχήση. Ήτο όλως παραδεδεμένος εις +τον θαυμασμόν του προς το κομψόν έντομον το οδηγούν αυτόν.</p> + +<p>Αλλ' εκείνο βεβαίως είχε κουρασθή εκ της μακράς εκείνης πορείας. </p> + +<p>Τα έλυτρα αυτού διέστησαν, αι πτέρυγες ανεπτύχθησαν. Ο εξάδελφος +Βενέδικτος ησθάνθη τον κίνδυνον και διά της ανεστραμμένης χειρός του έμελλε να +προσφέρη εις τον μαντίκορον προσωρινήν φυλάκισιν όταν, φρρρ . . . ούτος +επέταξε.<br /> + <br /> +Ποία απελπισία! Αλλ' ο μαντίκορος δεν ηδύνατο να πετάξη μακράν. </p> + +<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος ηγέρθη, παρετήρησε και ώρμησε με τας δύο χείρας +τεταμένας και ανοικτάς. </p> + +<p>Το έντομον περείπτατο άνωθεν της κεφαλής του και δεν έβλεπε πλέον ειμή +μέλαν τι σημείον δυσδιάκριτον εις αυτόν. </p> + +<p>Θα ήρχετο άραγε ο μαντίκορος να αναπαυθή πάλιν επί της γης, αφού +περιέγραψεν ιδιοτρόπους τινάς κύκλους περί την ανωρθωμένην κόμην του +εξαδέλφου Βενεδίκτου; Κατά πάσαν πιθανότητα θα εγίνετο ούτω. </p> + +<p>Δυστυχώς διά τον ατυχή επιστήμονα, το μέρος εκείνο του καταστήματος του +Αλβέζ, όπερ έκειτο εις την βορείαν άκραν της πόλεως, συνώρευε προς ευρύτατατον +δάσος καλύπτον την χώραν του Καζονδέ επί διαστήματος πολλών τετραγωνικών +μιλίων. </p> + +<p>Εάν ο μαντίκορος έφθανεν εις το φύλλωμα των δένδρων, και εάν εκεί ήρχιζε να +ίπταται από κλάδου εις κλάδον, έπρεπε να αποβάλη πλέον πάσαν ελπίδα ότι ήθελε +τον εγκλείσει εις τον περίφημον κασσιτέρινον κιβώτιόν του, του οποίου θα ήτο το +τιμαλφέστερον κόσμημα. </p> + +<p>Φευ! τούτο και συνέβη. Ο μαντίκορος επανέλαβε πάλιν την επί του εδάφους +θέσιν του. </p> + +<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος, ελπίσας ότι θα ηδύνατο να τον επανίδη, ερρίφθη +αμέσως πρηνής. Αλλ' ο μαντίκορος δεν εβάδιζε πλέον αλλ' επροχώρει διά μικρών +αλμάτων. </p> + +<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος εξηντλημένος, τους όνυχας και τα γόνατα έχων +αιμόρφυρτα, επήδησεν ωσαύτως. Οι δύο βραχίονές του, με τας χείρας ανοικτάς +ηπλούντο δεξιά και αριστερά, συμφώνως προς τα άλματα του μέλανος σημείου. +</p> + +<p>Ήθελε τις υποθέσει ότι έκαμνεν απλωτάς επί του φλογερού εκείνου εδάφους, +ως κολυμβητής επί της επιφανείας του ύδατος. </p> + +<p>Μάταιος κόπος! Αι δύο χείρες του εκλείοντο πάντοτε κεναί. Το έντομον +διέφευγε παίζον, και μετ' ολίγον, φθάσαν υπό τας δροσεράς κλαδώσεις, υψώθη, +αφού ηκόντησεν εις το ωτίον του εξαδέλφου Βενεδίκτου, όπερ εθώπευσεν, +εντονώτερον μεν βόμβον αλλ' επίσης ειρωνικώτερον, διά των ως κολεοπτέρου +πτερύγων αυτού.<br /> + <br /> + — Ανάθεμα! ανέκραξεν εκ δευτέρου ο εξάδελφος Βενέδικτος. Με διέφυγεν! +Αχάριστον εξάποδον! Συ εις τον οποίον προώριζον τιμητικήν θέσιν εις την +συλλογήν μου! Αλλ' όχι! δεν θα σε εγκαταλείψω! Θα σε καταδιώξω μέχρις ου σε +φθάσω!</p> + +<p>Ο ατυχής εξάδελφος ελησμόνει ότι οι μυωπικοί οφθαλμοί του δεν τω +επέτρεπον να διακρίνη τον μαντίκορον εν τω μέσω του φυλλώματος. Αλλά δεν ήτο +πλέον κύριος εαυτού. Το πείσμα και η οργή καθίστων αυτόν έξω φρενών. Εαυτόν +και μόνον εαυτόν έπρεπε να αιτιάται διά την αποτυχίαν του. </p> + +<p>Εάν ευθύς εξ αρχής συνελάμβανε το έντομον αντί να το παρακολουθή «εν τη +ανεξαρτήτω αυτού πτήσει», ουδέν θα συνέβαινεν εξ όσων συνέβησαν και θα είχεν +εις την εξουσίαν του το θαυμάσιον εκείνο δείγμα των αφρικανικών μαντικόρων, +των οποίων το όνομα είναι όνομα μυθώδους τινός ζώου, όπερ έχει την κεφαλήν +ανθρώπου και σώμα λέοντος. </p> + +<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν είχε πλέον τον νουν του. Ουδόλως εννόησεν ότι η +μάλλον απρόοπτος των περιστάσεων τω απέδωκε την ελευθερίαν του.<br /> + <br /> +Δεν εσκέφθη ότι η σήραγξ εκείνη εν τη οποία είχεν εισέλθει τω ήνοιξεν έξοδον και +ότι εγκατέλιπε το κατάστημα του Αλβέζ. Το δάσος ήτο εκεί και υπό τα δένδρα ο +αποπτάς μαντίκορος. Αντί πάσης θυσίας ήθελε να τον επανίδη. </p> + +<p>Έτρεχε λοιπόν διά του πυκνού εκείνου δάσους, μη έχων πλέον μήτε την +συνείδησιν των πραττομένων, φανταζόμενος ότι έβλεπε πάντοτε το πολύτιμον +έντομον πλήττων τον αέρα διά των δύο μεγάλων βραχιόνων του ως γιγαντιαία +μακρόπους αράχνη.<br /> + <br /> +Πού διηυθύνετο, πώς θα επέστρεφε, και εάν θα επέστρεφεν, ουδέ εσκέπτετο καν +και επί έν ολόκληρον μίλιον εβυθίσθη τοιουτοτρόπως, με κίνδυνον να συναντηθή +υπό τινος θηρίου. </p> + +<p>Αίφνης, ότε διήρχετο πλησίον πυκνώματός τινος εκ χαμοκλάδων, γιγαντώδες τι +ον επήδησε και επέπεσε κατ' αυτού. Είτα δε ως θα έπραττεν ο εξάδελφος +Βενέδικτος εάν συνελάμβανε τον μαντίκορον, τον έδραξε διά της μιας χειρός εκ του +ινίου, διά δε της άλλης εκ του κάτω μέρους της ράχεως και χωρίς να λάβη καιρόν +να εννοήση τι συνέβαινε μετεφέρθη διά του δάσους,. </p> + +<p>Αληθώς ο εξάδελφος Βενέδικτος απώλεσε την ημέραν εκείνην λαμπράν +ευκαιρίαν να ανακηρύξη εαυτόν ως τον ευτυχέστατον εντομολόγον των πέντε +μερών του κόσμου. </p> + + + +<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΣΤ.' </h3> + +<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>Ο ΜΑΓΟΣ</b></p> + +<p> +<br /> +Ότε η κυρία Βέλδων κατά την ημέραν εκείνην της 17, δεν είδεν επανελθόντα το +εξάδελφων Βενέδικτον κατά την συνήθη ώραν, κατελήφθη υπό ζωηροτάτης +ανησυχίας.</p> + +<p>Δεν ηδύνατο να εννοήση τι εγένετο το μεγάλον παιδίον της. Ότι κατώρθωσε να +διαφύγη το πρακτορείον, του οποίου ο περίβολος ήτο εντελώς αδιάβατος, τούτο +δεν ήτο παραδεκτόν. Άλλως τε δε η κυρία Βέλδων εγνώριζε τον εξάδελφόν της. Και +επί τη υποθέσει ότι επρότεινέ τις εις τον ιδιότροπον εκείνον να φύγη εγκαταλείπων +το κασσιτέρινον κιβώτιόν του και την εξ αφρικανικών εντόμων συλλογήν του, θα +ηρνείτο χωρίς να δείξη ούτε σκιάν δισταγμού. </p> + +<p>Το κιβώτιον λοιπόν ήτο εκεί εν τη καλύβη ανέπαφον, περιέχον παν ό,τι ο +επιστήμων ηδυνήθη να συλλέξη από της εν τη ηπείρω αφίξεώς του. Να υποθέση +τις ότι είχε εκουσίως αποχωρισθή των εντομολογικών θησαυρών του ήτο +απαράδεκτον. </p> + +<p>Και εντούτοις ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν ευρίσκετο πλέον εις το κατάστημα +του Ιωσία Αντωνίου Αλβέζ. </p> + +<p>Καθ' όλην εκείνην την ημέραν η κυρία Βέλδων τον εζήτει επιμόνως. Ο μικρός +Ζακ και η δούλη Χαλιμά συνήνωσαν τας προσπαθείας των, αλλ' εις μάτην.<br /> + <br /> +Ηναγκάσθη τότε η κυρία Βέλδων να παραδεχθή την εξής ήκιστα ενθαρρυντικήν +υπόθεσιν, ότι ο δεσμώτης ανηρπάγη κατά διαταγήν του δουλεμπόρου και διά +λόγους αγνώστους αυτή.<br /> + <br /> +Αλλά τότε, τι τον έκαμεν ο Αλβέζ; Τον ενέκλεισεν άρα γε εις παράπηγμά τι, της +μεγάλης της πλατείας; Αλλά διατί η αρπαγή αύτη συμβαίνουσα μετά την +συμφωνίαν την γενομένην μεταξύ της κυρίας Βέλδων και του Νεγορού, συμφωνίαν +ήτις περιελάμβανε τον εξάδελφον Βενέδικτον μεταξύ των αιχμαλώτων τους +οποίους ο δουλέμπορος ώφειλε να φέρη εις Μοσαμαδές και να τους παραδώση +αντί λύτρων εις τον Ιάκωβον Βέλδων;</p> + +<p>Εάν η κυρία Βέλδων ήτο δυνατόν να ίδη την οργήν του Αλβέζ, όταν έμαθε την +εξαφάνισιν του αιχμαλώτου ήθελεν εννοήσει ότι η εξαφάνισις εκείνη εγένετο παρά +την θέλησίν του.<br /> + <br /> +Αλλά τότε εάν ο εξάδελφος Βενέδικτος εδραπέτευσεν εκουσίως, διατί δεν τη +ανεκοίνωσε το μυστικόν της αποδράσεώς του;</p> + +<p>Εν τούτοις αι αναζητήσεις του Αλβέζ και των υπηρετών του, αίτινες εγένοντο +μετά μεγίστης φροντίδος, επέφερον την ανακάλυψιν της φωλεάς εκείνης, ήτις +έθεσε το πρακτορείον εις άμεσον συγκοινωνίαν μετά του γειτονικού δάσους.<br /> + <br /> +Ο δουλέμπορος δεν αμφέβαλλε πλέον ότι ο κυνηγός των μυιών επέταξε διά της +στενής εκείνης οπής. Φαντάζεσθε λοιπόν την οργήν του, όταν εσκέφθη ότι η φυγή +εκείνη θα κατελογίζετο βεβαίως εις βάρος του και θα ηλάττου το ποσόν το οποίον +έμελλε να λάβη εις την υπόθεσιν εκείνην.<br /> + <br /> +Το ζώον εκείνο δεν ήξιζε μεγάλα πράγματα, εσκέπτετο και εν τούτοις θα χάσω +πολύ. Α! εάν τον συλλάβω πάλιν!</p> + +<p>Αλλά μεθ' όλας τας εις τα ενδότερα γενομένας αναζητήσεις και μόλον ότι τα +δάση εξηρευνήθησαν εν μεγάλη ακτίνι, υπήρξεν αδύνατον να ανευρεθή ίχνος τι +του φυγάδος. </p> + +<p>Η κυρία Βέλδων εδέησε να υπομείνη την απώλειαν του εξαδέλφου της, και ο +Αλβέζ, να πενθήση διά τον αιχμάλωτον, Και επειδή δεν ηδύναντο να παραδεχθώσιν +ότι ούτος είχε συνάψη σχέσεις εξωτερικάς, εδέησε να σχηματήσωσι την ιδέαν ότι +μόνον εκ τύχης ανεκάλυψε την ύπαρξιν της φωλεάς εκείνης και απέδρα, χωρίς να +μεριμνήση το παράπαν περί εκείνων τους οποίους εγκατέλιπεν όπισθέν του. </p> + +<p>Η κυρία Βέλδων ηναγκάσθη να παραδεχθή τούτο, αλλά δεν εσκέφθη να +οργισθή κατά του δυστυχούς εκείνου ανδρός, όστις ουδεμίαν συναίσθησιν είχε των +πράξεών του. </p> + +<p> — Ο δυστυχής! τι θα γίνη; εσκέπτετο. </p> + +<p>Εννοείται ότι κατά την ιδίαν εκείνην ημέραν η φωλεά εφράχθη μετά μεγίστης +προσοχής, και η επαγρύπνησις εδιπλασιάσθη και εντός και εκτός του πρακτορείου. +</p> + +<p>Ο μονότονος βίος των δεσμωτών εξηκολούθησε διά την κυρίαν Βέλδων και το +τέκνον αυτής. </p> + +<p>Εν τούτοις κλιματολογικόν τι γεγονός σπανιώτατον κατά την ώραν εκείνην του +έτους, συνέβη εν τη επαρχία. Εξακολουθητικαί βροχαί ήρχισαν περί την 19 Ιουνίου, +αν και η περίοδος αυτών, ήτις τελειώνει κατ' Απρίλιον, είχε παρέλθει. Τωόντη ο +ουρανός ήτο κεκαλυμμένος, και υετοί επίμονοι κατέκλυζον την γην του Καζονδέ. +</p> + +<p>Εάν τούτο δυσηρέστει την κυρίαν Βέλδων, επειδή δεν ηδύνατο πλέον να εκτελή +τους συνήθεις περιπάτους της εις το εσωτερικόν του πρακτορείου, διά τους +ιθαγενείς όμως απέβη δυστύχημα γενικόν. </p> + +<p>Αι χαμηλαί γαίαι, κεκαλυμμέναι ήδη υπό χόρτων ωρίμων ήδη, κατεκλύσθησαν +εντελώς υπό των υδάτων. Οι κάτοικοι της επαρχίας, των οποίων κατεστράφη +αίφνης η συγκομιδή, ευρέθησαν εις απελπιστικήν κατάστασιν. Όλαι αι εργασίαι της +εποχής διεκόπησαν, και η βασίλισσα Μοΐνα ως και οι υπουργοί αυτής δεν ήξευραν +πώς να αποσοβήσωσι την καταστροφήν. </p> + +<p>Κατέφυγον λοιπόν εις τους μάγους, αλλ' ουχί εις εκείνους ων το επάγγελμα +είναι να θεραπεύωσι τους ασθενείς διά των γοητειών μαγειών των, ή οίτινες +προέλεγον την καλήν τύχην εις τους ιθαγενείς. </p> + +<p>Αλλά τότε προέκητο περί κοινής συμφοράς και οι άριστοι μ γ ο ύ ν γ α ι, οίτινες +έχουσι την δύναμιν να προκαλώσιν ή να καταπαύωσι τας βροχάς, παρεκλήθησαν +να εξορκίσωσι τον κίνδυνον. </p> + +<p>Αλλά και ούτοι ουδέν κατώρθωσαν. Εις μάτην ετόνισαν το μονότονον άσμα +των, έσεισαν τον διπλούν κώδωνα και τους κωδωνίσκους, μετεχειρίσθησαν τα +πολυτιμότερα περίοπτα και έτι μάλλον ιδιαιτέρως κέρας τι, πλήρες πηλού και +φλοιών, του οποίου η αιχμή απολήγει εις τρία κερατίδια, εξώρκισαν ρίπτοντες +μικράς σφαίρας κόπρου ή πτύοντες εις το πρόσωπον των σεβαστοτέρων ανθρώπων +της αυλής· δεν ηδυνήθησαν να αποδιώξωσι τα πονηρά πνεύματα, τα οποία +προΐστανται εις τον σχηματισμόν των νεφών. </p> + +<p>Τα πράγματα λοιπόν έβαινον ολοέν επί τα χείρω, ότ' η βασίλισσα Μοΐνα +εσκέφθη να μετακαλέση διάσημόν τινα μάγον ευρισκόμενον τότε εις τα βόρεια +μέρη της Αγγόλας. </p> + +<p>Ήτο μάγος πρώτης τάξεως, του οποίου η τέχνη ήτο τοσούτω μάλλον θαυμασία, +όσω δεν είχεν έτι δοκιμαοθή εν τη χώρα εκείνη ουδέποτε. </p> + +<p>Τώρα όμως επρόκειτο να αποδείχθή η κατά των βροχών ικανότης του. </p> + +<p>Κατά την πρωίαν λοιπόν της 25 Ιουνίου ο νέος μάγος ανήγγειλε θορυβωδώς την +άφιξίν του διά των κωδωνίσκων του. </p> + +<p>Ο μάγος εκείνος ήλθε κατ' ευθείαν εις την αγοράν και αμέσως το πλήθος των +ιθαγενών έδραμε προς αυτόν. Ο ουρανός ήτο ολιγώτερον βροχερός, ο άνεμος +εδείκνυε τάσιν προς μεταβολήν και τα συμπτώματα ταύτα της γαλήνης +συμπίπτοντα μετά της ελεύσεως του μάγου, προδιέθετον τα πνεύματα υπέρ αυτού. +</p> + +<p>Ήτο άλλως τε μεγαλοπρεπέστατος ανήρ ωραιότατος μαύρος. </p> + +<p>Είχεν ανάστημα τουλάχιστον έξ ποδών και εφαίνετο ότι ήτο εκτάκτως ισχυρός. +Το εξωτερικόν του επέβαλεν ήδη επί του πλήθους. </p> + +<p>Συνήθως οι μάγοι, όταν περιέρχωνται τα χωρία, συνενούνται ανά τρεις +τέσσαρες ή πέντε και συνοδεύονται υπό τινων ακολούθων ή συμβοηθών.</p> + +<p>Ο μάγος ούτος όμως ήτο μόνος. Όλον το στήθος του ήτο κατάστικτον υπό +εικόνων λευκών, το δε κάτω μέρος του σώματός του εκαλύπτετο υπό ευρείας +εσθήτος εξ υφάσματος χόρτου. Περιδέραιον εκ κρανίων πτηνών εις τον λαιμόν, επί +της κεφαλής είδος δερματίνης περικεφαλαίας κεκοσμημένης διά πτερών και +μαργαριτών, περί τα νεφρά χαλκίνη ζώνη από της οποίας εκρέμαντο εκατοντάδες +τινές κωδωνίσκων, θορυβωδεστέρων ή ο ηχηρός κωδωνισμός ισπανικής ημιόνου, +τοιαύτη ήτο η ενδυμασία του μεγαλοπρεπούς εκείνου δείγματος των σωματείων +των ιθαγενών μάγων. </p> + +<p>Όλον το υλικόν της τέχνης του συνέκειτο εξ είδους τινός κανίστρου του οποίου +τον πυθμένα εσχημάτιζε κολοκύνθη και εντός του οποίου υπήρχον κογχυλύλια, +περίαπτα, μικρά ξύλινα είδωλα και άλλα εικόνια, προσέτι δε μεγάλη ποσότης +σφαιρών κόπρου, σπουδαίον συμπλήρωμα των γοητειών και μαντικών εργασιών +της κεντρώας Αφρικής. </p> + +<p>Ιδιαιτέρα τις περίπτωσις ην αμέσως εννόησε το πλήθος ήτο ότι ο μάγος εκείνος +ήτο βωβός· το ελάττωμα όμως τούτο ηύξησε την υπόληψιν, δι' ης περιέβαλλον +αυτόν. </p> + +<p>Δεν εξέφερε δε ειμή λαρυγγώδη τινά ήχον χαμηλόν και σεσυρμένον, όστις +ουδεμίαν είχε σημασίαν. Τούτο ήτο λόγος ισχυρότερος όπως τον εννοώσι +καλλίτερον εν τη εξασκήσει της μαγικής τέχνης του. </p> + +<p>Ο μάγος εποίησε κατά πρώτον τον γύρον της μεγάλης πλατείας, εκτελών είδος +τι οργώσεως, ήτις έθετεν εις κίνησιν όλην αυτού την κωδωνοστοιχίαν. Το πλήθος +τον ηκολούθει μιμούμενον τας κινήσεις του. </p> + +<p>Θα έλεγέ τις ότι ολόκληρος αγέλη πιθήκων ηκολούθει γιγαντιαίον τετράχειρα. +Είτα αίφνης ο μάγος διελθών την κυρίαν οδόν του Καζονδέ κατηυθύνθη προς την +βασιλικήν κατοικίαν.