diff options
Diffstat (limited to 'old')
| -rw-r--r-- | old/20110926-37585-0.txt | 6094 | ||||
| -rw-r--r-- | old/20110926-37585-0.zip | bin | 0 -> 150953 bytes |
2 files changed, 6094 insertions, 0 deletions
diff --git a/old/20110926-37585-0.txt b/old/20110926-37585-0.txt new file mode 100644 index 0000000..d35dcc1 --- /dev/null +++ b/old/20110926-37585-0.txt @@ -0,0 +1,6094 @@ +Project Gutenberg's Novels, Volumes A to D, by Alexandros Moraitides + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + + +Title: Novels, Volumes A to D + +Author: Alexandros Moraitides + +Release Date: September 26, 2011 [EBook #37585] + +Language: Greek + +Character set encoding: UTF-8 + +*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK NOVELS, VOLUMES A TO D *** + + + + +Produced by Sophia Canoni. Thanks to George Canonis for +his major work in proofreading. + + + + + +Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic, +otherwise the spelling of the book has not been changed. Words in +italics have been included in _. Footnotes have been converted to +endnotes. + +Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. +Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Λέξεις με +πλάγιους χαρακτήρες περικλείονται σε _. Οι υποσημειώσεις των σελίδων +έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου. +· + + +ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΩΡΑΪΤΙΔΟΥ + +ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ + +ΤΟΜΟΣ Γ' + +Η ΧΡΥΣΗ ΚΑΔΕΝΑ — Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ — ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ + +ΕΚΔΟΣΙΣ ΤΙΜΗΤΙΚΗ ΕΠΙ ΤΗ ΠΕΝΤΗΚΟΝΤΑΕΤΗΡΙΔΙ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ + +ΑΘΗΝΑΙ — ΕΚΔΟΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ν. ΣΙΔΕΡΗΣ — 1921 + + + +ΕΙΣ ΤΗΝ ΛΕΥΚΗΝ ΜΟΥ ΠΟΛΙΝ + + «Έρμη Αθήνα ! . . .» + (Χρυσή Καδένα σελ. 46) + + + + +Η ΧΡΥΣΗ ΚΑΔΕΝΑ +(1900) + + + +Η γόνιμος, η χλοερά, η καλλίβοτρυς άμπελος, την οποίαν εζήλευον όλοι οι +διαβάται, ήδη ακλάδευτος, άσκαφος, χορταριασμένη, ήπλωνε τα κλήματά της, +έρποντα επί της χέρσου, ως πλατυφύλλους κισσούς, με σταφυλάς πολλάς μεν +πλην ανόστους και υδαρείς, έρμαιον των πτηνών και των μυών, υπό τας +πυκνάς των αγριολαχάνων λόχμας, υφ' ας ως όφεις ετανύοντο αι μακραί και +λεπταί κληματίδες. + +Η εύμορφος ως παράδεισος, η περίφρακτος ως ποίμνη, η συμμαζευμένη και +συγυρισμένη ως αίθουσα, μικρά άμπελος, της οποίας τα κλήματα όλα +καρποφορούντα, όλα από φαγώσιμα εκλεκτά σταφύλια, της οποίας τα φυτά +ήσαν περιζήτητα εις όλην την πέριξ χώραν, αφέθη πλέον κλάρα. Άσκαφος, +ακλάδευτος, ακαλλιέργητος. + +Υψηλά, επί προβλήτας, προς την θάλασσαν εκτεινομένη, ως εγκαλλώπιστος +κόρη, η θαυμασία άμπελος, εδείκνυε τους καρπούς της, τους εκλεκτούς, +προς τον ήλιον, όστις φωσφορίζων, διά μέσου της βαθυπρασίνου χλόης των +κληματοφύλλων, επέθετεν ακτινοβόλα φιλήματα επ' αυτών, ως καλλιμόρφων +αγγείων, κρεμαμένων εν παρατάξει, δροσοβολούντων κ' ευφραινόντων την +όρασιν, με τους ζωηρούς των χρωματισμούς. + +Πού εκείνα τα ραζακιά πλέον, τα ως από ηλέκτρου όντως, τα αργυρόχρυσα, +τα οποία, μετ' ιδίας όλως στοργής, εθεράπευεν η καλή νοικοκυρά, από του +άνθους των ακόμη, προφυλάττουσα από τους ποικίλους της ατμοσφαίρας +κινδύνους, ίνα κατασκευάση δι' αυτών τας ξανθές και γλυκείας, τας ιεράς +ασταφίδας της, δι' ων να στολίζη το προγονικόν κόλλυβον, το οποίον κατά +σάββατον έστελλεν εις τον ενοριακόν της ναΐσκον. + +Πού τα αετονύχια εκείνα, τα ευώδη ως από μύρων, τα νύσσοντα τόσον +ηδονικώς τον φάρυγγα διά του λεπτού αρώματός των. Και πού τα νόστιμα +εκείνα σφικτάρια, τα έχοντα πολυγωνικάς, εκ της πυκνότητος, τας ρώγας. +Αχ! και πού πλέον τα ιόχροα εκείνα φιλέρια, αφ' ων βεβαίως κατεσκευάζετο +πάλαι το νέκταρ του Ιμέρου και Πόθου. Και πού ακόμη εκείνα τα πολιτικά, +τα χρωματισμένα ελαφρώς με όλας του ερυθρού τας αποχρώσεις, τα +σπινθηροβολούντα, τα μόνον διά της όψεως μεθύσκοντα. + +Και πού πάλιν η ασπρούδαις, η μικραίς, η κάτασπραις ασπρούδαις, τας +οποίας όλον τον χειμώνα συνετήρει η Θωμαή, αποκρεμώσα αυτάς, ανά ζεύγη, +από της μεγάλης του προδόμου του οίκου της δοκού, μαζί με της ολόμαυραις +μαυροκορούναις, από τας οποίας εκθλίβεται το άγιον νάμα της θείας +Μυσταγωγίας. + +Όλα εξηφανίσθησαν πλέον και μετ' αυτών η Θωμαή, η καλή, η φιλάμπελος +εκείνη και φιλόκαλος δέσποινα. Πόσαις φοραίς δεν επλήρωσεν από των +εκλεκτών αυτών καρπών το λεπτόπλεκτον καλαθάκι της, το κομψόν, το +κυμαίον, πρώτη-πρώτη αυτή, την ημέραν της Μεταμορφώσεως, προσφέρουσα τα +πρωτόλεια εις την εκκλησίαν, να τα ευλογήση ο ιερεύς, κατά το έθος, τον +νεοδρεπή της αμπέλου καρπόν, και διανείμη αυτόν εις τους πιστούς, με το +αντίδωρον... + + — Και του χρόνου! επηύχετο ο ιερεύς προς την ευλαβή νοικοκυράν. + + — Και του χρόνου! επανελάμβανον επευχόμενοι και οι πιστοί. + +Και ελησμόνει τότε η φιλόπονος νοικοκυρά όλους τους βαρείς μόχθους, ους +υφίστατο, κατά το μακρόν της καλλιεργείας στάδιον, πετώσα ταποκλάδια, +καίουσα σωρούς-σωρούς την αγριάδα την καταστρεπτικήν, θειαφίζουσα, +αργολογούσα, κινδυνεύουσα από το καύμα, κινδυνεύουσα από τας εχίδνας, +τας κρυπτομένας υπό τα κλήματα, να μη χολεριάση ουδεμία παραφυλλίς, +ουδεμία καν ρώγα. + +Αλλ' αι ευχαί της εκκλησίας, ενίοτε, είτε εξ αμαρτιών μας, είτε και προς +δοκιμασίαν, δεν εισακούονται. Και ήλθε χρόνος, ότε δεν εφάνη πλέον εν τω +ναώ, υπό την εικόνα του Χριστού, τα μικρόν λεπτόπλεκτον καλαθάκι της +Θωμαής, το κυμαίον, την ημέραν της Μεταμορφώσεως . . . + +Εντός της ερήμου αμπέλου, εντός της ασκάφου κλάρας, η γρηά-Κυρατσού +τώρα, η μήτηρ της Θωμαής, ως κορώνη περιεφέρετο, μαύρη και κρώζουσα: + + — Θωμαή μου! Θωμαή μου! + +Ο φράκτης της αμπέλου, πυκνότατος από τρικοκκιαίς, είχε διασπασθή, ενώ +κ' εκεί, υπό των παιδιών, τα οποία ως θώες εισέδυον, να κλέψωσι τας +υδαρείς της κλάρας σταφυλάς. + +Επάνω-επάνω δε η γηραιά ελαία, η κατάκαρπος πάντοτε, ης το έργον +ουδέποτε εψεύδετο, υψηλά, εις το άκρον της προβλήτος, ως σκοπιά, ορφανή, +μάτην ανεζήτει την απούσαν δέσποιναν, ήτις εκεί συνήθιζε πάντοτε, υπό +δροσεράν σκιάν να γευματίζη, αναπαυομένη από το θειάφισμα την ώραν την +καυστικήν του μεσημεριού, και θεωρούσα το πέλαγος, πέραν και μακράν +απλούμενον, με κύματα λευκά και με πλοία λευκά και αυτά ως τα κύματα. + +Και όταν ετσάκιζεν η ημέρα, ώρα εσπερινού, εκάθητο τώρα η γρηά-Κυρατσού, +υπό την αυτήν ελαίαν και αυτή, κατάμαυρη ως κορώνη, να φάγη ολίγον ξηρόν +άρτον, διάβροχον από τα δάκρυά της. Και εθρήνει μάλλον ή έτρωγεν, η +γερόντισσα, βλέπουσα και αυτή το αφρισμένον πέλαγος. Και ίστατο σιωπηλή, +θεωρούσα ως να είχε κάποιον ενώπιόν της και ηρώτα οδυνηρώς: + + — Ποιόνε να κλάψω και ποιόνε να μη κλάψω, την Θωμαή, την κόρην μου, ή +τον Λαλεμήτρον τον άνδρα της; Ποιόνε να περιμένω, ορφανά μου κλήματα, +και ποιόνε να μη περιμένω; Την Θωμαή, την κόρην μου, ή τον Λαλεμήτρον +τον άνδρα της; + +Κ' εκεί που ως λίθινον κατέπινε τον ξηρόν άρτον, αίφνης, ίστατο ακίνητος +και ηκροάτο. Και ο βορράς εσύριζεν, από το πέλαγος μακρόθεν ερχόμενος, +ως ήχος αυλών αναριθμήτων, αοράτων βοσκών, ήχος οξύς και λιγυρός. Και η +γραία ηκροάτο ως να ωμίλει τις, και ήκουε του ανέμου τα ηχηρά +κελαδήματα, τα οποία εσχημάτιζον τοιούτους μυστηριώδεις λόγους εν τη +πενθούση διάνοιά της: + + — Ίσως και να γυρίσουν και οι δύο, ίσως και να μη γυρίσουν! Ποιος τα +ξεύρει αυτά; Μόνος ο Θεός τα ξεύρει, μόνος ο Θεός! + +Φρικίασις τότε θανάτου διέτρεχε τα γηραιά μέλη της φανταζομένης γραίας. +Φρικίασις ομοία διέσειεν ακόμη και τα ημίξηρα της ακαλλιεργήτου αμπέλου +φύλλα, τα οποία συγκρουόμενα, το έν μετά του άλλου, εβόυζον ξηρώς γύρω- +γύρω, πλαταγίζοντα εν συσσυρμώ, ως να εσύρετο ερπετόν υπ' αυτά, +βραδυπορούν: + + — Μόνος ο Θεός το ξεύρει, μόνος ο Θεός! + +*** + +Πέντε μόνον σακκούλαις αλεύρι της άφησε της Θωμαής εις το μικρό μαγαζάκι +του ο Λαλεμήτρος, και μισό σακκί ρύζι· και σ' ένα ζεμπιλάκι έως τρεις +οκάδες χαρούπια· και ανεχώρησε. Πάει, λέει, 'ς τον Βόλο, να ψωνίση +πράγμα, λέει, με του καπετάν Ηλία το κόττερο. Να ψωνίση αλεύρια, λέει, +γιατί εφέτος είνε λαδιά, και οι αργάταις των λαδαριών είνε φαγάδες, +λέει. + +Αυτά έλεγον και επανελάμβανον οι γείτονες, οίτινες είνε παντού και +πάντοτε οι αυτοί. Αυτά οι γείτονες τα ήκουσαν από την γρηά-Κυρατσού, η +οποία πάλιν τα ήκουσεν από τον γαμβρόν της τον Λαλεμήτρον, όστις +μετήρχετο τον αλευροπώλην εν τω χωρίω, υπό τον μικρόν αυλογύριστον +οικίσκον, την πολύτιμον της Θωμαής προίκα, διατηρών αλεύρου μαγαζείον. + +Ο Λαλεμήτρος τωόντι ανεχώρησεν ένα δειλινόν, εις Βόλον, με το κόττερον +του καπετάν Ηλία, ένα βραδύ και χονδρόν σκάφος, ως τον κυβερνήτην του, +αφού απεχαιρέτισε την σύζυγόν του και την πενθεράν του, με χαράν +καταφανή, χαράν εμπόρου απερχομένου να ψωνίση, χαράν συζύγου, μετ' +ολίγας ημέρας μέλλοντος να επανέλθη. + +Η γρηά-Κυρατσού, όλη χαρά, την επαύριον, ήρχισε να σκουπίζη το μικρόν +μαγαζείον, να τινάζη τας αράχνας της οροφής και των τοίχων, να πλύνη +καλώς τους ξυλίνους πάγκους και το ταμείον το ξύλινον, ν' ασπρίζη τους +τοίχους και να σφουγγαρίζη το λίθινον αυτού έδαφος. Σχεδόν ετραγουδούσεν +από την χαράν της η γραία, θλιβομένη μόνον διά την κόρην της, που δεν +έκαμνε παιδιά, η ακαμάτα, να έχη βοήθειαν. Διά τούτο η γερόντισσα +εθεράπευε, προς παρηγορίαν της, πάντοτε ένα μικρόν γειτονόπουλον, με +κεφαλήν, ως ένα μικρό καρπουζάκι και μάγουλα κατακόκκινα ως το μήλον, το +οποίον ηρέσκετο να βλέπη συχνά και να το φιλεύη και να το θωπεύη, ιδίως +όταν είχεν ανάγκην η γραία να της κουβαλή το μικρόν παιδίον θάλασσαν, να +ξύη τα οψάρια. + + — Να ιδής μια φαρφούνα που θα σου κάμω εγώ, μεθαύριο, που θαρθή ο +Λαλεμήτρος, να φέρη το χάσικο το αλεύρι. Να ιδής, παιδάκι μου. Να ιδής, +καρπουζάκι μου! Και προσέτριβεν η γραία την στρογγύλην του μικρού +κεφαλήν, ως να το έλουε. Το δε παιδίον εκόμιζε τότε το βαρύ άντλημα +πλήρες θαλασσίου ύδατος, μετά κόπου, ασθμαίνον και κλίνον προς τα δεξιά +το κεφαλάκι του, σαν ένα καρπουζάκι μικρό και στρογγυλό, έτοιμο να πέση, +και φουσκώνον τα κατακόκκινα μάγουλά του, σαν δύο φούσκαις κόκκιναις, +από το βάρος του μεγάλου κουβά. + +Και όμως, όλην αυτήν την χαράν της γραίας ηλάττωνε μία θλίψεως γραμμή, +βαθεία χαραττομένη εις το λευκόν της Θωμαής πρόσωπον, την οποίαν μετά +προσοχής απέκρυπτεν εκείνη, υπό την μανδήλαν της την πολίτικην +τυλιγμένη. + +Αλλ' η γραία την διέκρινε, με τους εταστικούς εκ της πονηρίας της +οφθαλμούς, και ήλεγχε και επέπληττε την κόρην της, η οποία ήτο πάντοτε +δήθεν μελαγχολική, η ακαμάτα, που δεν έκαμνε παιδιά, η γρουσούζα, που θα +τους φάγη με την σκουντούφλα της. + +Και όταν, μετά είκοσιν ημέρας, επανήλθε τα βραδύ και χονδρόν του καπετάν +Ηλία κόττερον εκ Βόλου, κοντανασαίνον από το φορτίον, πρωί-πρωί η γρηά- +Κυρατσού έσπευσε να υποδεχθή, τον γαμβρόν της, τον Λαλεμήτρον, τον +μεγαλέμπορα, ως τον απεκάλει. + +Την πρωίαν εκείνην η θλιβερά γραμμή, η ασχημίζουσα, τόσας ημέρας, το +λευκόν της Θωμαής πρόσωπον, είχεν αυλακώση όλον το μέτωπόν της, ως να +έδακνε θλίψις πικρά την καρδίαν της, κ' εζωγραφίζετο εις τα πρόσωπον ο +φοβερός πόνος. + +Το κόττερον του καπετάν Ηλία, κατάφορτον εμπορευμάτων και με τάβλαις +σωρόν επί του καταστρώματος, μετά βραδύτητος προσήγγισε τέλος, αργά- +αργά, εις την αποβάθραν, κοντόν και χονδρόν ως τον καπετάν Ηλίαν τον +κυβερνήτην του. + + — Καλώς ώρσες, καπετάν Ηλία! πάντα κατευόδιο, καπετάν Ηλία! Ήλθεν ο +Λαλεμήτρος; Εφώναζεν η γραία, υψηλά από τον βράχον, καταβαίνουσα εις την +παραλίαν. + + — Πού είνε ο Λαλεμήτρος; Ηρώτησε πάλιν ανυπόμονος η γραία, σταθείσα εις +τα κεφαλόσκαλον εμπρός ως τελωνοφύλαξ; + + — Τον είδεθ εθύ; άδο τόθο τ' εγώ! + +Απήντησε βραδέως ο καπετάν Ηλίας, βραδύς ως το κόττερον, βραδύς την +εργασίαν, και την γλώσσαν βραδύς. Και ήρχισε βραδέως να ρίπτη επί της +αποβάθρας μίαν μίαν της τάβλαις, ως να ήτο πιασμένος τας χείρας. + + — Τι λες, καπετάν-Ηλία μ'; Έστειλε κάνιο ταλεύρια; Μας φάγανε ο κόσμος. + + — Τον είδεθ εθύ; άλλο τόθο τ' εγώ. Επανέλαβε πάλιν ο καπετάν Ηλίας, +βραδύγλωσσος, εξακολουθών να ξεφορτώνη το κόττερον. + + — Δεν σου έδωκε κάνιο κανένα γράμμα; + + — Άφηθέ μας, θεια, άφηθέ μας, τ' έχουμε δουγιά! + +Και ως να ήθελε να την παρηγορήση την γραίαν, να ησυχάση κ' εκείνη και +αυτός, είπε: + + — Πήδε 'θ τον Πεδαία ο Δαδεμήτδος, να φέδη αδεύδια ταϊγανίθα. + +*** + +Ασπρισμένον, ξεσκονισμένον, συγυρισμένον τα μαγαζάκι του Λαλεμήτρου, +μάτην ανέμενε τους σάκκους του αλεύρου και αυτόν τον αλευράν. Δεν ήρκει +δε η θλίψις, ήτις κατεβασάνιζεν, ήτις εσπάρασσεν ως το δηλητήριον τα +σπλάγχνα της Θωμαής, είχε και τας ερωτήσεις των γειτόνων και των +πελατών, οίτινες εζητούσαν δήθεν άλευρον, ενώ ήθελον αληθώς να +βεβαιωθώσι περί της παρατεινομένης απουσίας του συζύγου της. Παρήλθον +εβδομάδες, παρήλθον μήνες και ούτε ήκουσαν πλέον περί του Λαλεμήτρου αι +δύο γυναίκες, ούτε γράμμα έλαβον. Τότε δεν είχε πλέον ανάγκην η Θωμαή να +κρύψη την θλιβεράν εκείνην γραμμήν, ήτις κατέλαβε πλέον ολόκληρον εκείνο +το λευκόν πρόσωπον, περιβληθέν με μίαν ωχράν κατήφειαν, ως το ωχρόλευκον +άγαλμα της απογνώσεως. + + — Δεν έχεις αλεύρι; την ηνώχλθουν ακόμη μετά καιρόν την γραίαν οι +γείτονες και οι παλαιοί πελάται. + + — Ο Λαλεμήτρος δεν είνε αλευράς, απήντα η γραία. Ο Λαλεμήτρος είνε +μεγαλέμπορας, και πάει 'ς την Σύρα, να ψωνίση. + +Αλλ' οι γείτονες είνε οχληροί πάντοτε, όταν δ' εσχημάτισαν την +πεποίθησιν ότι ο Λαλεμήτρος δεν θα επανέλθη, έγειναν αυθάδεις· ήρχισαν +να διαδίδωσι πολλά, ότι εμάλωσε με την πενθεράν του, ότι εμουφλούζεψεν, +ότι άφησε την γυναίκα του, ότι πάγει πάλιν εις την Αμερική και έλεγον +προς την γραίαν μετά σαρκασμού: + + — Πες αλεύρι; + +Τότε και αυτή έκλεισε πλέον το μαγαζείον. + +Εκ Πειραιώς ήλθον πολλά ατμόπλοια και πολλά ταχυδρομεία· η δε Θωμαή δεν +ελάμβανε καμμίαν είδησιν περί του συζύγου της. Τότε κατά πρώτον ησθάνθη +τον φόβον και ήρχισε πολλά να διαλογίζηται. Ενεθυμείτο διάφορα +περιστατικά, άτινα εγκαίρως δεν ηθέλησε να εξελέγξη μετ' ακριβείας η +ταλαίπωρος. Και ήρχισε να διηγήται τότε προς την μητέρα της, τι έλεγε +προς αυτήν ο Λαλεμήτρος ολίγας ημέρας προ της αναχωρήσεώς του. +Παρεπονείτο συνεχώς τότε, ότι δεν έχει δουλειαίς ο τόπος, ότι είνε +φτώχια και των γονέων, ότι πήρεν ο Θεός τα μαξούλια πλέον από μας, και +άλλα τοιαύτα. Και ήτο λυπημένος εκείναις της ημέραις. Αμίλητος. Ουδ' +είχεν όρεξιν να φάγη. Ουδ' εφουμάριζε τον αγαπητόν ναργιλέ του, τον +σύντροφόν του τον αχώριστον, δι· ον πολλάκις εζήλευεν η Θωμαή και τον +επείραζεν ενίοτε λέγουσα: + + — Ούτε σαν τον ναργιλέ πλεια δεν μ' αγαπάς! + +Φυλλομετρών αδιακόπως, νήστις και σκεπτικός, το μέγα κατάστιχον του +αλευροπωλείου του, έκαμνε λογαριασμούς, κ' επάνω εις τους λογαριασμούς +άλλους λογαριασμούς, και κατόπιν ακόμα άλλους, χωρίς τέλος, ψιθυρίζων +σάκκους και αριθμούς: + + — Τα βερεσέδια, Θωμαή. Θα μας φάνε. Είπε μίαν εσπέραν, λίαν σκεπτικός. + +Εδοκίμασε πολλάκις να εισπράξη τα οφειλόμενα· αλλ' «ουκ αν λάβοις παρά +του μη έχοντος». Το είχεν ακούσει το ρητόν αυτό και εις το σχολείον, +μικρός ακόμα, που τα εξηγούσε με ιδιαιτέραν αγαλλίασιν ένας μέθυσος +διδάσκαλος, καταχρεωστών εις όλα τα μαγαζεία, και εκ των πραγμάτων τότε +το εννοούσεν ως αληθές. Και τώρα δε, ότε εμεγάλωσεν, έβλεπε πάλιν εκ των +πραγμάτων ότι ήτο αληθές. + +Να παύση τα βερεσέδια· το έλεγε και αυτός, το συνεβούλευε και η Θωμαή. +Αλλ' η απόφασις αύτη συνεπήγετο το κλείσιμον του μαγαζείου. + +Το είχον κακοσυνηθίση το χωρίον εις τα βερεσέδια οι διάφοροι τοκογλύφοι. +Όλοι οι χωρικοί εζήτουν βερεσέ τον σάκκον του αλεύρου, και εις την λαδιά +θα επλήρωναν. Δεν αποφαίνεται έτσι το χρέος· και ημπορεί κανείς να τρώγη +με όρεξιν, όταν τρώγη βερεσέ. Ήρεσε τούτο εις τους αλευροπώλας. Πρώτος +το εφήρμοσεν ο καπετάν-Κονόμος και επλούτησε. Πωλήσας την σκούναν του — +δεν ήθελεν αυτός να θαλασσοπνίγεται — διέθεσε τα κεφάλαια του εις το +εμπόριον του αλεύρου, κ' εκέρδιζεν εκατό τα εκατό, καθώς έλεγαν. + + — 'Σ την λαδιά, παιδιά, πλερώνετε, 'ς την λαδιά. Μια οκά αλεύρι, μια +οκά λάδι. + +Και έτρεχεν ο κόσμος εις τον καπετάν-Κονόμον, τον καλόν άνθρωπον. + + — Να φάγη η φτώχια, να σχωρνάνε τα πεθαμένα! Επανελάμβανεν ο καπετάν- +Κονόμος, εξογκών το μέγα κατάστιχον του αλευροπωλείου του, αλλά +φουσκώνων, ως ασκός πλήρης ελαίου, κατά την ελαιοκαρπίαν. Αυτά +παρεκίνησαν τον Λαλεμήτρον, να γείνη αλευράς, όταν ήλθεν από την +Αμερικήν, με αρκετά δολλάρια εις την τσέπην, άτινα εκέρδισε μετερχόμενος +εις τον νέον Κόσμον τον δύτην και αλιέα των αστακών, και με μίαν χρυσήν +άλυσιν του ωρολογίου, χονδρήν κ' επιδεικτικήν από άδολον χρυσίον, +κομψότατον καλλιτέχνημα παλαιών χρόνων, εν σχήματι όφεως, ελικτού περί +ράβδον. Ήλθε ν' αναπαυθή πλέον, έλεγεν, εις την πατρίδα του, εις το +γηροκομείο. Να πανδρευθή, να κάμη τον αλευράν και να ησυχάση πλέον. Θα +ήτο έως πεντήκοντα ετών, υγιής και ηλιοψημένος. Έως πότε να τον τρώγουν +τα ξένα χέρια; έως πότε να γυρίζη ξεσπιτωμένος; Με αυτάς τας σκέψεις και +αποφάσεις, άμα επανελθών, περιεφέρετο επάνω-κάτω εις την αγοράν και τα +σωκάκια του μικρού χωρίου ο Λαλεμήτρος, επιδεικνύων μετ' επάρσεως +νεοπλούτου την ολόχρυσον άλυσιν του ωρολογίου του, και δαπανών αφειδώς +ταργυρά δολλάρια εις τα μικρά οινοπωλεία: + + — Τον έχει τον παρά! . . . + +Εξεπλήττοντο οι χωρικοί. + + — Να ιδής, Θωμαή μου, μία χρυσή καδένα, μία μαλαματένια καδένα. Μισή +οκά χωρίς άλλο! + +Είπεν εκπεπληγμένη η γρηά-Κυρατσού προς την κόρην της, ανυπόμονος να την +υπανδρεύση· κ' έκαμε γαμβρόν τον Λαλεμήτρον με την χρυσήν καδένα. + +Τι σημαίας ύψωσε και τι καμπάναις εσήμαινεν ο εφημέριος της ενορίας, +οκτώ ημέρας μετά τον γάμον, την Κυριακήν, όταν θα επήγαιναν οι νεόνυμφοι +εις την Εκκλησίαν του μικρού χωρίου. Από τρία τάλληρα έρριψαν και οι δυο +τους εις τον δίσκον την ημέραν εκείνην, η δε γραία πενθερά όλη +καταχαρουμένη έρριψε και αυτή μια τρύπια σφάντζικα, και είχεν εορτήν +όλον το χωρίον αλησμόνητον. + +Πολλαί μητέρες εζήλευσαν την γραίαν διά την τόσην τύχην της. + +Πολλαί παρθένοι εφθόνησαν την Θωμαήν διά το τόσον ριζικόν της. + + — Φτωχούλα ήταν, έλεγον. Ένα σπιτάκι μόνον είχε και ένα αμπελάκι· μα +είχε μοίρα και ριζικό! + + — Τι καλός ο Λαλεμήτρος, τι χρυσός, τι μαλαματένιος! Σαν την χρυσή +καδένα του, γειτόνισσα, χρυσός, μάλαμα, γειτόνισσα, ο Λαλεμήτρος. + +Έλεγεν η γρηά-Κυρατσού, διηγουμένη τα του γάμου της Θωμαής εις μίαν +ξηροκίτρινην γειτόνισσάν της, άτυχον και πανάτυχον γυναίκα, ήτις άεργος, +με κρεμασμένα τα χέρια από το πρωί ως το βράδυ, μη έχουσα ουδέ κουκκιά +καν σπαρμένα να τα σκαλίζη, εύρισκεν ευχαρίστησιν να σκαλίζη τα σκάνδαλα +του μικρού χωρίου, ως αι όρνιθες την κόπρον, και είχε πλησιάση προς τον +σκοπόν αυτόν την γρηά-Κυρατσού. + + — Μ' ένα καλαθάκι σταφύλια, παιδί μου, διηγείτο η γραία, μ' ένα +καλαθάκι διαλεχτά σταφύλια, ραζακιά, φιλέρια και μαυροκουρούναις. Δεν +εγύρεψε τίποτα, παιδί μου. Χρυσός άνθρωπος ο Λαλεμήτρος. Μάλαμα +άνθρωπος· σαν την χρυσή καδένα του ρολογιού του. + + — Λένε πως τώκαμες μάγια, με τα σταφύλια, παρετήρησε τότε μετά πικρίας +η γειτόνισσα. + + — Χριστός και Παναγία! Χριστός και Παναγία! ανέκραξε διαμαρτυρομένη η +γραία. Τέτοια πράματα, παιδί μου! + + — Μέσ' 'ς τα φιλέρια, λένε, και 'ς τα ραζακιά βρέθηκε μία νυχτερίδα +ψόφια . . . + + — Πω! Πω! ψέματα! Ψέματα, παιδί μου! Ψέματα! + +Έπτυεν η γρηά-Κυρατσού διαμαρτυρομένη. + + — Κι' απάνω σε μια ασπρούδα, βρεθήκανε, λέει, δυο ψείραις . . . + +Διηγείτο ακόμη η ξηροκίτρινη γειτόνισσα. + + — Πω! Πω! ψέματα! Ψέματα! Επανελάμβανεν η γρηά-Κυρατσού. Και +εξηκολούθει τους θαυμασμούς της διακόπτουσα τας συκοφαντίας. + + — Χρυσός άνθρωπος! Μάλαμα άνθρωπος! Σαν την χρυσή καδένα του! + +*** + +Αληθώς ο Λαλεμήτρος ήτο χρυσούς και άδολος χαρακτήρ. Κατ' αρχάς εν Νέα +Υόρκη επώλει, παρά την γέφυραν, άνθη εις τους διαβαίνοντας, επιτυχών την +θέσιν ταύτην τη άδεια της αστυνομίας. Και εκέρδιζεν εκεί ακόπως ικανά +δολλάρια καθ' εκάστην, και ιδίως τας εορτάς. Είχε βαρύνη πολύ το +πουγγίον του και διελογίζετο μετά έν ακόμη έτος να επανέλθη πλέον εις +την πατρίδα του, ότε μία Ιταλίς μονόφθαλμος, και ηγκυλωμένην έχουσα την +δεξιάν ως αρπάγην αλιέως, εποφθαλμιώσα την θέσιν του εκείνην, την τόσον +προσοδοφόρο, δεν ξεύρω πώς, τον περιέπλεξεν εις μίαν αδιέξοδον +πλεκτάνην. Και ο Λαλεμήτρος έχασε την θέσιν του, άνευ ελπίδος να την +επανακτήση. Αλλά προς τούτοις ερρίφθη και εις το δεσμωτήριον, οπόθεν με +πολλούς κινδύνους κατώρθωσεν επί τέλους να διαφύγη, φέρων μεν επ' ώμων +την κεφαλήν, αλλά κενόν πλέον το πουγγίον. + + — Τι να λιμπισθώ εγώ από μια στραβή, από μια κουλή! + +Διεμαρτύρετο προς τον θεόν, ο Λαλεμήτρος, ωσάν τον Ιωσήφ τον πάγκαλον, +μη έχων κανένα προστάτην εν τω κόσμω εκείνω, κατά της αδίκου πλεκτάνης +της γυναικός. + +Και περιφερόμενος έπειτα εις την προκυμαίαν της μεγαλοπόλεως εστέναζε +βλέπων μακρόθεν την θέσιν εκείνην την επικερδή, την οποίαν κατείχε πλέον +η Ιταλίς εκείνη η παρμένη. + + — Όλοι εδώ υπερασπίζουν της γυναίκες. Καϋμένη Ελλάδα! Ούτως, ίνα μη εκ +νέου περιπέση εις νέα δίκτυα γυναικεία — και απλούνται τόσα πολλά εκεί +εις τους ξένους κόσμους, περιβάλλοντα ως εν αράχναις τα τρίστρατα και +τας πλατείας — ήλλαξεν επάγγελμα, εκλέξας έργον καθαρώς ανδρικόν. +Κινδυνώδες μεν και αυτό, αλλ' ελεύθερον. Εγένετο δύτης και αλιεύς +αστακών, και είχε να κάμη πλέον με φανερούς εχθρούς, με τα κήτη +τ'ανθρωποφάγα της αβύσσου, και ουχί με κρυφούς και δολίους, ως είνε οι +άνθρωποι της γης. Έμαθε λοιπόν ο Λαλεμήτρος να είνε ευθύς και τολμηρός, +άφοβος και αληθής. + +Και ως αλευροπώλης απέκτησε καλήν πελατείαν ταχέως εν τω χωρίω του. +Αποτροπιαζόμενος αυτός την αμαρτωλόν του καπετάν-Κονόμου τοκογλυφίαν, +ήτο δίκαιος εις το εμπόριόν του. + + — Ποτέ μην αδικήσης τον πτωχόν εις το ψωμί του, έλεγε, Έδιδε και αυτός +επί πιστώσει, αλλά μετά δικαιοσύνης. + +Και εις τον καιρόν του ελαιοκάρπου εισέπραττε τα χρήματά του. + +Πλην, μετά τα έτη της ευφορίας, ήλθον έτη συνεχή αφορίας και δυστυχίας. +Το έργον της ελαίας συνεχώς εψεύδετο εις την νήσον εκείνην. Ήνθιζον +καλώς αι ελαίαι, κατάλευκοι τον Μάιον, ως χιονισμέναι, έδενεν ο καρπός +εύελπις, αλλ' ένας λίβας αίφνης, πνέων τακτικώς τον Ιούλιον, κατέκαιεν +αυτόν. + +Τότε, εις τον καιρόν αυτόν της δυστυχίας, ήτο ευτυχής ο καπετάν-Κονόμος, +προκηρύττων διά του κήρυκος: + + — Μιάμιση οκά αλεύρι, δυο οκάδες λάδι! + +Κ' εφώναζε και ο ίδιος με πατρικήν προστασίαν: + + — Να φάγη η φτώχια, παιδιά! Να σχωρνάνε τα πεθαμένα! + +Είχε κεφάλαια ο καπετάν-Κονόμος. Αλλ' ο Λαλεμήτρος έως πόσα δολλάρια να +είχεν ελθών τα πρώτον εξ Αμερικής; Όσα και αν είχεν, έκαμεν ο άνθρωπος +επίδειξιν, έκαμε γάμους, έκαμεν έξοδα. Έπαυσαν τότε εν τη δυστυχία +εκείνη αι εισπράξεις, αλλ' έπαυσαν συνάμα και αι πιστώσεις του +Λαλεμήτρου εις Βόλον· Και να ήθελε να γείνη και αυτός κακός, ως ο +καπετάν-Κονόμος, να κερδήση εκατό τα εκατό, δεν ηδύνατο, διότι δεν είχε +τα μέσα. Σήμερον, βλέπετε, και διά να γείνη κανείς κακός, χρειάζεται +μέσα, ως και όταν θέλη να γείνη καλός. Επανειλημμένως ήλθον διαταγαί εκ +Βόλου να εξοφλήση τας συναλλαγματικάς του. Επανειλημμένως ο Λαλεμήτρος +εφυλλομέτρησε το κατάστιχόν του, επεσκέφθη τους οφειλέτας του, επεσκέφθη +τους ελαιώνας του χωρίου. Αλλ' όλα του απήντησαν με ασπλαγχνίαν +αρνητικώς· το κατάστιχον τω επέδειξεν αριθμούς μόνον, δολλάρια +ζωγραφισμένα, οι οφειλέται τω έδειξαν τους ελαιώνας των, περιβάλλοντας +με δροσιάν όλην την νήσον και οι ελαιώνες τα φύλλα των τα στακτόχροα. + + — Αυτά τα βερεσέδια, Θωμαή, πολύ τα φοβούμαι! Είπε την τελευταίαν +ημέραν της αναχωρήσεώς του πάλιν εις την γυναίκα του. Ήμουνα βουτηχτής +και δεν ετρόμαξα ποτέ τα ψάρια τα άγρια. Και τώρα φοβούμαι πως τα +βερεσέδια θα με φάνε. + +Η Θωμαή, ανίδεος κόρη από τα του κόσμου, γυνή μη γνωρίζουσα τίποτε άλλο +από τα οικιακά έργα, τι να είπη, τι να