summaryrefslogtreecommitdiff
diff options
context:
space:
mode:
-rw-r--r--.gitattributes3
-rw-r--r--39460-0.txt18395
-rw-r--r--39460-0.zipbin0 -> 362687 bytes
-rw-r--r--39460-h.zipbin0 -> 1910120 bytes
-rw-r--r--39460-h/39460-h.htm16873
-rw-r--r--39460-h/images/11.jpgbin0 -> 103880 bytes
-rw-r--r--39460-h/images/115.jpgbin0 -> 69054 bytes
-rw-r--r--39460-h/images/131.jpgbin0 -> 97369 bytes
-rw-r--r--39460-h/images/147.jpgbin0 -> 65849 bytes
-rw-r--r--39460-h/images/170.jpgbin0 -> 70926 bytes
-rw-r--r--39460-h/images/20.jpgbin0 -> 96976 bytes
-rw-r--r--39460-h/images/211.jpgbin0 -> 97831 bytes
-rw-r--r--39460-h/images/28.jpgbin0 -> 96549 bytes
-rw-r--r--39460-h/images/3.jpgbin0 -> 114236 bytes
-rw-r--r--39460-h/images/47.jpgbin0 -> 112745 bytes
-rw-r--r--39460-h/images/64.jpgbin0 -> 108112 bytes
-rw-r--r--39460-h/images/7.jpgbin0 -> 70669 bytes
-rw-r--r--39460-h/images/72.jpgbin0 -> 103240 bytes
-rw-r--r--39460-h/images/80.jpgbin0 -> 102736 bytes
-rw-r--r--39460-h/images/89.jpgbin0 -> 61881 bytes
-rw-r--r--39460-h/images/97.jpgbin0 -> 95832 bytes
-rw-r--r--39460-h/images/cover.jpgbin0 -> 71372 bytes
-rw-r--r--LICENSE.txt11
-rw-r--r--README.md2
24 files changed, 35284 insertions, 0 deletions
diff --git a/.gitattributes b/.gitattributes
new file mode 100644
index 0000000..6833f05
--- /dev/null
+++ b/.gitattributes
@@ -0,0 +1,3 @@
+* text=auto
+*.txt text
+*.md text
diff --git a/39460-0.txt b/39460-0.txt
new file mode 100644
index 0000000..06b09e7
--- /dev/null
+++ b/39460-0.txt
@@ -0,0 +1,18395 @@
+The Project Gutenberg EBook of Un capitaine de quinze ans, by Jules Verne
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org/license
+
+
+Title: Un capitaine de quinze ans
+
+Author: Jules Verne
+
+Release Date: April 16, 2012 [EBook #39460]
+
+Language: Greek
+
+Character set encoding: UTF-8
+
+*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK UN CAPITAINE DE QUINZE ANS ***
+
+
+
+
+Produced by Sophia Canoni
+
+
+
+
+Note: The tonic system has been changed from polytonic to
+monotonic. Obvious mistakes have been corrected. Footnotes have
+been converted to endnotes. Bold words have been included in
+&&.
+
+Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε
+μονοτονικό. Εμφανή λάθη έχουν διορθωθεί. Οι υποσημειώσεις των
+σελίδων έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου. Λέξεις με
+έντονους χαρακτήρες έχουν συμπεριληφθεί σε &&.
+
+
+
+
+ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
+
+
+
+
+O ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΕΤΗΣ
+ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ
+
+
+ΕΚΔΟΤΗΣ: ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Μ. ΔΕΛΗΣ
+
+1 — ΟΔΟΣ ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ — 1
+
+ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
+
+1917
+
+
+
+
+
+„ΕΚΛΕΚΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ"
+
+Περιοδικόν εκδιδόμενον τετράκις της εβδομάδος
+
+
+Ο ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΕΤΗΣ ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ
+
+ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Μ. ΔΕΛΗΣ
+ΟΔΟΣ ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ 1
+ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
+
+
+
+
+&ΕΚΛΕΚΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ&
+
+ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΟΝ ΤΕΤΡΑΚΙΣ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ
+ΓΡΑΦΕΙΑ: Οδός Μιλτιάδου αριθ: 1.
+
+ΑΘΗΝΑΙ
+
+ΣΥΝΔΡΟΜΑΙ: Εσωτερικού ετησία δραχ. 60. — εξάμηνος δραχ. 30. —
+ Εξωτερικού ετησία φράγ. 60. — εξάμηνος φράγ. 30. —
+
+ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ — ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΔΗΜ. Μ. ΔΕΛΗΣ
+
+
+
+
+&ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ&
+Αθήναι τη 8 Ιανουαρίου 1923
+
+Κυρίαν Μ. Ενταύθα. Προκειμένου περί ενός εκατομμυρίου λέγει έν
+ρητόν: «όταν υπάρχει εκατομμύριον κλειδωμένον, ουδεμία
+κλειδαριά ανθίσταται». Λέγουν μάλιστα ότι μία βασίλισσα της
+Γαλλίας εις την οποίαν έθεσαν αντιμέτωπον της αρετής της, έν
+εκατομμύριον, ανέκραξεν. « Έν εκατομμύριον! Α! λέγει πολλά έν
+εκατομμύριον!» — Κύριον Γ. Μ. Καλάμας. Τιμοκατάλογος εστάλη. —
+Δαν Ευαγγελίαν Β. Άργος. Ελήφθη συνδρομή σας Τρίμηνος.
+Ευχαριστούμεν. — Κύριον Ο. Ζ. μαθητήν Πάτρας. Βιβλία εστάλησαν
+ταχυδρομικώς. — Κυρίαν Καλυψώ Χ . . . Θήραν. Ελήφθη και θα
+εξακολουθήσωμεν.
+
+Λίαν προσεχώς εις τα εκλεκτά Αναγνώσματα του Ιουλίου Βερν:
+
+&Ο ΣΑΝΣΕΛΩΡ&
+
+
+
+
+&ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ&
+
+
+
+1
+
+Εις των ανέμων την πνοήν
+τας πτέρυγας εκτείνω·
+Μετρώ του κόσμου την ζωήν
+ακέφαλος αν μείνω
+
+2
+
+Ενόσω είμ' αόρατος
+στα σπλάχνα της μητρός μου,
+με αγαπά θερμότατα
+πλην μόλις γεννηθώ
+και την αφήσω, γίνεται
+ο άσπονδος εχθρός μου
+κι' αν μ' απαντήση πουθενά
+αμέσως θα χαθώ.
+
+Αι λύσεις πρέπει να συνοδεύωνται με 20λεπτον γραμματόσημον και
+θα δημοσιεύονται εις την αρχήν εκάστου μηνός.
+
+Τα Δώρα θα δημοσιεύσωμεν εις το προσεχές.
+
+
+
+
+Ο ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΕΤΗΣ ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ
+
+
+
+
+ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ
+
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'.
+
+Ο Μυοπάρων Πίλγριμ.
+
+
+
+Τη 2 Φεβρουαρίου 1878 ο μυοπάρων (γολετόβρικον) «Πίλγριμ»)
+ευρίσκετο υπό την 43° 57 νοτίου πλάτους και 165° 19 δυσμικού
+μήκους του μεσημβρινού της Γρανβίχης.
+
+Το πλοίον τούτο, χωρητικότητος τετρακοσίων τόννων, εφοπλισθέν
+εν Αγίω Φραγκίσκω δια την μεγάλην αλιείαν των νοτίων θαλασσών,
+ανήκεν εις τον Ιάκωβον Βέλδων, πλούσιον της Καλιφορνίας
+εφοπλιστήν, όστις από πολλών ετών είχεν εμπιστευθή την
+διοίκησιν αυτού εις τον πλοίαρχον Χουλ.
+
+Το «Πίλγριμ» ήτο το μικρότερον αλλά και το καλλίτερον πλοίον
+του στολίσκου εκείνου τον οποίον ο Ιάκωβος Βέλδων κατά πάσαν
+εποχήν απέστελλεν άλλοτε μεν πέραν του Βεριγγίου πορθμού μέχρι
+των βορεινών θαλασσών, άλλοτε δε εις τα παράλια της Τασμανίας ή
+της άκρας Χορν, μέχρι του ανταρτικού ωκεανού. Έπλεεν εξόχως. Ο
+εξοπλισμός αυτού, λίαν ευμεταχείριστος, επέτρεπεν αυτώ να
+διακινδυνεύη μετ' ολίγων ανδρών απέναντι των αδιαπεράστων
+σύρτεων του νοτίου ημισφαιρίου. Ο πλοίαρχος Χουλ ήξευρε «να
+γλυστρά», ως λέγουσιν οι ναύται, εν τω μέσω των πάγων εκείνων
+οίτινες κατά το θέρος παρασυρόμενοι φθάνουσι δια της Νέας
+Ζηλανδίας ή δια του Ευέλπιδος Ακρωτηρίου εις πλάτος πολύ
+κατώτερον εκείνου εις το οποίον φθάνουσιν εν ταις αρκτικαίς
+θαλάσσαις της υδρογείου. Το αληθές όμως είναι ότι οι παγοσωροί
+εκείνοι των οποίων μέγα μέρος διαλύεται εντός του Ειρηνικού ή
+του Ατλαντικού, μικρόν είχον όγκον, σμικρυνθέντες, ήδη υπό των
+συγκρούσεων και διαλυθέντες υπό των θερμών υδάτων.
+
+Υπό τας διαταγάς του πλοιάρχου Χουλ καλού ναυτικού, και
+ταυτοχρόνως ενός των επιδεξιωτέρων αγκιστρευτών του στολίσκου,
+ευρίσκετο πλήρωμα συγκείμενον εκ πέντε ναυτών και ενός δοκίμου.
+Τούτο ήτο ολίγον διά την αλιείαν εκείνην της φαλαίνης, ήτις
+απαιτεί πολυαριθμότερον προσωπικόν. Απαιτούνται πολλοί άνδρες
+διά τον χειρισμόν των εις προσβολήν πεμπομένων λέμβων ως και
+διά τον διαμελισμόν των αγρευομένων ζώων. Αλλά, κατά το
+παράδειγμα εφοπλιστών τινων, ο Ιάκωβος Βέλδων εθεώρει πολύ
+οικονομικώτερον να επιβιβάζη εις Άγιον Φραγκίσκον τον αριθμόν
+των ναυτών των αναγκαιούντων μόνον διά την διεύθυνσιν του
+πλοίου. Η Νέα Ζηλανδία ουδόλως εστερείτο αγρευτών, ναυτών πάσης
+εθνικότητος, λιποτακτών ή άλλων, οίτινες εζήτουν να μισθωθώσι
+διά την εποχήν και εξήσκουν επιτηδείως το αλιευτικόν επάγγελμα.
+Περαιουμένης άπαξ της χρησίμου περιόδου επληρώνοντο,
+απεβιβάζοντο εις την ξηράν και περιέμενον όπως οι φαλαινοθήραι
+του επομένου έτους έλθωσι να ζητήσωσι την υπηρεσίαν των. Κατά
+την μέθοδον ταύτην και καλλιτέρα χρήσις των διαθεσίμων ναυτών
+εγίνετο και μεγαλείτερον όφελος προέκυπτεν εκ της συνεργασίας
+των.
+
+Τούτο εγένετο και εις το «Πίλγριμ».
+
+Ο μυοπάρων είχε διέλθει την αλιευτικήν εποχήν επί του ορίου του
+πολικού ανταρτικού κύκλου. Αλλά δεν είχε το φορτίον του πλήρες
+ελαίου, υπολαιμίων ακατεργάστων και τεμαχίων αυτού. Κατ'
+εκείνην ήδη την εποχήν, η αλιεία καθίστατο δύσκολος. Τα κήτη,
+μεγάλως καταδιωχθέντα, ήσαν σπάνια. Η γνησία φάλαινα, ήτις
+καλείται Nord-caqer εν τω βόρειο Ωκεανώ και Sulpher-boltone εν
+ταις νοτίαις θαλάσσαις, ήρχιζε να εκλείπη.
+
+Οι αλιείς έπρεπε να στραφώσι κατά του Φιν-μπακ, γιγαντώδους
+μαστοφόρου, ου αι προσβολαι δεν ήσαν άμοιροι κινδύνων.
+
+Τούτο έπραξεν ο πλοίαρχος Χουλ εις την εκδρομήν ταύτην, αλλά
+κατά το επόμενον ταξείδιον εσκόπευε να ανοιχθή εις πλάτος
+υψηλότερον, και εάν ήτο ανάγκη να προχωρήση μέχρι των γαιών
+εκείνων της Κλαρίας και της Αδελίας, των οποίων η ανακάλυψις,
+αμφισβητηθείσα υπό του Αμερικανού Βίλκες, ανήκει οριστικώς εις
+τον διάσημον πλοίαρχον του Αστρολάβου και της Ζηλείας εις τον
+Γάλλον Δουμόνδον Δουρβίλ.
+
+Εν συνόψει η εκδρομή δεν υπήρξεν ευτυχής διά το «Πίλγριμ». Κατά
+τας αρχάς του Ιανουαρίου, ήτοι περί τα μέσα του βορείου θέρους,
+και μολονότι η προς επάνοδον των φαλαινοθηρών εποχή δεν είχεν
+επέλθει έτι, ο πλοίαρχος Χουλ ηναγκάσθη να εγκαταλίπη τα μέρη
+της αλιείας. Το επιβοηθητικόν αυτού πλήρωμα, — άθροισμα αχρείων
+υποκειμένων, — ήρχησε να απειθή, και εδέησε να σκευθή όπως
+αποχωρισθή αυτών.
+
+Το «Πίλγριμ» λοιπόν διηυθύνθη βορειοδυτικώς, προς τας γαίας της
+Νέας Ζηλανδίας, την οποίαν είχε επισκεφθή κατά την 15ην
+Ιανουαρίου. Έφθασεν εις Βαϊτεμάταν, λιμένα του Ωκλάνδ κειμένου
+εις τον μυχόν του κόλπου Χουράκι επί της ανατολικής παραλίας
+της βορείας νήσου και απεβίβασε τους αλιείς ους είχε παραλάβει
+διά την εκδρομήν.
+
+Το πλήρωμα δεν ήτο ευχαριστημένον. Προς συμπλήρωσιν του φορτίου
+του «Πίλγριμ» έλειπον διακόσια τουλάχιστον βαρέλια ελαίου.
+Ουδέποτε πτωχοτέρα αλιεία. Ο πλοίαρχος Χουλ επέστρεφε λοιπόν με
+την δυσαρέσκειαν δεδοκιμασμένου κυνηγού, όστις διά πρώτην φοράν
+άνευ ή σχεδόν άνευ θηράματος επιστρέφει. Η φιλαυτία του είχε
+λίαν εξερεθισθή και δεν εσυγχώρει τους αθλίους εκείνους των
+οποίων η απείθεια είχε συντελέσει εις την αποτυχίαν της
+εκδρομής του.
+
+Εις μάτην προσπάθησε να συναθροίση εξ Ωκλάνδ νέον πλήρωμα
+αλιευτικόν. Όλοι οι διαθέσιμοι ναυτικοί είχον επιβή εις άλλα
+πλοία φαλαινοθηρευτικά. Εδέησε λοιπόν να αποβάλη πάσαν ελπίδα
+σημπληρώσεως του φορτίου του «Πίλγριμ» και παρασκευάζετο να
+εγκαταλείπη οριστικώς το Ωκλάνδ, ότε αίτησις πλοός τω εγένετο
+ην δεν ηδύνατο να αρνηθή.
+
+Η κυρία Βέλδων, σύζυγος του εφοπλιστού του «Πίλγριμ», ο
+πενταετής αυτής υιός Ζακ, καί τις των συγγενών τον οποίον
+εκάλουν εξάδελφον Βενέδικτον, ευρίσκοντο τότε εις Ωκλάνδ. Ο
+Ιάκωβος Βέλδων, τον οποίον αι εμπορικαί του επιχειρήσεις
+ηνάγκαζον ενίοτε να επισκέπτηται την Νέαν Ζηλανδίαν, είχε φέρει
+εκεί και τους τρεις, εσκόπευε δε να τους επαναφέρη εις Άγιον
+Φραγκίσκον.
+
+Αλλά καθ' ήν στιγμήν όλη η οικογένεια έμελλε να αναχωρήση,
+ησθένησε βαρέως ο μικρός Ζακ, ο δε πατήρ του, βιαζόμενος υπό
+των υποθέσεών του ηναγκάσθη να απέλθη του Ωκλάνδ, καταλείπων
+εκεί την σύζυγόν του, τον υιόν και τον εξάδελφον Βενέδικτον.
+
+Τρεις μήνες είχον παρέλθει, τρεις μακροί μήνες αποχωρισμού,
+οίτινες υπήρξαν λίαν οδυνηροί εις την κυρίαν Βέλδων. Εν τούτοις
+το νεαρόν τέκνον της εθεραπεύθη και εμελέτα να αναχωρήση ότε τη
+ανήγγειλον την άφιξιν του «Πίλγριμ».
+
+Κατ' εκείνην την εποχήν, όπως επιστρέψη εις Άγιον Φραγκίσκον η
+κυρία Βέρδων ήτο ηναγκασμένη να μεταβή εις Αυστραλίαν διά να
+ζητήση πλοίον της υπερωκεανείου Εταιρίας του Χρυσού Αιώνος, εξ
+εκείνων άτινα εκτελούσι την υπηρεσίαν από Μελβούρν εις τον
+ισθμόν του Παναμά διά του Παπεϊτή. Ερχομένη άπαξ εις Παναμάν,
+ώφειλε να περιμένη την αναχώρησιν του αμερικανού ατμοπλοίου
+όπερ εκτελεί τακτικήν συγκοινωνίαν μεταξύ του ισθμού και της
+Καλιφορνίας. Τούτου ένεκα, βραδύτητες, μεταβιβάσεις, πάντοτε
+δυσάρεστοι διά μίαν γυναίκα μετά μικρού παιδίου. Κατ' αυτήν
+λοιπόν την στιγμήν ηγκυροβόλησε το «Πίλγριμ» εις Ωκλάνδ, δεν
+εδίστασε και εζήτησε παρά του πλοιάρχου να παραλάβη εις το
+πλοίον αυτήν, τον υιόν της, τον εξάδελφον Βενέδικτον και την
+Ναν, γραίαν μαύρην ήτις την υπηρέτει από της νηπιακής ηλικίας
+της, όπως τους μεταφέρη εις Άγιον Φραγκίσκον. Τρεις χιλιάδες
+θαλάσσιοι λεύγαι να διανυθώσι διά πλοίου ιστιοφόρου! αλλά το
+πλοίον του πλοιάρχου Χουλ ήτο λίαν στερεόν και η εποχή ωραία
+εισέτι. Ο πλοίαρχος Χουλ εδέχθη και παρεχώρησεν αμέσως τον
+ιδιαίταιρον θάλαμόν του εις την διάθεσιν της επιβάτιδος. Ήθελεν
+ώστε κατά τον διάπλουν, όστις ηδύνατο να διαρκέση τεσσαράκοντα
+ή πεντήκοντα ημέρας, η κυρία Βέλδων να έχη όλας τας δυνατάς
+αναπαύσεις εντός του πλοίου.
+
+Υπό τους όρους τούτους ο διάπλους θα είχεν ευχαρίστησίν τινα
+διά την κυρίαν Βέλδων. Το μόνον δυσάρεστον ήτο ότι ο διάπλους
+εκείνος εξ ανάγκης θα παρατείνετο ένεκα της υποχρεώσεως του
+«Πίλγριμ» ν' αποβιβάση το φορτίον του εις Βαλπαραΐζον της
+Χιλής. Τούτου γενομένου, δεν υπελείπετο άλλο ειμή να ανέλθη την
+αμερικανικήν ακτήν, μετ' απογείων ανέμων, οίτινες καθιστώσι
+λίαν ευχάριστα τα παράλια εκείνα.
+
+Άλλως τι η κυρία Βέλδων ήτο γυνή θαρραλέα, ήτις δεν επτοείτο
+υπό της θαλάσσης. Τριακονταέτις την ηλικίαν, έχουσα υγείαν
+ισχυράν και πολλήν έξιν εις τους μακρούς πλόας εις ους πολλάκις
+συνόδευσε τον σύζυγόν της, δεν εδειλία απέναντι των τυχαίων
+συμβεβηκότων, άτινα ηδύναντο να επέλθωσιν εις πλοίον μετρίας
+χωρητικότητος. Εγνώριζεν ότι ο πλοίαρχος Χουλ ήτο εξαίρετος
+ναυτικός εις ον ο Ιάκωβος Βέλδων είχε πάσαν εμπιστοσύνην. Το
+«Πίλγριμ» ήτο πλοίον στερεόν, ταχύπλουν, διακρινόμενον εν τω
+στολίσκω των αμερικανικών φαλαινοθηρών. Η ευκαιρία ήτο καλή και
+έπρεπε να επωφεληθή. Η κυρία Βέλδων επωφελήθη ταύτης.
+
+Εννοείται ότι ο εξάδελφος Βενέδικτος ώφειλε να την συνοδεύση.
+
+Ο εξάδελφος εκείνος ήτο αγαθός ανήρ, πεντηκονταέτης περίπου.
+Αλλά, μεθ' όλην την πεντηκονταετίαν του θα ήτο ασύνετον να τον
+αφήση τις μόνον να εξέλθη. Μακρός μάλλον ή υψηλός, στενός
+μάλλον ή ισχνός, με πρόσωπον οστεώδες, με κρανίον παμμέγιστον
+και λίαν τριχωτόν. Εν όλω τω ατελειώτω ατόμω του ηδύνατό τις να
+αναγνωρίση ένα των αξιολόγων εκείνων χρυσοδιοπτροφόρων
+επιστημόνων, των αβλαβών και αγαθών, προορισμένων να μείνωσι
+καθ' όλον τον βίον των μεγάλα παιδία και να αποθνήσκωσιν
+εκατονταετή εις τας αγκάλας της τροφού των.
+
+Ο εξάδελφος Βενέδικτος, — ούτως εκαλείτο πάντοτε, και εκτός έτι
+της οικογενείας, και πράγματι ήτο εξ εκείνων των αγαθών
+ανθρώπων οίτινες φαίνονται ωσεί εγεννήθησαν εξάδελφοι όλου του
+κόσμου, — ο εξάδελφος Βενέδικτος, πάντοτε ενοχλούμενος υπό των
+μακρών χειρών του και υπό των μακρών ποδών του, θα ήτο εντελώς
+ανίκανος να διεκπεραιώση μόνος, έστω και την απλουστάτην
+υπόθεσιν. Ουδένα ενοχλών, ειμή μόνον εαυτόν, έζη βίον εύκολον,
+έστεργε τα πάντα, ελησμόνει να φάγη ή να πίη, αναίσθητος εις το
+κρύο ως και εις τον καύσωνα, εφαίνετο δε ανήκων εις το φυτικόν
+βασίλειον μάλλον ή εις το ζωικόν. Φαντάσθητε δένδρον όλως
+ανωφελές, άνευ καρπών και άνευ φύλλων, ανίκανον να θρέψη ή να
+σκιάση, αλλ' έχων καλήν καρδίαν.
+
+Τοιούτος ήτο ο εξάδελφος Βενέδικτος. Ευχαρίστως θα προσέφερεν
+υπηρεσίας εις τους ανθρώπους, εάν, ως θα έλεγεν ο Προυδώμ, ήτο
+ικανός να προσφέρη.
+
+Τέλος, ηγαπάτο ένεκα αυτής ταύτης της αδυναμίας του. Η κυρία
+Βέλδων τον εθεώρει ως τέκνον της, — ως μεγάλον πρωτότοκον
+αδελφόν του μικρού της Ζακ.
+
+Δέον να προσθέσωμεν ενταύθα ότι ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν ήτο
+εν τούτοις ούτε αδρανής, ούτε άεργος. Εξ εναντίας ήτο
+εργατικός. Το μοναδικόν πάθος του, η φυσική ιστορία, τον
+απερρόφα ολόκληρον.
+
+Λέγοντες φυσικήν ιστορίαν, λέγομεν πολύ.
+
+Γνωστόν ότι τα διάφορα μέρη εξ ων απαρτίζεται η επιστήμη αύτη
+είναι η ζωολογία, η βοτανική, η ορυκτολογία και η γεωλογία.
+
+Αλλ' ο εξάδελφος Βενέδικτος ούτε βοτανικός, ούτε ορυκτολόγος,
+ούτε γεωλόγος ήτο.
+
+Μήπως άρα γε ήτο ζωολόγος, καθ' όλην την σημασίαν της λέξεως,
+είδος τι Κυβιέρου του Νέου Κόσμου, αποσυνθέτων το ζώον διά της
+αναλύσεως, ή ανασυνθέτων αυτό διά της συνθέσεως, είς των βαθέων
+εκείνων ειδημόνων, των ασκηθέντων εις την σπουδήν των τεσσάρων
+τύπων, εις ους η νεωτέρα επιστήμη ανάγει το ζωικόν βασίλειον,
+των σπονδυλωτών δηλαδή, των μαλακίων, των ενάρθρων και των
+ακνινωτών; Των τεσσάρων τούτων διαιρέσεων, ο αφελής αλλά
+φιλόσπουδος επιστήμων παρετήρησέ ποτε τας κλάσεις και ηρεύνησε
+τας τάξεις, τας οικογενείας, τας φυλάς, τα γένη, τα είδη, τας
+διακρινούσας αυτάς ποικιλίας;
+
+Όχι!
+
+Μη άρα γε ο εξάδελφος Βενέδικτος είχεν αφοσιωθή εις την σπουδήν
+των σπονδυλωτών, μαστοφόρων, πτηνών, ερπετών και ιχθύων;
+
+Ουδαμώς.
+
+Μη άρα γε προυτίμησε τα μαλάκια από των κεφαλοπόδων μέχρι των
+βρυοζώων, και η μαλακολογία δεν είχε πλέον μυστήρια δι' αυτόν;
+
+Παντάπασι.
+
+Μη άραγε έκαυσεν επί τοσούτον χρόνον το έλαιον του λύχνου του
+ασχολούμενος εις τα ακτινωτά, τα εχινόδερμα, τας ακαλήφας, τους
+πολύποδας, τους έλμινθας, τα σπογγιώδη και τα εγχυματογενή;
+
+Δέον να ομολογήσωμεν ότι ουδέ τούτο εγένετο.
+
+Επειδή λοιπόν δεν υπολείπεται άλλο είδος ζωολογίας, ειμή η
+διαίρεσις των ενάρθρων, έπεται εξ ανάγκης ότι επί ταύτης της
+διαιρέσεως είχεν ασκηθή το μόνον πάθος του εξαδέλφου
+Βενεδίκτου.
+
+Ναι, αλλά και τούτο πρέπει σαφανισθή.
+
+Η διακλάδωσις των ενάρθρων περιλαμβάνει έξ κλάσεις: τα έντομα,
+τα μυριάποδα, τα αραχνοειδή, τα μαλακόστρακα, τα μαλλόποδα και
+τα ερύθραιμα.
+
+Αλλ' ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν θα ηδύνατο να διακρίνη τον
+σκώληκα από της θεραπευτικής βδέλης, το κρήθμον από της
+κογχύλης, την οικιακήν αράχνην από τον ψευδοσκορπιόν, την
+καραβίδα από του βατράχου, τον ίουλον από της σκολοπένδρας.
+
+Τι ήτο λοιπόν ο εξάδελφος Βενέδικτος;
+
+Ουδέν άλλο ή απλούς εντομολόγος.
+
+Εις ταύτα δύναταί τις βεβαίως να απαντήση ότι η εντομολογία,
+κατά την ετυμολογικήν αυτής έννοιαν, είναι μέρος των φυσικών
+επιστημών περιλαμβάνον όλα τα έναρθρα. Υπό γενικήν έποψιν τούτο
+είναι αληθές, αλλ' επεκράτησεν η συνήθεια να μη δίδεται εις την
+λέξιν ταύτην ειμή έννοια μάλλον περιωρισμένη. Δεν εφαρμόζεται
+λοιπόν ειμή εις την κυρίως λεγομένην σπουδήν των εντόμων, ήτοι
+«όλων των ενάρθρων ζώων, των οποίων το σώμα, συγκείμενον εκ
+δακτυλίων τεθειμένων άκρον προς άκρον, σχηματίζει τρία
+διακεκριμένα τμήματα, άτινα κέκτηνται τρία ζεύγη ποδών, ένεκα
+του οποίου ωνομάσθησαν εξάποδα».
+
+Επειδή λοιπόν ο εξάδελφος Βενέδικτος είχε περιορισθή εις την
+σπουδήν των ενάρθρων της κλάσεως ταύτης ήτο μόνον απλούς
+εντομολόγος.
+
+Αλλά μη απατώμεθα! Εν τη κλάσει ταύτη των εντόμων
+περιλαμβάνονται ουχί ολιγώτεραι των δέκα τάξεων τα ορθόπτερα
+(1), τα νευρόπτερα (2)τα υμενόπτερα (3), τα λεπιδόπτερα (4), τα
+ημίπτερα (5), τα κολεόπτερα (6). τα δίπτερα (7), τα ριπίπτερα
+(8), τα παράσιτα (9) και τα θυσάνουρα (10). Είς τινα δε των
+τόξων τούτων τα κολεόπτερα παραδείγματος χάριν, εξηκριβώθησαν
+τριάκοντα χιλιάδες είδη και εξήκοντα χιλιάδες εις τα δίπτερα.
+Εκ τούτων λοιπόν δύναταί τις να εννοήση ότι τα αντικείμενα
+σπουδής δεν ελλείπουσι και ότι υπάρχει πολλή ύλη όπως
+απασχολήση ένα άνθρωπον μόνον.
+
+Τοιουτοτρόπως όλος ο βίος του εξαδέλφου Βενεδίκτου ήτο
+αφιερωμένος εντελώς εις την εντομολογίαν.
+
+Εις την επιστήμην ταύτην απησχόλει όλας τας ώρας του, — όλας
+ανεξαιρέτως και αυτάς τας του ύπνου, αφού ωνειρεύετο πάντοτε
+«εξάποδα». Αναρίθμητοι ήσαν αι καρφίδες αι εμπεπηγμέναι εις τας
+χειρίδας, εις το περιπεριτραχήλιον του ενδύματός του, εις το
+βάθος του πίλου του και εις τα πλάγια του εσωκαρδίου του.
+
+Όταν ο εξάδελφος Βενέδικτος επέστρεφεν έκ τινος επιστημονικού
+περιπάτου, ο πολύτιμος πίλος του ήτο αποθήκη φυσικής ιστορίας,
+κατάστικτος εσωτερικώς τε και εξωτερικώς υπό εντόμων
+διαπερασμένων. Και τώρα εξηγείται ότι το πρωτότυπον εκείνο ον
+συνόδευσε τον κύριον και την κυρίαν Βέλδων εις Νέαν Ζηλανδίαν
+εκ πάθους εντομολογικού. Εκεί, η συλλογή του επλουτίσθη διά
+τινων σπανίων αντικειμένων, και ευνόητον ήτο ότι εβιάζετο να
+επανέλθη όπως ταξινομίση αυτά εις το σπουδαστήριόν του εν Αγίω
+Φραγκίσκω.
+
+Επειδή λοιπόν η κυρία Βέλδων και το τέκνον της επέστρεφον εις
+Αμερικήν διά του «Πίλγριμ», ουδέν φυσικώτερον να συνοδεύση
+αυτούς ο εξάδελφος Βενέδικτος κατά τον διάπλουν.
+
+Αλλ' η κυρία Βέλδων ουδόλως έπρεπε να βασίζεται επ' αυτού, εάν
+παρουσιάζετο κρίσιμός τις περίστασις. Ευτυχώς δεν επρόκειτο
+ειμή περί ταξειδίου ευκόλου εκτελουμένου κατά την καλήν εποχήν,
+και διά πλοίου του οποίου ο κυβερνήτης ήτο άξιος πάσης
+εμπιστοσύνης.
+
+Κατά την τριήμερον διαμονήν του «Πίλγριμ» εν Βαϊτεμάτα, η κυρία
+Βέλδων ενήργησεν εν μεγάλη βία τας προετοιμασίας της, καθότι
+δεν ήθελε να επιβραδύνη την αναχώρησιν του μυοπάρωνος. Οι
+ιθαγενείς υπηρέται οίτινες υπηρέτουν αυτήν κατά την εις Ωκλάνδ
+διαμονήν της απελύθησαν, και τη 22 Ιανουαρίου επεβιβάσθη επί
+του «Πίλγριμ» φέρουσα μεθ' εαυτής τον υιόν της Ζακ, τον
+εξάδελφον Βενέδικτον και την γραίαν υπηρέτριαν Ναν.
+
+Ο εξάδελφος Βενέδικτος έφερεν εντός ιδιαιτέρου κιβωτίου όλην
+την εντομολογικήν συλλογήν του. Εν τη συλλογή εκείνη
+διεκρίνοντο μεταξύ άλλων δείγματά τινα των νέων εκείνων
+σταφυλίνων, είδους σαρκοβόρων κολεοπτέρων, ων οι οφθαλμοί
+ευρίσκονται υπεράνω της κεφαλής, και οίτινες μέχρι τότε
+ενομίζοντο ότι ανήκον μόνον εις την Νέαν Καληδονίαν. Τω είχον
+συστήσει φαρμακεράν τινα αράχνην, την «κατιπώ» των Μαορή, της
+οποίας το δήγμα είναι πολλάκις θανατηφόρον εις τους ιθαγενείς.
+Αλλ' η αράχνη δεν ανήκει εις την τάξιν των κυρίως καλουμένων
+εντόμων, κατατάσσεται εις τα αραχνοειδή, και κατ' ακόλουθίαν
+ουδεμίαν είχεν αξίαν εις τους οφθαλμούς του εξαδέλφου
+Βενεδίκτου. Ως εκ τούτου την περιεφρόνησε, και το ωραιότερον
+κειμήλιον της συλλογής του ήτο αξιοσημείωτός τις σταφυλίνος
+Νεοζηλανδικός.
+
+Εννοείται ότι ο εξάδελφος Βενέδικτος, πληρώσας μεγάλα
+ασφάλιστρα, εξησφάλησε το φορτίον του, όπερ τω εφαίνετο
+πολυτιμότερον του εξ ελαίου και ελασμάτων φορτίου εν τω κύτει
+του «Πίλγριμ».
+
+Κατά την στιγμήν του απόπλου, ότε η κυρία Βέλδων και οι
+συμπλωτήρες αυτής ευρέθησαν επί του καταστρώματος του
+μυοπάρωνος, ο πλοίαρχος Χουλ επλησίασε την επιβάτιδα.
+
+ — Εννοείται κυρία Βέλδων, τη είπεν, εάν ταξειδεύηται διά του
+«Πίλγριμ» υμείς μόνη είσθε υπεύθυνος.
+
+ — Διατί μοι απευθύνετε την παρατήρησιν ταύτην, κύριε Χουλ;
+ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.
+
+ — Διότι δεν έλαβον διαταγήν περί τούτου παρά του συζύγου σας,
+και όπως δήποτε είς μυοπάρων δεν δύναται να σας προσφέρη τας
+εγγυήσεις καλού διάπλου, τας οποίας θα είχετε εντός ατμοπλοίου
+ειδικώς προωρισμένου προς μεταφοράν επιβατών.
+
+ — Εάν ο σύζυγός μου ήτο εδώ, απεκρίθη η κυρία Βέλδων,
+νομίζετε, κύριε Χουλ ότι θα εδίσταζε να επιβιβασθή επί του
+«Πίλγριμ» συνοδευόμενος υπό της συζύγου και του τέκνου του;
+
+ — Όχι, κυρία Βέλδων δεν θα εδίσταζεν, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ·
+όχι βεβαίως! ως δεν θα εδίσταζον ούτε εγώ! Το «Πίλγριμ» είναι
+καλόν πλοίον, αν και η εκδρομή του υπήρξε πολύ αθλία, και είμαι
+βέβαιος περί αυτού όσον δύναται να ήνε ναυτικός περί του πλοίου
+όπερ κυβερνά από πολλών ετών. Ό,τι σας είπον, κυρία Βέλδων, το
+είπον όπως καλύψω την ευθύνην μου και όπως σας επαναλάβω ότι
+εντός του πλοίου δεν θα έχετε τας αναπαύσεις εκείνας εις τας
+οποίας είσθε συνηθισμένη.
+
+ — Επειδή δεν πρόκειται ειμή περί αναπαύσεων, κύριε Χουλ
+απήντησεν η κυρία Βέλδων, τούτο δεν είναι ικανόν να με
+εμποδίση. Δεν είμαι εκ των δύσκολων εκείνων επιβατών οίτινες
+αδιακόπως παραπονούνται διά το στενόν των κοιτωνίσκων και την
+ανεπάρκειαν της τραπέζης.
+
+Είτα η κυρία Βέλδων, αφού παρετήρησεν επί τινας στιγμάς τον
+μικρόν της Ζακ, ον εκράτει εκ της χειρός·
+
+ — Ας αναχωρήσωμεν, κύριε Χουλ, είπεν.
+
+Αι διαταγαί εδόθησαν προς απόπλουν, τα ιστία ανεπετάσθησαν, και
+το «Πίλγριμ» χειριζόμενον εις τρόπον ώστε να εξέλθη του κόλπου
+όσον τάχιστα, έστρεψε την πρώραν προς τα αμερικανικά παράλια.
+
+Αλλά, τρεις ημέρας μετά την αναχώρησίν του, ο μυοπάρων
+στενοχωρηθείς υπό βιαίων ανατολικών ανέμων, ηναγκάσθη να στρέψη
+αριστερά όπως επιτύχη πάλιν ούριον άνεμον.
+
+Και τοιουτοτρόπως, κατά την 2 Φεβρουαρίου, ο πλοίαρχος Χουλ
+ευρίσκετο εισέτι εις πλάτος υψηλότερον εκείνου όπερ ήθελε και
+εις θέσιν ναυτικού ζητούντος μάλλον να παρικάμψη το ακρωτήριον
+Χορν ή να πλησιάση την νέαν ήπειρον.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.
+
+ΔΙΚ ΣΑΝΔ
+
+
+
+Εν τούτοις η θάλασσα ήτο καλή, και εξαιρέσει των βραδυτήτων ο
+πλους εξετελείτο υπό αρκούντως ευνοϊκούς όρους.
+
+Η κυρία Βέλδων είχεν εγκατασταθή εντός του «Πίλγριμ» όσον ήτο
+δυνατόν ανέτως. Ούτε πυργίσκος ούτε άλλο τι ευρίσκετο εις τα
+όπισθεν του καταστρώματος. Δεν υπήρχε λοιπόν κοιτωνίσκος εις
+την πρύμνην όπως δεχθή την επιβάτιδα, ήτις εδέησε να αρκεσθή
+εις τον θάλαμον του πλοιάρχου Χουλ κείμενον επί της πρύμνης και
+αποτελούντα την μετρίαν αυτού ναυτικήν κατοικίαν. Εδέησεν όμως
+να την παρακαλέση επιμόνως ο πλοίαρχος όπως δεχθή. Εκεί λοιπόν,
+εις το μέτριον εκείνο οίκημα, εγκατέστη η κυρία Βέλδων μετά του
+τέκνου της και της γραίας Ναν. Εκεί εγευμάτιζεν, έχουσα
+συνδαιτυμόνας τον πλοίαρχον και τον εξάδελφον Βενέδικτον, διά
+τον οποίον εσχηματίσθη επί του καταστρώματος είδος τι
+θαλαμίσκου.
+
+Ο δε πλοίαρχος του «Πίλγριμ» είχε καταλάβει κοιτωνίσκον τινά
+του πληρώματος, κοιτωνίσκον όστις έπρεπε να κατέχηται υπό του
+υποπλοιάρχου, εάν υπήρχεν υποπλοίαρχος εν τω πλοίω. Αλλ' ως
+γνωρίζομεν, ο μυοπάρων εταξείδευεν υπό συνθήκας αίτινες
+επέτρεπον να γίνεται οικονομία ενός υποπλοιάρχου.
+
+Οι άνδρες του «Πίλγριμ» καλοί και εύρωστοι θαλασσινοί,
+εφαίνοντο πολύ συνηνωμένοι εκ της ταυτότητος των ιδεών και των
+έξεων. Η αλιευτική εκείνη περίοδος ήτο η τετάρτη την οποίαν
+εξετέλουν ομού. Άπαντες εκ της δυτικής Αμερικής εγνωρίζοντο από
+παλαιού χρόνου και ανήκον εις την αυτήν χώραν της Καλιφoρνίας.
+
+Οι γενναίοι εκείνοι άνδρες εφαίνοντο πολύ περιποιητικοί προς
+την κυρίαν Βέλδων, την σύζυγον του εφοπλιστού των, προς τον
+οποίον έτρεφον απεριόριστον αφοσίωσιν. Δέον να είπωμεν ότι
+μεγάλως ενδιαφερόμενοι εις τα κέρδη του πλοίου, είχον
+θαλασσοπορήσει μέχρι τότε μετά πολλής ωφελείας. Εάν ένεκα του
+μικρού αριθμού των ουδενός εφείδοντο κόπου, συνέβαινε τούτο
+διότι πάσα εργασία ηύξανε τα κέρδη των κατά την τακτοποίησιν
+των λογαριασμών εκάστης περιόδου. Είναι αληθές όχι την φοράν
+ταύτην το κέρδος θα ήτο μηδαμινόν, και τούτο δικαίως τους
+εξώργιζε κατά των αχρείων εκείνων της Νέας Ζηλανδίας.
+
+Είς μόνον μεταξύ όλων εν τω πλοίω δεν ήτο καταγωγής
+αμερικανικής. Πορτογάλλος εκ γενετής, αλλ' ομιλών ευχερώς την
+αγγλικήν, εκαλείτο Νεγορός, και εξετέλει τα ταπεινά έργα
+μαγείρου του μυοπάρωνος.
+
+Όταν ο μάγειρος του «Πίλγριμ» ελιποτάκτησεν εις Ωκλάνδ, ο
+Νεγορός εκείνος, άνευ εργασίας τότε, προσεφέρθη να τον
+αντικαταστήση. Ήτο άνθρωπος σιωπηλός, ήκιστα κοινωνικός, έμενε
+μεμονωμένος, αλλά καλώς εξεπλήρου το επάγγελμά του. Παραλαβών
+αυτόν εις την υπηρεσίαν του ο πλοίαρχος Χουλ εφαίνετο ότι
+αρκούντως επέτυχεν εις την εκλογήν του· από της στιγμής της
+εισόδου του εις το πλοίον ο Νεγορός ουδεμίαν επέσυρεν
+επίπληξιν.
+&11
+Εν τούτοις ο πλοίαρχος Χουλ ελυπείτο διότι δεν έσχε τον
+απαιτούμενον καιρόν να λάβη ακριβείς πληροφορίας περί του
+παρελθόντος αυτού. Η μορφή του, ή μάλλον το βλέμμα του, μετρίως
+τω ήρεσκε, και προκειμένου να εισαγάγη τις ένα άγνωστον εις την
+τόσω στενήν και τόσω περιωρισμένην ζωήν πλοίου, πρέπει ουδέν να
+παραμελή όπως πληροφορήται περί των προηγουμένων αυτού.
+
+Ο Νεγορός εφαίνετο τεσσαρακοντούτης. Ισχνός νευρώδης, μεσαίου
+αναστήματος, είχε την κόμην μελανωτάτην, το δέρμα ολίγον τι
+ηλιοκαές και ήτο εύρωστος. Είχεν άρα γε λάβει ανατροφήν τινα;
+Ναι, τούτο δε εφαίνετο έκ τινων παρατηρήσεων αίτινες τω
+διέφευγον ενίοτε. Άλλως τε δε ουδέποτε ωμίλει περί του
+παρελθόντος του, πού είχε ζήσει. Ποίον θα ήτο το μέλλον του;
+ούτε τούτο ηδύνατό τις να ηξεύρη. Έλεγε μόνον ότι εσκόπευε ν'
+αποβιβασθή εις Βαλπαραΐζον. Βεβαίως ήτο άνθρωπος αλλόκοτος.
+Όπως δήποτε, δεν εφαίνετο ότι υπήρξε ναυτικός· εφαίνετο μάλιστα
+πλειότερον ξένος προς τα ναυτικά πράγματα παρ' όσον δύναται να
+είναι μάγειρος, του οποίου μέρος της υπάρξεως διήλθεν εν τη
+θαλάσση.
+
+Εν τούτοις ο σάλος ή ο προνευτασμός του πλοίου δεν τον ηνόχλει
+ως εκείνους οι οποίοι ουδέποτε εταξείδευσαν και τούτο ήτο
+αρκετά σπουδαίον διά μάγειρον πλοίου.
+
+Εν συντόμω, ολίγον εφαίνετο. Την ημέραν έμενε συνήθως
+περιωρισμένος εντός του στενού μαγειρίου του, ενώπιον του εκ
+χυτοσιδήρου κλιβάνου του, όστις κατείχε την περισσοτέραν θέσιν.
+Επερχομένης της νυκτός και σβυνομένου του κλιβάνου, ο Νεγορός
+επανήρχετο εις την καλύβην ήτις είχεν επιφυλαχθή αυτώ εις το
+βάθος του κύτους. Είτα κατεκλίνετο αμέσως και απεκοιμάτο.
+
+Είπομεν ανωτέρω ότι το πλήρωμα του «Πίλγριμ» συνέκειτο εκ πέντε
+ναυτών και ενός δοκίμου.
+
+Ο νέος ούτος δόκιμος, ηλικίας δεκαπέντε ετών, ήτο τέκνον πατρός
+και μητρός αγνώστων. Το δυστυχές εκείνο ον, εγκαταλειφθέν ευθύς
+από της γεννήσεώς του, παρελήφθη υπό της δημοσίου ευσπλαγχνίας
+και ανετράφη υπ' αυτής.
+
+Ο Δικ Σανδ — ούτως εκαλείτο — εφαίνετο ότι κατήγετο εκ της
+Πολιτείας της Νέας Υόρκης, και βεβαίως εκ της πρωτευούσης της
+πολιτείας ταύτης.
+
+Εάν το όνομα Δικ — κατά συγκοπήν του ονόματος Ριχάρδου — εδόθη
+εις τον μικρόν ορφανόν, σημαίνει ότι ήτο το όνομα του ελεήμονος
+διαβάτου όστις τον παρέλαβεν, δύο ή τρεις ώρας μετά την
+γέννησίν του. Το όνομα Σανδ απεδόθη αύτω προς ανάμνησιν του
+μέρους ένθα ευρέθη, ήτοι επί της άκρας εκείνης Σάνδυ Χουκ (11),
+ήτις σχηματίζει την είσοδον του λιμένος της Νέας Υόρκης, κατά
+το στόμιον Χούδσων.
+
+Ο Δικ Σανδ όταν ήθελε φθάσει εις όλην την ανάπτυξίν του δεν θα
+υπερέβαινε μεν το μεσαίον ανάστημα, αλλ' ήτο ισχυράς κράσεως.
+Ουδείς ηδύνατο ν' αμφιβάλλη περί της αγγλοσαξωνικής αυτού
+καταγωγής. Ήτο μελαγχροινός, είχεν οφθαλμούς κυανούς των οποίων
+το κρυσταλλώδες έλαμπεν υπό πυρός ζωηρού. Το ναυτικόν του
+επάγγελμα τον είχεν ήδη προπαρασκευάσει εις τους αγώνας του
+βίου. Η ευφυής φυσιογνωμία του ανέπνεε την ενεργητικότητα,
+ενεργητικότητος ουχί αυθάδους, αλλά τολμητίου. Συχνάκις
+αναφέρουσι τας τρεις ταύτας λέξεις ατελούς τινος στίχου
+Βιργιλίου.
+
+Audaces fortouna junvat. .
+
+αλλά τας αναφέρουσιν εσφαλμένως. Ο ποιητής είπεν:
+
+Audentes fortouna juvat. .
+
+Εις τους τολμητίας και ουχί τους αυθάδεις προσμειδιά σχεδόν
+πάντοτε η τύχη. Ο αυθάδης δύναται να είναι απερίσκεπτος. Ο
+τολμητίας σκέπτεται πρώτον, ενεργεί έπειτα. Ιδού η διαφορά.
+
+Ο Δικ Σανδ ήτο τολμητίας. Δεκαπενταέτης έτι, όταν απεφάσιζέ τι
+εξετέλει αυτό καθ' ολοκληρίαν μετά πάσης επιμονής. Το ήθος
+αυτού ζωηρόν άμα και σοβαρόν, εφείλκυε την προσοχήν. Δεν
+κατηναλίσκετο εις λόγους ή εις χειρονομίας ως πράττουσι συνήθως
+οι ομήλικες αυτώ παίδες. Ενωρίς εις εποχήν του βίου ότε δεν
+συζητεί τις τα προβλήματα της υπάρξεως είχεν αντιμετωπίσει την
+αθλίαν κατάστασίν του και είχεν υποσχεθή να αναδειχθή αφ'
+εαυτού.
+
+Και ανεδείχθη, γενόμενος ήδη σχεδόν ανήρ καθ' ήν ηλικίαν άλλοι
+είναι εισέτι παίδες.
+
+Συγχρόνως λίαν ευκίνητος, λίαν επιτήδειος εις όλα τα σωματικά
+γυμνάσια, ο Δικ Σανδ ήτο εκ των προνομιούχων εκείνων όντων περί
+των οποίων δύναταί τις να είπη ότι εγεννήθησαν με δύο πόδας
+αριστερούς και δύο χείρας δεξιάς. Τοιουτοτρόπως πράττουσι τα
+πάντα διά της καλής χειρός και αναχωρούσι πάντοτε διά του καλού
+ποδός.
+
+Η δημοσία ευσπλαγχνία, ως είπομεν, ανέθρεψε τον μικρόν ορφανόν.
+Πρώτον εισήχθη εις έν των παιδοτροφείων εκείνων άτινα εν
+Αμερική έχουσι πάντοτε θέσιν διά τα εγκαταλελειμένα παιδία.
+Έπειτα, εν ηλικία τεσσάρων ετών, ο Δικ εμάνθανε να αναγινώσκη,
+να γράφη, να αριθμή εις έν των σχολείων εκείνων της πολιτείας
+της Νέας Υόρκης, άτινα αι ελεήμονες συνδρομαί συντηρούσι μετά
+γενναιότητος.
+
+Οκταετής την ηλικίαν, ένεκα της προς την θάλασσαν αγάπην την
+οποίαν είχε εκ γενετής, ο Δικ επέβη ως καμαρώτος εις πλοίον των
+Νοτίων θαλασσών. Εκεί εμάνθανε το επάγγελμα του ναυτικού και ως
+πρέπει τις να το μανθάνη, από της μάλλον νεαράς ηλικίας. Ολίγον
+κατ' ολίγον εδιδάχθη υπό την οδηγίαν αξιωματικών οίτινες
+συνεπάθησαν προς τον μικρόν εκείνον νεανίαν. Ούτως, ο ναυτόπαις
+δεν εβράδυνε να γίνη δόκιμος, ελπίζων βεβαίως και άλλην
+προαγωγήν. Ο παις όστις ευθύς εξαρχής είχεν εννοήσει ότι η
+εργασία είναι ο νόμος της ζωής, εκείνος όστις είχε μάθει ενωρίς
+ότι ο άρτος δεν κερδαίνεται ειμή διά του ιδρώτος του προσώπου —
+δόγμα της Ιεράς Γραφής όπερ είναι κανών της ανθρωπότητος — ο
+παις εκείνος είναι βεβαίως προωρισμένος διά μεγάλα πράγματα,
+καθότι ημέραν τινα, μετά της θελήσεως, θα έχη και την δύναμιν
+να εκτελέση ταύτα.
+
+Ότε λοιπόν ο Δικ Σανδ ευρίσκετο ως ναυτόπαις επί τινος
+εμπορικού πλοίου διεκρίθη υπό του πλοιάρχου Χουλ! Ο γενναίος
+ούτος ναυτικός ησθάνθη συμπάθειαν προς το αγαθόν εκείνο παιδίον
+και το εσύστησε βραδύτερον εις τον εφοπλιστήν Ιάκωβον Βέλδων.
+Ούτος συνεπάθησεν ομοίως προς τον ορφανόν εκείνον του οποίου
+συνεπλήρωσε την αγωγήν εις Άγιον Φραγκίσκον και τον ανέθρεψεν
+εις την καθολικήν θρησκείαν, εις ην ανήκεν η οικογένειά του.
+
+Κατά την διάρκειαν των σπουδών αυτού ο Δικ Σανδ ιδιαιτέραν
+κλίσιν ησθάνθη προς την γεωγραφίαν και τας θαλασσοπορίας,
+επιφυλαττόμενος βραδύτερον, όταν θα έφθανεν εις την πρέπουσαν
+ηλικίαν, να σπουδάση το μαθηματικόν μέρος το σχετιζόμενον προς
+την ναυτιλίαν. Είτα εις το θεωρητικόν εκείνο μέρος της μαθήσεώς
+του δεν παρημέλησε να ενώση το πρακτικόν. Επέβη λοιπόν του
+«Πίλγριμ» διά πρώτην ήδη φοράν ως δόκιμος. Ο καλός ναυτικός
+οφείλει να γνωρίζη την μεγάλην αλιείαν όσον και την μεγάλην
+ναυσιπλοΐαν, διότι είναι καλή προπαρασκευή εις όλα τα
+ενδεχόμενα συμβεβηκότα τα οποία συμπαραφέρει το ναυτικόν
+στάδιον. Άλλως τε ο Δικ εταξείδευε μετά πλοίου του Ιακώβου
+Βέλδων, του ευεργέτου του, πλοίου κυβερνωμένου υπό του
+πλοιάρχου Χουλ! Ευρίσκετο λοιπόν υπό ευνοϊκωτάτας συνθήκας.
+
+Περιττόν να αναφέρωμεν μέχρι τίνος βαθμού έφθασεν η αφοσίωσίς
+του προς την οικογένειαν Βέλδων, εις ην ώφειλε τα πάντα.
+Προτιμότερον να αφήσωμεν τα γεγονότα να ομιλήσωσιν. Αλλ ευκόλως
+δύναταί τις να ενοήση πόσον ο δόκιμος υπήρξεν ευτυχής όταν
+έμαθεν ότι η κυρία Βέλδων έμελλε να επιβιβασθή επί του
+«Πίλγριμ». Επί τινα έτη την κυρίαν Βέλδων εθεώρει ως ιδίαν
+εαυτού μητέρα, εις δε τον Ζακ έβλεπε μικρόν αδελφόν, ουδέποτε
+όμως λησμονών την θέσιν του απέναντι του υιού του πλουσίου
+εφοπλιστού. Αλλά — οι προστάται του εγίνωσκον τούτο — ο καλός
+εκείνος σπόρος ον είχον σπείρει έπεσεν επί αγαθής γης. Υπό την
+ζέσιν του αίματός του, η καρδία του ορφανού εξωγκούτο εξ
+ευγνωμοσύνης, και εάν επέπρωτο να θυσιάση ποτέ την ζωήν του δι'
+εκείνους οίτινες τον εδίδαξαν ν' αγαπά τον Θεόν και την
+σπουδήν, ο νεαρός δόκιμος δεν θα εδίσταζε να το πράξη. Εν
+συντόμω, να είναι δεκαπέντε ετών, αλλά να ενεργή και να πράττη
+ως τριακονταετής, τοιούτος ήτο ο Δικ Σανδ.
+
+Η κυρία Βέλδων εγνώριζε την αξίαν του προστατευομένου της,
+ηδύνατο δε άνευ ουδεμιάς ανησυχίας να τω εμπιστευθή τον μικρόν
+Ζακ. Ο Δικ Σανδ υπερηγάπα το παιδίον εκείνο, όπερ εννοούν ότι
+τον ηγάπα ο «μεγάλος αδελφός», τον εζήτει πάντοτε. Κατά τας
+μακράς ώρας της αναπαύσεως, αίτινες είναι τόσω συχναί εις τον
+πλουν, ότε η θάλασσα ήτο ήσυχος, ότε τα ιστία καλώς
+διηυθετημένα ουδένα απαιτούσι χειρισμόν, ο Δικ και ο Ζακ
+ευρίσκοντο πάντοτε σχεδόν ομού. Ο νεαρός δόκιμος εδείκνυεν εις
+το παιδίον παν ό,τι εκ του επαγγέλματός του ηδύνατο να τον
+διασκεδάζη. Η κυρία Βέλδων αφόβως έβλεπε τον Ζακ, συνοδευόμενον
+υπό του Σανδ, να ορμά εις τους προτόνους, να αναρριχάται εις
+τους ιστούς και να κατέρχηται ως βέλος διά των εξαρτίων. Ο Δικ
+Σανδ προηγείτο ή είπετο πάντοτε, έτοιμος να τον υποστηρίξη ή να
+τον κρατήση εάν οι πενταετείς βραχίονές του ήθελον εξασθενήση
+κατά τα γυμνάσια. Πάντα ταύτα ωφέλουν τον μικρόν Ζακ όστις εκ
+της ασθενείας είχεν ωχριάσει ολίγον αλλά το χρώμα του
+επανήρχετο ταχέως εντός του «Πίλγριμ», χάρις εις την
+καθημερινήν εκείνην γυμναστικήν και εις τας ζωογόνους αύρας της
+θαλάσσης.
+
+Τα πράγματα έβαινον λοιπόν ούτω. Ο διάπλους εξηκολούθει υπό τας
+συνθήκας ταύτας και μολονότι ο καιρός δεν ήτο ευνοϊκός, ούτε οι
+επιβάται ούτε το πλήρωμα παρεπονούντο.
+
+Εν τούτοις η επιμονή εκείνη των ανατολικών ανέμων πολύ
+απησχόλει τον πλοίαρχον Χουλ καθότι δεν κατώρθωνε να φέρη το
+πλοίον εις καλήν οδόν. Εφοβείτο δε μάλιστα μήπως βραδύτερον,
+πλησίον του τροπικού του Αιγόκαιρω, συναντήση νηνεμίαν ήτις θα
+τον εβασάνιζε πολύ, χωρίς να αναφέρωμεν το ισημερινόν ρεύμα
+όπερ θα τον απόθει άνευ αντιστάσεως προς δυσμάς. Ανησύχει
+λοιπόν διά την βραδύτητα ην ήθελεν υποστή η κυρία Βέλδων,
+καίτοι αυτός δεν ήτο υπεύθυνος. Ως εκ τούτου, εάν συνήντα
+υπερωκεάνειόν τι ατμόπλοιον κατευθυνόμενον προς την Αμερικήν,
+εσκέπτετο ήδη να συμβουλεύση την επιβάτιδά του να μεταβιβασθή
+εις αυτό. Ατυχώς ευρίσκετο εις λίαν υψηλά πλάτη και δεν ήτο
+δυνατόν να συναντήση ατμόπλοιόν τι κατευθυνόμενον προς τον
+Παναμάν, άλλως τε δε κατά την εποχήν εκείνην αι διά του
+Ειρηνικού συγκοινωνίαι μεταξύ Αυστραλίας και Νέου Κόσμου δεν
+ήσαν τόσω συνεχώς όσω έκτοτε εγένοντο.
+
+Έδει λοιπόν να αφήση τα πράγματα εις το έλεος του Θεού, και
+εφαίνετο ότι ουδέν θα διετάρασσε τον μονότονον εκείνον
+διάπλουν, ότε επήλθε το πρώτον συμβάν, ακριβώς κατά την ημέραν
+εκείνην της 2 Φεβρουαρίου, υπό το πλάτος και το μήκος τα οποία
+εσημειώσαμεν κατά την έναρξιν της ιστορίας ταύτης.
+
+Περί την ενάτην ώραν της πρωίας ο Δικ Σανδ και ο Ζακ, του
+καιρού όντος λίαν καθαρού, ήσαν εστηριγμένοι επί του
+επιστηλιδίου (κόντρα τσιμπούκι). Από του μέρους εκείνου έβλεπον
+όλον το πλοίον και μέγα μέρος του Ωκεανού. Όπισθεν η περίμετρος
+του ορίζοντος διεκόπτετο μόνον υπό του μεγάλου ιστού φέροντος
+επίδρομον (μπούμα) και λαίφος (φλίσι) και κρύπτοντος μέρος της
+θαλάσσης και του ουρανού. Έμπροσθεν εξετείνετο ο πρωραίος ιστός
+μετά των τριών αυτού αρτεμόνων (φλόκων), οίτινες εφαίνοντο ως
+τρεις μεγάλαι άνισοι πτέρυγες. Κάτωθεν ευρίσκετο ο ακάτιος και
+άνωθεν το μικρόν επιστήλιον (τσιμπούκι) και το μικρόν
+επιστηλίδιον του οποίου ο ποδεών υπέτρεμεν υπό την πνοήν της
+αύρας. Ο μυοπάρων έπλεε λοιπόν προς τα αριστερά, κολπούμενος
+διά των ιστίων του όσον το δυνατόν τον αέρα.
+
+Ο Δικ Σανδ εξήγει εις το Ζακ πως το «Πίλγριμ», καλώς
+ηρμοσμένον, καλώς ισορροπούν εις όλα αυτού τα μέρη, δεν ηδύνατο
+να ναυαγήση, αν και έκλινε πολύ εις τα πλάγια, ότε το παιδίον
+τον διέκοψε.
+
+ — Τι βλέπω εκεί κάτω;
+
+ — Βλέπεις τι, Ζακ; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ ανορθωθείς επί των
+ξύλων.
+
+ — Ναι, εκεί, απεκρίθη ο μικρός Ζακ δεικνύων σημείον τι της
+θαλάσσης μεταξύ του μεγάλου αρτέμονος (φλόκου) και του προθόου
+(κόντρα φλόκου).
+
+Ο Δικ Σανδ παρετήρησε προσεκτικώς το υποδειχθέν σημείον και
+αμέσως, διά φωνής ισχυράς, ανέκραξεν.
+
+ — Έν ναυάγιον, προς τον άνεμον ευθύς, δεξιά!
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'.
+
+ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟΝ
+
+
+
+Εις την κραυγήν του Δικ Σανδ το πλήρωμα ανεστατώθη. Όσοι δεν
+ήσαν της υπηρεσίας ανέβησαν επί του καταστρώματος. Ο πλοίαρχος
+Χουλ εξελθών του κοιτώνος του, διευθύνθη προς την πρώραν.
+
+Η κυρία Βέλδων, η Ναν, και αυτός ο αδιάφορος Βενέδικτος ήλθον
+και εστηρίχθησαν επί του δεξιού διαζώματος, ώστε να βλέπωσι το
+υπό του νεαρού δοκίμου αναγγελθέν ναυάγιον.
+
+Μόνος ο Νεγορός δεν εγκατέλιπε την καλύβην ήτις εχρησίμευεν
+αυτώ ως μαγειρείον, και εξ όλου του πληρώματος, ως πάντοτε,
+αυτός μόνος εφάνη αδιάφορος διά την συνάντησιν του ναυαγίου.
+
+Όλοι τότε παρετήρουν μετά προσοχής το κυματίζον αντικείμενον,
+όπερ τα κύματα εταλάντευον εις τριών μιλίων απόστασιν από του
+«Πίλγριμ».
+
+ — Ε! τι να είναι άρα γε; ηρώτα ναύτης τις.
+
+ — Σχεδία τις εγκαταλειφθείσα, απεκρίνετο έτερος.
+
+ — Ίσως ευρίσκονται επί της σχεδίας εκείνης δυστυχείς ναυαγοί,
+είπεν η κυρία Βέλδων.
+
+ — Θα το μάθωμεν, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ. Αλλά το ναυάγιον
+εκείνο δεν είναι σχεδία. Είναι σκάφος αναστραφέν εις τα πλευρά
+. . .
+
+ — Μήπως είναι μάλλον θαλάσσιόν τι ζώον, μαστοφόρον τι μεγάλου
+αναστήματος; παρετήρησεν ο εξάδελφος Βενέδικτος.
+
+ — Δεν το νομίζω, απεκρίθη ο δόκιμος.
+
+ — Συ, Δικ, τι νομίζεις ότι είναι; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.
+
+ — Σκάφος ανατεστραμμένον, κυρία Βέλδων, ως είπεν ο πλοίαρχος.
+Με φαίνεται μάλιστα ότι βλέπω την χαλκίνην τρόπιν του λάμπουσαν
+εις τον ήλιον.
+
+ — Ναι . . . τωόντι . . . απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ.
+
+Είτα δε, αποτεινόμενος προς τον πηδαλιούχον:
+
+ — Το πηδάλιον προς τον άνεμον, Βόλτων. Λόξευε ούτως ώστε να
+πλησιάσωμεν το ναυάγιον.
+
+ — Μάλιστα, κύριε, απεκρίθη ο πηδαλιούχος.
+
+ — Αλλά, επανέλαβεν ο εξάδελφος Βενέδικτος, επιμένω εις ό,τι
+είπα. Βεβαίως είναι ζώον.
+
+ — Τότε θα είναι χάλκινόν τι κήττος, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ
+καθότι, βεβαίως επίσης, το βλέπω να λάμπη εις τον ήλιον.
+
+ — Όπως δήποτε, εξάδελφε Βενέδικτε, προσέθηκεν η κυρία Βέλδων,
+θα μας επιτρέψητε να παραδεχθώμεν ότι το κήτος εκείνο είναι
+νεκρόν, διότι δεν κάμνει ουδέ την ελαχίστην κίνησιν.
+
+ — Ε! εξαδέλφη Βέλδων, απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος, δεν
+είναι η πρώτη φορά καθ' ήν απαντά τις φάλαιναν να κοιμάται εις
+την επιφάνειαν της θαλάσσης.
+
+ — Τωόντι, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ σήμερον όμως δεν πρόκειται
+περί φαλαίνης αλλά περί πλοίου.
+
+ — Θα το ίδωμεν, απήντησεν ο εξάδελφος Βενέδικτος όστις άλλως
+τε ευχαρίστως θα έδιδεν όλα τα μαστοφόρα των αρκτικών ή
+ανταρκτικών θαλασσών αντί εντόμου τινός σπανίου είδους.
+
+ — Κυβέρνα, Βόλτων, κυβέρνα! έκραξεν εκ νέου ο πλοίαρχος Χουλ
+και μη πλησιάσης πολύ το ναυάγιον. Πέρασε εις απόστασίν τινα.
+Εάν δεν δυνάμεθα να προξενήσωμεν μέγα κακόν εις αυτό το σκάφος,
+δύναται όμως τούτο να μας προξενήση ζημίαν τινά και δεν επιθυμώ
+να προσκρούσωσι τα πλευρά του «Πίλγριμ». Επίδος (όρτσα) ολίγον,
+Βόλτων, επίδος!
+
+Η πρώρα του «Πίλγριμ», ήτις διηυθύνετο προς το ναυάγιον,
+εξέκλινεν ολίγον δι' ελαφράς κινήσεως του πηδαλίου.
+
+Ο μυοπάρων ευρίσκετο εισέτι εις απόστασιν μιλίου από του
+ναυαγήσαντος σκάφους. Οι ναύται το παρετήρουν απλήστως. Ίσως
+περιείχε πολύτιμον φορτίον, όπερ θα ήτο δυνατόν να μεταβιβασθή
+επί του «Πίλγριμ».
+
+Είναι γνωστόν ότι εις τοιαύτας διασώσεις το τρίτον της αξίας
+ανήκει εις τους διασώζοντας, και εν τη περιπτώσει τοιαύτη, εάν
+το φορτίον δεν ήτο βεβλαμμένον, οι άνθρωποι του πληρώματος θα
+έκαμνον καλόν εύρημα. Θα ήτο μικρά τις παρηγορία διά την ατελή
+αλιείαν των.
+
+Μετά έν τέταρτον της ώρας, το ναυάγιον ευρίσκετο εις απόστασιν
+ολιγωτέραν του ημίσεως μιλίου από του «Πίλγριμ».
+
+Ήτο τωόντι πλοίον, όπερ παρουσιάζετο διά της δεξιάς αυτού
+πλευράς. Βεβυθισμένον μέχρι των παραρρυμάτων, τόσην κλίσιν
+είχεν ώστε ήτο σχεδόν αδύνατον να σταθή τις επί του
+καταστρώματος. Εκ των εξαρτημάτων του δεν εφαίνετο πλέον
+τίποτε. Εις τους προτόνους εκρέμαντο μόνο ολίγαι τινές
+τεθραυσμέναι αλύσεις, τεμάχια ξύλων και ολίγα καλώδια. Επί της
+δεξιάς πλευράς ηνοίγετο μεγάλη οπή μεταξύ των επηγκενίδων και
+του καταβεβυθισμένου σανιδώματος.
+
+ — Το πλοίον αυτό προσέκρουσεν! ανέκραξεν ο Δικ Σανδ.
+
+ — είναι αναμφίβολον, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ και θαυμάζω πώς
+δεν κατεβυθίσθη αμέσως.
+
+ — Εάν εγένετο σύγκρουσις παρετήρησεν η κυρία Βέλδων, πρέπει να
+ελπίζωμεν ότι το πλήρωμα του πλοίου τούτου θα εσώθη παρ'
+εκείνων οίτινες προσέκρουσαν εις αυτό.
+
+ — Ας το ελπίζωμεν, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ,
+εκτός εάν το πλήρωμα εκείνο εζήτησε καταφύγιον εις τας ιδίας
+του λέμβους μετά την σύγκρουσιν, και τότε το προσκρούσαν πλοίον
+εξηκολούθησε τον πλουν του, όπερ δυστυχώς συμβαίνει ενίοτε.
+
+ — Είναι δυνατόν! Αλλά τούτο είναι απόδειξις μεγίστης
+απανθρωπίας Χουλ.
+
+ — Μάλιστα κυρία Βέλδων . . . μάλιστα . . και τα παραδείγματα
+δεν λείπουσιν. Όσον δε αφορά το πλήρωμα, εκείνο το οποίον με
+αναγκάζει να πιστεύσω ότι εγκατέλιπε το πλοίον, είναι ότι δεν
+βλέπω πλέον ούτε μίαν λέμβον, και εκτός εάν συνελέχθησαν οι
+άνθρωποι, πιστεύω μάλλον ότι θα επειράθησαν να φθάσωσιν εις την
+ξηράν. Αλλ' ένεκα της αποστάσεως της αμερικανικής ηπείρου ή των
+νήσων της Ωκεανίας, φοβούμαι μήπως δεν επέτυχον.
+
+ — Ίσως, είπεν η κυρία Βέλδων, δεν θα γνωσθή ποτέ το μυστήριον
+της καταστροφής ταύτης! Εν τούτοις πιθανόν άνθρωπός τις εκ του
+πληρώματος να είναι ακόμη εντός του πλοίου.
+
+ — Δεν είναι πιθανόν, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ.
+Η πλησίασις ημών θα παρετηρείτο και θα μας έκαμνον σημείον τι.
+Αλλά τώρα θα βεβαιωθώμεν περί τούτου. — Επίδος ολίγον, Βόλτων,
+επίδος! έκραξεν ο πλοίαρχος Χουλ, δεικνύων διά της χειρός την
+διεύθυνσιν την οποίαν έπρεπε να ακολουθήση.
+
+Το «Πίλγριμ» ευρίσκετο εξακόσια μέτρα μακράν του ναυαγίου, και
+δεν υπήρχε πλέον αμφιβολία ότι το σκάφος εκείνο είχεν εντελώς
+εγκαταλειφθή παρ' όλου του πληρώματος.
+
+Αλλά, κατά την στιγμήν εκείνην, ο Δικ Σανδ διά κινήματος
+επέβαλε σιωπήν.
+
+ — Ακούσατε! ακούσατε! είπεν.
+
+Έκαστος επέστησε την προσοχήν του.
+
+ — Ακούω τι ως υλακήν! έκραξεν ο Δικ Σανδ.
+
+Πράγματι, υλακή μεμακρυσμένη αντήχει εις το εσωτερικόν του
+σκάφους. Υπήρχεν εκεί βεβαίως κύων τις φυλακισμένος ίσως επειδή
+πιθανόν τα φατνώματα να ήσαν στεγανώς κεκλεισμένα. Αλλά δεν
+ηδύναντο να τον ίδωσι, καθότι το κατάστρωμα του ναυαγήσαντος
+πλοίου δεν ήτο εισέτι ορατόν.
+
+ — Έστω και είς κύων να υπάρχη, κύριε Χουλ είπεν η κυρία
+Βέλδων, θα τον σώσωμεν!
+
+ — Ναι . . . ναι ανέκραξεν ο μικρός Ζακ . — Θα τον σώσωμεν! . .
+Θα του δώσω να φάγη!. — Θα μας αγαπήση πολύ . . Μήτερ, θα υπάγω
+να εύρω έν τεμάχιον σακχάρου.
+
+ — Μείνε, τέκνον μου, απεκρίθη η κυρία Βέλδων μειδιώσα. Νομίζω
+ότι το δυστυχές ζώον θα αποθνήσκη της πείνης και ότι θα προτιμά
+καλόν φαγητόν ή τεμάχιον του σακχάρου.
+
+ — Καλά, ας τω δώσωσι την σούπαν μου! έκραξεν ο μικρός Ζακ.
+Ειμπορώ να περάσω και χωρίς σούπαν.
+
+Κατ' εκείνην την στιγμήν αι υλακαί ηκούοντο μάλλον ευδιακρήτως.
+Τριακόσιοι πόδες το πολύ διεχώριζον το δύο πλοία. Σχεδόν
+πάραυτα μέγας κύων εφάνη επί των παραρρημάτων της δεξιάς και
+ανερριχάτο επ' αυτών υλακτών απελπιστικώτερον ή πρότερον.
+
+Χόβικ, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ στρεφόμενος προς τον ναύκληρον
+του «Πίλγριμ», ανακωχεύσατε και ας καταβιβασθή η μικρά λέμβος
+εις την θάλασσαν.
+
+ — Περίμενε, κύον μου, περίμενε! έκραξεν ο μικρός Ζακ προς το
+ζώον, όπερ εφάνη ότι τω απήντησε δι' υλακής ημιπεπνιγμένης.
+
+Τα ιστία του «Πίλγριμ» ταχέως διηυθετήθησαν ούτως ώστε το
+πλοίον να μένη σχεδόν ακίνητον, εις απόστασιν εκατόν σχεδόν
+μέτρων από του ναυαγίου.
+
+Η λέμβος κατεβιβάσθη, και ο πλοίαρχος Χουλ, ο Δικ Σανδ, και οι
+δύο ναύται εισήλθον παρευθύς.
+
+Ο κύων εξηκολούθει να υλακτή. Προσεπάθει να κρατηθή επί του
+παραρρύματος, αλλά καταπάσαν στιγμήν επανέπιπτεν επί του
+καταστρώματος. Θα έλεγέ τις, ότι αι υλακαί του δεν απευθύνοντο
+πλέων προς τους ερχομένους προς αυτόν. Μήπως απευθύνοντο προς
+ναύτας ή επιβάτας φυλακισμένους εις το πλοίον εκείνο;
+
+ — Μήπως υπάρχη ναυαγός ος επέζησεν; εσκέφθη η κυρία Βέλδων.
+
+Η λέμβος του «Πίλγριμ» δι' ολίγων κωπηλασιών έμελλε να φθάση το
+κεκλιμένον σκάφος.
+
+Αίφνης τα κινήματα του κυνός μετεβλήθησαν. Τας πρώτας υλακάς,
+αίτινες προσεκάλουν τους σωτήρας να έλθωσι, διεδέχθησαν υλακαί
+μανιώδεις. Σφοδροτάτη οργή ηρέθιζε το παράδοξον ζώον.
+
+ — Τι έχει άρα γε ο σκύλος εκείνος; είπεν ο πλοίαρχος Χουλ ενώ
+η λέμβος έστρεφε το όπισθεν του πλοίου διά να φθάση εις το
+μέρος του καταστρώματος, όπερ ήτο βεβυθισμένον εις την
+θάλασσαν.
+
+Ό,τι τότε δεν ηδύνατο να παρατηρήση ο πλοίαρχος Χουλ, ό,τι δεν
+ηδύναντο ουδ' αυτοί οι εντός του «Πίλγριμ» να παρατηρήσωσιν,
+ήτο ότι η μανία του κυνός εξεδηλώθη ακριβώς καθ' ήν στιγμήν ο
+Νεγορός, καταλιπών το μαγειρείον του, είχε κατευθυνθή προς την
+εμπροσθίαν κρηπίδα.
+
+Εγνώριζε λοιπόν και ανεγνώριζεν ο κύων εκείνος τον μάγειρον;
+Αλλά τούτο ήτο λίαν απίθανον.
+
+Όπως δήποτε, αφού παρετήρησε τον κύνα, χωρίς να φανερώση
+ουδεμίαν έκπληξιν, ο Νεγορός, του οποίου αι οφρύς συνεσπάσθησαν
+προς στιγμήν, επέστρεψεν εις την θέσιν των ανθρώπων του
+πληρώματος.
+
+Εν τούτοις η λέμβος είχε στραφή εις το όπισθεν του πλοίου. Ο
+πίναξ αυτού έφερε τούτο μόνον το όνομα Βάλδεκ και ουδεμίαν
+σημείωσιν του λιμένος εις ον ανήκεν. Αλλ' εκ του σχηματισμού
+του σκάφους, έκ τινων λεπτομερειών τας οποίας ο ναυτικός
+δύναται ευθύς εξ αρχής να αντιληφθή, ο πλοίαρχος Χουλ εννόησεν
+ότι το πλοίον εκείνο ήτο κατασκευής αμερικανικής. Άλλως τε δε
+και το όνομά του επεβεβαίου τούτο. Και τώρα το κέλυφος εκείνο
+ήτο παν ό,τι απέμενεν εκ του μεγάλου πλοίου χωρητικότητος
+πεντακοσίων τόνων.
+
+Εις το εμπρόσθιον μέρος του Βάλδεκ υπήρχεν ευρεία οπή
+δεικνύουσα την θέσιν ένθα εγένετο η σύρραξις. Ένεκα της
+ανατροπής του σκάφους, η οπή εκείνη ευρίσκετο τότε πέντε ή έξ
+πόδας υπεράνω της θαλάσσης — όπερ εξήγει διατί ο πάρων δεν
+είχεν εισέτι βυθισθή.
+
+Επί του καταστρώματος, όπερ ο πλοίαρχος Χουλ έβλεπε καθ' όλην
+αυτήν την έκτασιν, ουδείς εφαίνετο.
+
+Ο κύων, εγκαταλείψας το παράρρυμα, είχε καταβή εις το κεντρικόν
+φάτνωμα όπερ ήτο ανοικτόν, και υλάκτει οτέ μεν εις το
+εσωτερικόν οτέ δε εις το εξωτερικόν.
+
+ — Βεβαιότατα το ζώον εκείνο δεν είναι μόνον εις το πλοίον!
+παρετήρησεν ο Δικ Σανδ.
+
+ — Όχι, αληθώς! απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ.
+
+Η λέμβος παρέπλευσε τότε το αριστερόν παράρρυμα όπερ ήτο κατά
+το ήμισυ βεβυθισμένον, Εάν επήρχετο ισχυρόν τι κύμα ο «Βάλδεκ»
+θα κατεποντίζετο εντός ολίγων στιγμών.
+
+Το κατάστρωμα του πάρωνος ήτο σαρωμένον απ' άκρου εις άκρον.
+Δεν έμενον πλέον ειμή οι κορμοί του μεγάλου ιστού και του
+ακατίου ιστού (τουρκέτου), αμφότεροι τεθραυσμένοι δύο πόδας
+άνωθεν της βάσεως και οι οποίοι θα έπεσαν κατά την σύρραξιν,
+παρασύροντες προτόνους, εξάρτια και σχοινία. Εν τούτοις καθ'
+όλην την έκτασιν εις ην ηδύνατο να φθάση η όρασις, ουδέν
+σύντριμμα εφαίνετο περί τον «Βάλδεκ», — όπερ εμαρτύρει ότι η
+καταστροφή θα συνέβη προ πολλών ημερών.
+
+ — Εάν δυστυχείς τινες επέζησαν μετά την σύγκρουσιν, είπεν ο
+πλοίαρχος Χουλ, πιθανόν ότι η πείνα και η δίψα θα τους
+κατέβαλον, καθότι το ύδωρ θα κατέκλυσε τας οψοθήκας . . . Ώστε
+μόνον πτώματα θα υπάρχωσιν εις το πλοίον.
+
+ — Όχι ανέκραξεν ο Δικ Σανδ, όχι! Ο κύων δεν θα υλάκτει
+τοιουτοτρόπως! Υπάρχουσιν εκεί άνθρωποι ζώντες.
+
+Την στιγμήν εκείνην το ζώον, αποκρινόμενον εις την πρόσκλησιν
+του δοκίμου ερρίφθη εις την θάλασσαν και εκολύμβησεν επιπόνως
+προς την λέμβον, διότι εφαίνετο εξηντλημένον.
+
+Το ανέσυρον και ώρμησεν απλήστως, ουχί επί τεμαχίου άρτου όπερ
+το προσέφερεν ο Δικ Σανδ, αλλ' επί πίθου τινός περιέχοντος
+ολίγον πόσιμον ύδωρ.
+
+ — Το δυστυχές ζώον αποθνήσκει της δίψης! εφώνησεν ο Δικ Σανδ.
+
+Η λέμβος εζήτει τότε θέσιν ευνοϊκήν, όπως προσμίξη ευκολώτερον
+τον Βάλδεκ, και τούτου ένεκεν απεμακρύνθη οργυιάς τινας. Ο κύων
+ενόμισε προδήλως ότι οι σωτήρες αυτού δεν ήθελον ν' αναβώσιν
+εις το πλοίον, καθότι συνέλαβε τον Δικ Σανδ εκ του επενδύτου
+και ήρχισε πάλιν μετά νέας δυνάμεως να υλακτή θρηνωδώς.
+
+Το Εννόησαν. Αι κινήσεις, η γλώσσα του, ήσαν τοσούτω σαφείς όσω
+ηδύνατο να είναι η γλώσσα ανθρώπου. Η λέμβος επροχώρησεν αμέσως
+μέχρι της αριστεράς επωτίδος. Εκεί, οι δύο ναύται την
+προσέθεσαν στερεώς, ενώ ο πλοίαρχος Χουλ και ο Δικ Σανδ,
+αναβάντες επί του καταστρώματος συγχρόνως μετά κόπου μέχρι του
+φατνώματος, όπερ ηνοίγετο μεταξύ των κορμών των δύο ιστών.
+
+Διά του φατνώματος εκείνου, αμφότεροι εισέδυσαν εις τον
+πυθμένα.
+
+Ο Πυθμήν του Βάλδεκ, ημιπλήρης ύδατος, ουδέν εμπόρευμα
+περιείχεν.
+
+Ο πάρων έπλεεν μόνον μετά του έρματος, έρματος εξ άμμου όπερ
+ολισθήσαν προς τα αριστερά, συνετέλει εις το να κρατή το πλοίον
+κεκλιμένον εις τα πλάγια. Εκεί λοιπόν ουδέν υπήρχε προς
+διάσωσιν.
+
+ — Ουδείς εδώ, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ.
+
+ — Ουδείς απήντησεν ο δόκιμος, αφού επροχώρησε μέχρι του
+εμπροσθίου μέρους του κύτους.
+
+Αλλ' ο κύων όστις ήτο επί του καταστρώματος, εξηκολούθει να
+υλακτή και εφαίνετο επικαλούμενος επιτακτικώτερον την προσοχήν
+του πλοιάρχου.
+
+ — Ας ανέλθωμεν, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ προς τον δόκιμον·
+αμφότεροι ανήλθον πάλιν εις το κατάστρωμα.
+
+Ο κύων δραμών προς αυτούς, εζήτει να τους παρασύρη προς το
+υψηλότερον μέρος της πρώρας. Τον ηκολούθησαν.
+
+Εκεί, πέντε σώματα, — πέντε πτώματα βεβαίως, — έκειντο επί του
+σανιδώματος.
+
+Εις το φως της ημέρας όπερ εισέδυεν απλέτως διά του φεγγίτου, ο
+πλοίαρχος Χουλ ανεγνώρισε τα σώματα πέντε μαύρων.
+
+Ο Δικ Σανδ, μεταβαίνων από του ενός εις τον άλλον, ενόμισεν ότι
+οι δυστυχείς ανέπνεον εισέτι.
+
+ — Εις το πλοίον! εις το πλοίον! έκραξεν ο πλοίαρχος Χουλ.
+
+Οι δύο ναύται, οίτινες εφύλαττον την λέμβον προσεκλήθησαν και
+εβοήθησαν εις την μεταφοράν των ναυαγών έξω της πρώρας.
+
+Τούτο δε εγένετο άνευ κόπου· μετ' ολίγα λεπτά οι πέντε μαύροι
+ήσαν κατακεκλιμένοι εν τη λέμβω χωρίς ουδείς εξ αυτών να
+αισθανθή ότι προσεπάθουν να τους σώσωσι. Σταγόνες τινές
+δυναμωτικού και ολίγον δροσερόν ύδωρ εμφρόνως διδόμενον,
+ηδύνατο ίσως να τους ανακαλέσωσιν εις την ζωήν.
+
+Το «Πίλγριμ» ευρίσκετο εκατόν μέτρα μακράν του ναυαγίου, η δε
+λέμβος έφθασεν εις αυτό ταχέως.
+
+Καλώδιον της μεγάλης κεραίας ερρίφθη και έκαστος των μαύρων,
+ανελκυσθείς κεχωρισμένως, ανεπαύθη τέλος επί του καταστρώματος
+του «Πίλγριμ».
+
+Ο κύων τους είχε συνοδεύσει.
+
+ — Οι δυστυχείς! ανέκραξεν η κυρία Βέλδων, ιδούσα τους πτωχούς
+εκείνους ανθρώπους, οίτινες δεν ήσαν πλέον ειμή πτώματα
+ακίνητα.
+
+ — Ζώσι, κυρία Βέλδων! Θα τους σώσωμεν! Ναι! θα τους σώσωμεν!
+έκραξεν ο Δικ Σανδ.
+
+ — Τι συνέβη λοιπόν εις αυτούς; ηρώτησεν ο εξάδελφος
+Βενέδικτος.
+
+ — Περιμένετε μέχρις ου ημπορέσωσι να ομιλήσωσιν, απήντησεν ο
+πλοίαρχος Χουλ και θα μας διηγηθώσι την ιστορίαν των. Αλλά, προ
+παντός άλλου, ας τοις δώσωμεν να πίωσιν ολίγον ύδωρ, εις το
+οποίον να αναμίξωμεν ολίγας σταγόνας ρουμίου.
+
+Είτα στρεφόμενος.
+
+ — Νεγορέ! εφώνησεν.
+
+Εις το όνομα τούτο ο κύων ωρθώθη ως εάν παρεμόνευε, με τρίχας
+ανωρθωμένας, με το στόμα ανοικτόν.
+
+Εν τούτοις ο μάγειρος δεν εφαίνετο.
+
+ — Νεγορέ! επανέλαβεν ο πλοίαρχος Χουλ.
+
+Ο κύων έδειξεν αύθις σημεία άκρας μανίας.
+
+Ο Νεγορός εξήλθε του μαγειρείου.
+
+Αλλά μόλις εφάνη επί του καταστρώματος και ο κύων ώρμησε κατ'
+αυτού θέλων να πηδήση εις τον λαιμόν του. Διά ξύλου όπερ
+εκράτει ο μάγειρος απεμάκρυνε το ζώον καί τινες ναύται
+κατώρθωσαν να το καθησυχάσωσι.
+
+ — Μήπως γνωρίζετε αυτόν τον κύνα; ηρώτησε τον μάγειρον ο
+πλοίαρχος Χουλ.
+
+ — Εγώ! απήντησεν ο Νεγορός. Ποτέ δεν το είδα.
+
+ — Παράδοξον πράγμα! εψιθύρισεν ο Δικ Σανδ.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'.
+
+
+
+Η σωματεμπορεία ενεργείται εισέτι εν μεγάλη κλίμακι καθ' όλην
+την ισημερινήν Αφρικήν. Μεθ' όλην την επιτήρησιν των αγγλικών
+και γαλλικών καταδρομικών, πλοία, πλήρη δούλων εγκαταλείπουσι
+κατ' έτος τας ακτάς της Αγγόλας ή της Μοζαμβίκης όπως
+μεταφέρωσι μαύρους εις διάφορα μέρη του κόσμου, και, οφείλομεν
+να το είπωμεν, του πεπολιτισμένου κόσμου.
+
+Ο πλοίαρχος Χουλ δεν ηγνόει τούτο.
+
+Καίτοι τα παράλια εκείνα δεν εσυχνάζοντο συνήθως υπό των
+σωματεμπόρων, εσκέφθη μήπως οι μαύροι τους οποίους διέσωσεν
+ήσαν οι επιζώντες έκ τινος φορτίου δούλων, τους οποίους ο
+Βάλδεκ έμελλε να πωλήση είς τινα αποικίαν του Ειρηνικού. Όπως
+δήποτε, εάν τούτο ήτο αληθές, οι μαύροι εκείνοι εγίνοντο
+ελεύθεροι διά τούτο και μόνον ότι επάτησαν εις το πλοίον του,
+και επόθει να τοις αναγγείλη τούτο.
+
+Εν τω μεταξύ, μετά πάσης σπουδής εδόθησαν αι πρώται βοήθειαι
+εις τους ναυαγούς του Βάλδεκ. Η κυρία Βέλδων βοηθουμένη υπό της
+Ναν και του Δικ Σανδ, τους επότισαν ολίγον καλόν ύδωρ δροσερόν,
+του οποίου είχον στερηθή πολλών ημερών, το ύδωρ δε εκείνο μετά
+τινος τροφής ήρκεσε να τους ανακαλέση εις την ζωήν.
+
+Ο γηραιότερος των μαύρων εκείνων εξηκοντούτης περίπου, ηδυνήθη
+μετ' ολίγον να ομιλήση και να αποκριθή αγγλιστί εις τας
+απευθυνθείσας αυτώ ερωτήσεις.
+
+ — Το πλοίον το οποίον σας μετέφερε συνεκρούσθη; ηρώτησε κατά
+πρώτον ο πλοίαρχος Χουλ.
+
+ — Ναι, απήντησεν ο Γέρων μαύρος. Προ δέκα ημερών το πλοίον μας
+συνεκρούσθη κατά τινα νύκτα σκοτεινοτάτην. Ημείς εκοιμώμεθα.
+
+ — Αλλ' οι άνθρωποι του Βάλδεκ τι έγειναν;
+
+ — Δεν ήσαν πλέον εκεί, κύριε, όταν οι σύντροφοί μου και εγώ
+ανέβημεν επί του καταστρώματος.
+
+ — Ηδυνήθη λοιπόν το πλήρωμα να πηδήση εις το πλοίον το οποίον
+συνεκρούσθη μετά του Βάλδεκ; ηρώτησεν ο πλοίαρχος Χουλ.
+
+Ίσως, και μάλιστα πρέπει να το ελπίζωμεν.
+
+ — Και το πλοίον εκείνο, μετά την σύγκρουσιν, δεν επανήλθε διά
+να σας περισυλλέξη;
+
+ — Μήπως εναυάγησε και εκείνο;
+
+ — Δεν εναυάγησεν, απεκρίθη ο γέρων μαύρος σείων την κεφαλήν,
+επειδή το είδομεν να φεύγη εις το σκότος.
+
+Το γεγονός τούτο όπερ επεβεβαιώθη παρ' όλων των επιζησάντων εκ
+του Βάλδεκ, δύναται να φανή απίστευτον. Εν τούτοις είναι
+αληθέστατον, ότι οι πλοίαρχοι, μετά τινα φοβεράν σύγκρουσιν,
+οφειλομένην εις την αφροσύνην των, έφυγον πολλάκις χωρίς να
+ανησυχήσωσι περί των ατυχών εκείνων τους οποίους εξέθεσαν εις
+κίνδυνον, χωρίς να τους βοηθήσωσιν.
+
+Ό,τι αμαξηλάται πράττουσι το αυτό επί της δημοσίας οδού και
+αφίνουσιν εις άλλους την φροντίδα να επανορθώσωσι το δυστύχημα
+όπερ επροξένησαν, τούτο είναι αξιοκατάκριτον, αν και τα θύματά
+των είναι βέβαια ότι θα εύρωσιν άμεσον βοήθειαν. Αλλ' ότι
+άνθρωποι εγκαταλείπουσιν ούτω ανθρώπους εν θαλάσση, δεν είναι
+τούτο αίσχος;
+
+Εν τούτοις ο πλοίαρχος Χουλ εγίνωσκε πολλά παραδείγματα
+τοιαύτης απανθρωπίας, και εδέησε να είπη εις την κυρίαν Βέλδων
+ότι τοιαύτα γεγονότα υπήρχον, όσω και αν εφαίνοντο τερατώδη,
+ευτυχώς σπάνια.
+
+Έπειτα επαναλαμβάνων.
+
+ — Πόθεν ήρχετο ο Βάλδεκ; ηρώτησεν.
+
+ — Από την Μελβούρνην.
+
+ — Δεν είσθε λοιπόν δούλοι; . . ,
+
+ — Όχι, κύριε! απεκρίθη ζωηρώς ο γέρων μαύρος ανατιναχθείς
+όρθιος. Είμεθα υπήκοοι της Πολιτείας της Πενσυλβανίας και
+πολίται της ελευθέρας Αμερικής!
+
+ — Φίλοι μου, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ πιστεύσατε ότι δεν
+διακινδυνεύετε την ελευθερίαν σας μεταβιβασθέντες εις το
+αμερικανικόν βρίκιον «Πίλγριμ».
+
+Τωόντι οι πέντε μαύροι τους οποίους μετέφερε το Βάλδεκ ανήκον
+εις την Πολιτείαν της Πενσυλβανίας.
+
+Ο γηραιότερος πωληθείς εν Αφρική ως δούλος εις ηλικίαν έξ ετών
+και μεταφερθείς εις τας Ηνωμένας Πολιτείας είχεν απελευθερωθή
+από πολλών ήδη ετών δυνάμει του περί καταργήσεως της δουλείας
+νόμου. Οι σύντροφοι αυτού, πολλώ νεώτεροι αυτού, υιοί δούλων
+απελευθέρων προ της γεννήσεως των είχον γεννηθή ελεύθεροι, και
+ουδείς λευκός έσχε ποτέ επ' αυτών δικαίωμα ιδιοκτησίας. Ουδέ
+την των μαύρων γλώσσαν ωμίλουν, ήτις δεν μεταχειρίζεται το
+άρθρον και γνωρίζει μόνον το απαρέμφατον των ρημάτων, — γλώσσαν
+ήτις άλλως τε ολίγον κατ' ολίγον εξηφανίσθη από της εποχής του
+αντιδουλικού πολέμου. Οι μαύροι λοιπόν εκείνοι ελευθέρως είχον
+εγκαταλίπει τας Ηνωμένας Πολιτείας και ελευθέρως επέστρεφον
+πάλιν εις αυτάς.
+
+Ως δε επληροφόρησαν τον πλοίαρχον Χουλ είχον μισθωθή παρά τινι
+Άγγλω, όστις ήτο κύριος μεγάλων κτημάτων πλησίον της
+Μελβούρνης, εν τη μεσημβρινή Αυστραλία. Εκεί διήνυσαν τρία έτη
+ωφεληθέντες πολλά, ότε δε έληξεν η μίσθωσίς των ηθέλησαν να
+επανέλθωσιν εις την Αμερικήν.
+
+Επεβιβάσθησαν λοιπόν επί του Βάλδεκ, πληρώσαντες τον ναύλον των
+ως συνήθεις επιβάται. Τη 5 Δεκεμβρίου εγκατέλιπον την
+Μελβούρνην, και μετά δεκαεπτά ημέρας, κατά τινα νύκτα
+σκοτεινοτάτην, ο Βάλδεκ συνεκρούσθη μετά τινος μεγάλου
+ατμοπλοίου.
+
+Οι μαύροι ήσαν εις τας κλίνας των. Ολίγα δευτερόλεπτα μετά την
+σύγκρουσιν, ήτις υπήρξε τρομερά, ώρμησαν επί του καταστρώματος.
+
+Ήδη οι ιστοί του πλοίου είχον πέσει, και ο Βάλδεκ έκλινε
+πλαγίως, αλλά δεν εφοβείτο να καταποντισθή, καθότι δεν εισήλθε
+πολύ ύδωρ εις τον πυθμένα.
+
+Ο πλοίαρχος και το πλήρωμα του Βάλδεκ, όλοι έγιναν άφαντοι.
+Είτε διότι τινές ερρίφθησαν εις την θάλασσαν, είτε διότι οι
+άλλοι επήδησαν εντός του συγκρούσαντος πλοίου, όπερ μετά ταύτα
+έφυγε και δεν επανήλθε πλέον.
+
+Οι πέντε μαύροι είχον μείνει μόνοι εντός του σκάφους
+ημιβεβυθισμένοι, χίλια διακόσια μίλια μακράν πάσης ξηράς.
+
+Ο γηραιότερος των μαύρων εκείνων εκαλείτο Τωμ.
+
+Η ηλικία του, ως και ο ενεργητικός αυτού χαρακτήρ και η πείρα
+ην εκτήσατο συνεπεία μακροχρονίου εργασίας, καθίστων αυτόν
+φυσικόν αρχηγόν των συντρόφων οίτινες ευρίσκοντο μετ' αυτού.
+
+Οι άλλοι μαύροι ήσαν νέοι εικοσιπέντε μέχρι τριάκοντα ετών
+ηλικίας, και ωνομάζοντο Βαρθολομαίος, υιός του Τωμ,
+Αυγουστίνος, Ακτέων και Ηρακλής, και οι τέσσαρες εύσωμοι,
+εύρωστοι και θα ετιμώντο ακριβά εις τας αγοράς της κεντρικής
+Αφρικής. Ει και είχον μεγάλως υποφέρει, ηδύνατό τις ευκόλως ν'
+αναγνωρίση εις αυτούς λαμπρά δείγματα της ισχυράς εκείνης φυλής
+εις τους οποίους ελευθέριος ανατροφή, ληφθείσα εν τοις
+απειραρίθμοις σχολείοις της Βορείας Αμερικής, είχεν ήδη
+επιθέσει την σφραγίδα αυτής.
+
+Ο Τωμ και οι σύντροφοί του λοιπόν είχον ευρεθή μόνοι επί του
+«Βάλδεκ» μετά την σύρραξιν, ουδέ δυνάμενοι καν να το
+εγκαταλίπουσι, καθότι οι δύο λέμβοι του πλοίου είχον
+κατακερματισθή εν τη συγκρούσει. Ηναγκάσθησαν δε να περιμένωσι
+την διάβασιν πλοίου τινός, ενώ το σκάφος των παρεσύρετο ολίγον
+κατ' ολίγον υπό των ρευμάτων. Η παρέκκλισις εκείνη εξήγει διατί
+ευρέθη έξω της οδού του, καθότι ο «Βάλδεκ» αποπλεύσας εκ της
+Μελβούρνης, έδει να ευρίσκεται εις πολύ κατώτερον πλάτος.
+
+Κατά τας δέκα ημέρας, αίτινες παρήλθον μεταξύ της συρράξεως και
+της στιγμής καθ' ήν το «Πίλγριμ» έφθασεν απέναντι του
+ναυαγήσαντος πλοίου, οι πέντε μαύροι ετρέφοντο εκ των ολίγων
+τροφίμων, άτινα εύρον εν τω οψοφυλακίω του τετραγώνου. Αλλά μη
+δυνηθέντες να εισέλθωσιν εις το τροφοδοτήριον όπερ είχε
+κατακλυσθή υπό του ύδατος, δεν είχον ουδέν πνευματώδες ποτόν
+όπως σβύσωσι την δίψαν των, και υπέφερον σκληρώς, καθότι και
+αυτά τα βυτία του ύδατος, τα δεδεμένα επί του καταστρώματος,
+είχον καταστραφή κατά την σύγκρουσιν. Από της προτεραίας, ο Τωμ
+και οι σύντροφοί του, βασανιζόμενοι υπό της δίψης, απώλεσαν τας
+αισθήσεις και λίαν εγκαίρως έφθασε το «Πίλγριμ».
+
+Τοιαύτη υπήρξεν η διήγησις την οποίαν εν ολίγοις λέξεσιν ο Τωμ
+είπεν εις τον πλοίαρχον Χουλ. Δεν υπήρχε δε λόγος να αμφιβάλωσι
+περί της αληθείας των υπό του γέροντος μαύρου λεχθέντων. Οι
+σύντροφοι αυτού επεβεβαίωσαν όσα είπεν, άλλως τε δε και αυτά τα
+πράγματα συνηγόρουν υπέρ των δυστυχών εκείνων ανθρώπων.
+
+Έτερον ον, σωθέν εκ του ναυαγίου, θα ωμίλει βεβαίως μετά της
+αυτής ειλικρινείας, — ήτο ο κύων τον οποίον η θέα του Νεγορού
+εφαίνετο ότι δυσηρέστει. Αλλ' εις τούτο βεβαίως θα υπήρχεν
+αντιπάθειά τις αληθώς ανεξήγητος.
+
+Ο Δίγγος — ούτως εκαλείτο ο κύων — ανήκεν εις την φυλήν των
+μολοσσών της Νέας Ολλανδίας. Εν τούτοις δεν τον είχεν εύρει εις
+την Αυστραλίαν ο πλοίαρχος του «Βάλδεκ». Προ δύο ετών ο Δίγγος
+περιπλανώμενος και ημιθανής εκ της πείνης ευρέθη εις τα δυτικά
+παράλια της Αφρικής παρά το στόμιον του Κόγγου. Ο πλοίαρχος του
+Βάλδεκ παρέλαβε το ωραίον εκείνο ζώον όπερ μείναν ακοινώνητον
+εφαίνετο πάντοτε λυπούμενον διά την στέρησιν αρχαίου κυρίου εκ
+του οποίου θα απεχωρίσθη βιαίως και τον οποίον θα ήτο αδύνατον
+να επανεύρη εν τη ερήμω εκείνη χώρα. —
+
+Σ. Β. τα δύο ταύτα γράμματα, κεχαραγμένα επί του περιλαιμίου
+του, ήσαν τα μόνα άτινα συνέδεον το ζώον εκείνο μετά
+παρελθόντος, ου ματαίως ήθελε ζητήσει τις την εξήγησιν.
+
+Ο Δίγγος, λαμπρόν και ισχυρόν ζώον, μεγαλύτερον ή οι κύνες των
+Πυρηναίων, ήτο υπερήφανον δείγμα της ποικιλίας των μολοσσών της
+Νέας Ολλανδίας. Όταν αρθούτο αναρρίπτων οπίσω την κεφαλήν του,
+εξισούτο προς το ανάστημα ανθρώπου. Η ευκινησία του, οι ισχυροί
+μύωνές του διέπλασαν αυτό ικανόν να προσβάλλη μετά θάρρους τους
+θώας ή πάνθηρας και να μη φοβήται και αντιπαραταχθή εις άρκτον.
+Είχε τρίχωμα πυκνόν, ουράν μακράν και άκαμπτον ως ουράν
+λέοντος, το δε καθόλου χρώμα του ήτο βαθύ υπόξανθον. Ο Δίγγος
+μόνον εις το ρύγχος εποικίλλετο διά τινων φαιών κυλίδων. Το
+ζώον εκείνο, όταν ωργίζετο, ηδύνατο να καταστή φοβερόν, και ως
+εκ τούτου δύναταί τις να εννοήση ότι ο Νεγορός δεν ήτο
+ευχαριστημένος εκ της υποδοχής ης έτυχε παρά του ευρώστου
+εκείνου δείγματος της κυνείου φυλής.
+
+Εν τούτοις ο Δίγγος, εάν δεν ήτο κοινωνικός δεν ήτο όμως κακός.
+Εφαίνετο μάλλον τεθλιμμένος. Ο γέρων Τωμ παρετήρησεν επί του
+«Βάλδεκ» ότι ο κύων δεν τους ηγάπα, τους απέφευγεν. Ίσως επί
+της αφρικανικής εκείνης ακτής όπου περιπλανάτο, υπέστη δεινά
+τινα υπό των ιθαγενών. Τούτου ένεκα, ει και ο Τωμ και οι
+σύντροφοι αυτού ήσαν αγαθοί άνθρωποι, ο Δίγγος ουδέποτε τους
+επλησίαζε. Κατά τας δέκα ημέρας τας οποίας οι ναυαγοί διήλθον
+επί του Βάλδεκ, έμενε μεμονωμένος, ετρέφετο άδηλον πώς, αλλά
+και αυτός υπέφερε σκληρώς εκ της δίψης.
+
+Τοιούτοι λοιπόν ήσαν οι επιζήσαντες εκ του ναυγίου εκείνου,
+τους οποίους η πρώτη βιαιότης της θαλάσσης έμελλε να
+καταποντίση. Δεν θα παρέσυρε βεβαίως ειμή πτώματα εις τα βάθη
+του Ωκεανού, εάν η ανέλπιστος έλευσις του «Πίλγριμ»,
+βραδύναντος και τούτου ένεκα της νηνεμίας και των εναντίων
+ανέμων δεν επέτρεπεν εις τον πλοίαρχον Χουλ να εκτελέση έργον
+φιλανθρωπίας.
+
+Διά να συμπληρωθή δε το έργον εκείνο δεν έμενεν άλλο ειμή να
+επαναφερθώσιν εις την ιδίαν των πατρίδα οι ναυαγοί του Βάλδεκ
+οίτινες εν τω ναυγίω εκείνω απώλεσαν τας οικονομίας τριετούς
+εργασίας. Ναι, τούτο επρόκειτο να γείνη. Το «Πίλγριμ», αφού
+απεβίβαζε το φορτίον του εις Βαλπαραΐζον, θα ανέπλεε την
+αμερικανικήν ακτήν μέχρι της Καλιφορνίας. Εκεί ο Τωμ και οι
+σύντροφοί του θα εγίνοντο δεκτοί υπό του Ιακώβου Βέλδων, — η
+αγαθή σύζυγός του τους διεβεβαίωσε περί τούτου, — και εκεί
+ήθελον προμηθευτή πάντα τα απαιτούμενα όπως επανακάμψωσιν εις
+την Πενσυλβανίαν.
+
+Οι αγαθοί εκείνοι άνθρωποι, καθησυχάσαντες περί του μέλλοντος,
+ηυχαρίστησαν την κυρίαν Βέλδων και τον πλοίαρχον Χουλ. Βεβαίως
+ώφειλον αυτοίς πολλήν ευγνωμοσύνην, μολονότι δε ήσαν πτωχοί
+μαύροι, ήλπιζαν ότι ίσως ημέραν τινά θα ηδύναντο να αποτίσωσι
+το χρέος τούτο της ευγνωμοσύνης.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'.
+
+Σ. Β.
+
+
+
+Εν τούτοις το «Πίλγριμ» επανέλαβε τον πλουν αυτού και
+προσεπάθησε να προχωρήση όσω το δυνατόν προς ανατολάς. Η
+δυσάρεστος όμως εκείνη επιμονή της νηνεμίας μεγάλως απησχόλει
+τον πλοίαρχον Χουλ — ουχί διότι ανησύχει ούτος διά μίαν ή δύο
+εβδομάδας βραδύτητα κατά τον από Νέαν Ζηλανδίαν εις Βαλπαραΐζον
+διάπλουν, αλλά διά τον επιπρόσθετον κάματον ον η βραδύτης αύτη
+ηδύνατο να επιφέρη εις την επιβάτιδά του.
+
+Εν τούτοις η κυρία Βέλδων δεν παρεπονείτο και υπέμενε
+φιλοσοφικώς τα πάντα.
+
+Την αυτήν εκείνην ημέραν, 2 Φεβρουαρίου προς το εσπέρας το
+ναυάγιον δεν εφαίνετο πλέον.
+
+Ο πλοίαρχος Χουλ ενησχολήθη κατά πρώτον να εγκαταστήση όσω το
+δυνατόν ανέτως τον Τωμ και τους συντρόφους του.
+
+Η εν είδει κοιτώνος θέσις του πληρώματος επί του καταστρώματος
+θα ήτο μικρά όπως περιλάβη αυτούς. Τους ετοποθέτησαν λοιπόν υπό
+την εμπροσθίαν κρηπίδα. Άλλως τε οι αγαθοί εκείνοι άνδρες,
+συνηθισμένοι εις σκληράς εργασίας δεν ηδύναντο να είναι
+δύσκολοι, και ένεκα του ωραίου, θερμού και υγιεινού καιρού, η
+κατοικία εκείνη ηδύνατο να επαρκέση εις αυτούς καθ' όλον τον
+διάπλουν.
+
+Η εν τω πλοίω ζωή, διακόψασα προς στιγμήν την μονοτονίαν αυτής
+ένεκα του συμβάντος εκείνου, επανέλαβε την τακτικήν αυτής
+τροχιάν.
+
+Ο Τωμ, ο Αυγουστίνος, ο Βαρθολομαίος, ο Ακτέων και ο Ηρακλής
+επεθύμουν να φανώσι χρήσιμοι· αλλ' ένεκα των σταθερών εκείνων
+ανέμων τα ιστία, άπαξ αναπετασθέντα και δεθέντα, δεν είχον
+πλέον ανάγκην μετακινήσεως. Εν τούτοις, οσάκις επρόκειτο περί
+στροφής τινος του πλοίου, ο γέρων μαύρος και οι σύντροφοί του
+έσπευδον να δώσωσι χείραν βοηθείας εις το πλήρωμα, και πρέπει
+να ομολογήσωμεν ότι όταν ο κολοσσιαίος Ηρακλής εξετέλει
+χειρισμόν τινα, διεκρίνετο. Ο ρωμαλέος εκείνος μαύρος υψηλός έξ
+πόδας, ήξιζεν αυτός μόνον μίαν τροχιλίαν!
+
+Ήτο χαρά διά τον μικρόν Ζακ να βλέπη τον γίγαντα εκείνον.
+Ουδόλως τον εφοβείτο, και όταν ο Ηρακλής τον εχόρευεν εις τους
+βραχίονάς του, ως εάν ήτο νήπιον εκ φελλού, εξερρήγνυτο εις
+ατελευτήτους γέλωτας.
+
+ — Σήκωσέ με πολύ υψηλά, έλεγεν ο μικρός Ζακ.
+
+ — Ιδού, κύριε Ζακ, απεκρίνετο ο Ηρακλής.
+
+ — Μήπως είμαι βαρύς;
+
+ — Μήτε σας αισθάνομαι.
+
+ — Λοιπόν, ακόμη υψηλότερα! Εις το άκρον του βραχίονός σου!
+
+Και ο Ηρακλής, κρατών τους δύο μικρούς πόδας του παιδίου εντός
+της πλατείας χειρός του, το περιέφερεν ως πράττει γυμναστής εν
+ιπποδρομίω. Ο Ζακ έβλεπεν αυτόν μέγαν, μέγαν, και τούτο τον
+διεσκέδαζε πολύ. Προσεπάθει μάλιστα «να κάμη τον βαρύν», αλλά
+τούτο ουδέ το ησθάνετο καν ο κολοσσός.
+
+Ο Δικ Σανδ και ο Ηρακλής ήσαν λοιπόν οι δύο φίλοι του μικρού
+Ζακ. Δεν εβράδυνεν όμως ούτος να λάβη και τρίτον.
+
+Ο τρίτος εκείνος ήτο ο Δίγγος.
+
+Είπομεν ότι ο Δίγγος ήτο ακοινώνητος. Τούτο αποδοτέον βεβαίως
+εις το ότι η κοινωνία του «Βάλδεκ» δεν τω ήρεσκεν. Εντός του
+«Πίλγριμ» όμως συνέβη το εναντίον. Πιθανώς ο Ζακ ηδυνήθη να
+συγκινήση την καρδίαν του ωραίου εκείνου ζώου, όπερ μετ' ολίγον
+ήρχισε να αισθάνεται ευχαρίστησιν παίζον μετά του μικρού
+παιδίου εις το οποίον ήρεσκε το παιγνίδιον τούτο. Εννόησαν μετ'
+ολίγον ότι ο Δίγγος ήτο εξ εκείνων των κυνών οίτινες ιδιαιτέραν
+κλίσιν αισθάνονται προς τα παιδία. Άλλως τε ο Ζακ ουδέν κακόν
+τω επροξένει. Η μεγαλειτέρα διασκέδασίς του ήτο να
+μετασχηματίζη τον Δίγγον εις ταχύν κέλητα, και επιτρέπεται να
+διαβεβαιώσωμεν ότι ίππος τοιούτου είδους είναι πολύ υπέρτερος
+τετραπόδου εκ ναστοχάρτου, έστω και αν έχη τροχούς εις πόδας. Ο
+Ζακ εκάλπαζε λοιπόν επί του κυνός, όστις υπέκυπτεν εκουσίως,
+και τη αληθεία δεν εβάρυνε περισσότερον παρ' όσον βαρύνει ίππον
+του ιπποδρομίου το ήμισυ ενός ιπποδρόμου.
+
+Αλλ' επίσης ποίον ρήγμα εγίνετο καθ' εκάστην εις την αποθήκην
+της σακχάρεως!
+
+Ο Δίγγος εγένετο μετ' ολίγον ο ευνοούμενος όλου του πληρώματος.
+Μόνος ο Νεγορός εξηκολούθησε να αποφεύγη πάσαν συνάντησιν μετά
+του ζώου, του οποίου η προς αυτόν αντιπάθεια ήτο πάντοτε
+τοσούτον ζωηρά όσον και ανεξήγητος.
+
+Εν τούτοις ο μικρός Ζακ δεν παρημέλησε χάριν του Δίγγου τον
+αρχαίον φίλον του Δικ Σανδ. Όλον τον χρόνον τον οποίον δεν
+απήτει η υπηρεσία του πλοίου, ο δόκιμος τον διήρχετο μετά του
+μικρού παιδός.
+
+Εννοείται ότι η κυρία Βέλδων έβλεπε πάντοτε μετά μεγίστης
+ευχαριστήσεως την οικειότητα ταύτην.
+
+Ημέραν τινά, την 6 Φεβρουαρίου, ωμίλει περί του Δικ Σανδ εις
+τον πλοίαρχον Χουλ και ο πλοίαρχος υπερεξεθείαζε τον νέον
+δόκιμον.
+
+ — Αυτός ο νέος, έλεγε προς την κυρίαν Βέλδων, θα γίνη ημέραν
+τινά καλός ναυτικός, εγγυώμαι περί τούτου. Έχει αληθώς το
+ένστικον της θαλάσσσης, και διά του ενστίκτου τούτου συμπληροί
+παν, ό,τι εισέτι κατ' ανάγκην αγνοεί εκ των θεωρητικών
+πραγμάτων του επαγγέλματος. Ό,τι πράττει ήδη είναι
+καταπληκτικόν, εάν αναλογισθώμεν τον ολίγον χρόνον καθ' όν
+εδιδάχθη.
+
+ — Πρέπει να προσθέσωμεν, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, ότι είναι
+λαμπρόν υποκείμενον, πιστός νέος, πολύ ανώτερος αναλόγως της
+ηλικίας του και μηδεμίαν επισύρας μομφήν αφότου τον γνωρίζομεν.
+
+ — Είναι τωόντι καλόν υποκείμενον, επανέλαβεν ο πλοίαρχος Χουλ
+και δικαίως αγαπάται και εκτιμάται παρ' όλων.
+
+ — Μετά το τέλος της θαλασσοπορείας ταύτης, είπεν η κυρία
+Βέλδων, ηξεύρω ότι ο σύζυγός μου σκοπεύει να τον εισαγάγη εις
+το σχολείον προς εκμάθησιν της υδρογραφίας, ώστε να δυνηθή
+βραδύτερον να λάβη πτυχίον πλοιάρχου.
+
+Και ο κ. Βέλδων έχει δίκαιον, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ. Ο Δικ
+Σανδ θα τιμήση ημέραν τινά το αμερικανικόν ναυτικόν.
+
+ — Ο πτωχός αυτός ορφανός οδυνηρώς ήρχισε τον βίον, παρετήρησεν
+η κυρία Βέλδων. Πολύ εβασανίσθη.
+
+ — Βεβαίως, κυρία Βέλδων, αλλά τα μαθήματα τον ωφέλησαν.
+Εννόησεν ότι πρέπει να υπερνικήση τας δυσχερείας του κόσμου,
+και ευρίσκετο ήδη εις καλήν οδόν.
+
+ — Ναι, την οδόν του καθήκοντος.
+
+ — Ιδέτε τον τώρα, κυρία Βέλδων, επανέλαβεν ο πλοίαρχος Χουλ.
+Είναι εις το πηδάλιον, το βλέμμα έχων προσηλωμένον επί του
+ακατίου ιστού. Ουδεμία αφαίρεσις εκ μέρους του, ουδεμία
+επομένως περιδύνησις του πλοίου. Ο Δικ Σανδ έχει την πείραν
+γηραιού πηδαλιούχου. Καλή αρχή δι' ένα ναυτικόν. Το επάγγελμα
+ημών, κυρία Βέλδων, είναι εξ εκείνων τα οποία πρέπει να αρχίση
+τις από μικρόν παιδίον. Όστις δεν υπήρξε ναυτόπαις, ουδέποτε θα
+κατορθώση να γίνη τέλειος ναυτικός, τουλάχιστον εις το
+εμπορικόν ναυτικόν. Όλα πρέπει να γίνωνται μαθήματα, και
+επομένως όλα να είναι ορμέμφυτα και δικαιολογημένα εις τον
+ναυτικόν, — πρέπει να αποφασίζη και να εκτελή.
+
+ — Εν τούτοις, πλοίαρχε Χουλ απήντησεν η κυρία Βέλδων, οι καλοί
+αξιωματικοί δεν ελλείπουσιν από του πολεμικού ναυτικού.
+
+ — Όχι, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ αλλά, κατ' εμέ, οι καλλίτεροι
+ήρχισαν το στάδιον σχεδόν όλοι εκ παιδικής ηλικίας, και εάν
+εξαιρέσωμεν τον Νέλσωνα και ολίγους άλλους, οι χειρότεροι δεν
+είναι εκείνοι οίτινες ήρχισαν από ναυτόπαιδες.
+
+Την στιγμήν εκείνην προέκυψεν εκ του οπισθίου θόλου ο εξάδελφος
+Βενέδικτος, πάντοτε απερροφημένος υπό των σκέψεων και ήκιστα
+φροντίζων περί του κόσμου τούτου, ως θα είναι ο προφήτης Ηλίας
+όταν θα επανέλθη επί της γης.
+
+Ο εξάδελφος Βενέδικτος ήρχισε να περιδιαβάζη επί του
+καταστρώματος ως ψυχή κολασμένη, εξετάζων διά βλέμματος τα
+διαστήματα των παραρρυμάτων, ερευνών υπό τα κλωβία των ορνίθων,
+περιφέρων την χείρα του επί των ανοιγμάτων των σανίδων οπόθεν η
+πίσσα είχεν αφαιρεθή.
+
+ — Ε! εξάδελφε Βενέδικτε, ηρώτησεν η κυρία Βέλδων,
+εξακολουθείτε να ήσθε καλά;
+
+ — Μάλιστα . . . εξαδέλφη Βέλδων . . . είμαι καλά, βεβαίως . .
+. αλλά πολύ βραδύνω να αποβώ εις την ξηράν.
+
+ — Τι ζητείτε υπό το θρανίον εκείνο, κύριε Βενέδικτε; ηρώτησεν
+ο πλοίαρχος Χουλ.
+
+ — Έντομα, κύριε! απήντησεν ο εξάδελφος Βενέδικτος. Τι άλλο
+θέλετε να ζητώ ειμή έντομα;
+
+ — Έντομα! Μα την αλήθειαν, καλώς πράττετε, αλλά εις την
+θάλασσαν δεν θα δυνηθήτε να πλουτίσετε την συλλογήν σας.
+
+ — Και διατί όχι, κύριε; Δεν είναι αδύνατον να εύρω εις τον
+πλοίον δείγμα τι του . .
+
+ — Εξάδελφε Βενέδικτε, είπεν η κυρία Βέλδων, τότε λοιπόν
+καταρασθήτε τον πλοίαρχον Χουλ. Το πλοίον του διατηρείται τόσον
+καθαρόν, ώστε θα επιστρέψετε άπρακτος εκ του κυνηγίου σας.
+
+Ο πλοίαρχος Χουλ ήρχισε να γελά.
+
+ — Η κυρία Βέλδων μεγαλοποιεί τα πράγματα, είπεν. Εν τούτοις,
+κύριε Βενέδικτε, πιστεύω ότι θα χάσετε τον καιρόν σας
+ερευνώντες εις τους θαλάμους μας.
+
+ — Ε! το ηξεύρω καλώς, ανέκραξεν ο εξάδελφος Βενέδικτος υψών
+τους ώμους. Εις μάτην εκοπίασα.
+
+ — Αλλ' εις το κύτος του «Πίλγριμ», επανέλαβεν ο πλοίαρχος Χουλ
+ίσως θα εύρετε ολίγας σίλφας, αντικείμενα άλλως τε ουχί
+σπουδαία.
+
+ — Ουχί σπουδαία, τα νυκτερινά ταύτα ορθόπτερα άτινα επέσυρον
+τας αράς του Βιργιλίου και του Ορατίου! απήντησεν ο εξάδελφος
+Βενέδικτος ανορθούμενος δι' όλου του σώματός του. Ουχί σπουδαία
+τα έντομα ταύτα, στενοί συγγενείς του «ανατολικού περιπλανήτου»
+και του «αμερικανικού κακερλάκου», άτινα κατοικούσιν . .
+
+ — Άτινα βρωμούσιν . . . είπεν ο πλοίαρχος Χουλ.
+
+ — Άτινα βασιλεύουσιν εις τα πλοία . . . απήντησεν υπερηφάνως ο
+εξάδελφος Βενέδικτος.
+
+ — Ωραία βασιλεία!
+
+ — Ε! δεν είσθε εντομολόγος, κύριε;
+
+ — Ουδέποτε δυστυχώς.
+
+ — Λοιπόν, εξάδελφε Βενέδικτε, είπεν η κυρία Βέλδων, μη εύχεσθε
+να καταβροχθισθώμεν εξ έρωτος προς την επιστήμην.
+
+ — Δεν εύχομαι τίποτε, εξαδέλφη Βέλδων, απεκρίθη ο ορμητικός
+εντομολόγος, ειμή να δυνηθώ να προσθέσω εις την συλλογήν μου
+σπάνιόν τι υποκείμενον όπερ θα τιμήση αυτήν.
+
+ — Δεν είσθε ευχαριστημένος εκ των ευρημάτων της Νέας
+Ζηλανδίας;
+
+ — Ναι αληθώς, εξαδέλφη Βέλδων, Ευτύχησα να εύρω ένα των
+νεωτέρων βομβολιών, οίτινες μέχρι τούδε ευρίσκοντο μόνον
+εκατοστύας τινάς μιλλίων μακρότερον, εις την νέαν Καληδονίαν.
+
+Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Δίγγος, όστις έπαιζε μετά του Ζακ,
+επλησίασε πηδών προς τον εξάδελφον Βενέδικτον.
+
+ — Φύγε, φύγε, είπεν ούτος απωθών το ζώον.
+
+ — Να αγαπά τας σίλφας και να αποστρέφεται τους κύνας;
+ανέκραξεν ο πλοίαρχος Χουλ. Ω! κύριε Βενέδικτε!
+
+ — Και μάλιστα καλόν κύνα! είπεν ο μικρός Ζακ λαβών εντός των
+μικρών χειρών του την χονδράν κεφαλήν του Δίγγου.
+
+ — Ναι . . . δεν το αρνούμαι! απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος.
+Αλλά τι τα θέλετε! Αυτό το διαβολοζώον δεν επραγματοποίησε τας
+ελπίδας τας οποίας συνέλαβον κατά την συνάντησίν του.
+
+ — Ύψιστε Θεέ! ανέκραξεν η κυρία Βέλδων, μήπως ελπίζετε να τον
+κατατάξετε εις την τάξιν των διπτέρων και υμενοπτέρων;
+
+ — Όχι, απήντησε σοβαρώς ο εξάδελφος Βενέδικτος.
+
+Αλλά δεν είναι αληθές ότι αυτός ο Δίγγος, αν και ήτο φυλής
+νεοζηλανδικής, ευρέθη επί της δυτικής ακτής της Αφρικής;
+
+ — Ουδέν τούτου αληθέστερον, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, και ο Τωμ
+ήκουσε πολλάκις τον πλοίαρχον του «Βάλδεκ» να το λέγη.
+
+ — Λοιπόν, εσκέφθην . . . ήλπισα . . . ότι ο κύων αυτός, θα
+είχε μεθ' εαυτού δείγματά τινα ειδικών ημιπτέρων της
+αφρικανικής εντομολογίας.
+
+ — Ύψιστε Θεέ! ανέκραξεν η κυρία Βέλδων.
+
+ — Και ότι ίσως, προσέθηκεν ο εξάδελφος Βενέδικτος ψύλλος τις
+διαπεραστικός ή ερεθιστικός, νέου είδους . .
+
+ — Ακούεις, Δίγγε; είπεν ο πλοίαρχος Χουλ. Ακούεις, σκύλε μου;
+Παρέλιπες όλα τα καθήκοντά σου.
+
+ — Αλλ' εις μάτην τον εψύλλισα, προσέθηκεν ο εντομολόγος μετά
+ζωηράς θλίψεως, δεν ηδυνήθην να εύρω ούτε ένα έντομον.
+
+ — Το οποίον ελπίζω ότι αμέσως και ανηλεώς θα εθανατώνετε;
+ανέκραξεν ο πλοίαρχος Χουλ.
+
+ — Κύριε, απεκρίθη ξηρώς ο εξάδελφος Βενέδικτος, μάθετε ότι ο
+σιορ Τζων Φραγκλίνος ελυπείτο να φονεύση το ελάχιστον έντομον
+έστω και αν ήτο κώνωψ αμερικανικός, του οποίου αι προσβολαί
+είναι πλειότερον επίφοβοι ή αι του ψύλλου, και εν τούτοις δεν
+θα διστάσετε να συνομολογήσετε ότι ο σερ Τζων Φραγκλίνος ήτο
+θαλασσινός όσον ουδείς άλλος.
+
+ — Βεβαίως, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ προσκλίνων.
+
+ — Και ημέραν τινά, αφού φρικωδώς κατεφαγώθη υπό τινος
+διπτέρου, εφύσησεν επ' αυτού και το απεδίωξε λέγων χωρίς
+μάλιστα να τω ομιλήση εις τον ενικόν αριθμόν: «Υπάγετε! Ο
+κόσμος είναι αρκούντως μέγας δι' υμάς και δι' εμέ!»
+
+ — Α! είπεν ο πλοίαρχος Χουλ.
+
+ — Ναι, κύριε.
+
+ — Λοιπόν, κύριε Βενέδικτε, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ, άλλος
+πολύ προ του Τζων Φραγκλίνου είπε τούτο.
+
+ — Άλλος!
+
+ — Ναι, και αυτός ο άλλος είναι ο θείος Τωβίας.
+
+ — Εντομολόγος; ηρώτησε ζωηρώς ο εξάδελφος Βενέδικτος.
+
+ — Όχι, ο θείος Τωβίας της Στερνής, και ο καλός εκείνος θείος
+είπεν ακριβώς τας αυτάς λέξεις αποδιώκων ένα κώνωπα, όστις τον
+ηνώχλει, αλλά τον οποίον ενόμισεν ότι ηδύνατο να προσφωνήση εις
+τον ενικόν αριθμόν:
+
+«Πήγαινε, πτωχέ μου διάβολε, ο κόσμος είναι αρκετά μεγάλος διά
+να μας χωρέση και σε και εμέ».
+
+ — Λαμπρός άνθρωπος αυτός ο θείος Τωβίας! απεκρίθη ο εξάδελφος
+Βενέδικτος. Απέθανε;
+
+ — Νομίζω, ανταπήντησε σοβαρώς ο πλοίαρχος Χουλ, επειδή
+ουδέποτε υπήρξε.
+
+Και όλοι εγέλασαν παρατηρούντες τον εξάδελφον Βενέδικτον.
+
+Ούτω λοιπόν εις τας συνομιλίας ταύτας και πολλάς άλλας, αίτινες
+εστρέφοντο αναλλοιώτως επί τινος σημείου της εντελούς λογικής
+επιστήμης, άμα ελάμβανε μέρος ο εξάδελφος Βενέδικτος, διέρρεον
+αι μακραί ώραι της επιπόνου εκείνης θαλασσοπλοΐας. Η θάλασσα
+ήτο πάντοτε ωραία, αλλ' οι άνεμοι ηνάγκαζον τον μυοπάρωνα να μη
+προχωρή. Το «Πίλγριμ» δεν επροχώρει πολύ προς ανατολάς, τόσον η
+αύρα ήτο ασθενής, και εβράδυνε να φθάση εις τα παράλια εκείνα
+όπου οι άνεμοι θα ήσαν εις αυτό ευνοϊκώτερον.
+
+Δέον να είπωμεν ενταύθα ότι ο εξάδελφος Βενέδικτος είχεν
+αποπειραθή να μυήση τον νεαρόν δόκιμον εις τα μυστήρια της
+εντομολογίας.
+
+Αλλ' ο Δικ Σανδ εφάνη πολύ απειθής εις τας παροτρύνσεις του.
+
+Ελλείψει λοιπόν άλλου, ο επιστήμων επέπεσε κατά των μαύρων,
+οίτινες δεν ηννόουν τίποτε. Επί τέλους ο Τωμ, ο Ακτέων, ο
+Βαρθολομαίος και ο Αυγουστίνος ελιποτάκτησαν, ο δε καθηγητής
+ευρέθη μετά μόνου του Ηρακλέους όστις τω εφαίνετο ότι είχε
+φυσικάς τινας διαθέσεις να διακρίνη παράσιτον από θυσανούρου.
+
+Ο γιγαντώδης μαύρος έζη λοιπόν εν τω κόσμω των κολεοπτέρων των
+σαρκοβόρων, των θηρευτών, των κανονοβηλητών, των τεκροθαπτών,
+των πυγολαμπίδων, των καράβων, των σιλφών, των ασπαλάκων, των
+μηλονθών, των κανθάρων, των σκοτίων, των σιταροφθειρών, των
+μυιών, σπουδάζων άπασαν την συλλογήν του εξαδέλφου Βενεδίκτου,
+χωρίς ούτος να φρικιά οσάκις έβλεπε τα εύθραστα εκείνα δείγματα
+μεταξύ των χονδρών δακτύλων του Ηρακλέους, άτινα είχον την
+σκληρότητα και την δύναμιν μαγγάνου.
+
+Αλλ' ο κολοσσιαίος μαθητής ήκουε τοσούτον ευπειθώς τα μαθήματα
+του καθηγητού, ώστε ήξιζε τη αληθεία να ριψοκινδυνεύσωσί τινα
+χάριν αυτού.
+
+Ενώ δε ο εξάδελφος Βενέδικτος ειργάζετο τοιουτοτρόπως, η κυρία
+Βέλδων δεν άφινε τον μικρόν Ζακ εντελώς άνευ ενασχολήσεως.
+
+Εδίδασκεν αυτόν να αναγινώσκη και να γράφη, ο δε φίλος του Δικ
+Σανδ ανέλαβε την διδασκαλίαν των πρώτων στοιχείων της
+αριθμητικής.
+
+Εν ηλικία πέντε ετών είναι τις εισέτι μικρόν παιδίον και
+διδάσκεται καλλίτερον ίσως διά πρακτικών παιγνιδίων ή διά
+θεωρητικών μαθημάτων, αναγκαίως ολίγον δυσχερών.
+
+Ο Ζακ εμάνθανε να αναγινώσκη ουχί δι' αλφαβηταρίου, αλλά διά
+γραμμάτων κινητών, τετυπωμένων δι' ερυθρού χρώματος επί ξυλίνων
+κύβων, ούτως ώστε να σχηματίζωνται λέξεις. Ενίοτε η κυρία
+Βέλδων ελάμβανε τους κύβους εκείνους και συνέθετε μίαν λέξιν
+είτα τους ανεμίγνυε και άφινεν εις τον Ζακ την φροντίδα να τους
+θέση πάλιν εις την απαιτουμένην τάξιν.
+
+Το μικρόν παιδίον πολύ ηγάπα τον τρόπον τούτον του μανθάνειν
+την ανάγνωσιν. Κάθε ημέραν διήρχετο ώρας τινάς οτέ μεν εις τον
+θαλαμίσκον οτέ δε εις το κατάστρωμα όπως αναταράσση τα γράμματα
+του αλφαβήτου του.
+
+Τούτο προεκάλεσεν ημέραν τινά γεγονός τοσούτον παράδοξον,
+τοσούτον απροσδόκητον, ώστε πρέπει να το αναφέρωμεν μετά τινος
+λεπτομερείας.
+
+Ήτο η πρωία της 9 Φεβρουαρίου. Ο Ζακ ημικεκλισμένος επί του
+καταστρώματος, διεσκέδαζε σχηματίζων λέξιν τινά την οποίαν ο
+γηραιός Τωμ, ώφειλε να ανασχηματίση μετά την ανάμιξιν των
+γραμμάτων. Ο Τωμ την χείρα έχων επί των οφθαλμών, διά να μη
+υποκλέψη τι, δεν έπρεπε να ίδη τίποτε και δεν έβλεπε τίποτε εκ
+της εργασίας του μικρού παιδίου.
+
+Εκ των διαφόρων εκείνων γραμμάτων, πεντήκοντα περίπου τον
+αριθμόν, τα μεν ήσαν κεφαλαία τα δε μικρά. Προσέτι τινές των
+κύβων εκείνων έφερον ένα αριθμόν, όπερ επέτρεπε να μανθάνη τις
+να σχηματίζη λέξεις.
+
+Οι κύβοι εκείνοι ήσαν αραδιασμένοι επί του καταστρώματος, και ο
+μικρός Ζακ ελάμβανε πότε τον ένα πότε τον άλλον διά να συνθέση
+την λέξιν του, — τη αληθεία βαρεία εργασία.
+
+Αλλ' από τινων στιγμών ο Δίγγος περιστρέφετο περί το μικρόν
+παιδίον, ότε αίφνης εστάθη. Οι οφθαλμοί του προσηλώθησαν, ο
+δεξιός αυτού πους υψώθη, η ουρά του εκινείτο σπασμωδικώς. Είτα
+αίφνης, ορμήσας επί ενός των ξυλίνων κύβων, τον ήρπασε διά του
+στόματος του και τον απέθεσεν επί του καταστρώματος ολίγα
+βήματα μακράν του Ζακ.
+
+Ο κύβος εκείνος έφερε το κεφαλαίον γράμμα Σ.
+
+ — Δίγγε, ε, Δίγγε! ανέκραξε το μικρόν παιδίον νομίσαν κατ'
+αρχάς ότι ο κύων κατέπιε το Σ εκείνο.
+
+Αλλ' ο Δίγγος είχεν επιστρέψει και αρχίσας πάλιν την αυτήν
+εργασίαν ήρπασεν άλλον κύβον και τον απέθεσε πλησίον του
+πρώτου.
+
+Ο δεύτερος εκείνος κύβος ήτο έν Β κεφάλαιον.
+
+Την φοράν ταύτην ο Ζακ εξέβαλε κραυγήν.
+
+Εις την κραυγήν εκείνην, η κυρία Βέλδων, ο πλοίαρχος Χουλ και ο
+νεαρός δόκιμος, οίτινες περιεφέροντο εις το κατάστρωμα,
+προσέτρεξαν. Ο μικρός Ζακ διηγήθη τότε εις αυτούς τι είχε
+συμβή.
+
+Ο Δίγγος εγνώριζε τα γράματά του! Ο Δίγγος ήξευρε να
+αναγινώσκη. Τούτο ήτο βέβαιον, διότι τον είδεν ο Ζακ.
+
+Ο Δικ Σανδ ηθέλησε να λάβη τους δύο κύβους διά να τους αποδώση
+εις τον φίλον του Ζακ, αλλ' ο Δίγγος τω έδειξε τους οδόντας.
+
+Εν τούτοις ο δόκιμος κατόρθωσε να ανακτήση τους δύο κύβους και
+τους έθεσε πάλιν εις το παιγνίδιον.
+
+Ο Δίγγος ώρμησεν εκ νέου, ήρπασε πάλιν τα αυτά δύο γράμματα και
+τα έφερε μακράν. Την φοράν όμως ταύτην θέσας τους πόδας επ'
+αυτών, εφαίνετο έχων απόφασιν να τα κρατήση όπως ηδύνατο. Περί
+δε των άλλων γραμμάτων του αλφαβήτου ουδόλως εφρόντιζεν εάν
+υπήρχον.
+
+ — Τι περίεργον πράγμα! είπεν η κυρία Βέλδων.
+
+ — Τωόντι πολύ περίεργον, απήντησε, ο πλοίαρχος Χουλ παρατηρών
+προσεκτικώς τα δύο γράμματα.
+
+ — Σ, Β, — είπεν η κυρία Βέλδων.
+
+ — Σ, Β, — επανέλαβεν ο πλοίαρχος Χουλ. Αλλ' είναι ακριβώς τα
+γράμματα τα οποία φέρει το περιδέραιον του Δίγγου!
+
+Είτα αίφνης, στραφείς προς τον γέροντα μαύρον.
+
+ — Τωμ, ηρώτησεν, δεν με είπετε ότι αυτός ο κύων προ ολίγου
+μόνον καιρού ανήκεν εις τον πλοίαρχον του «Βάλδεκ»;
+
+ — Μάλιστα, κύριε. Ο Δίγγος ευρίσκετο εις το πλοίον μόλις από
+δύο ετών.
+
+Και δεν προσεθέσατε και ότι ο πλοίαρχος του Βάλδεκ εύρε τον
+κύνα τούτον εις την δυτικήν παραλίαν της αφρικής;
+
+ — Μάλιστα κύριε, εις τα πέριξ του Κόγγου. Ήκουσα πολλάκις τον
+πλοίαρχον να το λέγη.
+
+ — Λοιπόν, ηρώτησεν ο πλοίαρχος Χουλ, ποτέ δεν έμαθον εις ποίον
+ανήκεν αυτός ο κύων, μήτε πόθεν ήρχετο;
+
+ — Ποτέ, κύριε· σκύλος έκθετος είναι χειρότερον βρέφους
+εκθέτου. Μήτε σημείωσίς τις επ' αυτού, και το δεινότερον, μήτε
+δύναται να ομιλήση.
+
+Ο πλοίαρχος Χουλ εσιώπησε και εσκέπτετο.
+
+ — Τα δύο αυτά γράμματα μήπως φέρουσιν εις την μνήμην σας
+ανάμνησίν τινα; ηρώτησε τον πλοίαρχον Χουλ η κυρία Βέλδων, αφού
+τον άφησε να σκεφθή επί τινας στιγμάς.
+
+ — Μάλιστα, κυρία Βέλδων, μίαν ανάμνησιν, ή μάλλον σχέσιν τινά
+παράδοξον.
+
+ — Ποίαν;
+
+ — Τα δύο αυτά γράμματα δύνανται να έχωμεν έννοιάν τινα και να
+σας φωτίσωσι περί της τύχης τολμηρού τινος περιηγητού.
+
+ — Τι εννοείτε; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.
+
+ — Ιδού, κυρία Βέλδων. Κατά το 1871, — επομένως προ δύο ετών —
+γάλλος περιηγητής, κατ' απαίτησιν της γεωγραφικής εταιρείας των
+Παρισίων, ανεχώρησε με σκοπόν να διέλθη την Αφρικήν από δυσμών
+προς ανατολάς. Το σημείον της αναχωρήσεώς του ήτο ακριβώς το
+στόμιον του Κόγγου. Το σημείον της αφίξεως έπρεπε να είναι το
+όσω το δυνατόν το ακρωτήριον Δελδάγον, εις τας εκβολάς του
+Ροβούμα, ούτινος θα ηκολούθει το ρεύμα. Ο γάλλος εκείνος
+περιηγητής εκαλείτο Σαμουήλ Βερνών.
+
+ — Σαμουήλ Βερνών! επανέλαβεν η κυρία Βέλδων.
+
+ — Μάλιστα, κυρία Βέλδων, και τα δύο ταύτα ονόματα αρχίζουσιν
+ακριβώς εκ των δύο τούτων γραμμάτων τα οποία εξέλεξεν ο Δίγγος
+μεταξύ όλων, και τα οποία είναι κεχαραγμένα εις το περιλαίμιόν
+του.
+
+ — Τωόντι, απήντησεν η κυρία Βέλδων. Και ο περιηγητής εκείνος;
+. . .
+
+ — Ο περιηγητής εκείνος ανεχώρησεν, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ
+και δεν ηκούσθη τι πλέον περί αυτού μετά την αναχώρησίν του.
+
+ — Ποτέ; ηρώτησεν ο δόκιμος.
+
+ — Ποτέ, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ.
+
+ — Τι συμπεραίνεται εκ τούτου; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.
+
+ — Ότι ο Σαμουήλ Βερνών προδήλως δεν ηδυνήθη να φθάση εις την
+ανατολικήν ακτήν της Αφρικής, είτε διότι ηχμαλωτίσθη υπό των
+ιθαγενών, είτε διότι τον προσέβαλεν ο θάνατος καθ' οδόν.
+
+ — Και τότε ο κύων ούτος; . .
+
+ — Ο κύων ούτος θα τω ανήκεν, ευτυχέστερος δε του κυρίου του,
+εάν η εικασία μου είναι ορθή, θα ηδυνήθη να επανέλθη εις την
+παραλίαν του Κόγγου, αφού, καθ' ήν εποχήν συνέβησαν ταύτα,
+ευρέθη εκεί υπό του πλοιάρχου του «Βάλδεκ».
+
+ — Αλλά, παρετήσεν η κυρία Βέλδων, ηξεύρετε εάν ο άλλος εκείνος
+περιηγητής συνωδεύετο υπό κυνός κατά την αναχώρησίν του; Μήπως
+είναι απλή εικασία εκ μέρους σας;
+
+ — Τωόντι είναι απλή εικασία, κυρία Βέλδων, απήντησεν ο
+πλοίαρχος Χουλ. Αλλά το βέβαιον είναι ότι ο Δίγγος γνωρίζει
+αυτά τα δύο γράμματα Σ και Β, τα οποία ακριβώς είναι τα αρχικά
+στοιχεία των δύο ονομάτων του γάλλου περιηγητού. Τώρα, πώς το
+ζώον έμαθε να τα διακρίνη, τούτο δεν ειμπορώ να εξηγήσω, αλλά,
+το επαναλαμβάνω, τα γνωρίζει βεβαιότατα, και ιδού όπου τα ωθεί
+διά του ποδός του και φαίνεται ως εάν μας προσκαλή να τα
+αναγνώσωμεν μετ' αυτού.
+
+ — Τωόντι, δεν ηδύνατο να απατηθώσιν ως προς την πρόθεσιν του
+Δίγγου.
+
+ — Ήτο λοιπόν μόνος ο Σαμουήλ Βερνών όταν εγκατέλιπε το
+παράλιον του Κόγγου; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ.
+
+ — Το αγνοώ, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ. Εν τούτοις, πιθανόν
+είναι ότι θα είχε μεθ' εαυτού συνοδείαν ιθαγενών.
+
+ — Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Νεγορός, αφήσας την θέσιν του,
+εφάνη επί του καταστρώματος. Κατ' αρχάς ουδείς εννόησε την
+παρουσίαν του και ουδείς είδε το αλλόκοτον βλέμμα το οποίον
+έρριψεν επί του κυνός όταν παρετήρησε τα δύο γράμματα προ των
+οποίων ούτος ίστατο. Αλλ' ο Δίγγος, αναγνωρίσας τον μάγειρον,
+ήρχισε να δίδει σημεία εσχάτης μανίας.
+
+ — Ο Νεγορός επέστεψεν αμέσως εις την θέσιν του πληρώματος ουχί
+άνευ ακουσίου τινός απειλητικού κινήματος προς τον κύνα.
+
+— Υπάρχει μυστήριόν τι! εψιθύρισεν ο πλοίαρχος Χουλ, ον δεν
+διέλαθεν ουδέν των της σκηνής εκείνης.
+
+ — Αλλά, κύριε, είπεν ο δόκιμος, δεν είναι παράξενον κύων να
+δύναται να αναγνωρίζη γράμματα του αλφαβήτου;
+
+ — Όχι! ανέκραξεν ο μικρός Ζακ. Η μήτηρ μου πολλάκις με διηγήθη
+την ιστορίαν κυνός ο οποίος ήξευρε ν' αναγινώσκη και να γράφη
+και μάλιστα να παίζη δόμινον ως αληθής διδάσκαλος σχολείου.
+
+ — Φίλτατόν μου τέκνον, απεκρίθη η κυρία Βέλδων μειδιώσα, ο
+κύων εκείνος όστις ωνομάζετο Μόνιτος δεν ήτο τόσον σοφός όσον
+νομίζεις. Εάν πιστεύσω όσα με διηγήθησαν, δεν ηδύνατο να
+συνθέση την λέξιν του. Αλλ' ο κύριός του, επιτήδειος
+Αμερικανός, παρατηρήσας πόσον ο Μόνιτος είχεν οξείαν την ακοήν,
+επεμελήθη να εξασκήση την αίσθησιν εκείνην και να εξαγάγη
+περιεργότατα αποτελέσματα.
+
+ — Και τι έπρατε, κυρία Βέλδων; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ αισθανθείς
+ενδιαφέρον προς την διήγησιν σχεδόν όσον και ο μικρός Ζακ.
+
+ — Ιδού, φίλε μου. Όταν ο Μόνιτος επρόκειτο να «εργασθή»
+ενώπιον του κοινού, γράμματα όμοια προς ταύτα ετίθεντο επί
+τραπέζης. Επί της τραπέζης εκείνης ο κύων περιεφέρετο,
+περιμένων να τω προταθή λέξις τις είτε υψηλοφώνως είτε
+χαμηλοφώνως, υπό τον όρον όμως να γινώσκη την λέξιν ταύτην ο
+κύριός του.
+
+ — Ώστε, απόντος του κυρίου του . . .
+
+ — Ο κύων δεν θα ηδύνατο να πράξη τίποτε, απεκρίθη η κυρία
+Βέλδων, και ιδού διατί. Τιθεμένων των γραμμάτων επί της
+τραπέζης, ο Μόνιτος περιεφέρετο διά μέσου του αλφαβήτου
+εκείνου, άμα δε έφθανεν ενώπιον του γράμματος όπερ έπρεπε να
+εκλέξη ίστατο· αλλ' εάν ίστατο, έπραττε τούτο διότι ήκουε τον
+ανεπαίσθητρν εις πάντα άλλον κρότον οδοντογλυφίδος, τον οποίον
+έκαμνεν εις το θυλάκιόν του ο Αμερικανός. Ο κρότος εκείνος ήτο
+διά τον Μόνιτον σύνθημα να λάβη το στοιχείον και να το θέση εις
+την πρέπουσαν τάξιν.
+
+ — Και ιδού όλον το μυστικόν! ανέκραξεν ο Δικ Σανδ.
+
+ — Ιδού όλον το μυστικόν, απήντησεν η κυρία Βέλδων, ως παν ό,τι
+γίνεται εν τη ταχυδακτυλουργική τέχνη. Εν απουσία του
+Αμερικανού ο Μόνιτος δεν θα ήτο πλέον Μόνιτος. Εκπλήττομαι
+λοιπόν πώς, ενώ ο κύριός του δεν είναι εδώ, — εάν εν τούτοις ο
+περιηγητής Σαμούλ Βερνών υπήρξε ποτε κύριός του, — ο Δίγγος
+ειμπορεί να αναγνωρίση τα δύο ταύτα γράμματα.
+
+ — Τωόντι, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ είναι πολύ παράδοξον.
+Παρατηρήσατε όμως καλώς, ενταύθα δεν πρόκειται ειμή περί δύο
+μόνον γραμμάτων, δύο ειδικών γραμμάτων, και ουχί λέξεως τυχαίως
+εκλεγομένης. Μεθ' όλα ταύτα, ο κύων εκείνος όστις εκτύπα την
+θύραν του μοναστηρίου διά να λάβη το διά τους πτωχούς διαβάτας
+προωρισμένον φαγητόν, και ο άλλος εκείνος όστις επιφορτιζόμενος
+μετά τινος ομοίου του να στρέφη τον οβελόν ημέραν παρ' ημέραν,
+ηρνείτο να πράξη τούτο όταν δεν ήτο η σειρά του, οι δύο εκείνοι
+κύνες, λέγω, ήσαν νοημονέστεροι του Δίγγου. Άλλως τε
+ευρισκόμεθα ενώπιον γεγονότος αδιαφιλονικήτου. Εξ όλων των
+γραμμάτων του αλφαβήτου τούτου, ο Δίγγος εξέλεξε μόνον τα δύο
+ταύτα Σ και Β. Τα άλλα φαίνεται ότι μήτε τα γνωρίζη καν. Πρέπει
+λοιπόν να συμπεράνωμεν ότι δι' αιτίαν άγνωστον εις ημάς, η
+προσοχή του είχε προσηλωθή επί των δύο τούτων γραμμάτων.
+
+ — Α! πλοίαρχε Χουλ είπεν ο νεαρός δόκιμος, εάν ο Δίγγος,
+ηδύνατο να ομιλήση! . . . Ίσως θα μας έλεγε τι σημαίνουσιν αυτά
+τα δύο γράμματα, και διατί δεικνύει τους οδόντας του εις τον
+μάγειρόν μας.
+
+ — Και τι οδόντας! απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ, καθ' ήν στιγμήν ο
+Δίγγος, ανοίξας το στόμα, εδείκνυε τας φοβεράς αρπάγας του.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ'.
+
+ΦΑΛΑΙΝΑ ΕΙΣ ΤΟ ΠΕΛΑΓΟΣ
+
+
+
+Ευκόλως δύναταί τις να φαντασθή ότι το παράδοξον εκείνο
+συμβεβηκός υπήρξε πλέον ή άπαξ των συνδιαλέξων αίτινες εγίνοντο
+εις την πρύμνην του «Πίλγριμ» μεταξύ της κυρίας Βέλδων, του
+πλοιάρχου Χουλ και του νεαρού δοκίμου.
+
+Ούτος, μάλλον ιδιαιτέρως, ησθάνθη ορμέμφυτον δυσπιστίαν προς
+τον Νεγορόν, του οποίου εν τούτοις η διαγωγή ουδεμιάς μομφής
+ήτο αξία.
+
+Εις την πρώραν συνδιελέγοντο ωσαύτως περί τούτου, αλλά δεν
+εξήγον τα αυτά συμπεράσματα.
+
+Εκεί, υπό των ανθρώπων του πληρώματος, ο Δίγγος εθεωρείτο
+απλούστατα ως κύων να αναγινώσκη και ίσως μάλιστα να γράφη
+καλλίτερον πολλών ναυτών του πλοίου, και εάν δεν ωμίλει, τούτο
+εσήμαινεν ότι κατά πάσαν πιθανότητα είχεν ισχυρούς λόγους να
+σιωπά.
+
+ — Αλλ' ημέραν τινά, είπεν ο πηδαλιούχος Βόλτων, ημέραν τινά
+αυτός ο σκύλος θα μας ερωτήση πού διευθυνόμεθα, εάν ο άνεμος
+είναι βορειοδυτικός ή βορειανατολικός, και θα χρειασθή να τω
+αποκριθώμεν.
+
+ — Υπάρχουσι ζώα τα οποία λαλούσιν, είπεν άλλος ναύτης, κίσσαι,
+παπαγάλοι. Λοιπόν διατί και σκύλος να μη κάμνη το αυτό, εάν του
+ήρχετο επιθυμία; Δυσκολώτερον είναι να ομιλήση τις με το ράμφος
+ή με το στόμα.
+
+ — Βεβαιότατα, είπεν ο ναύκληρος Χούβικ. Αλλά τούτο ποτέ δεν το
+είδε τις.
+
+Πολύ θα εξέπληττέ τις τους αγαθούς εκείνους άνδρας εάν τοις
+έλεγεν ότι επιστήμων τις Δανός είχεν κύνα, όστις επρόφερεν
+ευδιακρίτως περί τας είκοσι λέξεις.
+
+Αλλ' εκ τούτου μέχρι του να εννοή ό,τι έλεγεν, υπήρχεν άβυσσος.
+
+Προδήλως ο κύων εκείνος, του οποίου η γλωττίς ήτο πεπλασμένη
+εις τρόπον ώστε να δύναται να προφέρη ήχους κανονικούς, ουδόλως
+εννόει την σημασίαν αυτών, ως οι ψιττακοί, οι κολοσοί και αι
+κίσσαι.
+
+Η φράσις παρά τοις ζώοις τούτοις, δεν είναι άλλο τι ειμή είδος
+τι κελαδήματος ή κραυγών λαλουμένων ληφθεισών εκ ξένης γλώσσης
+της οποίας δεν έχουσι την έννοιαν.
+
+Όπως δήποτε ο Δίγγος εγένετο ο ήρως του πλοίου ένεκα του οποίου
+όμως ουδόλως υπερηφανεύετο.
+
+Πολλάκις ο πλοίαρχος Χουλ επανέλαβε το πείραμα.
+
+Οι ξύλινοι κύβοι του αλφαβήτου ετίθεντο ενώπιον του Δίγγου, και
+πάντοτε, άνευ λάθους, άνευ δισταγμού τα δυο γράμματα Σ και Β
+εξελέγοντο μεταξύ όλων υπό του παραδόξου ζώου, χωρίς τα άλλα να
+ελκύωσί ποτε την προσοχήν του.
+
+Το πείραμα τούτο πολλάκις επανελήφθη ενώπιον του εξαδέλφου
+Βενεδίκτου, αλλ' ούτος ουδέν έδειξεν ενδιαφέρον.
+
+ — Εν τούτοις, ηξίωσε να είπη ημέραν τινά, δεν πρέπει να
+πιστεύσωμεν ότι μόνοι οι κύνες έχουσι το πλεονέκτημα να είναι
+νοήμονες κατά τοιούτον τρόπον. Και άλλα ζώα τους ομοιάζουσιν,
+ακολουθούντα απλώς το ορμέμφυτόν των. Τοιούτον είναι οι
+ποντικοί, οι οποίοι εγκαταλείπουσι το προωρισμένον να
+καταποντισθή εις την θάλασσαν πλοίον· τοιούτοι είναι οι
+κάστορες, οίτινες προβλέπουσι την αύξησιν των υδάτων και
+εγείρουσιν υψηλότερα προχώματα· τοιούτοι ήσαν οι ίπποι του
+Νικομήδους, του Σκερδέρμπεη και του Οππιανού, οίτινες τόσην
+λύπην ησθάνθησαν ώστε απέθανον μετά τον θάνατον των κυρίων των,
+τοιούτοι είναι οι όνοι, τοσούτον θαυμαστοί διά την μνήμην των,
+και τόσα άλλα τέλος ζώα, άτινα ετίμησαν το ζωικόν βασίλειον.
+Δεν είδομεν πτηνά, θαυμασίως δεδιδαγμένα, άτινα γράφουσιν
+απταίστως λέξεις καθ' υπαγόρευσιν των διδασκάλων των, κακατόας
+αίτινες μετρούσι τόσον καλώς όσον λογιστής του γραφείου των
+γεωγραφικών πλατών όλα τα έν τινι αιθούση παρόντα πρόσωπα; Δεν
+υπήρξε ψιττακός, αγορασθείς αντί εκατόν χρυσών σκούδων, όστις
+χωρίς να παραλείψη μήτε λέξιν, έλεγεν εις τον καρδινάλιον τον
+κύριόν του όλον το Σύμβολον των αποστόλων; Τέλος, η νόμιμος
+υπερηφάνεια ενός εντομολόγου δεν πρέπει να φθάνη εις το
+έπακρον, όταν βλέπη απλά έντομα παρέχοντα αποδείξεις νοημοσύνης
+ανωτέρας και επιβεβαιούντα ευγλώττως το αξίωμα:
+
+ &Εν ελαχίστοις μέγας ο Θεός&
+
+τους μύρμηκας εκείνους οίτινες θα ηδύναντο να παραβληθώσι προς
+τους επισημοτάτους των μεγαλειτέρων πόλεων, τους υδροβίους
+εκείνους αργυρονήτους οι οποίοι κατασκευάζουσι καταβυθιστικούς
+κώδωνας, τους ψύλλους εκείνους οίτινες σύρουσιν αμάξας ως
+αληθείς αμαξηλάται, οίτινες εκτελούσι γυμνάσια τόσον καλώς όσον
+οι καραβινοφόροι, οίτινες κανονιοβολούσι καλλίτερον ή οι
+πτυχιούχοι πυροβοληταί του Βεστποέν (12); Όχι, ο Δίγγος ούτος
+δεν είναι άξιος τοσούτων επαίνων, και εάν είναι τόσον δυνατός
+εις το αλφάβητον, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ανήκει εις είδος τι
+μολοσσών, μη ταξινομηθείς εν τη ζωολογική επιστήμη, «τον
+αλφαβητικόν κύνα» της Νέας Ζηλανδίας.
+
+Μεθ' όλας τας ομιλίας ταύτας και άλλας του φθονερού
+εντομολόγου, ο Δίγγος δεν απώλεσε την κοινήν υπόληψιν και
+εξηκολούθησε να θεωρήται ως φαινόμενον εν τοις συνομιλίαις όλου
+του πληρώματος.
+
+Εν τούτοις πιθανόν ότι ο Νεγορός δεν συνεμερίζετο τον γενικόν
+ενθουσιασμόν προς το ζώον.
+
+Ίσως μάλιστα το εύρισκεν υπέρ το δέον νοήμον.
+
+Όπως δήποτε, ο κύων εδείκνυε πάντοτε την αυτήν αντιπάθειαν κατά
+του μαγείρου, και βεβαίως θα εκινδύνευε να πάθη κακόν τι, εάν
+δεν ήτο αφ' ενός μεν κύων ικανός να προστατεύση εαυτόν, αφ'
+ετέρου δε προστατευόμενος υπό της συμπαθείας όλων των εν τω
+πλοίω.
+
+Ο Νεγορός απέφευγε πλειότερον ή άλλοτε να ευρεθή επί παρουσία
+του. Ο Δικ Σανδ δεν έλειψε να παρατηρήση ότι από του συμβάντος
+των δύο γραμμάτων η αμοιβαία αντιπάθεια του ανθρώπου και του
+κυνός είχεν αυξήσει. Τούτο ήτο αληθώς ανεξήγητον.
+
+Τη 10 Φεβρουαρίου ο βορειανατολικός άνεμος, όστις μέχρι τότε
+είχε διαδεχθή τας μακράς και απελπιστικάς νηνεμίας, κατά την
+διάρκειαν των οποίων το «Πίλγριμ» έμενεν ακίνητον, ηλαττώθη
+επαισθητώς.
+
+Ο πλοίαρχος Χουλ ηδυνήθη λοιπόν να ελπίζη ότι μεταβολή τις εις
+την διεύθυνσιν των ατμοσφαιρικών ρευμάτων έμελλε να παραχθή και
+ίσως ο μυοπάρων θα έπλεε τέλος πλησίστιος.
+
+Η εξ Ωκλάνδης αναχώρησίς του εχρονολογείτο από δέκα εννέα
+ημερών μόνον. Η βραδύτης άρα δεν ήτο μεγάλη, το δε «Πίλγριμ»,
+χάρις εις τα καλά αυτού ιστία, θα ηδύνατο τη βοηθεία πλαγίου
+ανέμου να ανακτήση ευκόλως τον απολεσθέντα χρόνον. Αλλ' έπρεπε
+να περιμένη ολίγας ημέρας μέχρις ου πνεύσωσι σταθερώς οι
+δυτικοί άνεμοι.
+
+Το μέρος εκείνο του Ειρηνικού ήτο πάντοτε έρημον. Ουδέν πλοίον
+εφαίνετο εις τα παράλια εκείνα. Ήτο πλάτος εντελώς
+εγκαταλελειμμένον υπό των θαλασσοπόρων. Οι φαλαινοθήραι των
+μεσημβρινών θαλασσών δεν ετόλμων εισέτι να διέλθωσι τον
+τροπικόν.
+
+Οι εν τω «Πίλγριμ» λοιπόν, οίτινες ένεκεν ιδιαιτέρων
+περιστάσεων ηναγκάσθησαν να εγκαταλείπωσι τα μέρη της αλιείας
+προ του τέλους της εποχής, δεν έπρεπε να ελπίζωσιν ότι ήθελον
+συναντήσει πλοίον τι εκεί.
+
+Όσον δ' αφορά τα υπερειρηνικά ατμόπλοια, είπομεν ήδη ότι ταύτα
+δεν ηκολούθουν παράλληλον τόσω υψηλήν κατά τους διάπλους αυτών
+μεταξύ της Αυστραλίας και της αμερικανικής ηπείρου.
+
+Εν τούτοις, ένεκεν αυτής ταύτης της ερημίας της θαλάσσης πρέπει
+να ερευνήσωμεν αυτήν μέχρι των τελευταίων ορίων του ορίζοντος.
+Όσον μονότονος και αν δύναται να φανή εις τα απρόσεκτα
+πνεύματα, τόσον απείρως ποικίλη είναι δι' εκείνον όστις δύναται
+να την εννοήση. Αι μάλλον αδιόρατοι μεταβολαί θέλγουσι τας
+φαντασίας εκείνας αίτινες εννοούσι τας ποιήσεις του Ωκεανού.
+Θαλάσσιον φυτόν φερόμενον επί των κυμάτων, κλάδος βρύου του
+οποίου η ελαφρά πορεία ποικίλλει την επιφάνειαν της θαλάσσης,
+τεμάχιον σανίδος του οποίου θα ήθελέ τις να μάθη την ιστορίαν,
+δεν χρειάζονται περισσότερα. Προ του απείρου εκείνου, το πνεύμα
+υπ' ουδενός εμποδίζεται. Η φαντασία έχει ελεύθερον στάδιον.
+Έκαστον των υδατίνων εκείνων μορίων, άτινα η εξάτμισις
+ανταλλάσσει συνεχώς μεταξύ της θαλάσσης και του ουρανού,
+περικλείει ίσως το μυστήριον καταστροφής τινος. Τούτου ένεκα
+πρέπει να φθονώμεν εκείνους των οποίων η ενδόμυχος σκέψις
+δύναται να ερευνήση τα μυστήρια του Ωκεανού, τα πνεύματα εκείνα
+τα υψούμενα από της κινητής επιφανείας μέχρι του ουρανού.
+
+Η ζωή άλλως τε εκδηλούται πάντοτε υπεράνω ως και υποκάτω των
+θαλασσών.
+
+Οι επιβάται του «Πίλγριμ» ηδύναντο να ίδωσι μικροτάτους ιχθείς
+καταδιωκωμένους υπό σμήνους πτηνών, εξ εκείνων τα οποία πριν
+του χειμώνος φεύγουσι το τραχύ κλίμα των πόλεων.
+
+Και πολλάκις ο Δικ Σανδ, άξιος μαθητής του Ζαμ Βέλδων ως προς
+το αντικείμενον τούτο ως και εις πολλά άλλα, έδωκεν αποδείξεις
+της θαυμασίας αυτού επιδεξιότητος εις το πυροβόλον ή εις το
+πιστόλιον, φονεύων τινά των ταχυπτέρων εκείνων πτηνών.
+
+Μεταξύ τούτων ήσαν θαλασσοβάται λευκοί και άλλοι θαλασσοβάτα,ι
+των οποίων αι πτέρυγες διεγραμμίζοντο εις τα άκρα υπό ταινίας
+μελαγχρόου.
+
+Ενίοτε ωσαύτως διήρχοντο σμήνη κογχίλων ή λιπαρόχηνες τινές,
+των οποίων το επί της ξηράς βάδισμα είναι βαρύ και γελοίον.
+
+Εν τούτοις, ως παρετήρησεν ο πλοίαρχος Χουλ οι λιπαρόχηνες
+εκείνοι, μεταχειριζόμενοι τους πόδας των ως αληθή πτερύγια,
+δύνανται να προκαλέσωσιν εις το κολύμβημα τους ταχυτέρους
+ιχθύς, ούτως ώστε και αυτοί οι ναυτικοί τους συγχέουσιν ενίοτε
+μετά των τρωκτών.
+
+Υψηλότερον, γιγαντιαίοι κλυδωνομάντεις έπληττον τον αέρα διά
+των πτερύγων των, αίτινες είχον περίμετρον δέκα ποδών, και
+εκάθηντο είτα επί της επιφανείας των υδάτων, ανακινούντες αυτά
+διά του ράμφους των όπως εύρωσι την τροφήν των.
+
+Όλαι αύται αι σκηναί παρίστων θέαμα ποικίλλον, όπερ πνεύματα
+αναίσθητα προς τα θέλγητρα της φύσεως θα εύρισκον μονότονον.
+
+Την ημέραν εκείνην η κυρία Βέλδων περιεφέρετο εις την πρύμνην
+του «Πίλγριμ», ότε φαινόμενόν τι αρκούντως περίεργον είλκυσε
+την προσοχήν της.
+
+Τα ύδατα της θαλάσσης εγένοντο σχεδόν αιφνιδίως ερυθρά.
+
+Ηδύνατό τις να νομίση ότι είχον βαφή δι' αίματος και ο
+ανεξήγητος εκείνος χρωματισμός εξετείνετο όσον μακράν ηδύνατο
+να φθάση το βλέμμα.
+
+Τότε ο Δικ Σανδ ευρίσκετο μετά του μικρού Ζακ πλησίον της
+κυρίας Βέλδων.
+
+ — Βλέπεις, Δικ, είπεν εκείνη προς τον νεαρόν δόκιμον, τον
+αλλόκοτον τούτον χρωματιστόν του Ειρηνικού; Μήπως οφείλεται
+ούτος εις θαλάσσιόν τι φυτόν;
+
+ — Όχι, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, ο χρωματισμός ούτος
+παράγεται υπό μυριάδων μικρών μαλακοδέρμων, διά των οποίων
+συνήθως τρέφονται τα μεγάλα μαστοφόρα. Οι αλιείς, ουχί άνευ
+λόγου, ονομάζουσιν αυτά «φαγητόν της φαλαίνης».
+
+ — Μαλακόδερμα! είπεν η κυρία Βέλδων. Αλλ' είναι τόσον μικρά
+ώστε σχεδόν ηδύνατό τις να τα ονομάση θαλάσσια έντομα. Ο
+εξάδελφος Βενέδικτος θα υπερευχαριστηθή ίσως εάν συλλέξη ολίγα
+τινά εξ αυτών.
+
+Και καλούσα:
+
+ — Εξάδελφε Βενέδικτε! εφώνησεν.
+
+Ο εξάδελφος Βενέδικτος εξήλθε του δωματίου σχεδόν συγχρόνως
+μετά του πλοιάρχου Χουλ.
+
+ — Εξάδελφε Βενέδικτε, είπεν η κυρία Βέλδων, ιδέτε λοιπόν τον
+μεγάλον εκείνον ερυθρωπόν σωρόν όστις εκτείνεται επ' άπειρον.
+
+ — Ναι, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ είναι το φαγητόν της φαλαίνης.
+Κύριε Βενέδικτε, ωραία ευκαιρία διά να σπουδάσητε το περίεργον
+τούτο είδος των μαλακοδέρμων.
+
+ — Ουφ, έκανεν ο εντομολόγος.
+
+ — Πώς ουφ! ανέκραξεν ο πλοίαρχος. Αλλά δεν έχετε το δικαίωμα
+να εκφράζηται τοιαύτην αδιαφορίαν. Τα μαλακόδερμα ταύτα
+σχηματίζουσι μίαν των έξ κλάσεων των ενάρθρων, εάν δεν
+απατώμαι, και ως τοιαύτα . . .
+
+ — Ουφ! έκαμε και πάλιν ο εξάδελφος Βενέδικτος σείων την
+κεφαλήν . . .
+
+ — Λοιπόν φαίνεσθε ολίγον υπεροπτικός ως εντομολόγος.
+
+ — Εντομολόγος έστω, απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος, αλλ'
+ειδικώτερον εξαποδιστής, πλοίαρχε Χουλ ευαρεστηθήτε να μη το
+λησμονήτε.
+
+ — Όπως δήποτε, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ, έστω να μη σας
+ενδιαφέρωσι τα μαλακόδερμα ταύτα, αλλ' εάν είχατε στόμαχον
+φαλαίνης, το πράγμα θα ήτο διαφορετικόν. Τι λαμπρά εστίασις
+τότε! — Βλέπετε κυρία Βέλδων, όταν ημείς οι φαλαινοθήραι, κατά
+την εποχήν της αλιείας, ευρεθώμεν απέναντι τοιαύτης σωρείας
+τοιούτων μαλακοδέρμων, μόλις λαμβάνομεν καιρόν να ετοιμάσωμεν
+τας αρπάγας και τας ορμιάς ημών. Είμεθα βέβαιοι ότι το θήραμα
+δεν είναι μακράν.
+
+ — Είναι δυνατόν τόσω μικρά ζώα να δύνανται να τρέφωσι τόσω
+μεγάλα; είπεν ο Ζακ.
+
+ — Ε! τέκνον μου, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ μικροί κόκκοι
+σιμιγδάλεως, αλεύρου, αμύλου, δεν απαρτίζουσιν ωραίον ζωμόν;
+Ναι, η φύσις ούτως ηθέλησεν. Όταν φάλαινά τις πλέη εν μέσω των
+ερυθρών τούτων υδάτων, ο ζωμός αυτής είναι έτοιμος, δεν έχει να
+πράξη άλλο ειμή να ανοίξη το μέγα στόμα της. Μυριάδες
+μαλακοδέρμων εισέρχονται εκεί, τα απειράριθμα γένεια δι' ων
+είναι πεπροικισμένος ο ουρανίσκος του ζώου εκτείνονται ως
+δίκτυα αλιέως, ουδέν δύναται να εξέλθη εκείθεν, και η μάζα των
+μαλακοδέρμων καταβυθίζεται εις τον ευρύχωρον στόμαχον της
+φαλαίνης απαραλλάκτως ως ο ζωμός του γεύματος εις τον ιδικόν
+μας.
+
+ — Πρέπει να σκεφθής, Ζακ, παρετήρησεν ο Δικ Σανδ, ότι η κυρία
+φάλαινα δεν χάνει τον καιρόν της εις το να καθαρίζη έν προς έν
+αυτά τα μαλακόδερμα, ως υμείς καθαρίζετε τας καρίδας.
+
+ — Προσθέτω, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ, ότι ακριβώς όταν η
+γιγαντιαία αύτη λαίμαργος ασχολήται κατ' αυτόν τον τρόπον,
+είναι ευκολώτερον να την πλησιάση τις χωρίς να διεγείρη την
+δυσπιστίαν της. Είναι λοιπόν η καταλληλοτέρα στιγμή διά να την
+ακοντίση τις μετά τινος επιτυχίας.
+
+Την στιγμήν εκείνην, και οιονεί προς επικύρωσιν των λόγων του
+πλοιάρχου Χουλ η φωνή ναύτου ηκούσθη εις την πρώραν του πλοίου.
+
+ — Μία φάλαινα εμπρός αριστερά!
+
+Ο πλοίαρχος Χουλ ανετινάχθη.
+
+ — Φάλαινα; ανέκραξε.
+
+Και ωθούμενος υπό του φαλαινοθηρευτικού του ορμεμφύτου, ώρμησεν
+εις τα πρυμνήσια του «Πίλγριμ».
+
+Η κυρία Βέλδων, ο Ζακ, ο Δικ Σανδ και αυτός ο εξάδελφος
+Βενέδικτος τον ηκολούθησαν αμέσως . .
+
+Πράγματι εις απόστασιν τεσσάρων μιλλίων αναβρασμός τις
+εμαρτύρει ότι μέγα τι θαλάσσιον μαστοφόρον εκινείτο εν τω μέσω
+των ερυθρών υδάτων.
+
+Καθό φαλαινοθήραι δεν ηδύναντο να απατηθώσιν.
+
+Αλλ' η απόστασις ήτο πολύ μεγάλη έτι, ώστε δεν ηδύνατο να
+γνωρίσωσι το είδος, εις ό ανήκε το μαστοφόρον εκείνο.
+
+Τωόντι τα είδη ταύτα είναι λίαν διακεκριμμένα.
+
+Μήπως ήτο φάλαινά τις εκ των γνησίων εκείνων, τας οποίας μάλλον
+ιδιαιτέρως επιζητούσιν οι αλιείς των βορείων θαλασσών;
+
+Τα κήτη ταύτα, από των οποίων ελλείπει το ραχιαίον πτερύγιον,
+αλλά των οποίων το δέρμα περικαλύετε παχύ στρώμα λίπους,
+δυνατόν να έχωσι μήκος ογδοήκοντα ποδών, ει και ο μέσος όρος
+δεν υπερβαίνει τους εξήκοντα, και τότε έν μόνον των τεράτων
+εκείνων παρέχει εκατόν βαρέλια ελαίου.
+
+Ή μήπως ήτο πτεροφάλαινα, ης το πρώτον συνθετικόν του ονόματος
+θα ηδύνατο να εφελκύση την υπόληψιν του εντομολόγου;
+
+Αύται κέκτηνται ραχιαία πτερύγια, λευκά το χρώμα και μακρά όσον
+το ήμισυ του σώματος, άτινα ομοιάζουσι προς ζεύγος πτερύγων, —
+είδος τι πτερωτής φαλαίνης.
+
+Ή μήπως πιθανώτερον ήτο μακροπτερύγιος φάλαινα, έχουσα ραχιαίον
+πτερύγιον και της οποίας το μήκος είναι ίσον σχεδόν προς το της
+γνησίας φαλαίνης;
+
+Ο πλοίαρχος Χουλ και το πλήρωμά του δεν ηδύνατο έτι ν'
+αποφανθώσιν, αλλά παρετήρουν το ζώον μετ' επιθυμίας
+περισσοτέρας ή θαυμασμού.
+
+Εάν είναι αληθές ότι ο ωρολογοποιός δεν δύναται να απαντήση
+εκκρεμές χωρίς να αισθανθή την ακαταμάχητον ανάγκην να το
+εκτείνη, πόσον περισσότερον ο φαλαινοθήρας ευρισκόμενος
+απέναντι φαλαίνης καταλαμβάνεται υπό επιτακτικής επιθυμίας να
+συλλάβη αυτήν! Οι κυνηγοί της μεγάλης θήρας είναι ως λέγουσιν
+ενθερμότεροι ή οι κυνηγοί της μικράς θήρας.
+
+Λοιπόν όσω μεγαλείτερον είναι το ζώον, τόσω περισσότερον
+διεγείρει την επιθυμίαν! Τι πρέπει να αισθάνωνται τότε οι
+ελεφαντοθήραι! Πλην τούτου υπήρχεν ωσαύτως και η δυσαρέσκεια ην
+ησθάνετο το πλήρωμα του «Πίλγριμ» ότι επανήρχετο μετά φορτίου
+ατελούς.
+
+Εν τούτοις ο πλοίαρχος Χουλ προσεπάθει να αναγνωρίση το ζώον το
+οποίον εφάνη μακράν.
+
+Δεν ήτο ορατόν εκ τοιαύτης αποστάσεως.
+
+Ουχ ήττον ο εξησκημένος οφθαλμός φαλαινοθήρου δεν ηδύνατο να
+απατηθή έκ τινων λεπτομερειών ευκόλως διακρινομένων μακρόθεν.
+
+Τωόντι η ανάβρασις, ήτοι η ατμώδης και υδατώδης στήλη την
+οποίαν η φάλαινα εκφυσά διά των ρωθώνων της, ώφειλε να
+προσελκύση την προσοχήν του πλοιάρτου Χουλ και να τον οδηγήση
+εις ποίον είδος ανήκε το κήτος εκείνο.
+
+ — Δεν είναι γνησία φάλαινα, ανέκραξεν. Ο αναβρασμός αυτής θα
+ήτο υψηλότερος και ολιγώτερος ογκώδης. Αφ' ετέρου εάν ο θόρυβος
+τον οποίον προξενεί ο αναβρασμός ούτος ηδύνατο να παραβληθή
+προς τον μεμακρυσμένον θόρυβον πυρίνου στόματος, θα έκλινον να
+πιστεύσω ότι η φάλαινα αύτη ανήκει εις το είδος των
+πτεροφαλαινών αλλά το πράγμα δεν έχει ούτω, και εάν προσέξη
+τις, δύναται να βεβαιωθή ότι ο θόρυβος ούτος είναι όλως
+διαφόρου φύσεως. — Τι φρονείς περί τούτου, Δικ; ηρώτησεν ο
+πλοίαρχος Χουλ στρεφόμενος προς τον δόκιμον.
+
+ — Πιστεύω, πλοίαρχε, απήντησεν ο Δικ, ότι είναι μακροπτερύγιος
+φάλαινα. Ιδέτε πώς οι ρώθωνες αυτής αναρρίπτουσι βιαίως εις τον
+αέρα την θαλασσίαν εκείνην στήλην. Δεν σας φαίνεται ωσαύτως —
+όπερ και θα εδικαιολόγει την παρατήρησίν μου — ότι η αναπήδησις
+εκείνη περιέχει περισσότερον ύδωρ ή ατμόν συμπεπυκνωμένον; Και
+δεν απατώμαι, τούτο είναι ιδιαίτερον προσόν της μακροπτερυγίου
+φαλαίνης.
+
+ — Τωόντι, Δικ, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ. Δεν υπάρχει πλέον
+αμφιβολία. Είναι μακροπτερύγιος η οποία επιπλέει επί της
+επιφανείας των ερυθρών εκείνων υδάτων.
+
+ — Τι ωραίον που είναι! ανεφώνησεν ο μικρός Ζακ.
+
+ — Ναι, τέκνον μου. Και όταν αναλογίζεται τις ότι το μεγάλον
+εκείνο ζώον γευματίζει εκεί και ούτε υποπτεύει καν ότι
+φαλαινοθήραι το παρατηρούσι.
+
+ — Τολμώ να βεβαιώσω ότι η μακροπτερύγιος αύτη φάλαινα είναι
+μεγάλη, παρετήρησεν ο Δικ Σανδ.
+
+ — Βεβαίως, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ, όστις εξηρεθίζετο ολίγον
+κατ' ολίγον. Της δίδω τουλάχιστον εβδομήκοντα ποδών μήκος.
+
+ — Καλά, προσέθηκεν ο ναύκληρος. Ημίσεια δωδεκάς τοιούτων
+φαλαινών θα ήρκει διά να φορτώση πλοίον ως το ιδικόν μας.
+
+ — Ναι, θα ήρκει, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ, όστις ανέβη επί
+της πρώρας διά να βλέπη καλλίτερον.
+
+ — Και με αυτήν, προσέθηκεν ο ναύκληρος, θα συνεπληρούμεν εις
+ολίγας ώρας το ήμισυ των διακοσίων βαρελίων τα οποία μας
+λείπουσι.
+
+ — Ναι . . . πράγματι . . . ναι . . . εψιθύριζεν ο πλοίαρχος
+Χουλ.
+
+ — Τούτο είναι αληθές, επανέλαβεν ο Δικ Σανδ, αλλ' ενίοτε είναι
+πολύ επικίνδυνον να προσβάλη τις αυτάς τας γιγαντιαίας
+μακροπτερυγίους.
+
+ — Πολύ επικίνδυνον, πολύ επικίνδυνον, απήντησεν ο πλοίαρχος
+Χουλ. Αύται αι πτεροφάλαιναι έχουσιν ουράς φοβεράς τας οποίας
+δεν πρέπει να πλησιάζη τις άνευ προφυλάξεως. Η στερεωτέρα
+λέμβος δεν θα ηδύνατο να ανθέξη εις έν καλόν κτύπημα αυτής.
+Αλλ' η ωφέλεια αξίζει τον κόπον.
+
+ — Πα! είπεν είς των ναυτών, μία καλή μακροπτερύγιος είναι
+ωραίον θήραμα.
+
+ — Και επικερδές! απεκρίνατο άλλος.
+
+ — Θα ήτο κρίμα να μη την χαιρετίσωμεν κατά την διάβασιν.
+
+Ήτο πρόδηλον ότι οι ανδρείοι εκείνοι ναυτικοί εξηρεθίζοντο εις
+την θέαν της φαλαίνης.
+
+Ήτο ολόκληρον φορτίον βαρελίων ελαίου όπερ εκυμάτιζε πλησίον
+των χειρών των.
+
+Βεβαίως, ακούων τις αυτούς, δεν είχε να πράξη άλλο ειμή να
+διευθετήση τα βαρέλια εκείνα εις το κύτος του «Πίλγριμ» όπως
+συμπληρώση το φορτίον.
+
+Τινές των ναυτών, αναρριχιθέντες επί των σχοινίων του ακατίου
+ιστού ερρήγνυον κραυγάς επιθυμίας. Ο πλοίαρχος Χουλ όστις δεν
+ωμίλει, περιέτρωγε τους όνυχάς του.
+
+Υπήρχεν εκεί ακατανίκητος μαγνήτης όστις έσυρε το «Πίλγριμ» και
+όλον αυτού το πλήρωμα.
+
+ — Μήτερ, μήτερ, ανέκραξε τότε ο μικρός Ζακ, επεθύμουν να είχον
+αυτήν την φάλαιναν διά να την ιδώ πώς είναι.
+
+ — Α! θέλεις να έχης αυτήν την φάλαιναν, παιδίον μου; Και διατί
+όχι, φίλοι μου; είπεν ο πλοίαρχος Χουλ, ενδίδων τέλος εις την
+κρυφίαν επιθυμίαν του! Ναι μεν δεν έχομεν επικούρους αλιείς,
+αλλ' ημείς μόνοι . . .
+
+ — Ναι! ναι! εφώνησαν οι ναύται ομοθυμαδόν.
+
+ — Δεν θα είναι η πρώτη φορά όπου θα εκτελέσω το έργον του
+ακοντιστού, προσέθηκεν ο πλοίαρχος Χουλ και θα ιδήτε εάν ηξεύρω
+εισέτι να ακοντίζω.
+
+ — Ουρρά! ουρρά! απεκρίθη το πλήρωμα.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'.
+
+ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑΙ
+
+
+
+Ευκόλως εννοεί τις ότι η θέα του θαυμασιώδους εκείνου
+μαστοφόρου εγένετο όπως παραγάγη μέγαν ερεθισμόν εις τους
+ανθρώπους του «Πίλγριμ».
+
+Η φάλαινα ήτις εκυμάτιζεν εν τω μέσω των ερυθρών υδάτων
+εφαίνετο γιγαντιαία.
+
+Να την συλλάβωσι και να συμπληρώσωσι τοιουτοτρόπως το φορτίον,
+ήτο λίαν ερεθιστικόν. Ηδύνατό ποτε αλιείς να αφήσωσι να τοις
+διαφύγη παρομοία ευκαιρία;
+
+Εν τούτοις η κυρία Βέλδων, ενόμισεν ότι ώφειλε να ερωτήση τον
+πλοίαρχον Χουλ εάν δεν υπήρχε κίνδυνός τις διά τους άνδρας του
+και δι' αυτόν, εάν απετόλμων να προσβάλωσι φάλαιναν υπό
+τοιαύτας συνθήκας.
+
+ — Ουδείς, κυρία Βέλδων, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ. Πλέον ή
+άπαξ με συνέβη να κυνηγήσω φάλαιναν μετά μιας μόνης λέμβου και
+πάντοτε κατώρθωσα να την συλλάβω. Σας επαναλαμβάνω, ουδείς
+υπάρχει κίνδυνος δι' ημάς επομένως δε και δι' υμάς.
+
+Ησυχάσασα η κυρία Βέλδων δεν επέμεινεν.
+
+Ο πλοίαρχος Χουλ έλαβεν αμέσως όλα τα μέτρα του όπως συλλάβη
+την φάλαιναν.
+
+Εκ πείρας εγίνωσκεν ότι η καταδίωξις πτεροφαλαίνης δεν εγίνετο
+άνευ δυσχερειών τίνων, και ήθελε να προλάβη τα πάντα.
+
+Ό,τι καθίστα την σύλληψιν εκείνην ολιγώτερον εύκολον, ήτο ότι
+το πλήρωμα του μυοπάρωνος θα επελαμβάνετο του έργου διά μιας
+μόνης λέμβου, αν και το «Πίλγριμ» εκέκτητο μίαν άκατον
+δεδεμένην εις τον μέγαν ιστόν και τρεις φαλαινοθηρίδας, ων αι
+μεν δύο εκρέμαντο εις τα δεξιά και τα αριστερά του πλοίου, η δε
+τρίτη οπίσω και έξωθεν του αετώματος.
+
+Συνήθως τας τρεις ταύτας φαλαινοθηρίδας μεταχειρίζονται προς
+καταδίωξιν των κητών.
+
+Αλλά, κατά την εποχήν της αλιείας, ως γνωστόν, επικουρικόν
+πλήρωμα, λαμβανόμενον εκ των σταθμών της Νέας Ζηλανδίας,
+εβοήθει τους ναύτας του «Πίλγριμ».
+
+Υπό τας περιστάσεις λοιπόν εκείνας το «Πίλγριμ» δεν ηδύνατο να
+παράσχη ειμή τους πέντε ναύτας του πλοίου, δι' ων θα εκπληρούτο
+μία μόνη των φαλαινοθηρίδων.
+
+Η συνδρομή του Τωμ και των εταίρων αυτού, οίτινες προσεφέρθησαν
+αμέσως, ήτο αδύνατος. Πράγματι, ο χειρισμός αλιευτικής λέμβου
+απαιτεί ναυτικούς όλως ιδιαιτέρως εξησκημένους.
+
+Λελανθεσμένον κίνημα του πηδαλίου ή λελανθασμένη κωπηλασία θα
+ήρκουν, όπως διακινδυνεύσωσι την σωτηρίαν της λέμβου κατά την
+προσβολήν.
+
+Αφ' ετέρου ο πλοίαρχος Χουλ δεν ήθελε να εγκαταλείψη το πλοίον
+του χωρίς να αφήση εν αυτώ ένα τουλάχιστον άνδρα του πληρώματος
+εις τον οποίον να είχεν εμπιστοσύνην. Έπρεπε να προΐδη όλα τα
+ενδεχόμενα.
+
+Λοιπόν ο πλοίαρχος Χουλ ηναγκασμένος να εκλέξη ισχυρούς
+ναυτικούς όπως εξοπλίση την φαλαινοθηρίδα, ώφειλε να αναθέση
+την φύλαξιν του «Πίλγριμ» εις τον Δικ Σανδ.
+
+ — Δικ, είπεν αυτώ, σε επιφορτίζω να μείνης εις το πλοίον κατά
+την απουσίαν μου ήτις δεν θα διαρκέση πολύ, ως ελπίζω·
+
+ — Καλά, κύριε, απεκρίθη ο νεαρός δόκιμος.
+
+Ο Δικ Σανδ επεθύμει να λάβη μέρος εις την αλιείαν εκείνην, ήτις
+είχε μέγα θέλγητρον δι' αυτόν, αλλ' εννόησεν αφ' ενός μεν ότι
+αι χείρες τελείου ανδρός ήξιζον περισσότερον ή αι ιδικαί του
+διά την υπηρεσίαν της φαλαινοθηρίδος, αφ' ετέρου δε ότι αυτός
+μόνος ηδύνατο να αντικαταστήση τον πλοίαρχον Χουλ. Υπέμεινε
+λοιπόν.
+
+Το πλήρωμα της φαλαινοθηρίδος έμελε να συγκροτήται εκ πέντε
+ανδρών, συμπεριλαμβανομένου και του ναυκλήρου Χόβικ, οίτινες
+απήρτιζον το πλήρωμα του «Πίλγριμ».
+
+Οι τέσσαρες εκείνοι ναύται έμελλον να καθήσωσι παρά τας κώπας,
+ο δε Χόβικ θα εκράτει την κώπην της ουράς, ήτις χρησιμεύει όπως
+κυβερνά τοιούτου είδους λέμβους.
+
+Τωόντι απλούν πηδάλιον δεν θα είχεν ενέργειαν ταχυτέραν, και
+εις περίστασιν καθ' ήν αι πλάγιαι κώπαι θα απέβαινον άχρηστοι,
+η ουραία κώπη, καλώς χειριζομένη δύναται να απομακρύνη την
+φαλαινοθηρίδα από τας προσβολάς του τέρατος.
+
+Έμενε λοιπόν ο πλοίαρχος Χουλ. Ούτος εφύλαξε δι' αυτόν την
+θέσιν του ακοντιστού, και ως είπε δεν ήτο η πρώτη φορά καθ' ήν
+εξεπλήρου το έργον τούτο.
+
+Αυτός πρώτος έμελλε να ρίψη το ακόντιον, είτα δε να επιτηρήση
+την εκτύλιξιν της μακράς ορμιάς της δεδεμένης εις το άκρον
+αυτού, και ακολούθως να αποτελειώση το ζώον διά της λόγχης,
+όταν τούτο θα επανήρχετο εις την επιφάνειαν του Ωκεανού.
+
+Οι φαλαινοθήραι μεταχειρίζονται ενίοτε πυροβόλα όπλα εις το
+είδος τούτο της αλιείας. Τη βοηθεία ειδικής τινος μηχανής,
+οιονοί μικρού τηλεβόλου ευρισκομένου είτε επί του καταστρώματος
+του πλοίου είτε εις την πρώραν της λέμβου, ρίπτουσι ακόντιον
+όπερ παρασύρει μεθ' εαυτού το εις την άκραν αυτού προσδεδεμένον
+σχοινίον, ή εκρηκτικάς σφαίρας αίτινες επιφέρουσι μεγάλας
+καταστροφάς εις το σώμα του ζώου.
+
+Αλλά το «Πίλγριμ» δεν είχε τοιαύτας μηχανάς, αίτινες άλλως τε
+στοιχίζουσιν ακριβά, είναι δύσχρηστοι, οι δε ναύται, μη
+αγαπώντες πολύ τούς νεωτερισμούς, φαίνονται ότι προτιμώσι τα
+αρχαϊκά όπλα, τα οποία χειρίζονται επιδεξίως, ήτοι το ακόντιον
+και την λόγχην.
+
+Διά των συνήθων λοιπόν μέσων έμελλεν ο πλοίαρχος Χουλ να
+προσβάλη την φάλαιναν ήτις ευρίσκετο πέντε μίλια μακράν του
+πλοίου του.
+
+Άλλως τε δε ο καιρός εφαίνετο εύνους εις την εκστρατείαν
+εκείνην. Η θάλασσα, ησυχωτάτη, ήτο κατάλληλος εις τους
+χειρισμούς φαλαινοθηρίδος. Ο άνεμος έτεινε να κοπάση, και το
+«Πίλγριμ» ολίγον μόνον θα παρεξέκλινε, καθ' όν καιρόν το
+πλήρωμα αυτού θα ήτο ενησχολημένον εις το πέλαγος.
+
+Η δεξιά λοιπόν λέμβος κατεβιβάσθη αμέσως και οι τέσσαρες ναύται
+επέβησαν αυτής.
+
+Ο Χόβικ τοις έδωκε δύο μεγάλα ακόντια και δύο λόγχας με οξείας
+αιχμάς. Εις τα επιθετικά ταύτα όπλα προσέθηκε πέντε δέματα
+ευκάμπτων και στερεών σχοινίων τα οποία οι φαλαινοθήραι
+ονομάζουσιν «ορμιάς», και τα οποία μετρούσιν εξακοσίων ποδών
+μήκος.
+
+Δεν αρκούσιν ολιγώτερα, καθότι πολλάκις συμβαίνει ώστε τα
+σχοινία ταύτα προσδεδεμένα το έν μετά του άλλου να μη αρκώσιν
+εις το έργον, τόσον η φάλαινα βυθίζεται εις μέγα βάθος.
+
+Τοιαύτα ήσαν τα διάφορα μηχανήματα τα οποία επιμελώς
+ετοποθετήθησαν εις το έμπροσθεν μέρος της λέμβου.
+
+Ο Χόβικ και οι τέσσαρες ναύται δεν περιέμενον πλέον ειμή την
+διαταγήν να λύσωσι το σχοινίον.
+
+Μία μόνη θέσις έμενεν ελευθέρα εις το έμπροσθεν της λέμβου,
+εκείνην την οποίαν έμελλε να καταλάβη ο πλοίαρχος Χουλ.
+
+Εννοείται οίκοθεν ότι το πλήρωμα του «Πίλγριμ», πριν εγκαταλίπη
+το πλοίον, διεσταύρωσε τα ιστία ούτως ώστε να μένη τούτο
+περίπου στάσιμον.
+
+Κατά την στιγμήν της επιβιβάσεως ο πλοίαρχος Χουλ έρριψε
+τελευταίον βλέμμα επί του πλοίου. Εβεβαιώθη ότι τα πάντα ήσαν
+εντάξει, τα σχοινία καλώς διασκευασμένα, τα ιστία καλώς
+τοποθετημένα. Αφού άφινε τον νεαρόν δόκιμον εις το πλοίον κατ'
+απουσίαν ήτις ηδύνατο να παραταθή επί πολλάς ώρας, ήθελεν,
+ευλόγως, εκτός απροόπτου συμβεβηκότος, να μη έχη ο Δικ Σανδ
+ουδέ τον παραμικρόν χειρισμόν να εκτελέση.
+
+Από της στιγμής εκείνης, έδωκεν αυτώ τας τελευταίας οδηγίας.
+
+ — Δικ, είπε, σε αφίνω μόνον. Επέβλεπε τα πάντα. Εάν, όπερ
+απίθανον, επήρχετο ανάγκη να αρχίσης πάλιν τον πλουν, εις
+περίπτωσιν καθ' ήν η καταδίωξις της φαλαίνης εκείνης ήθελε μας
+παρασύρει πολύ μακράν, ο Τωμ και οι σύντροφοί του θα ηδύναντο
+κάλλιστα να σε βοηθήσωσιν. Υποδεικνύων εις αυτούς τι πρέπει να
+εκτελέσωσιν, είμαι βέβαιος ότι θέλουσι το εκτελέσει.
+
+ — Μάλιστα, πλοίαρχε Χουλ απήντησεν ο γέρων Τωμ, και ο κύριος
+Δικ δύναται να βασισθή εις ημάς.
+
+ — Διατάξατε! διατάξατε! έκραξεν ο Βαρθολομαίος. Μεγάλην
+επιθυμίαν έχομεν να σας φανώμεν χρήσιμοι.
+
+ — Τι πρέπει να πράξωμεν; . . . ηρώτησεν ο Ηρακλής αναστρέφων
+τας ευρείας χειρίδας του ενδύματός του.
+
+ — Τίποτε προς το παρόν, απεκρίθη ο Δικ Σανδ μειδιών.
+
+ — Είμεθα εις τας διαταγάς σας, επανέλαβεν ο κολοσσός.
+
+ — Δικ, επανέλαβεν ο πλοίαρχος Χουλ, ο καιρός είναι ωραίος. Ο
+άνεμος έπεσεν. Ουδέν σημείον ότι θα δυναμώση πάλιν. Προ πάντων,
+ό,τι δήποτε και αν συμβή, μη ρίψης λέμβον εις την θάλασσαν μη
+αφήσης το πλοίον.
+
+ — Θα σας υπακούσω.
+
+ — Εάν παρίστατο ανάγκη να μας πλησιάση το «Πίλγριμ», θα σε
+κάμω σημείον υψών μίαν σημαίαν εις το άκρον κώπης.
+
+ — Μείνετε ήσυχος, πλοίαρχε, δεν θα χάσω από τα βλέμματά μου
+την φαλαινοθηρίδα, απήντησεν ο Δικ Σανδ.
+
+ — Καλά, παιδί μου, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ· θάρρος και
+ψυχραιμίαν. Ιδού συ υποπλοίαρχος. Τίμησον τον βαθμόν σου.
+Ουδείς καθείξε τοιούτον εις την ηλικίαν σου.
+
+Ο Δικ Σανδ δεν απεκρίθη, αλλ' ηρυθρίασε μειδιών. Ο πλοίαρχος
+Χουλ εννόησε το ερύθημα και το μειδίαμα.
+
+ — Το αγαθόν παιδίον, είπε καθ' εαυτόν, μετριοφροσύνη και καλή
+διάθεσις είναι τα καλά του προτερήματα.
+
+Εν τούτοις, εις τας επιμόνους εκείνας συστάσεις, ήτο προφανές
+ότι, ει και δεν υπήρχεν ουδείς κίνδυνος, ο πλοίαρχος Χουλ δεν
+εγκατελίμπανεν ευχαρίστως το πλοίον του έστω και διά τινας
+ώρας.
+
+Αλλ' ακαταμάχητον ορμέφυτον αλιέως, προ πάντων η μανιώδης
+επιθυμία να συμπληρώση το εξ ελαίου φορτίον του, και να
+ικανοποιήση τας υπό του Ζαμ Βέλδων ληφθείσας υποχρεώσεις εν
+Βαλπαραΐζω, πάντα ταύτα τον παρεκίνουν να διακινδυνεύση. Άλλως
+τε δε η τοσούτον ωραία εκείνη θάλασσα υπεβοήθει θαυμασίως την
+καταδίωξιν κήτους. Μήτε το πλήρωμά του, μήτε αυτός, θα ηδύναντο
+ν' αντισταθώσιν εις τοιούτον πειρασμόν. Η αλιευτική εκστρατεία
+θα συνεπληρούτο τέλος, και η τελευταία αύτη σκέψις κατείχεν
+υπέρ παν άλλο την καρδίαν του πλοιάρχου Χουλ.
+
+Ο πλοίαρχος Χουλ διηυθύνθη προς την κλίμακα.
+
+ — Καλήν επιτυχίαν! τω είπεν η κυρία Βέλδων.
+
+ — Ευχαριστώ, κυρία Βέλδων.
+
+ — Σας παρακαλώ μη βασανίσητε πολύ την δυστυχή φάλαιναν!
+έκραζεν ο μικρός Ζακ.
+
+ — Όχι, τέκνον μου, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ.
+
+ — Να την συλλάβετε ήσυχα, κύριε.
+
+ — Ναι . . . με τα χειρόκτια, μικρέ Ζακ.
+
+ — Ενίοτε, παρετήρησεν ο εξάδελφος Βενέδικτος, ευρίσκονται
+περιεργότατα έντομα επί της ράχεως των μεγάλων αυτών
+μαστοφόρων.
+
+ — Λοιπόν, κύριε Βενέδικτε, απήντησε γελών ο πλοίαρχος Χουλ θα
+έχετε το δικαίωμα «να εντομολογήσετε», όταν η φάλαινα μας
+ευρεθή επί του καταστρώματος του «Πίλγριμ».
+
+Είτα, στρεφόμενος προς τον Τωμ.
+
+ — Τωμ, βασίζομαι επί των συντρόφων σου και επί σου, είπεν, ότι
+θα μας βοηθήσετε να διαμελίσωμεν την φάλαιναν όταν θα δεθή εις
+το σκάφος του πλοίου, — το οποίον δεν θα αργήση να γίνη.
+
+ — Εις τας διαταγάς σας, κύριε, απήντησεν ο γέρων μαύρος.
+
+ — Καλά, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ. Δικ, αυτοί οι γενναίοι
+άνδρες θα σε βοηθήσωσι να προετοιμάσης τα κενά βαρέλια. Κατά
+την απουσίαν μας, θα τα αναβιβάσωσιν επί του καταστρώματος και
+τοιουτοτρόπως η εργασία θα τελειώση ταχέως όταν επιστρέψωμεν.
+
+ — Θα γίνη τούτο πλοίαρχε.
+
+Διά τους αγοούντας δέον να είπωμεν ότι η φάλαινα, άπαξ
+θανατωθείσα, ώφειλε να ρυμουλκυθή μέχρι του «Πίλγριμ» και να
+δεθή στερεώς εις το δεξιόν πλευρόν. Τότε οι ναύται φορούντες
+αγκυρωτά υποδήματα θα ανέβαινον επί της ράχεως του υπερμεγέθους
+κήτους και θα διεμέλιζον αυτό μεθοδικώς κατά παραλλήλους
+λωρίδας διευθυνομένας από της κεφαλής εις την ουράν.
+
+Αι λωρίδες εκείναι θα εκόπτοντο εις τεμάχια ενός ποδός και
+ημίσεως, είτα θα διηρούντο εις τμήματα, άτινα, αφού εστιβάζοντο
+εις τα βαρέλια, θα κατεβιβάζοντο εις τον πυθμένα του πλοίου.
+
+Ως επί το πλείστον, το φαλαινοθηρικόν πλοίον, όταν τελειώση η
+αλιεία, προσπαθεί όσω το δυνατόν να φθάση εις την ξηράν, διά να
+αποπερατώση τας εργασίας του· Το πλήρωμα αποβιβάζεται, και εκεί
+εκτελεί την ανάλυσιν του λίπους, όπερ υπό την επίδρασιν της
+θερμότητος αποδίδει πάσαν την χρήσιμον αυτού ουσίαν, ήτοι το
+έλαιον (13)
+
+Αλλά κατά την περίστασιν εκείνην ο πλοίαρχος Χουλ δεν εσκέπτετο
+να επανακάμψη όπως συμπληρώση την εργασίαν εκείνην.
+
+Δεν εσκόπευε να «αναλύση» την συμπλήρωσιν εκείνην του λίπους
+ειμή εις Βαλπαραΐζον.
+
+Άλλως τε δε διά των ανέμων εκείνων οίτινες δεν θα εβράδυνον να
+πνεύσωσιν εκ δυσμών, ήλπιζεν ότι ήθελε προσεγγίσει εις την
+αμερικανικήν παραλίαν πριν ή παρέλθωσιν είκοσιν ημέραι, και το
+χρονικόν εκείνο διάστημα δεν ηδύνατο να ματαιώση τα
+αποτελέσματα της αλιείας του.
+
+Επέστη η στιγμή της αναχωρήσεως.
+
+Πριν ή το «Πίλγριμ» διασταυρώση τα ιστία, είχεν ολίγον
+πλησιάσει εις το μέρος όπου η φάλαινα εξηκολούθει να δεικνύη
+την παρουσίαν της δι' ανατινάξεων ατμού και ύδατος.
+
+Η φάλαινα έπλεε πάντοτε εν μέσω του ευρέος ερυθρού πεδίου των
+μαλακοδέρμων, ανοίγουσα αυτοματικώς το πλατύ στόμα της και
+απορροφώσα εκάστοτε μυριάδας ζωαρίων.
+
+Κατά το λέγειν των ειδημόνων του πλοίου, ουδείς φόβος υπήρχεν
+ότι θα προσεπάθει να διαφύγη.
+
+Άνευ ουδεμιάς αμφιβολίας ήτο εξ εκείνων τας οποίας οι αλιείς
+αποκαλούσι φαλαίνας «πολεμικάς».
+
+Ο πλοίαρχος Χουλ διεσκέλισε τα παραρρύματα, και καταβάς την
+σχοινίνην κλίμακα έφθασεν εις το έμπροσθεν μέρος της λέμβου.
+
+Η κυρία Βέλδων, ο Ζακ, ο εξάδελφος Βενέδικτος, ο Τωμ και οι
+σύντροφοί του ηυχήθησαν διά τελευταίαν φοράν καλήν επιτυχίαν
+εις τον πλοίαρχον.
+
+Και αυτός ο Δίγγος, ορθωθείς επί των οπισθίων ποδών του και
+προεκβαλών την κεφαλήν άνω του διαζώματος, εφαίνετο ωσεί θέλων
+να αποχαιρετίση το πλήρωμα.
+
+Είτα, όλοι επανήλθον εις την πρώραν ίνα μη απολέσωσιν ουδεμίαν
+των περιέργων εκείνων περιπετειών τοιαύτης αλιείας.
+
+Η λέμβος απεσπάσθη, και υπό την ώθησιν των τεσσάρων αυτής
+κωπών, ισχυρώς χειριζομένων ήρχησε να μακρύνεται από του
+«Πίλγριμ».
+
+ — Πρόσεχε καλώς, Δικ, πρόσεχε καλώς! εφώνησεν διά τελευταίαν
+φοράν ο πλοίαρχος Χουλ προς τον νεαρόν δόκιμον.
+
+ — Μείνετε ήσυχος, κύριε.
+
+ — Τον ένα οφθαλμόν εις το πλοίον και τον άλλον εις την λέμβον,
+παιδί μου, μη το λησμονής.
+
+ — Δεν θα το λησμονήσω, πλοίαρχε, απεκρίθη ο Δικ Σανδ όστις
+ήλθε να σταθή πλησίον του πηδαλίου.
+
+Ήδη η ελαφρά λέμβος ευρίσκετο πολλάς εκατοστύας ποδών μακράν
+του πλοίου. Ο πλοίαρχος Χουλ όρθιος επί της πρώρας και μη
+δυνάμενος πλέον ν' ακουσθή, ανενέου τας συστάσεις του δι'
+εκφραστικωτάτων χειρονομιών.
+
+Τότε ο Δίγγος, του οποίου οι εμπρόσθιοι πόδες ήσαν πάντοτε
+εστηριγμένοι επί του διαζόματος, εξέβαλεν είδος τι θρηνώδους
+υλακής, ήτις δυσάρεστον εντύπωσιν ενεποίησεν εις ανθρώπους
+επιρρεπείς ολίγον εις δεισιδαιμονίαν.
+
+Η υλακή μάλιστα εκείνη έκαμε, την κυρίαν Βέλδων να ανασκιρτήση.
+
+ — Δίγγε, είπε, Δίγγε! Ούτως ενθαρρύνεις τους φίλους σου!
+Εμπρός, μίαν ωραίαν υλακήν, πολύ φαιδράν!
+
+Αλλ' ο κύων δεν υλάκτησε πλέον, και πεσών πάλιν επί των
+τεσσάρων ποδών του, ήλθε βραδέως προς την κυρίαν Βέλδων και
+έλειξε την χείρα αυτής μετ' αγάπης.
+
+ — Δεν κινεί την ουράν . . εψιθύρισεν ο Τωμ. Κακόν σημείον!
+Κακόν σημείον!
+
+Αλλά, σχεδόν αμέσως, ο Δίγγος ανωρθώθη, και εξέφερεν υλακήν
+οργίλην!
+
+Η κυρία Βέλδων εστράφη.
+
+Ο Νεγορός είχεν αφήσει την θέσιν του και διευθύνετο προς την
+εμπρόσθιον κρηπίδα, επί τω σκοπώ βεβαίως να παρακολουθήση και
+ούτος διά του βλέμματος τας κινήσεις της λέμβου.
+
+Ο Δίγγος ώρμησε κατά του μαγείρου, καταληφθείς υπό ζωηροτάτης
+και όλως ανεξηγήτου μανίας.
+
+Ο Νεγορός έλαβε διχαλωτόν μοχλόν και ετέθη εν αμύνη.
+
+Ο κύων έμελλε να πηδήση εις τον λαιμόν του.
+
+ — Εδώ, Δίγγε, εδώ! έκραξεν ο Δικ Σανδ, όστις εγκαταλιπών προς
+στιγμήν την επιτηρητικήν θέσιν του, έδραμε προς την πρώραν.
+
+Και η κυρία Βέλδων αφ' ετέρου εζήτει να καταπραΰνη τον κύνα.
+
+Ο Δίγγος υπήκουσεν, ουχί άνευ αποστροφής, και επανήλθε γογγύζων
+υποκώφως προς τον νεαρόν δόκιμον.
+
+Ο Νεγορός μήτε λέξιν επρόφερεν, αλλ' η μορφή του ωχρίασε προς
+στιγμήν. Αφήσας τότε να καταπέση ο μοχλός, επανήλθεν εις την
+καλύβην του.
+
+ — Ηρακλή, είπε τότε ο Δικ Σανδ, σε επιφορτίζω να επαγρυπνής
+επ' αυτού του ανθρώπου.
+
+ — Θα επαγρυπνώ, απήντησεν απλώς ο Ηρακλής, του οποίου αι δύο
+τεράστιαι πυγμαί εκλείσθησαν εις σημείον συγκαταθέσεως.
+
+Η κυρία Βέλδων και ο Δικ Σανδ έστρεψαν τότε πάλιν τα βλέμματά
+των προς την φαλαινοθηρίδα την οποίαν απεμάκρυνον ταχέως αι
+τέσσαρες κώπαι αυτής.
+
+Δεν ήτο πλέον άλλο ειμή σημείον τι επί της θαλάσσης.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑIΟΝ Η'.
+
+Η ΦΑΛΑΙΝΑ
+
+
+
+Ο πλοίαρχος Χουλ πεπειραμένος φαλαινοθήρας, δεν έπρεπε να αφήση
+εις την τύχην ουδέ το ελάχιστον.
+
+Η σύλληψις μακροπτερυγίου φαλαίνης είναι δύσκολον πράγμα.
+
+ — Ουδεμία προφύλαξις πρέπει να παραμεληθή· Και τωόντι ουδεμία
+παρημελήθη κατ' εκείνην την περίστασιν.
+
+Εν πρώτοις, ο πλοίαρχος Χουλ εχειρίσθη εις τρόπον ώστε να
+πλησιάση, την φάλαιναν υπηνέμως, χωρίς ουδείς κρότος να
+φανερώση την προσέγγισιν της λέμβου.
+
+Ο Χόβικ διηύθυνε λοιπόν την λέμβον ακολουθών την αρκούντως
+μακράν καμπύλην, ην διέγραφεν η ερυθρά εκείνη μάζα εν μέσω της
+ο οποίος εκυμάτιζεν η φάλαινα.
+
+Τοιουτοτρόπως ήτο ανάγκη να την περιστρέψωσιν.
+
+Ο ναύκληρος ο επιφορτισμένος τον χειρισμόν τούτον ήτο
+θαλασσινός λίαν ατάραχος, παρέχων πάσαν εμπιστοσύνην εις τον
+πλοίαρχον Χουλ. Δεν ηδύναντο να φοβηθώσι παρ' αυτού μήτε
+δισταγμόν μήτε αλλοφροσύνην.
+
+ — Προσοχή εις το πηδάλιον, Χόβικ, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ· θα
+προσπαθήσωμεν να προκαταλάβωμεν την φάλαιναν. Ας μη φανερωθώμεν
+ειμή όταν θα ευρεθώμεν εις θέσιν να την ακοντίσωμεν.
+
+ — Εννόησα, κύριε, απεκρίθη ο Χόβικ, θα ακολουθήσω την
+περιστροφήν αυτών των ερυθρών υδάτων εις τρόπον ώστε να
+ευρισκώμεθα πάντοτε υπηνέμως.
+
+ — Καλά! είπεν ο πλοίαρχος Χουλ. — Παιδιά, όσω το δυνατόν
+ολιγώτερον θόρυβον εις τα κουπιά.
+
+Αι κώπαι επιμελώς περιτετυλιγμέναι διά ψάθου, εκινούντο
+αθορύβως.
+
+Η λέμβος, επιδεξίως διευθυνομένη υπό του Χόβικ, έφθασεν εις την
+ευρείαν μάζαν των μαλακοδέρμων.
+
+Αι εις τα δεξιά κώπαι εβυθίζοντο έτι εις το πράσινον και
+διαυγές ύδωρ, ενώ αι εις τα αριστερά, ανεγείρουσαι το ερυθρωπόν
+ρευστόν, εφαίνοντο αποστάζουσαι σταγόνας αίματος.
+
+ — Κρασί και νερό! είπε είς των ναυτών.
+
+ — Ναι, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ αλλά νερό το οποίον δεν
+πίνεται και κρασί το οποίον δεν καταπίνεται! Εμπρός παιδιά, ας
+μη ομιλώμεν πλέον και ας προχωρώμεν.
+
+Η λέμβος, διευθυνομένη υπό του ναυκλήρου, ωλίσθαινεν αθορύβως
+εις την επιφάνειαν των ημιλιπαρών εκείνων υδάτων, ως εάν
+εκυμάτιζεν επί στρώματος ελαίου.
+
+Η φάλαινα δεν εκινείτο και δεν εφαίνειο έτι ότι παρετήρησε την
+λέμβον ήτις περιέγραφε κύκλον περί αυτήν.
+
+Ο πλοίαρχος Χουλ εκτελών την περιστροφήν εκείνην απεμακρύνετο
+αναγκαίως από του «Πίλγριμ», όπερ η απόστασις εσμίκρυνεν ολίγον
+κατ' ολίγον.
+
+Πάντοτε είναι παράδοξον πράγμα η ταχύτης μεθ' ης τα αντικείμενα
+σμικρύνονται εν τη θαλάσση. Φαίνονται ως εάν τα βλέπη τις διά
+του αντιθέτου μέρους του τηλεσκοπίου.
+
+Η οπτική αύτη απάτη προέρχεται προδήλως εκ του ότι σημεία
+συγκρίσεως δεν υπάρχουσιν εις τα εκτενή εκείνα διαστήματα.
+
+Ούτω συνέβη εις το «Πίλγριμ», όπερ εσμικρύνετο ταχέως και
+εφαίνετο πολύ μάλλον μεμακρυσμένον παρ' όσον ήτο αληθώς.
+
+Ημίσειαν ώραν μετά την αναχώρησίν των, ο πλοίαρχος Χουλ και οι
+μετ' αυτού ευρίσκοντο ακρικώς υπηνέμως της φαλαίνης, ούτως ώστε
+αύτη κατείχε μεσάζον μεταξύ του πλοίου και της λέμβου.
+
+Επέστη λοιπόν η στιγμή να πλησιάσωσι ποιούντες όσω το δυνατόν
+ολιγώτερον θόρυβον. Δεν ήτο δε αδύνατον να πλησιάσωσι το ζώον
+εκ του πλαγίου και να το ακοντίσωσιν εκ μικράς αποστάσεως πριν
+ή διεγερθή η προσοχή του.
+
+ — Κωπηλατείτε ολιγώτερον ταχέως, παιδιά, είπεν ο πλοίαρχος
+Χουλ χαμηλή τη φωνή.
+
+ — Μοι φαίνεται, απεκρίθη ο Χόβικ, ότι η μαρίδα μας εμυρίσθη
+κάτι τι. Φυσά ολιγώτερον βιαίως παρ' όσον εφύσα προ ολίγου.
+
+ — Σιωπή, σιωπή, επανέλαβεν ο πλοίαρχος Χουλ.
+
+Μετά πέντε λεπτά η φαλαινοθηρίς ευρίσκετο διακόσια μέτρα μακράν
+της φαλαίνης.
+
+Ο ναύκληρος, όρθιος εις την πρύμνην, προσεπάθησε να πλησιάση
+εις την αριστεράν πλευράν του μυστοφόρου, αλλ' αποφεύγων μετά
+μεγίστης προσοχής να διέλθη πλησίον της φοβεράς ουράς, της
+οποίας έν μόνον κτύπημα θα ήρκει να κατασυντρίψη την λέμβον.
+
+Εις την πρώραν, ο πλοίαρχος Χουλ με τους πόδας ολίγον
+διεστώτας, διά να διατηρή καλλίτερον την ισορροπίαν του εκράτει
+το όργανον διά του οποίου έμμελε να καταφέρη το πρώτον κτύπημα.
+
+Ηδύναντο να έχωσι πεποίθησιν εις την δεξιότητα αυτού, ότι το
+ακόντιον εκείνο θα εβυθίζετο εντός της πυκνής μάζης, ήτις
+εξείχε των υδάτων.
+
+Πλησίον του πλοιάρχου, εντός κάδου, ήτο εστοιβαγμένη η πρώτη
+των πέντε ορμιών, στερεώς προσδεδεμένη εις το ακόντιον και εις
+ην θα προσεδένοντο διαδοχικώς αι άλλαι τέσσαρες, εάν η φάλαινα
+εβυθίζετο εις μεγάλα βάθη.
+
+ — Έτοιμοι, παιδιά; εψιθύρισεν ο πλοίαρχος Χουλ.
+
+ — Ναι, απεκρίθη ο Χόβικ κρατών στερεώς την κώπην εις τας
+μεγάλας χείρας του.
+
+ — Πλησίασον! πλησίασον!
+
+Ο ναύκληρος υπήκουσεν εις την διαταγήν, και η φαλαινοθηρίς
+επλησίασε το ζώον εις απόστασιν ολιγωτέραν των δέκα ποδών.
+
+Τούτο δεν μετεκινείτο πλέον και εφαίνετο κοιμώμενον.
+
+Αι φάλαιναι αι καταλαμβανόμεναι τοιουτοτρόπως ενώ κοιμώνται
+συλλαμβάνονται ευκολώτερον, και συμβαίνει πολλάκις το πρώτον
+καταφερόμενον κτύπημα να είναι θανατηφόρον.
+
+ — Η ακινησία αύτη είναι πολύ περίεργος! εσκέφθη ο πλοίαρχος
+Χουλ.
+
+Τοιαύτη ήτο και η σκέψις του ναυκλήρου, όστις προσεπάθει να ίδη
+την αντίθετον πλευράν του ζώου.
+
+Αλλά δεν ήτο στιγμή σκέψεως, ήτο στιγμή προσβολής.
+
+Ο πλοίαρχος Χουλ κρατών το ακόντιόν του εκ του μέσου του
+κορμού, το εταλάντευσε πολλάκις όπως ασφαλίση καλλίτερον την
+ακρίβειαν του κτυπήματος, ενώ εσκόπευε το πλευρόν της φαλαίνης.
+
+Είτα έρριψεν αυτό δι' όλης της δυνάμεως του βραχίονός του.
+
+ — Οπίσω, οπίσω! έκραξεν αμέσως.
+
+Και οι ναύται κωπηλάτησαντες συγχρόνως, ωπισθοχώρησαν ταχέως
+όπως προφυλάξωσι την λέμβον από τα κτυπήματα της ουράς του
+κήτους.
+
+Αλλά, κατά την αυτήν στιγμήν, κραυγή του ναυκλήρου έδωκε να
+ενοήσωσι διατί η φάλαινα ήτο επί τοσούτον χρόνον και τοσούτον
+παραδόξως ακίνητος εις την επιφάνειαν της θαλάσσης.
+
+ — Έν φαλαινίδιον! είπε.
+
+Τωόντι η φάλαινα, αφού εκτυπήθη διά του ακοντίου, σχεδόν
+εντελώς έκλινεν επί του πλευρού, αποκαλύψασα τοιουτοτρόπως έν
+φαλαινίδιον όπερ εγαλούχει.
+
+Η περίπτωσις αύτη, ην ο πλοίαρχος Χουλ εγίνωσκε καλώς, έμελλε
+να καταστήση την σύλληψιν της φαλαίνης πολύ δυσχερεστέραν.
+
+Προδήλως η μήτηρ έμελλε να υπερασπίση μετά μείζονος μανίας και
+εαυτήν και το «μικρόν» της, — εάν επιτρέπεται να
+μεταχειρισθώμεν το επίθετον τούτο διά ζώον μήκους είκοσι
+τουλάχιστον ποδών.
+
+Εν τούτοις, ως εφοβήθησαν, η φάλαινα δεν ώρμησεν αμέσως κατά
+της λέμβου και δεν ελήφθη ανάγκης όπως φύγωσι, να κόψωσι την
+ορμιάν ήτις συνέδεεν αυτήν μετά του ακοντίου.
+
+Εξ εναντίας, ως τούτο συμβαίνει πολλάκις, η φάλαινα,
+ακολουθουμένη υπό του φαλαινηδίου εβυθίσθη κατ' αρχάς μεν
+λοξοειδώς· είτα δε ανελθούσα διά άλματος ήρχισε να πλέη μετά
+καταπληκτικής ταχύτητος.
+
+Αλλά, πριν ή εκτελέση την πρώτην αυτής καταβύθισιν, ο πλοίαρχος
+Χουλ και ο ναύκληρος, όρθιοι αμφότεροι, έλαβον καιρόν να την
+ίδωσι, και κατ' ακολουθίαν να την εκτιμήσωσιν εις την αληθή
+αυτής αξίαν.
+
+Η φάλαινα εκείνη ήτο πράγματι πτεροφάλαινα μεγάλης εκτάσεως.
+
+Από της κεφαλής μέχρι της ουράς είχε μήκος τουλάχιστον
+ογδοήκοντα ποδών. Το δέρμα της χρώματος μελανοκιτρίνου, ήτο
+ωσεί εστιγμένον υπό κυλίδων χρώματος μελαμβαθούς.
+
+Η καταδίωξις, ή μάλλον η ρυμουλκία, είχεν αρχίσει. Η
+φαλαινοθηρίς, της οποίας αι κώπαι είχον ανυψωθή, έφευγεν ως
+βέλος κυλιομένη επί της επιφανείας των κυμάτων.
+
+Ο Χόβικ την συνεκράτει στιβαρώς, μεθ' όλας τας ταχείας αυτής
+και φοβεράς ταλαντεύσεις.
+
+Ο πλοίαρχος Χουλ με οφθαλμούς προσηλωμένους επί της λείας του,
+δεν έπαυεν την αιωνίαν του επωδόν.
+
+ — Πρόσεχε καλά, Χόβικ, πρόσεχε καλά!
+
+Και ηδύναντο να είναι βέβαιοι ότι η προσοχή του ναυκλήρου δεν
+ήθελε παραμεληθή ουδ' επί στιγμήν.
+
+Εν τούτοις, επειδή η φαλαινοθηρίς δεν έφευγε τόσον ταχέως, όσον
+η φάλαινα, η ορμιά του ακοντίου εξετυλίσσετο μετά τοσαύτης
+ταχύτητος ώστε υπήρχε φόβος μήπως αναφλεχθή, προστριβομένη εις
+την επιγκενίδα. Τούτου ένεκα ο πλοίαρχος Χουλ εφρόντιζεν την
+διατηρή υγράν, πληρώσας ύδατος τον περιέχοντα αυτήν κάδον. Εν
+τούτοις η φάλαινα δεν εφαίνετο ότι έμελλε να σταματήση κατά την
+φυγήν της, μήτε ότι ήθελε την μετριάσει.
+
+Προσεδέθη λοιπόν και το δεύτερον σχοινίον εις την άκραν του
+πρώτου, δεν εβράδυνε δε να παρασυρθή και τούτο μετά της αυτής
+ταχύτητος.
+
+Μετά πέντε λεπτά, εδέησε να προσδέσωσι και το τρίτον σχοινίον,
+όπερ αμέσως εβυθίσθη εις τα ύδατα.
+
+Η φάλαινα δεν ίστατο πλέον.
+
+Προδήλως το ακόντιον δεν είχε εισδύσει εις ζωτικόν τι μέρος του
+σώματός της.
+
+Ηδύνατό τις μάλιστα να παρατηρήση, εκ της μεγαλειτέρας
+λοξότητος της ορμιάς, ότι το ζώον, αντί να ανέλθη πάλιν εις την
+επιφάνειαν, εβυθίζετο εις βαθύτερα στρώματα.
+
+ — Διάβολε! ανέκραξεν ο πλοίαρχος Χουλ, αλλ' αυτή η αχρεία θα
+μας φάγη και τα πέντε σχοινία μας!
+
+ — Και θα μας παρασύρη εις μακρόν απόστασιν από του «Πίλγριμ»!
+απεκρίθη ο ναύκληρος.
+
+ — Πρέπει εν τούτοις να επανέλθη διά να αναπνεύση επί της
+επιφανείας! είπεν ο πλοίαρχος Χουλ. Δεν είναι ιχθύς και έχει
+ανάγκην αέρος ως απλούς ιδιώτης.
+
+Θα εκράτησε την αναπνοήν της διά να τρέχη περισσότερον, είπε
+γελών είς των ναυτών.
+
+Τωόντι, το σχοινίον εξετυλίσσετο πάντοτε μετά της αυτής
+ταχύτητος.
+
+Εις το τρίτον σχοινίον εδέησε μετ' ολίγον να ενώσωσι και
+τέταρτον, τούτο δε δεν εγένετο χωρίς να ανησυχήση ολίγον τους
+ναύτας ως προς το μέλλον μερίδιον της λείας των.
+
+ — Διάβολε! διάβολε! εψιθύριζεν ο πλοίαρχος Χουλ ποτέ δεν είδον
+τοιούτο τι! Κατηραμένη φάλαινα!
+
+Τέλος, το πέμπτον σχοινίον εδέησε να εξαχθή, και ήδη είχε κατά
+το ήμισυ εκτυλιχθή, ότι εφάνη χαλαρούμενον.
+
+ — Καλά! καλά! ανέκραξεν ο πλοίαρχος Χουλ. Το σχοινίον
+εκτείνεται ολιγώτερον. Η φάλαινα κουράζεται.
+
+Κατ' εκείνην την στιγμήν το «Πίλγριμ» ευρίσκετο εις απόστασιν
+πέντε μιλίων υπηνέμως της λέμβου.
+
+Ο πλοίαρχος Χουλ υψώσας σημαίαν εις άκρον αρπάγης, εποίησε
+σημείον να πλησιάσωσι.
+
+Και σχεδόν αμέσως ηδυνήθη να ίδη ότι ο Δικ Σανδ, βοηθούμενος
+υπό του Τωμ και των συντρόφων του, ήρχισε να διευθετή τας
+κεραίας ούτως ώστε να στραφώσι τα ιστία καταλληλότερον προς τον
+άνεμον.
+
+Αλλ' η αύρα ήτο ασθενής και ουχί σταθερά. Πνόαι τινες μόνον
+ήρχοντο μικράς διαρκείας.
+
+Βεβαίως το «Πίλγριμ» θα εδυσκολεύετο να φθάση την
+φαλαινοθηρίδα, και εάν έτι υποθέσωμεν ότι ηδύνατο να την φθάση.
+
+Εν τούτοις, ως είχον προΐδει, η φάλαινα ανήλθε πάλιν να
+αναπνεύση επί της επιφανείας του ύδατος μετά του ακοντίου
+πάντοτε προσηλωμένου εις την πλευράν της.
+
+Τότε έμεινε σχεδόν ακίνητος, περιμένουσα ίσως το φαλαινίδιόν
+της όπερ θα απεμάκρυνεν απ' αυτής η μανιώδης εκείνη πορεία.
+
+Ο πλοίαρχος Χουλ διέταξε να επισπεύσωσι την κωπηλασίαν διά να
+την φθάσωσι και μετ' ολίγον ελαχίστη μόνον απόστασις τους
+εχώριζεν απ' αυτής.
+
+Δύο κώπαι ανυψώθησαν, και δύο ναύται, ως και ο πλοίαρχος
+ωπλίσθησαν διά μακρών λογχών, προωρισμένων όπως πλήξωσι το
+ζώον.
+
+Ο Χόβικ τότε εκυβέρνησεν επιδεξίως, και ήτο έτοιμος να εκτελέση
+επιτήδειον ελιγμόν, εν ή περιπτώσει η φάλαινα ήθελεν ορμήσει
+κατά της λέμβου.
+
+ — Προσοχή! έκραξεν ο πλοίαρχος Χουλ. Μη προσβολάς ματαίας!
+Σκοπεύετε καλώς, παιδιά! Είμεθα έτοιμοι, Χόβικ;
+
+ — Προσέχω, κύριε, απεκρίθη ο ναύκληρος, αλλ' έν πράγμα με
+ανησυχεί, ότι η φάλαινα, αφού έφυγε τόσον ταχέως, τώρα είναι
+πολύ ήσυχος.
+
+ — Τωόντι, Χόβικ, τούτο με φαίνεται ύποπτον.
+
+ — Ας δυσπιστώμεν.
+
+ — Ναι, αλλ' ας προχωρήσωμεν.
+
+Ο πλοίαρχος Χουλ ηρεθίζετο επί μάλλον και μάλλον.
+
+Η λέμβος επλησίασε περισσότερον. Η φάλαινα δεν έπραττεν άλλο
+ειμή να στρέφεται επί της θέσεώς της.
+
+Το φαλαινίδιόν της δεν ήτο πλέον πλησίον της, και ίσως εζήτει
+να το επανεύρη.
+
+Αίφνης εποίησε κίνημά τι διά της ουράς, όπερ την απεμάκρυνε
+κατά τριάκοντα περίπου πόδας.
+
+Μήπως έμελλε να φύγη πάλιν και θα ηναγκάζοντο να επαναλάβωσι
+την ατελεύτητον εκείνην επί της επιφανείας των υδάτων
+καταδίωξιν;
+
+ — Προσοχή! έκραξεν ο πλοίαρχος Χουλ. Το ζώον θα ορμήση καθ'
+ημών! Κυβέρνα, Χόβικ, κυβέρνα!
+
+Τωόντι η φάλαινα είχε περιστραφή ούτως ώστε να παρουσιασθή κατά
+μέτωπον εις την φαλαινοθηρίδα.
+
+Είτα, πλήττουσα βιαίως την θάλασσαν διά των τεραστίων αυτής
+πτερυγίων, ώρμησεν εις τα εμπρός.
+
+Ο ναύκληρος, όστις περιέμενε την κατ' ευθείαν ταύτην προσβολήν
+έκαμε τοιαύτην στροφήν, ώστε η φάλαινα παρήλθε κατά μήκος της
+λέμβου, χωρίς όμως να την εγγίση.
+
+Ο πλοίαρχος Χουλ και οι δύο ναύται τη κατέφερον τρία ισχυρά
+κτυπήματα λόγχης κατά την διάβασιν προσπαθήσαντες να πλήξωσιν,
+ουσιώδες τι όργανον του σώματος.
+
+Η φάλαινα έστη και αναρρίπτουσα εις μέγα ύψος δύο στήλας ύδατος
+μεμιγμένας μεθ' αίματος, ώρμησεν εκ νέου κατά της λέμβου,
+αναπηδώσα ούτως ειπείν και φοβερά την θέαν.
+
+Έπρεπεν οι ναυτικοί εκείνοι να ήσαν αλιείς τολμηροί διά να μη
+παραζαλισθώσιν εις εκείνην την περίστασιν.
+
+Ο Χόβικ απέφυγεν αύθις την προσβολήν της φαλαίνης, στρέψας την
+λέμβον πλαγίως.
+
+Τρία νέα κτυπήματα, δοθέντα εγκαίρως εποίησαν τρεις νέας πληγάς
+εις το ζώον. Αλλά κατά την διάβασίν του έπληξε τοσούτω βιαίως
+το ύδωρ διά της φοβέρας ουράς του, ώστε κύμα πελώριον υψώθη, ως
+εάν η θάλασσα διερράγη αιφνιδίως.
+
+Η φαλαινοθηρίς ολίγον έλειψε να ανατραπή, το δε ύδωρ εισελθόν
+άνωθεν επλημμύρησεν αυτήν κατά το ήμισυ.
+
+ — Τον κάδον, τον κάδον! έκραξεν ο πλοίαρχος Χουλ.
+
+Οι δύο ναύται, αφήσαντες τας κώπας, ήρχισαν να κενώσι ταχέως
+την φαλαινοθηρίδα, ενώ ο πλοίαρχος έκοπτε το σχοινίον, καταστάν
+τότε άχρηστον.
+
+Όχι! το ζώον γενόμενον μανιώδες εκ της οδύνης, δεν εσκέπτετο
+πλέον να φύγη.
+
+Εξηκολούθει να προσβάλλη, και η αγωνία του ηπείλει ότι έμελλε
+να αποβή τρομερά.
+
+Τρίτην φοράν επεστράφη «στήθος προς στήθος» και ώρμησεν εκ νέου
+κατά της λέμβου.
+
+Αλλ' η φαλαινοθηρίς, ημιπεπληρωμένη ύδατος δεν ηδύνατο να
+κινηθή πλέον μετά της αυτής ευκολίας.
+
+Υπό τας συνθήκας ταύτας, πώς να αποφύγη την προσβολήν ήτις
+ηπείλει αυτήν; Αφού δεν ήτο εις κατάστασιν να κυβερνηθή πλέον,
+κατά μείζονα λόγον δεν ηδύνατο να φύγη.
+
+Άλλως τε δε, όσον ταχέως και αν κατώρθου να φύγη η λέμβος
+εκείνη, η ταχεία φάλαινα θα την έφθανε πάντοτε με ολίγα άλματα.
+
+Τώρα λοιπόν δεν επρόκειτο πλέον να προσβάλλωσιν, αλλά να
+αμυνθώσιν.
+
+Ο πλοίαρχος Χουλ δεν ηπατήθη.
+
+Η τρίτη επίθεσις του ζώου δεν υπήρξε δυνατόν να αποκρουσθή
+εντελώς. Διερχόμενον, επέψαυσε την φαλαινοθηρίδα διά του
+τεραστίου νωτιαίου πτερυγίου του, αλλά μετά τοσαύτης δυνάμεως,
+ώστε ο Χόβικ ανετράπη επί του εδωλίου του.
+
+Αι τρεις λόγχαι, δυστυχώς παρεκλίνασαι ως εκ της ταλαντεύσεως,
+απέτυχον του σκοπού την φοράν ταύτην.
+
+ — Χόβικ, Χόβικ! έκραξεν ο πλοίαρχος Χουλ μόλις και ούτος
+δυνηθείς να συγκρατηθή εις την θέσιν του.
+
+ — Παρών! απήντησεν ο ναύκληρος εγερθείς. Αλλά παρετήρησε τότε
+ότι κατά την πτώσιν του η κώπη της ουράς είχε θραυσθή εν τω
+μέσω.
+
+ — Άλλην κώπην! είπεν ο πλοίαρχος Χουλ.
+
+ — Τετέλεσται, απεκρίθη ο Χόβικ.
+
+Την στιγμήν εκείνην, αναβρασμός τις εγένετο υπό τα ύδατα, εις
+απόστασιν ολίγων μόνον οργυιών από της λέμβου.
+
+Το φαλαινίδιον ανεφάνη. Η φάλαινα το είδε και ώρμησε προς αυτό.
+
+Η περίπτωσις αύτη προσέδιδεν εις τον αγώνα χαρακτήρα μάλλον
+τρομερόν.
+
+Η φάλαινα έμελλε να πολεμήση διά δύο. Ο πλοίαρχος Χουλ
+παρετήρησε προς το μέρος του «Πίλγριμ».
+
+Η χειρ του εκίνησε φρενητιωδώς την αρπάγην ήτις έφερεν την
+σημαίαν.
+
+Αλλά τι άλλο ηδύνατο να πράξη ο Δικ Σανδ ειμή ό,τι έπραξεν ήδη
+κατά το πρώτον σημείον του πλοιάρχου; Τα ιστία του «Πίλγριμ»
+ήσαν διευθετημένα καλώς και ο άνεμος ήρχισε να τα κολπώνη.
+Δυστυχώς ο μυοπάρων δεν είχεν έλικα της οποίας να αυξήσωσι την
+δύναμιν όπως πλέωσι ταχύτερον.
+
+Εάν έρριπτε μίαν λέμβον εις την θάλασσαν και έσπευδε προς
+βοήθειαν του πλοιάρχου, τη βοηθεία των μαύρων, θα ήτο τούτο
+σημαντική απώλεια χρόνου, και άλλως τε ο δόκιμος είχε διαταγήν
+να μη εγκαταλίπη το πλοίον ό,τι δήποτε και αν ήθελε συμβή. Εν
+τούτοις κατεβίβασεν εκ των ικριωμάτων το οπίσθιον εφόλκιον όπερ
+ερρυμούλκησεν, όπως ο πλοίαρχος και οι μετ' αυτού δυνηθώσι να
+καταφύγωσιν εν αυτώ, εάν ήτο ανάγκη.
+
+Κατ' εκείνην την στιγμήν η φάλαινα, καλύπτουσα το φαλαινίδιον
+διά του σώματός της, επανέλαβε την επίθεσιν. Την φοράν δε
+ταύτην εστράφη ούτως ώστε να επιτύχη κατ' ευθείαν την λέμβον.
+
+ — Προσοχή, Χόβικ! έκραξε τελευταίαν φοράν ο πλοίαρχος Χουλ.
+
+Αλλ' ο ναύκληρος ήτο ούτως ειπείν αφωπλισμένος. Αντί μοχλού του
+οποίου το μήκος απετέλει την δύναμιν δεν εκράτει πλέον εις την
+χείρα ειμή κώπην σχετικώς βραχείαν.
+
+Προσπάθησε να στρέψη την λέμβον πλαγίως. Ήτο αδύνατον.
+
+Οι ναύται εννόησαν ότι απώλοντο. Όλοι ηγέρθησαν, εκβάλοντες
+κραυγήν τρομεράν, ήτις ίσως ηκούσθη από του «Πίλγριμ».
+
+Δεινόν κτύπημα της ουράς του τέρατος έπληξε την φαλαινοθηρίδα
+κάτωθεν.
+
+Η λέμβος, ριφθείσα εις τον αέρα μετ' ακαταμαχήτου ορμής,
+επανέπεσε τεθραυσμένη εις τρία τεμάχια εν τω μέσω των κυμάτων
+μανιωδώς αλληλοσυγκρουομένων εκ των αλμάτων της φαλαίνης.
+
+Οι δυστυχείς ναύται, ει και βαρέως πληγωμένοι, θα είχον ίσως
+την δύναμιν να κρατηθώσιν εισέτι είτε κολυμβώντες, είτε
+προσκολλώμενοι επί τινος ξύλου επεπλέοντος.
+
+Τούτο μάλιστα έπραξεν ο πλοίαρχος Χουλ τον οποίον είδον προς
+στιγμήν αναβιβάζοντα επί τινος ναυαγίου τον ναύκληρον.
+
+Αλλ' η φάλαινα, εις το ύψιστον σημείον της μανίας, επεστράφη,
+εκήδευσεν, ίσως εν τοις τελευταίοι άλμασι τρομεράς αγωνίας και
+διά της ουράς της έπληξε φοβερά τα τεταραγμένα ύδατα, εν οις οι
+δυστυχείς εκείνοι εκολύμβων εισέτι!
+
+Επί τινας στιγμάς, δεν εφάνη πλέον άλλο ειμή σίφων ρευστός
+διασκορπιζόμενος εις ρανίδας πανταχόθεν.
+
+Μετά έν τέταρτον, ο Δικ Σανδ όστις ακολουθούμενος υπό των
+μαύρων, ώρμησεν εις το εφόλκιον και έφθασεν εις το θέατρον της
+καταστροφής, παν έμψυχον ον είχεν εξαφανισθή.
+
+Δεν έμενον πλέον ειμή λείψανά τινα της φαλαινοθηρίδος εις την
+επιφάνειαν των αιματοβαφών υδάτων . .
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'.
+
+Ο ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ ΣΑΝΔ
+
+
+
+Η πρώτη εντύπωσις ην ησθάνθησαν οι επιβάται του «Πίλγριμ» προ
+της φοβεράς εκείνης καταστροφής υπήρξε μίγμα οίκτου και φρίκης.
+
+Δεν εσκέπτοντο άλλο ειμή τον τρομερόν εκείνον θάνατον του
+πλοιάρχου Χουλ και των πέντε ναυτών του πλοίου.
+
+Η φρικώδης εκείνη σκηνή εξετυλίχθη σχεδόν υπό τους οφθαλμούς
+των χωρίς να δυνηθώσι να πράξωσι τίποτε προς σωτηρίαν των.
+
+Ούτε ηδυνήθησαν τουλάχιστον να φθάσωσιν εγκαίρως όπως
+περισυλλέξωσι το πλήρωμα της λέμβου, τους δυστυχείς συντρόφους
+των, τραυματίας μεν, αλλά ζώντας εισέτι, και να αντιτάξωσι το
+σκάφος του «Πίλγριμ» εις τα φοβερά κτυπήματα της φαλαίνης! Ο
+πλοίαρχος Χουλ και οι άνδρες του απώλοντο διά παντός.
+
+Ότε ο μυοπάρων έφθασεν εις το μέρος του δυστυχήματος, η κυρία
+Βέλδων εγονυπέτησε και ύψωσε τας χείρας προς τον ουρανόν.
+
+ — Ας προσευχηθώμεν! είπεν η ευσεβής γυνή.
+
+Μετ' αυτής συνηνώθη ο μικρός της Ζακ, όστις εγονυπέτησε πλησίον
+της μητρός του. Το πτωχόν παιδίον εννόησε τα πάντα.
+
+Ο Δικ Σανδ, η Ναν, ο Τωμ, και οι άλλοι μαύροι εστάθησαν όρθιοι,
+με την κεφαλήν κεκλιμένην.
+
+Όλοι επανέλαβαν την δέησιν ην η κυρία Βέλδων απηύθυνε προς τον
+Θεόν συνιστώσα εις την άπειρον αυτού αγαθότητα εκείνους οίτινες
+έμελλον να εμφανισθώσιν ενώπιον αυτού.
+
+Είτα η κυρία Βέλδων, στραφείσα προς τους μετ' αυτής.
+
+ — Και τώρα, φίλοι μου, είπεν, ας ζητήσωμεν παρά του Θεού
+δύναμιν και θάρρος δι' ημάς αυτούς.
+
+Ναι, ώφειλον να επικαλεσθώσι την βοήθειαν Εκείνου όστις δύναται
+τα πάντα, καθότι η θέσις αυτών ήτο σοβαρωτάτη.
+
+Το φέρον αυτούς πλοίον δεν είχε πλέον πλοίαρχον όπως το
+διοικήση, δεν είχε πλέον πλήρωμα όπως εκτελέση τους χειρισμούς.
+Ευρίσκετο εν τω μέσω του απεράντου εκείνου Ειρηνικού Ωκεανού,
+εκατοστύας μιλίων μακράν πάσης ξηράς, εις την διάκρισιν των
+ανέμων και των κυμάτων.
+
+Ποία τύχη ολεθρία ωδήγησε λοιπόν την φάλαιναν εκείνην επί της
+οδού του «Πίλγριμ»; Ποία τύχη ολεθριωτέρα έτι ώθησε τον
+πλοίαρχον Χουλ τοσούτω συνετόν συνήθως, να ριψοκινδυνεύση τα
+πάντα όπως συμπληρώση το φορτίον του;
+
+Καταστροφή τοιαύτη, καθ' ήν ουδείς των ναυτών ηδυνήθη να
+διασωθή, είναι εκ των σπανιωτάτων εις τα χρονικά της μεγάλης
+αλιείας.
+
+Ναι! ήτο ολεθρία τύχη!
+
+Τωόντι, ουδέ είς πλέον ναύτης υπήρχεν εις το κατάστρωμα του
+«Πίλγριμ».
+
+Ναι! Ήτο είς μόνος, ο Δικ Σανδ, αλλ' ούτος ήτο απλούς δόκιμος,
+νεανίας δεκαπενταετής.
+
+Πλοίαρχος, ναύκληρος, ναύται, πάντα ταύτα δυνάμεθα ειπείν
+συνωψίζοντο τώρα εν αυτώ.
+
+Εντός του πλοίου ευρίσκετο μία επιβάτις, μία μήτηρ και το
+τέκνον αυτής, των οποίων η παρουσία θα εδυσχέραινε περισσότερον
+την θέσιν.
+
+Είτα, υπήρχον ωσαύτως μαύροι τίνες, αγαθοί άνδρες, γενναίοι και
+πρόθυμοι βεβαίως, έτοιμοι να υπακούσωσιν εις εκείνον όστις
+ήθελεν είσθαι εις κατάστασιν να τους διοικήση, αλλά στερούμενοι
+και των ελαχίστων γνώσεων του ναυτικού επαγγέλματος.
+
+Ο Δικ Σανδ ίστατο ακίνητος, με βραχίονας εσταυρωμένους,
+παρατηρών την θέσιν ένθα κατεπόθη ο πλοίαρχος Χουλ, ο προστάτης
+του, προς τον οποίον ησθάνετο υικήν στοργήν.
+
+Είτα, οι οφθαλμοί του διέτρεχον τον ορίζοντα, ζητούντες να
+ανακαλύψωσι πλοίον τι παρ' ου να εζήτει βοήθειαν και συνδρομήν,
+εις ο τουλάχιστον να ηδύνατο να εμπιστευθή την κυρίαν Βέλδων.
+
+Αλλά δεν θα εγκατελίμπανε το «Πίλγριμ», όχι βεβαίως, χωρίς να
+πειραθή τα πάντα όπως το επαναφέρη εις τον λιμένα.
+
+Αλλ' η κυρία Βέλδων και το μικρόν αυτής τέκνον θα ήσαν εν
+ασφαλεία και δεν θα εφοβείτο πλέον διά τα δύο εκείνα όντα, εις
+α ήτο αφωσιωμένος ψυχή τε και σώματι.
+
+Ο Ωκεανός ήτο έρημος. Από της εξαφανίσεως της φαλαίνης ουδέν
+φαινόμενον επήλθε να διαταράξη την επιφάνειαν της θαλάσσης.
+
+Τα πάντα περί το «Πίλγριμ» ήσαν ουρανός και ύδωρ. Ο νεαρός
+δόκιμος κάλλιστα εγίνωσκεν ότι ευρίσκετο έξω των δρόμων ους
+ηκολούθουν τα εμπορικά πλοία, και ότι οι άλλοι φαλαινοθήραι
+έπλεον εισέτι μακράν εις τα μέρη της αλιείας.
+
+Εν τούτοις έπρεπε να αντιμετωπίση την κατάστασιν και να ίδη τα
+πράγματα τοιαύτα οία ήσαν. Τούτο έπραξεν ο Δικ Σανδ, ζητήσας
+παρά του Θεού εκ βάθους καρδίας, βοήθειαν και συνδρομήν. Ποίαν
+απόφασιν έμελλε να λάβη;
+
+Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Νεγορός εφάνη επί του καταστρώματος,
+όπερ είχεν εγκαταλείψει μετά την καταστροφήν. Αδύνατον να είπη
+τις τι ησθάνθη προ του ανεπανορθώτου εκείνου δυστυχήματος ον
+τοσούτον αινιγματώδες· Είδε την καταστροφήν χωρίς να ποιήση
+ουδέν κίνημα, χωρίς να λύση την σιωπήν. Οι οφθαλμοί του
+απλήστως αντελήφθησαν όλας τας λεπτομερείας.
+
+Αλλ' εάν κατά την στιγμήν εκείνην εσκέπτετό τις να τον
+παρατηρήση, θα εξεπλήττετο τουλάχιστον πώς μήτε ο ελάχιστος μυς
+δεν εκινείτο επί του απαθούς προσώπου του.
+
+Όπως δήποτε, ως εάν μη ήκουσε, δεν απήντησεν εις την ευσεβή
+πρόσκλησιν της κυρίας Βέλδων, προσευχομένης υπέρ του
+καταβυθισθέντος πληρώματος.
+
+Ο Νεγορός επροχώρει προς την πρώραν, εκεί ακριβώς ένθα ο Δικ
+Σανδ ίστατο ακίνητος, και έστη τρία βήματα μακράν του δοκίμου.
+
+ — Θέλετε να μοι ομιλήσετε; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ.
+
+ — Θέλω να ομιλήσω προς τον πλοίαρχον Χουλ απεκρίθη ψυχρώς ο
+Νεγορός, και εν ελλείψει αυτού εις τον ναύκληρον Χόβικ.
+
+ — Ηξεύρετε καλώς ότι και οι δύο επνίγησαν! ανέκραξεν ο
+δόκιμος.
+
+ — Ποίος λοιπόν διοικεί το πλοίον τώρα; ηρώτησεν αυθαδώς ο
+Νεγορός.
+
+ — Εγώ, απήντησεν άνευ δισταγμού ο Δικ Σανδ.
+
+ — Υμείς; είπεν ο Νεγορός υψών τους ώμους. Πλοίαρχος
+δεκαπενταετής!
+
+ — Δεκαπενταετής πλοίαρχος! απεκρίθη ο δόκιμος, προχωρών προς
+τον μάγειρον.
+
+Ούτως οπισθοχώρησε.
+
+ — Μη το λησμονήτε! είπε τότε η κυρία Βέλδων. Εδώ είς μόνον
+πλοίαρχος είναι . . . ο πλοίαρχος Σανδ, και καλόν είναι να μάθη
+έκαστος ότι πρέπει να τον υπακούη.
+
+Ο Νεγορός προσεκλίνατο, ψιθυρίζων ειρωνικώς λόγους τινάς ους
+ηδυνήθησαν να ακούσωσι, και επέστρεψεν εις την θέσιν του.
+
+Ως βλέπομεν ο Δικ απεφάσισεν.
+
+Εν τούτοις ο μυοδρόμων, υπό την ώθησιν της αύρας ήτις ήρχισε να
+ενδυναμούται, είχεν ήδη παρέλθει την ευρείαν έκτασιν των
+μαλακοστράκων.
+
+Ο Δικ Σανδ εξήτασε την κατάστασιν των ιστίων. Είτα οι οφθαλμοί
+του εταπεινώθησαν επί του καταστρώματος. Συνησθάνθη τότε την
+φοβεράν ευθύνην ην ανελάμβανε περί του μέλλοντος και ότι έπρεπε
+να έχη την δύναμιν να την αποδεχθή.
+
+Ετόλμησε να ίδη τους επιζώντας του «Πίλγριμ», των οποίων οι
+οφθαλμοί ήσαν τώρα προσηλωμένοι επ' αυτού.
+
+Εννοήσας δε εκ των βλεμμάτων αυτών ότι ηδύνατο να έχη
+πεποίθησιν εις αυτούς, τοις είπεν εν ολίγοις ότι και αυτοί
+ηδύναντο να έχωσι πεποίθησιν εις αυτόν.
+
+Ο Δικ Σανδ εξήτασε μετά πάσης ειλικρίνειας την συνείδησίν του,
+εάν ήτο ικανός να μεταβάλλη ή να στερεώνη τα ιστία του
+μυοπάρωνος κατά τας περιστάσεις, μεταχειριζόμενος τους
+βραχίονας του Τωμ και των συντρόφων του, προδήλως όμως δεν
+εκέκτητο έτι τας αναγκαίας γνώσεις να ορίση την θέσιν του διά
+των υπολογισμών.
+
+Μετά τέσσαρα ή πέντε έτη, ο Δικ Σανδ θα εγίνωσκε κατά βάθος το
+ωραίον τούτο και δύσκολον ναυτικόν επάγγελμα! Θα εγίνωσκε να
+μεταχειρίζεται το εκτόκυκλον, το όργανον εκείνο όπερ εχειρίζετο
+καθ' ημέραν ο πλοίαρχος Χουλ και διά του οποίου μετρείται το
+ύψος των αστέρων! Θα ανεγίνωσκεν επί του χρονομέτρου την ώραν
+του μεσημβρινού του Γρήνουιχ και θα αφήσει απ' αυτής το μήκος
+διά της ωριαίας γωνίας. Ο ήλιος θα εγίνετο ο καθημερινός
+σύμβουλός του.
+
+Η σελήνη και οι πλανήται θα το έλεγον:
+
+«Εδώ, επί του σημείου τούτου του Ωκεανού, ευρίσκεται το πλοίον
+σου».
+
+Το στερέωμα εκείνο επί του οποίου τα άστρα κινούνται ως δείκται
+τελείου ωρολογίου, όπερ ουδείς κλονισμός δύναται να διαταράξη
+και του οποίου η ακρίβεια είναι απόλυτος, το στερέωμα εκείνο θα
+τω εδείκνυε τας ώρας και τας αποστάσεις.
+
+Διά των αστρονομικών παρατηρήσεων, θα ανεγνώριζεν, ως
+ανεγνώριζε καθ' ημέραν ο πλοίαρχός του, το μέρος εις ο
+ευρίσκετο το «Πίλγριμ» χωρίς να λανθασθή ούτε έν μίλιον, και
+την οδόν ην διήνυσεν ως και εκείνην ην έμελλε να διανύση.
+
+Και τώρα διά της εκτιμήσεως, ήτοι διά της οδού της μετρηθείσης
+διά του δρομομέτρου, της ορισθείσης διά του διαβήτου και
+διορθωθείσης διά της παρεκλίσεως, έμελλεν αποκλειστικώς να ζητή
+την οδόν ην έπρεπε να ακολουθήση.
+
+Εν τούτοις δεν εδίστασεν.
+
+Η κυρία Βέλδων εννόησε παν ό,τι συνέβαινεν εν τη αποφασιστική
+καρδία του νεαρού δοκίμου.
+
+ — Ευχαριστώ, Δικ, τω είπε μετά φωνής σταθεράς. Ο πλοίαρχος
+Χουλ δεν υπάρχει πλέον. Όλον το πλήρωμα απωλέσθη, μετ' αυτού. Η
+τύχη του πλοίου είναι εις χείρας σου. Δικ θα σώσης το πλοίον
+και τους εν αυτώ.
+
+ — Ναι, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, ναι! θα προσπαθήσω,
+με την βοήθειαν του Θεού.
+
+ — Ο Τωμ και οι σύντροφοί του είναι αγαθοί άνδρες επί των
+οποίων δύνασαι να βασισθής εντελώς.
+
+ — Το ηξεύρω, θα τους κάμω ναυτικούς, και θα εκτελώμεν ομού τας
+εργασίας. Εάν έχωμεν ωραίον καιρόν, το πράγμα θα είναι εύκολον.
+Εάν έχωμεν καλόν . . . καλά, εάν έχωμεν κακόν θα παλαίσωμεν και
+πάλιν· θα σας σώσωμεν, κυρία Βέλδων, υμάς και τον μικρόν σας
+Ζακ, όλους! Ναι, αισθάνομαι ότι θα το πράξω. Και επανέλαβε.
+
+ — Με την βοήθειαν του Θεού!
+
+ — Τώρα, Δικ, ημπορείς να γνωρίσης πού ευρίσκεται το «Πίλγριμ»;
+ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.
+
+ — Ευκόλως απεκρίθη ο δόκιμος. Δεν έχω να πράξω άλλο ειμή να
+συμβουλευθώ τον χάρτην του πλοίου, επί του οποίου το σημείον
+εστάθη χθες υπό του πλοιάρχου Χουλ.
+
+ — Και θα δυνυθής να θέσης το πλοίον εις καλήν διεύθυνσιν;
+
+ — Ναι θα δυνηθώ να θέσω την πρώραν προς ανατολάς, εις το μέρος
+περίπου της αμερικανικής παραλίας όπου πρέπει να προσεγγίσωμεν.
+
+ — Αλλά, Δικ, επανέλαβε η κυρία Βέλδων, εννοείς κάλιστα, ότι η
+καταστροφή αύτη δύναται και μάλιστα πρέπει να τροποποιήση τα
+πρώτα ημών σχέδια. Δεν πρόκειται πλέον να οδηγήσης το «Πίλγριμ»
+εις Βαλπαραΐζον. Ο πλησιέστερος λιμήν της παραλίας είναι τώρα ο
+λιμήν του προορισμού του.
+
+ — Βεβαίως, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο δόκιμος. Ώστε μη φοβήσθε.
+Δεν θα βραδύνωμεν να φθάσωμεν εις την αμερικανικήν παραλίαν
+ήτις εκτείνεται βαθέως προς νότον.
+
+ — Πού κείται; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.
+
+ — Εκεί, προς εκείνην την διεύθυνσιν, απήντησεν ο Δικ Σανδ
+δεικνύων διά του δακτύλου την ανατολήν την οποίαν προσδιώρισε
+τη βοηθεία της πυξίδος.
+
+ — Λοιπόν, Δικ, είτε εις το Βαλπαραΐζον φθάσωμεν είτε αλλαχού
+αδιάφορον. Εκείνο το οποίον θέλομεν, είναι να φθάσωμεν εις την
+ξηράν.
+
+ — Και θα το πράξωμεν, κυρία Βέλδων, και θα σας αποβιβάσω εις
+μέρος ασφαλές, απεκρίθη ο νεαρός δόκιμος μετά φωνής σταθεράς.
+Άλλως τε, πλησιάζοντες την ξηράν ελπίζω ότι θα συναντήσωμεν
+πλοία τινα εξ εκείνων άτινα εκτελούσι την ακτοπλοΐαν. Α κυρία
+Βέλδων, ο άνεμος ήρχισε να πνέη νοτιοδυτικώς. Είθε να
+εξακολουθήση ούτω διότι θα προχωρήσωμεν, θα προχωρήσωμεν πολύ.
+Θα ουριοδρομώμεν και τα ιστία ημών θα κολπώνται όλα, από του
+επιδρόμου (μπούμπα) μέχρι του προθόου (κόντρα φλόκου).
+
+Ο Δικ Σανδ ωμίλησε μετά πεποιθήσεως ναυτικού, όστις αισθάνεται
+καλόν πλοίον υπό τους πόδας του, πλοίον του οποίου είναι κύριος
+καθ' όλας τας κινήσεις.
+
+Έμελλε δε να αναλάβη τον οίακα και να καλέση τους συντρόφους
+του όπως διευθετήσωσι καταλλήλως τα ιστία, ότε η κυρία Βέλδων
+τω ανέμνησεν ότι προ παντός άλλου ώφειλε να γνωρίση την θέσιν
+του «Πίλγριμ».
+
+Τωόντι τούτο ήτο το πρώτον όπερ ώφειλον να πράξωσιν. Ο Δικ Σανδ
+μετέβη εις τον θάλαμον του πλοιάρτου διά να λάβη τον χάρτην
+όπου κατά την προτεραίαν είχε σημειωθή η θέσις. Ηδυνήθη τότε να
+δείξη εις την κυρίαν Βέλδων ότι ο μυοπάρων ήτο υπό 43°
+35'πλάτους και 164° 13' μήκους, καθότι ούτως ειπείν από είκοσι
+και τεσσάρων ωρών δεν επροχώρησεν.
+
+Η κυρία Βέλδων έκλινεν επί του χάρτου εκείνου και παρετήρει τον
+μέλανα χρωματισμόν όστις παρίστα την ξηράν εις το δεξιόν μέρος
+του ευρέος εκείνου Ωκεανού. Ήτο η παραλία της νοτίας Αμερικής
+απέραντον έμφραγμα ερριγμένον μεταξύ του Ειρηνικού και του
+Ατλαντικού, από του ακρωτηρίου Χορν μέχρι των παραλίων της
+Κολομβίας.
+
+Θεωρούντες ούτω τον χάρτην τούτον όστις εξετυλίσσετο τότε προ
+των οφθαλμών των και όστις περιελάμβανεν ολόκληρον ωκεανόν,
+ηδύνατο να πιστεύσωσιν, ότι θα ήτο εύκολον να καταγάγωσιν εις
+την πατρίδα των τους επιβάτας του «Πίλγριμ». Αλλά τούτο είναι
+οφθαλμαπάτη, ήτις συμβαίνει πάντοτε εις εκείνους οίτινες δεν
+είναι εξοικειωμένοι με τας κλίμακας υπό τας οποίας παριστώνται
+οι θαλάσσιοι χάρται. Και πράγματι, εφαίνετο εις την κυρίαν
+Βέλδων, ότι η ξηρά θα ήτο ορατή ως ήτο και επί του τεμαχίου
+εκείνου του χάρτου.
+
+ — Και εν τούτοις, εν τω μέσω της λευκής εκείνης σελίδος, το
+Πίλγριμ, σημειούμενον υπό την ακριβή κλίμακα, θα ήτο μικρότερον
+και μικροσκοπικώτερον των εγχυματικών ζωυφίων. Το μαθηματικόν
+εκείνο σημείον, άνευ εκτιμητέων διαστάσεων, θα ήτο αδιόρατον,
+ως και ήτο πράγματι εν τω μέσω του απεράντου Ειρηνικού.
+
+Αλλ' ο Δικ Σανδ δεν ησθάνθη την αυτήν εντύπωσιν ην και η κυρία
+Βέλδων. Ήξευρε πόσον η ξηρά ήτο μεμακρυσμένη, και ότι πολλαί
+εκατοντάδες μιλίων δεν θα ήρκουν προς καταμέτρησιν της
+αποστάσεως.
+
+Αλλ' είχε σχηματίσει την απόφασίν του, είχε γίνει ανήρ υπό την
+ευθύνην, ήτις επιβάλλετο αυτώ.
+
+Η στιγμή της δράσεως επέστη. Έπρεπε να επωφεληθώσιν, εκ της
+βορειοδυτικής εκείνης αύρας ήτις ήρχισε να πνέη. Ο εναντίος
+άνεμος είχεν υποχωρήσει εις τον ούριον, και νέφη τινά
+διεσπαρμένα εις το Ζενίθ, εδείκνυον ότι έμελλε να διαρκέση
+τουλάχιστον επί τινα καιρόν.
+
+Ο Δικ Σανδ εκάλεσε τον Τωμ και τους συντρόφους του.
+
+ — Φίλοι μου, τοις είπε, το πλοίον ημών δεν έχει πλέον άλλο
+πλήρωμα από υμάς. Δεν ειμπορώ να διοικήσω χωρίς την βοήθειάν
+σας. Δεν είσθε ναυτικοί, αλλ' έχετε καλούς βραχίονας.
+Προσφέρετε λοιπόν αυτούς εις την υπηρεσίαν του «Πίλγριμ», και
+θα δυνηθώμεν να το διευθύνωμεν. Πρόκειται περί της σωτηρίας
+όλων ημών να γίνονται καλώς τα πάντα εν τω πλοίω.
+
+ — Κύριε Δικ, απεκρίθη ο Θωμάς, οι σύντροφοί μου και εγώ,
+είμεθα ναύται σας. Δεν θα μας λείψη η καλή θέλησις. Ό,τι
+δύνανται να πράξωσιν άνδρες διοικούμενοι παρ' υμών, θα το
+πράξωμεν.
+
+ — Ναι, καλώς ωμίλησες, γέρων Τωμ, είπεν η κυρία Βέλδων.
+
+ — Ναι, καλώς ωμίλησεν, επανέλαβεν ο Δικ Σανδ, αλλά πρέπει να
+ήμεθα φρόνιμοι και να μη βιαζώμεθα εις την κίνησιν των ιστίων
+διά να μη ριψοκινδυνεύσωμεν. Ολιγωτέρα ταχύτης, αλλά
+περισσοτέρα ασφάλεια, ιδού τι μας επιβάλουσιν αι περιστάσεις.
+Θα σας είπω, φίλοι μου, τι εργασίαν έχει να πράξη έκαστος. Εγώ
+θα μένω εις το πηδάλιον, εφ' όσον ο κόπος δεν με αναγκάση να το
+αφήσω. Από καιρού εις καιρόν, ολίγαι ώραι ύπνου θα αρκέσωσι διά
+να με αναζωογονήσωσιν. Αλλά, κατ' αυτάς τας ολίγας ώρας, πρέπει
+είς εξ υμών να με αντικαθιστά. Τωμ, θα σας οδηγήσω, πώς ημπορεί
+τις να κυβερνήση διά της πυξίδος. Δεν είναι δύσκολον, και με
+ολίγην προσοχήν θα μάθετε γρήγορα, πώς να κρατήτε το πλοίον εις
+καλήν διεύθυνσιν.
+
+ — Όταν θελήσετε, κύριε Δικ απεκρίθη ο γέρων μαύρος.
+
+ — Λοιπόν, επανέλαβεν ο δόκιμος, μείνετε πλησίον μου, εις το
+πηδάλιον, μέχρι του τέλους της ημέρας, και εάν με καταβάλη ο
+κόπος, θα δύνασθε πλέον να με αντικαταστήσετε επί τινας ώρας.
+
+ — Και εγώ, είπεν ο μικρός Ζακ, δεν θα δυνηθώ να βοηθήσω ολίγον
+τον φίλον μου Δικ;
+
+ — Ναι, αγαπητόν μου τέκνον, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, θλίβουσα
+τον Ζακ εις τας αγκάλας της· θα σε διδάξωσι να κυβερνάς και
+είμαι βεβαία ότι εφ' όσον θα μένης εις το πηδάλιον, θα έχωμεν
+καλόν άνεμον.
+
+ — Βεβαιότατα! βεβαιότατα! μήτερ μου, σοι το υπόσχομαι! είπε το
+μικρόν παιδίον κροτούν τας χείρας.
+
+ — Ναι, είπεν ο νεαρός δόκιμος μειδιών, οι καλοί ναυτόπαιδες
+ηξεύρουσι να διατηρώσι τον καλόν άνεμον. Αυτό το γνωρίζουσι
+πολύ καλά οι παλαιοί ναυτικοί.
+
+Είτα δε αποτεινόμενος προς τον Τωμ και τους άλλους μαύρους:
+
+ — Φίλοι μου, τοις είπε, θα ευθετήσωμεν κατ' επίφορον (δίδω στα
+γεμάτα). Δεν έχετε ειμή να πράξετε, ό,τι θα σας είπω.
+
+ — Εις τας διαταγάς σας, απεκρίθη ο Τωμ, εις τας διαταγάς σας,
+πλοίαρχε Σανδ.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι'.
+
+ΑΙ ΤΕΣΣΑΡΕΣ ΑΚΟΛΟΥΘΟΙ ΗΜΕΡΑΙ
+
+
+
+Ήτο λοιπόν ο Δικ Σανδ πλοίαρχος του «Πίλγριμ», και χωρίς ν'
+απολέση ουδέ στιγμήν, έλαβε τα αναγκαία μέτρα, ίνα αναπετάση
+όλα τα ιστία του πλοίου.
+
+Εννοείται ότι οι επιβάται μίαν μόνην ηδύνατο να έχωσιν ελπίδα·
+να φθάσωσιν εις οιονδήποτε λιμένα της αμερικανικής παραλίας,
+έστω, και όχι εις Βαλπαραΐζον. Ό,τι ο Δικ Σανδ εσκόπευε να
+πράξη, ήτο να γνωρίση την διεύθυνσιν και την ταχύτητα του
+«Πίλγριμ», όπως τηρήση μέσον τινά όρον.
+
+Προς τούτο ήρκει να σημειοί επί του χάρτου την διανυθείσαν
+οδόν, ως είπομεν, διά του δρομομέτρου και της πυξίδος.
+
+Υπήρχε δε εν τω πλοίω ακριβές δρομόμετρον μετά πλακός και
+έλικος, όπερ εδείκνυε την ταχύτητα δι' ωρισμένον χρόνον.
+
+Το χρήσιμον και ευμεταχείριστον τούτο όργανον ηδύνατο να
+παράσχη μεγίστας υπηρεσίας, και οι μαύροι έμαθον άριστα να το
+μεταχειρίζωνται.
+
+Μία μόνη αιτία πλάνης ηδύνατο να επέλθη, — τα ρεύματα· Προς
+καταπολέμησιν αυτής, ο υπολογισμός εκείνος θα ήτο ανεπαρκής,
+μόναι δε αι αστρονομικαί παρατηρήσεις θα ηδύναντο να δώσωσιν
+ακριβή υπολογισμόν.
+
+Αλλ' ο νεαρός δόκιμος ήτο έτι ανίκανος να ποιήση αυτάς.
+
+Ο Δικ Σανδ εσκέφθη προς στιγμήν να επαναφέρη το «Πίλγριμ» εις
+την Νέαν Ζηλανδίαν.
+
+Ο διάπλους θα ήτο συντομώτερος, και βεβαίως θα έπραττε τούτο,
+εάν άνεμος, όστις μέχρι της ώρας εκείνης ήτο ενάντιος, δεν
+μετεβάλλετο εις ευνοϊκόν. Ήτο λοιπόν προτιμότερον να διευθυνθή
+προς την Αμερικήν.
+
+Και πράγματι, ο άνεμος είχε στρέψει πλαγίως, και τώρα έπνεε
+βορειοδυτικώς μετά τινος στάσεως να ενδυναμωθή.
+
+Έπρεπε λοιπόν να επωφεληθώσι της ευκαιρίας και να προχωρήσωσιν
+όσω το δυνατόν περισσότερον.
+
+Ο Δικ Σανδ προπαρεσκευάζετο λοιπόν να ευθετήση το «Πίλγριμ»
+κατ' επίφορον.
+
+Εις τους μυοπάρωνας ο ακάτιος ιστός (τουρκέτο) φέρει τέσσαρα
+τετράγωνα ιστία: το ακάτιον επί του ιστού, τον δόλωνα επί του
+θωρακίου, είτα δε, επί του επιστηλιδίου (κόντρα τσιμπούκι), ένα
+φώσωνα (παπαφίγγον) και ένα σίπαρον (κουντρίνα).
+
+Εξ εναντίας ο μέγας ιστός έχει ολιγώτερα ιστία. Δεν φέρει επί
+του κάτω ιστού ειμή ένα επίδρομον (μπούμα) και άνωθεν το λαίφος
+(φλίσι).
+
+Μεταξύ των δύο τούτων ιστών, επί των προϊστίων (βελαστράλια)
+των συγκρατούντων αυτούς εκ των έμπροσθεν, δύναται προσέτι να
+αναπτυχθή τριπλή σειρά τριγωνικών ιστίων.
+
+Τέλος εις την πρώραν, επί του προβόλου, προσδένονται τρεις
+αρτέμονες (φλόκοι).
+
+Οι αρτέμονες, ο επίδρομος, το λαίφος, το προΐστια χειρίζονται
+ευκόλως. Δύναται να αίρωνται από του καταστρώματος, χωρίς να
+υπάρχη ανάγκη να αναβαίνη τις επί των ιστών, καθότι δεν
+δένονται επί των κεραιών διά σχοινίων τα οποία οφείλει τις
+προηγουμένως να χαλαρώση.
+
+Εξ εναντίας, ο χειρισμός των ιστίων του ακατίου ιστού απαιτεί
+μεγάλην έξιν του ναυτικού επαγγέλματος.
+
+Τωόντι, όταν θέλωσι να αναπετάσωσι ταύτα είναι ανάγκη να
+αναρριχώνται διά των εξαρτίων είτε επί του ακατίου ιστού, επί
+του φώσωνος είτε επί του τραχηλώματος του ιστού τούτου — και
+ταύτα είτε όπως αναπτύξωσιν ή περισφίγξωσιν, είτε διά να
+ελαττώσωσι την επιφάνειαν σειροδετούντες αυτά.
+
+Εντεύθεν ανάγκη να τρέχωσιν επί των διαβαθρών — σχοινίων
+κινητών εκτεταμένων κάτωθεν των κεραιών — και να εργάζωνται διά
+της μιας χειρός κρατούμενοι διά της άλλης, χειρισμός κινδυνώδης
+διά πάντα μη εξησκημένον εις τούτο.
+
+Αι ταλαντεύσεις του σάλου και του προνευστασμού, επαυξάνουσαι
+ένεκα του μήκους του μοχλού, αι κυμάνσεις των ιστίων ένεκεν του
+ισχυρού ανέμου, δύνανται να πετάξωσι τον ανθρώπον εις την
+θάλασσαν.
+
+Ήτο λοιπόν εργασία αληθώς επικίνδυνος διά τον Τωμ και τους
+εταίρους αυτού.
+
+Ευτυχώς, ο άνεμος έπνεε μετρίως. Η θάλασσα δεν είχεν εισέτι
+εξογκωθή, αι δε ταλαντεύσεις και ο προνευστασμός ήσαν μέτριαι.
+
+Ότε ο Δικ Σανδ, εις το σημείον του πλοιάρχου Χουλ έσπευσεν εις
+το μέρος της καταστροφής, το «Πίλγριμ» έφερε μόνον τους
+αρτέμονας, τον επίδρομον, το ακάτιον και τον δόλωνα. Μετά την
+ανακώχευσιν, ο δόκιμος, δεν είχε να πράξη άλλο ειμή να
+μεταστρέψη το πρωραίον πέτασμα, και οι μαύροι τον εβοήθησαν
+ευκόλως εις τον χειρισμόν τούτου.
+
+Τώρα λοιπόν προέκειτο να ευθετήσωσι κατ' επίφορον (βάζω στα
+χυτά,) και προς εκτέλεσιν τούτου έπρεπε να υψώσωσι τον φώσωνα,
+το λαίφος και τα προΐστια.
+
+ — Φίλοι μου, είπεν ο δόκιμος εις τους πέντε μαύρους, πράξατε
+ό,τι σας διατάξω, και όλα θα υπάγουν καλά.
+
+Ο Δικ Σανδ έμεινε εις τον τροχόν του πηδαλίου.
+
+ — Εμπρός! έκραξε, Τωμ χαλάρωσον αυτό το σχοινίον.
+
+ — Χαλάρωσον . . . είπεν ο Τωμ, όστις δεν εννόει την έκφρασιν
+ταύτην.
+
+ — Ναι . . . λύσον αυτό. — Συ, Βαρθολομαίε, πράξε το αυτό. Καλά
+. . . Έλκετε . . . εντείνετε . . . Εμπρός, αίρετε άνω.
+
+ — Κατ' αυτόν τον τρόπον; είπεν ο Βαρθολομαίος.
+
+ — Ναι, κατ' αυτόν τον τρόπον. Πολύ καλά! . . . Εμπρός,
+Ηράκλεις, δύναμις. Βοήθησε εκεί.
+
+Να είπη τις δύναμις εις τον Ηρακλέα ήτο αφροσύνη. Ο γίγας χωρίς
+να εννοήση, έσυρε τόσον ισχυρώς, ώστε ολίγον έλειψε να θραύση
+τα πάντα.
+
+ — Ε! όχι τόσον δυνατά, παλληκάρι μου! έκραξεν ο Δικ Σανδ
+μειδιών. Θα ρίψης όλα τα ιστία.
+
+ — Και όμως μόλις έσυρα, απεκρίθη ο Ηρακλής.
+
+ — Λοιπόν, προσποιήθητι μόνον ότι σύρεις. Θα ιδής ότι τούτο
+αρκεί . . . Καλά, χαλαρώσετε . . . εντείνετε . . . σταματήσετε
+. . . Δέσετε, στερεώσατε . . . ούτω . . . Καλά . . . Όλοι ομού!
+Σύρετε . . . σύρετε διά των βραχιόνων . . .
+
+Και άπαν το πέτασμα του ιστού του οποίου οι δεξιοί βραχίονες
+είχον χαλαρωθή εστράφη βραδέως. Ο άνεμος, κολπών τα ιστία,
+έδωκε ποιάν τινα ταχύτητα εις το πλοίον.
+
+Ο Δικ Σανδ, αφού πρώτον εχαλάρωσε τους πόδας των αρτεμόνων
+(σλόταις των φλόκων) προσεκάλεσε τους μαύρους εις την πρύμνην.
+
+ — Ιδού όλα έγιναν, φίλοι μου, και έγειναν καλώς. Ας
+ασχοληθώμεν τώρα εις τον μέγαν ιστόν. Αλλά μη σπάσης τίποτε,
+Ηρακλή.
+
+ — Θα προσπαθήσω, απήντησεν ο κολοσσός χωρίς να υποσχεθή τι
+περισσότερον.
+
+Ο δεύτερος ούτος χειρισμός υπήρξεν αρκούντως εύκολος. Των ποδών
+του επιδρόμου (σκόταις της ράννας) αναπτυχθέντων ησύχως, ο
+επίδρομος ενεκολπώθη τον αέρα τακτικώτερον και προσέθηκε και
+ούτος την ισχυράν του δράσιν εις την των πρωραίων ιστίων.
+
+Το λαίφος ετοποθετήθη λοιπόν υπεράνω του επιδρόμου, και επειδή
+ήτο απλώς συνεσταλμένον, έπρεπε μόνον να εντείνωσι την υπέραν
+και έπειτα να ποδύσωσιν.
+
+Αλλ' ο Ηρακλής μετά του φίλου του Ακτέωνος, μη λογιζομένου του
+μικρού Ζακ όστις ηνώθη μετ' αυτών, τοσούτον ισχυρώς ενέτεινον,
+ώστε η υπέρα εθραύσθη και οι τρεις έπεσαν ύπτιοι χωρίς ευτυχώς
+να πάθωσί τι. Ο Ζακ ήτο καταμαγευμένος.
+
+ — Δεν είναι τίποτε, δεν είναι τίποτε! εφώναξεν ο δόκιμος.
+Συνδέσατε προσωρινώς τα δύο άκρα, και σύρατε ησύχως.
+
+Το πρόσταγμα ετελέσθη υπό την επίβλεψιν του Δικ Σανδ, όστις
+ουδέ τότε εγκατέλιπε το πηδάλιον. Το «Πίλγριμ» έπλεε ήδη
+ταχέως, την πρώραν προς ανατολάς, και έπρεπε να εμμένη πλέον
+εις αυτήν την διεύθυνσιν. Ουδέν τούτου ευκολώτερον, καθότι ο
+άνεμος ήτο κανονικός και δεν υπήρχε φόβος περιδονήσεων.
+
+ — Καλά, φίλοι μου! είπεν ο δόκιμος. Πριν τελειώση το
+ταξείδιον, θα ήσθε καλοί ναυτικοί.
+
+ — Θα πράξωμεν ό,τι δυνηθώμεν, πλοίαρχε Σανδ, απεκρίθη ο Τωμ.
+
+Και η κυρία Βέλδων συνεχάρη ωσαύτως τους καλούς εκείνους
+άνδρας.
+
+Ο μικρός Ζακ έλαβε το ανάλογον μερίδιον των επαίνων, καθότι
+ειργάσθη φιλοτίμως.
+
+ — Νομίζω μάλιστα, κύριε Ζακ, είπεν ο Ηρακλής μειδιών, ότι
+υμείς εθραύσατε την υπέραν! Τι δυνατόν χέρι που έχετε. Άνευ
+υμών, τίποτε καλόν δεν θα εγίνετο.
+
+Και ο μικρός Ζακ, λίαν υπερήφανος δι' εαυτόν, έσεισεν ισχυρώς
+την χείρα του φίλου του Ηρακλέους.
+
+Η αποκατάστασις των ιστίων του «Πίλγριμ» δεν ήτο εισέτι τελεία.
+Έλειπαν τα υψηλά ιστία, ων η ενέργεια δεν είναι περιφρονητέα εν
+τοιαύτη ανοικτή θαλασσοπλοΐα. Ο μυοπάρων είχεν ανάγκην του
+φώσωνος, του σιπάρου και των προϊστίων, ο δε Δικ Σανδ απεφάσισε
+να τα αναρτήση.
+
+Ο χειρισμός ούτος είναι δυσκολώτερος των προηγουμένων, ουχί διά
+τα προΐστια άτινα δύνανται να αίρωνται και να πηδώνται κάτωθεν,
+αλλά διά τα σταυρωτά ιστία του ακατίου ιστού.
+
+Έπρεπε να αναβή τις μέχρι των διζύγων όπως αναπτύξη αυτά, και ο
+Δικ Σανδ, μη θέλων να εκθέση τινά εκ του αγυμνάστου πλήρωμα ιός
+του, απεφάσισε να εκτελέση αυτός την εργασίαν ταύτην.
+
+Εκάλεσε λοιπόν τον Τωμ και τον έθεσεν εις το οιακοστρόφιον,
+δεικνύων αύτω προς ποίον σημείον έπρεπε να διευθύνη το πλοίον.
+
+Είτα δε ο Ηρακλής, ο Βαρθολομαίος, ο Ακτέων, ο Αυγουστίνος,
+ετέθησαν οι μεν εις τας υπέρας του φώσωνος, οι δε εις τας
+υπέρας του σιπάρου, και ο Δικ Σανδ ώρμησεν εις τους ιστούς.
+
+Το να αναρριχηθή εις τας βαθμίδας των εξαρτίων του ακατίου
+ιστού, εις τας αναβάθρας των εξαρτίων του επιστηλίου και να
+φθάση επί των διζύγων, ήτο παιγνίδιον διά τον νεαρόν δόκιμον.
+
+Εντός ενός λεπτού της ώρας ευρέθη επί των βαθμίδων της κεραίας
+του φώσωνος και έλυσε τα σχοινία άτινα εκράτουν δεδεμένον το
+ιστίον.
+
+Είτα επανήλθεν επί των διζύγων και ανερριχήθη επί της κεραίας
+του σιπάρου, του οποίου ταχέως ανεπέτασε το ιστίον.
+
+Ο Δικ Σανδ είχε τελειώσει την εργασίαν του, και δράξας ένα των
+δεξιών παρατόνων (παταράτσα) ωλίσθησε μέχρι του καταστρώματος.
+
+Εκεί, υπό τας οδηγίας αυτού, τα δύο ιστία ανεπετάσθησαν και
+εποδόθησαν, είτα δε αι δύο κεραίαι ανυψώθησαν διά των
+συνδετήρων. Αφού δε τα προΐστια ετέθησαν μεταξύ του μεγάλου
+ιστού και του ακατίου ιστού, η εργασία ετελείωσεν.
+
+Την φοράν ταύτην ο Ηρακλής ουδέν έθραυσε.
+
+Το «Πίλγριμ» έφερε τότε όλα τα ιστία τα αποτελούντα τον
+εξαρτισμόν αυτού.
+
+Βεβαίως ο Δικ Σανδ επεθύμει να προσθέση τα παρίστια του
+αριστερού ακατίου (κουρτεράτσες του τρίγκου), αλλ' εις τας
+παρούσας περιστάσεις ήτο εργασία δύσκολος, και εάν επήρχετο
+ανάγκη να τα συστείλωσιν ένεκα ανεμοστροβίλου, δεν θα ηδύναντο
+να πράξωσι τούτο ταχέως. Τούτου ένεκεν ο δόκιμος ηρκέσθη εις
+όσα εγένοντο.
+
+Ο Τωμ παρήτησε την παρά το οιακοστρόφιον θέσιν του και ανέλαβεν
+αυτήν ο Δικ Σανδ.
+
+Η αύρα ενεδυναμούτο. «Το «Πίλγριμ», κλίνον ελαφρώς προς τα
+δεξιά, ωλίσθαινε ταχέως επί της επιφανείας της θαλάσσης αφίνον
+όπισθεν αυτού αύλακα ομαλωτάτην.
+
+ — Πλέομεν καλώς, κυρία Βέλδων, είπε τότε ο Δικ Σανδ, και τώρα,
+ο Θεός να μας διατηρήση αυτόν τον ούριον άνεμον.
+
+Η κυρία Βέλδων έθλιψε την χείρα του νεαρού δοκίμου. Είτα
+κεκμηκυία εξ όλων των συγκινήσεων της τελευταίας εκείνης ώρας
+επανήλθεν εις τον κοιτωνίσκον της και περιέπεσεν εις είδος τι
+επιπόνου νάρκης, ήτις δεν ήτο ύπνος.
+
+Το νέον πλήρωμα έμεινεν επί του καταστρώματος του μυοπάρωνος,
+επαγρυπνούν επί της πρώρας και έτοιμον να υπακούση εις τας
+διαταγάς του Δικ Σανδ, ήτοι να διευθετή τα ιστία αναλόγως των
+μεταβολών του ανέμου· αλλ' ενόσω η αύρα θα διετήρη και την
+διεύθυνσιν εκείνην, ουδεμία εργασία θα ήτο αναγκαία.
+
+Καθ' όλον εκείνον τον χρόνον τι έπραττεν ο εξάδελφος
+Βενέδικτος;
+
+Ο εξάδελφος Βενέδικτος ησχολείτο να εξετάζη διά του
+μικροσκοπίου έναθρόν τι, όπερ επί τέλους ανεκάλυψεν εν τω
+πλοίω· απλούν τι ορθόπτερον, του οποίου η κεφαλή εχάνετο υπό
+τον προθώρακα, έντομόν τι μεθ' ομαλών ελύτρων, γαστρός
+στρογγύλης και πτερύγων αρκούντως μακρών, ανήκον εις την
+ενέργειαν των σιλφοειδών και εις το είδος των αμερικανικών
+σιλφών.
+
+Το πολύτιμον εκείνο εύρημα ανεκάλυψεν ερευνών εν τω μαγειρείω
+του Νεγορού, και καθ' ήν στιγμήν ο μάγειρος έμελε να το
+κατασυντρίψη ασπλάχνως. Εκ τούτου εξεδήλωσε οργή την οποίαν ο
+Νεγορός αφήκε ψυχρώς να παρέλθη.
+
+Αλλ' ο εξάδελφος εκείνος Βενέδικτος, εγίνωσκεν άρα γε ποία
+μεταβολή εγένετο εν τω πλοίω, από της στιγμής καθ' ήν ο
+πλοίαρχος Χουλ και οι μετ' αυτού είχον αρχίσει την απαισίαν
+εκείνην αλιείαν της φαλαίνης; Ναι, βεβαίως. Ευρίσκετο μάλιστα
+επί του καταστρώματος, ότε το «Πίλγριμ» έφθασεν απέναντι των
+συντριμμάτων της φαλαινοθηρίδος. Το πλήρωμα λοιπόν του
+μυοπάρωνος απώλετο προ των οφθαλμών του.
+
+Να ισχυρισθή τις ότι η καταστροφή εκείνη ουδόλως συνεκίνησεν
+αυτόν, θα ήτο κατηγορία κατά της καρδίας του. Βεβαίως ησθάνθη
+τον οίκτον εκείνον, ον πάντες αισθάνονται επί τη δυστυχία του
+άλλου. Είχεν ωσαύτως συγκινηθή διά την κατάστασιν, εις ην
+ευρέθη η εξαδέλφη του. Ήλθε και έσφιγξε την χείρα της κυρίας
+Βέλδων, ως εάν τη έλεγε: «Μη φοβήσθε! Είμαι εδώ! Σας μένω εγώ!
+
+Είτα ο εξάδελφος Βενέδικτος επέστρεψε προς τον κοιτωνίσκον του,
+ίνα μελετήση βεβαίως τας συνεπείας του καταστρεπτικού εκείνου
+συμβάντος και σκεφθή ποία δραστήρια μέτρα ήρμοζε να λάβωσιν.
+
+Αλλά καθ' οδόν συνήντησε τον περί ου ο λόγος σάρακα, και επειδή
+είχε την αξίωσιν να αποδείξη είς τινας εντομολόγους ότι αι
+σίλφαι του είδους των φερασποειδών, αξιοσημείωτοι διά τα
+χρώματά των έχουσιν ήθη όλως διάφορα των κυρίως λεγομένων
+σιλφών, προσηλώθη εις την σπουδήν αυτής, λησμονήσας ότι υπήρχεν
+άλλοτε είς πλοίαρχος Χουλ όστις εκυβέρνα το «Πίλγριμ» και ότι ο
+δυστυχής εκείνος απώλετο μεθ' όλου του πληρώματος.
+
+Η σίλφη απερρόφα όλην αυτού την προσοχήν. Ουχ ήττον δε την
+εθαύμαζε και την περιποιείτο ως εάν ήτο χρυσούς κάνθαρος.
+
+Η εν τω πλοίω ζωή επανέλαβε λοιπόν την τακτικήν αυτής πορείαν,
+αν και έκαστος έμελλε να μένη επί πολύν χρόνον υπό την επήρειαν
+της οδυνηράς και απροόπτου εκείνης καταστροφής.
+
+Κατά την ημέραν εκείνην ο Δικ Σανδ έθεσε τα πάντα εν τάξει ώστε
+να δυνηθή να προλάβη παν ενδεχόμενον. Οι μαύροι υπήκουον αυτώ
+μετά ζήλου. Αρίστη τάξις επεκράτει εντός του «Πίλγριμ».
+Ηδύναντο λοιπόν να ελπίζωσιν ότι τα πάντα θα έβαινον καλώς.
+
+Ο Νεγορός ουδεμίαν πλέον εποίησεν απόπειραν, όπως αποφύγη την
+εξουσίαν του Δικ Σανδ. Εφαίνετο ως εάν την ανεγνώρισεν
+σιωπηλώς. Ενησχολημένος, ως πάντοτε, εν τω στενώ κοιτωνίσκω
+του, δεν ενεφανίζετο πλειότερον ή πρότερον. Άλλως τε εις την
+ελαχίστην απείθειαν, ή εις πρώτην παρεκτροπήν, ο Δικ Σανδ είχεν
+απόφασιν να τον ρίψη εις τον βυθόν του πυθμένος καθ' όλον το
+υπόλοιπον του διάπλου. Εις έν νεύμα του ο Ηρακλής θα
+συνελάμβανε τον μάγειρον εκ του τραχήλου.
+
+Προς τούτο δεν εχροιάζετο πολλή ώρα. Τότε δε η Ναν, ήτις
+εγίνωσκε μαγειρικήν, θα τον αντικαθίστα εν τω μαγειρίω. Ο
+Νεγορός λοιπόν θα εσκέφθη ότι δεν ήτο απαραίτητος, και επειδή
+τον επετήρουν εκ του σύνεγγυς, εφρόντιζε να μη δώση λαβήν τινα
+εναντίον του.
+
+Ο άνεμος έπνεεν ο αυτός μέχρι της εσπέρας, ώστε ουδεμία ανάγκη
+επήλθε μεταβολής της ιστιοθεσίας. Οι στερεοί ιστοί του πλοίου,
+η σιδηρά αυτού εξάρτησις ήτις ήτο εν καλή καταστάσει, τω
+επέτρεπον να πλέη και υπό ισχυρότερον άνεμον.
+
+Κατά την νύκτα συνήθως περιστέλλουσι τα ιστία και ιδίως τα
+υψηλά, τα λαίφη, τα φωσώνια, τους σιπάρους κτλ. Το μέτρον τούτο
+είναι συνετόν, διά την περίπτωσιν καθ' ήν ανεμοστρόβιλός τις
+ήθελεν ενσκήψει.
+
+Αλλ' ο Δικ Σανδ ενόμισεν ότι ηδύνατο ν' αποφύγη την προφύλαξιν
+ταύτην. Η κατάστασις της ατμοσφαίρας ουδέν απαίσιον
+προοιωνίζετο, άλλως τε δε ο νεαρός δόκιμος, απόφασιν έχων να
+διέλθη την πρώτην εκείνην νύκτα επί του καταστρώματος, εφρόνει
+ότι ηδύνατο να επιτηρή τα πάντα.
+
+Και έπειτα τοιουτοτρόπως έπλεον ταχύτερον, και η επιθυμία του
+ήτο να φθάσωσιν εις παράλια ολιγώτερον έρημα.
+
+Είπομεν ότι το δρομόμετρον και η πυξίς ήσαν τα μόνα όργανα
+άτινα ο Δικ Σανδ ηδύνατο να μεταχειρισθή, όπως εκτιμήση ως
+έγγιστα το διανυθέν υπό του «Πίλγριμ» διάστημα.
+
+Κατά την ημέραν εκείνην ο δόκιμος έρριπτε καθ' εκάστην ημίσειαν
+ώραν το δρομόμετρον και εσημείου τας υπό του οργάνου
+σημειουμένας ενδείξεις.
+
+Πυξίδες υπήρχον δύο εν τω πλοίω. Η μία ευρίσκετο εν τη
+πυξιδοθήκη υπό τα όμματα του οιακιστού. Η πλαξ αυτής φωτιζομένη
+την μεν ημέραν υπό του ηλιακού φωτός, την δε νύκτα υπό δύο
+πλαγίων λυχνιών, εδείκνυεν κατά πάσαν στιγμήν, πού έβλεπε το
+πλοίον, ήτοι ποίαν διεύθυνσιν ηκολούθει.
+
+Η άλλη πυξίς ήτο πυξίς ανάστροφος προσηλωμένη εις τας κιγκλίδας
+του δωματίου, όπερ κατείχεν άλλοτε ο πλοίαρχος Χουλ. Κατ' αυτόν
+τον τρόπον, χωρίς να εξέλθη του κοιτώνος του ηδύνατο πάντοτε να
+ηξεύρη εάν η υποδειχθείσα οδός ηκολουθείτο ακριβώς, ή εάν ο
+οιακιστής εξ ανικανότητος ή αμελείας έδιδεν εις το πλοίον πολύ
+μεγάλας αποκλίσεις.
+
+Άλλως τε όλα τα πλοία τα χρησιμεύοντα εις μακρούς πλόας, έχουσι
+δύο τουλάχιστον πυξίδας ως και δύο χρονόμετρα. Δέον να
+παραβάλλωνται τα όργανα ταύτα μεταξύ των και κατ' ακολουθίαν να
+εξελέγχωνται αι υποδείξεις αυτών.
+
+Το «Πίλγριμ» ήτο λοιπόν επαρκώς εφωδιασμένον υπό την έποψιν
+ταύτην, και ο Δικ Σανδ συνέστησεν εις τους ανθρώπους του να
+προσέχωσι πολύ τας δύο πυξίδας τας τοσούτον αναγκαίας εις
+αυτόν.
+
+Αλλά δυστυχώς, κατά την νύκτα της 12 προς την 13 Φεβρουαρίου,
+ενώ ο δόκιμος ήτο εν υπηρεσία και εκράτει το οιακοστρόφιον,
+συνέβη δυσάρεστόν τι.
+
+Η ανάστροφος πυξίς, ήτις ήτο προσκεκολημμένη διά χαλκίνου
+κρίκου επί της μεσοδόμης του κοιτώνος, απεσπάσθη και έπεσεν επί
+του δαπέδου. Μόλις δε την επομένην ημέραν παρετήρησαν τούτο.
+
+Πώς ο κρίκος εκείνος ήνοιξε; το πράγμα ήτο ανεξήγητον. Πιθανόν
+όμως να είχεν οξειδωθή και προνευσασμός τις ή σάλος τον
+απέσπασεν από της μεσόδμης. Ακριβώς δε κατά την νύκτα εκείνην η
+θάλασσα ήτο αγριωτέρα. Όπως δήποτε η πυξίς είχε θραυσθή εις
+τρόπον ανεπίδεκτον διορθώσεως.
+
+Ο Δικ Σανδ εδυσθύμησεν. Εις το εξής ήτο υπεύθυνος, ηδύνατο να
+έχη δυσαρέστους συνεπείας. Έλαβε λοιπόν ο δόκιμος όλα τα μέτρα,
+ώστε η άλλη πυξίς να προφυλάσσηται από παντός ενδεχομένου.
+
+Πλην της βλάβης ταύτης, τα πάντα μέχρι τότε έβαινον καλώς εν τω
+πλοίω.
+
+Η κυρία Βέλδων, βλέπουσα την αταραξίαν του Δικ Σανδ, ανέλαβε
+θάρρος. Ουχί διότι δεν απελπίσθη ποτέ. Προ παντός άλλου
+εστηρίζετο εις την αγαθότητα του Θεού. Τούτου ένεκα, ως
+ειλικρινής και ευσεβής χριστιανός ενεδυναμούτο διά της
+προσευχής.
+
+Ο Δικ Σανδ είχε διευθετήσει τα πράγματα, ούτως ώστε να μένη εις
+το πηδάλιον κατά την νύκτα. Εκοιμάτο πέντε ή έξ ώρας την ημέραν
+και τούτο τω εφαίνετο αρκετόν, επειδή δεν ησθάνετο κόπωσιν.
+Κατά το διάστημα τούτο ο Τωμ ή ο υιός του Βαρθολομαίος
+αντικαθίστων αυτόν εις το οιακοστρόφιον, και χάρις εις τας
+συμβουλάς του εγίνοντο ολίγον κατ' ολίγον καλοί πηδαλιούχοι.
+
+Πολλάκις η κυρία Βέλδων και ο δόκιμος συνομίλουν. Ο Δικ Σανδ
+ευχαρίστως εδέχετο συμβουλάς παρά της ευφυούς και γενναίας
+εκείνης γυναικός. Καθ' εκάστην τη εδείκνυεν επί του χάρτου του
+πλοίου το διανυθέν διάστημα, όπερ υπελόγιζε λαμβάνων υπ' όψει
+μόνον την διεύθυνσιν και την ταχύτητα του πλοίου.
+
+ — Ιδέτε, κυρία Βέλδων, τη επανελάμβανε πολλάκις, εάν
+εξακολουθήσωσιν οι άνεμοι ούτοι, δεν θα βραδύνωμεν να φθάσωμεν
+ες τα παράλια της μεσημβρινής Αμερικής. Δεν θέλω να βεβαιώσω,
+αλλά νομίζω ότι, όταν το πλοίον αντικρύση ξηράν, δεν θα είμεθα
+μακράν του Βαλπαραΐζου.
+
+Η κυρία Βέλδων δεν ηδύνατο ν' αμφιβάλη ότι η διεύθυνσις του
+πλοίου ήτο καλή, υποβοηθουμένη προ πάντων υπό των ανέμων
+εκείνων.
+
+Αλλά πόσον μακράν έτι τη εφαίνετο από της Αμερικανικής
+παραλίας! Πόσοι κίνδυνοι μεταξύ αυτού και της ξηράς, χωρίς να
+υπολογίση τους δυναμένους να προέλθωσιν εκ μεταβολής τινος εις
+την κατάστασιν της θαλάσσης και του ουρανού!
+
+Ο Ζακ, αμέριμνος ως όλα τα παιδία της ηλικίας του, είχεν
+επαναλάβει τα συνήθη παίγνιά του τρέχων επί του καταστρώματος,
+διασκεδάζων μετά του Δίγγου.
+
+Βεβαίως έβλεπεν ότι ο Δικ ήτο ολιγότερον ή άλλοτε μετ' αυτού,
+αλλ' η μήτηρ του τω έδωκε να εννοήση ότι έπρεπε να αφήση τον
+δόκιμον ήσυχον εις τας ασχολίας του. Ο μικρός Ζακ υπήκουσεν εις
+τας συμβουλάς εκείνας και δεν ηνώχλει πλέον τον «πλοίαρχον
+Σανδ».
+
+Ούτω τα πράγματα έβαινον εν τω πλοίω. Οι μαύροι εξετέλουν μετά
+νοημοσύνης τας εργασίας των και εγίνοντο ημέρα τη ημέρα
+εμπειρότεροι εις το ναυτικόν επάγγελμα.
+
+Ο Τωμ εγένετο φυσικώς ο ναύκληρος και αυτόν βεβαίως θα εξέλεγον
+οι σύντροφοί του διά το έργον τούτο. Αυτός εκυβέρνα, όταν
+ανεπαύετο ο δόκιμος και είχε μεθ' εαυτού τον υιόν του
+Βαρθολομαίον και τον Αυγουστίνον.
+
+Ο Ακτέων και ο Ηρακλής υπηρέτουν κατά την άλλην φυλακήν υπό την
+διεύθυνσιν του Δικ Σανδ. Τοιουτοτρόπως δε ενώ ο είς εκυβέρνα,
+οι άλλοι ηγρύπνουν εις την πρώραν.
+
+Καίτοι τα μέρη εκείνα ήσαν έρημα και ουδείς φόβος συρράξεως
+υπήρχεν, όμως ο νεαρός δόκιμος απήτει αυστηράν επαγρύπνησιν
+καθ' όλην την νύκτα. Ουδέποτε έπλεε χωρίς να έχη τους
+ωρισμένους φανούς — ένα πράσινον δεξιά και ένα ερυθρόν αριστερά
+— και ως προς τούτο ενήργει φρονιμώτατα.
+
+Εν τούτοις κατά τας νύκτας, ης ο Δικ Σανδ διήρχετο ολοκλήρους
+εις το πηδάλιον, ησθάνετο ενίοτε να τον καταλαμβάνη
+ακαταμάχητος κάματος.
+
+Τότε η χειρ του εκυβέρνα ορμεφύτως. Ήτο αποτέλεσμα κόπου, τον
+οποίον δεν ήθελε να λάβη υπ' όψιν.
+
+Αλλά κατά την νύκτα της 13 προς την 14 Φεβρουαρίου ο Δικ Σανδ,
+κατάκοπος, ηναγκάσθη ν' αναπαυθή επί τινας ώρας και
+αντικατεστάθη εις το πηδάλιον υπό του γέροντος Τωμ.
+
+Ο ουρανός ήτο κεκαλυμμένος υπό νεφών, άτινα προς το εσπέρας
+εχαμήλωσαν υπό την επιρροήν του ψυχρού αέρος. Ήτο λοιπόν σκότος
+πολύ, και θα ήτο αδύνατον να διακρίνη τις τα υψηλά ιστία
+βεβυθισμένα εν τω ζόφω. Ο Ηρακλής και ο Ακτέων εφρούρουν εν τη
+πρώρα.
+
+Εις την πρύμνην, το φως της πυξίδος ασθενή μόνον λάμψιν άφινε
+να διαφεύγη, ήτις αντενακλάτο εις το μεταλλικόν επικάλυμμα του
+οιακοστροφίου. Οι φανοί ρίπτοντες τα φώτα των πλαγίως, άφινον
+το κατάστρωμα του πλοίου εις βαθύ σκότος.
+
+Περί την τρίτην ώραν της πρωίας φαινόμενον υπνωτισμού εγένετο,
+όπερ ουδόλως ηδυνήθη να εννοήση ο γέρων Θωμάς. Οι οφθαλμοί του,
+οίτινες επί πολύ έμενον προσηλωμένοι επί τινος φωτεινού σημείου
+της πυξιδοθήκης, έχασαν αίφνης την αίσθησιν της οράσεως και
+περιέπεσεν εις αληθή υπνωτιστικήν αναισθησίαν.
+
+Ου μόνον δεν έβλεπε πλέον, αλλά και αν τον ήγγιζε τις ή τον
+εκέντα ισχυρώς, ουδέν πιθανώς θα ησθάνετο.
+
+ — Δεν είδε λοιπόν σκιάν τινα ολισθήσασαν επί του
+καταστρώματος. Ήτο ο Νεγορός.
+
+Όταν έφθασεν εις την πρύμνην ο μάγειρος, έθεσεν υπό το κιβώτιον
+αντικείμενόν τι βαρύ, όπερ εκράτει εις την χείρα.
+
+Είτα, αφού παρετήρησεν επί τινας στιγμάς την φωτεινήν πλάκα της
+πυξίδος, έφυγε χωρίς να παρατηρηθή.
+
+Εάν την επιούσαν ο Δικ Σανδ έβλεπε το υπό του Νεγορού εις την
+πυξίδα τεθέν αντικείμενον εκείνο, θα έσπευδε να το εξαγάγη.
+
+Τωόντι ήτο τεμάχιον σιδήρου, του οποίου η επιρροή αλοίωσε τας
+υποδείξεις της πυξίδος. Η μαγνητική βελόνη παρεξετράπη και αντί
+να δεικνύη τον μαγνητικόν βορράν, όστις διαφέρει του κόσμου,
+εδείκνυε τα βορειανατολικά. Εγένετο λοιπόν παρεκτροπή τεσσάρων
+τετάρτων, ήτοι ημισείας ορθής γωνίας.
+
+Ο Τωμ σχεδόν αμέσως συνήλθεν εκ της νάρκης του. Οι οφθαλμοί του
+εστράφησαν επί της πυξίδος . . . Ενόμησεν ότι το «Πίλγριμ» δεν
+είχε καλήν διεύθυνσιν.
+
+Έδωκε μίαν ώθησιν εις το πηδάλιον, ίνα επαναφέρη το πλοίον προς
+ανατολάς . . . Τούτο ενόμιζε τουλάχιστον.
+
+Αλλά, συν τη παρεκκλίσει της βελόνης, την οποίαν δεν ηδύνατο να
+υποπτεύση, η πρώρα, τροποποιηθείσα κατά τέσσαρα τέταρτα,
+διηυθήνετο νοτιοανατολικώς.
+
+Και τοιουτοτρόπως, ενώ υπό την επίδρασιν ουρίου ανέμου το
+«Πίλγριμ» θα ηκολούθει την απαιτουμένην διεύθυνσιν, έπλεε μετά
+λάθους τεσσαράκοντα και πέντε μοιρών.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'.
+
+ΤΡΙΚΥΜΙΑ
+
+
+
+Κατά την μετά το συμβάν τούτο εβδομάδα, από της 14 μέχρι της 21
+Φεβρουαρίου, ουδέν έτερον συνέβη εν τω πλοίω. Ο βορειοδυτικός
+άνεμος ενεδυναμούτο κατ' ολίγον, και το «Πίλγριμ» διέσχιζε
+ταχέως τα κύματα διατρέχον κατά μέσον όρον 160 μίλια ανά 24
+ώρας. Ήτο περίπου όσον ηδύνατό τις να ζητήση παρά πλοίου
+τοιούτου μεγέθους.
+
+Ο μυοπάρων, κατά την ιδέαν του Δικ Σανδ, θα προσήγγιζε λοιπόν
+εις τα παράλια τα μάλλον συχναζόμενα υπό των μακρών
+ταχυδρομικών πλοίων, άτινα προσπαθούσι να διέλθωσιν από του
+ενός εις το άλλο ημισφαίριον· Ο δόκιμος ήλπιζε πάντοτε ότι
+ήθελε να συναντήση έν εκ των τοιούτων πλοίων και είχε σταθεράν
+απόφασιν να μεταβιβάση εις αυτό τους επιβάτας του, ή να
+δανεισθή παρ' αυτού επικουρικούς τινας ναύτας, και ίσως ένα
+αξιωματικόν. Αλλ' αν και η επαγρύπνησις ήτο δραστηριωτάτη,
+ουδέν πλοίον εφάνη, και η θάλασσα ήτο πάντοτε έρημος.
+
+Τούτο εξέπληττεν ολίγον τον Δικ Σανδ. Είχε διαπλεύσει πολλάκις
+το μέρος εκείνο του Ειρηνικού κατά τας τρεις τελευταίας αλιείας
+εις τας βορείας θαλάσσας. Υπό το πλάτος δε και το μήκος εις τα
+οποία υπελόγιζεν ότι ευρίσκετο, σπάνιον ήτο να φανή πλοίον τι
+αγγλικόν ή αμερικανικόν ανερχόμενον από του ακρωτηρίου Χορν
+προς τον Ισημερινόν, ή κατερχόμενον προς την εσχάτην άκραν της
+νοτίας Αμερικής.
+
+Αλλ' εκείνο το οποίον ο Δικ Σανδ ηγνόει, εκείνο το οποίον δεν
+ηδύνατο μάλιστα να γνωρίση, ήτο ότι το «Πίλγριμ» ευρίσκετο ήδη
+εν υψηλοτέρω πλάτει, δηλαδή πλειότερον προς νότον παρ' όσον
+υπέθετε.
+
+Τούτο συνέβαινε διά δύο λόγους.
+
+Πρώτον διότι τα ρεύματα των μερών εκείνων, των οποίων την
+ταχύτητα ατελώς μόνον ηδύνατο να εκτιμήση ο δόκιμος, είχεν
+συντελέσει, χωρίς να το εννοήση, εις το να ρίψωσι το πλοίον έξω
+της οδού του.
+
+Δεύτερον η πυξίς, διαστραφείσα υπό της κακούργου χειρός του
+Νεγορού, παρείχεν ανακριβείς ενδείξεις, — ενδείξεις τας οποίας,
+από της απωλείας της δευτέρας πυξίδος, δεν ηδύνατο ο Δικ Σανδ
+να εξελέγξη. Ούτω λοιπόν, ενώ επίστευε και έπρεπε να πιστεύη
+ότι κατηυθύνετο προς ανατολάς, πράγματι κατηυθύνετο προς τα
+νοτιανατολικά. Η πυξίς ευρίσκετο πάντοτε ενώπιόν του. Το
+δρομόμετρον ερρίπτετο τακτικώς. Τα δύο ταύτα όργανα τω
+επέτρεπον κατά τι μέτρον, να διευθύνη το «Πίλγριμ» και να
+υπολογίζη τον αριθμόν των διανυθέντων μιλίων. Αλλ' ήτο τούτο
+αρκετόν;
+
+Εν τούτοις ο νεαρός δόκιμος καθησύχαζε πάντοτε, και όσον
+ηδύνατο πειστικώτερον την κυρίαν Βέλδων την οποίαν ανησύχουν
+ενίοτε τα περιστατικά του διάπλου εκείνου.
+
+ — Θα φθάσωμεν, θα φθάσωμεν! επανελάμβανε. Θα πσοσεγγίσωμεν εις
+την αμερικανικήν παραλίαν, αδιάφορον πού, αλλ' όπως δήποτε θα
+προσορμισθώμεν. Δεν αμφιβάλλω, Δικ;
+
+ — Βεβαίως, κυρία Βέλδων, θα ήμην ησυχώτερος εάν δεν ευρίσκεσθε
+εντός του πλοίου, εάν δεν είχομεν να δώσωμεν λόγον ειμή μόνον
+περί ημών, αλλά . . .
+
+ — Αλλ' εάν δεν ήμην εις το πλοίον, απεκρίθη η κυρία Βέλδων,
+εάν ο εξάδελφος Βενέδικτος, ο Ζακ και εγώ δεν επιβιβαζόμεθα επί
+του «Πίλγριμ», και εάν αφ' ετέρου ο Τωμ και οι σύντροφοί του
+δεν εσυνάζοντο από την θάλασσαν, Δικ, δεν θα υπήρχον πλέον εδώ
+ειμή δύο και μόνοι άνθρωποι, συ και ο Νεγορός . . . Τι θα
+εγίνεσο μόνος μετ' αυτού του κακού ανθρώπου, προς τον οποίον
+δεν δύνασαι να έχης εμπιστοσύνην; Ναι, τέκνον μου, τι θα
+εγίνεσο;
+
+ — Πρώτον, απεκρίθη αποφασιστικώς ο Δικ Σανδ, θα καθίστων τον
+Νεγορόν ανίκανον να βλάψη.
+
+ — Και θα εκυβέρνας μόνος;
+
+ — Ναι . . . μόνος . . . με την βοήθειαν του Θεού.
+
+Η ευστάθεια των λόγων τούτων έδιδε πολλήν ελπίδα εις την κυρίαν
+Βέλδων.
+
+Και όμως, βλέπουσα τον μικρόν Ζακ, πολλάκις ησθάνετο ανησυχίαν.
+
+Εάν η γυνή δεν εδείκνυε τι ησθάνετο η μήτηρ, δεν κατώρθου όμως
+πάντοτε να εμποδίση μυστικήν τινα αγωνίαν θλίβουσαν την καρδίαν
+της.
+
+Εν τούτοις, εάν ο νεαρός δόκιμος δεν είχε τόσας υδρογραφικάς
+γνώσεις ώστε να υπολογίζη, εκέκτητο όμως αληθή ιδιοφυίαν
+ναυτικήν διά να προγνωρίζη τον καιρόν.
+
+Η όψις του ουρανού αφ' ενός και αφ' ετέρου αι υποδείξεις του
+βαρομέτρου τω επέτρεπον να λαμβάνη τας προφυλάξεις του.
+
+Ο πλοίαρχος Χουλ καλός μετεωρολόγος, τον είχε διδάξει την
+χρήσιν του οργάνου τούτου, ούτινος τα προγνωστικά είναι εντελώς
+βέβαια.
+
+Ιδού εν ολίγοις τι περιλαμβάνουσιν αι σχετικαί προς την
+παρατήρησιν του βαρομέτρου γνώσεις:
+
+1. Όταν μετά αρκούντως μακράν διάρκειαν ωραίου καιρού το
+βαρόμετρον αρχίζη να ταπεινούται βιαίως και εξακολουθητικώς, θα
+επέλθη βεβαίως βροχή· αλλ' εάν ο ωραίος καιρός διήρκεσεν επί
+μακρόν, ο υδράργυρος δύναται να κατέλθη δύο ή τρεις ημέρας εις
+τον βαρομετρικόν σωλήνα πριν ή παρατηρηθή μεταβολή τις εν τη
+καταστάσει της ατμοσφαίρας.
+
+Τότε, όσω περισσότερος χρόνος παρέλθη μεταξύ της πτώσεως του
+υδραργύρου και της επελεύσεως της βροχής, τόσω μακροτέρα θα
+είναι η διάρκεια του βροχερού καιρού.
+
+2. Εάν εξ εναντίας εν καιρώ βροχερώ διαρκέσαντι επί μακρόν, το
+βαρόμετρον αρχίζει να υψούται βραδέως και κανονικώς, βεβαιότατα
+ο ωραίος καιρός θα επέλθη και θα διαρκέση τόσω μάλλον όσο
+μακρότερον διάστημα παρήλθε μεταξύ της ελεύσεως αυτού και της
+ενάρξεως της υψώσεως του βαρομέτρου.
+
+3. Εις τας δύο προηγουμένας περιπτώσεις, εάν η μεταβολή του
+καιρού επέλθη αμέσως μετά την κίνησιν της βαρομετρικής στήλης,
+η μεταβολή ολίγιστον θα διαρκέση.
+
+4. Εάν το βαρόμετρον ανέρχηται βραδέως και εξακολουθητικώς επί
+δύο ή τρεις ημέρας ή μάλιστα περισσότερον, αναγγέλει ωραίον
+καιρόν, έστω και αν η βροχή δεν ήθελε παύσει κατά τας τρεις
+ημέρας, και τανάπαλιν· αλλ' εάν το βαρόμετρον ανέρχηται επί δύο
+ή πλείονας ημέρας διαρκούσης της βροχής, είτα δε, επανερχομένου
+του ωραίου καιρού, αρχίση πάλιν να κατέρχηται τότε ο ωραίος
+καιρός θα διαρκέση ολίγιστον, και τανάπαλιν.
+
+5. Κατά το έαρ και το φθινόπωρον, βιαία κατάπτωσις του
+βαρομέτρου προμυνύει άνεμον. Κατά το θέρος, εάν ο καιρός είναι
+θερμότατος, προμηνύει θύελλαν. Κατά τον χειμώνα, μετά παγετόν
+διαρκέσαντα επί τινα χρόνον, ταχεία ταπείνωσις της βαρομετρικής
+στήλης προμηνύει μεταβολήν ανέμου συνοδευομένην υπό διαλύσεως
+του πάγου και υπό της βροχής, αλλ' ύψωσις επερχομένη εν παγετώ
+διαρκέσαντι επί τινα χρόνον, είναι προγνωστικόν χιόνος.
+
+6. Αι ταχείαι ταλαντεύσεις του βαρομέτρου ουδέποτε πρέπει να
+εξηγώνται ως προάγγελοι ξηρού ή βροχερού καιρού διαρκείας
+τινός. Αι υποδείξεις αύται δίδονται αποκλειστικώς διά της
+υψώσεως ή ταπεινώσεως ήτις εκτελείται κατά τρόπον κανονικόν και
+άνευ διακοπής.
+
+7. Περί τα τέλη του φθινοπώρου, εάν μετά παρατεταμένον βροχερόν
+ή ανεμώδη καιρόν το βαρόμετρον υψωθή, η ύψωσις αύτη
+προαναγγέλλει την μεταβολήν του ανέμου εις βόρειον και
+προσέγγισιν παγετού.
+
+Τοιαύτα είναι αι γενικαί συνέπειαι ας δύναταί τις να εξαγάγη εκ
+των ενδείξεων του πολυτίμου τούτου οργάνου.
+
+Τούτο εγίνωσκεν εντελώς ο Δικ Σανδ, τούτο είχε παρατηρήσει εις
+διαφόρους περιστάσεις του ναυτικού του βίου, και τούτο καθίστα
+αυτόν επιτήδειον να προφυλάσσηται κατά παντός ενδεχομένου να
+συμβή.
+
+Ακριβώς λοιπόν την 20 Φεβρουαρίου αι μετακινήσεις της
+βαρομετρικής στήλης ήρχισαν να εμβάλλωσιν εις μερίμνας τον
+νεαρόν δόκιμον, όστις καθ' εκάστην παρετήρει αυτάς μετά πολλής
+προσοχής. Πράγματι, το βαρόμετρον ήρχισε να καταβαίνη βραδέως
+και συνεχώς, όπερ προεμήνυε βροχήν· αλλ' η βροχή αύτη εβράδυνε
+να πέση· και ο Δικ Σανδ συνεπέρανεν ότι ο άθλιος καιρός ήθελε
+διαρκέσει. Τούτο και συνέβη.
+
+Αντί της βροχής επήλθεν ο άνεμος, και τωόντι από της στιγμής
+εκείνης τοσούτον ηυξήθη, ώστε διήνυεν εξήκοντα πόδας κατά παν
+δευτερόλεπτον ήτοι τριάκοντα και έν μίλια την ώραν.
+
+Εδέησε τότε ο Δικ Σανδ να λάβη προφυλάξεις τινάς, όπως μη
+κινδυνεύσωσιν οι ιστοί και τα ιστία του «Πίλγριμ».
+
+Είχεν ήδη περιστείλει τον σίπαρον, το λαίφος και τον πρόθοον,
+απεφάσισε δε να πράξη το αυτό ως προς τον φώσωνα και τον
+δόλωνα.
+
+Η τελευταία αύτη εργασία έμελλε να παρουσιάση δυσχερείας τινάς
+ένεκεν του μη εισέτι εξησκημένου πληρώματος. Εν τούτοις δεν
+έπρεπε να διστάσωσι, και ουδείς εδίστασεν.
+
+Ο Δικ Σανδ, συνοδευόμενος υπό του Βαρθολομαίου και του
+Αυγουστίνου, ανήλθεν επί του ακατίου ιστού και κατώρθωσεν, ουχί
+άνευ δυσκολίας, να περιστείλη τον φώσωνα. Εάν ο καιρός ήτο
+ολιγώτερον απειλητικός, θα άφινε τας δύο κεραίας επί του ιστού
+αλλά προβλέπων ότι θα ηναγκάζετο πιθανώς να αφοπλίση τον ιστόν
+και ίσως μάλιστα να τον αποσπάση εντελώς, αφήρεσε τας δύο
+κεραίας και τας έρριψεν επί του καταστρώματος. Είναι ευνόητον
+ότι όταν ο άνεμος κατασταθή ισχυρότατος, πρέπει ου μόνον να
+ελαττωθώσι τα ιστία αλλά και οι ιστοί. Τούτο είναι μεγάλη
+ανακούφισις εις το πλοίον, όπερ, ολιγώτερον βεβαρημένον εις τα
+άνω, δεν κουράζεται πλέον υπό του σάλου και του προνευστασμού
+(παρακυλητό και σκαμπανέβασμα).
+
+Περαιωθέντος του πρώτου τούτου έργου — όπερ απήτησε δύο ώρας —
+ο Δικ Σανδ και οι σύντροφοί του ενησχολήθησαν να περιστείλωσι
+την επιφάνειαν του δόλαινος. Το «Πίλγριμ» δεν έφερεν ως τα
+πλείστα νεώτερα πλοία διπλούν δόλωνα, όπερ ευκολύνει τον
+χειρισμόν. Έπρεπε λοιπόν να ενεργήσωσιν ως άλλοτε, δηλαδή να
+τρέξωσι διά των αναβαθρών όπως περιστείλωσι το υπό του ανέμου
+δερόμενον ιστίον και το δέσωσι στερεώς διά των μικρών σχοινίων.
+
+Η εργασία ήτο δύσκολος, μακρά και επικίνδυνος, αλλά τέλος ο
+περισταλείς δόλων έδωκεν ολιγωτέραν λαβήν εις τον άνεμον, και ο
+μυοπάρων επαισθητώς ανεκουφίσθη.
+
+Ο Δικ Σανδ κατέβη πάλιν μετά του Βαρθολομαίου και του
+Αυγουστίνου. Το «Πίλγριμ» ευρέθη τότε υπό τας απαιτουμένας προς
+πλουν συνθήκας.
+
+Κατά τας τρεις ακολούθους ημέρας, 20, και 21, και 22
+Φεβρουαρίου, η δύναμις και η διεύθυνσις του ανέμου δεν
+μετεβλήθησαν επαισθητώς. Ουχ ήττον ο υδράργυρος εξηκολούθει να
+καταβαίνη εν τω βαρομετρικώ σωλήνι, και κατά την τελευταίαν
+ταύτην ημέραν ο δόκιμος εσημείωσεν ότι κατ' εξακολούθησιν έμενε
+κάτω των εικοσιοκτώ δακτύλων και 7]10 (728 χιλιομέτρων).
+
+Ουδεμία ένδειξις άλλως τε ότι το βαρόμετρον ήθελεν ανέλθει,
+πριν παρέλθη χρόνος τις. Η θέα του ουρανού ήτο κακή και
+υπερβολικώς ανεμώδης. Πλην δε τούτου, πυκναί ομίχλαι εκάλυπτον
+αυτόν διαρκώς. Το στρώμα αυτών μάλιστα τόσω ήτο βαθύ, ώστε δεν
+εφαίνετο πλέον ο ήλιος και θα ήτο δύσκολον να ορίση τις το
+μέρος της ανατολής και της δύσεως αυτού.
+
+Ο Δικ Σανδ ήρχισε ν' ανησυχή. Δεν ανεχώρει από του
+καταστρώματος, και μόλις εκοιμάτο. Εν τούτοις, η ηθική δύναμις
+τω επέτρεπε να απωθή τας αγωνίας του εις τους μυχούς της
+καρδίας του.
+
+Την επιούσαν, 23 Φεβρουαρίου, ο άνεμος εφάνη ολίγον πραϋνθείς
+κατά την πρωίαν, αλλ' ο Δικ Σανδ δεν ησύχασε. Και είχε δίκαιον,
+διότι μετά μεσημβρίαν ο άνεμος εγένετο σφοδρός και η θάλασσα
+μάλλον αγρία.
+
+Περί την τετάρτην ώραν ο Νεγορός, όστις ενεφανίζετο σπανίως,
+αφήκε την θέσιν του και ανέβη επί του σκοπιωρού της πρώρας. Ο
+Δίγγος εκοιμάτο είς τινα γωνίαν βεβαίως, καθότι δεν υλάκτησε
+κατά το σύνηθες.
+
+Ο Νεγορός, πάντοτε σιωπηλός, έμεινεν επί ημισείαν ώραν
+παρατηρών τον ορίζοντα.
+
+Μεγάλα κύματα διεδέχοντο άλληλα, χωρίς έτι να συγκρούωνται. Εν
+τούτοις ήσαν υψηλότερα παρ' όσον η δύναμις του ανέμου επέτρεπε
+τούτο. Εκ τούτου ώφειλον να συμπεράνωσιν ότι μεγάλη κακοκαιρία
+επεκράτει προς δυσμάς, εις πλησιεστάτην ίσως απόστασιν, και ότι
+δεν θα εβράδυνε να έλθη και εις τα μέρη εκείνα.
+
+Ο Νεγορός παρετήρησε την ευρείαν εκείνην έκτασιν της θαλάσσης,
+ήτις τοσούτω βαθέως συνεταράσσετο περί το «Πίλγριμ». Είτα οι
+οφθαλμοί του, πάντοτε ψυχροί και ξηροί, εστράφησαν προς τον
+ουρανόν.