<br /> + <br /> +Άμα η βασίλισσα Μοΐνα ειδοποιήθη περί της αφίξεως του νέου μάγου ,ενεφανίσθη +ακολουθουμένη υπό των αυλικών αυτής. </p> + +<p>Ο μάγος προσεκύνησε μέχρις εδάφους, και ανήγειρε την κεφαλήν αναπτήσων +τον λαμπρόν αυτού ανάστημα. Οι βραχίονές του εστάθησαν τότε προς τον +ουρανόν, τον οποίον διέσχιζον ταχέως τμήματα νεφών. </p> + +<p>Ο μάγος έδειξε τα νέφη εκείνα διά της χειρός, εμιμήθη τας κινήσεις διά +παντομίμας ζωηράς, τα έδειξε φεύγοντα προς δυσμάς και επανερχόμενα προς +ανατολάς διά περιστροφικής κινήσεως την οποίαν ουδεμία δύναμις ηδύνατο να +αναστείλη.<br /> + <br /> +Είτα αίφνης, προς μεγάλην έκπληξιν της πόλεως και της αυλής, ο μάγος εκείνος +έλαβεν εκ της χειρός την φοβεράν ηγεμονίδα του Καζονδέ. </p> + +<p>Αυλικοί τίνες ηθέλησαν να αντιθώσιν εις την πράξιν ταύτην εναντίον πάσης +εθιμοτυπίας, αλλ' ο ρωμαλαίος μάγος αρπάσας τον πλησιέστερον εκ του δέρματος +του τραχήλου, εξεσφενδόνισεν αυτόν δεκαπέντε βήματα μακράν.<br /> + <br /> +Η βασίλισσα δεν εφάνη αποδοκιμάσασα την αλαζονικήν εκείνην πράξιν. Είδος τι +μορφασμού, όπερ ήτο βεβαίως μειδίαμα, απευθύνθη προς τον μάγον, όστις +παρέσυρε την βασίλισσαν διά βήματος ταχέως, ενώ το πλήθος ώρμα επί τα ίχνη +αυτού. </p> + +<p>Την φοράν ταύτην ο μάγος κατηυθύνθη προς το κατάστημα του Αλβέζ, έφθασε +δε μετ' ολίγον εις την θύραν ήτις ήτο κεκλεισμένη. Απλή ώθησις του ώμου του την +έρριψε κατά γης και εισήγαγε την πειθήνιον βασίλισσαν εντός του πρακτορείου. +</p> + +<p>Ο σωματέμπορος, οι στρατιώται του, οι δούλοι του προσέδραμον όπως +τιμωρήσωσι τον αναιδή όστις είχε την τόλμην να ρίπτη κάτω τας θύρας, χωρίς να +περιμένη να τω ανοίξωσιν αυτάς. Εν τούτοις όταν είδον την ηγεμονίδα μη +δυσανασχετούσαν, εστάθησαν εν στάσει ευσεβεί.<br /> + <br /> +Βεβαίως ο Αλβέζ, έμελλε να ερωτήση την βασίλισσαν, ποία η αιτία δι' ην τον ετίμα +διά της επισκέψεώς της· αλλ' ο μάγος δεν τω έδωκε καιρόν, και αναγκάσας το +πλήθος να υποχωρήση και να αφήση μέγα διάστημα ελεύθερον περί εαυτόν, +ήρχισε πάλιν την παντομίμαν του μετά πολύ μεγαλυτέρας ζωηρότητος. Έδειξε τα +νέφη διά της χειρός, τα ηπείλησε, τα εξώρκισεν, εποίησε πρώτον χειρονομίαν να τα +σταματήση, έπειτα δε να τα απομακρύνη. Αι τεράστιαι αυτού παρειαί +εξωγκώθησαν και εφύσησεν επί του εκ βαρέων ατμών εκείνου σωρού, ως εάν είχε +την δύναμιν να τους διαλύση. Είτα ανορθωθείς εφάνη ωσεί ήθελε να αναστείλη +την πορείαν αυτών και ήθελέ τις υποθέσει ότι το γιγαντιαίον ανάστημά του θα +επέτρεπεν αυτώ να συλλάβη.<br /> + <br /> +Η δισιδαίμων Μοΐνα, υποδουλωθείσα υπό των κινημάτων του μεγάλου εκείνου +κωμωδού, δεν εκρατείτο πλέον. Τη διέφευγον κραυγαί. Παρετήρει και αυτή και +επανελάμβανεν ορμεμφύτως τας χειρονομίας του μάγου. Οι αυλικοί, το πλήθος, +έπραττον ως αυτή και οι λαρυγγώδεις ήχοι του βωμού εχάνοντο τότε εν τω μέσω +των ωδών, κραυγών και ωρυγών, τα οποία μετά τοσαύτης δαψιλείας παρέχει η +ιθαγενής γλώσσα. </p> + +<p>Τα νέφη έπαυσαν άραγε να ανεβαίνωσιν εις τον ανατολικόν ορίζοντα και να +καλύπτωσι τον ήλιον εκείνον των τροπικών; Εξηφανίσθησαν προ των εξορκισμών +του νέου μάγου; Όχι. Και ακριβώς όταν η βασίλισσα και ο λαός αυτής +εφαντάσθησαν ότι εδάμασαν τα κακοποιά πνεύματα, άτινα τους επότιζον διά +τοσούτων κατακλυσμών, ο ουρανός καθαρισθείς ολίγον από της πρωίας εσκοτίσθη +βαθύτερον. Μεγάλαι ρανίδες βροχής τρικυμιώδους έπεσαν κροτούσαι επί του +εδάφους. </p> + +<p>Τότε μεταβολή εγένετο εν τω πλήθει. Ηγανάκτησαν κατά του μάγου εκείνου +,όστις δεν ήξιζε περισσότερον των άλλων, και έκ τινων συσπάσεων των οφρύων της +βασιλίσσης ενόησον ότι εκινδύνευον τουλάχιστον τα ώτα αυτού. Οι ιθαγενείς +περιέσφυγξαν τον κύκλον περί αυτόν· οι γρόνθοι τον ηπείλουν και έμελλον να τον +κακοποιήσωσιν, όταν επεισόδιόν τι απρόοπτον μετέβαλε την πορείαν των εχθρικών +αυτών διαθέσεων.<br /> + <br /> +Ο μάγος του οποίου η κεφαλή υπερείχεν όλου εκείνου του ωρυομένου πλήθους, +εξέτεινε τον βραχίονα προς σημείον τι του περιβόλου. Το κίνημα εκείνο τοσούτον +επιβλητικόν ήτο, ώστε όλοι εστράφησαν. </p> + +<p>Η κυρία Βέλδων και ο μικρός Ζακ, ελκυσθέντες εκ της ταραχής και των +κραυγών, είχον εξέλθει της καλύβης. Τούτους εδείκνυεν ο μάγος δι' οργίλου +κινήματος της αριστεράς χειρός, ενώ η δεξιά του υψούτο προς τον ουρανόν.<br /> + <br /> +Εκείνοι λοιπόν ήσαν! Εκείνη η λευκή, εκείνο το παιδίον, επροξένουν όλον το κακόν! +Εκείνοι ήσαν η αιτία των τόσων δυστυχημάτων! Εκείνοι έφερον εκ των βροχερών +χωρών των τα νέφη διά να καταπλημμυρίσωσι την γην του Καζονδέ. </p> + +<p>Τον εννόησαν. Η βασίλισσα Μοΐνα, δεικνύουσα την κυρίαν Βέλδων, εποίησε +χειρονομίαν απειλητικήν. Οι ιθαγενείς, εκφέροντες τρομερωτέρας κραυγάς, +ώρμησαν κατ' αυτής.<br /> + <br /> +Η κυρία Βέλδων ενόμισεν ότι απώλετο, και λαβούσα το υιόν της εις τας αγκάλας +της έμεινεν ακίνητος ως άγαλμα έμπροσθεν του υπερηρεθισμένου εκείνου +πλήθους. </p> + +<p>Ο μάγος επροχώρησε προς αυτήν. Παρεμέρισαν προ αυτού, καθότι ενόμισαν +ότι ,συν τη αιτία του κακού, εύρε και την θεραπείαν αυτού.<br /> + <br /> +Ο σωματέμπορος Αλβέζ, δι' ον η ζωή της αιχμαλώτιδος ήτο πολύτιμος, επλησίασεν +ωσαύτως αγνοών τι να πράξη. </p> + +<p>Ο μάγος ήρπασε τον μικρόν Ζακ, και αποσπάσας αυτόν από της μητρός του, τον +ύψωσε προς τον ουρανόν. Ήθελέ τις υποθέσει ότι έμελλε να θραύση την κεφαλήν +του επί του εδάφους, όπως κατευνάση την οργήν των θεών. </p> + +<p>Η κυρία Βέλδων εξέφερε τρομεράν κραυγήν και έπεσε χαμαί λιπόθυμος.<br /> + <br /> +Αλλ' ο μάγος αφού απηύθυνε προς την βασίλισσαν σημείον τι, όπερ βεβαίως +καθησήχασεν αυτήν περί των προθέσεών του, ανήγειρε την δυστυχή μητέρα και +την απήγαγεν, ενώ το πλήθος καταπτοηθέν παρεμέριζεν όπως τω ανοίξη +δίοδον.<br /> + <br /> +Ο Αλβέζ, μανιώδης δεν ήθελε να συμβή τούτο. Αφού απώλεσεν ένα αιχμάλωτον εκ +των τριών, έπειτα δε να βλέπη διαφεύγουσαν την εις την φύλαξίν του +εμπιστευθείσαν παρακαταθήκην, και μετά της παρακαταθήκης την μεγάλην +αμοιβήν, ην τω επεφύλαττεν ο Νεγορός, ουδέποτε θα υπέφερε τούτο, έστω και αν +όλη η γη του Καζονδέ κατεστρέφετο υπό νέου κατακλυσμού. Ηθέλησε λοιπόν ν' +αντιστή εις την αρπαγήν. </p> + +<p>Κατ' αυτού λοιπόν τότε εξεμάνησαν οι ιθαγενείς. Η βασίλισσα διέταξε τους +φύλακάς της να τον συλλάβωσι Γινώσκον δε ο σωματέμπορος τι έμελλε να πάθη, +εδέησεν μείνη ακίνητος, ει και καταρώμενος την ευήθειαν των υπηκόων της +βασιλίσσης Μοΐνας. </p> + +<p>Τωόντι οι άγριοι εκείνοι περιέμενον να ίδωσι τα νέφη διασκεδαζόμενα μετά την +εξαφάνισιν εκείνων, οίτινες τα είχον ελκύσει, και δεν αμφέβαλλον ότι ο μάγος +ηθέλησε να σβέση εν τω αίματι των ξένων τας βροχάς εξ ων τοσούτον είχον +υποφέρει. </p> + +<p>Ως λέων απάγων ζεύγος εριφίων άτινα δεν βαρύνουσι τας ισχυράς σιαγόνας +του, ούτω και ο μάγος απήγε τα θύματά του, τον μικρόν Ζακ κατεπτοημένον και την +κυρίαν Βέλδων αναίσθητον, ενώ το πλήθος, εις τον έσχατον βαθμόν της μανίας, τον +ηκολούθει διά των ωρυγών του· αλλ' εξήλθε του περιβόλου, διέσχιζε το Καζονδέ +εισήλθεν εις το δάσος, ώδευσεν επί τρία περίπου μίλια, χωρίς ουδ' επί στιγμήν να +εξασθενήσωσιν οι πόδες του, και μόνον τέλος, επειδή οι ιθαγενείς εννόησαν ότι +δεν ήθελε να τον ακολουθώσι περισσότερον, έφθασε πλησίον ποταμίου, του +οποίου το ταχύ ρεύμα έφευγε προς βορράν. </p> + +<p>Εκεί, εις το βάθος ευρείας κοιλότητος, όπισθεν των μακρών και κρεμάμενων +χόρτων θάμνου, άτινα έκρυπτον την όχθην, ήτο προσδεδεμένον μονόξυλον +κεκαλυμμένον υπό είδους τινός καλάμων.<br /> + <br /> +Ο μάγος κατεβίβασεν εν αυτώ το διπλούν φορτίον του, απώθησε διά του ποδός την +λέμβον την οποίαν το ρεύμα παρέσυρε ταχέως, και τότε διά καθαράς φωνής. </p> + +<p> — Πλοίαρχέ μου, είπε, σας παρουσιάζω την κυρίαν Βέλδων και τον +μικρόν Ζακ. Δρόμον λοιπόν, και είθε όλα τα νέφη του ουρανού να αφανίσωσι τώρα +τους βλάκας εκείνους του Καζονδέ. </p> + + + +<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΖ'. </h3> + +<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΠΛΟΥΣ ΚΑΤΑ ΡΟΥΝ</b></p> + +<p> +<br /> +Ο ομιλών τοιουτοτρόπως ήτο ο Ηρακλής, αγνώριστος υπό την μαγικήν εκείνην +περιβολήν, και ο προς ον απετείνετο ήτο ο Δικ Σανδ, όστις αδύνατος έτι εκ των +κακουχιών, εστηρίζετο επί του εξαδέλφου Βενεδίκτου πλησίον του οποίου ήτο +κατακεκλιμένος ο Δίγγος. </p> + +<p>Η κυρία Βέλδων, αναλαβούσα τας αισθήσεις αυτής, δεν ηδυνήθη να μη +προσφέρη τας λέξεις ταύτας:</p> + +<p> — Συ, Δικ! συ!</p> + +<p>Ο νεαρός δόκιμος ηγέρθη, αλλ' ήδη η κυρία Βέλδων τον έθλιβεν εις τας +αγκάλας της και ο Ζακ τον εθώπευεν. </p> + +<p> — Ο φίλος μου Δικ! ο φίλος μου Δικ! επανελάμβανε το μικρό +παιδίον.<br /> + <br /> +Είτα στρεφόμενος προς τον Ηρακλέα:</p> + +<p> — Και εγώ, προσέθηκεν, ο οποίος δεν σε είχον αναγνωρίσει!</p> + +<p> — Ε! τι μεταβολή! απεκρίθη ο Ηρακλής, τρίβων το στήθος του όπως +εξαλείψη τας καλυπτούσας αυτό εικόνας. </p> + +<p> — Ήσο πολύ άσχημος, είπεν ο μικρός Ζακ.<br /> + <br /> + — Ήμην ο διάβολος, και ο διάβολος δεν είναι ωραίος. </p> + +<p> — Ηρακλή! είπεν η κυρία Βέλδων τείνουσα την χείρα προς τον γενναίον +μαύρον. </p> + +<p> — Σας ηλευθέρωσε, προσέθηκεν ο Δικ Σανδ, ως έσωσε και εμέ, αν και +δεν θέλη να το ομολογήση. </p> + +<p> — Εσώθημεν! εσώθημεν! αλλ' όχι δεν εσώθημεν ακόμη! Άλλως τε δε, +άνευ του κυρίου Βενεδίκτου ο οποίος ήλθε να μας είπη πού ευρίσκεσθε, κυρία +Βέλδων, δεν θα ηξεύραμεν τι να πράξωμεν. </p> + +<p>Τωόντι προ πέντε ημερών ο Ηρακλής είχεν επιπέσει κατά του επιστήμονος, καθ' +ήν στιγμήν ούτος απομακρυνθείς δύο μίλια από του πρακτορείου ανεζήτει τον +πολύτιμον αυτού μαντίκορον. Άνευ του επεισοδίου εκείνου, μήτε ο Δικ Σανδ μήτε ο +μαύρος θα ηδύνατο να μάθωσι το καταφύγιον της κυρίας Βέλδων, και ο Ηρακλής +δεν θα ηδύνατο να ριψοκινδυνεύση εις το Καζονδέ υπό την περιβολήν μάγου. </p> + +<p>Ενώ η λέμβος ωλίσθαινε ταχέως εις το στενόν εκείνο μέρος του ποταμού, ο +Ηρακλής διηγήθη τι συνέβη από της φυγής αυτού εκ του στρατοπέδου του Κοάνζα· +πώς είχεν ακολουθήσει αθέατος το φορείον εν τω οποίω ευρίσκοντο η κυρία +Βέλδων και ο υιός της· πώς επανεύρε τον Δίγγον πληγωμένον, πώς αμφότεροι +έφθασαν εις τα περίχωρα του Καζονδέ· πώς διά γραμματίου το οποίον εκόμισεν ο +Δίγγος εις τον Δικ Σανδ, έμαθεν ούτος τι εγένετο η κυρία Βέλδων· πώς μετά την +απροσδόκητον έλευσιν του εξαδέλφου Βενεδίκτου, προσεπάθησε ματαίως να +εισχωρήση εις το πρακτορείον, πλέον ή άλλοτε αυστηρώς φυλασσόμενον, πώς +τέλος εύρε την ευκαιρίαν εκείνην ν' αποσπάση την αιχμάλωτον από τον φρικώδη +εκείνον Ιωσίαν Αντώνιον Αλβέζ.<br /> + <br /> +Η ευκαιρία παρουσιάσθη αυτήν εκείνην την ημέραν. Μάγος τις περιοδεύων την +Αγγόλαν χάριν της τέχνης του, — ο διάσημος εκείνος μάγος ο τοσούτον +ανυπομόνως αναμενόμενος, — συνέβη να διέλθη το δάσος εκείνο εις το οποίον ο +Ηρακλής περιεπλανάτο πάσαν νύκτα, καραδοκών, προσέχων και έτοιμος εις +πάντα.<br /> + <br /> +Να ορμήση κατά του μάγου, να τον δέση εις τον κορμόν δένδρου τοσούτον +στερεώς ώστε και αυτοί οι αδελφοί Δαβανπόρ δεν θα ηδύναντο να τον λύσωσι, να +ζωγραφισθή εις το σώμα λαμβάνων ως υπόδειγμα τον μάγον, και να πράξη ότι +απητείτο όπως εξορκίζη τας βροχάς, πάντα ταύτα ήσαν υπόθεσις ολίγων ωρών, +αλλ' απητείτο η απίστευτος ευπιστία των ιθαγενών, όπως επιτύχη το έργον.<br /> + <br /> +Εν τη διηγήσει ταύτη, γενομένη ταχέως υπό του Ηρακλέους, ουδείς λόγος εγένετο +περί του Δικ Σανδ. </p> + +<p> — Και συ, Δικ; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων, </p> + +<p> — Εγώ, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο νεαρός δόκιμος, δεν ειμπορώ να σας +είπω τίποτε. Η τελευταία σκέψις μου ήτο δι' υμάς, διά τον Ζακ. Εις μάτην +προσεπάθησα να συντρίψω τα δεσμά, τα οποία με εκράτουν εις τον πάσσαλον . . . +Το ύδωρ είχεν υπερβή την κεφαλήν μου . . Είχον απολέσει τας αισθήσεις μου . . Ότε +επανέκτησα αυτάς, οπή τις κεκρυμμένη εντός των παπύρων της όχθης ταύτης μοι +εχρησίμευεν ως άσυλον, και ο Ηρακλής γονυπετής με περιποιείτο. </p> + +<p> — Θεέ μου, τι θα γίνη; απεκρίθη ο Ηρακλής, αφού είμαι ιατρός, γόης, +μάγος, μάντις, προφήτης;</p> + +<p> — Ηρακλή, ηρώτησεν η κυρία Βέλδων, ειπέ μοι πώς ηδυνήθης να σώσης +τον Δικ Σανδ;</p> + +<p> — Εγώ τον έσωσα, κυρία Βέλδων; απεκρίθη ο Ηρακλής; Το ρεύμα δεν +έθραυσε τον πάσσαλον εις τον οποίον ήτο δεδεμένος ο πλοίαρχός μας και δεν τον +παρέσυρεν εν τω μέσω της νυκτός μετά του ξύλου τούτου, εις το μέρος όπου τον +εύρον ημιθανή; Άλλως τε δε, τόσον δύσκολον ήτο με το σκότος εκείνο να ολισθήση +τις μεταξύ των εστρωμένων κατά γης θυμάτων, να περιμείνη την καταστροφήν του +οχυρώματος, να κολυμβήση εις το ύδωρ και καταβάλλων ολίγην τινά δύναμιν να +αποσπάση διά μιας κινήσεως της χειρός και τον πλοίαρχόν μας και τον πάσσαλον +εις τον οποίον οι αχρείοι εκείνοι τον είχον προσδέσει; Εις όλα ταύτα ουδέν το +έκτακτον. Ο πρώτος τυχών θα έπραττε τα αυτά. Ιδού, και αυτός ο κύριος +Βενέδικτος, ή ο Δίγγος. Τωόντι, διατί όχι ο Δίγγος;</p> + +<p>Μικρά υλακή ηκούσθη, και ο Ζακ, λαβών την μεγάλην κεφαλήν του κυνός, τω +έδωκε ολίγα μικρά φιλικά κτυπήματα. Είτα:</p> + +<p> — Δίγγε, ηρώτησε, συ έσωσες τον φίλον μας Δικ;</p> + +<p>Και συγχρόνως έσειε την κεφαλήν του κυνός εκ δεξιών προς τα αριστερά.<br /> + <br /> + — Λέγει όχι Ηρακλή, επανέλαβεν ο Ζακ. Βλέπεις λοιπόν ότι δεν τον έσωσεν +αυτός. Δίγγε, ο Ηρακλής έσωσε τον πλοίαρχόν μας;</p> + +<p>Και το μικρόν παιδίον ηνάγκασε την αγαθήν κεφαλήν του Δίγγου να κινηθή +πεντάκις η εξάκις εκ των κάτω προς τα άνω.<br /> + <br /> + — Λέγει ναι, Ηρακλή! λέγει ναι! έκραξεν ο μικρός Ζακ. Βλέπεις ότι συ τον +έσωσες. </p> + +<p> — Φίλε Δίγγε, είπεν ο Ηρακλής θωπεύων τον κύνα. Δεν πράττεις καλώς. +Με είχες υποσχεθή ότι δεν θα με προδώσης. </p> + +<p>Ναι, ο Ηρακλής είχε διακινδυνεύσει την ζωήν του, όπως σώση την του Δικ Σανδ. +Αλλ' ούτω ήτο πεπλασμένος και η μετριοφροσύνη του δεν τω επέτρεπε να +ομολογήση τούτο. Άλλως τε δε εύρισκε το πράγμα απλούστατον, και επανέλαβεν +ότι ουδείς των συντρόφων του ήθελε διστάσει να πράξη κατ' εκείνην την +περίστασιν ό,τι έπραξεν αυτός. </p> + +<p>Μετά ταύτα η κυρία Βέλδων ηρώτησε περί του γέροντος Τωμ, του υιού του +Ακτέωνος του Βαρθολομαίου, των ατυχών συντρόφων της. Έμαθεν ότι είχον +απέλθει προς την χώραν των λιμνών. Ο Ηρακλής τους είδε διερχομένους μετά της +συνοδείας των δούλων. Τους ηκολούθησε, χωρίς όμως να εύρη ευκαιρίαν τινά +όπως συγκοινωνήση μετ' αυτών. Είχον αναχωρήσει! Είχον απολεσθή!