συμβουλεύση. Ν' αλλάξη ο σύζυγός +της εργασίαν; Αλλ' είχε κακοσυνηθίση πλέον εις τον καθιστικόν βίον ο +Λαλεμήτρος. Όλην την ημέραν εκάθητο εις τα αλευροπωλείον του, πωλών +άλευρον, δεχόμενος έλαιον, φυλλομετρών το κατάστιχόν του και φουμάρων +τον ναργιλέ του. Είχε παχύνη όχι μεν ως τον καπετάν-Κονόμον, αλλ' είχε +παχύνη τέλος. Πολλάκις τον παρεκάλει η Θωμαή να κλείση τα μαγαζείον +ολίγας ώρας, να υπάγουν εις την άμπελον, να φάγουν γλυκά σταφύλια· αλλ' ο +Λαλεμήτρος ουδέποτε το απεφάσιζε. Το εμπόριον, και το ευτελέστερον +ακόμη, γεννά θέλγητρα μυστηριώδη εις τον μετερχόμενον αυτό, όστις ολίγον +κατ' ολίγον τόσον συστέλλει τον μέγαν και απέραντον της ζωής ορίζοντα, +ώστε κατορθώνει τέλος να περιορίση αυτόν δέσμιον εν μέσω των τεσσάρων +τοίχων του μαγαζείου του. Εθέλγετο λοιπόν εκεί και ο Λαλεμήτρος, +φυλλομετρών το κατάστιχόν του. Και φουμάρων τον ναργιλέ του ουδέ +απάντησιν έδιδεν εις την Θωμαήν, ήτις τον εκάλει έξω: + + — Να μ' αγαπούσες κάνιο σαν τον ναργιλέ! παρεπονείτο τότε κλαίουσα η +Θωμαή. + +Την παραμονήν της αναχωρήσεώς του είχε λάβη έντονον εκ Βόλου διαταγήν, +ότι ώφειλε να εξοφλήση ανυπερθέτως δύο συναλλαγματικάς του, αίτινες προ +μηνός έληξαν, άλλως ηπείλουν αυτόν διά προσωπικής κρατήσεως. + + — Για τον Θεό! + +Εφώνησεν έντρομος ο Λαλεμήτρος, αναγνούς την διαταγήν. Αλλ' ίνα μη +εννοήση η σύζυγός του, ήτις τον έβλεπε σύννους, παρακαθημένη, προσέθηκεν +ηρεμώτερος: + + — Ακρίβηναν, λέει, ταλεύρια πάλιν! + +Διενοήθη ο Λαλεμήτρος να ενεχυριάση τότε, ή και να πωλήση εν τη εσχάτη +ανάγκη την χρυσήν του ωρολογίου του άλυσιν, μη έχων άλλον πόρον +χρημάτων, και σωθή από το αίσχος της φυλακίσεως. + + — Δεν είμαι για κόσμο πλεια! επανελάμβανε περιφερόμενος εντός του +μαγαζείου του, δεν είμαι για κόσμο! + +Αλλά κατεκοκκίνησεν από εντροπήν και μόνον διότι εσκέφθη να προβή εις το +διάβημα τούτο, όπερ θα τον εξηυτέλιζεν ολοτελώς εν μέσω του χωρίου. + +Εκτός όμως της εντροπής, ησθάνετο και ανέκφραστόν τινα συμπάθειαν προς +την χρυσήν εκείνην άλυσιν, την ηγάπα, ως αγαπά φιλάργυρος το χρυσίον. + + — Τι ώμορφη! έλεγε πολλάκις και η Θωμαή, θωπεύουσα μαλακά-μαλακά το +ολόχρυσον εκείνο καλλιτέχνημα, με τας απαλάς της χείρας. + + — 'Σαν χρυσό φειδάκι, καλέ! + +Επανελάμβανε. + + — Φειδάκι που με φυλάει, έλεγε τότε ο Λαλεμήτρος μειδιών, φειδάκι που +αντί για φαρμάκι με ποτίζει ζωήν. + + — Ποιος ξέρει ποια αμερικάνα θα σου την εχάρισε! + +Και διηγείτο τότε ο Λαλεμήτρος: + + — Ένας Εβραίος. Μου την επώλησεν ένας Εβραίος. Μου είπε κρυφά 'ς το +αυτί: + + — Πάρε την, κουζούμ· πάρε την, κουζούμ. Κουζούμ, πάρε την. Θα με +θυμάσαι! + +Ήτο από αγνόν χρυσίον όλη. Υπήγαν εις αδαμαντοπώλην επίσημον και την +εδοκίμασαν. Χρυσίον εικοσιτεσσάρων καρατιών. + + — Έχω εγώ το μέσον να την πωλήσω, κουζούμ. Αλλά θέλω να την πάρης εσύ. +Ξέρεις τίποτε, κουζούμ; εψιθύρισε κρυφά εις το ους του Λαλεμήτρου ο +Εβραίος. Ήτανε μέσα σε δικά σας άγια πράγματα. Κάποιος τα έκλεψεν από +μοναστήρι μαζύ με άγια δισκοπότηρα και σταυρούς και ήλθεν εδώ και τα +επούλησε. Πάρε την, κουζούμ! Να με θυμάσαι! Άκουσέ με! Και μη την βγάλης +από πάνω σου! + +Αληθώς η χρυσή εκείνη άλυσις εφαίνετο ότι τω όντι ήτο πολύ αρχαία, +βυζαντινόν κατασκεύασμα. + +Την ηγόρασε λοιπόν ο Λαλεμήτρος και ως έλεγεν εις την Θωμαήν, πολλάκις +αύτη τον εφύλαξεν από πολλούς κινδύνους, Εις τον πυθμένα της αβύσσου +κάτω τον κελαινόν, ως δύτης, την έφερε μεθ' εαυτού πάντοτε ο Λαλεμήτρος +καθώς τον είχε συμβουλεύσει ο Ισραηλίτης, και ουδέποτε ουδέν κακόν τω +συνέβη, Τα κήτη επλησίαζον προς αυτόν με ορμήν πολλάκις, αλλά μόλις την +έβλεπον, ακτινοβολούσαν την χρυσήν άλυσιν, απεσύροντο ηρέμα, ως φελούκαι +προς τα οπίσω κωπηλατούμεναι . . . + +Η ψυχή του απέκρουε λοιπόν την ιδέαν της απαλλοτριώσεως της χρυσής του +καδένας. Τω εφαίνετο σκληρά αχαριστία προς το θαυματουργόν εκείνο +καλλιτέχνημα, αντανακλώσα εις την Χάριν αυτήν του Θεού όπου το είχεν +αγιάσει τόσον. + +Ενύκτωσεν. Εκάθισε να φάγη δήθεν. Η Θωμαή παρεκάθητο λυπημένη, άφωνος, +με την μανδήλαν της καταιβασμένην. Η γραία έμεινε κάτω εις το μαγαζείον, +ανοικτόν ακόμη. + +Σκέψεις σατανικαί, πειρασμοί ξηροί περιετριγύριζον όλον τον εσωτερικόν +άνθρωπον. Προς στιγμήν, εις την λάμψιν της λυχνίας, ως όφις ζωντανός, +έλαμψεν η χρυσή άλυσις του ωρολογίου του, εις τους δακρυσμένους της +Θωμαής οφθαλμούς· όφις ολόχρυσος, όφις ελισσόμενος εκεί επί του στήθους +του Λαλεμήτρου, ως θέλων κάποιον να δήξη εκεί, κάποιον να φαρμακώση +γλυκά και χρυσά ως η απιστία. + + — Αφού ακρίβηναν ταλεύρια, Λαλεμήτρο, πάρε 'λιγώτερα σακκιά. + +Ετόλμησε να παρατηρήση η αθώα γυνή, μαλακύνουσα την αγωνίαν του συζύγου +της. + +Αλλ' εκείνος θέλων να παίξη ίσως, θέλων να γελάση πιθανώς, ήνοιξε το +στόμα του το κλειδωμένον έως τότε και είπεν: + + — Όπως έγεινε σήμερα ο κόσμος με τα βερεσέδια, καλλίτερα είνε να μην +παντρεύεται κανένας! + +Και έκυψε προς το στήθος του ο Λαλεμήτρος, ως αισχυνόμενος διά τον λόγον +οπού είπε. + +Την στιγμήν εκείνην εις τους θαμβωμένους οφθαλμούς της Θωμαής έλαμψεν ως +όφις μαύρος με μελανάς λάμψεις η χρυσή καδένα του Λαλεμήτρου. Ο όφις ο +δόλιος και σκόλιος, ο δράκων ο παμπόνηρος, ο απατήσας ποτέ την Εύαν εν +τω Παραδείσω. + +*** + +Όταν η ελπίς η γόησσα ψευσθή, η τρελλή και παίζουσα ως πεταλούδα +ποικιλόπτερος, όταν χωνεύση, ως το ταξειδεύον πλοίον, αναρπαγείσα από +τον ορμητικόν της απάτης άνεμον, τότε επέρχεται η απόγνωσις, άπτερος, ως +πεταλούδα οπού έκαυσε τα πτερά της. Και η απόγνωσις επήλθεν εν τω +οικίσκω της Θωμαής βιαία. Μαύρη και ατελείωτος, ως νυξ του χειμώνος. + +Η Θωμαή επέρριπτε την αιτίαν της κακοτυχίας εις την μητέρα της και η +μήτηρ εις την κόρην της. Σημείον ότι και αι δύο έπταιον. + + — Ένας άσωτος, ένας ξεσόιαστος! έλεγον απεγνωσμέναι. + +Εις τα μικρά μέρη το να μένη η κόρη άγαμος, άνευ ελπίδος γηράσκουσα, +θεωρείται άτυχον και κακόν. Αλλά το να παραιτήση ο άνδρας την γυναίκα +του, και εκείνος μεν να γίνη άφαντος, σαν ένας κομήτης, οπού δεν θα +ξαναφανή πλέον, αύτη δε να είνε χήρα, και να μη έχη την άδειαν να +μαυροφορέση, τούτο θεωρείται ακόμη πλέον άτυχον, και πλέον κακόν. + + — Να θαμπωθούμε πλεια τόσο, να στραβωθούμε, καλέ, από μια χρυσή καδένα! +έκλαιον απηλπισμέναι. + +Και όμως ήρχοντο ενίοτε ώραι, καθ' ας η Θωμαή, εναντίον όλης της +αδυσωπήτου οργής της μητρός της, εύρισκεν ελαφρυντικάς περιστάσεις, ως +δικαστής φιλάνθρωπος, διά τον σύζυγόν της, όστις αναχωρών δεν έδειξε +καμμίαν δυσαρέσκειαν εναντίον της, καμμίαν υποψίαν αποστροφής ή άλλης +δικαίας ή αδίκου αιτίας. + + — Τα βερεσέδια, μάννα μου! + +Εδικαιολόγει η Θωμαή τον άνδρα της. + +Η γραία όμως περισσότερον μνησίκακος, διακόπτουσα ταύτην αποτόμως, +έλεγε: + + — Το κεφάλι του, πες! + +Και υπερασπίζουσα τους πτωχούς χωρικούς, προσέθετεν: + + — Ήθελε να πλουτήση από το λάδι. Μα το λάδι του φτωχού είνε ανακατωμένο +με το αίμα του και είνε κακοχώνευτο. Να κάμη μια δουλειά να ζήση, 'σαν +άνθρωπος, όχι να μοιράση τα λεπτά του, ν' αδειάση τα χέρια του, και να +κρατή ύστερα τον ναργιλέ του! Ο τεμπέλης! Και να περιμένη ύστερα την +λαδιά, για να κερδήση εκατό τα εκατό. Αυτά μόνον ο καπετάν-Κονόμος ξέρει +και τα καταφέρνει. + +Τότε και αι δύο, θεωρούσαι γελοίον το πράγμα, να σκέπτωνται κατόπιν +εορτής, έθετον τέλος εις τους ακάρπους αυτούς ελέγχους, μεταβαίνουσαι +εις την άμπελον και καταγινόμεναι περί την επίπονον αυτής καλλιέργειαν, +διότι αύτη μόνον απέμεινε, και διά τας δύο αυτάς ψυχάς, ως το μόνον +παραμύθιον. Η άμπελος. Και ο γέρων ιερεύς, ο πνευματικός των, ο παπα- +Γιώργης όστις — ας είνε καλά — συχνά τας επαρηγόρει, διδάσκων αυτάς την +εν Κυρίω υπομονήν, η οποία βραβεύεται δι' αμαράντων στεφάνων παρά του +μισθαποδότου Χριστού. + + — Νά, ταις έλεγεν ο ιερεύς, ο γηραλέος και σεβάσμιος, δεικνύων δια της +μαύρης χονδρής ράβδου του τα γαμήλια στέφανα της Θωμαής, άτινα ήσαν +ανηρτημένα υψηλά από καρφιού, παρά την εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής, +συνδεδεμένα διά μεταξωτού λευκού μανδηλίου. + +Σκονισμένα, αραχνιασμένα, ως πένθιμα σύμβολα διαζευχθέντος ανδρογύνου, +εφωτίζοντο, ημέραν και νύκτα, αμυδρώς, υπό της ιεράς εκείνης κανδήλας +του εικονίσματος. Τα χρυσά βαράκια και τα εκ ψευδοχρύσου φυλλάρια αυτών +είχον μαυρίσει, εξαφανισθείσης της χρυσής στιλβώσεως, και τα άλλα δε τα +εκ λευκών κ' ερυθρών ταινιών ανθέμια και οι φιογγίσκοι και οι ψευδείς +κάλυκες της λεμονέας, είχον ωσαύτως αμαυρωθή. Νά! ταις έλεγεν ο γέρων +ιερεύς. Βλέπετε αυτά τα στεφάνια του γάμου; Και ύψωνε προς αυτά την +μαύρην ράβδον του, ως να ήθελε να τα ξεκρεμάση από εκεί. + + — Πόσα χρόνια έχουν; Και, καθώς βλέπετε, πάνε! Όλος ο κορνιαχτός της +τσατής κατεστάλλαξεν επάνω των. Μαύρισαν, σαν της μουρτιαίς, που βάζουν +'ς την πόρτα της Παναγίας, 'ς την φέστα, και η οποίαις δεν βαστάνε +παραπάνω από μια 'μέρα. Και καταβιβάζων την χείρα του και την ράβδον, +και βλέπων τας δύο γυναίκας κατ' οφθαλμούς, εξηκολούθει, όλος +ενθουσιασμένος θείον ενθουσιασμόν: + + — Μα, τα στεφάνια εκείνα, που σας λέγω εγώ, που θα σας δώση ο Κύριος, +σαν έχετε υπομονήν, εκείνα τα στεφάνια, Θωμαή μου και γρηά-Κυρατσού, δεν +μαραίνονται, δεν σκονίζονται, δεν μαυρίζουν. Αιωνίως λάμπουν νωπά και +χλοερά, εν τη βασιλεία των ουρανών, σαν της μουρτιαίς 'ς της Μαμμούς το +ρέμα· Και απήγγελλε μεγαλοπρεπώς το του ψαλμού: + + — «Υπομένων υπέμεινα τον Κύριον και προσέσχε μοι!» + +Εσιώπα μικρόν. Και βλέπων με το ιλαρόν βλέμμα του είτα την γραίαν, και +υψών την φωνήν του, ως εάν ελάλει προς κωφόν, επανέλεγε: + + — Τ' ακούς, γρηά-Κυρατσού; + +Αλλ' όταν έχωμεν υπομονήν, εξηκολούθει μαλακύνων την φωνήν του και +βλέπων ιλαρώς τώρα την Θωμαήν, όταν έχωμεν υπομονήν, Θωμαή μου, τότε μας +ακούει ο Κύριος και μας κάμνει ό,τι του ζητήσωμεν, προς το συμφέρον +πάντοτε της ψυχής μας. Και ημπορεί τότε κ' εδώ καλά να περάσωμεν το +υπόλοιπον της ζωής μας, και να κερδήσωμεν και την βασιλείαν των +ουρανών . . . + +Οι λόγοι ούτοι ηύφραινον πραέως τας δύο γυναίκας κ' εγλύκαινον την +πικρίαν των, ως το αγνόν γάλα, το οποίον ηδέως μαλακύνει τον ξηρανθέντα +υπό της νόσου φάρυγγα! + + — Ένα ξερό κορμί είσαι, κόρη μου. Παιδιά δεν έχεις. Δόξα σοι ο θεός! Θα +περάσης τον ψεύτικον αυτόν κόσμον. Με το αμπελάκι σου, θα ψευτοπεράσης. + +Επαρηγόρει την Θωμαήν η μητέρα της. + + — Και συ, μαννούλα μου, άλλο ένα ξερό κορμί είσαι. Ένα δεμάτι ξύλα να +φέρνης, θα βγάλης το ψωμί σου. Δόξα σοι ο Θεός! + +Επαρηγόρει και η Θωμαή την μητέρα της. + +Αλλ' η Θωμαή δεν ηδύνατο να λησμονήση τον Λαλεμήτρον, αν και ολόκληρος +τριετία είχε παρέλθει από της αναχωρήσεώς του. Τον ηγάπα τον +αδιαφόρητον. Τώρα δε, εν τη εγκαταλείψει, περισσότερον κατενόησε τούτο +και κατεκαίετο η καρδία της. Όλα όσα έλεγεν εναντίον του, εν τη θλίψει +της ενίοτε, τα έλεγεν από την πολλήν προς την μητέρα της συμπάθειαν, να +συμφωνή μαζί της, να μη κατατήκεται η γραία και αποθάνη προ της ώρας +της. Αλλά και έλκεται φυσικώς η γυνή πάντοτε προς τον άνδρα, μεθ' ου, +διά της ευλογίας του ο Θεός την συνέδεσεν, αδιαρρήκτως, ως έλκεται ο +σίδηρος προς τον μαγνήτην. Όσον και αν απέτυχεν εις την εκλογήν, όσον +και αν την κατήσχυνεν η απότομος εγκατάλειψίς του, δεν ηδύνατο να +αισθανθή μίσος προς αυτόν. Μόνον διότι έβλεπεν επί τινος αραφίου τον +έρημον ναργιλέ του, εγκαταλελειμμένον, εκινείτο εις δάκρυα. Και +παρηγορουμένη ματαίως διελογίζετο πολλάκις: + + — Ίσως για μένα έφυγεν. Ίσως πήγε πάλιν εις την Αμερική, να δουλέψη +πάλιν, να κερδήση, για μένα τώρα. Το πρώτο του ταξείδι ήτανε για τον +εαυτό του, τα δεύτερο είνε ίσως για μένα. + +Κ' εστέναζε τότε κρυφά, αποσυρομένη κάτω εις το κλειστόν μαγαζείον, +κρυφά από την μητέρα της. Κ' ηγρύπνει εξ έρωτος και ηύχετο να εγνώριζε +πού μένει ο Λαλεμήτρος, να τρέξη να γείνη δούλα του, να γείνη σκλάβα +του, μόνον για να τον βλέπη. Τας βαρείας εκείνας λέξεις +τας οποίας εξεστόμισεν ο Λαλεμήτρος τας τελευταίας ημέρας της +αναχωρήσεώς του, ότε κατείχετο υπό της δεινής εκείνης ψυχικής +στενοχωρίας, τας λέξεις εκείνας ήδη η Θωμαή, εν ταις στιγμαίς ταις +φλογεραίς του έρωτος, αντιθέτως εξήγει, ως ρηθείσας από της μεγάλης προς +αυτήν αγάπης, ότε, καταχρεωμένος εκ των μεγάλων εμπορικών του ζημιών, +εγίνετο πρόσκομμα εις τον άνετον συζυγικόν των βίον, όστις θ' απέβαινεν +ούτως αδιάκοπον μαρτύριον. + + — Κ' εγώ δεν είχα καμμιάν απαίτησιν η κακομοίρα! Έκλαιε τότε η Θωμαή, +κρυφά κάτω, κάτω εις το κλειστόν μαγαζείον. + +Και τότε της ήρχοντο άλλαι πρακτικώτεραι, αλλά τρομεραί σκέψεις. Ο +Λαλεμήτρος ήτο φιλότιμος. Ήτο υπερήφανος. Το ήξευρε τούτο η Θωμαή. Ποτέ +δεν ηθέλησε να ωφεληθή από την αδικίαν. Ίσως να τον κατεστενοχώρησεν +εκείνο το τηλεγράφημα, εσκέπτετο η Θωμαή. Ίσως να μη είχε να πληρώση εις +τον αλευρόμυλον, ίσως να ήτο κίνδυνος να φυλακισθή, και επάνω εις την +φιλοτιμίαν του, ίσως να έπαθε κανένα κακόν. Μπορεί να του ήλθε νταμλάς. +Δύσκολο πράγμα είνε ν' αποθάνη κανένας; . . . Και τότε, περιδεής η +Θωμαή, τον εθρήνει κρυφά, κάτω εις το κλειστόν μαγαζείον: + + — Λαλεμήτρο, Λαλεμήτρο μου! + +Είχεν ακουσθή ένα τοιούτον, εκείνα τα έτη, εις την μικράν επαρχίαν. Ένας +έμπορος, απολέσας την περιουσίαν του, και κινδυνεύων να φυλακισθή, +ευρέθη κρεμασμένος από μίαν ελαίαν. + +Τότε εις τους φόβους της τούτους η Θωμαή, μεταβαίνουσα πρωί-βράδυ, +ήναπτε τα κανδήλια του Αγίου Γεωργίου, ενός μικρού ναΐσκου, παρά την +άμπελον, υπό την σκιάν ελαιών και κυπαρίσσων, να τον φυλάττη ο άγιος, +όπου και αν είνε, αν είνε ζωντανός. Ήναπτε τα κανδήλια του αγίου, +σαράντα μέραις και σαράντα νύκτες, όλον το σαρανταήμερον. Ήναπτε κηράκια +προ της εικόνος του αγίου, εις το ξύλινον μικρόν μανουάλιον. Ήναπτεν +ανθρακιάν εντός θραυσμένης κεράμου, κ' εθυμίαζε τον μικρόν ναΐσκον, +σαράντα μέραις και σαράντα νύκτες. Ήναπτε με την φλόγα της καρδίας της +και τους δύο οφθαλμούς της, τους μαύρους ως δύο ρώγαις μαυροκουρούνας, +και τότε θερμά δάκρυα, τα δάκρυά της, ερράντιζον το ψηφιδωτόν του +ναΐσκου έδαφος, όστις ολοκαίνουργος και απαστράπτων συνετηρείτο εις την +εσχατιάν εκείνην του χωρίου, θαρρείς κ' εκτίσθη προς παραμυθίαν της, να +δέχηται, σιωπηλός εκεί, τ' αγνά της Θωμαής ολοκαυτώματα. + +Και προσηύχετο ώραν εκεί, προ της εικόνος του αγίου, κάμνουσα ευλαβείς +σταυρούς η Θωμαή: + + — Άη μ' Γιώργη! Άη μ' Γιώργη! + +Και εγονυπέτει επανειλημμένως, ενώπιον του μεγαλομάρτυρος ιππέως, η +Θωμαή: + + — Άη μ' Γιώργη! Άη μ' Γιώργη! + +Και προσεκόλλα οβολούς η Θωμαή επί της εικόνος του τροπαιοφόρου αγίου, +του ρυομένου τους αιχμαλώτους: + + — Άη μ' Γιώργη! Άη μ' Γιώργη! + +Και οι οβολοί της Θωμαής ουδέποτε κατέπιπτον, ουδέποτε απεσπώντο από της +εικόνος απρόσδεκτοι. Εκολλούσαν επάνω εις την εικόνα ως με ψαρόκολλαν. + +Αλλ' είχε κ' επί της μυστηριώδους εκείνης χρυσής καδένας, άλλας ελπίδας +η νεαρά σύζυγος. Όσον και αν ήτο Εβραίος ο πωλήσας αυτήν, και όσον και +αν ήτο πλαστόν το μύθευμά του, ημπορεί να ήτο και αληθινόν· η χρυσή +εκείνη άλυσις ήσκει μεγάλην γοητείαν επί της γυναικός. Και όταν κατά +πρώτον την είδε, της εφάνη ότι δι αυτήν ηγάσθη και ηγάπησε και έκαμε +άνδρα της τον Λαλεμήτρον. + +Μετά πόσης θλίψεως εν ταις ημέραις αυταίς ταις πενθίμοις της εξαφανίσεώς +του, ενεθυμείτο τας πρώτας εκείνας ημέρας της μακαριότητος, ότε κατά +πρώτον είδε τον Λαλεμήτρον, εξ Αμερικής άρτι επανελθόντα, και +αναιβοκαταιβαίνοντα εμπρός από τον οικίσκον της! Κοντός, εύμορφος, με +μαύρα ρούχα, με άσπρον υποκάμισον, εσυχνοπερνούσεν από κάτω από τα +παραθυράκια της, σαν να ήλθεν από τον ξένον κόσμον επίτηδες δι' αυτήν. +Και την έβλεπεν εκείνος, και τον εκρυφοκύτταζεν εκείνη, και έλαμπεν εις +το στήθος του η χρυσή καδένα, ολόχρυσος, από βενετικό καθαρό μάλαμμα, +θαμβόνουσα τους οφθαλμούς της. Και όταν δε πάλιν ήκουσε παρά του ιδίου +την παράδοξον ιστορίαν εκείνης της αλύσεως, με ακόμη περισσότερον θάμβος +την έβλεπε, ως ιερόν τι πράγμα πλέον, οπού είχε μεγάλην δύναμιν ν' +αποτρέπη το κακόν. Καθώς τω όντι και συνέβη πολλάκις εις την Αμερικήν, +όταν ως δύτης πολλάκις εσώθη, όπως εκείνος έλεγεν. + +Η ιδία η μητέρα της, έκπληκτος, της είπε μίαν ημέραν, οπού ο Λαλεμήτρος +ήτο άρρωστος. + + — Κύτταξε, Θωμαή μου, πώς ανεμίζει η χρυσή καδένα του! Σαν φειδάκι, +καλέ, ζωντανό! + +Το αυτό συνέβαινε πάντοτε, έλεγεν η γραία, οσάκις ο Λαλεμήτρος ήτο +αδιάθετος ή ασθενής. + +Κατά βάθος η Θωμαή, διδαγμένη από καλούς πνευματικούς, ανεγνώριζε την +πλάνην της, αλλ' όμως της εφαίνετο ότι η χρυσή εκείνη άλυσις απέπνεεν +ευωδίαν μυστικήν, αγίων λειψάνων άρωμα, και ουδόλως απίθανον, εσκέπτετο, +να προήρχετο από των κειμηλίων βυζαντινού ιερού μοναστηρίου, καθώς +έλεγεν ο Εβραίος. Ως τοιαύτην την εξελάμβανε κ' εστήριζε τότε επ' αυτής +αγαθάς ελπίδας, ότι ενόσω είχεν αυτήν ο σύζυγός της, ουδέν κακόν θα +επάθαινεν. + + — Αλλ' αν ευρέθη εις την ανάγκην και την επώλησεν! + +Της ήρχετο και αυτή η θλιβερά σκέψις. + +Παρήλθεν ούτω και άλλο ακόμη έτος και ουδεμίαν είδησιν ελάμβανεν η +Θωμαή. Κατ' αρχάς, τας πρώτας ημέρας, διεδόθη ότι τον εφυλάκισαν εις +Βόλον. Αλλά τούτο διεψεύσθη αμέσως κατόπιν. Άλλη φήμη διέδιδεν ότι πλέων +εις Πειραιά, έπεσεν εις την θάλασσαν από το ατμόπλοιον την νύκτα και +επνίγη. Αλλά και τούτο διεψεύσθη από το πρακτορείον. Έγραψεν εις +Πειραιά, αλλ' ουδείς τον είδεν εκεί. Έγραψεν εις όλας τας μεγάλας πόλεις +της Ανατολής, όπου συνήθως μετέβαινον προς εργασίαν πατριώται, αλλ' +ουδαμού ο Λαλεμήτρος εφάνη. Ουχ ήττον, από εντροπήν, εις τους ερωτώντας +αυτήν έλεγε πάντοτε ότι είνε καλά ο Λαλεμήτρος και ότι έχει καλήν +εργασίαν. Αλλ' υφίσταντο πλέον στερήσεις πολλάς και παντοίας αι δύο +γυναίκες. Αι αφορίαι των ελαιών εξηκολούθουν και η Θωμαή ουδέν +εισέπραττεν εκ των οφειλετών των παλαιών. Τότε ήρχισαν να στενοχωρώνται +ακόμη περισσότερον, ήρχισαν να πένωνται. Και μόλις κατώρθωνον να +καλλιεργήσωσι την μικράν άμπελον, την οποίαν εντρέποντο ν' αφήσωσι +κλάραν. Εν τω διαστήματι τούτω, επήλθε και μία ευφορία των ελαιών, όπου +όλοι οι χωρικοί εγυαλοκοπούσαν σαν λαδωμένοι ποντικοί, αλλ' ουδείς αυτών +ήθελε ν' αναγνωρίση αντιπρόσωπον του αλευροπώλου: + + — Σαν έλθη ο Λαλεμήτρος, έλεγον όλοι. + +Το τελευταίον τούτο έτος, η Θωμαή εκλείσθη εις τον οικίσκον της, αόρατος +διελθούσα ολόκληρον τον χειμώνα χωρίς να ομιλή με κανένα, χωρίς να βλέπη +κανένα, ράπτουσα επί μισθώ και υφαίνουσα, έως ου μίαν αυγήν της +ανοίξεως, μίαν χαρμόσυνον αυγήν, που τα πουλάκια εκελαϊδούσαν με χαράν +επάνω εις την αμυγδαλήν της αυλίτσας της, ως να ήλθε κάποιος από τα +ξένα, και τον εχαιρέτιζον, προσφωνούντα το καλώς ήλθες, εν στωμυλία, +λάλω, εν χορικοίς αλαλαγμοίς, μίαν αυγήν ευώδη της ανοίξεως, που αι +καρδίαι των ανθρώπων ανοίγονται, και αυταί γεμάται από ευωδίας και +αρώματα, ανοίγονται ως ταπριλιάτικα εκείνα τριαντάφυλλα, τα χείλη τα +αγνά, τα ρόδινα, της φύσεως, οπού φιλούν τον κόσμον όλον, πλουσίους και +πτωχούς, με αγάπης ευωδίαν — και θέλουν αι καρδίαι, εις τοιαύτην ώραν +συναντήσεως του σύμπαντος, κάτι να λαλήσουν και αυταί, ως όλα τα ζώντα, +κάτι να ζητήσουν, κάποιον να χαιρετίσουν, κάποιον ν' ασπασθούν, ως τα +πουλάκια της αμυγδαλής — τότε, μίαν τοιαύτην αυγήν ηδονικήν, οπού οι +άνεμοι όλοι ησύχαζον αναπαυόμενοι, και έπνεον μόνον αι αύραι ως από +μύρων και από λιβάνου, εξήλθε τότε της οικίας της η Θωμαή, μετά τόσην +απομόνωσιν, να μεταβή εις την άμπελον, οπού είχε μήνας ολοκλήρους να +εξέλθη. + +Επόθησεν αίφνης την ζωήν, την ζωήν, ήτις κ' εν τη ασβόλη της πτωχείας κ' +εν τη χλιδή του πλούτου, ανασκιρτά η αυτή με τας αυτάς επιθυμίας και τα +ίδια όνειρα, αιώνιος και ατελεύτητος πάντοτε, εν όσω θα είνε αιώνιος και +ατελεύτητος και ο κόσμος μέχρι της συντελείας. Ενθυμήθη την νεότητά +της, εκείνην την αυγήν, ως να την ωνειρεύθη την νύκτα, και εξηγέρθη +νεωτέρα, της εφάνη. Ενθυμήθη την χαράν του γάμου της, την ευλογημένην +εκείνην χαράν, ήτις ουδέποτε λησμονείται. Ενθυμήθη τας διασκεδάσεις +εκείνας τας αθώας και τους χορούς, την αγαλλίασιν της αναπαύσεως και τα +ζεύκια ταλησμόνητα, ς' τα πανηγύρια. Και ακόμη πορρωτέρω. Ενθυμήθη τας +αγνάς του παρθενικού βίου της ημέρας, τας παιδικάς. Να καθίση αμέριμνος, +καταμεσής ς' της κόκκιναις παπαρούναις, ως λευκός κρίνος αυτή, κρίνος +κάτασπρος της ανοίξεως, και γύρω-γύρω, ως χρυσά κρόσσια, ολόχρυσαι να +την περιβάλλουν αι κροκοβαφείς μαργαρίται. Να κατακλιθή, να γύρη εκεί, +ως κλωνάρι πασχαλέας, με όλα τα παρθενικά της άνθη, να γύρη μαλακά- +μαλακά επάνω εις τα δροσερά του σίτου στάχυα, ως νύμφη παναρχαία. Να +δρέψη άνθη των αγρών ποικιλόχροα. Κόκκινα, λευκά και κίτρινα άνθη. Και +ιόχροα του Αγίου Γεωργίου άνθη, ως ρόδακας στρογγυλά των αρχαίων +επιστυλίων. Να κόψη ζεμπιλάκια κωδωνίζοντα. Και πάλιν να συνάξη +παραδάκια, οπού είνε ως οβόλια μικρά. Να πλέξη και στεφάνια από +αγριαμπελιά. Και να ζωσθή μ' αυτήν για το καλό. Να φάγη μιζιθρίτσαις, +ευώδεις ρίζας ανθέων ως ψωμάκια λευκά. Και έπειτα να λούση την +κατάμαυρον πλουσίαν κόμην της μέσα εις την δροσεράν πηγήν του Αγίου +Γεωργίου, της οποίας το ύδωρ διαυγές και ηγιασμένον αναβλύζει από μέσα +από το άγιον βήμα του ναΐσκου. Να πλύνη το πρόσωπόν της τωχρανθέν από +τον πόνον και την κάκωσιν. Να πιη νεράκι κρύο, από την πηγήν, να +δροσισθή η αναμμένη της καρδιά, μ' ένα φλασκάκι, μισοκομμένο εις σχήμα +αρχαίας φιάλης, το οποίον εκρύπτετο εκεί από τους μικρούς βοσκούς, μέσα +εις τα δροσόχορτα της πηγής. Και να τραγουδήση, επόθησε, καθημένη υπό +την ελαίαν της αμπέλου της, υψηλά εκεί επάνω εις την σκοπιάν, λυτήν +φέρουσα την μανδήλαν της, να δροσίζη τον λαιμόν της, τον κάτασπρον όλον, +της πρωίας η δροσιά, και ν' ανεμίζωνται τα κλώνια εις το στήθος της. Να +φάγη εκεί ψωμί και μήλα από τα πρώιμα, γεύμα λιτόν και εύοσμον. Να κάμη +κούνιαν τέλος, υπό τον πλάτανον του Αγίου Γεωργίου τον υψηλόκλαδον, να +κουνισθή, ν' αερισθή όλη εις τον αέρα εκείνον, οπού ήρχετο αγνός από το +πέλαγος. Εκείνη εις την κούνιαν, και ο αέρας να την τραγουδή . . . + +Έκαμε τον σταυρόν της εγερθείσα νύκτα-νύκτα. Έλαβε το καλαθάκι της, +εκείνο το λεπτόπλεκτον, το κυμαίον. Επήρε και λαδάκι ν' ανάψη τα +κανδηλάκια του Αγίου Γεωργίου πάλιν, και δύο κηράκια να κολλήση εις την +εικόνα του, οπού είχε τόσον καιρόν να τον προσκυνήση· επήρε και +μοσχολίβανο, και σπίρτα μήπως και δεν εύρη, γιατί δεν τ' αφίνουν οι +μικροί βοσκοί, κ' εξήλθεν ακροποδητί, μη ταράξη της μητρός της τον +ύπνον. + +Την στιγμήν εκείνην, ηκούσθησαν και τα πρώτα συρίγματα του ατμοπλοίου, +καταπλέοντος εκ Πειραιώς. Εγλυκοχάραζε πλέον. Εν τω μέσω του κενού +λιμένος έπαιζον τα φώτα του μαύρου πλοίου, φεγγοβολούντα ακόμη. Ελαφρά +πρωινή αύρα έπνεε. Μία τριανταφυλλένια οθόνη είχεν απλωθή ήδη προς το +ανατολικόν μέρος του στερεώματος, του οποίου τα σκότη ήρχισαν να +υποχωρώσι προς την δύσιν, ήτις μόνη εζοφούτο ακόμη, συγκεχυμένη με τα +βουνά. Ελεύκαζεν ήδη προς ανατολάς ο μικρός του Αγίου Γεωργίου ναΐσκος, +όπου και η άμπελος, με μίαν τέφραν νεφέλην αυτή σκεπασμένη ακόμη. Εις +την παραλίαν επυκνούντο σκιαί κινούμεναι, σκιαί ανθρώπων, όπου +κατέβαινον διά το ατμόπλοιον. Και ήκουεν η Θωμαή τα πατήματα αυτών βωβά, +ως επί υπογείων κοιλωμάτων. Κάτι πράγματα μαύρα απεσπώντο, ένα-ένα, από +τον όγκον του πλοίου και κατηυθύνοντο γοργά προς την ακτήν, αι λέμβοι με +τους επιβάτας τους νεοελθόντας. Έως να περάση το μέρος αυτό η Θωμαή, +σπεύδουσα μη συναντηθή, τοιαύτην ώραν, με τους ταξειδιώτας, προσέκρουσεν +αίφνης επάνω εις μίαν γραίαν, νεοελθούσαν, βαίνουσαν προς την οικίαν +της. Ανεγνώρισε την θείαν της, την Αννούσαν, η οποία ήρχετο από τας +Αθήνας, οπού ο υιός της ειργάζετο. + + — Τι κάνεις, Θωμαή μου; + + — Καλώς ώρσες, θεια! + +Ανεγνωρίσθησαν. + + — Χαιρετίσματα από τον Λαλεμήτρον, Θωμαή μου! + +Είπεν αμέσως με χαράν η θεια-Αννούσα. + +Η Θωμαή προς το άκουσμα τούτο το απροσδόκητον έκλινε το σώμα της προς το +στήθος της γραίας, παράλυτον, ως να είχε λιποθυμήσει. Η γλώσσα της +εκόλλησεν εις τον φάρυγγα ακίνητος και δεν ηδύνατο να ομιλήση αλλά