+
+Η θέα αυτού ήτο ανησυχητική. Οι ατμοί μετετοπίζοντο μετά
+διαφόρου ταχύτητος. Τα νέφη της ανωτέρας ζώνης έτρεχον
+ταχύτερον ή τα νέφη των χαμηλών στρωμάτων της ατμοσφαίρας. Έδει
+λοιπόν να προΐδωσι την λίαν προσεχή περίπτωσιν, καθ' ήν αι
+βαρείαι εκείναι μάζαι θα εχαμήλουν και θα μετεβάλλοντο εις
+τρικυμίαν ίσως εις λαίλαπα.
+
+Είτε διότι ο Νεγορός ήτο ανήρ άφοβος, είτε διότι δεν εννόησε
+τας απειλάς του καιρού, δεν εφάνη αισθανθείς εντύπωσίν τινα. Εν
+τούτοις μοχθηρόν τι μειδίαμα εφάνη επί των χειλέων του. Ηδύνατό
+τις δε να είπη ότι η κατάστασις εκείνη των πραγμάτων μάλλον
+ηυχαρίστησεν ή δυσηρέστησεν αυτόν. Ανέβη επί του πλαγίου ιστού
+της πρώρας, ίνα εκτείνη την δράσιν του μακρότερον, ωσεί εζήτει
+σημείον τι εις τον ορίζοντα. Είτα, κατέβη πάλιν και ησύχως,
+χωρίς να προσφέρη λέξιν, χωρίς να ποιήση χειρονομίαν,
+επέστρεψεν εις την θέσιν του.
+
+Εν τούτοις, εν μέσω όλων των φοβερών εκείνων εικασιών, υπήρχεν
+αίσιόν τι, όπερ οι εν τω πλοίω ώφειλον να λάβωσιν υπ' όψιν· ήτο
+δε τούτο ότι ο άνεμος εκείνος, όσον βίαιος και αν ήτο ή ηδύνατο
+να γίνη, ήτο ούριος και το «Πίλγριμ» θα έφθανε ταχέως εις την
+αμερικανικήν παραλίαν. Εάν μάλιστα ο καιρός δεν μεταβάλλετο εις
+τρικυμίαν, ο πλους εκείνος θα εξηκολούθει γινόμενος άνευ
+μεγάλου κινδύνου, οι αληθείς δε κίνδυνοι θα παρουσιάζοντο μόνον
+εάν προέκειτο να προσορμισθώσιν εις δυσόριστόν τι σημείον της
+παραλίας.
+
+Τούτο λοιπόν απησχόλει τον Δικ Σανδ. Εάν ανεκάλυπτε ξηράν, πώς
+ήθελε διευθύνει το πλοίον άνευ πλοηγού τινος, ή οδηγού εμπείρου
+των παραλίων; Εν ή δε περιπτώσει η κακοκαιρία τον ηνάγκαζε να
+ζητήση λιμένα τινά καταφυγής, τι θα έπραττεν, αφού τα μέρη
+εκείνα ήσαν εντελώς άγνωστα εις αυτόν;
+
+Βεβαίως δεν υπήρχεν ακόμη ανάγκη να σκεφθή επί του ενδεχομένου
+τούτου.
+
+Εν τούτοις, όταν θα ήρχετο η ώρα εκείνη, έπρεπε να λάβη
+απόφασίν τινα. Λοιπόν ο Δικ Σανδ θα την ελάμβανε.
+
+Κατά τας δεκατρείς ημέρας αίτινες παρήλθον από της 24
+Φεβρουαρίου, η κατάστασις της ατμοσφαίρας δεν μετεβλήθη
+επαισθητώς.
+
+Ο ουρανός ήτο πάντοτε βεβαρυμένος υπό πυκνής ομίχλης.
+
+Επί τινας ώρας ο άνεμος ηλαττούτο, αλλ' έπειτα έπνεε μετά της
+αυτής δυνάμεως.
+
+Δις ή τρεις το βαρόμετρον ανήλθεν, αλλ' η ταλάντευσις αυτού,
+περιλαμβάνουσα δωδεκάδα γραμμών, ήτο πολύ απότομος ώστε να
+αναγγείλη μεταβολήν καιρού και επάνοδον ησυχωτέρων ανέμων.
+
+Άλλως τε η βαρομετρική στήλη σχεδόν αμέσως κατήρχετο πάλιν και
+ουδεμία υπήρχεν ελπίς ταχείας απαλλαγής από του κακού εκείνου
+καιρού.
+
+Μεγάλαι ταραχαί εξεδηλώθησαν ωσαύτως αίτινες σπουδαίως
+ανησύχησαν τον Δικ Σανδ. Δις ή τρις ο κεραυνός προσέβαλε τα
+κύματα εις απόστασιν ολίγων μέτρων από του πλοίου.
+
+Είτα η βροχή έπεσε κατά χειμάρρους και εγένοντο δίναι ατμών
+ημισυμπεπυκνωμένων, αίτινες περιέβαλον το «Πίλγριμ» διά πυκνής
+ομίχλης.
+
+Επί ώρας ολοκλήρους ο σκοπός ουδέν ηδύνατο να διακρίνη και
+έπλεον εις τα τυφλά.
+
+Αν το πλοίον εκλυδωνίζετο, ευτυχώς η κυρία Βέλδων υπέμενε τον
+σάλον εκείνον χωρίς να ενοχληθή. Αλλά το μικρόν της τέκνον
+υπέφερε πολύ και ήτο ηναγκασμένη να τω παρέχη πάσαν
+περιποίησιν.
+
+Ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν ήτο πλειότερον ασθενής των
+αμερικανικών σιλφών, αίτινες απετέλουν την μόνην συναναστροφήν
+του, και διήρχετο τον καιρόν του σπουδάζων, ως εάν εκάθητο
+ησύχως εις το εν Αγίω Φραγκίσκω σπουδαστήριόν του.
+
+Ευτυχώς επίσης ο Τωμ και οι εταίροι αυτού δεν έπαθον ναυτίαν,
+και εξηκολούθησαν βοηθούντες τον νεαρόν δόκιμον, ειθισμένον εις
+όλας ταύτας τας ατάκτους κινήσεις πλοίου κλυδωνιζομένου.
+
+Το «Πίλγριμ» έπλεε ταχέως μετά των ολίγων ιστίων και ήδη ο Δικ
+Σανδ προέβλεπεν ότι θα ήτο ανάγκη να τα ελαττώση έτι μάλλον.
+
+Αλλ' ήθελε να διατηρή αυτήν την κατάστασιν, εν όσω ήτο δυνατόν
+να πράττη τούτο ακινδύνως.
+
+Κατά τους υπολογισμούς του η ξηρά δεν έπρεπε να είναι μακράν.
+
+Επηγρύπνουν λοιπόν μετά προσοχής. Εν τούτοις ο δόκιμος δεν
+ηδύνατο να έχη εμπιστοσύνην εις τους οφθαλμούς των συντρόφων
+του προς ανακάλυψιν των πρώτων ενδείξεων της ξηράς.
+
+Τωόντι όσον καλήν δράσιν και αν έχη εκείνος όστις δεν είναι
+συνηθισμένος εις την εξέτασιν του ορίζοντος της θαλάσσης,
+αδυνατεί να εξιχνιάση τας πρώτας περιοχάς παραλίας τινός, προ
+πάντων εν μέσω ομίχλης. Ώφειλε λοιπόν ο Δικ Σανδ να επαγρυπνή
+αυτός ο ίδιος, και πολλάκις ανέβαινεν επί των διζύγων διά να
+ίδη καλλίτερον.
+
+Αλλ' ουδέν εισέτι σημείον αμερικανικής γης εφαίνετο.
+
+Τούτο τον εξέπληττε, και η κυρία Βέλδων, έκ τινων λέξεων,
+αίτινες του διέφυγον, εννόησε την έκπληξίν του ταύτην.
+
+Ήτο η 9 Μαρτίου. Ο δόκιμος ίστατο εις την πρώραν, άλλοτε μεν
+εξετάζων την θάλασσαν και τον ουρανόν, άλλοτε δε παρατηρών τα
+ιστία του «Πίλγριμ» τα οποία ήρχισαν να κάμπτωνται υπό την
+δύναμιν του ανέμου.
+
+ — Ακόμη δεν βλέπεις τίποτε, Δικ; τον ηρώτησεν η κυρία Βέλδων
+καθ' ήν στιγμήν άφηνε το τηλεσκόπιον.
+
+ — Τίποτε, κυρία Βέλδων, τίποτε, απεκρίθη ο δόκιμος, και εν
+τούτοις ο ορίζων φαίνεται αιθριούμενος ολίγον υπό τον βίαιον
+τούτον άνεμον όστις τείνει να γίνη βιαιότερος.
+
+ — Και κατά την ιδέαν σου, Δικ, η αμερικανική ακτή δεν πρέπει
+τώρα να είναι μακράν;
+
+ — Δεν ειμπορεί να είναι, κυρία Βέλδων, και εάν πράγματι με
+εκπλήττει, τούτο είναι πώς δεν ηδυνήθην εισέτι να την διακρίνω.
+
+ — Εν τούτοις, επανέλαβεν η κυρία Βέλδων, το πλοίον έπλεε
+ταχέως.
+
+ — Πάντοτε, αφότου ο άνεμος έπνεε βορειοδυτικός, απεκρίθη ο Δικ
+Σανδ, ήτοι από της ημέρας καθ' ήν απωλέσαμεν τον δυστυχή ημών
+πλοίαρχον και το πλήρωμα αυτού. Ήτο η 10 Φεβρουαρίου. Σήμερον
+έχομεν 9 Μαρτίου. Παρήλθον λοιπόν είκοσι και επτά ημέραι.
+
+ — Αλλά κατ' εκείνην την εποχήν πόσον απείχομεν της ακτής;
+ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.
+
+ — Τέσσαρας χιλιάδας και πεντακόσια μίλια περίπου, κυρία
+Βέλδων. Υπάρχωσι πράγματα περί ων έχω πολλάς αμφιβολίας, περί
+του αριθμού όμως τούτου δύναμαι να εγγυηθώ με την διαφοράν
+είκοσι μιλίων περισσότερον ή ολιγώτερον.
+
+ — Και ποία ήτον η ταχύτης του πλοίου;
+
+ — Κατά μέσον όρον εκατόν ογδοήκοντα μίλια καθ' ημέραν, αφότου
+εδυνάμωσεν ο άνεμος, απήντησεν ο δόκιμος. Διά τούτο εκπλήττομαι
+πώς δεν εφθάσαμεν ακόμη απέναντι ξηράς. Ό,τι δε μοι φαίνεται
+περισσότερον έκτακτον, είναι ότι δεν συναντώμεν μήτε έν εξ
+εκείνων των πλοίων τα οποία διαπλέουσι συνεχώς τα μέρη ταύτα.
+
+ — Μήπως ηπατήθης, Δικ, εις τον υπολογισμόν της ταχύτητος του
+«Πίλγριμ»; επανέλαβεν η κυρία Βέλδων.
+
+ — Όχι, κυρία Βέλδων. Ως προς τούτο δεν ήτο δυνατόν να απατηθώ.
+Το δρομόμετρον ερρίπτετο κατά πάσαν ημίσειαν ώραν και εσημείου
+ακριβώς τας ενδείξεις αυτού. — Ιδού, θα το ρίψω πάλιν, και θα
+ιδήτε ότι διατρέχομεν κατ' αυτήν την στιγμήν δέκα μίλια την
+ώραν, ήτοι πλέον των διακοσίων μιλίων την ημέραν.
+
+Ο Δικ Σανδ εκάλεσε τον Τωμ και τον διέταξε να ρίψη το
+δρομόμετρον, — εργασία εις ην ο γέρων μαύρος ήτο τώρα
+εντριβέστατος.
+
+Το δρομόμετρον στερεώς δεδεμένον εις το άκρον σχοινίου εκομίσθη
+και ερρίφθη εις την θάλασσαν.
+
+Εικοσιπέντε μόλις οργυιαί εξετυλίχθησαν, ότε το σχοινίον
+εχαλαρώθη αίφνης μεταξύ των χειρών του Τωμ.
+
+ — Α! κύριε Δικ, έκραξεν ούτος.
+
+ — Τι είναι, Τωμ;
+
+ — Το σχοινίον εκόπη!
+
+ — Εκόπη! εφώνησεν ο Δικ Σανδ. Και το δρομόμετρον εχάθη!
+
+Ο γέρων Τωμ έδειξε το άκρον του σχοινίου όπερ έμεινεν εις τας
+χείρας του.
+
+Ήτο αληθέστατον. Το σχοινίον δεν ελύθη, αλλ' εκόπη εις το
+μέσον. Και εν τούτοις το σχοινίον εκείνο ήτο στερεόν. Κατ'
+ανάγκην λοιπόν έπρεπε να υποθέση τις ότι είχε φθαρή εκ της
+πολλής χρήσεως εις ην θέσιν εκόπη. Και πράγματι, τούτο ηδύνατο
+να πιστεύση ο Δικ Σανδ, όταν έλαβεν εις χείρας του την άκραν
+του σχοινίου. Αλλ' άρα γε εκ της χρήσεως εφθάρη; τούτο ηρώτα
+καθ' εαυτόν ο δόκιμος δυσπιστών.
+
+Όπως δήποτε το δρομόμετρον απώλετο, και ο Δικ Σανδ ουδέν είχεν
+πλέον μέσον προς ακριβή εκτίμησιν της ταχύτητος του πλοίου του.
+Ως μόνον όργανον λοιπόν είχεν εις το εξής μίαν πυξίδα, αγνοών
+ότι και ταύτης οι ενδείξεις ήσαν ψευδείς.
+
+Η κυρία Βέλδων τον είδε τόσω λυπηθέντα εκ του συμβάντος
+εκείνου, ώστε δεν ηθέλησε να τον εξετάση περισσότερον, και μετά
+συγκεκινημένης καρδίας επανήλθεν εις τον κοιτωνίσκον της.
+
+Αλλ' εάν η ταχύτης του «Πίλγριμ» και επομένως το διανυθέν
+διάστημα δεν ηδύνατο πλέον να εκτιμηθώσιν, εύκολον όμως ήτο να
+παρατηρήσωσιν ότι η σχηματιζομένη αύλαξ δεν ηλαττούτο.
+
+Και πράγματι την επιούσαν 10 Μαρτίου το βαρόμετρον κατήλθεν
+είκοσι οκτώ δακτύλους και δύο δέκατα (716 χιλιόμετρα). Τούτο
+ανήγγελεν άνεμον ταχύτητος εξήκοντα μιλίων καθ' ώραν.
+
+Ήτο επάναγκες να ελαττώσωσιν έτι μάλλον τα ιστία, ίνα μη
+διακινδυνεύση η ασφάλεια του πλοίου.
+
+Ο Δικ Σανδ απεφάσισε να καταβιβάση το επιστηλίδιον, και το
+λαίφος και να περιστείλη τα κατώτερα ιστία, ίνα πλέη μόνον μετά
+του μικρού αρτέμονος και του περιεσταλμένου δόλωνος.
+
+Εκάλεσε τον Τωμ και τους συντρόφους του όπερ δυστυχώς δεν
+ηδύνατο να εκτελεσθή ταχέως.
+
+Και εν τούτοις, ο καιρός επείγε, η τρικυμία εμαίνετο ήδη
+σφοδρότατα.
+
+Ο Δικ Σαδ, ο Αυγουστίνος ο Ακτέων και ο Βαρθολομαίος ανήλθον
+επί των ιστών, ενώ ο Τωμ έμενεν εις το πηδάλιον, και ο Ηρακλής
+επί του καταστρώματος, έτοιμος να χαλαρώση τας υπέρας εις
+πρώτην διαταγήν.
+
+Μετ' απείρους προσπαθείας κατεβίβασαν τον ιστόν του λαίφους και
+το επιστηλίδιον, καίτοι οι γενναίοι εκείνοι άνδρες εκατοντάκις
+εκινδύνευσαν να πέσωσιν εις την θάλασσαν, τόσον ο σάλος έσειε
+τους ιστούς. Είτα δε ελαττωθέντος του δόλωνος και συσταλέντος
+του ακατίου ο μυοπάρων δεν έφερε πλέον ειμή τον μικρόν αρτέμονα
+και τον σμικρυθέντα δόλωνα.
+
+Ει και ο αριθμός των ιστίων ηλαττώθη κατά πολύ, εν τούτοις το
+«Πίλγριμ» εξηκολούθησε να πλέη μεθ' υπερβολικής ταχύτητος.
+
+Την 12 ο καιρός ετράπη επί τα χείρω. Την ημέραν εκείνην από της
+πρωίας ο Δικ Σανδ είδε μετά τρόμου ότι το βαρόμετρον κατήλθεν
+εις εικοσιεπτά δακτύλους και εννέα δέκατα (709 χιλιόμετρα).
+
+Αληθής τρικυμία εξερρήγνυτο, και τοιαύτη ώστε το «Πίλγριμ» δεν
+ηδύνατο να βαστάζη ουδέ τα ολίγα ιστία, τα οποία είχεν
+αναπετασμένα.
+
+Ο Δικ Σανδ, βλέπων ότι ο δόλων εκιδύνευε να σχισθή, διέταξε να
+τον περισφίξωσιν.
+
+Αλλ' εις μάτην. Βιαία ριπή ανέμου επέπεσε κατά την στιγμήν
+εκείνην επί του πλοίου και απέσπασε το ιστίον. Ο Αυγουστίνος,
+ευρισκόμενος επί της κεραίας του μικρού δόλωνος, προσεβλήθη υπό
+του ποδός της δεξιάς. Πληγωθείς δε ελαφρώς ηδυνήθη να καταβή
+πάλιν επί του καταστρώματος.
+
+Ο Δικ Σανδ, εις άκρον ανήσυχος, μίαν είχε πλέον σκέψιν ότι το
+πλοίον, ωθούμενον μετά τοιαύτης μανίας, εκινδύνευε να συντριβή
+από στιγμής εις στιγμήν, καθότι, κατά τους υπολογισμούς του, οι
+σκόπελοι δεν θα ήσαν μακράν. Μετέβη λοιπόν εις την πρώραν, αλλ'
+ουδέν είδεν ομοιάζον προς ξηράν και επανήλθεν εις το πηδάλιον.
+
+Μετ' ολίγας στιγμάς ο Νεγορός ανέβη εις το κατάστρωμα. Εκεί
+αίφνης, ωσεί ακουσίως, ο βραχίων του ετάθη προς σημειόν τι του
+ορίζοντος. Ήθελέ τις υποθέσει ότι διέκρινε ξηράν τινα εν τω
+μέσω της ομίχλης.
+
+Και πάλιν εμειδίασε μοχθηρώς, και χωρίς να είπη τι είδεν,
+επανήλθεν εις την θέσιν του.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'.
+
+ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΡΙΖΟΝΤΑ
+
+
+
+Κατ' εκείνην την ημέραν η τρικυμία έλαβε την μάλλον τρομεράν
+αυτής μορφήν, ήτις λαίλαψ. Ο άνεμος έπνευσε νοτιοδυτικός μετά
+ταχύτητος ενενήκοντα μιλίων καθ' ώραν.
+
+Τωόντι ήτο λαίλαψ, είς των τρομερών εκείνων ανέμων, οίτινες
+ρίπτουσιν επί της παραλίας όλα τα προσωρμισμένα πλοία, και κατά
+των οποίων και αύται αι εν τη ξηρά στερεαί οικοδομαί δεν
+δύνανται να ανθέξωσι. Τοιαύτη ήτο εκείνη, ήτις τη 23 Ιουλίου
+1825 κατέστρεψε την Γουαδελούπην.
+
+Εάν βαρέα πυροβόλα ανηρπάγησαν από των υποστατών των,
+φαντασθήτε τι θα εγίνετο πλοίον μη έχων άλλο στήριγμα ειμή
+θάλασσαν τεταραγμένην!
+
+Και εν τούτοις εις την ευκινησίαν του μόνην δύναται να εύρη την
+σωτηρίαν του, ενδίδει εις τας ωθήσεις του ανέμου και εάν είναι
+στερεώς κατασκευασμένον, δύναται να αψηφήση και τας βιαιοτέρας
+προσβολάς της θαλάσσης. Τοιούτο ήτο το «Πίλγριμ».
+
+Ολίγας στιγμάς μετά την διάρρηξιν του δόλωνος, η αρτεμονίς
+ανηρπάγη και αυτή. Τότε ο Δικ Σανδ απεφάσισε να παραιτηθή και
+αυτής της προτονίδος (σταντέρα), μικρού ιστίου εκ χονδρού
+πανίου, όπερ θα ηδύνατο να καταστήση το πλοίον μάλλον
+ευκυβέρνητον.
+
+Έπλεε λοιπόν το «Πίλγριμ» άνευ ιστίων, αλλ' ο άνεμος τοσούτον
+ισχυρώς προσέβαλλε το σκάφος, τους ιστούς τον εξαρτισμόν, ώστε
+τω έδιδε ταχύτητα καταπληκτικήν. Ενίοτε μάλιστα εφαίνετο
+ανυψούμενον υπέρ τα κύματα και ηδύνατό τις να πιστεύση ότι
+μόλις τα επέψαυεν.
+
+Υπό τας συνθήκας ταύτας, ο σάλος του πλοίου δερομένου υπό των
+τεραστίων κυμάτων τα οποία ανήγειρεν η τρικυμία, ήτο φοβερός.
+
+Υπήρχε φόβος μήπως κτυπηθή εκ των όπισθεν έκ τινος τερατώδους
+κύματος. Τα θαλάσσια εκείνα όρη έτρεχον ταχύτερον του
+μυωπάρωνος και ηπείλουν να τον πλήξωσιν εις την πρύμνην, εάν
+δεν ανυψούτο αρκετά ταχέως.
+
+Ούτος είναι ο μέγιστος κίνδυνος εις παν πλοίον φεύγον προ της
+τρικυμίας.
+
+Αλλά τι έπρεπε να γίνη, όπως προληφθή ο κίνδυνος ούτος; Δεν
+ηδύναντο να δώσωσιν εις το «Πίλγριμ» ταχύτητα μεγαλυτέραν,
+καθότι τότε ουδέ τεμάχιον ιστίου ήθελεν εναπομείνει. Έπρεπε
+λοιπόν να κρατώσιν όσω το δυνατόν διά μόνου του πηδαλίου, του
+οποίου η ενέργεια πολλάκις ήτο ανίσχυρος.
+
+Ο Δικ Σανδ δεν άφινε πλέον το οιακοστρόφιον. Προσεδέθη μάλιστα
+από της οσφύος, ίνα μη τον αναρπάση κύμα τι βίαιον.
+
+
+Ο Τωμ και ο Βαρθολομαίος, δεδεμένοι επίσης, ήσαν έτοιμοι να τον
+βοηθήσωσι. Ο Ηρακλής και ο Ακτέων κρατούμενοι στερεώς εκ των
+ορθοστατών, εφρούρουν εις την πρώραν.
+
+Η δε κυρία Βέλδων, ο μικρός Ζακ, ο εξάδελφος Βενέδικτος και η
+Ναν κατά διαταγήν του δοκίμου, έμενον εις τους κοιτωνίσκους της
+πρύμνης. Η κυρία Βέλδων θα επροτίμα να μείνη εις το κατάστρωμα,
+αλλ' ο Δικ Σανδ αντέτεινεν εις τούτο οριστικώς, καθότι
+τοιουτοτρόπως θα εξετίθετο εις κίνδυνον άνευ τινός ανάγκης.
+
+Πάντες οι κάθεκται είχον κλεισθή αραρότως. Ήλπιζον ότι ήθελον
+ανθέξει καθ' ήν περίπτωσιν φοβερόν τι θαλάσσιον κύμα θα
+εισέπιπτεν επί του καταστρώματος. Εάν κατά δυστυχίαν ενέδιδον
+υπό το βάρος του θαλασσίου όγγου, το πλοίον επλημμυρείτο και θα
+εβυθίζετο.
+
+Ευτυχώς επίσης, το φορτίον ήτο καλώς διηυθετημένον, ούτως ώστε
+μεθ' όλην την κλίσιν του μυοπάρωνος, τα βυτία δεν μετεκινούντο.
+
+Ο Δικ Σανδ ηλάττωσεν ωσαύτως τας ώρας του ύπνου του. Η κυρία
+Βέλδων εφοβήθη μήπως ασθενήση, κατώρθωσε δε να τον πείση ότι
+έπρεπε ν' αναπαύηται περισσότερον.
+
+Ενώ όμως αναπαύετο την νύκτα της 13 προς την 14 Μαρτίου συνέβη
+πάλιν νέον γεγονός.
+
+Ο Τωμ και ο Βαρθολομαίος ευρίσκοντο εις την πρύμνην, οπόταν ο
+Νεγορός, όστις σπανίως ενεφανίζετο εις το μέρος εκείνο του
+καταστρώματος, επλησίασε και εφάνη μάλιστα θέλων να συνδέση
+συνομιλίαν μετ' αυτών· αλλ' ο Τωμ και ο υιός του δεν τω
+απεκρίθησαν.
+
+Αίφνης, είς τινα βιαίαν κυλίνδησιν, ο Νεγορός έπεσε, και θα
+ερρίπτετο βεβαίως εις την θάλασσαν, εάν δεν εκρατείτο εκ της
+πυξιδοθήκης.
+
+Ο Τωμ εξέφερε κραυγήν, φοβηθείς μήπως εθραύσθη η πυξίς.
+
+Ο Δικ Σανδ, εν στιγμή αϋπνίας ήκουσε την κραυγήν, και ορμήσας
+έξω της θέσεώς του έδραμεν εις την πρύμνην.
+
+Ο Νεγορός είχεν ήδη εγερθή αλλ' εκράττει εις την χείρα του το
+τεμάχιον του σιδήρου, όπερ αφήρεσε κάτωθεν του κυτίου και το
+έκρυψε πριν ή το ιδή ο Δικ Σανδ.
+
+Είχεν άρα γε συμφέρον ο Νεγορός να επαναλάβη η βελόνη την αληθή
+αυτής διεύθυνσιν; Ναι, καθότι οι νοτιοδυτικοί άνεμοι τον
+εβοήθουν τότε.
+
+ — Τι είναι; ηρώτησεν ο δόκιμος.
+
+ — Αυτός ο κατηραμένος μάγειρος έπεσεν επί της πυξίδος,
+απεκρίθη ο Τωμ.
+
+Εις τας λέξεις ταύτας ο Δικ Σανδ, ανησυχήσας τα μέγιστα, έκυψεν
+επί του κυτίου. Τα πάντα ήσαν εν καλή καταστάσει, ο δε
+διαβήτης, φωτιζόμενος υπό των φανών, ανεπαύετο πάντοτε επί των
+δύο συγκεντρικών αυτού κύκλων.
+
+Η καρδία του νεαρού δοκίμου ησύχασεν. Η θραύσις της μόνης
+πυξίδος του πλοίου θα ήτο δυστύχημα ανεπανόρθωτον.
+
+Αλλ' ό,τι ο Δικ Σανδ δεν είδεν, ήτο ότι, μετά την αφαίρεσιν του
+σίδηρου τεμαχίου, η βελόνη επανέλαβε την τακτικήν θέσιν της και
+εδείκνυεν ακριβώς τον μαγνητικόν βορράν, εκείνον όστις έπρεπε
+να είναι υπό τον μεσημβρινόν εκείνον.
+
+Εν τούτοις, εάν δεν ηδύνατο να καταστήση τον Νεγορόν υπεύθυνον
+διά την πτώσιν, ήτις εφαίνετο ακουσία, ο Δικ Σανδ είχε δίκαιον
+να εκπλαγή πώς τον εύρεν εν τη ώρα ταύτη εις την πρύμνην του
+πλοίου.
+
+ — Τι κάμνετε εδώ; τον ηρώτησεν.
+
+ — Ό,τι θέλω, απεκρίθη ο Νεγορός.
+
+ — Τι είπατε! . . . ανέκραξεν ο Δικ Σανδ αδυνατών αν καταστείλη
+κίνημα οργής.
+
+ — Λέγω, απεκρίθη ο μάγειρος, ότι δεν υπάρχη κανονισμός
+απαγορεύων να περιφέρεται τις εις την πρύμνην.
+
+ — Λοιπόν, τον κανονισμόν τούτον τον κάμνω εγώ, είπεν ο Δικ
+Σανδ, και σας απαγορεύω να έρχεσθε εις την πρύμνην.
+
+ — Αλήθεια! απεκρίθη ο Νεγορός.
+
+Ο άνθρωπος εκείνος, τοσούτω κύριος εαυτού, έκαμε τότε
+απειλητικόν κίνημα.
+
+Ο δόκιμος εξήγαγε του θυλακίου του περίστροφον και το διηύθυνε
+προς τον μάγειρον.
+
+ — Νεγορέ, είπε, μάθετε ότι το περίστροφον τούτο είναι πάντοτε
+επάνω μου και εις πρώτον κίνημα απειθείας σας συντρίβω την
+κεφαλήν.
+
+Την αυτήν στιγμήν ο Νεγορός ησθάνθη εαυτόν βιαίως κύπτοντα επί
+του καταστρώματος.
+
+Ήτο ο Ηρακλής όστις απλώς επέθεσε την χείρα επί του ώμου του.
+
+ — Πλοίαρχε Σανδ, είπεν ο γίγας, θέλετε να ρίψω αυτόν τον
+αχρείον εις την Θάλασσαν; Θα είναι άριστον φαγητόν εις τα
+οψάρια, τα οποία τρώγουν τα πάντα.
+
+ — Όχι ακόμη, απήντησεν ο Δικ Σανδ.
+
+Ευθύς ως η χειρ του μαύρου έπαυε πλέον να τον πιέζη, ο Νεγορός
+ανηγέρθη. Αλλά διερχόμενος προ του Ηρακλέους.
+
+ — Κατηραμένε μαύρε, εψιθύρισε, θα με το πλήρωσης!
+
+Εν τούτοις ο άνεμος μετεβλήθη, ή τουλάχιστον εφαίνετο ότι
+υπερπήδησε τεσσαράκοντα και πέντε βαθμούς. Και εν τούτοις,
+παράδοξον πράγμα, όπερ εξέπληξε τον δόκιμον, ουδόλως η
+κατάστασις της θαλάσσης εμαρτύρει την μεταβολήν ταύτην. Το
+πλοίον είχε πάντοτε την αυτήν διεύθυνσιν, αλλ' ο άνεμος και τα
+κύματα αντί να το ωθώσιν απ' ευθείας εκ των όπισθεν, έπληττον
+τότε αυτό εκ της αριστεράς πλευράς, — κατάστασις αρκετά
+επικίνδυνος, εκθέτουσα το πλοίον εις προσβολάς εκ του ασθενούς
+μέρους. Τούτου ένεκα ο Δικ Σανδ ηναγκάσθη να στρέψη ολίγον την
+διεύθυνσιν του πλοίου.
+
+Αφ' ετέρου η προσοχή του διηγέρθη πλειότερον ή άλλοτε.
+Εσκέπτετο μήπως υπήρχε συνάφειά τις μεταξύ της πτώσεως του
+Νεγορού και της θραύσεως της πρώτης πυξίδος. Τι ήλθε να πράξη
+εκεί ο μάγειρος; Μήπως είχε συμφέρον τι οίον δήποτε να καταστή
+άχρηστος και η δευτέρα πυξίς; Ποίον ήτο άρα γε το συμφέρον
+τούτο; Τούτο ουδαμώς ηδύνατο να εξηγήση. Ο Νεγορός δεν
+επεθύμει, ως επεθύμουν όλοι, να πλησιάση όσω το δυνατόν
+ταχύτερον την αμερικανικήν ακτήν;
+
+Όταν ο Δικ Σανδ ωμίλησε περί του συμβάντος εκείνου εις την
+κυρίαν Βέλδων, αύτη, καίτοι στηρίζουσα κατά τι την δυσπιστίαν
+του, δεν ηδυνήθη να μαντεύση την εύλογον αιτίαν, ην θα είχεν ο
+μάγειρος προς διάπραξιν του μελετημένου εκείνου κακουργήματος.
+
+Εν τούτοις διά παν ενδεχόμενον, ο Νεγορός ετέθη υπό αυστηράν
+επιτήρησιν. Αλλ' ούτος συνεμορφώθη προς τας διαταγάς του
+δοκίμου και δεν ετόλμησε πλέον να έλθη εις την πρύμνην του
+πλοίου, όπου η υπηρεσία του ουδέποτε τον εκάλει. Άλλως τε δε ο
+Δίγγος είχεν εγκατασταθή εκεί διαρκώς, και ο μάγειρος απέφευγε
+να τον πλησιάση.
+
+Καθ' όλην την εβδομάδα, η τρικυμία δεν ηλαττώθη. Το βαρόμετρον
+εταπεινώθη περισσότερον. Από της 14 μέχρι της 26 Μαρτίου
+υπήρξεν αδύνατον να επωφεληθώσι νηνεμίας τινός, όπως
+αναπετάσωσιν ολίγα ιστία. Το «Πίλγριμ» έφευγε προς το
+βορειανατολικόν μετά ταχύτητος ουχί κατωτέρας των διακοσίων
+μιλίων εις είκοσι και τεσσάρας ώρας, και εισέτι γη δεν
+εφαίνετο! Εν τούτοις η γη εκείνη ήτο η Αμερική, ήτις είναι
+ερριμένη ως άπειρον διάφραγμα μεταξύ του Ατλαντικού και του
+Ειρηνικού, επί μήκους μείζονος των εκατόν είκοσι μοιρών.
+
+Ο Δικ Σανδ εσκέφθη μήπως δεν είχε πλέον την αίσθησιν του
+αληθούς, μήπως από τοσούτων ημερών εν αγνοία του διέτρεχε προς
+λελανθασμένην διεύθυνσιν. Όχι, δεν ηδύνατο να απατηθή εις
+τοιούτον βαθμόν. Ο ήλιος, ει και δεν εφαίνετο εν τω μέσω της
+ομίχλης, ανέτελλε πάντοτε ενώπιόν του και έδυεν όπισθέν του.
+Αλλά τότε πώς εξηφανίσθη η γη εκείνη; Η Αμερική εκείνη, εις την
+οποίαν θα εξώκειλεν ίσως το πλοίον του, πού ήτο εάν δεν ήτο
+εκεί; Είτε εις την νότιον είτε εις την βόρειον ήπειρον — καθότι
+τα πάντα ήσαν δυνατά εν μέσω του χάους εκείνου — το «Πίλγριμ»
+ώφειλε να πλησιάση. Τι συμβαίνη λοιπόν από της ενάρξεως της
+φοβεράς εκείνης τρικυμίας; Τι συνέβαινεν έτι αφού η παραλία
+εκείνη, είτε προς σωτηρίαν είτε προς απώλειαν, δεν ενεφανίζετο;
+Έπρεπε λοιπόν ο Δικ Σανδ να υποθέση ότι ηπατήθη υπό της
+πυξίδος, της οποίας δεν ηδύνατο να εξελέγξη τας υποδείξεις,
+αφού η δευτέρα πυξίς έλειπε διά να ποιήση την εξέλεγξιν
+εκείνην; Τη αληθεία τον κατέλαβεν ο φόβος ούτος, τον οποίον
+ηδύνατο να δικαιολογήση η απουσία οίας δήποτε ξηράς. Ούτω
+λοιπόν, όταν δεν ήτο εις το πηδάλιον, ο Δικ Σανδ δεν έπαυε να
+κατατρώγη διά των οφθαλμών τον χάρτην. Αλλ' εις μάτην τον
+ηρεύνα, δεν ηδύνατο ούτος να τω δώση την εξήγησιν αινίγματος,
+όπερ, εν ή θέσει έφερεν αυτόν ο Νεγορός, ήτο ακατανόητον, ως θα
+ήτο και εις πάντα άλλον . . .
+
+Εν τούτοις την ημέραν εκείνην, 21 Μαρτίου, συνέβη τι
+σπουδαιότατον.
+
+Ο Ηρακλής, φρουρών εις την πρώραν, ανέκραξε:
+
+ — Γη! γη!
+
+Ο Δικ Σανδ επήδησεν εις το πρωραίον ανύψωμα. Ο Ηρακλής, όστις
+δεν ηδύνατο να έχη οφθαλμούς ναυτικού, μήπως ηπατάτο άρα γε;
+
+ — Η γη; ανέκραξεν ο Δικ Σανδ.
+
+ — Εκεί, απεκρίθη ο Ηρακλής, δεικνύων σημειόν τι σχεδόν
+αδιόρατον εις τον ορίζοντα προς το βορειανατολικόν.
+
+Μόλις ηκούοντο ομιλούντες εν μέσω των μυκηθμών της θαλάσσης και
+του ουρανού.
+
+ — Είδετε την γην; . . . είπεν ο δόκιμος.
+
+ — Ναι, απήντησεν ο Ηρακλής, επικυρών και διά της κεφαλής.
+
+ — Και η χειρ του ετέθη πάλιν προς αριστερά. Ο δόκιμος
+παρετήρει, αλλ' ουδέν διέκρινε.
+
+Την στιγμήν εκείνην η κυρία Βέλδων, ήτις είχεν ακούσει την
+κραυγήν του Ηρακλέους, ανέβη εις το κατάστρωμα, παρά την
+υπόσχεσιν ότι δεν ήθελε ναναβή.
+
+ — Κυρία! . . . έκραξεν ο δόκιμος.
+
+Η κυρία Βέλδων, μη δυναμένη να ακουσθή, προσεπάθησε και αύτη να
+διακρίνη την υπό του μαύρου αναγγελθείσαν γην, και εφαίνετο
+ωσεί θέλουσα να συγκεντρώση όλην αυτής την ζωήν εις τους
+οφθαλμούς.
+
+Δέον να πιστεύσωμεν ότι η χειρ του Ηρακλέους εσφαλμένως
+εδείκνυε το σημείον του ορίζοντος, όπερ ήθελε να δείξη, καθότι
+μήτε η κυρία Βέλδων μήτε ο δόκιμος ηδυνήθησαν να ίδωσί τι.
+
+Αλλ' αίφνης και ο Δικ Σανδ εξέτεινε την χείρα.
+
+ — Ναι! ναι! γη! είπεν.
+
+Είδος τι κορυφής εφαίνετο εις ανοικτόν μέρος της ομίχλης. Οι
+εξησκημένοι εις την θάλασσαν οφθαλμοί του δεν ηδύναντο να
+απατηθώσι.
+
+ — Τέλος πάντων! εφώνησε, τέλος πάντων!
+
+Εκρατείτο πυρετωδώς από του παραρρύματος. Η κυρία Βέλδων,
+υποστηριζομένη υπό του Ηρακλέους, δεν έπαυε παρατηρούσα την
+σχεδόν ανέλπιστον εκείνην γην.
+
+Η ακτή, σχηματιζομένη υπό της υψηλής εκείνης κορυφής,
+ανηγείρετο τότε εις απόστασιν δέκα μιλίων υπηνέμως προς τα
+αριστερά.
+
+Επειδή δε εντελώς ανοικτόν μέρος εγένετο ένεκα διασχίσεως των
+νεφών, επανείδον αυτήν καθαρώτερον. Ήτο βεβαίως ακρωτήριόν τι
+της αμερικανικής ηπείρου. Το «Πίλγριμ», άνευ ιστίων, δεν
+ηδύνατο μεν να κατευθυνθή εκεί, αλλ' όπως δήποτε δεν θα
+εβράδυνε να πλησιάση εις την ξηράν.
+
+Ήτο ζήτημα ωρών τινων μόνον. Τότε δε ήτο ογδόη ώρα της πρωίας.
+Άρα, βεβαιότατα, προ της μεσημβρίας το «Πίλγριμ» θα ήτο πλησίον
+της ξηράς.
+
+Εις έν σημείον του Δικ Σανδ, ο Ηρακλής επανέφερε την κυρίαν
+Βέλδων εις την πρύμνην, καθότι δεν θα ηδύνατο να αντιστή εις
+την βιαιότητα του προνευστασμού.
+
+Ο δόκιμος έμεινεν επ' ολίγας στιγμάς έτι εις την πρώραν, είτα
+επανήλθεν εις το πηδάλιον, πλησίον του γέροντος Τωμ.
+
+Έβλεπε λοιπόν τέλος πάντων την παραλίαν εκείνην τοσούτον
+βραδέως φανείσαν, τοσούτω διαπύρως αναμενομένην! τώρα όμως μετά
+τινος τρόμου έβλεπεν αυτήν.
+
+Πράγματι, υφ' ας συνθήκας ευρίσκετο το «Πίλγριμ» ήτοι φεύγον
+προ της τρικυμίας, η υπήνεμος ξηρά ήτο ρίψιμον μεθ' όλων αυτού
+των τρομερών συνεπειών.
+
+Δύο ώραι παρήλθον. Το ακρωτήριόν τότε εφαίνετο εκ των πλαγίων
+του πλοίου.
+
+Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Νεγορός ανεφανίσθη εις το
+κατάστρωμα. Την φοράν ταύτην παρετήρησε την ακτήν μετά πολλής
+προσοχής, εκίνησε την κεφαλήν ως άνθρωπος γνωρίζων τι έβλεπε
+και κατέβη πάλιν, αφού επρόφερε λέξιν τινά ην ουδείς ηδυνήθη να
+ακούση.
+
+Ο Δικ Σανδ εζήτει να ίδη το μέρος, όπερ εξετείνετο όπισθεν του
+ακρωτηρίου.
+
+Δύο ώραι διέρρευσαν. Το ακρωτήριον, ωρθούτο όπισθεν αριστερά,
+αλλ' η παραλία δεν εφαίνετο εισέτι.
+
+Εν τούτοις ο ουρανός εκαθαρίζετο εις τον ορίζοντα, και η υψηλή
+παραλία, ήτις θα ήτο ακριβώς αμερικανική γη, περιχειλουμένη υπό
+της γιγαντιαίας σειράς των Άνδεων θα εφαίνετο εξ αποστάσεως
+είκοσι μιλίων και περισσότερον.
+
+Ο Δικ Σανδ έλαβε το τηλεσκόπιον και το περιέφερε βραδέως εφ'
+όλου του ανατολικού ορίζοντος.
+
+Ουδέν! ουδέν έβλεπε πλέον.
+
+Κατά την δευτέραν ώραν μετά μεσημβρίαν παν ίχνος, γης
+εξηφανίσθη όπισθεν του «Πίλγριμ».
+
+Εις τα εμπρός, το τηλεσκόπιον δεν ηδύνατο να αντιληφθή ουδεμίαν
+κάτοψιν γης υψηλής ή χαμηλής. Η κραυγή διέφυγε τότε τα χείλη
+του Δικ Σανδ, όστις αφήσας πάραυτα το κατάστρωμα κατέβη ταχέως
+εις τον κοιτωνίσκον, ένθα έμενεν η κυρία Βέλδων μετά του μικρού
+Ζακ, της Ναν και του εξαδέλφου Βενεδίκτου.
+
+ — Νήσος! δεν ήτο άλλο ειμή νήσος, είπε.
+
+ — Νήσος, Δικ! αλλά ποία; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων
+
+ — Ο χάρτης θα μας το δείξη, απήντησε ο δόκιμος.
+
+Και δραμών εις το φυλάκειον, μετέφερε τον χάρτην του πλοίου.
+
+ — Εκεί, κυρία Βέλδων, εκεί, είπεν. Η ξηρά, την οποίαν είδομεν,
+δεν δύναται να είναι άλλο τι ειμή το σχεδόν αφανές εκείνο
+σημείον, εν τω μέσω του Ειρηνικού, δεν δύναται να είναι άλλο
+ειμή η νήσος του Πάσχα. Δεν υπάρχουσιν άλλαι εις τα μέρη ταύτα.
+
+ — Και την αφήσαμεν ήδη οπίσω, ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.
+
+ — Μάλιστα, πολύ οπίσω.
+
+Η κυρία Βέλδων παρετήρει προσεκτικώς την νήσον του Πάσχα, ήτις
+εσχημάτιζεν αδιόρατόν τι σημείον επί του χάρτου.
+
+ — Και πόσον απέχει η νήσος αύτη από της αμερικανικής παραλίας;
+
+ — Τριάκοντα πέντε μοίρας.
+
+ — Όπερ σημαίνει; . .
+
+ — Περίπου δύο χιλιάδας μίλια.
+
+ — Λοιπόν το «Πίλγριμ» δεν επροχώρει, αφού ευρισκόμεθα εισέτι
+τόσον μεμακρυσμένοι από της ηπείρου;
+
+ — Κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, φέρων προς στιγμήν την
+χείρα επί του μετώπου ωσεί διά να συγκεντρώση τας ιδέας του,
+δεν ηξεύρω . . . δεν ημπορώ . . . να εξηγήσω την απίστευτον
+αυτήν βραδύτητα . . . Όχι, δεν ειμπορώ . . . εκτός εάν αι
+ενδείξεις της πυξίδος ήσαν ψευδείς . . . Αλλ' η νήσος εκείνη
+δεν δύναται να είναι άλλη ειμή η νήσος του Πάσχα, αφού
+εφεύγομεν προς τα βορειανατολικά με τον άνεμον όπισθεν, και
+πρέπει να ευχαριστήσω τον Θεόν επειδή μοι επέτρεψε να καθορίσω
+την θέσιν ημών. Ναι, είναι η νήσος του Πάσχα. Ναι, απέχει δύο
+χιλιάδας μίλια από της παραλίας. Ηξεύρω τέλος πού μας ώθησεν η
+τρικυμία, και εάν κατευνασθή, δυνάμεθα να προσεγγίσωμεν μετά
+τινων ελπίδων σωτηρίας την αμερικανικήν ήπειρον. Τώρα
+τουλάχιστον το πλοίον ημών δεν εχάθη πλέον εις το άπειρον του
+Ειρηνικού.
+
+Την πεποίθησιν ταύτην, ην εμαρτύρει ο Δικ Σανδ, συνεμερίσθησαν
+όλοι όσοι τον ήκουσαν ομιλούντα. Και αυτή η κυρία Βέλδων
+κατεπείσθη. Εφαίνετο αληθώς ότι οι δυστυχείς εκείνοι άνθρωποι
+ήσαν εις το τέρμα των δεινών των, και το «Πίλγριμ», έχον
+ευνοϊκόν τον άνεμον, δεν θα εβράδυνε να εισέλθη εις τον λιμένα
+της σωτηρίας.
+
+Η νήσος του Πάσχα — το αληθές όνομα της οποίας είναι ΒάιΧου —
+ανακαλυφθείσα υπό του Διβίδ τω 1686 και εξερευνηθείσα υπό του
+Κουκ και του Λαπερούς, κείται υπό την 270 νοτίου πλάτους και
+την 112ο ανατολικού μήκους. Εάν ο μυοπάρων παρεσύρθη
+τοιουτοτρόπως περισσότερον των δεκαπέντε μοιρών προς βορράν,
+τούτο προδήλως ωφείλετο εις την νοτιοδυτικήν εκείνην τρικυμίαν
+προ της οποίας ηναγκάσθη να φεύγη.
+
+Λοιπόν το «Πίλγριμ» απείχεν έτι δύο χιλιάδας μίλια από της
+ξηράς. Εν τούτοις υπό την ώθησιν του κεραυνοβόλου εκείνου
+ανέμου δεν θα εχρειάζετο περισσοτέρας των δέκα ημερών, όπως
+φθάση εις οίον δήποτε σημείον της Νοτίου Αμερικής.
+
+Αλλ' άρα γε δεν ηδύνατο να ελπίζωσιν, ως το είχεν ειπή ο
+δόκιμος, ότι ο άνεμος θα κατηυνάζετο ολίγον και θα ηδύναντο να
+αναπετάσωσιν ιστίον τι, άμα έβλεπον ξηράν;
+
+Αύτη ήτο η ελπίς του Δικ Σανδ. Εσκέπτετο ότι η καταιγίς εκείνη,
+ήτις από τοσούτων ημερών διήρκει, θα κατέπαυεν ίσως επί τέλους.
+Και τώρα ότε, χάρις εις την ανακάλυψιν της νήσου του Πάσχα,
+εγνώριζεν ακριβώς την θέσιν του, ηδύνατο να έχει την πεποίθησιν
+ότι αποκατασταθείς κύριος του πλοίου του, θα το διηύθυνεν εις
+μέρος ασφαλές.
+
+Ναι, η ανακάλυψις του μεμονωμένου εκείνου σημείου, γενομένη
+ωσεί εκ θείας προνοίας, απέδωκε θάρρος εις τον Δικ Σανδ. Εάν
+εφέρετο κατά τας ιδιοτροπίας της τρικυμίας, της οποίας δεν
+ηδύνατο να κατισχύση, τουλάχιστον δεν έπλεεν εις τα τυφλά.
+
+Το «Πίλγριμ» άλλως τε στερεώς κατασκευασμένον και κατηρτισμένον
+δεν υπέφερε πολύ εκ των σκληρών προσβολών της τρικυμίας. Αι
+ζημίαι του συνίσταντο μόνον εις την απώλειαν του δόλωνος και
+της αρτεμονίδος απώλεια ήτις ευκόλως ηδύνατο να αναπληρωθή.
+Ουδεμία σταγών ύδατος διεπέρασε το σκάφος και το κατάστρωμα. Αι
+αντλίαι ήσαν εντελώς ανέπαφοι. Υπό την έποψιν λοιπόν ταύτην
+ουδέν είχον να φοβηθώσιν.
+
+Έμενε λοιπόν η ακατάπαυστος εκείνη καταιγίς, της οποίας την
+μανίαν ουδέν εφαίνετο ικανόν να καταστείλη. Εάν, έν τινι μέτρω
+ο Δικ Σανδ ηδύνατο να θέση το πλοίον του εις κατάστασιν να
+παλαίση κατά της τρικυμίας, δεν ηδύνατο όμως να διατάξη τον
+άνεμον να κατευνασθή, τα κύματα εκείνα να καταπραϋνθώσι, τον
+ουρανόν εκείνον να αιθριάση. Εάν εντός του πλοίου ήτο «κύριος
+μετά τον Θεόν», έξω όμως του πλοίου μόνος ο Θεός εδέσποζε των
+ανέμων και των κυμάτων.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ'.
+
+ΓΗ! ΓΗ.!
+
+
+
+Εν τούτοις η πεποίθησις εκείνη υπό της οποίας επληρούτο
+ορμεμφύτως η καρδία του Δικ Σανδ, έμελλεν εν μέρει να
+δικαιολογηθή.
+
+Την επιούσαν, 27 Μαρτίου η υδραργυρική στήλη υψώθη εν τω
+βαρεμετρικώ σωλήνι. Η ταλάντευσις μήτε βιαία, μήτε μεγάλη
+υπήρξε· γραμμαί τινες μόνον, αλλ' η πρόοδος ήτο συνεχής. Η
+τρικυμία έμελλε προδήλως να εισέλθη εις την φθίνουσαν αυτής
+περίοδον και εάν η θάλασσα έμεινεν υπερβολικώς τεταραγμένη,
+ηδυνήθησαν όμως να βεβαιωθώσιν ότι ο άνεμος ηλαττούτο,
+ανερχόμενος ελαφρώς προς δυσμάς.
+
+Ο Δικ Σανδ δεν ηδύνατο έτι να σκεφθή αναπέτασιν ιστίου τινός,
+καθότι και το μικρότερον θα ανηρπάζετο αμέσως. Εν τούτοις
+ήλπιζεν ότι δεν θα παρήχοντο 24 ώραι και θα ηδύνατο να
+αναπετάση μίαν προτονίδα.
+
+Πράγματι κατά την νύκτα ο άνεμος εχαλαρώθη επαισθητώς,
+παραβαλλόμενος προς εκείνον όστις έπνεε κατά τας παρελθούσας
+ημέρας, και το πλοίον εσαλεύετο ολιγώτερον υπό των σφοδρών
+κτυπημάτων του σάλου, άτινα ηπείλησαν να το εξαθρώσωσιν.
+
+Οι επιβάται ήρχισαν να αναβαίνωσιν εις το κατάστρωμα. Δεν
+εκινδύνευον πλέον ν' αρπαγώσιν υπό τινος κύματος.
+
+Πρώτη η κυρία Βέλδων εγκατέλιπε το τετράγωνον, εν τω οποίω ο
+Δικ χάριν προφυλάξεως την ηνάγκασε να περιορισθή κατά την
+διάρκειαν της μακράς εκείνης τρικυμίας. Ήλθε να συνομιλήση μετά
+του δοκίμου, τον οποίον θέλησις αληθώς υπεράνθρωπος είχε
+καταστήσει ικανόν να αντιστή εις τόσους μόχθους.
+
+Ισχνός, ωχρός υπό το ηλιοκαές του χρώματός του, θα ηδύνατο να
+εξασθενήση ένεκα της στερήσεώς του ύπνου εκείνου του τοσούτον
+αναγκαίου εις την ηλικίαν του. Αλλ' όχι· η ισχυρά κράσις του
+αντείχεν εις όλα. Ίσως βραδύτερον θα επλήρωνεν ακριβά την
+περίοδον εκείνην των δοκιμασιών.
+
+Αλλ' η στιγμή εκείνη δεν ήτο κατάλληλος να καταβληθή. Ο Δικ
+Σανδ εσκέπτετο πάντοτε ταύτα, η δε κυρία Βέλδων τον εύρεν
+επίσης δραστήριον όσον ήτο και πρότερον.
+
+Και έπειτα ο γενναίος εκείνος Σανδ είχε θάρρος, και εάν το
+θάρρος δεν επιβάλλεται, τουλάχιστον επιβάλλει.
+
+ — Δικ, αγαπητόν μου τέκνον, πλοίαρχέ μου είπεν η κυρία Βέλδων,
+τείνουσα την χείρα προς τον νεαρόν δόκιμον.
+
+ — Α! κυρία Βέλδων, ανέκραξεν ο Δικ Σανδ μειδιών, απειθείται
+εις τον πλοίαρχόν σας! Επανέρχεσθε εις το κατάστρωμα,
+εγκαταλείπετε τον κοιτωνίσκον σας μεθ' όλας τας παρακλήσεις
+του.
+
+ — Ναι, απειθώ, απεκρίθη η κυρία Βέλδων· αλλ' έχω προαίσθημά τι
+ότι η τρικυμία καταπαύει ή θα καταπαύση μετ' ολίγον.
+
+ — Τωόντι καταπαύει, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο δόκιμος. Δεν
+απατάσθε. Το βαρόμετρον δεν κατήλθεν από της χθες. Ο άνεμος
+εμετρίασε, και έχω λόγον να πιστεύω, ότι αι σκληρότεραι
+δοκιμασίαι μας παρήλθον.
+
+ — Ο Θεός να σε ακούση, Δικ. Α! πολύ υπέφερες, αγαπητόν μου
+τέκνον! Έπραξες . .
+
+ — Απλώς το καθήκον μου, κυρία Βέλδων.
+
+ — Αλλά θα αναπαυθής τέλος ολίγον;
+
+ — Ν' αναπαυθώ! είπεν ο δόκιμος. Δεν έχω ανάγκην αναπαύσεως,
+κυρία Βέλδων. Είμαι κάλλιστα, χάρις τω Θεώ και πρέπει να
+εκτελέσω το καθήκον μου μέχρι τέλους. Με ωνομάσατε πλοίαρχον,
+και, θα μένω πλοίαρχος μέχρι της στιγμής καθ' ήν όλοι οι
+επιβάται θα είναι εν ασφαλεία.
+
+ — Δικ, επανέλαβεν η κυρία Βέλδων, εγώ και ο σύζυγος μου
+ουδέποτε θα λησμονήσωμεν τι έπραξες.
+
+ — Ο Θεός έπραξε τα πάντα, απεκρίθη ο Δικ, τα πάντα.
+
+ — Τέκνον μου, σου επαναλαμβάνω ότι, διά της ηθικής και
+δραστηριότητός σου, εδείχθης ανήρ άξιος να κυβερνάς και μετ'
+ολίγον, άμα περαιωθώσιν αι σπουδαί σου, — και ο σύζυγός μου δεν
+θα με διαψεύση, — θα ήσαι πλοίαρχος παρά τω οίκω Ζαμ Ουίλλιαμ
+Βέλδων.
+
+ — Εγώ! εγώ! ανέκραξεν ο Δικ Σανδ, του οποίου οι οφθαλμοί
+εκαλύφθησαν υπό δακρύων.
+
+ — Δικ, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, ήσο ήδη θετός ημών υιός, αλλά
+τώρα είσαι υιός μας, είσαι ο σωτήρ της μητρός σου και του
+μικρού αδελφού σου Ζακ. Φίλτατε Δικ, σε ασπάζομαι διά τον
+σύζυγόν μου και δι' εμέ!
+
+Η γενναία γυνή επεθύμει να μη συγκινηθή θλίβουσα τον νεαρόν
+δόκιμον εις τας αγκάλας της, αλλ' η καρδία της υπερεξεχείλιζεν.
+Αλλά ποία γραφίς θα ηδύνατο να περιγράψη τι ησθάνετο ο Δικ
+Σανδ; Εσκέπτετο εάν ηδύνατο να πράξη τι περισσότερον ή να
+προσφέρη την ζωήν του υπέρ των ευεργετών του και εδέχετο
+προκαταβολικώς πάσας τας δοκιμασίας, όσαι θα τω επεβάλλοντο εις
+το μέλλον.
+
+Μετά την συνδιάλεξιν ταύτην ο Δικ Σανδ ησθάνθη εαυτόν
+ισχυρότερον. Εάν ο άνεμος εγίνετο μετριώτερος και τω επέτρεπε
+ν' αναπετάση ιστίον τι, δεν αμφέβαλλεν ότι θα ηδύνατο να
+διευθύνη το πλοίον του πρός τινα λιμένα, ένθα όλοι εκείνοι τους
+οποίους έφερε θα εύρισκον τέλος την σωτηρίαν.
+
+Τη 29, ελαττωθέντος ολίγον του ανέμου, ο Δικ Σανδ εσκέφθη να
+αποκαταστήση το ακάτιον και τον δόλωνα και κατ' ακολουθίαν να
+αυξήση την ταχύτητα του «Πίλγριμ», εξασφαλίζων την διεύθυνσίν
+του.
+
+ — Εμπρός, Τωμ! εμπρός, φίλοι μου! Ανέκραξεν, όταν ανέβη εις το
+κατάστρωμα όρθρου βαθέως. Έλθετε! έχω ανάγκην των βραχιόνων
+σας.
+
+ — Είμεθα έτοιμοι, πλοίαρχε Σανδ, απεκρίθη ο γέρων Τωμ.
+
+ — Έτοιμοι εις όλα, προσέθηκεν ο Ηρακλής. Κατά την διάρκειαν
+της τρικυμίας δεν είχον τι να πράξω και ήρχιζα να σκωριάζω.
+
+ — Έπρεπε να φυσάς με το μεγάλον στόμα σου, είπεν ο μικρός Ζακ.
+Στοιχηματίζω ότι θα ήσο τόσον δυνατός όσον ο άνεμος.
+
+ — Καλή ιδέα, Ζακ! είπεν ο Δικ Σανδ, γελών. Όταν είναι γαλήνη,
+θα λέγωμεν εις τον Ηρακλέα να φυσά εις τα ιστία.
+
+ — Εις τας διαταγάς σας, κύριε Δικ, απεκρίθη ο αγαθός μαύρος
+εξογκών τας παρειάς ως γιγαντιαίος Βορέας.
+
+ — Τώρα, φίλοι, επανέλαβεν ο δόκιμος, θα αναρτήσωμεν πρώτον
+αναπληρωτικόν ιστίον, καθότι ο δόλων ανηρπάγη από του ανέμου.
+Ίσως είναι δύσκολον, αλλά πρέπει να γίνη.
+
+ — Θα γίνη! απεκρίθη ο Ακτέων.
+
+ — Ειμπορώ να σας βοηθήσω; ηρώτησεν ο μικρός Ζακ πάντοτε
+πρόθυμος να εργασθή.
+
+ — Ναι, Ζακ μου, απεκρίθη ο δόκιμος. Θα μείνης εις τον τροχόν
+πλησίον του φίλου μας Βαρθολομαίου, και θα τον βοηθής να
+κυβερνά.
+
+Περιττόν να είπωμεν πόσον υπερηφανεύθη ο μικρός Ζακ γενόμενος
+βοηθός πηδαλιούχος του «Πίλγριμ».
+
+ — Τώρα, εις έργον, επανέλαβεν ο Δικ Σανδ, και όσω το δυνατόν
+ας μη εκτιθέμεθα.
+
+Οι μαύροι, βοηθούμενοι υπό του δοκίμου, ήρχισαν την εργασίαν. Η
+εξάρτησις ενός δόλωνος παρείχε δυσκολίας τινάς εις τον Τωμ και
+τους συντρόφους του. Πρόκειτο να ανυψώσωσι κατ' αρχάς το
+περιτετυλιγμένον εφ' εαυτό ιστίον, είτα δε να το στερεώσωσιν
+επί της κεραίας.
+
+Εν τούτοις ο Δικ Σανδ τόσω καλώς διηύθυνε και τόσω καλώς
+υπήκουσαν εις αυτόν, ώστε μετά εργασίαν μιας ώρας, το ιστίον
+εξετυλίχθη, η κεραία ανυψώθη και ο δόλων αποκατέστη καλώς μετά
+δύο σειρών θηλιών.
+
+Το ακάτιον και ο δεύτερος αρτέμων, άτινα είχον συμπτυχθή προ
+της τρικυμίας, ανεπτύχθησαν άνευ πολλής δυσκολίας μεθ' όλον τον
+βίαιον άνεμον.
+
+Τέλος, την ημέραν εκείνην, εις τας δέκα της πρωίας το «Πίλγριμ»
+έπλεε μετά ακατίου, του δόλωνος και του αρτέμονος.
+
+Ο Δικ Σανδ δεν έκρινε συνετόν να θέση πλειότερα ιστία. Όσα
+είχεν, ενόσω ο άνεμος δεν εχαλαρούτο, ήρκουν να τω εξασφαλίσωσι
+ταχύτητα διακοσίων μιλίων τουλάχιστον εις είκοσι τεσσάρας ώρας,
+και δεν τω εχρειάζετο περισσότερο, όπως φθάση εις την
+αμερικανικήν ακτήν προ δέκα ημερών.
+
+Ο δόκιμος ευχαριστήθη αληθώς όταν, επανελθών εις το πηδάλιον,
+επανέλαβε την θέσιν του, ευχαριστήσας των κυρ Ζακ, τον βοηθόν
+πηδαλιούχον του «Πίλγριμ» Δεν ήτο πλέον εις την διάκρισιν των
+κυμάτων. Έπλεε καλώς. Η χαρά του δύναται να εννοηθή παρ' όλων
+εκείνων όσοι είναι πως συνοικειωμένοι προς τα ναυτικά πράγματα.
+
+Την επιούσαν, τα νέφη έτρεχον μεν εισέτι μετά της αυτής
+ταχύτητος, αλλ' άφινον μεταξύ των μεγάλα κενά, διά των οποίων
+αι ηλιακαί ακτίνες ηκοντίζοντο μέχρι της επιφανείας των υδάτων.
+Ενίοτε το «Πίλγριμ» κατεφωτίζετο υπ' αυτών. Ωραίον πράγμα το
+ζωογόνον τούτο φως! Ενίοτε εσβύνετο όπισθεν ευρείας μάζης ατμών
+ορμώντων προς ανατολάς, είτα ανεφαίνετο πάλιν, και πάλιν
+εξηφανίζετο, αλλ' ο καιρός αποκαθίστατο ωραίος.
+
+Οι καθέκται ηνεώχθησαν, όπως αερισθή το εσωτερικόν του πλοίου.
+Αήρ υγιεινός εισήρχετο εις το κύτος εις το πρυμναίον
+διαμέρισμα, εις τας θέσεις του πληρώματος. Τα υγρά ιστία
+εξηπλώθησαν διά να στεγνώσωσιν. Εκαθαρίσθη ωσαύτως το
+κατάστρωμα. Ο Δικ Σανδ δεν ήθελε να φθάση το πλοίον του εις τον
+λιμένα χωρίς να είναι ολίγον καλλωπισμένον. Χωρίς να
+καταπονήται το πλήρωμα, ολίγαι ώραι αφιερούμεναι καθ' εκάστην
+εις την εργασίαν ταύτην ήρχουν όπως τα πάντα περαιωθώσι καλώς.
+
+Καίτοι ο δόκιμος δεν ηδύνατο πλέον να ρίπτη το δρομόμετρον,
+είχεν όμως αρκούσαν έξιν να υπολογίζη τον ολκόν πλοίου και να
+ευρίσκη την ταχύτητα αυτού. Δεν αμφέβαλλε λοιπόν ότι πριν ή
+παρέλθωσιν επτά ημέραι θα έβλεπε ξηράν, την γνώμην δε ταύτην
+έπεισε και την κυρίαν Βέλδων να παραδεχθή, αφού τη έδειξεν επί
+του χάρτου την πιθανήν θέσιν του πλοίου.
+
+ — Και λοιπόν! εις ποίον μέρος της ακτής θα φθάσωμεν, φίλτατε
+Δικ; τον ηρώτησεν εκείνη.
+
+ — Εδώ, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο δόκιμος, δεικνύων την μακράν
+εκείνην παράλιον ταινίαν ήτις εκτείνεται μεταξύ του Περού και
+της Χιλής. Δεν δύναμαι να ήμαι ακριβέστερος. Ιδού η νήσος του
+Πάσχα την οποίαν αφήσαμεν προς δυσμάς, εκ της διευθύνσεως δε
+του ανέμου, ήτις υπήρξε σταθερά, συμπεραίνω ότι θα ίδωμεν την
+ξηράν προς ανατολάς. Οι όρμοι είναι πολυάριθμοι επί της ακτής
+ταύτης, αλλά προς το παρόν δεν δύναμαι να ορίσω ακριβώς το
+μέρος εις το οποίον θα προσορμισθώμεν.
+
+ — Καλά, Δικ, όστις και αν είναι ο λιμήν ούτος, καλώς να έλθη!
+
+ — Μάλιστα, κυρία Βέλδων, και θα εύρητε εκεί βεβαίως τα μέσα να
+επιτρέψηται ταχέως εις Άγιον Φραγκίσκον. Η ατμοπλοϊκή εταιρία
+του Ειρηνικού έχει κάλλιστα ωργανωμένην την συγκοινωνίαν του
+μέρους τούτου. Τα ατμόπλοια αυτής προσεγγίζουσιν εις τα
+κυριώτερα μέρη της παραλίας, και θα σας είναι πολύ εύκολον να
+επιβιβασθήτε διά την Καλιφορνίαν.
+
+ — Δεν σκοπεύεις λοιπόν να επαναφέρης το «Πίλγριμ» εις Άγιον
+Φραγκίσκον; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.
+
+ — Μάλιστα, αφού σας αποβιβάσω, κυρία Βέλδων. Εάν δυνηθώμεν να
+εύρωμεν αξιωματικόν τινα και πλήρωμα. Θα εκφορτώσωμεν εις
+Βαλπαραΐζον, ως εσκόπευε να πράξη ο πλοίαρχος Χουλ. Έπειτα δε
+θα επιστρέψωμεν εις τον ορμητήριον λιμένα του πλοίου. Αλλά
+τούτο θα φέρη πολλήν χρονοτριβήν, και με όλην την θλίψιν την
+οποίαν έχω, αποχωριζόμενος αφ' υμών . . .
+
+ — Καλά, Δικ, απεκρίθη η κυρία Βέλδων. Βραδύτερον θα ίδωμεν τι
+πρέπει να πράξωμεν. — Ειπέ μοι, εφαίνεσο φοβούμενος τους
+κινδύνους τους οποίους παρουσιάζει η γη;
+
+Τωόντι, είναι επίφοβοι, είπεν ο δόκιμος, αλλ' ελπίζω πάντοτε
+ότι θα συναντήσω πλοίον τι εις τα μέρη ταύτα, και μάλιστα
+εκπλήττομαι πώς δεν είδον κανέν. Έν και μόνον εάν διέλθη, θα
+συνεννοηθώμεν μετ' αυτού, θα μας δώση ακριβείς πληροφορίας πού
+ευρισκόμεθα, και τούτο θα καταστήση ευκολώτερον την προσέγγισιν
+ημών εις την ξηράν.
+
+ — Δεν υπάρχουσι λοιπόν, πλοηγοί εκτελούντες την υπηρεσίαν της
+παραλίας ταύτης; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.
+
+ — Βεβαίως θα υπάρχωσιν, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, αλλά πλησιέστερον
+της ξηράς. Πρέπει λοιπόν να εξακολουθώμεν πλησιάζοντες αυτήν.
+
+ — Και εάν δεν συναντήσωμεν πλοηγόν! . . . ηρώτησεν η κυρία
+Βέλδων, επιμένουσα να μάθη πώς ο νεαρός δόκιμος θα απέτρεπε
+τους ενδεχομένους κινδύνους.
+
+ — Εν τοιαύτη περιπτώσει, κυρία Βέλδων, ή ο καιρός θα είναι
+καθαρός, ο άνεμος μέτριος, και θα προσπαθήσω να παραπλεύσω την
+παραλίαν μέχρις ου εύρω καταφύγιον, ή ο άνεμος θα γίνη ισχυρός,
+και τότε . . .
+
+ — Τότε; . . . Τι θα πράξης, Δικ;
+
+ — Τότε, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, εις την κατάστασιν εις ην
+ευρίσκεται το «Πίλγριμ», εάν άπαξ εξοκείλη, θα είναι πολύ
+δύσκολον να ανελκυσθή.
+
+ — Τι θα πράξης; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.
+
+ — Θα αναγκασθώ να ρίψω το πλοίον μου εις την ξηράν, απεκρίθη ο
+δόκιμος, του οποίου το μέτωπον εζοφώθη προς στιγμήν. Α! είναι
+σκληρόν το μέτρον! και ο Θεός να δώση να μη καταφύγωμεν εις την
+εσχάτην ταύτην ανάγκην! Αλλά σας επαναλαμβάνω, κυρία Βέλδων, η
+θέα του ουρανού φαίνεται ενθαρρυντική, και δεν είναι δυνατόν
+πλοίον τι ή ρυμουλκόν να μη συναντήσωμεν. Λοιπόν, καλή ελπίς!
+Διευθυνόμεθα προς την ξηράν, και θα ίδωμεν εντός ολίγου.
+
+Να ρίπτεις το πλοίον εις την ξηράν είναι η εσχάτη πράξις προ
+της οποίας και ο θαρραλεώτερος ναυτικός καταλαμβάνεται υπό
+τρόμου. Τούτου ένεκεν ο Δικ Σανδ δεν ήθελε να προΐδη την
+περίπτωσιν ταύτην, ενόσω είχεν ελπίδας τινάς ότι ήθελε την
+αποφύγει·
+
+Επί τινας ημέρας εγένοντο εις την ατμόσφαιραν μεταβολαί τινες
+αίτινες ενέβαλον και πάλιν εις τον δόκιμον ανησυχίαν. Ο άνεμος
+έπνεε πάντοτε σφοδρός και ταλαντεύσεις τινές της βαρομετρικής
+στήλης εδήλουν ότι έμελλε να γίνη σφοδρότερος.
+
+Ο Δικ Σανδ λοιπόν εσκέπτετο ουχί άνευ φόβου μήπως αναγκασθή και
+πάλιν να φεύγη άνευ ιστίων. Εν τούτοις είχε τόσον μέγα συμφέρον
+να διατηρήση τουλάχιστον τον δόλωνά του, ώστε απεφάσισε να τον
+κρατήση, ενόσω δεν εκινδύνευε να αναρπαγή υπό του ανέμου.
+
+Αλλά, όπως εξασφαλίση την στερεότητα των ιστών, ενέτεινε καλώς
+και σφοδρώς τα εξάρτια και τους παρατόνους. Προ πάντων δεν
+έπρεπε να διακινδυνεύση την θέσιν, ήτις θα καθίστατο
+σπουδαιοτάτη, εάν το «Πίλγριμ» έχανε τους ιστούς του.
+
+Άπαξ ή δις ωσαύτως, ανελθόντος του βαρομέτρου εφοβήθησαν μήπως
+ο άνεμος γίνη εντελώς αντίθετος, ήτοι μήπως μεταβληθή
+ανατολικός.
+
+Θα εστενοχωρούντο λοιπόν περισσότερον.
+
+Νέα αγωνία διά τον Δικ Σανδ. Τι θα έπραττε με τον εναντίον
+εκείνον άνεμον; Να λοξοδρομή;
+
+Αλλ' εάν ηναγκάζετο να καταφύγη εις το μέτρον τούτο, πόσαι νέαι
+βραδύτητες θα επήρχοντο και πόσοι κίνδυνοι, εάν ερρίπτετο πάλιν
+εις το πέλαγος!
+
+Ευτυχώς όμως οι φόβοι ούτοι δεν επραγματοποιήθησαν. Ο άνεμος,
+αφού εποίκιλλεν επί τινας ημέρας, πλέων οτέ μεν βόρειος οτέ δε
+νότιος, αποκατέστη επί τέλους οριστικώς δυτικός.
+
+Αλλ' ήτο πάντοτε ισχυρός και επίεζε τους ιστούς.
+
+Ήτο η 5 Απριλίου. Ούτω λοιπόν πλειότερον των δύο μηνών είχον
+παρέλθει ήδη από της ημέρας καθ' ήν το «Πίλγριμ» απέπλευσεν εκ
+της Νέας Ζηλανδίας. Επί είκοσιν ημέρας, εναντίος άνεμος και
+μακραί νηνεμίαι είχον επιβραδύνη την πορείαν αυτού. Ακολούθως
+ευρέθη υπό συνθήκας ευνοϊκάς, όπως φθάση ταχέως εις την ξηράν.
+
+Η ταχύτης μάλιστα αυτού κατά την διάρκειαν της τρικυμίας
+βεβαίως ήτο μεγάλη. Ο Δικ Σανδ υπελόγιζεν ως μέσον όρον
+τουλάχιστον διακόσια μίλια την ημέραν! Πώς λοιπόν δεν είδον
+ακόμη ξηράν;
+
+Έφευγεν άρα γε αύτη προ του «Πίλγριμ»; Τούτο ήτο εντελώς
+ανεξήγητον.
+
+Και εν τούτοις ουδεμία γη εφάνη, ει και είς των μαύρων έμενε
+διαρκώς φρουρών επί του υψώματος.
+
+Πολλάκις ανέβαινεν εκεί αυτός ο Δικ Σανδ, έχων δε το
+τηλεσκόπιον εις τους οφθαλμούς προσεπάθει να ανακάλυψη ένδειξίν
+τινα ορέων.
+
+Η σειρά των Άνδεων είναι λίαν υψηλή.
+
+Εις την ζώνην λοιπόν των νεφών έπρεπε να αναζητήση κορυφήν τινα
+υπερέχουσαν των ατμών του ορίζοντος.
+
+Πολλάκις ο Τωμ και οι μετ' αυτού ηπατήθησαν εκ ψευδών ενδείξεων
+ξηράς. Ήσαν απλοί ατμοί παραδόξου σχήματος ορθούμενοι εις τον
+ορίζοντα.
+
+Συνέβη μάλιστα ώστε οι αγαθοί εκείνοι άνδρες να επιμένωσιν
+ενίοτε εις τας βεβαιώσεις των· αλλά μετά τινα χρόνον
+ηναγκάζοντο να ομολογήσωσιν ότι είχον γείνη θύματα οπτικής
+απάτης. Η υποτιθεμένη γη μετετοπίζετο, μετέβαλλε σχήμα και
+μορφήν και επί τέλους εξηλείφετο εντελώς.
+
+Τη 6 Απριλίου ουδεμία αμφιβολία ήτο δυνατή.
+
+Ήτο ογδόη ώρα της πρωίας, ο Δικ Σανδ είχεν αναβή επί του
+υψώματος. Κατ' εκείνην την στιγμήν, αι αχλύες διελύθησαν υπό
+τας πρώτας ηλιακάς ακτίνας, και ο ορίζων εκαθαρίσθη αρκούντως.
+
+Εκ του στόματος του Δικ Σανδ εξέφυγε τέλος η τόσω περιπόθητος
+κραυγή.
+
+ — Γη! γη! ενώπιον ημών.
+
+Εις την κραυγήν ταύτην όλοι ώρμησαν εις το κατάστρωμα, ο μικρός
+Ζακ, περίεργος ως είναι όλα τα παιδία της ηλικίας του, η κυρία
+Βέλδων, της οποίας τα παθήματα έμελλον να παύσωσι διά της
+προσορμίσεως, ο Τωμ και οι μετ' αυτού, οίτινες θα απέβαινον
+τέλος επί της αμερικανικής ηπείρου, και αυτός ο εξάδελφος
+Βενέδικτος, όστις ήλπιζε να πλουτίση την συλλογήν του δι' όλως
+νέων αυτώ εντόμων.
+
+Μόνος ο Νεγορός δεν εφάνη.
+
+Έκαστος είδε τότε ό,τι είχεν ιδεί ο Δικ Σανδ, οι μεν ευκρινώς,
+οι δε πεπειθότες εις την διαβεβαίωσιν των άλλων. Αλλ' ο
+δόκιμος, εξησκημένος εις την εξερεύνησιν του θαλασσίου
+ορίζοντος, δεν ηδύνατο να απατηθή, και μετά μίαν ώραν θα
+ηναγκάζοντο να συνομολογήσωσι τούτο πάντες.
+
+Εις απόστασιν τεσσάρων μιλίων περίπου προς ανατολάς, διεκρίνετο
+παραλία αρκούντως χαψηλή ή φαινομένη τουλάχιστον ως τοιαύτη.
+Βεβαίως όπισθεν αυτής θα εξείχεν η υψηλή σειρά των Άνδεων, αλλ'
+η τελευταία ζώνη των νεφών δεν επέτρεπε να βλέπωσι τας κορυφάς
+αυτής.
+
+Το «Πίλγριμ» έπλεε κατ' ευθείαν και ταχέως προς την ακτήν
+εκείνην, ήτις επλατύνετο εν ριπή οφθαλμού.
+
+Μετά δύο ώρας τρία μόλις μίλια απείχεν απ' αυτής.
+
+Το μέρος εκείνο της ακτής επερατούτο βορειοανατολικώς δι'
+ακρωτηρίου αρκετά υψηλού καλύπτοντος είδος τι όρμου. Εξ
+εναντίας, προς τα νοτιοανατολικά, εξετείνετο ως λεπτή γλώσσα
+γης.
+
+Δένδρα τινα έστεφον σειράν βράχων χαμηλών διακρινομένων τότε.
+Αλλ' ήτο πρόδηλον ότι, γνωστού όντος του γεωγραφικού χαρακτήρος
+του τόπου, η υψηλή οροσειρά των Άνδεων εσχημάτιζε το οπίσθιον
+αυτών σχέδιον.
+
+Ουδεμία όμως ορατή κατοικία, ουδείς λιμήν, ουδέν στόμιον
+ποταμού δυνάμενον να χρησιμεύση ως καταφύγιον πλοίου.
+
+Κατ' εκείνην την στιγμήν το «Πίλγριμ» έπλεε κατ' ευθείαν προς
+την ξηράν.
+
+Μετά των ηλαττωμένων ιστίων, τα οποία διέθετεν, επειδή ο άνεμος
+το έπληττεν εκ του πλαγίου, ο Δικ Σανδ δεν θα ηδύνατο να το
+αναστείλη.
+
+Εις τα εμπρός εζωγραφίζετο μακρά σειρά σκοπέλων, επί των οποίων
+κατάλευκος άφριζεν η θάλασσα. Εφαίνοντο τα κύματα υψούμενα
+μέχρι του ημίσεως των θαλασσοκρήμνων. Θα υπήρχεν εκεί φοβερά
+παλίρροια.
+
+Ο Δικ Σανδ, αφού έμεινεν επί του πρωραίου υψώματος παρατηρών
+την ακτήν, επανήλθεν εις την πρύμνην και χωρίς μήτε λέξιν να
+προσφέρη έλαβε το πηδάλιον.
+
+Ο άνεμος ηύξανε πάντοτε. Ο μυοπάρων δεν απείχε πλέον από της
+παραλίας πλειότερον μιλίου.
+
+Ο Δικ Σανδ παρετήρησε τότε είδος τι μικρού κόλπου, εν τω οποίω
+απεφάσισε να εισέλθη· αλλά, πριν φθάση εκεί, έπρεπε τα διέλθη
+σειράν σκοπέλων, μεταξύ των οποίων θα ήτο δύσκολον να εύρη
+δίοδον. Η οπισθόρμησις των υδάτων εδείκνυεν ότι το ύδωρ
+πανταχού ήτο αβαθές.
+
+Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Δίγγος, όστις περιεφέρετο επί του
+καταστρώματος, ώρμησεν εις την πρώραν, και παρατηρών την γην
+ήρχισε να υλακτή θρηνωδώς. Ήθελέ τις υποθέσει ότι ο κύων
+ανεγνώριζε την παραλίαν εκείνην, και ότι το ορμέμφυτον αυτού τω
+επανέφερε θλιβεράν τινα ανάμνησιν.
+
+Ο Νεγορός τον ήκουε βεβαίως, καθότι ακαταμάχητον τι αίσθημα τον
+ώθησεν έξω του κοιτωνίσκου του, και μολονότι εφοβείτο τον κύνα,
+ήλθε σχεδόν αμέσως να επακουμβήση επί του παραρρύματος.
+
+Ευτυχώς δι' αυτόν, ο Δίγγος, του οποίου αι θλιβεραί υλακαί
+απηυθύνοντο πάντοτε προς την γην εκείνην, δεν τον είδεν.
+
+Ο Νεγορός παρετήρει την μανιώδη εκείνην παλίρροιαν, και τούτο
+δεν εφάνη ότι τον εφόβησεν. Η κυρία Βέλδων, ήτις τον υπέβλεπεν,
+ενόμισεν ότι είδε το πρόσωπόν του ερυθριάσαν ελαφρώς και ότι
+προς στιγμήν οι χαρακτήρες του συνεσπάσθησαν.
+
+Εγνώριζεν λοιπόν ο Νεγορός το μέρος εκείνο της ηπείρου, όπου
+ώθησαν το «Πίλγριμ» οι άνεμοι.
+
+Κατά την στιγμήν εκείνην ο Δικ Σανδ εγκατέλειπε τον οίακα εις
+τας χείρας του γέροντος Τωμ και ήλθε διά τελευταίαν φοράν να
+παρατήρηση τον μικρόν όρμον όστις ηνοίγετο ολίγον κατ' ολίγον.
+Είτα δε:
+
+ — Κυρία Βέλδων, είπε μετά φωνής σταθεράς, δεν ελπίζω πλέον ότι
+θα εύρω καταφύγιον. Πριν ή παρέλθη ημίσεια ώρα, μεθ' όλας τας
+προσπαθείας μου, το «Πίλγριμ» θα πέση επί των σκοπέλων. Δεν θα
+φέρω το πλοίον εις λιμένα. Αναγκάζομαι να το χάσω διά να σας
+σώσω. Αλλά μεταξύ της σωτηρίας υμών και αυτού, δεν έχω να
+διστάσω.
+
+ — Έπραξες παν ό,τι εξηρτάτο από σου, Δικ; ηρώτησεν η κυρία
+Βέλδων.
+
+ — Τα πάντα, απήντησεν ο νεαρός δόκιμος. Και αμέσως
+προετοιμάσθη, όπως εξωκείλη.
+
+Εν πρώτοις η κυρία Βέλδων, ο Ζακ, ο εξάδελφος Βενέδικτος και η
+Ναν εζώσθησαν τα σωσίβια. Ο Δικ Σανδ ο Τωμ και οι μαύροι,
+επιτήδειοι κολυμβηταί, ητοιμάσθησαν και ούτοι να φθάσωσιν εις
+την ξηράν, εν ή περιπτώσει ήθελον αναγκασθή να πέσωσιν εις την
+θάλασσαν.
+
+Ο Ηρακλής ώφειλεν ιδίως να προσέχη την κυρίαν Βέλδων.
+
+Ο δόκιμος θα εφρόντιζε περί του μικρού Ζακ. Ο εξάδελφος
+Βενέδικτος, άλλως τε λίαν ήσυχος, ενεφανίσθη επί του
+καταστρώματος φέρων ανηρτημένον από των ώμων του το
+εντομολογικόν κιβώτιόν του. Ο δόκιμος τον συνέστησεν εις τον
+Βαρθολομαίον και τον Αυγουστίνον. Όσον δ' αφορά τον Νεγορόν, η
+παράδοξος αυτού αταραξία εμαρτύρει αρκούντως ότι ουδενός βοηθού
+είχεν ανάγκην.
+
+Ο Δικ Σανδ, είχεν χάριν τελευταίας προφυλάξεως, διατάξει να
+αναβιβάσωσιν επί του πρωραίου υψώματος δέκα βαρέλια εκ του
+φορτίου, άτινα περιείχον έλαιον φαλαίνης.
+
+Το έλαιον τούτο, χυνόμενον εγκαίρως, καθ' ήν στιγμήν το
+«Πίλγριμ» θα ευρίσκετο επί της παλιρροίας, έμελλε να κατευνάση
+επί τινας στιγμάς την θάλασσαν, αλείφον ούτως ειπείν τα μόρια
+του ύδατος, και διά της πράξεως ταύτης θα διηυκολύνετο ίσως η
+διάβασις του πλοίου μεταξύ των σκοπέλων.
+
+Ο Δικ Σανδ δεν ήθελε να παραμελήση ουδέν, εξ όσων ηδύναντο ίσως
+να εξασφαλίσωσι την κοινήν σωτηρίαν.
+
+Αφού δε ελήφθησαν όλαι αύται αι προφυλάξεις, ο δόκιμος
+επέστρεψεν εις το πηδάλιον.
+
+Το «Πίλγριμ» απείχε τότε μόλις διακόσια μέτρα, ήτοι σχεδόν
+ήγγιζε τους σκοπέλους. Η δεξιά αυτού πλευρά ελούετο ήδη εν
+λευκώ αφρώ της παραλίας. Κατά πάσαν στιγμήν ο δόκιμος επίστευεν
+ότι η τρόπις του πλοίου έμελλε να προσκρούση επί τινος πέτρας.
+
+Αίφνης ο Δικ Σανδ παρετήρησεν εκ της μεταβολής του χρώματος του
+ύδατος, ότι δίοδός τις εξετείνετο μεταξύ των σκοπέλων. Έπρεπε
+λοιπόν, χωρίς να διστάση, να εισέλθη τολμηρώς, όπως πλησιάση
+όσω το δυνατόν περισσότερον εις την ξηράν.
+
+Ο δόκιμος δεν εδίστασε. Διά μιας κινήσεως του πηδαλίου ώθησε το
+πλοίον εις την στενήν και ελικοειδή διώρυγα.
+
+Εις το μέρος εκείνο η θάλασσα ήτο πολύ μανιωδεστέρα, τα δε
+κύματα ανεπήδων μέχρι του καταστρώματος.
+
+Οι μαύροι ίσταντο εις την πρώραν, πλησίον των βαρελίων,
+περιμένοντες τας διαταγάς του δοκίμου.
+
+ — Κενώσατε το έλαιον! Κενώσατε! έκραξεν ο Δικ Σανδ.
+
+Υπό το έλαιον εκείνο όπερ εχύθη ποταμηδόν, η θάλασσα κατηυνάσθη
+ως διά μαγείας. επιφυλασσομένη να γίνη μανιωδεστέρα μετ' ολίγας
+στιγμάς.
+
+Το «Πίλγριμ» ωλίσθησε ταχέως επί των ελαιωθέντων εκείνων υδάτων
+και επροχώρησε κατ' ευθείαν προς το παράλιον.
+
+Αίφνης εγένετο σύρραξις. Το πλοίον, ανυψωθέν υπό τρομερού
+κύματος, εξώκειλε και οι ιστοί αυτού κατέπεσον χωρίς να
+πληγώσωσί τινα.
+
+Το σκάφος του «Πίλγριμ» ημιανοιχθέν εκ της συγκρούσεως,
+κατεπλημμυρίσθη υπό του ύδατος μετά μεγίστης ορμής. Αλλά το
+παράλιον δεν απείχε πλειότερον των εκατόν μέτρων και σειρά
+μικρών μελανωπών βράχων επέτρεπε να το φθάσωσιν ευκόλως.
+
+Τοιουτοτρόπως μετά δέκα λεπτά όλοι οι επιβάται του «Πίλγριμ»
+απέβησαν εις τους πρόποδας του θαλασσοκρήμνου.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ'.
+
+ΤΙ ΠΟΙΗΤΕΟΝ
+
+
+
+Ούτω λοιπόν, μετά μικρόν ένεκα των νηνεμιών διάπλουν, ακολούθως
+δε ευνοηθέντα υπό βορειανατολικών και νοτιοδυτικών ανέμων, —
+διάπλουν διαρκέσαντα ουχί ολιγώτερον των εβδομήκοντα και
+τεσσάρων ημερών, — το «Πίλγριμ» ερρίφθη επί της ξηράς.
+
+Εν τούτοις η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής ηυχαρίστησαν την
+θείαν Πρόνοιαν, άμα ευρέθησαν εν ασφαλεία. Τωόντι η τρικυμία
+τους έρριψεν ουχί επί τινος των απαισίων νήσων της Πολυνησίας
+αλλ' επί ηπείρου.
+
+Η εις τας πατρίδας των επιστροφή, εις οίον δήποτε σημείον της
+Νοτίου Αμερικής και αν ευρίσκοντο, δεν εφαίνετο παρουσιάζουσα
+σπουδαίας δυσκολίας.
+
+Το «Πίλγριμ» όμως απώλετο. Δεν ήτο πλέον άλλο τι ειμή σκελετός
+άνευ αξίας, του οποίου τα λείψανα θα διεσκόρπιζε μετ' ολίγον η
+παλίρροια.
+
+Θα ήτο αδύνατον να σώσωσί τι εξ αυτού. Αλλ' εάν ο Δικ Σανδ δεν
+είχε την χαράν εκείνην να επαναφέρη εις τον εφοπλιστήν το
+πλοίον ανέπαφον, τουλάχιστον χάρις εις αυτόν οι επιβάται του
+ήσαν σώοι και υγιείς επί τινος φιλοξένου ακτής, μεταξύ δε αυτών
+η γυνή και το τέκνον του κυρίου Βέλδων.
+
+Ως προς το ζήτημα εις ποίον μέρος της αμερικανικής παραλίας
+είχεν εξοκείλει το βρίκιον, τούτο ηδύνατο να συζητηθή επί
+μακρόν. Ήτο άρα γε το παράλιον του Περού, ως υπέθετεν ο Δικ
+Σανδ;
+
+Ίσως, καθότι εγίνωσκε, μετά την αναγνώρισιν της νήσου του
+Πάσχα, ότι το «Πίλγριμ» υπό την ώθησιν των ανέμων ωσαύτως δε
+και υπό την επιρροήν βεβαίως των ρευμάτων της ισημερινής ζώνης
+είχε ριφθή προς τα νοτιοανατολικά.
+
+Από της τεσσαρακοστής τρίτης μοίρας πλάτους ηδύνατο μάλλιστα να
+παρεκκλίνη μέχρι της δεκάτης πέμπτης.
+
+Ήτο λοιπόν σπουδαίον να βεβαιωθή όσον τάχιστα, εις ποιον μέρος
+ακριβώς της ακτής συνετρίβη το βρίκιον. Δοθέντος ότι η ακτή
+εκείνη ήτο η του Περού, οι λιμένες, αι κώμαι, τα χωρία δεν θα
+έλειπον, και κατ' ακολουθίαν θα ήτο εύκολον να φθάσωσιν είς τι
+μέρος κατοικούμενον. Αλλ' εκείνη η παραλία εφαίνετο έρημος.
+
+Ήτο στενή ακτή πλήρης μαύρων βράχων σχηματιζόντων
+θαλασσόκρημνον μετρίου ύψους, λίαν ακανονίστως διακοπτομένη υπό
+ευρέων χωνίων οφειλομένων εις την θραύσιν του βράχου. Τήδε
+κακείσε, ομαλαί τινες κλιτύες έφθανον μέχρι της κορυφής.
+
+Προς Βορράν, έν τέταρτον μιλίου από του μέρους ένθα εξώκειλε το
+πλοίον, ηνοίγετο το στόμιον ποταμίου, όπερ δεν ηδύνατο να φανή
+από του πελάγους.
+
+Επί των οχθών αυτού έκλινον απειράριθμα «ριζοφόρα» είδος
+μαγλίων εντελώς διαφόρων των ινδικών ομογενών των.
+
+Η κορυφή της θαλασσοκρήμνου, — τούτο αμέσως ανεγνωρίσθη —
+εδεσπόζετο υπό πυκνού δάσους, του οποίου τα χλοερά φυλλώματα
+εκυμάτιζον υπό το βλέμμα και εξετείνοντο μέχρι των ορέων του
+οπισθίου σχεδίου.
+
+Εκεί, εάν ο εξάδελφος ήτο βοτανικός, πόσα δένδρα άγνωστα εις
+αυτόν θα διήγειρον τον θαυμασμόν του!
+
+Ήσαν υψηλά βαοβάβ, — εις τα οποία απεδόθη έκτακτος μακροβιότης,
+— οποίων ο κορμός ωμοίαζε προς τον αιγυπτιακόν συηνίτην,
+λατάνιαι λευκόταται, ταμαρινέαι, πεπερέαι ιδιαιτέρου είδους,
+και εκατόν άλλα φυτά τα οποία ο Αμερικανός δεν είναι
+συνηθισμένος να βλέπη εις το βόρειον μέρος της νέας ηπείρου.
+
+Αλλά κατά σύμπτωσιν περίεργον, μεταξύ των δασικών εκείνων
+δένδρων δεν εύρεν ούτε έν μόνον δείγμα της πολυαρίθμου εκείνης
+οικογενίας των φοινίκων, ήτις αριθμεί πλειότερα των χιλίων
+ειδών, διεσπαρμένων αφειδώς εφ' όλης σχεδόν της επιφανείας της
+γης.
+
+Άνωθεν της ακτής περιίπτατο μέγας αριθμός φλυάρων πτηνών
+ανηκόντων κατά το πλείστον εις διαφόρους ποικιλίας χελιδόνων,
+μελανοπτίλων μετ' ανταυγείας κυανής ως του χάλυβος, αλλά ξανθής
+και καστανής εις το ανώτερον μέρος της κεφαλής.
+
+Τήδε κακείσε ανίπταντο ωσαύτως πέρδικές τινες, μετά τραχήλου
+εντελώς ατρίχου και χρώματος φαιού.
+
+Η κυρία Βέλδων και Δικ Σανδ παρετήρησαν ότι τα διάφορα εκείνα
+πτηνά δεν εφαίνοντο πολύ άγρια. Άφινον να πλησιάζωνται αφόβως.
+
+Δεν είχον λοιπόν μάθει να φοβώνται την παρουσίαν του ανθρώπου,
+και η παραλία εκείνη τοσούτον ήτο εγκαταλελειμμένη ώστε η
+επυρσοκρότησις πυροβόλου ουδέποτε είχεν ακουσθή;
+
+Εις τα άκρα των βράχων περιεφέροντο πελεκάνες τινες εκ του
+είδους «πελεκάνος του ελάσσονος», ασχολούμενοι να πληρώσιν εκ
+μικρών ιχθύων τον σάκκον, ον έφερον κατά την κάτω σιαγόνα.
+
+Λάροι τινές, ελθόντες από του πελάγους, ήρχιζον να
+περιστρέφωνται περί το «Πίλγριμ».
+
+Αλλά τα πτηνά εκείνα ήσαν τα μόνα έμψυχα όντα, άτινα εφαίνοντο
+συχνάζοντα εις το μέρος εκείνο της παραλίας, μη λαμβανομένων
+υπ' όψιν βεβαίως των απειραρίθμων περιέργων εντόμων, τα οποία ο
+εξάδελφος Βενέδικτος δεν θα εβράδυνε να ανακαλύψη.
+
+Αλλ' ό,τι και αν έπραξεν ο μικρός Ζακ, δεν ηδύναντο να τα
+ερωτήσωσι περί του ονόματος του τόπου, διά να μάθωσι δε αυτό
+έπρεπε να αποταθώσι πρός τινα ιθαγενή.
+
+Τοιούτος όμως δεν υπήρχεν ή τουλάχιστον δεν έβλεπον μήτε ένα.
+Ουδαμού έβλεπον κατοικίαν καλύβην, ή τρώγλην, ούτε προς βορράν
+πέραν του ποταμίου, ούτε προς νότον, ούτε τέλος προς το
+ανώτερον μέρος του θαλασσοκρήμνου εκείνου, εν τω μέσω των
+δένδρων του πυκνού δάσους. Ουδείς καπνός υψούτο εις τον αέρα.
+Ουδεμία ένδειξις, ουδέν σημείον, ουδέν ίχνος εμαρτύρει ότι το
+μέρος εκείνο της ηπείρου επατήθη υπό ανθρώπων. Ο Δικ Σανδ
+εξεπλήσσετο.
+
+ — Πού είμεθα; είναι δυνατόν να είμεθα; εσκέπτετο. Πώς! ουδείς
+προς τον οποίον να ομιλήσω!
+
+Ουδείς αληθώς, καθότι εάν προσήρχετό τις, ο Δίγγος βεβαίως θα
+τον ωσφραίνετο και θα τον ανήγγελε δι' υλακής. Ο κύων
+περιήρχετο την ακτήν έχων την ρίνα προς το έδαφος, την ουράν
+τεταπεινωμένην, γογγύζων υποκώφως, κινούμενος παραδόξως, μη
+αναγγέλων όμως την προσέγγισιν μήτε ανθρώπου μήτε ζώου οίου
+δήποτε.
+
+ — Δικ, ιδέ λοιπόν τον Δίγγον! είπεν η κυρία Βέλδων.
+
+ — Ναι! παράδοξον πράγμα! απεκρίθη ο δόκιμος. Φαίνεται ως να
+ζητή να επανεύρη ίχνος τι.
+
+ — Πολύ παράδοξον, αληθώς, εψιθύρισεν η κυρία Βέλδων.
+
+Είτα δε επαναλαμβάνουσα.
+
+ — Τι πράττει ο Νεγορός; ηρώτησε.
+
+ — Πράττει ό,τι πράττει ο Δίγγος, απήντησε ο Δικ. Σανδ.
+
+ — Προχωρεί, επιστρέφει . . . Αλλ' εδώ είναι ελεύθερος. Δεν έχω
+το δικαίωμα να τον διατάσσω. Η υπηρεσία του ετελείωσε μετά την
+απώλειαν του «Πίλγριμ».
+
+Τωόντι ο Νεγορός ανήρχετο την παραθαλασσίαν, επέστρεφε,
+παρετήρει την ακτήν και τον θαλασσόκρημνον, ως άνθρωπος ζητών
+να συναθροίση τας αναμνήσεις του και να τας σταματήση. Μη άραγε
+εγνώριζε την χώραν εκείνην; Εάν τον ηρώτων, θα ηρνείτο πιθανώς
+να αποκριθή. Προτιμότερον ήτο και πάλιν να μη δώσωσι προσοχήν
+εις άνθρωπον τόσω ακοινώνητον. Μετ' ολίγον ο Δικ Σανδ τον είδε
+διηυθυνόμενον προς το μέρος του ποταμίου, και όταν εγένετο
+άφαντος στρέψας τον θαλασσόκρημνον, έπαυε πλέον να τον
+συλλογίζεται.
+
+Ο Δίγγος υλάκτησε μεν, όταν ο μάγειρος έφθασεν εις την ακτήν,
+αλλ' εσιώπησε σχεδόν αμέσως.
+
+Τώρα έπρεπε να σκεφθώσι περί του μάλλον καταπείγοντος. Το
+μάλλον δε κατεπείγον ήτο να εύρωσι καταφύγιόν τι, σκέπην τινα
+οίαν δήποτε, ένθα να εγκαθιδρυθώσι προσωρινώς και να λάβωσιν
+ολίγην τροφήν.
+
+Ακολούθως θα συνεσκέπτοντο και θα απεφάσιζον τι έπρεπε να
+πράξωσι.
+
+Περί τροφής δεν είχον να φροντίσωσι, διότι πλην των βοηθημάτων
+τα οποία ηδύνατο να παρέξη η χώρα, η τροφοδόχη του πλοίου είχε
+κενωθή προς χρήσιν των επιζησάντων εκ του ναυαγίου. Η παλίρροια
+είχε ρίψει τήδε κακείσε διάφορα αντικείμενα εν τω μέσω των
+σκοπέλων. Ο Τωμ και οι σύντροφοί του είχον ήδη συνάξει βαρέλια
+τινα διπύρων, κυτία τεταριχευμένων εδωδίμων, κιβώτια
+απεξηραμένου κρέατος. Το ύδωρ δεν τα είχε βλάψει εισέτι, ώστε η
+διατροφή της μικράς συνοδείας ήτο εξησφαλισμένη διά πλειότερον
+χρόνον, παρ' όσον απητείτο βεβαίως όπως φθάσωσιν εις κώμην τινά
+ή χωρίον. Υπό την έποψιν λοιπόν ταύτην ουδέν είχον να φοβηθώσι.
+Πάντα ταύτα τα διάφορα ναυάγια, τεθέντα εις μέρος ασφαλές, δεν
+ηδύναντο πλέον ν' αναρπαγώσιν υπό της εξογκουμένης θαλάσσης.
+
+Αλλά και το γλυκύ ύδωρ δεν έλειπεν. Ευθύς εξ αρχής ο Δικ Σανδ
+εφρόντισε να πέμψη τον Ηρακλέα να φέρη εκ του πλησίον ποταμίου
+ολίγην ποσότητα ύδατος. Αλλ' ο ρωμαλέος μαύρος επανήλθε φέρων
+επί των ώμων ολόκληρον πίθον πλήρη δροσερού και διαυγούς
+ύδατος, όπερ η παλίρροια άφινεν εντελώς πόσιμον.
+
+Όσον αφορά το πυρ, εάν ήτο ανάγκη να ανάψωσι, ξηρά ξύλα δεν
+έλειπον εις τα πέριξ, και αι ρίζαι των γηραιών μαγγλίων θα
+παρείχον όλην την απαιτουμένην καύσιμον ύλην. Ο γέρων Τωμ,
+μανιώδης καπνιστής, είχεν εφοδιασθή δι' ικανής ποσότητος ύσκας
+καλώς διατηρουμένης εν κυτίω αραρότως κεκλεισμένω, και όταν θα
+ήθελον, θα εκτύπα πυρίτην λίθον έστω και διά χάλικος της ακτής.
+
+Έμενε λοιπόν να εύρωσι την οπήν εν τη οποία θα συνεσπειρούτο η
+μικρά συνοδεία, εν ή περιπτώσει ήθελεν αναγκασθή να αναπαυθή
+επί μίαν νύκτα πριν επαναλάβη την οδοιπορίαν αυτής.
+
+Και μα την αλήθειαν ο μικρός Ζακ εύρεν αυτόν τον κοιτώνα.
+
+Καλπάζων εις τους πρόποδας του θαλασσοκρήμνου, όπισθεν καμπής
+τινος του βράχου ανεκάλυψεν εν των λείων και κατακένων εκείνων
+σπηλαίων, τα οποία αυτή η θάλασσα ορύττει, όταν τα κύματα αυτής
+εξογκούμενα υπό της τρικυμίας, δέρωσι την ακτήν.
+
+Το μικρόν παιδίον ήτο καταμαγευμένον. Προσεκάλεσε διά κραυγών
+χαράς την μητέρα του και τη έδειξε θριαμβευτικώς την ανακάλυψίν
+του.
+
+ — Καλά, Ζακ! είπεν η κυρία Βέλδων. Εάν ήμεθα Ροβινσώνες
+προωρισμένοι να ζήσωμεν πολύν χρόνον εις αυτήν την παραλίαν,
+δεν θα ελησμονούμεν να δώσωμεν το όνομά σου εις αυτό το
+σπήλαιον.
+
+Το σπήλαιον είχε δέκα ή δώδεκα ποδών βάθος και τόσων πλάτος,
+αλλ' εις τους οφθαλμούς του Ζακ εφαίνετο τεράστιον υπόγειον.
+
+Όπως δήποτε ήρκει να περιλάβη τους ναυαγούς, η δε κυρία Βέλδων
+και η Ναν παρετήρησαν μετ' ευχαριστήσεως ότι ήτο ξηρότατον.
+
+Η σελήνη ευρίσκετο εις το πρώτον αυτής τέταρτον και δεν είχον
+να φοβηθώσι μήπως η άμπωτις ήθελε προσβάλει τους πρόποδας του
+θαλασσοκρήμνου, επομένως δε και το σπήλαιον. Δεν εχρειάζοντο
+λοιπόν πλείον τι όπως αναπαυθώσιν επί τινας ώρας.
+
+Μετά δέκα λεπτά της ώρας όλοι είχον κατακλιθή επί τάπητος εκ
+φυκών. Και αυτός ο Νεγορός ενόμισε καθήκον του να επιστρέψη εις
+την μικράν συνοδείαν και να λάβη μέρος εις το κοινόν γεύμα.
+
+Βεβαίως δεν είχε κρίνει καλόν να ριψοκινδυνεύση μόνος υπό το
+πυκνόν εκείνο δάσος, διά του οποίου διήρχετο οφειοειδές
+ποτάμιον.
+
+Ήτο μία ώρα μετά μεσημβρίαν. Το τεταριχευμένον κρέας, τα
+δίπυρα, το ύδωρ, αναμιγνυόμενον μετά τινων σταγόνων ρουμίου,
+του οποίου έν βαρέλιον είχε διασώσει ο Βαρθολομαίος, απετέλεσαν
+το γεύμα.
+
+Αλλ' εάν ο Νεγορός έλαβε μέρος εις το γεύμα, δεν ανεμίχθη όμως
+εις την συνομιλίαν, κατά την οποίαν συνεζητήθησαν τα μέτρα
+άτινα απήτει η θέσις των ναυαγών. Εν τούτοις, χωρίς να φαίνεται
+ότι προσέχει, ήκουσε και βεβαίως ωφελήθη εξ όσων ήκουσε.
+
+Κατ' εκείνο το διάστημα ο Δίγγος, όστις δεν είχε λησμονηθή,
+εφύλαττεν έξωθεν του σπηλαίου. Ηδύναντο να μένωσιν ήσυχοι.
+Ουδέν έμψυχον ον θα ενεφανίζετο εις την ακτήν, χωρίς να
+αναγγείλη την εμφάνισιν αυτού το πιστόν ζώον.
+
+Η κυρία Βέλδων, κρατούσα τον μικρόν Ζακ ημικεκλιμένον και
+σχεδόν κοιμώμενον επ' αυτής, ωμίλησε πρώτη.
+
+ — Φίλε μου, Δικ, είπεν, εν ονόματι όλων σε ευχαριστώ διά την
+αφοσίωσιν την οποίαν έδειξες μέχρι τούδε αλλά δεν σε αφίνομεν
+εισέτι ελεύθερον. Θα ήσαι ο οδηγός ημών κατά ξηράν, ως ήσο εν
+τω πλοίω πλοίαρχος. Όλη η εμπιστοσύνη ημών σοι ανήκει. Λέγε
+λοιπόν. Τι πρέπει να πράξωμεν;
+
+Η κυρία Βέλδων, η γραία Ναν, ο Τωμ και οι σύντροφοι αυτού είχον
+τους οφθαλμούς προσηλωμένους επί του νεαρού δοκίμου. Και αυτός
+ο Νεγορός τον παρετήρει μετά παραδόξου επιμονής. Προδήλως τον
+ενδιέφερεν όλως ιδιαιτέρως ό,τι έμελλε να αποκριθή ο Δικ Σανδ.
+
+Ο Δικ Σανδ εσκέφθη επί τινας στιγμάς. Είτα δε:
+
+ — Κυρία Βέλδων, είπε, το σπουδαίον είναι να μάθωμεν πρώτον πού
+είμεθα. Νομίζω ότι το πλοίον ημών εξώκειλεν εις το μέρος εκείνο
+της αμερικανικής παραλίας, όπερ σχηματίζει την περουβιανήν
+ακτήν.
+
+ . . . Οι άνεμοι και τα ρεύματα θα το έφερον εις το πλάτος
+τούτο. Αλλά μήπως ευρισκόμεθα εις μεσημβρινήν τινα επαρχίαν του
+Περού, ήτοι εις μέρος ακατοίκητον συνορεύον προς τας πάμπας;
+Ίσως. Το πιστεύω έτι μάλλον, βλέπων την έρημον ταύτην παραλίαν
+ήκιστα ως φαίνεται συχναζομένην. Εν τοιαύτη περιπτώσει δυνατόν
+να ήμεθα πολύ μακράν από της πλησιεστέρας κώμης, όπερ
+δυσάρεστον.
+
+ — Λοιπόν, τι θα πράξωμεν; επανέλαβεν η κυρίαν Βέλδων.
+
+ — Η γνώμη μου είναι, απήντησεν ο Δικ Σανδ, να μη
+εγκαταλείψωμεν το καταφύγιον τούτο πριν ή βεβαιωθώμεν περί της
+θέσεώς μας. Αύριον, μετά την ανάπαυσιν μιας νυκτός, δύο εξ ημών
+δύνανται να μεταβώσι προς κατασκόπευσιν. Χωρίς να μακρυνθώσι
+πολύ, θα προσπαθήσωσι να συναντήσωσιν ιθαγενείς τινας, να
+λάβωσι παρ' αυτών πληροφορίας και να επιστρέψωσιν εις το
+σπήλαιον.
+
+ . . . Είναι αδύνατον να μη εύρωσί τινα εις απόστασιν δέκα ή
+δώδεκα μιλίων.
+
+ — Να χωρισθώμεν! είπεν η κυρία Βέλδων . . . . . .
+
+ — Τούτο με φαίνεται απαραίτητον, απεκρίθη ο δόκιμος. Εάν δεν
+επιτύχωμεν πληροφορίαν τινά, εάν, όπερ αδύνατον, η χώρα είναι
+εντελώς έρημος, τότε θα σκεφθώμεν πώς να εξέλθωμεν της
+δυσχέρειας κατ' άλλον τρόπον.
+
+ — Και τις θα μεταβή προς κατασκόπευσιν; ηρώτησεν η κυρία
+Βέλδων μετά τινα στιγμήν σκέψεως.
+
+ — Τούτο θα αποφασίσωμεν, απεκρίθη ο Δικ Σανδ.
+
+ — Εν τούτοις φρονώ ότι υμείς, κυρία Βέλδων, η Ναν, ο Ζακ, ο
+κύριος Βενέδικτος, δεν πρέπει να εγκαταλείψετε το σπήλαιον
+τούτο. Ο Βαρθολομαίος, ο Ηρακλής, ο Ακτέων και ο Αυγουστίνος θα
+μείνωσι πλησίον σας, ενώ ο Τωμ και εγώ θα αναχωρήσωμεν. — Ο
+Νεγορός βεβαίως θα προτιμήση να μείνη εδώ, προσέθηκεν ο Δικ
+Σανδ παρατηρών τον μάγειρον.
+
+ — Πιθανόν, απήντησεν ο Νεγορός, όστις δεν ήτο άνθρωπος
+δεσμευόμενος δι' υποσχέσεων.
+
+ — Θα λάβωμεν μεθ' ημών τον Δίγγον, επανέλαβεν δόκιμος. Θα μας
+είναι χρήσιμος εις αυτήν την εξερεύνησιν.
+
+Ο Δίγγος, ακούσας προφερόμενον το όνομά του, εφάνη εις την
+είσοδον του σπηλαίου και εφαίνετο επιδοκιμάζων διά μικράς
+υλακής τα σχέδια του Δικ Σανδ.
+
+Αφ' ης στιγμής ο δόκιμος προέτεινε ταύτα, η κυρία Βέλδων
+εγένετο σκυθρωπή. Ο αποχωρισμός εκείνος, έστω και βραχύς, την
+ανησύχει πολύ. Πιθανόν, ινδικαί φυλαί συχνάζουσαι εις την
+παραλίαν εκείνην να εμάνθανον το ναυάγιον του «Πίλγριμ»· εις
+περίπτωσιν δε καθ' ήν ναυαγιοσυλλέκται τινές ενεφανίζοντο, δεν
+ήτο προτιμότερον να ευρίσκωνται όλοι εκεί, όπως τους
+αποκρούσωσιν;
+
+Η παρατήρησις αύτη ήτο αληθώς αξία συζητήσεως.
+
+Αλλά κατέπεσε προ των επιχειρημάτων του Δικ Σανδ όστις
+παρετήρησεν ότι οι Ινδοί δεν πρέπει να συγχέωνται προς τους
+αγρίους της Αφρικής και της Πολυνησίας και ότι δεν ήτο πιθανή
+προσβολή εκ μέρους αυτών. Αλλά να εισχωρίσωσιν εις τον τόπον
+εκείνον χωρίς μήτε καν να γνωρίζωσι μήτε εις ποίαν απόστασιν
+ευρίσκετο η πλησιεστέρα κώμη της επαρχίας ταύτης, θα εξετίθεντο
+εις πολλούς μόχθους. Ο χωρισμός ηδύνατο μεν να έχη ατοπήματα,
+βεβαίως, αλλά πολύ ολιγώτερα τυφλής πορείας εν τω μέσω δάσους,
+όπερ εφαίνετο εκτεινόμενον έως τους πρόποδας των ορέων.
+
+ — Άλλως τε, επανέλαβεν ο Δικ Σανδ, επιμένων, δεν δύναμαι να
+παραδεχθώ ότι ο χωρισμός ούτος θα είναι μακροχρόνιος, και
+βεβαιώ μάλιστα ότι δεν θα είναι.
+
+Μετά δύο ημέρας το πολύ, εάν ο Τωμ και εγώ δεν εύρωμεν μήτε
+κατοίκημα, μήτε κάτοικον, θα επιστρέψωμεν εις το σπήλαιον. Αλλά
+τούτο είναι λίαν απίθανον· μόλις δε προχωρήσωμεν είκοσι μίλια
+εις το εσωτερικόν του τόπου, θα γνωρίσωμεν ακριβώς την
+γεωγραφικήν αυτού θέσιν. Πιθανόν μεθ' όλα ταύτα να απατώμαι εις
+τους υπολογισμούς μου, επειδή δεν έχω τα μέσα να προσδιορίσω
+αυτήν αστρονομικώς, και δεν είναι αδύνατον να ευρισκόμεθα εις
+πλάτος υψηλότερον ή χαμηλότερον.
+
+ — Ναι, . . βεβαίως, έχεις δίκαιον, τέκνον μου, απήντησεν η
+κυρία Βέλδων λίαν ανήσυχος.
+
+ — Και υμείς, κύριε Βενέδικτε, ηρώτησεν ο Δικ Σανδ, τι φρονείτε
+περί τούτου;
+
+ — Εγώ; απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος.
+
+ — Μάλιστα, ποία είναι η γνώμη σας;
+
+ — Ουδεμίαν γνώμην έχω, απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος.
+Ευρίσκω καλά όσα προτείνονται, και θα πράξω ό,τι θέλουσι.
+Θέλετε να μείνωμεν εδώ μίαν ή δύο ημέρας; έχει καλώς, και θα
+μεταχειρισθώ τον καιρόν μου σπουδάζων την παραλίαν ταύτην υπό
+έποψιν καθαρώς εντομολογικήν.
+
+ — Πράξον λοιπόν ό,τι θέλεις, είπεν η κυρία Βέλδων προς τον Δικ
+Σανδ. Θα μείνωμεν εδώ, και θα αναχωρήσης με τον γέροντα Τωμ.
+
+ — Είμεθα σύμφωνοι, είπεν ο εξάδελφος Βενέδικτος μετά μεγίστης
+αταραξίας. Εγώ, θα επισκευθώ τα έντομα της χώρας.
+
+ — Μη απομακρύνεσθε, κύριε Βενέδικτε, είπεν ο δόκιμος. Πολύ σας
+συνιστώμεν τούτο.
+
+ — Και προ πάντων, μη μας φέρετε πολλούς κώνωπας προσέθηκεν ο
+γέρων Τωμ.
+
+ — Μείνε ήσυχος, παιδί μου.
+
+Μετά τινας στιγμάς ο εντομολόγος, φέρων ανηρτημένον το εκ
+κασσιτέρου πολύτιμον κιβώτιόν του, εξήλθε του άντρου.
+
+Σχεδόν συγχρόνως ο Νεγορός εξήλθεν ωσαύτως. Εφαίνετο
+απλούστατον εις τον άνθρωπον εκείνον να μη φροντίζη ειμή περί
+εαυτού. Αλλ' ενώ ο εξάδελφος Βενέδικτος αναρριχάτο εις τας
+κλιτύας του θαλαοσοκρημνού, ούτως εξερευνήση την άκραν του
+δάσους, εκείνος, επιστρέψας προς το ποτάμιον, απεμακρύνετο διά
+βραδέων βημάτων και εξηφανίζετο εκ δευτέρου ανερχόμενος την
+όχθην.
+
+Ο Ζακ εξηκολούθει να κοιμάται. Η κυρία Βέλδων, αφήσασα αυτόν
+επί των γονάτων της Ναν, κατέβη τότε προς την παραλίαν.
+
+Ο Δικ Σανδ και οι σύντροφοί του την ηκολούθησαν. Ήθελον να
+ίδωσιν εάν η θάλασσα επέτρεπε να μεταβώσιν εις το σκάφος του
+«Πίλγριμ», όπου ευρίσκοντο έτι πολλά αντικείμενα δυνάμενα να
+είναι χρήσιμα εις αυτούς.
+
+Οι σκόπελοι εφ' ών είχεν εξοκείλει ο μυοπάρων ήσαν νυν ξηροί.
+Εν τω μέσω των παντοειδών συντριμάτων ωρθούτο ο σκελετός του
+πλοίου, το οποίον η άμπωτις είχεν εν μέρει καλύψει.
+
+Τούτο εξέπληξε τον Δικ Σανδ καθότι εγίνωσκεν ότι αι πλήμμυραι
+ήσαν μετριώταται εις την αμερικανικήν παραλίαν του Ειρηνικού.
+Αλλ' όμως το φαινόμενον τούτο ηδύνατο να εξηγηθή ως εκ της
+μανίας του ανέμου, όστις έπληττε την ακτήν.
+
+Επαναβλέποντες το πλοίον των, η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής
+ησθάνθησαν οδυνηράν εντύπωσιν. Εκεί είχον ζήσει πολλάς ημέρας,
+εκεί είχον υποφέρει.
+
+Η θέα του αθλίου εκείνου πλοίου, ημισυντετριμμένου, μη έχοντος
+πλέον μήτε ιστούς, κεκλιμένου επί της πλευράς ως ον εστερημένον
+ζωής, έθλιψε ζωηρώς την καρδίαν αυτών.
+
+Αλλ' έπρεπε να επισκεφθώσι το σκάφος εκείνο, πριν το
+αποσυνθέσει εντελώς η θάλασσα.
+
+Ο Δικ Σανδ και οι μαύροι ευκόλως ηδυνήθησαν να εισέλθωσιν εις
+το εσωτερικόν, αφού ανερριχήθησαν εις το κατάστρωμα διά των
+σχοινίων των κρεμαμένων εις την πλευράν του «Πίλγριμ». Ενώ δε ο
+Τωμ, ο Ηρακλής, ο Βαρθολομαίος και ο Αυγουστίνος ενησχολούντο
+να εξάγωσιν εκ της τροφοδόχης παν ό,τι χρήσιμον εκ των εδωδίμων
+και των ποτών, ο δόκιμος εισήλθεν εις τον θάλαμον του
+πλοιάρχου. Χάρις τω Θεώ το ύδωρ δεν είχεν εισβάλει έτι εις το
+μέρος εκείνο του πλοίου, του οποίου η πρύμνη έμενεν έξω της
+θαλάσσης.
+
+Εκεί, ο Δικ Σανδ εύρε τέσσαρα όπλα εν καλή καταστάσει, —
+εξαίρετα οπισθογεμή του εργοστασίου Πώρδεϋ και Σας, — ως και
+εκατοντάδα φυσιγγίων, επιμελώς κεκλεισμένων εις τας
+φυσιγγιοθήκας των.
+
+Δι' αυτών ηδύνατο να οπλίση τον μικρόν στρατόν του και να τον
+έχη έτοιμον προς άμυναν κατά πάσης ενδεχομένης επιθέσεως των
+Ινδών καθ' οδόν.
+
+Ο δόκιμος δεν ημέλησε συγχρόνως να λάβη και φανόν τινα του
+θυλακίου·· αλλ' οι χάρται του πλοίου οι τεθειμένοι εν τω
+φυλακείω της πρώρας και βλαφθέντες υπό του ύδατος ήσαν
+άχρηστοι.
+
+Εν τη αποθήκη του «Πίλγριμ», υπήρχον ωσαύτως, τινες μάχαιραι
+χρησιμεύουσαι εις τον διαμελισμόν της φαλαίνης. Ο Δικ Σανδ
+εξελέξατο έξ, όπως συμπληρώση τον εξοπλισμόν των συντρόφων του,
+και το μικρόν αβλαβές όπλον, όπερ ανήκεν εις τον μικρόν Ζακ.
+
+Τα δε άλλα αντικείμενα όσα περιείχεν έτι το πλοίον, ήσαν
+διασκορπισμένα, ή δεν ηδύναντο πλέον να χρησιμεύσωσιν. Άλλως τε
+δε ήτο περιττόν να επιβαρυνθή υπέρ το μέτρον διά τας ολίγας
+ημέρας καθ' ας ήθελε διαρκέσει η οδοιπορεία αυτών· Ζωοτροφίας,
+όπλα, πολεμοφόδια είχον αρκετά. Εν τούτοις ο Δικ Σανδ, κατά
+σύστασιν της κυρίας Βέλδων, δεν παρημέλησε να λάβη όλα τα
+χρήματα όσα ευρίσκοντο εν τω πλοίω, πεντακόσια δολλάρια
+περίπου.
+
+Τη αληθεία ήσαν ολίγα. Η κυρία Βέλδων είχε περισσότερα, άτινα
+δεν ευρέθησαν.
+
+Τις λοιπόν, πλην του Νεγορού, μετέβη προ αυτών εις το πλοίον
+και υπεξήρεσε τα χρήματα του πλοιάρχου Χουλ και της κυρίας
+Βέλδων; Ουδείς πλην αυτού ήτο ύποπτος
+
+Εν τούτοις ο Δικ Σανδ εδίστασε προς στιγμήν. Ό,τι εγίνωσκε και
+ό,τι διέβλεπεν εν αυτώ ήτο ότι τα πάντα ώφειλον να φοβώνται εκ
+του επιφυλακτικού εκείνου χαρακτήρος, όστις εις τα παθήματα των
+άλλων εμειδία. Ναι ο Νιγορός ήτο ον μοχθηρόν, αλλ' έπρεπεν εκ
+τούτου να συμπεράνη ότι ήτο και κακούργος; Ο Δικ Σανδ δεν
+ηδύνατο να φθάση μέχρι τοιούτου βαθμού υπονοίας. Και εν τούτοις
+ηδύναντο αι υπόνοιαι να σταματήσωσιν επί άλλου; Όχι! οι αγαθοί
+εκείνοι μαύροι δεν είχον εγκαταλίπει ουδ' επί μίαν στιγμήν το
+σπήλαιον, ενώ ο Νεγορός είχε περιπλανηθή επί της παραλίας.
+Αυτός μόνος έπρεπε να είναι ο ένοχος. Απεφάσισε λοιπόν ο Δικ
+Σανδ να ερωτήση τον Νεγορόν και εν ανάγκη να διατάξη να
+ερευνήσωσιν, άμα ήθελον επιστρέψει. Ήθελεν εξ άπαντος να
+γινώσκη τι άνθρωπος ήτο.
+
+Ο ήλιος τότε έκλινε εις τον ορίζοντα. Κατά τον χρόνον εκείνον
+δεν είχεν εισέτι διέλθει τον ισημερινόν όπως φέρη το φως και το
+θάλπος αυτού εις το βόρειον ημισφαίριον, επλησίαζεν όμως.
+
+Έπεσε λοιπόν σχεδόν καθέτως επί της κυκλικής εκείνης γραμμής,
+ένθα συνεχέετο η θάλασσα μετά του ουρανού.
+
+Το λυκόφως ολίγον διήρκεσεν, η σκοτία επήλθε ταχέως, όπερ
+ενίσχυσε την ιδέαν του δοκίμου ότι είχεν εξωκείλει εις μέρος
+κείμενον μεταξύ του τροπικού του Αιγόκαιρω και του ισημερινού.
+
+Η κυρία Βέλδων, ο Δικ Σανδ και αι μαύροι επέστρεψαν εις το
+σπήλαιον, όπως αναπαυθώσιν επί τινας ώρας.
+
+ — Η νυξ θα είναι αγριωτέρα, παρετήρησεν ο Τωμ δεικνύων τον εκ
+πυκνών νεφών κεκαλυμμένον ορίζοντα.
+
+ — Ναι, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, θα φυσήση δυνατός άνεμος. Αλλ'
+αδιάφορον τώρα! Το δυστυχές ημών πλοίον εχάθη, και η τρικυμία
+δεν δύναται πλέον να μας φθάση.
+
+ — Γεννηθήτω το θέλημα του Θεού, είπεν η κυρία Βέλδων.
+
+Είχε συμφωνηθή ότι κατά την νύκτα εκείνην, ήτις θα ήτο
+σκοτεινοτάτη, έκαστος των μαύρων θα εφρούρει εξ υπαμοιβής εις
+την είσοδον του σπηλαίου. Πλην όμως τούτου, ηδύναντο να
+βασίζωνται και εις την καλήν επαγρύπνησιν του Δίγγου.
+
+Παρετήρησαν τότε ότι ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν είχεν
+επιστρέψει.
+
+Ο Ηρακλής τον εκάλεσε δι' όλης της δυνάμεως των ισχυρών
+πνευμόνων του, και σχεδόν αμέσως είδον τον εντομολόγον
+καταβαίνοντα τας κλιτίας του θαλασσοκρήμνου με κίνδυνον να
+θραύση την κεφαλήν του.
+
+Ο εξάδελφος Βενέδικτος ήτο κυριολεκτικώς μανιώδης. Ουδέ έν
+έντομον νέον εύρεν εις το δάσος, όχι, ούτε έν μόνον άξιον να
+κοσμήση την συλλογήν του! Σκορπίοι, σκολόπερδαι και άλλα
+μυριάποδα, όσα θέλετε, και άφθονα μάλιστα. Και είναι γνωστόν
+ότι ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν είχε μεγάλην σχέσιν μετά των
+μυριαπόδων.
+
+ — Δεν ήξιζε τον κόπον, είπε, να διατρέξη τις πεντακισχίλια ή
+εξακισχίλια μίλια, να αψηφήση την τρικυμίαν και να εξωκείλη εις
+την παραλίαν, χωρίς να εύρη μήτε έν των αμερικανικών εκείνων
+εξαπόδων, άτινα είναι τιμή εις εντομολογικόν μουσείον.
+
+Όχι, δεν ήξιζε τον κόπον.
+
+Και ως συμπέρασμα, ο εξάδελφος Βενέδικτος εζήτει να
+αναχωρήσωσι. Δεν ήθελε να μείνη μήτε μίαν ώραν περισσότερον εις
+το αποτρόπαιον εκείνο παράλιον. Η κυρία Βέλδων καθησύχασε το
+μεγάλον παιδίον της. Τω έδωκε την ελπίδα ότι θα ήτο
+ευτυχέστερος την επιούσαν και όλοι συνεσπειρώθησαν εις το
+σπήλαιον, όπως κοιμηθώσι μέχρι της ανατολής του ηλίου, ότε ο
+Τωμ παρετήρησεν ότι ο Νεγορός δεν επέστρεψαν εισέτι, αν και
+είχε νυκτώσει·
+
+ — Πού είναι άρα γε; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.
+
+ — Τι μας μέλει! είπεν ο Βαρθολομαίος.
+
+ — Εξ εναντίας μας μέλει πολύ, απήντησεν η κυρία Βέλδων. Θα
+επροτίμων να ήτο αυτός ο άνθρωπος εδώ.
+
+ — Βεβαίως, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, αλλ' εάν έφυγεν
+εκουσίως, δεν βλέπω πώς δυνάμεθα να τον αναγκάσωμεν να
+επανέλθη. Τις οίδεν εάν δεν έχη τους λόγους του να μας αποφύγη
+διά παντός.
+
+Και λαβών ιδιαιτέρως την κυρίαν Βέλδων, ο Δικ Σανδ τη
+ανεκοίνωσε τας υπονοίας του. Δεν εξεπλάγη ιδών ότι και αυτή
+είχε τας αυτάς υπονοίας. Εις έν μόνον σημείον διεφώνουν.
+
+ — Εάν ο Νεγορός επιστρέψη, είπεν η κυρία Βέλδων, σημαίνει ότι
+θα έκρυψεν εις μέρος ασφαλές το προϊόν της κλοπής του. Κατά την
+γνώμην μου, μη δυνάμενοι να τον αποδείξωμεν ένοχον,
+προτιμότερον είναι να κρύψωμεν, απ' αυτού τας υποψίας ημών και
+να τον αφήσωμεν να πιστεύση ότι μας ηπάτησεν.
+
+Η κυρία Βέλδων είχε δίκαιον, και ο Δικ Σανδ παρεδέχθη την
+γνώμην της.
+
+ — Εν τούτοις ο Νεγορός προσεκλήθη επανειλημμένως, αλλά, δεν
+απεκρίθη. Ή ήτο πολύ μακράν ήδη και δεν ήκουεν, ή δεν ήθελε
+πλέον να επανέλθη.
+
+Οι μαύροι ουδόλως ελυπούντο διότι απηλλάγησαν αυτού, αλλά, ως
+το είπεν η κυρία Βέλδων, ίσως ήτο μάλλον επίφοβος μακρόθεν ή
+εγγύθεν. Αλλά πώς να εξηγήσωμεν ότι ο Νεγορός ηθέλησε να
+ριψοκινδυνεύση μόνος εις την άγνωστον εκείνην χώραν! Απεπλανήθη
+λοιπόν και κατά την σκοτεινήν εκείνην νύκτα ματαίως εζήτει την
+προς το σπήλαιον άγουσαν.
+
+Η κυρία Βέλδων και ο Δικ Σανδ δεν ήξευρον τι να υποθέσωσιν.
+Όπως δήποτε, περιμένοντες τον Νεγορόν, δεν έπρεπε να στερηθώσιν
+αναπαύσεως αναγκαίας εις άπαντας.
+
+Κατ' εκείνην την στιγμήν ο κύων, όστις έτρεχεν επί της άμμου,
+υλάκτησε σφοδρώς.
+
+ — Τι έχει άρα γε ο Δίγγος; Πρέπει αμέσως να το μάθωμεν, είπεν
+ο δόκιμος. Ίσως επιστρέφει ο Νεγορός.
+
+Πάραυτα ο Ηρακλής, ο Βαρθολομαίος, ο Αυγουστίνος και ο Δικ Σανδ
+διηυθύνθησαν προς το στόμιον του ποταμίου.
+
+Φθάσαντες όμως εις την όχθην, μήτε είδον τι μήτε ήκουσαν.
+
+Την στιγμήν εκείνην ο Δίγγος εσιώπα. Ο Δικ Σανδ και οι μαύροι
+επανήλθον εις το σπήλαιον Η καταύλισις ωργανώθη, όσον το
+δυνατόν καλλίτερον. Έκαστος των μαύρων παρεσκευάσθη να φρουρή
+εξωθών εξ υπαμοιβής.
+
+Αλλ' η κυρία Βέλδων, ανησυχούσα, δεν ηδυνήθη να κοιμηθή.
+
+Τη εφαίνετο ότι η γη εκείνη η τοσούτω διακαώς επιθυμητή δεν τη
+παρείχεν ό,τι ηδύνατο να ελπίζη, την ασφάλειαν των μετ' αυτής
+και την ανάπαυσιν εαυτής.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ'.
+
+Ο ΧΑΡΡΗΣ
+
+
+
+Την επιούσαν, 7 Απριλίου ο Αυγουστίνος, όστις εφύλαττε περί την
+αυγήν, είδε τον Δίγγον τρέχοντα προς το ποτάμιον υλακτούντα.
+Σχεδόν αμέσως η κυρία Βέλδων, ο Δικ Σανδ και οι μαύροι εξήλθον
+του σπηλαίου
+
+Βεβαίως συνέβαινέ τι.
+
+ — Ο Δίγγος θα εμυρίσθη ζων τι αντικείμενον, άνθρωπον ή ζώον,
+είπεν ο δόκιμος.
+
+ — Όπως δήποτε, δεν θα είναι ο Νεγορός, παρετήρησεν ο γέρων
+Τωμ, διότι ο Δίγγος θα υλάκτει μανιωδώς.
+
+ — Εάν δεν είναι ο Νεγορός, πού να είναι άρα γε; ηρώτησεν η
+κυρία Βέλδων, ρίπτουσα επί του Δικ Σανδ βλέμμα, όπερ αυτός
+μόνος εννόησε, και εάν δεν είναι εκείνος, ποίος είναι άρα γε;
+
+ — Θα το μάθωμεν αμέσως, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο δόκιμος.
+
+Ακολούθως, απευθυνόμενος προς τον Βαρθολομαίον, τον Αυγουστίνον
+και τον Ηρακλέα.
+
+ — Οπλίσθητε, φίλοι μου, και έλθετε.
+
+Έκαστος των μαύρων έλαβεν έν όπλον και μίαν μάχαιραν, ως έπραξε
+και ο Δικ Σανδ. Φυσίγγιον ετέθη εις το κοίλωμα των οπισθογεμών,
+ούτω δε ωπλισμένοι και οι τέσσαρες διηυθύνθησαν προς την όχθην
+του ποταμίου.
+
+Η κυρία Βέλδων, ο Τωμ και ο Ακτέων, έμειναν εις την είσοδον του
+σπηλαίου, όπου ο μικρός Ζακ και η Ναν ευρίσκοντο έτι.
+
+Ο ήλιος ανέτελλε κατ' εκείνην την στιγμήν. Αι ακτίνες αυτού,
+διακοπτόμενοι υπό των υψηλών προς ανατολάς ορέων, δεν έφθανον
+επ' ευθείας εις τον θαλασσόκρημνον αλλά, μέχρι του δυτικού
+ορίζοντος, η θάλασσα ηκτινοβόλει υπό τα πρώτα φώτα της ημέρας.
+
+Ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού ηκολούθουν την αμμώδη παραλίαν,
+της οποίας η καμπύλη απέληγεν εις το στόμιον του ποταμίου.
+
+Εκεί, ο Δίγγος ακίνητος και ωσεί παραφυλάττων θήραμα,
+εξηκολούθει να υλακτή. Ήτο πρόδηλον ότι έβλεπεν ή ωσφραίνετο
+ιθαγενή τινα.
+
+Και τωόντι ο κύων την φοράν ταύτην δεν ωργίζετο κατά του εν τω
+πλοίω εχθρού του του Νεγορού.
+
+Την στιγμήν εκείνην άνθρωπός τις έστρεφε την τελευταίαν καμπήν
+του θαλασσοκρήμνου. Επροχώρει προσεκτικώς επί της όχθης, και
+διά φιλικών χειρονομιών προσεπάθει να καταπραΰνη τον Δίγγον.
+Ευνόητον είναι ότι δεν ήθελε να περιφρονήση την οργήν του
+ρωμαλέου ζώου.
+
+ — Δεν είναι ο Νεγορός! είπεν ο Ηρακλής.
+
+ — Δεν θα χάσωμεν εις την αλλαγήν, απεκρίθη ο Βαρθολομαίος.
+
+ — Όχι, είπεν ο δόκιμος. Θα είναι πιθανώς ιθαγενής τις, όστις
+θα μας απαλλάξη της ανησυχίας του χωρισμού. Θα μάθωμεν τέλος
+πού ευρισκόμεθα.
+
+Και οι τέσσαρες δε, θέσαντες τα όπλα επί των ώμων διηυθύνθησαν
+ταχέως προς τον άγνωστον.
+
+Εκείνος, ιδών αυτούς πλησιάζοντας, έδειξε κατ' αρχάς σημεία
+ζωηροτάτης εκπλήξεως. Βεβαιότατα, δεν περιέμενε να συναντήση
+ξένους επί του μέρους εκείνου της ακτής. Πρόδηλον ήτο ωσαύτως,
+ότι δεν είχεν παρατηρήσει τα συντρίματα του «Πίλγριμ», άλλως η
+παρουσία ναυαγών θα εξηγείτο φυσικώτατα. Άλλως τε, κατά την
+νύκτα, η παλίρροια είχε τελείως διαμελίσει τον σκελετόν του
+πλοίου, και δεν έμενον πλέον εξ αυτού ειμή λείψανά τινα
+επιπλέοντα εις το πέλαγος.
+
+Κατά την πρώτην στιγμήν ο άγνωστος, βλέπων προχωρούντας προς
+αυτόν τους τέσσαρας εκείνους ωπλισμένους άνδρας, εκινήθη όπως
+οπισθοχωρήση. Είχε πυροβόλον ανηρτημένον, όπερ έφερε ταχέως εις
+την χείρα και από της χειρός εις τον ώμον. Φαίνεται ότι
+εταράχθη.
+
+Ο Δικ Σανδ εποίησε κίνημα χαιρετισμού, όπερ ο άγνωστος δεν
+εννόησε βεβαίως, καθότι μετά τινα δισταγμόν εξηκολούθησε
+προχωρών.
+
+Τότε ο Δικ Σανδ ηδυνήθη να τον εξετάση μετά προσοχής.
+
+Ήτο ανήρ εύρωστος, ηλικίας τεσσαράκοντα ετών το πολύ, με όμμα
+ζωηρόν, κόμην και γένειον υπόλευκα, χρώμα ηλιοκαές, ως νομάδος
+πάντοτε, ζήσαντος εν τω ανοικτώ αέρι του δάσους ή της πεδιάδος.
+Είδος τι επιχιτωνίου εκ δέρματος κατειργασμένου, τω εχρησίμευεν
+ως υπενδύτης, πλατύγυρος πίλος εκάλυπτε την κεφαλήν του,
+δερμάτινα υποδήματα έφθανον μέχρι των γονάτων του και
+πτερνιστήρες μετά μεγάλων πλήκτρων αντήχουν επί των υψηλών
+αυτού πτερνών.
+
+Εκείνο δε το οποίον εξ αρχής εγνώρισεν ο Δικ Σανδ — και το
+οποίον ήτο τωόντι — είναι ότι είχεν απέναντι αυτού, ουχί ένα
+των Ινδών εκείνων οίτινες συνήθως διατρέχουσι τας πάμπας, αλλ'
+ένα των τυχοδιωκτών εκείνων, καταγωγής ξένης, πολλάκις
+επικινδύνων, οίτινες συνήθως συναντώνται εις τας μεμακρυσμένας
+εκείνας χώρας. Εκ της ακάμπτου μάλιστα στάσεώς του, εκ του
+ερυθρωπού χρώματος τριχών τινων της γενειάδος του, εφαίνετο ότι
+ο άγνωστος εκείνος ανήκεν εις την αγγλοσαξωνικήν φυλήν. Όπως
+δήποτε δεν ήτο μήτε Ινδός μήτε Ισπανός.
+
+Και τούτο εφάνη βέβαιον, όταν εις τον Δικ Σανδ όστις είπεν αυτώ
+αγγλιστί «Καλώς ήλθετε», απεκρίθη εν τη αυτή γλώσση, και χωρίς
+η προφορά του να έχη ξενικόν τινα τόνον.
+
+ — Καλώς ήλθετε και ημείς, νέε μου φίλε, είπεν ο άγνωστος
+προχωρών προς τον δόκιμον και θλίβων την χείρα αυτού. Προς δε
+τους μαύρους ηρκέσθη να τοις απευθύνη χαιρετισμόν, χωρίς να
+τοις είπη τι.
+
+ — Είσθε Άγγλοι; ηρώτησε τον δόκιμον.
+
+ — Αμερικανοί, απεκρίθη ο Δικ Σανδ.
+
+ — Της Νοτίου;
+
+ — Της Βορείου.
+
+Η απόκρισις αύτη εφάνη ευχαριστήσασα τον άγνωστον, όστις
+εκίνησε ισχυρότερον την χείρα του δοκίμου, εντελώς αμερικανικώ
+τω τρόπω την φοράν ταύτην.
+
+ — Και δύναμαι να μάθω, νέε μου φίλε, πώς ευρίσκεσθε εις την
+παραλίαν ταύτην; ηρώτησεν.
+
+Αλλά, κατά την στιγμήν ταύτην, χωρίς να περιμένη την απόκρισιν
+του δοκίμου εις την ερώτησίν του, ο άγνωστος απεκαλύφθη και
+εχαιρέτισεν.
+
+Η κυρία Βέλδων είχε προχωρήσει προς την όχθην και ευρίσκετο
+τότε ενώπιόν του.
+
+Αύτη απήντησεν εις την ερώτησίν του·
+
+ — Κύριε, είπεν, είμεθα ναυαγοί, των οποίων το πλοίον συνετρίβη
+χθες επ' αυτών των σκοπέλων.
+
+Αίσθημά τι οίκτου εζωγραφήθη επί της μορφής του άγνωστου,
+ούτινος τα βλέμματα ανεζήτησαν το εις την ακτήν εξοκείλαν
+πλοίον.
+
+ — Δεν έμεινε πλέον τίποτε εκ του πλοίου, προσέθηκεν ο δόκιμος.
+Η παλίρροια συνεπλήρωσε την καταστροφήν κατ' αυτήν την νύκτα.
+
+ — Και η πρώτη ημών ερώτησις, επανέλαβεν η κυρία Βέλδων, είναι
+να σας ερωτήσωμεν πού ευρισκόμεθα.
+
+ — Αλλ' είσθε εις την παραλίαν της Νοτίου Αμερικής, απεκρίθη ο
+άγνωστος, όστις εφάνη απορήσας διά την ερώτησιν. Μήπως είχετε
+αμφιβολίαν τινά περί τούτου;
+
+ — Ναι, κύριε, διότι η τρικυμία ίσως μας παρέσυρε της ευθείας
+οδού την οποίαν δεν ηδυνάμην να ορίσω μετ' ακριβείας, απεκρίθη
+ο Δικ Σανδ. Αλλ' επιθυμώ να μάθω ακριβέστερον πού ευρισκόμεθα.
+Άρα γε εις την παραλίαν του Περού;
+
+ — Όχι νέε μου φίλε, όχι. Ολίγον τι μάλλον προς τον νότον.
+Εξοκείλατε επί της βολιβιανής ακτής.
+
+ — Α! εφώνησεν ο Δικ Σανδ.
+
+ — Και μάλιστα ευρίσκεσθε επί του μεσημβρινού μέρους της
+Βολιβίας, όπερ συνορεύει προς το Χιλί.
+
+ — Λοιπόν ποία είναι αυτή η άκρα; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ δεικνύων
+το προς βορράν ακρωτήριον.
+
+ — Δεν ηξεύρω να σας είπω τ' όνομά του, απεκρίθη ο άγνωστος,
+καθότι εάν γνωρίζω ολίγον τι τον τόπον εις τα ενδότερα, ως
+διατρέξας αυτά πολλάκις, την παραλίαν όμως ταύτην πρώτην φοράν
+επισκέπτομαι.
+
+Ο Δικ Σανδ εσκέπτετο περί όσων ήκουσε. Δεν εξεπλήσσετο όμως
+πολύ, καθότι πιθανόν ή μάλλον δυνατόν ήτο να ηπατήθη εις τους
+υπολογισμούς του ένεκα των ρευμάτων, αλλ' η απάτη δεν ήτο
+σπουδαία. Τωόντι ενόμιζεν ότι ήτο περίπου μεταξύ της εικοστής
+εβδόμης και της τριακοστής παραλλήλου μετά την αναγνώρισιν της
+νήσου του Πάσχα, και εξώκειλεν επί της εικοστής πέμπτης
+παραλλήλου.
+
+Ουδόλως αδύνατον να υπέστη το «Πίλγριμ» τοιαύτην ελαχίστην
+παρέκκλισιν επί τοσούτον μακρόν διάπλουν.
+
+Άλλως τε ουδέν διδόμενον είχε να αμφιβάλλη περί των
+διαβεβαιώσεων του αγνώστου, και αφού η ακτή εκείνη ήτο η της
+κάτω Βολιβίας, ουδέν άπορον εάν ήτο τόσον έρημος.
+
+ — Κύριε, είπε τότε ο Δικ Σανδ, εκ της αποκρίσεώς σας δύναμαι
+να συμπεράνω ότι ευρισκόμεθα πολύ μακράν της Λίμας.
+
+ — Ω! η Λίμα είναι μακράν . . . απ' εκεί! εις το βόρειον μέρος.
+
+Η κυρία Βέλδων, ήτις κατ' αρχάς είχε συλλάβει υπονοίας διά την
+εξαφάνισιν του Νεγορού, παρετήρει τον άγνωστον μετά μεγάλης
+προσοχής, αλλά μήτε εις την στάσιν του, μήτε εις τας εκφράσεις
+του ηδυνήθη να εύρη ύποπτον.
+
+ — Κύριε είπεν, η ερώτησίς μου δεν είναι βεβαίως αδιάκριτος . .
+. Δεν φαίνεσθε καταγωγής περουβιανής
+
+ — Είμαι Αμερικανός ως είσθε υμείς, κυρία; . . . είπεν ο
+άγνωστος περιμείνας προς στιγμήν όπως η Αμερικανίς τω είπη το
+όνομά της.
+
+ — Κυρία Βέλδων, απεκρίθη αύτη.
+
+ — Εγώ ονομάζομαι Χάρρης, και εγεννήθην εις την μεσημβρινήν
+Καρολίναν. Αλλά παρήλθον είκοσιν έτη αφ' ότου εγκατέλιπον την
+πατρίδα μου διά να έλθω εις τας πάμπας της Βολιβίας και πολύ
+ευχαριστούμαι, όταν βλέπω συμπολίτας.
+
+ — Κατοικείτε το μέρος τούτο της επαρχίας, κύριε Χάρη; ηρώτησεν
+η κυρία Βέλδων.
+
+ — Όχι, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο Χάρρης, κατοικώ εις το νότιον
+μέρος, εις τα σύνορα της Χιλής, αλλά την στιγμήν ταύτην
+μεταβαίνω εις Ατακάμαν, βορειοανατολικά.
+
+ — Είμεθα λοιπόν εις το άκρον της ομωνύμου ερήμου; ηρώτησεν ο
+Δικ Σανδ.
+
+ — Ακριβώς, νέε μου φίλε, και η έρημος αύτη εκτείνεται πολύ
+πέραν των ορέων, τα οποία κλείουσι τον ορίζοντα.
+
+ — Η έρημος της Ατακάμας; επανέλαβεν ο Δικ Σανδ.
+
+ — Ναι, απεκρίθη ο Χάρρης. Η έρημος αύτη είναι ως ιδιαίτερος
+τις τόπος εν τη ευρεία ταύτη Νοτίω Αμερική, της οποίας διαφέρει
+υπό πολλάς απόψεις. Είναι το μάλλον περίεργον και το ολιγώτερον
+γνωστόν μέρος της ηπείρου ταύτης.
+
+ — Και οδοιπορείτε μόνος; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.
+
+ — Ω! δεν είναι η πρώτη φορά καθ' ήν πράττω τούτο! απεκρίθη ο
+Αμερικανός. Διακόσια μίλια μακράν απ' εδώ υπάρχει έπαυλις
+μεγάλη, η έπαυλις του Αγίου Ευτυχούς, ήτις ανήκει εις ένα των
+αδελφών μου και εκεί μεταβαίνω χάριν του εμπορίου μου. Εάν
+θέλετε να με ακολουθήσετε, θα σας υποδεχθώσι καλώς, και θα
+εύρετε τα μέσα όπως μεταβήτε εις την πόλιν Αταμάκαν: Ο αδελφός
+μου θα είναι ευτυχής εάν σας παράσχη ταύτα.
+
+Αι προσφοραί αύται, γινόμεναι αυθορμήτως, δεν ηδύνατο ειμί να
+διαθέσωσι τους ναυαγούς ευνοϊκώς υπέρ του Αμερικανού, όστις
+επανέλαβεν αμέσως αποτεινόμενος προς την κυρίαν Βέλδων.
+
+ — Οι μαύροι αυτοί είναι δούλοι σας;
+
+Και διά της χειρός εδείκνυεν τον Τωμ και τους συντρόφους του.
+
+ — Δεν έχομεν πλέον δούλους εις τας Ηνωμένας Πολιτείας,
+απεκρίθη ζωηρώς η κυρία Βέλδων. Οι βόρειοι προ πολλού
+κατήργησαν την δουλείαν, οι δε νότιοι εδέησε ν' ακολουθήσωσι το
+παράδειγμα των βορείων.
+
+ — Α! ορθόν, απεκρίθη ο Χάρρης. Είχον λησμονήσει ότι ο πόλεμος
+του 1862 έλυσε το σπουδαίον τούτο ζήτημα. — Ζητώ συγνώμην παρά
+των καλών τούτων ανδρών, προσέθηκεν ο Χάρρης μετά τινος λεπτής
+ειρωνείας, χαρακτηριζούσης τους νοτίους Αμερικανούς όταν
+ομιλώσι προς μαύρους. Αλλά βλέπων τους ευπατρίδας τούτους εις
+την υπηρεσίαν σας, ενόμισα . . .
+
+ — Μήτε είναι μήτε ήσαν ποτέ εις την υπηρεσίαν μου, κύριε,
+απεκρίθη σοβαρώς η κυρία Βέλδων.
+
+ — Θεωρούμεν τιμήν μας να σας υπηρετώμεν, κυρία Βέλδων, είπεν
+τότε ο γέρων Τωμ. Αλλ' ας μάθη ο κύριος Χάρρης ότι εις ουδένα
+ανήκομεν. Είναι μεν αληθές ότι εγώ συνελήφθην και επωλήθην ως
+δούλος εις την Αφρικήν, όταν ήμην έξ ετών· αλλ' ο υιός μου
+Βαρθολομαίος εγεννήθη εξ απελευθέρου πατρός, οι δε σύντροφοί
+μου εγεννήθησαν εκ γονέων απελεύθερων.
+
+ — Σας συγχαίρω, είπεν ο Χάρρης μετά τόνου φωνής, ον η κυρία
+Βέλδων δεν εύρε σοβαρόν. Άλλως τε επί της γης ταύτης της
+Βολιβίας δεν έχομεν δούλους. Λοιπόν ουδέν έχετε να φοβηθήτε,
+και δύνασθε να οδεύητε εδώ τόσον ελευθέρως όσον εις τας
+πολιτείας της Νέας Αγγλίας.
+
+Την στιγμήν εκείνην ο μικρός Ζακ, ακολουθούμενος υπό της Ναν
+εξήλθε, του σπηλαίου τρίβων τους οφθαλμούς του.
+
+Είτα, ιδών την μητέρα του, έδραμε προς αυτήν. Η κυρία Βέλδων
+τον ενηγκαλίσθη τρυφερώς.
+
+ — Τι χαριτωμένο παιδάκι! Είπεν ο Αμερικανός πλησιάζων τον Ζακ.
+
+ — Είναι υιός μου, είπεν η κυρία Βέλδων.
+
+ — Ω! κυρία Βέλδων, λοιπόν θα υπεφέρετε διττώς, αφού το παιδίον
+τούτο εξετέθη εις τόσας δοκιμασίας!
+
+ — Ο Θεός το διετήρησε σώον και υγιές, ως και όλους ημάς, κύριε
+Χάρρη, απεκρίθη η κυρία Βέλδων.
+
+ — Μοι επιτρέπετε να ασπασθώ τας ωραίας παρειάς του; ηρώτησεν ο
+Χάρρης.
+
+ — Ευχαρίστως, απεκρίθη η κυρία Βέλδων.
+
+Αλλ' η μορφή του «κυρίου Χάρρη» φαίνεται ότι δεν ήρεσεν εις τον
+μικρόν Ζακ, καθότι συνεσπειρώθη περισσότερον πλησίον της μητρός
+του.
+
+ — Πώς! είπεν ο Χάρρης, δεν θέλετε να σας ασπασθώ! Σας προξενώ
+λοιπόν φόβον, μικρέ μου φίλε;
+
+ — Συγγχωρήσατέ το, κύριε, έσπευσε να είπη η κυρία Βέλδων.
+Δειλιά.
+
+ — Καλά! θα γνωρισθώμεν περισσότερον, απεκρίθη ο Χάρρης. Όταν
+φθάσωμεν εις την έπαυλιν, θα διασκεδάζη με έν ωραίον αλογάκι το
+οποίον θα του είπη πολλά πράγματα δι' εμέ.
+
+ — Αλλά και η προσφορά αύτη του ωραίου ιππαρίου δεν εδελέασε
+τον Ζακ.
+
+Η κυρία Βέλδων, αρκετά στενοχωρηθείσα, έσπευσε να στρέψη την
+συνομιλίαν. Δεν έπρεπε, να δυσαρεστήσωσι άνθρωπον, όστις
+τοσούτον υποχρεωτικώς είχε προσφέρει τας υπηρεσίας του.
+
+Κατ' εκείνο το διάστημα ο Δικ Σανδ εσκέπτετο την τοσούτον
+εγκαίρως γενομένην πρότασιν να μεταβώσιν εις την έπαυλιν του
+Αγίου Ευτυχούς. Ως είπεν ο Χάρρης, ήτο πορεία πλέον των
+διακοσίων μιλίων, οτέ μεν διά των δασών, οτέ δε διά πεδιάδων, —
+πορεία λίαν κοπιώδης, βεβαίως, επειδή υπήρχεν εντελής έλλειψις
+μέσων μεταφοράς.
+
+Ο νεαρός δόκιμος επέφερε λοιπόν παρατηρήσεις τινάς ως προς το
+αντικείμενον τούτο και περιέμενε την απόκρισιν του Αμερικανού.
+
+ — Η οδοιπορία είναι τωόντι ολίγον μακρά, είπεν ο Χάρρης, αλλ'
+έχω εκεί, ολίγας τινάς εκατοντάδας βημάτων όπισθεν της όχθης,
+ίππον, τον οποίον σκοπεύω να θέσω εις την διάθεσιν της κυρίας
+Βέλδων και του υιού της. Δι' ημάς ούτε δύσκολον, ούτε λίαν
+επίπονον να πορευθώμεν πεζή. Άλλως τε δε όταν είπω διακόσια
+μίλια, εννόουν να ακολουθήσωμεν την διεύθυνσιν του ποταμίου
+τούτου, ως το έπραξα ήδη. Αλλ' εάν διασχίσωμεν το δάσος, ο
+δρόμος μας θα συντομευθή κατά ογδοήκοντα τουλάχιστον μίλια.
+Λοιπόν, εάν διανύωμεν δέκα μίλια καθ' ημέραν, μοι φαίνεται ότι
+θα φθάσωμεν εις την έπαυλιν χωρίς πολλούς κόπους.
+
+Η Κυρία Βέλδων ευχαρίστησε τον Αμερικανόν.
+
+ — Δεν δύνασθε να με ευχαριστήσετε καλλίτερον, ειμή δεχομένη
+είπεν ο Χάρρης. Αν και ουδέποτε διήλθον τούτο το δάσος, νομίζω
+ότι δεν θα δυσκολευθώ να εύρω τον δρόμον, επειδή έχω μεγάλην
+έξιν της πάμπας. Έν μόνον ζήτημα σπουδαιότερον υπάρχει, το των
+τροφίμων, διότι εγώ δεν έχω ειμή ακριβώς όσα αρκούσι διά να
+φθάσω εις την έπαυλιν του Αγίου Ευτυχούς.
+
+ — Κύριε Χάρρη, είπεν η κυρία Βέλδων, έχομεν ευτυχώς άφθονα
+τρόφιμα, και θα ήμεθα ευτυχείς να τα μοιρασθώμεν.
+
+ — Λοιπόν, κυρία Βέλδων, μοι φαίνεται ότι πάντα έχουσι καλώς
+και ότι ουδέν άλλο μένει ειμή η αναχώρησις.
+
+Ο Χάρρης διηυθύνετο προς την όχθην σκοπεύων να παραλάβη τον
+ίππον του εκ του μέρους ένθα τον είχεν αφήσει, ότε ο Δικ Σανδ
+τον εσταμάτησε πάλιν όπως τω αποτείνη μίαν ερώτησιν.
+
+Εις τον νέον δόκιμον δεν εφαίνετο πολύ φρόνιμον να εγκαταλίπη
+την παραλίαν και να εισδύση εις το εσωτερικόν της χώρας διά του
+απεράντου εκείνου δάσους.
+
+Ο ναυτικός ανεφαίνετο πάλιν εν αυτώ, και επροτίμα να ανέρχηται
+και να κατέρχηται την παραλίαν.
+
+ — Κύριε Χάρρη, είπεν, αντί να οδοιπορήσωμεν εκατόν είκοσι
+μίλια εν τη ερήμω ταύτη της Ατακάμας διατί δεν ακολουθούμεν την
+παραθαλασσίαν; Απόστασις και ούτως, απόστασις και άλλως. Δεν
+είναι προτιμότερον να φθάσωμεν την πλησιεστέραν πόλιν είτε προς
+βορράν είτε προς νότον;
+
+ — Αλλά, νέε μου φίλε, απεκρίθη ο Χάρρης συσπών ελαφρώς τας
+οφρύς, νομίζω ότι δεν υπάρχει πόλις πλησιέστερον των τριακοσίων
+ή τετρακοσίων μιλίων από της ακτής ταύτης, την οποίαν να
+γνωρίζω ακριβώς.
+
+ — Προς βορράν μάλιστα, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, αλλά προς νότον;.
+
+ — Προς νότον, απήντησεν ο Αμερικανός, θα είναι ανάγκη να
+κατέλθωμεν μέχρι της Χιλής. Λοιπόν το διάστημα είναι σχεδόν
+επίσης μακρόν, και εις την θέσιν σας δεν θα ήθελον να διέλθω
+τας πάμπας της αργεντινής Δημοκρατίας. Εγώ δε, μετά μεγάλης μου
+λύπης, σας ειδοποιώ ότι δεν δύναμαι να σας συνοδεύσω.
+
+ — Τα πλοία τα πλέοντα μεταξύ του Περού και Χιλής δεν
+διέρχονται λοιπόν προ της παραλίας ταύτης; ηρώτησεν η κυρία
+Βέλδων.
+
+ — Όχι, απεκρίθη ο Χάρρης. Διέρχονται πολύ απώτερον εις το
+πέλαγος, και βεβαίως δεν συνηντήσατε ουδέν εξ αυτών.
+
+ — Πράγματι, είπεν η κυρία Βέλδων. — Λοιπόν, Δικ, έχεις άλλην
+τινά ερώτησιν να απευθύνης προς τον κύριον Χάρρην;
+
+ — Μίαν μόνην, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο δόκιμος όστις ησθάνετο
+δυσκολείαν τινά να ενδώση. Θα ερωτήσω τον κύριον Χάρρην εις
+ποίον λιμένα νομίζει ότι θα εύρωμεν πλοίον τι διά να
+επιστρέψωμεν εις Άγιον Φραγκίσκον;
+
+ — Μα την αλήθειαν, νέε μου φίλε, δεν ηξεύρω τι να σας είπω,
+απεκρίθη ο Αμερικανός, Ότι ηξεύρω είναι ότι θα σας παράσχωμεν
+εις την έπαυλην του Αγίου Ευτυχούς τα μέσα να φθάσετε εις την
+πόλιν Ατακάμαν και εκείθεν . .
+
+ — Κύριε Χάρρη, είπε τότε η κυρία Βέλδων, μη νομίσετε ότι ο Δικ
+Σανδ διστάζει να δεχθή τας προσφοράς σας.
+
+ — Όχι, κυρία Βέλδων όχι βεβαίως δεν διστάζω, είπεν ο νεαρός
+δόκιμος, αλλά δεν ειμπορώ να μη λυπηθώ διότι δεν επέσαμεν εις
+παραλίαν μοίρας τινάς βορειότερον ή νοτιώτερον. Θα ευρισκόμεθα
+τότε πλησίον λιμένος τινός, και η περίπτωσις εκείνη,
+διευκολύνουσα την παλινόστησιν ημών, θα μας απήλλασε της
+ανάγκης να ενοχλήσωμεν την προθυμίαν του κυρίου Χάρρη.
+
+ — Μη φοβήσθε ότι θα με ενοχλήσετε, κυρία Βέλδων επανέλαβεν ο
+Χάρρης. Σας επαναλαμβάνω ότι σπανιώτατα λαμβάνω αφορμήν να
+ευρεθώ απέναντι συμπολιτών μου. Είναι δι' εμέ αληθής
+ευχαρίστησις να σας υποχρεώσω.
+
+ — Δεχόμεθα την προσφοράν σας κύριε Χάρρη, είπεν η κυρία
+Βέλδων, αλλ' εν τούτοις δεν θέλω να σας στερήσω του ίππου σας.
+Είμαι καλή πεζοπόρος·
+
+ — Και εγώ κάλλιστος πεζοπόρος, απεκρίθη ο Χάρρης προσκλίνων.
+Συνηθισμένος εις τας μακράς πορείας διά των πεδιάδων, ουδεμίαν
+θα επιφέρω βραδύτητα εις την συνοδείαν. Όχι, κυρία Βέλδων,
+υμείς και ο μικρός σας Ζακ θα μεταχειρισθήτε τον ίππον. Άλλως
+τε δε πιθανόν να συναντήσωμεν καθ' οδόν υπηρέτας τινας της
+επαύλεως, και επειδή θα είναι έφιπποι, θα μας παραχωρίσωσι τους
+ίππους των.
+
+Ο Δικ Σανδ εννόησε καλώς ότι εάν απέτεινε και άλλας
+παρατηρήσεις, θα δυσηρέστει την κυρίαν Βέλδων.
+
+ — Κύριε Χάρρη, είπε, πότε θα αναχωρήσωμεν;
+
+ — Σήμερον, νέε μου φίλε, απεκρίθη ο Χάρρης. Η κακή εποχή
+άρχεται από του Απριλίου, και πρέπει όσω το δυνατόν να φθάσετε
+πρότερον εις την έπαυλιν του Αγίου Ευτυχούς. Επί τέλους, η διά
+του δάσους οδός είναι η συντομωτέρα και ίσως η ασφαλεστέρα,
+διότι είναι ολιγώτερον εκτεθειμένη εις τας επιδρομάς των
+νομάδων Ινδών, οίτινες είναι ακάματοι λησταί.
+
+ — Τωμ, φίλοι μου, είπε ο Δικ Σανδ στρεφόμενος προς τους
+μαύρους, δεν μας μένει πλέον άλλο ειμή να ετοιμασθώμεν προς
+αναχώρησιν. Ας εκλέξωμεν λοιπόν, εκ των προμηθειών του πλοίου,
+εκείνας όσαι δύνανται ευκολώτερον να μετακομισθώσι, και ας
+κατασκευάσωμεν δέματα, τα οποία να διαμοιρασθώμεν.
+
+ — Κύριε Δικ, είπεν ο Ηρακλής, εάν θέλετε, τα λαμβάνω εγώ όλα.
+
+ — Όχι, καλέ μου Ηράκλεις, απεκρίθη ο δόκιμος. Είναι
+προτιμότερον να μοιρασθώμεν το βάρος.
+
+ — Είσθε εύρωστος σύντροφος, Ηράκλεις, είπε τότε ο Χάρρης,
+όστις παρετήρει τον μαύρον ως εάν ούτος ήτο προς πώλησιν. Εις
+τας αγοράς της Αφρικής θα είχετε μεγάλην αξίαν.
+
+ — Αξίζω ό,τι αξίζω, είπεν ο Ηρακλής και οι αγορασταί πρέπει
+πολύ να τρέξωσιν εάν θέλωσι να με συλλάβωσι.
+
+Τα πάντα είχον συμφωνηθή, προς επίσπευσιν δε της αναχωρήσεως,
+όλοι ήρχισαν να εργάζωνται. Άλλως τε δε δεν είχον να ασχοληθώσι
+διά την τροφοδοσίαν της μικράς συνοδείας ειμή από της παραλίας
+μέχρι της επαύλεως, ήτοι διά πορείαν δέκα περίπου ημερών.
+
+ — Αλλά, πριν αναχωρήσωμεν, κύριε Χάρρη είπεν η κυρία Βέλδων,
+πριν δεχθώμεν την φιλοξενείαν σας, θα σας παρακαλέσω να δεχθήτε
+την ημετέραν. Σας προσφέρομεν αυτήν εξ όλης καρδίας.
+
+ — Δέχομαι, κυρία Βέλδων. Θα ωφεληθώ εκ των δέκα τούτων
+στιγμών, όπως φέρω τον ίππον μου εδώ. Εκείνος επρογευμάτησε.
+
+ — Θέλετε να σας συνοδεύσω, κύριε; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ τον
+Αμερικανόν.
+
+ — Όπως επιθυμείτε, νέε μου φίλε, απεκρίθη ο Χάρρης. Έλθετε. Θα
+σας δείξω το κάτω ρεύμα του ποταμίου τούτου.
+
+Ανεχώρησαν αμφότεροι.
+
+Κατά το διάστημα τούτο ο Ηρακλής επέμφθη προς αναζήτησιν του
+εντομολόγου. Ο εξάδελφος Βενέδικτος ολίγον μα την αλήθειαν
+εφρόντηζε διά τα περί εαυτόν συμβαίνοντα. Περιεπλανάτο τότε επί
+της κορυφής του θαλασσοκρήμου αναζητών έντομόν τι «ανεύρετον»,
+όπερ άλλως τε δεν εύρισκε.
+
+Ο Ηρακλής τον επανέφερεν εκόντα άκοντα. Η κυρία Βέλδων τω είπεν
+ότι η αναχώρησις είχεν αποφασισθή και ότι επί δέκα περίπου
+ημέρας θα εταξίδευον εις το εσωτερικόν της χώρας. Ο εξάδελφος
+Βενέδικτος απεκρίθη ότι ήτο έτοιμος να αναχωρήση, καθότι δεν
+εζήτει άλλο καλλίτερον ειμή να διέλθη και ολόκληρον έτι την
+Αμερικήν, αρκεί να τον αφήνωσι να «συλλέγη» καθ' οδόν.
+
+Η Κυρία Βέλδων, βοηθουμένη υπό της Ναν, ενησχολήθη τότε να
+παρασκευάση τονωτικόν γεύμα. Καλή προφύλαξις πριν αρχίσωσι την
+οδοιπορίαν.
+
+Εν τούτω τω αναμεταξύ ο Χάρρης, συνοδευόμενος υπό του Δικ Σαν,
+έστρεψε τον αγκώνα του θαλασσοκρήμνου. Αμφότεροι ηκολούθησαν
+την όχθην εις διάστημα τριακοσίων βημάτων. Εκεί ίππος
+προσδεδεμένος εις δένδρον, εχρεμέτησε περιχαρώς εις την
+προσέγγισιν του κυρίου του.
+
+Ήτο ζώον ισχυρόν, έκ τινος είδους όπερ ο Δικ Σανδ δεν ηδυνήθη
+να αναγνωρήση. Εκ του μακρού όμως αυχένος, των βραχέων μηρών,
+των μακρών οπισθίων, των ευρέων ώμων και της σχεδόν κυρτής
+προσόψεως, ο ίππος εκείνος εδείκνυε τα διακριτικά σημεία των
+γενεών εκείνων, εις ας αποδίδουσιν αραβικήν καταγωγήν.
+
+ — Βλέπετε, νέε φίλε μου, είπεν ο Χάρρης, ότι είναι δυνατός
+ίππος, και δύνασθε να ήσθε βέβαιος ότι δεν θα πέση εις τον
+δρόμον.
+
+Ο Χάρρης έλυσε τον ίππον του, τον έλαβεν εκ του χαλινού και
+κατήλθε πάλιν την όχθην, προηγούμενος του Δικ Σανδ. Ούτος
+περιέφερε βλέμμα ταχύ εις το ποτάμιον και εις το δάσος όπερ
+περιεχείλου τας δύο αυτού όχθας. Αλλ' ουδέν είδε δυνάμενον να
+διεγείρη την ανησυχίαν του.
+
+Εν τούτοις, άμα έφθασε τον Αμερικανόν, τω απέτεινεν αποτόμως
+την ακόλουθον ερώτησιν, την οποίαν ούτος ουδόλως περιέμενε.
+
+ — Κύριε Χάρρη, ηρώτησε, μήπως συνηντήσατε χθες την νύκτα
+Πορτογάλον τινά ονομοζόμενον Νεγορόν;
+
+ — Νεγορόν; απεκρίθη ο Χάρρης με τόνον φωνής ανθρώπου, όστις
+δεν εννοεί τι τω λέγουσι. Τι εστί Νεγορός;
+
+ — Είναι ο μάγειρος του πλοίου, είπεν ο Δικ Σανδ, και εχάθη.
+
+ — Επνίγη ίσως; . . είπεν ο Χάρρης.
+
+ — Όχι, όχι, απεκρίθη ο Δικ Σανδ. Χθες το εσπέρας ήτο έτι μεθ'
+ημών αλλά κατά την νύκτα μας εγκατέλειπε και ανήλθε πιθανώς την
+όχθην του ποταμού τούτου. Διά τούτο σας ηρώτησα μήπως τον
+συνηντήσατε ενώ ήρχεσθε εξ εκείνου του μέρους.
+
+ — Ουδένα συνήντησα, απήντησεν ο Αμερικανός, και εάν ο μάγειρος
+σας ερριψοκινδύνευσε μόνος εις το δάσος, υπάρχει κίνδυνος μήπως
+αποπλανηθή. Ίσως όμως τον εύρωμεν καθ' οδόν.
+
+ — Ναι . . . ίσως! είπεν ο Δικ Σανδ.
+
+Όταν επέστρεψαν αμφότεροι εις το σπήλαιον, το πρόγευμα ήτο
+έτοιμον. Συνέκειτο δε, ως το γεύμα της προτεραίας, εκ
+διατετηρημένων εδωδίμων, εκ κρέατος βοείου και διπύρων. Ο
+Χάρρης ετίμησεν αυτό, ως άνθρωπος τον οποίον η φύσις επροίκησε
+διά μεγάλης ορέξεως.
+
+ — Καλά, είπε, βλέπω ότι δεν θα αποθάνωμεν εκ πείνης καθ' οδόν.
+Δεν λέγω το αυτό διά τον δυστυχή εκείνον Πορτογάλον περί του
+οποίου με ωμίλησεν ο νεαρός φίλος μου.
+
+ — Α! είπεν η κυρία Βέλδων, ο Δικ Σανδ σας είπεν ότι δεν
+επανίδομεν τον Νεγορόν;
+
+ — Μάλιστα, κυρία Βέλδων. Επεθύμουν να μάθω εάν τον συνήντησεν
+ο κύριος Χάρρης.
+
+ — Όχι, απεκρίθη ο Χάρρης. Αλλ' ας αφήσωμεν τον λιποτάκτην
+τούτον εκεί όπου είναι και ας φροντίσωμεν περί της αναχωρήσεως.
+— Όταν θέλετε κυρία Βέλδων.
+
+Έκαστος έλαβε το δι' αυτόν ορισθέν δέμα. Η δε κυρία Βέλδων,
+βοηθουμένη υπό του Ηρακλέους, επέβη του ίππου, και ο αχάριστος
+μικρός Ζακ, έχων ανηρτημένον το όπλον του, εκαθέσθη και ούτος,
+χωρίς ούτε να σκεφθή να ευχαριστήση εκείνον, όστις έθετεν εις
+την διάθεσίν του τοιούτο λαμπρόν ζώον.
+
+Ο Ζακ, καθήμενος προ της μητρός του, είπε προς αυτήν ότι
+δύναται κάλλιστα να οδηγήση τον ίππον του κυρίου.
+
+Τω έδωκαν λοιπόν να κρατή τον χαλινόν, και ενόμιζε μετά
+πεποιθήσεως ότι αυτός ήτο ο αληθής αρχηγός της συνοδείας.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΣΤ'.
+
+ΚΑΘ' ΟΔΟΝ
+
+
+
+Ουχί άνευ φόβου τινός — τον οποίον όμως ουδέν εφαίνετο
+δυνάμενον να δικαιολογήση — ο Δικ Σανδ, αφού ανήλθε την όχθην
+του ποταμίου, εισέδυσεν εις το πυκνόν δάσος, του οποίου αυτός
+και οι σύντροφοι του έμελλον να διατρέξωσι τας δυσχερείς
+ατραπούς.
+
+Εξ εναντίας η κυρία Βέλδων είχε πάσαν πεποίθησίν, ενώ ως
+γυναίκα και ως μητέρα οι κίνδυνοι έπρεπε να την ανησυχώσι
+διττώς.
+
+Δύο σπουδαιότατα αίτια συνετέλεσαν εις την καθησύχασιν αυτής·
+πρώτον διότι η χώρα εκείνη των απεράντων πεδιάδων δεν ήτο
+επίφοβος ούτε ένεκα των ιθαγενών ούτε ένεκα των θηρίων,
+δεύτερον, διότι υπό την διεύθυνσιν του Χάρρη, οδηγού τοσούτον
+ασφαλούς ως εφαίνετο ότι ήτο, δεν ηδύναντο να φοβηθώσιν μήπως
+αποπλανηθώσιν.
+
+Ιδού δε η τάξις της πορείας, ην όσω το δυνατόν ώφειλον να
+τηρώσιν:
+
+Ο Δικ Σανδ και ο Χάρρης, αμφότεροι ωπλισμένοι, ο είς διά του
+μακρού όπλου του και ο έτερος δι' οπισθογεμούς, ήσαν επί
+κεφαλής του μικρού σώματος.
+
+Ήρχοντο κατόπιν ο Βαρθολομαίος και ο Αυγουστίνος, ωπλισμένοι
+δι' όπλου και μαχαίρας. Όπισθεν αυτών ηκολούθουν η κυρία Βέλδων
+και ο μικρός Ζακ έφιπποι· είτα δε η Ναν και ο Τωμ. Όπισθεν, ο
+Ακέων ωπλισμένος διά τετάρτου όπλου, και ο Ηρακλής, έχων
+πέλεκυν εις την ζώνην, έκλειον την πορείαν.
+
+Ο Δίγγος εβάδιζεν ατάκτως, και ως παρετήρησεν ο Δικ Σανδ,
+πάντοτε ως κύων ανήσυχος, αναζητών ίχνη. Οι τρόποι του προδήλως
+είχον μεταβληθή αφότου το ναυάγιον του «Πίλγριμ» έρριψεν αυτόν
+εις την ξηράν εκείνην.
+
+Εφαίνετο τεταραγμένος και σχεδόν ακαταπαύστως ερρήγνυεν
+υπόκωφον γρυλισμόν, θρηνώδη μάλλον ή μανιώδη. Τούτο παρετήρησαν
+πάντες, αλλ' ουδείς ηδυνήθη να το εξηγήση.
+
+Τον δε εξάδελφον Βενέδικτον αδύνατον υπήρξεν, ως και εις τον
+Δίγκον να ορίσωσι τάξιν πορείας. Μόνον εάν ήτο δεμένος θα
+ηδύνατο να μείνη εις την θέσιν του. Έχων επί των ώμων το
+κασσιτέρινον κιβώτιόν του, κρατών εις την χείρα το δίκτυόν του
+και φέρων ανηρτημένον εκ του τραχήλου το μικροσκόπιόν του, οτέ
+μεν εμπρός οτέ δε οπίσω, ανεκίνη τα υψηλά χόρτα, ζητών
+ορθόπτερα ή παν άλλον έντομον λήγον εις «πτερόν» με κίνδυνον να
+δαγκασθή υπό τινος φαρμακερού όφεως
+
+Κατά τας πρώτας στιγμάς η κυρία Βέλδων, ανησυχούσα, τον
+προσεκάλεσε πολλάκις. Αλλ' ουδέν το όφελος·
+
+ — Εξάδελφε Βενέδικτε, είπεν αύτη· επί τέλους σας παρακαλώ πολύ
+σπουδαίως να μη απομακρύνεσθε, και σας συνιστώ να λάβετε υπ'
+όψιν την σύστασίν μου.
+
+ — Εν τούτοις, εξαδέλφη απεκρίθη ο αδυσώπητος εντομολόγος, όταν
+εύρω έντομόν τι . . .
+
+ — Όταν εύρετε έντομόν τι, επανέλαβεν η κυρία Βέλδων, θα
+ευαρεστηθήτε να το αφήσετε να τρέχη ήσυχον, ή θα με φέρετε εις
+την ανάγκην να διατάξω να σας αφαιρέσωσι το κιβώτιον.
+
+ — Να μου αφαιρέσωσι το κιβώτιον! έκραξεν ο εξάδελφός
+Βενέδικτος, ως εάν επρόκειτο να τω αποσπάσωσι τα εντόσθια.
+
+ — Και το κιβώτιον και το δίκτυον, προσέθηκεν ανηλεώς η κ.
+Βέλδων.
+
+ — Το δίκτυόν μου, εξαδέλφη! Διατί όχι και τα δίοπτρα μου; Αλλά
+δεν θα τολμήσετε! Όχι δεν θα τολμήσετε!
+
+ — Και τα δίοπτρά σας, τα οποία ελησμόνησα. Σας ευχαριστώ,
+εξάδελφε Βενέδικτε, διότι μοι ενθυμήσατε ότι είχον το μέσον
+τούτο να σας καταστήσω τυφλόν, και διά τούτου να σας αναγκάσω
+να ήσθε φρόνημος.
+
+Η τριπλή αύτη απειλή ηνάγκασε τον απειθή εκείνον εξάδελφον να
+μείνη ήσυχος επί μίαν ώραν περίπου. Είτα, ήρχισε πάλιν να
+απομακρύνεται, και επειδή θα έπραττε τούτο και άνευ δικτύου και
+άνευ κιβωτίου και άνευ διόπτρων, τον άφησαν να τρέχη κατά
+βούλησιν.
+
+Αλλ' ο Ηρακλής επεφορτίσθη ιδιαιτέρως να τον επιτηρή, — όπερ
+φυσικώτατα ανήγετο εις τον κύκλον των καθηκόντων του, — και
+συνεφωνήθη να τον μεταχειρίζεται ως αυτός μεταχειρίζετο τα
+έντομα, δηλαδή να τον συλλαμβάνη εν ανάγκη και να τον φέρη μεθ'
+όλης της αβρότητος, μεθ' ης και ο άλλος θα εφέρετο προς
+σπανιώτατόν τι λεπιδόπτερον.
+
+Τούτου κανονισθέντος, δεν ησχολήθησαν πλέον περί του εξαδέλφου
+Βενεδίκτου.
+
+Το μικρόν εκείνο σώμα, ως είδομεν, ήτο καλώς ωπλισμένον και
+αυστηρώς φυλαττόμενον. Αλλά ως το επανέλαβεν ο Χάρρης, δεν
+υπήρχε φόβος άλλης συναντήσεως ειμή των νομάδων Ινδών όπερ και
+τούτο απίθανον. Όπως δήποτε αι ληφθείσαι προφυλάξεις ήρκουν να
+τους τηρώσιν εν αποστάσει.
+
+Αι ατραπο,ί αι διά μέσου του πυκνού δάσους διαθέτουσαι, δεν
+ήσαν άξιαι του ονόματος τούτου. Ήσαν μάλλον δίοδοι ζώων ή
+δίοδοι ανθρώπων. Δυσκόλως επέτρεπον να προχωρήση τις.
+Προσδιορίσας λοιπόν ο Χάρρης ότι εν διαστήματι δώδεκα ωρών
+πορείας ήθελον διανύει κατά μέσον όρον πέντε ή εξ μίλια, είχε
+καλώς υπολογίσει.
+
+Άλλως τε δε ο καιρός ήτο ωραιότατος. Ο ήλιος ανέβαινε προς τον
+ορίζοντα, διαχέων τας ακτίνας του σχεδόν καθέτως. Εν τη πεδιάδι
+ο καύσων ούτος θα ήτο αφόρητος, ως παρετήρησεν ο Χάρρης· αλλ'
+υπό τας αδιαπεράστους εκείνας διακλαδώσεις, ηδύνατό τις να τον
+υποφέρη ευκόλως και ατιμωρητί.
+
+Τα πλείστα των δένδρων εκείνων ήσαν άγνωστα και εις την κυρίαν
+Βέλδων και εις τους μετ' αυτής, μαύρους και λευκούς.
+
+Εν τούτοις ειδήμων τις θα ηδύνατο να παρατηρήση ότι ήσαν μάλλον
+αξιοπαρατήρητα διά την ποιότητα ή διά το μέγεθος αυτών.
+
+Εδώ μεν ήτο η βαυχινία, ή σιδηρόξυλον· εκεί δε το μολόμπιον,
+όμοιον τω περικαρπίω, ξύλον στερεόν και ελαφρόν, κατάλληλον
+προς κατασκευήν μονοξύλων ή κωπίων, και εκ του κορμού του
+οποίου εξεκρίνετο άφθονος ρητίνη· απωτέρω φουστέτια, πλήρη
+βαφικής ύλης, και γαϊκάκια έχοντα περίμετρον μείζονα των δώδεκα
+ποδών, κατώτερα όμως των κοινών γαϊκακίων κατά την ποιότητα. Ο
+Δικ Σανδ, ενώ εβάδιζεν, ηρώτα τον Χάρρην περί του ονόματος των
+διαφόρων εκείνων δένδρων.
+
+ — Ουδέποτε, λοιπόν ήλθετε εις τα μέρη ταύτα της Νοτίου
+Αμερικής; τον ηρώτησεν ο Χάρρης πριν ή απαντήση εις την
+ερώτησίν του.
+
+ — Ουδέποτε, απήντησεν ο δόκιμος, ουδέποτε κατά τα ταξείδιά μου
+έλαβον την ευκαιρίαν να επισκεφθώ τα παράλια ταύτα, και αληθώς
+ειπείν δεν ενθυμούμαι να μοι ωμίλησε περί αυτών ειδήμων τις.
+
+ — Αλλά τουλάχιστον δεν εξηρευνήσατε τα παράλια της Κολομβίας,
+της Χιλής και της Παταγονίας;
+
+ — Όχι, ποτέ.
+
+ — Αλλ' η κυρία Βέλδων θα επισκέφθη ίσως το μέρος τούτο της
+νέας ηπείρου; ηρώτησεν ο Χάρρης. Οι Αμερικανοί δεν φοβούνται τα
+ταξείδια, και βεβαίως . . .
+
+ — Όχι, κύριε Χάρρη, απεκρίθη η κυρία Βέλδων. Τα εμπορικά
+συμφέροντα του συζύγου μου ουδέποτε τον εκάλεσαν πέραν της νέας
+Ζηλανδίας, και δεν εγένετο ανάγκη να συνοδεύσω αλλαχού. Ουδείς
+εξ ημών γνωρίζει το μέρος τούτο της κάτω Βολιβίας.
+
+ — Λοιπόν κυρία Βέλδων υμείς και οι σύντροφοί σας θα ίδετε
+παράδοξον τόπον όλως αντίθετον προς χώρας της Περουβίας, της
+Βραζιλίας ή της Αργεντινής Δημοκρατίας. Τα φυτά και τα ζώα
+αυτής θα εξέπληττον τον φυσιοδίφην. Α! δύναταί τις να είπη ότι
+εναυαγήσατε εις καλόν μέρος, και εάν πρέπη τα ευχαριστήσητε την
+τύχην . . .
+
+ — Θέλω να πιστεύσω ότι δεν μας έφερεν εδώ η τύχη, κύριε Χάρρη,
+αλλ' ο Θεός.
+
+ — Ο Θεός! ναι! ο Θεός! απεκρίθη ο Χάρρης μετά τόνου φωνής
+ανθρώπου μη παραδεχομένου την θείαν επέμβασιν εις τα κοσμικά
+πράγματα.
+
+Λοιπόν επειδή ουδείς εκ της συνοδείας εγίνωσκε τον τόπον ή τα
+προϊόντα αυτού, ο Χάρρης είχε την ευχαρίστησιν να κατονομάζη τα
+περιεργότερα δένδρα του δάσους.
+
+Τη αληθεία ήτο λυπηρόν ότι ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν ήτο και
+βοτανικός. Εάν δεν εύρεν εισέτι σπάνια τινα ή νέα έντομα, θα
+έκαμνεν όμως ωραίας βοτανικάς ανακαλύψεις. Υπήρχον εκεί άφθονα
+φυτά παντός μεγέθους, των οποίων η ύπαρξις δεν είχεν εισέτι
+παρατηρηθή εις τα τροπικά δάση του νέου Κόσμου. Ο εξάδελφος
+Βενέδικτος θα έδιδε βεβαίως το όνομά του είς τινα εξ αυτών.
+Αλλά δεν ηγάπα την βοτανικήν, ούτε εγίνωσκεν αυτήν. Κατά
+φυσικόν δε λόγον απεστρέφετο τα άνθη, υπό την πρόφασιν ότι τινά
+εξ αυτών είχον την αυθάδειαν να περικλείωσιν εις τους κάλυκάς
+των τα έντομα και να τα δηλητηριάζωσι διά των δηλητηριωδών
+χυμών των.
+
+Το δάσος καθίστατο ενίοτε ελώδες. Ησθάνετό τις υπό τους πόδας
+του σύμπλεγμα ρευστών δικτύων, άτινα θα ετροφοδότουν τους
+ομόρρους του μικρού ποταμού. Τινά των ρυακύων εκείνων, επειδή
+ήσαν κάπως ευρέα, δεν ηδυνήθησαν να τα διέλθωσιν, ειμή
+εκλέγοντες διαβατά μέρη.
+
+Επί των οχθών των εφύοντο πυκνάδες καλάμων, ους ο Χάρρης
+ωνόμασε παπύρους. Δεν ηπατάτο, και τα ποώδη εκείνα φυτά εφύοντο
+αφθόνως εις το βάθος των υγρών οχθών.
+
+Είτα, μετά την διέλευσιν του έλους, πυκνά δένδρα εκάλυπτον εκ
+νέου τας στενάς οδούς του δάσους.
+
+Ο Χάρρης έδειξεν εις την κυρίαν Βέλδων και τον Δικ Σανδ
+ωραιοτάτους εβένους, ογκοδεστέρους του κοινού εβένου, οίτινες
+παρέχουσι ξύλον μελανώτερον και σκληρότερον του εν τω εμπορίω.
+Είτα υπήρχον μαγγιέραι, απειράριθμοι και αύται, αν και απείχον
+πολύ από της θαλάσσης. Είδος τι λειχηνώδους περικαλύμματος
+ανέβαινε μέχρι των κλάδων αυτών. Η πυκνή σκιά των και οι
+γλυκείς καρποί των καθίστων αυτάς πολύτιμα δένδρα, και εν
+τούτοις, ως είπεν ο Χάρρης ουδείς ιθαγενής θα ετόλμα να
+πολλαπλασιάση το είδος. «Όστις φυτεύση μαγγιέραν αποθνήσκει».
+Τοιαύτη παροιμία δεισιδαίμων επικρατεί εις την χώραν.
+
+Κατά το δεύτερον ήμισυ της πρώτης εκείνης ημέρας της πορείας το
+μικρόν σώμα, μετά την μεσημβρινήν στάθμευσιν, ήρχισε να
+αναβαίνη γήλοφον ελαφρώς επικλινή. Δεν ήσαν μεν ακόμη αι
+κλιτύες των πρώτων ορέων, αλλ' είδος τι οροπεδίου κυματοειδούς
+συνδέοντος την πεδιάδα μετά του όρους.
+
+Τα δένδρα ενταύθα, ολιγώτερον πυκνά, ενίοτε κατά συστάδας
+συνηνωμένα, θα καθίστων την πορείαν ευκολωτέραν, εάν το έδαφος
+δεν ήτο κατακαλυμμένον υπό ποωδών φυτών. Ηδύνατό τις να νομίση
+τότε, ότι ευρίσκετο εις τα πελάγη της ανατολικής Ινδίας. Η
+βλάστησις εφαίνετο ολιγότερον πλούσια ή εν τη κάτω κοιλάδι του
+ποταμίου, αλλά και πάλιν ανωτέρα της των συγκεκερασμένων ζωνών
+του Αρχαίου ή του Νέου Κόσμου. Το ινδικόν εβλάστανεν εκεί
+αφθόνως, κατά δε τον Χάρρην, το οσπριώδες τούτο φυτόν εφημίζετο
+ως το μάλλον διαδιδόμενον εν τη χώρα. Εάν εγκατελείπετο αγρός
+τις, το πράσινον εκείνο, το τοσούτον περιφρονούμενον ως αι
+άκανθαι και οι ακαλήφαι, κατελάμβανεν αυτόν αμέσως. Έν όμως
+δένδρον, όπερ έπρεπε να ήτο πολύ κοινόν εις το μέρος εκείνο της
+νέας ηπείρου, εφαίνετο ότι έλειπεν εκ του δάσους εκείνου. Το
+δένδρον τούτο το καουτσού. Πράγματι η «πρινοειδής συκή» η
+«ελαστική καστιλλόη» η «στικτή κεκρωπία», η «ωφέλιμος
+κολοφόρος», η «πλατύφυλλος καμεραρία», και προπάντων η
+«ελαστική συφωνία», αίτινες ανήκουσιν εις διαφόρους
+ομοιογενείας, βρίθουσι εν ταις επαρχίαις της μεσημβρινής
+Αμερικής. Και εν τούτοις, πράγμα λίαν παράδοξον, δεν έβλεπέ τις
+εκεί ούτε μίαν.
+
+Επειδή δε ο Δικ Σανδ είχεν υποσχεθή εις τον φίλον του Ζακ να τω
+δείξη δένδρα καουτσού, το μικρόν παιδίον, όπερ ενόμιζεν ότι όλα
+τα εξελαστικού κόμμεως αθύρματα προήρχοντο φυσικώς εκ των
+δένδρων εκείνων, εψεύσθη εις τας ελπίδας του και παρεπονέθη.
+
+ — Υπομονή, μικρέ μου φίλε, τω είπεν ο Χάρρης. Θα εύρωμεν από
+αυτά τα καουτσού κατά εκατοντάδας εις τα πέριξ της επαύλεως.
+
+ — Ωραία, πολύ ελαστικά; ηρώτησεν ο μικρός Ζακ.
+
+ — Ελαστικώτατα. — Ιδού έως τότε, θέλετε έν οπωρικόν διά να
+δροσισθήτε;
+
+Και ταύτα λέγων ο Χάρρης έδρεψεν έκ τινος δένδρου οπώρας τινάς,
+αίτινες εφαίνοντο εύχυμοι ως σύκα.
+
+ — Είσθε βέβαιος, κύριε Χάρρη, ηρώτησεν η κυρία Βέλδων, ότι ο
+καρπός αυτός δεν δύναται να προξενήση κακόν;
+
+ — Κυρία Βέλδων, θα σας το αποδείξω, απεκρίθη ο Αμερικανός,
+δαγκάσας ισχυρώς ένα των καρπών εκείνων. Είναι μάγγα.
+
+Και ο μικρός Ζακ, χωρίς να παρακληθή περισσότερον, εμιμήθη το
+παράδειγμα του Χάρρη. Είπεν ότι τα «αχλάδια» εκείνα ήσαν πολύ
+καλά, και το δένδρον ελεηλατήθη αμέσως.
+
+Αι μαγγιέραι αύται ανήκουσιν εις το είδος του οποίου οι καρποί
+ωριμάζουσι κατά Μάρτιον και Απρίλιον, ενώ άλλοι ωριμάζουσι κατά
+τον Σεπτέμβριον. Επομένως οι περί ων ο λόγος ήσαν εις την
+εποχήν των.
+
+ — Ναι, είναι καλόν, καλόν, έλεγεν ο μικρός Ζακ με πλήρες το
+στόμα. Αλλ' ο φίλος μου Σανδ με υπεσχέθη καουτσού, εάν ήμην
+φρόνιμος, και θέλω καουτσού.
+
+ — Θα το έχης, Ζακ μου, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, αφού ο κύριος
+Χάρρης σε βεβαιοί περί τούτου.
+
+ — Αλλά δεν αρκεί τούτο, επανέλαβεν ο Ζακ, ο φίλος μου Δικ με
+υπεσχέθη και άλλο τι.
+
+ — Τι σε υπεσχέθη λοιπόν ο φίλος σου Δικ; ηρώτησεν ο Χάρρης
+μειδιών.
+
+ — Μυιοτροχίλους, κύριε.
+
+ — Θα έχετε και μυιοτροχίλους, καλόν μου παιδίον, αλλά μακράν .
+. πολύ μακράν, απεκρίθη ο Χάρρης.
+
+Το βέβαιον είναι ότι ο μικρός Ζακ είχε το δικαίωμα να απαιτή εκ
+των κολιβρίων εκείνων, καθότι ευρίσκετο εν χώρα, εν ή ταύτα
+βρίθουσιν. Οι Ινδοί, οίτινες ηξεύρουσι να πλέκουσιν
+αριστοτεχνικώς τα πτερά των, έδωκαν ποιητικώτατα ονόματα εις τα
+κοσμήματα ταύτα του πτερωτού γένους. Καλούσιν αυτά «ακτίνας ή
+κόμην του ηλίου». Εδώ ευρίσκεται ο «μικρός βασιλεύς των ανθέων»
+εκεί «το ουράνιον άνθος ερχόμενον διά της πτήσεως να θωπεύση το
+γήινον άνθος». Αλλαχού είναι «η δέσμη των πολυτίμων λίθων, ήτις
+ακτινοβολεί εις το φως της ημέρας». Δύναταί τις μάλιστα να
+πιστεύση ότι η φαντασία των απέδωκε νέαν ονομασίαν εις έκαστον
+των εκατόν πεντήκοντα ειδών, άτινα απαρτίζουσι την θαυμασίαν
+ταύτην φυλήν των κολιβρίων.
+
+Εν τούτοις, όσον και αν ήσαν πολυάριθμα τα πτηνά ταύτα εις τα
+δάση της Βολιβίας, ο μικρός Ζακ έπρεπε πάλιν να ευχαριστηθή εκ
+της υποσχέσεως του Χάρρη. Κατά τον Αμερικανόν, ήσαν έτι πολύ
+πλησίον της ακτής, και τα κολύβρια δεν ηγάπων τας πλησίον του
+Ωκεανού ερήμους εκείνας. Η παρουσία του ανθρώπου δεν τα
+εφόβιζε, και εις την έπαυλιν ηκούετο δι' όλης της ημέρας η φωνή
+των «τερ, τερ», και ο ήχος των πτερύγων των όμοιος προς τροχόν.
+
+ — Α! πώς ήθελον να ήμην εκεί! έκραζεν ο μικρός Ζακ.
+
+Το ασφαλέστερον μέσον όπως φθάσωσιν εις την έπαυλιν του Αγίου
+Ευτυχούς ήτο να μη σταματώσι καθ' οδόν. Αλλ' η κυρία Βέλδων και
+οι μετ' αυτής ίσταντο μόνον όσον ήτο απολύτως αναγκαίον προς
+ανάπαυσιν.
+
+Το δάσος μετέβαλλεν ήδη θέσιν. Μεταξύ των ολιγοτέρων πυκνών
+δένδρων υπήρχον ένθεν κακείθεν ευρέα κενά. Το έδαφος, διαπερών
+τον χλοερόν τάπητα, εδείκνυε τότε την εξ ερυθρού γρανίτου
+σύστασίν του, ομοίαν προς πλάκας κυάνου. Επί τινων υψωμάτων
+έβριθεν ο σμίλαξ, φυτόν μετά βολβών σαρκωδών, σχηματίζον
+αδιαπέραστην περιπλοκήν. Προτιμότερον ήτο πάλιν το δάσος και αι
+στεναί αυτού ατραποί.
+
+Προ της δύσεως του ηλίου, το μικρόν σώμα ευρίσκετο οκτώ περίπου
+μίλια μακράν του σημείου της αναχωρήσεως. Η πορεία εκείνη
+εγένετο άνευ συμβάντος τινός και μάλιστα άνευ μεγάλου καμάτου.
+Το αληθές είναι ότι ήτο η πρώτη ημέρα της οδοιπορείας και
+βεβαίως αι ακόλουθοι αποστάσεις θα ήσαν μάλλον τραχείαι.
+
+Εκ κοινής συμφωνίας απεφασίσθη να σταματίσωσιν εις εκείνο το
+μέρος. Προέκειτο λοιπόν ουχί να ιδρύσωσιν αληθή κατασκήνωσιν,
+αλλ' απλώς να οργανώσωσι νυκτερινήν ανάπαυσιν. Είς φύλαξ,
+αντικαθιστάμενος ανά παν δίωρον διάστημα ήρκει να φρουρή κατά
+την νύκτα, καθότι μήτε οι ιθαγενείς μήτε τα θηρία παρείχον
+φόβον τινά.
+
+Ως καταφύγιον ουδέν άλλο εύρον καλλίτερον ειμή υπερμεγέθη
+μαγγιέραν, της οποίας οι πλατείς και πυκνότατοι κλάδοι
+εσχημάτιζον είδος τι φυσικής καλύβης. Εν ανάγκη ηδύναντο να
+εμφωλεύσωσιν εις τα φυλλώματα αυτής.
+
+Κατά την άφιξιν όμως της μικράς συνοδείας θορυβώδης συμφωνία
+υψώθη από της κορυφής του δένδρου.
+
+Η μαγγιέρα εχρησίμευεν ως φωλεά αποικίας λευκοφαίων ψιττακών,
+φλυάρων, εριστικών, αγρίων πτηνών επιτιθεμένων κατά των ζώντων
+πτηνών, και εάν ήθελέ τις να τους συγκρίνη προς τους ομογενείς
+των, τους οποίους εν Ευρώπη κρατούσιν εντός κλωβών, θα ηπατάτο
+μεγάλως.
+
+Οι ψιττακοί εκείνοι εφλυάρουν τοσούτω θορυβωδώς, ώστε ο Δικ
+Σανδ εσκέφθη να τοις αποστείλη μίαν σφαίραν πυροβόλου, όπως
+τους αναγκάση ή να σιωπήσωσιν ή να φύγωσιν· Αλ' ο Χάρρης τον
+απέτρεψεν επί τη προφάσει ότι εις τας ερημίας εκείνας
+προτιμώτερον ήτο να μη φανερώνη τις την παρουσίαν του διά
+πυροβολισμών.
+
+ — Ας διέλθωμεν, αθορύβως, είπε, και θα διέλθωμεν ακινδύνως.
+
+Το δείπνον ητοιμάσθη αμέσως, χωρίς ούτε καν να λάβωσιν ανάγκην
+εψήσεως των φαγητών. Συνέκειτο εκ διατετηρημένων εδωδίμων και
+διπύρων. Ρυάκιόν τι οφιοειδώς διαρρέον υπό τα χόρτα, παρείχε
+πόσιμον ύδωρ, όπερ έπιον αναμίξαντες μετά τινων σταγόνων
+ρουμίου. Όσον αφορά τα επιδόρπια η μαγγιέρα ήτο εκεί με τους
+ευχύμους καρπούς της, τους οποίους οι ψιττακοί δεν άφησαν να
+δρέψωσι χωρίς να διαμαρτυρηθώσι δι' αποτροπαίων κραυγών.
+
+Κατά το τέλος του δείπνου το σκότος ήρχισε να εκτείνηται. Η
+σκιά ανέβη βραδέως εκ του εδάφους εις την κορυφήν των δένδρων,
+ων το φύλλωμα απεικονίσθη μετ' ολίγον ως λεπτόν διάζωμα επί του
+φωτεινοτέρου βάθους του ουρανού. Τα πρώτα άστρα εφαίνοντο ως αν
+ήσαν αστράπτοντα άνθη, ακτινοβολούντα εις τας άκρας των
+τελευταίων κλάδων. Ο άνεμος έπιπτε μετά της νυκτός και δεν
+έσειε πλέον τα φύλλα. Και αυτοί οι ψιττακοί εσιώπησον. Η φύσις
+έμελλε να υποκοιμηθή και προσεκάλει παν έμψυχον ον, όπως την
+παρακολουθήση εις τον βαθύν εκείνον ύπνον.
+
+ — Αι προετοιμασίαι της κατακλίσεως εδέησε να γίνωσι
+στοιχειωδέστατοι.
+
+ — Να ανάψωμεν μεγάλην πυράν διά την νύκτα; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ
+τον Αμερικανόν.
+
+ — Προς τι; απεκρίθη ο Χάρρης. Ευτυχώς αι νύκτες δεν είναι
+ψυχραί, και η γιγαντιαία αυτή μαγγιέρα θα προφυλάξη το έδαφος
+από πάσης εξατμίσεως. Δεν έχομεν να φοβηθώμεν μήτε την δρόσον
+μήτε την υγρασίαν. Σας επαναλαμβάνω, νέε μου φίλε, ό,τι σας
+είπον προ ολίγου. Ας διέλθωμεν απαρατήρητοι. Μήτε πυρ, μήτε
+πυροβολισμός, εάν είναι δυνατόν.
+
+ — Νομίζω, είπε τότε η κυρία Βέλδων, ότι ουδέν έχομεν να
+φοβηθώμεν εκ μέρους των Ινδών, ή εκ των ληστών των δασών περί
+των οποίων μας ωμιλήσατε, κύριε Χάρρη. Αλλά δεν υπάρχουσιν
+άλλοι επιδρομείς τετράποδες, τους οποίους η θέα του πυρός θα
+συνετέλει εις το να τους απομακρύνη;
+
+ — Κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο Αμερικανός, μεγάλην τιμήν αποδίδετε
+εις τα θηρία της χώρας ταύτης. Και όμως πλειότερον φοβούνται
+τον άνθρωπον ή ο άνθρωπος φοβείται αυτά.
+
+ — Ευρισκόμεθα εις δάσος, είπεν ο Ζακ, και πάντοτε υπάρχουσι
+ζώα εις τα δάση.
+
+ — Υπάρχουσι δάση και δάση, καλέ μου άνθρωπε, ως υπάρχουσι ζώα
+και ζώα! απεκρίθη ο Χάρρης γελών. Φαντασθήτε ότι ευρίσκεσθε εν
+τω μέσω μεγάλου παραδείσου. Τη αληθεία ευλόγως οι Ινδοί καλούσι
+τον τόπον τούτον επίγειον παράδεισον.
+
+ — Υπάρχουσι λοιπόν όφεις; ηρώτησεν ο Ζακ.
+
+ — Όχι, καλέ μου Ζακ, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, δεν υπάρχουσιν
+όφεις, και ημπορείς να κοιμηθής ήσυχος.
+
+ — Και λέοντες; ηρώτησεν ο Ζακ.
+
+ — Ούτε σκιά λεόντων, μικρέ μου άνθρωπε, απήντησεν ο Χάρρης.
+
+ — Αλλά τίγρεις;
+
+ — Ερωτήσατε την μητέρα σας, εάν ήκουσέ ποτε ότι υπάρχουσι
+τίγρεις εις την ήπειρον ταύτην.
+
+ — Ποτέ, είπεν η κυρία Βέλδων.
+
+ — Καλά! είπεν ο εξάδελφος Βενέδικτος, όστις κατά τύχην
+ανεμίχθη εις την συνομιλίαν, εάν δεν υπάρχωσι μήτε τίγρεις μήτε
+λέοντες εν τω Νέω Κόσμω, όπερ αληθέστατον, ευρίσκονται
+τουλάχιστον αίλουροι και θώες.
+
+ — Είναι κακό ζώα; ηρώτησεν ο μικρός Ζακ.
+
+ — Ε! απεκρίθη ο Χάρρης, ο ιθαγενής δεν διστάζει να τα
+προσβάλη, και ημείς είμεθα αρκετοί προς τούτο.
+
+ — Ιδού, μόνος, ο Ηρακλής είναι τόσον δυνατός ώστε να πνίξη δύο
+θώας συγχρόνως, ανά ένα δι' εκάστης χειρός.
+
+ — Να προσέχης καλά, Ηρακλή, είπε τότε ο μικρός Ζακ, μήπως έλθη
+κανέν ζώον και μας δαγκάση.
+
+ — Εγώ θα το δαγκάσω, κύριε Ζακ, απεκρίθη ο Ηρακλής, δεικνύων
+το στόμα του ωπλισμένον διά φοβερών οδόντων.
+
+ — Ναι, θα προσέχετε, Ηράκλεις, είπεν ο δόκιμος, αλλ' οι
+σύντροφοί σας και εγώ θα σας αντικαθιστώμεν εναλλάξ.
+
+ — Όχι, κύριε Δικ, είπεν ο Ακτέων. Ο Ηρακλής, ο Βαρθολομαίος, ο
+Αυγουστίνος και εγώ, αρκούμεν ημείς οι τέσσαρες εις το έργον
+τούτο. Πρέπει να αναπαυθήτε δι όλης της νυκτός.
+
+ — Ευχαριστώ, Ακτέων, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, αλλ' οφείλω . .
+
+ — Όχι, αφήσατε αυτούς τους αγαθούς άνδρας, φίλτατε Δικ, είπε
+τότε η κυρία Βέλδων.
+
+ — Και εγώ ωσαύτως θα προσέχω, προσέθηκεν ο Ζακ του οποίου τα
+βλέφαρα εκλείοντο ήδη.
+
+ — Ναι, Ζακ, θα φυλάττης και συ, απεκρίθη η μήτηρ του, ήτις δεν
+ήθελε να τω εναντιούται.
+
+ — Αλλά, είπε πάλιν το μικρόν παιδίον, εάν δεν υπάρχωσι
+λέοντες, εάν δεν υπάρχωσι τίγρεις εις το δάσος, υπάρχουσιν όμως
+λύκοι.
+
+ — Ω! λύκοι γελείοι! είπεν ο Αμερικανός. Μήτε λύκοι καν δεν
+είναι, αλλ' είδος τι αλωπεκών, ή μάλλον εξ εκείνων των σκύλων
+των δασών τους οποίους καλούσιν γουάρας.
+
+ — Και αυτοί οι γουάρας δαγκάνουσιν; ηρώτησεν ο μικρός Ζακ.
+
+ — Πα! ο Δίγγος με έν άνοιγμα του στόματός του ειμπορεί να
+χάπτη από ένα.
+
+ — Αδιάφορον, είπεν ο Ζακ μετά του τελευταίου χασμήματος, οι
+γουάραι είναι λύκοι, αφού τους ονομάζουσι λύκους.
+
+Και ταύτα ειπών ο Ζακ απεκοιμήθη ησύχως εις τας αγκάλας της
+Ναν, ήτις εστήριζε τα νώτα εις τον κορμόν της μαγγιέρας. Η
+κυρία Βέλδων, κατακειμένη πλησίον της, έδωκεν έν τελευταίον
+φίλημα εις το μικρόν παιδίον της, και οι βεβαρυμένοι οφθαλμοί
+της δεν εβράδυναν να κλεισθώσι διά την νύκτα.
+
+Μετά τινας στιγμάς ο Ηρακλής επανέφερεν εκεί τον εξάδελφον
+Βενέδικτον, όστις είχεν απομακρυνθή όπως κυνηγήση πυροφόρα.
+Ταύτα είναι κοκούγοι, ή φωτειναί μυίαι, τας οποίας αι
+κομψευόμεναι γυναίκες θέτουσιν εις την κόμην των ως αληθείς
+πολύτιμους λίθους. Τα έντομα ταύτα, άτινα εκπέμπουσι λάμψιν
+ζωηράν και κυανωπήν διά δύο κηλίδων ευρισκομένων εις την βάσιν
+του θώρακός των, είναι πολυαριθμότατα εν τη Νοτίω Αμερική.
+Εσκόπευε λοιπόν ο εξάδελφος Βενέδικτος να συλλέξη εξ αυτών
+πολλά· αλλ' ο Ηρακλής δεν τω άφησε καιρόν, και μεθ' όλας τας
+διαμαρτυρίας του, τον επανέφερεν εις το μέρος του σταθμού.
+Τούτο δε διότι όταν ο Ηρακλής ελάμβανε διαταγήν τινα, την
+εξετέλει στρατιωτικώς, — όπερ βεβαίως έσωσεν εκ της εν τω
+κασσιτερίνω κιβωτίω του εντομολόγου φυλακίσεως μεγάλου αριθμού
+φωτεινών μυιών.
+
+Μετά τινας στιγμάς, εξαιρέσει του φρουρούντος γίγαντος, πάντες
+εκοιμώντο βαθέως.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΖ'.
+
+ΕΚΑΤΟΝ ΜΙΛΙΑ ΕΝ ΔΕΚΑ ΗΜΕΡΑΙΣ
+
+
+
+Συνήθως οι περιηγηταί ή οι διατρέχοντες τα δάση οι κοιμηθέντες
+εν υπαίθρω εξεγείρονται υπό ορυγμών ιδιοτρόπων και δυσαρέστων.
+Τα πάντα υπάρχουσιν εν τη εωθινή εκείνη συμφωνία, κρωγμοί,
+γρυλλισμοί, κοασμοί, υλακαί και σχεδόν ομιλίαι, εάν θέλη τις να
+παραδεχθή την λέξιν ταύτην, ήτις συμπληροί την σειράν των
+διαφόρων τούτων θορύβων.
+
+Είναι πίθηκοι χαιρετίζοντες ωσαύτως την έλευσιν της ημέρας.
+Εκεί συναντώνται οι μικροί μαρικίνοι, οι ποικιλόχροοι
+σαγουίνοι, οι λευκόφαιοι μόνοι, των οποίων το δέρμα
+μεταχειρίζονται οι Ινδοί προς περικάλυψιν των πυρεκβόλων λίθων
+των όπλων των, οι σαγού γνωριζόμενοι εκ των δύο μακρών δεσμών
+των πτερών των, και πολλά άλλα είδη της πολυαρίθμου ταύτης
+ομοιογενείας.
+
+Εκ των διαφόρων εκείνων τετραχείρων, οι σπουδαιότεροι βεβαίως
+είναι αι γουερίβαι, με ουράν σκαλωτήν και πρόσωπον Βεελζεβούλ.
+Όταν ανατέλλη ο ήλιος, ο γηραιότερος της αγέλης τονίζει διά
+φωνής επιβλητικής και απαισίας, μονότονον ψαλμωδίαν. Είναι ο
+βαρύτονος του θιάσου. Οι νέοι οξύφωνοι επαναλαμβάνουσι μετ'
+αυτόν την εωθινήν συμφωνίαν. Οι Ινδοί λέγουσι τότε ότι οι
+γουερίβαι προσεύχονται.
+
+Αλλά φαίνεται ότι κατ' εκείνην την ημέραν, οι πίθηκοι δεν
+προσηυχήθησαν, καθότι δεν ηκούσθησαν, και εν τούτοις η φωνή των
+ακούεται μακράν, καθότι παράγεται εκ της ταχείας αναπάλσεως
+οστεώδους τινός τυμπάνου εσχηματισμένου εκ της εξογκώσεως του
+υοειδούς οστού του λαιμού των.
+
+Εν συντόμω, είτε διά τον ένα λόγον είτε διά τον άλλον, μήτε οι
+γουερίβαι, μήτε οι σαγού, μήτε άλλα τετράχειρα του απεράντου
+εκείνου δάσους ετόνισαν την πρωίαν εκείνην την συνήθη αυτών
+μελωδίαν.
+
+Τούτο δεν ευχαριστεί τους νομάδας Ινδούς. Ουχί διότι οι
+ιθαγενείς ούτοι αρέσκονται ες το είδος τούτο εν χορώ μουσικής,
+αλλά διότι ευχαρίστως θηρεύουσι τους πιθήκους, και εάν πράττωσι
+τούτο, σημαίνει ότι το κρέας του ζώου τούτου, προπάντων όταν
+ταριχεύεται, είναι εξαίρετον.
+
+Ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού δεν εγίνωσκον βεβαίως τας έξεις
+ταύτας των γουερίβων, καθότι η σιωπή εκείνη θα τους εξέπληττεν.
+Αφυπνίσθησαν λοιπόν ο είς μετά τον άλλον, και καλώς έχοντες
+μετά την ανάπαυσιν εκείνην την οποίαν ουδείς θόρυβος ετάραξεν.
+
+Ο μικρός Ζακ δεν αφυπνίσθη εκ των τελευταίων. Η πρώτη αυτού
+ερώτησις ήτο εάν ο Ηρακλής έφαγε λύκον τινά κατά την νύκτα.
+Ουδείς λύκος είχεν εμφανισθή και επομένως ο Ηρακλής δεν είχεν
+έτι προγευματίσει.
+
+Άλλως τε δε όλοι ήσαν νήστεις ως αυτός, και μετά την εωθινήν
+προσευχήν, η Ναν ενησχολήθη εις την προετοιμασίαν του
+προγεύματος.
+
+Τα φαγητά ήσαν τα αυτά ως τα της προτεραίας, αλλά μετά της
+ορέξεως εκείνης ην αυξάνει ο πρωινός αήρ του δάσους, ουδείς
+εσκέφθη να φανή δύσκολος. Προ παντός άλλου έπρεπε ν' αναλάβωσι
+δυνάμεις διά μίαν ημέραν πορείας, και ανέλαβον αυτάς. Διά
+πρώτην φοράν ίσως ο εξάδελφος Βενέδικτος εννόησεν ότι το
+τρώγειν δεν είναι αδιάφορος η ανωφελής πράξις του βίου.
+Εκήρυξεν όμως ότι δεν ήλθε διά να περιέρχεται την χώραν με τας
+χείρας εις τα θυλάκια, και ότι εάν ο Ηρακλής τον εμποδίση πάλιν
+να κυνηγήση κοκούγιους και άλλας φωτεινάς μυίας, ο Ηρακλής θα
+είχε κακούς λογαριασμούς μετ' αυτού.
+
+Η απειλή αύτη δεν εφάνη πτοήσασα υπερβαλόντως τον γίγαντα. Εν
+τούτοις η κυρία Βέλδων τον έλαβε κατά μέρος και τω είπεν ότι
+ηδύνατο ίσως να αφίνη το μεγάλον παιδίον της να τρέχη δεξιά και
+αριστερά, αλλ' επί τω όρω να μη το χάνη από τα βλέμματά του.
+Δεν έπρεπε να αποκόψη εντελώς από τον εξάδελφον Βενέδικτον τας
+τοσούτον φυσικάς εις την ηλικίαν του ηδονάς εκείνας.
+
+Κατά την εβδόμην ώραν της πρωίας το μικρόν σώμα επανέλαβε την
+προς ανατολάς πορείαν, διατηρούν την αυτήν της προτεραίας
+τάξιν.
+
+Ήτο πάντοτε το δάσος. Επί του παρθένου εκείνου εδάφους, επί του
+οποίου το θάλπος και η υγρασία συνεφώνουν όπως εξεγείρωσι την
+βλάστησιν, έπρεπε να σκεφθή τις ότι το φυσικόν βασίλειον θα
+ενεφανίζετο εν όλη αυτού τη μεγαλειότητι. Ο παράλληλος του
+ευρέος εκείνου οροπεδίου συνεχέετο σχεδόν μετά των τροπικών
+πλατών, και επί τινας μήνας του θέρους ο ήλιος, διερχόμενος το
+ζενίθ, ηκόντιζε τας ακτίνας του καθέτως. Υπήρχε λοιπόν άπειρος
+ποσότης θερμότητος αποτεταμιευμένη εις τα εδάφη εκείνα, ων το
+υπέρδαφος διετηρείτο υγρόν. Τούτου ένεκα ουδέν
+μεγαλοπρεπέστερον της διαδοχής εκείνης των δασών, ή μάλλον του
+απεράντου εκείνου δάσους.
+
+Εν τούτοις ο Δικ Σανδ παρετήρησεν ότι κατά τον Χάρρην
+ευρίσκοντο εν τη χώρα των πάμπας. Πάμπα δε εν τη γλώσση των
+ιθαγενών σημαίνει πεδιάς. Και εάν αι αναμνήσεις του δεν τον
+ηπάτων, ενόμιζε να ενθυμείτο ότι αι πεδιάδες αύται
+παρουσιάζουσι τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: στέρησιν ύδατος,
+έλλειψιν δένδρων, έλλειψιν πετρών, πλουσίαν αφθονίαν σκολύμων
+κατά την εποχήν των βροχών, οίτινες επερχομένης της θερμής
+εποχής γίνονται σχεδόν θαμνία και σχηματίζουσι τότε αδιαπέραστα
+φυλλώματα· είτα ωσαύτως, δένδρα νανοφυή, θαμνία ακανθώδη· πάντα
+δε ταύτα δίδοντα εις τας πεδιάδας εκείνας θέαν μάλλον άγονον
+και αιχμηράν.
+
+Αλλά το πράγμα δεν είχεν ούτω αφότου το μικρόν σώμα,
+οδηγούμενον υπό του Αμερικανού, είχεν εγκαταλίπει την παραλίαν.
+Το δάσος δεν έπαυσε να εκτείνεται μέχρι των ορίων του
+ορίζοντος. Όχι, εκεί δεν ήτο η πάμπα εκείνη οίαν εφαντάζετο
+αυτήν ο νεαρός δόκιμος. Μήπως η φύσις, ως είπεν ο Χάρρης,
+ηθέλησε να καταστήση το οροπέδιον εκείνο της Αταμάκας χώραν
+όλως ιδιαιτέραν, περί ης ουδέν άλλο εγίνωσκεν ειμή ότι
+εσχημάτιζε μίαν των ευρυτάτων ερήμων της Νοτίου Αμερικής,
+μεταξύ των Άνδεων και του Ειρηνικού Ωκεανού;
+
+Την ημέραν εκείνην ο Δικ Σανδ απέτεινεν ερωτήσεις τινάς περί
+του αντικειμένου τούτου και εξέφρασεν εις τον Αμερικανόν την
+έκπληξιν ην τω επροξένει η αλλόκοτος εκείνη θέα της πάμπας.
+
+Αλλ' εξήχθη ταχέως εκ της απάτης υπό του Χάρρη, όστις τω
+παρέσχε περί του μέρους εκείνου της Βολιβίας ακριβεστάτας
+πληροφορίας, μαρτυρούσας τοιουτοτρόπως την βαθείαν γνώσιν ην
+είχε του τόπου.
+
+ — Έχετε δίκαιον, νέε μου φίλε, είπε προς τον δόκιμον. Η αληθής
+πάμπα είναι τοιαύτη οίαν περιέγραψαν οι περιηγηταί, ήτοι πεδιάς
+άγονος της οποίας η διάβασις είναι πολλάκις δυσχερής. Ενθυμίζει
+τους λειμώνας της Βορείου Αμερικής, με μόνην την διαφοράν ότι
+ούτοι είναι μάλλον τελματώδεις. Ναι, τοιαύτη είναι η πάμπα του
+Ρίου Κολοράδου, του Ορενόκου και της Βενεζουέλας. Αλλ' ενταύθα
+ευρισκόμεθα εις χώραν, της οποίας η θέα εκπλήττει και εμέ
+αυτόν. Είναι μεν αληθές ότι πρώτην φοράν ακολουθώ την οδόν
+ταύτην διά μέσου του οροπεδίου, οδόν ήτις έχει το πλεονέκτημα
+να συντέμνη την πορείαν ημών· αλλ' εάν δεν την είδον εισέτι,
+ηξεύρω ότι έχει μεγάλην διαφοράν προς την αληθή πάμπαν.
+Τοιαύτην θα ευρίσκετε ουχί μεταξύ της δυτικής Κορδελλιέρας και
+της υψηλής οροσειράς των Άνδεων, αλλά πέραν των ορέων, επί του
+ανατολικού εκείνου μέρους της ηπείρου, όπερ εκτείνεται μέχρι
+του Ατλαντικού.
+
+ — Πρέπει λοιπόν να υπερβώμεν τας Άνδεις; ηρώτησε ζωηρώς ο Δικ
+Σανδ.
+
+ — Όχι, νέε μου φίλε, όχι, απεκρίθη μειδιών ο Αμερικανός.
+Τούτου ένεκα είπον ότι θα την ευρίσκετε, και όχι θα την εύρετε.
+Ησυχάσατε, δεν θα εγκαταλείψωμεν το οροπέδιον τούτο, του οποίου
+το μέγιστον ύψος δεν υπερβαίνει τους χιλίους πεντακοσίους
+πόδας. Α! εάν ήτο ανάγκη να διέλθωμεν τας Κορδελλιέρας μετά των
+μεταφορικών μέσων τα οποία έχομεν, ποτέ δεν θα σας παρέσυρον
+εις τοιαύτην ριψοκίνδυνον απόπειραν.
+
+ — Τωόντι, είπεν ο Δικ Σανδ, προτιμότερον θα ήτο να ανέλθωμεν ή
+να κατέλθωμεν την ακτήν·
+
+ — Ω! εκατοντάκις προτιμότερον! απεκρίθη ο Χάρρης. Αλλ' η
+έπαυλις του Αγίου Ευτυχούς κείται εντεύθεν της Κορδελλιέρας.
+Ώστε η οδοιπορία ημών, μήτε κατά την πρώτην μήτε κατά την
+δευτέραν περίπτωσιν θα παρουσιάση πραγματικήν τινα δυσκολίαν.
+
+ — Και δεν φοβείσθε μήπως αποπλανηθήτε εις τα δάση ταύτα, τα
+οποία διέρχεσθε κατά πρώτην φοράν; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ.
+
+ — Όχι, νέε μου φίλε, όχι απεκρίθη ο Χάρρης. Ηξεύρω καλώς ότι
+το δάσος τούτο είναι ως απέραντος θάλασσα, ή μάλλον, πυθμήν
+θαλάσσης του οποίου και αυτός ο ναυτικός δεν δύναται να
+καταμετρήση το βάθος και να εξακριβώση την θέσι του. Αλλά,
+συνηθισμένος να δασοπορώ, δύναμαι να εύρω τον δρόμον μου εκ της
+απλής διευθετήσεως δένδρων τινών, εκ της διευθύνσεως των φύλλων
+των, εκ της κινήσεως ή της συστάσεως του εδάφους, εκ μυρίων
+άλλων λεπτομερειών αίτινες διαφεύγουσιν υμάς. Έστε βέβαιος, θα
+οδηγήσω υμάς και τους υμετέρους, όπου πρέπει να μεταβήτε.
+
+Πάντα ταύτα ελέχθησαν καθαρώς υπό του Χάρρη. Ο Δικ Σανδ και
+αυτός, προπορευόμενοι της συνοδείας, συνδιελέγοντο συχνάκις,
+χωρίς να αναμιγνύεται άλλος τις εις την συνομιλίαν των. Εάν ο
+δόκιμος ησθάνετο ανησυχίας τινάς, τας οποίας ο Αμερικανός δεν
+κατώρθου πάντοτε να διαλύη, προτίμα να τας διατηρή δι' εαυτόν
+μόνον.
+
+Αι 8, 9, 11 και 12 Απριλίου παρήλθον τοιουτοτρόπως χωρίς να
+επέλθη δυσάρεστόν τι εν τη πορεία. Δεν διήνυον ανά παν
+δωδεκάωρον διάστημα πλειότερον των οκτώ μέχρις εννέα μιλίων. Αι
+στιγμαί αι αφιερούμεναι διά τα γεύματα και την ανάπαυσιν
+διεδέχοντο αλλήλας τακτικώς, και μολονότι ο κάματος ήρχησεν ήδη
+να γίνεται ολίγον επαισθητός, η υγιεινή κατάστασις ήτο έτι λίαν
+ευχάριστος.
+
+Ο μικρός Ζακ ήρχιζε να υποφέρη ολίγον εκ του βίου εκείνου των
+δασών, εις ον δεν ήτο συνηθισμένος και καθίστατο λίαν μονότονος
+δι' αυτόν. Και έπειτα, δεν είχον τηρήσει όλας τας προς αυτόν
+δοθείσας υποσχέσεις. Τα εκ καουτσού νευρόσπαστα, τα κολίβρια,
+πάντα ταύτα εφαίνοντο ακαταπαύστως οπισθοχωρούντα. Είχε γίνει
+ωσαύτως λόγος να τω δείξωσι τους μάλλον ωραίους ψιττακούς του
+κόσμου, και τοιούτοι δεν έπρεπε να λείπωσιν εκ των πλουσίων
+εκείνων δασών. Πού ήσαν λοιπόν οι παπαγάλοι εκείνοι με το
+πράσινον πτέρωμα, όλοι σχεδόν αυτόχθονες των χωρών εκείνων, οι
+αράς οι γυμνοπάρειοι, με τας μακράς και οξείας ουράς, με τα
+ζωηρά χρώματα, των οποίων οι πόδες ουδέποτε πατούσιν επί της
+γης, και οι καμίνδαι οίτινες είναι ειδικώτεροι εις τας τροπικάς
+χώρας, και οι πολυχρώματοι ψιττακοί, με το πολύπτερον πρόσωπον,
+και τέλος όλα εκείνα τα φλύαρα πτηνά άτινα, κατά το λέγειν των
+Ινδών, λαλούσιν έτι την γλώσσαν των εκλειψασών φυλών;
+
+Προκειμένου περί ψιττακών, ο μικρός Ζακ δεν έβλεπεν άλλο ειμή
+ψιττακίδιά τινα φαιοτεφρόχροα, με ουράν ερυθράν, άτινα έβριθον
+υπό τα δένδρα. Αλλά τα ψιττακίδια εκείνα δεν ήσαν νέα δι'
+αυτόν. Τα έχουσι μεταφέρει εις όλα τα μέρη του κόσμου. Επί των
+δύο ηπείρων, πληρούσι τας οικίας διά της αφορήτου φλυαρίας των,
+και εξ όλης της ομοιογενείας οι ψιττακίσκοι ούτοι διδάσκονται
+ευκολώτεροι να ομιλώσι.
+
+Δέον να είπωμεν ότι, πλην του Ζακ, και ο εξάδελφος Βενέδικτος
+δεν ήτο ευχαριστημένος. Τον είχον μεν αφήσει να τρέχη δεξιά και
+αριστερά κατά την οδοιπορίαν, αλλ' ουδέν έντομον εύρισκεν άξιον
+να πλουτίση την συλλογήν του. Την εσπέραν και αυτά τα πυροφόρα
+ηρνούντο επιμόνως να εμφανισθώσιν εις αυτόν και να τον ελκύσωσι
+διά του φωσφορίζοντος θώρακός των. Η φύσις εφαίνετο αληθώς
+μυκτηρίζουσα τον δυστυχή εντομολόγον, του οποίου η δυσθημία
+επετείνετο.
+
+Επί τέσσαρας έτι ημέρας, η προς τα βορειοανατολικά πορεία
+εξηκολούθησεν υπό τας αυτάς συνθήκας. Την 16 Απριλίου
+υπελόγισαν ότι είχον διανύσει περί τα εκατόν μίλια. Εάν ο
+Χάρρης δεν απεπλανήθη — και εβεβαίου τούτο αδιστάκτως — η
+έπαυλις του Αγίου Ευτυχούς δεν απήχε πλέον ειμή είκοσι μίλια
+από του τελευταίου αυτών σταθμού. Πριν δε παρέλθωσι
+τεσσαράκοντα και οκτώ ώραι, το μικρόν σώμα θα είχε καλόν
+καταφύγιον, εν τω οποίω θα ηδύνατο τέλος να αναπαυθή εκ των
+κόπων της οδοιπορίας.
+
+ — Εν τούτοις, ει και διήλθον όλον σχεδόν το οροπέδιον και το
+μεσαίον αυτού μέρος, ουδένα ιθαγενή, ουδένα νομάδα συνήντησαν
+υπό το απέραντον δάσος.
+
+Ο Δικ Σανδ πολλάκις ελυπήθη, χωρίς όμως να είπη τι, ότι δεν
+εξώκειλεν εις το άλλο μέρος της παραλίας. Νοτιώτερον ή
+βορειότερον, δεν θα έλειπον χωρία, κώμαι ή φυτείαι, και προ
+πολλού ήδη η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής θα είχον άσυλον.
+
+Αλλά, εάν η χώρα εφαίνετο εγκαταλελειμμένη υπό του ανθρώπου, τα
+ζώα ενεφανίζοντο συχνότερα κατά τας τελευταίας ημέρας. Ηκούοντο
+ενίοτε είδος μακράς θρηνώδους, κραυγής ην ο Χάρρης απέδιδεν εις
+χονδρά τινα βραδυπόρα ζώα φωλεύοντα εις τα δασώδη εκείνα μέρη
+καλούμενα άις.
+
+Την ημέραν εκείνην, κατά την μεσημβρινήν στάθμευσιν, συριγμός
+τις ηκούσθη εις τον αέρα, όστις διά το παράδοξον αυτού
+επροξένησεν ανησυχίαν τινα εις την κυρίαν Βέλδων.
+
+ — Τι είναι; ηρώτησεν αύτη αναγειρομένη ταχέως.
+
+ — Είναι όφις! ανέκραξεν ο Δικ Σανδ, δραμών μετά του όπλου του
+προ της κυρίας Βέλδων.
+
+Τωόντι υπήρχε φόβος μήπως ερπετόν τι ωλίσθησεν εις τα χόρτα
+μέχρι του μέρους της σταθμεύσεως. Ουδόλως παράδοξον εάν ήτο
+μέγας τις σούκουρος, είδος βόα, του οποίου το μήκος είναι
+ενίοτε τεσσαράκοντα ποδών.
+
+Αλλ' ο Χάρρης ανεκάλεσεν αμέσως τον Δικ Σανδ, τον οποίον οι
+μαύροι ηκολούθουν ήδη και καθησύχασε την κυρία Βέλδων.
+
+Κατ' αυτόν, το σύριγμα εκείνο δεν προήλθεν από σούκουρον,
+καθότι ο όφις ούτος δεν συρίζει· αλλ' εμαρτύρει την παρουσίαν
+αβλαβών τίνων τετραπόδων, πολυαρίθμων εν εκείνη τη χώρα.
+
+ — Ησυχάσατε λοιπόν, είπε, και μη κάμετε κίνημά τι δυνάμενον να
+φοβήση τα ζώα ταύτα.
+
+ — Αλλά τι ζώα είναι; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ, όστις ενόμιζε
+καθήκον συνειδήσεως να ερωτά και να αναγκάζη τον Αμερικανόν να
+ομιλή, όστις άλλως τε δεν είχεν ανάγκην παρακλήσεων, όπως
+αποκρίνεται.
+
+ — Είναι αντιλόπαι, νέε μου φίλε, απεκρίθη ο Χάρρης·
+
+ — Ω! πώς ήθελα να τας έβλεπα! ανέκραξεν ο Ζακ.
+
+ — Είναι πολύ δύσκολον, μικρόν μου ανθρωπάκι απήντησεν ο
+Αμερικανός, πολύ δύσκολον.
+
+ — Ίσως ειμπορούμεν να τας πλησιάσωμεν αυτάς τας συριγούσας
+αντιλόπας, επανέλαβεν ο Δικ Σανδ.
+
+ — Ω τρία μόνον βήματα εάν προχωρήσετε, απεκρίθη ο Αμερικανός,
+σείων την κεφαλήν, όλη η αγέλη θα φύγη. Σας προτρέπω λοιπόν να
+μη ενοχληθήτε.
+
+ — Αλλ' ο Δικ Σανδ είχε τους λόγους του να είναι περίεργος.
+Ηθέλησε να ίδη, και κρατών το όπλον του εισέδυσεν εις τα χόρτα.
+Πάραυτα, δωδεκάς χαριεστάτων κεμάδων μετά μικρών και οξέων
+κεράτων διήλθον με ταχύτητα σίφωνος. Το τρίχωμα αυτών, ζωηρού
+πυρρού χρώματος, διέγραψε νέφος πύρινον υπό τα υψηλά φυλλώματα
+του δάσους.
+
+ — Σας είχον προειδοποιήση, είπεν ο Χάρρης όταν ο δόκιμος
+επέστρεψεν εις την θέσιν του.
+
+Εάν τας ταχύποδας εκείνας αντιλόπας δεν ηδυνήθησαν ούτοι να
+διακρίνωσι, τας διέκρινον όμως άλλαι αγέλαι ζώων αίτινες
+ενεφανίσθησαν κατά την αυτήν ημέραν. Τα ζώα εκείνα ηδυνήθησαν
+να τα ίδωσιν, αμυδρώς μεν είναι αληθές, αλλ' η εμφάνισις αυτών
+επέφερε παράδοξον φιλονικίαν μεταξύ του Χάρρη καί τινων εκ των
+οπαδών του.
+
+Το μικρόν σώμα, περί την τετάρτην ώραν της εσπέρας, εστάθη επί
+τινας στιγμάς πλησίον ανοικτού τινος μέρους, ότε τρία ή τέσσαρα
+ζώα ευμεγέθη εξήλθον έκ τινος λόχμης, εκατόν βήματα περίπου
+μακράν και έφυγον μετά μεγάλης ταχύτητος.
+
+Μεθ' όλας τας συστάσεις του Αμερικανού, την φοράν ταύτην ο
+δόκιμος, στηρίξας το όπλον επί του ώμου, επυροβόλησε καθ' ενός
+των ζώων εκείνων. Αλλά καθ' ήν στιγμήν το βλήμα ερρίπτετο, ο
+Χάρρης απώθησε ζωηρώς το όπλον, ο δε Δικ Σανδ όσον και αν ήτο
+δεξιός σκοπευτής απέτυχε του σκοπού του.
+
+ — Μη πυροβολισμούς! είπεν ο Αμερικανός.
+
+ — Ε δα! αλλ' είναι καμηλοπαρδάλεις! ανέκραξεν ο Δικ Σανδ,
+χωρίς να δώση άλλην απάντησιν εις την παρατήρησιν του Χάρρη.
+
+ — Καμηλοπαρδάλεις! είπεν ο Ζακ ανορθούμενος επί του εφιππίου.
+Πού είναι αυτά τα μεγάλα ζώα;
+
+ — Καμηλοπαρδάλεις! απεκρίθη η κυρία Βέλδων. Απατάσαι, φίλτατε
+Δικ. Δεν υπάρχουσι καμηλοπαρδάλεις εν Αμερική.
+
+ — Τωόντι, είπεν ο Χάρρης, όστις εφαίνετο καταπεπληγμένος, δεν
+είναι δυνατόν να υπάρχωσι καμηλοπαρδάλεις ενταύθα.
+
+ — Αλλά τότε; . . . είπεν ο Δικ Σανδ.
+
+ — Δεν ηξεύρω αληθώς τι να σκεφθώ, είπεν ο Χάρρης. Μήπως νέε
+μου φίλε, σας ηπάτησαν οι οφθαλμοί σας, και τα ζώα ταύτα είναι
+στρουθοκάμηλοι;
+
+ — Στρουθοκάμηλοι! επανέλαβεν ο Δικ Σανδ και η κυρία Βέλδων
+παρατηρούντες αλλήλους έκθαμβοι
+
+ — Ναι, απλαί στρουθοκάμηλοι, επανέλαβεν ο Χάρρης.
+
+ — Αλλ' αι στρουθοκάμηλοι, είναι πτηνά, επανέλαβεν ο Δικ Σανδ,
+και επομένως έχουσι δύο μόνον πόδας.
+
+ — Λοιπόν, απεκρίθη ο Χάρρης, ακριβώς ενόμισα ότι τα ζώα ταύτα
+τα οποία έφυγον τόσω ταχέως ήσαν δίποδα.
+
+ — Δίποδα! είπεν ο δόκιμος.
+
+ — Νομίζω ότι διέκρινα καλώς ζώα τετράποδα, είπε τότε η κυρία
+Βέλδων.
+
+ — Και εγώ ωσαύτως, προσέθηκεν ο γέρων Τωμ, του οποίου τους
+λόγους εβεβαίωσαν ο Βαρθολομαίος, ο Ακτέων και ο Αυγουστίνος.
+
+ — Στρουθοκάμηλοι με τέσσαρας πόδας! ανέκραξεν ο Χάρρης
+ανακαγχάζων. Τούτο θα ήτο πολύ αστείον!
+
+ — Λοιπόν επανέλαβεν ο Δικ Σανδ, ενομίσαμεν ότι ήσαν
+καμηλοπαρδάλεις, και ουχί στρουθοκάμηλοι.
+
+ — Όχι, νέε μου φίλε, όχι, είπεν ο Χάρρης, Βεβαίως δεν είδετε
+καλώς. Τούτο εξηγείται εκ της ταχύτητος μεθ' ής έφυγον τα ζώα
+ταύτα. Άλλως τε δε πολλάκις συνέβη εις κυνηγούς ν' απατηθώσιν
+ως υμείς και καλή τη πίστει μάλιστα.
+
+Ό,τι, έλεγεν ο Αμερικανός ήτο λίαν πιθανόν. Μεταξύ ευσώμου
+στρουθοκαμήλου και μεσαίου αναστήματος καμηλοπαρδάλεως, εάν τας
+βλέπη τις έκ τινος αποστάσεως, δύναται ευκόλως ν' απατηθή. Είτε
+πρόκειται περί ράμφους, είτε πρόκειται περί ρύγχους, αμφότερα
+ταύτα προσκεκολλημένα εις το άκρον μακρού λαιμού ανεστραμμένου
+προς τα οπίσω, και επί τέλους δύναταί τις να είπη ότι η
+στρουθοκάμηλος ουδέν άλλο είναι ή ημικαμηλοπάρδαλις.
+
+Δεν ελλείπουσιν απ' αυτής ειμή οι οπίσθιοι πόδες. Λοιπόν το
+δίπουν τούτο και το τετράπουν τούτο, διερχόμενα ταχέως και
+απροσδοκήτως, δύνανται εν μεγάλη ανάγκη να εκληφθώσι το έν αντί
+του άλλου.
+
+Άλλως τε δε, η καλλιτέρα απόδειξις ότι η κυρία Βέλδων και οι
+άλλοι ηπατώντο, είναι ότι δεν υπάρχουσι καμηλοπαρδάλεις εν
+Αμερική·
+
+Ο Δικ Σανδ εποίησε τότε την εξής σκέψιν:
+
+ — Αλλ' ενόμιζον ότι μήτε στρουθοκάμηλοι μήτε καμηλοπαρδάλεις
+ευρίσκοντο εις τον Νέον Κόσμον.
+
+ — Μάλιστα, νέε μου φίλε, απεκρίθη ο Χάρρης, και ακριβώς η
+Νότιος Αμερική κέκτηται ιδιαίτερόν τι είδος. Εις το είδος τούτο
+ανήκει ο νανδού, τον οποίον είδετε προ ολίγου.
+
+Ο Χάρρης έλεγε την αλήθειαν. Ο νανδού είναι ιμαντόπους
+κοινότατος ες τας πεδιάδας της Νοτίου Αμερικής, και το κρέας
+αυτού, όταν είναι νέος, είναι καλόν εις γεύσιν.
+
+Το ισχυρόν τούτο ζώον, του οποίου το ανάστημα υπερβαίνει ενίοτε
+τα δύο μέτρα, έχει το ράμφος ευθύ, τας πτέρυγας μακράς και
+εσχηματισμένας εκ πτερών πυκνών χρώματος υποκυάνου, οι δε πόδες
+αυτού σχηματίζονται εκ τριών δακτύλων ωπλισμένων δι' ονύχων, —
+τούθ' όπερ το διακρίνει ουσιωδώς από των στρουθοκαμήλων της
+Αφρικής.
+
+Αι ακριβέσταται αύται λεπτομέρειαι εδόθησαν υπό του Χάρρη,
+όστις εφαίνετο λίαν ειδήμων των έξεων του νανδού. Η δε κ.
+Βέλδων και οι μετ' αυτής εδέησε να ομολογήσωμεν ότι είχον
+απατηθή.
+
+ — Άλλως τε δε, προσέθηκεν ο Χάρρης, πιθανόν να συναντήσωμεν
+και άλλην αγέλην εκ τούτων των στρουθοκαμήλων. Λοιπόν, την
+φοράν ταύτην παρατηρήσατε καλλίτερον, και μη υποπέσετε πάλιν
+εις την απάτην να εκλάβετε τα πτηνά ως τετράποδα. Προ πάντων
+όμως, νέε μου φίλε, μη λησμονήτε τας συστάσεις μου, και μη
+πυροβολήτε κατ' ουδενός ζώου. Δεν έχομεν ανάγκην να θηρεύωμεν
+διά να προμηθευώμεθα ζωοτροφίας, και, το επαναλαμβάνω, δεν
+πρέπει έκρηξις πυροβόλου να αναγγείλη την παρουσίαν ημών εις το
+δάσος τούτο.
+
+Εν τούτοις ο Δικ Σανδ έμενε σκεπτικός. Έτι άπαξ, αμφιβολία τις
+εγένετο εν τω πνεύματι αυτού.
+
+Την επιούσαν, 17 Απριλίου, η πορεία επανελήφθη, και ο
+Αμερικανός εβεβαίωσεν ότι μετά παρέλευσιν είκοσι και τεσσάρων
+ωρών η μικρά συνοδεία θα ευρίσκετο εις την έπαυλιν του Αγίου
+Ευτυχούς.
+
+ — Εκεί, κυρία Βέλδων, θα λάβετε όλας τας απαιτουμένας εις την
+θέσιν σας περιποιήσεις, και ημέραι τινές αναπαύσεως θα σας
+αναζωογονήσωσι καθ' ολοκληρίαν. Ίσως δεν θα εύρετε εις την
+έπαυλιν εκείνην την πολυτέλειαν εις ην έχετε συνηθίσει εις την
+εν Αγίω Φραγκίσκω κατοικίαν σας, αλλά θα ιδήτε ότι αι
+καλλιεργητικοί ημών εργασίαι δεν είναι πτωχαί, και ότι δεν
+ήμεθα εντελώς άγριοι.
+
+ — Κύριε Χάρρη, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, εάν δεν έχομεν άλλο να
+σας προσφέρωμεν ειμή ευχαριστίας διά την γενναίαν υμών
+συνδρομήν, τουλάχιστον σας προσφέρομεν αυτάς εξ όλης καρδίας.
+Ναι! ήτο καιρός πλέον να φθάσωμεν.
+
+ — Εκουράσθητε πολύ, κυρία Βέλδων;
+
+ — Εγώ, αδιάφορον, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, αλλά βλέπω ότι ο
+μικρός μου Ζακ εξαντλείται ολίγον κατ' ολίγον. Κατά τινας ώρας
+αρχίζει να τον καταλαμβάνη ο πυρετός.
+
+ — Ναι, είπεν ο Χάρρης, και μολονότι το κλίμα του οροπεδίου
+τούτου είναι υγιεινότατον, πρέπει όμως να ομολογήσωμεν ότι κατά
+τον Μάρτιον και τον Απρίλιον επικρατούσι διαλείποντες πυρετοί.
+
+ — Βεβαίως, είπεν τότε ο Δικ Σανδ, αλλ' ωσαύτως η φύσις, ήτις
+πάντοτε και πανταχού είναι προνοητική, έθεσε το φάρμακον
+πλησίον του κακού.
+
+ — Και πώς τούτο, νέε μου φίλε; ηρώτησεν ο Χάρρης, όστις
+εφαίνετο μη εννοών.
+
+ — Δεν ευρισκόμεθα λοιπόν εις την χώραν των κιγκινών; απεκρίθη
+ο Δικ Σανδ.
+
+ — Τωόντι, είπεν ο Χάρρης, έχετε εντελώς δίκαιον. Τα δένδρα τα
+παράγοντα τον πολύτιμον αντιπυρετικόν φλοιόν εδώ έχουσι την
+πατρίδα των.
+
+ — Εκπλήττομαι μάλιστα, προσέθετο ο Δικ Σανδ, πώς δεν είδομεν
+έτι μήτε έν.
+
+ — Α! νέε μου φίλε, απεκρίθη ο Χάρρης, τα δένδρα ταύτα δεν
+διακρίνονται ευκόλως. Καίτοι έχουσιν ύψος πολύ, φύλλα μεγάλα
+και άνθη ρόδινα και ευώδη, δεν τα ανακαλύπτει τις ευκόλως.
+Σπάνιον είναι να ευρεθώσι συμπεπυκνωμένα. Μάλλον είναι
+διεσπαρμένα εις τα δάση, και οι Ινδοί, οίτινες συλλέγουσι την
+κιγκίναν, δεν δύνανται να τα διακρίνωσιν ειμή εκ του πρασίνου
+φυλλώμματός των.
+
+ — Κύριε Χάρρη, είπεν η κυρία Βέλδων, εάν ιδήτε δένδρον τι εξ
+αυτών, να με το δείξητε.
+
+ — Βεβαίως, κυρία Βέλδων, αλλ' εις την έπαυλιν θα εύρετε
+θιεικήν κινίνην. Αυτή είναι πολύ προτιμωτέρα ή ο απλούς φλοιός
+προς θεραπείαν του πυρετού (14).
+
+Η τελευταία εκείνη ημέρα της οδοιπορίας παρήλθεν άνευ συμβάντος
+τινός. Ήλθεν η εσπέρα και η νυκτερινή στάθμευσις διωργανώθη ως
+το σύνηθες. Μέχρι τότε, δεν είχε βρέξει, αλλ' ο καιρός έτεινε
+να μεταβληθή, καθότι θερμή αναθυμίασις υψώθη από του εδάφους
+και μετ' ολίγον εσχημάτισε πυκνήν ομίχλην.
+
+Πράγματι επλησίαζεν η εποχή των βροχών. Ευτυχώς την επιούσαν,
+άνετον καταφύγιον θα προσεφέρετο φιλοξένως εις την μικράν
+συνοδείαν. Ολίγισται ώραι έμενον να παρέλθωσιν.
+
+Ει και κατά τον Χάρρην, όστις έκαμε τους υπολογισμούς του επί
+τη βάσει του χρόνου καθ' όν διήρκεσεν η οδοιπορία, δεν απείχον
+της επαύλεως πλειότερον των έξ μιλίων, ελήφθησαν όμως διά την
+νύκτα αι συνήθεις προφυλάξεις. Ο Τωμ και οι σύντροφοί του
+έπρεπε να φρουρώσι διαδοχικώς. Ο Δικ Σανδ επέμεινε να μη επέλθη
+ουδεμία μεταβολή. Πλειότερον ή άλλοτε ήθελε να διατηρήση την
+συνήθη φρόνησίν του, καθότι τρομερά υπόνοια εγεννήθη εις το
+πνεύμα του· δεν ήθελεν όμως έτι να είπη τι.
+
+Η κατάκλισις εγένετο παρά τας ρίζας συστάδος μεγάλων δένδρων.
+Ένεκα του καμάτου, η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής εκοιμώντο
+ήδη, ότε αφυπνίσθησαν υπό φοβεράς κραυγής.
+
+ — Τι είναι; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ, πρώτος πάντων αναπηδήσας
+όρθιος.
+
+ — Εγώ! εγώ εφώναξα! είπεν ο εξάδελφος Βενέδικτος.
+
+ — Και τι έχετε; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.
+
+ — Εδαγκάσθην.
+
+ — Υπό όφεως; . . . ηρώτησεν έντρομος η κυρία Βέλδων.
+
+ — Όχι, όχι! Δεν είναι όφις, αλλ' έντομον, απεκρίθη ο εξάδελφος
+Βενέδικτος. Α! το κρατώ! το κρατώ!
+
+ — Λοιπόν, φονεύσατε το έντομόν σας, είπεν ο Χάρρης, και
+αφήσατέ μας να κοιμηθώμεν κύριε Βενέδικτε.
+
+ — Να φονεύσω έντομον! ανέκραξεν ο εξάδελφος Βενέδικτος. Ποτέ,
+ποτέ! Πρέπει να ίδω τι είναι!
+
+ — Θα είναι κώνωψ, είπεν ο Χάρρης, υψών τους ώμους.
+
+ — Διόλου! Είναι μυία, απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος, και
+μυία ήτις θα είναι πολύ περίεργος.
+
+Ο Δικ Σανδ ήναψε τον μικρόν φορητόν φανόν και τον επλησίασεν
+εις τον εξάδελφον Βενέδικτον.
+
+ — Ω θεία αγαθότης! ανέκραξεν ούτος. Ιδού τι με παρηγορεί διά
+τας τόσας αποτυχίας μου. Έκαμα τέλος μίαν ανακάλυψιν!
+
+Ο αγαθός ανήρ παρεφρόνει εκ της χαράς. Παρετήρει την μυίαν του
+ως θριαμβεύων, και ευχαρίστως θα την εφίλει.
+
+ — Αλλά τι είναι; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.
+
+ — Δίπτερον, εξαδέλφη, περίφημον δίπτερον!
+
+Και ο εξάδελφος Βενέδικτος έδειξε μυίαν μικροτέραν μελίσσης,
+χρώματος αμαυρού με γραμμάς κιτρίνας εις το κατώτερον μέρος του
+σώματός της.
+
+ — Δεν είναι φαρμακερή η μυία αύτη; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.
+
+ — Όχι, εξαδέλφη, όχι, διά τον άνθρωπον τουλάχιστον. Αλλά διά
+τα ζώα, δι' αντιλόπας, διά βουβάλους, και δι' αυτούς τους
+ελέφαντας, το πράγμα διαφέρει. Αχ! τι αξιολάτρευτον έντομον!
+
+ — Τέλος, ηρώτησεν ο Δικ Σανδ, θα μας ειπήτε, κύριε Βενέδικτε
+τι είναι αυτή η μυία;
+
+ — Αυτή η μυία, απεκρίθη ο εντομολόγος, αυτή η μυία την οποίαν
+κρατώ εις τα δάκτυλά μου, αυτή η μυία . . . είναι «τσετσέ».
+Είναι το περίφημον εκείνο δίπτερον το οποίον είναι η τιμή ενός
+τόπου, και μέχρι της σήμερον ουδέποτε ευρέθη «τσετσέ» εις την
+Αμερικήν.
+
+Ο Δικ Σανδ δεν ετόλμησε να ερωτήση τον εξάδελφον Βενέδικτον,
+εις ποίον μέρος του κόσμου ευρίσκετο αποκλειστικώς το φοβερόν
+εκείνο «τσετσέ».
+
+Και όταν οι σύντροφοι του μετά το επεισόδιον τούτο, επανέλαβον
+τον διακοπέντα ύπνον των, ο Δικ Σανδ, μεθ' όλον τον
+καταβαρύνοντα κάματον, δεν έκλεισε πλέον τους οφθαλμούς δι'
+όλης της νυκτός.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΗ'.
+
+Η ΤΡΟΜΕΡΑ ΛΕΞΙΣ
+
+Καιρός ήτο να φθάσωσι. Τελεία κόπωσις έφερε την κυρίαν Βέλδων
+εις κατάστασιν να μη δύναται πλέον να εξακολουθήση οδοιπορίαν
+γινομένην υπό τοιαύτας συνθήκας.
+
+Το μικρόν τέκνον της, ερυθρότατον κατά τας προσβολάς του
+πυρετού, ωχρότατον κατά τας διαλείψεις, ήτο οικτρόν την θέαν.
+
+Η μήτηρ αυτού, εις άκρον ανήσυχος, δεν ηθέλησε να εγκαταλίπη
+τον Ζακ, έστω και εις τας φροντίδας της αγαθής Ναν. Τον εκράτει
+ημικατακεκλιμένον εις τας αγκάλας της.
+
+Ναι, ήτο καιρός να φθάσωσι. Κατά τας διαβεβαιώσεις δε του
+Αμερικανού, το εσπέρας της ανατελλούσης εκείνης ημέρας, το
+εσπέρας της 18 Απριλίου, η μικρά συνοδεία θα ήτο τέλος υπό την
+σκέπην της επαύλεως του Αγίου Ευτυχούς.
+
+Δώδεκα ημερών οδοιπορία, δώδεκα νυκτών στάθμευσις εν υπαίθρω,
+ήτο αδύνατον να μη καταβάλωσι μίαν γυναίκα, όσον γενναία και αν
+ήναι.
+
+Άλλως τε δε η θέα του ασθενούς Ζακ, από του οποίου έλειπον αι
+στοιχειωδέστεραι περιποιήσεις, ήρκει διά να κατασυντρίψη την
+κυρίαν Βέλδων.
+
+Αλλ' ο Χάρρης εφαίνετο εξοικειωμένος προς τας δοκιμασίας των
+μακρών εκείνων διά των δασών οδοιποριών, και ο κάματος δεν
+κατέβαλεν αυτόν.
+
+Καθ' όσον όμως επλησίαζον προς την έπαυλιν, ο Δικ Σανδ
+παρετήρησεν ότι ήτο μάλλον περίφροντις και τα διαβήματά του δεν
+ήσαν τόσον ειλικρινή όσον πρότερον. Το εναντίον θα ήτο
+φυσικώτερον.
+
+Αυτή τουλάχιστον η ιδέα του νεαρού δοκίμου, όστις εγένετο
+μάλλον δύσπιστος προς τον Αμερικανόν. Και εν τούτοις τι
+συμφέρον είχεν άρα γε ο Χάρρης να τους απατήση;
+
+ — Ο Δικ Σανδ δεν ηδύνατο να το εξηγήση, αλλ' επετήρει εκ του
+σύνεγγυς τον οδηγόν των.
+
+Ο Αμερικανός ησθάνθη πιθανώς ότι υπεβλέπετο υπό του Δικ Σανδ,
+και βεβαίως η δυσπιστία εκείνη, καθίστα αυτόν σιωπηλότερον προς
+τον «νέον φίλον του».
+
+Η πορεία επανελήφθη.
+
+Εν τω δάσει, ολιγώτερον πυκνώ, τα δένδρα διεσκορπίζοντο κατ'
+αθροίσματα, και δεν εσχημάτιζον πλέον αδιαπεράστους μάζας. Ήτο
+λοιπόν η αληθής πάμπα, περί ης είχεν ομιλήσει ο Χάρρης;
+
+Κατά τας πρώτας ώρας της ημέρας, ουδέν συμβάν επεδείνωσε τας
+ανησυχίας του Δικ Σανδ. Δύο όμως γεγονότα είλκυσαν την προσοχήν
+αυτού.
+
+Ίσως δεν είχον μεγάλην σπουδαιότητα, αλλ' υπό τας περιστάσεις
+εκείνας ουδεμία λεπτομέρεια έπρεπε να παραμελήται.
+
+Το πρώτον ήτο τα κινήματα του Δίγγου, όστις ευθύς εξ αρχής
+επέσυρε μάλλον ιδιαιτέρως την προσοχήν του νεαρού δοκίμου.
+
+Τωόντι ο κύων όστις καθ' όλην εκείνην την οδοιπορίαν εφαίνετο
+ωσεί ακολουθών ίχνη, εγένετο αλλοίος, και τούτο, σχεδόν
+αιφνιδίως.
+
+Μέχρι τότε, την ρίνα έχων ως επί το πλείστον εις το έδαφος,
+οσφραινόμενος τα χόρτα ή τους θάμνους, ή εσιώπα ή εξέφερεν
+είδος τι θρηνώδους υλακής, ως εάν ήτο έκφρασις λύπης ή πόθου.
+
+Την ημέραν όμως εκείνην αι υλακαί του παραδόξου ζώου εγένοντο
+ισχυραί, ενίοτε μανιώδεις, τοιαύται οίαι ήσαν άλλοτε, ότε ο
+Νεγορός ενεφανίζετο επί του καταστρώματος του «Πίλγριμ».
+
+Υπόνοιά τις διήλθε του πνεύματος του Δικ Σανδ, και την υπόνοιαν
+εκείνην ενίσχυσεν ο Τωμ ειπών.
+
+ — Πολύ παράδοξον πράγμα, κύριε Δικ. Ο Δίγγος δεν οσφραίνεται
+πλέον το έδαφος ως έπραττε μέχρι της χθες. Έχει την ρίνα εις
+τον αέρα, είναι τεταραγμένος, αι τρίχες του ορθούνται. Θα έλεγέ
+τις μυρίζει μακρόθεν . . .
+
+ — Τον Νεγορόν, δεν είναι αλήθεια; απεκρίθη ο Δικ Σανδ, αρπάσας
+τον βραχίονα του γέροντος μαύρου και ποιήσας αυτώ σημείον να
+ομιλή χαμηλή τη φωνή.
+
+ — Τον Νεγορόν, κύριε Δικ. Δεν είναι τάχα δυνατόν να ηκολούθησε
+τα ίχνη μας;
+
+ — Ναι, Τωμ, και κατ' αυτήν μάλιστα την στιγμήν να μη είναι
+πολύ μακράν;
+
+ — Αλλά . . . διατί; είπεν ο Τωμ.
+
+ — Ή ο Νεγορός δεν εγνώριζεν αυτόν τον τόπον, επανέλαβεν ο Δικ
+Σανδ, και τότε είχε παν συμφέρον να μη μας χάση . . .
+
+ — Ή; . . . . είπεν ο Τωμ βλέπων μετ' αγωνίας τον δόκιμον.
+
+ — Ή, επανέλαβεν ο Δικ Σανδ τον εγνώριζεν και τότε . . . .
+
+ — Αλλά πώς ο Νεγορός να γνωρίζη την χώραν ταύτην, αφού
+ουδέποτε ήλθεν εδώ;
+
+ — Ουδέποτε ήλθεν; εψιθύρισεν ο Δικ Σανδ. Τέλος
+αδιαφιλονείκητον γεγονός είναι ότι ο Δίγγος φέρεται, ως εάν ήτο
+πλησίον ημών ο άνθρωπος τον οποίον απεχθάνεται.
+
+Είτα διακόπτων την ομιλίαν όπως καλέση τον Δίγγον, όστις μετά
+τινα δισταγμόν ήλθε προς αυτόν·
+
+ — Ε! είπεν, ο Νεγορός! ο Νεγορός!
+
+Μανιώδης υλακή υπήρξεν η απάντησις του Δίγγου.
+
+Το όνομα εκείνο παρήγαγεν επ' αυτού το σύνηθες αποτέλεσμα, και
+ώρμησεν εμπρός, ως ει ο Νεγορός ήτο κεκρυμμένος όπισθεν θάμνων.
+
+Ο Χάρρης είδεν όλην εκείνην την σκηνήν. Με τα χείλη δε
+συνεσφιγμένα επλησίασε τον δόκιμον.
+
+ — Τι ζητείτε λοιπόν από τον Δίγγον; ηρώτησεν.
+
+ — Ω! σχεδόν τίποτε, κύριε Χάρρη, απεκρίθη ο γέρων Τωμ
+αστειευόμενος. Τω εζητούμεν ειδήσεις περί τινος συνεπιβάτου,
+τον οποίον εχάσαμεν.
+
+ — Α! είπεν ο Αμερικανός, περί του Πορτογάλου εκείνου; του
+μαγείρου του πλοίου περί του οποίου μοι ομιλήσατε ήδη;
+
+ — Μάλιστα, απεκρίθη ο Τωμ. Ακούων τις τον Δίγγον, θα υπέθετεν
+ότι ο Νεγορός είναι εδώ πλησίον.
+
+ — Πώς ηδυνήθη να φθάση έως εδώ; απεκρίθη ο Χάρρης. Καθ' όσον
+γνωρίζω, ουδέποτε ήλθεν εις τον τόπον τούτον.
+
+ — Εκτός εάν μας το έκρυψεν; απεκρίθη ο Τωμ. Θα ήτο παράδοξον
+τούτο, είπεν ο Χάρρης. Αλλ' εάν θέλετε να εξετάσωμεν τα
+περίχωρα. Πιθανόν ο δυστυχής αυτός να έχη ανάγκην συνδρομής, να
+στερήται των πάντων.
+
+ — Είναι περιττόν, κύριε Χάρρη, απεκρίθη ο Δικ Σανδ. Εάν ο
+Νεγορός ηδυνήθη να έλθη έως εδώ, θα ηδυνήθη να υπάγη και πλέον
+μακράν. Είναι άνθρωπος ο οποίος ηξεύρει να υπερνικά τας
+δυσκολίας.
+
+ — Όπως επιθυμείτε, απεκρίθη ο Χάρρης.
+
+ — Εμπρός, Δίγγε, σιώπα, προσέθηκε τραχέως ο Δικ Σανδ διά να
+παύση την ομιλίαν.
+
+Η δευτέρα παρατήρησις η γενομένη παρά του δοκίμου εσχετίζετο
+προς τον ίππον του Αμερικανού.
+
+Δεν εφαίνετο ούτος ότι «ωσφραίνετο τον σταύλον», ως πράττουσι
+τα ζώα του είδους του.
+
+Δεν ερρόφα τον αέρα, δεν έσπευδε τα βήματά του, δεν διέστελλε
+τους ρώθωνάς του, δεν εξέφερε χρεμετισμούς μαρτυρούντας το
+τέλος της οδοιπορίας. Εάν τις τον παρετήρει καλώς, εφαίνετο
+επίσης αδιάφορος ή εάν η έπαυλις εις την οποίαν εν τούτοις είχε
+μεταβή πολλάκις και ην ώφειλε να γνωρίζη, ήτο εκατοστύας έτι
+μιλίων μακράν.
+
+ — Δεν είναι ίππος φθάνων εις το τέρμα της πορείας του, εσκέφθη
+ο νεαρός δόκιμος.
+
+Και εν τούτοις, κατά τους λόγους του Χάρρη της προτεραίας,
+μόλις έμενον να διανυθώσιν εξ μίλια και εκ των έξ εκείνων
+μιλίων, κατά την πέμπτην ώραν της εσπέρας, τα τέσσαρα είχον
+βεβαίως διανυθή.
+
+Εάν λοιπόν ο ίππος δεν ωσφραίνετο σταύλον, του οποίου βεβαίως
+θα είχε μεγάλην ανάγκην, ουδέν ωσαύτως ανήγγελε την προσέγγισιν
+μεγάλου κτήματος, οίον έπρεπε να είναι η έπαυλις του Αγίου
+Ευτυχούς.
+
+Η κυρία Βέλδων, όσον και εάν ήτο αδιάφορος τότε προς παν άλλο ή
+το τέκνον της, εξεπλάγη βλέπουσα έτι την χώραν τόσον έρημον.
+Πώς! μήτε είς ιθαγενής μήτε είς των θεραπόντων της επαύλεως,
+εις τόσον μετρίαν απόστασιν; Μήπως ο Χάρρης είχεν αποπλανηθή;
+Όχι! Απεδίωξε την ιδέαν ταύτην. Νέα βραδύτης θα ήτο ο θάνατος
+του μικρού Ζακ.
+
+Εν τούτοις ο Χάρρης ώδευε πάντοτε προς τα πρόσω! αλλ' εφαίνετο
+ερευνών τα βάθη του δάσους και έβλεπε δεξιά και αριστερά, ως
+άνθρωπος όστις δεν είναι βέβαιος περί εαυτού . . . ή περί της
+οδού.
+
+Η κυρία Βέλδων έκλεισε τους οφθαλμούς ίνα μη τον βλέπη πλέον.
+
+Μετά ευρείαν πεδιάδα ενός μιλίου, το δάσος, χωρίς να είναι τόσω
+πυκνόν όσω προς δυσμάς, ανεφανίσθη πάλιν, και η μικρά συνοδεία
+εβυθίσθη εκ νέου υπό τα μεγάλα δένδρα.
+
+Κατά την έκτην ώραν της εσπέρας έφθασαν πλησίον πυκνώματός
+τινος, διά του οποίου εφαίνετο ότι προσφάτως είχε διέλθει αγέλη
+μεγάλων ζώων.
+
+Ο Δικ Σανδ παρετήρησε λίαν προσεκτικώς περί εαυτόν.
+
+Εις ύψος τι μη υπερβαίνον κατά πολύ το ανάστημα του ανθρώπου,
+οι κλάδοι ήσαν απεσπασμένοι ή συντετριμμένοι.
+
+Συγχρόνως δε τα χόρτα, βιαίως αποχωρισθέντα, άφινον να
+φαίνωνται επί του έλώδους ολίγον εδάφους ίχνη βημάτων άτινα
+αδύνατον να ήσαν θωών ή κουγουάρων.
+
+Ήσαν άρα γε άις ή άλλα βραδυπόρα ζώα, των οποίων οι πόδες
+απετυπώθησαν ούτως επί του εδάφους;
+
+Αλλά πώς να εξηγηθή τότε η θραύσις των κλάδων εις τοσούτον
+ύψος;
+
+Βεβαίως ελέφαντες θα ηδύναντο να αφήσωσι τοιαύτα ίχνη, να
+αποτυπώσωσι τοιαύτα ευρέα πατήματα, να ανοίξωσι τοιαύτην δίοδον
+εις την αδιαπέραστον λόχμην. Αλλά τοιούτοι ελέφαντες δεν
+ευρίσκονται εν Αμερική.
+
+Τα υπερμεγέθη ταύτα παχύδερμα δεν είναι αυτόχθονα του Νέου
+Κόσμου, ουδέ ενεκλιματίσθησάν ποτε εκεί.
+
+Η εικασία λοιπόν ότι θα διέβησαν ελέφαντες, ήτο εντελώς
+απαράδεκτος.
+
+Όπως δήποτε, ο Δικ Σανδ δεν κατέστησε γνωστάς τας σκέψεις του
+επί του ανεξηγήτου εκείνου γεγονότος. Ουδέ αυτόν τον Αμερικανόν
+ηρώτησε περί τούτου, διότι τι ηδύνατό τις να περιμένη παρ'
+ανθρώπου, όστις ηθέλησε να παραστήση τας καμηλοπαρδάλεις ως
+στρουθοκαμήλους;
+
+Ο Χάρρης θα έδιδε και τότε εξήγησίν τινα κατά το μάλλον και
+ήττον φαντασιώδη, ήτις ουδόλως θα ηδύνατο να μεταβάλη την
+κατάστασιν.
+
+Όπως δήποτε ο Δικ Σανδ εσχημάτισε την γνώμην του περί του
+Χάρρη. Εννόησεν ότι ήτο προδότης. Περίπτωσιν κατάλληλον μόνον
+περιέμενεν ίνα καταστήση καταφανή την ατιμίαν του και να
+δικαιολογηθή η γνώμη του, τα πάντα δε τω έλεγον ότι η
+περίπτωσις εκείνη προσήγγιζεν.
+
+Αλλά τις ηδύνατο να είναι ο μυστικός σκοπός του Χάρρη; Ποίον
+μέλλον λοιπόν περιέμενε τους ναυαγούς του «Πίλγριμ»;
+
+Ο Δικ Σανδ επανελάμβανε καθ' εαυτόν ότι η ευθύνη του δεν έπαυσε
+μετά του ναυαγίου, ώφειλε, πλειότερον ή άλλοτε, να μεριμνήση
+περί της σωτηρίας εκείνων, οίτινες μετά το ναυάγιον έπεσαν επί
+της ακτής εκείνης. Την γυναίκα εκείνην, το νεαρόν εκείνο
+παιδίον, τους μαύρους εκείνους όλους τους εν δυστυχία
+συντρόφους του, αυτός μόνος ώφειλε να σώση.
+
+Αλλ' εάν ηδύνατο να πράξη τι εντός του πλοίου, θα ηδύνατο να
+ενεργήση ως ναυτικός, ενταύθα όμως, εν τω μέσω των τρομερών
+δοκιμασιών τας οποίας διέβλεπε, ποίαν απόφασιν να σχηματίση;
+
+Ο Δικ Σανδ δεν ηθέλησε να κλείση τους οφθαλμούς προ της φοβεράς
+πραγματικότητος, ην πάσα στιγμή καθίστα αδιαφιλονείκητον. Ο
+δεκαπενταετής πλοίαρχος του «Πίλγριμ», ανελάμβανε τα αυτά
+καθήκοντα και εις τας παρούσας περιστάσεις.
+
+Αλλά δεν ηθέλησε να είπη τι δυνάμενον να λυπήση την δυστυχή
+μητέρα πριν ή έλθη η στιγμή της δράσεως.
+
+Δεν είπε τι ουδέ όταν, φθάσας προ των οχθών ευρέος ρύακος, ότε
+προηγείτο της μικράς συνοδείας κατά εκατόν βήματα, παρετήρησεν
+υπερμεγέθη ζώα ορμώντα υπό τα υψηλά χόρτα.
+
+ — Ιπποπόταμοι! ιπποπόταμοι! έμελλε ν' αναφωνήση.
+
+Τωόντι ήσαν εκ των παχυδέρμων εκείνων των εχόντων μεγάλην
+κεφαλήν, εξωγκωμένον ρύγχος, οδόντας εξερχομένους του στόματος
+κατά ένα πόδα, κνήμας βραχείας και των οποίων το άτριχον δέρμα
+έχει χρώμα πυρρόν. Ιπποπόταμοι εν Αμερική!
+
+Εξηκολούθησαν να οδεύωσιν επί όλην την ημέραν, αλλ' επιπόνως.
+
+Ο κάματος ήρχιζε να καταβάλη και τους ευρωστοτέρους. Αληθώς ήτο
+καιρός να φθάσωσιν, άλλως θα ηναγκάζοντο να σταματήσωσιν.
+
+Η κυρία Βέλδων, αποκλειστικώς ενασχολουμένη εις τον μικρόν της
+Ζακ, δεν ησθάνετο ίσως τον κάματον, αλλ' αι δυνάμεις αυτής ήσαν
+εξηντλημέναι. Άπαντες, κατά το μάλλον και ήττον, είχον
+καταβληθή. Ο Δικ Σανδ ανθίστατο δι' υπερτάτης ηθικής ενεργείας,
+πηγαζούσης εκ του αισθήματος του καθήκοντος.
+
+Περί την τετάρτην ώραν της εσπέρας ο γέρων Τωμ εύρεν εις τα
+χόρτα αντικείμενόν τι, όπερ είλκυσε την προσοχήν του.
+
+Ήτο όπλον, είδος τι μαχαιρίου ιδιαιτέρου σχήματος,
+εσχηματισμένου εκ πλατείας κεκυρτωμένης λεπίδος μετά χειρίδος
+εκ τετραγώνου ελεφαντοστού βαναύσως πεποικιλμένου.
+
+Ο Τωμ έφερε την μάχαιραν εκείνην εις τον Δικ Σανδ, όστις την
+έλαβε, την εξήτασε και επί τέλους την έδειξεν εις τον
+Αμερικανόν λέγων.
+
+ — Βεβαίως οι ιθαγενείς δεν είναι μακράν.
+
+ — Πράγματι, απεκρίθη ο Χάρρης, και εν τούτοις . . .
+
+ — Εν τούτοις; . . . επανέλαβεν ο Δικ Σανδ παρατηρών τον Χάρρην
+εις τους οφθαλμούς.
+
+ — Έπρεπε να ήμεθα πολύ πλησίον της επαύλεως, επανέλαβεν ο
+Χάρρης διστάζων, και δεν αναγνωρίζω.
+
+ — Μήπως παρεπλανήθητε; ηρώτησε ζωηρώς ο Δικ Σανδ.
+
+ — Παρεπλανήθην . . . όχι. Η έπαυλις δεν είναι δυνατόν να απέχη
+περισσότερον των τριών μιλίων. Αλλ' ηθέλησα να λάβω την
+συντομωτέραν οδόν διά του δάσους, και ίσως είχον άδικον.
+
+ — Ίσως, απήντησεν ο Δικ Σανδ.
+
+ — Νομίζω ότι θα πράξω καλώς να προπορευθώ, είπεν ο Χάρρης.
+
+ — Όχι, κύριε Χάρρη, μη χωρισθώμεν, απεκρίθη ο Δικ Σανδ
+επιτακτικώς.
+
+ — Όπως θέλετε, είπεν ο Αμερικανός. Αλλά την νύκτα θα με είναι
+δύσκολον να σας οδηγήσω.
+
+Μη φροντίζετε περί τούτου, απεκρίθη ο Δικ Σανδ. Θα
+σταματήσωμεν. Η κυρία Βέλδων θα συγκατατεθή να διέλθη μίαν
+τελευταίαν νύκτα υπό τα δένδρα, και αύριον, όταν εξημερώση
+καλά, θα αρχίσωμεν πάλιν να οδοιπορώμεν. Δύο ή τρία μίλια έτι
+δύνανται να διανυθώσιν εις μίαν ώραν.
+
+ — Έστω, είπεν ο Χάρρης.
+
+Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Δίγγος εξέφερε μανιώδεις υλακάς.
+
+ — Εδώ, Δίγγε, εδώ! έκραξεν ο Δικ Σανδ. Ηξεύρεις καλώς ότι δεν
+είναι κανείς, και ότι ευρισκόμεθα εις την έρημον.
+
+Απεφασίσθη λοιπόν ο τελευταίος εκείνος σταθμός. Η κυρία Βέλδων
+άφησε τους μετ' αυτής να πράξωσι κατά την αρέσκειάν των, χωρίς
+ούτε λέξιν να προφέρη. Ο μικρός της Ζακ, καταβληθείς υπό του
+πυρετού, ανεπαύετο εις τας αγκάλας της.
+
+Ανεζήτησαν την καταλληλοτέραν θέσιν, όπως διέλθωσι την νύκτα.
+
+Ο Δικ Σανδ εσκέφθη καλόν να κατακλιθώσι κάτωθεν ευρέος
+συμπλέγματος δένδρων, αλλ' ο γέρων Θωμάς όστις ενησχολείτο μετ'
+αυτού εις τας προετοιμασίας εκείνας, τον εσταμάτησεν αίφνης
+ανακράζων.
+
+ — Κύριε Δικ! Ιδέτε! Ιδέτε!
+
+ — Τι είναι, γηραιέ μου Θωμά; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ μετ' ηρεμίας
+ανθρώπου περιμένοντος τα πάντα.
+
+ — Εκεί . . . εκεί . . . . είπεν ο Τωμ . . . . υπό τα δένδρα
+εκείνα . . . κηλίδες αίματος! . . . Και κατά γης . . . μέλη
+ηκρωτηριασμένα! . . .
+
+Ο Δικ Σανδ ώρμησε προς το μέρος όπερ εδείκνυεν ο γέρων Τωμ.
+Είτα, επιστρέψας προς αυτόν.
+
+ — Σιώπα, Τωμ, σιώπα, είπε . .
+
+Τωόντι υπήρχον εκεί, επί του εδάφους, χείρες κεκομμέναι, και
+πλησίον των ανθρωπίνων τούτων λειψάνων δίκρανα τινά τεθραυσμένα
+και άλυσις συντετριμμένη.
+
+Ευτυχώς η κυρία Βέλδων ουδέν είδεν εκ του φρικώδους εκείνου
+θεάματος.
+
+Ο Χάρρης έμενε κατά μέρος, και εάν τις τον παρετήρει κατ'
+εκείνην την στιγμήν θα εξεπλήσσετο διά την επελθούσαν εις αυτόν
+αλλοίωσιν. Η μορφή αυτού είχε τι το θηριώδες.
+
+Ο Δίγγος ήλθε και αυτός πλησίον του Δικ Σανδ, και ενώπιον των
+αιματοφύρτων εκείνων μελών υλάκτει λυσσωδώς.
+
+Ο δόκιμος πολύν κόπον κατέβαλεν όπως τον αποδιώξη.
+
+Εν τούτοις ο γέρων Τωμ, εις την θέαν των δικράνων εκείνων και
+της συντετριμμένης εκείνης αλύσεως, έμενεν ακίνητος, ως ει οι
+πόδες του ερριζώθησαν εν τω εδάφει. Με οφθαλμούς υπερμέτρως
+ανοικτούς, με χείρας συνεσφιγμένας, παρετήρει, ψιθυρίζων τας
+ασυναρτήτους ταύτας λέξεις.
+
+ — Είδον . . . είδον . . . αυτά τα δίκρανα . . . πολύ μικρός .
+. . είδον! . . .
+
+ — Σιώπα, Τωμ, επανέλαβεν ο Δικ Σανδ. Χάριν της κυρίας Βέλδων,
+χάριν όλων ημών, σιώπα.
+
+Και ο δόκιμος παρέσυρεν εκείθεν τον γέροντα μαύρον.
+
+Έτερον μέρος σταθμεύσεως εξελέχθη, ολίγον απωτέρω, και τα πάντα
+διετέθησαν διά την νύκτα.
+
+Το δείπνον ητοιμάσθη, αλλά μόλις το ήγγισαν. Ο κάματος ήτο
+υπέρτερος της πείνης. Πάντες διετέλουν υπό την εντύπωσιν
+απεριγράπτου ανησυχίας προσεγγιζούσης εις τον τρόμον.
+
+Το σκότος επήλθε μικρόν κατά μικρόν. Μετ' ολίγον εγένετο βαθύ.
+Ο ουρανός ήτο κεκαλυμμένος υπό μεγάλων θυελλωδών νεφών. Μεταξύ
+των δένδρων, προς τον δυτικόν ορίζοντα, εφαίνετο ανάπτουσαι
+αστραπαί τινες θερμότητος. Πεσόντος του ανέμου, ουδέν φύλλον
+εσείετο εις τα δένδρα. Εντελής σιωπή διεδέχετο τους θορύβους
+της ημέρας, και ηδύνατό τις να πιστεύση ότι η βαρεία
+ατμόσφαιρα, κορεσθείσα ηλεκτρισμού, καθίστατο ακατάλληλος προς
+μετάδοσιν των ήχων.
+
+Ο Δικ Σανδ, ο Αυγουστίνος, ο Βαρθολομαίος ηγρύπνουν ομού.
+Προσεπάθουν να ίδωσι, ν' ακούσωσιν, εν τη βαθεία εκείνη σκοτία,
+μήπως φως τι οίον δήποτε ή θόρυβός τις ύποπτος θα προσέβαλλε
+τους οφθαλμούς ή τα ώτα αυτών. Αλλ' ουδέν ετάραττε την ησυχίαν
+ή την σκοτίαν του δάσους.
+
+Ο Τωμ, ουχί κοιμώμενος, αλλά βεβυθισμένος εις σκέψεις, την
+κεφαλήν έχων κεκλιμένην, έμενεν ακίνητος, ωσεί προσβληθείς υπό
+αιφνιδίου τινός κτυπήματος.
+
+Η κυρία Βέλδων ελίκνιζε το τέκνον της εις τας αγκάλας της και
+αυτό μόνον εσκέπτετο. Μόνος ο εξάδελφος Βενέδικτος εκοιμάτο
+ίσως, καθότι αυτός μόνος δεν υφίστατο την κοινήν εντύπωσιν. Η
+δύναμις του προαισθάνεσθαι δεν ήτο ανεπτυγμένη εν αυτώ.
+
+Αίφνης, περί την ενδεκάτην ώραν, ηκούσθη παρατεταμένος και
+βαρύς βρυχηθμός, αναμεμιγμένος μετά τινος οξυτέρου φρυαγμού.
+
+Ο Τωμ ανεπήδησεν όρθιος και έτεινε την χείρα προς πυκνήν τινα
+λόχμην απέχουσαν το πολύ έν μίλιον.
+
+Ο Δικ Σανδ έδραξε τον βραχίονά του, αλλά δεν ηδυνήθη να
+εμποδίση τον Τωμ να κράξη μεγάλη τη φωνή.
+
+ — Ο λέων! ο λέων!
+
+Τον βρυχηθμόν εκείνον, τον οποίον πολλάκις είχεν ακούσει κατά
+την παιδικήν του ηλικίαν, ο γέρων μαύρος τον ανεγνώρισεν
+
+ — Ο λέων! επανέλαβεν.
+
+Ο Δικ Σανδ, αδυνατών να συγκρατήση εαυτόν περισσότερον, ώρμησε
+με την μάχαιραν εις την χείρα προς το μέρος όπου ήτο ο Χάρρης.
+
+Αλλ' ο Χάρρης δεν ήτο πλέον εκεί, μετ' αυτού δε εγένετο άφαντος
+και ο ίππος του.
+
+Είδος τι αναστατώσεως εγένετο εις το πνεύμα του Δικ Σανδ . .
+Δεν ήτο εις το μέρος όπου ενόμιζεν ότι ήτο.
+
+Λοιπόν το Πίλγριμ δεν έπεσεν επί της αμερικανικής ακτής. Η
+νήσος της οποίας ο δόκιμος είχε καθορίσει την θέσιν εν τη
+θαλάσση δεν ήτο του Πάσχα, αλλά άλλη τις νήσος, κειμένη ακριβώς
+προς δυσμάς της ηπείρου τούτης, ως η νήσος του Πάσχα κείται
+προς δυσμάς, της Αμερικής.
+
+Η πυξίς τον είχεν απατήσει επί διάστημά τι του ταξειδίου, και
+γνωρίζομεν διατί. Παρασυρθείς υπό της τρικυμίας εις σφαλεράν
+διεύθυνσιν, θα παρέκαμψε το ακρωτήριον Χορν, και από του
+Ειρηνικού Ωκεανού μετέβη εις τον Ατλαντικόν! Η ταχύτης του
+πλοίου του, την οποίαν ατελώς μόνον ηδύνατο να υπολογίζη, είχε
+διαπλασιασθή εν αγνοία του ως εκ της δυνάμεως του ανέμου.
+
+Ιδού διατί τα δένδρα του καουτσού, αι κιγκίνοι, τα προϊόντα της
+Νοτίου Αμερικής έλειπον εκ της χώρας ταύτης, ήτις δεν ήτο μήτε
+το οροπέδιον της Ατακάμας, μήτε η βολιβιανή πάμπα.
+
+Ναι, καμηλοπαρδάλεις και ουχί στρουθουκάμηλοι έφυγον εκ του
+αδένδρου μέρους. Ελέφαντες είχον διέλθει την πυκνήν λόχμην.
+Ιπποπόταμοι ήσαν εκείνοι των οποίων ο Δικ Σανδ είχε διαταράξει
+την ησυχίαν υπό τα υψηλά χόρτα. Το δίπτερον το οποίον συνέλαβεν
+ο Βενέδικτος ήτο το τσετσέ, το φοβερόν εκείνο τσετσέ, του
+οποίου τα νύγματα θανατώνουσι τα ζώα των συνοδειών.
+
+Τέλος ο ακουσθείς βρυχηθμός εν τω δάσει ήτο βρυχηθμός λέοντος.
+Και τα δίκρανα εκείνα, αι αλύσεις εκείναι, η παραδόξου σχήματος
+εκείνη μάχαιρα, ήσαν τα εργαλεία του δουλεμπόρου. Αι
+ηκρωτηριασμέναι χείρες ήσαν χείρες αιχμαλώτων.
+
+Ο Πορτογάλος Νεγορός και ο Αμερικανός Χάρρης ήσαν
+συνεννοημένοι.
+
+Και αι τρομεραί αύται λέξεις, αι μαντευθείσαι υπό του Δικ Σανδ,
+διέφυγον τα χείλη του.
+
+Η Αφρική! Η ισημερινή Αφρική! Η Αφρική των δουλεμπόρων και των
+δούλων!
+
+ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ.
+
+
+
+
+ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
+
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'.
+
+Η ΣΩΜΑΤΕΜΠΟΡΕΙΑ
+
+
+
+Η σωματεμπορεία! Ουδείς αγνοεί την έννοιαν της λέξεως ταύτης,
+ήτις ουδέποτε έπρεπε να εύρη την θέσιν εν τη ανθρωπίνη γλώσση.
+Το αποτρόπαιον τούτο εμπόριον, επί πολύν χρόνον διαπραττόμενον
+προς όφελος των ευρωπαϊκών εθνών των κεκτημένων υπερωκεανείους
+αποικίας, απηγορεύθη προ πολλών ήδη ετών. Εν τούτοις ενεργείται
+πάντοτε επί μεγάλης κλίμακος, και κυρίως εν τη κεντρική Αφρική.
+Εν μεσούντι δεκάτω εννάτω αιώνι, η υπογραφή Κρατών τινων εκ των
+λεγομένων χριστιανικών, λείπει εκ της καταργούσης την δουλείαν
+συνθήκης.
+
+Ηδύνατό τις να πιστεύση ότι η σωματεμπορεία δεν ενεργείται
+πλέον, ότι η αγοραπωλησία ανθρωπίνων πλασμάτων έπαυσεν! Αλλά
+δεν συμβαίνει ούτω, και τούτο πρέπει να γινώσκη ο αναγνώστης,
+εάν θέλη να αισθανθή μείζον ενδιαφέρον εις το δεύτερον μέρος
+της ιστορίας ταύτης.
+
+Πρέπει να μάθη τι είναι και νυν τα ανθρωποκυνήγια ταύτα, άτινα
+απειλούσι να εξερημώσωσιν ολόκληρον ήπειρον χάριν της
+συντηρήσεως αποικιών τινων, πού και πώς εκτελούνται αι βάρβαροι
+αύται αρπαγαί, πόσον αίμα στοιχίζουσι, πόσας προκαλούσι
+πυρκαϊάς και λεηλασίας, τέλος προς όφελος τίνων γίνονται.
+
+Κατά την ΙΕ' εκατονταετηρίδα βλέπομεν διά πρώτην φοράν
+εξασκουμένην την σωματεμπορείαν των μαύρων και ιδού υπό τίνας
+περιστάσεις έλαβε την αρχήν της.
+
+Οι Μουσουλμάνοι, αφού εδιώχθησαν εκ της Ισπανίας, κατέφυγον
+πέραν του στενού επί της αφρικανικής ακτής. Οι Πορτογάλλοι,
+οίτινες κατείχον τότε τα παράλια εκείνα μέρη, κατεδίωξαν αυτούς
+λυσσωδώς. Αριθμός τις φυγάδων εκείνων ηχμαλωτίσθη και μετεφέρθη
+εις Πορτογαλλίαν. Περιελθόντες ούτοι εις δουλείαν, απετέλεσαν
+τον πρώτον πυρήνα αφρικανικών δούλων, όστις εσχηματίσθη εν τη
+δυτική Ευρώπη από της χριστιανικής εποχής.
+
+Αλλ οι Μουσουλμάνοι εκείνοι ανήκον κατά το πλείστον εις
+πλουσίας οικογενείας, αίτινες ηθέλησαν να τους εξαγοράσωσιν
+αντί μεγάλης τιμής. Οι Πορτογάλοι ηρνήθησαν να δεχθώσι λύτρα,
+καθότι δεν είχον ανάγκην χρημάτων. Εκείνο όπερ εχρειάζοντο ήτο
+βραχίονες απαραίτητοι εις την εργασίαν των αρτισυστάτων
+αποικιών, και συντόμως ειπείν βραχίονες δούλων.
+
+Τότε αι μουσουλμανικαί οικογένειαι, μη δυνάμεναι να εξαγοράσωσι
+τους αιχμαλώτους συγγενείς των, προσέφερον να τους ανταλλάξωσι
+διά μεγαλειτέρου αριθμού αφρικανών μαύρων, τους οποίους ευκόλως
+ηδύναντο να συλλάβωσιν. Η προσφορά εγένετο δεκτή υπό των
+Πορτογάλων, οίτινες εύρισκον ωφέλειαν εις την τοιαύτην
+ανταλλαγήν, και τοιουτοτρόπως η σωματεμπορία εγκαθιδρύθη εν
+Ευρώπη.
+
+Περί τα τέλη της ΙΣΤ' εκατονταετηρίδος η μυσαρά αύτη εμπορεία
+είχε γίνει γενικώς αποδεκτή, και τα εισέτι βάρβαρα ήθη δεν
+απετροπιάζοντο αυτήν. Πάντα τα κράτη επροστάτευον αυτήν διά να
+κατορθώσωσι ταχύτερον και ασφαλέστερον να αποικίσωσι τας Νήσους
+του Νέου Κόσμου. Τωόντι οι αιθιοπικής καταγωγής δούλοι ηδύναντο
+ν' ανθέξωσιν εκεί ένθα οι λευκοί, μη εξοικειωμένοι μετά του
+κλίματος και αδυνατούντες εισέτι να υποφέρωσι την θερμότητα των
+τροπικών χωρών, θα απέθνησκον κατά χιλιάδας. Η μεταφορά των
+μαύρων εις τας αποικίας της Αμερικής εγίνετο λοιπόν τακτικώς
+δι' ειδικών πλοίων, και ο κλάδος ούτος του υπερωκεανείου
+εμπορίου επέφερε την σύστασιν σπουδαίων γραφείων εις διάφορα
+μέρη της αφρικανικής ακτής. Το «εμπόρευμα» ήτο εφθηνόν εν τω
+τόπω της παραγωγής και τα κέρδη ήσαν μεγάλα.
+
+Αλλ' όσον και αν ήτο αναγκαία υπό όλας τας επόψεις η ίδρυσις
+υπερθαλασσίων αποικιών, δεν ηδύνατο να δικαιολογήση τας αγοράς
+ταύτας ανθρωπινής σαρκός. Γενναίοι φωναί ηκούσθησαν μετ'
+ολίγον, αίτινες διεμαρτυρήθησαν κατά της εμπορείας των μαύρων
+και εζήτησαν παρά των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να ψηφίσωσι την
+κατάργησιν αυτής εν ονόματι των αρχών της φιλανθρωπίας.
+
+Τω 1751, οι Κουάκεροι ετέθησαν επικεφαλής της καταργητικής
+εξεγέρσεως εν αυτώ τω κέντρω της βορείου εκείνης Αμερικής, ένθα
+μετά εκατόν έτη έμελλε να εκραγή ο εμφύλιος πόλεμος, εις ον
+ουδόλως ήτο ξένον το ζήτημα τούτο της δουλείας.
+
+Διάφορα κράτη της βορείου Αμερικής, η Βιργινία, η
+Κοννεκτικούτη, η Μασαχουσέτη, η Πενσιλβανία εψήφισαν την
+κατάργησιν της σωματεμπορείας και απηλευθέρωσαν τους διά
+μεγάλων δαπανών μεταφερθέντας εις τας γαίας των δούλους.
+
+Αλλ' η εκστρατεία, αρξαμένη από των Κουακέρων, δεν περιωρίσθη
+εις τας βορείους επαρχίας του Νέου Κόσμου. Οι δουλοκάτοχοι
+προσεβλήθησαν ζωηρώς μέχρι και πέραν του Ατλαντικού.
+
+Η Γαλλία και η Αγγλία, μάλλον ιδιαιτέρως, εστρατολόγησαν
+οπαδούς υπέρ της δικαίας ταύτης υποθέσεως:
+
+«Ας χαθώσι μάλλον αι αποικίαι ή μία αρχή!» τοιούτον υπήρξε το
+γενναίον σύνθημα, όπερ αντήχησεν εν όλω τω παλαιώ κόσμω, και
+μεθ' όλα τα εις το ζήτημα περιπεπλεγμένα πολιτικά και εμπορικά
+συμφέροντα, το σύνθημα εκείνο μετεδόθη αποτελεσματικώς εις όλην
+την Ευρώπην.
+
+Η ώθησις είχε δοθή. Τω 1807, η Αγγλία κατήργησε την
+σωματεμπορείαν εις τας αποικίας αυτής και τω 1814 ηκολούθησε το
+παράδειγμα αυτής και η Γαλλία.
+
+Τα δύο ισχυρά έθνη αντήλαξαν επί του αντικειμένου τούτου
+συνθήκην, ην επεκύρωσεν ο Ναπολέων κατά την εποχήν των Εκατών
+Ημερών.
+
+Εν τούτοις μέχρι της εποχής εκείνης έτι, ουδέν άλλο ήτο ειμή
+διακήρυξις καθαρώς θεωριτική. Τα μεταγωγικά των δουλεμπόρων
+πλοία δεν έπαυον να κενώσι τα «εβένινα φορτία των» εις τους
+αποικιακούς λιμένας.
+
+Εδέησε λοιπόν να ληφθώσι πρακτικώτερα μέτρα, όπως τεθή τέρμα
+εις το εμπόριον τούτο. Αι Ηνωμέναι Πολιτείαι τω 1820 εκήρυξαν
+την σωματεμπορείαν ως πειρατείαν, ως πειράτας δε τους
+εξασκούντας αυτήν. Ως τοιούτοι διέτρεχον την ποινήν του
+θανάτου, και κατεδιώκοντο αμειλίκτως. Η Γαλλία προσεχώρησεν
+αμέσως εις την νέαν ταύτην συνθήκην.
+
+Αλλ' αι πολιτείαι της νοτίας Αμερικής, αι Ισπανικαί και αι
+πορτογαλικαί αποικίαι δεν ανεμίχθησαν εις την συνθήκην της
+καταργήσεως και η εξαγωγή των μαύρων εξηκολούθησε προς όφελός
+των, μεθ' όλων το γενικώς αναγνωρισθέν δικαίωμα επισκέψεως,
+όπερ περιωρίζετο εις την επαλήθευσιν της σημαίας των υπόπτων
+πλοίων.
+
+Εν τούτοις ο νέος περί κατεργήσεως νόμος δεν έσχε δύναμιν
+αναδρομικήν. Ναι μεν δεν εγίνοντο νέοι δούλοι, αλλ' οι αρχαίοι
+δεν ανέκτησαν εισέτι την ελευθερίαν των.
+
+Εν ταις περιστάσεσιν ταύταις η Αγγλία έδωκε το παράδειγμα. Τη
+14 Μαΐου 1833, γενική διακήρυξις απηλευθέρωσεν όλους τους
+μαύρους των αποικιών της Μεγάλης Βρετανίας, και κατ' Αύγουστον
+του 1838 εξακόσιαι εβδομήκοντα χιλιάδες δούλοι εκηρύχθησαν
+ελεύθεροι.
+
+Μετά δέκα έτη, τω 1818, η δημοκρατία απηλευθέρου τους δούλους
+των Γαλλικών αποικιών, ήτοι διακοσίας εξήκοντα χιλιάδες μαύρων.
+
+Τω 1850, ο εκραγείς μεταξύ των ανθενωτικών και των
+ομοσπονδιακών πόλεμος, συμπληρών το της απελευθερώσεως έργον,
+επεξέτεινεν αυτό καθ' όλην την Βόρειον Αμερικήν.
+
+Αι τρεις λοιπόν μεγάλαι δυνάμεις είχον εκπληρώσει το
+φιλάνθρωπον τούτο έργον. Ταύτην την στιγμήν, η σωματεμπορεία
+δεν εξασκείται πλέον ειμή προς όφελος των ισπανικών ή
+πορτογαλικών αποικιών, και χάριν των αναγκών των πληθυσμών της
+Ανατολής, τουρκικών ή αραβικών. Η Βραζιλία, εάν δεν απέδωκεν
+εισέτι την ελευθερίαν εις τους αρχαίους αυτής δούλους,
+τουλάχιστον δεν δέχεται πλέον νέους, και τα τέκνα των μαύρων
+γεννώνται εκεί ελεύθερα.
+
+Εις τα ενδότερα της Αφρικής, ένεκα των αιματηρών εκείνων
+πολέμων τους οποίους οι αφρικανοί αρχηγοί διεξάγουσι προς
+αλλήλους χάριν του ανθρωποκυνηγίου τούτου, φυλαί ολόκληραι
+περιήλθον εις κατάστασιν δουλείας. Δύο αντίθετοι διευθύνσεις
+εδόθησαν τότε εις τας συνοδείας, η μεν προς δυσμάς, προς την
+πορτογαλικήν αποικίαν της Αγγόλας, η δε προς ανατολάς, προς την
+Μοζαμβίκην. Εκ των δυστυχών εκείνων πλασμάτων, των οποίων
+ελάχιστον μόνον μέρος φθάνει εις τον προς ον όρον, άλλα μεν
+αποστέλλοντο είτε εις Κούβαν, είτε εις Μαδαγασκάρην, άλλα δε
+εις τας αραβικάς ή τουρκικάς επαρχίας της Ασίας, εις την Μέκκαν
+ή εις την Μασκάτην. Τα αγγλικά και τα γαλλικά καταδρομικά δεν
+δύνανται ειμή εν ασθενεστέρω μέτρω να παρακωλύσωσι το εμπόριον
+τούτο, τοσούτον δυσχερής είναι η αποτελεσματική επιτήρησις των
+απεράντων εκείνων παραλίων.
+
+Αλλ' είναι άρα γε εισέτι μέγας ο αριθμός των μυσαρών τούτων
+εξαγωγών;
+
+Ναι! Υπολογίζεται ότι ογδοήκοντα χιλιάδες δούλοι φθάνουσιν εις
+το παράλιον, και ο αριθμός ούτος, ως φαίνεται δεν παριστά ειμή
+το δέκατον των φονευομένων ιθαγενών.
+
+Μετά τας φρικώδεις ταύτας σφαγάς, οι λεηλατηθέντες αγροί
+μένουσιν έρημοι, αι πυρποληθείσαι κώμαι μένουσαι κεναί
+κατοίκων, οι ποταμοί κυλίουσι πτώματα, τα άγρια θηρία νέμονται
+την χώραν. Ο Λίβιγγστων, την επιούσαν των ανθρωποκυνηγίων
+τούτων, δεν ανεγνώριζε πλέον τας επαρχίας τας οποίας είχεν
+επισκεφθή πρό τινων μηνών.
+
+Τα αυτά λέγουσι και πάντες οι άλλοι περιηγηταί, ο Γραντ, ο
+Σπέκε, ο Βούρτων, ο Καμερών, ο Στάνλεϋ, περί του δασώδους
+εκείνου οροπεδίου της κεντρικής Αφρικής, κυρίου θεάτρου των
+προς αλλήλους πολέμων των αρχηγών.
+
+Εν τη ζώνη των μεγάλων λιμνών, επί όλης της ευρείας εκείνης
+χώρας ήτις τροφοδοτεί την αγοράν της Ζανζιβάρης, εν τω Βορνού
+και Φεζάν νοτιώτερον, επί των οχθών του Νυάσα και του Ζαμβέση
+δυτικώτερον, εν τοις διαμερίσμασι του άνω Ζαΐρου, το όποια
+διήλθε προ ολίγου ο τολμηρός Στάνλεϋ, το αυτό θέαμα,
+καταστροφαί, σφαγαί, ερημώσεις.
+
+Δεν θα τελειώση λοιπόν η αιχμαλωσία εν τη Αφρική ειμή μετά της
+εξαφανίσεως της μελαίνης φυλής, και θα πάθη αύτη ό,τι έπαθεν η
+αυστραλιακή φυλή εν τη Νέα Ολλανδία!
+
+Αλλ' η αγορά των ισπανικών και των πορτογαλλικών αποικιών θα
+κλείση ημέραν τινά, ο ποταμός ούτος θα στειρεύση·
+πεπολιτισμένοι λαοί δεν δύνανται πλέον ν' ανέχωνται την
+σωματεμπορείαν!
+
+Ναι, βεβαίως, και το έτος τούτο μάλιστα, 1878, πρέπει να ίδη
+την απελευθέρωσιν όλων των κατεχομένων εισέτι υπό των
+χριστιανικών κρατών δούλων.
+
+Εν τούτοις επί πολλά εισέτι έτη, τα μουσουλμανικά έθνη θα
+διατηρώσι το εμπόριον τούτο το εξερημούν την αφρικανικήν
+ήπειρον.
+
+Τωόντι προς αυτά διευθύνεται η σπουδαιοτέρα μετανάστευσις
+μαύρων, αφού ο αριθμός των ιθαγενών των αποσπωμένων εκ των
+επαρχιών των και διευθυνομένων προς την ανατολικήν ακτήν,
+υπερβαίνει κατ' έτος τας τεσσαράκοντα χιλιάδας.
+
+Πολύ προ της εκστρατείας εις Αίγυπτον, οι μαύροι του Σεναάρ
+επωλούντο κατά χιλιάδας εις τους μαύρους του Δαρφούρ, και
+τανάπαλιν.
+
+Ο στρατηγός Βοναπάρτης ηδυνήθη μάλιστα ν' αγοράση μέγαν αριθμόν
+εκ των μαύρων τούτων, τους οποίους διωργάνωσεν ως στρατιώτας
+κατά τον τρόπον των μαμελούκων.
+
+Έκτοτε, κατά την εκατοενταετηρίδα ταύτην της οποίας διέρρευσαν
+ήδη τα τέσσαρα πέμπτα, το εμπόριον των δούλων δεν ηλαττώθη εν
+Αφρική. Εξ εναντίας.
+
+Και τωόντι, ο ισλαμισμός είναι εύνους προς την σωματεμπορείαν.
+Εδέησεν όπως ο μαύρος δούλος αντικαταστήση εν ταις
+μουσουλμανικαίς επαρχίαις τον άλλοτε λευκόν δούλον. Τούτου
+ένεκα οι πάσης προελεύσεως δουλέμποροι εξασκούσιν εν εκτάσει
+την αποτρόπαιον ταύτην συναλλαγήν και συμπληρούσι τας φυλάς
+ταύτας, αίτινες σβένυνται και θα εξαφανισθώσιν ημέραν τινά,
+επειδή δεν αναγεννώνται εκ της εργασίας. Οι δούλοι ούτοι, ως
+και κατά την εποχήν του Βοναπάρτου, γίνονται πολλάκις
+στρατιώται. Παρά τισι λαοίς του άνω Νίγειρος, απαρτίζουσι κατά
+το ήμισυ τους στρατούς των αφρικανών ηγεμόνων. Υπό τας συνθήκας
+ταύτας, η τύχη αυτών δεν είναι επαισθητώς κατωτέρα της των
+ελευθέρων ανδρών.
+
+Άλλως τε δε όταν ο δούλος δεν είναι στρατιώτης, είναι νόμισμα
+όπερ κυκλοφορεί και εν αυτή τη Αιγύπτω και εν τω Βορνού,
+αξιωματικοί δε και υπάλληλοι πληρώνονται διά του νομίσματος
+τούτου. Ο Γουλιέλμος Λεζάν το είδε και το είπε.
+
+Τοιαύτη λοιπόν η παρούσα κατάστασις της σωματεμπορείας.
+
+Πρέπει άρα γε να προσθέσωμεν ότι πολλοί πράκτορες των μεγάλων
+ευρωπαϊκών δυνάμεων δεν αισχύνονται να δεικνύωσι προς το
+εμπόριον τούτο λυπηράν επιείκειαν; Εν τούτοις ουδέν
+αληθέστερον, και ενώ τα καταδρομικά επιτηρούσι τας ακτάς του
+Ατλαντικού και του Ινδικού ωκεανού, η συναλλαγή εκτελείται
+κανονικώς εν τω εσωτερικώ, αι συνοδείαι οδεύουσιν υπό τα όμματα
+υπαλλήλων τινών, αι σφαγαί καθ' ας δέκα μαύροι απόλλυνται, όπως
+προμηθεύσωσιν ένα δούλον εκτελούνται καθ' ωρισμένας εποχάς!
+
+Ούτω δύναταί τις τώρα να εννοήση ποίαν τρομεράν σημασίαν
+ενείχον αι λέξεις ας επρόφερεν ο Δικ Σανδ:
+
+ — Η Αφρική! η τροπική Αφρική! Η Αφρική των δουλεμπόρων και των
+δούλων!
+
+Δεν ηπατάτο. Ήτο η Αφρική μεθ' όλων αυτής των κινδύνων διά τους
+συντρόφους του και δι' αυτόν.
+
+Αλλ' εις ποίον μέρος της αφρικανικής ηπείρου ανεξήγητον
+πεπρωμένον τον ηνάγκασε να ριφθή; Προδήλως εις την δυτικήν
+ακτήν, και επιβαρυντική περίπτωσις, ο νέος δόκιμος ώφειλε να
+σκεφθή ότι το «Πίλγριμ» εξώκειλεν ακριβώς επί της παραλίας της
+Αγγόλας, ένθα αφικνούνται αι συνοδείαι αι υπηρετούσαι όλον
+εκείνο το μέρος της Αφρικής.
+
+Εκεί ήτο τωόντι. Ήτο η χώρα εκείνη ην ο Καμερών προς νότον και
+ο Στάνλεϋ προς άρκτον έμελλον να διέλθωσι μετά τινα έτη μετά
+πολλού κινδύνου. Εκ της ευρυτάτης εκείνης γης, ήτις απαρτίζεται
+εκ τριών επαρχιών, της Βενεγουέλας, του Κόγγου και της Αγγόλας,
+τότε μόνον η παραλία ήτο γνωστή. Εκτείνεται δε αύτη από της
+Νούρσης μεσημβρινώς μέχρι του Ζαΐρου αρκτικώς, και δύο πόλεις
+σχηματίζουσιν εκεί δύο λιμένας, η Βενεγουέλα και ο Άγιος Παύλος
+της Λοάνδας, προτεύουσα της αποικίας, ήτις ανήκει εις την
+Πορτογαλίαν.
+
+Εις τα ενδότερα, η χώρα ήτο τότε σχεδόν άγνωστος. Ολίγιστοι
+περιηγηταί ετόλμησαν να ριψοκινδυνεύσωσιν εις αυτήν.
+
+Κλίμα λοιμώδες, γαίαι θερμαί και υγραί γεννώσαι πυρετούς,
+ιθαγενείς βάρβαροι ών τινες είναι εισέτι ανθρωποφάγοι, ο
+αδιάκοπος πόλεμος μεταξύ των φυλών, η δυσπιστία των δουλεμπόρων
+προς πάντα ξένον θέλοντα να εισδύση εις τα μυστικά του ατίμου
+εμπορίου των, τοιαύται αι δυσχέρειαι ας οφείλει τις να
+υπερπηδήση, τοιούτοι οι κίνδυνοι τους οποίους οφείλει να
+κατανικήση εν τη επαρχία ταύτη της Αγγόλας, μια των πλέον
+επικινδύνων της ισημερινής Αφρικής.
+
+Ο Τούκεϋ, τω 1876, είχεν αναπλεύσει τον Κόγγον μέχρι πέραν των
+καταρακτών του Υελλάλα, αλλ' επί περιφερείας διακοσίων μόλις
+μιλίων.
+
+Η μικρά αύτη εκδρομή δεν ηδύνατο να παράσχη σπουδαίαν γνώσιν
+της χώρας, και εν τούτοις επέφερε τον θάνατον των πλείστων
+επιστημόνων και αξιωματικών, των αποτελούντων την αποστολήν.
+
+Μετά τριάκοντα και επτά έτη ο δόκτωρ Λίβιγγστων επροχώρησεν από
+του ευέλπιδος ακρωτηρίου μέχρι του άνω Ζαμβέση.
+
+Εκείθεν, κατά μήνα Νοέμβριον του 1853, μετά τόλμης
+απαραδειγματίστου διέσχισε την Αφρικήν από νότου προς τα
+βορειοδυτικά, υπερέβη τον Κοάγγον, ένα των ομόρρων του Κόγγου,
+και έφθασε την 31 Μαΐου 1854 εις Άγιον Παύλον της Λοάνδας.
+
+Τότε εγένετο η πρώτη είσοδος εν τω αγνώστω της μεγάλης
+πορτογαλικής αποικίας.
+
+Μετά δεκαοκτώ έτη, δύο τολμηροί εξερευνηταί έμελλον να διέλθωσι
+την Αφρικήν απ' ανατολών προς δυσμάς και να εξέλθωσι, ο μεν
+προς νότον, ο δε προς βορράν της Αγγόλας, διατρέχοντες
+ανηκούστους δυσχερείας.
+
+Ο πρώτος χρονολογικώς είναι ο υποπλοίαρχος του αγγλικού
+ναυτικού Βέρνεϋ Χόβετ Καμερών. Τω 1872 είχον λόγους να
+πιστεύωσιν ότι η εκστρατεία του Αμερικανού Στάνλεϋ, εκπεμφθείσα
+προς αναζήτησιν του Λιβιγγστώνος εν τη χώρα των μεγάλων λιμνών,
+είχε τα μέγιστα διακινδυνεύσει.
+
+Ο υποπλοίαρχος Καμερών προσεφέρθη να ανακαλύψη τα ίχνη αυτού. Η
+προσφορά εγένετο δεκτή. Ο Καμερών, συνοδευόμενος υπό του ιατρού
+Διλλών, του υποπλοιάρχου Κεκιλίου Μούρφη και του Ροβέρτου
+Μόφατ, ανεψιού του Λιβιγγστώνος, ανεχώρησεν εκ Ζανζιβάρης.
+
+Αφού διήλθε το Ούγογον, συνήντησε το σώμα του Λιβιγγστώνος όπερ
+οι πιστοί αυτού υπηρέται επανέφερον εις την ανατολικήν ακτήν.
+Εξακολουθών τότε την προς δυσμάς πορείαν του μετά της ακλονήτου
+θελήσεως να μεταβή από της μιας παραλίας εις την άλλην, διήλθε
+την Ουνυανυεμβέ, την Ουγούνδαν, την Ταχουλέ ένθα συνέλεξε τα
+έγγραφα του μεγάλου περιηγητού, και υπερέβη την Ταγκανίκαν, τα
+όρη του Βαμβαρέ, τον Λουαλάβαν του οποίου δεν ηδυνήθη να
+καταπλεύση το ρεύμα. Αφού δε επεσκέφθη όλας εκείνας τας υπό του
+πολέμου καταστραφείσας και υπό της σωματεμπορείας ερημωθείσας
+επαρχίας, την Κιλέμβαν, την Ουρούαν, τας πηγάς του Λομανέ, την
+Ουλούδαν, και την Λοβαλέ, αφού διήλθε την Κοάνζαν και τα
+απέραντα αυτής δάση, εν οις ο Χάρρης παρεπλάνησε τον Δικ Σανδ
+και τους συνοδούς αυτού, ο δραστήριος Καμερών είδε τέλος τον
+Ατλαντικόν ωκεανόν και έφθασεν εις Άγιον Φίλιππον της
+Βενεγουέλας.
+
+Η περιοδεία αύτη διήρκεσε τρία έτη και τέσσαρες μήνας, απέθανον
+δε κατ' αυτήν δύο των συντρόφων του, ο ιατρός Διλλών και ο
+Ροβέρτος Μόφατ.
+
+Τον Άγγλον Καμερών έμελλεν αμέσως σχεδόν να διαδεχθή ο
+Αμερικανός Ερρίκος Μόρελανδ Στάνλεϋ εν τη οδώ ταύτη των
+ανακαλύψεων.
+
+Είναι γνωστόν ότι ο ακάματος ούτος ανταποκριτής του Κήρυκος της
+Νέας Υόρκης, αποσταλείς προς αναζήτησιν του Λιβιγγιστώνος, τον
+επανεύρε τη 30 Οκτωβρίου 1871 εις Ουζιζί παρά τας όχθας της
+λίμνης Ταγκανίκας.
+
+Αλλ' ότι τοσούτον επιτυχώς εξετέλεσεν υπό έποψιν φιλανθρωπίας,
+ο Στάνλεϋ ηθέλησε να το επαναλάβη και προς το συμφέρον της
+γεωγραφικής επιστήμης. Σκοπός αυτού τότε ήτο η τελεία
+εξερεύνησις του Λουαλάβα, ον μόλις είχεν ίδει πρότερον.
+
+Ο Καμερών περιεπλανάτο εισέτι εις τας επαρχίας της κεντρώας
+Αφρικής, ότε ο Στάνλεϋ κατά Νοέμβριον του 1874, κατελίμπανε το
+Βαγαμόγιον επί της ανατολικής ακτής, ανεχώρει μετά είκοσι και
+ένα μήνα, τη 24 Αυγούστου 1876, εκ του Ουζιζί, δεκατισθέντος εκ
+της επιδημίας της ευλογίας, εξετέλει εις εβδομήκοντα και
+τέσσαρας ημέρας τον διάπλουν της λίμνης Νυανγουέ, μεγάλης
+αγοράς δούλων ην είχον ήδη επισκεφθή ο Λίβιγγστων και ο
+Καμερών, και παρίστατο εις τας φρικώδεις σκηνάς των αρπαγών των
+ανθρώπων εκτελουμένων εν τη χώρα του Μαρουγγού και των Μανυεμά
+υπό των αξιωματικών του σουλτάνου της Ζανζιβάρης.
+
+Ο Στάνλεϋ ηδυνήθη τότε να εξακριβώση το ρεύμα του Λουαλάβα και
+να κατέλθη αυτόν μέχρι των εκβολών του.
+
+Εκατόν τεσσαράκοντα φορείς, μισθωθέντες εις Νυανγουέ, και
+δεκαεννέα πλοία απετέλουν το υλικόν και το προσωπικόν της
+εκστρατείας του. Ευθύς εξ αρχής εδέησε να πολεμήσωσι τους
+ανθρωποφάγους του Ουκουζού, και ευθύς εξ αρχής να μετακομίσωσι
+φορηδόν τας λέμβους ίνα παρακάμψωσιν αδιαβάτους καταρράκτας.
+
+Υπό τον ισημερινόν, εις το μέρος ένθα ο Λουαλάβας στρέφεται
+προς το βορειανατολικόν, πεντήκοντα τέσσαρες λέμβοι
+επιβαινόμεναι υπό πολλών εκατοστύων ιθαγενών προσέβαλον τον
+στολίσκον του Στάνλεϋ, όστις κατώρθωσε να τους τρέψη εις φυγήν.
+
+Έπειτα ο γενναίος Αμερικανός ανελθών μέχρι της δευτέρας μοίρας
+βορείου πλάτους, εβεβαιώθη ότι ο Λουαλάβας δεν ήτο ειμή ο άνω
+Ζαΐρος ή Κόγγος, και ότι ακολουθών το ρεύμα αυτού, θα κατέβαινε
+κατ' ευθείαν εις την θάλασσαν.
+
+Τούτο και έπραξε, πολεμών σχεδόν καθ' ημέραν κατά των
+παραποταμίων φυλών. Τη 3 Ιουνίου 1877, διερχόμενος τους
+καταρράκτας του Μασάσα, απώλεσεν ένα των μετ' αυτού, τον
+Φραγκίσκον Ποκόκ, αυτός δε ο ίδιος, τη 18 Ιουλίου, παρεσύρθη
+μετά της λέμβου του υπό των καταρρακτών του Μπέλου, και μόλις
+εκ θαύματος διέφυγε τον θάνατον.
+
+Τέλος τη 9 Αυγούστου ο Ερρίκος Στάνλεϋ έφθασεν εις το χωρίον
+Νισάνδα, τέσσαρας ημέρας απέχον της παραλίας.
+
+Μετά δύο ημέρας εις την Βάνζαν Μπούκο εύρε τας υπό δύο εμπόρων
+της Εμβόκας αποσταλείσας ζωοτροφίας, και ανεπαύθη τέλος εν τη
+μικρά εκείνη παραλία πόλει, γηράσας εν τριακονταετεί ηλικία υπό
+των κόπων και των στερήσεων, αφού εις διάστημα δύο ετών και
+εννέα μηνών διήλθεν άπασαν την αφρικανικήν ήπειρον. Αλλά το
+ρεύμα του Λουαλάβα είχεν ανακαλυφθή μέχρι του Ατλαντικού, και
+εάν ο Νείλος είναι η μεγάλη αρτηρία του βορρά, εάν ο Ζαμβέσης
+είναι η μεγάλη αρτηρία της ανατολής, γινώσκομεν σήμερον ότι η
+Αφρική κέκτηται προσέτι προς δυσμάς τον τρίτον των μεγίστων
+ποταμών του κόσμου, εκείνον όστις, ρέων επί διαστήματος δύο
+χιλιάδων εννεακοσίων μιλίων (15) υπό τα ονόματα Λαουλάβα,
+Ζαΐρου και Κόγγου, συνάπτει την χώραν των λιμνών μετά του
+Ατλαντικού ωκεανού.
+
+Εν τούτοις, μεταξύ των δύο τούτων δρομολογίων, του Στάνλεϋ και
+του Καμερών, η επαρχία της Αγγόλας ήτο σχεδόν άγνωστος κατά το
+έτος εκείνο 1873, καθ' ήν εποχήν το «Πίλγριμ» εξώκειλεν εις την
+αφρικανικήν παραλίαν. Γνωστόν ήτο μόνον ότι ήτο το θέατρον του
+δυτικού σωματεμπορείου, χάρις εις τας σπουδαίας αγοράς του
+Βιχέ, της Κασάγγης και του Κοζονδέ.
+
+Και εν τη χώρα ταύτη παρεσύρθη ο Δικ Σανδ, διακόσια μίλια
+μακράν της παραλίας μετά μιας γυναικός εξηντλημένης υπό του
+κόπου και της οδύνης, μεθ' ενός παιδιού ημιθανούς και μετά
+συντρόφων μαύρων την καταγωγήν, ετοίμου λείας εις την
+απληστείαν των δουλεμπόρων.
+
+Ναι, ήτο η Αφρική, και ουχί η Αφρική εκείνη ένθα μήτε οι
+ιθαγενείς, μήτε τα θηρία, μήτε το κλίμα είναι αληθώς επίφοβα.
+Δεν ήτο η ευδαίμων εκείνη χώρα, η κειμένη μεταξύ των
+Κορδελλιέρων και της ακτής, ένθα οι ναυαγοί θα εύρισκον πάσαν
+ευκολίαν προς παλινόστησιν.
+
+Ήτο η τρομερά Αγγόλα, και ουχί το μέρος εκείνο της ακτής το
+αμέσως επιτηρούμενον υπό των πορτογαλικών αρχών, αλλά τα
+ενδότερα αυτά της αποικίας, την οποίαν διασχίζουσι τα καραβάνια
+των δούλων υπό την μάστιγα των χαλβιδάρων.
+
+Τι εγνώριζεν ο Δικ Σανδ περί του τόπου εκείνου ένθα τον έρριψεν
+η προδοσία; Ολίγιστα πράγματα, όσα δηλαδή εγνώριζον οι
+ιεραπόστολοι του ΙΣΤ' και του ΙΖ' αιώνος, οι πορτογάλοι έμποροι
+οι διερχόμενοι την οδόν από του αγίου Παύλου της Λοάνδας μέχρι
+του Ζαΐρου διά του Σαν Σαλβατόρ, όσα είχε διηγηθή ο Δόκτωρ
+Λίβιγγστων κατά την περιήγησιν του 1853, και ταύτα ήρκουν να
+καταβάλωσι ψυχήν ολιγώτερον ισχυράν της ιδικής του.
+
+Τη αληθεία η θέσις των ήτο τρομερά.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β’.
+
+Ο ΧΑΡΡΗΣ ΚΑΙ Ο ΝΕΓΟΡΟΣ
+
+
+
+Την επιούσαν της ημέρας καθ' ήν ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού
+έστησαν το τελευταίον αυτών άσυλον εν τω δάσει, δύο άνδρες
+συνηντώντο εις απόστασιν τριών μιλίων εκείθεν, ως είχε
+προηγουμένως συμφωνηθή μεταξύ αυτών.
+
+Οι δύο εκείνοι άνδρες ήσαν ο Χάρρης και ο Νεγορός, και θα
+ίδωμεν κατωτέρω κατά πόσον συνετέλεσεν η τύχη, ώστε να
+συναντηθώσιν εις την Αγγόλαν ο εκ Νέας Ζηλανδίας ελθών
+Πορτογάλλος και ο Αμερικανός τον οποίον το δουλεμπορικόν
+επάγγελμά του υπεχρέου να διατρέχη πολλάκις την επαρχίαν
+εκείνην της δυτικής Αφρικής.
+
+Ο Χάρρης και ο Νεγορός εκαθέσθησαν παρά την ρίζαν υπερμεγέθους
+βανιάνας, επί της όχθης χειμαρρώδους ρυακίου ρέοντος μεταξύ
+διπλής σειράς παπύρων.
+
+Η συνομιλία ήρχησε, καθότι ο Πορτογάλος και ο Αμερικανός
+συνηντήθησαν προ ολίγου αμέσως, και ευθύς εξ αρχής η συνομιλία
+περιεστράφη εις τα γεγονότα όσα συνέβησαν κατά τας τελευταίας
+εκείνας ώρας.
+
+ — Λοιπόν, Χάρρη, είπεν ο Νεγορός, δεν ηδυνήθης να παρασύρης
+μακρότερον εις την Αγγόλαν το μικρόν στράτευμα του πλοιάρχου
+Σανδ, ως καλούσιν τον δεκαπενταετή τούτον δόκιμον;
+
+ — Όχι, σύντροφε, απήντησεν ο Χάρρης, και μάλιστα απορώ πώς
+κατώρθωσα να τους φέρω εκατόν μίλια τουλάχιστον μακράν της
+ακτής. Από πολλών ημερών ο νεαρός φίλος μου Δικ Σανδ με έβλεπε
+διά βλέμματος ανησύχου, αι υπόνοιαί του μετεβάλλοντο ολίγον
+κατ' ολίγον εις βεβαιότητας, και μα την αλήθειαν . . .
+
+ — Εκατόν μίλια ακόμη, Χάρρη, και οι άνθρωποι αυτοί θα ήσαν έτι
+ασφαλέστερον εις τας χείρας μας. Εν τούτοις δεν πρέπει να μας
+διαφύγωσι.
+
+ — Ε! και πώς θα διαφύγωσιν; απεκρίθη ο Χάρρης υψών τους ώμους.
+Σοι το επαναλαμβάνω, Νεγορέ, καιρός ήτο πλέον να τους
+εγκαταλείψω. Διέκρινα εις τους οφθαλμούς του, ότι ο νεαρός
+φίλος μου είχε διάθεσιν να μου στείλη εις το μέσον του στήθους
+μίαν σφαίραν, και έχω πολύ κακόν στόμαχον όπως χωνεύσω τα
+δαμάσκηνα ταύτα τα δώδεκα εις την λίτραν.
+
+ — Καλά! είπεν ο Νεγορός. Αλλά και εγώ ωσαύτως έχω να
+εκκαθαρίσω λογαριασμόν τινα μετά του δοκίμου εκείνου . . .
+
+ — Και θα τον εκκαθαρίσης ευκόλως και με τόκους, σύντροφε. Το
+κατ' εμέ, κατά τας πρώτας ημέρας της οδοιπορίας, κατώρθωσα να
+τον πείσω να νομίση ότι η επαρχία αύτη είναι η έρημος Ατακάμα,
+την οποίαν άλλοτε επεσκέφθην· αλλά το παιδίον εζήτει καουτσού,
+μυιοτροχίλους, αλλ' η μήτηρ εζήτει κινήνην, αλλ' ο εξάδελφος
+εζήτει κουκούγιους . . .