</p> + +<p>Και τον καλόν γέλωτα του Ηρακλέους διεδέχθησαν παχέα δάκρυα, τα οποία δεν +προσεπάθει να κρατήση. </p> + +<p> — Μη κλαίετε, φίλε μου, τω είπεν η κυρία Βέλδων. Τις οίδεν εάν ο +Δίγγος δεν μας κάμη την χάριν να τους επανίδωμεν ημέραν τινά. </p> + +<p>Λέξεις τινές επληροφόρησαν τότε τον Δικ Σανδ περί πάντων όσα συνέβησαν +κατά την διαμονήν της κυρίας Βέλδων εν τω πρακτορείω του Αλβέζ. </p> + +<p> — Ίσως, προσέθηκεν αύτη, θα ήτο καλλίτερον να μείνω εις το Καζονδέ. +</p> + +<p> — Τι αδέξιος όπου είμαι! εφώνησεν ο Ηρακλής. </p> + +<p> — Όχι, Ηρακλή, όχι, απεκρίθη ο Δικ Σανδ. Οι άθλιοι εκείνοι θα εύρισκον +το μέσον να παρασύρωσι την κυρίαν Βέλδων είς τινα παγίδα. Ας φύγωμεν όλοι +ομού και άνευ βραδύτητος. Θα φθάσωμεν εις την παραλίαν πριν ή ο Νεγορός +επιστρέψη εις την Μοσαμέδην. Εκεί, αι πορτογαλικαί αρχαί θα μας παρέξωσιν +άσυλον και προστασίαν, και όταν ο Αλβέζ παρουσιασθή όπως λάβη τας εκατόν +χιλιάδας των δολλαρίων . . . <br /> + <br /> + — Εκατόν χιλιάδας ραβδισμούς εις την κεφαλήν του αχρείου εκείνου +γέροντος! εφώνησεν ο Ηρακλής, και εγώ αναδέχομαι να τακτοποιήσω τον +λογαριασμόν. </p> + +<p>Εντούτοις, ήτο περιπλοκή, ει και προφανώς η κυρία Βέλδων ουδόλως +εσκέπτετο να επιστρέψη εις Καζονδέ. Επρόκειτο λοιπόν να προλάβωσι τον +Νεγορόν. Όλα δε τα μεταγενέστερα σχέδια του Δικ Σανδ ώφειλον να τείνωσι προς +τον σκοπόν τούτον.<br /> + <br /> +Ο Δικ Σανδ εξετέλεσεν επί τέλους το σχέδιον εκείνο, όπερ από πολλού είχε +συλλάβει, να φθάση εις την παραλίαν μεταχειριζόμενος το ρεύμα ποταμίου ή +ποταμού. Λοιπόν, το ρεύμα ήτο εκεί, η διεύθυνσίς του το έφερε προς βορράν, και +ήτο πιθανόν ότι εχύνετο εν τω Ζαΐρω. Εν τοιαύτη περιπτώσει, αντί να φθάσωσιν εις +Άγιον Παύλον της Λοάνδας, η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής θα έφθανον εις τα +στόμια του μεγάλου εκείνου ποταμού. Αλλ' αδιάφορον· αρκεί ότι συνδρομήν εις +τας αποικίας εκείνας της κάτω Γουινέας. </p> + +<p>Η πρώτη σκέψις του Δικ Σανδ, αποφασίσαντος να κατέλθη το ρεύμα του +ποταμίου εκείνου, υπήρξε να επιβή επί μιας των πλωτών εκείνων σχεδίων, είδους +πλεόντων νησιδίων, άτινα παμπληθή φέρονται επί της επιφανείας των +αφρικανικών ποταμών. </p> + +<p>Αλλ' ο Ηρακλής, περιπλανώμενος την νύκτα επί της όχθης ευτύχησε να εύρη +λέμβον φερομένην κατά τον ρουν του ποταμίου. Ο Δικ Σανδ δεν θα ηδύνατο να +ευχηθή καλλίτερον, και η τύχη τον εβοήθησε καλώς. Τωόντι δεν ήτο εξ εκείνων των +στενών λέμβων τας οποίας μεταχειρίζονται συνήθως οι ιθαγενείς. Η υπό του +Ηρακλέους ευρεθείσα ήτο εξ εκείνων των οποίων το μήκος υπερβαίνει τους +τριάκοντα πόδας, το πλάτος τους τέσσαρας, και τας οποίας πολλοί κωπηλάται +σύρουσι ταχέως επί των υδάτων των μεγάλων λιμνών. Η κυρία Βέλδων και οι +σύντροφοι αυτής ηδύναντο λοιπόν να εγκατασταθώσιν εν αυτή ανέτως, και ήρκει +να την κρατώσιν εις την διεύθυνσιν του ρεύματος διά τινος οπισθίας κώπης όπως +κατέλθωσι τον ποταμόν. </p> + +<p>Ευθύς εξ αρχής ο Δικ Σανδ, θέλων να διέλθη απαρατήρητος, εσχημάτισε το +σχέδιον να πλέωσι μόνον την νύκτα. Αλλά εάν έπλεον δώδεκα μόνον ώρας εις τας +εικοσιτέσσαρας, θα εδιπλασιάζετο η διάρκεια του διάπλου, όστις ηδύνατο να είναι +μακρός. Ευτυχώς ο Δικ Σανδ επεννόησε να καλύψη την λέμβον διά τινος θόλου εκ +μακρών χόρτων, άτινα υπεστηρίζοντο υπό δοκού εκτεινομένης από της πρώρας εις +την πρύμνην, και άτινα κρεμάμενα επί των υδάτων, έκρυπτον και αυτήν την +μακράν οπισθίαν κώπην. Ήθελέ τις υποθέσει ότι ήτο χορτοσωρός φερόμενος επί +του ρεύματος εν μέσω των κινουμένων νησίδων. Τοιαύτη δε ήτο η διάταξις της +καλύβης ταύτης, ώστε τα πτηνά ηπατώντο, και βλέποντα εκεί κόκκους προς +τροφήν, γλάροι ερυθρόρρυγχοι, αρίγγαι μελανοπτέρυγοι, αλκυόνες λευκόφαιαι, +ήρχοντο πολλάκις και εκάθηντο εκεί. </p> + +<p>Πλην τούτου, η χλοερά εκείνη στέγη εσχημάτιζεν άσυλον κατά του καύσωνος +του ηλίου. Πλους εκτελούμενος υπό τοιαύτας συνθήκας ηδύνατο λοιπόν να +εκτελεσθή άνευ κόπου σχεδόν, αλλ' ουχί άνευ κινδύνου.<br /> + <br /> +Τωόντι το διάστημα έμελλε να είναι μακρόν και θα ήτο ανάγκη να προμηθεύωνται +την καθημερινήν τροφήν. Ένεκα τούτου έπρεπε να θηρεύωσιν εις τας όχθας, εάν η +αλιεία δεν επήρκει, και ο Δικ Σανδ δεν είχεν άλλο όπλον ειμή εκείνο το οποίον είχε +λάβει μεθ' εαυτού ο Ηρακλής μετά την προσβολήν του μυρμηκώνος. Αλλ' είχεν +απόφασιν να μη απολέση ουδεμίαν βολήν. Ίσως μάλιστα, περών το όπλον του διά +των καλαμών της λέμβου θα ηδύνατο να πυροβολή ασφαλέστερον, ως κάτοικός τις +καλύβης διά των οπών του καταφυγίου του. </p> + +<p>Εν τούτοις η λέμβος παρεσύρετο υπό την επίδρασιν ρεύματος, ην ο Δικ Σανδ +υπελόγιζεν ουχί μικροτέραν των δύο μιλίων καθ' ώραν. Ήλπιζε λοιπόν να διανύση +περί τα πεντήκοντα μίλια εντός δύο ανατολών του ηλίου. Αλλ' ένεκα αυτής ταύτης +της ταχύτητος του ρεύματος εκείνου, απητείτο διαρκής προσοχή προς αποφυγήν +των προσκομάτων, βράχων, κορμών δένδρων, σκοπέλων του ποταμού. Προσέτι +υπήρχε φόβος μήπως το ρεύμα εκείνο μετεβάλλετο εις χείμαρρον, εις +καταρράκτην, όπερ συχνότατον εις τους αφρικανικούς ποταμούς. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ, εις ον η χαρά ότι επανείδε την κυρίαν Βέλδων και το τέκνον αυτής +απέδωκε τας δυνάμεις του, ετοποθετήθη εις την πρώραν της λέμβου. Διά μέσου +των μακρών χόρτων το βλέμμα του παρηκολούθει την διεύθυνσιν του ρεύματος και +είτε διά της φωνής είτε διά της χειρός υπεδείκνυεν εις τον Ηρακλέα, του οποίου η +στιβαρά χειρ εκράτει την κώπην, τι έδει να πράττη όπως τηρή την πρέπουσαν +θέσιν. </p> + +<p>Η κυρία Βέλδων, κατακεκλιμένη εις το μέσον επί στρωμνής εκ ξηρών χόρτων, +ήτο παραδεδομένη εις σκέψεις. Ο εξάδελφος Βενέδικτος, σιωπηλός, συσπών την +οφρύν εις την θέαν του Ηρακλέους, εις ον δεν συνεχώρει την παρέμβασίν του εις +την υπόθεσιν του μαντικόρου, σκεπτόμενος την απολεσθείσαν συλλογήν του και +τας εντομολογικάς σημειώσεις του, των οποίων την αξίαν δεν θα ηδύνατο να +εκτιμήσωσιν οι ιθαγενείς του Καζονδέ, ήτο εκεί, τους πόδας έχων προτεταμένους, +τους βραχίονας εσταυρωμένους επί του στήθους, και ανύψου ορμεμφύτως επί του +μετώπου τα δίοπτρα, τα οποία δεν υπήρχον πλέον επί της ρίνας του. Ο δε μικρός +Ζακ είχεν εννοήσει ότι δεν έπρεπε να ποιή θόρυβον, αλλ' επειδή το κινείσθαι δεν +ήτο απηγορευμένον, εμιμείτο τον φίλον του Δίγγον και έτρεχε τετραποδητί από του +ενός άκρου της λέμβου εις το άλλο. </p> + +<p>Κατά τας δύο πρώτας ημέρας η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής ετρέφοντο εκ +των οικονομιών τας οποίας ο Ηρακλής ηδυνήθη να προμηθευθή προ της +αναχωρήσεως. Ο Δικ Σανδ δεν εσταμάτησε λοιπόν ειμή επί τινας ώρας της νυκτός, +όπως αναπαυθή ολίγον. Δεν απέβη όμως εις την ξηράν επιφυλασσόμενος να πράξη +τούτο, εάν επιέζετο υπό της ανάγκης της ανανεώσεως των τροφών. </p> + +<p>Ουδέν επεισόδιον επήλθε κατά την έναρξιν του πλου επί του αγνώστου εκείνου +ποταμίου, ούτινος το πλάτος δεν ήτο μεγαλείτερον των εκατόν πεντήκοντα ποδών. +Νησίδια τινά παρεσύροντο εις την επιφάνειάν του και έπλεον μετά της αυτής +ταχύτητος ως η λέμβος. Ουδείς λοιπόν φόβος να συγκρουσθώσι μετ' αυτών, εκτός +εάν διέκοπτε την πορείαν των εμπόδιόν τι.<br /> + <br /> +Άλλως δε αι όχθαι εφαίνοντο ότι ήσαν έρημοι. Προφανώς τα μέρη εκείνα της +περιφερείας του Καζονδέ δεν εσυχνάζοντο υπό των ιθαγενών. </p> + +<p>Επί των ακτών άπειρα άγρια φυτά ευρίσκοντσ εν αφθονία και εκόσμουν αυτάς +διά των ζωηροτάτων χρωμάτων των. Ασκληπιοί, ξίφια, κρίνα, κληματίδες, +βαλσαμίναι, σκιαδοφόρα, αλόαι, πτερίδες δενδροειδείς, δενδρύλια μυροβόλα, +εσχημάτιζον τάπητα ασυγκρίτου λαμπρότητος. Δάση τινά έβρεχον ωσαύτως τας +άκρας των εις τα ρέοντα ύδατα. Άλλα δένδρα διάφορα έκλινον τα φυλλώματα +αυτών επί της όχθης. Αι υψηλαί αυτών κορυφαί, συνενούμεναι εις ύψος εκατών +ποδών, απετέλουν κοιτίδια αδιαπέραστα εις τας ηλιακάς ακτίνας. Πολλάκις όμως +έρριπτον και γέφυραν εκ κλάδων από της μιας όχθης εις την άλλην, και κατά την +ημέραν της 27, ο μικρός Ζακ, ουχί άνευ μεγάλου θαυμασμού, είδεν αγέλην +πιθήκων διερχομένων μίαν τοιαύτην γέφυραν και αλληλοκρατουμένων εκ της +ουράς διά την περίπτωσιν καθ' ήν η γέφυρα εκείνη ήθελε τυχόν συντριβή υπό το +βάρος των. </p> + +<p>Οι πίθηκοι ούτοι, εκ του είδους εκείνου των μικρών σιπανζέ, όπερ ονομάζεται +σοκός εν τη κεντρώα Αφρική, είναι ασχημότατα προϊόντα του πιθηκικού γένους· +μέτωπον χαμηλόν, πρόσωπον ανοικτόν κίτρινον, ώτα υψηλά τεθειμένα. Ζώσι κατ' +αγέλας ανά δέκα, υλακτούσιν ως συνήθεις κύνες και είναι επίφοβοι εις τους +ιθαγενείς από τους οποίους ενίοτε αρπάζουσι τα παιδία, όπως τα νύττωσιν ή τα +δάκνωσι. Διερχόμενοι την εκ κληματίδων γέφυραν, ουδόλως υπώπτευον ότι υπό +τον θαμνώδη εκείνον σωρόν τον οποίον παρέσυρε το ρεύμα, υπήρχεν ακριβώς έν +μικρόν παιδίον, όπερ θα της εχρησίμευεν ως διασκέδασις. Η μηχανή λοιπόν η +επινοηθείσα υπό του Δικ Σανδ ήτο κάλλιστα διατεθειμένη, αφού τα οξυδερκή +εκείνα ζώα ηπατώντο.<br /> + <br /> +Είκοσι μίλια απωτέρω, κατά την αυτήν εκείνην ημέραν η λέμβος εσταμάτησεν +αίφνης εις την πορείαν της. </p> + +<p> — Τι είναι; ηρώτησεν ο Ηρακλής ιστάμενος πάντοτε εις την κώπην της +πρύμνης. </p> + +<p> — Πρόσκομμά τι, απήντησεν ο Δικ Σανδ, αλλά πρόσκομμα φυσικόν.<br +/> + <br /> + — Πρέπει να το συντρίψωμεν, κύριε Δικ. </p> + +<p> — Ναι, Ηρακλή, με τον πέλεκυν. Νησίδιά τινα έπλευσαν μέχρις αυτού +και αντέστη.<br /> + <br /> + — Εις έργον λοιπόν πλοίαρχέ μου, εις έργον, απεκρίθη ο Ηρακλής ελθών εις +το έμπροσθεν μέρος της λέμβου. </p> + +<p>Το πρόσκομμα εκείνο εσχηματίζετο εκ της διακλαδώσεως στερεού τινος και +στιλπνοφύλλου χόρτου, όπερ συστρέφεται περί εαυτό και καθίσταται +αδιαπέραστον. Ονομάζεται τακατίκα και επιτρέπει να διέρχεταί τις ρεύματα πεζός, +εάν δεν φοβήται μήπως βυθισθή δώδεκα περίπου δακτύλους εις το χορτώδες +περίζωμά του. Μεγαλοπρεπείς κλάδοι λωτού εκάλυπτον την επιφάνειαν του +φραγμού εκείνου. </p> + +<p>Ήτο ήδη σκότος. Ο Ηρακλής ηδυνήθη ευκόλως να εξέλθη και τοσούτον +επιδεξίως μετεχειρίσθη τον πέλεκυν, ώστε μετά δύο ώρας ο φραγμός υπεχώρησε, +το ρεύμα ήνωσε πάλιν επί των οχθών τα δύο διασχιθέντα ημίσεά του και η λέμβος +επανέλαβε τον τακτικόν αυτής πλουν.<br /> + <br /> +Πρέπει να ομολογήσωμεν ότι το μέγα εκείνον παιδίον, ο εξάδελφος Βενέδικτος +ήλπισε προς στιγμήν ότι δεν θα διήρχοντο. Τοιούτος πλους τω εφαίνετο οχληρός. +Επόθει μάλιστα το πρακτορείον του Ιωσία Αντωνίου Αλβέζ και την καλύβην, ένθα +ευρίσκετο εισέτι το πολύτιμον αυτού εντομολογικόν κιβώτιον. Η λύπη του ήτο +πραγματικωτάτη, και κατά βάθος ο δυστυχής εκείνος ανήρ ήτο άξιος ελέους. Ούτε +έν έντομον εύρισκεν, ούτε έν.<br /> + <br /> +Οποία λοιπόν υπήρξεν η χαρά του όταν ο Ηρακλής — ο μαθητής του — τω έφερε +φρικώδες τι ζωύφιον όπερ εύρεν είς τι κλωνίον της τακατίκας εκείνης. Παράδοξον +πράγμα, ο αγαθός μαύρος εφαίνετο ολίγον αμηχανών, όταν έδιδε τούτο εις αυτόν. +</p> + +<p>Αλλά ποίας αναφωνήσεις εξέβαλεν ο εξάδελφος Βενέδικτος, όταν το έντομον +εκείνο, όπερ εκράτει μεταξύ του δείκτου και του αντίχειρος, το έφερεν όσω το +δυνατόν εγγύτερον των οφθαλμών του, τους οποίους πλέον μήτε δίοπτρα +ηδύναντο να βοηθήσωσιν.<br /> + <br /> + — Ηράκλεις! ανέκραξεν, Ηράκλεις! Α! τούτο αξίζει την συγχώρησίν του. +Εξαδέλφη Βέλδων! Δικ! Έν εξάπουν μοναδικόν εις το είδος του και καταγωγής +αφρικανικής. Τούτο τουλάχιστον δεν θα με το φιλονεικήσωσι και δεν θα το +αποχωρισθώ ενόσω ζω.<br /> + <br /> + — Είναι λοιπόν πολυτιμότατον; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. </p> + +<p> — Εάν είναι πολύτιμον! ανέκραξεν ο εξάδελφος Βενέδικτος. Έντομον το +οποίον δεν είναι μήτε κολεόπτερον, μήτε υμενόπτερον, όπερ δεν ανήκει εις +ουδεμίαν των δέκα τάξεων των ανεγνωρισμένων υπό των επιστημόνων· και όπερ +δεν θα εδίσταζέ τις να κατατάξη μάλλον εις το δεύτερον είδος των αραχνιδών! +Είδος τι αράχνης, όπερ θα ήτο αράχνη, εάν είχεν οκτώ πόδας, και όπερ είναι +εντούτοις εξάπουν, αφού δεν έχει ειμή έξ. Α φίλοι μου, ο ουρανός μοι εχρεώστει +μίαν χαράν και θα δώσω τέλος το όνομά μου εις μίαν επιστημονικήν ανακάλυψιν. +Το έντομον τούτο θα ονομασθή «εξάπους Βενέδικτος».<br /> + <br /> +Ο ένθους επιστήμων τοσούτον ήτο ευτυχής, τοσούτον ελησμόνει τας παρελθούσας +και μελλούσας αθλιότητας, ώστε η κυρία Βέλδων και ο Δικ Σανδ τον συνεχάρησαν +από καρδίας.<br /> + <br /> +Κατ' αυτό το διάστημα η λέμβος εκυλίετο επί των σκοτεινών υδάτων του ποταμίου. +Η σιωπή της νυκτός εταράσσετο μόνον υπό του κροταλισμού των σωμάτων των +κροκοδείλων ή του ραγχασμού των ιπποποτάμων, οίτινες έπαιζον επί των οχθών. +</p> + +<p>Είτα διά των κλωνίων των καλαμών, η σελήνη, εμφανισθείσα όπισθεν των +κορυφών των δένδρων, διέχυσε τας γλυκείας φαύσεις αυτής εντός της λέμβου. +</p> + +<p>Αίφνης επί της δεξιάς όχθης ηκούσθη μακρυνός θόρυβος, έπειτα κρότος +υπόκωφος, ως εάν γιγαντώδεις αντλίαι ειργάζοντο εν τη σκιά. </p> + +<p>Ήσαν πολλαί εκατοντάδες ελεφάντων, οίτινες χορτασθέντες εκ των ξυλωδών +ριζών, τας οποίας είχον φάγει κατά την ημέραν, ήρχοντο να ποτισθώσιν. Αληθώς +ηδύνατό τις να πιστεύση ότι όλαι εκείναι αι προβοσκίδες, ταπεινούμεναι και +ανυψούμενοι διά μιας και της αυτής αυτοματικής κινήσεως, έμελλον να +αποξηράνωσι το ποτάμιον.<br /> + </p> + + +<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΗ'. </h3> + +<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΔΙΑΦΟΡΑ ΕΠΕΙΣΟΔΙΑ</b></p> + +<p> +<br /> +Επί οκτώ ημέρας η λέμβος έπλεεν υπό την ώθησιν του ρεύματος και υπό τας +μνημονευθείσας συνθήκας. Ουδέν επεισόδιον οπωσούν σπουδαίον επεγένετο. Επί +διαστήματος πολλών μιλίων, το ποτάμιον έλουε τας άκρας μεγαλοπρεπών δασών. +Είτα η γη, απεγεγυμνωμένη των ωραίων τούτων δένδρων, άφινε τας ελώδεις +πεδιάδας να εκτείνωνται μέχρι των ορίων του ορίζοντος.