μία +αιφνιδία της πρωινής αύρας ριπή την συνεκράτησε. Και πάραυτα πάλιν +συνήλθε. + +Κατεχομένη υπό των αγνών και ωραίων εκείνων της ζωής συναισθημάτων, μεθ' +ων, ως με δροσεράς συντρόφους, εξήρχετο εις την εξοχήν έξω, εμειδίασε +τότε· και είδες αμέσως να λάμψη ημέρας φως εις το πρόσωπον εκείνο το +ωχρόν και κατηφές. Να λάμψη λάμψις ωραιότητος και νεότητος αυγή, σαν +ένας ήλιος της αυγής, θαρρείς. + +Η θεια-Αννούσα, μισοζαλισμένη ακόμη από το ταξείδιον, δεν ηδύνατο να +είπη άλλας λεπτομερείας προς την μετά πόθου ερωτώσαν αυτήν Θωμαήν. + +Υπόπτερος τότε αύτη, την έλαβεν αμέσως την θεια-Αννούσαν, εκ της χειρός. +Έλαβε και την μικράν της γραίας βασταγήν, και ένα ορμαθόν κουλλουρίων, +τα οποία είχε ψωνίσει διά τους εγγονούς της τους μικρούς, δύο φαγάδες +και χονδρομπαλάδες, ως τους ωνόμαζε, και επέστρεψεν εις τον οίκον +κελαϊδούσα: + + — Να σου ψήσω καφέ, θεια-Αννούσα, για τα συγχαρίκια. + +*** + +Η θεια-Αννούσα, γραία εβδομήκοντα ετών, πλην ισχυράς κράσεως, είχε +μεταβή προ μηνών εις τον Πειραιά, να συναντήση τον υιόν της, εργαζόμενον +εν τω σταθμώ του σιδηροδρόμου Πελοποννήσου και έμεινεν εκεί αρκετόν +καιρόν. Κατόπιν όμως, επειδή ο υιός της μετετέθη, προβιβασθείς, εν τω +σταθμώ Αθηνών, ανήλθεν εις Αθήνας, και η γραία μετ' αυτού. Αλλά μετά +παρέλευσιν μηνός, η γραία-Αννούσα, συνηθισμένη να βλέπη την θάλασσαν, +ήρχισε να στενοχωρήται και να πλήττη, αδημονούσα διά την εξορίαν της, ως +απεκάλει την εν Αθήναις διαμονήν. Τας εορτάς την ελάμβανε μεθ' εαυτού ο +υιός της, εις τους πολυανθρώπους περιπάτους, αλλά τίποτε δεν ηδύνατο να +παρηγορήση την γραίαν, απαρηγόρητον και αξιολύπητον. Η βοή των αμαξών +και ο φοβερός των κάρρων μετά τιναγμάτων συρμός, ως βρονταί εις τα +πρωτοβρόχια συνεχείς, εξεκώφαινον την γερόντισσα. + + — Χαλασμός κόσμου, παιδί μου! επανελάμβανεν άπελπις η γηραιά μήτηρ. + +Η κοσμούρα πάλιν του Ζαππείου, ως έλεγε γραφικώς η γραία, την +κατεζάλιζεν ολότελα και έκαμνε τόσους σταθμούς εις τα καθίσματα της +δενδροστοιχίας, έως ου επανέλθη εις την οικίαν της, ως ζαλισμένη κόττα, +παραπαίουσα, ενώ ο κόσμος, έλεγεν, ως κύματα επηγαινοήρχοντο, κύματα +θαλάσσης· κ' εσάλευεν η γραία, κλυδωνιζομένη επί του πρασίνου εδράνου, +υπό τας πιπερέας, αι οποίαι εκινούντο, της εφαίνετο, ως πολυέλαιοι εις +τας εκκλησίας. Την επήγεν εις κάποιαν πανήγυριν, κάτω εις την Αγίαν +Τριάδα, αλλ' εκεί, ιδούσα τα μικρά παιδάκια, στολισμένα ως κουκλίτσαις, +ενεθυμήθη τους δύο εγγονούς της, η γραία, τους δύο φαγάδες και +χονδρομπαλάδες, και ήρχισε να κλαίη απαραμύθητος. Επροτίμα λοιπόν να +μένη διαρκώς εν τω οίκω, και να αρκήται εις την αρίθμησιν των καπνοδόχων +των γειτονικών οικιών, ονειρευομένη αείποτε την ηρεμίαν του χωρίου της, +μη βλέπουσα την ώραν πότε να φύγη. + +Μίαν πρωίαν ανήλθεν επί του Λυκαβητού κ' εκείθεν εθαύμασε το πέλαγος του +Σαρωνικού και το θέαμα το μεγαλοπρεπές της πόλεως, ης η βοή έφθανεν εκεί +επάνω συγκεχυμένη, ως βοή μακρινού καταρράκτου. Τότε επαρηγορήθη ολίγον +η γραία. Συνήθως όμως επαρηγορείτο την Κυριακήν, εις τους γειτονικούς +ναούς, διότι εν αυτοίς ανεύρισκε μεταξύ των πιστών ομοιότητας προς +διαφόρους συμπατριώτας της. Αναγάλιαζεν η ψυχή της γραίας τότε, η +πάντοτε εξηγριωμένη εκ της φοβεράς ξενητείας. Και τότε το πρόσωπον +εκείνο, το οποίον ως καταδίκου πρόσωπον εξηραίνετο ωχραινόμενον, +ελάμβανε κάποιαν ζωτικήν ελευθερίας λάμψιν και έκαμνε τότε σταυρούς έως +κάτω η θεια-Αννούσα, νομίζουσα, εν τη φαντασία της, ότι ευρίσκετο εις +τον ενοριακόν της πατρίδος της ναΐσκον, εν μέσω γνωστών της προσώπων. + +Τότε, εις μίαν τοιαύτην της διανοίας της απάτην, ανεκάλυψε και τον +Λαλεμήτρον εν τω ναώ του αγίου Διονυσίου κ' εκόμισε τα χαιρετίσματα εις +την κατάπληκτον Θωμαήν. + +Επήδησεν από την χαράν της, ως είδομεν, η νεαρά σύζυγος. Αλλ' η μήτηρ +αυτής, η γρηά-Κυρατσού, της διέκοπτε την αγαλλίασιν: + + — Πώς δεν έστειλε γράμμα! + +Και επανηρώτα τότε την θεια-Αννούσαν, η Θωμαή: + + — Μα αλήθεια τον είδες; + + — Τι θα πη! απήντα η θεια-Αννούσα, κάμνουσα τον σταυρόν της, καθώς σας +βλέπω και με βλέπετε. Τον είδα μαθές. + + — Και σου είπε να μας φέρης χαιρετίσματα; + + — Ήτανε 'ς τον Άη-Διονύσιο. Πρωί-Πρωί. 'Σ την Τιμιωτέρα. Ο Λαλεμήτρος, +με την χρυσήν καδένα του, παιδί μου, κοντός, παχύς. Καθώς σας βλέπω και +με βλέπετε. Ήλθε κοντά μου. + + — Και σου είπε να μας φέρης χαιρετίσματα; + + — Μα ο κλησιάρχης — αλήθεια, σβέλτος κι' άξιος κλησιάρχης, φωτιά +μοναχή, — του είπεν: + +«Από κει, παρακαλώ». Και τον έστειλε κατά το μέρος που στέκουνται οι +άνδρες. Γιατί στον Άη Διονύσιο, καθώς ξέρετε, δεξιά στέκουνται η +γυναίκες και αριστερά οι άνδρες. Αν και 'ς τα ύστερα γεμίζει η εκκλησία +και γίνονται όλοι ένα, άνδρες και γυναίκες, ένα σωρό — κουβάρι. + +Ούτω διά μακρών διηγήσεων η θεια-Αννούσα, σκολιώς απέφευγε να είπη +σαφώς, αν πράγματι ο Λαλεμήτρος της ωμίλησε. + +Διά τούτο η γρηά Κυρατσού, κτυπώσα την δεξιάν επί της αριστεράς παλάμης, +ως εάν εμετρούσε χρήματα, επανελάμβανεν υπόπτως: + + — Πώς δεν σώδωκε ένα γράμμα, θα πω! + +Έμεινε λοιπόν το πράγμα αμφίβολον. + +Αλλά μετ' ολίγας ημέρας, κυκλοφορήσασα η φήμη εις το χωρίον, διεσπάρη +πανταχού, ποικιλλομένη άλλως και άλλως. Ο δε μπάρμπ' Αναγνώστης της +Περμάχως, ένας μ' ένα καποτάκι από πάνω, σαν δέρμα αγριμίου, όπου είχεν +ως έργον να ψάλη εις την εκκλησίαν τας καθημερινάς, συλλειτουργών τον +ιερέα αντί δεκαλέπτου και τεμαχίου προσφοράς — για τον καφέ — και να +κληρώνεται τακτικώς ως ένορκος διά παρακλήσεων, ελθών εκείνας τας ημέρας +εξ Αθηνών, κηρυχθείσης της λήξεως του Κακουργοδικείου, διέδιδε με χαράν, +ότι ο Λαλεμήτρος, που εγνώριζε φαρσί τα εγγλέζικα, είχε λαμπράν θέσιν +εις Αθήνας, υπηρετών ως διερμηνεύς εν τω ξενοδοχείω της Μεγάλης +Βρεττανίας. + +Ο μπάρμπ' Αναγνώστης της Περμάχως, έχων το αιώνιον παράπονον ότι δεν +έβλεπε πατριώταις 'ς την Αθήνα, οπού ανεδείχθησαν τόσοι και τόσοι, άμε +γύρευε, από όλα τα κουτσοχώρια, να βρίσκη και αυτός μια προστασία 'ς την +ξενητειά, όχι αυτός μόνος, όλοι οι πατριώταις, να έχη και αυτός ένα +πατριώτη 'ς την ξενιτειά, να πάη μια καλή μέρα, κατάλαβες, 'ς το σπίτι +του να τον χαιρετίση, ησθάνθη ανεκλάλητον χαράν, έλεγεν, όταν είδε τον +Λαλεμήτρον, κοντόν, παχύν, ξουραφισμένον, με μαύρα τσόχινα ρούχα και με +άσπρο πουκάμισο σιδερωμένο, να στέκη 'ς την πόρτα του ξενοδοχείου με +υπερηφάνειαν. + + — Δόξα σοι ο Θεός! έλεγεν ο μπάρμπ' Αναγνώστης της Περμάχως, ανασηκόνων +το καποτάκι του, που ήτον σαν δέρμα αγριμίου. Δόξα σοι ο Θεός, που +αποχτήσαμε και μεις, τέλος πάντων, ένα πατριώτη μέσα 'ς την Αθήνα. + +Η Θωμαή τα ήκουεν αυτά. Και τα επίστευε μεν διότι με τόσην επιμονήν τα +έλεγαν, αλλά και δεν τα επίστευεν διότι γράμμα δεν της έφεραν. + + — Και δεν του μίλησες, μπάρμπ' Αναγνώστη! ηρώτησεν η γρηά-Κυρατσού. + + — Δεν πας εσύ να του μιλήσης, παρακαλώ; Και πού σ' αφίνουν οι +αστυφύλακες να πλησιάσης εκεί, μέσα σ' εκείνην την φωταψία και +πολυτέλεια, που φυλάνε 'ς την αράδα εκεί, σαν τους νιουδαίους. Εκεί, +γρηά μου, για να πλησιάσης, πρέπει νάχης μια παλάμη ψηλό κολλάρο. Τι +θαρρείς; πως είνε το χωριό σου, που πας και κάθεσαι 'ς τον φούρνο +ξεμανδήλωτη; Εκεί, γρηά μου, κάθουνται, 'ς την πλατέα, κυρίαις 'σαν το +κρύο νερό, που έχουν γεμάτα τα καπέλλα τους από όλα τα πουλιά και όλα τα +λούλουδα του κάμπου. Εκεί, κυρά-Κυρατσού, λάμπει όλο το μέρος κάθε +βράδυ, από την πολυτέλεια, από τα χρυσάφια, τα φτερά, τα σπαθιά και τη +φωταψία, κ' έχουν εκεί κάθε βράδυ Μεγάλη Ανάστασι. Μάλιστα, γρηά μου, +Μεγάλη Ανάστασι. Εκεί 'ς την Πλατέα του Συντάγματος. Έτσι την λένε την +Πλατέα αυτή που δεν υπάρχει άλλη 'ς όλον τον κόσμο. Που κάθονται ως τα +μεσάνυχτα όλοι οι Αθηναίοι και τρώνε γλυκά και γελάνε γυναίκες και +άνδρες μαζί, ενώ η μουσικαίς σου παίρνουν το μυαλό . . . + + — Μα, τον εγνώρισες, μπάρμπ' Αναγνώστη; ηρώτησε πάλιν η γρηά-Κυρατσού. + + — Τι θα πη! τον Λαλεμήτρο δεν γνωρίζω, με την χρυσή καδένα; + +Αι ζωηραί αύται διαδόσεις αι τόσον σαφείς και καθαραί και συνάμα τόσον +σκοτειναί, με όλας τας λεπτομερείας των, συνετέλεσαν όμως εις το να +επαυξήσωσι τον πόθον της Θωμαής, ήτις ανυπομονούσε πλέον, ως το μικρόν +παιδίον, οπού θέλει ν' αποκαλύψη αμέσως και ίδη τα κρυφά τα δώρα του. + + — Ίσως να είνε αλήθεια, μάννα μου, έλεγε. Ποιος ξέρει τι αβανιά μας +ρίξανε και δεν μας γράφει. Μπορεί να του είπαν λόγια, κ' εκείνος τα +πίστεψε κ' επήρε τα μάτια του. Το χωριό μας χάλασε, μάννα μου! + +Τούτο συνετάραξε την μνήμην της γρηα-Κυρατσούς, ως το κατακαθισμένον +κρασίον, και εθόλωσεν αίφνης τα βλέμμα της από οργήν. + + — Αυτή η γειτόνισσα, η ξηροκίτρινη! Έλεγεν η γραία. Καλά λες, παιδί +μου! Καλά λες, κόρη μου! Το χωριό μας χάλασε πλεια. Μιλούσε πάντα μαζί +της και εχασκογελούσεν. Είνε άλλο από τα λόγια; Ξεμυαλίζουν τον άνθρωπο. +Αυτή, κόρη μου, κατήντησε να πη πως του κάμαμε μάγια . . . + +Όταν δε πάλιν κατόπιν ήλθε και ένας μικροπλοίαρχος, έχων την μανίαν να +κομίζη ειδήσεις και χαιρετίσματα από πατριώτας, και έφερε και εις την +Θωμαήν, εκείνας τας ημέρας, πολλά-πολλά χαιρετίσματα από τον Λαλεμήτρον, +που ήτον δραγουμάνος 'ς την Αθήνα, τότε η πτωχή σύζυγος απεφάσισε να +ταξειδεύση μέχρι Αθηνών και θέση τέρμα εις την σαρκάζουσαν αυτήν +ιστορίαν. Αλλ' η γραία, μνησικακούσα πάντοτε διά τον τρόπον αυτόν του +γαμβρού της, «όστις έφυγε κ' έρριξε πέτρα πίσω του», η γραία, υπερήφανος +διά την καταγωγήν της και το σόι της, δεν επείθετο να επιτρέψη εις την +κόρην της να ταξειδεύση, να γυρίζη 'ς τα χαμένα. + + — Αφού δεν σου γράφη, έλεγε, θα πη πως σ' απαράτησε, κορίτσι μου, και +κάθισε 'ς τ' αυγά σου. Τόση δε οργή την κατελάμβανε κατά της γειτονίσσης +της, ώστε της ήρχετο πολλάκις να συμπλακή μετ' αυτής. Αλλά δεν ήθελεν +αυτή να γείνη θέατρον εις το χωρίον. + +Ήρχετο τότε ο χειμών. Και θέλουσα και μη θέλουσα η Θωμαή, ανέβαλε να +εκτελέση την απόφασίν της, υπακούσασα εις την μητέρα της. Ερωτούσε δε +πάντοτε εις το ταχυδρομείον και πάντοτε ανέμενεν επιστολήν, πιστεύουσα +πλέον ότι ο Λαλεμήτρος ειργάζετο εν Αθήναις ως διερμηνεύς. Μαθούσα δε +περί του είδους της εργασίας ταύτης, έλεγε χαίρουσα ότι ήτο η μόνη +κατάλληλος διά τον άνδρα της, αναπαυτική και επικερδής. + +Κατά δε τα Χριστούγεννα, επανελθών πάλιν εξ Αθηνών, οπού και πάλιν +υπηρέτησεν ως ένορκος ο μπάρμπ'-Αναγνώστης της Περμάχως, με το καποτάκι +του, τα οποίον ήτο σκληρόν ως δέρμα αγριμίου, εκραύγαζεν ωργισμένος, ένα +δειλινόν, από κάτω από τα παράθυρα της Θωμαής, κατηγορών τον Λαλεμήτρον: + + — Ακούς εκεί! Να κάμη πως δεν με γνωρίζει; Είπαμε δα νάχουμε κ' εμείς +ένα πατριώτη μέσα 'ς την Αθήνα, μα τα προκόψαμε! + + — Μήπως μπάρμπ'-Αναγνώστη, κάνεις λάθος; παρετήρησεν η γρηά Κυρατσού. +Μπορεί να μοιάζη κανένας με τον Λαλεμήτρο. Δύο κεφάλια είναι δύσκολο να +μοιάσουν, στο μούτρο όμως πολλαίς φοραίς μοιάζουν οι άνθρωποι. + + — Σώπα, θεια. Τον Λαλεμήτρο δεν γνωρίζω, με την χρυσή καδένα; Άκουσε +και κρίνε. Ήτανε απάνω σε μια καρρότσα, μπροστά, με τον καρροτσέρη. Η +καρρότσα εστάθηκε 'ς το Θησείο απόξω. Ο Λαλεμήτρος, κοντός, παχύς, +ξουραφισμένος· μέσα 'ς της μαύραις τσόχαις και σ' τάσπρα ποκάμισα, με +την χρυσή καδένα, επήδησεν αμέσως κάτω· άνοιξε την πόρτα της καρρότσας +κ' εβγήκαν τέσσερες εγγλέζοι, 'ψηλοί ως απάνω, με κάτι σαν ζεμπίλια 'ς +τα κεφάλια τους, με γυαλιά 'ς τα μάτια, με τα τετραβάγγελα 'ς τα χέρια. +Και διαβάζανε και κυττάζανε της κολώναις και λέγανε, ένας τον άλλον +χαιρετίζοντας: + + — Με τσ' γειαις! Με τσ' γειαις! (με της υγείαις). + +Καθώς χαιρετίζουμε κ' εμείς, σαν κάμουμε γαμπρό ή νύφη, ή σαν έχουμε +γεννητούρια, μαθές. Τότες που οι εγγλέζοι προχωρούσανε, ψηλοί σαν +κατάρτια, κυττάζοντας όλοι επάνω, προς τα κεραμίδια, και όλο ένα +λέγοντας ένας τον άλλον «με τσ' γειαις, με τσ' γειαίς», τότε επλησίασα +τον Λαλεμήτρον, που έμεινε παραπίσω, ακίνητος — κολώνα, και του λέγω: + + — Τι χαμπάρια, πατριώτη; + +Κ' ηθέλησα να πιάσω τα χέρι του, σαν πατριώταις που είμαστε. Μα εκείνος, +χωρίς να με κυττάξη καν, επροσπέρασε προς τους εγγλέζους. Νά! του κάμνω +κ' εγώ με τα χέρια μου, και του γύρισα της πλάταις. Εθύμωσα, θεια- +Κυρατσού. Ποιος είνε εκείνος που δεν θυμώνει; Τόση ακαταδεξία πλεια! + +Και ανασηκόνων τα καποτάκι του, εξηκολούθει: + + — Εγώ μιλώ με δικηγόρους και δικαστάδες, ως απάνω τρανούς. Εμένα, μου +βάζουν μετάνοια οι δικηγόροι, και μετάνοια οι δικασταί. Και ο Λαλεμήτρος +θα μου κάμη τον μεγάλον; Οι μεγάλοι που είνε 'ς ταλώνια, θειά-Κυρατσού, +είνε ποιο μεγάλοι απ' αυτόν! . . + +Η Θωμαή ήκουεν από του ημικλείστου παραθύρου. + + — Και δεν του ξαναμίλησες, μπάρμπ'-Αναγνώστη; ηρώτησε πάλιν η γρηά- +Κυρατσού, κατελθούσα. + + — Εγώ, να του ξαναμιλήσω πλεια; Και τι με πήρες; Δεν το +καταδέχομαι! . . . + +Και απλή περιέργεια αν ήτο το συναίσθημά της, έπρεπε να μεταβή πλέον η +Θωμαή εις Αθήνας. Να βεβαιωθή και να ησυχάση. Να τον συναντήση. Να έλθη +εις εξηγήσεις μετ' αυτού και μάθη τι είνε το αίτιον της απομακρύνσεώς +του και της σιωπής του. + + — Η θεια-Αννούσα, έλεγε προς την μητέρα της, το ξεύρω ότι φαντάζεται, +σαν γρηά όπου είνε, μα οι άλλοι; αδύνατον να εγελάσθηκαν όλοι. + +Ο κόπος του ταξειδίου ήτο ανεπαίσθητος, παραβαλλόμενος προς τας +ανησυχίας, τας οποίας εδοκίμαζεν ήδη από των τόσων διαδόσεων και από των +πολλών των άλλων γυναικών παροτρύνσεων. + + — Τι κάθεσαι; της έλεγεν η μία. + + — Ακόμα εδώ είσαι; της έλεγεν η άλλη. + + — Ο Λαλεμήτρος 'ς την Αθήνα, μέσα 'ς τα χρυσά παλάτια, και συ κάθεσαι +ακόμα; επανελάμβανον τα στόματα του χωρίου όλα. + +Τότε ο νους της κατά μικρόν απεσπάσθη. Ούτε επρόσεχεν εις τα κωλύματα +της μητρός της. Ούτε το αμπελάκι της εσυλλογίζετο, ούτε την άλλην +οικιακήν εργασίαν. Το σώμα μόνον το γήινον ευρίσκετο ακόμη εν τω μικρώ +χωρίω, ο νους της, πτερωτός άγγελος, επέτετο πλέον μακράν, χαρούμενος, +ως αετός αιθέριος. Διέσχιζε πελάγη και βουνά και επτερύγιζεν επάνω μιας +λευκής πόλεως, όλης μαρμαρίνης και πελεκητής, ως ήρχισε τελευταίον να +βλέπη εις το όνειρόν της το κατάλευκον της Ελλάδος άστυ, το οποίον +ουδέποτε είχεν ίδει, ούτε εικονισμένον. Από όσα ήκουσεν από την θείαν +της την Αννούσαν, κι' απ' όσα διηγήθη εις αυτήν ο μπάρμπ'-Αναγνώστης της +Περμάχως, από τους πολυελαίους και τα φώτα, τον θόρυβον και την βοήν του +κόσμου, εσχημάτισε μίαν πανέκλαμπρον εικόνα μεγαλοπόλεως, ανυπάρκτου εν +τη φύσει, εντός της οποίας όλος ο κόσμος γλεντά και διασκεδάζει, αιωνίως +Ανάστασιν εορτάζων, ενώ ο Λαλεμήτρος της μόνον έζη εκεί, εργαζόμενος, +μόνον δι' αυτήν, της εψιθύριζε μία κρυφή απάτη μέσα εις τα ώτα της +καρδίας της, να σχηματίση πάλιν νέα κεφάλαια, ουχί πλέον δι' άλλον, παρά +μόνον διά την Θωμαήν του. Όχι! ανεπήδα πολλάκις την νύκτα, εξυπνώσα την +μητέρα της από χαράν. Όχι, δεν έπαθε κακόν ο Λαλεμήτρος. Το κακόν +ακούεται αμέσως. Δεν έπαθε κακόν. + +Με αυτά τα όνειρα, η Θωμαή απεφάσισε να ταξειδεύση εις Πειραιά: + + — Να ησυχάσω, μάννα μου! Δεν μπορώ πλεια να περιμένω. Δεν υπάρχει +μεγαλείτερο βάσανο από το να περιμένη κανένας. Σαν πάρω την απόφασιν, θα +ησυχάσω. + +Ο χειμών ήδη παρήλθεν. Ανεχώρει δε τότε και ο εξαδελφός της, ο καπετάν- +Πέτρος ο Αποσπερίτης, με τα βρατσερί του, φορτωμένο πυρήνα διά τον +Πειραιά. + +Η γραία μήτηρ, αν και εναντία πάντοτε εις το σχέδιον τούτο, όμως προς +ησυχίαν και αυτών και του κόσμου, όστις δεν έπαυε να ομιλή δι' αυτάς, +της έδωσε τέλος την άδειαν να ταξειδεύση, αφού έτυχεν η λαμπρά ευκαιρία, +έλεγε, να υπάγη με τον εξάδελφόν της. + +Και την απεχαιρέτισε: + + — 'Σ το καλό, κόρη μου! 'Σ το καλό, Θωμαή μου! + +Το βρατσερί του καπετάν Αποσπερίτη, στραβά-στραβά, άνοιξε τα δύο πανάκια +του, ως ήτο σκολιάν και το σκάφος, από τα σκαριά ακόμη, και εκρύβη +όπισθεν των ακρωτηρίων. Ο καιρός ήτο εύδιος και ο άνεμος ούριος. + + — 'Σ το καλό, κόρη μου, 'ς το καλό, Θωμαή μου! + +Ηυχήθη άλλην μίαν φοράν η γρηά-Κυρατσού, υψηλά από τον βράχον του +χωρίου. Και η φωνή της παραπονετικά εκύλισε κάτω προς την ακτήν: + + — 'Σ το καλό, κόρη μου! 'ς το καλό, Θωμαή μου! + +*** + +Εκείναι αι ελπίδες αι ευόνειροι, με τας οποίας ως με χρυσά πτερά επέταξε +κ' ευρέθη μίαν ημέραν εν Αθήναις, εν μέσω του κλεινού άστεως, το οποίον +τόσον λευκόν και τόσον φωτεινόν εν τω χωρίω της ωνειρεύετο η Θωμαή, η +χωρική, περιέπον τον σύζυγόν της, τον ποθητόν Λαλεμήτρον της, μέσα εις +τα φώτα και την χαράν, να μη του φαίνεται πικρά η ξενιτεία, και διά τον +οποίον πάντοτε έλεγεν, η αθώα σύζυγος, ας ανατέλλη ο ήλιος και ας μη την +φωτίζη αυτήν, — εκείναι όλαι αι ελπίδες πάλιν ήρχισαν μία-μία, ενωρίς να +μαραίνωνται και να πίπτωσι καλυπτόμεναι από την σκοτεινήν τέφραν του +πένθους πάλιν και της απογνώσεως, ως τα πτωχά δενδρύλλια των οδών και +πλατειών του ιοστεφάνου άστεως, υπό την ρυπαράν του κονιορτού σινδόνα, +όστις ουδέποτε τ' αφίνει, τα πτωχά, να ζήσωσιν ολίγον, να +πρασινοβολήσωσι. + +Παρήλθε μία εβδομάς, παρήλθον δύο κ' επλησίαζεν ήδη μην όλος να +συμπληρωθή, και η Θωμαή ουδαμού κατώρθωσε ν' ανακαλύψη τον σύζυγόν της, +ουδέ καν είδησιν περί αυτού να μάθη, αν και πολλάκις περιήλθε τα μεγάλα +ξενοδοχεία της πόλεως, βαστάζουσα εις χείρας κ' επιδεικνύουσα, με +υπερηφάνειάν τινα την φωτογραφίαν του Λαλεμήτρου, αποταθείσα δε ακόμη +και εις την αστυνομίαν. Τοιούτος διερμηνεύς δεν είχεν υπηρετήσει εις +κανέν ξενοδοχείον. + + — Όνειρο ήτανε! + +Δακρυρροούσα έλεγε· και περιήρχετο τρίτην και τετάρτην ήδη φοράν τα +λαμπρά εκείνα μέγαρα των μεγάλων ξενοδοχείων με τον πανέορτον φωτισμόν +και τους ολοχρύσους στολισμούς των, με κίνδυνον να εξουθενωθή πλέον, +κάθιδρος, με κατασκονισμένην και αγνώριστον την ωραίαν πολίτικην +μανδήλαν της, τυφλή από του κονιορτού, όστις εξηγείρετο αφόρητος, όλας +εκείνας τας ημέρας, από των βορειοδυτικών ανέμων, ωρυομένων μετά λύσσης, +ως λύκων, ημέραν και νύκτα. + +Ευτυχώς ο εξάδελφός της, ευγενής ψυχή και ακούραστον σώμα, πρόθυμος εις +το εργάζεσθαι το αγαθόν, ο καπετάν-Πέτρος ο Αποσπερίτης, παρέτεινεν εν +Πειραιεί την διατριβήν του, επισκευάζων το μικρόν βρατσερί του το +στραβόν και σκολιόν. Βλέπων ούτος τα εύμορφα του Πειραιώς πλοία — όλα +στυλάδο — σκαρί, ηύχετο πάντοτε να ευρίσκετο κανένας ναυπηγός έξυπνος, ο +οποίος με τας τελειοποιήσεις της τέχνης να ημπορούσε να το μεταβάλη εις +ευθύ και ανάλογον, τέλειον λόρδικον, το σκολιόν βρατσερί του. + + — Νά, κύτταξε Θωμαή, έλεγεν, ότε διήρχοντο τας μεγάλας της πόλεως +οδούς. Βλέπεις αυτό το σπίτι, το ετοιμόρροπον, το στραβόν και σκολιόν, +σαν το βρατσερί μου; Βλέπεις οπού το πέρασαν σίδερα 'ς την μέση, και το +ζώσανε με κοντοστύλια, σαν καράβι 'ς τα σκαριά; θα το χαλάσουν, και όμως +δεν θα το χαλάσουν, θα το ξαναχτίσουν από τα θεμέλια, χωρίς να το +χαλάσουν. Χαλώντας και φκιάνοντας, θα του αλλάξουν τα σχέδιον. Θα του +προσθέσουν πατώματα. Θα το στολίσουν με μάρμαρα, θα το μεγαλώσουν, χωρίς +να το χαλάσουν. Να μπορούσαν έτσι να σιάξουν και το βρατσερί μου, το +στραβόν και μισερόν, οι μηχανικοί! Να του προσθέσουν κουβέρταις. Να το +στολίσουν και με άλλα κατάρτια. Να το μεγαλώσουν, να το κάμουν σκούνα, +το μικρό μου το βρατσερί, χωρίς να το πειράξουν! Αυτά έλεγε προς την +εξαδέλφην του ο καπετάν-Πέτρος για να περνά η ώρα. Και προσέθετε: + + — Δεν γελάς και κομμάτι; . . . + +Είχε την καλωσύνην ν' αναβαίνη μετά της Θωμαής καθ' εκάστην ο καπετάν- +Πέτρος και να υποβοηθή αυτήν εις τας ερεύνας της, συνοδεύων αυτήν, και +προσπαθών συνάμα διά τοιούτων παραδόξων να τέρπη την εξαδέλφην του, +ανιώσαν πάντοτε και κατατηκομένην. Αλλ' εκείνη, ενώ εθλίβετο, +απαρηγόρητος, διά την απώλειαν του συζύγου της, περί ου είχεν απελπισθή +πλέον, επικραίνετο συνάμα και διά το οικτρόν των Αθηνών θέαμα, μιας +πόλεως αυχμώσης και ρυπαράς. Σχεδόν έκλαιε, διότι δεν εύρεν αυτάς, ως +τας ωνειρεύετο, ως τας της παρέστησαν. Βόρειοι δυτικοί άνεμοι, πνέοντες +μετά βίας όλας εκείνας τας ημέρας της ανοίξεως, ανετάρασσον σύμπαν το +έδαφος αυτών, εξεγείροντες νεφέλας κόνεως παχείας και στερεάς, μετ' +αγριότητος ασυνήθους. Μόνον εις την θάλασσαν είχεν ιδεί τοιαύτην δύναμιν +των στοιχείων η Θωμαή. Να φυσά μανιώδης ο βορράς και αναρπάζων σύσσωμον +το κύμα, να το σκορπίση πέραν εν αφρώ συσσυρίζοντι, απαράλλακτα ως ο +μαΐστρος εσάρωνε τας οδούς των Αθηνών, κατακαλύπτων τα πάντα υπό την +ωχράν εκείνην τέφραν. Και μάρμαρα και φώτα και χρωματισμούς και +ανθρώπους και δένδρα. Έβλεπε τας ωραίας ακακίας των δενδροστοιχιών, +φθινούσας υπό το χώμα το πηκτόν εκείνο, ως να ήσαν άνθρωποι θαμμένοι +ζωντανοί. Έβλεπε πολύτιμα υφάσματα αγνώριστα από την κόνιν εις τας θύρας +των εμπορικών. Έβλεπε κρέατα επιπεπασμένα διά παχέος στρώματος λύθρου +των οδών, μ' αίματα μαύρα, αίματα όζοντα. Έβλεπε τα προ των παντοπωλείων +όψα, αγνώριστα από τας διαφόρους των δρόμων ακαθαρσίας, με τας οποίας ο +άνεμος τα εμόλυνε, με όλας των παντοπωλών τας προφυλάξεις. Έβλεπεν +οπώρας και λαχανικά, εφ' ων είχον συσσωρευθή όλα τα κάρφη και άχυρα. +Φοίνικας και σύκα, συλλεγέντα, θαρρείς από του πηλού, και κορινθιακήν +σταφίδα περιμαζευθείσαν από του βορβόρου, ως τα σκουπίδια των σαρωτών. +Οι άνθρωποι έσπευδον, ως διωκόμενοι, με βλεφαρίδας πιναράς, με πώγωνας +ωχρούς, χωρίς πίλους. Άνιπτοι και ακτένιστοι άνθρωποι, της εφαίνοντο. Αν +δέ ποτε κατέπαυεν ο άνεμος, εφλέγετο τότε η ξηρά πόλις υπό του καυστικού +ηλίου, συμφλέγουσα και τα εν αυτή πάντα, ως έρημος άνευ οάσεως. + + — Αυτή είνε η Αθήνα! + +Διηπόρει μετά θλίψεως η Θωμαή! Και όμως υπέμεινεν όλον αυτό το +μαρτύριον, αναπνέουσα αντί αέρος την απόζουσαν και αποπνίγουσαν εκείνην +κόνιν, μόνον διά να μάθη, τέλος, ν' ακούση τι περί του συζύγου της. + +Ευτυχώς η θεία-Αννούσα είχεν επανέλθει πάλιν παρά τω υιώ αυτής, διότι +ήκουσεν ότι παντρολογιέται και δεν ήθελεν αυτή να χάση το παιδί της, κ' +έδραμε, λησμονήσασα τα βάσανα, τα οποία υπέστη κατά το πρώτον ταξείδιον. +Ούτως η Θωμαή δεν ήτο ανάγκη πλέον να καταβαίνη καθ' εκάστην εις +Πειραιά, φιλοξενουμένη πλέον εν Αθήναις παρά τη θεία της, εν καλή +συντροφία, δαπανώσα μετά φειδούς και εκ των ολίγων χρημάτων της, τα +οποία επορίσθη, κατά την αναχώρησίν της, πωλήσασα μίαν νυμφικήν της +εσθήτα. + + — Νά! της έλεγεν η απλοϊκή θεία της, όταν ομού μετέβησαν, μίαν +Κυριακήν, εις τον άγιον Διονύσιον, κατά την πρώτην λειτουργίαν, μη τυχόν +κ' επανίδωσι τον Λαλεμήτρον. Νά! εδώ-δα 'στεκόμουνα εγώ, και ήλθεν ο +Λαλεμήτρος από κει, και ο κλησιάρχης του είπεν: από κει, παρακαλώ . . . +Και εδείκνυεν η γραία τα μέρη του ναού προς την Θωμαήν, προσπαθούσα και +η ιδία να πεισθή ότι δεν ηπατήθη. + +Αφού παρήλθεν ούτω πολύ διάστημα εις αγόνους ερεύνας, ίνα μη βαρύνη την +θείαν της η Θωμαή, λαμβάνουσα και επιστολάς εκ της μητρός της, εσκέπτετο +πλέον να επιστρέψη εις το χωρίον της. Αλλ' ο εξάδελφός της, +πληροφορηθείς ότι κάποιος διερμηνεύς κοντός, παχύς, σαν τον Λαλεμήτρον, +αλλά Καλομήτρος αυτός καλούμενος, συνώδευεν ανά την Ελλάδα συντροφίαν +περιηγητών, οίτινες θα επανήρχοντο μετά την συμπλήρωσιν της περιηγήσεώς +των, κατέπεισε την Θωμαήν να περιμείνη ακόμη. + + — Μπορεί νάνε αυτός, έλεγεν ο καπετάν-Πέτρος, και άλλαξε το όνομά του, +για ν' αποφεύγη τους συμπατριώτας του, + + — Αν είν' αυτός, μασκαρά θα τον κάμω, έλεγεν ωργισμένος ο καπετάν- +Πέτρος. + +Ούτως επείσθη η Θωμαή να παρατείνη ακόμη την εν Αθήναις διατριβήν, προς +χαράν της θείας της Αννούσας, η οποία την είχε χρυσήν συντροφίαν εν τη +σκληρά πάντοτε μοναξιά της. + +Εκείνους τους μήνας έτυχε πάλιν να έλθη εις Αθήνας ο μπάρμπ'-Αναγνώστης +της Περμάχως, κληρωθείς και πάλιν ένορκος, με το καποτάκι του εκείνο το +σκληρόν, όπου ήτον ως αγριμίου δέρμα. + +Η Θωμαή, αναμένουσα την επάνοδον των περιηγητών, τον παρεκάλεσε να +μεταβώσι μαζί εις το ξενοδοχείον της Μεγάλης Βρεττανίας, όπως +εξιχνιάσωσιν αλήθειάν τινα. + + — Εγώ δεν θέλω ούτε 'ς τα μάτια μου να τον ιδώ πλέον, μα για το χατήρι +σου πάμε, είπε μίαν ημέραν ο ένορκος, θέλων και να ξεσκάση, ως έλεγεν, +απαρηγόρητος, διότι ο εισαγγελέας, ένας γέρος, πετσί και κόκκαλο από την +κακίαν