+
+Τη αληθεία, έχασα όλον το εφευρετικόν πνεύμα μου, και αφού μετά
+μεγάλης δυσκολίας τους έδωκα να φάγωσι τας καμηλοπαρδάλεις ως
+στρουθοκαμήλους, δεν ήξευρον πλέον τι να εφεύρω. Άλλως τε δε
+έβλεπον καλώς, ότι ο νεαρός φίλος μου δεν παρεδέχετο πλέον τας
+εξηγήσεις μου. Έπειτα επέσαμεν εις τα ίχνη ελεφάντων. Έπειτα
+έλαβον μέρος οι ιπποπόταμοι. Και γνωρίζεις, Νεγορέ, ότι οι
+ιπποπόταμοι και οι ελέφαντες είναι ό,τι οι τίμιοι άνθρωποι εις
+τα σωφρονιστήρια της Βεγγουέλας . . . Τέλος προς συμπλήρωσιν
+της ατυχίας μου, ο γέρων μαύρος ανεκάλυψεν εις την ρίζαν
+δένδρου δίκρανα και αλύσεις, τας οποίας δούλοι τινες είχον
+θραύσει διά να φύγωσι. Κατά την αυτήν στιγμήν ηκούσθη λέοντος
+βρυχηθμός, τον οποίον δύσκολον θα ήτο να εκλάβη τις ως αβλαβές
+νιαούρισμα γαλής. Μόλις λοιπόν επρόφθασα να καββαλικεύσω τον
+ίππον μου και να τρέξω έως εδώ.
+
+ — Εννοώ, απήντησεν ο Νεγορός. Εν τούτοις, επεθύμουν να τους
+είχον εκατόν μίλια ενδότερον της επαρχίας.
+
+ — Πράττει τις ό,τι δύναται, σύντροφε, απεκρίθη ο Χάρρης. Συ
+όμως όστις παρηκολούθεις την συνοδείαν ημών από της ακτής,
+καλώς έπραξες να μένης μακράν. Σε ησθάνοντο εκεί. Υπάρχει
+Δίγγος τις, όστις δεν φαίνεται να σε αγαπά. Τι έκαμες λοιπόν
+εις αυτό το ζώον!
+
+ — Τίποτε, είπεν ο Νεγορός, αλλά μετ' ολίγον θα λάβη μίαν
+σφαίραν εις την κεφαλήν.
+
+ — Ως θα ελάμβανες και συ μίαν υπό του Δικ Σανδ, εάν ολίγον τι
+εδείκνυες το άτομόν σου εις απόστασιν διακοσίων μέτρων από του
+πυροβόλου του. Α! σκοπεύει άριστα ο νεαρός φίλος μου, και,
+μεταξύ μας, είμαι ηναγκασμένος να ομολογήσω ότι εις το είδος
+του, είναι αξιόλογος νέος.
+
+ — Όσον και αν είναι αξιόλογος, Χάρρη, θα με πληρώση ακριβά τας
+αυθαδείας του, απεκρίθη ο Νεγορός του οποίου η φυσιογνωμία
+εξέφρασεν αμείλικτον θηριωδίαν.
+
+ — Καλά, εψιθύρισεν ο Χάρρης, ο σύντροφός μου έμεινεν ο αυτός
+ως τον εγνώρισα πάντοτε! Αι περιηγήσεις δεν τον μετέβαλον.
+
+Έπειτα, μετά τινας στιγμάς σιωπής·
+
+ — Λοιπόν, Νεγορέ, επανέλαβεν, όταν απροσδοκήτως σε συνήντησα
+εκεί κάτω, εις τον τόπον του ναυαγίου, εις το στόμιον του
+Κόγγου, μόλις έλαβες καιρόν να μοι συστήσης τους καλούς
+εκείνους ανθρώπους, παρακαλών με να τους οδηγήσω όσω το δυνατόν
+απώτερον διά μέσου της υποθετικής ταύτης Βολιβίας, αλλά δεν με
+είπες τι έπραξες από δύο ετών. Δύο έτη εν τη περιπετειώδει ημών
+υπάρξει, σύντροφε, είναι πολύ. Μίαν ημέραν, αφού ανέλαβες την
+οδηγίαν συνοδείας δούλων διά λογαριασμόν του γέροντος Αλβέζ,
+του οποίου είμεθα ταπεινότατοι πράκτορες, κατέλιπες την
+Κασσάγγαν και δεν εγένετο πλέον λόγος περί σου. Ενόμισα ότι σοι
+συνέβη δυσάρεστόν τι εκ μέρους των αγγλικών καταδρομικών και
+ότι εκρεμάσθης.
+
+ — Ολίγον έλειψε Χάρρη . . .
+
+ — Θα γείνη τούτο Νεγορέ.
+
+ — Ευχαριστώ.
+
+ — Τι τα θέλεις, απήντησεν ο Χάρρης μετ' αδιαφορίας
+φιλοσοφικωτάτης, τούτο είναι μία εκ των ελπίδων του
+επαγγέλματος. Δεν εκτελεί τις την σωματεμπορίαν επί της
+αφρικανικής ακτής, χωρίς να ριψοκινδυνεύση την ζωήν του αλλαχού
+ή επί της κλίνης. Τέλος συνελήφθης;
+
+ — Ναι.
+
+ — Υπό των Άγγλων!
+
+ — Όχι! Υπό των Πορτογάλων.
+
+ — Προ ή μετά την παράδοσιν του φορτίου σου; ηρώτησεν ο Χάρρης·
+
+ — Μετά . . . απήντησεν ο Νεγορός, όστις εδίστασεν ολίγον να
+αποκριθή. Αυτοί οι Πορτογάλοι κάμνουν τώρα τους δυσκόλους! Δεν
+θέλουν την δουλείαν, αν και επί τόσον καιρόν την
+μετεχειρίσθησαν προς όφελός των. Κατηγγέλθην, επιτηρήθην. Με
+συνέλαβαν . . .
+
+ — Και σε κατεδίκασαν;
+
+ — Να τελειώσω τας ημέρας μου εις το σωφρονιστήριον του Αγίου
+Παύλου της Λοάνδας.
+
+ — Διάβολε! ανέκραξεν ο Χάρρης. Σωφρονιστήριον! Ιδού τόπος
+ανθυγιεινός δι' ανθρώπους συνηθίσαντας ως ημείς να ζώσιν εις
+τον ελεύθερον αέρα. Εγώ, θα προετίμων να κρεμασθώ.
+
+— Εκ της αγχόνης δεν δύναταί τις να διαφύγη, απεκρίθη ο
+Νεγορός, αλλ' εκ της ειρκτής . . .
+
+ — Κατώρθωσες να αποδράσης;
+
+ — Ναι, Χάρρη. Δεκαπέντε ημέρας μόνον μετά την φυλάκισίν μου
+εις τα κάτεργα, ηδυνήθην να κρυφθώ εις το κύτος ενός αγγλικού
+ατμοπλοίου αναχωρούντος διά την Ωκλάνδην της Νέας Ζηλανδίας.
+Βαρέλιον ύδατος, κιβώτιον διατετηρημένον τροφών, μεταξύ των
+οποίων ήμην κεχωσμένος, μοι επρομήθευσαν φαγητόν και ποτόν καθ'
+όλον τον διάπλουν. Ω! τρομερά υπέφερον μη θέλων να εμφανισθώ,
+ότε ευρισκόμεθα εις την θάλασσαν. Αλλ' εάν είχον την αφροσύνην
+να πράξω τούτο, θα με έρριπτον πάλιν εις το βάθος του κύτους
+και είτε εκουσίως είτε ακουσίως η βάσανος θα ήτο η αυτή. Πλην
+τούτου, κατά την εις Ωκλάνδην άφιξίν μου, θα με παρέδιδον εις
+τας αγγλικάς αρχάς, αίτινες θα με επανέφερον εις το
+σωφρονιστήριον της Λοάνδας, ή θα με εκρέμων ίσως, ως λέγεις.
+Ιδού διατί προετίμησα να ταξειδεύσω άγνωστος.
+
+ — Και χωρίς να πληρώσης ναύλον! ανέκραξεν ο Χάρρης γελών. Α!
+δεν είσαι αβρόφρων, σύντροφε! Να τραφής και να μεταφερθής
+δωρεάν!
+
+ — Ναι, επανέλαβεν ο Νεγορός, αλλά τριάκοντα ημέραι διάπλου εις
+το βάθος πυθμένος!
+
+ — Τέλος, έγινε Νεγορέ. Ιδού ότι ανεχώρησες διά την Νέαν
+Ζηλανδίαν, εις την χώραν των Μαορή. Αλλ' επέστρεψες εκείθεν.
+Μήπως και η επιστροφή έγινεν υπό τους αυτούς όρους;
+
+ — Όχι Χάρρη. Εννοείς ότι εκεί κάτω μίαν μόνην είχον σκέψιν· να
+επανέλθω εις την Αγγόλαν και να επαναλάβω το δουλεμπορικόν
+επάγγελμά μου.
+
+ — Ναι, απήντησεν ο Χάρρης, αγαπά τις το επάγγελμά του . . . εκ
+συνηθείας!
+
+ — Επί δεκαοκτώ μήνας . . .
+
+Ειπών τας τελευταίας ταύτας λέξεις ο Νεγορός εσιώπησεν
+αποτόμως. Ήρπασε τον βραχίονα του συνεταίρου του και ηκροάζετο.
+
+ — Χάρρη, είπε ταπεινών την φωνήν· δεν νομίζεις ότι έγινε
+θόρυβος εις τον θαμνώνα εκείνον των παπύρων;
+
+ — Πράγματι, απεκρίθη ο Χάρρης, δράξας το πυροβόλον του και
+έτοιμος πάντοτε να πυροβολήση.
+
+Ο Νεγορός και αυτός ηγέρθησαν, παρετήρησαν τριγύρω και
+ηκροάσθησαν μετά μεγίστης προσοχής.
+
+ — Δεν είναι τίποτε, είπε μετ' ολίγον ο Χάρρης. Εκείνο το
+ρυάκιον εξογκωθέν υπό της θυέλλης ρέει θορυβωδέστερον. Από δύο
+ετών, σύντροφε, έχασες την έξιν των θορύβων του δάσους, αλλά θα
+συνηθίσης πάλιν. Εξακολούθησον λοιπόν την διήγησιν των
+συμβάντων σου. Αφού μάθω καλώς το παρελθόν, θα συνομιλήσωμεν
+περί του μέλλοντος.
+
+Ο Νεγορός και ο Χάρρης επανέλαβον την θέσιν των εις την ρίζαν
+της βανιάνας. Ο Πορτογάλλος εξηκολούθησεν ως εξής.
+
+— Επί δεκαοκτώ μήνας εφυτοβίωσα εις την Ωκλάνδην. Άμα έφθασεν
+εκεί το ατμόπλοιον, κατώρθωσα να εξέλθω απαρατήρητος· αλλά δεν
+είχον μήτε γρόσιον μήτε έν δολλάριον εις το θυλάκιόν μου, και
+διά να ζήσω ηναγκάσθην να μετέλθω όλα τα επαγγέλματα.
+
+ — Και αυτό το επάγγελμα τιμίου ανθρώπου, Νεγορέ;
+
+ — Ως λέγεις, Χάρρη.
+
+ — Πτωχέ νέε!
+
+ — Περιέμενον λοιπόν πάντοτε ευκαιρίαν τινά, ήτις δεν εβράδυνε
+να παρουσιασθή, ότε το φαλαινοθηρευτικόν «Πίλγριμ» έφθασεν εις
+τον λιμένα της Ωκλάνδης.
+
+ — Αυτό είναι το πλοίον το οποίον εξώκειλεν εις την παραλίαν
+της Αγγόλας;
+
+ — Αυτό τούτο Χάρρη, και επί του οποίου έμελλον να επιβώσιν η
+κυρία Βέλδων, το τέκνον της και ο εξάδελφός της. Καθό αρχαίος
+ναυτικός, υπηρετήσας μάλιστα ως υποπλοίαρχος εντός πλοίου
+δουλεμπορικού, δεν εδυσκολευόμην να επαναλάβω υπηρεσίαν εις
+άλλο πλοίον . . . Επαρουσιάσθην λοιπόν εις τον πλοίαρχον του
+«Πίλγριμ» αλλά το πλήρωμα ήτο πλήρες. Ευτυχώς δι' εμέ, ο
+μάγειρος του βρικίου ελιποτάκτησε. Και επειδή ουδείς ναυτικός
+γνωρίζει μαγειρικήν, προσεφέρθην ως μάγειρος· ελλείψει άλλου
+καλλιτέρου με εδέχθησαν, και μετά τινας ημέρας το «Πίλγριμ»
+απεμακρύνθη της Νέας Ζηλανδίας.
+
+ — Αλλά, ηρώτησεν ο Χάρρης, εξ όσων με διηγήθη ο νεαρός φίλος
+μου, το «Πίλγριμ» δεν κατευθύνετο πλησιέστερον προς τας ακτάς
+της Αφρικής. Πώς λοιπόν έφθασεν εδώ;
+
+ — Ο Δικ Σανδ δεν το εννοεί ακόμη και ίσως ουδέποτε θα το
+εννοήση, απήντησεν ο Νεγορός· αλλά θα σοι εξηγήσω, Χάρρη, τι
+συνέβη· θα δυνηθής να το επαναλάβης εις τον νεαρόν φίλον σου,
+εάν τούτο σε ευχαριστή.
+
+ — Πώς λοιπόν! απεκρίθη ο Χάρρης. Λέγε, σύντροφε, λέγε.
+
+ — Το «Πίλγριμ», επανέλαβεν ο Νεγορός, κατηυθύνετο προς το
+Βαλπαραΐζον. Ότε επεβιβάσθην, ενόμιζα ότι θα μετέβαινον εις το
+Χιλί. Τοιουτοτρόπως συνέτεμνα το ήμισυ της οδού μεταξύ της Νέας
+Ζηλανδίας και της Αγγόλας, και επλησίαζον κατά πολλάς χιλιάδας
+μίλια την αφρικανικήν ακτήν. Αλλά συνέβη τούτο, ότι τρεις
+εβδομάδας μετά την αναχώρησιν εξ Ωκλάνδης, ο κυβερνών το
+«Πίλγριμ» πλοίαρχος Χουλ έγεινεν άφαντος μεθ' όλου του
+πληρώματος, θηρεύων φάλαιναν. Την ημέραν εκείνην, δεν έμειναν
+πλέον εις το πλοίον ειμή δύο μόνον ναυτικοί, ο δόκιμος και ο
+μάγειρος Νεγορός.
+
+Και ανέλαβες την διοίκησιν του πλοίου; ηρώτησεν ο Χάρρης.
+
+ — Συνέλαβον κατ' αρχάς την ιδέαν ταύτην αλλ' έβλεπον ότι
+εδυσπίστουν προς εμέ. Υπήρχον εις το πλοίον πέντε δυνατοί και
+ελεύθεροι μαύροι. Δεν θα ηδυνάμην να γίνω κύριός των, και
+σκεφθείς καλώς, έμεινα ό,τι ήμην κατά την αναχώρησιν, μάγειρος
+του «Πίλγριμ».
+
+ — Λοιπόν η τύχη ωδήγησε το πλοίον εκείνο εις την αφρικανικήν
+ακτήν;
+
+ — Όχι, Χάρρη, απήντησεν ο Νεγορός, δεν υπάρχει άλλη τύχη εις
+όλα ταύτα τα συμβάντα, ειμή ότι σε συνήντησα κατά τινα των
+σωματεμπορικών πορειών σου, ακριβώς εις το μέρος της παραλίας
+όπου εξώκειλε το «Πίλγριμ». Όσον δ' αφορά την άφιξίν μου εις
+την Αγγόλαν, τούτο εγένετο κατά θέλησίν μου, κατά μυστικήν
+θέλησίν μου. Ο νεαρός φίλος σου πολύ αρχάριος έτι περί τα
+ναυτικά, δεν ηδύνατο να προσδιορίση την θέσιν του ειμή διά του
+δρομομέτρου και της πυξίδος. Λοιπόν ημέραν τινά το δρομόμετρον
+έμεινεν εις το βάθος της θαλάσσης. Νύκτα τινά η πυξίς
+παρεξέκλινε, το δε «Πίλγριμ», ωθούμενον υπό σφοδράς τρικυμίας,
+εξετράπη της πορείας του. Η μακρότης του διάπλου, ανεξήγητος
+διά τον Δικ Σανδ, θα ήτο η αυτή και διά τον μάλλον πεπειραμένον
+ναυτικόν. Χωρίς ο δόκιμος να εννοήση το παραμικρόν, ούτε καν να
+το υποπτεύση, παρεκάμψαμεν το ακρωτήριον Χορν· αλλ' εγώ, Χάρρη,
+το διέκρινα εν τω μέσω της ομίχλης. Τότε η βελόνη της πυξίδος,
+χάρις εις εμέ, επανέλαβε την αληθή διεύθυνσίν της, και το
+πλοίον, παρασυρόμενον βορειανατολικώς υπό της φρικώδους εκείνης
+λαίλαπος, ερρίφθη εις τας ακτάς της Αφρικής, ακριβώς εις την
+γην της Αγγόλας εις την οποίαν ήθελα να φθάσω.
+
+ — Και κατά την ιδίαν στιγμήν, Νεγορέ, απεκρίθη ο Χάρρης, η
+τύχη με έφερεν εκεί διά να σε υποδεχθώ και να οδηγήσω τους
+καλούς εκείνους ανθρώπους εις το εσωτερικόν. Επίστευον, και δεν
+ηδύναντο ειμή να πιστεύωσιν ότι ήσαν εις την Αμερικήν, και
+ευκόλως τοις παρέστησα ότι η επαρχία αύτη είναι η Κάτω Βολιβία,
+μετά της οποίος έχει ακριβώς ομοιότητά τινα.
+
+ — Ναι το επίστευσαν, ως ο νεαρός φίλος σου είχε πιστεύσει ότι
+ανεγνώρισε την νήσον του Πάσχα, ότε διήρχοντο απέναντι του
+Τριστάν Δακούνχα.
+
+ — Και πας άλλος θα ηπατάτο, Νεγορέ.
+
+ — Το ηξεύρω Χάρρη, και εσκόπουν να εκμεταλλευθώ την απάτην
+εκείνην. Τέλος, ιδού η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής εκατόν
+μίλια εν τω εσωτερικώ της Αφρικής ταύτης όπου ήθελα να τους
+παρασύρω.
+
+ — Αλλά, απήντησεν ο Χάρρης, ηξεύρουσι τώρα πού ευρίσκονται.
+
+ — Ε! τι πειράζει τώρα! ανέκραξεν ο Νεγορός.
+
+ — Και τι θα πράξης; ηρώτησεν ο Χάρρης.
+
+ — Τι θα πράξω! απεκρίθη ο Νεγορός. Πριν σε το είπω, Χάρρη, δος
+με ειδήσεις περί του κυρίου μας του δουλεμπόρου Αλβέζ, τον
+οποίον δεν είδον από δύο ετών.
+
+ — Ω! ο γεροκατεργάρης έχει θαυμάσια εις την υγείαν του!
+απήντησεν ο Χάρρης, και θα ευχαριστηθή πολύ να σε επανίδη.
+
+ — Είναι εις την αγοράν του Βιχέ; ηρώτησεν ο Νεγορός.
+
+ — Όχι, σύντροφε, από ενός ήδη έτους είναι εις το εν Καζονδέ
+κατάστημά του.
+
+ — Και αι υποθέσεις ευδοκιμούσι;
+
+ — Πολύ μάλιστα! ανέκραξεν ο Χάρρης, αν και η δουλεμπορεία
+αποβαίνη επί μάλλον δύσκολος, τουλάχιστον εις τα μέρη ταύτα. Αι
+Πορτογαλικαί αρχαί αφ' ενός και αφ' ετέρου τα αγγλικά
+καταδρομικά ενοχλούσι πολύ τας εξαγωγάς. Μόνον εις τα πέριξ του
+Μουσαμεδέ, προς νότον της Αγγόλας, η επιβίβασις των μαύρων
+δύναται τώρα να εκτελήται μετ' ελπίδος τινός επιτυχίας. Προς το
+παρόν τα μανδρίσματα είναι πλήρη δούλων και περιμένουσι τα
+πλοία τα οποία θα τους φορτώσωσι διά τας ισπανικάς αποικίας.
+Αλλ' είναι εντελώς αδύνατον να διέλθωσι διά της Βεγγουέλας ή
+του Αγίου Παύλου της Λοάνδας. Οι διοικηταί δεν δέχονται τίποτε.
+Είναι λοιπόν ανάγκη να περιστρεφώμεθα εις τα πρακτορεία του
+εσωτερικού, και τούτο σκοπεύει να πράξη ο γέρων Αλβέζ. Θα υπάγη
+προς το μέρος της Νυαγγουέ και της Ταγγανίκας, να ανταλλάξη
+υφάσματα αντί ελαφαντοστού και δούλων. Αι υποθέσεις είναι
+πάντοτε επικερδείς μετά της άνω Αιγύπτου και των ακτών της
+Μοζαμβίκης, ήτις προμηθεύει όλην την Μαδαγασκάρην. Αλλά
+φοβούμαι ότι πλησιάζει η ημέρα καθ' ήν η σωματεμπορεία δεν θα
+δύναται πλέον να ενεργήται. Οι Άγγλοι ποιούσι μεγάλας προόδους
+εις το εσωτερικόν της Αφρικής. Οι ιεραπόστολοι προχωρούσι και
+βαδίζουσι καθ' ημών! Ο Λίβιγγστων, εκείνος ο διάβολος να τον
+πάρη! αφού εξηρεύνησε την χώραν των λιμνών, σκοπεύει ως
+λέγεται, να διευθυνθή προς την Αγγόλαν. Έπειτα γίνεται λόγος
+και περί τινος Καμερών, όστις προτίθεται να διέλθη την ήπειρον
+εξ ανατολών προς δυσμάς. Υπάρχει προσέτι φόβος ότι ο Αμερικανός
+Στάνλεϋ θα πράξη τα αυτά. Όλαι αύται αι επισκέψεις θα
+καταλήξωσιν εις το να βλάψωσι τας εργασίας μας, Νεγορέ, και εάν
+έχωμεν συναίσθησιν των συμφερόντων μας, δεν πρέπει ουδέ είς των
+περιηγητών τούτων να επανέλθη εις την Ευρώπην και να διηγηθή
+ό,τι είχε την αδιακρισίαν να ίδη εις την Αφρικήν.
+
+Ακούων τις τους αθλίους εκείνους δεν θα ενόμιζεν ότι ωμίλουν ως
+τίμιοι έμποροι, των όποιων τα συμφέροντα υπέφερον προσωρινώς έκ
+τινος εμπορικής κρίσεως; Τις θα επίστευεν ότι αντί σάκκων καφέ
+ή κιβωτίων σακχάρεως επρόκειτο περί ανθρωπίνων όντων, τα οποία
+έμελλον να αποστέλλωνται ως εμπορεύματα;
+
+Οι σωματέμποροι ούτοι ουδέν έχουσι πλέον αίσθημα του δικαίου ή
+του αδίκου.
+
+Η ηθική κρίσις ελλείπει απ' αυτών ολοτελώς, αλλά και αν είχον
+θα την έχανον ταχέως, εν τω μέσω των φρικαλαιοτήτων της
+αφρικανικής σωματεμπορείας.
+
+Αλλ' ο Χάρρης είχε δίκαιον, όταν έλεγεν ότι ο πολιτισμός
+εισέδυεν ολίγον κατ' ολίγον εις τας αγρίας εκείνας χώρας
+κατόπιν της επισκέψεως των τολμηρών εκείνων περιηγητών, των
+οποίων το όνομα συνδέεται αδιαρρήκτως μετά των ανακαλύψεων της
+ισημερινής Αφρικής.
+
+Πρώτος ο Δαβίδ Λίβιγγστων, μετ' αυτόν δε ο Γραν, ο Σκέπε, ο
+Βούρτων, ο Καμερών, ο Στάνλεϋ, οι ήρωες ούτοι θα αφήσωσι φήμην
+ανεξάλειπτον ως ευεργέται της ανθρωπότητος.
+
+Όταν η συνδιάλεξις έφθασεν εις το σημείον τούτο, ο Χάρρης
+εγίνωσκε τα κατά τα δύο παρελθόντα έτη συμβάντα του βίου του
+Νεγορού. Ο αρχαίος πράκτωρ του σωματεμπόρου Αλβέζ, ο δραπέτης
+του σωφρονιστηρίου της Λοάνδας, επανευρίσκετο οίος ήτο πάντοτε,
+ήτοι έτοιμος να πράξη τα πάντα.
+
+Αλλά ποίους σκοπούς είχε περί των ναυαγών του «Πίλγριμ», ο
+Χάρρης δεν εγίνωσκεν εισέτι και ηρώτησε περί τούτου τον
+συνέταιρόν του.
+
+ — Και τώρα, είπε, τι θα κάμης αυτούς τους ανθρώπους;
+
+— Θα τους χωρίσω εις δύο, απεκρίθη ο Νεγορός, ως άνθρωπος όστις
+προ πολλού εσχημάτισε το σχέδιόν του, τους μεν θα πωλήσω ως
+δούλους, και τους άλλους . . .
+
+Ο Πορτογάλος δεν ετελείωσε την φράσιν του, αλλ' η αγρία
+φυσιογνωμία του ωμίλει αρκούντος αντ' αυτού.
+
+ — Ποίους θα πωλήσης; ηρώτησεν ο Χάρρης
+
+ — Τους μαύρους εκείνους οι οποίοι συνοδεύουσι την κυρίαν
+Βέλδων, απεκρίθη ο Νεγορός. Ο γέρων Τωμ δεν έχει ίσως μεγάλην
+αξίαν, αλλ' οι άλλοι τέσσαρες είναι εύρωστοι άνδρες, οι οποίοι
+θα πωληθούν ακριβά εις την αγοράν του Καζονδέ.
+
+ — Το πιστεύω, Νεγορέ, απεκρίθη ο Χάρρης. Τέσσαρες μαύροι καλώς
+συνγκεκροτημένοι και συνηθισμένοι εις την εργασίαν, μη
+ομοιάζοντες προς τα κτήνη εκείνα τα οποία μας έρχονται από το
+εσωτερικόν! Βεβαίως θα τους πωλήσης ακριβά, σύντροφε. Δούλοι,
+γεννηθέντες εις την Αμερικήν και αποσταλέντες εις τας αγοράς
+της Αγγόλας, είναι σπάνιον εμπόρευμα. — Αλλά, προσέθηκεν ο
+Αμερικανός, δεν με είπες υπήρχον χρήματα εντός του «Πίλγριμ»;
+
+ — Ω! Ολίγαι μόνον εκατοντάδες δολλαρίων τας οποίας διέσωσα.
+Ευτυχώς, έχω τας ελπίδας μου εις άλλας προσόδους.
+
+ — Ποίας λοιπόν, σύντροφε; ηρώτησε περιέργως ο Χάρρης.
+
+ — Τίποτε! απεκρίθη ο Νεγορός όστις εφάνη μεταμελούμενος διότι
+είπε περισσότερα παρ' όσα ήθελε.
+
+ — Μένει τώρα να γίνωμεν κύριοι όλου αυτού του βαρυτίμου
+εμπορεύματος, είπεν ο Χάρρης.
+
+ — Μήπως είναι πολύ δύσκολον; ηρώτησεν ο Νεγορός.
+
+ — Όχι σύντροφε. Δέκα μίλια μακράν εντεύθεν, επί του Κοάνζα,
+είναι εστρατοπεδευμένη συνοδεία δούλων, οδηγούμενη υπό του
+άραβος Ιβν Χαμή, όστις περιμένει την επιστροφήν μου διά να
+διευθυνθή προς το Καζονδέ. Υπάρχουσιν εκεί περισσότεροι
+ιθαγενείς στρατιώται, παρ' όσοι απαιτούνται διά να
+αιχμαλωτίσωσι τον Δικ και τους μετ' αυτού. Αρκεί λοιπόν ο
+νεαρός φίλος μου να συλλάβη την ιδέαν να διευθυνθή προς τον
+Κοάνζαν.
+
+ — Αλλ' άρα γε θα τω επέλθη αυτή η ιδέα; ηρώτησεν ο Νεγορός.
+
+ — Βεβαίως, απήντησεν ο Χάρρης, επειδή είναι νοήμων και δεν
+ειμπορεί να υποπτεύση τον κίνδυνον όστις τον περιμένει. Ο Δικ
+Σανδ δεν θα σκεφθή να επανέλθη εις την παραλίαν διά της αυτής
+οδού, ην ηκολουθήσαμεν ομού, καθότι θα πλανηθή τότε εν τω μέσω
+των απεράντων εκείνων δασών. Είμαι βέβαιος, λοιπόν ότι θα
+ζητήση να φθάση είς τινα των ποταμών οίτινες ρέουσι προς την
+παραλίαν, ώστε να κατέλθη το ρεύμα του επί σχεδίας. Δεν
+ειμπορεί να πράξη άλλως, και το γνωρίζω, τούτο θα πράξη.
+
+ — Ναι . . . ίσως . . . ! . . απήντησεν ο Νεγορός σκεπτικός.
+
+ — Δεν πρέπει να λέγης ίσως, αλλά βεβαίως επανέλαβεν ο Χάρρης.
+Βλέπεις, Νεγορέ, είναι ως εάν έδιδον συνέντευξιν εις το νεαρόν
+φίλον μου επί των οχθών του Κοάνζα·
+
+ — Λοιπόν, είπεν ο Νεγορός, δρόμον. Γνωρίζω τον Δικ Σανδ. Δεν
+θα βραδύνη μήτε επί μίαν ώραν, και πρέπει να τον προλάβωμεν.
+
+ — Δρόμον λοιπόν, σύντροφε.
+
+Ο Χάρρης και ο Νεγορός ηγείροντο αμφότεροι, ότε ο θόρυβος όστις
+είχε διεγείρει την προσοχήν του Πορτογάλου επανελήφθη. Εγένετο
+κίνησίς τις των κλάδων μεταξύ των υψηλών παπύρων.
+
+Ο Νεγορός έστη και ήρπασε την χείρα του Χάρρη.
+
+Αίφνης, υπόκωφος υλακή ηκούσθη. Κύων ενεφανίσθη κάτωθι της
+όχθης, το στόμα έχων ανοικτόν και έτοιμος να ορμήση.
+
+ — Ο Δίγγος! έκραξεν ο Χάρρης.
+
+ — Α! αυτήν την φοράν δεν θα μου διαφύγη! είπεν ο Νεγορός.
+
+Ο Δίγγος έμελλε να ορμήση κατ' αυτού, ότε ο Νεγορός, αρπάσας το
+πυροβόλον του Χάρρη, εσταμάτησε ταχέως και επυροβόλησε.
+
+Μακρά ωρυγή οδύνης απήντησεν εις την εκπυρσοκρότησιν, και ο
+Δίγγος εξηφανίσθη μεταξύ της διπλής σειράς της περιχειλούσης
+τον ρύακα.
+
+Ο Νεγορός κατήλθεν αμέσως εις την όχθην.
+
+Ρανίδες αίματος έστιζον κλάδους τινάς παπύρων, και μακρά γραμμή
+ερυθρά εφαίνετο επί των χαλίκων του ρύακος.
+
+ — Τέλος, το κατηραμένον εκείνο ζώον έλαβε τα αντίποινά του!
+έκραξεν ο Νεγορός.
+
+Ο Χάρρης χωρίς να προφέρη λέξιν, παρέστη, εις όλην εκείνην την
+σκηνήν.
+
+ — Ε Νεγορέ, είπεν, είχε λοιπόν ιδιαιτέραν απέχθειαν προς σε ο
+κύων ούτος;
+
+ — Φαίνεται, Χάρρη, αλλά δεν έχη πλέον.
+
+ — Και διατί σε εμίσει τόσον, σύντροφε;
+
+ — Ω! είναι παλαιά υπόθεσις η οποία έπρεπε να τακτοποιηθή
+μεταξύ αυτού και εμού.
+
+ — Παλαιά υπόθεσις; . . . είπεν ο Χάρρης.
+
+Ο Νεγορός δεν είπε περισσότερα, και ο Χάρρης συνεπέρανεν ότι ο
+Πορτογάλλος τω απέκρυπτε συμβάν τι του παρελθόντος του, αλλά
+δεν επέμεινε να το μάθη.
+
+Μετά τινας στιγμάς αμφότεροι, καταβάντες την διεύθυνσιν του
+ρεύματος, διευθύνθησαν προς τον Κοάνζαν διά μέσου του δάσους.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'.
+
+ΚΑΘ' ΟΔΟΝ.
+
+
+
+Η Αφρική! Το τοσούτον τρομερόν όνομα κατά τας παρούσας
+περιστάσεις, το όνομα τούτο όπερ έμελλε τέλος ν' αντικατασταθή
+εις το μέρος της Αμερικής, δεν ηδύνατο να εξαλειφθή ουδ' επί
+στιγμήν εκ της σκέψεως του Δικ Σανδ. Όταν ο νεαρός δόκιμος
+ανήρχετο εις την εξέτασιν προηγουμένων τινών εβδομάδων,
+εσκέπτετο πώς το «Πίλγριμ» προσήγγισεν επί τέλους εις το
+επικίνδυνον εκείνο παράλιον, πώς παρέκαμψε το ακρωτήριον Χορν
+και διήλθεν από του ενός ωκεανού εις τον άλλον. Βεβαίως, τώρα
+εννόει διατί, μεθ' όλην την ταχείαν πορείαν του πλοίου του, η
+γη τοσούτον βραδέως εφάνη, αφού το μήκος της περιστροφής, ην
+επρόκειτο να εκτελέση όπως φθάση εις την αμερικανικήν ακτήν
+είχε διπλασιασθή εν αγνοία του.
+
+ — Η Αφρική! η Αφρική! επανελάμβανεν ο Δικ Σανδ.
+
+Είτα αίφνης, ενώ ανεπόλει μετ' επιμονής τα συμβάντα του
+ανεξηγήτου εκείνου διάπλου, τω επήλθεν η ιδέα ότι η πυξίς είχε
+διαταραχθή. Ενθυμήθη ωσαύτως ότι ο πρώτος διαβήτης είχε
+θραυσθή, ότι η γραμμή του δρομομέτρου είχε κοπή, και τούτων
+πάντων ένεκα δεν ηδύνατο να καταμετρήση την ταχύτητα του
+«Πίλγριμ».
+
+ — Ναι, εσκέπτετο, δεν έμενε πλέον ειμή μία μόνη πυξίς εν τω
+πλοίω, μία μόνη της οποίας δεν ηδυνάμην να εξακριβώσω τας
+υποδείξεις . . . Νύκτα τινά αφυπνήσθην υπό της κραυγής του
+γέροντος Τωμ . . . Ο Νεγορός ήτο εκεί, εις την πρύμνην . . . Τι
+εζήτει εκεί, μήπως ήθελε να την παραπλανήση;
+
+Φως τι διεχέετο επί του πνεύματος του Δικ Σανδ. Ήπτετο της
+αληθείας διά του δακτύλου. εννόει τέλος παν το ύποπτον εν τη
+διαγωγή του Νεγορού. Έβλεπε την χείρα του εις όλην εκείνην την
+σειράν των γεγονότων, όσα επέφερον την καταστροφήν του
+«Πίλγριμ» και εξέθεσαν εις φοβερούς κινδύνους τους επιβάτας
+αυτού.
+
+Αλλά τι ήτο ο άθλιος εκείνος; Υπήρξεν άρα γε ναυτικός και το
+απέκρυπτε πάντοτε; Ήτο ικανός να συνδυάση τοιαύτην αποτρόπαιον
+μηχανορραφίαν μέλλουσαν να ρίψη το πλοίον εις την αφρικανικήν
+ακτήν;
+
+Όπως δήποτε, εάν έμενον εισέτι σκοτεινά τινα σημεία εις το
+παρελθόν, δεν ηδύνατο πλέον να παρουσιάζη τοιαύτα το παρόν. Ο
+νεαρός δόκιμος εγίνωσκε κάλλιστα ότι ευρίσκετο εν τη Αφρική,
+και λίαν πιθανώς εν τη απαισία εκείνη επαρχία της Αγγόλας,
+πλέον ή εκατόν μίλια μακράν της ακτής. Εγίνωσκεν ωσαύτως ότι η
+προδοσία του Χάρρη δεν ηδύνατο να τεθή υπό αμφιβολίαν. Εκ
+τούτου δε λογικώς συνεπέρανεν ότι παλαιά γνωριμία υπήρχεν
+μεταξύ του Αμερικανού και του Πορτογάλλου, ότι απαισία
+σύμπτωσις συνήνωσεν αυτούς επί της χώρας εκείνης και ότι
+συνεφωνήθη μεταξύ των σχέδιόν τι, του οποίου το αποτέλεσμα θα
+απέβαινεν ολέθριον εις τους ναυαγούς του «Πίλγριμ».
+
+Αλλά προς τι αι μοχθηραί εκείναι ενέργειαι; Ότι ο Νεγορός ήθελε
+να γίνη κύριος του Τωμ και των συντρόφων του διά να τους πωλήση
+ως δούλους εν τω τόπω εκείνω της σωματεμπορείας, ηδύνατο να το
+παραδεχθή. Ότι ο Πορτογάλλος, κινούμενος εξ αισθήματος έχθρας,
+εζήτει να εκδικηθή κατ' αυτού, και τούτο ήτο ευνόητον . . .
+Αλλά την κυρίαν Βέλδων, το μικρόν εκείνο παιδίον, πώς ήθελε να
+μεταχειρισθή ο άθλιος εκείνος!
+
+Εάν ο Δικ Σανδ ηδύνατο να ακούση ολίγας λέξεις εκ της
+συνομιλίας του Χάρρη και του Νεγορού, θα εγνώριζε πού να
+βασισθή και τίνες κίνδυνοι ηπείλουν την κυρίαν Βέλδων, μαύρους
+και αυτόν!
+
+Η θέσις ήτο φρικώδης, αλλ ο νεαρός δόκιμος δεν εδειλίασε.
+Πλοίαρχος εν τω πλοίω, θα έμενε πλοίαρχος και εν τη ξηρά. Εις
+αυτόν απέκειτο τα σώση την κυρίαν Βέλδων, τον μικρόν Ζακ, όλους
+εκείνους των οποίων την τύχην έθεσεν ο ουρανός εις χείρας του.
+Το νέον του έργον μόλις ήρχιζε. Θα το εξετέλει μέχρι τέλους.
+
+Μετά δύο ή τρεις ώρας καθ' ας το παρόν και το μέλλον συνώψισαν
+εις το πνεύμα του όλας τας καλάς και τας κακάς απόψεις — αι
+τελευταίαι δε αύται ήσαν δυστυχώς πολυαριθμότεραι — ο Δικ Σανδ
+ανηγέρθη σταθερός, αποφασιστικός.
+
+Αι πρώται φαύσεις της ημέρας εφώτιζον τότε τας υψηλάς κορυφάς
+του δάσους. Εξαιρέσει του δοκίμου και του Τωμ, πάντες
+εκοιμώντο.
+
+Ο Δικ Σανδ επλησίασε τον γέροντα μαύρον.
+
+ — Τωμ, τω είπε χαμηλή τη φωνή, εννοήσατε τους βρυχηθμούς του
+λέοντος, εννοήσατε τας μηχανορραφίας του δουλεμπόρου, ηξεύρετε
+ότι ήμεθα εις την Αφρικήν;
+
+ — Μάλιστα, κύριε Δικ, το ηξεύρω.
+
+ — Λοιπόν, Τωμ, ούτε λέξιν περί τούτου, μήτε εις την κυρίαν
+Βέλδων, μήτε εις τους συντρόφους σας. Πρέπει ημείς μόνοι να το
+ηξεύρωμεν, ημείς μόνοι να φοβώμεθα!
+
+ — Μόνοι . . . πράγματι . . . είναι ανάγκη . . . απεκρίθη ο
+Τωμ.
+
+ — Τωμ, επανέλαβεν ο δόκιμος, πρέπει να επαγρυπνώμεν
+αυστηρότερον ή πρότερον. Είμεθα εις τόπον εχθρών! και ποίων
+εχθρών και ποίον τόπον! Αρκεί μόνον να είπωμεν εις τους
+συντρόφους μας ότι επροδόθημεν υπό του Χάρρη διά να
+προφυλάττωνται. Θα εννοήσωσιν ότι πρέπει να φοβώμεθα επίθεσίν
+τινα των νομάδων Ινδών και τούτο αρκεί.
+
+ — Δύνασθε να έχετε πλήρη βεβαιότητα επί της γενναιότητος και
+της αφοσιώσεως αυτών, κύριε Δικ.
+
+ — Το ηξεύρω, ως έχω και επί της συνέσεως και της πείρας σας.
+Θα με βοηθήτε, γέρον Τωμ;
+
+ — Εις όλα και πανταχού, κύριε Δικ.
+
+Το σχέδιον όπερ ο Δικ Σανδ συνέλαβεν, επεδοκιμάσθη υπό του
+γηραιού μαύρου. Εάν ο Χάρρις συνελήφθη επ' αυτοφώρω προδίδων,
+πριν της ώρας τας ενεργείας τουλάχιστον, ο νεαρός δόκιμος και
+οι μετ' αυτού δεν διέτρεχον άμεσόν τινα κίνδυνον. Τωόντι, μόνη
+η συνάντησις των υπό τινων δούλων εγκαταλελειμμένων αλύσεων,
+μόνος ο απροσδόκητος βρυχηθμός του λέοντος προυκάλεσαν την
+αιφνηδίαν εξαφάνισιν του Αμερικανού.
+
+Ησθάνθη ότι ανεκαλύφθη, και έφυγε, πιθανώς πριν ή η μικρά
+συνοδεία την οποίαν ωδήγει φθάση εις το μέρος όπου ήθελε
+προσβληθή. Ο δε Νεγορός, του οποίου ο Δίγγος βεβαίως ανεγνώρισε
+την παρουσίαν κατά τας τελευταίας ημέρας της οδοιπορίας,
+φαίνεται ότι συνηνώθη μετά του Χάρρη όπως συνεννοηθώσιν από
+κοινού. Εν πάση περιπτώσει, ώραι τινες θα παρήρχοντο βεβαίως
+πριν ή ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού προσβληθώσι και έδει να
+ωφεληθώσιν εκ του χρόνου εκείνου.
+
+Το μοναδικό σχέδιον ήτο να επανακάμψωσιν όσω το δυνατόν
+ταχύτερον εις την παραλίαν. Η παραλία εκείνη, ως είχε πάντα
+λόγον να πιστεύη ο νεαρός δόκιμος θα ήτο η της Αγγόλας. Άμα τη
+εκεί αφίξει, ο Δικ Σανδ θα προσεπάθει είτε προς βορράν είτε
+προς νότον να φθάση εις τα πορτογαλλικά ιδρύματα, ένθα οι
+σύντροφοί του θα ηδύναντο να περιμένωσιν εν ασφαλεία μέσον να
+επιστρέψωσιν εις την πατρίδα των.
+
+Αλλ' όπως εκτελέσωσι την επάνοδον ταύτην εις την παραλίαν,
+έπρεπεν άρα γε να επαναλάβωσι την οδόν ην είχον διατρέξει; Ο
+Δικ Σανδ δεν εσκέπτετο τούτο, διότι θα συνηντάτο μετά του
+Χάρρη, όστις είχεν εννοήσει σαφώς ότι αι περιστάσεις θα
+ηνάγκαζον τον νεαρόν δόκιμον να λάβη την συντομωτέραν οδόν.
+
+Τωόντι θα ήτο δυσχερές, ίνα μη είπωμεν ασύνετον ν' αρχίση πάλιν
+την διά μέσου του δάσους πορείαν, ήτις άλλως τε δεν θα απέληγεν
+ειμή εις το να ευρεθή εις το αυτό σημείον εξ ου ανεχώρησεν.
+Επίσης δε θα επέτρεπεν ούτω εις τους συνενόχους του Νεγορού να
+ακολουθήσωσι βέβαια ίχνη. Το μόνον λοιπόν μέσον όπερ
+παρουσιάζετο ήτο να διέλθωσι τον ποταμόν, του οποίου θα
+κατήρχοντο πάλιν βραδύτερον το ρεύμα, συγχρόνως δε ου μόνον αι
+προσβολαί των αγρίων θηρίων, άτινα μέχρι τότε ευτυχώς έμενον
+εις αρκετήν απόστασιν, θα ήσαν ολιγώτερον επίφοβοι, αλλά και
+αυταί αι επιθέσεις των ιθαγενών υπό τοιαύτας περιστάσεις
+παρουσίαζον ωσαύτως ολιγωτέραν σπουδαιότητα.
+
+Ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού άπαξ επιβαίνοντες στερεάς τίνος
+σχεδίας, καλώς οπλισμένοι, θα ευρίσκοντο υπό καλλιτέρας
+συνθήκας όπως αμυνθώσιν. Το παν λοιπόν ήτο πώς να εύρωσι το
+ύδωρ. Δέον ωσαύτως να προσθέσωμεν ότι λαμβανομένης υπ' όψιν της
+καταστάσεως της κυρίας Βέλδων και του μικρού Ζακ, ο τρόπος
+ούτος της μεταφοράς ήρμοζε κάλλιον.
+
+Χείρες βεβαίως δεν έλειπον όπως βαστάσωσι το ασθενές παιδίον.
+
+Εν ελλείψει του ίππου του Χάρρη, ηδύναντο μάλιστα να
+κατασκευάσωσι φορείον εκ κλάδων, επί του οποίου θα ανεβιβάζετο
+η κυρία Βέλδων.
+
+Αλλά διά του τρόπου τούτου της μεταφοράς ήθελον απασχολήσει δύο
+εκ των μαύρων, ο δε Δικ Σανδ ήθελεν ευλόγως όλοι οι σύντροφοί
+του να είναι ελεύθεροι εις τας κινήσεις των διά πάσαν
+ενδεχομένην αιφνιδίαν προσβολήν.
+
+Είτα δε, κατά την κάθοδον του ρεύματος, ο νεαρός δόκιμος θα
+ευρίσκετο πάλιν εις το στοιχείον του.
+
+Το ζήτημα λοιπόν περιωρίζετο να μάθωσιν εάν υπήρχεν εις τα
+πέριξ ρυάκιόν τι δυνάμενον να χρησιμοποιηθή.
+
+Ο Δικ Σανδ εφρόνει τούτο δυνατόν, και ιδού διατί.
+
+Ο ποταμός όστις εξέβαλλεν εις τον Ατλαντικόν, εις το μέρος όπου
+εξώκειλε το «Πίλγριμ», δεν ηδύνατο να ανέρχηται πολύ προς
+βορράν, μήτε πολύ προς ανατολάς της επαρχίας, αφού οροσειρά
+πλησιεστάτη — αύτη εκείνη την οποίαν εξέλαβον ως τας
+Κορδελλιέρας — έκλειε τον ορίζοντα εκατέρωθεν.
+
+Λοιπόν, ή ο ποταμός κατήρχετο εκ των ύψεων εκείνων, ή έκαμπτε
+προς νότον, και κατά αμφοτέρας τας περιπτώσεις ο Δικ Σανδ
+ηδύνατο να βραδύνη μέχρις ου εύρη την διεύθυνσιν αυτού.
+
+Ίσως μάλιστα, πριν του ποταμού εκείνου, — καθότι είχε δικαίωμα
+να καλήται ούτω ως εκβάλων κατ' ευθείαν εις τον Ωκεανόν, — θα
+παρουσιάζετο ομόρρους τις αυτού, όστις θα ήρκει εις την
+μεταφοράν της μικράς συνοδείας. Εν πάση περιπτώσει, οίος δήποτε
+ρύαξ δεν θα ήτο μακράν.
+
+Πράγματι, κατά τα τελευταία μίλια της οδοιπορίας, η φύσις του
+εδάφους είχε μεταβληθή.
+
+Αι κλιτύες εχαμηλούντο και καθίσταντο υγραί. Εδώ και εκεί
+έρρεον στενά ρυάκια, μαρτυρούντα ότι το υπέδαφος περιείχε
+δίκτυον υδατώδες.
+
+Κατά την τελευταίαν ημέραν της πορείας, η συνοδεία παρέπλευσεν
+ένα των ρυάκων εκείνων των οποίων τα ύδατα, ερυθραθέντα υπό του
+σιδηρούχου οξειδίου, έψαυον τας ανωμάλους όχθας του.
+
+Να επανεύρωσιν αυτόν μήτε μακρόν μήτε δύσκολον ήτο.
+
+Προδήλως δεν θα ηδύνατο να κατέλθωσιν το χειμαρρώδες ρεύμα του,
+αλλά θα ήτο εύκολον να παρακολουθήσωσιν αυτόν μέχρι της εκβολής
+του είς τινα ομόρρουν μεγαλείτερον και ως εκ τούτου μάλλον
+πλευστόν.
+
+Τοιούτον υπήρξε το απλούστατον σχέδιον όπερ εσχημάτισεν ο Δικ
+Σανδ, αφού συνεσκέφθη μετά του γέροντος Τωμ.
+
+Eλθούσης της ημέρας, όλοι οι σύντροφοί των αφυπνίσθησαν ολίγον
+κατ' ολίγον.
+
+Η κυρία Βέλδων απέθεσε τον μικρόν της Ζακ, νυσταλέον έτι, εις
+τους βραχίονας της Ναν.
+
+Το παιδίον, αλλοιωθέν εκ του διαλείποντος πυρετού, επροξένει
+οίκτον εις τους βλέποντας.
+
+Η κυρία Βέλδων επλησίασε τον Δικ Σανδ.
+
+ — Δικ, ηρώτησεν αφού τον παρετήρησεν, πού είναι ο Χάρρης; Δεν
+τον βλέπω.
+
+Ο νεαρός δόκιμος εσκέφθη ότι αφίνων τους συντρόφους του να
+νομίζωσιν ότι επάτουν το έδαφος της Βολιβίας, δεν έπρεπε να
+τοις κρύψη την προδοσίαν του Αμερικανού.
+
+Χωρίς λοιπόν να διστάση.
+
+ — Ο Χάρρης, είπε, δεν είναι πλέον εδώ.
+
+ — Μήπως επροχώρησεν εμπρός; ηρώτησε ζωηρώς η κυρία Βέλδων.
+
+ — Έφυγε, κυρία Βέλδων, απήντησεν ο Δικ Σανδ. Ο Χάρρης εκείνος
+είναι προδότης, και είναι σύμφωνος μετά του Νεγορού όστις μας
+παρέσυρε μέχρις εδώ.
+
+ — Προς ποίον σκοπόν;
+
+ — Δεν ηξεύρω, αλλ' ό,τι ηξεύρω είναι ότι πρέπει να επανέλθωμεν
+όσον τάχος εις την παραλίαν.
+
+ — Εκείνος ο άνθρωπος . . . προδότης! επανέλαβεν η κυρία
+Βέλδων. Το προησθανόμην. Και νομίζεις, Δικ, ότι είναι σύμφορος
+μετά του Νεγορού;
+
+ — Ούτω πρέπει να είναι, κυρία Βέλδων. Ο άθλιος εκείνος εις τα
+ίχνη μας. Η τύχη συνήνωσε τους δύο τούτους αχρείους και . . .
+
+ — Και ελπίζω ότι δεν θα χωρισθώσιν, όταν τους επανεύρω, είπεν
+ο Ηρακλής. Θα σπάσω την κεφαλήν του ενός με την κεφαλήν του
+άλλου! προσέθηκεν ο γίγας εκτείνων τους δύο φοβερούς γρόνθους.
+
+ — Αλλά το τέκνον μου! ανέκραξεν η κυρία Βέλδων. Αι
+περιποιήσεις τας οποίας ήλπιζον να τω παρέξω εις την έπαυλιν
+του Αγίου Ευτυχούς!
+
+ — 0 Ζακ θα αναλάβη, απεκρίθη ο γέρων Τωμ, όταν πλησιάση εις το
+υγεινότερον μέρος της χώρας.
+
+ — Δικ, επανέλαβεν η κυρία Βέλδων, είσαι βέβαιος ότι ο Χάρρης
+μας επρόδωσε;
+
+ — Βεβαιότατος, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο νεαρός δόκιμος όστις
+επεθύμει να αποφύγη πάσαν εξήγησιν επί του αντικειμένου τούτου.
+
+ — Τούτου ένεκα έσπευσε να προσθέση, παρατηρών τον γέροντα
+μαύρον.
+
+ — Αυτήν την νύκτα, ο Τωμ και εγώ, ανεκαλύψαμεν την προδοσίαν
+του, και εάν δεν έφευγε πηδών επί του ίππου του, θα τον
+εφόνευον!
+
+ — Λοιπόν η έπαυλις εκείνη; . . .
+
+ — Δεν υπάρχει εις τα πέριξ μήτε έπαυλις, μήτε χωρίον, μήτε
+κώμη, απεκρίθη ο Δικ Σανδ. Σας επαναλαμβάνω, κυρία Βέλδων, ότι
+πρέπει να επανέλθωμεν εις την παραλίαν.
+
+ — Διά της ιδίας οδού, Δικ;
+
+ — Όχι, κυρία Βέλδων, αλλά θα ακολουθήσωμεν ρεύμα τι το οποίον
+θα μας επαναφέρη ακόπως και ακινδύνως εις την θάλασσαν. Ακόμη
+ολίγα μίλια πεζή, και δεν αμφιβάλλω . . .
+
+ — Ω! είμαι ισχυρά, Δικ! απεκρίθη η κυρία Βέλδων προσπαθούσα να
+καταβάλη την αδυναμίαν της. Θα περιπατήσω! Θα βαστάζω το τέκνον
+μου! . . .
+
+ — Είμεθα εδώ, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο Βαρθολομαίος, και θα
+βαστάσωμεν και υμάς.
+
+ — Ναι, ναι . . . προσέθηκεν ο Αυγουστίνος. Δύο κλάδοι δένδρου,
+φύλλα επ' αυτών . . .
+
+ — Ευχαριστώ, φίλοι μου, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, αλλά θέλω να
+περιπατήσω . . . Θα περιπατήσω. Εμπρός λοιπόν!
+
+ — Εμπρός! είπεν ο νεαρός δόκιμος.
+
+ — Δότε μοι τον Ζακ, είπεν ο Ηρακλής αρπάσας το παιδίον από τας
+αγκάλας της Ναν. Όταν δεν κρατώ τι κουράζομαι.
+
+Και ο αγαθός μαύρος έλαβε προσεκτικώς εις τας ευρώστους χείρας
+του το μικρόν κοιμώμενον παιδίον, όπερ ούτε αφυπνίσθη.
+
+Τα όπλα επιθεωρήθησαν μετά προσοχής. Όσαι έμενον ζωοτροφίαι
+συνηθροίσθησαν εις έν μόνον δέμα, εις τρόπον ώστε να δύναται να
+το βαστάζη είς.
+
+Ο Ακτέων το εφορτώθη εις τους ώμους του, και οι σύντροφοί του
+έμειναν τοιουτοτρόπως ελεύθεροι εις τας κινήσεις των.
+
+Ο εξάδελφος Βενέδικτος, του οποίου οι μακροί χαλύβδυνοι πόδες
+περιεφρόνουν πάντα κάματον, ήτο έτοιμος προς αναχώρησιν.
+
+Είχεν άρα γε παρατηρήσει την εξαφάνησιν του Χάρρη; Αδύνατον να
+βεβαιώσωμεν. Ολίγον τον έμελεν.
+
+Άλλως τε δε ευρίσκετο υπό το βάρος τρομεράς καταστροφής
+επελθούσης αυτώ.
+
+Τωόντι, σπουδαία ζημία, ο εξάδελφος Βενέδικτος έχασε το
+μικροσκόπιον και τας διόπτρας του.
+
+Ευτυχώς, ο Βαρθολομαίος εύρε τα δύο εκείνα πολύτιμα εργαλεία εν
+μέσω των μεγάλων χόρτων της στρωμνής του· αλλά, κατά την
+συμβουλήν του Δικ Σανδ, τα είχε φυλλάξει.
+
+Διά του τρόπου τούτου θα ήσαν βέβαιοι ότι το μεγάλον παιδίον θα
+έμενεν ήσυχον κατά την πορείαν, αφού ως ελέγετο δεν έβλεπε
+πέραν της άκρας της ρινός του.
+
+Τεθείς μεταξύ του Ακτέωνος και του Αυγουστίνου, μετά της ρητής
+διαταγής να μη τους εγκαταλείψη, ο αξιολύπητος Βενέδικτος
+ουδεμίαν αντίρρησιν έφερε, και ηκολούθησε την τάξιν του, ως
+τυφλός αγόμενος διά σχοινίου.
+
+Η μικρά συνοδεία δεν είχε προχωρήσει πεντήκοντα βήματα, ότε ο
+γέρων Τωμ την εσταμάτησεν αίφνης διά μιας λέξεως.
+
+ — Ο Δίγγος; είπε.
+
+ — Τωόντι ο Δίγγος δεν είναι εδώ, απεκρίθη ο Ηρακλής.
+
+Και διά της ισχυράς φωνής του εκάλεσε τον κύνα επανειλημένως.
+
+Ουδεμία υλακή απήντησεν.
+
+Ο Δικ Σανδ έμεινε σιωπηλός. Η απουσία του κυνός τον ελύπει,
+διότι θα προεφύλαττε την μικράν συνοδείαν από πάσης αιφνιδίας
+επιθέσεως.
+
+ — Μήπως ο Δίγγος ηκολούθησεν τον Χάρρην; ηρώτησεν ο Τωμ.
+
+ — Τον Χάρρην . . όχι απήντησεν ο Δικ Σανδ, αλλά θα κατώρθωσε
+να ορμήση κατά τα ίχνη του Νεγορού. Τον εμυρίσθη εδώ πλησίον.
+
+ — Ο απαίσιος εκείνος μάγειρος δεν θα αργήση να λάβη μίαν
+σφαίραν! ανέκραξεν ο Ηρακλής.
+
+ — Εκτός εάν ο Δίγκος προφθάσει και τον πνίξη, απήντησεν ο
+Βαρθολομαίος.
+
+ — Ίσως, είπεν ο νεαρός δόκιμος. Αλλά δεν δυνάμεθα να
+περιμένωμε την επιστροφήν του Δίγγου. Άλλως τε δε εάν ζη είναι
+αρκετά νοήμων ώστε να μας επανεύρη. Εμπρός λοιπόν!
+
+Ο καιρός ήτο θερμότατος. Ευθύς από της αυγής μεγάλα νέφη
+εκάλυπτον τον ορίζοντα. Ηπειλείτο θύελλα εν τω αέρι. Πιθανώς η
+ημέρα δεν θα ετελείωνε άνευ βροχής. Ευτυχώς το δάσος, αν και
+ολιγώτερον πυκνόν, διετήρει ολίγην δρόσον εις την επιφάνειαν
+του εδάφους. Εδώ και εκεί, υψίκομα δένδρα περιεκύκλουν λειμώνας
+κεκαλειμμένους υπό χόρτων υψηλών και πυκνών. Είς τινα μέρη,
+γιγανταίοι κορμοί, απηνθρακωμένοι ήδη, έκειντο κατά γης, —
+σημείον υπάρξεως γηπέδων ανθρακούχων, οία συναντά τις συχνάκις
+επί της αφρικανικής ηπείρου. Έπειτα, εις τα ανοικτά μέρη, των
+οποίων ο χλοερός τάπης ανεμιγνύετο μετά τίνων ροδίνων κλωνίων,
+τα άνθη εποίκιλλον τα χρώματά των, ζιγγιβέρεις κίτριναι ή
+κυαναί, λοβηλίαι ωχραί, ορχεοειδή ερυθρά, ακαταπαύστως
+επισκεπτόμενα υπό των γονιμοποιούντων αυτά εντόμων.
+
+Τα δένδρα δεν εσχημάτιζον πλέον τότε αδιαπεράστους συστάδας,
+αλλά τα είδη αυτών ήσαν ποικιλώτερα.
+
+Ήσαν ελαίαι, είδος φοινίκων, παρεχόντων έλαιον επιζήτητον εν
+Αφρική, βαμβακιαί, σχηματίζουσαι θάμνους υψηλούς οκτώ μέχρι
+δέκα ποδών, των οποίων τα ινώδη στελέχη παρήγον βάμβακα
+μακρόινον, σχεδόν ανάλογον προς τον του Φερναμπούκου.
+
+Εκεί κοπάλια εκκρίνοντα διά των υπό τινων εντόμων
+σχηματιζομένων οπών ευώδην ρητίνην, ρέουσαν μέχρι του εδάφους,
+ένθα εναπεθηκεύετο διά τας ανάγκας των ιθαγενών.
+
+Αλλαχού λεμονέαι, ροιαί εν αγρία καταστάσει και είκοσιν άλλα
+δενδροειδή φυτά, μαρτυρούντα την θαυμασίαν γονιμότητα του
+οροπεδίου εκείνου της κεντρικής Αφρικής.
+
+Εις πολλά μέρη ωσαύτως η όσφρησις προσεβάλλετο ευαρέστως υπό
+λεπτής τίνος οσμής βανίλλης, χωρίς να δύναταί τις να ανακαλύψη
+ποίον θαμνίον ανέδιδεν αυτήν
+
+Το σύνολον τούτο των δένδρων και φυτών εχλόαζεν αν και ήτο η
+ξηρά εποχή του έτους, και σπάνιαι θύελλαι επότιζον τα πλούσια
+εκείνα εδάφη.
+
+Ήτο λοιπόν η εποχή των πυρετών αλλά ως παρετήρησεν ο
+Λίβιγγστων, δύναταί τις εν γένει ν' απαλλαγή αυτών, φεύγων εκ
+του μέρους εις το οποίον προσεβλήθη υπ' αυτών.
+
+Ο Δικ Σανδ εγίνωσκε την παρατήρησιν ταύτην του μεγάλου
+περιηγητού και ήλπιζεν ότι ο μικρός Ζακ δεν θα την διέψευδε.
+
+Το είπε δε προς την κυρίαν Βέλδων, αφού παρετήρησεν ότι η
+περιοδική προσβολή δεν επανήλθεν ως εφοβούντο, και το παιδίον
+ανεπαύετο ησύχως εις τας αγκάλας του Ηρακλέους.
+
+Τοιουτοτρόπως εβάδιζον συνετώς και ταχέως.
+
+Ενίοτε εφαίνοντο πρόσφατα ίχνη διελεύσεως ανθρώπων ή ζώων.
+
+Οι κλάδοι των θάμνων και των βάτων αποκεχωρισμένοι ή
+τεθραυσμένοι επέτρεπον τότε να οδεύωσι μετ' ίσου βήματος.
+
+Αλλά, το πλείστον του χρόνου, πολλαπλά κωλύματα άτινα έπρεπε να
+υπερνικήσωσιν επεβράδυνον την πορείαν της μικράς συνοδείας προς
+μεγάλην δυσαρέσκειαν του Δικ Σανδ.
+
+Ήσαν λιάναι συμπεπλεγμέναι, τας οποίας δικαίως ηδύνατό τις να
+παραβάλη προς άτακτον εξαρτισμόν πλοίου, κληματίδες τινές
+όμοιοι προς δαμασκηνά ξίφη επίκυρτα, των οποίων η λεπίς θα ήτο
+πεποικιλμένη διά μακρών ακανθών, φυτικοί όφεις, μακροί
+πεντήκοντα μέχρις εξήκοντα ποδών, οίτινες είχον την ιδιότητα να
+στρέφωνται, όπως κεντώσι τον διαβάτην διά των οξέων κέντρων
+των.
+
+Οι μαύροι με τον πέλεκυν ανά χείρας, έκοπτον αφειδώς, αλλ' αι
+λιάναι εκείναι ανεφύοντο ακαταπαύστως από της επιφανείας του
+εδάφους μέχρι της κορυφής των υψηλοτάτων δένδρων, τα οποία
+περιέστεφον.
+
+Το ζωικόν βασίλειον δεν ήτο ολιγώτερον περίεργον του φυτικού
+βασιλείου εν τω μέρει εκείνω της επαρχίας.
+
+Τα πτηνά περιίπταντο απειράριθμα υπό την άφθονον εκείνην
+διακλάδωσιν, αλλ' εννοείται ότι ουδένα πυροβολισμόν είχον να
+φοβηθώσιν εκ μέρους ανθρώπων, οίτινες ουδέν άλλο εζήτουν ειμή
+να διέλθωσι κρυφίως και ταχέως.
+
+Υπήρχον εκεί μυριάδες μελεαγρίδων, ατταγάδες διαφόρων ειδών,
+δυσκόλως πλησιαζόμενοι, καί τινα των πτηνών εκείνων άτινα οι
+βόρειοι Αμερικανοί αποκαλούσι κατ' ονοματοποιίαν «βιπ πούαρ
+γουόλ» τριών δηλαδή συλλαβών παριστωσών ακριβώς τας κραυγάς
+των.
+
+Ο Δικ Σανδ και ο Τωμ ηδύναντο αληθώς να νομίσωσιν ότι
+ευρίσκοντο είς τινα επαρχίαν της νέας ηπείρου.
+
+Αλλά φευ! εγνώριζον πού ήσαν.
+
+Μέχρι τότε τα άγρια θηρία τοσούτον επικίνδυνα εν αφρική δεν
+είχον πλησιάσει την μικράν συνοδείαν. Είδον εις τον πρώτον
+εκείνον σταθμόν καμηλοπαρδάλεις τας οποίας ο Χάρρης θα
+υπεδείκνυε βεβαίως ως στρουθοκαμήλους — αλλ' εις μάτην την
+φοράν ταύτην.
+
+Τα ταχύποδα εκείνα ζώα διήρχοντο ταχέως, πτοηθέντα εκ της
+εμφανήσεως ανθρώπων εις τα σπανίως συχναζόμενα εκείνα δάση.
+
+Μακράν, εις την άκραν των λειμώνων υψούτο ενίοτε πυκνόν νέφος
+κονιορτού.
+
+Ήτο αγέλη βουβάλων καλπαζόντων μετά κρότου αμαξίων βαρέως
+φορτωμένων.
+
+Επί δύο μίλια, ο Δικ Σανδ ηκολούθησε τοιουτοτρόπως το ρεύμα του
+ρυακίου, όπερ ώφειλε να καταλήξη είς τινα σπουδαιότερον
+ποταμόν.
+
+Επεθύμει πολύ να εμπιστευθή τους συντρόφους του εις το ταχύ
+ρεύμα ενός των ποταμών της χώρας, φρονών ότι τοιουτοτρόπως οι
+κίνδυνοι και οι κόποι θα ήσαν ολιγώτεροι.
+
+Περί την μεταμεσημβρίαν, τρία μίλια είχον διανυθή άνευ
+δυσαρέστου τινός συναντήσεως. Ουδέν ίχνος Χάρρη ή Νεγορού. Ο
+Δίγγος δεν ανεφάνη.
+
+Έπρεπε να σταθμεύσωσιν όπως αναπαυθώσι και λάβωσιν ολίγην
+τροφήν.
+
+Η κατασκήνωσις εγένετο εντός λόχμης ινδοκαλάμων, ήτις εστέγασε
+καθ' ολοκληρίαν την μικράν συνοδείαν.
+
+Ολίγα είδον διαρκούντος του γεύματος. Η κυρία Βέλδων ανέλαβε
+πάλιν το μικρόν τέκνον της εις τας αγκάλας της· δεν απέσπα απ'
+αυτού τα βλέμματά της· δεν ηδύνατο να φάγη.
+
+ — Πρέπει να λάβητε ολίγην τροφήν, κυρία Βέλδων, τη επανέλαβε
+πολλάκις ο Δικ Σανδ. Τι θα γίνετε εάν σας λείψουν αι δυνάμεις;
+Φάγετε, φάγετε! Μετ' ολίγον θα αρχίσωμεν πάλιν την πορείαν μας
+και έν καλόν ρεύμα θα μας φέρη ακόπως εις την παραλίαν.
+
+Η κυρία Βέλδων παρετήρει ασκαρδαμυκτί τον Δικ Σανδ ενώ τη
+ωμίλει τοιουτοτρόπως.
+
+Οι φλογεροί οφθαλμοί του νεαρού δοκίμου εξέφραζον όλον το
+θάρρος υπό του οποίου κατείχετο.
+
+Βλέπουσα αυτόν τοιούτον, παρατηρούσα τους αγαθούς εκείνους
+μαύρους, γυνή ούσα και μήτηρ, δεν ήθελεν να απελπισθή εισέτι.
+Άλλως τε δε διατί να απελπισθή;
+
+Δεν ενόμιζεν ότι ευρίσκεται επί φιλοξένου γης;
+
+Κατ' αυτήν, η προδοσία του Χάρρη δεν ηδύνατο να έχη σοβαράς
+συνεπείας.
+
+Ο Δικ Σανδ εμάντευε τους διαλογισμούς αυτής και έκλινε την
+κεφαλήν.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'
+
+ΑΙ ΚΑΚΑΙ ΟΔΟΙ ΤΗΣ ΑΓΓΟΛΑΣ
+
+
+
+Κατ' εκείνην την στιγμήν, ο μικρός Ζακ αφιπνίσθη και επέρασε
+τους βραχίονάς του εις τον τράχηλον της μητρός του. Οι οφθαλμοί
+του ήσαν εις καλλιτέραν κατάστασιν. Ο πυρετός δεν είχεν
+επανέλθει.
+
+Είσαι καλλίτερα αγάπη μου; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων θλίβουσα το
+πάσχον τέκνον επί της καρδίας της.
+
+ — Ναι, μήτερ, απεκρίθη ο Ζακ, αλλά διψώ ολίγον. Δεν ηδυνήθησαν
+να δώσωσιν εις το παιδίον ειμή ύδωρ δροσερόν, εκ του οποίου
+έπιεν ευχαρίστως ολίγας σταγόνας.
+
+ — Και ο φίλος μου Δικ; ηρώτησεν.
+
+ — Εδώ είμαι, απεκρίθη ο Δικ Σανδ πλησιάσας και λαβών την χείρα
+του παιδίου.
+
+ — Και ο φίλος μου Ηρακλής . .
+
+ — Παρών ο Ηρακλής, κύριε Ζακ, απήντησεν ο γίγας πλησιάζων το
+αγαθόν του πρόσωπον.
+
+ — Και ο ίππος; ηρώτησεν ο μικρός Ζακ.
+
+ — Ο ίππος; Ανεχώρησε, κύριε Ζακ, απεκρίθη ο Ηρακλής. Τώρα εγώ
+είμαι ο ίππος! Εγώ σας φέρω. Μήπως ευρίσκετε το κάλπασμα
+δυνατόν;
+
+ — Όχι απεκρίθη ο μικρός Ζακ, αλλά τότε δεν έχω πλέον να κρατώ
+χαλινόν.
+
+ — Ω! θα μου βάλετε χαλινόν, εάν θέλετε, είπεν ο Ηρακλής
+ανοίγων το πλατύ στόμα του, και θα με σύρετε όσον σας
+ευχαριστεί.
+
+ — Ηξεύρεις ότι εγώ σχεδόν δεν θα σύρω.
+
+ — Θα έχετε άδικον, διότι έχω το στόμα σκληρόν.
+
+ — Αλλ' η έπαυλις του κυρίου Χάρρη; . . . ηρώτησε και πάλιν το
+μικρόν παιδίον.
+
+ — Θα φθάσωμεν μετ' ολίγον, Ζακ, είπεν η κυρία Βέλδων. Ναι . .
+. μετ' ολίγον . . .
+
+ — Θέλετε να επαναλάβωμεν την οδοιπορίαν; είπεν τότε ο Δικ
+Σανδ, διά να διακόψη την συνομιλίαν εκείνην.
+
+ — Ναι, Δικ, εμπρός, απεκρίθη η κυρία Βέλδων. Ηγέρθησαν λοιπόν
+όλοι και η πορεία επανελήφθη κατά την αυτήν τάξιν.
+
+Έπρεπε να διέλθωσι διά μέσου της πυκνάδος, και να μη
+εγκαταλίπωσι το ρεύμα του ρυακίου.
+
+Ναι μεν υπήρχον άλλοτε εκεί ατραποί τινες αλλ' αι ατραποί
+εκείναι απέθανον, κατά την εγχώριον έκφρασιν, ήτοι ότι
+κατεπλημμύρησαν αυτάς άκανθαι και θάμνοι.
+
+Εδέησε τότε να διανήσωσιν έν μίλιον υπό τοιαύτας συνθήκας και
+να δαπανήσωσι προς τούτο τρεις ώρας. Οι μαύροι ειργάζοντο
+αδιακόπως.
+
+Ο Ηρακλής αφού παρέδωκε πάλιν τον μικρόν Ζακ εις την Ναν, έλαβε
+μέρος εις την εργασίαν, και οποίον μέρος!
+
+Εξέπεμπε κραυγάς ηχηράς οσάκις περιέστρεφε τον πέλεκυν, και
+μέγα άνοιγμα εγίνετο εκεί, ως εάν υπήρχε παμφάγον πυρ.
+
+Ευτυχώς η κοπιώδης εκείνη εργασία δεν έμελλε να διαρκέση πολύ.
+
+Αφού διήνυσαν το πρώτον εκείνο μίλιον, είδον ευρύ άνοιγμα
+διερχόμενον το δάσος και απολήγον πλαγίως του ρύακος του οποίου
+παρηκολούθει την ακτήν.
+
+Ήτο δίοδος ελεφάντων, και τα ζώα ταύτα, κατά εκατοντάδας
+βεβαίως, είχον την συνήθειαν να κατέρχονται το μέρος εκείνο του
+δάσους.
+
+Μεγάλαι οπαί, γενόμεναι από των ποδών των τεραστίων παχυδέρμων
+εχάρασσον έδαφος κάθυγρον κατά την εποχήν των βροχών και του
+οποίου η σπογγώδης φύσις ήτο κατάλληλος εις αποτύπωσιν τοιούτων
+ιχνών.
+
+Μετ' ολίγον εφάνη ότι η δίοδος εκείνη δεν εχρησίμευε μόνον εις
+τα γιγαντιαία εκείνα ζώα.
+
+Ανθρώπινα όντα πλέον ή άπαξ θα διήλθον εκείθεν, αλλ' ως θα την
+διήρχοντο ποίμνια κτηνωδώς οδηγούμενα εις το σφαγείον.
+
+Τήδε κακείσε, οστά ευρίσκοντο επί του εδάφους, υπόλοιπα
+σκελετών ημιφαγωθέντων υπό των αγρίων θηρίων και των οποίων
+τινές έφερον εισέτι τα δεσμά του δούλου.
+
+Εν τη κεντρική Αφρική υπάρχουσι μακροί οδοί κατεσπαρμέναι
+τοιουτοτρόπως υπό ανθρωπίνων λειψάνων.
+
+Εκατοντάδας μιλίων διανύουσιν αι συνοδείαι και πολλοί δυστυχείς
+πίπτουσι καθ' οδόν υπό την μάστιγα των οδηγών, θνήσκοντες υπό
+του κόπου ή των στερήσεων, δεκατιζόμενοι υπό των ασθενειών.
+
+Πόσοι πάλιν σφάζονται υπό αυτών τούτων των σωματεμπόρων, όταν
+ελείψωσιν αι ζοωτροφίαι! Ναι όταν δεν έχωσι πλέον να τους
+θρέψωσι, τους φονεύουσι διά του πυροβόλου, διά της σπάθης, διά
+της μαχαίρας και αι σφαγαί αύται δεν είναι σπάνιαι!
+
+Ούτω λοιπόν, συνοδείαι δούλων θα διήλθον την οδόν εκείνην.
+
+Επί έν μίλιον, ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού προσέκρουσαν ανά
+παν βήμα εις τα διεσπαρμένα εκείνα οστά, αποδιώκοντες πληθύν
+αιγοθήλων οίτινες διά βαρείας πτήσεως έφευγον εις την
+προσέγγισίν του και περιεστρέφοντο εν τω αέρι.
+
+Η κυρία Βέλδων παρετήρει χωρίς να βλέπη.
+
+Ο Δικ Σανδ έτρεμε μήπως τον εξετάση, καθότι διετήρει την ελπίδα
+ότι ήθελε την επαναφέρει εις την παραλίαν, χωρίς να τη
+αποκαλύψη ότι η προδοσία του Χάρρη τους είχεν αποπλανήσει εις
+επαρχίαν αφρικανικήν.
+
+Ευτυχώς η κυρία Βέλδων δεν εζήτει εξηγήσεις περί όσων έβλεπεν.
+
+Ηθέλησε να αναλάβη το τέκνον της, και ο μικρός Ζακ, κοιμώμενος
+περιέσπα όλην την σκέψιν της.
+
+Ο Ναν εβάδιζε πλησίον της, και μήτε η μία μήτε η άλλη απέτεινον
+εις τον νεαρόν δόκιμον τας τρομεράς ερωτήσεις, τας οποίας ούτος
+εφοβείτο.
+
+Ο γέρων Τωμ επροχώρει με οφθαλμούς τεταπεινωμένους.
+
+Κάλλιστα εννόει διατί η ατραπός εκείνη ήτο κατεσπαρμένη υπό
+ανθρωπίνων οστέων.
+
+Οι σύντροφοι του παρετήρουν δεξιά και αριστερά έκπληκτοι,
+νομίζοντας ότι διήρχοντο απέραντον νεκροταφείον, του οποίου
+τους τάφους ανέτρεψε κατακλυσμός, αλλ' εβάδιζον σιωπηλώς.
+
+Εν τούτοις η κοίτη του ρυακίου εγίνετο βαθυτέρα και πλατυτέρα,
+συγχρόνως δε το ρεύμα αυτού ήτο ολιγώτερον χειμαρρώδες.
+
+Ο Δικ Σανδ ήλπιζεν ότι μετ' ολίγον ήθελε καταστή πλωτόν ή ότι
+θα εχύνετο εις άλλον τινά μεγαλύτερον ποταμόν, εισβάλλοντα εις
+τον Ατλαντικόν.
+
+Η μόνη λοιπόν απόφασις του νεαρού δοκίμου ήτο να ακολουθήση
+πάση θυσία το ρεύμα εκείνο.
+
+Ώστε δεν εδίστασε να εγκαταλείψη την δίοδον εκείνην, όταν είδεν
+ότι αύτη, ανερχομένη πλαγίως, απεμακρύνετο του ρυακίου.
+
+Η μικρά συνοδεία εισήλθεν εκ νέου εις το πυκνόν δάσος.
+
+Ώδευσε δε, τη βοηθεία του πελέκεως, διά μέσου των λιανών και
+των αδιαξιτήτως περιπεπλεγμένων κληματίδων.
+
+Αλλ' εάν τα φυτά εκείνα έφραττον το έδαφος, δεν ήτο όμως το
+πυκνόν εκείνο δάσος, όπερ εύρον κατά την είσοδον.
+
+Τα δένδρα εγίνοντο σπάνια. Μεγάλοι αστάχεις ινδοκαλάμων
+ωρθούντο μόνον άνωθεν των χόρτων, άτινα ήσαν τόσω υψηλά, ώστε
+μήτε ο Ηρακλής ηδύνατο να τα υπερβή κατά το ύψος.
+
+Η δίοδος της μικράς συνοδείας μόνον εκ της κινήσεως των
+στελεχών εκείνων ηδύνατο να παρατηρηθή.
+
+Κατά την ημέραν εκείνην, περί την τρίτην ώραν μετά μεσημβρίαν,
+η φύσις του εδάφους μετεβλήθη εντελώς.
+
+Ήσαν ευρείαι πεδιάδες αίτινες θα είχον καταπλημμυρισθή ολοτελώς
+κατά την εποχήν των βροχών.
+
+Το έδαφος μάλλον ελώδες, εκαλύπτετο υπό πυκνών βρύων, εφ' ων
+υπερέκειντο θελκτικώταται πτέριδες. Εάν εν τω μεταξύ συνήντων
+λοφίσκον τινά ξηρόν, αμέσως παρετήρουν τον φαιόν αιματίτην,
+τελευταία λείψανα βεβαίως πλουσίου τινός μεταλλικού στρώματος.
+
+Ο Δικ Σανδ ενθυμήθη τότε λίαν εγκαίρως, όσα είχεν αναγνώσει εν
+ταις περιοδείαις του Λιβηγγστώνος.
+
+Πλέον ή άπαξ ο τολμηρός περιηγητής εκινδύνευσε να ταφή εις τα
+έλη εκείνα, λίαν άπιστα εις τον πόδα.
+
+ — Προσέχετε, φίλοι μου, είπε προπορευόμενος. Δοκιμάζετε το
+έδαφος, πριν πατήσετε επ' αυτού.
+
+ — Τωόντι, είπεν ο Τωμ, θα έλεγέ τις ότι αυτά τα χώματα
+εποτίσθησαν από της βροχής και εν τούτοις δεν έβρεξε κατά τας
+τελευταίας ταύτας ημέρας.
+
+ — Όχι απεκρίθη ο Βαρθολομαίος, αλλ' η καταιγίς δεν είναι
+μακράν.
+
+ — Λόγος ισχυρότερος, απήντησεν ο Δικ Σανδ, να σπεύσωμεν να
+υπερβώμεν το έλος τούτο πριν ή εκραγή. — Ηρακλή, λάβε πάλιν τον
+μικρόν Ζακ εις τας αγκάλας σου. Βαρθολομαίε, Αυγουστίνε, μένετε
+πλησίον της κυρίας Βέλδων, εις τρόπον ώστε να δυνηθήτε να την
+υποστηρίξετε εν ανάγκη. — Υμείς δε, κύριε Βενέδικτε. Ε! τι
+κάμνετε, κύριε Βενέδικτε;
+
+ — Πίπτω! απεκρίθη απλούστατα ο εξάδελφος Βενέδικτος, όστις
+εγένετο άφαντος, ως εάν καταπακτή τις ηνεώχθη αιφνιδίως υπό
+τους πόδας του.
+
+Τωόντι ο δυστυχής εκείνος είχεν εμπέσει είς τινα χαράδραν και
+εβυθίσθη μέχρι της μέσης εντός στερεού πηλού.
+
+Τω έτεινον τας χείρας, και ηγέρθη πλήρης ιλύος, αλλά λίαν
+ευχαριστημένος διότι το πολύτιμον εντομολογικόν κιβώτιόν του
+δεν έπαθε τίποτε.
+
+Ο Ακτέων ετέθη πλησίον του, προσταχθείς να προλαμβάνη πάσαν
+νέαν πτώσιν του απροσέκτου μύωπος.
+
+Άλλως τε ο εξάδελφος Βενέδικτος κακώς εξελέξατο την χαράδραν
+εκείνην, εν ή κατεβυθίσθη.
+
+Ότε τον ανέσυρον εκ του βορβορώδους εκείνου εδάφους, πλήθος
+πομφολύγων ανήλθον εις την επιφάνειαν, αίτινες διαρραγείσαι
+ανέδωσαν αέρια πνιγηράς οσμής.
+
+Ο Λίβιγγστων όστις ενίοτε και μέχρι του στήθους εβυθίσθη εις
+τοιαύτην ιλύν, παρέβαλε τας γαίας ταύτας προς σύνολον
+υπερμεγεθών σπόγγων πεπλασμένων εκ γης μελαίνης και πορόδους,
+από των οποίων ανεπήδων άπειρα ρυάκεια, οσάκις ο πους επάτει
+επ' αυτών.
+
+Αι δίοδοι εκείναι ήσαν πάντοτε επικίνδυνοι.
+
+Επί ήμισυ μίλιον ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού ηναγκάσθησαν να
+βαδίζωσιν επί του σπογγώδους εκείνου εδάφους.
+
+Εγένετο μάλιστα τούτο τοσούτω κακόν, ώστε η κυρία Βέλδων
+εσταμάτησε, καθότι εβυθίζετο μέχρι κνήμης εν τη χαράδρα.
+
+Ο Ηρακλής, ο Βαρθολομαίος και Αυγουστίνος, θελήσαντες να την
+απαλλάξωσι από τον κόπον τοιαύτης δυσχερούς διαβάσεως της
+ελώδους εκείνης πεδιάδος, κατεσκεύασαν φορείον εξ ινδοκαλάμων,
+επί του οποίου εκείνη συγκατετέθη να αναβή.
+
+Ο Μικρός Ζακ ετέθη εις τας αγκάλας της και ήρχισαν πάλιν να
+διασχίζωσιν όσω το δυνατόν ταχύτερον το λοιμώδες εκείνο έλος.
+
+Αι δυσχέρειαι υπήρξαν μεγάλαι.
+
+Ο Ακτέον εκράτει ισχυρώς τον εξάδελφον Βενέδικτον.
+
+Ο Τωμ εβοήθει την Ναν, ήτις άνευ αυτού πολλάκις θα εβυθίζετο
+είς τινα ρωγμήν.
+
+Οι τρεις άλλοι μαύροι εβάσταζον το φορείον.
+
+Προπορευόμενος ο Δικ Σανδ εξήταζε το έδαφος.
+
+Η εκλογή της θέσεως, όπου έπρεπε να θέσωσι τον πόδα δεν εγίνετο
+ευκόλως.
+
+Έπρεπε κατά προτίμησιν να βαδίζωσιν επί των οφρύων, τας οποίας
+εκάλυπτε πυκνόν και σκληρόν χόρτον αλλά πολλάκις δεν ευρίσκετο
+σημείον στηρίγματος και εβυθίζοντο μέχρι γόνατος εν τω βορβόρω.
+
+Τέλος, περί την πέμπτην ώραν της εσπέρας, υπερπηδηθέντος του
+έλους το έδαφος επανέλαβεν αρκούσαν σκληρότητα, χάρις εις την
+αργιλώδη φύσιν του αλλ' ησθάνετό τις υγρόν εις τα υποκάτωθεν.
+
+Προφανώς τα εδάφη εκείνα ήσαν χαμηλώτερα των γειτονικών αυτών
+ποταμών, και το ύδωρ διέρεε διά των πόρων.
+
+Κατ' εκείνην την στιγμήν, η θερμότης κατέστη υπερβολική. Θα ήτο
+μάλιστα αφόρητος, εάν πυκνά θυελλώδη νέφη δεν παρενεβάλλοντο
+μεταξύ των φλογερών ακτίνων και του εδάφους.
+
+Μακρυναί αστραπαί ήρχιζον να διασχίζωσι τα νέφη και υπόκωφοι
+βρονταί εμυκώντο εις τα βάθη του ουρανού. Έμελλε να εκραγή
+τρομερά θύελλα.
+
+Οι τοιούτοι κατακλυσμοί είναι φοβεροί εις αφρικήν, βροχαί
+χειμαρρώδεις, ανεμοστρόβιλοι εις ους και αυτά τα στερεότερα δεν
+δύνανται να ανθέξωσι, κεραυνοί αλλεπάλληλοι, τοιαύτη η πάλη των
+στοιχείων υπό το πλάτος εκείνο.
+
+Ο Δικ Σανδ εγίνωσκε τούτο καλώς, και κατελήφθη υπό μεγίστης
+ανησυχίας. Δεν ηδύναντο να διέλθωσι την νύκτα αστέγαστοι.
+
+Η πεδιάς ηδύνατο να κατακλυσθή και ουδέν μέρος εφαίνετο
+κατάλληλον να χρησιμεύση ως καταφύγιον.
+
+Αλλά το καταφύγιον πού να το ζητήσωσιν εις το έρημον εκείνο
+άνευ δένδρων, άνευ θάμνων, κοίλωμα;
+
+Και αυτά τα έγκατα του εδάφους δεν θα το έδιδαν.
+
+Εις δύο πόδας υπό την επιφάνειαν θα εύρισκον ύδωρ.
+
+Εντούτοις προς βορράν σειρά λόφων ουχί υψηλών εφαίνετο
+περιορίζουσα την ελώδη πεδιάδα.
+
+Ωμοίαζεν ως το πλαίσιον της κοιλότητος του εδάφους
+
+Δένδρα τινά εφαίνοντο επί της τελευταίας τινός ζώνης μάλλον
+ανοιχτής, την οποίαν τα νέφη εσχημάτιζον εις την γραμμήν του
+ορίζοντος.
+
+Εκεί, εάν δεν ευρίσκετο εισέτι καταφύγιον, η μικρά συνοδεία δεν
+θα εκινδύνευε τουλάχιστον να καταληφθή υπό της επερχομένης
+θυέλλης.
+
+Εκεί ήτο ίσως η σωτηρία πάντων. — Εμπρός, φίλοι μου, εμπρός!
+επανελάμβανεν ο Δικ Σανδ. Τρία μίλια εισέτι, και θα ήμεθα εν
+πλειοτέρα ασφάλεια ή εν τη πεδιάδι.
+
+ — Εμπρός! εμπρός! ανέκραξεν ο Ηρακλής. Ο αγαθός μαύρος ήθελε
+να λάβη όλους εις τας αγκάλας του και να τους φέρη αυτός μόνος.
+
+Αι λέξεις αύται ενεψύχουν τους θαρραλέους εκείνους ανθρώπους,
+και μεθ' όλους τους καμάτους μιας ημέρας πορείας επροχώρουν
+ταχύτερον τότε ή κατά την έναρξιν της οδοιπορείας.
+
+Όταν εξεράγη η θύελλα, το μέρος εις ο έπρεπε να φθάσωσιν
+ευρίσκετο εισέτι δύο μίλια μακράν. Ευτυχώς η βροχή δεν
+συνώδευσε τας πρώτας αστραπάς, αίτινες αντηλλάγησαν μεταξύ του
+εδάφους και των ηλεκτρικών νεφών.
+
+Η σκοτία τότε εγένετο σχεδόν τελεία, ει και ο ήλιος δεν
+εξηφανίσθη όπισθεν του ορίζοντος.
+
+Αλλ' ο θόλος των ατμών εταπεινούτο ολίγον κατ' ολίγον, ως εάν
+ηπείλει να καταρρεύση — κατάρρευσις ήτις έμελλε να διαλυθή εις
+βροχήν χειμαρρώδη.
+
+Αστραπαί, ερυθραί ή κυαναί, διέσχιζον αυτόν εις μύρια μέρη και
+περιέζωνον την πεδιάδα δι' αδιεξιτήτου δικτύου πυρών.
+
+Εικοσάκις ο Δικ και οι μετ' αυτού εκινδύνευσαν να
+κεραυνοβοληθώσιν.
+
+Επί του οροπεδίου εκείνου του αδένδρου, εσχημάτιζον τα μόνα
+εξέχοντα σημεία και ηδύναντο να ελκύσωσι τας ηλεκτρικάς βολάς.
+
+Ο Ζακ, αφυπνισθείς υπό των κρότων του κεραυνού, εκρύπτετο εις
+τας αγκάλας του Ηρακλέους.
+
+Εφοβήθη μεν το πτωχόν παιδίον, αλλά δεν ήθελε να το αποδείξη
+εις την μητέρα του διά να μη την λυπήση περισσότερον.
+
+Ο Ηρακλής, οδεύων μεγάλοις βήμασι, τον παρηγόρει όσον ηδύνατο.
+
+ — Μη φοβείσθε, Ζακάκι, επανελάμβανεν. Εάν ο κεραυνός μας
+πλησιάση, θα τον σπάσω εις δύο με την μίαν μόνον χείρα. Είμαι
+δυνατώτερος αυτού.
+
+Και αληθώς, η δύναμις του γίγαντος καθησύχαζεν ολίγον τον
+μικρόν Ζακ.
+
+Εν τούτοις δεν θα εβράδυνε να πέση και τότε τα νέφη εκείνα
+συμπυκνούμενα θα κατέρριπτον χειμάρρους.
+
+Τι θα εγίνοντο η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής, εάν δεν
+εύρισκον καταφύγιόν τι;
+
+Ο Δικ Σανδ έστη προς στιγμήν πλησίον του γέροντος Θωμά.
+
+ — Τι να πράξωμεν; είπε.
+
+ — Να εξακολουθήσωμεν την πορείαν μας, κύριε Δικ, απήντησεν ο
+Τωμ. Δεν ειμπορούμεν να μείνωμεν εις αυτήν την πεδιάδα, την
+οποίαν θα μεταβάλη μετ' ολίγων εις βάλτον.
+
+ — Όχι, Τωμ, όχι! αλλά καταφύγιον πού; ποίον; έστω και μία
+καλύβη! . . .
+
+Ο Δικ Σανδ διέκοψε αποτόμως την φράσιν του. Αστραπή τις
+λευκοτέρα εφώτισεν όλην την πεδιάδα.
+
+ — Τι βλέπω εκεί, έν τέταρτον μιλίου μακράν; . . . ανέκραξεν ο
+Δικ Σανδ.
+
+ — Ναι, και εγώ είδον . . . . απεκρίθη ο γέρων Τωμ κινών την
+κεφαλήν.
+
+ — Δεν είναι στρατόπεδον;
+
+ — Ναι, κύριε Δικ . . . θα είναι στρατόπαιδον ιθαγενών.
+
+Νέα αστραπή επέτρεψε να παρατηρήσωσι καθαρώτερον το
+στρατόπαιδον εκείνο, όπερ κατείχε μέρος της απεράντου πεδιάδος.
+
+Εκεί πράγματι υψούτο εκατοντάς κωνικών σκηνών, συμμέτρως
+τεταγμένων και εχουσών ύψος δώδεκα μέχρι δεκαπέντε ποδών. Άλλως
+τε δε ούτε είς στρατιώτης εφαίνετο.
+
+Μήπως ήσαν κεκλεισμένοι υπό τας σκηνάς των, όπως αφήσωσι να
+παρέλθη η θύελλα, ή μήπως το στρατόπεδον ήτο εγκαταλελειμένον;
+
+Εν τη πρώτη περιπτώσει ο Δικ Σανδ, οίαι δήποτε και αν ήσαν αι
+απειλαί του ουρανού, έπρεπε να φύγη όσον τάχιστα· Εν τη δευτέρα
+εκεί θα ήτο ίσως το ζητούμενον καταφύγιον.
+
+ — Θα το μάθω, είπεν.
+
+Είτα, αποτεινόμενος προς τον γέροντα Τωμ·
+
+ — Μείνετε, εδώ, προσέθηκε. Να μη με ακολουθήση κανείς. Θα
+υπάγω να κατασκοπεύσω το στρατόπεδον εκείνο.
+
+ — Αφήσατε να σας συνοδεύση είς εξ ημών, κύριε Δικ.
+
+ — Όχι, Τωμ. Θα υπάγω μόνος. Ειμπορώ να πλησιάσω, χωρίς να
+φανώ. Μείνετε.
+
+ — Η μικρά συνοδεία, ης προεπορεύοντο ο Τωμ και ο Δικ Σανδ,
+έστη. Ο νεαρός δόκιμος απεσπάσθη αμέσως και εγένετο άφαντος εν
+μέσω της σκοτίας, ήτις ήτο βαθυτάτη, όταν αι αστραπαί δεν
+διέσχιζον τα νέφη.
+
+Μεγάλαι σταγόνες βροχής ήρχιζον ήδη να πίπτωσι.
+
+ — Τι συμβαίνει; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων πλησιάσασα τον γέροντα
+μαύρον.
+
+ — Είδομεν ένα στρατόπεδον, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο Τωμ, έν
+στρατόπεδον . . . ή ίσως χωρίον, και ο πλοίαρχός μας ηθέλησε να
+υπάγη να το κατασκοπεύση, πριν μας φέρη εκεί.
+
+Η κυρία Βέλδων ηρκέσθη εις την απάντησιν εκείνην.
+
+Μετά τρία λεπτά, ο Δικ Σανδ επέστρεψεν.
+
+ — Έλθετε! Έλθετε! έκραξε διά φωνής μαρτυρούσης όλην την
+ευχαρίστησίν του.
+
+ — Το στρατόπεδον είναι εγκαταλελειμένον; ηρώτησεν ο Τωμ.
+
+ — Δεν είναι στρατόπεδον! απεκρίθη ο νεαρός δόκιμος, μήτε
+χωρίον! είναι μυρμηκιαί.
+
+ — Μυρμηκιαί! ανέκραξεν ο εξάδελφος Βενέδικτος, τον οποίον
+εξήγειρεν η λέξις αύτη.
+
+ — Ναι, κύριε Βενέδικτε, αλλά μυρμηκιαί υψηλαί δώδεκα πόδας
+τουλάχιστον, και εις τας οποίας θα προσπαθήσωμεν να χωθώμεν.
+
+ — Αλλά τότε απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος θα είναι μυρμηκιαί
+των φιλοπολέμων ή των αδηφάγων τερμιτών! Μόνον τα ευφυή ταύτα
+έντομα εγείρουσι τοιαύτα μνημεία, τα οποία θα ετίμων και τους
+περιφημοτέρους αρχιτέκτονας.
+
+ — Είτε είναι είτε δεν είναι τερμίται, κύριε Βενέδικτε,
+απήντησεν ο Δικ Σανδ, πρέπει να τους εκτοπίσωμεν και να
+καταλάβωμεν την θέσιν των.
+
+ — Θα μας καταφάγωσι. Και θα έχωσι δίκαιον.
+
+ — Δρόμον, δρόμον!
+
+ — Περιμένετε δα! είπε πάλιν ο εξάδελφος Βενέδικτος. Ενόμιζον
+ότι αι μυρμηκιαί αύται ευρίσκονται μόνον εις την Αφρικήν!
+
+ — Εμπρός! έκραξε διά τελευταίαν φοράν ο Δικ Σανδ με είδος τι
+αποτομότητος, τόσον εφοβείτο μήπως ήκουσεν η κυρία Βέλδων την
+υπό του εντομολόγου προφερθείσαν τελευταίαν ταύτην λέξιν.
+
+Ηκολούθησαν τον Δικ Σανδ εν πάση σπουδή. Είχεν εγερθή μανιώδης
+άνεμος. Παχείαι σταγόνες χιόνος έπιπτον επί του εδάφους. Μετ'
+ολίγας στιγμάς, η λαίλαψ θα καθίστατο αφόρητος.
+
+Μετ' ολίγον έφθασαν εις ένα των εν τη πεδιάδι ορθουμένων
+εκείνων κώνων, όσον δε και αν ήσαν απειλητικοί οι τερμίται, δεν
+έπρεπε να διστάσωσιν όπως συμμεθέξωσι την κατοικίαν των, εάν
+δεν ήθελον δυνηθή να τους αποδιώξωσι.
+
+Εις το κάτω μέρος του κώνου, κατασκευασμένη εξ είδους τινος
+ερυθρωπής αργίλου, ηνοίγετο στενωτάτη οπή, την οποίαν ο Ηρακλής
+επλάτυνεν εις ολίγας στιγμάς διά της μαχαίρας του, ούτως ώστε
+να δύναται να διέλθη δι' αυτής άνθρωπος ως αυτός.
+
+Προς μεγίστην έκπληξιν του εξαδέλφου Βενεδίκτου δεν ενεφανίσθη
+ούτε είς εκ των χιλιάδων εκείνων των τερμιτών, οίτινες έπρεπε
+να κατέχωσι την μυρμηκιάν. Ο κώνος λοιπόν ήτο εγκαταλελειμένος;
+
+Ευρυνθείσης της οπής, ο Δικ και οι μετ' αυτού εισήλθον εκεί και
+ο Ηρακλής εξηφανίσθη τελευταίος, καθ' ήν στιγμήν η βροχή έπιπτε
+μετά τοσαύτης μανίας, ώστε εφαίνετο σβύνουσα τας αστραπάς.
+
+Αλλά δεν εφοβούντο πλέον την καταιγίδα εκείνην. Ευτυχής
+συγκυρία είχε προμηθεύσει εις την μικράν συνοδείαν το στερεόν
+εκείνο καταφύγιον, καλλίτερον σκηνής, καλλίτερον καλύβης
+ιθαγενούς.
+
+Ήτο είς εκ των κώνων εκείνων οίτινες κατά την σύγκρισιν του
+υποπλοιάρχου Καμερών, ένεκεν της υπό τοσούτω μικρών εντόμων
+κατασκευής αυτών, είναι καταπληκτικότεροι των πυραμίδων της
+Αιγύπτου, οικοδομηθεισών υπό ανθρωπίνων χειρών.
+
+«Είναι λέγει, ως εάν λαός τις έκτισε το όρος Έβερστ το
+υψηλότερον των Ιμαλαΐων ορέων!»
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'.
+
+ΜΑΘΗΜΑ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΥΡΜΗΚΩΝ ΕΝ ΜΥΡΜΗΚΩΝΙ
+
+
+
+Κατ' εκείνην την στιγμήν, η θύελλα εξερήγνυτο μετά βιαιότητος
+αγνώστου εις τα εύκρατα πλάτη.
+
+Κατά θείαν πρόνοιαν ο Δικ Σανδ και μετ' αυτού εύρον το
+καταφύγιον εκείνο.
+
+Τωόντι η βροχή δεν έπιπτε πλέον κατά σταγόνας διακεκριμένας,
+αλλά κατά ρύακας ύδατος ποικίλου πάχους.
+
+Ενίοτε ήτο συμπαγής μάζα και ομοιάζουσα καταρράκτην, Νιαγάραν.
+
+Φαντασθήτε εναέριον δεξαμενήν, περιέχουσαν ολόκληρον θάλασσαν,
+και ανατρεπομένην αιφνιδίως.
+
+Υπό τοιαύτας ροάς το έδαφος πλημμυρίζει, αι πεδιάδες
+μεταβάλλονται εις λίμνας, οι ρύακες εις χειμάρρους, οι ποταμοί
+εκχειλίζουσι και καλύπτουσιν ευρυτάτας εκτάσεις.
+
+Εναντίον του ό,τι συμβαίνει εις τας ευκράτους ζώνας ένθα αι
+θύελλαι δεν έχουσι μεγάλην διάρκειαν, εν Αφρική, όσον ισχυραί
+και αν ήναι, διαρκούσιν ημέρας ολοκλήρους.
+
+Πώς τόσος ηλεκτρισμός αποθηκεύεται εις τα νέφη; πώς τόσοι ατμοί
+συσωρεύονται; είναι δύσκολον να το εξηγήση τις.
+
+Και όμως συμβαίνει και δύναταί τις να υποθέση ότι μετεφέρθη εις
+τας εκτάκτους εποχάς της κατακλυσμιαίας περιόδου. Ευτυχώς ο
+μηρμηκών, πυκνότατος κατά τας πλευράς ήτο εντελώς αδιαπέραστος.
+
+Καλύβη καστόρων, εκ πηλού καλώς κατεργασθείσα, δεν θα ήτο
+μάλλον στεγανή.
+
+Χείμαρρος ηδύνατο να διέλθη υπεράνω αυτού, χωρίς ουδέ μία
+σταγών να εισδύση διά των πόρων αυτού.
+
+Άμα ο Δικ και οι μετ' αυτού κατέλαβον τον κώνον, ησχολήθησαν να
+εξετάσωσι την εσωτερικήν διασκευήν. Ήναψαν λυχνίαν και ο
+μυρμηκών εφωτίσθη επαρκώς.
+
+Ο κώνος εκείνος είχε δώδεκα ποδών ύψος και ένδεκα πλάτος, εκτός
+του ανωτέρου μέρους όπερ εστρογγυλούτο εν σχήματι
+κεφαλοσακχάρου.
+
+Πανταχού, το πάχος των πλευρών ήτο ενός ποδός περίπου, κενόν τι
+δε υπήρχε μεταξύ των σειρών των κυψελών, αίτινες εκάλυπτον
+αυτάς.
+
+Αν και εκπλήττεται τις διά την κατασκευήν τοιούτων κτιρίων,
+οφειλομένων εις τας βιομηχανικάς φάλαγγας εντόμων, ουχ' ήττον
+είναι αληθές ότι ευρίσκονται συχνάκις εις τα ενδότερα της
+Αφρικής.
+
+Ολλανδός τις περιηγητής του παρελθόντος αιώνος, ο Σμήθμαν,
+ανήλθε μετά τεσσάρων συντρόφων του εις την κορυφήν ενός
+τοιούτου κώνου.
+
+Εν τω Λουνδέ, ο Λίβιγγστων παρετήρησε πολλούς τοιούτους
+μυρμηκώνας, εκτισμένους δι' ερυθράς αργίλου και έχοντες ύψος
+δεκαπέντε και είκοσι ποδών.
+
+Ο υποπλοίαρχος Καμερών εξέλαβε πολλάκις ως στρατόπεδον τας
+συσσωρεύσεις ταύτας των κώνων, αίτινες ωρθούντο εν τη πεδιάδι
+της Νυαγγβέ.
+
+Έστη μάλιστα ενώπιον αληθών οικοδομημάτων, ουχί είκοσι ποδών,
+αλλά τεσσαράκοντα και πεντήκοντα, τεραστίων στρογγύλων κώνων
+κοσμουμένων διά κωδωνίσκων ως ο θόλος καθεδρικού ναού, ως
+εκείνους τους οποίους κέκτηται η μεσημβρινή Αφρική.
+
+Εις ποίον είδος μυρμήκων ωφείλετο η θαυμασία οικοδομή των
+μυρμηκώνων τούτων;
+
+ — Εις τον φιλοπόλεμον τερμίτην, είχεν αποκριθή αδιστάκτως ο
+εξάδελφος Βενέδικτος, άμα αναγνωρίσας την φύσιν της ύλης εξ ης
+κατεσκευάσθησαν.
+
+Και πράγματι, αι πλευραί ήσαν κατεσκευασμέναι εξ ερυθρωπής
+αργίλου. Εάν ήσαν κατεσκευασμέναι εξ άλλης γης, θα απεδίδοντο
+εις τον «δηκτικόν τερμίτην» ή τον «άγριον τερμίτην».
+
+Ως βλέπομεν τα έντομα ταύτα έχουσιν ονόματα ήκιστα
+ενθαρρυντικά, άτινα μόνον εις σπουδαίον εντομολόγον, οίος ήτο ο
+εξάδελφος Βενέδικτος ηδύναντο να αρέσκωσι.
+
+Το κεντρικόν μέρος του θόλου, εν τω οποίω κατ' αρχάς η μικρά
+συνοδεία εύρε θέσιν και όπερ εσχημάτιζε το εσωτερικόν κενόν,
+δεν θα ήρκη να την περιλάβη· αλλά ευρείαι κοιλότητες
+αλλεπάλληλοι εσχημάτιζον τοσαύτας καλύβας, εν ταις οποίαις
+άνθρωπος μεσαίου αναστήματος ηδύνατο να συμμμαζευθή.
+
+Φαντασθήτε σειράν ερμαρίων ανοικτών, εις το βάθος δε των
+ερμαρίων εκείνων, εκατομμύρια κοιλωμάτων κατειλημμένων υπό
+τερμιτών, και θα εννοήσετε ευκόλως την εσωτερικήν διασκευήν του
+μυρμηκώνος.
+
+Εν συντόμω, τα ερμάρια εκείνα ήσαν επιτεθειμένα επαλλήλως ως αι
+κλίναι των κοιτωνίσκων των πλοίων, και εις τα ανώτερα πλαίσια
+κατέφυγον η κυρία Βέλδων, ο μικρός Ζακ, η Ναν και ο εξάδελφος
+Βενέδικτος.
+
+Εις το κατώτερον πάτωμα συνεσπειρώθησαν ο Αυγουστίνος, ο
+Βαρθολομαίος και ο Ακτέων.
+
+Ο Δικ Σανδ, ο Τωμ και ο Ηρακλής έμειναν εις το κατώτερον μέρος
+του κώνου.
+
+ — Φίλοι μου, είπε τότε προς τους δύο μαύρους ο νεαρός δόκιμος,
+το έδαφος αρχίζει να υγραίνηται. Πρέπει λοιπόν να το
+επιχωματώσωμεν ρίπτοντες επ' αυτού την άργιλον της βάσεως· αλλ'
+ας προσέξωμεν μη φράξωμεν την οπήν δι' ης εισέρχεται ο
+εξωτερικός αήρ. Δεν πρέπει να κινδυνεύσωμεν να πνιγώμεν εντός
+του μυρμηκώνος τούτου!
+
+ — Μίαν μόνην νύκτα θα διέλθωμεν εδώ, απεκρίθη ο γέρων Τωμ.
+
+ — Λοιπόν, ας προσπαθήσωμεν να αναπαυθώμεν ύστερον από τόσους
+κόπους. Από δέκα ήδη ημερών, είναι η πρώτη φορά καθ' ήν δεν θα
+κοιμηθώμεν εις το ύπαιθρον.
+
+ — Από δέκα ημερών! επανέλαβεν ο Τωμ.
+
+ — Άλλως τε δε, προσέθηκεν ο Δικ Σανδ, αφού ο κώνος ούτος
+σχηματίζει στερεόν καταφύγιον, ίσως θα είναι καλόν να μείνωμεν
+είκοσι τέσσαρας ώρας. Κατά το διάστημα τούτο, θα μεταβώ προς
+εξιχνίασιν του ρεύματος, όπερ ζητούμεν και το οποίον δεν πρέπει
+να είναι μακράν. Νομίζω μάλιστα ότι, μέχρι της στιγμής καθ' ήν
+θα κατασκευάσωμεν σχεδίαν, προτιμότερον είναι να μη
+εγκαταλίπωμεν το καταφύγιον τούτο. Τοιουτοτρόπως θα αποφύγωμεν
+την καταιγίδα. Ας σχηματίσωμεν λοιπόν έδαφος μάλλον ξηρόν.
+
+Αι διαταγαί του Δικ Σανδ εξετελέσθησαν αμέσως.
+
+Ο Ηρακλής εκρήμνισε διά του πελέκεως το πρώτον πάτωμα των
+κοιλοτήτων, όπερ συνέκειτο εξ αργίλου ευθρύπτου.
+
+Τοιουτοτρόπως ανύψωσε κατά ένα ολόκληρον πόδα το εσωτερικόν
+μέρος του ελώδους εδάφους επί του οποίου εβασίζετο ο μυρμηκών,
+και ο Δικ Σανδ εβεβαιώθη ότι ο αήρ ηδύνατο να εισέρχηται
+ελευθέρως εις το εσωτερικόν του κώνου διά της ανοικτής εις την
+βάσιν οπής . .
+
+Κατ' ευτυχή βεβαίως συγκυρίαν η μυρμηκιά εκείνη είχεν
+εγκαταλειφθή υπό των τερμιτών, διότι εάν ευρίσκοντο εκεί
+χιλιάδες τινές εκ των μυρμήκων τούτων θα ήτο ακατοίκητος.
+
+Αλλ' είχεν άραγε εκκενωθή προ πολλού, ή τα αδηφάγα εκείνα
+νευρόπτερα προ ολίγου εγκατέλιπον αυτήν; Δεν ήτο περιττή η
+ερώτησις αύτη.
+
+Ο εξάδελφος Βενέδικτος εποίησε πρώτος την σκέψιν ταύτην,
+τοσούτον εξεπλάγη διά την εγκατάλειψιν ταύτην, και επείσθη μετ'
+ολίγον ότι η μετατανάστευσις ήτο πρόσφατος.
+
+Και πράγματι δεν εβράδυνε να κατέλθη εις το κατώτερον μέρος του
+κώνου, και εκεί, φωτιζόμενος υπό της λυχνίας ήρχισε να ανιχνεύη
+τας μυστικωτέρας γωνίας της μυρμηκιάς.
+
+Τοιουτοτρόπως ανεκάλυψεν ό,τι ωνόμασε «γενικήν αποθήκην» των
+τερμιτών, ήτοι το μέρος όπου τα βιομήχανα ταύτα έντομα
+εναποθήκευον τας προμηθείας της αποικίας.
+
+Ήτο κοιλότης κατεσκευασμένη εις την πλευράν της βασιλικής
+κυψέλης, την οποίαν η εργασία του Ηρακλέους είχε καταστρέψει
+συγχρόνως μετά των κυψελών των προωρισμένων διά τας νεαράς
+νύμφας.
+
+Εν τη αποθήκη εκείνη ο εξάδελφος Βενέδικτος συνέλεξε ποσότητά
+τινα τμημάτων κόμμεως και φυτικών χυμών μόλις στερεοποιθέντων,
+— όπερ απεδείκνυεν ότι οι τερμίται νεωστί είχον μεταφέρει ταύτα
+έξωθεν.
+
+ — Λοιπόν όχι! ωσεί απεκρίνετο εις αντίρησίν τινα γενομένην
+αυτώ. Όχι! ο μυρμηκών ούτος δεν εγκατελείφθη προ πολλού!
+
+ — Τις σας λέγει το εναντίον, κύριε Βενέδικτε; είπεν ο Δικ
+Σανδ. Προσφάτως ή όχι, το σπουδαίον δι' ημάς είναι ότι οι
+τερμίται τον εγκατέλιπον, επειδή ημείς έπρεπε να λάβωμεν, την
+θέσιν των.
+
+ — Το σπουδαίον απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος, θα είναι να
+μάθωμεν διά τίνας λόγους τον εγκατέλιπον. Χθες, σήμερον την
+πρωίαν μάλιστα, τα ευφυή ταύτα νευρόπτερα κατώκουν έτι εδώ,
+επειδή υπάρχουσι ρευστοί χυμοί, και αυτήν την εσπέραν . . .
+
+Αλλά τι θέλετε να συμπεράνητε, κύριε Βενέδικτε; ηρώτησεν ο Δικ
+Σανδ.
+
+ — Ότι κρυφίον τι προαίσθημα τα παρεκίνησε να εγκαταλείψωσι τον
+μυρμηκώνα.
+
+Ου μόνον ουδείς των τερμιτών έμεινεν εν ταις κυψέλαις, αλλ'
+εφρόντισαν να απαγάγωσι και τας νεαράς νύμφας εκ των οποίων
+ούτε μίαν δύναμαι να εύρω! Λοιπόν, επαναλαμβάνω ότι πάντα ταύτα
+δεν εγένοντο άνευ αιτίας και ότι τα προνοητικά ταύτα έντομα
+προέβλεπον κίνδυνόν τινα προσεγγίζοντα.
+
+ — Προέβλεπον ότι εμέλλομεν να καταλάβωμεν την κατοικίαν των,
+απεκρίθη ο Ηρακλής γελών.
+
+ — Αληθώς! απήντησεν ο εξάδελφος Βενέδικτος όστις εσκανδαλίσθη
+προδήλως εκ της αποκρίσεως ταύτης του αγαθού μαύρου. Νομίζετε
+λοιπόν όσον και αν ήσθε ισχυρός, δύνασθε να ήσθε επικίνδυνος
+εις τα θαρραλέα ταύτα έντομα; Ολίγαι χιλιάδες εξ αυτών των
+νευροπτέρων ταχέως θα σας μετέβαλλον εις σκελετόν, εάν σας
+εύρισκον νεκρόν κατά την πορείαν των.
+
+ — Νεκρόν, βεβαίως! απεκρίθη ο Ηρακλής, όστις δεν ήθελε να
+ενδώση· αλλ' εάν ήμαι ζωντανός θα κατασυντρίψω πάμπολλα.
+
+ — Θα κατασυντρίψετε εκατόν χιλιάδας, πεντακοσίας χιλιάδας, έν
+εκατομμύριον! απήντησεν ο εξάδελφος Βενέδικτος εξαπτόμενος,
+αλλ' όχι χίλια εκατομμύρια, και χίλια εκατομμύρια θα σας
+κατεβρόχθιζον, ζώντα ή νεκρόν, μέχρι και του τελευταίου
+τεμαχίου.
+
+Διαρκούσης της συζητήσεως ταύτης, ήτις ήτο ολιγότερον ματαία
+παρ' όσον ηδύνατό τις να υποθέση ο Δικ Σανδ εσκέπτετο επί της
+παρατηρήσεως του εξαδέλφου Βενεδίκτου. Ουδεμία αμφιβολία ότι ο
+επιστήμων εγίνωσκε καλώς τα ήθη των τερμιτών και δεν ηδύνατο ν'
+απατηθή· Αφού εβεβαίου ότι μυστικόν τι προαίσθημα τους
+ειδοποίησε να εγκαταλίπωσι προσφάτως τον μυρμηκώνα, σημαίνει
+ότι αληθώς διέτρεχον κίνδυνον εάν έμενον.
+
+Εν τούτοις, επειδή δεν ηδύνατο πλέον να γίνη λόγος περί
+εγκαταλείψεως του καταφυγίου εκείνου, καθ' ήν στιγμήν η
+καταιγίς εξερρήγνυτο μετ' απιστεύτου εντάσεως, ο Δικ Σανδ δεν
+εζήτησε πλατυτέραν εξήγησιν περί του ανεξηγήτου κατ' αυτόν
+φαινομένου εκείνου, και ηρκέσθη να είπη.
+
+ — Λοιπόν, κύριε Βενέδικτε, εάν οι τερμίται άφησαν εις τον
+μυρμηκώνα τούτον τας προμηθείας των, μη λησμονώμεν ότι εφέραμεν
+τας ημετέρας και ας δειπνήσωμεν. Αύριον, αφού παύση η καταιγίς,
+θα σκεφθώμεν περί του πρακτέου.
+
+Ησχολήθησαν τότε να προετοιμάσωσι το εσπερινόν δείπνον, καθότι
+όσον μέγας και αν υπήρξεν ο κόπος, δεν ηδυνήθη ν' αλλοιώση την
+όρεξιν των ισχυρών εκείνων περιπατητών.
+
+Απ' εναντίας και αύται αι κονσέρβαι, αίτινες έπρεπε να
+επαρκέσωσι επί δύο έτι ημέρας, εγένοντο ευπρόσδεκτοι.
+
+Τα δίπυρα δεν είχον προσβληθή υπό της υγρασίας και επί τινας
+στιγμάς ηκούοντο τρίζοντα υπό τους στερεούς οδόντας του Δικ
+Σανδ και των μετ' αυτού. Εις τας σιαγόνας του Ηρακλέους ήτο ως
+σίτος υπό τον μύλον του μυλωθρού.
+
+Δεν εθλώντο, συνετρίβοντο.
+
+Μόνη η Κυρία Βέλδων ολίγον έφαγε, και τούτο διότι πολύ την
+παρεκάλεσεν ο Δικ Σανδ.
+
+Τω εφαίνετο ότι η γενναία εκείνη γυνή ήτο μάλλον περίφροντις,
+μάλλον κατηφής παρ' όσον ήτο μέχρι τότε.
+
+Εν τούτοις ο μικρός της Ζακ υπέφερεν ολιγώτερον, ο πυρετός δεν
+επανελήφθη· και την στιγμήν εκείνην αναπαύετο υπό τα βλέμματα
+της μητρός του έν τινι κοιλώματι καλώς περιφραγμένω δι'
+ενδυμάτων.
+
+Ο Δικ Σανδ δεν ήξευρε τι να υποθέση.
+
+Περιττόν να είπωμεν ότι ο εξάδελφος Βενέδικτος ετίμησε το
+γεύμα· ουχί διότι απέδιδε προσοχήν τινα εις την ποιότητα ή την
+ποσότητα των εδωδίμων άτινα κατεβρόχθιζεν, αλλά διότι εύρεν
+ευνοϊκήν την περίστασιν να δώση εντομολογικόν μάθημα περί των
+τερμιτών.
+
+Α! εάν ηδύνατο να εύρη ένα τερμίτην, ένα μόνον εν τη
+εγκαταλειφθείση μυρμηκιά! Αλλ' ουδέν!
+
+ — Τα θαυμαστά ταύτα έντομα, είπε χωρίς να τον μέλη εάν τον
+ήκουον, ανήκουσιν εις την θαυμασίαν τάξιν των νευροπτέρων, των
+οποίων τα κεράτια είναι μακρότερα της κεφαλής, τα ακροχείλια
+λίαν ευδιάκριτα, τα κάτω πτερύγια κατά το πλοίστον του χρόνου
+ίσια των άνω. Πέντε φυλαί συκγροτούσι την τάξιν ταύτην! τα
+Πανόμερα, οι Μυρμηκολέοντες, τα Ημερόβια, τα Τερμιτίνια και τα
+Μαργαριτίδια. Περιττόν να προσθέσω ότι τα έντομα των οποίων,
+απρεπώς ίσως κατέχομεν την κατοικίαν, είναι Τερμιτίνια.
+
+Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Δικ Σανδ ηκροάτο λίαν προσεκτικώς
+τον εξάδελφον Βενέδικτον.
+
+Μήπως η συνάντησι των τερμιτών εκείνων εξήγειρεν εν αυτώ την
+σκέψιν ότι ευρίσκετο ίσως επί της αφρικανικής ηπείρου, χωρίς να
+γινώσκη ποία ειμαρμένη τον έρριψεν εκεί;
+
+Ο νεαρός δόκιμος ησθάνετο μεγάλην αγωνίαν να εξακριβώση το
+πράγμα.
+
+Ο επιστήμων, παρασυρόμενος υπό του ευνοουμένου του θέματος,
+εξηκολούθησεν ευφραδέστερον.
+
+«Τα τερμιτίνια λοιπόν ταύτα, είπε, χαρακτηρίζονται εκ των
+τεσσάρων άρθρων εις τους ταρσούς, των κερατοειδών ακροχειλίων
+και εκ της συμαντικής αυτών ρώμης. Υπάρχει το γένος
+«μαντίσπαι», το γένος «ραφιδίαι», το γένος «τερμίται» γνωστοί
+πολλάκις υπό το όνομα λευκοί μύρμηκες, εν τω οποίω
+περιλαμβάνεται ο απαίσιος τερμίτης, ο κιτρινοθώραξ τερμίτης, ο
+φυξίφωτος τερμίτης, ο δηκτικός, ο καταστρεπτικός.
+
+ — Αυτοί δε οι οποίοι έκτισαν τον μυρμηκώνα τούτον; ηρώτησεν ο
+Δικ Σανδ.
+
+ — Είναι φιλοπόλεμοι! απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος, όστις
+επρόφερε το όνομα τούτο ως εάν επρόφερε το όνομα των Μακεδόνων
+ή άλλου τινός αρχαίου λαού γενναίου εν πολέμω. Ναι φιλοπόλεμοι
+και παντός αναστήματος! Μεταξύ του Ηρακλέους και ενός νάνου η
+διαφορά θα ήτο μικροτέρα ή μεταξύ του μεγαλειτέρου και του
+μικροτέρου των εντόμων τούτων.
+
+Εάν υπάρχωσι μεταξύ αυτών εργάται μακροί πέντε χιλιοστομέτρων,
+στρατιώται δέκα χιλιοστομέτρων, άρρενα και θύλεα είκοσι
+χιλιοστομέτρων, υπάρχει όμως και άλλο είδος περιεργότατον, οι
+σιραφρύ, οίτινες έχουσιν μήκος ημίσεως δακτύλου, λαβίδας αντί
+ακροχειλίων και κεφαλήν παχυτέραν του σώματός των ως καρχαρίαι·
+αυτοί είναι οι καρχαρίαι των εντόμων και εν περιπτώσει
+συμπλοκής των σιραφού μεθ' ενός καρχαρίου, στοιχηματίζω υπέρ
+των σιραφού.
+
+ — Και πού παρατηρούνται συνηθέστερον οι σιραφού; ηρώτησεν τότε
+ο Δικ Σανδ.
+
+ — Εις την Αφρικήν, απήντησεν ο εξάδελφος Βενέδικτος, εις τας
+κεντρικάς και μεσημβρινάς επαρχίας. Η Αφρική εξαιρετικώς είναι
+η χώρα των μυρμήκων. Πρέπει να αναγνώσετε τι λέγει ο Λίβιγγστων
+εις τας τελευταίας σημειώσεις τας γραφείσας υπό του Στάνλεϋ.
+Ευτυχέστερος εμού, ο δόκτωρ ηδυνήθη να παρευρεθή εις ομηρικήν
+τινα μάχην συγκροτηθείσαν μεταξύ στρατού μαύρων μυρμήκων και
+στρατού ερυθρών μυρμήκων. Οι τελευταίοι, οίτινες καλούνται
+«οδηγοί», υπό δε των ιθαγενών καλούνται σιραφού, ανεδείχθησαν
+νικηταί. Οι άλλοι οι «τσουγγού» παραλαβόντες τα ωά των και τα
+μικρά των, ετράπησαν εις φυγήν, αφού όμως υπερήσπισαν εαυτούς
+γενναίως.
+
+»Ουδέποτε, λέγει ο Λίβιγγστων, ουδέποτε η πολεμική ορμή
+ανεπτύχθη περισσότερον εις τους ανθρώπους ή τα κτήνη. Διά των
+σκληρών ακροχειλέων των, άτινα αποσπώσι το τεμάχιον, ούτοι οι
+σιραφού αναγκάζουσι και αυτόν τον γενναιότερον άνδρα να
+οπισθοχωρήση. Και αυτά τα μεγαλείτερα ζώα, λέοντες, ελέφαντες
+φεύγουσιν απ' έμπροσθεν αυτών.
+
+»Ουδέν εμποδίζει αυτούς, μήτε δένδρα εις τα οποία ανέρχονται
+επί της κορυφής, μήτε ρύακες τους οποίους διέρχονται
+σχηματίζοντες εναέριον γέφυραν διά των σωμάτων των συνδεδεμένα
+προς άλληλα. Και ποίον πλήθος, αμέτρητον!
+
+Έτερος περιηγητής, ο Δουχαλιού, είδε παρελαύνουσαν επί δώδεκα
+ώρας στήλην τοιούτων μυρμήκων, οίτινες εν τούτοις δεν
+εβραδυπόρουν. Διατί άλλως τε να εκπληττώμεθα εις την θέαν τόσων
+μυριάδων! Η γονιμότης των εντόμων είναι καταπληκτική, και διά
+να επανέλθωμεν εις τους φιλοπολέμους ημών τερμίτας, εβεβαιώθη
+ότι μία θήλεια, τίκτει καθ' εκάστην εξήκοντα χιλιάδας περίπου
+ωά! Τοιουτοτρόπως τα νευρόπτερα ταύτα παρέχουσιν εις τους
+ιθαγενείς τροφήν εύχυμον. Ουδέν εκλεκτότερον, φίλοι μου, ουδέν
+εκλεκτότερον, εν τω κόσμω ή οπτοί μύρμηκες.
+
+ — Εφάγετε τοιούτους, κύριε Βενέδικτε; ηρώτησεν ο Ηρακλής.
+
+ — Ποτέ, απήντησεν ο σοφός καθηγητής, αλλά θα φάγω.
+
+ — Πού;
+
+ — Εδώ.
+
+Εδώ δεν είμεθα εις την Αφρικήν! είπεν ζωηρώς ο Τωμ.
+
+ — Όχι . . . όχι . . . απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος, και εν
+τούτοις μέχρι τούδε, οι φιλοπόλεμοι ούτοι τερμίται και τα χωρία
+των μυρμηκώνων παρετηρήθησαν μόνον επί της Αφρικανικής ηπείρου.
+Α! τοιούτοι είναι οι περιηγηταί! Δεν ηξεύρουσι να βλέπωσι.
+Τόσον το καλλίτερον, ύστερον από όλα! Ανεκάλυψα ήδη έν «τσετσέ»
+εν Αμερική. Εις την δόξαν ταύτην προσθέτω και εκείνην ότι εύρον
+φιλοπολέμους τερμίτας επί της αυτής ηπείρου. Ποία ύλη δι'
+υπόμνημα, όπερ θα προξενήση εντύπωσιν εις την επιστημονικήν
+Ευρώπην, και ίσως δημοσιευθή εν βιβλίω μετά εικόνων και
+χαλκογραφιών εκτός του κειμένου.
+
+Ήτο πρόδηλος ότι η αλήθεια δεν είχεν αποκαλυφθή εν τω πνεύματι
+του εξαδέλφου Βενεδίκτου.
+
+Ο δυστυχής εντομολόγος και πάντες αυτού οι σύντροφοι, πλην του
+Δικ Σανδ και του Τωμ, επίστευον και ώφειλον να πιστεύωσιν ότι
+ήσαν εκεί όπου δε ήσαν.
+
+Εχρειάζοντο άλλα περιστατικά, άλλα γεγονότα σπουδαιότερα των
+επιστημονικών περιέργων, όπως εξέλθωσι της απάτης.
+
+Ήτο τότε ενάτη της εσπέρας.
+
+Ο εξάδελφος Βενέδικτος είχεν ομιλήσει πολύ.
+
+Εννόησεν άρα γε ότι οι ακροαταί του, στηρίζοντες τα νώτα επί
+των κοιλοτήτων, είχον αποκοιμηθή ολίγον κατ' ολίγον διαρκούντος
+του εντομολογικού του μαθήματος; Όχι βεβαίως. Παρέδιδε δι'
+εαυτόν.
+
+Ο Δικ Σανδ δεν τον διέκοπτε πλέον και έμενεν ακίνητος ει και
+δεν εκοιμάτο.
+
+Ο Ηρακλής αντέσχε πλειότερον των άλλων αλλ' επί τέλους ο κόπος
+τω έκλεισε τους οφθαλμούς και μετά των οφθαλμών τα ώτα.
+
+Επί τινα χρόνον έτι ο εξάδελφος Βενέδικτος εξηκολούθησεν
+ομιλών.
+
+Αλλ' ο ύπνος τέλος τον κατέβαλε και ανέβη εις την ανωτέραν
+κοιλότητα του κώνου, την οποίαν είχεν ήδη εκλέξει ως κατοικίαν.
+
+Βαθεία σιωπή επεκράτησε τότε εντός του μυρμηκώνος, ενώ η
+καταιγίς επλήρου το διάστημα κρότων και πυρών.
+
+Ουδέν εφαίνετο εμφαίνον ότι ο κατακλυσμός επλησίαζε να παύση.
+
+Η λυχνία είχε σβεσθή.
+
+Το εσωτερικόν του κώνου ήτο βεβυθισμένον εις εντελές σκότος.
+
+Όλοι βεβαίως εκοιμώντο. Μόνος ο Δικ Σανδ δεν εζήτει εν τω ύπνω
+την τοσούτω αναγκαίαν εις αυτόν ανάπαυσιν.
+
+Αι σκέψεις τον εβασάνιζον.
+
+Εσκέπτετο τους συντρόφους του, τους οποίους πάση θυσία ήθελε να
+σώση. Το ναυάγιον του «Πίλγριμ» δεν έθεσε τέρμα εις τας σκληράς
+δοκιμασίας, πολλαί άλλαι τρομερότεραι τους ηπείλουν, εάν
+περιεπίπτον εις τας χείρας των ιθαγενών.
+
+Και πώς να αποφύγωσι τον κίνδυνον τούτον τον χείριστον πάντων
+κατά την επάνοδον εκείνην εις την παραλίαν; Προδήλως ο Χάρρης
+και ο Νεγορός δεν τους έφερον εκατόν μίλια εις το εσωτερικόν
+της Αγγόλας άνευ μυστικού σκοπού να τους συλλάβωσιν. Αλλά τι
+άρα γε εμελέτα ο άθλιος εκείνος Πορτογάλλος; Ποίον απέβλεπε το
+μίσος του; Ο νεαρός δόκιμος ενθυμείτο ότι αυτός μόνος είχε
+προκαλέσει το μίσος τούτο, και τότε ανεκεφαλαίου όλα τα κατά
+τον διάπλουν συμβάντα, την συνάντησιν του ναυαγίου και των
+μαύρων, την καταδίωξιν της φαλαίνης, την εξαφάνισιν του
+πλοιάρχου Χουλ και του πληρώματος αυτού.
+
+Ο Δικ Σανδ, δεκαπενταετής έτι τότε, ανέλαβε την διοίκησιν
+πλοίου, ου η πυξίς και το δρομόμετρον έμελλον μετ' ολίγον να
+καταστραφώσιν υπό της κακούργου χειρός του Νεγορού.
+
+Ανεπόλει ότι εφέρθη αυθεντικώς απέναντι του αυθάδους μαγείρου,
+απειλήσας αυτόν ότι θα τον έστελλεν εις τα δεσμά ή θα τω έθραυε
+την κεφαλήν διά περιστρόφου.
+
+Α! διατί η χειρ του εδίστασε. Το πτώμα του Νεγορού θα ερρίπτετο
+εις την θάλασσαν και θα απεφεύγοντο τόσαι καταστροφαί.
+
+Τοιούτο ήτο το ρεύμα των σκέψεως του νεαρού δοκίμου.
+
+Είτα διεκόπτετο προς στιγμήν επί του ναυαγίου, όπερ υπήρξε το
+τέλος του διάπλου του «Πίλγριμ».
+
+Ο προδότης Χάρρης ενεφανίζετο τότε, και η επαρχία εκείνη της
+μεσημβρινής Αμερικής μετεμορφούτο μικρόν κατά μικρόν.
+
+Η Βολιβία εγένετο η τρομερά Αγγόλα, μετά του πυρετώδους αυτής
+κλίματος, των αγρίων θηρίων, των έτι μάλλον θηριωδών ιθαγενών.
+
+Η μικρά στρατιά θα ηδύνατο άρα γε να αποφύγη ταύτα κατά την εις
+τα παράλια επιστροφήν της;
+
+Ο ποταμός εκείνος τον οποίον ο Δικ Σανδ ανεζήτει, τον οποίον
+ήλπιζε να συναντήση, θα τους έφερεν άρα γε εις την παραλίαν
+μετά πλειοτέρας ασφαλείας, μετ' ολιγωτέρων κόπων;
+
+Δεν ήθελε ν' αμφιβάλλη περί τούτου, καθότι εγίνωσκε καλώς ότι
+οδοιπορία εκατόν μιλίων διά της αφιλοξένου εκείνης χώρας, εν
+μέσω αδιακόπων κινδύνων, δεν ήτο πλέον δυνατή.
+
+ — Ευτυχώς, εσκέπτετο, η κυρία Βέλδων, και όλοι αγνοούσι την
+σπουδαιότητα της θέσεως. Ο γέρων Τωμ και εγώ, είμεθα οι μόνοι,
+οίτινες ηξεύρομεν ότι ο Νεγορός μας έρριψεν εις την ακτήν της
+Αφρικής, και ότι ο Χάρρης μας παρέσυρεν εις τα βάθη της
+Αγγόλας.
+
+Ταύτα εσκέπτετο ο Δικ Σανδ, ότε ησθάνθη ωσεί πνοήν διερχομένην
+επί του μετώπου του. Χειρ τις εστηρίχθη επί του ώμου του, και
+φωνή συγκεκινημένη εψιθύρισεν εις το ους του:
+
+ — Ηξεύρω τα πάντα, πτωχέ μου Δικ, αλλ' ο Θεός δύναται ακόμη να
+μας σώση. Γενηθήτω το θέλημά του!
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ'.
+
+ΚΑΤΑΔΥΤΙΚΟΣ ΚΩΔΩΝ
+
+
+
+Εις την απροσδόκητον ταύτην αποκάλυψιν, ο Δικ Σανδ δεν ηδυνήθη
+να αποκριθή τι. Η κυρία Βέλδων άλλως τε επανήλθεν αμέσως εις
+την θέσιν της πλησίον του μικρού Ζακ. Προφανώς δεν ήθελε να
+είπη περισσότερα, και ο νεαρός δόκιμος δεν θα είχε το θάρρος να
+την κρατήση.
+
+Ούτω λοιπόν η κυρία Βέλδων ήτο εν γνώσει των συμβαινόντων. Τα
+διάφορα γεγονότα της οδοιπορίας είχον διαφωτίσει και αυτήν, και
+ίσως η λέξις «Αφρική!» η τοσούτον αφρόνως προφερθείσα την
+προτεραίαν υπό του εξαδέλφου Βενεδίκτου.
+
+ — Η κυρία Βέλδων ηξεύρει τα πάντα, έλεγε καθ' εαυτόν ο Δικ
+Σανδ. Λοιπόν, πολύ προτιμότερον τούτο. Η γενναία γυνή δεν
+απελπίζεται. Ούτε εγώ δεν θα απελπισθώ.
+
+Μετά πολλής λοιπόν ανυπομονησίας περιέμενε να εξημερώση, ίνα
+δυνηθή να εξερευνήση τα περίχωρα του χωρίου εκείνου των
+τερμιτών.
+
+Ποταμός εκβάλλων εις τον Ατλαντικόν και ταχύ τι ρεύμα αυτού,
+ιδού τι απητείτο να εύρη, όπως μεταφέρη την μικράν συνοδείαν,
+και είχον ωσεί προαίσθημά τι ότι ο ρύαξ εκείνος δεν θα ήτο
+μακράν.
+
+Ό,τι απητείτο προ πάντων ήτο ν' αποφύγη την συνάντησιν των
+ιθαγενών, ίσως ορμησάντων ήδη επί την καταδίωξιν αυτών υπό την
+οδηγίαν του Χάρρη και του Νεγορού.
+
+Αλλ' η ημέρα δεν ήρχετο εισέτι. Ουδεμία φαύσις διεισέδυε διά
+του κατωτέρου στομίου εντός του κώνου. Βρονταί, τας οποίας το
+πάχος των τοίχων καθίστα υποκώφους, εμαρτύρουν ότι η θύελλα δεν
+κατηυνάζετο.
+
+Ο Δικ Σανδ, προσηλώσας το ους, ήκουεν ωσαύτως την βροχήν
+πίπτουσαν βιαίως εις την βάσιν του μυρμηκώνος, και επειδή αι
+πλατείαι σταγόνες δεν εκτύπων πλέον έδαφος στερεόν, ώφειλε να
+συμπεράνη ότι όλη η πεδιάς κατεκλύσθη.
+
+Θα ήτο ενδεκάτη ώρα περίπου. Ο Δικ Σανδ ησθάνθη τότε ότι είδος
+τι νάρκης, αν όχι αληθής ύπνος, έμελλε να τον αποκοιμίση.
+
+Όπως δήποτε θα ήτο τούτο μικρά ανάπαυσις. Αλλά καθ' ήν στιγμήν
+έμελλε να ενδόση, σκέψις τω επήλθεν ότι διά της επισωρεύσεως
+της εμπεποτισμένης αργίλου, το κατώτερον άνοιγμα εκινδύνευε να
+φραχθή. Τότε πάσα δίοδος του εξωτερικού αέρος θα εκωλύετο, η δε
+αναπνοή των εν τω εσωτερικώ δέκα ατόμων έμελλε να τον μολύνη
+πληρούσα αυτόν ανθρακικού οξέως.
+
+Ο Δικ Σανδ ωλίσθησε λοιπόν μέχρι του εδάφους, όπερ είχεν
+ανυψωθή μέχρι της αργίλου του πρώτου πατώματος των κοιλωμάτων.
+
+Το στρώμα εκείνο ήτο έτι εντελώς ξηρόν, το δε στόμιον καθ'
+ολοκληρίαν ανοικτόν.
+
+Ο αήρ εισέδυσεν ελευθέρως εντός του κώνου, και μετ' αυτού
+λάμψεις τινές των εξαστράψεων και αι ζωηραί αντηχήσεις της
+καταιγίδος εκείνης, ην κατακλυσμιαία βροχή δεν ηδύνατο να
+καταπαύση.
+
+Ο Δικ Σανδ είδεν ότι τα πάντα είχον καλώς. Ουδείς άμεσος
+κίνδυνος ηπείλει τους ανθρωπίνους εκείνους τερμίτας, οίτινες
+είχον υποκαταστήσει την αποικίαν των νευροπτέρων.
+
+Εσκέφθη λοιπόν ο νεαρός δόκιμος ν' ανακτήση δυνάμεις μετά τινων
+ωρών ύπνον, αφού υφίστατο ήδη την επιρροήν αυτού.
+
+Αλλά προς μεγαλειτέραν προφύλαξιν κατεκλίθη επί του αργιλώδους
+επιστρώματος, εις την βάσιν του κώνου, πλησίον του στενού
+ανοίγματος.
+
+Τοιουτοτρόπως ουδέν ηδύνατο να συμβή εις τα εκτός χωρίς να το
+αισθανθή πρώτος αυτός.
+
+Η ανατολή της ημέρας θα τον αφύπνιζεν επίσης, και θα ηδύνατο να
+αρχίση την εξερεύνησιν της πεδιάδος.
+
+Ο Δικ Σανδ κατεκλίθη λοιπόν, την κεφαλήν ακουμβήσας επί του
+τοίχου, κρατών εις την χείρα το πυροβόλον, και σχεδόν αμέσως
+απεκοιμήθη.
+
+Πόσον διήρκεσεν η κάρωσις εκείνη δεν ηδύνατο να εννοήση, αλλ'
+αίφνης αφυπνίσθη αισθανθείς ζωηράν δρόσον.
+
+Ανηγέρθη και είδεν μετά μεγίστης ανησυχίας ότι το ύδωρ
+επλημμύρει τον μυρμηκώνα, και τόσον μάλιστα ταχέως, ώστε εντός
+ολίγων δευτερολέπτων έφθασεν εις το πάτωμα των κοιλοτήτων, όπερ
+κατείχον ο Τωμ και ο Ηρακλής.
+
+Ούτοι, αφυπνισθέντες υπό του Δικ Σανδ, έμαθον την νέαν εκείνην
+περιπλοκήν.
+
+Ο φανός αναφθείς εφώτισεν αμέσως το εσωτερικόν του κώνου.
+
+Το ύδωρ είχε σταματήσει εις πέντε περίπου ποδών ύψος και έμεινε
+στάσιμον.
+
+ — Τι είναι Δικ; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.
+
+ — Τίποτε, απεκρίθη ο νεαρός δόκιμος. Το κατώτερον μέρος του
+κώνου επλημμύρισε. Πιθανόν είναι ότι κατά την καταιγίδα ταύτην
+γειτονικός τις ποταμός εξεχύλισεν εις την πεδιάδα.
+
+ — Καλόν τούτο! είπεν ο Ηρακλής. Απόδειξις ότι ο ποταμός είναι
+εδώ.
+
+ — Ναι, απήντησεν ο Δικ Σανδ, και αυτός θα μας φέρη εις την
+παραλίαν. Ησυχάσατε λοιπόν, κυρία Βέλδων, το ύδωρ δεν δύναται
+να φθάση μήτε υμάς, μήτε τον μικρόν Ζακ, μήτε την Ναν, μήτε τον
+εξάδελφον Βενέδικτον.
+
+Η κυρία Βέλδων δεν απεκρίθη, ο δε εξάδελφος εκοιμάτο ως αληθής
+τερμίτης.
+
+Εν τούτοις οι μαύροι, κεκλιμένοι όντες επί της υδατώδους
+εκείνης σινδόνης, περιέμενον όπως ο Δικ Σανδ όστις εμέτρει το
+ύψος της πλημμύρας τους ειδοποιήση τι έπρεπε να πράξωσιν.
+
+Ο Δικ Σανδ εσιώπα, αφού προεφύλαξεν από τας προσβολάς της
+πλημμύρας, τας ζωοτροφίας και τα όπλα.
+
+ — Το ύδωρ εισήλθε διά της οπής; ηρώτησεν ο Τωμ.
+
+ — Ναι, απήντησε ο Δικ Σανδ, και τώρα εμποδίζει την ανανέωσιν
+του εσωτερικού αέρος.
+
+ — Δεν ημπορούμεν να ανοίξωμεν άλλην οπήν εις τον τοίχον
+υπεράνω της επιφανείας του ύδατος; ηρώτησεν ο γέρων μαύρος.
+
+ — Βέβαια ειμπορούμεν, Τωμ, αλλά, εάν έχωμεν πέντε ποδών ύδωρ
+εντός, θα υπάρχει έξ ή επτά . . ίσως περισσότερον . . . έξω.
+
+ — Και τι νομίζετε, κύριε Δικ;
+
+ — Νομίζω, Τωμ, ότι το ύδωρ, αναβαίνον εις το εσωτερικόν του
+μυρμηκώνος, επίεσε τον αέρα εις το ανώτερον αυτού μέρος, και
+ότι ο αήρ ούτος το εμποδίζει να υψωθή περισσότερον. Αλλ' εάν
+τρυπήσωμεν εις τον τοίχον οπήν διά της οποίας να διαφεύγη ο
+αήρ, ή το ύδωρ θα αναβή ακόμη μέχρις ου φθάση την εξωτερικήν
+επιφάνειαν, ή εάν υπερβή την οπήν, θα φθάση μέχρι του σημείου
+ένθα ο πιεσθείς αήρ θα το συνείχε πάλιν. Είμεθα λοιπόν ενταύθα
+ως εν καταδυτικώ κώδωνι.
+
+ — Τι να πράξωμεν λοιπόν; ηρώτησε ο Τωμ.
+
+ — Θα σκεφθώμεν πριν ή ενεργήσωμεν, απήντησεν ο Δικ Σανδ. Μία
+αφροσύνη θα ηδύνατο να διακινδυνεύση την ζωήν μας. Η
+παρατήρησις του νεαρού δοκίμου ήτο ορθοτάτη. Συγκρίνων τον
+κώνον προς υποβρύχιον κώδωνα είχε δίκαιον.
+
+ — Η διαφορά μόνον ήτο, ότι εν τω μηχανήματι τούτω ο αήρ
+ανανεούται ακαταπαύστως διά των σιφώνων, οι δε δύται καταλήλως
+αναπνέουσι, και δεν υφίστανται άλλα δυσάρεστα, ειμή όσα
+δύνανται να προκύψωσιν εκ παρατεταμένης διαμονής εν ατμοσφαίρα
+πεπιεσμένη μη εχούση πλέον τακτικήν πίεσιν.
+
+Αλλ' ενταύθα, πλην των ατοπημάτων τούτων, ο χώρος είχεν ήδη
+σμικρυνθή κατά το έν τρίτον διά της εισβολής του ύδατος, όσον
+δ' αφορά τον αέρα, ούτος δεν θα ανανεούτο εάν διά τινος οπής
+δεν έθετον αυτόν εις συγκοινωνίαν μετά της εξωτερικής
+ατμοσφαίρας.
+
+Αλλ' ηδύνατο άραγε, χωρίς να διατρέξωσι τους κινδύνους, ους
+ανέφερεν ο Δικ Σανδ, να ανοίξωσι την οπήν εκείνην και η θέσις
+των δεν θα καθίστατο εκ τούτου μάλλον σοβαρά;
+
+Το βέβαιον είναι ότι το ύδωρ εκρατείτο τότε εις επιφάνειαν την
+οποίαν δύο μόνον αιτίαι ηδύναντο να αυξήσωσιν, ή εάν ηνοίγετο
+οπή και η εσωτερική επιφάνεια του ύδατος ήτο υψηλοτέρα της
+εξωτερικής, ή εάν το ύδωρ εκείνο ηύξανεν έτι μάλλον.
+
+Και εις τας δύο ταύτας περιπτώσεις δεν θα έμενε πλέον εις το
+εσωτερικόν του κώνου ειμή στενόν διάστημα, ένθα ο μη
+ανανεούμενος αήρ ήθελε συμπυκνωθή περισσότερον.
+
+Αλλά και ο μυρμηκών δεν εκινδύνευε να αποσπασθή από του εδάφους
+και να ανατραπή υπό της πλημμύρας, προς έσχατον κίνδυνον των εν
+αυτώ κεκλεισμένων;
+
+Όχι, διότι ως αι καλύβαι των καστόρων η βάσις αυτής ήτο
+στερεωτάτη.
+
+Λοιπόν ό,τι καθίστα την περίπτωσιν φοβερωτέραν ήτο η επιμονή
+της καταιγίδος και κατ' ακολουθίαν η αύξησις της πλημμύρας.
+
+Τριάκοντα ποδών ύδωρ εν τη πεδιάδι θα κατεκάλυπτε το εκ
+δεκαοκτώ ποδών κόνων και θα συνεπίεζε το εσωτερικόν αέρα υπό
+πίεσιν μιας ατμοσφαίρας.
+
+Ο Δικ Σανδ σκεπτόμενος καλώς ήρχισε να φοβήται, μήπως η
+πλημμύρα εκείνη λάβη σημαντικήν ανάπτυξιν.
+
+Τωόντι, αύτη δεν θα ωφείλετο μόνον εις τον κατακλυσμόν εκείνον,
+τον οποίον εξεκένουν τα νέφη.
+
+Εφαίνετο πιθανώτερον ότι ρεύμα τι των περιχώρων, εξογκωθέν υπό
+της καταιγίδος, είχε διαρρήξει την κοίτην αυτού και διαχυθή επί
+της πεδιάδος ήτις ευρίσκετο χαμηλότερον. Και ποία άρα γε η
+απόδειξις ότι ο μυρμηκών δεν είχε τότε εντελώς κατακλυσθή, και
+ότι δεν ήτο πλέον δυνατόν να εξέλθωσιν ουδέ διά της κορυφής,
+την οποίαν ούτε μακρόν ούτε δύσκολον θα ήτο να κατεδαφίσωσιν!
+
+Ο Δικ Σανδ, ες άκρον ανήσυχος εσκέπτετο τι ώφειλε να πράξη.
+
+Έπρεπε να περιμένη ή να επισπεύση την λύσιν της δυσχερείας
+εκείνης, αφού μελετήση καλώς τα πράγματα;
+
+Ήτο τότε τρίτη ώρα της πρωίας. Πάντες ακίνητοι, σιωπηλοί,
+ηκροώντο.
+
+Οι εξωτερικοί θόρυβοι έφθανον λίαν ασθενείς διά της πεφραγμένης
+οπής.
+
+Εν τούτοις υπόκωφός τις βοή, εκτεταμένη και συνεχής, εμαρτύρει
+σαφώς ότι η πάλη των στοιχείων δεν είχε παύσει.
+
+Κατ' εκείνην την στιγμήν ο γέρων Τωμ εποίησε την παρατήρησιν,
+ότι η επιφάνεια του ύδατος υψούτο ολίγον κατ' ολίγον.
+
+ — Ναι, απήντησεν ο Δικ Σανδ, και εάν αναβαίνη, ει και ο αήρ
+δεν δύναται να φύγη έξω, τούτο σημαίνει ότι η πλημμύρα αυξάνει
+και το πιέζει επί μάλλον και μάλλον.
+
+ — Έως τώρα το πράγμα δεν είναι σπουδαίον, είπεν ο Τωμ.
+
+ — Βεβαίως, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, αλλά πού θα σταματήση η ύψωσις
+αύτη;
+
+ — Κύριε Δικ, ηρώτησεν ο Βαρθολομαίος, θέλετε να εξέλθω από τον
+μυρμηκώνα; Βυθιζόμενος, θα προσπαθήσω να εξέλθω διά της οπής.
+
+ — Προτιμότερον να κάμω εγώ αυτήν την απόπειραν, απεκρίθη ο Δικ
+Σανδ.
+
+ — Όχι, κύριε Δικ, όχι απεκρίθη ζωηρώς ο γέρων Τωμ. Αφήσατε τον
+υιόν μου και εμπιστευθήτε εις την επιτηδειότητά του. Εις
+περίπτωσιν καθ' ήν δεν θα ειμπορέση να επιστρέψη, η παρουσία
+σας είναι αναγκαία εδώ.
+
+Είτα, χαμηλώτερον:
+
+ — Μη λησμονήτε την κυρίαν Βέλδων και τον μικρόν Ζακ.
+
+ — Έστω απήντησεν ο Δικ Σανδ, υπάγετε λοιπόν, Βαρθολομαίε. Εάν
+ο μυρμηκών κατακλυσθή, μη ζητήσετε να εισέλθετε. Θα
+προσπαθήσωμεν να εξέλθωμεν, όπως θα εξέλθετε υμείς. Αλλ' εάν ο
+κώνος μένη εισέτι έξω του ύδατος, κτυπήσατε ισχυρώς την κορυφήν
+του διά του πελέκεως τον οποίον θα κρατήτε. Θα σας ακούσωμεν
+και θα χρησιμεύση τούτο ως σύνθημα ότι πρέπει και ημείς να τον
+κατεδαφίσωμεν. Εννοείτε;
+
+ — Μάλιστα, κύριε Δικ, απήντησεν ο Βαρθολομαίος.
+
+ — Ύπαγε λοιπόν, τέκνον μου, προσέθηκεν ο γέρων Τωμ, θλίψας την
+χείρα του υιού του.
+
+Ο Βαρθολομαίος, αφού ανέπνευσεν αρκετόν αέρα, εβυθίσθη υπό την
+υγράν μάζαν της οποίας το βάθος υπερέβαινε τους πέντε πόδας. Η
+εργασία ήτο λίαν δυσχερής, καθότι πρώτον μεν ώφειλε να
+αναζητήση την κάτω οπήν, είτα δε να ανέλθη εις την επιφάνειαν
+των υδάτων. Τούτο απήτει ταχείαν εκτέλεσιν.
+
+Ήμισυ λεπτόν παρήλθεν. Ενώ ο Δικ Σανδ εσκέπτετο ότι ο
+Βαρθολομαίος επέτυχε να εξέλθη, αίφνης ο μαύρος ανεπήδησε
+πάλιν.
+
+ — Λοιπόν; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ.
+
+ — Η οπή είναι πεφραγμένη υπό των κρημνισμάτων, απεκρίθη ο
+Βαρθολομαίος άμα ηδυνήθη να αναπνεύση.
+
+ — Πεφραγμένη! επανέλαβεν ο Τωμ.
+
+ — Ναι, απεκρίθη ο Βαρθολομαίος. Το ύδωρ πιθανώς διέλυσε την
+άργιλον. Εψηλάφησα τον τοίχον διά της χειρός. Δεν υπάρχει οπή.
+
+Ο Δικ Σανδ έσεισε την κεφαλήν. Αυτός και οι μετ' αυτού ήσαν
+αραρότως κεκλεισμένοι εντός του κώνου εκείνου, τον οποίον το
+ύδωρ θα κατεκάλυπτεν ίσως.
+
+ — Εάν δεν υπάρχη πλέον οπή, είπε τότε ο Ηρακλής, πρέπει να
+ανοίξωμεν άλλην.
+
+ — Περιμένετε, είπεν ο νεαρός δόκιμος σταματών τον Ηρακλέα,
+όστις με τον πέλεκυν εις την χείρα ητοιμάζετο να βυθισθή.
+
+Ο Δικ Σανδ εσκέφθη επί τινας στιγμάς. Είτα δε,
+
+ — Πρέπει να εργασθώμεν αλλέως. Όλον το ζήτημα είναι να μάθωμεν
+εάν το ύδωρ καλύπτη τον μυρμηκώνα ή όχι. Εάν ανοίξωμεν μικράν
+οπήν εις την κορυφήν του κώνου, θα μάθωμεν τι συμβαίνει. Αλλ'
+εις περίπτωσιν καθ' ήν ο μυρμηκών είναι ήδη κατακεκλυσμένος, το
+ύδωρ θα καταπλημμυρήση εδώ και θα χαθώμεν. Ας αρχίσωμεν
+ψηλαφούντες.
+
+ — Αλλά ταχέως, είπεν ο Τωμ.
+
+ — Τωόντι η επιφάνεια του ύδατος εξηκολούθει να αναβαίνη ολίγον
+κατ' ολίγον. Το ύδωρ τότε είχεν ύψος έξ ποδών εις το εσωτερικόν
+του κώνου. Εξαιρέσει της κυρίας Βέλδων, του υιού αυτής, του
+εξαδέλφου Βενεδίκτου και της Ναν, οίτινες είχον καταφύγει εις
+τας ανωτέρας κοιλότητας, όλοι τώρα ήταν βεβυθισμένοι μέχρι της
+οσφύος εν τω ύδατι.
+
+Καθίστατο λοιπόν επάναγκες να σπεύσωσι την εργασίαν, ως
+προέτεινεν ο Δικ Σανδ.
+
+Ένα πόδα υπεράνω της εσωτερικής επιφανείας, κατ' ακολουθίαν δε
+επτά πόδας υπεράνω του εδάφους, ο Δικ Σανδ απεφάσισε να τρυπήση
+οπήν εν τω αργιλώδει τοίχω.
+
+Εάν διά της οπής ταύτης ήρχοντο εις συγκοινωνίαν μετά του
+εξωτερικού αέρος, σημείον ότι ο κώνος εξείχε του ύδατος.
+
+Εάν εξ εναντίας η οπή εκείνη ηνοίγετο κάτωθεν της επιφανείας
+του εξωτερικού ύδατος, ο αήρ θα απωθείτο εσωτερικώς και εν τη
+περιπτώσει ταύτη έπρεπε να την φράξωσι τάχιστα, άλλως το ύδωρ
+θα υψούτο μέχρις αυτής.
+
+Έπειτα θα ήρχιζαν πάλιν το πείραμα ένα πόδα υψηλότερον και ούτω
+καθεξής.
+
+Αλλ' εάν τέλος εις το ανώτερον μέρος του κώνου δεν εύρισκον και
+πάλιν εξωτερικόν αέρα, τούτο θα εσήμαινεν ότι υπήρχεν ύδωρ εν
+τη πεδιάδι περισσότερον των δεκαπέντε ποδών, και ότι όλον το
+χωρίον των τερμιτών εξηφανίσθη υπό την πλημμύραν.
+
+Και τότε, ποία ελπίς έμενεν εις τους εν τω μυρμηκώνι
+εγκεκλεισμένους να διαφύγωσι τον φοβερώτερον των θανάτων, τον
+εκ βραδείας ασφυξίας θάνατον!
+
+Ο Δικ Σανδ εγίνωσκε πάντα ταύτα, αλλ' η ψυχραιμία του μηδέ
+στιγμήν τον εγκατέλιπεν.
+
+Είχε σαφώς υπολογίσει τας συνεπείας του μελετωμένου πειράματος.
+
+Άλλως τε δε να περιμένη περισσότερον ήτο αδύνατον.
+
+Η ασφυξία ήτο απειλητική εις τον στενόν εκείνον χώρον, τον
+οποίον εκάστη στιγμή εστένευε περισσότερον, εντός κέντρου
+κατακεκορεσμένου ήδη υπό ανθρακικού οξέως.
+
+Το καλλίτερον εργαλείον, όπερ είχε να μεταχειρισθή ο Δικ Σανδ
+διά να ανοίξη την οπήν εκείνην εν τω τοίχω, ήτο ο οβελός
+πυροβόλου όστις είχεν εις την άκραν του εκπωματιστήριον,
+χρησιμεύον προς εκκένωσιν του όπλου. Ο κοχλίας εκείνος,
+περιστραφείς ταχέως εντός της αργίλου ως τρύπανον, ήνοιξεν
+ολίγον κατ' ολίγον οπήν. Δεν ηδύνατο λοιπόν να έχη άλλην
+διάμετρον ειμή την του οβελού, αλλά τούτο θα ήρκει. Ο αήρ θα
+ηδύνατο να διέλθη δι' αυτής.
+
+Ο Ηρακλής, κρατών τον φανόν υψωμένον, εφώτιζε τον Δικ Σανδ.
+
+Είχον και άλλα κηρία παραπληρωματικά, ώστε δεν εφοβούντο ότι θα
+εστερούντο φωτός.
+
+Ολίγας στιγμάς μετά την έναρξιν της εργασίας, ο οβελός ενεπήχθη
+ελευθέρως εις τον τοίχον.
+
+Αμέσως παρήχθη υπόκωφος θόρυβος ομοιάζων προς εκείνον ον
+παράγουσι σφαιρίδια αέρος διαφεύγοντα διά στήλης ύδατος.
+
+Ο αήρ διέφευγεν έξω, και την αυτήν στιγμήν η επιφάνεια του
+ύδατος ανέβη εις τον κώνον και εστάθη μέχρι της οπής, όπερ
+απεδείκνυεν ότι ετρύπησαν πολύ χαμηλά, ήτοι κάτωθεν της μάζης.
+
+ — Πρέπει να αρχίσωμεν εκ νέου την εργασίαν, είπε ψυχρώς ο
+νεαρός δόκιμος φράττων ταχέως την οπήν διά δρακός αργίλου.
+
+Το ύδωρ έμεινεν πάλιν στάσιμον εν τω κώνω, αλλ' ο εναπολειφθείς
+χώρος είχεν ελαττωθή πλέον των οκτώ δακτύλων.
+
+Η αναπνοή εγίνετο δύσκολος, καθότι το οξυγόνον ήρχιζε να
+ελλείπη. Έβλεπέ τις τούτο ωσαύτως εις το φως του φανού, όπερ
+ερυθρούτο και έχανε μέρος της λάμψεώς του.
+
+Ένα πόδα υπεράνω της πρώτης οπής ο Δικ Σανδ ήρχισε αμέσως να
+τρυπά δευτέραν διά του αυτού τρόπου. Εάν το πείραμα δεν
+επετύγχανε, το ύδωρ θα ανέβαινε περισσότερον εντός του κώνου .
+. . αλλ' έπρεπε να μη διστάσωσι προ του κινδύνου τούτου.
+
+Ενώ ο Δικ Σανδ εχειρίζετο το τύμπανόν του, ήκουσεν αίφνης τον
+εξάδελφον Βενέδικτον κράζοντα:
+
+ — Ω διάβολε! ιδού . . . ιδού . . . ιδού διατί!
+
+Ο Ηρακλής ύψωσε τον φανόν του και διεύθυνε το φως αυτού προς
+τον εξάδελφον Βενέδικτον, του οποίου η μορφή εξέφραζε τελείαν
+ευχαρίστησιν.
+
+ — Ναι, επανέλαβεν, ιδού διατί οι νοήμονες ούτοι τερμίται
+εγκατέλιπον τον μυρμηκώνα. Είχον προαισθανθή την πλημμύραν. Α!
+το ορμέμφυτον, φίλοι μου, το ορμέμφυτον! Οι τερμίται
+πονηρότεροι ημών, πολύ πονηρότεροι.
+
+Και τούτο ήτο όλον το ηθικόν συμπέρασμα, όπερ ο εξάδελφος
+Βενέδικτος εξήγαγεν εκ της καταστάσεως εκείνης.
+
+Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Δικ Σανδ ανέσυρε τον οβελόν, όστις
+είχε διατρυπήσει τον τοίχον. Συριγμός τις παρήχθη.
+
+Το ύδωρ ανέβη κατά ένα έτι πόδα εις το εσωτερικόν του κώνου. Η
+οπή δεν είχε συναντήσει τον ελεύθερον αέρα εις τα έξω.
+
+Η θέσις των ήτο τρομερά. Η κυρία Βέλδων, σχεδόν προσβληθείσα
+υπό του ύδατος, ανύψωσε τον μικρόν Ζακ εις τας χείρας της. Όλοι
+επνίγοντο εις τον στενόν εκείνον χώρον.
+
+Τα ώτα αυτών εβόμβουν. Ο φανός δεν έρριπτε πλέον ειμή φως
+ανεπαρκές.
+
+ — Μήπως ο κώνος ευρίσκετο όλος υπό το ύδωρ; εψιθύρισεν ο Δικ
+Σανδ.
+
+Ήτο ανάγκη να το μάθη, προς τούτο δε ετρύπησε και τρίτην οπήν
+εις την κορυφήν αυτήν του κώνου.
+
+Αλλ’ ήτο η ασφυξία, ήτο ο άμεσος θάνατος, εάν το αποτέλεσμα και
+της τελευταίας εκείνης αποπείρας απέβαινεν άκαρπον. Όσος αήρ
+έμενεν εις τα εντός θα εξήρχετο διά της ανωτέρας οπής, και το
+ύδωρ θα επλήρου τον κώνον ολόκληρον!
+
+ — Κυρία Βέλδων, είπε τότε ο Δικ Σανδ, γνωρίζετε την θέσιν μας.
+Εάν βραδύνωμεν, ο εισπνεύσιμος αήρ θα εκλείψη. Εάν η τρίτη
+απόπειρα αποτύχη, το ύδωρ θα πληρώση όλον τούτον τον χώρον. Η
+μόνη ελπίς ήτις μας μένει είναι, εάν η κορυφή του κώνου
+υπερβαίνη την επιφάνειαν της πλημμύρας. Πρέπει να δοκιμάσωμεν
+την τελευταίαν ταύτην απόπειραν. Θέλετε;
+
+ — Πράξον, Δικ, απεκρίθη η Κυρία Βέλδων.
+
+Κατ' εκείνην την στιγμήν ο φανός εσβέσθη εν τω κέντρω εκείνω τω
+λίαν ακαταλλήλω προς ανάφλεξιν.
+
+Η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής εβυθίσθησαν εις εντελές
+σκότος.
+
+Ο Δικ Σανδ ανερριχήθη επί των ώμων του Ηρακλέους, όστις είχε
+προσκολληθή εις μίαν των πλαγίων κοιλοτήτων, και του οποίου
+μόνη η κεφαλή υπερείχε του ύδατος.
+
+Η κυρία Βέλδων, ο Ζακ, ο εξάδελφος Βενέδικτος ήσαν
+περιεσφιγμένοι εις το ανώτατον μέρος των κοιλοτήτων.
+
+Ο Δικ Σανδ προσέβαλε τον τοίχον και ο οβελός του εβυθίσθη
+ταχέως εις την άργιλον.
+
+Εις το μέρος εκείνο ο τοίχος ήτο παχύτερος και σκληρότερος,
+τούτου ένεκα δε ολιγώτερον εύκολος να διατρυπηθή.
+
+Ο Δικ Σανδ έσπευδεν, ουχί άνευ τρομεράς αγωνίας, καθότι διά της
+μικράς εκείνης οπής ή μετά του αέρος θα εισήρχετο η ζωή, ή μετά
+του ύδατος ο θάνατος.
+
+Αίφνης ηκούσθη σύριγμα οξύ. Ο συμπεπιεσμένος αήρ διεξέφυγεν . .
+. αλλά και φωτεινή ακτίς εισήλθε διά του τοίχου.
+
+Το ύδωρ ανήλθε κατά οκτώ μόνον δακτύλους, και εστάθη χωρίς να
+λάβη ανάγκην ο Δικ Σανδ να κλείση πάλιν την οπήν εκείνην.
+
+Η μεταξύ της εσωτερικής και εξωτερικής επιφανείας ισορροπία
+είχεν επέλθει.
+
+Η κορυφή του κώνου υπερεξείχεν. Η κυρία Βέλδων και οι μετ'
+αυτής εσώθησαν.
+
+Αμέσως, μετά φρενητιώδες «ουρρά» εν τω οποίω εδέσποζεν η
+βροντώδης φωνή του Ηρακλέου, αι μάχαιραι ετέθησαν εις
+ενέργειαν.
+
+Η κορυφή ζωηρώς προσβληθείσα, επλαντύθη, ο καθαρός αήρ
+εισέδυσεν απλέτως, και μετ' αυτού εισέδυσαν και αι πρώται
+ακτίνες του ανατέλλοντος ηλίου.
+
+Αποκορυφωθέντος άπαξ του κώνου θα ήτο εύκολον να αναρριχηθώσιν
+επί του τοίχου, και θα εσκέπτοντο τότε διά τίνος μέσου να
+φθάσωσιν εις γειτονικόν τι ύψωμα, μακράν πάσης πλημμύρας.
+
+Ο Δικ Σανδ ανέβη πρώτος εις την κορυφήν του κώνου.
+
+Κραυγή διέφυγεν αυτώ.
+
+Ιδιαίτερός τις θόρυβος, λίαν γνωστός εις τους περιηγητάς της
+Αφρικής, ον αφίνουσι τα βέλη συρίζοντα, διήλθε τον αέρα.
+
+Ο Δικ Σανδ επρόφθασε να ίδη εκατόν βήματα μακράν του μυρμηκώνος
+στρατόπεδόν τι, και δέκα βήματα μακράν του κώνου επί της
+πλημμυρισθείσης πεδιάδος, μακράς λέμβους πλήρεις ιθαγενών.
+
+Εκ μιας των λέμβων εκείνων είχεν αφεθή το νέφος των βελών, καθ'
+ήν στιγμήν η κεφαλή του νεαρού δοκίμου προέκυπτεν έξω της οπής.
+
+Ο Δικ Σανδ δι' ολίγων λέξεων είπε τα πάντα εις τους συντρόφους
+του.
+
+Λαβών δε το πυροβόλον του και ακολουθούμενος υπό του Ηρακλέους,
+του Ακτέωνος και του Βαρθολομαίου, ενεφανίσθη πάλιν εις την
+κορυφήν του κώνου, και άπαντες επυροβόλησαν κατά μιας λέμβου.
+
+Πολλοί ιθαγενείς έπεσαν, ωρυγμοί δε συνοδευθέντες υπό
+πυροβολισμών, απήντησαν εις την εκπυρσοκρότησιν ταύτην.
+
+Αλλά τι ηδύναντο να πράξωσιν ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού
+εναντίον εκατοντάδος Αφρικανών περικυκλωσάντων αυτούς
+πανταχόθεν;
+
+Ο μυρμηκών εκυριεύθη. Η κυρία Βέλδων, το τέκνον της, ο
+εξάδελφος Βενέδικτος, απεσπάθησαν εκείθεν κτηνωδώς και χωρίς να
+λάβωσι καιρόν μήτε να ομιλήσωσι μήτε να θλίψωσιν αλλήλων την
+χείρα διά τελευταίαν φοράν, απεχωρίσθησαν οι μεν από τους δε
+βεβαίως κατά προηγουμένως δοθείσας διαταγάς.
+
+Μία πρώτη λέμβος παρέλαβε την κυρίαν Βέλδων, τον μικρόν Ζακ και
+τον εξάδελφον Βενέδικτον, ο δε Δικ Σανδ τους είδεν
+εξαφανιζομένους εις το μέσον του στρατοπέδου.
+
+Αυτός δε, συνοδευόμενος υπό της Ναν, του γέροντος Τωμ, του
+Ηρακλέους, του Βαρθολομαίου, του Ακτέωνος και του Αυγουστίνου,
+ερρίφθη εις δευτέραν πιρόγαν, ήτις διηυθύνθη προς άλλο μέρος
+του λόφου.
+
+Είκοσιν ιθαγενείς επέβαινον της λέμβου ταύτης, την οποίαν
+ηκολούθουν πέντε άλλαι.
+
+Να αντισταθώσιν ήτο αδύνατον, και εν τούτοις ο Δικ και οι μετ'
+αυτού επειράθησαν τούτο.
+
+Στρατιώταί τινες της συνοδείας επληγώθησαν υπ' αυτών, και
+βεβαίως θα επλήρωνον διά της ζωής των την αντίστασιν ταύτην,
+εάν δεν υπήρχεν ρητή διαταγή να φεισθώσιν αυτών.
+
+Εντός ολίγων λεπτών το ταξείδιον επερατώθη.
+
+Αλλά καθ' ήν στιγμήν η λέμβος εσταμάτησεν, ο Ηρακλής, δι'
+άλματος ακατασχέτου, επήδησεν επί του εδάφους.
+
+Δύο ιθαγενείς ώρμησαν κατ' αυτού· αλλ' ο γίγας περιέτρεψε το
+πυροβόλον του ως ρόπαλον και οι ιθαγενείς έπεσαν με το κρανίον
+συντεθραυσμένον.
+
+Μετά μίαν στιγμήν ο Ηρακλής εγένετο άφαντος υπό το φύλλωμα των
+δένδρων εν μέσω χαλάζης σφαιρών, καθ' ήν στιγμήν ο Δικ Σανδ και
+οι μετ' αυτού, αφού απετέθησαν χαμαί, εδέθησαν ως δούλοι.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'.
+
+ΚΑΤΑΣΚΗΝΩΣΙΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΟΧΘΩΝ ΤΟΥ ΚΟΑΝΖΑ
+
+
+
+Η θέα της χώρας, αφότου η πλημμύρα μετέβαλεν εις λίμνην την
+πεδιάδα εκείνην εν τη οποία υψούτο το χωρίον των τερμιτών,
+είχεν εντελώς μεταβληθή.
+
+Είκοσι περίπου μυρμηκώνες υπερείχαν διά του κώνου των και
+εσχημάτιζον τα μόνα εξέχοντα σημεία επί της ευρείας εκείνης
+λεκάνης.
+
+Ο Κοάνζας είχεν υπερχειλίσει ένεκα της εις αυτόν εισβολής των
+υπό της καταιγίδος εξογκωθέντων υδάτων των παραποτάμων του.
+
+Ο Κοάνζας ούτος, είς των ποταμών της Αγγόλας, χύνεται εις τον
+Ατλαντικόν ωκεανόν, εκατόν μίλια μακράν του μέρους όπου
+εξώκειλε το «Πίλγριμ».
+
+Τον ποταμόν τούτον ώφειλε να διέλθη μετά τινα έτη ο
+υποπλοίαρχος Καμερών, πριν φθάση εις Βεγγουέλαν. Ο Κοάνζας
+είναι προωρισμένος να καταστή το όργανον της εσωτερικής
+διαμετακομίσεως του μέρους τούτου της πορτογαλικής αποικίας.
+
+Ήδη ατμόπλοια αναπλέουσι το κάτω ρεύμα αυτού και πριν ή
+παρέλθωσι δέκα έτη θα διαπλεύσωσι και την ανωτέραν αυτού
+κοίτην.
+
+Φρονίμως λοιπόν έπραξεν ο Δικ Σανδ ζητήσας προς βορράν πλωτόν
+τινα ποταμόν.
+
+Ο ρύαξ, ον είχε ακολουθήσει, εχύνετο εις αυτόν τούτον τον
+Κοάνζαν.
+
+Εάν δεν συνέβαινεν η αιφνιδία εκείνη επίθεσις, κατά της οποίας
+ουδέν ηδυνήθη να τον προφυλάξη, θα τον εύρισκεν έν μίλιον
+απωτέρω, οι δε σύντροφοί του και αυτός θα επέβαινον σχεδίας
+ευκόλως κατασκευαζομένης και θα είχον μεγάλην ελπίδα να
+κατέλθωσι τον Κοάνζαν μέχρι των πορτογαλικών κωμών, ένθα
+προσορμίζονται τα ατμόπλοια. Εκεί θα ήτο εξηφαλισμένη η σωτηρία
+των.
+
+Αλλά δεν συνέβη ούτω.
+
+Το υπό του Δικ Σανδ παρατηρηθέν στρατόπεδον ήτο εστημένον επί
+τινος υψώματος πλησίον του μυρμηκώνος, εντός του οποίου η μοίρα
+τον είχε ρίψει ως παγίδα.
+
+Εις την κορυφήν του υψώματος εκείνου ηγείρετο γιγαντιαία
+συκομυρέα, ήτις ευκόλως θα εστέγαζε πεντακοσίους ανθρώπους υπό
+το τεράστιον αυτής φύλλωμα.
+
+Όστις δεν είδε τα γιγαντώδη ταύτα δένδρα της κεντρώας Αφρικής
+δεν δύνανται να σχηματίση ιδέαν περί αυτών· οι κλάδοι αυτών
+αποτελούσι δάσος και δύναταί τις να αποπλανηθή εν μέσω αυτών.
+
+Απώτερον, βανανέαι εξ εκείνων των οποίων οι σπόροι δεν
+μεταβάλλονται εις καρπούς, συνεπλήρουν το πλαίσιον του ευρέος
+εκείνου τοπίου.
+
+Υπό την σκέπην της συκομορέας εκείνης, κρυπτομένη ως εν
+μυστηριώδει ασύλω ολόκληρος συνοδεία — εκείνη της οποίας την
+άφιξιν είχεν αναγγείλει εις τον Νεγορόν ο Χάρρης — είχε
+κατασκηνώσει.
+
+Η πολυάριθμος εκείνη ομάς των ιθαγενών, αποσπασθέντων εκ των
+χωρίων των υπό των υπαλλήλων του σωματεμπόρου Αλβέζ,
+κατηυθύνετο προς την αγοράν του Καζονδέ. Εκείθεν οι δούλοι,
+κατά τας παρουσιασθησομένας ανάγκας, θα αποστέλλοντο είτε εις
+τα δυτικά της χώρας παραπήγματα, είτε εις Νυαγγέ, εις την ζώνην
+των μεγάλων λιμνών, όπως διανεμηθώσιν ή εις την άνω Αίγυπτον, ή
+εις τα πρακτορεία της Ζανζιβάρης . .
+
+Άμα τη αφίξει αυτών εις το στρατόπεδον, ο Δικ Σανδ και οι μετ'
+αυτού ελογίσθησαν ως δούλοι.
+
+Εις τον γέροντα Τωμ, εις τον υιόν του, εις τον Αυγουστίνον, εις
+τον Ακτίωνα, εις την δυστυχή Ναν, καίτοι δεν ανήκον εις την
+Αφρικανικήν φυλήν, επεφυλάχθη η τύχη των ιθαγενών αιχμαλώτων.
+Αφού αφωπλίσθησαν, μεθ' όλην την ζωηράν των αντίστασιν,
+εκρατήθησαν εκ του τραχήλου, ανά δύο, διά τινος δικράνου μακρού
+έξ ή επτά ποδών και κλεισμένου εκατέρωθεν υπό ράβδου σιδηράς.
+
+Τοιουτοτρόπως ήσαν υποχρεωμένοι να βαδίζωσι κατά γραμμήν, ο είς
+όπισθεν του άλλου, χωρίς να δύνανται να παρεκλίνωσι μήτε προς
+τα δεξιά, μήτε προς τα αριστερά.
+
+Προς περισσοτέραν προφύλαξιν, βαρεία άλυσις τους συνέδεεν εκ
+της οσφύος.
+
+Είχον λοιπόν τους βραχίονας ελευθέρους, όπως βαστάζωσι τα βάρη,
+και τους πόδας ελευθέρους, όπως βαδίζωσιν, αλλά δεν θα ηδύναντο
+να ποιήσωσι χρήσιν αυτών όπως φύγωσιν.
+
+Ούτω δε έμελλον να διανύσωσιν εκατοντάδας μιλίων, υπό τας
+μαστιγώσεις οδηγού.
+
+Κείμενοι κατά μέρος, καταβεβλημένοι υπό της αντιδράσεως ήτις
+επηκολούθησε τας πρώτας στιγμάς της εναντίον των μαύρων πάλης
+εκείνης, ουδόλως εκινούντο πλέον.
+
+Διατί δεν ηδυνήθησαν να ακολουθήσωσι τον Ηρακλέα εν τη φυγή
+του! Και εν τούτοις τι ηδύναντο να ελπίζωσι διά τον φυγάδα;
+Όσον και αν ήτο ρωμαλέος, τι θα εγίνετο εν τη αφιλοξένω εκείνη
+χώρος, ένθα η πείνα, η μόνωσις, τα άγρια θηρία, οι ιθαγενείς,
+τα πάντα ήσαν κατ' αυτούς; Δεν θα ηναγκάζετο μετ' ολίγον να
+ποθήση την τύχην των συντρόφων του;
+
+Και όμως ούτοι, ουδεμίαν ευσπλαχνίαν περιέμενον εκ των αρχηγών
+της συνοδείας, Αράβων ή Πορτογάλων, ομιλούντων γλώσσαν την
+οποίαν δεν ηδύναντο να εννοήσωσι, και οίτινες ουδεμίαν άλλην
+συνεννόησιν είχον μετ' αυτών ειμή διά βλεμμάτων και απειλητικών
+κινημάτων.
+
+Μόνος ο Δικ Σανδ δεν ήτο δεδεμένος μετ' άλλου δούλου. Ήτο
+λευκός και δεν ετόλμησαν βεβαίως να τω επιβάλωσι την κοινήν
+μεταχείρισιν.
+
+Αφοπλισθείς, είχεν ελευθέρους τους πόδας και τας χείρας, οδηγός
+τις όμως τον επετήρει ιδιαιτέρως. Παρετήρει το στρατόπεδον, και
+εις εκάστην στιγμήν περιέμενε να ίδη ή τον Νεγορόν ή τον Χάρρην
+. . .
+
+Αλλ' η προσδοκία του εψεύσθη. Εν τούτοις δι' αυτόν ουδεμία
+αμφιβολία ότι οι δύο εκείνοι άθλιοι ήσαν οι διευθύνοντες την
+κατά του μυρμηκώνος επίθεσιν.
+
+Τω επήλθε συγχρόνως η σκέψις ότι η κυρία Βέλδων, ο μικρός Ζακ
+και ο εξάδελφος Βενέδικτος είχον μεταφερθή κεχωρισμένως κατά
+τας διαταγάς του Αμερικανού ή του Πορτογάλου· μη βλέπων μήτε
+τον ένα μήτε τον άλλον, ενόμιζεν ότι οι δύο συνένοχοι συνώδευον
+ίσως τα θύματά των. Πού τους ωδήγουν;
+
+Ποίαν τύχην επεφύλαττον αυτοίς; αύτη ήτο η σκληροτάτη φροντίς
+του.
+
+Ο Δικ Σανδ ελησμόνει την ιδίαν εαυτού κατάστασιν σκεπτόμενος
+την κυρίαν Βέλδων και τους μετ' αυτής.
+
+Η συνοδεία, εσκηνωμένη υπό την γιγαντιαίαν συκομορέαν, ηρίθμει
+περί τα οκτακόσια άτομα, ήτοι πεντακοσίους δούλους αμφοτέρων
+των φύλων, διακοσίους στρατιώτας και εκατόν αχθοφόρους,
+φύλακας, οδηγούς, πράκτορας ή αρχηγούς.
+
+Οι αρχηγοί ούτοι ήσαν καταγωγής αραβικής ή πορτογαλικής.
+Δυσκόλως δύναταί τις να φαντασθή τας ωμότητας τας οποίας τα
+απάνθρωπα ταύτα όντα εξασκούσιν επί των αιχμαλώτων των.
+
+Τους τύπτουσιν αδιακόπως, εκείνους δε οίτινες πίπτουσιν
+εξηντλημένοι και δεν είναι πλέον εις κατάστασιν να πωληθώσι,
+τους αποτελειώνουσι διά του πυροβόλου ή της μαχαίρας.
+
+Τους συνέχουσι τοιουτοτρόπως διά του τρόμου· αλλά το αποτέλεσμα
+του συστήματος τούτου είναι ότι κατά την άφιξιν της συνοδείας,
+πεντήκοντα δούλοι επί τοις εκατόν ελλείπουσιν εκ του
+λογαριασμού του σωματεμπόρου, είτε διότι τινές κατώρθωναν ν'
+αποδράσωσιν είτε διότι τα οστά των υπό των βασάνων θανόντων
+εκάλυψαν τας μακράς οδούς του εσωτερικού προς την παραλίαν.
+
+Ευνόητον ότι οι ευρωπαϊκής καταγωγής πράκτορες, Πορτογάλοι κατά
+το πλείστον, δεν είναι ειμή περιτρίμματα της πατρίδος των,
+κατάδικοι, αποδράντες της φυλακής, αρχαίοι σωματέμποροι
+διαφυγόντες την αγχόνην, εν ενί λόγω το αίσχος της
+ανθρωπότητος.
+
+Τοιούτος ο Νεγορός, τοιούτος ο Χάρρης υπηρετούντες τώρα ένα των
+μεγίστων δουλεμπόρων της κεντρώας Αφρικής, τον Ιωσίαν Αντώνιον
+Αλβέζ, γνωστότατον εις τους δουλεμπόρους της επαρχίας και περί
+του οποίου ο υποπλοίαρχος Καμερών έδωκε περιέργους πληροφορίας.
+
+Οι συνοδεύοντες τους αιχμαλώτους στρατιώται είναι εν γένει
+ιθαγενείς υπομίσθιοι των δουλεμπόρων.
+
+Αλλ' ούτοι δεν έχουσι το μονοπώλιον των επιδρομών διά των
+οποίων προμηθεύονται δούλους.
+
+Οι μαύροι βασιλείς πολεμούσι προς αλλήλους πολέμους σκληρούς
+και προς τον αυτόν σκοπόν· τότε οι έφηβοι ηττηθέντες, αι
+γυναίκες και τα παιδία, περιελθόντες εις κατάστασιν δουλείας,
+πωλούνται υπό των νικητών εις τους σωματεμπόρους αντί υαρδών
+τίνων υφάσματος πυρίτιδος, πυροβόλων, μαργαριτών ροδίνων ή
+ερυθρών και πολλάκις μάλιστα, λέγει ο Λίβιγγστων, εν ώρα
+πείνης, αντί ολίγων κόκκων αραβοσίτου.
+
+Οι συνοδεύοντες τους αιχμαλώτους του γέροντος Αλβέζ ηδύναντο να
+δώσωσιν ακριβώς ιδέαν τι είναι οι αφρικανικοί στρατοί.
+
+Είναι συρφετός μαύρων ληστών, ημιγύμνων, παλλόντων μακρά
+πυροβόλα των οποίων ο σωλήν είναι κεκοσμημένος διά πολλών
+χαλκίνων δακτυλίων.
+
+Μετά τοιαύτης συνοδείας, εις ην προστίθενται και αλήται τινες
+ίσης αξίας, οι πράκτορες περιέρχονται πολλάκις εις δυσχερή
+θέσιν.
+
+Συζητούσι τας διαταγάς των, επιβάλλουσιν αυτοίς τα μέρη και τας
+ώρας των σταθμεύσεων, απειλούσιν ότι θα τους εγκαταλείψωσι και
+δεν είναι σπάνιον να υποκύπτωσιν οι πράτορες ούτοι εις τας
+απαιτήσεις του ελεεινού τούτου στρατού.
+
+Καίτοι δε οι δούλοι, άνδρες ή γυναίκες υποχρεούνται εν γένει να
+βαστάζωσι βάρη καθ' όν χρόνον βαδίζει η συνοδεία, υπάρχουσι
+προσέτι ολίγοι τινές αχθοφόροι παρακολουθούντες.
+
+Καλούνται ούτοι ειδικώτερον «παγάζοι» και βαστάζουσι δέματα
+πολυτίμων αντικειμένων, ιδίως ελεφαντοστούν.
+
+Ενίοτε, τοιούτον είναι το μέγεθος των ελεφαντοδόντων εκείνων,
+ώστε τινές αυτών ζυγίζουσι μέχρις εκατόν εξήκοντα λιτρών,
+απαιτούνται δε δύο «παγάζοι» διά να τους φέρωσιν εις τα
+πρακτορεία, οπόθεν το πολύτιμον τούτον εμπόρευμα εξαποστέλλεται
+εις τας αγοράς του Καρτούμ, της Ζανζιβάρης και του Νατάλ.
+
+Κατά την άφιξίν των οι «παγάζοι» ούτοι πληρώνονται την
+συμφωνηθείσαν τιμήν, ήτις συνίσταται εξ εικοσάδος τινών υαρδών
+πανίου ή του υφάσματος εκείνου του καλουμένου «μερικάνι»,
+ολίγης πυρίτιδος, μιας δρακός «καουρί» (Κογχύλια κοινότατα εν
+τη χώρα χρησιμεύοντα αντί νομίσματος) ολίγων, μαργαριτών, και
+ενίοτε έκ τινων μαύρων εντελώς εξηντλημένων, όταν ο δουλέμπορος
+δεν έχη άλλο νόμισμα.
+
+Μεταξύ των πεντακοσίων δούλων εξ ων απετελείτο η συνοδεία,
+ολίγοι ήσαν οι τέλειοι άνδρες.
+
+Τούτο αποδοτέον εις το ό,τι μετά το πέρας της θήρας και την
+πυρπόλησιν του χωρίου, πας ιθαγενής πρεσβύτερος των
+τεσσαράκοντα ετών ανηλεώς σφάζεται και απαγχονίζεται εις τα
+πέριξ δένδρα.
+
+Μόνοι οι νεαροί έφηβοι αμφοτέρων των φύλων προορίζονται ίνα
+σταλώσιν εις τας αγοράς.
+
+Μετά κυνηγεσίας ταύτας ανθρώπων, μόλις επιζή το δέκατον των
+ηττηθέντων. Ούτως εξηγείται η φοβερά λιπανθρωπία η μεταβάλλουσα
+εις ερήμους ευρείας γαίας της Ισημερινής Αφρικής.
+
+Εδώ τα παιδία και οι έφηβοι μόλις εφόρουν ράκος τι εκ του
+φλοιώδους υφάσματος, όπερ παράγουσι δένδρα τινά και όπερ
+καλείται «μπουζού» εν τω τόπω. Τοιουτοτρόπως η κατάστασις του
+ανθρωποποιμνίου εκείνου, ήτο εκ των μάλλον αξιοθρηνήτων.
+
+Γυναίκες κεκλυμέναι υπό πληγών προελθουσών εκ της μάστιγος των
+οδηγών, παιδία ισχνά, πνευστιώντα, με πόδας αιματοφύρτους, τα
+οποία αι μητέρες προσεπάθουν να φέρωσι ως επίμετρον βάρους,
+νέοι στενώς προσηλωμένοι εις το δίκρανον εκείνον το μάλλον
+οδυνηρόν ή η άλυσος κατέργου.
+
+Ναι, η θέα των δυστυχών τούτων, μόλις ζώντων, των οποίων η φωνή
+δεν είχε πλέον ήχον, «εβενίνων σκελετών», κατά την έκφρασιν του
+Λιβιγγστώνος, θα συνεκίνει καρδίας αγρίων θηρίων, αλλά τόσαι
+αθλιότητες άφινον αναλγήτους τους Άραβας και τους Πορτογάλους
+εκείνους, οίτινες εάν πιστεύσωμεν τον υποπλοίαρχον Καμερών ήσαν
+πολύ σκληρότεροι.
+
+Ιδού τι λέγει ο Καμερών:
+
+«Όπως επιτύχη τας πεντήκοντα γυναίκας των οποίων κύριος ελέγετο
+ο Αλβέζ, δέκα χωρία κατεστράφησαν δέκα χωρία έχοντα έκαστον
+εκατόν έως διακοσίους κατοίκους, ήτοι χιλίας πεντακοσίας ψυχάς.
+Τινές τούτων ηδυνήθησαν να διαφύγωσιν, αλλ' οι πλείστοι —
+σχεδόν όλοι — απώλοντο εις τας φλόγας, εφονεύθησαν
+υπερασπίζοντες τας οικογενείας των ή απέθανον εκ πείνης εις τα
+παραπήγματα, εκτός εάν τα σαρκοβόρα θηρία δεν επέρανον
+ταχύτερον τας βασάνους των.
+
+Τα εγκλήματα ταύτα, διαπραττόμενα εν τω κέντρω της Αφρικής υπό
+ανθρώπων λεγομένων χριστιανών και Πορτογάλων, θα εφαίνοντο
+απίστευτα εις τους κατοίκους των πεπολιτισμένων χωρών. Αδύνατον
+η κυβέρνησις της Λισσαβώνος να γινώσκη τας ωμότητας τας
+διαπραττομένας παρ' ανθρώπων φερόντων την σημαίαν αυτής και
+καυχωμένων ότι είναι υπήκοοι αυτής».
+
+Σημ. Εν Πορτογαλία ζωηρότατοι εγένοντο διαμαρτυρήσεις κατά των
+διαβεβαιώσεων τούτων του Καμερών.
+
+Ευνόητον ότι κατά τας πορείας, και τας σταθμεύσεις εκείνας, οι
+δέσμιοι επετηρούντο αυστηρότατα.
+
+Τοιουτοτρόπως ο Δικ Σανδ εννόησε μετ' ολίγον, ότι δεν έπρεπε
+ουδέ να πειραθή να αποδράση. Αλλά τότε, πώς να επανεύρη την
+κυρίαν Βέλδων; Ότι το τέκνον της και αυτή ηρπάγησαν υπό του
+Νεγορού, τούτο ήτο βεβαιότατον.
+
+Ο Πορτογάλος ηθέλησε να την χωρίση από των συντρόφων αυτής διά
+λόγους αγνώστους έτι εις τον νεαρόν δόκιμον· αλλά δεν ηδύνατο
+να αμφιβάλη περί της παρεμβάσεως του Νεγορού, και η καρδία του
+εθλίβετο εις την σκέψιν ότι παντοειδείς κίνδυνοι ηπείλουν την
+κυρίαν Βέλδων.
+
+ — Α! έλεγε καθ' εαυτόν, όταν σκέπτωμαι ότι είχον τους δύο
+τούτους αθλίους υπό τον σωλήνα του όπλου μου και δεν τους
+εφόνευσα! . . .
+
+Η σκέψις αύτη ήτο εκ των μάλλον επιμόνως επανερχομένων εις το
+πνεύμα του Δικ Σανδ.
+
+Πόσα δυστυχήματα θα απεφεύγοντο διά του θανάτου, διά του
+δικαίου θανάτου του Χάρρη και του Νεγορού! πόσαι αθλιότητες
+ολιγώτεραι δι' εκείνους τους οποίους οι έμποροι εκείνοι
+ανθρωπίνης σαρκός μετεχειρίζοντο ως δούλους!
+
+Όλη η φρίκη της θέσεως της κυρίας Βέλδων και του μικρού Ζακ
+παρουσιάζετο αμέσως εις τον Δικ Σανδ.
+
+Μήτε η μήτηρ, μήτε το τέκνον ηδύναντο να ελπίζωσί τι παρά του
+εξαδέλφου Βενεδίκτου.
+
+Ο δυστυχής εκείνος μόλις ηδύνατο να επαρκέση εις εαυτόν.
+
+Βεβαίως παρέσυρον και τους τρεις εις μέρος τι απομεμακρυσμένον
+της επαρχίας της Αγγόλης. Αλλά ποίος, εβάσταζε το ασθενές έτι
+παιδίον;
+
+ — Η μήτηρ του, ναι, η μήτηρ του! επανελάμβανε καθ' εαυτόν ο
+Δικ Σανδ. Θα επανεύρε δυνάμεις δι' αυτό! Θα έπραξεν ό,τι
+πράττουσιν αι δυστυχείς αύται δούλοι· και θα καταπέση ως αυταί.
+Ω! ας με φέρη πάλιν ο θεός ενώπιον των δημίων τούτων, και θα .
+. .
+
+Αλλ' ήτο δέσμιος! Ηριθμείτο ως μία κεφαλή εν τη αγέλη εκείνη,
+την οποίαν οι οδηγοί ώθουν προς το εσωτερικόν της Αφρικής! Ούτε
+καν εγίνωσκεν εάν ο Νεγορός και ο Χάρρης ωδήγουν αυτοί ούτοι
+την συνοδείαν, ης απετέλουν μέρος τα θύματα αυτών.
+
+Ο Δίγγος δεν ήτο πλέον εκεί, όπως ανιχνεύση τον Πορτογάλον,
+όπως υποδείξη την προσέγγισιν αυτού.
+
+Μόνος ο Ηρακλής ηδύνατο να βοηθήση την ατυχή κυρίαν Βέλδων.
+Αλλ' έπρεπε να ελπίζωσι τοιούτο θαύμα;
+
+Εν τούτοις ο Δικ Σανδ προσεκολλάτο εις την ιδέαν ταύτην.
+Εσκέπτετο ότι ο ρωμαλέος μαύρος ήτο ελεύθερος. Περί της
+αφοσιώσεώς του δεν υπήρχεν αμφιβολία.
+
+Παν ό,τι ήτο ανθρωπίνως δυνατόν να πράξη ο Ηρακλής θα το
+έπραττεν υπέρ της κυρίας Βέλδων.
+
+Ναι! ή ο Ηρακλής θα επειράτο να επανεύρη τα ίχνη των και να
+έλθη εις συγκοινωνίαν μετ' αυτών, ή, εν αποτυχία, θα προσεπάθει
+να συνεννοηθή μετά του Δικ Σανδ, και ίσως να τον αρπάση, να τον
+απελευθερώση διά τινος τολμήματος.
+
+Κατά τας νυκτερινάς σταθμεύσεις αναμιγνυόμενος μετά των
+δεσμοτών, μέλος ως αυτοί, θα ηδύνατο ίσως να διαλάθη την
+προσοχήν των στρατιωτών, να φθάση μέχρις αυτού, να θραύση τας
+αλύσεις του, να τον σύρη εις το δάσος, αμφότεροι δε, ελεύθεροι
+τότε, τι δεν θα έπραττον υπέρ της σωτηρίας της κυρίας Βέλδων!
+
+Ρύαξ τις θα τοις επέτρεπε να κατέλθωσι μέχρι της παραλίας, και
+ο Δικ Σανδ θα επανελάμβανε, μετά νέων ελπίδων επιτυχίας και
+μεγαλειτέρας γνώσεως των δυσχερειών, το τοσούτον δυστυχώς διά
+της προσβολής των ιθαγενών διακοπέν σχέδιόν του.
+
+Ο νεαρός δόκιμος παρεδίδετο εις αλληλοδιαδόχους σκέψεις φόβου
+και ελπίδος.
+
+Ευτυχώς όμως, χάρις εις τον ενεργητικόν χαρακτήρα του, δεν
+κατεβάλλετο και ήτο έτοιμος να επωφεληθή και της ελαχίστης
+παρουσιασθησομένης ευκαιρίας.
+
+Ό,τι προ πάντων έπρεπε να μάθη ήτο προς ποίαν αγοράν ωδήγουν
+αυτούς οι διευθύνοντες την συνοδείαν των δούλων.
+
+Άρα γε προς πρακτορείον τι της Αγγόλης, δηλαδή μετά τινας
+σταθμούς μόνον, ή θα ώδευον έτι εκατοντάδας μιλίων διά μέσου
+της κεντρώας Αφρικής;
+
+Η κυρία αγορά των σωματεμπόρων είναι η της Νυαγγέ, εν Μανυεμά,
+ήτοι εις τον μεσημβρινόν εκείνον, όστις διαιρεί την αφρικανικήν
+ήπειρον εις δύο μέρη σχεδόν ίσα, εκεί ένθα εντείνεται η χώρα
+των μεγάλων λιμνών ην διέτρεχε τότε ο Λίβιγγστων.
+
+Αλλ' από του Κοάνζα μέχρι της κώμης εκείνης η απόστασις ήτο
+μεγάλη· μήνες οδοιπορίας δεν θα ήρκουν έως να φθάσωσιν εκεί.
+
+Η ιδέα αύτη τα μέγιστα απησχόλει τον Δικ Σανδ, καθότι
+αφικνούμενοι άπαξ εις Νυαγγέ, και επί τη υποθέσει ότι η κυρία
+Βέλδων, ο Ηρακλής, οι άλλοι μαύροι και αυτός κατώρθωνον να
+αποδράσωσι, πόσον θα ήτο δύσκολος, ίνα μη είπωμεν αδύνατος η
+επιστροφή εις την παραλίαν, εν μέσω των κινδύνων τοσούτω μακράς
+πορείας!
+
+Αλλ' ο Δικ Σανδ δικαίως εσκέφθη μετ' ολίγον, ότι η συνοδεία δεν
+θα εβράδυνε να φθάση εις τον προς ον όρον.
+
+Καίτοι δεν εννόησε την γλώσσαν ην ελάλουν οι αρχηγοί της
+συνοδείας, ήτοι οτέ μεν την αραβικήν, οτέ δε το αφρικανικόν
+ιδίωμα, παρετήρησεν ότι το όνομα σπουδαίας αγοράς της χώρας
+ταύτης επανελαμβάνετο συχνάκις.
+
+Ήτο το όνομα, του Καζονδέ, και δεν ηγνόει ότι εκεί διενηργείτο
+μέγιστον δουλεμπόριον.
+
+Φυσικώς λοιπόν συνεπέρανεν ότι εκεί θα απεφασίζετο η τύχη των
+δεσμοτών, είτε προς όφελος του βασιλέως της επαρχίας είτε διά
+λογαριασμόν πλουσίου τινός εντοπίου δουλεμπόρου. Γνωστόν ότι
+δεν ηπατάτο.
+
+Ο Δικ Σανδ, ων ειδήμων την νεωτέρας γεωγραφίας, εγίνωσκε καλώς
+τα περί Κοζανδέ.
+
+Η απόστασις της πόλεως ταύτης από του Αγίου Παύλου της Λοάνδας
+δεν υπερβαίνει τα τετρακόσια μίλια, επομένως διακόσια
+πεντήκοντα μίλια το πολύ την διαχωρίζουν από της εν Κοάνζα
+κατασκηνώσεως.
+
+Ο Δικ Σανδ υπελόγιζε κατά προσέγγισιν, λαμβάνων ως βάσιν των
+υπολογισμών του το διάστημα, όπερ διήνυσε το μικρόν σώμα υπό
+την οδηγίαν του Χάρρη.
+
+Υπό τας συνήθεις περιστάσεις, το διάστημα εκείνο δεν απήτει
+πλειοτέρας των δέκα μέχρι των δώδεκα ημερών.
+
+Διπλασιαζομένου δε του χρόνου τούτου ένεκα των αναγκών της
+συνοδείας εξηντλημένης ήδη εκ της μακράς πορείας, ο Δικ Σανδ
+έπρεπε να υπολογίση εις τρεις εβδομάδας την διάρκειαν της από
+Κοάνζα εις Κοζανδέ αποστάσεως.
+
+Όσα ενόμιζεν ότι εγίνωσκεν ο Δικ Σανδ, επεθύμει να ανακοινώση
+εις τον Τωμ και τους συνεταίρους αυτού. Η βεβαιώτης ότι δεν
+τους παρέσυρον εις το κέντρον της Αφρικής, εις τας απαισίας
+εκείνας χώρας, από τας οποίας δεν θα ήλπιζον πλέον να εξέλθωσι,
+θα ήτο είδος τι παρηγορίας δι' αυτούς.
+
+Ήρκουν ολίγαι λέξεις εν παρόδω, όπως τοις ανακοινώση εκείνο
+όπερ ηγνόουν. Αλλά θα κατώρθου άρα γε να τοις είπη τας λέξεις
+ταύτας;
+
+Ο Τωμ και ο Βαρθολομαίος — κατά τύχην είχον συνενωθή πατήρ και
+υιός — ο Ακτέων και ο Αυγουστίνος, δεδεμένοι ανά δύο,
+ευρίσκοντο εις την δεξιάν άκραν της συνοδείας. Είς οδηγός και
+δωδεκάς στρατιωτών επετήρουν αυτούς.
+
+Ο Δικ Σανδ, ελεύθερος εις τας κινήσεις του, απεφάσισε να
+ελαττώση ολίγον κατ' ολίγον την απόστασιν, ήτις διεχώριζεν
+αυτόν από του ομίλου τον οποίον εσχημάτιζον οι σύντροφοί του
+πεντήκοντα βήματα μακράν αυτού. Ήρχισε λοιπόν να επιδιώκη τον
+σκοπόν τούτον.
+
+Πιθανόν ο γέρων Τωμ να εμάντευσε την σκέψιν του Δικ Σανδ.
+Λέξεις προφερθείσαι χαμηλή τη φωνή ειδοποίησε τους συντρόφους
+να ώσι προσεκτικοί. Δεν εκινήθησαν λοιπόν, αλλ' ήσαν έτοιμοι
+και να ίδωσι και να ακούσωσι.
+
+Μετ' ολίγον ο Δικ Σανδ επροχώρησε με ύφος αδιάφορον πεντήκοντα
+περίπου βήματα.
+
+Εκ του μέρους όπου ευρίσκετο τότε, θα ηδύνατο να φωνάξη εις
+τρόπον ώστε να ακουσθή, το όνομα Καζονδέ και να τω είπη ποία θα
+ήτο η πιθανή διάρκεια της οδοιπορίας.
+
+Θα ήτο προτιμότερον να συμπληρώση τας πληροφορίας εκείνας και
+να συνεννοηθή μετ' αυτών τι έπρεπε να πράξωσι.
+
+Εξηκολούθησε λοιπόν να τους πλησιάζη. Ήδη η καρδία του έπαλλεν
+υπό ελπίδος· δεν απείχε πλέον ειμή ολίγα βήματα από του
+ποθουμένου σκοπού, ότε οδηγός τις ως ει εννόησεν αίφνης την
+πρόθεσίν του ώρμησε κατ' αυτού.
+
+Εις τας κραυγάς του μανιακού εκείνου, δέκα στρατιώται
+προσέδραμον, και ο Δικ Σανδ, κτηνωδώς εφέρθη πάλιν οπίσω, ενώ ο
+Τωμ και οι σύντροφοί του εσύροντο εις την άλλην άκραν του
+στρατοπέδου.
+
+Ο Δικ Σανδ μανιώδης ώρμησε κατά του οδηγού· κατώρθωσε να θραύση
+διά των χειρών το πυροβόλον του, και σχεδόν το απέσπασεν· αλλ'
+επτά ή οκτώ στρατιώται τον περιεκύκλωσαν και ηναγκάσθη να τον
+αφήση.
+
+Εν τη μανία των θα τον εφόνευον ίσως, εάν δεν επενέβαινεν Άραψ
+τις αρχηγός υψηλού αναστήματος και αγρίας φυσιογνωμίας.
+
+Ο Άραψ εκείνος ήτο ο αρχηγός Ιβν Χαμίς, περί ου είχεν ομιλήσει
+ο Χάρρης.
+
+Επρόφερε λέξεις τινάς, τας οποίας ο Δικ Σανδ δεν ηδηνήθη να
+εννοήση και οι στρατιώται αναγκασθέντες να αφήσωσι την λείαν
+των, απεμακρύνθησαν.
+
+Ήτο λοιπόν προδηλότατον αφ' ενός μεν ότι είχεν αυστηρώς
+απαγορευθή πάσα συγκοινωνία του νεαρού δοκίμου μετά των
+συντρόφων του, αφ' ετέρου δε ότι είχον συστήσει να μη προσβληθή
+η ζωή του.
+
+Τις άλλος ηδύνατο να δώση τοιαύτας διαταγάς πλην του Χάρρη ή
+του Νεγορού;
+
+Κατ' εκείνην την στιγμήν — ήτο ενάτη της πρωίας της 19 Απριλίου
+— ηκούσθησαν οι άγριοι ήχοι κέρατος «κουδού» και οι κρότοι
+τύμπανου. Η στάθμευσις έμελλε να λήξη.
+
+Άπαντες, αρχηγοί, στρατιώται, φορείς, δούλοι, ηγέρθησαν αμέσως.
+Φορτωθέντων των δερμάτων, πολλοί όμιλοι αιχμαλώτων
+εσχηματίσθησαν υπό την οδηγίαν ενός οδηγού αναπετάσαντος
+σημαίαν ζωηρών χρωμάτων.
+
+Εδόθη το σημείον της αναχωρήσεως.
+
+Άσματα αντήχησαν τότε, αλλ' οι ψάλλοντες ούτοι ήσαν οι
+ηττημένοι, ουχί οι νικηταί.
+
+Και ιδού τι έλεγον τα άσματα εκείνα, ως απειλή αφελούς πίστεως
+των δούλων κατά των τυράννων των, κατά των δημίων των:
+
+Με στέλλετε εις την παραλίαν, αλλ' όταν αποθάνω, δεν έχω πλέον
+ζυγόν και θα επανέλθω να σας φονεύσω.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η.'
+ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΙΝΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚ ΣΑΝΔ
+
+
+
+Καίτοι η καταιγίς της προτεραίας είχε παύσει, εν τούτοις ο
+καιρός ήτο έτι πολύ τεταραγμένος.
+
+Άλλως τε δε ήτο η εποχή της «μαζίκας» της δευτέρας περιόδου της
+εποχής των βροχών υπό την ζώνην εκείνην του αφρικανικού
+ουρανού.
+
+Αι νύκτες προ πάντων έμελλον να ώσι βροχεραί επί μίαν, δύο ή
+τρεις εβδομάδας, όπερ θα επηύξανεν έτι μάλλον τας κακοπαθείας
+της συνοδείας.
+
+Την ημέραν εκείνην, εν καιρώ συννεφώδει, ανεχώρησαν από του
+Κοάνζα και εβάδισαν σχεδόν κατ' ευθείαν προς ανατολάς.
+
+Πεντήκοντα περίπου στρατιώται ήσαν επί κεφαλής, περί τους
+εκατόν εκατέρωθεν της συνοδείας, οι δε επίλοιποι ήρχοντο
+όπισθεν. Θα ήτο δύσκολον εις τους αιχμαλώτους να αποδράσωσιν,
+έστω και εάν δεν ήσαν δεσμευμένοι.
+
+Γυναίκες, παιδιά, άνδρες επορεύοντο αναμίξ, και οι οδηγοί
+εβίαζον τα βήματά των διά μαστιγώσεων.
+
+Υπήρχον δυστυχείς μητέρες αίτινες θηλάζουσαι έν παιδίον,
+εκράτουν άλλο διά της ελευθέρας χειρός. Άλλαι έσυρον τα μικρά
+εκείνα όντα γυμνά, ανυπόδητα, επί των οξυβελών χόρτων του
+εδάφους.
+
+Ο αρχηγός της συνοδείας, ο άγριος εκείνος Ιβν Χαμίς ο επεμβάς
+εις την πάλην μεταξύ του Δικ Σανδ και του οδηγού του, επετήρει
+όλην εκείνην την αγέλην μεταβαίνων από την μιας εις την άλλην
+άκραν της μακράς στήλης.
+
+Εάν οι πράκτορές του και αυτός δεν εφρόντιζον περί των
+δυστυχιών των αιχμαλώτων των, έπρεπεν όμως να λαμβάνωσιν υπό
+σπουδαίαν έποψιν είτε τους στρατιώτας οίτινες απήτουν αύξησίν
+τινα μισθού, είτε τους βαστάζους οίτινες ήθελον να αναπαυθώσιν.
+
+Εκ τούτου εγεννώντο φιλονικίαι, πολλάκις μάλιστα διαπληκτισμοί.
+Και πάλιν οι αιχμάλωτοι υφίσταντο τα αποτελέσματα της αδιακόπου
+οργής των οδηγών.
+
+Αφ' ενός ηκούοντο απειλαί, αφ' ετέρου κραυγαί οδύνης, και όσοι
+ήρχοντο κατόπιν, επάτουν επί εδάφους βραχέντος διά του αίματος
+των πρώτων.
+
+Οι μετά του Δικ Σανδ, κρατούμενοι πάντοτε μετά προσοχής εμπρός
+της συνοδείας, ουδεμίαν ηδύναντο να έχωσι συγκοινωνίαν μετ'
+αυτής.
+
+Επροχώρουν κατά στίχον δεδεμένοι εκ του τραχήλου δι' αλύσεως
+βαρείας, ήτις δεν επέτρεπεν αυτοίς ουδέ έν κίνημα κεφαλής.
+
+Εμαστιγούντο δε και αυτοί όσον και οι εν δυστυχία σύντροφοί
+των.
+
+Ο Βαρθολομαίος συνδεδεμένος μετά του πατρός του εβάδιζε προ
+αυτού, προσέχων να μη κινή το δίκρανον, εκλέγων τα καλλίτερα
+μέρη όπως θέση τον πόδα, επειδή μετ' αυτόν έμελλε να διέλθη ο
+γέρων Τωμ.
+
+Προσεπάθει μάλιστα να βραδύνη την πορείαν του, όταν ησθάνετο
+ότι ο Τωμ εκουράζετο.
+
+Ήτο βάσανος διά τον καλόν εκείνον υιόν να μη δύναται να στρέψη
+την κεφαλήν, όπως ίδη τον καλόν του πατέρα ον υπερηγάπα.
+
+Ο Τωμ είχε βεβαίως την ευχαρίστησιν να βλέπη τον υιόν του, αλλά
+πολύ ακριβά επλήρωνε την ευχαρίστησιν ταύτην.
+
+Ποσάκις παχέα δάκρυα έρρευσαν από των οφθαλμών του, όταν η
+μάστιξ του οδηγού κατέπιπτεν επί του Βαρθολομαίου!
+
+Ήτο δεινότερον βασανιστήριον ή εάν έπιπτεν επί της ιδίας εαυτού
+σαρκός.
+
+Ο Αυγουστίνος και ο Ακτέων ήρχοντο ολίγα βήματα όπισθεν,
+δεδεμένοι ο είς μετά του άλλου και βασανιζόμενοι κατά πάσαν
+στιγμήν.
+
+Α! πώς εφθόνουν την τύχην του Ηρακλέους! Οίοι δήποτε και αν
+ήσαν οι απειλούντες αυτόν εις την αγρίαν εκείνην χώραν
+κίνδυνοι, ηδύνατο τουλάχιστον να ποιήται χρήσιν της δυνάμεώς
+του και να υπερασπίση την ζωήν του.
+
+Κατά τας πρώτας στιγμάς της αιχμαλωσίας των ο γέρων Τωμ
+εγνώρισε τέλος προς τους συντρόφους του όλην την αλήθειαν.
+
+Προς μεγάλην έκπληξίν των, έμαθον παρ' αυτού ότι ήσαν εις την
+Αφρικήν, ότι η διπλή προδοσία του Χάρρη και του Νεγορού πρώτον
+μεν τους έρριψεν εκεί, είτα τους παρέσυρε, και ότι ουδέν έλεος
+είχον να ελπίζωσιν εκ μέρους των κυρίων των.
+
+Αλλά και την Ναν δεν μετεχειρίζοντο καλλίτερον. Απετέλει μέρος
+ομίλου γυναικών, όστις κατείχε το κέντρον της συνοδείας.
+
+Την είχον δέσει μετά νεαράς μητρός εχούσης δύο τέκνα το έν
+νήπιον και το άλλο τριετές μόλις βαδίζον.
+
+Η Ναν συγκινηθείσα ανέλαβε το μικρόν εκείνο ον, και η δυστυχής
+δούλη ηυχαρίστησεν αυτήν διά δακρύων.
+
+Η Ναν εβάσταζε λοιπόν το παιδίον, απαλλάττουσα αυτό και εκ του
+κόπου υπό του οποίου ήθελε καταβληθή και εκ των μαστιγώσεων τας
+οποίας θα ελάμβανεν υπό του οδηγού.
+
+Αλλά το φορτίον ήτο βαρύ διά την γραίαν Ναν· εφοβείτο μη αι
+δυνάμεις της εξαντληθώσι, και εσκέπτετο τον μικρόν Ζακ.
+
+Εφαντάζετο αυτόν εις τας αγκάλας της μητρός του! Ναι μεν η
+ασθένεια τον είχεν αδυνατίσει, αλλά και πάλιν θα ήτο βαρύς διά
+τους ασθενείς βραχίονας της κυρίας Βέλδων.
+
+Πού να ήτο αύτη; Τι εγίνετο; Άρα γε η γηραιά θεράπαινά της θα
+την επανέβλεπε ποτέ;
+
+Ο Δικ Σανδ είχε τεθή σχεδόν όπισθεν της συνοδείας. Δεν ηδύνατο
+να ίδη μήτε τον Τωμ, μήτε τους συντρόφους του, μήτε την Ναν.
+
+Τότε μόνον ηδύνατο να τους ίδη όταν διήρχοντο πεδιάδα τινά.
+Εβάδιζε κατεχόμενος υπό λυπηρών διαλογισμών, από των οποίων αι
+κραυγαί των πρακτόρων μόλις τον απέσπων.
+
+Δεν εσκέπτετο μήτε εαυτόν, μήτε τους κόπους ους θα ήτο ανάγκη
+να υποστή έτι, μήτε τα βασανιστήρια όσα τω επεφύλασσεν ίσως ο
+Νεγορός.
+
+Εσκέπτετο μόνον την κυρίαν Βέλδων· εις μάτην ανεζήτει εις το
+έδαφος, εις τας ακάνθας των ατραπών, εις τους χαμηλούς κλάδους
+των δένδρων, να ανεύρη ίχνος τι της διαβάσεώς της.
+
+Εάν κατά πάσαν βεβαιότητα, την ωδήγουν εις Καζονδέ, δεν ήτο
+δυνατόν να έλαβεν άλλην οδόν. Τι δεν έδιδεν, όπως επανεύρη
+σημειόν τι της πορείας της προς το μέρος όπου ωδήγουν και
+αυτούς;
+
+Τοιαύτη ήτο η σωματική και πνευματική κατάστασις του νεαρού
+δοκίμου και των μετ' αυτού:
+
+Αλλ' ό,τι και αν ηδύναντο να φοβώνται δι' εαυτούς, όσον μεγάλα
+και αν ήσαν τα ίδια εαυτών παθήματα, ο οίκτος κατεκυρίευσεν
+αυτούς βλέποντας την τρομεράν αθλιότητα της δυστυχούς εκείνης
+αγέλης των δεσμίων και την ανήκουστον θηριωδίαν των κυρίων των.
+
+Φευ! ουδέν είχον όπως βοηθήσωσι τους μεν, ουδέν όπως
+αντισταθώσιν εις τους άλλους!
+
+Όλον το μέρος το κείμενον προς ανατολάς του Κοάνζα δεν ήτο ειμή
+δάσος εις περιφέρειαν είκοσι περίπου μιλίων.
+
+Εν τούτοις τα δένδρα είτε διότι φθείρονται υπό των δηγμάτων των
+απείρων εντόμων των χωρών τούτων, είτε διότι τα καταρρίπτουσιν
+αγέλαι νεαρών ελεφάντων ήσαν ολιγώτερον πυκνά ή τα της γείτονος
+παραλίας.
+
+Υπήρχε τωόντι αφθονία εκ των βαμβακοφόρων εκείνων, υψηλών επτά
+ή οκτώ πόδας, των οποίων ο βάμβαξ χρησιμεύει προς κατασκευήν
+των μελανών ή λευκών ραβδωτών υφασμάτων, άτινα μεταχειρίζονται
+εις τα ενδότερα της επαρχίας.
+
+Είς τινα μέρη το έδαφος μετεβάλλετο εις πυκνοτάτους καλαμώνας
+εντός των οποίων εθάπτετο η συνοδεία.
+
+Εξ όλων των ζώων της χώρας μόνοι οι ελέφαντες, και
+καμηλοπαρδάλεις θα ηδύναντο να εξέχωσι των καλάμων εκείνων, των
+οποίων το στέλεχος έχει ενός δακτύλου περίμετρον.
+
+Βεβαίως οι πράκτορες εγίνωσκον καλώς τα μέρη, όπως μη
+αποπλανώνται.
+
+Καθ' ημέραν η συνοδεία ανεχώρει άμα τη αυγή και αναπαύετο μόνον
+την μεσημβρίαν επί μίαν ώραν. Ήνοιγον τότε δέματά τινα μανιόκας
+και το εδώδιμον τούτο διενέμετο μετά φειδωλίας εις τους
+δούλους.
+
+Προσετίθεντο πατάται, ή αίγειον κρέας και μόσχειον, όταν οι
+στρατιώται ελεηλάτουν κατά την διάβασιν χωρίον τι.
+
+Αλλ' η κόπωσις ήτο τοιαύτη, η ανάπαυσις τόσον ανεπαρκής, τόσον
+μάλιστα αδύνατος κατά τας βροχεράς εκείνας νύκτας, ώστε,
+ερχομένης της ώρας της διανομής των τροφίμων, οι αιχμάλωτοι
+μόλις ηδύναντο να φάγωσιν.
+
+Ούτω, οκτώ ημέρας μετά την εν Κοάνζα αναχώρησιν, είκοσι
+τουλάχιστον είχον πέσει καθ' οδόν, απομείναντες εις την
+διάθεσιν των θηρίων, άτινα περιεπλανώντο όπισθεν της συνοδείας.
+
+Λέοντες, πάνθηρες και λεοπαρδάλεις περιέμενον τα θύματα, άτινα
+δεν ηδύναντο να λείψωσι, και καθ' εσπέραν, μετά την δύσιν του
+ηλίου, οι μηκυθμοί αυτών εξερρήγνυντο εις τοσούτω βραχείαν
+απόστασιν, ώστε υπήρχε φόβος αμέσου επιθέσεως.
+
+Ο Δικ Σανδ, ακούων τους βρυχηθμούς εκείνους, ους η σκιά καθίστα
+έτι μάλλον φοβερούς, ανελογίζετο μετά τρόμου τα προσκόμματα τα
+οποία τοιαύται συναντήσεις ηδύναντο να εγείρωσιν εις τα
+διαβήματα του Ηρακλέους και τους κινδύνους ους θα διέτρεχεν εις
+έκαστον βήμα του.
+
+Και εν τούτοις, εάν και αυτός εύρισκεν ευκαιρίαν να φύγη, δεν
+θα εδίσταζε να το πράξη.
+
+Ιδού δε αι σημειώσεις τας οποίας ο Δικ Σανδ έλαβε κατά το
+δρομολόγιον εκείνο μεταξύ Κοάνζα και Καζονδέ.
+
+Εικοσιπέντε «πορείαι» εχρειάσθησαν όπως διανύσωσι την απόστασιν
+εκείνην των διακοσίων πεντήκοντα μιλίων, της πορείας, κατά την
+γλώσσαν των σωματεμπόρων, ούσης εκ δέκα μιλίων μετά σταθμεύσεως
+καθ' εκάστην.
+
+ — Από 25-27 Απριλίου. — Εφάνη χωρίον περικυκλούμενον υπό
+τειχών εκ καλάμων υψηλών 8-9 ποδών.
+
+Αγροί καλλιεργημένοι εξ αραβοσίτου, κυάμων, σόργου και διαφόρων
+αραχίδων.
+
+Δύο μαύροι συληφθέντες και αιχμαλωτισθέντες. Δεκαπέντε
+φονευθέντες. Κάτοικοι έφυγαν.
+
+Την εποιούσαν, διέλευσις θορυβώδης ποταμίου πλάτους εκατόν
+πεντήκοντα υαρδών.
+
+Γέφυρα κινητή σχηματισθείσα εκ κορμών δένδρων προσδεθέντων διά
+βρύων.
+
+Στηρίγματα ημιθραυσθέντα. Δύο γυναίκες δεδεμέναι εν τω αυτώ
+δικράνω έπεσαν εις τα ύδατα.
+
+Η μία εβάσταζε το μικρόν παιδίον της. Τα ύδατα ταράσσονται και
+γίνονται αιματοβαφή.
+
+Οι κροκόδειλοι ολισθαίνουσι μεταξύ των συνδέσεων της γεφύρας.
+Κίνδυνος μήπως θέση τις τον πόδα επί των χαινόντων στομάτων
+των.
+
+ — 28 Απριλίου. — Διέλευσις δάσους βαυχινιών. Δένδρα υψίκορμα
+εξ εκείνων άτινα παρέχουσι το σιδηρόξυλον εις τους πορτογάλους.
+
+Ραγδαία βροχή. Έδαφος κάθυγρον. Πορεία άκρως δυσχερής.
+
+Προς το κέντρον της συνοδείας φαίνεται η δυστυχής Ναν κρατούσα
+αιθιοπίδιον εις τας αγκάλας της.
+
+Σύρεται δυσκόλως. Η μετ' αυτής δεσμευμένη δούλη χωλαίνει, και
+το αίμα ρέει εκ του υπό των μαστιγώσεων κατεσχισμένου ώμου
+αυτής.
+
+Την εσπέραν κατασκήνωσις υπό γιγαντιαίον βαοβάβ μετ' ανθέων
+λευκών και φυλλώματος πρασίνου τρυφερού.
+
+Κατά την νύκτα βρυχηθμοί λεόντων και λεοπαρδάλεων. Πυροβολισμός
+ιθαγενούς κατά πάνθηρος. Τι γίνεται ο Ηρακλής;
+
+ — 29 και 30 Απριλίου. — Πρώτα ψύχη του καλουμένου αφρικανικού
+χειμώνος. Δρόσος αφθονωτάτη.
+
+Τέλος της βροχεράς εποχής μετά του μηνός Απριλίου ήτις άρχεται
+μετά του μηνός Νοεμβρίου. Πεδιάδες απλέτως πλημμυρισμέναι,
+εισέτι ανατολικοί άνεμοι διακόπτοντες την αναπνοήν και
+καθιστώντες τους ελώδεις πυρετούς μάλλον επαισθητούς.
+
+Ουδέν ίχνος της κυρίας Βέλδων, μήτε του κυρίου Βενεδίκτου. Πού
+άραγε τους ωδήγουν αν μη εις Καζονδέ; Ώφειλον να ακολουθώσι την
+αυτήν πορείαν και να προηγώνται ημών. Διατελώ εις μεγίστην
+ανησυχίαν. Μήπως ο μικρός Ζακ κατελήφθη πάλιν υπό του πυρετού
+εν τη νοσηρά εκείνη χώρα! Αλλά ζη άρα γε:
+
+ — Από 1-6 Μαΐου. — Διέλευσις πολλών και μικρών πεδιάδων τας
+οποίας η εξάτμησις δεν είχεν αποξηράνει.
+
+Ύδωρ μέχρι της ζώνης ενίοτε. Μυριάδες βδελλών προσκολλομένων
+εις το δέρμα.
+
+Ανάγκη όμως να βαδίζωμεν. Επί τινων εξεχόντων υψωμάτων λωτοί
+και πάπυροι.
+
+Εις το βάθος υπό τα ύδατα, άλλα φυτά μεγάλων λαχανοειδών
+φύλλων, επί των οποίων προσκόπτει ο πους, όπερ επιφέρει πτώσεις
+αδιακόπους.
+
+Εις τα ύδατα ταύτα άπειροι μικροί ιχθύς εκ του είδους των
+γλανίδων, τους οποίους οι ιθαγενείς αλιεύουσι καθ' εκατομμύρια
+διά καλαμωτών και πωλούσιν εις τας συνοδείας.
+
+Αδύνατον να ευρεθή τόπος κατασκηνώσεως διά την νύκτα.
+
+Όριον δεν φαίνεται εις την καταπλημμυρισμένην πεδιάδα· πρέπει
+να οδεύωμεν εν τη σκοτία.
+
+Αύριον πολλοί δούλοι θα λείπωσιν εκ της συνοδείας. Πόσαι
+αθλιότητες! Όταν έπιπτέ τις, προς τι να εγερθή! Ολίγας στιγμάς
+υπό τα ύδατα και ετελείωνον τα πάντα! Η μάστιξ του οδηγού δεν
+σας έφθανεν εν τη σκιά.
+
+ — Ναι αλλ' η κυρία Βέλδων και ο υιός της! Δεν έχω το δικαίωμα
+να τους εγκαταλείψω. Θα ανθέξω μέχρι της τελευταίας στιγμής!
+Τούτο είναι καθήκον μου.
+
+Φοβεραί κραυγαί ακούονται κατά την νύκτα.
+
+Περί τους είκοσι στρατιώται απέσπασαν ολίγους εξέχοντας κλάδους
+έκ τινων ρητινοδών δένδρων. Πελιδναί λάμψεις εις τα σκότη.
+
+Ιδού η αιτία των ακουσθεισών κραυγών. Επίθεσις κροκοδείλων.
+Δώδεκα ή δεκαπέντε εκ των τεράτων τούτων ερρίφθησαν εν τη σκιά
+εις το πλευρόν της συνοδείας.
+
+Γυναίκες, παιδία, ηρπάγησαν και παρεσύρθησαν υπό των
+κροκοδείλων μέχρι του «μέρους της βοσκής των».
+
+Ούτως αποκαλεί ο Λίβιγγστων τας βαθείας εκείνας οπάς ένθα το
+αμφίβιον τούτο αποθέτει την λείαν του.
+
+Αφού την πνίξη, καθότι, δεν την τρώγει ειμή όταν φθάση εις
+βαθμόν τινα αποσυνθέσεως.
+
+Αι φολίδες ενός των κροκοδείλων εκείνων με προσέψαυσαν τραχέως.
+
+Νέος τις δούλος συνελήφθη πλησίον μου και απεσπάσθη εκ του
+κρατούντος αυτόν από του λαιμού δικράνου. Το δίκρανον
+συνετρίβη.
+
+Ποία κραυγή απελπισίας ποίος ορυγμός οδύνης! Τον ακούω εισέτι!
+
+ — 7 και 8 Μαΐου. — Την επιούσαν εμετρήθησαν τα θύματα. Έλειπον
+είκοσι δούλοι.
+
+Περί την χαραυγήν ανεζήτησα τον Τωμ και τους συντρόφους του. Ας
+έχη δόξαν ο Θεός! Είναι ζωντανοί. Φευ! πρέπει να δοξάζω τον
+Θεόν; Δεν θα ήσαν ευτυχέστεροι εάν η ζωή των ετελείωνε μεθ'
+όλων εκείνων των αθλιοτήτων!
+
+Ο Τωμ προηγείται της συνοδείας. Καθ' ην στιγμήν ο υιός του
+εποίησε στροφήν τινα, το δίκρανον επλαγίασε και ο Τωμ ηδυνήθη
+να με ίδη.
+
+Εις μάτην ζητώ την γραίαν Ναν. Ανεμίχθη άρα γε ες τον κεντρικόν
+σωρόν, ή απώλετο κατά την φοβεράν εκείνην νύκτα;
+
+Την επιούσαν διήλθομεν το όριον της πλημμυρισμένης πεδιάδος,
+μετά εικοσιτετράωρον εν τω ύδατι πορείαν.
+
+Εσταθμεύσαμεν επί τινος λόφου. Ο ήλιος μας ξηραίνει ολίγον.
+Εσθίομεν, αλλά ποίαν αθλίαν τροφήν!Ολίγον μανιόκον, ολίγος
+δράκας αραβοσίτου! Προς πόσιν ουδέν άλλο ή ύδωρ θολόν. Δεσμώται
+εκτάδην επί του εδάφους κείμενοι, πόσοι εξ αυτών δεν θα
+ανεγερθώσιν!
+
+Όχι! δεν είναι δυνατόν η κυρία Βέλδων και το τέκνον της να
+διήλθον διά τοσούτων δεινοπαθημάτων! Ο Θεός θα τους ηλέησε και
+θα τους ωδήγησε δι' άλλης οδού εις Καζονδέ! Η δυστυχής μήτηρ
+δεν θα ηδύνατο να ανθέξη.
+
+Νέα κρούσματα ευφλογίας εν τη συνοδεία ή «ντουέ», καθώς
+λέγουσιν. Οι ασθενείς δεν δύνανται να προβώσι περαιτέρω. Θα
+τους εγκαταλείψωσιν άρα γε;
+
+ — 9 Μαΐου — Ηρχίσαμεν την πορείαν άμα τη αυγή. Ουδείς
+καθυστέρησεν. Η μάστιξ του οδηγού ανήγειρε ζωηρώς εκείνους τους
+οποίους ο κάματος ή ασθένεια είχε καταβάλλει. Οι δούλοι εκείνοι
+έχουσιν αξίαν. Είναι νόμισμα. Οι πράκτορες δεν θα τους αφήσωσιν
+οπίσω, ενόσω τοις μένει δύναμις να βαδίζωσι.
+
+Περικυκλούμαι υπό ζώντων σκελετών. Δεν έχουσι πλέον φωνήν, όπως
+εκφράσωσι παράπονον.
+
+Είδον τέλος την γραίαν Ναν! Οικτρόν θέαμα! Το παιδίον όπερ
+εβάσταζεν, δεν ήτο πλέον εις τας αγγάλας της. Άλλως τε δεν
+είναι μόνη· τούτο θα είναι ολιγώτερον επίπονον δι' εαυτήν, αλλ'
+η άλυσις είναι εισέτι εις την ζώνην της, και είχεν αναγκασθή να
+ρίψη το άκρον αυτής άνωθεν του ώμου.
+
+Έσπευσα προς αυτήν. Ηδύνατό τις να είπη ότι δεν με ανεγνώριζε.
+Τόσον λοιπόν μετεβλήθην;
+
+ — Ναν τη είπον.
+
+Η γραία υπηρέτρια με παρετήρησεν επί πολύ και τέλος:
+
+ — Υμείς, κύριε Δικ! Εγώ . . εγώ μετ' ολίγας στιγμάς θα ήμαι
+νεκρά.
+
+ — Όχι, θάρρος! απεκρίθην ενώ οι οφθαλμοί μου εχαμηλώθησαν διά
+να μη βλέπωσι το άνευ αίματος φάσμα της ατυχούς.
+
+ — Νεκρά, επανέλαβε και δεν θα επανίδω πλέον την αγαπητήν μου
+δέσποιναν, μήτε τον μικρόν μου Ζακ! Θεέ μου! Θεέ μου!
+ευσπλαγχνίσου με!
+
+Ηθέλησα να υποστηρίξω την γραίαν Ναν, της οποίας όλον το σώμα
+έτρεμεν υπό τα κατεσχισμένα ενδύματά της. Θα ήτο χάρις εάν με
+έδενον μετ' αυτής και εάν ηδυνάμην να συμμερισθώ την άλυσιν
+εκείνην, της οποίας εβάσταζεν όλον το βάρος μετά τον θάνατον
+της συνδεσμώτιδάς της.
+
+Στιβαρός βραχίων με απώθησε, και η δυστυχής Ναν, πληγείσα διά
+της μάστιγος, επετάχθη εις τον σωρόν των δούλων.
+
+Ηθέλησα να ορμήσω κατά του κτηνώδους εκείνου ανθρώπου, αλλ' ο
+άραψ αρχηγός ενεφανίσθη, έδραξε τον βραχίονά μου και με
+εκράτησε μέχρι της στιγμής καθ' ήν ευρέθην πάλιν εις την
+τελευταίαν σειράν της συνοδείας.
+
+Τότε επρόφερε το όνομα;
+
+ — Νεγορός!
+
+Ο Νεγορός! Κατά διαταγήν λοιπόν του Πορτογάλου ενεργεί και με
+μεταχειρίζεται άλλως ή τους εν δυστυχία συντρόφους μου.
+
+Ποία τύχη μοι επιφυλάσσεται;
+
+ — 10 Μαΐου — Διήλθομεν σήμερον πλησίων δύο χωρίων καιωμένων.
+Αι καλύβαι καίονται πανταχού. Πτώματα κρέμανται εις δένδρα τα
+οποία εφείσθη η πυρκαϊά.
+
+Οι κάτοικοι φεύγουσιν. Οι αγροί είναι έρημοι. Εκτελείται
+ανθρωποκυνήγιον. Εγένετο ίσως διακόσιοι φόνοι, όπως συλληφθώσι
+δώδεκα δούλοι.
+
+Η εσπέρα έφθασε. Νυκτερινή στάθμευσις. Εγένετο κατασκήνωσις υπό
+μεγάλα δένδρα.
+
+Υψηλά χόρτα σχηματίζουσι φράκτην περί το δάσος.
+
+Δούλοι τινες είχον φύγει την προτεραίαν θραύσαντες το δίκρανόν
+των.
+
+Συνελήφθησαν εκ νέου και εβασανίσθησαν μετ' απαραδειγματίστου
+σκληρότητος.
+
+Η επιτήρησις των στρατιωτών και των οδηγών διπλασιάζεται.
+
+Επήλθεν η νυξ. Βρυχηθμοί λεόντων και υαινών. Ρογχασμοί μακρυνοί
+ιπποποτάμων.
+
+Βεβαίως γειτονεύει λίμνη τις ή ρυάκιον.
+
+Μεθ' όλον τον κάματον, δεν δύναμαι να κοιμηθώ. Σκέπτομαι τόσα
+πράγματα!
+
+Είτα, νομίζω ότι ακούω πατήματα εις τα υψηλά χόρτα. Ίσως θηρίον
+τι. Θα τολμήση άρα γε να παραβιάση την είσοδον του στρατοπέδου;
+
+Ακροώμαι. Ουδέν. Ναι, ζώον τι διέρχεται διά των καλάμων. Είμαι
+άοπλος. Εν τούτοις θα υπερασπισθώ. Θα καλέσω. Η ζωή μου δύναται
+να είναι χρήσιμος εις την κυρίαν Βέλδων, εις τους συντρόφους
+μου.
+
+Παρατηρώ διά του βαθέος σκότους· Δεν υπάρχει σελήνη. Η νυξ
+είναι σκοτεινοτάτη.
+
+Ιδού δύο οφθαλμοί φεγγοβολούντες εν τη σκιά, μεταξύ των παπύρων
+οφθαλμοί υαίνης ή λεοπαρδάλεως. Χάνονται . . . πάλιν
+εμφανίζονται . . .
+
+Τέλος ακούω θρουν εις τα χόρτα. Ζώον τι πηδά επ' εμού.
+
+Έμελλον να εκφέρω κραυγήν, να καλέσω βοήθειαν. Ευτυχώς δεν το
+έπραξα.
+
+Δεν δύναμαι να πιστεύσω εις τους οφθαλμούς μου.
+
+Ο Δίγγος, ο Δίγγος είναι πλησίον μου . . . Γενναίε Δίγγε! Πώς
+μοι απεδόθη; Πώς ηδυνήθη να μ' επανεύρη;
+
+Α! το ορμέφυτον αρκεί να εξηγήση τοιαύτα θαύματα πιστότητος.
+Λείχει τας χείρας μου. Αχ, καλέ κύον, τώρα μόνε φίλε μου. Δεν
+σε εφόνευσαν λοιπόν!
+
+Τω ανταπέδωκα τας θωπείας του. Με εννόησεν. Ήθελε να υλακτήση.
+
+Τον καθησυχάζω. Δεν πρέπει να τον ακούσωσιν. Ας ακολουθή την
+συνοδείαν απαρατήρητος . . . Αλλά πώς τρίβει επιμόνως τον
+λαιμόν του εις τας χείρας μου . . .
+
+Φαίνεται ως εάν μοι λέγει «Ζήτησον λοιπόν! . . ». Ζητώ. και
+αισθάνομαί τι εκεί δεδεμένον εις τον τράχηλόν του . . .
+τεμάχιον καλάμου είναι διαπερασμένον εις το περιλαίμιον εκείνο,
+όπου είναι κεχαραγμένα τα δύο γράμματα Σ. Β., των οποίων το
+μυστήριον είναι εισέτι ανεξήγητον δι' ημάς.
+
+Ναι . . . απέσπασα το καλάμιον . . . Το έθραυσα. Επιστολή
+υπάρχει εν αυτώ.
+
+Αλλ' αυτήν την επιστολήν δεν δύναμαι να την αναγνώσω. Πρέπει να
+περιμείνω την ημέραν . . . την ημέραν . . . Θέλω να κρατήσω τον
+Δίγκον, αλλά το καλόν ζώον, καίτοι λείχον τας χείρας μου,
+φαίνεται σπεύδον να με εγκαταλείπη . . Εννόησεν ότι η αποστολή
+του είχεν εκπληρωθή.
+
+Δι' ενός πλαγίου άλματος έγινεν άφαντον αθορύβως μεταξύ των
+χόρτων.
+
+Ο Θεός να το λυτρώση εκ των οδόντων των λεόντων ή των υαινών.
+
+Ο Δίγγος βεβαίως επέστρεψε προς εκείνον, όστις με τον
+απέστηλεν.
+
+Η επιστολή εκείνη, την οποίαν δεν δύναμαι έτι να αναγνώσω,
+καίει τας χείρας μου.
+
+Ποίος την έγραψε; Προέρχεται εκ του Ηρακλέους; Πώς το πιστόν
+ζώον, όπερ ενομίζομεν νεκρόν συνήντησε τον ένα ή τον άλλον;
+Περιέχει άρα γε σχέδιον αποδράσεως, ή με δίδει μόνον ειδήσεις
+ανθρώπων προσφυλών; Όπως δήποτε το συμβεβηκός εκείνο με
+συνεκίνησε και κατέπαυσε τας αθλιότητάς μου.
+
+Ω! πόσον μακρά μοι εφάνη η νυξ.
+
+Καραδοκώ την ελαχίστην φαύσιν εις τον ορίζοντα. Δεν δύναμαι να
+κλείσω τους οφθαλμούς.
+
+Ακούω εισέτι βρυχηθμούς θηρίων. Δυστυχή Δίγγε μου, είθε να τα
+διαφύγης!
+
+Τέλος η ημέρα πλησιάζει να φανή και σχεδόν άνευ λυκαυγούς υπό
+τα τροπικά εκείνα πλάτη.
+
+Έλαβον τοιαύτην θέσιν, ώστε να μη με παρατηρήσωσι.
+
+Προσπαθώ να αναγνώσω . . Αλλ' αδήνατον εισέτι
+
+Τέλος ανέγνωσα. Το επιστόλιον ήτο διά χειρός του Ηρακλέους.
+
+Είχε γραφή επί τεμαχίου χάρτου διά μολυβδοκονδύλου.
+
+Ιδού τι περιείχεν:
+
+«Η κυρία Βέλδων μεταφέρεται μετά μικρού Ζαν, επί κιτάνδας. Ο
+Χάρης και ο Νεγορός συνοδεύουσιν αυτήν. Προηγούνται της
+συνοδείας κατά τρεις ή τέσσαρας σταθμούς μετά του εξαδέλφου
+Βενεδίκτου. Δεν ηδυνήθην να συγκοινωνήσω μετ' αυτής. Εύρον τον
+Δίγγον, όστις είχε πληγωθή διά σφαίρας όπλου . . αλλ'
+εθεραπεύθη. Έχετε ελπίδας κύριε Δικ. Υμάς μόνον σκέπτομαι και
+έφυγον, διά να σας είμαι μάλλον χρήσιμος».
+
+ ΗΡΑΚΛΗΣ
+
+Α! η κυρία Βέλδων και ο υιός της ζώσιν! Ας έχη δόξαν ο Θεός!
+δεν θα υπέφερον ως ημείς εκ των καμάτων της σκληράς ταύτης
+πορείας.
+
+Η κιτάνδα είναι είδος χορείου εκφόρτων ξηρών κρεμαμένη εις
+μακρόν βαμβού , όπερ δύο άνδρες φέρουσιν εκ των ώμων. Κάλυμα εξ
+υφάσματος περικαλύπτει αυτήν. Η κυρία Βέλδων και ο μικρός Ζακ
+ευρίσκονται εντός αυτής της κιτάνδας.
+
+Τι σκέπτονται περί αυτών ο Χάρρης και ο Νεγορός; Οι άθλιοι
+εκείνοι βεβαίως τους φέρουσιν εις Καζονδέ; ναι . . ναι. Θα τους
+επανεύρω. Α! εν τω μέσω όλων τούτων των αθλιοτήτων, αύτη είναι
+καλή είδησις, είναι χαρά την οποίαν μοι εκόμισεν ο Δίγγος.
+
+ — Από 11-25 Μαΐου. — Η συνοδεία εξακολουθεί την πορείαν αυτής.
+Οι δεσμώται σύρονται επί μάλλον και μάλλον επιμόνως.
+
+Οι πλείστοι αφίνουσιν επί των βημάτων των ίχνη αίματος.
+Υπολογίζω ότι απαιτούνται έτι δέκα ημέραι, όπως φθάσωμεν εις
+Καζονδέ.
+
+Πόσοι μέχρι τότε θα παύσωσιν υποφέροντες! Αλλ' εγώ πρέπει να
+φθάσω εκεί και θα φθάσω.
+
+Είναι αποτρόπαιον! Εν τη συνοδεία υπάρχουσι δυστυχείς τινες των
+οποίων όλον το σώμα είναι μία πληγή.
+
+Τα προσδένοντα αυτούς σχοινία εισέρχονται εις τας σάρκας των.
+
+Από της χθες μήτηρ τις φέρει εις τας αγκάλας της το μικρόν
+τέκνον της αποθανόν εκ πείνης! δεν θέλει ν' αποχωρισθή αυτού.
+
+Η οδός καλύπτεται υπό πτωμάτων. Η ευφλογία ενέσκηψε μετά νέας
+σφοδρότητος.
+
+Διήλθομεν πλησίον δένδρου. Εις το δένδρον εκείνο, ήσαν δούλοι
+δεδεμένοι εκ του τραχήλου. Τους είχον αφήσει εκεί να αποθάνωσιν
+εκ πείνης.
+
+ — Από 16-24 Μαΐου. Αι δυνάμεις μου σχεδόν είχον εξαντληθή,
+αλλά δεν είχον το δικαίωμα να εξασθενήσω. Αι βροχαί είχον
+παύσει εντελώς. Έχομεν ημέρας «σκληράς πορείας».
+
+Τούτο οι σωματέμποροι καλούσι «τρικέσαν» ή μεταμεσημβρινήν
+πορείαν. Πρέπει να βαδίζωμεν ταχύτερον, και το έδαφος υψούται
+κατά τραχείας ανωφερείας.
+
+Διερχόμεθα δι' υψηλών χόρτων λίαν σκληρών. είναι τα «νυάση»,
+των οποίων το στέλεχος εκδαίρει το πρόσωπόν μου, των οποίων οι
+καυστικοί κόκκοι εισέρχονται εις το δέρμα μου, υπό τα ρακώδη
+ιμάτιά μου.
+
+Ευτυχώς τα ισχυρά υποδήματά μου αντέσχον καλώς.
+
+Οι πράκτορες ήρχισαν να εγκαταλείπωσιν εκείνους, όσοι εκ της
+πολλής αδυναμίας δεν ηδύναντο να ακολουθώσιν.
+
+Άλλως δε αι ζωοτροφίαι ήρχισαν να εκλείπωσι. Στρατιώται και
+φορείς θα επανεστάτουν, εάν ηλαττούτο το σιτηρέσιόν των.
+
+Δεν τολμώσιν να τοις αποκόψωσιν ουδέ το ελάχιστον και τότε
+τόσον το χειρότερον διά τους αιχμαλώτους!
+
+ — Ας φαγωθούν μεταξύ των! είπεν ο αρχηγός. Εκ τούτου έπεται
+ότι οι δούλοι νέοι, εύρωστοι έτι αποθνήσκουσιν άνευ σημείου
+τινός ασθενείας.
+
+Ενθυμούμαι ότι ο δόκτωρ Λίβιγγστων είπεν επί του αντικειμένου
+τούτου:
+
+«Οι ατυχείς ούτοι παραπονούνται διά την καρδίαν των, θέτουσι
+τας χείρας επ' αυτής και πίπτουσι. Τωόντι η καρδία των
+συντρίβεται. Τούτο είναι ιδιάζον εις τους ελευθέρους ανθρώπους,
+τους υποδουλωθέντας άνευ ουδενός προοιμίου».
+
+Σήμερον είκοσιν αιχμάλωτοι μη δυνάμενοι πλέον να συρθώσιν
+εφονεύθησαν διά των πελέκεων υπό των οδηγών.
+
+Ο άραψ αρχηγός δεν αντέστη εις την σφαγήν ταύτην.
+
+Η σκηνή υπήρξε φρικώδης!
+
+Η δυστυχής γραία Ναν έπεσεν υπό την μάχαιραν εν τη φοβερή ταύτη
+ανθρωποθυσία.
+
+Διερχόμενος προσέκοψα εις το πτώμα της.
+
+Δεν ηδυνήθην καν να τη παρέξω ταφήν χριστιανικήν.
+
+Είναι η πρώτη εκ των επιζησάντων του «Πίλγριμ», ην ο Θεός
+εκάλεσε παρ' εαυτώ. Δυστυχές ον! Δυστυχή Ναν!
+
+Κατά πάσαν νύκτα περιμένω τον Δίγγον. Δεν επανέρχεται πλέον.
+
+Μήπως συνέβη δυστύχημά τι εις αυτόν ή εις τον Ηρακλέα! Όχι! . .
+. Όχι! . . . Δεν θέλω να το πιστεύσω! . . . Η σιωπή εκείνη,
+ήτις μοι φαίνεται τόσω μακρά, έν μόνον αποδεικνύει, ότι ο
+Ηρακλής δεν έχει νέον τι να μου ανακοινώση. Πρέπει άλλως τε να
+είναι συνετός και να προφυλάσσηται καλώς.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'.
+
+ΤΟ ΚΑΖΟΝΔΕ.
+
+
+
+Τη 26 Μαΐου η συνοδεία των δούλων έφθασεν εις Κανζοδέ.
+Πεντήκοντα επί τοις εκατόν εκ των αιχμαλώτων του τελευταίου
+εκείνου ανθρωποκυνηγίου έπεσαν καθ' οδόν.
+
+Εν τούτοις η υπόθεσις ήτο έτι καλή διά τους δουλεμπόρους· αι
+αιτήσεις συνέρρεον, και η τιμή των δούλων έμελλε να υψωθή εις
+τας αγοράς της Αφρικής.
+
+Η Αγγόλα ενήργει κατ' εκείνην την εποχήν μέγα εμπόριον μαύρων.
+
+Αι πορτογαλικαί αρχαί του Αγίου Παύλου της Λοάνδας ή της
+Βεγγουέλας δυσκόλως ηδύναντο να παρεμποδίσωσιν αυτό, καθότι αι
+συνοδείαι διηυθύνοντο προς τα ενδότερα της αφρικανικής ηπείρου.
+
+Τα παραπήγματα της χώρας έβριθον αιχμαλώτων.
+
+Τα ολίγα σωματεμπορικά πλοία όσα ηδύναντο να διέλθωσι μεταξύ
+των καταδρομικών της ακτής, δεν ήρκουν όπως επιβιβάσουν αυτούς
+διά τας ισπανικάς αποικίας της Αμερικής.
+
+Το Καζονδέ, κείμενον εις απόστασιν τριακοσίων μιλίων από του
+στομίου του Κοάνζα, είναι έν των κυριωτέρων «λακονή», μία των
+σπουδαιοτέρων αγορών της επαρχίας ταύτης.
+
+Εις την μεγάλην αυτού πλατείαν, «τσίτοκαν», διενεργούνται αι
+υποθέσεις εκεί, οι δούλοι εκτίθενται και πωλούνται.
+
+Εξ εκείνου του κέντρου αι συνοδείαι διακλαδίζονται προς την
+χώραν των μεγάλων λιμνών.
+
+Το Καζονδέ, ως όλαι αι μεγάλαι πόλεις της κεντρώας Αφρικής,
+διαιρείται εις δύο μέρη διακεκριμένα· το έν είναι η συνοικία
+των αράβων, πορτογάλων ή ιθαγενών εμπόρων, και περιέχει τα
+ιδιαίτερά του παραπήγματα· το έτερον είναι η διαμονή του μαύρου
+βασιλέως, αγρίου τινος μεθύσου εστεμμένου, βασιλεύοντος διά του
+τρόμου και ζώντος εκ προμηθειών φυσικών, τας οποίας οι
+σωματέμποροι τω παρέχουσιν αφειδώς.
+
+Εν Καζονδέ, η εμπορική συνοικία ανήκε τότε εις εκείνον τον
+Ιωσίαν Αντώνιον Αλβέζ, περί του οποίου εγένετο λόγος μεταξύ του
+Χάρρη και του Νεγορού, απλών υπομιοθίων αυτού πρακτόρων.
+
+Εκεί ήτο το κύριον κατάστημα του σωματεμπόρου εκείνου, όστις
+εκέκτητο και δεύτερον εις Βιχέ και τρίτον εις Κασάγγαν της
+Βεγγουέλας, ένθα ο υποπλοίαρχος Καμερών έμελλε να τον συναντήση
+μετά τινα έτη.
+
+Μεγάλη κεντρική οδός, εκατέρωθεν των σειρών των οικιών μεθ'
+ομαλών στεγών και στερεού πηλού τοίχων, των οποίων η τετράγωνος
+αυλή χρησιμεύει ως μάνδρα, εις την άκραν της οδού η ευρεία
+αγορά περικυκλομένη υπό παραπηγμάτων, υπεράνω δε του συνόλου
+εκείνου των κατοικιών γιγαντιαίαι τινες βανιάναι των οποίων οι
+κλάδοι αναπτύσσονται θαυμασίως, ένθεν κακείθεν μεγάλοι φοίνικες
+πεφυτευμένοι ως σάρωθρα, με την κεφαλήν προς τα επάνω, επί της
+κόνεως των οδών, εικοσάς πτηνών σαρκοβόρων χρησιμοποιουμένων
+χάριν της δημοσίας υγείας, τοιαύτη είναι η εμπορική συνοικία
+του Καζονδέ.
+
+Ου μακράν ρέει ο Λουχή, ποταμός του οποίου ο ρους είναι έτι
+απροσδιόριστος, ή τουλάχιστον είναι υποπαραπόταμος του
+Κουάγγου, όστις εκβάλλει εις τον Ζαΐρον.
+
+Η κατοικία του βασιλέως του Καζονδέ, ήτις συνορεύει προς την
+εμπορικήν συνοικίαν, ουδέν άλλο είναι ή άθροισμα ακαθάρτων
+καλυβών εκτεινομένων επί εκτάσεως ενός τετραγωνικού μιλίου.
+
+Εκ των καλυβών εκείνων αι μεν έχουσιν ελευθέραν την είσοδον· αι
+άλλαι περιβάλλονται διά καλαμίνων χαρακωμάτων ή περιχειλούνται
+διά συκών πυκνοφύλλων.
+
+Ιδιαίτερον παράπηγμα περικυκλούμενον υπό φράκτου εκ παπύρων,
+τριακοντάς καλυβών χρησιμευουσών ως κατοικία των δούλων του
+αρχηγού, άθροισμά τι καλυβών διά τας γυναίκας του, έν «τεμπέ»
+μάλλον ευρύχωρον και μάλλον υψηλόν, ημεκεχωσμένον εις τας
+φυτείας του μανιόκου, αύτη είναι η κατοικία του βασιλέως του
+Καζονδέ, ανδρός πεντηκονταετούς, ονομαζομένου Μοΐνη Λούγγα, και
+ήδη πολύ εκπεσόντος εκ της θέσεως των προκατόχων του·
+
+Δεν έχει τετρακισχιλίους στρατιώτας, εκεί όπου οι πρώτοι
+πορτογάλοι σωματέμποροι ηρίθμουν εικοσακισχιλίους, και δεν
+ηδύνατο πλέον, ως εις τους καλούς χρόνους, να θεσπίζη την
+θυσίαν εικοσιπέντε ή τριάκοντα αιχμαλώτων καθ' ημέραν.
+
+Άλλως τε δε ο βασιλεύς εκείνος ήτο πρόωρος γέρων κατεστραμμένος
+υπό της ασωτίας, κεκαυμένος υπό των οινοπνευμάτων, άγριος
+μανιακός, ακρωτηριάζων εξ ιδιοτροπίας τους υπηκόους του, τους
+αξιωματικούς του ή τους υπουργούς του, κόπτων την ρίνα ή τα ώτα
+των μεν, τον πόδα ή την χείρα των άλλων, και του οποίου ο
+θάνατος, προσεχώς αναμενόμενος, θα ηκούετο άνευ ουδεμιάς λύπης.
+
+Είς μόνον άνθρωπος εις όλον το Καζονδέ θα έχανεν ίσως διά του
+θανάτου του Μοΐνη Λούγγα.
+
+Ο άνθρωπος εκείνος ήτο ο σωματέμπορος Ιωσίας Αντώνιος Αλβέζ,
+όστις συνεννοείτο κάλλιστα μετά του μεθύσου, του οποίου όλη η
+επαρχία ανεγνώριζε την εξουσίαν.
+
+Υπήρχε φόβος μήπως μετ' αυτόν, εάν η ανάρρησις της πρώτης των
+γυναικών του, της βασιλίσσης Μοΐνας ήθελεν αμφισβητηθή, τα
+κράτη του Μοΐνη Λούγγα καταληφθώσιν υπό γείτονος αντιπάλου,
+ενός των βασιλέων του Ουκουζού.
+
+Ούτος νεώτερος, δραστηριώτερος, είχεν ήδη καταλάβει χωρία τινά
+εξαρτώμενα εκ της Κυβερνήσεως του Καζονδέ, και ήτο αφωσιωμένος
+εις άλλον τινά σωματέμπορον αντίζηλον του Αλβέζ, τον Τίπον-
+Τίπον, μαύρον Άραβα καθαράς καταγωγής, του οποίου ο Καμερών
+έμελλε μετ' ολίγον να δεχθή την επίσκεψιν εις Νυαγγουέ.
+
+Ιδού άλλως τε τι ήτο ο Αλβέζ, εκείνος ο αληθής κυριάρχης επί
+της βασιλείας του απεκτηνωμένου μαύρου, του οποίου είχεν
+αναπτύξει και εκμεταλλευθή τα ελαττώματα.
+
+Ο Ιωσίας Αντώνιος Αλβέζ, προκεχωρημένος ήδη την ηλικίαν, δεν
+ήτο, ως ηδύνατό τις να πιστεύση «μσουγγού», ήτοι άνθρωπος
+λευκής φυλής·
+
+Δεν είχεν έτερόν τι πορτογαλικόν ειμή μόνον το όνομα, όπερ
+εδανείσθη βεβαίως διά τας ανάγκας του εμπορίου του.
+
+Ήτο αληθής μαύρος γνωστότατος εν τω κόσμω των σωματεμπόρων, και
+καλούμενος Κενδελέ.
+
+Πράγματι γεννηθείς εν Δόνδρω παρά τας όχθας του Κοάνζα, ήρχισε
+τον βίον ως απλούς πράκτωρ των δουλομεσιτών, και επί τέλους
+εγένετο διάσημος σωματέμπορος και εθεωρείτο ως ο εντιμότερος
+άνθρωπος του κόσμου.
+
+Τούτον τον Αλβέζ ο Καμερών, περί τα τέλη του 1874, έμελλε να
+συναντήση εις Κιλέμβαν, πρωτεύουσαν του Κασόγγου, αρχηγόν του
+Ουραία, όστις έμελλε να τον οδηγήση μετά της συνοδείας του
+μέχρι του Βιχέ καταστήματός του, ήτοι εις απόστασιν επτακοσίων
+μιλίων.
+
+Η συνοδεία των δούλων, φθάσασα εις Καζονδέ, ωδηγήθη εις την
+μεγάλην πλατείαν.
+
+Ήτο η 26 Μαΐου. Οι υπολογισμοί του Δικ Σανδ ήσαν λοιπόν ορθοί.
+Η οδοιπορία διήρκεσε τριάκοντα και οκτώ ημέρας από της εκ των
+οχθών του Κοάνζα κατασκηνώσεως.
+
+Πέντε εβδομάδες βασάνων και αθλιοτήτων, οποίας ουδέποτε άλλοτε
+υπέστησαν ανθρώπινα όντα.
+
+Ήτο μεσημβρία ότε εισήλθον εις Καζονδέ. Τα τύμπανα εκρούοντο,
+τα κέρατα ήχουν εν τω μέσω των πυροβολισμών.
+
+Οι στρατιώται της συνοδείας εξεκένουν τα πυροβόλα των εις τον
+αέρα και οι θεράποντες του Αντωνίου Ιωσία Αλβέζ απεκρίνοντο
+μετά ζωηρότητος.
+
+Όλοι οι λησταί εκείνοι ήσαν ευτυχείς επαναβλέποντες αλλήλους
+μετ' απουσίαν διαρκέσασαν τέσσαρας μήνας.
+
+Έμελλον τέλος να αναπαυθώσι και ανακτήσωσι τον απολεσθέντα
+χρόνον εν τη ακολασία και τη μέθη.
+
+Οι δεσμώται, οι πλείστοι εξηντλημένοι, απετέλουν ολικόν
+άρθροισμα εκ διακοσίων πεντήκοντα κεφαλών. Αφού τους εδίωκον
+εμπρός ως ποίμνιον, έμελλον να τους κλείσωσιν εις τα
+παραπήγματα εκείνα, τα οποία οι αγρονόμοι της Αμερικής δεν θα
+ήθελον μήτε διά σταύλους.
+
+Εκεί τους περιέμενον χίλιοι διακόσιοι ή χίλιοι πεντακόσιοι
+άλλοι αιχμάλωτοι, μέλλοντες να εκτεθώσι την μεθεπομένην ημέραν
+εις την μεγάλην αγοράν του Καζονδέ.
+
+Τα παραπήγματα εκείνα επληρώθησαν διά των νεωστί ελθόντων
+δούλων. Αφηρέθησαν μεν τα βαρέα δίκρανα, αλλ' αι αλύσεις
+έμενον.
+
+Οι αχθοφόροι εστάθησαν επί της πλατείας, αφού απέθεσαν τα εξ
+ελεφαντοστού φορτία των, τα οποία έμελλον να παραλάβωσιν οι
+έμποροι του Καζονδέ.
+
+Είτα πληρωνόμενοι διά τινων υαρδών πανίου ή άλλου υφάσματος
+ανωτέρας τιμής, θα επέστρεφον όπως ενωθώσι μετά τινος άλλης
+συνοδείας.
+
+Ο γέρων Τωμ και οι σύντροφοί του ηλευθερώθησαν λοιπόν εκ του
+κρίκου εκείνου, τον οποίον έφερον επί πέντε εβδομάδας.
+
+Ο Βαρθολομαίος και ο πατήρ του ερρίφθησαν τέλος εις τας αγκάλας
+αλλήλων.
+
+Όλοι συνέθλιψαν τας χείρας. Αλλά μόλις ηδύνατο να ομιλήσωσι.
+Και τι να έλεγον, όπερ δεν θα ήτο λόγος απελπισίας;
+
+Ο Βαρθολομαίος, ο Ακτέων, ο Αυγουστίνος, και οι τρεις ρωμαλέοι,
+πεπλασμένοι διά τας τραχείας εργασίας, ηδυνήθησαν να ανθέξωσιν
+εις τους κόπους· αλλ' ο γέρων Τωμ, εξασθενήσας υπό των
+στερήσεων, ήτο εξηντλημένος.
+
+Ολίγον έτι, και το πτώμα του θα εγκατελείπετο ως το της γραίας
+Ναν βορά των θηρίων της επαρχίας εκείνης.
+
+Και οι τέσσαρες, άμα φθάσαντες, εμανδρώθησαν εις έν στενόν
+παράπηγμα, του οποίου η θύρα αμέσως εκλείσθη όπισθεν αυτών.
+Εκεί εύρον τροφήν τινα, και περιέμενον την επίσκεψιν του
+σωματεμπόρου ενώπιον του οποίου αλλ' ανωφελώς, έμελλον να
+διεκδικήσωσι την αμερικανικήν αυτών εθνικότητα.
+
+Ο Δικ Σανδ έμεινεν εις την πλατείαν υπό την ειδικήν επιτήρησιν
+ενός οδηγού.
+
+Ευρίσκετο τέλος εν Καζονδέ, ένθα δεν αμφέβαλλεν ότι προηγήθησαν
+αυτού η κυρία Βέλδων, ο μικρός Ζακ και ο εξάδελφος Βενέδικτος.
+
+Τους εζήτησε διά των οφθαλμών διερχόμενος τας διαφόρους
+συνοικίας της πόλεως, και τα άλλα μέρη ένθα ενόμιζεν ότι ίσως
+θα τους έβλεπεν.
+
+Η κυρία Βέλδων δεν ήτο εκεί!
+
+ — Μήπως δεν την ωδήγησαν εδώ; εσκέφθη ο Δικ Σανδ. Αλλά πού να
+ήναι; Όχι, ο Ηρακλής δεν ήτο δυνατόν να απατηθή.
+
+Άλλως τε τούτο περιορίζεται εις τον κύκλον των μυστικών σχεδίων
+του Χάρρη και του Νεγορού . . . Και εν τούτοις μήτε αυτούς δεν
+βλέπω!
+
+Θανάσιμος αγωνία κατέλαβε τον Δικ Σανδ. Ότι η κυρία Βέλδων,
+κρατουμένη δεσμώτις, εκρύπτετο απ' αυτού, τούτο εξηγείται.
+
+Αλλ' ο Χάρρης και ο Νεγορός, — ο τελευταίος προ πάντων, —
+έπρεπε να σπεύσωσι να επανίδωσι τον νεαρόν δόκιμον, εν τη
+εξουσία αυτών τότε, έστω και διά να απολαύσωσι τον θρίαμβόν
+των, διά να τον υβρίσωσι, να τον βασανίσωσι, να εκδικηθώσι
+τέλος!
+
+Επειδή όμως δεν ήσαν εκεί, έπρεπεν άρα γε να συμπεράνη ότι
+είχον λάβει άλλην διεύθυνσιν, και ότι η κυρία Βέλδων θα
+παρεσύρθη εις άλλο μέρος της κεντρώας Αφρικής.
+
+Έστω και αν η παρουσία του Αμερικανού και του Πορτογάλου ήτο το
+σύνθημα του μαρτυρίου του, ο Δικ Σανδ επεθύμει αυτήν
+ανυπομόνως.
+
+Ο Χάρρης και ο Νεγορός εν Καζονδέ θα ήτο δι' αυτόν η βεβαιότης
+ότι ευρίσκετο εκεί ωσαύτως η κυρία Βέλδων και το τέκνον αυτής.
+
+Ο Δικ Σανδ εσκέφθη ότι από της νυκτός, καθ' ήν ο Δίγγος τω
+έφερε το γραμμάτιον του Ηρακλέους, ο κύων δεν ενεφανίσθη πλέον.
+
+Απάντησιν την οποίαν ο νεαρός δόκιμος διά παν ενδεχόμενον είχεν
+προετοιμάσει και εν τη οποία συνίστα εις τον Ηρακλέα να
+φροντίζη μόνον περί της κυρίας Βέλδων και να μη την χάνη από τα
+βλέμματά του, να την διατηρή όσω το δυνατόν ενήμερον των
+διατρεχόντων, την απάντησιν εκείνην δεν κατώρθωσε να την
+διαβιβάση εις τον προς ον όρον.
+
+Ό,τι ο Δίγγος ηδυνήθη να πράξη την πρώτην φοράν, ήτοι να
+εισδύση εις τας τάξεις της συνοδείας, διατί ο Ηρακλής δεν
+απεπειράθη να πράξη και εκ δευτέρου;
+
+Μήπως το πιστόν ζώον εφονεύθη εις αποτυχούσαν τινα απόπειραν, ή
+μήπως ο Ηρακλής εξακολουθών να παρακολουθή τα ίχνη της κυρίας
+Βέλδων, ως θα έπραττεν ο Δικ Σανδ, εάν ήτο εις την θέσιν του,
+εισέδυσε μετά του Δίγγου εις τα βάθη του δασώδους οροπεδίου της
+Αφρικής επί τη ελπίδι να φθάση εις πρακτορείον τι του
+εσωτερικού;
+
+Τι ηδύνατο να φαντασθή ο Δικ Σανδ, εάν τωόντι μήτε η κυρία
+Βέλδων μήτε οι άρπαγες αυτής ήσαν εκεί;
+
+Τοσούτον ήτο πεπεισμένος — αδίκως ίσως — ότι θα τους
+επανεύρισκεν ες Καζονδέ, ώστε μη ιδών αυτούς εταράχθη μεγάλως
+και ησθάνθη απελπισίαν, ην δεν ηδύνατο πλέον να καταστείλη.
+
+Η ζωή του, εάν δεν ηδύνατο πλέον να είναι χρήσιμος εις εκείνους
+τους οποίους ηγάπα, ήτο περιττή και δεν τω απέμενεν άλλο ειμή
+να αποθάνη.
+
+Σκεπτόμενος όμως τοιουτοτρόπως ο Δικ Σανδ, παρεγνώριζε τον
+ίδιον εαυτού χαρακτήρα.
+
+Υπό την επίδρασιν των δοκιμασιών εκείνων, ο παις εγένετο ανήρ,
+και η αποθάρρυνσις παρ' αυτώ, παροδικός μόνον ήτο φόρος
+πληρωνόμενος εις την ανθρωπίνην φύσιν.
+
+Φοβερά συμφωνία σαλπίγγων και κραυγών εξερράγη κατ' εκείνην την
+στιγμήν.
+
+Αίφνης ο Δικ Σανδ, ον είδομεν καταπεσόντα εις την κόνιν,
+ανωρθώθη.
+
+Παν νέον συμβάν ηδύνατο να τον επαναφέρη επί τα ίχνη εκείνων
+τους οποίους ανεζήτει.
+
+Ο προ ολίγου άπελπις δεν απηλπίζετο ήδη πλέον.
+
+ — Αλβέζ! Αλβέζ! το όνομα τούτο επαναλαμβάνετο υπό πλήθους
+ιθαγενών και στρατιωτών κατακλυσάντων τότε την πλατείαν.
+
+Ο ανήρ από του οποίου εξηρτάτο η τύχη τοσούτων αθλίων έμελλεν
+επιτέλους να εμφανισθή. Πιθανόν οι πράκτορές του ο Χάρρης και ο
+Νεγορός να ήσαν μετ' αυτού.
+
+Ο Δικ Σανδ ίστατο όρθιος, με οφθαλμούς ανεωγμένους, με ρώθωνας
+διεσταλμένους. Τον δεκαπενταετή εκείνον δόκιμον οι δύο προδόται
+θα τον επανεύρισκον εκεί ενώπιόν των, ευθύν, σταθερόν, βλέποντα
+αυτούς κατά πρόσωπον.
+
+Ο πλοίαρχος του «Πίλγριμ» δεν θα έτρεμεν έμπροσθεν του αρχαίου
+μαγείρου του πλοίου.
+
+Φορείον τι, είδος κιτάνδας κεκαλυμμένης υπό αθλίου ρακώδους και
+απεχρωματισμένου υφάσματος, εφάνη εις την κυρίαν οδόν.
+
+Γηραιός μαύρος κατήλθεν εξ αυτού. Ήτο ο σωματέμπορος Μωσίας
+Αντώνιος Αλβέζ.
+
+Θεράποντές τινες συνώδευον αυτόν μετά πολλών αλλαλαγμών.
+
+Συγχρόνως μετά του Αλβέζ ανεφανίζετο ο φίλος του Κοΐμβρας εκ
+Βιχέ, και κατά το λέγειν του υποπλοιάρχου Καμερών, ο
+αχρειέστερος άνθρωπος της επαρχείας ον βρωμερόν,
+εκτετραχηλισμένον, με οφθαλμούς αγρίους, κόμην με υποκάμισον
+ρακώδες και εσθήτα εκ χόρτων.
+
+Θα έλεγέ τις, ότι ήτο γραία με ψιάθινον πίλον διάτρητον.
+
+Ο Κοΐμβρας εκείνος ήτο έμπιστος, η κολασμένη ψυχή του Αλβέζ, ο
+διοργανωτής των ανθρωποκυνηγίων, όλως άξιος να διοική τους
+ληστάς του σωματεμπόρου.
+
+Προς μεγάλην λύπην του δοκίμου, μήτε ο Χάρρης μήτε ο Νεγορός
+απετέλουν μέρος της ακολουθείας του Αλβέζ.
+
+Όφειλε λοιπόν ο Δικ Σανδ ν' αποβάλη την ελπίδα ότι ήθελε τους
+επανεύρει εν Καζονδέ;
+
+Εν τούτοις ο αρχηγός της συνοδείας, ο Άραψ Ιβν Χαμής,
+αντήλλασσε σφιγξίματα χειρός μετά του Αλβέζ και του Κοΐμβρα.
+Εδέχθη μύρια συγχαρητήρια.
+
+Οι ημίσεις δούλοι, οίτινες έλειπον εκ της γενικής αριθμήσεως,
+έφερον μορφασμόν τινα εις το πρόσωπον του Αλβέζ, αλλ' επί
+τέλους η υπόθεσις ήτο έτι καλή.
+
+Διά του εις τα παραπήγματα υπάρχοντος ανθρωπίνου εκείνου
+εμπορεύματος ηδύνατο να ικανοποιήση τας απαιτήσεις του
+εσωτερικού και να ανταλλάξη τους δούλους του αντί ελεφαντοστών
+και χαλκού.
+
+Συγχαρητήρια άφθονα εδόθησαν και εις τους οδηγούς· εις δε τους
+αχθοφόρους, ο σωματέμπορος έδωκεν αμέσως διαταγήν να πληρωθή ο
+μισθός των πάραυτα.
+
+Ο Ιωσίας Αντώνιος Αλβέζ και ο Κοΐμβρας ωμίλουν είδος τι
+πορτογαλικής γλώσσης αναμεμιγμένης μετ' ιθαγενούς ιδιώματος,
+την οποίαν κάτοικος της Λισαβώνος θα εδυσκολεύετο ολίγον να
+εννοήση.
+
+Δεν εννόει λοιπόν, ο Δικ Σανδ τι έλεγον οι «έμποροι» εκείνοι
+μεταξύ των.
+
+Μήπως συνεζήτουν περί των συντρόφων του και αυτού τοσούτον
+προδοτικώς συμπεριληφθέντων εις το προσωπικόν της συνοδείας;
+
+Ο νεαρός δόκιμος δεν ηδύνατο πλέον να αμφιβάλλη περί τούτου,
+όταν εις έν κίνημα του άραβος Ιβν Χαμή παρετήρησεν οδηγόν τινα
+διευθυνόμενον προς το παράπηγμα, ένθα ήσαν κεκλεισμένοι ο Τωμ,
+ο Αυγουστίνος, ο Βαρθολομαίος και ο Ακτέων.
+
+Σχεδόν αμέσως οι τέσσαρες Αμερικανοί ήχθησαν ενώπιον του Αλβέζ.
+
+Ο Δικ Σανδ επλησίασε βραδέως. Δεν ήθελε να χάση ουδέν εκ της
+σκηνής εκείνης.
+
+Το πρόσωπον του Ιωσία Αντωνίου Αλβέζ ήστραψεν, όταν είδε τους
+ευρώστους εκείνους άνδρας, εις ους η ανάπαυσις και η αφθονωτέρα
+τροφή έμελλε ταχέως να αποδώση την φυσικήν αυτών ρώμην.
+
+Μόνον τον γέροντα Τωμ είδε μετά περιφρονήσεως, καθότι η ηλικία
+θα αφήρει πολύ εκ της αξίας του, αλλ' οι άλλοι τρεις θα
+επωλούντο ακριβά κατά την προσεχή αγοράν του Καζονδέ.
+
+Τότε ο Αλβέζ ενθυμήθη αγγλικάς τινας λέξεις τας οποίας
+πράκτορες ως ο Αμερικανός Χάρρης τον εδίδαξαν, και ο γέρων
+πίθηκος ενόμισε καθήκον του να ευχηθή ειρωνικώς την καλήν
+άφιξιν εις τους νέους του δούλους.
+
+Ο Τωμ εννόησε τας λέξεις εκείνας του σωματεμπόρου, προεχώρησε
+λοιπόν αμέσως, και δεικνύων τους συντρόφους του και εαυτόν.
+
+ — Είμεθα άνδρες ελεύθεροι, είπε. Πολίται των Ηνωμένων
+Πολιτειών.
+
+Ο Αλβέζ τον εννόησε βεβαίως· απεκρίθη δε μετά φαιδρού μορφασμού
+σείων την κεφαλήν.
+
+ — Ναι, ναι, Αμερικανοί! καλώς ώρισαν . . . καλώς ώρισαν.
+
+ — Καλώς ώρισαν, προσέθηκεν ο Κοΐμβρας.
+
+Ο υιός του ταγματάρχου του Βιχέ προεχώρησε τότε προς τον
+Αυγουστίνον, και ως έμπορος εξετάζων δείγμα, αφού εψηλάφησε το
+στήθος και τους ώμους του, ηθέλησε να του ανοίξη το στόμα όπως
+παρατηρήση τους οδόντας του.
+
+Αλλά κατ' εκείνην την στιγμήν ο σινιόρ Κοΐμβρας έλαβεν εις το
+πρόσωπον το μεγαλοπρεπέστερον γρονθοκόπημα, όπερ έλαβέ ποτε
+υιός ταγματάρχου.
+
+Ο έμπιστος του Αλβέζ έπεσε δέκα βήματα μακράν. Στρατιώται τίνες
+ώρμησαν κατά του Αυγουστίνου, όστις θα επλήρωνεν ίσως ακριβά το
+οργίλον εκείνο κίνημα.
+
+Ο Αλβέζ τους εσταμάτησε διά χειρονομίας. Εγέλα εξ όλης καρδίας
+διά το πάθημα του φίλου του Κοΐμβρα, ούτινος δύο μόνοι
+εναπέμειναν οδόντες εκ των πέντε ή έξ τους οποίους είχεν.
+
+Ο Ιωσίας Αντώνιος Αλβέζ δεν εννόει κατ' ουδένα τρόπον να
+βλάψωσι το εμπόρευμά του.
+
+Έπειτα δε ήτο χαρακτήρος ευθύμου, και προ πολλού χρόνου δεν
+είχε γελάσει τόσον πολύ.
+
+Εν τούτοις παρηγόρησε τον καταισχυθέντα Κοΐμβραν, όστις
+ανεγερθείς επέστρεψε και επανέλαβεν την θέσιν του πλησίον του
+σωματεμπόρου, απευθύνων κίνημα απειλητικόν κατά του αυθάδους
+Αυγουστίνου.
+
+Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Δικ Σανδ ωθούμενος υπό τινος οδηγού,
+εφέρθη ενώπιον του Αλβέζ.
+
+Ούτος προφανώς εγίνωσκε τις ήτο ο νεαρός δόκιμος, πόθεν ήρχετο,
+και πώς συνελήφθη παρά τον Κοάνζαν.
+
+Τούτου ένεκα, αφού τον παρετήρησε διά βλέμματος μοχθηρού.
+
+ — Ο μικρός Υανκή, είπεν εν κακή Αγγλική.
+
+ — Ναι, Υανκή, απεκρίθη ο Δικ Σανδ. Τι θα κάμουν τους
+συντρόφους μου και εμέ;
+
+Υανκή! Υανκή! Μικρός Υανκή! επανέλαβεν ο Αλβέζ.
+
+Δεν εννόησεν, ή δεν ήθελε να ενοήση την γενομένην αυτώ
+ερώτησιν;
+
+Ο Δικ Σανδ και εκ δευτέρου απέτεινε την αυτήν ερώτησιν, την
+αφορώσαν τους συντρόφους του και αυτόν.
+
+Απετάθη συγχρόνως και προς τον Κοΐμβραν τον οποίον εκ των
+χαρακτήρων, ει και κατεστραμμένων εκ της καταχρήσεως των
+πνευματωδών ποτών, ανεγνώρισεν ότι δεν ήτο ιθαγενούς καταγωγής.
+
+Ο Κοΐμβρας επανέλαβε το απειλητικόν κίνημα, όπερ είχεν
+απευθύνει κατά του Αυγουστίνου και δεν απεκρίθη.
+
+Καθ' όλον εκείνο το διάστημα ο Αλβέζ συνωμίλει μετά του Άραβος
+Ιβν Χαμή λίαν ζωηρώς και προδήλως περί πραγμάτων αφορώντων τον
+Δικ Σανδ και τους συντρόφους του.
+
+Βεβαίως έμελλον να τους αποχωρήσωσιν εκ νέου, και τις οίδεν εάν
+παρουσιάζετό ποτε ευκαιρία να ανταλλάξωσιν ολίγας λέξεις.
+
+ — Φίλοι μου, είπεν ο Δικ Σανδ χαμηλή τη φωνή και ως εάν ωμίλει
+προς εαυτόν, ολίγας λέξεις μόνον. Έλαβον διά του Δίγγου
+επιστολήν του Ηρακλέους, όστις παρηκολούθησε την συνοδείαν. Ο
+Χάρρης και ο Νεγορός έσυρον την κυρίαν Βέλδων, τον Ζακ και τον
+κύριον Βενέδικτον. Πού; Δεν ηξεύρω πλέον, αφού δεν είναι εδώ,
+εις Καζονδέ. Υπομονή, θάρρος, έστε έτοιμοι διά παν ενδεχόμενον.
+Είθε τέλος να μας ευσπλαχνισθή ο Θεός!
+
+ — Και η Ναν;
+
+ — Η Ναν απέθανε.
+
+ — Πρώτη!
+
+ — Και τελευταία! . . απεκρίθη ο Δικ Σαν, διότι θα
+κατορθώσωμεν.
+
+Κατ' εκείνην την στιγμήν χειρ τις ετέθη επί του ώμου του και
+ήκουσε τας λέξεις ταύτας απαγγελθείσας μετά φωνής ησύχου και
+γνωστής αυτώ.
+
+ — Α! είναι ο νέος φίλος μου, εάν δεν απατώμαι. Χαίρω διότι σας
+επανείδον.
+
+Ο Δικ Σανδ εστράφη.
+
+Ο Χάρρης ήτο ενώπιόν του.
+
+ — Πού είναι η κυρία Βέλδων; έκραξεν ο Δικ Σανδ βαδίζων προς
+τον Αμερικανόν.
+
+ — Φευ! απεκρίθη ο Χάρρης προσποιούμενος λύπην, ην δεν
+ησθάνετο, η δυστυχής μήτηρ. Πώς θα ηδύνατο να επιζήση . . .
+
+ — Απέθανεν! ανέκραξεν ο Δικ Σανδ. Και το τέκνον της;
+
+Το δυστυχές παιδίον! απεκρίθη ο Χάρρης μετά της αυτής φωνής,
+πώς να μη το φσνεύσωσι τόσαι κακοπάθειαι;
+
+Ούτω λοιπόν, παν ό,τι ηγάπα ο Δικ Σανδ δεν υπήρχε πλέον! Τι
+συνέβη εν εαυτώ; Ακατάσχετον κίνημα οργής, ανάγκη εκδικήσεως
+την οποίαν ήθελε να κορέση με πάσαν θυσίαν.
+
+Ο Δικ Σανδ ώρμησε κατά του Χάρρη, έδραξε την εν τη ζώνη του
+Αμερικανού μάχαιραν και εβύθισεν αυτήν εις την καρδίαν του
+προδότου.
+
+ — Ανάθεμα! . . . έκραξεν ο Χάρρης πίπτων.
+
+ — Ο Χάρρης ήτο νεκρός.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι'.
+
+ΗΜΕΡΑ ΜΕΓΑΛΗΣ ΑΓΟΡΑΣ
+
+
+
+Το κίνημα του Δικ Σανδ τοσούτον υπήρξε ταχύ, ώστε δεν ηδυνήθη
+τις να τον σταματήση.
+
+Ιθαγενείς τίνες ώρμησαν κατ' αυτού, και έμελλε να φονευθή, ότε
+ενεφανίσθη ο Νεγορός.
+
+Έν σημείον του Πορτογάλου απεμάκρυνε τους ιθαγενείς, οίτινες
+ήγειρον και απεκόμισαν το πτώμα του Χάρρη.
+
+Ο Αλβέζ και ο Κοΐμβρας απήτουν τον πάραυτα θάνατον του Δικ
+Σανδ· αλλ' ο Νεγορός τοις είπε χαμηλή τη φωνή ότι ουδέν είχον
+να χάσωσι περιμένοντες, και εδόθη διαταγήν να απαγάγωσι τον
+νεαρόν δόκιμον και να τον επιτηρώσιν εκ του σύνεγγυς.
+
+Επανείδε τέλος ο Δικ Σανδ τον Νεγορόν, τότε πρώτον από της εκ
+της παραλίας αναχωρήσεώς των.
+
+Ήξευρεν ότι εκείνος ο άθλιος ήτο ο μόνος ένοχος της καταστροφής
+του «Πίλγριμ».
+
+Έπρεπε δε να τον μισή πολύ περισσότερον ή τον συνέταιρόν του.
+
+Και εν τούτοις, αφού έπληξε τον Αμερικανόν, απηξίωσε να
+απευθύνη λέξιν τινά προς τον Νεγορόν.
+
+Ο Χάρρης είχεν είπει ότι η κυρία Βέλδων και το τέκνον αυτής
+απεβίωσαν! . . . Ουδέν τον ενδιέφερε πλέον, ούτε καν τι θα
+απεφάσιζον περί αυτού.
+
+Τον απήγαγον. Πού; Δεν τον έμελλεν.
+
+Ο Δικ Σανδ, σφιγκτώς συνδεδεμένος, απετέθη εις το βάθος
+παραπήγματος άνευ παραθύρου, είδος τι ειρκτής εν τη οποία ο
+σωματέμπορος Αλβέζ ενέκλεισε τους αντάρτας ή βιαιοπραγούντας
+δούλους.
+
+Εκεί ουδεμίαν πλέον ηδύνατο να έχη συγκοινωνίαν μετά του
+εξωτερικού, αλλ' ούτε καν εσκέφθη να λυπηθή επί τούτω.
+
+Είχεν εκδικηθή εκείνους τους οποίους ηγάπα, οίτινες δεν υπήρχον
+πλέον!
+
+Ήτο έτοιμος να υπομείνη πάσαν τύχην ήτις τον περιέμενεν.
+
+Εννοείται ότι εάν ο Νεγορός εσταμάτησε τους ιθαγενείς τους
+μέλλοντας να τιμωρήσωσι τον φόνον του Χάρρη, έπραξε τούτο διότι
+επεφύλαττεν εις τον Δικ Σανδ έν των φοβερών εκείνων μαρτυρίων
+των οποίων το μυστήριον γινώσκουν οι ιθαγενείς.
+
+Ο μάγειρος του πλοίου είχεν υπό την εξουσίαν του τον
+δεκαπενταετή πλοίαρχον· μόνον ο Ηρακλής έλειπε διά να είναι η
+εκδίκησίς του τελεία.
+
+Μετά δύο ημέρας, τη 28 Μαΐου, ήνοιξεν η αγορά «το μέγα λακωνή»,
+ένθα έμελλον να συναντηθώσιν οι σωματέμποροι των κυριωτάτων
+πρακτορείων του εσωτερικού και οι ιθαγενείς των γειτονικών
+επαρχιών.
+
+Η αγορά εκείνη της Αγγόλης δεν ήτο ειδική διά την πώλησιν των
+δούλων, αλλ' άπαντα τα προϊόντα της γονίμου εκείνης Αφρικής
+έμελλον να συρρεύσωσιν εκεί συγχρόνως μετά των παραγωγέων.
+
+Από πρωίας η ζωηρότης ήτο ήδη μεγάλη εν τη απεράντω αγορά του
+Καζονδέ, και είναι δύσκολον να δώσωμεν ιδέαν τινά αυτής.
+
+Ήτο συρροή τετρακισχιλίων ή πεντακισχιλίων ατόμων,
+συμπεριλαμβανομένων και των δούλων του Ιωσία Αντωνίου Αλβέζ,
+μεταξύ των οποίων διέπρεπον ο Τωμ και οι μετ' αυτού.
+
+Οι πτωχοί εκείνοι άνθρωποι, ένεκα της ξενικής αυτών καταγωγής,
+δεν έμελλον να είναι οι ολιγώτερον επιζήτητοι υπό των μεσιτών
+ανθρωπίνης σαρκός.
+
+Ήτο λοιπόν εκεί ο Αλβέζ, ο πρώτος μεταξύ όλων, συνοδευόμενος
+υπό του Κοΐμβρα, προέτεινε τας μερίδας των δούλων εκ των οποίων
+οι σωματέμποροι του εσωτερικού έμελλον να σχηματίσωσι συνοδείαν
+τινά.
+
+Μεταξύ των σωματεμπόρων τούτων διεκρίνοντο μιγάδες τινές του
+Ουζιζί, κυρίας αγοράς της λίμνης Ταγγανίκης, και Άραβες, πολύ
+ανώτεροι των μιγάδων εκείνων εις το είδος τούτο του εμπορίου.
+
+Ήσαν εκεί ωσαύτως πάμπολοι ιθαγενείς. Ήσαν παιδία, άνδρες,
+γυναίκες, λυσσώδεις πωλήτριαι, πολύ ανώτεραι κατά το εμπορικόν
+πνεύμα των ομοίων των λευκών.
+
+Εις τας αγοράς των μεγάλων πόλεων, έστω και κατά την ημέραν
+μεγάλων συναλλαγών, μήτε περισσότερος θόρυβος γίνεται μήτε
+πλειότεραι υποθέσεις ενεργούνται. Παρά τοις πεπολιτισμένοις, η
+ανάγκη του πωλείν είναι ίσως υπερτέρα της επιθυμίας του
+αγοράζειν.
+
+Παρά τοις αγρίοις όμως εκείνοις της Αφρικής, η προσφορά γίνεται
+μετά του αυτού πάθους ως και η ζήτησις.
+
+Διά τους ιθαγενείς των δύο φύλων το λακωνή είναι ημέρα
+εορτάσιμος, και εάν δεν φέρωσι τα κάλλιστα αυτών ενδύματα, διά
+λόγους ευνοήτους, φέρουσι τουλάχιστον τα κάλλιστα αυτών
+κοσμήματα.
+
+Κόμαι διηρημέναι εις τέσσαρα μέρη καλυπτόμενοι υπό στρωματιδίων
+και εά πλοκάμοις συνδεδεμένοις δίκην ψευδοκόμης, ή
+διατεθειμένης εν είδει ουράς έμπροσθεν της κεφαλής μετά
+περικεφαλαίας εξ ερυθρών πτερών, — κόμαι μετά κεράτων
+αμφικύρτων κεκαλυμμένοι δι' ερυθρού πηλού και ελαίου, ως το
+μίνιον εκείνο το χρησιμεύον προς επάλειψιν των συναρμογών των
+μηχανών, — εις τους σωρούς εκείνους των αληθών ή ψευδών τριχών,
+ύψωμά τι εξ οβελίσκων, σιδηρών ή ελεφαντίνων καρφίδων, πολλάκις
+μάλιστα, παρά τοις κομψευομένοις, κατάστικτον μαχαιρίδιον
+εμπεπηγμένον εν τη ούλη κόμη, της οποίας εκάστη θριξ,
+διαπερασμένη έν τινι σοφή ή υαλίνω μαργαρίτη, σχηματίζει τάπητα
+κόκκων διαφόρως κεχρωματισμένων, — τοιαύτα ήσαν τα οικοδομήματα
+τα μάλλον κοινά εις τας κεφαλάς των ανδρών.
+
+Αι γυναίκες προετίμων να διαιρώσι την κόμην αυτών εις μικρούς
+θυσάνους μεγέθους κερασίου, εις περιστροφικούς πλοκάμους, ή
+ολοκλήρους στήλας, των οποίων τα άκρα παρίστων σχέδιόν τι εν
+αναγλύφω, ή αποματιστήρια πίπτοντα κατά μήκος του προσώπου.
+
+Τινές αυτών, απλούστεραι, και ίσως ευειδέστεραι, άφινον να
+κρέμανται τα μαλλία των επί της ράχεώς των κατά τον αγγλικόν
+τρόπον, και άλλαι κατά τον γαλλικόν τρόπον, έφερον αυτά ως
+κροσσούς κεκομμένους επί του μετώπου.
+
+Και σχεδόν πάντοτε, επί των προβατομάλλων εκείνων, επίχρισμα
+λίπους, ή αργίλου, η στιλπνής κόλας, ουσίας ερυθράς εξαγομένης
+εκ του ξύλου του σαντάλου, τόσον πολύ, ώστε αι κομψευόμενοι
+εκείναι εφαίνοντο ως εάν ήσαν κεκαλυμμένοι υπό κεράμων.
+
+Δεν πρέπει όμως να νομίσωμεν ότι η πολυτέλεια εκείνη της
+διακοσμήσεως εφηρμόζετο μόνον εις την κόμην των ιθαγενών.
+
+Εις τι θα εχρησίμευον τα ώτα, εάν δεν διεπερώντο εν αυτοίς
+οβελοί εκ πολυτίμου ξύλου, δακτύλιοι χαλκοί, αλύσεις
+πεπλεγμέναι αραβοσίτου, αίτινες τους φέρουσιν εις τα εμπρός ή
+μικραί κολοκύνθαι χρησιμεύουσαι ως ταμβακοθήκαι, — ούτως ώστε
+οι χαλαρούμενοι λοβοί των εξαρτημάτων τούτων να πίπτωσιν ενίοτε
+μέχρι των ώμων των κυρίων των;
+
+Μεθ' όλα ταύτα, οι άγριοι της Αφρικής δεν έχουσι θυλάκια, και
+πώς να έχωσι τοιαύτα; Εκ τούτου η ανάγκη να θέτωσι όπου
+δύνανται και ως δύνανται τα εγχειρίδια, τας καπνοσύριγκας και
+τα άλλα εν χρήσει αντικείμενα.
+
+Ο δε λαιμός, οι βραχίονες, οι καρποί της χειρός, αι κνήμαι, τα
+σφυρά, τα διάφορα ταύτα μέρη του σώματος είναι αμφισβητήτως
+προωρισμένα να φέρωσι ψέλλια χαλκά, τεμάχια κεράτων κεκοσμημένα
+διά καλύκων στιλπνών και σειρών ερυθρών μαργαριτών καλουμένων
+ταλακάς, αίτινες τότε ήσαν λίαν συρμού.
+
+Διά των κοσμημάτων λοιπόν τούτων, αφθόνως εγκατεσπαρμένων, οι
+πλούσιοι της χώρας είχον θέαν πλαισίων κινητών.
+
+Πλην τούτου, εάν, η φύσις εδώρησεν οδόντας εις τους ιθαγενείς,
+δεν έπρεπε να αποσπώσι τους μεσαίους τομείς τους άνω και τους
+κάτω, να τους ρινίζωσιν εις αιχμάς, να τους κυρτώσιν εις οξέα
+αρπάγια;
+
+Εάν εφύτευσεν όνυχας εις τας άκρας των δακτύλων, δεν έπρεπε να
+αυξάνωσι τοσούτον υπερμέτρως, ώστε η χρήσις της χειρός να
+καθίσταται περίπου αδύνατος;
+
+Εάν το δέρμα, μέλαν ή μελάγχρουν, καλύπτη τον ανθρώπινον
+σκελετόν, δεν έπρεπε να ποικίλλεται υπό στιγμάτων, παριστώντων
+δένδρα, πτηνά, ημισελήνους, πανσελήνους ή γραμμάς κυματοειδείς,
+εις τας οποίας ο Λίβιγγστων ενόμισεν ότι επανεύρε ζωγραφήματα
+της αρχαίας Αιγύπτου;
+
+Ο στιγματισμός ούτος των πατέρων γινόμενος διά τινος κυανής
+ύλης εισαγομένης εις τας εντομάς, εκτελείται εις διάφορα μέρη
+του σώματος των παιδιών, επιτρέπει να αναγνωρίζωντο εις ποίαν
+φυλήν ή εις ποίαν οικογένειαν ανήκουσι.
+
+Πρέπει να χαραχθή καλώς το οικόσημον επί του στήθους, αφού δεν
+είναι δυνατόν να ζωγραφηθή επί των πλευρών αμάξης.
+
+Τοιούτος λοιπόν ήτο ο στολισμός των ιθαγενών εκείνων συρμών.
+
+Τα δε κυρίως λεγόμενα ενδύματα συνωψίζοντο διά τους κυρίους
+εκείνους είς τι περίζωμα εκ δέρματος αντιλόπης κατερχόμενον
+μέχρι των γονάτων, ή έκ τινος υποκαμίσου εξ υφάσματος χόρτου
+ζωηρών χρωμάτων.
+
+Αι κυρίαι έφερον ζώνην εκ μαργαριτών συγκρατούσαν εις την οσφύν
+εσθήτα πρασίνην, κεντημένη διά μετάξης, κεκοσμημένην υπό κόκκων
+υαλίνων ή κογχυλίων, ενίοτε δε εξ υφάσματος χόρτου κυανού,
+μέλανος και κιτρίνου, τοσούτον περιζητήτου υπό των γυναικών της
+Ζανζιβάρης. Δεν πρόκειται ενταύθα ειμή περί των μαύρων της
+υψηλής κοινωνίας.
+
+Οι άλλοι, έμποροι ή δούλοι, ήσαν μόλις ενδεδυμένοι. Αι γυναίκες
+ως επί το πλείστον υπηρέτουν ως αχθοφόροι και ήρχοντο εις την
+αγοράν μετά βαρέων καλάθων επί των ώμων, τους οποίους εκράτουν
+δι' ιμάντος πεπερασμένου εις το μέτωπόν των.
+
+Έπειτα δε, καταλαμβανομένης της θέσεως και απλουμένου του
+εμπορεύματος, συνεσπειρούντο εν τω κενώ καλάθω.
+
+Η καταπληκτική ευφορία της χώρας συνεσώρευεν επί της λακωνής
+εκείνης τρόφιμα αρίστης ποιότητος.
+
+Υπήρχεν άφθονος η όρυζα εκείνη, ήτις δίδει εκατόν αντί ενός, ο
+αραβόσιτος εκείνος, όστις δίδει τρεις συγκομιδάς εις οκτώ μήνας
+και αποφέρει διακόσια αντί ενός, το σήσαμον, το πέπερι του
+Ουρούα, το μανιόκον, το σόργον, τα μοσχοστάφυλα, το άλας, το
+φοινικέλαιον.
+
+Εκεί συνηντώντο εκατοντάδες αιγών, χοίρων, προβάτων άνευ
+μαλλιού, μετά παραγναθίδων και γενείων, προδήλως ταρταρικής
+καταγωγής, πτηνά, ιχθείς κ.τ.λ.
+
+Πήλινα αγγεία, συμμέτρως διατεθειμένα, είλκυον τα βλέμματα
+ένεκα των ζωηροτάτων χρωμμάτων των.
+
+Τα ποικίλα ποτά τα οποία οι μικροί ιθαγενείς ωνόμαζον διά
+παλμώδους φωνής, ηρέθιζον τους φιλοπότας.
+
+Ήσαν δε οίνος βανάνας, βομβέ, ποτόν ισχυρόν εν μεγάλη χρήσει,
+μαλοφού ζύθος γλυκύς κατασκευαζόμενος εκ καρπών βανανέας και
+υδρόμελι, μίγμα διαυγές μέλιτος και ύδατος.
+
+Ότι όμως καθίστα την αγοράν του Καζονδέ έτι μάλλον περίεργον,
+ήτο το εμπόριον των υφασμάτων και του ελεφαντοστού.
+
+Μεταξύ των υφασμάτων εμετρούντο κατά χιλιάδας το χουκάς, το
+μερικανή, το κανικί, κυανούν βαμβακηρόν ύφασμα έχον πλάτος
+τριάκοντα και τεσσάρων δακτύλων, το σοχαρί, ύφασμα μετά
+τετραγώνων κυανολεύκων και παρυφής ερυθράς, ανάμικτον μετά
+μικρών γραμμών κυανών, ολιγώτερον ακριβόν, ή το δαουλίς εκ
+μετάξης της Σουράτης, όπερ έχει επιφάνειαν πρασίνην, ερυθράν ή
+κιτρίνην, και όπερ τιμάται από επτά δολλαρίων το τεμάχιον των
+τριών υαρδών μέχρις ογδοήκοντα δολλαρίων όταν είναι
+χρυσοΰφαντον.
+
+Το δε ελεφαντοστούν προήρχετο εξ όλων των μερών της κεντρώας
+Αφρικής, όπως αποσταλή εις Χαρτούμ, Ζανζιβάρην ή την Νατάλ και
+οι έμποροι ήσαν πολυάριθμοι, οίτινες εξεμεταλεύοντο
+αποκλειστικώς τον κλάδον τούτον του αφρικανικού εμπορίου.
+
+Ευκόλως δύναταί τις να φαντασθή ότι οι ελέφαντες φονεύονται ίνα
+προμηθεύσωσι τας πεντακοσίας χιλιάδας χιλιόγραμμα ελεφαντοστού,
+όπερ το εξαγωγικόν εμπόριον ρίπτει κατ' έτος εις τας αγοράς της
+Ευρώπης και ιδίως εις την Αγγλίαν.
+
+Απαιτούνται τεσσάρακοντα χιλιάδες μόνον και μόνον διά τας
+ανάγκας του Ηνωμένου Βασιλείου.
+
+Η δυτική ακτή της Αφρικής παράγει μόνη εκατόν τεσσαράκοντα
+τόνους εκ της πολυτίμου ταύτης ουσίας.
+
+Ο μέσος όρος είναι εικοσιοκτώ λίτραι δι' έκαστον ζεύγος
+ελεφαντοδόντων, οίτινες τω 1874, ετιμήθησαν μέχρι χιλίων
+φράγκων, υπάρχουσιν όμως καί τινες οίτινες ζυγίζωσι μέχρις
+εκατόν εξήκοντα πέντε λιτρών και ακριβώς εις την αγοράν του
+Καζονδέ, οι ερασταί του εμπορεύματος τούτου ηδύναντο να εύρωσι
+τοιούτους θαυμασίους, θαμβούς, διαφανείς, μαλακούς εις την
+κατεργασίαν, διατηρούντας την λευκότητά των και μη
+κιτρινίζοντας διά του χρόνου ως οι ελεφαντόδοντες άλλων
+προελεύσεων.
+
+Και τώρα, πώς εκανονίζοντο μεταξύ αγοραστών και πολητών αι
+διάφοροι εκείναι εμπορικαί πράξεις; Ποίον ήτο το ισχύον
+νόμισμα;
+
+Το είπομεν ήδη, το νόμισμα διά τους εμπόρους της Αφρικής ήτο ο
+δούλος.
+
+Ο ιθαγενής πληρώνει εις κόκκους υαλίνους, κατασκευής ενετικής,
+καλουμένους κοτσόκολος όταν είναι λευκοί ως η άσβεστος,
+βουβουλού όταν είναι μέλανες, σικουνδερετσέ όταν είναι ερυθροί.
+
+Οι κόκκοι εκείνοι ή μαργαρίται συνηνωμένοι εις δέκα σειράς ή
+κετέ, περιστρεφόμενοι δις περί τον λαιμόν, σχηματίζουσι το
+φούνδον, του οποίου μεγάλη είναι η αξία.
+
+Το δε μάλλον εν χρήσει μέτρον των μαργαριτών τούτων είναι το
+φραζιλάχ, ζυγίζον εβδομήκοντα λίτρας· και ο Λίβιγγστων, ο
+Καμερών, ο Στάνλεϋ πάντοτε εφρόντιζον να ώσιν αφθόνως
+εφωδιασμένοι εκ του νομίσματος τούτου.
+
+Εν ελλείψει υαλίνων κόκκων, το πισέ, νόμισμα ζανζιβαρικόν
+τεσσάρων λεπτών, και τα βιουγγούας, κογχύλια ιδιαίτερα εις την
+ανατολικήν ακτήν, έχουσι τρέχουσαν αξίαν εις τας αγοράς της
+Αφρικανικής ηπείρου.
+
+Αλλ' οι ανθρωποφάγοι φυλαί αποδίδουσιν αξίαν τινα εις τους
+οδόντας ανθρωπίνων σιαγόνων και εις το λακωνή έβλεπε τις
+τοιαύτα κομβολόγια εις τον λαιμόν των ιθαγενών, οίτινες βεβαίως
+είχον φάγει τους κατόχους των οδόντων τούτων.
+
+Αλλ' οι οδόντες ούτοι ήρχισαν να χάνωσι την αξίαν των.
+
+Τοιαύτη λοιπόν ήτο η θέα της μεγάλης εκείνης αγοράς.
+
+Περί την μεσημβρίαν, η ζωηρότης είχε φθάσει εις τον κατακόρυφον
+αυτής σημείον και ο θόρυβος εγένετο αφόρητος.
+
+Η μανία των περιφρονουμένων πολιτών και η οργή των
+αποτυγχανόντων αγοραστών αδύνατον να παρασταθώσι.
+
+Τούτου ένεκεν ρήξεις συχναί, και εννοείται ευκόλως ότι η
+έλλειψις αρκετών ειρηνοφυλάκων καθίστα αδύνατον την συγκράτησιν
+του ωρυωμένου εκείνου πλήθους.
+
+Περί το μέσον της ημέρας ο Αλβέζ διέταξε να φέρωσιν εις την
+πλατείαν τους δούλους, όσους ήθελε να εκποιήση.
+
+Το πλήθος ηύξησε τοιουτοτρόπως κατά δισχιλίους δυστυχείς πάσης
+ηλικίας, τους οποίους ο σωματέμπορος εκράτει εις τα παραπήγματά
+του από πολλών μηνών.
+
+Η «παρακαταθήκη» εκείνη δεν ήτο εν κακή καταστάσει.
+
+Μακρά ανάπαυσις και καλή τροφή ανεζωγόνησαν αυτούς.
+
+Αλλ' οι εσχάτως ελθόντες δεν ηδύναντο να παραβληθώσι προς
+αυτούς και μετά μηνιαίαν διαμονήν εν τοις παραπήγμασιν, ο Αλβέζ
+θα τους επώλει βεβαίως μετά πλειοτέρου κέρδους· αλλ' αι
+ζητήσεις της ανατολικής ακτής ήσαν τοσαύται, ώστε απεφάσισε να
+τους εκθέση ως ήσαν και ευρίσκοντο.
+
+Τούτο ήτο δυστύχημα διά τον Τωμ και τους τρεις συνεταίρους
+αυτού.
+
+Οι οδηγοί τους ώθησαν εις την αγέλην, ήτις επλημμύρισε την
+αγοράν. Ήσαν στερεώς δεδεμένοι, και τα βλέμματά των εμαρτύρουν
+τρανώς ποία μανία και ποίον αίσχος κατείχον αυτούς.
+
+ — Ο κύριος Δικ δεν είν' εδώ, είπε σχεδόν αμέσως ο
+Βαρθολομαίος, άμα διέτρεξε διά των οφθαλμών την ευρείαν πεδιάδα
+του Καζονδέ.
+
+ — Όχι, απεκρίθη ο Ακτέων, δεν θα τον πωλήσωσι.
+
+ — Θα φονευθή, εάν δεν εφονεύθη ήδη, προσέθηκεν ο γέρων μαύρος.
+
+Ημείς όμως μίαν μόνην έχομεν ελπίδα, να μας αγοράση όλους ομού
+είς σωματέμπορος. Θα ήτο παρηγορία εις ημάς εάν δεν χωρισθώμεν.
+
+ — Όχι είπεν ο Τωμ. Όχι δεν θα μας χωρίσωσι, και ίσως θα
+δυνηθώμεν . . .
+
+ — Εάν ήτο εδώ ο Ηρακλής! έκραξεν ο Αυγουστίνος·
+
+Αλλ' ο γίγας δεν είχεν εμφανισθή πλέον.
+
+Μετά τας τελευταίας εις τον Δικ Σανδ κομισθείσας ειδήσεις δεν
+ηκούσθη τι μήτε περί του Δίγγου μήτε περί αυτού. Έπρεπεν άραγε
+να φθονήσωσι την τύχην του;
+
+Ναι, βεβαίως! καθότι εάν ο Ηρακλής απέθανε, τουλάχιστον δεν
+εδέθη διά των αλύσεων της δουλείας.
+
+Εν τούτοις η πώλησις είχεν αρχίσει. Οι πράκτορες του Αλβέζ
+περιέφερον εν τω μέσω του πλήθους κλήρους ανδρών, γυναικών,
+παιδιών, χωρίς να ανησυχήσωσιν εάν εχώριζον ή όχι τας μητέρας
+από τα μικρά των.
+
+Δεν πρέπει να ονομάζωμεν ούτω τα άθλια εκείνα όντα, τα οποία
+μετεχειρίζοντο ως οικόβια ζώα;
+
+Ο Τωμ και οι μετ' αυτού περιεφέρθησαν τοιουτοτρόπως από
+αγοραστού εις αγοραστήν. Πράκτωρ τις εβάδιζε προ αυτών κηρύττων
+την τιμήν, εις ην ο κλήρος αυτού ήθελε κατακυρωθή. Μεσίται
+Άραβες ή μιγάδες των κεντρικών επαρχιών, επλησίαζον να τους
+εξετάσωσι.
+
+Δεν εύρισκον εν εαυτοίς τα ιδιαίτερα εις την αφρικανικήν φυλήν
+σημεία, τροποποιηθέντα παρά τοις Αμερικανοίς εκείνοις από της
+δευτέρας γενεάς.
+
+Αλλ' οι εύρωστοι και νοήμονες εκείνοι μαύροι, όλως διάφοροι των
+μαύρων των μεταφερθέντων εκ των οχθών του Ζαμβέση ή του
+Λαουλάβα, είχον μεγάλην αξίαν εις τους οφθαλμούς των. Τους
+εψηλάφουν, τους περιέστρεφον, παρετήρουν τους οδόντας των.
+
+Ούτω πράττουσιν, όσοι θέλουσι ν' αγοράσωσιν ίππους.
+
+Έπειτα έρριπτον μακράν μίαν ράβδον, τους ηνάγκαζον να τρέξωσι
+διά να την λάβωσι, και τοιουτοτρόπως εβεβαιούντο περί της
+ευκινησίας αυτών.
+
+Η μέθοδος αύτη εφηρμόζετο εις όλους και όλοι υπεβάλλοντο εις
+τας ταπεινωτικάς ταύτας δοκιμασίας.
+
+Μη υποθέση τις όμως, ότι οι δυστυχείς εκείνοι υπέμενον
+αδιαφόρως τους τοιούτους εξευτελισμούς.
+
+Όχι. Εξαιρέσει των παιδιών άτινα δεν ηδύναντο να εννοήσωσιν εις
+ποίαν εξευτέλισιν υπεβάλλοντο, πάντες, άνδρες ή γυναίκες,
+ησχύνοντο.
+
+Άλλως τε δε δεν τοις έλειπον μήτε αι ύβρεις μήτε αι
+μαστιγώσεις. Ο Κοΐμβρας, ημιμεθυσμένος, και οι πράκτορες του
+Αλβέζ μετεχειρίζοντο αυτούς μετά τοις εσχάτης κτηνωδίας, παρά
+τοις νέοις δε κυρίοις, οίτινες είχον αγοράσει αυτούς αντί
+ελεφαντοδόντων, υφασμάτων ή μαργαριτών, δεν εύρισκον καλλιτέραν
+υποδοχήν.
+
+Όταν βιαίως απεχωρίζοντο αλλήλων μήτηρ από του τέκνου, ανήρ από
+της γυναικός, αδελφός από της αδελφής· δεν επετρέπετο εις
+αυτούς μήτε τελευταία θωπεία, μήτε τελευταίος ασπασμός, και εις
+την αγοράν εκείνην εβλέποντο διά τελευταίαν φοράν.
+
+Πράγματι, αι ανάγκαι της εμπορίας απαιτούσιν ώστε οι δούλοι,
+αναλόγως του φύλου αυτών, να αποστέλλωνται άλλος αλλαχού.
+
+Οι δουλέμποροι οίτινες αγοράζουσιν άνδρας, δεν είναι εκείνοι
+οίτινες αγοράζουσι γυναίκας.
+
+Αύται, δυνάμει της πολυγαμίας ήτις είναι νόμος παρά τοις
+Μουσουλμάνοις, διευθύνονται κυρίως προς τας αραβικάς χώρας,
+ένθα ανταλλάσσονται αντί ελεφαντοδόντων.
+
+Οι δε άνδρες, προωρισμένοι διά τας βαρείας εργασίας
+μεταφέρονται εις τα πρακτορεία των δύο ακτών, και εκείθεν
+εξαποστέλλονται είτε εις τας ισπανικάς αποικίας, είτε εις τας
+αγοράς της Μασκάτης και της Μαδαγασκάρης.
+
+Η διαλογή αύτη επιφέρει λοιπόν σπαρακτικάς σκηνάς μεταξύ
+εκείνων τους οποίους οι πράκτορες αποχωρίζουσι και οίτινες θα
+αποθάνωσι χωρίς ουδέποτε πλέον να επανίδωσιν αλλήλους.
+
+Ο Τωμ και οι μετ' αυτού ώφειλον και ούτοι να υποστώσι την
+κοινήν τύχην.
+
+Αληθώς όμως ειπείν, δεν εφοβούντο την περίπτωσιν ταύτην.
+
+Τωόντι προτιμότερον ήτο εις αυτούς να αποσταλώσιν εις αποικίαν
+τινά δούλων.
+
+Εκεί τουλάχιστον θα είχον ελπίδα τινά ότι θα ηδύναντο να
+απαιτηθώσιν.
+
+Ενώ εξ εναντίας, κρατούμενοι έν τινι επαρχία της Αφρικής,
+έπρεπε να αποβάλωσι πάσαν ελπίδα ανακτήσεως της ελευθερίας των.
+
+Ότι επεθύμουν, τούτο και εγένετο. Έσχον μάλιστα την σχεδόν
+ανέλπιστον παρηγορίαν να μη αποχωρισθώσιν. Ο κλήρος αυτών
+ζωηρώς ημφισβητήθη υπό πολλών δουλεμπόρων του Ουζιζί. Ο
+Αντώνιος Ιωσίας Αλβέζ έτριβε τας χείρας.
+
+Αι τιμαί υψούντο. Συνωθούντο όπως ίδωσι τους δούλους εκείνους
+αγνώστου αξίας επί της αγοράς του Καζονδέ, και των οποίων την
+προέλευσιν είχεν επιμελώς αποκρύψει ο Αλβέζ.
+
+Ο Τωμ λοιπόν και οι μετ' αυτού, μη γινώσκοντες την επιτόπιον
+γλώσσαν, δεν ηδύναντο να διαμαρτυρηθώσι.
+
+Κύριός των εγένετο πλούσιος άραψ σωματέμπορος, όστις μετά τινας
+ημέρας ώφειλε να τους αποστείλη εις την λίμνην Ταγγανίκαν, ένθα
+εγίνετο η μεγάλη διέλευσις των δούλων· από του μέρους δε
+εκείνου θα απεστέλλοντο εις τα πρακτορεία της Ζανζιβάρης.
+
+Αλλά θα έφθανον άρα γε εκεί, διά μέσου των νοσηροτέρων και
+κινδυνωδεστέρων χωρών της κεντρώας Αφρικής;
+
+Να διανύσωσι χίλια πεντακόσια μίλια εις τας χώρας εκείνας, εν
+μέσω των συνεχών πολέμων των εγειρομένων υπό αρχηγού κατ'
+αρχηγού υπό κλίμα φονικόν!
+
+Ο Γέρων Τωμ θα είχεν άραγε την δύναμιν να ανθέξη εις τόσας
+κακουχίας; δεν θα απέθνησκε καθ' οδόν, ως η γραία Ναν;
+
+Αλλ' οι δυστυχείς εκείνοι άνδρες δεν απεχωρίσθησαν! Η άλυσις η
+ενούσα αυτούς ομού, τοις εφάνη ελαφροτέρα όπως την βαστάσωσιν.
+
+Ο άραψ σωματέμπορος διέταξε να τους μεταφέρωσιν εις ιδιαίτερον
+παράπηγμα. Προδήλως εφρόντιζε μεγάλως περί εμπορεύματος, όπερ
+τω υπέσχετο πολλήν ωφέλειαν εν τη αγορά της Ζανζιβάρης.
+
+Ο Τωμ λοιπόν, ο Βαρθολομαίος, ο Ακτέων και ο Αυγουστίνος
+εγκατέλιπον την πλατείαν και δεν ηδυνήθησαν μήτε να ίδωσι μήτε
+να μάθωσι την σκηνήν μεθ' ης έμελλε να κλείση η μεγάλη αγορά
+του Καζονδέ.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'.
+
+ΠΟΥΝΣΙΟ ΠΡΟΣΦΕΡΘΕΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΕΑ ΤΟΥ ΚΑΖΟΝΔΕ
+
+
+
+Ήτο τετάρτη ώρα της εσπέρας, ότε μέγας θόρυβος τυμπάνων,
+κυμβάλων και άλλων οργάνων αφρικανικών αντήχησεν εις την άκραν
+της κυρίας οδού.
+
+Η ζωηρότης εδιπλασιάζετο τότε εις όλας τας γωνίας της αγοράς.
+
+Ημίσεια ημέρα κραυγών, αγώνων, ούτε τας φωνάς εκούρασεν ούτε
+τους βραχίονας και τους πόδας των δαιμονίων των εκείνων εμπόρων
+
+Πολλοί δούλοι έμενον εισέτι απώλητοι· οι δουλέμποροι
+διεφιλονείκουν τας μερίδας μετά ζέσεως, ης ελαχίστην ιδέαν θα
+έδιδε και αυτό το χρηματιστήριον του Λονδίνου εν ημέρα υψώσεως
+των αξιών.
+
+Αλλ' εις την κακόηχον εκείνην συμφωνίαν την εκραγείσαν αίφνης,
+αι συναλλαγαί ανεστάλησαν και οι κήρυκες εσιώπησαν διά να
+αναπνεύσωσιν.
+
+Ο Βασιλεύς του Καζονδέ, Μοΐνης Λούγγας ήλθε να τιμήση διά της
+παρουσίας του την μεγάλην αγοράν.
+
+Πολυάριθμοι γυναίκες, υπάλληλοι, στρατιώται και δούλοι
+συνώδευον αυτόν.
+
+Ο Αλβέζ και οι άλλοι σωματέμποροι έσπευσαν εις προϋπάντησιν
+αυτού και κατά φυσικόν λόγον προσέφερον τα ταπεινά αυτών
+σεβάσματα εις την αποκτηνωθείσαν εκείνην εστεμμένην κεφαλήν.
+
+Ο Μοΐνης Λούγγας, ελθών εν φορείω πεπαλαιωμένω κατέβη, ουχί
+άνευ της βοηθείας δεκάδος βραχιόνων, εις το μέσον της μεγάλης
+πλατείας.
+
+Ο βασιλεύς εκείνος ήτο πεντακονταετής την ηλικίαν, αλλ' ήθελεν
+υποθέσει τις ότι ήτο ογδοηκοντούτης.
+
+Φαντάσθητε γέροντα πίθηκον, φθάσαντα εις το έσχατον όριον του
+γήρατος.
+
+Επί της κεφαλής αυτού είδος τι τιάρας κεκοσμημένης υπό ονύχων
+λεοντοπαρδάλεως ερυθρών βεβαμμένων και πεποικιλμένης υπό τριχών
+υπολεύκων· τούτο ήτο το στέμμα των ηγεμόνων του Καζονδέ.
+
+Εις την ζώνην του εκρέμαντο δύο δερμάτινοι εσθήτες κεντημέναι
+υπό μαργαριτών και βραχύτεραι περιζώματος σιδηρουργού.
+
+Επί του στήθους του, πολλαπλοί στιγματισμοί μαρτυρούντες την
+αρχαίαν ευγένειαν του βασιλέως, και εάν ήθελέ τις να τον
+πιστεύση, η γενεαλογία του Μοΐνη Λούγγα ανήρχετο εις τους
+παλαιοτάτους χρόνους.
+
+Εις τους αστραγάλους, εις τους καρπούς των χειρών, εις τους
+βραχίονας της αυτού Μεγαλειότητος περιεστρέφοντο ψέλλια
+χάλκινα, και οι πόδες αυτού ήσαν υποδεδημένοι ζεύγος υπηρετικών
+υποδημάτων μετά κιτρίνων αναστροφών, τα οποία τω είχε δωρήσει
+προ είκοσι περίπου ετών ο Αλβέζ.
+
+Προσθέσατε εις την αριστεράν χείρα του βασιλέως μεγάλην
+βακτηρίαν μετά λαβής επαργύρου, εις την δεξιάν δε μυοσσόβην
+μετά λαβής μαργαριτοφόρου, άνωθεν της κεφαλής παλαιόν τι εκ
+ρακών συνερραμένων αλεξιβρόχιον όμοιον προς αμπέχονον
+Αρλεκίνου, τέλος δε εις τον λαιμόν και εις την ρίνα έν
+μικροσκόπιον και ζεύγος ομματοϋαλίων και θα έχετε πανομοιότυπον
+εικόνα της αυτού αιθιοπικής μεγαλειότητος, την οποίαν έτρεμεν
+όλη η χώρα εν περιφερεία εκατόν μιλίων.
+
+Ο Μοΐνης Λούγγας δι' αυτό τούτο ότι κατείχε θρόνον, ηξίου ότι
+είχεν ουράνιον καταγωγήν, εκείνους δε εκ των υπηκόων του
+οίτινες ήθελον αμφιβάλει περί τούτου, θα τους απέστελλε να
+βεβαιωθώσιν εις τον άλλον κόσμον.
+
+Έλεγεν ότι εις ουδεμίαν των επιγείων αναγκών υπέκειτο, καθό
+έχων θείαν ουσίαν.
+
+Εάν έτρωγεν, έτρωγε διότι ήθελεν· εάν έπινε, διότι τον
+ευηρέστει τούτο.
+
+Άλλως το δε ήτο αδύνατον να πίη τις περισσότερον.
+
+Οι υπουργοί του, οι υπάλληλοί του, ακούραστοι πόται, θα
+ενομίζοντο εγκρατείς ενώπιον αυτού.
+
+Ήτο Μεγαλειότης οινοπνευματισμένη εις το ανώτατον βαθμόν και
+ακαταπαύστως εμπεποτισμένη υπό ζύθου ισχυρού, υπό πομβέ και προ
+πάντων υπό ιδιαιτέρου τινός οινοπνεύματος, όπερ του παρείχεν
+αφθόνως ο Αλβέζ.
+
+Ο Μοΐνης Λούγγας ηρίθμει εις το χαρέμιόν του συζύγους πάσης
+ηλικίας και πάσης τάξεως, των οποίων αι πλείσται συνώδευον
+αυτόν κατά την εις την αγοράν επίσκεψίν του εκείνην.
+
+Η Μοΐνα, η πρώτη κατά την τάξιν, ην απεκάλουν βασίλισσαν, ήτο
+μέγαιρα τεσσαρακοντούτις, εξ αίματος βασιλικού, ως αι σύντροφοι
+αυτής.
+
+Έφερεν είδος τι επανωφορίου ζωηρών χρωμάτων, εσθήτα εκ χόρτου,
+κεντημένην διά μαργαριτών, περιδέραια πανταχού ένθα ηδύναντο να
+φέρη, κόμην απλωτήν σχηματίζουσαν γιγαντιαίον πλαίσιον εις την
+μικράν κεφαλήν της, τέρας εν ενί λόγω.
+
+Άλλοι σύζυγοι, αίτινες ήσαν ή εξαδέλφαι ή αδελφαί του βασιλέως,
+ολιγώτερον μεν πλουσίως ενδεδυμέναι, αλλά νεώτεραι, εβάδιζον
+όπισθεν αυτής, έτοιμοι να εκτελέσωσιν εις έν νεύμα του αυθέντου
+των καθήκοντα ανθρωπίνων επίπλων. Αι δυστυχείς ούτοι δεν είναι
+αληθώς άλλο τι. Εάν θέλη ο βασιλείς να καθήση, δύο των γυναικών
+τούτων κατακλίνονται επί του εδάφους και χρησιμεύουσιν αυτώ
+αντί καθισμάτων, καθ' όν χρόνον οι πόδες του αναπαύονται επί
+άλλων γυναικείων σωμάτων, ως επί τάπητος εβενίου!
+
+Μετά τον Μοΐνην Λούγγαν ήρχοντο προσέτι οι υπάλληλοι, οι
+λοχαγοί και οι μάγοι αυτού.