<br /> + <br /> +Εάν οι ιθαγενείς έλειπον εκ της χώρας εκείνης, διά το οποίον ουδόλως +δυσηρεστείτο ο Δικ Σανδ, τα ζώα τουλάχιστον έβριθον εκεί. Ήσαν ζέβροι πέζοντες +επί των οχθών, άλκαι, κααμάς, είδος αντιλόπων χαριεστάτων, αίτινες εξηφανίζοντο +μετά της νυκτός, όπως εγκατασταθώσιν υπό των λεοπαρδάλεων, ων ηκούοντο οι +ορυγμοί και των λεόντων, οίτινες επήδων εις τα υψηλά χόρτα. Μέχρι τότε οι +φυγάδες ουδέν έπαθον εκ των αγρίων εκείνων σαρκοβόρων του δάσους ή του +ποταμίου. </p> + +<p>Εν τούτοις καθ' ημέραν σηνηθέστερον δε μετά μεσημβρίαν, ο Δικ Σανδ +προσήγγιζεν εις την μίαν ή την άλλην όχθην, απέβαινεν εκεί και κατώπτευε τα πέριξ +μέρη. </p> + +<p>Έπρεπε τωόντι να πράττη τούτο προς ανανέωσιν της καθημερινής τροφής. Εις +το μέρος εκείνο εστερημένον πάσης καλλιεργείας δεν ηδύνατό τις να έχη τας +ελπίδας του εις το μανιόκον ή τον σόργον ή τον αραβόσιτον, καρπούς οίτινες +απαρτίζουσι την φυτικήν τροφήν των ιθαγενών φυλών. Τα φυτά ταύτα δεν +εβλάστανον εκεί ειμή εν αγρία καταστάσει και δεν ήσαν εδώδιμα. Ήτο λοιπόν +ηναγκασμένος ο Δικ Σανδ να θησεύη, ει και ο κρότος του πυροβόλου του ηδύνατο +να εφελκύση κακήν τινα συνάντησιν. </p> + +<p>Ήναπτον πυρ περιστρέφοντες ραβδίον εντός αγρίας συκής κατά τον ιθαγενή +τρόπον ή μάλλον κατά τον πιθηκικόν τρόπον, καθότι βεβαιούσιν ότι γορίλλοι τινές +διά τοιούτου τρόπου προμηθεύονται πυρ. Είτα έψηνον διά πολλάς ημέρας ολίγον +κρέας άλκης ή αντιλόπης. Κατά την ημέραν της 4 Ιουλίου ο Δικ Σανδ κατώρθωσε +μάλιστα να φονεύση διά μιας μόνης βολής έν ποκού, όπερ τω παρέσχε καλήν +προμήθειαν τροφής. Το ζώον τούτο έχει μήκος πέντε ποδών, μακρά κέρατα μετά +δακτυλίων, τρίχωμα ερυθροκίτρινον μετά στιγμάτων λαμπρών, κοιλίαν λευκήν, και +το κρέας αυτού ευρέθη εξαίρετον. </p> + +<p>Εκ τούτου έπεται ότι λαμβανομένων υπ' όψει των σχεδόν καθημερινών τούτων +αποβάσεων και των ωρών αναπαύσεως τας οποίας έπρεπε να λαμβάνωσι κατά την +νύκτα των μέχρι της 8 Ιουλίου διανυθέν διάστημα δεν ήτο πλειότερον των εκατόν +μιλίων. Και όμως ήτο σημαντικόν, και ήδη ο Δικ Σανδ εσκέπτετο πού θα τον έφερε +το ατελείωτον εκείνο ποτάμιον, του οποίου το ρεύμα δεν απερρόφα εισέτι ειμή +ελάχιστα τινά παραποτάμια και δεν επλατύνετο σημαντικώς. Η δε γενική αυτού +διεύθυνσις αφού επί πολύν χρόνον ήτο βόρειος, εκάμφθη τότε εις +βορειοδυτικήν.<br /> + <br /> +Όπως δήποτε το ποτάμιον εκείνο συνετέλει και τούτο εις εύρεσιν τροφής. Μακραί +κλιματίδες φέρουσαι εις τας άκρας αυτών ακάνθας εν είδει αγκίστρων, παρείχον +σαντζίκας λεπτοτάτας εις την γεύσιν, ουζάκας μαύρας λίαν επιζητήτους, μόνδας +πλατυκεφάλους, και μικρούς δαγάλας φίλους των ρεόντων υδάτων.<br /> + <br /> +Κατά την ημέραν της 9 Ιουλίου, ο Δικ Σανδ εδέησε να επιδείξη άπασαν την +ψυχραιμίαν του. Ήτο μόνος εις την ξηράν παραφυλλάτων ένα κααμάν, του οποίου +τα κέρατα εφαίνοντο άνωθεν θαμνώδους πυκνώματος, ότε εις τριάκοντα βημάτων +απόστασιν ανεπήδησε φοβερός τις κυνηγός, όστις βεβαίως ήλθε να απαιτήση το +μερίδιόν του εκ της λείας και δεν ήτο τοιούτος ώστε να την εγκαταλείψη. </p> + +<p>Ήτο λέων τεραστίου αναστήματος, εξ εκείνων τους οποίους οι ιθαγενείς +ονομάζουσι καράμος, και ουχί εκ του άνευ χαίτης εκείνου είδους, όπερ καλείται +λέων του Νυατή. Ο λέων εκείνος είχε πέντε ποδών ύψος, ήτο ζώον φοβερόν.<br /> + <br /> +Δι' ενός άλματος ο λέων επέπεσε κατά του κααμά, τον οποίον η σφαίρα του Δικ +Σανδ είχε ρίψει χαμαί, και όστις πλήρης έτι ζωής έσπαιρε κράζων υπό τους όνυχας +του τρομερού ζώου. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ, αφοπλισθείς, δεν έσχε καιρόν να θέση δεύτερον φυσίγγιον εις το +όπλον του. </p> + +<p>Διά πρώτου βλέμματος ο λέων τον είδεν, αλλ' ηρκέσθη κατ' αρχάς να τον +παρατηρή. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ έμεινε κύριος εαυτού και ουδέν κίνημα εποίησεν. Ενεθυμήθη ότι εν +τοιαύτη περιστάσει η ακινησία δύναται να γίνη σωτηρία. Δεν επειράθη να +πληρώση αύθις το όπλον του, αλλ' ούτε προσεπάθησε να φύγη. </p> + +<p>Ο λέων τον παρετήρει πάντοτε διά των ερυθρών και φωτοβόλων οφθαλμών +του. Εδίστασε μεταξύ της μιας λείας και της άλλης, εκείνης ήτις εκινείτο. Εάν ο +κααμάς δεν συνεσπειρούτο υπό τους όνυχας του λέοντος, ο Δικ Σανδ θα ήτο +απολωλός. </p> + +<p>Δύο στιγμαί παρήλθον τοιουτοτρόπως. Ο λέων έβλεπε τον Δικ Σανδ, και ο Δικ +Σανδ έβλεπε τον λέοντα, χωρίς να κινήση καν τα βλέφαρα. </p> + +<p>Και τότε ο λέων διά μεγαλοπρεπούς κινήσεως του στόματος αναρπάσας τον +σπαίροντα κααμάν απήγαγεν αυτόν ως λαγωόν, και πλήττων διά της φοβεράς +ουράς του τα δενδρύλλια εγένετο άφαντος εις τας λόχμας.<br /> + <br /> +Ο Δικ Σανδ διέμεινεν ακίνητος επί τινας στιγμάς, είτα εγκατέλειπε την θέσιν του, +και επιστρέψας προς τους συντρόφους του δεν τοις ωμίλησε περί του κινδύνου +από του οποίου διά της ψυχραιμίας του εσώθη. Αλλ' εάν, αντί να διαπλέωσιν το +ταχύ εκείνο ρεύμα, οι φυγάδες ηναγκάζοντο να διέλθωσι τας πεδιάδας και τα δάση +συχναζόμενα υπό ομοίων θηρίων, ίσως την ώραν ταύτην μήτε είς των ναυαγών του +«Πίλγριμ» θα εσώζετο. </p> + +<p>Εν τούτοις, εάν τότε η χώρα ήτο ακατοίκητος, δεν υπήρξεν όμως πάντοτε +τοιαύτη. Πολλάκις, επί τινων καθιζήσεων του εδάφους, θα ηδύναντο να ανεύρωσιν +ίχνη αρχαίων χωρίων. Οδοιπόρος ειθισμένος να διατρέχη τα μέρη εκείνα, ως +έπραττεν ο Δαβίδ Λίβιγγστων, δεν θα ηπατάτο.<br /> + <br /> +Βλέπων τις τα υψηλά εκείνα εξ ευφόρβων ικριώματα καλυβών, και την ιεράν +συκήν, μεμονωμένως ορθουμένην εν τω μέσω του περιβόλου, θα εβεβαίου ότι +κώμη τις υπήρχεν άλλοτε εκεί. Αλλά, κατά τα ιθαγενή έθιμα, ο θάνατος αρχηγού +τινος αρκεί να αναγκάση τους κατοίκους να εγκαταλείψωσι τας κατοικίας των και +μεταφέρωσιν αυτάς εις άλλο σημείον της χώρας.<br /> + <br /> +Ίσως ωσαύτως εις το μέρος εκείνο, όπερ διέσχιζεν ο ποταμός, φυλαί τινες +κατώκουν υπό την γην ως εις άλλα μέρη της Αφρικής. Οι άγριοι εκείνοι, +ευρισκόμενοι εις την εσχάτην βαθμίδα της ανθρωπότητος, μόνον κατά την νύκτα +εξέρχονται των οπών των ως τα θηρία εκ της φωλεάς των, αλλ' η συνάντησις και +των μεν και των δε είναι επικίνδυνος.<br /> + <br /> +Ο Δικ Σανδ δεν ηδύνατο ν' αμφιβάλλη ότι εκεί ήτο τόπος ανθρωποφάγων. Τρις ή +τετράκις, είς τινα ανοικτά μέρη, εν μέσω τεφρών μόλις ψυχρανθεισών, εύρεν +ημίκαυστα ανθρώπινα οστά, λείψανα φρικώδους τινός δείπνου. Τους +ανθρωποφάγους δε εκείνους του άνω Καζονδέ ολεθρία τύχη ηδύνατο να φέρη εις +τας όχθας εκείνας, καθ' ήν στιγμήν απέβαινεν ο Δικ Σανδ. Τούτου ένεκα δεν +προσήγγιζε πλέον άνευ μεγάλης ανάγκης και επί τη υποσχέσει του Ηρακλέους ότι +εις την ελαχίστην ειδοποίησιν θα ώθει ούτος την λέμβον εις τα εμπρός. Ο αγαθός +μαύρος υπέσχετο τούτο, αλλ' όταν ο Δικ Σανδ απέβαινεν εις την όχθην, δυσκόλως +απέκρυπτεν από την κυρίαν Βέλδων την θανάσιμον ανησυχίαν του.<br /> + <br /> +Κατά την εσπέραν της 10 Ιουλίου εδέησε να διπλασιάσωσι την προσοχήν των. Επί +της δεξιάς όχθης υψούτο χωρίον εκ τριακοντάδος κατοικιών επί πασσάλων. Ήσαν +ηναγκασμένοι να διέλθωσι δι' αυτών, καθότι εις το αριστερόν μέρος ο ποταμός ήτο +άβατος ένεκα των διεσπαρμένων βράχων.<br /> + <br /> +Αλλά το χωρίον εκείνο κατωκείτο. Πυρά τινα έλαμπον κάτωθεν των καλυβών. +Ηκούοντο δε φωναί αίτινες ηδύναντο να εκληφθώσιν ως βρυχηθμοί. Εάν κατά +δυστυχίαν, ως τούτο συμβαίνει πολλάκις, ήσαν μεταξύ των πασσάλων ηπλωμένα +δίκτυα, θα εξηγείρετο η προσοχή των κατοίκων, καθ' όν χρόνον η λέμβος θα +προσεπάθει να παραβιάση την δίοδον.<br /> + <br /> +Ο Δικ Σανδ, καθήμενος εμπρός, έδιδε χαμηλή τη φωνή οδηγίας, όπως αποφύγωσι +πάσαν σύγκρουσιν μετά των υποποταμίων εκείνων οικοδομών. Η νυξ ήτο καθαρά. +Έβλεπον μεν αρκούντως όπως διευθύνονται, αλλ' ηδύναντο ωσαύτως να γίνωσιν +ορατοί.<br /> + <br /> +Παρήλθον στιγμαί τινες τρομεραί. Δύο ιθαγενείς, συνδιαλεγόμενοι υψηλή τη +φωνή, εκάθηντο συνεσπειρωμένοι επί των πασσάλων, μεταξύ των οποίων το +ρεύμα παρέσυρε την λέμβον, της οποίας η διεύθυνσις δεν ηδύνατο να μεταβληθή +διά της στενοτάτης εκείνης διόδου. Δεν θα την έβλεπον λοιπόν, και εις τας κραυγάς +των δεν υπήρχε φόβος μήπως όλη η κώμη ήθελε προσδράμει;</p> + +<p>Διάστημά τι εκατόν ποδών το πολύ έμενε να διανυθή, ότε ο Δικ Σανδ ήκουσε +τους δύο ιθαγενείς ανταποκρινομένους ζωηρότερον. Ο είς εδείκνυεν εις τον άλλον +τον θαμνώδη σωρόν, όστις έπλεε και ηπείλει να σχίση τα δίκτυα, τα οποία κατ' +εκείνην την στιγμήν κατεγίνοντο να απλώσωσι.<br /> + <br /> +Ενώ δε τα ανέσυρον κατεσπευσμένως προσεκάλεσαν και άλλους προς +βοήθειαν.<br /> + <br /> +Πέντε ή εξ μαύροι κατρεκύλισαν αμέσως διά των πασσάλων και εκαθέσθησαν επί +των συνοδευουσών αυτούς εγκαρσίων δοκών εκφέροντες κραυγάς, τας οποίας +αδύνατον να φαντασθή τις. </p> + +<p>Εξ εναντίας εν τη λέμβω απόλυτος επεκράτει σιγή εκτός διαταγών τινων του Δικ +Σανδ διδομένων χαμηλή τη φωνή· και ακινησία τελεία, εκτός της τακτικής κινήσεως +του δεξιού βραχίονος του Ηρακλέους χειριζομένου την κώπην, ενίοτε υπόκωφος +γρυλλισμός του Δίγγου, του οποίου ο μικρός Ζακ εκράτει τας δύο σιαγόνας +συνεσφιγμένας εντός των χειρών του· έξω ο μορμυρισμός του ρεύματος +συντριβομένου επί των πασσάλων· άνωθεν δε αι άγριαι φωναί των +ανθρωποφάγων. </p> + +<p>Εν τούτοις οι ιθαγενείς έσυρον ταχέως τα δίκτυα. Εάν ανηγείρονται εγκαίρως, η +λέμβος θα διήρχετο, άλλως θα περιεπλέκετο, και αλλοίμονον εις εκείνους οίτινες +έπλεον μετ' αυτής! Όσον δ' αφορά την μεταβολήν ή την διακοπήν της πορείας, ο +Δικ Σανδ δεν ηδύνατο να επιτύχη τούτο, καθότι το ρεύμα βιαιότερον εις το στενόν +εκείνο μέρος, τον παρέσυρεν ταχύτερον. </p> + +<p>Μετά ήμισυ λεπτόν της ώρας η λέμβος εισήλθε μεταξύ των πασσάλων. Εξ +ακατανοήτου δε τύχης οι ιθαγενείς διά τελευταίας προσπαθείας ανέσυρον τα +δίκτυα. </p> + +<p>Αλλ' η λέμβος διερχομένη, ως είχε φοβηθή ο Δικ Σανδ, απώλεσε μέρος των +χόρτων, άτινα εκυμάτιζον εις την δεξιάν πλευράν αυτής. </p> + +<p>Είς των ιθαγενών εξέφερε κραυγήν. Είχεν άρα γε ιδεί τους εν αυτή +κρυπτομένους και ειδοποίησε τους συντρόφους του; . . . Το πράγμα ήτο πλέον ή +πιθανόν. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού ήσαν ήδη μακράν, και μετά τινας στιγμάς υπό την +ώθησιν του ρεύματος εκείνου μεταβεβλημένου εις είδος τι χειμάρρου έχασαν εκ +της οράσεώς των το υποβρύχιον χωρίον.<br /> + <br /> + — Εις την αριστεράν όχθην! διέταξεν ο Δικ Σανδ εκ φρονήσεως. Η κοίτη +έγινε πάλιν βατή. </p> + +<p> — Εις την αριστεράν όχθην, είπεν ο Ηρακλής, δίδων ισχυράν στροφήν +εις την κώπην. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ εκαθέσθη πλησίον του και παρετήρησε την επιφάνειαν των υδάτων, +τα οποία η σελήνη εφώτιζε ζωηρώς και ουδέν ύποπτον είδεν. Ουδεμία λέμβος τον +κατεδίωκεν. Ίσως οι άγριοι εκείνοι δεν είχον τοιαύτην, και όταν ανέτειλεν η ημέρα +μήτε επί των οχθών συνέβη τι. Εν τούτοις, προς μείζονα προφύλαξιν, η λέμβος +παρηκολούθησε σταθερώς την αριστεράν όχθην. </p> + +<p>Κατά τας τέσσαρας ακολούθους ημέρας, από της 11 μέχρι της 14 Ιουλίου, η +κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής παρετήρησαν ότι το μέρος εκείνο της χώρας είχε +μεταβλητή επαισθητώς. Δεν ήτο μόνον τόπος έρημος, αλλά καθαυτό έρημος, και +ηδύνατό τις να την παραβάλη προς την Καλαχάρην, εκείνην την εξερευνηθείσαν +υπό του Λιβιγγστώνος κατά την πρώτην αυτού περιήγησιν. Το αυχμηρόν έδαφος +δεν ανεμίμνησκε τας ευφόρους πεδιάδας της άνω χώρας. </p> + +<p>Και πάντοτε ο ατέρμων εκείνος ρύαξ, ον ηδύναντο καλώς να ονομάσωσι +ποταμόν, επειδή εφαίνετο ότι απέληγεν εις αυτόν, τον Ατλαντικόν. </p> + +<p>Το ζήτημα της τροφής εις τον ξηρόν εκείνον τόπον κατέστη δύσλητον. Ουδέν +υπελείπετο πλέον εκ των προσλαβουσών οικονομιών. Η αλιεία ήτο μηδαμινή, η +θήρα εξέλειπεν. Άλκαι, αντιλόπαι, ποκού και άλλα ζώα δεν θα εύρισκον πώς να +ζήσωσιν εις την έρημον εκείνην, μετ' αυτών δε θα συνεξηφανίζοντο και τα +σαρκοβόρα. </p> + +<p>Τούτου ένεκα την νύκτα δεν αντήχουν πλέον οι συνήθεις βρυχηθμοί, αλλά +μόνον η συναυλία εκείνη των βατράχων, την οποίαν ο Καμερών παραβάλλει προς +τον θόρυβον των πακτωτών και των τρυπητών ναυπηγείων. </p> + +<p>Επί των δύο οχθών η πεδιάς ήτο ομαλή και γυμνή δένδρων μέχρι των +απωτάτων λόφων, οίτινες περιώριζον αυτήν προς ανατολάς και προς δυσμάς. Τα +εφόρβια εφύοντο μόνα και άφθονα· ουχί τα ευφορβιοειδή εκείνα τα παράγοντα +τον άλευρον του μανιακού, αλλ' εκείνα άτινα παράγουσιν έλαιον δυνάμενον να +χρησιμεύση προς διατροφήν. </p> + +<p>Έπρεπεν εν τούτοις να μεριμνήσωσι περί τροφής. Ο Δικ Σανδ, δεν είξευρε τι να +πράξη, ο δε Ηρακλής τω υπέμνησεν εγκαίρως ότι οι ιθαγενείς έτρωγον πολλάκις +νεαρούς βλαστούς πτερίδων και τον μυελόν εκείνον, ον περιέχει ο κορμός του +παπύρου. Αυτός ο ίδιος ενώ παρηκολούθει διά του δάσους την συνοδείαν του Ιβν +Χαμή, ηναγκάσθη πλέον ή άπαξ να καταφύγη εις το μέσον τούτο όπως κατευνάση +την πείναν του. Ευτυχώς πτερίδες και πάπυροι υπήρχον άφθονοι κατά μήκος της +όχθης και ο μυελός, του οποίου η ουσία είναι σακχαρώδης, πολύ ήρκεσεν εις +όλους ιδιαιτέρως δε εις τον μικρόν Ζακ. Εν τούτοις η τροφή αύτη δεν ήτο +ενδυναμωτική, αλλά την επιούσαν, χάρις εις τον εξάδελφον Βενέδικτον εύρον +καλλιτέραν. </p> + +<p>Από της ανακαλύψεως του «Εξάποδος Βενεδίκτου», όπερ έμελλε να +απαθανατίση το όνομά του, ο εξάδελφος Βενέδικτος επανέλαβε τον συνήθη βίον +του. Αφού έθεσε το έντομον εις μέρος ασφαλές, δηλαδή το καθήλωσε διά +καρφίδος εις το υπόστρωμα του πίλου του, ο επιστήμων επανέλαβε τας +αναζητήσεις του κατά τας ώρας της αποβάσεως. Κατ' εκείνην λοιπόν την ημέραν +ερευνών εις τα υψηλά χόρτα, εξήγειρε πτηνόν τι, του οποίου το πτέρωμα είλκυσε +την προσοχήν του. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ ητοιμάσθη να πυροβολήση, ότε ο εξάδελφος Βενέδικτος +ανέκραξε:</p> + +<p> — Μη πυροβολήτε, Δικ, μη πυροβολήτε. Πτηνόν διά πέντε άτομα θα ήτο +ανεπαρκές. </p> + +<p> — Θα αρκέση εις τον Ζακ, απεκρίθη ο Δικ Σανδ σκοπεύων εκ δευτέρου +το πτηνόν, όπερ δεν έσπευδε να πετάξη. </p> + +<p> — Όχι, όχι, επανέλαβεν ο εξάδελφος Βενέδικτος. Μη πυροβολήτε. είναι +δείκτης, και θα μας προμηθεύση άφθονον μέλι. </p> + +<p>Ο Δικ κατεβίβασε το όπλον του υπολογίζων επί τέλους ότι λίτραι τινές μέλιτος +ήσαν προτιμότεροι ενός πτηνού, και αμέσως αυτός και ο εξάδελφος Βενέδικτος +ηκολούθησαν τον δείκτην, όστις επικαθήμενος και ανιπτάμενος αλληλοδιαδόχως +τους προσεκάλει να τον ακολουθήσωσι. </p> + +<p>Δεν ηναγκάσθησαν να μεταβώσι μακράν, και μετά τινα λεπτά της ώρας γηραιοί +κορμοί κεκρυμμένοι μεταξύ των ευφορβίων ενεφανίσθησαν εν τω μέσω ηχηρού +βόμβου μελισσών. </p> + +<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος θα επεθύμει ίσως να μη στερήση από τα βιομήχανα +εκείνα υμενόπτερα τον καρπόν της εργασίας των. Αλλ' ο Δικ Σανδ δεν εννόει τούτο. +Εκάπνισε τας μελίσσας διά ξηρών χόρτων και συνέλεξε μεγάλην ποσότητα μέλιτος. +Είτα εγκαταλείπων εις τον δείκτην τας μελικηρίδας, αίτινες απαρτίζουσι το μερίδιον +του κέρδους του, επανήλθε μετά του εξαδέλφου Βενεδίκτου εις την λέμβον. </p> + +<p>Το μέλι εγένετο ευχαρίστως δεκτόν, αλλ' επί τέλους μικρόν πράγμα ήτο· +άπαντες θα υπέφερον σκληρώς εκ της πείνης, εάν κατά την ημέραν της 12 η λέμβος +δεν έφθανε πλησίον όρμου βρίθοντος εξ ακρίδων. Ήσαν μυριάδες, και εκάλυπτον +το έδαφος και τους θάμνους ανά δύο και τρεις σειράς. Επειδή δε ο εξάδελφος +Βενέδικτος είπεν ότι οι ιθαγενείς ετρέφοντο πολλάκις διά των ορθοπτέρων εκείνων +— όπερ ήτο ακριβέστατον — επέπεσαν επί του μάννα εκείνου. Υπήρχον εκεί +τοσαύται ώστε να φορτώσωσι δεκάκις την λέμβον, και φρυγόμεναι επί πυρός +ησύχου, αι εδώδιμοι αύται ακρίδες δύνανται να φανώσιν εξαίρετοι και εις αυτούς +τους ολιγώτερον πεινώντας ανθρώπους. Εις το μερίδιόν του ο εξάδελφος +Βενέδικτος έφαγεν αρκετήν ποσότητα, στενάζων μεν αληθώς, αλλ' όμως έφαγεν. +</p> + +<p>Εν τούτοις ήτο καιρός να λάβη πέρας η μακρά αύτη σειρά ηθικών και φυσικών +δοκιμασιών. Ει και ο πλους επί του ταχέος εκείνου ποταμίου δεν υπήρξε +κοπιαστικός, όσον ήτο η πορεία εις τα πρώτα δάση της χώρας, εν τούτοις ο +υπερβολικός καύσων της ημέρας, αι υγραί αναθυμιάσεις της νυκτός, αι αδιάκοποι +επιθέσεις των κωνώπων, πάντα ταύτα καθίστων πάλιν οχληράν την του ρεύματος +κάθοδον. Ήτο καιρός πλέον να φθάσωσι και εν τούτοις ο Δικ Σανδ δεν ηδύνατο να +προσδιορίση ουδέν τέρμα εις τον πλουν εκείνον. Οκτώ ημέρας θα διήρκει ή ένα +μήνα; ουδεμία ένδειξις. Εάν το ποτάμιον έρρεε κατ' ευθείαν προς δυσμάς, θα +ευρίσκοντο ήδη επί της βορείας ακτής της Αγγόλας, αλλ' η γενική διεύθυνσις +υπήρξε μάλλον βορεινή και τοιουτοτρόπως θα έπλεον επί πολύν χρόνον, πριν +φθάσωσιν εις την παραλίαν. Ήτο λοιπόν ο Δικ Σανδ εις άκρον ανήσυχος, ότε +εγένετο αίφνης μεταβολή διευθύνσεως κατά την πρωίαν της 14 Ιουλίου. </p> + +<p>Ο μικρός Ζακ ήτο εις το έμπροσθεν μέρος της λέμβου και παρετήρει διά των +καλάμων, ότε μεγάλη έκτασις ύδατος εφάνη εις τον ορίζοντα. </p> + +<p> — Η θάλασσα! ανεφώνησεν. </p> + +<p>Εις την λέξιν ταύτην ο Δικ Σανδ ανεσκίρτησε και ήλθε πλησίον του μικρού Ζακ. +</p> + +<p> — Η θάλασσα! είπεν. Όχι, όχι ακόμη, αλλά τουλάχιστον ποταμός όστις +ρέει προς δυσμάς, και του οποίου παραπόταμος είναι ο παρών. Ίσως είναι ούτος ο +Ζαΐρος. </p> + +<p> — Ο Θεός να σε εισακούση, Δικ, είπεν η κυρία Βέλδων. Ναι, διότι εάν +ήτο ο Ζαΐρος εκείνος ή Κόγγος τον οποίον ο Στάνλεϋ έμελλε να ανακαλύψη μετά +τινα έτη, δεν είχον πλέον να πράξωσι άλλο ειμή να κατέλθωσι το ρεύμα του, όπως +φθάσωσιν εις τας πορτογαλικός κώμας του στομίου. Ο Δικ Σανδ ήρχισε να πιστεύη +το τοιούτο. </p> + +<p>Κατά τας ημέρας της 15, 16, 17 και 18 Ιουλίου, εν τω μέσω χώρας ολιγώτερον +ξηράς, η λέμβος έπλευσεν επί των αργυροστίλπνων υδάτων του ποταμού. Εν +τούτοις αι αυταί προφυλάξεις ελαμβάνοντο και εφαίνετο πάντοτε ότι το ρεύμα +εκύλιε σωρόν χόρτων.<br /> + <br /> +Μετά τινας ώρας βεβαίως οι επιζώντες του «Πίλγριμ» θα έβλεπον το τέρμα των +δυστυχιών των. Εις έκαστον θα απεδίδετο αναλόγως, η μερίς της αφοσιώσεως και +εάν ο νεαρός δόκιμος δεν διεξεδίκει την μεγαλειτέραν, η κυρία Βέλδων θα την +διεξεδίκει υπέρ αυτού. </p> + + +<p>Αλλά κατά την νύκτα της 18 Ιουλίου συνέβη τι, όπερ έμελλε να διακινδυνεύση +την σωτηρίαν πάντων.<br /> + <br /> +Περί την τρίτην ώραν της πρωίας, μακρυνός θόρυβος ηκούσθη προς δυσμάς. Ο Δικ +Σανδ, πλήρης αγωνίας ηθέλησεν να μάθη πόθεν προήρχετο ο θόρυβος εκείνος. Ενώ +δε η κυρία Βέλδων, ο Ζακ και ο εξάδελφος Βενέδικτος εκοιμώντο εις το βάθος της +λέμβου, προσεκάλεσε τον Ηρακλέα εις την πρώραν και τω συνέστησε να ακροασθή +μετά μεγάλης προσοχής. </p> + +<p>Η νυξ ήτο ήσυχος. Ουδεμία πνοή εκίνει τα ατμοσφαιρικά στρώματα. </p> + +<p> — Είναι θόρυβος θαλάσσης! είπεν ο Ηρακλής του οποίου οι οφθαλμοί +ήστραψαν εκ χαράς.</p> + +<p> — Όχι, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, κινών την κεφαλήν . . . </p> + +<p> — Τι είναι λοιπόν; ηρώτησεν ο Ηρακλής. </p> + +<p>Ας περιμείνωμεν την ημέραν, αλλ' ας προσέχωμεν πολύ. Μετά την απόκρισιν, ο +Ηρακλής επανήλθεν εις την θέσιν του. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ έμεινεν εις το έμπροσθεν μέρος και ηκροάζετο πάντοτε. Ο θόρυβος +ηύξανε. Μετ' ολίγον ηκούετο ως μυκηθμός μακρυνός. </p> + +<p>Η ημέρα εφάνη, σχεδόν άνευ ηούς. Άνωθεν του ποταμού, εις απόστασιν +ημίσεως περίπου μιλίου, είδος τι νέφους εκυμαίνετο εν τη ατμοσφαίρα. Αλλά δεν +ήσαν ατμοί, τούτο δε εγένετο καταφανές ότε, από τας πρώτας ηλιακάς ακτίνας, +αίτινες διήλθον διασχίσασαι αυτούς, θαυμασία ίρις ανεπτύχθη από της μιας εις την +άλλην όχθην. </p> + +<p> — Εις την όχθην! έκραξεν ο Δικ Σανδ, του οποίου η φωνή αφύπνισε την +κυρίαν Βέλδων. Υπάρχουσι καταρράκται! Τα νέφη ταύτα είναι ύδωρ +κονιοποιημένον. Εις την όχθην, Ηρακλή!</p> + +<p>Ο Δικ Σανδ δεν ηπατάτο. Εμπρός το έδαφος εξηφανίζετο επί εκατόν πόδας από +της κοίτης του ποταμού, του οποίου τα ύδατα εβαραθρούντο μετ' αγερώχου αλλ' +ακατασχέτου ορμής. Ήμισυ μίλιον έτι και η λέμβος θα παρεσύρετο εις την άβυσον. +</p> + + + +<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΘ'. </h3> + +<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>Σ. Β. </b></p> + +<p> +<br /> +Ο Ηρακλής, δι' ισχυρού κινήματος της κώπης, ώρμησε προς την αριστεράν όχθην. +Άλλως τε το ρεύμα δεν ήτο ταχύ εις το μέρος εκείνο και η κοίτη του ποταμού +διετήρει μέχρι των καταρρακτών την τακτικήν αυτής κλίσιν. Ως είπομεν ήδη το +έδαφος εξηφανίζετο αίφνης και η έλξις δεν εγίνετο επαισθητή ειμή τριακοσίους ή +τετρακοσίους πόδας κάτωθεν του καταρράκτου. </p> + +<p>Επί της αριστεράς όχθης υψούντο μεγάλα δάση πυκνότατα. Ουδέν φως εισέδυε +διά του αδιαπεράστου αυτών παραπετάσματος. Ο Δικ Σανδ μετά τρόμου έβλεπε +την γην εκείνην κατοικουμένην υπό των ανθρωποφάγων του κάτω Κόγγου, την +οποίαν τώρα έπρεπε να διέλθωσι, καθότι η λέμβος δεν ηδύνατο πλέον να +ακολουθήση το ρεύμα. Περί μεταφοράς της λέμβου κάτωθεν των καταρρακτών +μήτε σκέψις ηδύνατο να γίνη. Ήτο λοιπόν φοβερόν δυστύχημα πλήττον τους +δυστυχείς εκείνους κατά την παραμονήν ίσως της αφίξεώς των εις τας +πορτογαλικάς κώμας του στομίου. Αλλ' αφού εβοήθησαν αλλήλους τόσον καλώς, +δεν θα τους εβοήθει και ο Θεός;</p> + +<p>Η λέμβος έφθασε μετ' ολίγον εις την αριστεράν όχθην του ποταμού. Καθ' όσον +δε επλησίαζεν, ο Δίγγος έδιδε παράδοξα σημεία ανυπομονησίας και θλίψεως +συγχρόνως. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ όστις τον παρετήρει, — καθότι τα πάντα ήσαν κίνδυνος, — εσκέφθη +μήπως θηρίον ή ιθαγενής εκρύπτετο εντός των παπύρων της ακτής. Αλλ' +εβεβαιώθη μετ' ολίγον ότι η ταραχή του ζώου δεν προήρχετο εξ οργής. </p> + +<p> — Θα έλεγέ τις ότι κλαίει! έκραξεν ο μικρός Ζακ περιβάλλων τον Δίγγον +διά των δύο βραχιόνων του. </p> + +<p>Ο Δίγγος διέφυγε και πηδήσας εις το ύδωρ, ότε η λέμβος απείχε της όχθης περί +τα είκοσι βήματα, έφθασεν εις την ξηράν και εγένετο άφαντος μεταξύ των χόρτων. +</p> + +<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/147.jpg" width="278" +height="400" +alt="και εγένετο άφαντος μεταξύ των χόρτων" border="2" /><br /></p> + +<p>Μήτε η κυρία Βέλδων, μήτε ο Δικ Σανδ, μήτε ο Ηρακλής ήξευρον τι να +σκεφθώσιν. </p> + +<p>Μετά τινας στιγμάς έφθασαν εν τω μέσω πρασίνου αφρού φυκών και άλλων +υδατωδών φυτών. Αλτυόνες τινές, εκφέρουσαι οξέα συρίγματα, και μικροί ερωδιοί +λευκοί ως η χιών, απέπτησαν αμέσως. Ο Ηρακλής προσέδεσε στερεώς την λέμβον +εις κορμόν μαγγλίου, και όλοι απέβησαν εις την όχθην, άνωθεν της οποίας έκλινον +μεγάλα δένδρα. </p> + +<p>Ουδεμία κεχαραγμένη ατραπός εν τω δάσει εκείνω. Εν τούτοις τα πεπατημένα +βρύα του εδάφους εμαρτύρουν ότι εσχάτως διήλθον εκείθεν ιθαγενείς ή ζώα.<br +/> + <br /> +Ο Δικ Σανδ έχων το όπλον πεπληρωμένον, και ο Ηρακλής, κρατών τον πέλεκυν είς +την χείραν, μόλις επροχώρησαν δέκα βήματα ότε επανεύρον τον Δίγγον. Ο κύων, +την ρίνα έχων εις την γην, ηκολούθει, ίχνος τι, εκφέρων πάντοτε υλακάς. Πρώτη +ανεξήγητος προαίσθησις τον είχε ελκύσει εις το μέρος εκείνο της όχθης, άλλη +δευτέρα τον είλκυε τότε εις τα βάθη των δασών. Πάντες είδον τούτο προφανώς. +</p> + +<p> — Προσοχή! είπεν ο Δικ Σανδ. Κυρία Βέλδων, κύριε Βενέδικτε, Ζακ, μη +μας εγκαταλείπετε. — Προσοχή, Ηράκλεις. </p> + +<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Δίγγος ανύψου την κεφαλήν, και διά μικρών +αλμάτων προεκάλει να τον ακολουθήσωσι. </p> + +<p>Μετ' ολίγας στιγμάς η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής τον έφθασαν εις τας +ρίζας γηραιάς συκομορέας εν τω μέσω του πυκνοτάτου μέρους του δάσους. </p> + +<p>Εκεί υψούτο κατεστραμμένη καλύβη προ της οποίας ο Δίγγος υλάκτει +θρηνωδώς.<br /> + <br /> + — Ποίος άραγε είναι εκεί; έκραξεν ο Δικ Σανδ. </p> + +<p>Εισήλθεν εν τη καλύβη. </p> + +<p>Η κυρία Βέλδων και οι άλλοι τον ηκολούθησαν. </p> + +<p>Το έδαφος ήτο εστρωμένον υπό οστών λευκαθέντων ήδη υπό την επίδρασιν της +ατμοσφαίρας.<br /> + <br /> + — Άνθρωπος απέθανεν εις την καλύβην ταύτην, είπεν η κυρία Βέλδων. </p> + +<p> — Και τον άνθρωπον τούτον ο Δίγγος τον εγνώριζεν απεκρίθη ο Δικ +Σανδ. Θα ήτο ίσως ο κύριός του. Α! ιδέτε!</p> + +<p>Ο Δικ Σανδ εδείκνυεν εις το βάθος της καλύβης τον απογεγυμνωμένον κορμόν +της συκομορέας. </p> + +<p>Εκεί εφαίνοντο δύο μεγάλα ερυθρά γράμματα, σχεδόν εξηλειμμένα ήδη, τα +οποία όμως ηδύνατό τις έτι να διακρίνη.<br /> + <br /> +Ο Δίγγος επέθεσε τον δεξιόν πόδα επί του δένδρου και εφαίνετο δεικνύων. </p> + +<p> — Σ. Β.! έκραζε ο Δικ Σανδ. Τα γράμματα εκείνα τα οποία ο Δίγγος +διέκρινε μεταξύ όλων. Τα αρχικά τα οποία φέρει εις το περιλαίμιόν του.<br /> + <br /> +Δεν ετελείωσε την φράσιν του, και κύψας έλαβεν μικρόν χάλκινον κυτίον όλως +οξειδωμένον, όπερ ευρίσκετο εις γωνίαν τινα της καλύβης.<br /> + <br /> +Το κυτίον εκείνο ηνεώχθη και έπεσεν εξ αυτού τεμάχιον χάρτου επί του οποίου ο +Δικ Σανδ ανέγνωσε τας ακολούθους λέξεις:</p> + +<p>«Δολοφονηθείς . . ληστευθείς υπό του οδηγού μου Νεγορού . . . τη 3 +Δεκεμβρίου 1871 . . ενταύθα., 120 μίλια μακράν της ακτής . . ο Δίγγος ιδικός μου. +</p> + +<p>«Σ. ΒΕΡΝΩΝ»</p> + +<p>Η επιστολή έλεγε τα πάντα. Ο Σαμουήλ Βερνών, αναχωρήσας μετά του κυνός +του Δίγγου όπως εξερευνήση την κεντρώαν Αφρικήν, ωδηγείτο υπό του Νεγορού. +Τα χρήματα, άτινα έφερε μεθ' εαυτού, ηρέθισαν την πλεονεξίαν του αθλίου, όστις +απεφάσισε να τα αρπάση. Ο Γάλλος περιηγητής, φθάσας εις το μέρος εκείνο των +οχθών του Κόγγου κατεσκήνωσεν εν τη καλύβη εκείνη. Εκεί, επλήγη θανατηφόρως, +εληστεύθη, εγκατελείφθη. </p> + +<p>Συντελεσθέντος του φόνου, ο Νεγορός έφυγε βεβαίως, και τότε περιέπεσεν εις +χείρας των Πορτογάλων. Αναγνωρισθείς ως είς των πρακτόρων του σωματεμπόρου +Αλβέζ, και μετενεχθείς εις Άγιον Παύλον της Λοάνδας, κατεδικάσθη να διέλθη τον +βίον του εις έν των σοφρωνιστηρίων της αποικίας, Γνωρίζομεν πώς κατώρθωσε να +αποδράση να φθάση εις την Νέαν Ζηλανδίαν, και πώς απεβιβάσθη εις το «Πίλγριμ» +προς δυστυχίαν των επιβατών αυτού. Αλλά τι συνέβη μετά το έγκλημα; ευκόλως +εννοείται. Ο ατυχής Βερνών, πριν αποθάνη, έλαβε προδήλως καιρόν να γράψη το +επιστόλιον όπερ συν τη χρονολογία και τω αιτίω της δολοφονίας, ανέφερε και το +όνομα του δολοφόνου. Το επιστόλιον εκείνο εν τω οποίω βεβαίως υπήρχε το +κλαπέν αργύριον, και δι' εσχάτης αγωνίας ο αιματόφυρτος δάκτυλός του εχάραξεν +ως επιτάφιον τα αρχικά γράμματα του ονόματός του. Προ των δύο εκείνων +γραμμάτων ο Δίγγος θα έμεινε πολλάς ημέρας. Έμαθε να τα διακρίνη. Δεν έμελλε +πλέον να τα λησμονή. Είτα επανελθών εις την ακτήν, παρελήφθη υπό του +πλοιάρχου του «Βάλδεκ» και ακολούθως μετέβη εις το «Πίλγριμ», όπου συνηντήθη +μετά του Νεγορού. Καθ' όλον εκείνο το διάστημα, τα οστά του περιηγητού +ελευκαίνοντο εις το καλύβιον του απωτάτου εκείνου δάσους της κεντρώας +Αφρικής, και μόνον εις την ενθύμησιν του κυνός επέζων. Ναι, τα πράγματα θα +συνέβησαν τοιουτοτρόπως, ο δε Δικ Σανδ και ο Ηρακλής ητοιμάζοντο να δώσωσι +ταφήν χριστιανικήν εις τα λείψανα του Σαμουήλ Βερνών, ότε ο Δίγγος εκφέρων +υλακήν λυσσώδη ώρμησεν έξω της καλύβης. </p> + +<p>Σχεδόν αμέσως, φρικώδεις κραυγαί ηκούσθησαν εις μικράν απόστασιν. +Προδήλως, άνθρωπος τις συνεπλάκη μετά του ρωμαλέου ζώου. </p> + +<p>Ο Ηρακλής έπραξεν ό,τι έπραξεν ο Δίγγος. Ώρμησε και αυτός έξω της καλύβης, +ο δε Δικ Σανδ η κυρία Βέλδων, ο Ζακ και ο Βενέδικτος, ακολουθούντες τα ίχνη του +τον είδον να ορμά καθ' ενός ανθρώπου, όστις εκυλίσθη κατά γης κρατούμενος εκ +του λαιμού διά των φοβερών οδόντων του κυνός.