του, έλεγεν ο ένορκος, οπού ήθελεν όλο να καταδικάζη, για να +δείχνη την κακίαν του, προσέθετεν ο ένορκος, τον εξήρεσεν εκείνην την +ημέραν από μίαν δίκην ενδιαφέρουσαν και ήτο λυπημένος, ως να έχασε +χρήματα. + +Ο εξάδελφός της, έχων επείγουσαν εργασίαν εις Πειραιά, δεν ανήλθεν εις +Αθήνας και η Θωμαή μετέβη εις το ξενοδοχείον μετά του μπάρμπ'-Αναγνώστη, +όστις, συνηθίσας εις το κακουργοδικείον, όπου ο χαρακτήρ του έγεινεν +υγρός και εύστροφος ως ποτιστικόν ρυάκιον, ήτο πάντοτε βολικός άνθρωπος, +μη θέλων να χαλάση την καρδίαν κανενός. + + — Πάμε, Θωμαή, έλεγεν, απορών πώς ακόμη δεν τον συνήντησε. Μα δεν +πιστεύω να τον εύρουμε. Γιατί αυτοί οι δραγουμάνοι κάμνουν ταξείδια +συχνά με τους ξένους. + +Η Θωμαή, επισκεφθείσα ήδη, ως είπομεν, επανειλημμένως το μέγα τούτο +ξενοδοχείον, αυτό μάλιστα πρώτον-πρώτον, προέβαινε με απλοϊκόν θάρρος +προς αυτό, θαρραλεώτερον μάλιστα ή άλλοτε, θέλουσα να φθάση εις τα +προπύλαια, και εισελθούσα να προχωρήση εις την εσωτέραν μεγαλοπρεπή +είσοδον, με τα πορφυρά βελούδινα παραπετάσματα, όπως έπραττε πάντοτε, +οσάκις μετέβη, και συναντήση τον ίδιον διευθυντήν, ως και άλλοτε, +προκαλούσα δι' αυτό τον θαυμασμόν της θείας της, προς ην απήντα η Θωμαή, +απτόητος: τι; θα με φάνε, θεια; Αλλ' ο μπάρμπ'-Αναγνώστης της Περμάχως, +ανασηκόνων το σκληρόν καποτάκι του, αίφνης εκράτησεν αυτήν αποτόμως, +πολύ προς τα επάνω, σχεδόν επί της πλατείας των ανακτόρων; + + — Τι κάνεις, θα πω, Θωμαή; + +Και απώθει προς τα οπίσω ακόμη την γυναίκα, μετ' ευλαβείας δεικνύων +μακρόθεν τα ανθοστόλιστα του ξενοδοχείου προπύλαια, όπου ένθεν και ένθεν +της εισόδου, επί πρασίνων εδράνων, εκάθητο μαυροφορεμένον, με κάτασπρα +υποκάμισα, το πολυάριθμον υπηρετικόν. + + — Νά, εκεί-δα καθόντανε ο Λαλεμήτρος, εδείκνυε μετά σεβασμού ο μπάρμπ'- +Αναγνώστης, ομιλών με χθαμαλήν φωνήν. Κοντός, παχύς, μέσα 'ς τα μαύρα +τσόχινα, με άσπρο υποκάμισο, με την χρυσήν καδένα του. Κ' εκράτει +στερεώς την Θωμαήν από της χειρός, ίνα μη προχωρή. + +Αλλ' αύτη, επιθυμούσα να προχωρήση, ώρμα προς τα κάτω πάντοτε λέγουσα: + + — Πάμε μέσα, που φοβάσαι μη σε φάνε! και είλκεν αυτόν. + + — Πού πας, αδελφή; παρετήρησε τότε ο μπάρμπ'-Αναγνώστης έμφοβος. Δεν +βλέπεις τους αστυφύλακας πώς στέκουν 'ς την αράδα, σαν τους νιουδαίους, +να συλλάβουν τον Χριστόν; Εκεί για να πλησιάσης, πρέπει νάχης μια πιθαμή +κολλάρο. Εσύ είσαι πρωτόβγαλτη και δεν τα ξέρεις αυτά. Έχεις δίκαιον. Μα +δεν ρωτάς εμένα; + +Η Θωμαή, αφηρημένη, έβλεπε τους παρά την είσοδον παρατεταγμένους +υπαλλήλους του ξενοδοχείου, προσπαθούσα να διακρίνη τινά με χρυσήν +καδένα και ολονέν είλκε προς τα κάτω τον μπάρμπ'-Αναγνώστην, όστις +κοντοστεκόμενος πάντοτε κ' επτοημένος έλεγε: + + — Μα του κάκου! Αυτοί οι δραγουμάνοι κάμνουν συχνά ταξείδια. Δεν θάνε +δω ο Λαλεμήτρος. Αυτός θα μας έβλεπε τώρα, τόση ώρα. Κ' επανελάμβανε, με +χθαμαλήν πάντοτε φωνήν: + + — Νά! εκεί-δα καθόντανε. Κοντός-παχύς. + +Αλλά την στιγμήν εκείνην ταραχή αιφνίδια ηκούσθη όπισθεν και ορυμαγδός. +Κατήρχετο καλπάζουσα η άμαξα του Διαδόχου, οι δ' αστυφύλακες, τρέχοντες +κατόπιν, ασθμαίνοντες, προσεπάθουν ν' απομακρύνωσι τον συνωθούμενον +όπισθεν όχλον εν τω δρόμω, άγριοι και έτοιμοι να ξεσπαθώσουν σχεδόν. + + — Δεν σ' τάλεγα εγώ! Εκραύγασε τότε περιδεής ο μπάρμπ'-Αναγνώστης, +ανασηκόνων το καποτάκι του, έτοιμος να εγκαταλείψη την γυναίκα. Πού σ' +αφίνουν οι νιουδαίοι να κάμης την δουλειά σου. Πού σ' αφίνουν, +κακομοίρα, να πλησιάσης οι αστυφύλακες! Και απώθει αυτήν. + +Ταυτοχρόνως δε και άλλο τρομακτικώτερον ακόμη συνέβη, ολίγον πέραν, όπου +είχε συγκεντρωθή αίφνης πλήθος κόσμου, άλλοι δε εκ της πλατείας ένθεν κ' +εκείθεν έσπευδον επάνω από όλα τα μέρη και από την μαρμαρίνην του κήπου +κλίμακα, ως εν εφόδω. + +Ο τροχιόδρομος, διερχόμενος, παρέσυρεν υπό τους τροχούς των αμαξών, +γραίαν, ήτις συνεκίνησεν όλην την πλατείαν με τας οιμωγάς της στενάζουσα +ως σφαζομένη όρνις. Αι σπαρακτικαί της γραίας κραυγαί, αι βοαί των +κερατοφόρων του τροχιοδρόμου, και αι έκθαμβοι αναφωνήσεις των εν ταις +αμάξαις, εχρησίμευσαν ως ισχυρότατα του μπάρμπ'-Αναγνώστη +δικαιολογήματα, όστις περιδεής και τρέμων όλος, απωθών πάντοτε προς τα +κράσπεδα του κήπου την έμφοβον ήδη Θωμαήν, μέσα εις εκείνον του πλήθους +τον άγριον συνωστισμόν, συμμαζευμένος εις το καποτάκι του, ως χελώνη +εντός του κελύφους της, εις τον τρόμον εκείνον του πλήθους λαβών αυτός +θάρρος, εξηκολούθει να κραυγάζη ακόμη: + + — Δεν σ' τάλεγα εγώ! + +Αλλά βιαία τις ριπή του ανέμου εκάλυψεν εν στιγμή διά πυκνής νεφέλης +αυχμηρού κονιορτού και πλατείαν και ανθρώπους, επλήρωσε δε λύθρου και το +στόμα του ενόρκου, όστις πτύων ελεεινώς χώμα και λόγους εσπιλωμένους, +εφώναζε: + + — Σ' αφίνουν οι αστυφύλακες, οι νιουδαίοι! + +Επανελθούσα ούτω μετά ταύτα εις τον οίκον η Θωμαή, εκλείσθη εις έν +δωμάτιον σκοτεινόν, ως την ψυχήν της, και έκλαιεν όλην την ημέραν. + +Αναλογιζομένη την ανεξήγητον εκπτόησιν του μπάρμπ'-Αναγνώστη, αρνουμένου +να εισέλθη εις το ξενοδοχείον, και συνδυάζουσα προς τούτο τον απλοϊκόν +και ζαλισμένον πάντοτε χαρακτήρα της θείας της Αννούσης, ήτις είχε την +μανίαν ν' ανακαλύπτη ομοιότητας μεταξύ των ανθρώπων, και να επιμένη +έπειτα εις την απάτην, τότε μόνον επείσθη ότι όσοι εκόμιζον εις αυτήν +τας χαρμοσύνους ειδήσεις την εξηπάτων, αυταπατώμενοι, και ησθάνθη +κατάκαρδα την θλιβεράν απελπησίαν πλέον, ως να ήγγισε βελόνη την καρδίαν +της. + +Προς τι ν' αναμένη εν Αθήναις πλέον; Ασθενεστάτη ελπίς μία υπελείπετο +ακόμη και αύτη διελύθη ως πομφόλυξ ύδατος, καθώς τόσαι άλλαι. Οι +περιηγηταί εκείνοι επανήλθον, ο διερμηνεύς αυτών δεν ήτο ο σύζυγός της. +Η μητέρα της της έστελνε θρήνους με τα γράμματά της, να επιστρέψη πλέον +για το όνομα του Χριστού και της Παναγίας. Να κυττάξουν την φτώχιαν των, +να κυττάξουν το νοικοκυριόν των. Πάει το καλοκαίρι, παιδί μου, κ' +έρχεται ο χειμώνας, εστέναζεν η γρηά-Κυρατσού, με τα γράμματά της. + +Μου γράφεις ότι περιμένεις να μάθης ακόμη, από την Πάτρα, από τον Πύργον +και δεν ξέρω από πού αλλού. Του κάκου περιμένεις. Σε γελάνε όλοι, αφού ο +άνδρας σου σ' εγέλασε. Κάμε να έλθης γιατί ρημάξανε τα πράμματά μας. Οι +νοικοκυραίοι παραξένεψαν; οι αργάταις γροσσούζεψαν; Δεν γνωρίζω. Γνωρίζω +μόνον ότι ο μπάρμπα-Γιωργός ο Δεσπότης, ο πρώτος του χωριού μας +κλαδευτής, που μας κλάδευε τα αμπέλι πάντοτε, και το 'βλογούσε, κ' +έκαμνε πολλά και καλά σταφύλια, μ' εγέλασε, με το σήμερα και με το +αύριο, και μας άφησε τα αμπέλι ακλάδευτο, και έγεινε κλάρα το αμπελάκι +σου, Θωμαή μου. Οι σκαφτιάδες μ' εξαπατήσανε, με της ψευτιαίς τους, και +δεν το σκάψανε, και το αμπελάκι σου έμεινε άσκαφτο, Θωμαή μου. Θειάφι +δεν είχα να το θειαφίσω, και τα σταφύλια της κλάρας χολεριασθήκανε, +Θωμαή μου. Από πού να δανεισθώ; Οι δανειστάδες πεθάνανε 'ς το χωριό μας. +Σταφύλια της αγίας Σωτείρας δεν έστειλα 'ς την εκκλησιά, παιδί μου. Και +καλή χρονιά κανείς δεν μούπε της αγίας Σωτείρας, παιδί μου. Κλαίω μέρα- +νύχτα. Κάμε να γυρίσης γλήγορα, παιδί μου, να κυττάξουμε την φτώχια μας. +Έρχουνται και μου λένε πως δεν έχεις σκοπό να ξανάλθης. Μη το κάμης +αυτό, παιδί μου, γιατί θα με θανατώσης πρόωρα. Νάχης την ευχίτσα μου, να +έλθης. + +Με αυτούς τους θρήνους προσεκάλει η γρηά-Κυρατσού την κόρην της να +επανέλθη πλέον εις το χωρίον. + +Μίαν ημέραν και μίαν νύκτα η βροχή απαύστως κατέπιπτεν εις τας Αθήνας. +Τα πρωτοβρόχια ενωρίς είχον επισκεφθή την ξηράν πόλιν, το φθινόπωρον +εκείνο. Το μαρμάρινον Άστυ εχάθη άφαντον εν μέσω της σκοτεινής ομίχλης, +της λαίλαπος και της ορμητικής εκείνης καταιγίδος, θαρρείς και το +περιετύλιξαν όλον τα υδατόρρυτα νέφη, να το πνίξωσιν αίφνης, ως κλώσσαν +με τους μικρούς νεοσσούς. Ρύακες κατακίτρινοι, σχηματισθέντες εν τω άμα, +εισώρμησαν εις τα υπόγεια των οικιών και μαγαζείων, μετά βοής, όλην την +νύκτα ρέοντες, καθ' ην οι άνθρωποι επτοημένοι ηγρύπνησαν, ως να ικέτευον +τον Θεόν διά τον υπερβάλλοντα εκείνον καθαρισμόν, όστις ηπείλει να +παρασύρη, μετά των ρύπων, κ' έπιπλα και ζώα και ανθρώπους. + +Τη δ' επαύριον όμως, πρωί-πρωί, έλαμπεν η μαρμαρίνη πόλις ως νεόλουστος +παρθένος του Φαλήρου, λευκή-κατάλευκος. Τα δένδρα των οδών, +αποτιναχθέντα από της παχείας των κόνεως, εδροσοβολούσαν με τα +καταπράσινα φύλλα των. Τα μικρόν της Ακαδημίας αλσύλλιον, βαπτισθέν όλην +την νύκτα εις τον άφθονον εκείνον υετόν, ανέζησε, και κλώνες χλοεροί εδώ +κ' εκεί ανέθορον αίφνης πεύκης και πίτυος και αγριελαίας, οπού ένας +κόσσυφος του καλλίστου είδους, κηρομύτης, κατάμαυρος, δραπετεύσας από +κάποιον κλωβίον, ελλοχεύων, παρεμόνευε τους διαβάτας, ν' αρπάση μίαν +ελαίαν ώριμον, μαύρην ως τα πτερά του, αναλάμψασαν αίφνης, μετά την +βροχήν, επί των διαβρόχων ακόμη κλάδων. Αι οδοί, ως εδάφη οίκων +μαρμαρόστρωτα, λαμπρώς εσπογγαρίσθησαν, παρασυρθείσης υπό των βιαίων +ρυάκων της επιχωματώσεως αυτών, και απέστιλβον οι πεπατημένοι +πολυγωνικοί χάλικες, το πρώτον αυτών ενσφηνωθέν στρώμα, ως άτεχνα +ψηφιδώματα της παρακμής. Τα πεζοδρόμια απήστραπτον ήδη από το φέγγος του +ηλίου, όστις με ακτινοβολήματα μαλαμοκαπνισμένου αργύρου περιέβαλλε τα +μάρμαρα και τας γλυφάς των μεγάρων. Άρωμα ανθέων των ιδιωτικών κήπων +επλήρου τον ορίζοντα, κατάγλαυκον όλον, την πρωίαν εκείνην, οπού η Θωμαή +ανεχώρει πλέον επανερχομένη εις την μητέρα της. Δημήτηρ ωχρά, αποτυχούσα +εις τας ερεύνας της. Ορφεύς πένθιμος με άφωνον εκ της απογνώσεως την +λύραν. Ο καπετάν-Πέτρος ο Αποσπερίτης είχεν επιδιορθώσει και διά +χρωμάτων περικαλλύνει τα σκολιόν του βρατσερί, όπερ δυστυχώς απέμεινε +πάλιν σκολιόν, ως τον χαρακτήρα του ανθρώπου τον ανάποδον, τον οποίον +ουδεμία χρωματιστή ευγένεια δύναται να μεταβάλη. Αλλά μη έχων ναύλον +ακόμη, όπως ταξειδεύση, απεφάσισε να εξαποστείλη την εξαδέλφην του διά +του ατμοπλοίου, αναχωρούντος την εσπέραν εκείνην, εν συνοδεία μετά της +θείας-Αννούσας, ήτις, και πάλιν στενοχωρηθείσα εν τη ξένη, επανήρχετο +εις την πατρίδα. Φίλος του, ναύτης αγαθός, θα επεριποιείτο τας δύο +γυναίκας εν τω ατμοπλοίω. Όταν δ' εφ' αμάξης τέλος κατήρχοντο αι δύο +γυναίκες εις Πειραιά, διερχόμεναι την οδόν Πανεπιστημίου την πάγκαλον, +δεν ηδυνήθη η Θωμαή, όσον θλιμμένη και αν ήτο, να μη θαυμάση, διά του +βλέμματός της, τα έκλαμπρα μέγαρα, επί των οποίων έπαιζεν-έπαιζεν ο +ήλιος ολόχρυσος, σχηματίζων νερά, κινούμενα κυματοειδώς επί των +καταλεύκων μαρμάρων, ως έκαμνε νερά εύμορφα το ολομέταξον ύφασμα της +νυμφικής της εσθήτος. Και όταν είδε τα όψα παρακάτω καθαρά και +ευωδιάζοντα, την πρωίαν εκείνην, εις τα παντοπωλεία, και όταν είδε τας +σταφυλάς της Αττικής δροσολουσμένας, εντός των καλάθων, ως ραντισμένας +με τρίμματα κρυστάλλων, και όταν είδεν εν τη πλατεία της Ομονοίας +φοίνικας και κυπαρίσσους μετά ένα υετόν αίφνης τόσον χλοερά ανακύψαντα, +ως από τάφον αναστάντα, και τους ανθρώπους καθαρούς ως λουσθέντας και +αυτούς από του νυχτίου όμβρου, περιπατούντας ή καθημένους επί των +λαμποκοπούντων προθύρων των καφενείων, ενώ καθαρίως ενδεδυμένοι χωρικοί +των Μεσογείων, φαιδροί και υπάδοντες σχεδόν, ως εν αρχαίω κώμω, ωδήγουν +τα αμάξια του γλεύκους, διά κλώνων αγρίας πεύκης εστεφανωμένα — δεν +ηδυνήθη τότε να κρατήση τον θαυμασμόν της η Θωμαή, η χωρική, προς την +μονογενή της Ελλάδος πόλιν, ήτις μοσχοβολούσα από την καθαριότητα, +ανεπαύετο — η πεντελησία νύμφη — την ευδίαν εκείνην ημέραν, υπό στερέωμα +κυανούν, στεφανωμένη γύρω με καταγάλανα βουνά. Και σπογγίσασα ένα δάκρυ, +διότι, ατυχής εις όλα, ανεχώρει εις τοιαύτην ποθητήν διά τας Αθήνας +ημέραν, δι' ην και μόνην τόσα δεινά υπομένουσιν οι ξένοι, εψιθύρισεν: + + — Έρμη Αθήνα! . . . + +Την αυτήν εσπέραν δύο γυναίκες εκάθηντο εις μίαν άκραν, την καθαρωτέραν +επί του ερειπωμένου καταστρώματος του ατμοπλοίου, όπερ μετ' ολίγας ώρας +απέπλεεν εις τον Ευβοϊκόν. + +Η θεία-Αννούσα, σκεπασμένη πάντοτε με την μαύρην της χηρείας μανδήλαν, +και η Θωμαή, φέρουσα επί της κεφαλής της βαρύ μαύρον σάλιον, ως +καλογραία της Τήνου κουκουλωμένη, υπό το οποίον έλαμπον δύο κατάμαυροι +οφθαλμοί, πλήρεις ζωής και χάριτος, οσάκις εσπόγγιζε τα δάκρυά της. +Είχεν ανοίξει η θεια-Αννούσα το καλαθάκι της, εξεδίπλωσεν εκεί μίαν +πετσέταν εντοπίαν, και εξαγαγούσα ψωμίον, τυρόν και σταφυλάς, ήρχισε να +τρώγη, προσκαλούσα και την Θωμαήν. Αύτη όμως σιωπηλή και πένθιμος έβλεπε +τους επιβιβαζομένους, μετά των επίπλων των, ταξειδιώτας, μετά τόσης +εμμονής, ως να επερίμενε ν' αναγνωρίση κάποιον μεταξύ των αγνώστων +εκείνων μορφών. Επεθύμει να εξαπατηθή και αύτη, καθώς τόσοι άλλοι. Να +πάθη και αυτή από μίαν γλυκείαν αυταπάτην και να ιδή τον άμοιρον άνδρα +της, έτσι 'ς τα ψέματα, και αυτή, μίαν στιγμήν ωραίαν, τον άνδρα της, +οπού απώλεσε πλέον διά παντός, της εφαίνετο. Η αλήθεια είνε πικρά +πολλάκις και φαρμακώνει, αλλά η απάτη είνε γλυκεία και ηδονική, ως ο +καρπός του Δένδρου της Γνώσεως εν Εδέμ. Το βίντσιον, κροτούν και +συστρέφον γοερώς τας αλύσεις του, εξηκολούθει ν' ανασύρη έπιπλα και +εμπορεύματα. Οι επιβάται, ανήσυχοι ως υπηρέται ξενοδοχείου την ώραν της +μεσημβρίας, έτρεχον εδώ κ' εκεί έκφρονες, αναβαίνοντες κλίμακας, +καταβαίνοντες εις τους θαλάμους, ομιλούντες συγκεχυμένους λόγους, +φωνάζοντες τους λεμβούχους, κράζοντες τους θαλαμηπόλους, βαστάζοντες +καλάθους, πυξίδας, παιδία, κυνάρια, σύροντες γυναίκας, όρνιθας, χήνας, +με βοήν, ολονέν αύξουσαν. + +Η θεια-Αννούσα, ίνα μη καταθλίβη την ανεψιάν της, παύσασα πλέον να ομιλή +περί του Λαλεμήτρου, αν και ενδομύχως ουδέποτε έπαυσε να διαμαρτύρηται +και να λέγη ότι είδεν αυτόν εις τον άγιον Διονύσιον, ήρχισε τώρα, +τρώγουσα, να διηγήται προς την Θωμαήν περί της πατρίδος των, ίσως και +της ανοίξη την όρεξιν, να πάρη και αυτή κάτι τι. Και ενθυμουμένη διάφορα +επεισόδια του βίου της, έτρωγε και ωμίλει, με στωμυλίαν ατελείωτον, με +όρεξιν νοσταλγούντος ανθρώπου, την στιγμήν που αποπλέει διά την αγαπητήν +του γην, με την στερεάν πεποίθησιν ότι ουδείς πλέον δύναται να τον +εμποδίση. Η Θωμαή, αφηρημένη πάντοτε προς τους αδιακόπως εισερχομένους +ξένους, ήκουεν ίσως, ή και δεν ήκουεν. Αλλ' η θεια-Αννούσα ως να +επεριπατούσεν εν τω χωρίω της, ως να εκάθητο εν τω οικίσκω της, ή και +εις τον φούρνον ακόμη, περιμένουσα να φουρνίση, έλεγε τι έπαθε μια φορά +που πήγε ν' αργολογήση 'ς το αμπέλι τον Μάιον και ηύρε μια φωλιά με +οχιαίς, κ' αυτή ενόμισε πως ήσαν μισιργούδια, κ' επήγε να τα πιάση, και +μόνον πώς δεν την δάγκασαν· και όταν πάλιν το κύμα της άρπαξε δυο +σινδόνια, που πήγε μία φορά να λευκάνη 'ς το Ξάνεμο, και μόνον που δεν +επνίγηκεν έως να τα πιάση· πώς υπήγεν, ένα κοντόγιορτο, 'ς το Κάστρο, να +λειτουργήση, 'ς τον Άη Γιάννη, και ξέχασεν από την βίαν της την +λειτουργία, κ' ελειτούργησε, λέει, ο παππάς με ψωμί . . . + +Ο ήλιος είχε δύσει και το ατμόπλοιον εξηκολούθει να παραλαμβάνη ακόμη +εμπορεύματα και επιβάτας και άλλους να περιμένη, με σφυρίγματα γοερά, +από τα οποία εβόυζεν όλος ο λιμήν. Η θεια-Αννούσα, καθαρά πάντοτε και +άμεμπτος, είχε παραλάβει και το κανατάκι της, ένα Ξηροχωριανό μαρούδι, +να πίνη καθαρόν ύδωρ, όταν θα εδίψα. Κ' αφού έφαγε και έπιεν, έκαμε τον +σταυρόν της και τα συνεμάζευσε πάλιν όλα τα πράγματά της, εντός του +μικρού καλαθίου, ως καθαρά και τακτική από τα μικρά της χρόνια, +δυσανασχετούσα διά την βραδύτητα του απόπλου. Η Θωμαή, κατάκοπος, με τας +ελπίδας τόσους μήνας, ήδη προσκλίνασα προς το πλευρόν, εν τη απελπισία +της τη εσχάτη, εβυθίσθη μετ' ολίγον εις ύπνον. + +Και ο δεσμώτης, Θωμαή μου, όταν βραδύνη η χάρις, και απολέση πάσαν +απελευθερώσεως ελπίδα, γέρνει επάνω εις τα δεσμά του και αποκοιμάται +ήσυχος πλέον . . . + + — Να πάγω να του κάμω τουλάχιστον ένα μνημόσυνο! + +Εψιθύρισε καθ' εαυτήν η Θωμαή και απεκοιμήθη, σκεπασθείσα με το μαύρο +της το σάλι, ως ήτο, επακκουμβώσα προς το πλευρόν, ως καλογραία της +Τήνου αποκοιμηθείσα επάνω εις τον κανόνα της. + +Κ' εκεί που ητοιμάζετο και η θεια-Αννούσα, σιγά — σιγά, να εξαπλωθή και +αυτή επάνω εις εν κυλιμάκι, το οποίον υπέστρωσε, παρά τινα ογκώδη +κύλινδρον καραβοσχοίνου, ώστε να σχηματίζηται μεταξύ των δύο γυναικών +περίφραγμα, ασφαλές οπωςδήποτε από τον άλλον κόσμον του καταστρώματος, — +ήτο τακτική αυτή και καθαρά — αίφνης ναύτης γηραλέος του πλοίου, με +πισσωμένον ιμάτιον και κατραμωμένον κούκον, ο ναύτης, εις ον εσύστησε +τας δύο γυναίκας ο καπετάν-Πέτρος ο Αποσπερίτης, ενεφανίσθη ενώπιον της +θεια-Αννούσας, οδηγών και κοντόν τινα επιβάτην, ένα πολιόν σχεδόν και +κυφόν ολίγον άνθρωπον, με καινουργή ενδυμασίαν, αποστίλβουσαν, και με +μίαν παράδοξον χρυσήν άλυσιν επί του στήθους εκλάμπουσαν. + + — Νά, τω είπεν ο γηραλέος ναύτης, αυταίς μονάχα αι δυο γυναίκες είνε +για την πατρίδα σου. + +Την στιγμήν εκείνην η θεια-Αννούσα, θαρρούσα ότι οι δύο εκείνοι άνδρες +θα προσπεράσουν προς την πρώραν, έκαμνε την προσευχήν της να κατακλιθή +και αυτή και ησυχάση, ζαλισμένη από την αέναον κίνησιν των επιβατών και +εκ των υποχθονίων κρότων, ως να εκρημνίζοντο σπίτια κάτω εις το κύτος +του πλοίου αλλ' ο ξένος, ον ωδήγει ο γηραλέος ναύτης, αντί να +προσπεράση, εστάθη εκεί, εκάθισεν επί του κυλίνδρου των καραβοσχοίνων +μετά θάρρους, και κύψας ανηρεύνα τα χαρακτηριστικά της θεια-Αννούσας. +Βλέπων δε αυτήν κατά πρόσωπον ηρώτησε: + + — Με γνωρίζεις, γερόντισσα; + + — Πού να σε γνωρίσω, γυιε μ'; + + — Είμαι πατριώτης σου, και πάω για την πατρίδα. Μαζί θα πάμε. + +Η θεια-Αννούσα απόμεινε και τον εκύτταζεν ως αρνίον. + +Κ' εκείνος βλέπων ωσαύτως αυτήν, και μη δυνάμενος να την αναγνωρίση, — +ήτο νυξ πλέον, και ήναψαν εδώ κ' εκεί φανάρια οι ναύται προς ευκολίαν +της υπηρεσίας — επανηρώτησε: + + — Δεν με θυμάσαι; Δεν επήρες καμμιά φορά αλεύρι από το μαγαζί μου; +Σήμερα έφθασα από την Αμερικήν και πάγω για το χωριό. Είμαι ο +Λαλεμήτρος. + + — Ο Λαλεμήτρος! εκραύγασε τότε δυνατά η γραία, και ανηγέρθη πάραυτα. +Και βλέπουσα την ολόχρυσον καδένα του, λάμπουσαν εις το φως του +φαναριού, τον ενηγκαλίσθη, ως μήτηρ, τραυλίζουσα, εν συγκινήσει, με +δάκρυα: + + — Καλά λες, γυιε μ'! Καλά λες, γυιε μ'! Ο Λαλεμήτρος με την χρυσή +καδένα! + +Και ολολύζουσα ήδη εθρηνολογούσεν η γραία εκ συγκινήσεως και χαράς: + + — Αχ! γυιε μ'! Αχ! γυιε μ'! + +Ο Λαλεμήτρος προς τους αιφνιδίους εκείνους θρήνους της γυναικός, εκάμφθη +εν τρόμω, υπώπτευσε κακόν και ηρώτησε τεταραγμένος: + + — Είναι καλά η Θωμαή! Γιατί κλαις έτσι; + +Συγχρόνως τότε και η Θωμαή, ονειρευομένη την στιγμήν εκείνην οπού βαθειά +εις τον ύπνον της είχεν υπηχήσει ηδέως το όνομα του συζύγου της, +φαίνεται, είχεν αναταραχθή αποτόμως, και ανακαθίσασα εις τα γόνατά της, +με το κατάμαυρον σάλι επί της κεφαλής της κουκουλωμένη, ως καλογραία +κάμνουσα τον κανόνα της τα μεσάνυκτα, εστέναξεν, ως εν κινδύνω, δις +στεναγμούς ως γόους, ως θρήνους, επάνω εις το όνειρόν της: + + — Λαλεμήτρο μου! Λαλεμήτρο μου! + +Και έμεινε πάλιν εις τα γόνατά της εκεί, βωβή, βυθισμένη εις τον ύπνον, +ως καλογραία, εξακολουθούσα τον κανόνα της. + +Ο Λαλεμήτρος τότε ενωτισθείς αίφνης τόνον φωνής προσφιλούς, της Θωμαής +του την φωνήν, την οποίαν τόσους χρόνους είχε ν' ακούση, και αναγνωρίσας +πάραυτα την κατατομήν εκείνην την αγαλματώδη του σώματος της συζύγου +του, έκυψε προς το ωχρόλευκον κοιμώμενον ακόμη πρόσωπόν της. Ανεγνώρισε +την σύζυγόν του και εναγκαλισθείς κατεφίλησεν αυτήν κράζων: + + — Θωμαή μου! Θωμαή μου! + +Εκείνη αφυπνώσασα τότε, και τρέμουσα ως ιχθύς εν μέσω εκείνων των +αιφνιδίων περιπτύξεων και φιλημάτων, ανεφώνησε με σταυροκοπήματα +κινδύνου, παγωμένη. + + — Θεια-Αννούσα! + +Η γραία, από γλωσσοδέτην καταληφθείσα τώρα, έμεινεν ακίνητος και +άναυδος. Η δε Θωμαή, ζαλισμένη από την τρομακτικήν εκείνην αφύπνωσιν, +απώθησε τας χείρας εκείνας αίτινες την περιεπτύχθησαν εις τον ύπνον της, +τα χείλη εκείνα τα οποία την εφίλησαν εις το όνειρόν της, και εψιθύριζεν +ακόμη εν ταραχή. + + — Παναγία μου! Πού είμαι; + +Αλλά τότε οι οφθαλμοί της, γαληνιάσαντες μικρόν από του αιφνιδίου σάλου, +προσέπεσον ήρεμοι επί της χρυσής καδένας του Λαλεμήτρου, κ' έκθαμβοι +εθεώρουν αυτήν, εν τη αμφιβόλω εκείνη της εγρηγόρσεως στιγμή, ενώ η +θεια-Αννούσα, ανακτήσασα την ψυχικήν ηρεμίαν και την φωνήν της, +εκραύγαζεν: + + — Ο Λαλεμήτρος, Θωμαή! Ο Λαλεμήτρος, με την χρυσή καδένα! Δεν σ' τώλεγα +εγώ πως τον είδα εις τον άη-Διονύσιο; + +Τότε και η άγκυρα του πλοίου, ανασυρομένη εν δαιμονίω κρότω στροφίγγων, +αλύσεων και μοχλών προς απόπλουν, εκάλυψε τους περιπαθείς λυγμούς της +αφάτου χαράς των αναγνωρισθέντων συζύγων. + +*** + +Η Θωμαή όλη χαρά πλέον, με αναλάμψασαν πάλιν και καταυγάζουσαν την +ωχρόλευκον καλλονήν της, φέρουσα εις τους ώμους της, αντί του πενθίμου +εκείνου σαλίου, έτερον, ινδικόν. μεταξοΰφαντον, όπερ τώρα εκόμισεν εκ +των χωρών εκείνων ο σύζυγός της, ήκουε τας περιπετειώδεις διηγήσεις και +τα δεινά του Λαλεμήτρου παθήματα, αφού αύτη πρότερον είχε μετά πόνου +αφηγηθή προς αυτόν τας θλίψεις και τας πικρίας, τας οποίας εδοκίμασε +κατά το οδυνηρόν της απουσίας του διάστημα, και την αιτίαν του ταξειδίου +της. Εκεί, καθ' όλην την νύκτα επί του καταστρώματος όπου εκάθηντο, παρά +την πρύμνην, διά να βλέπωσι τον εύμορφον της Ελλάδος κόλπον, ήκουεν η +Θωμαή, ενώ το ατμόπλοιον, αφού εξημέρωσε πλέον, μαλακά-μαλακά, διέσχιζε +την γαλανήν του Ευβοϊκού θάλασσαν. Είχε διέλθει τον Εύριπον πλέον, με τα +φρούριά του ακόμη τα πορφυρόξανθα, κ' έπλεεν ολοταχώς κατ' ευθείαν εις +Βόλον. + +Η θεια-Αννούσα, πάντοτε καθαρά και πάντοτε άμεμπτος, θέλουσα ιδιαιτέρως +να περιποιηθή τον Λαλεμήτρον — αν και ήτο πειραγμένη μαζί του, διότι +ηρνείτο τελείως ότι είχεν υπάγει ποτέ εις τον Άγιον Διονύσιον — +προσεπάθει να ετοιμάση καφέ, εξαγαγούσα, από το καλαθάκι της, έν +λαμποκοπούν καμινέτο. Ο Λαλεμήτρος είχεν ήδη παραλάβει τας δύο γυναίκας +κάτω, εις την πρώτην θέσιν, αλλ' επροτίμα και αυτός τον καφέ της θείας +του, διότι παρεσκευασμένος με τας χείρας της, τω εφαίνετο, θα μυρίζη +ολίγην πατρίδα. + +Καϋμένη πατρίδα! Μόνον εις την ξενιτείαν καταλαμβάνει κανείς τι +αξίζεις! . . . + +Αι πρωιναί αύραι, από των Ευβοϊκών βουνών και των Λοκρικών ακτών, +συναντώμεναι επί του πλοίου, εδρόσιζον ηδέως μίαν των γλυκυτέρων ημερών +του φθινοπώρου. + + — Δι' αυτό, ίσα-ίσα, το σφάλμα μου πολύ ετιμωρήθην, Θωμαή μου, είπεν +αναστενάξας ο Λαλεμήτρος, με ύφος χριστιανού, διελθόντος ήδη τον κανόνα +του πνευματικού του τον εξιλαστήριον. + +Και εξηκολούθησε τας διηγήσεις του. Εκείνη δε τον έβλεπε, τον έβλεπε, +και δεν εχόρταινε να τον ακούη, σαν εις τα ψεύματα, σαν εις το όνειρόν +της. Και έτριβεν ενίοτε τους οφθαλμούς της δειλιώσα, ίνα πεισθή ότι δεν +απατάται, φοβουμένη μη εξαφανισθή τα ευφρόσυνον θέαμα. Και της ήρχετο +απορία ενίοτε, γλυκεία πλέον εν τη βεβαιότητι: + + — Ο Λαλεμήτρος μου είνε αυτός; + +Και πάλιν γελώσα, πεπεισμένη πλέον περί της αληθείας και προσπαίζουσα με +την απλότητα της θείας της, απέτεινε προς αυτήν πλαγίως την παιγνιώδη +πείραξιν, ερωτώσα τον άνδρα της: + + — Την είδες λοιπόν την θεια-Αννούσα 'ς τον Άη-Διονύσιο; . . + +*** + +Εκ Βόλου, όπου κατά πρώτον έφθασε, με το κοντόν και χονδρόν κόττερον του +καπετάν-Ηλία, έκφρων, τρέχων τυφλός εις την καταστροφήν του, διηγείτο ο +Λαλεμήτρος, ανεχώρησε την ιδίαν ημέραν εις Πειραιά, ίνα μη ανακαλυφθή +υπό των δανειστών του. Αλλά τι ήθελεν εις Πειραιά; Κατά τον πλουν, εν +εξάψει ευρεθείς, ωσεί εδιώκετο υπό τινος, απεπειράθη να ριφθή εις την +θάλασσαν, παρά το Σούνιον, αλλ' εννοηθείς υπό τινος ναύτου, εκρατήθη. +Μόλις δ' αποβιβασθείς εις Πειραιά, συνήντησεν ένα γλωσσίτην, όστις άρτι +επανακάμψας εξ Αμερικής, διηγείτο εις όμιλον ναυτικών τα αμύθητα και +σύντομα κέρδη της Αλάσκας, από των αρτιφανών μεταλλείων της οποίας αυτός +επέστρεφε πλούσιος, εις το χωρίον του. Τότε, μετά τας διηγήσεις εκείνας, +η θλίψις του ότι απώλεσε την περιουσίαν του μετεβλήθη εις μανίαν πλέον, +ήτις βιαίως ως λωρίον δουλευούσης μηχανής, τον παρέσυρε προς εκείνους +τους κόσμους πάλιν, όχι με πόθον, αλλά με λύσσαν πλέον, να επανακτήση τα +απολεσθέντα. Δίψα ήδη