+
+Εκείνο όμως όπερ παρετήρει τις εις τους αγρίους εκείνους
+οίτινες εκλονίζοντο ως ο αυθέντης των, ήτο ότι έλειπε μέρος τι
+του σώματος, εκ του ενός το ωτίον, εκ του άλλου είς οφθαλμός εξ
+εκείνου η ρις, εκ τούτου η χειρ. Ουδείς ήτο αρτιμελής.
+
+Τούτο προέρχεται διότι δύο μόνον ποιναί επιβάλλονται εις
+Καζονδέ, ο ακρωτηριασμός ή ο θάνατος, κατά την ιδιοτροπίαν του
+βασιλέως.
+
+Διά το ελάχιστον παράπτωμα, οιαδήποτε αποτομή, οι αυστηρότερον
+δε τιμωρηθέντες είναι εκείνοι ων απετμήθησαν τα ώτα, καθότι δεν
+δύνανται πλέον να φέρωσιν ενώτια.
+
+Οι λοχαγοί των «κιλόλος», διοικηταί διαμερισμάτων, κληρονομικοί
+ή διοριζόμενοι κατά τετραετίαν, είχον εις την κεφαλήν
+κεκρύφαλον εκ δέρματος ζέβρου και αντί πάσης στολής έφερον
+ερυθρά εσωκάρδια.
+
+Εις τας χείρας των έπαλλον μακράς ράβδους, ων η άκρα ήτο
+βεβαμμένη διά μαγικών φαρμάκων.
+
+Οι στρατιώται είχον ως όπλα επιθετικά και αμυντικά τόξα ξύλινα,
+μαχαίρας οξείας ως γλώσσας όφεων, λόγχας πλατείας και μακράς,
+ασπίδας εκ ξύλου φοίνικος κεκοσμημένας δι' αραβουργημάτων.
+
+Η δε κυρίως καλουμένη στολή ουδεμίαν δαπάνην απήτει εκ του
+θησαυροφυλακείου της Αυτού Μεγαλειότητος.
+
+Τέλος η συνοδεία του βασιλέως περιελάμβανε τους μάγους της
+αυλής και τους οργανοπαίκτας.
+
+Οι μάγοι, οι «μνάνγαι», είναι οι ιατροί της χώρας. Οι άγριοι
+απόλυτον δίδουσιν πίστιν εις τας μαντικάς υπηρεσίας, εις τους
+εξορκισμούς, εις τας εξ αργίλου ερυθρολεύκους εικόνας,
+παριστώσας ζώα φανταστικά ή μορφάς ανδρών και γυναικών
+κεκομμένας εξ ενός κορμού δένδρου.
+
+Αλλά και οι μάγοι εκείνοι δεν ήσαν ολιγώτερον των άλλων αυλικών
+ηκρωτηριασμένοι, και βεβαίως ο μονάρχης τους επλήρωνε
+τοιουτοτρόπως διά τας αποτυγχανούσας θεραπείας.
+
+Οι οργανοπαίκται, άνδρες ή γυναίκες, εποίουν μέγαν θόρυβον διά
+της δονήσεως των κροτάλων και της κρούσεως των τυμπάνων,
+θόρυβον ανυπόφορον διά πάντα μη κεκτημένον αφρικανικά ώτα.
+
+Άνωθεν του απαρτίζοντος την βασιλικήν συνοδείαν εκείνου πλήθους
+εκυμάτιζον σημαίαι τινες, επί των ακοντίων δε τα λευκαθέντα
+κρανία των αντιπάλων αρχηγών, τους οποίους είχε νικήσει ο
+Μοΐνης Λούγγας.
+
+Όταν ο βασιλεύς κατήλθε του φορείου, αλαλαγμοί εξερράγησαν
+πανταχόθεν.
+
+Οι στρατιώται των συνοδειών εξεκένωσαν τα παλαιά πυροβόλα των,
+των οποίων οι χαλαροί κρότοι δεν εδέσποζον των κραυγών του
+πλήθους.
+
+Οι οδηγοί, αφού έτριψαν το μελανόν ρύγχος των διά κόνεων
+κινναβάρεως ην έφερον εντός σάκκου, έπεσαν πρηνείς.
+
+Είτα ο Αλβέζ, πλησιάσας και αυτός, ενεχείρησεν εις τον βασιλέα
+αρκετήν ποσότητα νωπού καπνού, ή «καταπραϋντικού χόρτου», ως
+ονομάζουσιν αυτόν εν τη χώρα.
+
+Και πράγματι ο Μοΐνης Λούγγας είχε μεγάλην ανάγκην
+καταπραΰνσεως διότι ήτο λίαν κακοδιάθετος, άδηλον διά τίνα
+αιτίαν!
+
+Συγχρόνως μετά του Αλβέζ ο Κοΐμβρας, Ιβν Χαμίτ και οι άραβες ή
+μιγάδες σωματέμποροι επροχώρησαν όπως προσφέρωσι τα σεβάσματά
+των εις τον ισχυρόν ηγεμόνα του Καζονδέ.
+
+«Μαρχαμπά», έλεγον οι Άραβες, όπερ σημαίνει καλώς ωρίσατε εν τη
+γλώσση της κεντρώας Αφρικής, άλλοι εκρότουν τας χείρας και
+προσεκύνουν μέχρι εδάφους, τινές ερρυπαίνοντο διά βορβόρου και
+προσέφερον εις την ειδεχθή εκείνην Μεγαλειότητα δείγματα
+εσχάτης δουλεμπορείας.
+
+Ο Μοΐνης Λούγγας μόλις έβλεπε τον κόσμον εκείνον και εβάδιζε
+διαστέλλων τας κνήμας, ως εάν το έδαφος εκινείτο υπό σάλου και
+προνευστασμού.
+
+Περιεφέρθη τοιουτοτρόπως ή μάλλον εκυλίσθη εν τω μέσω των
+αιχμαλώτων, και εάν οι σωματέμποροι εφοβήθησαν μήπως αρπάση
+τινάς εξ αυτών, αφ' ετέρου και οι αιχμάλωτοι εφοβήθησαν μήπως
+περιπέσωσιν εις την εξουσίαν τοιούτου κτήνους.
+
+Ο Νεγορός ουδ' επί στιγμήν εγκατέλιπε τον Αλβέζ, και συνοδεύων
+αυτόν προσέφερε τα σεβάσματά του εις τον βασιλέα.
+
+Αμφότεροι ελάλουν την εγχώριον γλώσσαν, εάν η λέξις «ελάλουν»
+δύναται να ρηθή επί συνδιαλέξεως, εις ην ο Μοΐνης Λούγγας δεν
+λάμβανε μέρος ειμή διά μονοσυλλάβων λέξεων, αίτινες μόλις
+εξήρχοντο των υπό του οίνου διαβρόχων χειλέων του.
+
+Και τότε ακόμη δεν εζήτει παρά του φίλου του Αλβέζ ειμή να
+ανανεώση την οινοπνευματικήν προμήθειάν του, την οποίαν αι
+άφθονοι σπονδαί είχον εξαντλήσει.
+
+ — Καλώς ώρισεν εις την αγοράν τον Καζονδέ ο βασιλεύς Λούγγας,
+έλεγεν ο σωματέμπορος.
+
+ — Διψώ, απεκρίνατο ο μονάρχης.
+
+ — Θα λάβη το μερίδιόν του εκ των υποθέσεων της μεγάλης αγοράς.
+
+ — Να πίω! απήντα ο Μοΐνης Λούγγας.
+
+ — Ο φίλος μου Νεγορός είναι ευτυχής επαναβλέπων τον βασιλέα
+του Καζονδέ μετά τόσον μακράν απουσίαν.
+
+ — Να πίω! επανελάμβανεν ο μέθυσος, του οποίου όλον το σώμα
+ανέδιδεν αποτρόπαιον οσμήν οινοπνεύματος.
+
+ — Λοιπόν ζύθον, υδρόμελι! ανέκραξεν ο Αντώνιος Ιωσίας Αλβέζ,
+ως άνθρωπος γινώσκων καλώς πού ήθελε να καταλήξη ο Μοΐνης
+Λούγγας.
+
+ — Όχι! όχι! απεκρίθη ο βασιλεύς. Το οινόπνευμα του φίλου μου
+Αλβέζ, και θα του δώσω δι' εκάστην ρανίδα του πυρίνου νερού του
+. . .
+
+ — Μίαν ρανίδα αίματος ενός λευκού! εφώνησεν ο Νεγορός, αφού
+εποίησε προς τον Αλβέζ σημείον τι όπερ εκείνος εννόησε και
+επεδοκίμασεν.
+
+ — Ενός λευκού! να θανατώσω ένα λευκόν! απήντησεν ο Μοΐνης
+Λούγγας, του οποίου τα θυριώδη ένστικτα αφυπνίσθησαν εις την
+πρότασιν του Πορτογάλου.
+
+ — Είς πράκτωρ του Αλβέζ εφονεύθη υπ' αυτού του λευκού,
+επανέλαβεν ο Νεγορός.
+
+ — Ναι . . . ο πράκτωρ μου Χάρρης, απεκρίθη ο σωματέμπορος και
+πρέπει να εκδικήσωμεν τον θάνατόν του.
+
+ — Ας στείλωσιν αυτόν τον λευκόν εις τον βασιλέα Μασόγγον εις
+την χώραν των Ασούας, εις τον Ζαΐρον. Θα τον κόψωσιν εις
+τεμάχια και θα τον φάγωσιν ζωντανόν. Αυτοί δεν ελησμόνησαν την
+γεύσιν του ανθρωπίνου κρέατος ,ανέκραξεν ο Μοΐνης Λούγγας.
+
+Ο Μασόγγος εκείνος ήτο τωόντι βασιλεύς φυλής τινος
+ανθρωποφάγων, και είναι αληθέστατον ότι είς τινας επαρχίας της
+κεντρώας Αφρικής η ανθρωποφαγία εκτελείται αναφανδόν.
+
+Ο Λίβιγγστων ομολογεί τούτο εις τας σημειώσεις της περιηγήσεώς
+του.
+
+Επί των οχθών του Λαουλόβα, οι Μανυεμάς τρώγουσιν ου μόνον τους
+φονευομένους εις τους πολέμους ανθρώπους, αλλά και αγοράζουσι
+δούλους όπως καταβροχθίζωσιν αυτούς, λέγοντες ότι το ανθρώπινον
+κρέας είναι ελαφρώς ηλατισμένον και ολίγιστον μόνον αλάτισμα
+απαιτεί.
+
+Τους ανθρωποφάγους τούτους ο Καμερών επανεύρεν εις Μοενέ
+Βοΰγγα, ένθα τρώγουσι τα πτώματα, αφού πρώτον τα αφήσωσι να
+μοσχεύσωσιν επί πολλάς ημέρας εντός ρέοντος ύδατος.
+
+Ομοίως ο Στάνλεϋ εύρε παρά τοις κατοίκοις του Ουκουζού τας
+ανθρωποφαγικάς ταύτας συνηθείας, προδήλως λίαν δεδομένας μεταξύ
+των κεντρώων φυλών.
+
+Αλλ' όσον σκληρόν και αν ήτο το είδος του θανάτου το προταθέν
+υπό του βασιλέως διά τον Δικ Σανδ, δεν ηδύνατο να συμφέρη εις
+τον Νεγορόν, όστις δεν ήθελε να απομακρυνθή από του θύματός
+του.
+
+ — Εδώ είπεν λευκός εφόνευσε τον σύντροφον ημών.
+
+ — Εδώ πρέπει να αποθάνη, προσέθηκεν ο Αλβέζ.
+
+ — Όπου θέλεις Αλβέζ, απεκρίθη ο Μοΐνης Λούγγας. Αλλά ρανίδα
+πυρίνου νερού αντί ρανίδος αίματος.
+
+ — Ναι, είπεν ο σωματέμπορος, πύρινον νερόν, και θα ίδης
+σήμερον ότι του αξίζει το όνομα τούτο. Αυτό το νερόν θα το
+ανάψωμεν. Ο Ιωσίας Αντώνιος Αλβέζ θα προσφέρη πούνσιον εις τον
+βασιλέα Μοΐνην Λούγγαν.
+
+Ο μέθυσος έπληξε τας χείρας του φίλου του Αλβέζ. Δεν ηδύνατο να
+συγκρατήση την χαράν του.
+
+Αι γυναίκες του, οι αυλικοί του, συνεμερίζοντο την παραφοράν
+του. Ουδέποτε είδον καιόμενον οινόπνευμα και βεβαίως εσκόπευον
+να πίωσι με τας φλόγας.
+
+Είτα, μετά της δίψης του οινοπνεύματος θα κατηυνάζετο επίσης
+και η δίψα του αίματος, τοσούτον επιτακτική παρά τοις αγρίοις
+εκείνοις.
+
+Ταλαίπωρε Δικ Σανδ! ποία φρικώδης βάσανος σε περιέμενεν.
+
+Όταν αναλογίζεταί τις τα τρομερά ή γελοία αποτελέσματα της
+μέθης εις τα πεπολιτισμένα έθνη, εννοεί μέχρι τίνος σημείου
+δύναται να εξωθήση αύτη βαρβάρους λαούς.
+
+Ευκόλως εννοείται ότι η σκέψις να βασανισθή λευκός, δεν
+απήρεσκε μήτε εις τους ιθαγενείς μήτε εις τον Αντώνιον Ιωσίαν
+Αλβέζ, μαύρον ως αυτοί, μήτε εις τον Κοΐμβραν, μιγάδα εξ
+αίματος μαύρου, μήτε εις τον Νεγορόν τέλος, εμφορούμενον υπό
+μίσους αγρίου κατά των ανθρώπων του ιδίου του χρώματος.
+
+Επήλθεν η εσπέρα, εσπέρα άνευ λυκόφωτος, ήτις έμελλε να
+μεταβάλη σχεδόν αμέσως την ημέραν εις νύκτα, ώραν κατάλληλον
+διά την ανάφλεξιν του πουνσίου.
+
+Αληθώς η ιδέα του Αλβέζ να προσφέρη πούνσιον εις την αιθιοπικήν
+εκείνην Μεγαλειότητα και να την παρακινήση ν' αγαπήση το
+οινόπνευμα υπό νέαν μορφήν, ήτο ιδέα θριαμβευτική.
+
+Ο Μοΐνης Λούγγας ήρχιζε να ευρίσκη ότι το πύρινον ύδωρ δεν
+εδικαίου αρκούντως το όνομά του.
+
+Ίσως αναφλεγόμενον και καίον θα εγαργάλιζε περισσότερον τα
+αναισθητήσαντα θηλίδια της γλώσσης του.
+
+Το πρόγραμμα λοιπόν της εσπερίδος περιελάμβανε κατ' αρχάς έν
+πούνσιον και έπειτα μίαν βάσανον.
+
+Ο Δικ Σανδ, στενώς κεκλεισμένος εν τη φυλακή του, δεν έμελλε να
+εξέλθη αυτής, ειμή όπως μεταβή εις τον θάνατον.
+
+Οι άλλοι δούλοι, πωληθέντες ή μη, είχον μεταφερθή πάλιν εις τα
+παραπήγματα.
+
+Δεν έμενον πλέον εις την αγοράν ειμή οι σωματέμποροι, οι
+οδηγοί, οι στρατιώται, έτοιμοι να λάβωσι το μερίδιόν των εκ του
+πουνσίου, εάν ο βασιλεύς και οι αυλικοί του άφινον ολίγον.
+
+Κατά συμβουλήν του Νεγορού, ο Ιωσίας Αντώνιος Αλβέζ διηυθέτησε
+καλώς τα πράγματα.
+
+Έφερον χάλκινον λέβητα δυνάμενον να περιλάβη διακοσίας
+τουλάχιστον λίτρας και τον έθεσαν εν τω μέσω της πλατείας.
+
+Βυτία περιέχοντα οινόπνευμα κατωτέρας μεν ποιότητος, αλλά λίαν
+καθαρόν, εχύθησαν εν τω λέβητι. Δεν εφείσθηοαν ούτε κιναμώμου,
+ούτε μυρωδικών, ούτε άλλων βοηθητικών, δυναμένων να καταστήσωσι
+δριμύτερον το άγριον εκείνο πούνσιον.
+
+Άπαντες περιεκύκλωσαν τον βασιλέα, όστις κλονούμενος επροχώρησε
+προς τον λέβητα.
+
+Ήθελέ τις υποθέσει ότι το οινόπνευμα εκείνο τον εγοήτευε και
+ότι ήθελε να πέση εντός αυτού.
+
+Ο Αλβέζ τον εκράτησε γενναιοφρόνως, και έθεσεν εις την χείρα
+του θρυαλλίδαν ανημμένην.
+
+ — Πυρ! έκραξε μεθ' υπούλου μορφασμού ευχαριστήσεως.
+
+ — Πυρ! απεκρίθη ο Μοΐνης Λούγγας, μαστίζων το ρευστόν διά του
+άκρου της θρυαλλίδος.
+
+Οποία αναλαμπή, και οποίον αποτέλεσμα, ότε αι υποκύανοι φλόγες
+επτερύγισαν εις την επιφάνειαν του λέβητος.
+
+Ο Αλβέζ όπως καταστήση βεβαίως το οινόπνευμα εκείνο έτι
+δριμύτερον, ανέμιξεν αυτό με δράκας τινάς θαλασσίου άλατος.
+
+Τα πρόσωπα των παρισταμένων εκαλύφθησαν τότε υπό της
+πτωματώδους εκείνης πελιδνότητος, ην η φαντασία αποδίδει εις τα
+φαντάσματα.
+
+Οι μαύροι εκείνοι, μεθύσαντες εκ των προτέρων, ήρχισαν να
+κραυγάζωσι, να χειρονομώσι, και λαβόντες αλλήλων τας χείρας
+εσχημάτισαν μέγαν κύκλον περί τον βασιλέα του Καζονδέ.
+
+Ο Αλβέζ κρατών τεράστιον μεταλλικόν κοχλιάριον, ανεκίνει το
+υγρόν, όπερ έρριπτεν αμυδράς λάμψεις επί των παραληρούντων
+εκείνων πιθήκων.
+
+Ο Μοΐνης Λούγγας επροχώρησεν, έλαβε το κοχλιάριον εκ των χειρών
+του σωματεμπόρου, το εβύθισεν εν τω λέβητι, είτα δε ανασύρας
+αυτό πλήρες φλεγομένου πουνσίου, το επλησίασεν εις τα χείλη
+του.
+
+Ποίαν κραυγήν εξέφερε τότε ο βασιλεύς του Καζονδέ!
+
+Φαινόμενον αυτομάτου αναφλέξεως παρήχθη. Ο βασιλεύς ανεφλέχθη
+ως πετρέλαιον. Το πυρ εκείνο ανέπτυσσε μεν ολίγην θερμότητα,
+αλλά κατεβίβρωσκε μετά της αυτής ταχύτητος.
+
+Εις το θέαμα εκείνο, ο χορός των ιθαγενών διεκόπη αμέσως.
+
+Είς υπουργός του Μοΐνη Λούγγα ώρμησε προς τον ηγεμόνα, του όπως
+τον σβέση· αλλ' ουχί ολιγώτερον του κυρίου του
+οινοπνευματισμένος, ήναψε και αυτός.
+
+Εάν τούτο εξηκολούθει, όλη η αυλή του Μοΐνη Λούγγα εκινδύνευε
+να αναφλεχθή.
+
+Ο Αλβέζ και ο Νεγορός δεν ήξευρον πώς να βοηθήσωσι την Αυτού
+Μεγαλειότητα.
+
+Αι γυναίκες καταληφθείσαι υπό τρόμου έφυγον. Και ο Κοΐμβρας δε,
+γινώσκων την ευφλόγιστον φύσιν του έφυγε ταχέως.
+
+Ο βασιλεύς και ο υπουργός, πεσόντες επί του εδάφους,
+συνεστρέφοντο και έσπαιρον εκ των φρικωδών βάσανων.
+
+Εις τα σώματα τα τοσούτω βαθέως οινοπνευματισθέντα η ανάφλεξις
+παράγει ελαφράν και υποκύανον φλόγα την οποίαν αδύνατον να
+σβέση το ύδωρ.
+
+Αλλά και αν σβεσθή εξωτερικώς, εξακολουθεί να καίη εσωτερικώς.
+
+Όταν οι ιστοί του σώματος εμποτισθώσιν υπό των πνευματωδών
+ποτών, ουδέν μέσον υπάρχει να σταματήση η ανάφλεξις.
+
+Μετά τινας στιγμάς ο Μοΐνης Λούγγας και ο υπάλληλος αυτού
+ενεκρώθησαν μεν, αλλ' έκαιον εισέτι.
+
+Μετ' ολίγον, εις την θέσιν εις ην έπεσαν, δεν ευρίσκοντο πλέον
+ειμή ελαφροί τινες άνθρακες, έν ή δύο τεμάχια της σπονδυλικής
+στήλης, δάκτυλοι και αστράγαλοι τους οποίους το πυρ δεν
+καταναλίσκει εις τας περιπτώσεις αυτομάτου αναφλέξεως, αλλά
+περικαλύπτει υπό τινος δυσώδους και οξείας ασβόλης.
+
+Αυτά ήσαν τα λείψανα του βασιλέως του Καζονδέ και του υπουργού
+αυτού.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'.
+
+ΚΗΔΕΙΑ ΒΑΣΙΛΙΚΗ
+
+
+
+Την επιούσαν, 29 Μαΐου, η πόλις του Καζονδέ παρίστα ασυνήθη
+θέαν.
+
+Οι ιθαγενείς έντρομοι έμενον έγκλειστοι εις τας καλύβας των.
+
+Ποτέ δεν είχον ίδει μήτε βασιλέα όστις ελέγετο ότι είχε θείαν
+ουσίαν, μήτε απλούν υπουργόν αποθνήσκοντας διά τοιούτου
+φρικώδους θανάτου.
+
+Είχον ήδη καύσει τινός των ομοίων των, και οι γηραιότεροι δεν
+ηδύναντο να λησμονήσωσι μαγειρικάς τινας προετοιμασίας σχετικάς
+προς την ανθρωποφαγίαν.
+
+Εγίνωσκον λοιπόν πόσον δυσκόλως εκτελείται η όπτησις ανθρωπίνου
+σώματος και ιδού ο βασιλεύς των και ο υπουργός του εκάησαν
+μόνοι αφ' εαυτών.
+
+Τούτο τοις εφαίνετο και ώφειλε πράγματι να τοις φανή
+ανεξήγητον!
+
+Ο Ιωσίας Αντώνιος Αλβέζ έμενε κατάκλειστος εις την οικίαν του.
+
+Ηδύνατο να φοβήται μήπως τον καταστήσωσιν υπεύθυνον επί τω
+συμβάντι εκείνω. Ο Νεγορός τω έδωκε να εννοήση τι συνέβη, και
+τον ειδοποίησε να προφυλάττηται.
+
+Εάν απεδίδετο ο θάνατος του Μοΐνη Λούγγα εις αυτόν, θα ήτο κακή
+υπόθεσις, από της οποίας δεν θα ηδύνατο ίσως να απαλλαγή άνευ
+κινδύνου.
+
+Αλλ' ο Νεγορός συνέλαβε καλήν ιδέαν. Διά των φροντίδων του, ο
+Αλβέζ διέδωκε την φήμην ότι ο θάνατος εκείνος του κυριάρχου του
+Καζανδέ ήτο υπερφυσικός, ότι ο μέγας Μανιτού τον επεφύλλασσε
+μόνον διά τους εκλεκτούς αυτού, και οι ιθαγενείς, λίαν
+επιρρεπείς εις την δεσιδαιμονίαν, δεν εβράδυναν να πιστεύσωσιν
+εις τον μύθον τούτον. Το πυρ το εξερχόμενον εκ των σωμάτων του
+βασιλέως και του υπουργού του εγένετο πυρ ιερόν. Δεν έμενε δε
+πλέον άλλο, ειμή να τιμήσωσι τον Μοΐνην Λούγγαν διά κηδείας
+αξίας ανδρός υψωθέντος εις την τάξιν των θεών.
+
+Η κηδεία αύτη, μεθ' όλων των αφρικανικών τελετών ήτο κατάλληλος
+ευκαιρία εις τον Νεγορόν όπως περιπλέξη και τον Δικ Σανδ. Πόσον
+αίμα έμελλε να στοιχίση ο θάνατος εκείνος του βασιλέως Μοΐνη
+Λούγγα, δυσκόλως θα το επίστευέ τις, εάν οι περιηγηταί της
+κεντρώας Αφρικής, μεταξύ δε άλλων ο υποπλοίαρχος Καμερών, δεν
+ανέφερον γεγονότα ανεπίδεκτα αμφισβητήσεως.
+
+Η φυσική κληρονόμος του βασιλέως του Καζονδέ ήτο η βασίλισσα
+Μοΐνα. Διατάττουσα την άνευ αναβολής εκτέλεσιν των επικηδείων
+τελετών εδείκνυε κυριαρχικήν εξουσίαν και απεμάκρυνε
+τοιουτοτρόπως τους απαιτητάς, μεταξύ δε άλλων τον βασιλέα
+εκείνον του Ουκουζού όστις εδείκνυε διαθέσεις να αφαρπάση τα
+κυριαρχικά δικαιώματα του Καζονδέ. Πλην τούτου η Μοΐνα δι' αυτό
+τούτο ότι εγίνετο βασίλισσα, απέφευγε την σκληράν τύχην την
+επιφυλασσομένην εις τας άλλας συζύγους του μακαρίτου, και
+συγχρόνως απηλάσσετο των νεωτέρων, καθ' ων ως πρώτη
+χρονολογικώς ώφειλεν αναγκαίως να έχη παράπονα. Το αποτέλεσμα
+δε τούτο συνέφερεν ιδιαιτέρως εις την αγρίαν φύσιν της μεγαίρας
+εκείνης. Ανήγγειλε λοιπόν δι' όλων των σαλπίγγων, ότι η κηδεία
+του μακαρίτου βασιλέως έμελλε να γίνη την επομένην εσπέραν μεθ'
+όλων των εν χρήσει εθιμοτυπιών.
+
+Ουδεμία διαμαρτυρία ηκούσθη, μήτε εν τη αυλή μήτε εν τω
+ιθαγενεί πληθυσμώ. Ο Αλβέζ και οι άλλοι σωματέμποροι ουδέν
+είχον να φοβηθώσιν εκ της αναρρήσεως της βασιλίσσης εκείνης
+Μοΐνας. Διά τινων δώρων, διά τινων κολακειών, ευκόλως θα
+ηδύνατο να λάβωσιν επ' αυτής επιρροήν. Λοιπόν η βασιλική
+κληρονομία μετεβιβάσθη άνευ δυσκολιών. Μόνον εις το χαρέμιον
+επεκράτησε φόβος, και δικαίως.
+
+Αι προπαρασκευαστικαί εργασίαι της κηδείας ήρχισαν την αυτήν
+εκείνην ημέραν. Εις το άκρον της μεγάλης οδού του Καζονδέ έρρεε
+βαθύς και χειμαρώδης ρύαξ, παραπόταμος του Κουάγγου.
+
+Τον ρύακα εκείνον έπρεπε να μεταστρέψωσιν όπως αποξηρανθή η
+κοίτη αυτού· εις την κοίτην εκείνην ώφειλε να ορυχθή ο
+βασιλικός λάκκος· μετά τον ενταφιασμόν δε, ο ρύαξ θα
+επανελάμβανε την τακτικήν πορείαν του.
+
+Οι ιθαγενείς ησχολήθησαν δραστηρίως να αναγείρωσι διάφραγμα
+δυνάμενον να αναγκάση τον ρύακα να διανοίξη προσωρινήν κοίτην
+διά της πεδιάδος του Καζονδέ. Κατά την τελευταίαν εικόνα της
+επικηδείου τελετής το διάφραγμα εκείνο θα συνετρίβετο, και ο
+χείμαρος θα επέστρεφεν εις την αρχαίαν αυτού κοίτην.
+
+Ο Νεγορός προώριζε τον Δικ Σανδ να συμπληρώση τον αριθμόν των
+θυμάτων, όσα έμελλον να θυσιασθώσιν επί του τάφου του βασιλέως.
+Υπήρξε μάρτυς ακατασχέτου οργίλου κινήματος του νεαρού δοκίμου,
+ότε ο Χάρρης τω ανήγγειλε τον θάνατον της κυρίας Βέλδων και του
+μικρού Ζακ. Ο Νεγορός άνανδρος κακούργος δεν θα εξετίθετο να
+υποστή την αυτήν τύχην, ην υπέστη ο συνένοχος αυτού. Αλλά τώρα,
+ενώπιον αιχμαλώτου στερεώς δεδεμένου χείρας και πόδας, υπέθεσεν
+ότι ουδέν είχεν να φοβηθή και απεφάσισε να τον επισκεφθή.
+
+Ο Νεγορός ήτο εκ των αθλίων εκείνων οίτινες δεν αρκούνται μόνον
+να βασανίζωσι τα θύματά των, έχουσιν ωσαύτως ανάγκην να
+ευφραίνωνται εις την θέαν των βασάνων των.
+
+Μετέβη λοιπόν περί το μέσον της ημέρας εις το παράπηγμα, ένθα ο
+Δικ Σανδ εκρατείτο φρουρούμενος· εκεί σφικτά δεδεμένος έκειτο ο
+νεαρός δόκιμος, σχεδόν εντελώς εστερημένος τροφής από είκοσι
+και τεσσάρων ωρών, εξεσθενημένος υπό των προλαβουσών
+αθλιοτήτων, βασανιζόμενος από τα δεσμά του, άτινα εισήρχοντο
+εις τας σάρκας του, μόλις δυνάμενος να στραφή, αναμένων τον
+θάνατον, όσον και αν ήτο σκληρός, ως τέρμα τοσούτων δεινών. Εν
+τούτοις εις την θέαν του Νεγορού εφρικίασεν ολόκληρος, και
+εποίησεν ορμέμφυτόν τινα αγώνα όπως θραύση τα δεσμά τα κωλύοντα
+αυτόν, να ορμήση κατά του αθλίου εκείνου και τον τιμωρήση. Αλλά
+και αυτός ο Ηρακλής δεν θα ηδύνατο να συντρίψη ταύτα. Εννόησε
+λοιπόν ότι άλλου είδους πάλη έμελλε να συναφθή μεταξύ αυτών των
+δύο, και οπλιζόμενος δι' αταραξίας, ο Δικ Σανδ περιωρίσθη να
+παρατηρή τον Νεγορόν, κατά πρόσωπον απόφασιν έχων να μη τον
+τίμηση δι' αποκρίσεως, ό,τι δήποτε και αν έλεγε.
+
+ — Ενόμισα καθήκον μου, τω είπεν ο Νεγορός αρχόμενος, να έλθω
+να χαιρετίσω διά τελευταίαν φοράν τον νεαρόν πλοίαρχόν μου και
+να τω είπω πόσον λυπούμαι, διότι δεν κυβερνά πλέον εδώ, ως
+εκυβέρνα άλλοτε εις το «Πίλγριμ».
+
+Βλέπων δε ότι ο Δικ Σανδ δεν απεκρίνατο.
+
+ — Λοιπόν, πλοίαρχε, μήπως δεν αναγνωρίζετε τον αρχαίον
+μάγειρόν σας; Εν τούτοις έρχεται να λάβη τας διαταγάς σας και
+να σας ερωτήση τι να ετοιμάση διά το πρόγευμά σας.
+
+Και συγχρόνως ο Νεγορός ώθει κτηνωδώς διά του ποδός τον εκτάδην
+κείμενον επί του εδάφους δόκιμον.
+
+ — Πλην τούτου, έχω και άλλην ερώτησιν να σας απευθύνω νέε μου,
+πλοίαρχε. Δύνασθε τέλος να μοι εξηγήσετε πώς, θέλων να
+πλησιάσετε την αμερικανικήν παραλίαν, κατορθώσατε να φθάσετε
+εις την Αγγόλαν όπου ευρίσκεσθε;
+
+Ο Δικ Σανδ δεν είχε πλέον βεβαίως ανάγκην των λόγων τούτων του
+Πορτογάλου όπως εννοήση ότι είχε μαντεύσει ορθώς, όταν
+ανεγνώρισε τέλος ότι η πυξίς του «Πίλγριμ» είχε διαταραχθή υπό
+του προδότου εκείνου. Αλλ' η ερώτησις του Νεγορού περιείχεν
+ομολογίαν. Απεκρίθη λοιπόν και εις την ερώτησιν ταύτην διά
+σιωπής περιφρονητικής.
+
+ — Θα ομολογήσετε, πλοίαρχε, ότι είναι ευτύχημα δι' υμάς, ότι
+ευρέθη εις το πλοίον είς ναυτικός, αληθής ναυτικός. Άνευ αυτού
+πού θα ευρισκόμεθα, Ύψιστε Θεέ! Αντί να απολεσθήτε επί τινος
+σκοπέλου, εφ' ού θα σας έρριπτεν η τρικυμία, χάρις εις αυτόν
+ευρέθητε εις λιμένα φιλικόν, και εάν οφείλετε είς τινα ότι
+ευρίσκεσθε τέλος εις μέρος ασφαλές, το οφείλετε εις τον
+ναυτικόν τούτον, τον οποίον έχετε άδικον να περιφρονήτε, νεαρέ
+μου κύριε.
+
+Ταύτα λέγων ο Νεγορός, του οποίου η φαινομένη αταραξία δεν ήτο
+άλλο ειμή αποτέλεσμα φοβερού αγώνος, επλησίασε το πρόσωπόν του
+προς το του Δικ Σανδ· η όψις του τοσούτον θηριώδης εγένετο,
+ώστε ήθελέ τις πιστεύσει ότι έμελλε να τον καταβροχθίση. Η
+μανία του κακούργου εκείνου δεν ηδυνήθη επί πλέον να
+συγκρατηθή.
+
+ — Έκαστος με την σειράν του ανέκραξεν αίφνης εν τω παροξυσμώ
+της μανίας, ην εξερέθιζεν εν αυτώ η αταραξία του θύματός του.
+Σήμερον εγώ είμαι ο πλοίαρχος, εγώ είμαι ο κύριος. Η ζωή σου
+είναι εις χείρας μου.
+
+ — Λάβε την, τω απεκρίθη ο Σανδ χωρίς να συγκινηθή. Αλλ'
+ήξευρεν ότι εις τον ουρανόν υπάρχει εκδικητής όλων των
+εγκλημάτων, και η τιμωρία σου δεν είναι μακράν.
+
+ — Εάν ο Θεός ασχολήται περί των ανθρώπων, καιρός είναι να
+ασχοληθή περί σου.
+
+ — Είμαι έτοιμος να εμφανισθώ ενώπιον του υπερτάτου Κριτού,
+απεκρίθη ψυχρώς ο Δικ Σανδ, και δεν φοβούμαι τον θάνατον·
+
+ — Θα ίδωμεν τούτο! εβρυχήθη ο Νεγορός. Ελπίζεις ίσως εις οίαν
+δήποτε βοήθειαν! Βοήθειαν εις Καζονδέ, όπου ο Αλβέζ και εγώ
+είμεθα πανίσχυροι, είσαι τρελλός. Υποθέτεις ίσως ότι οι
+σύντροφοί σου είναι εισέτι εδώ, ο γέρων Τωμ εκείνος και οι
+άλλοι. Απατάσαι. Ούτοι προ πολλού επωλήθησαν και απήλθον εις
+Ζανζιβάρ, θα είναι δε πολύ ευτυχείς εάν δε αποθάνωσι καθ' οδόν.
+
+ — Ο Θεός έχει μυρία μέσα να τιμωρήση απήντησεν ο Δικ Σανδ. Το
+ελάχιστον όργανον δύναται να τω αρκέση. Ο Ηρακλής είναι
+ελεύθερος.
+
+ — Ο Ηρακλής!, ανέκραξεν ο Νεγορός πλήττων την γην διά του
+ποδός· προ πολλού εφαγώθη υπό των λεόντων και πανθήρων, και
+λυπούμαι μόνον διότι τα άγρια θηρία προέλαβον την εκδίκησίν
+μου.
+
+ — Εάν ο Ηρακλής απέθανεν, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, ο Δίγγος όμως
+ζη. Κύων ως αυτός, Νεγορέ, είναι περισσότερον παρ' ό,τι
+εχρειάζεται διά να καταβάλη άνθρωπον ως σε. Σε γνωρίζω κατά
+βάθος, Νεγορέ, δεν είσαι γενναίος. Ο Δίγγγος σε ζητεί, θα σε
+επανεύρη και θα σε σπαράξη διά των οδόντων του.
+
+ — Άθλιε! ανέκραξεν ο Νεγορός έξω φρενών. Άθλιε! Ο Δίγγος
+απέθανε διά της σφαίρας την οποίαν τω έρριψα. Απέθανεν ως η
+κυρία Βέλδων και ο υιός της απέθανεν ως θα αποθάνωσι οι
+επιζώντες του «Πίλγριμ».
+
+ — Και καθώς θα αποθάνης και συ μετ' ολίγον! απεκρίθη ο Δικ
+Σανδ, του οποίου το ατάραχον βλέμμα κατέστησε τον Πορτογάλον
+πελιδνόν.
+
+Ο Νεγορός, έξαλλος εκ της οργής έμελλε να μεταβή εκ των λόγων
+εις τα κινήματα και να πνίξη διά των χειρών του τον άοπλον
+εχθρόν του. Ήδη είχεν ορμήσει κατ' αυτού και τον έσειε μετά
+μανίας, ότε αιφνιδία σκέψις τον ανεχαίτισεν. Εννόησεν ότι
+έμελλε να φονεύση το θύμα του, ότι τα πάντα θα ετελείωνον, και
+ότι τοιουτοτρόπως θα απηλάσσετο των εικοσιτεσσέρων ωρών αγωνίας
+τας οποίας τω επεφύλαττεν. Ανηγέρθη λοιπόν, είπεν λέξεις τινάς
+εις τον φύλακα, όστις έμενεν ακίνητος, τω συνέστησε να
+επαγρυπνή αυστηρότερον επί του δεσμώτου, και εξήλθε του
+παραπήγματος.
+
+Η σκηνή αύτη, αντί να καταβάλη, απέδωκεν εξ εναντίας εις τον
+Δικ Σανδ όλην την ηθικήν του δύναμιν. Η φυσική ενεργητικότης
+του υπέστη εκ τούτου τον αντίκτυπον και ανέκτησε την προτέραν
+ισχύν. Μη άρα γε ο Νεγορός, ότε ερρίφθη κατ' αυτού λυσσωδώς,
+εχαλάρωσεν ολίγον τα δεσμά άτινα μέχρι εκείνης της στιγμής
+καθίστων εις αυτόν παν κίνημα αδύνατον; Πιθανόν, καθότι ο Δικ
+Σανδ εννόησεν ότι τα μέλη του ήσαν μάλλον ευκίνητα ή όσον ήσαν
+προ της αφίξεως του δημίου του. Ο νεαρός δόκιμος, αισθανόμενος
+ανακούφισιν, εσκέφθη ότι θα ηδύνατο ίσως να απελευθερώση τους
+βραχίονάς του άνευ μεγάλου αγώνος. Φυλαττόμενος ως εφυλάσσετο
+εν ειρκτή στερεώς κεκλεισμένη, βεβαίως τούτο ουδέν άλλο θα ήτο
+ή μία στενοχώρια, έν μαρτύριον ολιγώτερον, αλλ' υπάρχουσιν εν
+τω βίω στιγμαί, καθ' ας και η ελαχίστη ανάπαυσις είναι
+ανεκτίμητος.
+
+Βεβαίως ο Δικ Σανδ ουδέν ήλπιζεν. Ουδεμία ανθρωπίνη βοήθεια
+ηδύνατο να το έλθη ειμή έξωθεν αλλά τοιαύτη πόθεν θα τω ήρχετο;
+Είχε λοιπόν αποκαρτερήσει και το αληθές είναι ότι μήτε ήθελε
+πλέον να ζήση. Εσκέπτετο τους προαποθανόντας και ουδέν άλλο
+επόθει ή να ενωθή μετ' αυτών.
+
+Ο Νεγορός τω επανέλαβεν ό,τι τω είπεν ήδη ο Χάρρης· η κυρία
+Βέλδων και ο μικρός Ζακ είχον αποθάνει. Ήτο δε λίαν πιθανόν ότι
+και ο Ηρακλής, εκτεθείς εις τόσους κινδύνους, υπέστη φρικώδη
+θάνατον. Ο Τωμ και οι σύντροφοί του ήσαν μακράν, απώλοντο δι'
+αυτόν αιωνίως ο Δικ Σανδ ώφειλε να πιστεύση τούτο. Θα ήτο
+εσχάτη αφροσύνη να ελπίζη άλλο τι ή το τέρμα των δεινών του διά
+θανάτου όστις δεν θα ηδύνατο να είναι τρομερότερος της ζωής
+του. Ητοιμάζετο λοιπόν να αποθάνη, αναθέτων εις τον Θεόν τα
+λοιπά, και ζητών παρ' αυτού να τον ενισχύη μέχρι της τελευταίας
+στιγμής.
+
+Αλλ' η του Θεού σκέψις είναι σκέψις καλή και ευγενής. Δεν υψοί
+τις εις αυτήν την ψυχήν του προς Εκείνον, όστις δύναται τα
+πάντα και αφού εγένετο ολόκληρος η θυσία, εάν ηδύνατο να ίδη
+μέχρι του βάθους της καρδίας του Δικ Σανδ, θα ανεκάλυπτεν ίσως
+τελευταίαν λάμψιν, λάμψιν εκείνην ην άνωθεν πνοή δύναται να
+μεταβάλη, εναντίον όλων των πιθανοτήτων, εις φως απαστράπτον.
+
+Αι ώραι διέρρευσαν. Η νυξ επήλθεν. Αι ακτίνες της ημέρας αι
+διερχόμενοι διά των καλάμων του παραπήγματος εξηφανίσθησαν
+ολίγον κατ' ολίγον. Οι τελευταίοι θόρυβοι της αγοράς, ήτις κατά
+την ημέραν εκείνην υπήρξε λίαν σιωπηλή, μετά την ταραχήν της
+προτεραίας, οι τελευταίοι εκείνοι θόρυβοι εσβέσθησαν.
+
+Βαθύτατον σκότος εγένετο εντός της στενής φυλακής. Μετ' ολίγον
+δε τα πάντα ανεπαύοντο εν τη πόλει Καζονδέ.
+
+Ο Δικ Σανδ απεκοιμήθη ύπνον επανορθωτικόν διαρκέσαντα δύο ώρας.
+Μετά τούτο αφυπνίσθη, έτι μάλλον ενδυναμωθείς. Κατώρθωσε να
+απελευθερώση των δεσμών ένα των βραχιόνων του, εξωγκωμένον ήδη
+ολίγον, και ησθάνθη ανέκφραστον ηδονήν συστέλλων και διαστέλλων
+αυτόν κατά βούλησιν.
+
+Η νυξ είχε διέλθει κατά το ήμισυ περίπου. Ο φύλαξ εκοιμάτο
+ύπνον βαρύν οφειλόμενον εις φιάλην οινοπνεύματος, της οποίας η
+σπασμωδική χειρ του εκράτει έτι το στόμιον. Ο Δικ Σανδ έσχε
+τότε την ιδέαν να λάβη τα όπλα του δεσμοφύλακός του, τα οποία
+ηδύναντο μεγάλως να τον οφελήσωσιν εν περιπτώσει αποδράσεως·
+ενόμισεν όμως και εκείνην την στιγμήν ότι ήκουσεν ελαφρόν
+ξυσμόν εις το κατώτερον μέρος της θύρας του παραπήγματος.
+Βοηθούμενος υπό του βραχίονός του, κατώρθωσε να φθάση έρπων
+μέχρι της φλοιάς χωρίς να αφυπνίση τον φύλακα.
+
+Ο Δικ Σανδ δεν είχεν απατηθή. Ο ξυσμός εξακολούθει μάλλον
+ευδιάκριτος. Εφαίνετο ότι έξωθεν έσκαπτον το έδαφος από την
+θύραν. Ήτο ζώον τι; ήτο άνθρωπος;
+
+ — Ο Ηρακλής! εάν ήτο ο Ηρακλής! εσκέφθη ο νεαρός δόκιμος.
+
+Οι οφθαλμοί του προσηλώθησαν επί του φύλακός του όστις έμενε
+ακίνητος υπό την επιρροήν βαρέως ύπνου. Ο Δικ Σανδ ηδύνατο να
+διακινδυνεύση ψιθυρίζων το όνομα του Ηρακλέους.
+
+Στεναγμός τις ως υπόκωφος και θρηνητική υλακή, τω απήντησε.
+
+ — Δεν είναι ο Ηρακλής, είπε καθ' εαυτόν ο Δικ Σανδ αλλ' είναι
+ο Δίγγος. Με ωσφράνθη μέχρις αυτού του παραπήγματος. Μήπως με
+φέρει λέξιν τινά του Ηρακλέους; Αλλ' εάν ο Δίγγος δεν απέθανεν,
+ο Νεγορός εψεύσθη, και ίσως . . .
+
+Κατ' εκείνην την στιγμήν πους κυνός διήλθεν υπό την θύραν. Ο
+Δικ Σανδ τον έψαυσε και ανεγνώρισε τον πόδα του Δίγγου.
+
+Αλλ' εάν είχεν επιστόλιόν τι, το επιστόλιον εκείνο δεν ηδύνατο
+να είναι προσδεδεμένον ειμή εις τον τράχηλόν του. Ήτο δυνατόν
+να μεγαλώση αρκούντως την οπήν εκείνην, ώστε ο Δίγγος να δυνηθή
+να περάση την κεφαλήν του; Εν πάση περιπτώσει, έπρεπε να
+δοκιμάση τούτο.
+
+Αλλά μόλις ο Δικ Σανδ ήρχισε να ορύττη το έδαφος διά των ονύχων
+του, υλακαί αίτινες δεν ήσαν του Δίγγου ηκούσθησαν εις την
+πλατείαν. Το πιστόν ζώον είχεν ανακαλυφθή υπό των ιθαγενών
+κυνών, και έπρεπε βεβαίως να φύγη. Πυροβολισμοί τίνες
+ηκούσθησαν.
+
+Ο φύλαξ αφυπνίσθη κατά το ήμισυ. Ο Δικ Σανδ, μη δυνάμενος πλέον
+να σκεφθή περί αποδράσεως, αφού εξηγέρθη η προσοχή, έπρεπε να
+κυλισθή πάλιν εις την γωνίαν του, και μετά θανάσιμον προσδοκίαν
+είδεν ανατέλλουσαν την ημέραν εκείνην, ήτις θα ήτο άνευ
+επιούσης δι' αυτόν.
+
+Καθ' όλην εκείνην την ημέραν, αι εργασίαι των νεκροθαφτών
+εξηκολούθησαν μετά δραστηριότητος.
+
+Μέγας αριθμός ιθαγενών έλαβον μέρος εις αυτάς υπό την
+διεύθυνσιν του πρωθυπουργού της βασιλίσσης Μοΐνας. Τα πάντα
+ώφειλον να είναι έτοιμα κατά την ορισθείσαν ώραν, επί ποινή
+ακρωτηριασμού, καθότι η νέα ηγεμονίς υπέσχετο να ακολουθήση
+κατά γράμμα τα ίχνη του μακαρίτου βασιλέως.
+
+Τα ύδατα του ρύακος εστράφησαν, και εν τη αποξηρανθείση κοίτη
+ωρύχθη ο μέγας λάκκος εις βάθος δέκα ποδών, επί μήκους
+πεντήκοντα και πλάτους δέκα.
+
+Περί το τέλος της ημέρας ήρχισαν να τον επιστρώνωσιν, εις το
+βάθος και εις το μήκος των πλευρών, διά γυναικών ζωσών,
+εκλεχθεισών μεταξύ των αιχμαλώτων του Μοΐνη Λούγγα. Συνήθως αι
+δυστυχείς αύται, θάπτονται ζώσαι. Αλλά προκειμένου περί του
+παραδόξου και ίσως θαυμασίου θανάτου του Μοΐνη Λούγγα, είχεν
+αποφασισθή να πνιγώσι πλησίον του σώματος του αυθέντου των
+(16).
+
+Συνήθεια ωσαύτως επικρατεί, ώστε να ενδύωσι τον αποθανόντα
+βασιλέα διά των πλουσιοτέρων ενδυμάτων του πριν καταβιβάσωσιν
+αυτόν εις τον τάφον.
+
+Αλλά την φοράν ταύτην, επειδή δεν απέμενον ειμή κεκαυμένα τινά
+οστά εξ όλου του βασιλικού σώματος, καθίστατο επάναγκες να γίνη
+άλλη εργασία. Κατεσκευάσθη καλάμινον ανδρείκελον, όπερ παρίστα
+αρκούντως, ίσως δε και κολακευτικώς, τον Μοΐνην Λούγγαν, και
+ενέκλεισαν εν αυτώ τα λείψανα τα διασωθέντα εκ της
+αποτεφρώσεως. Τότε το ανδρείκελον περιεβλήθη βασιλικά ενδύματα
+— και γνωρίζομεν ότι τα ράκη ταύτα δεν ήσαν ακριβά — και δεν
+ελησμόνησαν να το περικοσμήσωσι διά των περίφημων διόπτρων του
+εξαδέλφου Βενεδίκτου. Εις την γελοιωδίαν εκείνην υπήρχε τι
+κωμικόν τρομερόν.
+
+Η τελετή έμελλε να γίνη μετά φώτων και εν μεγάλη παρατάξει.
+Όλοι οι κάτοικοι του Καζονδέ, ιθαγενείς ή μη, ώφειλον να
+παρευρεθώσιν.
+
+Ότε επήλθεν η εσπέρα, μακρά συνοδεία κατήλθε την κυρίαν οδόν
+από της αγοράς μέχρι του τόπου της ταφής. Κραυγαί, χοροί
+επικήδειοι, επωδοί των μάγων, κρότοι οργάνων, πυροβολισμοί
+παλαιών όπλων του οπλοστασίου, ουδέν παρημελήθη.
+
+Ο Ιωσίας Αντώνιος Αλβέζ, ο Κοΐμβρας, ο Νεγορός, οι άραβες
+σωματέμποροι, οι φυλακές των, επηύξησαν τας τάξεις του λαού του
+Καζονδέ. Ουδείς ανεχώρησεν εκ της μεγάλης αγοράς. Η βασίλισσα
+Μοΐνα δεν επέτρεπε τούτο, και δεν ήτο φρόνιμον να παραβώσι τας
+διαταγάς εκείνης, ήτις εξησκείτο εις το κυριαρχικόν επάγγελμα.
+
+Το σώμα του βασιλέως, κατακλιθέν εν φορείω εφέρθη εις τας
+τελευταίας τάξεις της συνοδείας. Περιεκυκλούτο υπό των
+δευτερευουσών συζύγων του, τινές των οποίων έμελλον να τον
+συνοδεύσωσι και πέραν του βίου. Η βασίλισσα Μοΐνα εν μεγάλη
+στολή ώδευεν όπισθεν του δυναμένου να ονομασθή νεκρικού
+άρματος.
+
+Ήτο τελεία νυξ, ότε όλοι έφθασαν εις τας όχθας του ρύακος αλλ'
+αι εκ ρητίνης δάδες κινούμεναι υπό των διαφόρων έρριπτον επί
+του πλήθους μεγάλας λάμψεις φωτός.
+
+Τότε λάκος εφάνη διακεκριμένως. Ήτο επεστρωμένος διά σωμάτων
+μαύρων και ζώντων, καθότι εκινούντο από τας αλύσεις τας
+συνδεούσας αυτά μετά του εδάφους. Πεντήκοντα αιχμάλωτοι
+περιέμενον εκεί να κλείση πάλιν ο χείμαρρος επ' αυτών, το
+πλείστον νεαρών ιθαγενών, άλλων μεν εγκαρτερουσών και σιωπηλών,
+άλλων δε στεναζουσών γοερώς.
+
+Αι σύζυγοι, κεκοσμημέναι ως εν εορτή είχον εκλεχθή υπό της
+βασιλίσσης. Η μία εξ αυτών, ήτις έφερε τον τίτλον δευτέρας
+συζύγου, εκυρτώθη επί των χειρών και των ποδών όπως χρησιμεύση
+ως βασιλικόν εδώλιον, ως έπραττεν ότε έζη ο βασιλεύς και η
+τρίτη σύζυγος υπεστήριζε το ανδρείκελον, καθ' όν καιρόν η
+τετάρτη κατεκλίνετο παρά τους πόδας αυτού εν είδει
+προσκεφαλαίου.
+
+Ενώπιον του ανδρεικέλου, εις την άκραν του λάκκου, πάσσαλος
+βεβαμμένος ερυθρός υψούτο από της γης.
+
+Εις τον πάσσαλον εκείνον ήτο δεδεμένος λευκός τις, όστις έμελλε
+να καταλογισθή και αυτός μεταξύ των θυμάτων της αιματηράς
+εκείνης κηδείας.
+
+Ο λευκός εκείνος ήτο ο Δικ Σανδ. Το ημίγυμνον σώμα του έφερε τα
+σημεία των βασάνων, άτινα υπέστη κατά διαταγήν του Νεγορού.
+Δεδεμένος εις τον πάσσαλον εκείνον περιέμενε τον θάνατον, ως
+άνθρωπος ελπίζων μόνον εις άλλην ζωήν.
+
+Εν τούτοις δεν έφθασεν έτι η στιγμή, καθ' ήν το πρόφραγμα
+έπρεπε να θραυσθή.
+
+Εις σημείον τι της βασιλίσσης η τετάρτη σύζυγος, κατακειμένη
+εις τους πόδας του βασιλέως, εσφάγη υπό του δημίου του Καζονδέ,
+και το αίμα αυτής έρρευσεν εν τω λάκκω.
+
+Τούτο ήτο η έναρξις της φρικώδους ανθρωποθυσίας. Πεντήκοντα
+δούλαι έπεσαν υπό το φάσγανον των σφαγέων, η κοίτη του ποταμού
+εκύλιε κύματα αίματος.
+
+Επί ημίσειαν ώραν κραυγαί των θυμάτων συνανεμίγησαν εις τας
+κραυγάς των παρισταμένων, και ματαίως θα ανεζήτει τις εις το
+πλήθος εκείνο αίσθημα αποστροφής ή οίκτου.
+
+Τέλος η βασίλισσα Μοΐνα εποίησε χειρονομίαν τινα και το
+περίφραγμα όπερ εκράτει τα ανώτερα ύδατα, ήρχισε να ανοίγεται
+ολίγον κατ' ολίγον. Χάριν πλειοτέρας σκληρότητος άφησαν να
+διηθήται το ανώτερον ρεύμα αντί να εισορμήση διά μιας. Ήτο ο
+βραδύς θάνατος αντί του αιφνιδίου.
+
+Το ύδωρ έπνιξε πρώτον την σειράν των αιχμαλώτων διά της οποίας
+ήτο εστρωμένον το βάθος του λάκκου. Φρικώδη άλματα εγίνοντο υπό
+των ζωσών εκείνων γυναικών, αίτινες επάλαιον κατά της ασφυξίας.
+Ο Δικ Σανδ, βεβυθισμένος εις το ύδωρ μέχρι γωνάτων, εφάνη
+αποπειραθείς τελευταίον τινα αγώνα, όπως συντρίψη τα δεσμά του.
+
+Αλλά το ύδωρ ανήλθεν. Αι τελευταίοι κεφαλαί εγένοντο άφαντοι
+υπό τον χείμαρρον, όστις επαναλάμβανε την πορείαν του, και
+ουδέν εδείκνυε πλέον ότι εις το βάθος του ποταμού εκείνου
+ωρύχθη τάφος εν τω οποίω εκατό θύματα ετάφησαν προς τιμήν του
+βασιλέως Καζονδέ.
+
+Η γραφίς θα ήτο αδύνατον να ζωγραφίση τοιαύτας εικόνας, εάν η
+μέριμνα της αληθείας δεν επέβαλλε το καθήκον να περιγράψη αυτός
+εν τη φρικαλέα αυτών πραγματικότητι. Ο άνθρωπος τοιούτος είναι
+εις τας θλιβεράς εκείνας χώρας. Ουδενί πλέον επιτρέπεται να
+αγνοή τούτο.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ'.
+
+
+ΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΝ ΠΡΑΚΊΟΡΕΙΟΥ
+
+
+
+Ο Χάρρης και ο Νεγορός εψεύσθησαν ειπόντες ότι η κυρία Βέλδων
+και ο μικρός Ζακ απέθανον. Και εκείνη και εκείνος και ο
+εξάδελφος Βενέδικτος ευρίσκοντο τότε εν Καζονδέ.
+
+Μετά την κατά του μυρμηκώνος έφοδον μετεφέρθησαν πέραν του
+στρατοπέδου του Κοάνζα υπό του Χάρρη και του Νεγορού, τους
+οποίους συνώδευον δωδεκάς ιθαγενών στρατιωτών.
+
+Φορείον τι ή εγχωρία «κιτάνδα» εδέχθη την κυρίαν Βέλδων και τον
+μικρόν Ζακ. Διατί αι περιποιήσεις εκείναι εκ μέρους ανθρώπου ως
+τον Νεγορόν; Η κυρία Βέλδων δεν ετόλμα να εξηγήση τούτο.
+
+Η από Κοάνζα εις Καζονδέ οδός εγένετο ταχέως και άνευ καμάτου.
+Ο εξάδελφος Βενέδικτος τον οποίον αι κακουχίαι εφαίνοντο ότι
+ουδόλως επηρέαζον, εβάδιζε σταθερώ τω βήματι.
+
+Επειδή δε τον άφινον να περιπλανάται δεξιά και αριστερά,
+ουδόλως εσκέπτετο να παραπονεθή. Έφθασε λοιπόν η μικρά συνοδεία
+εις Καζονδέ οκτώ ημέρας προ της αφίξεως της συνοδείας του Ιβν
+Χαμή. Η κυρία Βέλδων εκλείσθη μετά του τέκνου της και του
+εξαδέλφου Βενεδίκτου εν τω καταστήματι του Αλβέζ.
+
+Οφείλομεν να σπεύσωμεν να είπωμεν, ότι ο μικρός Ζακ ήτο πολύ
+καλλίτερον εις την υγείαν του. Μετά την εκ της ελώδους χώρας
+αναχώρησιν ένθα προσεβλήθη υπό πυρετού, η κατάστασις αυτού
+ολίγον κατ' ολίγον εβελτιώθη, και τώρα είχε καλώς. Μήτε αυτός
+μήτε η μήτηρ του θα ηδύναντο να ανθέξωσιν εις τας κακουχίας της
+συνοδείας. Αλλ' υφ' ούς όρους εγίνετο η οδοιπορία εκείνη κατά
+την οποίαν τοις παρείχοντο περιποιήσεις τινές, ευρίσκοντο εις
+ευχάριστον κατάστασιν, φυσικώς τουλάχιστον.
+
+Περί των συντρόφων αυτής, η κυρία Βέλδων ουδεμίαν είδησιν
+είχεν. Αφ' ότου είδε τον Ηρακλέα φεύγοντα εις το δάσος, ηγνόει
+τι εγένετο ούτος. Όσον δ' αφορά τον Δικ Σανδ, επειδή ο Χάρρης
+και ο Νεγορός δεν ήσαν πλέον εκεί όπως τον βασανίζωσιν, ήλπιζεν
+ότι καθό λευκός, θα απηλλάσσετο ίσως κακής μεταχειρίσεως. Αλλ'
+η Ναν, ο Τωμ, Βαρθολομαίος, ο Αυγουστίνος, ο Ακτέων ήσαν
+μαύροι, και ήτο λίαν βέβαιον ότι θα τους μετεχειρίζοντο ως
+τοιούτους. Δυστυχείς άνδρες! οίτινες ουδέποτε θα επάτουν την
+γην εκείνην της Αφρικής, εάν δεν επήρχετο η προδοσία να τους
+ρίψη εκεί.
+
+Ότε η συνοδεία του Ιβν Χαμή αφίκετο εις Καζονδέ, η κυρία
+Βέλδων, μηδεμίαν έχουσα συγκοινωνίαν μετά των εκτός, δεν έμαθε
+την άφιξιν ταύτης.
+
+Αλλ' ουδέ εκ των θορύβων της αγοράς ηδυνήθη να πληροφορηθή περί
+των διατρεχόντων. Δεν έμαθεν ότι ο Τωμ και οι μετ' αυτού
+επωλήθησαν εις σωματέμπορόν τινα του Ουζιζί και έμελλον να
+αναχωρήσωσι προσεχώς. Δεν εγνώριζε μήτε την τιμωρίαν του Χάρρη,
+μήτε τον θάνατον του Μοΐνη Λούγγα, μήτε τα της βασιλικής
+κηδείας, εις τα θύματα της οποίας συγκατελέχθη ο Δικ Σανδ. Η
+δυστυχής γυνή ευρίσκετο λοιπόν μόνη εν Καζονδέ εις την
+διάκρισιν των δουλεμπόρων, εις την εξουσίαν του Νεγορού, και
+όπως απαλλαγή αυτού, ουδέ να αποθάνη ηδύνατο να σκεφθή, αφού το
+τέκνον της ήτο μετ' αυτής.
+
+Ηγνόει λοιπόν απολύτως η κυρία Βέλδων την τύχην ήτις την
+περιέμενε. Καθ' όλην την από Κοάνζα εις Καζονδέ πορείαν ο
+Χάρρης και ο Νεγορός ουδέ λέξιν τη απέτεινον. Από της αφίξεώς
+της, δεν είχεν επανίδει μήτε τον ένα μήτε τον άλλον, ουδέ
+ηδύνατο να εγκαταλείπη τον περίβολον, όστις περιέκλειε το
+ιδιαίτερον κατάστημα του πλουσίου δουλεμπόρου.
+
+Είναι άρα γε ανάγκη να είπωμεν τώρα ότι η κυρία Βέλδων ουδεμίαν
+βοήθειαν εύρεν εκ μέρους του μεγάλου παιδίου της, του εξαδέλφου
+της Βενεδίκτου; Τούτο άλλως τε εννοείται.
+
+Όταν ο άξιος επιστήμων έμαθεν ότι δεν ευρίσκετο ως υπέθετον επί
+της αμερικανικής ηπείρου, ουδόλως εφρόντισε να μάθη πώς τούτο
+συνέβη. Όχι! Το πρώτον κίνημα αυτού ήτο κίνημα πείσματος.
+Τωόντι, τα έντομα εκείνα τα οποία εφαντάζετο ότι αυτός πρώτος
+ανεκάλυψεν εν Αμερική, τα τσετσέ εκείνα και τα άλλα, ουδέν άλλο
+ήσαν ειμή απλούστατα εξάποδα αφρικανικά, τα οποία τόσοι
+φυσιολόγοι είχον εύρει προ αυτού εις τα μέρη της καταγωγής των.
+Ώχετο πλέον η δόξα να προσκολλήση το όνομά του εις τας
+ανακαλύψεις ταύτας. Τωόντι, τι το εκπληκτικόν εάν ο εξάδελφος
+Βενέδικτος συνέλεξεν έντομα αφρικανικά, αφού ευρίσκετο εν
+Αφρική!
+
+Αλλά, παρελθόντος του πρώτου πείσματος, ο εξάδελφος Βενέδικτος
+εσκέφθη ότι η «Γη των Φαραώ», ως την εκάλει πάντοτε, εκέκτητο
+απαράμιλλα εντομολογικά πλούτη, και ότι εάν δεν ευρίσκετο εις
+την «Γην των Ίνκα», δεν έχανεν όμως εκ της μεταβολής.
+
+ — Ε! επανελάμβανε καθ' εαυτόν και επανελάμβανε μάλιστα προς
+την κυρίαν Βέλδων, ήτις ουδόλως τον ήκουεν, εδώ είναι η πατρίς
+των μαντικόρων, των κολεοπτέρων εκείνων με τους μακρούς
+τριχωτούς πόδας, με τα συγκεκολλημένα και κοπτερά έλυτρα, με
+τας μεγάλας σιαγόνας και των οποίων ο μάλλον αξιοσημείωτος
+είναι ο φυματώδης μαντίκορος. Εδώ είναι η χώρα των καλοσώμων με
+την χρυσήν αιχμνήν των γολιάθ της Γουινέας και του Γαβών, των
+όποιων οι πόδες είναι πεπροικισμένοι δι' ακανθών· των στικτών
+ανθιδίων άτινα αποθέτουσι τα ωά των εν τη κενή κογχύλη των
+λειμάκων· των ιερών ατεύχων, τους οποίους οι Αιγύπτιοι της άνω
+Αιγύπτου ετίμων ως θεούς. Εδώ εγεννήθησαν αι νεκροκέφαλοι
+σφίγγες αίτινες τώρα είναι διεσπαρμέναι εν όλη τη Ευρώπη, και
+οι «Ιδίαι Βιγότη» των οποίων το δήγμα φοβούνται ιδιαιτέρως οι
+παράλιοι Σενεγάλοι. Ναι, εδώ δύνανται να γίνωσι λαμπραί
+ανακαλύψεις, και θα ποιήσω αυτάς, εάν οι αγαθοί αυτοί άνδρες το
+επιτρέψωσιν.
+
+Ηξεύρομεν τίνες ήσαν οι αγαθοί εκείνοι άνδρες κατά των οποίων
+ουδέν παράπονον είχεν ο εξάδελφος Βενέδικτος. Άλλως τε ως
+είπωμεν ήδη, ο εντομολόγος, εν τη κοινωνία του Χάρρη και του
+Νεγορού, απελάμβανεν ολίγην τινά ελευθερίαν, της οποίας ο Δικ
+Σανδ απολύτως εστερείτο κατά την οδοιπορίαν εκείνην της όχθης
+του Κοάνζα. Ο απλοϊκός επιστήμων λίαν συνεκινήθη εκ της
+συγκαταβάσεως εκείνης.
+
+Τέλος ο εξάδελφος Βενέδικτος θα ήτο ο ευτυχέστατος των
+εντομολόγων, εάν δεν υφίστατο απώλειαν ήτις τον ελύπησε τα
+μέγιστα. Είχε μεν πάντοτε το κασσιτέρινον κιβώτιόν τον, αλλά τα
+δίοπτρά του δεν ωρθούντο πλέον επί της ρινός του, το
+μικροσκόπιον δεν εκρέματο πλέον εις τον λαιμόν του. Φυσιολόγος
+δε άνευ μικροσκοπίου και άνευ διόπτρων αδύνατον να υπάρξη.
+
+Ο εξάδελφος Βενέδικτος όμως προώριστο να μη επανίδη πλέον τα
+δύο ταύτα όργανα της οπτικής, επειδή είχον συνταφή μετά του
+βασιλικού ανδρεικέλου. Ούτω λοιπόν οσάκις εύρισκεν έντομόν τι,
+ηναγκάζετο να το χώνη εις τους οφθαλμούς του, όπως διακρίνη τα
+στοιχειωδέστατα αυτού συστατικά. Α! τούτο μεγάλως ελύπει τον
+εξάδελφον Βενέδικτον, και ευχαρίστως θα ηγόραζεν ακριβά έν
+ζεύγος διόπτρων, αλλά τοιούτον εμπόρευμα δεν εσυνηθίζετο εις
+τας αγοράς του Καζονδέ. Όπως δήποτε, ο εξάδελφος Βενέδικτος
+ηδύνατο να περιέρχεται ελευθέρως εις το κατάστημα του Ιωσία
+Αντωνίου Αλβέζ. Τον ενόμιζον ανίκανον να ζητήση να αποδράση.
+
+Άλλως τε δε, υψηλόν περίφραγμα εχώριζε το πρακτορείον εκ των
+άλλων συνοικιών της πόλεως, και δεν ήτο εύκολον να το υπερβή
+τις.
+
+Αλλ' εάν ήτο καλώς περιφραγμένον, είχεν όμως ενός μιλίου
+τουλάχιστον περιφερειών. Δένδρα, θάμνοι ιδιαίτεροι της Αφρικής,
+υψηλά χόρτα, ρύακες τινες, καλύβαι και παραπήγματα ήσαν
+πλειότερα παρ' όσα εχρειάζοντο, όπως αποκρύψωσι τα σπανιώτερα
+έντομα της ηπείρου, και να αποτελέσωσι τον πλούτον, αν όχι την
+ευδαιμονίαν, του εξαδέλφου Βενεδίκτου.
+
+Και πράγματι ανεκάλυψεν εξάποδά τινα, και μάλιστα ολίγον έλειψε
+να τυφλωθή θελήσας να τα σπουδάση άνευ διόπτρων, αλλά τέλος
+ηύξησε την πολύτιμον συλλογήν του και έρριψε τας βάσεις μεγάλου
+συγγράμματος περί της αφρικανικής εντομολογίας. Εάν δε
+επετύγχανε να ανακαλύψη νέον τι έντομον εις το οποίον να δώση
+το όνομά του, θα ήτο ο ευτυχέστατος των ανθρώπων.
+
+Εάν το κατάστημα του Αλβέζ ήτο αρκούντως μέγα διά τους
+επιστημονικούς περιπάτους του εξαδέλφου Βενεδίκτου, εις τον
+μικρόν Ζακ, όστις ηδύνατο να περιφέρηται εν πάση ελευθερία
+εφαίνετο απέραντον. Αλλά το παιδίον εκείνο ήκιστα επεζήτη τας
+τοσούτω φυσικάς εις την ηλικίαν του ηδονάς, σπανίως δε
+εγκατέλιπε την μητέρα του, ήτις δεν ήθελε να τον αφίνη μόνον,
+και εφοβείτο πάντοτε δυστύχημά τι. Ο μικρός Ζακ πολλάκις ωμίλει
+περί του πατρός του, τον οποίον προ πολλού δεν είχεν ιδεί και
+εζήτει να επανέλθη πλησίον του. Εζήτει πληροφορίας περί όλων,
+περί της γραίας Ναν, περί του φίλου του Ηρακλέους, περί του
+Βαρθολομαίου, του Αυγουστίνου, του Ακτέωνος και περί του
+Δίγγου, όστις και αυτός εφαίνετο ότι τον εγκατέλιπεν. Ήθελε να
+επανίδη τον σύντροφόν του Δικ Σανδ. Η νεαρά φαντασία του, όλη
+τρυφερότης, έζη μόνον διά των αναμνήσεων. Εις τας ερωτήσεις του
+η κυρία Βέλδων δεν ηδύνατο να αποκριθή, ειμή θλίβουσα αυτόν εις
+τας αγκάλας της και κατασπαζομένη αυτόν. Παν ό,τι ηδύνατο να
+πράξη, ήτο να μη κλαίη ενώπιον αυτού.
+
+Εν τούτοις η κυρία Βέλδων παρετήρησεν ότι εάν δεν την
+μετεχειρίσθησαν κακώς διαρκούσης της από Κοάνζα οδοιπορίας,
+ούτω και εν τω καταστήματι του Αλβέζ ουδέν εμαρτύρει ότι
+έμελλον να μεταβάλωσι διαγωγήν προς αυτήν. Εν τω πρακτορείω δεν
+υπήρχον πλέον ειμή αιχμάλωτοι υπηρετούντες τον δουλέμπορον.
+Πάντες οι άλλοι, οι αποτελούντες το αντικείμενον του εμπορίου
+του, ήσαν κεκλεισμένοι εις τα παραπήγματα, είτα δε επωλήθησαν
+εις τους μεσίτας του εσωτερικού. Τώρα αι αποθήκαι του
+καταστήματος ήσαν μεσταί υφασμάτων και ελαφαντοστού, υφασμάτων
+προορισμένων ν' ανταλαχθώσιν εις τας κεντρικάς επαρχίας,
+ελεφαντοστού προωρισμένου να αποσταλή εις τας κυριωτάτας αγοράς
+της ηπείρου.
+
+Εν συντόμω ολίγιστοι υπήρχον εν τω πρακτορείω. Η κυρία Βέλδων
+κατείχε μετά του Ζακ καλύβην ιδιαιτέραν, ο εξάδελφος Βενέδικτος
+άλλην. Δεν συνεκοινώνουν μετά των υπηρετών του δουλεμπόρου.
+Έτρωγον εν κοινώ. Η τροφή κρέας αιγός ή προβάτου, όσπρια,
+μανιόκον, σόργον, εγχώριαι οπώραι, ήτο επαρκής. Η Χαλιμά, νεαρά
+δούλη, ειδικώς υπηρετούσα την κυρίαν Βέλδων, τη επεδείκνυε
+μάλιστα, ως ηδύνατο, είδος τι αγρίας μεν αγάπης αλλά βεβαίως
+ειλικρινούς
+
+Η κυρία Βέλδων μόλις έβλεπε τον Ιωσίαν Αντώνιον Αλβέζ, όστις
+κατείχε την κυρίαν οικίαν πρακτορείου, και ουδέποτε έβλεπε τον
+Νεγορόν, κατοικούντα εκτός, του οποίου η απουσία ήτο
+ανεξήγητος. Η επιφύλαξις αύτη την εξέπληττε και την ανησύχει
+συγχρόνως.
+
+ — Τι θέλει; Τι εννοεί; έλεγε καθ' εαυτήν. Διατί μας παρέσυρεν
+εις Καζονδέ;
+
+Τοιουτοτρόπως παρήλθον αι οκτώ ημέραι αι προγηθείσαι της
+αφίξεως της συνοδείας του Ιβν Χαμή, ήτοι αι δύο ημέραι προ της
+κηδείας και αι ακόλουθοι έξ.
+
+Εν τω μέσω τόσης αγωνίας η κυρία Βέλδων δεν ηδύνατο να
+λησμονήση ότι ο σύζυγός της θα κατείχετο υπό φρικώδους
+απελπισίας μη βλέπων τους οικείους του επανερχομένους εις Άγιον
+Φραγγίσκον. Ο κύριος Βέλδων δεν ηδύνατο να ηξεύρη ότι η σύζυγός
+του έσχε την ολεθρίαν ιδέαν να ζητήση θέσιν εις το «Πίλγριμ»
+και ώφειλε να πιστεύη ότι είχεν επιβιβασθή εις έν των
+ατμοπλοίων της υπερωκεανείου εταιρίας. Τα ατμόπλοια εκείνα
+έφθανον τακτικώς, αλλ' ούτε ο Ζακ, ούτε ο εξάδελφος Βενέδικτος
+ευρίσκοντο εν αυτοίς. Πλην τούτου και αυτό το «Πίλγριμ» έπρεπε
+να είχεν επιστρέψει εις τον λιμένα. Αλλά δεν ενεφανίζετο και ο
+κύριος Βέλδων ώφειλε τώρα να το κατατάξη εις την κατηγορίαν των
+δι' έλλειψιν ειδήσεων υποτιθεμένων απολεσθέντων πλοίων. Και
+ποίος κεραυνός ενέσκηψεν επ' αυτόν την ημέραν καθ' ήν έλαβε
+παρ' ενός των εν Ωκλάνδη ανταποκριτών του την είδησιν του
+απόπλου του «Πίλγριμ» και της επιβιβάσεως της κυρίας Βέλδων; Τι
+έπραξεν; Ηρνήθη να πιστεύση ότι ο υιός του και αυτή απώλοντο εν
+τη θαλάσση. Αλλά τότε πού ώφειλε να στρέψη τας αναζητήσεις του;
+Προδήλως προς τας νήσους του Ειρηνικού, ίσως προς την
+αμερικανικήν παραλίαν. Αλλ' ουδέποτε, ναι, ουδέποτε, θα τω
+επήρχετο η ιδέα ότι ερρίφθη επί της ακτής της απαισίας εκείνης
+Αφρικής.
+
+Ούτως εσκέπτετο η κυρία Βέλδων. Αλλά τι ηδύνατο να πράξη; Να
+φύγη; Πώς; Την επετήρουν εκ του σύνεγγυς! Και έπειτα να φύγη
+εσήμαινε να διακινδυνεύση εις τα πυκνά εκείνα δάση, εν τω μέσω
+μυρίων κινδύνων να επιχειρήση πορείαν μακροτέραν των διακοσίων
+μιλίων, μέχρις ου φθάση εις το παράλιον. Και εν τούτοις η κυρία
+Βέλδων είχεν απόφασιν να πράξη τούτο, και ουδέν άλλο μέσον
+εύρισκε προς ανάκτησιν της ελευθερίας της. Πριν τούτου όμως
+ήθελε να μάθη ακριβώς τους σκοπούς του Νεγορού.
+
+Τέλος τους έμαθε.
+
+Τη 6 Ιουνίου τρεις ημέρας μετά τον ενταφιασμόν του βασιλέως του
+Καζονδέ, ο Νεγορός εισήλθεν εις το πρακτορείον, ένθα δεν είχεν
+έτι εισέλθει από της επιστροφής του, και μετέβη κατ' ευθείαν
+εις την υπό της αιχμαλώτιδός του κατεχομένην καλύβην.
+
+Η κυρία Βέλδων ήτο μόνη. Ο εξάδελφος Βενέδικτος εξετέλει ένα
+των επιστημονικών περιπάτων του. Ο μικρός Ζακ υπό την
+επιτήρησιν της δούλης Χαλιμάς περιεφέρετο εις τον περίβολον του
+καταστήματος.
+
+Ο Νεγορός ώθησε την θύραν της καλύβης, και άνευ άλλου
+προοιμίου,
+
+ — Κυρία Βέλδων, είπεν, ο Τωμ, και οι σύντροφοί του επωλήθησαν
+διά τας αγοράς του Ουζιζί.
+
+ — Ο Θεός να τους προστατεύση! είπεν η κυρία Βέλδων απομάσσουσα
+δάκρυ.
+
+ — Η Ναν απέθανε καθ' οδόν, ο Δικ Σανδ, θα απήλετο.
+
+ — Η Ναν απέθανε! Και ο Δικ! . . . ανέκραξεν η κυρία Βέλδων.
+
+ — Ναι δίκαιον ήτο ο δεκαπενταετής πλοίαρχος σας να πληρώση διά
+της ζωής του τον φόνον του Χάρρη, επανέλαβεν ο Νεγορός. Είσθε
+μόνη εν Καζονδέ, κυρία μόνη εις την εξουσίαν του αρχαίου
+μαγείρου του «Πίλγριμ»· εντελώς μόνη ακούετε!
+
+Ό,τι έλεγεν ο Νεγορός ήτο αληθέστατον, ως και τα αφορώντα τον
+Τωμ και τους συντρόφους του. Ο γέρων μαύρος, ο υιός του
+Βαρθολομαίος, ο Ακτέων και ο Αυγουστίνος είχον αναχωρήσει κατά
+την προτεραίαν μετά της συνοδείας του δουλεμπόρου του Ουζιζί,
+χωρίς να έχωσι την παρηγορίαν να επανίδωσι την κυρίαν Βέλδων,
+χωρίς μάλιστα να ηξεύρωσιν ότι η εν τη δυστυχία σύντροφος αυτών
+ευρίσκετο εις Καζονδέ, εν τω καταστήματι του Αλβέζ. Είχον
+απέλθει εις την χώραν των λιμνών απέχουσαν εκατοντάδας μιλίων,
+εις ην ολίγοι οι φθάνοντες και εξ ης ολίγιστοι οι
+επιστρέφοντες.
+
+ — Λοιπόν, εψιθύρισεν η κυρία Βέλδων, παρατηρούσα τον Νεγορόν
+χωρίς να απαντήση.
+
+ — Κυρία Βέλδων, επανέλαβεν ο Πορτογάλλος μετά βραχείας φωνής,
+ηδυνάμην να εκδικηθώ καθ' υμών, διά τον κακόν προς εμέ τρόπον
+σας εντός του Πίλγριμ. Αλλ' ο θάνατος του Δικ Σανδ αρκεί εις
+την εκδίκησίν μου. Τώρα γίνομαι πάλιν έμπορος, και ιδού ποία
+είναι τα σχέδιά μου περί ημών.
+
+Η κυρία Βέλδων, εξηκολούθει να τον παρατηρή χωρίς να προφέρη
+μήτε λέξιν.
+
+ — Υμείς επανέλαβεν ο Πορτογάλος, το τέκνον σας και ο βλαξ
+εκείνος κυνηγός των μυιών, έχετε εμπορικήν αξίαν, την οποίαν
+σκοπεύω να χρησιμοποιήσω. Λοιπόν θα σας πωλήσω.
+
+ — Αλλ' είμαι εκ φυλής ελευθέρας, απεκρίθη η κυρία Βέλδων μετά
+τόνου φωνής σταθερού.
+
+ — Είσθε αιχμάλωτος, εάν θέλω.
+
+ — Και τις θα αγοράση λευκήν;
+
+ — Άνθρωπος όστις θα πληρώση όσα τω ζητήσω.
+
+Η κυρία Βέλδων εταπείνωσεν επί τινας στιγμάς την κεφαλήν,
+καθότι εγίνωσκεν ότι τα πάντα ήσαν δυνατά εν τη φρικώδει εκείνη
+χώρα.
+
+ — Με ηκούσατε; επανέλαβεν ο Νεγορός.
+
+ — Τις είναι ο άνθρωπος εις τον οποίον θέλετε να με πωλήσητε;
+απεκρίθη η κυρία Βέλδων.
+
+ — Να σας πωλήσω ή να σας μεταπωλήσω . . . Τουλάχιστον τούτο
+υποθέτω, προσέθηκεν ο Πορτογάλος γελών μυκτηριστικώς.
+
+ — Το όνομα αυτού του ανθρώπου; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.
+
+ — Ο άνθρωπος ούτος είναι ο Ιάκωβος Βέλδων, ο σύζυγός σας.
+
+ — Ο σύζυγός μου! ανέκραξεν η κυρία Βέλδων, μη δυναμένη να
+πιστεύση ό,τι ήκουεν.
+
+ — Αυτός ο ίδιος κυρία Βέλδων, ο σύζυγός σας, εις τον οποίον
+θέλω ουχί να αποδώσω αλλά να εξαναγκάσω να πληρώση την γυναίκα
+του, το τέκνον του και τον εξάδελφόν του εκ περισσού.
+
+Η κυρία Βέλδων εσκέφθη μη ο Νεγορός τη έστηνε παγίδα. Εν
+τούτοις εννόησεν ότι ωμίλει σπουδαιότατα. Εις ένα άθλιον διά
+τον οποίον το αργύριον είναι το παν, φαίνεται ότι δύναταί τις
+να εμπιστευθή όταν πρόκειται περί υποθέσεως.
+
+ — Και πότε σκοπεύετε να ενεργήσετε την επιχείρησιν ταύτην;
+επανέλαβεν η κυρία Βέλδων.
+
+ — Όσω το δυνατόν ταχύτερον.
+
+ — Πού;
+
+ — Εδώ, εδώ. Ο Ιάκωβος Βέλδων βεβαίως δεν θα διστάση να έλθη
+μέχρι του Καζονδέ να εύρη την γυναίκα του και τον υιόν του.
+
+ — Όχι, δεν θα διστάση . . . Αλλά τις θα τον ειδοποιήση;
+
+ — Εγώ, θα μεταβώ εις Άγιον Φραγκίσκον να εύρω τον Ιάκωβον
+Βέλδων. Έχω χρήματα διά τον πλουν.
+
+ — Τα χρήματα τα κλαπέντα εκ του «Πίλγριμ»,.
+
+ — Ναι . . . αυτά . . . και άλλα προσέτι, απεκρίθη αναιδώς ο
+Νεγορός. Αλλ' εάν θέλω να σας πωλήσω ταχέως, θέλω ωσαύτως να
+σας πωλήσω ακριβά. Φρονώ ότι ο Ιάκωβος Βέλδων δεν θα λυπηθή
+εκατόν χιλιάδας δολλάρια.
+
+ — Δεν θα τα λυπηθή, εάν δύναται να τα δώση, απεκρίθη ψυχρώς η
+κυρία Βέλδων. Νομίζω όμως ότι ο σύζυγός μου εις τον οποίον θα
+ειπήτε βεβαίως ότι κρατούμαι αιχμάλωτος εις Καζονδέ, εν τη
+κεντρική Αφρική . .
+
+ — Ακριβώς!
+
+ — Ο σύζυγός μου δεν θα σας πιστεύση άνευ αποδείξεων· και δεν
+θα είναι τόσον ασύνετος, ώστε να έλθη εις Καζονδέ πιστεύων εις
+μόνους τους λόγους σας.
+
+ — Θα έλθη, επανέλαβεν ο Νεγορός, εάν τω φέρω επιστολήν
+γεγραμμένην παρ' υμών, ήτις θα τω αναγγέλλη την κατάστασίν σας,
+ήτις θα με παραστά ως πιστόν θεράποντά σας, διαφυγόντα τας
+χείρας των αγρίων εκείνων . . .
+
+ — Ουδέποτε η χειρ μου θα γράψη τοιαύτην επιστολήν, απεκρίθη
+ψυχρότερον η κυρία Βέλδων.
+
+ — Αρνείσθε; ανέκραξεν ο Νεγορός.
+
+ — Αρνούμαι.
+
+Η σκέψις των κινδύνων ους θα διέτρεχεν ο σύζυγός της ερχόμενος
+εις Καζονδέ, η ολίγη πίστις ην έπρεπε να δώσωσιν εις τας
+υποσχέσεις του Πορτογάλου, η ευκολία την οποίαν θα είχεν ούτος
+να μην αφήση ελεύθερον τον Ιάκωβον Βέλδων, αφού ελάμβανε τα
+συμπεφωνηθέντα λύτρα, πάντες ούτοι οι λόγοι συνετέλεσαν ώστε
+ευθύς εξ αρχής η κυρία Βέλδων μη βλέπουσα ειμή εαυτήν,
+λησμονούσα και το τέκνον της, απέκρουσε την πρότασιν του
+Νεγορού.
+
+ — θα γράψετε αυτήν την επιστολήν, επανέλαβεν ούτος.
+
+ — Όχι, απεκρίθη πάλιν η κυρία Βέλδων.
+
+ — Α! προσέχετε! έκραξεν ο Νεγορός. Δεν είσθε μόνη εδώ. Το
+τέκνον σας, ως υμείς είναι εις την εξουσίαν μου, και δύναμαι
+κάλλιστα . . .
+
+Η κυρία Βέλδων ήθελε να αποκριθή, ότι τούτο θα ήτο αδύνατον. Η
+καρδία της έπαλλε μέχρι διαρρήξεως· η φωνή της εκόπη.
+
+ — Κυρία Βέλδων, είπεν ο Νεγορός, θα σκεφθήτε περί της
+προτάσεώς μου. Μετά οκτώ ημέρας ή θα μοι παραδώσετε επιστολήν
+προς τον Ιάκωβον Βέλδων ή θα μετανοήσετε.
+
+Και ταύτα ειπών ο Πορτογάλος απήλθε χωρίς να εκδηλώση την οργήν
+του· αλλ' ήτο εύκολον να ίδη τις ότι ουδέν θα τον ανεχαίτιζεν,
+όπως αναγκάση την κυρίαν Βέλδων να υπακούση.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ’.
+
+ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΤΙΝΕΣ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΛΙΒΙΓΓΣΤΩΝΟΣ
+
+
+
+Η κυρία Βέλδων, μείνασα μόνη, προσηλώθη κατ' αρχάς εις την
+σκέψιν ταύτην, ότι θα παρήρχοντο οκτώ ημέραι πριν ή επανέλθη ο
+Νεγορός να τη ζητήση οριστικήν απάντησιν. Ο χρόνος ούτος ήρκει
+να σκεφθή και να αποφασίση. Περί της τιμιότητος του Πορτογάλου
+δεν ηδύνατο να γίνη λόγος, ειμή περί του συμφέροντος αυτού. Η
+«εμπορική αξία» ην απέδιδεν εις την αιχμαλώτιδά του ηδύνατο
+προδήλως να προφυλάξη αυτήν και να την απαλάξη, προσωρινώς
+τουλάχιστον, από πάσης αποπείρας δυναμένης να περιαγάγη αυτήν
+εις κίνδυνον.
+
+Ίσως θα εύρισκε μέσον, τινά τρόπον όστις θα τη επέτρεπε να
+αποδοθή εις τον σύζυγόν της, χωρίς ο Ιάκωβος Βέλδων να
+αναγκασθή να έλθη εις Καζονδέ.
+
+Εγίνωσκε κάλλιστα ότι άμα ελάμβανεν επιστολήν της γυναικός του,
+ο Ιάκωβος Βέλδων ήθελεν αναχωρήσει, και ήθελεν αψηφήσει τους
+κινδύνους της μεταβάσεως εις τας κινδυνωδεστέρας χώρας της
+Αφρικής.
+
+Αλλ' όταν ήρχετο εις Καζονδέ, όταν ο Νεγορός θα ελάμβανεν εις
+χείρας του τον πλούτον εκείνον των εκατόν χιλιάδων δολαρίων,
+ποίαν εγγύησιν θα είχον ο Ιάκωβος Βέλδων, η γυνή του, το τέκνον
+του, ο εξάδελφος Βενέδικτος, ότι θα τους άφινον ελευθέρους να
+αναχωρήσωσιν;
+
+Ιδιοτροπία τις της βασιλίσσης Μοΐνας δεν ηδύνατο άρα γε να τους
+εμποδίση; Η «παράδοσις» εκείνη της κυρίας Βέλδων και των μετ'
+αυτής δεν θα εγίνετο υπό καλλιτέρας συνθήκας, εάν εγίνετο εις
+την παραλίαν εις μέρος τι ωρισμένον, οπότε ο Ιάκωβος Βέλδων θα
+απέφευγε και τους κινδύνους της εις το εσωτερικόν μεταβάσεως
+και την δυσχέρειαν, ίνα μη είπωμεν το αδύνατον της επανόδου;
+
+Ταύτα εσκέπτετο η κυρία Βέλδων.
+
+Τούτου ένεκα ηρνήθη ευθύς εξ αρχής να συγκατατεθή εις την
+πρότασιν του Νεγορού και να τω δώση την επιστολήν προς τον
+σύζυγόν της.
+
+Εσκέφθη ωσαύτως ότι εάν ο Νεγορός ανέβαλε την δευτέραν
+επίσκεψιν μετά οκτώ ημέρας, έπραξε τούτο βεβαίως διότι είχεν
+ανάγκην του χρονικού τούτου διαστήματος όπως προετοιμάση τα της
+αναχωρήσεώς του, άλλως θα επανήρχετο ταχύτερον όπως βιάση την
+χείρα της·
+
+ — Μήπως θέλη αληθώς να με χωρίση από το τέκνον μου; εψιθύρισε.
+
+Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Ζακ εισήλθεν εις την καλύβην, και εκ
+κινήματος ορμεμφύτου η μήτηρ του τον ήρπασεν, ως εάν ο Νεγορός
+ήτο εκεί έτοιμος να τον αποσπάση.
+
+ — Έχεις μεγάλην λύπην, μήτερ; ηρώτησε το μικρόν παιδίον . . .
+
+ — Όχι Ζακ, απεκρίθη η κυρία Βέλδων. Εσκεπτόμην τον πατέρα σου.
+Θα ευχαριστείσο εάν τον έβλεπες;
+
+ — Ω, ναι, μήτερ. Μήπως θα έλθη;
+
+ — Όχι . . . όχι. Δεν πρέπει να έλθη!
+
+ — Λοιπόν, ημείς θα υπάγωμεν να τον επανεύρωμε;
+
+ — Ναι, Ζακ.
+
+ — Με τον φίλον μου Δικ . . . και τον Ηρακλέα και τον γέρο Τωμ;
+
+ — Ναι, ναι, ναι απεκρίθη η κυρία Βέλδων ταπεινούσα την κεφαλήν
+όπως κρύψη, τα δάκρυά της.
+
+ — Μήπως σε έγραψεν ο πατήρ; ηρώτησεν ο μικρός Ζακ.
+
+ — Όχι φίλτατέ μου.
+
+ — Λοιπόν συ θα τω γράψης μήτερ.
+
+ — Ναι, ναι, ίσως . . απεκρίθη η κυρία Βέλδων.
+
+Και χωρίς να το εννοήση ο μικρός Ζακ επενέβαινεν απ' ευθείας
+εις την σκέψιν της μητρός του, ήτις ίνα μη αποκριθή άλλως, τον
+κατησπάσθη.
+
+Αρμόζει τώρα να είπωμεν ότι εις τα διάφορα αίτια, άτινα
+παρεκίνησαν την κυρίαν Βέλδων να αντιστή εις τας παρακελεύσεις
+του Νεγορού, προσετίθετο και έτερον αίτιον, όπερ δεν ήτο άνευ
+αξίας. Η κυρία Βέλδων είχεν ίσως απροσδόκητόν τινα ελπίδα να
+απελευθερωθή άνευ της επεμβάσεως του συζύγου της και μάλιστα
+εναντίον της θελήσεως του Νεγορού. Τούτο μεν ήτο παύσις ελπίδος
+αορίστου έτι, αλλ' όπως δήποτε ήτο ελπίς.
+
+Τωόντι έκ τινων λέξεων ας ήκουσε προ πολλών ημερών, διείδε
+πιθανήν βοήθειαν προσεχώς, βοήθειαν δυνάμεθα ειπείν της θείας
+προνοίας.
+
+Ο Αλβέζ και μιγάς τις του Ουζιζί συνδιαλέγοντο ολίγα βήματα
+μακράν της καλύβης, ην κατείχεν η κυρία Βέλδων. Δεν πρέπει να
+εκπλαγώμεν ότι το αντικείμενον της συνομιλίας των αξιοτίμων
+τούτων εμπόρων ήτο ακριβώς το δουλεμπόριον των μαύρων. Οι δύο
+μεσίται της ανθρωπίνης σαρκός ωμίλουν περί υποθέσεων.
+Συνεζήτουν περί του επιφυλασσομένου εις το εμπόριόν των
+μέλλοντος και είχον πολλάς ανησυχίας διά τας προσπαθείας, τας
+οποίας κατέβαλλον οι Άγγλοι όπως καταστρέψωσι αυτό, ου μόνον
+εις το εξωτερικόν διά των καταδρομικών πλοίων αλλά και εις το
+εσωτερικόν της ηπείρου διά των ιεραποστόλων και των περιηγητών.
+
+Ο Ιωσίας Αντώνιος Αλβέζ ενόμιζεν ότι αι ανιχνεύσεις των
+τολμηρών εκείνων μαχητών δεν ηδύναντο ειμή να βλάψωσι την
+ελευθέραν εξάσκησιν των εμπορικών επιχειρήσεων. Ο μετ' αυτού
+συνδιαλεγόμενος συνεμερίζετο καθ' ολοκληρίαν τας γνώμας του και
+εσκέπτετο ότι όλοι εκείνοι περιηγηταί πολιτικοί ή
+εκκλησιαστικοί, έπρεπε να τουφεκίζωνται.
+
+Τούτο συνέβαινεν ενίοτε· αλλά, προς μεγάλην δυσαρέσκειαν των
+εμπόρων, εάν εφονεύοντό τινες των περιέργων εκείνων, διήρχοντο
+άλλοι οίτινες επιστρέφοντες εις τας πατρίδας των διηγούντο,
+«μεγαλοποιούντες» ως έλεγεν ο Αλβέζ, τας φρικαλεότητας της
+σωματεμπορίας, και τούτο έβλαπτε καιρίως το εμπόριον εκείνο,
+όπερ πολύ εξηυτελίσθη ήδη.
+
+Ο μιγάς συνεφώνει και ελεεινολόγει τούτο, προ πάντων δε όσον
+αφορά τας αγοράς του Νυαγγέ, του Ουζιζί, της Ζανζιβάρης και
+όλης της χώρας των μεγάλων λιμνών. Εκεί είχον έλθει διαδοχικώς
+ο Σπέκε, ο Γραντ, ο Λίβιγγστων, ο Στάνλεϋ και άλλοι. Ήτο
+επιδρομή. Μετ' ολίγον όλη η Αγγλία και όλη η Αμερική ήθελον
+καταλάβει την χώραν.
+
+Ο Αλβέζ, παρεπονείτο ειλικρινώς εις τον συνάδελφόν του και
+ωμολόγει ότι αι επαρχίαι της δυτικής Αφρικής μέχρι τότε είχον
+ολιγώτερον κακοποιηθή, ήτοι είχον ολιγωτέρους περιηγητάς· αλλ'
+η επιδημία των περιηγητών τούτων ήρχιζε να διαδίδεται. Εάν το
+Καζονδέ ήτο απηλλαγμένον, η Κασάγγα όμως και το Βιχέ, ένθα ο
+Αλβέζ εκέκτητο πρακτορεία, υφίσταντο τας εφόδους αυτών.
+Ενθυμούμεθα μάλιστα ότι ο Χάρρης ωμίλησεν εις τον Νεγορόν περί
+τινος υποπλοιάρχου Καμερών, όστις είχε την αξίωσιν να διέλθη
+την Αφρικήν απ' άκρου εις άκρον εισερχόμενος διά της Ζανζιβάρης
+και εξερχόμενος διά της Αγγόλας.
+
+Τωόντι ο σωματέμπορος είχε δίκαιον να φοβήται, και γνωρίζομεν
+ότι μετά τινα έτη ο Καμερών προς νότον και ο Στάνλεϋ προς
+βορράν έμελλον να εξερευνήσωσι τας αγνώστους εκείνας δυτικάς
+επαρχίας, να περιγράψωσι τας διαρκείς τερατωδίας της
+σωματεμπορίας, να αποκαλύψωσι την κακούργον συμμετοχήν των
+ξένων πρακτόρων και να επιρρίψωσι την ευθύνην όπου έδει.
+
+Την εξερεύνησιν ταύτην του Καμερών και του Στάνλεϋ, μήτε ο
+Αλβέζ μήτε ο μιγάς ηδύναντο έτι να γνωρίζωσιν, αλλ' ό,τι
+εγίνωσκον, ότι είπον, ό,τι ήκουσεν η κυρία Βέλδων, ότι μεγάλως
+την ενδιέφερεν, εν ενί λόγω ότι υπεστήριξεν αυτήν εις την
+άρνησίν της να ενδώση εις τας απαιτήσεις του Νεγορού ήτο το
+εξής.
+
+Πιθανόν εντός ολίγου ο δόκτωρ Δαβίδ Λίβιγγστων θα έφθανεν εις
+Καζονδέ.
+
+Άρα η άφιξις του Λιβιγγστώνος μετά της συνοδείας του, η μεγάλη
+επιρροή ην έχαιρεν εν Αφρική ο μέγας περιηγητής, η συνδρομή των
+πορτογαλικών αρχών της Αγγόλας, ήτις δεν θα τη έλειπε, ταύτα
+πάντα ηδύναντο να απελευθερώσωσι την κυρίαν Βέλδων και τους
+μετ' αυτής, παρά την θέλησιν του Νεγορού και του Αλβέζ. Θα
+επανήρχοντο ίσως λίαν προσεχώς εις την πατρίδα των, χωρίς ο
+Ιάκωβος Βέλδων να ριψοκινδυνεύση την ζωήν του επιχειρών
+ταξείδιον, του οποίου η έκβασις ηδύνατο να αποβή απαισία.
+
+Αλλ' υπήρχεν άραγε πιθανότης τις ότι ο δόκτωρ Λίβιγγστων έμελλε
+προσεχώς να επισκεφθή το μέρος εκείνο της ηπείρου; Ναι, καθότι
+ακολουθών το δρομολόγιον τούτο, έμελλε να συμπληρώση την
+εξερεύνησιν της κεντρώας Αφρικής.
+
+Γνωστός είναι ο ηρωικός βίος του υιού του μικρού τεϊοπώλου του
+Βλαντύρ, χωρίου της κομητείας του Λανάρκ· γεννηθείς την 13
+Μαρτίου 1813 ο Δαβίδ Λίβιγγστων, το δευτερότοκον των έξ τέκνων,
+συμπληρώσας τας θεολογικάς και ιατρικάς σπουδάς του, μετά την
+δοκιμασίαν αυτού εν τη ιεραποστολική εταιρεία του Λονδίνου,
+απεβιβάσθη εις το Ακρωτήριον, κατά το 1840, σκοπόν έχων να
+συναντήση τον ιεραπόστολον Μοφφάτ εν τη μεσημβρινή Αφρική.
+
+Από του Ακρωτηρίου, ο μέλλων κεριηγητής μετέβη εις την χώραν
+των Βεχουάνων, ην εξερεύνησε κατά πρώτον, επανήλθεν εις
+Κουρούμαν, ενυμφεύθη την θυγατέρα του Μοφφάτ, την ηρωικήν
+σύντροφον, ήτις έμελλε να γίνη αξία αυτού, και κατά το 1843
+ίδρυσεν ιεραποστολήν εν τη κοιλάδι της Μαβότσας.
+
+Μετά τέσσαρα έτη τον ευρίσκομεν εγκατεστημένον εν Κολοβέγγη
+διακόσια είκοσι πέντε μίλια προς βορράν των Κουρούμαν, εις την
+χώραν των Βαχουάνων.
+
+Δύο έτη μετέπειτα, το 1849, ο Λίβιγγστων εγκατέλιπε την
+Κολοβέγγην μετά της γυναικός του, των τριών τέκνων του, και δύο
+φίλων, των κ. κ. Όσβελ και Μούρραιυ. Τη 1 Αυγούστου του αυτού
+έτους ανακάλυψε την λίμνην Νγάμην και επανέκαμψεν εις
+Κολοβέγγην, κατερχόμενος την διεύθυνσιν του Ζούγα.
+
+Κατά την πορείαν ταύτην ο Λίβιγγστων, κωλυόμενος υπό της
+κακοβουλίας των ιθαγενών, δεν ηδυνήθη να υπερβή την Νγάμην.
+
+Δευτέρα απόπειρα δεν υπήρξεν ευτυχεστέρα. Η τρίτη έμελλε να
+επιτύχη. Επαναλαβών τότε την προς βορράν πορείαν μετά της
+οικογενείας του και του κ. Όσβελ, μετά φρικώδη δεινοπαθήματα,
+έλειψιν τροφίμων, έλλειψιν ύδατος, άτινα ολίγον έλλειψε να
+θανατώσωσι τα τέκνα του, αφού ώδευσε κατά μήκος του Χοβέ,
+παραποτάμου του Ζαμβέση, έφθασεν εις την χώραν των Μακαλόλων. Ο
+αρχηγός αυτών Σεβιτουανέ τον συνήντησεν εις Λινυαντί. Κατά τα
+τέλη του Ιουνίου 1851 ανεκαλύφθη ο Ζαμβέσης, και ο δόκτωρ
+επανήλθεν εις το Ακρωτήριον, όπως αποστείλη την οικογένειαν
+αυτού εις την Αγγλίαν.
+
+Ο ακαταδάμαστος Λίβιγγστων ήθελε να μείνη μόνος και να
+ριψοκινδυνεύση μόνος την ζωήν του εις την τολμηράν περιοδείαν,
+την οποίαν έμελλε να επιχειρήση.
+
+Την φοράν ταύτην προέκειτο, αναχωρών εκ του Ακρωτηρίου, να
+διέλθη πλαγίως την Αφρικήν από νότου προς δυσμάς, ούτως ώστε να
+φθάση εις τον Άγιον Παύλον της Λοάνδας.
+
+Ο δόκτωρ ανεχώρησε μετά τινων ιθαγενών τη 3 Ιουνίου 1852.
+Έφθασεν εις Κουρούμαν και παρεπορεύθη την έρημον του Καλαχαρή.
+Τη 31 Δεκεμβρίου εισήλθεν εις Λιτουβαρούβαν και επανεύρε την
+χώραν των Βεχουάνων, λεηλατηθείσαν υπό των Βοέων, αρχαίων
+ολλανδών αποίκων οίτινες ήσαν κύριοι του Ακρωτηρίου προ της
+καταλήψεως αυτού υπό των Άγγλων.
+
+Ο Λίβιγγστων εγκατέλιπε την Λιτουβαρούβαν τη 15 Ιανουαρίου
+1853, εισέδυσεν εις το κέντρον της χώρας των Βαμαγγουάτων, και
+τη 23 Μαΐου έφθασεν εις Λινυαντί, ένθα ο νεαρός ηγεμών των
+Μακαλόλων Σεκελετού τον υπεδέξατο μετά μεγάλης τιμής.
+
+Εκεί ο δόκτωρ, κωλυόμενος υπό σφοδρού πυρετού, κατέγινε να
+σπουδάση τα ήθη της χώρας, και τότε κατά πρώτον ηδυνήθη να
+παρατηρήση τας καταστροφάς τας γινομένας διά σωματεμπορίου εν
+Αφρική.
+
+Μετά ένα μήνα, κατήλθε το ρεύμα του Χοβέ, έφθασεν εις τον
+Ζαμβέσην εισήλθεν εις Νανιελέ, επεσκέφθη την Κατόγγαν και την
+Λιβόνταν, έφθασεν εις τον ομόρρουν του Ζαμβέση και εκ του Λεέβα
+εσχημάτησε το σχέδιον να ανέλθη διά του ποταμίου τούτου μέχρι
+των δυτικών πορτογαλικών κτήσεων, και μετά ενέα μηνών απουσίαν
+επανήλθεν εις Λινυαντί, όπως προετοιμασθή.
+
+Τη 11 Νοέμβριου 1853 ο δόκτωρ, συνοδευόμενος υπό είκοσι επτά
+Μακαλόλων, εγκατέλιπε το Λινυαντί, και τη 27 Δεκεμβρίου έφθασεν
+εις το στόμιον του Λεέβα, του οποίου ανήλθεν το ρεύμα μέχρι της
+γης των Βαλόνδων, εκεί ένθα δέχεται τον Μακόνδον ερχόμενον εξ
+ανατολών. Τότε κατά πρώτον λευκός εισέδυεν εις την χώραν
+εκείνην.
+
+Τη 14 Ιανουαρίου, ο Λίβιγγστων έφθασεν εις την πρωτεύουσαν του
+Σιντέ, του ισχυροτέρου ηγεμόνος των Βαλόνδων, όστις τον υπεδέχη
+καλώς, και τη 26 του αυτού μηνός, αφού διέβη τον Λεέβαν, έφθασε
+προς τον βασιλέα Κατεμά. Εκεί τω εγένετο πάλιν καλή
+υποδεξίωσις. Αναχωρήσας δε μετά της μικράς συνοδείας του,
+εστρατοπέδευσε τη 20 Φεβρουαρίου εις τας όχθας της λίμνης
+Διλολό.
+
+Από του μέρους εκείνου, χώρα δύσβατος, απαιτήσεις των ιθαγενών,
+επιθέσεις των φυλών, επαναστάσεις των εταίρων του, απειλαί
+θανάτου, τα πάντα συνώμοσαν εναντίον του Λιβιγγστώνος, και αν
+ήτο άλλος τις ολιγώτερον ενεργητικός θα παρητείτο της
+επιχειρήσεως. Ο δόκτωρ αντέσχε, και τη 4 Απριλίου έφθασεν εις
+τας όχθας του Κουάγγου, ευρέος ρεύματος όπερ σχηματίζει τα
+ανατολικά όρια των πορτογαλικών κτήσεων και εκβάλλει προς άρσιν
+εν τω Ζαΐρω.
+
+Μετά έξ ημέρας, ο Λίβιγγστων εισήλθεν εις Κασάγγην, ένθα ο
+σωματέμπορος Αλβέζ τον είδε κατά την διάβασίν του, και τη 31
+Μαΐου έφθασεν εις Άγιον Παύλον της Λοάνδας. Τότε κατά πρώτον
+και μετά δύο ετών περιοδείαν η Αφρική εξηρευνήθη λοξοειδώς από
+μεσημβρίας προς δυσμάς.
+
+Τη 24 Σεπτεμβρίου του αυτού έτους ο Δαβίδ Λίβιγγστων εγκατέλιπε
+την Λοάνδαν. Παρεπορεύθη την δεξιάν όχθην του Κοάνζα εκείνου
+του τοσούτον απαισίου εις τον Δικ Σανδ και τους μετ' αυτού,
+έφθασεν εις τον ομόρρουν του Λομβέ, συναντήσας πολλάς συνοδείας
+δούλων, διήλθε πάλιν διά της Κασάγγας, ανεχώρησε τη 30
+Φεβρουαρίου, διέπλευσε τον Κουάγγον και έφθασεν εις την Καβάβαν
+του Ζαμβέση. Τη 8 Ιουνίου επανεύρε την λίμνην Διλολό, επανείδε
+την Σχιντέ, κατήλθε τον Ζαμβέση και εισήλθεν εις Λινυαντί την
+οποίαν εγκατέλιπε τη 30 Νοεμβρίου 1855.
+
+Το δεύτερον τούτο μέρος της περιοδείας, όπερ έμελλε να
+επαναφέρη τον δόκτορα προς την ανατολικήν ακτήν, επεραίου
+εντελώς την διέλευσιν εκείνην της Αφρικής από δυσμών προς
+ανατολάς.
+
+Αφού επεσκέφθη τους περιφήμους καταρράκτας της Βικτωρίας, «τον
+βροτώδη καπνόν», ο Δαβίδ Λίβιγγστων εγκατέλιπε τον Ζαμβέσην και
+κατευθύνθη προς το βορειανατολικόν μέρος. Διήλθε διά της χώρας
+των Βατοκά, ιθαγενών απεκτηνομένων εκ της εισπνεύσεως του
+καννάβεως, επεσκέφθη τον Σεμαλεμπουέ, ισχυρόν αρχηγόν της
+χώρας, διέπλευσε τον Καφουέ, επανήλθεν εις τον Ζαμβέσην,
+επεσκέφθη τον Βασιλέα Μπουρούμαν, εθεώρησε τα ερείπια του
+Ζούμβου, αρχαίας πορτογαλικής πόλεως, συνήντησε τον αρχηγόν
+Μπενδέ τη 17 Ιανουαρίου 1856, πολεμούντα τότε κατά των
+Πορτογάλων και τέλος έφθασεν εις Τετέ, επί των οχθών του
+Ζαμβέση τη 2 Μαρτίου. Ούτοι ήσαν οι κύριοι σταθμοί του
+δρομολογίου εκείνου. Τη 22 Απριλίου ο Λίβιγγστων εγκατέλιπε τον
+σταθμόν τούτον, πλούσιον άλλοτε, κατήλθε μέχρι του δέλτα του
+ποταμού, και έφθασεν εις Κουιλιμανέ τη 20 Μαΐου, τέσσαρα έτη
+μετά την εκ του Ακρωτηρίου ανεχώρησιν. Τη 12 Ιουλίου επεβιβάσθη
+κατευθυνόμενος εις Μαυρίκιον, και τη 22 Δεκεμβρίου επέστρεψεν
+εις Αγγλίαν μετά δεκαεξαετή απουσίαν . . .
+
+Βραβείον της Γεωγραφικής εταιρείας των Παρισίων, μέγα μετάλλιον
+της Γεωγραφικής εταιρείας του Λονδίνου, υποδοχαί λαμπραί, ουδέν
+έλλειψεν εις τον διάσημον περιηγητήν. Έτερος εις την θέσιν του
+ήθελεν νομίσει ότι έπρεπε να αναπαυθή. Αλλ' ο δόκτωρ δεν
+εσκέφθη τοιούτο τι, και αναχωρήσας τη 1 Μαρτίου 1858 μετά του
+αδελφού του Καρόλου, του πλοιάρχου Βαδενφιέλδ, των ιατρών Κιρκ
+και Μέλλερ, και των κ. κ. Θόρντων και Βαΐνες, έφθασε κατά Μάιον
+εις τα παράλια της Μοζαμβίκης, σκοπόν έχων να εξετάση το
+λεκανοπέδιον του Ζαμβέση.
+
+Δεν έμελλον να επανέλθωσι πάντες εκ της εκστρατείας ταύτης.
+
+Μικρόν ατμόπλοιον, το «Μα-Ρόβερ», επέστρεψεν εις τους
+εξερευνητάς να αναπλεύσωσι τον μέγαν ποταμόν διά του στομίου
+του Κογγονέ. Έφθασαν εις Τετέ τη 8 Σεπτεμβρίου. Εξέτασις του
+κάτω ρεύματος του Ζαμβέση και του Χιρέ, του αριστερού ομόρρου
+του κατ' Ιανουάριον του 1859, επίσκεψις της λίμνης Χιρούας κατ'
+Απρίλιον, εξερεύνησις της γης των Μαγγάνγια, ανακάλυψις της
+λίμνης Νυάσας τη 10 Σεπτεμβρίου, επιστροφή εις τους καταρράκτας
+Βικτωρίας τη 9 Αυγούστου 1860, άφιξις του επισκόπου Μάκενση και
+των ιεραποστόλων του εις το στόμιον του Ζαμβέση τη 31
+Ιανουαρίου 1861, εξερεύνησις του Ροβούμα κατά Μάρτιον, επάνοδος
+εις την λίμνην Νυάσαν κατά Σεπτέμβριον 1861 και διαμονή μέχρι
+τέλους του Οκτωβρίου· τη 30 Ιανουαρίου 1862 άφιξις της κυρίας
+Λιβιγγστώνος και δευτέρου ατμοπλοίου, της «λαίδης Νυάσας»,
+τοιαύτα υπήρξαν τα αξιοσημείωτα γεγονότα των πρώτων ετών της
+νέας ταύτης εκστρατείας.
+
+Κατ' εκείνην την στιγμήν ο επίσκοπος Μάκενση και είς των
+ιεραποστόλων είχον ήδη υποκύψει εις τον νοσηρόν του κλίματος,
+και τη 27 Απριλίου η κυρία Λιβιγγστώνος απεβίωσεν εις τας
+αγκάλας του συζύγου της.
+
+Κατά Μάιον ο Λίβιγγστων επεχείρησε δευτέραν κατόπτευσιν του
+Ροβούμα, είτα δε, κατά τα τέλη Νοεμβρίου εισήλθεν εις τον
+Ζαμβέσην, ανέπλευσε τον Χιρέ, απώλεσε τον εταίρον του Θόρντων,
+απέστειλεν οπίσω εις την Ευρώπην τον αδελφόν του Κάρολον και
+τον ιατρόν Κιρκ, εξηντλημένος εκ των νόσων και τη 10 Νοεμβρίου
+διά τρίτην φοράν επανήλθεν εις Νυάσαν, της οποίας συνεπλήρωσε
+την υδρογραφίαν.
+
+Μετά τρεις μήνας μετέβη πάλιν εις το στόμιον του Ζανζιβάρη και
+τη 20 Ιουλίου 1864 μετά πενταετή απουσίαν έφθασεν εις Λονδίνον,
+όπου εδημοσίευσεν το σύγγραμά του επιγραφόμενον: «Εξερεύνησις
+του Ζαμβέση και των παραποτάμων αυτού».
+
+Τη 2 Ιανουαρίου 1866 ο Λίβιγγστων απεβιβάσθη εκ νέου εις
+Ζανζιβάρην. Τότε ήρχιζε την τετάρτην περιοδείαν του.
+
+Τη 8 Αυγούστου, αφού παρευρέθη εις τας φρικώδεις σκηνάς, ας
+προεκάλει η δουλεμπορεία εις εκείνας τας χώρας, ο δόκτωρ μη
+έχων μεθ' εαυτού την φοράν ταύτην ειμή ολίγους σιπάγιους και
+ολίγους μαύρους, μετέβη εις Μοκαλαοζέ, επί των οχθών της
+Νυάσας. Μετά έξ εβδομάδας, οι πλείστοι των ανδρών της συνοδείας
+του έφευγον, επέστρεφον εις Ζανζιβάρην και διέδιδον ψευδώς την
+είδησιν του θανάτου του Λιβιγγστώνος.
+
+Εκείνος όμως δεν ωπισθοχώρει. Ήθελε να επισκεφθή την
+περιλαμβανομένην μεταξύ της Νυάσας και της λίμνης Ταγγανίκας.
+Τη 10 Δεκεμβρίου οδηγούμενος παρά τινων ιθαγενών, διέπλευσε το
+ποτάμιον Λοαγγουά και τη 2 Απριλίου 1807 ανεκάλυψε την λίμνην
+Λιέμβαν. Εκεί έμειναν ένα μήνα μεταξύ ζωής και θανάτου. Τη 30
+Αυγούστου, μόλις αναρρώσας, έφθασεν εις την λίμνην Μοέρο, ης
+επεσκέφθη την βόρειον όχθην, και τη 21 Νοεμβρίου εισήλθεν εις
+την πόλιν Καζονβέ, ένθα διέμεινε τεσσαράκοντα ημέρας, κατά τας
+οποίας ανενέωσε δις την εξερεύνησιν της λίμνης Μοέρο.
+
+Από Καζονβέ ο Λίβιγγστων διηυθύνθη προς βορράν, σκοπόν έχων να
+φθάση εις την σπουδαίαν πόλιν Ουζιζί επί της Ταγγανίκας.
+Καταληφθείς υπό των πλημμυρών, εγκαταλειφθείς υπό των οδηγών
+του, ηναγκάσθη να επανέλθη εις Καζονβέ, κατήλθε πάλιν προς
+νότον τη 6 Ιουνίου, και μετά έξ εβδομάδας έφθασεν εις την
+μεγάλην λίμνην Βαγγουέολο. Εκεί διέμεινε μέχρι της 9 Αυγούστου
+και εζήτησε τότε να ανέλθη προς την Ταγγανίκαν.
+
+Οποίον ταξείδιον! Από της 7 Ιανουαρίου 1869 η αδυναμία του
+ηρωικού δόκτορος ήτο τοιαύτη, ώστε έπρεπε να τον βαστάζωσι.
+Κατά Φεβρουάριον, έφθασε τέλος εις την λίμνην και μετά ταύτα
+εις Ουζιζί, ένθα εύρεν αντικείμενά τινα σταλέντα αυτώ υπό της
+ανατολικής εταιρείας της Καλκούτης.
+
+Ο Λίβιγγστων μίαν μόνην ιδέαν είχε τότε, να φθάση εις τας πηγάς
+ή την κοιλάδα του Νείλου αναπλέων την Ταγγανίκαν. Τη 21
+Σεπτεμβρίου ήτο εις Βαμβαρέ της Μανιουέμας, χώρος των
+ανθρωποφάγων, και έφθασεν εις τον Λοουλάβαν — τον Λαουλάβαν
+εκείνον τον οποίον ο μεν Καμερών υπώπτευσεν, ο δε Στάνλεϋ
+ανεκάλυψεν ότι δεν ήτο ειμή ο άνω Ζαΐρος ή Κόγγος. Εν Μαμοχέλα
+ο δόκτωρ έμεινεν ογδοήκοντα ημέρας ασθενής, έχων τρεις μόνον
+υπηρέτας. Τη 21 Ιουλίου 1871 ανεχώρησε πάλιν διά την Ταγγανίκαν
+και τη 23 Οκτωβρίου μόλις επέστρεψεν εις Ουζιζί. Ήτο σκελετός.
+
+Εν τούτοις, προ της εποχής ταύτης επί πολύ, ουδεμίαν είχον
+είδησιν περί του περιηγητού. Εν Ευρώπη ηδύνατο να τον νομίζωσιν
+αποθανόντα. Αυτός ο ίδιος σχεδόν είχεν απολέσει την ελπίδα ότι
+ήθελόν ποτε τον βοηθήσει.
+
+Ένδεκα ημέρας μετά την εις Ουζιζί επιστροφήν του τη 3
+Νοεμβρίου, πυροβολισμοί ηκούσθησαν εις απόστασιν ενός τετάρτου
+μιλίου από της λίμνης. Ο δόκτωρ έδραμεν εκεί. Λευκός τις ήτο
+ενώπιόν του.
+
+ — Είσθε ο δόκτωρ Λίβιγγστων, ως υποθέτω.
+
+ — Μάλιστα, απεκρίθη ούτος, εγείρων το σκιάδιόν του και μετ'
+ευμενούς μειδιάματος.
+
+Και συνέσφιγξαν αλλήλων τας χείρας. Ευχαριστώ τον Θεόν,
+επανέλαβεν ο λευκός, ότι μοι επέτρεψε να σας συναντήσω.
+
+ — Είμαι ευτυχής, είπεν ο Λίβιγγστων διότι ευρέθην εδώ, όπως
+σας υποδεχθώ.
+
+Ο λευκός ήτο ο Αμερικανός Στάνλεϋ, πευθήν του «Κήρυκος της Νέας
+Υόρκης» τον οποίον ο κ. Βενέτ, διευθυντής της εφημερίδος, είχεν
+αποστείλει προς αναζήτησιν του Δαβίδ Λιβιγγστώνος.
+
+Κατά μήνα Οκτώβριον του 1870, ο Αμερικανός εκείνος, χωρίς να
+διστάση, χωρίς να είπη τι, αλλ' απλώς ως ήρως, επεβιβάσθη εις
+Βομβάην διά την Ζανζιβάρην, και ακολουθήσας περίπου το
+δρομολόγιον του Σπέκε και του Βούρτων, μετά πολλάς κακουχίας
+και αφού πολλάκις η ζωή του ηπειλήθη, έφθασεν εις Ουζιζί.
+
+Οι δύο περιηγηταί, γενόμενοι φίλοι εξέδραμον τότε προς βορράν
+της Ταγγανίκας. Επεβιβάσθησαν εις πλοίον, επροχώρησαν μέχρι του
+ακρωτηρίου Μεγάλα και μετά λεπτομερή εξερεύνησιν εσχημάτισαν
+την ιδέαν ότι η μεγάλη λίμνη ελάμβανε τα ύδατα αυτής έκ τινος
+ομόρρου του Λαουλάβα. Τούτο και ο Καμερών και αυτός ο Στάνλεϋ
+ηθέλησε να παραδεχθώσιν απολύτως μετά τινα έτη. Τη 12
+Δεκεμβρίου ο Λίβιγγστων και ο φίλος του επέστρεψαν εις Ουζιζί.
+
+Ο Στάνλεϋ ητοιμάσθη να απέλθη. Τη 27 Δεκεμβρίου μετά οκταήμερον
+πλουν, ο δόκτωρ και αυτός έφθασεν εις Ουρίμβαν, είτα δε, τη 23
+Φεβρουαρίου, εισήλθον εις Κουϊχάραν.
+
+Η 12 Μαρτίου ήτο ημέρα αποχαιρετισμού.
+
+ — Εξετελέσατε, είπεν ο δόκτωρ εις τον φίλον του, ό,τι
+ολίγιστοι θα έπραττον, και πολύ καλλίτερον μεγάλων τινών
+περιηγητών. Σας ευγνωμονώ διά τούτο. Ο Θεός να σας οδηγή, φίλε
+μου, και να σας ευλογή.
+
+ — Είθε, είπεν ο Στάνλεϋ λαμβάνων την χείρα του Λιβιγγστώνος,
+είθε να επανέλθητε σώος και υγιής μεταξύ ημών, φίλτατε δόκτωρ.
+
+ — Ο Στάνλεϋ απεσπάσθη βιαίως εκ της περιπτύξεως εκείνης και
+επέστρεψε το πρόσωπον ίνα μη φανώσι τα δάκρυά του.
+
+ — Χαίρε, δόκτωρ, αγαπητέ μου φίλε, είπε μετά φωνής πεπιγμένης.
+
+ — Χαίρε απεκρίθη ασθενώς ο Λίβιγγστων.
+
+Ο Στάνλεϋ ανεχώρησε, και τη 12 Ιουλίου 1872 απέβη εις
+Μασσαλίαν.
+
+Ο Λίβιγγστων έμελλε να επαναλάβη τας εξερευνήσεις του. Τη 25
+Αυγούστου, αφού διέμεινε πέντε μήνας εν Κουιχάρα συνοδευόμενος
+υπό των μαύρων υπηρετών του — Σουζή Χούμα και Αμοδά, υπό δύο
+άλλων υπηρετών του Ιακώβου Βαινβράιτ και πεντήκοντα έξ ανδρών
+αποσταλέντων υπό του Στάνλεϋ διευθύνθη προς νότον της
+Ταγγανίκας.
+
+Μετά ένα μήνα η συνοδεία έφθασεν εις Μούραν εν μέσω καταιγίδων
+προκληθεισών υπό μεγίστης ξηρασίας. Είτα επήλθον βροχαί, η
+έχθρα των ιθαγενών, η απώλεια των φορτηγών ζώων πιπτόντων υπό
+τα νύγματα του τσετσέ. Τη 27 Απριλίου αφού περίστρεψε προς
+ανατολάς την λίμνην Βαγγουέολο, κατηυθύνθη προς το χωρίον
+Τσιτάμβο.
+
+Ιδού το μέρος ένθα σωματέμποροί τινες είχον εγκαταλίπει τον
+Λιβιγγστώνα. Ιδού τι έμαθον παρ' αυτών ο Αλβέζ και ο συνέταιρός
+του του Ουζιζί. Είχον πάντα τα διδόμενα να πιστεύωσιν ότι ο
+δόκτωρ αφού εξερευνήση τα νότια της λίμνης, θα ερριψοκινδύνευε
+διά μέσου της Λοάνδας και θα ήρχετο να ζητήση προς δυσμάς χώρας
+αγνώστους. Να ανέλθη προς την Αγγόλαν, να επισκεφθή τας χώρας
+ας ελυμαίνετο η σωματεμπορία και να προχωρήση μέχρι του
+Καζονδέ· το δρομολόγιον ήτο αυτόδηλον, και υπήρχε πάσα
+πιθανότης ότι θα ηκολούθει αυτό ο Λίβιγγστων.
+
+Επί της προσεχούς λοιπόν αφίξεως του μεγάλου περιηγητού ηδύνατο
+να βασίζεται η κυρία Βέλδων, αφού κατά τας αρχάς του Ιουνίου
+υπελογίζετο ότι έπρεπε να είχε φθάσει προ δύο μηνών προς νότον
+της λίμνης Βαγγουέολο.
+
+Αλλά την 13 Ιουνίου, παραμονήν της ημέρας καθ' ήν ο Νεγορός
+έμελλε να επανέλθη όπως ζητήση παρά της κυρίας Βέλδων την
+επιστολήν, ήτις θα παρέδιδεν εις χείρας του τας εκατόν χιλιάδες
+δολλάρια, θλιβερά είδησις διεδόθη διά την οποίαν εχάρησαν ο
+Αλβέζ και οι σωματέμποροι.
+
+Τη 1 Μαΐου 1873, όρθρου βαθέος, ο δόκτωρ Δαβίδ Λίβιγγστων
+απέθανε.
+
+Και τωόντι, τη 29 Απριλίου, η μικρά συνοδεία έφθασεν εις το
+χωρίον Τσιτάμβο, προς νότον της λίμνης. Ο δόκτωρ εκομίζετο επί
+φορείου. Την νύκτα της 30, υπό το κράτος υπερβολικής οδύνης,
+επρόφερε το παράπονον τούτο μόλις ακουσθέν: «Ω, φιλτάτη,
+φιλτάτη!» και εβυθίσθη πάλιν εις νάρκωσιν.
+
+Μετά μίαν ώραν, εκάλεσε τον υπηρέτην του Σουζή, εζήτησεν
+ιατρικά τινα, είτα εψιθύρισε μετά φωνής ασθενούς:
+
+ — Έχει καλώς. Τώρα δύνασθε να απέλθετε.
+
+Περί την τετάρτην ώραν της πρωίας ο Σουζής και πέντε άνδρες της
+συνοδείας του εισήλθον εις την καλύβην του δόκτορος.
+
+Ο Δαβίδ Λίβιγγστων, γονυπετής πλησίον της κλίνης, την κεφαλήν
+έχων εστηριγμένην επί των χειρών, εφαίνετο ωσεί προσευχόμενος.
+
+Ο Σουζής έθεσεν ηρέμα τον δάκτυλον επί της σαρκός, ήτο ψυχρά. Ο
+Δαβίδ Λίβιγγστων δεν υπήρχε πλέον.
+
+Μετά εννέα μήνας το σώμα του μετακομισθέν υπό των πιστών
+υπηρετών του διά μόχθων ανηκούστων, έφθασεν εις Ζανζιβάρην, και
+τη 12 Απριλίου 1874 ετάφη εις την μονήν της Ουεστμίνστερ, εν τω
+μέσω των μεγάλων εκείνων ανδρών, ους η Αγγλία τιμά όσον και
+τους βασιλείς αυτής.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ'.
+
+ΠΟΥ ΔΥΝΑΤΑΙ ΝΑ ΟΔΗΓΗΣΗ ΜΑΝΤΙΚΟΡΟΣ
+
+
+
+Εις ποίαν σανίδα σωτηρίας δεν προσκολλάται ο δυστυχής; Ποίαν
+ακτίνα ελπίδος, όσον και αν είναι αόριστος, δεν ζητούσιν να
+ίδωσιν οι οφθαλμοί του καταδίκου;
+
+Το αυτό συνέβη εις την κυρίαν Βέλδων, και εύκολον είναι να
+εννοήσωμεν τι θα ησθάνθη, όταν έμαθεν εξ αυτού του στόματος του
+Αλβέζ ότι ο δόκτωρ Λίβιγγστων απεβίωσεν έν τινι μικρώ χωρίω της
+Βαγγουέολο.
+
+Τη εφάνη ότι ήτο μάλλον ή άλλοτε μεμονωμένη, ότι το είδος τι
+δεσμού, όστις την συνέδεε μετά του περιηγητού και δι' αυτού
+μετά του πεπολιτισμένου κόσμου, εθραύσθη.
+
+Η σανίς της σωτηρίας έφευγεν υπό την χείρα αυτής, η ακτίς της
+ελπίδος εσβέννυτο προ των ομμάτων αυτής.
+
+Ο Τωμ και οι σύντροφοί του είχον εγκαταλίπει τον Καζονδέ
+διευθυνόμενοι προς την χώραν των λιμνών.
+
+Περί του Ηρακλέους ουδεμία υπήρχεν είδησις.
+
+Η κυρία Βέλδων δεν ηδύνατο βεβαίως να βασισθή επί ουδενός . . .
+.
+
+Ήτο ετοίμη λοιπόν να παραδεχθή την πρότασιν του Νεγορού,
+προσπαθούσα να συζητήση αυτήν και να εξασφαλίση το τελικόν
+αποτέλεσμα.
+
+Τη 14 Ιουνίου, ημέρας ορισθείσης υπ' αυτού, ο Νεγορός
+ενεφανίσθη εις την καλύβην της κυρίας Βέλδων.
+
+Ο Πορτογάλος υπήρξεν ως πάντοτε εντελώς πρακτικός. Ουδεμία
+ενδοτικότητα είχε να δείξη ως προς την σπουδαιότητα των λύτρων,
+τα οποία η αιχμάλωτος ούτε καν συνεζήτησεν. Αλλά και η κυρία
+Βέλδων εφάνη πρακτικωτάτη ειπούσα αυτώ:
+
+ — Εάν θέλετε να ενεργήσετε εμπορικήν υπόθεσιν, μη καθιστάτε
+αυτήν αδύνατον, δι' όρων απαραδέκτων. Η ανταλλαγή της
+ελευθερίας ημών διά της ποσότητος ην απαιτείτε δύναται να
+επιτευχθή, χωρίς ο σύζυγός μου να έλθη εις χώραν, όπου βλέπετε
+πώς μεταχειρίζονται τους λευκούς. Λοιπόν αντί ουδεμιάς θυσίας
+στέργω να έλθη.
+
+Μετά τινα δισταγμόν Νεγορός ενέδωκε και η κυρία Βέλδων επέτυχεν
+ώστε ο Ιάκωβος Βέλδων να μη ριψοκινδυνεύση μέχρι του Καζονδέ.
+Πλοίον τι θα τον απεβίβαζεν εις Μοσαμεδές, μικρόν λιμένα της
+νοτίου ακτής της Αγγόλας, συνήθως συχναζόμενον υπό των
+σωματεμπόρων και γνωστότατον εις τον Νεγορόν. Εκεί ο Πορτογάλος
+θα έφερε τον Ιάκωβον Βέλδων, και εις εποχήν ωρισμένην οι
+πράκτορες του Αλβέζ θα ωδήγουν ωσαύτως την κυρίαν Βέλδων, τον
+Ζακ και τον εξάδελφον Βενέδικτον.
+
+Τα χρήματα θα εδίδοντο εις τους πράκτορας εκείνους αντί της
+παραδόσεως των αιχμαλώτων, ο δε Νεγορός όστις απέναντι του
+Ιακώβου Βέλδων θα παρίστα πρόσωπον τιμιωτάτου ανδρός, θα
+εγίνετο άφαντος κατά την άφιξιν του πλοίου.
+
+Ο υπό της κυρίας Βέλδων επιτευχθείς ούτος όρος ήτο
+σπουδαιότατος. Απήλλασε τον σύζυγόν της από τους κινδύνους της
+μεταβιβάσεως εις Καζονδέ και να κρατηθή εκεί, αφού επλήρωνε τα
+λύτρα, ή τους κινδύνους της επιστροφής. Όσον αφορά τα εξακόσια
+μίλια, άτινα εχώριζον το Καζονδέ από του Μοσαμεδές, υπό τους
+όρους καθ' ούς έμελλον να διανυθώσι ταύτα μετά την από Κοάνζα
+αναχώρησιν, η κυρία Βέλδων δεν είχε να φοβηθή άλλο τι ειμή
+ολίγους κόπους, καθότι το συμφέρον του Αλβέζ, όστις ήτο
+αναμεμιγμένος εις την υπόθεσιν απήτει ώστε οι αιχμάλωτοι να
+φθάσωσιν εκεί σώοι και υγιείς.
+
+Ούτω συμφωνηθέντων των πραγμάτων, η κυρία Βέλδων έγραψε προς
+τον σύζυγόν της υπό την έννοιαν ταύτην, αφίνουσα προσωρινώς εις
+τον Νεγορόν να παρουσιασθή ως θεράπων αφωσιομένος, όστις
+ηδυνήθη να διαλάθη τους ιθαγενείς. Ο Νεγορός έλαβε την
+επιστολήν, ήτις δεν επέτρεπεν εις τον Ιάκωβον Βέλδων να διστάση
+όπως τον ακολουθήση μέχρι του Μεσαμεδές, και την επιούσαν,
+συνοδευόμενος υπό εικοσάδος μαύρων, απήλθε προς βορράν.
+
+Διατί ελάμβανεν την διεύθυνσιν εκείνην; Είχεν άρα γε σκοπόν να
+επιβιβασθή εις πλοίον τι εξ εκείνων, άτινα συχνάζουν εις τα
+στόμια του Κόγγου και διά του μέσου τούτου να αποφύγη τους
+πορτογαλικούς σταθμούς και τα σωφρονιστικά καταστήματα, εις τα
+οποία είχε φιλοξενηθή ακουσίως; Πιθανόν. Τούτο τουλάχιστον
+επροφασίσθη εις τον Αλβέζ.
+
+Μετά την αναχώρησίν του η κυρία Βέλδων εδέησε να κανονίση τον
+βίον της ούτως ώστε να διέλθη όσω το δυνατόν καλλίτερον τον
+χρόνον, καθ' όν θα διέμενεν εν Καζονδέ. Παραδεχομένη τας μάλλον
+ευνοϊκάς περιπτώσεις υπελόγιζεν ότι ήθελον παρέλθει τρεις ή
+τέσσαρες μήνες.
+
+Η αναχώρησις και η επάνοδος του Νεγορού τοσούτον χρόνον απήτει.
+
+Ο σκοπός της κυρίας Βέλδων δεν ήτον να εγκαταλίπη το
+πρακτορείον. Το τέκνο της, ο εξάδελφος Βενέδικτος και αύτη
+ευρίσκοντο σχετικώς εν ασφαλεία. Αι περιποιήσεις της Χαλιμάς
+εμετρίαζον ολίγον τας σκληρότητας της φυλακίσεως εκείνης. Ήτο
+άλλως τε πιθανόν ότι ο σωματέμπορος δεν θα τη επέτρεπε να
+εγκαταλίπη το κατάστημά του.
+
+Η μεγάλη αμοιβή την οποίαν θα τω προσεπόριζεν η αγορά της
+αιχμαλώτιδος ήξιζε τον κόπον να την φυλάττωσιν αυστηρώς. Ήτο
+μάλιστα ευτυχής διότι δεν ηναγκάσθη να εγκαταλίπη το Καζονδέ,
+όπως επισκεφθή τα δύο άλλα αυτού πρακτορεία του Βιχέ και της
+Κασάγγας. Ο Κοΐμβρας απήλθεν όπως αντικαταστήση αυτόν εν τη
+εκστρατεία νέων ανθρωποκυνηγεσίων, και ουδεμίαν αιτίαν είχε να
+ποθή την παρουσίαν του μεθύσου εκείνου.
+
+Προς τούτοις ο Νεγορός προ της αναχωρήσεως του τω συνέστησε
+θερμώς την κυρίαν Βέλδων. Είχον μέγα συμφέρον να την επιτηρώσιν
+αυστηρώς. Δεν ήξευρον τι εγένετο ο Ηρακλής. Εάν δεν απώλετο εν
+τη φοβερά εκείνη επαρχία του Καζονδέ, ίσως θα προσεπάθει να
+πλησιάση την αιχμαλώτιδα και να αποσπάση εκ των χειρών του
+Αλβέζ. Ο σωματέμπορος εννόησε καλώς κατάστασιν πραγμάτων
+αντιπροσωπεύουσαν μέγα αριθμόν δολλαρίων και ηγγυάτο περί της
+κυρίας Βέλδων ως περί του ιδίου αυτού χρηματοκιβωτίου.
+
+Ο μονότονος λοιπόν βίος της αιχμαλώτιδος, κατά τας πρώτας
+ημέρας της αφίξεως αυτής εις το πρακτορείον εξηκολούθησεν.
+
+Ό,τι συνέβαινεν εν τω περιβόλω εκείνω αναπαρίστα ακριβέστατα
+τας διαφόρους πράξεις του εξωτερικού ιθαγενούς βίου. Ο Αλβέζ
+δεν ηκολούθει άλλα έθιμα ειμή τα των ιθαγενών του Καζονδέ.
+
+Αι γυναίκες του καταστήματος ειργάζοντο ως θα ειργάζοντο εν τη
+πόλει προς μεγάλην ευχαρίστησιν των συζύγων των ή των κυρίων
+των· η μέχρι εντελούς αποφλοιώσεως διά ξυλίνων ιγδίων
+προετοιμασία της ορύζης· το καθάρισμα και το λίχνισμα του
+αραβοσίτου, και όλαι αι αναγκαίαι εργασίαι προς εξαγωγήν
+κεγχρώδους ουσίας χρησιμευούσης εις την κατασκευήν ζωμού
+καλουμένου «μτυελέ» εν τη χώρα· η συλλογή του σόργου, είδους
+μεγάλης κέγχρου, όπερ κατ' εκείνην την ώραν του έτους ήτο
+εντελώς ώριμον· η εξαγωγή του ευώδους εκείνου ελαίου των
+πυρηνωδών καρπών του τοσούτον επιζητήτου υπό των ιθαγενών· η
+κλώσις του βάμβακος, του οποίου αι ίνες περιστρέφονται δι'
+ατράκτου ενός και ημίσεως ποδός μήκους, εις το οποίον αι
+νήθουσαι δίδουσι ταχείαν περιστροφικήν κίνησιν· η εκ φλοιών
+κατασκευή υφασμάτων· η εξαγωγή των ριζών του μανιόκου και η
+προπαρασκευή της γης διά τα διάφορα προϊόντα της χώρας, ήτοι
+της κασάβας, αλεύρου εξαγομένου εκ του μανιόκου· κυάμων των
+οποίων οι λοβοί μακροί δεκαπέντε δακτύλων παράγονται επί
+δένδρων είκοσι ποδών υψηλών· αραχίδων προωρισμένων προς
+κατασκευήν ελαίου· ζωηρών και κυανών πίσων· καφέ ιθαγενούς·
+σακχαροκαλάμων, των οποίων ο οπός μεταβάλλεται εις σιρόπιον·
+κρομμύων, γουάβων, σησάμου· αγγουρίων, των οποίων οι σπόροι
+οπτώνται ως τα κάστανα· παρασκευή των ζημουμένων ποτών, του εκ
+βανανών κατασκεβαζομένου μαλοφού, του πομβέ και άλλων·
+περιποιήσεις των οικοβίων κτηνών, των αγελάδων εκείνων αίτινες
+δεν αφίνουσιν να τας αλμέξωσιν ειμή επί παρουσία του μόσχου των
+ή μόσχου τεταριχευμένου· των δαμάλεων εκείνων μικράς φυλής
+βραχυκέρων, των οποίων τινές έχουσιν ύβον· των αιγών εκείνων,
+αίτινες εν τη χώρα ένθα το κρέας των χρησιμεύει προς τροφήν
+είναι σπουδαίον αντικείμενον ανταλλαγής, δύναταί τις ειπείν
+τρέχων νόμισμα ως ο δούλος, τέλος η συντήρησις των ορνίθων,
+χοίρων, προβάτων, βοών κ. τ. λ. — η μακρά αύτη απαρίθμησις
+δεικνύει ποίαι τραχείαι εργασίαι επιβαρύνουσι το ασθενές φύλον
+των αγρίων εκείνων χωρών της αφρικανικής ηπείρου.
+
+Κατά την εποχήν ταύτην οι άνδρες καπνίζουσι τον καπνόν ή την
+κάνναβιν, θυρεύουσι τον ελέφαντα ή τον βούβαλον, μισθούνται διά
+λογαριασμόν των σωματεμπόρων εις τα ανθρωποκυνήγια.
+
+Συλογή αραβοσίτων ή δούλων, είναι πάντοτε συλλογή γινομένη κατ'
+εποχάς ωρισμένας.
+
+Εκ των διαφόρων τούτων ασχολιών η κυρία Βέλδων δεν εγίνωσκεν εν
+τω πρακτορείω του Αλβέζ ειμή το μέρος το αναγόμενον εις τας
+γυναίκας.
+
+Ενίοτε ίστατο να τας παρατηρή, ενώ εκείναι, οφείλομεν να το
+είπωμεν, τη απεκρίνοντο διά μορφασμών εχθρικών.
+
+Το φυλετικόν ορμέμφυτον παρεκίνει τας δυστυχείς εκείνας να
+μισώσι την λευκήν, και εν τη καρδία αυτών ουδεμίαν θα εύρισκε
+τις συμπάθειαν δι' αυτήν. Μόνη η Χαλιμά απετέλει εξαίρεσιν, η
+δε κυρία Βέλδων κατωρθώσασα να ενθυμήται λέξεις τινάς της
+ιθαγενούς γλώσσης, ηδυνήθη μετ' ολίγον να ανταλλάση φράσεις
+τινάς μετά της νεαράς δούλης.
+
+Ο μικρός Ζακ συνώδευε πολλάκις την μητέραν του, ότε αύτη
+περιεφέρετο εν τω περιβόλω αλλά πολύ επεθύμει να εξέλθη.
+
+Εν τούτοις υπήρχον εκεί παμμέγιστα βαοβάβ, φωλεαί ερωδιών και
+φωλεαί σουιμάγγων μετά στήθους και λαιμού ερυθρών, είτα υπήρχον
+χήραι καλάοι των οποίων το κελάδημα ήτο ευάρεστον, ψιττακοί
+χρώματος φαιού ανοικτού μετά ερυθράς ουράς· δρούγοι
+εντομοφάγοι. Τη δεκακείσε περιίπταντο ωσαύτως, εκατοστύες
+χρυσαλλίδων διαφόρων ειδών, προ πάντων πέριξ των ρυακίων άτινα
+διήρχοντο διά του πρακτορείου· αλλ' όλα ταύτα αφεώρων τον
+εξάδελφον Βενέδικτον μάλλον ή τον μικρόν Ζακ, και ούτος
+ελυπείτο διότι δεν ήτο υψηλότερος όπως βλέπη υπεράνω των
+τοίχων.
+
+Φευ! πού ήτο ο δυστυχής φίλος του, Δικ Σανδ, όστις τον
+ανεβίβαζε τόσον υψηλά εις τους ιστούς του «Πίλγριμ!» Πώς θα τον
+ηκολούθει εις τους κλάδους των δένδρων, των οποίων η κορυφή
+υψούτο πλειότερον των εκατόν ποδών! Πόσας άλλας ωραίας
+διασκεδάσεις θα απελάμβανον ομού!
+
+Αλλ' ο εξάδελφος Βενέδικτος ήτο πάντοτε ευτυχέστατος εκεί ένθα
+ήτο, ήρκει να μη τω έλειπον τα έντομα. Ευτυχώς είχεν ανακαλύψει
+εν τω πρακτορείω — και εσπούδαζεν, όσον ηδύνατο άνευ διόπτρων
+και μικροσκοπίου — μικροσκοπικωτάτην τινά μέλισσαν, ήτις
+κατασκεύαζε τας ωοθήκας αυτής μεταξύ των σκωριών του ξύλου καί
+τινα σφήγγα ωοτοκούσαν εις κυψέλας μη ανηκούσας εις αυτήν, ως
+πράττει ο κόκκυξ εις την φωλεάν των άλλων.
+
+Οι κώνωπες ωσαύτως δεν έλειπον εις τας όχθας των ρυακίων και
+τον κατέστιζον διά των νυγμάτων των εις βαθμόν ώστε να τον
+καθιστώσι αγνώριστον, και ότε η κυρία Βέλδων τον επέπληττε
+διότι άφινε να τον καταφάγωσι τα κακοποιά εκείνα έντομα,
+
+ — Είναι το ορμέμφυτον αυτών, εξαδέλφη Βέλδων, τη απεκρίνατο
+ξέων το δέρμα του μέχρις αίματος, είναι το ορμέμφυτον αυτών και
+δεν πρέπει να δυσαρεστούμεθα.
+
+Τέλος ημέραν τινά — ήτο η 17 Ιουνίου — ο εξάδελφος Βενέδικτος
+ολίγου δειν να γίνη ο ευτυχέστατος των εντομολόγων.
+
+Αλλά το γεγονός τούτο, όπερ έσχεν απροσδοκήτους συνεπείας, δέον
+να αφηγηθώμεν μετά τινων λεπτομερειών.
+
+Ήτο η ενδεκάτη ώρα περίπου προ μεσημβρίας. Αφόρητος καύσων
+είχεν αναγκάσει τους κατοίκους του πρακτορείου να μείνωσιν εις
+τας καλύβας των, και ουδένα ιθαγενή θα συνήντα τις εις τας
+οδούς του Καζονδέ.
+
+Η κυρία Βέλδων ήτο νεναρκωμένη πλησίον του μικρού Ζακ όστις
+εκοιμάτο.
+
+Και αυτός ο εξάδελφος Βενέδικτος, υπείκων εις την επιρροήν της
+τροπικής εκείνης θερμοκρασίας, είχε παραιτήσει τα ευνοούμενα
+αυτού κυνήγια, — πράγμα όπερ τον δυσηρέστει πολύ, καθότι εις
+τας σημερινάς εκείνας ακτίνας ήκουε βομβούντα ολόκληρον κόσμον
+εντόμων.
+
+Μετά μεγάλης λοιπόν λύπης κατέφυγεν εις το βάθος της καλύβης
+του και εκεί ο ύπνος ήρχισε να τον καταλαμβάνη εν τη
+καταναγκαστική εκείνη αναπαύσει.
+
+Αίφνης ενώ οι οφθαλμοί του ημιεκλείοντο, ήκουσε θρουν τινα,
+ήτοι ένα εκ των αφορήτων εκείνων βόμβων των εντόμων, των οποίων
+τινά δύνανται να ποιήσωσι δεκαπέντε ή δεκαέξ χιλιάδας
+πτερυγισμούς κατά δευτερόλεπτον.
+
+Εξάποδον! έκραξεν ο εξάδελφος Βενέδικτος αφυπνισθείς πάραυτα
+και μεταβαίνων από της οριζοντίας θέσεως εις την κάθετον θέσιν.
+
+Ότι ήτο εξάποδον το βομβούν εν τη καλύβη, ουδεμία υπήρχεν
+αμφιβολία.
+
+Αλλ' εάν ο εξάδελφος Βενέδικτος ήτο λίαν μύωψ, είχε τουλάχιστον
+την ακοήν οξυτάτην, εις τοιούτον μάλιστα βαθμόν ώστε ηδύνατο να
+διακρίνη έν έντομον από άλλου εκ μόνης της εντάσεως του βόμβου
+του και τω εφάνη ότι ο βόμβος εκείνος τω ήτο άγνωστος. αν και
+δεν ηδύνατο να παράγεται έκ τινος γιγαντώδους είδους.
+
+ — Τι είναι το εξάποδον τούτο; ηρώτησε καθ' εαυτόν ο εξάδελφος
+Βενέδικτος.
+
+Και ιδού αυτός θέλων να διακρίνη το έντομον, όπερ ήτο λίαν
+δυσχερές εις τους μη διοπτροφορούντας οφθαλμούς του, αλλά
+προσπαθών να το αναγνωρίση εκ της αναπάλσεως των πτερύγων του.
+
+Το εντομολογικόν αυτού ορμέμφυτον τον ειδοποίησεν ότι θα ήτο
+καλόν εύρημα, και ότι το έντομον εκείνο δεν θα ήτο τυχόν
+έντομον.
+
+Ο εξάδελφος Βενέδικτος ανακαθήσας δεν εκινείτο πλέον.
+Ηκροάζετο.
+
+Ηλιακαί τινες ακτίνες εισέδυον μέχρις αυτού. Οι οφθαλμοί του
+ανεκάλυψαν τότε μέγα σημείον μέλαν περιιπτάμενον μεν αλλά μη
+διερχόμενον αρκετά πλησίον ώστε να δυνηθή να το διακρίνη.
+
+Συνείχε την αναπνοή του, και εάν ενύσσετο εις οίον δήποτε μέρος
+του προσώπου ή των χειρών, είχεν απόφασιν, να μη ποιήση κίνησίν
+τινα δυναμένην να φυγαδεύση το εξάποδόν του.
+
+Τέλος το βομβούν έντομον, αφού εστράφη πολύ περί αυτόν ήλθε και
+εκαθέσθη επί της κεφαλής του.
+
+Το στόμα του εξαδέλφου Βενεδίκτου διεστάλη προς στιγμήν ωσεί να
+μειδιάση, και ποίον μειδίαμα! Ησθάνετο το ελαφρόν ζωύφιον
+τρέχον επί της κόμης του.
+
+Ακαταμάχητος επιθυμία να φέρη εκεί την χείρα τον κατέλαβε προς
+στιγμήν, αλλ' αντέσχε και έπραξε καλώς.
+
+ — Οχ! όχι! εσκέφθη. ή θα αποτύχω, ή, όπερ το χειρότερον, θα τω
+προξενήσω κακόν. Ας το αφήσωμεν να έλθη πλησιέστερον. Ιδού
+βαδίζει! Καταβαίνει.
+
+Αισθάνομαι τους μικροφυείς πόδας του διατρέχοντας το κρανίον
+μου! Πρέπει να είναι εξάποδον ωραίου μεγέθους. Θεέ μου!
+ευδόκησον μόνον να καταβή μέχρι του άκρου της ρινός μου και
+εκεί, αλλοιθωρίζων ολίγον, ίσως δυνηθώ να το ίδω και να ορίσω
+εις ποίαν ομοταξίαν, εις ποίον γένος, είδος ή ποικιλίαν ανήκει.
+
+Ούτως εσκέπτετο ο εξάδελφος Βενέδικτος. Αλλά μεταξύ του κρανίου
+του, όπερ ήτο αρκούντως οξύ, μέχρι του άκρου της ρινός του,
+ήτις ήτο μακροτάτη, η απόστασις ήτο μεγάλη.
+
+Πόσας άλλας διευθύνσεις το ιδιότροπον έντομον ηδύνατο να λάβη,
+προς το μέρος των ώτων, προς το μέρος του μεσοκράνου,
+διευθύνσεις αίτινες το απεμάκρυνον από των οφθαλμών του
+επιστήμονος, χωρίς να υπολογίσωμεν ότι ανά πάσαν στιγμήν
+ηδύνατο να επαναλάβη την πτήσιν του, να εγκαταλίπη την καλύβην,
+να εξαφανισθή εις τας ηλιακάς εκείνας ακτίνας, ένθα βεβαίως
+διήρχετο τον βίον του εν τω μέσω του βόμβου των ομογενών αυτού,
+άτινα το προσεκάλουν εκτός!
+
+Ο εξάδελφος Βενέδικτος εσκέφθη πάντα ταύτα. Ουδέποτε καθ' όλον
+τον εντομολογικόν βίον του, διήλθε στιγμάς συγκινητικωτέρας.
+Αφρικανικόν εξάποδον είδους ή τουλάχιστον ποικιλίας, ή μάλιστα
+υποποικιλίας νέας, ήτο εκεί επί της κεφαλής του, και δεν
+ηδύνατο να το διακρίνη ειμή επί τω όρω να καταδεχθή να
+περιπατήση ένα τουλάχιστον δάκτυλον υπό τους οφθαλμούς του.
+
+Εν τούτοις η ευχή του εξαδέλφου Βενεδίκτου έμελλε να
+εισακουσθή. Το έντομον, αφού περιώδευσεν επί της ημιανωρθωμένης
+εκείνης κόμης, ως επί της κορυφής ακαλλιεργήτου τινός θάμνου,
+ήρχισε να κατεβαίνη εις τας κροτάφους του εξαδέλφου Βενεδίκτου,
+και ούτος ηδυνήθη τέλος να συλλάβη την ελπίδα ότι ήθελε
+ριψοκινδυνεύσει εις την κορυφήν της ρινός, διατί να μη κατέλθη
+προς τας βάσεις;
+
+ — Εγώ εις την θέσιν του θα κατέβαινον, εσκέπτετο ο άξιος
+επιστήμων.
+
+Το αληθέστερον είναι ότι πας άλλος εις την θέσιν του εξαδέλφου
+Βενεδίκτου θα έδιδεν ισχυρόν κτύπημα διά να κατασυντρίψη το
+ενοχλητικόν έντομον, ή τουλάχιστον διά να το τρέψη εις φυγήν.
+Να αισθάνεταί τις έξ πόδας περιφερομένους επί του δέρματός του,
+χωρίς να αναφέρομεν και τον φόβον μήπως κεντηθή, και να μη
+κινήται, συμφωνήσατε ότι τούτο είναι αληθής ηρωισμός.
+
+Ο Σπαρτιάτης αφίνων να κατασπαραχθή το σώμα του υπό αλώπεκος. Ο
+Ρωμαίος κρατών μεταξύ των δακτύλων του άνθρακας ανημμένους, δεν
+ήσαν κύριοι εαυτών πλειότερον του εξαδέλφου Βενεδίκτου, όστις
+αναντιρρήτως κατήγετο εκ των δύο τούτων ηρώων.
+
+Το έντομον, αφού εποίησεν είκοσι μικράς περιστροφάς, έφθασεν
+εις την κορυφήν της ρινός. Εκεί εγένετο δισταγμός τις, όστις
+επεσώρευσεν εις την καρδίαν όλον το αίμα του εξαδέλφου
+Βενεδίκτου. Θα ανέβαινε πάλιν το εξάποδον πέραν της γραμμής των
+οφθαλμών ή θα κατέβαινεν υποκάτω αυτών;
+
+Κατέβη. Ο εξάδελφος Βενέδικτος ησθάνθη τους τριχωτούς πόδας του
+αναπτυσομένους προς τας βάσεις της ρινός του. Το έντομον δεν
+διευθύνθη μήτε προς τα δεξιά μήτε προς τα αριστερά. Έμεινε
+μεταξύ των φρισόντων πτερυγίων, επί της ελαφράς κοίλης κορυφής
+της επιστημονικής εκείνης ρινός, τοσούτον καλώς εσχηματισμένης,
+όπως βαστάζη δίοπτρα.
+
+Υπερέβη το μικρόν κοίλωμα το παραχθέν εκ της αδιακόπου χρήσεως
+του οπτικού τούτου οργάνου του οποίου εστερείτο ο δυστυχής
+εξάδελφος, και εσταμάτησεν εις αυτήν την άκραν του ρινικού
+παραρτήματος.
+
+Ήτο η καλλιτέρα θέσις, ην ηδύνατο να εκλέξη το εξάποδον. Εκ της
+αποστάσεως ταύτης οι δύο οφθαλμοί του εξαδέλφου Βενεδίκτου
+συνενούντες την οπτικήν αυτών ακτίνα ηδύναντο ως δύο φακοί να
+εξακοντήσωσιν επί του εντόμου το διπλούν αυτών βλέμμα.
+
+ — Θεέ παντοδύναμε! ανέκραξεν ο εξάδελφος Βενέδικτος μη
+δυνηθείς να συγκρατήση κραυγήν ο φυματώδης μαντίκορος!
+
+Αλλά δεν έπρεπε να κραυγάση, έπρεπε μόνον να το σκεφθή! Αλλά
+τοιαύτη απαίτησις θα ήτο μεγάλη προκειμένου περί τοιούτου
+ενθουσιώδους εντομολόγου.
+
+Να έχη επί της άκρας της ρινός φυματώδη μαντίκορον μετά πλατεών
+ελύτρων, έντομον της ομοιογενείας των πυγολαμπίδων, δείγμα
+σπανιώτατον εν ταις συλλογαίς, όπερ φαίνεται ειδικόν εις τας
+μεσημβρινάς εκείνας επαρχίας της Αφρικής και να μη εκφέρη
+κραυγήν θαυμασμού, τούτο είναι υπέρτερον των ανθρωπίνων
+δυνάμεων!
+
+Ατυχώς ο μαντίκορος ήκουσε την κραυγήν εκείνην, ην σχεδόν
+αμέσως παρηκολούθησε πταρμός, όστις έσεισε το παράρτημα εφ' ού
+ανεπαύετο. Ο εξάδελφος Βενέδικτος ηθέλησε να τον συλλάβη,
+έτεινε την χείρα, την έκλεισε βιαίως και δεν κατώρθωσε να
+συλλάβη ειμή το άκρον της ιδίας εαυτού ρινός.
+
+ — Ανάθεμα! ανέκραξεν.
+
+Αλλά τότε έδειξεν αξιοσημείωτον ψυχραιμίαν·
+
+Ήξευρεν ότι ο φυματώδης μαντίκορος ημιίπταται, ούτως ειπείν ότι
+μάλλον βαδίζει ή πετά. Εγονυπέτησε λοιπόν και κατόρθωσε να
+παρατηρήση εις απόστασιν μικροτέραν των δέκα δακτύλων από των
+οφθαλμών του, το μέλαν σημείον ολισθαίνον ταχέως έν τινι ηλιακή
+ακτίνι.
+
+Προδήλως προτιμότερον ήτο να το σπουδάση εν τη ανεξαρτήτω
+εκείνη καταστάσει.
+
+Προ πάντων όμως έπρεπε να μη το απολέση εκ των οφθαλμών του.
+
+ — Να συλλάβω τον μαντίκορον· θα διέτρεχον τον κίνδυνον να τον
+κατασυντρίψω, εσκέφθη ο εξάδελφος Βενέδικτος. Όχι! Θα τον
+παρακολουθήσω, θα τον θαυμάσω. Έχω τον απαιτούμενον καιρόν να
+τον συλλάβω.
+
+Είχεν άραγε άδικον ο εξάδελφος Βενέδικτος; Όπως δήποτε, ιδού
+ούτος με τα τέσσαρα, ως κύων οσφραινόμενος ίχνη, και ακολουθών
+επτά ή οκτώ δακτύλους όπισθεν το μεγαλοπρεπές εξάποδον.
+
+Μετ' ολίγας στιγμάς ήτο έξω της καλύβης, υπό τον μεσημερινόν
+ήλιον και μετ' άλλας ολίγας στιγμάς εις την βάσιν του
+περιχαρακώματος, όπερ έκλειε το κατάστημα του Αλβέζ.
+
+Εις το μέρος εκείνο έμελλεν άραγε ο μαντίκορος δι' ενός άλματος
+να υπερβή τον περίβολον και να θέση ένα τοίχον μεταξύ αυτού και
+του λάτρεώς του; Όχι, τούτο δεν ήτο εις την φύσιν του και ο
+εξάδελφος Βενέδικτος το εγίνωσκε καλώς.
+
+Τούτο ένεκα έμεινε πάντοτε εκεί έρπων ως όφις πολύ μεν μακράν
+όπως δυνηθή να εξετάση το έντομον εντομολογικώς, αρκετά όμως
+πλησίον όπως βλέπη πάντοτε το κινούμενον εκείνο μέγα σημείον,
+όπερ εβάδιζεν επί του εδάφους.
+
+Ο μαντίκορος φθάσας πλησίον του περιχαρακώματος, συνήντησε
+μεγάλην οπήν ανεωγμένην παρά την βάσιν του περιβόλου.
+
+Εκεί χωρίς να διστάση εισέδυσεν εν τη υπογείω εκείνη στοά,
+καθότι έχει την συνήθειαν να επιζητή τας σκοτεινάς ταύτας
+οδούς.
+
+Ο εξάδελφος Βενέδικτος ενόμισεν ότι έμελλε να τον απολέση εκ
+των οφθαλμών του. Αλλά προς μεγάλην του έκπληξιν η οπή εκείνη
+ήτο δύο πόδας τουλάχιστον πλατεία και η σήραγξ εσχημάτιζεν
+είδος τι στοάς ένθα το ισχνόν σώμα του ηδυνήθη να εισχωρήση.
+
+Άλλως τε δε εις την καταδίωξιν εκείνην εδείκνυε την ζέσιν
+ικτίδος, και ούτε καν παρετήρησεν ότι έρπων τοιουτοτρόπως
+διήλθε κάτωθεν του περιφράγματος.
+
+Τωόντι η σήραγξ απετέλει συγκοινωνίαν φυσικήν μεταξύ του
+εσωτερικού και του εξωτερικού.
+
+Μετά παρέλευσιν δε ημίσεως λεπτού ο εξάδελφος Βενέδικτος ευρέθη
+έξω του πρακτορείου.
+
+Τούτο όμως δεν ήτο ικανόν να τον ανησυχήση. Ήτο όλως
+παραδεδεμένος εις τον θαυμασμόν του προς το κομψόν έντομον το
+οδηγούν αυτόν.
+
+Αλλ' εκείνο βεβαίως είχε κουρασθή εκ της μακράς εκείνης
+πορείας.
+
+Τα έλυτρα αυτού διέστησαν, αι πτέρυγες ανεπτύχθησαν. Ο
+εξάδελφος Βενέδικτος ησθάνθη τον κίνδυνον και διά της
+ανεστραμμένης χειρός του έμελλε να προσφέρη εις τον μαντίκορον
+προσωρινήν φυλάκισιν όταν, φρρρ . . . ούτος επέταξε.
+
+Ποία απελπισία! Αλλ' ο μαντίκορος δεν ηδύνατο να πετάξη μακράν.
+
+Ο εξάδελφος Βενέδικτος ηγέρθη, παρετήρησε και ώρμησε με τας δύο
+χείρας τεταμένας και ανοικτάς.
+
+Το έντομον περείπτατο άνωθεν της κεφαλής του και δεν έβλεπε
+πλέον ειμή μέλαν τι σημείον δυσδιάκριτον εις αυτόν.
+
+Θα ήρχετο άραγε ο μαντίκορος να αναπαυθή πάλιν επί της γης,
+αφού περιέγραψεν ιδιοτρόπους τινάς κύκλους περί την ανωρθωμένην
+κόμην του εξαδέλφου Βενεδίκτου; Κατά πάσαν πιθανότητα θα
+εγίνετο ούτω.
+
+Δυστυχώς διά τον ατυχή επιστήμονα, το μέρος εκείνο του
+καταστήματος του Αλβέζ, όπερ έκειτο εις την βορείαν άκραν της
+πόλεως, συνώρευε προς ευρύτατατον δάσος καλύπτον την χώραν του
+Καζονδέ επί διαστήματος πολλών τετραγωνικών μιλίων.
+
+Εάν ο μαντίκορος έφθανεν εις το φύλλωμα των δένδρων, και εάν
+εκεί ήρχιζε να ίπταται από κλάδου εις κλάδον, έπρεπε να αποβάλη
+πλέον πάσαν ελπίδα ότι ήθελε τον εγκλείσει εις τον περίφημον
+κασσιτέρινον κιβώτιόν του, του οποίου θα ήτο το τιμαλφέστερον
+κόσμημα.
+
+Φευ! τούτο και συνέβη. Ο μαντίκορος επανέλαβε πάλιν την επί του
+εδάφους θέσιν του.
+
+Ο εξάδελφος Βενέδικτος, ελπίσας ότι θα ηδύνατο να τον επανίδη,
+ερρίφθη αμέσως πρηνής. Αλλ' ο μαντίκορος δεν εβάδιζε πλέον αλλ'
+επροχώρει διά μικρών αλμάτων.
+
+Ο εξάδελφος Βενέδικτος εξηντλημένος, τους όνυχας και τα γόνατα
+έχων αιμόρφυρτα, επήδησεν ωσαύτως. Οι δύο βραχίονές του, με τας
+χείρας ανοικτάς ηπλούντο δεξιά και αριστερά, συμφώνως προς τα
+άλματα του μέλανος σημείου.
+
+Ήθελε τις υποθέσει ότι έκαμνεν απλωτάς επί του φλογερού εκείνου
+εδάφους, ως κολυμβητής επί της επιφανείας του ύδατος.
+
+Μάταιος κόπος! Αι δύο χείρες του εκλείοντο πάντοτε κεναί. Το
+έντομον διέφευγε παίζον, και μετ' ολίγον, φθάσαν υπό τας
+δροσεράς κλαδώσεις, υψώθη, αφού ηκόντησεν εις το ωτίον του
+εξαδέλφου Βενεδίκτου, όπερ εθώπευσεν, εντονώτερον μεν βόμβον
+αλλ' επίσης ειρωνικώτερον, διά των ως κολεοπτέρου πτερύγων
+αυτού.
+
+ — Ανάθεμα! ανέκραξεν εκ δευτέρου ο εξάδελφος Βενέδικτος. Με
+διέφυγεν! Αχάριστον εξάποδον! Συ εις τον οποίον προώριζον
+τιμητικήν θέσιν εις την συλλογήν μου! Αλλ' όχι! δεν θα σε
+εγκαταλείψω! Θα σε καταδιώξω μέχρις ου σε φθάσω!
+
+Ο ατυχής εξάδελφος ελησμόνει ότι οι μυωπικοί οφθαλμοί του δεν
+τω επέτρεπον να διακρίνη τον μαντίκορον εν τω μέσω του
+φυλλώματος. Αλλά δεν ήτο πλέον κύριος εαυτού. Το πείσμα και η
+οργή καθίστων αυτόν έξω φρενών. Εαυτόν και μόνον εαυτόν έπρεπε
+να αιτιάται διά την αποτυχίαν του.
+
+Εάν ευθύς εξ αρχής συνελάμβανε το έντομον αντί να το
+παρακολουθή «εν τη ανεξαρτήτω αυτού πτήσει», ουδέν θα
+συνέβαινεν εξ όσων συνέβησαν και θα είχεν εις την εξουσίαν του
+το θαυμάσιον εκείνο δείγμα των αφρικανικών μαντικόρων, των
+οποίων το όνομα είναι όνομα μυθώδους τινός ζώου, όπερ έχει την
+κεφαλήν ανθρώπου και σώμα λέοντος.
+
+Ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν είχε πλέον τον νουν του. Ουδόλως
+εννόησεν ότι η μάλλον απρόοπτος των περιστάσεων τω απέδωκε την
+ελευθερίαν του.
+
+Δεν εσκέφθη ότι η σήραγξ εκείνη εν τη οποία είχεν εισέλθει τω
+ήνοιξεν έξοδον και ότι εγκατέλιπε το κατάστημα του Αλβέζ. Το
+δάσος ήτο εκεί και υπό τα δένδρα ο αποπτάς μαντίκορος. Αντί
+πάσης θυσίας ήθελε να τον επανίδη.
+
+Έτρεχε λοιπόν διά του πυκνού εκείνου δάσους, μη έχων πλέον μήτε
+την συνείδησιν των πραττομένων, φανταζόμενος ότι έβλεπε πάντοτε
+το πολύτιμον έντομον πλήττων τον αέρα διά των δύο μεγάλων
+βραχιόνων του ως γιγαντιαία μακρόπους αράχνη.
+
+Πού διηυθύνετο, πώς θα επέστρεφε, και εάν θα επέστρεφεν, ουδέ
+εσκέπτετο καν και επί έν ολόκληρον μίλιον εβυθίσθη
+τοιουτοτρόπως, με κίνδυνον να συναντηθή υπό τινος θηρίου.
+
+Αίφνης, ότε διήρχετο πλησίον πυκνώματός τινος εκ χαμοκλάδων,
+γιγαντώδες τι ον επήδησε και επέπεσε κατ' αυτού. Είτα δε ως θα
+έπραττεν ο εξάδελφος Βενέδικτος εάν συνελάμβανε τον μαντίκορον,
+τον έδραξε διά της μιας χειρός εκ του ινίου, διά δε της άλλης
+εκ του κάτω μέρους της ράχεως και χωρίς να λάβη καιρόν να
+εννοήση τι συνέβαινε μετεφέρθη διά του δάσους,.
+
+Αληθώς ο εξάδελφος Βενέδικτος απώλεσε την ημέραν εκείνην
+λαμπράν ευκαιρίαν να ανακηρύξη εαυτόν ως τον ευτυχέστατον
+εντομολόγον των πέντε μερών του κόσμου.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΣΤ.'
+
+Ο ΜΑΓΟΣ
+
+
+
+Ότε η κυρία Βέλδων κατά την ημέραν εκείνην της 17, δεν είδεν
+επανελθόντα το εξάδελφων Βενέδικτον κατά την συνήθη ώραν,
+κατελήφθη υπό ζωηροτάτης ανησυχίας.
+
+Δεν ηδύνατο να εννοήση τι εγένετο το μεγάλον παιδίον της. Ότι
+κατώρθωσε να διαφύγη το πρακτορείον, του οποίου ο περίβολος ήτο
+εντελώς αδιάβατος, τούτο δεν ήτο παραδεκτόν. Άλλως τε δε η
+κυρία Βέλδων εγνώριζε τον εξάδελφόν της. Και επί τη υποθέσει
+ότι επρότεινέ τις εις τον ιδιότροπον εκείνον να φύγη
+εγκαταλείπων το κασσιτέρινον κιβώτιόν του και την εξ
+αφρικανικών εντόμων συλλογήν του, θα ηρνείτο χωρίς να δείξη
+ούτε σκιάν δισταγμού.
+
+Το κιβώτιον λοιπόν ήτο εκεί εν τη καλύβη ανέπαφον, περιέχον παν
+ό,τι ο επιστήμων ηδυνήθη να συλλέξη από της εν τη ηπείρω
+αφίξεώς του. Να υποθέση τις ότι είχε εκουσίως αποχωρισθή των
+εντομολογικών θησαυρών του ήτο απαράδεκτον.
+
+Και εντούτοις ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν ευρίσκετο πλέον εις το
+κατάστημα του Ιωσία Αντωνίου Αλβέζ.
+
+Καθ' όλην εκείνην την ημέραν η κυρία Βέλδων τον εζήτει
+επιμόνως. Ο μικρός Ζακ και η δούλη Χαλιμά συνήνωσαν τας
+προσπαθείας των, αλλ' εις μάτην.
+
+Ηναγκάσθη τότε η κυρία Βέλδων να παραδεχθή την εξής ήκιστα
+ενθαρρυντικήν υπόθεσιν, ότι ο δεσμώτης ανηρπάγη κατά διαταγήν
+του δουλεμπόρου και διά λόγους αγνώστους αυτή.
+
+Αλλά τότε, τι τον έκαμεν ο Αλβέζ; Τον ενέκλεισεν άρα γε εις
+παράπηγμά τι, της μεγάλης της πλατείας; Αλλά διατί η αρπαγή
+αύτη συμβαίνουσα μετά την συμφωνίαν την γενομένην μεταξύ της
+κυρίας Βέλδων και του Νεγορού, συμφωνίαν ήτις περιελάμβανε τον
+εξάδελφον Βενέδικτον μεταξύ των αιχμαλώτων τους οποίους ο
+δουλέμπορος ώφειλε να φέρη εις Μοσαμαδές και να τους παραδώση
+αντί λύτρων εις τον Ιάκωβον Βέλδων;
+
+Εάν η κυρία Βέλδων ήτο δυνατόν να ίδη την οργήν του Αλβέζ, όταν
+έμαθε την εξαφάνισιν του αιχμαλώτου ήθελεν εννοήσει ότι η
+εξαφάνισις εκείνη εγένετο παρά την θέλησίν του.
+
+Αλλά τότε εάν ο εξάδελφος Βενέδικτος εδραπέτευσεν εκουσίως,
+διατί δεν τη ανεκοίνωσε το μυστικόν της αποδράσεώς του;
+
+Εν τούτοις αι αναζητήσεις του Αλβέζ και των υπηρετών του,
+αίτινες εγένοντο μετά μεγίστης φροντίδος, επέφερον την
+ανακάλυψιν της φωλεάς εκείνης, ήτις έθεσε το πρακτορείον εις
+άμεσον συγκοινωνίαν μετά του γειτονικού δάσους.
+
+Ο δουλέμπορος δεν αμφέβαλλε πλέον ότι ο κυνηγός των μυιών
+επέταξε διά της στενής εκείνης οπής. Φαντάζεσθε λοιπόν την
+οργήν του, όταν εσκέφθη ότι η φυγή εκείνη θα κατελογίζετο
+βεβαίως εις βάρος του και θα ηλάττου το ποσόν το οποίον έμελλε
+να λάβη εις την υπόθεσιν εκείνην.
+
+Το ζώον εκείνο δεν ήξιζε μεγάλα πράγματα, εσκέπτετο και εν
+τούτοις θα χάσω πολύ. Α! εάν τον συλλάβω πάλιν!
+
+Αλλά μεθ' όλας τας εις τα ενδότερα γενομένας αναζητήσεις και
+μόλον ότι τα δάση εξηρευνήθησαν εν μεγάλη ακτίνι, υπήρξεν
+αδύνατον να ανευρεθή ίχνος τι του φυγάδος.
+
+Η κυρία Βέλδων εδέησε να υπομείνη την απώλειαν του εξαδέλφου
+της, και ο Αλβέζ, να πενθήση διά τον αιχμάλωτον, Και επειδή δεν
+ηδύναντο να παραδεχθώσιν ότι ούτος είχε συνάψη σχέσεις
+εξωτερικάς, εδέησε να σχηματήσωσι την ιδέαν ότι μόνον εκ τύχης
+ανεκάλυψε την ύπαρξιν της φωλεάς εκείνης και απέδρα, χωρίς να
+μεριμνήση το παράπαν περί εκείνων τους οποίους εγκατέλιπεν
+όπισθέν του.
+
+Η κυρία Βέλδων ηναγκάσθη να παραδεχθή τούτο, αλλά δεν εσκέφθη
+να οργισθή κατά του δυστυχούς εκείνου ανδρός, όστις ουδεμίαν
+συναίσθησιν είχε των πράξεών του.
+
+ — Ο δυστυχής! τι θα γίνη; εσκέπτετο.
+
+Εννοείται ότι κατά την ιδίαν εκείνην ημέραν η φωλεά εφράχθη
+μετά μεγίστης προσοχής, και η επαγρύπνησις εδιπλασιάσθη και
+εντός και εκτός του πρακτορείου.
+
+Ο μονότονος βίος των δεσμωτών εξηκολούθησε διά την κυρίαν
+Βέλδων και το τέκνον αυτής.
+
+Εν τούτοις κλιματολογικόν τι γεγονός σπανιώτατον κατά την ώραν
+εκείνην του έτους, συνέβη εν τη επαρχία. Εξακολουθητικαί βροχαί
+ήρχισαν περί την 19 Ιουνίου, αν και η περίοδος αυτών, ήτις
+τελειώνει κατ' Απρίλιον, είχε παρέλθει. Τωόντη ο ουρανός ήτο
+κεκαλυμμένος, και υετοί επίμονοι κατέκλυζον την γην του
+Καζονδέ.
+
+Εάν τούτο δυσηρέστει την κυρίαν Βέλδων, επειδή δεν ηδύνατο
+πλέον να εκτελή τους συνήθεις περιπάτους της εις το εσωτερικόν
+του πρακτορείου, διά τους ιθαγενείς όμως απέβη δυστύχημα
+γενικόν.
+
+Αι χαμηλαί γαίαι, κεκαλυμμέναι ήδη υπό χόρτων ωρίμων ήδη,
+κατεκλύσθησαν εντελώς υπό των υδάτων. Οι κάτοικοι της επαρχίας,
+των οποίων κατεστράφη αίφνης η συγκομιδή, ευρέθησαν εις
+απελπιστικήν κατάστασιν. Όλαι αι εργασίαι της εποχής
+διεκόπησαν, και η βασίλισσα Μοΐνα ως και οι υπουργοί αυτής δεν
+ήξευραν πώς να αποσοβήσωσι την καταστροφήν.
+
+Κατέφυγον λοιπόν εις τους μάγους, αλλ' ουχί εις εκείνους ων το
+επάγγελμα είναι να θεραπεύωσι τους ασθενείς διά των γοητειών
+μαγειών των, ή οίτινες προέλεγον την καλήν τύχην εις τους
+ιθαγενείς.
+
+Αλλά τότε προέκητο περί κοινής συμφοράς και οι άριστοι μ γ ο ύ
+ν γ α ι, οίτινες έχουσι την δύναμιν να προκαλώσιν ή να
+καταπαύωσι τας βροχάς, παρεκλήθησαν να εξορκίσωσι τον κίνδυνον.
+
+Αλλά και ούτοι ουδέν κατώρθωσαν. Εις μάτην ετόνισαν το
+μονότονον άσμα των, έσεισαν τον διπλούν κώδωνα και τους
+κωδωνίσκους, μετεχειρίσθησαν τα πολυτιμότερα περίοπτα και έτι
+μάλλον ιδιαιτέρως κέρας τι, πλήρες πηλού και φλοιών, του οποίου
+η αιχμή απολήγει εις τρία κερατίδια, εξώρκισαν ρίπτοντες μικράς
+σφαίρας κόπρου ή πτύοντες εις το πρόσωπον των σεβαστοτέρων
+ανθρώπων της αυλής· δεν ηδυνήθησαν να αποδιώξωσι τα πονηρά
+πνεύματα, τα οποία προΐστανται εις τον σχηματισμόν των νεφών.
+
+Τα πράγματα λοιπόν έβαινον ολοέν επί τα χείρω, ότ' η βασίλισσα
+Μοΐνα εσκέφθη να μετακαλέση διάσημόν τινα μάγον ευρισκόμενον
+τότε εις τα βόρεια μέρη της Αγγόλας.
+
+Ήτο μάγος πρώτης τάξεως, του οποίου η τέχνη ήτο τοσούτω μάλλον
+θαυμασία, όσω δεν είχεν έτι δοκιμαοθή εν τη χώρα εκείνη
+ουδέποτε.
+
+Τώρα όμως επρόκειτο να αποδείχθή η κατά των βροχών ικανότης
+του.
+
+Κατά την πρωίαν λοιπόν της 25 Ιουνίου ο νέος μάγος ανήγγειλε
+θορυβωδώς την άφιξίν του διά των κωδωνίσκων του.
+
+Ο μάγος εκείνος ήλθε κατ' ευθείαν εις την αγοράν και αμέσως το
+πλήθος των ιθαγενών έδραμε προς αυτόν. Ο ουρανός ήτο ολιγώτερον
+βροχερός, ο άνεμος εδείκνυε τάσιν προς μεταβολήν και τα
+συμπτώματα ταύτα της γαλήνης συμπίπτοντα μετά της ελεύσεως του
+μάγου, προδιέθετον τα πνεύματα υπέρ αυτού.
+
+Ήτο άλλως τε μεγαλοπρεπέστατος ανήρ ωραιότατος μαύρος.
+
+Είχεν ανάστημα τουλάχιστον έξ ποδών και εφαίνετο ότι ήτο
+εκτάκτως ισχυρός. Το εξωτερικόν του επέβαλεν ήδη επί του
+πλήθους.
+
+Συνήθως οι μάγοι, όταν περιέρχωνται τα χωρία, συνενούνται ανά
+τρεις τέσσαρες ή πέντε και συνοδεύονται υπό τινων ακολούθων ή
+συμβοηθών.
+
+Ο μάγος ούτος όμως ήτο μόνος. Όλον το στήθος του ήτο
+κατάστικτον υπό εικόνων λευκών, το δε κάτω μέρος του σώματός
+του εκαλύπτετο υπό ευρείας εσθήτος εξ υφάσματος χόρτου.
+Περιδέραιον εκ κρανίων πτηνών εις τον λαιμόν, επί της κεφαλής
+είδος δερματίνης περικεφαλαίας κεκοσμημένης διά πτερών και
+μαργαριτών, περί τα νεφρά χαλκίνη ζώνη από της οποίας εκρέμαντο
+εκατοντάδες τινές κωδωνίσκων, θορυβωδεστέρων ή ο ηχηρός
+κωδωνισμός ισπανικής ημιόνου, τοιαύτη ήτο η ενδυμασία του
+μεγαλοπρεπούς εκείνου δείγματος των σωματείων των ιθαγενών
+μάγων.
+
+Όλον το υλικόν της τέχνης του συνέκειτο εξ είδους τινός
+κανίστρου του οποίου τον πυθμένα εσχημάτιζε κολοκύνθη και εντός
+του οποίου υπήρχον κογχυλύλια, περίαπτα, μικρά ξύλινα είδωλα
+και άλλα εικόνια, προσέτι δε μεγάλη ποσότης σφαιρών κόπρου,
+σπουδαίον συμπλήρωμα των γοητειών και μαντικών εργασιών της
+κεντρώας Αφρικής.
+
+Ιδιαιτέρα τις περίπτωσις ην αμέσως εννόησε το πλήθος ήτο ότι ο
+μάγος εκείνος ήτο βωβός· το ελάττωμα όμως τούτο ηύξησε την
+υπόληψιν, δι' ης περιέβαλλον αυτόν.
+
+Δεν εξέφερε δε ειμή λαρυγγώδη τινά ήχον χαμηλόν και σεσυρμένον,
+όστις ουδεμίαν είχε σημασίαν. Τούτο ήτο λόγος ισχυρότερος όπως
+τον εννοώσι καλλίτερον εν τη εξασκήσει της μαγικής τέχνης του.
+
+Ο μάγος εποίησε κατά πρώτον τον γύρον της μεγάλης πλατείας,
+εκτελών είδος τι οργώσεως, ήτις έθετεν εις κίνησιν όλην αυτού
+την κωδωνοστοιχίαν. Το πλήθος τον ηκολούθει μιμούμενον τας
+κινήσεις του.
+
+Θα έλεγέ τις ότι ολόκληρος αγέλη πιθήκων ηκολούθει γιγαντιαίον
+τετράχειρα. Είτα αίφνης ο μάγος διελθών την κυρίαν οδόν του
+Καζονδέ κατηυθύνθη προς την βασιλικήν κατοικίαν.
+
+Άμα η βασίλισσα Μοΐνα ειδοποιήθη περί της αφίξεως του νέου
+μάγου ,ενεφανίσθη ακολουθουμένη υπό των αυλικών αυτής.
+
+Ο μάγος προσεκύνησε μέχρις εδάφους, και ανήγειρε την κεφαλήν
+αναπτήσων τον λαμπρόν αυτού ανάστημα. Οι βραχίονές του
+εστάθησαν τότε προς τον ουρανόν, τον οποίον διέσχιζον ταχέως
+τμήματα νεφών.
+
+Ο μάγος έδειξε τα νέφη εκείνα διά της χειρός, εμιμήθη τας
+κινήσεις διά παντομίμας ζωηράς, τα έδειξε φεύγοντα προς δυσμάς
+και επανερχόμενα προς ανατολάς διά περιστροφικής κινήσεως την
+οποίαν ουδεμία δύναμις ηδύνατο να αναστείλη.
+
+Είτα αίφνης, προς μεγάλην έκπληξιν της πόλεως και της αυλής, ο
+μάγος εκείνος έλαβεν εκ της χειρός την φοβεράν ηγεμονίδα του
+Καζονδέ.
+
+Αυλικοί τίνες ηθέλησαν να αντιθώσιν εις την πράξιν ταύτην
+εναντίον πάσης εθιμοτυπίας, αλλ' ο ρωμαλαίος μάγος αρπάσας τον
+πλησιέστερον εκ του δέρματος του τραχήλου, εξεσφενδόνισεν αυτόν
+δεκαπέντε βήματα μακράν.
+
+Η βασίλισσα δεν εφάνη αποδοκιμάσασα την αλαζονικήν εκείνην
+πράξιν. Είδος τι μορφασμού, όπερ ήτο βεβαίως μειδίαμα,
+απευθύνθη προς τον μάγον, όστις παρέσυρε την βασίλισσαν διά
+βήματος ταχέως, ενώ το πλήθος ώρμα επί τα ίχνη αυτού.
+
+Την φοράν ταύτην ο μάγος κατηυθύνθη προς το κατάστημα του
+Αλβέζ, έφθασε δε μετ' ολίγον εις την θύραν ήτις ήτο
+κεκλεισμένη. Απλή ώθησις του ώμου του την έρριψε κατά γης και
+εισήγαγε την πειθήνιον βασίλισσαν εντός του πρακτορείου.
+
+Ο σωματέμπορος, οι στρατιώται του, οι δούλοι του προσέδραμον
+όπως τιμωρήσωσι τον αναιδή όστις είχε την τόλμην να ρίπτη κάτω
+τας θύρας, χωρίς να περιμένη να τω ανοίξωσιν αυτάς. Εν τούτοις
+όταν είδον την ηγεμονίδα μη δυσανασχετούσαν, εστάθησαν εν
+στάσει ευσεβεί.
+
+Βεβαίως ο Αλβέζ, έμελλε να ερωτήση την βασίλισσαν, ποία η αιτία
+δι' ην τον ετίμα διά της επισκέψεώς της· αλλ' ο μάγος δεν τω
+έδωκε καιρόν, και αναγκάσας το πλήθος να υποχωρήση και να αφήση
+μέγα διάστημα ελεύθερον περί εαυτόν, ήρχισε πάλιν την
+παντομίμαν του μετά πολύ μεγαλυτέρας ζωηρότητος. Έδειξε τα νέφη
+διά της χειρός, τα ηπείλησε, τα εξώρκισεν, εποίησε πρώτον
+χειρονομίαν να τα σταματήση, έπειτα δε να τα απομακρύνη. Αι
+τεράστιαι αυτού παρειαί εξωγκώθησαν και εφύσησεν επί του εκ
+βαρέων ατμών εκείνου σωρού, ως εάν είχε την δύναμιν να τους
+διαλύση. Είτα ανορθωθείς εφάνη ωσεί ήθελε να αναστείλη την
+πορείαν αυτών και ήθελέ τις υποθέσει ότι το γιγαντιαίον
+ανάστημά του θα επέτρεπεν αυτώ να συλλάβη.
+
+Η δισιδαίμων Μοΐνα, υποδουλωθείσα υπό των κινημάτων του μεγάλου
+εκείνου κωμωδού, δεν εκρατείτο πλέον. Τη διέφευγον κραυγαί.
+Παρετήρει και αυτή και επανελάμβανεν ορμεμφύτως τας χειρονομίας
+του μάγου. Οι αυλικοί, το πλήθος, έπραττον ως αυτή και οι
+λαρυγγώδεις ήχοι του βωμού εχάνοντο τότε εν τω μέσω των ωδών,
+κραυγών και ωρυγών, τα οποία μετά τοσαύτης δαψιλείας παρέχει η
+ιθαγενής γλώσσα.
+
+Τα νέφη έπαυσαν άραγε να ανεβαίνωσιν εις τον ανατολικόν
+ορίζοντα και να καλύπτωσι τον ήλιον εκείνον των τροπικών;
+Εξηφανίσθησαν προ των εξορκισμών του νέου μάγου; Όχι. Και
+ακριβώς όταν η βασίλισσα και ο λαός αυτής εφαντάσθησαν ότι
+εδάμασαν τα κακοποιά πνεύματα, άτινα τους επότιζον διά τοσούτων
+κατακλυσμών, ο ουρανός καθαρισθείς ολίγον από της πρωίας
+εσκοτίσθη βαθύτερον. Μεγάλαι ρανίδες βροχής τρικυμιώδους έπεσαν
+κροτούσαι επί του εδάφους.
+
+Τότε μεταβολή εγένετο εν τω πλήθει. Ηγανάκτησαν κατά του μάγου
+εκείνου ,όστις δεν ήξιζε περισσότερον των άλλων, και έκ τινων
+συσπάσεων των οφρύων της βασιλίσσης ενόησον ότι εκινδύνευον
+τουλάχιστον τα ώτα αυτού. Οι ιθαγενείς περιέσφυγξαν τον κύκλον
+περί αυτόν· οι γρόνθοι τον ηπείλουν και έμελλον να τον
+κακοποιήσωσιν, όταν επεισόδιόν τι απρόοπτον μετέβαλε την
+πορείαν των εχθρικών αυτών διαθέσεων.
+
+Ο μάγος του οποίου η κεφαλή υπερείχεν όλου εκείνου του
+ωρυομένου πλήθους, εξέτεινε τον βραχίονα προς σημείον τι του
+περιβόλου. Το κίνημα εκείνο τοσούτον επιβλητικόν ήτο, ώστε όλοι
+εστράφησαν.
+
+Η κυρία Βέλδων και ο μικρός Ζακ, ελκυσθέντες εκ της ταραχής και
+των κραυγών, είχον εξέλθει της καλύβης. Τούτους εδείκνυεν ο
+μάγος δι' οργίλου κινήματος της αριστεράς χειρός, ενώ η δεξιά
+του υψούτο προς τον ουρανόν.
+
+Εκείνοι λοιπόν ήσαν! Εκείνη η λευκή, εκείνο το παιδίον,
+επροξένουν όλον το κακόν! Εκείνοι ήσαν η αιτία των τόσων
+δυστυχημάτων! Εκείνοι έφερον εκ των βροχερών χωρών των τα νέφη
+διά να καταπλημμυρίσωσι την γην του Καζονδέ.
+
+Τον εννόησαν. Η βασίλισσα Μοΐνα, δεικνύουσα την κυρίαν Βέλδων,
+εποίησε χειρονομίαν απειλητικήν. Οι ιθαγενείς, εκφέροντες
+τρομερωτέρας κραυγάς, ώρμησαν κατ' αυτής.
+
+Η κυρία Βέλδων ενόμισεν ότι απώλετο, και λαβούσα το υιόν της
+εις τας αγκάλας της έμεινεν ακίνητος ως άγαλμα έμπροσθεν του
+υπερηρεθισμένου εκείνου πλήθους.
+
+Ο μάγος επροχώρησε προς αυτήν. Παρεμέρισαν προ αυτού, καθότι
+ενόμισαν ότι ,συν τη αιτία του κακού, εύρε και την θεραπείαν
+αυτού.
+
+Ο σωματέμπορος Αλβέζ, δι' ον η ζωή της αιχμαλώτιδος ήτο
+πολύτιμος, επλησίασεν ωσαύτως αγνοών τι να πράξη.
+
+Ο μάγος ήρπασε τον μικρόν Ζακ, και αποσπάσας αυτόν από της
+μητρός του, τον ύψωσε προς τον ουρανόν. Ήθελέ τις υποθέσει ότι
+έμελλε να θραύση την κεφαλήν του επί του εδάφους, όπως
+κατευνάση την οργήν των θεών.
+
+Η κυρία Βέλδων εξέφερε τρομεράν κραυγήν και έπεσε χαμαί
+λιπόθυμος.
+
+Αλλ' ο μάγος αφού απηύθυνε προς την βασίλισσαν σημείον τι, όπερ
+βεβαίως καθησήχασεν αυτήν περί των προθέσεών του, ανήγειρε την
+δυστυχή μητέρα και την απήγαγεν, ενώ το πλήθος καταπτοηθέν
+παρεμέριζεν όπως τω ανοίξη δίοδον.
+
+Ο Αλβέζ, μανιώδης δεν ήθελε να συμβή τούτο. Αφού απώλεσεν ένα
+αιχμάλωτον εκ των τριών, έπειτα δε να βλέπη διαφεύγουσαν την
+εις την φύλαξίν του εμπιστευθείσαν παρακαταθήκην, και μετά της
+παρακαταθήκης την μεγάλην αμοιβήν, ην τω επεφύλαττεν ο Νεγορός,
+ουδέποτε θα υπέφερε τούτο, έστω και αν όλη η γη του Καζονδέ
+κατεστρέφετο υπό νέου κατακλυσμού. Ηθέλησε λοιπόν ν' αντιστή
+εις την αρπαγήν.
+
+Κατ' αυτού λοιπόν τότε εξεμάνησαν οι ιθαγενείς. Η βασίλισσα
+διέταξε τους φύλακάς της να τον συλλάβωσι Γινώσκον δε ο
+σωματέμπορος τι έμελλε να πάθη, εδέησεν μείνη ακίνητος, ει και
+καταρώμενος την ευήθειαν των υπηκόων της βασιλίσσης Μοΐνας.
+
+Τωόντι οι άγριοι εκείνοι περιέμενον να ίδωσι τα νέφη
+διασκεδαζόμενα μετά την εξαφάνισιν εκείνων, οίτινες τα είχον
+ελκύσει, και δεν αμφέβαλλον ότι ο μάγος ηθέλησε να σβέση εν τω
+αίματι των ξένων τας βροχάς εξ ων τοσούτον είχον υποφέρει.
+
+Ως λέων απάγων ζεύγος εριφίων άτινα δεν βαρύνουσι τας ισχυράς
+σιαγόνας του, ούτω και ο μάγος απήγε τα θύματά του, τον μικρόν
+Ζακ κατεπτοημένον και την κυρίαν Βέλδων αναίσθητον, ενώ το
+πλήθος, εις τον έσχατον βαθμόν της μανίας, τον ηκολούθει διά
+των ωρυγών του· αλλ' εξήλθε του περιβόλου, διέσχιζε το Καζονδέ
+εισήλθεν εις το δάσος, ώδευσεν επί τρία περίπου μίλια, χωρίς
+ουδ' επί στιγμήν να εξασθενήσωσιν οι πόδες του, και μόνον
+τέλος, επειδή οι ιθαγενείς εννόησαν ότι δεν ήθελε να τον
+ακολουθώσι περισσότερον, έφθασε πλησίον ποταμίου, του οποίου το
+ταχύ ρεύμα έφευγε προς βορράν.
+
+Εκεί, εις το βάθος ευρείας κοιλότητος, όπισθεν των μακρών και
+κρεμάμενων χόρτων θάμνου, άτινα έκρυπτον την όχθην, ήτο
+προσδεδεμένον μονόξυλον κεκαλυμμένον υπό είδους τινός καλάμων.
+
+Ο μάγος κατεβίβασεν εν αυτώ το διπλούν φορτίον του, απώθησε διά
+του ποδός την λέμβον την οποίαν το ρεύμα παρέσυρε ταχέως, και
+τότε διά καθαράς φωνής.
+
+ — Πλοίαρχέ μου, είπε, σας παρουσιάζω την κυρίαν Βέλδων και τον
+μικρόν Ζακ. Δρόμον λοιπόν, και είθε όλα τα νέφη του ουρανού να
+αφανίσωσι τώρα τους βλάκας εκείνους του Καζονδέ.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΖ'.
+
+ΠΛΟΥΣ ΚΑΤΑ ΡΟΥΝ
+
+
+
+Ο ομιλών τοιουτοτρόπως ήτο ο Ηρακλής, αγνώριστος υπό την
+μαγικήν εκείνην περιβολήν, και ο προς ον απετείνετο ήτο ο Δικ
+Σανδ, όστις αδύνατος έτι εκ των κακουχιών, εστηρίζετο επί του
+εξαδέλφου Βενεδίκτου πλησίον του οποίου ήτο κατακεκλιμένος ο
+Δίγγος.
+
+Η κυρία Βέλδων, αναλαβούσα τας αισθήσεις αυτής, δεν ηδυνήθη να
+μη προσφέρη τας λέξεις ταύτας:
+
+ — Συ, Δικ! συ!
+
+Ο νεαρός δόκιμος ηγέρθη, αλλ' ήδη η κυρία Βέλδων τον έθλιβεν
+εις τας αγκάλας της και ο Ζακ τον εθώπευεν.
+
+ — Ο φίλος μου Δικ! ο φίλος μου Δικ! επανελάμβανε το μικρό
+παιδίον.
+
+Είτα στρεφόμενος προς τον Ηρακλέα:
+
+ — Και εγώ, προσέθηκεν, ο οποίος δεν σε είχον αναγνωρίσει!
+
+ — Ε! τι μεταβολή! απεκρίθη ο Ηρακλής, τρίβων το στήθος του
+όπως εξαλείψη τας καλυπτούσας αυτό εικόνας.
+
+ — Ήσο πολύ άσχημος, είπεν ο μικρός Ζακ.
+
+ — Ήμην ο διάβολος, και ο διάβολος δεν είναι ωραίος.
+
+ — Ηρακλή! είπεν η κυρία Βέλδων τείνουσα την χείρα προς τον
+γενναίον μαύρον.
+
+ — Σας ηλευθέρωσε, προσέθηκεν ο Δικ Σανδ, ως έσωσε και εμέ, αν
+και δεν θέλη να το ομολογήση.
+
+ — Εσώθημεν! εσώθημεν! αλλ' όχι δεν εσώθημεν ακόμη! Άλλως τε
+δε, άνευ του κυρίου Βενεδίκτου ο οποίος ήλθε να μας είπη πού
+ευρίσκεσθε, κυρία Βέλδων, δεν θα ηξεύραμεν τι να πράξωμεν.
+
+Τωόντι προ πέντε ημερών ο Ηρακλής είχεν επιπέσει κατά του
+επιστήμονος, καθ' ήν στιγμήν ούτος απομακρυνθείς δύο μίλια από
+του πρακτορείου ανεζήτει τον πολύτιμον αυτού μαντίκορον. Άνευ
+του επεισοδίου εκείνου, μήτε ο Δικ Σανδ μήτε ο μαύρος θα
+ηδύνατο να μάθωσι το καταφύγιον της κυρίας Βέλδων, και ο
+Ηρακλής δεν θα ηδύνατο να ριψοκινδυνεύση εις το Καζονδέ υπό την
+περιβολήν μάγου.
+
+Ενώ η λέμβος ωλίσθαινε ταχέως εις το στενόν εκείνο μέρος του
+ποταμού, ο Ηρακλής διηγήθη τι συνέβη από της φυγής αυτού εκ του
+στρατοπέδου του Κοάνζα· πώς είχεν ακολουθήσει αθέατος το
+φορείον εν τω οποίω ευρίσκοντο η κυρία Βέλδων και ο υιός της·
+πώς επανεύρε τον Δίγγον πληγωμένον, πώς αμφότεροι έφθασαν εις
+τα περίχωρα του Καζονδέ· πώς διά γραμματίου το οποίον εκόμισεν
+ο Δίγγος εις τον Δικ Σανδ, έμαθεν ούτος τι εγένετο η κυρία
+Βέλδων· πώς μετά την απροσδόκητον έλευσιν του εξαδέλφου
+Βενεδίκτου, προσεπάθησε ματαίως να εισχωρήση εις το
+πρακτορείον, πλέον ή άλλοτε αυστηρώς φυλασσόμενον, πώς τέλος
+εύρε την ευκαιρίαν εκείνην ν' αποσπάση την αιχμάλωτον από τον
+φρικώδη εκείνον Ιωσίαν Αντώνιον Αλβέζ.
+
+Η ευκαιρία παρουσιάσθη αυτήν εκείνην την ημέραν. Μάγος τις
+περιοδεύων την Αγγόλαν χάριν της τέχνης του, — ο διάσημος
+εκείνος μάγος ο τοσούτον ανυπομόνως αναμενόμενος, — συνέβη να
+διέλθη το δάσος εκείνο εις το οποίον ο Ηρακλής περιεπλανάτο
+πάσαν νύκτα, καραδοκών, προσέχων και έτοιμος εις πάντα.
+
+Να ορμήση κατά του μάγου, να τον δέση εις τον κορμόν δένδρου
+τοσούτον στερεώς ώστε και αυτοί οι αδελφοί Δαβανπόρ δεν θα
+ηδύναντο να τον λύσωσι, να ζωγραφισθή εις το σώμα λαμβάνων ως
+υπόδειγμα τον μάγον, και να πράξη ότι απητείτο όπως εξορκίζη
+τας βροχάς, πάντα ταύτα ήσαν υπόθεσις ολίγων ωρών, αλλ'
+απητείτο η απίστευτος ευπιστία των ιθαγενών, όπως επιτύχη το
+έργον.
+
+Εν τη διηγήσει ταύτη, γενομένη ταχέως υπό του Ηρακλέους, ουδείς
+λόγος εγένετο περί του Δικ Σανδ.
+
+ — Και συ, Δικ; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων,
+
+ — Εγώ, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο νεαρός δόκιμος, δεν ειμπορώ να
+σας είπω τίποτε. Η τελευταία σκέψις μου ήτο δι' υμάς, διά τον
+Ζακ. Εις μάτην προσεπάθησα να συντρίψω τα δεσμά, τα οποία με
+εκράτουν εις τον πάσσαλον . . . Το ύδωρ είχεν υπερβή την
+κεφαλήν μου . . Είχον απολέσει τας αισθήσεις μου . . Ότε
+επανέκτησα αυτάς, οπή τις κεκρυμμένη εντός των παπύρων της
+όχθης ταύτης μοι εχρησίμευεν ως άσυλον, και ο Ηρακλής γονυπετής
+με περιποιείτο.
+
+ — Θεέ μου, τι θα γίνη; απεκρίθη ο Ηρακλής, αφού είμαι ιατρός,
+γόης, μάγος, μάντις, προφήτης;
+
+ — Ηρακλή, ηρώτησεν η κυρία Βέλδων, ειπέ μοι πώς ηδυνήθης να
+σώσης τον Δικ Σανδ;
+
+ — Εγώ τον έσωσα, κυρία Βέλδων; απεκρίθη ο Ηρακλής; Το ρεύμα
+δεν έθραυσε τον πάσσαλον εις τον οποίον ήτο δεδεμένος ο
+πλοίαρχός μας και δεν τον παρέσυρεν εν τω μέσω της νυκτός μετά
+του ξύλου τούτου, εις το μέρος όπου τον εύρον ημιθανή; Άλλως τε
+δε, τόσον δύσκολον ήτο με το σκότος εκείνο να ολισθήση τις
+μεταξύ των εστρωμένων κατά γης θυμάτων, να περιμείνη την
+καταστροφήν του οχυρώματος, να κολυμβήση εις το ύδωρ και
+καταβάλλων ολίγην τινά δύναμιν να αποσπάση διά μιας κινήσεως
+της χειρός και τον πλοίαρχόν μας και τον πάσσαλον εις τον
+οποίον οι αχρείοι εκείνοι τον είχον προσδέσει; Εις όλα ταύτα
+ουδέν το έκτακτον. Ο πρώτος τυχών θα έπραττε τα αυτά. Ιδού, και
+αυτός ο κύριος Βενέδικτος, ή ο Δίγγος. Τωόντι, διατί όχι ο
+Δίγγος;
+
+Μικρά υλακή ηκούσθη, και ο Ζακ, λαβών την μεγάλην κεφαλήν του
+κυνός, τω έδωκε ολίγα μικρά φιλικά κτυπήματα. Είτα:
+
+ — Δίγγε, ηρώτησε, συ έσωσες τον φίλον μας Δικ;
+
+Και συγχρόνως έσειε την κεφαλήν του κυνός εκ δεξιών προς τα
+αριστερά.
+
+ — Λέγει όχι Ηρακλή, επανέλαβεν ο Ζακ. Βλέπεις λοιπόν ότι δεν
+τον έσωσεν αυτός. Δίγγε, ο Ηρακλής έσωσε τον πλοίαρχόν μας;
+
+Και το μικρόν παιδίον ηνάγκασε την αγαθήν κεφαλήν του Δίγγου να
+κινηθή πεντάκις η εξάκις εκ των κάτω προς τα άνω.
+
+ — Λέγει ναι, Ηρακλή! λέγει ναι! έκραξεν ο μικρός Ζακ. Βλέπεις
+ότι συ τον έσωσες.
+
+ — Φίλε Δίγγε, είπεν ο Ηρακλής θωπεύων τον κύνα. Δεν πράττεις
+καλώς. Με είχες υποσχεθή ότι δεν θα με προδώσης.
+
+Ναι, ο Ηρακλής είχε διακινδυνεύσει την ζωήν του, όπως σώση την
+του Δικ Σανδ. Αλλ' ούτω ήτο πεπλασμένος και η μετριοφροσύνη του
+δεν τω επέτρεπε να ομολογήση τούτο. Άλλως τε δε εύρισκε το
+πράγμα απλούστατον, και επανέλαβεν ότι ουδείς των συντρόφων του
+ήθελε διστάσει να πράξη κατ' εκείνην την περίστασιν ό,τι
+έπραξεν αυτός.
+
+Μετά ταύτα η κυρία Βέλδων ηρώτησε περί του γέροντος Τωμ, του
+υιού του Ακτέωνος του Βαρθολομαίου, των ατυχών συντρόφων της.
+Έμαθεν ότι είχον απέλθει προς την χώραν των λιμνών. Ο Ηρακλής
+τους είδε διερχομένους μετά της συνοδείας των δούλων. Τους
+ηκολούθησε, χωρίς όμως να εύρη ευκαιρίαν τινά όπως συγκοινωνήση
+μετ' αυτών. Είχον αναχωρήσει! Είχον απολεσθή!
+
+Και τον καλόν γέλωτα του Ηρακλέους διεδέχθησαν παχέα δάκρυα, τα
+οποία δεν προσεπάθει να κρατήση.
+
+ — Μη κλαίετε, φίλε μου, τω είπεν η κυρία Βέλδων. Τις οίδεν εάν
+ο Δίγγος δεν μας κάμη την χάριν να τους επανίδωμεν ημέραν τινά.
+
+Λέξεις τινές επληροφόρησαν τότε τον Δικ Σανδ περί πάντων όσα
+συνέβησαν κατά την διαμονήν της κυρίας Βέλδων εν τω πρακτορείω
+του Αλβέζ.
+
+ — Ίσως, προσέθηκεν αύτη, θα ήτο καλλίτερον να μείνω εις το
+Καζονδέ.
+
+ — Τι αδέξιος όπου είμαι! εφώνησεν ο Ηρακλής.
+
+ — Όχι, Ηρακλή, όχι, απεκρίθη ο Δικ Σανδ. Οι άθλιοι εκείνοι θα
+εύρισκον το μέσον να παρασύρωσι την κυρίαν Βέλδων είς τινα
+παγίδα. Ας φύγωμεν όλοι ομού και άνευ βραδύτητος. Θα φθάσωμεν
+εις την παραλίαν πριν ή ο Νεγορός επιστρέψη εις την Μοσαμέδην.
+Εκεί, αι πορτογαλικαί αρχαί θα μας παρέξωσιν άσυλον και
+προστασίαν, και όταν ο Αλβέζ παρουσιασθή όπως λάβη τας εκατόν
+χιλιάδας των δολλαρίων . . .
+
+ — Εκατόν χιλιάδας ραβδισμούς εις την κεφαλήν του αχρείου
+εκείνου γέροντος! εφώνησεν ο Ηρακλής, και εγώ αναδέχομαι να
+τακτοποιήσω τον λογαριασμόν.
+
+Εντούτοις, ήτο περιπλοκή, ει και προφανώς η κυρία Βέλδων
+ουδόλως εσκέπτετο να επιστρέψη εις Καζονδέ. Επρόκειτο λοιπόν να
+προλάβωσι τον Νεγορόν. Όλα δε τα μεταγενέστερα σχέδια του Δικ
+Σανδ ώφειλον να τείνωσι προς τον σκοπόν τούτον.
+
+Ο Δικ Σανδ εξετέλεσεν επί τέλους το σχέδιον εκείνο, όπερ από
+πολλού είχε συλλάβει, να φθάση εις την παραλίαν
+μεταχειριζόμενος το ρεύμα ποταμίου ή ποταμού. Λοιπόν, το ρεύμα
+ήτο εκεί, η διεύθυνσίς του το έφερε προς βορράν, και ήτο
+πιθανόν ότι εχύνετο εν τω Ζαΐρω. Εν τοιαύτη περιπτώσει, αντί να
+φθάσωσιν εις Άγιον Παύλον της Λοάνδας, η κυρία Βέλδων και οι
+μετ' αυτής θα έφθανον εις τα στόμια του μεγάλου εκείνου
+ποταμού. Αλλ' αδιάφορον· αρκεί ότι συνδρομήν εις τας αποικίας
+εκείνας της κάτω Γουινέας.
+
+Η πρώτη σκέψις του Δικ Σανδ, αποφασίσαντος να κατέλθη το ρεύμα
+του ποταμίου εκείνου, υπήρξε να επιβή επί μιας των πλωτών
+εκείνων σχεδίων, είδους πλεόντων νησιδίων, άτινα παμπληθή
+φέρονται επί της επιφανείας των αφρικανικών ποταμών.
+
+Αλλ' ο Ηρακλής, περιπλανώμενος την νύκτα επί της όχθης ευτύχησε
+να εύρη λέμβον φερομένην κατά τον ρουν του ποταμίου. Ο Δικ Σανδ
+δεν θα ηδύνατο να ευχηθή καλλίτερον, και η τύχη τον εβοήθησε
+καλώς. Τωόντι δεν ήτο εξ εκείνων των στενών λέμβων τας οποίας
+μεταχειρίζονται συνήθως οι ιθαγενείς. Η υπό του Ηρακλέους
+ευρεθείσα ήτο εξ εκείνων των οποίων το μήκος υπερβαίνει τους
+τριάκοντα πόδας, το πλάτος τους τέσσαρας, και τας οποίας πολλοί
+κωπηλάται σύρουσι ταχέως επί των υδάτων των μεγάλων λιμνών. Η
+κυρία Βέλδων και οι σύντροφοι αυτής ηδύναντο λοιπόν να
+εγκατασταθώσιν εν αυτή ανέτως, και ήρκει να την κρατώσιν εις
+την διεύθυνσιν του ρεύματος διά τινος οπισθίας κώπης όπως
+κατέλθωσι τον ποταμόν.
+
+Ευθύς εξ αρχής ο Δικ Σανδ, θέλων να διέλθη απαρατήρητος,
+εσχημάτισε το σχέδιον να πλέωσι μόνον την νύκτα. Αλλά εάν
+έπλεον δώδεκα μόνον ώρας εις τας εικοσιτέσσαρας, θα
+εδιπλασιάζετο η διάρκεια του διάπλου, όστις ηδύνατο να είναι
+μακρός. Ευτυχώς ο Δικ Σανδ επεννόησε να καλύψη την λέμβον διά
+τινος θόλου εκ μακρών χόρτων, άτινα υπεστηρίζοντο υπό δοκού
+εκτεινομένης από της πρώρας εις την πρύμνην, και άτινα
+κρεμάμενα επί των υδάτων, έκρυπτον και αυτήν την μακράν
+οπισθίαν κώπην. Ήθελέ τις υποθέσει ότι ήτο χορτοσωρός φερόμενος
+επί του ρεύματος εν μέσω των κινουμένων νησίδων. Τοιαύτη δε ήτο
+η διάταξις της καλύβης ταύτης, ώστε τα πτηνά ηπατώντο, και
+βλέποντα εκεί κόκκους προς τροφήν, γλάροι ερυθρόρρυγχοι,
+αρίγγαι μελανοπτέρυγοι, αλκυόνες λευκόφαιαι, ήρχοντο πολλάκις
+και εκάθηντο εκεί.
+
+Πλην τούτου, η χλοερά εκείνη στέγη εσχημάτιζεν άσυλον κατά του
+καύσωνος του ηλίου. Πλους εκτελούμενος υπό τοιαύτας συνθήκας
+ηδύνατο λοιπόν να εκτελεσθή άνευ κόπου σχεδόν, αλλ' ουχί άνευ
+κινδύνου.
+
+Τωόντι το διάστημα έμελλε να είναι μακρόν και θα ήτο ανάγκη να
+προμηθεύωνται την καθημερινήν τροφήν. Ένεκα τούτου έπρεπε να
+θηρεύωσιν εις τας όχθας, εάν η αλιεία δεν επήρκει, και ο Δικ
+Σανδ δεν είχεν άλλο όπλον ειμή εκείνο το οποίον είχε λάβει μεθ'
+εαυτού ο Ηρακλής μετά την προσβολήν του μυρμηκώνος. Αλλ' είχεν
+απόφασιν να μη απολέση ουδεμίαν βολήν. Ίσως μάλιστα, περών το
+όπλον του διά των καλαμών της λέμβου θα ηδύνατο να πυροβολή
+ασφαλέστερον, ως κάτοικός τις καλύβης διά των οπών του
+καταφυγίου του.
+
+Εν τούτοις η λέμβος παρεσύρετο υπό την επίδρασιν ρεύματος, ην ο
+Δικ Σανδ υπελόγιζεν ουχί μικροτέραν των δύο μιλίων καθ' ώραν.
+Ήλπιζε λοιπόν να διανύση περί τα πεντήκοντα μίλια εντός δύο
+ανατολών του ηλίου. Αλλ' ένεκα αυτής ταύτης της ταχύτητος του
+ρεύματος εκείνου, απητείτο διαρκής προσοχή προς αποφυγήν των
+προσκομάτων, βράχων, κορμών δένδρων, σκοπέλων του ποταμού.
+Προσέτι υπήρχε φόβος μήπως το ρεύμα εκείνο μετεβάλλετο εις
+χείμαρρον, εις καταρράκτην, όπερ συχνότατον εις τους
+αφρικανικούς ποταμούς.
+
+Ο Δικ Σανδ, εις ον η χαρά ότι επανείδε την κυρίαν Βέλδων και το
+τέκνον αυτής απέδωκε τας δυνάμεις του, ετοποθετήθη εις την
+πρώραν της λέμβου. Διά μέσου των μακρών χόρτων το βλέμμα του
+παρηκολούθει την διεύθυνσιν του ρεύματος και είτε διά της φωνής
+είτε διά της χειρός υπεδείκνυεν εις τον Ηρακλέα, του οποίου η
+στιβαρά χειρ εκράτει την κώπην, τι έδει να πράττη όπως τηρή την
+πρέπουσαν θέσιν.
+
+Η κυρία Βέλδων, κατακεκλιμένη εις το μέσον επί στρωμνής εκ
+ξηρών χόρτων, ήτο παραδεδομένη εις σκέψεις. Ο εξάδελφος
+Βενέδικτος, σιωπηλός, συσπών την οφρύν εις την θέαν του
+Ηρακλέους, εις ον δεν συνεχώρει την παρέμβασίν του εις την
+υπόθεσιν του μαντικόρου, σκεπτόμενος την απολεσθείσαν συλλογήν
+του και τας εντομολογικάς σημειώσεις του, των οποίων την αξίαν
+δεν θα ηδύνατο να εκτιμήσωσιν οι ιθαγενείς του Καζονδέ, ήτο
+εκεί, τους πόδας έχων προτεταμένους, τους βραχίονας
+εσταυρωμένους επί του στήθους, και ανύψου ορμεμφύτως επί του
+μετώπου τα δίοπτρα, τα οποία δεν υπήρχον πλέον επί της ρίνας
+του. Ο δε μικρός Ζακ είχεν εννοήσει ότι δεν έπρεπε να ποιή
+θόρυβον, αλλ' επειδή το κινείσθαι δεν ήτο απηγορευμένον,
+εμιμείτο τον φίλον του Δίγγον και έτρεχε τετραποδητί από του
+ενός άκρου της λέμβου εις το άλλο.
+
+Κατά τας δύο πρώτας ημέρας η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής
+ετρέφοντο εκ των οικονομιών τας οποίας ο Ηρακλής ηδυνήθη να
+προμηθευθή προ της αναχωρήσεως. Ο Δικ Σανδ δεν εσταμάτησε
+λοιπόν ειμή επί τινας ώρας της νυκτός, όπως αναπαυθή ολίγον.
+Δεν απέβη όμως εις την ξηράν επιφυλασσόμενος να πράξη τούτο,
+εάν επιέζετο υπό της ανάγκης της ανανεώσεως των τροφών.
+
+Ουδέν επεισόδιον επήλθε κατά την έναρξιν του πλου επί του
+αγνώστου εκείνου ποταμίου, ούτινος το πλάτος δεν ήτο
+μεγαλείτερον των εκατόν πεντήκοντα ποδών. Νησίδια τινά
+παρεσύροντο εις την επιφάνειάν του και έπλεον μετά της αυτής
+ταχύτητος ως η λέμβος. Ουδείς λοιπόν φόβος να συγκρουσθώσι μετ'
+αυτών, εκτός εάν διέκοπτε την πορείαν των εμπόδιόν τι.
+
+Άλλως δε αι όχθαι εφαίνοντο ότι ήσαν έρημοι. Προφανώς τα μέρη
+εκείνα της περιφερείας του Καζονδέ δεν εσυχνάζοντο υπό των
+ιθαγενών.
+
+Επί των ακτών άπειρα άγρια φυτά ευρίσκοντσ εν αφθονία και
+εκόσμουν αυτάς διά των ζωηροτάτων χρωμάτων των. Ασκληπιοί,
+ξίφια, κρίνα, κληματίδες, βαλσαμίναι, σκιαδοφόρα, αλόαι,
+πτερίδες δενδροειδείς, δενδρύλια μυροβόλα, εσχημάτιζον τάπητα
+ασυγκρίτου λαμπρότητος. Δάση τινά έβρεχον ωσαύτως τας άκρας των
+εις τα ρέοντα ύδατα. Άλλα δένδρα διάφορα έκλινον τα φυλλώματα
+αυτών επί της όχθης. Αι υψηλαί αυτών κορυφαί, συνενούμεναι εις
+ύψος εκατών ποδών, απετέλουν κοιτίδια αδιαπέραστα εις τας
+ηλιακάς ακτίνας. Πολλάκις όμως έρριπτον και γέφυραν εκ κλάδων
+από της μιας όχθης εις την άλλην, και κατά την ημέραν της 27, ο
+μικρός Ζακ, ουχί άνευ μεγάλου θαυμασμού, είδεν αγέλην πιθήκων
+διερχομένων μίαν τοιαύτην γέφυραν και αλληλοκρατουμένων εκ της
+ουράς διά την περίπτωσιν καθ' ήν η γέφυρα εκείνη ήθελε τυχόν
+συντριβή υπό το βάρος των.
+
+Οι πίθηκοι ούτοι, εκ του είδους εκείνου των μικρών σιπανζέ,
+όπερ ονομάζεται σοκός εν τη κεντρώα Αφρική, είναι ασχημότατα
+προϊόντα του πιθηκικού γένους· μέτωπον χαμηλόν, πρόσωπον
+ανοικτόν κίτρινον, ώτα υψηλά τεθειμένα. Ζώσι κατ' αγέλας ανά
+δέκα, υλακτούσιν ως συνήθεις κύνες και είναι επίφοβοι εις τους
+ιθαγενείς από τους οποίους ενίοτε αρπάζουσι τα παιδία, όπως τα
+νύττωσιν ή τα δάκνωσι. Διερχόμενοι την εκ κληματίδων γέφυραν,
+ουδόλως υπώπτευον ότι υπό τον θαμνώδη εκείνον σωρόν τον οποίον
+παρέσυρε το ρεύμα, υπήρχεν ακριβώς έν μικρόν παιδίον, όπερ θα
+της εχρησίμευεν ως διασκέδασις. Η μηχανή λοιπόν η επινοηθείσα
+υπό του Δικ Σανδ ήτο κάλλιστα διατεθειμένη, αφού τα οξυδερκή
+εκείνα ζώα ηπατώντο.
+
+Είκοσι μίλια απωτέρω, κατά την αυτήν εκείνην ημέραν η λέμβος
+εσταμάτησεν αίφνης εις την πορείαν της.
+
+ — Τι είναι; ηρώτησεν ο Ηρακλής ιστάμενος πάντοτε εις την κώπην
+της πρύμνης.
+
+ — Πρόσκομμά τι, απήντησεν ο Δικ Σανδ, αλλά πρόσκομμα φυσικόν.
+
+ — Πρέπει να το συντρίψωμεν, κύριε Δικ.
+
+ — Ναι, Ηρακλή, με τον πέλεκυν. Νησίδιά τινα έπλευσαν μέχρις
+αυτού και αντέστη.
+
+ — Εις έργον λοιπόν πλοίαρχέ μου, εις έργον, απεκρίθη ο Ηρακλής
+ελθών εις το έμπροσθεν μέρος της λέμβου.
+
+Το πρόσκομμα εκείνο εσχηματίζετο εκ της διακλαδώσεως στερεού
+τινος και στιλπνοφύλλου χόρτου, όπερ συστρέφεται περί εαυτό και
+καθίσταται αδιαπέραστον. Ονομάζεται τακατίκα και επιτρέπει να
+διέρχεταί τις ρεύματα πεζός, εάν δεν φοβήται μήπως βυθισθή
+δώδεκα περίπου δακτύλους εις το χορτώδες περίζωμά του.
+Μεγαλοπρεπείς κλάδοι λωτού εκάλυπτον την επιφάνειαν του φραγμού
+εκείνου.
+
+Ήτο ήδη σκότος. Ο Ηρακλής ηδυνήθη ευκόλως να εξέλθη και
+τοσούτον επιδεξίως μετεχειρίσθη τον πέλεκυν, ώστε μετά δύο ώρας
+ο φραγμός υπεχώρησε, το ρεύμα ήνωσε πάλιν επί των οχθών τα δύο
+διασχιθέντα ημίσεά του και η λέμβος επανέλαβε τον τακτικόν
+αυτής πλουν.
+
+Πρέπει να ομολογήσωμεν ότι το μέγα εκείνον παιδίον, ο εξάδελφος
+Βενέδικτος ήλπισε προς στιγμήν ότι δεν θα διήρχοντο. Τοιούτος
+πλους τω εφαίνετο οχληρός. Επόθει μάλιστα το πρακτορείον του
+Ιωσία Αντωνίου Αλβέζ και την καλύβην, ένθα ευρίσκετο εισέτι το
+πολύτιμον αυτού εντομολογικόν κιβώτιον. Η λύπη του ήτο
+πραγματικωτάτη, και κατά βάθος ο δυστυχής εκείνος ανήρ ήτο
+άξιος ελέους. Ούτε έν έντομον εύρισκεν, ούτε έν.
+
+Οποία λοιπόν υπήρξεν η χαρά του όταν ο Ηρακλής — ο μαθητής του
+— τω έφερε φρικώδες τι ζωύφιον όπερ εύρεν είς τι κλωνίον της
+τακατίκας εκείνης. Παράδοξον πράγμα, ο αγαθός μαύρος εφαίνετο
+ολίγον αμηχανών, όταν έδιδε τούτο εις αυτόν.
+
+Αλλά ποίας αναφωνήσεις εξέβαλεν ο εξάδελφος Βενέδικτος, όταν το
+έντομον εκείνο, όπερ εκράτει μεταξύ του δείκτου και του
+αντίχειρος, το έφερεν όσω το δυνατόν εγγύτερον των οφθαλμών
+του, τους οποίους πλέον μήτε δίοπτρα ηδύναντο να βοηθήσωσιν.
+
+ — Ηράκλεις! ανέκραξεν, Ηράκλεις! Α! τούτο αξίζει την
+συγχώρησίν του. Εξαδέλφη Βέλδων! Δικ! Έν εξάπουν μοναδικόν εις
+το είδος του και καταγωγής αφρικανικής. Τούτο τουλάχιστον δεν
+θα με το φιλονεικήσωσι και δεν θα το αποχωρισθώ ενόσω ζω.
+
+ — Είναι λοιπόν πολυτιμότατον; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.
+
+ — Εάν είναι πολύτιμον! ανέκραξεν ο εξάδελφος Βενέδικτος.
+Έντομον το οποίον δεν είναι μήτε κολεόπτερον, μήτε υμενόπτερον,
+όπερ δεν ανήκει εις ουδεμίαν των δέκα τάξεων των ανεγνωρισμένων
+υπό των επιστημόνων· και όπερ δεν θα εδίσταζέ τις να κατατάξη
+μάλλον εις το δεύτερον είδος των αραχνιδών! Είδος τι αράχνης,
+όπερ θα ήτο αράχνη, εάν είχεν οκτώ πόδας, και όπερ είναι
+εντούτοις εξάπουν, αφού δεν έχει ειμή έξ. Α φίλοι μου, ο
+ουρανός μοι εχρεώστει μίαν χαράν και θα δώσω τέλος το όνομά μου
+εις μίαν επιστημονικήν ανακάλυψιν. Το έντομον τούτο θα ονομασθή
+«εξάπους Βενέδικτος».
+
+Ο ένθους επιστήμων τοσούτον ήτο ευτυχής, τοσούτον ελησμόνει τας
+παρελθούσας και μελλούσας αθλιότητας, ώστε η κυρία Βέλδων και ο
+Δικ Σανδ τον συνεχάρησαν από καρδίας.
+
+Κατ' αυτό το διάστημα η λέμβος εκυλίετο επί των σκοτεινών
+υδάτων του ποταμίου. Η σιωπή της νυκτός εταράσσετο μόνον υπό
+του κροταλισμού των σωμάτων των κροκοδείλων ή του ραγχασμού των
+ιπποποτάμων, οίτινες έπαιζον επί των οχθών.
+
+Είτα διά των κλωνίων των καλαμών, η σελήνη, εμφανισθείσα
+όπισθεν των κορυφών των δένδρων, διέχυσε τας γλυκείας φαύσεις
+αυτής εντός της λέμβου.
+
+Αίφνης επί της δεξιάς όχθης ηκούσθη μακρυνός θόρυβος, έπειτα
+κρότος υπόκωφος, ως εάν γιγαντώδεις αντλίαι ειργάζοντο εν τη
+σκιά.
+
+Ήσαν πολλαί εκατοντάδες ελεφάντων, οίτινες χορτασθέντες εκ των
+ξυλωδών ριζών, τας οποίας είχον φάγει κατά την ημέραν, ήρχοντο
+να ποτισθώσιν. Αληθώς ηδύνατό τις να πιστεύση ότι όλαι εκείναι
+αι προβοσκίδες, ταπεινούμεναι και ανυψούμενοι διά μιας και της
+αυτής αυτοματικής κινήσεως, έμελλον να αποξηράνωσι το ποτάμιον.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΗ'.
+
+ΔΙΑΦΟΡΑ ΕΠΕΙΣΟΔΙΑ
+
+
+
+Επί οκτώ ημέρας η λέμβος έπλεεν υπό την ώθησιν του ρεύματος και
+υπό τας μνημονευθείσας συνθήκας. Ουδέν επεισόδιον οπωσούν
+σπουδαίον επεγένετο. Επί διαστήματος πολλών μιλίων, το ποτάμιον
+έλουε τας άκρας μεγαλοπρεπών δασών. Είτα η γη, απεγεγυμνωμένη
+των ωραίων τούτων δένδρων, άφινε τας ελώδεις πεδιάδας να
+εκτείνωνται μέχρι των ορίων του ορίζοντος.
+
+Εάν οι ιθαγενείς έλειπον εκ της χώρας εκείνης, διά το οποίον
+ουδόλως δυσηρεστείτο ο Δικ Σανδ, τα ζώα τουλάχιστον έβριθον
+εκεί. Ήσαν ζέβροι πέζοντες επί των οχθών, άλκαι, κααμάς, είδος
+αντιλόπων χαριεστάτων, αίτινες εξηφανίζοντο μετά της νυκτός,
+όπως εγκατασταθώσιν υπό των λεοπαρδάλεων, ων ηκούοντο οι
+ορυγμοί και των λεόντων, οίτινες επήδων εις τα υψηλά χόρτα.
+Μέχρι τότε οι φυγάδες ουδέν έπαθον εκ των αγρίων εκείνων
+σαρκοβόρων του δάσους ή του ποταμίου.
+
+Εν τούτοις καθ' ημέραν σηνηθέστερον δε μετά μεσημβρίαν, ο Δικ
+Σανδ προσήγγιζεν εις την μίαν ή την άλλην όχθην, απέβαινεν εκεί
+και κατώπτευε τα πέριξ μέρη.
+
+Έπρεπε τωόντι να πράττη τούτο προς ανανέωσιν της καθημερινής
+τροφής. Εις το μέρος εκείνο εστερημένον πάσης καλλιεργείας δεν
+ηδύνατό τις να έχη τας ελπίδας του εις το μανιόκον ή τον σόργον
+ή τον αραβόσιτον, καρπούς οίτινες απαρτίζουσι την φυτικήν
+τροφήν των ιθαγενών φυλών. Τα φυτά ταύτα δεν εβλάστανον εκεί
+ειμή εν αγρία καταστάσει και δεν ήσαν εδώδιμα. Ήτο λοιπόν
+ηναγκασμένος ο Δικ Σανδ να θησεύη, ει και ο κρότος του
+πυροβόλου του ηδύνατο να εφελκύση κακήν τινα συνάντησιν.
+
+Ήναπτον πυρ περιστρέφοντες ραβδίον εντός αγρίας συκής κατά τον
+ιθαγενή τρόπον ή μάλλον κατά τον πιθηκικόν τρόπον, καθότι
+βεβαιούσιν ότι γορίλλοι τινές διά τοιούτου τρόπου προμηθεύονται
+πυρ. Είτα έψηνον διά πολλάς ημέρας ολίγον κρέας άλκης ή
+αντιλόπης. Κατά την ημέραν της 4 Ιουλίου ο Δικ Σανδ κατώρθωσε
+μάλιστα να φονεύση διά μιας μόνης βολής έν ποκού, όπερ τω
+παρέσχε καλήν προμήθειαν τροφής. Το ζώον τούτο έχει μήκος πέντε
+ποδών, μακρά κέρατα μετά δακτυλίων, τρίχωμα ερυθροκίτρινον μετά
+στιγμάτων λαμπρών, κοιλίαν λευκήν, και το κρέας αυτού ευρέθη
+εξαίρετον.
+
+Εκ τούτου έπεται ότι λαμβανομένων υπ' όψει των σχεδόν
+καθημερινών τούτων αποβάσεων και των ωρών αναπαύσεως τας οποίας
+έπρεπε να λαμβάνωσι κατά την νύκτα των μέχρι της 8 Ιουλίου
+διανυθέν διάστημα δεν ήτο πλειότερον των εκατόν μιλίων. Και
+όμως ήτο σημαντικόν, και ήδη ο Δικ Σανδ εσκέπτετο πού θα τον
+έφερε το ατελείωτον εκείνο ποτάμιον, του οποίου το ρεύμα δεν
+απερρόφα εισέτι ειμή ελάχιστα τινά παραποτάμια και δεν
+επλατύνετο σημαντικώς. Η δε γενική αυτού διεύθυνσις αφού επί
+πολύν χρόνον ήτο βόρειος, εκάμφθη τότε εις βορειοδυτικήν.
+
+Όπως δήποτε το ποτάμιον εκείνο συνετέλει και τούτο εις εύρεσιν
+τροφής. Μακραί κλιματίδες φέρουσαι εις τας άκρας αυτών ακάνθας
+εν είδει αγκίστρων, παρείχον σαντζίκας λεπτοτάτας εις την
+γεύσιν, ουζάκας μαύρας λίαν επιζητήτους, μόνδας πλατυκεφάλους,
+και μικρούς δαγάλας φίλους των ρεόντων υδάτων.
+
+Κατά την ημέραν της 9 Ιουλίου, ο Δικ Σανδ εδέησε να επιδείξη
+άπασαν την ψυχραιμίαν του. Ήτο μόνος εις την ξηράν παραφυλλάτων
+ένα κααμάν, του οποίου τα κέρατα εφαίνοντο άνωθεν θαμνώδους
+πυκνώματος, ότε εις τριάκοντα βημάτων απόστασιν ανεπήδησε
+φοβερός τις κυνηγός, όστις βεβαίως ήλθε να απαιτήση το μερίδιόν
+του εκ της λείας και δεν ήτο τοιούτος ώστε να την εγκαταλείψη.
+
+Ήτο λέων τεραστίου αναστήματος, εξ εκείνων τους οποίους οι
+ιθαγενείς ονομάζουσι καράμος, και ουχί εκ του άνευ χαίτης
+εκείνου είδους, όπερ καλείται λέων του Νυατή. Ο λέων εκείνος
+είχε πέντε ποδών ύψος, ήτο ζώον φοβερόν.
+
+Δι' ενός άλματος ο λέων επέπεσε κατά του κααμά, τον οποίον η
+σφαίρα του Δικ Σανδ είχε ρίψει χαμαί, και όστις πλήρης έτι ζωής
+έσπαιρε κράζων υπό τους όνυχας του τρομερού ζώου.
+
+Ο Δικ Σανδ, αφοπλισθείς, δεν έσχε καιρόν να θέση δεύτερον
+φυσίγγιον εις το όπλον του.
+
+Διά πρώτου βλέμματος ο λέων τον είδεν, αλλ' ηρκέσθη κατ' αρχάς
+να τον παρατηρή.
+
+Ο Δικ Σανδ έμεινε κύριος εαυτού και ουδέν κίνημα εποίησεν.
+Ενεθυμήθη ότι εν τοιαύτη περιστάσει η ακινησία δύναται να γίνη
+σωτηρία. Δεν επειράθη να πληρώση αύθις το όπλον του, αλλ' ούτε
+προσεπάθησε να φύγη.
+
+Ο λέων τον παρετήρει πάντοτε διά των ερυθρών και φωτοβόλων
+οφθαλμών του. Εδίστασε μεταξύ της μιας λείας και της άλλης,
+εκείνης ήτις εκινείτο. Εάν ο κααμάς δεν συνεσπειρούτο υπό τους
+όνυχας του λέοντος, ο Δικ Σανδ θα ήτο απολωλός.
+
+Δύο στιγμαί παρήλθον τοιουτοτρόπως. Ο λέων έβλεπε τον Δικ Σανδ,
+και ο Δικ Σανδ έβλεπε τον λέοντα, χωρίς να κινήση καν τα
+βλέφαρα.
+
+Και τότε ο λέων διά μεγαλοπρεπούς κινήσεως του στόματος
+αναρπάσας τον σπαίροντα κααμάν απήγαγεν αυτόν ως λαγωόν, και
+πλήττων διά της φοβεράς ουράς του τα δενδρύλλια εγένετο άφαντος
+εις τας λόχμας.
+
+Ο Δικ Σανδ διέμεινεν ακίνητος επί τινας στιγμάς, είτα
+εγκατέλειπε την θέσιν του, και επιστρέψας προς τους συντρόφους
+του δεν τοις ωμίλησε περί του κινδύνου από του οποίου διά της
+ψυχραιμίας του εσώθη. Αλλ' εάν, αντί να διαπλέωσιν το ταχύ
+εκείνο ρεύμα, οι φυγάδες ηναγκάζοντο να διέλθωσι τας πεδιάδας
+και τα δάση συχναζόμενα υπό ομοίων θηρίων, ίσως την ώραν ταύτην
+μήτε είς των ναυαγών του «Πίλγριμ» θα εσώζετο.
+
+Εν τούτοις, εάν τότε η χώρα ήτο ακατοίκητος, δεν υπήρξεν όμως
+πάντοτε τοιαύτη. Πολλάκις, επί τινων καθιζήσεων του εδάφους, θα
+ηδύναντο να ανεύρωσιν ίχνη αρχαίων χωρίων. Οδοιπόρος ειθισμένος
+να διατρέχη τα μέρη εκείνα, ως έπραττεν ο Δαβίδ Λίβιγγστων, δεν
+θα ηπατάτο.
+
+Βλέπων τις τα υψηλά εκείνα εξ ευφόρβων ικριώματα καλυβών, και
+την ιεράν συκήν, μεμονωμένως ορθουμένην εν τω μέσω του
+περιβόλου, θα εβεβαίου ότι κώμη τις υπήρχεν άλλοτε εκεί. Αλλά,
+κατά τα ιθαγενή έθιμα, ο θάνατος αρχηγού τινος αρκεί να
+αναγκάση τους κατοίκους να εγκαταλείψωσι τας κατοικίας των και
+μεταφέρωσιν αυτάς εις άλλο σημείον της χώρας.
+
+Ίσως ωσαύτως εις το μέρος εκείνο, όπερ διέσχιζεν ο ποταμός,
+φυλαί τινες κατώκουν υπό την γην ως εις άλλα μέρη της Αφρικής.
+Οι άγριοι εκείνοι, ευρισκόμενοι εις την εσχάτην βαθμίδα της
+ανθρωπότητος, μόνον κατά την νύκτα εξέρχονται των οπών των ως
+τα θηρία εκ της φωλεάς των, αλλ' η συνάντησις και των μεν και
+των δε είναι επικίνδυνος.
+
+Ο Δικ Σανδ δεν ηδύνατο ν' αμφιβάλλη ότι εκεί ήτο τόπος
+ανθρωποφάγων. Τρις ή τετράκις, είς τινα ανοικτά μέρη, εν μέσω
+τεφρών μόλις ψυχρανθεισών, εύρεν ημίκαυστα ανθρώπινα οστά,
+λείψανα φρικώδους τινός δείπνου. Τους ανθρωποφάγους δε εκείνους
+του άνω Καζονδέ ολεθρία τύχη ηδύνατο να φέρη εις τας όχθας
+εκείνας, καθ' ήν στιγμήν απέβαινεν ο Δικ Σανδ. Τούτου ένεκα δεν
+προσήγγιζε πλέον άνευ μεγάλης ανάγκης και επί τη υποσχέσει του
+Ηρακλέους ότι εις την ελαχίστην ειδοποίησιν θα ώθει ούτος την
+λέμβον εις τα εμπρός. Ο αγαθός μαύρος υπέσχετο τούτο, αλλ' όταν
+ο Δικ Σανδ απέβαινεν εις την όχθην, δυσκόλως απέκρυπτεν από την
+κυρίαν Βέλδων την θανάσιμον ανησυχίαν του.
+
+Κατά την εσπέραν της 10 Ιουλίου εδέησε να διπλασιάσωσι την
+προσοχήν των. Επί της δεξιάς όχθης υψούτο χωρίον εκ
+τριακοντάδος κατοικιών επί πασσάλων. Ήσαν ηναγκασμένοι να
+διέλθωσι δι' αυτών, καθότι εις το αριστερόν μέρος ο ποταμός ήτο
+άβατος ένεκα των διεσπαρμένων βράχων.
+
+Αλλά το χωρίον εκείνο κατωκείτο. Πυρά τινα έλαμπον κάτωθεν των
+καλυβών. Ηκούοντο δε φωναί αίτινες ηδύναντο να εκληφθώσιν ως
+βρυχηθμοί. Εάν κατά δυστυχίαν, ως τούτο συμβαίνει πολλάκις,
+ήσαν μεταξύ των πασσάλων ηπλωμένα δίκτυα, θα εξηγείρετο η
+προσοχή των κατοίκων, καθ' όν χρόνον η λέμβος θα προσεπάθει να
+παραβιάση την δίοδον.
+
+Ο Δικ Σανδ, καθήμενος εμπρός, έδιδε χαμηλή τη φωνή οδηγίας,
+όπως αποφύγωσι πάσαν σύγκρουσιν μετά των υποποταμίων εκείνων
+οικοδομών. Η νυξ ήτο καθαρά. Έβλεπον μεν αρκούντως όπως
+διευθύνονται, αλλ' ηδύναντο ωσαύτως να γίνωσιν ορατοί.
+
+Παρήλθον στιγμαί τινες τρομεραί. Δύο ιθαγενείς, συνδιαλεγόμενοι
+υψηλή τη φωνή, εκάθηντο συνεσπειρωμένοι επί των πασσάλων,
+μεταξύ των οποίων το ρεύμα παρέσυρε την λέμβον, της οποίας η
+διεύθυνσις δεν ηδύνατο να μεταβληθή διά της στενοτάτης εκείνης
+διόδου. Δεν θα την έβλεπον λοιπόν, και εις τας κραυγάς των δεν
+υπήρχε φόβος μήπως όλη η κώμη ήθελε προσδράμει;
+
+Διάστημά τι εκατόν ποδών το πολύ έμενε να διανυθή, ότε ο Δικ
+Σανδ ήκουσε τους δύο ιθαγενείς ανταποκρινομένους ζωηρότερον. Ο
+είς εδείκνυεν εις τον άλλον τον θαμνώδη σωρόν, όστις έπλεε και
+ηπείλει να σχίση τα δίκτυα, τα οποία κατ' εκείνην την στιγμήν
+κατεγίνοντο να απλώσωσι.
+
+Ενώ δε τα ανέσυρον κατεσπευσμένως προσεκάλεσαν και άλλους προς
+βοήθειαν.
+
+Πέντε ή εξ μαύροι κατρεκύλισαν αμέσως διά των πασσάλων και
+εκαθέσθησαν επί των συνοδευουσών αυτούς εγκαρσίων δοκών
+εκφέροντες κραυγάς, τας οποίας αδύνατον να φαντασθή τις.
+
+Εξ εναντίας εν τη λέμβω απόλυτος επεκράτει σιγή εκτός διαταγών
+τινων του Δικ Σανδ διδομένων χαμηλή τη φωνή· και ακινησία
+τελεία, εκτός της τακτικής κινήσεως του δεξιού βραχίονος του
+Ηρακλέους χειριζομένου την κώπην, ενίοτε υπόκωφος γρυλλισμός
+του Δίγγου, του οποίου ο μικρός Ζακ εκράτει τας δύο σιαγόνας
+συνεσφιγμένας εντός των χειρών του· έξω ο μορμυρισμός του
+ρεύματος συντριβομένου επί των πασσάλων· άνωθεν δε αι άγριαι
+φωναί των ανθρωποφάγων.
+
+Εν τούτοις οι ιθαγενείς έσυρον ταχέως τα δίκτυα. Εάν
+ανηγείρονται εγκαίρως, η λέμβος θα διήρχετο, άλλως θα
+περιεπλέκετο, και αλλοίμονον εις εκείνους οίτινες έπλεον μετ'
+αυτής! Όσον δ' αφορά την μεταβολήν ή την διακοπήν της πορείας,
+ο Δικ Σανδ δεν ηδύνατο να επιτύχη τούτο, καθότι το ρεύμα
+βιαιότερον εις το στενόν εκείνο μέρος, τον παρέσυρεν ταχύτερον.
+
+Μετά ήμισυ λεπτόν της ώρας η λέμβος εισήλθε μεταξύ των
+πασσάλων. Εξ ακατανοήτου δε τύχης οι ιθαγενείς διά τελευταίας
+προσπαθείας ανέσυρον τα δίκτυα.
+
+Αλλ' η λέμβος διερχομένη, ως είχε φοβηθή ο Δικ Σανδ, απώλεσε
+μέρος των χόρτων, άτινα εκυμάτιζον εις την δεξιάν πλευράν
+αυτής.
+
+Είς των ιθαγενών εξέφερε κραυγήν. Είχεν άρα γε ιδεί τους εν
+αυτή κρυπτομένους και ειδοποίησε τους συντρόφους του; . . . Το
+πράγμα ήτο πλέον ή πιθανόν.
+
+Ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού ήσαν ήδη μακράν, και μετά τινας
+στιγμάς υπό την ώθησιν του ρεύματος εκείνου μεταβεβλημένου εις
+είδος τι χειμάρρου έχασαν εκ της οράσεώς των το υποβρύχιον
+χωρίον.
+
+ — Εις την αριστεράν όχθην! διέταξεν ο Δικ Σανδ εκ φρονήσεως. Η
+κοίτη έγινε πάλιν βατή.
+
+ — Εις την αριστεράν όχθην, είπεν ο Ηρακλής, δίδων ισχυράν
+στροφήν εις την κώπην.
+
+Ο Δικ Σανδ εκαθέσθη πλησίον του και παρετήρησε την επιφάνειαν
+των υδάτων, τα οποία η σελήνη εφώτιζε ζωηρώς και ουδέν ύποπτον
+είδεν. Ουδεμία λέμβος τον κατεδίωκεν. Ίσως οι άγριοι εκείνοι
+δεν είχον τοιαύτην, και όταν ανέτειλεν η ημέρα μήτε επί των
+οχθών συνέβη τι. Εν τούτοις, προς μείζονα προφύλαξιν, η λέμβος
+παρηκολούθησε σταθερώς την αριστεράν όχθην.
+
+Κατά τας τέσσαρας ακολούθους ημέρας, από της 11 μέχρι της 14
+Ιουλίου, η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής παρετήρησαν ότι το
+μέρος εκείνο της χώρας είχε μεταβλητή επαισθητώς. Δεν ήτο μόνον
+τόπος έρημος, αλλά καθαυτό έρημος, και ηδύνατό τις να την
+παραβάλη προς την Καλαχάρην, εκείνην την εξερευνηθείσαν υπό του
+Λιβιγγστώνος κατά την πρώτην αυτού περιήγησιν. Το αυχμηρόν
+έδαφος δεν ανεμίμνησκε τας ευφόρους πεδιάδας της άνω χώρας.
+
+Και πάντοτε ο ατέρμων εκείνος ρύαξ, ον ηδύναντο καλώς να
+ονομάσωσι ποταμόν, επειδή εφαίνετο ότι απέληγεν εις αυτόν, τον
+Ατλαντικόν.
+
+Το ζήτημα της τροφής εις τον ξηρόν εκείνον τόπον κατέστη
+δύσλητον. Ουδέν υπελείπετο πλέον εκ των προσλαβουσών
+οικονομιών. Η αλιεία ήτο μηδαμινή, η θήρα εξέλειπεν. Άλκαι,
+αντιλόπαι, ποκού και άλλα ζώα δεν θα εύρισκον πώς να ζήσωσιν
+εις την έρημον εκείνην, μετ' αυτών δε θα συνεξηφανίζοντο και τα
+σαρκοβόρα.
+
+Τούτου ένεκα την νύκτα δεν αντήχουν πλέον οι συνήθεις
+βρυχηθμοί, αλλά μόνον η συναυλία εκείνη των βατράχων, την
+οποίαν ο Καμερών παραβάλλει προς τον θόρυβον των πακτωτών και
+των τρυπητών ναυπηγείων.
+
+Επί των δύο οχθών η πεδιάς ήτο ομαλή και γυμνή δένδρων μέχρι
+των απωτάτων λόφων, οίτινες περιώριζον αυτήν προς ανατολάς και
+προς δυσμάς. Τα εφόρβια εφύοντο μόνα και άφθονα· ουχί τα
+ευφορβιοειδή εκείνα τα παράγοντα τον άλευρον του μανιακού, αλλ'
+εκείνα άτινα παράγουσιν έλαιον δυνάμενον να χρησιμεύση προς
+διατροφήν.
+
+Έπρεπεν εν τούτοις να μεριμνήσωσι περί τροφής. Ο Δικ Σανδ, δεν
+είξευρε τι να πράξη, ο δε Ηρακλής τω υπέμνησεν εγκαίρως ότι οι
+ιθαγενείς έτρωγον πολλάκις νεαρούς βλαστούς πτερίδων και τον
+μυελόν εκείνον, ον περιέχει ο κορμός του παπύρου. Αυτός ο ίδιος
+ενώ παρηκολούθει διά του δάσους την συνοδείαν του Ιβν Χαμή,
+ηναγκάσθη πλέον ή άπαξ να καταφύγη εις το μέσον τούτο όπως
+κατευνάση την πείναν του. Ευτυχώς πτερίδες και πάπυροι υπήρχον
+άφθονοι κατά μήκος της όχθης και ο μυελός, του οποίου η ουσία
+είναι σακχαρώδης, πολύ ήρκεσεν εις όλους ιδιαιτέρως δε εις τον
+μικρόν Ζακ. Εν τούτοις η τροφή αύτη δεν ήτο ενδυναμωτική, αλλά
+την επιούσαν, χάρις εις τον εξάδελφον Βενέδικτον εύρον
+καλλιτέραν.
+
+Από της ανακαλύψεως του «Εξάποδος Βενεδίκτου», όπερ έμελλε να
+απαθανατίση το όνομά του, ο εξάδελφος Βενέδικτος επανέλαβε τον
+συνήθη βίον του. Αφού έθεσε το έντομον εις μέρος ασφαλές,
+δηλαδή το καθήλωσε διά καρφίδος εις το υπόστρωμα του πίλου του,
+ο επιστήμων επανέλαβε τας αναζητήσεις του κατά τας ώρας της
+αποβάσεως. Κατ' εκείνην λοιπόν την ημέραν ερευνών εις τα υψηλά
+χόρτα, εξήγειρε πτηνόν τι, του οποίου το πτέρωμα είλκυσε την
+προσοχήν του.
+
+Ο Δικ Σανδ ητοιμάσθη να πυροβολήση, ότε ο εξάδελφος Βενέδικτος
+ανέκραξε:
+
+ — Μη πυροβολήτε, Δικ, μη πυροβολήτε. Πτηνόν διά πέντε άτομα θα
+ήτο ανεπαρκές.
+
+ — Θα αρκέση εις τον Ζακ, απεκρίθη ο Δικ Σανδ σκοπεύων εκ
+δευτέρου το πτηνόν, όπερ δεν έσπευδε να πετάξη.
+
+ — Όχι, όχι, επανέλαβεν ο εξάδελφος Βενέδικτος. Μη πυροβολήτε.
+είναι δείκτης, και θα μας προμηθεύση άφθονον μέλι.
+
+Ο Δικ κατεβίβασε το όπλον του υπολογίζων επί τέλους ότι λίτραι
+τινές μέλιτος ήσαν προτιμότεροι ενός πτηνού, και αμέσως αυτός
+και ο εξάδελφος Βενέδικτος ηκολούθησαν τον δείκτην, όστις
+επικαθήμενος και ανιπτάμενος αλληλοδιαδόχως τους προσεκάλει να
+τον ακολουθήσωσι.
+
+Δεν ηναγκάσθησαν να μεταβώσι μακράν, και μετά τινα λεπτά της
+ώρας γηραιοί κορμοί κεκρυμμένοι μεταξύ των ευφορβίων
+ενεφανίσθησαν εν τω μέσω ηχηρού βόμβου μελισσών.
+
+Ο εξάδελφος Βενέδικτος θα επεθύμει ίσως να μη στερήση από τα
+βιομήχανα εκείνα υμενόπτερα τον καρπόν της εργασίας των. Αλλ' ο
+Δικ Σανδ δεν εννόει τούτο. Εκάπνισε τας μελίσσας διά ξηρών
+χόρτων και συνέλεξε μεγάλην ποσότητα μέλιτος. Είτα εγκαταλείπων
+εις τον δείκτην τας μελικηρίδας, αίτινες απαρτίζουσι το
+μερίδιον του κέρδους του, επανήλθε μετά του εξαδέλφου
+Βενεδίκτου εις την λέμβον.
+
+Το μέλι εγένετο ευχαρίστως δεκτόν, αλλ' επί τέλους μικρόν
+πράγμα ήτο· άπαντες θα υπέφερον σκληρώς εκ της πείνης, εάν κατά
+την ημέραν της 12 η λέμβος δεν έφθανε πλησίον όρμου βρίθοντος
+εξ ακρίδων. Ήσαν μυριάδες, και εκάλυπτον το έδαφος και τους
+θάμνους ανά δύο και τρεις σειράς. Επειδή δε ο εξάδελφος
+Βενέδικτος είπεν ότι οι ιθαγενείς ετρέφοντο πολλάκις διά των
+ορθοπτέρων εκείνων — όπερ ήτο ακριβέστατον — επέπεσαν επί του
+μάννα εκείνου. Υπήρχον εκεί τοσαύται ώστε να φορτώσωσι δεκάκις
+την λέμβον, και φρυγόμεναι επί πυρός ησύχου, αι εδώδιμοι αύται
+ακρίδες δύνανται να φανώσιν εξαίρετοι και εις αυτούς τους
+ολιγώτερον πεινώντας ανθρώπους. Εις το μερίδιόν του ο εξάδελφος
+Βενέδικτος έφαγεν αρκετήν ποσότητα, στενάζων μεν αληθώς, αλλ'
+όμως έφαγεν.
+
+Εν τούτοις ήτο καιρός να λάβη πέρας η μακρά αύτη σειρά ηθικών
+και φυσικών δοκιμασιών. Ει και ο πλους επί του ταχέος εκείνου
+ποταμίου δεν υπήρξε κοπιαστικός, όσον ήτο η πορεία εις τα πρώτα
+δάση της χώρας, εν τούτοις ο υπερβολικός καύσων της ημέρας, αι
+υγραί αναθυμιάσεις της νυκτός, αι αδιάκοποι επιθέσεις των
+κωνώπων, πάντα ταύτα καθίστων πάλιν οχληράν την του ρεύματος
+κάθοδον. Ήτο καιρός πλέον να φθάσωσι και εν τούτοις ο Δικ Σανδ
+δεν ηδύνατο να προσδιορίση ουδέν τέρμα εις τον πλουν εκείνον.
+Οκτώ ημέρας θα διήρκει ή ένα μήνα; ουδεμία ένδειξις. Εάν το
+ποτάμιον έρρεε κατ' ευθείαν προς δυσμάς, θα ευρίσκοντο ήδη επί
+της βορείας ακτής της Αγγόλας, αλλ' η γενική διεύθυνσις υπήρξε
+μάλλον βορεινή και τοιουτοτρόπως θα έπλεον επί πολύν χρόνον,
+πριν φθάσωσιν εις την παραλίαν. Ήτο λοιπόν ο Δικ Σανδ εις άκρον
+ανήσυχος, ότε εγένετο αίφνης μεταβολή διευθύνσεως κατά την
+πρωίαν της 14 Ιουλίου.
+
+Ο μικρός Ζακ ήτο εις το έμπροσθεν μέρος της λέμβου και
+παρετήρει διά των καλάμων, ότε μεγάλη έκτασις ύδατος εφάνη εις
+τον ορίζοντα.
+
+ — Η θάλασσα! ανεφώνησεν.
+
+Εις την λέξιν ταύτην ο Δικ Σανδ ανεσκίρτησε και ήλθε πλησίον
+του μικρού Ζακ.
+
+ — Η θάλασσα! είπεν. Όχι, όχι ακόμη, αλλά τουλάχιστον ποταμός
+όστις ρέει προς δυσμάς, και του οποίου παραπόταμος είναι ο
+παρών. Ίσως είναι ούτος ο Ζαΐρος.
+
+ — Ο Θεός να σε εισακούση, Δικ, είπεν η κυρία Βέλδων. Ναι,
+διότι εάν ήτο ο Ζαΐρος εκείνος ή Κόγγος τον οποίον ο Στάνλεϋ
+έμελλε να ανακαλύψη μετά τινα έτη, δεν είχον πλέον να πράξωσι
+άλλο ειμή να κατέλθωσι το ρεύμα του, όπως φθάσωσιν εις τας
+πορτογαλικός κώμας του στομίου. Ο Δικ Σανδ ήρχισε να πιστεύη το
+τοιούτο.
+
+Κατά τας ημέρας της 15, 16, 17 και 18 Ιουλίου, εν τω μέσω χώρας
+ολιγώτερον ξηράς, η λέμβος έπλευσεν επί των αργυροστίλπνων
+υδάτων του ποταμού. Εν τούτοις αι αυταί προφυλάξεις ελαμβάνοντο
+και εφαίνετο πάντοτε ότι το ρεύμα εκύλιε σωρόν χόρτων.
+
+Μετά τινας ώρας βεβαίως οι επιζώντες του «Πίλγριμ» θα έβλεπον
+το τέρμα των δυστυχιών των. Εις έκαστον θα απεδίδετο αναλόγως,
+η μερίς της αφοσιώσεως και εάν ο νεαρός δόκιμος δεν διεξεδίκει
+την μεγαλειτέραν, η κυρία Βέλδων θα την διεξεδίκει υπέρ αυτού.
+
+Αλλά κατά την νύκτα της 18 Ιουλίου συνέβη τι, όπερ έμελλε να
+διακινδυνεύση την σωτηρίαν πάντων.
+
+Περί την τρίτην ώραν της πρωίας, μακρυνός θόρυβος ηκούσθη προς
+δυσμάς. Ο Δικ Σανδ, πλήρης αγωνίας ηθέλησεν να μάθη πόθεν
+προήρχετο ο θόρυβος εκείνος. Ενώ δε η κυρία Βέλδων, ο Ζακ και ο
+εξάδελφος Βενέδικτος εκοιμώντο εις το βάθος της λέμβου,
+προσεκάλεσε τον Ηρακλέα εις την πρώραν και τω συνέστησε να
+ακροασθή μετά μεγάλης προσοχής.
+
+Η νυξ ήτο ήσυχος. Ουδεμία πνοή εκίνει τα ατμοσφαιρικά στρώματα.
+
+ — Είναι θόρυβος θαλάσσης! είπεν ο Ηρακλής του οποίου οι
+οφθαλμοί ήστραψαν εκ χαράς.
+
+ — Όχι, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, κινών την κεφαλήν . . .
+
+ — Τι είναι λοιπόν; ηρώτησεν ο Ηρακλής.
+
+Ας περιμείνωμεν την ημέραν, αλλ' ας προσέχωμεν πολύ. Μετά την
+απόκρισιν, ο Ηρακλής επανήλθεν εις την θέσιν του.
+
+Ο Δικ Σανδ έμεινεν εις το έμπροσθεν μέρος και ηκροάζετο
+πάντοτε. Ο θόρυβος ηύξανε. Μετ' ολίγον ηκούετο ως μυκηθμός
+μακρυνός.
+
+Η ημέρα εφάνη, σχεδόν άνευ ηούς. Άνωθεν του ποταμού, εις
+απόστασιν ημίσεως περίπου μιλίου, είδος τι νέφους εκυμαίνετο εν
+τη ατμοσφαίρα. Αλλά δεν ήσαν ατμοί, τούτο δε εγένετο καταφανές
+ότε, από τας πρώτας ηλιακάς ακτίνας, αίτινες διήλθον
+διασχίσασαι αυτούς, θαυμασία ίρις ανεπτύχθη από της μιας εις
+την άλλην όχθην.
+
+ — Εις την όχθην! έκραξεν ο Δικ Σανδ, του οποίου η φωνή
+αφύπνισε την κυρίαν Βέλδων. Υπάρχουσι καταρράκται! Τα νέφη
+ταύτα είναι ύδωρ κονιοποιημένον. Εις την όχθην, Ηρακλή!
+
+Ο Δικ Σανδ δεν ηπατάτο. Εμπρός το έδαφος εξηφανίζετο επί εκατόν
+πόδας από της κοίτης του ποταμού, του οποίου τα ύδατα
+εβαραθρούντο μετ' αγερώχου αλλ' ακατασχέτου ορμής. Ήμισυ μίλιον
+έτι και η λέμβος θα παρεσύρετο εις την άβυσον.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΘ'.
+
+Σ. Β.
+
+
+
+Ο Ηρακλής, δι' ισχυρού κινήματος της κώπης, ώρμησε προς την
+αριστεράν όχθην. Άλλως τε το ρεύμα δεν ήτο ταχύ εις το μέρος
+εκείνο και η κοίτη του ποταμού διετήρει μέχρι των καταρρακτών
+την τακτικήν αυτής κλίσιν. Ως είπομεν ήδη το έδαφος εξηφανίζετο
+αίφνης και η έλξις δεν εγίνετο επαισθητή ειμή τριακοσίους ή
+τετρακοσίους πόδας κάτωθεν του καταρράκτου.
+
+Επί της αριστεράς όχθης υψούντο μεγάλα δάση πυκνότατα. Ουδέν
+φως εισέδυε διά του αδιαπεράστου αυτών παραπετάσματος. Ο Δικ
+Σανδ μετά τρόμου έβλεπε την γην εκείνην κατοικουμένην υπό των
+ανθρωποφάγων του κάτω Κόγγου, την οποίαν τώρα έπρεπε να
+διέλθωσι, καθότι η λέμβος δεν ηδύνατο πλέον να ακολουθήση το
+ρεύμα. Περί μεταφοράς της λέμβου κάτωθεν των καταρρακτών μήτε
+σκέψις ηδύνατο να γίνη. Ήτο λοιπόν φοβερόν δυστύχημα πλήττον
+τους δυστυχείς εκείνους κατά την παραμονήν ίσως της αφίξεώς των
+εις τας πορτογαλικάς κώμας του στομίου. Αλλ' αφού εβοήθησαν
+αλλήλους τόσον καλώς, δεν θα τους εβοήθει και ο Θεός;
+
+Η λέμβος έφθασε μετ' ολίγον εις την αριστεράν όχθην του
+ποταμού. Καθ' όσον δε επλησίαζεν, ο Δίγγος έδιδε παράδοξα
+σημεία ανυπομονησίας και θλίψεως συγχρόνως.
+
+Ο Δικ Σανδ όστις τον παρετήρει, — καθότι τα πάντα ήσαν
+κίνδυνος, — εσκέφθη μήπως θηρίον ή ιθαγενής εκρύπτετο εντός των
+παπύρων της ακτής. Αλλ' εβεβαιώθη μετ' ολίγον ότι η ταραχή του
+ζώου δεν προήρχετο εξ οργής.
+
+ — Θα έλεγέ τις ότι κλαίει! έκραξεν ο μικρός Ζακ περιβάλλων τον
+Δίγγον διά των δύο βραχιόνων του.
+
+Ο Δίγγος διέφυγε και πηδήσας εις το ύδωρ, ότε η λέμβος απείχε
+της όχθης περί τα είκοσι βήματα, έφθασεν εις την ξηράν και
+εγένετο άφαντος μεταξύ των χόρτων.
+
+Μήτε η κυρία Βέλδων, μήτε ο Δικ Σανδ, μήτε ο Ηρακλής ήξευρον τι
+να σκεφθώσιν.
+
+Μετά τινας στιγμάς έφθασαν εν τω μέσω πρασίνου αφρού φυκών και
+άλλων υδατωδών φυτών. Αλτυόνες τινές, εκφέρουσαι οξέα
+συρίγματα, και μικροί ερωδιοί λευκοί ως η χιών, απέπτησαν
+αμέσως. Ο Ηρακλής προσέδεσε στερεώς την λέμβον εις κορμόν
+μαγγλίου, και όλοι απέβησαν εις την όχθην, άνωθεν της οποίας
+έκλινον μεγάλα δένδρα.
+
+Ουδεμία κεχαραγμένη ατραπός εν τω δάσει εκείνω. Εν τούτοις τα
+πεπατημένα βρύα του εδάφους εμαρτύρουν ότι εσχάτως διήλθον
+εκείθεν ιθαγενείς ή ζώα.
+
+Ο Δικ Σανδ έχων το όπλον πεπληρωμένον, και ο Ηρακλής, κρατών
+τον πέλεκυν είς την χείραν, μόλις επροχώρησαν δέκα βήματα ότε
+επανεύρον τον Δίγγον. Ο κύων, την ρίνα έχων εις την γην,
+ηκολούθει, ίχνος τι, εκφέρων πάντοτε υλακάς. Πρώτη ανεξήγητος
+προαίσθησις τον είχε ελκύσει εις το μέρος εκείνο της όχθης,
+άλλη δευτέρα τον είλκυε τότε εις τα βάθη των δασών. Πάντες
+είδον τούτο προφανώς.
+
+ — Προσοχή! είπεν ο Δικ Σανδ. Κυρία Βέλδων, κύριε Βενέδικτε,
+Ζακ, μη μας εγκαταλείπετε. — Προσοχή, Ηράκλεις.
+
+Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Δίγγος ανύψου την κεφαλήν, και διά
+μικρών αλμάτων προεκάλει να τον ακολουθήσωσι.
+
+Μετ' ολίγας στιγμάς η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής τον
+έφθασαν εις τας ρίζας γηραιάς συκομορέας εν τω μέσω του
+πυκνοτάτου μέρους του δάσους.
+
+Εκεί υψούτο κατεστραμμένη καλύβη προ της οποίας ο Δίγγος
+υλάκτει θρηνωδώς.
+
+ — Ποίος άραγε είναι εκεί; έκραξεν ο Δικ Σανδ.
+
+Εισήλθεν εν τη καλύβη.
+
+Η κυρία Βέλδων και οι άλλοι τον ηκολούθησαν.
+
+Το έδαφος ήτο εστρωμένον υπό οστών λευκαθέντων ήδη υπό την
+επίδρασιν της ατμοσφαίρας.
+
+ — Άνθρωπος απέθανεν εις την καλύβην ταύτην, είπεν η κυρία
+Βέλδων.
+
+ — Και τον άνθρωπον τούτον ο Δίγγος τον εγνώριζεν απεκρίθη ο
+Δικ Σανδ. Θα ήτο ίσως ο κύριός του. Α! ιδέτε!
+
+Ο Δικ Σανδ εδείκνυεν εις το βάθος της καλύβης τον
+απογεγυμνωμένον κορμόν της συκομορέας.
+
+Εκεί εφαίνοντο δύο μεγάλα ερυθρά γράμματα, σχεδόν εξηλειμμένα
+ήδη, τα οποία όμως ηδύνατό τις έτι να διακρίνη.
+
+Ο Δίγγος επέθεσε τον δεξιόν πόδα επί του δένδρου και εφαίνετο
+δεικνύων.
+
+ — Σ. Β.! έκραζε ο Δικ Σανδ. Τα γράμματα εκείνα τα οποία ο
+Δίγγος διέκρινε μεταξύ όλων. Τα αρχικά τα οποία φέρει εις το
+περιλαίμιόν του.
+
+Δεν ετελείωσε την φράσιν του, και κύψας έλαβεν μικρόν χάλκινον
+κυτίον όλως οξειδωμένον, όπερ ευρίσκετο εις γωνίαν τινα της
+καλύβης.
+
+Το κυτίον εκείνο ηνεώχθη και έπεσεν εξ αυτού τεμάχιον χάρτου
+επί του οποίου ο Δικ Σανδ ανέγνωσε τας ακολούθους λέξεις:
+
+«Δολοφονηθείς . . ληστευθείς υπό του οδηγού μου Νεγορού . . .
+τη 3 Δεκεμβρίου 1871 . . ενταύθα., 120 μίλια μακράν της ακτής .
+. ο Δίγγος ιδικός μου.
+
+«Σ. ΒΕΡΝΩΝ»
+
+Η επιστολή έλεγε τα πάντα. Ο Σαμουήλ Βερνών, αναχωρήσας μετά
+του κυνός του Δίγγου όπως εξερευνήση την κεντρώαν Αφρικήν,
+ωδηγείτο υπό του Νεγορού. Τα χρήματα, άτινα έφερε μεθ' εαυτού,
+ηρέθισαν την πλεονεξίαν του αθλίου, όστις απεφάσισε να τα
+αρπάση. Ο Γάλλος περιηγητής, φθάσας εις το μέρος εκείνο των
+οχθών του Κόγγου κατεσκήνωσεν εν τη καλύβη εκείνη. Εκεί, επλήγη
+θανατηφόρως, εληστεύθη, εγκατελείφθη.
+
+Συντελεσθέντος του φόνου, ο Νεγορός έφυγε βεβαίως, και τότε
+περιέπεσεν εις χείρας των Πορτογάλων. Αναγνωρισθείς ως είς των
+πρακτόρων του σωματεμπόρου Αλβέζ, και μετενεχθείς εις Άγιον
+Παύλον της Λοάνδας, κατεδικάσθη να διέλθη τον βίον του εις έν
+των σοφρωνιστηρίων της αποικίας, Γνωρίζομεν πώς κατώρθωσε να
+αποδράση να φθάση εις την Νέαν Ζηλανδίαν, και πώς απεβιβάσθη
+εις το «Πίλγριμ» προς δυστυχίαν των επιβατών αυτού. Αλλά τι
+συνέβη μετά το έγκλημα; ευκόλως εννοείται. Ο ατυχής Βερνών,
+πριν αποθάνη, έλαβε προδήλως καιρόν να γράψη το επιστόλιον όπερ
+συν τη χρονολογία και τω αιτίω της δολοφονίας, ανέφερε και το
+όνομα του δολοφόνου. Το επιστόλιον εκείνο εν τω οποίω βεβαίως
+υπήρχε το κλαπέν αργύριον, και δι' εσχάτης αγωνίας ο
+αιματόφυρτος δάκτυλός του εχάραξεν ως επιτάφιον τα αρχικά
+γράμματα του ονόματός του. Προ των δύο εκείνων γραμμάτων ο
+Δίγγος θα έμεινε πολλάς ημέρας. Έμαθε να τα διακρίνη. Δεν
+έμελλε πλέον να τα λησμονή. Είτα επανελθών εις την ακτήν,
+παρελήφθη υπό του πλοιάρχου του «Βάλδεκ» και ακολούθως μετέβη
+εις το «Πίλγριμ», όπου συνηντήθη μετά του Νεγορού. Καθ' όλον
+εκείνο το διάστημα, τα οστά του περιηγητού ελευκαίνοντο εις το
+καλύβιον του απωτάτου εκείνου δάσους της κεντρώας Αφρικής, και
+μόνον εις την ενθύμησιν του κυνός επέζων. Ναι, τα πράγματα θα
+συνέβησαν τοιουτοτρόπως, ο δε Δικ Σανδ και ο Ηρακλής
+ητοιμάζοντο να δώσωσι ταφήν χριστιανικήν εις τα λείψανα του
+Σαμουήλ Βερνών, ότε ο Δίγγος εκφέρων υλακήν λυσσώδη ώρμησεν έξω
+της καλύβης.
+
+Σχεδόν αμέσως, φρικώδεις κραυγαί ηκούσθησαν εις μικράν
+απόστασιν. Προδήλως, άνθρωπος τις συνεπλάκη μετά του ρωμαλέου
+ζώου.
+
+Ο Ηρακλής έπραξεν ό,τι έπραξεν ο Δίγγος. Ώρμησε και αυτός έξω
+της καλύβης, ο δε Δικ Σανδ η κυρία Βέλδων, ο Ζακ και ο
+Βενέδικτος, ακολουθούντες τα ίχνη του τον είδον να ορμά καθ'
+ενός ανθρώπου, όστις εκυλίσθη κατά γης κρατούμενος εκ του
+λαιμού διά των φοβερών οδόντων του κυνός.
+
+Ήτο ο Νεγορός.
+
+Μεταβαίνων εις το στόμιον του Ζαΐρου ίνα επιβιβασθή διά την
+Αμερικήν ο κακούργος εκείνος, αφού άφησε την συνοδείαν του
+όπισθεν, ήλθεν εις αυτό εκείνο το μέρος ένθα εδολοφόνησε τον
+οδοιπόρον, όστις είχεν εμπιστευθή εις αυτόν.
+
+Αλ' έπραξε τούτο ουχί άνευ λόγου, και πάντες το εννόησαν, όταν
+είδον δράκας τινας χρυσών γαλλικών νομισμάτων, άτινα έστιλβον
+εις οπήν τινα αρτίως ορυχθείσαν παρά τας ρίζας δένδρου. Ο
+Νεγορός είχε κρύψει το προϊόν της κλοπής επί τω σκοπώ να
+επανέλθη ημέραν τινά να το αναλάβη και έμελλε τωόντι να λάβη τα
+χρήματα εκείνα, ότε ο Δίγγος τον ανεκάλυψε και ώρμησε κατ'
+αυτού. Καταπλαγείς ο άθλιος έσυρε την μάχαιράν του και εκτύπησε
+τον κύνα, καθ' ήν στιγμήν ο Ηρακλής επέπεσε κατ' αυτού κράζων.
+
+ — Άθλιε: Θα σε πνίξω τέλος πάντων!
+
+Τετέλεσται. Ο Πορτογάλος δεν έδιδε πλέον σημείον ζωής, πληγείς
+δύναται τις ειπείν υπό της θείας δικαιοσύνης και εν τω αύτω
+μέρει ένθα το έγκλημα διεπράχθη. Αλλ' ο πιστός κύων είχεν λάβει
+κτύπημα θανάσιμον, και συρθείς μέχρι της καλύβης ήλθε και
+εξέψυσεν εκεί, όπου είχεν αποθάνει ο Σαμουήλ Βερνών.
+
+Ο Ηρακλής έθαψε βεβαίως τα λείψανα του περιηγητού, και ο Δίγγος
+αφού τον έκλαυσαν όλοι, ετέθη μετά του κυρίου του εις τον αυτόν
+λάκκον.
+
+Δεν υπήρχε μεν πλέον ο Νεγορός, αλλ' οι από του Καζονδέ
+συνοδεύσαντες αυτόν ιθαγενείς δεν ηδύναντο να ώσι μακράν. Μη
+επαναβλέποντες αυτόν, θα τον ανεζήτουν προδήλως προς το μέρος
+του ποταμού, και τούτο ήτο κίνδυνος σπουδαιότατος.
+
+Ο Δικ Σανδ και η κυρία Βέλδων συνεσκέφθησαν λοιπόν τι έδει να
+πράξωσι και να το πράξωσι χωρίς να χάσωσι μήτε στιγμήν.
+
+Έν βέβαιον όμως απεδείχθη, ότι ο ποταμός εκείνος ήτο ο Κόγγος
+ονομαζόμενος υπό των ιθαγενών Κουάγγος ή Ικουτού γάΚόγγος, και
+ότι είναι ο Ζαΐρος υπό το έν μήκος και Λουαλάβας εις το άλλο.
+Είναι τωόντι η μεγάλη εκείνη αρτηρία της κεντρώας Αφρικής εις
+ήν ο ηρωϊκός Στάνλεϋ επέβαλε το ένδοξο όνομα του Λιβιγγστώνος,
+αλλ' οι γεωγράφοι ώφειλον ίσως να αντικαταστήσωσι διά του
+ιδικού του.
+
+Αλλ' εάν δεν ηδύναντο έτι να αμφιβάλλωσιν ότι ήτο το Κόγγος, το
+γραμμάτιον όμως του γάλλου περιηγητού εσημείου ότι το στόμιον
+αυτού απείχεν έτι εκατόν είκοσι μίλια από του μέρους εκείνου
+και δυστυχώς το μέρος εκείνο ήτο αδιάβατον. Μεγάλοι καταράκται
+— πιθανώς οι του Ντάμου — κωλύουσι την κάθοδον εις πάσαν
+λέμβον. Ανάγκη λοιπόν να ακολουθήσωσι την μίαν ή την ετέραν
+όχθην, τουλάχιστον μέχρι κάτω των καταρρακτών ήτοι επί έν ή δύο
+μίλια και μετά ταύτα να κατασκευάσωσι σχεδίαν, όπως
+επαναλάβωσιν αύθις την διά του ρεύματος κάθοδον.
+
+ — Μένει λοιπόν, είπεν εν συμπεράσματι ο Δικ Σανδ, να
+αποφασίσωμεν εάν θα κατέλθωμεν την αριστεράν εις ην
+ευρισκόμεθα, ή την δεξιάν όχθην του ποταμού. Αμφότεραι, κυρία
+Βέλδων, μοι φαίνονται επικίδυνοι και οι ιθαγενείς είναι εδώ
+επίφοβοι. Εν τούτοις, επί της όχθης ταύτη, φαίνεται ότι
+κινδυνεύομεν περισσότερον, επειδή υπάρχει φόβος μήπως
+συναντήσωμεν την ακολουθίαν του Νεγορού.
+
+ — Ας διαβώμεν εις την άλλην όχθην, απεκρίθη η κυρία Βέλδων.
+
+ — Είναι άραγε βατή; παρετήρησεν ο Δικ Σανδ. Η οδός των στομίων
+του Κόγγου είναι μάλλον επί της αριστεράς όχθης, αφού ο Νεγορός
+αυτήν ηκολούθει. Αδιάφορον! Δεν πρέπει να διστάσωμεν. Αλλά πριν
+διέλθωμεν τον ποταμόν μεθ' υμών, κυρία Βέλδων, πρέπει να ηξεύρω
+εάν δυνάμεθα να κατέλθωμεν μέχρι κάτω των καταρρακτών.
+
+Έπρεπε να ενεργήσωσι φρονίμως και ο Δικ Σανδ ηθέλησε να
+εκτελέση αμέσως το σχέδιόν του.
+
+Εις εκείνο το μέρος ο ποταμός δεν είχε μήκος πλειότερον των
+τριακοσίων μέχρι των τετρακοσίων ποδών, και η διέλευσις αυτού
+ήτο εύκολος εις τον νεαρόν δόκιμον, συνηθισμένον όντα να
+χειρίζηται και την πρυμνοκώπην. Η κυρία Βέλδων, ο Ζακ, ο
+εξάδελφος Βενέδικτος ώφειλον να μείνωσιν υπό την φύλαξιν του
+Ηρακλέους περιμένοντες την επιστροφήν του.
+
+Ληφθεισών των διατάξεων τούτων, ο Δικ Σανδ έμελλε να αναχωρήση,
+ότε η κυρία Βέλδων τω είπε.
+
+ — Δεν φοβείσαι, Δικ, μήπως παρασυρθής προς τους καταράκτας;
+
+ — Όχι, κυρία Βέλδων. Θα διέλθω τετρακόσιους πόδας υπεράνω
+αυτών.
+
+ — Αλλ' εις την άλλην όχθην;
+
+ — Δεν θα αποβώ εις την ξηράν, εάν ίδω έστω και τον ελάχιστον
+κίνδυνον.
+
+ — Λάβε το όπλον σου.
+
+ — Ναι· αλλά μη ανησυχήτε περί εμού.
+
+ — Ίσως θα ήτο προτιμότερον να μη χωρισθώμεν, Δικ, προσέθηκεν η
+κυρία Βέλδων, ως εάν κατέλαβεν αυτήν προαίσθημά τι.
+
+ — Όχι . . . αφήσατέ με να υπάγω μόνος . . . απεκρίθη ο Δικ
+Σανδ. Πρέπει να γίνη τούτο χάριν της ασφαλείας πάντων. Πριν
+παρέλθη μία ώρα θα επιστρέψω. Πρόσεχε καλώς Ηράκλεις.
+
+Αφού είπε ταύτα ο Δικ έλυσε την λέμβον και έπλευσε προς την
+άλλην όχθην του Ζαΐρου.
+
+Η κυρία Βέλδων και ο Ηρακλής, συνεσπειρωμένοι εις τας λόχμας
+των παπύρων, τον ηκολούθουν διά του βλέμματος.
+
+Ο Δικ Σανδ έφθασε μετ' ολίγον εις το μέσον του ποταμού. Το
+ρεύμα, χωρίς να είναι λίαν ισχυρόν, ενεδυναμούτο ολίγον ένεκα
+της έλξεως των καταρρακτών. Τετρακόσιους πόδας κατωτέρω, ο
+επιβλητικός μυκηθμός των υδάτων επλήρου το διάστημα, καί τινες
+νιφάδες, αρπαζόμεναι υπό του ανέμου, έφθανον μέχρι του νεαρού
+δοκίμου. Εφρικία εις την σκέψιν ότι η λέμβος, εάν επετηρείτο
+ολιγώτερον κατά την παρελθούσαν νύκτα, θα απώλλυτο εις τους
+καταρράκτας εκείνους, οίτινες μόνον πτώματα θα απέδιδον. Αλλά
+τοιούτος φόβος δεν υπήρχε πλέον, και κατ' εκείνην την στιγμήν η
+κώπη, επιδεξίως χειριζομένη, ήρκει εις την χείρα όπως τηρή
+αυτήν εις διεύθυνσιν ολίγον λοξήν προς το ρεύμα.
+
+Μετά έν τέταρτον της ώρας ο Δικ Σανδ έφθασεν εις την αντιπέραν
+όχθην και ητοιμάζετο να πηδήση εις την ξηράν.
+
+Κατ' εκείνην την στιγμήν κραυγαί ηκούσθησαν, και δεκάς ιθαγενών
+ώρμησε κατά του σωρού των χόρτων, όστις εκάλυπτεν έτι την
+λέμβον.
+
+Ήσαν οι ανθρωποφάγοι του υποβρυχίου χωρίου. Επί οκτώ ημέρας
+είχον ακολουθήσει την δεξιάν όχθην του ποταμού. Υπό το φύλλωμα
+εκείνο όπερ είχε σχισθή εις τους πασσάλους του χωρίου των,
+είχον ανακαλύψει τους φυγάδας, ήτοι λείαν βεβαίαν δι' αυτούς,
+αφού το κώλυμα των καταρρακτών θα ηνάγκαζε τάχιον ή βράδιον
+τους δυστυχείς να αποβώσιν εις την μίαν ή την ετέραν όχθην.
+
+Ο Δικ Σανδ ενόμισε εαυτόν απολεσθέντα, αλλ' εσκέφθη εάν διά της
+θυσίας της ζωής του θα ηδύνατο να σώση τους μετ' αυτού. Κύριος
+εαυτού, όρθιος επί του εμπροσθίου μέρους της λέμβου, το όπλον
+έχων εστραμμένον κατά των ανθρωποφάγων, εκράτει αυτούς εν
+αποστάσει.
+
+Ούτοι εν τούτοις απέσπασαν όλον το φύλλωμα υπό το οποίον
+ενόμιζον ότι θα εύρισκον και άλλα θύματα. Ότε δε είδον ότι
+μόνος ο νεαρός δόκιμος περιέπεσεν εις χείρας των, ησθάνθησαν
+δυσαρέσκειαν, ήτις εξεδηλώθη διά φοβερών κραυγών. Έν παιδίον
+δεκαπενταετές διά δέκα ανθρώπους!
+
+Αλλά τότε είς των ιθαγενών ανηγέρθη, έτεινε τον βραχίονα προς
+την αριστεράν όχθην, και έδειξε την κυρίαν Βέλδων και τους μετ'
+αυτής οίτινες, ιδόντες τα πάντα και μη γινώσκοντες τι να
+πράξωσιν, ανήλθον την ακτήν.
+
+Ο Δικ Σανδ, μη σκεπτόμενος περί εαυτού, περιέμενεν εκ του
+ουρανού έμπνευσίν τινα δυναμένην να τους σώση.
+
+Η λέμβος έμελλε να αναχθή μακράν. Οι ιθαγενείς εσκόπευον να
+διέλθωσι το ποτάμιον. Προ του κατ' αυτών εστημένου όπλου δεν
+εκινούντο, γινώσκοντες το αποτέλεσμα των πυροβόλων όπλων. Αλλ'
+είς εξ αυτών έδραξε την κώπην, εχειρίσθη αυτήν ως άνθρωπος
+γινώσκων να την μεταχειρισθή, και η λέμβος διήρχετο λοξώς τον
+ποταμόν. Μετ' ολίγον δε απείχε μόλις εκατόν πόδας από της
+αριστεράς όχθης.
+
+ — Φύγετε! έκραξεν ο Δικ Σανδ προς την κυρίαν Βέλδων. Φύγετε!
+
+Μήτε η κυρία Βέλδων, μήτε ο Ηρακλής εκινήθησαν.
+
+Ήθελέ τις υποθέσει ότι οι πόδες των ήσαν καθηλωμένοι επί του
+εδάφους.
+
+Να φύγωσι! και προς τι! Πριν παρέλθη μία ώρα θα ενέπιπτον εις
+τας χείρας των ανθρωποφάγων.
+
+Ο Δικ Σανδ εννόησε τούτο. Αλλά τότε, η υπερτάτη εκείνη
+έμπνευσις, ην εζήτει παρά του ουρανού, κατεπέμφθη αύτω. Διείδε
+την πιθανότητα να σώση πάντας εκείνους ους ηγάπα διά της ιδίας
+αυτού ζωής!. Δεν εδίστασε να πράξη τούτο.
+
+ — Ο Θεός να τους προστατεύση, εψιθύρισε, και να οικτείρη και
+εμέ εν τη απείρω αυτού αγαθότητι!
+
+ — Αμέσως δε ο Δικ Σανδ διηύθυνε το πυροβόλον του προς τον
+κωπηλατούντα ιθαγενή, και η κώπη, θραυσθείσα υπό της σφαίρας
+διεσκορπίσθη εις τεμάχια.
+
+ — Οι ανθρωποφάγοι έρρηξαν κραυγήν τρόμου.
+
+ — Τωόντι η λέμβος, μη συγκροτουμένη πλέον υπό της κώπης, έλαβε
+την διεύθυνσιν του ύδατος. Το ρεύμα την παρέσυρε μετ'
+αυξανούσης ταχύτητος, και μετά τινας στιγμάς δεν απείχε
+πλειότερον των εκατόν ποδών από τους καταρράκτας.
+
+Η κυρία Βέλδων και ο Ηρακλής εννόησαν τα πάντα. Ο Δικ Σανδ
+επειράτο να τους σώση ωθών τους ανθρωποφάγους μεθ' εαυτού εις
+την άβυσσον. Ο μικρός Ζακ και η μήτηρ του, γονυπετείς επί της
+ακτής, τω απέστελλον ύστατον αποχαιρετισμόν. Η ανίσχυρος χειρ
+του Ηρακλέους ετείνετο προς αυτόν.
+
+Κατ' εκείνην την στιγμήν οι ιθαγενείς, θελήσαντες να φθάσωσι
+κολυμβώντες εις την αριστεράν όχθην, ερρίφθησαν έξω της λέμβου,
+ήτις και ανετράπη.
+
+Ο Δικ Σανδ δεν απώλεσε την ψυχραιμία του απέναντι του
+απειλούντος αυτόν θανάτου. Τότε τω επήλθε μία τελευταία σκέψις
+ότι η λέμβος, ως εξ αυτού τούτου του γεγονότος εκυμαίνετο μετά
+της τρόπιδος εις τον αέρα, ηδύνατο να τω χρησιμεύση όπως τον
+σώση.
+
+Τωόντι δύο κίνδυνοι υπήρχον καθ' ήν στιγμήν ο Δικ Σανδ θα
+περιεπλέκετο εν τω καταρράκτη· ασφυξία εκ του ύδατος, ασφυξία
+εκ του αέρος. Το ανεστραμμένον λοιπόν εκείνο σκάφος θα ήτο ως
+κιβωτός, εν τη οποία θα ηδύνατο ίσως να διατηρή την κεφαλήν
+αυτού έξω του ύδατος, συγχρόνως δε θα προεφυλάσσετο και από του
+εξωτερικού αέρος, όστις βεβαίως θα τον έπνιγεν εν τη ταχύτητι
+της πτώσεώς του. Υπό τας συνθήκας ταύτας δύναταί τις να ελπίση
+ότι θα αποφύγη την διπλήν ασφυξίαν, έστω και αν κατέρχηται τους
+καταρράκτας του Νιαγάρα.
+
+Ο Δικ Σανδ είδε τούτα πάντα ως εν αστραπή. Διά τελευταίου τινός
+ορμεμφύτου προσεκολλήθη εις το θρανίον, όπερ συνέδεε τα δύο
+χείλη της λέμβου, και έχων την κεφαλήν έξω του ύδατος υπό το
+ανεστραμμένον σκάφος, ησθάνθη το ακαταμάχητον ρεύμα να τον
+παρασύρη, και την πτώσιν γινομένην σχεδόν κάθετον.
+
+Η λέμβος εβυθίσθη εν τη υπό των υδάτων εις τους πρόποδας του
+καταρράκτου ορυχθείση αβύσσω, και αφού κατήλθεν εις μέγα βάθος,
+επανήλθεν εις την επιφάνειαν του ποταμού. Ο Δικ Σανδ, καλός
+κολυμβητής, εννόησεν ότι η σωτηρία του νυν εξηρτάτο εκ της
+ισχύος των βραχιόνων του.
+
+Μετά έν τέταρτον της ώρας, έφθασεν εις την αριστεράν όχθην,
+ένθα επανεύρε την κυρίαν Βέλδων, τον μικρόν Ζακ και τον
+εξάδελφον Βενέδικτον, τους οποίους ο Ηρακλής είχε φέρει εκεί
+μετά πάσης σπουδής.
+
+Αλλ' ήδη οι ανθρωποφάγοι είχον απολεσθή εν τω παφλασμώ του
+ύδατος. Μη υπερασπιζόμενοι υπό της ανατετραμμένης λέμβου
+επνίγησαν πριν ή φθάσωσι καν εις τα τελευταία βάθη της αβύσσου,
+τα δε σώματα αυτών έμελλον να κατασχισθώσιν εις τους οξείς
+εκείνους βράχους, εις ους εθραύετο το κατώτερον μέρος του
+ποταμού.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Κ'.
+
+ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
+
+
+
+Μετά δύο ημέρας, τη 20 Ιουλίου, η κυρία Βέλδων και οι μετ'
+αυτής συνήντησαν συνοδείαν κατευθυνομένην προς την Εμβόμαν, εις
+το στόμιον του Κόγγου. Δεν ήσαν δουλέμποροι, αλλά τίμιοι
+έμποροι πορτογάλλοι ενεργούντες το εμπόριον του ελεφαντοστού.
+Υπεδέχθησαν τους φυγάδας μετά μεγίστης ευμενείας και το
+τελευταίον μέρος της οδοιπορίας εκείνης εγένετο υπό ανεκτούς
+όρους.
+
+Η συνάντησις της συνοδείας εκείνης ήτο αληθώς εύνοια του
+ουρανού. Ο Δικ Σανδ δεν θα ηδύνατο να εξακολουθήση μετά της
+σχεδίας την κάθοδον του Ζαΐρου. Από των καταρρακτών του Ντάμου
+μέχρι του Υελλάλα ο ποταμός ουδέν άλλο είναι ειμή συνέχεια
+ρευμάτων και καταρρακτών. Ο Στάνλεϋ ηρίθμισε τοιούτους
+εβδομήκοντα και δύο, και ουδεμία λέμβος δύναται να εισέλθη
+εκεί. Εις το στόμιον του Κουάγγου ο ακάματος περιηγητής έμελλε
+μετά τέσσαρα έτη να υποστή την τελευταίαν των τριάκοντα και δύο
+μαχών, ας εδέησε να συνάψη μετά των ιθαγενών. Κατωτέρω εις τους
+καταρράκτας του Μπέλου έμελλε να διαφύγη τον θάνατον, ως εκ
+θαύματος. Τη 11 Αυγούστου η κυρία Βέλδων, ο Δικ Σανδ, ο Ζακ, ο
+Ηρακλής και ο εξάδελφος Βενέδικτος έφθασαν εις Εμβόμαν, ένθα οι
+κ. κ. Μότας Βιέγας και Χάρισων τους υπεδέχθησαν φιλοξένως.
+Ατμόπλοιόν τι έμελλε να αποπλεύση διά τον ισθμόν του Παναμά.
+
+Η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής επεβιβάσθησαν εν αυτώ και
+έφθασαν εις την αμερικανικήν γην.
+
+Τηλεγράφημα αποσταλέν εις Άγιον Φραγκίσκον ανήγγειλεν εις τον
+Ιάκωβον Βέλδων την ανέλπιστον επιστροφήν της γυναικός του και
+του τέκνου του, των οποίων εις μάτην είχεν αναζητήσει τα ίχνη
+εις όλα τα μέρη, ένθα ηδύνατο να ελπίζη ότι ερρίφθη το
+«Πίλγριμ».
+
+Τέλος τη 25 Αυγούστου ο σιδηρόδρομος απέθετε τους ναυαγούς εν
+τη πρωτευούση της Καλιφορνίας. Α! εάν ο γέρων Τωμ και οι
+σύντροφοί του ήσαν μετ' αυτών! . . . .
+
+Τι να είπωμεν τώρα περί του Δικ Σανδ και του Ηρακλέους. Ο μεν
+εγένετο υιός, ο δε φίλος της οικογενείας.
+
+Ο Ιάκωβος Βέλδων εγίγνωσκε πάντα όσα ώφειλεν εις τον νεαρόν
+δόκιμον, πάντα όσα ώφειλεν εις τον γενναίον μαύρον.
+
+Αληθώς ήτο ευτύχημα ότι ο Νεγορός δεν έφθασε μέχρις αυτού,
+καθότι θα έδιδεν όλην την περιουσίαν του, όπως εξαγοράση την
+γυναίκα και τον υιόν του. Θα απήρχετο εις την αφρικανικήν
+ακτήν, και εκεί, τις δύναται να είπη εις ποίους κινδύνους, εις
+ποίας απιστίας θα εξετίθετο!
+
+Ολίγα τινά και περί του εξαδέλφου Βενεδίκτου. Την αυτήν ημέραν
+της αφίξεώς του ο άξιος επιστήμων, αφού έθλιψε την χείρα του
+Ιακώβου Βέλδων, εκλείσθη εις το σπουδαστήριόν του, και
+επανέλαβε την εργασίαν του, ως εάν εξηκολούθει φράσιν τινά
+διακοπείσαν την προτεραίαν.
+
+Εσκέπτετο γιγανταίον σύγγραμμα περί του «Εξάποδος Βενεδίκτου»,
+όπερ θα ήτο το αριστούργημα της εντομολογικής επιστήμης.
+
+Εκεί, εν τω υπό εντόμων επεστρωμένω σπουδαστηρίω του, ο
+εξάδελφος Βενέδικτος εύρε μικροσκόπιον και δίοπτρα . . . Ύψιστε
+Θεέ! ποίαν κραυγήν απελπισίας έρρηξε την πρώτην φοράν, ότε
+μετεχειρίσθη ταύτα όπως εξετάση το μόνον δείγμα, όπερ τω
+προμήθευσεν η αφρικανική εντομολογία!
+
+Ο «Εξάπους Βενέδικτος» δεν ήτο εξάπουν. Ήτο κοινή αράχνη! Και
+εάν είχον έξ πόδας αντί οκτώ, τούτο συνέβαινε διότι έλειπον απ'
+αυτής οι δύο εμπρόσθιοι πόδες.
+
+Και εάν έλειπον οι πόδες εκείνοι, έλειπον διότι ο Ηρακλής τους
+έθραυσε συλλαβών αυτήν ανεπιτηδείως. Ο ακρωτηριασμός λοιπόν
+εκείνος περιήγε τον υποτιθέμενον «Εξάπουν Βενέδικτον», εις
+κατάστασιν απομάχου και κατέτασσεν αυτήν εις την τάξιν των
+κοινοτάτων αραχνοειδών, όπερ ο εξάδελφος Βενέδικτος ένεκα της
+μυωπίας του δεν ηδυνήθη να αναγνωρίση, το ταχύτερον.
+
+Ως εκ τούτου ησθένησεν, αλλ' ευτυχώς εθεραπεύθη.
+
+Μετά τρία έτη ο μικρός Ζακ ήτο οκταέτης, και ο Δικ Σανδ, καί
+τοι εργαζόμενος δι' εαυτόν, τω έμελλε να επαναλαμβάνη τα
+μαθήματά του. Τωόντι μόλις απέβη εις την ξηράν, εννοήσας πόσα
+πράγματα δεν εγνώριζεν, επέπεσεν εις την σπουδήν με είδος τι
+τύψεως του συνειδότος, της τύψεως εκείνης ανθρώπου όστις
+ελλείψει επιστήμης ευρέθη υποδεέστερος του έργου, όπερ
+ανέλαβεν.
+
+ — Ναι, επανελάμβανε πολλάκις. Εάν εις το «Πίλγριμ» εγνώριζα
+όσα οφείλει να γνωρίζη ναυτικός, πόσα δυστυχήματα θα
+απεφεύγοντο!
+
+Ούτως ωμίλει ο Δικ Σανδ. Τούτου ένεκα εν ηλικία δεκαοκτώ ετών
+επεραίωσεν επιτυχώς τας υδρογραφικάς σπουδάς του και λαβών
+δίπλωμα κατ' εξαιρετικήν εύνοιαν εγένετο πλοίαρχος εν τω οίκω
+του Ιακώβου Βέλδων.
+
+Ιδού πού έφθασε διά της διαγωγής και διά της εργασίας του ο
+μικρός ορφανός ο περισυλλεχθείς εις την άκραν του Σάνδυ Κουκ.
+
+Μεθ' όλην την νεαράν ηλικίαν του είχεν εφελκύσει την υπόληψιν,
+δυνάμεθα ειπείν τον σεβασμόν όλων, αλλ' η απλότης και η
+μετριοφροσύνη του ήσαν τοσούτω φυσικαί, ώστε ουδέ εννόει τούτο.
+
+Αν και δεν ηδύνατό τις να αποδώση εις αυτόν τα καλούμενα
+ανδραγαθήματα, όμως εκείνος ουδέ υπώπτευε καν ότι η σταθερότης,
+η γενναιότης, η επιμονή, τας οποίας ανέπτυξεν εν ταις
+δοκιμασίαις, είχον καταστήσει αυτόν είδος τι ήρωος.
+
+Εν τούτοις σκέψις τις κατείχεν αυτόν. Κατά τας σπανίας
+αναπαύσεις τας οποίας τω άφινον αι σπουδαί του, ενθυμείτο
+πάντοτε τον γέροντα Τωμ, τον Βαρθολομαίον, τον Αυγουστίνον και
+τον Ακτέωνα, διά την δυστυχίαν των οποίων ενόμιζεν εαυτόν
+υπεύθυνον. Τούτο ήτο ωσαύτως αντικείμενον πραγματικής θλίψεως
+διά την κυρίαν Βέλδων σκεπτομένην την αθλίαν κατάστασιν των
+αρχαίων αυτής εν τη δυστυχία συντρόφων.
+
+Τούτου ένεκα ο Ιάκωβος Βέλδων, ο Δικ Σανδ και ο Ηρακλής
+ανεκίνησαν ουρανόν και γην όπως επανεύρωσι τα ίχνη των.
+
+Τέλος κατώρθωσαν τούτο, χάρις εις τους ανταποκριτάς, ους ο
+πλούσιος εφοπλιστής είχεν εν όλω τω κόσμω. Ο Τωμ και οι
+σύντροφοι αυτού είχον πωληθή εν Μαδαγασκάρη, ένθα άλλως τε η
+δουλεία έμελλε μετ' ολίγον να καταργηθή·
+
+Ο Δικ Σανδ ηθέλησε να θυσιάση τας μικράς του οικονομίας όπως
+τους εξαγοράση, αλλ' ο Ιάκωβος Βέλδων δεν επέτρεπεν τούτο. Είς
+των ανταποκριτών του διεπραγματεύθη την υπόθεσιν και ημέραν
+τινά, την 15 Νοεμβρίου 1877, τέσσαρες μαύροι έκρουον την θύραν
+της κατοικίας του.
+
+Ήσαν ο Γέρων Τωμ, ο Βαρθολομαίος, ο Ακτέων, ο Αυγουστίνος. Οι
+αγαθοί εκείνοι άνδρες, αφού διέφυγον τόσους κινδύνους, ολίγον
+έλειψε να πνιγώσι κατ' εκείνην την ημέραν εκ των εναγκαλισμών
+των φίλων των.
+
+Εξ εκείνων λοιπόν τους οποίους το «Πίλγριμ» έρριψε επί της
+απαισίας εκείνης ακτής της Αφρικής δεν έλειπεν ειμή η δυστυχής
+Ναν. Αλλ' ουδέ την γηραιάν υπηρέτριαν, ουδέ τον Δίγγον ηδύνατο
+να επαναφέρωσιν εις την ζωήν. Και βεβαίως ήτο θαύμα πώς μόνον
+εκείνα τα δύο όντα υπέκυψαν εις τοσαύτας και τοιαύτας
+περιπετείας.
+
+Οίκοθεν εννοείται ότι κατ' εκείνην την ημέραν ήτο εορτή εις την
+οικίαν του καλιφορνιανού εμπόρου, και η αρίστη πρόποσις ην
+πάντες ανευφήμησαν ήτο εκείνη ην προέτεινεν η κυρία Βέλδων: εις
+υγείαν του Δικ Σανδ.
+
+ΤΕΛΟΣ
+
+«ΤΟΥ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΕΤΟΥΣ ΠΛΟΙΑΡΧΟΥ»
+
+
+
+1) Τύποι, ακρίδες, γρύλλοι, κτλ.
+
+2) Τύποι, μυρμηκολέοντες, μύστακες.
+
+3) Τύποι, μέλισσαι, σφήκες, μύρμηγκες.
+
+4) Τύποι, χρυσαλίδες κτλ.
+
+5) Τύποι, τέττιγες, ψύλοι, κλπ.
+
+6) Τύποι, μηλολόνθαι πυγολαμπίδες, κτλ.
+
+7) Τύποι, κώνωπες, μυίαι, κτλ.
+
+8) Τύποι, στύλοπες.
+
+9) Τύποι, ακάρεα, κτλ.
+
+10) Τύποι, λεπίδες, πόδουροι, κτλ.
+
+11) Σανδ σημαίνει αγγλιστί άμμος.
+
+12) Στρατιωτική σχολή εν Νέα Υόρκη.
+
+13) Εν τη κατεργασία ταύτη το λίπος της φαλαίνης απόλλυσι το
+τρίτο περίπου του βάρους του.
+
+14) Άλλοτε ηρκούντο να μετατρέπωσι τον φλοιόν τούτον εις κόνιν,
+ήτις εκαλείτο κ ό ν ι ς τ ω ν Ι η σ ο υ ι τ ώ ν, διότι τω 1649
+οι Ιησουίται της Ρώμης έλαβον παρά της εν Αμερική Ιεραποστολής
+σημαντικόν ποσόν εξ αυτής.
+
+15) 4,650 χιλιόμετρα.
+
+16) Αδύνατον να φαντασθή τις τας φρικώδεις ταύτας κατακόμβας
+όταν πρόκηται να τιμηθή επαξίως η μνήμη ισχυρού τινος αρχηγού
+της κεντρώας Αφρικής. Ο Καμερών λέγει ότι πλειότερα των εκατόν
+θυμάτων εθυσιάσθησαν κατά την κηδείαν του πατρός του βασιλέως
+του Κασόγγου».
+
+
+
+
+
+
+
+
+End of Project Gutenberg's Un capitaine de quinze ans, by Jules Verne
+
+*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK UN CAPITAINE DE QUINZE ANS ***
+
+***** This file should be named 39460-0.txt or 39460-0.zip *****
+This and all associated files of various formats will be found in:
+ http://www.gutenberg.org/3/9/4/6/39460/
+
+Produced by Sophia Canoni
+
+Updated editions will replace the previous one--the old editions
+will be renamed.
+
+Creating the works from public domain print editions means that no
+one owns a United States copyright in these works, so the Foundation
+(and you!) can copy and distribute it in the United States without
+permission and without paying copyright royalties. Special rules,
+set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to
+copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to
+protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project
+Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you
+charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you
+do not charge anything for copies of this eBook, complying with the
+rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose
+such as creation of derivative works, reports, performances and
+research. They may be modified and printed and given away--you may do
+practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is
+subject to the trademark license, especially commercial
+redistribution.
+
+
+
+*** START: FULL LICENSE ***
+
+THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE
+PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK
+
+To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free
+distribution of electronic works, by using or distributing this work
+(or any other work associated in any way with the phrase "Project
+Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project
+Gutenberg-tm License (available with this file or online at
+http://gutenberg.org/license).
+
+
+Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm
+electronic works
+
+1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm
+electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to
+and accept all the terms of this license and intellectual property
+(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all
+the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy
+all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession.
+If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project
+Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the
+terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or
+entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8.
+
+1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be
+used on or associated in any way with an electronic work by people who
+agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few
+things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works
+even without complying with the full terms of this agreement. See
+paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project
+Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement
+and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic
+works. See paragraph 1.E below.
+
+1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation"
+or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project
+Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the
+collection are in the public domain in the United States. If an
+individual work is in the public domain in the United States and you are
+located in the United States, we do not claim a right to prevent you from
+copying, distributing, performing, displaying or creating derivative
+works based on the work as long as all references to Project Gutenberg
+are removed. Of course, we hope that you will support the Project
+Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by
+freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of
+this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with
+the work. You can easily comply with the terms of this agreement by
+keeping this work in the same format with its attached full Project
+Gutenberg-tm License when you share it without charge with others.
+
+1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern
+what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in
+a constant state of change. If you are outside the United States, check
+the laws of your country in addition to the terms of this agreement
+before downloading, copying, displaying, performing, distributing or
+creating derivative works based on this work or any other Project
+Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning
+the copyright status of any work in any country outside the United
+States.
+
+1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg:
+
+1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate
+access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently
+whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the
+phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project
+Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed,
+copied or distributed:
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org/license
+
+1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived
+from the public domain (does not contain a notice indicating that it is
+posted with permission of the copyright holder), the work can be copied
+and distributed to anyone in the United States without paying any fees
+or charges. If you are redistributing or providing access to a work
+with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the
+work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1
+through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the
+Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or
+1.E.9.
+
+1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted
+with the permission of the copyright holder, your use and distribution
+must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional
+terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked
+to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the
+permission of the copyright holder found at the beginning of this work.
+
+1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm
+License terms from this work, or any files containing a part of this
+work or any other work associated with Project Gutenberg-tm.
+
+1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this
+electronic work, or any part of this electronic work, without
+prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with
+active links or immediate access to the full terms of the Project
+Gutenberg-tm License.
+
+1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary,
+compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any
+word processing or hypertext form. However, if you provide access to or
+distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than
+"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version
+posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org),
+you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a
+copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon
+request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other
+form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm
+License as specified in paragraph 1.E.1.
+
+1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying,
+performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works
+unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9.
+
+1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing
+access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided
+that
+
+- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from
+ the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method
+ you already use to calculate your applicable taxes. The fee is
+ owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he
+ has agreed to donate royalties under this paragraph to the
+ Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments
+ must be paid within 60 days following each date on which you
+ prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax
+ returns. Royalty payments should be clearly marked as such and
+ sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the
+ address specified in Section 4, "Information about donations to
+ the Project Gutenberg Literary Archive Foundation."
+
+- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies
+ you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he
+ does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm
+ License. You must require such a user to return or
+ destroy all copies of the works possessed in a physical medium
+ and discontinue all use of and all access to other copies of
+ Project Gutenberg-tm works.
+
+- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any
+ money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the
+ electronic work is discovered and reported to you within 90 days
+ of receipt of the work.
+
+- You comply with all other terms of this agreement for free
+ distribution of Project Gutenberg-tm works.
+
+1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm
+electronic work or group of works on different terms than are set
+forth in this agreement, you must obtain permission in writing from
+both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael
+Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the
+Foundation as set forth in Section 3 below.
+
+1.F.
+
+1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable
+effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread
+public domain works in creating the Project Gutenberg-tm
+collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic
+works, and the medium on which they may be stored, may contain
+"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or
+corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual
+property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a
+computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by
+your equipment.
+
+1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right
+of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project
+Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project
+Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all
+liability to you for damages, costs and expenses, including legal
+fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT
+LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE
+PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE
+TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE
+LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR
+INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH
+DAMAGE.
+
+1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a
+defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can
+receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a
+written explanation to the person you received the work from. If you
+received the work on a physical medium, you must return the medium with
+your written explanation. The person or entity that provided you with
+the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a
+refund. If you received the work electronically, the person or entity
+providing it to you may choose to give you a second opportunity to
+receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy
+is also defective, you may demand a refund in writing without further
+opportunities to fix the problem.
+
+1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth
+in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER
+WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO
+WARRANTIES OF MERCHANTABILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE.
+
+1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied
+warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages.
+If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the
+law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be
+interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by
+the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any
+provision of this agreement shall not void the remaining provisions.
+
+1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the
+trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone
+providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance
+with this agreement, and any volunteers associated with the production,
+promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works,
+harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees,
+that arise directly or indirectly from any of the following which you do
+or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm
+work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any
+Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause.
+
+
+Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm
+
+Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of
+electronic works in formats readable by the widest variety of computers
+including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists
+because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from
+people in all walks of life.
+
+Volunteers and financial support to provide volunteers with the
+assistance they need, are critical to reaching Project Gutenberg-tm's
+goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will
+remain freely available for generations to come. In 2001, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure
+and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations.
+To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation
+and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4
+and the Foundation web page at http://www.pglaf.org.
+
+
+Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive
+Foundation
+
+The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit
+501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the
+state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal
+Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification
+number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at
+http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent
+permitted by U.S. federal laws and your state's laws.
+
+The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S.
+Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered
+throughout numerous locations. Its business office is located at
+809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email
+business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact
+information can be found at the Foundation's web site and official
+page at http://pglaf.org
+
+For additional contact information:
+ Dr. Gregory B. Newby
+ Chief Executive and Director
+ gbnewby@pglaf.org
+
+
+Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation
+
+Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide
+spread public support and donations to carry out its mission of
+increasing the number of public domain and licensed works that can be
+freely distributed in machine readable form accessible by the widest
+array of equipment including outdated equipment. Many small donations
+($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt
+status with the IRS.
+
+The Foundation is committed to complying with the laws regulating
+charities and charitable donations in all 50 states of the United
+States. Compliance requirements are not uniform and it takes a
+considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up
+with these requirements. We do not solicit donations in locations
+where we have not received written confirmation of compliance. To
+SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any
+particular state visit http://pglaf.org
+
+While we cannot and do not solicit contributions from states where we
+have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition
+against accepting unsolicited donations from donors in such states who
+approach us with offers to donate.
+
+International donations are gratefully accepted, but we cannot make
+any statements concerning tax treatment of donations received from
+outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff.
+
+Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation
+methods and addresses. Donations are accepted in a number of other
+ways including checks, online payments and credit card donations.
+To donate, please visit: http://pglaf.org/donate
+
+
+Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic
+works.
+
+Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm
+concept of a library of electronic works that could be freely shared
+with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project
+Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support.
+
+
+Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed
+editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S.
+unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily
+keep eBooks in compliance with any particular paper edition.
+
+
+Most people start at our Web site which has the main PG search facility:
+
+ http://www.gutenberg.org
+
+This Web site includes information about Project Gutenberg-tm,
+including how to make donations to the Project Gutenberg Literary
+Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to
+subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks.
diff --git a/39460-0.zip b/39460-0.zip
new file mode 100644
index 0000000..c0b0556
--- /dev/null
+++ b/39460-0.zip
Binary files differ
diff --git a/39460-h.zip b/39460-h.zip
new file mode 100644
index 0000000..419dd8a
--- /dev/null
+++ b/39460-h.zip
Binary files differ
diff --git a/39460-h/39460-h.htm b/39460-h/39460-h.htm
new file mode 100644
index 0000000..282a5b1
--- /dev/null
+++ b/39460-h/39460-h.htm
@@ -0,0 +1,16873 @@
+<?xml version="1.0"?>
+<!DOCTYPE html PUBLIC "-//W3C//DTD XHTML 1.0 Transitional//EN" "http://www.w3.org/TR/xhtml1/DTD/xhtml1-transitional.dtd">
+<html xmlns="http://www.w3.org/1999/xhtml">
+<head>
+<meta http-equiv="Content-Type" content="text/html; charset=utf-8" />
+<meta name="keywords"
+ content="15ετής πλοίαρχος, δεκαπενταετής πλοίαρχος, Ιούλιος Βερν" />
+ <title>15ετής Πλοίαρχος</title>
+
+<style type="text/css">
+
+body {
+font-family: verdana, geneva, arial, helvetica, sans-serif;
+line-height: 20px;
+margin-left: 30px;
+}
+</style>
+</head>
+<body>
+
+
+<pre>
+
+The Project Gutenberg EBook of Un capitaine de quinze ans, by Jules Verne
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org/license
+
+
+Title: Un capitaine de quinze ans
+
+Author: Jules Verne
+
+Release Date: April 16, 2012 [EBook #39460]
+
+Language: Greek
+
+Character set encoding: UTF-8
+
+*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK UN CAPITAINE DE QUINZE ANS ***
+
+
+
+
+Produced by Sophia Canoni
+
+
+
+
+
+</pre>
+
+
+<p style='font-size: small;'>Note: The tonic system has been changed from polytonic
+to monotonic. Obvious mistakes have been corrected. Footnotes have been
+converted to endnotes. Bold words have been included in &amp;&amp;.
+
+// Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό.
+Εμφανή λάθη έχουν διορθωθεί. Οι υποσημειώσεις των σελίδων έχουν μεταφερθεί
+στο τέλος του βιβλίου. Λέξεις με έντονους χαρακτήρες έχουν συμπεριληφθεί σε
+&amp;&amp;. </p>
+
+<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/cover.jpg" width="411"
+height="610"
+alt="Εξώφυλλο" border="2" /><br /></p>
+<p>
+</p>
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 4em'>ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ</h3>
+
+<h1 style='text-align: center; margin-top: 5em'>O ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΕΤΗΣ<br /><br
+/><br />
+ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ</h1>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 11em'><br /><b>
+ΕΚΔΟΤΗΣ: ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Μ. ΔΕΛΗΣ<br />
+
+1 — ΟΔΟΣ ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ — 1 <br />
+
+ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ <br />
+
+1917</b></p>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 8em'><br />
+<br />
+„ΕΚΛΕΚΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ"<br /><br />
+
+Περιοδικόν εκδιδόμενον τετράκις της εβδομάδος<br /><br />
+
+
+Ο ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΕΤΗΣ ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ<br /><br />
+
+ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Μ. ΔΕΛΗΣ<br />
+ΟΔΟΣ ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ 1<br />
+ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ</p>
+
+<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/3.jpg" width="413"
+height="615"
+alt="1η σελίδα" border="2" /><br /></p>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 8em'><br />
+
+<b>ΕΚΛΕΚΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ</b><br />
+
+ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΟΝ ΤΕΤΡΑΚΙΣ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ<br />
+ΓΡΑΦΕΙΑ: Οδός Μιλτιάδου αριθ: 1. <br />
+
+ΑΘΗΝΑΙ</p>
+
+<p style='margin-top: 8em'>ΣΥΝΔΡΟΜΑΙ: Εσωτερικού ετησία δραχ. 60. — εξάμηνος
+δραχ. 30. — <br />
+&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;
+&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;
+Εξωτερικού ετησία φράγ. 60. — εξάμηνος φράγ. 30. — </p>
+
+<p>ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ — ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΔΗΜ. Μ. ΔΕΛΗΣ</p>
+
+<p>
+</p>
+
+<p style='margin-top: 8em'><b>ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ</b><br />
+Αθήναι τη 8 Ιανουαρίου 1923</p>
+
+<p>Κυρίαν Μ. Ενταύθα. Προκειμένου περί ενός εκατομμυρίου λέγει έν ρητόν:
+«όταν υπάρχει εκατομμύριον κλειδωμένον, ουδεμία κλειδαριά ανθίσταται».
+Λέγουν μάλιστα ότι μία βασίλισσα της Γαλλίας εις την οποίαν έθεσαν αντιμέτωπον
+της αρετής της, έν εκατομμύριον, ανέκραξεν. « Έν εκατομμύριον! Α! λέγει πολλά έν
+εκατομμύριον!» — Κύριον Γ. Μ. Καλάμας. Τιμοκατάλογος εστάλη. — Δαν
+Ευαγγελίαν Β. Άργος. Ελήφθη συνδρομή σας Τρίμηνος. Ευχαριστούμεν. — Κύριον
+Ο. Ζ. μαθητήν Πάτρας. Βιβλία εστάλησαν ταχυδρομικώς. — Κυρίαν Καλυψώ Χ . . .
+Θήραν. Ελήφθη και θα εξακολουθήσωμεν.</p>
+
+<p>Λίαν προσεχώς εις τα εκλεκτά Αναγνώσματα του Ιουλίου Βερν:</p>
+
+<p style='font-size: small;'><b>Ο ΣΑΝΣΕΛΩΡ</b></p>
+
+<p style='margin-top: 8em'><b>ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+1</p>
+
+<p>Εις των ανέμων την πνοήν<br />
+τας πτέρυγας εκτείνω· <br />
+Μετρώ του κόσμου την ζωήν <br />
+ακέφαλος αν μείνω</p>
+
+<p>2</p>
+
+<p>Ενόσω είμ' αόρατος<br />
+στα σπλάχνα της μητρός μου,<br />
+με αγαπά θερμότατα<br />
+πλην μόλις γεννηθώ<br />
+και την αφήσω, γίνεται<br />
+ο άσπονδος εχθρός μου<br />
+κι' αν μ' απαντήση πουθενά<br />
+αμέσως θα χαθώ.</p>
+
+<p>Αι λύσεις πρέπει να συνοδεύωνται με 20λεπτον γραμματόσημον και θα
+δημοσιεύονται εις την αρχήν εκάστου μηνός.</p>
+
+<p>Τα Δώρα θα δημοσιεύσωμεν εις το προσεχές.</p>
+
+<p>
+</p>
+
+<h1 style='text-align: center; margin-top: 5em'>Ο ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΕΤΗΣ
+ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ</h1>
+
+<h2 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ</h2>
+
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'.</h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>Ο Μυοπάρων Πίλγριμ.</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Τη 2 Φεβρουαρίου 1878 ο μυοπάρων [γολετόβρικον) «Πίλγριμ») ευρίσκετο υπό την
+43° 57 νοτίου πλάτους και 165° 19 δυσμικού μήκους του μεσημβρινού της
+Γρανβίχης.</p>
+
+<p>Το πλοίον τούτο, χωρητικότητος τετρακοσίων τόννων, εφοπλισθέν εν Αγίω
+Φραγκίσκω δια την μεγάλην αλιείαν των νοτίων θαλασσών, ανήκεν εις τον Ιάκωβον
+Βέλδων, πλούσιον της Καλιφορνίας εφοπλιστήν, όστις από πολλών ετών είχεν
+εμπιστευθή την διοίκησιν αυτού εις τον πλοίαρχον Χουλ.</p>
+
+<p>Το «Πίλγριμ» ήτο το μικρότερον αλλά και το καλλίτερον πλοίον του στολίσκου
+εκείνου τον οποίον ο Ιάκωβος Βέλδων κατά πάσαν εποχήν απέστελλεν άλλοτε μεν
+πέραν του Βεριγγίου πορθμού μέχρι των βορεινών θαλασσών, άλλοτε δε εις τα
+παράλια της Τασμανίας ή της άκρας Χορν, μέχρι του ανταρτικού ωκεανού. Έπλεεν
+εξόχως. Ο εξοπλισμός αυτού, λίαν ευμεταχείριστος, επέτρεπεν αυτώ να
+διακινδυνεύη μετ' ολίγων ανδρών απέναντι των αδιαπεράστων σύρτεων του νοτίου
+ημισφαιρίου. Ο πλοίαρχος Χουλ ήξευρε «να γλυστρά», ως λέγουσιν οι ναύται, εν
+τω μέσω των πάγων εκείνων οίτινες κατά το θέρος παρασυρόμενοι φθάνουσι δια
+της Νέας Ζηλανδίας ή δια του Ευέλπιδος Ακρωτηρίου εις πλάτος πολύ κατώτερον
+εκείνου εις το οποίον φθάνουσιν εν ταις αρκτικαίς θαλάσσαις της υδρογείου. Το
+αληθές όμως είναι ότι οι παγοσωροί εκείνοι των οποίων μέγα μέρος διαλύεται
+εντός του Ειρηνικού ή του Ατλαντικού, μικρόν είχον όγκον, σμικρυνθέντες, ήδη υπό
+των συγκρούσεων και διαλυθέντες υπό των θερμών υδάτων. </p>
+
+<p>Υπό τας διαταγάς του πλοιάρχου Χουλ καλού ναυτικού, και ταυτοχρόνως ενός
+των επιδεξιωτέρων αγκιστρευτών του στολίσκου, ευρίσκετο πλήρωμα συγκείμενον
+εκ πέντε ναυτών και ενός δοκίμου. Τούτο ήτο ολίγον διά την αλιείαν εκείνην της
+φαλαίνης, ήτις απαιτεί πολυαριθμότερον προσωπικόν. Απαιτούνται πολλοί άνδρες
+διά τον χειρισμόν των εις προσβολήν πεμπομένων λέμβων ως και διά τον
+διαμελισμόν των αγρευομένων ζώων. Αλλά, κατά το παράδειγμα εφοπλιστών
+τινων, ο Ιάκωβος Βέλδων εθεώρει πολύ οικονομικώτερον να επιβιβάζη εις Άγιον
+Φραγκίσκον τον αριθμόν των ναυτών των αναγκαιούντων μόνον διά την διεύθυνσιν
+του πλοίου. Η Νέα Ζηλανδία ουδόλως εστερείτο αγρευτών, ναυτών πάσης
+εθνικότητος, λιποτακτών ή άλλων, οίτινες εζήτουν να μισθωθώσι διά την εποχήν
+και εξήσκουν επιτηδείως το αλιευτικόν επάγγελμα. Περαιουμένης άπαξ της
+χρησίμου περιόδου επληρώνοντο, απεβιβάζοντο εις την ξηράν και περιέμενον
+όπως οι φαλαινοθήραι του επομένου έτους έλθωσι να ζητήσωσι την υπηρεσίαν
+των. Κατά την μέθοδον ταύτην και καλλιτέρα χρήσις των διαθεσίμων ναυτών
+εγίνετο και μεγαλείτερον όφελος προέκυπτεν εκ της συνεργασίας των.</p>
+
+<p>Τούτο εγένετο και εις το «Πίλγριμ».</p>
+
+<p>Ο μυοπάρων είχε διέλθει την αλιευτικήν εποχήν επί του ορίου του πολικού
+ανταρτικού κύκλου. Αλλά δεν είχε το φορτίον του πλήρες ελαίου, υπολαιμίων
+ακατεργάστων και τεμαχίων αυτού. Κατ' εκείνην ήδη την εποχήν, η αλιεία
+καθίστατο δύσκολος. Τα κήτη, μεγάλως καταδιωχθέντα, ήσαν σπάνια. Η γνησία
+φάλαινα, ήτις καλείται Nord-caqer εν τω βόρειο Ωκεανώ και Sulpher-boltone εν
+ταις νοτίαις θαλάσσαις, ήρχιζε να εκλείπη.</p>
+
+<p>Οι αλιείς έπρεπε να στραφώσι κατά του Φιν-μπακ, γιγαντώδους μαστοφόρου,
+ου αι προσβολαι δεν ήσαν άμοιροι κινδύνων.</p>
+
+<p>Τούτο έπραξεν ο πλοίαρχος Χουλ εις την εκδρομήν ταύτην, αλλά κατά το
+επόμενον ταξείδιον εσκόπευε να ανοιχθή εις πλάτος υψηλότερον, και εάν ήτο
+ανάγκη να προχωρήση μέχρι των γαιών εκείνων της Κλαρίας και της Αδελίας, των
+οποίων η ανακάλυψις, αμφισβητηθείσα υπό του Αμερικανού Βίλκες, ανήκει
+οριστικώς εις τον διάσημον πλοίαρχον του Αστρολάβου και της Ζηλείας εις τον
+Γάλλον Δουμόνδον Δουρβίλ.</p>
+
+<p>Εν συνόψει η εκδρομή δεν υπήρξεν ευτυχής διά το «Πίλγριμ». Κατά τας αρχάς
+του Ιανουαρίου, ήτοι περί τα μέσα του βορείου θέρους, και μολονότι η προς
+επάνοδον των φαλαινοθηρών εποχή δεν είχεν επέλθει έτι, ο πλοίαρχος Χουλ
+ηναγκάσθη να εγκαταλίπη τα μέρη της αλιείας. Το επιβοηθητικόν αυτού πλήρωμα,
+— άθροισμα αχρείων υποκειμένων, — ήρχησε να απειθή, και εδέησε να σκευθή
+όπως αποχωρισθή αυτών.</p>
+
+<p>Το «Πίλγριμ» λοιπόν διηυθύνθη βορειοδυτικώς, προς τας γαίας της Νέας
+Ζηλανδίας, την οποίαν είχε επισκεφθή κατά την 15ην Ιανουαρίου. Έφθασεν εις
+Βαϊτεμάταν, λιμένα του Ωκλάνδ κειμένου εις τον μυχόν του κόλπου Χουράκι επί της
+ανατολικής παραλίας της βορείας νήσου και απεβίβασε τους αλιείς ους είχε
+παραλάβει διά την εκδρομήν.</p>
+
+<p>Το πλήρωμα δεν ήτο ευχαριστημένον. Προς συμπλήρωσιν του φορτίου του
+«Πίλγριμ» έλειπον διακόσια τουλάχιστον βαρέλια ελαίου. Ουδέποτε πτωχοτέρα
+αλιεία. Ο πλοίαρχος Χουλ επέστρεφε λοιπόν με την δυσαρέσκειαν δεδοκιμασμένου
+κυνηγού, όστις διά πρώτην φοράν άνευ ή σχεδόν άνευ θηράματος επιστρέφει. Η
+φιλαυτία του είχε λίαν εξερεθισθή και δεν εσυγχώρει τους αθλίους εκείνους των
+οποίων η απείθεια είχε συντελέσει εις την αποτυχίαν της εκδρομής του.</p>
+
+<p>Εις μάτην προσπάθησε να συναθροίση εξ Ωκλάνδ νέον πλήρωμα αλιευτικόν.