<br /> + <br /> +Ήτο ο Νεγορός. </p> + +<p>Μεταβαίνων εις το στόμιον του Ζαΐρου ίνα επιβιβασθή διά την Αμερικήν ο +κακούργος εκείνος, αφού άφησε την συνοδείαν του όπισθεν, ήλθεν εις αυτό εκείνο +το μέρος ένθα εδολοφόνησε τον οδοιπόρον, όστις είχεν εμπιστευθή εις αυτόν. </p> + +<p>Αλ' έπραξε τούτο ουχί άνευ λόγου, και πάντες το εννόησαν, όταν είδον δράκας +τινας χρυσών γαλλικών νομισμάτων, άτινα έστιλβον εις οπήν τινα αρτίως +ορυχθείσαν παρά τας ρίζας δένδρου. Ο Νεγορός είχε κρύψει το προϊόν της κλοπής +επί τω σκοπώ να επανέλθη ημέραν τινά να το αναλάβη και έμελλε τωόντι να λάβη +τα χρήματα εκείνα, ότε ο Δίγγος τον ανεκάλυψε και ώρμησε κατ' αυτού. +Καταπλαγείς ο άθλιος έσυρε την μάχαιράν του και εκτύπησε τον κύνα, καθ' ήν +στιγμήν ο Ηρακλής επέπεσε κατ' αυτού κράζων. </p> +<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/211.jpg" width="357" +height="490" +alt="ο Δίγγος τον ανεκάλυψε και ώρμησε κατ' αυτού" border="2" /><br /></p> + +<p> — Άθλιε: Θα σε πνίξω τέλος πάντων!</p> + +<p>Τετέλεσται. Ο Πορτογάλος δεν έδιδε πλέον σημείον ζωής, πληγείς δύναται τις +ειπείν υπό της θείας δικαιοσύνης και εν τω αύτω μέρει ένθα το έγκλημα +διεπράχθη. Αλλ' ο πιστός κύων είχεν λάβει κτύπημα θανάσιμον, και συρθείς μέχρι +της καλύβης ήλθε και εξέψυσεν εκεί, όπου είχεν αποθάνει ο Σαμουήλ Βερνών. </p> + +<p>Ο Ηρακλής έθαψε βεβαίως τα λείψανα του περιηγητού, και ο Δίγγος αφού τον +έκλαυσαν όλοι, ετέθη μετά του κυρίου του εις τον αυτόν λάκκον.<br /> + <br /> +Δεν υπήρχε μεν πλέον ο Νεγορός, αλλ' οι από του Καζονδέ συνοδεύσαντες αυτόν +ιθαγενείς δεν ηδύναντο να ώσι μακράν. Μη επαναβλέποντες αυτόν, θα τον +ανεζήτουν προδήλως προς το μέρος του ποταμού, και τούτο ήτο κίνδυνος +σπουδαιότατος.<br /> + <br /> +Ο Δικ Σανδ και η κυρία Βέλδων συνεσκέφθησαν λοιπόν τι έδει να πράξωσι και να το +πράξωσι χωρίς να χάσωσι μήτε στιγμήν.<br /> + <br /> +Έν βέβαιον όμως απεδείχθη, ότι ο ποταμός εκείνος ήτο ο Κόγγος ονομαζόμενος +υπό των ιθαγενών Κουάγγος ή Ικουτού γάΚόγγος, και ότι είναι ο Ζαΐρος υπό το έν +μήκος και Λουαλάβας εις το άλλο. Είναι τωόντι η μεγάλη εκείνη αρτηρία της +κεντρώας Αφρικής εις ήν ο ηρωϊκός Στάνλεϋ επέβαλε το ένδοξο όνομα του +Λιβιγγστώνος, αλλ' οι γεωγράφοι ώφειλον ίσως να αντικαταστήσωσι διά του ιδικού +του. </p> + +<p>Αλλ' εάν δεν ηδύναντο έτι να αμφιβάλλωσιν ότι ήτο το Κόγγος, το γραμμάτιον +όμως του γάλλου περιηγητού εσημείου ότι το στόμιον αυτού απείχεν έτι εκατόν +είκοσι μίλια από του μέρους εκείνου και δυστυχώς το μέρος εκείνο ήτο αδιάβατον. +Μεγάλοι καταράκται — πιθανώς οι του Ντάμου — κωλύουσι την κάθοδον εις +πάσαν λέμβον. Ανάγκη λοιπόν να ακολουθήσωσι την μίαν ή την ετέραν όχθην, +τουλάχιστον μέχρι κάτω των καταρρακτών ήτοι επί έν ή δύο μίλια και μετά ταύτα +να κατασκευάσωσι σχεδίαν, όπως επαναλάβωσιν αύθις την διά του ρεύματος +κάθοδον.<br /> + <br /> + — Μένει λοιπόν, είπεν εν συμπεράσματι ο Δικ Σανδ, να αποφασίσωμεν εάν +θα κατέλθωμεν την αριστεράν εις ην ευρισκόμεθα, ή την δεξιάν όχθην του +ποταμού. Αμφότεραι, κυρία Βέλδων, μοι φαίνονται επικίδυνοι και οι ιθαγενείς +είναι εδώ επίφοβοι. Εν τούτοις, επί της όχθης ταύτη, φαίνεται ότι κινδυνεύομεν +περισσότερον, επειδή υπάρχει φόβος μήπως συναντήσωμεν την ακολουθίαν του +Νεγορού. </p> + +<p> — Ας διαβώμεν εις την άλλην όχθην, απεκρίθη η κυρία Βέλδων. </p> + +<p> — Είναι άραγε βατή; παρετήρησεν ο Δικ Σανδ. Η οδός των στομίων του +Κόγγου είναι μάλλον επί της αριστεράς όχθης, αφού ο Νεγορός αυτήν ηκολούθει. +Αδιάφορον! Δεν πρέπει να διστάσωμεν. Αλλά πριν διέλθωμεν τον ποταμόν μεθ' +υμών, κυρία Βέλδων, πρέπει να ηξεύρω εάν δυνάμεθα να κατέλθωμεν μέχρι κάτω +των καταρρακτών. </p> + +<p>Έπρεπε να ενεργήσωσι φρονίμως και ο Δικ Σανδ ηθέλησε να εκτελέση αμέσως +το σχέδιόν του. </p> + +<p>Εις εκείνο το μέρος ο ποταμός δεν είχε μήκος πλειότερον των τριακοσίων μέχρι +των τετρακοσίων ποδών, και η διέλευσις αυτού ήτο εύκολος εις τον νεαρόν +δόκιμον, συνηθισμένον όντα να χειρίζηται και την πρυμνοκώπην. Η κυρία Βέλδων, +ο Ζακ, ο εξάδελφος Βενέδικτος ώφειλον να μείνωσιν υπό την φύλαξιν του +Ηρακλέους περιμένοντες την επιστροφήν του. </p> + +<p>Ληφθεισών των διατάξεων τούτων, ο Δικ Σανδ έμελλε να αναχωρήση, ότε η +κυρία Βέλδων τω είπε. </p> + +<p> — Δεν φοβείσαι, Δικ, μήπως παρασυρθής προς τους καταράκτας;</p> + +<p> — Όχι, κυρία Βέλδων. Θα διέλθω τετρακόσιους πόδας υπεράνω αυτών. +</p> + +<p> — Αλλ' εις την άλλην όχθην;</p> + +<p> — Δεν θα αποβώ εις την ξηράν, εάν ίδω έστω και τον ελάχιστον +κίνδυνον. </p> + +<p> — Λάβε το όπλον σου. </p> + +<p> — Ναι· αλλά μη ανησυχήτε περί εμού. </p> + +<p> — Ίσως θα ήτο προτιμότερον να μη χωρισθώμεν, Δικ, προσέθηκεν η +κυρία Βέλδων, ως εάν κατέλαβεν αυτήν προαίσθημά τι. </p> + +<p> — Όχι . . . αφήσατέ με να υπάγω μόνος . . . απεκρίθη ο Δικ Σανδ. Πρέπει +να γίνη τούτο χάριν της ασφαλείας πάντων. Πριν παρέλθη μία ώρα θα επιστρέψω. +Πρόσεχε καλώς Ηράκλεις.<br /> + <br /> +Αφού είπε ταύτα ο Δικ έλυσε την λέμβον και έπλευσε προς την άλλην όχθην του +Ζαΐρου. </p> + +<p>Η κυρία Βέλδων και ο Ηρακλής, συνεσπειρωμένοι εις τας λόχμας των παπύρων, +τον ηκολούθουν διά του βλέμματος.<br /> + <br /> +Ο Δικ Σανδ έφθασε μετ' ολίγον εις το μέσον του ποταμού. Το ρεύμα, χωρίς να είναι +λίαν ισχυρόν, ενεδυναμούτο ολίγον ένεκα της έλξεως των καταρρακτών. +Τετρακόσιους πόδας κατωτέρω, ο επιβλητικός μυκηθμός των υδάτων επλήρου το +διάστημα, καί τινες νιφάδες, αρπαζόμεναι υπό του ανέμου, έφθανον μέχρι του +νεαρού δοκίμου. Εφρικία εις την σκέψιν ότι η λέμβος, εάν επετηρείτο ολιγώτερον +κατά την παρελθούσαν νύκτα, θα απώλλυτο εις τους καταρράκτας εκείνους, οίτινες +μόνον πτώματα θα απέδιδον. Αλλά τοιούτος φόβος δεν υπήρχε πλέον, και κατ' +εκείνην την στιγμήν η κώπη, επιδεξίως χειριζομένη, ήρκει εις την χείρα όπως τηρή +αυτήν εις διεύθυνσιν ολίγον λοξήν προς το ρεύμα. </p> + +<p>Μετά έν τέταρτον της ώρας ο Δικ Σανδ έφθασεν εις την αντιπέραν όχθην και +ητοιμάζετο να πηδήση εις την ξηράν. </p> + +<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν κραυγαί ηκούσθησαν, και δεκάς ιθαγενών ώρμησε +κατά του σωρού των χόρτων, όστις εκάλυπτεν έτι την λέμβον. </p> + +<p>Ήσαν οι ανθρωποφάγοι του υποβρυχίου χωρίου. Επί οκτώ ημέρας είχον +ακολουθήσει την δεξιάν όχθην του ποταμού. Υπό το φύλλωμα εκείνο όπερ είχε +σχισθή εις τους πασσάλους του χωρίου των, είχον ανακαλύψει τους φυγάδας, ήτοι +λείαν βεβαίαν δι' αυτούς, αφού το κώλυμα των καταρρακτών θα ηνάγκαζε τάχιον ή +βράδιον τους δυστυχείς να αποβώσιν εις την μίαν ή την ετέραν όχθην. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ ενόμισε εαυτόν απολεσθέντα, αλλ' εσκέφθη εάν διά της θυσίας της +ζωής του θα ηδύνατο να σώση τους μετ' αυτού. Κύριος εαυτού, όρθιος επί του +εμπροσθίου μέρους της λέμβου, το όπλον έχων εστραμμένον κατά των +ανθρωποφάγων, εκράτει αυτούς εν αποστάσει. </p> + +<p>Ούτοι εν τούτοις απέσπασαν όλον το φύλλωμα υπό το οποίον ενόμιζον ότι θα +εύρισκον και άλλα θύματα. Ότε δε είδον ότι μόνος ο νεαρός δόκιμος περιέπεσεν εις +χείρας των, ησθάνθησαν δυσαρέσκειαν, ήτις εξεδηλώθη διά φοβερών κραυγών. Έν +παιδίον δεκαπενταετές διά δέκα ανθρώπους!</p> + +<p>Αλλά τότε είς των ιθαγενών ανηγέρθη, έτεινε τον βραχίονα προς την αριστεράν +όχθην, και έδειξε την κυρίαν Βέλδων και τους μετ' αυτής οίτινες, ιδόντες τα πάντα +και μη γινώσκοντες τι να πράξωσιν, ανήλθον την ακτήν. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ, μη σκεπτόμενος περί εαυτού, περιέμενεν εκ του ουρανού +έμπνευσίν τινα δυναμένην να τους σώση.</p> + +<p>Η λέμβος έμελλε να αναχθή μακράν. Οι ιθαγενείς εσκόπευον να διέλθωσι το +ποτάμιον. Προ του κατ' αυτών εστημένου όπλου δεν εκινούντο, γινώσκοντες το +αποτέλεσμα των πυροβόλων όπλων. Αλλ' είς εξ αυτών έδραξε την κώπην, εχειρίσθη +αυτήν ως άνθρωπος γινώσκων να την μεταχειρισθή, και η λέμβος διήρχετο λοξώς +τον ποταμόν. Μετ' ολίγον δε απείχε μόλις εκατόν πόδας από της αριστεράς όχθης. +</p> + +<p> — Φύγετε! έκραξεν ο Δικ Σανδ προς την κυρίαν Βέλδων. Φύγετε!</p> + +<p>Μήτε η κυρία Βέλδων, μήτε ο Ηρακλής εκινήθησαν. </p> + +<p>Ήθελέ τις υποθέσει ότι οι πόδες των ήσαν καθηλωμένοι επί του εδάφους. </p> + +<p>Να φύγωσι! και προς τι! Πριν παρέλθη μία ώρα θα ενέπιπτον εις τας χείρας των +ανθρωποφάγων. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ εννόησε τούτο. Αλλά τότε, η υπερτάτη εκείνη έμπνευσις, ην εζήτει +παρά του ουρανού, κατεπέμφθη αύτω. Διείδε την πιθανότητα να σώση πάντας +εκείνους ους ηγάπα διά της ιδίας αυτού ζωής!. Δεν εδίστασε να πράξη τούτο.<br /> + <br /> + — Ο Θεός να τους προστατεύση, εψιθύρισε, και να οικτείρη και εμέ εν τη +απείρω αυτού αγαθότητι!</p> + +<p> — Αμέσως δε ο Δικ Σανδ διηύθυνε το πυροβόλον του προς τον +κωπηλατούντα ιθαγενή, και η κώπη, θραυσθείσα υπό της σφαίρας διεσκορπίσθη +εις τεμάχια. </p> + +<p> — Οι ανθρωποφάγοι έρρηξαν κραυγήν τρόμου. </p> + +<p> — Τωόντι η λέμβος, μη συγκροτουμένη πλέον υπό της κώπης, έλαβε την +διεύθυνσιν του ύδατος. Το ρεύμα την παρέσυρε μετ' αυξανούσης ταχύτητος, και +μετά τινας στιγμάς δεν απείχε πλειότερον των εκατόν ποδών από τους +καταρράκτας.</p> + +<p>Η κυρία Βέλδων και ο Ηρακλής εννόησαν τα πάντα. Ο Δικ Σανδ επειράτο να +τους σώση ωθών τους ανθρωποφάγους μεθ' εαυτού εις την άβυσσον. Ο μικρός Ζακ +και η μήτηρ του, γονυπετείς επί της ακτής, τω απέστελλον ύστατον +αποχαιρετισμόν. Η ανίσχυρος χειρ του Ηρακλέους ετείνετο προς αυτόν.<br /> + <br /> +Κατ' εκείνην την στιγμήν οι ιθαγενείς, θελήσαντες να φθάσωσι κολυμβώντες εις την +αριστεράν όχθην, ερρίφθησαν έξω της λέμβου, ήτις και ανετράπη. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ δεν απώλεσε την ψυχραιμία του απέναντι του απειλούντος αυτόν +θανάτου. Τότε τω επήλθε μία τελευταία σκέψις ότι η λέμβος, ως εξ αυτού τούτου +του γεγονότος εκυμαίνετο μετά της τρόπιδος εις τον αέρα, ηδύνατο να τω +χρησιμεύση όπως τον σώση.</p> + +<p>Τωόντι δύο κίνδυνοι υπήρχον καθ' ήν στιγμήν ο Δικ Σανδ θα περιεπλέκετο εν τω +καταρράκτη· ασφυξία εκ του ύδατος, ασφυξία εκ του αέρος. Το ανεστραμμένον +λοιπόν εκείνο σκάφος θα ήτο ως κιβωτός, εν τη οποία θα ηδύνατο ίσως να διατηρή +την κεφαλήν αυτού έξω του ύδατος, συγχρόνως δε θα προεφυλάσσετο και από του +εξωτερικού αέρος, όστις βεβαίως θα τον έπνιγεν εν τη ταχύτητι της πτώσεώς του. +Υπό τας συνθήκας ταύτας δύναταί τις να ελπίση ότι θα αποφύγη την διπλήν +ασφυξίαν, έστω και αν κατέρχηται τους καταρράκτας του Νιαγάρα. </p> + +<p>Ο Δικ Σανδ είδε τούτα πάντα ως εν αστραπή. Διά τελευταίου τινός ορμεμφύτου +προσεκολλήθη εις το θρανίον, όπερ συνέδεε τα δύο χείλη της λέμβου, και έχων την +κεφαλήν έξω του ύδατος υπό το ανεστραμμένον σκάφος, ησθάνθη το +ακαταμάχητον ρεύμα να τον παρασύρη, και την πτώσιν γινομένην σχεδόν κάθετον. +</p> + +<p>Η λέμβος εβυθίσθη εν τη υπό των υδάτων εις τους πρόποδας του καταρράκτου +ορυχθείση αβύσσω, και αφού κατήλθεν εις μέγα βάθος, επανήλθεν εις την +επιφάνειαν του ποταμού. Ο Δικ Σανδ, καλός κολυμβητής, εννόησεν ότι η σωτηρία +του νυν εξηρτάτο εκ της ισχύος των βραχιόνων του.<br /> + <br /> +Μετά έν τέταρτον της ώρας, έφθασεν εις την αριστεράν όχθην, ένθα επανεύρε την +κυρίαν Βέλδων, τον μικρόν Ζακ και τον εξάδελφον Βενέδικτον, τους οποίους ο +Ηρακλής είχε φέρει εκεί μετά πάσης σπουδής. </p> + +<p>Αλλ' ήδη οι ανθρωποφάγοι είχον απολεσθή εν τω παφλασμώ του ύδατος. Μη +υπερασπιζόμενοι υπό της ανατετραμμένης λέμβου επνίγησαν πριν ή φθάσωσι καν +εις τα τελευταία βάθη της αβύσσου, τα δε σώματα αυτών έμελλον να +κατασχισθώσιν εις τους οξείς εκείνους βράχους, εις ους εθραύετο το κατώτερον +μέρος του ποταμού. </p> + + + +<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Κ'. </h3> + +<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ</b></p> + +<p> +<br /> +Μετά δύο ημέρας, τη 20 Ιουλίου, η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής συνήντησαν +συνοδείαν κατευθυνομένην προς την Εμβόμαν, εις το στόμιον του Κόγγου. Δεν +ήσαν δουλέμποροι, αλλά τίμιοι έμποροι πορτογάλλοι ενεργούντες το εμπόριον του +ελεφαντοστού. Υπεδέχθησαν τους φυγάδας μετά μεγίστης ευμενείας και το +τελευταίον μέρος της οδοιπορίας εκείνης εγένετο υπό ανεκτούς όρους. </p> + +<p>Η συνάντησις της συνοδείας εκείνης ήτο αληθώς εύνοια του ουρανού. Ο Δικ +Σανδ δεν θα ηδύνατο να εξακολουθήση μετά της σχεδίας την κάθοδον του Ζαΐρου. +Από των καταρρακτών του Ντάμου μέχρι του Υελλάλα ο ποταμός ουδέν άλλο είναι +ειμή συνέχεια ρευμάτων και καταρρακτών. Ο Στάνλεϋ ηρίθμισε τοιούτους +εβδομήκοντα και δύο, και ουδεμία λέμβος δύναται να εισέλθη εκεί. Εις το στόμιον +του Κουάγγου ο ακάματος περιηγητής έμελλε μετά τέσσαρα έτη να υποστή την +τελευταίαν των τριάκοντα και δύο μαχών, ας εδέησε να συνάψη μετά των +ιθαγενών. Κατωτέρω εις τους καταρράκτας του Μπέλου έμελλε να διαφύγη τον +θάνατον, ως εκ θαύματος. Τη 11 Αυγούστου η κυρία Βέλδων, ο Δικ Σανδ, ο Ζακ, ο +Ηρακλής και ο εξάδελφος Βενέδικτος έφθασαν εις Εμβόμαν, ένθα οι κ. κ. Μότας +Βιέγας και Χάρισων τους υπεδέχθησαν φιλοξένως. Ατμόπλοιόν τι έμελλε να +αποπλεύση διά τον ισθμόν του Παναμά. </p> + +<p>Η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής επεβιβάσθησαν εν αυτώ και έφθασαν εις την +αμερικανικήν γην. </p> + +<p>Τηλεγράφημα αποσταλέν εις Άγιον Φραγκίσκον ανήγγειλεν εις τον Ιάκωβον +Βέλδων την ανέλπιστον επιστροφήν της γυναικός του και του τέκνου του, των +οποίων εις μάτην είχεν αναζητήσει τα ίχνη εις όλα τα μέρη, ένθα ηδύνατο να ελπίζη +ότι ερρίφθη το «Πίλγριμ». </p> + +<p>Τέλος τη 25 Αυγούστου ο σιδηρόδρομος απέθετε τους ναυαγούς εν τη +πρωτευούση της Καλιφορνίας. Α! εάν ο γέρων Τωμ και οι σύντροφοί του ήσαν μετ' +αυτών! . . . . </p> + +<p>Τι να είπωμεν τώρα περί του Δικ Σανδ και του Ηρακλέους. Ο μεν εγένετο υιός, ο +δε φίλος της οικογενείας.