κατέφλεγε τα σπλάγχνα του, ως να είχε μεθυσθή από +οίνου. Κ' εθολώθη ο εγκέφαλός του, και απεσβέσθη τελείως η μνήμη του. Κ' +ελησμόνησε τα πάντα τότε, μέσα εις εκείνην την τρικυμίαν της ψυχής του. +Και κόσμον και πατρίδα και σύζυγον. Ο ναύτης εκείνος τον έσωσε κατά τον +πλουν, ελεήσας αυτόν, αλλ' η μοίρα του ανελεήμων, τον ώθει πάλιν εις την +εξαφάνισιν, διότι δεν θα επανήρχετο εις το χωρίον του, αν δεν εσχημάτιζε +περιουσίαν τινά εκ νέου. Αγγλικόν ατμόπλοιον τον απεβίβασε τέλος μετά +καιρόν εις τον Νέον Κόσμον μετά τινων άλλων Λακώνων, και δύο ακόμη +γλωσσιτών, έχοντα τόσα, όσα τω εχρειάζοντο διά τας πρώτας του δαπάνας. +Φθάσας δε εις την Αλάσκαν και ιδών ότι αληθή ήσαν, όσα τω έλεγεν εις +Πειραιά ο γλωσσίτης εκείνος, ερρίφθη εις τα ορυχεία του χρυσού, ως +ρίπτεται διψασμένον κτήνος εις την πηγήν, ουδέν άλλο ενθυμούμενος εκ του +παρελθόντος, ειμή ότι κάποιος Λαλεμήτρος, απολέσας λίρας, τας οποίας ως +σπόγγους είχεν αποσπάσει, μίαν-μίαν, από του πυθμένος της θαλάσσης, +εβασανίζετο τώρα να τας ανεύρη εις τα βάθη τα ανήλια του μεταλλείου. Και +αληθώς εβασανίσθη επί πενταετίαν παλαίων με την τρυφηλήν φιλοσαρκίαν +του, και την υπερβάλλουσαν τραχύτητα του κλίματος. Η θέα τότε του +χρυσίου, το οποίον απεθησαύρισε, κατά το διάστημα τούτο, ήρχισε να +καταπραΰνη το εξηγριωμένον πνεύμα του, την δε μανίαν την πρώτην και +λύσσαν, διεδέχθη ήδη γαλήνη του λογικού, ως να έρριψεν ο χρυσός έλαιον +εις την τρικυμίαν του νου του. Και τότε εν τη ευδία εκείνη, ήρχισαν να +επιπλέωσι πάλιν εις την μνήμην του προσφιλείς του παρελθόντος εικόνες, +το μικρόν χωρίον του και η σύζυγός του. + +Ταύτα λέγων ο Λαλεμήτρος εσπόγγισε τους οφθαλμούς του, πληρωθέντας +δακρύων. + +Η Θωμαή ωσαύτως εδάκρυσε. + + — Τότε σου έγραψα το πρώτον γράμμα, είπεν ο Λαλεμήτρος. + + — Δεν λάβαμε γράμμα σου, διέκοψεν η Θωμαή. + + — Δεν λάβαμε, γυιε μ', προσέθηκε και η θεια-Αννούσα, προσφέρουσα τον +καφέ. + + — Έχετε δίκαιον! είπεν ο Λαλεμήτρος. Το έστειλα με επιβάτην, ο οποίος +εχάθη, εις ναυάγιον. + +Και πίνων ήδη μετά ιδιαιτέρας ευαρεσκείας τον καφέ, εξηκολούθησεν ο +Λαλεμήτρος την διήγησίν του· και είπεν ότι αμέσως όμως μετά ταύτα, ενώ +ήτο έτοιμος να επανέλθη εις την Ελλάδα και εις το χωρίον του, με +περιουσίαν πάλιν, τόσην, ώστε ούτε τους δανειστάς του να φοβήται, ούτε +τους χωρικούς να εντρέπεται, ησθένησε, καταβληθείς υπό των αφορήτων +εκείνων μόχθων της σκληράς μεταλλευτικής εργασίας. Ο σύντροφός του +ησθένησεν ομοίως και απέθανε. Και άλλοι πολλοί απέθανον, υποκύπτοντες +εις την δριμύτητα του τόπου εκείνου, οπού όλα τα πράγματα είνε χρυσά. +Και τα κέρδη χρυσά, και τα έξοδα χρυσά. Αλλ' αι ασθένειαι είναι σιδηραί, +είνε μολύβδιναι. Ολίγοι σηκόνονται όταν πέσουν. + +Ταύτα λέγων, έρριψε το βλέμμα του προς τας ένθεν και ένθεν του πλοίου +καταπρασίνους ακτάς και δακρύων εξ ενθουσιασμού παρετήρησε: + + — Τι ωραίαν πατρίδα οπού έχομεν! Κύτταξε Θωμαή, κύτταξε, θεια! Γελούν η +ακρογιαλιαίς, θαρρείς, γελούν τα βουνά, οι κάμποι, ο ουρανός, η θάλασσα, +όλα γελούν, εις την πατρίδα μας! + +Αυτός όμως έχει πίστιν εις την δύναμιν την μυστικήν της χρυσής του +καδένας, εξηκολούθησεν ο Λαλεμήτρος, και ήλπιζε να διασωθή ως και +άλλοτε, και από τον κίνδυνον τούτον. Αλλ' η θεία χάρις φαίνεται τον +είχεν εγκαταλίπει πλέον, και έβλεπεν ότι αι δυνάμεις του ολονέν +κατέπιπτον, με όλα τα μέσα τα θεραπευτικά των ιατρών. Τότε ηθέλησε να +γράψη πάλιν προς την σύζυγόν του και να ζητήση συγχώρησιν, αλλ' εστάθη +αδύνατον. Ενώ δε ανέμενε τον θάνατον, εξύπνησε μίαν πρωίαν τυφλός. + + — Οι οφθαλμοί μου είχον εξασθενήσει, είπεν ο Λαλεμήτρος και έχασα το +φως μου. + + — Λαλεμήτρο μου! έκλαυσεν η Θωμαή. + + — Χειρότερα από θάνατο! εθρήνησε και η γραία, πίνουσα τον καφέ. + + — Πώς να σας διηγηθώ τότε την σκοτίαν, εις την οποίαν έζησα ένα +ολόκληρον χρόνον; Ήμουν ζωντανός εις τον Άδην. + + — Αλήθεια, γυιε μ'! διέκοψεν η γραία. + +Εν τούτοις δεν έπαυσε ποτέ να ελπίζη εις την θαυματουργόν χάριν της +χρυσής του καδένας, εξηκολούθησεν ο Λαλεμήτρος. Αλλά το παράπτωμά του +δεν είχεν ακόμη συγχωρηθή. Τω εφαίνετο ενίοτε ότι κατόπιν τόσων +θεραπευτικών φαρμάκων, τα οποία ματαίως τω έδιδον οι ιατροί, εάν +κατώρθωνε να ίδη μίαν φοράν εις τον ύπνον του την φαεινήν της συζύγου +του μορφήν, θα εθεραπεύετο, θα εφωτίζετο πάραυτα. Αλλά τούτο το φάρμακον +εστάθη αδύνατον να το απολαύση. Πανταχού σκοτία. Τότε περιεφρόνησε πλέον +τα πάντα και μόνον το πταίσμα του εσυλλογίζετο. «Καλά να πάθω, έλεγεν +οδυρόμενος, διότι εγκατέλιπον εις το σκότος της απελπισίας μίαν ψυχήν, η +οποία έν μόνον σφάλμα έπραξε, να συμπαθήση εις ένα τέτοιον άνθρωπον. Και +παρεκάλει τον Θεόν να μη ζήση πλέον. Υπέμεινεν, εσκέπτετο, τα σκότη της +θαλάσσης· υπέμεινε τα σκότη της γης· θα υπέμενε δικαίως και τα αιώνια +σκότη του Άδου. Αλλά τα σκότη της ζωής δεν θα τα υπέμενεν. + + — Είνε άλλο χειρότερο! διέκοψεν η θεια-Αννούσα πάλιν. Ένα ξύλο +κούτσουρο είνε ο τυφλός. + +Η Θωμαή εδιακόπως έκλαιε. + + — Τυφλός, θεέ μου, εκραύγαζα, τι να κάμω εις τον κόσμον; εξηκολούθησεν +ο Λαλεμήτρος. Να μη βλέπω τον ήλιον να λάμπη την ημέραν, να μη βλέπω την +σελήνην να φέγγη την νύκτα; Να μη βλέπω τον ουρανόν με τάστρα, την γην +με τάνθη, την θάλασσαν με τα ψάρια; Να μη βλέπω, Παναγία μου, την εικόνα +σου, την Ζωοδόχον Πηγήν την ολόφωτον, παρεκάλουν την Θεοτόκον διαρκώς, +να μη βλέπω την Θωμαήν μου; . . . Και, κατεφίλουν την χρυσήν μου +καδένα, εις την οποίαν δεν έπαυσα να καταφεύγω πάντοτε ως εις τελευταίαν +άγκυραν σωτηρίας. + +Απελπισθείς όμως τελείως να θεραπευθώ και προτιμών εκεί να τελειώσω τον +βίον μου, είχον αποφασίσει να σου αποστείλω όσα χρήματα επερίσσευσαν από +την μακράν νόσον και ήσαν αρκετά, ότε μίαν νύκτα-αχ! μία νυξ συνεχής +ήσαν τότε αι ημέραι μου όλαι — μίαν νύκτα, επάνω εις το έτος ακριβώς, +βλέπω εις τον ύπνον μου ένα λαμπροστόλιστον αρχιερέα, ο οποίος έφερεν +εις τα στήθη του ένα εγκόλπιον από σμάλτον, έχον εζωγραφημένον επ' αυτού +τον άγιον Γεώργιον, το οποίον εκρέματο από τον λαιμόν του αρχιερέως με +μίαν ωραίαν χρυσήν αλυσίδα, σαν την χρυσήν καδένα μου απαράλλακτον. Η +χρυσή καδένα μου! εφώναξε. Κ' εξυπνήσας αμέσως, επέψαυον με πόθον την +καδένα μου την χρυσήν, θαρρών ότι μου την αφήρεσαν. Δεν εξεύρω πώς, αφού +εξύπνησα, από όλην την χρυσήν παράστασιν του αρχιερέως απέμεινεν εις την +ενθύμησίν μου ανεξάλειπτος η χρυσή άλυσις του εγκολπίου του, η οποία μου +εφαίνετο ότι έλαμπεν ακόμη, μέσα εις την βαθείαν εκείνην νύκτα των +οφθαλμών μου. Εξύπνησα δε διαφορετικός την πρωίαν εκείνην. Είχα κάποιον +θάρρος ανακτήσει εις την ψυχήν μου, κάποιαν ανεξήγητον, κρυφήν χαράν. + +Έκαμα αμέσως τον σταυρόν μου και ησπάσθην ευλαβώς την χρυσήν μου καδένα +χωρίς να την βλέπω. Μου εφάνη δε ότι την πρωίαν εκείνην — πρώτην φοράν — +ευωδίαζε, σαν θυμίαμα, σαν άγιον λείψανον. Ενθυμήθην τότε τον Εβραίον +πάλιν και έλεγα: Καλά μου έλεγε. Πρώτην φοράν είδα Εβραίον να πη +αλήθεια. Από εγκόλπιον αρχιερέως θα είνε η καδένα μου, κανενός παλαιού, +κανενός αγίου ίσως. Η κατασκευή της μ' εβεβαίωνε πάντοτε περί της +ιερότητός της, αλλά τώρα το ενύπνιον μου εφαίνετο ότι απεκάλυψεν εις εμέ +την προέλευσίν της την ιεράν, και είχον ακλόνητον πεποίθησιν πλέον ότι +έφερον επ' εμού κειμήλιον άγιον. Ελθών δε κατόπιν και ο ιατρός, κατά την +συνήθειαν, έκθαμβος παρετήρησε κάποιαν καλλιτέρευσιν των οφθαλμών μου +και μου έδωσε νέον θάρρος. Ανέβαλον τότε να σου αποστείλω τα χρήματα, +διά να τα φέρω μόνος μου, — τόσον θάρρος είχον αποκτήσει — Ούτε σου +έγραψα, διότι είχα την ελπίδα ότι ταχέως θα θεραπευθώ, και ήθελα έξαφνα +ένα πρωί να με ιδήτε. Η συνείδησίς μου ήρχιζε και αυτή να καθησυχάζη, η +ένοχος, και μετά τινας ημέρας ήρχισα να διακρίνω επάνω εις το στήθος +μου, οπού είχον πάντοτε την χρυσήν μου καδένα, κάτι ως φως, κάτι τι ως +αναμμένον κηράκι, και μου εφαίνετο ότι ανέπνεα οσμήν μοσχολιβάνου. +Θάρρος μου έλεγε πάντοτε ο ιατρός, θάρρος μου επανελάμβανε και ο έτερος +των γλωσσιτών, οπού με υπηρετούσεν ως αδελφός μου. Κατόπιν ήρχισα να σε +βλέπω εις τον ύπνον μου τακτικά και μου εφαίνετο ότι τούτο πολύ με +εδυνάμωνε. Πάντοτε μέσα 'ς τα μαύρα 'νδυμένη. Πάντοτε σκεπασμένη με μια +ολόμαυρη μανδήλα. Κ' επήγαινες τάχα — νύκτα χαράμματα — και άναβες τα +κανδηλάκια του αγίου Γεωργίου, όπως συνείθιζες πάντοτε. Κ' έτρεχεν απέξω +τάχα το νεράκι, από το άγιον βήμα της εκκλησίτσας. Και ήθελα τάχα να +πιω, μα δεν έβλεπα την βρύσι. Μόνον άκουα που έτρεχε το νεράκι +κελαϊδιστά. Κ' εφώναζα τάχα: Πήγαινέ με 'ς τη βρύσι, Θωμαή μου, να +νιφθώ, να δροσίσω τα ματάκια μου, να πιώ, να δροσίσω την καρδιά μου! +Πήγαινέ με 'ς το νεράκι, Θωμαή μου, έλεγα τάχα τυφλός 'ς τα ξυπνητά μου, +τυφλός και εις τον ύπνον μου. + +Η Θωμαή ακούουσα έκλαιεν. Η θεια-Αννούσα έκαμνε τον σταυρόν της. + + — Ύστερα από ολίγας ημέρας πάλιν, εξηκολούθησεν ο Λαλεμήτρος, διέκρινα, +σαν μέσα στα σύννεφα όμως, ένα εύμορφον καβαλλάρην, σαν τον άγιον +Γεώργιον, οπού είδα εις το εγκόλπιον του αρχιερέως, ο οποίος, θαμβά- +θαμβά, ήρχετο κ' εστέκετο εμπρός μου ώραν πολλήν, επάνω εις το άλογο και +μου έφεγγε τάχα μ' ένα κηράκι και μ' ελιβάνιζε με μοσχολίβανον, οπού +εγέμιζεν η καρδία μου από την ευωδίαν· κ' εχόρταινα ως να ελάμβανα +τροφήν κ' εδυνάμωνα. Ύστερα αφού εσώνετο το κηράκι, μ' εσκέπαζε πάλιν η +μαύρη νύχτα. Έκαμνα τότε τον σταυρόν μου και εφιλούσα την χρυσήν μου +καδένα, και παρακαλούσα τον άγιον Γεώργιον. Αυτό εξηκολούθησεν ολόκληρον +ένα σαρανταήμερον, κ' έβλεπα ότι αι δυνάμεις μου επανήρχοντο ημέραν με +την ημέραν. Μόνον οπού ήμουν ακόμη τυφλός. Αλλά είχα θάρρος εις την +ψυχήν μου και δεν εσυλλογιζόμην πλέον τον θάνατον. Τότε σηκωνόμενος, με +την βοήθειαν του καλού γλωσσίτου — τον οποίον εφιλοδώρησα καλά διά την +αδελφικήν του φροντίδα — και καθήμενος εις το μικρόν προαύλιον της +κατοικίας μου, με πίστιν τελείαν ότι θα απολαύσω πάλιν το φως μου, +εσυλλογιζόμουν την επάνοδον κ' έλεγα: Τάχα θα με συγχωρήση η Θωμαή μου; +Θα μου συγχωρήση τα λόγια που της είπα όταν έφευγα; Με τι μάτια θα την +ιδώ; Τι θα της ειπώ; θα της ειπώ ότι είχα χάσει τα λογικά μου. Ημπορεί +ποτε κανείς να μη συγχωρήση ένα τρελλόν; Η σκέψις αύτη με καθησύχαζε. Κ' +εσχεδίαζα τότε πολλά. Να πληρώσω τα χρέη μου εις τον Βόλον. Να χαρίσω +ταλεύρια, που μου χρεωστούσαν 'ς το χωριό. Και πλέον να μην κάμω τον +αλευράν. Ν' αγοράσω κτήματα και να καλλιεργήσω ένα ολόκληρον βουνόν, που +είνε τόσα βουνά άγρια εις το χωριό μου. Συνείθισα πλέον εις τους κόπους +του μεταλλείου. Ν' αφήσω τα ακοπίαστα κέρδη και να εργάζωμαι την γην, +τρώγων τον άρτον με τον ιδρώτα του προσώπου μου και με την ευλογίαν του +Θεού. Και ήρχετο καθ' ημέραν ο καβαλλάρης μου, πρωί-βράδυ, σωστός +γιατρός πλέον· πάντα με το κηράκι του και πάντα σκεπασμένος με ομίχλην, +σαν νάθελε να φυλάξη μυστικόν το καλόν οπού έκαμνε. Την ημέραν όμως που +ετελείωνε το σαρανταήμερο — θυμούμαι καλά· ο άρρωστος και ο φιλάργυρος +δεν κάμνουν λάθος εις το μέτρημα — βλέπω κ' έρχεται, καθαρά-καθαρά +πλέον, την αυγήν, ο άγιος Γεώργιος, 'ς τον ύπνον μου. + + — Άη μ' Γιώργη! Διέκοψεν η Θωμαή, κάμνουσα τον σταυρόν της. + + — Άη μ' Γιώργη! προσέθηκε και η γραία. + + — Βλέπω τον άγιον Γεώργιον, καθώς τον είδα ζωγραφισμένον εις το +εγκόλπιον του αρχιερέως. Ήτο ένας ροδόξανθος και ροδοκόκκινος νέος. +Καβάλλα εις άσπρο εύμορφον άλογον, στολισμένον με χρυσαίς φούνταις εις +το στήθος. Αρματωμένος ο άγιος με όλα τα άρματά του τα ολόχρυσα. +Χρυσοπράσιναις δόξαις άστραφτεν ο θώρακάς του. Κόκκινη, βασιλική, η +σέλλα του αλόγου. Με το ασημένιο το κοντάρι του, το μακρύ, μ' ένα +μαλαμματένιον σταυρόν εις την άκρην επάνω. Τροπαιοφόρος και ρωμαλέος ο +άγιος. Ήλθε πάλιν με το κηράκι του το αναμμένο κ' εστάθη εμπρός μου και +μου έφεγγε, και μ' ένα ασημένιο θυμιατό μ' εθυμίαζε με μοσχολίβανον. Σαν +αλήθεια, σαν όνειρο. Κ' εκεί που επλησίαζε να σωθή τα κηράκι και να καή +το μοσχολίβανον — ω ανέκφραστη στιγμή! — ακούω και μου φωνάζει με +ρωμαλέαν φωνήν: — Μη φοβάσαι, Λαλεμήτρο! Ανέβα 'ς τα καπούλια, να σε +πάγω 'ς την γυναίκα σου! Παναγία μου! σαν να τον βλέπω ακόμη μπροστά +μου. + +Είπε και έκαμε τον σταυρόν του ο Λαλεμήτρος και είτα εξηκολούθησεν +αμέσως: + + — Εξύπνησα. Στα μάτια μου έλαμψεν ημέρας φως. Είδα τον κόσμον. Είδα τον +ήλιον, είδα το φως μου. + + — Άη μ' Γιώργη! ανέκραξε πάλιν η Θωμαή, δοξολογούσα. Μεγάλη η χάρις +σου! + + — Μεγάλη η χάρις σου! προσέθηκε και η θεια-Αννούσα. + + — Καθώς με είδες 'ς τον ύπνο σου Λαλεμήτρο, είπε τότε η Θωμαή. Εγώ +σαράντα μέραις και σαράντα νύκτες άναβα τα κηράκια 'ς την εκκλησίτσα +του, και ελιβάνιζα την εικόνα του, σαράντα μέραις και σαράντα νύκτες, +σαν να μου έλεγε κάποιος ότι κακό θα πάθης, και ο Μεγαλομάρτυς σου τα +έφερνεν εκεί μπροστά σου, τα κηράκι μου και το λιβάνι μου. + +Ο Λαλεμήτρος έμεινεν άναυδος προς την νέαν αυτήν εξομολόγησιν της +συζύγου του από της συγκινήσεως. + +Την στιγμήν αυτήν η χρυσή καδένα του Λαλεμήτρου εφάνη εις την Θωμαήν ότι +με ουράνιον αίγλην περιεβλήθη. Η δε εξεγερθείσα φαντασία της εκ της +θαυμαστής διηγήσεως συνεπλήρωσεν, εκεί εμπρός της, ολόκληρον το +σμάλτινον εγκόλπιον του αρχιερέως, του φανέντος καθ' ύπνους εις τον +άνδρα της, και ήτο η χρυσή καδένα του Λαλεμήτρου, της εφάνη, η χρυσή του +εγκολπίου άλυσις, η οποία εβάσταζεν αυτό, όλον απαστράπτον, με τον +Τροπαιοφόρον επάνω του, ολόφωτον άγιον εγκόλπιον, βασταζόμενον εκεί, +θαρρείς, υπό αοράτου αγγέλου. + + — Σαν φθάσουμε, με το καλό, στο χωριό, είπεν η Θωμαή τότε, να δώσης +πίσω 'ς τον Άη Γιώργη την χρυσή του καδένα, γιατί δική του είνε. Δεν +κάνει να την έχης επάνω σου. + +Και μετ' ευλαβείας ασπαζομένη αυτήν και προσψαύουσα, εθεώρει το +παράδοξόν της σχήμα και την βυζαντινήν της παλαιάν τέχνην, ως να την +έβλεπε πρώτην φοράν. Το ατμόπλοιον προσήγγιζεν ήδη εις το μικρόν χωρίον. + +Η δε θεια-Αννούσα, εννοήσασα τούτο, είχεν αρχίσει να ετοιμάζη την μικράν +βασταγήν της, μη προσέχουσα πλέον εις την ομιλίαν, με ολόδροσον χαράν, +την οποίαν της έφερνον εις το γελαστόν πρόσωπον αι αύραι των βουνών του +σκιερού χωρίου της, ευωδιάζουσαν πατρίδος ευωδίαν· και ηύχετο +μεγαλοφώνως εις τους περί αυτήν, ως ν' απεβιβάζετο πλέον, από τόσον +μακράν: + + — Πάντα κατευόδιο! + +Οι δύο σύζυγοι, επακουμβώντες επί της κωπαστής έβλεπον και αυτοί μετ' +ευφροσύνης το θαλασσινόν χωρίον, τα οποίον με τον ταχύν του ατμοπλοίου +δρόμον, εφαίνετο ότι τους επλησίαζεν ηρέμα, με κομψόν καμάρωμα νύμφης +προβαίνον, εστολισμένον όλον και πάγκαλον, με τα βουνά του τα +καταπράσινα, με τους ελαιώνας του τους τεφρούς, με τους αμπελώνας του +χλοάζοντας ακόμη, με την παραλίαν την αμμώδη και γελαστήν, με τα +κάτασπρα σπιτάκια του εις τον αιγιαλόν κάτω, ως γλάρους επάνω εις τα +κύματα, άλλους επάνω εις τον βράχον συσσωρευθέντας όλους μαζί, ως εις +μίαν φωλεάν, και άλλους, αράδα-αράδα, καραβίζοντας παρά την άμμον. + + — Νά το σπιτάκι μας! ανέκραξεν η Θωμαή. Με τα σφαλισμένα παραθυράκια +του, σαν λυπημένον, με τα σφαλιστό μαγαζάκι του, σαν έρημο! Τo καϋμένο +το σπιτάκι μας! Ποιος να του τώλεγε, πως θα τ' ανοίξουμε πάλιν! + +Ο Λαλεμήτρος συνεκινήθη από του χαρμοσύνου της πατρίδος του θεάματος και +έκλαιε τα δάκρυα της χαράς του. + + — Νά και το αμπελάκι μου! ανέκραξε μετ' ολίγον η Θωμαή πάλιν. Και +καταβιβάσασα την μανδήλαν της προς τους οφθαλμούς, ίνα μη φαίνωνται τα +δάκρυά της, ηκούσθη ψιθυρίζουσα: Ακλάδευτο! άσκαφο! χολεριασμένο! το +καϋμένο το αμπελάκι μου! Ποιος να του τώλεγε, πως θα το καλλιεργήσουμε +πάλι! + +Και έβλεπε και έλεγεν ηρέμα, ομιλούσα μόνη της: + + — Μια μαύρη σκιά, μέσα καταμεσής, στέκει, σαν να μοιρολογάη. Κυττάζει +προς τον ουρανό, σαν να εύχεται, σαν να καταριέται . . . η καϋμένη η +μαννούλα μου! . . . Ποιος να της τώλεγε, πως θα μας ξαναϊδή πάλι! . . . + +Υψώσασα δ' αίφνης την φωνήν της, ως να ελησμόνησεν, ως να ήτο μόνη, +ανέκραξε: + + — Μη, μαννούλα μου! Δεν κάνει να καταριέσαι. Να εύχεσαι, μαννούλα μου, +και να μη καταριέσαι, καθώς είπεν ο Χριστός μας. + +Οι σιδηροί κρότοι του αγκυροβολήσαντος ατμοπλοίου κατέπνιξαν την κραυγήν +της και ο Λαλεμήτρος ουδέν ήκουσεν. + +Επλημμύρισαν όμως τα δάκρυα τους μαύρους της οφθαλμούς, αδαμάντινα +δάκρυα, της χαρμολύπης το κλαύμα, το οποίον άσπριζε πλέον, θαρρείς, διά +παντός, την μαυρισμένην καρδίαν της. + + — Περασμένα-ξεχασμένα! ανεφώνησε τότε η θεια-Αννούσα, ήτις βαστάζουσα +το καλαθάκι της με την μίαν χείρα και την μικράν βασταγήν της με την +άλλην, με ανυπόμονον νοσταλγού ανησυχίαν, ήτο έτοιμος να εξέλθη πρώτη- +πρώτη αυτή. + +*** + +Μίαν πρωίαν μετά δύο ημέρας, νύκτα-νύκτα, υπό τας ελαίας και τας +κυπαρίσσους και μίαν υψηλόκλαδον πλάτανον, εγλυκόφεγγεν ο μικρός ναΐσκος +του αγίου Γεωργίου, πέραν εκεί, παρά την άμπελον της Θωμαής. Ετελείτο εν +αυτώ λειτουργία την πρωίαν εκείνην. Είς γέρων βοσκός, είχε σταματήσει +απέξω, εις το βουνόν, το ποίμνιόν του, είχεν επακκουμβήσει εις την +ράβδον του και θα ηκροάτο βεβαίως, εκείνην την ώραν του ωραίου άσματος +του αγίου: «Ως των αιχμαλώτων ελευθερωτής και των πτωχών υπερασπιστής, +ασθενούντων ιατρός . . . » όπερ γλυκύτατα εμελωδείτο ένδον από τον +μπάρμπ'-Αναγνώστην της Περμάχως, του οποίου όσον σκληρόν και άγριον ήτο +το καποτάκι, ως δορά αγριμίου, τόσον μαλακή και γλυκεία ήτο η φωνή, λεία +και χρωματιστή, ως τα πτερά του παγωνίου. Με την ανατολήν του ηλίου +είχεν απολύσει πλέον η θεία Μυσταγωγία. Άρωμα μυστικόν, η ευωδία της +τελεσθείσης ιερουργίας, επλήρου τον ναΐσκον. Λείψανα λαμπάδων και κηρίων +έφεγγον ακόμη επί των ξυλίνων μανουαλίων. Ο ιερεύς εκείνος ο γηραλέος +και σεβάσμιος, ο πνευματικός της Θωμαής, ο Παππά-Γιώργης, απεκδυόμενος +ήδη τα ιερά άμφια, εδίπλονεν αυτά επιμελώς, επιλέγων, εν εκάστω, στίχους +έκ τινος αρχαίου άσματος της Θεοτόκου: «Δέσποινα, πάντων Δέσποινα, και +πάντων υπερτέρα, και πάντων υπερέχουσα των άνω Στρατευμάτων » και τα +εναπέθετε, χάριν ευλογίας, επί της κεφαλής της γρηά-Κυρατσού, ήτις +φορούσα το καλό φουστάνι της, οπού εφύλαττε διά την θανήν της, λάμπουσα +όλη από ευχαρίστησιν, έκυπτε προ της ωραίας Πύλης, εν κατανύξει +υπερτάτη, την ευλογίαν του ιερέως προσμένουσα, να ζήση τώρα ακόμη. +Έκυπτεν εκεί ακίνητος, ως να εχειροτονείτο, απορροφώσα με ιεράν ηδονήν +την από των ευλογημένων αμφίων εκπεμπομένην μυστικήν ευωδίαν, κ' +επιλέγουσα εις έκαστον στίχον του ιερέως το Αμήν. Η Θωμαή, παραπέρα, +γονατισμένη ενώπιον της εικόνος του Αγίου Γεωργίου, φέρουσα επ' ώμων το +χρυσοΰφαντον ινδικόν σάλιον, το καινόν, με μίαν ολοκαίνουργον μανδήλαν, +πολύτιμον λαχωρί, τα οποίον άπαξ μόνον μετά τον γάμον της εφόρεσε, μίαν +Κυριακήν των Βαΐων, οπού επήγεν εις την εκκλησίαν να λάβη την +βαρακωμένην βάγια της, εύχαρις, με το ωχρόλευκον πρόσωπόν της και τα +μαύρα ακτινοβόλα μάτια της, ως μάρτυς αρχαία των ρωμαϊκών διωγμών, εις +τας πρώτας στιγμάς της δόξης της, συνεπλήρου την δοξολογίαν της προς τον +Τροπαιοφόρον Μεγαλομάρτυρα, όστις εικονισμένος ζωηρώς εκεί, θαρρείς κ' +εσκίρτα από χαράν, διά το επιτευχθέν αγαθόν, ρωμαλέος επί του ίππου του, +σχεδόν χρεμετίζοντος εξ ευχαριστήσεως. Πλησίον της εγονυπέτει και ο +σύζυγός της απονέμων τας εγκαρδίους του ευχαριστίας προς τον Άγιον, +πλήρης χαρμονής. Ήδη ο ιερεύς απέθεσε, διπλωμένα, επί της κεφαλής της +γρηά-Κυρατσούς την ζώνην την ολόχρυσον με τας μαλαμμοκαπνισμένας της +αργυράς πόρπας, και τα χρυσοκέντητα επιμάνικα με τον Ευαγγελισμόν εν +αρχαία βυζαντινή τέχνη, λύσας κ' εξαγαγών αυτά από τας χείρας του, εν +εκάστω το άσμα της Θεοτόκου πάντοτε επιλέγων και προχωρών: + + — Τους ιερείς ευλόγησον τους σε ιερουργούντας . . . + + — Αμήν! επανέλαβε πάλιν η γραία με όλην την καρδίαν της, επαναδιπλώσασα +νυν εξ ευχαριστήσεως, αμήν, παπά μου! + +Αποκρεμάσας είτα ο γέρων από τον λαιμόν του και το επιτραχήλιον, από +βαρείαν χρυσοΰφαντον στόφαν, πεποικιλμένον όλον και πάντεχνον, +διηρημένον εις δύο μακράς δι' αργυρών κωδωνίσκων συνδεδεμένας ταινίας, +εφ' ων ήσαν κεντημένοι διά χρυσίου και πολυτίμων λίθων σταυροί και +άγγελοι και συμπτύξας αυτό, απέθεσεν ωσαύτως μετά των άλλων επί της +κεφαλής της κυπτούσης πάντοτε γραίας και εξ ευλαβείας και εκ του βάρους +των αμφίων, επιλέγων την συνέχειαν του άσματος: + + — Τους κοσμικούς συμπάθησον, τους σε παρακαλούντας . . . + + — Αμήν! ανεφώνησε πάλιν η γραία. + +Τέλος ο ιερεύς, με απαστράπτον το ασκητικόν του πρόσωπον, ωσεί +αναβαλλόμένος το φως ως ιμάτιον, ασκεπής, με την ολόλευκον κεφαλήν του, +και φορών πλέον μόνον το κάτασπρον ολοβρόχινον στιχάριον, Λευίτης της +Νέας με τον ποδήρη χιτώνα της Παλαιάς, απονιφθείς τας χείρας εν τω +νιπτήρι του Βήματος, ήλθε προς την γραίαν πάλιν και πριν αποσπογγισθή, +ερράντισε τρις αυτήν κατά πρόσωπον, επιλέγων το τέλος του άσματος: + + — Όταν καθίση ο κριτής κρίναι την οικουμένην . . . + +Και λαβών είτα τα ιερά άμφια όλα ομού, ως ήσαν διπλωμένα, από της +κεφαλής της γραίας, με τας χείρας του, ευωδιάζοντα από θείαν χάριν, +ηυλόγησε τρις δι' αυτών σταυροειδώς επί της κορυφής την γραίαν, +κύπτουσαν πάντοτε, και με τας χείρας της προστρίβουσαν επί των οφθαλμών +της και του προσώπου τα άγια του ιερέως ραντίσματα, όστις επεράτωνεν +ήδη και τον τελευταίον στίχον του ιερού άσματος: + + — Τότε ημάς βοήθησον, Δέσποινα Παναγία! . . . + +Τρις σταυροειδώς ο ιερεύς ηυλόγησε την γραίαν και τρις επανέλαβε τον +τελευταίον στίχον τρις δε και η γρηά-Κυρατσού, ανοιγοκλείουσα τους +οφθαλμούς της, εφ' ων έλαμπον ακόμη ως σταγόνες όμβρου οι αγιασμένοι +ραντισμοί, επείπε τα Αμήν, με ανέκφραστον ευλάβειαν, θαρρούσα ότι εν τη +λειτουργία εκείνη, εξαναστεφανώθησαν τα τέκνα της, διότι καλέσας ο +ιερεύς τότε και τους δύο συζύγους ευλόγησε και αυτούς μετ' ευλαβείας +κύψαντας, κ' επήρεν είτα τα ιερά άμφια εις το άγιον Βήμα. + +Ήδη ο μπάρμπ'-Αναγνώστης της Περμάχως, με το σκληρόν εκείνο καποτάκι του +πάντοτε, ανεγίνωσκε τας τελευταίας ευχάς της Ευχαριστίας, εγγύς του +δεξιού παραθύρου του ναΐσκου, οπόθεν προσπίπτουσαι φαειναί του ηλίου +ακτίνες, επράυνον το πρόσωπον του, καθιστώσαι αυτό ιλαρόν, μέσα εις +εκείνην την κτηνώδη δοράν του επενδύτου του. Αναγνωρίσας πλέον με +μεγάλην του στενοχωρίαν το λάθος του, είχε πεισθή ότι άλλον αντί του +Λαλεμήτρου εξέλαβε μέσα εις εκείνην την πολυάνθρωπον Βαβυλώνα, ως +απεκάλει τας Αθήνας, όπου από τον κορνιαχτό, έλεγε δικαιολογούμενος, οι +άνθρωποι γίνονται αγνώριστοι, και ήλθεν, επί τούτω εις τον ναΐσκον, να +συλλειτουργήση τον ιερέα, ίνα συγχωρηθή διά το πταίσιμόν του, αδίκως +οργισθείς άλλοτε κατά του Λαλεμήτρου, επειδή ενήργησε πάλιν εκείνας τας +ημέρας να κληρωθή ένορκος και θα εταξείδευε, και δεν ήθελε αυτός, παιδί +της εκκλησίας, να ταξειδεύση ασυγχώρητος. Ανεγίνωσκεν ο μπάρμπ'- +Αναγνώστης της Περμάχως ολίγον βιαστικά πλέον τας τελευταίας ευχάς, +ρίπτων συγχρόνως βλέμματα πλάγια και κρυφά από του παραθύρου, έξω εις το +προαύλιον το δροσερόν, όπου η θεια-Αννούσα υπό τινα ελαίαν, καθαρά +πάντοτε και άμεμπτος εις όλα, αλλ' επιμένουσα όμως ακόμη ότι είδε τον +Λαλεμήτρον εις τον άγιον Διονύσιον, ανάψασα μεγάλην πυράν, προσεπάθει με +πεταχτήν προθυμίαν να ετοιμάση τον καφέ, παρά την διαυγή πηγήν του +ύδατος, όπερ ηγιασμένον εξήρχετο από το άγιον Βήμα του ναΐσκου, λαμπρόν +ως ασημένιο υπό τα δροσόχορτα, αγίασμα καθαρτικόν και της ψυχής των +ρύπων. + +Ο Λαλεμήτρος έκθαμβος από την άρρητον χαράν της επανόδου του, κρατών εις +χείρας ακόμη το αντίδωρον μετ' ευλαβείας αρχαίου νεοφωτίστου, με τα +μαύρα τσόχινα ρούχα του, το κάτασπρον υποκάμισόν του, και με την χρυσήν +καδένα του, αλλά με υπόλευκον πλέον την κόμην, προσηύχετο ακόμη εκεί τας +τελευταίας προς τον άγιον ευχάς του. + +Και αφού ετελείωσε την προσευχήν του, αφαιρέσας αίφνης από το ωρολόγιόν +του εκείνην την λατρευτήν χρυσήν του καδένα, πλησιάζει μετά δέους προς +το τέμπλεον και αποκρεμά ταύτην, ως ανάθημα ιερόν από της εικόνος του +Μεγαλομάρτυρος, βαθέως αναστενάζων εξ ευχαριστήσεως, ως ν' ανεκουφίζετο, +ως ν' απέβαλλεν από πάνω του βάρος