+Όλοι οι διαθέσιμοι ναυτικοί είχον επιβή εις άλλα πλοία φαλαινοθηρευτικά. Εδέησε
+λοιπόν να αποβάλη πάσαν ελπίδα σημπληρώσεως του φορτίου του «Πίλγριμ» και
+παρασκευάζετο να εγκαταλείπη οριστικώς το Ωκλάνδ, ότε αίτησις πλοός τω εγένετο
+ην δεν ηδύνατο να αρνηθή.</p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων, σύζυγος του εφοπλιστού του «Πίλγριμ», ο πενταετής αυτής
+υιός Ζακ, καί τις των συγγενών τον οποίον εκάλουν εξάδελφον Βενέδικτον,
+ευρίσκοντο τότε εις Ωκλάνδ. Ο Ιάκωβος Βέλδων, τον οποίον αι εμπορικαί του
+επιχειρήσεις ηνάγκαζον ενίοτε να επισκέπτηται την Νέαν Ζηλανδίαν, είχε φέρει
+εκεί και τους τρεις, εσκόπευε δε να τους επαναφέρη εις Άγιον Φραγκίσκον.</p>
+
+<p>Αλλά καθ' ήν στιγμήν όλη η οικογένεια έμελλε να αναχωρήση, ησθένησε
+βαρέως ο μικρός Ζακ, ο δε πατήρ του, βιαζόμενος υπό των υποθέσεών του
+ηναγκάσθη να απέλθη του Ωκλάνδ, καταλείπων εκεί την σύζυγόν του, τον υιόν και
+τον εξάδελφον Βενέδικτον.</p>
+
+<p>Τρεις μήνες είχον παρέλθει, τρεις μακροί μήνες αποχωρισμού, οίτινες υπήρξαν
+λίαν οδυνηροί εις την κυρίαν Βέλδων. Εν τούτοις το νεαρόν τέκνον της εθεραπεύθη
+και εμελέτα να αναχωρήση ότε τη ανήγγειλον την άφιξιν του «Πίλγριμ».</p>
+
+<p>Κατ' εκείνην την εποχήν, όπως επιστρέψη εις Άγιον Φραγκίσκον η κυρία
+Βέρδων ήτο ηναγκασμένη να μεταβή εις Αυστραλίαν διά να ζητήση πλοίον της
+υπερωκεανείου Εταιρίας του Χρυσού Αιώνος, εξ εκείνων άτινα εκτελούσι την
+υπηρεσίαν από Μελβούρν εις τον ισθμόν του Παναμά διά του Παπεϊτή. Ερχομένη
+άπαξ εις Παναμάν, ώφειλε να περιμένη την αναχώρησιν του αμερικανού
+ατμοπλοίου όπερ εκτελεί τακτικήν συγκοινωνίαν μεταξύ του ισθμού και της
+Καλιφορνίας. Τούτου ένεκα, βραδύτητες, μεταβιβάσεις, πάντοτε δυσάρεστοι διά
+μίαν γυναίκα μετά μικρού παιδίου. Κατ' αυτήν λοιπόν την στιγμήν ηγκυροβόλησε
+το «Πίλγριμ» εις Ωκλάνδ, δεν εδίστασε και εζήτησε παρά του πλοιάρχου να
+παραλάβη εις το πλοίον αυτήν, τον υιόν της, τον εξάδελφον Βενέδικτον και την
+Ναν, γραίαν μαύρην ήτις την υπηρέτει από της νηπιακής ηλικίας της, όπως τους
+μεταφέρη εις Άγιον Φραγκίσκον. Τρεις χιλιάδες θαλάσσιοι λεύγαι να διανυθώσι διά
+πλοίου ιστιοφόρου! αλλά το πλοίον του πλοιάρχου Χουλ ήτο λίαν στερεόν και η
+εποχή ωραία εισέτι. Ο πλοίαρχος Χουλ εδέχθη και παρεχώρησεν αμέσως τον
+ιδιαίταιρον θάλαμόν του εις την διάθεσιν της επιβάτιδος. Ήθελεν ώστε κατά τον
+διάπλουν, όστις ηδύνατο να διαρκέση τεσσαράκοντα ή πεντήκοντα ημέρας, η κυρία
+Βέλδων να έχη όλας τας δυνατάς αναπαύσεις εντός του πλοίου.</p>
+
+<p>Υπό τους όρους τούτους ο διάπλους θα είχεν ευχαρίστησίν τινα διά την κυρίαν
+Βέλδων. Το μόνον δυσάρεστον ήτο ότι ο διάπλους εκείνος εξ ανάγκης θα
+παρατείνετο ένεκα της υποχρεώσεως του «Πίλγριμ» ν' αποβιβάση το φορτίον του
+εις Βαλπαραΐζον της Χιλής. Τούτου γενομένου, δεν υπελείπετο άλλο ειμή να
+ανέλθη την αμερικανικήν ακτήν, μετ' απογείων ανέμων, οίτινες καθιστώσι λίαν
+ευχάριστα τα παράλια εκείνα. </p>
+
+<p>Άλλως τι η κυρία Βέλδων ήτο γυνή θαρραλέα, ήτις δεν επτοείτο υπό της
+θαλάσσης. Τριακονταέτις την ηλικίαν, έχουσα υγείαν ισχυράν και πολλήν έξιν εις
+τους μακρούς πλόας εις ους πολλάκις συνόδευσε τον σύζυγόν της, δεν εδειλία
+απέναντι των τυχαίων συμβεβηκότων, άτινα ηδύναντο να επέλθωσιν εις πλοίον
+μετρίας χωρητικότητος. Εγνώριζεν ότι ο πλοίαρχος Χουλ ήτο εξαίρετος ναυτικός εις
+ον ο Ιάκωβος Βέλδων είχε πάσαν εμπιστοσύνην. Το «Πίλγριμ» ήτο πλοίον στερεόν,
+ταχύπλουν, διακρινόμενον εν τω στολίσκω των αμερικανικών φαλαινοθηρών. Η
+ευκαιρία ήτο καλή και έπρεπε να επωφεληθή. Η κυρία Βέλδων επωφελήθη
+ταύτης.</p>
+
+<p>Εννοείται ότι ο εξάδελφος Βενέδικτος ώφειλε να την συνοδεύση.</p>
+
+<p>Ο εξάδελφος εκείνος ήτο αγαθός ανήρ, πεντηκονταέτης περίπου. Αλλά, μεθ'
+όλην την πεντηκονταετίαν του θα ήτο ασύνετον να τον αφήση τις μόνον να εξέλθη.
+Μακρός μάλλον ή υψηλός, στενός μάλλον ή ισχνός, με πρόσωπον οστεώδες, με
+κρανίον παμμέγιστον και λίαν τριχωτόν. Εν όλω τω ατελειώτω ατόμω του ηδύνατό
+τις να αναγνωρίση ένα των αξιολόγων εκείνων χρυσοδιοπτροφόρων επιστημόνων,
+των αβλαβών και αγαθών, προορισμένων να μείνωσι καθ' όλον τον βίον των
+μεγάλα παιδία και να αποθνήσκωσιν εκατονταετή εις τας αγκάλας της τροφού
+των.</p>
+
+<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος, — ούτως εκαλείτο πάντοτε, και εκτός έτι της
+οικογενείας, και πράγματι ήτο εξ εκείνων των αγαθών ανθρώπων οίτινες φαίνονται
+ωσεί εγεννήθησαν εξάδελφοι όλου του κόσμου, — ο εξάδελφος Βενέδικτος,
+πάντοτε ενοχλούμενος υπό των μακρών χειρών του και υπό των μακρών ποδών
+του, θα ήτο εντελώς ανίκανος να διεκπεραιώση μόνος, έστω και την απλουστάτην
+υπόθεσιν. Ουδένα ενοχλών, ειμή μόνον εαυτόν, έζη βίον εύκολον, έστεργε τα
+πάντα, ελησμόνει να φάγη ή να πίη, αναίσθητος εις το κρύο ως και εις τον
+καύσωνα, εφαίνετο δε ανήκων εις το φυτικόν βασίλειον μάλλον ή εις το ζωικόν.
+Φαντάσθητε δένδρον όλως ανωφελές, άνευ καρπών και άνευ φύλλων, ανίκανον να
+θρέψη ή να σκιάση, αλλ' έχων καλήν καρδίαν.</p>
+
+<p>Τοιούτος ήτο ο εξάδελφος Βενέδικτος. Ευχαρίστως θα προσέφερεν υπηρεσίας
+εις τους ανθρώπους, εάν, ως θα έλεγεν ο Προυδώμ, ήτο ικανός να προσφέρη.</p>
+
+<p>Τέλος, ηγαπάτο ένεκα αυτής ταύτης της αδυναμίας του. Η κυρία Βέλδων τον
+εθεώρει ως τέκνον της, — ως μεγάλον πρωτότοκον αδελφόν του μικρού της
+Ζακ.</p>
+
+<p>Δέον να προσθέσωμεν ενταύθα ότι ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν ήτο εν τούτοις
+ούτε αδρανής, ούτε άεργος. Εξ εναντίας ήτο εργατικός. Το μοναδικόν πάθος του, η
+φυσική ιστορία, τον απερρόφα ολόκληρον.</p>
+
+<p>Λέγοντες φυσικήν ιστορίαν, λέγομεν πολύ.</p>
+
+<p>Γνωστόν ότι τα διάφορα μέρη εξ ων απαρτίζεται η επιστήμη αύτη είναι η
+ζωολογία, η βοτανική, η ορυκτολογία και η γεωλογία.</p>
+
+<p>Αλλ' ο εξάδελφος Βενέδικτος ούτε βοτανικός, ούτε ορυκτολόγος, ούτε
+γεωλόγος ήτο.</p>
+
+<p>Μήπως άρα γε ήτο ζωολόγος, καθ' όλην την σημασίαν της λέξεως, είδος τι
+Κυβιέρου του Νέου Κόσμου, αποσυνθέτων το ζώον διά της αναλύσεως, ή
+ανασυνθέτων αυτό διά της συνθέσεως, είς των βαθέων εκείνων ειδημόνων, των
+ασκηθέντων εις την σπουδήν των τεσσάρων τύπων, εις ους η νεωτέρα επιστήμη
+ανάγει το ζωικόν βασίλειον, των σπονδυλωτών δηλαδή, των μαλακίων, των
+ενάρθρων και των ακνινωτών; Των τεσσάρων τούτων διαιρέσεων, ο αφελής αλλά
+φιλόσπουδος επιστήμων παρετήρησέ ποτε τας κλάσεις και ηρεύνησε τας τάξεις,
+τας οικογενείας, τας φυλάς, τα γένη, τα είδη, τας διακρινούσας αυτάς ποικιλίας;
+</p>
+
+<p>Όχι!</p>
+
+<p>Μη άρα γε ο εξάδελφος Βενέδικτος είχεν αφοσιωθή εις την σπουδήν των
+σπονδυλωτών, μαστοφόρων, πτηνών, ερπετών και ιχθύων;</p>
+
+<p>Ουδαμώς.</p>
+
+<p>Μη άρα γε προυτίμησε τα μαλάκια από των κεφαλοπόδων μέχρι των
+βρυοζώων, και η μαλακολογία δεν είχε πλέον μυστήρια δι' αυτόν;</p>
+
+<p>Παντάπασι.</p>
+
+<p>Μη άραγε έκαυσεν επί τοσούτον χρόνον το έλαιον του λύχνου του
+ασχολούμενος εις τα ακτινωτά, τα εχινόδερμα, τας ακαλήφας, τους πολύποδας,
+τους έλμινθας, τα σπογγιώδη και τα εγχυματογενή;</p>
+
+<p>Δέον να ομολογήσωμεν ότι ουδέ τούτο εγένετο.</p>
+
+<p>Επειδή λοιπόν δεν υπολείπεται άλλο είδος ζωολογίας, ειμή η διαίρεσις των
+ενάρθρων, έπεται εξ ανάγκης ότι επί ταύτης της διαιρέσεως είχεν ασκηθή το μόνον
+πάθος του εξαδέλφου Βενεδίκτου.</p>
+
+<p>Ναι, αλλά και τούτο πρέπει σαφανισθή.</p>
+
+<p>Η διακλάδωσις των ενάρθρων περιλαμβάνει έξ κλάσεις: τα έντομα, τα
+μυριάποδα, τα αραχνοειδή, τα μαλακόστρακα, τα μαλλόποδα και τα
+ερύθραιμα.</p>
+
+<p>Αλλ' ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν θα ηδύνατο να διακρίνη τον σκώληκα από της
+θεραπευτικής βδέλης, το κρήθμον από της κογχύλης, την οικιακήν αράχνην από τον
+ψευδοσκορπιόν, την καραβίδα από του βατράχου, τον ίουλον από της
+σκολοπένδρας.</p>
+
+<p>Τι ήτο λοιπόν ο εξάδελφος Βενέδικτος;</p>
+
+<p>Ουδέν άλλο ή απλούς εντομολόγος.</p>
+
+<p>Εις ταύτα δύναταί τις βεβαίως να απαντήση ότι η εντομολογία, κατά την
+ετυμολογικήν αυτής έννοιαν, είναι μέρος των φυσικών επιστημών περιλαμβάνον
+όλα τα έναρθρα. Υπό γενικήν έποψιν τούτο είναι αληθές, αλλ' επεκράτησεν η
+συνήθεια να μη δίδεται εις την λέξιν ταύτην ειμή έννοια μάλλον περιωρισμένη. Δεν
+εφαρμόζεται λοιπόν ειμή εις την κυρίως λεγομένην σπουδήν των εντόμων, ήτοι
+«όλων των ενάρθρων ζώων, των οποίων το σώμα, συγκείμενον εκ δακτυλίων
+τεθειμένων άκρον προς άκρον, σχηματίζει τρία διακεκριμένα τμήματα, άτινα
+κέκτηνται τρία ζεύγη ποδών, ένεκα του οποίου ωνομάσθησαν εξάποδα».</p>
+
+<p>Επειδή λοιπόν ο εξάδελφος Βενέδικτος είχε περιορισθή εις την σπουδήν των
+ενάρθρων της κλάσεως ταύτης ήτο μόνον απλούς εντομολόγος.</p>
+
+<p>Αλλά μη απατώμεθα! Εν τη κλάσει ταύτη των εντόμων περιλαμβάνονται ουχί
+ολιγώτεραι των δέκα τάξεων τα ορθόπτερα
+(<sup><a href='#fn1' id='ref1'>1</a></sup>)
+, τα νευρόπτερα
+(<sup><a href='#fn2' id='ref2'>2</a></sup>)
+ τα υμενόπτερα
+(<sup><a href='#fn3' id='ref3'>3</a></sup>)
+, τα λεπιδόπτερα
+(<sup><a href='#fn4' id='ref4'>4</a></sup>)
+, τα ημίπτερα
+(<sup><a href='#fn5' id='ref5'>5</a></sup>)
+, τα κολεόπτερα
+(<sup><a href='#fn6' id='ref6'>6</a></sup>)
+. τα δίπτερα
+(<sup><a href='#fn7' id='ref7'>7</a></sup>)
+, τα
+ριπίπτερα
+(<sup><a href='#fn8' id='ref8'>8</a></sup>)
+, τα παράσιτα
+(<sup><a href='#fn9' id='ref9'>9</a></sup>)
+ και τα θυσάνουρα
+(<sup><a href='#fn10' id='ref10'>10</a></sup>)
+. Είς τινα δε των τόξων τούτων
+τα κολεόπτερα παραδείγματος χάριν, εξηκριβώθησαν τριάκοντα χιλιάδες είδη και
+εξήκοντα χιλιάδες εις τα δίπτερα. Εκ τούτων λοιπόν δύναταί τις να εννοήση ότι τα
+αντικείμενα σπουδής δεν ελλείπουσι και ότι υπάρχει πολλή ύλη όπως απασχολήση
+ένα άνθρωπον μόνον.</p>
+
+<p>Τοιουτοτρόπως όλος ο βίος του εξαδέλφου Βενεδίκτου ήτο αφιερωμένος
+εντελώς εις την εντομολογίαν.</p>
+
+<p>Εις την επιστήμην ταύτην απησχόλει όλας τας ώρας του, — όλας ανεξαιρέτως
+και αυτάς τας του ύπνου, αφού ωνειρεύετο πάντοτε «εξάποδα». Αναρίθμητοι ήσαν
+αι καρφίδες αι εμπεπηγμέναι εις τας χειρίδας, εις το περιπεριτραχήλιον του
+ενδύματός του, εις το βάθος του πίλου του και εις τα πλάγια του εσωκαρδίου
+του.</p>
+
+<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/7.jpg" width="345"
+height="400"
+alt="Εις την επιστήμην ταύτην απησχόλει όλας τας ώρας του" border="2" /><br
+/></p>
+
+<p>Όταν ο εξάδελφος Βενέδικτος επέστρεφεν έκ τινος επιστημονικού περιπάτου, ο
+πολύτιμος πίλος του ήτο αποθήκη φυσικής ιστορίας, κατάστικτος εσωτερικώς τε
+και εξωτερικώς υπό εντόμων διαπερασμένων. Και τώρα εξηγείται ότι το
+πρωτότυπον εκείνο ον συνόδευσε τον κύριον και την κυρίαν Βέλδων εις Νέαν
+Ζηλανδίαν εκ πάθους εντομολογικού. Εκεί, η συλλογή του επλουτίσθη διά τινων
+σπανίων αντικειμένων, και ευνόητον ήτο ότι εβιάζετο να επανέλθη όπως
+ταξινομίση αυτά εις το σπουδαστήριόν του εν Αγίω Φραγκίσκω.</p>
+
+<p>Επειδή λοιπόν η κυρία Βέλδων και το τέκνον της επέστρεφον εις Αμερικήν διά
+του «Πίλγριμ», ουδέν φυσικώτερον να συνοδεύση αυτούς ο εξάδελφος Βενέδικτος
+κατά τον διάπλουν.</p>
+
+<p>Αλλ' η κυρία Βέλδων ουδόλως έπρεπε να βασίζεται επ' αυτού, εάν
+παρουσιάζετο κρίσιμός τις περίστασις. Ευτυχώς δεν επρόκειτο ειμή περί ταξειδίου
+ευκόλου εκτελουμένου κατά την καλήν εποχήν, και διά πλοίου του οποίου ο
+κυβερνήτης ήτο άξιος πάσης εμπιστοσύνης.</p>
+
+<p>Κατά την τριήμερον διαμονήν του «Πίλγριμ» εν Βαϊτεμάτα, η κυρία Βέλδων
+ενήργησεν εν μεγάλη βία τας προετοιμασίας της, καθότι δεν ήθελε να επιβραδύνη
+την αναχώρησιν του μυοπάρωνος. Οι ιθαγενείς υπηρέται οίτινες υπηρέτουν αυτήν
+κατά την εις Ωκλάνδ διαμονήν της απελύθησαν, και τη 22 Ιανουαρίου επεβιβάσθη
+επί του «Πίλγριμ» φέρουσα μεθ' εαυτής τον υιόν της Ζακ, τον εξάδελφον
+Βενέδικτον και την γραίαν υπηρέτριαν Ναν.</p>
+
+<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος έφερεν εντός ιδιαιτέρου κιβωτίου όλην την
+εντομολογικήν συλλογήν του. Εν τη συλλογή εκείνη διεκρίνοντο μεταξύ άλλων
+δείγματά τινα των νέων εκείνων σταφυλίνων, είδους σαρκοβόρων κολεοπτέρων,
+ων οι οφθαλμοί ευρίσκονται υπεράνω της κεφαλής, και οίτινες μέχρι τότε
+ενομίζοντο ότι ανήκον μόνον εις την Νέαν Καληδονίαν. Τω είχον συστήσει
+φαρμακεράν τινα αράχνην, την «κατιπώ» των Μαορή, της οποίας το δήγμα είναι
+πολλάκις θανατηφόρον εις τους ιθαγενείς. Αλλ' η αράχνη δεν ανήκει εις την τάξιν
+των κυρίως καλουμένων εντόμων, κατατάσσεται εις τα αραχνοειδή, και κατ'
+ακόλουθίαν ουδεμίαν είχεν αξίαν εις τους οφθαλμούς του εξαδέλφου Βενεδίκτου.
+Ως εκ τούτου την περιεφρόνησε, και το ωραιότερον κειμήλιον της συλλογής του
+ήτο αξιοσημείωτός τις σταφυλίνος Νεοζηλανδικός.</p>
+
+<p>Εννοείται ότι ο εξάδελφος Βενέδικτος, πληρώσας μεγάλα ασφάλιστρα,
+εξησφάλησε το φορτίον του, όπερ τω εφαίνετο πολυτιμότερον του εξ ελαίου και
+ελασμάτων φορτίου εν τω κύτει του «Πίλγριμ».</p>
+
+<p>Κατά την στιγμήν του απόπλου, ότε η κυρία Βέλδων και οι συμπλωτήρες αυτής
+ευρέθησαν επί του καταστρώματος του μυοπάρωνος, ο πλοίαρχος Χουλ επλησίασε
+την επιβάτιδα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Εννοείται κυρία Βέλδων, τη είπεν, εάν ταξειδεύηται διά του
+«Πίλγριμ» υμείς μόνη είσθε υπεύθυνος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Διατί μοι απευθύνετε την παρατήρησιν ταύτην, κύριε Χουλ; ηρώτησεν
+η κυρία Βέλδων.</p>
+
+<p>&nbsp;— Διότι δεν έλαβον διαταγήν περί τούτου παρά του συζύγου σας, και
+όπως δήποτε είς μυοπάρων δεν δύναται να σας προσφέρη τας εγγυήσεις καλού
+διάπλου, τας οποίας θα είχετε εντός ατμοπλοίου ειδικώς προωρισμένου προς
+μεταφοράν επιβατών.</p>
+
+<p>&nbsp;— Εάν ο σύζυγός μου ήτο εδώ, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, νομίζετε,
+κύριε Χουλ ότι θα εδίσταζε να επιβιβασθή επί του «Πίλγριμ» συνοδευόμενος υπό
+της συζύγου και του τέκνου του;</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, κυρία Βέλδων δεν θα εδίσταζεν, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ· όχι
+βεβαίως! ως δεν θα εδίσταζον ούτε εγώ! Το «Πίλγριμ» είναι καλόν πλοίον, αν και η
+εκδρομή του υπήρξε πολύ αθλία, και είμαι βέβαιος περί αυτού όσον δύναται να
+ήνε ναυτικός περί του πλοίου όπερ κυβερνά από πολλών ετών. Ό,τι σας είπον,
+κυρία Βέλδων, το είπον όπως καλύψω την ευθύνην μου και όπως σας επαναλάβω
+ότι εντός του πλοίου δεν θα έχετε τας αναπαύσεις εκείνας εις τας οποίας είσθε
+συνηθισμένη.</p>
+
+<p>&nbsp;— Επειδή δεν πρόκειται ειμή περί αναπαύσεων, κύριε Χουλ απήντησεν
+η κυρία Βέλδων, τούτο δεν είναι ικανόν να με εμποδίση. Δεν είμαι εκ των
+δύσκολων εκείνων επιβατών οίτινες αδιακόπως παραπονούνται διά το στενόν των
+κοιτωνίσκων και την ανεπάρκειαν της τραπέζης.</p>
+
+<p>Είτα η κυρία Βέλδων, αφού παρετήρησεν επί τινας στιγμάς τον μικρόν της Ζακ,
+ον εκράτει εκ της χειρός·</p>
+
+<p>&nbsp;— Ας αναχωρήσωμεν, κύριε Χουλ, είπεν.</p>
+
+<p>Αι διαταγαί εδόθησαν προς απόπλουν, τα ιστία ανεπετάσθησαν, και το
+«Πίλγριμ» χειριζόμενον εις τρόπον ώστε να εξέλθη του κόλπου όσον τάχιστα,
+έστρεψε την πρώραν προς τα αμερικανικά παράλια.</p>
+
+<p>Αλλά, τρεις ημέρας μετά την αναχώρησίν του, ο μυοπάρων στενοχωρηθείς υπό
+βιαίων ανατολικών ανέμων, ηναγκάσθη να στρέψη αριστερά όπως επιτύχη πάλιν
+ούριον άνεμον.</p>
+
+<p>Και τοιουτοτρόπως, κατά την 2 Φεβρουαρίου, ο πλοίαρχος Χουλ ευρίσκετο
+εισέτι εις πλάτος υψηλότερον εκείνου όπερ ήθελε και εις θέσιν ναυτικού ζητούντος
+μάλλον να παρικάμψη το ακρωτήριον Χορν ή να πλησιάση την νέαν ήπειρον.</p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.</h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΔΙΚ ΣΑΝΔ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Εν τούτοις η θάλασσα ήτο καλή, και εξαιρέσει των βραδυτήτων ο πλους εξετελείτο
+υπό αρκούντως ευνοϊκούς όρους.</p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων είχεν εγκατασταθή εντός του «Πίλγριμ» όσον ήτο δυνατόν
+ανέτως. Ούτε πυργίσκος ούτε άλλο τι ευρίσκετο εις τα όπισθεν του
+καταστρώματος. Δεν υπήρχε λοιπόν κοιτωνίσκος εις την πρύμνην όπως δεχθή την
+επιβάτιδα, ήτις εδέησε να αρκεσθή εις τον θάλαμον του πλοιάρχου Χουλ κείμενον
+επί της πρύμνης και αποτελούντα την μετρίαν αυτού ναυτικήν κατοικίαν. Εδέησεν
+όμως να την παρακαλέση επιμόνως ο πλοίαρχος όπως δεχθή. Εκεί λοιπόν, εις το
+μέτριον εκείνο οίκημα, εγκατέστη η κυρία Βέλδων μετά του τέκνου της και της
+γραίας Ναν. Εκεί εγευμάτιζεν, έχουσα συνδαιτυμόνας τον πλοίαρχον και τον
+εξάδελφον Βενέδικτον, διά τον οποίον εσχηματίσθη επί του καταστρώματος είδος
+τι θαλαμίσκου.</p>
+
+<p>Ο δε πλοίαρχος του «Πίλγριμ» είχε καταλάβει κοιτωνίσκον τινά του
+πληρώματος, κοιτωνίσκον όστις έπρεπε να κατέχηται υπό του υποπλοιάρχου, εάν
+υπήρχεν υποπλοίαρχος εν τω πλοίω. Αλλ' ως γνωρίζομεν, ο μυοπάρων εταξείδευεν
+υπό συνθήκας αίτινες επέτρεπον να γίνεται οικονομία ενός υποπλοιάρχου.</p>
+
+<p>Οι άνδρες του «Πίλγριμ» καλοί και εύρωστοι θαλασσινοί, εφαίνοντο πολύ
+συνηνωμένοι εκ της ταυτότητος των ιδεών και των έξεων. Η αλιευτική εκείνη
+περίοδος ήτο η τετάρτη την οποίαν εξετέλουν ομού. Άπαντες εκ της δυτικής
+Αμερικής εγνωρίζοντο από παλαιού χρόνου και ανήκον εις την αυτήν χώραν της
+Καλιφoρνίας.</p>
+
+<p>Οι γενναίοι εκείνοι άνδρες εφαίνοντο πολύ περιποιητικοί προς την κυρίαν
+Βέλδων, την σύζυγον του εφοπλιστού των, προς τον οποίον έτρεφον απεριόριστον
+αφοσίωσιν. Δέον να είπωμεν ότι μεγάλως ενδιαφερόμενοι εις τα κέρδη του πλοίου,
+είχον θαλασσοπορήσει μέχρι τότε μετά πολλής ωφελείας. Εάν ένεκα του μικρού
+αριθμού των ουδενός εφείδοντο κόπου, συνέβαινε τούτο διότι πάσα εργασία
+ηύξανε τα κέρδη των κατά την τακτοποίησιν των λογαριασμών εκάστης περιόδου.
+Είναι αληθές όχι την φοράν ταύτην το κέρδος θα ήτο μηδαμινόν, και τούτο δικαίως
+τους εξώργιζε κατά των αχρείων εκείνων της Νέας Ζηλανδίας.</p>
+
+<p>Είς μόνον μεταξύ όλων εν τω πλοίω δεν ήτο καταγωγής αμερικανικής.
+Πορτογάλλος εκ γενετής, αλλ' ομιλών ευχερώς την αγγλικήν, εκαλείτο Νεγορός, και
+εξετέλει τα ταπεινά έργα μαγείρου του μυοπάρωνος.</p>
+
+<p>Όταν ο μάγειρος του «Πίλγριμ» ελιποτάκτησεν εις Ωκλάνδ, ο Νεγορός εκείνος,
+άνευ εργασίας τότε, προσεφέρθη να τον αντικαταστήση. Ήτο άνθρωπος σιωπηλός,
+ήκιστα κοινωνικός, έμενε μεμονωμένος, αλλά καλώς εξεπλήρου το επάγγελμά του.
+Παραλαβών αυτόν εις την υπηρεσίαν του ο πλοίαρχος Χουλ εφαίνετο ότι
+αρκούντως επέτυχεν εις την εκλογήν του· από της στιγμής της εισόδου του εις το
+πλοίον ο Νεγορός ουδεμίαν επέσυρεν επίπληξιν.</p>
+
+<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/11.jpg" width="425"
+height="500"
+alt="Ήτο άνθρωπος σιωπηλός" border="2" /><br /></p>
+
+<p>Εν τούτοις ο πλοίαρχος Χουλ ελυπείτο διότι δεν έσχε τον απαιτούμενον καιρόν
+να λάβη ακριβείς πληροφορίας περί του παρελθόντος αυτού. Η μορφή του, ή
+μάλλον το βλέμμα του, μετρίως τω ήρεσκε, και προκειμένου να εισαγάγη τις ένα
+άγνωστον εις την τόσω στενήν και τόσω περιωρισμένην ζωήν πλοίου, πρέπει ουδέν
+να παραμελή όπως πληροφορήται περί των προηγουμένων αυτού.</p>
+
+<p>Ο Νεγορός εφαίνετο τεσσαρακοντούτης. Ισχνός νευρώδης, μεσαίου
+αναστήματος, είχε την κόμην μελανωτάτην, το δέρμα ολίγον τι ηλιοκαές και ήτο
+εύρωστος. Είχεν άρα γε λάβει ανατροφήν τινα; Ναι, τούτο δε εφαίνετο έκ τινων
+παρατηρήσεων αίτινες τω διέφευγον ενίοτε. Άλλως τε δε ουδέποτε ωμίλει περί του
+παρελθόντος του, πού είχε ζήσει. Ποίον θα ήτο το μέλλον του; ούτε τούτο ηδύνατό
+τις να ηξεύρη. Έλεγε μόνον ότι εσκόπευε ν' αποβιβασθή εις Βαλπαραΐζον. Βεβαίως
+ήτο άνθρωπος αλλόκοτος. Όπως δήποτε, δεν εφαίνετο ότι υπήρξε ναυτικός·
+εφαίνετο μάλιστα πλειότερον ξένος προς τα ναυτικά πράγματα παρ' όσον δύναται
+να είναι μάγειρος, του οποίου μέρος της υπάρξεως διήλθεν εν τη θαλάσση.</p>
+
+<p>Εν τούτοις ο σάλος ή ο προνευτασμός του πλοίου δεν τον ηνόχλει ως εκείνους
+οι οποίοι ουδέποτε εταξείδευσαν και τούτο ήτο αρκετά σπουδαίον διά μάγειρον
+πλοίου.</p>
+
+<p>Εν συντόμω, ολίγον εφαίνετο. Την ημέραν έμενε συνήθως περιωρισμένος εντός
+του στενού μαγειρίου του, ενώπιον του εκ χυτοσιδήρου κλιβάνου του, όστις
+κατείχε την περισσοτέραν θέσιν. Επερχομένης της νυκτός και σβυνομένου του
+κλιβάνου, ο Νεγορός επανήρχετο εις την καλύβην ήτις είχεν επιφυλαχθή αυτώ εις
+το βάθος του κύτους. Είτα κατεκλίνετο αμέσως και απεκοιμάτο. </p>
+
+<p>Είπομεν ανωτέρω ότι το πλήρωμα του «Πίλγριμ» συνέκειτο εκ πέντε ναυτών και
+ενός δοκίμου. </p>
+
+<p>Ο νέος ούτος δόκιμος, ηλικίας δεκαπέντε ετών, ήτο τέκνον πατρός και μητρός
+αγνώστων. Το δυστυχές εκείνο ον, εγκαταλειφθέν ευθύς από της γεννήσεώς του,
+παρελήφθη υπό της δημοσίου ευσπλαγχνίας και ανετράφη υπ' αυτής. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ — ούτως εκαλείτο — εφαίνετο ότι κατήγετο εκ της Πολιτείας της
+Νέας Υόρκης, και βεβαίως εκ της πρωτευούσης της πολιτείας ταύτης. </p>
+
+<p>Εάν το όνομα Δικ — κατά συγκοπήν του ονόματος Ριχάρδου — εδόθη εις τον
+μικρόν ορφανόν, σημαίνει ότι ήτο το όνομα του ελεήμονος διαβάτου όστις τον
+παρέλαβεν, δύο ή τρεις ώρας μετά την γέννησίν του. Το όνομα Σανδ απεδόθη αύτω
+προς ανάμνησιν του μέρους ένθα ευρέθη, ήτοι επί της άκρας εκείνης Σάνδυ Χουκ
+(<sup><a href='#fn11' id='ref11'>11</a></sup>)
+, ήτις σχηματίζει την είσοδον του λιμένος της Νέας Υόρκης, κατά το στόμιον
+Χούδσων. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ όταν ήθελε φθάσει εις όλην την ανάπτυξίν του δεν θα υπερέβαινε
+μεν το μεσαίον ανάστημα, αλλ' ήτο ισχυράς κράσεως. Ουδείς ηδύνατο ν'
+αμφιβάλλη περί της αγγλοσαξωνικής αυτού καταγωγής. Ήτο μελαγχροινός, είχεν
+οφθαλμούς κυανούς των οποίων το κρυσταλλώδες έλαμπεν υπό πυρός ζωηρού. Το
+ναυτικόν του επάγγελμα τον είχεν ήδη προπαρασκευάσει εις τους αγώνας του
+βίου. Η ευφυής φυσιογνωμία του ανέπνεε την ενεργητικότητα, ενεργητικότητος
+ουχί αυθάδους, αλλά τολμητίου. Συχνάκις αναφέρουσι τας τρεις ταύτας λέξεις
+ατελούς τινος στίχου Βιργιλίου. </p>
+
+<p>Audaces fortouna junvat. .</p>
+
+<p>αλλά τας αναφέρουσιν εσφαλμένως. Ο ποιητής είπεν: </p>
+
+<p>Audentes fortouna juvat. .</p>
+
+<p>Εις τους τολμητίας και ουχί τους αυθάδεις προσμειδιά σχεδόν πάντοτε η τύχη.
+Ο αυθάδης δύναται να είναι απερίσκεπτος. Ο τολμητίας σκέπτεται πρώτον, ενεργεί
+έπειτα. Ιδού η διαφορά. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ ήτο τολμητίας. Δεκαπενταέτης έτι, όταν απεφάσιζέ τι εξετέλει αυτό
+καθ' ολοκληρίαν μετά πάσης επιμονής. Το ήθος αυτού ζωηρόν άμα και σοβαρόν,
+εφείλκυε την προσοχήν. Δεν κατηναλίσκετο εις λόγους ή εις χειρονομίας ως
+πράττουσι συνήθως οι ομήλικες αυτώ παίδες. Ενωρίς εις εποχήν του βίου ότε δεν
+συζητεί τις τα προβλήματα της υπάρξεως είχεν αντιμετωπίσει την αθλίαν
+κατάστασίν του και είχεν υποσχεθή να αναδειχθή αφ' εαυτού.<br />
+&nbsp;<br />
+Και ανεδείχθη, γενόμενος ήδη σχεδόν ανήρ καθ' ήν ηλικίαν άλλοι είναι εισέτι
+παίδες. </p>
+
+<p>Συγχρόνως λίαν ευκίνητος, λίαν επιτήδειος εις όλα τα σωματικά γυμνάσια, ο Δικ
+Σανδ ήτο εκ των προνομιούχων εκείνων όντων περί των οποίων δύναταί τις να είπη
+ότι εγεννήθησαν με δύο πόδας αριστερούς και δύο χείρας δεξιάς. Τοιουτοτρόπως
+πράττουσι τα πάντα διά της καλής χειρός και αναχωρούσι πάντοτε διά του καλού
+ποδός. </p>
+
+<p>Η δημοσία ευσπλαγχνία, ως είπομεν, ανέθρεψε τον μικρόν ορφανόν. Πρώτον
+εισήχθη εις έν των παιδοτροφείων εκείνων άτινα εν Αμερική έχουσι πάντοτε θέσιν
+διά τα εγκαταλελειμένα παιδία. Έπειτα, εν ηλικία τεσσάρων ετών, ο Δικ εμάνθανε
+να αναγινώσκη, να γράφη, να αριθμή εις έν των σχολείων εκείνων της πολιτείας
+της Νέας Υόρκης, άτινα αι ελεήμονες συνδρομαί συντηρούσι μετά γενναιότητος.
+</p>
+
+<p>Οκταετής την ηλικίαν, ένεκα της προς την θάλασσαν αγάπην την οποίαν είχε εκ
+γενετής, ο Δικ επέβη ως καμαρώτος εις πλοίον των Νοτίων θαλασσών. Εκεί
+εμάνθανε το επάγγελμα του ναυτικού και ως πρέπει τις να το μανθάνη, από της
+μάλλον νεαράς ηλικίας. Ολίγον κατ' ολίγον εδιδάχθη υπό την οδηγίαν αξιωματικών
+οίτινες συνεπάθησαν προς τον μικρόν εκείνον νεανίαν. Ούτως, ο ναυτόπαις δεν
+εβράδυνε να γίνη δόκιμος, ελπίζων βεβαίως και άλλην προαγωγήν. Ο παις όστις
+ευθύς εξαρχής είχεν εννοήσει ότι η εργασία είναι ο νόμος της ζωής, εκείνος όστις
+είχε μάθει ενωρίς ότι ο άρτος δεν κερδαίνεται ειμή διά του ιδρώτος του προσώπου
+— δόγμα της Ιεράς Γραφής όπερ είναι κανών της ανθρωπότητος — ο παις εκείνος
+είναι βεβαίως προωρισμένος διά μεγάλα πράγματα, καθότι ημέραν τινα, μετά της
+θελήσεως, θα έχη και την δύναμιν να εκτελέση ταύτα. </p>
+
+<p>Ότε λοιπόν ο Δικ Σανδ ευρίσκετο ως ναυτόπαις επί τινος εμπορικού πλοίου
+διεκρίθη υπό του πλοιάρχου Χουλ! Ο γενναίος ούτος ναυτικός ησθάνθη
+συμπάθειαν προς το αγαθόν εκείνο παιδίον και το εσύστησε βραδύτερον εις τον
+εφοπλιστήν Ιάκωβον Βέλδων. Ούτος συνεπάθησεν ομοίως προς τον ορφανόν
+εκείνον του οποίου συνεπλήρωσε την αγωγήν εις Άγιον Φραγκίσκον και τον
+ανέθρεψεν εις την καθολικήν θρησκείαν, εις ην ανήκεν η οικογένειά του. </p>
+
+<p>Κατά την διάρκειαν των σπουδών αυτού ο Δικ Σανδ ιδιαιτέραν κλίσιν ησθάνθη
+προς την γεωγραφίαν και τας θαλασσοπορίας, επιφυλαττόμενος βραδύτερον, όταν
+θα έφθανεν εις την πρέπουσαν ηλικίαν, να σπουδάση το μαθηματικόν μέρος το
+σχετιζόμενον προς την ναυτιλίαν. Είτα εις το θεωρητικόν εκείνο μέρος της
+μαθήσεώς του δεν παρημέλησε να ενώση το πρακτικόν. Επέβη λοιπόν του
+«Πίλγριμ» διά πρώτην ήδη φοράν ως δόκιμος. Ο καλός ναυτικός οφείλει να
+γνωρίζη την μεγάλην αλιείαν όσον και την μεγάλην ναυσιπλοΐαν, διότι είναι καλή
+προπαρασκευή εις όλα τα ενδεχόμενα συμβεβηκότα τα οποία συμπαραφέρει το
+ναυτικόν στάδιον. Άλλως τε ο Δικ εταξείδευε μετά πλοίου του Ιακώβου Βέλδων,
+του ευεργέτου του, πλοίου κυβερνωμένου υπό του πλοιάρχου Χουλ! Ευρίσκετο
+λοιπόν υπό ευνοϊκωτάτας συνθήκας. </p>
+
+<p>Περιττόν να αναφέρωμεν μέχρι τίνος βαθμού έφθασεν η αφοσίωσίς του προς
+την οικογένειαν Βέλδων, εις ην ώφειλε τα πάντα. Προτιμότερον να αφήσωμεν τα
+γεγονότα να ομιλήσωσιν. Αλλ ευκόλως δύναταί τις να ενοήση πόσον ο δόκιμος
+υπήρξεν ευτυχής όταν έμαθεν ότι η κυρία Βέλδων έμελλε να επιβιβασθή επί του
+«Πίλγριμ». Επί τινα έτη την κυρίαν Βέλδων εθεώρει ως ιδίαν εαυτού μητέρα, εις δε
+τον Ζακ έβλεπε μικρόν αδελφόν, ουδέποτε όμως λησμονών την θέσιν του απέναντι
+του υιού του πλουσίου εφοπλιστού. Αλλά — οι προστάται του εγίνωσκον τούτο —
+ο καλός εκείνος σπόρος ον είχον σπείρει έπεσεν επί αγαθής γης. Υπό την ζέσιν του
+αίματός του, η καρδία του ορφανού εξωγκούτο εξ ευγνωμοσύνης, και εάν
+επέπρωτο να θυσιάση ποτέ την ζωήν του δι' εκείνους οίτινες τον εδίδαξαν ν' αγαπά
+τον Θεόν και την σπουδήν, ο νεαρός δόκιμος δεν θα εδίσταζε να το πράξη. Εν
+συντόμω, να είναι δεκαπέντε ετών, αλλά να ενεργή και να πράττη ως
+τριακονταετής, τοιούτος ήτο ο Δικ Σανδ.</p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων εγνώριζε την αξίαν του προστατευομένου της, ηδύνατο δε
+άνευ ουδεμιάς ανησυχίας να τω εμπιστευθή τον μικρόν Ζακ. Ο Δικ Σανδ
+υπερηγάπα το παιδίον εκείνο, όπερ εννοούν ότι τον ηγάπα ο «μεγάλος αδελφός»,
+τον εζήτει πάντοτε. Κατά τας μακράς ώρας της αναπαύσεως, αίτινες είναι τόσω
+συχναί εις τον πλουν, ότε η θάλασσα ήτο ήσυχος, ότε τα ιστία καλώς διηυθετημένα
+ουδένα απαιτούσι χειρισμόν, ο Δικ και ο Ζακ ευρίσκοντο πάντοτε σχεδόν ομού. Ο
+νεαρός δόκιμος εδείκνυεν εις το παιδίον παν ό,τι εκ του επαγγέλματός του
+ηδύνατο να τον διασκεδάζη. Η κυρία Βέλδων αφόβως έβλεπε τον Ζακ,
+συνοδευόμενον υπό του Σανδ, να ορμά εις τους προτόνους, να αναρριχάται εις
+τους ιστούς και να κατέρχηται ως βέλος διά των εξαρτίων. Ο Δικ Σανδ προηγείτο ή
+είπετο πάντοτε, έτοιμος να τον υποστηρίξη ή να τον κρατήση εάν οι πενταετείς
+βραχίονές του ήθελον εξασθενήση κατά τα γυμνάσια. Πάντα ταύτα ωφέλουν τον
+μικρόν Ζακ όστις εκ της ασθενείας είχεν ωχριάσει ολίγον αλλά το χρώμα του
+επανήρχετο ταχέως εντός του «Πίλγριμ», χάρις εις την καθημερινήν εκείνην
+γυμναστικήν και εις τας ζωογόνους αύρας της θαλάσσης. </p>
+<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/20.jpg" width="374"
+height="485"
+alt="ο Δικ και ο Ζακ ευρίσκοντο πάντοτε σχεδόν ομού" border="2" /><br /></p>
+
+<p>Τα πράγματα έβαινον λοιπόν ούτω. Ο διάπλους εξηκολούθει υπό τας συνθήκας
+ταύτας και μολονότι ο καιρός δεν ήτο ευνοϊκός, ούτε οι επιβάται ούτε το πλήρωμα
+παρεπονούντο. </p>
+
+<p>Εν τούτοις η επιμονή εκείνη των ανατολικών ανέμων πολύ απησχόλει τον
+πλοίαρχον Χουλ καθότι δεν κατώρθωνε να φέρη το πλοίον εις καλήν οδόν.
+Εφοβείτο δε μάλιστα μήπως βραδύτερον, πλησίον του τροπικού του Αιγόκαιρω,
+συναντήση νηνεμίαν ήτις θα τον εβασάνιζε πολύ, χωρίς να αναφέρωμεν το
+ισημερινόν ρεύμα όπερ θα τον απόθει άνευ αντιστάσεως προς δυσμάς. Ανησύχει
+λοιπόν διά την βραδύτητα ην ήθελεν υποστή η κυρία Βέλδων, καίτοι αυτός δεν ήτο
+υπεύθυνος. Ως εκ τούτου, εάν συνήντα υπερωκεάνειόν τι ατμόπλοιον
+κατευθυνόμενον προς την Αμερικήν, εσκέπτετο ήδη να συμβουλεύση την
+επιβάτιδά του να μεταβιβασθή εις αυτό. Ατυχώς ευρίσκετο εις λίαν υψηλά πλάτη
+και δεν ήτο δυνατόν να συναντήση ατμόπλοιόν τι κατευθυνόμενον προς τον
+Παναμάν, άλλως τε δε κατά την εποχήν εκείνην αι διά του Ειρηνικού συγκοινωνίαι
+μεταξύ Αυστραλίας και Νέου Κόσμου δεν ήσαν τόσω συνεχώς όσω έκτοτε
+εγένοντο. </p>
+
+<p>Έδει λοιπόν να αφήση τα πράγματα εις το έλεος του Θεού, και εφαίνετο ότι
+ουδέν θα διετάρασσε τον μονότονον εκείνον διάπλουν, ότε επήλθε το πρώτον
+συμβάν, ακριβώς κατά την ημέραν εκείνην της 2 Φεβρουαρίου, υπό το πλάτος και
+το μήκος τα οποία εσημειώσαμεν κατά την έναρξιν της ιστορίας ταύτης. </p>
+
+<p>Περί την ενάτην ώραν της πρωίας ο Δικ Σανδ και ο Ζακ, του καιρού όντος λίαν
+καθαρού, ήσαν εστηριγμένοι επί του επιστηλιδίου [κόντρα τσιμπούκι). Από του
+μέρους εκείνου έβλεπον όλον το πλοίον και μέγα μέρος του Ωκεανού. Όπισθεν η
+περίμετρος του ορίζοντος διεκόπτετο μόνον υπό του μεγάλου ιστού φέροντος
+επίδρομον [μπούμα) και λαίφος [φλίσι) και κρύπτοντος μέρος της θαλάσσης και
+του ουρανού. Έμπροσθεν εξετείνετο ο πρωραίος ιστός μετά των τριών αυτού
+αρτεμόνων [φλόκων), οίτινες εφαίνοντο ως τρεις μεγάλαι άνισοι πτέρυγες.
+Κάτωθεν ευρίσκετο ο ακάτιος και άνωθεν το μικρόν επιστήλιον [τσιμπούκι) και το
+μικρόν επιστηλίδιον του οποίου ο ποδεών υπέτρεμεν υπό την πνοήν της αύρας. Ο
+μυοπάρων έπλεε λοιπόν προς τα αριστερά, κολπούμενος διά των ιστίων του όσον
+το δυνατόν τον αέρα. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ εξήγει εις το Ζακ πως το «Πίλγριμ», καλώς ηρμοσμένον, καλώς
+ισορροπούν εις όλα αυτού τα μέρη, δεν ηδύνατο να ναυαγήση, αν και έκλινε πολύ
+εις τα πλάγια, ότε το παιδίον τον διέκοψε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι βλέπω εκεί κάτω;</p>
+
+<p>&nbsp;— Βλέπεις τι, Ζακ; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ ανορθωθείς επί των ξύλων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, εκεί, απεκρίθη ο μικρός Ζακ δεικνύων σημείον τι της θαλάσσης
+μεταξύ του μεγάλου αρτέμονος [φλόκου) και του προθόου [κόντρα φλόκου). </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ παρετήρησε προσεκτικώς το υποδειχθέν σημείον και αμέσως, διά
+φωνής ισχυράς, ανέκραξεν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Έν ναυάγιον, προς τον άνεμον ευθύς, δεξιά! </p>
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'.</h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟΝ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Εις την κραυγήν του Δικ Σανδ το πλήρωμα ανεστατώθη. Όσοι δεν ήσαν της
+υπηρεσίας ανέβησαν επί του καταστρώματος. Ο πλοίαρχος Χουλ εξελθών του
+κοιτώνος του, διευθύνθη προς την πρώραν. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων, η Ναν, και αυτός ο αδιάφορος Βενέδικτος ήλθον και
+εστηρίχθησαν επί του δεξιού διαζώματος, ώστε να βλέπωσι το υπό του νεαρού
+δοκίμου αναγγελθέν ναυάγιον. </p>
+
+<p>Μόνος ο Νεγορός δεν εγκατέλιπε την καλύβην ήτις εχρησίμευεν αυτώ ως
+μαγειρείον, και εξ όλου του πληρώματος, ως πάντοτε, αυτός μόνος εφάνη
+αδιάφορος διά την συνάντησιν του ναυαγίου. </p>
+
+<p>Όλοι τότε παρετήρουν μετά προσοχής το κυματίζον αντικείμενον, όπερ τα
+κύματα εταλάντευον εις τριών μιλίων απόστασιν από του «Πίλγριμ». </p>
+
+<p>&nbsp;— Ε! τι να είναι άρα γε; ηρώτα ναύτης τις. </p>
+
+<p>&nbsp;— Σχεδία τις εγκαταλειφθείσα, απεκρίνετο έτερος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ίσως ευρίσκονται επί της σχεδίας εκείνης δυστυχείς ναυαγοί, είπεν η
+κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα το μάθωμεν, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ. Αλλά το ναυάγιον
+εκείνο δεν είναι σχεδία. Είναι σκάφος αναστραφέν εις τα πλευρά . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Μήπως είναι μάλλον θαλάσσιόν τι ζώον, μαστοφόρον τι μεγάλου
+αναστήματος; παρετήρησεν ο εξάδελφος Βενέδικτος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν το νομίζω, απεκρίθη ο δόκιμος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Συ, Δικ, τι νομίζεις ότι είναι; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Σκάφος ανατεστραμμένον, κυρία Βέλδων, ως είπεν ο πλοίαρχος. Με
+φαίνεται μάλιστα ότι βλέπω την χαλκίνην τρόπιν του λάμπουσαν εις τον ήλιον.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι . . . τωόντι . . . απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ. </p>
+
+<p>Είτα δε, αποτεινόμενος προς τον πηδαλιούχον:</p>
+
+<p>&nbsp;— Το πηδάλιον προς τον άνεμον, Βόλτων. Λόξευε ούτως ώστε να
+πλησιάσωμεν το ναυάγιον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μάλιστα, κύριε, απεκρίθη ο πηδαλιούχος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά, επανέλαβεν ο εξάδελφος Βενέδικτος, επιμένω εις ό,τι είπα.
+Βεβαίως είναι ζώον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τότε θα είναι χάλκινόν τι κήττος, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ καθότι,
+βεβαίως επίσης, το βλέπω να λάμπη εις τον ήλιον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όπως δήποτε, εξάδελφε Βενέδικτε, προσέθηκεν η κυρία Βέλδων, θα
+μας επιτρέψητε να παραδεχθώμεν ότι το κήτος εκείνο είναι νεκρόν, διότι δεν
+κάμνει ουδέ την ελαχίστην κίνησιν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ε! εξαδέλφη Βέλδων, απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος, δεν είναι η
+πρώτη φορά καθ' ήν απαντά τις φάλαιναν να κοιμάται εις την επιφάνειαν της
+θαλάσσης. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τωόντι, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ σήμερον όμως δεν πρόκειται
+περί φαλαίνης αλλά περί πλοίου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα το ίδωμεν, απήντησεν ο εξάδελφος Βενέδικτος όστις άλλως τε
+ευχαρίστως θα έδιδεν όλα τα μαστοφόρα των αρκτικών ή ανταρκτικών θαλασσών
+αντί εντόμου τινός σπανίου είδους.</p>
+
+<p>&nbsp;— Κυβέρνα, Βόλτων, κυβέρνα! έκραξεν εκ νέου ο πλοίαρχος Χουλ και μη
+πλησιάσης πολύ το ναυάγιον. Πέρασε εις απόστασίν τινα. Εάν δεν δυνάμεθα να
+προξενήσωμεν μέγα κακόν εις αυτό το σκάφος, δύναται όμως τούτο να μας
+προξενήση ζημίαν τινά και δεν επιθυμώ να προσκρούσωσι τα πλευρά του
+«Πίλγριμ». Επίδος [όρτσα) ολίγον, Βόλτων, επίδος!</p>
+
+<p>Η πρώρα του «Πίλγριμ», ήτις διηυθύνετο προς το ναυάγιον, εξέκλινεν ολίγον δι'
+ελαφράς κινήσεως του πηδαλίου. </p>
+
+<p>Ο μυοπάρων ευρίσκετο εισέτι εις απόστασιν μιλίου από του ναυαγήσαντος
+σκάφους. Οι ναύται το παρετήρουν απλήστως. Ίσως περιείχε πολύτιμον φορτίον,
+όπερ θα ήτο δυνατόν να μεταβιβασθή επί του «Πίλγριμ». </p>
+
+<p>Είναι γνωστόν ότι εις τοιαύτας διασώσεις το τρίτον της αξίας ανήκει εις τους
+διασώζοντας, και εν τη περιπτώσει τοιαύτη, εάν το φορτίον δεν ήτο βεβλαμμένον,
+οι άνθρωποι του πληρώματος θα έκαμνον καλόν εύρημα. Θα ήτο μικρά τις
+παρηγορία διά την ατελή αλιείαν των. </p>
+
+<p>Μετά έν τέταρτον της ώρας, το ναυάγιον ευρίσκετο εις απόστασιν ολιγωτέραν
+του ημίσεως μιλίου από του «Πίλγριμ». </p>
+
+<p>Ήτο τωόντι πλοίον, όπερ παρουσιάζετο διά της δεξιάς αυτού πλευράς.
+Βεβυθισμένον μέχρι των παραρρυμάτων, τόσην κλίσιν είχεν ώστε ήτο σχεδόν
+αδύνατον να σταθή τις επί του καταστρώματος. Εκ των εξαρτημάτων του δεν
+εφαίνετο πλέον τίποτε. Εις τους προτόνους εκρέμαντο μόνο ολίγαι τινές
+τεθραυσμέναι αλύσεις, τεμάχια ξύλων και ολίγα καλώδια. Επί της δεξιάς πλευράς
+ηνοίγετο μεγάλη οπή μεταξύ των επηγκενίδων και του καταβεβυθισμένου
+σανιδώματος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Το πλοίον αυτό προσέκρουσεν! ανέκραξεν ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— είναι αναμφίβολον, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ και θαυμάζω πώς δεν
+κατεβυθίσθη αμέσως. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εάν εγένετο σύγκρουσις παρετήρησεν η κυρία Βέλδων, πρέπει να
+ελπίζωμεν ότι το πλήρωμα του πλοίου τούτου θα εσώθη παρ' εκείνων οίτινες
+προσέκρουσαν εις αυτό. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ας το ελπίζωμεν, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ, εκτός
+εάν το πλήρωμα εκείνο εζήτησε καταφύγιον εις τας ιδίας του λέμβους μετά την
+σύγκρουσιν, και τότε το προσκρούσαν πλοίον εξηκολούθησε τον πλουν του, όπερ
+δυστυχώς συμβαίνει ενίοτε.</p>
+
+<p>&nbsp;— Είναι δυνατόν! Αλλά τούτο είναι απόδειξις μεγίστης απανθρωπίας
+Χουλ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μάλιστα κυρία Βέλδων . . . μάλιστα . . και τα παραδείγματα δεν
+λείπουσιν. Όσον δε αφορά το πλήρωμα, εκείνο το οποίον με αναγκάζει να
+πιστεύσω ότι εγκατέλιπε το πλοίον, είναι ότι δεν βλέπω πλέον ούτε μίαν λέμβον,
+και εκτός εάν συνελέχθησαν οι άνθρωποι, πιστεύω μάλλον ότι θα επειράθησαν να
+φθάσωσιν εις την ξηράν. Αλλ' ένεκα της αποστάσεως της αμερικανικής ηπείρου ή
+των νήσων της Ωκεανίας, φοβούμαι μήπως δεν επέτυχον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ίσως, είπεν η κυρία Βέλδων, δεν θα γνωσθή ποτέ το μυστήριον της
+καταστροφής ταύτης! Εν τούτοις πιθανόν άνθρωπός τις εκ του πληρώματος να
+είναι ακόμη εντός του πλοίου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν είναι πιθανόν, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ. Η
+πλησίασις ημών θα παρετηρείτο και θα μας έκαμνον σημείον τι. Αλλά τώρα θα
+βεβαιωθώμεν περί τούτου. — Επίδος ολίγον, Βόλτων, επίδος! έκραξεν ο πλοίαρχος
+Χουλ, δεικνύων διά της χειρός την διεύθυνσιν την οποίαν έπρεπε να ακολουθήση.
+</p>
+
+<p>Το «Πίλγριμ» ευρίσκετο εξακόσια μέτρα μακράν του ναυαγίου, και δεν υπήρχε
+πλέον αμφιβολία ότι το σκάφος εκείνο είχεν εντελώς εγκαταλειφθή παρ' όλου του
+πληρώματος. </p>
+
+<p>Αλλά, κατά την στιγμήν εκείνην, ο Δικ Σανδ διά κινήματος επέβαλε σιωπήν.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Ακούσατε! ακούσατε! είπεν. </p>
+
+<p>Έκαστος επέστησε την προσοχήν του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ακούω τι ως υλακήν! έκραξεν ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>Πράγματι, υλακή μεμακρυσμένη αντήχει εις το εσωτερικόν του σκάφους.
+Υπήρχεν εκεί βεβαίως κύων τις φυλακισμένος ίσως επειδή πιθανόν τα φατνώματα
+να ήσαν στεγανώς κεκλεισμένα. Αλλά δεν ηδύναντο να τον ίδωσι, καθότι το
+κατάστρωμα του ναυαγήσαντος πλοίου δεν ήτο εισέτι ορατόν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Έστω και είς κύων να υπάρχη, κύριε Χουλ είπεν η κυρία Βέλδων, θα
+τον σώσωμεν!</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι . . . ναι ανέκραξεν ο μικρός Ζακ . — Θα τον σώσωμεν! . . Θα του
+δώσω να φάγη!. — Θα μας αγαπήση πολύ . . Μήτερ, θα υπάγω να εύρω έν
+τεμάχιον σακχάρου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μείνε, τέκνον μου, απεκρίθη η κυρία Βέλδων μειδιώσα. Νομίζω ότι το
+δυστυχές ζώον θα αποθνήσκη της πείνης και ότι θα προτιμά καλόν φαγητόν ή
+τεμάχιον του σακχάρου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Καλά, ας τω δώσωσι την σούπαν μου! έκραξεν ο μικρός Ζακ. Ειμπορώ
+να περάσω και χωρίς σούπαν. </p>
+
+<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν αι υλακαί ηκούοντο μάλλον ευδιακρήτως. Τριακόσιοι
+πόδες το πολύ διεχώριζον το δύο πλοία. Σχεδόν πάραυτα μέγας κύων εφάνη επί
+των παραρρημάτων της δεξιάς και ανερριχάτο επ' αυτών υλακτών
+απελπιστικώτερον ή πρότερον. </p>
+
+<p>Χόβικ, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ στρεφόμενος προς τον ναύκληρον του
+«Πίλγριμ», ανακωχεύσατε και ας καταβιβασθή η μικρά λέμβος εις την θάλασσαν.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Περίμενε, κύον μου, περίμενε! έκραξεν ο μικρός Ζακ προς το ζώον,
+όπερ εφάνη ότι τω απήντησε δι' υλακής ημιπεπνιγμένης. </p>
+
+<p>Τα ιστία του «Πίλγριμ» ταχέως διηυθετήθησαν ούτως ώστε το πλοίον να μένη
+σχεδόν ακίνητον, εις απόστασιν εκατόν σχεδόν μέτρων από του ναυαγίου. </p>
+
+<p>Η λέμβος κατεβιβάσθη, και ο πλοίαρχος Χουλ, ο Δικ Σανδ, και οι δύο ναύται
+εισήλθον παρευθύς. </p>
+
+<p>Ο κύων εξηκολούθει να υλακτή. Προσεπάθει να κρατηθή επί του
+παραρρύματος, αλλά καταπάσαν στιγμήν επανέπιπτεν επί του καταστρώματος. Θα
+έλεγέ τις, ότι αι υλακαί του δεν απευθύνοντο πλέων προς τους ερχομένους προς
+αυτόν. Μήπως απευθύνοντο προς ναύτας ή επιβάτας φυλακισμένους εις το πλοίον
+εκείνο; </p>
+
+<p>&nbsp;— Μήπως υπάρχη ναυαγός ος επέζησεν; εσκέφθη η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>Η λέμβος του «Πίλγριμ» δι' ολίγων κωπηλασιών έμελλε να φθάση το
+κεκλιμένον σκάφος. </p>
+
+<p>Αίφνης τα κινήματα του κυνός μετεβλήθησαν. Τας πρώτας υλακάς, αίτινες
+προσεκάλουν τους σωτήρας να έλθωσι, διεδέχθησαν υλακαί μανιώδεις.
+Σφοδροτάτη οργή ηρέθιζε το παράδοξον ζώον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι έχει άρα γε ο σκύλος εκείνος; είπεν ο πλοίαρχος Χουλ ενώ η λέμβος
+έστρεφε το όπισθεν του πλοίου διά να φθάση εις το μέρος του καταστρώματος,
+όπερ ήτο βεβυθισμένον εις την θάλασσαν. </p>
+
+<p>Ό,τι τότε δεν ηδύνατο να παρατηρήση ο πλοίαρχος Χουλ, ό,τι δεν ηδύναντο
+ουδ' αυτοί οι εντός του «Πίλγριμ» να παρατηρήσωσιν, ήτο ότι η μανία του κυνός
+εξεδηλώθη ακριβώς καθ' ήν στιγμήν ο Νεγορός, καταλιπών το μαγειρείον του, είχε
+κατευθυνθή προς την εμπροσθίαν κρηπίδα. </p>
+
+<p>Εγνώριζε λοιπόν και ανεγνώριζεν ο κύων εκείνος τον μάγειρον; Αλλά τούτο ήτο
+λίαν απίθανον. </p>
+
+<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/28.jpg" width="357"
+height="488"
+alt="Εγνώριζε λοιπόν και ανεγνώριζεν ο κύων εκείνος τον μάγειρον" border="2"
+/><br /></p>
+
+<p>Όπως δήποτε, αφού παρετήρησε τον κύνα, χωρίς να φανερώση ουδεμίαν
+έκπληξιν, ο Νεγορός, του οποίου αι οφρύς συνεσπάσθησαν προς στιγμήν,
+επέστρεψεν εις την θέσιν των ανθρώπων του πληρώματος. </p>
+
+<p>Εν τούτοις η λέμβος είχε στραφή εις το όπισθεν του πλοίου. Ο πίναξ αυτού
+έφερε τούτο μόνον το όνομα Βάλδεκ και ουδεμίαν σημείωσιν του λιμένος εις ον
+ανήκεν. Αλλ' εκ του σχηματισμού του σκάφους, έκ τινων λεπτομερειών τας οποίας
+ο ναυτικός δύναται ευθύς εξ αρχής να αντιληφθή, ο πλοίαρχος Χουλ εννόησεν ότι
+το πλοίον εκείνο ήτο κατασκευής αμερικανικής. Άλλως τε δε και το όνομά του
+επεβεβαίου τούτο. Και τώρα το κέλυφος εκείνο ήτο παν ό,τι απέμενεν εκ του
+μεγάλου πλοίου χωρητικότητος πεντακοσίων τόνων. </p>
+
+<p>Εις το εμπρόσθιον μέρος του Βάλδεκ υπήρχεν ευρεία οπή δεικνύουσα την θέσιν
+ένθα εγένετο η σύρραξις. Ένεκα της ανατροπής του σκάφους, η οπή εκείνη
+ευρίσκετο τότε πέντε ή έξ πόδας υπεράνω της θαλάσσης — όπερ εξήγει διατί ο
+πάρων δεν είχεν εισέτι βυθισθή. </p>
+
+<p>Επί του καταστρώματος, όπερ ο πλοίαρχος Χουλ έβλεπε καθ' όλην αυτήν την
+έκτασιν, ουδείς εφαίνετο. </p>
+
+<p>Ο κύων, εγκαταλείψας το παράρρυμα, είχε καταβή εις το κεντρικόν φάτνωμα
+όπερ ήτο ανοικτόν, και υλάκτει οτέ μεν εις το εσωτερικόν οτέ δε εις το εξωτερικόν.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Βεβαιότατα το ζώον εκείνο δεν είναι μόνον εις το πλοίον!
+παρετήρησεν ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, αληθώς! απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ. </p>
+
+<p>Η λέμβος παρέπλευσε τότε το αριστερόν παράρρυμα όπερ ήτο κατά το ήμισυ
+βεβυθισμένον, Εάν επήρχετο ισχυρόν τι κύμα ο «Βάλδεκ» θα κατεποντίζετο εντός
+ολίγων στιγμών. </p>
+
+<p>Το κατάστρωμα του πάρωνος ήτο σαρωμένον απ' άκρου εις άκρον. Δεν έμενον
+πλέον ειμή οι κορμοί του μεγάλου ιστού και του ακατίου ιστού [τουρκέτου),
+αμφότεροι τεθραυσμένοι δύο πόδας άνωθεν της βάσεως και οι οποίοι θα έπεσαν
+κατά την σύρραξιν, παρασύροντες προτόνους, εξάρτια και σχοινία. Εν τούτοις καθ'
+όλην την έκτασιν εις ην ηδύνατο να φθάση η όρασις, ουδέν σύντριμμα εφαίνετο
+περί τον «Βάλδεκ», — όπερ εμαρτύρει ότι η καταστροφή θα συνέβη προ πολλών
+ημερών. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εάν δυστυχείς τινες επέζησαν μετά την σύγκρουσιν, είπεν ο
+πλοίαρχος Χουλ, πιθανόν ότι η πείνα και η δίψα θα τους κατέβαλον, καθότι το
+ύδωρ θα κατέκλυσε τας οψοθήκας . . . Ώστε μόνον πτώματα θα υπάρχωσιν εις το
+πλοίον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι ανέκραξεν ο Δικ Σανδ, όχι! Ο κύων δεν θα υλάκτει
+τοιουτοτρόπως! Υπάρχουσιν εκεί άνθρωποι ζώντες. </p>
+
+<p>Την στιγμήν εκείνην το ζώον, αποκρινόμενον εις την πρόσκλησιν του δοκίμου
+ερρίφθη εις την θάλασσαν και εκολύμβησεν επιπόνως προς την λέμβον, διότι
+εφαίνετο εξηντλημένον. </p>
+
+<p>Το ανέσυρον και ώρμησεν απλήστως, ουχί επί τεμαχίου άρτου όπερ το
+προσέφερεν ο Δικ Σανδ, αλλ' επί πίθου τινός περιέχοντος ολίγον πόσιμον ύδωρ.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Το δυστυχές ζώον αποθνήσκει της δίψης! εφώνησεν ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>Η λέμβος εζήτει τότε θέσιν ευνοϊκήν, όπως προσμίξη ευκολώτερον τον Βάλδεκ,
+και τούτου ένεκεν απεμακρύνθη οργυιάς τινας. Ο κύων ενόμισε προδήλως ότι οι
+σωτήρες αυτού δεν ήθελον ν' αναβώσιν εις το πλοίον, καθότι συνέλαβε τον Δικ
+Σανδ εκ του επενδύτου και ήρχισε πάλιν μετά νέας δυνάμεως να υλακτή
+θρηνωδώς. </p>
+
+<p>Το Εννόησαν. Αι κινήσεις, η γλώσσα του, ήσαν τοσούτω σαφείς όσω ηδύνατο να
+είναι η γλώσσα ανθρώπου. Η λέμβος επροχώρησεν αμέσως μέχρι της αριστεράς
+επωτίδος. Εκεί, οι δύο ναύται την προσέθεσαν στερεώς, ενώ ο πλοίαρχος Χουλ και
+ο Δικ Σανδ, αναβάντες επί του καταστρώματος συγχρόνως μετά κόπου μέχρι του
+φατνώματος, όπερ ηνοίγετο μεταξύ των κορμών των δύο ιστών. </p>
+
+<p>Διά του φατνώματος εκείνου, αμφότεροι εισέδυσαν εις τον πυθμένα. </p>
+
+<p>Ο Πυθμήν του Βάλδεκ, ημιπλήρης ύδατος, ουδέν εμπόρευμα περιείχεν. </p>
+
+<p>Ο πάρων έπλεεν μόνον μετά του έρματος, έρματος εξ άμμου όπερ ολισθήσαν
+προς τα αριστερά, συνετέλει εις το να κρατή το πλοίον κεκλιμένον εις τα πλάγια.
+Εκεί λοιπόν ουδέν υπήρχε προς διάσωσιν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ουδείς εδώ, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ουδείς απήντησεν ο δόκιμος, αφού επροχώρησε μέχρι του
+εμπροσθίου μέρους του κύτους. </p>
+
+<p>Αλλ' ο κύων όστις ήτο επί του καταστρώματος, εξηκολούθει να υλακτή και
+εφαίνετο επικαλούμενος επιτακτικώτερον την προσοχήν του πλοιάρχου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ας ανέλθωμεν, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ προς τον δόκιμον· αμφότεροι
+ανήλθον πάλιν εις το κατάστρωμα. </p>
+
+<p>Ο κύων δραμών προς αυτούς, εζήτει να τους παρασύρη προς το υψηλότερον
+μέρος της πρώρας. Τον ηκολούθησαν. </p>
+
+<p>Εκεί, πέντε σώματα, — πέντε πτώματα βεβαίως, — έκειντο επί του
+σανιδώματος.</p>
+
+<p>Εις το φως της ημέρας όπερ εισέδυεν απλέτως διά του φεγγίτου, ο πλοίαρχος
+Χουλ ανεγνώρισε τα σώματα πέντε μαύρων. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ, μεταβαίνων από του ενός εις τον άλλον, ενόμισεν ότι οι δυστυχείς
+ανέπνεον εισέτι. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εις το πλοίον! εις το πλοίον! έκραξεν ο πλοίαρχος Χουλ. </p>
+
+<p>Οι δύο ναύται, οίτινες εφύλαττον την λέμβον προσεκλήθησαν και εβοήθησαν
+εις την μεταφοράν των ναυαγών έξω της πρώρας. </p>
+
+<p>Τούτο δε εγένετο άνευ κόπου· μετ' ολίγα λεπτά οι πέντε μαύροι ήσαν
+κατακεκλιμένοι εν τη λέμβω χωρίς ουδείς εξ αυτών να αισθανθή ότι προσεπάθουν
+να τους σώσωσι. Σταγόνες τινές δυναμωτικού και ολίγον δροσερόν ύδωρ
+εμφρόνως διδόμενον, ηδύνατο ίσως να τους ανακαλέσωσιν εις την ζωήν. </p>
+
+<p>Το «Πίλγριμ» ευρίσκετο εκατόν μέτρα μακράν του ναυαγίου, η δε λέμβος
+έφθασεν εις αυτό ταχέως. </p>
+
+<p>Καλώδιον της μεγάλης κεραίας ερρίφθη και έκαστος των μαύρων, ανελκυσθείς
+κεχωρισμένως, ανεπαύθη τέλος επί του καταστρώματος του «Πίλγριμ». </p>
+
+<p>Ο κύων τους είχε συνοδεύσει. </p>
+
+<p>&nbsp;— Οι δυστυχείς! ανέκραξεν η κυρία Βέλδων, ιδούσα τους πτωχούς
+εκείνους ανθρώπους, οίτινες δεν ήσαν πλέον ειμή πτώματα ακίνητα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ζώσι, κυρία Βέλδων! Θα τους σώσωμεν! Ναι! θα τους σώσωμεν!
+έκραξεν ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι συνέβη λοιπόν εις αυτούς; ηρώτησεν ο εξάδελφος Βενέδικτος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Περιμένετε μέχρις ου ημπορέσωσι να ομιλήσωσιν, απήντησεν ο
+πλοίαρχος Χουλ και θα μας διηγηθώσι την ιστορίαν των. Αλλά, προ παντός άλλου,
+ας τοις δώσωμεν να πίωσιν ολίγον ύδωρ, εις το οποίον να αναμίξωμεν ολίγας
+σταγόνας ρουμίου.</p>
+
+<p>Είτα στρεφόμενος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Νεγορέ! εφώνησεν. </p>
+
+<p>Εις το όνομα τούτο ο κύων ωρθώθη ως εάν παρεμόνευε, με τρίχας
+ανωρθωμένας, με το στόμα ανοικτόν. </p>
+
+<p>Εν τούτοις ο μάγειρος δεν εφαίνετο. </p>
+
+<p>&nbsp;— Νεγορέ! επανέλαβεν ο πλοίαρχος Χουλ. </p>
+
+<p>Ο κύων έδειξεν αύθις σημεία άκρας μανίας. </p>
+
+<p>Ο Νεγορός εξήλθε του μαγειρείου. </p>
+
+<p>Αλλά μόλις εφάνη επί του καταστρώματος και ο κύων ώρμησε κατ' αυτού
+θέλων να πηδήση εις τον λαιμόν του. Διά ξύλου όπερ εκράτει ο μάγειρος
+απεμάκρυνε το ζώον καί τινες ναύται κατώρθωσαν να το καθησυχάσωσι.</p>
+
+<p>&nbsp;— Μήπως γνωρίζετε αυτόν τον κύνα; ηρώτησε τον μάγειρον ο
+πλοίαρχος Χουλ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εγώ! απήντησεν ο Νεγορός. Ποτέ δεν το είδα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Παράδοξον πράγμα! εψιθύρισεν ο Δικ Σανδ. </p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'. </h3>
+
+<p>
+<br />
+Η σωματεμπορεία ενεργείται εισέτι εν μεγάλη κλίμακι καθ' όλην την ισημερινήν
+Αφρικήν. Μεθ' όλην την επιτήρησιν των αγγλικών και γαλλικών καταδρομικών,
+πλοία, πλήρη δούλων εγκαταλείπουσι κατ' έτος τας ακτάς της Αγγόλας ή της
+Μοζαμβίκης όπως μεταφέρωσι μαύρους εις διάφορα μέρη του κόσμου, και,
+οφείλομεν να το είπωμεν, του πεπολιτισμένου κόσμου. </p>
+
+<p>Ο πλοίαρχος Χουλ δεν ηγνόει τούτο. </p>
+
+<p>Καίτοι τα παράλια εκείνα δεν εσυχνάζοντο συνήθως υπό των σωματεμπόρων,
+εσκέφθη μήπως οι μαύροι τους οποίους διέσωσεν ήσαν οι επιζώντες έκ τινος
+φορτίου δούλων, τους οποίους ο Βάλδεκ έμελλε να πωλήση είς τινα αποικίαν του
+Ειρηνικού. Όπως δήποτε, εάν τούτο ήτο αληθές, οι μαύροι εκείνοι εγίνοντο
+ελεύθεροι διά τούτο και μόνον ότι επάτησαν εις το πλοίον του, και επόθει να τοις
+αναγγείλη τούτο. </p>
+
+<p>Εν τω μεταξύ, μετά πάσης σπουδής εδόθησαν αι πρώται βοήθειαι εις τους
+ναυαγούς του Βάλδεκ. Η κυρία Βέλδων βοηθουμένη υπό της Ναν και του Δικ Σανδ,
+τους επότισαν ολίγον καλόν ύδωρ δροσερόν, του οποίου είχον στερηθή πολλών
+ημερών, το ύδωρ δε εκείνο μετά τινος τροφής ήρκεσε να τους ανακαλέση εις την
+ζωήν. </p>
+
+<p>Ο γηραιότερος των μαύρων εκείνων εξηκοντούτης περίπου, ηδυνήθη μετ'
+ολίγον να ομιλήση και να αποκριθή αγγλιστί εις τας απευθυνθείσας αυτώ
+ερωτήσεις. </p>
+
+<p>&nbsp;— Το πλοίον το οποίον σας μετέφερε συνεκρούσθη; ηρώτησε κατά
+πρώτον ο πλοίαρχος Χουλ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, απήντησεν ο Γέρων μαύρος. Προ δέκα ημερών το πλοίον μας
+συνεκρούσθη κατά τινα νύκτα σκοτεινοτάτην. Ημείς εκοιμώμεθα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλ' οι άνθρωποι του Βάλδεκ τι έγειναν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν ήσαν πλέον εκεί, κύριε, όταν οι σύντροφοί μου και εγώ ανέβημεν
+επί του καταστρώματος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ηδυνήθη λοιπόν το πλήρωμα να πηδήση εις το πλοίον το οποίον
+συνεκρούσθη μετά του Βάλδεκ; ηρώτησεν ο πλοίαρχος Χουλ. </p>
+
+<p>Ίσως, και μάλιστα πρέπει να το ελπίζωμεν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και το πλοίον εκείνο, μετά την σύγκρουσιν, δεν επανήλθε διά να σας
+περισυλλέξη;</p>
+
+<p>&nbsp;— Μήπως εναυάγησε και εκείνο; </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν εναυάγησεν, απεκρίθη ο γέρων μαύρος σείων την κεφαλήν,
+επειδή το είδομεν να φεύγη εις το σκότος. </p>
+
+<p>Το γεγονός τούτο όπερ επεβεβαιώθη παρ' όλων των επιζησάντων εκ του
+Βάλδεκ, δύναται να φανή απίστευτον. Εν τούτοις είναι αληθέστατον, ότι οι
+πλοίαρχοι, μετά τινα φοβεράν σύγκρουσιν, οφειλομένην εις την αφροσύνην των,
+έφυγον πολλάκις χωρίς να ανησυχήσωσι περί των ατυχών εκείνων τους οποίους
+εξέθεσαν εις κίνδυνον, χωρίς να τους βοηθήσωσιν. </p>
+
+<p>Ό,τι αμαξηλάται πράττουσι το αυτό επί της δημοσίας οδού και αφίνουσιν εις
+άλλους την φροντίδα να επανορθώσωσι το δυστύχημα όπερ επροξένησαν, τούτο
+είναι αξιοκατάκριτον, αν και τα θύματά των είναι βέβαια ότι θα εύρωσιν άμεσον
+βοήθειαν. Αλλ' ότι άνθρωποι εγκαταλείπουσιν ούτω ανθρώπους εν θαλάσση, δεν
+είναι τούτο αίσχος;</p>
+
+<p>Εν τούτοις ο πλοίαρχος Χουλ εγίνωσκε πολλά παραδείγματα τοιαύτης
+απανθρωπίας, και εδέησε να είπη εις την κυρίαν Βέλδων ότι τοιαύτα γεγονότα
+υπήρχον, όσω και αν εφαίνοντο τερατώδη, ευτυχώς σπάνια. </p>
+
+<p>Έπειτα επαναλαμβάνων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πόθεν ήρχετο ο Βάλδεκ; ηρώτησεν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Από την Μελβούρνην. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν είσθε λοιπόν δούλοι; . . ,</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, κύριε! απεκρίθη ζωηρώς ο γέρων μαύρος ανατιναχθείς όρθιος.
+Είμεθα υπήκοοι της Πολιτείας της Πενσυλβανίας και πολίται της ελευθέρας
+Αμερικής!</p>
+
+<p>&nbsp;— Φίλοι μου, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ πιστεύσατε ότι δεν
+διακινδυνεύετε την ελευθερίαν σας μεταβιβασθέντες εις το αμερικανικόν βρίκιον
+«Πίλγριμ». </p>
+
+<p>Τωόντι οι πέντε μαύροι τους οποίους μετέφερε το Βάλδεκ ανήκον εις την
+Πολιτείαν της Πενσυλβανίας. </p>
+
+<p>Ο γηραιότερος πωληθείς εν Αφρική ως δούλος εις ηλικίαν έξ ετών και
+μεταφερθείς εις τας Ηνωμένας Πολιτείας είχεν απελευθερωθή από πολλών ήδη
+ετών δυνάμει του περί καταργήσεως της δουλείας νόμου. Οι σύντροφοι αυτού,
+πολλώ νεώτεροι αυτού, υιοί δούλων απελευθέρων προ της γεννήσεως των είχον
+γεννηθή ελεύθεροι, και ουδείς λευκός έσχε ποτέ επ' αυτών δικαίωμα ιδιοκτησίας.
+Ουδέ την των μαύρων γλώσσαν ωμίλουν, ήτις δεν μεταχειρίζεται το άρθρον και
+γνωρίζει μόνον το απαρέμφατον των ρημάτων, — γλώσσαν ήτις άλλως τε ολίγον
+κατ' ολίγον εξηφανίσθη από της εποχής του αντιδουλικού πολέμου. Οι μαύροι
+λοιπόν εκείνοι ελευθέρως είχον εγκαταλίπει τας Ηνωμένας Πολιτείας και
+ελευθέρως επέστρεφον πάλιν εις αυτάς. </p>
+
+<p>Ως δε επληροφόρησαν τον πλοίαρχον Χουλ είχον μισθωθή παρά τινι Άγγλω,
+όστις ήτο κύριος μεγάλων κτημάτων πλησίον της Μελβούρνης, εν τη μεσημβρινή
+Αυστραλία. Εκεί διήνυσαν τρία έτη ωφεληθέντες πολλά, ότε δε έληξεν η μίσθωσίς
+των ηθέλησαν να επανέλθωσιν εις την Αμερικήν. </p>
+
+<p>Επεβιβάσθησαν λοιπόν επί του Βάλδεκ, πληρώσαντες τον ναύλον των ως
+συνήθεις επιβάται. Τη 5 Δεκεμβρίου εγκατέλιπον την Μελβούρνην, και μετά
+δεκαεπτά ημέρας, κατά τινα νύκτα σκοτεινοτάτην, ο Βάλδεκ συνεκρούσθη μετά
+τινος μεγάλου ατμοπλοίου.</p>
+
+<p>Οι μαύροι ήσαν εις τας κλίνας των. Ολίγα δευτερόλεπτα μετά την σύγκρουσιν,
+ήτις υπήρξε τρομερά, ώρμησαν επί του καταστρώματος. </p>
+
+<p>Ήδη οι ιστοί του πλοίου είχον πέσει, και ο Βάλδεκ έκλινε πλαγίως, αλλά δεν
+εφοβείτο να καταποντισθή, καθότι δεν εισήλθε πολύ ύδωρ εις τον πυθμένα. </p>
+
+<p>Ο πλοίαρχος και το πλήρωμα του Βάλδεκ, όλοι έγιναν άφαντοι. Είτε διότι τινές
+ερρίφθησαν εις την θάλασσαν, είτε διότι οι άλλοι επήδησαν εντός του
+συγκρούσαντος πλοίου, όπερ μετά ταύτα έφυγε και δεν επανήλθε πλέον.<br />
+&nbsp;<br />
+Οι πέντε μαύροι είχον μείνει μόνοι εντός του σκάφους ημιβεβυθισμένοι, χίλια
+διακόσια μίλια μακράν πάσης ξηράς. </p>
+
+<p>Ο γηραιότερος των μαύρων εκείνων εκαλείτο Τωμ. </p>
+
+<p>Η ηλικία του, ως και ο ενεργητικός αυτού χαρακτήρ και η πείρα ην εκτήσατο
+συνεπεία μακροχρονίου εργασίας, καθίστων αυτόν φυσικόν αρχηγόν των
+συντρόφων οίτινες ευρίσκοντο μετ' αυτού. </p>
+
+<p>Οι άλλοι μαύροι ήσαν νέοι εικοσιπέντε μέχρι τριάκοντα ετών ηλικίας, και
+ωνομάζοντο Βαρθολομαίος, υιός του Τωμ, Αυγουστίνος, Ακτέων και Ηρακλής, και
+οι τέσσαρες εύσωμοι, εύρωστοι και θα ετιμώντο ακριβά εις τας αγοράς της
+κεντρικής Αφρικής. Ει και είχον μεγάλως υποφέρει, ηδύνατό τις ευκόλως ν'
+αναγνωρίση εις αυτούς λαμπρά δείγματα της ισχυράς εκείνης φυλής εις τους
+οποίους ελευθέριος ανατροφή, ληφθείσα εν τοις απειραρίθμοις σχολείοις της
+Βορείας Αμερικής, είχεν ήδη επιθέσει την σφραγίδα αυτής. </p>
+
+<p>Ο Τωμ και οι σύντροφοί του λοιπόν είχον ευρεθή μόνοι επί του «Βάλδεκ» μετά
+την σύρραξιν, ουδέ δυνάμενοι καν να το εγκαταλίπουσι, καθότι οι δύο λέμβοι του
+πλοίου είχον κατακερματισθή εν τη συγκρούσει. Ηναγκάσθησαν δε να περιμένωσι
+την διάβασιν πλοίου τινός, ενώ το σκάφος των παρεσύρετο ολίγον κατ' ολίγον υπό
+των ρευμάτων. Η παρέκκλισις εκείνη εξήγει διατί ευρέθη έξω της οδού του, καθότι
+ο «Βάλδεκ» αποπλεύσας εκ της Μελβούρνης, έδει να ευρίσκεται εις πολύ
+κατώτερον πλάτος. </p>
+
+<p>Κατά τας δέκα ημέρας, αίτινες παρήλθον μεταξύ της συρράξεως και της στιγμής
+καθ' ήν το «Πίλγριμ» έφθασεν απέναντι του ναυαγήσαντος πλοίου, οι πέντε μαύροι
+ετρέφοντο εκ των ολίγων τροφίμων, άτινα εύρον εν τω οψοφυλακίω του
+τετραγώνου. Αλλά μη δυνηθέντες να εισέλθωσιν εις το τροφοδοτήριον όπερ είχε
+κατακλυσθή υπό του ύδατος, δεν είχον ουδέν πνευματώδες ποτόν όπως σβύσωσι
+την δίψαν των, και υπέφερον σκληρώς, καθότι και αυτά τα βυτία του ύδατος, τα
+δεδεμένα επί του καταστρώματος, είχον καταστραφή κατά την σύγκρουσιν. Από
+της προτεραίας, ο Τωμ και οι σύντροφοί του, βασανιζόμενοι υπό της δίψης,
+απώλεσαν τας αισθήσεις και λίαν εγκαίρως έφθασε το «Πίλγριμ». </p>
+
+<p>Τοιαύτη υπήρξεν η διήγησις την οποίαν εν ολίγοις λέξεσιν ο Τωμ είπεν εις τον
+πλοίαρχον Χουλ. Δεν υπήρχε δε λόγος να αμφιβάλωσι περί της αληθείας των υπό
+του γέροντος μαύρου λεχθέντων. Οι σύντροφοι αυτού επεβεβαίωσαν όσα είπεν,
+άλλως τε δε και αυτά τα πράγματα συνηγόρουν υπέρ των δυστυχών εκείνων
+ανθρώπων. </p>
+
+<p>Έτερον ον, σωθέν εκ του ναυαγίου, θα ωμίλει βεβαίως μετά της αυτής
+ειλικρινείας, — ήτο ο κύων τον οποίον η θέα του Νεγορού εφαίνετο ότι
+δυσηρέστει. Αλλ' εις τούτο βεβαίως θα υπήρχεν αντιπάθειά τις αληθώς
+ανεξήγητος. </p>
+
+<p>Ο Δίγγος — ούτως εκαλείτο ο κύων — ανήκεν εις την φυλήν των μολοσσών της
+Νέας Ολλανδίας. Εν τούτοις δεν τον είχεν εύρει εις την Αυστραλίαν ο πλοίαρχος
+του «Βάλδεκ». Προ δύο ετών ο Δίγγος περιπλανώμενος και ημιθανής εκ της πείνης
+ευρέθη εις τα δυτικά παράλια της Αφρικής παρά το στόμιον του Κόγγου. Ο
+πλοίαρχος του Βάλδεκ παρέλαβε το ωραίον εκείνο ζώον όπερ μείναν ακοινώνητον
+εφαίνετο πάντοτε λυπούμενον διά την στέρησιν αρχαίου κυρίου εκ του οποίου θα
+απεχωρίσθη βιαίως και τον οποίον θα ήτο αδύνατον να επανεύρη εν τη ερήμω
+εκείνη χώρα. — </p>
+
+<p>Σ. Β. τα δύο ταύτα γράμματα, κεχαραγμένα επί του περιλαιμίου του, ήσαν τα
+μόνα άτινα συνέδεον το ζώον εκείνο μετά παρελθόντος, ου ματαίως ήθελε ζητήσει
+τις την εξήγησιν. </p>
+
+<p>Ο Δίγγος, λαμπρόν και ισχυρόν ζώον, μεγαλύτερον ή οι κύνες των Πυρηναίων,
+ήτο υπερήφανον δείγμα της ποικιλίας των μολοσσών της Νέας Ολλανδίας. Όταν
+αρθούτο αναρρίπτων οπίσω την κεφαλήν του, εξισούτο προς το ανάστημα
+ανθρώπου. Η ευκινησία του, οι ισχυροί μύωνές του διέπλασαν αυτό ικανόν να
+προσβάλλη μετά θάρρους τους θώας ή πάνθηρας και να μη φοβήται και
+αντιπαραταχθή εις άρκτον. Είχε τρίχωμα πυκνόν, ουράν μακράν και άκαμπτον ως
+ουράν λέοντος, το δε καθόλου χρώμα του ήτο βαθύ υπόξανθον. Ο Δίγγος μόνον εις
+το ρύγχος εποικίλλετο διά τινων φαιών κυλίδων. Το ζώον εκείνο, όταν ωργίζετο,
+ηδύνατο να καταστή φοβερόν, και ως εκ τούτου δύναταί τις να εννοήση ότι ο
+Νεγορός δεν ήτο ευχαριστημένος εκ της υποδοχής ης έτυχε παρά του ευρώστου
+εκείνου δείγματος της κυνείου φυλής. </p>
+
+<p>Εν τούτοις ο Δίγγος, εάν δεν ήτο κοινωνικός δεν ήτο όμως κακός. Εφαίνετο
+μάλλον τεθλιμμένος. Ο γέρων Τωμ παρετήρησεν επί του «Βάλδεκ» ότι ο κύων δεν
+τους ηγάπα, τους απέφευγεν. Ίσως επί της αφρικανικής εκείνης ακτής όπου
+περιπλανάτο, υπέστη δεινά τινα υπό των ιθαγενών. Τούτου ένεκα, ει και ο Τωμ και
+οι σύντροφοι αυτού ήσαν αγαθοί άνθρωποι, ο Δίγγος ουδέποτε τους επλησίαζε.
+Κατά τας δέκα ημέρας τας οποίας οι ναυαγοί διήλθον επί του Βάλδεκ, έμενε
+μεμονωμένος, ετρέφετο άδηλον πώς, αλλά και αυτός υπέφερε σκληρώς εκ της
+δίψης. </p>
+
+<p>Τοιούτοι λοιπόν ήσαν οι επιζήσαντες εκ του ναυγίου εκείνου, τους οποίους η
+πρώτη βιαιότης της θαλάσσης έμελλε να καταποντίση. Δεν θα παρέσυρε βεβαίως
+ειμή πτώματα εις τα βάθη του Ωκεανού, εάν η ανέλπιστος έλευσις του «Πίλγριμ»,
+βραδύναντος και τούτου ένεκα της νηνεμίας και των εναντίων ανέμων δεν
+επέτρεπεν εις τον πλοίαρχον Χουλ να εκτελέση έργον φιλανθρωπίας.</p>
+
+<p>Διά να συμπληρωθή δε το έργον εκείνο δεν έμενεν άλλο ειμή να
+επαναφερθώσιν εις την ιδίαν των πατρίδα οι ναυαγοί του Βάλδεκ οίτινες εν τω
+ναυγίω εκείνω απώλεσαν τας οικονομίας τριετούς εργασίας. Ναι, τούτο επρόκειτο
+να γείνη. Το «Πίλγριμ», αφού απεβίβαζε το φορτίον του εις Βαλπαραΐζον, θα
+ανέπλεε την αμερικανικήν ακτήν μέχρι της Καλιφορνίας. Εκεί ο Τωμ και οι
+σύντροφοί του θα εγίνοντο δεκτοί υπό του Ιακώβου Βέλδων, — η αγαθή σύζυγός
+του τους διεβεβαίωσε περί τούτου, — και εκεί ήθελον προμηθευτή πάντα τα
+απαιτούμενα όπως επανακάμψωσιν εις την Πενσυλβανίαν. </p>
+
+<p>Οι αγαθοί εκείνοι άνθρωποι, καθησυχάσαντες περί του μέλλοντος,
+ηυχαρίστησαν την κυρίαν Βέλδων και τον πλοίαρχον Χουλ. Βεβαίως ώφειλον
+αυτοίς πολλήν ευγνωμοσύνην, μολονότι δε ήσαν πτωχοί μαύροι, ήλπιζαν ότι ίσως
+ημέραν τινά θα ηδύναντο να αποτίσωσι το χρέος τούτο της ευγνωμοσύνης. </p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'.</h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>Σ. Β. </b></p>
+
+<p>
+<br />
+Εν τούτοις το «Πίλγριμ» επανέλαβε τον πλουν αυτού και προσεπάθησε να
+προχωρήση όσω το δυνατόν προς ανατολάς. Η δυσάρεστος όμως εκείνη επιμονή
+της νηνεμίας μεγάλως απησχόλει τον πλοίαρχον Χουλ — ουχί διότι ανησύχει ούτος
+διά μίαν ή δύο εβδομάδας βραδύτητα κατά τον από Νέαν Ζηλανδίαν εις
+Βαλπαραΐζον διάπλουν, αλλά διά τον επιπρόσθετον κάματον ον η βραδύτης αύτη
+ηδύνατο να επιφέρη εις την επιβάτιδά του. </p>
+
+<p>Εν τούτοις η κυρία Βέλδων δεν παρεπονείτο και υπέμενε φιλοσοφικώς τα
+πάντα. </p>
+
+<p>Την αυτήν εκείνην ημέραν, 2 Φεβρουαρίου προς το εσπέρας το ναυάγιον δεν
+εφαίνετο πλέον.</p>
+
+<p>Ο πλοίαρχος Χουλ ενησχολήθη κατά πρώτον να εγκαταστήση όσω το δυνατόν
+ανέτως τον Τωμ και τους συντρόφους του.<br />
+&nbsp;<br />
+Η εν είδει κοιτώνος θέσις του πληρώματος επί του καταστρώματος θα ήτο μικρά
+όπως περιλάβη αυτούς. Τους ετοποθέτησαν λοιπόν υπό την εμπροσθίαν κρηπίδα.
+Άλλως τε οι αγαθοί εκείνοι άνδρες, συνηθισμένοι εις σκληράς εργασίας δεν
+ηδύναντο να είναι δύσκολοι, και ένεκα του ωραίου, θερμού και υγιεινού καιρού, η
+κατοικία εκείνη ηδύνατο να επαρκέση εις αυτούς καθ' όλον τον διάπλουν. </p>
+
+<p>Η εν τω πλοίω ζωή, διακόψασα προς στιγμήν την μονοτονίαν αυτής ένεκα του
+συμβάντος εκείνου, επανέλαβε την τακτικήν αυτής τροχιάν. </p>
+
+<p>Ο Τωμ, ο Αυγουστίνος, ο Βαρθολομαίος, ο Ακτέων και ο Ηρακλής επεθύμουν να
+φανώσι χρήσιμοι· αλλ' ένεκα των σταθερών εκείνων ανέμων τα ιστία, άπαξ
+αναπετασθέντα και δεθέντα, δεν είχον πλέον ανάγκην μετακινήσεως. Εν τούτοις,
+οσάκις επρόκειτο περί στροφής τινος του πλοίου, ο γέρων μαύρος και οι σύντροφοί
+του έσπευδον να δώσωσι χείραν βοηθείας εις το πλήρωμα, και πρέπει να
+ομολογήσωμεν ότι όταν ο κολοσσιαίος Ηρακλής εξετέλει χειρισμόν τινα,
+διεκρίνετο. Ο ρωμαλέος εκείνος μαύρος υψηλός έξ πόδας, ήξιζεν αυτός μόνον μίαν
+τροχιλίαν!</p>
+<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/64.jpg" width="414"
+height="486"
+alt="Ο ρωμαλέος εκείνος μαύρος ήξιζεν αυτός μόνον μίαν τροχιλίαν" border="2"
+/><br /></p>
+
+<p>Ήτο χαρά διά τον μικρόν Ζακ να βλέπη τον γίγαντα εκείνον. Ουδόλως τον
+εφοβείτο, και όταν ο Ηρακλής τον εχόρευεν εις τους βραχίονάς του, ως εάν ήτο
+νήπιον εκ φελλού, εξερρήγνυτο εις ατελευτήτους γέλωτας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Σήκωσέ με πολύ υψηλά, έλεγεν ο μικρός Ζακ.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ιδού, κύριε Ζακ, απεκρίνετο ο Ηρακλής. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μήπως είμαι βαρύς;</p>
+
+<p>&nbsp;— Μήτε σας αισθάνομαι. </p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν, ακόμη υψηλότερα! Εις το άκρον του βραχίονός σου!</p>
+
+<p>Και ο Ηρακλής, κρατών τους δύο μικρούς πόδας του παιδίου εντός της πλατείας
+χειρός του, το περιέφερεν ως πράττει γυμναστής εν ιπποδρομίω. Ο Ζακ έβλεπεν
+αυτόν μέγαν, μέγαν, και τούτο τον διεσκέδαζε πολύ. Προσεπάθει μάλιστα «να
+κάμη τον βαρύν», αλλά τούτο ουδέ το ησθάνετο καν ο κολοσσός. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ και ο Ηρακλής ήσαν λοιπόν οι δύο φίλοι του μικρού Ζακ. Δεν
+εβράδυνεν όμως ούτος να λάβη και τρίτον. </p>
+
+<p>Ο τρίτος εκείνος ήτο ο Δίγγος. </p>
+
+<p>Είπομεν ότι ο Δίγγος ήτο ακοινώνητος. Τούτο αποδοτέον βεβαίως εις το ότι η
+κοινωνία του «Βάλδεκ» δεν τω ήρεσκεν. Εντός του «Πίλγριμ» όμως συνέβη το
+εναντίον. Πιθανώς ο Ζακ ηδυνήθη να συγκινήση την καρδίαν του ωραίου εκείνου
+ζώου, όπερ μετ' ολίγον ήρχισε να αισθάνεται ευχαρίστησιν παίζον μετά του μικρού
+παιδίου εις το οποίον ήρεσκε το παιγνίδιον τούτο. Εννόησαν μετ' ολίγον ότι ο
+Δίγγος ήτο εξ εκείνων των κυνών οίτινες ιδιαιτέραν κλίσιν αισθάνονται προς τα
+παιδία. Άλλως τε ο Ζακ ουδέν κακόν τω επροξένει. Η μεγαλειτέρα διασκέδασίς του
+ήτο να μετασχηματίζη τον Δίγγον εις ταχύν κέλητα, και επιτρέπεται να
+διαβεβαιώσωμεν ότι ίππος τοιούτου είδους είναι πολύ υπέρτερος τετραπόδου εκ
+ναστοχάρτου, έστω και αν έχη τροχούς εις πόδας. Ο Ζακ εκάλπαζε λοιπόν επί του
+κυνός, όστις υπέκυπτεν εκουσίως, και τη αληθεία δεν εβάρυνε περισσότερον παρ'
+όσον βαρύνει ίππον του ιπποδρομίου το ήμισυ ενός ιπποδρόμου. </p>
+
+<p>Αλλ' επίσης ποίον ρήγμα εγίνετο καθ' εκάστην εις την αποθήκην της
+σακχάρεως!</p>
+
+<p>Ο Δίγγος εγένετο μετ' ολίγον ο ευνοούμενος όλου του πληρώματος. Μόνος ο
+Νεγορός εξηκολούθησε να αποφεύγη πάσαν συνάντησιν μετά του ζώου, του
+οποίου η προς αυτόν αντιπάθεια ήτο πάντοτε τοσούτον ζωηρά όσον και
+ανεξήγητος. </p>
+
+<p>Εν τούτοις ο μικρός Ζακ δεν παρημέλησε χάριν του Δίγγου τον αρχαίον φίλον
+του Δικ Σανδ. Όλον τον χρόνον τον οποίον δεν απήτει η υπηρεσία του πλοίου, ο
+δόκιμος τον διήρχετο μετά του μικρού παιδός. </p>
+
+<p>Εννοείται ότι η κυρία Βέλδων έβλεπε πάντοτε μετά μεγίστης ευχαριστήσεως την
+οικειότητα ταύτην. </p>
+
+<p>Ημέραν τινά, την 6 Φεβρουαρίου, ωμίλει περί του Δικ Σανδ εις τον πλοίαρχον
+Χουλ και ο πλοίαρχος υπερεξεθείαζε τον νέον δόκιμον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αυτός ο νέος, έλεγε προς την κυρίαν Βέλδων, θα γίνη ημέραν τινά
+καλός ναυτικός, εγγυώμαι περί τούτου. Έχει αληθώς το ένστικον της θαλάσσσης,
+και διά του ενστίκτου τούτου συμπληροί παν, ό,τι εισέτι κατ' ανάγκην αγνοεί εκ
+των θεωρητικών πραγμάτων του επαγγέλματος. Ό,τι πράττει ήδη είναι
+καταπληκτικόν, εάν αναλογισθώμεν τον ολίγον χρόνον καθ' όν εδιδάχθη. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πρέπει να προσθέσωμεν, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, ότι είναι
+λαμπρόν υποκείμενον, πιστός νέος, πολύ ανώτερος αναλόγως της ηλικίας του και
+μηδεμίαν επισύρας μομφήν αφότου τον γνωρίζομεν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είναι τωόντι καλόν υποκείμενον, επανέλαβεν ο πλοίαρχος Χουλ και
+δικαίως αγαπάται και εκτιμάται παρ' όλων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μετά το τέλος της θαλασσοπορείας ταύτης, είπεν η κυρία Βέλδων,
+ηξεύρω ότι ο σύζυγός μου σκοπεύει να τον εισαγάγη εις το σχολείον προς
+εκμάθησιν της υδρογραφίας, ώστε να δυνηθή βραδύτερον να λάβη πτυχίον
+πλοιάρχου. </p>
+
+<p>Και ο κ. Βέλδων έχει δίκαιον, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ. Ο Δικ Σανδ θα
+τιμήση ημέραν τινά το αμερικανικόν ναυτικόν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο πτωχός αυτός ορφανός οδυνηρώς ήρχισε τον βίον, παρετήρησεν η
+κυρία Βέλδων. Πολύ εβασανίσθη. </p>
+
+<p>&nbsp;— Βεβαίως, κυρία Βέλδων, αλλά τα μαθήματα τον ωφέλησαν. Εννόησεν
+ότι πρέπει να υπερνικήση τας δυσχερείας του κόσμου, και ευρίσκετο ήδη εις καλήν
+οδόν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, την οδόν του καθήκοντος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ιδέτε τον τώρα, κυρία Βέλδων, επανέλαβεν ο πλοίαρχος Χουλ. Είναι
+εις το πηδάλιον, το βλέμμα έχων προσηλωμένον επί του ακατίου ιστού. Ουδεμία
+αφαίρεσις εκ μέρους του, ουδεμία επομένως περιδύνησις του πλοίου. Ο Δικ Σανδ
+έχει την πείραν γηραιού πηδαλιούχου. Καλή αρχή δι' ένα ναυτικόν. Το επάγγελμα
+ημών, κυρία Βέλδων, είναι εξ εκείνων τα οποία πρέπει να αρχίση τις από μικρόν
+παιδίον. Όστις δεν υπήρξε ναυτόπαις, ουδέποτε θα κατορθώση να γίνη τέλειος
+ναυτικός, τουλάχιστον εις το εμπορικόν ναυτικόν. Όλα πρέπει να γίνωνται
+μαθήματα, και επομένως όλα να είναι ορμέμφυτα και δικαιολογημένα εις τον
+ναυτικόν, — πρέπει να αποφασίζη και να εκτελή. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εν τούτοις, πλοίαρχε Χουλ απήντησεν η κυρία Βέλδων, οι καλοί
+αξιωματικοί δεν ελλείπουσιν από του πολεμικού ναυτικού. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ αλλά, κατ' εμέ, οι καλλίτεροι ήρχισαν
+το στάδιον σχεδόν όλοι εκ παιδικής ηλικίας, και εάν εξαιρέσωμεν τον Νέλσωνα και
+ολίγους άλλους, οι χειρότεροι δεν είναι εκείνοι οίτινες ήρχισαν από ναυτόπαιδες.
+</p>
+
+<p>Την στιγμήν εκείνην προέκυψεν εκ του οπισθίου θόλου ο εξάδελφος
+Βενέδικτος, πάντοτε απερροφημένος υπό των σκέψεων και ήκιστα φροντίζων περί
+του κόσμου τούτου, ως θα είναι ο προφήτης Ηλίας όταν θα επανέλθη επί της γης.
+</p>
+
+<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος ήρχισε να περιδιαβάζη επί του καταστρώματος ως
+ψυχή κολασμένη, εξετάζων διά βλέμματος τα διαστήματα των παραρρυμάτων,
+ερευνών υπό τα κλωβία των ορνίθων, περιφέρων την χείρα του επί των
+ανοιγμάτων των σανίδων οπόθεν η πίσσα είχεν αφαιρεθή. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ε! εξάδελφε Βενέδικτε, ηρώτησεν η κυρία Βέλδων, εξακολουθείτε να
+ήσθε καλά;</p>
+
+<p>&nbsp;— Μάλιστα . . . εξαδέλφη Βέλδων . . . είμαι καλά, βεβαίως . . . αλλά πολύ
+βραδύνω να αποβώ εις την ξηράν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι ζητείτε υπό το θρανίον εκείνο, κύριε Βενέδικτε; ηρώτησεν ο
+πλοίαρχος Χουλ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Έντομα, κύριε! απήντησεν ο εξάδελφος Βενέδικτος. Τι άλλο θέλετε να
+ζητώ ειμή έντομα;</p>
+
+<p>&nbsp;— Έντομα! Μα την αλήθειαν, καλώς πράττετε, αλλά εις την θάλασσαν
+δεν θα δυνηθήτε να πλουτίσετε την συλλογήν σας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και διατί όχι, κύριε; Δεν είναι αδύνατον να εύρω εις τον πλοίον
+δείγμα τι του . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Εξάδελφε Βενέδικτε, είπεν η κυρία Βέλδων, τότε λοιπόν καταρασθήτε
+τον πλοίαρχον Χουλ. Το πλοίον του διατηρείται τόσον καθαρόν, ώστε θα
+επιστρέψετε άπρακτος εκ του κυνηγίου σας.</p>
+
+<p>Ο πλοίαρχος Χουλ ήρχισε να γελά. </p>
+
+<p>&nbsp;— Η κυρία Βέλδων μεγαλοποιεί τα πράγματα, είπεν. Εν τούτοις, κύριε
+Βενέδικτε, πιστεύω ότι θα χάσετε τον καιρόν σας ερευνώντες εις τους θαλάμους
+μας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ε! το ηξεύρω καλώς, ανέκραξεν ο εξάδελφος Βενέδικτος υψών τους
+ώμους. Εις μάτην εκοπίασα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλ' εις το κύτος του «Πίλγριμ», επανέλαβεν ο πλοίαρχος Χουλ ίσως
+θα εύρετε ολίγας σίλφας, αντικείμενα άλλως τε ουχί σπουδαία. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ουχί σπουδαία, τα νυκτερινά ταύτα ορθόπτερα άτινα επέσυρον τας
+αράς του Βιργιλίου και του Ορατίου! απήντησεν ο εξάδελφος Βενέδικτος
+ανορθούμενος δι' όλου του σώματός του. Ουχί σπουδαία τα έντομα ταύτα, στενοί
+συγγενείς του «ανατολικού περιπλανήτου» και του «αμερικανικού κακερλάκου»,
+άτινα κατοικούσιν . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Άτινα βρωμούσιν . . . είπεν ο πλοίαρχος Χουλ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Άτινα βασιλεύουσιν εις τα πλοία . . . απήντησεν υπερηφάνως ο
+εξάδελφος Βενέδικτος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ωραία βασιλεία!</p>
+
+<p>&nbsp;— Ε! δεν είσθε εντομολόγος, κύριε;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ουδέποτε δυστυχώς. </p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν, εξάδελφε Βενέδικτε, είπεν η κυρία Βέλδων, μη εύχεσθε να
+καταβροχθισθώμεν εξ έρωτος προς την επιστήμην. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν εύχομαι τίποτε, εξαδέλφη Βέλδων, απεκρίθη ο ορμητικός
+εντομολόγος, ειμή να δυνηθώ να προσθέσω εις την συλλογήν μου σπάνιόν τι
+υποκείμενον όπερ θα τιμήση αυτήν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν είσθε ευχαριστημένος εκ των ευρημάτων της Νέας
+Ζηλανδίας;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι αληθώς, εξαδέλφη Βέλδων, Ευτύχησα να εύρω ένα των νεωτέρων
+βομβολιών, οίτινες μέχρι τούδε ευρίσκοντο μόνον εκατοστύας τινάς μιλλίων
+μακρότερον, εις την νέαν Καληδονίαν. </p>
+
+<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Δίγγος, όστις έπαιζε μετά του Ζακ, επλησίασε πηδών
+προς τον εξάδελφον Βενέδικτον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Φύγε, φύγε, είπεν ούτος απωθών το ζώον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Να αγαπά τας σίλφας και να αποστρέφεται τους κύνας; ανέκραξεν ο
+πλοίαρχος Χουλ. Ω! κύριε Βενέδικτε!</p>
+
+<p>&nbsp;— Και μάλιστα καλόν κύνα! είπεν ο μικρός Ζακ λαβών εντός των μικρών
+χειρών του την χονδράν κεφαλήν του Δίγγου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι . . . δεν το αρνούμαι! απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος. Αλλά τι
+τα θέλετε! Αυτό το διαβολοζώον δεν επραγματοποίησε τας ελπίδας τας οποίας
+συνέλαβον κατά την συνάντησίν του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ύψιστε Θεέ! ανέκραξεν η κυρία Βέλδων, μήπως ελπίζετε να τον
+κατατάξετε εις την τάξιν των διπτέρων και υμενοπτέρων;</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, απήντησε σοβαρώς ο εξάδελφος Βενέδικτος. </p>
+
+<p>Αλλά δεν είναι αληθές ότι αυτός ο Δίγγος, αν και ήτο φυλής νεοζηλανδικής,
+ευρέθη επί της δυτικής ακτής της Αφρικής;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ουδέν τούτου αληθέστερον, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, και ο Τωμ
+ήκουσε πολλάκις τον πλοίαρχον του «Βάλδεκ» να το λέγη. </p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν, εσκέφθην . . . ήλπισα . . . ότι ο κύων αυτός, θα είχε μεθ'
+εαυτού δείγματά τινα ειδικών ημιπτέρων της αφρικανικής εντομολογίας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ύψιστε Θεέ! ανέκραξεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και ότι ίσως, προσέθηκεν ο εξάδελφος Βενέδικτος ψύλλος τις
+διαπεραστικός ή ερεθιστικός, νέου είδους . .</p>
+
+<p>&nbsp;— Ακούεις, Δίγγε; είπεν ο πλοίαρχος Χουλ. Ακούεις, σκύλε μου;
+Παρέλιπες όλα τα καθήκοντά σου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλ' εις μάτην τον εψύλλισα, προσέθηκεν ο εντομολόγος μετά
+ζωηράς θλίψεως, δεν ηδυνήθην να εύρω ούτε ένα έντομον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Το οποίον ελπίζω ότι αμέσως και ανηλεώς θα εθανατώνετε;
+ανέκραξεν ο πλοίαρχος Χουλ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Κύριε, απεκρίθη ξηρώς ο εξάδελφος Βενέδικτος, μάθετε ότι ο σιορ
+Τζων Φραγκλίνος ελυπείτο να φονεύση το ελάχιστον έντομον έστω και αν ήτο
+κώνωψ αμερικανικός, του οποίου αι προσβολαί είναι πλειότερον επίφοβοι ή αι του
+ψύλλου, και εν τούτοις δεν θα διστάσετε να συνομολογήσετε ότι ο σερ Τζων
+Φραγκλίνος ήτο θαλασσινός όσον ουδείς άλλος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Βεβαίως, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ προσκλίνων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και ημέραν τινά, αφού φρικωδώς κατεφαγώθη υπό τινος διπτέρου,
+εφύσησεν επ' αυτού και το απεδίωξε λέγων χωρίς μάλιστα να τω ομιλήση εις τον
+ενικόν αριθμόν: «Υπάγετε! Ο κόσμος είναι αρκούντως μέγας δι' υμάς και δι'
+εμέ!»</p>
+
+<p>&nbsp;— Α! είπεν ο πλοίαρχος Χουλ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, κύριε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν, κύριε Βενέδικτε, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ, άλλος πολύ
+προ του Τζων Φραγκλίνου είπε τούτο. </p>
+
+<p>&nbsp;— Άλλος!</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, και αυτός ο άλλος είναι ο θείος Τωβίας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εντομολόγος; ηρώτησε ζωηρώς ο εξάδελφος Βενέδικτος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, ο θείος Τωβίας της Στερνής, και ο καλός εκείνος θείος είπεν
+ακριβώς τας αυτάς λέξεις αποδιώκων ένα κώνωπα, όστις τον ηνώχλει, αλλά τον
+οποίον ενόμισεν ότι ηδύνατο να προσφωνήση εις τον ενικόν αριθμόν:</p>
+
+<p>«Πήγαινε, πτωχέ μου διάβολε, ο κόσμος είναι αρκετά μεγάλος διά να μας
+χωρέση και σε και εμέ». </p>
+
+<p>&nbsp;— Λαμπρός άνθρωπος αυτός ο θείος Τωβίας! απεκρίθη ο εξάδελφος
+Βενέδικτος. Απέθανε;</p>
+
+<p>&nbsp;— Νομίζω, ανταπήντησε σοβαρώς ο πλοίαρχος Χουλ, επειδή ουδέποτε
+υπήρξε. </p>
+
+<p>Και όλοι εγέλασαν παρατηρούντες τον εξάδελφον Βενέδικτον. </p>
+
+<p>Ούτω λοιπόν εις τας συνομιλίας ταύτας και πολλάς άλλας, αίτινες εστρέφοντο
+αναλλοιώτως επί τινος σημείου της εντελούς λογικής επιστήμης, άμα ελάμβανε
+μέρος ο εξάδελφος Βενέδικτος, διέρρεον αι μακραί ώραι της επιπόνου εκείνης
+θαλασσοπλοΐας. Η θάλασσα ήτο πάντοτε ωραία, αλλ' οι άνεμοι ηνάγκαζον τον
+μυοπάρωνα να μη προχωρή. Το «Πίλγριμ» δεν επροχώρει πολύ προς ανατολάς,
+τόσον η αύρα ήτο ασθενής, και εβράδυνε να φθάση εις τα παράλια εκείνα όπου οι
+άνεμοι θα ήσαν εις αυτό ευνοϊκώτερον. </p>
+
+<p>Δέον να είπωμεν ενταύθα ότι ο εξάδελφος Βενέδικτος είχεν αποπειραθή να
+μυήση τον νεαρόν δόκιμον εις τα μυστήρια της εντομολογίας. </p>
+
+<p>Αλλ' ο Δικ Σανδ εφάνη πολύ απειθής εις τας παροτρύνσεις του.</p>
+
+<p>Ελλείψει λοιπόν άλλου, ο επιστήμων επέπεσε κατά των μαύρων, οίτινες δεν
+ηννόουν τίποτε. Επί τέλους ο Τωμ, ο Ακτέων, ο Βαρθολομαίος και ο Αυγουστίνος
+ελιποτάκτησαν, ο δε καθηγητής ευρέθη μετά μόνου του Ηρακλέους όστις τω
+εφαίνετο ότι είχε φυσικάς τινας διαθέσεις να διακρίνη παράσιτον από
+θυσανούρου. </p>
+
+<p>Ο γιγαντώδης μαύρος έζη λοιπόν εν τω κόσμω των κολεοπτέρων των
+σαρκοβόρων, των θηρευτών, των κανονοβηλητών, των τεκροθαπτών, των
+πυγολαμπίδων, των καράβων, των σιλφών, των ασπαλάκων, των μηλονθών, των
+κανθάρων, των σκοτίων, των σιταροφθειρών, των μυιών, σπουδάζων άπασαν την
+συλλογήν του εξαδέλφου Βενεδίκτου, χωρίς ούτος να φρικιά οσάκις έβλεπε τα
+εύθραστα εκείνα δείγματα μεταξύ των χονδρών δακτύλων του Ηρακλέους, άτινα
+είχον την σκληρότητα και την δύναμιν μαγγάνου. </p>
+
+<p>Αλλ' ο κολοσσιαίος μαθητής ήκουε τοσούτον ευπειθώς τα μαθήματα του
+καθηγητού, ώστε ήξιζε τη αληθεία να ριψοκινδυνεύσωσί τινα χάριν αυτού. </p>
+
+<p>Ενώ δε ο εξάδελφος Βενέδικτος ειργάζετο τοιουτοτρόπως, η κυρία Βέλδων δεν
+άφινε τον μικρόν Ζακ εντελώς άνευ ενασχολήσεως. </p>
+
+<p>Εδίδασκεν αυτόν να αναγινώσκη και να γράφη, ο δε φίλος του Δικ Σανδ
+ανέλαβε την διδασκαλίαν των πρώτων στοιχείων της αριθμητικής. </p>
+
+<p>Εν ηλικία πέντε ετών είναι τις εισέτι μικρόν παιδίον και διδάσκεται καλλίτερον
+ίσως διά πρακτικών παιγνιδίων ή διά θεωρητικών μαθημάτων, αναγκαίως ολίγον
+δυσχερών. </p>
+
+<p>Ο Ζακ εμάνθανε να αναγινώσκη ουχί δι' αλφαβηταρίου, αλλά διά γραμμάτων
+κινητών, τετυπωμένων δι' ερυθρού χρώματος επί ξυλίνων κύβων, ούτως ώστε να
+σχηματίζωνται λέξεις. Ενίοτε η κυρία Βέλδων ελάμβανε τους κύβους εκείνους και
+συνέθετε μίαν λέξιν είτα τους ανεμίγνυε και άφινεν εις τον Ζακ την φροντίδα να
+τους θέση πάλιν εις την απαιτουμένην τάξιν. </p>
+
+<p>Το μικρόν παιδίον πολύ ηγάπα τον τρόπον τούτον του μανθάνειν την
+ανάγνωσιν. Κάθε ημέραν διήρχετο ώρας τινάς οτέ μεν εις τον θαλαμίσκον οτέ δε
+εις το κατάστρωμα όπως αναταράσση τα γράμματα του αλφαβήτου του. </p>
+
+<p>Τούτο προεκάλεσεν ημέραν τινά γεγονός τοσούτον παράδοξον, τοσούτον
+απροσδόκητον, ώστε πρέπει να το αναφέρωμεν μετά τινος λεπτομερείας.</p>
+
+<p>Ήτο η πρωία της 9 Φεβρουαρίου. Ο Ζακ ημικεκλισμένος επί του
+καταστρώματος, διεσκέδαζε σχηματίζων λέξιν τινά την οποίαν ο γηραιός Τωμ,
+ώφειλε να ανασχηματίση μετά την ανάμιξιν των γραμμάτων. Ο Τωμ την χείρα έχων
+επί των οφθαλμών, διά να μη υποκλέψη τι, δεν έπρεπε να ίδη τίποτε και δεν
+έβλεπε τίποτε εκ της εργασίας του μικρού παιδίου. </p>
+
+<p>Εκ των διαφόρων εκείνων γραμμάτων, πεντήκοντα περίπου τον αριθμόν, τα μεν
+ήσαν κεφαλαία τα δε μικρά. Προσέτι τινές των κύβων εκείνων έφερον ένα αριθμόν,
+όπερ επέτρεπε να μανθάνη τις να σχηματίζη λέξεις. </p>
+
+<p>Οι κύβοι εκείνοι ήσαν αραδιασμένοι επί του καταστρώματος, και ο μικρός Ζακ
+ελάμβανε πότε τον ένα πότε τον άλλον διά να συνθέση την λέξιν του, — τη αληθεία
+βαρεία εργασία. </p>
+
+<p>Αλλ' από τινων στιγμών ο Δίγγος περιστρέφετο περί το μικρόν παιδίον, ότε
+αίφνης εστάθη. Οι οφθαλμοί του προσηλώθησαν, ο δεξιός αυτού πους υψώθη, η
+ουρά του εκινείτο σπασμωδικώς. Είτα αίφνης, ορμήσας επί ενός των ξυλίνων
+κύβων, τον ήρπασε διά του στόματος του και τον απέθεσεν επί του καταστρώματος
+ολίγα βήματα μακράν του Ζακ. </p>
+
+<p>Ο κύβος εκείνος έφερε το κεφαλαίον γράμμα Σ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δίγγε, ε, Δίγγε! ανέκραξε το μικρόν παιδίον νομίσαν κατ' αρχάς ότι ο
+κύων κατέπιε το Σ εκείνο. </p>
+
+<p>Αλλ' ο Δίγγος είχεν επιστρέψει και αρχίσας πάλιν την αυτήν εργασίαν ήρπασεν
+άλλον κύβον και τον απέθεσε πλησίον του πρώτου. </p>
+
+<p>Ο δεύτερος εκείνος κύβος ήτο έν Β κεφάλαιον. </p>
+
+<p>Την φοράν ταύτην ο Ζακ εξέβαλε κραυγήν. </p>
+
+<p>Εις την κραυγήν εκείνην, η κυρία Βέλδων, ο πλοίαρχος Χουλ και ο νεαρός
+δόκιμος, οίτινες περιεφέροντο εις το κατάστρωμα, προσέτρεξαν. Ο μικρός Ζακ
+διηγήθη τότε εις αυτούς τι είχε συμβή. </p>
+
+<p>Ο Δίγγος εγνώριζε τα γράματά του! Ο Δίγγος ήξευρε να αναγινώσκη. Τούτο ήτο
+βέβαιον, διότι τον είδεν ο Ζακ. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ ηθέλησε να λάβη τους δύο κύβους διά να τους αποδώση εις τον
+φίλον του Ζακ, αλλ' ο Δίγγος τω έδειξε τους οδόντας. </p>
+
+<p>Εν τούτοις ο δόκιμος κατόρθωσε να ανακτήση τους δύο κύβους και τους έθεσε
+πάλιν εις το παιγνίδιον. </p>
+
+<p>Ο Δίγγος ώρμησεν εκ νέου, ήρπασε πάλιν τα αυτά δύο γράμματα και τα έφερε
+μακράν. Την φοράν όμως ταύτην θέσας τους πόδας επ' αυτών, εφαίνετο έχων
+απόφασιν να τα κρατήση όπως ηδύνατο. Περί δε των άλλων γραμμάτων του
+αλφαβήτου ουδόλως εφρόντιζεν εάν υπήρχον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι περίεργον πράγμα! είπεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τωόντι πολύ περίεργον, απήντησε, ο πλοίαρχος Χουλ παρατηρών
+προσεκτικώς τα δύο γράμματα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Σ, Β, — είπεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Σ, Β, — επανέλαβεν ο πλοίαρχος Χουλ. Αλλ' είναι ακριβώς τα
+γράμματα τα οποία φέρει το περιδέραιον του Δίγγου!</p>
+
+<p>Είτα αίφνης, στραφείς προς τον γέροντα μαύρον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τωμ, ηρώτησεν, δεν με είπετε ότι αυτός ο κύων προ ολίγου μόνον
+καιρού ανήκεν εις τον πλοίαρχον του «Βάλδεκ»;</p>
+
+<p>&nbsp;— Μάλιστα, κύριε. Ο Δίγγος ευρίσκετο εις το πλοίον μόλις από δύο
+ετών.</p>
+
+<p>Και δεν προσεθέσατε και ότι ο πλοίαρχος του Βάλδεκ εύρε τον κύνα τούτον εις
+την δυτικήν παραλίαν της αφρικής;</p>
+
+<p>&nbsp;— Μάλιστα κύριε, εις τα πέριξ του Κόγγου. Ήκουσα πολλάκις τον
+πλοίαρχον να το λέγη. </p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν, ηρώτησεν ο πλοίαρχος Χουλ, ποτέ δεν έμαθον εις ποίον
+ανήκεν αυτός ο κύων, μήτε πόθεν ήρχετο;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ποτέ, κύριε· σκύλος έκθετος είναι χειρότερον βρέφους εκθέτου. Μήτε
+σημείωσίς τις επ' αυτού, και το δεινότερον, μήτε δύναται να ομιλήση. </p>
+
+<p>Ο πλοίαρχος Χουλ εσιώπησε και εσκέπτετο. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τα δύο αυτά γράμματα μήπως φέρουσιν εις την μνήμην σας
+ανάμνησίν τινα; ηρώτησε τον πλοίαρχον Χουλ η κυρία Βέλδων, αφού τον άφησε να
+σκεφθή επί τινας στιγμάς. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μάλιστα, κυρία Βέλδων, μίαν ανάμνησιν, ή μάλλον σχέσιν τινά
+παράδοξον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ποίαν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Τα δύο αυτά γράμματα δύνανται να έχωμεν έννοιάν τινα και να σας
+φωτίσωσι περί της τύχης τολμηρού τινος περιηγητού. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι εννοείτε; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ιδού, κυρία Βέλδων. Κατά το 1871, — επομένως προ δύο ετών —
+γάλλος περιηγητής, κατ' απαίτησιν της γεωγραφικής εταιρείας των Παρισίων,
+ανεχώρησε με σκοπόν να διέλθη την Αφρικήν από δυσμών προς ανατολάς. Το
+σημείον της αναχωρήσεώς του ήτο ακριβώς το στόμιον του Κόγγου. Το σημείον της
+αφίξεως έπρεπε να είναι το όσω το δυνατόν το ακρωτήριον Δελδάγον, εις τας
+εκβολάς του Ροβούμα, ούτινος θα ηκολούθει το ρεύμα. Ο γάλλος εκείνος
+περιηγητής εκαλείτο Σαμουήλ Βερνών. </p>
+
+<p>&nbsp;— Σαμουήλ Βερνών! επανέλαβεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μάλιστα, κυρία Βέλδων, και τα δύο ταύτα ονόματα αρχίζουσιν
+ακριβώς εκ των δύο τούτων γραμμάτων τα οποία εξέλεξεν ο Δίγγος μεταξύ όλων,
+και τα οποία είναι κεχαραγμένα εις το περιλαίμιόν του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τωόντι, απήντησεν η κυρία Βέλδων. Και ο περιηγητής εκείνος; . . .
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Ο περιηγητής εκείνος ανεχώρησεν, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ και
+δεν ηκούσθη τι πλέον περί αυτού μετά την αναχώρησίν του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ποτέ; ηρώτησεν ο δόκιμος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ποτέ, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι συμπεραίνεται εκ τούτου; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ότι ο Σαμουήλ Βερνών προδήλως δεν ηδυνήθη να φθάση εις την
+ανατολικήν ακτήν της Αφρικής, είτε διότι ηχμαλωτίσθη υπό των ιθαγενών, είτε
+διότι τον προσέβαλεν ο θάνατος καθ' οδόν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και τότε ο κύων ούτος; . . <br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ο κύων ούτος θα τω ανήκεν, ευτυχέστερος δε του κυρίου του, εάν η
+εικασία μου είναι ορθή, θα ηδυνήθη να επανέλθη εις την παραλίαν του Κόγγου,
+αφού, καθ' ήν εποχήν συνέβησαν ταύτα, ευρέθη εκεί υπό του πλοιάρχου του
+«Βάλδεκ». </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά, παρετήσεν η κυρία Βέλδων, ηξεύρετε εάν ο άλλος εκείνος
+περιηγητής συνωδεύετο υπό κυνός κατά την αναχώρησίν του; Μήπως είναι απλή
+εικασία εκ μέρους σας;</p>
+
+<p>&nbsp;— Τωόντι είναι απλή εικασία, κυρία Βέλδων, απήντησεν ο πλοίαρχος
+Χουλ. Αλλά το βέβαιον είναι ότι ο Δίγγος γνωρίζει αυτά τα δύο γράμματα Σ και Β,
+τα οποία ακριβώς είναι τα αρχικά στοιχεία των δύο ονομάτων του γάλλου
+περιηγητού. Τώρα, πώς το ζώον έμαθε να τα διακρίνη, τούτο δεν ειμπορώ να
+εξηγήσω, αλλά, το επαναλαμβάνω, τα γνωρίζει βεβαιότατα, και ιδού όπου τα ωθεί
+διά του ποδός του και φαίνεται ως εάν μας προσκαλή να τα αναγνώσωμεν μετ'
+αυτού. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τωόντι, δεν ηδύνατο να απατηθώσιν ως προς την πρόθεσιν του
+Δίγγου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ήτο λοιπόν μόνος ο Σαμουήλ Βερνών όταν εγκατέλιπε το παράλιον
+του Κόγγου; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Το αγνοώ, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ. Εν τούτοις, πιθανόν είναι ότι
+θα είχε μεθ' εαυτού συνοδείαν ιθαγενών. </p>
+
+<p>&nbsp;— Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Νεγορός, αφήσας την θέσιν του, εφάνη επί
+του καταστρώματος. Κατ' αρχάς ουδείς εννόησε την παρουσίαν του και ουδείς είδε
+το αλλόκοτον βλέμμα το οποίον έρριψεν επί του κυνός όταν παρετήρησε τα δύο
+γράμματα προ των οποίων ούτος ίστατο. Αλλ' ο Δίγγος, αναγνωρίσας τον μάγειρον,
+ήρχισε να δίδει σημεία εσχάτης μανίας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο Νεγορός επέστεψεν αμέσως εις την θέσιν του πληρώματος ουχί
+άνευ ακουσίου τινός απειλητικού κινήματος προς τον κύνα. </p>
+<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/47.jpg" width="390"
+height="494"
+alt="ουχί άνευ ακουσίου τινός απειλητικού κινήματος προς τον κύνα" border="2"
+/><br /></p>
+
+<p>&nbsp;— Υπάρχει μυστήριόν τι! εψιθύρισεν ο πλοίαρχος Χουλ, ον δεν διέλαθεν
+ουδέν των της σκηνής εκείνης. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά, κύριε, είπεν ο δόκιμος, δεν είναι παράξενον κύων να δύναται
+να αναγνωρίζη γράμματα του αλφαβήτου;</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι! ανέκραξεν ο μικρός Ζακ. Η μήτηρ μου πολλάκις με διηγήθη την
+ιστορίαν κυνός ο οποίος ήξευρε ν' αναγινώσκη και να γράφη και μάλιστα να παίζη
+δόμινον ως αληθής διδάσκαλος σχολείου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Φίλτατόν μου τέκνον, απεκρίθη η κυρία Βέλδων μειδιώσα, ο κύων
+εκείνος όστις ωνομάζετο Μόνιτος δεν ήτο τόσον σοφός όσον νομίζεις. Εάν
+πιστεύσω όσα με διηγήθησαν, δεν ηδύνατο να συνθέση την λέξιν του. Αλλ' ο
+κύριός του, επιτήδειος Αμερικανός, παρατηρήσας πόσον ο Μόνιτος είχεν οξείαν
+την ακοήν, επεμελήθη να εξασκήση την αίσθησιν εκείνην και να εξαγάγη
+περιεργότατα αποτελέσματα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και τι έπρατε, κυρία Βέλδων; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ αισθανθείς
+ενδιαφέρον προς την διήγησιν σχεδόν όσον και ο μικρός Ζακ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ιδού, φίλε μου. Όταν ο Μόνιτος επρόκειτο να «εργασθή» ενώπιον του
+κοινού, γράμματα όμοια προς ταύτα ετίθεντο επί τραπέζης. Επί της τραπέζης
+εκείνης ο κύων περιεφέρετο, περιμένων να τω προταθή λέξις τις είτε υψηλοφώνως
+είτε χαμηλοφώνως, υπό τον όρον όμως να γινώσκη την λέξιν ταύτην ο κύριός του.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Ώστε, απόντος του κυρίου του . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο κύων δεν θα ηδύνατο να πράξη τίποτε, απεκρίθη η κυρία Βέλδων,
+και ιδού διατί. Τιθεμένων των γραμμάτων επί της τραπέζης, ο Μόνιτος
+περιεφέρετο διά μέσου του αλφαβήτου εκείνου, άμα δε έφθανεν ενώπιον του
+γράμματος όπερ έπρεπε να εκλέξη ίστατο· αλλ' εάν ίστατο, έπραττε τούτο διότι
+ήκουε τον ανεπαίσθητρν εις πάντα άλλον κρότον οδοντογλυφίδος, τον οποίον
+έκαμνεν εις το θυλάκιόν του ο Αμερικανός. Ο κρότος εκείνος ήτο διά τον Μόνιτον
+σύνθημα να λάβη το στοιχείον και να το θέση εις την πρέπουσαν τάξιν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και ιδού όλον το μυστικόν! ανέκραξεν ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ιδού όλον το μυστικόν, απήντησεν η κυρία Βέλδων, ως παν ό,τι
+γίνεται εν τη ταχυδακτυλουργική τέχνη. Εν απουσία του Αμερικανού ο Μόνιτος δεν
+θα ήτο πλέον Μόνιτος. Εκπλήττομαι λοιπόν πώς, ενώ ο κύριός του δεν είναι εδώ, —
+εάν εν τούτοις ο περιηγητής Σαμούλ Βερνών υπήρξε ποτε κύριός του, — ο Δίγγος
+ειμπορεί να αναγνωρίση τα δύο ταύτα γράμματα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τωόντι, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ είναι πολύ παράδοξον.
+Παρατηρήσατε όμως καλώς, ενταύθα δεν πρόκειται ειμή περί δύο μόνον
+γραμμάτων, δύο ειδικών γραμμάτων, και ουχί λέξεως τυχαίως εκλεγομένης. Μεθ'
+όλα ταύτα, ο κύων εκείνος όστις εκτύπα την θύραν του μοναστηρίου διά να λάβη
+το διά τους πτωχούς διαβάτας προωρισμένον φαγητόν, και ο άλλος εκείνος όστις
+επιφορτιζόμενος μετά τινος ομοίου του να στρέφη τον οβελόν ημέραν παρ'
+ημέραν, ηρνείτο να πράξη τούτο όταν δεν ήτο η σειρά του, οι δύο εκείνοι κύνες,
+λέγω, ήσαν νοημονέστεροι του Δίγγου. Άλλως τε ευρισκόμεθα ενώπιον γεγονότος
+αδιαφιλονικήτου. Εξ όλων των γραμμάτων του αλφαβήτου τούτου, ο Δίγγος
+εξέλεξε μόνον τα δύο ταύτα Σ και Β. Τα άλλα φαίνεται ότι μήτε τα γνωρίζη καν.
+Πρέπει λοιπόν να συμπεράνωμεν ότι δι' αιτίαν άγνωστον εις ημάς, η προσοχή του
+είχε προσηλωθή επί των δύο τούτων γραμμάτων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Α! πλοίαρχε Χουλ είπεν ο νεαρός δόκιμος, εάν ο Δίγγος, ηδύνατο να
+ομιλήση! . . . Ίσως θα μας έλεγε τι σημαίνουσιν αυτά τα δύο γράμματα, και διατί
+δεικνύει τους οδόντας του εις τον μάγειρόν μας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και τι οδόντας! απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ, καθ' ήν στιγμήν ο Δίγγος,
+ανοίξας το στόμα, εδείκνυε τας φοβεράς αρπάγας του. </p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ'.</h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΦΑΛΑΙΝΑ ΕΙΣ ΤΟ
+ΠΕΛΑΓΟΣ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Ευκόλως δύναταί τις να φαντασθή ότι το παράδοξον εκείνο συμβεβηκός υπήρξε
+πλέον ή άπαξ των συνδιαλέξων αίτινες εγίνοντο εις την πρύμνην του «Πίλγριμ»
+μεταξύ της κυρίας Βέλδων, του πλοιάρχου Χουλ και του νεαρού δοκίμου. </p>
+
+<p>Ούτος, μάλλον ιδιαιτέρως, ησθάνθη ορμέμφυτον δυσπιστίαν προς τον
+Νεγορόν, του οποίου εν τούτοις η διαγωγή ουδεμιάς μομφής ήτο αξία. </p>
+
+<p>Εις την πρώραν συνδιελέγοντο ωσαύτως περί τούτου, αλλά δεν εξήγον τα αυτά
+συμπεράσματα. </p>
+
+<p>Εκεί, υπό των ανθρώπων του πληρώματος, ο Δίγγος εθεωρείτο απλούστατα ως
+κύων να αναγινώσκη και ίσως μάλιστα να γράφη καλλίτερον πολλών ναυτών του
+πλοίου, και εάν δεν ωμίλει, τούτο εσήμαινεν ότι κατά πάσαν πιθανότητα είχεν
+ισχυρούς λόγους να σιωπά. </p>
+
+
+<p>&nbsp;— Αλλ' ημέραν τινά, είπεν ο πηδαλιούχος Βόλτων, ημέραν τινά αυτός ο
+σκύλος θα μας ερωτήση πού διευθυνόμεθα, εάν ο άνεμος είναι βορειοδυτικός ή
+βορειανατολικός, και θα χρειασθή να τω αποκριθώμεν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Υπάρχουσι ζώα τα οποία λαλούσιν, είπεν άλλος ναύτης, κίσσαι,
+παπαγάλοι. Λοιπόν διατί και σκύλος να μη κάμνη το αυτό, εάν του ήρχετο
+επιθυμία; Δυσκολώτερον είναι να ομιλήση τις με το ράμφος ή με το στόμα.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Βεβαιότατα, είπεν ο ναύκληρος Χούβικ. Αλλά τούτο ποτέ δεν το είδε τις.
+</p>
+
+<p>Πολύ θα εξέπληττέ τις τους αγαθούς εκείνους άνδρας εάν τοις έλεγεν ότι
+επιστήμων τις Δανός είχεν κύνα, όστις επρόφερεν ευδιακρίτως περί τας είκοσι
+λέξεις. </p>
+
+<p>Αλλ' εκ τούτου μέχρι του να εννοή ό,τι έλεγεν, υπήρχεν άβυσσος. </p>
+
+<p>Προδήλως ο κύων εκείνος, του οποίου η γλωττίς ήτο πεπλασμένη εις τρόπον
+ώστε να δύναται να προφέρη ήχους κανονικούς, ουδόλως εννόει την σημασίαν
+αυτών, ως οι ψιττακοί, οι κολοσοί και αι κίσσαι. </p>
+
+<p>Η φράσις παρά τοις ζώοις τούτοις, δεν είναι άλλο τι ειμή είδος τι κελαδήματος
+ή κραυγών λαλουμένων ληφθεισών εκ ξένης γλώσσης της οποίας δεν έχουσι την
+έννοιαν. </p>
+
+<p>Όπως δήποτε ο Δίγγος εγένετο ο ήρως του πλοίου ένεκα του οποίου όμως
+ουδόλως υπερηφανεύετο. </p>
+
+<p>Πολλάκις ο πλοίαρχος Χουλ επανέλαβε το πείραμα. </p>
+
+<p>Οι ξύλινοι κύβοι του αλφαβήτου ετίθεντο ενώπιον του Δίγγου, και πάντοτε,
+άνευ λάθους, άνευ δισταγμού τα δυο γράμματα Σ και Β εξελέγοντο μεταξύ όλων
+υπό του παραδόξου ζώου, χωρίς τα άλλα να ελκύωσί ποτε την προσοχήν του. </p>
+
+<p>Το πείραμα τούτο πολλάκις επανελήφθη ενώπιον του εξαδέλφου Βενεδίκτου,
+αλλ' ούτος ουδέν έδειξεν ενδιαφέρον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εν τούτοις, ηξίωσε να είπη ημέραν τινά, δεν πρέπει να πιστεύσωμεν
+ότι μόνοι οι κύνες έχουσι το πλεονέκτημα να είναι νοήμονες κατά τοιούτον τρόπον.
+Και άλλα ζώα τους ομοιάζουσιν, ακολουθούντα απλώς το ορμέμφυτόν των.
+Τοιούτον είναι οι ποντικοί, οι οποίοι εγκαταλείπουσι το προωρισμένον να
+καταποντισθή εις την θάλασσαν πλοίον· τοιούτοι είναι οι κάστορες, οίτινες
+προβλέπουσι την αύξησιν των υδάτων και εγείρουσιν υψηλότερα προχώματα·
+τοιούτοι ήσαν οι ίπποι του Νικομήδους, του Σκερδέρμπεη και του Οππιανού,
+οίτινες τόσην λύπην ησθάνθησαν ώστε απέθανον μετά τον θάνατον των κυρίων
+των, τοιούτοι είναι οι όνοι, τοσούτον θαυμαστοί διά την μνήμην των, και τόσα άλλα
+τέλος ζώα, άτινα ετίμησαν το ζωικόν βασίλειον. Δεν είδομεν πτηνά, θαυμασίως
+δεδιδαγμένα, άτινα γράφουσιν απταίστως λέξεις καθ' υπαγόρευσιν των
+διδασκάλων των, κακατόας αίτινες μετρούσι τόσον καλώς όσον λογιστής του
+γραφείου των γεωγραφικών πλατών όλα τα έν τινι αιθούση παρόντα πρόσωπα; Δεν
+υπήρξε ψιττακός, αγορασθείς αντί εκατόν χρυσών σκούδων, όστις χωρίς να
+παραλείψη μήτε λέξιν, έλεγεν εις τον καρδινάλιον τον κύριόν του όλον το Σύμβολον
+των αποστόλων; Τέλος, η νόμιμος υπερηφάνεια ενός εντομολόγου δεν πρέπει να
+φθάνη εις το έπακρον, όταν βλέπη απλά έντομα παρέχοντα αποδείξεις νοημοσύνης
+ανωτέρας και επιβεβαιούντα ευγλώττως το αξίωμα:</p>
+
+<p style='text-align:center;'><b>Εν ελαχίστοις μέγας ο Θεός</b></p>
+
+<p>τους μύρμηκας εκείνους οίτινες θα ηδύναντο να παραβληθώσι προς τους
+επισημοτάτους των μεγαλειτέρων πόλεων, τους υδροβίους εκείνους αργυρονήτους
+οι οποίοι κατασκευάζουσι καταβυθιστικούς κώδωνας, τους ψύλλους εκείνους
+οίτινες σύρουσιν αμάξας ως αληθείς αμαξηλάται, οίτινες εκτελούσι γυμνάσια
+τόσον καλώς όσον οι καραβινοφόροι, οίτινες κανονιοβολούσι καλλίτερον ή οι
+πτυχιούχοι πυροβοληταί του Βεστποέν
+(<sup><a href='#fn12' id='ref12'>12</a></sup>)
+; Όχι, ο Δίγγος ούτος δεν είναι άξιος
+τοσούτων επαίνων, και εάν είναι τόσον δυνατός εις το αλφάβητον, δεν υπάρχει
+αμφιβολία ότι ανήκει εις είδος τι μολοσσών, μη ταξινομηθείς εν τη ζωολογική
+επιστήμη, «τον αλφαβητικόν κύνα» της Νέας Ζηλανδίας. </p>
+
+<p>Μεθ' όλας τας ομιλίας ταύτας και άλλας του φθονερού εντομολόγου, ο Δίγγος
+δεν απώλεσε την κοινήν υπόληψιν και εξηκολούθησε να θεωρήται ως φαινόμενον
+εν τοις συνομιλίαις όλου του πληρώματος. </p>
+
+<p>Εν τούτοις πιθανόν ότι ο Νεγορός δεν συνεμερίζετο τον γενικόν ενθουσιασμόν
+προς το ζώον. </p>
+
+<p>Ίσως μάλιστα το εύρισκεν υπέρ το δέον νοήμον. </p>
+
+<p>Όπως δήποτε, ο κύων εδείκνυε πάντοτε την αυτήν αντιπάθειαν κατά του
+μαγείρου, και βεβαίως θα εκινδύνευε να πάθη κακόν τι, εάν δεν ήτο αφ' ενός μεν
+κύων ικανός να προστατεύση εαυτόν, αφ' ετέρου δε προστατευόμενος υπό της
+συμπαθείας όλων των εν τω πλοίω. </p>
+
+<p>Ο Νεγορός απέφευγε πλειότερον ή άλλοτε να ευρεθή επί παρουσία του. Ο Δικ
+Σανδ δεν έλειψε να παρατηρήση ότι από του συμβάντος των δύο γραμμάτων η
+αμοιβαία αντιπάθεια του ανθρώπου και του κυνός είχεν αυξήσει. Τούτο ήτο
+αληθώς ανεξήγητον. </p>
+
+<p>Τη 10 Φεβρουαρίου ο βορειανατολικός άνεμος, όστις μέχρι τότε είχε διαδεχθή
+τας μακράς και απελπιστικάς νηνεμίας, κατά την διάρκειαν των οποίων το
+«Πίλγριμ» έμενεν ακίνητον, ηλαττώθη επαισθητώς. </p>
+
+<p>Ο πλοίαρχος Χουλ ηδυνήθη λοιπόν να ελπίζη ότι μεταβολή τις εις την
+διεύθυνσιν των ατμοσφαιρικών ρευμάτων έμελλε να παραχθή και ίσως ο
+μυοπάρων θα έπλεε τέλος πλησίστιος. </p>
+
+<p>Η εξ Ωκλάνδης αναχώρησίς του εχρονολογείτο από δέκα εννέα ημερών μόνον.
+Η βραδύτης άρα δεν ήτο μεγάλη, το δε «Πίλγριμ», χάρις εις τα καλά αυτού ιστία,
+θα ηδύνατο τη βοηθεία πλαγίου ανέμου να ανακτήση ευκόλως τον απολεσθέντα
+χρόνον. Αλλ' έπρεπε να περιμένη ολίγας ημέρας μέχρις ου πνεύσωσι σταθερώς οι
+δυτικοί άνεμοι. </p>
+
+<p>Το μέρος εκείνο του Ειρηνικού ήτο πάντοτε έρημον. Ουδέν πλοίον εφαίνετο εις
+τα παράλια εκείνα. Ήτο πλάτος εντελώς εγκαταλελειμμένον υπό των
+θαλασσοπόρων. Οι φαλαινοθήραι των μεσημβρινών θαλασσών δεν ετόλμων εισέτι
+να διέλθωσι τον τροπικόν. </p>
+
+<p>Οι εν τω «Πίλγριμ» λοιπόν, οίτινες ένεκεν ιδιαιτέρων περιστάσεων
+ηναγκάσθησαν να εγκαταλείπωσι τα μέρη της αλιείας προ του τέλους της εποχής,
+δεν έπρεπε να ελπίζωσιν ότι ήθελον συναντήσει πλοίον τι εκεί. </p>
+
+<p>Όσον δ' αφορά τα υπερειρηνικά ατμόπλοια, είπομεν ήδη ότι ταύτα δεν
+ηκολούθουν παράλληλον τόσω υψηλήν κατά τους διάπλους αυτών μεταξύ της
+Αυστραλίας και της αμερικανικής ηπείρου. </p>
+
+<p>Εν τούτοις, ένεκεν αυτής ταύτης της ερημίας της θαλάσσης πρέπει να
+ερευνήσωμεν αυτήν μέχρι των τελευταίων ορίων του ορίζοντος. Όσον μονότονος
+και αν δύναται να φανή εις τα απρόσεκτα πνεύματα, τόσον απείρως ποικίλη είναι
+δι' εκείνον όστις δύναται να την εννοήση. Αι μάλλον αδιόρατοι μεταβολαί θέλγουσι
+τας φαντασίας εκείνας αίτινες εννοούσι τας ποιήσεις του Ωκεανού. Θαλάσσιον
+φυτόν φερόμενον επί των κυμάτων, κλάδος βρύου του οποίου η ελαφρά πορεία
+ποικίλλει την επιφάνειαν της θαλάσσης, τεμάχιον σανίδος του οποίου θα ήθελέ τις
+να μάθη την ιστορίαν, δεν χρειάζονται περισσότερα. Προ του απείρου εκείνου, το
+πνεύμα υπ' ουδενός εμποδίζεται. Η φαντασία έχει ελεύθερον στάδιον. Έκαστον
+των υδατίνων εκείνων μορίων, άτινα η εξάτμισις ανταλλάσσει συνεχώς μεταξύ της
+θαλάσσης και του ουρανού, περικλείει ίσως το μυστήριον καταστροφής τινος.
+Τούτου ένεκα πρέπει να φθονώμεν εκείνους των οποίων η ενδόμυχος σκέψις
+δύναται να ερευνήση τα μυστήρια του Ωκεανού, τα πνεύματα εκείνα τα υψούμενα
+από της κινητής επιφανείας μέχρι του ουρανού. </p>
+
+<p>Η ζωή άλλως τε εκδηλούται πάντοτε υπεράνω ως και υποκάτω των θαλασσών.
+</p>
+
+<p>Οι επιβάται του «Πίλγριμ» ηδύναντο να ίδωσι μικροτάτους ιχθείς
+καταδιωκωμένους υπό σμήνους πτηνών, εξ εκείνων τα οποία πριν του χειμώνος
+φεύγουσι το τραχύ κλίμα των πόλεων. </p>
+
+<p>Και πολλάκις ο Δικ Σανδ, άξιος μαθητής του Ζαμ Βέλδων ως προς το
+αντικείμενον τούτο ως και εις πολλά άλλα, έδωκεν αποδείξεις της θαυμασίας
+αυτού επιδεξιότητος εις το πυροβόλον ή εις το πιστόλιον, φονεύων τινά των
+ταχυπτέρων εκείνων πτηνών. </p>
+
+<p>Μεταξύ τούτων ήσαν θαλασσοβάται λευκοί και άλλοι θαλασσοβάτα,ι των
+οποίων αι πτέρυγες διεγραμμίζοντο εις τα άκρα υπό ταινίας μελαγχρόου. </p>
+
+<p>Ενίοτε ωσαύτως διήρχοντο σμήνη κογχίλων ή λιπαρόχηνες τινές, των οποίων το
+επί της ξηράς βάδισμα είναι βαρύ και γελοίον. </p>
+
+<p>Εν τούτοις, ως παρετήρησεν ο πλοίαρχος Χουλ οι λιπαρόχηνες εκείνοι,
+μεταχειριζόμενοι τους πόδας των ως αληθή πτερύγια, δύνανται να προκαλέσωσιν
+εις το κολύμβημα τους ταχυτέρους ιχθύς, ούτως ώστε και αυτοί οι ναυτικοί τους
+συγχέουσιν ενίοτε μετά των τρωκτών. </p>
+
+<p>Υψηλότερον, γιγαντιαίοι κλυδωνομάντεις έπληττον τον αέρα διά των πτερύγων
+των, αίτινες είχον περίμετρον δέκα ποδών, και εκάθηντο είτα επί της επιφανείας
+των υδάτων, ανακινούντες αυτά διά του ράμφους των όπως εύρωσι την τροφήν
+των. </p>
+
+<p>Όλαι αύται αι σκηναί παρίστων θέαμα ποικίλλον, όπερ πνεύματα αναίσθητα
+προς τα θέλγητρα της φύσεως θα εύρισκον μονότονον. </p>
+
+<p>Την ημέραν εκείνην η κυρία Βέλδων περιεφέρετο εις την πρύμνην του
+«Πίλγριμ», ότε φαινόμενόν τι αρκούντως περίεργον είλκυσε την προσοχήν της.
+</p>
+
+<p>Τα ύδατα της θαλάσσης εγένοντο σχεδόν αιφνιδίως ερυθρά. </p>
+
+<p>Ηδύνατό τις να νομίση ότι είχον βαφή δι' αίματος και ο ανεξήγητος εκείνος
+χρωματισμός εξετείνετο όσον μακράν ηδύνατο να φθάση το βλέμμα. </p>
+
+<p>Τότε ο Δικ Σανδ ευρίσκετο μετά του μικρού Ζακ πλησίον της κυρίας Βέλδων.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Βλέπεις, Δικ, είπεν εκείνη προς τον νεαρόν δόκιμον, τον αλλόκοτον
+τούτον χρωματιστόν του Ειρηνικού; Μήπως οφείλεται ούτος εις θαλάσσιόν τι
+φυτόν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, ο χρωματισμός ούτος
+παράγεται υπό μυριάδων μικρών μαλακοδέρμων, διά των οποίων συνήθως
+τρέφονται τα μεγάλα μαστοφόρα. Οι αλιείς, ουχί άνευ λόγου, ονομάζουσιν αυτά
+«φαγητόν της φαλαίνης».</p>
+
+<p>&nbsp;— Μαλακόδερμα! είπεν η κυρία Βέλδων. Αλλ' είναι τόσον μικρά ώστε
+σχεδόν ηδύνατό τις να τα ονομάση θαλάσσια έντομα. Ο εξάδελφος Βενέδικτος θα
+υπερευχαριστηθή ίσως εάν συλλέξη ολίγα τινά εξ αυτών. </p>
+
+<p>Και καλούσα:</p>
+
+<p>&nbsp;— Εξάδελφε Βενέδικτε! εφώνησεν. </p>
+
+<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος εξήλθε του δωματίου σχεδόν συγχρόνως μετά του
+πλοιάρχου Χουλ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εξάδελφε Βενέδικτε, είπεν η κυρία Βέλδων, ιδέτε λοιπόν τον μεγάλον
+εκείνον ερυθρωπόν σωρόν όστις εκτείνεται επ' άπειρον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ είναι το φαγητόν της φαλαίνης. Κύριε
+Βενέδικτε, ωραία ευκαιρία διά να σπουδάσητε το περίεργον τούτο είδος των
+μαλακοδέρμων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ουφ, έκανεν ο εντομολόγος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πώς ουφ! ανέκραξεν ο πλοίαρχος. Αλλά δεν έχετε το δικαίωμα να
+εκφράζηται τοιαύτην αδιαφορίαν. Τα μαλακόδερμα ταύτα σχηματίζουσι μίαν των
+έξ κλάσεων των ενάρθρων, εάν δεν απατώμαι, και ως τοιαύτα . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Ουφ! έκαμε και πάλιν ο εξάδελφος Βενέδικτος σείων την κεφαλήν . . .
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν φαίνεσθε ολίγον υπεροπτικός ως εντομολόγος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εντομολόγος έστω, απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος, αλλ'
+ειδικώτερον εξαποδιστής, πλοίαρχε Χουλ ευαρεστηθήτε να μη το λησμονήτε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όπως δήποτε, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ, έστω να μη σας
+ενδιαφέρωσι τα μαλακόδερμα ταύτα, αλλ' εάν είχατε στόμαχον φαλαίνης, το
+πράγμα θα ήτο διαφορετικόν. Τι λαμπρά εστίασις τότε! — Βλέπετε κυρία Βέλδων,
+όταν ημείς οι φαλαινοθήραι, κατά την εποχήν της αλιείας, ευρεθώμεν απέναντι
+τοιαύτης σωρείας τοιούτων μαλακοδέρμων, μόλις λαμβάνομεν καιρόν να
+ετοιμάσωμεν τας αρπάγας και τας ορμιάς ημών. Είμεθα βέβαιοι ότι το θήραμα δεν
+είναι μακράν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είναι δυνατόν τόσω μικρά ζώα να δύνανται να τρέφωσι τόσω μεγάλα;
+είπεν ο Ζακ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ε! τέκνον μου, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ μικροί κόκκοι
+σιμιγδάλεως, αλεύρου, αμύλου, δεν απαρτίζουσιν ωραίον ζωμόν; Ναι, η φύσις
+ούτως ηθέλησεν. Όταν φάλαινά τις πλέη εν μέσω των ερυθρών τούτων υδάτων, ο
+ζωμός αυτής είναι έτοιμος, δεν έχει να πράξη άλλο ειμή να ανοίξη το μέγα στόμα
+της. Μυριάδες μαλακοδέρμων εισέρχονται εκεί, τα απειράριθμα γένεια δι' ων είναι
+πεπροικισμένος ο ουρανίσκος του ζώου εκτείνονται ως δίκτυα αλιέως, ουδέν
+δύναται να εξέλθη εκείθεν, και η μάζα των μαλακοδέρμων καταβυθίζεται εις τον
+ευρύχωρον στόμαχον της φαλαίνης απαραλλάκτως ως ο ζωμός του γεύματος εις
+τον ιδικόν μας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πρέπει να σκεφθής, Ζακ, παρετήρησεν ο Δικ Σανδ, ότι η κυρία
+φάλαινα δεν χάνει τον καιρόν της εις το να καθαρίζη έν προς έν αυτά τα
+μαλακόδερμα, ως υμείς καθαρίζετε τας καρίδας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Προσθέτω, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ, ότι ακριβώς όταν η γιγαντιαία
+αύτη λαίμαργος ασχολήται κατ' αυτόν τον τρόπον, είναι ευκολώτερον να την
+πλησιάση τις χωρίς να διεγείρη την δυσπιστίαν της. Είναι λοιπόν η καταλληλοτέρα
+στιγμή διά να την ακοντίση τις μετά τινος επιτυχίας. </p>
+
+<p>Την στιγμήν εκείνην, και οιονεί προς επικύρωσιν των λόγων του πλοιάρχου
+Χουλ η φωνή ναύτου ηκούσθη εις την πρώραν του πλοίου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μία φάλαινα εμπρός αριστερά! </p>
+
+<p>Ο πλοίαρχος Χουλ ανετινάχθη. </p>
+
+<p>&nbsp;— Φάλαινα; ανέκραξε. </p>
+
+<p>Και ωθούμενος υπό του φαλαινοθηρευτικού του ορμεμφύτου, ώρμησεν εις τα
+πρυμνήσια του «Πίλγριμ». </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων, ο Ζακ, ο Δικ Σανδ και αυτός ο εξάδελφος Βενέδικτος τον
+ηκολούθησαν αμέσως . . </p>
+
+<p>Πράγματι εις απόστασιν τεσσάρων μιλλίων αναβρασμός τις εμαρτύρει ότι μέγα
+τι θαλάσσιον μαστοφόρον εκινείτο εν τω μέσω των ερυθρών υδάτων.</p>
+
+<p>Καθό φαλαινοθήραι δεν ηδύναντο να απατηθώσιν. </p>
+
+<p>Αλλ' η απόστασις ήτο πολύ μεγάλη έτι, ώστε δεν ηδύνατο να γνωρίσωσι το
+είδος, εις ό ανήκε το μαστοφόρον εκείνο. </p>
+
+<p>Τωόντι τα είδη ταύτα είναι λίαν διακεκριμμένα. </p>
+
+<p>Μήπως ήτο φάλαινά τις εκ των γνησίων εκείνων, τας οποίας μάλλον ιδιαιτέρως
+επιζητούσιν οι αλιείς των βορείων θαλασσών;</p>
+
+<p>Τα κήτη ταύτα, από των οποίων ελλείπει το ραχιαίον πτερύγιον, αλλά των
+οποίων το δέρμα περικαλύετε παχύ στρώμα λίπους, δυνατόν να έχωσι μήκος
+ογδοήκοντα ποδών, ει και ο μέσος όρος δεν υπερβαίνει τους εξήκοντα, και τότε έν
+μόνον των τεράτων εκείνων παρέχει εκατόν βαρέλια ελαίου. </p>
+
+<p>Ή μήπως ήτο πτεροφάλαινα, ης το πρώτον συνθετικόν του ονόματος θα
+ηδύνατο να εφελκύση την υπόληψιν του εντομολόγου; </p>
+
+<p>Αύται κέκτηνται ραχιαία πτερύγια, λευκά το χρώμα και μακρά όσον το ήμισυ
+του σώματος, άτινα ομοιάζουσι προς ζεύγος πτερύγων, — είδος τι πτερωτής
+φαλαίνης.</p>
+
+<p>Ή μήπως πιθανώτερον ήτο μακροπτερύγιος φάλαινα, έχουσα ραχιαίον
+πτερύγιον και της οποίας το μήκος είναι ίσον σχεδόν προς το της γνησίας φαλαίνης;
+</p>
+
+<p>Ο πλοίαρχος Χουλ και το πλήρωμά του δεν ηδύνατο έτι ν' αποφανθώσιν, αλλά
+παρετήρουν το ζώον μετ' επιθυμίας περισσοτέρας ή θαυμασμού. </p>
+
+<p>Εάν είναι αληθές ότι ο ωρολογοποιός δεν δύναται να απαντήση εκκρεμές χωρίς
+να αισθανθή την ακαταμάχητον ανάγκην να το εκτείνη, πόσον περισσότερον ο
+φαλαινοθήρας ευρισκόμενος απέναντι φαλαίνης καταλαμβάνεται υπό επιτακτικής
+επιθυμίας να συλλάβη αυτήν! Οι κυνηγοί της μεγάλης θήρας είναι ως λέγουσιν
+ενθερμότεροι ή οι κυνηγοί της μικράς θήρας.</p>
+
+<p>Λοιπόν όσω μεγαλείτερον είναι το ζώον, τόσω περισσότερον διεγείρει την
+επιθυμίαν! Τι πρέπει να αισθάνωνται τότε οι ελεφαντοθήραι! Πλην τούτου
+υπήρχεν ωσαύτως και η δυσαρέσκεια ην ησθάνετο το πλήρωμα του «Πίλγριμ» ότι
+επανήρχετο μετά φορτίου ατελούς.<br />
+&nbsp;<br />
+Εν τούτοις ο πλοίαρχος Χουλ προσεπάθει να αναγνωρίση το ζώον το οποίον εφάνη
+μακράν. </p>
+
+<p>Δεν ήτο ορατόν εκ τοιαύτης αποστάσεως. </p>
+
+<p>Ουχ ήττον ο εξησκημένος οφθαλμός φαλαινοθήρου δεν ηδύνατο να απατηθή
+έκ τινων λεπτομερειών ευκόλως διακρινομένων μακρόθεν. </p>
+
+<p>Τωόντι η ανάβρασις, ήτοι η ατμώδης και υδατώδης στήλη την οποίαν η
+φάλαινα εκφυσά διά των ρωθώνων της, ώφειλε να προσελκύση την προσοχήν του
+πλοιάρτου Χουλ και να τον οδηγήση εις ποίον είδος ανήκε το κήτος εκείνο. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν είναι γνησία φάλαινα, ανέκραξεν. Ο αναβρασμός αυτής θα ήτο
+υψηλότερος και ολιγώτερος ογκώδης. Αφ' ετέρου εάν ο θόρυβος τον οποίον
+προξενεί ο αναβρασμός ούτος ηδύνατο να παραβληθή προς τον μεμακρυσμένον
+θόρυβον πυρίνου στόματος, θα έκλινον να πιστεύσω ότι η φάλαινα αύτη ανήκει εις
+το είδος των πτεροφαλαινών αλλά το πράγμα δεν έχει ούτω, και εάν προσέξη τις,
+δύναται να βεβαιωθή ότι ο θόρυβος ούτος είναι όλως διαφόρου φύσεως. — Τι
+φρονείς περί τούτου, Δικ; ηρώτησεν ο πλοίαρχος Χουλ στρεφόμενος προς τον
+δόκιμον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πιστεύω, πλοίαρχε, απήντησεν ο Δικ, ότι είναι μακροπτερύγιος
+φάλαινα. Ιδέτε πώς οι ρώθωνες αυτής αναρρίπτουσι βιαίως εις τον αέρα την
+θαλασσίαν εκείνην στήλην. Δεν σας φαίνεται ωσαύτως — όπερ και θα εδικαιολόγει
+την παρατήρησίν μου — ότι η αναπήδησις εκείνη περιέχει περισσότερον ύδωρ ή
+ατμόν συμπεπυκνωμένον; Και δεν απατώμαι, τούτο είναι ιδιαίτερον προσόν της
+μακροπτερυγίου φαλαίνης. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τωόντι, Δικ, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ. Δεν υπάρχει πλέον
+αμφιβολία. Είναι μακροπτερύγιος η οποία επιπλέει επί της επιφανείας των
+ερυθρών εκείνων υδάτων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι ωραίον που είναι! ανεφώνησεν ο μικρός Ζακ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, τέκνον μου. Και όταν αναλογίζεται τις ότι το μεγάλον εκείνο ζώον
+γευματίζει εκεί και ούτε υποπτεύει καν ότι φαλαινοθήραι το παρατηρούσι. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τολμώ να βεβαιώσω ότι η μακροπτερύγιος αύτη φάλαινα είναι
+μεγάλη, παρετήρησεν ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Βεβαίως, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ, όστις εξηρεθίζετο ολίγον κατ'
+ολίγον. Της δίδω τουλάχιστον εβδομήκοντα ποδών μήκος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Καλά, προσέθηκεν ο ναύκληρος. Ημίσεια δωδεκάς τοιούτων
+φαλαινών θα ήρκει διά να φορτώση πλοίον ως το ιδικόν μας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, θα ήρκει, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ, όστις ανέβη επί της
+πρώρας διά να βλέπη καλλίτερον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και με αυτήν, προσέθηκεν ο ναύκληρος, θα συνεπληρούμεν εις
+ολίγας ώρας το ήμισυ των διακοσίων βαρελίων τα οποία μας λείπουσι. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι . . . πράγματι . . . ναι . . . εψιθύριζεν ο πλοίαρχος Χουλ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τούτο είναι αληθές, επανέλαβεν ο Δικ Σανδ, αλλ' ενίοτε είναι πολύ
+επικίνδυνον να προσβάλη τις αυτάς τας γιγαντιαίας μακροπτερυγίους. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πολύ επικίνδυνον, πολύ επικίνδυνον, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ.
+Αύται αι πτεροφάλαιναι έχουσιν ουράς φοβεράς τας οποίας δεν πρέπει να
+πλησιάζη τις άνευ προφυλάξεως. Η στερεωτέρα λέμβος δεν θα ηδύνατο να ανθέξη
+εις έν καλόν κτύπημα αυτής. Αλλ' η ωφέλεια αξίζει τον κόπον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πα! είπεν είς των ναυτών, μία καλή μακροπτερύγιος είναι ωραίον
+θήραμα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και επικερδές! απεκρίνατο άλλος.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Θα ήτο κρίμα να μη την χαιρετίσωμεν κατά την διάβασιν. </p>
+
+<p>Ήτο πρόδηλον ότι οι ανδρείοι εκείνοι ναυτικοί εξηρεθίζοντο εις την θέαν της
+φαλαίνης. </p>
+
+<p>Ήτο ολόκληρον φορτίον βαρελίων ελαίου όπερ εκυμάτιζε πλησίον των χειρών
+των. </p>
+
+<p>Βεβαίως, ακούων τις αυτούς, δεν είχε να πράξη άλλο ειμή να διευθετήση τα
+βαρέλια εκείνα εις το κύτος του «Πίλγριμ» όπως συμπληρώση το φορτίον. </p>
+
+<p>Τινές των ναυτών, αναρριχιθέντες επί των σχοινίων του ακατίου ιστού
+ερρήγνυον κραυγάς επιθυμίας. Ο πλοίαρχος Χουλ όστις δεν ωμίλει, περιέτρωγε
+τους όνυχάς του. </p>
+
+<p>Υπήρχεν εκεί ακατανίκητος μαγνήτης όστις έσυρε το «Πίλγριμ» και όλον αυτού
+το πλήρωμα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μήτερ, μήτερ, ανέκραξε τότε ο μικρός Ζακ, επεθύμουν να είχον αυτήν
+την φάλαιναν διά να την ιδώ πώς είναι. </p>
+
+<p>&nbsp;— Α! θέλεις να έχης αυτήν την φάλαιναν, παιδίον μου; Και διατί όχι,
+φίλοι μου; είπεν ο πλοίαρχος Χουλ, ενδίδων τέλος εις την κρυφίαν επιθυμίαν του!
+Ναι μεν δεν έχομεν επικούρους αλιείς, αλλ' ημείς μόνοι . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι! ναι! εφώνησαν οι ναύται ομοθυμαδόν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν θα είναι η πρώτη φορά όπου θα εκτελέσω το έργον του
+ακοντιστού, προσέθηκεν ο πλοίαρχος Χουλ και θα ιδήτε εάν ηξεύρω εισέτι να
+ακοντίζω. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ουρρά! ουρρά! απεκρίθη το πλήρωμα. </p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'.</h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑΙ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Ευκόλως εννοεί τις ότι η θέα του θαυμασιώδους εκείνου μαστοφόρου εγένετο
+όπως παραγάγη μέγαν ερεθισμόν εις τους ανθρώπους του «Πίλγριμ». </p>
+
+<p>Η φάλαινα ήτις εκυμάτιζεν εν τω μέσω των ερυθρών υδάτων εφαίνετο
+γιγαντιαία. </p>
+
+<p>Να την συλλάβωσι και να συμπληρώσωσι τοιουτοτρόπως το φορτίον, ήτο λίαν
+ερεθιστικόν. Ηδύνατό ποτε αλιείς να αφήσωσι να τοις διαφύγη παρομοία
+ευκαιρία;</p>
+
+<p>Εν τούτοις η κυρία Βέλδων, ενόμισεν ότι ώφειλε να ερωτήση τον πλοίαρχον
+Χουλ εάν δεν υπήρχε κίνδυνός τις διά τους άνδρας του και δι' αυτόν, εάν
+απετόλμων να προσβάλωσι φάλαιναν υπό τοιαύτας συνθήκας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ουδείς, κυρία Βέλδων, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ. Πλέον ή άπαξ
+με συνέβη να κυνηγήσω φάλαιναν μετά μιας μόνης λέμβου και πάντοτε
+κατώρθωσα να την συλλάβω. Σας επαναλαμβάνω, ουδείς υπάρχει κίνδυνος δι'
+ημάς επομένως δε και δι' υμάς. </p>
+
+<p>Ησυχάσασα η κυρία Βέλδων δεν επέμεινεν. </p>
+
+<p>Ο πλοίαρχος Χουλ έλαβεν αμέσως όλα τα μέτρα του όπως συλλάβη την
+φάλαιναν. </p>
+
+<p>Εκ πείρας εγίνωσκεν ότι η καταδίωξις πτεροφαλαίνης δεν εγίνετο άνευ
+δυσχερειών τίνων, και ήθελε να προλάβη τα πάντα. </p>
+
+<p>Ό,τι καθίστα την σύλληψιν εκείνην ολιγώτερον εύκολον, ήτο ότι το πλήρωμα
+του μυοπάρωνος θα επελαμβάνετο του έργου διά μιας μόνης λέμβου, αν και το
+«Πίλγριμ» εκέκτητο μίαν άκατον δεδεμένην εις τον μέγαν ιστόν και τρεις
+φαλαινοθηρίδας, ων αι μεν δύο εκρέμαντο εις τα δεξιά και τα αριστερά του
+πλοίου, η δε τρίτη οπίσω και έξωθεν του αετώματος. </p>
+
+<p>Συνήθως τας τρεις ταύτας φαλαινοθηρίδας μεταχειρίζονται προς καταδίωξιν
+των κητών. </p>
+
+<p>Αλλά, κατά την εποχήν της αλιείας, ως γνωστόν, επικουρικόν πλήρωμα,
+λαμβανόμενον εκ των σταθμών της Νέας Ζηλανδίας, εβοήθει τους ναύτας του
+«Πίλγριμ». </p>
+
+<p>Υπό τας περιστάσεις λοιπόν εκείνας το «Πίλγριμ» δεν ηδύνατο να παράσχη ειμή
+τους πέντε ναύτας του πλοίου, δι' ων θα εκπληρούτο μία μόνη των
+φαλαινοθηρίδων. </p>
+
+<p>Η συνδρομή του Τωμ και των εταίρων αυτού, οίτινες προσεφέρθησαν αμέσως,
+ήτο αδύνατος. Πράγματι, ο χειρισμός αλιευτικής λέμβου απαιτεί ναυτικούς όλως
+ιδιαιτέρως εξησκημένους. </p>
+
+<p>Λελανθεσμένον κίνημα του πηδαλίου ή λελανθασμένη κωπηλασία θα ήρκουν,
+όπως διακινδυνεύσωσι την σωτηρίαν της λέμβου κατά την προσβολήν. </p>
+
+<p>Αφ' ετέρου ο πλοίαρχος Χουλ δεν ήθελε να εγκαταλείψη το πλοίον του χωρίς να
+αφήση εν αυτώ ένα τουλάχιστον άνδρα του πληρώματος εις τον οποίον να είχεν
+εμπιστοσύνην. Έπρεπε να προΐδη όλα τα ενδεχόμενα. </p>
+
+<p>Λοιπόν ο πλοίαρχος Χουλ ηναγκασμένος να εκλέξη ισχυρούς ναυτικούς όπως
+εξοπλίση την φαλαινοθηρίδα, ώφειλε να αναθέση την φύλαξιν του «Πίλγριμ» εις
+τον Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δικ, είπεν αυτώ, σε επιφορτίζω να μείνης εις το πλοίον κατά την
+απουσίαν μου ήτις δεν θα διαρκέση πολύ, ως ελπίζω·</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλά, κύριε, απεκρίθη ο νεαρός δόκιμος. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ επεθύμει να λάβη μέρος εις την αλιείαν εκείνην, ήτις είχε μέγα
+θέλγητρον δι' αυτόν, αλλ' εννόησεν αφ' ενός μεν ότι αι χείρες τελείου ανδρός
+ήξιζον περισσότερον ή αι ιδικαί του διά την υπηρεσίαν της φαλαινοθηρίδος, αφ'
+ετέρου δε ότι αυτός μόνος ηδύνατο να αντικαταστήση τον πλοίαρχον Χουλ.
+Υπέμεινε λοιπόν. </p>
+
+<p>Το πλήρωμα της φαλαινοθηρίδος έμελε να συγκροτήται εκ πέντε ανδρών,
+συμπεριλαμβανομένου και του ναυκλήρου Χόβικ, οίτινες απήρτιζον το πλήρωμα
+του «Πίλγριμ».<br />
+&nbsp;<br />
+Οι τέσσαρες εκείνοι ναύται έμελλον να καθήσωσι παρά τας κώπας, ο δε Χόβικ θα
+εκράτει την κώπην της ουράς, ήτις χρησιμεύει όπως κυβερνά τοιούτου είδους
+λέμβους. </p>
+
+<p>Τωόντι απλούν πηδάλιον δεν θα είχεν ενέργειαν ταχυτέραν, και εις περίστασιν
+καθ' ήν αι πλάγιαι κώπαι θα απέβαινον άχρηστοι, η ουραία κώπη, καλώς
+χειριζομένη δύναται να απομακρύνη την φαλαινοθηρίδα από τας προσβολάς του
+τέρατος.<br />
+&nbsp;<br />
+Έμενε λοιπόν ο πλοίαρχος Χουλ. Ούτος εφύλαξε δι' αυτόν την θέσιν του
+ακοντιστού, και ως είπε δεν ήτο η πρώτη φορά καθ' ήν εξεπλήρου το έργον τούτο.
+</p>
+
+<p>Αυτός πρώτος έμελλε να ρίψη το ακόντιον, είτα δε να επιτηρήση την εκτύλιξιν
+της μακράς ορμιάς της δεδεμένης εις το άκρον αυτού, και ακολούθως να
+αποτελειώση το ζώον διά της λόγχης, όταν τούτο θα επανήρχετο εις την επιφάνειαν
+του Ωκεανού. </p>
+
+<p>Οι φαλαινοθήραι μεταχειρίζονται ενίοτε πυροβόλα όπλα εις το είδος τούτο της
+αλιείας. Τη βοηθεία ειδικής τινος μηχανής, οιονοί μικρού τηλεβόλου ευρισκομένου
+είτε επί του καταστρώματος του πλοίου είτε εις την πρώραν της λέμβου, ρίπτουσι
+ακόντιον όπερ παρασύρει μεθ' εαυτού το εις την άκραν αυτού προσδεδεμένον
+σχοινίον, ή εκρηκτικάς σφαίρας αίτινες επιφέρουσι μεγάλας καταστροφάς εις το
+σώμα του ζώου. </p>
+
+<p>Αλλά το «Πίλγριμ» δεν είχε τοιαύτας μηχανάς, αίτινες άλλως τε στοιχίζουσιν
+ακριβά, είναι δύσχρηστοι, οι δε ναύται, μη αγαπώντες πολύ τούς νεωτερισμούς,
+φαίνονται ότι προτιμώσι τα αρχαϊκά όπλα, τα οποία χειρίζονται επιδεξίως, ήτοι το
+ακόντιον και την λόγχην. </p>
+
+<p>Διά των συνήθων λοιπόν μέσων έμελλεν ο πλοίαρχος Χουλ να προσβάλη την
+φάλαιναν ήτις ευρίσκετο πέντε μίλια μακράν του πλοίου του. </p>
+
+<p>Άλλως τε δε ο καιρός εφαίνετο εύνους εις την εκστρατείαν εκείνην. Η θάλασσα,
+ησυχωτάτη, ήτο κατάλληλος εις τους χειρισμούς φαλαινοθηρίδος. Ο άνεμος έτεινε
+να κοπάση, και το «Πίλγριμ» ολίγον μόνον θα παρεξέκλινε, καθ' όν καιρόν το
+πλήρωμα αυτού θα ήτο ενησχολημένον εις το πέλαγος. </p>
+
+<p>Η δεξιά λοιπόν λέμβος κατεβιβάσθη αμέσως και οι τέσσαρες ναύται επέβησαν
+αυτής. </p>
+
+<p>Ο Χόβικ τοις έδωκε δύο μεγάλα ακόντια και δύο λόγχας με οξείας αιχμάς. Εις τα
+επιθετικά ταύτα όπλα προσέθηκε πέντε δέματα ευκάμπτων και στερεών σχοινίων
+τα οποία οι φαλαινοθήραι ονομάζουσιν «ορμιάς», και τα οποία μετρούσιν
+εξακοσίων ποδών μήκος. </p>
+
+<p>Δεν αρκούσιν ολιγώτερα, καθότι πολλάκις συμβαίνει ώστε τα σχοινία ταύτα
+προσδεδεμένα το έν μετά του άλλου να μη αρκώσιν εις το έργον, τόσον η φάλαινα
+βυθίζεται εις μέγα βάθος. </p>
+
+<p>Τοιαύτα ήσαν τα διάφορα μηχανήματα τα οποία επιμελώς ετοποθετήθησαν εις
+το έμπροσθεν μέρος της λέμβου. </p>
+
+<p>Ο Χόβικ και οι τέσσαρες ναύται δεν περιέμενον πλέον ειμή την διαταγήν να
+λύσωσι το σχοινίον. </p>
+
+<p>Μία μόνη θέσις έμενεν ελευθέρα εις το έμπροσθεν της λέμβου, εκείνην την
+οποίαν έμελλε να καταλάβη ο πλοίαρχος Χουλ. </p>
+
+<p>Εννοείται οίκοθεν ότι το πλήρωμα του «Πίλγριμ», πριν εγκαταλίπη το πλοίον,
+διεσταύρωσε τα ιστία ούτως ώστε να μένη τούτο περίπου στάσιμον. </p>
+
+<p>Κατά την στιγμήν της επιβιβάσεως ο πλοίαρχος Χουλ έρριψε τελευταίον
+βλέμμα επί του πλοίου. Εβεβαιώθη ότι τα πάντα ήσαν εντάξει, τα σχοινία καλώς
+διασκευασμένα, τα ιστία καλώς τοποθετημένα. Αφού άφινε τον νεαρόν δόκιμον εις
+το πλοίον κατ' απουσίαν ήτις ηδύνατο να παραταθή επί πολλάς ώρας, ήθελεν,
+ευλόγως, εκτός απροόπτου συμβεβηκότος, να μη έχη ο Δικ Σανδ ουδέ τον
+παραμικρόν χειρισμόν να εκτελέση. </p>
+
+<p>Από της στιγμής εκείνης, έδωκεν αυτώ τας τελευταίας οδηγίας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δικ, είπε, σε αφίνω μόνον. Επέβλεπε τα πάντα. Εάν, όπερ απίθανον,
+επήρχετο ανάγκη να αρχίσης πάλιν τον πλουν, εις περίπτωσιν καθ' ήν η καταδίωξις
+της φαλαίνης εκείνης ήθελε μας παρασύρει πολύ μακράν, ο Τωμ και οι σύντροφοί
+του θα ηδύναντο κάλλιστα να σε βοηθήσωσιν. Υποδεικνύων εις αυτούς τι πρέπει
+να εκτελέσωσιν, είμαι βέβαιος ότι θέλουσι το εκτελέσει. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μάλιστα, πλοίαρχε Χουλ απήντησεν ο γέρων Τωμ, και ο κύριος Δικ
+δύναται να βασισθή εις ημάς. </p>
+
+<p>&nbsp;— Διατάξατε! διατάξατε! έκραξεν ο Βαρθολομαίος. Μεγάλην επιθυμίαν
+έχομεν να σας φανώμεν χρήσιμοι. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι πρέπει να πράξωμεν; . . . ηρώτησεν ο Ηρακλής αναστρέφων τας
+ευρείας χειρίδας του ενδύματός του.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Τίποτε προς το παρόν, απεκρίθη ο Δικ Σανδ μειδιών. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είμεθα εις τας διαταγάς σας, επανέλαβεν ο κολοσσός. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δικ, επανέλαβεν ο πλοίαρχος Χουλ, ο καιρός είναι ωραίος. Ο άνεμος
+έπεσεν. Ουδέν σημείον ότι θα δυναμώση πάλιν. Προ πάντων, ό,τι δήποτε και αν
+συμβή, μη ρίψης λέμβον εις την θάλασσαν μη αφήσης το πλοίον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Θα σας υπακούσω. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εάν παρίστατο ανάγκη να μας πλησιάση το «Πίλγριμ», θα σε κάμω
+σημείον υψών μίαν σημαίαν εις το άκρον κώπης. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μείνετε ήσυχος, πλοίαρχε, δεν θα χάσω από τα βλέμματά μου την
+φαλαινοθηρίδα, απήντησεν ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Καλά, παιδί μου, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ· θάρρος και ψυχραιμίαν.
+Ιδού συ υποπλοίαρχος. Τίμησον τον βαθμόν σου. Ουδείς καθείξε τοιούτον εις την
+ηλικίαν σου. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ δεν απεκρίθη, αλλ' ηρυθρίασε μειδιών. Ο πλοίαρχος Χουλ εννόησε
+το ερύθημα και το μειδίαμα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Το αγαθόν παιδίον, είπε καθ' εαυτόν, μετριοφροσύνη και καλή
+διάθεσις είναι τα καλά του προτερήματα. </p>
+
+<p>Εν τούτοις, εις τας επιμόνους εκείνας συστάσεις, ήτο προφανές ότι, ει και δεν
+υπήρχεν ουδείς κίνδυνος, ο πλοίαρχος Χουλ δεν εγκατελίμπανεν ευχαρίστως το
+πλοίον του έστω και διά τινας ώρας. </p>
+
+<p>Αλλ' ακαταμάχητον ορμέφυτον αλιέως, προ πάντων η μανιώδης επιθυμία να
+συμπληρώση το εξ ελαίου φορτίον του, και να ικανοποιήση τας υπό του Ζαμ
+Βέλδων ληφθείσας υποχρεώσεις εν Βαλπαραΐζω, πάντα ταύτα τον παρεκίνουν να
+διακινδυνεύση. Άλλως τε δε η τοσούτον ωραία εκείνη θάλασσα υπεβοήθει
+θαυμασίως την καταδίωξιν κήτους. Μήτε το πλήρωμά του, μήτε αυτός, θα
+ηδύναντο ν' αντισταθώσιν εις τοιούτον πειρασμόν. Η αλιευτική εκστρατεία θα
+συνεπληρούτο τέλος, και η τελευταία αύτη σκέψις κατείχεν υπέρ παν άλλο την
+καρδίαν του πλοιάρχου Χουλ. </p>
+
+<p>Ο πλοίαρχος Χουλ διηυθύνθη προς την κλίμακα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Καλήν επιτυχίαν! τω είπεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ευχαριστώ, κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Σας παρακαλώ μη βασανίσητε πολύ την δυστυχή φάλαιναν! έκραζεν
+ο μικρός Ζακ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, τέκνον μου, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Να την συλλάβετε ήσυχα, κύριε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι . . . με τα χειρόκτια, μικρέ Ζακ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ενίοτε, παρετήρησεν ο εξάδελφος Βενέδικτος, ευρίσκονται
+περιεργότατα έντομα επί της ράχεως των μεγάλων αυτών μαστοφόρων.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Λοιπόν, κύριε Βενέδικτε, απήντησε γελών ο πλοίαρχος Χουλ θα έχετε το
+δικαίωμα «να εντομολογήσετε», όταν η φάλαινα μας ευρεθή επί του
+καταστρώματος του «Πίλγριμ». </p>
+
+<p>Είτα, στρεφόμενος προς τον Τωμ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τωμ, βασίζομαι επί των συντρόφων σου και επί σου, είπεν, ότι θα μας
+βοηθήσετε να διαμελίσωμεν την φάλαιναν όταν θα δεθή εις το σκάφος του πλοίου,
+— το οποίον δεν θα αργήση να γίνη. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εις τας διαταγάς σας, κύριε, απήντησεν ο γέρων μαύρος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Καλά, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ. Δικ, αυτοί οι γενναίοι άνδρες θα
+σε βοηθήσωσι να προετοιμάσης τα κενά βαρέλια. Κατά την απουσίαν μας, θα τα
+αναβιβάσωσιν επί του καταστρώματος και τοιουτοτρόπως η εργασία θα τελειώση
+ταχέως όταν επιστρέψωμεν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα γίνη τούτο πλοίαρχε. </p>
+
+<p>Διά τους αγοούντας δέον να είπωμεν ότι η φάλαινα, άπαξ θανατωθείσα,
+ώφειλε να ρυμουλκυθή μέχρι του «Πίλγριμ» και να δεθή στερεώς εις το δεξιόν
+πλευρόν. Τότε οι ναύται φορούντες αγκυρωτά υποδήματα θα ανέβαινον επί της
+ράχεως του υπερμεγέθους κήτους και θα διεμέλιζον αυτό μεθοδικώς κατά
+παραλλήλους λωρίδας διευθυνομένας από της κεφαλής εις την ουράν. </p>
+
+<p>Αι λωρίδες εκείναι θα εκόπτοντο εις τεμάχια ενός ποδός και ημίσεως, είτα θα
+διηρούντο εις τμήματα, άτινα, αφού εστιβάζοντο εις τα βαρέλια, θα κατεβιβάζοντο
+εις τον πυθμένα του πλοίου. </p>
+
+<p>Ως επί το πλείστον, το φαλαινοθηρικόν πλοίον, όταν τελειώση η αλιεία,
+προσπαθεί όσω το δυνατόν να φθάση εις την ξηράν, διά να αποπερατώση τας
+εργασίας του· Το πλήρωμα αποβιβάζεται, και εκεί εκτελεί την ανάλυσιν του λίπους,
+όπερ υπό την επίδρασιν της θερμότητος αποδίδει πάσαν την χρήσιμον αυτού
+ουσίαν, ήτοι το έλαιον
+(<sup><a href='#fn13' id='ref13'>13</a></sup>)
+</p>
+
+<p>Αλλά κατά την περίστασιν εκείνην ο πλοίαρχος Χουλ δεν εσκέπτετο να
+επανακάμψη όπως συμπληρώση την εργασίαν εκείνην. <br />
+&nbsp;<br />
+Δεν εσκόπευε να «αναλύση» την συμπλήρωσιν εκείνην του λίπους ειμή εις
+Βαλπαραΐζον. </p>
+
+<p>Άλλως τε δε διά των ανέμων εκείνων οίτινες δεν θα εβράδυνον να πνεύσωσιν
+εκ δυσμών, ήλπιζεν ότι ήθελε προσεγγίσει εις την αμερικανικήν παραλίαν πριν ή
+παρέλθωσιν είκοσιν ημέραι, και το χρονικόν εκείνο διάστημα δεν ηδύνατο να
+ματαιώση τα αποτελέσματα της αλιείας του. </p>
+
+<p>Επέστη η στιγμή της αναχωρήσεως. </p>
+
+<p>Πριν ή το «Πίλγριμ» διασταυρώση τα ιστία, είχεν ολίγον πλησιάσει εις το μέρος
+όπου η φάλαινα εξηκολούθει να δεικνύη την παρουσίαν της δι' ανατινάξεων ατμού
+και ύδατος. </p>
+
+<p>Η φάλαινα έπλεε πάντοτε εν μέσω του ευρέος ερυθρού πεδίου των
+μαλακοδέρμων, ανοίγουσα αυτοματικώς το πλατύ στόμα της και απορροφώσα
+εκάστοτε μυριάδας ζωαρίων.<br />
+&nbsp;<br />
+Κατά το λέγειν των ειδημόνων του πλοίου, ουδείς φόβος υπήρχεν ότι θα
+προσεπάθει να διαφύγη. </p>
+
+<p>Άνευ ουδεμιάς αμφιβολίας ήτο εξ εκείνων τας οποίας οι αλιείς αποκαλούσι
+φαλαίνας «πολεμικάς». </p>
+
+<p>Ο πλοίαρχος Χουλ διεσκέλισε τα παραρρύματα, και καταβάς την σχοινίνην
+κλίμακα έφθασεν εις το έμπροσθεν μέρος της λέμβου. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων, ο Ζακ, ο εξάδελφος Βενέδικτος, ο Τωμ και οι σύντροφοί του
+ηυχήθησαν διά τελευταίαν φοράν καλήν επιτυχίαν εις τον πλοίαρχον. </p>
+
+<p>Και αυτός ο Δίγγος, ορθωθείς επί των οπισθίων ποδών του και προεκβαλών την
+κεφαλήν άνω του διαζώματος, εφαίνετο ωσεί θέλων να αποχαιρετίση το
+πλήρωμα.<br />
+&nbsp;<br />
+Είτα, όλοι επανήλθον εις την πρώραν ίνα μη απολέσωσιν ουδεμίαν των περιέργων
+εκείνων περιπετειών τοιαύτης αλιείας.<br />
+&nbsp;<br />
+Η λέμβος απεσπάσθη, και υπό την ώθησιν των τεσσάρων αυτής κωπών, ισχυρώς
+χειριζομένων ήρχησε να μακρύνεται από του «Πίλγριμ». </p>
+
+<p>&nbsp;— Πρόσεχε καλώς, Δικ, πρόσεχε καλώς! εφώνησεν διά τελευταίαν
+φοράν ο πλοίαρχος Χουλ προς τον νεαρόν δόκιμον.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Μείνετε ήσυχος, κύριε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τον ένα οφθαλμόν εις το πλοίον και τον άλλον εις την λέμβον, παιδί
+μου, μη το λησμονής.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν θα το λησμονήσω, πλοίαρχε, απεκρίθη ο Δικ Σανδ όστις ήλθε να
+σταθή πλησίον του πηδαλίου. </p>
+
+<p>Ήδη η ελαφρά λέμβος ευρίσκετο πολλάς εκατοστύας ποδών μακράν του
+πλοίου. Ο πλοίαρχος Χουλ όρθιος επί της πρώρας και μη δυνάμενος πλέον ν'
+ακουσθή, ανενέου τας συστάσεις του δι' εκφραστικωτάτων χειρονομιών. </p>
+
+<p>Τότε ο Δίγγος, του οποίου οι εμπρόσθιοι πόδες ήσαν πάντοτε εστηριγμένοι επί
+του διαζόματος, εξέβαλεν είδος τι θρηνώδους υλακής, ήτις δυσάρεστον εντύπωσιν
+ενεποίησεν εις ανθρώπους επιρρεπείς ολίγον εις δεισιδαιμονίαν.</p>
+
+<p>Η υλακή μάλιστα εκείνη έκαμε, την κυρίαν Βέλδων να ανασκιρτήση. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δίγγε, είπε, Δίγγε! Ούτως ενθαρρύνεις τους φίλους σου! Εμπρός, μίαν
+ωραίαν υλακήν, πολύ φαιδράν!</p>
+
+<p>Αλλ' ο κύων δεν υλάκτησε πλέον, και πεσών πάλιν επί των τεσσάρων ποδών
+του, ήλθε βραδέως προς την κυρίαν Βέλδων και έλειξε την χείρα αυτής μετ'
+αγάπης. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν κινεί την ουράν . . εψιθύρισεν ο Τωμ. Κακόν σημείον! Κακόν
+σημείον!</p>
+
+<p>Αλλά, σχεδόν αμέσως, ο Δίγγος ανωρθώθη, και εξέφερεν υλακήν οργίλην!</p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων εστράφη. </p>
+
+<p>Ο Νεγορός είχεν αφήσει την θέσιν του και διευθύνετο προς την εμπρόσθιον
+κρηπίδα, επί τω σκοπώ βεβαίως να παρακολουθήση και ούτος διά του βλέμματος
+τας κινήσεις της λέμβου. </p>
+
+<p>Ο Δίγγος ώρμησε κατά του μαγείρου, καταληφθείς υπό ζωηροτάτης και όλως
+ανεξηγήτου μανίας. </p>
+
+<p>Ο Νεγορός έλαβε διχαλωτόν μοχλόν και ετέθη εν αμύνη.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο κύων έμελλε να πηδήση εις τον λαιμόν του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εδώ, Δίγγε, εδώ! έκραξεν ο Δικ Σανδ, όστις εγκαταλιπών προς στιγμήν
+την επιτηρητικήν θέσιν του, έδραμε προς την πρώραν.<br />
+&nbsp;<br />
+Και η κυρία Βέλδων αφ' ετέρου εζήτει να καταπραΰνη τον κύνα. </p>
+
+<p>Ο Δίγγος υπήκουσεν, ουχί άνευ αποστροφής, και επανήλθε γογγύζων
+υποκώφως προς τον νεαρόν δόκιμον. </p>
+
+<p>Ο Νεγορός μήτε λέξιν επρόφερεν, αλλ' η μορφή του ωχρίασε προς στιγμήν.
+Αφήσας τότε να καταπέση ο μοχλός, επανήλθεν εις την καλύβην του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ηρακλή, είπε τότε ο Δικ Σανδ, σε επιφορτίζω να επαγρυπνής επ'
+αυτού του ανθρώπου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα επαγρυπνώ, απήντησεν απλώς ο Ηρακλής, του οποίου αι δύο
+τεράστιαι πυγμαί εκλείσθησαν εις σημείον συγκαταθέσεως.<br />
+&nbsp;<br />
+Η κυρία Βέλδων και ο Δικ Σανδ έστρεψαν τότε πάλιν τα βλέμματά των προς την
+φαλαινοθηρίδα την οποίαν απεμάκρυνον ταχέως αι τέσσαρες κώπαι αυτής. </p>
+
+<p>Δεν ήτο πλέον άλλο ειμή σημείον τι επί της θαλάσσης. </p>
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η'.</h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>Η ΦΑΛΑΙΝΑ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Ο πλοίαρχος Χουλ πεπειραμένος φαλαινοθήρας, δεν έπρεπε να αφήση εις την
+τύχην ουδέ το ελάχιστον. </p>
+
+<p>Η σύλληψις μακροπτερυγίου φαλαίνης είναι δύσκολον πράγμα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ουδεμία προφύλαξις πρέπει να παραμεληθή· Και τωόντι ουδεμία
+παρημελήθη κατ' εκείνην την περίστασιν.</p>
+
+<p>Εν πρώτοις, ο πλοίαρχος Χουλ εχειρίσθη εις τρόπον ώστε να πλησιάση, την
+φάλαιναν υπηνέμως, χωρίς ουδείς κρότος να φανερώση την προσέγγισιν της
+λέμβου. </p>
+
+<p>Ο Χόβικ διηύθυνε λοιπόν την λέμβον ακολουθών την αρκούντως μακράν
+καμπύλην, ην διέγραφεν η ερυθρά εκείνη μάζα εν μέσω της ο οποίος εκυμάτιζεν η
+φάλαινα. </p>
+
+<p>Τοιουτοτρόπως ήτο ανάγκη να την περιστρέψωσιν. </p>
+
+<p>Ο ναύκληρος ο επιφορτισμένος τον χειρισμόν τούτον ήτο θαλασσινός λίαν
+ατάραχος, παρέχων πάσαν εμπιστοσύνην εις τον πλοίαρχον Χουλ. Δεν ηδύναντο να
+φοβηθώσι παρ' αυτού μήτε δισταγμόν μήτε αλλοφροσύνην.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Προσοχή εις το πηδάλιον, Χόβικ, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ· θα
+προσπαθήσωμεν να προκαταλάβωμεν την φάλαιναν. Ας μη φανερωθώμεν ειμή
+όταν θα ευρεθώμεν εις θέσιν να την ακοντίσωμεν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εννόησα, κύριε, απεκρίθη ο Χόβικ, θα ακολουθήσω την περιστροφήν
+αυτών των ερυθρών υδάτων εις τρόπον ώστε να ευρισκώμεθα πάντοτε
+υπηνέμως.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Καλά! είπεν ο πλοίαρχος Χουλ. — Παιδιά, όσω το δυνατόν ολιγώτερον
+θόρυβον εις τα κουπιά. </p>
+
+<p>Αι κώπαι επιμελώς περιτετυλιγμέναι διά ψάθου, εκινούντο αθορύβως.<br />
+&nbsp;<br />
+Η λέμβος, επιδεξίως διευθυνομένη υπό του Χόβικ, έφθασεν εις την ευρείαν μάζαν
+των μαλακοδέρμων.</p>
+
+<p>Αι εις τα δεξιά κώπαι εβυθίζοντο έτι εις το πράσινον και διαυγές ύδωρ, ενώ αι
+εις τα αριστερά, ανεγείρουσαι το ερυθρωπόν ρευστόν, εφαίνοντο αποστάζουσαι
+σταγόνας αίματος.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Κρασί και νερό! είπε είς των ναυτών. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ αλλά νερό το οποίον δεν πίνεται και
+κρασί το οποίον δεν καταπίνεται! Εμπρός παιδιά, ας μη ομιλώμεν πλέον και ας
+προχωρώμεν. </p>
+
+<p>Η λέμβος, διευθυνομένη υπό του ναυκλήρου, ωλίσθαινεν αθορύβως εις την
+επιφάνειαν των ημιλιπαρών εκείνων υδάτων, ως εάν εκυμάτιζεν επί στρώματος
+ελαίου. </p>
+
+<p>Η φάλαινα δεν εκινείτο και δεν εφαίνειο έτι ότι παρετήρησε την λέμβον ήτις
+περιέγραφε κύκλον περί αυτήν. </p>
+
+<p>Ο πλοίαρχος Χουλ εκτελών την περιστροφήν εκείνην απεμακρύνετο αναγκαίως
+από του «Πίλγριμ», όπερ η απόστασις εσμίκρυνεν ολίγον κατ' ολίγον. </p>
+
+<p>Πάντοτε είναι παράδοξον πράγμα η ταχύτης μεθ' ης τα αντικείμενα
+σμικρύνονται εν τη θαλάσση. Φαίνονται ως εάν τα βλέπη τις διά του αντιθέτου
+μέρους του τηλεσκοπίου. </p>
+
+<p>Η οπτική αύτη απάτη προέρχεται προδήλως εκ του ότι σημεία συγκρίσεως δεν
+υπάρχουσιν εις τα εκτενή εκείνα διαστήματα. </p>
+
+<p>Ούτω συνέβη εις το «Πίλγριμ», όπερ εσμικρύνετο ταχέως και εφαίνετο πολύ
+μάλλον μεμακρυσμένον παρ' όσον ήτο αληθώς. </p>
+
+<p>Ημίσειαν ώραν μετά την αναχώρησίν των, ο πλοίαρχος Χουλ και οι μετ' αυτού
+ευρίσκοντο ακρικώς υπηνέμως της φαλαίνης, ούτως ώστε αύτη κατείχε μεσάζον
+μεταξύ του πλοίου και της λέμβου. </p>
+
+<p>Επέστη λοιπόν η στιγμή να πλησιάσωσι ποιούντες όσω το δυνατόν ολιγώτερον
+θόρυβον. Δεν ήτο δε αδύνατον να πλησιάσωσι το ζώον εκ του πλαγίου και να το
+ακοντίσωσιν εκ μικράς αποστάσεως πριν ή διεγερθή η προσοχή του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Κωπηλατείτε ολιγώτερον ταχέως, παιδιά, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ
+χαμηλή τη φωνή. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μοι φαίνεται, απεκρίθη ο Χόβικ, ότι η μαρίδα μας εμυρίσθη κάτι τι.
+Φυσά ολιγώτερον βιαίως παρ' όσον εφύσα προ ολίγου.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Σιωπή, σιωπή, επανέλαβεν ο πλοίαρχος Χουλ. </p>
+
+<p>Μετά πέντε λεπτά η φαλαινοθηρίς ευρίσκετο διακόσια μέτρα μακράν της
+φαλαίνης. </p>
+
+<p>Ο ναύκληρος, όρθιος εις την πρύμνην, προσεπάθησε να πλησιάση εις την
+αριστεράν πλευράν του μυστοφόρου, αλλ' αποφεύγων μετά μεγίστης προσοχής να
+διέλθη πλησίον της φοβεράς ουράς, της οποίας έν μόνον κτύπημα θα ήρκει να
+κατασυντρίψη την λέμβον. </p>
+
+<p>Εις την πρώραν, ο πλοίαρχος Χουλ με τους πόδας ολίγον διεστώτας, διά να
+διατηρή καλλίτερον την ισορροπίαν του εκράτει το όργανον διά του οποίου έμμελε
+να καταφέρη το πρώτον κτύπημα. </p>
+
+<p>Ηδύναντο να έχωσι πεποίθησιν εις την δεξιότητα αυτού, ότι το ακόντιον εκείνο
+θα εβυθίζετο εντός της πυκνής μάζης, ήτις εξείχε των υδάτων.<br />
+&nbsp;<br />
+Πλησίον του πλοιάρχου, εντός κάδου, ήτο εστοιβαγμένη η πρώτη των πέντε
+ορμιών, στερεώς προσδεδεμένη εις το ακόντιον και εις ην θα προσεδένοντο
+διαδοχικώς αι άλλαι τέσσαρες, εάν η φάλαινα εβυθίζετο εις μεγάλα βάθη.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Έτοιμοι, παιδιά; εψιθύρισεν ο πλοίαρχος Χουλ.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, απεκρίθη ο Χόβικ κρατών στερεώς την κώπην εις τας μεγάλας
+χείρας του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πλησίασον! πλησίασον!</p>
+
+<p>Ο ναύκληρος υπήκουσεν εις την διαταγήν, και η φαλαινοθηρίς επλησίασε το
+ζώον εις απόστασιν ολιγωτέραν των δέκα ποδών.<br />
+&nbsp;<br />
+Τούτο δεν μετεκινείτο πλέον και εφαίνετο κοιμώμενον. </p>
+
+<p>Αι φάλαιναι αι καταλαμβανόμεναι τοιουτοτρόπως ενώ κοιμώνται
+συλλαμβάνονται ευκολώτερον, και συμβαίνει πολλάκις το πρώτον καταφερόμενον
+κτύπημα να είναι θανατηφόρον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Η ακινησία αύτη είναι πολύ περίεργος! εσκέφθη ο πλοίαρχος Χουλ.
+</p>
+
+<p>Τοιαύτη ήτο και η σκέψις του ναυκλήρου, όστις προσεπάθει να ίδη την
+αντίθετον πλευράν του ζώου. </p>
+
+<p>Αλλά δεν ήτο στιγμή σκέψεως, ήτο στιγμή προσβολής. </p>
+
+<p>Ο πλοίαρχος Χουλ κρατών το ακόντιόν του εκ του μέσου του κορμού, το
+εταλάντευσε πολλάκις όπως ασφαλίση καλλίτερον την ακρίβειαν του κτυπήματος,
+ενώ εσκόπευε το πλευρόν της φαλαίνης. </p>
+
+<p>Είτα έρριψεν αυτό δι' όλης της δυνάμεως του βραχίονός του.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Οπίσω, οπίσω! έκραξεν αμέσως. </p>
+
+<p>Και οι ναύται κωπηλάτησαντες συγχρόνως, ωπισθοχώρησαν ταχέως όπως
+προφυλάξωσι την λέμβον από τα κτυπήματα της ουράς του κήτους. </p>
+
+<p>Αλλά, κατά την αυτήν στιγμήν, κραυγή του ναυκλήρου έδωκε να ενοήσωσι διατί
+η φάλαινα ήτο επί τοσούτον χρόνον και τοσούτον παραδόξως ακίνητος εις την
+επιφάνειαν της θαλάσσης. </p>
+
+<p>&nbsp;— Έν φαλαινίδιον! είπε. </p>
+
+<p>Τωόντι η φάλαινα, αφού εκτυπήθη διά του ακοντίου, σχεδόν εντελώς έκλινεν
+επί του πλευρού, αποκαλύψασα τοιουτοτρόπως έν φαλαινίδιον όπερ εγαλούχει.
+</p>
+
+<p>Η περίπτωσις αύτη, ην ο πλοίαρχος Χουλ εγίνωσκε καλώς, έμελλε να καταστήση
+την σύλληψιν της φαλαίνης πολύ δυσχερεστέραν. </p>
+
+<p>Προδήλως η μήτηρ έμελλε να υπερασπίση μετά μείζονος μανίας και εαυτήν και
+το «μικρόν» της, — εάν επιτρέπεται να μεταχειρισθώμεν το επίθετον τούτο διά
+ζώον μήκους είκοσι τουλάχιστον ποδών. </p>
+
+<p>Εν τούτοις, ως εφοβήθησαν, η φάλαινα δεν ώρμησεν αμέσως κατά της λέμβου
+και δεν ελήφθη ανάγκης όπως φύγωσι, να κόψωσι την ορμιάν ήτις συνέδεεν αυτήν
+μετά του ακοντίου. </p>
+
+<p>Εξ εναντίας, ως τούτο συμβαίνει πολλάκις, η φάλαινα, ακολουθουμένη υπό του
+φαλαινηδίου εβυθίσθη κατ' αρχάς μεν λοξοειδώς· είτα δε ανελθούσα διά άλματος
+ήρχισε να πλέη μετά καταπληκτικής ταχύτητος. </p>
+
+<p>Αλλά, πριν ή εκτελέση την πρώτην αυτής καταβύθισιν, ο πλοίαρχος Χουλ και ο
+ναύκληρος, όρθιοι αμφότεροι, έλαβον καιρόν να την ίδωσι, και κατ' ακολουθίαν να
+την εκτιμήσωσιν εις την αληθή αυτής αξίαν.<br />
+&nbsp;<br />
+Η φάλαινα εκείνη ήτο πράγματι πτεροφάλαινα μεγάλης εκτάσεως. </p>
+
+<p>Από της κεφαλής μέχρι της ουράς είχε μήκος τουλάχιστον ογδοήκοντα ποδών.
+Το δέρμα της χρώματος μελανοκιτρίνου, ήτο ωσεί εστιγμένον υπό κυλίδων
+χρώματος μελαμβαθούς. </p>
+
+<p>Η καταδίωξις, ή μάλλον η ρυμουλκία, είχεν αρχίσει. Η φαλαινοθηρίς, της
+οποίας αι κώπαι είχον ανυψωθή, έφευγεν ως βέλος κυλιομένη επί της επιφανείας
+των κυμάτων. </p>
+
+<p>Ο Χόβικ την συνεκράτει στιβαρώς, μεθ' όλας τας ταχείας αυτής και φοβεράς
+ταλαντεύσεις. </p>
+
+<p>Ο πλοίαρχος Χουλ με οφθαλμούς προσηλωμένους επί της λείας του, δεν
+έπαυεν την αιωνίαν του επωδόν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πρόσεχε καλά, Χόβικ, πρόσεχε καλά! </p>
+
+<p>Και ηδύναντο να είναι βέβαιοι ότι η προσοχή του ναυκλήρου δεν ήθελε
+παραμεληθή ουδ' επί στιγμήν. </p>
+
+<p>Εν τούτοις, επειδή η φαλαινοθηρίς δεν έφευγε τόσον ταχέως, όσον η φάλαινα,
+η ορμιά του ακοντίου εξετυλίσσετο μετά τοσαύτης ταχύτητος ώστε υπήρχε φόβος
+μήπως αναφλεχθή, προστριβομένη εις την επιγκενίδα. Τούτου ένεκα ο πλοίαρχος
+Χουλ εφρόντιζεν την διατηρή υγράν, πληρώσας ύδατος τον περιέχοντα αυτήν
+κάδον. Εν τούτοις η φάλαινα δεν εφαίνετο ότι έμελλε να σταματήση κατά την
+φυγήν της, μήτε ότι ήθελε την μετριάσει.<br />
+&nbsp;<br />
+Προσεδέθη λοιπόν και το δεύτερον σχοινίον εις την άκραν του πρώτου, δεν
+εβράδυνε δε να παρασυρθή και τούτο μετά της αυτής ταχύτητος.<br />
+&nbsp;<br />
+Μετά πέντε λεπτά, εδέησε να προσδέσωσι και το τρίτον σχοινίον, όπερ αμέσως
+εβυθίσθη εις τα ύδατα. </p>
+
+<p>Η φάλαινα δεν ίστατο πλέον. </p>
+
+<p>Προδήλως το ακόντιον δεν είχε εισδύσει εις ζωτικόν τι μέρος του σώματός
+της.<br />
+&nbsp;<br />
+Ηδύνατό τις μάλιστα να παρατηρήση, εκ της μεγαλειτέρας λοξότητος της ορμιάς,
+ότι το ζώον, αντί να ανέλθη πάλιν εις την επιφάνειαν, εβυθίζετο εις βαθύτερα
+στρώματα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Διάβολε! ανέκραξεν ο πλοίαρχος Χουλ, αλλ' αυτή η αχρεία θα μας
+φάγη και τα πέντε σχοινία μας!</p>
+
+<p>&nbsp;— Και θα μας παρασύρη εις μακρόν απόστασιν από του «Πίλγριμ»!
+απεκρίθη ο ναύκληρος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πρέπει εν τούτοις να επανέλθη διά να αναπνεύση επί της επιφανείας!
+είπεν ο πλοίαρχος Χουλ. Δεν είναι ιχθύς και έχει ανάγκην αέρος ως απλούς
+ιδιώτης.<br />
+&nbsp;<br />
+Θα εκράτησε την αναπνοήν της διά να τρέχη περισσότερον, είπε γελών είς των
+ναυτών. </p>
+
+<p>Τωόντι, το σχοινίον εξετυλίσσετο πάντοτε μετά της αυτής ταχύτητος. </p>
+
+<p>Εις το τρίτον σχοινίον εδέησε μετ' ολίγον να ενώσωσι και τέταρτον, τούτο δε
+δεν εγένετο χωρίς να ανησυχήση ολίγον τους ναύτας ως προς το μέλλον μερίδιον
+της λείας των. </p>
+
+<p>&nbsp;— Διάβολε! διάβολε! εψιθύριζεν ο πλοίαρχος Χουλ ποτέ δεν είδον
+τοιούτο τι! Κατηραμένη φάλαινα!</p>
+
+<p>Τέλος, το πέμπτον σχοινίον εδέησε να εξαχθή, και ήδη είχε κατά το ήμισυ
+εκτυλιχθή, ότι εφάνη χαλαρούμενον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Καλά! καλά! ανέκραξεν ο πλοίαρχος Χουλ. Το σχοινίον εκτείνεται
+ολιγώτερον. Η φάλαινα κουράζεται.</p>
+
+<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν το «Πίλγριμ» ευρίσκετο εις απόστασιν πέντε μιλίων
+υπηνέμως της λέμβου. </p>
+
+<p>Ο πλοίαρχος Χουλ υψώσας σημαίαν εις άκρον αρπάγης, εποίησε σημείον να
+πλησιάσωσι.<br />
+&nbsp;<br />
+Και σχεδόν αμέσως ηδυνήθη να ίδη ότι ο Δικ Σανδ, βοηθούμενος υπό του Τωμ και
+των συντρόφων του, ήρχισε να διευθετή τας κεραίας ούτως ώστε να στραφώσι τα
+ιστία καταλληλότερον προς τον άνεμον. </p>
+
+<p>Αλλ' η αύρα ήτο ασθενής και ουχί σταθερά. Πνόαι τινες μόνον ήρχοντο μικράς
+διαρκείας. </p>
+
+<p>Βεβαίως το «Πίλγριμ» θα εδυσκολεύετο να φθάση την φαλαινοθηρίδα, και εάν
+έτι υποθέσωμεν ότι ηδύνατο να την φθάση. </p>
+
+<p>Εν τούτοις, ως είχον προΐδει, η φάλαινα ανήλθε πάλιν να αναπνεύση επί της
+επιφανείας του ύδατος μετά του ακοντίου πάντοτε προσηλωμένου εις την πλευράν
+της.<br />
+&nbsp;<br />
+Τότε έμεινε σχεδόν ακίνητος, περιμένουσα ίσως το φαλαινίδιόν της όπερ θα
+απεμάκρυνεν απ' αυτής η μανιώδης εκείνη πορεία. </p>
+
+<p>Ο πλοίαρχος Χουλ διέταξε να επισπεύσωσι την κωπηλασίαν διά να την
+φθάσωσι και μετ' ολίγον ελαχίστη μόνον απόστασις τους εχώριζεν απ' αυτής. </p>
+
+<p>Δύο κώπαι ανυψώθησαν, και δύο ναύται, ως και ο πλοίαρχος ωπλίσθησαν διά
+μακρών λογχών, προωρισμένων όπως πλήξωσι το ζώον. </p>
+
+<p>Ο Χόβικ τότε εκυβέρνησεν επιδεξίως, και ήτο έτοιμος να εκτελέση επιτήδειον
+ελιγμόν, εν ή περιπτώσει η φάλαινα ήθελεν ορμήσει κατά της λέμβου.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Προσοχή! έκραξεν ο πλοίαρχος Χουλ. Μη προσβολάς ματαίας! Σκοπεύετε
+καλώς, παιδιά! Είμεθα έτοιμοι, Χόβικ;</p>
+
+<p>&nbsp;— Προσέχω, κύριε, απεκρίθη ο ναύκληρος, αλλ' έν πράγμα με ανησυχεί,
+ότι η φάλαινα, αφού έφυγε τόσον ταχέως, τώρα είναι πολύ ήσυχος.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Τωόντι, Χόβικ, τούτο με φαίνεται ύποπτον.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ας δυσπιστώμεν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, αλλ' ας προχωρήσωμεν. </p>
+
+<p>Ο πλοίαρχος Χουλ ηρεθίζετο επί μάλλον και μάλλον. </p>
+
+<p>Η λέμβος επλησίασε περισσότερον. Η φάλαινα δεν έπραττεν άλλο ειμή να
+στρέφεται επί της θέσεώς της.<br />
+&nbsp;<br />
+Το φαλαινίδιόν της δεν ήτο πλέον πλησίον της, και ίσως εζήτει να το επανεύρη.
+</p>
+
+<p>Αίφνης εποίησε κίνημά τι διά της ουράς, όπερ την απεμάκρυνε κατά τριάκοντα
+περίπου πόδας. </p>
+
+<p>Μήπως έμελλε να φύγη πάλιν και θα ηναγκάζοντο να επαναλάβωσι την
+ατελεύτητον εκείνην επί της επιφανείας των υδάτων καταδίωξιν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Προσοχή! έκραξεν ο πλοίαρχος Χουλ. Το ζώον θα ορμήση καθ' ημών!
+Κυβέρνα, Χόβικ, κυβέρνα!</p>
+
+<p>Τωόντι η φάλαινα είχε περιστραφή ούτως ώστε να παρουσιασθή κατά μέτωπον
+εις την φαλαινοθηρίδα. </p>
+
+<p>Είτα, πλήττουσα βιαίως την θάλασσαν διά των τεραστίων αυτής πτερυγίων,
+ώρμησεν εις τα εμπρός. </p>
+
+<p>Ο ναύκληρος, όστις περιέμενε την κατ' ευθείαν ταύτην προσβολήν έκαμε
+τοιαύτην στροφήν, ώστε η φάλαινα παρήλθε κατά μήκος της λέμβου, χωρίς όμως
+να την εγγίση.</p>
+
+<p>Ο πλοίαρχος Χουλ και οι δύο ναύται τη κατέφερον τρία ισχυρά κτυπήματα
+λόγχης κατά την διάβασιν προσπαθήσαντες να πλήξωσιν, ουσιώδες τι όργανον του
+σώματος.</p>
+
+<p>Η φάλαινα έστη και αναρρίπτουσα εις μέγα ύψος δύο στήλας ύδατος
+μεμιγμένας μεθ' αίματος, ώρμησεν εκ νέου κατά της λέμβου, αναπηδώσα ούτως
+ειπείν και φοβερά την θέαν. </p>
+
+<p>Έπρεπεν οι ναυτικοί εκείνοι να ήσαν αλιείς τολμηροί διά να μη παραζαλισθώσιν
+εις εκείνην την περίστασιν. </p>
+
+<p>Ο Χόβικ απέφυγεν αύθις την προσβολήν της φαλαίνης, στρέψας την λέμβον
+πλαγίως. </p>
+
+<p>Τρία νέα κτυπήματα, δοθέντα εγκαίρως εποίησαν τρεις νέας πληγάς εις το
+ζώον. Αλλά κατά την διάβασίν του έπληξε τοσούτω βιαίως το ύδωρ διά της
+φοβέρας ουράς του, ώστε κύμα πελώριον υψώθη, ως εάν η θάλασσα διερράγη
+αιφνιδίως. </p>
+
+<p>Η φαλαινοθηρίς ολίγον έλειψε να ανατραπή, το δε ύδωρ εισελθόν άνωθεν
+επλημμύρησεν αυτήν κατά το ήμισυ.</p>
+
+<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/72.jpg" width="382"
+height="500"
+alt="Η φαλαινοθηρίς ολίγον έλειψε να ανατραπή" border="2" /><br /></p>
+
+<p>&nbsp;— Τον κάδον, τον κάδον! έκραξεν ο πλοίαρχος Χουλ. </p>
+
+<p>Οι δύο ναύται, αφήσαντες τας κώπας, ήρχισαν να κενώσι ταχέως την
+φαλαινοθηρίδα, ενώ ο πλοίαρχος έκοπτε το σχοινίον, καταστάν τότε άχρηστον.
+</p>
+
+<p>Όχι! το ζώον γενόμενον μανιώδες εκ της οδύνης, δεν εσκέπτετο πλέον να φύγη.
+</p>
+
+<p>Εξηκολούθει να προσβάλλη, και η αγωνία του ηπείλει ότι έμελλε να αποβή
+τρομερά.<br />
+&nbsp;<br />
+Τρίτην φοράν επεστράφη «στήθος προς στήθος» και ώρμησεν εκ νέου κατά της
+λέμβου. </p>
+
+<p>Αλλ' η φαλαινοθηρίς, ημιπεπληρωμένη ύδατος δεν ηδύνατο να κινηθή πλέον
+μετά της αυτής ευκολίας. </p>
+
+<p>Υπό τας συνθήκας ταύτας, πώς να αποφύγη την προσβολήν ήτις ηπείλει αυτήν;
+Αφού δεν ήτο εις κατάστασιν να κυβερνηθή πλέον, κατά μείζονα λόγον δεν
+ηδύνατο να φύγη.<br />
+&nbsp;<br />
+Άλλως τε δε, όσον ταχέως και αν κατώρθου να φύγη η λέμβος εκείνη, η ταχεία
+φάλαινα θα την έφθανε πάντοτε με ολίγα άλματα. </p>
+
+<p>Τώρα λοιπόν δεν επρόκειτο πλέον να προσβάλλωσιν, αλλά να αμυνθώσιν.<br
+/>
+&nbsp;<br />
+Ο πλοίαρχος Χουλ δεν ηπατήθη.<br />
+&nbsp;<br />
+Η τρίτη επίθεσις του ζώου δεν υπήρξε δυνατόν να αποκρουσθή εντελώς.
+Διερχόμενον, επέψαυσε την φαλαινοθηρίδα διά του τεραστίου νωτιαίου πτερυγίου
+του, αλλά μετά τοσαύτης δυνάμεως, ώστε ο Χόβικ ανετράπη επί του εδωλίου
+του.<br />
+&nbsp;<br />
+Αι τρεις λόγχαι, δυστυχώς παρεκλίνασαι ως εκ της ταλαντεύσεως, απέτυχον του
+σκοπού την φοράν ταύτην. </p>
+
+<p>&nbsp;— Χόβικ, Χόβικ! έκραξεν ο πλοίαρχος Χουλ μόλις και ούτος δυνηθείς να
+συγκρατηθή εις την θέσιν του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Παρών! απήντησεν ο ναύκληρος εγερθείς. Αλλά παρετήρησε τότε ότι
+κατά την πτώσιν του η κώπη της ουράς είχε θραυσθή εν τω μέσω. </p>
+
+<p>&nbsp;— Άλλην κώπην! είπεν ο πλοίαρχος Χουλ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τετέλεσται, απεκρίθη ο Χόβικ. </p>
+
+<p>Την στιγμήν εκείνην, αναβρασμός τις εγένετο υπό τα ύδατα, εις απόστασιν
+ολίγων μόνον οργυιών από της λέμβου.<br />
+&nbsp;<br />
+Το φαλαινίδιον ανεφάνη. Η φάλαινα το είδε και ώρμησε προς αυτό.<br />
+&nbsp;<br />
+Η περίπτωσις αύτη προσέδιδεν εις τον αγώνα χαρακτήρα μάλλον τρομερόν. </p>
+
+<p>Η φάλαινα έμελλε να πολεμήση διά δύο. Ο πλοίαρχος Χουλ παρετήρησε προς
+το μέρος του «Πίλγριμ». </p>
+
+<p>Η χειρ του εκίνησε φρενητιωδώς την αρπάγην ήτις έφερεν την σημαίαν. </p>
+
+<p>Αλλά τι άλλο ηδύνατο να πράξη ο Δικ Σανδ ειμή ό,τι έπραξεν ήδη κατά το
+πρώτον σημείον του πλοιάρχου; Τα ιστία του «Πίλγριμ» ήσαν διευθετημένα καλώς
+και ο άνεμος ήρχισε να τα κολπώνη. Δυστυχώς ο μυοπάρων δεν είχεν έλικα της
+οποίας να αυξήσωσι την δύναμιν όπως πλέωσι ταχύτερον.<br />
+&nbsp;<br />
+Εάν έρριπτε μίαν λέμβον εις την θάλασσαν και έσπευδε προς βοήθειαν του
+πλοιάρχου, τη βοηθεία των μαύρων, θα ήτο τούτο σημαντική απώλεια χρόνου, και
+άλλως τε ο δόκιμος είχε διαταγήν να μη εγκαταλίπη το πλοίον ό,τι δήποτε και αν
+ήθελε συμβή. Εν τούτοις κατεβίβασεν εκ των ικριωμάτων το οπίσθιον εφόλκιον
+όπερ ερρυμούλκησεν, όπως ο πλοίαρχος και οι μετ' αυτού δυνηθώσι να
+καταφύγωσιν εν αυτώ, εάν ήτο ανάγκη. </p>
+
+<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν η φάλαινα, καλύπτουσα το φαλαινίδιον διά του
+σώματός της, επανέλαβε την επίθεσιν. Την φοράν δε ταύτην εστράφη ούτως ώστε
+να επιτύχη κατ' ευθείαν την λέμβον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Προσοχή, Χόβικ! έκραξε τελευταίαν φοράν ο πλοίαρχος Χουλ. </p>
+
+<p>Αλλ' ο ναύκληρος ήτο ούτως ειπείν αφωπλισμένος. Αντί μοχλού του οποίου το
+μήκος απετέλει την δύναμιν δεν εκράτει πλέον εις την χείρα ειμή κώπην σχετικώς
+βραχείαν. </p>
+
+<p>Προσπάθησε να στρέψη την λέμβον πλαγίως. Ήτο αδύνατον. </p>
+
+<p>Οι ναύται εννόησαν ότι απώλοντο. Όλοι ηγέρθησαν, εκβάλοντες κραυγήν
+τρομεράν, ήτις ίσως ηκούσθη από του «Πίλγριμ».<br />
+&nbsp;<br />
+Δεινόν κτύπημα της ουράς του τέρατος έπληξε την φαλαινοθηρίδα κάτωθεν. </p>
+
+<p>Η λέμβος, ριφθείσα εις τον αέρα μετ' ακαταμαχήτου ορμής, επανέπεσε
+τεθραυσμένη εις τρία τεμάχια εν τω μέσω των κυμάτων μανιωδώς
+αλληλοσυγκρουομένων εκ των αλμάτων της φαλαίνης. </p>
+
+<p>Οι δυστυχείς ναύται, ει και βαρέως πληγωμένοι, θα είχον ίσως την δύναμιν να
+κρατηθώσιν εισέτι είτε κολυμβώντες, είτε προσκολλώμενοι επί τινος ξύλου
+επεπλέοντος. </p>
+
+<p>Τούτο μάλιστα έπραξεν ο πλοίαρχος Χουλ τον οποίον είδον προς στιγμήν
+αναβιβάζοντα επί τινος ναυαγίου τον ναύκληρον. </p>
+
+<p>Αλλ' η φάλαινα, εις το ύψιστον σημείον της μανίας, επεστράφη, εκήδευσεν,
+ίσως εν τοις τελευταίοι άλμασι τρομεράς αγωνίας και διά της ουράς της έπληξε
+φοβερά τα τεταραγμένα ύδατα, εν οις οι δυστυχείς εκείνοι εκολύμβων εισέτι!</p>
+
+<p>Επί τινας στιγμάς, δεν εφάνη πλέον άλλο ειμή σίφων ρευστός
+διασκορπιζόμενος εις ρανίδας πανταχόθεν. </p>
+
+<p>Μετά έν τέταρτον, ο Δικ Σανδ όστις ακολουθούμενος υπό των μαύρων,
+ώρμησεν εις το εφόλκιον και έφθασεν εις το θέατρον της καταστροφής, παν
+έμψυχον ον είχεν εξαφανισθή.<br />
+&nbsp;<br />
+Δεν έμενον πλέον ειμή λείψανά τινα της φαλαινοθηρίδος εις την επιφάνειαν των
+αιματοβαφών υδάτων . . </p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'. </h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>Ο ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ ΣΑΝΔ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Η πρώτη εντύπωσις ην ησθάνθησαν οι επιβάται του «Πίλγριμ» προ της φοβεράς
+εκείνης καταστροφής υπήρξε μίγμα οίκτου και φρίκης. </p>
+
+<p>Δεν εσκέπτοντο άλλο ειμή τον τρομερόν εκείνον θάνατον του πλοιάρχου Χουλ
+και των πέντε ναυτών του πλοίου. </p>
+
+<p>Η φρικώδης εκείνη σκηνή εξετυλίχθη σχεδόν υπό τους οφθαλμούς των χωρίς να
+δυνηθώσι να πράξωσι τίποτε προς σωτηρίαν των. </p>
+
+<p>Ούτε ηδυνήθησαν τουλάχιστον να φθάσωσιν εγκαίρως όπως περισυλλέξωσι το
+πλήρωμα της λέμβου, τους δυστυχείς συντρόφους των, τραυματίας μεν, αλλά
+ζώντας εισέτι, και να αντιτάξωσι το σκάφος του «Πίλγριμ» εις τα φοβερά
+κτυπήματα της φαλαίνης! Ο πλοίαρχος Χουλ και οι άνδρες του απώλοντο διά
+παντός. </p>
+
+<p>Ότε ο μυοπάρων έφθασεν εις το μέρος του δυστυχήματος, η κυρία Βέλδων
+εγονυπέτησε και ύψωσε τας χείρας προς τον ουρανόν.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ας προσευχηθώμεν! είπεν η ευσεβής γυνή. </p>
+
+<p>Μετ' αυτής συνηνώθη ο μικρός της Ζακ, όστις εγονυπέτησε πλησίον της μητρός
+του. Το πτωχόν παιδίον εννόησε τα πάντα. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ, η Ναν, ο Τωμ, και οι άλλοι μαύροι εστάθησαν όρθιοι, με την
+κεφαλήν κεκλιμένην. </p>
+
+<p>Όλοι επανέλαβαν την δέησιν ην η κυρία Βέλδων απηύθυνε προς τον Θεόν
+συνιστώσα εις την άπειρον αυτού αγαθότητα εκείνους οίτινες έμελλον να
+εμφανισθώσιν ενώπιον αυτού. </p>
+
+<p>Είτα η κυρία Βέλδων, στραφείσα προς τους μετ' αυτής. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και τώρα, φίλοι μου, είπεν, ας ζητήσωμεν παρά του Θεού δύναμιν και
+θάρρος δι' ημάς αυτούς.</p>
+
+<p>Ναι, ώφειλον να επικαλεσθώσι την βοήθειαν Εκείνου όστις δύναται τα πάντα,
+καθότι η θέσις αυτών ήτο σοβαρωτάτη. </p>
+
+<p>Το φέρον αυτούς πλοίον δεν είχε πλέον πλοίαρχον όπως το διοικήση, δεν είχε
+πλέον πλήρωμα όπως εκτελέση τους χειρισμούς. Ευρίσκετο εν τω μέσω του
+απεράντου εκείνου Ειρηνικού Ωκεανού, εκατοστύας μιλίων μακράν πάσης ξηράς,
+εις την διάκρισιν των ανέμων και των κυμάτων. </p>
+
+<p>Ποία τύχη ολεθρία ωδήγησε λοιπόν την φάλαιναν εκείνην επί της οδού του
+«Πίλγριμ»; Ποία τύχη ολεθριωτέρα έτι ώθησε τον πλοίαρχον Χουλ τοσούτω
+συνετόν συνήθως, να ριψοκινδυνεύση τα πάντα όπως συμπληρώση το φορτίον
+του;</p>
+
+<p>Καταστροφή τοιαύτη, καθ' ήν ουδείς των ναυτών ηδυνήθη να διασωθή, είναι εκ
+των σπανιωτάτων εις τα χρονικά της μεγάλης αλιείας. </p>
+
+<p>Ναι! ήτο ολεθρία τύχη!</p>
+
+<p>Τωόντι, ουδέ είς πλέον ναύτης υπήρχεν εις το κατάστρωμα του «Πίλγριμ». </p>
+
+<p>Ναι! Ήτο είς μόνος, ο Δικ Σανδ, αλλ' ούτος ήτο απλούς δόκιμος, νεανίας
+δεκαπενταετής. </p>
+
+<p>Πλοίαρχος, ναύκληρος, ναύται, πάντα ταύτα δυνάμεθα ειπείν συνωψίζοντο
+τώρα εν αυτώ.<br />
+&nbsp;<br />
+Εντός του πλοίου ευρίσκετο μία επιβάτις, μία μήτηρ και το τέκνον αυτής, των
+οποίων η παρουσία θα εδυσχέραινε περισσότερον την θέσιν. </p>
+
+<p>Είτα, υπήρχον ωσαύτως μαύροι τίνες, αγαθοί άνδρες, γενναίοι και πρόθυμοι
+βεβαίως, έτοιμοι να υπακούσωσιν εις εκείνον όστις ήθελεν είσθαι εις κατάστασιν
+να τους διοικήση, αλλά στερούμενοι και των ελαχίστων γνώσεων του ναυτικού
+επαγγέλματος. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ ίστατο ακίνητος, με βραχίονας εσταυρωμένους, παρατηρών την
+θέσιν ένθα κατεπόθη ο πλοίαρχος Χουλ, ο προστάτης του, προς τον οποίον
+ησθάνετο υικήν στοργήν. </p>
+
+<p>Είτα, οι οφθαλμοί του διέτρεχον τον ορίζοντα, ζητούντες να ανακαλύψωσι
+πλοίον τι παρ' ου να εζήτει βοήθειαν και συνδρομήν, εις ο τουλάχιστον να ηδύνατο
+να εμπιστευθή την κυρίαν Βέλδων.<br />
+&nbsp;<br />
+Αλλά δεν θα εγκατελίμπανε το «Πίλγριμ», όχι βεβαίως, χωρίς να πειραθή τα πάντα
+όπως το επαναφέρη εις τον λιμένα.<br />
+&nbsp;<br />
+Αλλ' η κυρία Βέλδων και το μικρόν αυτής τέκνον θα ήσαν εν ασφαλεία και δεν θα
+εφοβείτο πλέον διά τα δύο εκείνα όντα, εις α ήτο αφωσιωμένος ψυχή τε και
+σώματι. </p>
+
+<p>Ο Ωκεανός ήτο έρημος. Από της εξαφανίσεως της φαλαίνης ουδέν φαινόμενον
+επήλθε να διαταράξη την επιφάνειαν της θαλάσσης. </p>
+
+<p>Τα πάντα περί το «Πίλγριμ» ήσαν ουρανός και ύδωρ. Ο νεαρός δόκιμος
+κάλλιστα εγίνωσκεν ότι ευρίσκετο έξω των δρόμων ους ηκολούθουν τα εμπορικά
+πλοία, και ότι οι άλλοι φαλαινοθήραι έπλεον εισέτι μακράν εις τα μέρη της αλιείας.
+</p>
+
+<p>Εν τούτοις έπρεπε να αντιμετωπίση την κατάστασιν και να ίδη τα πράγματα
+τοιαύτα οία ήσαν. Τούτο έπραξεν ο Δικ Σανδ, ζητήσας παρά του Θεού εκ βάθους
+καρδίας, βοήθειαν και συνδρομήν. Ποίαν απόφασιν έμελλε να λάβη;</p>
+
+<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Νεγορός εφάνη επί του καταστρώματος, όπερ είχεν
+εγκαταλείψει μετά την καταστροφήν. Αδύνατον να είπη τις τι ησθάνθη προ του
+ανεπανορθώτου εκείνου δυστυχήματος ον τοσούτον αινιγματώδες· Είδε την
+καταστροφήν χωρίς να ποιήση ουδέν κίνημα, χωρίς να λύση την σιωπήν. Οι
+οφθαλμοί του απλήστως αντελήφθησαν όλας τας λεπτομερείας.<br />
+&nbsp;<br />
+Αλλ' εάν κατά την στιγμήν εκείνην εσκέπτετό τις να τον παρατηρήση, θα
+εξεπλήττετο τουλάχιστον πώς μήτε ο ελάχιστος μυς δεν εκινείτο επί του απαθούς
+προσώπου του. </p>
+
+<p>Όπως δήποτε, ως εάν μη ήκουσε, δεν απήντησεν εις την ευσεβή πρόσκλησιν
+της κυρίας Βέλδων, προσευχομένης υπέρ του καταβυθισθέντος πληρώματος. </p>
+
+<p>Ο Νεγορός επροχώρει προς την πρώραν, εκεί ακριβώς ένθα ο Δικ Σανδ ίστατο
+ακίνητος, και έστη τρία βήματα μακράν του δοκίμου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θέλετε να μοι ομιλήσετε; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Θέλω να ομιλήσω προς τον πλοίαρχον Χουλ απεκρίθη ψυχρώς ο
+Νεγορός, και εν ελλείψει αυτού εις τον ναύκληρον Χόβικ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ηξεύρετε καλώς ότι και οι δύο επνίγησαν! ανέκραξεν ο δόκιμος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ποίος λοιπόν διοικεί το πλοίον τώρα; ηρώτησεν αυθαδώς ο Νεγορός.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Εγώ, απήντησεν άνευ δισταγμού ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Υμείς; είπεν ο Νεγορός υψών τους ώμους. Πλοίαρχος
+δεκαπενταετής!</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεκαπενταετής πλοίαρχος! απεκρίθη ο δόκιμος, προχωρών προς τον
+μάγειρον. </p>
+
+<p>Ούτως οπισθοχώρησε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μη το λησμονήτε! είπε τότε η κυρία Βέλδων. Εδώ είς μόνον
+πλοίαρχος είναι . . . ο πλοίαρχος Σανδ, και καλόν είναι να μάθη έκαστος ότι πρέπει
+να τον υπακούη.</p>
+
+<p>Ο Νεγορός προσεκλίνατο, ψιθυρίζων ειρωνικώς λόγους τινάς ους ηδυνήθησαν
+να ακούσωσι, και επέστρεψεν εις την θέσιν του. </p>
+
+<p>Ως βλέπομεν ο Δικ απεφάσισεν.<br />
+&nbsp;<br />
+Εν τούτοις ο μυοδρόμων, υπό την ώθησιν της αύρας ήτις ήρχισε να ενδυναμούται,
+είχεν ήδη παρέλθει την ευρείαν έκτασιν των μαλακοστράκων. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ εξήτασε την κατάστασιν των ιστίων. Είτα οι οφθαλμοί του
+εταπεινώθησαν επί του καταστρώματος. Συνησθάνθη τότε την φοβεράν ευθύνην
+ην ανελάμβανε περί του μέλλοντος και ότι έπρεπε να έχη την δύναμιν να την
+αποδεχθή.</p>
+
+<p>Ετόλμησε να ίδη τους επιζώντας του «Πίλγριμ», των οποίων οι οφθαλμοί ήσαν
+τώρα προσηλωμένοι επ' αυτού.<br />
+&nbsp;<br />
+Εννοήσας δε εκ των βλεμμάτων αυτών ότι ηδύνατο να έχη πεποίθησιν εις αυτούς,
+τοις είπεν εν ολίγοις ότι και αυτοί ηδύναντο να έχωσι πεποίθησιν εις αυτόν. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ εξήτασε μετά πάσης ειλικρίνειας την συνείδησίν του, εάν ήτο ικανός
+να μεταβάλλη ή να στερεώνη τα ιστία του μυοπάρωνος κατά τας περιστάσεις,
+μεταχειριζόμενος τους βραχίονας του Τωμ και των συντρόφων του, προδήλως
+όμως δεν εκέκτητο έτι τας αναγκαίας γνώσεις να ορίση την θέσιν του διά των
+υπολογισμών.<br />
+&nbsp;<br />
+Μετά τέσσαρα ή πέντε έτη, ο Δικ Σανδ θα εγίνωσκε κατά βάθος το ωραίον τούτο
+και δύσκολον ναυτικόν επάγγελμα! Θα εγίνωσκε να μεταχειρίζεται το εκτόκυκλον,
+το όργανον εκείνο όπερ εχειρίζετο καθ' ημέραν ο πλοίαρχος Χουλ και διά του
+οποίου μετρείται το ύψος των αστέρων! Θα ανεγίνωσκεν επί του χρονομέτρου την
+ώραν του μεσημβρινού του Γρήνουιχ και θα αφήσει απ' αυτής το μήκος διά της
+ωριαίας γωνίας. Ο ήλιος θα εγίνετο ο καθημερινός σύμβουλός του. </p>
+
+<p>Η σελήνη και οι πλανήται θα το έλεγον:</p>
+
+<p>«Εδώ, επί του σημείου τούτου του Ωκεανού, ευρίσκεται το πλοίον σου». </p>
+
+<p>Το στερέωμα εκείνο επί του οποίου τα άστρα κινούνται ως δείκται τελείου
+ωρολογίου, όπερ ουδείς κλονισμός δύναται να διαταράξη και του οποίου η
+ακρίβεια είναι απόλυτος, το στερέωμα εκείνο θα τω εδείκνυε τας ώρας και τας
+αποστάσεις.<br />
+&nbsp;<br />
+Διά των αστρονομικών παρατηρήσεων, θα ανεγνώριζεν, ως ανεγνώριζε καθ'
+ημέραν ο πλοίαρχός του, το μέρος εις ο ευρίσκετο το «Πίλγριμ» χωρίς να λανθασθή
+ούτε έν μίλιον, και την οδόν ην διήνυσεν ως και εκείνην ην έμελλε να διανύση. </p>
+
+<p>Και τώρα διά της εκτιμήσεως, ήτοι διά της οδού της μετρηθείσης διά του
+δρομομέτρου, της ορισθείσης διά του διαβήτου και διορθωθείσης διά της
+παρεκλίσεως, έμελλεν αποκλειστικώς να ζητή την οδόν ην έπρεπε να
+ακολουθήση.<br />
+&nbsp;<br />
+Εν τούτοις δεν εδίστασεν. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων εννόησε παν ό,τι συνέβαινεν εν τη αποφασιστική καρδία του
+νεαρού δοκίμου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ευχαριστώ, Δικ, τω είπε μετά φωνής σταθεράς. Ο πλοίαρχος Χουλ δεν
+υπάρχει πλέον. Όλον το πλήρωμα απωλέσθη, μετ' αυτού. Η τύχη του πλοίου είναι
+εις χείρας σου. Δικ θα σώσης το πλοίον και τους εν αυτώ.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, ναι! θα προσπαθήσω, με
+την βοήθειαν του Θεού. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο Τωμ και οι σύντροφοί του είναι αγαθοί άνδρες επί των οποίων
+δύνασαι να βασισθής εντελώς. </p>
+
+<p>&nbsp;— Το ηξεύρω, θα τους κάμω ναυτικούς, και θα εκτελώμεν ομού τας
+εργασίας. Εάν έχωμεν ωραίον καιρόν, το πράγμα θα είναι εύκολον. Εάν έχωμεν
+καλόν . . . καλά, εάν έχωμεν κακόν θα παλαίσωμεν και πάλιν· θα σας σώσωμεν,
+κυρία Βέλδων, υμάς και τον μικρόν σας Ζακ, όλους! Ναι, αισθάνομαι ότι θα το
+πράξω. Και επανέλαβε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Με την βοήθειαν του Θεού!</p>
+
+<p>&nbsp;— Τώρα, Δικ, ημπορείς να γνωρίσης πού ευρίσκεται το «Πίλγριμ»;
+ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ευκόλως απεκρίθη ο δόκιμος. Δεν έχω να πράξω άλλο ειμή να
+συμβουλευθώ τον χάρτην του πλοίου, επί του οποίου το σημείον εστάθη χθες υπό
+του πλοιάρχου Χουλ.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Και θα δυνυθής να θέσης το πλοίον εις καλήν διεύθυνσιν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι θα δυνηθώ να θέσω την πρώραν προς ανατολάς, εις το μέρος
+περίπου της αμερικανικής παραλίας όπου πρέπει να προσεγγίσωμεν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά, Δικ, επανέλαβε η κυρία Βέλδων, εννοείς κάλιστα, ότι η
+καταστροφή αύτη δύναται και μάλιστα πρέπει να τροποποιήση τα πρώτα ημών
+σχέδια. Δεν πρόκειται πλέον να οδηγήσης το «Πίλγριμ» εις Βαλπαραΐζον. Ο
+πλησιέστερος λιμήν της παραλίας είναι τώρα ο λιμήν του προορισμού του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Βεβαίως, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο δόκιμος. Ώστε μη φοβήσθε. Δεν
+θα βραδύνωμεν να φθάσωμεν εις την αμερικανικήν παραλίαν ήτις εκτείνεται
+βαθέως προς νότον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πού κείται; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Εκεί, προς εκείνην την διεύθυνσιν, απήντησεν ο Δικ Σανδ δεικνύων διά
+του δακτύλου την ανατολήν την οποίαν προσδιώρισε τη βοηθεία της πυξίδος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν, Δικ, είτε εις το Βαλπαραΐζον φθάσωμεν είτε αλλαχού
+αδιάφορον. Εκείνο το οποίον θέλομεν, είναι να φθάσωμεν εις την ξηράν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και θα το πράξωμεν, κυρία Βέλδων, και θα σας αποβιβάσω εις μέρος
+ασφαλές, απεκρίθη ο νεαρός δόκιμος μετά φωνής σταθεράς. Άλλως τε,
+πλησιάζοντες την ξηράν ελπίζω ότι θα συναντήσωμεν πλοία τινα εξ εκείνων άτινα
+εκτελούσι την ακτοπλοΐαν. Α κυρία Βέλδων, ο άνεμος ήρχισε να πνέη νοτιοδυτικώς.
+Είθε να εξακολουθήση ούτω διότι θα προχωρήσωμεν, θα προχωρήσωμεν πολύ. Θα
+ουριοδρομώμεν και τα ιστία ημών θα κολπώνται όλα, από του επιδρόμου
+[μπούμπα) μέχρι του προθόου [κόντρα φλόκου).<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ ωμίλησε μετά πεποιθήσεως ναυτικού, όστις αισθάνεται καλόν πλοίον
+υπό τους πόδας του, πλοίον του οποίου είναι κύριος καθ' όλας τας κινήσεις. </p>
+
+<p>Έμελλε δε να αναλάβη τον οίακα και να καλέση τους συντρόφους του όπως
+διευθετήσωσι καταλλήλως τα ιστία, ότε η κυρία Βέλδων τω ανέμνησεν ότι προ
+παντός άλλου ώφειλε να γνωρίση την θέσιν του «Πίλγριμ». </p>
+
+<p>Τωόντι τούτο ήτο το πρώτον όπερ ώφειλον να πράξωσιν. Ο Δικ Σανδ μετέβη εις
+τον θάλαμον του πλοιάρτου διά να λάβη τον χάρτην όπου κατά την προτεραίαν
+είχε σημειωθή η θέσις. Ηδυνήθη τότε να δείξη εις την κυρίαν Βέλδων ότι ο
+μυοπάρων ήτο υπό 43° 35'πλάτους και 164° 13' μήκους, καθότι ούτως ειπείν από
+είκοσι και τεσσάρων ωρών δεν επροχώρησεν. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων έκλινεν επί του χάρτου εκείνου και παρετήρει τον μέλανα
+χρωματισμόν όστις παρίστα την ξηράν εις το δεξιόν μέρος του ευρέος εκείνου
+Ωκεανού. Ήτο η παραλία της νοτίας Αμερικής απέραντον έμφραγμα ερριγμένον
+μεταξύ του Ειρηνικού και του Ατλαντικού, από του ακρωτηρίου Χορν μέχρι των
+παραλίων της Κολομβίας. </p>
+
+<p>Θεωρούντες ούτω τον χάρτην τούτον όστις εξετυλίσσετο τότε προ των
+οφθαλμών των και όστις περιελάμβανεν ολόκληρον ωκεανόν, ηδύνατο να
+πιστεύσωσιν, ότι θα ήτο εύκολον να καταγάγωσιν εις την πατρίδα των τους
+επιβάτας του «Πίλγριμ». Αλλά τούτο είναι οφθαλμαπάτη, ήτις συμβαίνει πάντοτε
+εις εκείνους οίτινες δεν είναι εξοικειωμένοι με τας κλίμακας υπό τας οποίας
+παριστώνται οι θαλάσσιοι χάρται. Και πράγματι, εφαίνετο εις την κυρίαν Βέλδων,
+ότι η ξηρά θα ήτο ορατή ως ήτο και επί του τεμαχίου εκείνου του χάρτου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και εν τούτοις, εν τω μέσω της λευκής εκείνης σελίδος, το Πίλγριμ,
+σημειούμενον υπό την ακριβή κλίμακα, θα ήτο μικρότερον και μικροσκοπικώτερον
+των εγχυματικών ζωυφίων. Το μαθηματικόν εκείνο σημείον, άνευ εκτιμητέων
+διαστάσεων, θα ήτο αδιόρατον, ως και ήτο πράγματι εν τω μέσω του απεράντου
+Ειρηνικού. </p>
+
+<p>Αλλ' ο Δικ Σανδ δεν ησθάνθη την αυτήν εντύπωσιν ην και η κυρία Βέλδων.
+Ήξευρε πόσον η ξηρά ήτο μεμακρυσμένη, και ότι πολλαί εκατοντάδες μιλίων δεν
+θα ήρκουν προς καταμέτρησιν της αποστάσεως. </p>
+
+<p>Αλλ' είχε σχηματίσει την απόφασίν του, είχε γίνει ανήρ υπό την ευθύνην, ήτις
+επιβάλλετο αυτώ.</p>
+
+<p>Η στιγμή της δράσεως επέστη. Έπρεπε να επωφεληθώσιν, εκ της βορειοδυτικής
+εκείνης αύρας ήτις ήρχισε να πνέη. Ο εναντίος άνεμος είχεν υποχωρήσει εις τον
+ούριον, και νέφη τινά διεσπαρμένα εις το Ζενίθ, εδείκνυον ότι έμελλε να διαρκέση
+τουλάχιστον επί τινα καιρόν. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ εκάλεσε τον Τωμ και τους συντρόφους του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Φίλοι μου, τοις είπε, το πλοίον ημών δεν έχει πλέον άλλο πλήρωμα
+από υμάς. Δεν ειμπορώ να διοικήσω χωρίς την βοήθειάν σας. Δεν είσθε ναυτικοί,
+αλλ' έχετε καλούς βραχίονας. Προσφέρετε λοιπόν αυτούς εις την υπηρεσίαν του
+«Πίλγριμ», και θα δυνηθώμεν να το διευθύνωμεν. Πρόκειται περί της σωτηρίας
+όλων ημών να γίνονται καλώς τα πάντα εν τω πλοίω. </p>
+
+<p>&nbsp;— Κύριε Δικ, απεκρίθη ο Θωμάς, οι σύντροφοί μου και εγώ, είμεθα
+ναύται σας. Δεν θα μας λείψη η καλή θέλησις. Ό,τι δύνανται να πράξωσιν άνδρες
+διοικούμενοι παρ' υμών, θα το πράξωμεν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, καλώς ωμίλησες, γέρων Τωμ, είπεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, καλώς ωμίλησεν, επανέλαβεν ο Δικ Σανδ, αλλά πρέπει να ήμεθα
+φρόνιμοι και να μη βιαζώμεθα εις την κίνησιν των ιστίων διά να μη
+ριψοκινδυνεύσωμεν. Ολιγωτέρα ταχύτης, αλλά περισσοτέρα ασφάλεια, ιδού τι μας
+επιβάλουσιν αι περιστάσεις. Θα σας είπω, φίλοι μου, τι εργασίαν έχει να πράξη
+έκαστος. Εγώ θα μένω εις το πηδάλιον, εφ' όσον ο κόπος δεν με αναγκάση να το
+αφήσω. Από καιρού εις καιρόν, ολίγαι ώραι ύπνου θα αρκέσωσι διά να με
+αναζωογονήσωσιν. Αλλά, κατ' αυτάς τας ολίγας ώρας, πρέπει είς εξ υμών να με
+αντικαθιστά. Τωμ, θα σας οδηγήσω, πώς ημπορεί τις να κυβερνήση διά της
+πυξίδος. Δεν είναι δύσκολον, και με ολίγην προσοχήν θα μάθετε γρήγορα, πώς να
+κρατήτε το πλοίον εις καλήν διεύθυνσιν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όταν θελήσετε, κύριε Δικ απεκρίθη ο γέρων μαύρος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν, επανέλαβεν ο δόκιμος, μείνετε πλησίον μου, εις το πηδάλιον,
+μέχρι του τέλους της ημέρας, και εάν με καταβάλη ο κόπος, θα δύνασθε πλέον να
+με αντικαταστήσετε επί τινας ώρας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και εγώ, είπεν ο μικρός Ζακ, δεν θα δυνηθώ να βοηθήσω ολίγον τον
+φίλον μου Δικ;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, αγαπητόν μου τέκνον, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, θλίβουσα τον
+Ζακ εις τας αγκάλας της· θα σε διδάξωσι να κυβερνάς και είμαι βεβαία ότι εφ' όσον
+θα μένης εις το πηδάλιον, θα έχωμεν καλόν άνεμον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Βεβαιότατα! βεβαιότατα! μήτερ μου, σοι το υπόσχομαι! είπε το
+μικρόν παιδίον κροτούν τας χείρας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, είπεν ο νεαρός δόκιμος μειδιών, οι καλοί ναυτόπαιδες
+ηξεύρουσι να διατηρώσι τον καλόν άνεμον. Αυτό το γνωρίζουσι πολύ καλά οι
+παλαιοί ναυτικοί. </p>
+
+<p>Είτα δε αποτεινόμενος προς τον Τωμ και τους άλλους μαύρους: </p>
+
+<p>&nbsp;— Φίλοι μου, τοις είπε, θα ευθετήσωμεν κατ' επίφορον [δίδω στα
+γεμάτα). Δεν έχετε ειμή να πράξετε, ό,τι θα σας είπω. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εις τας διαταγάς σας, απεκρίθη ο Τωμ, εις τας διαταγάς σας, πλοίαρχε
+Σανδ. </p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι'. </h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΑΙ ΤΕΣΣΑΡΕΣ ΑΚΟΛΟΥΘΟΙ
+ΗΜΕΡΑΙ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Ήτο λοιπόν ο Δικ Σανδ πλοίαρχος του «Πίλγριμ», και χωρίς ν' απολέση ουδέ
+στιγμήν, έλαβε τα αναγκαία μέτρα, ίνα αναπετάση όλα τα ιστία του πλοίου. </p>
+
+<p>Εννοείται ότι οι επιβάται μίαν μόνην ηδύνατο να έχωσιν ελπίδα· να φθάσωσιν
+εις οιονδήποτε λιμένα της αμερικανικής παραλίας, έστω, και όχι εις Βαλπαραΐζον.
+Ό,τι ο Δικ Σανδ εσκόπευε να πράξη, ήτο να γνωρίση την διεύθυνσιν και την
+ταχύτητα του «Πίλγριμ», όπως τηρήση μέσον τινά όρον. </p>
+
+<p>Προς τούτο ήρκει να σημειοί επί του χάρτου την διανυθείσαν οδόν, ως είπομεν,
+διά του δρομομέτρου και της πυξίδος. </p>
+
+<p>Υπήρχε δε εν τω πλοίω ακριβές δρομόμετρον μετά πλακός και έλικος, όπερ
+εδείκνυε την ταχύτητα δι' ωρισμένον χρόνον. </p>
+
+<p>Το χρήσιμον και ευμεταχείριστον τούτο όργανον ηδύνατο να παράσχη μεγίστας
+υπηρεσίας, και οι μαύροι έμαθον άριστα να το μεταχειρίζωνται. </p>
+
+<p>Μία μόνη αιτία πλάνης ηδύνατο να επέλθη, — τα ρεύματα· Προς
+καταπολέμησιν αυτής, ο υπολογισμός εκείνος θα ήτο ανεπαρκής, μόναι δε αι
+αστρονομικαί παρατηρήσεις θα ηδύναντο να δώσωσιν ακριβή υπολογισμόν. </p>
+
+<p>Αλλ' ο νεαρός δόκιμος ήτο έτι ανίκανος να ποιήση αυτάς. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ εσκέφθη προς στιγμήν να επαναφέρη το «Πίλγριμ» εις την Νέαν
+Ζηλανδίαν. </p>
+
+<p>Ο διάπλους θα ήτο συντομώτερος, και βεβαίως θα έπραττε τούτο, εάν άνεμος,
+όστις μέχρι της ώρας εκείνης ήτο ενάντιος, δεν μετεβάλλετο εις ευνοϊκόν. Ήτο
+λοιπόν προτιμότερον να διευθυνθή προς την Αμερικήν. </p>
+
+<p>Και πράγματι, ο άνεμος είχε στρέψει πλαγίως, και τώρα έπνεε βορειοδυτικώς
+μετά τινος στάσεως να ενδυναμωθή. </p>
+
+<p>Έπρεπε λοιπόν να επωφεληθώσι της ευκαιρίας και να προχωρήσωσιν όσω το
+δυνατόν περισσότερον. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ προπαρεσκευάζετο λοιπόν να ευθετήση το «Πίλγριμ» κατ'
+επίφορον. </p>
+
+<p>Εις τους μυοπάρωνας ο ακάτιος ιστός [τουρκέτο) φέρει τέσσαρα τετράγωνα
+ιστία: το ακάτιον επί του ιστού, τον δόλωνα επί του θωρακίου, είτα δε, επί του
+επιστηλιδίου [κόντρα τσιμπούκι), ένα φώσωνα [παπαφίγγον) και ένα σίπαρον
+[κουντρίνα).</p>
+
+<p>Εξ εναντίας ο μέγας ιστός έχει ολιγώτερα ιστία. Δεν φέρει επί του κάτω ιστού
+ειμή ένα επίδρομον [μπούμα) και άνωθεν το λαίφος [φλίσι).</p>
+
+<p>Μεταξύ των δύο τούτων ιστών, επί των προϊστίων [βελαστράλια) των
+συγκρατούντων αυτούς εκ των έμπροσθεν, δύναται προσέτι να αναπτυχθή τριπλή
+σειρά τριγωνικών ιστίων. </p>
+
+<p>Τέλος εις την πρώραν, επί του προβόλου, προσδένονται τρεις αρτέμονες
+[φλόκοι). </p>
+
+<p>Οι αρτέμονες, ο επίδρομος, το λαίφος, το προΐστια χειρίζονται ευκόλως.
+Δύναται να αίρωνται από του καταστρώματος, χωρίς να υπάρχη ανάγκη να
+αναβαίνη τις επί των ιστών, καθότι δεν δένονται επί των κεραιών διά σχοινίων τα
+οποία οφείλει τις προηγουμένως να χαλαρώση.<br />
+&nbsp;<br />
+Εξ εναντίας, ο χειρισμός των ιστίων του ακατίου ιστού απαιτεί μεγάλην έξιν του
+ναυτικού επαγγέλματος. </p>
+
+<p>Τωόντι, όταν θέλωσι να αναπετάσωσι ταύτα είναι ανάγκη να αναρριχώνται διά
+των εξαρτίων είτε επί του ακατίου ιστού, επί του φώσωνος είτε επί του
+τραχηλώματος του ιστού τούτου — και ταύτα είτε όπως αναπτύξωσιν ή
+περισφίγξωσιν, είτε διά να ελαττώσωσι την επιφάνειαν σειροδετούντες αυτά. </p>
+
+<p>Εντεύθεν ανάγκη να τρέχωσιν επί των διαβαθρών — σχοινίων κινητών
+εκτεταμένων κάτωθεν των κεραιών — και να εργάζωνται διά της μιας χειρός
+κρατούμενοι διά της άλλης, χειρισμός κινδυνώδης διά πάντα μη εξησκημένον εις
+τούτο. </p>
+
+<p>Αι ταλαντεύσεις του σάλου και του προνευστασμού, επαυξάνουσαι ένεκα του
+μήκους του μοχλού, αι κυμάνσεις των ιστίων ένεκεν του ισχυρού ανέμου, δύνανται
+να πετάξωσι τον ανθρώπον εις την θάλασσαν. </p>
+
+<p>Ήτο λοιπόν εργασία αληθώς επικίνδυνος διά τον Τωμ και τους εταίρους αυτού.
+</p>
+
+<p>Ευτυχώς, ο άνεμος έπνεε μετρίως. Η θάλασσα δεν είχεν εισέτι εξογκωθή, αι δε
+ταλαντεύσεις και ο προνευστασμός ήσαν μέτριαι. </p>
+
+<p>Ότε ο Δικ Σανδ, εις το σημείον του πλοιάρχου Χουλ έσπευσεν εις το μέρος της
+καταστροφής, το «Πίλγριμ» έφερε μόνον τους αρτέμονας, τον επίδρομον, το
+ακάτιον και τον δόλωνα. Μετά την ανακώχευσιν, ο δόκιμος, δεν είχε να πράξη άλλο
+ειμή να μεταστρέψη το πρωραίον πέτασμα, και οι μαύροι τον εβοήθησαν ευκόλως
+εις τον χειρισμόν τούτου. </p>
+
+<p>Τώρα λοιπόν προέκειτο να ευθετήσωσι κατ' επίφορον [βάζω στα χυτά,) και
+προς εκτέλεσιν τούτου έπρεπε να υψώσωσι τον φώσωνα, το λαίφος και τα
+προΐστια. </p>
+
+<p>&nbsp;— Φίλοι μου, είπεν ο δόκιμος εις τους πέντε μαύρους, πράξατε ό,τι σας
+διατάξω, και όλα θα υπάγουν καλά.</p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ έμεινε εις τον τροχόν του πηδαλίου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εμπρός! έκραξε, Τωμ χαλάρωσον αυτό το σχοινίον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Χαλάρωσον . . . είπεν ο Τωμ, όστις δεν εννόει την έκφρασιν ταύτην.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι . . . λύσον αυτό. — Συ, Βαρθολομαίε, πράξε το αυτό. Καλά . . .
+Έλκετε . . . εντείνετε . . . Εμπρός, αίρετε άνω. </p>
+
+<p>&nbsp;— Κατ' αυτόν τον τρόπον; είπεν ο Βαρθολομαίος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, κατ' αυτόν τον τρόπον. Πολύ καλά! . . . Εμπρός, Ηράκλεις,
+δύναμις. Βοήθησε εκεί. </p>
+
+<p>Να είπη τις δύναμις εις τον Ηρακλέα ήτο αφροσύνη. Ο γίγας χωρίς να εννοήση,
+έσυρε τόσον ισχυρώς, ώστε ολίγον έλειψε να θραύση τα πάντα.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ε! όχι τόσον δυνατά, παλληκάρι μου! έκραξεν ο Δικ Σανδ μειδιών. Θα
+ρίψης όλα τα ιστία. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και όμως μόλις έσυρα, απεκρίθη ο Ηρακλής. </p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν, προσποιήθητι μόνον ότι σύρεις. Θα ιδής ότι τούτο αρκεί . . .
+Καλά, χαλαρώσετε . . . εντείνετε . . . σταματήσετε . . . Δέσετε, στερεώσατε . . . ούτω
+. . . Καλά . . . Όλοι ομού! Σύρετε . . . σύρετε διά των βραχιόνων . . . </p>
+
+<p>Και άπαν το πέτασμα του ιστού του οποίου οι δεξιοί βραχίονες είχον χαλαρωθή
+εστράφη βραδέως. Ο άνεμος, κολπών τα ιστία, έδωκε ποιάν τινα ταχύτητα εις το
+πλοίον. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ, αφού πρώτον εχαλάρωσε τους πόδας των αρτεμόνων [σλόταις των
+φλόκων) προσεκάλεσε τους μαύρους εις την πρύμνην.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ιδού όλα έγιναν, φίλοι μου, και έγειναν καλώς. Ας ασχοληθώμεν τώρα εις
+τον μέγαν ιστόν. Αλλά μη σπάσης τίποτε, Ηρακλή. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα προσπαθήσω, απήντησεν ο κολοσσός χωρίς να υποσχεθή τι
+περισσότερον. </p>
+
+<p>Ο δεύτερος ούτος χειρισμός υπήρξεν αρκούντως εύκολος. Των ποδών του
+επιδρόμου [σκόταις της ράννας) αναπτυχθέντων ησύχως, ο επίδρομος ενεκολπώθη
+τον αέρα τακτικώτερον και προσέθηκε και ούτος την ισχυράν του δράσιν εις την
+των πρωραίων ιστίων. </p>
+
+<p>Το λαίφος ετοποθετήθη λοιπόν υπεράνω του επιδρόμου, και επειδή ήτο απλώς
+συνεσταλμένον, έπρεπε μόνον να εντείνωσι την υπέραν και έπειτα να ποδύσωσιν.
+</p>
+
+<p>Αλλ' ο Ηρακλής μετά του φίλου του Ακτέωνος, μη λογιζομένου του μικρού Ζακ
+όστις ηνώθη μετ' αυτών, τοσούτον ισχυρώς ενέτεινον, ώστε η υπέρα εθραύσθη και
+οι τρεις έπεσαν ύπτιοι χωρίς ευτυχώς να πάθωσί τι. Ο Ζακ ήτο καταμαγευμένος.
+</p>
+<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/80.jpg" width="384"
+height="500"
+alt="η υπέρα εθραύσθη και οι τρεις έπεσαν ύπτιοι" border="2" /><br /></p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν είναι τίποτε, δεν είναι τίποτε! εφώναξεν ο δόκιμος. Συνδέσατε
+προσωρινώς τα δύο άκρα, και σύρατε ησύχως. </p>
+
+<p>Το πρόσταγμα ετελέσθη υπό την επίβλεψιν του Δικ Σανδ, όστις ουδέ τότε
+εγκατέλιπε το πηδάλιον. Το «Πίλγριμ» έπλεε ήδη ταχέως, την πρώραν προς
+ανατολάς, και έπρεπε να εμμένη πλέον εις αυτήν την διεύθυνσιν. Ουδέν τούτου
+ευκολώτερον, καθότι ο άνεμος ήτο κανονικός και δεν υπήρχε φόβος
+περιδονήσεων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Καλά, φίλοι μου! είπεν ο δόκιμος. Πριν τελειώση το ταξείδιον, θα
+ήσθε καλοί ναυτικοί. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα πράξωμεν ό,τι δυνηθώμεν, πλοίαρχε Σανδ, απεκρίθη ο Τωμ. </p>
+
+<p>Και η κυρία Βέλδων συνεχάρη ωσαύτως τους καλούς εκείνους άνδρας. </p>
+
+<p>Ο μικρός Ζακ έλαβε το ανάλογον μερίδιον των επαίνων, καθότι ειργάσθη
+φιλοτίμως.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Νομίζω μάλιστα, κύριε Ζακ, είπεν ο Ηρακλής μειδιών, ότι υμείς
+εθραύσατε την υπέραν! Τι δυνατόν χέρι που έχετε. Άνευ υμών, τίποτε καλόν δεν θα
+εγίνετο.<br />
+&nbsp;<br />
+Και ο μικρός Ζακ, λίαν υπερήφανος δι' εαυτόν, έσεισεν ισχυρώς την χείρα του
+φίλου του Ηρακλέους. </p>
+
+<p>Η αποκατάστασις των ιστίων του «Πίλγριμ» δεν ήτο εισέτι τελεία. Έλειπαν τα
+υψηλά ιστία, ων η ενέργεια δεν είναι περιφρονητέα εν τοιαύτη ανοικτή
+θαλασσοπλοΐα. Ο μυοπάρων είχεν ανάγκην του φώσωνος, του σιπάρου και των
+προϊστίων, ο δε Δικ Σανδ απεφάσισε να τα αναρτήση. </p>
+
+<p>Ο χειρισμός ούτος είναι δυσκολώτερος των προηγουμένων, ουχί διά τα
+προΐστια άτινα δύνανται να αίρωνται και να πηδώνται κάτωθεν, αλλά διά τα
+σταυρωτά ιστία του ακατίου ιστού.<br />
+&nbsp;<br />
+Έπρεπε να αναβή τις μέχρι των διζύγων όπως αναπτύξη αυτά, και ο Δικ Σανδ, μη
+θέλων να εκθέση τινά εκ του αγυμνάστου πλήρωμα ιός του, απεφάσισε να
+εκτελέση αυτός την εργασίαν ταύτην. </p>
+
+<p>Εκάλεσε λοιπόν τον Τωμ και τον έθεσεν εις το οιακοστρόφιον, δεικνύων αύτω
+προς ποίον σημείον έπρεπε να διευθύνη το πλοίον. </p>
+
+<p>Είτα δε ο Ηρακλής, ο Βαρθολομαίος, ο Ακτέων, ο Αυγουστίνος, ετέθησαν οι μεν
+εις τας υπέρας του φώσωνος, οι δε εις τας υπέρας του σιπάρου, και ο Δικ Σανδ
+ώρμησεν εις τους ιστούς. </p>
+
+<p>Το να αναρριχηθή εις τας βαθμίδας των εξαρτίων του ακατίου ιστού, εις τας
+αναβάθρας των εξαρτίων του επιστηλίου και να φθάση επί των διζύγων, ήτο
+παιγνίδιον διά τον νεαρόν δόκιμον.<br />
+&nbsp;<br />
+Εντός ενός λεπτού της ώρας ευρέθη επί των βαθμίδων της κεραίας του φώσωνος
+και έλυσε τα σχοινία άτινα εκράτουν δεδεμένον το ιστίον.<br />
+&nbsp;<br />
+Είτα επανήλθεν επί των διζύγων και ανερριχήθη επί της κεραίας του σιπάρου, του
+οποίου ταχέως ανεπέτασε το ιστίον. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ είχε τελειώσει την εργασίαν του, και δράξας ένα των δεξιών
+παρατόνων [παταράτσα) ωλίσθησε μέχρι του καταστρώματος. </p>
+
+<p>Εκεί, υπό τας οδηγίας αυτού, τα δύο ιστία ανεπετάσθησαν και εποδόθησαν,
+είτα δε αι δύο κεραίαι ανυψώθησαν διά των συνδετήρων. Αφού δε τα προΐστια
+ετέθησαν μεταξύ του μεγάλου ιστού και του ακατίου ιστού, η εργασία
+ετελείωσεν.<br />
+&nbsp;<br />
+Την φοράν ταύτην ο Ηρακλής ουδέν έθραυσε.<br />
+&nbsp;<br />
+Το «Πίλγριμ» έφερε τότε όλα τα ιστία τα αποτελούντα τον εξαρτισμόν αυτού.<br />
+&nbsp;<br />
+Βεβαίως ο Δικ Σανδ επεθύμει να προσθέση τα παρίστια του αριστερού ακατίου
+[κουρτεράτσες του τρίγκου), αλλ' εις τας παρούσας περιστάσεις ήτο εργασία
+δύσκολος, και εάν επήρχετο ανάγκη να τα συστείλωσιν ένεκα ανεμοστροβίλου, δεν
+θα ηδύναντο να πράξωσι τούτο ταχέως. Τούτου ένεκεν ο δόκιμος ηρκέσθη εις όσα
+εγένοντο. </p>
+
+<p>Ο Τωμ παρήτησε την παρά το οιακοστρόφιον θέσιν του και ανέλαβεν αυτήν ο
+Δικ Σανδ.<br />
+&nbsp;<br />
+Η αύρα ενεδυναμούτο. «Το «Πίλγριμ», κλίνον ελαφρώς προς τα δεξιά, ωλίσθαινε
+ταχέως επί της επιφανείας της θαλάσσης αφίνον όπισθεν αυτού αύλακα
+ομαλωτάτην. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πλέομεν καλώς, κυρία Βέλδων, είπε τότε ο Δικ Σανδ, και τώρα, ο Θεός
+να μας διατηρήση αυτόν τον ούριον άνεμον.<br />
+&nbsp;<br />
+Η κυρία Βέλδων έθλιψε την χείρα του νεαρού δοκίμου. Είτα κεκμηκυία εξ όλων των
+συγκινήσεων της τελευταίας εκείνης ώρας επανήλθεν εις τον κοιτωνίσκον της και
+περιέπεσεν εις είδος τι επιπόνου νάρκης, ήτις δεν ήτο ύπνος. </p>
+
+<p>Το νέον πλήρωμα έμεινεν επί του καταστρώματος του μυοπάρωνος,
+επαγρυπνούν επί της πρώρας και έτοιμον να υπακούση εις τας διαταγάς του Δικ
+Σανδ, ήτοι να διευθετή τα ιστία αναλόγως των μεταβολών του ανέμου· αλλ' ενόσω
+η αύρα θα διετήρη και την διεύθυνσιν εκείνην, ουδεμία εργασία θα ήτο αναγκαία.
+</p>
+
+<p>Καθ' όλον εκείνον τον χρόνον τι έπραττεν ο εξάδελφος Βενέδικτος;</p>
+
+<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος ησχολείτο να εξετάζη διά του μικροσκοπίου έναθρόν
+τι, όπερ επί τέλους ανεκάλυψεν εν τω πλοίω· απλούν τι ορθόπτερον, του οποίου η
+κεφαλή εχάνετο υπό τον προθώρακα, έντομόν τι μεθ' ομαλών ελύτρων, γαστρός
+στρογγύλης και πτερύγων αρκούντως μακρών, ανήκον εις την ενέργειαν των
+σιλφοειδών και εις το είδος των αμερικανικών σιλφών. </p>
+
+<p>Το πολύτιμον εκείνο εύρημα ανεκάλυψεν ερευνών εν τω μαγειρείω του
+Νεγορού, και καθ' ήν στιγμήν ο μάγειρος έμελε να το κατασυντρίψη ασπλάχνως. Εκ
+τούτου εξεδήλωσε οργή την οποίαν ο Νεγορός αφήκε ψυχρώς να παρέλθη.</p>
+
+<p>Αλλ' ο εξάδελφος εκείνος Βενέδικτος, εγίνωσκεν άρα γε ποία μεταβολή εγένετο
+εν τω πλοίω, από της στιγμής καθ' ήν ο πλοίαρχος Χουλ και οι μετ' αυτού είχον
+αρχίσει την απαισίαν εκείνην αλιείαν της φαλαίνης; Ναι, βεβαίως. Ευρίσκετο
+μάλιστα επί του καταστρώματος, ότε το «Πίλγριμ» έφθασεν απέναντι των
+συντριμμάτων της φαλαινοθηρίδος. Το πλήρωμα λοιπόν του μυοπάρωνος απώλετο
+προ των οφθαλμών του. </p>
+
+<p>Να ισχυρισθή τις ότι η καταστροφή εκείνη ουδόλως συνεκίνησεν αυτόν, θα ήτο
+κατηγορία κατά της καρδίας του. Βεβαίως ησθάνθη τον οίκτον εκείνον, ον πάντες
+αισθάνονται επί τη δυστυχία του άλλου. Είχεν ωσαύτως συγκινηθή διά την
+κατάστασιν, εις ην ευρέθη η εξαδέλφη του. Ήλθε και έσφιγξε την χείρα της κυρίας
+Βέλδων, ως εάν τη έλεγε: «Μη φοβήσθε! Είμαι εδώ! Σας μένω εγώ!</p>
+
+<p>Είτα ο εξάδελφος Βενέδικτος επέστρεψε προς τον κοιτωνίσκον του, ίνα
+μελετήση βεβαίως τας συνεπείας του καταστρεπτικού εκείνου συμβάντος και
+σκεφθή ποία δραστήρια μέτρα ήρμοζε να λάβωσιν. </p>
+
+<p>Αλλά καθ' οδόν συνήντησε τον περί ου ο λόγος σάρακα, και επειδή είχε την
+αξίωσιν να αποδείξη είς τινας εντομολόγους ότι αι σίλφαι του είδους των
+φερασποειδών, αξιοσημείωτοι διά τα χρώματά των έχουσιν ήθη όλως διάφορα των
+κυρίως λεγομένων σιλφών, προσηλώθη εις την σπουδήν αυτής, λησμονήσας ότι
+υπήρχεν άλλοτε είς πλοίαρχος Χουλ όστις εκυβέρνα το «Πίλγριμ» και ότι ο
+δυστυχής εκείνος απώλετο μεθ' όλου του πληρώματος. </p>
+
+<p>Η σίλφη απερρόφα όλην αυτού την προσοχήν. Ουχ ήττον δε την εθαύμαζε και
+την περιποιείτο ως εάν ήτο χρυσούς κάνθαρος. </p>
+
+<p>Η εν τω πλοίω ζωή επανέλαβε λοιπόν την τακτικήν αυτής πορείαν, αν και
+έκαστος έμελλε να μένη επί πολύν χρόνον υπό την επήρειαν της οδυνηράς και
+απροόπτου εκείνης καταστροφής. </p>
+
+<p>Κατά την ημέραν εκείνην ο Δικ Σανδ έθεσε τα πάντα εν τάξει ώστε να δυνηθή
+να προλάβη παν ενδεχόμενον. Οι μαύροι υπήκουον αυτώ μετά ζήλου. Αρίστη τάξις
+επεκράτει εντός του «Πίλγριμ». Ηδύναντο λοιπόν να ελπίζωσιν ότι τα πάντα θα
+έβαινον καλώς.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Νεγορός ουδεμίαν πλέον εποίησεν απόπειραν, όπως αποφύγη την εξουσίαν του
+Δικ Σανδ. Εφαίνετο ως εάν την ανεγνώρισεν σιωπηλώς. Ενησχολημένος, ως
+πάντοτε, εν τω στενώ κοιτωνίσκω του, δεν ενεφανίζετο πλειότερον ή πρότερον.
+Άλλως τε εις την ελαχίστην απείθειαν, ή εις πρώτην παρεκτροπήν, ο Δικ Σανδ είχεν
+απόφασιν να τον ρίψη εις τον βυθόν του πυθμένος καθ' όλον το υπόλοιπον του
+διάπλου. Εις έν νεύμα του ο Ηρακλής θα συνελάμβανε τον μάγειρον εκ του
+τραχήλου. </p>
+
+<p>Προς τούτο δεν εχροιάζετο πολλή ώρα. Τότε δε η Ναν, ήτις εγίνωσκε
+μαγειρικήν, θα τον αντικαθίστα εν τω μαγειρίω. Ο Νεγορός λοιπόν θα εσκέφθη ότι
+δεν ήτο απαραίτητος, και επειδή τον επετήρουν εκ του σύνεγγυς, εφρόντιζε να μη
+δώση λαβήν τινα εναντίον του. </p>
+
+<p>Ο άνεμος έπνεεν ο αυτός μέχρι της εσπέρας, ώστε ουδεμία ανάγκη επήλθε
+μεταβολής της ιστιοθεσίας. Οι στερεοί ιστοί του πλοίου, η σιδηρά αυτού εξάρτησις
+ήτις ήτο εν καλή καταστάσει, τω επέτρεπον να πλέη και υπό ισχυρότερον άνεμον.
+</p>
+
+<p>Κατά την νύκτα συνήθως περιστέλλουσι τα ιστία και ιδίως τα υψηλά, τα λαίφη,
+τα φωσώνια, τους σιπάρους κτλ. Το μέτρον τούτο είναι συνετόν, διά την
+περίπτωσιν καθ' ήν ανεμοστρόβιλός τις ήθελεν ενσκήψει. </p>
+
+<p>Αλλ' ο Δικ Σανδ ενόμισεν ότι ηδύνατο ν' αποφύγη την προφύλαξιν ταύτην. Η
+κατάστασις της ατμοσφαίρας ουδέν απαίσιον προοιωνίζετο, άλλως τε δε ο νεαρός
+δόκιμος, απόφασιν έχων να διέλθη την πρώτην εκείνην νύκτα επί του
+καταστρώματος, εφρόνει ότι ηδύνατο να επιτηρή τα πάντα. </p>
+
+<p>Και έπειτα τοιουτοτρόπως έπλεον ταχύτερον, και η επιθυμία του ήτο να
+φθάσωσιν εις παράλια ολιγώτερον έρημα. </p>
+
+<p>Είπομεν ότι το δρομόμετρον και η πυξίς ήσαν τα μόνα όργανα άτινα ο Δικ Σανδ
+ηδύνατο να μεταχειρισθή, όπως εκτιμήση ως έγγιστα το διανυθέν υπό του
+«Πίλγριμ» διάστημα. </p>
+
+<p>Κατά την ημέραν εκείνην ο δόκιμος έρριπτε καθ' εκάστην ημίσειαν ώραν το
+δρομόμετρον και εσημείου τας υπό του οργάνου σημειουμένας ενδείξεις. </p>
+
+<p>Πυξίδες υπήρχον δύο εν τω πλοίω. Η μία ευρίσκετο εν τη πυξιδοθήκη υπό τα
+όμματα του οιακιστού. Η πλαξ αυτής φωτιζομένη την μεν ημέραν υπό του ηλιακού
+φωτός, την δε νύκτα υπό δύο πλαγίων λυχνιών, εδείκνυεν κατά πάσαν στιγμήν, πού
+έβλεπε το πλοίον, ήτοι ποίαν διεύθυνσιν ηκολούθει.<br />
+&nbsp;<br />
+Η άλλη πυξίς ήτο πυξίς ανάστροφος προσηλωμένη εις τας κιγκλίδας του δωματίου,
+όπερ κατείχεν άλλοτε ο πλοίαρχος Χουλ. Κατ' αυτόν τον τρόπον, χωρίς να εξέλθη
+του κοιτώνος του ηδύνατο πάντοτε να ηξεύρη εάν η υποδειχθείσα οδός
+ηκολουθείτο ακριβώς, ή εάν ο οιακιστής εξ ανικανότητος ή αμελείας έδιδεν εις το
+πλοίον πολύ μεγάλας αποκλίσεις. </p>
+
+<p>Άλλως τε όλα τα πλοία τα χρησιμεύοντα εις μακρούς πλόας, έχουσι δύο
+τουλάχιστον πυξίδας ως και δύο χρονόμετρα. Δέον να παραβάλλωνται τα όργανα
+ταύτα μεταξύ των και κατ' ακολουθίαν να εξελέγχωνται αι υποδείξεις αυτών. </p>
+
+<p>Το «Πίλγριμ» ήτο λοιπόν επαρκώς εφωδιασμένον υπό την έποψιν ταύτην, και ο
+Δικ Σανδ συνέστησεν εις τους ανθρώπους του να προσέχωσι πολύ τας δύο πυξίδας
+τας τοσούτον αναγκαίας εις αυτόν.<br />
+&nbsp;<br />
+Αλλά δυστυχώς, κατά την νύκτα της 12 προς την 13 Φεβρουαρίου, ενώ ο δόκιμος
+ήτο εν υπηρεσία και εκράτει το οιακοστρόφιον, συνέβη δυσάρεστόν τι. </p>
+
+<p>Η ανάστροφος πυξίς, ήτις ήτο προσκεκολημμένη διά χαλκίνου κρίκου επί της
+μεσοδόμης του κοιτώνος, απεσπάσθη και έπεσεν επί του δαπέδου. Μόλις δε την
+επομένην ημέραν παρετήρησαν τούτο. </p>
+
+<p>Πώς ο κρίκος εκείνος ήνοιξε; το πράγμα ήτο ανεξήγητον. Πιθανόν όμως να είχεν
+οξειδωθή και προνευσασμός τις ή σάλος τον απέσπασεν από της μεσόδμης.
+Ακριβώς δε κατά την νύκτα εκείνην η θάλασσα ήτο αγριωτέρα. Όπως δήποτε η
+πυξίς είχε θραυσθή εις τρόπον ανεπίδεκτον διορθώσεως. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ εδυσθύμησεν. Εις το εξής ήτο υπεύθυνος, ηδύνατο να έχη
+δυσαρέστους συνεπείας. Έλαβε λοιπόν ο δόκιμος όλα τα μέτρα, ώστε η άλλη πυξίς
+να προφυλάσσηται από παντός ενδεχομένου. </p>
+
+<p>Πλην της βλάβης ταύτης, τα πάντα μέχρι τότε έβαινον καλώς εν τω πλοίω.<br />
+&nbsp;<br />
+Η κυρία Βέλδων, βλέπουσα την αταραξίαν του Δικ Σανδ, ανέλαβε θάρρος. Ουχί
+διότι δεν απελπίσθη ποτέ. Προ παντός άλλου εστηρίζετο εις την αγαθότητα του
+Θεού. Τούτου ένεκα, ως ειλικρινής και ευσεβής χριστιανός ενεδυναμούτο διά της
+προσευχής. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ είχε διευθετήσει τα πράγματα, ούτως ώστε να μένη εις το πηδάλιον
+κατά την νύκτα. Εκοιμάτο πέντε ή έξ ώρας την ημέραν και τούτο τω εφαίνετο
+αρκετόν, επειδή δεν ησθάνετο κόπωσιν. Κατά το διάστημα τούτο ο Τωμ ή ο υιός
+του Βαρθολομαίος αντικαθίστων αυτόν εις το οιακοστρόφιον, και χάρις εις τας
+συμβουλάς του εγίνοντο ολίγον κατ' ολίγον καλοί πηδαλιούχοι. </p>
+
+<p>Πολλάκις η κυρία Βέλδων και ο δόκιμος συνομίλουν. Ο Δικ Σανδ ευχαρίστως
+εδέχετο συμβουλάς παρά της ευφυούς και γενναίας εκείνης γυναικός. Καθ'
+εκάστην τη εδείκνυεν επί του χάρτου του πλοίου το διανυθέν διάστημα, όπερ
+υπελόγιζε λαμβάνων υπ' όψει μόνον την διεύθυνσιν και την ταχύτητα του πλοίου.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Ιδέτε, κυρία Βέλδων, τη επανελάμβανε πολλάκις, εάν
+εξακολουθήσωσιν οι άνεμοι ούτοι, δεν θα βραδύνωμεν να φθάσωμεν ες τα
+παράλια της μεσημβρινής Αμερικής. Δεν θέλω να βεβαιώσω, αλλά νομίζω ότι, όταν
+το πλοίον αντικρύση ξηράν, δεν θα είμεθα μακράν του Βαλπαραΐζου. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων δεν ηδύνατο ν' αμφιβάλη ότι η διεύθυνσις του πλοίου ήτο
+καλή, υποβοηθουμένη προ πάντων υπό των ανέμων εκείνων. </p>
+
+<p>Αλλά πόσον μακράν έτι τη εφαίνετο από της Αμερικανικής παραλίας! Πόσοι
+κίνδυνοι μεταξύ αυτού και της ξηράς, χωρίς να υπολογίση τους δυναμένους να
+προέλθωσιν εκ μεταβολής τινος εις την κατάστασιν της θαλάσσης και του
+ουρανού!</p>
+
+<p>Ο Ζακ, αμέριμνος ως όλα τα παιδία της ηλικίας του, είχεν επαναλάβει τα
+συνήθη παίγνιά του τρέχων επί του καταστρώματος, διασκεδάζων μετά του Δίγγου.
+</p>
+
+<p>Βεβαίως έβλεπεν ότι ο Δικ ήτο ολιγότερον ή άλλοτε μετ' αυτού, αλλ' η μήτηρ
+του τω έδωκε να εννοήση ότι έπρεπε να αφήση τον δόκιμον ήσυχον εις τας
+ασχολίας του. Ο μικρός Ζακ υπήκουσεν εις τας συμβουλάς εκείνας και δεν ηνώχλει
+πλέον τον «πλοίαρχον Σανδ».</p>
+
+<p>Ούτω τα πράγματα έβαινον εν τω πλοίω. Οι μαύροι εξετέλουν μετά
+νοημοσύνης τας εργασίας των και εγίνοντο ημέρα τη ημέρα εμπειρότεροι εις το
+ναυτικόν επάγγελμα. </p>
+
+<p>Ο Τωμ εγένετο φυσικώς ο ναύκληρος και αυτόν βεβαίως θα εξέλεγον οι
+σύντροφοί του διά το έργον τούτο. Αυτός εκυβέρνα, όταν ανεπαύετο ο δόκιμος και
+είχε μεθ' εαυτού τον υιόν του Βαρθολομαίον και τον Αυγουστίνον. </p>
+
+<p>Ο Ακτέων και ο Ηρακλής υπηρέτουν κατά την άλλην φυλακήν υπό την
+διεύθυνσιν του Δικ Σανδ. Τοιουτοτρόπως δε ενώ ο είς εκυβέρνα, οι άλλοι
+ηγρύπνουν εις την πρώραν. </p>
+
+<p>Καίτοι τα μέρη εκείνα ήσαν έρημα και ουδείς φόβος συρράξεως υπήρχεν, όμως
+ο νεαρός δόκιμος απήτει αυστηράν επαγρύπνησιν καθ' όλην την νύκτα. Ουδέποτε
+έπλεε χωρίς να έχη τους ωρισμένους φανούς — ένα πράσινον δεξιά και ένα
+ερυθρόν αριστερά — και ως προς τούτο ενήργει φρονιμώτατα.</p>
+
+<p>Εν τούτοις κατά τας νύκτας, ης ο Δικ Σανδ διήρχετο ολοκλήρους εις το
+πηδάλιον, ησθάνετο ενίοτε να τον καταλαμβάνη ακαταμάχητος κάματος. </p>
+
+<p>Τότε η χειρ του εκυβέρνα ορμεφύτως. Ήτο αποτέλεσμα κόπου, τον οποίον δεν
+ήθελε να λάβη υπ' όψιν. </p>
+
+<p>Αλλά κατά την νύκτα της 13 προς την 14 Φεβρουαρίου ο Δικ Σανδ, κατάκοπος,
+ηναγκάσθη ν' αναπαυθή επί τινας ώρας και αντικατεστάθη εις το πηδάλιον υπό του
+γέροντος Τωμ.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο ουρανός ήτο κεκαλυμμένος υπό νεφών, άτινα προς το εσπέρας εχαμήλωσαν υπό
+την επιρροήν του ψυχρού αέρος. Ήτο λοιπόν σκότος πολύ, και θα ήτο αδύνατον να
+διακρίνη τις τα υψηλά ιστία βεβυθισμένα εν τω ζόφω. Ο Ηρακλής και ο Ακτέων
+εφρούρουν εν τη πρώρα. </p>
+
+
+<p>Εις την πρύμνην, το φως της πυξίδος ασθενή μόνον λάμψιν άφινε να διαφεύγη,
+ήτις αντενακλάτο εις το μεταλλικόν επικάλυμμα του οιακοστροφίου. Οι φανοί
+ρίπτοντες τα φώτα των πλαγίως, άφινον το κατάστρωμα του πλοίου εις βαθύ
+σκότος. </p>
+
+<p>Περί την τρίτην ώραν της πρωίας φαινόμενον υπνωτισμού εγένετο, όπερ
+ουδόλως ηδυνήθη να εννοήση ο γέρων Θωμάς. Οι οφθαλμοί του, οίτινες επί πολύ
+έμενον προσηλωμένοι επί τινος φωτεινού σημείου της πυξιδοθήκης, έχασαν
+αίφνης την αίσθησιν της οράσεως και περιέπεσεν εις αληθή υπνωτιστικήν
+αναισθησίαν. </p>
+
+<p>Ου μόνον δεν έβλεπε πλέον, αλλά και αν τον ήγγιζε τις ή τον εκέντα ισχυρώς,
+ουδέν πιθανώς θα ησθάνετο. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν είδε λοιπόν σκιάν τινα ολισθήσασαν επί του καταστρώματος. Ήτο
+ο Νεγορός. </p>
+
+<p>Όταν έφθασεν εις την πρύμνην ο μάγειρος, έθεσεν υπό το κιβώτιον
+αντικείμενόν τι βαρύ, όπερ εκράτει εις την χείρα. </p>
+
+<p>Είτα, αφού παρετήρησεν επί τινας στιγμάς την φωτεινήν πλάκα της πυξίδος,
+έφυγε χωρίς να παρατηρηθή.</p>
+
+<p>Εάν την επιούσαν ο Δικ Σανδ έβλεπε το υπό του Νεγορού εις την πυξίδα τεθέν
+αντικείμενον εκείνο, θα έσπευδε να το εξαγάγη.<br />
+&nbsp;<br />
+Τωόντι ήτο τεμάχιον σιδήρου, του οποίου η επιρροή αλοίωσε τας υποδείξεις της
+πυξίδος. Η μαγνητική βελόνη παρεξετράπη και αντί να δεικνύη τον μαγνητικόν
+βορράν, όστις διαφέρει του κόσμου, εδείκνυε τα βορειανατολικά. Εγένετο λοιπόν
+παρεκτροπή τεσσάρων τετάρτων, ήτοι ημισείας ορθής γωνίας.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Τωμ σχεδόν αμέσως συνήλθεν εκ της νάρκης του. Οι οφθαλμοί του εστράφησαν
+επί της πυξίδος . . . Ενόμησεν ότι το «Πίλγριμ» δεν είχε καλήν διεύθυνσιν. </p>
+
+<p>Έδωκε μίαν ώθησιν εις το πηδάλιον, ίνα επαναφέρη το πλοίον προς ανατολάς . .
+. Τούτο ενόμιζε τουλάχιστον. </p>
+
+<p>Αλλά, συν τη παρεκκλίσει της βελόνης, την οποίαν δεν ηδύνατο να υποπτεύση,
+η πρώρα, τροποποιηθείσα κατά τέσσαρα τέταρτα, διηυθήνετο νοτιοανατολικώς.
+</p>
+
+<p>Και τοιουτοτρόπως, ενώ υπό την επίδρασιν ουρίου ανέμου το «Πίλγριμ» θα
+ηκολούθει την απαιτουμένην διεύθυνσιν, έπλεε μετά λάθους τεσσαράκοντα και
+πέντε μοιρών.</p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'. </h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΤΡΙΚΥΜΙΑ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Κατά την μετά το συμβάν τούτο εβδομάδα, από της 14 μέχρι της 21 Φεβρουαρίου,
+ουδέν έτερον συνέβη εν τω πλοίω. Ο βορειοδυτικός άνεμος ενεδυναμούτο κατ'
+ολίγον, και το «Πίλγριμ» διέσχιζε ταχέως τα κύματα διατρέχον κατά μέσον όρον
+160 μίλια ανά 24 ώρας. Ήτο περίπου όσον ηδύνατό τις να ζητήση παρά πλοίου
+τοιούτου μεγέθους.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο μυοπάρων, κατά την ιδέαν του Δικ Σανδ, θα προσήγγιζε λοιπόν εις τα παράλια τα
+μάλλον συχναζόμενα υπό των μακρών ταχυδρομικών πλοίων, άτινα προσπαθούσι
+να διέλθωσιν από του ενός εις το άλλο ημισφαίριον· Ο δόκιμος ήλπιζε πάντοτε ότι
+ήθελε να συναντήση έν εκ των τοιούτων πλοίων και είχε σταθεράν απόφασιν να
+μεταβιβάση εις αυτό τους επιβάτας του, ή να δανεισθή παρ' αυτού επικουρικούς
+τινας ναύτας, και ίσως ένα αξιωματικόν. Αλλ' αν και η επαγρύπνησις ήτο
+δραστηριωτάτη, ουδέν πλοίον εφάνη, και η θάλασσα ήτο πάντοτε έρημος. </p>
+
+<p>Τούτο εξέπληττεν ολίγον τον Δικ Σανδ. Είχε διαπλεύσει πολλάκις το μέρος
+εκείνο του Ειρηνικού κατά τας τρεις τελευταίας αλιείας εις τας βορείας θαλάσσας.
+Υπό το πλάτος δε και το μήκος εις τα οποία υπελόγιζεν ότι ευρίσκετο, σπάνιον ήτο
+να φανή πλοίον τι αγγλικόν ή αμερικανικόν ανερχόμενον από του ακρωτηρίου Χορν
+προς τον Ισημερινόν, ή κατερχόμενον προς την εσχάτην άκραν της νοτίας Αμερικής.
+</p>
+
+<p>Αλλ' εκείνο το οποίον ο Δικ Σανδ ηγνόει, εκείνο το οποίον δεν ηδύνατο μάλιστα
+να γνωρίση, ήτο ότι το «Πίλγριμ» ευρίσκετο ήδη εν υψηλοτέρω πλάτει, δηλαδή
+πλειότερον προς νότον παρ' όσον υπέθετε. </p>
+
+<p>Τούτο συνέβαινε διά δύο λόγους. </p>
+
+<p>Πρώτον διότι τα ρεύματα των μερών εκείνων, των οποίων την ταχύτητα ατελώς
+μόνον ηδύνατο να εκτιμήση ο δόκιμος, είχεν συντελέσει, χωρίς να το εννοήση, εις
+το να ρίψωσι το πλοίον έξω της οδού του. </p>
+
+<p>Δεύτερον η πυξίς, διαστραφείσα υπό της κακούργου χειρός του Νεγορού,
+παρείχεν ανακριβείς ενδείξεις, — ενδείξεις τας οποίας, από της απωλείας της
+δευτέρας πυξίδος, δεν ηδύνατο ο Δικ Σανδ να εξελέγξη. Ούτω λοιπόν, ενώ επίστευε
+και έπρεπε να πιστεύη ότι κατηυθύνετο προς ανατολάς, πράγματι κατηυθύνετο
+προς τα νοτιανατολικά. Η πυξίς ευρίσκετο πάντοτε ενώπιόν του. Το δρομόμετρον
+ερρίπτετο τακτικώς. Τα δύο ταύτα όργανα τω επέτρεπον κατά τι μέτρον, να
+διευθύνη το «Πίλγριμ» και να υπολογίζη τον αριθμόν των διανυθέντων μιλίων. Αλλ'
+ήτο τούτο αρκετόν; </p>
+
+<p>Εν τούτοις ο νεαρός δόκιμος καθησύχαζε πάντοτε, και όσον ηδύνατο
+πειστικώτερον την κυρίαν Βέλδων την οποίαν ανησύχουν ενίοτε τα περιστατικά του
+διάπλου εκείνου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα φθάσωμεν, θα φθάσωμεν! επανελάμβανε. Θα πσοσεγγίσωμεν εις
+την αμερικανικήν παραλίαν, αδιάφορον πού, αλλ' όπως δήποτε θα
+προσορμισθώμεν. Δεν αμφιβάλλω, Δικ;</p>
+
+<p>&nbsp;— Βεβαίως, κυρία Βέλδων, θα ήμην ησυχώτερος εάν δεν ευρίσκεσθε
+εντός του πλοίου, εάν δεν είχομεν να δώσωμεν λόγον ειμή μόνον περί ημών, αλλά .
+. . </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλ' εάν δεν ήμην εις το πλοίον, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, εάν ο
+εξάδελφος Βενέδικτος, ο Ζακ και εγώ δεν επιβιβαζόμεθα επί του «Πίλγριμ», και εάν
+αφ' ετέρου ο Τωμ και οι σύντροφοί του δεν εσυνάζοντο από την θάλασσαν, Δικ,
+δεν θα υπήρχον πλέον εδώ ειμή δύο και μόνοι άνθρωποι, συ και ο Νεγορός . . . Τι
+θα εγίνεσο μόνος μετ' αυτού του κακού ανθρώπου, προς τον οποίον δεν δύνασαι
+να έχης εμπιστοσύνην; Ναι, τέκνον μου, τι θα εγίνεσο;</p>
+
+<p>&nbsp;— Πρώτον, απεκρίθη αποφασιστικώς ο Δικ Σανδ, θα καθίστων τον
+Νεγορόν ανίκανον να βλάψη.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Και θα εκυβέρνας μόνος;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι . . . μόνος . . . με την βοήθειαν του Θεού. </p>
+
+<p>Η ευστάθεια των λόγων τούτων έδιδε πολλήν ελπίδα εις την κυρίαν Βέλδων.
+</p>
+
+<p>Και όμως, βλέπουσα τον μικρόν Ζακ, πολλάκις ησθάνετο ανησυχίαν.<br />
+&nbsp;<br />
+Εάν η γυνή δεν εδείκνυε τι ησθάνετο η μήτηρ, δεν κατώρθου όμως πάντοτε να
+εμποδίση μυστικήν τινα αγωνίαν θλίβουσαν την καρδίαν της. </p>
+
+<p>Εν τούτοις, εάν ο νεαρός δόκιμος δεν είχε τόσας υδρογραφικάς γνώσεις ώστε
+να υπολογίζη, εκέκτητο όμως αληθή ιδιοφυίαν ναυτικήν διά να προγνωρίζη τον
+καιρόν. </p>
+
+<p>Η όψις του ουρανού αφ' ενός και αφ' ετέρου αι υποδείξεις του βαρομέτρου τω
+επέτρεπον να λαμβάνη τας προφυλάξεις του. </p>
+
+<p>Ο πλοίαρχος Χουλ καλός μετεωρολόγος, τον είχε διδάξει την χρήσιν του
+οργάνου τούτου, ούτινος τα προγνωστικά είναι εντελώς βέβαια.</p>
+
+<p>Ιδού εν ολίγοις τι περιλαμβάνουσιν αι σχετικαί προς την παρατήρησιν του
+βαρομέτρου γνώσεις:</p>
+
+<p>1. Όταν μετά αρκούντως μακράν διάρκειαν ωραίου καιρού το βαρόμετρον
+αρχίζη να ταπεινούται βιαίως και εξακολουθητικώς, θα επέλθη βεβαίως βροχή·
+αλλ' εάν ο ωραίος καιρός διήρκεσεν επί μακρόν, ο υδράργυρος δύναται να κατέλθη
+δύο ή τρεις ημέρας εις τον βαρομετρικόν σωλήνα πριν ή παρατηρηθή μεταβολή τις
+εν τη καταστάσει της ατμοσφαίρας.<br />
+&nbsp;<br />
+Τότε, όσω περισσότερος χρόνος παρέλθη μεταξύ της πτώσεως του υδραργύρου και
+της επελεύσεως της βροχής, τόσω μακροτέρα θα είναι η διάρκεια του βροχερού
+καιρού. </p>
+
+<p>2. Εάν εξ εναντίας εν καιρώ βροχερώ διαρκέσαντι επί μακρόν, το βαρόμετρον
+αρχίζει να υψούται βραδέως και κανονικώς, βεβαιότατα ο ωραίος καιρός θα
+επέλθη και θα διαρκέση τόσω μάλλον όσο μακρότερον διάστημα παρήλθε μεταξύ
+της ελεύσεως αυτού και της ενάρξεως της υψώσεως του βαρομέτρου. </p>
+
+<p>3. Εις τας δύο προηγουμένας περιπτώσεις, εάν η μεταβολή του καιρού επέλθη
+αμέσως μετά την κίνησιν της βαρομετρικής στήλης, η μεταβολή ολίγιστον θα
+διαρκέση. </p>
+
+<p>4. Εάν το βαρόμετρον ανέρχηται βραδέως και εξακολουθητικώς επί δύο ή τρεις
+ημέρας ή μάλιστα περισσότερον, αναγγέλει ωραίον καιρόν, έστω και αν η βροχή
+δεν ήθελε παύσει κατά τας τρεις ημέρας, και τανάπαλιν· αλλ' εάν το βαρόμετρον
+ανέρχηται επί δύο ή πλείονας ημέρας διαρκούσης της βροχής, είτα δε,
+επανερχομένου του ωραίου καιρού, αρχίση πάλιν να κατέρχηται τότε ο ωραίος
+καιρός θα διαρκέση ολίγιστον, και τανάπαλιν.<br />
+&nbsp;<br />
+5. Κατά το έαρ και το φθινόπωρον, βιαία κατάπτωσις του βαρομέτρου προμυνύει
+άνεμον. Κατά το θέρος, εάν ο καιρός είναι θερμότατος, προμηνύει θύελλαν. Κατά
+τον χειμώνα, μετά παγετόν διαρκέσαντα επί τινα χρόνον, ταχεία ταπείνωσις της
+βαρομετρικής στήλης προμηνύει μεταβολήν ανέμου συνοδευομένην υπό
+διαλύσεως του πάγου και υπό της βροχής, αλλ' ύψωσις επερχομένη εν παγετώ
+διαρκέσαντι επί τινα χρόνον, είναι προγνωστικόν χιόνος.<br />
+&nbsp;<br />
+6. Αι ταχείαι ταλαντεύσεις του βαρομέτρου ουδέποτε πρέπει να εξηγώνται ως
+προάγγελοι ξηρού ή βροχερού καιρού διαρκείας τινός. Αι υποδείξεις αύται
+δίδονται αποκλειστικώς διά της υψώσεως ή ταπεινώσεως ήτις εκτελείται κατά
+τρόπον κανονικόν και άνευ διακοπής. </p>
+
+<p>7. Περί τα τέλη του φθινοπώρου, εάν μετά παρατεταμένον βροχερόν ή
+ανεμώδη καιρόν το βαρόμετρον υψωθή, η ύψωσις αύτη προαναγγέλλει την
+μεταβολήν του ανέμου εις βόρειον και προσέγγισιν παγετού. </p>
+
+<p>Τοιαύτα είναι αι γενικαί συνέπειαι ας δύναταί τις να εξαγάγη εκ των ενδείξεων
+του πολυτίμου τούτου οργάνου. </p>
+
+<p>Τούτο εγίνωσκεν εντελώς ο Δικ Σανδ, τούτο είχε παρατηρήσει εις διαφόρους
+περιστάσεις του ναυτικού του βίου, και τούτο καθίστα αυτόν επιτήδειον να
+προφυλάσσηται κατά παντός ενδεχομένου να συμβή. </p>
+
+<p>Ακριβώς λοιπόν την 20 Φεβρουαρίου αι μετακινήσεις της βαρομετρικής στήλης
+ήρχισαν να εμβάλλωσιν εις μερίμνας τον νεαρόν δόκιμον, όστις καθ' εκάστην
+παρετήρει αυτάς μετά πολλής προσοχής. Πράγματι, το βαρόμετρον ήρχισε να
+καταβαίνη βραδέως και συνεχώς, όπερ προεμήνυε βροχήν· αλλ' η βροχή αύτη
+εβράδυνε να πέση· και ο Δικ Σανδ συνεπέρανεν ότι ο άθλιος καιρός ήθελε
+διαρκέσει. Τούτο και συνέβη.<br />
+&nbsp;<br />
+Αντί της βροχής επήλθεν ο άνεμος, και τωόντι από της στιγμής εκείνης τοσούτον
+ηυξήθη, ώστε διήνυεν εξήκοντα πόδας κατά παν δευτερόλεπτον ήτοι τριάκοντα και
+έν μίλια την ώραν. </p>
+
+<p>Εδέησε τότε ο Δικ Σανδ να λάβη προφυλάξεις τινάς, όπως μη κινδυνεύσωσιν οι
+ιστοί και τα ιστία του «Πίλγριμ».</p>
+
+<p>Είχεν ήδη περιστείλει τον σίπαρον, το λαίφος και τον πρόθοον, απεφάσισε δε
+να πράξη το αυτό ως προς τον φώσωνα και τον δόλωνα. </p>
+
+<p>Η τελευταία αύτη εργασία έμελλε να παρουσιάση δυσχερείας τινάς ένεκεν του
+μη εισέτι εξησκημένου πληρώματος. Εν τούτοις δεν έπρεπε να διστάσωσι, και
+ουδείς εδίστασεν.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ, συνοδευόμενος υπό του Βαρθολομαίου και του Αυγουστίνου, ανήλθεν
+επί του ακατίου ιστού και κατώρθωσεν, ουχί άνευ δυσκολίας, να περιστείλη τον
+φώσωνα. Εάν ο καιρός ήτο ολιγώτερον απειλητικός, θα άφινε τας δύο κεραίας επί
+του ιστού αλλά προβλέπων ότι θα ηναγκάζετο πιθανώς να αφοπλίση τον ιστόν και
+ίσως μάλιστα να τον αποσπάση εντελώς, αφήρεσε τας δύο κεραίας και τας έρριψεν
+επί του καταστρώματος. Είναι ευνόητον ότι όταν ο άνεμος κατασταθή ισχυρότατος,
+πρέπει ου μόνον να ελαττωθώσι τα ιστία αλλά και οι ιστοί. Τούτο είναι μεγάλη
+ανακούφισις εις το πλοίον, όπερ, ολιγώτερον βεβαρημένον εις τα άνω, δεν
+κουράζεται πλέον υπό του σάλου και του προνευστασμού [παρακυλητό και
+σκαμπανέβασμα). </p>
+
+<p>Περαιωθέντος του πρώτου τούτου έργου — όπερ απήτησε δύο ώρας — ο Δικ
+Σανδ και οι σύντροφοί του ενησχολήθησαν να περιστείλωσι την επιφάνειαν του
+δόλαινος. Το «Πίλγριμ» δεν έφερεν ως τα πλείστα νεώτερα πλοία διπλούν δόλωνα,
+όπερ ευκολύνει τον χειρισμόν. Έπρεπε λοιπόν να ενεργήσωσιν ως άλλοτε, δηλαδή
+να τρέξωσι διά των αναβαθρών όπως περιστείλωσι το υπό του ανέμου δερόμενον
+ιστίον και το δέσωσι στερεώς διά των μικρών σχοινίων. </p>
+
+<p>Η εργασία ήτο δύσκολος, μακρά και επικίνδυνος, αλλά τέλος ο περισταλείς
+δόλων έδωκεν ολιγωτέραν λαβήν εις τον άνεμον, και ο μυοπάρων επαισθητώς
+ανεκουφίσθη. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ κατέβη πάλιν μετά του Βαρθολομαίου και του Αυγουστίνου. Το
+«Πίλγριμ» ευρέθη τότε υπό τας απαιτουμένας προς πλουν συνθήκας.<br />
+&nbsp;<br />
+Κατά τας τρεις ακολούθους ημέρας, 20, και 21, και 22 Φεβρουαρίου, η δύναμις και
+η διεύθυνσις του ανέμου δεν μετεβλήθησαν επαισθητώς. Ουχ ήττον ο υδράργυρος
+εξηκολούθει να καταβαίνη εν τω βαρομετρικώ σωλήνι, και κατά την τελευταίαν
+ταύτην ημέραν ο δόκιμος εσημείωσεν ότι κατ' εξακολούθησιν έμενε κάτω των
+εικοσιοκτώ δακτύλων και 7]10 [728 χιλιομέτρων).<br />
+&nbsp;<br />
+Ουδεμία ένδειξις άλλως τε ότι το βαρόμετρον ήθελεν ανέλθει, πριν παρέλθη
+χρόνος τις. Η θέα του ουρανού ήτο κακή και υπερβολικώς ανεμώδης. Πλην δε
+τούτου, πυκναί ομίχλαι εκάλυπτον αυτόν διαρκώς. Το στρώμα αυτών μάλιστα τόσω
+ήτο βαθύ, ώστε δεν εφαίνετο πλέον ο ήλιος και θα ήτο δύσκολον να ορίση τις το
+μέρος της ανατολής και της δύσεως αυτού.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ ήρχισε ν' ανησυχή. Δεν ανεχώρει από του καταστρώματος, και μόλις
+εκοιμάτο. Εν τούτοις, η ηθική δύναμις τω επέτρεπε να απωθή τας αγωνίας του εις
+τους μυχούς της καρδίας του. </p>
+
+<p>Την επιούσαν, 23 Φεβρουαρίου, ο άνεμος εφάνη ολίγον πραϋνθείς κατά την
+πρωίαν, αλλ' ο Δικ Σανδ δεν ησύχασε. Και είχε δίκαιον, διότι μετά μεσημβρίαν ο
+άνεμος εγένετο σφοδρός και η θάλασσα μάλλον αγρία. </p>
+
+<p>Περί την τετάρτην ώραν ο Νεγορός, όστις ενεφανίζετο σπανίως, αφήκε την
+θέσιν του και ανέβη επί του σκοπιωρού της πρώρας. Ο Δίγγος εκοιμάτο είς τινα
+γωνίαν βεβαίως, καθότι δεν υλάκτησε κατά το σύνηθες. </p>
+
+<p>Ο Νεγορός, πάντοτε σιωπηλός, έμεινεν επί ημισείαν ώραν παρατηρών τον
+ορίζοντα.<br />
+&nbsp;<br />
+Μεγάλα κύματα διεδέχοντο άλληλα, χωρίς έτι να συγκρούωνται. Εν τούτοις ήσαν
+υψηλότερα παρ' όσον η δύναμις του ανέμου επέτρεπε τούτο. Εκ τούτου ώφειλον
+να συμπεράνωσιν ότι μεγάλη κακοκαιρία επεκράτει προς δυσμάς, εις πλησιεστάτην
+ίσως απόστασιν, και ότι δεν θα εβράδυνε να έλθη και εις τα μέρη εκείνα. </p>
+
+<p>Ο Νεγορός παρετήρησε την ευρείαν εκείνην έκτασιν της θαλάσσης, ήτις
+τοσούτω βαθέως συνεταράσσετο περί το «Πίλγριμ». Είτα οι οφθαλμοί του, πάντοτε
+ψυχροί και ξηροί, εστράφησαν προς τον ουρανόν.<br />
+&nbsp;<br />
+Η θέα αυτού ήτο ανησυχητική. Οι ατμοί μετετοπίζοντο μετά διαφόρου ταχύτητος.
+Τα νέφη της ανωτέρας ζώνης έτρεχον ταχύτερον ή τα νέφη των χαμηλών
+στρωμάτων της ατμοσφαίρας. Έδει λοιπόν να προΐδωσι την λίαν προσεχή
+περίπτωσιν, καθ' ήν αι βαρείαι εκείναι μάζαι θα εχαμήλουν και θα μετεβάλλοντο
+εις τρικυμίαν ίσως εις λαίλαπα.<br />
+&nbsp;<br />
+Είτε διότι ο Νεγορός ήτο ανήρ άφοβος, είτε διότι δεν εννόησε τας απειλάς του
+καιρού, δεν εφάνη αισθανθείς εντύπωσίν τινα. Εν τούτοις μοχθηρόν τι μειδίαμα
+εφάνη επί των χειλέων του. Ηδύνατό τις δε να είπη ότι η κατάστασις εκείνη των
+πραγμάτων μάλλον ηυχαρίστησεν ή δυσηρέστησεν αυτόν. Ανέβη επί του πλαγίου
+ιστού της πρώρας, ίνα εκτείνη την δράσιν του μακρότερον, ωσεί εζήτει σημείον τι
+εις τον ορίζοντα. Είτα, κατέβη πάλιν και ησύχως, χωρίς να προσφέρη λέξιν, χωρίς
+να ποιήση χειρονομίαν, επέστρεψεν εις την θέσιν του. </p>
+
+<p>Εν τούτοις, εν μέσω όλων των φοβερών εκείνων εικασιών, υπήρχεν αίσιόν τι,
+όπερ οι εν τω πλοίω ώφειλον να λάβωσιν υπ' όψιν· ήτο δε τούτο ότι ο άνεμος
+εκείνος, όσον βίαιος και αν ήτο ή ηδύνατο να γίνη, ήτο ούριος και το «Πίλγριμ» θα
+έφθανε ταχέως εις την αμερικανικήν παραλίαν. Εάν μάλιστα ο καιρός δεν
+μεταβάλλετο εις τρικυμίαν, ο πλους εκείνος θα εξηκολούθει γινόμενος άνευ
+μεγάλου κινδύνου, οι αληθείς δε κίνδυνοι θα παρουσιάζοντο μόνον εάν προέκειτο
+να προσορμισθώσιν εις δυσόριστόν τι σημείον της παραλίας.<br />
+&nbsp;<br />
+Τούτο λοιπόν απησχόλει τον Δικ Σανδ. Εάν ανεκάλυπτε ξηράν, πώς ήθελε διευθύνει
+το πλοίον άνευ πλοηγού τινος, ή οδηγού εμπείρου των παραλίων; Εν ή δε
+περιπτώσει η κακοκαιρία τον ηνάγκαζε να ζητήση λιμένα τινά καταφυγής, τι θα
+έπραττεν, αφού τα μέρη εκείνα ήσαν εντελώς άγνωστα εις αυτόν;</p>
+
+<p>Βεβαίως δεν υπήρχεν ακόμη ανάγκη να σκεφθή επί του ενδεχομένου τούτου.
+</p>
+
+<p>Εν τούτοις, όταν θα ήρχετο η ώρα εκείνη, έπρεπε να λάβη απόφασίν τινα.
+Λοιπόν ο Δικ Σανδ θα την ελάμβανε. </p>
+
+<p>Κατά τας δεκατρείς ημέρας αίτινες παρήλθον από της 24 Φεβρουαρίου, η
+κατάστασις της ατμοσφαίρας δεν μετεβλήθη επαισθητώς.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο ουρανός ήτο πάντοτε βεβαρυμένος υπό πυκνής ομίχλης. </p>
+
+<p>Επί τινας ώρας ο άνεμος ηλαττούτο, αλλ' έπειτα έπνεε μετά της αυτής
+δυνάμεως. </p>
+
+<p>Δις ή τρεις το βαρόμετρον ανήλθεν, αλλ' η ταλάντευσις αυτού,
+περιλαμβάνουσα δωδεκάδα γραμμών, ήτο πολύ απότομος ώστε να αναγγείλη
+μεταβολήν καιρού και επάνοδον ησυχωτέρων ανέμων.<br />
+&nbsp;<br />
+Άλλως τε η βαρομετρική στήλη σχεδόν αμέσως κατήρχετο πάλιν και ουδεμία
+υπήρχεν ελπίς ταχείας απαλλαγής από του κακού εκείνου καιρού.<br />
+&nbsp;<br />
+Μεγάλαι ταραχαί εξεδηλώθησαν ωσαύτως αίτινες σπουδαίως ανησύχησαν τον Δικ
+Σανδ. Δις ή τρις ο κεραυνός προσέβαλε τα κύματα εις απόστασιν ολίγων μέτρων
+από του πλοίου. </p>
+
+<p>Είτα η βροχή έπεσε κατά χειμάρρους και εγένοντο δίναι ατμών
+ημισυμπεπυκνωμένων, αίτινες περιέβαλον το «Πίλγριμ» διά πυκνής ομίχλης.<br />
+&nbsp;<br />
+Επί ώρας ολοκλήρους ο σκοπός ουδέν ηδύνατο να διακρίνη και έπλεον εις τα
+τυφλά. </p>
+
+<p>Αν το πλοίον εκλυδωνίζετο, ευτυχώς η κυρία Βέλδων υπέμενε τον σάλον
+εκείνον χωρίς να ενοχληθή. Αλλά το μικρόν της τέκνον υπέφερε πολύ και ήτο
+ηναγκασμένη να τω παρέχη πάσαν περιποίησιν. </p>
+
+<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν ήτο πλειότερον ασθενής των αμερικανικών
+σιλφών, αίτινες απετέλουν την μόνην συναναστροφήν του, και διήρχετο τον καιρόν
+του σπουδάζων, ως εάν εκάθητο ησύχως εις το εν Αγίω Φραγκίσκω σπουδαστήριόν
+του. </p>
+
+<p>Ευτυχώς επίσης ο Τωμ και οι εταίροι αυτού δεν έπαθον ναυτίαν, και
+εξηκολούθησαν βοηθούντες τον νεαρόν δόκιμον, ειθισμένον εις όλας ταύτας τας
+ατάκτους κινήσεις πλοίου κλυδωνιζομένου. </p>
+
+<p>Το «Πίλγριμ» έπλεε ταχέως μετά των ολίγων ιστίων και ήδη ο Δικ Σανδ
+προέβλεπεν ότι θα ήτο ανάγκη να τα ελαττώση έτι μάλλον.<br />
+&nbsp;<br />
+Αλλ' ήθελε να διατηρή αυτήν την κατάστασιν, εν όσω ήτο δυνατόν να πράττη τούτο
+ακινδύνως. </p>
+
+<p>Κατά τους υπολογισμούς του η ξηρά δεν έπρεπε να είναι μακράν. </p>
+
+<p>Επηγρύπνουν λοιπόν μετά προσοχής. Εν τούτοις ο δόκιμος δεν ηδύνατο να έχη
+εμπιστοσύνην εις τους οφθαλμούς των συντρόφων του προς ανακάλυψιν των
+πρώτων ενδείξεων της ξηράς.<br />
+&nbsp;<br />
+Τωόντι όσον καλήν δράσιν και αν έχη εκείνος όστις δεν είναι συνηθισμένος εις την
+εξέτασιν του ορίζοντος της θαλάσσης, αδυνατεί να εξιχνιάση τας πρώτας περιοχάς
+παραλίας τινός, προ πάντων εν μέσω ομίχλης. Ώφειλε λοιπόν ο Δικ Σανδ να
+επαγρυπνή αυτός ο ίδιος, και πολλάκις ανέβαινεν επί των διζύγων διά να ίδη
+καλλίτερον. </p>
+
+<p>Αλλ' ουδέν εισέτι σημείον αμερικανικής γης εφαίνετο. </p>
+
+<p>Τούτο τον εξέπληττε, και η κυρία Βέλδων, έκ τινων λέξεων, αίτινες του
+διέφυγον, εννόησε την έκπληξίν του ταύτην. </p>
+
+<p>Ήτο η 9 Μαρτίου. Ο δόκιμος ίστατο εις την πρώραν, άλλοτε μεν εξετάζων την
+θάλασσαν και τον ουρανόν, άλλοτε δε παρατηρών τα ιστία του «Πίλγριμ» τα οποία
+ήρχισαν να κάμπτωνται υπό την δύναμιν του ανέμου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ακόμη δεν βλέπεις τίποτε, Δικ; τον ηρώτησεν η κυρία Βέλδων καθ' ήν
+στιγμήν άφηνε το τηλεσκόπιον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τίποτε, κυρία Βέλδων, τίποτε, απεκρίθη ο δόκιμος, και εν τούτοις ο
+ορίζων φαίνεται αιθριούμενος ολίγον υπό τον βίαιον τούτον άνεμον όστις τείνει να
+γίνη βιαιότερος.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Και κατά την ιδέαν σου, Δικ, η αμερικανική ακτή δεν πρέπει τώρα να
+είναι μακράν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν ειμπορεί να είναι, κυρία Βέλδων, και εάν πράγματι με εκπλήττει,
+τούτο είναι πώς δεν ηδυνήθην εισέτι να την διακρίνω.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Εν τούτοις, επανέλαβεν η κυρία Βέλδων, το πλοίον έπλεε ταχέως. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πάντοτε, αφότου ο άνεμος έπνεε βορειοδυτικός, απεκρίθη ο Δικ
+Σανδ, ήτοι από της ημέρας καθ' ήν απωλέσαμεν τον δυστυχή ημών πλοίαρχον και
+το πλήρωμα αυτού. Ήτο η 10 Φεβρουαρίου. Σήμερον έχομεν 9 Μαρτίου. Παρήλθον
+λοιπόν είκοσι και επτά ημέραι. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά κατ' εκείνην την εποχήν πόσον απείχομεν της ακτής; ηρώτησεν
+η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τέσσαρας χιλιάδας και πεντακόσια μίλια περίπου, κυρία Βέλδων.