<br /> + <br /> +Ο Ιάκωβος Βέλδων εγίγνωσκε πάντα όσα ώφειλεν εις τον νεαρόν δόκιμον, πάντα +όσα ώφειλεν εις τον γενναίον μαύρον. </p> + +<p>Αληθώς ήτο ευτύχημα ότι ο Νεγορός δεν έφθασε μέχρις αυτού, καθότι θα +έδιδεν όλην την περιουσίαν του, όπως εξαγοράση την γυναίκα και τον υιόν του. Θα +απήρχετο εις την αφρικανικήν ακτήν, και εκεί, τις δύναται να είπη εις ποίους +κινδύνους, εις ποίας απιστίας θα εξετίθετο!</p> + +<p>Ολίγα τινά και περί του εξαδέλφου Βενεδίκτου. Την αυτήν ημέραν της αφίξεώς +του ο άξιος επιστήμων, αφού έθλιψε την χείρα του Ιακώβου Βέλδων, εκλείσθη εις +το σπουδαστήριόν του, και επανέλαβε την εργασίαν του, ως εάν εξηκολούθει +φράσιν τινά διακοπείσαν την προτεραίαν. </p> + +<p>Εσκέπτετο γιγανταίον σύγγραμμα περί του «Εξάποδος Βενεδίκτου», όπερ θα +ήτο το αριστούργημα της εντομολογικής επιστήμης. </p> + +<p>Εκεί, εν τω υπό εντόμων επεστρωμένω σπουδαστηρίω του, ο εξάδελφος +Βενέδικτος εύρε μικροσκόπιον και δίοπτρα . . . Ύψιστε Θεέ! ποίαν κραυγήν +απελπισίας έρρηξε την πρώτην φοράν, ότε μετεχειρίσθη ταύτα όπως εξετάση το +μόνον δείγμα, όπερ τω προμήθευσεν η αφρικανική εντομολογία!</p> + +<p>Ο «Εξάπους Βενέδικτος» δεν ήτο εξάπουν. Ήτο κοινή αράχνη! Και εάν είχον έξ +πόδας αντί οκτώ, τούτο συνέβαινε διότι έλειπον απ' αυτής οι δύο εμπρόσθιοι +πόδες. </p> + +<p>Και εάν έλειπον οι πόδες εκείνοι, έλειπον διότι ο Ηρακλής τους έθραυσε +συλλαβών αυτήν ανεπιτηδείως. Ο ακρωτηριασμός λοιπόν εκείνος περιήγε τον +υποτιθέμενον «Εξάπουν Βενέδικτον», εις κατάστασιν απομάχου και κατέτασσεν +αυτήν εις την τάξιν των κοινοτάτων αραχνοειδών, όπερ ο εξάδελφος Βενέδικτος +ένεκα της μυωπίας του δεν ηδυνήθη να αναγνωρίση, το ταχύτερον. </p> + +<p>Ως εκ τούτου ησθένησεν, αλλ' ευτυχώς εθεραπεύθη. </p> + +<p>Μετά τρία έτη ο μικρός Ζακ ήτο οκταέτης, και ο Δικ Σανδ, καί τοι εργαζόμενος +δι' εαυτόν, τω έμελλε να επαναλαμβάνη τα μαθήματά του. Τωόντι μόλις απέβη εις +την ξηράν, εννοήσας πόσα πράγματα δεν εγνώριζεν, επέπεσεν εις την σπουδήν με +είδος τι τύψεως του συνειδότος, της τύψεως εκείνης ανθρώπου όστις ελλείψει +επιστήμης ευρέθη υποδεέστερος του έργου, όπερ ανέλαβεν. </p> + +<p> — Ναι, επανελάμβανε πολλάκις. Εάν εις το «Πίλγριμ» εγνώριζα όσα +οφείλει να γνωρίζη ναυτικός, πόσα δυστυχήματα θα απεφεύγοντο!</p> + +<p>Ούτως ωμίλει ο Δικ Σανδ. Τούτου ένεκα εν ηλικία δεκαοκτώ ετών επεραίωσεν +επιτυχώς τας υδρογραφικάς σπουδάς του και λαβών δίπλωμα κατ' εξαιρετικήν +εύνοιαν εγένετο πλοίαρχος εν τω οίκω του Ιακώβου Βέλδων. </p> + +<p>Ιδού πού έφθασε διά της διαγωγής και διά της εργασίας του ο μικρός ορφανός +ο περισυλλεχθείς εις την άκραν του Σάνδυ Κουκ. </p> + +<p>Μεθ' όλην την νεαράν ηλικίαν του είχεν εφελκύσει την υπόληψιν, δυνάμεθα +ειπείν τον σεβασμόν όλων, αλλ' η απλότης και η μετριοφροσύνη του ήσαν τοσούτω +φυσικαί, ώστε ουδέ εννόει τούτο. </p> + +<p>Αν και δεν ηδύνατό τις να αποδώση εις αυτόν τα καλούμενα ανδραγαθήματα, +όμως εκείνος ουδέ υπώπτευε καν ότι η σταθερότης, η γενναιότης, η επιμονή, τας +οποίας ανέπτυξεν εν ταις δοκιμασίαις, είχον καταστήσει αυτόν είδος τι ήρωος.<br +/> + <br /> +Εν τούτοις σκέψις τις κατείχεν αυτόν. Κατά τας σπανίας αναπαύσεις τας οποίας τω +άφινον αι σπουδαί του, ενθυμείτο πάντοτε τον γέροντα Τωμ, τον Βαρθολομαίον, +τον Αυγουστίνον και τον Ακτέωνα, διά την δυστυχίαν των οποίων ενόμιζεν εαυτόν +υπεύθυνον. Τούτο ήτο ωσαύτως αντικείμενον πραγματικής θλίψεως διά την κυρίαν +Βέλδων σκεπτομένην την αθλίαν κατάστασιν των αρχαίων αυτής εν τη δυστυχία +συντρόφων. </p> + +<p>Τούτου ένεκα ο Ιάκωβος Βέλδων, ο Δικ Σανδ και ο Ηρακλής ανεκίνησαν +ουρανόν και γην όπως επανεύρωσι τα ίχνη των.<br /> + <br /> +Τέλος κατώρθωσαν τούτο, χάρις εις τους ανταποκριτάς, ους ο πλούσιος εφοπλιστής +είχεν εν όλω τω κόσμω. Ο Τωμ και οι σύντροφοι αυτού είχον πωληθή εν +Μαδαγασκάρη, ένθα άλλως τε η δουλεία έμελλε μετ' ολίγον να καταργηθή·</p> + +<p>Ο Δικ Σανδ ηθέλησε να θυσιάση τας μικράς του οικονομίας όπως τους +εξαγοράση, αλλ' ο Ιάκωβος Βέλδων δεν επέτρεπεν τούτο. Είς των ανταποκριτών +του διεπραγματεύθη την υπόθεσιν και ημέραν τινά, την 15 Νοεμβρίου 1877, +τέσσαρες μαύροι έκρουον την θύραν της κατοικίας του.<br /> + <br /> +Ήσαν ο Γέρων Τωμ, ο Βαρθολομαίος, ο Ακτέων, ο Αυγουστίνος. Οι αγαθοί εκείνοι +άνδρες, αφού διέφυγον τόσους κινδύνους, ολίγον έλειψε να πνιγώσι κατ' εκείνην +την ημέραν εκ των εναγκαλισμών των φίλων των. </p> + +<p>Εξ εκείνων λοιπόν τους οποίους το «Πίλγριμ» έρριψε επί της απαισίας εκείνης +ακτής της Αφρικής δεν έλειπεν ειμή η δυστυχής Ναν. Αλλ' ουδέ την γηραιάν +υπηρέτριαν, ουδέ τον Δίγγον ηδύνατο να επαναφέρωσιν εις την ζωήν. Και βεβαίως +ήτο θαύμα πώς μόνον εκείνα τα δύο όντα υπέκυψαν εις τοσαύτας και τοιαύτας +περιπετείας.<br /> + <br /> +Οίκοθεν εννοείται ότι κατ' εκείνην την ημέραν ήτο εορτή εις την οικίαν του +καλιφορνιανού εμπόρου, και η αρίστη πρόποσις ην πάντες ανευφήμησαν ήτο +εκείνη ην προέτεινεν η κυρία Βέλδων: εις υγείαν του Δικ Σανδ. </p> + +<h4 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΤΕΛΟΣ<br /><br /> +«ΤΟΥ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΕΤΟΥΣ ΠΛΟΙΑΡΧΟΥ»</h4> + +<hr></hr> + +<p id='fn1'>1) Τύποι, ακρίδες, γρύλλοι, κτλ.<a href='#ref1' +title='πίσω'>↩</a></p> + +<p id='fn2'>2) Τύποι, μυρμηκολέοντες, μύστακες.<a href='#ref2' +title='πίσω'>↩</a></p> + +<p id='fn3'>3) Τύποι, μέλισσαι, σφήκες, μύρμηγκες. <a href='#ref3' +title='πίσω'>↩</a></p> + +<p id='fn4'>4) Τύποι, χρυσαλίδες κτλ. <a href='#ref4' +title='πίσω'>↩</a></p> + +<p id='fn5'>5) Τύποι, τέττιγες, ψύλοι, κλπ.<a href='#ref5' +title='πίσω'>↩</a></p> + +<p id='fn6'>6) Τύποι, μηλολόνθαι πυγολαμπίδες, κτλ. <a href='#ref6' +title='πίσω'>↩</a></p> + +<p id='fn7'>7) Τύποι, κώνωπες, μυίαι, κτλ.<a href='#ref7' +title='πίσω'>↩</a></p> + +<p id='fn8'>8) Τύποι, στύλοπες. <a href='#ref8' title='πίσω'>↩</a></p> + +<p id='fn9'>9) Τύποι, ακάρεα, κτλ.<a href='#ref9' title='πίσω'>↩</a></p> + +<p id='fn10'>10) Τύποι, λεπίδες, πόδουροι, κτλ.<a href='#ref10' +title='πίσω'>↩</a></p> + +<p id='fn11'>11) Σανδ σημαίνει αγγλιστί άμμος. <a href='#ref11' +title='πίσω'>↩</a></p> + +<p id='fn12'>12) Στρατιωτική σχολή εν Νέα Υόρκη. <a href='#ref12' +title='πίσω'>↩</a></p> + +<p id='fn13'>13) Εν τη κατεργασία ταύτη το λίπος της φαλαίνης απόλλυσι το +τρίτο περίπου του βάρους του. <a href='#ref13' title='πίσω'>↩</a></p> + +<p id='fn14'>14) Άλλοτε ηρκούντο να μετατρέπωσι τον φλοιόν τούτον εις κόνιν, +ήτις εκαλείτο κ ό ν ι ς τ ω ν Ι η σ ο υ ι τ ώ ν, διότι τω 1649 οι Ιησουίται της Ρώμης +έλαβον παρά της εν Αμερική Ιεραποστολής σημαντικόν ποσόν εξ αυτής. <a +href='#ref14' title='πίσω'>↩</a></p> + +<p id='fn15'>15) 4,650 χιλιόμετρα. <a href='#ref15' +title='πίσω'>↩</a></p> + +<p id='fn16'>16) Αδύνατον να φαντασθή τις τας φρικώδεις ταύτας κατακόμβας +όταν πρόκηται να τιμηθή επαξίως η μνήμη ισχυρού τινος αρχηγού της κεντρώας +Αφρικής. Ο Καμερών λέγει ότι πλειότερα των εκατόν θυμάτων εθυσιάσθησαν κατά +την κηδείαν του πατρός του βασιλέως του Κασόγγου». <a href='#ref16' +title='πίσω'>↩</a></p> + + + + + + + + + +<pre> + + + + + +End of Project Gutenberg's Un capitaine de quinze ans, by Jules Verne + +*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK UN CAPITAINE DE QUINZE ANS *** + +***** This file should be named 39460-h.htm or 39460-h.zip ***** +This and all associated files of various formats will be found in: + http://www.gutenberg.org/3/9/4/6/39460/ + +Produced by Sophia Canoni + +Updated editions will replace the previous one--the old editions +will be renamed. + +Creating the works from public domain print editions means that no +one owns a United States copyright in these works, so the Foundation +(and you!) can copy and distribute it in the United States without +permission and without paying copyright royalties. Special rules, +set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to +copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to +protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project +Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you +charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you +do not charge anything for copies of this eBook, complying with the +rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose +such as creation of derivative works, reports, performances and +research. They may be modified and printed and given away--you may do +practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is +subject to the trademark license, especially commercial +redistribution. + + + +*** START: FULL LICENSE *** + +THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE +PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK + +To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free +distribution of electronic works, by using or distributing this work +(or any other work associated in any way with the phrase "Project +Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project +Gutenberg-tm License (available with this file or online at +http://gutenberg.org/license). + + +Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm +electronic works + +1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm +electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to +and accept all the terms of this license and intellectual property +(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all +the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy +all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession. +If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project +Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the +terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or +entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8. + +1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be +used on or associated in any way with an electronic work by people who +agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few +things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works +even without complying with the full terms of this agreement. See +paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project +Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement +and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic +works. See paragraph 1.E below. + +1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation" +or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project +Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the +collection are in the public domain in the United States. If an +individual work is in the public domain in the United States and you are +located in the United States, we do not claim a right to prevent you from +copying, distributing, performing, displaying or creating derivative +works based on the work as long as all references to Project Gutenberg +are removed. Of course, we hope that you will support the Project +Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by +freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of +this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with +the work. You can easily comply with the terms of this agreement by +keeping this work in the same format with its attached full Project +Gutenberg-tm License when you share it without charge with others. + +1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern +what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in +a constant state of change. If you are outside the United States, check +the laws of your country in addition to the terms of this agreement +before downloading, copying, displaying, performing, distributing or +creating derivative works based on this work or any other Project +Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning +the copyright status of any work in any country outside the United +States. + +1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg: + +1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate +access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently +whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the +phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project +Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed, +copied or distributed: + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org/license + +1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived +from the public domain (does not contain a notice indicating that it is +posted with permission of the copyright holder), the work can be copied +and distributed to anyone in the United States without paying any fees +or charges. If you are redistributing or providing access to a work +with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the +work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1 +through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the +Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or +1.E.9. + +1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted +with the permission of the copyright holder, your use and distribution +must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional +terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked +to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the +permission of the copyright holder found at the beginning of this work. + +1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm +License terms from this work, or any files containing a part of this +work or any other work associated with Project Gutenberg-tm. + +1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this +electronic work, or any part of this electronic work, without +prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with +active links or immediate access to the full terms of the Project +Gutenberg-tm License. + +1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary, +compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any +word processing or hypertext form. However, if you provide access to or +distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than +"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version +posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org), +you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a +copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon +request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other +form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm +License as specified in paragraph 1.E.1. + +1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying, +performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works +unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9. + +1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing +access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided +that + +- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from + the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method + you already use to calculate your applicable taxes. The fee is + owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he + has agreed to donate royalties under this paragraph to the + Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments + must be paid within 60 days following each date on which you + prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax + returns. Royalty payments should be clearly marked as such and + sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the + address specified in Section 4, "Information about donations to + the Project Gutenberg Literary Archive Foundation." + +- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies + you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he + does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm + License. You must require such a user to return or + destroy all copies of the works possessed in a physical medium + and discontinue all use of and all access to other copies of + Project Gutenberg-tm works. + +- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any + money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the + electronic work is discovered and reported to you within 90 days + of receipt of the work. + +- You comply with all other terms of this agreement for free + distribution of Project Gutenberg-tm works. + +1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm +electronic work or group of works on different terms than are set +forth in this agreement, you must obtain permission in writing from +both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael +Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the +Foundation as set forth in Section 3 below. + +1.F. + +1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable +effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread +public domain works in creating the Project Gutenberg-tm +collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic +works, and the medium on which they may be stored, may contain +"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or +corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual +property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a +computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by +your equipment. + +1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right +of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project +Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project +Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all +liability to you for damages, costs and expenses, including legal +fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT +LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE +PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE +TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE +LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR +INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH +DAMAGE. + +1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a +defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can +receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a +written explanation to the person you received the work from. If you +received the work on a physical medium, you must return the medium with +your written explanation. The person or entity that provided you with +the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a +refund. If you received the work electronically, the person or entity +providing it to you may choose to give you a second opportunity to +receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy +is also defective, you may demand a refund in writing without further +opportunities to fix the problem. + +1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth +in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER +WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO +WARRANTIES OF MERCHANTABILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE. + +1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied +warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages. +If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the +law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be +interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by +the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any +provision of this agreement shall not void the remaining provisions. + +1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the +trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone +providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance +with this agreement, and any volunteers associated with the production, +promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works, +harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees, +that arise directly or indirectly from any of the following which you do +or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm +work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any +Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause. + + +Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm + +Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of +electronic works in formats readable by the widest variety of computers +including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists +because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from +people in all walks of life. + +Volunteers and financial support to provide volunteers with the +assistance they need, are critical to reaching Project Gutenberg-tm's +goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will +remain freely available for generations to come. In 2001, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure +and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations. +To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation +and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4 +and the Foundation web page at http://www.pglaf.org. + + +Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive +Foundation + +The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit +501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the +state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal +Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification +number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at +http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent +permitted by U.S. federal laws and your state's laws. + +The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S. +Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered +throughout numerous locations. Its business office is located at +809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email +business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact +information can be found at the Foundation's web site and official +page at http://pglaf.org + +For additional contact information: + Dr. Gregory B. Newby + Chief Executive and Director + gbnewby@pglaf.org + + +Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation + +Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide +spread public support and donations to carry out its mission of +increasing the number of public domain and licensed works that can be +freely distributed in machine readable form accessible by the widest +array of equipment including outdated equipment. Many small donations +($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt +status with the IRS. + +The Foundation is committed to complying with the laws regulating +charities and charitable donations in all 50 states of the United +States. Compliance requirements are not uniform and it takes a +considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up +with these requirements. We do not solicit donations in locations +where we have not received written confirmation of compliance. To +SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any +particular state visit http://pglaf.org + +While we cannot and do not solicit contributions from states where we +have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition +against accepting unsolicited donations from donors in such states who +approach us with offers to donate. + +International donations are gratefully accepted, but we cannot make +any statements concerning tax treatment of donations received from +outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff. + +Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation +methods and addresses. Donations are accepted in a number of other +ways including checks, online payments and credit card donations. +To donate, please visit: http://pglaf.org/donate + + +Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic +works. + +Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm +concept of a library of electronic works that could be freely shared +with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project +Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support. + + +Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed +editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S. +unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily +keep eBooks in compliance with any particular paper edition. + + +Most people start at our Web site which has the main PG search facility: + + http://www.gutenberg.org + +This Web site includes information about Project Gutenberg-tm, +including how to make donations to the Project Gutenberg Literary +Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to +subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks. + + +</pre> + +</body> +</html> + + diff --git a/39460-h/images/11.jpg b/39460-h/images/11.jpg Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..63169cc --- /dev/null +++ b/39460-h/images/11.jpg diff --git a/39460-h/images/115.jpg b/39460-h/images/115.jpg Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..7c6816d --- /dev/null +++ b/39460-h/images/115.jpg diff --git a/39460-h/images/131.jpg b/39460-h/images/131.jpg Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..61e4966 --- /dev/null +++ b/39460-h/images/131.jpg diff --git a/39460-h/images/147.jpg b/39460-h/images/147.jpg Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..b9bffd8 --- /dev/null +++ b/39460-h/images/147.jpg diff --git a/39460-h/images/170.jpg b/39460-h/images/170.jpg Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..374adc0 --- /dev/null +++ b/39460-h/images/170.jpg diff --git a/39460-h/images/20.jpg b/39460-h/images/20.jpg Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..cdded58 --- /dev/null +++ b/39460-h/images/20.jpg diff --git a/39460-h/images/211.jpg b/39460-h/images/211.jpg Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..85d5f1d --- /dev/null +++ b/39460-h/images/211.jpg diff --git a/39460-h/images/28.jpg b/39460-h/images/28.jpg Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..888c3ae --- /dev/null +++ b/39460-h/images/28.jpg diff --git a/39460-h/images/3.jpg b/39460-h/images/3.jpg Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..819ca7a --- /dev/null +++ b/39460-h/images/3.jpg diff --git a/39460-h/images/47.jpg b/39460-h/images/47.jpg Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..c2403c5 --- /dev/null +++ b/39460-h/images/47.jpg diff --git a/39460-h/images/64.jpg b/39460-h/images/64.jpg Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..ea9b227 --- /dev/null +++ b/39460-h/images/64.jpg diff --git a/39460-h/images/7.jpg b/39460-h/images/7.jpg Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..e1a3613 --- /dev/null +++ b/39460-h/images/7.jpg diff --git a/39460-h/images/72.jpg b/39460-h/images/72.jpg Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..b515e74 --- /dev/null +++ b/39460-h/images/72.jpg diff --git a/39460-h/images/80.jpg b/39460-h/images/80.jpg Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..aab8315 --- /dev/null +++ b/39460-h/images/80.jpg diff --git a/39460-h/images/89.jpg b/39460-h/images/89.jpg Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..c204380 --- /dev/null +++ b/39460-h/images/89.jpg diff --git a/39460-h/images/97.jpg b/39460-h/images/97.jpg Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..4c84846 --- /dev/null +++ b/39460-h/images/97.jpg diff --git a/39460-h/images/cover.jpg b/39460-h/images/cover.jpg Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..90e0d0c --- /dev/null +++ b/39460-h/images/cover.jpg |