ξένου πράγματος, το οποίον ησθάνετο +ότι δεν ήτο ιδικόν του πλέον. Και είδες τότε να λάμψη έξαφνα η αγία +εικών, ολόφωτον και αγγελικήν λάμψιν, ως ν' απέλαβε κάτι τι, το οποίον +της έλειπε, κάτι τι, το οποίον ήτο ιδικόν της και της το πήραν, και το +οποίον συνεπλήρωνε τόσον σεπτώς τον πλούσιον στολισμόν της (1). + + + + +Ο ΔΕΚΑΤΙΣΤΗΣ +(1893) + + + +Ξαβόηθησαν να ξαποστάσουν! (2) Σ' του Βασίλη την βρύσι. Υπό τον μανιτωμένον +αριόν, εις την σκιάν του οποίου ηδύνατο να σταλιάση ολόκληρον κοπάδι. Ο +κρουνός, αφανής υπό τα βρύα, υπέσχιζε κόμβους-κόμβους το ύδωρ· υπό δε +τους πυκνούς κισσούς και το βοστρυχώδες αδίαντον εντός πλινθίνης +πολίτσας — μικρού κοιλώματος — κατέκειτο δισκάριον κολοκύνθης, όπερ +εχρησίμευεν ως ποτήριον εις την ερημικήν εκείνην βρύσιν. Ξαβόηθησαν +εκεί, εις τα ξυρόφυλλα του αριού, τα φορτία των — σακκία πλήρη ελαιών — +κ' εκάθισαν, ανακλιθείσαι επ' αυτών, αι δύο γραίαι, ως γλαύκες, +σιωπηλαί, κουρασμέναι, ασθμαίνουσαι. Ήρχοντο από το Μποστάνι — πορείαν +δίωρον. Ο ήλιος έδυνε πλέον· αι δε τελευταίαι του ακτίνες, +εξακοντιζόμεναι άνω του σκιερού ρεύματος, εφώτιζον ακόμη, πέραν, την +κορυφήν του κατέναντι βουνού, με φως αραιόν, υποχωρούν, διαλυόμενον. +Μοναξιά και σιωπή. Και μόνον οι κόμβοι του ύδατος, καταπίπτοντες εις το +ισχνόν και βορβορώδες ρυάκιον, επλατάγουν πενθίμως, ως άνθρωπος +ξηροκαταπίνων. + + — Τρόμαξα να σε προφθάσω! είπεν η ετέρα των γραιών — η μικρά και +στρογγυλοπρόσωπος ως κορασίς Φουλίτσα — κατευθυνθείσα προς την βρύσιν +και αρχίσασα εν τω άμα να πλύνη από των υδάτων της γούρνας τα κάθιδρον +πρόσωπόν της. Η άλλη — η γρηά-Αχτίτσα — ρικνή και ξηρά, επνευστία ακόμη, +ως εάν ακόμη εβάδιζε. Πεσμένη επί του σακκίου, από του οποίου απέσταζε +ρυπαρόν έλαιον, συνθλιβομένων των εν αυτώ ελαιών, έβλεπε με τους +οφθαλμούς ημικλείστους προς το ξηρόν στήθος της, όπερ αναιβοκαταίβαινεν +από του άσθματος. + + — Θα κάμης πολύ λάδι; Ηρώτησε πάλιν η Φουλίτσα, σπογγίζουσα τα +ροδίσαντα εκ της πορείας μάγουλά της, με την άκραν της μανδήλας της. + + — Κείνο πώδωσεν ο Θεός! Απήντησε, στενάξασα, η γρηά Αχτίτσα, +προσπαθούσα να ημιεγερθή από του σακκίου. + + — Έλα τώρα! ήρχισε παραπονουμένη η Φουλίτσα. Πώς να βρέξης το στόμα +σου! Και απέμεινε κατηφής, ως ει εμέτρει έναν-έναν τους κόμβους, τους +οποίους τόσον φιλαργύρως, ως να ήσαν αδάμαντες, παρείχεν εις τον διψώντα +του Βασίλη η βρύσις. Ουχ ήττον παρεμέρισε μετά προσοχής τα νερόχορτα, +ανεκάλυψε καθαρόν κατασταλαγμένον ύδωρ, λιμνάζον, και με το κοίλον της +χειρός της έβρεξε το ξηρόν της στόμα. Τότε και η γρηά Αχτίτσα, μικρόν +ξεκουρασθείσα, εξήγαγεν από το καλαθάκι της ξηρόν παξιμαδάκι, το έβρεξεν +ολίγον, και ήρχισε να ροκανίζη ξηρά-ξηρά, ως ποντικός, εκεί εντός των +βάτων και των κισσών. + + — Παραλοΐζει ο άνθρωπος ολ-ημέρα μονάχος του! Υπέλαβεν η Φουλίτσα. Και +ιδούσα την Αχτίτσαν, ακόμη ασθμαίνουσαν, παρετήρησεν: + + — Εσύ κατασκοτόνεσαι, χριστιανή μ'! Γιατί δεν παίρνεις και το κορίτσι; + + — Μπορεί κ' εκείνο, θαρρείς; Η εληές, βλέπεις, είνε μεγάλο βάσανο. Μια- +μια να της μαζώξης, να μη αφίσης καμμιά. Διαμάντια νάνε, και πάλι θ' +αφήσης κανένα. + + — Γι' αυτό ίσα-ίσα, να παίρνης, αδελφή μ, και το κορίτσι. Για συντροφιά +μπάρεμ! + + — Κάθεται, θαρρείς κ' εκείνο; Όλη-μέρα παλεύει για να ξυφάνη κείνα δα +τα δίμιτα. + + — Αλήθεια; υπέλαβεν η Φουλίτσα πάλιν. Έμαθα πως το πάντρεψες! + + — Ποιος σου τώπε; Ηπόρησεν η Αχτίτσα. + + — Να, πήρες, λέει, τον μπάρμπα-Θανάση, τον χήρο. + + — Κάλλιο άντρα μ' ένα μάτι, παρά άντρα με παιδί. Το ξέρεις αυτό, γρηά +Φουλίτσα; + + — Ουφ! κύτταξε! υπεκρίθη η πολυπράγμων Φουλίτσα, άλλο ήθελα να πω, και +άλλο είπα. Νά, λέει, παίρνεις τον κυρ-Δμάκη, τον δεκατιστή. + + — Να σ' πω, Φουλίτσα, απήντησε μετά τινος αορίστου υπερηφανείας η +Αχτίτσα, ανύποπτος. Να πούμε και την μαύρ' αλήθεια. Το Ματώ μ' είναι +ώμορφο. Πολλοί μου το γυρεύουν. Το ξέρει όλος ο κόσμος, θαρρώ. Τον κυρ- +Δμάκη τον γνωρίζω τώρα χρόνια και ζαμάνια. Να πούμε, τάχατες — η +Φουλίτσα ροδοκόκκινη και ολοστρόγγυλη, έτεινε τον λαιμόν ως γέρων κύκνος +— είπε μαθές, να δέσουμε παντρειές. + + — Ο κυρ-Δμάκης; Ηρώτησεν η Φουλίτσα περίεργος. + + — Ναι, μαθές! Ο κυρ-Δμάκης! + + — Καλός, πολύ καλός ο κυρ-Δμάκης. Σμαδγιακός ο δεκατστής. Πολύ καλός. +Πώς, μαθές; Να πούμε και την αλήθεια. Επανελάμβανε ξηροκαταπίνουσα η +Φουλίτσα. Ας μ' πήρε πέρσι μισή οκά παραπάν' 'ς το δέκατο, και πρόπερσι +άλλη μια οκά και αντιπρόπερσι τρεις οκάδες. Ας μ' πήρε. Δε πειράζει. Ο +Θεός πάλι μου τώδωσε φέτος με το παραπάνω. Δόξα νάχη ο Μεγαλοδύναμος. + +Και συνεμαζεύθη πάλιν η Φουλίτσα, ως γέρων κύκνος εντός του στήθους της +και απέμεινεν ως απαισία γλαυξ πάλιν. Ήτο εκ φθόνου; Ποιος ξεύρει; + + — 'Στον φούρνο, απ' λες, τα λέγανε. Μα δεν πίστεψα, γι' αυτό έτρεχα να +σε προφθάσω 'ς τον δρόμο. + +Eπανέλαβεν η Φουλίτσα και είτα πάλιν ηρώτησε· + + — Δέσατε παντρειές; + + — Τώρα τα Χριστούγεννα. 'Σάν πάρ' τα δέκατα, λέει, ο κυρ-Δμάκης. Τώρα +δεν αδειάζει, λέει. + + — Ξέρς τίποτα; διέκοψεν η Φουλίτσα μετά τινος φανεράς χαιρεκακίας. +Φέτος, λένε, θα του τα πάρουν τα δέκατα· θα τα πάρη, λέει, ο καπετάν- +Παρμάκης. Θα τον χτυπήσ' καλά και καλά, λέει. + + — Δε φοβάται απ' αυτά ο κυρ-Δμάκης. Απήντησε μετά γαλήνης η Αχτίτσα. +Κείνος τα παίρνει τώρα άμε γύρευε χρόνια· το λογαριάζει το μαξούλι ως +την οκά, και δεν γελιέται. + + — Δε σ' λέω. Σωστό. Μώφαγε, αλήθεια, μισή οκά πέρσι και μια οκά +πρόπερσι και τρεις οκάδες αντιπρόπερσι. Μα χαλάλι του. Ας είνε καλά. +Εμένα μου τώδωσε πάλι ο Μεγαλοδύναμος. + + — Κι' άλλες φορές βγήκανε να τον χτυπήσουν, απ' λες, να του τα πάρουν. +Μα πάντοτες ο κυρ-Δμάκης και ο κυρ-Δμάκης. Είνε τεχνίτης, Φουλίτσα μ', +είνε τεχνίτης. Είνε να πούμε καλός εχτιμητής. Πρόπερσι ήρθαν κάτι +Σκοπελίτες να τον βαρέσουν, μα σαν άκουσαν της χιλιάδες, νά, τους πήγε! +Φεύγουν κ' ακόμα φεύγουν. + + — Ξέρω κ' εγώ, παιδί μ'; Προχθές περνούσα από του Γιωργή της Θασίτσας +κ' άκουσα που λέγανε, θα τα πάρη φέτος τα δέκατα ο καπετάν-Παρμάκης. +Πούλησε, λέει, ξαργού τη σκούνα τ' για να βαρέση τον κυρ-Δμάκη. Τι θα +πη, λέει, ο κυρ-Δμάκης και ο κυρ-Δμάκης; Και τι είνε, λέει, ο κυρ- +Δμάκης; Και μας έγεινε άρχοντας ο κυρ-Δμάκης; Ένας ξένος, ένας +προμυριώτης; Που γδύνει της χήρες, που τρώει της χήρες! + + — Αυτά λέγανε, παιδί μου. Επανέλαβε μετά τινα σιωπήν η Φουλίτσα. + + — Δε βγαίνει τίποτα από λόγια. Υπέλαβεν η Αχτίτσα. + + — Μακάρι να τα πάρη, παιδί μου, για να τον πάρης να 'συχάσης και συ, +γιατί να πούμε την αλήθεια, βάσανο είνε τα κορίτσια. Και ύστερα θα πας, +λέει, 'ς τον Γέροντα να καλογερέψης; + + — Ο Θεός ξέρει! Απήντησεν η Αχτίτσα. + +Και θέσασα κλαδίσκους μύρτου εις τον ώμον της, ίνα μη ρυπαίνηται από του +αποστάζοντος βορβορώδους ελαίου, εφορτώθη πάλιν το μικρόν σακκίον της, +γλοιώδες και ρυπαρόν, διαπεράσασα εις την χείρα της και κομψόν +καλαθίσκον, εν ώ είχε χαμάδας τινας, θρούμβες, τη εντολή της κόρης της, +τας οποίας είχε καλύψει με ωραίας δροσεράς ανεμώνας, τας οποίας εύρεν +υπό τας ελαίας. Επήρε και η Φουλίτσα το ιδικόν της σακκίον, επέρασεν εις +το χέρι της και το καλαθάκι και κατέβαινε, σπεύδουσα, το σκιερόν ρεύμα, +μαύρον από τους θάμνους των πρίνων και σχοίνων. + +Όπισθέν των, εις τα βάτα και βρύα της ξηροκρήνης, ηκούσθη συρμός και +πατήματα βιαστικά και βαρέα και θρους προστριβομένων ξηρών φύλλων. +Αγωγιάτης ήρχετο, μεταφέρων εις τα χωρίον δύο φορτία ελαιών επί δύο +ζωηρών ημιόνων, οίτινες σπεύδοντες, ως να εννόησαν ότι ενύκτωσεν, +ελάκτιζον διά των οπισθίων ποδών τας ξηράς εν τη οδώ κλάρας, ταράσσοντες +τα μικρά πτηνά, τα οποία εισέδυον πλέον εις τας κατοικίας των. Και μόλις +επρόφθανεν αυτούς ο νεαρός αγωγιάτης, ως αίγαγρος αναπηδών με τα ελαφρά +τσαρούχια του και βροντών εις τον αέρα λεπτόν αγριελαίας λούρον, όπως +αναγγέλλη εις τους ημιόνους την παρουσίαν του. + + — Άιντε, κορίτσια, και σας πήρε η νύχτα, και θα σας κλέψη κανένας εδώ +'ς τα ρέματα. Εχαιρέτισε, προσπαίζων με τας δύο γραίας. + +Μετ' ολίγον εισήλθον πλέον αύται εις την μεγάλην οδόν, ήτις ήτο πλήρης +ζωής και θορύβου, ως πολυανθρώπου πόλεως οδός. Εκ των ελαιώνων +επανήρχετο εις το χωρίον κόσμος πολύμορφος και πολύθρους, με άσματα και +με γέλωτας, ο κόσμος των εργατίδων και λοιπών γυναικών, αίτινες τόσους +τρόπους έχουσιν, ώστε να λησμονώσι τον κάματον της ημέρας, ην διήλθον +όλην, κύπτουσαι υπό τα κατάκαρπα δένδρα. Η Φουλίτσα, καιομένη υπό της +επιθυμίας ν' ανακοινώση τα νέα της, ακούσασα τας φωνάς και τους γέλωτας, +έσπευδε να συναναμιχθή ταχύτερο προς τον φαιδρόν κόσμον. + + — Σταθήτε, σταθήτε να σας πω, σταθήτε να σας πω! Εκραύγαζεν η +ακριτόμυθος γραία. + +Συντροφιές-συντροφιές εβάδιζον εν τη μεγάλη οδώ. Νεάνιδες και ύπανδροι, +χήραι και γραίαι και μικρά παιδία. Άλλαι φορτωμέναι σάκκους, υπερηφάνως +υψηλούς — αι φαιδρότεραι και πλέον ανοικτόκαρδαι — άλλαι σακκία, +πεπιεσμένα προς τα κάτω — αι σιωπηλότεραι και μάλλον εργατικαί — άλλαι +κόφφας ακανθωτάς, καταπονούσας τους ώμους — αι καταβασανισμέναι χήραι — +και άλλαι πάλιν μικρούς καλάθους εις την χείρα, πλήρεις λαχάνων και +μυκήτων — αι φιλόζωοι γραίαι — και συνανεμίγνυντο μετ' αυτών, +διακόπτοντα τα βήματά των, παιδία φαιδρά, κορασίδες, βαστάζουσαι κλάδους +μύρτων με τα μαύρα και υαλιστερά ως οφθαλμούς όφεως μούρτα, τον μαύρον +γυαλιστερόν καρπόν της μύρτου, και κλάδους αγροτικής κομάρου με τα +κατακόκκινα κούμαρα, και νεανίσκοι κρατούντες από του ποδός μαύρον +κόσσυφον, τινάσσοντα τα ελαφρά πτερά του, να πετάξη εις τον εγγύς δρυμόν. +Και εν μέσω των συνοδιών πάλιν ζώα και ημίονοι και όνοι και ίπποι αναμίξ, +φορτωμένα ελαιοκαρπόν με τους σάκκους, αποστάζοντας εκ της συνθλίψεως. +Και πανταχού καθ' όλην την γραμμήν βοή και γέλωτες και άσματα, και +υλακαί κυνών, και βληχήματα αμνάδος ακολουθούσης, και κωδωνισμοί +αιγιδίου πηδώντος, και φθογγή ποιμενικής λύρας κρουομένης. Εθάρρει +κανείς ότι εθεώρει, ουχί κατάπονον εργατικόν κόσμον, επανερχόμενον εκ +του ημερησίου καμάτου, άλλα πομπήν αρχαίας πανηγύρεως εν όλη αυτής τη +απλοϊκή τάξει και φαιδρότητι, κανηφόρους και καρυάτιδας με τας πλαστικάς +εκείνας γραμμάς των ανατεινομένων βραχιόνων. Τόσην χάριτος αίγλην +προσέδιδεν εις το αχθεινόν έργον η εύχαρις και απράγμων αυτών ψυχή! Όταν +έφθασαν εις τον πεύκον του Ματαρώνα, ανέτειλε και η σελήνη εκ του +βουνού, μεγάλη, στρογγύλη, πανσέληνος, ως πρόσωπον νεράιδας νυκτερινής. + +Κ' εφωτίσθη μετ' ολίγον πραέως και μελιχρώς η οδός, ο κάμπος του +ελαιώνος πέραν, και κάτω εις την άκραν η πολίχνη, λευκή-λευκή, ως σωρός +λευκολίθου. Και τότε περισσότερον εφαιδρύνθησαν αι συντροφίαι, αι +συναντηθείσαι όλαι ομού, και ανύψωσαν τας φωνάς των και περισσότερον +εποίκιλαν τα άσματά των. + +Επτά-οκτώ παιδία τότε, φέροντα επ' ώμων κλάδους ελαίας, διά τα οικόσιτα +αρνία των, συνεπλήρωσαν αρμονικώτατα την τρυφεράν της ειρηνικής πομπής +εικόνα, άδοντα εν χορώ το προσόδιον: + + _Φεγγαράκι μου λαμπρό, + φέξε μου να περπατώ, + να πηγαίνω 'ς της εληές, + να γυρίζω απ' της εληές . . ._ + + — Σταθήτε να σας πω, σταθήτε, κορίτσια! Ηκούσθη πάλιν η γραία Φουλίτσα. + +Αίφνης αι όπισθεν ήρχισαν να κάμουν τόπον, υποχωρούσαι. Εις την πυκνήν +συντροφίαν εισήλθεν ονάριον ζωηρόν, φέρον επί καινουργούς σάγματος +άνθρωπον έως τεσσαρακοντούτη, με πρόσωπον ιλαρόν αμνάδος και με οξείς +οφθαλμούς πτηνού, λάμποντας εις το σεληναίον φως υπό τας μαύρας δασείας +οφρύς. Οι πόδες του, ανασυρομένου του βρακίου κατήρχοντο ξηροί ως δύο +κλώνοι ελαίας, με τας λευκάς μαλλίνους περικνημίδας και τα υποδήματα τα +γεμενιά, εξ απλού εγχωρίου δέρματος, τα λεγόμενα άλλως τομαρίσια. +Καποτάκι κοντό με κουκούλαν εκάλυπτε την κεφαλήν του και τους ώμους. Με +την μίαν χείρα εκράτει τα αλυσιδωτά ηνία και με την άλλην εκέντα, επί +της σπονδυλικής στήλης, το ταχύ ζώον, όπερ χορεύον εισήλθεν ήδη εις την +μακράν γραμμήν των γυναικών, αίτινες κατά σειράν παραμερίσασαι, άφησαν +το ονάριον να διέλθη, με χαρίεντας ελιγμούς των νώτων, επισείον την +ουράν του, χαιρετίζον με τα ώτα του, εν ώ ο επ' αυτού καθήμενος +εμονολόγει μεγαλοφώνως: + + — Τίποτε φέτος! Άκαιρο το μαξούλι φέτος. Κρίμα 'ς τους κόπους μας! + + — Ο δεκατστής! Ο δεκατστής! Εκραύγασαν τότε αι πρώται γυναίκες, +αναγνωρίσασαι αυτόν. + + — Είδες ο παμπόνηρος; Ηκούσθη κατόπιν άλλη φωνή. Λέει έτσι δα, για να +μη βγουν άλλοι και τον χτυπήσουν 'ς τα δέκατα, ως να τα πάρη. Ακούς τον! + + — Ε, κυρ-Δμάκη! Εκραύγασε τότε και η γραία Φουλίτσα, αφήσασα πολύ οπίσω +την συνοδοιπόρον της. Θα 'ς τα πάρουν φέτος τα δέκατα. Χαιρετίσματα, +κυρ-Δμάκη! Μου χρωστάς και μισή οκά από πέρσι, που μου πήρες παραπάνω. + + — Και μένα μια οκά! προσέθηκεν άλλη φωνή. + + — Και μένα τρακόσια δράμια! + + — Και μένα τρεις οκάδες! + + — Και μένα εκατό δράμια! Υπέλαβον συγχρόνως πολλαί γυναίκες. + +Αλλά το ονάριον ως να επλήγη οδυνηρώς υπό των γυναικείων εκείνων φωνών +καταπτοηθέν έλαβε ταχέως την κατωφέρειαν, και τρικλίζον έγεινεν άφαντον +εις τον κάμπον. + + — Το πήρε το Ματώ, κορίτσια, το παίρνει ο κυρ-Δμάκης, ανεκραύγαζεν η +γραία Φουλίτσα, δυσκόλως αναπνέουσα από τον βιαστικόν δρόμον: + + — Θα δέσουν παντρειές τα Χριστούγεννα, μου το είπεν η μάννα της! + +Και μετ' ολίγον εν τη σιγή της νυκτός, υπό το παμφαές φέγγος της +πανσελήνου του Δεκεμβρίου ηκούετο φαιδρόν άσμα πτερυγίζον εδώ κ' εκεί ως +να προσέπαιζεν εντός της ομίχλης των ελαιοδένδρων. Όλαι ηκροώντο. + + _Δίψασ' η Πανίτσα + και πάει να πιη νερό, + κ' η μάννα τς δεν το ξέρει, + πως έκαμε γαμπρό. + + Νύσταξ' η Πανίτσα + και πάει να κοιμηθή + κι' η μάννα τς δεν το ξέρει, + πως θα στεφανωθή. + +Τα νυκτερινά τρυζωνάκια, τρυπωμένα υπό τους θάμνους του ευώδους +δριγάνου, συνώδευον αυτό γλυκύτατα διά των τρυγμάτων αυτών, ως +μονοχόρδου κιθάρας φθόγγων, φθόγγων της νυκτός και των ερήμων αγρών. + + — Είδατε! Δε σας τα είπα εγώ; Ηκούσθη τότε η φωνή της Φουλίτσας, ήτις +έσπευδεν ν' ανακοινώση εις όλας τα νέα, τα οποία ως ψύλλοι την ηνώχλουν +τόσην ώραν. Και προσέθηκεν: + + — Νά ο κυρ-Δμάκης το παίρνει το κορίτσι της Αχτίτσας. Τον ακούτε πώς +τραγδάει; Θα δέσουν της παντρειές, μεθαύριο, τα Χριστούγεννα! Σαν πάρη, +λέει, τα δέκατα, τώρα δεν αδειάζει. + + — Και σαν δεν τα πάρη; Ηκούσθη φωνή ως από τους κρυφούς της νυκτός +κόλπους, βραχνή, πένθιμος. + +*** + +Πρωί-πρωί. Χαράματα. Λέμβος υπόσαθρος, αλιάς πολλάκις εμβαλωθείσα, +ονάριον θαλασσινόν με θραυσμένην την σπονδυλικήν στήλην, προσήγγισε με +τα κουπάκια εις την αποβάθραν της νήσου. Όπισθέν της, δέσμιος μέγας +ιχθύς, ορφώς καστανόχρους ανετάρασσε τα ύδατα διά των ισχυρών πτερυγίων +του και της πλατείας ουράς. Ο λιμενοφύλαξ, ως φάσμα εξελθών από του +νέφους του εγγύς καφενείου, έλαβε τα χαρτιά από τον γέροντα αλιέα, και +μετ' ολίγον ένας όγκος μέγας και μαύρος, ως καθεύδουσα προβατίνα, +σκεπασμένη εντός της κοιλίας της αλιάδος υπό βαρείαν θεσσαλικήν χλαίναν, +εξεδιπλώθη, μακρός, υψηλός, κ' εφάνη εν τη αποβάθρα ξένος τις, ανδρικής +ηλικίας, φέρων επ' ώμων την χλαίναν και κρατών εις χείρας δισάκκιον +ελαφρόν. Το πρόσωπόν του μόνον ωμοίαζε πλέον προς αμνάδος πρόσωπον, +επίμηκες και παχύ ως φουσκωμένον. Πλην υπό τας πυκνάς και μεγάλας οφρύς +έλαμπον δύο λυγκέως οφθαλμοί, οξύτατοι, υαλιστεροί. Ο λιμενοφύλαξ +κυττάζων περιέργως τον ξένον, ηθέλησε διά νεύματος να μάθη παρά του +αλιέως τις ήτο: + + — Από το Προμύρι! + +Ο γέρω-Σταυρής, ανοίγων πρωί-πρωί το καφενείον του, κάτω εκεί εις την +σκάλαν, διά κάθε ενδεχόμενον, ίστατο επί της θύρας, εισπνέων θορυβωδώς, +ως άνθρωπος αιωνίως κρυωμένος, θέλων να περιποιηθή τον ξένον. Αλλ' +εκείνος, χωρίς ν' ατενίση καν προς το καφενείον, με το προβάτειον +πρόσωπον και τους αποκρύφους οφθαλμούς του, φέρων την βαρείαν χλαίνα και +βαστάζων το ελαφρόν δισάκκιον, εισήλθεν εις την πρώτην στενωπόν, ως +άνθρωπος γνωρίζων το χωρίον. Ο γέρω-Σταυρής, θεωρήσας προσβεβλημένον και +εαυτόν και τον καφέν του, εισέπνευσε θορυβωδώς και είπε: + + — Κάνας καλός! + +*** + +Πλην δεν είχε δίκαιον ο γέρω-Σταυρής να νομίζη, ότι καλοί ήσαν μόνον οι +πίνοντες τον καφέν του. Ο κυρ-Δημάκης, ο προμυριώτης, ήτο πολύ καλός, κ' +έγεινεν ακόμη πολύ καλλίτερος. Αναμιγνυόμενος όμως επί έτη εις την +ενοικίασιν των ελαιοδεκάτων εν τω Πηλίω, είχεν υποστή εσχάτως πολλάς +ζημίας, ανεξαρτήτως της θελήσεώς του. + + — Τώθελα κ' εγώ; έλεγε. Και ως αναπτύσσων και επεξηγών την ιδέαν του, +επανελάμβανε. + + — Βλέπεις την εληά, γεμάτη. Να σπάση. Ένα σκουλίκι όμως άξαφνα, σου +χαλά τα σχέδια. Μια νεροποντή. Ένας κατακλυσμός. Ένα σπάσιμο . . . Κάμε +με Θεό, λέει ο λόγος, να σε κάμω πλούσιο. + +Τέλος, καθυστερών ικανάς δόσεις των ενοικιάσεων, εκινδύνευε να συλληφθή +υπό της τουρκικής εξουσίας, — Το Πήλιον ήτο υπό την Τουρκίαν ακόμη. — Τι +να κάμη; Να δραπετεύση εις την αλλοδαπήν. + +Μια νύχτα λοιπόν αμέσως, ναυλόνει ένα ψαροκάικο και ιδού πρωί-πρωί εις +το εξωτερικόν ο κυρ-Δημάκης, με μίαν κάπαν κ' ένα δισάκκι μόνον, εις το +ελληνικόν έδαφος, τα οποίον αφού προστατεύη τόσους και τόσους, δεν +ηδύνατο ν' αρνηθή την προστασίαν του και εις τον κυρ-Δημάκην, ο οποίος +εχρεώστει ενοίκια χωρίς να το θέλη. Αυτό ήτο το μόνον έγκλημά του. Αλλά +σήμερον είνε τόσον κοινόν τούτο, μάλιστα εις το ελληνικόν κράτος, ώστε +δεν ήτο δυνατόν να επισκιάση τα προτερήματα του φυγάδος προμυριώτου. +Πράγματι ο κυρ-Δημάκης ήτο δραστήριος και ικανώτατος άνθρωπος. +Διεχειρίσθη τόσα χρήματα — όχι, λάδια, θέλομεν να είπωμεν. — Πέρασαν από +τα χέρια του λάδια και λάδια, φορτία ολόκληρα, τα οποία εφόρτωνεν εις +την Αγριάν διά τα Δαρδανέλλια. Είχε καταλαδωθή ολόκληρος από κεφαλής +μέχρι ποδών. Διά τούτο αι φουσκωμέναι παρειαί του εγυάλιζαν πάντοτε, ο +μύσταξ του ήτο στιλπνότατος ως από μύρων, και όταν αφήρει εν τω ναώ τον +προσφιλή γιωργούλην του, το κωνικόν πλεκτόν κάλυμμα, η κόμη του μαύρη- +μαύρη απήστραπτεν εκ της στιλπνότητος, ως πτέρωμα μαύρου πτηνού. Εις +όλας τας υποθέσεις του, τας τε κοινάς και ιδιωτικάς, συνήθισε να βγαίνη +πάντοτε _λάδι_. Εις τας δοσοληψίας του, εις τας οφειλάς του, εις τας +ενοικιάσεις του τέλος, έβγαινε πάντοτε _λάδι_. Πάντοτε _'ς τον αφρό_. +Αφού πάντοτε είχε να κάμη με λάδια; Μόνον εφάπαξ εκινδύνευσε να βυθισθή +εις τον πυθμένα — της οθωμανικής ειρκτής του Βόλου — αλλά και πάλιν +κατώρθωσε να _βγη λάδι_. + +Διά τούτο τον είδομεν πρωί-πρωί να φθάση διά της αλιάδος εις την νήσον +μας απαράλλακτος ο κυρ-Δημάκης του Προμυρίου, στιλπνός, λαδωμένος. Ως +τοιούτος, ευπροσήγορος, και ευφυής, και πολυπράγμων, εγνωρίσθη ευκόλως +μετά των νησιωτών, οίτινες ταχέως εξετίμησαν τον λιπαρόν χαρακτήρα του. +Μόνον ο δημογραμματεύς, νεανίας τετραπέρατος, γεννηθείς, ως λέγεται, με +την πένναν εις το χέρι, υπενόησε κάτι τι έκτακτον εις την άτακτον +εκείνην φυγήν του κυρ-Δημάκη και ως προσπαίζων προς αυτόν είπε ποτε εν +τη αγορά: + + — Μια λαδιά — μια χαρά — τα κατάφερες, κυρ-Δμάκη! + +Αλλ' ο κυρ-Δημάκης κατανοήσας το πνεύμα της παρατηρήσεως αυτής, απήντησε +προχείρως: + + — Κάμε με Θεό, να σε κάμω πλούσιο! Τι να σε κάμω, παιδί μου; + +Και διακόψας ηρώτησε χαριέντως: + + — Τώνομά σου, παιδί μου; + + — Θανάσης! + + — Να ζήσης, γυιε μ'! Λοιπόν, κυρ-Θανασάκη μου, να τα βάλω με τον Θεό; +Εγώ θάβγαινα — + + — Λάδι — συνεπλήρωσεν ο νεαρός δημογραμματεύς. + +Αλλ' ο κυρ-Δημάκης, χωρίς να προσέξη εις το πείραγμα, εξηκολούθησεν +ατάραχος: + + — Εγώ θάβγαινα με τρεις χιλιάδας κέρδος, παιδί μ', Θανασάκη μου. Μα τι +να σου κάμω, γυιε μου; Ένα κακό, ένας κατακλυσμός! Επήρε το μαξούλι και +πάει 'ς το καλό! + + — Γλύτωσες εσύ, μπάριμ! Συνεπέρανεν ο νεανίας. + +Εν τούτοις πλην του δημογραμματέως όστις επεφυλάσσετο, οι πλείστοι +εξετίμησαν δεόντως το επιχειρηματικόν πνεύμα του φυγάδος. Ο κυρ-Δημάκης +ήτο γνωστός εις πολλούς των κατοίκων εξ ακοής κ' εκ φήμης· είχε δε +επισκεφθή άλλοτε προ χρόνων πολλάκις την νήσον, εις ην είχε και +συγγενείς· αλλά σήμερον δεν τον ανεγνώρισαν αμέσως. Διότι αυτός ο κυρ- +Δημάκης κατ' αρχάς απέφευγεν ίσως εκ φόβου μη τον παραδώσωσιν αι αρχαί +εις την γείτονα εξουσίαν. Διά τούτο περιωρίσθη εν τη οικία απωτέρας +τινός συγγενούς του, της γραίας Αχτίτσας, προς ην μετέβη άμα ελθών εις +την νήσον. + + — Θα με έχετε τώρα εδώ. Είπε προς την γραίαν ο κυρ-Δημάκης, χαιρετίζων +αυτήν, και την νεαράν κόρην της, την ωραίαν Ματώ, στρογγύλην κ' ευτραφή +μοναχοθυγατέρα, είκοσιν ετών, με μίαν ελήτσαν χαριτωμένην εις την +αριστεράν παρειάν. + + — Μακάρι! Ηυχήθη η γραία μετά χαράς. Και περιορισθείσα, αυτή και η κόρη +της εις το σκοτεινόν και αραχνιασμένον κατώγειον, παρεχώρησαν το επάνω +πάτωμα εις τον κυρ-Δημάκην, ον εθεώρουν πλουσιώτατον. Πλην εις μάτην +ολοκλήρους νύκτας εξενύκτισαν μήτηρ και κόρη, παραφυλάττουσαι ν' +ακούσουν τον μεθυστικόν του χρυσίου ήχον. Ο κυρ-Δημάκης ήτο +προφυλακτικώτατος. Εψώνιζε λιτά τινα προσφαγία, τα οποία εκόμιζεν εις +την γραίαν μετά πολλής φειδούς. Και όταν ποτε εβιάσθη αύτη να ζητήση +παρ' αυτού νόμισμά τι προς αγοράν νωπών ιχθύων, ο κυρ-Δημάκης εξαγαγών +γλοιώδη τινα και καταλαδωμένην σακκούλαν, μόλις και μετά βίας κατώρθωσε +ν' ανακαλύψη εν αυτή μίαν οθωμανικήν εικοσάραν. Μορφασμός απελπιστικός +εσχηματίσθη εις τα χείλη της γραίας Αχτίτσας. Και η μαύρη εληά της κόρης +της εδιπλασιάσθη εκ της αποκαλυφθείσης πενίας του συγγενούς των. + +Ούτω λοιπόν έζη άγνωστος. Πρώτος δε πάντων, μετά μήνα ολόκληρον, +ανεγνώρισεν αυτόν ο γέρων παντοπώλης, ο κυρ-Βαρσαμός, πολλάκις +ταξειδεύσας εις την απέναντι θεσσαλικήν χώραν του Πηλίου, ίνα προμηθευθή +πατάτες και σεσηπότα κάστανα, άτινα επώλει εις τα λαίμαργα παιδία, μια +πεντάρα τρία. + + — Και να βρίσκωνται! Παρετήρει επιβάλλων σιωπήν εις τα παράπονά των. + + — Ορίστε κυρ-Δμάκη! τω λέγει ημέραν τινά ο κυρ-Βαρσαμός, ροφών δύο +συγχρόνως πρέζας ταμβάκου: + + — Καλώς ώρισες, αδελφέ μου! Πότε με το καλό; + +Ο κυρ-Δημάκης θα επροτίμα ν' αποφύγη αυτάς τας περιποιήσεις και +κολακείας. Αλλ' ήτο αδύνατον να κρυβή πλέον. Τω εξωμολογήθη λοιπόν τα +πάντα. + + — Αυτά είνε μονάχα; Παρετήρησεν ο κυρ-Βαρσαμός, ροφών άλλας δύο πρέζας. +Και τείνων προς τον αρχαίον φίλον του την ταμβακέραν: + + — Πάρε, αδελφέ μου, πάρε! + +Μήνα ολόκληρον τότε ο κυρ-Δημάκης ειργάζετο εις τακτοποίησιν των +λογαριασμών του κυρ-Βαρσαμού. + + — Ο Θεός σ' έστειλεν, αδελφέ μου! Δεν εύρισκα άκρη. Αλλ' ο κυρ-Δημάκης +εύρε τέλος άκρη και τον έβγαλε λάδι τον φίλον του, όστις εκινδύνευε να +κηρυχθή εις πτώχευσιν. + +Κατήντησε μετά ταύτα αυτός ο δήμαρχος να καταφύγη εις την εμπειρίαν του +φυγάδος, ότε ηθέλησε να καταστρώση τους απολογισμούς τριών ετών, +καταναγκαζόμενος υπό του νομάρχου. + + — Δυο στο λάδι, μια στο ξύδι, τρεις στο λαδόξυδο! Εφώνησεν ο κυρ- +Δημάκης, περατώσας τους απολογισμούς του δημάρχου. + + — Αυτό δεν το ήξευρα! Εθαύμαζεν ο δημογραμματεύς; αρχίζων να εκτιμά την +αξίαν του φυγάδος! Αν ερωτάτε περί του εισπράκτορος; Μετ' αυτού συχνά +εξεφάντωνε. Ταύτα όμως διά τον κυρ-Δημάκην δεν ήσαν δουλειά. Ο κυρ- +Δημάκης, περιελθών τον εκτεταμένον ελαιώνα της νήσου, ωσφράνθη εκεί μέσα +το παρελθόν αυτού το πλούσιον, το αναπαυτικόν, το επικερδές και δεν +ηδύνατο έκτοτε να ησυχάση. + + — Θ' αγοράσ' εληώνιδες! Εψιθύριζαν προς αλλήλας αι γραίαι, βλέπουσαι +αυτόν ανερευνώντα τους ελαιώνας. Αφ' ότου έφυγε νύκτα από την πατρίδα +του, τω εφαίνετο ότι ήτο εκτός του στοιχείου του, ψάρι έξω από το νερό. + + — Γέρω-Βαρσαμέ, λέγει ημέραν τινά προς τον φίλον του παντοπώλην. Ξέρεις +καμμιά δουλειά π' να γίνεται χωρίς κεφάλαια: + +Ο γέρω-Βαρσαμός εσκέπτετο, κτυπών διά του λιχανού την ταμβακέραν του. + + — Εγώ να σ' πω, εγώ να σ' πω. Εξηκολούθησεν ο κυρ-Δημάκης. Και +πλησιάσας εις το ους, τω λέγει κρυφίως, ως να μη ήθελε να τον ακούση +κανείς τάχα: + + — Να πάρουμε τα δέκατα! + + — Μα ξέρω 'γώ, μα είνε κίνδυνος, μα να ιδούμεν! Εψέλλιζεν ο κυρ- +Βαρσαμός, όστις, επειδή ο κυρ-Δημάκης επέμεινε, λέγει τότε: + + — Ξέρεις τίποτα; Εδώ έχουμε και φυλακές! + + — Μη σε μέλει από τέτοια, γέρω Βαρσαμέ. Και μετά σιωπήν, παρατηρών +αυτόν