+Υπάρχωσι πράγματα περί ων έχω πολλάς αμφιβολίας, περί του αριθμού όμως
+τούτου δύναμαι να εγγυηθώ με την διαφοράν είκοσι μιλίων περισσότερον ή
+ολιγώτερον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και ποία ήτον η ταχύτης του πλοίου;</p>
+
+<p>&nbsp;— Κατά μέσον όρον εκατόν ογδοήκοντα μίλια καθ' ημέραν, αφότου
+εδυνάμωσεν ο άνεμος, απήντησεν ο δόκιμος. Διά τούτο εκπλήττομαι πώς δεν
+εφθάσαμεν ακόμη απέναντι ξηράς. Ό,τι δε μοι φαίνεται περισσότερον έκτακτον,
+είναι ότι δεν συναντώμεν μήτε έν εξ εκείνων των πλοίων τα οποία διαπλέουσι
+συνεχώς τα μέρη ταύτα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μήπως ηπατήθης, Δικ, εις τον υπολογισμόν της ταχύτητος του
+«Πίλγριμ»; επανέλαβεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, κυρία Βέλδων. Ως προς τούτο δεν ήτο δυνατόν να απατηθώ. Το
+δρομόμετρον ερρίπτετο κατά πάσαν ημίσειαν ώραν και εσημείου ακριβώς τας
+ενδείξεις αυτού. — Ιδού, θα το ρίψω πάλιν, και θα ιδήτε ότι διατρέχομεν κατ'
+αυτήν την στιγμήν δέκα μίλια την ώραν, ήτοι πλέον των διακοσίων μιλίων την
+ημέραν.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ εκάλεσε τον Τωμ και τον διέταξε να ρίψη το δρομόμετρον, — εργασία
+εις ην ο γέρων μαύρος ήτο τώρα εντριβέστατος.<br />
+&nbsp;<br />
+Το δρομόμετρον στερεώς δεδεμένον εις το άκρον σχοινίου εκομίσθη και ερρίφθη
+εις την θάλασσαν.<br />
+&nbsp;<br />
+Εικοσιπέντε μόλις οργυιαί εξετυλίχθησαν, ότε το σχοινίον εχαλαρώθη αίφνης
+μεταξύ των χειρών του Τωμ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Α! κύριε Δικ, έκραξεν ούτος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι είναι, Τωμ;</p>
+
+<p>&nbsp;— Το σχοινίον εκόπη!</p>
+
+<p>&nbsp;— Εκόπη! εφώνησεν ο Δικ Σανδ. Και το δρομόμετρον εχάθη!</p>
+
+<p>Ο γέρων Τωμ έδειξε το άκρον του σχοινίου όπερ έμεινεν εις τας χείρας του.<br
+/>
+&nbsp;<br />
+Ήτο αληθέστατον. Το σχοινίον δεν ελύθη, αλλ' εκόπη εις το μέσον. Και εν τούτοις το
+σχοινίον εκείνο ήτο στερεόν. Κατ' ανάγκην λοιπόν έπρεπε να υποθέση τις ότι είχε
+φθαρή εκ της πολλής χρήσεως εις ην θέσιν εκόπη. Και πράγματι, τούτο ηδύνατο να
+πιστεύση ο Δικ Σανδ, όταν έλαβεν εις χείρας του την άκραν του σχοινίου. Αλλ' άρα
+γε εκ της χρήσεως εφθάρη; τούτο ηρώτα καθ' εαυτόν ο δόκιμος δυσπιστών.<br />
+&nbsp;<br />
+Όπως δήποτε το δρομόμετρον απώλετο, και ο Δικ Σανδ ουδέν είχεν πλέον μέσον
+προς ακριβή εκτίμησιν της ταχύτητος του πλοίου του. Ως μόνον όργανον λοιπόν
+είχεν εις το εξής μίαν πυξίδα, αγνοών ότι και ταύτης οι ενδείξεις ήσαν ψευδείς.<br
+/>
+&nbsp;<br />
+Η κυρία Βέλδων τον είδε τόσω λυπηθέντα εκ του συμβάντος εκείνου, ώστε δεν
+ηθέλησε να τον εξετάση περισσότερον, και μετά συγκεκινημένης καρδίας
+επανήλθεν εις τον κοιτωνίσκον της. </p>
+
+<p>Αλλ' εάν η ταχύτης του «Πίλγριμ» και επομένως το διανυθέν διάστημα δεν
+ηδύνατο πλέον να εκτιμηθώσιν, εύκολον όμως ήτο να παρατηρήσωσιν ότι η
+σχηματιζομένη αύλαξ δεν ηλαττούτο.<br />
+&nbsp;<br />
+Και πράγματι την επιούσαν 10 Μαρτίου το βαρόμετρον κατήλθεν είκοσι οκτώ
+δακτύλους και δύο δέκατα [716 χιλιόμετρα). Τούτο ανήγγελεν άνεμον ταχύτητος
+εξήκοντα μιλίων καθ' ώραν. </p>
+
+<p>Ήτο επάναγκες να ελαττώσωσιν έτι μάλλον τα ιστία, ίνα μη διακινδυνεύση η
+ασφάλεια του πλοίου.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ απεφάσισε να καταβιβάση το επιστηλίδιον, και το λαίφος και να
+περιστείλη τα κατώτερα ιστία, ίνα πλέη μόνον μετά του μικρού αρτέμονος και του
+περιεσταλμένου δόλωνος.<br />
+&nbsp;<br />
+Εκάλεσε τον Τωμ και τους συντρόφους του όπερ δυστυχώς δεν ηδύνατο να
+εκτελεσθή ταχέως. </p>
+
+<p>Και εν τούτοις, ο καιρός επείγε, η τρικυμία εμαίνετο ήδη σφοδρότατα.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σαδ, ο Αυγουστίνος ο Ακτέων και ο Βαρθολομαίος ανήλθον επί των ιστών,
+ενώ ο Τωμ έμενεν εις το πηδάλιον, και ο Ηρακλής επί του καταστρώματος, έτοιμος
+να χαλαρώση τας υπέρας εις πρώτην διαταγήν.<br />
+&nbsp;<br />
+Μετ' απείρους προσπαθείας κατεβίβασαν τον ιστόν του λαίφους και το
+επιστηλίδιον, καίτοι οι γενναίοι εκείνοι άνδρες εκατοντάκις εκινδύνευσαν να
+πέσωσιν εις την θάλασσαν, τόσον ο σάλος έσειε τους ιστούς. Είτα δε ελαττωθέντος
+του δόλωνος και συσταλέντος του ακατίου ο μυοπάρων δεν έφερε πλέον ειμή τον
+μικρόν αρτέμονα και τον σμικρυθέντα δόλωνα.<br />
+&nbsp;<br />
+Ει και ο αριθμός των ιστίων ηλαττώθη κατά πολύ, εν τούτοις το «Πίλγριμ»
+εξηκολούθησε να πλέη μεθ' υπερβολικής ταχύτητος. </p>
+
+<p>Την 12 ο καιρός ετράπη επί τα χείρω. Την ημέραν εκείνην από της πρωίας ο Δικ
+Σανδ είδε μετά τρόμου ότι το βαρόμετρον κατήλθεν εις εικοσιεπτά δακτύλους και
+εννέα δέκατα [709 χιλιόμετρα).</p>
+
+<p>Αληθής τρικυμία εξερρήγνυτο, και τοιαύτη ώστε το «Πίλγριμ» δεν ηδύνατο να
+βαστάζη ουδέ τα ολίγα ιστία, τα οποία είχεν αναπετασμένα. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ, βλέπων ότι ο δόλων εκιδύνευε να σχισθή, διέταξε να τον
+περισφίξωσιν. </p>
+
+<p>Αλλ' εις μάτην. Βιαία ριπή ανέμου επέπεσε κατά την στιγμήν εκείνην επί του
+πλοίου και απέσπασε το ιστίον. Ο Αυγουστίνος, ευρισκόμενος επί της κεραίας του
+μικρού δόλωνος, προσεβλήθη υπό του ποδός της δεξιάς. Πληγωθείς δε ελαφρώς
+ηδυνήθη να καταβή πάλιν επί του καταστρώματος. </p>
+
+<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/89.jpg" width="304"
+height="400"
+alt="Βιαία ριπή ανέμου επέπεσε κατά την στιγμήν εκείνην" border="2" /><br
+/></p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ, εις άκρον ανήσυχος, μίαν είχε πλέον σκέψιν ότι το πλοίον,
+ωθούμενον μετά τοιαύτης μανίας, εκινδύνευε να συντριβή από στιγμής εις
+στιγμήν, καθότι, κατά τους υπολογισμούς του, οι σκόπελοι δεν θα ήσαν μακράν.
+Μετέβη λοιπόν εις την πρώραν, αλλ' ουδέν είδεν ομοιάζον προς ξηράν και
+επανήλθεν εις το πηδάλιον. </p>
+
+<p>Μετ' ολίγας στιγμάς ο Νεγορός ανέβη εις το κατάστρωμα. Εκεί αίφνης, ωσεί
+ακουσίως, ο βραχίων του ετάθη προς σημειόν τι του ορίζοντος. Ήθελέ τις υποθέσει
+ότι διέκρινε ξηράν τινα εν τω μέσω της ομίχλης. </p>
+
+<p>Και πάλιν εμειδίασε μοχθηρώς, και χωρίς να είπη τι είδεν, επανήλθεν εις την
+θέσιν του. </p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'. </h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΡΙΖΟΝΤΑ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Κατ' εκείνην την ημέραν η τρικυμία έλαβε την μάλλον τρομεράν αυτής μορφήν,
+ήτις λαίλαψ. Ο άνεμος έπνευσε νοτιοδυτικός μετά ταχύτητος ενενήκοντα μιλίων
+καθ' ώραν. </p>
+
+<p>Τωόντι ήτο λαίλαψ, είς των τρομερών εκείνων ανέμων, οίτινες ρίπτουσιν επί
+της παραλίας όλα τα προσωρμισμένα πλοία, και κατά των οποίων και αύται αι εν
+τη ξηρά στερεαί οικοδομαί δεν δύνανται να ανθέξωσι. Τοιαύτη ήτο εκείνη, ήτις τη
+23 Ιουλίου 1825 κατέστρεψε την Γουαδελούπην. </p>
+
+<p>Εάν βαρέα πυροβόλα ανηρπάγησαν από των υποστατών των, φαντασθήτε τι θα
+εγίνετο πλοίον μη έχων άλλο στήριγμα ειμή θάλασσαν τεταραγμένην!</p>
+
+<p>Και εν τούτοις εις την ευκινησίαν του μόνην δύναται να εύρη την σωτηρίαν του,
+ενδίδει εις τας ωθήσεις του ανέμου και εάν είναι στερεώς κατασκευασμένον,
+δύναται να αψηφήση και τας βιαιοτέρας προσβολάς της θαλάσσης. Τοιούτο ήτο το
+«Πίλγριμ». </p>
+
+<p>Ολίγας στιγμάς μετά την διάρρηξιν του δόλωνος, η αρτεμονίς ανηρπάγη και
+αυτή. Τότε ο Δικ Σανδ απεφάσισε να παραιτηθή και αυτής της προτονίδος
+[σταντέρα), μικρού ιστίου εκ χονδρού πανίου, όπερ θα ηδύνατο να καταστήση το
+πλοίον μάλλον ευκυβέρνητον.</p>
+
+<p>Έπλεε λοιπόν το «Πίλγριμ» άνευ ιστίων, αλλ' ο άνεμος τοσούτον ισχυρώς
+προσέβαλλε το σκάφος, τους ιστούς τον εξαρτισμόν, ώστε τω έδιδε ταχύτητα
+καταπληκτικήν. Ενίοτε μάλιστα εφαίνετο ανυψούμενον υπέρ τα κύματα και
+ηδύνατό τις να πιστεύση ότι μόλις τα επέψαυεν. </p>
+
+<p>Υπό τας συνθήκας ταύτας, ο σάλος του πλοίου δερομένου υπό των τεραστίων
+κυμάτων τα οποία ανήγειρεν η τρικυμία, ήτο φοβερός. </p>
+
+<p>Υπήρχε φόβος μήπως κτυπηθή εκ των όπισθεν έκ τινος τερατώδους κύματος.
+Τα θαλάσσια εκείνα όρη έτρεχον ταχύτερον του μυωπάρωνος και ηπείλουν να τον
+πλήξωσιν εις την πρύμνην, εάν δεν ανυψούτο αρκετά ταχέως.</p>
+
+<p>Ούτος είναι ο μέγιστος κίνδυνος εις παν πλοίον φεύγον προ της τρικυμίας. </p>
+
+<p>Αλλά τι έπρεπε να γίνη, όπως προληφθή ο κίνδυνος ούτος; Δεν ηδύναντο να
+δώσωσιν εις το «Πίλγριμ» ταχύτητα μεγαλυτέραν, καθότι τότε ουδέ τεμάχιον ιστίου
+ήθελεν εναπομείνει. Έπρεπε λοιπόν να κρατώσιν όσω το δυνατόν διά μόνου του
+πηδαλίου, του οποίου η ενέργεια πολλάκις ήτο ανίσχυρος. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ δεν άφινε πλέον το οιακοστρόφιον. Προσεδέθη μάλιστα από της
+οσφύος, ίνα μη τον αναρπάση κύμα τι βίαιον. </p>
+
+<p>
+Ο Τωμ και ο Βαρθολομαίος, δεδεμένοι επίσης, ήσαν έτοιμοι να τον βοηθήσωσι. Ο
+Ηρακλής και ο Ακτέων κρατούμενοι στερεώς εκ των ορθοστατών, εφρούρουν εις
+την πρώραν. </p>
+
+<p>Η δε κυρία Βέλδων, ο μικρός Ζακ, ο εξάδελφος Βενέδικτος και η Ναν κατά
+διαταγήν του δοκίμου, έμενον εις τους κοιτωνίσκους της πρύμνης. Η κυρία Βέλδων
+θα επροτίμα να μείνη εις το κατάστρωμα, αλλ' ο Δικ Σανδ αντέτεινεν εις τούτο
+οριστικώς, καθότι τοιουτοτρόπως θα εξετίθετο εις κίνδυνον άνευ τινός ανάγκης.
+</p>
+
+<p>Πάντες οι κάθεκται είχον κλεισθή αραρότως. Ήλπιζον ότι ήθελον ανθέξει καθ'
+ήν περίπτωσιν φοβερόν τι θαλάσσιον κύμα θα εισέπιπτεν επί του καταστρώματος.
+Εάν κατά δυστυχίαν ενέδιδον υπό το βάρος του θαλασσίου όγγου, το πλοίον
+επλημμυρείτο και θα εβυθίζετο. </p>
+
+<p>Ευτυχώς επίσης, το φορτίον ήτο καλώς διηυθετημένον, ούτως ώστε μεθ' όλην
+την κλίσιν του μυοπάρωνος, τα βυτία δεν μετεκινούντο. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ ηλάττωσεν ωσαύτως τας ώρας του ύπνου του. Η κυρία Βέλδων
+εφοβήθη μήπως ασθενήση, κατώρθωσε δε να τον πείση ότι έπρεπε ν' αναπαύηται
+περισσότερον. </p>
+
+<p>Ενώ όμως αναπαύετο την νύκτα της 13 προς την 14 Μαρτίου συνέβη πάλιν νέον
+γεγονός. </p>
+
+<p>Ο Τωμ και ο Βαρθολομαίος ευρίσκοντο εις την πρύμνην, οπόταν ο Νεγορός,
+όστις σπανίως ενεφανίζετο εις το μέρος εκείνο του καταστρώματος, επλησίασε και
+εφάνη μάλιστα θέλων να συνδέση συνομιλίαν μετ' αυτών· αλλ' ο Τωμ και ο υιός
+του δεν τω απεκρίθησαν. </p>
+
+<p>Αίφνης, είς τινα βιαίαν κυλίνδησιν, ο Νεγορός έπεσε, και θα ερρίπτετο βεβαίως
+εις την θάλασσαν, εάν δεν εκρατείτο εκ της πυξιδοθήκης. </p>
+
+<p>Ο Τωμ εξέφερε κραυγήν, φοβηθείς μήπως εθραύσθη η πυξίς. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ, εν στιγμή αϋπνίας ήκουσε την κραυγήν, και ορμήσας έξω της
+θέσεώς του έδραμεν εις την πρύμνην.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Νεγορός είχεν ήδη εγερθή αλλ' εκράττει εις την χείρα του το τεμάχιον του
+σιδήρου, όπερ αφήρεσε κάτωθεν του κυτίου και το έκρυψε πριν ή το ιδή ο Δικ
+Σανδ. </p>
+
+<p>Είχεν άρα γε συμφέρον ο Νεγορός να επαναλάβη η βελόνη την αληθή αυτής
+διεύθυνσιν; Ναι, καθότι οι νοτιοδυτικοί άνεμοι τον εβοήθουν τότε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι είναι; ηρώτησεν ο δόκιμος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αυτός ο κατηραμένος μάγειρος έπεσεν επί της πυξίδος, απεκρίθη ο
+Τωμ. </p>
+
+<p>Εις τας λέξεις ταύτας ο Δικ Σανδ, ανησυχήσας τα μέγιστα, έκυψεν επί του
+κυτίου. Τα πάντα ήσαν εν καλή καταστάσει, ο δε διαβήτης, φωτιζόμενος υπό των
+φανών, ανεπαύετο πάντοτε επί των δύο συγκεντρικών αυτού κύκλων. </p>
+
+<p>Η καρδία του νεαρού δοκίμου ησύχασεν. Η θραύσις της μόνης πυξίδος του
+πλοίου θα ήτο δυστύχημα ανεπανόρθωτον. </p>
+
+<p>Αλλ' ό,τι ο Δικ Σανδ δεν είδεν, ήτο ότι, μετά την αφαίρεσιν του σίδηρου
+τεμαχίου, η βελόνη επανέλαβε την τακτικήν θέσιν της και εδείκνυεν ακριβώς τον
+μαγνητικόν βορράν, εκείνον όστις έπρεπε να είναι υπό τον μεσημβρινόν εκείνον.
+</p>
+
+<p>Εν τούτοις, εάν δεν ηδύνατο να καταστήση τον Νεγορόν υπεύθυνον διά την
+πτώσιν, ήτις εφαίνετο ακουσία, ο Δικ Σανδ είχε δίκαιον να εκπλαγή πώς τον εύρεν
+εν τη ώρα ταύτη εις την πρύμνην του πλοίου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι κάμνετε εδώ; τον ηρώτησεν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ό,τι θέλω, απεκρίθη ο Νεγορός. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι είπατε! . . . ανέκραξεν ο Δικ Σανδ αδυνατών αν καταστείλη κίνημα
+οργής. </p>
+
+<p>&nbsp;— Λέγω, απεκρίθη ο μάγειρος, ότι δεν υπάρχη κανονισμός απαγορεύων
+να περιφέρεται τις εις την πρύμνην. </p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν, τον κανονισμόν τούτον τον κάμνω εγώ, είπεν ο Δικ Σανδ, και
+σας απαγορεύω να έρχεσθε εις την πρύμνην.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Αλήθεια! απεκρίθη ο Νεγορός. </p>
+
+<p>Ο άνθρωπος εκείνος, τοσούτω κύριος εαυτού, έκαμε τότε απειλητικόν κίνημα.
+</p>
+
+<p>Ο δόκιμος εξήγαγε του θυλακίου του περίστροφον και το διηύθυνε προς τον
+μάγειρον.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Νεγορέ, είπε, μάθετε ότι το περίστροφον τούτο είναι πάντοτε επάνω μου
+και εις πρώτον κίνημα απειθείας σας συντρίβω την κεφαλήν.</p>
+
+<p>Την αυτήν στιγμήν ο Νεγορός ησθάνθη εαυτόν βιαίως κύπτοντα επί του
+καταστρώματος. </p>
+
+<p>Ήτο ο Ηρακλής όστις απλώς επέθεσε την χείρα επί του ώμου του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πλοίαρχε Σανδ, είπεν ο γίγας, θέλετε να ρίψω αυτόν τον αχρείον εις
+την Θάλασσαν; Θα είναι άριστον φαγητόν εις τα οψάρια, τα οποία τρώγουν τα
+πάντα.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Όχι ακόμη, απήντησεν ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>Ευθύς ως η χειρ του μαύρου έπαυε πλέον να τον πιέζη, ο Νεγορός ανηγέρθη.
+Αλλά διερχόμενος προ του Ηρακλέους.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Κατηραμένε μαύρε, εψιθύρισε, θα με το πλήρωσης!</p>
+
+<p>Εν τούτοις ο άνεμος μετεβλήθη, ή τουλάχιστον εφαίνετο ότι υπερπήδησε
+τεσσαράκοντα και πέντε βαθμούς. Και εν τούτοις, παράδοξον πράγμα, όπερ
+εξέπληξε τον δόκιμον, ουδόλως η κατάστασις της θαλάσσης εμαρτύρει την
+μεταβολήν ταύτην. Το πλοίον είχε πάντοτε την αυτήν διεύθυνσιν, αλλ' ο άνεμος και
+τα κύματα αντί να το ωθώσιν απ' ευθείας εκ των όπισθεν, έπληττον τότε αυτό εκ
+της αριστεράς πλευράς, — κατάστασις αρκετά επικίνδυνος, εκθέτουσα το πλοίον
+εις προσβολάς εκ του ασθενούς μέρους. Τούτου ένεκα ο Δικ Σανδ ηναγκάσθη να
+στρέψη ολίγον την διεύθυνσιν του πλοίου.<br />
+&nbsp;<br />
+Αφ' ετέρου η προσοχή του διηγέρθη πλειότερον ή άλλοτε. Εσκέπτετο μήπως
+υπήρχε συνάφειά τις μεταξύ της πτώσεως του Νεγορού και της θραύσεως της
+πρώτης πυξίδος. Τι ήλθε να πράξη εκεί ο μάγειρος; Μήπως είχε συμφέρον τι οίον
+δήποτε να καταστή άχρηστος και η δευτέρα πυξίς; Ποίον ήτο άρα γε το συμφέρον
+τούτο; Τούτο ουδαμώς ηδύνατο να εξηγήση. Ο Νεγορός δεν επεθύμει, ως
+επεθύμουν όλοι, να πλησιάση όσω το δυνατόν ταχύτερον την αμερικανικήν
+ακτήν;</p>
+
+<p>Όταν ο Δικ Σανδ ωμίλησε περί του συμβάντος εκείνου εις την κυρίαν Βέλδων,
+αύτη, καίτοι στηρίζουσα κατά τι την δυσπιστίαν του, δεν ηδυνήθη να μαντεύση την
+εύλογον αιτίαν, ην θα είχεν ο μάγειρος προς διάπραξιν του μελετημένου εκείνου
+κακουργήματος. </p>
+-1-
+<p>Εν τούτοις διά παν ενδεχόμενον, ο Νεγορός ετέθη υπό αυστηράν επιτήρησιν.
+Αλλ' ούτος συνεμορφώθη προς τας διαταγάς του δοκίμου και δεν ετόλμησε πλέον
+να έλθη εις την πρύμνην του πλοίου, όπου η υπηρεσία του ουδέποτε τον εκάλει.
+Άλλως τε δε ο Δίγγος είχεν εγκατασταθή εκεί διαρκώς, και ο μάγειρος απέφευγε να
+τον πλησιάση.<br />
+&nbsp;<br />
+Καθ' όλην την εβδομάδα, η τρικυμία δεν ηλαττώθη. Το βαρόμετρον εταπεινώθη
+περισσότερον. Από της 14 μέχρι της 26 Μαρτίου υπήρξεν αδύνατον να
+επωφεληθώσι νηνεμίας τινός, όπως αναπετάσωσιν ολίγα ιστία. Το «Πίλγριμ»
+έφευγε προς το βορειανατολικόν μετά ταχύτητος ουχί κατωτέρας των διακοσίων
+μιλίων εις είκοσι και τεσσάρας ώρας, και εισέτι γη δεν εφαίνετο! Εν τούτοις η γη
+εκείνη ήτο η Αμερική, ήτις είναι ερριμένη ως άπειρον διάφραγμα μεταξύ του
+Ατλαντικού και του Ειρηνικού, επί μήκους μείζονος των εκατόν είκοσι μοιρών.<br
+/>
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ εσκέφθη μήπως δεν είχε πλέον την αίσθησιν του αληθούς, μήπως από
+τοσούτων ημερών εν αγνοία του διέτρεχε προς λελανθασμένην διεύθυνσιν. Όχι,
+δεν ηδύνατο να απατηθή εις τοιούτον βαθμόν. Ο ήλιος, ει και δεν εφαίνετο εν τω
+μέσω της ομίχλης, ανέτελλε πάντοτε ενώπιόν του και έδυεν όπισθέν του. Αλλά τότε
+πώς εξηφανίσθη η γη εκείνη; Η Αμερική εκείνη, εις την οποίαν θα εξώκειλεν ίσως
+το πλοίον του, πού ήτο εάν δεν ήτο εκεί; Είτε εις την νότιον είτε εις την βόρειον
+ήπειρον — καθότι τα πάντα ήσαν δυνατά εν μέσω του χάους εκείνου — το
+«Πίλγριμ» ώφειλε να πλησιάση. Τι συμβαίνη λοιπόν από της ενάρξεως της φοβεράς
+εκείνης τρικυμίας; Τι συνέβαινεν έτι αφού η παραλία εκείνη, είτε προς σωτηρίαν
+είτε προς απώλειαν, δεν ενεφανίζετο; Έπρεπε λοιπόν ο Δικ Σανδ να υποθέση ότι
+ηπατήθη υπό της πυξίδος, της οποίας δεν ηδύνατο να εξελέγξη τας υποδείξεις,
+αφού η δευτέρα πυξίς έλειπε διά να ποιήση την εξέλεγξιν εκείνην; Τη αληθεία τον
+κατέλαβεν ο φόβος ούτος, τον οποίον ηδύνατο να δικαιολογήση η απουσία οίας
+δήποτε ξηράς. Ούτω λοιπόν, όταν δεν ήτο εις το πηδάλιον, ο Δικ Σανδ δεν έπαυε να
+κατατρώγη διά των οφθαλμών τον χάρτην. Αλλ' εις μάτην τον ηρεύνα, δεν ηδύνατο
+ούτος να τω δώση την εξήγησιν αινίγματος, όπερ, εν ή θέσει έφερεν αυτόν ο
+Νεγορός, ήτο ακατανόητον, ως θα ήτο και εις πάντα άλλον . . . <br />
+&nbsp;<br />
+Εν τούτοις την ημέραν εκείνην, 21 Μαρτίου, συνέβη τι σπουδαιότατον. </p>
+
+<p>Ο Ηρακλής, φρουρών εις την πρώραν, ανέκραξε:</p>
+
+<p>&nbsp;— Γη! γη!</p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ επήδησεν εις το πρωραίον ανύψωμα. Ο Ηρακλής, όστις δεν ηδύνατο
+να έχη οφθαλμούς ναυτικού, μήπως ηπατάτο άρα γε;</p>
+
+<p>&nbsp;— Η γη; ανέκραξεν ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εκεί, απεκρίθη ο Ηρακλής, δεικνύων σημειόν τι σχεδόν αδιόρατον εις
+τον ορίζοντα προς το βορειανατολικόν. </p>
+
+<p>Μόλις ηκούοντο ομιλούντες εν μέσω των μυκηθμών της θαλάσσης και του
+ουρανού. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είδετε την γην; . . . είπεν ο δόκιμος. </p>
+<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/97.jpg" width="371"
+height="468"
+alt="Είδετε την γην; . . . είπεν ο δόκιμος" border="2" /><br /></p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, απήντησεν ο Ηρακλής, επικυρών και διά της κεφαλής. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και η χειρ του ετέθη πάλιν προς αριστερά. Ο δόκιμος παρετήρει, αλλ'
+ουδέν διέκρινε.<br />
+&nbsp;<br />
+Την στιγμήν εκείνην η κυρία Βέλδων, ήτις είχεν ακούσει την κραυγήν του
+Ηρακλέους, ανέβη εις το κατάστρωμα, παρά την υπόσχεσιν ότι δεν ήθελε ναναβή.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Κυρία! . . . έκραξεν ο δόκιμος. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων, μη δυναμένη να ακουσθή, προσεπάθησε και αύτη να διακρίνη
+την υπό του μαύρου αναγγελθείσαν γην, και εφαίνετο ωσεί θέλουσα να
+συγκεντρώση όλην αυτής την ζωήν εις τους οφθαλμούς. </p>
+
+<p>Δέον να πιστεύσωμεν ότι η χειρ του Ηρακλέους εσφαλμένως εδείκνυε το
+σημείον του ορίζοντος, όπερ ήθελε να δείξη, καθότι μήτε η κυρία Βέλδων μήτε ο
+δόκιμος ηδυνήθησαν να ίδωσί τι.<br />
+&nbsp;<br />
+Αλλ' αίφνης και ο Δικ Σανδ εξέτεινε την χείρα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι! ναι! γη! είπεν. </p>
+
+<p>Είδος τι κορυφής εφαίνετο εις ανοικτόν μέρος της ομίχλης. Οι εξησκημένοι εις
+την θάλασσαν οφθαλμοί του δεν ηδύναντο να απατηθώσι. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τέλος πάντων! εφώνησε, τέλος πάντων! </p>
+
+<p>Εκρατείτο πυρετωδώς από του παραρρύματος. Η κυρία Βέλδων,
+υποστηριζομένη υπό του Ηρακλέους, δεν έπαυε παρατηρούσα την σχεδόν
+ανέλπιστον εκείνην γην. </p>
+
+<p>Η ακτή, σχηματιζομένη υπό της υψηλής εκείνης κορυφής, ανηγείρετο τότε εις
+απόστασιν δέκα μιλίων υπηνέμως προς τα αριστερά. </p>
+
+<p>Επειδή δε εντελώς ανοικτόν μέρος εγένετο ένεκα διασχίσεως των νεφών,
+επανείδον αυτήν καθαρώτερον. Ήτο βεβαίως ακρωτήριόν τι της αμερικανικής
+ηπείρου. Το «Πίλγριμ», άνευ ιστίων, δεν ηδύνατο μεν να κατευθυνθή εκεί, αλλ'
+όπως δήποτε δεν θα εβράδυνε να πλησιάση εις την ξηράν.<br />
+&nbsp;<br />
+Ήτο ζήτημα ωρών τινων μόνον. Τότε δε ήτο ογδόη ώρα της πρωίας. Άρα,
+βεβαιότατα, προ της μεσημβρίας το «Πίλγριμ» θα ήτο πλησίον της ξηράς. </p>
+
+<p>Εις έν σημείον του Δικ Σανδ, ο Ηρακλής επανέφερε την κυρίαν Βέλδων εις την
+πρύμνην, καθότι δεν θα ηδύνατο να αντιστή εις την βιαιότητα του
+προνευστασμού.</p>
+
+<p>Ο δόκιμος έμεινεν επ' ολίγας στιγμάς έτι εις την πρώραν, είτα επανήλθεν εις το
+πηδάλιον, πλησίον του γέροντος Τωμ. </p>
+
+<p>Έβλεπε λοιπόν τέλος πάντων την παραλίαν εκείνην τοσούτον βραδέως
+φανείσαν, τοσούτω διαπύρως αναμενομένην! τώρα όμως μετά τινος τρόμου
+έβλεπεν αυτήν. </p>
+
+<p>Πράγματι, υφ' ας συνθήκας ευρίσκετο το «Πίλγριμ» ήτοι φεύγον προ της
+τρικυμίας, η υπήνεμος ξηρά ήτο ρίψιμον μεθ' όλων αυτού των τρομερών
+συνεπειών. </p>
+
+<p>Δύο ώραι παρήλθον. Το ακρωτήριόν τότε εφαίνετο εκ των πλαγίων του πλοίου.
+</p>
+
+<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Νεγορός ανεφανίσθη εις το κατάστρωμα. Την φοράν
+ταύτην παρετήρησε την ακτήν μετά πολλής προσοχής, εκίνησε την κεφαλήν ως
+άνθρωπος γνωρίζων τι έβλεπε και κατέβη πάλιν, αφού επρόφερε λέξιν τινά ην
+ουδείς ηδυνήθη να ακούση.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ εζήτει να ίδη το μέρος, όπερ εξετείνετο όπισθεν του ακρωτηρίου. </p>
+
+<p>Δύο ώραι διέρρευσαν. Το ακρωτήριον, ωρθούτο όπισθεν αριστερά, αλλ' η
+παραλία δεν εφαίνετο εισέτι. </p>
+
+<p>Εν τούτοις ο ουρανός εκαθαρίζετο εις τον ορίζοντα, και η υψηλή παραλία, ήτις
+θα ήτο ακριβώς αμερικανική γη, περιχειλουμένη υπό της γιγαντιαίας σειράς των
+Άνδεων θα εφαίνετο εξ αποστάσεως είκοσι μιλίων και περισσότερον. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ έλαβε το τηλεσκόπιον και το περιέφερε βραδέως εφ' όλου του
+ανατολικού ορίζοντος. </p>
+
+<p>Ουδέν! ουδέν έβλεπε πλέον. </p>
+
+<p>Κατά την δευτέραν ώραν μετά μεσημβρίαν παν ίχνος, γης εξηφανίσθη όπισθεν
+του «Πίλγριμ».</p>
+
+<p>Εις τα εμπρός, το τηλεσκόπιον δεν ηδύνατο να αντιληφθή ουδεμίαν κάτοψιν
+γης υψηλής ή χαμηλής. Η κραυγή διέφυγε τότε τα χείλη του Δικ Σανδ, όστις αφήσας
+πάραυτα το κατάστρωμα κατέβη ταχέως εις τον κοιτωνίσκον, ένθα έμενεν η κυρία
+Βέλδων μετά του μικρού Ζακ, της Ναν και του εξαδέλφου Βενεδίκτου.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Νήσος! δεν ήτο άλλο ειμή νήσος, είπε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Νήσος, Δικ! αλλά ποία; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων</p>
+
+<p>&nbsp;— Ο χάρτης θα μας το δείξη, απήντησε ο δόκιμος. </p>
+
+<p>Και δραμών εις το φυλάκειον, μετέφερε τον χάρτην του πλοίου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εκεί, κυρία Βέλδων, εκεί, είπεν. Η ξηρά, την οποίαν είδομεν, δεν
+δύναται να είναι άλλο τι ειμή το σχεδόν αφανές εκείνο σημείον, εν τω μέσω του
+Ειρηνικού, δεν δύναται να είναι άλλο ειμή η νήσος του Πάσχα. Δεν υπάρχουσιν
+άλλαι εις τα μέρη ταύτα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και την αφήσαμεν ήδη οπίσω, ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μάλιστα, πολύ οπίσω. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων παρετήρει προσεκτικώς την νήσον του Πάσχα, ήτις εσχημάτιζεν
+αδιόρατόν τι σημείον επί του χάρτου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και πόσον απέχει η νήσος αύτη από της αμερικανικής παραλίας;</p>
+
+<p>&nbsp;— Τριάκοντα πέντε μοίρας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όπερ σημαίνει; . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Περίπου δύο χιλιάδας μίλια. </p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν το «Πίλγριμ» δεν επροχώρει, αφού ευρισκόμεθα εισέτι τόσον
+μεμακρυσμένοι από της ηπείρου;</p>
+
+<p>&nbsp;— Κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, φέρων προς στιγμήν την χείρα
+επί του μετώπου ωσεί διά να συγκεντρώση τας ιδέας του, δεν ηξεύρω . . . δεν
+ημπορώ . . . να εξηγήσω την απίστευτον αυτήν βραδύτητα . . . Όχι, δεν ειμπορώ . . .
+εκτός εάν αι ενδείξεις της πυξίδος ήσαν ψευδείς . . . Αλλ' η νήσος εκείνη δεν
+δύναται να είναι άλλη ειμή η νήσος του Πάσχα, αφού εφεύγομεν προς τα
+βορειανατολικά με τον άνεμον όπισθεν, και πρέπει να ευχαριστήσω τον Θεόν
+επειδή μοι επέτρεψε να καθορίσω την θέσιν ημών. Ναι, είναι η νήσος του Πάσχα.
+Ναι, απέχει δύο χιλιάδας μίλια από της παραλίας. Ηξεύρω τέλος πού μας ώθησεν η
+τρικυμία, και εάν κατευνασθή, δυνάμεθα να προσεγγίσωμεν μετά τινων ελπίδων
+σωτηρίας την αμερικανικήν ήπειρον. Τώρα τουλάχιστον το πλοίον ημών δεν εχάθη
+πλέον εις το άπειρον του Ειρηνικού. </p>
+
+<p>Την πεποίθησιν ταύτην, ην εμαρτύρει ο Δικ Σανδ, συνεμερίσθησαν όλοι όσοι
+τον ήκουσαν ομιλούντα. Και αυτή η κυρία Βέλδων κατεπείσθη. Εφαίνετο αληθώς
+ότι οι δυστυχείς εκείνοι άνθρωποι ήσαν εις το τέρμα των δεινών των, και το
+«Πίλγριμ», έχον ευνοϊκόν τον άνεμον, δεν θα εβράδυνε να εισέλθη εις τον λιμένα
+της σωτηρίας. </p>
+
+<p>Η νήσος του Πάσχα — το αληθές όνομα της οποίας είναι ΒάιΧου —
+ανακαλυφθείσα υπό του Διβίδ τω 1686 και εξερευνηθείσα υπό του Κουκ και του
+Λαπερούς, κείται υπό την 270 νοτίου πλάτους και την 112ο ανατολικού μήκους.
+Εάν ο μυοπάρων παρεσύρθη τοιουτοτρόπως περισσότερον των δεκαπέντε μοιρών
+προς βορράν, τούτο προδήλως ωφείλετο εις την νοτιοδυτικήν εκείνην τρικυμίαν
+προ της οποίας ηναγκάσθη να φεύγη. </p>
+
+<p>Λοιπόν το «Πίλγριμ» απείχεν έτι δύο χιλιάδας μίλια από της ξηράς. Εν τούτοις
+υπό την ώθησιν του κεραυνοβόλου εκείνου ανέμου δεν θα εχρειάζετο
+περισσοτέρας των δέκα ημερών, όπως φθάση εις οίον δήποτε σημείον της Νοτίου
+Αμερικής. </p>
+
+<p>Αλλ' άρα γε δεν ηδύνατο να ελπίζωσιν, ως το είχεν ειπή ο δόκιμος, ότι ο άνεμος
+θα κατηυνάζετο ολίγον και θα ηδύναντο να αναπετάσωσιν ιστίον τι, άμα έβλεπον
+ξηράν; </p>
+
+<p>Αύτη ήτο η ελπίς του Δικ Σανδ. Εσκέπτετο ότι η καταιγίς εκείνη, ήτις από
+τοσούτων ημερών διήρκει, θα κατέπαυεν ίσως επί τέλους. Και τώρα ότε, χάρις εις
+την ανακάλυψιν της νήσου του Πάσχα, εγνώριζεν ακριβώς την θέσιν του, ηδύνατο
+να έχει την πεποίθησιν ότι αποκατασταθείς κύριος του πλοίου του, θα το
+διηύθυνεν εις μέρος ασφαλές. </p>
+
+<p>Ναι, η ανακάλυψις του μεμονωμένου εκείνου σημείου, γενομένη ωσεί εκ θείας
+προνοίας, απέδωκε θάρρος εις τον Δικ Σανδ. Εάν εφέρετο κατά τας ιδιοτροπίας της
+τρικυμίας, της οποίας δεν ηδύνατο να κατισχύση, τουλάχιστον δεν έπλεεν εις τα
+τυφλά. </p>
+
+<p>Το «Πίλγριμ» άλλως τε στερεώς κατασκευασμένον και κατηρτισμένον δεν
+υπέφερε πολύ εκ των σκληρών προσβολών της τρικυμίας. Αι ζημίαι του συνίσταντο
+μόνον εις την απώλειαν του δόλωνος και της αρτεμονίδος απώλεια ήτις ευκόλως
+ηδύνατο να αναπληρωθή. Ουδεμία σταγών ύδατος διεπέρασε το σκάφος και το
+κατάστρωμα. Αι αντλίαι ήσαν εντελώς ανέπαφοι. Υπό την έποψιν λοιπόν ταύτην
+ουδέν είχον να φοβηθώσιν. </p>
+
+<p>Έμενε λοιπόν η ακατάπαυστος εκείνη καταιγίς, της οποίας την μανίαν ουδέν
+εφαίνετο ικανόν να καταστείλη. Εάν, έν τινι μέτρω ο Δικ Σανδ ηδύνατο να θέση το
+πλοίον του εις κατάστασιν να παλαίση κατά της τρικυμίας, δεν ηδύνατο όμως να
+διατάξη τον άνεμον να κατευνασθή, τα κύματα εκείνα να καταπραϋνθώσι, τον
+ουρανόν εκείνον να αιθριάση. Εάν εντός του πλοίου ήτο «κύριος μετά τον Θεόν»,
+έξω όμως του πλοίου μόνος ο Θεός εδέσποζε των ανέμων και των κυμάτων.</p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ'. </h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΓΗ! ΓΗ.!</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Εν τούτοις η πεποίθησις εκείνη υπό της οποίας επληρούτο ορμεμφύτως η καρδία
+του Δικ Σανδ, έμελλεν εν μέρει να δικαιολογηθή.<br />
+&nbsp;<br />
+Την επιούσαν, 27 Μαρτίου η υδραργυρική στήλη υψώθη εν τω βαρεμετρικώ
+σωλήνι. Η ταλάντευσις μήτε βιαία, μήτε μεγάλη υπήρξε· γραμμαί τινες μόνον, αλλ'
+η πρόοδος ήτο συνεχής. Η τρικυμία έμελλε προδήλως να εισέλθη εις την
+φθίνουσαν αυτής περίοδον και εάν η θάλασσα έμεινεν υπερβολικώς τεταραγμένη,
+ηδυνήθησαν όμως να βεβαιωθώσιν ότι ο άνεμος ηλαττούτο, ανερχόμενος ελαφρώς
+προς δυσμάς. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ δεν ηδύνατο έτι να σκεφθή αναπέτασιν ιστίου τινός, καθότι και το
+μικρότερον θα ανηρπάζετο αμέσως. Εν τούτοις ήλπιζεν ότι δεν θα παρήχοντο 24
+ώραι και θα ηδύνατο να αναπετάση μίαν προτονίδα. </p>
+
+<p>Πράγματι κατά την νύκτα ο άνεμος εχαλαρώθη επαισθητώς, παραβαλλόμενος
+προς εκείνον όστις έπνεε κατά τας παρελθούσας ημέρας, και το πλοίον εσαλεύετο
+ολιγώτερον υπό των σφοδρών κτυπημάτων του σάλου, άτινα ηπείλησαν να το
+εξαθρώσωσιν.<br />
+&nbsp;<br />
+Οι επιβάται ήρχισαν να αναβαίνωσιν εις το κατάστρωμα. Δεν εκινδύνευον πλέον ν'
+αρπαγώσιν υπό τινος κύματος.<br />
+&nbsp;<br />
+Πρώτη η κυρία Βέλδων εγκατέλιπε το τετράγωνον, εν τω οποίω ο Δικ χάριν
+προφυλάξεως την ηνάγκασε να περιορισθή κατά την διάρκειαν της μακράς εκείνης
+τρικυμίας. Ήλθε να συνομιλήση μετά του δοκίμου, τον οποίον θέλησις αληθώς
+υπεράνθρωπος είχε καταστήσει ικανόν να αντιστή εις τόσους μόχθους. </p>
+
+<p>Ισχνός, ωχρός υπό το ηλιοκαές του χρώματός του, θα ηδύνατο να εξασθενήση
+ένεκα της στερήσεώς του ύπνου εκείνου του τοσούτον αναγκαίου εις την ηλικίαν
+του. Αλλ' όχι· η ισχυρά κράσις του αντείχεν εις όλα. Ίσως βραδύτερον θα
+επλήρωνεν ακριβά την περίοδον εκείνην των δοκιμασιών. </p>
+
+<p>Αλλ' η στιγμή εκείνη δεν ήτο κατάλληλος να καταβληθή. Ο Δικ Σανδ εσκέπτετο
+πάντοτε ταύτα, η δε κυρία Βέλδων τον εύρεν επίσης δραστήριον όσον ήτο και
+πρότερον. </p>
+
+<p>Και έπειτα ο γενναίος εκείνος Σανδ είχε θάρρος, και εάν το θάρρος δεν
+επιβάλλεται, τουλάχιστον επιβάλλει. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δικ, αγαπητόν μου τέκνον, πλοίαρχέ μου είπεν η κυρία Βέλδων,
+τείνουσα την χείρα προς τον νεαρόν δόκιμον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Α! κυρία Βέλδων, ανέκραξεν ο Δικ Σανδ μειδιών, απειθείται εις τον
+πλοίαρχόν σας! Επανέρχεσθε εις το κατάστρωμα, εγκαταλείπετε τον κοιτωνίσκον
+σας μεθ' όλας τας παρακλήσεις του.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ναι, απειθώ, απεκρίθη η κυρία Βέλδων· αλλ' έχω προαίσθημά τι ότι η
+τρικυμία καταπαύει ή θα καταπαύση μετ' ολίγον.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Τωόντι καταπαύει, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο δόκιμος. Δεν απατάσθε. Το
+βαρόμετρον δεν κατήλθεν από της χθες. Ο άνεμος εμετρίασε, και έχω λόγον να
+πιστεύω, ότι αι σκληρότεραι δοκιμασίαι μας παρήλθον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο Θεός να σε ακούση, Δικ. Α! πολύ υπέφερες, αγαπητόν μου τέκνον!
+Έπραξες . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Απλώς το καθήκον μου, κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά θα αναπαυθής τέλος ολίγον;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ν' αναπαυθώ! είπεν ο δόκιμος. Δεν έχω ανάγκην αναπαύσεως, κυρία
+Βέλδων. Είμαι κάλλιστα, χάρις τω Θεώ και πρέπει να εκτελέσω το καθήκον μου
+μέχρι τέλους. Με ωνομάσατε πλοίαρχον, και, θα μένω πλοίαρχος μέχρι της στιγμής
+καθ' ήν όλοι οι επιβάται θα είναι εν ασφαλεία.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Δικ, επανέλαβεν η κυρία Βέλδων, εγώ και ο σύζυγος μου ουδέποτε θα
+λησμονήσωμεν τι έπραξες. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο Θεός έπραξε τα πάντα, απεκρίθη ο Δικ, τα πάντα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τέκνον μου, σου επαναλαμβάνω ότι, διά της ηθικής και
+δραστηριότητός σου, εδείχθης ανήρ άξιος να κυβερνάς και μετ' ολίγον, άμα
+περαιωθώσιν αι σπουδαί σου, — και ο σύζυγός μου δεν θα με διαψεύση, — θα
+ήσαι πλοίαρχος παρά τω οίκω Ζαμ Ουίλλιαμ Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εγώ! εγώ! ανέκραξεν ο Δικ Σανδ, του οποίου οι οφθαλμοί
+εκαλύφθησαν υπό δακρύων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δικ, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, ήσο ήδη θετός ημών υιός, αλλά τώρα
+είσαι υιός μας, είσαι ο σωτήρ της μητρός σου και του μικρού αδελφού σου Ζακ.
+Φίλτατε Δικ, σε ασπάζομαι διά τον σύζυγόν μου και δι' εμέ!</p>
+
+<p>Η γενναία γυνή επεθύμει να μη συγκινηθή θλίβουσα τον νεαρόν δόκιμον εις
+τας αγκάλας της, αλλ' η καρδία της υπερεξεχείλιζεν. Αλλά ποία γραφίς θα ηδύνατο
+να περιγράψη τι ησθάνετο ο Δικ Σανδ; Εσκέπτετο εάν ηδύνατο να πράξη τι
+περισσότερον ή να προσφέρη την ζωήν του υπέρ των ευεργετών του και εδέχετο
+προκαταβολικώς πάσας τας δοκιμασίας, όσαι θα τω επεβάλλοντο εις το μέλλον.<br
+/>
+&nbsp;<br />
+Μετά την συνδιάλεξιν ταύτην ο Δικ Σανδ ησθάνθη εαυτόν ισχυρότερον. Εάν ο
+άνεμος εγίνετο μετριώτερος και τω επέτρεπε ν' αναπετάση ιστίον τι, δεν
+αμφέβαλλεν ότι θα ηδύνατο να διευθύνη το πλοίον του πρός τινα λιμένα, ένθα
+όλοι εκείνοι τους οποίους έφερε θα εύρισκον τέλος την σωτηρίαν. </p>
+
+<p>Τη 29, ελαττωθέντος ολίγον του ανέμου, ο Δικ Σανδ εσκέφθη να αποκαταστήση
+το ακάτιον και τον δόλωνα και κατ' ακολουθίαν να αυξήση την ταχύτητα του
+«Πίλγριμ», εξασφαλίζων την διεύθυνσίν του.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Εμπρός, Τωμ! εμπρός, φίλοι μου! Ανέκραξεν, όταν ανέβη εις το
+κατάστρωμα όρθρου βαθέως. Έλθετε! έχω ανάγκην των βραχιόνων σας.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Είμεθα έτοιμοι, πλοίαρχε Σανδ, απεκρίθη ο γέρων Τωμ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Έτοιμοι εις όλα, προσέθηκεν ο Ηρακλής. Κατά την διάρκειαν της
+τρικυμίας δεν είχον τι να πράξω και ήρχιζα να σκωριάζω.</p>
+
+<p>&nbsp;— Έπρεπε να φυσάς με το μεγάλον στόμα σου, είπεν ο μικρός Ζακ.
+Στοιχηματίζω ότι θα ήσο τόσον δυνατός όσον ο άνεμος.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Καλή ιδέα, Ζακ! είπεν ο Δικ Σανδ, γελών. Όταν είναι γαλήνη, θα λέγωμεν
+εις τον Ηρακλέα να φυσά εις τα ιστία.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Εις τας διαταγάς σας, κύριε Δικ, απεκρίθη ο αγαθός μαύρος εξογκών τας
+παρειάς ως γιγαντιαίος Βορέας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τώρα, φίλοι, επανέλαβεν ο δόκιμος, θα αναρτήσωμεν πρώτον
+αναπληρωτικόν ιστίον, καθότι ο δόλων ανηρπάγη από του ανέμου. Ίσως είναι
+δύσκολον, αλλά πρέπει να γίνη. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα γίνη! απεκρίθη ο Ακτέων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ειμπορώ να σας βοηθήσω; ηρώτησεν ο μικρός Ζακ πάντοτε πρόθυμος
+να εργασθή.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ναι, Ζακ μου, απεκρίθη ο δόκιμος. Θα μείνης εις τον τροχόν πλησίον του
+φίλου μας Βαρθολομαίου, και θα τον βοηθής να κυβερνά.<br />
+&nbsp;<br />
+Περιττόν να είπωμεν πόσον υπερηφανεύθη ο μικρός Ζακ γενόμενος βοηθός
+πηδαλιούχος του «Πίλγριμ».</p>
+
+<p>&nbsp;— Τώρα, εις έργον, επανέλαβεν ο Δικ Σανδ, και όσω το δυνατόν ας μη
+εκτιθέμεθα. </p>
+
+<p>Οι μαύροι, βοηθούμενοι υπό του δοκίμου, ήρχισαν την εργασίαν. Η εξάρτησις
+ενός δόλωνος παρείχε δυσκολίας τινάς εις τον Τωμ και τους συντρόφους του.
+Πρόκειτο να ανυψώσωσι κατ' αρχάς το περιτετυλιγμένον εφ' εαυτό ιστίον, είτα δε
+να το στερεώσωσιν επί της κεραίας. </p>
+
+<p>Εν τούτοις ο Δικ Σανδ τόσω καλώς διηύθυνε και τόσω καλώς υπήκουσαν εις
+αυτόν, ώστε μετά εργασίαν μιας ώρας, το ιστίον εξετυλίχθη, η κεραία ανυψώθη και
+ο δόλων αποκατέστη καλώς μετά δύο σειρών θηλιών. </p>
+
+<p>Το ακάτιον και ο δεύτερος αρτέμων, άτινα είχον συμπτυχθή προ της τρικυμίας,
+ανεπτύχθησαν άνευ πολλής δυσκολίας μεθ' όλον τον βίαιον άνεμον. </p>
+
+<p>Τέλος, την ημέραν εκείνην, εις τας δέκα της πρωίας το «Πίλγριμ» έπλεε μετά
+ακατίου, του δόλωνος και του αρτέμονος. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ δεν έκρινε συνετόν να θέση πλειότερα ιστία. Όσα είχεν, ενόσω ο
+άνεμος δεν εχαλαρούτο, ήρκουν να τω εξασφαλίσωσι ταχύτητα διακοσίων μιλίων
+τουλάχιστον εις είκοσι τεσσάρας ώρας, και δεν τω εχρειάζετο περισσότερο, όπως
+φθάση εις την αμερικανικήν ακτήν προ δέκα ημερών.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο δόκιμος ευχαριστήθη αληθώς όταν, επανελθών εις το πηδάλιον, επανέλαβε την
+θέσιν του, ευχαριστήσας των κυρ Ζακ, τον βοηθόν πηδαλιούχον του «Πίλγριμ» Δεν
+ήτο πλέον εις την διάκρισιν των κυμάτων. Έπλεε καλώς. Η χαρά του δύναται να
+εννοηθή παρ' όλων εκείνων όσοι είναι πως συνοικειωμένοι προς τα ναυτικά
+πράγματα. </p>
+
+<p>Την επιούσαν, τα νέφη έτρεχον μεν εισέτι μετά της αυτής ταχύτητος, αλλ'
+άφινον μεταξύ των μεγάλα κενά, διά των οποίων αι ηλιακαί ακτίνες ηκοντίζοντο
+μέχρι της επιφανείας των υδάτων. Ενίοτε το «Πίλγριμ» κατεφωτίζετο υπ' αυτών.
+Ωραίον πράγμα το ζωογόνον τούτο φως! Ενίοτε εσβύνετο όπισθεν ευρείας μάζης
+ατμών ορμώντων προς ανατολάς, είτα ανεφαίνετο πάλιν, και πάλιν εξηφανίζετο,
+αλλ' ο καιρός αποκαθίστατο ωραίος. </p>
+
+<p>Οι καθέκται ηνεώχθησαν, όπως αερισθή το εσωτερικόν του πλοίου. Αήρ
+υγιεινός εισήρχετο εις το κύτος εις το πρυμναίον διαμέρισμα, εις τας θέσεις του
+πληρώματος. Τα υγρά ιστία εξηπλώθησαν διά να στεγνώσωσιν. Εκαθαρίσθη
+ωσαύτως το κατάστρωμα. Ο Δικ Σανδ δεν ήθελε να φθάση το πλοίον του εις τον
+λιμένα χωρίς να είναι ολίγον καλλωπισμένον. Χωρίς να καταπονήται το πλήρωμα,
+ολίγαι ώραι αφιερούμεναι καθ' εκάστην εις την εργασίαν ταύτην ήρχουν όπως τα
+πάντα περαιωθώσι καλώς.<br />
+&nbsp;<br />
+Καίτοι ο δόκιμος δεν ηδύνατο πλέον να ρίπτη το δρομόμετρον, είχεν όμως
+αρκούσαν έξιν να υπολογίζη τον ολκόν πλοίου και να ευρίσκη την ταχύτητα αυτού.
+Δεν αμφέβαλλε λοιπόν ότι πριν ή παρέλθωσιν επτά ημέραι θα έβλεπε ξηράν, την
+γνώμην δε ταύτην έπεισε και την κυρίαν Βέλδων να παραδεχθή, αφού τη έδειξεν
+επί του χάρτου την πιθανήν θέσιν του πλοίου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και λοιπόν! εις ποίον μέρος της ακτής θα φθάσωμεν, φίλτατε Δικ; τον
+ηρώτησεν εκείνη. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εδώ, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο δόκιμος, δεικνύων την μακράν
+εκείνην παράλιον ταινίαν ήτις εκτείνεται μεταξύ του Περού και της Χιλής. Δεν
+δύναμαι να ήμαι ακριβέστερος. Ιδού η νήσος του Πάσχα την οποίαν αφήσαμεν
+προς δυσμάς, εκ της διευθύνσεως δε του ανέμου, ήτις υπήρξε σταθερά,
+συμπεραίνω ότι θα ίδωμεν την ξηράν προς ανατολάς. Οι όρμοι είναι πολυάριθμοι
+επί της ακτής ταύτης, αλλά προς το παρόν δεν δύναμαι να ορίσω ακριβώς το μέρος
+εις το οποίον θα προσορμισθώμεν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Καλά, Δικ, όστις και αν είναι ο λιμήν ούτος, καλώς να έλθη!</p>
+
+<p>&nbsp;— Μάλιστα, κυρία Βέλδων, και θα εύρητε εκεί βεβαίως τα μέσα να
+επιτρέψηται ταχέως εις Άγιον Φραγκίσκον. Η ατμοπλοϊκή εταιρία του Ειρηνικού
+έχει κάλλιστα ωργανωμένην την συγκοινωνίαν του μέρους τούτου. Τα ατμόπλοια
+αυτής προσεγγίζουσιν εις τα κυριώτερα μέρη της παραλίας, και θα σας είναι πολύ
+εύκολον να επιβιβασθήτε διά την Καλιφορνίαν.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Δεν σκοπεύεις λοιπόν να επαναφέρης το «Πίλγριμ» εις Άγιον
+Φραγκίσκον; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Μάλιστα, αφού σας αποβιβάσω, κυρία Βέλδων. Εάν δυνηθώμεν να
+εύρωμεν αξιωματικόν τινα και πλήρωμα. Θα εκφορτώσωμεν εις Βαλπαραΐζον, ως
+εσκόπευε να πράξη ο πλοίαρχος Χουλ. Έπειτα δε θα επιστρέψωμεν εις τον
+ορμητήριον λιμένα του πλοίου. Αλλά τούτο θα φέρη πολλήν χρονοτριβήν, και με
+όλην την θλίψιν την οποίαν έχω, αποχωριζόμενος αφ' υμών . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Καλά, Δικ, απεκρίθη η κυρία Βέλδων. Βραδύτερον θα ίδωμεν τι
+πρέπει να πράξωμεν. — Ειπέ μοι, εφαίνεσο φοβούμενος τους κινδύνους τους
+οποίους παρουσιάζει η γη;</p>
+
+<p>Τωόντι, είναι επίφοβοι, είπεν ο δόκιμος, αλλ' ελπίζω πάντοτε ότι θα συναντήσω
+πλοίον τι εις τα μέρη ταύτα, και μάλιστα εκπλήττομαι πώς δεν είδον κανέν. Έν και
+μόνον εάν διέλθη, θα συνεννοηθώμεν μετ' αυτού, θα μας δώση ακριβείς
+πληροφορίας πού ευρισκόμεθα, και τούτο θα καταστήση ευκολώτερον την
+προσέγγισιν ημών εις την ξηράν.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Δεν υπάρχουσι λοιπόν, πλοηγοί εκτελούντες την υπηρεσίαν της παραλίας
+ταύτης; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Βεβαίως θα υπάρχωσιν, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, αλλά πλησιέστερον της
+ξηράς. Πρέπει λοιπόν να εξακολουθώμεν πλησιάζοντες αυτήν.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Και εάν δεν συναντήσωμεν πλοηγόν! . . . ηρώτησεν η κυρία Βέλδων,
+επιμένουσα να μάθη πώς ο νεαρός δόκιμος θα απέτρεπε τους ενδεχομένους
+κινδύνους. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εν τοιαύτη περιπτώσει, κυρία Βέλδων, ή ο καιρός θα είναι καθαρός, ο
+άνεμος μέτριος, και θα προσπαθήσω να παραπλεύσω την παραλίαν μέχρις ου
+εύρω καταφύγιον, ή ο άνεμος θα γίνη ισχυρός, και τότε . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Τότε; . . . Τι θα πράξης, Δικ;</p>
+
+<p>&nbsp;— Τότε, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, εις την κατάστασιν εις ην ευρίσκεται το
+«Πίλγριμ», εάν άπαξ εξοκείλη, θα είναι πολύ δύσκολον να ανελκυσθή.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Τι θα πράξης; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα αναγκασθώ να ρίψω το πλοίον μου εις την ξηράν, απεκρίθη ο
+δόκιμος, του οποίου το μέτωπον εζοφώθη προς στιγμήν. Α! είναι σκληρόν το
+μέτρον! και ο Θεός να δώση να μη καταφύγωμεν εις την εσχάτην ταύτην ανάγκην!
+Αλλά σας επαναλαμβάνω, κυρία Βέλδων, η θέα του ουρανού φαίνεται
+ενθαρρυντική, και δεν είναι δυνατόν πλοίον τι ή ρυμουλκόν να μη συναντήσωμεν.
+Λοιπόν, καλή ελπίς! Διευθυνόμεθα προς την ξηράν, και θα ίδωμεν εντός ολίγου.
+</p>
+
+<p>Να ρίπτεις το πλοίον εις την ξηράν είναι η εσχάτη πράξις προ της οποίας και ο
+θαρραλεώτερος ναυτικός καταλαμβάνεται υπό τρόμου. Τούτου ένεκεν ο Δικ Σανδ
+δεν ήθελε να προΐδη την περίπτωσιν ταύτην, ενόσω είχεν ελπίδας τινάς ότι ήθελε
+την αποφύγει·</p>
+
+<p>Επί τινας ημέρας εγένοντο εις την ατμόσφαιραν μεταβολαί τινες αίτινες
+ενέβαλον και πάλιν εις τον δόκιμον ανησυχίαν. Ο άνεμος έπνεε πάντοτε σφοδρός
+και ταλαντεύσεις τινές της βαρομετρικής στήλης εδήλουν ότι έμελλε να γίνη
+σφοδρότερος. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ λοιπόν εσκέπτετο ουχί άνευ φόβου μήπως αναγκασθή και πάλιν να
+φεύγη άνευ ιστίων. Εν τούτοις είχε τόσον μέγα συμφέρον να διατηρήση
+τουλάχιστον τον δόλωνά του, ώστε απεφάσισε να τον κρατήση, ενόσω δεν
+εκινδύνευε να αναρπαγή υπό του ανέμου. </p>
+
+<p>Αλλά, όπως εξασφαλίση την στερεότητα των ιστών, ενέτεινε καλώς και
+σφοδρώς τα εξάρτια και τους παρατόνους. Προ πάντων δεν έπρεπε να
+διακινδυνεύση την θέσιν, ήτις θα καθίστατο σπουδαιοτάτη, εάν το «Πίλγριμ» έχανε
+τους ιστούς του. </p>
+
+<p>Άπαξ ή δις ωσαύτως, ανελθόντος του βαρομέτρου εφοβήθησαν μήπως ο
+άνεμος γίνη εντελώς αντίθετος, ήτοι μήπως μεταβληθή ανατολικός. </p>
+
+<p>Θα εστενοχωρούντο λοιπόν περισσότερον. </p>
+
+<p>Νέα αγωνία διά τον Δικ Σανδ. Τι θα έπραττε με τον εναντίον εκείνον άνεμον; Να
+λοξοδρομή;</p>
+
+<p>Αλλ' εάν ηναγκάζετο να καταφύγη εις το μέτρον τούτο, πόσαι νέαι βραδύτητες
+θα επήρχοντο και πόσοι κίνδυνοι, εάν ερρίπτετο πάλιν εις το πέλαγος!</p>
+
+<p>Ευτυχώς όμως οι φόβοι ούτοι δεν επραγματοποιήθησαν. Ο άνεμος, αφού
+εποίκιλλεν επί τινας ημέρας, πλέων οτέ μεν βόρειος οτέ δε νότιος, αποκατέστη επί
+τέλους οριστικώς δυτικός. </p>
+
+<p>Αλλ' ήτο πάντοτε ισχυρός και επίεζε τους ιστούς. </p>
+
+<p>Ήτο η 5 Απριλίου. Ούτω λοιπόν πλειότερον των δύο μηνών είχον παρέλθει ήδη
+από της ημέρας καθ' ήν το «Πίλγριμ» απέπλευσεν εκ της Νέας Ζηλανδίας. Επί
+είκοσιν ημέρας, εναντίος άνεμος και μακραί νηνεμίαι είχον επιβραδύνη την
+πορείαν αυτού. Ακολούθως ευρέθη υπό συνθήκας ευνοϊκάς, όπως φθάση ταχέως
+εις την ξηράν. </p>
+
+<p>Η ταχύτης μάλιστα αυτού κατά την διάρκειαν της τρικυμίας βεβαίως ήτο
+μεγάλη. Ο Δικ Σανδ υπελόγιζεν ως μέσον όρον τουλάχιστον διακόσια μίλια την
+ημέραν! Πώς λοιπόν δεν είδον ακόμη ξηράν;</p>
+
+<p>Έφευγεν άρα γε αύτη προ του «Πίλγριμ»; Τούτο ήτο εντελώς ανεξήγητον.<br />
+&nbsp;<br />
+Και εν τούτοις ουδεμία γη εφάνη, ει και είς των μαύρων έμενε διαρκώς φρουρών
+επί του υψώματος.<br />
+&nbsp;<br />
+Πολλάκις ανέβαινεν εκεί αυτός ο Δικ Σανδ, έχων δε το τηλεσκόπιον εις τους
+οφθαλμούς προσεπάθει να ανακάλυψη ένδειξίν τινα ορέων. </p>
+
+<p>Η σειρά των Άνδεων είναι λίαν υψηλή. </p>
+
+<p>Εις την ζώνην λοιπόν των νεφών έπρεπε να αναζητήση κορυφήν τινα
+υπερέχουσαν των ατμών του ορίζοντος. </p>
+
+<p>Πολλάκις ο Τωμ και οι μετ' αυτού ηπατήθησαν εκ ψευδών ενδείξεων ξηράς.
+Ήσαν απλοί ατμοί παραδόξου σχήματος ορθούμενοι εις τον ορίζοντα. </p>
+
+<p>Συνέβη μάλιστα ώστε οι αγαθοί εκείνοι άνδρες να επιμένωσιν ενίοτε εις τας
+βεβαιώσεις των· αλλά μετά τινα χρόνον ηναγκάζοντο να ομολογήσωσιν ότι είχον
+γείνη θύματα οπτικής απάτης. Η υποτιθεμένη γη μετετοπίζετο, μετέβαλλε σχήμα
+και μορφήν και επί τέλους εξηλείφετο εντελώς. </p>
+
+<p>Τη 6 Απριλίου ουδεμία αμφιβολία ήτο δυνατή.</p>
+
+<p>Ήτο ογδόη ώρα της πρωίας, ο Δικ Σανδ είχεν αναβή επί του υψώματος. Κατ'
+εκείνην την στιγμήν, αι αχλύες διελύθησαν υπό τας πρώτας ηλιακάς ακτίνας, και ο
+ορίζων εκαθαρίσθη αρκούντως. </p>
+
+<p>Εκ του στόματος του Δικ Σανδ εξέφυγε τέλος η τόσω περιπόθητος κραυγή.<br
+/>
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Γη! γη! ενώπιον ημών. </p>
+
+<p>Εις την κραυγήν ταύτην όλοι ώρμησαν εις το κατάστρωμα, ο μικρός Ζακ,
+περίεργος ως είναι όλα τα παιδία της ηλικίας του, η κυρία Βέλδων, της οποίας τα
+παθήματα έμελλον να παύσωσι διά της προσορμίσεως, ο Τωμ και οι μετ' αυτού,
+οίτινες θα απέβαινον τέλος επί της αμερικανικής ηπείρου, και αυτός ο εξάδελφος
+Βενέδικτος, όστις ήλπιζε να πλουτίση την συλλογήν του δι' όλως νέων αυτώ
+εντόμων.<br />
+&nbsp;<br />
+Μόνος ο Νεγορός δεν εφάνη. </p>
+
+<p>Έκαστος είδε τότε ό,τι είχεν ιδεί ο Δικ Σανδ, οι μεν ευκρινώς, οι δε πεπειθότες
+εις την διαβεβαίωσιν των άλλων. Αλλ' ο δόκιμος, εξησκημένος εις την εξερεύνησιν
+του θαλασσίου ορίζοντος, δεν ηδύνατο να απατηθή, και μετά μίαν ώραν θα
+ηναγκάζοντο να συνομολογήσωσι τούτο πάντες. </p>
+
+<p>Εις απόστασιν τεσσάρων μιλίων περίπου προς ανατολάς, διεκρίνετο παραλία
+αρκούντως χαψηλή ή φαινομένη τουλάχιστον ως τοιαύτη. Βεβαίως όπισθεν αυτής
+θα εξείχεν η υψηλή σειρά των Άνδεων, αλλ' η τελευταία ζώνη των νεφών δεν
+επέτρεπε να βλέπωσι τας κορυφάς αυτής. </p>
+
+<p>Το «Πίλγριμ» έπλεε κατ' ευθείαν και ταχέως προς την ακτήν εκείνην, ήτις
+επλατύνετο εν ριπή οφθαλμού. </p>
+
+<p>Μετά δύο ώρας τρία μόλις μίλια απείχεν απ' αυτής. </p>
+
+<p>Το μέρος εκείνο της ακτής επερατούτο βορειοανατολικώς δι' ακρωτηρίου
+αρκετά υψηλού καλύπτοντος είδος τι όρμου. Εξ εναντίας, προς τα νοτιοανατολικά,
+εξετείνετο ως λεπτή γλώσσα γης. </p>
+
+<p>Δένδρα τινα έστεφον σειράν βράχων χαμηλών διακρινομένων τότε. Αλλ' ήτο
+πρόδηλον ότι, γνωστού όντος του γεωγραφικού χαρακτήρος του τόπου, η υψηλή
+οροσειρά των Άνδεων εσχημάτιζε το οπίσθιον αυτών σχέδιον. </p>
+
+<p>Ουδεμία όμως ορατή κατοικία, ουδείς λιμήν, ουδέν στόμιον ποταμού
+δυνάμενον να χρησιμεύση ως καταφύγιον πλοίου. </p>
+
+<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν το «Πίλγριμ» έπλεε κατ' ευθείαν προς την ξηράν. </p>
+
+<p>Μετά των ηλαττωμένων ιστίων, τα οποία διέθετεν, επειδή ο άνεμος το
+έπληττεν εκ του πλαγίου, ο Δικ Σανδ δεν θα ηδύνατο να το αναστείλη. </p>
+
+<p>Εις τα εμπρός εζωγραφίζετο μακρά σειρά σκοπέλων, επί των οποίων
+κατάλευκος άφριζεν η θάλασσα. Εφαίνοντο τα κύματα υψούμενα μέχρι του
+ημίσεως των θαλασσοκρήμνων. Θα υπήρχεν εκεί φοβερά παλίρροια. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ, αφού έμεινεν επί του πρωραίου υψώματος παρατηρών την ακτήν,
+επανήλθεν εις την πρύμνην και χωρίς μήτε λέξιν να προσφέρη έλαβε το
+πηδάλιον.</p>
+
+<p>Ο άνεμος ηύξανε πάντοτε. Ο μυοπάρων δεν απείχε πλέον από της παραλίας
+πλειότερον μιλίου. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ παρετήρησε τότε είδος τι μικρού κόλπου, εν τω οποίω απεφάσισε
+να εισέλθη· αλλά, πριν φθάση εκεί, έπρεπε τα διέλθη σειράν σκοπέλων, μεταξύ των
+οποίων θα ήτο δύσκολον να εύρη δίοδον. Η οπισθόρμησις των υδάτων εδείκνυεν
+ότι το ύδωρ πανταχού ήτο αβαθές. </p>
+
+<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Δίγγος, όστις περιεφέρετο επί του καταστρώματος,
+ώρμησεν εις την πρώραν, και παρατηρών την γην ήρχισε να υλακτή θρηνωδώς.
+Ήθελέ τις υποθέσει ότι ο κύων ανεγνώριζε την παραλίαν εκείνην, και ότι το
+ορμέμφυτον αυτού τω επανέφερε θλιβεράν τινα ανάμνησιν.</p>
+
+<p>Ο Νεγορός τον ήκουε βεβαίως, καθότι ακαταμάχητον τι αίσθημα τον ώθησεν
+έξω του κοιτωνίσκου του, και μολονότι εφοβείτο τον κύνα, ήλθε σχεδόν αμέσως να
+επακουμβήση επί του παραρρύματος.<br />
+&nbsp;<br />
+Ευτυχώς δι' αυτόν, ο Δίγγος, του οποίου αι θλιβεραί υλακαί απηυθύνοντο πάντοτε
+προς την γην εκείνην, δεν τον είδεν. </p>
+
+<p>Ο Νεγορός παρετήρει την μανιώδη εκείνην παλίρροιαν, και τούτο δεν εφάνη
+ότι τον εφόβησεν. Η κυρία Βέλδων, ήτις τον υπέβλεπεν, ενόμισεν ότι είδε το
+πρόσωπόν του ερυθριάσαν ελαφρώς και ότι προς στιγμήν οι χαρακτήρες του
+συνεσπάσθησαν.<br />
+&nbsp;<br />
+Εγνώριζεν λοιπόν ο Νεγορός το μέρος εκείνο της ηπείρου, όπου ώθησαν το
+«Πίλγριμ» οι άνεμοι. </p>
+
+<p>Κατά την στιγμήν εκείνην ο Δικ Σανδ εγκατέλειπε τον οίακα εις τας χείρας του
+γέροντος Τωμ και ήλθε διά τελευταίαν φοράν να παρατήρηση τον μικρόν όρμον
+όστις ηνοίγετο ολίγον κατ' ολίγον. Είτα δε:</p>
+
+<p>&nbsp;— Κυρία Βέλδων, είπε μετά φωνής σταθεράς, δεν ελπίζω πλέον ότι θα
+εύρω καταφύγιον. Πριν ή παρέλθη ημίσεια ώρα, μεθ' όλας τας προσπαθείας μου,
+το «Πίλγριμ» θα πέση επί των σκοπέλων. Δεν θα φέρω το πλοίον εις λιμένα.
+Αναγκάζομαι να το χάσω διά να σας σώσω. Αλλά μεταξύ της σωτηρίας υμών και
+αυτού, δεν έχω να διστάσω. </p>
+
+<p>&nbsp;— Έπραξες παν ό,τι εξηρτάτο από σου, Δικ; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Τα πάντα, απήντησεν ο νεαρός δόκιμος. Και αμέσως προετοιμάσθη,
+όπως εξωκείλη.<br />
+&nbsp;<br />
+Εν πρώτοις η κυρία Βέλδων, ο Ζακ, ο εξάδελφος Βενέδικτος και η Ναν εζώσθησαν
+τα σωσίβια. Ο Δικ Σανδ ο Τωμ και οι μαύροι, επιτήδειοι κολυμβηταί, ητοιμάσθησαν
+και ούτοι να φθάσωσιν εις την ξηράν, εν ή περιπτώσει ήθελον αναγκασθή να
+πέσωσιν εις την θάλασσαν.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Ηρακλής ώφειλεν ιδίως να προσέχη την κυρίαν Βέλδων. </p>
+
+<p>Ο δόκιμος θα εφρόντιζε περί του μικρού Ζακ. Ο εξάδελφος Βενέδικτος, άλλως
+τε λίαν ήσυχος, ενεφανίσθη επί του καταστρώματος φέρων ανηρτημένον από των
+ώμων του το εντομολογικόν κιβώτιόν του. Ο δόκιμος τον συνέστησεν εις τον
+Βαρθολομαίον και τον Αυγουστίνον. Όσον δ' αφορά τον Νεγορόν, η παράδοξος
+αυτού αταραξία εμαρτύρει αρκούντως ότι ουδενός βοηθού είχεν ανάγκην.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ, είχεν χάριν τελευταίας προφυλάξεως, διατάξει να αναβιβάσωσιν επί
+του πρωραίου υψώματος δέκα βαρέλια εκ του φορτίου, άτινα περιείχον έλαιον
+φαλαίνης. </p>
+
+<p>Το έλαιον τούτο, χυνόμενον εγκαίρως, καθ' ήν στιγμήν το «Πίλγριμ» θα
+ευρίσκετο επί της παλιρροίας, έμελλε να κατευνάση επί τινας στιγμάς την
+θάλασσαν, αλείφον ούτως ειπείν τα μόρια του ύδατος, και διά της πράξεως ταύτης
+θα διηυκολύνετο ίσως η διάβασις του πλοίου μεταξύ των σκοπέλων.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ δεν ήθελε να παραμελήση ουδέν, εξ όσων ηδύναντο ίσως να
+εξασφαλίσωσι την κοινήν σωτηρίαν. </p>
+
+<p>Αφού δε ελήφθησαν όλαι αύται αι προφυλάξεις, ο δόκιμος επέστρεψεν εις το
+πηδάλιον. </p>
+
+<p>Το «Πίλγριμ» απείχε τότε μόλις διακόσια μέτρα, ήτοι σχεδόν ήγγιζε τους
+σκοπέλους. Η δεξιά αυτού πλευρά ελούετο ήδη εν λευκώ αφρώ της παραλίας. Κατά
+πάσαν στιγμήν ο δόκιμος επίστευεν ότι η τρόπις του πλοίου έμελλε να προσκρούση
+επί τινος πέτρας. </p>
+
+<p>Αίφνης ο Δικ Σανδ παρετήρησεν εκ της μεταβολής του χρώματος του ύδατος,
+ότι δίοδός τις εξετείνετο μεταξύ των σκοπέλων. Έπρεπε λοιπόν, χωρίς να διστάση,
+να εισέλθη τολμηρώς, όπως πλησιάση όσω το δυνατόν περισσότερον εις την ξηράν.
+</p>
+
+<p>Ο δόκιμος δεν εδίστασε. Διά μιας κινήσεως του πηδαλίου ώθησε το πλοίον εις
+την στενήν και ελικοειδή διώρυγα. </p>
+
+<p>Εις το μέρος εκείνο η θάλασσα ήτο πολύ μανιωδεστέρα, τα δε κύματα
+ανεπήδων μέχρι του καταστρώματος. </p>
+
+<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/115.jpg" width="339"
+height="400"
+alt="Εις το μέρος εκείνο η θάλασσα ήτο πολύ μανιωδεστέρα" border="2" /><br
+/></p>
+
+<p>Οι μαύροι ίσταντο εις την πρώραν, πλησίον των βαρελίων, περιμένοντες τας
+διαταγάς του δοκίμου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Κενώσατε το έλαιον! Κενώσατε! έκραξεν ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>Υπό το έλαιον εκείνο όπερ εχύθη ποταμηδόν, η θάλασσα κατηυνάσθη ως διά
+μαγείας. επιφυλασσομένη να γίνη μανιωδεστέρα μετ' ολίγας στιγμάς. </p>
+
+<p>Το «Πίλγριμ» ωλίσθησε ταχέως επί των ελαιωθέντων εκείνων υδάτων και
+επροχώρησε κατ' ευθείαν προς το παράλιον. </p>
+
+<p>Αίφνης εγένετο σύρραξις. Το πλοίον, ανυψωθέν υπό τρομερού κύματος,
+εξώκειλε και οι ιστοί αυτού κατέπεσον χωρίς να πληγώσωσί τινα. </p>
+
+<p>Το σκάφος του «Πίλγριμ» ημιανοιχθέν εκ της συγκρούσεως, κατεπλημμυρίσθη
+υπό του ύδατος μετά μεγίστης ορμής. Αλλά το παράλιον δεν απείχε πλειότερον των
+εκατόν μέτρων και σειρά μικρών μελανωπών βράχων επέτρεπε να το φθάσωσιν
+ευκόλως.<br />
+&nbsp;<br />
+Τοιουτοτρόπως μετά δέκα λεπτά όλοι οι επιβάται του «Πίλγριμ» απέβησαν εις τους
+πρόποδας του θαλασσοκρήμνου. </p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ'. </h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΤΙ ΠΟΙΗΤΕΟΝ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Ούτω λοιπόν, μετά μικρόν ένεκα των νηνεμιών διάπλουν, ακολούθως δε
+ευνοηθέντα υπό βορειανατολικών και νοτιοδυτικών ανέμων, — διάπλουν
+διαρκέσαντα ουχί ολιγώτερον των εβδομήκοντα και τεσσάρων ημερών, — το
+«Πίλγριμ» ερρίφθη επί της ξηράς. </p>
+
+<p>Εν τούτοις η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής ηυχαρίστησαν την θείαν Πρόνοιαν,
+άμα ευρέθησαν εν ασφαλεία. Τωόντι η τρικυμία τους έρριψεν ουχί επί τινος των
+απαισίων νήσων της Πολυνησίας αλλ' επί ηπείρου. </p>
+
+<p>Η εις τας πατρίδας των επιστροφή, εις οίον δήποτε σημείον της Νοτίου
+Αμερικής και αν ευρίσκοντο, δεν εφαίνετο παρουσιάζουσα σπουδαίας δυσκολίας.
+</p>
+
+<p>Το «Πίλγριμ» όμως απώλετο. Δεν ήτο πλέον άλλο τι ειμή σκελετός άνευ αξίας,
+του οποίου τα λείψανα θα διεσκόρπιζε μετ' ολίγον η παλίρροια. </p>
+
+<p>Θα ήτο αδύνατον να σώσωσί τι εξ αυτού. Αλλ' εάν ο Δικ Σανδ δεν είχε την
+χαράν εκείνην να επαναφέρη εις τον εφοπλιστήν το πλοίον ανέπαφον, τουλάχιστον
+χάρις εις αυτόν οι επιβάται του ήσαν σώοι και υγιείς επί τινος φιλοξένου ακτής,
+μεταξύ δε αυτών η γυνή και το τέκνον του κυρίου Βέλδων. </p>
+
+<p>Ως προς το ζήτημα εις ποίον μέρος της αμερικανικής παραλίας είχεν εξοκείλει
+το βρίκιον, τούτο ηδύνατο να συζητηθή επί μακρόν. Ήτο άρα γε το παράλιον του
+Περού, ως υπέθετεν ο Δικ Σανδ;</p>
+
+<p>Ίσως, καθότι εγίνωσκε, μετά την αναγνώρισιν της νήσου του Πάσχα, ότι το
+«Πίλγριμ» υπό την ώθησιν των ανέμων ωσαύτως δε και υπό την επιρροήν βεβαίως
+των ρευμάτων της ισημερινής ζώνης είχε ριφθή προς τα νοτιοανατολικά. </p>
+
+<p>Από της τεσσαρακοστής τρίτης μοίρας πλάτους ηδύνατο μάλλιστα να
+παρεκκλίνη μέχρι της δεκάτης πέμπτης. </p>
+
+<p>Ήτο λοιπόν σπουδαίον να βεβαιωθή όσον τάχιστα, εις ποιον μέρος ακριβώς της
+ακτής συνετρίβη το βρίκιον. Δοθέντος ότι η ακτή εκείνη ήτο η του Περού, οι
+λιμένες, αι κώμαι, τα χωρία δεν θα έλειπον, και κατ' ακολουθίαν θα ήτο εύκολον να
+φθάσωσιν είς τι μέρος κατοικούμενον. Αλλ' εκείνη η παραλία εφαίνετο έρημος.<br
+/>
+&nbsp;<br />
+Ήτο στενή ακτή πλήρης μαύρων βράχων σχηματιζόντων θαλασσόκρημνον μετρίου
+ύψους, λίαν ακανονίστως διακοπτομένη υπό ευρέων χωνίων οφειλομένων εις την
+θραύσιν του βράχου. Τήδε κακείσε, ομαλαί τινες κλιτύες έφθανον μέχρι της
+κορυφής. </p>
+
+<p>Προς Βορράν, έν τέταρτον μιλίου από του μέρους ένθα εξώκειλε το πλοίον,
+ηνοίγετο το στόμιον ποταμίου, όπερ δεν ηδύνατο να φανή από του πελάγους. </p>
+
+<p>Επί των οχθών αυτού έκλινον απειράριθμα «ριζοφόρα» είδος μαγλίων εντελώς
+διαφόρων των ινδικών ομογενών των. </p>
+
+<p>Η κορυφή της θαλασσοκρήμνου, — τούτο αμέσως ανεγνωρίσθη — εδεσπόζετο
+υπό πυκνού δάσους, του οποίου τα χλοερά φυλλώματα εκυμάτιζον υπό το βλέμμα
+και εξετείνοντο μέχρι των ορέων του οπισθίου σχεδίου. </p>
+
+<p>Εκεί, εάν ο εξάδελφος ήτο βοτανικός, πόσα δένδρα άγνωστα εις αυτόν θα
+διήγειρον τον θαυμασμόν του!</p>
+
+<p>Ήσαν υψηλά βαοβάβ, — εις τα οποία απεδόθη έκτακτος μακροβιότης, —
+οποίων ο κορμός ωμοίαζε προς τον αιγυπτιακόν συηνίτην, λατάνιαι λευκόταται,
+ταμαρινέαι, πεπερέαι ιδιαιτέρου είδους, και εκατόν άλλα φυτά τα οποία ο
+Αμερικανός δεν είναι συνηθισμένος να βλέπη εις το βόρειον μέρος της νέας
+ηπείρου. </p>
+
+<p>Αλλά κατά σύμπτωσιν περίεργον, μεταξύ των δασικών εκείνων δένδρων δεν
+εύρεν ούτε έν μόνον δείγμα της πολυαρίθμου εκείνης οικογενίας των φοινίκων,
+ήτις αριθμεί πλειότερα των χιλίων ειδών, διεσπαρμένων αφειδώς εφ' όλης σχεδόν
+της επιφανείας της γης.<br />
+&nbsp;<br />
+Άνωθεν της ακτής περιίπτατο μέγας αριθμός φλυάρων πτηνών ανηκόντων κατά το
+πλείστον εις διαφόρους ποικιλίας χελιδόνων, μελανοπτίλων μετ' ανταυγείας
+κυανής ως του χάλυβος, αλλά ξανθής και καστανής εις το ανώτερον μέρος της
+κεφαλής. </p>
+
+<p>Τήδε κακείσε ανίπταντο ωσαύτως πέρδικές τινες, μετά τραχήλου εντελώς
+ατρίχου και χρώματος φαιού. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων και Δικ Σανδ παρετήρησαν ότι τα διάφορα εκείνα πτηνά δεν
+εφαίνοντο πολύ άγρια. Άφινον να πλησιάζωνται αφόβως.<br />
+&nbsp;<br />
+Δεν είχον λοιπόν μάθει να φοβώνται την παρουσίαν του ανθρώπου, και η παραλία
+εκείνη τοσούτον ήτο εγκαταλελειμμένη ώστε η επυρσοκρότησις πυροβόλου
+ουδέποτε είχεν ακουσθή;</p>
+
+<p>Εις τα άκρα των βράχων περιεφέροντο πελεκάνες τινες εκ του είδους
+«πελεκάνος του ελάσσονος», ασχολούμενοι να πληρώσιν εκ μικρών ιχθύων τον
+σάκκον, ον έφερον κατά την κάτω σιαγόνα. </p>
+
+<p>Λάροι τινές, ελθόντες από του πελάγους, ήρχιζον να περιστρέφωνται περί το
+«Πίλγριμ». </p>
+
+<p>Αλλά τα πτηνά εκείνα ήσαν τα μόνα έμψυχα όντα, άτινα εφαίνοντο συχνάζοντα
+εις το μέρος εκείνο της παραλίας, μη λαμβανομένων υπ' όψιν βεβαίως των
+απειραρίθμων περιέργων εντόμων, τα οποία ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν θα
+εβράδυνε να ανακαλύψη. </p>
+
+<p>Αλλ' ό,τι και αν έπραξεν ο μικρός Ζακ, δεν ηδύναντο να τα ερωτήσωσι περί του
+ονόματος του τόπου, διά να μάθωσι δε αυτό έπρεπε να αποταθώσι πρός τινα
+ιθαγενή. </p>
+
+<p>Τοιούτος όμως δεν υπήρχεν ή τουλάχιστον δεν έβλεπον μήτε ένα. Ουδαμού
+έβλεπον κατοικίαν καλύβην, ή τρώγλην, ούτε προς βορράν πέραν του ποταμίου,
+ούτε προς νότον, ούτε τέλος προς το ανώτερον μέρος του θαλασσοκρήμνου
+εκείνου, εν τω μέσω των δένδρων του πυκνού δάσους. Ουδείς καπνός υψούτο εις
+τον αέρα. Ουδεμία ένδειξις, ουδέν σημείον, ουδέν ίχνος εμαρτύρει ότι το μέρος
+εκείνο της ηπείρου επατήθη υπό ανθρώπων. Ο Δικ Σανδ εξεπλήσσετο. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πού είμεθα; είναι δυνατόν να είμεθα; εσκέπτετο. Πώς! ουδείς προς
+τον οποίον να ομιλήσω!</p>
+
+<p>Ουδείς αληθώς, καθότι εάν προσήρχετό τις, ο Δίγγος βεβαίως θα τον
+ωσφραίνετο και θα τον ανήγγελε δι' υλακής. Ο κύων περιήρχετο την ακτήν έχων
+την ρίνα προς το έδαφος, την ουράν τεταπεινωμένην, γογγύζων υποκώφως,
+κινούμενος παραδόξως, μη αναγγέλων όμως την προσέγγισιν μήτε ανθρώπου μήτε
+ζώου οίου δήποτε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δικ, ιδέ λοιπόν τον Δίγγον! είπεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι! παράδοξον πράγμα! απεκρίθη ο δόκιμος. Φαίνεται ως να ζητή
+να επανεύρη ίχνος τι. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πολύ παράδοξον, αληθώς, εψιθύρισεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>Είτα δε επαναλαμβάνουσα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι πράττει ο Νεγορός; ηρώτησε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πράττει ό,τι πράττει ο Δίγγος, απήντησε ο Δικ. Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Προχωρεί, επιστρέφει . . . Αλλ' εδώ είναι ελεύθερος. Δεν έχω το
+δικαίωμα να τον διατάσσω. Η υπηρεσία του ετελείωσε μετά την απώλειαν του
+«Πίλγριμ». </p>
+
+<p>Τωόντι ο Νεγορός ανήρχετο την παραθαλασσίαν, επέστρεφε, παρετήρει την
+ακτήν και τον θαλασσόκρημνον, ως άνθρωπος ζητών να συναθροίση τας
+αναμνήσεις του και να τας σταματήση. Μη άραγε εγνώριζε την χώραν εκείνην; Εάν
+τον ηρώτων, θα ηρνείτο πιθανώς να αποκριθή. Προτιμότερον ήτο και πάλιν να μη
+δώσωσι προσοχήν εις άνθρωπον τόσω ακοινώνητον. Μετ' ολίγον ο Δικ Σανδ τον
+είδε διηυθυνόμενον προς το μέρος του ποταμίου, και όταν εγένετο άφαντος
+στρέψας τον θαλασσόκρημνον, έπαυε πλέον να τον συλλογίζεται. </p>
+
+<p>Ο Δίγγος υλάκτησε μεν, όταν ο μάγειρος έφθασεν εις την ακτήν, αλλ' εσιώπησε
+σχεδόν αμέσως. </p>
+
+<p>Τώρα έπρεπε να σκεφθώσι περί του μάλλον καταπείγοντος. Το μάλλον δε
+κατεπείγον ήτο να εύρωσι καταφύγιόν τι, σκέπην τινα οίαν δήποτε, ένθα να
+εγκαθιδρυθώσι προσωρινώς και να λάβωσιν ολίγην τροφήν. </p>
+
+<p>Ακολούθως θα συνεσκέπτοντο και θα απεφάσιζον τι έπρεπε να πράξωσι. </p>
+
+<p>Περί τροφής δεν είχον να φροντίσωσι, διότι πλην των βοηθημάτων τα οποία
+ηδύνατο να παρέξη η χώρα, η τροφοδόχη του πλοίου είχε κενωθή προς χρήσιν των
+επιζησάντων εκ του ναυαγίου. Η παλίρροια είχε ρίψει τήδε κακείσε διάφορα
+αντικείμενα εν τω μέσω των σκοπέλων. Ο Τωμ και οι σύντροφοί του είχον ήδη
+συνάξει βαρέλια τινα διπύρων, κυτία τεταριχευμένων εδωδίμων, κιβώτια
+απεξηραμένου κρέατος. Το ύδωρ δεν τα είχε βλάψει εισέτι, ώστε η διατροφή της
+μικράς συνοδείας ήτο εξησφαλισμένη διά πλειότερον χρόνον, παρ' όσον απητείτο
+βεβαίως όπως φθάσωσιν εις κώμην τινά ή χωρίον. Υπό την έποψιν λοιπόν ταύτην
+ουδέν είχον να φοβηθώσι. Πάντα ταύτα τα διάφορα ναυάγια, τεθέντα εις μέρος
+ασφαλές, δεν ηδύναντο πλέον ν' αναρπαγώσιν υπό της εξογκουμένης θαλάσσης.
+</p>
+
+<p>Αλλά και το γλυκύ ύδωρ δεν έλειπεν. Ευθύς εξ αρχής ο Δικ Σανδ εφρόντισε να
+πέμψη τον Ηρακλέα να φέρη εκ του πλησίον ποταμίου ολίγην ποσότητα ύδατος.
+Αλλ' ο ρωμαλέος μαύρος επανήλθε φέρων επί των ώμων ολόκληρον πίθον πλήρη
+δροσερού και διαυγούς ύδατος, όπερ η παλίρροια άφινεν εντελώς πόσιμον. </p>
+
+<p>Όσον αφορά το πυρ, εάν ήτο ανάγκη να ανάψωσι, ξηρά ξύλα δεν έλειπον εις τα
+πέριξ, και αι ρίζαι των γηραιών μαγγλίων θα παρείχον όλην την απαιτουμένην
+καύσιμον ύλην. Ο γέρων Τωμ, μανιώδης καπνιστής, είχεν εφοδιασθή δι' ικανής
+ποσότητος ύσκας καλώς διατηρουμένης εν κυτίω αραρότως κεκλεισμένω, και όταν
+θα ήθελον, θα εκτύπα πυρίτην λίθον έστω και διά χάλικος της ακτής. </p>
+
+<p>Έμενε λοιπόν να εύρωσι την οπήν εν τη οποία θα συνεσπειρούτο η μικρά
+συνοδεία, εν ή περιπτώσει ήθελεν αναγκασθή να αναπαυθή επί μίαν νύκτα πριν
+επαναλάβη την οδοιπορίαν αυτής. </p>
+
+<p>Και μα την αλήθειαν ο μικρός Ζακ εύρεν αυτόν τον κοιτώνα.<br />
+&nbsp;<br />
+Καλπάζων εις τους πρόποδας του θαλασσοκρήμνου, όπισθεν καμπής τινος του
+βράχου ανεκάλυψεν εν των λείων και κατακένων εκείνων σπηλαίων, τα οποία αυτή
+η θάλασσα ορύττει, όταν τα κύματα αυτής εξογκούμενα υπό της τρικυμίας, δέρωσι
+την ακτήν. </p>
+
+<p>Το μικρόν παιδίον ήτο καταμαγευμένον. Προσεκάλεσε διά κραυγών χαράς την
+μητέρα του και τη έδειξε θριαμβευτικώς την ανακάλυψίν του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Καλά, Ζακ! είπεν η κυρία Βέλδων. Εάν ήμεθα Ροβινσώνες
+προωρισμένοι να ζήσωμεν πολύν χρόνον εις αυτήν την παραλίαν, δεν θα
+ελησμονούμεν να δώσωμεν το όνομά σου εις αυτό το σπήλαιον. </p>
+
+<p>Το σπήλαιον είχε δέκα ή δώδεκα ποδών βάθος και τόσων πλάτος, αλλ' εις τους
+οφθαλμούς του Ζακ εφαίνετο τεράστιον υπόγειον. </p>
+
+<p>Όπως δήποτε ήρκει να περιλάβη τους ναυαγούς, η δε κυρία Βέλδων και η Ναν
+παρετήρησαν μετ' ευχαριστήσεως ότι ήτο ξηρότατον. </p>
+
+<p>Η σελήνη ευρίσκετο εις το πρώτον αυτής τέταρτον και δεν είχον να φοβηθώσι
+μήπως η άμπωτις ήθελε προσβάλει τους πρόποδας του θαλασσοκρήμνου,
+επομένως δε και το σπήλαιον. Δεν εχρειάζοντο λοιπόν πλείον τι όπως
+αναπαυθώσιν επί τινας ώρας.<br />
+&nbsp;<br />
+Μετά δέκα λεπτά της ώρας όλοι είχον κατακλιθή επί τάπητος εκ φυκών. Και αυτός
+ο Νεγορός ενόμισε καθήκον του να επιστρέψη εις την μικράν συνοδείαν και να
+λάβη μέρος εις το κοινόν γεύμα. </p>
+
+<p>Βεβαίως δεν είχε κρίνει καλόν να ριψοκινδυνεύση μόνος υπό το πυκνόν εκείνο
+δάσος, διά του οποίου διήρχετο οφειοειδές ποτάμιον. </p>
+
+<p>Ήτο μία ώρα μετά μεσημβρίαν. Το τεταριχευμένον κρέας, τα δίπυρα, το ύδωρ,
+αναμιγνυόμενον μετά τινων σταγόνων ρουμίου, του οποίου έν βαρέλιον είχε
+διασώσει ο Βαρθολομαίος, απετέλεσαν το γεύμα. </p>
+
+<p>Αλλ' εάν ο Νεγορός έλαβε μέρος εις το γεύμα, δεν ανεμίχθη όμως εις την
+συνομιλίαν, κατά την οποίαν συνεζητήθησαν τα μέτρα άτινα απήτει η θέσις των
+ναυαγών. Εν τούτοις, χωρίς να φαίνεται ότι προσέχει, ήκουσε και βεβαίως
+ωφελήθη εξ όσων ήκουσε. </p>
+
+<p>Κατ' εκείνο το διάστημα ο Δίγγος, όστις δεν είχε λησμονηθή, εφύλαττεν έξωθεν
+του σπηλαίου. Ηδύναντο να μένωσιν ήσυχοι. Ουδέν έμψυχον ον θα ενεφανίζετο εις
+την ακτήν, χωρίς να αναγγείλη την εμφάνισιν αυτού το πιστόν ζώον. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων, κρατούσα τον μικρόν Ζακ ημικεκλιμένον και σχεδόν
+κοιμώμενον επ' αυτής, ωμίλησε πρώτη. </p>
+
+<p>&nbsp;— Φίλε μου, Δικ, είπεν, εν ονόματι όλων σε ευχαριστώ διά την
+αφοσίωσιν την οποίαν έδειξες μέχρι τούδε αλλά δεν σε αφίνομεν εισέτι ελεύθερον.
+Θα ήσαι ο οδηγός ημών κατά ξηράν, ως ήσο εν τω πλοίω πλοίαρχος. Όλη η
+εμπιστοσύνη ημών σοι ανήκει. Λέγε λοιπόν. Τι πρέπει να πράξωμεν;</p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων, η γραία Ναν, ο Τωμ και οι σύντροφοι αυτού είχον τους
+οφθαλμούς προσηλωμένους επί του νεαρού δοκίμου. Και αυτός ο Νεγορός τον
+παρετήρει μετά παραδόξου επιμονής. Προδήλως τον ενδιέφερεν όλως ιδιαιτέρως
+ό,τι έμελλε να αποκριθή ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ εσκέφθη επί τινας στιγμάς. Είτα δε: </p>
+
+<p>&nbsp;— Κυρία Βέλδων, είπε, το σπουδαίον είναι να μάθωμεν πρώτον πού
+είμεθα. Νομίζω ότι το πλοίον ημών εξώκειλεν εις το μέρος εκείνο της αμερικανικής
+παραλίας, όπερ σχηματίζει την περουβιανήν ακτήν.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;. . . Οι άνεμοι και τα ρεύματα θα το έφερον εις το πλάτος τούτο. Αλλά μήπως
+ευρισκόμεθα εις μεσημβρινήν τινα επαρχίαν του Περού, ήτοι εις μέρος
+ακατοίκητον συνορεύον προς τας πάμπας; Ίσως. Το πιστεύω έτι μάλλον, βλέπων
+την έρημον ταύτην παραλίαν ήκιστα ως φαίνεται συχναζομένην. Εν τοιαύτη
+περιπτώσει δυνατόν να ήμεθα πολύ μακράν από της πλησιεστέρας κώμης, όπερ
+δυσάρεστον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν, τι θα πράξωμεν; επανέλαβεν η κυρίαν Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Η γνώμη μου είναι, απήντησεν ο Δικ Σανδ, να μη εγκαταλείψωμεν το
+καταφύγιον τούτο πριν ή βεβαιωθώμεν περί της θέσεώς μας. Αύριον, μετά την
+ανάπαυσιν μιας νυκτός, δύο εξ ημών δύνανται να μεταβώσι προς κατασκόπευσιν.
+Χωρίς να μακρυνθώσι πολύ, θα προσπαθήσωσι να συναντήσωσιν ιθαγενείς τινας,
+να λάβωσι παρ' αυτών πληροφορίας και να επιστρέψωσιν εις το σπήλαιον. </p>
+
+<p>&nbsp;. . . Είναι αδύνατον να μη εύρωσί τινα εις απόστασιν δέκα ή δώδεκα
+μιλίων.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Να χωρισθώμεν! είπεν η κυρία Βέλδων . . . . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Τούτο με φαίνεται απαραίτητον, απεκρίθη ο δόκιμος. Εάν δεν
+επιτύχωμεν πληροφορίαν τινά, εάν, όπερ αδύνατον, η χώρα είναι εντελώς έρημος,
+τότε θα σκεφθώμεν πώς να εξέλθωμεν της δυσχέρειας κατ' άλλον τρόπον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και τις θα μεταβή προς κατασκόπευσιν; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων
+μετά τινα στιγμήν σκέψεως. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τούτο θα αποφασίσωμεν, απεκρίθη ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εν τούτοις φρονώ ότι υμείς, κυρία Βέλδων, η Ναν, ο Ζακ, ο κύριος
+Βενέδικτος, δεν πρέπει να εγκαταλείψετε το σπήλαιον τούτο. Ο Βαρθολομαίος, ο
+Ηρακλής, ο Ακτέων και ο Αυγουστίνος θα μείνωσι πλησίον σας, ενώ ο Τωμ και εγώ
+θα αναχωρήσωμεν. — Ο Νεγορός βεβαίως θα προτιμήση να μείνη εδώ,
+προσέθηκεν ο Δικ Σανδ παρατηρών τον μάγειρον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πιθανόν, απήντησεν ο Νεγορός, όστις δεν ήτο άνθρωπος
+δεσμευόμενος δι' υποσχέσεων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα λάβωμεν μεθ' ημών τον Δίγγον, επανέλαβεν δόκιμος. Θα μας είναι
+χρήσιμος εις αυτήν την εξερεύνησιν. </p>
+
+<p>Ο Δίγγος, ακούσας προφερόμενον το όνομά του, εφάνη εις την είσοδον του
+σπηλαίου και εφαίνετο επιδοκιμάζων διά μικράς υλακής τα σχέδια του Δικ Σανδ.
+</p>
+
+<p>Αφ' ης στιγμής ο δόκιμος προέτεινε ταύτα, η κυρία Βέλδων εγένετο σκυθρωπή.
+Ο αποχωρισμός εκείνος, έστω και βραχύς, την ανησύχει πολύ. Πιθανόν, ινδικαί
+φυλαί συχνάζουσαι εις την παραλίαν εκείνην να εμάνθανον το ναυάγιον του
+«Πίλγριμ»· εις περίπτωσιν δε καθ' ήν ναυαγιοσυλλέκται τινές ενεφανίζοντο, δεν
+ήτο προτιμότερον να ευρίσκωνται όλοι εκεί, όπως τους αποκρούσωσιν;</p>
+
+<p>Η παρατήρησις αύτη ήτο αληθώς αξία συζητήσεως. </p>
+
+<p>Αλλά κατέπεσε προ των επιχειρημάτων του Δικ Σανδ όστις παρετήρησεν ότι οι
+Ινδοί δεν πρέπει να συγχέωνται προς τους αγρίους της Αφρικής και της Πολυνησίας
+και ότι δεν ήτο πιθανή προσβολή εκ μέρους αυτών. Αλλά να εισχωρίσωσιν εις τον
+τόπον εκείνον χωρίς μήτε καν να γνωρίζωσι μήτε εις ποίαν απόστασιν ευρίσκετο η
+πλησιεστέρα κώμη της επαρχίας ταύτης, θα εξετίθεντο εις πολλούς μόχθους. Ο
+χωρισμός ηδύνατο μεν να έχη ατοπήματα, βεβαίως, αλλά πολύ ολιγώτερα τυφλής
+πορείας εν τω μέσω δάσους, όπερ εφαίνετο εκτεινόμενον έως τους πρόποδας των
+ορέων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Άλλως τε, επανέλαβεν ο Δικ Σανδ, επιμένων, δεν δύναμαι να
+παραδεχθώ ότι ο χωρισμός ούτος θα είναι μακροχρόνιος, και βεβαιώ μάλιστα ότι
+δεν θα είναι. </p>
+
+<p>Μετά δύο ημέρας το πολύ, εάν ο Τωμ και εγώ δεν εύρωμεν μήτε κατοίκημα,
+μήτε κάτοικον, θα επιστρέψωμεν εις το σπήλαιον. Αλλά τούτο είναι λίαν απίθανον·
+μόλις δε προχωρήσωμεν είκοσι μίλια εις το εσωτερικόν του τόπου, θα γνωρίσωμεν
+ακριβώς την γεωγραφικήν αυτού θέσιν. Πιθανόν μεθ' όλα ταύτα να απατώμαι εις
+τους υπολογισμούς μου, επειδή δεν έχω τα μέσα να προσδιορίσω αυτήν
+αστρονομικώς, και δεν είναι αδύνατον να ευρισκόμεθα εις πλάτος υψηλότερον ή
+χαμηλότερον.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ναι, . . βεβαίως, έχεις δίκαιον, τέκνον μου, απήντησεν η κυρία Βέλδων
+λίαν ανήσυχος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και υμείς, κύριε Βενέδικτε, ηρώτησεν ο Δικ Σανδ, τι φρονείτε περί
+τούτου;</p>
+
+<p>&nbsp;— Εγώ; απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μάλιστα, ποία είναι η γνώμη σας;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ουδεμίαν γνώμην έχω, απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος. Ευρίσκω
+καλά όσα προτείνονται, και θα πράξω ό,τι θέλουσι. Θέλετε να μείνωμεν εδώ μίαν ή
+δύο ημέρας; έχει καλώς, και θα μεταχειρισθώ τον καιρόν μου σπουδάζων την
+παραλίαν ταύτην υπό έποψιν καθαρώς εντομολογικήν.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Πράξον λοιπόν ό,τι θέλεις, είπεν η κυρία Βέλδων προς τον Δικ Σανδ. Θα
+μείνωμεν εδώ, και θα αναχωρήσης με τον γέροντα Τωμ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είμεθα σύμφωνοι, είπεν ο εξάδελφος Βενέδικτος μετά μεγίστης
+αταραξίας. Εγώ, θα επισκευθώ τα έντομα της χώρας.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Μη απομακρύνεσθε, κύριε Βενέδικτε, είπεν ο δόκιμος. Πολύ σας
+συνιστώμεν τούτο. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και προ πάντων, μη μας φέρετε πολλούς κώνωπας προσέθηκεν ο
+γέρων Τωμ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μείνε ήσυχος, παιδί μου. </p>
+
+<p>Μετά τινας στιγμάς ο εντομολόγος, φέρων ανηρτημένον το εκ κασσιτέρου
+πολύτιμον κιβώτιόν του, εξήλθε του άντρου. </p>
+
+<p>Σχεδόν συγχρόνως ο Νεγορός εξήλθεν ωσαύτως. Εφαίνετο απλούστατον εις τον
+άνθρωπον εκείνον να μη φροντίζη ειμή περί εαυτού. Αλλ' ενώ ο εξάδελφος
+Βενέδικτος αναρριχάτο εις τας κλιτύας του θαλαοσοκρημνού, ούτως εξερευνήση
+την άκραν του δάσους, εκείνος, επιστρέψας προς το ποτάμιον, απεμακρύνετο διά
+βραδέων βημάτων και εξηφανίζετο εκ δευτέρου ανερχόμενος την όχθην.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Ζακ εξηκολούθει να κοιμάται. Η κυρία Βέλδων, αφήσασα αυτόν επί των γονάτων
+της Ναν, κατέβη τότε προς την παραλίαν. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ και οι σύντροφοί του την ηκολούθησαν. Ήθελον να ίδωσιν εάν η
+θάλασσα επέτρεπε να μεταβώσιν εις το σκάφος του «Πίλγριμ», όπου ευρίσκοντο
+έτι πολλά αντικείμενα δυνάμενα να είναι χρήσιμα εις αυτούς.</p>
+
+<p>Οι σκόπελοι εφ' ών είχεν εξοκείλει ο μυοπάρων ήσαν νυν ξηροί. Εν τω μέσω
+των παντοειδών συντριμάτων ωρθούτο ο σκελετός του πλοίου, το οποίον η
+άμπωτις είχεν εν μέρει καλύψει. </p>
+
+<p>Τούτο εξέπληξε τον Δικ Σανδ καθότι εγίνωσκεν ότι αι πλήμμυραι ήσαν
+μετριώταται εις την αμερικανικήν παραλίαν του Ειρηνικού. Αλλ' όμως το
+φαινόμενον τούτο ηδύνατο να εξηγηθή ως εκ της μανίας του ανέμου, όστις έπληττε
+την ακτήν.<br />
+&nbsp;<br />
+Επαναβλέποντες το πλοίον των, η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής ησθάνθησαν
+οδυνηράν εντύπωσιν. Εκεί είχον ζήσει πολλάς ημέρας, εκεί είχον υποφέρει.<br />
+&nbsp;<br />
+Η θέα του αθλίου εκείνου πλοίου, ημισυντετριμμένου, μη έχοντος πλέον μήτε
+ιστούς, κεκλιμένου επί της πλευράς ως ον εστερημένον ζωής, έθλιψε ζωηρώς την
+καρδίαν αυτών.<br />
+&nbsp;<br />
+Αλλ' έπρεπε να επισκεφθώσι το σκάφος εκείνο, πριν το αποσυνθέσει εντελώς η
+θάλασσα. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ και οι μαύροι ευκόλως ηδυνήθησαν να εισέλθωσιν εις το
+εσωτερικόν, αφού ανερριχήθησαν εις το κατάστρωμα διά των σχοινίων των
+κρεμαμένων εις την πλευράν του «Πίλγριμ». Ενώ δε ο Τωμ, ο Ηρακλής, ο
+Βαρθολομαίος και ο Αυγουστίνος ενησχολούντο να εξάγωσιν εκ της τροφοδόχης
+παν ό,τι χρήσιμον εκ των εδωδίμων και των ποτών, ο δόκιμος εισήλθεν εις τον
+θάλαμον του πλοιάρχου. Χάρις τω Θεώ το ύδωρ δεν είχεν εισβάλει έτι εις το μέρος
+εκείνο του πλοίου, του οποίου η πρύμνη έμενεν έξω της θαλάσσης. </p>
+
+<p>Εκεί, ο Δικ Σανδ εύρε τέσσαρα όπλα εν καλή καταστάσει, — εξαίρετα
+οπισθογεμή του εργοστασίου Πώρδεϋ και Σας, — ως και εκατοντάδα φυσιγγίων,
+επιμελώς κεκλεισμένων εις τας φυσιγγιοθήκας των. </p>
+
+<p>Δι' αυτών ηδύνατο να οπλίση τον μικρόν στρατόν του και να τον έχη έτοιμον
+προς άμυναν κατά πάσης ενδεχομένης επιθέσεως των Ινδών καθ' οδόν.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο δόκιμος δεν ημέλησε συγχρόνως να λάβη και φανόν τινα του θυλακίου·· αλλ' οι
+χάρται του πλοίου οι τεθειμένοι εν τω φυλακείω της πρώρας και βλαφθέντες υπό
+του ύδατος ήσαν άχρηστοι. </p>
+
+<p>Εν τη αποθήκη του «Πίλγριμ», υπήρχον ωσαύτως, τινες μάχαιραι
+χρησιμεύουσαι εις τον διαμελισμόν της φαλαίνης. Ο Δικ Σανδ εξελέξατο έξ, όπως
+συμπληρώση τον εξοπλισμόν των συντρόφων του, και το μικρόν αβλαβές όπλον,
+όπερ ανήκεν εις τον μικρόν Ζακ. </p>
+
+<p>Τα δε άλλα αντικείμενα όσα περιείχεν έτι το πλοίον, ήσαν διασκορπισμένα, ή
+δεν ηδύναντο πλέον να χρησιμεύσωσιν. Άλλως τε δε ήτο περιττόν να επιβαρυνθή
+υπέρ το μέτρον διά τας ολίγας ημέρας καθ' ας ήθελε διαρκέσει η οδοιπορεία
+αυτών· Ζωοτροφίας, όπλα, πολεμοφόδια είχον αρκετά. Εν τούτοις ο Δικ Σανδ, κατά
+σύστασιν της κυρίας Βέλδων, δεν παρημέλησε να λάβη όλα τα χρήματα όσα
+ευρίσκοντο εν τω πλοίω, πεντακόσια δολλάρια περίπου. </p>
+
+<p>Τη αληθεία ήσαν ολίγα. Η κυρία Βέλδων είχε περισσότερα, άτινα δεν
+ευρέθησαν. </p>
+
+<p>Τις λοιπόν, πλην του Νεγορού, μετέβη προ αυτών εις το πλοίον και υπεξήρεσε
+τα χρήματα του πλοιάρχου Χουλ και της κυρίας Βέλδων; Ουδείς πλην αυτού ήτο
+ύποπτος</p>
+
+<p>Εν τούτοις ο Δικ Σανδ εδίστασε προς στιγμήν. Ό,τι εγίνωσκε και ό,τι διέβλεπεν
+εν αυτώ ήτο ότι τα πάντα ώφειλον να φοβώνται εκ του επιφυλακτικού εκείνου
+χαρακτήρος, όστις εις τα παθήματα των άλλων εμειδία. Ναι ο Νιγορός ήτο ον
+μοχθηρόν, αλλ' έπρεπεν εκ τούτου να συμπεράνη ότι ήτο και κακούργος; Ο Δικ
+Σανδ δεν ηδύνατο να φθάση μέχρι τοιούτου βαθμού υπονοίας. Και εν τούτοις
+ηδύναντο αι υπόνοιαι να σταματήσωσιν επί άλλου; Όχι! οι αγαθοί εκείνοι μαύροι
+δεν είχον εγκαταλίπει ουδ' επί μίαν στιγμήν το σπήλαιον, ενώ ο Νεγορός είχε
+περιπλανηθή επί της παραλίας. Αυτός μόνος έπρεπε να είναι ο ένοχος. Απεφάσισε
+λοιπόν ο Δικ Σανδ να ερωτήση τον Νεγορόν και εν ανάγκη να διατάξη να
+ερευνήσωσιν, άμα ήθελον επιστρέψει. Ήθελεν εξ άπαντος να γινώσκη τι άνθρωπος
+ήτο. </p>
+
+<p>Ο ήλιος τότε έκλινε εις τον ορίζοντα. Κατά τον χρόνον εκείνον δεν είχεν εισέτι
+διέλθει τον ισημερινόν όπως φέρη το φως και το θάλπος αυτού εις το βόρειον
+ημισφαίριον, επλησίαζεν όμως. </p>
+
+<p>Έπεσε λοιπόν σχεδόν καθέτως επί της κυκλικής εκείνης γραμμής, ένθα
+συνεχέετο η θάλασσα μετά του ουρανού. </p>
+
+<p>Το λυκόφως ολίγον διήρκεσεν, η σκοτία επήλθε ταχέως, όπερ ενίσχυσε την
+ιδέαν του δοκίμου ότι είχεν εξωκείλει εις μέρος κείμενον μεταξύ του τροπικού του
+Αιγόκαιρω και του ισημερινού. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων, ο Δικ Σανδ και αι μαύροι επέστρεψαν εις το σπήλαιον, όπως
+αναπαυθώσιν επί τινας ώρας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Η νυξ θα είναι αγριωτέρα, παρετήρησεν ο Τωμ δεικνύων τον εκ
+πυκνών νεφών κεκαλυμμένον ορίζοντα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, θα φυσήση δυνατός άνεμος. Αλλ'
+αδιάφορον τώρα! Το δυστυχές ημών πλοίον εχάθη, και η τρικυμία δεν δύναται
+πλέον να μας φθάση.</p>
+
+<p>&nbsp;— Γεννηθήτω το θέλημα του Θεού, είπεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>Είχε συμφωνηθή ότι κατά την νύκτα εκείνην, ήτις θα ήτο σκοτεινοτάτη, έκαστος
+των μαύρων θα εφρούρει εξ υπαμοιβής εις την είσοδον του σπηλαίου. Πλην όμως
+τούτου, ηδύναντο να βασίζωνται και εις την καλήν επαγρύπνησιν του Δίγγου. </p>
+
+<p>Παρετήρησαν τότε ότι ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν είχεν επιστρέψει. </p>
+
+<p>Ο Ηρακλής τον εκάλεσε δι' όλης της δυνάμεως των ισχυρών πνευμόνων του, και
+σχεδόν αμέσως είδον τον εντομολόγον καταβαίνοντα τας κλιτίας του
+θαλασσοκρήμνου με κίνδυνον να θραύση την κεφαλήν του. </p>
+
+<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος ήτο κυριολεκτικώς μανιώδης. Ουδέ έν έντομον νέον
+εύρεν εις το δάσος, όχι, ούτε έν μόνον άξιον να κοσμήση την συλλογήν του!
+Σκορπίοι, σκολόπερδαι και άλλα μυριάποδα, όσα θέλετε, και άφθονα μάλιστα. Και
+είναι γνωστόν ότι ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν είχε μεγάλην σχέσιν μετά των
+μυριαπόδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν ήξιζε τον κόπον, είπε, να διατρέξη τις πεντακισχίλια ή εξακισχίλια
+μίλια, να αψηφήση την τρικυμίαν και να εξωκείλη εις την παραλίαν, χωρίς να εύρη
+μήτε έν των αμερικανικών εκείνων εξαπόδων, άτινα είναι τιμή εις εντομολογικόν
+μουσείον. </p>
+
+<p>Όχι, δεν ήξιζε τον κόπον. </p>
+
+<p>Και ως συμπέρασμα, ο εξάδελφος Βενέδικτος εζήτει να αναχωρήσωσι. Δεν
+ήθελε να μείνη μήτε μίαν ώραν περισσότερον εις το αποτρόπαιον εκείνο παράλιον.
+Η κυρία Βέλδων καθησύχασε το μεγάλον παιδίον της. Τω έδωκε την ελπίδα ότι θα
+ήτο ευτυχέστερος την επιούσαν και όλοι συνεσπειρώθησαν εις το σπήλαιον, όπως
+κοιμηθώσι μέχρι της ανατολής του ηλίου, ότε ο Τωμ παρετήρησεν ότι ο Νεγορός
+δεν επέστρεψαν εισέτι, αν και είχε νυκτώσει·</p>
+
+<p>&nbsp;— Πού είναι άρα γε; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι μας μέλει! είπεν ο Βαρθολομαίος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εξ εναντίας μας μέλει πολύ, απήντησεν η κυρία Βέλδων. Θα
+επροτίμων να ήτο αυτός ο άνθρωπος εδώ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Βεβαίως, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, αλλ' εάν έφυγεν
+εκουσίως, δεν βλέπω πώς δυνάμεθα να τον αναγκάσωμεν να επανέλθη. Τις οίδεν
+εάν δεν έχη τους λόγους του να μας αποφύγη διά παντός. </p>
+
+<p>Και λαβών ιδιαιτέρως την κυρίαν Βέλδων, ο Δικ Σανδ τη ανεκοίνωσε τας
+υπονοίας του. Δεν εξεπλάγη ιδών ότι και αυτή είχε τας αυτάς υπονοίας. Εις έν
+μόνον σημείον διεφώνουν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εάν ο Νεγορός επιστρέψη, είπεν η κυρία Βέλδων, σημαίνει ότι θα
+έκρυψεν εις μέρος ασφαλές το προϊόν της κλοπής του. Κατά την γνώμην μου, μη
+δυνάμενοι να τον αποδείξωμεν ένοχον, προτιμότερον είναι να κρύψωμεν, απ'
+αυτού τας υποψίας ημών και να τον αφήσωμεν να πιστεύση ότι μας ηπάτησεν.
+</p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων είχε δίκαιον, και ο Δικ Σανδ παρεδέχθη την γνώμην της.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Εν τούτοις ο Νεγορός προσεκλήθη επανειλημμένως, αλλά, δεν απεκρίθη.
+Ή ήτο πολύ μακράν ήδη και δεν ήκουεν, ή δεν ήθελε πλέον να επανέλθη. </p>
+
+<p>Οι μαύροι ουδόλως ελυπούντο διότι απηλλάγησαν αυτού, αλλά, ως το είπεν η
+κυρία Βέλδων, ίσως ήτο μάλλον επίφοβος μακρόθεν ή εγγύθεν. Αλλά πώς να
+εξηγήσωμεν ότι ο Νεγορός ηθέλησε να ριψοκινδυνεύση μόνος εις την άγνωστον
+εκείνην χώραν! Απεπλανήθη λοιπόν και κατά την σκοτεινήν εκείνην νύκτα ματαίως
+εζήτει την προς το σπήλαιον άγουσαν. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων και ο Δικ Σανδ δεν ήξευρον τι να υποθέσωσιν. Όπως δήποτε,
+περιμένοντες τον Νεγορόν, δεν έπρεπε να στερηθώσιν αναπαύσεως αναγκαίας εις
+άπαντας. </p>
+
+<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν ο κύων, όστις έτρεχεν επί της άμμου, υλάκτησε
+σφοδρώς. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι έχει άρα γε ο Δίγγος; Πρέπει αμέσως να το μάθωμεν, είπεν ο
+δόκιμος. Ίσως επιστρέφει ο Νεγορός. </p>
+
+<p>Πάραυτα ο Ηρακλής, ο Βαρθολομαίος, ο Αυγουστίνος και ο Δικ Σανδ
+διηυθύνθησαν προς το στόμιον του ποταμίου. </p>
+
+<p>Φθάσαντες όμως εις την όχθην, μήτε είδον τι μήτε ήκουσαν. </p>
+
+<p>Την στιγμήν εκείνην ο Δίγγος εσιώπα. Ο Δικ Σανδ και οι μαύροι επανήλθον εις
+το σπήλαιον Η καταύλισις ωργανώθη, όσον το δυνατόν καλλίτερον. Έκαστος των
+μαύρων παρεσκευάσθη να φρουρή εξωθών εξ υπαμοιβής.<br />
+&nbsp;<br />
+Αλλ' η κυρία Βέλδων, ανησυχούσα, δεν ηδυνήθη να κοιμηθή. </p>
+
+<p>Τη εφαίνετο ότι η γη εκείνη η τοσούτω διακαώς επιθυμητή δεν τη παρείχεν ό,τι
+ηδύνατο να ελπίζη, την ασφάλειαν των μετ' αυτής και την ανάπαυσιν εαυτής. </p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ'. </h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>Ο ΧΑΡΡΗΣ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Την επιούσαν, 7 Απριλίου ο Αυγουστίνος, όστις εφύλαττε περί την αυγήν, είδε τον
+Δίγγον τρέχοντα προς το ποτάμιον υλακτούντα. Σχεδόν αμέσως η κυρία Βέλδων, ο
+Δικ Σανδ και οι μαύροι εξήλθον του σπηλαίου</p>
+
+<p>Βεβαίως συνέβαινέ τι. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο Δίγγος θα εμυρίσθη ζων τι αντικείμενον, άνθρωπον ή ζώον, είπεν ο
+δόκιμος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όπως δήποτε, δεν θα είναι ο Νεγορός, παρετήρησεν ο γέρων Τωμ,
+διότι ο Δίγγος θα υλάκτει μανιωδώς. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εάν δεν είναι ο Νεγορός, πού να είναι άρα γε; ηρώτησεν η κυρία
+Βέλδων, ρίπτουσα επί του Δικ Σανδ βλέμμα, όπερ αυτός μόνος εννόησε, και εάν
+δεν είναι εκείνος, ποίος είναι άρα γε;</p>
+
+<p>&nbsp;— Θα το μάθωμεν αμέσως, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο δόκιμος. </p>
+
+<p>Ακολούθως, απευθυνόμενος προς τον Βαρθολομαίον, τον Αυγουστίνον και τον
+Ηρακλέα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Οπλίσθητε, φίλοι μου, και έλθετε. </p>
+
+<p>Έκαστος των μαύρων έλαβεν έν όπλον και μίαν μάχαιραν, ως έπραξε και ο Δικ
+Σανδ. Φυσίγγιον ετέθη εις το κοίλωμα των οπισθογεμών, ούτω δε ωπλισμένοι και
+οι τέσσαρες διηυθύνθησαν προς την όχθην του ποταμίου. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων, ο Τωμ και ο Ακτέων, έμειναν εις την είσοδον του σπηλαίου,
+όπου ο μικρός Ζακ και η Ναν ευρίσκοντο έτι.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο ήλιος ανέτελλε κατ' εκείνην την στιγμήν. Αι ακτίνες αυτού, διακοπτόμενοι υπό
+των υψηλών προς ανατολάς ορέων, δεν έφθανον επ' ευθείας εις τον
+θαλασσόκρημνον αλλά, μέχρι του δυτικού ορίζοντος, η θάλασσα ηκτινοβόλει υπό
+τα πρώτα φώτα της ημέρας. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού ηκολούθουν την αμμώδη παραλίαν, της οποίας η
+καμπύλη απέληγεν εις το στόμιον του ποταμίου. </p>
+
+<p>Εκεί, ο Δίγγος ακίνητος και ωσεί παραφυλάττων θήραμα, εξηκολούθει να
+υλακτή. Ήτο πρόδηλον ότι έβλεπεν ή ωσφραίνετο ιθαγενή τινα. </p>
+
+<p>Και τωόντι ο κύων την φοράν ταύτην δεν ωργίζετο κατά του εν τω πλοίω
+εχθρού του του Νεγορού. </p>
+
+<p>Την στιγμήν εκείνην άνθρωπός τις έστρεφε την τελευταίαν καμπήν του
+θαλασσοκρήμνου. Επροχώρει προσεκτικώς επί της όχθης, και διά φιλικών
+χειρονομιών προσεπάθει να καταπραΰνη τον Δίγγον. Ευνόητον είναι ότι δεν ήθελε
+να περιφρονήση την οργήν του ρωμαλέου ζώου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν είναι ο Νεγορός! είπεν ο Ηρακλής. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν θα χάσωμεν εις την αλλαγήν, απεκρίθη ο Βαρθολομαίος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, είπεν ο δόκιμος. Θα είναι πιθανώς ιθαγενής τις, όστις θα μας
+απαλλάξη της ανησυχίας του χωρισμού. Θα μάθωμεν τέλος πού ευρισκόμεθα. </p>
+
+<p>Και οι τέσσαρες δε, θέσαντες τα όπλα επί των ώμων διηυθύνθησαν ταχέως
+προς τον άγνωστον. </p>
+
+<p>Εκείνος, ιδών αυτούς πλησιάζοντας, έδειξε κατ' αρχάς σημεία ζωηροτάτης
+εκπλήξεως. Βεβαιότατα, δεν περιέμενε να συναντήση ξένους επί του μέρους
+εκείνου της ακτής. Πρόδηλον ήτο ωσαύτως, ότι δεν είχεν παρατηρήσει τα
+συντρίματα του «Πίλγριμ», άλλως η παρουσία ναυαγών θα εξηγείτο φυσικώτατα.
+Άλλως τε, κατά την νύκτα, η παλίρροια είχε τελείως διαμελίσει τον σκελετόν του
+πλοίου, και δεν έμενον πλέον εξ αυτού ειμή λείψανά τινα επιπλέοντα εις το
+πέλαγος.<br />
+&nbsp;<br />
+Κατά την πρώτην στιγμήν ο άγνωστος, βλέπων προχωρούντας προς αυτόν τους
+τέσσαρας εκείνους ωπλισμένους άνδρας, εκινήθη όπως οπισθοχωρήση. Είχε
+πυροβόλον ανηρτημένον, όπερ έφερε ταχέως εις την χείρα και από της χειρός εις
+τον ώμον. Φαίνεται ότι εταράχθη. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ εποίησε κίνημα χαιρετισμού, όπερ ο άγνωστος δεν εννόησε
+βεβαίως, καθότι μετά τινα δισταγμόν εξηκολούθησε προχωρών. </p>
+
+<p>Τότε ο Δικ Σανδ ηδυνήθη να τον εξετάση μετά προσοχής. </p>
+
+<p>Ήτο ανήρ εύρωστος, ηλικίας τεσσαράκοντα ετών το πολύ, με όμμα ζωηρόν,
+κόμην και γένειον υπόλευκα, χρώμα ηλιοκαές, ως νομάδος πάντοτε, ζήσαντος εν
+τω ανοικτώ αέρι του δάσους ή της πεδιάδος. Είδος τι επιχιτωνίου εκ δέρματος
+κατειργασμένου, τω εχρησίμευεν ως υπενδύτης, πλατύγυρος πίλος εκάλυπτε την
+κεφαλήν του, δερμάτινα υποδήματα έφθανον μέχρι των γονάτων του και
+πτερνιστήρες μετά μεγάλων πλήκτρων αντήχουν επί των υψηλών αυτού πτερνών.
+</p>
+
+<p>Εκείνο δε το οποίον εξ αρχής εγνώρισεν ο Δικ Σανδ — και το οποίον ήτο τωόντι
+— είναι ότι είχεν απέναντι αυτού, ουχί ένα των Ινδών εκείνων οίτινες συνήθως
+διατρέχουσι τας πάμπας, αλλ' ένα των τυχοδιωκτών εκείνων, καταγωγής ξένης,
+πολλάκις επικινδύνων, οίτινες συνήθως συναντώνται εις τας μεμακρυσμένας
+εκείνας χώρας. Εκ της ακάμπτου μάλιστα στάσεώς του, εκ του ερυθρωπού
+χρώματος τριχών τινων της γενειάδος του, εφαίνετο ότι ο άγνωστος εκείνος ανήκεν
+εις την αγγλοσαξωνικήν φυλήν. Όπως δήποτε δεν ήτο μήτε Ινδός μήτε Ισπανός.
+</p>
+
+<p>Και τούτο εφάνη βέβαιον, όταν εις τον Δικ Σανδ όστις είπεν αυτώ αγγλιστί
+«Καλώς ήλθετε», απεκρίθη εν τη αυτή γλώσση, και χωρίς η προφορά του να έχη
+ξενικόν τινα τόνον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Καλώς ήλθετε και ημείς, νέε μου φίλε, είπεν ο άγνωστος προχωρών
+προς τον δόκιμον και θλίβων την χείρα αυτού. Προς δε τους μαύρους ηρκέσθη να
+τοις απευθύνη χαιρετισμόν, χωρίς να τοις είπη τι. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είσθε Άγγλοι; ηρώτησε τον δόκιμον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αμερικανοί, απεκρίθη ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Της Νοτίου;</p>
+
+<p>&nbsp;— Της Βορείου. </p>
+
+<p>Η απόκρισις αύτη εφάνη ευχαριστήσασα τον άγνωστον, όστις εκίνησε
+ισχυρότερον την χείρα του δοκίμου, εντελώς αμερικανικώ τω τρόπω την φοράν
+ταύτην. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και δύναμαι να μάθω, νέε μου φίλε, πώς ευρίσκεσθε εις την
+παραλίαν ταύτην; ηρώτησεν. </p>
+
+<p>Αλλά, κατά την στιγμήν ταύτην, χωρίς να περιμένη την απόκρισιν του δοκίμου
+εις την ερώτησίν του, ο άγνωστος απεκαλύφθη και εχαιρέτισεν.<br />
+&nbsp;<br />
+Η κυρία Βέλδων είχε προχωρήσει προς την όχθην και ευρίσκετο τότε ενώπιόν του.
+</p>
+
+<p>Αύτη απήντησεν εις την ερώτησίν του·</p>
+
+<p>&nbsp;— Κύριε, είπεν, είμεθα ναυαγοί, των οποίων το πλοίον συνετρίβη χθες
+επ' αυτών των σκοπέλων. </p>
+
+<p>Αίσθημά τι οίκτου εζωγραφήθη επί της μορφής του άγνωστου, ούτινος τα
+βλέμματα ανεζήτησαν το εις την ακτήν εξοκείλαν πλοίον.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Δεν έμεινε πλέον τίποτε εκ του πλοίου, προσέθηκεν ο δόκιμος. Η
+παλίρροια συνεπλήρωσε την καταστροφήν κατ' αυτήν την νύκτα.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Και η πρώτη ημών ερώτησις, επανέλαβεν η κυρία Βέλδων, είναι να σας
+ερωτήσωμεν πού ευρισκόμεθα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλ' είσθε εις την παραλίαν της Νοτίου Αμερικής, απεκρίθη ο
+άγνωστος, όστις εφάνη απορήσας διά την ερώτησιν. Μήπως είχετε αμφιβολίαν
+τινά περί τούτου;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, κύριε, διότι η τρικυμία ίσως μας παρέσυρε της ευθείας οδού την
+οποίαν δεν ηδυνάμην να ορίσω μετ' ακριβείας, απεκρίθη ο Δικ Σανδ. Αλλ' επιθυμώ
+να μάθω ακριβέστερον πού ευρισκόμεθα. Άρα γε εις την παραλίαν του Περού;</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι νέε μου φίλε, όχι. Ολίγον τι μάλλον προς τον νότον. Εξοκείλατε
+επί της βολιβιανής ακτής. </p>
+
+<p>&nbsp;— Α! εφώνησεν ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και μάλιστα ευρίσκεσθε επί του μεσημβρινού μέρους της Βολιβίας,
+όπερ συνορεύει προς το Χιλί. </p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν ποία είναι αυτή η άκρα; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ δεικνύων το
+προς βορράν ακρωτήριον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν ηξεύρω να σας είπω τ' όνομά του, απεκρίθη ο άγνωστος, καθότι
+εάν γνωρίζω ολίγον τι τον τόπον εις τα ενδότερα, ως διατρέξας αυτά πολλάκις, την
+παραλίαν όμως ταύτην πρώτην φοράν επισκέπτομαι. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ εσκέπτετο περί όσων ήκουσε. Δεν εξεπλήσσετο όμως πολύ, καθότι
+πιθανόν ή μάλλον δυνατόν ήτο να ηπατήθη εις τους υπολογισμούς του ένεκα των
+ρευμάτων, αλλ' η απάτη δεν ήτο σπουδαία. Τωόντι ενόμιζεν ότι ήτο περίπου
+μεταξύ της εικοστής εβδόμης και της τριακοστής παραλλήλου μετά την
+αναγνώρισιν της νήσου του Πάσχα, και εξώκειλεν επί της εικοστής πέμπτης
+παραλλήλου. </p>
+
+<p>Ουδόλως αδύνατον να υπέστη το «Πίλγριμ» τοιαύτην ελαχίστην παρέκκλισιν
+επί τοσούτον μακρόν διάπλουν.<br />
+&nbsp;<br />
+Άλλως τε ουδέν διδόμενον είχε να αμφιβάλλη περί των διαβεβαιώσεων του
+αγνώστου, και αφού η ακτή εκείνη ήτο η της κάτω Βολιβίας, ουδέν άπορον εάν ήτο
+τόσον έρημος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Κύριε, είπε τότε ο Δικ Σανδ, εκ της αποκρίσεώς σας δύναμαι να
+συμπεράνω ότι ευρισκόμεθα πολύ μακράν της Λίμας.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ω! η Λίμα είναι μακράν . . . απ' εκεί! εις το βόρειον μέρος. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων, ήτις κατ' αρχάς είχε συλλάβει υπονοίας διά την εξαφάνισιν
+του Νεγορού, παρετήρει τον άγνωστον μετά μεγάλης προσοχής, αλλά μήτε εις την
+στάσιν του, μήτε εις τας εκφράσεις του ηδυνήθη να εύρη ύποπτον.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Κύριε είπεν, η ερώτησίς μου δεν είναι βεβαίως αδιάκριτος . . . Δεν
+φαίνεσθε καταγωγής περουβιανής</p>
+
+<p>&nbsp;— Είμαι Αμερικανός ως είσθε υμείς, κυρία; . . . είπεν ο άγνωστος
+περιμείνας προς στιγμήν όπως η Αμερικανίς τω είπη το όνομά της. </p>
+
+<p>&nbsp;— Κυρία Βέλδων, απεκρίθη αύτη. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εγώ ονομάζομαι Χάρρης, και εγεννήθην εις την μεσημβρινήν
+Καρολίναν. Αλλά παρήλθον είκοσιν έτη αφ' ότου εγκατέλιπον την πατρίδα μου διά
+να έλθω εις τας πάμπας της Βολιβίας και πολύ ευχαριστούμαι, όταν βλέπω
+συμπολίτας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Κατοικείτε το μέρος τούτο της επαρχίας, κύριε Χάρη; ηρώτησεν η
+κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο Χάρρης, κατοικώ εις το νότιον μέρος,
+εις τα σύνορα της Χιλής, αλλά την στιγμήν ταύτην μεταβαίνω εις Ατακάμαν,
+βορειοανατολικά. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είμεθα λοιπόν εις το άκρον της ομωνύμου ερήμου; ηρώτησεν ο Δικ
+Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ακριβώς, νέε μου φίλε, και η έρημος αύτη εκτείνεται πολύ πέραν των
+ορέων, τα οποία κλείουσι τον ορίζοντα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Η έρημος της Ατακάμας; επανέλαβεν ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, απεκρίθη ο Χάρρης. Η έρημος αύτη είναι ως ιδιαίτερος τις τόπος
+εν τη ευρεία ταύτη Νοτίω Αμερική, της οποίας διαφέρει υπό πολλάς απόψεις. Είναι
+το μάλλον περίεργον και το ολιγώτερον γνωστόν μέρος της ηπείρου ταύτης. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και οδοιπορείτε μόνος; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ω! δεν είναι η πρώτη φορά καθ' ήν πράττω τούτο! απεκρίθη ο
+Αμερικανός. Διακόσια μίλια μακράν απ' εδώ υπάρχει έπαυλις μεγάλη, η έπαυλις
+του Αγίου Ευτυχούς, ήτις ανήκει εις ένα των αδελφών μου και εκεί μεταβαίνω
+χάριν του εμπορίου μου. Εάν θέλετε να με ακολουθήσετε, θα σας υποδεχθώσι
+καλώς, και θα εύρετε τα μέσα όπως μεταβήτε εις την πόλιν Αταμάκαν: Ο αδελφός
+μου θα είναι ευτυχής εάν σας παράσχη ταύτα. </p>
+
+<p>Αι προσφοραί αύται, γινόμεναι αυθορμήτως, δεν ηδύνατο ειμί να διαθέσωσι
+τους ναυαγούς ευνοϊκώς υπέρ του Αμερικανού, όστις επανέλαβεν αμέσως
+αποτεινόμενος προς την κυρίαν Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Οι μαύροι αυτοί είναι δούλοι σας; </p>
+
+<p>Και διά της χειρός εδείκνυεν τον Τωμ και τους συντρόφους του.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Δεν έχομεν πλέον δούλους εις τας Ηνωμένας Πολιτείας, απεκρίθη
+ζωηρώς η κυρία Βέλδων. Οι βόρειοι προ πολλού κατήργησαν την δουλείαν, οι δε
+νότιοι εδέησε ν' ακολουθήσωσι το παράδειγμα των βορείων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Α! ορθόν, απεκρίθη ο Χάρρης. Είχον λησμονήσει ότι ο πόλεμος του
+1862 έλυσε το σπουδαίον τούτο ζήτημα. — Ζητώ συγνώμην παρά των καλών
+τούτων ανδρών, προσέθηκεν ο Χάρρης μετά τινος λεπτής ειρωνείας,
+χαρακτηριζούσης τους νοτίους Αμερικανούς όταν ομιλώσι προς μαύρους. Αλλά
+βλέπων τους ευπατρίδας τούτους εις την υπηρεσίαν σας, ενόμισα . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Μήτε είναι μήτε ήσαν ποτέ εις την υπηρεσίαν μου, κύριε, απεκρίθη
+σοβαρώς η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θεωρούμεν τιμήν μας να σας υπηρετώμεν, κυρία Βέλδων, είπεν τότε
+ο γέρων Τωμ. Αλλ' ας μάθη ο κύριος Χάρρης ότι εις ουδένα ανήκομεν. Είναι μεν
+αληθές ότι εγώ συνελήφθην και επωλήθην ως δούλος εις την Αφρικήν, όταν ήμην
+έξ ετών· αλλ' ο υιός μου Βαρθολομαίος εγεννήθη εξ απελευθέρου πατρός, οι δε
+σύντροφοί μου εγεννήθησαν εκ γονέων απελεύθερων.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Σας συγχαίρω, είπεν ο Χάρρης μετά τόνου φωνής, ον η κυρία Βέλδων δεν
+εύρε σοβαρόν. Άλλως τε επί της γης ταύτης της Βολιβίας δεν έχομεν δούλους.
+Λοιπόν ουδέν έχετε να φοβηθήτε, και δύνασθε να οδεύητε εδώ τόσον ελευθέρως
+όσον εις τας πολιτείας της Νέας Αγγλίας.<br />
+&nbsp;<br />
+Την στιγμήν εκείνην ο μικρός Ζακ, ακολουθούμενος υπό της Ναν εξήλθε, του
+σπηλαίου τρίβων τους οφθαλμούς του. </p>
+
+<p>Είτα, ιδών την μητέρα του, έδραμε προς αυτήν. Η κυρία Βέλδων τον
+ενηγκαλίσθη τρυφερώς. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι χαριτωμένο παιδάκι! Είπεν ο Αμερικανός πλησιάζων τον Ζακ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είναι υιός μου, είπεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ω! κυρία Βέλδων, λοιπόν θα υπεφέρετε διττώς, αφού το παιδίον
+τούτο εξετέθη εις τόσας δοκιμασίας!</p>
+
+<p>&nbsp;— Ο Θεός το διετήρησε σώον και υγιές, ως και όλους ημάς, κύριε Χάρρη,
+απεκρίθη η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μοι επιτρέπετε να ασπασθώ τας ωραίας παρειάς του; ηρώτησεν ο
+Χάρρης. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ευχαρίστως, απεκρίθη η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>Αλλ' η μορφή του «κυρίου Χάρρη» φαίνεται ότι δεν ήρεσεν εις τον μικρόν Ζακ,
+καθότι συνεσπειρώθη περισσότερον πλησίον της μητρός του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πώς! είπεν ο Χάρρης, δεν θέλετε να σας ασπασθώ! Σας προξενώ
+λοιπόν φόβον, μικρέ μου φίλε;</p>
+
+<p>&nbsp;— Συγγχωρήσατέ το, κύριε, έσπευσε να είπη η κυρία Βέλδων.
+Δειλιά.</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλά! θα γνωρισθώμεν περισσότερον, απεκρίθη ο Χάρρης. Όταν
+φθάσωμεν εις την έπαυλιν, θα διασκεδάζη με έν ωραίον αλογάκι το οποίον θα του
+είπη πολλά πράγματα δι' εμέ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά και η προσφορά αύτη του ωραίου ιππαρίου δεν εδελέασε τον
+Ζακ. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων, αρκετά στενοχωρηθείσα, έσπευσε να στρέψη την συνομιλίαν.
+Δεν έπρεπε, να δυσαρεστήσωσι άνθρωπον, όστις τοσούτον υποχρεωτικώς είχε
+προσφέρει τας υπηρεσίας του. </p>
+
+<p>Κατ' εκείνο το διάστημα ο Δικ Σανδ εσκέπτετο την τοσούτον εγκαίρως
+γενομένην πρότασιν να μεταβώσιν εις την έπαυλιν του Αγίου Ευτυχούς. Ως είπεν ο
+Χάρρης, ήτο πορεία πλέον των διακοσίων μιλίων, οτέ μεν διά των δασών, οτέ δε
+διά πεδιάδων, — πορεία λίαν κοπιώδης, βεβαίως, επειδή υπήρχεν εντελής έλλειψις
+μέσων μεταφοράς.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο νεαρός δόκιμος επέφερε λοιπόν παρατηρήσεις τινάς ως προς το αντικείμενον
+τούτο και περιέμενε την απόκρισιν του Αμερικανού. </p>
+
+<p>&nbsp;— Η οδοιπορία είναι τωόντι ολίγον μακρά, είπεν ο Χάρρης, αλλ' έχω
+εκεί, ολίγας τινάς εκατοντάδας βημάτων όπισθεν της όχθης, ίππον, τον οποίον
+σκοπεύω να θέσω εις την διάθεσιν της κυρίας Βέλδων και του υιού της. Δι' ημάς
+ούτε δύσκολον, ούτε λίαν επίπονον να πορευθώμεν πεζή. Άλλως τε δε όταν είπω
+διακόσια μίλια, εννόουν να ακολουθήσωμεν την διεύθυνσιν του ποταμίου τούτου,
+ως το έπραξα ήδη. Αλλ' εάν διασχίσωμεν το δάσος, ο δρόμος μας θα συντομευθή
+κατά ογδοήκοντα τουλάχιστον μίλια. Λοιπόν, εάν διανύωμεν δέκα μίλια καθ'
+ημέραν, μοι φαίνεται ότι θα φθάσωμεν εις την έπαυλιν χωρίς πολλούς κόπους.
+</p>
+
+<p>Η Κυρία Βέλδων ευχαρίστησε τον Αμερικανόν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν δύνασθε να με ευχαριστήσετε καλλίτερον, ειμή δεχομένη είπεν ο
+Χάρρης. Αν και ουδέποτε διήλθον τούτο το δάσος, νομίζω ότι δεν θα δυσκολευθώ
+να εύρω τον δρόμον, επειδή έχω μεγάλην έξιν της πάμπας. Έν μόνον ζήτημα
+σπουδαιότερον υπάρχει, το των τροφίμων, διότι εγώ δεν έχω ειμή ακριβώς όσα
+αρκούσι διά να φθάσω εις την έπαυλιν του Αγίου Ευτυχούς.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Κύριε Χάρρη, είπεν η κυρία Βέλδων, έχομεν ευτυχώς άφθονα τρόφιμα,
+και θα ήμεθα ευτυχείς να τα μοιρασθώμεν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν, κυρία Βέλδων, μοι φαίνεται ότι πάντα έχουσι καλώς και ότι
+ουδέν άλλο μένει ειμή η αναχώρησις. </p>
+
+<p>Ο Χάρρης διηυθύνετο προς την όχθην σκοπεύων να παραλάβη τον ίππον του εκ
+του μέρους ένθα τον είχεν αφήσει, ότε ο Δικ Σανδ τον εσταμάτησε πάλιν όπως τω
+αποτείνη μίαν ερώτησιν. </p>
+
+<p>Εις τον νέον δόκιμον δεν εφαίνετο πολύ φρόνιμον να εγκαταλίπη την παραλίαν
+και να εισδύση εις το εσωτερικόν της χώρας διά του απεράντου εκείνου δάσους.
+</p>
+
+<p>Ο ναυτικός ανεφαίνετο πάλιν εν αυτώ, και επροτίμα να ανέρχηται και να
+κατέρχηται την παραλίαν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Κύριε Χάρρη, είπεν, αντί να οδοιπορήσωμεν εκατόν είκοσι μίλια εν τη
+ερήμω ταύτη της Ατακάμας διατί δεν ακολουθούμεν την παραθαλασσίαν;
+Απόστασις και ούτως, απόστασις και άλλως. Δεν είναι προτιμότερον να φθάσωμεν
+την πλησιεστέραν πόλιν είτε προς βορράν είτε προς νότον;</p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά, νέε μου φίλε, απεκρίθη ο Χάρρης συσπών ελαφρώς τας οφρύς,
+νομίζω ότι δεν υπάρχει πόλις πλησιέστερον των τριακοσίων ή τετρακοσίων μιλίων
+από της ακτής ταύτης, την οποίαν να γνωρίζω ακριβώς. </p>
+
+<p>&nbsp;— Προς βορράν μάλιστα, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, αλλά προς νότον;. </p>
+
+<p>&nbsp;— Προς νότον, απήντησεν ο Αμερικανός, θα είναι ανάγκη να
+κατέλθωμεν μέχρι της Χιλής. Λοιπόν το διάστημα είναι σχεδόν επίσης μακρόν, και
+εις την θέσιν σας δεν θα ήθελον να διέλθω τας πάμπας της αργεντινής
+Δημοκρατίας. Εγώ δε, μετά μεγάλης μου λύπης, σας ειδοποιώ ότι δεν δύναμαι να
+σας συνοδεύσω. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τα πλοία τα πλέοντα μεταξύ του Περού και Χιλής δεν διέρχονται
+λοιπόν προ της παραλίας ταύτης; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, απεκρίθη ο Χάρρης. Διέρχονται πολύ απώτερον εις το πέλαγος,
+και βεβαίως δεν συνηντήσατε ουδέν εξ αυτών.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Πράγματι, είπεν η κυρία Βέλδων. — Λοιπόν, Δικ, έχεις άλλην τινά
+ερώτησιν να απευθύνης προς τον κύριον Χάρρην;</p>
+
+<p>&nbsp;— Μίαν μόνην, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο δόκιμος όστις ησθάνετο
+δυσκολείαν τινά να ενδώση. Θα ερωτήσω τον κύριον Χάρρην εις ποίον λιμένα
+νομίζει ότι θα εύρωμεν πλοίον τι διά να επιστρέψωμεν εις Άγιον Φραγκίσκον;</p>
+
+<p>&nbsp;— Μα την αλήθειαν, νέε μου φίλε, δεν ηξεύρω τι να σας είπω, απεκρίθη
+ο Αμερικανός, Ότι ηξεύρω είναι ότι θα σας παράσχωμεν εις την έπαυλην του Αγίου
+Ευτυχούς τα μέσα να φθάσετε εις την πόλιν Ατακάμαν και εκείθεν . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Κύριε Χάρρη, είπε τότε η κυρία Βέλδων, μη νομίσετε ότι ο Δικ Σανδ
+διστάζει να δεχθή τας προσφοράς σας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, κυρία Βέλδων όχι βεβαίως δεν διστάζω, είπεν ο νεαρός δόκιμος,
+αλλά δεν ειμπορώ να μη λυπηθώ διότι δεν επέσαμεν εις παραλίαν μοίρας τινάς
+βορειότερον ή νοτιώτερον. Θα ευρισκόμεθα τότε πλησίον λιμένος τινός, και η
+περίπτωσις εκείνη, διευκολύνουσα την παλινόστησιν ημών, θα μας απήλλασε της
+ανάγκης να ενοχλήσωμεν την προθυμίαν του κυρίου Χάρρη. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μη φοβήσθε ότι θα με ενοχλήσετε, κυρία Βέλδων επανέλαβεν ο
+Χάρρης. Σας επαναλαμβάνω ότι σπανιώτατα λαμβάνω αφορμήν να ευρεθώ
+απέναντι συμπολιτών μου. Είναι δι' εμέ αληθής ευχαρίστησις να σας υποχρεώσω.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεχόμεθα την προσφοράν σας κύριε Χάρρη, είπεν η κυρία Βέλδων,
+αλλ' εν τούτοις δεν θέλω να σας στερήσω του ίππου σας. Είμαι καλή
+πεζοπόρος·</p>
+
+<p>&nbsp;— Και εγώ κάλλιστος πεζοπόρος, απεκρίθη ο Χάρρης προσκλίνων.
+Συνηθισμένος εις τας μακράς πορείας διά των πεδιάδων, ουδεμίαν θα επιφέρω
+βραδύτητα εις την συνοδείαν. Όχι, κυρία Βέλδων, υμείς και ο μικρός σας Ζακ θα
+μεταχειρισθήτε τον ίππον. Άλλως τε δε πιθανόν να συναντήσωμεν καθ' οδόν
+υπηρέτας τινας της επαύλεως, και επειδή θα είναι έφιπποι, θα μας παραχωρίσωσι
+τους ίππους των. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ εννόησε καλώς ότι εάν απέτεινε και άλλας παρατηρήσεις, θα
+δυσηρέστει την κυρίαν Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Κύριε Χάρρη, είπε, πότε θα αναχωρήσωμεν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Σήμερον, νέε μου φίλε, απεκρίθη ο Χάρρης. Η κακή εποχή άρχεται
+από του Απριλίου, και πρέπει όσω το δυνατόν να φθάσετε πρότερον εις την
+έπαυλιν του Αγίου Ευτυχούς. Επί τέλους, η διά του δάσους οδός είναι η
+συντομωτέρα και ίσως η ασφαλεστέρα, διότι είναι ολιγώτερον εκτεθειμένη εις τας
+επιδρομάς των νομάδων Ινδών, οίτινες είναι ακάματοι λησταί. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τωμ, φίλοι μου, είπε ο Δικ Σανδ στρεφόμενος προς τους μαύρους, δεν
+μας μένει πλέον άλλο ειμή να ετοιμασθώμεν προς αναχώρησιν. Ας εκλέξωμεν
+λοιπόν, εκ των προμηθειών του πλοίου, εκείνας όσαι δύνανται ευκολώτερον να
+μετακομισθώσι, και ας κατασκευάσωμεν δέματα, τα οποία να
+διαμοιρασθώμεν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Κύριε Δικ, είπεν ο Ηρακλής, εάν θέλετε, τα λαμβάνω εγώ όλα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, καλέ μου Ηράκλεις, απεκρίθη ο δόκιμος. Είναι προτιμότερον να
+μοιρασθώμεν το βάρος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είσθε εύρωστος σύντροφος, Ηράκλεις, είπε τότε ο Χάρρης, όστις
+παρετήρει τον μαύρον ως εάν ούτος ήτο προς πώλησιν. Εις τας αγοράς της Αφρικής
+θα είχετε μεγάλην αξίαν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αξίζω ό,τι αξίζω, είπεν ο Ηρακλής και οι αγορασταί πρέπει πολύ να
+τρέξωσιν εάν θέλωσι να με συλλάβωσι. </p>
+
+<p>Τα πάντα είχον συμφωνηθή, προς επίσπευσιν δε της αναχωρήσεως, όλοι
+ήρχισαν να εργάζωνται. Άλλως τε δε δεν είχον να ασχοληθώσι διά την τροφοδοσίαν
+της μικράς συνοδείας ειμή από της παραλίας μέχρι της επαύλεως, ήτοι διά πορείαν
+δέκα περίπου ημερών.<br />
+
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Αλλά, πριν αναχωρήσωμεν, κύριε Χάρρη είπεν η κυρία Βέλδων, πριν
+δεχθώμεν την φιλοξενείαν σας, θα σας παρακαλέσω να δεχθήτε την ημετέραν. Σας
+προσφέρομεν αυτήν εξ όλης καρδίας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δέχομαι, κυρία Βέλδων. Θα ωφεληθώ εκ των δέκα τούτων στιγμών,
+όπως φέρω τον ίππον μου εδώ. Εκείνος επρογευμάτησε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θέλετε να σας συνοδεύσω, κύριε; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ τον
+Αμερικανόν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όπως επιθυμείτε, νέε μου φίλε, απεκρίθη ο Χάρρης. Έλθετε. Θα σας
+δείξω το κάτω ρεύμα του ποταμίου τούτου. </p>
+
+<p>Ανεχώρησαν αμφότεροι. </p>
+
+<p>Κατά το διάστημα τούτο ο Ηρακλής επέμφθη προς αναζήτησιν του
+εντομολόγου. Ο εξάδελφος Βενέδικτος ολίγον μα την αλήθειαν εφρόντηζε διά τα
+περί εαυτόν συμβαίνοντα. Περιεπλανάτο τότε επί της κορυφής του
+θαλασσοκρήμου αναζητών έντομόν τι «ανεύρετον», όπερ άλλως τε δεν εύρισκε.
+</p>
+
+<p>Ο Ηρακλής τον επανέφερεν εκόντα άκοντα. Η κυρία Βέλδων τω είπεν ότι η
+αναχώρησις είχεν αποφασισθή και ότι επί δέκα περίπου ημέρας θα εταξίδευον εις
+το εσωτερικόν της χώρας. Ο εξάδελφος Βενέδικτος απεκρίθη ότι ήτο έτοιμος να
+αναχωρήση, καθότι δεν εζήτει άλλο καλλίτερον ειμή να διέλθη και ολόκληρον έτι
+την Αμερικήν, αρκεί να τον αφήνωσι να «συλλέγη» καθ' οδόν. </p>
+
+<p>Η Κυρία Βέλδων, βοηθουμένη υπό της Ναν, ενησχολήθη τότε να παρασκευάση
+τονωτικόν γεύμα. Καλή προφύλαξις πριν αρχίσωσι την οδοιπορίαν.<br />
+&nbsp;<br />
+Εν τούτω τω αναμεταξύ ο Χάρρης, συνοδευόμενος υπό του Δικ Σαν, έστρεψε τον
+αγκώνα του θαλασσοκρήμνου. Αμφότεροι ηκολούθησαν την όχθην εις διάστημα
+τριακοσίων βημάτων. Εκεί ίππος προσδεδεμένος εις δένδρον, εχρεμέτησε
+περιχαρώς εις την προσέγγισιν του κυρίου του.<br />
+&nbsp;<br />
+Ήτο ζώον ισχυρόν, έκ τινος είδους όπερ ο Δικ Σανδ δεν ηδυνήθη να αναγνωρήση.
+Εκ του μακρού όμως αυχένος, των βραχέων μηρών, των μακρών οπισθίων, των
+ευρέων ώμων και της σχεδόν κυρτής προσόψεως, ο ίππος εκείνος εδείκνυε τα
+διακριτικά σημεία των γενεών εκείνων, εις ας αποδίδουσιν αραβικήν
+καταγωγήν.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Βλέπετε, νέε φίλε μου, είπεν ο Χάρρης, ότι είναι δυνατός ίππος, και
+δύνασθε να ήσθε βέβαιος ότι δεν θα πέση εις τον δρόμον. </p>
+
+<p>Ο Χάρρης έλυσε τον ίππον του, τον έλαβεν εκ του χαλινού και κατήλθε πάλιν
+την όχθην, προηγούμενος του Δικ Σανδ. Ούτος περιέφερε βλέμμα ταχύ εις το
+ποτάμιον και εις το δάσος όπερ περιεχείλου τας δύο αυτού όχθας. Αλλ' ουδέν είδε
+δυνάμενον να διεγείρη την ανησυχίαν του. </p>
+
+<p>Εν τούτοις, άμα έφθασε τον Αμερικανόν, τω απέτεινεν αποτόμως την
+ακόλουθον ερώτησιν, την οποίαν ούτος ουδόλως περιέμενε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Κύριε Χάρρη, ηρώτησε, μήπως συνηντήσατε χθες την νύκτα
+Πορτογάλον τινά ονομοζόμενον Νεγορόν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Νεγορόν; απεκρίθη ο Χάρρης με τόνον φωνής ανθρώπου, όστις δεν
+εννοεί τι τω λέγουσι. Τι εστί Νεγορός;</p>
+
+<p>&nbsp;— Είναι ο μάγειρος του πλοίου, είπεν ο Δικ Σανδ, και εχάθη.</p>
+
+<p>&nbsp;— Επνίγη ίσως; . . είπεν ο Χάρρης. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, όχι, απεκρίθη ο Δικ Σανδ. Χθες το εσπέρας ήτο έτι μεθ' ημών
+αλλά κατά την νύκτα μας εγκατέλειπε και ανήλθε πιθανώς την όχθην του ποταμού
+τούτου. Διά τούτο σας ηρώτησα μήπως τον συνηντήσατε ενώ ήρχεσθε εξ εκείνου
+του μέρους. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ουδένα συνήντησα, απήντησεν ο Αμερικανός, και εάν ο μάγειρος σας
+ερριψοκινδύνευσε μόνος εις το δάσος, υπάρχει κίνδυνος μήπως αποπλανηθή. Ίσως
+όμως τον εύρωμεν καθ' οδόν.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ναι . . . ίσως! είπεν ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>Όταν επέστρεψαν αμφότεροι εις το σπήλαιον, το πρόγευμα ήτο έτοιμον.
+Συνέκειτο δε, ως το γεύμα της προτεραίας, εκ διατετηρημένων εδωδίμων, εκ
+κρέατος βοείου και διπύρων. Ο Χάρρης ετίμησεν αυτό, ως άνθρωπος τον οποίον η
+φύσις επροίκησε διά μεγάλης ορέξεως. </p>
+
+<p>&nbsp;— Καλά, είπε, βλέπω ότι δεν θα αποθάνωμεν εκ πείνης καθ' οδόν. Δεν
+λέγω το αυτό διά τον δυστυχή εκείνον Πορτογάλον περί του οποίου με ωμίλησεν ο
+νεαρός φίλος μου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Α! είπεν η κυρία Βέλδων, ο Δικ Σανδ σας είπεν ότι δεν επανίδομεν τον
+Νεγορόν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Μάλιστα, κυρία Βέλδων. Επεθύμουν να μάθω εάν τον συνήντησεν ο
+κύριος Χάρρης.</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, απεκρίθη ο Χάρρης. Αλλ' ας αφήσωμεν τον λιποτάκτην τούτον
+εκεί όπου είναι και ας φροντίσωμεν περί της αναχωρήσεως. — Όταν θέλετε κυρία
+Βέλδων.</p>
+
+<p>Έκαστος έλαβε το δι' αυτόν ορισθέν δέμα. Η δε κυρία Βέλδων, βοηθουμένη υπό
+του Ηρακλέους, επέβη του ίππου, και ο αχάριστος μικρός Ζακ, έχων ανηρτημένον
+το όπλον του, εκαθέσθη και ούτος, χωρίς ούτε να σκεφθή να ευχαριστήση εκείνον,
+όστις έθετεν εις την διάθεσίν του τοιούτο λαμπρόν ζώον. </p>
+
+<p>Ο Ζακ, καθήμενος προ της μητρός του, είπε προς αυτήν ότι δύναται κάλλιστα να
+οδηγήση τον ίππον του κυρίου. </p>
+
+<p>Τω έδωκαν λοιπόν να κρατή τον χαλινόν, και ενόμιζε μετά πεποιθήσεως ότι
+αυτός ήτο ο αληθής αρχηγός της συνοδείας. </p>
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΣΤ'. </h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΚΑΘ' ΟΔΟΝ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Ουχί άνευ φόβου τινός — τον οποίον όμως ουδέν εφαίνετο δυνάμενον να
+δικαιολογήση — ο Δικ Σανδ, αφού ανήλθε την όχθην του ποταμίου, εισέδυσεν εις
+το πυκνόν δάσος, του οποίου αυτός και οι σύντροφοι του έμελλον να διατρέξωσι
+τας δυσχερείς ατραπούς.<br />
+&nbsp;<br />
+Εξ εναντίας η κυρία Βέλδων είχε πάσαν πεποίθησίν, ενώ ως γυναίκα και ως μητέρα
+οι κίνδυνοι έπρεπε να την ανησυχώσι διττώς. </p>
+
+<p>Δύο σπουδαιότατα αίτια συνετέλεσαν εις την καθησύχασιν αυτής· πρώτον διότι
+η χώρα εκείνη των απεράντων πεδιάδων δεν ήτο επίφοβος ούτε ένεκα των
+ιθαγενών ούτε ένεκα των θηρίων, δεύτερον, διότι υπό την διεύθυνσιν του Χάρρη,
+οδηγού τοσούτον ασφαλούς ως εφαίνετο ότι ήτο, δεν ηδύναντο να φοβηθώσιν
+μήπως αποπλανηθώσιν.</p>
+
+<p>Ιδού δε η τάξις της πορείας, ην όσω το δυνατόν ώφειλον να τηρώσιν:</p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ και ο Χάρρης, αμφότεροι ωπλισμένοι, ο είς διά του μακρού όπλου
+του και ο έτερος δι' οπισθογεμούς, ήσαν επί κεφαλής του μικρού σώματος.<br />
+&nbsp;<br />
+Ήρχοντο κατόπιν ο Βαρθολομαίος και ο Αυγουστίνος, ωπλισμένοι δι' όπλου και
+μαχαίρας. Όπισθεν αυτών ηκολούθουν η κυρία Βέλδων και ο μικρός Ζακ έφιπποι·
+είτα δε η Ναν και ο Τωμ. Όπισθεν, ο Ακέων ωπλισμένος διά τετάρτου όπλου, και ο
+Ηρακλής, έχων πέλεκυν εις την ζώνην, έκλειον την πορείαν. </p>
+
+<p>Ο Δίγγος εβάδιζεν ατάκτως, και ως παρετήρησεν ο Δικ Σανδ, πάντοτε ως κύων
+ανήσυχος, αναζητών ίχνη. Οι τρόποι του προδήλως είχον μεταβληθή αφότου το
+ναυάγιον του «Πίλγριμ» έρριψεν αυτόν εις την ξηράν εκείνην.</p>
+
+<p>Εφαίνετο τεταραγμένος και σχεδόν ακαταπαύστως ερρήγνυεν υπόκωφον
+γρυλισμόν, θρηνώδη μάλλον ή μανιώδη. Τούτο παρετήρησαν πάντες, αλλ' ουδείς
+ηδυνήθη να το εξηγήση.<br />
+&nbsp;<br />
+Τον δε εξάδελφον Βενέδικτον αδύνατον υπήρξεν, ως και εις τον Δίγκον να ορίσωσι
+τάξιν πορείας. Μόνον εάν ήτο δεμένος θα ηδύνατο να μείνη εις την θέσιν του. Έχων
+επί των ώμων το κασσιτέρινον κιβώτιόν του, κρατών εις την χείρα το δίκτυόν του
+και φέρων ανηρτημένον εκ του τραχήλου το μικροσκόπιόν του, οτέ μεν εμπρός οτέ
+δε οπίσω, ανεκίνη τα υψηλά χόρτα, ζητών ορθόπτερα ή παν άλλον έντομον λήγον
+εις «πτερόν» με κίνδυνον να δαγκασθή υπό τινος φαρμακερού όφεως</p>
+
+<p>Κατά τας πρώτας στιγμάς η κυρία Βέλδων, ανησυχούσα, τον προσεκάλεσε
+πολλάκις. Αλλ' ουδέν το όφελος·</p>
+
+<p>&nbsp;— Εξάδελφε Βενέδικτε, είπεν αύτη· επί τέλους σας παρακαλώ πολύ
+σπουδαίως να μη απομακρύνεσθε, και σας συνιστώ να λάβετε υπ' όψιν την
+σύστασίν μου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εν τούτοις, εξαδέλφη απεκρίθη ο αδυσώπητος εντομολόγος, όταν
+εύρω έντομόν τι . . .</p>
+
+<p>&nbsp;— Όταν εύρετε έντομόν τι, επανέλαβεν η κυρία Βέλδων, θα
+ευαρεστηθήτε να το αφήσετε να τρέχη ήσυχον, ή θα με φέρετε εις την ανάγκην να
+διατάξω να σας αφαιρέσωσι το κιβώτιον.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Να μου αφαιρέσωσι το κιβώτιον! έκραξεν ο εξάδελφός Βενέδικτος, ως
+εάν επρόκειτο να τω αποσπάσωσι τα εντόσθια.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Και το κιβώτιον και το δίκτυον, προσέθηκεν ανηλεώς η κ. Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Το δίκτυόν μου, εξαδέλφη! Διατί όχι και τα δίοπτρα μου; Αλλά δεν θα
+τολμήσετε! Όχι δεν θα τολμήσετε!</p>
+
+<p>&nbsp;— Και τα δίοπτρά σας, τα οποία ελησμόνησα. Σας ευχαριστώ, εξάδελφε
+Βενέδικτε, διότι μοι ενθυμήσατε ότι είχον το μέσον τούτο να σας καταστήσω
+τυφλόν, και διά τούτου να σας αναγκάσω να ήσθε φρόνημος.<br />
+&nbsp;<br />
+Η τριπλή αύτη απειλή ηνάγκασε τον απειθή εκείνον εξάδελφον να μείνη ήσυχος επί
+μίαν ώραν περίπου. Είτα, ήρχισε πάλιν να απομακρύνεται, και επειδή θα έπραττε
+τούτο και άνευ δικτύου και άνευ κιβωτίου και άνευ διόπτρων, τον άφησαν να τρέχη
+κατά βούλησιν. </p>
+
+<p>Αλλ' ο Ηρακλής επεφορτίσθη ιδιαιτέρως να τον επιτηρή, — όπερ φυσικώτατα
+ανήγετο εις τον κύκλον των καθηκόντων του, — και συνεφωνήθη να τον
+μεταχειρίζεται ως αυτός μεταχειρίζετο τα έντομα, δηλαδή να τον συλλαμβάνη εν
+ανάγκη και να τον φέρη μεθ' όλης της αβρότητος, μεθ' ης και ο άλλος θα εφέρετο
+προς σπανιώτατόν τι λεπιδόπτερον. </p>
+
+<p>Τούτου κανονισθέντος, δεν ησχολήθησαν πλέον περί του εξαδέλφου
+Βενεδίκτου.<br />
+&nbsp;<br />
+Το μικρόν εκείνο σώμα, ως είδομεν, ήτο καλώς ωπλισμένον και αυστηρώς
+φυλαττόμενον. Αλλά ως το επανέλαβεν ο Χάρρης, δεν υπήρχε φόβος άλλης
+συναντήσεως ειμή των νομάδων Ινδών όπερ και τούτο απίθανον. Όπως δήποτε αι
+ληφθείσαι προφυλάξεις ήρκουν να τους τηρώσιν εν αποστάσει. </p>
+
+<p>Αι ατραπο,ί αι διά μέσου του πυκνού δάσους διαθέτουσαι, δεν ήσαν άξιαι του
+ονόματος τούτου. Ήσαν μάλλον δίοδοι ζώων ή δίοδοι ανθρώπων. Δυσκόλως
+επέτρεπον να προχωρήση τις. Προσδιορίσας λοιπόν ο Χάρρης ότι εν διαστήματι
+δώδεκα ωρών πορείας ήθελον διανύει κατά μέσον όρον πέντε ή εξ μίλια, είχε
+καλώς υπολογίσει.</p>
+
+<p>Άλλως τε δε ο καιρός ήτο ωραιότατος. Ο ήλιος ανέβαινε προς τον ορίζοντα,
+διαχέων τας ακτίνας του σχεδόν καθέτως. Εν τη πεδιάδι ο καύσων ούτος θα ήτο
+αφόρητος, ως παρετήρησεν ο Χάρρης· αλλ' υπό τας αδιαπεράστους εκείνας
+διακλαδώσεις, ηδύνατό τις να τον υποφέρη ευκόλως και ατιμωρητί.<br />
+&nbsp;<br />
+Τα πλείστα των δένδρων εκείνων ήσαν άγνωστα και εις την κυρίαν Βέλδων και εις
+τους μετ' αυτής, μαύρους και λευκούς.<br />
+&nbsp;<br />
+Εν τούτοις ειδήμων τις θα ηδύνατο να παρατηρήση ότι ήσαν μάλλον
+αξιοπαρατήρητα διά την ποιότητα ή διά το μέγεθος αυτών. </p>
+
+<p>Εδώ μεν ήτο η βαυχινία, ή σιδηρόξυλον· εκεί δε το μολόμπιον, όμοιον τω
+περικαρπίω, ξύλον στερεόν και ελαφρόν, κατάλληλον προς κατασκευήν μονοξύλων
+ή κωπίων, και εκ του κορμού του οποίου εξεκρίνετο άφθονος ρητίνη· απωτέρω
+φουστέτια, πλήρη βαφικής ύλης, και γαϊκάκια έχοντα περίμετρον μείζονα των
+δώδεκα ποδών, κατώτερα όμως των κοινών γαϊκακίων κατά την ποιότητα. Ο Δικ
+Σανδ, ενώ εβάδιζεν, ηρώτα τον Χάρρην περί του ονόματος των διαφόρων εκείνων
+δένδρων.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ουδέποτε, λοιπόν ήλθετε εις τα μέρη ταύτα της Νοτίου Αμερικής; τον
+ηρώτησεν ο Χάρρης πριν ή απαντήση εις την ερώτησίν του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ουδέποτε, απήντησεν ο δόκιμος, ουδέποτε κατά τα ταξείδιά μου
+έλαβον την ευκαιρίαν να επισκεφθώ τα παράλια ταύτα, και αληθώς ειπείν δεν
+ενθυμούμαι να μοι ωμίλησε περί αυτών ειδήμων τις. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά τουλάχιστον δεν εξηρευνήσατε τα παράλια της Κολομβίας, της
+Χιλής και της Παταγονίας;</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, ποτέ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλ' η κυρία Βέλδων θα επισκέφθη ίσως το μέρος τούτο της νέας
+ηπείρου; ηρώτησεν ο Χάρρης. Οι Αμερικανοί δεν φοβούνται τα ταξείδια, και
+βεβαίως . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, κύριε Χάρρη, απεκρίθη η κυρία Βέλδων. Τα εμπορικά
+συμφέροντα του συζύγου μου ουδέποτε τον εκάλεσαν πέραν της νέας Ζηλανδίας,
+και δεν εγένετο ανάγκη να συνοδεύσω αλλαχού. Ουδείς εξ ημών γνωρίζει το μέρος
+τούτο της κάτω Βολιβίας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν κυρία Βέλδων υμείς και οι σύντροφοί σας θα ίδετε παράδοξον
+τόπον όλως αντίθετον προς χώρας της Περουβίας, της Βραζιλίας ή της Αργεντινής
+Δημοκρατίας. Τα φυτά και τα ζώα αυτής θα εξέπληττον τον φυσιοδίφην. Α! δύναταί
+τις να είπη ότι εναυαγήσατε εις καλόν μέρος, και εάν πρέπη τα ευχαριστήσητε την
+τύχην . . . <br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Θέλω να πιστεύσω ότι δεν μας έφερεν εδώ η τύχη, κύριε Χάρρη, αλλ' ο
+Θεός.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ο Θεός! ναι! ο Θεός! απεκρίθη ο Χάρρης μετά τόνου φωνής ανθρώπου
+μη παραδεχομένου την θείαν επέμβασιν εις τα κοσμικά πράγματα. </p>
+
+<p>Λοιπόν επειδή ουδείς εκ της συνοδείας εγίνωσκε τον τόπον ή τα προϊόντα
+αυτού, ο Χάρρης είχε την ευχαρίστησιν να κατονομάζη τα περιεργότερα δένδρα
+του δάσους. </p>
+
+<p>Τη αληθεία ήτο λυπηρόν ότι ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν ήτο και βοτανικός.
+Εάν δεν εύρεν εισέτι σπάνια τινα ή νέα έντομα, θα έκαμνεν όμως ωραίας βοτανικάς
+ανακαλύψεις. Υπήρχον εκεί άφθονα φυτά παντός μεγέθους, των οποίων η ύπαρξις
+δεν είχεν εισέτι παρατηρηθή εις τα τροπικά δάση του νέου Κόσμου. Ο εξάδελφος
+Βενέδικτος θα έδιδε βεβαίως το όνομά του είς τινα εξ αυτών. Αλλά δεν ηγάπα την
+βοτανικήν, ούτε εγίνωσκεν αυτήν. Κατά φυσικόν δε λόγον απεστρέφετο τα άνθη,
+υπό την πρόφασιν ότι τινά εξ αυτών είχον την αυθάδειαν να περικλείωσιν εις τους
+κάλυκάς των τα έντομα και να τα δηλητηριάζωσι διά των δηλητηριωδών χυμών
+των. </p>
+
+<p>Το δάσος καθίστατο ενίοτε ελώδες. Ησθάνετό τις υπό τους πόδας του
+σύμπλεγμα ρευστών δικτύων, άτινα θα ετροφοδότουν τους ομόρρους του μικρού
+ποταμού. Τινά των ρυακύων εκείνων, επειδή ήσαν κάπως ευρέα, δεν ηδυνήθησαν
+να τα διέλθωσιν, ειμή εκλέγοντες διαβατά μέρη.<br />
+&nbsp;<br />
+Επί των οχθών των εφύοντο πυκνάδες καλάμων, ους ο Χάρρης ωνόμασε παπύρους.
+Δεν ηπατάτο, και τα ποώδη εκείνα φυτά εφύοντο αφθόνως εις το βάθος των υγρών
+οχθών.</p>
+
+<p>Είτα, μετά την διέλευσιν του έλους, πυκνά δένδρα εκάλυπτον εκ νέου τας
+στενάς οδούς του δάσους. </p>
+
+<p>Ο Χάρρης έδειξεν εις την κυρίαν Βέλδων και τον Δικ Σανδ ωραιοτάτους εβένους,
+ογκοδεστέρους του κοινού εβένου, οίτινες παρέχουσι ξύλον μελανώτερον και
+σκληρότερον του εν τω εμπορίω. Είτα υπήρχον μαγγιέραι, απειράριθμοι και αύται,
+αν και απείχον πολύ από της θαλάσσης. Είδος τι λειχηνώδους περικαλύμματος
+ανέβαινε μέχρι των κλάδων αυτών. Η πυκνή σκιά των και οι γλυκείς καρποί των
+καθίστων αυτάς πολύτιμα δένδρα, και εν τούτοις, ως είπεν ο Χάρρης ουδείς
+ιθαγενής θα ετόλμα να πολλαπλασιάση το είδος. «Όστις φυτεύση μαγγιέραν
+αποθνήσκει». Τοιαύτη παροιμία δεισιδαίμων επικρατεί εις την χώραν. </p>
+
+<p>Κατά το δεύτερον ήμισυ της πρώτης εκείνης ημέρας της πορείας το μικρόν
+σώμα, μετά την μεσημβρινήν στάθμευσιν, ήρχισε να αναβαίνη γήλοφον ελαφρώς
+επικλινή. Δεν ήσαν μεν ακόμη αι κλιτύες των πρώτων ορέων, αλλ' είδος τι
+οροπεδίου κυματοειδούς συνδέοντος την πεδιάδα μετά του όρους. </p>
+
+<p>Τα δένδρα ενταύθα, ολιγώτερον πυκνά, ενίοτε κατά συστάδας συνηνωμένα, θα
+καθίστων την πορείαν ευκολωτέραν, εάν το έδαφος δεν ήτο κατακαλυμμένον υπό
+ποωδών φυτών. Ηδύνατό τις να νομίση τότε, ότι ευρίσκετο εις τα πελάγη της
+ανατολικής Ινδίας. Η βλάστησις εφαίνετο ολιγότερον πλούσια ή εν τη κάτω κοιλάδι
+του ποταμίου, αλλά και πάλιν ανωτέρα της των συγκεκερασμένων ζωνών του
+Αρχαίου ή του Νέου Κόσμου. Το ινδικόν εβλάστανεν εκεί αφθόνως, κατά δε τον
+Χάρρην, το οσπριώδες τούτο φυτόν εφημίζετο ως το μάλλον διαδιδόμενον εν τη
+χώρα. Εάν εγκατελείπετο αγρός τις, το πράσινον εκείνο, το τοσούτον
+περιφρονούμενον ως αι άκανθαι και οι ακαλήφαι, κατελάμβανεν αυτόν αμέσως. Έν
+όμως δένδρον, όπερ έπρεπε να ήτο πολύ κοινόν εις το μέρος εκείνο της νέας
+ηπείρου, εφαίνετο ότι έλειπεν εκ του δάσους εκείνου. Το δένδρον τούτο το
+καουτσού. Πράγματι η «πρινοειδής συκή» η «ελαστική καστιλλόη» η «στικτή
+κεκρωπία», η «ωφέλιμος κολοφόρος», η «πλατύφυλλος καμεραρία», και
+προπάντων η «ελαστική συφωνία», αίτινες ανήκουσιν εις διαφόρους ομοιογενείας,
+βρίθουσι εν ταις επαρχίαις της μεσημβρινής Αμερικής. Και εν τούτοις, πράγμα λίαν
+παράδοξον, δεν έβλεπέ τις εκεί ούτε μίαν. </p>
+
+<p>Επειδή δε ο Δικ Σανδ είχεν υποσχεθή εις τον φίλον του Ζακ να τω δείξη δένδρα
+καουτσού, το μικρόν παιδίον, όπερ ενόμιζεν ότι όλα τα εξελαστικού κόμμεως
+αθύρματα προήρχοντο φυσικώς εκ των δένδρων εκείνων, εψεύσθη εις τας ελπίδας
+του και παρεπονέθη. </p>
+
+<p>&nbsp;— Υπομονή, μικρέ μου φίλε, τω είπεν ο Χάρρης. Θα εύρωμεν από αυτά
+τα καουτσού κατά εκατοντάδας εις τα πέριξ της επαύλεως.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ωραία, πολύ ελαστικά; ηρώτησεν ο μικρός Ζακ.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ελαστικώτατα. — Ιδού έως τότε, θέλετε έν οπωρικόν διά να
+δροσισθήτε;</p>
+
+<p>Και ταύτα λέγων ο Χάρρης έδρεψεν έκ τινος δένδρου οπώρας τινάς, αίτινες
+εφαίνοντο εύχυμοι ως σύκα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είσθε βέβαιος, κύριε Χάρρη, ηρώτησεν η κυρία Βέλδων, ότι ο καρπός
+αυτός δεν δύναται να προξενήση κακόν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Κυρία Βέλδων, θα σας το αποδείξω, απεκρίθη ο Αμερικανός,
+δαγκάσας ισχυρώς ένα των καρπών εκείνων. Είναι μάγγα. </p>
+
+<p>Και ο μικρός Ζακ, χωρίς να παρακληθή περισσότερον, εμιμήθη το παράδειγμα
+του Χάρρη. Είπεν ότι τα «αχλάδια» εκείνα ήσαν πολύ καλά, και το δένδρον
+ελεηλατήθη αμέσως. </p>
+
+<p>Αι μαγγιέραι αύται ανήκουσιν εις το είδος του οποίου οι καρποί ωριμάζουσι
+κατά Μάρτιον και Απρίλιον, ενώ άλλοι ωριμάζουσι κατά τον Σεπτέμβριον.
+Επομένως οι περί ων ο λόγος ήσαν εις την εποχήν των. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, είναι καλόν, καλόν, έλεγεν ο μικρός Ζακ με πλήρες το στόμα. Αλλ'
+ο φίλος μου Σανδ με υπεσχέθη καουτσού, εάν ήμην φρόνιμος, και θέλω καουτσού.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Θα το έχης, Ζακ μου, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, αφού ο κύριος
+Χάρρης σε βεβαιοί περί τούτου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά δεν αρκεί τούτο, επανέλαβεν ο Ζακ, ο φίλος μου Δικ με
+υπεσχέθη και άλλο τι. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι σε υπεσχέθη λοιπόν ο φίλος σου Δικ; ηρώτησεν ο Χάρρης
+μειδιών.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Μυιοτροχίλους, κύριε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα έχετε και μυιοτροχίλους, καλόν μου παιδίον, αλλά μακράν . . πολύ
+μακράν, απεκρίθη ο Χάρρης. </p>
+
+<p>Το βέβαιον είναι ότι ο μικρός Ζακ είχε το δικαίωμα να απαιτή εκ των κολιβρίων
+εκείνων, καθότι ευρίσκετο εν χώρα, εν ή ταύτα βρίθουσιν. Οι Ινδοί, οίτινες
+ηξεύρουσι να πλέκουσιν αριστοτεχνικώς τα πτερά των, έδωκαν ποιητικώτατα
+ονόματα εις τα κοσμήματα ταύτα του πτερωτού γένους. Καλούσιν αυτά «ακτίνας ή
+κόμην του ηλίου». Εδώ ευρίσκεται ο «μικρός βασιλεύς των ανθέων» εκεί «το
+ουράνιον άνθος ερχόμενον διά της πτήσεως να θωπεύση το γήινον άνθος».
+Αλλαχού είναι «η δέσμη των πολυτίμων λίθων, ήτις ακτινοβολεί εις το φως της
+ημέρας». Δύναταί τις μάλιστα να πιστεύση ότι η φαντασία των απέδωκε νέαν
+ονομασίαν εις έκαστον των εκατόν πεντήκοντα ειδών, άτινα απαρτίζουσι την
+θαυμασίαν ταύτην φυλήν των κολιβρίων. </p>
+
+<p>Εν τούτοις, όσον και αν ήσαν πολυάριθμα τα πτηνά ταύτα εις τα δάση της
+Βολιβίας, ο μικρός Ζακ έπρεπε πάλιν να ευχαριστηθή εκ της υποσχέσεως του
+Χάρρη. Κατά τον Αμερικανόν, ήσαν έτι πολύ πλησίον της ακτής, και τα κολύβρια
+δεν ηγάπων τας πλησίον του Ωκεανού ερήμους εκείνας. Η παρουσία του
+ανθρώπου δεν τα εφόβιζε, και εις την έπαυλιν ηκούετο δι' όλης της ημέρας η φωνή
+των «τερ, τερ», και ο ήχος των πτερύγων των όμοιος προς τροχόν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Α! πώς ήθελον να ήμην εκεί! έκραζεν ο μικρός Ζακ. </p>
+
+<p>Το ασφαλέστερον μέσον όπως φθάσωσιν εις την έπαυλιν του Αγίου Ευτυχούς
+ήτο να μη σταματώσι καθ' οδόν. Αλλ' η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής ίσταντο
+μόνον όσον ήτο απολύτως αναγκαίον προς ανάπαυσιν. </p>
+
+<p>Το δάσος μετέβαλλεν ήδη θέσιν. Μεταξύ των ολιγοτέρων πυκνών δένδρων
+υπήρχον ένθεν κακείθεν ευρέα κενά. Το έδαφος, διαπερών τον χλοερόν τάπητα,
+εδείκνυε τότε την εξ ερυθρού γρανίτου σύστασίν του, ομοίαν προς πλάκας κυάνου.
+Επί τινων υψωμάτων έβριθεν ο σμίλαξ, φυτόν μετά βολβών σαρκωδών, σχηματίζον
+αδιαπέραστην περιπλοκήν. Προτιμότερον ήτο πάλιν το δάσος και αι στεναί αυτού
+ατραποί. </p>
+
+<p>Προ της δύσεως του ηλίου, το μικρόν σώμα ευρίσκετο οκτώ περίπου μίλια
+μακράν του σημείου της αναχωρήσεως. Η πορεία εκείνη εγένετο άνευ συμβάντος
+τινός και μάλιστα άνευ μεγάλου καμάτου. Το αληθές είναι ότι ήτο η πρώτη ημέρα
+της οδοιπορείας και βεβαίως αι ακόλουθοι αποστάσεις θα ήσαν μάλλον τραχείαι.
+</p>
+
+<p>Εκ κοινής συμφωνίας απεφασίσθη να σταματίσωσιν εις εκείνο το μέρος.
+Προέκειτο λοιπόν ουχί να ιδρύσωσιν αληθή κατασκήνωσιν, αλλ' απλώς να
+οργανώσωσι νυκτερινήν ανάπαυσιν. Είς φύλαξ, αντικαθιστάμενος ανά παν δίωρον
+διάστημα ήρκει να φρουρή κατά την νύκτα, καθότι μήτε οι ιθαγενείς μήτε τα θηρία
+παρείχον φόβον τινά. </p>
+
+<p>Ως καταφύγιον ουδέν άλλο εύρον καλλίτερον ειμή υπερμεγέθη μαγγιέραν, της
+οποίας οι πλατείς και πυκνότατοι κλάδοι εσχημάτιζον είδος τι φυσικής καλύβης. Εν
+ανάγκη ηδύναντο να εμφωλεύσωσιν εις τα φυλλώματα αυτής. </p>
+
+<p>Κατά την άφιξιν όμως της μικράς συνοδείας θορυβώδης συμφωνία υψώθη από
+της κορυφής του δένδρου. </p>
+
+<p>Η μαγγιέρα εχρησίμευεν ως φωλεά αποικίας λευκοφαίων ψιττακών, φλυάρων,
+εριστικών, αγρίων πτηνών επιτιθεμένων κατά των ζώντων πτηνών, και εάν ήθελέ
+τις να τους συγκρίνη προς τους ομογενείς των, τους οποίους εν Ευρώπη κρατούσιν
+εντός κλωβών, θα ηπατάτο μεγάλως. </p>
+
+<p>Οι ψιττακοί εκείνοι εφλυάρουν τοσούτω θορυβωδώς, ώστε ο Δικ Σανδ εσκέφθη
+να τοις αποστείλη μίαν σφαίραν πυροβόλου, όπως τους αναγκάση ή να
+σιωπήσωσιν ή να φύγωσιν· Αλ' ο Χάρρης τον απέτρεψεν επί τη προφάσει ότι εις
+τας ερημίας εκείνας προτιμώτερον ήτο να μη φανερώνη τις την παρουσίαν του διά
+πυροβολισμών. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ας διέλθωμεν, αθορύβως, είπε, και θα διέλθωμεν ακινδύνως. </p>
+
+<p>Το δείπνον ητοιμάσθη αμέσως, χωρίς ούτε καν να λάβωσιν ανάγκην εψήσεως
+των φαγητών. Συνέκειτο εκ διατετηρημένων εδωδίμων και διπύρων. Ρυάκιόν τι
+οφιοειδώς διαρρέον υπό τα χόρτα, παρείχε πόσιμον ύδωρ, όπερ έπιον αναμίξαντες
+μετά τινων σταγόνων ρουμίου. Όσον αφορά τα επιδόρπια η μαγγιέρα ήτο εκεί με
+τους ευχύμους καρπούς της, τους οποίους οι ψιττακοί δεν άφησαν να δρέψωσι
+χωρίς να διαμαρτυρηθώσι δι' αποτροπαίων κραυγών.<br />
+&nbsp;<br />
+Κατά το τέλος του δείπνου το σκότος ήρχισε να εκτείνηται. Η σκιά ανέβη βραδέως
+εκ του εδάφους εις την κορυφήν των δένδρων, ων το φύλλωμα απεικονίσθη μετ'
+ολίγον ως λεπτόν διάζωμα επί του φωτεινοτέρου βάθους του ουρανού. Τα πρώτα
+άστρα εφαίνοντο ως αν ήσαν αστράπτοντα άνθη, ακτινοβολούντα εις τας άκρας
+των τελευταίων κλάδων. Ο άνεμος έπιπτε μετά της νυκτός και δεν έσειε πλέον τα
+φύλλα. Και αυτοί οι ψιττακοί εσιώπησον. Η φύσις έμελλε να υποκοιμηθή και
+προσεκάλει παν έμψυχον ον, όπως την παρακολουθήση εις τον βαθύν εκείνον
+ύπνον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αι προετοιμασίαι της κατακλίσεως εδέησε να γίνωσι
+στοιχειωδέστατοι. </p>
+
+<p>&nbsp;— Να ανάψωμεν μεγάλην πυράν διά την νύκτα; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ
+τον Αμερικανόν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Προς τι; απεκρίθη ο Χάρρης. Ευτυχώς αι νύκτες δεν είναι ψυχραί, και
+η γιγαντιαία αυτή μαγγιέρα θα προφυλάξη το έδαφος από πάσης εξατμίσεως. Δεν
+έχομεν να φοβηθώμεν μήτε την δρόσον μήτε την υγρασίαν. Σας επαναλαμβάνω,
+νέε μου φίλε, ό,τι σας είπον προ ολίγου. Ας διέλθωμεν απαρατήρητοι. Μήτε πυρ,
+μήτε πυροβολισμός, εάν είναι δυνατόν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Νομίζω, είπε τότε η κυρία Βέλδων, ότι ουδέν έχομεν να φοβηθώμεν
+εκ μέρους των Ινδών, ή εκ των ληστών των δασών περί των οποίων μας ωμιλήσατε,
+κύριε Χάρρη. Αλλά δεν υπάρχουσιν άλλοι επιδρομείς τετράποδες, τους οποίους η
+θέα του πυρός θα συνετέλει εις το να τους απομακρύνη;</p>
+
+<p>&nbsp;— Κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο Αμερικανός, μεγάλην τιμήν αποδίδετε εις
+τα θηρία της χώρας ταύτης. Και όμως πλειότερον φοβούνται τον άνθρωπον ή ο
+άνθρωπος φοβείται αυτά. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ευρισκόμεθα εις δάσος, είπεν ο Ζακ, και πάντοτε υπάρχουσι ζώα εις
+τα δάση. </p>
+
+<p>&nbsp;— Υπάρχουσι δάση και δάση, καλέ μου άνθρωπε, ως υπάρχουσι ζώα και
+ζώα! απεκρίθη ο Χάρρης γελών. Φαντασθήτε ότι ευρίσκεσθε εν τω μέσω μεγάλου
+παραδείσου. Τη αληθεία ευλόγως οι Ινδοί καλούσι τον τόπον τούτον επίγειον
+παράδεισον.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Υπάρχουσι λοιπόν όφεις; ηρώτησεν ο Ζακ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, καλέ μου Ζακ, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, δεν υπάρχουσιν όφεις,
+και ημπορείς να κοιμηθής ήσυχος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και λέοντες; ηρώτησεν ο Ζακ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ούτε σκιά λεόντων, μικρέ μου άνθρωπε, απήντησεν ο Χάρρης. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά τίγρεις;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ερωτήσατε την μητέρα σας, εάν ήκουσέ ποτε ότι υπάρχουσι τίγρεις
+εις την ήπειρον ταύτην. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ποτέ, είπεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Καλά! είπεν ο εξάδελφος Βενέδικτος, όστις κατά τύχην ανεμίχθη εις
+την συνομιλίαν, εάν δεν υπάρχωσι μήτε τίγρεις μήτε λέοντες εν τω Νέω Κόσμω,
+όπερ αληθέστατον, ευρίσκονται τουλάχιστον αίλουροι και θώες. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είναι κακό ζώα; ηρώτησεν ο μικρός Ζακ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ε! απεκρίθη ο Χάρρης, ο ιθαγενής δεν διστάζει να τα προσβάλη, και
+ημείς είμεθα αρκετοί προς τούτο. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ιδού, μόνος, ο Ηρακλής είναι τόσον δυνατός ώστε να πνίξη δύο θώας
+συγχρόνως, ανά ένα δι' εκάστης χειρός. </p>
+
+<p>&nbsp;— Να προσέχης καλά, Ηρακλή, είπε τότε ο μικρός Ζακ, μήπως έλθη
+κανέν ζώον και μας δαγκάση. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εγώ θα το δαγκάσω, κύριε Ζακ, απεκρίθη ο Ηρακλής, δεικνύων το
+στόμα του ωπλισμένον διά φοβερών οδόντων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, θα προσέχετε, Ηράκλεις, είπεν ο δόκιμος, αλλ' οι σύντροφοί σας
+και εγώ θα σας αντικαθιστώμεν εναλλάξ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, κύριε Δικ, είπεν ο Ακτέων. Ο Ηρακλής, ο Βαρθολομαίος, ο
+Αυγουστίνος και εγώ, αρκούμεν ημείς οι τέσσαρες εις το έργον τούτο. Πρέπει να
+αναπαυθήτε δι όλης της νυκτός.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ευχαριστώ, Ακτέων, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, αλλ' οφείλω . . <br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Όχι, αφήσατε αυτούς τους αγαθούς άνδρας, φίλτατε Δικ, είπε τότε η
+κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και εγώ ωσαύτως θα προσέχω, προσέθηκεν ο Ζακ του οποίου τα
+βλέφαρα εκλείοντο ήδη.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ναι, Ζακ, θα φυλάττης και συ, απεκρίθη η μήτηρ του, ήτις δεν ήθελε να
+τω εναντιούται.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Αλλά, είπε πάλιν το μικρόν παιδίον, εάν δεν υπάρχωσι λέοντες, εάν δεν
+υπάρχωσι τίγρεις εις το δάσος, υπάρχουσιν όμως λύκοι.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ω! λύκοι γελείοι! είπεν ο Αμερικανός. Μήτε λύκοι καν δεν είναι, αλλ'
+είδος τι αλωπεκών, ή μάλλον εξ εκείνων των σκύλων των δασών τους οποίους
+καλούσιν γουάρας.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Και αυτοί οι γουάρας δαγκάνουσιν; ηρώτησεν ο μικρός Ζακ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πα! ο Δίγγος με έν άνοιγμα του στόματός του ειμπορεί να χάπτη από
+ένα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αδιάφορον, είπεν ο Ζακ μετά του τελευταίου χασμήματος, οι γουάραι
+είναι λύκοι, αφού τους ονομάζουσι λύκους. </p>
+
+<p>Και ταύτα ειπών ο Ζακ απεκοιμήθη ησύχως εις τας αγκάλας της Ναν, ήτις
+εστήριζε τα νώτα εις τον κορμόν της μαγγιέρας. Η κυρία Βέλδων, κατακειμένη
+πλησίον της, έδωκεν έν τελευταίον φίλημα εις το μικρόν παιδίον της, και οι
+βεβαρυμένοι οφθαλμοί της δεν εβράδυναν να κλεισθώσι διά την νύκτα. </p>
+
+<p>Μετά τινας στιγμάς ο Ηρακλής επανέφερεν εκεί τον εξάδελφον Βενέδικτον,
+όστις είχεν απομακρυνθή όπως κυνηγήση πυροφόρα. Ταύτα είναι κοκούγοι, ή
+φωτειναί μυίαι, τας οποίας αι κομψευόμεναι γυναίκες θέτουσιν εις την κόμην των
+ως αληθείς πολύτιμους λίθους. Τα έντομα ταύτα, άτινα εκπέμπουσι λάμψιν ζωηράν
+και κυανωπήν διά δύο κηλίδων ευρισκομένων εις την βάσιν του θώρακός των, είναι
+πολυαριθμότατα εν τη Νοτίω Αμερική. Εσκόπευε λοιπόν ο εξάδελφος Βενέδικτος
+να συλλέξη εξ αυτών πολλά· αλλ' ο Ηρακλής δεν τω άφησε καιρόν, και μεθ' όλας
+τας διαμαρτυρίας του, τον επανέφερεν εις το μέρος του σταθμού. Τούτο δε διότι
+όταν ο Ηρακλής ελάμβανε διαταγήν τινα, την εξετέλει στρατιωτικώς, — όπερ
+βεβαίως έσωσεν εκ της εν τω κασσιτερίνω κιβωτίω του εντομολόγου φυλακίσεως
+μεγάλου αριθμού φωτεινών μυιών. </p>
+
+<p>Μετά τινας στιγμάς, εξαιρέσει του φρουρούντος γίγαντος, πάντες εκοιμώντο
+βαθέως. </p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΖ'. </h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΕΚΑΤΟΝ ΜΙΛΙΑ ΕΝ ΔΕΚΑ
+ΗΜΕΡΑΙΣ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Συνήθως οι περιηγηταί ή οι διατρέχοντες τα δάση οι κοιμηθέντες εν υπαίθρω
+εξεγείρονται υπό ορυγμών ιδιοτρόπων και δυσαρέστων. Τα πάντα υπάρχουσιν εν
+τη εωθινή εκείνη συμφωνία, κρωγμοί, γρυλλισμοί, κοασμοί, υλακαί και σχεδόν
+ομιλίαι, εάν θέλη τις να παραδεχθή την λέξιν ταύτην, ήτις συμπληροί την σειράν
+των διαφόρων τούτων θορύβων. </p>
+
+<p>Είναι πίθηκοι χαιρετίζοντες ωσαύτως την έλευσιν της ημέρας. Εκεί συναντώνται
+οι μικροί μαρικίνοι, οι ποικιλόχροοι σαγουίνοι, οι λευκόφαιοι μόνοι, των οποίων το
+δέρμα μεταχειρίζονται οι Ινδοί προς περικάλυψιν των πυρεκβόλων λίθων των
+όπλων των, οι σαγού γνωριζόμενοι εκ των δύο μακρών δεσμών των πτερών των,
+και πολλά άλλα είδη της πολυαρίθμου ταύτης ομοιογενείας. </p>
+
+<p>Εκ των διαφόρων εκείνων τετραχείρων, οι σπουδαιότεροι βεβαίως είναι αι
+γουερίβαι, με ουράν σκαλωτήν και πρόσωπον Βεελζεβούλ. Όταν ανατέλλη ο ήλιος,
+ο γηραιότερος της αγέλης τονίζει διά φωνής επιβλητικής και απαισίας, μονότονον
+ψαλμωδίαν. Είναι ο βαρύτονος του θιάσου. Οι νέοι οξύφωνοι επαναλαμβάνουσι
+μετ' αυτόν την εωθινήν συμφωνίαν. Οι Ινδοί λέγουσι τότε ότι οι γουερίβαι
+προσεύχονται.<br />
+&nbsp;<br />
+Αλλά φαίνεται ότι κατ' εκείνην την ημέραν, οι πίθηκοι δεν προσηυχήθησαν, καθότι
+δεν ηκούσθησαν, και εν τούτοις η φωνή των ακούεται μακράν, καθότι παράγεται
+εκ της ταχείας αναπάλσεως οστεώδους τινός τυμπάνου εσχηματισμένου εκ της
+εξογκώσεως του υοειδούς οστού του λαιμού των. </p>
+
+<p>Εν συντόμω, είτε διά τον ένα λόγον είτε διά τον άλλον, μήτε οι γουερίβαι, μήτε
+οι σαγού, μήτε άλλα τετράχειρα του απεράντου εκείνου δάσους ετόνισαν την
+πρωίαν εκείνην την συνήθη αυτών μελωδίαν. </p>
+
+<p>Τούτο δεν ευχαριστεί τους νομάδας Ινδούς. Ουχί διότι οι ιθαγενείς ούτοι
+αρέσκονται ες το είδος τούτο εν χορώ μουσικής, αλλά διότι ευχαρίστως θηρεύουσι
+τους πιθήκους, και εάν πράττωσι τούτο, σημαίνει ότι το κρέας του ζώου τούτου,
+προπάντων όταν ταριχεύεται, είναι εξαίρετον. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού δεν εγίνωσκον βεβαίως τας έξεις ταύτας των
+γουερίβων, καθότι η σιωπή εκείνη θα τους εξέπληττεν. Αφυπνίσθησαν λοιπόν ο είς
+μετά τον άλλον, και καλώς έχοντες μετά την ανάπαυσιν εκείνην την οποίαν ουδείς
+θόρυβος ετάραξεν. </p>
+
+
+<p>Ο μικρός Ζακ δεν αφυπνίσθη εκ των τελευταίων. Η πρώτη αυτού ερώτησις ήτο
+εάν ο Ηρακλής έφαγε λύκον τινά κατά την νύκτα. Ουδείς λύκος είχεν εμφανισθή
+και επομένως ο Ηρακλής δεν είχεν έτι προγευματίσει. </p>
+
+<p>Άλλως τε δε όλοι ήσαν νήστεις ως αυτός, και μετά την εωθινήν προσευχήν, η
+Ναν ενησχολήθη εις την προετοιμασίαν του προγεύματος. </p>
+
+<p>Τα φαγητά ήσαν τα αυτά ως τα της προτεραίας, αλλά μετά της ορέξεως εκείνης
+ην αυξάνει ο πρωινός αήρ του δάσους, ουδείς εσκέφθη να φανή δύσκολος. Προ
+παντός άλλου έπρεπε ν' αναλάβωσι δυνάμεις διά μίαν ημέραν πορείας, και
+ανέλαβον αυτάς. Διά πρώτην φοράν ίσως ο εξάδελφος Βενέδικτος εννόησεν ότι το
+τρώγειν δεν είναι αδιάφορος η ανωφελής πράξις του βίου. Εκήρυξεν όμως ότι δεν
+ήλθε διά να περιέρχεται την χώραν με τας χείρας εις τα θυλάκια, και ότι εάν ο
+Ηρακλής τον εμποδίση πάλιν να κυνηγήση κοκούγιους και άλλας φωτεινάς μυίας, ο
+Ηρακλής θα είχε κακούς λογαριασμούς μετ' αυτού. </p>
+
+<p>Η απειλή αύτη δεν εφάνη πτοήσασα υπερβαλόντως τον γίγαντα. Εν τούτοις η
+κυρία Βέλδων τον έλαβε κατά μέρος και τω είπεν ότι ηδύνατο ίσως να αφίνη το
+μεγάλον παιδίον της να τρέχη δεξιά και αριστερά, αλλ' επί τω όρω να μη το χάνη
+από τα βλέμματά του. Δεν έπρεπε να αποκόψη εντελώς από τον εξάδελφον
+Βενέδικτον τας τοσούτον φυσικάς εις την ηλικίαν του ηδονάς εκείνας. </p>
+
+<p>Κατά την εβδόμην ώραν της πρωίας το μικρόν σώμα επανέλαβε την προς
+ανατολάς πορείαν, διατηρούν την αυτήν της προτεραίας τάξιν. </p>
+
+<p>Ήτο πάντοτε το δάσος. Επί του παρθένου εκείνου εδάφους, επί του οποίου το
+θάλπος και η υγρασία συνεφώνουν όπως εξεγείρωσι την βλάστησιν, έπρεπε να
+σκεφθή τις ότι το φυσικόν βασίλειον θα ενεφανίζετο εν όλη αυτού τη μεγαλειότητι.
+Ο παράλληλος του ευρέος εκείνου οροπεδίου συνεχέετο σχεδόν μετά των
+τροπικών πλατών, και επί τινας μήνας του θέρους ο ήλιος, διερχόμενος το ζενίθ,
+ηκόντιζε τας ακτίνας του καθέτως. Υπήρχε λοιπόν άπειρος ποσότης θερμότητος
+αποτεταμιευμένη εις τα εδάφη εκείνα, ων το υπέρδαφος διετηρείτο υγρόν. Τούτου
+ένεκα ουδέν μεγαλοπρεπέστερον της διαδοχής εκείνης των δασών, ή μάλλον του
+απεράντου εκείνου δάσους. </p>
+
+<p>Εν τούτοις ο Δικ Σανδ παρετήρησεν ότι κατά τον Χάρρην ευρίσκοντο εν τη χώρα
+των πάμπας. Πάμπα δε εν τη γλώσση των ιθαγενών σημαίνει πεδιάς. Και εάν αι
+αναμνήσεις του δεν τον ηπάτων, ενόμιζε να ενθυμείτο ότι αι πεδιάδες αύται
+παρουσιάζουσι τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: στέρησιν ύδατος, έλλειψιν δένδρων,
+έλλειψιν πετρών, πλουσίαν αφθονίαν σκολύμων κατά την εποχήν των βροχών,
+οίτινες επερχομένης της θερμής εποχής γίνονται σχεδόν θαμνία και σχηματίζουσι
+τότε αδιαπέραστα φυλλώματα· είτα ωσαύτως, δένδρα νανοφυή, θαμνία
+ακανθώδη· πάντα δε ταύτα δίδοντα εις τας πεδιάδας εκείνας θέαν μάλλον άγονον
+και αιχμηράν. </p>
+
+<p>Αλλά το πράγμα δεν είχεν ούτω αφότου το μικρόν σώμα, οδηγούμενον υπό του
+Αμερικανού, είχεν εγκαταλίπει την παραλίαν. Το δάσος δεν έπαυσε να εκτείνεται
+μέχρι των ορίων του ορίζοντος. Όχι, εκεί δεν ήτο η πάμπα εκείνη οίαν εφαντάζετο
+αυτήν ο νεαρός δόκιμος. Μήπως η φύσις, ως είπεν ο Χάρρης, ηθέλησε να
+καταστήση το οροπέδιον εκείνο της Αταμάκας χώραν όλως ιδιαιτέραν, περί ης
+ουδέν άλλο εγίνωσκεν ειμή ότι εσχημάτιζε μίαν των ευρυτάτων ερήμων της Νοτίου
+Αμερικής, μεταξύ των Άνδεων και του Ειρηνικού Ωκεανού;</p>
+
+<p>Την ημέραν εκείνην ο Δικ Σανδ απέτεινεν ερωτήσεις τινάς περί του
+αντικειμένου τούτου και εξέφρασεν εις τον Αμερικανόν την έκπληξιν ην τω
+επροξένει η αλλόκοτος εκείνη θέα της πάμπας. </p>
+
+<p>Αλλ' εξήχθη ταχέως εκ της απάτης υπό του Χάρρη, όστις τω παρέσχε περί του
+μέρους εκείνου της Βολιβίας ακριβεστάτας πληροφορίας, μαρτυρούσας
+τοιουτοτρόπως την βαθείαν γνώσιν ην είχε του τόπου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Έχετε δίκαιον, νέε μου φίλε, είπε προς τον δόκιμον. Η αληθής πάμπα
+είναι τοιαύτη οίαν περιέγραψαν οι περιηγηταί, ήτοι πεδιάς άγονος της οποίας η
+διάβασις είναι πολλάκις δυσχερής. Ενθυμίζει τους λειμώνας της Βορείου Αμερικής,
+με μόνην την διαφοράν ότι ούτοι είναι μάλλον τελματώδεις. Ναι, τοιαύτη είναι η
+πάμπα του Ρίου Κολοράδου, του Ορενόκου και της Βενεζουέλας. Αλλ' ενταύθα
+ευρισκόμεθα εις χώραν, της οποίας η θέα εκπλήττει και εμέ αυτόν. Είναι μεν
+αληθές ότι πρώτην φοράν ακολουθώ την οδόν ταύτην διά μέσου του οροπεδίου,
+οδόν ήτις έχει το πλεονέκτημα να συντέμνη την πορείαν ημών· αλλ' εάν δεν την
+είδον εισέτι, ηξεύρω ότι έχει μεγάλην διαφοράν προς την αληθή πάμπαν. Τοιαύτην
+θα ευρίσκετε ουχί μεταξύ της δυτικής Κορδελλιέρας και της υψηλής οροσειράς των
+Άνδεων, αλλά πέραν των ορέων, επί του ανατολικού εκείνου μέρους της ηπείρου,
+όπερ εκτείνεται μέχρι του Ατλαντικού. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πρέπει λοιπόν να υπερβώμεν τας Άνδεις; ηρώτησε ζωηρώς ο Δικ
+Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, νέε μου φίλε, όχι, απεκρίθη μειδιών ο Αμερικανός. Τούτου ένεκα
+είπον ότι θα την ευρίσκετε, και όχι θα την εύρετε. Ησυχάσατε, δεν θα
+εγκαταλείψωμεν το οροπέδιον τούτο, του οποίου το μέγιστον ύψος δεν υπερβαίνει
+τους χιλίους πεντακοσίους πόδας. Α! εάν ήτο ανάγκη να διέλθωμεν τας
+Κορδελλιέρας μετά των μεταφορικών μέσων τα οποία έχομεν, ποτέ δεν θα σας
+παρέσυρον εις τοιαύτην ριψοκίνδυνον απόπειραν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τωόντι, είπεν ο Δικ Σανδ, προτιμότερον θα ήτο να ανέλθωμεν ή να
+κατέλθωμεν την ακτήν·</p>
+
+<p>&nbsp;— Ω! εκατοντάκις προτιμότερον! απεκρίθη ο Χάρρης. Αλλ' η έπαυλις του
+Αγίου Ευτυχούς κείται εντεύθεν της Κορδελλιέρας. Ώστε η οδοιπορία ημών, μήτε
+κατά την πρώτην μήτε κατά την δευτέραν περίπτωσιν θα παρουσιάση πραγματικήν
+τινα δυσκολίαν.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Και δεν φοβείσθε μήπως αποπλανηθήτε εις τα δάση ταύτα, τα οποία
+διέρχεσθε κατά πρώτην φοράν; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Όχι, νέε μου φίλε, όχι απεκρίθη ο Χάρρης. Ηξεύρω καλώς ότι το δάσος
+τούτο είναι ως απέραντος θάλασσα, ή μάλλον, πυθμήν θαλάσσης του οποίου και
+αυτός ο ναυτικός δεν δύναται να καταμετρήση το βάθος και να εξακριβώση την
+θέσι του. Αλλά, συνηθισμένος να δασοπορώ, δύναμαι να εύρω τον δρόμον μου εκ
+της απλής διευθετήσεως δένδρων τινών, εκ της διευθύνσεως των φύλλων των, εκ
+της κινήσεως ή της συστάσεως του εδάφους, εκ μυρίων άλλων λεπτομερειών
+αίτινες διαφεύγουσιν υμάς. Έστε βέβαιος, θα οδηγήσω υμάς και τους υμετέρους,
+όπου πρέπει να μεταβήτε.<br />
+&nbsp;<br />
+Πάντα ταύτα ελέχθησαν καθαρώς υπό του Χάρρη. Ο Δικ Σανδ και αυτός,
+προπορευόμενοι της συνοδείας, συνδιελέγοντο συχνάκις, χωρίς να αναμιγνύεται
+άλλος τις εις την συνομιλίαν των. Εάν ο δόκιμος ησθάνετο ανησυχίας τινάς, τας
+οποίας ο Αμερικανός δεν κατώρθου πάντοτε να διαλύη, προτίμα να τας διατηρή δι'
+εαυτόν μόνον.<br />
+&nbsp;<br />
+Αι 8, 9, 11 και 12 Απριλίου παρήλθον τοιουτοτρόπως χωρίς να επέλθη δυσάρεστόν
+τι εν τη πορεία. Δεν διήνυον ανά παν δωδεκάωρον διάστημα πλειότερον των οκτώ
+μέχρις εννέα μιλίων. Αι στιγμαί αι αφιερούμεναι διά τα γεύματα και την ανάπαυσιν
+διεδέχοντο αλλήλας τακτικώς, και μολονότι ο κάματος ήρχησεν ήδη να γίνεται
+ολίγον επαισθητός, η υγιεινή κατάστασις ήτο έτι λίαν ευχάριστος.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο μικρός Ζακ ήρχιζε να υποφέρη ολίγον εκ του βίου εκείνου των δασών, εις ον δεν
+ήτο συνηθισμένος και καθίστατο λίαν μονότονος δι' αυτόν. Και έπειτα, δεν είχον
+τηρήσει όλας τας προς αυτόν δοθείσας υποσχέσεις. Τα εκ καουτσού νευρόσπαστα,
+τα κολίβρια, πάντα ταύτα εφαίνοντο ακαταπαύστως οπισθοχωρούντα. Είχε γίνει
+ωσαύτως λόγος να τω δείξωσι τους μάλλον ωραίους ψιττακούς του κόσμου, και
+τοιούτοι δεν έπρεπε να λείπωσιν εκ των πλουσίων εκείνων δασών. Πού ήσαν
+λοιπόν οι παπαγάλοι εκείνοι με το πράσινον πτέρωμα, όλοι σχεδόν αυτόχθονες των
+χωρών εκείνων, οι αράς οι γυμνοπάρειοι, με τας μακράς και οξείας ουράς, με τα
+ζωηρά χρώματα, των οποίων οι πόδες ουδέποτε πατούσιν επί της γης, και οι
+καμίνδαι οίτινες είναι ειδικώτεροι εις τας τροπικάς χώρας, και οι πολυχρώματοι
+ψιττακοί, με το πολύπτερον πρόσωπον, και τέλος όλα εκείνα τα φλύαρα πτηνά
+άτινα, κατά το λέγειν των Ινδών, λαλούσιν έτι την γλώσσαν των εκλειψασών
+φυλών;<br />
+&nbsp;<br />
+Προκειμένου περί ψιττακών, ο μικρός Ζακ δεν έβλεπεν άλλο ειμή ψιττακίδιά τινα
+φαιοτεφρόχροα, με ουράν ερυθράν, άτινα έβριθον υπό τα δένδρα. Αλλά τα
+ψιττακίδια εκείνα δεν ήσαν νέα δι' αυτόν. Τα έχουσι μεταφέρει εις όλα τα μέρη του
+κόσμου. Επί των δύο ηπείρων, πληρούσι τας οικίας διά της αφορήτου φλυαρίας
+των, και εξ όλης της ομοιογενείας οι ψιττακίσκοι ούτοι διδάσκονται ευκολώτεροι
+να ομιλώσι.<br />
+&nbsp;<br />
+Δέον να είπωμεν ότι, πλην του Ζακ, και ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν ήτο
+ευχαριστημένος. Τον είχον μεν αφήσει να τρέχη δεξιά και αριστερά κατά την
+οδοιπορίαν, αλλ' ουδέν έντομον εύρισκεν άξιον να πλουτίση την συλλογήν του. Την
+εσπέραν και αυτά τα πυροφόρα ηρνούντο επιμόνως να εμφανισθώσιν εις αυτόν
+και να τον ελκύσωσι διά του φωσφορίζοντος θώρακός των. Η φύσις εφαίνετο
+αληθώς μυκτηρίζουσα τον δυστυχή εντομολόγον, του οποίου η δυσθημία
+επετείνετο. </p>
+
+<p>Επί τέσσαρας έτι ημέρας, η προς τα βορειοανατολικά πορεία εξηκολούθησεν
+υπό τας αυτάς συνθήκας. Την 16 Απριλίου υπελόγισαν ότι είχον διανύσει περί τα
+εκατόν μίλια. Εάν ο Χάρρης δεν απεπλανήθη — και εβεβαίου τούτο αδιστάκτως —
+η έπαυλις του Αγίου Ευτυχούς δεν απήχε πλέον ειμή είκοσι μίλια από του
+τελευταίου αυτών σταθμού. Πριν δε παρέλθωσι τεσσαράκοντα και οκτώ ώραι, το
+μικρόν σώμα θα είχε καλόν καταφύγιον, εν τω οποίω θα ηδύνατο τέλος να
+αναπαυθή εκ των κόπων της οδοιπορίας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εν τούτοις, ει και διήλθον όλον σχεδόν το οροπέδιον και το μεσαίον
+αυτού μέρος, ουδένα ιθαγενή, ουδένα νομάδα συνήντησαν υπό το απέραντον
+δάσος. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ πολλάκις ελυπήθη, χωρίς όμως να είπη τι, ότι δεν εξώκειλεν εις το
+άλλο μέρος της παραλίας. Νοτιώτερον ή βορειότερον, δεν θα έλειπον χωρία, κώμαι
+ή φυτείαι, και προ πολλού ήδη η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής θα είχον άσυλον.
+</p>
+
+<p>Αλλά, εάν η χώρα εφαίνετο εγκαταλελειμμένη υπό του ανθρώπου, τα ζώα
+ενεφανίζοντο συχνότερα κατά τας τελευταίας ημέρας. Ηκούοντο ενίοτε είδος
+μακράς θρηνώδους, κραυγής ην ο Χάρρης απέδιδεν εις χονδρά τινα βραδυπόρα
+ζώα φωλεύοντα εις τα δασώδη εκείνα μέρη καλούμενα άις.<br />
+&nbsp;<br />
+Την ημέραν εκείνην, κατά την μεσημβρινήν στάθμευσιν, συριγμός τις ηκούσθη εις
+τον αέρα, όστις διά το παράδοξον αυτού επροξένησεν ανησυχίαν τινα εις την
+κυρίαν Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι είναι; ηρώτησεν αύτη αναγειρομένη ταχέως. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είναι όφις! ανέκραξεν ο Δικ Σανδ, δραμών μετά του όπλου του προ
+της κυρίας Βέλδων. </p>
+
+<p>Τωόντι υπήρχε φόβος μήπως ερπετόν τι ωλίσθησεν εις τα χόρτα μέχρι του
+μέρους της σταθμεύσεως. Ουδόλως παράδοξον εάν ήτο μέγας τις σούκουρος,
+είδος βόα, του οποίου το μήκος είναι ενίοτε τεσσαράκοντα ποδών. </p>
+
+<p>Αλλ' ο Χάρρης ανεκάλεσεν αμέσως τον Δικ Σανδ, τον οποίον οι μαύροι
+ηκολούθουν ήδη και καθησύχασε την κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>Κατ' αυτόν, το σύριγμα εκείνο δεν προήλθεν από σούκουρον, καθότι ο όφις
+ούτος δεν συρίζει· αλλ' εμαρτύρει την παρουσίαν αβλαβών τίνων τετραπόδων,
+πολυαρίθμων εν εκείνη τη χώρα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ησυχάσατε λοιπόν, είπε, και μη κάμετε κίνημά τι δυνάμενον να
+φοβήση τα ζώα ταύτα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά τι ζώα είναι; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ, όστις ενόμιζε καθήκον
+συνειδήσεως να ερωτά και να αναγκάζη τον Αμερικανόν να ομιλή, όστις άλλως τε
+δεν είχεν ανάγκην παρακλήσεων, όπως αποκρίνεται. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είναι αντιλόπαι, νέε μου φίλε, απεκρίθη ο Χάρρης·</p>
+
+<p>&nbsp;— Ω! πώς ήθελα να τας έβλεπα! ανέκραξεν ο Ζακ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είναι πολύ δύσκολον, μικρόν μου ανθρωπάκι απήντησεν ο
+Αμερικανός, πολύ δύσκολον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ίσως ειμπορούμεν να τας πλησιάσωμεν αυτάς τας συριγούσας
+αντιλόπας, επανέλαβεν ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ω τρία μόνον βήματα εάν προχωρήσετε, απεκρίθη ο Αμερικανός,
+σείων την κεφαλήν, όλη η αγέλη θα φύγη. Σας προτρέπω λοιπόν να μη
+ενοχληθήτε.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Αλλ' ο Δικ Σανδ είχε τους λόγους του να είναι περίεργος. Ηθέλησε να ίδη,
+και κρατών το όπλον του εισέδυσεν εις τα χόρτα. Πάραυτα, δωδεκάς χαριεστάτων
+κεμάδων μετά μικρών και οξέων κεράτων διήλθον με ταχύτητα σίφωνος. Το
+τρίχωμα αυτών, ζωηρού πυρρού χρώματος, διέγραψε νέφος πύρινον υπό τα
+υψηλά φυλλώματα του δάσους. </p>
+
+<p>&nbsp;— Σας είχον προειδοποιήση, είπεν ο Χάρρης όταν ο δόκιμος επέστρεψεν
+εις την θέσιν του. </p>
+
+<p>Εάν τας ταχύποδας εκείνας αντιλόπας δεν ηδυνήθησαν ούτοι να διακρίνωσι,
+τας διέκρινον όμως άλλαι αγέλαι ζώων αίτινες ενεφανίσθησαν κατά την αυτήν
+ημέραν. Τα ζώα εκείνα ηδυνήθησαν να τα ίδωσιν, αμυδρώς μεν είναι αληθές, αλλ'
+η εμφάνισις αυτών επέφερε παράδοξον φιλονικίαν μεταξύ του Χάρρη καί τινων εκ
+των οπαδών του. </p>
+
+<p>Το μικρόν σώμα, περί την τετάρτην ώραν της εσπέρας, εστάθη επί τινας στιγμάς
+πλησίον ανοικτού τινος μέρους, ότε τρία ή τέσσαρα ζώα ευμεγέθη εξήλθον έκ τινος
+λόχμης, εκατόν βήματα περίπου μακράν και έφυγον μετά μεγάλης ταχύτητος. </p>
+
+<p>Μεθ' όλας τας συστάσεις του Αμερικανού, την φοράν ταύτην ο δόκιμος,
+στηρίξας το όπλον επί του ώμου, επυροβόλησε καθ' ενός των ζώων εκείνων. Αλλά
+καθ' ήν στιγμήν το βλήμα ερρίπτετο, ο Χάρρης απώθησε ζωηρώς το όπλον, ο δε Δικ
+Σανδ όσον και αν ήτο δεξιός σκοπευτής απέτυχε του σκοπού του.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Μη πυροβολισμούς! είπεν ο Αμερικανός. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ε δα! αλλ' είναι καμηλοπαρδάλεις! ανέκραξεν ο Δικ Σανδ, χωρίς να
+δώση άλλην απάντησιν εις την παρατήρησιν του Χάρρη. </p>
+
+<p>&nbsp;— Καμηλοπαρδάλεις! είπεν ο Ζακ ανορθούμενος επί του εφιππίου. Πού
+είναι αυτά τα μεγάλα ζώα;</p>
+
+<p>&nbsp;— Καμηλοπαρδάλεις! απεκρίθη η κυρία Βέλδων. Απατάσαι, φίλτατε Δικ.
+Δεν υπάρχουσι καμηλοπαρδάλεις εν Αμερική. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τωόντι, είπεν ο Χάρρης, όστις εφαίνετο καταπεπληγμένος, δεν είναι
+δυνατόν να υπάρχωσι καμηλοπαρδάλεις ενταύθα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά τότε; . . . είπεν ο Δικ Σανδ.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Δεν ηξεύρω αληθώς τι να σκεφθώ, είπεν ο Χάρρης. Μήπως νέε μου φίλε,
+σας ηπάτησαν οι οφθαλμοί σας, και τα ζώα ταύτα είναι στρουθοκάμηλοι;</p>
+
+<p>&nbsp;— Στρουθοκάμηλοι! επανέλαβεν ο Δικ Σανδ και η κυρία Βέλδων
+παρατηρούντες αλλήλους έκθαμβοι</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, απλαί στρουθοκάμηλοι, επανέλαβεν ο Χάρρης. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλ' αι στρουθοκάμηλοι, είναι πτηνά, επανέλαβεν ο Δικ Σανδ, και
+επομένως έχουσι δύο μόνον πόδας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν, απεκρίθη ο Χάρρης, ακριβώς ενόμισα ότι τα ζώα ταύτα τα
+οποία έφυγον τόσω ταχέως ήσαν δίποδα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δίποδα! είπεν ο δόκιμος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Νομίζω ότι διέκρινα καλώς ζώα τετράποδα, είπε τότε η κυρία Βέλδων.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Και εγώ ωσαύτως, προσέθηκεν ο γέρων Τωμ, του οποίου τους λόγους
+εβεβαίωσαν ο Βαρθολομαίος, ο Ακτέων και ο Αυγουστίνος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Στρουθοκάμηλοι με τέσσαρας πόδας! ανέκραξεν ο Χάρρης
+ανακαγχάζων. Τούτο θα ήτο πολύ αστείον!</p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν επανέλαβεν ο Δικ Σανδ, ενομίσαμεν ότι ήσαν
+καμηλοπαρδάλεις, και ουχί στρουθοκάμηλοι. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, νέε μου φίλε, όχι, είπεν ο Χάρρης, Βεβαίως δεν είδετε καλώς.
+Τούτο εξηγείται εκ της ταχύτητος μεθ' ής έφυγον τα ζώα ταύτα. Άλλως τε δε
+πολλάκις συνέβη εις κυνηγούς ν' απατηθώσιν ως υμείς και καλή τη πίστει
+μάλιστα.</p>
+
+<p>Ό,τι, έλεγεν ο Αμερικανός ήτο λίαν πιθανόν. Μεταξύ ευσώμου
+στρουθοκαμήλου και μεσαίου αναστήματος καμηλοπαρδάλεως, εάν τας βλέπη τις
+έκ τινος αποστάσεως, δύναται ευκόλως ν' απατηθή. Είτε πρόκειται περί ράμφους,
+είτε πρόκειται περί ρύγχους, αμφότερα ταύτα προσκεκολλημένα εις το άκρον
+μακρού λαιμού ανεστραμμένου προς τα οπίσω, και επί τέλους δύναταί τις να είπη
+ότι η στρουθοκάμηλος ουδέν άλλο είναι ή ημικαμηλοπάρδαλις. </p>
+
+<p>Δεν ελλείπουσιν απ' αυτής ειμή οι οπίσθιοι πόδες. Λοιπόν το δίπουν τούτο και
+το τετράπουν τούτο, διερχόμενα ταχέως και απροσδοκήτως, δύνανται εν μεγάλη
+ανάγκη να εκληφθώσι το έν αντί του άλλου.<br />
+&nbsp;<br />
+Άλλως τε δε, η καλλιτέρα απόδειξις ότι η κυρία Βέλδων και οι άλλοι ηπατώντο,
+είναι ότι δεν υπάρχουσι καμηλοπαρδάλεις εν Αμερική·</p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ εποίησε τότε την εξής σκέψιν:</p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλ' ενόμιζον ότι μήτε στρουθοκάμηλοι μήτε καμηλοπαρδάλεις
+ευρίσκοντο εις τον Νέον Κόσμον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μάλιστα, νέε μου φίλε, απεκρίθη ο Χάρρης, και ακριβώς η Νότιος
+Αμερική κέκτηται ιδιαίτερόν τι είδος. Εις το είδος τούτο ανήκει ο νανδού, τον
+οποίον είδετε προ ολίγου.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Χάρρης έλεγε την αλήθειαν. Ο νανδού είναι ιμαντόπους κοινότατος ες τας
+πεδιάδας της Νοτίου Αμερικής, και το κρέας αυτού, όταν είναι νέος, είναι καλόν εις
+γεύσιν. </p>
+
+<p>Το ισχυρόν τούτο ζώον, του οποίου το ανάστημα υπερβαίνει ενίοτε τα δύο
+μέτρα, έχει το ράμφος ευθύ, τας πτέρυγας μακράς και εσχηματισμένας εκ πτερών
+πυκνών χρώματος υποκυάνου, οι δε πόδες αυτού σχηματίζονται εκ τριών
+δακτύλων ωπλισμένων δι' ονύχων, — τούθ' όπερ το διακρίνει ουσιωδώς από των
+στρουθοκαμήλων της Αφρικής. </p>
+
+<p>Αι ακριβέσταται αύται λεπτομέρειαι εδόθησαν υπό του Χάρρη, όστις εφαίνετο
+λίαν ειδήμων των έξεων του νανδού. Η δε κ. Βέλδων και οι μετ' αυτής εδέησε να
+ομολογήσωμεν ότι είχον απατηθή.</p>
+
+<p>&nbsp;— Άλλως τε δε, προσέθηκεν ο Χάρρης, πιθανόν να συναντήσωμεν και
+άλλην αγέλην εκ τούτων των στρουθοκαμήλων. Λοιπόν, την φοράν ταύτην
+παρατηρήσατε καλλίτερον, και μη υποπέσετε πάλιν εις την απάτην να εκλάβετε τα
+πτηνά ως τετράποδα. Προ πάντων όμως, νέε μου φίλε, μη λησμονήτε τας
+συστάσεις μου, και μη πυροβολήτε κατ' ουδενός ζώου. Δεν έχομεν ανάγκην να
+θηρεύωμεν διά να προμηθευώμεθα ζωοτροφίας, και, το επαναλαμβάνω, δεν
+πρέπει έκρηξις πυροβόλου να αναγγείλη την παρουσίαν ημών εις το δάσος τούτο.
+</p>
+
+
+<p>Εν τούτοις ο Δικ Σανδ έμενε σκεπτικός. Έτι άπαξ, αμφιβολία τις εγένετο εν τω
+πνεύματι αυτού.<br />
+&nbsp;<br />
+Την επιούσαν, 17 Απριλίου, η πορεία επανελήφθη, και ο Αμερικανός εβεβαίωσεν
+ότι μετά παρέλευσιν είκοσι και τεσσάρων ωρών η μικρά συνοδεία θα ευρίσκετο εις
+την έπαυλιν του Αγίου Ευτυχούς. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εκεί, κυρία Βέλδων, θα λάβετε όλας τας απαιτουμένας εις την θέσιν
+σας περιποιήσεις, και ημέραι τινές αναπαύσεως θα σας αναζωογονήσωσι καθ'
+ολοκληρίαν. Ίσως δεν θα εύρετε εις την έπαυλιν εκείνην την πολυτέλειαν εις ην
+έχετε συνηθίσει εις την εν Αγίω Φραγκίσκω κατοικίαν σας, αλλά θα ιδήτε ότι αι
+καλλιεργητικοί ημών εργασίαι δεν είναι πτωχαί, και ότι δεν ήμεθα εντελώς άγριοι.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Κύριε Χάρρη, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, εάν δεν έχομεν άλλο να σας
+προσφέρωμεν ειμή ευχαριστίας διά την γενναίαν υμών συνδρομήν, τουλάχιστον
+σας προσφέρομεν αυτάς εξ όλης καρδίας. Ναι! ήτο καιρός πλέον να φθάσωμεν.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Εκουράσθητε πολύ, κυρία Βέλδων;</p>
+
+<p>&nbsp;— Εγώ, αδιάφορον, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, αλλά βλέπω ότι ο μικρός
+μου Ζακ εξαντλείται ολίγον κατ' ολίγον. Κατά τινας ώρας αρχίζει να τον
+καταλαμβάνη ο πυρετός.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ναι, είπεν ο Χάρρης, και μολονότι το κλίμα του οροπεδίου τούτου είναι
+υγιεινότατον, πρέπει όμως να ομολογήσωμεν ότι κατά τον Μάρτιον και τον
+Απρίλιον επικρατούσι διαλείποντες πυρετοί. </p>
+
+<p>&nbsp;— Βεβαίως, είπεν τότε ο Δικ Σανδ, αλλ' ωσαύτως η φύσις, ήτις πάντοτε
+και πανταχού είναι προνοητική, έθεσε το φάρμακον πλησίον του κακού. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και πώς τούτο, νέε μου φίλε; ηρώτησεν ο Χάρρης, όστις εφαίνετο μη
+εννοών.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Δεν ευρισκόμεθα λοιπόν εις την χώραν των κιγκινών; απεκρίθη ο Δικ
+Σανδ.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Τωόντι, είπεν ο Χάρρης, έχετε εντελώς δίκαιον. Τα δένδρα τα παράγοντα
+τον πολύτιμον αντιπυρετικόν φλοιόν εδώ έχουσι την πατρίδα των. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εκπλήττομαι μάλιστα, προσέθετο ο Δικ Σανδ, πώς δεν είδομεν έτι
+μήτε έν.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Α! νέε μου φίλε, απεκρίθη ο Χάρρης, τα δένδρα ταύτα δεν διακρίνονται
+ευκόλως. Καίτοι έχουσιν ύψος πολύ, φύλλα μεγάλα και άνθη ρόδινα και ευώδη,
+δεν τα ανακαλύπτει τις ευκόλως. Σπάνιον είναι να ευρεθώσι συμπεπυκνωμένα.
+Μάλλον είναι διεσπαρμένα εις τα δάση, και οι Ινδοί, οίτινες συλλέγουσι την
+κιγκίναν, δεν δύνανται να τα διακρίνωσιν ειμή εκ του πρασίνου φυλλώμματός των.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Κύριε Χάρρη, είπεν η κυρία Βέλδων, εάν ιδήτε δένδρον τι εξ αυτών,
+να με το δείξητε.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Βεβαίως, κυρία Βέλδων, αλλ' εις την έπαυλιν θα εύρετε θιεικήν κινίνην.
+Αυτή είναι πολύ προτιμωτέρα ή ο απλούς φλοιός προς θεραπείαν του πυρετού
+(<sup><a href='#fn14' id='ref14'>14</a></sup>)
+. </p>
+
+<p>Η τελευταία εκείνη ημέρα της οδοιπορίας παρήλθεν άνευ συμβάντος τινός.
+Ήλθεν η εσπέρα και η νυκτερινή στάθμευσις διωργανώθη ως το σύνηθες. Μέχρι
+τότε, δεν είχε βρέξει, αλλ' ο καιρός έτεινε να μεταβληθή, καθότι θερμή
+αναθυμίασις υψώθη από του εδάφους και μετ' ολίγον εσχημάτισε πυκνήν
+ομίχλην.</p>
+
+<p>Πράγματι επλησίαζεν η εποχή των βροχών. Ευτυχώς την επιούσαν, άνετον
+καταφύγιον θα προσεφέρετο φιλοξένως εις την μικράν συνοδείαν. Ολίγισται ώραι
+έμενον να παρέλθωσιν. </p>
+
+<p>Ει και κατά τον Χάρρην, όστις έκαμε τους υπολογισμούς του επί τη βάσει του
+χρόνου καθ' όν διήρκεσεν η οδοιπορία, δεν απείχον της επαύλεως πλειότερον των
+έξ μιλίων, ελήφθησαν όμως διά την νύκτα αι συνήθεις προφυλάξεις. Ο Τωμ και οι
+σύντροφοί του έπρεπε να φρουρώσι διαδοχικώς. Ο Δικ Σανδ επέμεινε να μη
+επέλθη ουδεμία μεταβολή. Πλειότερον ή άλλοτε ήθελε να διατηρήση την συνήθη
+φρόνησίν του, καθότι τρομερά υπόνοια εγεννήθη εις το πνεύμα του· δεν ήθελεν
+όμως έτι να είπη τι.</p>
+
+<p>Η κατάκλισις εγένετο παρά τας ρίζας συστάδος μεγάλων δένδρων. Ένεκα του
+καμάτου, η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής εκοιμώντο ήδη, ότε αφυπνίσθησαν υπό
+φοβεράς κραυγής. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι είναι; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ, πρώτος πάντων αναπηδήσας όρθιος.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Εγώ! εγώ εφώναξα! είπεν ο εξάδελφος Βενέδικτος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και τι έχετε; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εδαγκάσθην. </p>
+
+<p>&nbsp;— Υπό όφεως; . . . ηρώτησεν έντρομος η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, όχι! Δεν είναι όφις, αλλ' έντομον, απεκρίθη ο εξάδελφος
+Βενέδικτος. Α! το κρατώ! το κρατώ!</p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν, φονεύσατε το έντομόν σας, είπεν ο Χάρρης, και αφήσατέ μας
+να κοιμηθώμεν κύριε Βενέδικτε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Να φονεύσω έντομον! ανέκραξεν ο εξάδελφος Βενέδικτος. Ποτέ,
+ποτέ! Πρέπει να ίδω τι είναι!</p>
+
+<p>&nbsp;— Θα είναι κώνωψ, είπεν ο Χάρρης, υψών τους ώμους. </p>
+
+<p>&nbsp;— Διόλου! Είναι μυία, απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος, και μυία ήτις
+θα είναι πολύ περίεργος. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ ήναψε τον μικρόν φορητόν φανόν και τον επλησίασεν εις τον
+εξάδελφον Βενέδικτον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ω θεία αγαθότης! ανέκραξεν ούτος. Ιδού τι με παρηγορεί διά τας
+τόσας αποτυχίας μου. Έκαμα τέλος μίαν ανακάλυψιν!</p>
+
+<p>Ο αγαθός ανήρ παρεφρόνει εκ της χαράς. Παρετήρει την μυίαν του ως
+θριαμβεύων, και ευχαρίστως θα την εφίλει.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Αλλά τι είναι; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δίπτερον, εξαδέλφη, περίφημον δίπτερον!</p>
+
+<p>Και ο εξάδελφος Βενέδικτος έδειξε μυίαν μικροτέραν μελίσσης, χρώματος
+αμαυρού με γραμμάς κιτρίνας εις το κατώτερον μέρος του σώματός της.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Δεν είναι φαρμακερή η μυία αύτη; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, εξαδέλφη, όχι, διά τον άνθρωπον τουλάχιστον. Αλλά διά τα ζώα,
+δι' αντιλόπας, διά βουβάλους, και δι' αυτούς τους ελέφαντας, το πράγμα διαφέρει.
+Αχ! τι αξιολάτρευτον έντομον!</p>
+
+<p>&nbsp;— Τέλος, ηρώτησεν ο Δικ Σανδ, θα μας ειπήτε, κύριε Βενέδικτε τι είναι
+αυτή η μυία;</p>
+
+<p>&nbsp;— Αυτή η μυία, απεκρίθη ο εντομολόγος, αυτή η μυία την οποίαν κρατώ
+εις τα δάκτυλά μου, αυτή η μυία . . . είναι «τσετσέ». Είναι το περίφημον εκείνο
+δίπτερον το οποίον είναι η τιμή ενός τόπου, και μέχρι της σήμερον ουδέποτε
+ευρέθη «τσετσέ» εις την Αμερικήν. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ δεν ετόλμησε να ερωτήση τον εξάδελφον Βενέδικτον, εις ποίον
+μέρος του κόσμου ευρίσκετο αποκλειστικώς το φοβερόν εκείνο «τσετσέ».</p>
+
+<p>Και όταν οι σύντροφοι του μετά το επεισόδιον τούτο, επανέλαβον τον
+διακοπέντα ύπνον των, ο Δικ Σανδ, μεθ' όλον τον καταβαρύνοντα κάματον, δεν
+έκλεισε πλέον τους οφθαλμούς δι' όλης της νυκτός. </p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΗ'. </h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>Η ΤΡΟΜΕΡΑ ΛΕΞΙΣ </b></p>
+
+<p>Καιρός ήτο να φθάσωσι. Τελεία κόπωσις έφερε την κυρίαν Βέλδων εις
+κατάστασιν να μη δύναται πλέον να εξακολουθήση οδοιπορίαν γινομένην υπό
+τοιαύτας συνθήκας. </p>
+
+<p>Το μικρόν τέκνον της, ερυθρότατον κατά τας προσβολάς του πυρετού,
+ωχρότατον κατά τας διαλείψεις, ήτο οικτρόν την θέαν. </p>
+
+<p>Η μήτηρ αυτού, εις άκρον ανήσυχος, δεν ηθέλησε να εγκαταλίπη τον Ζακ, έστω
+και εις τας φροντίδας της αγαθής Ναν. Τον εκράτει ημικατακεκλιμένον εις τας
+αγκάλας της. </p>
+
+<p>Ναι, ήτο καιρός να φθάσωσι. Κατά τας διαβεβαιώσεις δε του Αμερικανού, το
+εσπέρας της ανατελλούσης εκείνης ημέρας, το εσπέρας της 18 Απριλίου, η μικρά
+συνοδεία θα ήτο τέλος υπό την σκέπην της επαύλεως του Αγίου Ευτυχούς. </p>
+
+<p>Δώδεκα ημερών οδοιπορία, δώδεκα νυκτών στάθμευσις εν υπαίθρω, ήτο
+αδύνατον να μη καταβάλωσι μίαν γυναίκα, όσον γενναία και αν ήναι.<br />
+&nbsp;<br />
+Άλλως τε δε η θέα του ασθενούς Ζακ, από του οποίου έλειπον αι στοιχειωδέστεραι
+περιποιήσεις, ήρκει διά να κατασυντρίψη την κυρίαν Βέλδων. </p>
+
+<p>Αλλ' ο Χάρρης εφαίνετο εξοικειωμένος προς τας δοκιμασίας των μακρών
+εκείνων διά των δασών οδοιποριών, και ο κάματος δεν κατέβαλεν αυτόν.<br />
+&nbsp;<br />
+Καθ' όσον όμως επλησίαζον προς την έπαυλιν, ο Δικ Σανδ παρετήρησεν ότι ήτο
+μάλλον περίφροντις και τα διαβήματά του δεν ήσαν τόσον ειλικρινή όσον
+πρότερον. Το εναντίον θα ήτο φυσικώτερον. </p>
+
+<p>Αυτή τουλάχιστον η ιδέα του νεαρού δοκίμου, όστις εγένετο μάλλον δύσπιστος
+προς τον Αμερικανόν. Και εν τούτοις τι συμφέρον είχεν άρα γε ο Χάρρης να τους
+απατήση;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ο Δικ Σανδ δεν ηδύνατο να το εξηγήση, αλλ' επετήρει εκ του σύνεγγυς
+τον οδηγόν των. </p>
+
+<p>Ο Αμερικανός ησθάνθη πιθανώς ότι υπεβλέπετο υπό του Δικ Σανδ, και βεβαίως
+η δυσπιστία εκείνη, καθίστα αυτόν σιωπηλότερον προς τον «νέον φίλον του». </p>
+
+<p>Η πορεία επανελήφθη. </p>
+
+<p>Εν τω δάσει, ολιγώτερον πυκνώ, τα δένδρα διεσκορπίζοντο κατ' αθροίσματα,
+και δεν εσχημάτιζον πλέον αδιαπεράστους μάζας. Ήτο λοιπόν η αληθής πάμπα,
+περί ης είχεν ομιλήσει ο Χάρρης;</p>
+
+<p>Κατά τας πρώτας ώρας της ημέρας, ουδέν συμβάν επεδείνωσε τας ανησυχίας
+του Δικ Σανδ. Δύο όμως γεγονότα είλκυσαν την προσοχήν αυτού. </p>
+
+<p>Ίσως δεν είχον μεγάλην σπουδαιότητα, αλλ' υπό τας περιστάσεις εκείνας
+ουδεμία λεπτομέρεια έπρεπε να παραμελήται. </p>
+
+<p>Το πρώτον ήτο τα κινήματα του Δίγγου, όστις ευθύς εξ αρχής επέσυρε μάλλον
+ιδιαιτέρως την προσοχήν του νεαρού δοκίμου. </p>
+
+<p>Τωόντι ο κύων όστις καθ' όλην εκείνην την οδοιπορίαν εφαίνετο ωσεί
+ακολουθών ίχνη, εγένετο αλλοίος, και τούτο, σχεδόν αιφνιδίως. </p>
+
+<p>Μέχρι τότε, την ρίνα έχων ως επί το πλείστον εις το έδαφος, οσφραινόμενος τα
+χόρτα ή τους θάμνους, ή εσιώπα ή εξέφερεν είδος τι θρηνώδους υλακής, ως εάν
+ήτο έκφρασις λύπης ή πόθου. </p>
+
+<p>Την ημέραν όμως εκείνην αι υλακαί του παραδόξου ζώου εγένοντο ισχυραί,
+ενίοτε μανιώδεις, τοιαύται οίαι ήσαν άλλοτε, ότε ο Νεγορός ενεφανίζετο επί του
+καταστρώματος του «Πίλγριμ».</p>
+
+<p>Υπόνοιά τις διήλθε του πνεύματος του Δικ Σανδ, και την υπόνοιαν εκείνην
+ενίσχυσεν ο Τωμ ειπών.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Πολύ παράδοξον πράγμα, κύριε Δικ. Ο Δίγγος δεν οσφραίνεται πλέον το
+έδαφος ως έπραττε μέχρι της χθες. Έχει την ρίνα εις τον αέρα, είναι τεταραγμένος,
+αι τρίχες του ορθούνται. Θα έλεγέ τις μυρίζει μακρόθεν . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Τον Νεγορόν, δεν είναι αλήθεια; απεκρίθη ο Δικ Σανδ, αρπάσας τον
+βραχίονα του γέροντος μαύρου και ποιήσας αυτώ σημείον να ομιλή χαμηλή τη
+φωνή.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Τον Νεγορόν, κύριε Δικ. Δεν είναι τάχα δυνατόν να ηκολούθησε τα ίχνη
+μας;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, Τωμ, και κατ' αυτήν μάλιστα την στιγμήν να μη είναι πολύ
+μακράν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά . . . διατί; είπεν ο Τωμ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ή ο Νεγορός δεν εγνώριζεν αυτόν τον τόπον, επανέλαβεν ο Δικ Σανδ,
+και τότε είχε παν συμφέρον να μη μας χάση . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Ή; . . . . είπεν ο Τωμ βλέπων μετ' αγωνίας τον δόκιμον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ή, επανέλαβεν ο Δικ Σανδ τον εγνώριζεν και τότε . . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά πώς ο Νεγορός να γνωρίζη την χώραν ταύτην, αφού ουδέποτε
+ήλθεν εδώ; </p>
+
+<p>&nbsp;— Ουδέποτε ήλθεν; εψιθύρισεν ο Δικ Σανδ. Τέλος αδιαφιλονείκητον
+γεγονός είναι ότι ο Δίγγος φέρεται, ως εάν ήτο πλησίον ημών ο άνθρωπος τον
+οποίον απεχθάνεται. </p>
+
+<p>Είτα διακόπτων την ομιλίαν όπως καλέση τον Δίγγον, όστις μετά τινα δισταγμόν
+ήλθε προς αυτόν·</p>
+
+<p>&nbsp;— Ε! είπεν, ο Νεγορός! ο Νεγορός! </p>
+
+<p>Μανιώδης υλακή υπήρξεν η απάντησις του Δίγγου.<br />
+&nbsp;<br />
+Το όνομα εκείνο παρήγαγεν επ' αυτού το σύνηθες αποτέλεσμα, και ώρμησεν
+εμπρός, ως ει ο Νεγορός ήτο κεκρυμμένος όπισθεν θάμνων. </p>
+
+<p>Ο Χάρρης είδεν όλην εκείνην την σκηνήν. Με τα χείλη δε συνεσφιγμένα
+επλησίασε τον δόκιμον.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Τι ζητείτε λοιπόν από τον Δίγγον; ηρώτησεν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ω! σχεδόν τίποτε, κύριε Χάρρη, απεκρίθη ο γέρων Τωμ
+αστειευόμενος. Τω εζητούμεν ειδήσεις περί τινος συνεπιβάτου, τον οποίον
+εχάσαμεν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Α! είπεν ο Αμερικανός, περί του Πορτογάλου εκείνου; του μαγείρου
+του πλοίου περί του οποίου μοι ομιλήσατε ήδη;</p>
+
+<p>&nbsp;— Μάλιστα, απεκρίθη ο Τωμ. Ακούων τις τον Δίγγον, θα υπέθετεν ότι ο
+Νεγορός είναι εδώ πλησίον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πώς ηδυνήθη να φθάση έως εδώ; απεκρίθη ο Χάρρης. Καθ' όσον
+γνωρίζω, ουδέποτε ήλθεν εις τον τόπον τούτον.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Εκτός εάν μας το έκρυψεν; απεκρίθη ο Τωμ. Θα ήτο παράδοξον τούτο,
+είπεν ο Χάρρης. Αλλ' εάν θέλετε να εξετάσωμεν τα περίχωρα. Πιθανόν ο δυστυχής
+αυτός να έχη ανάγκην συνδρομής, να στερήται των πάντων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είναι περιττόν, κύριε Χάρρη, απεκρίθη ο Δικ Σανδ. Εάν ο Νεγορός
+ηδυνήθη να έλθη έως εδώ, θα ηδυνήθη να υπάγη και πλέον μακράν. Είναι
+άνθρωπος ο οποίος ηξεύρει να υπερνικά τας δυσκολίας.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Όπως επιθυμείτε, απεκρίθη ο Χάρρης. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εμπρός, Δίγγε, σιώπα, προσέθηκε τραχέως ο Δικ Σανδ διά να παύση
+την ομιλίαν. </p>
+
+<p>Η δευτέρα παρατήρησις η γενομένη παρά του δοκίμου εσχετίζετο προς τον
+ίππον του Αμερικανού. </p>
+
+<p>Δεν εφαίνετο ούτος ότι «ωσφραίνετο τον σταύλον», ως πράττουσι τα ζώα του
+είδους του. </p>
+
+<p>Δεν ερρόφα τον αέρα, δεν έσπευδε τα βήματά του, δεν διέστελλε τους
+ρώθωνάς του, δεν εξέφερε χρεμετισμούς μαρτυρούντας το τέλος της οδοιπορίας.
+Εάν τις τον παρετήρει καλώς, εφαίνετο επίσης αδιάφορος ή εάν η έπαυλις εις την
+οποίαν εν τούτοις είχε μεταβή πολλάκις και ην ώφειλε να γνωρίζη, ήτο εκατοστύας
+έτι μιλίων μακράν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν είναι ίππος φθάνων εις το τέρμα της πορείας του, εσκέφθη ο
+νεαρός δόκιμος. </p>
+
+<p>Και εν τούτοις, κατά τους λόγους του Χάρρη της προτεραίας, μόλις έμενον να
+διανυθώσιν εξ μίλια και εκ των έξ εκείνων μιλίων, κατά την πέμπτην ώραν της
+εσπέρας, τα τέσσαρα είχον βεβαίως διανυθή. </p>
+
+<p>Εάν λοιπόν ο ίππος δεν ωσφραίνετο σταύλον, του οποίου βεβαίως θα είχε
+μεγάλην ανάγκην, ουδέν ωσαύτως ανήγγελε την προσέγγισιν μεγάλου κτήματος,
+οίον έπρεπε να είναι η έπαυλις του Αγίου Ευτυχούς.<br />
+&nbsp;<br />
+Η κυρία Βέλδων, όσον και εάν ήτο αδιάφορος τότε προς παν άλλο ή το τέκνον της,
+εξεπλάγη βλέπουσα έτι την χώραν τόσον έρημον. Πώς! μήτε είς ιθαγενής μήτε είς
+των θεραπόντων της επαύλεως, εις τόσον μετρίαν απόστασιν; Μήπως ο Χάρρης
+είχεν αποπλανηθή; Όχι! Απεδίωξε την ιδέαν ταύτην. Νέα βραδύτης θα ήτο ο
+θάνατος του μικρού Ζακ. </p>
+
+<p>Εν τούτοις ο Χάρρης ώδευε πάντοτε προς τα πρόσω! αλλ' εφαίνετο ερευνών τα
+βάθη του δάσους και έβλεπε δεξιά και αριστερά, ως άνθρωπος όστις δεν είναι
+βέβαιος περί εαυτού . . . ή περί της οδού.<br />
+&nbsp;<br />
+Η κυρία Βέλδων έκλεισε τους οφθαλμούς ίνα μη τον βλέπη πλέον. </p>
+
+<p>Μετά ευρείαν πεδιάδα ενός μιλίου, το δάσος, χωρίς να είναι τόσω πυκνόν όσω
+προς δυσμάς, ανεφανίσθη πάλιν, και η μικρά συνοδεία εβυθίσθη εκ νέου υπό τα
+μεγάλα δένδρα. </p>
+
+<p>Κατά την έκτην ώραν της εσπέρας έφθασαν πλησίον πυκνώματός τινος, διά του
+οποίου εφαίνετο ότι προσφάτως είχε διέλθει αγέλη μεγάλων ζώων. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ παρετήρησε λίαν προσεκτικώς περί εαυτόν. </p>
+
+<p>Εις ύψος τι μη υπερβαίνον κατά πολύ το ανάστημα του ανθρώπου, οι κλάδοι
+ήσαν απεσπασμένοι ή συντετριμμένοι. </p>
+
+<p>Συγχρόνως δε τα χόρτα, βιαίως αποχωρισθέντα, άφινον να φαίνωνται επί του
+έλώδους ολίγον εδάφους ίχνη βημάτων άτινα αδύνατον να ήσαν θωών ή
+κουγουάρων. </p>
+
+<p>Ήσαν άρα γε άις ή άλλα βραδυπόρα ζώα, των οποίων οι πόδες απετυπώθησαν
+ούτως επί του εδάφους;</p>
+
+<p>Αλλά πώς να εξηγηθή τότε η θραύσις των κλάδων εις τοσούτον ύψος;</p>
+
+<p>Βεβαίως ελέφαντες θα ηδύναντο να αφήσωσι τοιαύτα ίχνη, να αποτυπώσωσι
+τοιαύτα ευρέα πατήματα, να ανοίξωσι τοιαύτην δίοδον εις την αδιαπέραστον
+λόχμην. Αλλά τοιούτοι ελέφαντες δεν ευρίσκονται εν Αμερική. </p>
+
+<p>Τα υπερμεγέθη ταύτα παχύδερμα δεν είναι αυτόχθονα του Νέου Κόσμου, ουδέ
+ενεκλιματίσθησάν ποτε εκεί.<br />
+&nbsp;<br />
+Η εικασία λοιπόν ότι θα διέβησαν ελέφαντες, ήτο εντελώς απαράδεκτος. </p>
+
+<p>Όπως δήποτε, ο Δικ Σανδ δεν κατέστησε γνωστάς τας σκέψεις του επί του
+ανεξηγήτου εκείνου γεγονότος. Ουδέ αυτόν τον Αμερικανόν ηρώτησε περί τούτου,
+διότι τι ηδύνατό τις να περιμένη παρ' ανθρώπου, όστις ηθέλησε να παραστήση τας
+καμηλοπαρδάλεις ως στρουθοκαμήλους;</p>
+
+<p>Ο Χάρρης θα έδιδε και τότε εξήγησίν τινα κατά το μάλλον και ήττον
+φαντασιώδη, ήτις ουδόλως θα ηδύνατο να μεταβάλη την κατάστασιν. </p>
+
+<p>Όπως δήποτε ο Δικ Σανδ εσχημάτισε την γνώμην του περί του Χάρρη. Εννόησεν
+ότι ήτο προδότης. Περίπτωσιν κατάλληλον μόνον περιέμενεν ίνα καταστήση
+καταφανή την ατιμίαν του και να δικαιολογηθή η γνώμη του, τα πάντα δε τω
+έλεγον ότι η περίπτωσις εκείνη προσήγγιζεν. </p>
+
+<p>Αλλά τις ηδύνατο να είναι ο μυστικός σκοπός του Χάρρη; Ποίον μέλλον λοιπόν
+περιέμενε τους ναυαγούς του «Πίλγριμ»; </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ επανελάμβανε καθ' εαυτόν ότι η ευθύνη του δεν έπαυσε μετά του
+ναυαγίου, ώφειλε, πλειότερον ή άλλοτε, να μεριμνήση περί της σωτηρίας εκείνων,
+οίτινες μετά το ναυάγιον έπεσαν επί της ακτής εκείνης. Την γυναίκα εκείνην, το
+νεαρόν εκείνο παιδίον, τους μαύρους εκείνους όλους τους εν δυστυχία
+συντρόφους του, αυτός μόνος ώφειλε να σώση. </p>
+
+<p>Αλλ' εάν ηδύνατο να πράξη τι εντός του πλοίου, θα ηδύνατο να ενεργήση ως
+ναυτικός, ενταύθα όμως, εν τω μέσω των τρομερών δοκιμασιών τας οποίας
+διέβλεπε, ποίαν απόφασιν να σχηματίση;</p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ δεν ηθέλησε να κλείση τους οφθαλμούς προ της φοβεράς
+πραγματικότητος, ην πάσα στιγμή καθίστα αδιαφιλονείκητον. Ο δεκαπενταετής
+πλοίαρχος του «Πίλγριμ», ανελάμβανε τα αυτά καθήκοντα και εις τας παρούσας
+περιστάσεις. </p>
+
+<p>Αλλά δεν ηθέλησε να είπη τι δυνάμενον να λυπήση την δυστυχή μητέρα πριν ή
+έλθη η στιγμή της δράσεως.<br />
+&nbsp;<br />
+Δεν είπε τι ουδέ όταν, φθάσας προ των οχθών ευρέος ρύακος, ότε προηγείτο της
+μικράς συνοδείας κατά εκατόν βήματα, παρετήρησεν υπερμεγέθη ζώα ορμώντα
+υπό τα υψηλά χόρτα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ιπποπόταμοι! ιπποπόταμοι! έμελλε ν' αναφωνήση. </p>
+
+<p>Τωόντι ήσαν εκ των παχυδέρμων εκείνων των εχόντων μεγάλην κεφαλήν,
+εξωγκωμένον ρύγχος, οδόντας εξερχομένους του στόματος κατά ένα πόδα, κνήμας
+βραχείας και των οποίων το άτριχον δέρμα έχει χρώμα πυρρόν. Ιπποπόταμοι εν
+Αμερική!</p>
+
+<p>Εξηκολούθησαν να οδεύωσιν επί όλην την ημέραν, αλλ' επιπόνως. </p>
+
+<p>Ο κάματος ήρχιζε να καταβάλη και τους ευρωστοτέρους. Αληθώς ήτο καιρός να
+φθάσωσιν, άλλως θα ηναγκάζοντο να σταματήσωσιν. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων, αποκλειστικώς ενασχολουμένη εις τον μικρόν της Ζακ, δεν
+ησθάνετο ίσως τον κάματον, αλλ' αι δυνάμεις αυτής ήσαν εξηντλημέναι. Άπαντες,
+κατά το μάλλον και ήττον, είχον καταβληθή. Ο Δικ Σανδ ανθίστατο δι' υπερτάτης
+ηθικής ενεργείας, πηγαζούσης εκ του αισθήματος του καθήκοντος. </p>
+
+<p>Περί την τετάρτην ώραν της εσπέρας ο γέρων Τωμ εύρεν εις τα χόρτα
+αντικείμενόν τι, όπερ είλκυσε την προσοχήν του.<br />
+&nbsp;<br />
+Ήτο όπλον, είδος τι μαχαιρίου ιδιαιτέρου σχήματος, εσχηματισμένου εκ πλατείας
+κεκυρτωμένης λεπίδος μετά χειρίδος εκ τετραγώνου ελεφαντοστού βαναύσως
+πεποικιλμένου. </p>
+
+<p>Ο Τωμ έφερε την μάχαιραν εκείνην εις τον Δικ Σανδ, όστις την έλαβε, την
+εξήτασε και επί τέλους την έδειξεν εις τον Αμερικανόν λέγων.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Βεβαίως οι ιθαγενείς δεν είναι μακράν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πράγματι, απεκρίθη ο Χάρρης, και εν τούτοις . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Εν τούτοις; . . . επανέλαβεν ο Δικ Σανδ παρατηρών τον Χάρρην εις
+τους οφθαλμούς. </p>
+
+<p>&nbsp;— Έπρεπε να ήμεθα πολύ πλησίον της επαύλεως, επανέλαβεν ο Χάρρης
+διστάζων, και δεν αναγνωρίζω. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μήπως παρεπλανήθητε; ηρώτησε ζωηρώς ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Παρεπλανήθην . . . όχι. Η έπαυλις δεν είναι δυνατόν να απέχη
+περισσότερον των τριών μιλίων. Αλλ' ηθέλησα να λάβω την συντομωτέραν οδόν
+διά του δάσους, και ίσως είχον άδικον.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ίσως, απήντησεν ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Νομίζω ότι θα πράξω καλώς να προπορευθώ, είπεν ο Χάρρης. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, κύριε Χάρρη, μη χωρισθώμεν, απεκρίθη ο Δικ Σανδ επιτακτικώς.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Όπως θέλετε, είπεν ο Αμερικανός. Αλλά την νύκτα θα με είναι
+δύσκολον να σας οδηγήσω. </p>
+
+<p>Μη φροντίζετε περί τούτου, απεκρίθη ο Δικ Σανδ. Θα σταματήσωμεν. Η κυρία
+Βέλδων θα συγκατατεθή να διέλθη μίαν τελευταίαν νύκτα υπό τα δένδρα, και
+αύριον, όταν εξημερώση καλά, θα αρχίσωμεν πάλιν να οδοιπορώμεν. Δύο ή τρία
+μίλια έτι δύνανται να διανυθώσιν εις μίαν ώραν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Έστω, είπεν ο Χάρρης. </p>
+
+<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Δίγγος εξέφερε μανιώδεις υλακάς.</p>
+
+<p>&nbsp;— Εδώ, Δίγγε, εδώ! έκραξεν ο Δικ Σανδ. Ηξεύρεις καλώς ότι δεν είναι
+κανείς, και ότι ευρισκόμεθα εις την έρημον. </p>
+
+<p>Απεφασίσθη λοιπόν ο τελευταίος εκείνος σταθμός. Η κυρία Βέλδων άφησε τους
+μετ' αυτής να πράξωσι κατά την αρέσκειάν των, χωρίς ούτε λέξιν να προφέρη. Ο
+μικρός της Ζακ, καταβληθείς υπό του πυρετού, ανεπαύετο εις τας αγκάλας της.
+</p>
+
+<p>Ανεζήτησαν την καταλληλοτέραν θέσιν, όπως διέλθωσι την νύκτα.</p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ εσκέφθη καλόν να κατακλιθώσι κάτωθεν ευρέος συμπλέγματος
+δένδρων, αλλ' ο γέρων Θωμάς όστις ενησχολείτο μετ' αυτού εις τας προετοιμασίας
+εκείνας, τον εσταμάτησεν αίφνης ανακράζων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Κύριε Δικ! Ιδέτε! Ιδέτε!</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι είναι, γηραιέ μου Θωμά; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ μετ' ηρεμίας
+ανθρώπου περιμένοντος τα πάντα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εκεί . . . εκεί . . . . είπεν ο Τωμ . . . . υπό τα δένδρα εκείνα . . . κηλίδες
+αίματος! . . . Και κατά γης . . . μέλη ηκρωτηριασμένα! . . . </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ ώρμησε προς το μέρος όπερ εδείκνυεν ο γέρων Τωμ. Είτα,
+επιστρέψας προς αυτόν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Σιώπα, Τωμ, σιώπα, είπε . . </p>
+
+<p>Τωόντι υπήρχον εκεί, επί του εδάφους, χείρες κεκομμέναι, και πλησίον των
+ανθρωπίνων τούτων λειψάνων δίκρανα τινά τεθραυσμένα και άλυσις
+συντετριμμένη. </p>
+
+<p>Ευτυχώς η κυρία Βέλδων ουδέν είδεν εκ του φρικώδους εκείνου θεάματος.<br
+/>
+&nbsp;<br />
+Ο Χάρρης έμενε κατά μέρος, και εάν τις τον παρετήρει κατ' εκείνην την στιγμήν θα
+εξεπλήσσετο διά την επελθούσαν εις αυτόν αλλοίωσιν. Η μορφή αυτού είχε τι το
+θηριώδες. </p>
+
+<p>Ο Δίγγος ήλθε και αυτός πλησίον του Δικ Σανδ, και ενώπιον των αιματοφύρτων
+εκείνων μελών υλάκτει λυσσωδώς. </p>
+
+<p>Ο δόκιμος πολύν κόπον κατέβαλεν όπως τον αποδιώξη. </p>
+
+<p>Εν τούτοις ο γέρων Τωμ, εις την θέαν των δικράνων εκείνων και της
+συντετριμμένης εκείνης αλύσεως, έμενεν ακίνητος, ως ει οι πόδες του ερριζώθησαν
+εν τω εδάφει. Με οφθαλμούς υπερμέτρως ανοικτούς, με χείρας συνεσφιγμένας,
+παρετήρει, ψιθυρίζων τας ασυναρτήτους ταύτας λέξεις. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είδον . . . είδον . . . αυτά τα δίκρανα . . . πολύ μικρός . . . είδον! . . .
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Σιώπα, Τωμ, επανέλαβεν ο Δικ Σανδ. Χάριν της κυρίας Βέλδων, χάριν
+όλων ημών, σιώπα. </p>
+
+<p>Και ο δόκιμος παρέσυρεν εκείθεν τον γέροντα μαύρον. </p>
+
+<p>Έτερον μέρος σταθμεύσεως εξελέχθη, ολίγον απωτέρω, και τα πάντα
+διετέθησαν διά την νύκτα. </p>
+
+<p>Το δείπνον ητοιμάσθη, αλλά μόλις το ήγγισαν. Ο κάματος ήτο υπέρτερος της
+πείνης. Πάντες διετέλουν υπό την εντύπωσιν απεριγράπτου ανησυχίας
+προσεγγιζούσης εις τον τρόμον.<br />
+&nbsp;<br />
+Το σκότος επήλθε μικρόν κατά μικρόν. Μετ' ολίγον εγένετο βαθύ. Ο ουρανός ήτο
+κεκαλυμμένος υπό μεγάλων θυελλωδών νεφών. Μεταξύ των δένδρων, προς τον
+δυτικόν ορίζοντα, εφαίνετο ανάπτουσαι αστραπαί τινες θερμότητος. Πεσόντος του
+ανέμου, ουδέν φύλλον εσείετο εις τα δένδρα. Εντελής σιωπή διεδέχετο τους
+θορύβους της ημέρας, και ηδύνατό τις να πιστεύση ότι η βαρεία ατμόσφαιρα,
+κορεσθείσα ηλεκτρισμού, καθίστατο ακατάλληλος προς μετάδοσιν των ήχων. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ, ο Αυγουστίνος, ο Βαρθολομαίος ηγρύπνουν ομού. Προσεπάθουν να
+ίδωσι, ν' ακούσωσιν, εν τη βαθεία εκείνη σκοτία, μήπως φως τι οίον δήποτε ή
+θόρυβός τις ύποπτος θα προσέβαλλε τους οφθαλμούς ή τα ώτα αυτών. Αλλ' ουδέν
+ετάραττε την ησυχίαν ή την σκοτίαν του δάσους. </p>
+
+<p>Ο Τωμ, ουχί κοιμώμενος, αλλά βεβυθισμένος εις σκέψεις, την κεφαλήν έχων
+κεκλιμένην, έμενεν ακίνητος, ωσεί προσβληθείς υπό αιφνιδίου τινός κτυπήματος.
+</p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων ελίκνιζε το τέκνον της εις τας αγκάλας της και αυτό μόνον
+εσκέπτετο. Μόνος ο εξάδελφος Βενέδικτος εκοιμάτο ίσως, καθότι αυτός μόνος δεν
+υφίστατο την κοινήν εντύπωσιν. Η δύναμις του προαισθάνεσθαι δεν ήτο
+ανεπτυγμένη εν αυτώ. </p>
+
+<p>Αίφνης, περί την ενδεκάτην ώραν, ηκούσθη παρατεταμένος και βαρύς
+βρυχηθμός, αναμεμιγμένος μετά τινος οξυτέρου φρυαγμού. </p>
+
+<p>Ο Τωμ ανεπήδησεν όρθιος και έτεινε την χείρα προς πυκνήν τινα λόχμην
+απέχουσαν το πολύ έν μίλιον. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ έδραξε τον βραχίονά του, αλλά δεν ηδυνήθη να εμποδίση τον Τωμ
+να κράξη μεγάλη τη φωνή. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο λέων! ο λέων!</p>
+
+<p>Τον βρυχηθμόν εκείνον, τον οποίον πολλάκις είχεν ακούσει κατά την παιδικήν
+του ηλικίαν, ο γέρων μαύρος τον ανεγνώρισεν</p>
+
+<p>&nbsp;— Ο λέων! επανέλαβεν. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ, αδυνατών να συγκρατήση εαυτόν περισσότερον, ώρμησε με την
+μάχαιραν εις την χείρα προς το μέρος όπου ήτο ο Χάρρης. </p>
+
+<p>Αλλ' ο Χάρρης δεν ήτο πλέον εκεί, μετ' αυτού δε εγένετο άφαντος και ο ίππος
+του. </p>
+
+<p>Είδος τι αναστατώσεως εγένετο εις το πνεύμα του Δικ Σανδ . . Δεν ήτο εις το
+μέρος όπου ενόμιζεν ότι ήτο. </p>
+
+<p>Λοιπόν το Πίλγριμ δεν έπεσεν επί της αμερικανικής ακτής. Η νήσος της οποίας ο
+δόκιμος είχε καθορίσει την θέσιν εν τη θαλάσση δεν ήτο του Πάσχα, αλλά άλλη τις
+νήσος, κειμένη ακριβώς προς δυσμάς της ηπείρου τούτης, ως η νήσος του Πάσχα
+κείται προς δυσμάς, της Αμερικής. </p>
+
+<p>Η πυξίς τον είχεν απατήσει επί διάστημά τι του ταξειδίου, και γνωρίζομεν διατί.
+Παρασυρθείς υπό της τρικυμίας εις σφαλεράν διεύθυνσιν, θα παρέκαμψε το
+ακρωτήριον Χορν, και από του Ειρηνικού Ωκεανού μετέβη εις τον Ατλαντικόν! Η
+ταχύτης του πλοίου του, την οποίαν ατελώς μόνον ηδύνατο να υπολογίζη, είχε
+διαπλασιασθή εν αγνοία του ως εκ της δυνάμεως του ανέμου. </p>
+
+<p>Ιδού διατί τα δένδρα του καουτσού, αι κιγκίνοι, τα προϊόντα της Νοτίου
+Αμερικής έλειπον εκ της χώρας ταύτης, ήτις δεν ήτο μήτε το οροπέδιον της
+Ατακάμας, μήτε η βολιβιανή πάμπα. </p>
+
+<p>Ναι, καμηλοπαρδάλεις και ουχί στρουθουκάμηλοι έφυγον εκ του αδένδρου
+μέρους. Ελέφαντες είχον διέλθει την πυκνήν λόχμην. Ιπποπόταμοι ήσαν εκείνοι των
+οποίων ο Δικ Σανδ είχε διαταράξει την ησυχίαν υπό τα υψηλά χόρτα. Το δίπτερον
+το οποίον συνέλαβεν ο Βενέδικτος ήτο το τσετσέ, το φοβερόν εκείνο τσετσέ, του
+οποίου τα νύγματα θανατώνουσι τα ζώα των συνοδειών. </p>
+
+<p>Τέλος ο ακουσθείς βρυχηθμός εν τω δάσει ήτο βρυχηθμός λέοντος. Και τα
+δίκρανα εκείνα, αι αλύσεις εκείναι, η παραδόξου σχήματος εκείνη μάχαιρα, ήσαν
+τα εργαλεία του δουλεμπόρου. Αι ηκρωτηριασμέναι χείρες ήσαν χείρες
+αιχμαλώτων.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Πορτογάλος Νεγορός και ο Αμερικανός Χάρρης ήσαν συνεννοημένοι. </p>
+
+<p>Και αι τρομεραί αύται λέξεις, αι μαντευθείσαι υπό του Δικ Σανδ, διέφυγον τα
+χείλη του. </p>
+
+<p>Η Αφρική! Η ισημερινή Αφρική! Η Αφρική των δουλεμπόρων και των
+δούλων!</p>
+
+<p>ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ. </p>
+
+<p>
+</p>
+
+<h2 style='text-align: center; margin-top: 5em'>ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ</h2>
+
+<p>
+</p>
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'. </h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>Η ΣΩΜΑΤΕΜΠΟΡΕΙΑ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Η σωματεμπορεία! Ουδείς αγνοεί την έννοιαν της λέξεως ταύτης, ήτις ουδέποτε
+έπρεπε να εύρη την θέσιν εν τη ανθρωπίνη γλώσση. Το αποτρόπαιον τούτο
+εμπόριον, επί πολύν χρόνον διαπραττόμενον προς όφελος των ευρωπαϊκών εθνών
+των κεκτημένων υπερωκεανείους αποικίας, απηγορεύθη προ πολλών ήδη ετών. Εν
+τούτοις ενεργείται πάντοτε επί μεγάλης κλίμακος, και κυρίως εν τη κεντρική
+Αφρική. Εν μεσούντι δεκάτω εννάτω αιώνι, η υπογραφή Κρατών τινων εκ των
+λεγομένων χριστιανικών, λείπει εκ της καταργούσης την δουλείαν συνθήκης. </p>
+
+<p>Ηδύνατό τις να πιστεύση ότι η σωματεμπορεία δεν ενεργείται πλέον, ότι η
+αγοραπωλησία ανθρωπίνων πλασμάτων έπαυσεν! Αλλά δεν συμβαίνει ούτω, και
+τούτο πρέπει να γινώσκη ο αναγνώστης, εάν θέλη να αισθανθή μείζον ενδιαφέρον
+εις το δεύτερον μέρος της ιστορίας ταύτης.</p>
+
+<p>Πρέπει να μάθη τι είναι και νυν τα ανθρωποκυνήγια ταύτα, άτινα απειλούσι να
+εξερημώσωσιν ολόκληρον ήπειρον χάριν της συντηρήσεως αποικιών τινων, πού και
+πώς εκτελούνται αι βάρβαροι αύται αρπαγαί, πόσον αίμα στοιχίζουσι, πόσας
+προκαλούσι πυρκαϊάς και λεηλασίας, τέλος προς όφελος τίνων γίνονται. </p>
+
+<p>Κατά την ΙΕ' εκατονταετηρίδα βλέπομεν διά πρώτην φοράν εξασκουμένην την
+σωματεμπορείαν των μαύρων και ιδού υπό τίνας περιστάσεις έλαβε την αρχήν της.
+</p>
+
+<p>Οι Μουσουλμάνοι, αφού εδιώχθησαν εκ της Ισπανίας, κατέφυγον πέραν του
+στενού επί της αφρικανικής ακτής. Οι Πορτογάλλοι, οίτινες κατείχον τότε τα
+παράλια εκείνα μέρη, κατεδίωξαν αυτούς λυσσωδώς. Αριθμός τις φυγάδων
+εκείνων ηχμαλωτίσθη και μετεφέρθη εις Πορτογαλλίαν. Περιελθόντες ούτοι εις
+δουλείαν, απετέλεσαν τον πρώτον πυρήνα αφρικανικών δούλων, όστις
+εσχηματίσθη εν τη δυτική Ευρώπη από της χριστιανικής εποχής. </p>
+
+<p>Αλλ οι Μουσουλμάνοι εκείνοι ανήκον κατά το πλείστον εις πλουσίας
+οικογενείας, αίτινες ηθέλησαν να τους εξαγοράσωσιν αντί μεγάλης τιμής. Οι
+Πορτογάλοι ηρνήθησαν να δεχθώσι λύτρα, καθότι δεν είχον ανάγκην χρημάτων.
+Εκείνο όπερ εχρειάζοντο ήτο βραχίονες απαραίτητοι εις την εργασίαν των
+αρτισυστάτων αποικιών, και συντόμως ειπείν βραχίονες δούλων. </p>
+
+<p>Τότε αι μουσουλμανικαί οικογένειαι, μη δυνάμεναι να εξαγοράσωσι τους
+αιχμαλώτους συγγενείς των, προσέφερον να τους ανταλλάξωσι διά μεγαλειτέρου
+αριθμού αφρικανών μαύρων, τους οποίους ευκόλως ηδύναντο να συλλάβωσιν. Η
+προσφορά εγένετο δεκτή υπό των Πορτογάλων, οίτινες εύρισκον ωφέλειαν εις την
+τοιαύτην ανταλλαγήν, και τοιουτοτρόπως η σωματεμπορία εγκαθιδρύθη εν
+Ευρώπη.<br />
+&nbsp;<br />
+Περί τα τέλη της ΙΣΤ' εκατονταετηρίδος η μυσαρά αύτη εμπορεία είχε γίνει γενικώς
+αποδεκτή, και τα εισέτι βάρβαρα ήθη δεν απετροπιάζοντο αυτήν. Πάντα τα κράτη
+επροστάτευον αυτήν διά να κατορθώσωσι ταχύτερον και ασφαλέστερον να
+αποικίσωσι τας Νήσους του Νέου Κόσμου. Τωόντι οι αιθιοπικής καταγωγής δούλοι
+ηδύναντο ν' ανθέξωσιν εκεί ένθα οι λευκοί, μη εξοικειωμένοι μετά του κλίματος και
+αδυνατούντες εισέτι να υποφέρωσι την θερμότητα των τροπικών χωρών, θα
+απέθνησκον κατά χιλιάδας. Η μεταφορά των μαύρων εις τας αποικίας της Αμερικής
+εγίνετο λοιπόν τακτικώς δι' ειδικών πλοίων, και ο κλάδος ούτος του
+υπερωκεανείου εμπορίου επέφερε την σύστασιν σπουδαίων γραφείων εις
+διάφορα μέρη της αφρικανικής ακτής. Το «εμπόρευμα» ήτο εφθηνόν εν τω τόπω
+της παραγωγής και τα κέρδη ήσαν μεγάλα. </p>
+
+<p>Αλλ' όσον και αν ήτο αναγκαία υπό όλας τας επόψεις η ίδρυσις υπερθαλασσίων
+αποικιών, δεν ηδύνατο να δικαιολογήση τας αγοράς ταύτας ανθρωπινής σαρκός.
+Γενναίοι φωναί ηκούσθησαν μετ' ολίγον, αίτινες διεμαρτυρήθησαν κατά της
+εμπορείας των μαύρων και εζήτησαν παρά των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να
+ψηφίσωσι την κατάργησιν αυτής εν ονόματι των αρχών της φιλανθρωπίας. </p>
+
+<p>Τω 1751, οι Κουάκεροι ετέθησαν επικεφαλής της καταργητικής εξεγέρσεως εν
+αυτώ τω κέντρω της βορείου εκείνης Αμερικής, ένθα μετά εκατόν έτη έμελλε να
+εκραγή ο εμφύλιος πόλεμος, εις ον ουδόλως ήτο ξένον το ζήτημα τούτο της
+δουλείας. </p>
+
+<p>Διάφορα κράτη της βορείου Αμερικής, η Βιργινία, η Κοννεκτικούτη, η
+Μασαχουσέτη, η Πενσιλβανία εψήφισαν την κατάργησιν της σωματεμπορείας και
+απηλευθέρωσαν τους διά μεγάλων δαπανών μεταφερθέντας εις τας γαίας των
+δούλους. </p>
+
+<p>Αλλ' η εκστρατεία, αρξαμένη από των Κουακέρων, δεν περιωρίσθη εις τας
+βορείους επαρχίας του Νέου Κόσμου. Οι δουλοκάτοχοι προσεβλήθησαν ζωηρώς
+μέχρι και πέραν του Ατλαντικού. </p>
+
+<p>Η Γαλλία και η Αγγλία, μάλλον ιδιαιτέρως, εστρατολόγησαν οπαδούς υπέρ της
+δικαίας ταύτης υποθέσεως: </p>
+
+<p>«Ας χαθώσι μάλλον αι αποικίαι ή μία αρχή!» τοιούτον υπήρξε το γενναίον
+σύνθημα, όπερ αντήχησεν εν όλω τω παλαιώ κόσμω, και μεθ' όλα τα εις το ζήτημα
+περιπεπλεγμένα πολιτικά και εμπορικά συμφέροντα, το σύνθημα εκείνο μετεδόθη
+αποτελεσματικώς εις όλην την Ευρώπην. </p>
+
+<p>Η ώθησις είχε δοθή. Τω 1807, η Αγγλία κατήργησε την σωματεμπορείαν εις τας
+αποικίας αυτής και τω 1814 ηκολούθησε το παράδειγμα αυτής και η Γαλλία. </p>
+
+<p>Τα δύο ισχυρά έθνη αντήλαξαν επί του αντικειμένου τούτου συνθήκην, ην
+επεκύρωσεν ο Ναπολέων κατά την εποχήν των Εκατών Ημερών. </p>
+
+<p>Εν τούτοις μέχρι της εποχής εκείνης έτι, ουδέν άλλο ήτο ειμή διακήρυξις
+καθαρώς θεωριτική. Τα μεταγωγικά των δουλεμπόρων πλοία δεν έπαυον να
+κενώσι τα «εβένινα φορτία των» εις τους αποικιακούς λιμένας. </p>
+
+<p>Εδέησε λοιπόν να ληφθώσι πρακτικώτερα μέτρα, όπως τεθή τέρμα εις το
+εμπόριον τούτο. Αι Ηνωμέναι Πολιτείαι τω 1820 εκήρυξαν την σωματεμπορείαν ως
+πειρατείαν, ως πειράτας δε τους εξασκούντας αυτήν. Ως τοιούτοι διέτρεχον την
+ποινήν του θανάτου, και κατεδιώκοντο αμειλίκτως. Η Γαλλία προσεχώρησεν
+αμέσως εις την νέαν ταύτην συνθήκην. </p>
+
+<p>Αλλ' αι πολιτείαι της νοτίας Αμερικής, αι Ισπανικαί και αι πορτογαλικαί αποικίαι
+δεν ανεμίχθησαν εις την συνθήκην της καταργήσεως και η εξαγωγή των μαύρων
+εξηκολούθησε προς όφελός των, μεθ' όλων το γενικώς αναγνωρισθέν δικαίωμα
+επισκέψεως, όπερ περιωρίζετο εις την επαλήθευσιν της σημαίας των υπόπτων
+πλοίων. </p>
+
+<p>Εν τούτοις ο νέος περί κατεργήσεως νόμος δεν έσχε δύναμιν αναδρομικήν. Ναι
+μεν δεν εγίνοντο νέοι δούλοι, αλλ' οι αρχαίοι δεν ανέκτησαν εισέτι την ελευθερίαν
+των. </p>
+
+<p>Εν ταις περιστάσεσιν ταύταις η Αγγλία έδωκε το παράδειγμα. Τη 14 Μαΐου
+1833, γενική διακήρυξις απηλευθέρωσεν όλους τους μαύρους των αποικιών της
+Μεγάλης Βρετανίας, και κατ' Αύγουστον του 1838 εξακόσιαι εβδομήκοντα χιλιάδες
+δούλοι εκηρύχθησαν ελεύθεροι. </p>
+
+<p>Μετά δέκα έτη, τω 1818, η δημοκρατία απηλευθέρου τους δούλους των
+Γαλλικών αποικιών, ήτοι διακοσίας εξήκοντα χιλιάδες μαύρων. </p>
+
+<p>Τω 1850, ο εκραγείς μεταξύ των ανθενωτικών και των ομοσπονδιακών
+πόλεμος, συμπληρών το της απελευθερώσεως έργον, επεξέτεινεν αυτό καθ' όλην
+την Βόρειον Αμερικήν. </p>
+
+<p>Αι τρεις λοιπόν μεγάλαι δυνάμεις είχον εκπληρώσει το φιλάνθρωπον τούτο
+έργον. Ταύτην την στιγμήν, η σωματεμπορεία δεν εξασκείται πλέον ειμή προς
+όφελος των ισπανικών ή πορτογαλικών αποικιών, και χάριν των αναγκών των
+πληθυσμών της Ανατολής, τουρκικών ή αραβικών. Η Βραζιλία, εάν δεν απέδωκεν
+εισέτι την ελευθερίαν εις τους αρχαίους αυτής δούλους, τουλάχιστον δεν δέχεται
+πλέον νέους, και τα τέκνα των μαύρων γεννώνται εκεί ελεύθερα. </p>
+
+<p>Εις τα ενδότερα της Αφρικής, ένεκα των αιματηρών εκείνων πολέμων τους
+οποίους οι αφρικανοί αρχηγοί διεξάγουσι προς αλλήλους χάριν του
+ανθρωποκυνηγίου τούτου, φυλαί ολόκληραι περιήλθον εις κατάστασιν δουλείας.
+Δύο αντίθετοι διευθύνσεις εδόθησαν τότε εις τας συνοδείας, η μεν προς δυσμάς,
+προς την πορτογαλικήν αποικίαν της Αγγόλας, η δε προς ανατολάς, προς την
+Μοζαμβίκην. Εκ των δυστυχών εκείνων πλασμάτων, των οποίων ελάχιστον μόνον
+μέρος φθάνει εις τον προς ον όρον, άλλα μεν αποστέλλοντο είτε εις Κούβαν, είτε
+εις Μαδαγασκάρην, άλλα δε εις τας αραβικάς ή τουρκικάς επαρχίας της Ασίας, εις
+την Μέκκαν ή εις την Μασκάτην. Τα αγγλικά και τα γαλλικά καταδρομικά δεν
+δύνανται ειμή εν ασθενεστέρω μέτρω να παρακωλύσωσι το εμπόριον τούτο,
+τοσούτον δυσχερής είναι η αποτελεσματική επιτήρησις των απεράντων εκείνων
+παραλίων. </p>
+
+<p>Αλλ' είναι άρα γε εισέτι μέγας ο αριθμός των μυσαρών τούτων εξαγωγών;</p>
+
+<p>Ναι! Υπολογίζεται ότι ογδοήκοντα χιλιάδες δούλοι φθάνουσιν εις το παράλιον,
+και ο αριθμός ούτος, ως φαίνεται δεν παριστά ειμή το δέκατον των φονευομένων
+ιθαγενών. </p>
+
+<p>Μετά τας φρικώδεις ταύτας σφαγάς, οι λεηλατηθέντες αγροί μένουσιν έρημοι,
+αι πυρποληθείσαι κώμαι μένουσαι κεναί κατοίκων, οι ποταμοί κυλίουσι πτώματα,
+τα άγρια θηρία νέμονται την χώραν. Ο Λίβιγγστων, την επιούσαν των
+ανθρωποκυνηγίων τούτων, δεν ανεγνώριζε πλέον τας επαρχίας τας οποίας είχεν
+επισκεφθή πρό τινων μηνών. </p>
+
+<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/131.jpg" width="373"
+height="500"
+alt="τα άγρια θηρία νέμονται την χώραν" border="2" /><br /></p>
+
+<p>Τα αυτά λέγουσι και πάντες οι άλλοι περιηγηταί, ο Γραντ, ο Σπέκε, ο Βούρτων, ο
+Καμερών, ο Στάνλεϋ, περί του δασώδους εκείνου οροπεδίου της κεντρικής
+Αφρικής, κυρίου θεάτρου των προς αλλήλους πολέμων των αρχηγών. </p>
+
+<p>Εν τη ζώνη των μεγάλων λιμνών, επί όλης της ευρείας εκείνης χώρας ήτις
+τροφοδοτεί την αγοράν της Ζανζιβάρης, εν τω Βορνού και Φεζάν νοτιώτερον, επί
+των οχθών του Νυάσα και του Ζαμβέση δυτικώτερον, εν τοις διαμερίσμασι του άνω
+Ζαΐρου, το όποια διήλθε προ ολίγου ο τολμηρός Στάνλεϋ, το αυτό θέαμα,
+καταστροφαί, σφαγαί, ερημώσεις. </p>
+
+<p>Δεν θα τελειώση λοιπόν η αιχμαλωσία εν τη Αφρική ειμή μετά της εξαφανίσεως
+της μελαίνης φυλής, και θα πάθη αύτη ό,τι έπαθεν η αυστραλιακή φυλή εν τη Νέα
+Ολλανδία!</p>
+
+<p>Αλλ' η αγορά των ισπανικών και των πορτογαλλικών αποικιών θα κλείση
+ημέραν τινά, ο ποταμός ούτος θα στειρεύση· πεπολιτισμένοι λαοί δεν δύνανται
+πλέον ν' ανέχωνται την σωματεμπορείαν!</p>
+
+<p>Ναι, βεβαίως, και το έτος τούτο μάλιστα, 1878, πρέπει να ίδη την
+απελευθέρωσιν όλων των κατεχομένων εισέτι υπό των χριστιανικών κρατών
+δούλων. </p>
+
+<p>Εν τούτοις επί πολλά εισέτι έτη, τα μουσουλμανικά έθνη θα διατηρώσι το
+εμπόριον τούτο το εξερημούν την αφρικανικήν ήπειρον. </p>
+
+<p>Τωόντι προς αυτά διευθύνεται η σπουδαιοτέρα μετανάστευσις μαύρων, αφού
+ο αριθμός των ιθαγενών των αποσπωμένων εκ των επαρχιών των και
+διευθυνομένων προς την ανατολικήν ακτήν, υπερβαίνει κατ' έτος τας
+τεσσαράκοντα χιλιάδας. </p>
+
+<p>Πολύ προ της εκστρατείας εις Αίγυπτον, οι μαύροι του Σεναάρ επωλούντο κατά
+χιλιάδας εις τους μαύρους του Δαρφούρ, και τανάπαλιν. </p>
+
+<p>Ο στρατηγός Βοναπάρτης ηδυνήθη μάλιστα ν' αγοράση μέγαν αριθμόν εκ των
+μαύρων τούτων, τους οποίους διωργάνωσεν ως στρατιώτας κατά τον τρόπον των
+μαμελούκων. </p>
+
+<p>Έκτοτε, κατά την εκατοενταετηρίδα ταύτην της οποίας διέρρευσαν ήδη τα
+τέσσαρα πέμπτα, το εμπόριον των δούλων δεν ηλαττώθη εν Αφρική. Εξ εναντίας.
+</p>
+
+<p>Και τωόντι, ο ισλαμισμός είναι εύνους προς την σωματεμπορείαν. Εδέησεν
+όπως ο μαύρος δούλος αντικαταστήση εν ταις μουσουλμανικαίς επαρχίαις τον
+άλλοτε λευκόν δούλον. Τούτου ένεκα οι πάσης προελεύσεως δουλέμποροι
+εξασκούσιν εν εκτάσει την αποτρόπαιον ταύτην συναλλαγήν και συμπληρούσι τας
+φυλάς ταύτας, αίτινες σβένυνται και θα εξαφανισθώσιν ημέραν τινά, επειδή δεν
+αναγεννώνται εκ της εργασίας. Οι δούλοι ούτοι, ως και κατά την εποχήν του
+Βοναπάρτου, γίνονται πολλάκις στρατιώται. Παρά τισι λαοίς του άνω Νίγειρος,
+απαρτίζουσι κατά το ήμισυ τους στρατούς των αφρικανών ηγεμόνων. Υπό τας
+συνθήκας ταύτας, η τύχη αυτών δεν είναι επαισθητώς κατωτέρα της των
+ελευθέρων ανδρών. </p>
+
+<p>Άλλως τε δε όταν ο δούλος δεν είναι στρατιώτης, είναι νόμισμα όπερ
+κυκλοφορεί και εν αυτή τη Αιγύπτω και εν τω Βορνού, αξιωματικοί δε και
+υπάλληλοι πληρώνονται διά του νομίσματος τούτου. Ο Γουλιέλμος Λεζάν το είδε
+και το είπε. </p>
+
+<p>Τοιαύτη λοιπόν η παρούσα κατάστασις της σωματεμπορείας.</p>
+
+<p>Πρέπει άρα γε να προσθέσωμεν ότι πολλοί πράκτορες των μεγάλων
+ευρωπαϊκών δυνάμεων δεν αισχύνονται να δεικνύωσι προς το εμπόριον τούτο
+λυπηράν επιείκειαν; Εν τούτοις ουδέν αληθέστερον, και ενώ τα καταδρομικά
+επιτηρούσι τας ακτάς του Ατλαντικού και του Ινδικού ωκεανού, η συναλλαγή
+εκτελείται κανονικώς εν τω εσωτερικώ, αι συνοδείαι οδεύουσιν υπό τα όμματα
+υπαλλήλων τινών, αι σφαγαί καθ' ας δέκα μαύροι απόλλυνται, όπως
+προμηθεύσωσιν ένα δούλον εκτελούνται καθ' ωρισμένας εποχάς!</p>
+
+<p>Ούτω δύναταί τις τώρα να εννοήση ποίαν τρομεράν σημασίαν ενείχον αι λέξεις
+ας επρόφερεν ο Δικ Σανδ:</p>
+
+<p>&nbsp;— Η Αφρική! η τροπική Αφρική! Η Αφρική των δουλεμπόρων και των
+δούλων!</p>
+
+<p>Δεν ηπατάτο. Ήτο η Αφρική μεθ' όλων αυτής των κινδύνων διά τους
+συντρόφους του και δι' αυτόν. </p>
+
+<p>Αλλ' εις ποίον μέρος της αφρικανικής ηπείρου ανεξήγητον πεπρωμένον τον
+ηνάγκασε να ριφθή; Προδήλως εις την δυτικήν ακτήν, και επιβαρυντική
+περίπτωσις, ο νέος δόκιμος ώφειλε να σκεφθή ότι το «Πίλγριμ» εξώκειλεν ακριβώς
+επί της παραλίας της Αγγόλας, ένθα αφικνούνται αι συνοδείαι αι υπηρετούσαι
+όλον εκείνο το μέρος της Αφρικής. </p>
+
+<p>Εκεί ήτο τωόντι. Ήτο η χώρα εκείνη ην ο Καμερών προς νότον και ο Στάνλεϋ
+προς άρκτον έμελλον να διέλθωσι μετά τινα έτη μετά πολλού κινδύνου. Εκ της
+ευρυτάτης εκείνης γης, ήτις απαρτίζεται εκ τριών επαρχιών, της Βενεγουέλας, του
+Κόγγου και της Αγγόλας, τότε μόνον η παραλία ήτο γνωστή. Εκτείνεται δε αύτη από
+της Νούρσης μεσημβρινώς μέχρι του Ζαΐρου αρκτικώς, και δύο πόλεις
+σχηματίζουσιν εκεί δύο λιμένας, η Βενεγουέλα και ο Άγιος Παύλος της Λοάνδας,
+προτεύουσα της αποικίας, ήτις ανήκει εις την Πορτογαλίαν. </p>
+
+<p>Εις τα ενδότερα, η χώρα ήτο τότε σχεδόν άγνωστος. Ολίγιστοι περιηγηταί
+ετόλμησαν να ριψοκινδυνεύσωσιν εις αυτήν. </p>
+
+<p>Κλίμα λοιμώδες, γαίαι θερμαί και υγραί γεννώσαι πυρετούς, ιθαγενείς
+βάρβαροι ών τινες είναι εισέτι ανθρωποφάγοι, ο αδιάκοπος πόλεμος μεταξύ των
+φυλών, η δυσπιστία των δουλεμπόρων προς πάντα ξένον θέλοντα να εισδύση εις
+τα μυστικά του ατίμου εμπορίου των, τοιαύται αι δυσχέρειαι ας οφείλει τις να
+υπερπηδήση, τοιούτοι οι κίνδυνοι τους οποίους οφείλει να κατανικήση εν τη
+επαρχία ταύτη της Αγγόλας, μια των πλέον επικινδύνων της ισημερινής Αφρικής.
+</p>
+
+<p>Ο Τούκεϋ, τω 1876, είχεν αναπλεύσει τον Κόγγον μέχρι πέραν των καταρακτών
+του Υελλάλα, αλλ' επί περιφερείας διακοσίων μόλις μιλίων. </p>
+
+<p>Η μικρά αύτη εκδρομή δεν ηδύνατο να παράσχη σπουδαίαν γνώσιν της χώρας,
+και εν τούτοις επέφερε τον θάνατον των πλείστων επιστημόνων και αξιωματικών,
+των αποτελούντων την αποστολήν. </p>
+
+<p>Μετά τριάκοντα και επτά έτη ο δόκτωρ Λίβιγγστων επροχώρησεν από του
+ευέλπιδος ακρωτηρίου μέχρι του άνω Ζαμβέση. </p>
+
+<p>Εκείθεν, κατά μήνα Νοέμβριον του 1853, μετά τόλμης απαραδειγματίστου
+διέσχισε την Αφρικήν από νότου προς τα βορειοδυτικά, υπερέβη τον Κοάγγον, ένα
+των ομόρρων του Κόγγου, και έφθασε την 31 Μαΐου 1854 εις Άγιον Παύλον της
+Λοάνδας. </p>
+
+<p>Τότε εγένετο η πρώτη είσοδος εν τω αγνώστω της μεγάλης πορτογαλικής
+αποικίας. </p>
+
+<p>Μετά δεκαοκτώ έτη, δύο τολμηροί εξερευνηταί έμελλον να διέλθωσι την
+Αφρικήν απ' ανατολών προς δυσμάς και να εξέλθωσι, ο μεν προς νότον, ο δε προς
+βορράν της Αγγόλας, διατρέχοντες ανηκούστους δυσχερείας. </p>
+
+<p>Ο πρώτος χρονολογικώς είναι ο υποπλοίαρχος του αγγλικού ναυτικού Βέρνεϋ
+Χόβετ Καμερών. Τω 1872 είχον λόγους να πιστεύωσιν ότι η εκστρατεία του
+Αμερικανού Στάνλεϋ, εκπεμφθείσα προς αναζήτησιν του Λιβιγγστώνος εν τη χώρα
+των μεγάλων λιμνών, είχε τα μέγιστα διακινδυνεύσει. </p>
+
+<p>Ο υποπλοίαρχος Καμερών προσεφέρθη να ανακαλύψη τα ίχνη αυτού. Η
+προσφορά εγένετο δεκτή. Ο Καμερών, συνοδευόμενος υπό του ιατρού Διλλών, του
+υποπλοιάρχου Κεκιλίου Μούρφη και του Ροβέρτου Μόφατ, ανεψιού του
+Λιβιγγστώνος, ανεχώρησεν εκ Ζανζιβάρης. </p>
+
+<p>Αφού διήλθε το Ούγογον, συνήντησε το σώμα του Λιβιγγστώνος όπερ οι πιστοί
+αυτού υπηρέται επανέφερον εις την ανατολικήν ακτήν. Εξακολουθών τότε την προς
+δυσμάς πορείαν του μετά της ακλονήτου θελήσεως να μεταβή από της μιας
+παραλίας εις την άλλην, διήλθε την Ουνυανυεμβέ, την Ουγούνδαν, την Ταχουλέ
+ένθα συνέλεξε τα έγγραφα του μεγάλου περιηγητού, και υπερέβη την Ταγκανίκαν,
+τα όρη του Βαμβαρέ, τον Λουαλάβαν του οποίου δεν ηδυνήθη να καταπλεύση το
+ρεύμα. Αφού δε επεσκέφθη όλας εκείνας τας υπό του πολέμου καταστραφείσας
+και υπό της σωματεμπορείας ερημωθείσας επαρχίας, την Κιλέμβαν, την Ουρούαν,
+τας πηγάς του Λομανέ, την Ουλούδαν, και την Λοβαλέ, αφού διήλθε την Κοάνζαν
+και τα απέραντα αυτής δάση, εν οις ο Χάρρης παρεπλάνησε τον Δικ Σανδ και τους
+συνοδούς αυτού, ο δραστήριος Καμερών είδε τέλος τον Ατλαντικόν ωκεανόν και
+έφθασεν εις Άγιον Φίλιππον της Βενεγουέλας.<br />
+&nbsp;<br />
+Η περιοδεία αύτη διήρκεσε τρία έτη και τέσσαρες μήνας, απέθανον δε κατ' αυτήν
+δύο των συντρόφων του, ο ιατρός Διλλών και ο Ροβέρτος Μόφατ. </p>
+
+<p>Τον Άγγλον Καμερών έμελλεν αμέσως σχεδόν να διαδεχθή ο Αμερικανός
+Ερρίκος Μόρελανδ Στάνλεϋ εν τη οδώ ταύτη των ανακαλύψεων. </p>
+
+<p>Είναι γνωστόν ότι ο ακάματος ούτος ανταποκριτής του Κήρυκος της Νέας
+Υόρκης, αποσταλείς προς αναζήτησιν του Λιβιγγιστώνος, τον επανεύρε τη 30
+Οκτωβρίου 1871 εις Ουζιζί παρά τας όχθας της λίμνης Ταγκανίκας. </p>
+
+<p>Αλλ' ότι τοσούτον επιτυχώς εξετέλεσεν υπό έποψιν φιλανθρωπίας, ο Στάνλεϋ
+ηθέλησε να το επαναλάβη και προς το συμφέρον της γεωγραφικής επιστήμης.
+Σκοπός αυτού τότε ήτο η τελεία εξερεύνησις του Λουαλάβα, ον μόλις είχεν ίδει
+πρότερον.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Καμερών περιεπλανάτο εισέτι εις τας επαρχίας της κεντρώας Αφρικής, ότε ο
+Στάνλεϋ κατά Νοέμβριον του 1874, κατελίμπανε το Βαγαμόγιον επί της ανατολικής
+ακτής, ανεχώρει μετά είκοσι και ένα μήνα, τη 24 Αυγούστου 1876, εκ του Ουζιζί,
+δεκατισθέντος εκ της επιδημίας της ευλογίας, εξετέλει εις εβδομήκοντα και
+τέσσαρας ημέρας τον διάπλουν της λίμνης Νυανγουέ, μεγάλης αγοράς δούλων ην
+είχον ήδη επισκεφθή ο Λίβιγγστων και ο Καμερών, και παρίστατο εις τας φρικώδεις
+σκηνάς των αρπαγών των ανθρώπων εκτελουμένων εν τη χώρα του Μαρουγγού
+και των Μανυεμά υπό των αξιωματικών του σουλτάνου της Ζανζιβάρης. </p>
+
+<p>Ο Στάνλεϋ ηδυνήθη τότε να εξακριβώση το ρεύμα του Λουαλάβα και να
+κατέλθη αυτόν μέχρι των εκβολών του. </p>
+
+<p>Εκατόν τεσσαράκοντα φορείς, μισθωθέντες εις Νυανγουέ, και δεκαεννέα πλοία
+απετέλουν το υλικόν και το προσωπικόν της εκστρατείας του. Ευθύς εξ αρχής
+εδέησε να πολεμήσωσι τους ανθρωποφάγους του Ουκουζού, και ευθύς εξ αρχής
+να μετακομίσωσι φορηδόν τας λέμβους ίνα παρακάμψωσιν αδιαβάτους
+καταρράκτας. </p>
+
+<p>Υπό τον ισημερινόν, εις το μέρος ένθα ο Λουαλάβας στρέφεται προς το
+βορειανατολικόν, πεντήκοντα τέσσαρες λέμβοι επιβαινόμεναι υπό πολλών
+εκατοστύων ιθαγενών προσέβαλον τον στολίσκον του Στάνλεϋ, όστις κατώρθωσε
+να τους τρέψη εις φυγήν. </p>
+
+<p>Έπειτα ο γενναίος Αμερικανός ανελθών μέχρι της δευτέρας μοίρας βορείου
+πλάτους, εβεβαιώθη ότι ο Λουαλάβας δεν ήτο ειμή ο άνω Ζαΐρος ή Κόγγος, και ότι
+ακολουθών το ρεύμα αυτού, θα κατέβαινε κατ' ευθείαν εις την θάλασσαν. </p>
+
+<p>Τούτο και έπραξε, πολεμών σχεδόν καθ' ημέραν κατά των παραποταμίων
+φυλών. Τη 3 Ιουνίου 1877, διερχόμενος τους καταρράκτας του Μασάσα, απώλεσεν
+ένα των μετ' αυτού, τον Φραγκίσκον Ποκόκ, αυτός δε ο ίδιος, τη 18 Ιουλίου,
+παρεσύρθη μετά της λέμβου του υπό των καταρρακτών του Μπέλου, και μόλις εκ
+θαύματος διέφυγε τον θάνατον. </p>
+
+<p>Τέλος τη 9 Αυγούστου ο Ερρίκος Στάνλεϋ έφθασεν εις το χωρίον Νισάνδα,
+τέσσαρας ημέρας απέχον της παραλίας. </p>
+
+<p>Μετά δύο ημέρας εις την Βάνζαν Μπούκο εύρε τας υπό δύο εμπόρων της
+Εμβόκας αποσταλείσας ζωοτροφίας, και ανεπαύθη τέλος εν τη μικρά εκείνη
+παραλία πόλει, γηράσας εν τριακονταετεί ηλικία υπό των κόπων και των
+στερήσεων, αφού εις διάστημα δύο ετών και εννέα μηνών διήλθεν άπασαν την
+αφρικανικήν ήπειρον. Αλλά το ρεύμα του Λουαλάβα είχεν ανακαλυφθή μέχρι του
+Ατλαντικού, και εάν ο Νείλος είναι η μεγάλη αρτηρία του βορρά, εάν ο Ζαμβέσης
+είναι η μεγάλη αρτηρία της ανατολής, γινώσκομεν σήμερον ότι η Αφρική κέκτηται
+προσέτι προς δυσμάς τον τρίτον των μεγίστων ποταμών του κόσμου, εκείνον όστις,
+ρέων επί διαστήματος δύο χιλιάδων εννεακοσίων μιλίων
+(<sup><a href='#fn15' id='ref15'>15</a></sup>)
+ υπό τα ονόματα
+Λαουλάβα, Ζαΐρου και Κόγγου, συνάπτει την χώραν των λιμνών μετά του
+Ατλαντικού ωκεανού. </p>
+
+<p>Εν τούτοις, μεταξύ των δύο τούτων δρομολογίων, του Στάνλεϋ και του
+Καμερών, η επαρχία της Αγγόλας ήτο σχεδόν άγνωστος κατά το έτος εκείνο 1873,
+καθ' ήν εποχήν το «Πίλγριμ» εξώκειλεν εις την αφρικανικήν παραλίαν. Γνωστόν ήτο
+μόνον ότι ήτο το θέατρον του δυτικού σωματεμπορείου, χάρις εις τας σπουδαίας
+αγοράς του Βιχέ, της Κασάγγης και του Κοζονδέ.<br />
+&nbsp;<br />
+Και εν τη χώρα ταύτη παρεσύρθη ο Δικ Σανδ, διακόσια μίλια μακράν της παραλίας
+μετά μιας γυναικός εξηντλημένης υπό του κόπου και της οδύνης, μεθ' ενός παιδιού
+ημιθανούς και μετά συντρόφων μαύρων την καταγωγήν, ετοίμου λείας εις την
+απληστείαν των δουλεμπόρων. </p>
+
+<p>Ναι, ήτο η Αφρική, και ουχί η Αφρική εκείνη ένθα μήτε οι ιθαγενείς, μήτε τα
+θηρία, μήτε το κλίμα είναι αληθώς επίφοβα. Δεν ήτο η ευδαίμων εκείνη χώρα, η
+κειμένη μεταξύ των Κορδελλιέρων και της ακτής, ένθα οι ναυαγοί θα εύρισκον
+πάσαν ευκολίαν προς παλινόστησιν. </p>
+
+<p>Ήτο η τρομερά Αγγόλα, και ουχί το μέρος εκείνο της ακτής το αμέσως
+επιτηρούμενον υπό των πορτογαλικών αρχών, αλλά τα ενδότερα αυτά της
+αποικίας, την οποίαν διασχίζουσι τα καραβάνια των δούλων υπό την μάστιγα των
+χαλβιδάρων. </p>
+
+<p>Τι εγνώριζεν ο Δικ Σανδ περί του τόπου εκείνου ένθα τον έρριψεν η προδοσία;
+Ολίγιστα πράγματα, όσα δηλαδή εγνώριζον οι ιεραπόστολοι του ΙΣΤ' και του ΙΖ'
+αιώνος, οι πορτογάλοι έμποροι οι διερχόμενοι την οδόν από του αγίου Παύλου της
+Λοάνδας μέχρι του Ζαΐρου διά του Σαν Σαλβατόρ, όσα είχε διηγηθή ο Δόκτωρ
+Λίβιγγστων κατά την περιήγησιν του 1853, και ταύτα ήρκουν να καταβάλωσι ψυχήν
+ολιγώτερον ισχυράν της ιδικής του. </p>
+
+<p>Τη αληθεία η θέσις των ήτο τρομερά.<br />
+&nbsp;</p>
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β’. </h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>Ο ΧΑΡΡΗΣ ΚΑΙ Ο
+ΝΕΓΟΡΟΣ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Την επιούσαν της ημέρας καθ' ήν ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού έστησαν το
+τελευταίον αυτών άσυλον εν τω δάσει, δύο άνδρες συνηντώντο εις απόστασιν
+τριών μιλίων εκείθεν, ως είχε προηγουμένως συμφωνηθή μεταξύ αυτών. </p>
+
+<p>Οι δύο εκείνοι άνδρες ήσαν ο Χάρρης και ο Νεγορός, και θα ίδωμεν κατωτέρω
+κατά πόσον συνετέλεσεν η τύχη, ώστε να συναντηθώσιν εις την Αγγόλαν ο εκ Νέας
+Ζηλανδίας ελθών Πορτογάλλος και ο Αμερικανός τον οποίον το δουλεμπορικόν
+επάγγελμά του υπεχρέου να διατρέχη πολλάκις την επαρχίαν εκείνην της δυτικής
+Αφρικής. </p>
+
+<p>Ο Χάρρης και ο Νεγορός εκαθέσθησαν παρά την ρίζαν υπερμεγέθους βανιάνας,
+επί της όχθης χειμαρρώδους ρυακίου ρέοντος μεταξύ διπλής σειράς παπύρων.
+</p>
+
+<p>Η συνομιλία ήρχησε, καθότι ο Πορτογάλος και ο Αμερικανός συνηντήθησαν προ
+ολίγου αμέσως, και ευθύς εξ αρχής η συνομιλία περιεστράφη εις τα γεγονότα όσα
+συνέβησαν κατά τας τελευταίας εκείνας ώρας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν, Χάρρη, είπεν ο Νεγορός, δεν ηδυνήθης να παρασύρης
+μακρότερον εις την Αγγόλαν το μικρόν στράτευμα του πλοιάρχου Σανδ, ως
+καλούσιν τον δεκαπενταετή τούτον δόκιμον;</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, σύντροφε, απήντησεν ο Χάρρης, και μάλιστα απορώ πώς
+κατώρθωσα να τους φέρω εκατόν μίλια τουλάχιστον μακράν της ακτής. Από
+πολλών ημερών ο νεαρός φίλος μου Δικ Σανδ με έβλεπε διά βλέμματος ανησύχου,
+αι υπόνοιαί του μετεβάλλοντο ολίγον κατ' ολίγον εις βεβαιότητας, και μα την
+αλήθειαν . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Εκατόν μίλια ακόμη, Χάρρη, και οι άνθρωποι αυτοί θα ήσαν έτι
+ασφαλέστερον εις τας χείρας μας. Εν τούτοις δεν πρέπει να μας διαφύγωσι. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ε! και πώς θα διαφύγωσιν; απεκρίθη ο Χάρρης υψών τους ώμους. Σοι
+το επαναλαμβάνω, Νεγορέ, καιρός ήτο πλέον να τους εγκαταλείψω. Διέκρινα εις
+τους οφθαλμούς του, ότι ο νεαρός φίλος μου είχε διάθεσιν να μου στείλη εις το
+μέσον του στήθους μίαν σφαίραν, και έχω πολύ κακόν στόμαχον όπως χωνεύσω τα
+δαμάσκηνα ταύτα τα δώδεκα εις την λίτραν.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Καλά! είπεν ο Νεγορός. Αλλά και εγώ ωσαύτως έχω να εκκαθαρίσω
+λογαριασμόν τινα μετά του δοκίμου εκείνου . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Και θα τον εκκαθαρίσης ευκόλως και με τόκους, σύντροφε. Το κατ'
+εμέ, κατά τας πρώτας ημέρας της οδοιπορίας, κατώρθωσα να τον πείσω να νομίση
+ότι η επαρχία αύτη είναι η έρημος Ατακάμα, την οποίαν άλλοτε επεσκέφθην· αλλά
+το παιδίον εζήτει καουτσού, μυιοτροχίλους, αλλ' η μήτηρ εζήτει κινήνην, αλλ' ο
+εξάδελφος εζήτει κουκούγιους . . . </p>
+
+<p>Τη αληθεία, έχασα όλον το εφευρετικόν πνεύμα μου, και αφού μετά μεγάλης
+δυσκολίας τους έδωκα να φάγωσι τας καμηλοπαρδάλεις ως στρουθοκαμήλους, δεν
+ήξευρον πλέον τι να εφεύρω. Άλλως τε δε έβλεπον καλώς, ότι ο νεαρός φίλος μου
+δεν παρεδέχετο πλέον τας εξηγήσεις μου. Έπειτα επέσαμεν εις τα ίχνη ελεφάντων.
+Έπειτα έλαβον μέρος οι ιπποπόταμοι. Και γνωρίζεις, Νεγορέ, ότι οι ιπποπόταμοι και
+οι ελέφαντες είναι ό,τι οι τίμιοι άνθρωποι εις τα σωφρονιστήρια της Βεγγουέλας . .
+. Τέλος προς συμπλήρωσιν της ατυχίας μου, ο γέρων μαύρος ανεκάλυψεν εις την
+ρίζαν δένδρου δίκρανα και αλύσεις, τας οποίας δούλοι τινες είχον θραύσει διά να
+φύγωσι. Κατά την αυτήν στιγμήν ηκούσθη λέοντος βρυχηθμός, τον οποίον
+δύσκολον θα ήτο να εκλάβη τις ως αβλαβές νιαούρισμα γαλής. Μόλις λοιπόν
+επρόφθασα να καββαλικεύσω τον ίππον μου και να τρέξω έως εδώ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εννοώ, απήντησεν ο Νεγορός. Εν τούτοις, επεθύμουν να τους είχον
+εκατόν μίλια ενδότερον της επαρχίας.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πράττει τις ό,τι δύναται, σύντροφε, απεκρίθη ο Χάρρης. Συ όμως
+όστις παρηκολούθεις την συνοδείαν ημών από της ακτής, καλώς έπραξες να μένης
+μακράν. Σε ησθάνοντο εκεί. Υπάρχει Δίγγος τις, όστις δεν φαίνεται να σε αγαπά. Τι
+έκαμες λοιπόν εις αυτό το ζώον!</p>
+
+<p>&nbsp;— Τίποτε, είπεν ο Νεγορός, αλλά μετ' ολίγον θα λάβη μίαν σφαίραν εις
+την κεφαλήν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ως θα ελάμβανες και συ μίαν υπό του Δικ Σανδ, εάν ολίγον τι
+εδείκνυες το άτομόν σου εις απόστασιν διακοσίων μέτρων από του πυροβόλου
+του. Α! σκοπεύει άριστα ο νεαρός φίλος μου, και, μεταξύ μας, είμαι ηναγκασμένος
+να ομολογήσω ότι εις το είδος του, είναι αξιόλογος νέος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όσον και αν είναι αξιόλογος, Χάρρη, θα με πληρώση ακριβά τας
+αυθαδείας του, απεκρίθη ο Νεγορός του οποίου η φυσιογνωμία εξέφρασεν
+αμείλικτον θηριωδίαν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Καλά, εψιθύρισεν ο Χάρρης, ο σύντροφός μου έμεινεν ο αυτός ως τον
+εγνώρισα πάντοτε! Αι περιηγήσεις δεν τον μετέβαλον. </p>
+
+<p>Έπειτα, μετά τινας στιγμάς σιωπής·</p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν, Νεγορέ, επανέλαβεν, όταν απροσδοκήτως σε συνήντησα εκεί
+κάτω, εις τον τόπον του ναυαγίου, εις το στόμιον του Κόγγου, μόλις έλαβες καιρόν
+να μοι συστήσης τους καλούς εκείνους ανθρώπους, παρακαλών με να τους
+οδηγήσω όσω το δυνατόν απώτερον διά μέσου της υποθετικής ταύτης Βολιβίας,
+αλλά δεν με είπες τι έπραξες από δύο ετών. Δύο έτη εν τη περιπετειώδει ημών
+υπάρξει, σύντροφε, είναι πολύ. Μίαν ημέραν, αφού ανέλαβες την οδηγίαν
+συνοδείας δούλων διά λογαριασμόν του γέροντος Αλβέζ, του οποίου είμεθα
+ταπεινότατοι πράκτορες, κατέλιπες την Κασσάγγαν και δεν εγένετο πλέον λόγος
+περί σου. Ενόμισα ότι σοι συνέβη δυσάρεστόν τι εκ μέρους των αγγλικών
+καταδρομικών και ότι εκρεμάσθης. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ολίγον έλειψε Χάρρη . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα γείνη τούτο Νεγορέ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ευχαριστώ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι τα θέλεις, απήντησεν ο Χάρρης μετ' αδιαφορίας φιλοσοφικωτάτης,
+τούτο είναι μία εκ των ελπίδων του επαγγέλματος. Δεν εκτελεί τις την
+σωματεμπορίαν επί της αφρικανικής ακτής, χωρίς να ριψοκινδυνεύση την ζωήν του
+αλλαχού ή επί της κλίνης. Τέλος συνελήφθης;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι. </p>
+
+<p>&nbsp;— Υπό των Άγγλων!</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι! Υπό των Πορτογάλων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Προ ή μετά την παράδοσιν του φορτίου σου; ηρώτησεν ο
+Χάρρης·</p>
+
+<p>&nbsp;— Μετά . . . απήντησεν ο Νεγορός, όστις εδίστασεν ολίγον να αποκριθή.
+Αυτοί οι Πορτογάλοι κάμνουν τώρα τους δυσκόλους! Δεν θέλουν την δουλείαν, αν
+και επί τόσον καιρόν την μετεχειρίσθησαν προς όφελός των. Κατηγγέλθην,
+επιτηρήθην. Με συνέλαβαν . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Και σε κατεδίκασαν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Να τελειώσω τας ημέρας μου εις το σωφρονιστήριον του Αγίου
+Παύλου της Λοάνδας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Διάβολε! ανέκραξεν ο Χάρρης. Σωφρονιστήριον! Ιδού τόπος
+ανθυγιεινός δι' ανθρώπους συνηθίσαντας ως ημείς να ζώσιν εις τον ελεύθερον
+αέρα. Εγώ, θα προετίμων να κρεμασθώ. </p>
+
+<p>— Εκ της αγχόνης δεν δύναταί τις να διαφύγη, απεκρίθη ο Νεγορός, αλλ' εκ της
+ειρκτής . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Κατώρθωσες να αποδράσης;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, Χάρρη. Δεκαπέντε ημέρας μόνον μετά την φυλάκισίν μου εις τα
+κάτεργα, ηδυνήθην να κρυφθώ εις το κύτος ενός αγγλικού ατμοπλοίου
+αναχωρούντος διά την Ωκλάνδην της Νέας Ζηλανδίας. Βαρέλιον ύδατος, κιβώτιον
+διατετηρημένον τροφών, μεταξύ των οποίων ήμην κεχωσμένος, μοι επρομήθευσαν
+φαγητόν και ποτόν καθ' όλον τον διάπλουν. Ω! τρομερά υπέφερον μη θέλων να
+εμφανισθώ, ότε ευρισκόμεθα εις την θάλασσαν. Αλλ' εάν είχον την αφροσύνην να
+πράξω τούτο, θα με έρριπτον πάλιν εις το βάθος του κύτους και είτε εκουσίως είτε
+ακουσίως η βάσανος θα ήτο η αυτή. Πλην τούτου, κατά την εις Ωκλάνδην άφιξίν
+μου, θα με παρέδιδον εις τας αγγλικάς αρχάς, αίτινες θα με επανέφερον εις το
+σωφρονιστήριον της Λοάνδας, ή θα με εκρέμων ίσως, ως λέγεις. Ιδού διατί
+προετίμησα να ταξειδεύσω άγνωστος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και χωρίς να πληρώσης ναύλον! ανέκραξεν ο Χάρρης γελών. Α! δεν
+είσαι αβρόφρων, σύντροφε! Να τραφής και να μεταφερθής δωρεάν!</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, επανέλαβεν ο Νεγορός, αλλά τριάκοντα ημέραι διάπλου εις το
+βάθος πυθμένος!</p>
+
+<p>&nbsp;— Τέλος, έγινε Νεγορέ. Ιδού ότι ανεχώρησες διά την Νέαν Ζηλανδίαν,
+εις την χώραν των Μαορή. Αλλ' επέστρεψες εκείθεν. Μήπως και η επιστροφή
+έγινεν υπό τους αυτούς όρους;</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι Χάρρη. Εννοείς ότι εκεί κάτω μίαν μόνην είχον σκέψιν· να
+επανέλθω εις την Αγγόλαν και να επαναλάβω το δουλεμπορικόν επάγγελμά
+μου.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ναι, απήντησεν ο Χάρρης, αγαπά τις το επάγγελμά του . . . εκ
+συνηθείας!</p>
+
+<p>&nbsp;— Επί δεκαοκτώ μήνας . . . </p>
+
+<p>Ειπών τας τελευταίας ταύτας λέξεις ο Νεγορός εσιώπησεν αποτόμως. Ήρπασε
+τον βραχίονα του συνεταίρου του και ηκροάζετο.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Χάρρη, είπε ταπεινών την φωνήν· δεν νομίζεις ότι έγινε θόρυβος εις τον
+θαμνώνα εκείνον των παπύρων;</p>
+
+<p>&nbsp;— Πράγματι, απεκρίθη ο Χάρρης, δράξας το πυροβόλον του και έτοιμος
+πάντοτε να πυροβολήση.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Νεγορός και αυτός ηγέρθησαν, παρετήρησαν τριγύρω και ηκροάσθησαν μετά
+μεγίστης προσοχής.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Δεν είναι τίποτε, είπε μετ' ολίγον ο Χάρρης. Εκείνο το ρυάκιον εξογκωθέν
+υπό της θυέλλης ρέει θορυβωδέστερον. Από δύο ετών, σύντροφε, έχασες την έξιν
+των θορύβων του δάσους, αλλά θα συνηθίσης πάλιν. Εξακολούθησον λοιπόν την
+διήγησιν των συμβάντων σου. Αφού μάθω καλώς το παρελθόν, θα συνομιλήσωμεν
+περί του μέλλοντος. </p>
+
+<p>Ο Νεγορός και ο Χάρρης επανέλαβον την θέσιν των εις την ρίζαν της βανιάνας.
+Ο Πορτογάλλος εξηκολούθησεν ως εξής. </p>
+
+<p>— Επί δεκαοκτώ μήνας εφυτοβίωσα εις την Ωκλάνδην. Άμα έφθασεν εκεί το
+ατμόπλοιον, κατώρθωσα να εξέλθω απαρατήρητος· αλλά δεν είχον μήτε γρόσιον
+μήτε έν δολλάριον εις το θυλάκιόν μου, και διά να ζήσω ηναγκάσθην να μετέλθω
+όλα τα επαγγέλματα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και αυτό το επάγγελμα τιμίου ανθρώπου, Νεγορέ;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ως λέγεις, Χάρρη. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πτωχέ νέε!</p>
+
+<p>&nbsp;— Περιέμενον λοιπόν πάντοτε ευκαιρίαν τινά, ήτις δεν εβράδυνε να
+παρουσιασθή, ότε το φαλαινοθηρευτικόν «Πίλγριμ» έφθασεν εις τον λιμένα της
+Ωκλάνδης.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Αυτό είναι το πλοίον το οποίον εξώκειλεν εις την παραλίαν της
+Αγγόλας;</p>
+
+<p>&nbsp;— Αυτό τούτο Χάρρη, και επί του οποίου έμελλον να επιβώσιν η κυρία
+Βέλδων, το τέκνον της και ο εξάδελφός της. Καθό αρχαίος ναυτικός, υπηρετήσας
+μάλιστα ως υποπλοίαρχος εντός πλοίου δουλεμπορικού, δεν εδυσκολευόμην να
+επαναλάβω υπηρεσίαν εις άλλο πλοίον . . . Επαρουσιάσθην λοιπόν εις τον
+πλοίαρχον του «Πίλγριμ» αλλά το πλήρωμα ήτο πλήρες. Ευτυχώς δι' εμέ, ο
+μάγειρος του βρικίου ελιποτάκτησε. Και επειδή ουδείς ναυτικός γνωρίζει
+μαγειρικήν, προσεφέρθην ως μάγειρος· ελλείψει άλλου καλλιτέρου με εδέχθησαν,
+και μετά τινας ημέρας το «Πίλγριμ» απεμακρύνθη της Νέας Ζηλανδίας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά, ηρώτησεν ο Χάρρης, εξ όσων με διηγήθη ο νεαρός φίλος μου,
+το «Πίλγριμ» δεν κατευθύνετο πλησιέστερον προς τας ακτάς της Αφρικής. Πώς
+λοιπόν έφθασεν εδώ;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ο Δικ Σανδ δεν το εννοεί ακόμη και ίσως ουδέποτε θα το εννοήση,
+απήντησεν ο Νεγορός· αλλά θα σοι εξηγήσω, Χάρρη, τι συνέβη· θα δυνηθής να το
+επαναλάβης εις τον νεαρόν φίλον σου, εάν τούτο σε ευχαριστή. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πώς λοιπόν! απεκρίθη ο Χάρρης. Λέγε, σύντροφε, λέγε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Το «Πίλγριμ», επανέλαβεν ο Νεγορός, κατηυθύνετο προς το
+Βαλπαραΐζον. Ότε επεβιβάσθην, ενόμιζα ότι θα μετέβαινον εις το Χιλί.
+Τοιουτοτρόπως συνέτεμνα το ήμισυ της οδού μεταξύ της Νέας Ζηλανδίας και της
+Αγγόλας, και επλησίαζον κατά πολλάς χιλιάδας μίλια την αφρικανικήν ακτήν. Αλλά
+συνέβη τούτο, ότι τρεις εβδομάδας μετά την αναχώρησιν εξ Ωκλάνδης, ο κυβερνών
+το «Πίλγριμ» πλοίαρχος Χουλ έγεινεν άφαντος μεθ' όλου του πληρώματος,
+θηρεύων φάλαιναν. Την ημέραν εκείνην, δεν έμειναν πλέον εις το πλοίον ειμή δύο
+μόνον ναυτικοί, ο δόκιμος και ο μάγειρος Νεγορός.<br />
+&nbsp;<br />
+Και ανέλαβες την διοίκησιν του πλοίου; ηρώτησεν ο Χάρρης. </p>
+
+<p>&nbsp;— Συνέλαβον κατ' αρχάς την ιδέαν ταύτην αλλ' έβλεπον ότι εδυσπίστουν
+προς εμέ. Υπήρχον εις το πλοίον πέντε δυνατοί και ελεύθεροι μαύροι. Δεν θα
+ηδυνάμην να γίνω κύριός των, και σκεφθείς καλώς, έμεινα ό,τι ήμην κατά την
+αναχώρησιν, μάγειρος του «Πίλγριμ». </p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν η τύχη ωδήγησε το πλοίον εκείνο εις την αφρικανικήν
+ακτήν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, Χάρρη, απήντησεν ο Νεγορός, δεν υπάρχει άλλη τύχη εις όλα
+ταύτα τα συμβάντα, ειμή ότι σε συνήντησα κατά τινα των σωματεμπορικών
+πορειών σου, ακριβώς εις το μέρος της παραλίας όπου εξώκειλε το «Πίλγριμ».
+Όσον δ' αφορά την άφιξίν μου εις την Αγγόλαν, τούτο εγένετο κατά θέλησίν μου,
+κατά μυστικήν θέλησίν μου. Ο νεαρός φίλος σου πολύ αρχάριος έτι περί τα
+ναυτικά, δεν ηδύνατο να προσδιορίση την θέσιν του ειμή διά του δρομομέτρου και
+της πυξίδος. Λοιπόν ημέραν τινά το δρομόμετρον έμεινεν εις το βάθος της
+θαλάσσης. Νύκτα τινά η πυξίς παρεξέκλινε, το δε «Πίλγριμ», ωθούμενον υπό
+σφοδράς τρικυμίας, εξετράπη της πορείας του. Η μακρότης του διάπλου,
+ανεξήγητος διά τον Δικ Σανδ, θα ήτο η αυτή και διά τον μάλλον πεπειραμένον
+ναυτικόν. Χωρίς ο δόκιμος να εννοήση το παραμικρόν, ούτε καν να το υποπτεύση,
+παρεκάμψαμεν το ακρωτήριον Χορν· αλλ' εγώ, Χάρρη, το διέκρινα εν τω μέσω της
+ομίχλης. Τότε η βελόνη της πυξίδος, χάρις εις εμέ, επανέλαβε την αληθή
+διεύθυνσίν της, και το πλοίον, παρασυρόμενον βορειανατολικώς υπό της
+φρικώδους εκείνης λαίλαπος, ερρίφθη εις τας ακτάς της Αφρικής, ακριβώς εις την
+γην της Αγγόλας εις την οποίαν ήθελα να φθάσω. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και κατά την ιδίαν στιγμήν, Νεγορέ, απεκρίθη ο Χάρρης, η τύχη με
+έφερεν εκεί διά να σε υποδεχθώ και να οδηγήσω τους καλούς εκείνους ανθρώπους
+εις το εσωτερικόν. Επίστευον, και δεν ηδύναντο ειμή να πιστεύωσιν ότι ήσαν εις
+την Αμερικήν, και ευκόλως τοις παρέστησα ότι η επαρχία αύτη είναι η Κάτω
+Βολιβία, μετά της οποίος έχει ακριβώς ομοιότητά τινα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι το επίστευσαν, ως ο νεαρός φίλος σου είχε πιστεύσει ότι
+ανεγνώρισε την νήσον του Πάσχα, ότε διήρχοντο απέναντι του Τριστάν
+Δακούνχα.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Και πας άλλος θα ηπατάτο, Νεγορέ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Το ηξεύρω Χάρρη, και εσκόπουν να εκμεταλλευθώ την απάτην
+εκείνην. Τέλος, ιδού η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής εκατόν μίλια εν τω
+εσωτερικώ της Αφρικής ταύτης όπου ήθελα να τους παρασύρω.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Αλλά, απήντησεν ο Χάρρης, ηξεύρουσι τώρα πού ευρίσκονται. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ε! τι πειράζει τώρα! ανέκραξεν ο Νεγορός. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και τι θα πράξης; ηρώτησεν ο Χάρρης. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι θα πράξω! απεκρίθη ο Νεγορός. Πριν σε το είπω, Χάρρη, δος με
+ειδήσεις περί του κυρίου μας του δουλεμπόρου Αλβέζ, τον οποίον δεν είδον από
+δύο ετών. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ω! ο γεροκατεργάρης έχει θαυμάσια εις την υγείαν του! απήντησεν ο
+Χάρρης, και θα ευχαριστηθή πολύ να σε επανίδη.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Είναι εις την αγοράν του Βιχέ; ηρώτησεν ο Νεγορός. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, σύντροφε, από ενός ήδη έτους είναι εις το εν Καζονδέ κατάστημά
+του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και αι υποθέσεις ευδοκιμούσι;</p>
+
+<p>&nbsp;— Πολύ μάλιστα! ανέκραξεν ο Χάρρης, αν και η δουλεμπορεία αποβαίνη
+επί μάλλον δύσκολος, τουλάχιστον εις τα μέρη ταύτα. Αι Πορτογαλικαί αρχαί αφ'
+ενός και αφ' ετέρου τα αγγλικά καταδρομικά ενοχλούσι πολύ τας εξαγωγάς. Μόνον
+εις τα πέριξ του Μουσαμεδέ, προς νότον της Αγγόλας, η επιβίβασις των μαύρων
+δύναται τώρα να εκτελήται μετ' ελπίδος τινός επιτυχίας. Προς το παρόν τα
+μανδρίσματα είναι πλήρη δούλων και περιμένουσι τα πλοία τα οποία θα τους
+φορτώσωσι διά τας ισπανικάς αποικίας. Αλλ' είναι εντελώς αδύνατον να διέλθωσι
+διά της Βεγγουέλας ή του Αγίου Παύλου της Λοάνδας. Οι διοικηταί δεν δέχονται
+τίποτε. Είναι λοιπόν ανάγκη να περιστρεφώμεθα εις τα πρακτορεία του
+εσωτερικού, και τούτο σκοπεύει να πράξη ο γέρων Αλβέζ. Θα υπάγη προς το μέρος
+της Νυαγγουέ και της Ταγγανίκας, να ανταλλάξη υφάσματα αντί ελαφαντοστού και
+δούλων. Αι υποθέσεις είναι πάντοτε επικερδείς μετά της άνω Αιγύπτου και των
+ακτών της Μοζαμβίκης, ήτις προμηθεύει όλην την Μαδαγασκάρην. Αλλά φοβούμαι
+ότι πλησιάζει η ημέρα καθ' ήν η σωματεμπορεία δεν θα δύναται πλέον να
+ενεργήται. Οι Άγγλοι ποιούσι μεγάλας προόδους εις το εσωτερικόν της Αφρικής. Οι
+ιεραπόστολοι προχωρούσι και βαδίζουσι καθ' ημών! Ο Λίβιγγστων, εκείνος ο
+διάβολος να τον πάρη! αφού εξηρεύνησε την χώραν των λιμνών, σκοπεύει ως
+λέγεται, να διευθυνθή προς την Αγγόλαν. Έπειτα γίνεται λόγος και περί τινος
+Καμερών, όστις προτίθεται να διέλθη την ήπειρον εξ ανατολών προς δυσμάς.
+Υπάρχει προσέτι φόβος ότι ο Αμερικανός Στάνλεϋ θα πράξη τα αυτά. Όλαι αύται αι
+επισκέψεις θα καταλήξωσιν εις το να βλάψωσι τας εργασίας μας, Νεγορέ, και εάν
+έχωμεν συναίσθησιν των συμφερόντων μας, δεν πρέπει ουδέ είς των περιηγητών
+τούτων να επανέλθη εις την Ευρώπην και να διηγηθή ό,τι είχε την αδιακρισίαν να
+ίδη εις την Αφρικήν. </p>
+
+<p>Ακούων τις τους αθλίους εκείνους δεν θα ενόμιζεν ότι ωμίλουν ως τίμιοι
+έμποροι, των όποιων τα συμφέροντα υπέφερον προσωρινώς έκ τινος εμπορικής
+κρίσεως; Τις θα επίστευεν ότι αντί σάκκων καφέ ή κιβωτίων σακχάρεως επρόκειτο
+περί ανθρωπίνων όντων, τα οποία έμελλον να αποστέλλωνται ως
+εμπορεύματα;</p>
+
+<p>Οι σωματέμποροι ούτοι ουδέν έχουσι πλέον αίσθημα του δικαίου ή του
+αδίκου.<br />
+&nbsp;<br />
+Η ηθική κρίσις ελλείπει απ' αυτών ολοτελώς, αλλά και αν είχον θα την έχανον
+ταχέως, εν τω μέσω των φρικαλαιοτήτων της αφρικανικής σωματεμπορείας. </p>
+
+<p>Αλλ' ο Χάρρης είχε δίκαιον, όταν έλεγεν ότι ο πολιτισμός εισέδυεν ολίγον κατ'
+ολίγον εις τας αγρίας εκείνας χώρας κατόπιν της επισκέψεως των τολμηρών
+εκείνων περιηγητών, των οποίων το όνομα συνδέεται αδιαρρήκτως μετά των
+ανακαλύψεων της ισημερινής Αφρικής. </p>
+
+<p>Πρώτος ο Δαβίδ Λίβιγγστων, μετ' αυτόν δε ο Γραν, ο Σκέπε, ο Βούρτων, ο
+Καμερών, ο Στάνλεϋ, οι ήρωες ούτοι θα αφήσωσι φήμην ανεξάλειπτον ως
+ευεργέται της ανθρωπότητος.<br />
+&nbsp;<br />
+Όταν η συνδιάλεξις έφθασεν εις το σημείον τούτο, ο Χάρρης εγίνωσκε τα κατά τα
+δύο παρελθόντα έτη συμβάντα του βίου του Νεγορού. Ο αρχαίος πράκτωρ του
+σωματεμπόρου Αλβέζ, ο δραπέτης του σωφρονιστηρίου της Λοάνδας,
+επανευρίσκετο οίος ήτο πάντοτε, ήτοι έτοιμος να πράξη τα πάντα. </p>
+
+<p>Αλλά ποίους σκοπούς είχε περί των ναυαγών του «Πίλγριμ», ο Χάρρης δεν
+εγίνωσκεν εισέτι και ηρώτησε περί τούτου τον συνέταιρόν του.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Και τώρα, είπε, τι θα κάμης αυτούς τους ανθρώπους;</p>
+
+<p>— Θα τους χωρίσω εις δύο, απεκρίθη ο Νεγορός, ως άνθρωπος όστις προ
+πολλού εσχημάτισε το σχέδιόν του, τους μεν θα πωλήσω ως δούλους, και τους
+άλλους . . . <br />
+&nbsp;<br />
+Ο Πορτογάλος δεν ετελείωσε την φράσιν του, αλλ' η αγρία φυσιογνωμία του ωμίλει
+αρκούντος αντ' αυτού.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ποίους θα πωλήσης; ηρώτησεν ο Χάρρης</p>
+
+<p>&nbsp;— Τους μαύρους εκείνους οι οποίοι συνοδεύουσι την κυρίαν Βέλδων,
+απεκρίθη ο Νεγορός. Ο γέρων Τωμ δεν έχει ίσως μεγάλην αξίαν, αλλ' οι άλλοι
+τέσσαρες είναι εύρωστοι άνδρες, οι οποίοι θα πωληθούν ακριβά εις την αγοράν
+του Καζονδέ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Το πιστεύω, Νεγορέ, απεκρίθη ο Χάρρης. Τέσσαρες μαύροι καλώς
+συνγκεκροτημένοι και συνηθισμένοι εις την εργασίαν, μη ομοιάζοντες προς τα
+κτήνη εκείνα τα οποία μας έρχονται από το εσωτερικόν! Βεβαίως θα τους πωλήσης
+ακριβά, σύντροφε. Δούλοι, γεννηθέντες εις την Αμερικήν και αποσταλέντες εις τας
+αγοράς της Αγγόλας, είναι σπάνιον εμπόρευμα. — Αλλά, προσέθηκεν ο
+Αμερικανός, δεν με είπες υπήρχον χρήματα εντός του «Πίλγριμ»;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ω! Ολίγαι μόνον εκατοντάδες δολλαρίων τας οποίας διέσωσα.
+Ευτυχώς, έχω τας ελπίδας μου εις άλλας προσόδους. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ποίας λοιπόν, σύντροφε; ηρώτησε περιέργως ο Χάρρης. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τίποτε! απεκρίθη ο Νεγορός όστις εφάνη μεταμελούμενος διότι είπε
+περισσότερα παρ' όσα ήθελε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μένει τώρα να γίνωμεν κύριοι όλου αυτού του βαρυτίμου
+εμπορεύματος, είπεν ο Χάρρης. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μήπως είναι πολύ δύσκολον; ηρώτησεν ο Νεγορός. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι σύντροφε. Δέκα μίλια μακράν εντεύθεν, επί του Κοάνζα, είναι
+εστρατοπεδευμένη συνοδεία δούλων, οδηγούμενη υπό του άραβος Ιβν Χαμή, όστις
+περιμένει την επιστροφήν μου διά να διευθυνθή προς το Καζονδέ. Υπάρχουσιν εκεί
+περισσότεροι ιθαγενείς στρατιώται, παρ' όσοι απαιτούνται διά να αιχμαλωτίσωσι
+τον Δικ και τους μετ' αυτού. Αρκεί λοιπόν ο νεαρός φίλος μου να συλλάβη την
+ιδέαν να διευθυνθή προς τον Κοάνζαν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλ' άρα γε θα τω επέλθη αυτή η ιδέα; ηρώτησεν ο Νεγορός. </p>
+
+<p>&nbsp;— Βεβαίως, απήντησεν ο Χάρρης, επειδή είναι νοήμων και δεν ειμπορεί
+να υποπτεύση τον κίνδυνον όστις τον περιμένει. Ο Δικ Σανδ δεν θα σκεφθή να
+επανέλθη εις την παραλίαν διά της αυτής οδού, ην ηκολουθήσαμεν ομού, καθότι
+θα πλανηθή τότε εν τω μέσω των απεράντων εκείνων δασών. Είμαι βέβαιος, λοιπόν
+ότι θα ζητήση να φθάση είς τινα των ποταμών οίτινες ρέουσι προς την παραλίαν,
+ώστε να κατέλθη το ρεύμα του επί σχεδίας. Δεν ειμπορεί να πράξη άλλως, και το
+γνωρίζω, τούτο θα πράξη. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι . . . ίσως . . . ! . . απήντησεν ο Νεγορός σκεπτικός. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν πρέπει να λέγης ίσως, αλλά βεβαίως επανέλαβεν ο Χάρρης.
+Βλέπεις, Νεγορέ, είναι ως εάν έδιδον συνέντευξιν εις το νεαρόν φίλον μου επί των
+οχθών του Κοάνζα·</p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν, είπεν ο Νεγορός, δρόμον. Γνωρίζω τον Δικ Σανδ. Δεν θα
+βραδύνη μήτε επί μίαν ώραν, και πρέπει να τον προλάβωμεν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δρόμον λοιπόν, σύντροφε. </p>
+
+<p>Ο Χάρρης και ο Νεγορός ηγείροντο αμφότεροι, ότε ο θόρυβος όστις είχε
+διεγείρει την προσοχήν του Πορτογάλου επανελήφθη. Εγένετο κίνησίς τις των
+κλάδων μεταξύ των υψηλών παπύρων. </p>
+
+<p>Ο Νεγορός έστη και ήρπασε την χείρα του Χάρρη. </p>
+
+<p>Αίφνης, υπόκωφος υλακή ηκούσθη. Κύων ενεφανίσθη κάτωθι της όχθης, το
+στόμα έχων ανοικτόν και έτοιμος να ορμήση.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ο Δίγγος! έκραξεν ο Χάρρης. </p>
+
+<p>&nbsp;— Α! αυτήν την φοράν δεν θα μου διαφύγη! είπεν ο Νεγορός. </p>
+
+<p>Ο Δίγγος έμελλε να ορμήση κατ' αυτού, ότε ο Νεγορός, αρπάσας το πυροβόλον
+του Χάρρη, εσταμάτησε ταχέως και επυροβόλησε.<br />
+&nbsp;<br />
+Μακρά ωρυγή οδύνης απήντησεν εις την εκπυρσοκρότησιν, και ο Δίγγος
+εξηφανίσθη μεταξύ της διπλής σειράς της περιχειλούσης τον ρύακα. </p>
+
+<p>Ο Νεγορός κατήλθεν αμέσως εις την όχθην. </p>
+
+<p>Ρανίδες αίματος έστιζον κλάδους τινάς παπύρων, και μακρά γραμμή ερυθρά
+εφαίνετο επί των χαλίκων του ρύακος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τέλος, το κατηραμένον εκείνο ζώον έλαβε τα αντίποινά του! έκραξεν
+ο Νεγορός. </p>
+
+<p>Ο Χάρρης χωρίς να προφέρη λέξιν, παρέστη, εις όλην εκείνην την σκηνήν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ε Νεγορέ, είπεν, είχε λοιπόν ιδιαιτέραν απέχθειαν προς σε ο κύων
+ούτος;</p>
+
+<p>&nbsp;— Φαίνεται, Χάρρη, αλλά δεν έχη πλέον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και διατί σε εμίσει τόσον, σύντροφε;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ω! είναι παλαιά υπόθεσις η οποία έπρεπε να τακτοποιηθή μεταξύ
+αυτού και εμού.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Παλαιά υπόθεσις; . . . είπεν ο Χάρρης. </p>
+
+<p>Ο Νεγορός δεν είπε περισσότερα, και ο Χάρρης συνεπέρανεν ότι ο
+Πορτογάλλος τω απέκρυπτε συμβάν τι του παρελθόντος του, αλλά δεν επέμεινε να
+το μάθη. </p>
+
+<p>Μετά τινας στιγμάς αμφότεροι, καταβάντες την διεύθυνσιν του ρεύματος,
+διευθύνθησαν προς τον Κοάνζαν διά μέσου του δάσους. </p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'. </h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΚΑΘ' ΟΔΟΝ. </b></p>
+
+<p>
+<br />
+Η Αφρική! Το τοσούτον τρομερόν όνομα κατά τας παρούσας περιστάσεις, το όνομα
+τούτο όπερ έμελλε τέλος ν' αντικατασταθή εις το μέρος της Αμερικής, δεν ηδύνατο
+να εξαλειφθή ουδ' επί στιγμήν εκ της σκέψεως του Δικ Σανδ. Όταν ο νεαρός
+δόκιμος ανήρχετο εις την εξέτασιν προηγουμένων τινών εβδομάδων, εσκέπτετο
+πώς το «Πίλγριμ» προσήγγισεν επί τέλους εις το επικίνδυνον εκείνο παράλιον, πώς
+παρέκαμψε το ακρωτήριον Χορν και διήλθεν από του ενός ωκεανού εις τον άλλον.
+Βεβαίως, τώρα εννόει διατί, μεθ' όλην την ταχείαν πορείαν του πλοίου του, η γη
+τοσούτον βραδέως εφάνη, αφού το μήκος της περιστροφής, ην επρόκειτο να
+εκτελέση όπως φθάση εις την αμερικανικήν ακτήν είχε διπλασιασθή εν αγνοία του.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Η Αφρική! η Αφρική! επανελάμβανεν ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>Είτα αίφνης, ενώ ανεπόλει μετ' επιμονής τα συμβάντα του ανεξηγήτου εκείνου
+διάπλου, τω επήλθεν η ιδέα ότι η πυξίς είχε διαταραχθή. Ενθυμήθη ωσαύτως ότι ο
+πρώτος διαβήτης είχε θραυσθή, ότι η γραμμή του δρομομέτρου είχε κοπή, και
+τούτων πάντων ένεκα δεν ηδύνατο να καταμετρήση την ταχύτητα του «Πίλγριμ».
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, εσκέπτετο, δεν έμενε πλέον ειμή μία μόνη πυξίς εν τω πλοίω, μία
+μόνη της οποίας δεν ηδυνάμην να εξακριβώσω τας υποδείξεις . . . Νύκτα τινά
+αφυπνήσθην υπό της κραυγής του γέροντος Τωμ . . . Ο Νεγορός ήτο εκεί, εις την
+πρύμνην . . . Τι εζήτει εκεί, μήπως ήθελε να την παραπλανήση;</p>
+
+<p>Φως τι διεχέετο επί του πνεύματος του Δικ Σανδ. Ήπτετο της αληθείας διά του
+δακτύλου. εννόει τέλος παν το ύποπτον εν τη διαγωγή του Νεγορού. Έβλεπε την
+χείρα του εις όλην εκείνην την σειράν των γεγονότων, όσα επέφερον την
+καταστροφήν του «Πίλγριμ» και εξέθεσαν εις φοβερούς κινδύνους τους επιβάτας
+αυτού. </p>
+
+<p>Αλλά τι ήτο ο άθλιος εκείνος; Υπήρξεν άρα γε ναυτικός και το απέκρυπτε
+πάντοτε; Ήτο ικανός να συνδυάση τοιαύτην αποτρόπαιον μηχανορραφίαν
+μέλλουσαν να ρίψη το πλοίον εις την αφρικανικήν ακτήν;</p>
+
+<p>Όπως δήποτε, εάν έμενον εισέτι σκοτεινά τινα σημεία εις το παρελθόν, δεν
+ηδύνατο πλέον να παρουσιάζη τοιαύτα το παρόν. Ο νεαρός δόκιμος εγίνωσκε
+κάλλιστα ότι ευρίσκετο εν τη Αφρική, και λίαν πιθανώς εν τη απαισία εκείνη
+επαρχία της Αγγόλας, πλέον ή εκατόν μίλια μακράν της ακτής. Εγίνωσκεν ωσαύτως
+ότι η προδοσία του Χάρρη δεν ηδύνατο να τεθή υπό αμφιβολίαν. Εκ τούτου δε
+λογικώς συνεπέρανεν ότι παλαιά γνωριμία υπήρχεν μεταξύ του Αμερικανού και
+του Πορτογάλλου, ότι απαισία σύμπτωσις συνήνωσεν αυτούς επί της χώρας
+εκείνης και ότι συνεφωνήθη μεταξύ των σχέδιόν τι, του οποίου το αποτέλεσμα θα
+απέβαινεν ολέθριον εις τους ναυαγούς του «Πίλγριμ». </p>
+
+<p>Αλλά προς τι αι μοχθηραί εκείναι ενέργειαι; Ότι ο Νεγορός ήθελε να γίνη κύριος
+του Τωμ και των συντρόφων του διά να τους πωλήση ως δούλους εν τω τόπω
+εκείνω της σωματεμπορείας, ηδύνατο να το παραδεχθή. Ότι ο Πορτογάλλος,
+κινούμενος εξ αισθήματος έχθρας, εζήτει να εκδικηθή κατ' αυτού, και τούτο ήτο
+ευνόητον . . . Αλλά την κυρίαν Βέλδων, το μικρόν εκείνο παιδίον, πώς ήθελε να
+μεταχειρισθή ο άθλιος εκείνος!</p>
+
+<p>Εάν ο Δικ Σανδ ηδύνατο να ακούση ολίγας λέξεις εκ της συνομιλίας του Χάρρη
+και του Νεγορού, θα εγνώριζε πού να βασισθή και τίνες κίνδυνοι ηπείλουν την
+κυρίαν Βέλδων, μαύρους και αυτόν!</p>
+
+<p>Η θέσις ήτο φρικώδης, αλλ ο νεαρός δόκιμος δεν εδειλίασε. Πλοίαρχος εν τω
+πλοίω, θα έμενε πλοίαρχος και εν τη ξηρά. Εις αυτόν απέκειτο τα σώση την κυρίαν
+Βέλδων, τον μικρόν Ζακ, όλους εκείνους των οποίων την τύχην έθεσεν ο ουρανός
+εις χείρας του. Το νέον του έργον μόλις ήρχιζε. Θα το εξετέλει μέχρι τέλους. </p>
+
+<p>Μετά δύο ή τρεις ώρας καθ' ας το παρόν και το μέλλον συνώψισαν εις το
+πνεύμα του όλας τας καλάς και τας κακάς απόψεις — αι τελευταίαι δε αύται ήσαν
+δυστυχώς πολυαριθμότεραι — ο Δικ Σανδ ανηγέρθη σταθερός, αποφασιστικός.
+</p>
+
+<p>Αι πρώται φαύσεις της ημέρας εφώτιζον τότε τας υψηλάς κορυφάς του δάσους.
+Εξαιρέσει του δοκίμου και του Τωμ, πάντες εκοιμώντο.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ επλησίασε τον γέροντα μαύρον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τωμ, τω είπε χαμηλή τη φωνή, εννοήσατε τους βρυχηθμούς του
+λέοντος, εννοήσατε τας μηχανορραφίας του δουλεμπόρου, ηξεύρετε ότι ήμεθα εις
+την Αφρικήν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Μάλιστα, κύριε Δικ, το ηξεύρω. </p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν, Τωμ, ούτε λέξιν περί τούτου, μήτε εις την κυρίαν Βέλδων,
+μήτε εις τους συντρόφους σας. Πρέπει ημείς μόνοι να το ηξεύρωμεν, ημείς μόνοι
+να φοβώμεθα!</p>
+
+<p>&nbsp;— Μόνοι . . . πράγματι . . . είναι ανάγκη . . . απεκρίθη ο Τωμ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τωμ, επανέλαβεν ο δόκιμος, πρέπει να επαγρυπνώμεν αυστηρότερον
+ή πρότερον. Είμεθα εις τόπον εχθρών! και ποίων εχθρών και ποίον τόπον! Αρκεί
+μόνον να είπωμεν εις τους συντρόφους μας ότι επροδόθημεν υπό του Χάρρη διά
+να προφυλάττωνται. Θα εννοήσωσιν ότι πρέπει να φοβώμεθα επίθεσίν τινα των
+νομάδων Ινδών και τούτο αρκεί.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Δύνασθε να έχετε πλήρη βεβαιότητα επί της γενναιότητος και της
+αφοσιώσεως αυτών, κύριε Δικ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Το ηξεύρω, ως έχω και επί της συνέσεως και της πείρας σας. Θα με
+βοηθήτε, γέρον Τωμ;</p>
+
+<p>&nbsp;— Εις όλα και πανταχού, κύριε Δικ. </p>
+
+<p>Το σχέδιον όπερ ο Δικ Σανδ συνέλαβεν, επεδοκιμάσθη υπό του γηραιού
+μαύρου. Εάν ο Χάρρις συνελήφθη επ' αυτοφώρω προδίδων, πριν της ώρας τας
+ενεργείας τουλάχιστον, ο νεαρός δόκιμος και οι μετ' αυτού δεν διέτρεχον άμεσόν
+τινα κίνδυνον. Τωόντι, μόνη η συνάντησις των υπό τινων δούλων
+εγκαταλελειμμένων αλύσεων, μόνος ο απροσδόκητος βρυχηθμός του λέοντος
+προυκάλεσαν την αιφνηδίαν εξαφάνισιν του Αμερικανού. </p>
+
+<p>Ησθάνθη ότι ανεκαλύφθη, και έφυγε, πιθανώς πριν ή η μικρά συνοδεία την
+οποίαν ωδήγει φθάση εις το μέρος όπου ήθελε προσβληθή. Ο δε Νεγορός, του
+οποίου ο Δίγγος βεβαίως ανεγνώρισε την παρουσίαν κατά τας τελευταίας ημέρας
+της οδοιπορίας, φαίνεται ότι συνηνώθη μετά του Χάρρη όπως συνεννοηθώσιν από
+κοινού. Εν πάση περιπτώσει, ώραι τινες θα παρήρχοντο βεβαίως πριν ή ο Δικ Σανδ
+και οι μετ' αυτού προσβληθώσι και έδει να ωφεληθώσιν εκ του χρόνου εκείνου.
+</p>
+
+<p>Το μοναδικό σχέδιον ήτο να επανακάμψωσιν όσω το δυνατόν ταχύτερον εις την
+παραλίαν. Η παραλία εκείνη, ως είχε πάντα λόγον να πιστεύη ο νεαρός δόκιμος θα
+ήτο η της Αγγόλας. Άμα τη εκεί αφίξει, ο Δικ Σανδ θα προσεπάθει είτε προς βορράν
+είτε προς νότον να φθάση εις τα πορτογαλλικά ιδρύματα, ένθα οι σύντροφοί του
+θα ηδύναντο να περιμένωσιν εν ασφαλεία μέσον να επιστρέψωσιν εις την πατρίδα
+των. </p>
+
+<p>Αλλ' όπως εκτελέσωσι την επάνοδον ταύτην εις την παραλίαν, έπρεπεν άρα γε
+να επαναλάβωσι την οδόν ην είχον διατρέξει; Ο Δικ Σανδ δεν εσκέπτετο τούτο,
+διότι θα συνηντάτο μετά του Χάρρη, όστις είχεν εννοήσει σαφώς ότι αι περιστάσεις
+θα ηνάγκαζον τον νεαρόν δόκιμον να λάβη την συντομωτέραν οδόν. </p>
+
+<p>Τωόντι θα ήτο δυσχερές, ίνα μη είπωμεν ασύνετον ν' αρχίση πάλιν την διά
+μέσου του δάσους πορείαν, ήτις άλλως τε δεν θα απέληγεν ειμή εις το να ευρεθή
+εις το αυτό σημείον εξ ου ανεχώρησεν. Επίσης δε θα επέτρεπεν ούτω εις τους
+συνενόχους του Νεγορού να ακολουθήσωσι βέβαια ίχνη. Το μόνον λοιπόν μέσον
+όπερ παρουσιάζετο ήτο να διέλθωσι τον ποταμόν, του οποίου θα κατήρχοντο πάλιν
+βραδύτερον το ρεύμα, συγχρόνως δε ου μόνον αι προσβολαί των αγρίων θηρίων,
+άτινα μέχρι τότε ευτυχώς έμενον εις αρκετήν απόστασιν, θα ήσαν ολιγώτερον
+επίφοβοι, αλλά και αυταί αι επιθέσεις των ιθαγενών υπό τοιαύτας περιστάσεις
+παρουσίαζον ωσαύτως ολιγωτέραν σπουδαιότητα. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού άπαξ επιβαίνοντες στερεάς τίνος σχεδίας, καλώς
+οπλισμένοι, θα ευρίσκοντο υπό καλλιτέρας συνθήκας όπως αμυνθώσιν. Το παν
+λοιπόν ήτο πώς να εύρωσι το ύδωρ. Δέον ωσαύτως να προσθέσωμεν ότι
+λαμβανομένης υπ' όψιν της καταστάσεως της κυρίας Βέλδων και του μικρού Ζακ, ο
+τρόπος ούτος της μεταφοράς ήρμοζε κάλλιον.<br />
+&nbsp;<br />
+Χείρες βεβαίως δεν έλειπον όπως βαστάσωσι το ασθενές παιδίον. </p>
+
+<p>Εν ελλείψει του ίππου του Χάρρη, ηδύναντο μάλιστα να κατασκευάσωσι
+φορείον εκ κλάδων, επί του οποίου θα ανεβιβάζετο η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>Αλλά διά του τρόπου τούτου της μεταφοράς ήθελον απασχολήσει δύο εκ των
+μαύρων, ο δε Δικ Σανδ ήθελεν ευλόγως όλοι οι σύντροφοί του να είναι ελεύθεροι
+εις τας κινήσεις των διά πάσαν ενδεχομένην αιφνιδίαν προσβολήν. </p>
+
+<p>Είτα δε, κατά την κάθοδον του ρεύματος, ο νεαρός δόκιμος θα ευρίσκετο πάλιν
+εις το στοιχείον του. </p>
+
+<p>Το ζήτημα λοιπόν περιωρίζετο να μάθωσιν εάν υπήρχεν εις τα πέριξ ρυάκιόν τι
+δυνάμενον να χρησιμοποιηθή. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ εφρόνει τούτο δυνατόν, και ιδού διατί. </p>
+
+<p>Ο ποταμός όστις εξέβαλλεν εις τον Ατλαντικόν, εις το μέρος όπου εξώκειλε το
+«Πίλγριμ», δεν ηδύνατο να ανέρχηται πολύ προς βορράν, μήτε πολύ προς
+ανατολάς της επαρχίας, αφού οροσειρά πλησιεστάτη — αύτη εκείνη την οποίαν
+εξέλαβον ως τας Κορδελλιέρας — έκλειε τον ορίζοντα εκατέρωθεν. </p>
+
+<p>Λοιπόν, ή ο ποταμός κατήρχετο εκ των ύψεων εκείνων, ή έκαμπτε προς νότον,
+και κατά αμφοτέρας τας περιπτώσεις ο Δικ Σανδ ηδύνατο να βραδύνη μέχρις ου
+εύρη την διεύθυνσιν αυτού. </p>
+
+<p>Ίσως μάλιστα, πριν του ποταμού εκείνου, — καθότι είχε δικαίωμα να καλήται
+ούτω ως εκβάλων κατ' ευθείαν εις τον Ωκεανόν, — θα παρουσιάζετο ομόρρους τις
+αυτού, όστις θα ήρκει εις την μεταφοράν της μικράς συνοδείας. Εν πάση
+περιπτώσει, οίος δήποτε ρύαξ δεν θα ήτο μακράν. </p>
+
+<p>Πράγματι, κατά τα τελευταία μίλια της οδοιπορίας, η φύσις του εδάφους είχε
+μεταβληθή. </p>
+
+<p>Αι κλιτύες εχαμηλούντο και καθίσταντο υγραί. Εδώ και εκεί έρρεον στενά
+ρυάκια, μαρτυρούντα ότι το υπέδαφος περιείχε δίκτυον υδατώδες.<br />
+&nbsp;<br />
+Κατά την τελευταίαν ημέραν της πορείας, η συνοδεία παρέπλευσεν ένα των
+ρυάκων εκείνων των οποίων τα ύδατα, ερυθραθέντα υπό του σιδηρούχου οξειδίου,
+έψαυον τας ανωμάλους όχθας του. </p>
+
+<p>Να επανεύρωσιν αυτόν μήτε μακρόν μήτε δύσκολον ήτο. </p>
+
+<p>Προδήλως δεν θα ηδύνατο να κατέλθωσιν το χειμαρρώδες ρεύμα του, αλλά θα
+ήτο εύκολον να παρακολουθήσωσιν αυτόν μέχρι της εκβολής του είς τινα
+ομόρρουν μεγαλείτερον και ως εκ τούτου μάλλον πλευστόν. </p>
+
+<p>Τοιούτον υπήρξε το απλούστατον σχέδιον όπερ εσχημάτισεν ο Δικ Σανδ, αφού
+συνεσκέφθη μετά του γέροντος Τωμ. </p>
+
+<p>Eλθούσης της ημέρας, όλοι οι σύντροφοί των αφυπνίσθησαν ολίγον κατ'
+ολίγον. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων απέθεσε τον μικρόν της Ζακ, νυσταλέον έτι, εις τους βραχίονας
+της Ναν. </p>
+
+<p>Το παιδίον, αλλοιωθέν εκ του διαλείποντος πυρετού, επροξένει οίκτον εις τους
+βλέποντας. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων επλησίασε τον Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δικ, ηρώτησεν αφού τον παρετήρησεν, πού είναι ο Χάρρης; Δεν τον
+βλέπω. </p>
+
+<p>Ο νεαρός δόκιμος εσκέφθη ότι αφίνων τους συντρόφους του να νομίζωσιν ότι
+επάτουν το έδαφος της Βολιβίας, δεν έπρεπε να τοις κρύψη την προδοσίαν του
+Αμερικανού. </p>
+
+<p>Χωρίς λοιπόν να διστάση. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο Χάρρης, είπε, δεν είναι πλέον εδώ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μήπως επροχώρησεν εμπρός; ηρώτησε ζωηρώς η κυρία Βέλδων.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Έφυγε, κυρία Βέλδων, απήντησεν ο Δικ Σανδ. Ο Χάρρης εκείνος είναι
+προδότης, και είναι σύμφωνος μετά του Νεγορού όστις μας παρέσυρε μέχρις εδώ.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Προς ποίον σκοπόν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν ηξεύρω, αλλ' ό,τι ηξεύρω είναι ότι πρέπει να επανέλθωμεν όσον
+τάχος εις την παραλίαν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εκείνος ο άνθρωπος . . . προδότης! επανέλαβεν η κυρία Βέλδων. Το
+προησθανόμην. Και νομίζεις, Δικ, ότι είναι σύμφορος μετά του Νεγορού;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ούτω πρέπει να είναι, κυρία Βέλδων. Ο άθλιος εκείνος εις τα ίχνη
+μας. Η τύχη συνήνωσε τους δύο τούτους αχρείους και . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Και ελπίζω ότι δεν θα χωρισθώσιν, όταν τους επανεύρω, είπεν ο
+Ηρακλής. Θα σπάσω την κεφαλήν του ενός με την κεφαλήν του άλλου! προσέθηκεν
+ο γίγας εκτείνων τους δύο φοβερούς γρόνθους. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά το τέκνον μου! ανέκραξεν η κυρία Βέλδων. Αι περιποιήσεις τας
+οποίας ήλπιζον να τω παρέξω εις την έπαυλιν του Αγίου Ευτυχούς!</p>
+
+<p>&nbsp;— 0 Ζακ θα αναλάβη, απεκρίθη ο γέρων Τωμ, όταν πλησιάση εις το
+υγεινότερον μέρος της χώρας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δικ, επανέλαβεν η κυρία Βέλδων, είσαι βέβαιος ότι ο Χάρρης μας
+επρόδωσε;</p>
+
+<p>&nbsp;— Βεβαιότατος, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο νεαρός δόκιμος όστις
+επεθύμει να αποφύγη πάσαν εξήγησιν επί του αντικειμένου τούτου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τούτου ένεκα έσπευσε να προσθέση, παρατηρών τον γέροντα
+μαύρον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αυτήν την νύκτα, ο Τωμ και εγώ, ανεκαλύψαμεν την προδοσίαν του,
+και εάν δεν έφευγε πηδών επί του ίππου του, θα τον εφόνευον!</p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν η έπαυλις εκείνη; . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν υπάρχει εις τα πέριξ μήτε έπαυλις, μήτε χωρίον, μήτε κώμη,
+απεκρίθη ο Δικ Σανδ. Σας επαναλαμβάνω, κυρία Βέλδων, ότι πρέπει να
+επανέλθωμεν εις την παραλίαν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Διά της ιδίας οδού, Δικ;</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, κυρία Βέλδων, αλλά θα ακολουθήσωμεν ρεύμα τι το οποίον θα
+μας επαναφέρη ακόπως και ακινδύνως εις την θάλασσαν. Ακόμη ολίγα μίλια πεζή,
+και δεν αμφιβάλλω . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Ω! είμαι ισχυρά, Δικ! απεκρίθη η κυρία Βέλδων προσπαθούσα να
+καταβάλη την αδυναμίαν της. Θα περιπατήσω! Θα βαστάζω το τέκνον μου! . . . <br
+/>
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Είμεθα εδώ, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο Βαρθολομαίος, και θα
+βαστάσωμεν και υμάς. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, ναι . . . προσέθηκεν ο Αυγουστίνος. Δύο κλάδοι δένδρου, φύλλα
+επ' αυτών . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Ευχαριστώ, φίλοι μου, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, αλλά θέλω να
+περιπατήσω . . . Θα περιπατήσω. Εμπρός λοιπόν!</p>
+
+<p>&nbsp;— Εμπρός! είπεν ο νεαρός δόκιμος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δότε μοι τον Ζακ, είπεν ο Ηρακλής αρπάσας το παιδίον από τας
+αγκάλας της Ναν. Όταν δεν κρατώ τι κουράζομαι. </p>
+
+<p>Και ο αγαθός μαύρος έλαβε προσεκτικώς εις τας ευρώστους χείρας του το
+μικρόν κοιμώμενον παιδίον, όπερ ούτε αφυπνίσθη. </p>
+
+<p>Τα όπλα επιθεωρήθησαν μετά προσοχής. Όσαι έμενον ζωοτροφίαι
+συνηθροίσθησαν εις έν μόνον δέμα, εις τρόπον ώστε να δύναται να το βαστάζη
+είς.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Ακτέων το εφορτώθη εις τους ώμους του, και οι σύντροφοί του έμειναν
+τοιουτοτρόπως ελεύθεροι εις τας κινήσεις των. </p>
+
+<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος, του οποίου οι μακροί χαλύβδυνοι πόδες
+περιεφρόνουν πάντα κάματον, ήτο έτοιμος προς αναχώρησιν. </p>
+
+<p>Είχεν άρα γε παρατηρήσει την εξαφάνησιν του Χάρρη; Αδύνατον να
+βεβαιώσωμεν. Ολίγον τον έμελεν. </p>
+
+<p>Άλλως τε δε ευρίσκετο υπό το βάρος τρομεράς καταστροφής επελθούσης
+αυτώ.<br />
+&nbsp;<br />
+Τωόντι, σπουδαία ζημία, ο εξάδελφος Βενέδικτος έχασε το μικροσκόπιον και τας
+διόπτρας του. </p>
+
+<p>Ευτυχώς, ο Βαρθολομαίος εύρε τα δύο εκείνα πολύτιμα εργαλεία εν μέσω των
+μεγάλων χόρτων της στρωμνής του· αλλά, κατά την συμβουλήν του Δικ Σανδ, τα
+είχε φυλλάξει. </p>
+
+<p>Διά του τρόπου τούτου θα ήσαν βέβαιοι ότι το μεγάλον παιδίον θα έμενεν
+ήσυχον κατά την πορείαν, αφού ως ελέγετο δεν έβλεπε πέραν της άκρας της ρινός
+του. </p>
+
+<p>Τεθείς μεταξύ του Ακτέωνος και του Αυγουστίνου, μετά της ρητής διαταγής να
+μη τους εγκαταλείψη, ο αξιολύπητος Βενέδικτος ουδεμίαν αντίρρησιν έφερε, και
+ηκολούθησε την τάξιν του, ως τυφλός αγόμενος διά σχοινίου. </p>
+
+<p>Η μικρά συνοδεία δεν είχε προχωρήσει πεντήκοντα βήματα, ότε ο γέρων Τωμ
+την εσταμάτησεν αίφνης διά μιας λέξεως. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο Δίγγος; είπε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τωόντι ο Δίγγος δεν είναι εδώ, απεκρίθη ο Ηρακλής. </p>
+
+<p>Και διά της ισχυράς φωνής του εκάλεσε τον κύνα επανειλημένως.<br />
+&nbsp;<br />
+Ουδεμία υλακή απήντησεν. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ έμεινε σιωπηλός. Η απουσία του κυνός τον ελύπει, διότι θα
+προεφύλαττε την μικράν συνοδείαν από πάσης αιφνιδίας επιθέσεως. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μήπως ο Δίγγος ηκολούθησεν τον Χάρρην; ηρώτησεν ο Τωμ.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Τον Χάρρην . . όχι απήντησεν ο Δικ Σανδ, αλλά θα κατώρθωσε να ορμήση
+κατά τα ίχνη του Νεγορού. Τον εμυρίσθη εδώ πλησίον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο απαίσιος εκείνος μάγειρος δεν θα αργήση να λάβη μίαν σφαίραν!
+ανέκραξεν ο Ηρακλής. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εκτός εάν ο Δίγκος προφθάσει και τον πνίξη, απήντησεν ο
+Βαρθολομαίος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ίσως, είπεν ο νεαρός δόκιμος. Αλλά δεν δυνάμεθα να περιμένωμε την
+επιστροφήν του Δίγγου. Άλλως τε δε εάν ζη είναι αρκετά νοήμων ώστε να μας
+επανεύρη. Εμπρός λοιπόν!</p>
+
+<p>Ο καιρός ήτο θερμότατος. Ευθύς από της αυγής μεγάλα νέφη εκάλυπτον τον
+ορίζοντα. Ηπειλείτο θύελλα εν τω αέρι. Πιθανώς η ημέρα δεν θα ετελείωνε άνευ
+βροχής. Ευτυχώς το δάσος, αν και ολιγώτερον πυκνόν, διετήρει ολίγην δρόσον εις
+την επιφάνειαν του εδάφους. Εδώ και εκεί, υψίκομα δένδρα περιεκύκλουν
+λειμώνας κεκαλειμμένους υπό χόρτων υψηλών και πυκνών. Είς τινα μέρη,
+γιγανταίοι κορμοί, απηνθρακωμένοι ήδη, έκειντο κατά γης, — σημείον υπάρξεως
+γηπέδων ανθρακούχων, οία συναντά τις συχνάκις επί της αφρικανικής ηπείρου.
+Έπειτα, εις τα ανοικτά μέρη, των οποίων ο χλοερός τάπης ανεμιγνύετο μετά τίνων
+ροδίνων κλωνίων, τα άνθη εποίκιλλον τα χρώματά των, ζιγγιβέρεις κίτριναι ή
+κυαναί, λοβηλίαι ωχραί, ορχεοειδή ερυθρά, ακαταπαύστως επισκεπτόμενα υπό
+των γονιμοποιούντων αυτά εντόμων. </p>
+
+<p>Τα δένδρα δεν εσχημάτιζον πλέον τότε αδιαπεράστους συστάδας, αλλά τα είδη
+αυτών ήσαν ποικιλώτερα. </p>
+
+<p>Ήσαν ελαίαι, είδος φοινίκων, παρεχόντων έλαιον επιζήτητον εν Αφρική,
+βαμβακιαί, σχηματίζουσαι θάμνους υψηλούς οκτώ μέχρι δέκα ποδών, των οποίων
+τα ινώδη στελέχη παρήγον βάμβακα μακρόινον, σχεδόν ανάλογον προς τον του
+Φερναμπούκου. </p>
+
+<p>Εκεί κοπάλια εκκρίνοντα διά των υπό τινων εντόμων σχηματιζομένων οπών
+ευώδην ρητίνην, ρέουσαν μέχρι του εδάφους, ένθα εναπεθηκεύετο διά τας
+ανάγκας των ιθαγενών. </p>
+
+<p>Αλλαχού λεμονέαι, ροιαί εν αγρία καταστάσει και είκοσιν άλλα δενδροειδή
+φυτά, μαρτυρούντα την θαυμασίαν γονιμότητα του οροπεδίου εκείνου της
+κεντρικής Αφρικής. </p>
+
+<p>Εις πολλά μέρη ωσαύτως η όσφρησις προσεβάλλετο ευαρέστως υπό λεπτής
+τίνος οσμής βανίλλης, χωρίς να δύναταί τις να ανακαλύψη ποίον θαμνίον ανέδιδεν
+αυτήν</p>
+
+<p>Το σύνολον τούτο των δένδρων και φυτών εχλόαζεν αν και ήτο η ξηρά εποχή
+του έτους, και σπάνιαι θύελλαι επότιζον τα πλούσια εκείνα εδάφη.</p>
+
+<p>Ήτο λοιπόν η εποχή των πυρετών αλλά ως παρετήρησεν ο Λίβιγγστων, δύναταί
+τις εν γένει ν' απαλλαγή αυτών, φεύγων εκ του μέρους εις το οποίον προσεβλήθη
+υπ' αυτών. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ εγίνωσκε την παρατήρησιν ταύτην του μεγάλου περιηγητού και
+ήλπιζεν ότι ο μικρός Ζακ δεν θα την διέψευδε. </p>
+
+<p>Το είπε δε προς την κυρίαν Βέλδων, αφού παρετήρησεν ότι η περιοδική
+προσβολή δεν επανήλθεν ως εφοβούντο, και το παιδίον ανεπαύετο ησύχως εις τας
+αγκάλας του Ηρακλέους. </p>
+
+<p>Τοιουτοτρόπως εβάδιζον συνετώς και ταχέως.<br />
+&nbsp;<br />
+Ενίοτε εφαίνοντο πρόσφατα ίχνη διελεύσεως ανθρώπων ή ζώων.<br />
+&nbsp;<br />
+Οι κλάδοι των θάμνων και των βάτων αποκεχωρισμένοι ή τεθραυσμένοι επέτρεπον
+τότε να οδεύωσι μετ' ίσου βήματος. </p>
+
+<p>Αλλά, το πλείστον του χρόνου, πολλαπλά κωλύματα άτινα έπρεπε να
+υπερνικήσωσιν επεβράδυνον την πορείαν της μικράς συνοδείας προς μεγάλην
+δυσαρέσκειαν του Δικ Σανδ.<br />
+&nbsp;<br />
+Ήσαν λιάναι συμπεπλεγμέναι, τας οποίας δικαίως ηδύνατό τις να παραβάλη προς
+άτακτον εξαρτισμόν πλοίου, κληματίδες τινές όμοιοι προς δαμασκηνά ξίφη
+επίκυρτα, των οποίων η λεπίς θα ήτο πεποικιλμένη διά μακρών ακανθών, φυτικοί
+όφεις, μακροί πεντήκοντα μέχρις εξήκοντα ποδών, οίτινες είχον την ιδιότητα να
+στρέφωνται, όπως κεντώσι τον διαβάτην διά των οξέων κέντρων των. </p>
+
+<p>Οι μαύροι με τον πέλεκυν ανά χείρας, έκοπτον αφειδώς, αλλ' αι λιάναι εκείναι
+ανεφύοντο ακαταπαύστως από της επιφανείας του εδάφους μέχρι της κορυφής
+των υψηλοτάτων δένδρων, τα οποία περιέστεφον. </p>
+
+<p>Το ζωικόν βασίλειον δεν ήτο ολιγώτερον περίεργον του φυτικού βασιλείου εν
+τω μέρει εκείνω της επαρχίας. </p>
+
+<p>Τα πτηνά περιίπταντο απειράριθμα υπό την άφθονον εκείνην διακλάδωσιν,
+αλλ' εννοείται ότι ουδένα πυροβολισμόν είχον να φοβηθώσιν εκ μέρους
+ανθρώπων, οίτινες ουδέν άλλο εζήτουν ειμή να διέλθωσι κρυφίως και ταχέως. </p>
+
+<p>Υπήρχον εκεί μυριάδες μελεαγρίδων, ατταγάδες διαφόρων ειδών, δυσκόλως
+πλησιαζόμενοι, καί τινα των πτηνών εκείνων άτινα οι βόρειοι Αμερικανοί
+αποκαλούσι κατ' ονοματοποιίαν «βιπ πούαρ γουόλ» τριών δηλαδή συλλαβών
+παριστωσών ακριβώς τας κραυγάς των. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ και ο Τωμ ηδύναντο αληθώς να νομίσωσιν ότι ευρίσκοντο είς τινα
+επαρχίαν της νέας ηπείρου. </p>
+
+<p>Αλλά φευ! εγνώριζον πού ήσαν. </p>
+
+<p>Μέχρι τότε τα άγρια θηρία τοσούτον επικίνδυνα εν αφρική δεν είχον πλησιάσει
+την μικράν συνοδείαν. Είδον εις τον πρώτον εκείνον σταθμόν καμηλοπαρδάλεις τας
+οποίας ο Χάρρης θα υπεδείκνυε βεβαίως ως στρουθοκαμήλους — αλλ' εις μάτην
+την φοράν ταύτην. </p>
+
+<p>Τα ταχύποδα εκείνα ζώα διήρχοντο ταχέως, πτοηθέντα εκ της εμφανήσεως
+ανθρώπων εις τα σπανίως συχναζόμενα εκείνα δάση. </p>
+
+<p>Μακράν, εις την άκραν των λειμώνων υψούτο ενίοτε πυκνόν νέφος κονιορτού.
+</p>
+
+<p>Ήτο αγέλη βουβάλων καλπαζόντων μετά κρότου αμαξίων βαρέως φορτωμένων.
+</p>
+
+<p>Επί δύο μίλια, ο Δικ Σανδ ηκολούθησε τοιουτοτρόπως το ρεύμα του ρυακίου,
+όπερ ώφειλε να καταλήξη είς τινα σπουδαιότερον ποταμόν. </p>
+
+<p>Επεθύμει πολύ να εμπιστευθή τους συντρόφους του εις το ταχύ ρεύμα ενός
+των ποταμών της χώρας, φρονών ότι τοιουτοτρόπως οι κίνδυνοι και οι κόποι θα
+ήσαν ολιγώτεροι. </p>
+
+<p>Περί την μεταμεσημβρίαν, τρία μίλια είχον διανυθή άνευ δυσαρέστου τινός
+συναντήσεως. Ουδέν ίχνος Χάρρη ή Νεγορού. Ο Δίγγος δεν ανεφάνη. </p>
+
+<p>Έπρεπε να σταθμεύσωσιν όπως αναπαυθώσι και λάβωσιν ολίγην τροφήν. </p>
+
+<p>Η κατασκήνωσις εγένετο εντός λόχμης ινδοκαλάμων, ήτις εστέγασε καθ'
+ολοκληρίαν την μικράν συνοδείαν. </p>
+
+<p>Ολίγα είδον διαρκούντος του γεύματος. Η κυρία Βέλδων ανέλαβε πάλιν το
+μικρόν τέκνον της εις τας αγκάλας της· δεν απέσπα απ' αυτού τα βλέμματά της· δεν
+ηδύνατο να φάγη. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πρέπει να λάβητε ολίγην τροφήν, κυρία Βέλδων, τη επανέλαβε
+πολλάκις ο Δικ Σανδ. Τι θα γίνετε εάν σας λείψουν αι δυνάμεις; Φάγετε, φάγετε!
+Μετ' ολίγον θα αρχίσωμεν πάλιν την πορείαν μας και έν καλόν ρεύμα θα μας φέρη
+ακόπως εις την παραλίαν. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων παρετήρει ασκαρδαμυκτί τον Δικ Σανδ ενώ τη ωμίλει
+τοιουτοτρόπως. </p>
+
+<p>Οι φλογεροί οφθαλμοί του νεαρού δοκίμου εξέφραζον όλον το θάρρος υπό του
+οποίου κατείχετο. </p>
+
+<p>Βλέπουσα αυτόν τοιούτον, παρατηρούσα τους αγαθούς εκείνους μαύρους,
+γυνή ούσα και μήτηρ, δεν ήθελεν να απελπισθή εισέτι. Άλλως τε δε διατί να
+απελπισθή;</p>
+
+<p>Δεν ενόμιζεν ότι ευρίσκεται επί φιλοξένου γης;</p>
+
+<p>Κατ' αυτήν, η προδοσία του Χάρρη δεν ηδύνατο να έχη σοβαράς συνεπείας.
+</p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ εμάντευε τους διαλογισμούς αυτής και έκλινε την κεφαλήν.<br />
+&nbsp;</p>
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'</h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΑΙ ΚΑΚΑΙ ΟΔΟΙ ΤΗΣ
+ΑΓΓΟΛΑΣ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Κατ' εκείνην την στιγμήν, ο μικρός Ζακ αφιπνίσθη και επέρασε τους βραχίονάς του
+εις τον τράχηλον της μητρός του. Οι οφθαλμοί του ήσαν εις καλλιτέραν κατάστασιν.
+Ο πυρετός δεν είχεν επανέλθει. </p>
+
+<p>Είσαι καλλίτερα αγάπη μου; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων θλίβουσα το πάσχον
+τέκνον επί της καρδίας της.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, μήτερ, απεκρίθη ο Ζακ, αλλά διψώ ολίγον. Δεν ηδυνήθησαν να
+δώσωσιν εις το παιδίον ειμή ύδωρ δροσερόν, εκ του οποίου έπιεν ευχαρίστως
+ολίγας σταγόνας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και ο φίλος μου Δικ; ηρώτησεν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εδώ είμαι, απεκρίθη ο Δικ Σανδ πλησιάσας και λαβών την χείρα του
+παιδίου.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Και ο φίλος μου Ηρακλής . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Παρών ο Ηρακλής, κύριε Ζακ, απήντησεν ο γίγας πλησιάζων το
+αγαθόν του πρόσωπον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και ο ίππος; ηρώτησεν ο μικρός Ζακ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο ίππος; Ανεχώρησε, κύριε Ζακ, απεκρίθη ο Ηρακλής. Τώρα εγώ είμαι
+ο ίππος! Εγώ σας φέρω. Μήπως ευρίσκετε το κάλπασμα δυνατόν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι απεκρίθη ο μικρός Ζακ, αλλά τότε δεν έχω πλέον να κρατώ
+χαλινόν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ω! θα μου βάλετε χαλινόν, εάν θέλετε, είπεν ο Ηρακλής ανοίγων το
+πλατύ στόμα του, και θα με σύρετε όσον σας ευχαριστεί. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ηξεύρεις ότι εγώ σχεδόν δεν θα σύρω. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα έχετε άδικον, διότι έχω το στόμα σκληρόν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλ' η έπαυλις του κυρίου Χάρρη; . . . ηρώτησε και πάλιν το μικρόν
+παιδίον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα φθάσωμεν μετ' ολίγον, Ζακ, είπεν η κυρία Βέλδων. Ναι . . . μετ'
+ολίγον . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Θέλετε να επαναλάβωμεν την οδοιπορίαν; είπεν τότε ο Δικ Σανδ, διά
+να διακόψη την συνομιλίαν εκείνην. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, Δικ, εμπρός, απεκρίθη η κυρία Βέλδων. Ηγέρθησαν λοιπόν όλοι
+και η πορεία επανελήφθη κατά την αυτήν τάξιν.<br />
+&nbsp;<br />
+Έπρεπε να διέλθωσι διά μέσου της πυκνάδος, και να μη εγκαταλίπωσι το ρεύμα
+του ρυακίου.<br />
+&nbsp;<br />
+Ναι μεν υπήρχον άλλοτε εκεί ατραποί τινες αλλ' αι ατραποί εκείναι απέθανον, κατά
+την εγχώριον έκφρασιν, ήτοι ότι κατεπλημμύρησαν αυτάς άκανθαι και θάμνοι.
+</p>
+
+<p>Εδέησε τότε να διανήσωσιν έν μίλιον υπό τοιαύτας συνθήκας και να
+δαπανήσωσι προς τούτο τρεις ώρας. Οι μαύροι ειργάζοντο αδιακόπως. </p>
+
+<p>Ο Ηρακλής αφού παρέδωκε πάλιν τον μικρόν Ζακ εις την Ναν, έλαβε μέρος εις
+την εργασίαν, και οποίον μέρος!</p>
+
+<p>Εξέπεμπε κραυγάς ηχηράς οσάκις περιέστρεφε τον πέλεκυν, και μέγα άνοιγμα
+εγίνετο εκεί, ως εάν υπήρχε παμφάγον πυρ. </p>
+
+<p>Ευτυχώς η κοπιώδης εκείνη εργασία δεν έμελλε να διαρκέση πολύ. </p>
+
+<p>Αφού διήνυσαν το πρώτον εκείνο μίλιον, είδον ευρύ άνοιγμα διερχόμενον το
+δάσος και απολήγον πλαγίως του ρύακος του οποίου παρηκολούθει την ακτήν.
+</p>
+
+<p>Ήτο δίοδος ελεφάντων, και τα ζώα ταύτα, κατά εκατοντάδας βεβαίως, είχον την
+συνήθειαν να κατέρχονται το μέρος εκείνο του δάσους. </p>
+
+<p>Μεγάλαι οπαί, γενόμεναι από των ποδών των τεραστίων παχυδέρμων
+εχάρασσον έδαφος κάθυγρον κατά την εποχήν των βροχών και του οποίου η
+σπογγώδης φύσις ήτο κατάλληλος εις αποτύπωσιν τοιούτων ιχνών.<br />
+&nbsp;<br />
+Μετ' ολίγον εφάνη ότι η δίοδος εκείνη δεν εχρησίμευε μόνον εις τα γιγαντιαία
+εκείνα ζώα. </p>
+
+<p>Ανθρώπινα όντα πλέον ή άπαξ θα διήλθον εκείθεν, αλλ' ως θα την διήρχοντο
+ποίμνια κτηνωδώς οδηγούμενα εις το σφαγείον. </p>
+
+<p>Τήδε κακείσε, οστά ευρίσκοντο επί του εδάφους, υπόλοιπα σκελετών
+ημιφαγωθέντων υπό των αγρίων θηρίων και των οποίων τινές έφερον εισέτι τα
+δεσμά του δούλου. </p>
+
+<p>Εν τη κεντρική Αφρική υπάρχουσι μακροί οδοί κατεσπαρμέναι τοιουτοτρόπως
+υπό ανθρωπίνων λειψάνων. </p>
+
+<p>Εκατοντάδας μιλίων διανύουσιν αι συνοδείαι και πολλοί δυστυχείς πίπτουσι
+καθ' οδόν υπό την μάστιγα των οδηγών, θνήσκοντες υπό του κόπου ή των
+στερήσεων, δεκατιζόμενοι υπό των ασθενειών. </p>
+
+<p>Πόσοι πάλιν σφάζονται υπό αυτών τούτων των σωματεμπόρων, όταν
+ελείψωσιν αι ζοωτροφίαι! Ναι όταν δεν έχωσι πλέον να τους θρέψωσι, τους
+φονεύουσι διά του πυροβόλου, διά της σπάθης, διά της μαχαίρας και αι σφαγαί
+αύται δεν είναι σπάνιαι!</p>
+
+<p>Ούτω λοιπόν, συνοδείαι δούλων θα διήλθον την οδόν εκείνην. </p>
+
+<p>Επί έν μίλιον, ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού προσέκρουσαν ανά παν βήμα εις τα
+διεσπαρμένα εκείνα οστά, αποδιώκοντες πληθύν αιγοθήλων οίτινες διά βαρείας
+πτήσεως έφευγον εις την προσέγγισίν του και περιεστρέφοντο εν τω αέρι. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων παρετήρει χωρίς να βλέπη. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ έτρεμε μήπως τον εξετάση, καθότι διετήρει την ελπίδα ότι ήθελε την
+επαναφέρει εις την παραλίαν, χωρίς να τη αποκαλύψη ότι η προδοσία του Χάρρη
+τους είχεν αποπλανήσει εις επαρχίαν αφρικανικήν.<br />
+&nbsp;<br />
+Ευτυχώς η κυρία Βέλδων δεν εζήτει εξηγήσεις περί όσων έβλεπεν. </p>
+
+<p>Ηθέλησε να αναλάβη το τέκνον της, και ο μικρός Ζακ, κοιμώμενος περιέσπα
+όλην την σκέψιν της.</p>
+
+<p>Ο Ναν εβάδιζε πλησίον της, και μήτε η μία μήτε η άλλη απέτεινον εις τον
+νεαρόν δόκιμον τας τρομεράς ερωτήσεις, τας οποίας ούτος εφοβείτο.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο γέρων Τωμ επροχώρει με οφθαλμούς τεταπεινωμένους. </p>
+
+<p>Κάλλιστα εννόει διατί η ατραπός εκείνη ήτο κατεσπαρμένη υπό ανθρωπίνων
+οστέων. </p>
+
+<p>Οι σύντροφοι του παρετήρουν δεξιά και αριστερά έκπληκτοι, νομίζοντας ότι
+διήρχοντο απέραντον νεκροταφείον, του οποίου τους τάφους ανέτρεψε
+κατακλυσμός, αλλ' εβάδιζον σιωπηλώς.<br />
+&nbsp;<br />
+Εν τούτοις η κοίτη του ρυακίου εγίνετο βαθυτέρα και πλατυτέρα, συγχρόνως δε το
+ρεύμα αυτού ήτο ολιγώτερον χειμαρρώδες. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ ήλπιζεν ότι μετ' ολίγον ήθελε καταστή πλωτόν ή ότι θα εχύνετο εις
+άλλον τινά μεγαλύτερον ποταμόν, εισβάλλοντα εις τον Ατλαντικόν. </p>
+
+<p>Η μόνη λοιπόν απόφασις του νεαρού δοκίμου ήτο να ακολουθήση πάση θυσία
+το ρεύμα εκείνο. </p>
+
+<p>Ώστε δεν εδίστασε να εγκαταλείψη την δίοδον εκείνην, όταν είδεν ότι αύτη,
+ανερχομένη πλαγίως, απεμακρύνετο του ρυακίου. </p>
+
+<p>Η μικρά συνοδεία εισήλθεν εκ νέου εις το πυκνόν δάσος. </p>
+
+<p>Ώδευσε δε, τη βοηθεία του πελέκεως, διά μέσου των λιανών και των
+αδιαξιτήτως περιπεπλεγμένων κληματίδων. </p>
+
+<p>Αλλ' εάν τα φυτά εκείνα έφραττον το έδαφος, δεν ήτο όμως το πυκνόν εκείνο
+δάσος, όπερ εύρον κατά την είσοδον.<br />
+&nbsp;<br />
+Τα δένδρα εγίνοντο σπάνια. Μεγάλοι αστάχεις ινδοκαλάμων ωρθούντο μόνον
+άνωθεν των χόρτων, άτινα ήσαν τόσω υψηλά, ώστε μήτε ο Ηρακλής ηδύνατο να τα
+υπερβή κατά το ύψος. </p>
+
+<p>Η δίοδος της μικράς συνοδείας μόνον εκ της κινήσεως των στελεχών εκείνων
+ηδύνατο να παρατηρηθή. </p>
+
+<p>Κατά την ημέραν εκείνην, περί την τρίτην ώραν μετά μεσημβρίαν, η φύσις του
+εδάφους μετεβλήθη εντελώς. </p>
+
+<p>Ήσαν ευρείαι πεδιάδες αίτινες θα είχον καταπλημμυρισθή ολοτελώς κατά την
+εποχήν των βροχών. </p>
+
+<p>Το έδαφος μάλλον ελώδες, εκαλύπτετο υπό πυκνών βρύων, εφ' ων υπερέκειντο
+θελκτικώταται πτέριδες. Εάν εν τω μεταξύ συνήντων λοφίσκον τινά ξηρόν, αμέσως
+παρετήρουν τον φαιόν αιματίτην, τελευταία λείψανα βεβαίως πλουσίου τινός
+μεταλλικού στρώματος. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ ενθυμήθη τότε λίαν εγκαίρως, όσα είχεν αναγνώσει εν ταις
+περιοδείαις του Λιβηγγστώνος. </p>
+
+<p>Πλέον ή άπαξ ο τολμηρός περιηγητής εκινδύνευσε να ταφή εις τα έλη εκείνα,
+λίαν άπιστα εις τον πόδα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Προσέχετε, φίλοι μου, είπε προπορευόμενος. Δοκιμάζετε το έδαφος,
+πριν πατήσετε επ' αυτού.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τωόντι, είπεν ο Τωμ, θα έλεγέ τις ότι αυτά τα χώματα εποτίσθησαν
+από της βροχής και εν τούτοις δεν έβρεξε κατά τας τελευταίας ταύτας ημέρας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι απεκρίθη ο Βαρθολομαίος, αλλ' η καταιγίς δεν είναι μακράν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Λόγος ισχυρότερος, απήντησεν ο Δικ Σανδ, να σπεύσωμεν να
+υπερβώμεν το έλος τούτο πριν ή εκραγή. — Ηρακλή, λάβε πάλιν τον μικρόν Ζακ εις
+τας αγκάλας σου. Βαρθολομαίε, Αυγουστίνε, μένετε πλησίον της κυρίας Βέλδων,
+εις τρόπον ώστε να δυνηθήτε να την υποστηρίξετε εν ανάγκη. — Υμείς δε, κύριε
+Βενέδικτε. Ε! τι κάμνετε, κύριε Βενέδικτε;</p>
+
+<p>&nbsp;— Πίπτω! απεκρίθη απλούστατα ο εξάδελφος Βενέδικτος, όστις εγένετο
+άφαντος, ως εάν καταπακτή τις ηνεώχθη αιφνιδίως υπό τους πόδας του. </p>
+
+<p>Τωόντι ο δυστυχής εκείνος είχεν εμπέσει είς τινα χαράδραν και εβυθίσθη μέχρι
+της μέσης εντός στερεού πηλού. </p>
+
+<p>Τω έτεινον τας χείρας, και ηγέρθη πλήρης ιλύος, αλλά λίαν ευχαριστημένος
+διότι το πολύτιμον εντομολογικόν κιβώτιόν του δεν έπαθε τίποτε. </p>
+
+<p>Ο Ακτέων ετέθη πλησίον του, προσταχθείς να προλαμβάνη πάσαν νέαν πτώσιν
+του απροσέκτου μύωπος. </p>
+
+<p>Άλλως τε ο εξάδελφος Βενέδικτος κακώς εξελέξατο την χαράδραν εκείνην, εν ή
+κατεβυθίσθη. </p>
+
+<p>Ότε τον ανέσυρον εκ του βορβορώδους εκείνου εδάφους, πλήθος πομφολύγων
+ανήλθον εις την επιφάνειαν, αίτινες διαρραγείσαι ανέδωσαν αέρια πνιγηράς
+οσμής. </p>
+
+<p>Ο Λίβιγγστων όστις ενίοτε και μέχρι του στήθους εβυθίσθη εις τοιαύτην ιλύν,
+παρέβαλε τας γαίας ταύτας προς σύνολον υπερμεγεθών σπόγγων πεπλασμένων εκ
+γης μελαίνης και πορόδους, από των οποίων ανεπήδων άπειρα ρυάκεια, οσάκις ο
+πους επάτει επ' αυτών. </p>
+
+<p>Αι δίοδοι εκείναι ήσαν πάντοτε επικίνδυνοι. </p>
+
+<p>Επί ήμισυ μίλιον ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού ηναγκάσθησαν να βαδίζωσιν επί
+του σπογγώδους εκείνου εδάφους. </p>
+
+<p>Εγένετο μάλιστα τούτο τοσούτω κακόν, ώστε η κυρία Βέλδων εσταμάτησε,
+καθότι εβυθίζετο μέχρι κνήμης εν τη χαράδρα. </p>
+
+<p>Ο Ηρακλής, ο Βαρθολομαίος και Αυγουστίνος, θελήσαντες να την απαλλάξωσι
+από τον κόπον τοιαύτης δυσχερούς διαβάσεως της ελώδους εκείνης πεδιάδος,
+κατεσκεύασαν φορείον εξ ινδοκαλάμων, επί του οποίου εκείνη συγκατετέθη να
+αναβή. </p>
+
+<p>Ο Μικρός Ζακ ετέθη εις τας αγκάλας της και ήρχισαν πάλιν να διασχίζωσιν όσω
+το δυνατόν ταχύτερον το λοιμώδες εκείνο έλος.<br />
+&nbsp;<br />
+Αι δυσχέρειαι υπήρξαν μεγάλαι. </p>
+
+<p>Ο Ακτέον εκράτει ισχυρώς τον εξάδελφον Βενέδικτον. </p>
+
+<p>Ο Τωμ εβοήθει την Ναν, ήτις άνευ αυτού πολλάκις θα εβυθίζετο είς τινα
+ρωγμήν.</p>
+
+<p>Οι τρεις άλλοι μαύροι εβάσταζον το φορείον. </p>
+
+<p>Προπορευόμενος ο Δικ Σανδ εξήταζε το έδαφος. </p>
+
+<p>Η εκλογή της θέσεως, όπου έπρεπε να θέσωσι τον πόδα δεν εγίνετο ευκόλως.
+</p>
+
+<p>Έπρεπε κατά προτίμησιν να βαδίζωσιν επί των οφρύων, τας οποίας εκάλυπτε
+πυκνόν και σκληρόν χόρτον αλλά πολλάκις δεν ευρίσκετο σημείον στηρίγματος και
+εβυθίζοντο μέχρι γόνατος εν τω βορβόρω. </p>
+
+<p>Τέλος, περί την πέμπτην ώραν της εσπέρας, υπερπηδηθέντος του έλους το
+έδαφος επανέλαβεν αρκούσαν σκληρότητα, χάρις εις την αργιλώδη φύσιν του αλλ'
+ησθάνετό τις υγρόν εις τα υποκάτωθεν. </p>
+
+<p>Προφανώς τα εδάφη εκείνα ήσαν χαμηλώτερα των γειτονικών αυτών ποταμών,
+και το ύδωρ διέρεε διά των πόρων. </p>
+
+<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν, η θερμότης κατέστη υπερβολική. Θα ήτο μάλιστα
+αφόρητος, εάν πυκνά θυελλώδη νέφη δεν παρενεβάλλοντο μεταξύ των φλογερών
+ακτίνων και του εδάφους. </p>
+
+<p>Μακρυναί αστραπαί ήρχιζον να διασχίζωσι τα νέφη και υπόκωφοι βρονταί
+εμυκώντο εις τα βάθη του ουρανού. Έμελλε να εκραγή τρομερά θύελλα. </p>
+
+<p>Οι τοιούτοι κατακλυσμοί είναι φοβεροί εις αφρικήν, βροχαί χειμαρρώδεις,
+ανεμοστρόβιλοι εις ους και αυτά τα στερεότερα δεν δύνανται να ανθέξωσι,
+κεραυνοί αλλεπάλληλοι, τοιαύτη η πάλη των στοιχείων υπό το πλάτος εκείνο. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ εγίνωσκε τούτο καλώς, και κατελήφθη υπό μεγίστης ανησυχίας. Δεν
+ηδύναντο να διέλθωσι την νύκτα αστέγαστοι. </p>
+
+<p>Η πεδιάς ηδύνατο να κατακλυσθή και ουδέν μέρος εφαίνετο κατάλληλον να
+χρησιμεύση ως καταφύγιον. </p>
+
+<p>Αλλά το καταφύγιον πού να το ζητήσωσιν εις το έρημον εκείνο άνευ δένδρων,
+άνευ θάμνων, κοίλωμα;</p>
+
+<p>Και αυτά τα έγκατα του εδάφους δεν θα το έδιδαν. </p>
+
+<p>Εις δύο πόδας υπό την επιφάνειαν θα εύρισκον ύδωρ. </p>
+
+<p>Εντούτοις προς βορράν σειρά λόφων ουχί υψηλών εφαίνετο περιορίζουσα την
+ελώδη πεδιάδα. </p>
+
+<p>Ωμοίαζεν ως το πλαίσιον της κοιλότητος του εδάφους</p>
+
+<p>Δένδρα τινά εφαίνοντο επί της τελευταίας τινός ζώνης μάλλον ανοιχτής, την
+οποίαν τα νέφη εσχημάτιζον εις την γραμμήν του ορίζοντος. </p>
+-2-
+<p>Εκεί, εάν δεν ευρίσκετο εισέτι καταφύγιον, η μικρά συνοδεία δεν θα
+εκινδύνευε τουλάχιστον να καταληφθή υπό της επερχομένης θυέλλης. </p>
+
+<p>Εκεί ήτο ίσως η σωτηρία πάντων. — Εμπρός, φίλοι μου, εμπρός!
+επανελάμβανεν ο Δικ Σανδ. Τρία μίλια εισέτι, και θα ήμεθα εν πλειοτέρα ασφάλεια
+ή εν τη πεδιάδι. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εμπρός! εμπρός! ανέκραξεν ο Ηρακλής. Ο αγαθός μαύρος ήθελε να
+λάβη όλους εις τας αγκάλας του και να τους φέρη αυτός μόνος. </p>
+
+<p>Αι λέξεις αύται ενεψύχουν τους θαρραλέους εκείνους ανθρώπους, και μεθ'
+όλους τους καμάτους μιας ημέρας πορείας επροχώρουν ταχύτερον τότε ή κατά την
+έναρξιν της οδοιπορείας. </p>
+
+<p>Όταν εξεράγη η θύελλα, το μέρος εις ο έπρεπε να φθάσωσιν ευρίσκετο εισέτι
+δύο μίλια μακράν. Ευτυχώς η βροχή δεν συνώδευσε τας πρώτας αστραπάς, αίτινες
+αντηλλάγησαν μεταξύ του εδάφους και των ηλεκτρικών νεφών. </p>
+
+<p>Η σκοτία τότε εγένετο σχεδόν τελεία, ει και ο ήλιος δεν εξηφανίσθη όπισθεν
+του ορίζοντος. </p>
+
+<p>Αλλ' ο θόλος των ατμών εταπεινούτο ολίγον κατ' ολίγον, ως εάν ηπείλει να
+καταρρεύση — κατάρρευσις ήτις έμελλε να διαλυθή εις βροχήν χειμαρρώδη.<br />
+&nbsp;<br />
+Αστραπαί, ερυθραί ή κυαναί, διέσχιζον αυτόν εις μύρια μέρη και περιέζωνον την
+πεδιάδα δι' αδιεξιτήτου δικτύου πυρών. </p>
+
+<p>Εικοσάκις ο Δικ και οι μετ' αυτού εκινδύνευσαν να κεραυνοβοληθώσιν. </p>
+
+<p>Επί του οροπεδίου εκείνου του αδένδρου, εσχημάτιζον τα μόνα εξέχοντα
+σημεία και ηδύναντο να ελκύσωσι τας ηλεκτρικάς βολάς. </p>
+
+<p>Ο Ζακ, αφυπνισθείς υπό των κρότων του κεραυνού, εκρύπτετο εις τας αγκάλας
+του Ηρακλέους. </p>
+
+<p>Εφοβήθη μεν το πτωχόν παιδίον, αλλά δεν ήθελε να το αποδείξη εις την μητέρα
+του διά να μη την λυπήση περισσότερον. </p>
+
+<p>Ο Ηρακλής, οδεύων μεγάλοις βήμασι, τον παρηγόρει όσον ηδύνατο. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μη φοβείσθε, Ζακάκι, επανελάμβανεν. Εάν ο κεραυνός μας
+πλησιάση, θα τον σπάσω εις δύο με την μίαν μόνον χείρα. Είμαι δυνατώτερος
+αυτού. </p>
+
+<p>Και αληθώς, η δύναμις του γίγαντος καθησύχαζεν ολίγον τον μικρόν Ζακ. </p>
+
+<p>Εν τούτοις δεν θα εβράδυνε να πέση και τότε τα νέφη εκείνα συμπυκνούμενα
+θα κατέρριπτον χειμάρρους. </p>
+
+<p>Τι θα εγίνοντο η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής, εάν δεν εύρισκον καταφύγιόν
+τι;</p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ έστη προς στιγμήν πλησίον του γέροντος Θωμά. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι να πράξωμεν; είπε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Να εξακολουθήσωμεν την πορείαν μας, κύριε Δικ, απήντησεν ο Τωμ.
+Δεν ειμπορούμεν να μείνωμεν εις αυτήν την πεδιάδα, την οποίαν θα μεταβάλη μετ'
+ολίγων εις βάλτον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, Τωμ, όχι! αλλά καταφύγιον πού; ποίον; έστω και μία καλύβη! . . .
+</p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ διέκοψε αποτόμως την φράσιν του. Αστραπή τις λευκοτέρα
+εφώτισεν όλην την πεδιάδα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι βλέπω εκεί, έν τέταρτον μιλίου μακράν; . . . ανέκραξεν ο Δικ Σανδ.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, και εγώ είδον . . . . απεκρίθη ο γέρων Τωμ κινών την κεφαλήν.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν είναι στρατόπεδον;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, κύριε Δικ . . . θα είναι στρατόπαιδον ιθαγενών. </p>
+
+<p>Νέα αστραπή επέτρεψε να παρατηρήσωσι καθαρώτερον το στρατόπαιδον
+εκείνο, όπερ κατείχε μέρος της απεράντου πεδιάδος. </p>
+
+<p>Εκεί πράγματι υψούτο εκατοντάς κωνικών σκηνών, συμμέτρως τεταγμένων και
+εχουσών ύψος δώδεκα μέχρι δεκαπέντε ποδών. Άλλως τε δε ούτε είς στρατιώτης
+εφαίνετο. </p>
+
+<p>Μήπως ήσαν κεκλεισμένοι υπό τας σκηνάς των, όπως αφήσωσι να παρέλθη η
+θύελλα, ή μήπως το στρατόπεδον ήτο εγκαταλελειμένον;</p>
+
+<p>Εν τη πρώτη περιπτώσει ο Δικ Σανδ, οίαι δήποτε και αν ήσαν αι απειλαί του
+ουρανού, έπρεπε να φύγη όσον τάχιστα· Εν τη δευτέρα εκεί θα ήτο ίσως το
+ζητούμενον καταφύγιον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα το μάθω, είπεν. </p>
+
+<p>Είτα, αποτεινόμενος προς τον γέροντα Τωμ·<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Μείνετε, εδώ, προσέθηκε. Να μη με ακολουθήση κανείς. Θα υπάγω να
+κατασκοπεύσω το στρατόπεδον εκείνο. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αφήσατε να σας συνοδεύση είς εξ ημών, κύριε Δικ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, Τωμ. Θα υπάγω μόνος. Ειμπορώ να πλησιάσω, χωρίς να φανώ.
+Μείνετε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Η μικρά συνοδεία, ης προεπορεύοντο ο Τωμ και ο Δικ Σανδ, έστη. Ο
+νεαρός δόκιμος απεσπάσθη αμέσως και εγένετο άφαντος εν μέσω της σκοτίας, ήτις
+ήτο βαθυτάτη, όταν αι αστραπαί δεν διέσχιζον τα νέφη.</p>
+
+<p>Μεγάλαι σταγόνες βροχής ήρχιζον ήδη να πίπτωσι. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι συμβαίνει; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων πλησιάσασα τον γέροντα
+μαύρον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είδομεν ένα στρατόπεδον, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο Τωμ, έν
+στρατόπεδον . . . ή ίσως χωρίον, και ο πλοίαρχός μας ηθέλησε να υπάγη να το
+κατασκοπεύση, πριν μας φέρη εκεί. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων ηρκέσθη εις την απάντησιν εκείνην. </p>
+
+<p>Μετά τρία λεπτά, ο Δικ Σανδ επέστρεψεν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Έλθετε! Έλθετε! έκραξε διά φωνής μαρτυρούσης όλην την
+ευχαρίστησίν του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Το στρατόπεδον είναι εγκαταλελειμένον; ηρώτησεν ο Τωμ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν είναι στρατόπεδον! απεκρίθη ο νεαρός δόκιμος, μήτε χωρίον!
+είναι μυρμηκιαί. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μυρμηκιαί! ανέκραξεν ο εξάδελφος Βενέδικτος, τον οποίον εξήγειρεν
+η λέξις αύτη. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, κύριε Βενέδικτε, αλλά μυρμηκιαί υψηλαί δώδεκα πόδας
+τουλάχιστον, και εις τας οποίας θα προσπαθήσωμεν να χωθώμεν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά τότε απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος θα είναι μυρμηκιαί των
+φιλοπολέμων ή των αδηφάγων τερμιτών! Μόνον τα ευφυή ταύτα έντομα εγείρουσι
+τοιαύτα μνημεία, τα οποία θα ετίμων και τους περιφημοτέρους αρχιτέκτονας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είτε είναι είτε δεν είναι τερμίται, κύριε Βενέδικτε, απήντησεν ο Δικ
+Σανδ, πρέπει να τους εκτοπίσωμεν και να καταλάβωμεν την θέσιν των. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα μας καταφάγωσι. Και θα έχωσι δίκαιον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δρόμον, δρόμον!</p>
+
+<p>&nbsp;— Περιμένετε δα! είπε πάλιν ο εξάδελφος Βενέδικτος. Ενόμιζον ότι αι
+μυρμηκιαί αύται ευρίσκονται μόνον εις την Αφρικήν!</p>
+
+<p>&nbsp;— Εμπρός! έκραξε διά τελευταίαν φοράν ο Δικ Σανδ με είδος τι
+αποτομότητος, τόσον εφοβείτο μήπως ήκουσεν η κυρία Βέλδων την υπό του
+εντομολόγου προφερθείσαν τελευταίαν ταύτην λέξιν. </p>
+
+<p>Ηκολούθησαν τον Δικ Σανδ εν πάση σπουδή. Είχεν εγερθή μανιώδης άνεμος.
+Παχείαι σταγόνες χιόνος έπιπτον επί του εδάφους. Μετ' ολίγας στιγμάς, η λαίλαψ
+θα καθίστατο αφόρητος. </p>
+
+<p>Μετ' ολίγον έφθασαν εις ένα των εν τη πεδιάδι ορθουμένων εκείνων κώνων,
+όσον δε και αν ήσαν απειλητικοί οι τερμίται, δεν έπρεπε να διστάσωσιν όπως
+συμμεθέξωσι την κατοικίαν των, εάν δεν ήθελον δυνηθή να τους αποδιώξωσι.</p>
+
+<p>Εις το κάτω μέρος του κώνου, κατασκευασμένη εξ είδους τινος ερυθρωπής
+αργίλου, ηνοίγετο στενωτάτη οπή, την οποίαν ο Ηρακλής επλάτυνεν εις ολίγας
+στιγμάς διά της μαχαίρας του, ούτως ώστε να δύναται να διέλθη δι' αυτής
+άνθρωπος ως αυτός. </p>
+
+<p>Προς μεγίστην έκπληξιν του εξαδέλφου Βενεδίκτου δεν ενεφανίσθη ούτε είς εκ
+των χιλιάδων εκείνων των τερμιτών, οίτινες έπρεπε να κατέχωσι την μυρμηκιάν. Ο
+κώνος λοιπόν ήτο εγκαταλελειμένος;</p>
+
+<p>Ευρυνθείσης της οπής, ο Δικ και οι μετ' αυτού εισήλθον εκεί και ο Ηρακλής
+εξηφανίσθη τελευταίος, καθ' ήν στιγμήν η βροχή έπιπτε μετά τοσαύτης μανίας,
+ώστε εφαίνετο σβύνουσα τας αστραπάς. </p>
+
+<p>Αλλά δεν εφοβούντο πλέον την καταιγίδα εκείνην. Ευτυχής συγκυρία είχε
+προμηθεύσει εις την μικράν συνοδείαν το στερεόν εκείνο καταφύγιον, καλλίτερον
+σκηνής, καλλίτερον καλύβης ιθαγενούς. </p>
+
+<p>Ήτο είς εκ των κώνων εκείνων οίτινες κατά την σύγκρισιν του υποπλοιάρχου
+Καμερών, ένεκεν της υπό τοσούτω μικρών εντόμων κατασκευής αυτών, είναι
+καταπληκτικότεροι των πυραμίδων της Αιγύπτου, οικοδομηθεισών υπό
+ανθρωπίνων χειρών. </p>
+
+<p>«Είναι λέγει, ως εάν λαός τις έκτισε το όρος Έβερστ το υψηλότερον των
+Ιμαλαΐων ορέων!»</p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'.</h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΜΑΘΗΜΑ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΥΡΜΗΚΩΝ
+ΕΝ ΜΥΡΜΗΚΩΝΙ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Κατ' εκείνην την στιγμήν, η θύελλα εξερήγνυτο μετά βιαιότητος αγνώστου εις τα
+εύκρατα πλάτη. </p>
+
+<p>Κατά θείαν πρόνοιαν ο Δικ Σανδ και μετ' αυτού εύρον το καταφύγιον εκείνο.
+</p>
+
+<p>Τωόντι η βροχή δεν έπιπτε πλέον κατά σταγόνας διακεκριμένας, αλλά κατά
+ρύακας ύδατος ποικίλου πάχους. </p>
+
+<p>Ενίοτε ήτο συμπαγής μάζα και ομοιάζουσα καταρράκτην, Νιαγάραν. </p>
+
+<p>Φαντασθήτε εναέριον δεξαμενήν, περιέχουσαν ολόκληρον θάλασσαν, και
+ανατρεπομένην αιφνιδίως. </p>
+
+<p>Υπό τοιαύτας ροάς το έδαφος πλημμυρίζει, αι πεδιάδες μεταβάλλονται εις
+λίμνας, οι ρύακες εις χειμάρρους, οι ποταμοί εκχειλίζουσι και καλύπτουσιν
+ευρυτάτας εκτάσεις. </p>
+
+<p>Εναντίον του ό,τι συμβαίνει εις τας ευκράτους ζώνας ένθα αι θύελλαι δεν
+έχουσι μεγάλην διάρκειαν, εν Αφρική, όσον ισχυραί και αν ήναι, διαρκούσιν
+ημέρας ολοκλήρους.<br />
+&nbsp;<br />
+Πώς τόσος ηλεκτρισμός αποθηκεύεται εις τα νέφη; πώς τόσοι ατμοί συσωρεύονται;
+είναι δύσκολον να το εξηγήση τις.<br />
+&nbsp;<br />
+Και όμως συμβαίνει και δύναταί τις να υποθέση ότι μετεφέρθη εις τας εκτάκτους
+εποχάς της κατακλυσμιαίας περιόδου. Ευτυχώς ο μηρμηκών, πυκνότατος κατά τας
+πλευράς ήτο εντελώς αδιαπέραστος. </p>
+
+<p>Καλύβη καστόρων, εκ πηλού καλώς κατεργασθείσα, δεν θα ήτο μάλλον
+στεγανή. </p>
+
+<p>Χείμαρρος ηδύνατο να διέλθη υπεράνω αυτού, χωρίς ουδέ μία σταγών να
+εισδύση διά των πόρων αυτού. </p>
+
+<p>Άμα ο Δικ και οι μετ' αυτού κατέλαβον τον κώνον, ησχολήθησαν να εξετάσωσι
+την εσωτερικήν διασκευήν. Ήναψαν λυχνίαν και ο μυρμηκών εφωτίσθη επαρκώς.
+</p>
+
+<p>Ο κώνος εκείνος είχε δώδεκα ποδών ύψος και ένδεκα πλάτος, εκτός του
+ανωτέρου μέρους όπερ εστρογγυλούτο εν σχήματι κεφαλοσακχάρου.<br />
+&nbsp;<br />
+Πανταχού, το πάχος των πλευρών ήτο ενός ποδός περίπου, κενόν τι δε υπήρχε
+μεταξύ των σειρών των κυψελών, αίτινες εκάλυπτον αυτάς. </p>
+
+<p>Αν και εκπλήττεται τις διά την κατασκευήν τοιούτων κτιρίων, οφειλομένων εις
+τας βιομηχανικάς φάλαγγας εντόμων, ουχ' ήττον είναι αληθές ότι ευρίσκονται
+συχνάκις εις τα ενδότερα της Αφρικής. </p>
+
+<p>Ολλανδός τις περιηγητής του παρελθόντος αιώνος, ο Σμήθμαν, ανήλθε μετά
+τεσσάρων συντρόφων του εις την κορυφήν ενός τοιούτου κώνου. </p>
+
+<p>Εν τω Λουνδέ, ο Λίβιγγστων παρετήρησε πολλούς τοιούτους μυρμηκώνας,
+εκτισμένους δι' ερυθράς αργίλου και έχοντες ύψος δεκαπέντε και είκοσι ποδών.<br
+/>
+&nbsp;<br />
+Ο υποπλοίαρχος Καμερών εξέλαβε πολλάκις ως στρατόπεδον τας συσσωρεύσεις
+ταύτας των κώνων, αίτινες ωρθούντο εν τη πεδιάδι της Νυαγγβέ. </p>
+
+<p>Έστη μάλιστα ενώπιον αληθών οικοδομημάτων, ουχί είκοσι ποδών, αλλά
+τεσσαράκοντα και πεντήκοντα, τεραστίων στρογγύλων κώνων κοσμουμένων διά
+κωδωνίσκων ως ο θόλος καθεδρικού ναού, ως εκείνους τους οποίους κέκτηται η
+μεσημβρινή Αφρική. </p>
+
+<p>Εις ποίον είδος μυρμήκων ωφείλετο η θαυμασία οικοδομή των μυρμηκώνων
+τούτων;</p>
+
+<p>&nbsp;— Εις τον φιλοπόλεμον τερμίτην, είχεν αποκριθή αδιστάκτως ο
+εξάδελφος Βενέδικτος, άμα αναγνωρίσας την φύσιν της ύλης εξ ης
+κατεσκευάσθησαν. </p>
+
+<p>Και πράγματι, αι πλευραί ήσαν κατεσκευασμέναι εξ ερυθρωπής αργίλου. Εάν
+ήσαν κατεσκευασμέναι εξ άλλης γης, θα απεδίδοντο εις τον «δηκτικόν τερμίτην» ή
+τον «άγριον τερμίτην». </p>
+
+<p>Ως βλέπομεν τα έντομα ταύτα έχουσιν ονόματα ήκιστα ενθαρρυντικά, άτινα
+μόνον εις σπουδαίον εντομολόγον, οίος ήτο ο εξάδελφος Βενέδικτος ηδύναντο να
+αρέσκωσι.<br />
+&nbsp;<br />
+Το κεντρικόν μέρος του θόλου, εν τω οποίω κατ' αρχάς η μικρά συνοδεία εύρε
+θέσιν και όπερ εσχημάτιζε το εσωτερικόν κενόν, δεν θα ήρκη να την περιλάβη·
+αλλά ευρείαι κοιλότητες αλλεπάλληλοι εσχημάτιζον τοσαύτας καλύβας, εν ταις
+οποίαις άνθρωπος μεσαίου αναστήματος ηδύνατο να συμμμαζευθή. </p>
+
+<p>Φαντασθήτε σειράν ερμαρίων ανοικτών, εις το βάθος δε των ερμαρίων
+εκείνων, εκατομμύρια κοιλωμάτων κατειλημμένων υπό τερμιτών, και θα εννοήσετε
+ευκόλως την εσωτερικήν διασκευήν του μυρμηκώνος. </p>
+
+<p>Εν συντόμω, τα ερμάρια εκείνα ήσαν επιτεθειμένα επαλλήλως ως αι κλίναι των
+κοιτωνίσκων των πλοίων, και εις τα ανώτερα πλαίσια κατέφυγον η κυρία Βέλδων, ο
+μικρός Ζακ, η Ναν και ο εξάδελφος Βενέδικτος.<br />
+&nbsp;<br />
+Εις το κατώτερον πάτωμα συνεσπειρώθησαν ο Αυγουστίνος, ο Βαρθολομαίος και ο
+Ακτέων.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ, ο Τωμ και ο Ηρακλής έμειναν εις το κατώτερον μέρος του κώνου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Φίλοι μου, είπε τότε προς τους δύο μαύρους ο νεαρός δόκιμος, το
+έδαφος αρχίζει να υγραίνηται. Πρέπει λοιπόν να το επιχωματώσωμεν ρίπτοντες επ'
+αυτού την άργιλον της βάσεως· αλλ' ας προσέξωμεν μη φράξωμεν την οπήν δι' ης
+εισέρχεται ο εξωτερικός αήρ. Δεν πρέπει να κινδυνεύσωμεν να πνιγώμεν εντός του
+μυρμηκώνος τούτου!</p>
+
+<p>&nbsp;— Μίαν μόνην νύκτα θα διέλθωμεν εδώ, απεκρίθη ο γέρων Τωμ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν, ας προσπαθήσωμεν να αναπαυθώμεν ύστερον από τόσους
+κόπους. Από δέκα ήδη ημερών, είναι η πρώτη φορά καθ' ήν δεν θα κοιμηθώμεν εις
+το ύπαιθρον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Από δέκα ημερών! επανέλαβεν ο Τωμ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Άλλως τε δε, προσέθηκεν ο Δικ Σανδ, αφού ο κώνος ούτος σχηματίζει
+στερεόν καταφύγιον, ίσως θα είναι καλόν να μείνωμεν είκοσι τέσσαρας ώρας. Κατά
+το διάστημα τούτο, θα μεταβώ προς εξιχνίασιν του ρεύματος, όπερ ζητούμεν και το
+οποίον δεν πρέπει να είναι μακράν. Νομίζω μάλιστα ότι, μέχρι της στιγμής καθ' ήν
+θα κατασκευάσωμεν σχεδίαν, προτιμότερον είναι να μη εγκαταλίπωμεν το
+καταφύγιον τούτο. Τοιουτοτρόπως θα αποφύγωμεν την καταιγίδα. Ας
+σχηματίσωμεν λοιπόν έδαφος μάλλον ξηρόν. </p>
+
+<p>Αι διαταγαί του Δικ Σανδ εξετελέσθησαν αμέσως.</p>
+
+<p>Ο Ηρακλής εκρήμνισε διά του πελέκεως το πρώτον πάτωμα των κοιλοτήτων,
+όπερ συνέκειτο εξ αργίλου ευθρύπτου. </p>
+
+<p>Τοιουτοτρόπως ανύψωσε κατά ένα ολόκληρον πόδα το εσωτερικόν μέρος του
+ελώδους εδάφους επί του οποίου εβασίζετο ο μυρμηκών, και ο Δικ Σανδ
+εβεβαιώθη ότι ο αήρ ηδύνατο να εισέρχηται ελευθέρως εις το εσωτερικόν του
+κώνου διά της ανοικτής εις την βάσιν οπής . . </p>
+
+<p>Κατ' ευτυχή βεβαίως συγκυρίαν η μυρμηκιά εκείνη είχεν εγκαταλειφθή υπό των
+τερμιτών, διότι εάν ευρίσκοντο εκεί χιλιάδες τινές εκ των μυρμήκων τούτων θα ήτο
+ακατοίκητος. </p>
+
+<p>Αλλ' είχεν άραγε εκκενωθή προ πολλού, ή τα αδηφάγα εκείνα νευρόπτερα προ
+ολίγου εγκατέλιπον αυτήν; Δεν ήτο περιττή η ερώτησις αύτη. </p>
+
+<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος εποίησε πρώτος την σκέψιν ταύτην, τοσούτον
+εξεπλάγη διά την εγκατάλειψιν ταύτην, και επείσθη μετ' ολίγον ότι η
+μετατανάστευσις ήτο πρόσφατος. </p>
+
+<p>Και πράγματι δεν εβράδυνε να κατέλθη εις το κατώτερον μέρος του κώνου, και
+εκεί, φωτιζόμενος υπό της λυχνίας ήρχισε να ανιχνεύη τας μυστικωτέρας γωνίας
+της μυρμηκιάς. </p>
+
+<p>Τοιουτοτρόπως ανεκάλυψεν ό,τι ωνόμασε «γενικήν αποθήκην» των τερμιτών,
+ήτοι το μέρος όπου τα βιομήχανα ταύτα έντομα εναποθήκευον τας προμηθείας της
+αποικίας. </p>
+
+<p>Ήτο κοιλότης κατεσκευασμένη εις την πλευράν της βασιλικής κυψέλης, την
+οποίαν η εργασία του Ηρακλέους είχε καταστρέψει συγχρόνως μετά των κυψελών
+των προωρισμένων διά τας νεαράς νύμφας. </p>
+
+<p>Εν τη αποθήκη εκείνη ο εξάδελφος Βενέδικτος συνέλεξε ποσότητά τινα
+τμημάτων κόμμεως και φυτικών χυμών μόλις στερεοποιθέντων, — όπερ
+απεδείκνυεν ότι οι τερμίται νεωστί είχον μεταφέρει ταύτα έξωθεν.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Λοιπόν όχι! ωσεί απεκρίνετο εις αντίρησίν τινα γενομένην αυτώ. Όχι! ο
+μυρμηκών ούτος δεν εγκατελείφθη προ πολλού!</p>
+
+<p>&nbsp;— Τις σας λέγει το εναντίον, κύριε Βενέδικτε; είπεν ο Δικ Σανδ.
+Προσφάτως ή όχι, το σπουδαίον δι' ημάς είναι ότι οι τερμίται τον εγκατέλιπον,
+επειδή ημείς έπρεπε να λάβωμεν, την θέσιν των. </p>
+
+<p>&nbsp;— Το σπουδαίον απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος, θα είναι να
+μάθωμεν διά τίνας λόγους τον εγκατέλιπον. Χθες, σήμερον την πρωίαν μάλιστα, τα
+ευφυή ταύτα νευρόπτερα κατώκουν έτι εδώ, επειδή υπάρχουσι ρευστοί χυμοί, και
+αυτήν την εσπέραν . . . </p>
+
+<p>Αλλά τι θέλετε να συμπεράνητε, κύριε Βενέδικτε; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ότι κρυφίον τι προαίσθημα τα παρεκίνησε να εγκαταλείψωσι τον
+μυρμηκώνα. </p>
+
+<p>Ου μόνον ουδείς των τερμιτών έμεινεν εν ταις κυψέλαις, αλλ' εφρόντισαν να
+απαγάγωσι και τας νεαράς νύμφας εκ των οποίων ούτε μίαν δύναμαι να εύρω!
+Λοιπόν, επαναλαμβάνω ότι πάντα ταύτα δεν εγένοντο άνευ αιτίας και ότι τα
+προνοητικά ταύτα έντομα προέβλεπον κίνδυνόν τινα προσεγγίζοντα.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Προέβλεπον ότι εμέλλομεν να καταλάβωμεν την κατοικίαν των, απεκρίθη
+ο Ηρακλής γελών. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αληθώς! απήντησεν ο εξάδελφος Βενέδικτος όστις εσκανδαλίσθη
+προδήλως εκ της αποκρίσεως ταύτης του αγαθού μαύρου. Νομίζετε λοιπόν όσον
+και αν ήσθε ισχυρός, δύνασθε να ήσθε επικίνδυνος εις τα θαρραλέα ταύτα έντομα;
+Ολίγαι χιλιάδες εξ αυτών των νευροπτέρων ταχέως θα σας μετέβαλλον εις
+σκελετόν, εάν σας εύρισκον νεκρόν κατά την πορείαν των. </p>
+
+<p>&nbsp;— Νεκρόν, βεβαίως! απεκρίθη ο Ηρακλής, όστις δεν ήθελε να ενδώση·
+αλλ' εάν ήμαι ζωντανός θα κατασυντρίψω πάμπολλα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα κατασυντρίψετε εκατόν χιλιάδας, πεντακοσίας χιλιάδας, έν
+εκατομμύριον! απήντησεν ο εξάδελφος Βενέδικτος εξαπτόμενος, αλλ' όχι χίλια
+εκατομμύρια, και χίλια εκατομμύρια θα σας κατεβρόχθιζον, ζώντα ή νεκρόν, μέχρι
+και του τελευταίου τεμαχίου. </p>
+
+<p>Διαρκούσης της συζητήσεως ταύτης, ήτις ήτο ολιγότερον ματαία παρ' όσον
+ηδύνατό τις να υποθέση ο Δικ Σανδ εσκέπτετο επί της παρατηρήσεως του
+εξαδέλφου Βενεδίκτου. Ουδεμία αμφιβολία ότι ο επιστήμων εγίνωσκε καλώς τα
+ήθη των τερμιτών και δεν ηδύνατο ν' απατηθή· Αφού εβεβαίου ότι μυστικόν τι
+προαίσθημα τους ειδοποίησε να εγκαταλίπωσι προσφάτως τον μυρμηκώνα,
+σημαίνει ότι αληθώς διέτρεχον κίνδυνον εάν έμενον. </p>
+
+<p>Εν τούτοις, επειδή δεν ηδύνατο πλέον να γίνη λόγος περί εγκαταλείψεως του
+καταφυγίου εκείνου, καθ' ήν στιγμήν η καταιγίς εξερρήγνυτο μετ' απιστεύτου
+εντάσεως, ο Δικ Σανδ δεν εζήτησε πλατυτέραν εξήγησιν περί του ανεξηγήτου κατ'
+αυτόν φαινομένου εκείνου, και ηρκέσθη να είπη.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Λοιπόν, κύριε Βενέδικτε, εάν οι τερμίται άφησαν εις τον μυρμηκώνα
+τούτον τας προμηθείας των, μη λησμονώμεν ότι εφέραμεν τας ημετέρας και ας
+δειπνήσωμεν. Αύριον, αφού παύση η καταιγίς, θα σκεφθώμεν περί του πρακτέου.
+</p>
+
+<p>Ησχολήθησαν τότε να προετοιμάσωσι το εσπερινόν δείπνον, καθότι όσον μέγας
+και αν υπήρξεν ο κόπος, δεν ηδυνήθη ν' αλλοιώση την όρεξιν των ισχυρών εκείνων
+περιπατητών. </p>
+
+<p>Απ' εναντίας και αύται αι κονσέρβαι, αίτινες έπρεπε να επαρκέσωσι επί δύο έτι
+ημέρας, εγένοντο ευπρόσδεκτοι.<br />
+&nbsp;<br />
+Τα δίπυρα δεν είχον προσβληθή υπό της υγρασίας και επί τινας στιγμάς ηκούοντο
+τρίζοντα υπό τους στερεούς οδόντας του Δικ Σανδ και των μετ' αυτού. Εις τας
+σιαγόνας του Ηρακλέους ήτο ως σίτος υπό τον μύλον του μυλωθρού.<br />
+&nbsp;<br />
+Δεν εθλώντο, συνετρίβοντο. </p>
+
+<p>Μόνη η Κυρία Βέλδων ολίγον έφαγε, και τούτο διότι πολύ την παρεκάλεσεν ο
+Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>Τω εφαίνετο ότι η γενναία εκείνη γυνή ήτο μάλλον περίφροντις, μάλλον
+κατηφής παρ' όσον ήτο μέχρι τότε. </p>
+
+<p>Εν τούτοις ο μικρός της Ζακ υπέφερεν ολιγώτερον, ο πυρετός δεν επανελήφθη·
+και την στιγμήν εκείνην αναπαύετο υπό τα βλέμματα της μητρός του έν τινι
+κοιλώματι καλώς περιφραγμένω δι' ενδυμάτων. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ δεν ήξευρε τι να υποθέση. </p>
+
+<p>Περιττόν να είπωμεν ότι ο εξάδελφος Βενέδικτος ετίμησε το γεύμα· ουχί διότι
+απέδιδε προσοχήν τινα εις την ποιότητα ή την ποσότητα των εδωδίμων άτινα
+κατεβρόχθιζεν, αλλά διότι εύρεν ευνοϊκήν την περίστασιν να δώση εντομολογικόν
+μάθημα περί των τερμιτών. </p>
+
+<p>Α! εάν ηδύνατο να εύρη ένα τερμίτην, ένα μόνον εν τη εγκαταλειφθείση
+μυρμηκιά! Αλλ' ουδέν!</p>
+
+<p>&nbsp;— Τα θαυμαστά ταύτα έντομα, είπε χωρίς να τον μέλη εάν τον ήκουον,
+ανήκουσιν εις την θαυμασίαν τάξιν των νευροπτέρων, των οποίων τα κεράτια είναι
+μακρότερα της κεφαλής, τα ακροχείλια λίαν ευδιάκριτα, τα κάτω πτερύγια κατά το
+πλοίστον του χρόνου ίσια των άνω. Πέντε φυλαί συκγροτούσι την τάξιν ταύτην! τα
+Πανόμερα, οι Μυρμηκολέοντες, τα Ημερόβια, τα Τερμιτίνια και τα Μαργαριτίδια.
+Περιττόν να προσθέσω ότι τα έντομα των οποίων, απρεπώς ίσως κατέχομεν την
+κατοικίαν, είναι Τερμιτίνια.<br />
+&nbsp;<br />
+Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Δικ Σανδ ηκροάτο λίαν προσεκτικώς τον εξάδελφον
+Βενέδικτον. </p>
+
+<p>Μήπως η συνάντησι των τερμιτών εκείνων εξήγειρεν εν αυτώ την σκέψιν ότι
+ευρίσκετο ίσως επί της αφρικανικής ηπείρου, χωρίς να γινώσκη ποία ειμαρμένη τον
+έρριψεν εκεί;</p>
+
+<p>Ο νεαρός δόκιμος ησθάνετο μεγάλην αγωνίαν να εξακριβώση το πράγμα. </p>
+
+<p>Ο επιστήμων, παρασυρόμενος υπό του ευνοουμένου του θέματος,
+εξηκολούθησεν ευφραδέστερον.</p>
+
+<p>«Τα τερμιτίνια λοιπόν ταύτα, είπε, χαρακτηρίζονται εκ των τεσσάρων άρθρων
+εις τους ταρσούς, των κερατοειδών ακροχειλίων και εκ της συμαντικής αυτών
+ρώμης. Υπάρχει το γένος «μαντίσπαι», το γένος «ραφιδίαι», το γένος «τερμίται»
+γνωστοί πολλάκις υπό το όνομα λευκοί μύρμηκες, εν τω οποίω περιλαμβάνεται ο
+απαίσιος τερμίτης, ο κιτρινοθώραξ τερμίτης, ο φυξίφωτος τερμίτης, ο δηκτικός, ο
+καταστρεπτικός. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αυτοί δε οι οποίοι έκτισαν τον μυρμηκώνα τούτον; ηρώτησεν ο Δικ
+Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είναι φιλοπόλεμοι! απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος, όστις
+επρόφερε το όνομα τούτο ως εάν επρόφερε το όνομα των Μακεδόνων ή άλλου
+τινός αρχαίου λαού γενναίου εν πολέμω. Ναι φιλοπόλεμοι και παντός
+αναστήματος! Μεταξύ του Ηρακλέους και ενός νάνου η διαφορά θα ήτο μικροτέρα
+ή μεταξύ του μεγαλειτέρου και του μικροτέρου των εντόμων τούτων.<br />
+&nbsp;<br />
+Εάν υπάρχωσι μεταξύ αυτών εργάται μακροί πέντε χιλιοστομέτρων, στρατιώται
+δέκα χιλιοστομέτρων, άρρενα και θύλεα είκοσι χιλιοστομέτρων, υπάρχει όμως και
+άλλο είδος περιεργότατον, οι σιραφρύ, οίτινες έχουσιν μήκος ημίσεως δακτύλου,
+λαβίδας αντί ακροχειλίων και κεφαλήν παχυτέραν του σώματός των ως καρχαρίαι·
+αυτοί είναι οι καρχαρίαι των εντόμων και εν περιπτώσει συμπλοκής των σιραφού
+μεθ' ενός καρχαρίου, στοιχηματίζω υπέρ των σιραφού.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Και πού παρατηρούνται συνηθέστερον οι σιραφού; ηρώτησεν τότε ο Δικ
+Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εις την Αφρικήν, απήντησεν ο εξάδελφος Βενέδικτος, εις τας
+κεντρικάς και μεσημβρινάς επαρχίας. Η Αφρική εξαιρετικώς είναι η χώρα των
+μυρμήκων. Πρέπει να αναγνώσετε τι λέγει ο Λίβιγγστων εις τας τελευταίας
+σημειώσεις τας γραφείσας υπό του Στάνλεϋ. Ευτυχέστερος εμού, ο δόκτωρ
+ηδυνήθη να παρευρεθή εις ομηρικήν τινα μάχην συγκροτηθείσαν μεταξύ στρατού
+μαύρων μυρμήκων και στρατού ερυθρών μυρμήκων. Οι τελευταίοι, οίτινες
+καλούνται «οδηγοί», υπό δε των ιθαγενών καλούνται σιραφού, ανεδείχθησαν
+νικηταί. Οι άλλοι οι «τσουγγού» παραλαβόντες τα ωά των και τα μικρά των,
+ετράπησαν εις φυγήν, αφού όμως υπερήσπισαν εαυτούς γενναίως.<br />
+&nbsp;<br />
+»Ουδέποτε, λέγει ο Λίβιγγστων, ουδέποτε η πολεμική ορμή ανεπτύχθη
+περισσότερον εις τους ανθρώπους ή τα κτήνη. Διά των σκληρών ακροχειλέων των,
+άτινα αποσπώσι το τεμάχιον, ούτοι οι σιραφού αναγκάζουσι και αυτόν τον
+γενναιότερον άνδρα να οπισθοχωρήση. Και αυτά τα μεγαλείτερα ζώα, λέοντες,
+ελέφαντες φεύγουσιν απ' έμπροσθεν αυτών. </p>
+
+<p>»Ουδέν εμποδίζει αυτούς, μήτε δένδρα εις τα οποία ανέρχονται επί της
+κορυφής, μήτε ρύακες τους οποίους διέρχονται σχηματίζοντες εναέριον γέφυραν
+διά των σωμάτων των συνδεδεμένα προς άλληλα. Και ποίον πλήθος,
+αμέτρητον!</p>
+
+<p>Έτερος περιηγητής, ο Δουχαλιού, είδε παρελαύνουσαν επί δώδεκα ώρας
+στήλην τοιούτων μυρμήκων, οίτινες εν τούτοις δεν εβραδυπόρουν. Διατί άλλως τε
+να εκπληττώμεθα εις την θέαν τόσων μυριάδων! Η γονιμότης των εντόμων είναι
+καταπληκτική, και διά να επανέλθωμεν εις τους φιλοπολέμους ημών τερμίτας,
+εβεβαιώθη ότι μία θήλεια, τίκτει καθ' εκάστην εξήκοντα χιλιάδας περίπου ωά!
+Τοιουτοτρόπως τα νευρόπτερα ταύτα παρέχουσιν εις τους ιθαγενείς τροφήν
+εύχυμον. Ουδέν εκλεκτότερον, φίλοι μου, ουδέν εκλεκτότερον, εν τω κόσμω ή
+οπτοί μύρμηκες. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εφάγετε τοιούτους, κύριε Βενέδικτε; ηρώτησεν ο Ηρακλής. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ποτέ, απήντησεν ο σοφός καθηγητής, αλλά θα φάγω. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πού;</p>
+
+<p>&nbsp;— Εδώ.<br />
+&nbsp;<br />
+Εδώ δεν είμεθα εις την Αφρικήν! είπεν ζωηρώς ο Τωμ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι . . . όχι . . . απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος, και εν τούτοις μέχρι
+τούδε, οι φιλοπόλεμοι ούτοι τερμίται και τα χωρία των μυρμηκώνων
+παρετηρήθησαν μόνον επί της Αφρικανικής ηπείρου. Α! τοιούτοι είναι οι
+περιηγηταί! Δεν ηξεύρουσι να βλέπωσι. Τόσον το καλλίτερον, ύστερον από όλα!
+Ανεκάλυψα ήδη έν «τσετσέ» εν Αμερική. Εις την δόξαν ταύτην προσθέτω και
+εκείνην ότι εύρον φιλοπολέμους τερμίτας επί της αυτής ηπείρου. Ποία ύλη δι'
+υπόμνημα, όπερ θα προξενήση εντύπωσιν εις την επιστημονικήν Ευρώπην, και
+ίσως δημοσιευθή εν βιβλίω μετά εικόνων και χαλκογραφιών εκτός του κειμένου.
+</p>
+
+<p>Ήτο πρόδηλος ότι η αλήθεια δεν είχεν αποκαλυφθή εν τω πνεύματι του
+εξαδέλφου Βενεδίκτου. </p>
+
+<p>Ο δυστυχής εντομολόγος και πάντες αυτού οι σύντροφοι, πλην του Δικ Σανδ και
+του Τωμ, επίστευον και ώφειλον να πιστεύωσιν ότι ήσαν εκεί όπου δε ήσαν. </p>
+
+<p>Εχρειάζοντο άλλα περιστατικά, άλλα γεγονότα σπουδαιότερα των
+επιστημονικών περιέργων, όπως εξέλθωσι της απάτης. </p>
+
+<p>Ήτο τότε ενάτη της εσπέρας. </p>
+
+<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος είχεν ομιλήσει πολύ. </p>
+
+<p>Εννόησεν άρα γε ότι οι ακροαταί του, στηρίζοντες τα νώτα επί των κοιλοτήτων,
+είχον αποκοιμηθή ολίγον κατ' ολίγον διαρκούντος του εντομολογικού του
+μαθήματος; Όχι βεβαίως. Παρέδιδε δι' εαυτόν. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ δεν τον διέκοπτε πλέον και έμενεν ακίνητος ει και δεν εκοιμάτο.
+</p>
+
+<p>Ο Ηρακλής αντέσχε πλειότερον των άλλων αλλ' επί τέλους ο κόπος τω έκλεισε
+τους οφθαλμούς και μετά των οφθαλμών τα ώτα. </p>
+
+<p>Επί τινα χρόνον έτι ο εξάδελφος Βενέδικτος εξηκολούθησεν ομιλών. </p>
+
+<p>Αλλ' ο ύπνος τέλος τον κατέβαλε και ανέβη εις την ανωτέραν κοιλότητα του
+κώνου, την οποίαν είχεν ήδη εκλέξει ως κατοικίαν. </p>
+
+<p>Βαθεία σιωπή επεκράτησε τότε εντός του μυρμηκώνος, ενώ η καταιγίς επλήρου
+το διάστημα κρότων και πυρών. </p>
+
+<p>Ουδέν εφαίνετο εμφαίνον ότι ο κατακλυσμός επλησίαζε να παύση. </p>
+
+<p>Η λυχνία είχε σβεσθή.<br />
+&nbsp;<br />
+Το εσωτερικόν του κώνου ήτο βεβυθισμένον εις εντελές σκότος. </p>
+
+<p>Όλοι βεβαίως εκοιμώντο. Μόνος ο Δικ Σανδ δεν εζήτει εν τω ύπνω την τοσούτω
+αναγκαίαν εις αυτόν ανάπαυσιν. </p>
+
+<p>Αι σκέψεις τον εβασάνιζον.<br />
+&nbsp;<br />
+Εσκέπτετο τους συντρόφους του, τους οποίους πάση θυσία ήθελε να σώση. Το
+ναυάγιον του «Πίλγριμ» δεν έθεσε τέρμα εις τας σκληράς δοκιμασίας, πολλαί άλλαι
+τρομερότεραι τους ηπείλουν, εάν περιεπίπτον εις τας χείρας των ιθαγενών.<br />
+&nbsp;<br />
+Και πώς να αποφύγωσι τον κίνδυνον τούτον τον χείριστον πάντων κατά την
+επάνοδον εκείνην εις την παραλίαν; Προδήλως ο Χάρρης και ο Νεγορός δεν τους
+έφερον εκατόν μίλια εις το εσωτερικόν της Αγγόλας άνευ μυστικού σκοπού να τους
+συλλάβωσιν. Αλλά τι άρα γε εμελέτα ο άθλιος εκείνος Πορτογάλλος; Ποίον
+απέβλεπε το μίσος του; Ο νεαρός δόκιμος ενθυμείτο ότι αυτός μόνος είχε
+προκαλέσει το μίσος τούτο, και τότε ανεκεφαλαίου όλα τα κατά τον διάπλουν
+συμβάντα, την συνάντησιν του ναυαγίου και των μαύρων, την καταδίωξιν της
+φαλαίνης, την εξαφάνισιν του πλοιάρχου Χουλ και του πληρώματος αυτού.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ, δεκαπενταετής έτι τότε, ανέλαβε την διοίκησιν πλοίου, ου η πυξίς και
+το δρομόμετρον έμελλον μετ' ολίγον να καταστραφώσιν υπό της κακούργου χειρός
+του Νεγορού. </p>
+
+<p>Ανεπόλει ότι εφέρθη αυθεντικώς απέναντι του αυθάδους μαγείρου, απειλήσας
+αυτόν ότι θα τον έστελλεν εις τα δεσμά ή θα τω έθραυε την κεφαλήν διά
+περιστρόφου. </p>
+
+<p>Α! διατί η χειρ του εδίστασε. Το πτώμα του Νεγορού θα ερρίπτετο εις την
+θάλασσαν και θα απεφεύγοντο τόσαι καταστροφαί. </p>
+
+<p>Τοιούτο ήτο το ρεύμα των σκέψεως του νεαρού δοκίμου. </p>
+
+<p>Είτα διεκόπτετο προς στιγμήν επί του ναυαγίου, όπερ υπήρξε το τέλος του
+διάπλου του «Πίλγριμ». </p>
+
+<p>Ο προδότης Χάρρης ενεφανίζετο τότε, και η επαρχία εκείνη της μεσημβρινής
+Αμερικής μετεμορφούτο μικρόν κατά μικρόν. </p>
+
+<p>Η Βολιβία εγένετο η τρομερά Αγγόλα, μετά του πυρετώδους αυτής κλίματος,
+των αγρίων θηρίων, των έτι μάλλον θηριωδών ιθαγενών. </p>
+
+<p>Η μικρά στρατιά θα ηδύνατο άρα γε να αποφύγη ταύτα κατά την εις τα παράλια
+επιστροφήν της;</p>
+
+<p>Ο ποταμός εκείνος τον οποίον ο Δικ Σανδ ανεζήτει, τον οποίον ήλπιζε να
+συναντήση, θα τους έφερεν άρα γε εις την παραλίαν μετά πλειοτέρας ασφαλείας,
+μετ' ολιγωτέρων κόπων;</p>
+
+<p>Δεν ήθελε ν' αμφιβάλλη περί τούτου, καθότι εγίνωσκε καλώς ότι οδοιπορία
+εκατόν μιλίων διά της αφιλοξένου εκείνης χώρας, εν μέσω αδιακόπων κινδύνων,
+δεν ήτο πλέον δυνατή.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ευτυχώς, εσκέπτετο, η κυρία Βέλδων, και όλοι αγνοούσι την
+σπουδαιότητα της θέσεως. Ο γέρων Τωμ και εγώ, είμεθα οι μόνοι, οίτινες
+ηξεύρομεν ότι ο Νεγορός μας έρριψεν εις την ακτήν της Αφρικής, και ότι ο Χάρρης
+μας παρέσυρεν εις τα βάθη της Αγγόλας. </p>
+
+<p>Ταύτα εσκέπτετο ο Δικ Σανδ, ότε ησθάνθη ωσεί πνοήν διερχομένην επί του
+μετώπου του. Χειρ τις εστηρίχθη επί του ώμου του, και φωνή συγκεκινημένη
+εψιθύρισεν εις το ους του:</p>
+
+<p>&nbsp;— Ηξεύρω τα πάντα, πτωχέ μου Δικ, αλλ' ο Θεός δύναται ακόμη να μας
+σώση. Γενηθήτω το θέλημά του!</p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ'.</h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΚΑΤΑΔΥΤΙΚΟΣ ΚΩΔΩΝ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Εις την απροσδόκητον ταύτην αποκάλυψιν, ο Δικ Σανδ δεν ηδυνήθη να αποκριθή
+τι. Η κυρία Βέλδων άλλως τε επανήλθεν αμέσως εις την θέσιν της πλησίον του
+μικρού Ζακ. Προφανώς δεν ήθελε να είπη περισσότερα, και ο νεαρός δόκιμος δεν
+θα είχε το θάρρος να την κρατήση. </p>
+
+<p>Ούτω λοιπόν η κυρία Βέλδων ήτο εν γνώσει των συμβαινόντων. Τα διάφορα
+γεγονότα της οδοιπορίας είχον διαφωτίσει και αυτήν, και ίσως η λέξις «Αφρική!» η
+τοσούτον αφρόνως προφερθείσα την προτεραίαν υπό του εξαδέλφου Βενεδίκτου.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Η κυρία Βέλδων ηξεύρει τα πάντα, έλεγε καθ' εαυτόν ο Δικ Σανδ.
+Λοιπόν, πολύ προτιμότερον τούτο. Η γενναία γυνή δεν απελπίζεται. Ούτε εγώ δεν
+θα απελπισθώ. </p>
+
+<p>Μετά πολλής λοιπόν ανυπομονησίας περιέμενε να εξημερώση, ίνα δυνηθή να
+εξερευνήση τα περίχωρα του χωρίου εκείνου των τερμιτών. </p>
+
+<p>Ποταμός εκβάλλων εις τον Ατλαντικόν και ταχύ τι ρεύμα αυτού, ιδού τι
+απητείτο να εύρη, όπως μεταφέρη την μικράν συνοδείαν, και είχον ωσεί
+προαίσθημά τι ότι ο ρύαξ εκείνος δεν θα ήτο μακράν. </p>
+
+<p>Ό,τι απητείτο προ πάντων ήτο ν' αποφύγη την συνάντησιν των ιθαγενών, ίσως
+ορμησάντων ήδη επί την καταδίωξιν αυτών υπό την οδηγίαν του Χάρρη και του
+Νεγορού. </p>
+
+<p>Αλλ' η ημέρα δεν ήρχετο εισέτι. Ουδεμία φαύσις διεισέδυε διά του κατωτέρου
+στομίου εντός του κώνου. Βρονταί, τας οποίας το πάχος των τοίχων καθίστα
+υποκώφους, εμαρτύρουν ότι η θύελλα δεν κατηυνάζετο. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ, προσηλώσας το ους, ήκουεν ωσαύτως την βροχήν πίπτουσαν
+βιαίως εις την βάσιν του μυρμηκώνος, και επειδή αι πλατείαι σταγόνες δεν
+εκτύπων πλέον έδαφος στερεόν, ώφειλε να συμπεράνη ότι όλη η πεδιάς
+κατεκλύσθη. </p>
+
+<p>Θα ήτο ενδεκάτη ώρα περίπου. Ο Δικ Σανδ ησθάνθη τότε ότι είδος τι νάρκης, αν
+όχι αληθής ύπνος, έμελλε να τον αποκοιμίση. </p>
+
+<p>Όπως δήποτε θα ήτο τούτο μικρά ανάπαυσις. Αλλά καθ' ήν στιγμήν έμελλε να
+ενδόση, σκέψις τω επήλθεν ότι διά της επισωρεύσεως της εμπεποτισμένης
+αργίλου, το κατώτερον άνοιγμα εκινδύνευε να φραχθή. Τότε πάσα δίοδος του
+εξωτερικού αέρος θα εκωλύετο, η δε αναπνοή των εν τω εσωτερικώ δέκα ατόμων
+έμελλε να τον μολύνη πληρούσα αυτόν ανθρακικού οξέως. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ ωλίσθησε λοιπόν μέχρι του εδάφους, όπερ είχεν ανυψωθή μέχρι της
+αργίλου του πρώτου πατώματος των κοιλωμάτων. </p>
+
+<p>Το στρώμα εκείνο ήτο έτι εντελώς ξηρόν, το δε στόμιον καθ' ολοκληρίαν
+ανοικτόν. </p>
+
+<p>Ο αήρ εισέδυσεν ελευθέρως εντός του κώνου, και μετ' αυτού λάμψεις τινές των
+εξαστράψεων και αι ζωηραί αντηχήσεις της καταιγίδος εκείνης, ην κατακλυσμιαία
+βροχή δεν ηδύνατο να καταπαύση.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ είδεν ότι τα πάντα είχον καλώς. Ουδείς άμεσος κίνδυνος ηπείλει τους
+ανθρωπίνους εκείνους τερμίτας, οίτινες είχον υποκαταστήσει την αποικίαν των
+νευροπτέρων. </p>
+
+<p>Εσκέφθη λοιπόν ο νεαρός δόκιμος ν' ανακτήση δυνάμεις μετά τινων ωρών
+ύπνον, αφού υφίστατο ήδη την επιρροήν αυτού. </p>
+
+<p>Αλλά προς μεγαλειτέραν προφύλαξιν κατεκλίθη επί του αργιλώδους
+επιστρώματος, εις την βάσιν του κώνου, πλησίον του στενού ανοίγματος. </p>
+
+<p>Τοιουτοτρόπως ουδέν ηδύνατο να συμβή εις τα εκτός χωρίς να το αισθανθή
+πρώτος αυτός. </p>
+
+<p>Η ανατολή της ημέρας θα τον αφύπνιζεν επίσης, και θα ηδύνατο να αρχίση την
+εξερεύνησιν της πεδιάδος.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ κατεκλίθη λοιπόν, την κεφαλήν ακουμβήσας επί του τοίχου, κρατών εις
+την χείρα το πυροβόλον, και σχεδόν αμέσως απεκοιμήθη. </p>
+
+<p>Πόσον διήρκεσεν η κάρωσις εκείνη δεν ηδύνατο να εννοήση, αλλ' αίφνης
+αφυπνίσθη αισθανθείς ζωηράν δρόσον. </p>
+
+<p>Ανηγέρθη και είδεν μετά μεγίστης ανησυχίας ότι το ύδωρ επλημμύρει τον
+μυρμηκώνα, και τόσον μάλιστα ταχέως, ώστε εντός ολίγων δευτερολέπτων
+έφθασεν εις το πάτωμα των κοιλοτήτων, όπερ κατείχον ο Τωμ και ο Ηρακλής. </p>
+
+<p>Ούτοι, αφυπνισθέντες υπό του Δικ Σανδ, έμαθον την νέαν εκείνην περιπλοκήν.
+</p>
+
+<p>Ο φανός αναφθείς εφώτισεν αμέσως το εσωτερικόν του κώνου. </p>
+
+<p>Το ύδωρ είχε σταματήσει εις πέντε περίπου ποδών ύψος και έμεινε στάσιμον.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι είναι Δικ; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τίποτε, απεκρίθη ο νεαρός δόκιμος. Το κατώτερον μέρος του κώνου
+επλημμύρισε. Πιθανόν είναι ότι κατά την καταιγίδα ταύτην γειτονικός τις ποταμός
+εξεχύλισεν εις την πεδιάδα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Καλόν τούτο! είπεν ο Ηρακλής. Απόδειξις ότι ο ποταμός είναι εδώ.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, απήντησεν ο Δικ Σανδ, και αυτός θα μας φέρη εις την παραλίαν.
+Ησυχάσατε λοιπόν, κυρία Βέλδων, το ύδωρ δεν δύναται να φθάση μήτε υμάς, μήτε
+τον μικρόν Ζακ, μήτε την Ναν, μήτε τον εξάδελφον Βενέδικτον.<br />
+&nbsp;<br />
+Η κυρία Βέλδων δεν απεκρίθη, ο δε εξάδελφος εκοιμάτο ως αληθής τερμίτης. </p>
+
+<p>Εν τούτοις οι μαύροι, κεκλιμένοι όντες επί της υδατώδους εκείνης σινδόνης,
+περιέμενον όπως ο Δικ Σανδ όστις εμέτρει το ύψος της πλημμύρας τους ειδοποιήση
+τι έπρεπε να πράξωσιν. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ εσιώπα, αφού προεφύλαξεν από τας προσβολάς της πλημμύρας,
+τας ζωοτροφίας και τα όπλα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Το ύδωρ εισήλθε διά της οπής; ηρώτησεν ο Τωμ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, απήντησε ο Δικ Σανδ, και τώρα εμποδίζει την ανανέωσιν του
+εσωτερικού αέρος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν ημπορούμεν να ανοίξωμεν άλλην οπήν εις τον τοίχον υπεράνω
+της επιφανείας του ύδατος; ηρώτησεν ο γέρων μαύρος.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Βέβαια ειμπορούμεν, Τωμ, αλλά, εάν έχωμεν πέντε ποδών ύδωρ εντός,
+θα υπάρχει έξ ή επτά . . ίσως περισσότερον . . . έξω. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και τι νομίζετε, κύριε Δικ;</p>
+
+<p>&nbsp;— Νομίζω, Τωμ, ότι το ύδωρ, αναβαίνον εις το εσωτερικόν του
+μυρμηκώνος, επίεσε τον αέρα εις το ανώτερον αυτού μέρος, και ότι ο αήρ ούτος το
+εμποδίζει να υψωθή περισσότερον. Αλλ' εάν τρυπήσωμεν εις τον τοίχον οπήν διά
+της οποίας να διαφεύγη ο αήρ, ή το ύδωρ θα αναβή ακόμη μέχρις ου φθάση την
+εξωτερικήν επιφάνειαν, ή εάν υπερβή την οπήν, θα φθάση μέχρι του σημείου ένθα
+ο πιεσθείς αήρ θα το συνείχε πάλιν. Είμεθα λοιπόν ενταύθα ως εν καταδυτικώ
+κώδωνι. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι να πράξωμεν λοιπόν; ηρώτησε ο Τωμ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα σκεφθώμεν πριν ή ενεργήσωμεν, απήντησεν ο Δικ Σανδ. Μία
+αφροσύνη θα ηδύνατο να διακινδυνεύση την ζωήν μας. Η παρατήρησις του νεαρού
+δοκίμου ήτο ορθοτάτη. Συγκρίνων τον κώνον προς υποβρύχιον κώδωνα είχε
+δίκαιον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Η διαφορά μόνον ήτο, ότι εν τω μηχανήματι τούτω ο αήρ ανανεούται
+ακαταπαύστως διά των σιφώνων, οι δε δύται καταλήλως αναπνέουσι, και δεν
+υφίστανται άλλα δυσάρεστα, ειμή όσα δύνανται να προκύψωσιν εκ
+παρατεταμένης διαμονής εν ατμοσφαίρα πεπιεσμένη μη εχούση πλέον τακτικήν
+πίεσιν. </p>
+
+<p>Αλλ' ενταύθα, πλην των ατοπημάτων τούτων, ο χώρος είχεν ήδη σμικρυνθή
+κατά το έν τρίτον διά της εισβολής του ύδατος, όσον δ' αφορά τον αέρα, ούτος δεν
+θα ανανεούτο εάν διά τινος οπής δεν έθετον αυτόν εις συγκοινωνίαν μετά της
+εξωτερικής ατμοσφαίρας. </p>
+
+<p>Αλλ' ηδύνατο άραγε, χωρίς να διατρέξωσι τους κινδύνους, ους ανέφερεν ο Δικ
+Σανδ, να ανοίξωσι την οπήν εκείνην και η θέσις των δεν θα καθίστατο εκ τούτου
+μάλλον σοβαρά;</p>
+
+<p>Το βέβαιον είναι ότι το ύδωρ εκρατείτο τότε εις επιφάνειαν την οποίαν δύο
+μόνον αιτίαι ηδύναντο να αυξήσωσιν, ή εάν ηνοίγετο οπή και η εσωτερική
+επιφάνεια του ύδατος ήτο υψηλοτέρα της εξωτερικής, ή εάν το ύδωρ εκείνο
+ηύξανεν έτι μάλλον. </p>
+
+<p>Και εις τας δύο ταύτας περιπτώσεις δεν θα έμενε πλέον εις το εσωτερικόν του
+κώνου ειμή στενόν διάστημα, ένθα ο μη ανανεούμενος αήρ ήθελε συμπυκνωθή
+περισσότερον.<br />
+&nbsp;<br />
+Αλλά και ο μυρμηκών δεν εκινδύνευε να αποσπασθή από του εδάφους και να
+ανατραπή υπό της πλημμύρας, προς έσχατον κίνδυνον των εν αυτώ
+κεκλεισμένων;</p>
+
+<p>Όχι, διότι ως αι καλύβαι των καστόρων η βάσις αυτής ήτο στερεωτάτη. </p>
+
+<p>Λοιπόν ό,τι καθίστα την περίπτωσιν φοβερωτέραν ήτο η επιμονή της καταιγίδος
+και κατ' ακολουθίαν η αύξησις της πλημμύρας. </p>
+
+<p>Τριάκοντα ποδών ύδωρ εν τη πεδιάδι θα κατεκάλυπτε το εκ δεκαοκτώ ποδών
+κόνων και θα συνεπίεζε το εσωτερικόν αέρα υπό πίεσιν μιας ατμοσφαίρας.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ σκεπτόμενος καλώς ήρχισε να φοβήται, μήπως η πλημμύρα εκείνη λάβη
+σημαντικήν ανάπτυξιν. </p>
+
+<p>Τωόντι, αύτη δεν θα ωφείλετο μόνον εις τον κατακλυσμόν εκείνον, τον οποίον
+εξεκένουν τα νέφη. </p>
+
+<p>Εφαίνετο πιθανώτερον ότι ρεύμα τι των περιχώρων, εξογκωθέν υπό της
+καταιγίδος, είχε διαρρήξει την κοίτην αυτού και διαχυθή επί της πεδιάδος ήτις
+ευρίσκετο χαμηλότερον. Και ποία άρα γε η απόδειξις ότι ο μυρμηκών δεν είχε τότε
+εντελώς κατακλυσθή, και ότι δεν ήτο πλέον δυνατόν να εξέλθωσιν ουδέ διά της
+κορυφής, την οποίαν ούτε μακρόν ούτε δύσκολον θα ήτο να κατεδαφίσωσιν!</p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ, ες άκρον ανήσυχος εσκέπτετο τι ώφειλε να πράξη. </p>
+
+<p>Έπρεπε να περιμένη ή να επισπεύση την λύσιν της δυσχερείας εκείνης, αφού
+μελετήση καλώς τα πράγματα;</p>
+
+<p>Ήτο τότε τρίτη ώρα της πρωίας. Πάντες ακίνητοι, σιωπηλοί, ηκροώντο. </p>
+
+<p>Οι εξωτερικοί θόρυβοι έφθανον λίαν ασθενείς διά της πεφραγμένης οπής. </p>
+
+<p>Εν τούτοις υπόκωφός τις βοή, εκτεταμένη και συνεχής, εμαρτύρει σαφώς ότι η
+πάλη των στοιχείων δεν είχε παύσει. </p>
+
+<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν ο γέρων Τωμ εποίησε την παρατήρησιν, ότι η
+επιφάνεια του ύδατος υψούτο ολίγον κατ' ολίγον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, απήντησεν ο Δικ Σανδ, και εάν αναβαίνη, ει και ο αήρ δεν
+δύναται να φύγη έξω, τούτο σημαίνει ότι η πλημμύρα αυξάνει και το πιέζει επί
+μάλλον και μάλλον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Έως τώρα το πράγμα δεν είναι σπουδαίον, είπεν ο Τωμ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Βεβαίως, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, αλλά πού θα σταματήση η ύψωσις
+αύτη;</p>
+
+<p>&nbsp;— Κύριε Δικ, ηρώτησεν ο Βαρθολομαίος, θέλετε να εξέλθω από τον
+μυρμηκώνα; Βυθιζόμενος, θα προσπαθήσω να εξέλθω διά της οπής. </p>
+
+<p>&nbsp;— Προτιμότερον να κάμω εγώ αυτήν την απόπειραν, απεκρίθη ο Δικ
+Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, κύριε Δικ, όχι απεκρίθη ζωηρώς ο γέρων Τωμ. Αφήσατε τον υιόν
+μου και εμπιστευθήτε εις την επιτηδειότητά του. Εις περίπτωσιν καθ' ήν δεν θα
+ειμπορέση να επιστρέψη, η παρουσία σας είναι αναγκαία εδώ. </p>
+
+<p>Είτα, χαμηλώτερον:</p>
+
+<p>&nbsp;— Μη λησμονήτε την κυρίαν Βέλδων και τον μικρόν Ζακ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Έστω απήντησεν ο Δικ Σανδ, υπάγετε λοιπόν, Βαρθολομαίε. Εάν ο
+μυρμηκών κατακλυσθή, μη ζητήσετε να εισέλθετε. Θα προσπαθήσωμεν να
+εξέλθωμεν, όπως θα εξέλθετε υμείς. Αλλ' εάν ο κώνος μένη εισέτι έξω του ύδατος,
+κτυπήσατε ισχυρώς την κορυφήν του διά του πελέκεως τον οποίον θα κρατήτε. Θα
+σας ακούσωμεν και θα χρησιμεύση τούτο ως σύνθημα ότι πρέπει και ημείς να τον
+κατεδαφίσωμεν. Εννοείτε;</p>
+
+<p>&nbsp;— Μάλιστα, κύριε Δικ, απήντησεν ο Βαρθολομαίος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ύπαγε λοιπόν, τέκνον μου, προσέθηκεν ο γέρων Τωμ, θλίψας την
+χείρα του υιού του. </p>
+
+<p>Ο Βαρθολομαίος, αφού ανέπνευσεν αρκετόν αέρα, εβυθίσθη υπό την υγράν
+μάζαν της οποίας το βάθος υπερέβαινε τους πέντε πόδας. Η εργασία ήτο λίαν
+δυσχερής, καθότι πρώτον μεν ώφειλε να αναζητήση την κάτω οπήν, είτα δε να
+ανέλθη εις την επιφάνειαν των υδάτων. Τούτο απήτει ταχείαν εκτέλεσιν. </p>
+
+<p>Ήμισυ λεπτόν παρήλθεν. Ενώ ο Δικ Σανδ εσκέπτετο ότι ο Βαρθολομαίος επέτυχε
+να εξέλθη, αίφνης ο μαύρος ανεπήδησε πάλιν.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Λοιπόν; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Η οπή είναι πεφραγμένη υπό των κρημνισμάτων, απεκρίθη ο
+Βαρθολομαίος άμα ηδυνήθη να αναπνεύση. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πεφραγμένη! επανέλαβεν ο Τωμ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, απεκρίθη ο Βαρθολομαίος. Το ύδωρ πιθανώς διέλυσε την
+άργιλον. Εψηλάφησα τον τοίχον διά της χειρός. Δεν υπάρχει οπή. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ έσεισε την κεφαλήν. Αυτός και οι μετ' αυτού ήσαν αραρότως
+κεκλεισμένοι εντός του κώνου εκείνου, τον οποίον το ύδωρ θα κατεκάλυπτεν ίσως.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Εάν δεν υπάρχη πλέον οπή, είπε τότε ο Ηρακλής, πρέπει να
+ανοίξωμεν άλλην. </p>
+
+<p>&nbsp;— Περιμένετε, είπεν ο νεαρός δόκιμος σταματών τον Ηρακλέα, όστις με
+τον πέλεκυν εις την χείρα ητοιμάζετο να βυθισθή. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ εσκέφθη επί τινας στιγμάς. Είτα δε,</p>
+
+<p>&nbsp;— Πρέπει να εργασθώμεν αλλέως. Όλον το ζήτημα είναι να μάθωμεν
+εάν το ύδωρ καλύπτη τον μυρμηκώνα ή όχι. Εάν ανοίξωμεν μικράν οπήν εις την
+κορυφήν του κώνου, θα μάθωμεν τι συμβαίνει. Αλλ' εις περίπτωσιν καθ' ήν ο
+μυρμηκών είναι ήδη κατακεκλυσμένος, το ύδωρ θα καταπλημμυρήση εδώ και θα
+χαθώμεν. Ας αρχίσωμεν ψηλαφούντες. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά ταχέως, είπεν ο Τωμ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τωόντι η επιφάνεια του ύδατος εξηκολούθει να αναβαίνη ολίγον κατ'
+ολίγον. Το ύδωρ τότε είχεν ύψος έξ ποδών εις το εσωτερικόν του κώνου. Εξαιρέσει
+της κυρίας Βέλδων, του υιού αυτής, του εξαδέλφου Βενεδίκτου και της Ναν, οίτινες
+είχον καταφύγει εις τας ανωτέρας κοιλότητας, όλοι τώρα ήταν βεβυθισμένοι μέχρι
+της οσφύος εν τω ύδατι. </p>
+
+<p>Καθίστατο λοιπόν επάναγκες να σπεύσωσι την εργασίαν, ως προέτεινεν ο Δικ
+Σανδ. </p>
+
+<p>Ένα πόδα υπεράνω της εσωτερικής επιφανείας, κατ' ακολουθίαν δε επτά πόδας
+υπεράνω του εδάφους, ο Δικ Σανδ απεφάσισε να τρυπήση οπήν εν τω αργιλώδει
+τοίχω. </p>
+
+<p>Εάν διά της οπής ταύτης ήρχοντο εις συγκοινωνίαν μετά του εξωτερικού αέρος,
+σημείον ότι ο κώνος εξείχε του ύδατος.<br />
+&nbsp;<br />
+Εάν εξ εναντίας η οπή εκείνη ηνοίγετο κάτωθεν της επιφανείας του εξωτερικού
+ύδατος, ο αήρ θα απωθείτο εσωτερικώς και εν τη περιπτώσει ταύτη έπρεπε να την
+φράξωσι τάχιστα, άλλως το ύδωρ θα υψούτο μέχρις αυτής. </p>
+
+<p>Έπειτα θα ήρχιζαν πάλιν το πείραμα ένα πόδα υψηλότερον και ούτω
+καθεξής.<br />
+&nbsp;<br />
+Αλλ' εάν τέλος εις το ανώτερον μέρος του κώνου δεν εύρισκον και πάλιν
+εξωτερικόν αέρα, τούτο θα εσήμαινεν ότι υπήρχεν ύδωρ εν τη πεδιάδι
+περισσότερον των δεκαπέντε ποδών, και ότι όλον το χωρίον των τερμιτών
+εξηφανίσθη υπό την πλημμύραν. </p>
+
+<p>Και τότε, ποία ελπίς έμενεν εις τους εν τω μυρμηκώνι εγκεκλεισμένους να
+διαφύγωσι τον φοβερώτερον των θανάτων, τον εκ βραδείας ασφυξίας
+θάνατον!</p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ εγίνωσκε πάντα ταύτα, αλλ' η ψυχραιμία του μηδέ στιγμήν τον
+εγκατέλιπεν. </p>
+
+<p>Είχε σαφώς υπολογίσει τας συνεπείας του μελετωμένου πειράματος. </p>
+
+<p>Άλλως τε δε να περιμένη περισσότερον ήτο αδύνατον. </p>
+
+<p>Η ασφυξία ήτο απειλητική εις τον στενόν εκείνον χώρον, τον οποίον εκάστη
+στιγμή εστένευε περισσότερον, εντός κέντρου κατακεκορεσμένου ήδη υπό
+ανθρακικού οξέως. </p>
+
+<p>Το καλλίτερον εργαλείον, όπερ είχε να μεταχειρισθή ο Δικ Σανδ διά να ανοίξη
+την οπήν εκείνην εν τω τοίχω, ήτο ο οβελός πυροβόλου όστις είχεν εις την άκραν
+του εκπωματιστήριον, χρησιμεύον προς εκκένωσιν του όπλου. Ο κοχλίας εκείνος,
+περιστραφείς ταχέως εντός της αργίλου ως τρύπανον, ήνοιξεν ολίγον κατ' ολίγον
+οπήν. Δεν ηδύνατο λοιπόν να έχη άλλην διάμετρον ειμή την του οβελού, αλλά
+τούτο θα ήρκει. Ο αήρ θα ηδύνατο να διέλθη δι' αυτής. </p>
+
+<p>Ο Ηρακλής, κρατών τον φανόν υψωμένον, εφώτιζε τον Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>Είχον και άλλα κηρία παραπληρωματικά, ώστε δεν εφοβούντο ότι θα
+εστερούντο φωτός. </p>
+
+<p>Ολίγας στιγμάς μετά την έναρξιν της εργασίας, ο οβελός ενεπήχθη ελευθέρως
+εις τον τοίχον. </p>
+
+<p>Αμέσως παρήχθη υπόκωφος θόρυβος ομοιάζων προς εκείνον ον παράγουσι
+σφαιρίδια αέρος διαφεύγοντα διά στήλης ύδατος. </p>
+
+<p>Ο αήρ διέφευγεν έξω, και την αυτήν στιγμήν η επιφάνεια του ύδατος ανέβη εις
+τον κώνον και εστάθη μέχρι της οπής, όπερ απεδείκνυεν ότι ετρύπησαν πολύ
+χαμηλά, ήτοι κάτωθεν της μάζης. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πρέπει να αρχίσωμεν εκ νέου την εργασίαν, είπε ψυχρώς ο νεαρός
+δόκιμος φράττων ταχέως την οπήν διά δρακός αργίλου. </p>
+
+<p>Το ύδωρ έμεινεν πάλιν στάσιμον εν τω κώνω, αλλ' ο εναπολειφθείς χώρος είχεν
+ελαττωθή πλέον των οκτώ δακτύλων. </p>
+
+<p>Η αναπνοή εγίνετο δύσκολος, καθότι το οξυγόνον ήρχιζε να ελλείπη. Έβλεπέ τις
+τούτο ωσαύτως εις το φως του φανού, όπερ ερυθρούτο και έχανε μέρος της
+λάμψεώς του. </p>
+
+<p>Ένα πόδα υπεράνω της πρώτης οπής ο Δικ Σανδ ήρχισε αμέσως να τρυπά
+δευτέραν διά του αυτού τρόπου. Εάν το πείραμα δεν επετύγχανε, το ύδωρ θα
+ανέβαινε περισσότερον εντός του κώνου . . . αλλ' έπρεπε να μη διστάσωσι προ του
+κινδύνου τούτου. </p>
+
+<p>Ενώ ο Δικ Σανδ εχειρίζετο το τύμπανόν του, ήκουσεν αίφνης τον εξάδελφον
+Βενέδικτον κράζοντα:</p>
+
+<p>&nbsp;— Ω διάβολε! ιδού . . . ιδού . . . ιδού διατί!</p>
+
+<p>Ο Ηρακλής ύψωσε τον φανόν του και διεύθυνε το φως αυτού προς τον
+εξάδελφον Βενέδικτον, του οποίου η μορφή εξέφραζε τελείαν ευχαρίστησιν.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ναι, επανέλαβεν, ιδού διατί οι νοήμονες ούτοι τερμίται εγκατέλιπον τον
+μυρμηκώνα. Είχον προαισθανθή την πλημμύραν. Α! το ορμέμφυτον, φίλοι μου, το
+ορμέμφυτον! Οι τερμίται πονηρότεροι ημών, πολύ πονηρότεροι. </p>
+
+<p>Και τούτο ήτο όλον το ηθικόν συμπέρασμα, όπερ ο εξάδελφος Βενέδικτος
+εξήγαγεν εκ της καταστάσεως εκείνης. </p>
+
+<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Δικ Σανδ ανέσυρε τον οβελόν, όστις είχε διατρυπήσει
+τον τοίχον. Συριγμός τις παρήχθη. </p>
+
+<p>Το ύδωρ ανέβη κατά ένα έτι πόδα εις το εσωτερικόν του κώνου. Η οπή δεν είχε
+συναντήσει τον ελεύθερον αέρα εις τα έξω. </p>
+
+<p>Η θέσις των ήτο τρομερά. Η κυρία Βέλδων, σχεδόν προσβληθείσα υπό του
+ύδατος, ανύψωσε τον μικρόν Ζακ εις τας χείρας της. Όλοι επνίγοντο εις τον στενόν
+εκείνον χώρον. </p>
+
+<p>Τα ώτα αυτών εβόμβουν. Ο φανός δεν έρριπτε πλέον ειμή φως ανεπαρκές.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Μήπως ο κώνος ευρίσκετο όλος υπό το ύδωρ; εψιθύρισεν ο Δικ Σανδ.
+</p>
+
+<p>Ήτο ανάγκη να το μάθη, προς τούτο δε ετρύπησε και τρίτην οπήν εις την
+κορυφήν αυτήν του κώνου. </p>
+
+<p>Αλλ’ ήτο η ασφυξία, ήτο ο άμεσος θάνατος, εάν το αποτέλεσμα και της
+τελευταίας εκείνης αποπείρας απέβαινεν άκαρπον. Όσος αήρ έμενεν εις τα εντός
+θα εξήρχετο διά της ανωτέρας οπής, και το ύδωρ θα επλήρου τον κώνον
+ολόκληρον!</p>
+
+<p>&nbsp;— Κυρία Βέλδων, είπε τότε ο Δικ Σανδ, γνωρίζετε την θέσιν μας. Εάν
+βραδύνωμεν, ο εισπνεύσιμος αήρ θα εκλείψη. Εάν η τρίτη απόπειρα αποτύχη, το
+ύδωρ θα πληρώση όλον τούτον τον χώρον. Η μόνη ελπίς ήτις μας μένει είναι, εάν η
+κορυφή του κώνου υπερβαίνη την επιφάνειαν της πλημμύρας. Πρέπει να
+δοκιμάσωμεν την τελευταίαν ταύτην απόπειραν. Θέλετε;</p>
+
+<p>&nbsp;— Πράξον, Δικ, απεκρίθη η Κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν ο φανός εσβέσθη εν τω κέντρω εκείνω τω λίαν
+ακαταλλήλω προς ανάφλεξιν. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής εβυθίσθησαν εις εντελές σκότος. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ ανερριχήθη επί των ώμων του Ηρακλέους, όστις είχε προσκολληθή
+εις μίαν των πλαγίων κοιλοτήτων, και του οποίου μόνη η κεφαλή υπερείχε του
+ύδατος. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων, ο Ζακ, ο εξάδελφος Βενέδικτος ήσαν περιεσφιγμένοι εις το
+ανώτατον μέρος των κοιλοτήτων. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ προσέβαλε τον τοίχον και ο οβελός του εβυθίσθη ταχέως εις την
+άργιλον. </p>
+
+<p>Εις το μέρος εκείνο ο τοίχος ήτο παχύτερος και σκληρότερος, τούτου ένεκα δε
+ολιγώτερον εύκολος να διατρυπηθή. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ έσπευδεν, ουχί άνευ τρομεράς αγωνίας, καθότι διά της μικράς
+εκείνης οπής ή μετά του αέρος θα εισήρχετο η ζωή, ή μετά του ύδατος ο θάνατος.
+</p>
+
+<p>Αίφνης ηκούσθη σύριγμα οξύ. Ο συμπεπιεσμένος αήρ διεξέφυγεν . . . αλλά και
+φωτεινή ακτίς εισήλθε διά του τοίχου. </p>
+
+<p>Το ύδωρ ανήλθε κατά οκτώ μόνον δακτύλους, και εστάθη χωρίς να λάβη
+ανάγκην ο Δικ Σανδ να κλείση πάλιν την οπήν εκείνην. </p>
+
+<p>Η μεταξύ της εσωτερικής και εξωτερικής επιφανείας ισορροπία είχεν επέλθει.
+</p>
+
+<p>Η κορυφή του κώνου υπερεξείχεν. Η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής εσώθησαν.
+</p>
+
+<p>Αμέσως, μετά φρενητιώδες «ουρρά» εν τω οποίω εδέσποζεν η βροντώδης
+φωνή του Ηρακλέου, αι μάχαιραι ετέθησαν εις ενέργειαν.<br />
+&nbsp;<br />
+Η κορυφή ζωηρώς προσβληθείσα, επλαντύθη, ο καθαρός αήρ εισέδυσεν απλέτως,
+και μετ' αυτού εισέδυσαν και αι πρώται ακτίνες του ανατέλλοντος ηλίου. </p>
+
+<p>Αποκορυφωθέντος άπαξ του κώνου θα ήτο εύκολον να αναρριχηθώσιν επί του
+τοίχου, και θα εσκέπτοντο τότε διά τίνος μέσου να φθάσωσιν εις γειτονικόν τι
+ύψωμα, μακράν πάσης πλημμύρας. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ ανέβη πρώτος εις την κορυφήν του κώνου. </p>
+
+<p>Κραυγή διέφυγεν αυτώ.</p>
+
+<p>Ιδιαίτερός τις θόρυβος, λίαν γνωστός εις τους περιηγητάς της Αφρικής, ον
+αφίνουσι τα βέλη συρίζοντα, διήλθε τον αέρα.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ επρόφθασε να ίδη εκατόν βήματα μακράν του μυρμηκώνος
+στρατόπεδόν τι, και δέκα βήματα μακράν του κώνου επί της πλημμυρισθείσης
+πεδιάδος, μακράς λέμβους πλήρεις ιθαγενών. </p>
+
+<p>Εκ μιας των λέμβων εκείνων είχεν αφεθή το νέφος των βελών, καθ' ήν στιγμήν
+η κεφαλή του νεαρού δοκίμου προέκυπτεν έξω της οπής. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ δι' ολίγων λέξεων είπε τα πάντα εις τους συντρόφους του. </p>
+
+<p>Λαβών δε το πυροβόλον του και ακολουθούμενος υπό του Ηρακλέους, του
+Ακτέωνος και του Βαρθολομαίου, ενεφανίσθη πάλιν εις την κορυφήν του κώνου,
+και άπαντες επυροβόλησαν κατά μιας λέμβου. </p>
+
+<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/170.jpg" width="316"
+height="400"
+alt="άπαντες επυροβόλησαν κατά μιας λέμβου" border="2" /><br /></p>
+
+<p>Πολλοί ιθαγενείς έπεσαν, ωρυγμοί δε συνοδευθέντες υπό πυροβολισμών,
+απήντησαν εις την εκπυρσοκρότησιν ταύτην. </p>
+
+<p>Αλλά τι ηδύναντο να πράξωσιν ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού εναντίον
+εκατοντάδος Αφρικανών περικυκλωσάντων αυτούς πανταχόθεν; </p>
+
+<p>Ο μυρμηκών εκυριεύθη. Η κυρία Βέλδων, το τέκνον της, ο εξάδελφος
+Βενέδικτος, απεσπάθησαν εκείθεν κτηνωδώς και χωρίς να λάβωσι καιρόν μήτε να
+ομιλήσωσι μήτε να θλίψωσιν αλλήλων την χείρα διά τελευταίαν φοράν,
+απεχωρίσθησαν οι μεν από τους δε βεβαίως κατά προηγουμένως δοθείσας
+διαταγάς.<br />
+&nbsp;<br />
+Μία πρώτη λέμβος παρέλαβε την κυρίαν Βέλδων, τον μικρόν Ζακ και τον
+εξάδελφον Βενέδικτον, ο δε Δικ Σανδ τους είδεν εξαφανιζομένους εις το μέσον του
+στρατοπέδου. </p>
+
+<p>Αυτός δε, συνοδευόμενος υπό της Ναν, του γέροντος Τωμ, του Ηρακλέους, του
+Βαρθολομαίου, του Ακτέωνος και του Αυγουστίνου, ερρίφθη εις δευτέραν πιρόγαν,
+ήτις διηυθύνθη προς άλλο μέρος του λόφου. </p>
+
+<p>Είκοσιν ιθαγενείς επέβαινον της λέμβου ταύτης, την οποίαν ηκολούθουν πέντε
+άλλαι. </p>
+
+<p>Να αντισταθώσιν ήτο αδύνατον, και εν τούτοις ο Δικ και οι μετ' αυτού
+επειράθησαν τούτο. </p>
+
+<p>Στρατιώταί τινες της συνοδείας επληγώθησαν υπ' αυτών, και βεβαίως θα
+επλήρωνον διά της ζωής των την αντίστασιν ταύτην, εάν δεν υπήρχεν ρητή διαταγή
+να φεισθώσιν αυτών. </p>
+
+<p>Εντός ολίγων λεπτών το ταξείδιον επερατώθη. </p>
+
+<p>Αλλά καθ' ήν στιγμήν η λέμβος εσταμάτησεν, ο Ηρακλής, δι' άλματος
+ακατασχέτου, επήδησεν επί του εδάφους. </p>
+
+<p>Δύο ιθαγενείς ώρμησαν κατ' αυτού· αλλ' ο γίγας περιέτρεψε το πυροβόλον του
+ως ρόπαλον και οι ιθαγενείς έπεσαν με το κρανίον συντεθραυσμένον.<br />
+&nbsp;<br />
+Μετά μίαν στιγμήν ο Ηρακλής εγένετο άφαντος υπό το φύλλωμα των δένδρων εν
+μέσω χαλάζης σφαιρών, καθ' ήν στιγμήν ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού, αφού
+απετέθησαν χαμαί, εδέθησαν ως δούλοι.<br />
+&nbsp;</p>
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'.</h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΚΑΤΑΣΚΗΝΩΣΙΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΟΧΘΩΝ
+ΤΟΥ ΚΟΑΝΖΑ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Η θέα της χώρας, αφότου η πλημμύρα μετέβαλεν εις λίμνην την πεδιάδα εκείνην εν
+τη οποία υψούτο το χωρίον των τερμιτών, είχεν εντελώς μεταβληθή. </p>
+
+<p>Είκοσι περίπου μυρμηκώνες υπερείχαν διά του κώνου των και εσχημάτιζον τα
+μόνα εξέχοντα σημεία επί της ευρείας εκείνης λεκάνης.</p>
+
+<p>Ο Κοάνζας είχεν υπερχειλίσει ένεκα της εις αυτόν εισβολής των υπό της
+καταιγίδος εξογκωθέντων υδάτων των παραποτάμων του. </p>
+
+<p>Ο Κοάνζας ούτος, είς των ποταμών της Αγγόλας, χύνεται εις τον Ατλαντικόν
+ωκεανόν, εκατόν μίλια μακράν του μέρους όπου εξώκειλε το «Πίλγριμ». </p>
+
+<p>Τον ποταμόν τούτον ώφειλε να διέλθη μετά τινα έτη ο υποπλοίαρχος Καμερών,
+πριν φθάση εις Βεγγουέλαν. Ο Κοάνζας είναι προωρισμένος να καταστή το όργανον
+της εσωτερικής διαμετακομίσεως του μέρους τούτου της πορτογαλικής αποικίας.
+</p>
+
+<p>Ήδη ατμόπλοια αναπλέουσι το κάτω ρεύμα αυτού και πριν ή παρέλθωσι δέκα
+έτη θα διαπλεύσωσι και την ανωτέραν αυτού κοίτην. </p>
+
+<p>Φρονίμως λοιπόν έπραξεν ο Δικ Σανδ ζητήσας προς βορράν πλωτόν τινα
+ποταμόν. </p>
+
+<p>Ο ρύαξ, ον είχε ακολουθήσει, εχύνετο εις αυτόν τούτον τον Κοάνζαν. </p>
+
+<p>Εάν δεν συνέβαινεν η αιφνιδία εκείνη επίθεσις, κατά της οποίας ουδέν
+ηδυνήθη να τον προφυλάξη, θα τον εύρισκεν έν μίλιον απωτέρω, οι δε σύντροφοί
+του και αυτός θα επέβαινον σχεδίας ευκόλως κατασκευαζομένης και θα είχον
+μεγάλην ελπίδα να κατέλθωσι τον Κοάνζαν μέχρι των πορτογαλικών κωμών, ένθα
+προσορμίζονται τα ατμόπλοια. Εκεί θα ήτο εξηφαλισμένη η σωτηρία των. </p>
+
+<p>Αλλά δεν συνέβη ούτω. </p>
+
+<p>Το υπό του Δικ Σανδ παρατηρηθέν στρατόπεδον ήτο εστημένον επί τινος
+υψώματος πλησίον του μυρμηκώνος, εντός του οποίου η μοίρα τον είχε ρίψει ως
+παγίδα. </p>
+
+<p>Εις την κορυφήν του υψώματος εκείνου ηγείρετο γιγαντιαία συκομυρέα, ήτις
+ευκόλως θα εστέγαζε πεντακοσίους ανθρώπους υπό το τεράστιον αυτής φύλλωμα.
+</p>
+
+<p>Όστις δεν είδε τα γιγαντώδη ταύτα δένδρα της κεντρώας Αφρικής δεν δύνανται
+να σχηματίση ιδέαν περί αυτών· οι κλάδοι αυτών αποτελούσι δάσος και δύναταί τις
+να αποπλανηθή εν μέσω αυτών.</p>
+
+<p>Απώτερον, βανανέαι εξ εκείνων των οποίων οι σπόροι δεν μεταβάλλονται εις
+καρπούς, συνεπλήρουν το πλαίσιον του ευρέος εκείνου τοπίου.<br />
+&nbsp;<br />
+Υπό την σκέπην της συκομορέας εκείνης, κρυπτομένη ως εν μυστηριώδει ασύλω
+ολόκληρος συνοδεία — εκείνη της οποίας την άφιξιν είχεν αναγγείλει εις τον
+Νεγορόν ο Χάρρης — είχε κατασκηνώσει. </p>
+
+<p>Η πολυάριθμος εκείνη ομάς των ιθαγενών, αποσπασθέντων εκ των χωρίων των
+υπό των υπαλλήλων του σωματεμπόρου Αλβέζ, κατηυθύνετο προς την αγοράν του
+Καζονδέ. Εκείθεν οι δούλοι, κατά τας παρουσιασθησομένας ανάγκας, θα
+αποστέλλοντο είτε εις τα δυτικά της χώρας παραπήγματα, είτε εις Νυαγγέ, εις την
+ζώνην των μεγάλων λιμνών, όπως διανεμηθώσιν ή εις την άνω Αίγυπτον, ή εις τα
+πρακτορεία της Ζανζιβάρης . . </p>
+
+<p>Άμα τη αφίξει αυτών εις το στρατόπεδον, ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού
+ελογίσθησαν ως δούλοι. </p>
+
+<p>Εις τον γέροντα Τωμ, εις τον υιόν του, εις τον Αυγουστίνον, εις τον Ακτίωνα, εις
+την δυστυχή Ναν, καίτοι δεν ανήκον εις την Αφρικανικήν φυλήν, επεφυλάχθη η
+τύχη των ιθαγενών αιχμαλώτων. Αφού αφωπλίσθησαν, μεθ' όλην την ζωηράν των
+αντίστασιν, εκρατήθησαν εκ του τραχήλου, ανά δύο, διά τινος δικράνου μακρού έξ
+ή επτά ποδών και κλεισμένου εκατέρωθεν υπό ράβδου σιδηράς. </p>
+
+<p>Τοιουτοτρόπως ήσαν υποχρεωμένοι να βαδίζωσι κατά γραμμήν, ο είς όπισθεν
+του άλλου, χωρίς να δύνανται να παρεκλίνωσι μήτε προς τα δεξιά, μήτε προς τα
+αριστερά. </p>
+
+<p>Προς περισσοτέραν προφύλαξιν, βαρεία άλυσις τους συνέδεεν εκ της
+οσφύος.<br />
+&nbsp;<br />
+Είχον λοιπόν τους βραχίονας ελευθέρους, όπως βαστάζωσι τα βάρη, και τους
+πόδας ελευθέρους, όπως βαδίζωσιν, αλλά δεν θα ηδύναντο να ποιήσωσι χρήσιν
+αυτών όπως φύγωσιν.<br />
+&nbsp;<br />
+Ούτω δε έμελλον να διανύσωσιν εκατοντάδας μιλίων, υπό τας μαστιγώσεις
+οδηγού.<br />
+&nbsp;<br />
+Κείμενοι κατά μέρος, καταβεβλημένοι υπό της αντιδράσεως ήτις επηκολούθησε
+τας πρώτας στιγμάς της εναντίον των μαύρων πάλης εκείνης, ουδόλως εκινούντο
+πλέον.<br />
+&nbsp;<br />
+Διατί δεν ηδυνήθησαν να ακολουθήσωσι τον Ηρακλέα εν τη φυγή του! Και εν
+τούτοις τι ηδύναντο να ελπίζωσι διά τον φυγάδα; Όσον και αν ήτο ρωμαλέος, τι θα
+εγίνετο εν τη αφιλοξένω εκείνη χώρος, ένθα η πείνα, η μόνωσις, τα άγρια θηρία, οι
+ιθαγενείς, τα πάντα ήσαν κατ' αυτούς; Δεν θα ηναγκάζετο μετ' ολίγον να ποθήση
+την τύχην των συντρόφων του;</p>
+
+<p>Και όμως ούτοι, ουδεμίαν ευσπλαχνίαν περιέμενον εκ των αρχηγών της
+συνοδείας, Αράβων ή Πορτογάλων, ομιλούντων γλώσσαν την οποίαν δεν ηδύναντο
+να εννοήσωσι, και οίτινες ουδεμίαν άλλην συνεννόησιν είχον μετ' αυτών ειμή διά
+βλεμμάτων και απειλητικών κινημάτων. </p>
+
+<p>Μόνος ο Δικ Σανδ δεν ήτο δεδεμένος μετ' άλλου δούλου. Ήτο λευκός και δεν
+ετόλμησαν βεβαίως να τω επιβάλωσι την κοινήν μεταχείρισιν. </p>
+
+<p>Αφοπλισθείς, είχεν ελευθέρους τους πόδας και τας χείρας, οδηγός τις όμως τον
+επετήρει ιδιαιτέρως. Παρετήρει το στρατόπεδον, και εις εκάστην στιγμήν περιέμενε
+να ίδη ή τον Νεγορόν ή τον Χάρρην . . . </p>
+
+<p>Αλλ' η προσδοκία του εψεύσθη. Εν τούτοις δι' αυτόν ουδεμία αμφιβολία ότι οι
+δύο εκείνοι άθλιοι ήσαν οι διευθύνοντες την κατά του μυρμηκώνος επίθεσιν.<br />
+&nbsp;<br />
+Τω επήλθε συγχρόνως η σκέψις ότι η κυρία Βέλδων, ο μικρός Ζακ και ο εξάδελφος
+Βενέδικτος είχον μεταφερθή κεχωρισμένως κατά τας διαταγάς του Αμερικανού ή
+του Πορτογάλου· μη βλέπων μήτε τον ένα μήτε τον άλλον, ενόμιζεν ότι οι δύο
+συνένοχοι συνώδευον ίσως τα θύματά των. Πού τους ωδήγουν;</p>
+
+<p>Ποίαν τύχην επεφύλαττον αυτοίς; αύτη ήτο η σκληροτάτη φροντίς του.</p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ ελησμόνει την ιδίαν εαυτού κατάστασιν σκεπτόμενος την κυρίαν
+Βέλδων και τους μετ' αυτής. </p>
+
+<p>Η συνοδεία, εσκηνωμένη υπό την γιγαντιαίαν συκομορέαν, ηρίθμει περί τα
+οκτακόσια άτομα, ήτοι πεντακοσίους δούλους αμφοτέρων των φύλων, διακοσίους
+στρατιώτας και εκατόν αχθοφόρους, φύλακας, οδηγούς, πράκτορας ή αρχηγούς.
+</p>
+
+<p>Οι αρχηγοί ούτοι ήσαν καταγωγής αραβικής ή πορτογαλικής. Δυσκόλως
+δύναταί τις να φαντασθή τας ωμότητας τας οποίας τα απάνθρωπα ταύτα όντα
+εξασκούσιν επί των αιχμαλώτων των. </p>
+
+<p>Τους τύπτουσιν αδιακόπως, εκείνους δε οίτινες πίπτουσιν εξηντλημένοι και δεν
+είναι πλέον εις κατάστασιν να πωληθώσι, τους αποτελειώνουσι διά του πυροβόλου
+ή της μαχαίρας. </p>
+
+<p>Τους συνέχουσι τοιουτοτρόπως διά του τρόμου· αλλά το αποτέλεσμα του
+συστήματος τούτου είναι ότι κατά την άφιξιν της συνοδείας, πεντήκοντα δούλοι επί
+τοις εκατόν ελλείπουσιν εκ του λογαριασμού του σωματεμπόρου, είτε διότι τινές
+κατώρθωναν ν' αποδράσωσιν είτε διότι τα οστά των υπό των βασάνων θανόντων
+εκάλυψαν τας μακράς οδούς του εσωτερικού προς την παραλίαν. </p>
+
+<p>Ευνόητον ότι οι ευρωπαϊκής καταγωγής πράκτορες, Πορτογάλοι κατά το
+πλείστον, δεν είναι ειμή περιτρίμματα της πατρίδος των, κατάδικοι, αποδράντες
+της φυλακής, αρχαίοι σωματέμποροι διαφυγόντες την αγχόνην, εν ενί λόγω το
+αίσχος της ανθρωπότητος.<br />
+&nbsp;<br />
+Τοιούτος ο Νεγορός, τοιούτος ο Χάρρης υπηρετούντες τώρα ένα των μεγίστων
+δουλεμπόρων της κεντρώας Αφρικής, τον Ιωσίαν Αντώνιον Αλβέζ, γνωστότατον εις
+τους δουλεμπόρους της επαρχίας και περί του οποίου ο υποπλοίαρχος Καμερών
+έδωκε περιέργους πληροφορίας. </p>
+
+<p>Οι συνοδεύοντες τους αιχμαλώτους στρατιώται είναι εν γένει ιθαγενείς
+υπομίσθιοι των δουλεμπόρων. </p>
+
+<p>Αλλ' ούτοι δεν έχουσι το μονοπώλιον των επιδρομών διά των οποίων
+προμηθεύονται δούλους. </p>
+
+<p>Οι μαύροι βασιλείς πολεμούσι προς αλλήλους πολέμους σκληρούς και προς τον
+αυτόν σκοπόν· τότε οι έφηβοι ηττηθέντες, αι γυναίκες και τα παιδία, περιελθόντες
+εις κατάστασιν δουλείας, πωλούνται υπό των νικητών εις τους σωματεμπόρους
+αντί υαρδών τίνων υφάσματος πυρίτιδος, πυροβόλων, μαργαριτών ροδίνων ή
+ερυθρών και πολλάκις μάλιστα, λέγει ο Λίβιγγστων, εν ώρα πείνης, αντί ολίγων
+κόκκων αραβοσίτου. </p>
+
+<p>Οι συνοδεύοντες τους αιχμαλώτους του γέροντος Αλβέζ ηδύναντο να δώσωσιν
+ακριβώς ιδέαν τι είναι οι αφρικανικοί στρατοί. </p>
+
+<p>Είναι συρφετός μαύρων ληστών, ημιγύμνων, παλλόντων μακρά πυροβόλα των
+οποίων ο σωλήν είναι κεκοσμημένος διά πολλών χαλκίνων δακτυλίων. </p>
+
+<p>Μετά τοιαύτης συνοδείας, εις ην προστίθενται και αλήται τινες ίσης αξίας, οι
+πράκτορες περιέρχονται πολλάκις εις δυσχερή θέσιν. </p>
+
+<p>Συζητούσι τας διαταγάς των, επιβάλλουσιν αυτοίς τα μέρη και τας ώρας των
+σταθμεύσεων, απειλούσιν ότι θα τους εγκαταλείψωσι και δεν είναι σπάνιον να
+υποκύπτωσιν οι πράτορες ούτοι εις τας απαιτήσεις του ελεεινού τούτου στρατού.
+</p>
+
+<p>Καίτοι δε οι δούλοι, άνδρες ή γυναίκες υποχρεούνται εν γένει να βαστάζωσι
+βάρη καθ' όν χρόνον βαδίζει η συνοδεία, υπάρχουσι προσέτι ολίγοι τινές
+αχθοφόροι παρακολουθούντες. </p>
+
+<p>Καλούνται ούτοι ειδικώτερον «παγάζοι» και βαστάζουσι δέματα πολυτίμων
+αντικειμένων, ιδίως ελεφαντοστούν.<br />
+&nbsp;<br />
+Ενίοτε, τοιούτον είναι το μέγεθος των ελεφαντοδόντων εκείνων, ώστε τινές αυτών
+ζυγίζουσι μέχρις εκατόν εξήκοντα λιτρών, απαιτούνται δε δύο «παγάζοι» διά να
+τους φέρωσιν εις τα πρακτορεία, οπόθεν το πολύτιμον τούτον εμπόρευμα
+εξαποστέλλεται εις τας αγοράς του Καρτούμ, της Ζανζιβάρης και του Νατάλ. </p>
+
+<p>Κατά την άφιξίν των οι «παγάζοι» ούτοι πληρώνονται την συμφωνηθείσαν
+τιμήν, ήτις συνίσταται εξ εικοσάδος τινών υαρδών πανίου ή του υφάσματος
+εκείνου του καλουμένου «μερικάνι», ολίγης πυρίτιδος, μιας δρακός «καουρί»
+[Κογχύλια κοινότατα εν τη χώρα χρησιμεύοντα αντί νομίσματος) ολίγων,
+μαργαριτών, και ενίοτε έκ τινων μαύρων εντελώς εξηντλημένων, όταν ο
+δουλέμπορος δεν έχη άλλο νόμισμα. </p>
+
+<p>Μεταξύ των πεντακοσίων δούλων εξ ων απετελείτο η συνοδεία, ολίγοι ήσαν οι
+τέλειοι άνδρες. </p>
+
+<p>Τούτο αποδοτέον εις το ό,τι μετά το πέρας της θήρας και την πυρπόλησιν του
+χωρίου, πας ιθαγενής πρεσβύτερος των τεσσαράκοντα ετών ανηλεώς σφάζεται και
+απαγχονίζεται εις τα πέριξ δένδρα. </p>
+
+<p>Μόνοι οι νεαροί έφηβοι αμφοτέρων των φύλων προορίζονται ίνα σταλώσιν εις
+τας αγοράς. </p>
+
+<p>Μετά κυνηγεσίας ταύτας ανθρώπων, μόλις επιζή το δέκατον των ηττηθέντων.
+Ούτως εξηγείται η φοβερά λιπανθρωπία η μεταβάλλουσα εις ερήμους ευρείας
+γαίας της Ισημερινής Αφρικής. </p>
+
+<p>Εδώ τα παιδία και οι έφηβοι μόλις εφόρουν ράκος τι εκ του φλοιώδους
+υφάσματος, όπερ παράγουσι δένδρα τινά και όπερ καλείται «μπουζού» εν τω
+τόπω. Τοιουτοτρόπως η κατάστασις του ανθρωποποιμνίου εκείνου, ήτο εκ των
+μάλλον αξιοθρηνήτων. </p>
+
+<p>Γυναίκες κεκλυμέναι υπό πληγών προελθουσών εκ της μάστιγος των οδηγών,
+παιδία ισχνά, πνευστιώντα, με πόδας αιματοφύρτους, τα οποία αι μητέρες
+προσεπάθουν να φέρωσι ως επίμετρον βάρους, νέοι στενώς προσηλωμένοι εις το
+δίκρανον εκείνον το μάλλον οδυνηρόν ή η άλυσος κατέργου.<br />
+&nbsp;<br />
+Ναι, η θέα των δυστυχών τούτων, μόλις ζώντων, των οποίων η φωνή δεν είχε πλέον
+ήχον, «εβενίνων σκελετών», κατά την έκφρασιν του Λιβιγγστώνος, θα συνεκίνει
+καρδίας αγρίων θηρίων, αλλά τόσαι αθλιότητες άφινον αναλγήτους τους Άραβας
+και τους Πορτογάλους εκείνους, οίτινες εάν πιστεύσωμεν τον υποπλοίαρχον
+Καμερών ήσαν πολύ σκληρότεροι. </p>
+
+<p>Ιδού τι λέγει ο Καμερών:</p>
+
+<p>«Όπως επιτύχη τας πεντήκοντα γυναίκας των οποίων κύριος ελέγετο ο Αλβέζ,
+δέκα χωρία κατεστράφησαν δέκα χωρία έχοντα έκαστον εκατόν έως διακοσίους
+κατοίκους, ήτοι χιλίας πεντακοσίας ψυχάς. Τινές τούτων ηδυνήθησαν να
+διαφύγωσιν, αλλ' οι πλείστοι — σχεδόν όλοι — απώλοντο εις τας φλόγας,
+εφονεύθησαν υπερασπίζοντες τας οικογενείας των ή απέθανον εκ πείνης εις τα
+παραπήγματα, εκτός εάν τα σαρκοβόρα θηρία δεν επέρανον ταχύτερον τας
+βασάνους των. </p>
+
+<p>Τα εγκλήματα ταύτα, διαπραττόμενα εν τω κέντρω της Αφρικής υπό ανθρώπων
+λεγομένων χριστιανών και Πορτογάλων, θα εφαίνοντο απίστευτα εις τους
+κατοίκους των πεπολιτισμένων χωρών. Αδύνατον η κυβέρνησις της Λισσαβώνος να
+γινώσκη τας ωμότητας τας διαπραττομένας παρ' ανθρώπων φερόντων την σημαίαν
+αυτής και καυχωμένων ότι είναι υπήκοοι αυτής». </p>
+
+<p>Σημ. Εν Πορτογαλία ζωηρότατοι εγένοντο διαμαρτυρήσεις κατά των
+διαβεβαιώσεων τούτων του Καμερών. </p>
+
+<p>Ευνόητον ότι κατά τας πορείας, και τας σταθμεύσεις εκείνας, οι δέσμιοι
+επετηρούντο αυστηρότατα. </p>
+
+<p>Τοιουτοτρόπως ο Δικ Σανδ εννόησε μετ' ολίγον, ότι δεν έπρεπε ουδέ να
+πειραθή να αποδράση. Αλλά τότε, πώς να επανεύρη την κυρίαν Βέλδων; Ότι το
+τέκνον της και αυτή ηρπάγησαν υπό του Νεγορού, τούτο ήτο βεβαιότατον.</p>
+
+<p>Ο Πορτογάλος ηθέλησε να την χωρίση από των συντρόφων αυτής διά λόγους
+αγνώστους έτι εις τον νεαρόν δόκιμον· αλλά δεν ηδύνατο να αμφιβάλη περί της
+παρεμβάσεως του Νεγορού, και η καρδία του εθλίβετο εις την σκέψιν ότι
+παντοειδείς κίνδυνοι ηπείλουν την κυρίαν Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Α! έλεγε καθ' εαυτόν, όταν σκέπτωμαι ότι είχον τους δύο τούτους
+αθλίους υπό τον σωλήνα του όπλου μου και δεν τους εφόνευσα! . . . </p>
+
+<p>Η σκέψις αύτη ήτο εκ των μάλλον επιμόνως επανερχομένων εις το πνεύμα του
+Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>Πόσα δυστυχήματα θα απεφεύγοντο διά του θανάτου, διά του δικαίου
+θανάτου του Χάρρη και του Νεγορού! πόσαι αθλιότητες ολιγώτεραι δι' εκείνους
+τους οποίους οι έμποροι εκείνοι ανθρωπίνης σαρκός μετεχειρίζοντο ως
+δούλους!</p>
+
+<p>Όλη η φρίκη της θέσεως της κυρίας Βέλδων και του μικρού Ζακ παρουσιάζετο
+αμέσως εις τον Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>Μήτε η μήτηρ, μήτε το τέκνον ηδύναντο να ελπίζωσί τι παρά του εξαδέλφου
+Βενεδίκτου. </p>
+
+<p>Ο δυστυχής εκείνος μόλις ηδύνατο να επαρκέση εις εαυτόν. </p>
+
+<p>Βεβαίως παρέσυρον και τους τρεις εις μέρος τι απομεμακρυσμένον της
+επαρχίας της Αγγόλης. Αλλά ποίος, εβάσταζε το ασθενές έτι παιδίον;</p>
+
+<p>&nbsp;— Η μήτηρ του, ναι, η μήτηρ του! επανελάμβανε καθ' εαυτόν ο Δικ Σανδ.
+Θα επανεύρε δυνάμεις δι' αυτό! Θα έπραξεν ό,τι πράττουσιν αι δυστυχείς αύται
+δούλοι· και θα καταπέση ως αυταί. Ω! ας με φέρη πάλιν ο θεός ενώπιον των
+δημίων τούτων, και θα . . . </p>
+
+<p>Αλλ' ήτο δέσμιος! Ηριθμείτο ως μία κεφαλή εν τη αγέλη εκείνη, την οποίαν οι
+οδηγοί ώθουν προς το εσωτερικόν της Αφρικής! Ούτε καν εγίνωσκεν εάν ο Νεγορός
+και ο Χάρρης ωδήγουν αυτοί ούτοι την συνοδείαν, ης απετέλουν μέρος τα θύματα
+αυτών. </p>
+
+<p>Ο Δίγγος δεν ήτο πλέον εκεί, όπως ανιχνεύση τον Πορτογάλον, όπως υποδείξη
+την προσέγγισιν αυτού. </p>
+
+<p>Μόνος ο Ηρακλής ηδύνατο να βοηθήση την ατυχή κυρίαν Βέλδων. Αλλ' έπρεπε
+να ελπίζωσι τοιούτο θαύμα;</p>
+
+<p>Εν τούτοις ο Δικ Σανδ προσεκολλάτο εις την ιδέαν ταύτην. Εσκέπτετο ότι ο
+ρωμαλέος μαύρος ήτο ελεύθερος. Περί της αφοσιώσεώς του δεν υπήρχεν
+αμφιβολία. </p>
+
+<p>Παν ό,τι ήτο ανθρωπίνως δυνατόν να πράξη ο Ηρακλής θα το έπραττεν υπέρ
+της κυρίας Βέλδων. </p>
+
+<p>Ναι! ή ο Ηρακλής θα επειράτο να επανεύρη τα ίχνη των και να έλθη εις
+συγκοινωνίαν μετ' αυτών, ή, εν αποτυχία, θα προσεπάθει να συνεννοηθή μετά του
+Δικ Σανδ, και ίσως να τον αρπάση, να τον απελευθερώση διά τινος τολμήματος.
+</p>
+
+<p>Κατά τας νυκτερινάς σταθμεύσεις αναμιγνυόμενος μετά των δεσμοτών, μέλος
+ως αυτοί, θα ηδύνατο ίσως να διαλάθη την προσοχήν των στρατιωτών, να φθάση
+μέχρις αυτού, να θραύση τας αλύσεις του, να τον σύρη εις το δάσος, αμφότεροι δε,
+ελεύθεροι τότε, τι δεν θα έπραττον υπέρ της σωτηρίας της κυρίας Βέλδων!</p>
+
+<p>Ρύαξ τις θα τοις επέτρεπε να κατέλθωσι μέχρι της παραλίας, και ο Δικ Σανδ θα
+επανελάμβανε, μετά νέων ελπίδων επιτυχίας και μεγαλειτέρας γνώσεως των
+δυσχερειών, το τοσούτον δυστυχώς διά της προσβολής των ιθαγενών διακοπέν
+σχέδιόν του. </p>
+
+<p>Ο νεαρός δόκιμος παρεδίδετο εις αλληλοδιαδόχους σκέψεις φόβου και
+ελπίδος. </p>
+
+<p>Ευτυχώς όμως, χάρις εις τον ενεργητικόν χαρακτήρα του, δεν κατεβάλλετο και
+ήτο έτοιμος να επωφεληθή και της ελαχίστης παρουσιασθησομένης ευκαιρίας.<br
+/>
+&nbsp;<br />
+Ό,τι προ πάντων έπρεπε να μάθη ήτο προς ποίαν αγοράν ωδήγουν αυτούς οι
+διευθύνοντες την συνοδείαν των δούλων. </p>
+
+<p>Άρα γε προς πρακτορείον τι της Αγγόλης, δηλαδή μετά τινας σταθμούς μόνον, ή
+θα ώδευον έτι εκατοντάδας μιλίων διά μέσου της κεντρώας Αφρικής; </p>
+
+<p>Η κυρία αγορά των σωματεμπόρων είναι η της Νυαγγέ, εν Μανυεμά, ήτοι εις
+τον μεσημβρινόν εκείνον, όστις διαιρεί την αφρικανικήν ήπειρον εις δύο μέρη
+σχεδόν ίσα, εκεί ένθα εντείνεται η χώρα των μεγάλων λιμνών ην διέτρεχε τότε ο
+Λίβιγγστων. </p>
+
+<p>Αλλ' από του Κοάνζα μέχρι της κώμης εκείνης η απόστασις ήτο μεγάλη· μήνες
+οδοιπορίας δεν θα ήρκουν έως να φθάσωσιν εκεί. </p>
+
+<p>Η ιδέα αύτη τα μέγιστα απησχόλει τον Δικ Σανδ, καθότι αφικνούμενοι άπαξ εις
+Νυαγγέ, και επί τη υποθέσει ότι η κυρία Βέλδων, ο Ηρακλής, οι άλλοι μαύροι και
+αυτός κατώρθωνον να αποδράσωσι, πόσον θα ήτο δύσκολος, ίνα μη είπωμεν
+αδύνατος η επιστροφή εις την παραλίαν, εν μέσω των κινδύνων τοσούτω μακράς
+πορείας!</p>
+
+<p>Αλλ' ο Δικ Σανδ δικαίως εσκέφθη μετ' ολίγον, ότι η συνοδεία δεν θα εβράδυνε
+να φθάση εις τον προς ον όρον. </p>
+
+<p>Καίτοι δεν εννόησε την γλώσσαν ην ελάλουν οι αρχηγοί της συνοδείας, ήτοι οτέ
+μεν την αραβικήν, οτέ δε το αφρικανικόν ιδίωμα, παρετήρησεν ότι το όνομα
+σπουδαίας αγοράς της χώρας ταύτης επανελαμβάνετο συχνάκις. </p>
+
+<p>Ήτο το όνομα, του Καζονδέ, και δεν ηγνόει ότι εκεί διενηργείτο μέγιστον
+δουλεμπόριον.<br />
+&nbsp;<br />
+Φυσικώς λοιπόν συνεπέρανεν ότι εκεί θα απεφασίζετο η τύχη των δεσμοτών, είτε
+προς όφελος του βασιλέως της επαρχίας είτε διά λογαριασμόν πλουσίου τινός
+εντοπίου δουλεμπόρου. Γνωστόν ότι δεν ηπατάτο. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ, ων ειδήμων την νεωτέρας γεωγραφίας, εγίνωσκε καλώς τα περί
+Κοζανδέ. </p>
+
+<p>Η απόστασις της πόλεως ταύτης από του Αγίου Παύλου της Λοάνδας δεν
+υπερβαίνει τα τετρακόσια μίλια, επομένως διακόσια πεντήκοντα μίλια το πολύ την
+διαχωρίζουν από της εν Κοάνζα κατασκηνώσεως. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ υπελόγιζε κατά προσέγγισιν, λαμβάνων ως βάσιν των υπολογισμών
+του το διάστημα, όπερ διήνυσε το μικρόν σώμα υπό την οδηγίαν του Χάρρη.<br />
+&nbsp;<br />
+Υπό τας συνήθεις περιστάσεις, το διάστημα εκείνο δεν απήτει πλειοτέρας των δέκα
+μέχρι των δώδεκα ημερών. </p>
+
+<p>Διπλασιαζομένου δε του χρόνου τούτου ένεκα των αναγκών της συνοδείας
+εξηντλημένης ήδη εκ της μακράς πορείας, ο Δικ Σανδ έπρεπε να υπολογίση εις
+τρεις εβδομάδας την διάρκειαν της από Κοάνζα εις Κοζανδέ αποστάσεως. </p>
+
+<p>Όσα ενόμιζεν ότι εγίνωσκεν ο Δικ Σανδ, επεθύμει να ανακοινώση εις τον Τωμ
+και τους συνεταίρους αυτού. Η βεβαιώτης ότι δεν τους παρέσυρον εις το κέντρον
+της Αφρικής, εις τας απαισίας εκείνας χώρας, από τας οποίας δεν θα ήλπιζον πλέον
+να εξέλθωσι, θα ήτο είδος τι παρηγορίας δι' αυτούς.<br />
+&nbsp;<br />
+Ήρκουν ολίγαι λέξεις εν παρόδω, όπως τοις ανακοινώση εκείνο όπερ ηγνόουν.
+Αλλά θα κατώρθου άρα γε να τοις είπη τας λέξεις ταύτας;</p>
+
+<p>Ο Τωμ και ο Βαρθολομαίος — κατά τύχην είχον συνενωθή πατήρ και υιός — ο
+Ακτέων και ο Αυγουστίνος, δεδεμένοι ανά δύο, ευρίσκοντο εις την δεξιάν άκραν
+της συνοδείας. Είς οδηγός και δωδεκάς στρατιωτών επετήρουν αυτούς. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ, ελεύθερος εις τας κινήσεις του, απεφάσισε να ελαττώση ολίγον κατ'
+ολίγον την απόστασιν, ήτις διεχώριζεν αυτόν από του ομίλου τον οποίον
+εσχημάτιζον οι σύντροφοί του πεντήκοντα βήματα μακράν αυτού. Ήρχισε λοιπόν
+να επιδιώκη τον σκοπόν τούτον. </p>
+
+<p>Πιθανόν ο γέρων Τωμ να εμάντευσε την σκέψιν του Δικ Σανδ. Λέξεις
+προφερθείσαι χαμηλή τη φωνή ειδοποίησε τους συντρόφους να ώσι προσεκτικοί.
+Δεν εκινήθησαν λοιπόν, αλλ' ήσαν έτοιμοι και να ίδωσι και να ακούσωσι. </p>
+
+<p>Μετ' ολίγον ο Δικ Σανδ επροχώρησε με ύφος αδιάφορον πεντήκοντα περίπου
+βήματα. </p>
+
+<p>Εκ του μέρους όπου ευρίσκετο τότε, θα ηδύνατο να φωνάξη εις τρόπον ώστε να
+ακουσθή, το όνομα Καζονδέ και να τω είπη ποία θα ήτο η πιθανή διάρκεια της
+οδοιπορίας.<br />
+&nbsp;<br />
+Θα ήτο προτιμότερον να συμπληρώση τας πληροφορίας εκείνας και να συνεννοηθή
+μετ' αυτών τι έπρεπε να πράξωσι.<br />
+&nbsp;<br />
+Εξηκολούθησε λοιπόν να τους πλησιάζη. Ήδη η καρδία του έπαλλεν υπό ελπίδος·
+δεν απείχε πλέον ειμή ολίγα βήματα από του ποθουμένου σκοπού, ότε οδηγός τις
+ως ει εννόησεν αίφνης την πρόθεσίν του ώρμησε κατ' αυτού.</p>
+
+<p>Εις τας κραυγάς του μανιακού εκείνου, δέκα στρατιώται προσέδραμον, και ο
+Δικ Σανδ, κτηνωδώς εφέρθη πάλιν οπίσω, ενώ ο Τωμ και οι σύντροφοί του
+εσύροντο εις την άλλην άκραν του στρατοπέδου. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ μανιώδης ώρμησε κατά του οδηγού· κατώρθωσε να θραύση διά των
+χειρών το πυροβόλον του, και σχεδόν το απέσπασεν· αλλ' επτά ή οκτώ στρατιώται
+τον περιεκύκλωσαν και ηναγκάσθη να τον αφήση. </p>
+
+<p>Εν τη μανία των θα τον εφόνευον ίσως, εάν δεν επενέβαινεν Άραψ τις αρχηγός
+υψηλού αναστήματος και αγρίας φυσιογνωμίας. </p>
+
+<p>Ο Άραψ εκείνος ήτο ο αρχηγός Ιβν Χαμίς, περί ου είχεν ομιλήσει ο Χάρρης. </p>
+
+<p>Επρόφερε λέξεις τινάς, τας οποίας ο Δικ Σανδ δεν ηδηνήθη να εννοήση και οι
+στρατιώται αναγκασθέντες να αφήσωσι την λείαν των, απεμακρύνθησαν. </p>
+
+<p>Ήτο λοιπόν προδηλότατον αφ' ενός μεν ότι είχεν αυστηρώς απαγορευθή πάσα
+συγκοινωνία του νεαρού δοκίμου μετά των συντρόφων του, αφ' ετέρου δε ότι
+είχον συστήσει να μη προσβληθή η ζωή του. </p>
+
+<p>Τις άλλος ηδύνατο να δώση τοιαύτας διαταγάς πλην του Χάρρη ή του
+Νεγορού;</p>
+
+<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν — ήτο ενάτη της πρωίας της 19 Απριλίου —
+ηκούσθησαν οι άγριοι ήχοι κέρατος «κουδού» και οι κρότοι τύμπανου. Η
+στάθμευσις έμελλε να λήξη.<br />
+&nbsp;<br />
+Άπαντες, αρχηγοί, στρατιώται, φορείς, δούλοι, ηγέρθησαν αμέσως. Φορτωθέντων
+των δερμάτων, πολλοί όμιλοι αιχμαλώτων εσχηματίσθησαν υπό την οδηγίαν ενός
+οδηγού αναπετάσαντος σημαίαν ζωηρών χρωμάτων. </p>
+
+<p>Εδόθη το σημείον της αναχωρήσεως. </p>
+
+<p>Άσματα αντήχησαν τότε, αλλ' οι ψάλλοντες ούτοι ήσαν οι ηττημένοι, ουχί οι
+νικηταί. </p>
+
+<p>Και ιδού τι έλεγον τα άσματα εκείνα, ως απειλή αφελούς πίστεως των δούλων
+κατά των τυράννων των, κατά των δημίων των:</p>
+
+<p>Με στέλλετε εις την παραλίαν, αλλ' όταν αποθάνω, δεν έχω πλέον ζυγόν και θα
+επανέλθω να σας φονεύσω. </p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η.' </h3>
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΙΝΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚ
+ΣΑΝΔ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Καίτοι η καταιγίς της προτεραίας είχε παύσει, εν τούτοις ο καιρός ήτο έτι πολύ
+τεταραγμένος. </p>
+
+<p>Άλλως τε δε ήτο η εποχή της «μαζίκας» της δευτέρας περιόδου της εποχής των
+βροχών υπό την ζώνην εκείνην του αφρικανικού ουρανού. </p>
+
+<p>Αι νύκτες προ πάντων έμελλον να ώσι βροχεραί επί μίαν, δύο ή τρεις
+εβδομάδας, όπερ θα επηύξανεν έτι μάλλον τας κακοπαθείας της συνοδείας. </p>
+
+<p>Την ημέραν εκείνην, εν καιρώ συννεφώδει, ανεχώρησαν από του Κοάνζα και
+εβάδισαν σχεδόν κατ' ευθείαν προς ανατολάς. </p>
+
+<p>Πεντήκοντα περίπου στρατιώται ήσαν επί κεφαλής, περί τους εκατόν
+εκατέρωθεν της συνοδείας, οι δε επίλοιποι ήρχοντο όπισθεν. Θα ήτο δύσκολον εις
+τους αιχμαλώτους να αποδράσωσιν, έστω και εάν δεν ήσαν δεσμευμένοι. </p>
+
+<p>Γυναίκες, παιδιά, άνδρες επορεύοντο αναμίξ, και οι οδηγοί εβίαζον τα βήματά
+των διά μαστιγώσεων. </p>
+
+<p>Υπήρχον δυστυχείς μητέρες αίτινες θηλάζουσαι έν παιδίον, εκράτουν άλλο διά
+της ελευθέρας χειρός. Άλλαι έσυρον τα μικρά εκείνα όντα γυμνά, ανυπόδητα, επί
+των οξυβελών χόρτων του εδάφους. </p>
+
+<p>Ο αρχηγός της συνοδείας, ο άγριος εκείνος Ιβν Χαμίς ο επεμβάς εις την πάλην
+μεταξύ του Δικ Σανδ και του οδηγού του, επετήρει όλην εκείνην την αγέλην
+μεταβαίνων από την μιας εις την άλλην άκραν της μακράς στήλης.<br />
+&nbsp;<br />
+Εάν οι πράκτορές του και αυτός δεν εφρόντιζον περί των δυστυχιών των
+αιχμαλώτων των, έπρεπεν όμως να λαμβάνωσιν υπό σπουδαίαν έποψιν είτε τους
+στρατιώτας οίτινες απήτουν αύξησίν τινα μισθού, είτε τους βαστάζους οίτινες
+ήθελον να αναπαυθώσιν.<br />
+&nbsp;<br />
+Εκ τούτου εγεννώντο φιλονικίαι, πολλάκις μάλιστα διαπληκτισμοί. Και πάλιν οι
+αιχμάλωτοι υφίσταντο τα αποτελέσματα της αδιακόπου οργής των οδηγών. </p>
+
+<p>Αφ' ενός ηκούοντο απειλαί, αφ' ετέρου κραυγαί οδύνης, και όσοι ήρχοντο
+κατόπιν, επάτουν επί εδάφους βραχέντος διά του αίματος των πρώτων. </p>
+
+<p>Οι μετά του Δικ Σανδ, κρατούμενοι πάντοτε μετά προσοχής εμπρός της
+συνοδείας, ουδεμίαν ηδύναντο να έχωσι συγκοινωνίαν μετ' αυτής. </p>
+
+<p>Επροχώρουν κατά στίχον δεδεμένοι εκ του τραχήλου δι' αλύσεως βαρείας, ήτις
+δεν επέτρεπεν αυτοίς ουδέ έν κίνημα κεφαλής. </p>
+
+<p>Εμαστιγούντο δε και αυτοί όσον και οι εν δυστυχία σύντροφοί των.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Βαρθολομαίος συνδεδεμένος μετά του πατρός του εβάδιζε προ αυτού, προσέχων
+να μη κινή το δίκρανον, εκλέγων τα καλλίτερα μέρη όπως θέση τον πόδα, επειδή
+μετ' αυτόν έμελλε να διέλθη ο γέρων Τωμ. </p>
+
+<p>Προσεπάθει μάλιστα να βραδύνη την πορείαν του, όταν ησθάνετο ότι ο Τωμ
+εκουράζετο.<br />
+&nbsp;<br />
+Ήτο βάσανος διά τον καλόν εκείνον υιόν να μη δύναται να στρέψη την κεφαλήν,
+όπως ίδη τον καλόν του πατέρα ον υπερηγάπα. </p>
+
+<p>Ο Τωμ είχε βεβαίως την ευχαρίστησιν να βλέπη τον υιόν του, αλλά πολύ ακριβά
+επλήρωνε την ευχαρίστησιν ταύτην. </p>
+
+<p>Ποσάκις παχέα δάκρυα έρρευσαν από των οφθαλμών του, όταν η μάστιξ του
+οδηγού κατέπιπτεν επί του Βαρθολομαίου!</p>
+
+<p>Ήτο δεινότερον βασανιστήριον ή εάν έπιπτεν επί της ιδίας εαυτού σαρκός. </p>
+
+<p>Ο Αυγουστίνος και ο Ακτέων ήρχοντο ολίγα βήματα όπισθεν, δεδεμένοι ο είς
+μετά του άλλου και βασανιζόμενοι κατά πάσαν στιγμήν. </p>
+
+<p>Α! πώς εφθόνουν την τύχην του Ηρακλέους! Οίοι δήποτε και αν ήσαν οι
+απειλούντες αυτόν εις την αγρίαν εκείνην χώραν κίνδυνοι, ηδύνατο τουλάχιστον να
+ποιήται χρήσιν της δυνάμεώς του και να υπερασπίση την ζωήν του. </p>
+
+<p>Κατά τας πρώτας στιγμάς της αιχμαλωσίας των ο γέρων Τωμ εγνώρισε τέλος
+προς τους συντρόφους του όλην την αλήθειαν.<br />
+&nbsp;<br />
+Προς μεγάλην έκπληξίν των, έμαθον παρ' αυτού ότι ήσαν εις την Αφρικήν, ότι η
+διπλή προδοσία του Χάρρη και του Νεγορού πρώτον μεν τους έρριψεν εκεί, είτα
+τους παρέσυρε, και ότι ουδέν έλεος είχον να ελπίζωσιν εκ μέρους των κυρίων
+των.<br />
+&nbsp;<br />
+Αλλά και την Ναν δεν μετεχειρίζοντο καλλίτερον. Απετέλει μέρος ομίλου γυναικών,
+όστις κατείχε το κέντρον της συνοδείας. </p>
+
+<p>Την είχον δέσει μετά νεαράς μητρός εχούσης δύο τέκνα το έν νήπιον και το
+άλλο τριετές μόλις βαδίζον. </p>
+
+<p>Η Ναν συγκινηθείσα ανέλαβε το μικρόν εκείνο ον, και η δυστυχής δούλη
+ηυχαρίστησεν αυτήν διά δακρύων. </p>
+
+<p>Η Ναν εβάσταζε λοιπόν το παιδίον, απαλλάττουσα αυτό και εκ του κόπου υπό
+του οποίου ήθελε καταβληθή και εκ των μαστιγώσεων τας οποίας θα ελάμβανεν
+υπό του οδηγού. </p>
+
+<p>Αλλά το φορτίον ήτο βαρύ διά την γραίαν Ναν· εφοβείτο μη αι δυνάμεις της
+εξαντληθώσι, και εσκέπτετο τον μικρόν Ζακ. </p>
+
+<p>Εφαντάζετο αυτόν εις τας αγκάλας της μητρός του! Ναι μεν η ασθένεια τον
+είχεν αδυνατίσει, αλλά και πάλιν θα ήτο βαρύς διά τους ασθενείς βραχίονας της
+κυρίας Βέλδων. </p>
+
+<p>Πού να ήτο αύτη; Τι εγίνετο; Άρα γε η γηραιά θεράπαινά της θα την
+επανέβλεπε ποτέ;</p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ είχε τεθή σχεδόν όπισθεν της συνοδείας. Δεν ηδύνατο να ίδη μήτε
+τον Τωμ, μήτε τους συντρόφους του, μήτε την Ναν. </p>
+
+<p>Τότε μόνον ηδύνατο να τους ίδη όταν διήρχοντο πεδιάδα τινά. Εβάδιζε
+κατεχόμενος υπό λυπηρών διαλογισμών, από των οποίων αι κραυγαί των
+πρακτόρων μόλις τον απέσπων. </p>
+
+<p>Δεν εσκέπτετο μήτε εαυτόν, μήτε τους κόπους ους θα ήτο ανάγκη να υποστή
+έτι, μήτε τα βασανιστήρια όσα τω επεφύλασσεν ίσως ο Νεγορός. </p>
+
+<p>Εσκέπτετο μόνον την κυρίαν Βέλδων· εις μάτην ανεζήτει εις το έδαφος, εις τας
+ακάνθας των ατραπών, εις τους χαμηλούς κλάδους των δένδρων, να ανεύρη ίχνος
+τι της διαβάσεώς της.<br />
+&nbsp;<br />
+Εάν κατά πάσαν βεβαιότητα, την ωδήγουν εις Καζονδέ, δεν ήτο δυνατόν να έλαβεν
+άλλην οδόν. Τι δεν έδιδεν, όπως επανεύρη σημειόν τι της πορείας της προς το
+μέρος όπου ωδήγουν και αυτούς; </p>
+
+<p>Τοιαύτη ήτο η σωματική και πνευματική κατάστασις του νεαρού δοκίμου και
+των μετ' αυτού:</p>
+
+<p>Αλλ' ό,τι και αν ηδύναντο να φοβώνται δι' εαυτούς, όσον μεγάλα και αν ήσαν
+τα ίδια εαυτών παθήματα, ο οίκτος κατεκυρίευσεν αυτούς βλέποντας την τρομεράν
+αθλιότητα της δυστυχούς εκείνης αγέλης των δεσμίων και την ανήκουστον
+θηριωδίαν των κυρίων των. </p>
+
+<p>Φευ! ουδέν είχον όπως βοηθήσωσι τους μεν, ουδέν όπως αντισταθώσιν εις
+τους άλλους!</p>
+
+<p>Όλον το μέρος το κείμενον προς ανατολάς του Κοάνζα δεν ήτο ειμή δάσος εις
+περιφέρειαν είκοσι περίπου μιλίων. </p>
+
+<p>Εν τούτοις τα δένδρα είτε διότι φθείρονται υπό των δηγμάτων των απείρων
+εντόμων των χωρών τούτων, είτε διότι τα καταρρίπτουσιν αγέλαι νεαρών
+ελεφάντων ήσαν ολιγώτερον πυκνά ή τα της γείτονος παραλίας. </p>
+
+<p>Υπήρχε τωόντι αφθονία εκ των βαμβακοφόρων εκείνων, υψηλών επτά ή οκτώ
+πόδας, των οποίων ο βάμβαξ χρησιμεύει προς κατασκευήν των μελανών ή λευκών
+ραβδωτών υφασμάτων, άτινα μεταχειρίζονται εις τα ενδότερα της επαρχίας.<br />
+&nbsp;<br />
+Είς τινα μέρη το έδαφος μετεβάλλετο εις πυκνοτάτους καλαμώνας εντός των
+οποίων εθάπτετο η συνοδεία. </p>
+
+<p>Εξ όλων των ζώων της χώρας μόνοι οι ελέφαντες, και καμηλοπαρδάλεις θα
+ηδύναντο να εξέχωσι των καλάμων εκείνων, των οποίων το στέλεχος έχει ενός
+δακτύλου περίμετρον. </p>
+
+<p>Βεβαίως οι πράκτορες εγίνωσκον καλώς τα μέρη, όπως μη αποπλανώνται.<br
+/>
+&nbsp;<br />
+Καθ' ημέραν η συνοδεία ανεχώρει άμα τη αυγή και αναπαύετο μόνον την
+μεσημβρίαν επί μίαν ώραν. Ήνοιγον τότε δέματά τινα μανιόκας και το εδώδιμον
+τούτο διενέμετο μετά φειδωλίας εις τους δούλους.</p>
+
+<p>Προσετίθεντο πατάται, ή αίγειον κρέας και μόσχειον, όταν οι στρατιώται
+ελεηλάτουν κατά την διάβασιν χωρίον τι. </p>
+
+<p>Αλλ' η κόπωσις ήτο τοιαύτη, η ανάπαυσις τόσον ανεπαρκής, τόσον μάλιστα
+αδύνατος κατά τας βροχεράς εκείνας νύκτας, ώστε, ερχομένης της ώρας της
+διανομής των τροφίμων, οι αιχμάλωτοι μόλις ηδύναντο να φάγωσιν. </p>
+
+<p>Ούτω, οκτώ ημέρας μετά την εν Κοάνζα αναχώρησιν, είκοσι τουλάχιστον είχον
+πέσει καθ' οδόν, απομείναντες εις την διάθεσιν των θηρίων, άτινα περιεπλανώντο
+όπισθεν της συνοδείας. </p>
+
+<p>Λέοντες, πάνθηρες και λεοπαρδάλεις περιέμενον τα θύματα, άτινα δεν
+ηδύναντο να λείψωσι, και καθ' εσπέραν, μετά την δύσιν του ηλίου, οι μηκυθμοί
+αυτών εξερρήγνυντο εις τοσούτω βραχείαν απόστασιν, ώστε υπήρχε φόβος
+αμέσου επιθέσεως.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ, ακούων τους βρυχηθμούς εκείνους, ους η σκιά καθίστα έτι μάλλον
+φοβερούς, ανελογίζετο μετά τρόμου τα προσκόμματα τα οποία τοιαύται
+συναντήσεις ηδύναντο να εγείρωσιν εις τα διαβήματα του Ηρακλέους και τους
+κινδύνους ους θα διέτρεχεν εις έκαστον βήμα του. </p>
+
+<p>Και εν τούτοις, εάν και αυτός εύρισκεν ευκαιρίαν να φύγη, δεν θα εδίσταζε να
+το πράξη. </p>
+
+<p>Ιδού δε αι σημειώσεις τας οποίας ο Δικ Σανδ έλαβε κατά το δρομολόγιον εκείνο
+μεταξύ Κοάνζα και Καζονδέ.<br />
+&nbsp;<br />
+Εικοσιπέντε «πορείαι» εχρειάσθησαν όπως διανύσωσι την απόστασιν εκείνην των
+διακοσίων πεντήκοντα μιλίων, της πορείας, κατά την γλώσσαν των σωματεμπόρων,
+ούσης εκ δέκα μιλίων μετά σταθμεύσεως καθ' εκάστην. </p>
+
+<p>&nbsp;— Από 25-27 Απριλίου. — Εφάνη χωρίον περικυκλούμενον υπό τειχών
+εκ καλάμων υψηλών 8-9 ποδών. </p>
+
+<p>Αγροί καλλιεργημένοι εξ αραβοσίτου, κυάμων, σόργου και διαφόρων
+αραχίδων. </p>
+
+<p>Δύο μαύροι συληφθέντες και αιχμαλωτισθέντες. Δεκαπέντε φονευθέντες.
+Κάτοικοι έφυγαν. </p>
+
+<p>Την εποιούσαν, διέλευσις θορυβώδης ποταμίου πλάτους εκατόν πεντήκοντα
+υαρδών.<br />
+&nbsp;<br />
+Γέφυρα κινητή σχηματισθείσα εκ κορμών δένδρων προσδεθέντων διά βρύων. </p>
+
+<p>Στηρίγματα ημιθραυσθέντα. Δύο γυναίκες δεδεμέναι εν τω αυτώ δικράνω
+έπεσαν εις τα ύδατα. </p>
+
+<p>Η μία εβάσταζε το μικρόν παιδίον της. Τα ύδατα ταράσσονται και γίνονται
+αιματοβαφή. </p>
+
+<p>Οι κροκόδειλοι ολισθαίνουσι μεταξύ των συνδέσεων της γεφύρας. Κίνδυνος
+μήπως θέση τις τον πόδα επί των χαινόντων στομάτων των. </p>
+
+<p>&nbsp;— 28 Απριλίου. — Διέλευσις δάσους βαυχινιών. Δένδρα υψίκορμα εξ
+εκείνων άτινα παρέχουσι το σιδηρόξυλον εις τους πορτογάλους. </p>
+
+<p>Ραγδαία βροχή. Έδαφος κάθυγρον. Πορεία άκρως δυσχερής. </p>
+
+<p>Προς το κέντρον της συνοδείας φαίνεται η δυστυχής Ναν κρατούσα αιθιοπίδιον
+εις τας αγκάλας της. </p>
+
+<p>Σύρεται δυσκόλως. Η μετ' αυτής δεσμευμένη δούλη χωλαίνει, και το αίμα ρέει
+εκ του υπό των μαστιγώσεων κατεσχισμένου ώμου αυτής.<br />
+&nbsp;<br />
+Την εσπέραν κατασκήνωσις υπό γιγαντιαίον βαοβάβ μετ' ανθέων λευκών και
+φυλλώματος πρασίνου τρυφερού. </p>
+
+<p>Κατά την νύκτα βρυχηθμοί λεόντων και λεοπαρδάλεων. Πυροβολισμός
+ιθαγενούς κατά πάνθηρος. Τι γίνεται ο Ηρακλής;</p>
+
+<p>&nbsp;— 29 και 30 Απριλίου. — Πρώτα ψύχη του καλουμένου αφρικανικού
+χειμώνος. Δρόσος αφθονωτάτη. </p>
+
+<p>Τέλος της βροχεράς εποχής μετά του μηνός Απριλίου ήτις άρχεται μετά του
+μηνός Νοεμβρίου. Πεδιάδες απλέτως πλημμυρισμέναι, εισέτι ανατολικοί άνεμοι
+διακόπτοντες την αναπνοήν και καθιστώντες τους ελώδεις πυρετούς μάλλον
+επαισθητούς. </p>
+
+<p>Ουδέν ίχνος της κυρίας Βέλδων, μήτε του κυρίου Βενεδίκτου. Πού άραγε τους
+ωδήγουν αν μη εις Καζονδέ; Ώφειλον να ακολουθώσι την αυτήν πορείαν και να
+προηγώνται ημών. Διατελώ εις μεγίστην ανησυχίαν. Μήπως ο μικρός Ζακ
+κατελήφθη πάλιν υπό του πυρετού εν τη νοσηρά εκείνη χώρα! Αλλά ζη άρα γε:</p>
+
+<p>&nbsp;— Από 1-6 Μαΐου. — Διέλευσις πολλών και μικρών πεδιάδων τας
+οποίας η εξάτμησις δεν είχεν αποξηράνει. </p>
+
+<p>Ύδωρ μέχρι της ζώνης ενίοτε. Μυριάδες βδελλών προσκολλομένων εις το
+δέρμα.<br />
+&nbsp;<br />
+Ανάγκη όμως να βαδίζωμεν. Επί τινων εξεχόντων υψωμάτων λωτοί και πάπυροι.
+</p>
+
+<p>Εις το βάθος υπό τα ύδατα, άλλα φυτά μεγάλων λαχανοειδών φύλλων, επί των
+οποίων προσκόπτει ο πους, όπερ επιφέρει πτώσεις αδιακόπους.<br />
+&nbsp;<br />
+Εις τα ύδατα ταύτα άπειροι μικροί ιχθύς εκ του είδους των γλανίδων, τους οποίους
+οι ιθαγενείς αλιεύουσι καθ' εκατομμύρια διά καλαμωτών και πωλούσιν εις τας
+συνοδείας.</p>
+
+<p>Αδύνατον να ευρεθή τόπος κατασκηνώσεως διά την νύκτα. </p>
+
+<p>Όριον δεν φαίνεται εις την καταπλημμυρισμένην πεδιάδα· πρέπει να οδεύωμεν
+εν τη σκοτία. </p>
+
+<p>Αύριον πολλοί δούλοι θα λείπωσιν εκ της συνοδείας. Πόσαι αθλιότητες! Όταν
+έπιπτέ τις, προς τι να εγερθή! Ολίγας στιγμάς υπό τα ύδατα και ετελείωνον τα
+πάντα! Η μάστιξ του οδηγού δεν σας έφθανεν εν τη σκιά. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι αλλ' η κυρία Βέλδων και ο υιός της! Δεν έχω το δικαίωμα να τους
+εγκαταλείψω. Θα ανθέξω μέχρι της τελευταίας στιγμής! Τούτο είναι καθήκον
+μου.<br />
+&nbsp;<br />
+Φοβεραί κραυγαί ακούονται κατά την νύκτα. </p>
+
+<p>Περί τους είκοσι στρατιώται απέσπασαν ολίγους εξέχοντας κλάδους έκ τινων
+ρητινοδών δένδρων. Πελιδναί λάμψεις εις τα σκότη. </p>
+
+<p>Ιδού η αιτία των ακουσθεισών κραυγών. Επίθεσις κροκοδείλων. Δώδεκα ή
+δεκαπέντε εκ των τεράτων τούτων ερρίφθησαν εν τη σκιά εις το πλευρόν της
+συνοδείας. </p>
+
+<p>Γυναίκες, παιδία, ηρπάγησαν και παρεσύρθησαν υπό των κροκοδείλων μέχρι
+του «μέρους της βοσκής των».</p>
+
+<p>Ούτως αποκαλεί ο Λίβιγγστων τας βαθείας εκείνας οπάς ένθα το αμφίβιον
+τούτο αποθέτει την λείαν του. </p>
+
+<p>Αφού την πνίξη, καθότι, δεν την τρώγει ειμή όταν φθάση εις βαθμόν τινα
+αποσυνθέσεως.<br />
+&nbsp;<br />
+Αι φολίδες ενός των κροκοδείλων εκείνων με προσέψαυσαν τραχέως. </p>
+
+<p>Νέος τις δούλος συνελήφθη πλησίον μου και απεσπάσθη εκ του κρατούντος
+αυτόν από του λαιμού δικράνου. Το δίκρανον συνετρίβη. </p>
+
+<p>Ποία κραυγή απελπισίας ποίος ορυγμός οδύνης! Τον ακούω εισέτι!</p>
+
+<p>&nbsp;— 7 και 8 Μαΐου. — Την επιούσαν εμετρήθησαν τα θύματα. Έλειπον
+είκοσι δούλοι. </p>
+
+<p>Περί την χαραυγήν ανεζήτησα τον Τωμ και τους συντρόφους του. Ας έχη δόξαν
+ο Θεός! Είναι ζωντανοί. Φευ! πρέπει να δοξάζω τον Θεόν; Δεν θα ήσαν
+ευτυχέστεροι εάν η ζωή των ετελείωνε μεθ' όλων εκείνων των αθλιοτήτων!</p>
+
+<p>Ο Τωμ προηγείται της συνοδείας. Καθ' ην στιγμήν ο υιός του εποίησε στροφήν
+τινα, το δίκρανον επλαγίασε και ο Τωμ ηδυνήθη να με ίδη. </p>
+
+<p>Εις μάτην ζητώ την γραίαν Ναν. Ανεμίχθη άρα γε ες τον κεντρικόν σωρόν, ή
+απώλετο κατά την φοβεράν εκείνην νύκτα;</p>
+
+<p>Την επιούσαν διήλθομεν το όριον της πλημμυρισμένης πεδιάδος, μετά
+εικοσιτετράωρον εν τω ύδατι πορείαν. </p>
+
+<p>Εσταθμεύσαμεν επί τινος λόφου. Ο ήλιος μας ξηραίνει ολίγον. Εσθίομεν, αλλά
+ποίαν αθλίαν τροφήν!Ολίγον μανιόκον, ολίγος δράκας αραβοσίτου! Προς πόσιν
+ουδέν άλλο ή ύδωρ θολόν. Δεσμώται εκτάδην επί του εδάφους κείμενοι, πόσοι εξ
+αυτών δεν θα ανεγερθώσιν!</p>
+
+<p>Όχι! δεν είναι δυνατόν η κυρία Βέλδων και το τέκνον της να διήλθον διά
+τοσούτων δεινοπαθημάτων! Ο Θεός θα τους ηλέησε και θα τους ωδήγησε δι' άλλης
+οδού εις Καζονδέ! Η δυστυχής μήτηρ δεν θα ηδύνατο να ανθέξη. </p>
+
+<p>Νέα κρούσματα ευφλογίας εν τη συνοδεία ή «ντουέ», καθώς λέγουσιν. Οι
+ασθενείς δεν δύνανται να προβώσι περαιτέρω. Θα τους εγκαταλείψωσιν άρα
+γε;</p>
+
+<p>&nbsp;— 9 Μαΐου — Ηρχίσαμεν την πορείαν άμα τη αυγή. Ουδείς
+καθυστέρησεν. Η μάστιξ του οδηγού ανήγειρε ζωηρώς εκείνους τους οποίους ο
+κάματος ή ασθένεια είχε καταβάλλει. Οι δούλοι εκείνοι έχουσιν αξίαν. Είναι
+νόμισμα. Οι πράκτορες δεν θα τους αφήσωσιν οπίσω, ενόσω τοις μένει δύναμις να
+βαδίζωσι. </p>
+
+<p>Περικυκλούμαι υπό ζώντων σκελετών. Δεν έχουσι πλέον φωνήν, όπως
+εκφράσωσι παράπονον.<br />
+&nbsp;<br />
+Είδον τέλος την γραίαν Ναν! Οικτρόν θέαμα! Το παιδίον όπερ εβάσταζεν, δεν ήτο
+πλέον εις τας αγγάλας της. Άλλως τε δεν είναι μόνη· τούτο θα είναι ολιγώτερον
+επίπονον δι' εαυτήν, αλλ' η άλυσις είναι εισέτι εις την ζώνην της, και είχεν
+αναγκασθή να ρίψη το άκρον αυτής άνωθεν του ώμου.<br />
+&nbsp;<br />
+Έσπευσα προς αυτήν. Ηδύνατό τις να είπη ότι δεν με ανεγνώριζε. Τόσον λοιπόν
+μετεβλήθην; </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναν τη είπον. </p>
+
+<p>Η γραία υπηρέτρια με παρετήρησεν επί πολύ και τέλος:</p>
+
+<p>&nbsp;— Υμείς, κύριε Δικ! Εγώ . . εγώ μετ' ολίγας στιγμάς θα ήμαι νεκρά. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, θάρρος! απεκρίθην ενώ οι οφθαλμοί μου εχαμηλώθησαν διά να
+μη βλέπωσι το άνευ αίματος φάσμα της ατυχούς.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Νεκρά, επανέλαβε και δεν θα επανίδω πλέον την αγαπητήν μου
+δέσποιναν, μήτε τον μικρόν μου Ζακ! Θεέ μου! Θεέ μου! ευσπλαγχνίσου με!</p>
+
+<p>Ηθέλησα να υποστηρίξω την γραίαν Ναν, της οποίας όλον το σώμα έτρεμεν υπό
+τα κατεσχισμένα ενδύματά της. Θα ήτο χάρις εάν με έδενον μετ' αυτής και εάν
+ηδυνάμην να συμμερισθώ την άλυσιν εκείνην, της οποίας εβάσταζεν όλον το βάρος
+μετά τον θάνατον της συνδεσμώτιδάς της. </p>
+
+<p>Στιβαρός βραχίων με απώθησε, και η δυστυχής Ναν, πληγείσα διά της
+μάστιγος, επετάχθη εις τον σωρόν των δούλων. </p>
+
+<p>Ηθέλησα να ορμήσω κατά του κτηνώδους εκείνου ανθρώπου, αλλ' ο άραψ
+αρχηγός ενεφανίσθη, έδραξε τον βραχίονά μου και με εκράτησε μέχρι της στιγμής
+καθ' ήν ευρέθην πάλιν εις την τελευταίαν σειράν της συνοδείας. </p>
+
+<p>Τότε επρόφερε το όνομα;</p>
+
+<p>&nbsp;— Νεγορός!</p>
+
+<p>Ο Νεγορός! Κατά διαταγήν λοιπόν του Πορτογάλου ενεργεί και με
+μεταχειρίζεται άλλως ή τους εν δυστυχία συντρόφους μου. </p>
+
+<p>Ποία τύχη μοι επιφυλάσσεται;</p>
+
+<p>&nbsp;— 10 Μαΐου — Διήλθομεν σήμερον πλησίων δύο χωρίων καιωμένων. Αι
+καλύβαι καίονται πανταχού. Πτώματα κρέμανται εις δένδρα τα οποία εφείσθη η
+πυρκαϊά.<br />
+&nbsp;<br />
+Οι κάτοικοι φεύγουσιν. Οι αγροί είναι έρημοι. Εκτελείται ανθρωποκυνήγιον.
+Εγένετο ίσως διακόσιοι φόνοι, όπως συλληφθώσι δώδεκα δούλοι.<br />
+&nbsp;<br />
+Η εσπέρα έφθασε. Νυκτερινή στάθμευσις. Εγένετο κατασκήνωσις υπό μεγάλα
+δένδρα. </p>
+
+<p>Υψηλά χόρτα σχηματίζουσι φράκτην περί το δάσος. </p>
+
+<p>Δούλοι τινες είχον φύγει την προτεραίαν θραύσαντες το δίκρανόν των. </p>
+
+<p>Συνελήφθησαν εκ νέου και εβασανίσθησαν μετ' απαραδειγματίστου
+σκληρότητος. </p>
+
+<p>Η επιτήρησις των στρατιωτών και των οδηγών διπλασιάζεται. </p>
+
+<p>Επήλθεν η νυξ. Βρυχηθμοί λεόντων και υαινών. Ρογχασμοί μακρυνοί
+ιπποποτάμων. </p>
+
+<p>Βεβαίως γειτονεύει λίμνη τις ή ρυάκιον. </p>
+
+<p>Μεθ' όλον τον κάματον, δεν δύναμαι να κοιμηθώ. Σκέπτομαι τόσα
+πράγματα!</p>
+
+<p>Είτα, νομίζω ότι ακούω πατήματα εις τα υψηλά χόρτα. Ίσως θηρίον τι. Θα
+τολμήση άρα γε να παραβιάση την είσοδον του στρατοπέδου;</p>
+
+<p>Ακροώμαι. Ουδέν. Ναι, ζώον τι διέρχεται διά των καλάμων. Είμαι άοπλος. Εν
+τούτοις θα υπερασπισθώ. Θα καλέσω. Η ζωή μου δύναται να είναι χρήσιμος εις την
+κυρίαν Βέλδων, εις τους συντρόφους μου. </p>
+
+<p>Παρατηρώ διά του βαθέος σκότους· Δεν υπάρχει σελήνη. Η νυξ είναι
+σκοτεινοτάτη. </p>
+
+<p>Ιδού δύο οφθαλμοί φεγγοβολούντες εν τη σκιά, μεταξύ των παπύρων
+οφθαλμοί υαίνης ή λεοπαρδάλεως. Χάνονται . . . πάλιν εμφανίζονται . . . </p>
+
+<p>Τέλος ακούω θρουν εις τα χόρτα. Ζώον τι πηδά επ' εμού. </p>
+
+<p>Έμελλον να εκφέρω κραυγήν, να καλέσω βοήθειαν. Ευτυχώς δεν το έπραξα.
+</p>
+
+<p>Δεν δύναμαι να πιστεύσω εις τους οφθαλμούς μου. </p>
+
+<p>Ο Δίγγος, ο Δίγγος είναι πλησίον μου . . . Γενναίε Δίγγε! Πώς μοι απεδόθη; Πώς
+ηδυνήθη να μ' επανεύρη;</p>
+
+<p>Α! το ορμέφυτον αρκεί να εξηγήση τοιαύτα θαύματα πιστότητος. Λείχει τας
+χείρας μου. Αχ, καλέ κύον, τώρα μόνε φίλε μου. Δεν σε εφόνευσαν λοιπόν!</p>
+
+<p>Τω ανταπέδωκα τας θωπείας του. Με εννόησεν. Ήθελε να υλακτήση. </p>
+
+<p>Τον καθησυχάζω. Δεν πρέπει να τον ακούσωσιν. Ας ακολουθή την συνοδείαν
+απαρατήρητος . . . Αλλά πώς τρίβει επιμόνως τον λαιμόν του εις τας χείρας μου . .
+.<br />
+&nbsp;<br />
+Φαίνεται ως εάν μοι λέγει «Ζήτησον λοιπόν! . . ». Ζητώ. και αισθάνομαί τι εκεί
+δεδεμένον εις τον τράχηλόν του . . . τεμάχιον καλάμου είναι διαπερασμένον εις το
+περιλαίμιον εκείνο, όπου είναι κεχαραγμένα τα δύο γράμματα Σ. Β., των οποίων το
+μυστήριον είναι εισέτι ανεξήγητον δι' ημάς. </p>
+
+<p>Ναι . . . απέσπασα το καλάμιον . . . Το έθραυσα. Επιστολή υπάρχει εν αυτώ.<br
+/>
+&nbsp;<br />
+Αλλ' αυτήν την επιστολήν δεν δύναμαι να την αναγνώσω. Πρέπει να περιμείνω την
+ημέραν . . . την ημέραν . . . Θέλω να κρατήσω τον Δίγκον, αλλά το καλόν ζώον,
+καίτοι λείχον τας χείρας μου, φαίνεται σπεύδον να με εγκαταλείπη . . Εννόησεν ότι
+η αποστολή του είχεν εκπληρωθή. </p>
+
+<p>Δι' ενός πλαγίου άλματος έγινεν άφαντον αθορύβως μεταξύ των χόρτων. </p>
+
+<p>Ο Θεός να το λυτρώση εκ των οδόντων των λεόντων ή των υαινών. </p>
+
+<p>Ο Δίγγος βεβαίως επέστρεψε προς εκείνον, όστις με τον απέστηλεν. </p>
+
+<p>Η επιστολή εκείνη, την οποίαν δεν δύναμαι έτι να αναγνώσω, καίει τας χείρας
+μου. </p>
+
+<p>Ποίος την έγραψε; Προέρχεται εκ του Ηρακλέους; Πώς το πιστόν ζώον, όπερ
+ενομίζομεν νεκρόν συνήντησε τον ένα ή τον άλλον; Περιέχει άρα γε σχέδιον
+αποδράσεως, ή με δίδει μόνον ειδήσεις ανθρώπων προσφυλών; Όπως δήποτε το
+συμβεβηκός εκείνο με συνεκίνησε και κατέπαυσε τας αθλιότητάς μου.<br />
+&nbsp;<br />
+Ω! πόσον μακρά μοι εφάνη η νυξ. </p>
+
+<p>Καραδοκώ την ελαχίστην φαύσιν εις τον ορίζοντα. Δεν δύναμαι να κλείσω τους
+οφθαλμούς. </p>
+
+<p>Ακούω εισέτι βρυχηθμούς θηρίων. Δυστυχή Δίγγε μου, είθε να τα
+διαφύγης!</p>
+
+<p>Τέλος η ημέρα πλησιάζει να φανή και σχεδόν άνευ λυκαυγούς υπό τα τροπικά
+εκείνα πλάτη. </p>
+
+<p>Έλαβον τοιαύτην θέσιν, ώστε να μη με παρατηρήσωσι. </p>
+
+<p>Προσπαθώ να αναγνώσω . . Αλλ' αδήνατον εισέτι</p>
+
+<p>Τέλος ανέγνωσα. Το επιστόλιον ήτο διά χειρός του Ηρακλέους. </p>
+
+<p>Είχε γραφή επί τεμαχίου χάρτου διά μολυβδοκονδύλου. </p>
+
+<p>Ιδού τι περιείχεν:</p>
+
+<p>«Η κυρία Βέλδων μεταφέρεται μετά μικρού Ζαν, επί κιτάνδας. Ο Χάρης και ο
+Νεγορός συνοδεύουσιν αυτήν. Προηγούνται της συνοδείας κατά τρεις ή τέσσαρας
+σταθμούς μετά του εξαδέλφου Βενεδίκτου. Δεν ηδυνήθην να συγκοινωνήσω μετ'
+αυτής. Εύρον τον Δίγγον, όστις είχε πληγωθή διά σφαίρας όπλου . . αλλ'
+εθεραπεύθη. Έχετε ελπίδας κύριε Δικ. Υμάς μόνον σκέπτομαι και έφυγον, διά να
+σας είμαι μάλλον χρήσιμος». </p>
+
+<p style='text-align:right;'>ΗΡΑΚΛΗΣ</p>
+
+<p>Α! η κυρία Βέλδων και ο υιός της ζώσιν! Ας έχη δόξαν ο Θεός! δεν θα υπέφερον
+ως ημείς εκ των καμάτων της σκληράς ταύτης πορείας. </p>
+
+<p>Η κιτάνδα είναι είδος χορείου εκφόρτων ξηρών κρεμαμένη εις μακρόν βαμβού ,
+όπερ δύο άνδρες φέρουσιν εκ των ώμων. Κάλυμα εξ υφάσματος περικαλύπτει
+αυτήν. Η κυρία Βέλδων και ο μικρός Ζακ ευρίσκονται εντός αυτής της
+κιτάνδας.</p>
+
+<p>Τι σκέπτονται περί αυτών ο Χάρρης και ο Νεγορός; Οι άθλιοι εκείνοι βεβαίως
+τους φέρουσιν εις Καζονδέ; ναι . . ναι. Θα τους επανεύρω. Α! εν τω μέσω όλων
+τούτων των αθλιοτήτων, αύτη είναι καλή είδησις, είναι χαρά την οποίαν μοι
+εκόμισεν ο Δίγγος.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Από 11-25 Μαΐου. — Η συνοδεία εξακολουθεί την πορείαν αυτής. Οι
+δεσμώται σύρονται επί μάλλον και μάλλον επιμόνως. </p>
+
+<p>Οι πλείστοι αφίνουσιν επί των βημάτων των ίχνη αίματος. Υπολογίζω ότι
+απαιτούνται έτι δέκα ημέραι, όπως φθάσωμεν εις Καζονδέ. </p>
+
+<p>Πόσοι μέχρι τότε θα παύσωσιν υποφέροντες! Αλλ' εγώ πρέπει να φθάσω εκεί
+και θα φθάσω. </p>
+
+<p>Είναι αποτρόπαιον! Εν τη συνοδεία υπάρχουσι δυστυχείς τινες των οποίων
+όλον το σώμα είναι μία πληγή. </p>
+
+<p>Τα προσδένοντα αυτούς σχοινία εισέρχονται εις τας σάρκας των.</p>
+
+<p>Από της χθες μήτηρ τις φέρει εις τας αγκάλας της το μικρόν τέκνον της
+αποθανόν εκ πείνης! δεν θέλει ν' αποχωρισθή αυτού. </p>
+
+<p>Η οδός καλύπτεται υπό πτωμάτων. Η ευφλογία ενέσκηψε μετά νέας
+σφοδρότητος.<br />
+&nbsp;<br />
+Διήλθομεν πλησίον δένδρου. Εις το δένδρον εκείνο, ήσαν δούλοι δεδεμένοι εκ του
+τραχήλου. Τους είχον αφήσει εκεί να αποθάνωσιν εκ πείνης.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Από 16-24 Μαΐου. Αι δυνάμεις μου σχεδόν είχον εξαντληθή, αλλά δεν
+είχον το δικαίωμα να εξασθενήσω. Αι βροχαί είχον παύσει εντελώς. Έχομεν ημέρας
+«σκληράς πορείας».<br />
+&nbsp;<br />
+Τούτο οι σωματέμποροι καλούσι «τρικέσαν» ή μεταμεσημβρινήν πορείαν. Πρέπει
+να βαδίζωμεν ταχύτερον, και το έδαφος υψούται κατά τραχείας ανωφερείας. </p>
+
+<p>Διερχόμεθα δι' υψηλών χόρτων λίαν σκληρών. είναι τα «νυάση», των οποίων το
+στέλεχος εκδαίρει το πρόσωπόν μου, των οποίων οι καυστικοί κόκκοι εισέρχονται
+εις το δέρμα μου, υπό τα ρακώδη ιμάτιά μου.<br />
+&nbsp;<br />
+Ευτυχώς τα ισχυρά υποδήματά μου αντέσχον καλώς.<br />
+&nbsp;<br />
+Οι πράκτορες ήρχισαν να εγκαταλείπωσιν εκείνους, όσοι εκ της πολλής αδυναμίας
+δεν ηδύναντο να ακολουθώσιν. </p>
+
+<p>Άλλως δε αι ζωοτροφίαι ήρχισαν να εκλείπωσι. Στρατιώται και φορείς θα
+επανεστάτουν, εάν ηλαττούτο το σιτηρέσιόν των.<br />
+&nbsp;<br />
+Δεν τολμώσιν να τοις αποκόψωσιν ουδέ το ελάχιστον και τότε τόσον το χειρότερον
+διά τους αιχμαλώτους!</p>
+
+<p>&nbsp;— Ας φαγωθούν μεταξύ των! είπεν ο αρχηγός. Εκ τούτου έπεται ότι οι
+δούλοι νέοι, εύρωστοι έτι αποθνήσκουσιν άνευ σημείου τινός ασθενείας. </p>
+
+<p>Ενθυμούμαι ότι ο δόκτωρ Λίβιγγστων είπεν επί του αντικειμένου τούτου:</p>
+
+<p>«Οι ατυχείς ούτοι παραπονούνται διά την καρδίαν των, θέτουσι τας χείρας επ'
+αυτής και πίπτουσι. Τωόντι η καρδία των συντρίβεται. Τούτο είναι ιδιάζον εις τους
+ελευθέρους ανθρώπους, τους υποδουλωθέντας άνευ ουδενός προοιμίου».<br />
+&nbsp;<br />
+Σήμερον είκοσιν αιχμάλωτοι μη δυνάμενοι πλέον να συρθώσιν εφονεύθησαν διά
+των πελέκεων υπό των οδηγών. </p>
+
+<p>Ο άραψ αρχηγός δεν αντέστη εις την σφαγήν ταύτην. </p>
+
+<p>Η σκηνή υπήρξε φρικώδης!</p>
+
+<p>Η δυστυχής γραία Ναν έπεσεν υπό την μάχαιραν εν τη φοβερή ταύτη
+ανθρωποθυσία. </p>
+
+<p>Διερχόμενος προσέκοψα εις το πτώμα της. </p>
+
+<p>Δεν ηδυνήθην καν να τη παρέξω ταφήν χριστιανικήν. </p>
+
+<p>Είναι η πρώτη εκ των επιζησάντων του «Πίλγριμ», ην ο Θεός εκάλεσε παρ'
+εαυτώ. Δυστυχές ον! Δυστυχή Ναν!</p>
+
+<p>Κατά πάσαν νύκτα περιμένω τον Δίγγον. Δεν επανέρχεται πλέον. </p>
+
+<p>Μήπως συνέβη δυστύχημά τι εις αυτόν ή εις τον Ηρακλέα! Όχι! . . . Όχι! . . . Δεν
+θέλω να το πιστεύσω! . . . Η σιωπή εκείνη, ήτις μοι φαίνεται τόσω μακρά, έν μόνον
+αποδεικνύει, ότι ο Ηρακλής δεν έχει νέον τι να μου ανακοινώση. Πρέπει άλλως τε
+να είναι συνετός και να προφυλάσσηται καλώς.<br />
+&nbsp;</p>
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'.</h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΤΟ ΚΑΖΟΝΔΕ. </b></p>
+
+<p>
+<br />
+Τη 26 Μαΐου η συνοδεία των δούλων έφθασεν εις Κανζοδέ. Πεντήκοντα επί τοις
+εκατόν εκ των αιχμαλώτων του τελευταίου εκείνου ανθρωποκυνηγίου έπεσαν καθ'
+οδόν. </p>
+
+<p>Εν τούτοις η υπόθεσις ήτο έτι καλή διά τους δουλεμπόρους· αι αιτήσεις
+συνέρρεον, και η τιμή των δούλων έμελλε να υψωθή εις τας αγοράς της Αφρικής.
+</p>
+
+<p>Η Αγγόλα ενήργει κατ' εκείνην την εποχήν μέγα εμπόριον μαύρων. </p>
+
+<p>Αι πορτογαλικαί αρχαί του Αγίου Παύλου της Λοάνδας ή της Βεγγουέλας
+δυσκόλως ηδύναντο να παρεμποδίσωσιν αυτό, καθότι αι συνοδείαι διηυθύνοντο
+προς τα ενδότερα της αφρικανικής ηπείρου.<br />
+&nbsp;<br />
+Τα παραπήγματα της χώρας έβριθον αιχμαλώτων. </p>
+
+<p>Τα ολίγα σωματεμπορικά πλοία όσα ηδύναντο να διέλθωσι μεταξύ των
+καταδρομικών της ακτής, δεν ήρκουν όπως επιβιβάσουν αυτούς διά τας ισπανικάς
+αποικίας της Αμερικής. </p>
+
+<p>Το Καζονδέ, κείμενον εις απόστασιν τριακοσίων μιλίων από του στομίου του
+Κοάνζα, είναι έν των κυριωτέρων «λακονή», μία των σπουδαιοτέρων αγορών της
+επαρχίας ταύτης.<br />
+&nbsp;<br />
+Εις την μεγάλην αυτού πλατείαν, «τσίτοκαν», διενεργούνται αι υποθέσεις εκεί, οι
+δούλοι εκτίθενται και πωλούνται. </p>
+
+<p>Εξ εκείνου του κέντρου αι συνοδείαι διακλαδίζονται προς την χώραν των
+μεγάλων λιμνών. </p>
+
+<p>Το Καζονδέ, ως όλαι αι μεγάλαι πόλεις της κεντρώας Αφρικής, διαιρείται εις
+δύο μέρη διακεκριμένα· το έν είναι η συνοικία των αράβων, πορτογάλων ή
+ιθαγενών εμπόρων, και περιέχει τα ιδιαίτερά του παραπήγματα· το έτερον είναι η
+διαμονή του μαύρου βασιλέως, αγρίου τινος μεθύσου εστεμμένου, βασιλεύοντος
+διά του τρόμου και ζώντος εκ προμηθειών φυσικών, τας οποίας οι σωματέμποροι
+τω παρέχουσιν αφειδώς. </p>
+
+<p>Εν Καζονδέ, η εμπορική συνοικία ανήκε τότε εις εκείνον τον Ιωσίαν Αντώνιον
+Αλβέζ, περί του οποίου εγένετο λόγος μεταξύ του Χάρρη και του Νεγορού, απλών
+υπομιοθίων αυτού πρακτόρων. </p>
+
+<p>Εκεί ήτο το κύριον κατάστημα του σωματεμπόρου εκείνου, όστις εκέκτητο και
+δεύτερον εις Βιχέ και τρίτον εις Κασάγγαν της Βεγγουέλας, ένθα ο υποπλοίαρχος
+Καμερών έμελλε να τον συναντήση μετά τινα έτη. </p>
+
+<p>Μεγάλη κεντρική οδός, εκατέρωθεν των σειρών των οικιών μεθ' ομαλών
+στεγών και στερεού πηλού τοίχων, των οποίων η τετράγωνος αυλή χρησιμεύει ως
+μάνδρα, εις την άκραν της οδού η ευρεία αγορά περικυκλομένη υπό
+παραπηγμάτων, υπεράνω δε του συνόλου εκείνου των κατοικιών γιγαντιαίαι τινες
+βανιάναι των οποίων οι κλάδοι αναπτύσσονται θαυμασίως, ένθεν κακείθεν
+μεγάλοι φοίνικες πεφυτευμένοι ως σάρωθρα, με την κεφαλήν προς τα επάνω, επί
+της κόνεως των οδών, εικοσάς πτηνών σαρκοβόρων χρησιμοποιουμένων χάριν της
+δημοσίας υγείας, τοιαύτη είναι η εμπορική συνοικία του Καζονδέ. </p>
+
+<p>Ου μακράν ρέει ο Λουχή, ποταμός του οποίου ο ρους είναι έτι απροσδιόριστος,
+ή τουλάχιστον είναι υποπαραπόταμος του Κουάγγου, όστις εκβάλλει εις τον
+Ζαΐρον. </p>
+
+<p>Η κατοικία του βασιλέως του Καζονδέ, ήτις συνορεύει προς την εμπορικήν
+συνοικίαν, ουδέν άλλο είναι ή άθροισμα ακαθάρτων καλυβών εκτεινομένων επί
+εκτάσεως ενός τετραγωνικού μιλίου. </p>
+
+<p>Εκ των καλυβών εκείνων αι μεν έχουσιν ελευθέραν την είσοδον· αι άλλαι
+περιβάλλονται διά καλαμίνων χαρακωμάτων ή περιχειλούνται διά συκών
+πυκνοφύλλων. </p>
+
+<p>Ιδιαίτερον παράπηγμα περικυκλούμενον υπό φράκτου εκ παπύρων, τριακοντάς
+καλυβών χρησιμευουσών ως κατοικία των δούλων του αρχηγού, άθροισμά τι
+καλυβών διά τας γυναίκας του, έν «τεμπέ» μάλλον ευρύχωρον και μάλλον υψηλόν,
+ημεκεχωσμένον εις τας φυτείας του μανιόκου, αύτη είναι η κατοικία του βασιλέως
+του Καζονδέ, ανδρός πεντηκονταετούς, ονομαζομένου Μοΐνη Λούγγα, και ήδη
+πολύ εκπεσόντος εκ της θέσεως των προκατόχων του·</p>
+
+<p>Δεν έχει τετρακισχιλίους στρατιώτας, εκεί όπου οι πρώτοι πορτογάλοι
+σωματέμποροι ηρίθμουν εικοσακισχιλίους, και δεν ηδύνατο πλέον, ως εις τους
+καλούς χρόνους, να θεσπίζη την θυσίαν εικοσιπέντε ή τριάκοντα αιχμαλώτων καθ'
+ημέραν. </p>
+
+<p>Άλλως τε δε ο βασιλεύς εκείνος ήτο πρόωρος γέρων κατεστραμμένος υπό της
+ασωτίας, κεκαυμένος υπό των οινοπνευμάτων, άγριος μανιακός, ακρωτηριάζων εξ
+ιδιοτροπίας τους υπηκόους του, τους αξιωματικούς του ή τους υπουργούς του,
+κόπτων την ρίνα ή τα ώτα των μεν, τον πόδα ή την χείρα των άλλων, και του οποίου
+ο θάνατος, προσεχώς αναμενόμενος, θα ηκούετο άνευ ουδεμιάς λύπης. </p>
+
+<p>Είς μόνον άνθρωπος εις όλον το Καζονδέ θα έχανεν ίσως διά του θανάτου του
+Μοΐνη Λούγγα. </p>
+
+<p>Ο άνθρωπος εκείνος ήτο ο σωματέμπορος Ιωσίας Αντώνιος Αλβέζ, όστις
+συνεννοείτο κάλλιστα μετά του μεθύσου, του οποίου όλη η επαρχία ανεγνώριζε
+την εξουσίαν. </p>
+
+<p>Υπήρχε φόβος μήπως μετ' αυτόν, εάν η ανάρρησις της πρώτης των γυναικών
+του, της βασιλίσσης Μοΐνας ήθελεν αμφισβητηθή, τα κράτη του Μοΐνη Λούγγα
+καταληφθώσιν υπό γείτονος αντιπάλου, ενός των βασιλέων του Ουκουζού.<br />
+&nbsp;<br />
+Ούτος νεώτερος, δραστηριώτερος, είχεν ήδη καταλάβει χωρία τινά εξαρτώμενα εκ
+της Κυβερνήσεως του Καζονδέ, και ήτο αφωσιωμένος εις άλλον τινά
+σωματέμπορον αντίζηλον του Αλβέζ, τον Τίπον-Τίπον, μαύρον Άραβα καθαράς
+καταγωγής, του οποίου ο Καμερών έμελλε μετ' ολίγον να δεχθή την επίσκεψιν εις
+Νυαγγουέ.</p>
+
+<p>Ιδού άλλως τε τι ήτο ο Αλβέζ, εκείνος ο αληθής κυριάρχης επί της βασιλείας του
+απεκτηνωμένου μαύρου, του οποίου είχεν αναπτύξει και εκμεταλλευθή τα
+ελαττώματα. </p>
+
+<p>Ο Ιωσίας Αντώνιος Αλβέζ, προκεχωρημένος ήδη την ηλικίαν, δεν ήτο, ως
+ηδύνατό τις να πιστεύση «μσουγγού», ήτοι άνθρωπος λευκής φυλής·</p>
+
+<p>Δεν είχεν έτερόν τι πορτογαλικόν ειμή μόνον το όνομα, όπερ εδανείσθη
+βεβαίως διά τας ανάγκας του εμπορίου του. </p>
+
+<p>Ήτο αληθής μαύρος γνωστότατος εν τω κόσμω των σωματεμπόρων, και
+καλούμενος Κενδελέ. </p>
+
+<p>Πράγματι γεννηθείς εν Δόνδρω παρά τας όχθας του Κοάνζα, ήρχισε τον βίον ως
+απλούς πράκτωρ των δουλομεσιτών, και επί τέλους εγένετο διάσημος
+σωματέμπορος και εθεωρείτο ως ο εντιμότερος άνθρωπος του κόσμου. </p>
+
+<p>Τούτον τον Αλβέζ ο Καμερών, περί τα τέλη του 1874, έμελλε να συναντήση εις
+Κιλέμβαν, πρωτεύουσαν του Κασόγγου, αρχηγόν του Ουραία, όστις έμελλε να τον
+οδηγήση μετά της συνοδείας του μέχρι του Βιχέ καταστήματός του, ήτοι εις
+απόστασιν επτακοσίων μιλίων. </p>
+
+<p>Η συνοδεία των δούλων, φθάσασα εις Καζονδέ, ωδηγήθη εις την μεγάλην
+πλατείαν. </p>
+
+<p>Ήτο η 26 Μαΐου. Οι υπολογισμοί του Δικ Σανδ ήσαν λοιπόν ορθοί. Η οδοιπορία
+διήρκεσε τριάκοντα και οκτώ ημέρας από της εκ των οχθών του Κοάνζα
+κατασκηνώσεως. </p>
+
+<p>Πέντε εβδομάδες βασάνων και αθλιοτήτων, οποίας ουδέποτε άλλοτε
+υπέστησαν ανθρώπινα όντα. </p>
+
+<p>Ήτο μεσημβρία ότε εισήλθον εις Καζονδέ. Τα τύμπανα εκρούοντο, τα κέρατα
+ήχουν εν τω μέσω των πυροβολισμών. </p>
+
+<p>Οι στρατιώται της συνοδείας εξεκένουν τα πυροβόλα των εις τον αέρα και οι
+θεράποντες του Αντωνίου Ιωσία Αλβέζ απεκρίνοντο μετά ζωηρότητος.<br />
+&nbsp;<br />
+Όλοι οι λησταί εκείνοι ήσαν ευτυχείς επαναβλέποντες αλλήλους μετ' απουσίαν
+διαρκέσασαν τέσσαρας μήνας. </p>
+
+<p>Έμελλον τέλος να αναπαυθώσι και ανακτήσωσι τον απολεσθέντα χρόνον εν τη
+ακολασία και τη μέθη. </p>
+
+<p>Οι δεσμώται, οι πλείστοι εξηντλημένοι, απετέλουν ολικόν άρθροισμα εκ
+διακοσίων πεντήκοντα κεφαλών. Αφού τους εδίωκον εμπρός ως ποίμνιον, έμελλον
+να τους κλείσωσιν εις τα παραπήγματα εκείνα, τα οποία οι αγρονόμοι της Αμερικής
+δεν θα ήθελον μήτε διά σταύλους.<br />
+&nbsp;<br />
+Εκεί τους περιέμενον χίλιοι διακόσιοι ή χίλιοι πεντακόσιοι άλλοι αιχμάλωτοι,
+μέλλοντες να εκτεθώσι την μεθεπομένην ημέραν εις την μεγάλην αγοράν του
+Καζονδέ. </p>
+
+<p>Τα παραπήγματα εκείνα επληρώθησαν διά των νεωστί ελθόντων δούλων.
+Αφηρέθησαν μεν τα βαρέα δίκρανα, αλλ' αι αλύσεις έμενον. </p>
+
+<p>Οι αχθοφόροι εστάθησαν επί της πλατείας, αφού απέθεσαν τα εξ
+ελεφαντοστού φορτία των, τα οποία έμελλον να παραλάβωσιν οι έμποροι του
+Καζονδέ. </p>
+
+<p>Είτα πληρωνόμενοι διά τινων υαρδών πανίου ή άλλου υφάσματος ανωτέρας
+τιμής, θα επέστρεφον όπως ενωθώσι μετά τινος άλλης συνοδείας. </p>
+
+<p>Ο γέρων Τωμ και οι σύντροφοί του ηλευθερώθησαν λοιπόν εκ του κρίκου
+εκείνου, τον οποίον έφερον επί πέντε εβδομάδας. </p>
+
+<p>Ο Βαρθολομαίος και ο πατήρ του ερρίφθησαν τέλος εις τας αγκάλας αλλήλων.
+</p>
+
+<p>Όλοι συνέθλιψαν τας χείρας. Αλλά μόλις ηδύνατο να ομιλήσωσι. Και τι να
+έλεγον, όπερ δεν θα ήτο λόγος απελπισίας;</p>
+
+<p>Ο Βαρθολομαίος, ο Ακτέων, ο Αυγουστίνος, και οι τρεις ρωμαλέοι, πεπλασμένοι
+διά τας τραχείας εργασίας, ηδυνήθησαν να ανθέξωσιν εις τους κόπους· αλλ' ο
+γέρων Τωμ, εξασθενήσας υπό των στερήσεων, ήτο εξηντλημένος. </p>
+
+<p>Ολίγον έτι, και το πτώμα του θα εγκατελείπετο ως το της γραίας Ναν βορά των
+θηρίων της επαρχίας εκείνης.<br />
+&nbsp;<br />
+Και οι τέσσαρες, άμα φθάσαντες, εμανδρώθησαν εις έν στενόν παράπηγμα, του
+οποίου η θύρα αμέσως εκλείσθη όπισθεν αυτών. Εκεί εύρον τροφήν τινα, και
+περιέμενον την επίσκεψιν του σωματεμπόρου ενώπιον του οποίου αλλ' ανωφελώς,
+έμελλον να διεκδικήσωσι την αμερικανικήν αυτών εθνικότητα. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ έμεινεν εις την πλατείαν υπό την ειδικήν επιτήρησιν ενός οδηγού.
+</p>
+
+<p>Ευρίσκετο τέλος εν Καζονδέ, ένθα δεν αμφέβαλλεν ότι προηγήθησαν αυτού η
+κυρία Βέλδων, ο μικρός Ζακ και ο εξάδελφος Βενέδικτος. </p>
+
+<p>Τους εζήτησε διά των οφθαλμών διερχόμενος τας διαφόρους συνοικίας της
+πόλεως, και τα άλλα μέρη ένθα ενόμιζεν ότι ίσως θα τους έβλεπεν. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων δεν ήτο εκεί!</p>
+
+<p>&nbsp;— Μήπως δεν την ωδήγησαν εδώ; εσκέφθη ο Δικ Σανδ. Αλλά πού να
+ήναι; Όχι, ο Ηρακλής δεν ήτο δυνατόν να απατηθή. </p>
+
+<p>Άλλως τε τούτο περιορίζεται εις τον κύκλον των μυστικών σχεδίων του Χάρρη
+και του Νεγορού . . . Και εν τούτοις μήτε αυτούς δεν βλέπω!</p>
+
+<p>Θανάσιμος αγωνία κατέλαβε τον Δικ Σανδ. Ότι η κυρία Βέλδων, κρατουμένη
+δεσμώτις, εκρύπτετο απ' αυτού, τούτο εξηγείται. </p>
+
+<p>Αλλ' ο Χάρρης και ο Νεγορός, — ο τελευταίος προ πάντων, — έπρεπε να
+σπεύσωσι να επανίδωσι τον νεαρόν δόκιμον, εν τη εξουσία αυτών τότε, έστω και
+διά να απολαύσωσι τον θρίαμβόν των, διά να τον υβρίσωσι, να τον βασανίσωσι, να
+εκδικηθώσι τέλος!</p>
+
+<p>Επειδή όμως δεν ήσαν εκεί, έπρεπεν άρα γε να συμπεράνη ότι είχον λάβει
+άλλην διεύθυνσιν, και ότι η κυρία Βέλδων θα παρεσύρθη εις άλλο μέρος της
+κεντρώας Αφρικής.</p>
+
+<p>Έστω και αν η παρουσία του Αμερικανού και του Πορτογάλου ήτο το σύνθημα
+του μαρτυρίου του, ο Δικ Σανδ επεθύμει αυτήν ανυπομόνως. </p>
+
+<p>Ο Χάρρης και ο Νεγορός εν Καζονδέ θα ήτο δι' αυτόν η βεβαιότης ότι ευρίσκετο
+εκεί ωσαύτως η κυρία Βέλδων και το τέκνον αυτής.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ εσκέφθη ότι από της νυκτός, καθ' ήν ο Δίγγος τω έφερε το γραμμάτιον
+του Ηρακλέους, ο κύων δεν ενεφανίσθη πλέον. </p>
+
+<p>Απάντησιν την οποίαν ο νεαρός δόκιμος διά παν ενδεχόμενον είχεν
+προετοιμάσει και εν τη οποία συνίστα εις τον Ηρακλέα να φροντίζη μόνον περί της
+κυρίας Βέλδων και να μη την χάνη από τα βλέμματά του, να την διατηρή όσω το
+δυνατόν ενήμερον των διατρεχόντων, την απάντησιν εκείνην δεν κατώρθωσε να
+την διαβιβάση εις τον προς ον όρον. </p>
+
+<p>Ό,τι ο Δίγγος ηδυνήθη να πράξη την πρώτην φοράν, ήτοι να εισδύση εις τας
+τάξεις της συνοδείας, διατί ο Ηρακλής δεν απεπειράθη να πράξη και εκ
+δευτέρου;</p>
+
+<p>Μήπως το πιστόν ζώον εφονεύθη εις αποτυχούσαν τινα απόπειραν, ή μήπως ο
+Ηρακλής εξακολουθών να παρακολουθή τα ίχνη της κυρίας Βέλδων, ως θα
+έπραττεν ο Δικ Σανδ, εάν ήτο εις την θέσιν του, εισέδυσε μετά του Δίγγου εις τα
+βάθη του δασώδους οροπεδίου της Αφρικής επί τη ελπίδι να φθάση εις
+πρακτορείον τι του εσωτερικού; </p>
+
+<p>Τι ηδύνατο να φαντασθή ο Δικ Σανδ, εάν τωόντι μήτε η κυρία Βέλδων μήτε οι
+άρπαγες αυτής ήσαν εκεί; </p>
+
+<p>Τοσούτον ήτο πεπεισμένος — αδίκως ίσως — ότι θα τους επανεύρισκεν ες
+Καζονδέ, ώστε μη ιδών αυτούς εταράχθη μεγάλως και ησθάνθη απελπισίαν, ην δεν
+ηδύνατο πλέον να καταστείλη. </p>
+
+<p>Η ζωή του, εάν δεν ηδύνατο πλέον να είναι χρήσιμος εις εκείνους τους οποίους
+ηγάπα, ήτο περιττή και δεν τω απέμενεν άλλο ειμή να αποθάνη. </p>
+
+<p>Σκεπτόμενος όμως τοιουτοτρόπως ο Δικ Σανδ, παρεγνώριζε τον ίδιον εαυτού
+χαρακτήρα. </p>
+
+<p>Υπό την επίδρασιν των δοκιμασιών εκείνων, ο παις εγένετο ανήρ, και η
+αποθάρρυνσις παρ' αυτώ, παροδικός μόνον ήτο φόρος πληρωνόμενος εις την
+ανθρωπίνην φύσιν.<br />
+&nbsp;<br />
+Φοβερά συμφωνία σαλπίγγων και κραυγών εξερράγη κατ' εκείνην την στιγμήν.
+</p>
+
+<p>Αίφνης ο Δικ Σανδ, ον είδομεν καταπεσόντα εις την κόνιν, ανωρθώθη.<br />
+&nbsp;<br />
+Παν νέον συμβάν ηδύνατο να τον επαναφέρη επί τα ίχνη εκείνων τους οποίους
+ανεζήτει.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο προ ολίγου άπελπις δεν απηλπίζετο ήδη πλέον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλβέζ! Αλβέζ! το όνομα τούτο επαναλαμβάνετο υπό πλήθους
+ιθαγενών και στρατιωτών κατακλυσάντων τότε την πλατείαν. </p>
+
+<p>Ο ανήρ από του οποίου εξηρτάτο η τύχη τοσούτων αθλίων έμελλεν επιτέλους
+να εμφανισθή. Πιθανόν οι πράκτορές του ο Χάρρης και ο Νεγορός να ήσαν μετ'
+αυτού. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ ίστατο όρθιος, με οφθαλμούς ανεωγμένους, με ρώθωνας
+διεσταλμένους. Τον δεκαπενταετή εκείνον δόκιμον οι δύο προδόται θα τον
+επανεύρισκον εκεί ενώπιόν των, ευθύν, σταθερόν, βλέποντα αυτούς κατά
+πρόσωπον.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο πλοίαρχος του «Πίλγριμ» δεν θα έτρεμεν έμπροσθεν του αρχαίου μαγείρου του
+πλοίου. </p>
+
+<p>Φορείον τι, είδος κιτάνδας κεκαλυμμένης υπό αθλίου ρακώδους και
+απεχρωματισμένου υφάσματος, εφάνη εις την κυρίαν οδόν. </p>
+
+<p>Γηραιός μαύρος κατήλθεν εξ αυτού. Ήτο ο σωματέμπορος Μωσίας Αντώνιος
+Αλβέζ. </p>
+
+<p>Θεράποντές τινες συνώδευον αυτόν μετά πολλών αλλαλαγμών. </p>
+
+<p>Συγχρόνως μετά του Αλβέζ ανεφανίζετο ο φίλος του Κοΐμβρας εκ Βιχέ, και κατά
+το λέγειν του υποπλοιάρχου Καμερών, ο αχρειέστερος άνθρωπος της επαρχείας ον
+βρωμερόν, εκτετραχηλισμένον, με οφθαλμούς αγρίους, κόμην με υποκάμισον
+ρακώδες και εσθήτα εκ χόρτων. </p>
+
+<p>Θα έλεγέ τις, ότι ήτο γραία με ψιάθινον πίλον διάτρητον. </p>
+
+<p>Ο Κοΐμβρας εκείνος ήτο έμπιστος, η κολασμένη ψυχή του Αλβέζ, ο διοργανωτής
+των ανθρωποκυνηγίων, όλως άξιος να διοική τους ληστάς του σωματεμπόρου.
+</p>
+
+<p>Προς μεγάλην λύπην του δοκίμου, μήτε ο Χάρρης μήτε ο Νεγορός απετέλουν
+μέρος της ακολουθείας του Αλβέζ. </p>
+
+<p>Όφειλε λοιπόν ο Δικ Σανδ ν' αποβάλη την ελπίδα ότι ήθελε τους επανεύρει εν
+Καζονδέ;</p>
+
+<p>Εν τούτοις ο αρχηγός της συνοδείας, ο Άραψ Ιβν Χαμής, αντήλλασσε
+σφιγξίματα χειρός μετά του Αλβέζ και του Κοΐμβρα. Εδέχθη μύρια συγχαρητήρια.
+</p>
+
+<p>Οι ημίσεις δούλοι, οίτινες έλειπον εκ της γενικής αριθμήσεως, έφερον
+μορφασμόν τινα εις το πρόσωπον του Αλβέζ, αλλ' επί τέλους η υπόθεσις ήτο έτι
+καλή. </p>
+
+<p>Διά του εις τα παραπήγματα υπάρχοντος ανθρωπίνου εκείνου εμπορεύματος
+ηδύνατο να ικανοποιήση τας απαιτήσεις του εσωτερικού και να ανταλλάξη τους
+δούλους του αντί ελεφαντοστών και χαλκού. </p>
+
+<p>Συγχαρητήρια άφθονα εδόθησαν και εις τους οδηγούς· εις δε τους
+αχθοφόρους, ο σωματέμπορος έδωκεν αμέσως διαταγήν να πληρωθή ο μισθός των
+πάραυτα.</p>
+
+<p>Ο Ιωσίας Αντώνιος Αλβέζ και ο Κοΐμβρας ωμίλουν είδος τι πορτογαλικής
+γλώσσης αναμεμιγμένης μετ' ιθαγενούς ιδιώματος, την οποίαν κάτοικος της
+Λισαβώνος θα εδυσκολεύετο ολίγον να εννοήση. </p>
+
+<p>Δεν εννόει λοιπόν, ο Δικ Σανδ τι έλεγον οι «έμποροι» εκείνοι μεταξύ των. </p>
+
+<p>Μήπως συνεζήτουν περί των συντρόφων του και αυτού τοσούτον προδοτικώς
+συμπεριληφθέντων εις το προσωπικόν της συνοδείας;</p>
+
+<p>Ο νεαρός δόκιμος δεν ηδύνατο πλέον να αμφιβάλλη περί τούτου, όταν εις έν
+κίνημα του άραβος Ιβν Χαμή παρετήρησεν οδηγόν τινα διευθυνόμενον προς το
+παράπηγμα, ένθα ήσαν κεκλεισμένοι ο Τωμ, ο Αυγουστίνος, ο Βαρθολομαίος και ο
+Ακτέων. </p>
+
+<p>Σχεδόν αμέσως οι τέσσαρες Αμερικανοί ήχθησαν ενώπιον του Αλβέζ. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ επλησίασε βραδέως. Δεν ήθελε να χάση ουδέν εκ της σκηνής
+εκείνης. </p>
+
+<p>Το πρόσωπον του Ιωσία Αντωνίου Αλβέζ ήστραψεν, όταν είδε τους ευρώστους
+εκείνους άνδρας, εις ους η ανάπαυσις και η αφθονωτέρα τροφή έμελλε ταχέως να
+αποδώση την φυσικήν αυτών ρώμην. </p>
+
+<p>Μόνον τον γέροντα Τωμ είδε μετά περιφρονήσεως, καθότι η ηλικία θα αφήρει
+πολύ εκ της αξίας του, αλλ' οι άλλοι τρεις θα επωλούντο ακριβά κατά την προσεχή
+αγοράν του Καζονδέ. </p>
+
+<p>Τότε ο Αλβέζ ενθυμήθη αγγλικάς τινας λέξεις τας οποίας πράκτορες ως ο
+Αμερικανός Χάρρης τον εδίδαξαν, και ο γέρων πίθηκος ενόμισε καθήκον του να
+ευχηθή ειρωνικώς την καλήν άφιξιν εις τους νέους του δούλους. </p>
+
+<p>Ο Τωμ εννόησε τας λέξεις εκείνας του σωματεμπόρου, προεχώρησε λοιπόν
+αμέσως, και δεικνύων τους συντρόφους του και εαυτόν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είμεθα άνδρες ελεύθεροι, είπε. Πολίται των Ηνωμένων Πολιτειών.
+</p>
+
+<p>Ο Αλβέζ τον εννόησε βεβαίως· απεκρίθη δε μετά φαιδρού μορφασμού σείων
+την κεφαλήν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, ναι, Αμερικανοί! καλώς ώρισαν . . . καλώς ώρισαν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Καλώς ώρισαν, προσέθηκεν ο Κοΐμβρας. </p>
+
+<p>Ο υιός του ταγματάρχου του Βιχέ προεχώρησε τότε προς τον Αυγουστίνον, και
+ως έμπορος εξετάζων δείγμα, αφού εψηλάφησε το στήθος και τους ώμους του,
+ηθέλησε να του ανοίξη το στόμα όπως παρατηρήση τους οδόντας του. </p>
+
+<p>Αλλά κατ' εκείνην την στιγμήν ο σινιόρ Κοΐμβρας έλαβεν εις το πρόσωπον το
+μεγαλοπρεπέστερον γρονθοκόπημα, όπερ έλαβέ ποτε υιός ταγματάρχου. </p>
+
+<p>Ο έμπιστος του Αλβέζ έπεσε δέκα βήματα μακράν. Στρατιώται τίνες ώρμησαν
+κατά του Αυγουστίνου, όστις θα επλήρωνεν ίσως ακριβά το οργίλον εκείνο κίνημα.
+</p>
+
+<p>Ο Αλβέζ τους εσταμάτησε διά χειρονομίας. Εγέλα εξ όλης καρδίας διά το
+πάθημα του φίλου του Κοΐμβρα, ούτινος δύο μόνοι εναπέμειναν οδόντες εκ των
+πέντε ή έξ τους οποίους είχεν. </p>
+
+<p>Ο Ιωσίας Αντώνιος Αλβέζ δεν εννόει κατ' ουδένα τρόπον να βλάψωσι το
+εμπόρευμά του.<br />
+&nbsp;<br />
+Έπειτα δε ήτο χαρακτήρος ευθύμου, και προ πολλού χρόνου δεν είχε γελάσει τόσον
+πολύ.<br />
+&nbsp;<br />
+Εν τούτοις παρηγόρησε τον καταισχυθέντα Κοΐμβραν, όστις ανεγερθείς επέστρεψε
+και επανέλαβεν την θέσιν του πλησίον του σωματεμπόρου, απευθύνων κίνημα
+απειλητικόν κατά του αυθάδους Αυγουστίνου. </p>
+
+<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Δικ Σανδ ωθούμενος υπό τινος οδηγού, εφέρθη
+ενώπιον του Αλβέζ. </p>
+
+<p>Ούτος προφανώς εγίνωσκε τις ήτο ο νεαρός δόκιμος, πόθεν ήρχετο, και πώς
+συνελήφθη παρά τον Κοάνζαν. </p>
+
+<p>Τούτου ένεκα, αφού τον παρετήρησε διά βλέμματος μοχθηρού. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο μικρός Υανκή, είπεν εν κακή Αγγλική. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, Υανκή, απεκρίθη ο Δικ Σανδ. Τι θα κάμουν τους συντρόφους μου
+και εμέ;</p>
+
+<p>Υανκή! Υανκή! Μικρός Υανκή! επανέλαβεν ο Αλβέζ. </p>
+
+<p>Δεν εννόησεν, ή δεν ήθελε να ενοήση την γενομένην αυτώ ερώτησιν;</p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ και εκ δευτέρου απέτεινε την αυτήν ερώτησιν, την αφορώσαν τους
+συντρόφους του και αυτόν. </p>
+
+<p>Απετάθη συγχρόνως και προς τον Κοΐμβραν τον οποίον εκ των χαρακτήρων, ει
+και κατεστραμμένων εκ της καταχρήσεως των πνευματωδών ποτών, ανεγνώρισεν
+ότι δεν ήτο ιθαγενούς καταγωγής. </p>
+
+<p>Ο Κοΐμβρας επανέλαβε το απειλητικόν κίνημα, όπερ είχεν απευθύνει κατά του
+Αυγουστίνου και δεν απεκρίθη. </p>
+
+<p>Καθ' όλον εκείνο το διάστημα ο Αλβέζ συνωμίλει μετά του Άραβος Ιβν Χαμή
+λίαν ζωηρώς και προδήλως περί πραγμάτων αφορώντων τον Δικ Σανδ και τους
+συντρόφους του. </p>
+
+<p>Βεβαίως έμελλον να τους αποχωρήσωσιν εκ νέου, και τις οίδεν εάν
+παρουσιάζετό ποτε ευκαιρία να ανταλλάξωσιν ολίγας λέξεις. </p>
+
+<p>&nbsp;— Φίλοι μου, είπεν ο Δικ Σανδ χαμηλή τη φωνή και ως εάν ωμίλει προς
+εαυτόν, ολίγας λέξεις μόνον. Έλαβον διά του Δίγγου επιστολήν του Ηρακλέους,
+όστις παρηκολούθησε την συνοδείαν. Ο Χάρρης και ο Νεγορός έσυρον την κυρίαν
+Βέλδων, τον Ζακ και τον κύριον Βενέδικτον. Πού; Δεν ηξεύρω πλέον, αφού δεν είναι
+εδώ, εις Καζονδέ. Υπομονή, θάρρος, έστε έτοιμοι διά παν ενδεχόμενον. Είθε τέλος
+να μας ευσπλαχνισθή ο Θεός!</p>
+
+<p>&nbsp;— Και η Ναν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Η Ναν απέθανε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πρώτη!</p>
+
+<p>&nbsp;— Και τελευταία! . . απεκρίθη ο Δικ Σαν, διότι θα κατορθώσωμεν. </p>
+
+<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν χειρ τις ετέθη επί του ώμου του και ήκουσε τας λέξεις
+ταύτας απαγγελθείσας μετά φωνής ησύχου και γνωστής αυτώ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Α! είναι ο νέος φίλος μου, εάν δεν απατώμαι. Χαίρω διότι σας
+επανείδον. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ εστράφη. </p>
+
+<p>Ο Χάρρης ήτο ενώπιόν του.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Πού είναι η κυρία Βέλδων; έκραξεν ο Δικ Σανδ βαδίζων προς τον
+Αμερικανόν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Φευ! απεκρίθη ο Χάρρης προσποιούμενος λύπην, ην δεν ησθάνετο, η
+δυστυχής μήτηρ. Πώς θα ηδύνατο να επιζήση . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Απέθανεν! ανέκραξεν ο Δικ Σανδ. Και το τέκνον της;</p>
+
+<p>Το δυστυχές παιδίον! απεκρίθη ο Χάρρης μετά της αυτής φωνής, πώς να μη το
+φσνεύσωσι τόσαι κακοπάθειαι;</p>
+
+<p>Ούτω λοιπόν, παν ό,τι ηγάπα ο Δικ Σανδ δεν υπήρχε πλέον! Τι συνέβη εν
+εαυτώ; Ακατάσχετον κίνημα οργής, ανάγκη εκδικήσεως την οποίαν ήθελε να
+κορέση με πάσαν θυσίαν. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ ώρμησε κατά του Χάρρη, έδραξε την εν τη ζώνη του Αμερικανού
+μάχαιραν και εβύθισεν αυτήν εις την καρδίαν του προδότου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ανάθεμα! . . . έκραξεν ο Χάρρης πίπτων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο Χάρρης ήτο νεκρός. </p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι'.</h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΗΜΕΡΑ ΜΕΓΑΛΗΣ
+ΑΓΟΡΑΣ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Το κίνημα του Δικ Σανδ τοσούτον υπήρξε ταχύ, ώστε δεν ηδυνήθη τις να τον
+σταματήση. </p>
+
+<p>Ιθαγενείς τίνες ώρμησαν κατ' αυτού, και έμελλε να φονευθή, ότε ενεφανίσθη ο
+Νεγορός. </p>
+
+<p>Έν σημείον του Πορτογάλου απεμάκρυνε τους ιθαγενείς, οίτινες ήγειρον και
+απεκόμισαν το πτώμα του Χάρρη. </p>
+
+<p>Ο Αλβέζ και ο Κοΐμβρας απήτουν τον πάραυτα θάνατον του Δικ Σανδ· αλλ' ο
+Νεγορός τοις είπε χαμηλή τη φωνή ότι ουδέν είχον να χάσωσι περιμένοντες, και
+εδόθη διαταγήν να απαγάγωσι τον νεαρόν δόκιμον και να τον επιτηρώσιν εκ του
+σύνεγγυς. </p>
+
+<p>Επανείδε τέλος ο Δικ Σανδ τον Νεγορόν, τότε πρώτον από της εκ της παραλίας
+αναχωρήσεώς των.<br />
+&nbsp;<br />
+Ήξευρεν ότι εκείνος ο άθλιος ήτο ο μόνος ένοχος της καταστροφής του
+«Πίλγριμ».</p>
+
+<p>Έπρεπε δε να τον μισή πολύ περισσότερον ή τον συνέταιρόν του.<br />
+&nbsp;<br />
+Και εν τούτοις, αφού έπληξε τον Αμερικανόν, απηξίωσε να απευθύνη λέξιν τινά
+προς τον Νεγορόν. </p>
+
+<p>Ο Χάρρης είχεν είπει ότι η κυρία Βέλδων και το τέκνον αυτής απεβίωσαν! . . .
+Ουδέν τον ενδιέφερε πλέον, ούτε καν τι θα απεφάσιζον περί αυτού. </p>
+
+<p>Τον απήγαγον. Πού; Δεν τον έμελλεν.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ, σφιγκτώς συνδεδεμένος, απετέθη εις το βάθος παραπήγματος άνευ
+παραθύρου, είδος τι ειρκτής εν τη οποία ο σωματέμπορος Αλβέζ ενέκλεισε τους
+αντάρτας ή βιαιοπραγούντας δούλους. </p>
+
+<p>Εκεί ουδεμίαν πλέον ηδύνατο να έχη συγκοινωνίαν μετά του εξωτερικού, αλλ'
+ούτε καν εσκέφθη να λυπηθή επί τούτω. </p>
+
+<p>Είχεν εκδικηθή εκείνους τους οποίους ηγάπα, οίτινες δεν υπήρχον πλέον!</p>
+
+<p>Ήτο έτοιμος να υπομείνη πάσαν τύχην ήτις τον περιέμενεν. </p>
+
+<p>Εννοείται ότι εάν ο Νεγορός εσταμάτησε τους ιθαγενείς τους μέλλοντας να
+τιμωρήσωσι τον φόνον του Χάρρη, έπραξε τούτο διότι επεφύλαττεν εις τον Δικ
+Σανδ έν των φοβερών εκείνων μαρτυρίων των οποίων το μυστήριον γινώσκουν οι
+ιθαγενείς.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο μάγειρος του πλοίου είχεν υπό την εξουσίαν του τον δεκαπενταετή πλοίαρχον·
+μόνον ο Ηρακλής έλειπε διά να είναι η εκδίκησίς του τελεία. </p>
+
+<p>Μετά δύο ημέρας, τη 28 Μαΐου, ήνοιξεν η αγορά «το μέγα λακωνή», ένθα
+έμελλον να συναντηθώσιν οι σωματέμποροι των κυριωτάτων πρακτορείων του
+εσωτερικού και οι ιθαγενείς των γειτονικών επαρχιών. </p>
+
+<p>Η αγορά εκείνη της Αγγόλης δεν ήτο ειδική διά την πώλησιν των δούλων, αλλ'
+άπαντα τα προϊόντα της γονίμου εκείνης Αφρικής έμελλον να συρρεύσωσιν εκεί
+συγχρόνως μετά των παραγωγέων. </p>
+
+<p>Από πρωίας η ζωηρότης ήτο ήδη μεγάλη εν τη απεράντω αγορά του Καζονδέ,
+και είναι δύσκολον να δώσωμεν ιδέαν τινά αυτής.<br />
+&nbsp;<br />
+Ήτο συρροή τετρακισχιλίων ή πεντακισχιλίων ατόμων, συμπεριλαμβανομένων και
+των δούλων του Ιωσία Αντωνίου Αλβέζ, μεταξύ των οποίων διέπρεπον ο Τωμ και οι
+μετ' αυτού. </p>
+
+<p>Οι πτωχοί εκείνοι άνθρωποι, ένεκα της ξενικής αυτών καταγωγής, δεν έμελλον
+να είναι οι ολιγώτερον επιζήτητοι υπό των μεσιτών ανθρωπίνης σαρκός. </p>
+
+<p>Ήτο λοιπόν εκεί ο Αλβέζ, ο πρώτος μεταξύ όλων, συνοδευόμενος υπό του
+Κοΐμβρα, προέτεινε τας μερίδας των δούλων εκ των οποίων οι σωματέμποροι του
+εσωτερικού έμελλον να σχηματίσωσι συνοδείαν τινά. </p>
+
+<p>Μεταξύ των σωματεμπόρων τούτων διεκρίνοντο μιγάδες τινές του Ουζιζί,
+κυρίας αγοράς της λίμνης Ταγγανίκης, και Άραβες, πολύ ανώτεροι των μιγάδων
+εκείνων εις το είδος τούτο του εμπορίου. </p>
+
+<p>Ήσαν εκεί ωσαύτως πάμπολοι ιθαγενείς. Ήσαν παιδία, άνδρες, γυναίκες,
+λυσσώδεις πωλήτριαι, πολύ ανώτεραι κατά το εμπορικόν πνεύμα των ομοίων των
+λευκών. </p>
+
+<p>Εις τας αγοράς των μεγάλων πόλεων, έστω και κατά την ημέραν μεγάλων
+συναλλαγών, μήτε περισσότερος θόρυβος γίνεται μήτε πλειότεραι υποθέσεις
+ενεργούνται. Παρά τοις πεπολιτισμένοις, η ανάγκη του πωλείν είναι ίσως υπερτέρα
+της επιθυμίας του αγοράζειν. </p>
+
+<p>Παρά τοις αγρίοις όμως εκείνοις της Αφρικής, η προσφορά γίνεται μετά του
+αυτού πάθους ως και η ζήτησις.<br />
+&nbsp;<br />
+Διά τους ιθαγενείς των δύο φύλων το λακωνή είναι ημέρα εορτάσιμος, και εάν δεν
+φέρωσι τα κάλλιστα αυτών ενδύματα, διά λόγους ευνοήτους, φέρουσι τουλάχιστον
+τα κάλλιστα αυτών κοσμήματα.<br />
+&nbsp;<br />
+Κόμαι διηρημέναι εις τέσσαρα μέρη καλυπτόμενοι υπό στρωματιδίων και εά
+πλοκάμοις συνδεδεμένοις δίκην ψευδοκόμης, ή διατεθειμένης εν είδει ουράς
+έμπροσθεν της κεφαλής μετά περικεφαλαίας εξ ερυθρών πτερών, — κόμαι μετά
+κεράτων αμφικύρτων κεκαλυμμένοι δι' ερυθρού πηλού και ελαίου, ως το μίνιον
+εκείνο το χρησιμεύον προς επάλειψιν των συναρμογών των μηχανών, — εις τους
+σωρούς εκείνους των αληθών ή ψευδών τριχών, ύψωμά τι εξ οβελίσκων, σιδηρών
+ή ελεφαντίνων καρφίδων, πολλάκις μάλιστα, παρά τοις κομψευομένοις,
+κατάστικτον μαχαιρίδιον εμπεπηγμένον εν τη ούλη κόμη, της οποίας εκάστη θριξ,
+διαπερασμένη έν τινι σοφή ή υαλίνω μαργαρίτη, σχηματίζει τάπητα κόκκων
+διαφόρως κεχρωματισμένων, — τοιαύτα ήσαν τα οικοδομήματα τα μάλλον κοινά
+εις τας κεφαλάς των ανδρών. </p>
+
+<p>Αι γυναίκες προετίμων να διαιρώσι την κόμην αυτών εις μικρούς θυσάνους
+μεγέθους κερασίου, εις περιστροφικούς πλοκάμους, ή ολοκλήρους στήλας, των
+οποίων τα άκρα παρίστων σχέδιόν τι εν αναγλύφω, ή αποματιστήρια πίπτοντα
+κατά μήκος του προσώπου. </p>
+
+<p>Τινές αυτών, απλούστεραι, και ίσως ευειδέστεραι, άφινον να κρέμανται τα
+μαλλία των επί της ράχεώς των κατά τον αγγλικόν τρόπον, και άλλαι κατά τον
+γαλλικόν τρόπον, έφερον αυτά ως κροσσούς κεκομμένους επί του μετώπου. </p>
+
+<p>Και σχεδόν πάντοτε, επί των προβατομάλλων εκείνων, επίχρισμα λίπους, ή
+αργίλου, η στιλπνής κόλας, ουσίας ερυθράς εξαγομένης εκ του ξύλου του
+σαντάλου, τόσον πολύ, ώστε αι κομψευόμενοι εκείναι εφαίνοντο ως εάν ήσαν
+κεκαλυμμένοι υπό κεράμων. </p>
+
+<p>Δεν πρέπει όμως να νομίσωμεν ότι η πολυτέλεια εκείνη της διακοσμήσεως
+εφηρμόζετο μόνον εις την κόμην των ιθαγενών. </p>
+
+<p>Εις τι θα εχρησίμευον τα ώτα, εάν δεν διεπερώντο εν αυτοίς οβελοί εκ
+πολυτίμου ξύλου, δακτύλιοι χαλκοί, αλύσεις πεπλεγμέναι αραβοσίτου, αίτινες τους
+φέρουσιν εις τα εμπρός ή μικραί κολοκύνθαι χρησιμεύουσαι ως ταμβακοθήκαι, —
+ούτως ώστε οι χαλαρούμενοι λοβοί των εξαρτημάτων τούτων να πίπτωσιν ενίοτε
+μέχρι των ώμων των κυρίων των; </p>
+
+<p>Μεθ' όλα ταύτα, οι άγριοι της Αφρικής δεν έχουσι θυλάκια, και πώς να έχωσι
+τοιαύτα; Εκ τούτου η ανάγκη να θέτωσι όπου δύνανται και ως δύνανται τα
+εγχειρίδια, τας καπνοσύριγκας και τα άλλα εν χρήσει αντικείμενα.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο δε λαιμός, οι βραχίονες, οι καρποί της χειρός, αι κνήμαι, τα σφυρά, τα διάφορα
+ταύτα μέρη του σώματος είναι αμφισβητήτως προωρισμένα να φέρωσι ψέλλια
+χαλκά, τεμάχια κεράτων κεκοσμημένα διά καλύκων στιλπνών και σειρών ερυθρών
+μαργαριτών καλουμένων ταλακάς, αίτινες τότε ήσαν λίαν συρμού. </p>
+
+<p>Διά των κοσμημάτων λοιπόν τούτων, αφθόνως εγκατεσπαρμένων, οι πλούσιοι
+της χώρας είχον θέαν πλαισίων κινητών. </p>
+
+<p>Πλην τούτου, εάν, η φύσις εδώρησεν οδόντας εις τους ιθαγενείς, δεν έπρεπε να
+αποσπώσι τους μεσαίους τομείς τους άνω και τους κάτω, να τους ρινίζωσιν εις
+αιχμάς, να τους κυρτώσιν εις οξέα αρπάγια;<br />
+&nbsp;<br />
+Εάν εφύτευσεν όνυχας εις τας άκρας των δακτύλων, δεν έπρεπε να αυξάνωσι
+τοσούτον υπερμέτρως, ώστε η χρήσις της χειρός να καθίσταται περίπου αδύνατος;
+</p>
+
+<p>Εάν το δέρμα, μέλαν ή μελάγχρουν, καλύπτη τον ανθρώπινον σκελετόν, δεν
+έπρεπε να ποικίλλεται υπό στιγμάτων, παριστώντων δένδρα, πτηνά, ημισελήνους,
+πανσελήνους ή γραμμάς κυματοειδείς, εις τας οποίας ο Λίβιγγστων ενόμισεν ότι
+επανεύρε ζωγραφήματα της αρχαίας Αιγύπτου;<br />
+&nbsp;<br />
+Ο στιγματισμός ούτος των πατέρων γινόμενος διά τινος κυανής ύλης εισαγομένης
+εις τας εντομάς, εκτελείται εις διάφορα μέρη του σώματος των παιδιών, επιτρέπει
+να αναγνωρίζωντο εις ποίαν φυλήν ή εις ποίαν οικογένειαν ανήκουσι. </p>
+
+<p>Πρέπει να χαραχθή καλώς το οικόσημον επί του στήθους, αφού δεν είναι
+δυνατόν να ζωγραφηθή επί των πλευρών αμάξης.<br />
+&nbsp;<br />
+Τοιούτος λοιπόν ήτο ο στολισμός των ιθαγενών εκείνων συρμών. </p>
+
+<p>Τα δε κυρίως λεγόμενα ενδύματα συνωψίζοντο διά τους κυρίους εκείνους είς τι
+περίζωμα εκ δέρματος αντιλόπης κατερχόμενον μέχρι των γονάτων, ή έκ τινος
+υποκαμίσου εξ υφάσματος χόρτου ζωηρών χρωμάτων.<br />
+&nbsp;<br />
+Αι κυρίαι έφερον ζώνην εκ μαργαριτών συγκρατούσαν εις την οσφύν εσθήτα
+πρασίνην, κεντημένη διά μετάξης, κεκοσμημένην υπό κόκκων υαλίνων ή
+κογχυλίων, ενίοτε δε εξ υφάσματος χόρτου κυανού, μέλανος και κιτρίνου,
+τοσούτον περιζητήτου υπό των γυναικών της Ζανζιβάρης. Δεν πρόκειται ενταύθα
+ειμή περί των μαύρων της υψηλής κοινωνίας.<br />
+&nbsp;<br />
+Οι άλλοι, έμποροι ή δούλοι, ήσαν μόλις ενδεδυμένοι. Αι γυναίκες ως επί το
+πλείστον υπηρέτουν ως αχθοφόροι και ήρχοντο εις την αγοράν μετά βαρέων
+καλάθων επί των ώμων, τους οποίους εκράτουν δι' ιμάντος πεπερασμένου εις το
+μέτωπόν των. </p>
+
+<p>Έπειτα δε, καταλαμβανομένης της θέσεως και απλουμένου του εμπορεύματος,
+συνεσπειρούντο εν τω κενώ καλάθω.<br />
+&nbsp;<br />
+Η καταπληκτική ευφορία της χώρας συνεσώρευεν επί της λακωνής εκείνης τρόφιμα
+αρίστης ποιότητος. </p>
+
+<p>Υπήρχεν άφθονος η όρυζα εκείνη, ήτις δίδει εκατόν αντί ενός, ο αραβόσιτος
+εκείνος, όστις δίδει τρεις συγκομιδάς εις οκτώ μήνας και αποφέρει διακόσια αντί
+ενός, το σήσαμον, το πέπερι του Ουρούα, το μανιόκον, το σόργον, τα
+μοσχοστάφυλα, το άλας, το φοινικέλαιον.<br />
+&nbsp;<br />
+Εκεί συνηντώντο εκατοντάδες αιγών, χοίρων, προβάτων άνευ μαλλιού, μετά
+παραγναθίδων και γενείων, προδήλως ταρταρικής καταγωγής, πτηνά, ιχθείς κ.τ.λ.
+</p>
+
+<p>Πήλινα αγγεία, συμμέτρως διατεθειμένα, είλκυον τα βλέμματα ένεκα των
+ζωηροτάτων χρωμμάτων των.<br />
+&nbsp;<br />
+Τα ποικίλα ποτά τα οποία οι μικροί ιθαγενείς ωνόμαζον διά παλμώδους φωνής,
+ηρέθιζον τους φιλοπότας. </p>
+
+<p>Ήσαν δε οίνος βανάνας, βομβέ, ποτόν ισχυρόν εν μεγάλη χρήσει, μαλοφού
+ζύθος γλυκύς κατασκευαζόμενος εκ καρπών βανανέας και υδρόμελι, μίγμα διαυγές
+μέλιτος και ύδατος. </p>
+
+<p>Ότι όμως καθίστα την αγοράν του Καζονδέ έτι μάλλον περίεργον, ήτο το
+εμπόριον των υφασμάτων και του ελεφαντοστού.</p>
+
+<p>Μεταξύ των υφασμάτων εμετρούντο κατά χιλιάδας το χουκάς, το μερικανή, το
+κανικί, κυανούν βαμβακηρόν ύφασμα έχον πλάτος τριάκοντα και τεσσάρων
+δακτύλων, το σοχαρί, ύφασμα μετά τετραγώνων κυανολεύκων και παρυφής
+ερυθράς, ανάμικτον μετά μικρών γραμμών κυανών, ολιγώτερον ακριβόν, ή το
+δαουλίς εκ μετάξης της Σουράτης, όπερ έχει επιφάνειαν πρασίνην, ερυθράν ή
+κιτρίνην, και όπερ τιμάται από επτά δολλαρίων το τεμάχιον των τριών υαρδών
+μέχρις ογδοήκοντα δολλαρίων όταν είναι χρυσοΰφαντον.<br />
+&nbsp;<br />
+Το δε ελεφαντοστούν προήρχετο εξ όλων των μερών της κεντρώας Αφρικής, όπως
+αποσταλή εις Χαρτούμ, Ζανζιβάρην ή την Νατάλ και οι έμποροι ήσαν πολυάριθμοι,
+οίτινες εξεμεταλεύοντο αποκλειστικώς τον κλάδον τούτον του αφρικανικού
+εμπορίου.<br />
+&nbsp;<br />
+Ευκόλως δύναταί τις να φαντασθή ότι οι ελέφαντες φονεύονται ίνα προμηθεύσωσι
+τας πεντακοσίας χιλιάδας χιλιόγραμμα ελεφαντοστού, όπερ το εξαγωγικόν
+εμπόριον ρίπτει κατ' έτος εις τας αγοράς της Ευρώπης και ιδίως εις την Αγγλίαν.
+</p>
+
+<p>Απαιτούνται τεσσάρακοντα χιλιάδες μόνον και μόνον διά τας ανάγκας του
+Ηνωμένου Βασιλείου. </p>
+
+<p>Η δυτική ακτή της Αφρικής παράγει μόνη εκατόν τεσσαράκοντα τόνους εκ της
+πολυτίμου ταύτης ουσίας. </p>
+
+<p>Ο μέσος όρος είναι εικοσιοκτώ λίτραι δι' έκαστον ζεύγος ελεφαντοδόντων,
+οίτινες τω 1874, ετιμήθησαν μέχρι χιλίων φράγκων, υπάρχουσιν όμως καί τινες
+οίτινες ζυγίζωσι μέχρις εκατόν εξήκοντα πέντε λιτρών και ακριβώς εις την αγοράν
+του Καζονδέ, οι ερασταί του εμπορεύματος τούτου ηδύναντο να εύρωσι τοιούτους
+θαυμασίους, θαμβούς, διαφανείς, μαλακούς εις την κατεργασίαν, διατηρούντας
+την λευκότητά των και μη κιτρινίζοντας διά του χρόνου ως οι ελεφαντόδοντες
+άλλων προελεύσεων. </p>
+
+<p>Και τώρα, πώς εκανονίζοντο μεταξύ αγοραστών και πολητών αι διάφοροι
+εκείναι εμπορικαί πράξεις; Ποίον ήτο το ισχύον νόμισμα;</p>
+
+<p>Το είπομεν ήδη, το νόμισμα διά τους εμπόρους της Αφρικής ήτο ο δούλος. </p>
+
+<p>Ο ιθαγενής πληρώνει εις κόκκους υαλίνους, κατασκευής ενετικής, καλουμένους
+κοτσόκολος όταν είναι λευκοί ως η άσβεστος, βουβουλού όταν είναι μέλανες,
+σικουνδερετσέ όταν είναι ερυθροί. </p>
+
+<p>Οι κόκκοι εκείνοι ή μαργαρίται συνηνωμένοι εις δέκα σειράς ή κετέ,
+περιστρεφόμενοι δις περί τον λαιμόν, σχηματίζουσι το φούνδον, του οποίου
+μεγάλη είναι η αξία. </p>
+
+<p>Το δε μάλλον εν χρήσει μέτρον των μαργαριτών τούτων είναι το φραζιλάχ,
+ζυγίζον εβδομήκοντα λίτρας· και ο Λίβιγγστων, ο Καμερών, ο Στάνλεϋ πάντοτε
+εφρόντιζον να ώσιν αφθόνως εφωδιασμένοι εκ του νομίσματος τούτου.<br />
+&nbsp;<br />
+Εν ελλείψει υαλίνων κόκκων, το πισέ, νόμισμα ζανζιβαρικόν τεσσάρων λεπτών, και
+τα βιουγγούας, κογχύλια ιδιαίτερα εις την ανατολικήν ακτήν, έχουσι τρέχουσαν
+αξίαν εις τας αγοράς της Αφρικανικής ηπείρου.<br />
+&nbsp;<br />
+Αλλ' οι ανθρωποφάγοι φυλαί αποδίδουσιν αξίαν τινα εις τους οδόντας
+ανθρωπίνων σιαγόνων και εις το λακωνή έβλεπε τις τοιαύτα κομβολόγια εις τον
+λαιμόν των ιθαγενών, οίτινες βεβαίως είχον φάγει τους κατόχους των οδόντων
+τούτων.<br />
+&nbsp;<br />
+Αλλ' οι οδόντες ούτοι ήρχισαν να χάνωσι την αξίαν των. </p>
+
+<p>Τοιαύτη λοιπόν ήτο η θέα της μεγάλης εκείνης αγοράς. </p>
+
+<p>Περί την μεσημβρίαν, η ζωηρότης είχε φθάσει εις τον κατακόρυφον αυτής
+σημείον και ο θόρυβος εγένετο αφόρητος. </p>
+
+<p>Η μανία των περιφρονουμένων πολιτών και η οργή των αποτυγχανόντων
+αγοραστών αδύνατον να παρασταθώσι.<br />
+&nbsp;<br />
+Τούτου ένεκεν ρήξεις συχναί, και εννοείται ευκόλως ότι η έλλειψις αρκετών
+ειρηνοφυλάκων καθίστα αδύνατον την συγκράτησιν του ωρυωμένου εκείνου
+πλήθους. </p>
+
+<p>Περί το μέσον της ημέρας ο Αλβέζ διέταξε να φέρωσιν εις την πλατείαν τους
+δούλους, όσους ήθελε να εκποιήση.<br />
+&nbsp;<br />
+Το πλήθος ηύξησε τοιουτοτρόπως κατά δισχιλίους δυστυχείς πάσης ηλικίας, τους
+οποίους ο σωματέμπορος εκράτει εις τα παραπήγματά του από πολλών μηνών.
+</p>
+
+<p>Η «παρακαταθήκη» εκείνη δεν ήτο εν κακή καταστάσει. </p>
+
+<p>Μακρά ανάπαυσις και καλή τροφή ανεζωγόνησαν αυτούς. </p>
+
+<p>Αλλ' οι εσχάτως ελθόντες δεν ηδύναντο να παραβληθώσι προς αυτούς και μετά
+μηνιαίαν διαμονήν εν τοις παραπήγμασιν, ο Αλβέζ θα τους επώλει βεβαίως μετά
+πλειοτέρου κέρδους· αλλ' αι ζητήσεις της ανατολικής ακτής ήσαν τοσαύται, ώστε
+απεφάσισε να τους εκθέση ως ήσαν και ευρίσκοντο. </p>
+
+<p>Τούτο ήτο δυστύχημα διά τον Τωμ και τους τρεις συνεταίρους αυτού. </p>
+
+<p>Οι οδηγοί τους ώθησαν εις την αγέλην, ήτις επλημμύρισε την αγοράν. Ήσαν
+στερεώς δεδεμένοι, και τα βλέμματά των εμαρτύρουν τρανώς ποία μανία και ποίον
+αίσχος κατείχον αυτούς. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο κύριος Δικ δεν είν' εδώ, είπε σχεδόν αμέσως ο Βαρθολομαίος, άμα
+διέτρεξε διά των οφθαλμών την ευρείαν πεδιάδα του Καζονδέ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, απεκρίθη ο Ακτέων, δεν θα τον πωλήσωσι. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα φονευθή, εάν δεν εφονεύθη ήδη, προσέθηκεν ο γέρων μαύρος.
+</p>
+
+<p>Ημείς όμως μίαν μόνην έχομεν ελπίδα, να μας αγοράση όλους ομού είς
+σωματέμπορος. Θα ήτο παρηγορία εις ημάς εάν δεν χωρισθώμεν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι είπεν ο Τωμ. Όχι δεν θα μας χωρίσωσι, και ίσως θα δυνηθώμεν . .
+. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εάν ήτο εδώ ο Ηρακλής! έκραξεν ο Αυγουστίνος·</p>
+
+<p>Αλλ' ο γίγας δεν είχεν εμφανισθή πλέον. </p>
+
+<p>Μετά τας τελευταίας εις τον Δικ Σανδ κομισθείσας ειδήσεις δεν ηκούσθη τι
+μήτε περί του Δίγγου μήτε περί αυτού. Έπρεπεν άραγε να φθονήσωσι την τύχην
+του; </p>
+
+<p>Ναι, βεβαίως! καθότι εάν ο Ηρακλής απέθανε, τουλάχιστον δεν εδέθη διά των
+αλύσεων της δουλείας. </p>
+
+<p>Εν τούτοις η πώλησις είχεν αρχίσει. Οι πράκτορες του Αλβέζ περιέφερον εν τω
+μέσω του πλήθους κλήρους ανδρών, γυναικών, παιδιών, χωρίς να ανησυχήσωσιν
+εάν εχώριζον ή όχι τας μητέρας από τα μικρά των. </p>
+
+<p>Δεν πρέπει να ονομάζωμεν ούτω τα άθλια εκείνα όντα, τα οποία μετεχειρίζοντο
+ως οικόβια ζώα;</p>
+
+<p>Ο Τωμ και οι μετ' αυτού περιεφέρθησαν τοιουτοτρόπως από αγοραστού εις
+αγοραστήν. Πράκτωρ τις εβάδιζε προ αυτών κηρύττων την τιμήν, εις ην ο κλήρος
+αυτού ήθελε κατακυρωθή. Μεσίται Άραβες ή μιγάδες των κεντρικών επαρχιών,
+επλησίαζον να τους εξετάσωσι. </p>
+
+<p>Δεν εύρισκον εν εαυτοίς τα ιδιαίτερα εις την αφρικανικήν φυλήν σημεία,
+τροποποιηθέντα παρά τοις Αμερικανοίς εκείνοις από της δευτέρας γενεάς. </p>
+
+<p>Αλλ' οι εύρωστοι και νοήμονες εκείνοι μαύροι, όλως διάφοροι των μαύρων των
+μεταφερθέντων εκ των οχθών του Ζαμβέση ή του Λαουλάβα, είχον μεγάλην αξίαν
+εις τους οφθαλμούς των. Τους εψηλάφουν, τους περιέστρεφον, παρετήρουν τους
+οδόντας των.<br />
+&nbsp;<br />
+Ούτω πράττουσιν, όσοι θέλουσι ν' αγοράσωσιν ίππους.</p>
+
+<p>Έπειτα έρριπτον μακράν μίαν ράβδον, τους ηνάγκαζον να τρέξωσι διά να την
+λάβωσι, και τοιουτοτρόπως εβεβαιούντο περί της ευκινησίας αυτών. </p>
+
+<p>Η μέθοδος αύτη εφηρμόζετο εις όλους και όλοι υπεβάλλοντο εις τας
+ταπεινωτικάς ταύτας δοκιμασίας. </p>
+
+<p>Μη υποθέση τις όμως, ότι οι δυστυχείς εκείνοι υπέμενον αδιαφόρως τους
+τοιούτους εξευτελισμούς. </p>
+
+<p>Όχι. Εξαιρέσει των παιδιών άτινα δεν ηδύναντο να εννοήσωσιν εις ποίαν
+εξευτέλισιν υπεβάλλοντο, πάντες, άνδρες ή γυναίκες, ησχύνοντο. </p>
+
+<p>Άλλως τε δε δεν τοις έλειπον μήτε αι ύβρεις μήτε αι μαστιγώσεις. Ο Κοΐμβρας,
+ημιμεθυσμένος, και οι πράκτορες του Αλβέζ μετεχειρίζοντο αυτούς μετά τοις
+εσχάτης κτηνωδίας, παρά τοις νέοις δε κυρίοις, οίτινες είχον αγοράσει αυτούς αντί
+ελεφαντοδόντων, υφασμάτων ή μαργαριτών, δεν εύρισκον καλλιτέραν
+υποδοχήν.<br />
+&nbsp;<br />
+Όταν βιαίως απεχωρίζοντο αλλήλων μήτηρ από του τέκνου, ανήρ από της γυναικός,
+αδελφός από της αδελφής· δεν επετρέπετο εις αυτούς μήτε τελευταία θωπεία,
+μήτε τελευταίος ασπασμός, και εις την αγοράν εκείνην εβλέποντο διά τελευταίαν
+φοράν. </p>
+
+<p>Πράγματι, αι ανάγκαι της εμπορίας απαιτούσιν ώστε οι δούλοι, αναλόγως του
+φύλου αυτών, να αποστέλλωνται άλλος αλλαχού. <br />
+&nbsp;<br />
+Οι δουλέμποροι οίτινες αγοράζουσιν άνδρας, δεν είναι εκείνοι οίτινες αγοράζουσι
+γυναίκας.<br />
+&nbsp;<br />
+Αύται, δυνάμει της πολυγαμίας ήτις είναι νόμος παρά τοις Μουσουλμάνοις,
+διευθύνονται κυρίως προς τας αραβικάς χώρας, ένθα ανταλλάσσονται αντί
+ελεφαντοδόντων.<br />
+&nbsp;<br />
+Οι δε άνδρες, προωρισμένοι διά τας βαρείας εργασίας μεταφέρονται εις τα
+πρακτορεία των δύο ακτών, και εκείθεν εξαποστέλλονται είτε εις τας ισπανικάς
+αποικίας, είτε εις τας αγοράς της Μασκάτης και της Μαδαγασκάρης. </p>
+
+<p>Η διαλογή αύτη επιφέρει λοιπόν σπαρακτικάς σκηνάς μεταξύ εκείνων τους
+οποίους οι πράκτορες αποχωρίζουσι και οίτινες θα αποθάνωσι χωρίς ουδέποτε
+πλέον να επανίδωσιν αλλήλους.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Τωμ και οι μετ' αυτού ώφειλον και ούτοι να υποστώσι την κοινήν τύχην. </p>
+
+<p>Αληθώς όμως ειπείν, δεν εφοβούντο την περίπτωσιν ταύτην. </p>
+
+<p>Τωόντι προτιμότερον ήτο εις αυτούς να αποσταλώσιν εις αποικίαν τινά δούλων.
+</p>
+
+<p>Εκεί τουλάχιστον θα είχον ελπίδα τινά ότι θα ηδύναντο να απαιτηθώσιν.<br />
+&nbsp;<br />
+Ενώ εξ εναντίας, κρατούμενοι έν τινι επαρχία της Αφρικής, έπρεπε να αποβάλωσι
+πάσαν ελπίδα ανακτήσεως της ελευθερίας των.<br />
+&nbsp;<br />
+Ότι επεθύμουν, τούτο και εγένετο. Έσχον μάλιστα την σχεδόν ανέλπιστον
+παρηγορίαν να μη αποχωρισθώσιν. Ο κλήρος αυτών ζωηρώς ημφισβητήθη υπό
+πολλών δουλεμπόρων του Ουζιζί. Ο Αντώνιος Ιωσίας Αλβέζ έτριβε τας χείρας.<br />
+&nbsp;<br />
+Αι τιμαί υψούντο. Συνωθούντο όπως ίδωσι τους δούλους εκείνους αγνώστου αξίας
+επί της αγοράς του Καζονδέ, και των οποίων την προέλευσιν είχεν επιμελώς
+αποκρύψει ο Αλβέζ. </p>
+
+<p>Ο Τωμ λοιπόν και οι μετ' αυτού, μη γινώσκοντες την επιτόπιον γλώσσαν, δεν
+ηδύναντο να διαμαρτυρηθώσι. </p>
+
+<p>Κύριός των εγένετο πλούσιος άραψ σωματέμπορος, όστις μετά τινας ημέρας
+ώφειλε να τους αποστείλη εις την λίμνην Ταγγανίκαν, ένθα εγίνετο η μεγάλη
+διέλευσις των δούλων· από του μέρους δε εκείνου θα απεστέλλοντο εις τα
+πρακτορεία της Ζανζιβάρης. </p>
+
+<p>Αλλά θα έφθανον άρα γε εκεί, διά μέσου των νοσηροτέρων και
+κινδυνωδεστέρων χωρών της κεντρώας Αφρικής;</p>
+
+<p>Να διανύσωσι χίλια πεντακόσια μίλια εις τας χώρας εκείνας, εν μέσω των
+συνεχών πολέμων των εγειρομένων υπό αρχηγού κατ' αρχηγού υπό κλίμα
+φονικόν!</p>
+
+<p>Ο Γέρων Τωμ θα είχεν άραγε την δύναμιν να ανθέξη εις τόσας κακουχίας; δεν
+θα απέθνησκε καθ' οδόν, ως η γραία Ναν;</p>
+
+<p>Αλλ' οι δυστυχείς εκείνοι άνδρες δεν απεχωρίσθησαν! Η άλυσις η ενούσα
+αυτούς ομού, τοις εφάνη ελαφροτέρα όπως την βαστάσωσιν. </p>
+
+<p>Ο άραψ σωματέμπορος διέταξε να τους μεταφέρωσιν εις ιδιαίτερον
+παράπηγμα. Προδήλως εφρόντιζε μεγάλως περί εμπορεύματος, όπερ τω υπέσχετο
+πολλήν ωφέλειαν εν τη αγορά της Ζανζιβάρης.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Τωμ λοιπόν, ο Βαρθολομαίος, ο Ακτέων και ο Αυγουστίνος εγκατέλιπον την
+πλατείαν και δεν ηδυνήθησαν μήτε να ίδωσι μήτε να μάθωσι την σκηνήν μεθ' ης
+έμελλε να κλείση η μεγάλη αγορά του Καζονδέ. </p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'. </h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΠΟΥΝΣΙΟ ΠΡΟΣΦΕΡΘΕΝ ΕΙΣ ΤΟΝ
+ΒΑΣΙΛΕΑ ΤΟΥ ΚΑΖΟΝΔΕ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Ήτο τετάρτη ώρα της εσπέρας, ότε μέγας θόρυβος τυμπάνων, κυμβάλων και άλλων
+οργάνων αφρικανικών αντήχησεν εις την άκραν της κυρίας οδού. </p>
+
+<p>Η ζωηρότης εδιπλασιάζετο τότε εις όλας τας γωνίας της αγοράς.<br />
+&nbsp;<br />
+Ημίσεια ημέρα κραυγών, αγώνων, ούτε τας φωνάς εκούρασεν ούτε τους βραχίονας
+και τους πόδας των δαιμονίων των εκείνων εμπόρων</p>
+
+<p>Πολλοί δούλοι έμενον εισέτι απώλητοι· οι δουλέμποροι διεφιλονείκουν τας
+μερίδας μετά ζέσεως, ης ελαχίστην ιδέαν θα έδιδε και αυτό το χρηματιστήριον του
+Λονδίνου εν ημέρα υψώσεως των αξιών.<br />
+&nbsp;<br />
+Αλλ' εις την κακόηχον εκείνην συμφωνίαν την εκραγείσαν αίφνης, αι συναλλαγαί
+ανεστάλησαν και οι κήρυκες εσιώπησαν διά να αναπνεύσωσιν. </p>
+
+<p>Ο Βασιλεύς του Καζονδέ, Μοΐνης Λούγγας ήλθε να τιμήση διά της παρουσίας
+του την μεγάλην αγοράν. </p>
+
+<p>Πολυάριθμοι γυναίκες, υπάλληλοι, στρατιώται και δούλοι συνώδευον αυτόν.
+</p>
+
+<p>Ο Αλβέζ και οι άλλοι σωματέμποροι έσπευσαν εις προϋπάντησιν αυτού και
+κατά φυσικόν λόγον προσέφερον τα ταπεινά αυτών σεβάσματα εις την
+αποκτηνωθείσαν εκείνην εστεμμένην κεφαλήν. </p>
+
+<p>Ο Μοΐνης Λούγγας, ελθών εν φορείω πεπαλαιωμένω κατέβη, ουχί άνευ της
+βοηθείας δεκάδος βραχιόνων, εις το μέσον της μεγάλης πλατείας. </p>
+
+<p>Ο βασιλεύς εκείνος ήτο πεντακονταετής την ηλικίαν, αλλ' ήθελεν υποθέσει τις
+ότι ήτο ογδοηκοντούτης.<br />
+&nbsp;<br />
+Φαντάσθητε γέροντα πίθηκον, φθάσαντα εις το έσχατον όριον του γήρατος. </p>
+
+<p>Επί της κεφαλής αυτού είδος τι τιάρας κεκοσμημένης υπό ονύχων
+λεοντοπαρδάλεως ερυθρών βεβαμμένων και πεποικιλμένης υπό τριχών
+υπολεύκων· τούτο ήτο το στέμμα των ηγεμόνων του Καζονδέ. </p>
+
+<p>Εις την ζώνην του εκρέμαντο δύο δερμάτινοι εσθήτες κεντημέναι υπό
+μαργαριτών και βραχύτεραι περιζώματος σιδηρουργού. </p>
+
+<p>Επί του στήθους του, πολλαπλοί στιγματισμοί μαρτυρούντες την αρχαίαν
+ευγένειαν του βασιλέως, και εάν ήθελέ τις να τον πιστεύση, η γενεαλογία του
+Μοΐνη Λούγγα ανήρχετο εις τους παλαιοτάτους χρόνους. </p>
+
+<p>Εις τους αστραγάλους, εις τους καρπούς των χειρών, εις τους βραχίονας της
+αυτού Μεγαλειότητος περιεστρέφοντο ψέλλια χάλκινα, και οι πόδες αυτού ήσαν
+υποδεδημένοι ζεύγος υπηρετικών υποδημάτων μετά κιτρίνων αναστροφών, τα
+οποία τω είχε δωρήσει προ είκοσι περίπου ετών ο Αλβέζ. </p>
+
+<p>Προσθέσατε εις την αριστεράν χείρα του βασιλέως μεγάλην βακτηρίαν μετά
+λαβής επαργύρου, εις την δεξιάν δε μυοσσόβην μετά λαβής μαργαριτοφόρου,
+άνωθεν της κεφαλής παλαιόν τι εκ ρακών συνερραμένων αλεξιβρόχιον όμοιον προς
+αμπέχονον Αρλεκίνου, τέλος δε εις τον λαιμόν και εις την ρίνα έν μικροσκόπιον και
+ζεύγος ομματοϋαλίων και θα έχετε πανομοιότυπον εικόνα της αυτού αιθιοπικής
+μεγαλειότητος, την οποίαν έτρεμεν όλη η χώρα εν περιφερεία εκατόν μιλίων. </p>
+
+<p>Ο Μοΐνης Λούγγας δι' αυτό τούτο ότι κατείχε θρόνον, ηξίου ότι είχεν ουράνιον
+καταγωγήν, εκείνους δε εκ των υπηκόων του οίτινες ήθελον αμφιβάλει περί
+τούτου, θα τους απέστελλε να βεβαιωθώσιν εις τον άλλον κόσμον. </p>
+
+<p>Έλεγεν ότι εις ουδεμίαν των επιγείων αναγκών υπέκειτο, καθό έχων θείαν
+ουσίαν. </p>
+
+<p>Εάν έτρωγεν, έτρωγε διότι ήθελεν· εάν έπινε, διότι τον ευηρέστει τούτο. </p>
+
+<p>Άλλως το δε ήτο αδύνατον να πίη τις περισσότερον. </p>
+
+<p>Οι υπουργοί του, οι υπάλληλοί του, ακούραστοι πόται, θα ενομίζοντο εγκρατείς
+ενώπιον αυτού. </p>
+
+<p>Ήτο Μεγαλειότης οινοπνευματισμένη εις το ανώτατον βαθμόν και
+ακαταπαύστως εμπεποτισμένη υπό ζύθου ισχυρού, υπό πομβέ και προ πάντων υπό
+ιδιαιτέρου τινός οινοπνεύματος, όπερ του παρείχεν αφθόνως ο Αλβέζ. </p>
+
+<p>Ο Μοΐνης Λούγγας ηρίθμει εις το χαρέμιόν του συζύγους πάσης ηλικίας και
+πάσης τάξεως, των οποίων αι πλείσται συνώδευον αυτόν κατά την εις την αγοράν
+επίσκεψίν του εκείνην.<br />
+&nbsp;<br />
+Η Μοΐνα, η πρώτη κατά την τάξιν, ην απεκάλουν βασίλισσαν, ήτο μέγαιρα
+τεσσαρακοντούτις, εξ αίματος βασιλικού, ως αι σύντροφοι αυτής.<br />
+&nbsp;<br />
+Έφερεν είδος τι επανωφορίου ζωηρών χρωμάτων, εσθήτα εκ χόρτου, κεντημένην
+διά μαργαριτών, περιδέραια πανταχού ένθα ηδύναντο να φέρη, κόμην απλωτήν
+σχηματίζουσαν γιγαντιαίον πλαίσιον εις την μικράν κεφαλήν της, τέρας εν ενί λόγω.
+</p>
+
+<p>Άλλοι σύζυγοι, αίτινες ήσαν ή εξαδέλφαι ή αδελφαί του βασιλέως, ολιγώτερον
+μεν πλουσίως ενδεδυμέναι, αλλά νεώτεραι, εβάδιζον όπισθεν αυτής, έτοιμοι να
+εκτελέσωσιν εις έν νεύμα του αυθέντου των καθήκοντα ανθρωπίνων επίπλων. Αι
+δυστυχείς ούτοι δεν είναι αληθώς άλλο τι. Εάν θέλη ο βασιλείς να καθήση, δύο των
+γυναικών τούτων κατακλίνονται επί του εδάφους και χρησιμεύουσιν αυτώ αντί
+καθισμάτων, καθ' όν χρόνον οι πόδες του αναπαύονται επί άλλων γυναικείων
+σωμάτων, ως επί τάπητος εβενίου!</p>
+
+<p>Μετά τον Μοΐνην Λούγγαν ήρχοντο προσέτι οι υπάλληλοι, οι λοχαγοί και οι
+μάγοι αυτού. </p>
+
+<p>Εκείνο όμως όπερ παρετήρει τις εις τους αγρίους εκείνους οίτινες εκλονίζοντο
+ως ο αυθέντης των, ήτο ότι έλειπε μέρος τι του σώματος, εκ του ενός το ωτίον, εκ
+του άλλου είς οφθαλμός εξ εκείνου η ρις, εκ τούτου η χειρ. Ουδείς ήτο
+αρτιμελής.<br />
+&nbsp;<br />
+Τούτο προέρχεται διότι δύο μόνον ποιναί επιβάλλονται εις Καζονδέ, ο
+ακρωτηριασμός ή ο θάνατος, κατά την ιδιοτροπίαν του βασιλέως. </p>
+
+<p>Διά το ελάχιστον παράπτωμα, οιαδήποτε αποτομή, οι αυστηρότερον δε
+τιμωρηθέντες είναι εκείνοι ων απετμήθησαν τα ώτα, καθότι δεν δύνανται πλέον να
+φέρωσιν ενώτια.<br />
+&nbsp;<br />
+Οι λοχαγοί των «κιλόλος», διοικηταί διαμερισμάτων, κληρονομικοί ή διοριζόμενοι
+κατά τετραετίαν, είχον εις την κεφαλήν κεκρύφαλον εκ δέρματος ζέβρου και αντί
+πάσης στολής έφερον ερυθρά εσωκάρδια. </p>
+
+<p>Εις τας χείρας των έπαλλον μακράς ράβδους, ων η άκρα ήτο βεβαμμένη διά
+μαγικών φαρμάκων. </p>
+
+<p>Οι στρατιώται είχον ως όπλα επιθετικά και αμυντικά τόξα ξύλινα, μαχαίρας
+οξείας ως γλώσσας όφεων, λόγχας πλατείας και μακράς, ασπίδας εκ ξύλου
+φοίνικος κεκοσμημένας δι' αραβουργημάτων. </p>
+
+<p>Η δε κυρίως καλουμένη στολή ουδεμίαν δαπάνην απήτει εκ του
+θησαυροφυλακείου της Αυτού Μεγαλειότητος.<br />
+&nbsp;<br />
+Τέλος η συνοδεία του βασιλέως περιελάμβανε τους μάγους της αυλής και τους
+οργανοπαίκτας.<br />
+&nbsp;<br />
+Οι μάγοι, οι «μνάνγαι», είναι οι ιατροί της χώρας. Οι άγριοι απόλυτον δίδουσιν
+πίστιν εις τας μαντικάς υπηρεσίας, εις τους εξορκισμούς, εις τας εξ αργίλου
+ερυθρολεύκους εικόνας, παριστώσας ζώα φανταστικά ή μορφάς ανδρών και
+γυναικών κεκομμένας εξ ενός κορμού δένδρου.<br />
+&nbsp;<br />
+Αλλά και οι μάγοι εκείνοι δεν ήσαν ολιγώτερον των άλλων αυλικών
+ηκρωτηριασμένοι, και βεβαίως ο μονάρχης τους επλήρωνε τοιουτοτρόπως διά τας
+αποτυγχανούσας θεραπείας. </p>
+
+<p>Οι οργανοπαίκται, άνδρες ή γυναίκες, εποίουν μέγαν θόρυβον διά της
+δονήσεως των κροτάλων και της κρούσεως των τυμπάνων, θόρυβον ανυπόφορον
+διά πάντα μη κεκτημένον αφρικανικά ώτα. </p>
+
+<p>Άνωθεν του απαρτίζοντος την βασιλικήν συνοδείαν εκείνου πλήθους
+εκυμάτιζον σημαίαι τινες, επί των ακοντίων δε τα λευκαθέντα κρανία των
+αντιπάλων αρχηγών, τους οποίους είχε νικήσει ο Μοΐνης Λούγγας.<br />
+&nbsp;<br />
+Όταν ο βασιλεύς κατήλθε του φορείου, αλαλαγμοί εξερράγησαν πανταχόθεν.<br />
+&nbsp;<br />
+Οι στρατιώται των συνοδειών εξεκένωσαν τα παλαιά πυροβόλα των, των οποίων οι
+χαλαροί κρότοι δεν εδέσποζον των κραυγών του πλήθους. </p>
+
+<p>Οι οδηγοί, αφού έτριψαν το μελανόν ρύγχος των διά κόνεων κινναβάρεως ην
+έφερον εντός σάκκου, έπεσαν πρηνείς. </p>
+
+<p>Είτα ο Αλβέζ, πλησιάσας και αυτός, ενεχείρησεν εις τον βασιλέα αρκετήν
+ποσότητα νωπού καπνού, ή «καταπραϋντικού χόρτου», ως ονομάζουσιν αυτόν εν
+τη χώρα. </p>
+
+<p>Και πράγματι ο Μοΐνης Λούγγας είχε μεγάλην ανάγκην καταπραΰνσεως διότι
+ήτο λίαν κακοδιάθετος, άδηλον διά τίνα αιτίαν!</p>
+
+<p>Συγχρόνως μετά του Αλβέζ ο Κοΐμβρας, Ιβν Χαμίτ και οι άραβες ή μιγάδες
+σωματέμποροι επροχώρησαν όπως προσφέρωσι τα σεβάσματά των εις τον ισχυρόν
+ηγεμόνα του Καζονδέ. </p>
+
+<p>«Μαρχαμπά», έλεγον οι Άραβες, όπερ σημαίνει καλώς ωρίσατε εν τη γλώσση
+της κεντρώας Αφρικής, άλλοι εκρότουν τας χείρας και προσεκύνουν μέχρι εδάφους,
+τινές ερρυπαίνοντο διά βορβόρου και προσέφερον εις την ειδεχθή εκείνην
+Μεγαλειότητα δείγματα εσχάτης δουλεμπορείας.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Μοΐνης Λούγγας μόλις έβλεπε τον κόσμον εκείνον και εβάδιζε διαστέλλων τας
+κνήμας, ως εάν το έδαφος εκινείτο υπό σάλου και προνευστασμού. </p>
+
+<p>Περιεφέρθη τοιουτοτρόπως ή μάλλον εκυλίσθη εν τω μέσω των αιχμαλώτων,
+και εάν οι σωματέμποροι εφοβήθησαν μήπως αρπάση τινάς εξ αυτών, αφ' ετέρου
+και οι αιχμάλωτοι εφοβήθησαν μήπως περιπέσωσιν εις την εξουσίαν τοιούτου
+κτήνους. </p>
+
+<p>Ο Νεγορός ουδ' επί στιγμήν εγκατέλιπε τον Αλβέζ, και συνοδεύων αυτόν
+προσέφερε τα σεβάσματά του εις τον βασιλέα. </p>
+
+<p>Αμφότεροι ελάλουν την εγχώριον γλώσσαν, εάν η λέξις «ελάλουν» δύναται να
+ρηθή επί συνδιαλέξεως, εις ην ο Μοΐνης Λούγγας δεν λάμβανε μέρος ειμή διά
+μονοσυλλάβων λέξεων, αίτινες μόλις εξήρχοντο των υπό του οίνου διαβρόχων
+χειλέων του. </p>
+
+<p>Και τότε ακόμη δεν εζήτει παρά του φίλου του Αλβέζ ειμή να ανανεώση την
+οινοπνευματικήν προμήθειάν του, την οποίαν αι άφθονοι σπονδαί είχον
+εξαντλήσει.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Καλώς ώρισεν εις την αγοράν τον Καζονδέ ο βασιλεύς Λούγγας, έλεγεν ο
+σωματέμπορος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Διψώ, απεκρίνατο ο μονάρχης. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα λάβη το μερίδιόν του εκ των υποθέσεων της μεγάλης αγοράς.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Να πίω! απήντα ο Μοΐνης Λούγγας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο φίλος μου Νεγορός είναι ευτυχής επαναβλέπων τον βασιλέα του
+Καζονδέ μετά τόσον μακράν απουσίαν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Να πίω! επανελάμβανεν ο μέθυσος, του οποίου όλον το σώμα
+ανέδιδεν αποτρόπαιον οσμήν οινοπνεύματος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν ζύθον, υδρόμελι! ανέκραξεν ο Αντώνιος Ιωσίας Αλβέζ, ως
+άνθρωπος γινώσκων καλώς πού ήθελε να καταλήξη ο Μοΐνης Λούγγας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι! όχι! απεκρίθη ο βασιλεύς. Το οινόπνευμα του φίλου μου Αλβέζ,
+και θα του δώσω δι' εκάστην ρανίδα του πυρίνου νερού του . . . <br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Μίαν ρανίδα αίματος ενός λευκού! εφώνησεν ο Νεγορός, αφού εποίησε
+προς τον Αλβέζ σημείον τι όπερ εκείνος εννόησε και επεδοκίμασεν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ενός λευκού! να θανατώσω ένα λευκόν! απήντησεν ο Μοΐνης
+Λούγγας, του οποίου τα θυριώδη ένστικτα αφυπνίσθησαν εις την πρότασιν του
+Πορτογάλου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είς πράκτωρ του Αλβέζ εφονεύθη υπ' αυτού του λευκού, επανέλαβεν
+ο Νεγορός.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ναι . . . ο πράκτωρ μου Χάρρης, απεκρίθη ο σωματέμπορος και πρέπει να
+εκδικήσωμεν τον θάνατόν του.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ας στείλωσιν αυτόν τον λευκόν εις τον βασιλέα Μασόγγον εις την χώραν
+των Ασούας, εις τον Ζαΐρον. Θα τον κόψωσιν εις τεμάχια και θα τον φάγωσιν
+ζωντανόν. Αυτοί δεν ελησμόνησαν την γεύσιν του ανθρωπίνου κρέατος ,ανέκραξεν
+ο Μοΐνης Λούγγας.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Μασόγγος εκείνος ήτο τωόντι βασιλεύς φυλής τινος ανθρωποφάγων, και είναι
+αληθέστατον ότι είς τινας επαρχίας της κεντρώας Αφρικής η ανθρωποφαγία
+εκτελείται αναφανδόν. </p>
+
+<p>Ο Λίβιγγστων ομολογεί τούτο εις τας σημειώσεις της περιηγήσεώς του.<br />
+&nbsp;<br />
+Επί των οχθών του Λαουλόβα, οι Μανυεμάς τρώγουσιν ου μόνον τους
+φονευομένους εις τους πολέμους ανθρώπους, αλλά και αγοράζουσι δούλους όπως
+καταβροχθίζωσιν αυτούς, λέγοντες ότι το ανθρώπινον κρέας είναι ελαφρώς
+ηλατισμένον και ολίγιστον μόνον αλάτισμα απαιτεί. </p>
+
+<p>Τους ανθρωποφάγους τούτους ο Καμερών επανεύρεν εις Μοενέ Βοΰγγα, ένθα
+τρώγουσι τα πτώματα, αφού πρώτον τα αφήσωσι να μοσχεύσωσιν επί πολλάς
+ημέρας εντός ρέοντος ύδατος. </p>
+
+<p>Ομοίως ο Στάνλεϋ εύρε παρά τοις κατοίκοις του Ουκουζού τας
+ανθρωποφαγικάς ταύτας συνηθείας, προδήλως λίαν δεδομένας μεταξύ των
+κεντρώων φυλών.<br />
+&nbsp;<br />
+Αλλ' όσον σκληρόν και αν ήτο το είδος του θανάτου το προταθέν υπό του βασιλέως
+διά τον Δικ Σανδ, δεν ηδύνατο να συμφέρη εις τον Νεγορόν, όστις δεν ήθελε να
+απομακρυνθή από του θύματός του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εδώ είπεν λευκός εφόνευσε τον σύντροφον ημών. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εδώ πρέπει να αποθάνη, προσέθηκεν ο Αλβέζ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όπου θέλεις Αλβέζ, απεκρίθη ο Μοΐνης Λούγγας. Αλλά ρανίδα
+πυρίνου νερού αντί ρανίδος αίματος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, είπεν ο σωματέμπορος, πύρινον νερόν, και θα ίδης σήμερον ότι
+του αξίζει το όνομα τούτο. Αυτό το νερόν θα το ανάψωμεν. Ο Ιωσίας Αντώνιος
+Αλβέζ θα προσφέρη πούνσιον εις τον βασιλέα Μοΐνην Λούγγαν. </p>
+
+<p>Ο μέθυσος έπληξε τας χείρας του φίλου του Αλβέζ. Δεν ηδύνατο να
+συγκρατήση την χαράν του. </p>
+
+<p>Αι γυναίκες του, οι αυλικοί του, συνεμερίζοντο την παραφοράν του. Ουδέποτε
+είδον καιόμενον οινόπνευμα και βεβαίως εσκόπευον να πίωσι με τας φλόγας. </p>
+
+<p>Είτα, μετά της δίψης του οινοπνεύματος θα κατηυνάζετο επίσης και η δίψα του
+αίματος, τοσούτον επιτακτική παρά τοις αγρίοις εκείνοις. </p>
+
+<p>Ταλαίπωρε Δικ Σανδ! ποία φρικώδης βάσανος σε περιέμενεν. </p>
+
+<p>Όταν αναλογίζεταί τις τα τρομερά ή γελοία αποτελέσματα της μέθης εις τα
+πεπολιτισμένα έθνη, εννοεί μέχρι τίνος σημείου δύναται να εξωθήση αύτη
+βαρβάρους λαούς. </p>
+
+<p>Ευκόλως εννοείται ότι η σκέψις να βασανισθή λευκός, δεν απήρεσκε μήτε εις
+τους ιθαγενείς μήτε εις τον Αντώνιον Ιωσίαν Αλβέζ, μαύρον ως αυτοί, μήτε εις τον
+Κοΐμβραν, μιγάδα εξ αίματος μαύρου, μήτε εις τον Νεγορόν τέλος, εμφορούμενον
+υπό μίσους αγρίου κατά των ανθρώπων του ιδίου του χρώματος. </p>
+
+<p>Επήλθεν η εσπέρα, εσπέρα άνευ λυκόφωτος, ήτις έμελλε να μεταβάλη σχεδόν
+αμέσως την ημέραν εις νύκτα, ώραν κατάλληλον διά την ανάφλεξιν του πουνσίου.
+</p>
+
+<p>Αληθώς η ιδέα του Αλβέζ να προσφέρη πούνσιον εις την αιθιοπικήν εκείνην
+Μεγαλειότητα και να την παρακινήση ν' αγαπήση το οινόπνευμα υπό νέαν μορφήν,
+ήτο ιδέα θριαμβευτική.</p>
+
+<p>Ο Μοΐνης Λούγγας ήρχιζε να ευρίσκη ότι το πύρινον ύδωρ δεν εδικαίου
+αρκούντως το όνομά του. </p>
+
+<p>Ίσως αναφλεγόμενον και καίον θα εγαργάλιζε περισσότερον τα
+αναισθητήσαντα θηλίδια της γλώσσης του.</p>
+
+<p>Το πρόγραμμα λοιπόν της εσπερίδος περιελάμβανε κατ' αρχάς έν πούνσιον και
+έπειτα μίαν βάσανον. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ, στενώς κεκλεισμένος εν τη φυλακή του, δεν έμελλε να εξέλθη
+αυτής, ειμή όπως μεταβή εις τον θάνατον. </p>
+
+<p>Οι άλλοι δούλοι, πωληθέντες ή μη, είχον μεταφερθή πάλιν εις τα
+παραπήγματα. </p>
+
+<p>Δεν έμενον πλέον εις την αγοράν ειμή οι σωματέμποροι, οι οδηγοί, οι
+στρατιώται, έτοιμοι να λάβωσι το μερίδιόν των εκ του πουνσίου, εάν ο βασιλεύς
+και οι αυλικοί του άφινον ολίγον. </p>
+
+<p>Κατά συμβουλήν του Νεγορού, ο Ιωσίας Αντώνιος Αλβέζ διηυθέτησε καλώς τα
+πράγματα.<br />
+&nbsp;<br />
+Έφερον χάλκινον λέβητα δυνάμενον να περιλάβη διακοσίας τουλάχιστον λίτρας και
+τον έθεσαν εν τω μέσω της πλατείας.<br />
+&nbsp;<br />
+Βυτία περιέχοντα οινόπνευμα κατωτέρας μεν ποιότητος, αλλά λίαν καθαρόν,
+εχύθησαν εν τω λέβητι. Δεν εφείσθηοαν ούτε κιναμώμου, ούτε μυρωδικών, ούτε
+άλλων βοηθητικών, δυναμένων να καταστήσωσι δριμύτερον το άγριον εκείνο
+πούνσιον.<br />
+&nbsp;<br />
+Άπαντες περιεκύκλωσαν τον βασιλέα, όστις κλονούμενος επροχώρησε προς τον
+λέβητα.<br />
+&nbsp;<br />
+Ήθελέ τις υποθέσει ότι το οινόπνευμα εκείνο τον εγοήτευε και ότι ήθελε να πέση
+εντός αυτού. </p>
+
+<p>Ο Αλβέζ τον εκράτησε γενναιοφρόνως, και έθεσεν εις την χείρα του θρυαλλίδαν
+ανημμένην. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πυρ! έκραξε μεθ' υπούλου μορφασμού ευχαριστήσεως. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πυρ! απεκρίθη ο Μοΐνης Λούγγας, μαστίζων το ρευστόν διά του
+άκρου της θρυαλλίδος. </p>
+
+<p>Οποία αναλαμπή, και οποίον αποτέλεσμα, ότε αι υποκύανοι φλόγες
+επτερύγισαν εις την επιφάνειαν του λέβητος. </p>
+
+<p>Ο Αλβέζ όπως καταστήση βεβαίως το οινόπνευμα εκείνο έτι δριμύτερον,
+ανέμιξεν αυτό με δράκας τινάς θαλασσίου άλατος. </p>
+
+<p>Τα πρόσωπα των παρισταμένων εκαλύφθησαν τότε υπό της πτωματώδους
+εκείνης πελιδνότητος, ην η φαντασία αποδίδει εις τα φαντάσματα. </p>
+
+<p>Οι μαύροι εκείνοι, μεθύσαντες εκ των προτέρων, ήρχισαν να κραυγάζωσι, να
+χειρονομώσι, και λαβόντες αλλήλων τας χείρας εσχημάτισαν μέγαν κύκλον περί τον
+βασιλέα του Καζονδέ. </p>
+
+<p>Ο Αλβέζ κρατών τεράστιον μεταλλικόν κοχλιάριον, ανεκίνει το υγρόν, όπερ
+έρριπτεν αμυδράς λάμψεις επί των παραληρούντων εκείνων πιθήκων.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Μοΐνης Λούγγας επροχώρησεν, έλαβε το κοχλιάριον εκ των χειρών του
+σωματεμπόρου, το εβύθισεν εν τω λέβητι, είτα δε ανασύρας αυτό πλήρες
+φλεγομένου πουνσίου, το επλησίασεν εις τα χείλη του. </p>
+
+<p>Ποίαν κραυγήν εξέφερε τότε ο βασιλεύς του Καζονδέ!</p>
+
+<p>Φαινόμενον αυτομάτου αναφλέξεως παρήχθη. Ο βασιλεύς ανεφλέχθη ως
+πετρέλαιον. Το πυρ εκείνο ανέπτυσσε μεν ολίγην θερμότητα, αλλά κατεβίβρωσκε
+μετά της αυτής ταχύτητος. </p>
+
+<p>Εις το θέαμα εκείνο, ο χορός των ιθαγενών διεκόπη αμέσως. </p>
+
+<p>Είς υπουργός του Μοΐνη Λούγγα ώρμησε προς τον ηγεμόνα, του όπως τον
+σβέση· αλλ' ουχί ολιγώτερον του κυρίου του οινοπνευματισμένος, ήναψε και
+αυτός. </p>
+
+<p>Εάν τούτο εξηκολούθει, όλη η αυλή του Μοΐνη Λούγγα εκινδύνευε να
+αναφλεχθή. </p>
+
+<p>Ο Αλβέζ και ο Νεγορός δεν ήξευρον πώς να βοηθήσωσι την Αυτού
+Μεγαλειότητα. </p>
+
+<p>Αι γυναίκες καταληφθείσαι υπό τρόμου έφυγον. Και ο Κοΐμβρας δε, γινώσκων
+την ευφλόγιστον φύσιν του έφυγε ταχέως. </p>
+
+<p>Ο βασιλεύς και ο υπουργός, πεσόντες επί του εδάφους, συνεστρέφοντο και
+έσπαιρον εκ των φρικωδών βάσανων. </p>
+
+<p>Εις τα σώματα τα τοσούτω βαθέως οινοπνευματισθέντα η ανάφλεξις παράγει
+ελαφράν και υποκύανον φλόγα την οποίαν αδύνατον να σβέση το ύδωρ. </p>
+
+<p>Αλλά και αν σβεσθή εξωτερικώς, εξακολουθεί να καίη εσωτερικώς. </p>
+
+<p>Όταν οι ιστοί του σώματος εμποτισθώσιν υπό των πνευματωδών ποτών, ουδέν
+μέσον υπάρχει να σταματήση η ανάφλεξις.</p>
+
+<p>Μετά τινας στιγμάς ο Μοΐνης Λούγγας και ο υπάλληλος αυτού ενεκρώθησαν
+μεν, αλλ' έκαιον εισέτι. </p>
+
+<p>Μετ' ολίγον, εις την θέσιν εις ην έπεσαν, δεν ευρίσκοντο πλέον ειμή ελαφροί
+τινες άνθρακες, έν ή δύο τεμάχια της σπονδυλικής στήλης, δάκτυλοι και
+αστράγαλοι τους οποίους το πυρ δεν καταναλίσκει εις τας περιπτώσεις αυτομάτου
+αναφλέξεως, αλλά περικαλύπτει υπό τινος δυσώδους και οξείας ασβόλης.<br />
+&nbsp;<br />
+Αυτά ήσαν τα λείψανα του βασιλέως του Καζονδέ και του υπουργού αυτού.</p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'. </h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΚΗΔΕΙΑ ΒΑΣΙΛΙΚΗ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Την επιούσαν, 29 Μαΐου, η πόλις του Καζονδέ παρίστα ασυνήθη θέαν. </p>
+
+<p>Οι ιθαγενείς έντρομοι έμενον έγκλειστοι εις τας καλύβας των. </p>
+
+<p>Ποτέ δεν είχον ίδει μήτε βασιλέα όστις ελέγετο ότι είχε θείαν ουσίαν, μήτε
+απλούν υπουργόν αποθνήσκοντας διά τοιούτου φρικώδους θανάτου.</p>
+
+<p>Είχον ήδη καύσει τινός των ομοίων των, και οι γηραιότεροι δεν ηδύναντο να
+λησμονήσωσι μαγειρικάς τινας προετοιμασίας σχετικάς προς την ανθρωποφαγίαν.
+</p>
+
+<p>Εγίνωσκον λοιπόν πόσον δυσκόλως εκτελείται η όπτησις ανθρωπίνου σώματος
+και ιδού ο βασιλεύς των και ο υπουργός του εκάησαν μόνοι αφ' εαυτών. </p>
+
+<p>Τούτο τοις εφαίνετο και ώφειλε πράγματι να τοις φανή ανεξήγητον!</p>
+
+<p>Ο Ιωσίας Αντώνιος Αλβέζ έμενε κατάκλειστος εις την οικίαν του.<br />
+&nbsp;<br />
+Ηδύνατο να φοβήται μήπως τον καταστήσωσιν υπεύθυνον επί τω συμβάντι εκείνω.
+Ο Νεγορός τω έδωκε να εννοήση τι συνέβη, και τον ειδοποίησε να
+προφυλάττηται.</p>
+
+<p>Εάν απεδίδετο ο θάνατος του Μοΐνη Λούγγα εις αυτόν, θα ήτο κακή υπόθεσις,
+από της οποίας δεν θα ηδύνατο ίσως να απαλλαγή άνευ κινδύνου. </p>
+
+<p>Αλλ' ο Νεγορός συνέλαβε καλήν ιδέαν. Διά των φροντίδων του, ο Αλβέζ
+διέδωκε την φήμην ότι ο θάνατος εκείνος του κυριάρχου του Καζανδέ ήτο
+υπερφυσικός, ότι ο μέγας Μανιτού τον επεφύλλασσε μόνον διά τους εκλεκτούς
+αυτού, και οι ιθαγενείς, λίαν επιρρεπείς εις την δεσιδαιμονίαν, δεν εβράδυναν να
+πιστεύσωσιν εις τον μύθον τούτον. Το πυρ το εξερχόμενον εκ των σωμάτων του
+βασιλέως και του υπουργού του εγένετο πυρ ιερόν. Δεν έμενε δε πλέον άλλο, ειμή
+να τιμήσωσι τον Μοΐνην Λούγγαν διά κηδείας αξίας ανδρός υψωθέντος εις την
+τάξιν των θεών. </p>
+
+<p>Η κηδεία αύτη, μεθ' όλων των αφρικανικών τελετών ήτο κατάλληλος ευκαιρία
+εις τον Νεγορόν όπως περιπλέξη και τον Δικ Σανδ. Πόσον αίμα έμελλε να στοιχίση ο
+θάνατος εκείνος του βασιλέως Μοΐνη Λούγγα, δυσκόλως θα το επίστευέ τις, εάν οι
+περιηγηταί της κεντρώας Αφρικής, μεταξύ δε άλλων ο υποπλοίαρχος Καμερών, δεν
+ανέφερον γεγονότα ανεπίδεκτα αμφισβητήσεως. </p>
+
+<p>Η φυσική κληρονόμος του βασιλέως του Καζονδέ ήτο η βασίλισσα Μοΐνα.
+Διατάττουσα την άνευ αναβολής εκτέλεσιν των επικηδείων τελετών εδείκνυε
+κυριαρχικήν εξουσίαν και απεμάκρυνε τοιουτοτρόπως τους απαιτητάς, μεταξύ δε
+άλλων τον βασιλέα εκείνον του Ουκουζού όστις εδείκνυε διαθέσεις να αφαρπάση
+τα κυριαρχικά δικαιώματα του Καζονδέ. Πλην τούτου η Μοΐνα δι' αυτό τούτο ότι
+εγίνετο βασίλισσα, απέφευγε την σκληράν τύχην την επιφυλασσομένην εις τας
+άλλας συζύγους του μακαρίτου, και συγχρόνως απηλάσσετο των νεωτέρων, καθ'
+ων ως πρώτη χρονολογικώς ώφειλεν αναγκαίως να έχη παράπονα. Το αποτέλεσμα
+δε τούτο συνέφερεν ιδιαιτέρως εις την αγρίαν φύσιν της μεγαίρας εκείνης.
+Ανήγγειλε λοιπόν δι' όλων των σαλπίγγων, ότι η κηδεία του μακαρίτου βασιλέως
+έμελλε να γίνη την επομένην εσπέραν μεθ' όλων των εν χρήσει εθιμοτυπιών.<br />
+&nbsp;<br />
+Ουδεμία διαμαρτυρία ηκούσθη, μήτε εν τη αυλή μήτε εν τω ιθαγενεί πληθυσμώ. Ο
+Αλβέζ και οι άλλοι σωματέμποροι ουδέν είχον να φοβηθώσιν εκ της αναρρήσεως
+της βασιλίσσης εκείνης Μοΐνας. Διά τινων δώρων, διά τινων κολακειών, ευκόλως
+θα ηδύνατο να λάβωσιν επ' αυτής επιρροήν. Λοιπόν η βασιλική κληρονομία
+μετεβιβάσθη άνευ δυσκολιών. Μόνον εις το χαρέμιον επεκράτησε φόβος, και
+δικαίως. </p>
+
+<p>Αι προπαρασκευαστικαί εργασίαι της κηδείας ήρχισαν την αυτήν εκείνην
+ημέραν. Εις το άκρον της μεγάλης οδού του Καζονδέ έρρεε βαθύς και χειμαρώδης
+ρύαξ, παραπόταμος του Κουάγγου. </p>
+
+<p>Τον ρύακα εκείνον έπρεπε να μεταστρέψωσιν όπως αποξηρανθή η κοίτη αυτού·
+εις την κοίτην εκείνην ώφειλε να ορυχθή ο βασιλικός λάκκος· μετά τον
+ενταφιασμόν δε, ο ρύαξ θα επανελάμβανε την τακτικήν πορείαν του. </p>
+
+<p>Οι ιθαγενείς ησχολήθησαν δραστηρίως να αναγείρωσι διάφραγμα δυνάμενον
+να αναγκάση τον ρύακα να διανοίξη προσωρινήν κοίτην διά της πεδιάδος του
+Καζονδέ. Κατά την τελευταίαν εικόνα της επικηδείου τελετής το διάφραγμα εκείνο
+θα συνετρίβετο, και ο χείμαρος θα επέστρεφεν εις την αρχαίαν αυτού κοίτην. </p>
+
+<p>Ο Νεγορός προώριζε τον Δικ Σανδ να συμπληρώση τον αριθμόν των θυμάτων,
+όσα έμελλον να θυσιασθώσιν επί του τάφου του βασιλέως. Υπήρξε μάρτυς
+ακατασχέτου οργίλου κινήματος του νεαρού δοκίμου, ότε ο Χάρρης τω ανήγγειλε
+τον θάνατον της κυρίας Βέλδων και του μικρού Ζακ. Ο Νεγορός άνανδρος
+κακούργος δεν θα εξετίθετο να υποστή την αυτήν τύχην, ην υπέστη ο συνένοχος
+αυτού. Αλλά τώρα, ενώπιον αιχμαλώτου στερεώς δεδεμένου χείρας και πόδας,
+υπέθεσεν ότι ουδέν είχεν να φοβηθή και απεφάσισε να τον επισκεφθή. </p>
+
+<p>Ο Νεγορός ήτο εκ των αθλίων εκείνων οίτινες δεν αρκούνται μόνον να
+βασανίζωσι τα θύματά των, έχουσιν ωσαύτως ανάγκην να ευφραίνωνται εις την
+θέαν των βασάνων των. </p>
+
+<p>Μετέβη λοιπόν περί το μέσον της ημέρας εις το παράπηγμα, ένθα ο Δικ Σανδ
+εκρατείτο φρουρούμενος· εκεί σφικτά δεδεμένος έκειτο ο νεαρός δόκιμος, σχεδόν
+εντελώς εστερημένος τροφής από είκοσι και τεσσάρων ωρών, εξεσθενημένος υπό
+των προλαβουσών αθλιοτήτων, βασανιζόμενος από τα δεσμά του, άτινα
+εισήρχοντο εις τας σάρκας του, μόλις δυνάμενος να στραφή, αναμένων τον
+θάνατον, όσον και αν ήτο σκληρός, ως τέρμα τοσούτων δεινών. Εν τούτοις εις την
+θέαν του Νεγορού εφρικίασεν ολόκληρος, και εποίησεν ορμέμφυτόν τινα αγώνα
+όπως θραύση τα δεσμά τα κωλύοντα αυτόν, να ορμήση κατά του αθλίου εκείνου
+και τον τιμωρήση. Αλλά και αυτός ο Ηρακλής δεν θα ηδύνατο να συντρίψη ταύτα.
+Εννόησε λοιπόν ότι άλλου είδους πάλη έμελλε να συναφθή μεταξύ αυτών των δύο,
+και οπλιζόμενος δι' αταραξίας, ο Δικ Σανδ περιωρίσθη να παρατηρή τον Νεγορόν,
+κατά πρόσωπον απόφασιν έχων να μη τον τίμηση δι' αποκρίσεως, ό,τι δήποτε και
+αν έλεγε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ενόμισα καθήκον μου, τω είπεν ο Νεγορός αρχόμενος, να έλθω να
+χαιρετίσω διά τελευταίαν φοράν τον νεαρόν πλοίαρχόν μου και να τω είπω πόσον
+λυπούμαι, διότι δεν κυβερνά πλέον εδώ, ως εκυβέρνα άλλοτε εις το «Πίλγριμ».
+</p>
+
+<p>Βλέπων δε ότι ο Δικ Σανδ δεν απεκρίνατο. </p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν, πλοίαρχε, μήπως δεν αναγνωρίζετε τον αρχαίον μάγειρόν
+σας; Εν τούτοις έρχεται να λάβη τας διαταγάς σας και να σας ερωτήση τι να
+ετοιμάση διά το πρόγευμά σας. </p>
+
+<p>Και συγχρόνως ο Νεγορός ώθει κτηνωδώς διά του ποδός τον εκτάδην κείμενον
+επί του εδάφους δόκιμον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πλην τούτου, έχω και άλλην ερώτησιν να σας απευθύνω νέε μου,
+πλοίαρχε. Δύνασθε τέλος να μοι εξηγήσετε πώς, θέλων να πλησιάσετε την
+αμερικανικήν παραλίαν, κατορθώσατε να φθάσετε εις την Αγγόλαν όπου
+ευρίσκεσθε;</p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ δεν είχε πλέον βεβαίως ανάγκην των λόγων τούτων του Πορτογάλου
+όπως εννοήση ότι είχε μαντεύσει ορθώς, όταν ανεγνώρισε τέλος ότι η πυξίς του
+«Πίλγριμ» είχε διαταραχθή υπό του προδότου εκείνου. Αλλ' η ερώτησις του
+Νεγορού περιείχεν ομολογίαν. Απεκρίθη λοιπόν και εις την ερώτησιν ταύτην διά
+σιωπής περιφρονητικής. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα ομολογήσετε, πλοίαρχε, ότι είναι ευτύχημα δι' υμάς, ότι ευρέθη
+εις το πλοίον είς ναυτικός, αληθής ναυτικός. Άνευ αυτού πού θα ευρισκόμεθα,
+Ύψιστε Θεέ! Αντί να απολεσθήτε επί τινος σκοπέλου, εφ' ού θα σας έρριπτεν η
+τρικυμία, χάρις εις αυτόν ευρέθητε εις λιμένα φιλικόν, και εάν οφείλετε είς τινα ότι
+ευρίσκεσθε τέλος εις μέρος ασφαλές, το οφείλετε εις τον ναυτικόν τούτον, τον
+οποίον έχετε άδικον να περιφρονήτε, νεαρέ μου κύριε. </p>
+
+<p>Ταύτα λέγων ο Νεγορός, του οποίου η φαινομένη αταραξία δεν ήτο άλλο ειμή
+αποτέλεσμα φοβερού αγώνος, επλησίασε το πρόσωπόν του προς το του Δικ Σανδ·
+η όψις του τοσούτον θηριώδης εγένετο, ώστε ήθελέ τις πιστεύσει ότι έμελλε να τον
+καταβροχθίση. Η μανία του κακούργου εκείνου δεν ηδυνήθη επί πλέον να
+συγκρατηθή.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Έκαστος με την σειράν του ανέκραξεν αίφνης εν τω παροξυσμώ της
+μανίας, ην εξερέθιζεν εν αυτώ η αταραξία του θύματός του. Σήμερον εγώ είμαι ο
+πλοίαρχος, εγώ είμαι ο κύριος. Η ζωή σου είναι εις χείρας μου.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Λάβε την, τω απεκρίθη ο Σανδ χωρίς να συγκινηθή. Αλλ' ήξευρεν ότι εις
+τον ουρανόν υπάρχει εκδικητής όλων των εγκλημάτων, και η τιμωρία σου δεν είναι
+μακράν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εάν ο Θεός ασχολήται περί των ανθρώπων, καιρός είναι να ασχοληθή
+περί σου.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Είμαι έτοιμος να εμφανισθώ ενώπιον του υπερτάτου Κριτού, απεκρίθη
+ψυχρώς ο Δικ Σανδ, και δεν φοβούμαι τον θάνατον·</p>
+
+<p>&nbsp;— Θα ίδωμεν τούτο! εβρυχήθη ο Νεγορός. Ελπίζεις ίσως εις οίαν δήποτε
+βοήθειαν! Βοήθειαν εις Καζονδέ, όπου ο Αλβέζ και εγώ είμεθα πανίσχυροι, είσαι
+τρελλός. Υποθέτεις ίσως ότι οι σύντροφοί σου είναι εισέτι εδώ, ο γέρων Τωμ
+εκείνος και οι άλλοι. Απατάσαι. Ούτοι προ πολλού επωλήθησαν και απήλθον εις
+Ζανζιβάρ, θα είναι δε πολύ ευτυχείς εάν δε αποθάνωσι καθ' οδόν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο Θεός έχει μυρία μέσα να τιμωρήση απήντησεν ο Δικ Σανδ. Το
+ελάχιστον όργανον δύναται να τω αρκέση. Ο Ηρακλής είναι ελεύθερος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο Ηρακλής!, ανέκραξεν ο Νεγορός πλήττων την γην διά του ποδός·
+προ πολλού εφαγώθη υπό των λεόντων και πανθήρων, και λυπούμαι μόνον διότι
+τα άγρια θηρία προέλαβον την εκδίκησίν μου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εάν ο Ηρακλής απέθανεν, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, ο Δίγγος όμως ζη.
+Κύων ως αυτός, Νεγορέ, είναι περισσότερον παρ' ό,τι εχρειάζεται διά να καταβάλη
+άνθρωπον ως σε. Σε γνωρίζω κατά βάθος, Νεγορέ, δεν είσαι γενναίος. Ο Δίγγγος σε
+ζητεί, θα σε επανεύρη και θα σε σπαράξη διά των οδόντων του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Άθλιε! ανέκραξεν ο Νεγορός έξω φρενών. Άθλιε! Ο Δίγγος απέθανε
+διά της σφαίρας την οποίαν τω έρριψα. Απέθανεν ως η κυρία Βέλδων και ο υιός της
+απέθανεν ως θα αποθάνωσι οι επιζώντες του «Πίλγριμ». </p>
+
+<p>&nbsp;— Και καθώς θα αποθάνης και συ μετ' ολίγον! απεκρίθη ο Δικ Σανδ, του
+οποίου το ατάραχον βλέμμα κατέστησε τον Πορτογάλον πελιδνόν.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Νεγορός, έξαλλος εκ της οργής έμελλε να μεταβή εκ των λόγων εις τα κινήματα
+και να πνίξη διά των χειρών του τον άοπλον εχθρόν του. Ήδη είχεν ορμήσει κατ'
+αυτού και τον έσειε μετά μανίας, ότε αιφνιδία σκέψις τον ανεχαίτισεν. Εννόησεν
+ότι έμελλε να φονεύση το θύμα του, ότι τα πάντα θα ετελείωνον, και ότι
+τοιουτοτρόπως θα απηλάσσετο των εικοσιτεσσέρων ωρών αγωνίας τας οποίας τω
+επεφύλαττεν. Ανηγέρθη λοιπόν, είπεν λέξεις τινάς εις τον φύλακα, όστις έμενεν
+ακίνητος, τω συνέστησε να επαγρυπνή αυστηρότερον επί του δεσμώτου, και
+εξήλθε του παραπήγματος.<br />
+&nbsp;<br />
+Η σκηνή αύτη, αντί να καταβάλη, απέδωκεν εξ εναντίας εις τον Δικ Σανδ όλην την
+ηθικήν του δύναμιν. Η φυσική ενεργητικότης του υπέστη εκ τούτου τον αντίκτυπον
+και ανέκτησε την προτέραν ισχύν. Μη άρα γε ο Νεγορός, ότε ερρίφθη κατ' αυτού
+λυσσωδώς, εχαλάρωσεν ολίγον τα δεσμά άτινα μέχρι εκείνης της στιγμής καθίστων
+εις αυτόν παν κίνημα αδύνατον; Πιθανόν, καθότι ο Δικ Σανδ εννόησεν ότι τα μέλη
+του ήσαν μάλλον ευκίνητα ή όσον ήσαν προ της αφίξεως του δημίου του. Ο νεαρός
+δόκιμος, αισθανόμενος ανακούφισιν, εσκέφθη ότι θα ηδύνατο ίσως να
+απελευθερώση τους βραχίονάς του άνευ μεγάλου αγώνος. Φυλαττόμενος ως
+εφυλάσσετο εν ειρκτή στερεώς κεκλεισμένη, βεβαίως τούτο ουδέν άλλο θα ήτο ή
+μία στενοχώρια, έν μαρτύριον ολιγώτερον, αλλ' υπάρχουσιν εν τω βίω στιγμαί, καθ'
+ας και η ελαχίστη ανάπαυσις είναι ανεκτίμητος. </p>
+
+<p>Βεβαίως ο Δικ Σανδ ουδέν ήλπιζεν. Ουδεμία ανθρωπίνη βοήθεια ηδύνατο να το
+έλθη ειμή έξωθεν αλλά τοιαύτη πόθεν θα τω ήρχετο; Είχε λοιπόν αποκαρτερήσει
+και το αληθές είναι ότι μήτε ήθελε πλέον να ζήση. Εσκέπτετο τους
+προαποθανόντας και ουδέν άλλο επόθει ή να ενωθή μετ' αυτών. </p>
+
+<p>Ο Νεγορός τω επανέλαβεν ό,τι τω είπεν ήδη ο Χάρρης· η κυρία Βέλδων και ο
+μικρός Ζακ είχον αποθάνει. Ήτο δε λίαν πιθανόν ότι και ο Ηρακλής, εκτεθείς εις
+τόσους κινδύνους, υπέστη φρικώδη θάνατον. Ο Τωμ και οι σύντροφοί του ήσαν
+μακράν, απώλοντο δι' αυτόν αιωνίως ο Δικ Σανδ ώφειλε να πιστεύση τούτο. Θα ήτο
+εσχάτη αφροσύνη να ελπίζη άλλο τι ή το τέρμα των δεινών του διά θανάτου όστις
+δεν θα ηδύνατο να είναι τρομερότερος της ζωής του. Ητοιμάζετο λοιπόν να
+αποθάνη, αναθέτων εις τον Θεόν τα λοιπά, και ζητών παρ' αυτού να τον ενισχύη
+μέχρι της τελευταίας στιγμής. </p>
+
+<p>Αλλ' η του Θεού σκέψις είναι σκέψις καλή και ευγενής. Δεν υψοί τις εις αυτήν
+την ψυχήν του προς Εκείνον, όστις δύναται τα πάντα και αφού εγένετο ολόκληρος
+η θυσία, εάν ηδύνατο να ίδη μέχρι του βάθους της καρδίας του Δικ Σανδ, θα
+ανεκάλυπτεν ίσως τελευταίαν λάμψιν, λάμψιν εκείνην ην άνωθεν πνοή δύναται να
+μεταβάλη, εναντίον όλων των πιθανοτήτων, εις φως απαστράπτον. </p>
+
+<p>Αι ώραι διέρρευσαν. Η νυξ επήλθεν. Αι ακτίνες της ημέρας αι διερχόμενοι διά
+των καλάμων του παραπήγματος εξηφανίσθησαν ολίγον κατ' ολίγον. Οι τελευταίοι
+θόρυβοι της αγοράς, ήτις κατά την ημέραν εκείνην υπήρξε λίαν σιωπηλή, μετά την
+ταραχήν της προτεραίας, οι τελευταίοι εκείνοι θόρυβοι εσβέσθησαν. </p>
+
+<p>Βαθύτατον σκότος εγένετο εντός της στενής φυλακής. Μετ' ολίγον δε τα πάντα
+ανεπαύοντο εν τη πόλει Καζονδέ. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ απεκοιμήθη ύπνον επανορθωτικόν διαρκέσαντα δύο ώρας. Μετά
+τούτο αφυπνίσθη, έτι μάλλον ενδυναμωθείς. Κατώρθωσε να απελευθερώση των
+δεσμών ένα των βραχιόνων του, εξωγκωμένον ήδη ολίγον, και ησθάνθη
+ανέκφραστον ηδονήν συστέλλων και διαστέλλων αυτόν κατά βούλησιν. </p>
+
+<p>Η νυξ είχε διέλθει κατά το ήμισυ περίπου. Ο φύλαξ εκοιμάτο ύπνον βαρύν
+οφειλόμενον εις φιάλην οινοπνεύματος, της οποίας η σπασμωδική χειρ του εκράτει
+έτι το στόμιον. Ο Δικ Σανδ έσχε τότε την ιδέαν να λάβη τα όπλα του δεσμοφύλακός
+του, τα οποία ηδύναντο μεγάλως να τον οφελήσωσιν εν περιπτώσει αποδράσεως·
+ενόμισεν όμως και εκείνην την στιγμήν ότι ήκουσεν ελαφρόν ξυσμόν εις το
+κατώτερον μέρος της θύρας του παραπήγματος. Βοηθούμενος υπό του βραχίονός
+του, κατώρθωσε να φθάση έρπων μέχρι της φλοιάς χωρίς να αφυπνίση τον
+φύλακα. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ δεν είχεν απατηθή. Ο ξυσμός εξακολούθει μάλλον ευδιάκριτος.
+Εφαίνετο ότι έξωθεν έσκαπτον το έδαφος από την θύραν. Ήτο ζώον τι; ήτο
+άνθρωπος;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ο Ηρακλής! εάν ήτο ο Ηρακλής! εσκέφθη ο νεαρός δόκιμος.<br />
+&nbsp;<br />
+Οι οφθαλμοί του προσηλώθησαν επί του φύλακός του όστις έμενε ακίνητος υπό
+την επιρροήν βαρέως ύπνου. Ο Δικ Σανδ ηδύνατο να διακινδυνεύση ψιθυρίζων το
+όνομα του Ηρακλέους.<br />
+&nbsp;<br />
+Στεναγμός τις ως υπόκωφος και θρηνητική υλακή, τω απήντησε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν είναι ο Ηρακλής, είπε καθ' εαυτόν ο Δικ Σανδ αλλ' είναι ο Δίγγος.
+Με ωσφράνθη μέχρις αυτού του παραπήγματος. Μήπως με φέρει λέξιν τινά του
+Ηρακλέους; Αλλ' εάν ο Δίγγος δεν απέθανεν, ο Νεγορός εψεύσθη, και ίσως . . . <br
+/>
+&nbsp;<br />
+Κατ' εκείνην την στιγμήν πους κυνός διήλθεν υπό την θύραν. Ο Δικ Σανδ τον
+έψαυσε και ανεγνώρισε τον πόδα του Δίγγου. </p>
+
+<p>Αλλ' εάν είχεν επιστόλιόν τι, το επιστόλιον εκείνο δεν ηδύνατο να είναι
+προσδεδεμένον ειμή εις τον τράχηλόν του. Ήτο δυνατόν να μεγαλώση αρκούντως
+την οπήν εκείνην, ώστε ο Δίγγος να δυνηθή να περάση την κεφαλήν του; Εν πάση
+περιπτώσει, έπρεπε να δοκιμάση τούτο. </p>
+
+<p>Αλλά μόλις ο Δικ Σανδ ήρχισε να ορύττη το έδαφος διά των ονύχων του, υλακαί
+αίτινες δεν ήσαν του Δίγγου ηκούσθησαν εις την πλατείαν. Το πιστόν ζώον είχεν
+ανακαλυφθή υπό των ιθαγενών κυνών, και έπρεπε βεβαίως να φύγη.
+Πυροβολισμοί τίνες ηκούσθησαν. </p>
+
+
+<p>Ο φύλαξ αφυπνίσθη κατά το ήμισυ. Ο Δικ Σανδ, μη δυνάμενος πλέον να σκεφθή
+περί αποδράσεως, αφού εξηγέρθη η προσοχή, έπρεπε να κυλισθή πάλιν εις την
+γωνίαν του, και μετά θανάσιμον προσδοκίαν είδεν ανατέλλουσαν την ημέραν
+εκείνην, ήτις θα ήτο άνευ επιούσης δι' αυτόν. </p>
+
+<p>Καθ' όλην εκείνην την ημέραν, αι εργασίαι των νεκροθαφτών εξηκολούθησαν
+μετά δραστηριότητος.<br />
+&nbsp;<br />
+Μέγας αριθμός ιθαγενών έλαβον μέρος εις αυτάς υπό την διεύθυνσιν του
+πρωθυπουργού της βασιλίσσης Μοΐνας. Τα πάντα ώφειλον να είναι έτοιμα κατά
+την ορισθείσαν ώραν, επί ποινή ακρωτηριασμού, καθότι η νέα ηγεμονίς υπέσχετο
+να ακολουθήση κατά γράμμα τα ίχνη του μακαρίτου βασιλέως. </p>
+
+<p>Τα ύδατα του ρύακος εστράφησαν, και εν τη αποξηρανθείση κοίτη ωρύχθη ο
+μέγας λάκκος εις βάθος δέκα ποδών, επί μήκους πεντήκοντα και πλάτους δέκα.
+</p>
+
+<p>Περί το τέλος της ημέρας ήρχισαν να τον επιστρώνωσιν, εις το βάθος και εις το
+μήκος των πλευρών, διά γυναικών ζωσών, εκλεχθεισών μεταξύ των αιχμαλώτων
+του Μοΐνη Λούγγα. Συνήθως αι δυστυχείς αύται, θάπτονται ζώσαι. Αλλά
+προκειμένου περί του παραδόξου και ίσως θαυμασίου θανάτου του Μοΐνη
+Λούγγα, είχεν αποφασισθή να πνιγώσι πλησίον του σώματος του αυθέντου των
+(<sup><a href='#fn16' id='ref16'>16</a></sup>)
+. </p>
+
+<p>Συνήθεια ωσαύτως επικρατεί, ώστε να ενδύωσι τον αποθανόντα βασιλέα διά
+των πλουσιοτέρων ενδυμάτων του πριν καταβιβάσωσιν αυτόν εις τον τάφον.</p>
+
+<p>Αλλά την φοράν ταύτην, επειδή δεν απέμενον ειμή κεκαυμένα τινά οστά εξ
+όλου του βασιλικού σώματος, καθίστατο επάναγκες να γίνη άλλη εργασία.
+Κατεσκευάσθη καλάμινον ανδρείκελον, όπερ παρίστα αρκούντως, ίσως δε και
+κολακευτικώς, τον Μοΐνην Λούγγαν, και ενέκλεισαν εν αυτώ τα λείψανα τα
+διασωθέντα εκ της αποτεφρώσεως. Τότε το ανδρείκελον περιεβλήθη βασιλικά
+ενδύματα — και γνωρίζομεν ότι τα ράκη ταύτα δεν ήσαν ακριβά — και δεν
+ελησμόνησαν να το περικοσμήσωσι διά των περίφημων διόπτρων του εξαδέλφου
+Βενεδίκτου. Εις την γελοιωδίαν εκείνην υπήρχε τι κωμικόν τρομερόν.<br />
+&nbsp;<br />
+Η τελετή έμελλε να γίνη μετά φώτων και εν μεγάλη παρατάξει. Όλοι οι κάτοικοι του
+Καζονδέ, ιθαγενείς ή μη, ώφειλον να παρευρεθώσιν. </p>
+
+<p>Ότε επήλθεν η εσπέρα, μακρά συνοδεία κατήλθε την κυρίαν οδόν από της
+αγοράς μέχρι του τόπου της ταφής. Κραυγαί, χοροί επικήδειοι, επωδοί των μάγων,
+κρότοι οργάνων, πυροβολισμοί παλαιών όπλων του οπλοστασίου, ουδέν
+παρημελήθη. </p>
+
+<p>Ο Ιωσίας Αντώνιος Αλβέζ, ο Κοΐμβρας, ο Νεγορός, οι άραβες σωματέμποροι, οι
+φυλακές των, επηύξησαν τας τάξεις του λαού του Καζονδέ. Ουδείς ανεχώρησεν εκ
+της μεγάλης αγοράς. Η βασίλισσα Μοΐνα δεν επέτρεπε τούτο, και δεν ήτο φρόνιμον
+να παραβώσι τας διαταγάς εκείνης, ήτις εξησκείτο εις το κυριαρχικόν
+επάγγελμα.<br />
+&nbsp;<br />
+Το σώμα του βασιλέως, κατακλιθέν εν φορείω εφέρθη εις τας τελευταίας τάξεις της
+συνοδείας. Περιεκυκλούτο υπό των δευτερευουσών συζύγων του, τινές των οποίων
+έμελλον να τον συνοδεύσωσι και πέραν του βίου. Η βασίλισσα Μοΐνα εν μεγάλη
+στολή ώδευεν όπισθεν του δυναμένου να ονομασθή νεκρικού άρματος. </p>
+
+<p>Ήτο τελεία νυξ, ότε όλοι έφθασαν εις τας όχθας του ρύακος αλλ' αι εκ ρητίνης
+δάδες κινούμεναι υπό των διαφόρων έρριπτον επί του πλήθους μεγάλας λάμψεις
+φωτός. </p>
+
+<p>Τότε λάκος εφάνη διακεκριμένως. Ήτο επεστρωμένος διά σωμάτων μαύρων και
+ζώντων, καθότι εκινούντο από τας αλύσεις τας συνδεούσας αυτά μετά του
+εδάφους. Πεντήκοντα αιχμάλωτοι περιέμενον εκεί να κλείση πάλιν ο χείμαρρος επ'
+αυτών, το πλείστον νεαρών ιθαγενών, άλλων μεν εγκαρτερουσών και σιωπηλών,
+άλλων δε στεναζουσών γοερώς.<br />
+&nbsp;<br />
+Αι σύζυγοι, κεκοσμημέναι ως εν εορτή είχον εκλεχθή υπό της βασιλίσσης. Η μία εξ
+αυτών, ήτις έφερε τον τίτλον δευτέρας συζύγου, εκυρτώθη επί των χειρών και των
+ποδών όπως χρησιμεύση ως βασιλικόν εδώλιον, ως έπραττεν ότε έζη ο βασιλεύς
+και η τρίτη σύζυγος υπεστήριζε το ανδρείκελον, καθ' όν καιρόν η τετάρτη
+κατεκλίνετο παρά τους πόδας αυτού εν είδει προσκεφαλαίου.<br />
+&nbsp;<br />
+Ενώπιον του ανδρεικέλου, εις την άκραν του λάκκου, πάσσαλος βεβαμμένος
+ερυθρός υψούτο από της γης.</p>
+
+<p>Εις τον πάσσαλον εκείνον ήτο δεδεμένος λευκός τις, όστις έμελλε να
+καταλογισθή και αυτός μεταξύ των θυμάτων της αιματηράς εκείνης κηδείας. </p>
+
+<p>Ο λευκός εκείνος ήτο ο Δικ Σανδ. Το ημίγυμνον σώμα του έφερε τα σημεία των
+βασάνων, άτινα υπέστη κατά διαταγήν του Νεγορού. Δεδεμένος εις τον πάσσαλον
+εκείνον περιέμενε τον θάνατον, ως άνθρωπος ελπίζων μόνον εις άλλην ζωήν.<br />
+&nbsp;<br />
+Εν τούτοις δεν έφθασεν έτι η στιγμή, καθ' ήν το πρόφραγμα έπρεπε να θραυσθή.
+</p>
+
+<p>Εις σημείον τι της βασιλίσσης η τετάρτη σύζυγος, κατακειμένη εις τους πόδας
+του βασιλέως, εσφάγη υπό του δημίου του Καζονδέ, και το αίμα αυτής έρρευσεν εν
+τω λάκκω.<br />
+&nbsp;<br />
+Τούτο ήτο η έναρξις της φρικώδους ανθρωποθυσίας. Πεντήκοντα δούλαι έπεσαν
+υπό το φάσγανον των σφαγέων, η κοίτη του ποταμού εκύλιε κύματα αίματος.<br />
+&nbsp;<br />
+Επί ημίσειαν ώραν κραυγαί των θυμάτων συνανεμίγησαν εις τας κραυγάς των
+παρισταμένων, και ματαίως θα ανεζήτει τις εις το πλήθος εκείνο αίσθημα
+αποστροφής ή οίκτου.<br />
+&nbsp;<br />
+Τέλος η βασίλισσα Μοΐνα εποίησε χειρονομίαν τινα και το περίφραγμα όπερ
+εκράτει τα ανώτερα ύδατα, ήρχισε να ανοίγεται ολίγον κατ' ολίγον. Χάριν
+πλειοτέρας σκληρότητος άφησαν να διηθήται το ανώτερον ρεύμα αντί να
+εισορμήση διά μιας. Ήτο ο βραδύς θάνατος αντί του αιφνιδίου. </p>
+
+<p>Το ύδωρ έπνιξε πρώτον την σειράν των αιχμαλώτων διά της οποίας ήτο
+εστρωμένον το βάθος του λάκκου. Φρικώδη άλματα εγίνοντο υπό των ζωσών
+εκείνων γυναικών, αίτινες επάλαιον κατά της ασφυξίας. Ο Δικ Σανδ, βεβυθισμένος
+εις το ύδωρ μέχρι γωνάτων, εφάνη αποπειραθείς τελευταίον τινα αγώνα, όπως
+συντρίψη τα δεσμά του. </p>
+
+<p>Αλλά το ύδωρ ανήλθεν. Αι τελευταίοι κεφαλαί εγένοντο άφαντοι υπό τον
+χείμαρρον, όστις επαναλάμβανε την πορείαν του, και ουδέν εδείκνυε πλέον ότι εις
+το βάθος του ποταμού εκείνου ωρύχθη τάφος εν τω οποίω εκατό θύματα
+ετάφησαν προς τιμήν του βασιλέως Καζονδέ. </p>
+
+<p>Η γραφίς θα ήτο αδύνατον να ζωγραφίση τοιαύτας εικόνας, εάν η μέριμνα της
+αληθείας δεν επέβαλλε το καθήκον να περιγράψη αυτός εν τη φρικαλέα αυτών
+πραγματικότητι. Ο άνθρωπος τοιούτος είναι εις τας θλιβεράς εκείνας χώρας.
+Ουδενί πλέον επιτρέπεται να αγνοή τούτο.<br />
+&nbsp;</p>
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ'. </h3>
+
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΝ
+ΠΡΑΚΊΟΡΕΙΟΥ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Ο Χάρρης και ο Νεγορός εψεύσθησαν ειπόντες ότι η κυρία Βέλδων και ο μικρός Ζακ
+απέθανον. Και εκείνη και εκείνος και ο εξάδελφος Βενέδικτος ευρίσκοντο τότε εν
+Καζονδέ. </p>
+
+<p>Μετά την κατά του μυρμηκώνος έφοδον μετεφέρθησαν πέραν του
+στρατοπέδου του Κοάνζα υπό του Χάρρη και του Νεγορού, τους οποίους
+συνώδευον δωδεκάς ιθαγενών στρατιωτών.<br />
+&nbsp;<br />
+Φορείον τι ή εγχωρία «κιτάνδα» εδέχθη την κυρίαν Βέλδων και τον μικρόν Ζακ.
+Διατί αι περιποιήσεις εκείναι εκ μέρους ανθρώπου ως τον Νεγορόν; Η κυρία
+Βέλδων δεν ετόλμα να εξηγήση τούτο.<br />
+&nbsp;<br />
+Η από Κοάνζα εις Καζονδέ οδός εγένετο ταχέως και άνευ καμάτου. Ο εξάδελφος
+Βενέδικτος τον οποίον αι κακουχίαι εφαίνοντο ότι ουδόλως επηρέαζον, εβάδιζε
+σταθερώ τω βήματι.<br />
+&nbsp;<br />
+Επειδή δε τον άφινον να περιπλανάται δεξιά και αριστερά, ουδόλως εσκέπτετο να
+παραπονεθή. Έφθασε λοιπόν η μικρά συνοδεία εις Καζονδέ οκτώ ημέρας προ της
+αφίξεως της συνοδείας του Ιβν Χαμή. Η κυρία Βέλδων εκλείσθη μετά του τέκνου
+της και του εξαδέλφου Βενεδίκτου εν τω καταστήματι του Αλβέζ. </p>
+
+<p>Οφείλομεν να σπεύσωμεν να είπωμεν, ότι ο μικρός Ζακ ήτο πολύ καλλίτερον
+εις την υγείαν του. Μετά την εκ της ελώδους χώρας αναχώρησιν ένθα προσεβλήθη
+υπό πυρετού, η κατάστασις αυτού ολίγον κατ' ολίγον εβελτιώθη, και τώρα είχε
+καλώς. Μήτε αυτός μήτε η μήτηρ του θα ηδύναντο να ανθέξωσιν εις τας κακουχίας
+της συνοδείας. Αλλ' υφ' ούς όρους εγίνετο η οδοιπορία εκείνη κατά την οποίαν τοις
+παρείχοντο περιποιήσεις τινές, ευρίσκοντο εις ευχάριστον κατάστασιν, φυσικώς
+τουλάχιστον. </p>
+
+<p>Περί των συντρόφων αυτής, η κυρία Βέλδων ουδεμίαν είδησιν είχεν. Αφ' ότου
+είδε τον Ηρακλέα φεύγοντα εις το δάσος, ηγνόει τι εγένετο ούτος. Όσον δ' αφορά
+τον Δικ Σανδ, επειδή ο Χάρρης και ο Νεγορός δεν ήσαν πλέον εκεί όπως τον
+βασανίζωσιν, ήλπιζεν ότι καθό λευκός, θα απηλλάσσετο ίσως κακής μεταχειρίσεως.
+Αλλ' η Ναν, ο Τωμ, Βαρθολομαίος, ο Αυγουστίνος, ο Ακτέων ήσαν μαύροι, και ήτο
+λίαν βέβαιον ότι θα τους μετεχειρίζοντο ως τοιούτους. Δυστυχείς άνδρες! οίτινες
+ουδέποτε θα επάτουν την γην εκείνην της Αφρικής, εάν δεν επήρχετο η προδοσία
+να τους ρίψη εκεί.<br />
+&nbsp;<br />
+Ότε η συνοδεία του Ιβν Χαμή αφίκετο εις Καζονδέ, η κυρία Βέλδων, μηδεμίαν
+έχουσα συγκοινωνίαν μετά των εκτός, δεν έμαθε την άφιξιν ταύτης. </p>
+
+<p>Αλλ' ουδέ εκ των θορύβων της αγοράς ηδυνήθη να πληροφορηθή περί των
+διατρεχόντων. Δεν έμαθεν ότι ο Τωμ και οι μετ' αυτού επωλήθησαν εις
+σωματέμπορόν τινα του Ουζιζί και έμελλον να αναχωρήσωσι προσεχώς. Δεν
+εγνώριζε μήτε την τιμωρίαν του Χάρρη, μήτε τον θάνατον του Μοΐνη Λούγγα, μήτε
+τα της βασιλικής κηδείας, εις τα θύματα της οποίας συγκατελέχθη ο Δικ Σανδ. Η
+δυστυχής γυνή ευρίσκετο λοιπόν μόνη εν Καζονδέ εις την διάκρισιν των
+δουλεμπόρων, εις την εξουσίαν του Νεγορού, και όπως απαλλαγή αυτού, ουδέ να
+αποθάνη ηδύνατο να σκεφθή, αφού το τέκνον της ήτο μετ' αυτής. </p>
+
+<p>Ηγνόει λοιπόν απολύτως η κυρία Βέλδων την τύχην ήτις την περιέμενε. Καθ'
+όλην την από Κοάνζα εις Καζονδέ πορείαν ο Χάρρης και ο Νεγορός ουδέ λέξιν τη
+απέτεινον. Από της αφίξεώς της, δεν είχεν επανίδει μήτε τον ένα μήτε τον άλλον,
+ουδέ ηδύνατο να εγκαταλείπη τον περίβολον, όστις περιέκλειε το ιδιαίτερον
+κατάστημα του πλουσίου δουλεμπόρου. </p>
+
+<p>Είναι άρα γε ανάγκη να είπωμεν τώρα ότι η κυρία Βέλδων ουδεμίαν βοήθειαν
+εύρεν εκ μέρους του μεγάλου παιδίου της, του εξαδέλφου της Βενεδίκτου; Τούτο
+άλλως τε εννοείται. </p>
+
+<p>Όταν ο άξιος επιστήμων έμαθεν ότι δεν ευρίσκετο ως υπέθετον επί της
+αμερικανικής ηπείρου, ουδόλως εφρόντισε να μάθη πώς τούτο συνέβη. Όχι! Το
+πρώτον κίνημα αυτού ήτο κίνημα πείσματος. Τωόντι, τα έντομα εκείνα τα οποία
+εφαντάζετο ότι αυτός πρώτος ανεκάλυψεν εν Αμερική, τα τσετσέ εκείνα και τα
+άλλα, ουδέν άλλο ήσαν ειμή απλούστατα εξάποδα αφρικανικά, τα οποία τόσοι
+φυσιολόγοι είχον εύρει προ αυτού εις τα μέρη της καταγωγής των. Ώχετο πλέον η
+δόξα να προσκολλήση το όνομά του εις τας ανακαλύψεις ταύτας. Τωόντι, τι το
+εκπληκτικόν εάν ο εξάδελφος Βενέδικτος συνέλεξεν έντομα αφρικανικά, αφού
+ευρίσκετο εν Αφρική!</p>
+
+<p>Αλλά, παρελθόντος του πρώτου πείσματος, ο εξάδελφος Βενέδικτος εσκέφθη
+ότι η «Γη των Φαραώ», ως την εκάλει πάντοτε, εκέκτητο απαράμιλλα εντομολογικά
+πλούτη, και ότι εάν δεν ευρίσκετο εις την «Γην των Ίνκα», δεν έχανεν όμως εκ της
+μεταβολής. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ε! επανελάμβανε καθ' εαυτόν και επανελάμβανε μάλιστα προς την
+κυρίαν Βέλδων, ήτις ουδόλως τον ήκουεν, εδώ είναι η πατρίς των μαντικόρων, των
+κολεοπτέρων εκείνων με τους μακρούς τριχωτούς πόδας, με τα συγκεκολλημένα
+και κοπτερά έλυτρα, με τας μεγάλας σιαγόνας και των οποίων ο μάλλον
+αξιοσημείωτος είναι ο φυματώδης μαντίκορος. Εδώ είναι η χώρα των καλοσώμων
+με την χρυσήν αιχμνήν των γολιάθ της Γουινέας και του Γαβών, των όποιων οι
+πόδες είναι πεπροικισμένοι δι' ακανθών· των στικτών ανθιδίων άτινα αποθέτουσι
+τα ωά των εν τη κενή κογχύλη των λειμάκων· των ιερών ατεύχων, τους οποίους οι
+Αιγύπτιοι της άνω Αιγύπτου ετίμων ως θεούς. Εδώ εγεννήθησαν αι νεκροκέφαλοι
+σφίγγες αίτινες τώρα είναι διεσπαρμέναι εν όλη τη Ευρώπη, και οι «Ιδίαι Βιγότη»
+των οποίων το δήγμα φοβούνται ιδιαιτέρως οι παράλιοι Σενεγάλοι. Ναι, εδώ
+δύνανται να γίνωσι λαμπραί ανακαλύψεις, και θα ποιήσω αυτάς, εάν οι αγαθοί
+αυτοί άνδρες το επιτρέψωσιν.<br />
+&nbsp;<br />
+Ηξεύρομεν τίνες ήσαν οι αγαθοί εκείνοι άνδρες κατά των οποίων ουδέν παράπονον
+είχεν ο εξάδελφος Βενέδικτος. Άλλως τε ως είπωμεν ήδη, ο εντομολόγος, εν τη
+κοινωνία του Χάρρη και του Νεγορού, απελάμβανεν ολίγην τινά ελευθερίαν, της
+οποίας ο Δικ Σανδ απολύτως εστερείτο κατά την οδοιπορίαν εκείνην της όχθης του
+Κοάνζα. Ο απλοϊκός επιστήμων λίαν συνεκινήθη εκ της συγκαταβάσεως
+εκείνης.</p>
+
+<p>Τέλος ο εξάδελφος Βενέδικτος θα ήτο ο ευτυχέστατος των εντομολόγων, εάν
+δεν υφίστατο απώλειαν ήτις τον ελύπησε τα μέγιστα. Είχε μεν πάντοτε το
+κασσιτέρινον κιβώτιόν τον, αλλά τα δίοπτρά του δεν ωρθούντο πλέον επί της ρινός
+του, το μικροσκόπιον δεν εκρέματο πλέον εις τον λαιμόν του. Φυσιολόγος δε άνευ
+μικροσκοπίου και άνευ διόπτρων αδύνατον να υπάρξη. </p>
+
+<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος όμως προώριστο να μη επανίδη πλέον τα δύο ταύτα
+όργανα της οπτικής, επειδή είχον συνταφή μετά του βασιλικού ανδρεικέλου. Ούτω
+λοιπόν οσάκις εύρισκεν έντομόν τι, ηναγκάζετο να το χώνη εις τους οφθαλμούς
+του, όπως διακρίνη τα στοιχειωδέστατα αυτού συστατικά. Α! τούτο μεγάλως
+ελύπει τον εξάδελφον Βενέδικτον, και ευχαρίστως θα ηγόραζεν ακριβά έν ζεύγος
+διόπτρων, αλλά τοιούτον εμπόρευμα δεν εσυνηθίζετο εις τας αγοράς του Καζονδέ.
+Όπως δήποτε, ο εξάδελφος Βενέδικτος ηδύνατο να περιέρχεται ελευθέρως εις το
+κατάστημα του Ιωσία Αντωνίου Αλβέζ. Τον ενόμιζον ανίκανον να ζητήση να
+αποδράση. </p>
+
+<p>Άλλως τε δε, υψηλόν περίφραγμα εχώριζε το πρακτορείον εκ των άλλων
+συνοικιών της πόλεως, και δεν ήτο εύκολον να το υπερβή τις. </p>
+
+<p>Αλλ' εάν ήτο καλώς περιφραγμένον, είχεν όμως ενός μιλίου τουλάχιστον
+περιφερειών. Δένδρα, θάμνοι ιδιαίτεροι της Αφρικής, υψηλά χόρτα, ρύακες τινες,
+καλύβαι και παραπήγματα ήσαν πλειότερα παρ' όσα εχρειάζοντο, όπως
+αποκρύψωσι τα σπανιώτερα έντομα της ηπείρου, και να αποτελέσωσι τον πλούτον,
+αν όχι την ευδαιμονίαν, του εξαδέλφου Βενεδίκτου. </p>
+
+<p>Και πράγματι ανεκάλυψεν εξάποδά τινα, και μάλιστα ολίγον έλειψε να
+τυφλωθή θελήσας να τα σπουδάση άνευ διόπτρων, αλλά τέλος ηύξησε την
+πολύτιμον συλλογήν του και έρριψε τας βάσεις μεγάλου συγγράμματος περί της
+αφρικανικής εντομολογίας. Εάν δε επετύγχανε να ανακαλύψη νέον τι έντομον εις
+το οποίον να δώση το όνομά του, θα ήτο ο ευτυχέστατος των ανθρώπων. </p>
+
+<p>Εάν το κατάστημα του Αλβέζ ήτο αρκούντως μέγα διά τους επιστημονικούς
+περιπάτους του εξαδέλφου Βενεδίκτου, εις τον μικρόν Ζακ, όστις ηδύνατο να
+περιφέρηται εν πάση ελευθερία εφαίνετο απέραντον. Αλλά το παιδίον εκείνο
+ήκιστα επεζήτη τας τοσούτω φυσικάς εις την ηλικίαν του ηδονάς, σπανίως δε
+εγκατέλιπε την μητέρα του, ήτις δεν ήθελε να τον αφίνη μόνον, και εφοβείτο
+πάντοτε δυστύχημά τι. Ο μικρός Ζακ πολλάκις ωμίλει περί του πατρός του, τον
+οποίον προ πολλού δεν είχεν ιδεί και εζήτει να επανέλθη πλησίον του. Εζήτει
+πληροφορίας περί όλων, περί της γραίας Ναν, περί του φίλου του Ηρακλέους, περί
+του Βαρθολομαίου, του Αυγουστίνου, του Ακτέωνος και περί του Δίγγου, όστις και
+αυτός εφαίνετο ότι τον εγκατέλιπεν. Ήθελε να επανίδη τον σύντροφόν του Δικ
+Σανδ. Η νεαρά φαντασία του, όλη τρυφερότης, έζη μόνον διά των αναμνήσεων. Εις
+τας ερωτήσεις του η κυρία Βέλδων δεν ηδύνατο να αποκριθή, ειμή θλίβουσα αυτόν
+εις τας αγκάλας της και κατασπαζομένη αυτόν. Παν ό,τι ηδύνατο να πράξη, ήτο να
+μη κλαίη ενώπιον αυτού.<br />
+&nbsp;<br />
+Εν τούτοις η κυρία Βέλδων παρετήρησεν ότι εάν δεν την μετεχειρίσθησαν κακώς
+διαρκούσης της από Κοάνζα οδοιπορίας, ούτω και εν τω καταστήματι του Αλβέζ
+ουδέν εμαρτύρει ότι έμελλον να μεταβάλωσι διαγωγήν προς αυτήν. Εν τω
+πρακτορείω δεν υπήρχον πλέον ειμή αιχμάλωτοι υπηρετούντες τον δουλέμπορον.
+Πάντες οι άλλοι, οι αποτελούντες το αντικείμενον του εμπορίου του, ήσαν
+κεκλεισμένοι εις τα παραπήγματα, είτα δε επωλήθησαν εις τους μεσίτας του
+εσωτερικού. Τώρα αι αποθήκαι του καταστήματος ήσαν μεσταί υφασμάτων και
+ελαφαντοστού, υφασμάτων προορισμένων ν' ανταλαχθώσιν εις τας κεντρικάς
+επαρχίας, ελεφαντοστού προωρισμένου να αποσταλή εις τας κυριωτάτας αγοράς
+της ηπείρου. </p>
+
+<p>Εν συντόμω ολίγιστοι υπήρχον εν τω πρακτορείω. Η κυρία Βέλδων κατείχε μετά
+του Ζακ καλύβην ιδιαιτέραν, ο εξάδελφος Βενέδικτος άλλην. Δεν συνεκοινώνουν
+μετά των υπηρετών του δουλεμπόρου. Έτρωγον εν κοινώ. Η τροφή κρέας αιγός ή
+προβάτου, όσπρια, μανιόκον, σόργον, εγχώριαι οπώραι, ήτο επαρκής. Η Χαλιμά,
+νεαρά δούλη, ειδικώς υπηρετούσα την κυρίαν Βέλδων, τη επεδείκνυε μάλιστα, ως
+ηδύνατο, είδος τι αγρίας μεν αγάπης αλλά βεβαίως ειλικρινούς</p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων μόλις έβλεπε τον Ιωσίαν Αντώνιον Αλβέζ, όστις κατείχε την
+κυρίαν οικίαν πρακτορείου, και ουδέποτε έβλεπε τον Νεγορόν, κατοικούντα εκτός,
+του οποίου η απουσία ήτο ανεξήγητος. Η επιφύλαξις αύτη την εξέπληττε και την
+ανησύχει συγχρόνως. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι θέλει; Τι εννοεί; έλεγε καθ' εαυτήν. Διατί μας παρέσυρεν εις
+Καζονδέ;</p>
+
+<p>Τοιουτοτρόπως παρήλθον αι οκτώ ημέραι αι προγηθείσαι της αφίξεως της
+συνοδείας του Ιβν Χαμή, ήτοι αι δύο ημέραι προ της κηδείας και αι ακόλουθοι έξ.
+</p>
+
+<p>Εν τω μέσω τόσης αγωνίας η κυρία Βέλδων δεν ηδύνατο να λησμονήση ότι ο
+σύζυγός της θα κατείχετο υπό φρικώδους απελπισίας μη βλέπων τους οικείους του
+επανερχομένους εις Άγιον Φραγγίσκον. Ο κύριος Βέλδων δεν ηδύνατο να ηξεύρη
+ότι η σύζυγός του έσχε την ολεθρίαν ιδέαν να ζητήση θέσιν εις το «Πίλγριμ» και
+ώφειλε να πιστεύη ότι είχεν επιβιβασθή εις έν των ατμοπλοίων της υπερωκεανείου
+εταιρίας. Τα ατμόπλοια εκείνα έφθανον τακτικώς, αλλ' ούτε ο Ζακ, ούτε ο
+εξάδελφος Βενέδικτος ευρίσκοντο εν αυτοίς. Πλην τούτου και αυτό το «Πίλγριμ»
+έπρεπε να είχεν επιστρέψει εις τον λιμένα. Αλλά δεν ενεφανίζετο και ο κύριος
+Βέλδων ώφειλε τώρα να το κατατάξη εις την κατηγορίαν των δι' έλλειψιν ειδήσεων
+υποτιθεμένων απολεσθέντων πλοίων. Και ποίος κεραυνός ενέσκηψεν επ' αυτόν την
+ημέραν καθ' ήν έλαβε παρ' ενός των εν Ωκλάνδη ανταποκριτών του την είδησιν του
+απόπλου του «Πίλγριμ» και της επιβιβάσεως της κυρίας Βέλδων; Τι έπραξεν;
+Ηρνήθη να πιστεύση ότι ο υιός του και αυτή απώλοντο εν τη θαλάσση. Αλλά τότε
+πού ώφειλε να στρέψη τας αναζητήσεις του; Προδήλως προς τας νήσους του
+Ειρηνικού, ίσως προς την αμερικανικήν παραλίαν. Αλλ' ουδέποτε, ναι, ουδέποτε,
+θα τω επήρχετο η ιδέα ότι ερρίφθη επί της ακτής της απαισίας εκείνης Αφρικής.
+</p>
+
+<p>Ούτως εσκέπτετο η κυρία Βέλδων. Αλλά τι ηδύνατο να πράξη; Να φύγη; Πώς;
+Την επετήρουν εκ του σύνεγγυς! Και έπειτα να φύγη εσήμαινε να διακινδυνεύση
+εις τα πυκνά εκείνα δάση, εν τω μέσω μυρίων κινδύνων να επιχειρήση πορείαν
+μακροτέραν των διακοσίων μιλίων, μέχρις ου φθάση εις το παράλιον. Και εν
+τούτοις η κυρία Βέλδων είχεν απόφασιν να πράξη τούτο, και ουδέν άλλο μέσον
+εύρισκε προς ανάκτησιν της ελευθερίας της. Πριν τούτου όμως ήθελε να μάθη
+ακριβώς τους σκοπούς του Νεγορού. </p>
+
+<p>Τέλος τους έμαθε. </p>
+
+<p>Τη 6 Ιουνίου τρεις ημέρας μετά τον ενταφιασμόν του βασιλέως του Καζονδέ, ο
+Νεγορός εισήλθεν εις το πρακτορείον, ένθα δεν είχεν έτι εισέλθει από της
+επιστροφής του, και μετέβη κατ' ευθείαν εις την υπό της αιχμαλώτιδός του
+κατεχομένην καλύβην. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων ήτο μόνη. Ο εξάδελφος Βενέδικτος εξετέλει ένα των
+επιστημονικών περιπάτων του. Ο μικρός Ζακ υπό την επιτήρησιν της δούλης
+Χαλιμάς περιεφέρετο εις τον περίβολον του καταστήματος. </p>
+
+<p>Ο Νεγορός ώθησε την θύραν της καλύβης, και άνευ άλλου προοιμίου, </p>
+
+<p>&nbsp;— Κυρία Βέλδων, είπεν, ο Τωμ, και οι σύντροφοί του επωλήθησαν διά
+τας αγοράς του Ουζιζί.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ο Θεός να τους προστατεύση! είπεν η κυρία Βέλδων απομάσσουσα
+δάκρυ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Η Ναν απέθανε καθ' οδόν, ο Δικ Σανδ, θα απήλετο. </p>
+
+<p>&nbsp;— Η Ναν απέθανε! Και ο Δικ! . . . ανέκραξεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι δίκαιον ήτο ο δεκαπενταετής πλοίαρχος σας να πληρώση διά της
+ζωής του τον φόνον του Χάρρη, επανέλαβεν ο Νεγορός. Είσθε μόνη εν Καζονδέ,
+κυρία μόνη εις την εξουσίαν του αρχαίου μαγείρου του «Πίλγριμ»· εντελώς μόνη
+ακούετε!</p>
+
+<p>Ό,τι έλεγεν ο Νεγορός ήτο αληθέστατον, ως και τα αφορώντα τον Τωμ και τους
+συντρόφους του. Ο γέρων μαύρος, ο υιός του Βαρθολομαίος, ο Ακτέων και ο
+Αυγουστίνος είχον αναχωρήσει κατά την προτεραίαν μετά της συνοδείας του
+δουλεμπόρου του Ουζιζί, χωρίς να έχωσι την παρηγορίαν να επανίδωσι την κυρίαν
+Βέλδων, χωρίς μάλιστα να ηξεύρωσιν ότι η εν τη δυστυχία σύντροφος αυτών
+ευρίσκετο εις Καζονδέ, εν τω καταστήματι του Αλβέζ. Είχον απέλθει εις την χώραν
+των λιμνών απέχουσαν εκατοντάδας μιλίων, εις ην ολίγοι οι φθάνοντες και εξ ης
+ολίγιστοι οι επιστρέφοντες.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Λοιπόν, εψιθύρισεν η κυρία Βέλδων, παρατηρούσα τον Νεγορόν χωρίς να
+απαντήση.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Κυρία Βέλδων, επανέλαβεν ο Πορτογάλλος μετά βραχείας φωνής,
+ηδυνάμην να εκδικηθώ καθ' υμών, διά τον κακόν προς εμέ τρόπον σας εντός του
+Πίλγριμ. Αλλ' ο θάνατος του Δικ Σανδ αρκεί εις την εκδίκησίν μου. Τώρα γίνομαι
+πάλιν έμπορος, και ιδού ποία είναι τα σχέδιά μου περί ημών.<br />
+&nbsp;<br />
+Η κυρία Βέλδων, εξηκολούθει να τον παρατηρή χωρίς να προφέρη μήτε λέξιν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Υμείς επανέλαβεν ο Πορτογάλος, το τέκνον σας και ο βλαξ εκείνος
+κυνηγός των μυιών, έχετε εμπορικήν αξίαν, την οποίαν σκοπεύω να
+χρησιμοποιήσω. Λοιπόν θα σας πωλήσω.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Αλλ' είμαι εκ φυλής ελευθέρας, απεκρίθη η κυρία Βέλδων μετά τόνου
+φωνής σταθερού. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είσθε αιχμάλωτος, εάν θέλω. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και τις θα αγοράση λευκήν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Άνθρωπος όστις θα πληρώση όσα τω ζητήσω. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων εταπείνωσεν επί τινας στιγμάς την κεφαλήν, καθότι εγίνωσκεν
+ότι τα πάντα ήσαν δυνατά εν τη φρικώδει εκείνη χώρα.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Με ηκούσατε; επανέλαβεν ο Νεγορός. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τις είναι ο άνθρωπος εις τον οποίον θέλετε να με πωλήσητε;
+απεκρίθη η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Να σας πωλήσω ή να σας μεταπωλήσω . . . Τουλάχιστον τούτο
+υποθέτω, προσέθηκεν ο Πορτογάλος γελών μυκτηριστικώς.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Το όνομα αυτού του ανθρώπου; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο άνθρωπος ούτος είναι ο Ιάκωβος Βέλδων, ο σύζυγός σας.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ο σύζυγός μου! ανέκραξεν η κυρία Βέλδων, μη δυναμένη να πιστεύση
+ό,τι ήκουεν.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Αυτός ο ίδιος κυρία Βέλδων, ο σύζυγός σας, εις τον οποίον θέλω ουχί να
+αποδώσω αλλά να εξαναγκάσω να πληρώση την γυναίκα του, το τέκνον του και τον
+εξάδελφόν του εκ περισσού. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων εσκέφθη μη ο Νεγορός τη έστηνε παγίδα. Εν τούτοις εννόησεν
+ότι ωμίλει σπουδαιότατα. Εις ένα άθλιον διά τον οποίον το αργύριον είναι το παν,
+φαίνεται ότι δύναταί τις να εμπιστευθή όταν πρόκειται περί υποθέσεως. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και πότε σκοπεύετε να ενεργήσετε την επιχείρησιν ταύτην;
+επανέλαβεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όσω το δυνατόν ταχύτερον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πού;</p>
+
+<p>&nbsp;— Εδώ, εδώ. Ο Ιάκωβος Βέλδων βεβαίως δεν θα διστάση να έλθη μέχρι
+του Καζονδέ να εύρη την γυναίκα του και τον υιόν του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, δεν θα διστάση . . . Αλλά τις θα τον ειδοποιήση; </p>
+
+<p>&nbsp;— Εγώ, θα μεταβώ εις Άγιον Φραγκίσκον να εύρω τον Ιάκωβον Βέλδων.
+Έχω χρήματα διά τον πλουν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τα χρήματα τα κλαπέντα εκ του «Πίλγριμ»,. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι . . . αυτά . . . και άλλα προσέτι, απεκρίθη αναιδώς ο Νεγορός. Αλλ'
+εάν θέλω να σας πωλήσω ταχέως, θέλω ωσαύτως να σας πωλήσω ακριβά. Φρονώ
+ότι ο Ιάκωβος Βέλδων δεν θα λυπηθή εκατόν χιλιάδας δολλάρια. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν θα τα λυπηθή, εάν δύναται να τα δώση, απεκρίθη ψυχρώς η
+κυρία Βέλδων. Νομίζω όμως ότι ο σύζυγός μου εις τον οποίον θα ειπήτε βεβαίως
+ότι κρατούμαι αιχμάλωτος εις Καζονδέ, εν τη κεντρική Αφρική . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Ακριβώς!</p>
+
+<p>&nbsp;— Ο σύζυγός μου δεν θα σας πιστεύση άνευ αποδείξεων· και δεν θα
+είναι τόσον ασύνετος, ώστε να έλθη εις Καζονδέ πιστεύων εις μόνους τους λόγους
+σας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα έλθη, επανέλαβεν ο Νεγορός, εάν τω φέρω επιστολήν
+γεγραμμένην παρ' υμών, ήτις θα τω αναγγέλλη την κατάστασίν σας, ήτις θα με
+παραστά ως πιστόν θεράποντά σας, διαφυγόντα τας χείρας των αγρίων εκείνων . . .
+<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ουδέποτε η χειρ μου θα γράψη τοιαύτην επιστολήν, απεκρίθη
+ψυχρότερον η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αρνείσθε; ανέκραξεν ο Νεγορός. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αρνούμαι. </p>
+
+<p>Η σκέψις των κινδύνων ους θα διέτρεχεν ο σύζυγός της ερχόμενος εις Καζονδέ,
+η ολίγη πίστις ην έπρεπε να δώσωσιν εις τας υποσχέσεις του Πορτογάλου, η
+ευκολία την οποίαν θα είχεν ούτος να μην αφήση ελεύθερον τον Ιάκωβον Βέλδων,
+αφού ελάμβανε τα συμπεφωνηθέντα λύτρα, πάντες ούτοι οι λόγοι συνετέλεσαν
+ώστε ευθύς εξ αρχής η κυρία Βέλδων μη βλέπουσα ειμή εαυτήν, λησμονούσα και
+το τέκνον της, απέκρουσε την πρότασιν του Νεγορού. </p>
+
+<p>&nbsp;— θα γράψετε αυτήν την επιστολήν, επανέλαβεν ούτος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, απεκρίθη πάλιν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Α! προσέχετε! έκραξεν ο Νεγορός. Δεν είσθε μόνη εδώ. Το τέκνον
+σας, ως υμείς είναι εις την εξουσίαν μου, και δύναμαι κάλλιστα . . . <br />
+&nbsp;<br />
+Η κυρία Βέλδων ήθελε να αποκριθή, ότι τούτο θα ήτο αδύνατον. Η καρδία της
+έπαλλε μέχρι διαρρήξεως· η φωνή της εκόπη.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Κυρία Βέλδων, είπεν ο Νεγορός, θα σκεφθήτε περί της προτάσεώς μου.
+Μετά οκτώ ημέρας ή θα μοι παραδώσετε επιστολήν προς τον Ιάκωβον Βέλδων ή θα
+μετανοήσετε. </p>
+
+<p>Και ταύτα ειπών ο Πορτογάλος απήλθε χωρίς να εκδηλώση την οργήν του· αλλ'
+ήτο εύκολον να ίδη τις ότι ουδέν θα τον ανεχαίτιζεν, όπως αναγκάση την κυρίαν
+Βέλδων να υπακούση. </p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ’. </h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΤΙΝΕΣ ΠΕΡΙ ΤΟΥ
+ΛΙΒΙΓΓΣΤΩΝΟΣ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Η κυρία Βέλδων, μείνασα μόνη, προσηλώθη κατ' αρχάς εις την σκέψιν ταύτην, ότι
+θα παρήρχοντο οκτώ ημέραι πριν ή επανέλθη ο Νεγορός να τη ζητήση οριστικήν
+απάντησιν. Ο χρόνος ούτος ήρκει να σκεφθή και να αποφασίση. Περί της
+τιμιότητος του Πορτογάλου δεν ηδύνατο να γίνη λόγος, ειμή περί του συμφέροντος
+αυτού. Η «εμπορική αξία» ην απέδιδεν εις την αιχμαλώτιδά του ηδύνατο
+προδήλως να προφυλάξη αυτήν και να την απαλάξη, προσωρινώς τουλάχιστον,
+από πάσης αποπείρας δυναμένης να περιαγάγη αυτήν εις κίνδυνον. </p>
+
+<p>Ίσως θα εύρισκε μέσον, τινά τρόπον όστις θα τη επέτρεπε να αποδοθή εις τον
+σύζυγόν της, χωρίς ο Ιάκωβος Βέλδων να αναγκασθή να έλθη εις Καζονδέ. </p>
+
+<p>Εγίνωσκε κάλλιστα ότι άμα ελάμβανεν επιστολήν της γυναικός του, ο Ιάκωβος
+Βέλδων ήθελεν αναχωρήσει, και ήθελεν αψηφήσει τους κινδύνους της μεταβάσεως
+εις τας κινδυνωδεστέρας χώρας της Αφρικής. </p>
+
+<p>Αλλ' όταν ήρχετο εις Καζονδέ, όταν ο Νεγορός θα ελάμβανεν εις χείρας του τον
+πλούτον εκείνον των εκατόν χιλιάδων δολαρίων, ποίαν εγγύησιν θα είχον ο
+Ιάκωβος Βέλδων, η γυνή του, το τέκνον του, ο εξάδελφος Βενέδικτος, ότι θα τους
+άφινον ελευθέρους να αναχωρήσωσιν;</p>
+
+<p>Ιδιοτροπία τις της βασιλίσσης Μοΐνας δεν ηδύνατο άρα γε να τους εμποδίση; Η
+«παράδοσις» εκείνη της κυρίας Βέλδων και των μετ' αυτής δεν θα εγίνετο υπό
+καλλιτέρας συνθήκας, εάν εγίνετο εις την παραλίαν εις μέρος τι ωρισμένον, οπότε
+ο Ιάκωβος Βέλδων θα απέφευγε και τους κινδύνους της εις το εσωτερικόν
+μεταβάσεως και την δυσχέρειαν, ίνα μη είπωμεν το αδύνατον της επανόδου;</p>
+
+<p>Ταύτα εσκέπτετο η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>Τούτου ένεκα ηρνήθη ευθύς εξ αρχής να συγκατατεθή εις την πρότασιν του
+Νεγορού και να τω δώση την επιστολήν προς τον σύζυγόν της. </p>
+
+<p>Εσκέφθη ωσαύτως ότι εάν ο Νεγορός ανέβαλε την δευτέραν επίσκεψιν μετά
+οκτώ ημέρας, έπραξε τούτο βεβαίως διότι είχεν ανάγκην του χρονικού τούτου
+διαστήματος όπως προετοιμάση τα της αναχωρήσεώς του, άλλως θα επανήρχετο
+ταχύτερον όπως βιάση την χείρα της·</p>
+
+<p>&nbsp;— Μήπως θέλη αληθώς να με χωρίση από το τέκνον μου; εψιθύρισε.
+</p>
+
+<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Ζακ εισήλθεν εις την καλύβην, και εκ κινήματος
+ορμεμφύτου η μήτηρ του τον ήρπασεν, ως εάν ο Νεγορός ήτο εκεί έτοιμος να τον
+αποσπάση. </p>
+
+<p>&nbsp;— Έχεις μεγάλην λύπην, μήτερ; ηρώτησε το μικρόν παιδίον . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι Ζακ, απεκρίθη η κυρία Βέλδων. Εσκεπτόμην τον πατέρα σου. Θα
+ευχαριστείσο εάν τον έβλεπες;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ω, ναι, μήτερ. Μήπως θα έλθη;</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι . . . όχι. Δεν πρέπει να έλθη!</p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν, ημείς θα υπάγωμεν να τον επανεύρωμε; </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, Ζακ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Με τον φίλον μου Δικ . . . και τον Ηρακλέα και τον γέρο Τωμ;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, ναι, ναι απεκρίθη η κυρία Βέλδων ταπεινούσα την κεφαλήν όπως
+κρύψη, τα δάκρυά της.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Μήπως σε έγραψεν ο πατήρ; ηρώτησεν ο μικρός Ζακ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι φίλτατέ μου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν συ θα τω γράψης μήτερ.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, ναι, ίσως . . απεκρίθη η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>Και χωρίς να το εννοήση ο μικρός Ζακ επενέβαινεν απ' ευθείας εις την σκέψιν
+της μητρός του, ήτις ίνα μη αποκριθή άλλως, τον κατησπάσθη.<br />
+&nbsp;<br />
+Αρμόζει τώρα να είπωμεν ότι εις τα διάφορα αίτια, άτινα παρεκίνησαν την κυρίαν
+Βέλδων να αντιστή εις τας παρακελεύσεις του Νεγορού, προσετίθετο και έτερον
+αίτιον, όπερ δεν ήτο άνευ αξίας. Η κυρία Βέλδων είχεν ίσως απροσδόκητόν τινα
+ελπίδα να απελευθερωθή άνευ της επεμβάσεως του συζύγου της και μάλιστα
+εναντίον της θελήσεως του Νεγορού. Τούτο μεν ήτο παύσις ελπίδος αορίστου έτι,
+αλλ' όπως δήποτε ήτο ελπίς. </p>
+
+<p>Τωόντι έκ τινων λέξεων ας ήκουσε προ πολλών ημερών, διείδε πιθανήν
+βοήθειαν προσεχώς, βοήθειαν δυνάμεθα ειπείν της θείας προνοίας. </p>
+
+<p>Ο Αλβέζ και μιγάς τις του Ουζιζί συνδιαλέγοντο ολίγα βήματα μακράν της
+καλύβης, ην κατείχεν η κυρία Βέλδων. Δεν πρέπει να εκπλαγώμεν ότι το
+αντικείμενον της συνομιλίας των αξιοτίμων τούτων εμπόρων ήτο ακριβώς το
+δουλεμπόριον των μαύρων. Οι δύο μεσίται της ανθρωπίνης σαρκός ωμίλουν περί
+υποθέσεων. Συνεζήτουν περί του επιφυλασσομένου εις το εμπόριόν των μέλλοντος
+και είχον πολλάς ανησυχίας διά τας προσπαθείας, τας οποίας κατέβαλλον οι Άγγλοι
+όπως καταστρέψωσι αυτό, ου μόνον εις το εξωτερικόν διά των καταδρομικών
+πλοίων αλλά και εις το εσωτερικόν της ηπείρου διά των ιεραποστόλων και των
+περιηγητών. </p>
+
+<p>Ο Ιωσίας Αντώνιος Αλβέζ ενόμιζεν ότι αι ανιχνεύσεις των τολμηρών εκείνων
+μαχητών δεν ηδύναντο ειμή να βλάψωσι την ελευθέραν εξάσκησιν των εμπορικών
+επιχειρήσεων. Ο μετ' αυτού συνδιαλεγόμενος συνεμερίζετο καθ' ολοκληρίαν τας
+γνώμας του και εσκέπτετο ότι όλοι εκείνοι περιηγηταί πολιτικοί ή εκκλησιαστικοί,
+έπρεπε να τουφεκίζωνται.<br />
+&nbsp;<br />
+Τούτο συνέβαινεν ενίοτε· αλλά, προς μεγάλην δυσαρέσκειαν των εμπόρων, εάν
+εφονεύοντό τινες των περιέργων εκείνων, διήρχοντο άλλοι οίτινες επιστρέφοντες
+εις τας πατρίδας των διηγούντο, «μεγαλοποιούντες» ως έλεγεν ο Αλβέζ, τας
+φρικαλεότητας της σωματεμπορίας, και τούτο έβλαπτε καιρίως το εμπόριον εκείνο,
+όπερ πολύ εξηυτελίσθη ήδη.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο μιγάς συνεφώνει και ελεεινολόγει τούτο, προ πάντων δε όσον αφορά τας αγοράς
+του Νυαγγέ, του Ουζιζί, της Ζανζιβάρης και όλης της χώρας των μεγάλων λιμνών.
+Εκεί είχον έλθει διαδοχικώς ο Σπέκε, ο Γραντ, ο Λίβιγγστων, ο Στάνλεϋ και άλλοι.
+Ήτο επιδρομή. Μετ' ολίγον όλη η Αγγλία και όλη η Αμερική ήθελον καταλάβει την
+χώραν.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Αλβέζ, παρεπονείτο ειλικρινώς εις τον συνάδελφόν του και ωμολόγει ότι αι
+επαρχίαι της δυτικής Αφρικής μέχρι τότε είχον ολιγώτερον κακοποιηθή, ήτοι είχον
+ολιγωτέρους περιηγητάς· αλλ' η επιδημία των περιηγητών τούτων ήρχιζε να
+διαδίδεται. Εάν το Καζονδέ ήτο απηλλαγμένον, η Κασάγγα όμως και το Βιχέ, ένθα ο
+Αλβέζ εκέκτητο πρακτορεία, υφίσταντο τας εφόδους αυτών. Ενθυμούμεθα μάλιστα
+ότι ο Χάρρης ωμίλησεν εις τον Νεγορόν περί τινος υποπλοιάρχου Καμερών, όστις
+είχε την αξίωσιν να διέλθη την Αφρικήν απ' άκρου εις άκρον εισερχόμενος διά της
+Ζανζιβάρης και εξερχόμενος διά της Αγγόλας. </p>
+
+<p>Τωόντι ο σωματέμπορος είχε δίκαιον να φοβήται, και γνωρίζομεν ότι μετά τινα
+έτη ο Καμερών προς νότον και ο Στάνλεϋ προς βορράν έμελλον να εξερευνήσωσι
+τας αγνώστους εκείνας δυτικάς επαρχίας, να περιγράψωσι τας διαρκείς τερατωδίας
+της σωματεμπορίας, να αποκαλύψωσι την κακούργον συμμετοχήν των ξένων
+πρακτόρων και να επιρρίψωσι την ευθύνην όπου έδει. </p>
+
+<p>Την εξερεύνησιν ταύτην του Καμερών και του Στάνλεϋ, μήτε ο Αλβέζ μήτε ο
+μιγάς ηδύναντο έτι να γνωρίζωσιν, αλλ' ό,τι εγίνωσκον, ότι είπον, ό,τι ήκουσεν η
+κυρία Βέλδων, ότι μεγάλως την ενδιέφερεν, εν ενί λόγω ότι υπεστήριξεν αυτήν εις
+την άρνησίν της να ενδώση εις τας απαιτήσεις του Νεγορού ήτο το εξής. </p>
+
+<p>Πιθανόν εντός ολίγου ο δόκτωρ Δαβίδ Λίβιγγστων θα έφθανεν εις Καζονδέ.
+</p>
+
+<p>Άρα η άφιξις του Λιβιγγστώνος μετά της συνοδείας του, η μεγάλη επιρροή ην
+έχαιρεν εν Αφρική ο μέγας περιηγητής, η συνδρομή των πορτογαλικών αρχών της
+Αγγόλας, ήτις δεν θα τη έλειπε, ταύτα πάντα ηδύναντο να απελευθερώσωσι την
+κυρίαν Βέλδων και τους μετ' αυτής, παρά την θέλησιν του Νεγορού και του Αλβέζ.
+Θα επανήρχοντο ίσως λίαν προσεχώς εις την πατρίδα των, χωρίς ο Ιάκωβος Βέλδων
+να ριψοκινδυνεύση την ζωήν του επιχειρών ταξείδιον, του οποίου η έκβασις
+ηδύνατο να αποβή απαισία. </p>
+
+<p>Αλλ' υπήρχεν άραγε πιθανότης τις ότι ο δόκτωρ Λίβιγγστων έμελλε προσεχώς
+να επισκεφθή το μέρος εκείνο της ηπείρου; Ναι, καθότι ακολουθών το
+δρομολόγιον τούτο, έμελλε να συμπληρώση την εξερεύνησιν της κεντρώας
+Αφρικής. </p>
+
+<p>Γνωστός είναι ο ηρωικός βίος του υιού του μικρού τεϊοπώλου του Βλαντύρ,
+χωρίου της κομητείας του Λανάρκ· γεννηθείς την 13 Μαρτίου 1813 ο Δαβίδ
+Λίβιγγστων, το δευτερότοκον των έξ τέκνων, συμπληρώσας τας θεολογικάς και
+ιατρικάς σπουδάς του, μετά την δοκιμασίαν αυτού εν τη ιεραποστολική εταιρεία
+του Λονδίνου, απεβιβάσθη εις το Ακρωτήριον, κατά το 1840, σκοπόν έχων να
+συναντήση τον ιεραπόστολον Μοφφάτ εν τη μεσημβρινή Αφρική. </p>
+
+<p>Από του Ακρωτηρίου, ο μέλλων κεριηγητής μετέβη εις την χώραν των
+Βεχουάνων, ην εξερεύνησε κατά πρώτον, επανήλθεν εις Κουρούμαν, ενυμφεύθη
+την θυγατέρα του Μοφφάτ, την ηρωικήν σύντροφον, ήτις έμελλε να γίνη αξία
+αυτού, και κατά το 1843 ίδρυσεν ιεραποστολήν εν τη κοιλάδι της Μαβότσας. </p>
+
+<p>Μετά τέσσαρα έτη τον ευρίσκομεν εγκατεστημένον εν Κολοβέγγη διακόσια
+είκοσι πέντε μίλια προς βορράν των Κουρούμαν, εις την χώραν των Βαχουάνων.
+</p>
+
+<p>Δύο έτη μετέπειτα, το 1849, ο Λίβιγγστων εγκατέλιπε την Κολοβέγγην μετά της
+γυναικός του, των τριών τέκνων του, και δύο φίλων, των κ. κ. Όσβελ και Μούρραιυ.
+Τη 1 Αυγούστου του αυτού έτους ανακάλυψε την λίμνην Νγάμην και επανέκαμψεν
+εις Κολοβέγγην, κατερχόμενος την διεύθυνσιν του Ζούγα. </p>
+
+<p>Κατά την πορείαν ταύτην ο Λίβιγγστων, κωλυόμενος υπό της κακοβουλίας των
+ιθαγενών, δεν ηδυνήθη να υπερβή την Νγάμην. </p>
+
+<p>Δευτέρα απόπειρα δεν υπήρξεν ευτυχεστέρα. Η τρίτη έμελλε να επιτύχη.
+Επαναλαβών τότε την προς βορράν πορείαν μετά της οικογενείας του και του κ.
+Όσβελ, μετά φρικώδη δεινοπαθήματα, έλειψιν τροφίμων, έλλειψιν ύδατος, άτινα
+ολίγον έλλειψε να θανατώσωσι τα τέκνα του, αφού ώδευσε κατά μήκος του Χοβέ,
+παραποτάμου του Ζαμβέση, έφθασεν εις την χώραν των Μακαλόλων. Ο αρχηγός
+αυτών Σεβιτουανέ τον συνήντησεν εις Λινυαντί. Κατά τα τέλη του Ιουνίου 1851
+ανεκαλύφθη ο Ζαμβέσης, και ο δόκτωρ επανήλθεν εις το Ακρωτήριον, όπως
+αποστείλη την οικογένειαν αυτού εις την Αγγλίαν. </p>
+
+<p>Ο ακαταδάμαστος Λίβιγγστων ήθελε να μείνη μόνος και να ριψοκινδυνεύση
+μόνος την ζωήν του εις την τολμηράν περιοδείαν, την οποίαν έμελλε να επιχειρήση.
+</p>
+
+<p>Την φοράν ταύτην προέκειτο, αναχωρών εκ του Ακρωτηρίου, να διέλθη
+πλαγίως την Αφρικήν από νότου προς δυσμάς, ούτως ώστε να φθάση εις τον Άγιον
+Παύλον της Λοάνδας. </p>
+
+<p>Ο δόκτωρ ανεχώρησε μετά τινων ιθαγενών τη 3 Ιουνίου 1852. Έφθασεν εις
+Κουρούμαν και παρεπορεύθη την έρημον του Καλαχαρή. Τη 31 Δεκεμβρίου
+εισήλθεν εις Λιτουβαρούβαν και επανεύρε την χώραν των Βεχουάνων,
+λεηλατηθείσαν υπό των Βοέων, αρχαίων ολλανδών αποίκων οίτινες ήσαν κύριοι
+του Ακρωτηρίου προ της καταλήψεως αυτού υπό των Άγγλων. </p>
+
+<p>Ο Λίβιγγστων εγκατέλιπε την Λιτουβαρούβαν τη 15 Ιανουαρίου 1853,
+εισέδυσεν εις το κέντρον της χώρας των Βαμαγγουάτων, και τη 23 Μαΐου έφθασεν
+εις Λινυαντί, ένθα ο νεαρός ηγεμών των Μακαλόλων Σεκελετού τον υπεδέξατο
+μετά μεγάλης τιμής. </p>
+
+<p>Εκεί ο δόκτωρ, κωλυόμενος υπό σφοδρού πυρετού, κατέγινε να σπουδάση τα
+ήθη της χώρας, και τότε κατά πρώτον ηδυνήθη να παρατηρήση τας καταστροφάς
+τας γινομένας διά σωματεμπορίου εν Αφρική. </p>
+
+<p>Μετά ένα μήνα, κατήλθε το ρεύμα του Χοβέ, έφθασεν εις τον Ζαμβέσην
+εισήλθεν εις Νανιελέ, επεσκέφθη την Κατόγγαν και την Λιβόνταν, έφθασεν εις τον
+ομόρρουν του Ζαμβέση και εκ του Λεέβα εσχημάτησε το σχέδιον να ανέλθη διά του
+ποταμίου τούτου μέχρι των δυτικών πορτογαλικών κτήσεων, και μετά ενέα μηνών
+απουσίαν επανήλθεν εις Λινυαντί, όπως προετοιμασθή.<br />
+&nbsp;<br />
+Τη 11 Νοέμβριου 1853 ο δόκτωρ, συνοδευόμενος υπό είκοσι επτά Μακαλόλων,
+εγκατέλιπε το Λινυαντί, και τη 27 Δεκεμβρίου έφθασεν εις το στόμιον του Λεέβα,
+του οποίου ανήλθεν το ρεύμα μέχρι της γης των Βαλόνδων, εκεί ένθα δέχεται τον
+Μακόνδον ερχόμενον εξ ανατολών. Τότε κατά πρώτον λευκός εισέδυεν εις την
+χώραν εκείνην. </p>
+
+<p>Τη 14 Ιανουαρίου, ο Λίβιγγστων έφθασεν εις την πρωτεύουσαν του Σιντέ, του
+ισχυροτέρου ηγεμόνος των Βαλόνδων, όστις τον υπεδέχη καλώς, και τη 26 του
+αυτού μηνός, αφού διέβη τον Λεέβαν, έφθασε προς τον βασιλέα Κατεμά. Εκεί τω
+εγένετο πάλιν καλή υποδεξίωσις. Αναχωρήσας δε μετά της μικράς συνοδείας του,
+εστρατοπέδευσε τη 20 Φεβρουαρίου εις τας όχθας της λίμνης Διλολό.<br />
+&nbsp;<br />
+Από του μέρους εκείνου, χώρα δύσβατος, απαιτήσεις των ιθαγενών, επιθέσεις των
+φυλών, επαναστάσεις των εταίρων του, απειλαί θανάτου, τα πάντα συνώμοσαν
+εναντίον του Λιβιγγστώνος, και αν ήτο άλλος τις ολιγώτερον ενεργητικός θα
+παρητείτο της επιχειρήσεως. Ο δόκτωρ αντέσχε, και τη 4 Απριλίου έφθασεν εις τας
+όχθας του Κουάγγου, ευρέος ρεύματος όπερ σχηματίζει τα ανατολικά όρια των
+πορτογαλικών κτήσεων και εκβάλλει προς άρσιν εν τω Ζαΐρω.<br />
+&nbsp;<br />
+Μετά έξ ημέρας, ο Λίβιγγστων εισήλθεν εις Κασάγγην, ένθα ο σωματέμπορος Αλβέζ
+τον είδε κατά την διάβασίν του, και τη 31 Μαΐου έφθασεν εις Άγιον Παύλον της
+Λοάνδας. Τότε κατά πρώτον και μετά δύο ετών περιοδείαν η Αφρική εξηρευνήθη
+λοξοειδώς από μεσημβρίας προς δυσμάς. </p>
+
+<p>Τη 24 Σεπτεμβρίου του αυτού έτους ο Δαβίδ Λίβιγγστων εγκατέλιπε την
+Λοάνδαν. Παρεπορεύθη την δεξιάν όχθην του Κοάνζα εκείνου του τοσούτον
+απαισίου εις τον Δικ Σανδ και τους μετ' αυτού, έφθασεν εις τον ομόρρουν του
+Λομβέ, συναντήσας πολλάς συνοδείας δούλων, διήλθε πάλιν διά της Κασάγγας,
+ανεχώρησε τη 30 Φεβρουαρίου, διέπλευσε τον Κουάγγον και έφθασεν εις την
+Καβάβαν του Ζαμβέση. Τη 8 Ιουνίου επανεύρε την λίμνην Διλολό, επανείδε την
+Σχιντέ, κατήλθε τον Ζαμβέση και εισήλθεν εις Λινυαντί την οποίαν εγκατέλιπε τη 30
+Νοεμβρίου 1855. </p>
+
+<p>Το δεύτερον τούτο μέρος της περιοδείας, όπερ έμελλε να επαναφέρη τον
+δόκτορα προς την ανατολικήν ακτήν, επεραίου εντελώς την διέλευσιν εκείνην της
+Αφρικής από δυσμών προς ανατολάς. </p>
+
+<p>Αφού επεσκέφθη τους περιφήμους καταρράκτας της Βικτωρίας, «τον βροτώδη
+καπνόν», ο Δαβίδ Λίβιγγστων εγκατέλιπε τον Ζαμβέσην και κατευθύνθη προς το
+βορειανατολικόν μέρος. Διήλθε διά της χώρας των Βατοκά, ιθαγενών
+απεκτηνομένων εκ της εισπνεύσεως του καννάβεως, επεσκέφθη τον Σεμαλεμπουέ,
+ισχυρόν αρχηγόν της χώρας, διέπλευσε τον Καφουέ, επανήλθεν εις τον Ζαμβέσην,
+επεσκέφθη τον Βασιλέα Μπουρούμαν, εθεώρησε τα ερείπια του Ζούμβου, αρχαίας
+πορτογαλικής πόλεως, συνήντησε τον αρχηγόν Μπενδέ τη 17 Ιανουαρίου 1856,
+πολεμούντα τότε κατά των Πορτογάλων και τέλος έφθασεν εις Τετέ, επί των οχθών
+του Ζαμβέση τη 2 Μαρτίου. Ούτοι ήσαν οι κύριοι σταθμοί του δρομολογίου
+εκείνου. Τη 22 Απριλίου ο Λίβιγγστων εγκατέλιπε τον σταθμόν τούτον, πλούσιον
+άλλοτε, κατήλθε μέχρι του δέλτα του ποταμού, και έφθασεν εις Κουιλιμανέ τη 20
+Μαΐου, τέσσαρα έτη μετά την εκ του Ακρωτηρίου ανεχώρησιν. Τη 12 Ιουλίου
+επεβιβάσθη κατευθυνόμενος εις Μαυρίκιον, και τη 22 Δεκεμβρίου επέστρεψεν εις
+Αγγλίαν μετά δεκαεξαετή απουσίαν . . . </p>
+
+<p>Βραβείον της Γεωγραφικής εταιρείας των Παρισίων, μέγα μετάλλιον της
+Γεωγραφικής εταιρείας του Λονδίνου, υποδοχαί λαμπραί, ουδέν έλλειψεν εις τον
+διάσημον περιηγητήν. Έτερος εις την θέσιν του ήθελεν νομίσει ότι έπρεπε να
+αναπαυθή. Αλλ' ο δόκτωρ δεν εσκέφθη τοιούτο τι, και αναχωρήσας τη 1 Μαρτίου
+1858 μετά του αδελφού του Καρόλου, του πλοιάρχου Βαδενφιέλδ, των ιατρών Κιρκ
+και Μέλλερ, και των κ. κ. Θόρντων και Βαΐνες, έφθασε κατά Μάιον εις τα παράλια
+της Μοζαμβίκης, σκοπόν έχων να εξετάση το λεκανοπέδιον του Ζαμβέση. </p>
+
+<p>Δεν έμελλον να επανέλθωσι πάντες εκ της εκστρατείας ταύτης. </p>
+
+<p>Μικρόν ατμόπλοιον, το «Μα-Ρόβερ», επέστρεψεν εις τους εξερευνητάς να
+αναπλεύσωσι τον μέγαν ποταμόν διά του στομίου του Κογγονέ. Έφθασαν εις Τετέ
+τη 8 Σεπτεμβρίου. Εξέτασις του κάτω ρεύματος του Ζαμβέση και του Χιρέ, του
+αριστερού ομόρρου του κατ' Ιανουάριον του 1859, επίσκεψις της λίμνης Χιρούας
+κατ' Απρίλιον, εξερεύνησις της γης των Μαγγάνγια, ανακάλυψις της λίμνης Νυάσας
+τη 10 Σεπτεμβρίου, επιστροφή εις τους καταρράκτας Βικτωρίας τη 9 Αυγούστου
+1860, άφιξις του επισκόπου Μάκενση και των ιεραποστόλων του εις το στόμιον του
+Ζαμβέση τη 31 Ιανουαρίου 1861, εξερεύνησις του Ροβούμα κατά Μάρτιον,
+επάνοδος εις την λίμνην Νυάσαν κατά Σεπτέμβριον 1861 και διαμονή μέχρι τέλους
+του Οκτωβρίου· τη 30 Ιανουαρίου 1862 άφιξις της κυρίας Λιβιγγστώνος και
+δευτέρου ατμοπλοίου, της «λαίδης Νυάσας», τοιαύτα υπήρξαν τα αξιοσημείωτα
+γεγονότα των πρώτων ετών της νέας ταύτης εκστρατείας. </p>
+
+<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν ο επίσκοπος Μάκενση και είς των ιεραποστόλων είχον
+ήδη υποκύψει εις τον νοσηρόν του κλίματος, και τη 27 Απριλίου η κυρία
+Λιβιγγστώνος απεβίωσεν εις τας αγκάλας του συζύγου της. </p>
+
+<p>Κατά Μάιον ο Λίβιγγστων επεχείρησε δευτέραν κατόπτευσιν του Ροβούμα, είτα
+δε, κατά τα τέλη Νοεμβρίου εισήλθεν εις τον Ζαμβέσην, ανέπλευσε τον Χιρέ,
+απώλεσε τον εταίρον του Θόρντων, απέστειλεν οπίσω εις την Ευρώπην τον
+αδελφόν του Κάρολον και τον ιατρόν Κιρκ, εξηντλημένος εκ των νόσων και τη 10
+Νοεμβρίου διά τρίτην φοράν επανήλθεν εις Νυάσαν, της οποίας συνεπλήρωσε την
+υδρογραφίαν.<br />
+&nbsp;<br />
+Μετά τρεις μήνας μετέβη πάλιν εις το στόμιον του Ζανζιβάρη και τη 20 Ιουλίου
+1864 μετά πενταετή απουσίαν έφθασεν εις Λονδίνον, όπου εδημοσίευσεν το
+σύγγραμά του επιγραφόμενον: «Εξερεύνησις του Ζαμβέση και των παραποτάμων
+αυτού». </p>
+
+<p>Τη 2 Ιανουαρίου 1866 ο Λίβιγγστων απεβιβάσθη εκ νέου εις Ζανζιβάρην. Τότε
+ήρχιζε την τετάρτην περιοδείαν του.</p>
+
+<p>Τη 8 Αυγούστου, αφού παρευρέθη εις τας φρικώδεις σκηνάς, ας προεκάλει η
+δουλεμπορεία εις εκείνας τας χώρας, ο δόκτωρ μη έχων μεθ' εαυτού την φοράν
+ταύτην ειμή ολίγους σιπάγιους και ολίγους μαύρους, μετέβη εις Μοκαλαοζέ, επί
+των οχθών της Νυάσας. Μετά έξ εβδομάδας, οι πλείστοι των ανδρών της συνοδείας
+του έφευγον, επέστρεφον εις Ζανζιβάρην και διέδιδον ψευδώς την είδησιν του
+θανάτου του Λιβιγγστώνος. </p>
+
+<p>Εκείνος όμως δεν ωπισθοχώρει. Ήθελε να επισκεφθή την περιλαμβανομένην
+μεταξύ της Νυάσας και της λίμνης Ταγγανίκας. Τη 10 Δεκεμβρίου οδηγούμενος
+παρά τινων ιθαγενών, διέπλευσε το ποτάμιον Λοαγγουά και τη 2 Απριλίου 1807
+ανεκάλυψε την λίμνην Λιέμβαν. Εκεί έμειναν ένα μήνα μεταξύ ζωής και θανάτου.
+Τη 30 Αυγούστου, μόλις αναρρώσας, έφθασεν εις την λίμνην Μοέρο, ης επεσκέφθη
+την βόρειον όχθην, και τη 21 Νοεμβρίου εισήλθεν εις την πόλιν Καζονβέ, ένθα
+διέμεινε τεσσαράκοντα ημέρας, κατά τας οποίας ανενέωσε δις την εξερεύνησιν της
+λίμνης Μοέρο. </p>
+
+<p>Από Καζονβέ ο Λίβιγγστων διηυθύνθη προς βορράν, σκοπόν έχων να φθάση εις
+την σπουδαίαν πόλιν Ουζιζί επί της Ταγγανίκας. Καταληφθείς υπό των πλημμυρών,
+εγκαταλειφθείς υπό των οδηγών του, ηναγκάσθη να επανέλθη εις Καζονβέ,
+κατήλθε πάλιν προς νότον τη 6 Ιουνίου, και μετά έξ εβδομάδας έφθασεν εις την
+μεγάλην λίμνην Βαγγουέολο. Εκεί διέμεινε μέχρι της 9 Αυγούστου και εζήτησε τότε
+να ανέλθη προς την Ταγγανίκαν. </p>
+
+<p>Οποίον ταξείδιον! Από της 7 Ιανουαρίου 1869 η αδυναμία του ηρωικού
+δόκτορος ήτο τοιαύτη, ώστε έπρεπε να τον βαστάζωσι. Κατά Φεβρουάριον, έφθασε
+τέλος εις την λίμνην και μετά ταύτα εις Ουζιζί, ένθα εύρεν αντικείμενά τινα
+σταλέντα αυτώ υπό της ανατολικής εταιρείας της Καλκούτης. </p>
+
+<p>Ο Λίβιγγστων μίαν μόνην ιδέαν είχε τότε, να φθάση εις τας πηγάς ή την κοιλάδα
+του Νείλου αναπλέων την Ταγγανίκαν. Τη 21 Σεπτεμβρίου ήτο εις Βαμβαρέ της
+Μανιουέμας, χώρος των ανθρωποφάγων, και έφθασεν εις τον Λοουλάβαν — τον
+Λαουλάβαν εκείνον τον οποίον ο μεν Καμερών υπώπτευσεν, ο δε Στάνλεϋ
+ανεκάλυψεν ότι δεν ήτο ειμή ο άνω Ζαΐρος ή Κόγγος. Εν Μαμοχέλα ο δόκτωρ
+έμεινεν ογδοήκοντα ημέρας ασθενής, έχων τρεις μόνον υπηρέτας. Τη 21 Ιουλίου
+1871 ανεχώρησε πάλιν διά την Ταγγανίκαν και τη 23 Οκτωβρίου μόλις επέστρεψεν
+εις Ουζιζί. Ήτο σκελετός. </p>
+
+<p>Εν τούτοις, προ της εποχής ταύτης επί πολύ, ουδεμίαν είχον είδησιν περί του
+περιηγητού. Εν Ευρώπη ηδύνατο να τον νομίζωσιν αποθανόντα. Αυτός ο ίδιος
+σχεδόν είχεν απολέσει την ελπίδα ότι ήθελόν ποτε τον βοηθήσει. </p>
+
+<p>Ένδεκα ημέρας μετά την εις Ουζιζί επιστροφήν του τη 3 Νοεμβρίου,
+πυροβολισμοί ηκούσθησαν εις απόστασιν ενός τετάρτου μιλίου από της λίμνης. Ο
+δόκτωρ έδραμεν εκεί. Λευκός τις ήτο ενώπιόν του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είσθε ο δόκτωρ Λίβιγγστων, ως υποθέτω. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μάλιστα, απεκρίθη ούτος, εγείρων το σκιάδιόν του και μετ' ευμενούς
+μειδιάματος. </p>
+
+<p>Και συνέσφιγξαν αλλήλων τας χείρας. Ευχαριστώ τον Θεόν, επανέλαβεν ο
+λευκός, ότι μοι επέτρεψε να σας συναντήσω. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είμαι ευτυχής, είπεν ο Λίβιγγστων διότι ευρέθην εδώ, όπως σας
+υποδεχθώ. </p>
+
+<p>Ο λευκός ήτο ο Αμερικανός Στάνλεϋ, πευθήν του «Κήρυκος της Νέας Υόρκης»
+τον οποίον ο κ. Βενέτ, διευθυντής της εφημερίδος, είχεν αποστείλει προς
+αναζήτησιν του Δαβίδ Λιβιγγστώνος. </p>
+
+<p>Κατά μήνα Οκτώβριον του 1870, ο Αμερικανός εκείνος, χωρίς να διστάση, χωρίς
+να είπη τι, αλλ' απλώς ως ήρως, επεβιβάσθη εις Βομβάην διά την Ζανζιβάρην, και
+ακολουθήσας περίπου το δρομολόγιον του Σπέκε και του Βούρτων, μετά πολλάς
+κακουχίας και αφού πολλάκις η ζωή του ηπειλήθη, έφθασεν εις Ουζιζί. </p>
+
+<p>Οι δύο περιηγηταί, γενόμενοι φίλοι εξέδραμον τότε προς βορράν της
+Ταγγανίκας. Επεβιβάσθησαν εις πλοίον, επροχώρησαν μέχρι του ακρωτηρίου
+Μεγάλα και μετά λεπτομερή εξερεύνησιν εσχημάτισαν την ιδέαν ότι η μεγάλη
+λίμνη ελάμβανε τα ύδατα αυτής έκ τινος ομόρρου του Λαουλάβα. Τούτο και ο
+Καμερών και αυτός ο Στάνλεϋ ηθέλησε να παραδεχθώσιν απολύτως μετά τινα έτη.
+Τη 12 Δεκεμβρίου ο Λίβιγγστων και ο φίλος του επέστρεψαν εις Ουζιζί.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Στάνλεϋ ητοιμάσθη να απέλθη. Τη 27 Δεκεμβρίου μετά οκταήμερον πλουν, ο
+δόκτωρ και αυτός έφθασεν εις Ουρίμβαν, είτα δε, τη 23 Φεβρουαρίου, εισήλθον
+εις Κουϊχάραν.<br />
+&nbsp;<br />
+Η 12 Μαρτίου ήτο ημέρα αποχαιρετισμού.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Εξετελέσατε, είπεν ο δόκτωρ εις τον φίλον του, ό,τι ολίγιστοι θα
+έπραττον, και πολύ καλλίτερον μεγάλων τινών περιηγητών. Σας ευγνωμονώ διά
+τούτο. Ο Θεός να σας οδηγή, φίλε μου, και να σας ευλογή. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είθε, είπεν ο Στάνλεϋ λαμβάνων την χείρα του Λιβιγγστώνος, είθε να
+επανέλθητε σώος και υγιής μεταξύ ημών, φίλτατε δόκτωρ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο Στάνλεϋ απεσπάσθη βιαίως εκ της περιπτύξεως εκείνης και
+επέστρεψε το πρόσωπον ίνα μη φανώσι τα δάκρυά του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Χαίρε, δόκτωρ, αγαπητέ μου φίλε, είπε μετά φωνής πεπιγμένης. </p>
+
+<p>&nbsp;— Χαίρε απεκρίθη ασθενώς ο Λίβιγγστων. </p>
+
+<p>Ο Στάνλεϋ ανεχώρησε, και τη 12 Ιουλίου 1872 απέβη εις Μασσαλίαν. </p>
+
+<p>Ο Λίβιγγστων έμελλε να επαναλάβη τας εξερευνήσεις του. Τη 25 Αυγούστου,
+αφού διέμεινε πέντε μήνας εν Κουιχάρα συνοδευόμενος υπό των μαύρων
+υπηρετών του — Σουζή Χούμα και Αμοδά, υπό δύο άλλων υπηρετών του Ιακώβου
+Βαινβράιτ και πεντήκοντα έξ ανδρών αποσταλέντων υπό του Στάνλεϋ διευθύνθη
+προς νότον της Ταγγανίκας. </p>
+
+<p>Μετά ένα μήνα η συνοδεία έφθασεν εις Μούραν εν μέσω καταιγίδων
+προκληθεισών υπό μεγίστης ξηρασίας. Είτα επήλθον βροχαί, η έχθρα των
+ιθαγενών, η απώλεια των φορτηγών ζώων πιπτόντων υπό τα νύγματα του τσετσέ.
+Τη 27 Απριλίου αφού περίστρεψε προς ανατολάς την λίμνην Βαγγουέολο,
+κατηυθύνθη προς το χωρίον Τσιτάμβο. </p>
+
+<p>Ιδού το μέρος ένθα σωματέμποροί τινες είχον εγκαταλίπει τον Λιβιγγστώνα.
+Ιδού τι έμαθον παρ' αυτών ο Αλβέζ και ο συνέταιρός του του Ουζιζί. Είχον πάντα τα
+διδόμενα να πιστεύωσιν ότι ο δόκτωρ αφού εξερευνήση τα νότια της λίμνης, θα
+ερριψοκινδύνευε διά μέσου της Λοάνδας και θα ήρχετο να ζητήση προς δυσμάς
+χώρας αγνώστους. Να ανέλθη προς την Αγγόλαν, να επισκεφθή τας χώρας ας
+ελυμαίνετο η σωματεμπορία και να προχωρήση μέχρι του Καζονδέ· το δρομολόγιον
+ήτο αυτόδηλον, και υπήρχε πάσα πιθανότης ότι θα ηκολούθει αυτό ο Λίβιγγστων.
+</p>
+
+<p>Επί της προσεχούς λοιπόν αφίξεως του μεγάλου περιηγητού ηδύνατο να
+βασίζεται η κυρία Βέλδων, αφού κατά τας αρχάς του Ιουνίου υπελογίζετο ότι
+έπρεπε να είχε φθάσει προ δύο μηνών προς νότον της λίμνης Βαγγουέολο. </p>
+
+<p>Αλλά την 13 Ιουνίου, παραμονήν της ημέρας καθ' ήν ο Νεγορός έμελλε να
+επανέλθη όπως ζητήση παρά της κυρίας Βέλδων την επιστολήν, ήτις θα παρέδιδεν
+εις χείρας του τας εκατόν χιλιάδες δολλάρια, θλιβερά είδησις διεδόθη διά την
+οποίαν εχάρησαν ο Αλβέζ και οι σωματέμποροι.<br />
+&nbsp;<br />
+Τη 1 Μαΐου 1873, όρθρου βαθέος, ο δόκτωρ Δαβίδ Λίβιγγστων απέθανε. </p>
+
+<p>Και τωόντι, τη 29 Απριλίου, η μικρά συνοδεία έφθασεν εις το χωρίον Τσιτάμβο,
+προς νότον της λίμνης. Ο δόκτωρ εκομίζετο επί φορείου. Την νύκτα της 30, υπό το
+κράτος υπερβολικής οδύνης, επρόφερε το παράπονον τούτο μόλις ακουσθέν: «Ω,
+φιλτάτη, φιλτάτη!» και εβυθίσθη πάλιν εις νάρκωσιν. </p>
+
+<p>Μετά μίαν ώραν, εκάλεσε τον υπηρέτην του Σουζή, εζήτησεν ιατρικά τινα, είτα
+εψιθύρισε μετά φωνής ασθενούς:</p>
+
+<p>&nbsp;— Έχει καλώς. Τώρα δύνασθε να απέλθετε. </p>
+
+<p>Περί την τετάρτην ώραν της πρωίας ο Σουζής και πέντε άνδρες της συνοδείας
+του εισήλθον εις την καλύβην του δόκτορος. </p>
+
+<p>Ο Δαβίδ Λίβιγγστων, γονυπετής πλησίον της κλίνης, την κεφαλήν έχων
+εστηριγμένην επί των χειρών, εφαίνετο ωσεί προσευχόμενος. </p>
+
+<p>Ο Σουζής έθεσεν ηρέμα τον δάκτυλον επί της σαρκός, ήτο ψυχρά. Ο Δαβίδ
+Λίβιγγστων δεν υπήρχε πλέον. </p>
+
+<p>Μετά εννέα μήνας το σώμα του μετακομισθέν υπό των πιστών υπηρετών του
+διά μόχθων ανηκούστων, έφθασεν εις Ζανζιβάρην, και τη 12 Απριλίου 1874 ετάφη
+εις την μονήν της Ουεστμίνστερ, εν τω μέσω των μεγάλων εκείνων ανδρών, ους η
+Αγγλία τιμά όσον και τους βασιλείς αυτής. </p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ'. </h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΠΟΥ ΔΥΝΑΤΑΙ ΝΑ ΟΔΗΓΗΣΗ
+ΜΑΝΤΙΚΟΡΟΣ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Εις ποίαν σανίδα σωτηρίας δεν προσκολλάται ο δυστυχής; Ποίαν ακτίνα ελπίδος,
+όσον και αν είναι αόριστος, δεν ζητούσιν να ίδωσιν οι οφθαλμοί του
+καταδίκου;</p>
+
+<p>Το αυτό συνέβη εις την κυρίαν Βέλδων, και εύκολον είναι να εννοήσωμεν τι θα
+ησθάνθη, όταν έμαθεν εξ αυτού του στόματος του Αλβέζ ότι ο δόκτωρ Λίβιγγστων
+απεβίωσεν έν τινι μικρώ χωρίω της Βαγγουέολο. </p>
+
+<p>Τη εφάνη ότι ήτο μάλλον ή άλλοτε μεμονωμένη, ότι το είδος τι δεσμού, όστις
+την συνέδεε μετά του περιηγητού και δι' αυτού μετά του πεπολιτισμένου κόσμου,
+εθραύσθη.<br />
+&nbsp;<br />
+Η σανίς της σωτηρίας έφευγεν υπό την χείρα αυτής, η ακτίς της ελπίδος εσβέννυτο
+προ των ομμάτων αυτής. </p>
+
+<p>Ο Τωμ και οι σύντροφοί του είχον εγκαταλίπει τον Καζονδέ διευθυνόμενοι προς
+την χώραν των λιμνών. </p>
+
+<p>Περί του Ηρακλέους ουδεμία υπήρχεν είδησις.<br />
+&nbsp;<br />
+Η κυρία Βέλδων δεν ηδύνατο βεβαίως να βασισθή επί ουδενός . . . . </p>
+
+<p>Ήτο ετοίμη λοιπόν να παραδεχθή την πρότασιν του Νεγορού, προσπαθούσα να
+συζητήση αυτήν και να εξασφαλίση το τελικόν αποτέλεσμα. </p>
+
+<p>Τη 14 Ιουνίου, ημέρας ορισθείσης υπ' αυτού, ο Νεγορός ενεφανίσθη εις την
+καλύβην της κυρίας Βέλδων. </p>
+
+<p>Ο Πορτογάλος υπήρξεν ως πάντοτε εντελώς πρακτικός. Ουδεμία ενδοτικότητα
+είχε να δείξη ως προς την σπουδαιότητα των λύτρων, τα οποία η αιχμάλωτος ούτε
+καν συνεζήτησεν. Αλλά και η κυρία Βέλδων εφάνη πρακτικωτάτη ειπούσα
+αυτώ:</p>
+
+<p>&nbsp;— Εάν θέλετε να ενεργήσετε εμπορικήν υπόθεσιν, μη καθιστάτε αυτήν
+αδύνατον, δι' όρων απαραδέκτων. Η ανταλλαγή της ελευθερίας ημών διά της
+ποσότητος ην απαιτείτε δύναται να επιτευχθή, χωρίς ο σύζυγός μου να έλθη εις
+χώραν, όπου βλέπετε πώς μεταχειρίζονται τους λευκούς. Λοιπόν αντί ουδεμιάς
+θυσίας στέργω να έλθη. </p>
+
+<p>Μετά τινα δισταγμόν Νεγορός ενέδωκε και η κυρία Βέλδων επέτυχεν ώστε ο
+Ιάκωβος Βέλδων να μη ριψοκινδυνεύση μέχρι του Καζονδέ. Πλοίον τι θα τον
+απεβίβαζεν εις Μοσαμεδές, μικρόν λιμένα της νοτίου ακτής της Αγγόλας, συνήθως
+συχναζόμενον υπό των σωματεμπόρων και γνωστότατον εις τον Νεγορόν. Εκεί ο
+Πορτογάλος θα έφερε τον Ιάκωβον Βέλδων, και εις εποχήν ωρισμένην οι πράκτορες
+του Αλβέζ θα ωδήγουν ωσαύτως την κυρίαν Βέλδων, τον Ζακ και τον εξάδελφον
+Βενέδικτον. </p>
+
+<p>Τα χρήματα θα εδίδοντο εις τους πράκτορας εκείνους αντί της παραδόσεως των
+αιχμαλώτων, ο δε Νεγορός όστις απέναντι του Ιακώβου Βέλδων θα παρίστα
+πρόσωπον τιμιωτάτου ανδρός, θα εγίνετο άφαντος κατά την άφιξιν του πλοίου.
+</p>
+
+<p>Ο υπό της κυρίας Βέλδων επιτευχθείς ούτος όρος ήτο σπουδαιότατος.
+Απήλλασε τον σύζυγόν της από τους κινδύνους της μεταβιβάσεως εις Καζονδέ και
+να κρατηθή εκεί, αφού επλήρωνε τα λύτρα, ή τους κινδύνους της επιστροφής.
+Όσον αφορά τα εξακόσια μίλια, άτινα εχώριζον το Καζονδέ από του Μοσαμεδές,
+υπό τους όρους καθ' ούς έμελλον να διανυθώσι ταύτα μετά την από Κοάνζα
+αναχώρησιν, η κυρία Βέλδων δεν είχε να φοβηθή άλλο τι ειμή ολίγους κόπους,
+καθότι το συμφέρον του Αλβέζ, όστις ήτο αναμεμιγμένος εις την υπόθεσιν απήτει
+ώστε οι αιχμάλωτοι να φθάσωσιν εκεί σώοι και υγιείς. </p>
+
+<p>Ούτω συμφωνηθέντων των πραγμάτων, η κυρία Βέλδων έγραψε προς τον
+σύζυγόν της υπό την έννοιαν ταύτην, αφίνουσα προσωρινώς εις τον Νεγορόν να
+παρουσιασθή ως θεράπων αφωσιομένος, όστις ηδυνήθη να διαλάθη τους
+ιθαγενείς. Ο Νεγορός έλαβε την επιστολήν, ήτις δεν επέτρεπεν εις τον Ιάκωβον
+Βέλδων να διστάση όπως τον ακολουθήση μέχρι του Μεσαμεδές, και την επιούσαν,
+συνοδευόμενος υπό εικοσάδος μαύρων, απήλθε προς βορράν. </p>
+
+<p>Διατί ελάμβανεν την διεύθυνσιν εκείνην; Είχεν άρα γε σκοπόν να επιβιβασθή
+εις πλοίον τι εξ εκείνων, άτινα συχνάζουν εις τα στόμια του Κόγγου και διά του
+μέσου τούτου να αποφύγη τους πορτογαλικούς σταθμούς και τα σωφρονιστικά
+καταστήματα, εις τα οποία είχε φιλοξενηθή ακουσίως; Πιθανόν. Τούτο τουλάχιστον
+επροφασίσθη εις τον Αλβέζ. </p>
+
+<p>Μετά την αναχώρησίν του η κυρία Βέλδων εδέησε να κανονίση τον βίον της
+ούτως ώστε να διέλθη όσω το δυνατόν καλλίτερον τον χρόνον, καθ' όν θα διέμενεν
+εν Καζονδέ. Παραδεχομένη τας μάλλον ευνοϊκάς περιπτώσεις υπελόγιζεν ότι
+ήθελον παρέλθει τρεις ή τέσσαρες μήνες. </p>
+
+<p>Η αναχώρησις και η επάνοδος του Νεγορού τοσούτον χρόνον απήτει. </p>
+
+<p>Ο σκοπός της κυρίας Βέλδων δεν ήτον να εγκαταλίπη το πρακτορείον. Το τέκνο
+της, ο εξάδελφος Βενέδικτος και αύτη ευρίσκοντο σχετικώς εν ασφαλεία. Αι
+περιποιήσεις της Χαλιμάς εμετρίαζον ολίγον τας σκληρότητας της φυλακίσεως
+εκείνης. Ήτο άλλως τε πιθανόν ότι ο σωματέμπορος δεν θα τη επέτρεπε να
+εγκαταλίπη το κατάστημά του.<br />
+&nbsp;<br />
+Η μεγάλη αμοιβή την οποίαν θα τω προσεπόριζεν η αγορά της αιχμαλώτιδος ήξιζε
+τον κόπον να την φυλάττωσιν αυστηρώς. Ήτο μάλιστα ευτυχής διότι δεν ηναγκάσθη
+να εγκαταλίπη το Καζονδέ, όπως επισκεφθή τα δύο άλλα αυτού πρακτορεία του
+Βιχέ και της Κασάγγας. Ο Κοΐμβρας απήλθεν όπως αντικαταστήση αυτόν εν τη
+εκστρατεία νέων ανθρωποκυνηγεσίων, και ουδεμίαν αιτίαν είχε να ποθή την
+παρουσίαν του μεθύσου εκείνου. </p>
+
+<p>Προς τούτοις ο Νεγορός προ της αναχωρήσεως του τω συνέστησε θερμώς την
+κυρίαν Βέλδων. Είχον μέγα συμφέρον να την επιτηρώσιν αυστηρώς. Δεν ήξευρον τι
+εγένετο ο Ηρακλής. Εάν δεν απώλετο εν τη φοβερά εκείνη επαρχία του Καζονδέ,
+ίσως θα προσεπάθει να πλησιάση την αιχμαλώτιδα και να αποσπάση εκ των χειρών
+του Αλβέζ. Ο σωματέμπορος εννόησε καλώς κατάστασιν πραγμάτων
+αντιπροσωπεύουσαν μέγα αριθμόν δολλαρίων και ηγγυάτο περί της κυρίας
+Βέλδων ως περί του ιδίου αυτού χρηματοκιβωτίου. </p>
+
+<p>Ο μονότονος λοιπόν βίος της αιχμαλώτιδος, κατά τας πρώτας ημέρας της
+αφίξεως αυτής εις το πρακτορείον εξηκολούθησεν. </p>
+
+<p>Ό,τι συνέβαινεν εν τω περιβόλω εκείνω αναπαρίστα ακριβέστατα τας
+διαφόρους πράξεις του εξωτερικού ιθαγενούς βίου. Ο Αλβέζ δεν ηκολούθει άλλα
+έθιμα ειμή τα των ιθαγενών του Καζονδέ. </p>
+
+<p>Αι γυναίκες του καταστήματος ειργάζοντο ως θα ειργάζοντο εν τη πόλει προς
+μεγάλην ευχαρίστησιν των συζύγων των ή των κυρίων των· η μέχρι εντελούς
+αποφλοιώσεως διά ξυλίνων ιγδίων προετοιμασία της ορύζης· το καθάρισμα και το
+λίχνισμα του αραβοσίτου, και όλαι αι αναγκαίαι εργασίαι προς εξαγωγήν
+κεγχρώδους ουσίας χρησιμευούσης εις την κατασκευήν ζωμού καλουμένου
+«μτυελέ» εν τη χώρα· η συλλογή του σόργου, είδους μεγάλης κέγχρου, όπερ κατ'
+εκείνην την ώραν του έτους ήτο εντελώς ώριμον· η εξαγωγή του ευώδους εκείνου
+ελαίου των πυρηνωδών καρπών του τοσούτον επιζητήτου υπό των ιθαγενών· η
+κλώσις του βάμβακος, του οποίου αι ίνες περιστρέφονται δι' ατράκτου ενός και
+ημίσεως ποδός μήκους, εις το οποίον αι νήθουσαι δίδουσι ταχείαν περιστροφικήν
+κίνησιν· η εκ φλοιών κατασκευή υφασμάτων· η εξαγωγή των ριζών του μανιόκου
+και η προπαρασκευή της γης διά τα διάφορα προϊόντα της χώρας, ήτοι της
+κασάβας, αλεύρου εξαγομένου εκ του μανιόκου· κυάμων των οποίων οι λοβοί
+μακροί δεκαπέντε δακτύλων παράγονται επί δένδρων είκοσι ποδών υψηλών·
+αραχίδων προωρισμένων προς κατασκευήν ελαίου· ζωηρών και κυανών πίσων·
+καφέ ιθαγενούς· σακχαροκαλάμων, των οποίων ο οπός μεταβάλλεται εις σιρόπιον·
+κρομμύων, γουάβων, σησάμου· αγγουρίων, των οποίων οι σπόροι οπτώνται ως τα
+κάστανα· παρασκευή των ζημουμένων ποτών, του εκ βανανών κατασκεβαζομένου
+μαλοφού, του πομβέ και άλλων· περιποιήσεις των οικοβίων κτηνών, των αγελάδων
+εκείνων αίτινες δεν αφίνουσιν να τας αλμέξωσιν ειμή επί παρουσία του μόσχου
+των ή μόσχου τεταριχευμένου· των δαμάλεων εκείνων μικράς φυλής βραχυκέρων,
+των οποίων τινές έχουσιν ύβον· των αιγών εκείνων, αίτινες εν τη χώρα ένθα το
+κρέας των χρησιμεύει προς τροφήν είναι σπουδαίον αντικείμενον ανταλλαγής,
+δύναταί τις ειπείν τρέχων νόμισμα ως ο δούλος, τέλος η συντήρησις των ορνίθων,
+χοίρων, προβάτων, βοών κ. τ. λ. — η μακρά αύτη απαρίθμησις δεικνύει ποίαι
+τραχείαι εργασίαι επιβαρύνουσι το ασθενές φύλον των αγρίων εκείνων χωρών της
+αφρικανικής ηπείρου. </p>
+
+<p>Κατά την εποχήν ταύτην οι άνδρες καπνίζουσι τον καπνόν ή την κάνναβιν,
+θυρεύουσι τον ελέφαντα ή τον βούβαλον, μισθούνται διά λογαριασμόν των
+σωματεμπόρων εις τα ανθρωποκυνήγια. </p>
+
+<p>Συλογή αραβοσίτων ή δούλων, είναι πάντοτε συλλογή γινομένη κατ' εποχάς
+ωρισμένας.<br />
+&nbsp;<br />
+Εκ των διαφόρων τούτων ασχολιών η κυρία Βέλδων δεν εγίνωσκεν εν τω
+πρακτορείω του Αλβέζ ειμή το μέρος το αναγόμενον εις τας γυναίκας. </p>
+
+<p>Ενίοτε ίστατο να τας παρατηρή, ενώ εκείναι, οφείλομεν να το είπωμεν, τη
+απεκρίνοντο διά μορφασμών εχθρικών. </p>
+
+<p>Το φυλετικόν ορμέμφυτον παρεκίνει τας δυστυχείς εκείνας να μισώσι την
+λευκήν, και εν τη καρδία αυτών ουδεμίαν θα εύρισκε τις συμπάθειαν δι' αυτήν.
+Μόνη η Χαλιμά απετέλει εξαίρεσιν, η δε κυρία Βέλδων κατωρθώσασα να
+ενθυμήται λέξεις τινάς της ιθαγενούς γλώσσης, ηδυνήθη μετ' ολίγον να ανταλλάση
+φράσεις τινάς μετά της νεαράς δούλης.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο μικρός Ζακ συνώδευε πολλάκις την μητέραν του, ότε αύτη περιεφέρετο εν τω
+περιβόλω αλλά πολύ επεθύμει να εξέλθη. </p>
+
+<p>Εν τούτοις υπήρχον εκεί παμμέγιστα βαοβάβ, φωλεαί ερωδιών και φωλεαί
+σουιμάγγων μετά στήθους και λαιμού ερυθρών, είτα υπήρχον χήραι καλάοι των
+οποίων το κελάδημα ήτο ευάρεστον, ψιττακοί χρώματος φαιού ανοικτού μετά
+ερυθράς ουράς· δρούγοι εντομοφάγοι. Τη δεκακείσε περιίπταντο ωσαύτως,
+εκατοστύες χρυσαλλίδων διαφόρων ειδών, προ πάντων πέριξ των ρυακίων άτινα
+διήρχοντο διά του πρακτορείου· αλλ' όλα ταύτα αφεώρων τον εξάδελφον
+Βενέδικτον μάλλον ή τον μικρόν Ζακ, και ούτος ελυπείτο διότι δεν ήτο υψηλότερος
+όπως βλέπη υπεράνω των τοίχων. </p>
+
+<p>Φευ! πού ήτο ο δυστυχής φίλος του, Δικ Σανδ, όστις τον ανεβίβαζε τόσον
+υψηλά εις τους ιστούς του «Πίλγριμ!» Πώς θα τον ηκολούθει εις τους κλάδους των
+δένδρων, των οποίων η κορυφή υψούτο πλειότερον των εκατόν ποδών! Πόσας
+άλλας ωραίας διασκεδάσεις θα απελάμβανον ομού!</p>
+
+<p>Αλλ' ο εξάδελφος Βενέδικτος ήτο πάντοτε ευτυχέστατος εκεί ένθα ήτο, ήρκει να
+μη τω έλειπον τα έντομα. Ευτυχώς είχεν ανακαλύψει εν τω πρακτορείω — και
+εσπούδαζεν, όσον ηδύνατο άνευ διόπτρων και μικροσκοπίου —
+μικροσκοπικωτάτην τινά μέλισσαν, ήτις κατασκεύαζε τας ωοθήκας αυτής μεταξύ
+των σκωριών του ξύλου καί τινα σφήγγα ωοτοκούσαν εις κυψέλας μη ανηκούσας
+εις αυτήν, ως πράττει ο κόκκυξ εις την φωλεάν των άλλων. </p>
+
+<p>Οι κώνωπες ωσαύτως δεν έλειπον εις τας όχθας των ρυακίων και τον
+κατέστιζον διά των νυγμάτων των εις βαθμόν ώστε να τον καθιστώσι αγνώριστον,
+και ότε η κυρία Βέλδων τον επέπληττε διότι άφινε να τον καταφάγωσι τα κακοποιά
+εκείνα έντομα, </p>
+
+<p>&nbsp;— Είναι το ορμέμφυτον αυτών, εξαδέλφη Βέλδων, τη απεκρίνατο ξέων
+το δέρμα του μέχρις αίματος, είναι το ορμέμφυτον αυτών και δεν πρέπει να
+δυσαρεστούμεθα.<br />
+&nbsp;<br />
+Τέλος ημέραν τινά — ήτο η 17 Ιουνίου — ο εξάδελφος Βενέδικτος ολίγου δειν να
+γίνη ο ευτυχέστατος των εντομολόγων. </p>
+
+<p>Αλλά το γεγονός τούτο, όπερ έσχεν απροσδοκήτους συνεπείας, δέον να
+αφηγηθώμεν μετά τινων λεπτομερειών. </p>
+
+<p>Ήτο η ενδεκάτη ώρα περίπου προ μεσημβρίας. Αφόρητος καύσων είχεν
+αναγκάσει τους κατοίκους του πρακτορείου να μείνωσιν εις τας καλύβας των, και
+ουδένα ιθαγενή θα συνήντα τις εις τας οδούς του Καζονδέ. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων ήτο νεναρκωμένη πλησίον του μικρού Ζακ όστις εκοιμάτο. </p>
+
+<p>Και αυτός ο εξάδελφος Βενέδικτος, υπείκων εις την επιρροήν της τροπικής
+εκείνης θερμοκρασίας, είχε παραιτήσει τα ευνοούμενα αυτού κυνήγια, — πράγμα
+όπερ τον δυσηρέστει πολύ, καθότι εις τας σημερινάς εκείνας ακτίνας ήκουε
+βομβούντα ολόκληρον κόσμον εντόμων. </p>
+
+<p>Μετά μεγάλης λοιπόν λύπης κατέφυγεν εις το βάθος της καλύβης του και εκεί ο
+ύπνος ήρχισε να τον καταλαμβάνη εν τη καταναγκαστική εκείνη αναπαύσει. </p>
+
+<p>Αίφνης ενώ οι οφθαλμοί του ημιεκλείοντο, ήκουσε θρουν τινα, ήτοι ένα εκ των
+αφορήτων εκείνων βόμβων των εντόμων, των οποίων τινά δύνανται να ποιήσωσι
+δεκαπέντε ή δεκαέξ χιλιάδας πτερυγισμούς κατά δευτερόλεπτον. </p>
+
+<p>Εξάποδον! έκραξεν ο εξάδελφος Βενέδικτος αφυπνισθείς πάραυτα και
+μεταβαίνων από της οριζοντίας θέσεως εις την κάθετον θέσιν. </p>
+
+<p>Ότι ήτο εξάποδον το βομβούν εν τη καλύβη, ουδεμία υπήρχεν αμφιβολία.<br />
+&nbsp;<br />
+Αλλ' εάν ο εξάδελφος Βενέδικτος ήτο λίαν μύωψ, είχε τουλάχιστον την ακοήν
+οξυτάτην, εις τοιούτον μάλιστα βαθμόν ώστε ηδύνατο να διακρίνη έν έντομον από
+άλλου εκ μόνης της εντάσεως του βόμβου του και τω εφάνη ότι ο βόμβος εκείνος
+τω ήτο άγνωστος. αν και δεν ηδύνατο να παράγεται έκ τινος γιγαντώδους είδους.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι είναι το εξάποδον τούτο; ηρώτησε καθ' εαυτόν ο εξάδελφος
+Βενέδικτος. </p>
+
+<p>Και ιδού αυτός θέλων να διακρίνη το έντομον, όπερ ήτο λίαν δυσχερές εις τους
+μη διοπτροφορούντας οφθαλμούς του, αλλά προσπαθών να το αναγνωρίση εκ της
+αναπάλσεως των πτερύγων του. </p>
+
+<p>Το εντομολογικόν αυτού ορμέμφυτον τον ειδοποίησεν ότι θα ήτο καλόν
+εύρημα, και ότι το έντομον εκείνο δεν θα ήτο τυχόν έντομον. </p>
+
+<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος ανακαθήσας δεν εκινείτο πλέον. Ηκροάζετο. </p>
+
+<p>Ηλιακαί τινες ακτίνες εισέδυον μέχρις αυτού. Οι οφθαλμοί του ανεκάλυψαν
+τότε μέγα σημείον μέλαν περιιπτάμενον μεν αλλά μη διερχόμενον αρκετά πλησίον
+ώστε να δυνηθή να το διακρίνη. </p>
+
+<p>Συνείχε την αναπνοή του, και εάν ενύσσετο εις οίον δήποτε μέρος του
+προσώπου ή των χειρών, είχεν απόφασιν, να μη ποιήση κίνησίν τινα δυναμένην να
+φυγαδεύση το εξάποδόν του.<br />
+&nbsp;<br />
+Τέλος το βομβούν έντομον, αφού εστράφη πολύ περί αυτόν ήλθε και εκαθέσθη επί
+της κεφαλής του. </p>
+
+<p>Το στόμα του εξαδέλφου Βενεδίκτου διεστάλη προς στιγμήν ωσεί να μειδιάση,
+και ποίον μειδίαμα! Ησθάνετο το ελαφρόν ζωύφιον τρέχον επί της κόμης του. </p>
+
+<p>Ακαταμάχητος επιθυμία να φέρη εκεί την χείρα τον κατέλαβε προς στιγμήν,
+αλλ' αντέσχε και έπραξε καλώς. </p>
+
+<p>&nbsp;— Οχ! όχι! εσκέφθη. ή θα αποτύχω, ή, όπερ το χειρότερον, θα τω
+προξενήσω κακόν. Ας το αφήσωμεν να έλθη πλησιέστερον. Ιδού βαδίζει!
+Καταβαίνει. </p>
+
+<p>Αισθάνομαι τους μικροφυείς πόδας του διατρέχοντας το κρανίον μου! Πρέπει
+να είναι εξάποδον ωραίου μεγέθους. Θεέ μου! ευδόκησον μόνον να καταβή μέχρι
+του άκρου της ρινός μου και εκεί, αλλοιθωρίζων ολίγον, ίσως δυνηθώ να το ίδω και
+να ορίσω εις ποίαν ομοταξίαν, εις ποίον γένος, είδος ή ποικιλίαν ανήκει. </p>
+
+<p>Ούτως εσκέπτετο ο εξάδελφος Βενέδικτος. Αλλά μεταξύ του κρανίου του, όπερ
+ήτο αρκούντως οξύ, μέχρι του άκρου της ρινός του, ήτις ήτο μακροτάτη, η
+απόστασις ήτο μεγάλη.</p>
+
+<p>Πόσας άλλας διευθύνσεις το ιδιότροπον έντομον ηδύνατο να λάβη, προς το
+μέρος των ώτων, προς το μέρος του μεσοκράνου, διευθύνσεις αίτινες το
+απεμάκρυνον από των οφθαλμών του επιστήμονος, χωρίς να υπολογίσωμεν ότι
+ανά πάσαν στιγμήν ηδύνατο να επαναλάβη την πτήσιν του, να εγκαταλίπη την
+καλύβην, να εξαφανισθή εις τας ηλιακάς εκείνας ακτίνας, ένθα βεβαίως διήρχετο
+τον βίον του εν τω μέσω του βόμβου των ομογενών αυτού, άτινα το προσεκάλουν
+εκτός!</p>
+
+<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος εσκέφθη πάντα ταύτα. Ουδέποτε καθ' όλον τον
+εντομολογικόν βίον του, διήλθε στιγμάς συγκινητικωτέρας. Αφρικανικόν εξάποδον
+είδους ή τουλάχιστον ποικιλίας, ή μάλιστα υποποικιλίας νέας, ήτο εκεί επί της
+κεφαλής του, και δεν ηδύνατο να το διακρίνη ειμή επί τω όρω να καταδεχθή να
+περιπατήση ένα τουλάχιστον δάκτυλον υπό τους οφθαλμούς του. </p>
+
+<p>Εν τούτοις η ευχή του εξαδέλφου Βενεδίκτου έμελλε να εισακουσθή. Το
+έντομον, αφού περιώδευσεν επί της ημιανωρθωμένης εκείνης κόμης, ως επί της
+κορυφής ακαλλιεργήτου τινός θάμνου, ήρχισε να κατεβαίνη εις τας κροτάφους του
+εξαδέλφου Βενεδίκτου, και ούτος ηδυνήθη τέλος να συλλάβη την ελπίδα ότι ήθελε
+ριψοκινδυνεύσει εις την κορυφήν της ρινός, διατί να μη κατέλθη προς τας
+βάσεις;</p>
+
+<p>&nbsp;— Εγώ εις την θέσιν του θα κατέβαινον, εσκέπτετο ο άξιος
+επιστήμων.<br />
+&nbsp;<br />
+Το αληθέστερον είναι ότι πας άλλος εις την θέσιν του εξαδέλφου Βενεδίκτου θα
+έδιδεν ισχυρόν κτύπημα διά να κατασυντρίψη το ενοχλητικόν έντομον, ή
+τουλάχιστον διά να το τρέψη εις φυγήν. Να αισθάνεταί τις έξ πόδας
+περιφερομένους επί του δέρματός του, χωρίς να αναφέρομεν και τον φόβον μήπως
+κεντηθή, και να μη κινήται, συμφωνήσατε ότι τούτο είναι αληθής ηρωισμός. </p>
+
+<p>Ο Σπαρτιάτης αφίνων να κατασπαραχθή το σώμα του υπό αλώπεκος. Ο
+Ρωμαίος κρατών μεταξύ των δακτύλων του άνθρακας ανημμένους, δεν ήσαν κύριοι
+εαυτών πλειότερον του εξαδέλφου Βενεδίκτου, όστις αναντιρρήτως κατήγετο εκ
+των δύο τούτων ηρώων. </p>
+
+<p>Το έντομον, αφού εποίησεν είκοσι μικράς περιστροφάς, έφθασεν εις την
+κορυφήν της ρινός. Εκεί εγένετο δισταγμός τις, όστις επεσώρευσεν εις την καρδίαν
+όλον το αίμα του εξαδέλφου Βενεδίκτου. Θα ανέβαινε πάλιν το εξάποδον πέραν
+της γραμμής των οφθαλμών ή θα κατέβαινεν υποκάτω αυτών;</p>
+
+<p>Κατέβη. Ο εξάδελφος Βενέδικτος ησθάνθη τους τριχωτούς πόδας του
+αναπτυσομένους προς τας βάσεις της ρινός του. Το έντομον δεν διευθύνθη μήτε
+προς τα δεξιά μήτε προς τα αριστερά. Έμεινε μεταξύ των φρισόντων πτερυγίων, επί
+της ελαφράς κοίλης κορυφής της επιστημονικής εκείνης ρινός, τοσούτον καλώς
+εσχηματισμένης, όπως βαστάζη δίοπτρα. </p>
+
+<p>Υπερέβη το μικρόν κοίλωμα το παραχθέν εκ της αδιακόπου χρήσεως του
+οπτικού τούτου οργάνου του οποίου εστερείτο ο δυστυχής εξάδελφος, και
+εσταμάτησεν εις αυτήν την άκραν του ρινικού παραρτήματος. </p>
+
+<p>Ήτο η καλλιτέρα θέσις, ην ηδύνατο να εκλέξη το εξάποδον. Εκ της αποστάσεως
+ταύτης οι δύο οφθαλμοί του εξαδέλφου Βενεδίκτου συνενούντες την οπτικήν
+αυτών ακτίνα ηδύναντο ως δύο φακοί να εξακοντήσωσιν επί του εντόμου το
+διπλούν αυτών βλέμμα.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Θεέ παντοδύναμε! ανέκραξεν ο εξάδελφος Βενέδικτος μη δυνηθείς να
+συγκρατήση κραυγήν ο φυματώδης μαντίκορος!</p>
+
+<p>Αλλά δεν έπρεπε να κραυγάση, έπρεπε μόνον να το σκεφθή! Αλλά τοιαύτη
+απαίτησις θα ήτο μεγάλη προκειμένου περί τοιούτου ενθουσιώδους εντομολόγου.
+</p>
+
+<p>Να έχη επί της άκρας της ρινός φυματώδη μαντίκορον μετά πλατεών ελύτρων,
+έντομον της ομοιογενείας των πυγολαμπίδων, δείγμα σπανιώτατον εν ταις
+συλλογαίς, όπερ φαίνεται ειδικόν εις τας μεσημβρινάς εκείνας επαρχίας της
+Αφρικής και να μη εκφέρη κραυγήν θαυμασμού, τούτο είναι υπέρτερον των
+ανθρωπίνων δυνάμεων!</p>
+
+<p>Ατυχώς ο μαντίκορος ήκουσε την κραυγήν εκείνην, ην σχεδόν αμέσως
+παρηκολούθησε πταρμός, όστις έσεισε το παράρτημα εφ' ού ανεπαύετο. Ο
+εξάδελφος Βενέδικτος ηθέλησε να τον συλλάβη, έτεινε την χείρα, την έκλεισε
+βιαίως και δεν κατώρθωσε να συλλάβη ειμή το άκρον της ιδίας εαυτού ρινός.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ανάθεμα! ανέκραξεν. </p>
+
+<p>Αλλά τότε έδειξεν αξιοσημείωτον ψυχραιμίαν·</p>
+
+<p>Ήξευρεν ότι ο φυματώδης μαντίκορος ημιίπταται, ούτως ειπείν ότι μάλλον
+βαδίζει ή πετά. Εγονυπέτησε λοιπόν και κατόρθωσε να παρατηρήση εις απόστασιν
+μικροτέραν των δέκα δακτύλων από των οφθαλμών του, το μέλαν σημείον
+ολισθαίνον ταχέως έν τινι ηλιακή ακτίνι. </p>
+
+<p>Προδήλως προτιμότερον ήτο να το σπουδάση εν τη ανεξαρτήτω εκείνη
+καταστάσει. </p>
+
+<p>Προ πάντων όμως έπρεπε να μη το απολέση εκ των οφθαλμών του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Να συλλάβω τον μαντίκορον· θα διέτρεχον τον κίνδυνον να τον
+κατασυντρίψω, εσκέφθη ο εξάδελφος Βενέδικτος. Όχι! Θα τον παρακολουθήσω, θα
+τον θαυμάσω. Έχω τον απαιτούμενον καιρόν να τον συλλάβω. </p>
+
+<p>Είχεν άραγε άδικον ο εξάδελφος Βενέδικτος; Όπως δήποτε, ιδού ούτος με τα
+τέσσαρα, ως κύων οσφραινόμενος ίχνη, και ακολουθών επτά ή οκτώ δακτύλους
+όπισθεν το μεγαλοπρεπές εξάποδον. </p>
+
+<p>Μετ' ολίγας στιγμάς ήτο έξω της καλύβης, υπό τον μεσημερινόν ήλιον και μετ'
+άλλας ολίγας στιγμάς εις την βάσιν του περιχαρακώματος, όπερ έκλειε το
+κατάστημα του Αλβέζ.<br />
+&nbsp;<br />
+Εις το μέρος εκείνο έμελλεν άραγε ο μαντίκορος δι' ενός άλματος να υπερβή τον
+περίβολον και να θέση ένα τοίχον μεταξύ αυτού και του λάτρεώς του; Όχι, τούτο
+δεν ήτο εις την φύσιν του και ο εξάδελφος Βενέδικτος το εγίνωσκε καλώς.</p>
+
+<p>Τούτο ένεκα έμεινε πάντοτε εκεί έρπων ως όφις πολύ μεν μακράν όπως δυνηθή
+να εξετάση το έντομον εντομολογικώς, αρκετά όμως πλησίον όπως βλέπη πάντοτε
+το κινούμενον εκείνο μέγα σημείον, όπερ εβάδιζεν επί του εδάφους. </p>
+
+<p>Ο μαντίκορος φθάσας πλησίον του περιχαρακώματος, συνήντησε μεγάλην
+οπήν ανεωγμένην παρά την βάσιν του περιβόλου.<br />
+&nbsp;<br />
+Εκεί χωρίς να διστάση εισέδυσεν εν τη υπογείω εκείνη στοά, καθότι έχει την
+συνήθειαν να επιζητή τας σκοτεινάς ταύτας οδούς. </p>
+
+<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος ενόμισεν ότι έμελλε να τον απολέση εκ των οφθαλμών
+του. Αλλά προς μεγάλην του έκπληξιν η οπή εκείνη ήτο δύο πόδας τουλάχιστον
+πλατεία και η σήραγξ εσχημάτιζεν είδος τι στοάς ένθα το ισχνόν σώμα του ηδυνήθη
+να εισχωρήση.<br />
+&nbsp;<br />
+Άλλως τε δε εις την καταδίωξιν εκείνην εδείκνυε την ζέσιν ικτίδος, και ούτε καν
+παρετήρησεν ότι έρπων τοιουτοτρόπως διήλθε κάτωθεν του περιφράγματος. </p>
+
+<p>Τωόντι η σήραγξ απετέλει συγκοινωνίαν φυσικήν μεταξύ του εσωτερικού και
+του εξωτερικού. </p>
+
+<p>Μετά παρέλευσιν δε ημίσεως λεπτού ο εξάδελφος Βενέδικτος ευρέθη έξω του
+πρακτορείου. </p>
+
+<p>Τούτο όμως δεν ήτο ικανόν να τον ανησυχήση. Ήτο όλως παραδεδεμένος εις
+τον θαυμασμόν του προς το κομψόν έντομον το οδηγούν αυτόν.</p>
+
+<p>Αλλ' εκείνο βεβαίως είχε κουρασθή εκ της μακράς εκείνης πορείας. </p>
+
+<p>Τα έλυτρα αυτού διέστησαν, αι πτέρυγες ανεπτύχθησαν. Ο εξάδελφος
+Βενέδικτος ησθάνθη τον κίνδυνον και διά της ανεστραμμένης χειρός του έμελλε να
+προσφέρη εις τον μαντίκορον προσωρινήν φυλάκισιν όταν, φρρρ . . . ούτος
+επέταξε.<br />
+&nbsp;<br />
+Ποία απελπισία! Αλλ' ο μαντίκορος δεν ηδύνατο να πετάξη μακράν. </p>
+
+<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος ηγέρθη, παρετήρησε και ώρμησε με τας δύο χείρας
+τεταμένας και ανοικτάς. </p>
+
+<p>Το έντομον περείπτατο άνωθεν της κεφαλής του και δεν έβλεπε πλέον ειμή
+μέλαν τι σημείον δυσδιάκριτον εις αυτόν. </p>
+
+<p>Θα ήρχετο άραγε ο μαντίκορος να αναπαυθή πάλιν επί της γης, αφού
+περιέγραψεν ιδιοτρόπους τινάς κύκλους περί την ανωρθωμένην κόμην του
+εξαδέλφου Βενεδίκτου; Κατά πάσαν πιθανότητα θα εγίνετο ούτω. </p>
+
+<p>Δυστυχώς διά τον ατυχή επιστήμονα, το μέρος εκείνο του καταστήματος του
+Αλβέζ, όπερ έκειτο εις την βορείαν άκραν της πόλεως, συνώρευε προς ευρύτατατον
+δάσος καλύπτον την χώραν του Καζονδέ επί διαστήματος πολλών τετραγωνικών
+μιλίων. </p>
+
+<p>Εάν ο μαντίκορος έφθανεν εις το φύλλωμα των δένδρων, και εάν εκεί ήρχιζε να
+ίπταται από κλάδου εις κλάδον, έπρεπε να αποβάλη πλέον πάσαν ελπίδα ότι ήθελε
+τον εγκλείσει εις τον περίφημον κασσιτέρινον κιβώτιόν του, του οποίου θα ήτο το
+τιμαλφέστερον κόσμημα. </p>
+
+<p>Φευ! τούτο και συνέβη. Ο μαντίκορος επανέλαβε πάλιν την επί του εδάφους
+θέσιν του. </p>
+
+<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος, ελπίσας ότι θα ηδύνατο να τον επανίδη, ερρίφθη
+αμέσως πρηνής. Αλλ' ο μαντίκορος δεν εβάδιζε πλέον αλλ' επροχώρει διά μικρών
+αλμάτων. </p>
+
+<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος εξηντλημένος, τους όνυχας και τα γόνατα έχων
+αιμόρφυρτα, επήδησεν ωσαύτως. Οι δύο βραχίονές του, με τας χείρας ανοικτάς
+ηπλούντο δεξιά και αριστερά, συμφώνως προς τα άλματα του μέλανος σημείου.
+</p>
+
+<p>Ήθελε τις υποθέσει ότι έκαμνεν απλωτάς επί του φλογερού εκείνου εδάφους,
+ως κολυμβητής επί της επιφανείας του ύδατος. </p>
+
+<p>Μάταιος κόπος! Αι δύο χείρες του εκλείοντο πάντοτε κεναί. Το έντομον
+διέφευγε παίζον, και μετ' ολίγον, φθάσαν υπό τας δροσεράς κλαδώσεις, υψώθη,
+αφού ηκόντησεν εις το ωτίον του εξαδέλφου Βενεδίκτου, όπερ εθώπευσεν,
+εντονώτερον μεν βόμβον αλλ' επίσης ειρωνικώτερον, διά των ως κολεοπτέρου
+πτερύγων αυτού.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ανάθεμα! ανέκραξεν εκ δευτέρου ο εξάδελφος Βενέδικτος. Με διέφυγεν!
+Αχάριστον εξάποδον! Συ εις τον οποίον προώριζον τιμητικήν θέσιν εις την
+συλλογήν μου! Αλλ' όχι! δεν θα σε εγκαταλείψω! Θα σε καταδιώξω μέχρις ου σε
+φθάσω!</p>
+
+<p>Ο ατυχής εξάδελφος ελησμόνει ότι οι μυωπικοί οφθαλμοί του δεν τω
+επέτρεπον να διακρίνη τον μαντίκορον εν τω μέσω του φυλλώματος. Αλλά δεν ήτο
+πλέον κύριος εαυτού. Το πείσμα και η οργή καθίστων αυτόν έξω φρενών. Εαυτόν
+και μόνον εαυτόν έπρεπε να αιτιάται διά την αποτυχίαν του. </p>
+
+<p>Εάν ευθύς εξ αρχής συνελάμβανε το έντομον αντί να το παρακολουθή «εν τη
+ανεξαρτήτω αυτού πτήσει», ουδέν θα συνέβαινεν εξ όσων συνέβησαν και θα είχεν
+εις την εξουσίαν του το θαυμάσιον εκείνο δείγμα των αφρικανικών μαντικόρων,
+των οποίων το όνομα είναι όνομα μυθώδους τινός ζώου, όπερ έχει την κεφαλήν
+ανθρώπου και σώμα λέοντος. </p>
+
+<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν είχε πλέον τον νουν του. Ουδόλως εννόησεν ότι η
+μάλλον απρόοπτος των περιστάσεων τω απέδωκε την ελευθερίαν του.<br />
+&nbsp;<br />
+Δεν εσκέφθη ότι η σήραγξ εκείνη εν τη οποία είχεν εισέλθει τω ήνοιξεν έξοδον και
+ότι εγκατέλιπε το κατάστημα του Αλβέζ. Το δάσος ήτο εκεί και υπό τα δένδρα ο
+αποπτάς μαντίκορος. Αντί πάσης θυσίας ήθελε να τον επανίδη. </p>
+
+<p>Έτρεχε λοιπόν διά του πυκνού εκείνου δάσους, μη έχων πλέον μήτε την
+συνείδησιν των πραττομένων, φανταζόμενος ότι έβλεπε πάντοτε το πολύτιμον
+έντομον πλήττων τον αέρα διά των δύο μεγάλων βραχιόνων του ως γιγαντιαία
+μακρόπους αράχνη.<br />
+&nbsp;<br />
+Πού διηυθύνετο, πώς θα επέστρεφε, και εάν θα επέστρεφεν, ουδέ εσκέπτετο καν
+και επί έν ολόκληρον μίλιον εβυθίσθη τοιουτοτρόπως, με κίνδυνον να συναντηθή
+υπό τινος θηρίου. </p>
+
+<p>Αίφνης, ότε διήρχετο πλησίον πυκνώματός τινος εκ χαμοκλάδων, γιγαντώδες τι
+ον επήδησε και επέπεσε κατ' αυτού. Είτα δε ως θα έπραττεν ο εξάδελφος
+Βενέδικτος εάν συνελάμβανε τον μαντίκορον, τον έδραξε διά της μιας χειρός εκ του
+ινίου, διά δε της άλλης εκ του κάτω μέρους της ράχεως και χωρίς να λάβη καιρόν
+να εννοήση τι συνέβαινε μετεφέρθη διά του δάσους,. </p>
+
+<p>Αληθώς ο εξάδελφος Βενέδικτος απώλεσε την ημέραν εκείνην λαμπράν
+ευκαιρίαν να ανακηρύξη εαυτόν ως τον ευτυχέστατον εντομολόγον των πέντε
+μερών του κόσμου. </p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΣΤ.' </h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>Ο ΜΑΓΟΣ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Ότε η κυρία Βέλδων κατά την ημέραν εκείνην της 17, δεν είδεν επανελθόντα το
+εξάδελφων Βενέδικτον κατά την συνήθη ώραν, κατελήφθη υπό ζωηροτάτης
+ανησυχίας.</p>
+
+<p>Δεν ηδύνατο να εννοήση τι εγένετο το μεγάλον παιδίον της. Ότι κατώρθωσε να
+διαφύγη το πρακτορείον, του οποίου ο περίβολος ήτο εντελώς αδιάβατος, τούτο
+δεν ήτο παραδεκτόν. Άλλως τε δε η κυρία Βέλδων εγνώριζε τον εξάδελφόν της. Και
+επί τη υποθέσει ότι επρότεινέ τις εις τον ιδιότροπον εκείνον να φύγη εγκαταλείπων
+το κασσιτέρινον κιβώτιόν του και την εξ αφρικανικών εντόμων συλλογήν του, θα
+ηρνείτο χωρίς να δείξη ούτε σκιάν δισταγμού. </p>
+
+<p>Το κιβώτιον λοιπόν ήτο εκεί εν τη καλύβη ανέπαφον, περιέχον παν ό,τι ο
+επιστήμων ηδυνήθη να συλλέξη από της εν τη ηπείρω αφίξεώς του. Να υποθέση
+τις ότι είχε εκουσίως αποχωρισθή των εντομολογικών θησαυρών του ήτο
+απαράδεκτον. </p>
+
+<p>Και εντούτοις ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν ευρίσκετο πλέον εις το κατάστημα
+του Ιωσία Αντωνίου Αλβέζ. </p>
+
+<p>Καθ' όλην εκείνην την ημέραν η κυρία Βέλδων τον εζήτει επιμόνως. Ο μικρός
+Ζακ και η δούλη Χαλιμά συνήνωσαν τας προσπαθείας των, αλλ' εις μάτην.<br />
+&nbsp;<br />
+Ηναγκάσθη τότε η κυρία Βέλδων να παραδεχθή την εξής ήκιστα ενθαρρυντικήν
+υπόθεσιν, ότι ο δεσμώτης ανηρπάγη κατά διαταγήν του δουλεμπόρου και διά
+λόγους αγνώστους αυτή.<br />
+&nbsp;<br />
+Αλλά τότε, τι τον έκαμεν ο Αλβέζ; Τον ενέκλεισεν άρα γε εις παράπηγμά τι, της
+μεγάλης της πλατείας; Αλλά διατί η αρπαγή αύτη συμβαίνουσα μετά την
+συμφωνίαν την γενομένην μεταξύ της κυρίας Βέλδων και του Νεγορού, συμφωνίαν
+ήτις περιελάμβανε τον εξάδελφον Βενέδικτον μεταξύ των αιχμαλώτων τους
+οποίους ο δουλέμπορος ώφειλε να φέρη εις Μοσαμαδές και να τους παραδώση
+αντί λύτρων εις τον Ιάκωβον Βέλδων;</p>
+
+<p>Εάν η κυρία Βέλδων ήτο δυνατόν να ίδη την οργήν του Αλβέζ, όταν έμαθε την
+εξαφάνισιν του αιχμαλώτου ήθελεν εννοήσει ότι η εξαφάνισις εκείνη εγένετο παρά
+την θέλησίν του.<br />
+&nbsp;<br />
+Αλλά τότε εάν ο εξάδελφος Βενέδικτος εδραπέτευσεν εκουσίως, διατί δεν τη
+ανεκοίνωσε το μυστικόν της αποδράσεώς του;</p>
+
+<p>Εν τούτοις αι αναζητήσεις του Αλβέζ και των υπηρετών του, αίτινες εγένοντο
+μετά μεγίστης φροντίδος, επέφερον την ανακάλυψιν της φωλεάς εκείνης, ήτις
+έθεσε το πρακτορείον εις άμεσον συγκοινωνίαν μετά του γειτονικού δάσους.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο δουλέμπορος δεν αμφέβαλλε πλέον ότι ο κυνηγός των μυιών επέταξε διά της
+στενής εκείνης οπής. Φαντάζεσθε λοιπόν την οργήν του, όταν εσκέφθη ότι η φυγή
+εκείνη θα κατελογίζετο βεβαίως εις βάρος του και θα ηλάττου το ποσόν το οποίον
+έμελλε να λάβη εις την υπόθεσιν εκείνην.<br />
+&nbsp;<br />
+Το ζώον εκείνο δεν ήξιζε μεγάλα πράγματα, εσκέπτετο και εν τούτοις θα χάσω
+πολύ. Α! εάν τον συλλάβω πάλιν!</p>
+
+<p>Αλλά μεθ' όλας τας εις τα ενδότερα γενομένας αναζητήσεις και μόλον ότι τα
+δάση εξηρευνήθησαν εν μεγάλη ακτίνι, υπήρξεν αδύνατον να ανευρεθή ίχνος τι
+του φυγάδος. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων εδέησε να υπομείνη την απώλειαν του εξαδέλφου της, και ο
+Αλβέζ, να πενθήση διά τον αιχμάλωτον, Και επειδή δεν ηδύναντο να παραδεχθώσιν
+ότι ούτος είχε συνάψη σχέσεις εξωτερικάς, εδέησε να σχηματήσωσι την ιδέαν ότι
+μόνον εκ τύχης ανεκάλυψε την ύπαρξιν της φωλεάς εκείνης και απέδρα, χωρίς να
+μεριμνήση το παράπαν περί εκείνων τους οποίους εγκατέλιπεν όπισθέν του. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων ηναγκάσθη να παραδεχθή τούτο, αλλά δεν εσκέφθη να
+οργισθή κατά του δυστυχούς εκείνου ανδρός, όστις ουδεμίαν συναίσθησιν είχε των
+πράξεών του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο δυστυχής! τι θα γίνη; εσκέπτετο. </p>
+
+<p>Εννοείται ότι κατά την ιδίαν εκείνην ημέραν η φωλεά εφράχθη μετά μεγίστης
+προσοχής, και η επαγρύπνησις εδιπλασιάσθη και εντός και εκτός του πρακτορείου.
+</p>
+
+<p>Ο μονότονος βίος των δεσμωτών εξηκολούθησε διά την κυρίαν Βέλδων και το
+τέκνον αυτής. </p>
+
+<p>Εν τούτοις κλιματολογικόν τι γεγονός σπανιώτατον κατά την ώραν εκείνην του
+έτους, συνέβη εν τη επαρχία. Εξακολουθητικαί βροχαί ήρχισαν περί την 19 Ιουνίου,
+αν και η περίοδος αυτών, ήτις τελειώνει κατ' Απρίλιον, είχε παρέλθει. Τωόντη ο
+ουρανός ήτο κεκαλυμμένος, και υετοί επίμονοι κατέκλυζον την γην του Καζονδέ.
+</p>
+
+<p>Εάν τούτο δυσηρέστει την κυρίαν Βέλδων, επειδή δεν ηδύνατο πλέον να εκτελή
+τους συνήθεις περιπάτους της εις το εσωτερικόν του πρακτορείου, διά τους
+ιθαγενείς όμως απέβη δυστύχημα γενικόν. </p>
+
+<p>Αι χαμηλαί γαίαι, κεκαλυμμέναι ήδη υπό χόρτων ωρίμων ήδη, κατεκλύσθησαν
+εντελώς υπό των υδάτων. Οι κάτοικοι της επαρχίας, των οποίων κατεστράφη
+αίφνης η συγκομιδή, ευρέθησαν εις απελπιστικήν κατάστασιν. Όλαι αι εργασίαι της
+εποχής διεκόπησαν, και η βασίλισσα Μοΐνα ως και οι υπουργοί αυτής δεν ήξευραν
+πώς να αποσοβήσωσι την καταστροφήν. </p>
+
+<p>Κατέφυγον λοιπόν εις τους μάγους, αλλ' ουχί εις εκείνους ων το επάγγελμα
+είναι να θεραπεύωσι τους ασθενείς διά των γοητειών μαγειών των, ή οίτινες
+προέλεγον την καλήν τύχην εις τους ιθαγενείς. </p>
+
+<p>Αλλά τότε προέκητο περί κοινής συμφοράς και οι άριστοι μ γ ο ύ ν γ α ι, οίτινες
+έχουσι την δύναμιν να προκαλώσιν ή να καταπαύωσι τας βροχάς, παρεκλήθησαν
+να εξορκίσωσι τον κίνδυνον. </p>
+
+<p>Αλλά και ούτοι ουδέν κατώρθωσαν. Εις μάτην ετόνισαν το μονότονον άσμα
+των, έσεισαν τον διπλούν κώδωνα και τους κωδωνίσκους, μετεχειρίσθησαν τα
+πολυτιμότερα περίοπτα και έτι μάλλον ιδιαιτέρως κέρας τι, πλήρες πηλού και
+φλοιών, του οποίου η αιχμή απολήγει εις τρία κερατίδια, εξώρκισαν ρίπτοντες
+μικράς σφαίρας κόπρου ή πτύοντες εις το πρόσωπον των σεβαστοτέρων ανθρώπων
+της αυλής· δεν ηδυνήθησαν να αποδιώξωσι τα πονηρά πνεύματα, τα οποία
+προΐστανται εις τον σχηματισμόν των νεφών. </p>
+
+<p>Τα πράγματα λοιπόν έβαινον ολοέν επί τα χείρω, ότ' η βασίλισσα Μοΐνα
+εσκέφθη να μετακαλέση διάσημόν τινα μάγον ευρισκόμενον τότε εις τα βόρεια
+μέρη της Αγγόλας. </p>
+
+<p>Ήτο μάγος πρώτης τάξεως, του οποίου η τέχνη ήτο τοσούτω μάλλον θαυμασία,
+όσω δεν είχεν έτι δοκιμαοθή εν τη χώρα εκείνη ουδέποτε. </p>
+
+<p>Τώρα όμως επρόκειτο να αποδείχθή η κατά των βροχών ικανότης του. </p>
+
+<p>Κατά την πρωίαν λοιπόν της 25 Ιουνίου ο νέος μάγος ανήγγειλε θορυβωδώς την
+άφιξίν του διά των κωδωνίσκων του. </p>
+
+<p>Ο μάγος εκείνος ήλθε κατ' ευθείαν εις την αγοράν και αμέσως το πλήθος των
+ιθαγενών έδραμε προς αυτόν. Ο ουρανός ήτο ολιγώτερον βροχερός, ο άνεμος
+εδείκνυε τάσιν προς μεταβολήν και τα συμπτώματα ταύτα της γαλήνης
+συμπίπτοντα μετά της ελεύσεως του μάγου, προδιέθετον τα πνεύματα υπέρ αυτού.
+</p>
+
+<p>Ήτο άλλως τε μεγαλοπρεπέστατος ανήρ ωραιότατος μαύρος. </p>
+
+<p>Είχεν ανάστημα τουλάχιστον έξ ποδών και εφαίνετο ότι ήτο εκτάκτως ισχυρός.
+Το εξωτερικόν του επέβαλεν ήδη επί του πλήθους. </p>
+
+<p>Συνήθως οι μάγοι, όταν περιέρχωνται τα χωρία, συνενούνται ανά τρεις
+τέσσαρες ή πέντε και συνοδεύονται υπό τινων ακολούθων ή συμβοηθών.</p>
+
+<p>Ο μάγος ούτος όμως ήτο μόνος. Όλον το στήθος του ήτο κατάστικτον υπό
+εικόνων λευκών, το δε κάτω μέρος του σώματός του εκαλύπτετο υπό ευρείας
+εσθήτος εξ υφάσματος χόρτου. Περιδέραιον εκ κρανίων πτηνών εις τον λαιμόν, επί
+της κεφαλής είδος δερματίνης περικεφαλαίας κεκοσμημένης διά πτερών και
+μαργαριτών, περί τα νεφρά χαλκίνη ζώνη από της οποίας εκρέμαντο εκατοντάδες
+τινές κωδωνίσκων, θορυβωδεστέρων ή ο ηχηρός κωδωνισμός ισπανικής ημιόνου,
+τοιαύτη ήτο η ενδυμασία του μεγαλοπρεπούς εκείνου δείγματος των σωματείων
+των ιθαγενών μάγων. </p>
+
+<p>Όλον το υλικόν της τέχνης του συνέκειτο εξ είδους τινός κανίστρου του οποίου
+τον πυθμένα εσχημάτιζε κολοκύνθη και εντός του οποίου υπήρχον κογχυλύλια,
+περίαπτα, μικρά ξύλινα είδωλα και άλλα εικόνια, προσέτι δε μεγάλη ποσότης
+σφαιρών κόπρου, σπουδαίον συμπλήρωμα των γοητειών και μαντικών εργασιών
+της κεντρώας Αφρικής. </p>
+
+<p>Ιδιαιτέρα τις περίπτωσις ην αμέσως εννόησε το πλήθος ήτο ότι ο μάγος εκείνος
+ήτο βωβός· το ελάττωμα όμως τούτο ηύξησε την υπόληψιν, δι' ης περιέβαλλον
+αυτόν. </p>
+
+<p>Δεν εξέφερε δε ειμή λαρυγγώδη τινά ήχον χαμηλόν και σεσυρμένον, όστις
+ουδεμίαν είχε σημασίαν. Τούτο ήτο λόγος ισχυρότερος όπως τον εννοώσι
+καλλίτερον εν τη εξασκήσει της μαγικής τέχνης του. </p>
+
+<p>Ο μάγος εποίησε κατά πρώτον τον γύρον της μεγάλης πλατείας, εκτελών είδος
+τι οργώσεως, ήτις έθετεν εις κίνησιν όλην αυτού την κωδωνοστοιχίαν. Το πλήθος
+τον ηκολούθει μιμούμενον τας κινήσεις του. </p>
+
+<p>Θα έλεγέ τις ότι ολόκληρος αγέλη πιθήκων ηκολούθει γιγαντιαίον τετράχειρα.
+Είτα αίφνης ο μάγος διελθών την κυρίαν οδόν του Καζονδέ κατηυθύνθη προς την
+βασιλικήν κατοικίαν.<br />
+&nbsp;<br />
+Άμα η βασίλισσα Μοΐνα ειδοποιήθη περί της αφίξεως του νέου μάγου ,ενεφανίσθη
+ακολουθουμένη υπό των αυλικών αυτής. </p>
+
+<p>Ο μάγος προσεκύνησε μέχρις εδάφους, και ανήγειρε την κεφαλήν αναπτήσων
+τον λαμπρόν αυτού ανάστημα. Οι βραχίονές του εστάθησαν τότε προς τον
+ουρανόν, τον οποίον διέσχιζον ταχέως τμήματα νεφών. </p>
+
+<p>Ο μάγος έδειξε τα νέφη εκείνα διά της χειρός, εμιμήθη τας κινήσεις διά
+παντομίμας ζωηράς, τα έδειξε φεύγοντα προς δυσμάς και επανερχόμενα προς
+ανατολάς διά περιστροφικής κινήσεως την οποίαν ουδεμία δύναμις ηδύνατο να
+αναστείλη.<br />
+&nbsp;<br />
+Είτα αίφνης, προς μεγάλην έκπληξιν της πόλεως και της αυλής, ο μάγος εκείνος
+έλαβεν εκ της χειρός την φοβεράν ηγεμονίδα του Καζονδέ. </p>
+
+<p>Αυλικοί τίνες ηθέλησαν να αντιθώσιν εις την πράξιν ταύτην εναντίον πάσης
+εθιμοτυπίας, αλλ' ο ρωμαλαίος μάγος αρπάσας τον πλησιέστερον εκ του δέρματος
+του τραχήλου, εξεσφενδόνισεν αυτόν δεκαπέντε βήματα μακράν.<br />
+&nbsp;<br />
+Η βασίλισσα δεν εφάνη αποδοκιμάσασα την αλαζονικήν εκείνην πράξιν. Είδος τι
+μορφασμού, όπερ ήτο βεβαίως μειδίαμα, απευθύνθη προς τον μάγον, όστις
+παρέσυρε την βασίλισσαν διά βήματος ταχέως, ενώ το πλήθος ώρμα επί τα ίχνη
+αυτού. </p>
+
+<p>Την φοράν ταύτην ο μάγος κατηυθύνθη προς το κατάστημα του Αλβέζ, έφθασε
+δε μετ' ολίγον εις την θύραν ήτις ήτο κεκλεισμένη. Απλή ώθησις του ώμου του την
+έρριψε κατά γης και εισήγαγε την πειθήνιον βασίλισσαν εντός του πρακτορείου.
+</p>
+
+<p>Ο σωματέμπορος, οι στρατιώται του, οι δούλοι του προσέδραμον όπως
+τιμωρήσωσι τον αναιδή όστις είχε την τόλμην να ρίπτη κάτω τας θύρας, χωρίς να
+περιμένη να τω ανοίξωσιν αυτάς. Εν τούτοις όταν είδον την ηγεμονίδα μη
+δυσανασχετούσαν, εστάθησαν εν στάσει ευσεβεί.<br />
+&nbsp;<br />
+Βεβαίως ο Αλβέζ, έμελλε να ερωτήση την βασίλισσαν, ποία η αιτία δι' ην τον ετίμα
+διά της επισκέψεώς της· αλλ' ο μάγος δεν τω έδωκε καιρόν, και αναγκάσας το
+πλήθος να υποχωρήση και να αφήση μέγα διάστημα ελεύθερον περί εαυτόν,
+ήρχισε πάλιν την παντομίμαν του μετά πολύ μεγαλυτέρας ζωηρότητος. Έδειξε τα
+νέφη διά της χειρός, τα ηπείλησε, τα εξώρκισεν, εποίησε πρώτον χειρονομίαν να τα
+σταματήση, έπειτα δε να τα απομακρύνη. Αι τεράστιαι αυτού παρειαί
+εξωγκώθησαν και εφύσησεν επί του εκ βαρέων ατμών εκείνου σωρού, ως εάν είχε
+την δύναμιν να τους διαλύση. Είτα ανορθωθείς εφάνη ωσεί ήθελε να αναστείλη
+την πορείαν αυτών και ήθελέ τις υποθέσει ότι το γιγαντιαίον ανάστημά του θα
+επέτρεπεν αυτώ να συλλάβη.<br />
+&nbsp;<br />
+Η δισιδαίμων Μοΐνα, υποδουλωθείσα υπό των κινημάτων του μεγάλου εκείνου
+κωμωδού, δεν εκρατείτο πλέον. Τη διέφευγον κραυγαί. Παρετήρει και αυτή και
+επανελάμβανεν ορμεμφύτως τας χειρονομίας του μάγου. Οι αυλικοί, το πλήθος,
+έπραττον ως αυτή και οι λαρυγγώδεις ήχοι του βωμού εχάνοντο τότε εν τω μέσω
+των ωδών, κραυγών και ωρυγών, τα οποία μετά τοσαύτης δαψιλείας παρέχει η
+ιθαγενής γλώσσα. </p>
+
+<p>Τα νέφη έπαυσαν άραγε να ανεβαίνωσιν εις τον ανατολικόν ορίζοντα και να
+καλύπτωσι τον ήλιον εκείνον των τροπικών; Εξηφανίσθησαν προ των εξορκισμών
+του νέου μάγου; Όχι. Και ακριβώς όταν η βασίλισσα και ο λαός αυτής
+εφαντάσθησαν ότι εδάμασαν τα κακοποιά πνεύματα, άτινα τους επότιζον διά
+τοσούτων κατακλυσμών, ο ουρανός καθαρισθείς ολίγον από της πρωίας εσκοτίσθη
+βαθύτερον. Μεγάλαι ρανίδες βροχής τρικυμιώδους έπεσαν κροτούσαι επί του
+εδάφους. </p>
+
+<p>Τότε μεταβολή εγένετο εν τω πλήθει. Ηγανάκτησαν κατά του μάγου εκείνου
+,όστις δεν ήξιζε περισσότερον των άλλων, και έκ τινων συσπάσεων των οφρύων της
+βασιλίσσης ενόησον ότι εκινδύνευον τουλάχιστον τα ώτα αυτού. Οι ιθαγενείς
+περιέσφυγξαν τον κύκλον περί αυτόν· οι γρόνθοι τον ηπείλουν και έμελλον να τον
+κακοποιήσωσιν, όταν επεισόδιόν τι απρόοπτον μετέβαλε την πορείαν των εχθρικών
+αυτών διαθέσεων.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο μάγος του οποίου η κεφαλή υπερείχεν όλου εκείνου του ωρυομένου πλήθους,
+εξέτεινε τον βραχίονα προς σημείον τι του περιβόλου. Το κίνημα εκείνο τοσούτον
+επιβλητικόν ήτο, ώστε όλοι εστράφησαν. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων και ο μικρός Ζακ, ελκυσθέντες εκ της ταραχής και των
+κραυγών, είχον εξέλθει της καλύβης. Τούτους εδείκνυεν ο μάγος δι' οργίλου
+κινήματος της αριστεράς χειρός, ενώ η δεξιά του υψούτο προς τον ουρανόν.<br />
+&nbsp;<br />
+Εκείνοι λοιπόν ήσαν! Εκείνη η λευκή, εκείνο το παιδίον, επροξένουν όλον το κακόν!
+Εκείνοι ήσαν η αιτία των τόσων δυστυχημάτων! Εκείνοι έφερον εκ των βροχερών
+χωρών των τα νέφη διά να καταπλημμυρίσωσι την γην του Καζονδέ. </p>
+
+<p>Τον εννόησαν. Η βασίλισσα Μοΐνα, δεικνύουσα την κυρίαν Βέλδων, εποίησε
+χειρονομίαν απειλητικήν. Οι ιθαγενείς, εκφέροντες τρομερωτέρας κραυγάς,
+ώρμησαν κατ' αυτής.<br />
+&nbsp;<br />
+Η κυρία Βέλδων ενόμισεν ότι απώλετο, και λαβούσα το υιόν της εις τας αγκάλας
+της έμεινεν ακίνητος ως άγαλμα έμπροσθεν του υπερηρεθισμένου εκείνου
+πλήθους. </p>
+
+<p>Ο μάγος επροχώρησε προς αυτήν. Παρεμέρισαν προ αυτού, καθότι ενόμισαν
+ότι ,συν τη αιτία του κακού, εύρε και την θεραπείαν αυτού.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο σωματέμπορος Αλβέζ, δι' ον η ζωή της αιχμαλώτιδος ήτο πολύτιμος, επλησίασεν
+ωσαύτως αγνοών τι να πράξη. </p>
+
+<p>Ο μάγος ήρπασε τον μικρόν Ζακ, και αποσπάσας αυτόν από της μητρός του, τον
+ύψωσε προς τον ουρανόν. Ήθελέ τις υποθέσει ότι έμελλε να θραύση την κεφαλήν
+του επί του εδάφους, όπως κατευνάση την οργήν των θεών. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων εξέφερε τρομεράν κραυγήν και έπεσε χαμαί λιπόθυμος.<br />
+&nbsp;<br />
+Αλλ' ο μάγος αφού απηύθυνε προς την βασίλισσαν σημείον τι, όπερ βεβαίως
+καθησήχασεν αυτήν περί των προθέσεών του, ανήγειρε την δυστυχή μητέρα και
+την απήγαγεν, ενώ το πλήθος καταπτοηθέν παρεμέριζεν όπως τω ανοίξη
+δίοδον.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Αλβέζ, μανιώδης δεν ήθελε να συμβή τούτο. Αφού απώλεσεν ένα αιχμάλωτον εκ
+των τριών, έπειτα δε να βλέπη διαφεύγουσαν την εις την φύλαξίν του
+εμπιστευθείσαν παρακαταθήκην, και μετά της παρακαταθήκης την μεγάλην
+αμοιβήν, ην τω επεφύλαττεν ο Νεγορός, ουδέποτε θα υπέφερε τούτο, έστω και αν
+όλη η γη του Καζονδέ κατεστρέφετο υπό νέου κατακλυσμού. Ηθέλησε λοιπόν ν'
+αντιστή εις την αρπαγήν. </p>
+
+<p>Κατ' αυτού λοιπόν τότε εξεμάνησαν οι ιθαγενείς. Η βασίλισσα διέταξε τους
+φύλακάς της να τον συλλάβωσι Γινώσκον δε ο σωματέμπορος τι έμελλε να πάθη,
+εδέησεν μείνη ακίνητος, ει και καταρώμενος την ευήθειαν των υπηκόων της
+βασιλίσσης Μοΐνας. </p>
+
+<p>Τωόντι οι άγριοι εκείνοι περιέμενον να ίδωσι τα νέφη διασκεδαζόμενα μετά την
+εξαφάνισιν εκείνων, οίτινες τα είχον ελκύσει, και δεν αμφέβαλλον ότι ο μάγος
+ηθέλησε να σβέση εν τω αίματι των ξένων τας βροχάς εξ ων τοσούτον είχον
+υποφέρει. </p>
+
+<p>Ως λέων απάγων ζεύγος εριφίων άτινα δεν βαρύνουσι τας ισχυράς σιαγόνας
+του, ούτω και ο μάγος απήγε τα θύματά του, τον μικρόν Ζακ κατεπτοημένον και την
+κυρίαν Βέλδων αναίσθητον, ενώ το πλήθος, εις τον έσχατον βαθμόν της μανίας, τον
+ηκολούθει διά των ωρυγών του· αλλ' εξήλθε του περιβόλου, διέσχιζε το Καζονδέ
+εισήλθεν εις το δάσος, ώδευσεν επί τρία περίπου μίλια, χωρίς ουδ' επί στιγμήν να
+εξασθενήσωσιν οι πόδες του, και μόνον τέλος, επειδή οι ιθαγενείς εννόησαν ότι
+δεν ήθελε να τον ακολουθώσι περισσότερον, έφθασε πλησίον ποταμίου, του
+οποίου το ταχύ ρεύμα έφευγε προς βορράν. </p>
+
+<p>Εκεί, εις το βάθος ευρείας κοιλότητος, όπισθεν των μακρών και κρεμάμενων
+χόρτων θάμνου, άτινα έκρυπτον την όχθην, ήτο προσδεδεμένον μονόξυλον
+κεκαλυμμένον υπό είδους τινός καλάμων.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο μάγος κατεβίβασεν εν αυτώ το διπλούν φορτίον του, απώθησε διά του ποδός την
+λέμβον την οποίαν το ρεύμα παρέσυρε ταχέως, και τότε διά καθαράς φωνής. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πλοίαρχέ μου, είπε, σας παρουσιάζω την κυρίαν Βέλδων και τον
+μικρόν Ζακ. Δρόμον λοιπόν, και είθε όλα τα νέφη του ουρανού να αφανίσωσι τώρα
+τους βλάκας εκείνους του Καζονδέ. </p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΖ'. </h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΠΛΟΥΣ ΚΑΤΑ ΡΟΥΝ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Ο ομιλών τοιουτοτρόπως ήτο ο Ηρακλής, αγνώριστος υπό την μαγικήν εκείνην
+περιβολήν, και ο προς ον απετείνετο ήτο ο Δικ Σανδ, όστις αδύνατος έτι εκ των
+κακουχιών, εστηρίζετο επί του εξαδέλφου Βενεδίκτου πλησίον του οποίου ήτο
+κατακεκλιμένος ο Δίγγος. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων, αναλαβούσα τας αισθήσεις αυτής, δεν ηδυνήθη να μη
+προσφέρη τας λέξεις ταύτας:</p>
+
+<p>&nbsp;— Συ, Δικ! συ!</p>
+
+<p>Ο νεαρός δόκιμος ηγέρθη, αλλ' ήδη η κυρία Βέλδων τον έθλιβεν εις τας
+αγκάλας της και ο Ζακ τον εθώπευεν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο φίλος μου Δικ! ο φίλος μου Δικ! επανελάμβανε το μικρό
+παιδίον.<br />
+&nbsp;<br />
+Είτα στρεφόμενος προς τον Ηρακλέα:</p>
+
+<p>&nbsp;— Και εγώ, προσέθηκεν, ο οποίος δεν σε είχον αναγνωρίσει!</p>
+
+<p>&nbsp;— Ε! τι μεταβολή! απεκρίθη ο Ηρακλής, τρίβων το στήθος του όπως
+εξαλείψη τας καλυπτούσας αυτό εικόνας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ήσο πολύ άσχημος, είπεν ο μικρός Ζακ.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ήμην ο διάβολος, και ο διάβολος δεν είναι ωραίος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ηρακλή! είπεν η κυρία Βέλδων τείνουσα την χείρα προς τον γενναίον
+μαύρον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Σας ηλευθέρωσε, προσέθηκεν ο Δικ Σανδ, ως έσωσε και εμέ, αν και
+δεν θέλη να το ομολογήση. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εσώθημεν! εσώθημεν! αλλ' όχι δεν εσώθημεν ακόμη! Άλλως τε δε,
+άνευ του κυρίου Βενεδίκτου ο οποίος ήλθε να μας είπη πού ευρίσκεσθε, κυρία
+Βέλδων, δεν θα ηξεύραμεν τι να πράξωμεν. </p>
+
+<p>Τωόντι προ πέντε ημερών ο Ηρακλής είχεν επιπέσει κατά του επιστήμονος, καθ'
+ήν στιγμήν ούτος απομακρυνθείς δύο μίλια από του πρακτορείου ανεζήτει τον
+πολύτιμον αυτού μαντίκορον. Άνευ του επεισοδίου εκείνου, μήτε ο Δικ Σανδ μήτε ο
+μαύρος θα ηδύνατο να μάθωσι το καταφύγιον της κυρίας Βέλδων, και ο Ηρακλής
+δεν θα ηδύνατο να ριψοκινδυνεύση εις το Καζονδέ υπό την περιβολήν μάγου. </p>
+
+<p>Ενώ η λέμβος ωλίσθαινε ταχέως εις το στενόν εκείνο μέρος του ποταμού, ο
+Ηρακλής διηγήθη τι συνέβη από της φυγής αυτού εκ του στρατοπέδου του Κοάνζα·
+πώς είχεν ακολουθήσει αθέατος το φορείον εν τω οποίω ευρίσκοντο η κυρία
+Βέλδων και ο υιός της· πώς επανεύρε τον Δίγγον πληγωμένον, πώς αμφότεροι
+έφθασαν εις τα περίχωρα του Καζονδέ· πώς διά γραμματίου το οποίον εκόμισεν ο
+Δίγγος εις τον Δικ Σανδ, έμαθεν ούτος τι εγένετο η κυρία Βέλδων· πώς μετά την
+απροσδόκητον έλευσιν του εξαδέλφου Βενεδίκτου, προσεπάθησε ματαίως να
+εισχωρήση εις το πρακτορείον, πλέον ή άλλοτε αυστηρώς φυλασσόμενον, πώς
+τέλος εύρε την ευκαιρίαν εκείνην ν' αποσπάση την αιχμάλωτον από τον φρικώδη
+εκείνον Ιωσίαν Αντώνιον Αλβέζ.<br />
+&nbsp;<br />
+Η ευκαιρία παρουσιάσθη αυτήν εκείνην την ημέραν. Μάγος τις περιοδεύων την
+Αγγόλαν χάριν της τέχνης του, — ο διάσημος εκείνος μάγος ο τοσούτον
+ανυπομόνως αναμενόμενος, — συνέβη να διέλθη το δάσος εκείνο εις το οποίον ο
+Ηρακλής περιεπλανάτο πάσαν νύκτα, καραδοκών, προσέχων και έτοιμος εις
+πάντα.<br />
+&nbsp;<br />
+Να ορμήση κατά του μάγου, να τον δέση εις τον κορμόν δένδρου τοσούτον
+στερεώς ώστε και αυτοί οι αδελφοί Δαβανπόρ δεν θα ηδύναντο να τον λύσωσι, να
+ζωγραφισθή εις το σώμα λαμβάνων ως υπόδειγμα τον μάγον, και να πράξη ότι
+απητείτο όπως εξορκίζη τας βροχάς, πάντα ταύτα ήσαν υπόθεσις ολίγων ωρών,
+αλλ' απητείτο η απίστευτος ευπιστία των ιθαγενών, όπως επιτύχη το έργον.<br />
+&nbsp;<br />
+Εν τη διηγήσει ταύτη, γενομένη ταχέως υπό του Ηρακλέους, ουδείς λόγος εγένετο
+περί του Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και συ, Δικ; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων, </p>
+
+<p>&nbsp;— Εγώ, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο νεαρός δόκιμος, δεν ειμπορώ να σας
+είπω τίποτε. Η τελευταία σκέψις μου ήτο δι' υμάς, διά τον Ζακ. Εις μάτην
+προσεπάθησα να συντρίψω τα δεσμά, τα οποία με εκράτουν εις τον πάσσαλον . . .
+Το ύδωρ είχεν υπερβή την κεφαλήν μου . . Είχον απολέσει τας αισθήσεις μου . . Ότε
+επανέκτησα αυτάς, οπή τις κεκρυμμένη εντός των παπύρων της όχθης ταύτης μοι
+εχρησίμευεν ως άσυλον, και ο Ηρακλής γονυπετής με περιποιείτο. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θεέ μου, τι θα γίνη; απεκρίθη ο Ηρακλής, αφού είμαι ιατρός, γόης,
+μάγος, μάντις, προφήτης;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ηρακλή, ηρώτησεν η κυρία Βέλδων, ειπέ μοι πώς ηδυνήθης να σώσης
+τον Δικ Σανδ;</p>
+
+<p>&nbsp;— Εγώ τον έσωσα, κυρία Βέλδων; απεκρίθη ο Ηρακλής; Το ρεύμα δεν
+έθραυσε τον πάσσαλον εις τον οποίον ήτο δεδεμένος ο πλοίαρχός μας και δεν τον
+παρέσυρεν εν τω μέσω της νυκτός μετά του ξύλου τούτου, εις το μέρος όπου τον
+εύρον ημιθανή; Άλλως τε δε, τόσον δύσκολον ήτο με το σκότος εκείνο να ολισθήση
+τις μεταξύ των εστρωμένων κατά γης θυμάτων, να περιμείνη την καταστροφήν του
+οχυρώματος, να κολυμβήση εις το ύδωρ και καταβάλλων ολίγην τινά δύναμιν να
+αποσπάση διά μιας κινήσεως της χειρός και τον πλοίαρχόν μας και τον πάσσαλον
+εις τον οποίον οι αχρείοι εκείνοι τον είχον προσδέσει; Εις όλα ταύτα ουδέν το
+έκτακτον. Ο πρώτος τυχών θα έπραττε τα αυτά. Ιδού, και αυτός ο κύριος
+Βενέδικτος, ή ο Δίγγος. Τωόντι, διατί όχι ο Δίγγος;</p>
+
+<p>Μικρά υλακή ηκούσθη, και ο Ζακ, λαβών την μεγάλην κεφαλήν του κυνός, τω
+έδωκε ολίγα μικρά φιλικά κτυπήματα. Είτα:</p>
+
+<p>&nbsp;— Δίγγε, ηρώτησε, συ έσωσες τον φίλον μας Δικ;</p>
+
+<p>Και συγχρόνως έσειε την κεφαλήν του κυνός εκ δεξιών προς τα αριστερά.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Λέγει όχι Ηρακλή, επανέλαβεν ο Ζακ. Βλέπεις λοιπόν ότι δεν τον έσωσεν
+αυτός. Δίγγε, ο Ηρακλής έσωσε τον πλοίαρχόν μας;</p>
+
+<p>Και το μικρόν παιδίον ηνάγκασε την αγαθήν κεφαλήν του Δίγγου να κινηθή
+πεντάκις η εξάκις εκ των κάτω προς τα άνω.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Λέγει ναι, Ηρακλή! λέγει ναι! έκραξεν ο μικρός Ζακ. Βλέπεις ότι συ τον
+έσωσες. </p>
+
+<p>&nbsp;— Φίλε Δίγγε, είπεν ο Ηρακλής θωπεύων τον κύνα. Δεν πράττεις καλώς.
+Με είχες υποσχεθή ότι δεν θα με προδώσης. </p>
+
+<p>Ναι, ο Ηρακλής είχε διακινδυνεύσει την ζωήν του, όπως σώση την του Δικ Σανδ.
+Αλλ' ούτω ήτο πεπλασμένος και η μετριοφροσύνη του δεν τω επέτρεπε να
+ομολογήση τούτο. Άλλως τε δε εύρισκε το πράγμα απλούστατον, και επανέλαβεν
+ότι ουδείς των συντρόφων του ήθελε διστάσει να πράξη κατ' εκείνην την
+περίστασιν ό,τι έπραξεν αυτός. </p>
+
+<p>Μετά ταύτα η κυρία Βέλδων ηρώτησε περί του γέροντος Τωμ, του υιού του
+Ακτέωνος του Βαρθολομαίου, των ατυχών συντρόφων της. Έμαθεν ότι είχον
+απέλθει προς την χώραν των λιμνών. Ο Ηρακλής τους είδε διερχομένους μετά της
+συνοδείας των δούλων. Τους ηκολούθησε, χωρίς όμως να εύρη ευκαιρίαν τινά
+όπως συγκοινωνήση μετ' αυτών. Είχον αναχωρήσει! Είχον απολεσθή!</p>
+
+<p>Και τον καλόν γέλωτα του Ηρακλέους διεδέχθησαν παχέα δάκρυα, τα οποία δεν
+προσεπάθει να κρατήση. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μη κλαίετε, φίλε μου, τω είπεν η κυρία Βέλδων. Τις οίδεν εάν ο
+Δίγγος δεν μας κάμη την χάριν να τους επανίδωμεν ημέραν τινά. </p>
+
+<p>Λέξεις τινές επληροφόρησαν τότε τον Δικ Σανδ περί πάντων όσα συνέβησαν
+κατά την διαμονήν της κυρίας Βέλδων εν τω πρακτορείω του Αλβέζ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ίσως, προσέθηκεν αύτη, θα ήτο καλλίτερον να μείνω εις το Καζονδέ.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι αδέξιος όπου είμαι! εφώνησεν ο Ηρακλής. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, Ηρακλή, όχι, απεκρίθη ο Δικ Σανδ. Οι άθλιοι εκείνοι θα εύρισκον
+το μέσον να παρασύρωσι την κυρίαν Βέλδων είς τινα παγίδα. Ας φύγωμεν όλοι
+ομού και άνευ βραδύτητος. Θα φθάσωμεν εις την παραλίαν πριν ή ο Νεγορός
+επιστρέψη εις την Μοσαμέδην. Εκεί, αι πορτογαλικαί αρχαί θα μας παρέξωσιν
+άσυλον και προστασίαν, και όταν ο Αλβέζ παρουσιασθή όπως λάβη τας εκατόν
+χιλιάδας των δολλαρίων . . . <br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Εκατόν χιλιάδας ραβδισμούς εις την κεφαλήν του αχρείου εκείνου
+γέροντος! εφώνησεν ο Ηρακλής, και εγώ αναδέχομαι να τακτοποιήσω τον
+λογαριασμόν. </p>
+
+<p>Εντούτοις, ήτο περιπλοκή, ει και προφανώς η κυρία Βέλδων ουδόλως
+εσκέπτετο να επιστρέψη εις Καζονδέ. Επρόκειτο λοιπόν να προλάβωσι τον
+Νεγορόν. Όλα δε τα μεταγενέστερα σχέδια του Δικ Σανδ ώφειλον να τείνωσι προς
+τον σκοπόν τούτον.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ εξετέλεσεν επί τέλους το σχέδιον εκείνο, όπερ από πολλού είχε
+συλλάβει, να φθάση εις την παραλίαν μεταχειριζόμενος το ρεύμα ποταμίου ή
+ποταμού. Λοιπόν, το ρεύμα ήτο εκεί, η διεύθυνσίς του το έφερε προς βορράν, και
+ήτο πιθανόν ότι εχύνετο εν τω Ζαΐρω. Εν τοιαύτη περιπτώσει, αντί να φθάσωσιν εις
+Άγιον Παύλον της Λοάνδας, η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής θα έφθανον εις τα
+στόμια του μεγάλου εκείνου ποταμού. Αλλ' αδιάφορον· αρκεί ότι συνδρομήν εις
+τας αποικίας εκείνας της κάτω Γουινέας. </p>
+
+<p>Η πρώτη σκέψις του Δικ Σανδ, αποφασίσαντος να κατέλθη το ρεύμα του
+ποταμίου εκείνου, υπήρξε να επιβή επί μιας των πλωτών εκείνων σχεδίων, είδους
+πλεόντων νησιδίων, άτινα παμπληθή φέρονται επί της επιφανείας των
+αφρικανικών ποταμών. </p>
+
+<p>Αλλ' ο Ηρακλής, περιπλανώμενος την νύκτα επί της όχθης ευτύχησε να εύρη
+λέμβον φερομένην κατά τον ρουν του ποταμίου. Ο Δικ Σανδ δεν θα ηδύνατο να
+ευχηθή καλλίτερον, και η τύχη τον εβοήθησε καλώς. Τωόντι δεν ήτο εξ εκείνων των
+στενών λέμβων τας οποίας μεταχειρίζονται συνήθως οι ιθαγενείς. Η υπό του
+Ηρακλέους ευρεθείσα ήτο εξ εκείνων των οποίων το μήκος υπερβαίνει τους
+τριάκοντα πόδας, το πλάτος τους τέσσαρας, και τας οποίας πολλοί κωπηλάται
+σύρουσι ταχέως επί των υδάτων των μεγάλων λιμνών. Η κυρία Βέλδων και οι
+σύντροφοι αυτής ηδύναντο λοιπόν να εγκατασταθώσιν εν αυτή ανέτως, και ήρκει
+να την κρατώσιν εις την διεύθυνσιν του ρεύματος διά τινος οπισθίας κώπης όπως
+κατέλθωσι τον ποταμόν. </p>
+
+<p>Ευθύς εξ αρχής ο Δικ Σανδ, θέλων να διέλθη απαρατήρητος, εσχημάτισε το
+σχέδιον να πλέωσι μόνον την νύκτα. Αλλά εάν έπλεον δώδεκα μόνον ώρας εις τας
+εικοσιτέσσαρας, θα εδιπλασιάζετο η διάρκεια του διάπλου, όστις ηδύνατο να είναι
+μακρός. Ευτυχώς ο Δικ Σανδ επεννόησε να καλύψη την λέμβον διά τινος θόλου εκ
+μακρών χόρτων, άτινα υπεστηρίζοντο υπό δοκού εκτεινομένης από της πρώρας εις
+την πρύμνην, και άτινα κρεμάμενα επί των υδάτων, έκρυπτον και αυτήν την
+μακράν οπισθίαν κώπην. Ήθελέ τις υποθέσει ότι ήτο χορτοσωρός φερόμενος επί
+του ρεύματος εν μέσω των κινουμένων νησίδων. Τοιαύτη δε ήτο η διάταξις της
+καλύβης ταύτης, ώστε τα πτηνά ηπατώντο, και βλέποντα εκεί κόκκους προς
+τροφήν, γλάροι ερυθρόρρυγχοι, αρίγγαι μελανοπτέρυγοι, αλκυόνες λευκόφαιαι,
+ήρχοντο πολλάκις και εκάθηντο εκεί. </p>
+
+<p>Πλην τούτου, η χλοερά εκείνη στέγη εσχημάτιζεν άσυλον κατά του καύσωνος
+του ηλίου. Πλους εκτελούμενος υπό τοιαύτας συνθήκας ηδύνατο λοιπόν να
+εκτελεσθή άνευ κόπου σχεδόν, αλλ' ουχί άνευ κινδύνου.<br />
+&nbsp;<br />
+Τωόντι το διάστημα έμελλε να είναι μακρόν και θα ήτο ανάγκη να προμηθεύωνται
+την καθημερινήν τροφήν. Ένεκα τούτου έπρεπε να θηρεύωσιν εις τας όχθας, εάν η
+αλιεία δεν επήρκει, και ο Δικ Σανδ δεν είχεν άλλο όπλον ειμή εκείνο το οποίον είχε
+λάβει μεθ' εαυτού ο Ηρακλής μετά την προσβολήν του μυρμηκώνος. Αλλ' είχεν
+απόφασιν να μη απολέση ουδεμίαν βολήν. Ίσως μάλιστα, περών το όπλον του διά
+των καλαμών της λέμβου θα ηδύνατο να πυροβολή ασφαλέστερον, ως κάτοικός τις
+καλύβης διά των οπών του καταφυγίου του. </p>
+
+<p>Εν τούτοις η λέμβος παρεσύρετο υπό την επίδρασιν ρεύματος, ην ο Δικ Σανδ
+υπελόγιζεν ουχί μικροτέραν των δύο μιλίων καθ' ώραν. Ήλπιζε λοιπόν να διανύση
+περί τα πεντήκοντα μίλια εντός δύο ανατολών του ηλίου. Αλλ' ένεκα αυτής ταύτης
+της ταχύτητος του ρεύματος εκείνου, απητείτο διαρκής προσοχή προς αποφυγήν
+των προσκομάτων, βράχων, κορμών δένδρων, σκοπέλων του ποταμού. Προσέτι
+υπήρχε φόβος μήπως το ρεύμα εκείνο μετεβάλλετο εις χείμαρρον, εις
+καταρράκτην, όπερ συχνότατον εις τους αφρικανικούς ποταμούς. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ, εις ον η χαρά ότι επανείδε την κυρίαν Βέλδων και το τέκνον αυτής
+απέδωκε τας δυνάμεις του, ετοποθετήθη εις την πρώραν της λέμβου. Διά μέσου
+των μακρών χόρτων το βλέμμα του παρηκολούθει την διεύθυνσιν του ρεύματος και
+είτε διά της φωνής είτε διά της χειρός υπεδείκνυεν εις τον Ηρακλέα, του οποίου η
+στιβαρά χειρ εκράτει την κώπην, τι έδει να πράττη όπως τηρή την πρέπουσαν
+θέσιν. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων, κατακεκλιμένη εις το μέσον επί στρωμνής εκ ξηρών χόρτων,
+ήτο παραδεδομένη εις σκέψεις. Ο εξάδελφος Βενέδικτος, σιωπηλός, συσπών την
+οφρύν εις την θέαν του Ηρακλέους, εις ον δεν συνεχώρει την παρέμβασίν του εις
+την υπόθεσιν του μαντικόρου, σκεπτόμενος την απολεσθείσαν συλλογήν του και
+τας εντομολογικάς σημειώσεις του, των οποίων την αξίαν δεν θα ηδύνατο να
+εκτιμήσωσιν οι ιθαγενείς του Καζονδέ, ήτο εκεί, τους πόδας έχων προτεταμένους,
+τους βραχίονας εσταυρωμένους επί του στήθους, και ανύψου ορμεμφύτως επί του
+μετώπου τα δίοπτρα, τα οποία δεν υπήρχον πλέον επί της ρίνας του. Ο δε μικρός
+Ζακ είχεν εννοήσει ότι δεν έπρεπε να ποιή θόρυβον, αλλ' επειδή το κινείσθαι δεν
+ήτο απηγορευμένον, εμιμείτο τον φίλον του Δίγγον και έτρεχε τετραποδητί από του
+ενός άκρου της λέμβου εις το άλλο. </p>
+
+<p>Κατά τας δύο πρώτας ημέρας η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής ετρέφοντο εκ
+των οικονομιών τας οποίας ο Ηρακλής ηδυνήθη να προμηθευθή προ της
+αναχωρήσεως. Ο Δικ Σανδ δεν εσταμάτησε λοιπόν ειμή επί τινας ώρας της νυκτός,
+όπως αναπαυθή ολίγον. Δεν απέβη όμως εις την ξηράν επιφυλασσόμενος να πράξη
+τούτο, εάν επιέζετο υπό της ανάγκης της ανανεώσεως των τροφών. </p>
+
+<p>Ουδέν επεισόδιον επήλθε κατά την έναρξιν του πλου επί του αγνώστου εκείνου
+ποταμίου, ούτινος το πλάτος δεν ήτο μεγαλείτερον των εκατόν πεντήκοντα ποδών.
+Νησίδια τινά παρεσύροντο εις την επιφάνειάν του και έπλεον μετά της αυτής
+ταχύτητος ως η λέμβος. Ουδείς λοιπόν φόβος να συγκρουσθώσι μετ' αυτών, εκτός
+εάν διέκοπτε την πορείαν των εμπόδιόν τι.<br />
+&nbsp;<br />
+Άλλως δε αι όχθαι εφαίνοντο ότι ήσαν έρημοι. Προφανώς τα μέρη εκείνα της
+περιφερείας του Καζονδέ δεν εσυχνάζοντο υπό των ιθαγενών. </p>
+
+<p>Επί των ακτών άπειρα άγρια φυτά ευρίσκοντσ εν αφθονία και εκόσμουν αυτάς
+διά των ζωηροτάτων χρωμάτων των. Ασκληπιοί, ξίφια, κρίνα, κληματίδες,
+βαλσαμίναι, σκιαδοφόρα, αλόαι, πτερίδες δενδροειδείς, δενδρύλια μυροβόλα,
+εσχημάτιζον τάπητα ασυγκρίτου λαμπρότητος. Δάση τινά έβρεχον ωσαύτως τας
+άκρας των εις τα ρέοντα ύδατα. Άλλα δένδρα διάφορα έκλινον τα φυλλώματα
+αυτών επί της όχθης. Αι υψηλαί αυτών κορυφαί, συνενούμεναι εις ύψος εκατών
+ποδών, απετέλουν κοιτίδια αδιαπέραστα εις τας ηλιακάς ακτίνας. Πολλάκις όμως
+έρριπτον και γέφυραν εκ κλάδων από της μιας όχθης εις την άλλην, και κατά την
+ημέραν της 27, ο μικρός Ζακ, ουχί άνευ μεγάλου θαυμασμού, είδεν αγέλην
+πιθήκων διερχομένων μίαν τοιαύτην γέφυραν και αλληλοκρατουμένων εκ της
+ουράς διά την περίπτωσιν καθ' ήν η γέφυρα εκείνη ήθελε τυχόν συντριβή υπό το
+βάρος των. </p>
+
+<p>Οι πίθηκοι ούτοι, εκ του είδους εκείνου των μικρών σιπανζέ, όπερ ονομάζεται
+σοκός εν τη κεντρώα Αφρική, είναι ασχημότατα προϊόντα του πιθηκικού γένους·
+μέτωπον χαμηλόν, πρόσωπον ανοικτόν κίτρινον, ώτα υψηλά τεθειμένα. Ζώσι κατ'
+αγέλας ανά δέκα, υλακτούσιν ως συνήθεις κύνες και είναι επίφοβοι εις τους
+ιθαγενείς από τους οποίους ενίοτε αρπάζουσι τα παιδία, όπως τα νύττωσιν ή τα
+δάκνωσι. Διερχόμενοι την εκ κληματίδων γέφυραν, ουδόλως υπώπτευον ότι υπό
+τον θαμνώδη εκείνον σωρόν τον οποίον παρέσυρε το ρεύμα, υπήρχεν ακριβώς έν
+μικρόν παιδίον, όπερ θα της εχρησίμευεν ως διασκέδασις. Η μηχανή λοιπόν η
+επινοηθείσα υπό του Δικ Σανδ ήτο κάλλιστα διατεθειμένη, αφού τα οξυδερκή
+εκείνα ζώα ηπατώντο.<br />
+&nbsp;<br />
+Είκοσι μίλια απωτέρω, κατά την αυτήν εκείνην ημέραν η λέμβος εσταμάτησεν
+αίφνης εις την πορείαν της. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι είναι; ηρώτησεν ο Ηρακλής ιστάμενος πάντοτε εις την κώπην της
+πρύμνης. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πρόσκομμά τι, απήντησεν ο Δικ Σανδ, αλλά πρόσκομμα φυσικόν.<br
+/>
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Πρέπει να το συντρίψωμεν, κύριε Δικ. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, Ηρακλή, με τον πέλεκυν. Νησίδιά τινα έπλευσαν μέχρις αυτού
+και αντέστη.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Εις έργον λοιπόν πλοίαρχέ μου, εις έργον, απεκρίθη ο Ηρακλής ελθών εις
+το έμπροσθεν μέρος της λέμβου. </p>
+
+<p>Το πρόσκομμα εκείνο εσχηματίζετο εκ της διακλαδώσεως στερεού τινος και
+στιλπνοφύλλου χόρτου, όπερ συστρέφεται περί εαυτό και καθίσταται
+αδιαπέραστον. Ονομάζεται τακατίκα και επιτρέπει να διέρχεταί τις ρεύματα πεζός,
+εάν δεν φοβήται μήπως βυθισθή δώδεκα περίπου δακτύλους εις το χορτώδες
+περίζωμά του. Μεγαλοπρεπείς κλάδοι λωτού εκάλυπτον την επιφάνειαν του
+φραγμού εκείνου. </p>
+
+<p>Ήτο ήδη σκότος. Ο Ηρακλής ηδυνήθη ευκόλως να εξέλθη και τοσούτον
+επιδεξίως μετεχειρίσθη τον πέλεκυν, ώστε μετά δύο ώρας ο φραγμός υπεχώρησε,
+το ρεύμα ήνωσε πάλιν επί των οχθών τα δύο διασχιθέντα ημίσεά του και η λέμβος
+επανέλαβε τον τακτικόν αυτής πλουν.<br />
+&nbsp;<br />
+Πρέπει να ομολογήσωμεν ότι το μέγα εκείνον παιδίον, ο εξάδελφος Βενέδικτος
+ήλπισε προς στιγμήν ότι δεν θα διήρχοντο. Τοιούτος πλους τω εφαίνετο οχληρός.
+Επόθει μάλιστα το πρακτορείον του Ιωσία Αντωνίου Αλβέζ και την καλύβην, ένθα
+ευρίσκετο εισέτι το πολύτιμον αυτού εντομολογικόν κιβώτιον. Η λύπη του ήτο
+πραγματικωτάτη, και κατά βάθος ο δυστυχής εκείνος ανήρ ήτο άξιος ελέους. Ούτε
+έν έντομον εύρισκεν, ούτε έν.<br />
+&nbsp;<br />
+Οποία λοιπόν υπήρξεν η χαρά του όταν ο Ηρακλής — ο μαθητής του — τω έφερε
+φρικώδες τι ζωύφιον όπερ εύρεν είς τι κλωνίον της τακατίκας εκείνης. Παράδοξον
+πράγμα, ο αγαθός μαύρος εφαίνετο ολίγον αμηχανών, όταν έδιδε τούτο εις αυτόν.
+</p>
+
+<p>Αλλά ποίας αναφωνήσεις εξέβαλεν ο εξάδελφος Βενέδικτος, όταν το έντομον
+εκείνο, όπερ εκράτει μεταξύ του δείκτου και του αντίχειρος, το έφερεν όσω το
+δυνατόν εγγύτερον των οφθαλμών του, τους οποίους πλέον μήτε δίοπτρα
+ηδύναντο να βοηθήσωσιν.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ηράκλεις! ανέκραξεν, Ηράκλεις! Α! τούτο αξίζει την συγχώρησίν του.
+Εξαδέλφη Βέλδων! Δικ! Έν εξάπουν μοναδικόν εις το είδος του και καταγωγής
+αφρικανικής. Τούτο τουλάχιστον δεν θα με το φιλονεικήσωσι και δεν θα το
+αποχωρισθώ ενόσω ζω.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Είναι λοιπόν πολυτιμότατον; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εάν είναι πολύτιμον! ανέκραξεν ο εξάδελφος Βενέδικτος. Έντομον το
+οποίον δεν είναι μήτε κολεόπτερον, μήτε υμενόπτερον, όπερ δεν ανήκει εις
+ουδεμίαν των δέκα τάξεων των ανεγνωρισμένων υπό των επιστημόνων· και όπερ
+δεν θα εδίσταζέ τις να κατατάξη μάλλον εις το δεύτερον είδος των αραχνιδών!
+Είδος τι αράχνης, όπερ θα ήτο αράχνη, εάν είχεν οκτώ πόδας, και όπερ είναι
+εντούτοις εξάπουν, αφού δεν έχει ειμή έξ. Α φίλοι μου, ο ουρανός μοι εχρεώστει
+μίαν χαράν και θα δώσω τέλος το όνομά μου εις μίαν επιστημονικήν ανακάλυψιν.
+Το έντομον τούτο θα ονομασθή «εξάπους Βενέδικτος».<br />
+&nbsp;<br />
+Ο ένθους επιστήμων τοσούτον ήτο ευτυχής, τοσούτον ελησμόνει τας παρελθούσας
+και μελλούσας αθλιότητας, ώστε η κυρία Βέλδων και ο Δικ Σανδ τον συνεχάρησαν
+από καρδίας.<br />
+&nbsp;<br />
+Κατ' αυτό το διάστημα η λέμβος εκυλίετο επί των σκοτεινών υδάτων του ποταμίου.
+Η σιωπή της νυκτός εταράσσετο μόνον υπό του κροταλισμού των σωμάτων των
+κροκοδείλων ή του ραγχασμού των ιπποποτάμων, οίτινες έπαιζον επί των οχθών.
+</p>
+
+<p>Είτα διά των κλωνίων των καλαμών, η σελήνη, εμφανισθείσα όπισθεν των
+κορυφών των δένδρων, διέχυσε τας γλυκείας φαύσεις αυτής εντός της λέμβου.
+</p>
+
+<p>Αίφνης επί της δεξιάς όχθης ηκούσθη μακρυνός θόρυβος, έπειτα κρότος
+υπόκωφος, ως εάν γιγαντώδεις αντλίαι ειργάζοντο εν τη σκιά. </p>
+
+<p>Ήσαν πολλαί εκατοντάδες ελεφάντων, οίτινες χορτασθέντες εκ των ξυλωδών
+ριζών, τας οποίας είχον φάγει κατά την ημέραν, ήρχοντο να ποτισθώσιν. Αληθώς
+ηδύνατό τις να πιστεύση ότι όλαι εκείναι αι προβοσκίδες, ταπεινούμεναι και
+ανυψούμενοι διά μιας και της αυτής αυτοματικής κινήσεως, έμελλον να
+αποξηράνωσι το ποτάμιον.<br />
+&nbsp;</p>
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΗ'. </h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΔΙΑΦΟΡΑ ΕΠΕΙΣΟΔΙΑ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Επί οκτώ ημέρας η λέμβος έπλεεν υπό την ώθησιν του ρεύματος και υπό τας
+μνημονευθείσας συνθήκας. Ουδέν επεισόδιον οπωσούν σπουδαίον επεγένετο. Επί
+διαστήματος πολλών μιλίων, το ποτάμιον έλουε τας άκρας μεγαλοπρεπών δασών.
+Είτα η γη, απεγεγυμνωμένη των ωραίων τούτων δένδρων, άφινε τας ελώδεις
+πεδιάδας να εκτείνωνται μέχρι των ορίων του ορίζοντος.<br />
+&nbsp;<br />
+Εάν οι ιθαγενείς έλειπον εκ της χώρας εκείνης, διά το οποίον ουδόλως
+δυσηρεστείτο ο Δικ Σανδ, τα ζώα τουλάχιστον έβριθον εκεί. Ήσαν ζέβροι πέζοντες
+επί των οχθών, άλκαι, κααμάς, είδος αντιλόπων χαριεστάτων, αίτινες εξηφανίζοντο
+μετά της νυκτός, όπως εγκατασταθώσιν υπό των λεοπαρδάλεων, ων ηκούοντο οι
+ορυγμοί και των λεόντων, οίτινες επήδων εις τα υψηλά χόρτα. Μέχρι τότε οι
+φυγάδες ουδέν έπαθον εκ των αγρίων εκείνων σαρκοβόρων του δάσους ή του
+ποταμίου. </p>
+
+<p>Εν τούτοις καθ' ημέραν σηνηθέστερον δε μετά μεσημβρίαν, ο Δικ Σανδ
+προσήγγιζεν εις την μίαν ή την άλλην όχθην, απέβαινεν εκεί και κατώπτευε τα πέριξ
+μέρη. </p>
+
+<p>Έπρεπε τωόντι να πράττη τούτο προς ανανέωσιν της καθημερινής τροφής. Εις
+το μέρος εκείνο εστερημένον πάσης καλλιεργείας δεν ηδύνατό τις να έχη τας
+ελπίδας του εις το μανιόκον ή τον σόργον ή τον αραβόσιτον, καρπούς οίτινες
+απαρτίζουσι την φυτικήν τροφήν των ιθαγενών φυλών. Τα φυτά ταύτα δεν
+εβλάστανον εκεί ειμή εν αγρία καταστάσει και δεν ήσαν εδώδιμα. Ήτο λοιπόν
+ηναγκασμένος ο Δικ Σανδ να θησεύη, ει και ο κρότος του πυροβόλου του ηδύνατο
+να εφελκύση κακήν τινα συνάντησιν. </p>
+
+<p>Ήναπτον πυρ περιστρέφοντες ραβδίον εντός αγρίας συκής κατά τον ιθαγενή
+τρόπον ή μάλλον κατά τον πιθηκικόν τρόπον, καθότι βεβαιούσιν ότι γορίλλοι τινές
+διά τοιούτου τρόπου προμηθεύονται πυρ. Είτα έψηνον διά πολλάς ημέρας ολίγον
+κρέας άλκης ή αντιλόπης. Κατά την ημέραν της 4 Ιουλίου ο Δικ Σανδ κατώρθωσε
+μάλιστα να φονεύση διά μιας μόνης βολής έν ποκού, όπερ τω παρέσχε καλήν
+προμήθειαν τροφής. Το ζώον τούτο έχει μήκος πέντε ποδών, μακρά κέρατα μετά
+δακτυλίων, τρίχωμα ερυθροκίτρινον μετά στιγμάτων λαμπρών, κοιλίαν λευκήν, και
+το κρέας αυτού ευρέθη εξαίρετον. </p>
+
+<p>Εκ τούτου έπεται ότι λαμβανομένων υπ' όψει των σχεδόν καθημερινών τούτων
+αποβάσεων και των ωρών αναπαύσεως τας οποίας έπρεπε να λαμβάνωσι κατά την
+νύκτα των μέχρι της 8 Ιουλίου διανυθέν διάστημα δεν ήτο πλειότερον των εκατόν
+μιλίων. Και όμως ήτο σημαντικόν, και ήδη ο Δικ Σανδ εσκέπτετο πού θα τον έφερε
+το ατελείωτον εκείνο ποτάμιον, του οποίου το ρεύμα δεν απερρόφα εισέτι ειμή
+ελάχιστα τινά παραποτάμια και δεν επλατύνετο σημαντικώς. Η δε γενική αυτού
+διεύθυνσις αφού επί πολύν χρόνον ήτο βόρειος, εκάμφθη τότε εις
+βορειοδυτικήν.<br />
+&nbsp;<br />
+Όπως δήποτε το ποτάμιον εκείνο συνετέλει και τούτο εις εύρεσιν τροφής. Μακραί
+κλιματίδες φέρουσαι εις τας άκρας αυτών ακάνθας εν είδει αγκίστρων, παρείχον
+σαντζίκας λεπτοτάτας εις την γεύσιν, ουζάκας μαύρας λίαν επιζητήτους, μόνδας
+πλατυκεφάλους, και μικρούς δαγάλας φίλους των ρεόντων υδάτων.<br />
+&nbsp;<br />
+Κατά την ημέραν της 9 Ιουλίου, ο Δικ Σανδ εδέησε να επιδείξη άπασαν την
+ψυχραιμίαν του. Ήτο μόνος εις την ξηράν παραφυλλάτων ένα κααμάν, του οποίου
+τα κέρατα εφαίνοντο άνωθεν θαμνώδους πυκνώματος, ότε εις τριάκοντα βημάτων
+απόστασιν ανεπήδησε φοβερός τις κυνηγός, όστις βεβαίως ήλθε να απαιτήση το
+μερίδιόν του εκ της λείας και δεν ήτο τοιούτος ώστε να την εγκαταλείψη. </p>
+
+<p>Ήτο λέων τεραστίου αναστήματος, εξ εκείνων τους οποίους οι ιθαγενείς
+ονομάζουσι καράμος, και ουχί εκ του άνευ χαίτης εκείνου είδους, όπερ καλείται
+λέων του Νυατή. Ο λέων εκείνος είχε πέντε ποδών ύψος, ήτο ζώον φοβερόν.<br />
+&nbsp;<br />
+Δι' ενός άλματος ο λέων επέπεσε κατά του κααμά, τον οποίον η σφαίρα του Δικ
+Σανδ είχε ρίψει χαμαί, και όστις πλήρης έτι ζωής έσπαιρε κράζων υπό τους όνυχας
+του τρομερού ζώου. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ, αφοπλισθείς, δεν έσχε καιρόν να θέση δεύτερον φυσίγγιον εις το
+όπλον του. </p>
+
+<p>Διά πρώτου βλέμματος ο λέων τον είδεν, αλλ' ηρκέσθη κατ' αρχάς να τον
+παρατηρή. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ έμεινε κύριος εαυτού και ουδέν κίνημα εποίησεν. Ενεθυμήθη ότι εν
+τοιαύτη περιστάσει η ακινησία δύναται να γίνη σωτηρία. Δεν επειράθη να
+πληρώση αύθις το όπλον του, αλλ' ούτε προσεπάθησε να φύγη. </p>
+
+<p>Ο λέων τον παρετήρει πάντοτε διά των ερυθρών και φωτοβόλων οφθαλμών
+του. Εδίστασε μεταξύ της μιας λείας και της άλλης, εκείνης ήτις εκινείτο. Εάν ο
+κααμάς δεν συνεσπειρούτο υπό τους όνυχας του λέοντος, ο Δικ Σανδ θα ήτο
+απολωλός. </p>
+
+<p>Δύο στιγμαί παρήλθον τοιουτοτρόπως. Ο λέων έβλεπε τον Δικ Σανδ, και ο Δικ
+Σανδ έβλεπε τον λέοντα, χωρίς να κινήση καν τα βλέφαρα. </p>
+
+<p>Και τότε ο λέων διά μεγαλοπρεπούς κινήσεως του στόματος αναρπάσας τον
+σπαίροντα κααμάν απήγαγεν αυτόν ως λαγωόν, και πλήττων διά της φοβεράς
+ουράς του τα δενδρύλλια εγένετο άφαντος εις τας λόχμας.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ διέμεινεν ακίνητος επί τινας στιγμάς, είτα εγκατέλειπε την θέσιν του,
+και επιστρέψας προς τους συντρόφους του δεν τοις ωμίλησε περί του κινδύνου
+από του οποίου διά της ψυχραιμίας του εσώθη. Αλλ' εάν, αντί να διαπλέωσιν το
+ταχύ εκείνο ρεύμα, οι φυγάδες ηναγκάζοντο να διέλθωσι τας πεδιάδας και τα δάση
+συχναζόμενα υπό ομοίων θηρίων, ίσως την ώραν ταύτην μήτε είς των ναυαγών του
+«Πίλγριμ» θα εσώζετο. </p>
+
+<p>Εν τούτοις, εάν τότε η χώρα ήτο ακατοίκητος, δεν υπήρξεν όμως πάντοτε
+τοιαύτη. Πολλάκις, επί τινων καθιζήσεων του εδάφους, θα ηδύναντο να ανεύρωσιν
+ίχνη αρχαίων χωρίων. Οδοιπόρος ειθισμένος να διατρέχη τα μέρη εκείνα, ως
+έπραττεν ο Δαβίδ Λίβιγγστων, δεν θα ηπατάτο.<br />
+&nbsp;<br />
+Βλέπων τις τα υψηλά εκείνα εξ ευφόρβων ικριώματα καλυβών, και την ιεράν
+συκήν, μεμονωμένως ορθουμένην εν τω μέσω του περιβόλου, θα εβεβαίου ότι
+κώμη τις υπήρχεν άλλοτε εκεί. Αλλά, κατά τα ιθαγενή έθιμα, ο θάνατος αρχηγού
+τινος αρκεί να αναγκάση τους κατοίκους να εγκαταλείψωσι τας κατοικίας των και
+μεταφέρωσιν αυτάς εις άλλο σημείον της χώρας.<br />
+&nbsp;<br />
+Ίσως ωσαύτως εις το μέρος εκείνο, όπερ διέσχιζεν ο ποταμός, φυλαί τινες
+κατώκουν υπό την γην ως εις άλλα μέρη της Αφρικής. Οι άγριοι εκείνοι,
+ευρισκόμενοι εις την εσχάτην βαθμίδα της ανθρωπότητος, μόνον κατά την νύκτα
+εξέρχονται των οπών των ως τα θηρία εκ της φωλεάς των, αλλ' η συνάντησις και
+των μεν και των δε είναι επικίνδυνος.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ δεν ηδύνατο ν' αμφιβάλλη ότι εκεί ήτο τόπος ανθρωποφάγων. Τρις ή
+τετράκις, είς τινα ανοικτά μέρη, εν μέσω τεφρών μόλις ψυχρανθεισών, εύρεν
+ημίκαυστα ανθρώπινα οστά, λείψανα φρικώδους τινός δείπνου. Τους
+ανθρωποφάγους δε εκείνους του άνω Καζονδέ ολεθρία τύχη ηδύνατο να φέρη εις
+τας όχθας εκείνας, καθ' ήν στιγμήν απέβαινεν ο Δικ Σανδ. Τούτου ένεκα δεν
+προσήγγιζε πλέον άνευ μεγάλης ανάγκης και επί τη υποσχέσει του Ηρακλέους ότι
+εις την ελαχίστην ειδοποίησιν θα ώθει ούτος την λέμβον εις τα εμπρός. Ο αγαθός
+μαύρος υπέσχετο τούτο, αλλ' όταν ο Δικ Σανδ απέβαινεν εις την όχθην, δυσκόλως
+απέκρυπτεν από την κυρίαν Βέλδων την θανάσιμον ανησυχίαν του.<br />
+&nbsp;<br />
+Κατά την εσπέραν της 10 Ιουλίου εδέησε να διπλασιάσωσι την προσοχήν των. Επί
+της δεξιάς όχθης υψούτο χωρίον εκ τριακοντάδος κατοικιών επί πασσάλων. Ήσαν
+ηναγκασμένοι να διέλθωσι δι' αυτών, καθότι εις το αριστερόν μέρος ο ποταμός ήτο
+άβατος ένεκα των διεσπαρμένων βράχων.<br />
+&nbsp;<br />
+Αλλά το χωρίον εκείνο κατωκείτο. Πυρά τινα έλαμπον κάτωθεν των καλυβών.
+Ηκούοντο δε φωναί αίτινες ηδύναντο να εκληφθώσιν ως βρυχηθμοί. Εάν κατά
+δυστυχίαν, ως τούτο συμβαίνει πολλάκις, ήσαν μεταξύ των πασσάλων ηπλωμένα
+δίκτυα, θα εξηγείρετο η προσοχή των κατοίκων, καθ' όν χρόνον η λέμβος θα
+προσεπάθει να παραβιάση την δίοδον.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ, καθήμενος εμπρός, έδιδε χαμηλή τη φωνή οδηγίας, όπως αποφύγωσι
+πάσαν σύγκρουσιν μετά των υποποταμίων εκείνων οικοδομών. Η νυξ ήτο καθαρά.
+Έβλεπον μεν αρκούντως όπως διευθύνονται, αλλ' ηδύναντο ωσαύτως να γίνωσιν
+ορατοί.<br />
+&nbsp;<br />
+Παρήλθον στιγμαί τινες τρομεραί. Δύο ιθαγενείς, συνδιαλεγόμενοι υψηλή τη
+φωνή, εκάθηντο συνεσπειρωμένοι επί των πασσάλων, μεταξύ των οποίων το
+ρεύμα παρέσυρε την λέμβον, της οποίας η διεύθυνσις δεν ηδύνατο να μεταβληθή
+διά της στενοτάτης εκείνης διόδου. Δεν θα την έβλεπον λοιπόν, και εις τας κραυγάς
+των δεν υπήρχε φόβος μήπως όλη η κώμη ήθελε προσδράμει;</p>
+
+<p>Διάστημά τι εκατόν ποδών το πολύ έμενε να διανυθή, ότε ο Δικ Σανδ ήκουσε
+τους δύο ιθαγενείς ανταποκρινομένους ζωηρότερον. Ο είς εδείκνυεν εις τον άλλον
+τον θαμνώδη σωρόν, όστις έπλεε και ηπείλει να σχίση τα δίκτυα, τα οποία κατ'
+εκείνην την στιγμήν κατεγίνοντο να απλώσωσι.<br />
+&nbsp;<br />
+Ενώ δε τα ανέσυρον κατεσπευσμένως προσεκάλεσαν και άλλους προς
+βοήθειαν.<br />
+&nbsp;<br />
+Πέντε ή εξ μαύροι κατρεκύλισαν αμέσως διά των πασσάλων και εκαθέσθησαν επί
+των συνοδευουσών αυτούς εγκαρσίων δοκών εκφέροντες κραυγάς, τας οποίας
+αδύνατον να φαντασθή τις. </p>
+
+<p>Εξ εναντίας εν τη λέμβω απόλυτος επεκράτει σιγή εκτός διαταγών τινων του Δικ
+Σανδ διδομένων χαμηλή τη φωνή· και ακινησία τελεία, εκτός της τακτικής κινήσεως
+του δεξιού βραχίονος του Ηρακλέους χειριζομένου την κώπην, ενίοτε υπόκωφος
+γρυλλισμός του Δίγγου, του οποίου ο μικρός Ζακ εκράτει τας δύο σιαγόνας
+συνεσφιγμένας εντός των χειρών του· έξω ο μορμυρισμός του ρεύματος
+συντριβομένου επί των πασσάλων· άνωθεν δε αι άγριαι φωναί των
+ανθρωποφάγων. </p>
+
+<p>Εν τούτοις οι ιθαγενείς έσυρον ταχέως τα δίκτυα. Εάν ανηγείρονται εγκαίρως, η
+λέμβος θα διήρχετο, άλλως θα περιεπλέκετο, και αλλοίμονον εις εκείνους οίτινες
+έπλεον μετ' αυτής! Όσον δ' αφορά την μεταβολήν ή την διακοπήν της πορείας, ο
+Δικ Σανδ δεν ηδύνατο να επιτύχη τούτο, καθότι το ρεύμα βιαιότερον εις το στενόν
+εκείνο μέρος, τον παρέσυρεν ταχύτερον. </p>
+
+<p>Μετά ήμισυ λεπτόν της ώρας η λέμβος εισήλθε μεταξύ των πασσάλων. Εξ
+ακατανοήτου δε τύχης οι ιθαγενείς διά τελευταίας προσπαθείας ανέσυρον τα
+δίκτυα. </p>
+
+<p>Αλλ' η λέμβος διερχομένη, ως είχε φοβηθή ο Δικ Σανδ, απώλεσε μέρος των
+χόρτων, άτινα εκυμάτιζον εις την δεξιάν πλευράν αυτής. </p>
+
+<p>Είς των ιθαγενών εξέφερε κραυγήν. Είχεν άρα γε ιδεί τους εν αυτή
+κρυπτομένους και ειδοποίησε τους συντρόφους του; . . . Το πράγμα ήτο πλέον ή
+πιθανόν. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού ήσαν ήδη μακράν, και μετά τινας στιγμάς υπό την
+ώθησιν του ρεύματος εκείνου μεταβεβλημένου εις είδος τι χειμάρρου έχασαν εκ
+της οράσεώς των το υποβρύχιον χωρίον.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Εις την αριστεράν όχθην! διέταξεν ο Δικ Σανδ εκ φρονήσεως. Η κοίτη
+έγινε πάλιν βατή. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εις την αριστεράν όχθην, είπεν ο Ηρακλής, δίδων ισχυράν στροφήν
+εις την κώπην. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ εκαθέσθη πλησίον του και παρετήρησε την επιφάνειαν των υδάτων,
+τα οποία η σελήνη εφώτιζε ζωηρώς και ουδέν ύποπτον είδεν. Ουδεμία λέμβος τον
+κατεδίωκεν. Ίσως οι άγριοι εκείνοι δεν είχον τοιαύτην, και όταν ανέτειλεν η ημέρα
+μήτε επί των οχθών συνέβη τι. Εν τούτοις, προς μείζονα προφύλαξιν, η λέμβος
+παρηκολούθησε σταθερώς την αριστεράν όχθην. </p>
+
+<p>Κατά τας τέσσαρας ακολούθους ημέρας, από της 11 μέχρι της 14 Ιουλίου, η
+κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής παρετήρησαν ότι το μέρος εκείνο της χώρας είχε
+μεταβλητή επαισθητώς. Δεν ήτο μόνον τόπος έρημος, αλλά καθαυτό έρημος, και
+ηδύνατό τις να την παραβάλη προς την Καλαχάρην, εκείνην την εξερευνηθείσαν
+υπό του Λιβιγγστώνος κατά την πρώτην αυτού περιήγησιν. Το αυχμηρόν έδαφος
+δεν ανεμίμνησκε τας ευφόρους πεδιάδας της άνω χώρας. </p>
+
+<p>Και πάντοτε ο ατέρμων εκείνος ρύαξ, ον ηδύναντο καλώς να ονομάσωσι
+ποταμόν, επειδή εφαίνετο ότι απέληγεν εις αυτόν, τον Ατλαντικόν. </p>
+
+<p>Το ζήτημα της τροφής εις τον ξηρόν εκείνον τόπον κατέστη δύσλητον. Ουδέν
+υπελείπετο πλέον εκ των προσλαβουσών οικονομιών. Η αλιεία ήτο μηδαμινή, η
+θήρα εξέλειπεν. Άλκαι, αντιλόπαι, ποκού και άλλα ζώα δεν θα εύρισκον πώς να
+ζήσωσιν εις την έρημον εκείνην, μετ' αυτών δε θα συνεξηφανίζοντο και τα
+σαρκοβόρα. </p>
+
+<p>Τούτου ένεκα την νύκτα δεν αντήχουν πλέον οι συνήθεις βρυχηθμοί, αλλά
+μόνον η συναυλία εκείνη των βατράχων, την οποίαν ο Καμερών παραβάλλει προς
+τον θόρυβον των πακτωτών και των τρυπητών ναυπηγείων. </p>
+
+<p>Επί των δύο οχθών η πεδιάς ήτο ομαλή και γυμνή δένδρων μέχρι των
+απωτάτων λόφων, οίτινες περιώριζον αυτήν προς ανατολάς και προς δυσμάς. Τα
+εφόρβια εφύοντο μόνα και άφθονα· ουχί τα ευφορβιοειδή εκείνα τα παράγοντα
+τον άλευρον του μανιακού, αλλ' εκείνα άτινα παράγουσιν έλαιον δυνάμενον να
+χρησιμεύση προς διατροφήν. </p>
+
+<p>Έπρεπεν εν τούτοις να μεριμνήσωσι περί τροφής. Ο Δικ Σανδ, δεν είξευρε τι να
+πράξη, ο δε Ηρακλής τω υπέμνησεν εγκαίρως ότι οι ιθαγενείς έτρωγον πολλάκις
+νεαρούς βλαστούς πτερίδων και τον μυελόν εκείνον, ον περιέχει ο κορμός του
+παπύρου. Αυτός ο ίδιος ενώ παρηκολούθει διά του δάσους την συνοδείαν του Ιβν
+Χαμή, ηναγκάσθη πλέον ή άπαξ να καταφύγη εις το μέσον τούτο όπως κατευνάση
+την πείναν του. Ευτυχώς πτερίδες και πάπυροι υπήρχον άφθονοι κατά μήκος της
+όχθης και ο μυελός, του οποίου η ουσία είναι σακχαρώδης, πολύ ήρκεσεν εις
+όλους ιδιαιτέρως δε εις τον μικρόν Ζακ. Εν τούτοις η τροφή αύτη δεν ήτο
+ενδυναμωτική, αλλά την επιούσαν, χάρις εις τον εξάδελφον Βενέδικτον εύρον
+καλλιτέραν. </p>
+
+<p>Από της ανακαλύψεως του «Εξάποδος Βενεδίκτου», όπερ έμελλε να
+απαθανατίση το όνομά του, ο εξάδελφος Βενέδικτος επανέλαβε τον συνήθη βίον
+του. Αφού έθεσε το έντομον εις μέρος ασφαλές, δηλαδή το καθήλωσε διά
+καρφίδος εις το υπόστρωμα του πίλου του, ο επιστήμων επανέλαβε τας
+αναζητήσεις του κατά τας ώρας της αποβάσεως. Κατ' εκείνην λοιπόν την ημέραν
+ερευνών εις τα υψηλά χόρτα, εξήγειρε πτηνόν τι, του οποίου το πτέρωμα είλκυσε
+την προσοχήν του. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ ητοιμάσθη να πυροβολήση, ότε ο εξάδελφος Βενέδικτος
+ανέκραξε:</p>
+
+<p>&nbsp;— Μη πυροβολήτε, Δικ, μη πυροβολήτε. Πτηνόν διά πέντε άτομα θα ήτο
+ανεπαρκές. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα αρκέση εις τον Ζακ, απεκρίθη ο Δικ Σανδ σκοπεύων εκ δευτέρου
+το πτηνόν, όπερ δεν έσπευδε να πετάξη. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, όχι, επανέλαβεν ο εξάδελφος Βενέδικτος. Μη πυροβολήτε. είναι
+δείκτης, και θα μας προμηθεύση άφθονον μέλι. </p>
+
+<p>Ο Δικ κατεβίβασε το όπλον του υπολογίζων επί τέλους ότι λίτραι τινές μέλιτος
+ήσαν προτιμότεροι ενός πτηνού, και αμέσως αυτός και ο εξάδελφος Βενέδικτος
+ηκολούθησαν τον δείκτην, όστις επικαθήμενος και ανιπτάμενος αλληλοδιαδόχως
+τους προσεκάλει να τον ακολουθήσωσι. </p>
+
+<p>Δεν ηναγκάσθησαν να μεταβώσι μακράν, και μετά τινα λεπτά της ώρας γηραιοί
+κορμοί κεκρυμμένοι μεταξύ των ευφορβίων ενεφανίσθησαν εν τω μέσω ηχηρού
+βόμβου μελισσών. </p>
+
+<p>Ο εξάδελφος Βενέδικτος θα επεθύμει ίσως να μη στερήση από τα βιομήχανα
+εκείνα υμενόπτερα τον καρπόν της εργασίας των. Αλλ' ο Δικ Σανδ δεν εννόει τούτο.
+Εκάπνισε τας μελίσσας διά ξηρών χόρτων και συνέλεξε μεγάλην ποσότητα μέλιτος.
+Είτα εγκαταλείπων εις τον δείκτην τας μελικηρίδας, αίτινες απαρτίζουσι το μερίδιον
+του κέρδους του, επανήλθε μετά του εξαδέλφου Βενεδίκτου εις την λέμβον. </p>
+
+<p>Το μέλι εγένετο ευχαρίστως δεκτόν, αλλ' επί τέλους μικρόν πράγμα ήτο·
+άπαντες θα υπέφερον σκληρώς εκ της πείνης, εάν κατά την ημέραν της 12 η λέμβος
+δεν έφθανε πλησίον όρμου βρίθοντος εξ ακρίδων. Ήσαν μυριάδες, και εκάλυπτον
+το έδαφος και τους θάμνους ανά δύο και τρεις σειράς. Επειδή δε ο εξάδελφος
+Βενέδικτος είπεν ότι οι ιθαγενείς ετρέφοντο πολλάκις διά των ορθοπτέρων εκείνων
+— όπερ ήτο ακριβέστατον — επέπεσαν επί του μάννα εκείνου. Υπήρχον εκεί
+τοσαύται ώστε να φορτώσωσι δεκάκις την λέμβον, και φρυγόμεναι επί πυρός
+ησύχου, αι εδώδιμοι αύται ακρίδες δύνανται να φανώσιν εξαίρετοι και εις αυτούς
+τους ολιγώτερον πεινώντας ανθρώπους. Εις το μερίδιόν του ο εξάδελφος
+Βενέδικτος έφαγεν αρκετήν ποσότητα, στενάζων μεν αληθώς, αλλ' όμως έφαγεν.
+</p>
+
+<p>Εν τούτοις ήτο καιρός να λάβη πέρας η μακρά αύτη σειρά ηθικών και φυσικών
+δοκιμασιών. Ει και ο πλους επί του ταχέος εκείνου ποταμίου δεν υπήρξε
+κοπιαστικός, όσον ήτο η πορεία εις τα πρώτα δάση της χώρας, εν τούτοις ο
+υπερβολικός καύσων της ημέρας, αι υγραί αναθυμιάσεις της νυκτός, αι αδιάκοποι
+επιθέσεις των κωνώπων, πάντα ταύτα καθίστων πάλιν οχληράν την του ρεύματος
+κάθοδον. Ήτο καιρός πλέον να φθάσωσι και εν τούτοις ο Δικ Σανδ δεν ηδύνατο να
+προσδιορίση ουδέν τέρμα εις τον πλουν εκείνον. Οκτώ ημέρας θα διήρκει ή ένα
+μήνα; ουδεμία ένδειξις. Εάν το ποτάμιον έρρεε κατ' ευθείαν προς δυσμάς, θα
+ευρίσκοντο ήδη επί της βορείας ακτής της Αγγόλας, αλλ' η γενική διεύθυνσις
+υπήρξε μάλλον βορεινή και τοιουτοτρόπως θα έπλεον επί πολύν χρόνον, πριν
+φθάσωσιν εις την παραλίαν. Ήτο λοιπόν ο Δικ Σανδ εις άκρον ανήσυχος, ότε
+εγένετο αίφνης μεταβολή διευθύνσεως κατά την πρωίαν της 14 Ιουλίου. </p>
+
+<p>Ο μικρός Ζακ ήτο εις το έμπροσθεν μέρος της λέμβου και παρετήρει διά των
+καλάμων, ότε μεγάλη έκτασις ύδατος εφάνη εις τον ορίζοντα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Η θάλασσα! ανεφώνησεν. </p>
+
+<p>Εις την λέξιν ταύτην ο Δικ Σανδ ανεσκίρτησε και ήλθε πλησίον του μικρού Ζακ.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Η θάλασσα! είπεν. Όχι, όχι ακόμη, αλλά τουλάχιστον ποταμός όστις
+ρέει προς δυσμάς, και του οποίου παραπόταμος είναι ο παρών. Ίσως είναι ούτος ο
+Ζαΐρος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο Θεός να σε εισακούση, Δικ, είπεν η κυρία Βέλδων. Ναι, διότι εάν
+ήτο ο Ζαΐρος εκείνος ή Κόγγος τον οποίον ο Στάνλεϋ έμελλε να ανακαλύψη μετά
+τινα έτη, δεν είχον πλέον να πράξωσι άλλο ειμή να κατέλθωσι το ρεύμα του, όπως
+φθάσωσιν εις τας πορτογαλικός κώμας του στομίου. Ο Δικ Σανδ ήρχισε να πιστεύη
+το τοιούτο. </p>
+
+<p>Κατά τας ημέρας της 15, 16, 17 και 18 Ιουλίου, εν τω μέσω χώρας ολιγώτερον
+ξηράς, η λέμβος έπλευσεν επί των αργυροστίλπνων υδάτων του ποταμού. Εν
+τούτοις αι αυταί προφυλάξεις ελαμβάνοντο και εφαίνετο πάντοτε ότι το ρεύμα
+εκύλιε σωρόν χόρτων.<br />
+&nbsp;<br />
+Μετά τινας ώρας βεβαίως οι επιζώντες του «Πίλγριμ» θα έβλεπον το τέρμα των
+δυστυχιών των. Εις έκαστον θα απεδίδετο αναλόγως, η μερίς της αφοσιώσεως και
+εάν ο νεαρός δόκιμος δεν διεξεδίκει την μεγαλειτέραν, η κυρία Βέλδων θα την
+διεξεδίκει υπέρ αυτού. </p>
+
+
+<p>Αλλά κατά την νύκτα της 18 Ιουλίου συνέβη τι, όπερ έμελλε να διακινδυνεύση
+την σωτηρίαν πάντων.<br />
+&nbsp;<br />
+Περί την τρίτην ώραν της πρωίας, μακρυνός θόρυβος ηκούσθη προς δυσμάς. Ο Δικ
+Σανδ, πλήρης αγωνίας ηθέλησεν να μάθη πόθεν προήρχετο ο θόρυβος εκείνος. Ενώ
+δε η κυρία Βέλδων, ο Ζακ και ο εξάδελφος Βενέδικτος εκοιμώντο εις το βάθος της
+λέμβου, προσεκάλεσε τον Ηρακλέα εις την πρώραν και τω συνέστησε να ακροασθή
+μετά μεγάλης προσοχής. </p>
+
+<p>Η νυξ ήτο ήσυχος. Ουδεμία πνοή εκίνει τα ατμοσφαιρικά στρώματα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είναι θόρυβος θαλάσσης! είπεν ο Ηρακλής του οποίου οι οφθαλμοί
+ήστραψαν εκ χαράς.</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, κινών την κεφαλήν . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι είναι λοιπόν; ηρώτησεν ο Ηρακλής. </p>
+
+<p>Ας περιμείνωμεν την ημέραν, αλλ' ας προσέχωμεν πολύ. Μετά την απόκρισιν, ο
+Ηρακλής επανήλθεν εις την θέσιν του. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ έμεινεν εις το έμπροσθεν μέρος και ηκροάζετο πάντοτε. Ο θόρυβος
+ηύξανε. Μετ' ολίγον ηκούετο ως μυκηθμός μακρυνός. </p>
+
+<p>Η ημέρα εφάνη, σχεδόν άνευ ηούς. Άνωθεν του ποταμού, εις απόστασιν
+ημίσεως περίπου μιλίου, είδος τι νέφους εκυμαίνετο εν τη ατμοσφαίρα. Αλλά δεν
+ήσαν ατμοί, τούτο δε εγένετο καταφανές ότε, από τας πρώτας ηλιακάς ακτίνας,
+αίτινες διήλθον διασχίσασαι αυτούς, θαυμασία ίρις ανεπτύχθη από της μιας εις την
+άλλην όχθην. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εις την όχθην! έκραξεν ο Δικ Σανδ, του οποίου η φωνή αφύπνισε την
+κυρίαν Βέλδων. Υπάρχουσι καταρράκται! Τα νέφη ταύτα είναι ύδωρ
+κονιοποιημένον. Εις την όχθην, Ηρακλή!</p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ δεν ηπατάτο. Εμπρός το έδαφος εξηφανίζετο επί εκατόν πόδας από
+της κοίτης του ποταμού, του οποίου τα ύδατα εβαραθρούντο μετ' αγερώχου αλλ'
+ακατασχέτου ορμής. Ήμισυ μίλιον έτι και η λέμβος θα παρεσύρετο εις την άβυσον.
+</p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΘ'. </h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>Σ. Β. </b></p>
+
+<p>
+<br />
+Ο Ηρακλής, δι' ισχυρού κινήματος της κώπης, ώρμησε προς την αριστεράν όχθην.
+Άλλως τε το ρεύμα δεν ήτο ταχύ εις το μέρος εκείνο και η κοίτη του ποταμού
+διετήρει μέχρι των καταρρακτών την τακτικήν αυτής κλίσιν. Ως είπομεν ήδη το
+έδαφος εξηφανίζετο αίφνης και η έλξις δεν εγίνετο επαισθητή ειμή τριακοσίους ή
+τετρακοσίους πόδας κάτωθεν του καταρράκτου. </p>
+
+<p>Επί της αριστεράς όχθης υψούντο μεγάλα δάση πυκνότατα. Ουδέν φως εισέδυε
+διά του αδιαπεράστου αυτών παραπετάσματος. Ο Δικ Σανδ μετά τρόμου έβλεπε
+την γην εκείνην κατοικουμένην υπό των ανθρωποφάγων του κάτω Κόγγου, την
+οποίαν τώρα έπρεπε να διέλθωσι, καθότι η λέμβος δεν ηδύνατο πλέον να
+ακολουθήση το ρεύμα. Περί μεταφοράς της λέμβου κάτωθεν των καταρρακτών
+μήτε σκέψις ηδύνατο να γίνη. Ήτο λοιπόν φοβερόν δυστύχημα πλήττον τους
+δυστυχείς εκείνους κατά την παραμονήν ίσως της αφίξεώς των εις τας
+πορτογαλικάς κώμας του στομίου. Αλλ' αφού εβοήθησαν αλλήλους τόσον καλώς,
+δεν θα τους εβοήθει και ο Θεός;</p>
+
+<p>Η λέμβος έφθασε μετ' ολίγον εις την αριστεράν όχθην του ποταμού. Καθ' όσον
+δε επλησίαζεν, ο Δίγγος έδιδε παράδοξα σημεία ανυπομονησίας και θλίψεως
+συγχρόνως. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ όστις τον παρετήρει, — καθότι τα πάντα ήσαν κίνδυνος, — εσκέφθη
+μήπως θηρίον ή ιθαγενής εκρύπτετο εντός των παπύρων της ακτής. Αλλ'
+εβεβαιώθη μετ' ολίγον ότι η ταραχή του ζώου δεν προήρχετο εξ οργής. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα έλεγέ τις ότι κλαίει! έκραξεν ο μικρός Ζακ περιβάλλων τον Δίγγον
+διά των δύο βραχιόνων του. </p>
+
+<p>Ο Δίγγος διέφυγε και πηδήσας εις το ύδωρ, ότε η λέμβος απείχε της όχθης περί
+τα είκοσι βήματα, έφθασεν εις την ξηράν και εγένετο άφαντος μεταξύ των χόρτων.
+</p>
+
+<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/147.jpg" width="278"
+height="400"
+alt="και εγένετο άφαντος μεταξύ των χόρτων" border="2" /><br /></p>
+
+<p>Μήτε η κυρία Βέλδων, μήτε ο Δικ Σανδ, μήτε ο Ηρακλής ήξευρον τι να
+σκεφθώσιν. </p>
+
+<p>Μετά τινας στιγμάς έφθασαν εν τω μέσω πρασίνου αφρού φυκών και άλλων
+υδατωδών φυτών. Αλτυόνες τινές, εκφέρουσαι οξέα συρίγματα, και μικροί ερωδιοί
+λευκοί ως η χιών, απέπτησαν αμέσως. Ο Ηρακλής προσέδεσε στερεώς την λέμβον
+εις κορμόν μαγγλίου, και όλοι απέβησαν εις την όχθην, άνωθεν της οποίας έκλινον
+μεγάλα δένδρα. </p>
+
+<p>Ουδεμία κεχαραγμένη ατραπός εν τω δάσει εκείνω. Εν τούτοις τα πεπατημένα
+βρύα του εδάφους εμαρτύρουν ότι εσχάτως διήλθον εκείθεν ιθαγενείς ή ζώα.<br
+/>
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ έχων το όπλον πεπληρωμένον, και ο Ηρακλής, κρατών τον πέλεκυν είς
+την χείραν, μόλις επροχώρησαν δέκα βήματα ότε επανεύρον τον Δίγγον. Ο κύων,
+την ρίνα έχων εις την γην, ηκολούθει, ίχνος τι, εκφέρων πάντοτε υλακάς. Πρώτη
+ανεξήγητος προαίσθησις τον είχε ελκύσει εις το μέρος εκείνο της όχθης, άλλη
+δευτέρα τον είλκυε τότε εις τα βάθη των δασών. Πάντες είδον τούτο προφανώς.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Προσοχή! είπεν ο Δικ Σανδ. Κυρία Βέλδων, κύριε Βενέδικτε, Ζακ, μη
+μας εγκαταλείπετε. — Προσοχή, Ηράκλεις. </p>
+
+<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Δίγγος ανύψου την κεφαλήν, και διά μικρών
+αλμάτων προεκάλει να τον ακολουθήσωσι. </p>
+
+<p>Μετ' ολίγας στιγμάς η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής τον έφθασαν εις τας
+ρίζας γηραιάς συκομορέας εν τω μέσω του πυκνοτάτου μέρους του δάσους. </p>
+
+<p>Εκεί υψούτο κατεστραμμένη καλύβη προ της οποίας ο Δίγγος υλάκτει
+θρηνωδώς.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ποίος άραγε είναι εκεί; έκραξεν ο Δικ Σανδ. </p>
+
+<p>Εισήλθεν εν τη καλύβη. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων και οι άλλοι τον ηκολούθησαν. </p>
+
+<p>Το έδαφος ήτο εστρωμένον υπό οστών λευκαθέντων ήδη υπό την επίδρασιν της
+ατμοσφαίρας.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Άνθρωπος απέθανεν εις την καλύβην ταύτην, είπεν η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και τον άνθρωπον τούτον ο Δίγγος τον εγνώριζεν απεκρίθη ο Δικ
+Σανδ. Θα ήτο ίσως ο κύριός του. Α! ιδέτε!</p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ εδείκνυεν εις το βάθος της καλύβης τον απογεγυμνωμένον κορμόν
+της συκομορέας. </p>
+
+<p>Εκεί εφαίνοντο δύο μεγάλα ερυθρά γράμματα, σχεδόν εξηλειμμένα ήδη, τα
+οποία όμως ηδύνατό τις έτι να διακρίνη.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δίγγος επέθεσε τον δεξιόν πόδα επί του δένδρου και εφαίνετο δεικνύων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Σ. Β.! έκραζε ο Δικ Σανδ. Τα γράμματα εκείνα τα οποία ο Δίγγος
+διέκρινε μεταξύ όλων. Τα αρχικά τα οποία φέρει εις το περιλαίμιόν του.<br />
+&nbsp;<br />
+Δεν ετελείωσε την φράσιν του, και κύψας έλαβεν μικρόν χάλκινον κυτίον όλως
+οξειδωμένον, όπερ ευρίσκετο εις γωνίαν τινα της καλύβης.<br />
+&nbsp;<br />
+Το κυτίον εκείνο ηνεώχθη και έπεσεν εξ αυτού τεμάχιον χάρτου επί του οποίου ο
+Δικ Σανδ ανέγνωσε τας ακολούθους λέξεις:</p>
+
+<p>«Δολοφονηθείς . . ληστευθείς υπό του οδηγού μου Νεγορού . . . τη 3
+Δεκεμβρίου 1871 . . ενταύθα., 120 μίλια μακράν της ακτής . . ο Δίγγος ιδικός μου.
+</p>
+
+<p>«Σ. ΒΕΡΝΩΝ»</p>
+
+<p>Η επιστολή έλεγε τα πάντα. Ο Σαμουήλ Βερνών, αναχωρήσας μετά του κυνός
+του Δίγγου όπως εξερευνήση την κεντρώαν Αφρικήν, ωδηγείτο υπό του Νεγορού.
+Τα χρήματα, άτινα έφερε μεθ' εαυτού, ηρέθισαν την πλεονεξίαν του αθλίου, όστις
+απεφάσισε να τα αρπάση. Ο Γάλλος περιηγητής, φθάσας εις το μέρος εκείνο των
+οχθών του Κόγγου κατεσκήνωσεν εν τη καλύβη εκείνη. Εκεί, επλήγη θανατηφόρως,
+εληστεύθη, εγκατελείφθη. </p>
+
+<p>Συντελεσθέντος του φόνου, ο Νεγορός έφυγε βεβαίως, και τότε περιέπεσεν εις
+χείρας των Πορτογάλων. Αναγνωρισθείς ως είς των πρακτόρων του σωματεμπόρου
+Αλβέζ, και μετενεχθείς εις Άγιον Παύλον της Λοάνδας, κατεδικάσθη να διέλθη τον
+βίον του εις έν των σοφρωνιστηρίων της αποικίας, Γνωρίζομεν πώς κατώρθωσε να
+αποδράση να φθάση εις την Νέαν Ζηλανδίαν, και πώς απεβιβάσθη εις το «Πίλγριμ»
+προς δυστυχίαν των επιβατών αυτού. Αλλά τι συνέβη μετά το έγκλημα; ευκόλως
+εννοείται. Ο ατυχής Βερνών, πριν αποθάνη, έλαβε προδήλως καιρόν να γράψη το
+επιστόλιον όπερ συν τη χρονολογία και τω αιτίω της δολοφονίας, ανέφερε και το
+όνομα του δολοφόνου. Το επιστόλιον εκείνο εν τω οποίω βεβαίως υπήρχε το
+κλαπέν αργύριον, και δι' εσχάτης αγωνίας ο αιματόφυρτος δάκτυλός του εχάραξεν
+ως επιτάφιον τα αρχικά γράμματα του ονόματός του. Προ των δύο εκείνων
+γραμμάτων ο Δίγγος θα έμεινε πολλάς ημέρας. Έμαθε να τα διακρίνη. Δεν έμελλε
+πλέον να τα λησμονή. Είτα επανελθών εις την ακτήν, παρελήφθη υπό του
+πλοιάρχου του «Βάλδεκ» και ακολούθως μετέβη εις το «Πίλγριμ», όπου συνηντήθη
+μετά του Νεγορού. Καθ' όλον εκείνο το διάστημα, τα οστά του περιηγητού
+ελευκαίνοντο εις το καλύβιον του απωτάτου εκείνου δάσους της κεντρώας
+Αφρικής, και μόνον εις την ενθύμησιν του κυνός επέζων. Ναι, τα πράγματα θα
+συνέβησαν τοιουτοτρόπως, ο δε Δικ Σανδ και ο Ηρακλής ητοιμάζοντο να δώσωσι
+ταφήν χριστιανικήν εις τα λείψανα του Σαμουήλ Βερνών, ότε ο Δίγγος εκφέρων
+υλακήν λυσσώδη ώρμησεν έξω της καλύβης. </p>
+
+<p>Σχεδόν αμέσως, φρικώδεις κραυγαί ηκούσθησαν εις μικράν απόστασιν.
+Προδήλως, άνθρωπος τις συνεπλάκη μετά του ρωμαλέου ζώου. </p>
+
+<p>Ο Ηρακλής έπραξεν ό,τι έπραξεν ο Δίγγος. Ώρμησε και αυτός έξω της καλύβης,
+ο δε Δικ Σανδ η κυρία Βέλδων, ο Ζακ και ο Βενέδικτος, ακολουθούντες τα ίχνη του
+τον είδον να ορμά καθ' ενός ανθρώπου, όστις εκυλίσθη κατά γης κρατούμενος εκ
+του λαιμού διά των φοβερών οδόντων του κυνός.<br />
+&nbsp;<br />
+Ήτο ο Νεγορός. </p>
+
+<p>Μεταβαίνων εις το στόμιον του Ζαΐρου ίνα επιβιβασθή διά την Αμερικήν ο
+κακούργος εκείνος, αφού άφησε την συνοδείαν του όπισθεν, ήλθεν εις αυτό εκείνο
+το μέρος ένθα εδολοφόνησε τον οδοιπόρον, όστις είχεν εμπιστευθή εις αυτόν. </p>
+
+<p>Αλ' έπραξε τούτο ουχί άνευ λόγου, και πάντες το εννόησαν, όταν είδον δράκας
+τινας χρυσών γαλλικών νομισμάτων, άτινα έστιλβον εις οπήν τινα αρτίως
+ορυχθείσαν παρά τας ρίζας δένδρου. Ο Νεγορός είχε κρύψει το προϊόν της κλοπής
+επί τω σκοπώ να επανέλθη ημέραν τινά να το αναλάβη και έμελλε τωόντι να λάβη
+τα χρήματα εκείνα, ότε ο Δίγγος τον ανεκάλυψε και ώρμησε κατ' αυτού.
+Καταπλαγείς ο άθλιος έσυρε την μάχαιράν του και εκτύπησε τον κύνα, καθ' ήν
+στιγμήν ο Ηρακλής επέπεσε κατ' αυτού κράζων. </p>
+<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/211.jpg" width="357"
+height="490"
+alt="ο Δίγγος τον ανεκάλυψε και ώρμησε κατ' αυτού" border="2" /><br /></p>
+
+<p>&nbsp;— Άθλιε: Θα σε πνίξω τέλος πάντων!</p>
+
+<p>Τετέλεσται. Ο Πορτογάλος δεν έδιδε πλέον σημείον ζωής, πληγείς δύναται τις
+ειπείν υπό της θείας δικαιοσύνης και εν τω αύτω μέρει ένθα το έγκλημα
+διεπράχθη. Αλλ' ο πιστός κύων είχεν λάβει κτύπημα θανάσιμον, και συρθείς μέχρι
+της καλύβης ήλθε και εξέψυσεν εκεί, όπου είχεν αποθάνει ο Σαμουήλ Βερνών. </p>
+
+<p>Ο Ηρακλής έθαψε βεβαίως τα λείψανα του περιηγητού, και ο Δίγγος αφού τον
+έκλαυσαν όλοι, ετέθη μετά του κυρίου του εις τον αυτόν λάκκον.<br />
+&nbsp;<br />
+Δεν υπήρχε μεν πλέον ο Νεγορός, αλλ' οι από του Καζονδέ συνοδεύσαντες αυτόν
+ιθαγενείς δεν ηδύναντο να ώσι μακράν. Μη επαναβλέποντες αυτόν, θα τον
+ανεζήτουν προδήλως προς το μέρος του ποταμού, και τούτο ήτο κίνδυνος
+σπουδαιότατος.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ και η κυρία Βέλδων συνεσκέφθησαν λοιπόν τι έδει να πράξωσι και να το
+πράξωσι χωρίς να χάσωσι μήτε στιγμήν.<br />
+&nbsp;<br />
+Έν βέβαιον όμως απεδείχθη, ότι ο ποταμός εκείνος ήτο ο Κόγγος ονομαζόμενος
+υπό των ιθαγενών Κουάγγος ή Ικουτού γάΚόγγος, και ότι είναι ο Ζαΐρος υπό το έν
+μήκος και Λουαλάβας εις το άλλο. Είναι τωόντι η μεγάλη εκείνη αρτηρία της
+κεντρώας Αφρικής εις ήν ο ηρωϊκός Στάνλεϋ επέβαλε το ένδοξο όνομα του
+Λιβιγγστώνος, αλλ' οι γεωγράφοι ώφειλον ίσως να αντικαταστήσωσι διά του ιδικού
+του. </p>
+
+<p>Αλλ' εάν δεν ηδύναντο έτι να αμφιβάλλωσιν ότι ήτο το Κόγγος, το γραμμάτιον
+όμως του γάλλου περιηγητού εσημείου ότι το στόμιον αυτού απείχεν έτι εκατόν
+είκοσι μίλια από του μέρους εκείνου και δυστυχώς το μέρος εκείνο ήτο αδιάβατον.
+Μεγάλοι καταράκται — πιθανώς οι του Ντάμου — κωλύουσι την κάθοδον εις
+πάσαν λέμβον. Ανάγκη λοιπόν να ακολουθήσωσι την μίαν ή την ετέραν όχθην,
+τουλάχιστον μέχρι κάτω των καταρρακτών ήτοι επί έν ή δύο μίλια και μετά ταύτα
+να κατασκευάσωσι σχεδίαν, όπως επαναλάβωσιν αύθις την διά του ρεύματος
+κάθοδον.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Μένει λοιπόν, είπεν εν συμπεράσματι ο Δικ Σανδ, να αποφασίσωμεν εάν
+θα κατέλθωμεν την αριστεράν εις ην ευρισκόμεθα, ή την δεξιάν όχθην του
+ποταμού. Αμφότεραι, κυρία Βέλδων, μοι φαίνονται επικίδυνοι και οι ιθαγενείς
+είναι εδώ επίφοβοι. Εν τούτοις, επί της όχθης ταύτη, φαίνεται ότι κινδυνεύομεν
+περισσότερον, επειδή υπάρχει φόβος μήπως συναντήσωμεν την ακολουθίαν του
+Νεγορού. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ας διαβώμεν εις την άλλην όχθην, απεκρίθη η κυρία Βέλδων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είναι άραγε βατή; παρετήρησεν ο Δικ Σανδ. Η οδός των στομίων του
+Κόγγου είναι μάλλον επί της αριστεράς όχθης, αφού ο Νεγορός αυτήν ηκολούθει.
+Αδιάφορον! Δεν πρέπει να διστάσωμεν. Αλλά πριν διέλθωμεν τον ποταμόν μεθ'
+υμών, κυρία Βέλδων, πρέπει να ηξεύρω εάν δυνάμεθα να κατέλθωμεν μέχρι κάτω
+των καταρρακτών. </p>
+
+<p>Έπρεπε να ενεργήσωσι φρονίμως και ο Δικ Σανδ ηθέλησε να εκτελέση αμέσως
+το σχέδιόν του. </p>
+
+<p>Εις εκείνο το μέρος ο ποταμός δεν είχε μήκος πλειότερον των τριακοσίων μέχρι
+των τετρακοσίων ποδών, και η διέλευσις αυτού ήτο εύκολος εις τον νεαρόν
+δόκιμον, συνηθισμένον όντα να χειρίζηται και την πρυμνοκώπην. Η κυρία Βέλδων,
+ο Ζακ, ο εξάδελφος Βενέδικτος ώφειλον να μείνωσιν υπό την φύλαξιν του
+Ηρακλέους περιμένοντες την επιστροφήν του. </p>
+
+<p>Ληφθεισών των διατάξεων τούτων, ο Δικ Σανδ έμελλε να αναχωρήση, ότε η
+κυρία Βέλδων τω είπε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν φοβείσαι, Δικ, μήπως παρασυρθής προς τους καταράκτας;</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, κυρία Βέλδων. Θα διέλθω τετρακόσιους πόδας υπεράνω αυτών.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλ' εις την άλλην όχθην;</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν θα αποβώ εις την ξηράν, εάν ίδω έστω και τον ελάχιστον
+κίνδυνον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Λάβε το όπλον σου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι· αλλά μη ανησυχήτε περί εμού. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ίσως θα ήτο προτιμότερον να μη χωρισθώμεν, Δικ, προσέθηκεν η
+κυρία Βέλδων, ως εάν κατέλαβεν αυτήν προαίσθημά τι. </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι . . . αφήσατέ με να υπάγω μόνος . . . απεκρίθη ο Δικ Σανδ. Πρέπει
+να γίνη τούτο χάριν της ασφαλείας πάντων. Πριν παρέλθη μία ώρα θα επιστρέψω.
+Πρόσεχε καλώς Ηράκλεις.<br />
+&nbsp;<br />
+Αφού είπε ταύτα ο Δικ έλυσε την λέμβον και έπλευσε προς την άλλην όχθην του
+Ζαΐρου. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων και ο Ηρακλής, συνεσπειρωμένοι εις τας λόχμας των παπύρων,
+τον ηκολούθουν διά του βλέμματος.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Δικ Σανδ έφθασε μετ' ολίγον εις το μέσον του ποταμού. Το ρεύμα, χωρίς να είναι
+λίαν ισχυρόν, ενεδυναμούτο ολίγον ένεκα της έλξεως των καταρρακτών.
+Τετρακόσιους πόδας κατωτέρω, ο επιβλητικός μυκηθμός των υδάτων επλήρου το
+διάστημα, καί τινες νιφάδες, αρπαζόμεναι υπό του ανέμου, έφθανον μέχρι του
+νεαρού δοκίμου. Εφρικία εις την σκέψιν ότι η λέμβος, εάν επετηρείτο ολιγώτερον
+κατά την παρελθούσαν νύκτα, θα απώλλυτο εις τους καταρράκτας εκείνους, οίτινες
+μόνον πτώματα θα απέδιδον. Αλλά τοιούτος φόβος δεν υπήρχε πλέον, και κατ'
+εκείνην την στιγμήν η κώπη, επιδεξίως χειριζομένη, ήρκει εις την χείρα όπως τηρή
+αυτήν εις διεύθυνσιν ολίγον λοξήν προς το ρεύμα. </p>
+
+<p>Μετά έν τέταρτον της ώρας ο Δικ Σανδ έφθασεν εις την αντιπέραν όχθην και
+ητοιμάζετο να πηδήση εις την ξηράν. </p>
+
+<p>Κατ' εκείνην την στιγμήν κραυγαί ηκούσθησαν, και δεκάς ιθαγενών ώρμησε
+κατά του σωρού των χόρτων, όστις εκάλυπτεν έτι την λέμβον. </p>
+
+<p>Ήσαν οι ανθρωποφάγοι του υποβρυχίου χωρίου. Επί οκτώ ημέρας είχον
+ακολουθήσει την δεξιάν όχθην του ποταμού. Υπό το φύλλωμα εκείνο όπερ είχε
+σχισθή εις τους πασσάλους του χωρίου των, είχον ανακαλύψει τους φυγάδας, ήτοι
+λείαν βεβαίαν δι' αυτούς, αφού το κώλυμα των καταρρακτών θα ηνάγκαζε τάχιον ή
+βράδιον τους δυστυχείς να αποβώσιν εις την μίαν ή την ετέραν όχθην. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ ενόμισε εαυτόν απολεσθέντα, αλλ' εσκέφθη εάν διά της θυσίας της
+ζωής του θα ηδύνατο να σώση τους μετ' αυτού. Κύριος εαυτού, όρθιος επί του
+εμπροσθίου μέρους της λέμβου, το όπλον έχων εστραμμένον κατά των
+ανθρωποφάγων, εκράτει αυτούς εν αποστάσει. </p>
+
+<p>Ούτοι εν τούτοις απέσπασαν όλον το φύλλωμα υπό το οποίον ενόμιζον ότι θα
+εύρισκον και άλλα θύματα. Ότε δε είδον ότι μόνος ο νεαρός δόκιμος περιέπεσεν εις
+χείρας των, ησθάνθησαν δυσαρέσκειαν, ήτις εξεδηλώθη διά φοβερών κραυγών. Έν
+παιδίον δεκαπενταετές διά δέκα ανθρώπους!</p>
+
+<p>Αλλά τότε είς των ιθαγενών ανηγέρθη, έτεινε τον βραχίονα προς την αριστεράν
+όχθην, και έδειξε την κυρίαν Βέλδων και τους μετ' αυτής οίτινες, ιδόντες τα πάντα
+και μη γινώσκοντες τι να πράξωσιν, ανήλθον την ακτήν. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ, μη σκεπτόμενος περί εαυτού, περιέμενεν εκ του ουρανού
+έμπνευσίν τινα δυναμένην να τους σώση.</p>
+
+<p>Η λέμβος έμελλε να αναχθή μακράν. Οι ιθαγενείς εσκόπευον να διέλθωσι το
+ποτάμιον. Προ του κατ' αυτών εστημένου όπλου δεν εκινούντο, γινώσκοντες το
+αποτέλεσμα των πυροβόλων όπλων. Αλλ' είς εξ αυτών έδραξε την κώπην, εχειρίσθη
+αυτήν ως άνθρωπος γινώσκων να την μεταχειρισθή, και η λέμβος διήρχετο λοξώς
+τον ποταμόν. Μετ' ολίγον δε απείχε μόλις εκατόν πόδας από της αριστεράς όχθης.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Φύγετε! έκραξεν ο Δικ Σανδ προς την κυρίαν Βέλδων. Φύγετε!</p>
+
+<p>Μήτε η κυρία Βέλδων, μήτε ο Ηρακλής εκινήθησαν. </p>
+
+<p>Ήθελέ τις υποθέσει ότι οι πόδες των ήσαν καθηλωμένοι επί του εδάφους. </p>
+
+<p>Να φύγωσι! και προς τι! Πριν παρέλθη μία ώρα θα ενέπιπτον εις τας χείρας των
+ανθρωποφάγων. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ εννόησε τούτο. Αλλά τότε, η υπερτάτη εκείνη έμπνευσις, ην εζήτει
+παρά του ουρανού, κατεπέμφθη αύτω. Διείδε την πιθανότητα να σώση πάντας
+εκείνους ους ηγάπα διά της ιδίας αυτού ζωής!. Δεν εδίστασε να πράξη τούτο.<br />
+&nbsp;<br />
+&nbsp;— Ο Θεός να τους προστατεύση, εψιθύρισε, και να οικτείρη και εμέ εν τη
+απείρω αυτού αγαθότητι!</p>
+
+<p>&nbsp;— Αμέσως δε ο Δικ Σανδ διηύθυνε το πυροβόλον του προς τον
+κωπηλατούντα ιθαγενή, και η κώπη, θραυσθείσα υπό της σφαίρας διεσκορπίσθη
+εις τεμάχια. </p>
+
+<p>&nbsp;— Οι ανθρωποφάγοι έρρηξαν κραυγήν τρόμου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τωόντι η λέμβος, μη συγκροτουμένη πλέον υπό της κώπης, έλαβε την
+διεύθυνσιν του ύδατος. Το ρεύμα την παρέσυρε μετ' αυξανούσης ταχύτητος, και
+μετά τινας στιγμάς δεν απείχε πλειότερον των εκατόν ποδών από τους
+καταρράκτας.</p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων και ο Ηρακλής εννόησαν τα πάντα. Ο Δικ Σανδ επειράτο να
+τους σώση ωθών τους ανθρωποφάγους μεθ' εαυτού εις την άβυσσον. Ο μικρός Ζακ
+και η μήτηρ του, γονυπετείς επί της ακτής, τω απέστελλον ύστατον
+αποχαιρετισμόν. Η ανίσχυρος χειρ του Ηρακλέους ετείνετο προς αυτόν.<br />
+&nbsp;<br />
+Κατ' εκείνην την στιγμήν οι ιθαγενείς, θελήσαντες να φθάσωσι κολυμβώντες εις την
+αριστεράν όχθην, ερρίφθησαν έξω της λέμβου, ήτις και ανετράπη. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ δεν απώλεσε την ψυχραιμία του απέναντι του απειλούντος αυτόν
+θανάτου. Τότε τω επήλθε μία τελευταία σκέψις ότι η λέμβος, ως εξ αυτού τούτου
+του γεγονότος εκυμαίνετο μετά της τρόπιδος εις τον αέρα, ηδύνατο να τω
+χρησιμεύση όπως τον σώση.</p>
+
+<p>Τωόντι δύο κίνδυνοι υπήρχον καθ' ήν στιγμήν ο Δικ Σανδ θα περιεπλέκετο εν τω
+καταρράκτη· ασφυξία εκ του ύδατος, ασφυξία εκ του αέρος. Το ανεστραμμένον
+λοιπόν εκείνο σκάφος θα ήτο ως κιβωτός, εν τη οποία θα ηδύνατο ίσως να διατηρή
+την κεφαλήν αυτού έξω του ύδατος, συγχρόνως δε θα προεφυλάσσετο και από του
+εξωτερικού αέρος, όστις βεβαίως θα τον έπνιγεν εν τη ταχύτητι της πτώσεώς του.
+Υπό τας συνθήκας ταύτας δύναταί τις να ελπίση ότι θα αποφύγη την διπλήν
+ασφυξίαν, έστω και αν κατέρχηται τους καταρράκτας του Νιαγάρα. </p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ είδε τούτα πάντα ως εν αστραπή. Διά τελευταίου τινός ορμεμφύτου
+προσεκολλήθη εις το θρανίον, όπερ συνέδεε τα δύο χείλη της λέμβου, και έχων την
+κεφαλήν έξω του ύδατος υπό το ανεστραμμένον σκάφος, ησθάνθη το
+ακαταμάχητον ρεύμα να τον παρασύρη, και την πτώσιν γινομένην σχεδόν κάθετον.
+</p>
+
+<p>Η λέμβος εβυθίσθη εν τη υπό των υδάτων εις τους πρόποδας του καταρράκτου
+ορυχθείση αβύσσω, και αφού κατήλθεν εις μέγα βάθος, επανήλθεν εις την
+επιφάνειαν του ποταμού. Ο Δικ Σανδ, καλός κολυμβητής, εννόησεν ότι η σωτηρία
+του νυν εξηρτάτο εκ της ισχύος των βραχιόνων του.<br />
+&nbsp;<br />
+Μετά έν τέταρτον της ώρας, έφθασεν εις την αριστεράν όχθην, ένθα επανεύρε την
+κυρίαν Βέλδων, τον μικρόν Ζακ και τον εξάδελφον Βενέδικτον, τους οποίους ο
+Ηρακλής είχε φέρει εκεί μετά πάσης σπουδής. </p>
+
+<p>Αλλ' ήδη οι ανθρωποφάγοι είχον απολεσθή εν τω παφλασμώ του ύδατος. Μη
+υπερασπιζόμενοι υπό της ανατετραμμένης λέμβου επνίγησαν πριν ή φθάσωσι καν
+εις τα τελευταία βάθη της αβύσσου, τα δε σώματα αυτών έμελλον να
+κατασχισθώσιν εις τους οξείς εκείνους βράχους, εις ους εθραύετο το κατώτερον
+μέρος του ποταμού. </p>
+
+
+
+<h3 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Κ'. </h3>
+
+<p style='text-align: center; margin-top: 2em'><b>ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ</b></p>
+
+<p>
+<br />
+Μετά δύο ημέρας, τη 20 Ιουλίου, η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής συνήντησαν
+συνοδείαν κατευθυνομένην προς την Εμβόμαν, εις το στόμιον του Κόγγου. Δεν
+ήσαν δουλέμποροι, αλλά τίμιοι έμποροι πορτογάλλοι ενεργούντες το εμπόριον του
+ελεφαντοστού. Υπεδέχθησαν τους φυγάδας μετά μεγίστης ευμενείας και το
+τελευταίον μέρος της οδοιπορίας εκείνης εγένετο υπό ανεκτούς όρους. </p>
+
+<p>Η συνάντησις της συνοδείας εκείνης ήτο αληθώς εύνοια του ουρανού. Ο Δικ
+Σανδ δεν θα ηδύνατο να εξακολουθήση μετά της σχεδίας την κάθοδον του Ζαΐρου.
+Από των καταρρακτών του Ντάμου μέχρι του Υελλάλα ο ποταμός ουδέν άλλο είναι
+ειμή συνέχεια ρευμάτων και καταρρακτών. Ο Στάνλεϋ ηρίθμισε τοιούτους
+εβδομήκοντα και δύο, και ουδεμία λέμβος δύναται να εισέλθη εκεί. Εις το στόμιον
+του Κουάγγου ο ακάματος περιηγητής έμελλε μετά τέσσαρα έτη να υποστή την
+τελευταίαν των τριάκοντα και δύο μαχών, ας εδέησε να συνάψη μετά των
+ιθαγενών. Κατωτέρω εις τους καταρράκτας του Μπέλου έμελλε να διαφύγη τον
+θάνατον, ως εκ θαύματος. Τη 11 Αυγούστου η κυρία Βέλδων, ο Δικ Σανδ, ο Ζακ, ο
+Ηρακλής και ο εξάδελφος Βενέδικτος έφθασαν εις Εμβόμαν, ένθα οι κ. κ. Μότας
+Βιέγας και Χάρισων τους υπεδέχθησαν φιλοξένως. Ατμόπλοιόν τι έμελλε να
+αποπλεύση διά τον ισθμόν του Παναμά. </p>
+
+<p>Η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής επεβιβάσθησαν εν αυτώ και έφθασαν εις την
+αμερικανικήν γην. </p>
+
+<p>Τηλεγράφημα αποσταλέν εις Άγιον Φραγκίσκον ανήγγειλεν εις τον Ιάκωβον
+Βέλδων την ανέλπιστον επιστροφήν της γυναικός του και του τέκνου του, των
+οποίων εις μάτην είχεν αναζητήσει τα ίχνη εις όλα τα μέρη, ένθα ηδύνατο να ελπίζη
+ότι ερρίφθη το «Πίλγριμ». </p>
+
+<p>Τέλος τη 25 Αυγούστου ο σιδηρόδρομος απέθετε τους ναυαγούς εν τη
+πρωτευούση της Καλιφορνίας. Α! εάν ο γέρων Τωμ και οι σύντροφοί του ήσαν μετ'
+αυτών! . . . . </p>
+
+<p>Τι να είπωμεν τώρα περί του Δικ Σανδ και του Ηρακλέους. Ο μεν εγένετο υιός, ο
+δε φίλος της οικογενείας.<br />
+&nbsp;<br />
+Ο Ιάκωβος Βέλδων εγίγνωσκε πάντα όσα ώφειλεν εις τον νεαρόν δόκιμον, πάντα
+όσα ώφειλεν εις τον γενναίον μαύρον. </p>
+
+<p>Αληθώς ήτο ευτύχημα ότι ο Νεγορός δεν έφθασε μέχρις αυτού, καθότι θα
+έδιδεν όλην την περιουσίαν του, όπως εξαγοράση την γυναίκα και τον υιόν του. Θα
+απήρχετο εις την αφρικανικήν ακτήν, και εκεί, τις δύναται να είπη εις ποίους
+κινδύνους, εις ποίας απιστίας θα εξετίθετο!</p>
+
+<p>Ολίγα τινά και περί του εξαδέλφου Βενεδίκτου. Την αυτήν ημέραν της αφίξεώς
+του ο άξιος επιστήμων, αφού έθλιψε την χείρα του Ιακώβου Βέλδων, εκλείσθη εις
+το σπουδαστήριόν του, και επανέλαβε την εργασίαν του, ως εάν εξηκολούθει
+φράσιν τινά διακοπείσαν την προτεραίαν. </p>
+
+<p>Εσκέπτετο γιγανταίον σύγγραμμα περί του «Εξάποδος Βενεδίκτου», όπερ θα
+ήτο το αριστούργημα της εντομολογικής επιστήμης. </p>
+
+<p>Εκεί, εν τω υπό εντόμων επεστρωμένω σπουδαστηρίω του, ο εξάδελφος
+Βενέδικτος εύρε μικροσκόπιον και δίοπτρα . . . Ύψιστε Θεέ! ποίαν κραυγήν
+απελπισίας έρρηξε την πρώτην φοράν, ότε μετεχειρίσθη ταύτα όπως εξετάση το
+μόνον δείγμα, όπερ τω προμήθευσεν η αφρικανική εντομολογία!</p>
+
+<p>Ο «Εξάπους Βενέδικτος» δεν ήτο εξάπουν. Ήτο κοινή αράχνη! Και εάν είχον έξ
+πόδας αντί οκτώ, τούτο συνέβαινε διότι έλειπον απ' αυτής οι δύο εμπρόσθιοι
+πόδες. </p>
+
+<p>Και εάν έλειπον οι πόδες εκείνοι, έλειπον διότι ο Ηρακλής τους έθραυσε
+συλλαβών αυτήν ανεπιτηδείως. Ο ακρωτηριασμός λοιπόν εκείνος περιήγε τον
+υποτιθέμενον «Εξάπουν Βενέδικτον», εις κατάστασιν απομάχου και κατέτασσεν
+αυτήν εις την τάξιν των κοινοτάτων αραχνοειδών, όπερ ο εξάδελφος Βενέδικτος
+ένεκα της μυωπίας του δεν ηδυνήθη να αναγνωρίση, το ταχύτερον. </p>
+
+<p>Ως εκ τούτου ησθένησεν, αλλ' ευτυχώς εθεραπεύθη. </p>
+
+<p>Μετά τρία έτη ο μικρός Ζακ ήτο οκταέτης, και ο Δικ Σανδ, καί τοι εργαζόμενος
+δι' εαυτόν, τω έμελλε να επαναλαμβάνη τα μαθήματά του. Τωόντι μόλις απέβη εις
+την ξηράν, εννοήσας πόσα πράγματα δεν εγνώριζεν, επέπεσεν εις την σπουδήν με
+είδος τι τύψεως του συνειδότος, της τύψεως εκείνης ανθρώπου όστις ελλείψει
+επιστήμης ευρέθη υποδεέστερος του έργου, όπερ ανέλαβεν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, επανελάμβανε πολλάκις. Εάν εις το «Πίλγριμ» εγνώριζα όσα
+οφείλει να γνωρίζη ναυτικός, πόσα δυστυχήματα θα απεφεύγοντο!</p>
+
+<p>Ούτως ωμίλει ο Δικ Σανδ. Τούτου ένεκα εν ηλικία δεκαοκτώ ετών επεραίωσεν
+επιτυχώς τας υδρογραφικάς σπουδάς του και λαβών δίπλωμα κατ' εξαιρετικήν
+εύνοιαν εγένετο πλοίαρχος εν τω οίκω του Ιακώβου Βέλδων. </p>
+
+<p>Ιδού πού έφθασε διά της διαγωγής και διά της εργασίας του ο μικρός ορφανός
+ο περισυλλεχθείς εις την άκραν του Σάνδυ Κουκ. </p>
+
+<p>Μεθ' όλην την νεαράν ηλικίαν του είχεν εφελκύσει την υπόληψιν, δυνάμεθα
+ειπείν τον σεβασμόν όλων, αλλ' η απλότης και η μετριοφροσύνη του ήσαν τοσούτω
+φυσικαί, ώστε ουδέ εννόει τούτο. </p>
+
+<p>Αν και δεν ηδύνατό τις να αποδώση εις αυτόν τα καλούμενα ανδραγαθήματα,
+όμως εκείνος ουδέ υπώπτευε καν ότι η σταθερότης, η γενναιότης, η επιμονή, τας
+οποίας ανέπτυξεν εν ταις δοκιμασίαις, είχον καταστήσει αυτόν είδος τι ήρωος.<br
+/>
+&nbsp;<br />
+Εν τούτοις σκέψις τις κατείχεν αυτόν. Κατά τας σπανίας αναπαύσεις τας οποίας τω
+άφινον αι σπουδαί του, ενθυμείτο πάντοτε τον γέροντα Τωμ, τον Βαρθολομαίον,
+τον Αυγουστίνον και τον Ακτέωνα, διά την δυστυχίαν των οποίων ενόμιζεν εαυτόν
+υπεύθυνον. Τούτο ήτο ωσαύτως αντικείμενον πραγματικής θλίψεως διά την κυρίαν
+Βέλδων σκεπτομένην την αθλίαν κατάστασιν των αρχαίων αυτής εν τη δυστυχία
+συντρόφων. </p>
+
+<p>Τούτου ένεκα ο Ιάκωβος Βέλδων, ο Δικ Σανδ και ο Ηρακλής ανεκίνησαν
+ουρανόν και γην όπως επανεύρωσι τα ίχνη των.<br />
+&nbsp;<br />
+Τέλος κατώρθωσαν τούτο, χάρις εις τους ανταποκριτάς, ους ο πλούσιος εφοπλιστής
+είχεν εν όλω τω κόσμω. Ο Τωμ και οι σύντροφοι αυτού είχον πωληθή εν
+Μαδαγασκάρη, ένθα άλλως τε η δουλεία έμελλε μετ' ολίγον να καταργηθή·</p>
+
+<p>Ο Δικ Σανδ ηθέλησε να θυσιάση τας μικράς του οικονομίας όπως τους
+εξαγοράση, αλλ' ο Ιάκωβος Βέλδων δεν επέτρεπεν τούτο. Είς των ανταποκριτών
+του διεπραγματεύθη την υπόθεσιν και ημέραν τινά, την 15 Νοεμβρίου 1877,
+τέσσαρες μαύροι έκρουον την θύραν της κατοικίας του.<br />
+&nbsp;<br />
+Ήσαν ο Γέρων Τωμ, ο Βαρθολομαίος, ο Ακτέων, ο Αυγουστίνος. Οι αγαθοί εκείνοι
+άνδρες, αφού διέφυγον τόσους κινδύνους, ολίγον έλειψε να πνιγώσι κατ' εκείνην
+την ημέραν εκ των εναγκαλισμών των φίλων των. </p>
+
+<p>Εξ εκείνων λοιπόν τους οποίους το «Πίλγριμ» έρριψε επί της απαισίας εκείνης
+ακτής της Αφρικής δεν έλειπεν ειμή η δυστυχής Ναν. Αλλ' ουδέ την γηραιάν
+υπηρέτριαν, ουδέ τον Δίγγον ηδύνατο να επαναφέρωσιν εις την ζωήν. Και βεβαίως
+ήτο θαύμα πώς μόνον εκείνα τα δύο όντα υπέκυψαν εις τοσαύτας και τοιαύτας
+περιπετείας.<br />
+&nbsp;<br />
+Οίκοθεν εννοείται ότι κατ' εκείνην την ημέραν ήτο εορτή εις την οικίαν του
+καλιφορνιανού εμπόρου, και η αρίστη πρόποσις ην πάντες ανευφήμησαν ήτο
+εκείνη ην προέτεινεν η κυρία Βέλδων: εις υγείαν του Δικ Σανδ. </p>
+
+<h4 style='text-align: center; margin-top: 3em'>ΤΕΛΟΣ<br /><br />
+«ΤΟΥ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΕΤΟΥΣ ΠΛΟΙΑΡΧΟΥ»</h4>
+
+<hr></hr>
+
+<p id='fn1'>1) Τύποι, ακρίδες, γρύλλοι, κτλ.<a href='#ref1'
+title='πίσω'>&#8617;</a></p>
+
+<p id='fn2'>2) Τύποι, μυρμηκολέοντες, μύστακες.<a href='#ref2'
+title='πίσω'>&#8617;</a></p>
+
+<p id='fn3'>3) Τύποι, μέλισσαι, σφήκες, μύρμηγκες. <a href='#ref3'
+title='πίσω'>&#8617;</a></p>
+
+<p id='fn4'>4) Τύποι, χρυσαλίδες κτλ. <a href='#ref4'
+title='πίσω'>&#8617;</a></p>
+
+<p id='fn5'>5) Τύποι, τέττιγες, ψύλοι, κλπ.<a href='#ref5'
+title='πίσω'>&#8617;</a></p>
+
+<p id='fn6'>6) Τύποι, μηλολόνθαι πυγολαμπίδες, κτλ. <a href='#ref6'
+title='πίσω'>&#8617;</a></p>
+
+<p id='fn7'>7) Τύποι, κώνωπες, μυίαι, κτλ.<a href='#ref7'
+title='πίσω'>&#8617;</a></p>
+
+<p id='fn8'>8) Τύποι, στύλοπες. <a href='#ref8' title='πίσω'>&#8617;</a></p>
+
+<p id='fn9'>9) Τύποι, ακάρεα, κτλ.<a href='#ref9' title='πίσω'>&#8617;</a></p>
+
+<p id='fn10'>10) Τύποι, λεπίδες, πόδουροι, κτλ.<a href='#ref10'
+title='πίσω'>&#8617;</a></p>
+
+<p id='fn11'>11) Σανδ σημαίνει αγγλιστί άμμος. <a href='#ref11'
+title='πίσω'>&#8617;</a></p>
+
+<p id='fn12'>12) Στρατιωτική σχολή εν Νέα Υόρκη. <a href='#ref12'
+title='πίσω'>&#8617;</a></p>
+
+<p id='fn13'>13) Εν τη κατεργασία ταύτη το λίπος της φαλαίνης απόλλυσι το
+τρίτο περίπου του βάρους του. <a href='#ref13' title='πίσω'>&#8617;</a></p>
+
+<p id='fn14'>14) Άλλοτε ηρκούντο να μετατρέπωσι τον φλοιόν τούτον εις κόνιν,
+ήτις εκαλείτο&nbsp;&nbsp;κ ό ν ι ς&nbsp;&nbsp;τ ω ν&nbsp;&nbsp;Ι η σ ο υ ι τ ώ ν, διότι τω 1649 οι Ιησουίται της Ρώμης
+έλαβον παρά της εν Αμερική Ιεραποστολής σημαντικόν ποσόν εξ αυτής. <a
+href='#ref14' title='πίσω'>&#8617;</a></p>
+
+<p id='fn15'>15) 4,650 χιλιόμετρα. <a href='#ref15'
+title='πίσω'>&#8617;</a></p>
+
+<p id='fn16'>16) Αδύνατον να φαντασθή τις τας φρικώδεις ταύτας κατακόμβας
+όταν πρόκηται να τιμηθή επαξίως η μνήμη ισχυρού τινος αρχηγού της κεντρώας
+Αφρικής. Ο Καμερών λέγει ότι πλειότερα των εκατόν θυμάτων εθυσιάσθησαν κατά
+την κηδείαν του πατρός του βασιλέως του Κασόγγου». <a href='#ref16'
+title='πίσω'>&#8617;</a></p>
+
+
+
+
+
+
+
+
+
+<pre>
+
+
+
+
+
+End of Project Gutenberg's Un capitaine de quinze ans, by Jules Verne
+
+*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK UN CAPITAINE DE QUINZE ANS ***
+
+***** This file should be named 39460-h.htm or 39460-h.zip *****
+This and all associated files of various formats will be found in:
+ http://www.gutenberg.org/3/9/4/6/39460/
+
+Produced by Sophia Canoni
+
+Updated editions will replace the previous one--the old editions
+will be renamed.
+
+Creating the works from public domain print editions means that no
+one owns a United States copyright in these works, so the Foundation
+(and you!) can copy and distribute it in the United States without
+permission and without paying copyright royalties. Special rules,
+set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to
+copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to
+protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project
+Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you
+charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you
+do not charge anything for copies of this eBook, complying with the
+rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose
+such as creation of derivative works, reports, performances and
+research. They may be modified and printed and given away--you may do
+practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is
+subject to the trademark license, especially commercial
+redistribution.
+
+
+
+*** START: FULL LICENSE ***
+
+THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE
+PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK
+
+To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free
+distribution of electronic works, by using or distributing this work
+(or any other work associated in any way with the phrase "Project
+Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project
+Gutenberg-tm License (available with this file or online at
+http://gutenberg.org/license).
+
+
+Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm
+electronic works
+
+1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm
+electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to
+and accept all the terms of this license and intellectual property
+(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all
+the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy
+all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession.
+If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project
+Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the
+terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or
+entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8.
+
+1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be
+used on or associated in any way with an electronic work by people who
+agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few
+things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works
+even without complying with the full terms of this agreement. See
+paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project
+Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement
+and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic
+works. See paragraph 1.E below.
+
+1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation"
+or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project
+Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the
+collection are in the public domain in the United States. If an
+individual work is in the public domain in the United States and you are
+located in the United States, we do not claim a right to prevent you from
+copying, distributing, performing, displaying or creating derivative
+works based on the work as long as all references to Project Gutenberg
+are removed. Of course, we hope that you will support the Project
+Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by
+freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of
+this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with
+the work. You can easily comply with the terms of this agreement by
+keeping this work in the same format with its attached full Project
+Gutenberg-tm License when you share it without charge with others.
+
+1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern
+what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in
+a constant state of change. If you are outside the United States, check
+the laws of your country in addition to the terms of this agreement
+before downloading, copying, displaying, performing, distributing or
+creating derivative works based on this work or any other Project
+Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning
+the copyright status of any work in any country outside the United
+States.
+
+1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg:
+
+1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate
+access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently
+whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the
+phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project
+Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed,
+copied or distributed:
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org/license
+
+1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived
+from the public domain (does not contain a notice indicating that it is
+posted with permission of the copyright holder), the work can be copied
+and distributed to anyone in the United States without paying any fees
+or charges. If you are redistributing or providing access to a work
+with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the
+work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1
+through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the
+Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or
+1.E.9.
+
+1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted
+with the permission of the copyright holder, your use and distribution
+must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional
+terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked
+to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the
+permission of the copyright holder found at the beginning of this work.
+
+1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm
+License terms from this work, or any files containing a part of this
+work or any other work associated with Project Gutenberg-tm.
+
+1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this
+electronic work, or any part of this electronic work, without
+prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with
+active links or immediate access to the full terms of the Project
+Gutenberg-tm License.
+
+1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary,
+compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any
+word processing or hypertext form. However, if you provide access to or
+distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than
+"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version
+posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org),
+you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a
+copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon
+request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other
+form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm
+License as specified in paragraph 1.E.1.
+
+1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying,
+performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works
+unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9.
+
+1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing
+access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided
+that
+
+- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from
+ the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method
+ you already use to calculate your applicable taxes. The fee is
+ owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he
+ has agreed to donate royalties under this paragraph to the
+ Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments
+ must be paid within 60 days following each date on which you
+ prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax
+ returns. Royalty payments should be clearly marked as such and
+ sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the
+ address specified in Section 4, "Information about donations to
+ the Project Gutenberg Literary Archive Foundation."
+
+- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies
+ you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he
+ does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm
+ License. You must require such a user to return or
+ destroy all copies of the works possessed in a physical medium
+ and discontinue all use of and all access to other copies of
+ Project Gutenberg-tm works.
+
+- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any
+ money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the
+ electronic work is discovered and reported to you within 90 days
+ of receipt of the work.
+
+- You comply with all other terms of this agreement for free
+ distribution of Project Gutenberg-tm works.
+
+1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm
+electronic work or group of works on different terms than are set
+forth in this agreement, you must obtain permission in writing from
+both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael
+Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the
+Foundation as set forth in Section 3 below.
+
+1.F.
+
+1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable
+effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread
+public domain works in creating the Project Gutenberg-tm
+collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic
+works, and the medium on which they may be stored, may contain
+"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or
+corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual
+property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a
+computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by
+your equipment.
+
+1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right
+of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project
+Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project
+Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all
+liability to you for damages, costs and expenses, including legal
+fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT
+LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE
+PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE
+TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE
+LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR
+INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH
+DAMAGE.
+
+1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a
+defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can
+receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a
+written explanation to the person you received the work from. If you
+received the work on a physical medium, you must return the medium with
+your written explanation. The person or entity that provided you with
+the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a
+refund. If you received the work electronically, the person or entity
+providing it to you may choose to give you a second opportunity to
+receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy
+is also defective, you may demand a refund in writing without further
+opportunities to fix the problem.
+
+1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth
+in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER
+WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO
+WARRANTIES OF MERCHANTABILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE.
+
+1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied
+warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages.
+If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the
+law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be
+interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by
+the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any
+provision of this agreement shall not void the remaining provisions.
+
+1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the
+trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone
+providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance
+with this agreement, and any volunteers associated with the production,
+promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works,
+harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees,
+that arise directly or indirectly from any of the following which you do
+or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm
+work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any
+Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause.
+
+
+Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm
+
+Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of
+electronic works in formats readable by the widest variety of computers
+including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists
+because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from
+people in all walks of life.
+
+Volunteers and financial support to provide volunteers with the
+assistance they need, are critical to reaching Project Gutenberg-tm's
+goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will
+remain freely available for generations to come. In 2001, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure
+and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations.
+To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation
+and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4
+and the Foundation web page at http://www.pglaf.org.
+
+
+Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive
+Foundation
+
+The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit
+501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the
+state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal
+Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification
+number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at
+http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent
+permitted by U.S. federal laws and your state's laws.
+
+The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S.
+Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered
+throughout numerous locations. Its business office is located at
+809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email
+business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact
+information can be found at the Foundation's web site and official
+page at http://pglaf.org
+
+For additional contact information:
+ Dr. Gregory B. Newby
+ Chief Executive and Director
+ gbnewby@pglaf.org
+
+
+Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation
+
+Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide
+spread public support and donations to carry out its mission of
+increasing the number of public domain and licensed works that can be
+freely distributed in machine readable form accessible by the widest
+array of equipment including outdated equipment. Many small donations
+($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt
+status with the IRS.
+
+The Foundation is committed to complying with the laws regulating
+charities and charitable donations in all 50 states of the United
+States. Compliance requirements are not uniform and it takes a
+considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up
+with these requirements. We do not solicit donations in locations
+where we have not received written confirmation of compliance. To
+SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any
+particular state visit http://pglaf.org
+
+While we cannot and do not solicit contributions from states where we
+have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition
+against accepting unsolicited donations from donors in such states who
+approach us with offers to donate.
+
+International donations are gratefully accepted, but we cannot make
+any statements concerning tax treatment of donations received from
+outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff.
+
+Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation
+methods and addresses. Donations are accepted in a number of other
+ways including checks, online payments and credit card donations.
+To donate, please visit: http://pglaf.org/donate
+
+
+Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic
+works.
+
+Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm
+concept of a library of electronic works that could be freely shared
+with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project
+Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support.
+
+
+Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed
+editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S.
+unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily
+keep eBooks in compliance with any particular paper edition.
+
+
+Most people start at our Web site which has the main PG search facility:
+
+ http://www.gutenberg.org
+
+This Web site includes information about Project Gutenberg-tm,
+including how to make donations to the Project Gutenberg Literary
+Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to
+subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks.
+
+
+</pre>
+
+</body>
+</html>
+
+
diff --git a/39460-h/images/11.jpg b/39460-h/images/11.jpg
new file mode 100644
index 0000000..63169cc
--- /dev/null
+++ b/39460-h/images/11.jpg
Binary files differ
diff --git a/39460-h/images/115.jpg b/39460-h/images/115.jpg
new file mode 100644
index 0000000..7c6816d
--- /dev/null
+++ b/39460-h/images/115.jpg
Binary files differ
diff --git a/39460-h/images/131.jpg b/39460-h/images/131.jpg
new file mode 100644
index 0000000..61e4966
--- /dev/null
+++ b/39460-h/images/131.jpg
Binary files differ
diff --git a/39460-h/images/147.jpg b/39460-h/images/147.jpg
new file mode 100644
index 0000000..b9bffd8
--- /dev/null
+++ b/39460-h/images/147.jpg
Binary files differ
diff --git a/39460-h/images/170.jpg b/39460-h/images/170.jpg
new file mode 100644
index 0000000..374adc0
--- /dev/null
+++ b/39460-h/images/170.jpg
Binary files differ
diff --git a/39460-h/images/20.jpg b/39460-h/images/20.jpg
new file mode 100644
index 0000000..cdded58
--- /dev/null
+++ b/39460-h/images/20.jpg
Binary files differ
diff --git a/39460-h/images/211.jpg b/39460-h/images/211.jpg
new file mode 100644
index 0000000..85d5f1d
--- /dev/null
+++ b/39460-h/images/211.jpg
Binary files differ
diff --git a/39460-h/images/28.jpg b/39460-h/images/28.jpg
new file mode 100644
index 0000000..888c3ae
--- /dev/null
+++ b/39460-h/images/28.jpg
Binary files differ
diff --git a/39460-h/images/3.jpg b/39460-h/images/3.jpg
new file mode 100644
index 0000000..819ca7a
--- /dev/null
+++ b/39460-h/images/3.jpg
Binary files differ
diff --git a/39460-h/images/47.jpg b/39460-h/images/47.jpg
new file mode 100644
index 0000000..c2403c5
--- /dev/null
+++ b/39460-h/images/47.jpg
Binary files differ
diff --git a/39460-h/images/64.jpg b/39460-h/images/64.jpg
new file mode 100644
index 0000000..ea9b227
--- /dev/null
+++ b/39460-h/images/64.jpg
Binary files differ
diff --git a/39460-h/images/7.jpg b/39460-h/images/7.jpg
new file mode 100644
index 0000000..e1a3613
--- /dev/null
+++ b/39460-h/images/7.jpg
Binary files differ
diff --git a/39460-h/images/72.jpg b/39460-h/images/72.jpg
new file mode 100644
index 0000000..b515e74
--- /dev/null
+++ b/39460-h/images/72.jpg
Binary files differ
diff --git a/39460-h/images/80.jpg b/39460-h/images/80.jpg
new file mode 100644
index 0000000..aab8315
--- /dev/null
+++ b/39460-h/images/80.jpg
Binary files differ
diff --git a/39460-h/images/89.jpg b/39460-h/images/89.jpg
new file mode 100644
index 0000000..c204380
--- /dev/null
+++ b/39460-h/images/89.jpg
Binary files differ
diff --git a/39460-h/images/97.jpg b/39460-h/images/97.jpg
new file mode 100644
index 0000000..4c84846
--- /dev/null
+++ b/39460-h/images/97.jpg
Binary files differ
diff --git a/39460-h/images/cover.jpg b/39460-h/images/cover.jpg
new file mode 100644
index 0000000..90e0d0c
--- /dev/null
+++ b/39460-h/images/cover.jpg
Binary files differ
diff --git a/LICENSE.txt b/LICENSE.txt
new file mode 100644
index 0000000..6312041
--- /dev/null
+++ b/LICENSE.txt
@@ -0,0 +1,11 @@
+This eBook, including all associated images, markup, improvements,
+metadata, and any other content or labor, has been confirmed to be
+in the PUBLIC DOMAIN IN THE UNITED STATES.
+
+Procedures for determining public domain status are described in
+the "Copyright How-To" at https://www.gutenberg.org.
+
+No investigation has been made concerning possible copyrights in
+jurisdictions other than the United States. Anyone seeking to utilize
+this eBook outside of the United States should confirm copyright
+status under the laws that apply to them.
diff --git a/README.md b/README.md
new file mode 100644
index 0000000..c573eb9
--- /dev/null
+++ b/README.md
@@ -0,0 +1,2 @@
+Project Gutenberg (https://www.gutenberg.org) public repository for
+eBook #39460 (https://www.gutenberg.org/ebooks/39460)