κατά πρόσωπον, κράζει: + + — Κύτταξέ με καλά! + +Ο κυρ-Βαρσαμός τον έβλεπε σιωπηλός, ως να ήθελε να τον ζωγραφίση. + + — Καλά, καλά! φωνάζει ο γέρω-Δημάκης. Μέσα 'ς τα φρύδια! + + — Ο κυρ-Βαρσαμός τότε, αντικρύσας το οξύ βλέμμα του θεσσαλού φυγάδος, +κεκρυμμένον υπό τας πυκνάς οφρύς, δεν αντέσχε και κατεβίβασε τους +οφθαλμούς. + + — Ε, μη σε μέλει. Μια υπογραφή σου μόνον, και θάχης κέρδη όσα θέλης. + +Μετά δύο-τρεις επισκέψεις εις τους ελαιώνας, ο κυρ-Δημάκης υπελόγιζεν +ακριβώς το ποσόν της συγκομιδής. Διά τούτο και εις το Πήλιον πάντοτε +ουδείς ηδύνατο να κτυπήση αυτόν εις τας δημοπρασίας. Απερίγραπτος λοιπόν +ήτο η χαρά του κυρ-Βαρσαμού, όταν μετά την συγκομιδήν της πρώτης +ενοικιάσεως ελάμβανε παρά του κυρ-Δημάκη πεντακοσίας δραχμάς, δώρον διά +την υπογραφήν, ην είχε χορηγήση ως εγγύησιν εις τον τολμηρόν φίλον του, +εις ον είχον κατακυρωθή τα δέκατα. Τούτο επανελήφθη τρις επί τρία συνεχή +έτη. Με μεγάλην έκπληξίν των τότε οι άνθρωποι είδαν τον κυρ-Βαρσαμόν να +επανέρχεται από την Σύρον με φορτίον εμπορευμάτων, κάσσες και κασσέλες +και αντί γεωμήλων να έχη πλέον καφέδες, και αντί καστάνων και λεμονίων, +μοσχοκάρυα και χαλβάδες εις το μικρόν μαγαζείον του. Αλλά το τέταρτον +έτος ο κυρ-Βαρσαμός, συνηθίσας να εργάζεται και κερδίζη άνευ κεφαλαίων, +εζήτησεν επιμόνως να προσληφθή παρά του κυρ-Δημάκη ως σύντροφος. + + — Καλή δουλειά! έλεγε προς αυτόν, ροφών δύο πρέζας. + + — Τόσον καλή, απήντησεν ο κυρ-Δημάκης, λαμβάνων και αυτός μίαν πρέζαν, +ώστε δεν έχω ανάγκη πλέον της υπογραφής σου. Και απέκρυψεν υπό τας +δασείας οφρύς του το οξύ βλέμμα του, παρουσιάσας ενώπιον του +κερδαλεόφρονος παντοπώλου έν πρόσωπον προβατίνας μόνον, πλαδαρόν, +στιλπνόν και άκακον. Ο κυρ-Βαρσαμός απέμεινε με την δευτέραν πρέζαν εις +χείρας απολιθωθείς. Ο Θεσσαλός φυγάς είχεν αποκτήσει κεφάλαια πλέον. + +*** + +Τα έτη εκείνα εγίνετο τακτικώς η ελαιοφορία, πλουσιωτάτη κατά διετίαν. +Περί τον Μαίον, ότε αι ελαίαι, ανθίζουσαι, απλούνται κατάλευκοι εις την +πεδιάδα, ως χιονισμέναι, ονάριον παχύ και ζωηρόν, στακτόχρουν, με δύο +μαυράδια άνω των οφθαλμών, ως τις ιερός Άπις, περιήρχετο χοροπηδούν εκ +της χαράς από ελαιώνος εις ελαιώνα, φέρον επί του μαλακού σάγματός του +άνθρωπον, εύμορφα εξυρισμένον, με πλαδαρόν και επίμηκες αμνάδος +πρόσωπον, λειότατον ως φουσκωμένον, με δύο οξυτάτους λυγκέως οφθαλμούς +υπό τα μαύρον των οφρύων δάσος, καλύπτοντα την κεφαλήν με της πατρίδος +του τον καστανόχρουν γεωργούλην και τα νώτα με βαρείαν θεσσαλικήν +χλαίναν, εν ώ οι πόδες του με τας λευκάς μαλλίνας περικνημίδας εκρέμαντο +ακίνητοι με τα μαύρα γεμενιά ως δύο ξηρά ξύλα, ανασυρομένου μέχρι +γονάκων του βρακίου. + +Ήτο ο δεκατιστής. + +Ούτως επωνόμαζον πλέον οι νησιώται τον κυρ-Δημάκην, συνηθίσαντες τόσον +εις την παρουσίαν του, ώστε αν ηφανίζετο καμμίαν ημέραν, εφρόνουν ότι θα +ηφανίζετο μετ' αυτού και η ευφορία των ελαιών. Αυτάς πρώτος, και προ της +ανθίσεως ακόμη, ότε μόλις εσχηματίζετο ο κάλυξ τον Απρίλιον, έφερεν εις +το χωρίον την είδησιν: + + — Δείξανε η εληές! + +Αυτός πρώτος πάλιν ανέπνεε τα πρώτα αρώματα του λευκού αστερίνου άνθους, +ανοίξαντος πλέον, κ' εκόμιζε την χαρμόσυνον είδησιν εις το χωρίον κρατών +συνάμα και μικρόν κλωνίον διηνθισμένον, ως ζωγραφιστόν, μάλλον εύελπις +και από την περιστεράν εκείνην της Κιβωτού. + + — Ανοίξανε η εληές! + +Έκτοτε δεν έπαυε παρακολουθών την ανάπτυξιν και την υγείαν του άνθους +καθ' όλα τα επικίνδυνα στάδια, ως ιατρός, εξετάζων εκ του σύνεγγυς τας +σταφυλάς των ανθυλλίων, μη σχηματισθή σκώληξ και έξαφνα μεταβληθώσιν εις +κεκονιαμένην αράχνην, μη τα καύση ο λίβας, πνέων από της Θεσσαλίας ως +από φούρνου, μη τα μαδήση ο υετός, ότε τέλος πάντων ηκούετο εσπέραν τινά +διαλαλών, κήρυξ ευάγγελος: + + — Δέσανε η εληές! + +Πλην πόσα στάδια ακόμη, στάδια φόβου κι' ελπίδος, παλμών και αγρυπνιών, +και της σταφίδος επιφοβωτέρων, έχει να διέλθη ο μικκύλος εκείνος καρπός, +έως ου αναπτυχθή τελείως, έως ου γείνη καταπράσινος διά στούμπισμα — τ' +Αηλιά στούμπα εληά — έως ου γείνη ευώδης χαμάδα, έως ου μαυρίση ως της +ωραίας Ματώς η γλυκεία ελήτσα, έως ου γείνη έλαιον — ω χαρά! έως ου σωθή +από τους δεκατιστάς και ριφθή ευώδες και διαυγές εις της Σαραφθίας τον +περιπόθητον καμψάκην! Εις όλα αυτά τα στάδια, ο φοβερός δεκατιστής, +μυθικός Κένταυρος, αχώριστος του οναρίου του, παρηκολούθει τον +ελαιοκαρπόν, φέρων εις τους νησιώτας επιμελώς τας ειδήσεις του. + +Αλλ' είχε και άλλους συντρόφους εις τας επιθεωρήσεις του τας συνεχείς. +Την απροστάτευτον χήραν, η οποία εκ του καρπού αυτού αναμένει την +προστασίαν. Την πτωχήν ορφανήν, η οποία με τον καρπόν αυτόν θ' +αποκατασταθή εις τον κόσμον. Τον δύσμοιρον κτηματίαν, ο οποίος με τον +καρπόν αυτόν θα θρέψη τα τέκνα του, αναμένοντα ως τα μικρά μισιργούδια +εν τη φωλεά των, με ανοικτά τα στόματα: + + — Σκουλίκι έπεσε! + + — Δεν δέσανε καλά! + + — Πέφτουν αλάκερα σταφύλια! + + — Της πήρε το ποτάμι! + +Όλα αυτά τα γογγύσματα είνε τόσαι πικρίαι και τόσαι θλίψεις, με τας +οποίας συνθλίβεται επιπόνως και φαρμακερώς διά τον κόσμον, το έλαιον, το +γλυκύτατον έλαιον, το ευλογημένον έλαιον, των πτωχών το έλαιον, των +αγίων το έλαιον! + +Αλλ' ο κυρ-Δημάκης είχεν άλλους φόβους καθ' όλον το μετά ταύτα διάστημα +και άλλαι θλίψεις ετάρασσον το δεκατιστικόν πνεύμα του. + + — Μη έβγη άλλος και τον κτυπήση! + + — Μη πάρη ακριβά τα δέκατα! + + — Μη του τα πάρουν τα δέκατα! + +Δια τούτο μέχρις ου κατακυρωθώσιν αυτά επ' ονόματί του, ήτο σφόδρα +απαισιόδοξος. Είχε καταιβασμένα τα μούτρα ως ο όνος του, όταν ήτο +νήστις, και σχεδόν από τας οφρύς του απέσταζαν δάκρυα. + + — Τίποτα φέτος! + + — Πέφτει ο καρπός! + + — Κάηκε ο καρπός! + +Την δε εσπέραν εις το παντοπωλείον του κυρ-Βαρσαμού, εξάγων με +αναστεναγμούς από του κόλπου του, επεδείκνυεν ελαίας τινάς εν τη παλάμη +του, σκωληκοφαγωμένας, βουλωμένας, ξηράς. Οι αντίπαλοι του άπειροι, +αδαείς, δειλοί, απεσύροντο. Μόνον ο κυρ-Βαρσαμός, τολμήσας ποτέ να τον +αντιμετωπίση εν τη δημοπρασία εφόβισε τόσον τον κυρ-Δημάκην, ώστε +ηναγκάσθη να χώση εις την χείρα του πέντε εκατοστάρικα, ίνα αποσυρθή. +Όπερ συνήθιζεν έκτοτε να πράττη ο πονηρός παντοπώλης, αρεσκόμενος εις τα +χωρίς κεφαλαίων κέρδη, ότε εκίνει μετά ταύτα τον θαυμασμόν των κατοίκων +επανερχόμενος εκ της Σύρου, όπου ήνοιξε σημαντικάς πιστώσεις, +εμπορευόμενος πλέον και πανικά. Και τότε μετά την κατακύρωσιν, ατάραχος +πλέον ο φοβερός δεκατιστής εμπαινόβγαινεν εις το παντοπωλείον του φίλου +του, κινών τον φθόνον του δημογραμματέως, όστις με την πένναν εις χείρας +πάντοτε, πολύ προσεπάθει ν' ανακαλύψη το μυστικόν του κυρ-Δημάκη: + + — Πάλι λάδι ο κυρ-Δμάκης! + +Αλλά τότε ήρχιζεν άλλη εργασία ομοίως επίπονος, ταραχώδης, επιμελής: + + — Πουθενά αλλού φέτος λάδια! + + — Θ' ακριβήνη το λάδι! + + — Δυο δραχμάς θα πάη! + +Και παρώτρυνε τον κόσμον να επιμελήται σφοδρότερον την συλλογήν. +Ηγείρετο την αυγήν με το ονάριόν του, και έτρεχε και αυτός εις τους +ελαιώνας με τας φαιδράς συντροφίας των γυναικών, αίτινες αφού πίωσι +κανένα σερμπέτι, ή φάγωσι τηγανίτας ή πολτόν εξ αραβοσιτίνου αλεύρου, +θερμαντικώτατον, εξέρχονται πρωί πρωί, κρατούσαι εις χείρας τας κόφας +κενάς, και ως χλανίδια θέτουσαι περί την κεφαλήν τους κενούς σάκκους, +ίνα προφυλάσσωσι τα τρυφερά νώτα των από του χιονώδους βορρά. + + — Ά, να προφθάσουμε, κορίτσια, ηκούετο ο κυρ-Δημάκης πανταχού παρών, κ' +είνε τώρα μικρή η ημέρα! Και ούτε ανασασμόν δεν έπαιρνον αι νεαραί +γυναίκες, πολλαί αυτών καθ' οδόν τρώγουσαι τα σύκα των ή την γρήτσαν — +την μεγάλην τηγανίταν — ηλειμμένην με πετιμέζιον, ίνα μη χάσωσι καιρόν. +Άλλοτε πάλιν εύρισκεν άλλας συντροφιάς εις τα ρεύμα την μεσημβρίαν, +καθημένας παρά τον ρύακα επί της χειμερινής πόας, εις το λιτόν γεύμα +των, εγγύς των μύρτων και των βαΐων, γευομένας ευαρέστως την λαδωμένην +πλακόπιτταν, ην έψησαν την νύκτα επί πλακός εν τη εστία, και τας ευώδεις +χαμάδας, ενώ παρέκει ο κόσσυφος κελαδών ετσιμπούσε τα κούμαρα. + + — Ακόμα τρώτε κορίτσια; Πάει ο ήλιος. Προσεφώνει ο φοβερός δεκατιστής. + +Καί ποτε τόλμησε να είπη προς τινα συντροφίαν ωραίων νεανίδων, +γευματιζουσών: + + — Μη τρώτε πολλές χαμάδες, κορίτσια, γιατί θ' ασχημίσητε! + +Περί την εσπέραν πάλιν αλλαχού συνήντα εργάτιδας άλλας σπευδούσας εν τη +συλλογή: + + — Α, κορίτσια, τζάχτι και σας πήρε η νύχτα! Και αι εργάτιδες, κύπτουσαι +υπό τα κατάκαρπα δένδρα, συνέλεγον μίαν προς μίαν την μαύρην ελαίαν, την +στιλπνήν, ως τα ματάκια των τα κατάμαυρα ελαίαν, άδουσαι συνάμα είτε +κατά μόνας είτε κ' εν χορώ, αψηφούσαι των ακανθών τους πικρούς νυγμούς +και του βορβόρου πολλάκις τον ρύπον, βυθίζουσαι μέχρι αγκώνος τους +απαλούς των βραχίονας υπό τους φαρμακερούς θάμνους της τρικοκκιάς όπου +έτυχε να εισδύσωσιν ίσως ελαίαι, τιναχθείσαι εκεί υπό της βιαίας του +μαΐστρου ριπής. + + — Έτσι μαζόνουν της εληές; Έλεγεν ενίοτε εις καμμίαν χήραν, ελέγχων +αυτήν, διότι άφησεν ίσως καμμίαν ελαίαν, κυλισθείσαν κάτω, μακράν εις το +ρεύμα. + + — Ας πάρη και το ρέμα! απήντα η χήρα. Όλες η δεκατιστήδες θα τες +πάρουν; + +Και όταν ενύκτωνε πλέον, και ο κυρ-Δημάκης επανήρχετο εις την πόλιν, +ακόμη και τότε παρώτρυνε να εργάζωνται εν τη συλλογή του καρπού, αν ήτο +δυνατόν, να ξενυκτούν εργαζόμεναι αι γυναίκες: + + — Ακόμα δεν βασίλεψε ο ήλιος, κυρά μου! + + — Είνε μεγάλα τα φρύδια σ', κυρ-δεκατιστή μ', και δε θα γλέπς καλά! +Ετόλμησε να είπη τις των γυναικών πλύνουσα τας χείρας της εις τον +καθαρόν ρύακα και συγχρόνως καί τινας απαλούς μύκητας τους οποίους, +συλλέγουσα τον καρπόν, επέτυχεν υπό τινα κόμαρον, ξανθολεύκους, +ευωδιάζοντας βουνόν. + +Αλλ' έβλεπε πολύ καλά, ο κυρ-Δημάκης. Έβλεπε το συμφέρον του να παραχθή +όσον το δυνατόν περισσότερον έλαιον. + +*** + +Πλην πότε εκοιμάτο αυτός ο άνθρωπος; Όταν ήρχιζεν η έκθλιψις του ελαίου +εις τα ελαιοτριβεία, ήτο πρώτος. Αντί του οναρίου του είχε τον Γιάννην, +τον μογιλάλον υπηρέτην του, ευφυέστατον κ' εργατικώτατον άνθρωπον, +ομιλούντα και συνεννοούμενον διά των νευμάτων και των σχημάτων +τελειότατα, τη συνδρομή και τίνων μονοσυλλάβων, τα οποία κατώρθωσε να +διδάξη αυτόν ο κυρ-Δημάκης, όστις ανακαλύψας την ευφυίαν του +εχρησιμοποίησεν αυτόν εις την συλλογήν των δεκάτων, εμπιστευόμενος εις +την πονηρίαν του ως εις εαυτόν. Φορών βαρέα ρωσικά υποδήματα ο +δεκατιστής, με το προβάτινον πάντοτε πρόσωπον και τους αποκρύφους του +οφθαλμούς, με τον καστανόχρουν γιωργούλην του, και την θεσσαλικήν +χλαίναν, έχων ανασηκωμένην οπίσω και δεδεμένην περί την οσφύν την σέλλαν +του βρακιού του, επεθεώρει τα ελαιοτριβεία, ενώ ηκολούθει κατόπιν του +άφωνος ο Γιάννης, βαστάζων μέγαν ασκόν επ' ώμων, ίνα συλλέγη το δέκατον, +και το εκ λευκοσιδήρου μέτρον. Τον είχε διατάξει ο αυθέντης του να τον +εξυπνά εις το πρώτον λάλημα του πετεινού: + + — Στον πρώτον ύπνο! Γιαν! κούκου! Εκραύγαζε κ' ασχεδίαζε διά των +νευμάτων, έως ου εννοήση ο μογιλάλος. + + — Κιμίκρ; Ηρώτα ο υπηρέτης, δι' αυτής της μόνης δισυλλάβου λέξεώς του, +εκφράζων όλας τας εννοίας και ονομάζων όλα τα αντικείμενα. Και ακριβώς +την ώραν εκείνην, μέσα εις τον πρώτον ύπνον του, ήκουεν ο κυρ-Δημάκης +κρότον ελαφρόν ως κλέπτου, εις την θύραν του κοιτώνος του και την φωνήν +του μογιλάλου, βάρβαρον, δύσηχον: + + — Κιμίκρ; κου! κου! + + — Κιμίκρ! απήντα έσωθεν ο κυρ-Δημάκης εγειρόμενος πάραυτα, ως λαγωός. +Και ιδού ηκούετο το πρώτον λάλημα του πετεινού. Η γλυκυτέρα ώρα του +ύπνου, ώρα καθ' ην φεύγουν τα φαντάσματα και η ψυχή μας αναπαύεται τότε +εις όνειρα ηδύτερα, μαλακώτερα, πλέον άυλα. Η ώρα, καθ' ηνηγείρετο ο +τρομερός του χωρίου δεκατιστής. Και έως ου πλυθή και ενδυθή, ο μογιλάλος +έτοιμος, φέρων εις χείρας τον κενόν ασκόν εύμορφα-εύμορφα συνεπτυγμένον +και δεδεμένον περί τον λαιμόν, ίνα μη ρυπαίνωσιν αυτόν τα κατασταλάγματα +του ελαίου, διά των αποκρύφων μονοσυλλάβων του, και των αποκρυφωτέρων +νευμάτων του, ων όμως την μυστικήν έννοιαν ευκόλως κατενόει ο πανούργος +δεκατιστής, ανεκοίνου προς αυτόν τας σκέψεις του, τας υπονοίας του περί +καταχρήσεων εν τοις ελαιοτριβείοις τυχόν, τα σχέδιά του, όλα τακτικά και +καθαρά, καθαρώτερα ή αν ωμίλει την ωραιοτέραν γλώσσαν. + + — Κιμίκρ! Ηρώτα ο κυρ-Δημάκης, πλέον σύννους και από τον αρχαίον +έλληνα, τον προσπαθούντα να εξηγήση τον δοθέντα εις αυτόν χρησμόν παρά +της ομοίως μογιλάλου Πυθίας. + +Εξήρχοντο. Το χωρίον εκοιμάτο ακόμη. Νυξ παγερά του Δεκεμβρίου. Γαλήνη +χιονώδης και κρύα νηνεμία. Ομίχλη ελαιοκαπνού, σύννεφον, σχηματισθέν, ως +από εστιών απειραρίθμων λουκουμαδοποιείων, κατεκάλυπτε τους οικίσκους +και τον λιμένα, πυκνωθέν εις μίαν ατμοσφαίραν, όζουσαν ελαίου και +τηγανίτας. Ο χρυσούς μεσονύκτης, ο Άρης, του μεσονυκτίου το λαμπρότατον +άστρον, ηκτινοβόλει προς δύσιν αιθερίως, ως μυστηριώδεις πανόπτης +οφθαλμός. Ήδη τα ελαιοτριβεία είχον αρχίσει την εργασίαν των, εκ των +πυραύνων των οποίων εξήρχετο ο ελαιώδης καπνός, η πνοή της καιομένης +πυρήνας. Βαρέα τινά πατήματα ως λαθρεμπόρων, ηκούοντο εις τας στενωπούς, +αίτινες εβούιζον υποκώφως. Οι εργάται από των οικιών μετεκόμιζον εις τα +ελαιοτριβεία τας ελαίας προς έκθλιψιν. Φώτα από τινων μικρών θυρίδων, +ήρχιζον να φέγγουν εδώ κι' εκεί ως κανδήλαι εικονοστασίων. Εις τα +Κοτρώνια ηκούοντο η Σταύραινες — πέντε-έξ αδελφαί ορφαναί — πρώται- +πρώται μεταβαίνουσαι εις τα κτήματά των, εύλαλος της Κεχριάς συντροφιά, +διαχέουσα έξαλλον ζωήν εις την σιωπηλήν εκείνην ερημίαν. + + — Καλημέρα, παιδιά! Εχαιρέτιζε πλυμένος, φαιδρός, ως να εχόρτασεν +επτάωρον γλυκύν ύπνον, ο δεκατιστής, εισερχόμενος εις το πρώτον +ελαιοτριβείον και μόλις διακρίνων εν μέσω του καπνού τους περί την +μηχανήν εργαζομένους. + + — Καλημερούδια, κυρ-Δμάκη! Αντεχαιρέτιζεν ο αρχιεργάτης, με λαδωμένον +υαλίζοντα ως βαύκαλιν υψηλόν κούκκον και ρυπαράν ποδιάν, απτόμενος +ελαφρά-ελαφρά του μοχλού — της μακράς δρυίνης μανέλλας, — της +περιστρεφούσης τον κοχλιώδη σιδηρούν άτρακτον, μόνον ίνα διευθύνη την +κίνησιν, ενώ τρεις άλλοι νεανίαι ως λαδωμένοι ποντικοί, ακτένιστοι, +χασμώμενοι, μόλις εγερθέντες — η πρωινή φρουρά — εντός της ομίχλης, +παραπλεύρως της μηχανής, περιέστρεφον επιμόχθως τον _αργάτην_ τον +προσέλκοντα τον μοχλόν, την παχείαν μανέλλαν, διά χονδρού καραβοσχοίνου +περιελισσομένου περί αυτόν. Και ηκούοντο οι τριγμοί του ατράκτου, +κοχλιουμένου εντός του όγκου του δρυίνου βουρδουναρίου, όπερ ως αρχαίον +δωρικόν επιστύλιον, με σιδηρούς κρίκους περιεσφιγμένον, επιστεγάζει τους +δύο κίονας της ελαιοθλιπτικής μηχανής, τριγμοί φοβεροί ως μυκηθμοί +σφαζομένου ταύρου, θρηνώδεις στεναγμοί ραγιζομένης αιωνοβίου δρυός, να +πέση να θραυσθή. Και ο άτρακτος κατήρχετο ολονέν συστρεφόμενος εν τω +κοχλία, συνθλίβων, πιέζων τας υπ' αυτόν τριχίνας πάνας, εικοσιτέσσαρας +τον αριθμόν, κ' έρρεεν από των αραιών πλεγμάτων αυτών στάγδην το έλαιον, +ύδατι θερμώ, ανάμικτον. Και όσον συνεθλίβετο το εις τας πάνας ένδον +περιτυλιγμένον λάμα — η πολτώδης μάζα των συντριβεισών ελαιών — τόσον αι +σταγόνες μεταβάλλοντο εις ελαιώδεις σταλακτίτας, καστανοξάνθους, +αναπέμποντας χρυσοπρασίνους μαρμαρυγάς εν τω φωτί, της από του +επιστυλίου κρεμαμένης μεγάλης λυχνίας, κατασταλάζοντες και πληρούντες τα +κοίλα χείλη του τετραγώνου βάθρου της μηχανής, έλαιον αχνίζον, ως το +αίμα εις τους βωμούς των αρχαίων, εισρέον εις την βαθείαν κοπάναν, +δρυίνην τετράγωνον λεκάνην. + + — Φόρτε! εκέλευσεν ο αρχιεργάτης, όταν συνεπληρώθη η μία στροφή του +ατράκτου, εκτεθέντος του σχοινίου του μοχλού. Οι νεανίαι έπαυσαν τότε να +στρέφωνται, ανέκυψαν. Είς εξ αυτών εποτυλίσσει το περί τον αργάτην +σχοινίον, περιστρέφων αυτόν διά ταχείας κινήσεως ως σβούραν, ο δε +αρχιεργάτης εκβαλών τον μοχλόν, την μανέλλαν, έθηκεν ήδη αυτήν εις την +άλλην οπήν του ατράκτου, ίνα πάλιν αρχίση νέα στροφή αυτού μετά +φοβερωτέρου τριγμού όλης της μηχανής, τριγμού καθελκυομένου εις την +θάλασσαν πλοίου. Εις το διάστημα τούτο της ελαχίστης αναπαύλας, είς των +νεανιών εύρε καιρόν να γελάση με τον μογιλάλον, όστις ίστατο εκεί κρατών +τον κενόν ασκόν με βλέμματα ανακριτού: + + — Γιαν! κιμίκρ! + + — Κιμίκρ! απήντησε και ο μογιλάλος. Και διά νεύματος και σχήματος +ηρώτησεν αν έκαμαν τηγανίτες. + + — Γιαν! Νά! κιμίκρ! Απήντησεν ο νεανίας. Και έδειξεν εις τον μογιλάλον +τον πύραυνον του ελαιοτριβείου, μέγαν και φοβερόν, ως της Κολάσεως εν +ταις αγιογραφίαις, ένθα βράζει η πίσσα. Πράγματι, εν μέσω πυκνοτάτου +καπνού, χήρα μεσήλιξ, με κατάμαυρην μανδήλαν και κατακόκκινον πρόσωπον, +παρά το παμφάγον πυρ, ησχολείτο επιμελώς κατασκευάζουσα και ψήνουσα +τηγανίτας. Αι πυρήναι, — τα λείψανα των εκθλιβομένων ελαιών — δι' ων +καίωνται των ελαιοτριβείων οι πύραυνοι, εξέπεμπον φλόγας ως κάμινος, +αίτινες αδηφάγοι πύρινοι γλώσσαι, περιεζώννυον την τεραστίαν χύτραν, +μεγαλειτέραν και της του μαγειρείου του ρωσσικού μοναστηρίου, εν η +βράζει το ύδωρ, το χρησιμεύον, ίνα βρέχωνται αι πάναι, και μη απομένη εν +αυταίς έλαιον άθλιπτον. Εγγύς εκεί, παιδίον υπηρετικόν ήντλει ύδωρ +φρεάτιον διά σιδηράς αντλίας, πληρούν την φοβεράν χύτραν και συγχρόνως +εσώρευεν υπ' αυτήν πυρήνας, εν ώ αι φλόγες κροταλίζουσαι, περιεκύκλουν +όλον τον πύραυνον. Διά τούτο η μαύρη χήρα ολονέν προς τα έξω απέσυρε τας +παρειάς της και το τηγάνιον, κινδυνεύουσα να περιζωσθή υπό των φλογών. +Τότε ο μογιλάλος την είδε και είπε σταθείς άνωθέν της: + + — Κιμίκρ! + +Όλα τα πράγματα, ως είπομεν, έμψυχά τε και άψυχα, κιμίκρ εκάλει ο +πονηρός μογιλάλος, καταρτίσας ούτω γλώσσαν απλουστάτην, μονόλεξον. + + — Πας 'ς το παππού μ! Εκραύγασε τότε η χήρα εννοήσασα, ότι ήλθεν ο +δεκατιστής. Και στραφείσα είπε προς τον κυρ-Δημάκην ιστάμενον κατωτέρω +υψηλά, επί λόφου πυρήνας, ως κήρυκα, με το πρόσωπόν του το παχύ και +στιλπνόν, εύχαριν, γαλήνιον ως να εχόρτασεν ύπνον. + + — Βρυκολάκιασες πλεια. Δεν σε κολλάει ο ύπνος, θαπώ; Εσύ μ' αυτά τα +δέκατα θα ξεμπερδέψης! + + — Οκτώ χιλιάδες εμέτρησα σήμερα, κυρα-χήρα. Την πρώτη δόσι! Τ' ακούς; +τ' ακούω, πες! + + — Ναι, μα νάχωμαι και νου μας, εξηκολούθησεν η χήρα τηγανίζουσα, το +μέτρο είνε μεγάλο. Κατάλαβες; + + — Και τι ήθελες, κυρα-χήρα; νάνε ξύγκικο; + + — Είνε, λέει, 10 δράμια μεγαλείτερο από τες πέντε οκάδες, όπως πρέπει +να είνε το μέτρο. + + — Τόσο καλλίτερα, που είνε μεγαλείτερο. + + — Ναι μα είνε για σένανε όχι για μένανε. + +Ο δεκατιστής ιδών ότι η χήρα δεν ηπατάτο, υπέλαβεν: + + — Ου, καϋμένη κυρα-χήρα, δέκα δράμια μεγάλη δουλειά! + + — Δέκα από μένα, δέκα από την άλλη. Κατάλαβες κυρ-Δημάκη; Την στιγμήν +εκείνην η κάμινος ανέλαμψε φαεινώς, του παιδός σωρεύσαντος νέαν πυρήνα, +κ' εφάνη υπό το δάσος των οφρύων το οξύ και λάμπον βλέμμα του +ενοικιαστού, όπερ αισθανθείσα η χήρα επ' αυτής ισχυρώς αντανακλώμενον, +κατεβίβασε την μανδήλαν της. + + — Νά, αυτός ο μουγγός φταίει κυρα-χήρα! Είπε πραΰνων αυτήν ο κυρ- +Δημάκης, φοβούμενος μήπως διαδοθή ότι το μέτρον του ήτο πράγματι +μεγαλείτερον κατά 10 δράμια. + + — Έχω, κατάλαβες, εξηκολούθησε, δυο μέτρα, ένα παληό και ένα +καινούργιο. Το παληό τα είχα 'ς το Προμύρι. + + — Τότες που θα σε φυλάκωναν και τώστριψες; + + — Κοροφέξαλλα! Πιστεύεις τι λένε; — Λοιπόν του είπα του μουγγού να +παίρνη τα καινούργιο που είνε σωστό. Μα αυτός όλο λαθεύει και ξεχνά. + + — Κιμίκρ! Εψέλλισεν ο μογιλάλος, εννοήσας ότι περί αυτού ελάλουν, και +συγχρόνως από μέσα από το παλαιόν μέτρον, όπερ εβάσταζεν εξήγαγε το +νέον, απαστράπτον, εκ λευκοσιδήρου. + + — Νά, λοιπόν κυρά-χήρα! Να μη παραπονιέσαι. Εμείς δεν θέλομε ν' +αδικήσωμε κανένα. Και φουσκώσας τας παρειάς του καταυγαζομένας υπό του +φωτάς είπε: + + — Το άδικον ουκ ευλογείται! + + — Κιμίκρ! Υπέλαβεν επιδοκιμάζων και ο μογιλάλος και ζητών να λάβη μίαν +τηγανίταν, αίτινες ευωδίαζον εκεί, σωρός, εντός μεγάλου ωοειδούς +πινακίου. + + — Εμείς 'ς το Προμύρι είχαμε μεγαλείτερο μέτρο, μα αφού εδώ σεις θέλετε +μικρότερο, μάλιστα, το μικρότερο κυρά-χήρα, να μη παραπονιέσαι. Εγώ δεν +θέλω να παραπονιέσαι. + + — Αυτά να τα πης 'ςτον κλήδωνα, κυρ-Δμάκη. + +Ούτως ο κυρ-Δημάκης ήτο πρόχειρος να διορθόνη τα πάντα, κατά τας +απαιτήσεις των κτηματιών. + + — Ιδιότροποι! Επανελάμβανε θέλων να καλύψη ούτω την κατάχρησίν του. + +Την στιγμήν εκείνην θόρυβος ηκούσθη κάτω εις την κατέναντι γωνίαν του +ελαιοτριβείου, όπου περιεστρέφετο ο λίθος, ο συνθλίβων τας ελαίας και +μεταποιών αυτάς εις λάμα. Είχεν αρχίσει την εργασίαν του ο Νικόλας ο +Κοψαχείλης, διά τρομακτικών φωνών διευθύνων τον ημίονόν του, κυλίοντα το +μάρμαρον και συνάμα διά του σιδηρού πτύου ωθών υπ' αυτό τας ελαίας. + + — Α! εκραύγαζεν ο Κοψαχείλης, με κομμένον το άνω χείλος, άδων συνάμα +την «Γιαννούλαν» και ρίπτων λοξά βλέμματα προς την φωταυγή εστίαν, παρά +την οποίαν η ωραία χήρα κατεσκεύαζε τας τηγανίτας, ίνα κολακεύση την +λαιμαργίαν των εργατών και αποθλίψωσι κανονικώς το έλαιον αυτής. Έχουσα +παρ' εαυτή πινάκιον βαθύ, περιέχον τον λευκόν βουτυρώδη πολτόν του +αλεύρου, έρριπτε κουταλιές-κουταλιές εξ αυτού εντός του τηγανίου, +πλήρους ελαίου, όπερ τότε οξέως τσιτσιρίζον ακόνιζε την όρεξιν του +Κοψαχείλη, όστις περιεστρέφετο μεν μετά του ημιόνου του περί το +ελαιοτριβείον, αλλά δεν έπαυε και από του να παρακολουθή τα ψήσιμον των +τηγανιτών, τας οποίας διά του πηρουνίου λαμβάνουσα η χήρα έθετεν επί +άλλου πινακίου εν σωρώ, όστις εμεγεθύνετο αδιακόπως, λευκοκίτρινος, +ροδισμένος, ενώδης, αχνίζων έλαιον, το οποίον όσον ωσφραίνετο ο +Κοψαχείλης, τόσον εμελώδει, κομμένην, κατατσακισμένην την φαιδράν και +χορευτικήν «Γιαννούλαν», εν ώ το μάρμαρον κυλιόμενον ετσάκιζε θλιβερώς +τας μαύρας ελαίας, ριφθείσας εκεί πλυμένας, καθαράς. Ο κυρ-Δημάκης +εννοήσας ότι ακόμη δεν ήτο καιρός να μετρήση, ανοίξας την κοπάναν και +ιδών πόσον έλαιον εν αυτή υπήρχεν, υπολογίσας δε την ώραν καθ' ην θα ήτο +ανάγκη να λάβη το δέκατον, απήλθεν εις άλλο ελαιοτριβείον, προς μεγάλην +λύπην του μογιλάλου, εν ώ ήδη οι εργάται, αφού απετίναξαν από τας πάνας +την ξηράν πυρήναν, συναθροισθέντες εν κύκλω περί τον πύραυνον και την +χήραν, ήρχισαν να καταβροχθίζωσι δύο-δύο τας απαλάς ως κουκούλια +τηγανίτας, βυθίζοντες αυτάς εις το κύπελλον του μέλιτος, ως αρπακτικά +πτηνά. + + — Κιμίκρ! Εμουρμούρισεν απειλητικώς ο μογιλάλος κατά του αυθέντου του, +μη αναμείναντος, μη δυνάμενος να εκφράση τον πόνον της καρδίας του, κ' +εξήλθεν, εν ώ οι εργάται, ροφώντες το καυστικόν τσίπουρο διά μεγάλων +ποτηρίων ηύχοντο προς την φιλότιμον χήραν: + + — Κι' εις άλλα με υγείαν! + +*** + +Το θορυβωδέστερον μαγαζί του χωρίου ήτο το οινοπωλείον του Γεωργή της +Θασίτσας, εγγύς της παραλίας, εις το σκότος ενός στενού. Κυρίως δεν ήτο +ούτε οινοπωλείον τακτικόν, ούτε μαγειρείον, ούτε μαγαζί καν. Δεν ήτο +τίποτε. Η θύρα του η μεγάλη και τετράγωνος, με δύο πλατέα φύλλα, ως +πυλών πανδοχείου, και το μόνον παράθυρον, ήνοιγον μόνον τας παραμονάς +των εκλογών, και τας δικασίμους ημέρας των ποινικών, δύο-τρεις φοράς τον +μήνα. Και όταν καμμιά παρέα είχε «να ψάλη καμμιά συναγρίδα ή να διαβάση +καμμιά στέρφα γίδα». Τότε ο Γιώργης της Θασίτσας, ένας ολοστρόγγυλος ως +κρεοπώλης, ξανθός νεανίας, έπαιρνεν από τα σπίτι τα χρειαζόμενα, εγέμιζε +καμμιά δαμιζάνα μαύρο γλωσσότικο, και καμμιά χιλιάρικη μοσχάτο εντόπιον +και τότε άνοιγε το οινοπωλείον του. Ομοίως τακτικώς, μετά την +συνεδρίασιν των ποινικών εν τω ειρηνοδικείω, διεξήγετο εκεί νέα +συμπληρωτική συνεδρίασις των ποιμένων όλων συναθροιζομένων εν αυτώ, ότε +εγίνετο εκεί μεγάλη εξόδευσις ούζου, φωνών και ενίοτε και ξύλου. Τότε ο +Γιωργής της Θασίτσας μποτίλιες-μποτίλιες εκουβαλούσε το τσίπουρο, εν ώ ο +κυρ-Μάρκος, ο πολυλογώτερος των δικολάβων, υπό τους ατμούς του καίοντος +ποτού απήγγελλεν αλύπητα εγκώμια υπέρ του φίλου του πταισματοδίκου, αν +ηθωόνοντο οι πελάται αυτού, ή αράδιαζε φοβερά κατηγορητήρια, αν +κατεδικάζοντο. Εκεί τότε εγίνετο νέα, πλέον εξηκριβωμένη, εξέτασις των +μαρτύρων, υπό τους οξείς αλαλαγμούς του ποιμένος Φουσκοδενδριά, άνευ του +οποίου αδύνατον ήτο να διεκπεραιωθή ποινική δίκη. Εκεί πολλάκις +ερρυθμίζοντο και αι διεξαγωγαί των πολιτικών υποθέσεων, οριζομένων των +θεμάτων εις τους διαφόρους μάρτυρας παρά το ατμίζον νεφελώδες ποτόν. +Ενίοτε όμως ο Γιωργής της Θασίτσας, μεταβαίνων εις την προκυμαίαν +εκαθάριζε κοντόχονδρον ως τον εαυτόν του βαρέλιον. + + — Ώρες καλές! Τον εχαιρέτιζαν εις την αγοράν. Ήτο σημείον ότι +προσήγγιζον αι εκλογαί. Τότε, λαμβάνων χρήματα παρά των υποψηφίων να +κερνά το κόμμα, εθεώρει περιττόν να βάλη το κρασί του καθενός χωριστά. +Επλήρου λοιπόν ολόκληρον βαρέλιον. Και τότε το μαγαζείον του από +δικαστήριον ή ποιμνιοστάσιον μετεβάλλετο εις οινοπωλείον πράγματι. +Ελησμονήσαμεν να προσθέσωμεν ότι ο Γιωργής της Θασίτσας ειργάζετο ακόμη +άλλην μίαν φοράν κατ' έτος, τας νύκτας του δωδεκαημέρου, όταν τα +«έκοπταν». Τας νύκτας εκείνας ο Γιωργής της Θασίτσας ήτο πάντοτε . . . +κλειστός. Τοιουτοτρόπως το τιποτένιο αυτό μαγαζί, ήτο το θορυβωδέστερον +όλων των μαγαζείων, διότι ειργάζετο πάντοτε, και ανοικτόν και κλειστόν, +εις επισήμους περιστάσεις του χωρίου. + +Διά τούτο ο καπετάν-Παρμάκης, ο νέος υποψήφιος δήμαρχος, μόνον εις αυτό +εσύχναζε. Βαρυνθείς την θάλασσαν, επώλησε την ωραίαν σκούναν του, την +ταχείαν και καλοθάλασσον «Ελένην» κ' έγεινε στεργιανός. Πλην συνηθίσας +εις τας τρικυμίας, δεν ηδύνατο κατ' αρχάς να ζήση εν τη ξηρά. Έχασε τον +ύπνον. Μόλις παρήρχετο το μεσονύκτιον, ηγείρετο και ήρχιζε τα τσιγάρα, +μεταβαίνων εις την αίθουσαν του οίκου του και παρατηρών εκ του παραθύρου +αν ήνοιξε κανέν καφενείον. + + — Αυτό δεν είνε ζωή! Εμουρμούριζεν. + +Εκοιμάτο, έτρωγεν, έπαιζε πρέφα, έτρωγε και πάλιν εκοιμάτο. Κατελήφθη +υπό μελαγχολίας. + + — Μπονάτσα και σήμερα! Επανελάμβανε καθ' εκάστην προς την σύζυγόν του. +Και αρεσκόμενος να φοιτά εις του Γιωργή της Θασίτσας, όπου μόνον +ανεμιμνήσκετο, ως έλεγε, των τρικυμιών της θαλάσσης, λέγει ημέραν τινά +προς τον οινοπώλην. + + — Μωρέ παιδί μου, δεν έχει και καμμιά φουρτούνα, μωρέ Γιωργή μου; + + — Φουρτούνες; Άλλο τίποτα! απήντα ο Γιωργής της Θασίτσας. Τώρα ν' αρθή +ο κυρ-Μάρκος από το νεροδικείο και να ιδής! Ν' αρθή ο Φουσκοδενδριάς από +τα μανδρί και ν' ακούσης! + + — Μωρέ παιδί μου, φουρτούνες, μωρέ Γιωργή μου! Αυτά είνε σαγανάκια! + +Ο Γιωργής της Θασίτσας, ως πονηρός όπου ήτο, διελογίσθη ημέραν τινά ότι +το έτος εκείνο έληγεν η δημαρχική περίοδος. + + — Ξέρεις τίποτα, καπετάν-Παρμάκη; Παρετήρησεν ο οινοπώλης, θέλων να +παρηγορήση τον λυπημένον διά τας νηνεμίας του νέου βίου πλοίαρχον. Θα +σου βάλω μια κάλπη μεθαύριο. Μια κάλπη, που λες, να ιδής φουρτούνες που +γυρεύεις! Να λες, αμάν, τι είνε τούτα; + +Τωόντι ο Γιωργής της Θασίτσας μετά ταύτα, μίαν πρωίαν, εκαθάριζεν εν τη +προκυμαία δύο των δέκα βαρέλων βαρέλια, επισύρων τον φθόνον του κυρ +Βαρσαμού, εις μάτην προσπαθούντος να μαντεύση πού εύρεν ο Γιωργής της +Θασίτσας τόσα κεφάλαια. + +Ούτω λοιπόν ο καπετάν Παρμάκης, τρικυμίας επιθυμών, ερρίφθη πλησίστιος +με όλην την κάσσα του εις τον εκλογικόν σάλον, σχεδιάζων την επιτυχίαν +εν κοινώ συμβουλίω μετά του φίλου του, του Γιωργή της Θασίτσας, +παρισταμένης πάντοτε και παχείας βαυκάλεως, πλήρους από του γαλακτώδους +εκείνου ποτού. Δις ηγωνίσθη έως τότε τον εκλογικόν αγώνα, αλλ' απέτυχε. +Πρώτον ως δήμαρχος και δεύτερον ως βουλευτής. Αλλά δεν απηλπίζετο. Εύρε +μάλιστα μεγάλην ηδονήν ενασχολούμενος να χαιρετίζη, να κερνά, να +συντρέχη όσον ηδύνατο τους εκλογείς του. Και αντί να τρώγη και να +κοιμάται μόνος του, έτρωγε πλέον μετά των πολιτικών οπαδών του το +πλείστον, και ηγρύπνει πολλάκις εις του Γιωργή της Θασίτσας, εργαζόμενος +υπέρ της επιτυχίας του. + +Ήτο Νοέμβριος. Είχεν ήδη προκηρυχθή η δημοπρασία των ελαιοδεκάτων. +Ημέραν τινά, ο καπετάν-Παρμάκης, πίνων το πρωινόν τσίπουρο — για της +πρώτες χολές — λέγει κρυφά προς τον Γιωργή της Θασίτσας. + + — Ξέρεις τίποτα, μωρέ παιδί μου; Θα του τα πάρω τα δέκατα, μωρέ Γιωργή +μου! + + — Του κυρ-Δημάκη; + + — Του κυρ-Δμάκη! Ο Γιωργής της Θασίτσας ήρχισε να γελά. + + — Γιατί, μωρέ παιδί μου, γελάς; Γιατί, μωρέ — Γιωργή μου; + + — Του κυρ-Δμάκη; + +Ηρώτησε πάλιν ο Γιωργής της Θασίτσας, θαυμάζων. + + — Θα του τα πάρω σου λέω! + + — Θα πέσης όξω, καπετάν-Παρμάκη! Άκουσε και μένα. Προσέθηκεν ο Γιωργής +της Θασίτσας, προσφέρων έν ακόμη ποτόν, το δεύτερον — για της δεύτερες +χολές! + + — Να σ' πω, Γιωργή μου, παιδί μου. Εγώ καθώς πούλησα την «Ελένην μου» +έτσι κ' έτσι πεσμένος όξω είμαι, θα του τα πάρω, σου λέω! + + — Μα ξέρεις τι θα πη κυρ-Δμάκης; Τον γνωρίζεις τον κυρ-Δμάκη; Ξέρει +εκείνος, καπετάνιο μου, να λογαριάση και τα φύλλα της εληάς ακόμα! + + — Μωρέ, παιδί μου, σε θέλω νάσαι έξυπνος άνθρωπος, μωρέ Γιωργή μου. +Εσείς άλλο από το τσίπουρο δεν ξέρετε. + +Και ροφήσας ακόμη ένα ποτήριον, εξηκολούθησεν: + + — Εγώ μονομιάς σας έμαθα όλους, τάμαθα όλα κιόλας. Είνε το μόνον μέσον +για να πάρουμε την εκλογή. Μωρέ παιδί μου, απάνω ς' την εκλογή, μωρέ +Γιωργή μου, μαθαίνεις τι ζητάει ο κόσμος. Απάνω στην εκλογή σ' ανοίγει ο +άλλος την καρδιά του και σου ξομολογιέται. Σου γυρεύει πέντε δραχμές; θα +πη πως πάσχει από φτώχια. Σου γυρεύει καμμιά θεσούλα; θα πη πως πάσχει +από τεμπελιά! Λοιπόν, μωρέ παιδί μου, η χήρες φωνάζουν. Τες γδύνει, μωρέ +Γιωργή μου, ο κυρ-Δμάκης τες κλέφτει, μωρέ παιδί μου! + + — Το ξέρουμε αυτό καπετάνιο μου, μα τι να κάμουμε μαθές, τι να κάμουμε; + + — Να πάρουμε τα δέκατα! + + — Δεν τ' αφίνει! + + — Να του τα πάρουμε! + +Ο Γιωργής της Θασίτσας σιωπηλός, συλλογισμένος, ως άνθρωπος λησμονήσας +πού έχωσε τον θησαυρόν του, επλήρωσε δυο ποτήρια μέχρι στεφάνης από την +αφαίρεσίν του, τα οποία, καθώς τα είχεν εκεί κοντά, τα ερρόφησεν ο +καπετάν-Παρμάκης και τα δύο, αφαιρεθείς και αυτός εκ συμπαθείας: + + — Εσείς, μωρέ παιδί μου, μόνο τσίπουρο ξέρετε να πίνετε εδώ, μωρέ +Γεωργή μου! + +Αυτά έχουν αι τρικυμίαι της ξηράς! + +*** + +Την κυριακήν, μίαν εβδομάδα κατόπιν, ο καπετάν-Παρμάκης, φορέσας την +γούναν του με το παχύ δέρμα του λύκου το κεραμόχρουν και τραχύ — ήτο +χειμών δριμύς — τα ρωσσικά υποδήματά του και τον βαρύν κούκκον εν τη +κεφαλή, ωργισμένος, κατακόκκινος, αφού έπιε καμμιά δεκαριά τσίπουρα +πρωί-πρωί μετά την λειτουργίαν, αναιβοκατέβαινεν εν τη μεγάλη οδώ της +αγοράς, μόνος, κρατών την χονδρήν ράβδον και στρήφων τον άγριον μύστακά +του, σιωπηλός, πύρινος, ως όταν διεσκέλιζεν, αμίλητος, το κατάστρωμα της +ωραίας Ελένης του, κλεισμένος, από παρακαιρόν, είς τινα έρημον όρμον της +Ανατολής. + + — Ο φόρος του ελαιοδεκάτου 15 χιλιάδες! Ηκούετο η φωνή του κήρυκος, +παρά την θύραν του κεντρικού εν τω χωρίω καφενείου. + +Εν αυτώ άνθρωποί τινες έπαιζον πρέφαν. Παρά τινα δε τράπεζαν ογκώδης +μηλωτή, σωρευμένη, σκληρά, ακίνητος, ο ειρηνοδίκης του χωρίου, διεξήγε +την δημοπρασίαν των ελαιοδεκάτων. Κατέναντι, εξαγαγών τα υποδήματά του, +εκάθητο σταυροποδητί επί του ξυλίνου σοφά — αλλά τούρκα — ο κυρ-Δημάκης, +με το λειότατον, παχύ, ξυρισμένον, επίμηκες πρόσωπον, ήρεμον και πράον +ως πρόσωπον ημέρου οικοσίτου αμνάδος, με δασείς οφρύς, αποκλειούσας τους +οφθαλμούς του, φορών τον θεσσαλικόν καστανόχρουν γεωργούλην του. Εκάθητο +εκεί γαλήνιος, σιωπηλός, αναμετρών το κομβολόγι του ως ηγούμενος +Αγιορείτης. + + — Ο φόρος του ελαιοκάρπου 15 χιλιάδες, επανέλαβεν η φωνή του κήρυκος +έξωθεν. + + — Και πεντακόσιες ακόμα! Ηκούσθη τότε ο κυρ-Δημάκης, ακίνητος, ατάραχος +ως δεμένη αμνάς. + +Ο όγκος της μηλωτής ανεσάλευσε. Χειρ εξήλθεν από τινος πτυχής, χειρ ωχρά +και ασθενής. Συνέλαβε την πένναν η χειρ και εσημείωσε το ποσόν. Μόλις +όμως ο κήρυξ ανήγγειλε μεγάλη τη φωνή την νέαν προσφοράν, εναρμονίως και +με χαράν, ως μαθητής αλλάζων το μάθημά του, κ' εμφανισθείς προ της θύρας +ο καπετάν-Παρμάκης, κατακόκκινος, ωργισμένος, με την ναυτικήν του +γούναν και τον βαρύν κούκκον, εκραύγασε χωρίς να εισέλθη· + + — Είκοσι χιλιάδες! Κ' έγεινεν άφαντος, επισείων απειλητικώς την βαρείαν +κεφαλήν του, και την βαρυτέραν ράβδον του. + + — Όχι θα του τ' αφήσω! Ηκούσθη μακρόθεν κραυγή. Ο κυρ-Δημάκης εκινήθη +ολίγον εν τη θέσει του χωρίς όμως να ξεδιπλώση τους πόδας του, οίτινες +ήσαν αφανείς υπό τα μαύρον βρακίον του και μετά χάριτος μειδιών είπε: + + — Και πεντακόσιες! Η βαρεία μηλωτή ανεκινήθη και πάλιν και η ασθενής +χειρ εσημείωσε τα νέον ποσόν, μόλις προφθάσασα να σημειώση το πρώτον. +Επειδή δε οι παίζοντες την πρέφαν, διάκόψαντες τα παιγνίδιόν των, +ανέβλεψαν προς τον κυρ-Δημάκην θαυμάζοντες, ούτος εθεώρησε πρέπον να +δικαιολογήση εαυτόν και είπε: + + — Ψόφια πράματα. Ούτε με 18 δεν βγαίνω, αφεντάδες μου. Μα τι να κάμη +κανείς! + + — Λοιπόν γιατί προσθέτεις; ηρώτησε φωνή τις, + + — Τι να κάμουμε! απήντησεν ο κυρ-Δημάκης. Βρεθήκαμε. Αυτή είνε η +δουλειά μας. Να πούμε την αλήθεια. Εφέτος είνε άκαιρο το μαξούλι. Ούτε +με 18 δεν βγαίνω. Μα τι να κάμω! + +Ο κήρυξ χαίρων ετραγώδει την νέαν προσφοράν: + + — Είκοσι χιλιάδες πεντακόσιες, ο φόρος του ελαιοκάρπου! Εις την ξυλίνην +θύραν του μικρού καφενείου εβρόντησε πάλιν ράβδος βαρεία, ως μοχλός ν' +αναμοχλεύση όλην την θύραν, η ράβδος του καπετάν-Παρμάκη, όστις μόλις +προφθάσας να ροφήση έν τσίπουρο, να καταιβούν η χολές, που σταθήκανε 'ς +τον λαιμόν του από το πρωί, ακούσας κηρυττομένην την νέαν προσφοράν, +έσπευσεν εις το καφενείον και χωρίς να εισέλθη φωνάζει κατακόκκινος από +της θύρας: + + — Εικοσιτέσσαρες! + +Ο ειρηνοδίκης βλέπων ότι αυξάνει το ποσόν πέραν των ελπίδων του, +εξήγαγεν από της μηλωτής το κάτωχρον πρόσωπόν του ως από το όστρακον +χελώνης, και διά της χειρός εσημείωσε την νέαν προσφοράν. + +Οι χαρτοπαίζοντες ώκτειραν την απειρίαν του πλοιάρχου, όστις επλειοδότει +τόσον αποτόμως. + + — Εικοσιτέσσαρες και μισή. Προσθέτει πάραυτα γλυκά-γλυκά ο κυρ-Δημάκης, +εξακολουθών ν' αναμετρή το κομβολόγι του. Και αποτεινόμενος προς τον +κόσμον, ως να τον ηρώτησαν, επαναλαμβάνει: + + — Ούτε με 20 δεν βγαίνω! + + — Μα γιατί προσθέτεις λοιπόν, γέρω-πονηρέ; Ερωτά ο δημογραμματεύς, +περιφερόμενος εκεί με την πένναν εις χείρας πάντοτε. + + — Τι να κάμω, κυρ-θανασάκη μου! Βρεθήκαμε, Ήτανε γραφτό να πεθάνω. + + — 'Σ τη φυλακή! Διακόπτει χλευάζων ο δημογραμματεύς. Αλλ' ο κυρ-Δημάκης +βήξας, ίνα μη ακουσθή η βαρεία χλεύη, εξακολουθεί τας δικαιολογήσεις +του: + + — Ήτανε γραφτό να πεθάνουμε καμπόσοι δεκατιστήδες! Στην ψάθα! + + — Εικοσιτέσσαρες πεντακόσιες! Εκήρυττεν ο δημόσιος κήρυξ. + + — Τριάντα! Κραυγάζει αίφνης ο Καπετάν-Παρμάκης, έμπλεως οργής, +θηριώδης, θαρρών ότι διά της φωνής του εκείνης συνέτριβεν υπό τους +οδόντας του την μειλίχιον και ειρηνικήν παρειάν του κυρ-Δημάκη. + + — Κιμίκρ! Ελθών, είπεν εις το ους του κυρ-Δημάκη ο μογιλάλος αυτού +υπηρέτης. Ο κυρ-Δημάκης εννόησεν ότι το φαγητόν ήτο έτοιμον, και φορέσας +τα υποδήματά του απήλθεν εύχαρις, γελαστός, ως άνθρωπος πεπεισμένος, ότι +τα δέκατα ήσαν ιδικά του. + +Η δημοπρασία έληξεν ούτω την μεσημβρίαν και ο φόρος έμεινεν επ' ονόματι +του τελευταίου πλειοδότου, του Καπετάν-Παρμάκη, υπό την έγκρισιν της +Νομαρχίας. + + — Όχι θα του τ' αφήσω! Εκραύγαζεν ωργισμένος ακόμη, ο καπετάν-Παρμάκης, +ως όταν εις το κατάστρωμα της «Ελένης» του, του έπταιον όλα, διότι +ηναγκάζετο να μένη ακίνητος εις τον έρημον όρμον ένεκα των εναντίων +ανέμων. + +*** + +Ακριβώς την επαύριον η γραία Φουλίτσα, ολοστρόγγυλος ως κορασίς, +συναντήσασα την γραίαν Αχτίτσαν ξηράν ως κορμόν πλατάνου, εις του Βασίλη +την βρύσιν, ανήγγειλε προς αυτήν, ότι τα δέκατα θα τα πάρη φέτος ο +καπετάν-Παρμάκης. Είχε διαδοθή το πράγμα εις το χωρίον και πάντες +έχαιρον μεν διότι ηλευθερούντο από την λαιμαργίαν του αρχαίου +δεκατιστού, όστις τα τελευταία έτη κατέστη πολύ καταπιεστικός και άρπαξ +και πλεονέκτης, αλλ' ηπόρουν και εφοβούντο μαθόντες την γενναίαν +προσφοράν του πλοιάρχου, όστις δεν έκαμνε καλά να τρέχη τόσον. Αλλ' ο +κυρ-Δημάκης, σκοπεύων δι' αναφοράς του προς το επαρχείον να κάμη νέαν +προσφοράν, και θέλων να βεβαιωθή καλλίτερον περί της συγκομιδής, εξήλθε +την επαύριον εις περιοδείαν. Και όταν την νύκτα επέστρεφε με την +πανσέληνον και προσέπαιζον προς αυτόν αι εργάτιδες, ως είδομεν, ούτος +ουδέ προσέσχεν εις τα αστεία των, αλλά, τραγουδών, έγεινεν άφαντος υπό +τα ελαιόδενδρα. + +Τωόντι εις τόσον μέγα ποσόν ουδέποτε άλλοτε είχον ανέλθει τα +ελαιοδέκατα. Αλλ' ουδέποτε άλλοτε ήτο και τόση ευφορία. Όλοι οι ελαιώνες +της νήσου εις όλας τας θέσεις ήσαν τα έτος εκείνο γεμάτοι. Τα δένδρα όλα +ήσαν να σπάσουν αν και είχεν εξαχθή έως τώρα αρκετόν έλαιον, οι δε +ιδιοκτήται καθ' εκάστην ησχολούντο θέτοντες φούρκες — στηρίγματα — υπό +τα τρυφερώτερα κλωνάρια. Ο ελαιών — δάσος ατελείωτον — ήτο κατάφορτος εκ +του καρπού, ωριμάσαντος πλέον, ως να επεκάθησαν επ' αυτού σμήνη αγνώστων +μαύρων ζωυφίων, κατακαλύψαντα και τα φύλλα του ιερού δένδρου. Υποκάτω, +εντός του καθαρισμένου κύκλου εκάστης ελαίας, σωροί-σωροί εφαίνοντο αι +πίπτουσαι ελαίαι, μεγάλαι ως κάρυα, τας οποίας ουχί πλέον ανά μίαν διά +των δακτύλων, αλλά πολλάς ομού εσύναζον αι εργάτιδες, πληρούσαι +αυτοστιγμεί τα καλάθια και είτα τους σάκκους. + + — Ως το πάσχα! Έλεγον οι κτηματίαι χαίροντες. + +Από του Σεπτεμβρίου, ότε πλέον βεβαιούται η εσοδεία, παρερχομένων των +κινδύνων, οι χωρικοί συχνάζοντες εις του Γεωργή της Θασίτσας συνεζήτουν +περί του ποσού της συγκομιδής και συγχρόνως παρεσκεύαζον τα της +συλλογής, άλλοι παραγγέλλοντες ζώα διά την μεταφοράν, άλλοι νέας μηχανάς +ιδρύοντες, και άλλοι διαλογιζόμενοι την αύξησιν των ημερομισθίων. +Πολλάκις, προσεπάθουν τότε να φιλοτιμήσωσι τον κυρ-Δημάκην, διερχόμενον +εκείθεν, ώστε να προδώση την γνώμην του, πλην ούτος περιωρίζετο να +επαναλαμβάνει το απαίσιον: + + — Ψόφια πράματα! + +Ο ίδιος ο έφορος διαταχθείς να εκτιμήση τον καρπόν, ήλθεν εις την νήσον. +Αλλ' εις μάτην εζήτησε να οδηγηθή κατά τι υπό του μόνου ειδικού εις +τούτο: + + — Κάμε με έμφορα, να σ' πω. Απέφευγεν ο κυρ-Δημάκης. Διά τούτο και +πολλάκις ανεβλήθη έως τώρα η κατακύρωσις της δημοπρασίας, διωρίσθησαν δε +επιστάται, οίτινες, περιερχόμενοι τας μηχανάς, εσημείωνον το ποσόν του +εκθλιβομένου ελαίου. Ο έπαρχος λαβών τα έγγραφα της τελευταίας +δημοπρασίας και θαμβωθείς προ των 30 χιλιάδων του καπετάν Παρμάκη, ήτο +έτοιμος να επικυρώση τα δέκατα επ' ονόματι του τολμηρού πλοιάρχου και +συνεννοείτο ήδη μετά της Νομαρχίας, ότε λαμβάνει νέαν αίτησιν του κυρ- +Δημάκη. Συγχρόνως το υπουργείον υποπτεύσαν την ευφορίαν την έκτακτον και +θέλον να εξασφαλισθή, διέταξε να γείνη μία τελευταία, οριστική όμως +δημοπρασία, εν τη πρωτευούση της επαρχίας, διότι είχε την ιδέαν, ότι θα +θελήσωσι και άλλοι να παρουσιασθώσιν ενοικιασταί. Διά τούτο, όταν +ανεγνώσθη η τελευταία προκήρυξις του επάρχου περί της οριστικής πλέον +δημοπρασίας, ήτις θα εγίνετο εν Σκοπέλω τη 26 Δεκεμβρίου ημέρα Κυριακή, +ο καπετάν-Παρμάκης εγέλασε. Και εγέλασε, διότι δεν ηπατήθη εις τους +υπολογισμούς του. + + — Μωρέ τι έκαμες, καπετάνιο μου, θα σ' τα φορτώση! Επανελάμβανεν ο +Γιωργής της Θασίτσας, φοβισμένος. + + — Έννοια σου Γιωργή μου, έννοια σου, παιδί μου! Απεκρίνετο ο πρώην +πλοίαρχος, φοβισμένος όμως ενδομύχως και αυτός και κρυφά τρέμων — να +είπωμεν την αλήθειαν. — Βεβαίως ο καπετάν-Παρμάκης δεν εγνώριζε να +υπολογίση μίαν ελαιοκαρπίαν, ως εγνώριζε να υπολογίζη μέχρι μιλίου τας +αποστάσεις εν θαλάσση. Ουχ ήττον, ως ευφυής ναυτικός, εκ των ησύχων και +μαλακών προσφορών του κυρ-Δημάκη, επείσθη περίπου περί του όλου ποσού. +Κάμνων επίτηδες πηδήματα εις τας προσφοράς του, ενόμιζεν ότι θα ηνάγκαζε +τον φυγάδα προμυριώτην ν' αποσυρθή. Πλην, τουναντίον, εκείνος τα +πηδήματα του ναυτικού παρηκολούθει δι' ησύχων βηματισμών και κατώρθου να +τον προφθάνη και μάλιστα να τον υπερβαίνη. Αληθώς όμως το τελευταίον +πήδημά του ήτο επικίνδυνον, αποτέλεσμα του θυμού του. Το ανεγνώριζε, +πλην υπεκρίνετο εκ φιλοτιμίας τον τολμητίαν. Διά τούτο ο καπετάν- +Παρμάκης πληροφορηθείς περί της νέας δημοπρασίας εγέλασεν, +ευχαριστημένος, διότι επέτυχεν εις τας υποψίας του: + + — Δε σου τώλεγα, μωρέ παιδί μου, δε σου τώλεγα εγώ, μωρέ Γιωργή μου! +Επανελάμβανε κατόπιν τρατάρων τσίπουρο όλους τους εν τω οινοπωλείω πέρα- +πέρα. + +Ο κυρ-Δημάκης όμως ήτο σύννους μετά ταύτα. Έβλεπεν ότι το κέρδος του +ηλαττούτο ολονέν διά των νέων προσφορών του πλοιάρχου και δεν ήτο διόλου +ευχαριστημένος. Δεν ήτο δε και τόσον πλούσιος όσον τον εφαντάζοντο. Ο +φίλος του, ο κυρ-Βαρσαμός, ο παντοπώλης, μαθών ότι προέτεινε νέαν +προσφοράν, είπε: + + — Τι κάμνεις, αδελφέ κυρ-Δημάκη; Έχεις σκοπόν να μας φύγης νύχτα πάλιν; + +*** + +Αλλά τι τα έκαμνε τα χρήματα και τα κέρδη του ο φοβερός ενοικιαστής; +Διεδίδοντο πολλά. Επλήρωνε τα χρέη του εις την πατρίδα του επιθυμών να +επανίδη τας λεμονέας του Προμυρίου; Έλεγον οι μεν. Ετάιζε τους +υπαλλήλους να τον διευκολύνωσιν εις τας δημοπρασίας; Προσέθετον οι δε. +Τον έτρωγεν η γραία Αχτίτσα ως το κόκκαλο; Διέδιδον άλλοι. Το τελευταίον +εφαίνετο πιθανώτερον, εις τους πάντοτε υπόπτους γείτονας, εν ώ έβλεπον +την φιλαργυρίαν του δεκατιστού και γλισχρότητα. Η μακρυνή εκείνη +συγγενής του, εις την οικίαν της οποίας κατώκει τώρα τόσα έτη, είχεν +ωραίαν, ως είπομεν, ολοστρόγγυλην κόρην, την σεμνήν Ματώ με την μαύρην +ελήτσα εις την αριστεράν παρειάν, την οποίαν υπεσχέθη, φαίνεται, ο κυρ- +Δημάκης να λάβη σύζυγον. + + — Αλλά να το φυλάξετε μυστικό, παιδιά μου. Εγώ θα σας πω πότες. + +Παρεκάλεσεν ο κυρ-Δημάκης. + +Και είδεν ευχαρίστως τότε ότι αι προς αυτόν, τον ξένον και έρημον, +περιποιήσεις μητρός και κόρης, ηύξησαν, ως ήτο φυσικόν, εις το έπακρον. + +Του έπλυνον, του εμαγείρευον, του έστρωνον. + +Και μάννα και κόρη το είχον κρυφήν χαράν το μυστικόν των. Όμως +παρήρχοντο τα έτη και ο κυρ-Δημάκης δεν έκρινε καλόν ν' αποκαλύψη το +μυστικόν των. + + — Θα σας πω εγώ πότες. Επανελάμβανε πάντοτε. + +Η ωραία Ματώ, φιλοτεχνούσα τα προικιά της τας νύκτας του χειμώνος, παρά +την εστίαν, ηρώτα πολλάκις την μητέρα της. + + — Θα μας πη ο κυρ-Δημάκης, πλαδίτσα μου, θα μας πη, κοτίτσα μου. Έχει +τα δέκατα τώρα. Δεν αδειάζει· έχει δουλειές! Απήντα η γραία, +καθησυχάζουσα αυτήν. + +Ούτω με τα πότε ο κυρ-Δημάκης έχει τα δέκατα, πότε ο κυρ-Δημάκης θα πάρη +τα δέκατα, παρήρχοντο τα έτη, και η ωραία Ματώ εμεγάλωνε και μετ' αυτής +και η μαύρη ελήτσα, την οποίαν είχεν εις την αριστεράν παρειάν. + +Πλην επί τέλους απειληθείς ο κυρ-Δμάκης υπό τινων ναυτικών, ιταμών εν τω +δικαίω των, συγγενών της γραίας Αχτίτσας, ηναγκάσθη να δηλώση ότι τα +Χριστούγεννα εφέτος θα έδενε παντρειές και θα εστεφανόνετο. Αυτός δεν +ήτο νέος να παρατείνη τας γλυκείας του αρραβώνος ημέρας. + +Και η γραία Αχτίτσα πλέον, μόνη της εμάζονε κ' εκουβαλούσε της εληές από +το Μποστάνι, τρεις ώραις από το χωριό, προς μεγάλην κατάπληξιν της +γραίας Φουλίτσας, ήτις παρεξενεύετο εις του Βασίλη την βρύσιν, μη +βλέπουσα και την ολοστρόγγυλην κόρην της. + +Αλλ' η κόρη, επισπεύδουσα, απόσωνε τα προικιά της, νυκτερεύουσα. + +Και μαθούσα παρά του κυρ-Δημάκη το προσφιλές του τραγούδι, υπέψαλεν αυτά +την νύκτα η γλυκεία κόρη, κεντώσα τον καλόν χιτώνα της, παρά την λάμψιν +της εστίας, κάτω εις το κατώγειον, αόρατος και ημέραν και νύκτα, ενώ η +γραία Αχτίτσα, κατάκοπος ερχομένη από τον ελαιώνα, έπιπτε ξύλο +κούτσουρο: + + _Δίψασ' η Πανίτσα + και πάει να πιη νερό + και η μάννα τς δεν το ξέρει + πως ίκαμε γαμπρό._ + +Εξημέρωνεν η παραμονή των Χριστουγέννων. Ο κυρ-Δημάκης την νύκτα +εκείνην, ετοιμαζόμενος, ίνα μεταβή την επαύριον εις Σκόπελον, διά την +δημοπρασίαν, εκάθητο πλησίον του πυρός, σύννους, θερμαινόμενος, ότε +προσήλθεν ο μογιλάλος, κομίζων αυτώ λαδωμένας τινάς σημειώσεις περί του +εξαχθέντος την ημέραν εκείνην ελαίου εις τας μηχανάς. Ο κυρ-Δημάκης, έως +ου γείνη η κατακύρωσις των δεκάτων, ώφειλε να γνωρίζη ακριβώς, όχι μόνον +το ποσόν του καρπού, του επί των δένδρων, αλλά και το εξαχθέν ήδη +έλαιον. + +Τότε λοιπόν και ούτος εξαγαγών το ιδικόν του σημειωματάριον, ρυπαρόν και +λαδωμένον ωσαύτως, εσημείωσε τα ποσά, τα οποία τω παρουσίασεν ο +υπηρέτης, έκαμε σύντομόν τινα λογαριασμόν, εσημείωσε και την άθροισιν, +κ' εφάνη λίαν ευχαριστημένος. + + — Κιμίκρ; Ηρώτησεν ο υπηρέτης, ως να του έλεγε: — Καλά; + + — Καλά! είπεν ο κυρ Δημάκης. Και διά σημείου τω υπέδειξεν, ότι αύριον +αναχωρεί. + + — Κιμίκρ; Ερωτά πάλιν ο μογιλάλος, ως να τω λέγη: — Εις την Σκόπελον; + +Είχεν εννοήσει ο πονηρός υπηρέτης όλα. Ο κυρ-Δημάκης κατένευσε. + +Πλην ο πτωχός μογιλάλος εσκυθρώπασεν αίφνης. Εσυλλογίσθη τα φαιδρά +Χριστούγεννα, την εορτήν, την ανάπαυσιν, την εστίασιν, την βρώσιν, την +πόσιν. Και διά των δακτύλων του παρέστησε προς τον αυθέντην του, ζωηρώς, +διά τριών θλιβερών σχημάτων, μεγάλων και πολυσυνθέτων, πρώτον το +Χριστόψωμον, και είτα τον οβελόν του χοιρινού, στρεφόμενον εν τη +ασβεστωμένη εστία, και τέλος το ευφρόσυνον κρασοβόλιον. + +Μετά τούτο ο κυρ-Δημάκης, συλλογισμένος πάντοτε, κατηφής και άφωνος ως +να έγραφε την διαθήκην του, εκάλεσε την Αχτίτσαν, μόλις ξαβοηθήσασαν το +σακκίον των ελαιών. Δύο-δύο ανήλθεν η γραία τας βαθμίδας από της χαράς, +πιστεύσασα, ότι ο κυρ-Δημάκης θα ώριζεν αυτή την ημέραν των αρραβώνων +και των γάμων: + + — Κ' ήθελα παιδί μου, να σε ρωτήσω από τα πρωί, για να ζυμώσωμε τα +Χριστόψωμα. Να ετοιμάσουμε, μαθές. | + + — Όχι, κυρά-μητέρα! Όχι ακόμα! απήντησε θλιβερώς ο κυρ-Δημάκης· + +Η γραία-Αχτίτσα απελιθώθη. Τόσον βέβαιον εθεώρει το πράγμα, αφ' ης +ημέρας ο κυρ-Δημάκης έδωσε τον λόγον του, ώστε εκοινολόγησε τούτο, ως +είδομεν, και, χάρις τη γραία Φουλίτσα, τον αρραβώνα εγνώριζε πλέον όλον +το χωρίον. Διά τούτο τώρα εμαρμάρωσεν η πτωχή μητέρα. Μετά τινας δε +στιγμάς σιωπής παρετήρησε μετά σεβασμού και συστολής: + + — Είνε αμαρτία, παιδάκι μου! Αμαρτία από τον Θεό! + + — Το βλέπω κ' εγώ, κυρά-μητέρα, πως είνε αμαρτία, μεγάλη, μάλιστα, που +θέλουν να μου πάρουν τα δέκατα, και αναγκάζουμαι, βλέπεις, τέτοιες μέρες +να πάγω 'ς το Σκόπελο! + + — Ώστε δεν θα γείνη πάλι ο γάμος; + + — Για γάμο είμαστε, ευλογημένη; Δεν βλέπεις τι φτώχια μας δαίρνει; Δεν +βλέπεις που με σάστισε αυτός ο καπετάν-Παρμάκης; + + — Να μη τον εύρη ο χρόνος, παιδάκι μου! Ναι! + + — Να μη τον εύρη ο χρόνος, κυρά-μητέρα! Τώρα είπες καλά. + + — Λοιπόν, κυρ-Δημάκη; + + — Θα σας πω εγώ, κυρά-μητέρα, θα σας πω. Τώρα δεν αδειάζω. Σαν γυρίσω +από το Σκόπελο. Ας περάσωμε τώρα, όπως περάσαμε ως τώρα. Θα σας πω εγώ! + + — Να σ' πη ο παππάς 'ς τ' αυτί. Θεοκατάρατε! Κατηράσθη καθ' εαυτήν η +γραία Αχτίτσα, αγανακτήσασα πλέον. Και κατήλθε τας βαθμίδας μίαν-μίαν, +σπογγίζουσα τους οφθαλμούς της με την μανδήλαν της, να μη την ίδη +κλαίουσαν η ωραία κόρη της και λυπηθή και αυτή, η ορφανή και +απροστάτευτη. + +Συγχρόνως ο μογιλάλος, αποκρεμάσας τα δισάκκιον και την χλαίναν, ετίναξε +και ητοίμασεν αυτά διά το ταξείδιον. + +Μετ' ολίγον, ο κυρ-Δημάκης, πάντοτε σκυθρωπός και συννεφιασμένος, ως +άνθρωπος μέλλων ν' αυτοκτονήση, απεκοιμήθη, νομίσας ότι καθησύχασεν ούτω +την γραίαν, ίνα εγερθή την πρωίαν. Κάτω δε εις το κατώγειον φως έλαμπεν +ακόμη από τας χαραμάδας του πατώματος και φωνή γλυκεία ηκούετο σιγά-σιγά +άδουσα: + + _Νύσταξ' η Πανίτσα + και πάει να κοιμηθεί + κ' η μάνα τς δεν το ξέρει + πως θα στεφανωθή._ + +Η ορφανή κόρη απόσωνε τα προικιά της. + +*** + +Ο καπετάν-Παρμάκης εις δύο περιστάσεις ωργίζετο εν τη ζωή του. Ότε +ηναγκάζετο να ποδίση ένεκα εναντίων ανέμων, και όταν εβλάπτετο τυχόν ο +εξαρτισμός της ωραίας σκούνας του υπό του μανιακού μαΐστρου. Αλλ' +ωργίζετο παραφόρως τότε, θεωρών εαυτόν ηττημένον, κ' εφρύαττε κατά των +αναισθήτων στοιχείων. Ήδη μεταβαλών τρόπον βίου, μετέβαλε και τας +αφορμάς της οργής του και της μανίας του. Ωργίζετο μόνον κατά τας +εκλογάς, αλλ' όχι πλέον κατά των ανέμων και των κυμάτων, αλλά κατ' +άλλων, εμψύχων στοιχείων, του κόσμου, κατά της απάτης, του δόλου και των +μηχανών, κατά των αντιπάλων του, καθ' εαυτού, κατά του Γιωργή της +Θασίτσας, όστις τω υπέδειξε τας τρικυμίας της ξηράς: + + — Μα όχι πάλιν τέτοιες φουρτούνες, μωρέ παιδί μου, μωρέ Γιωργή μου! + +Ηγανάκτει θραύων την βαύκαλιν του πνιγηρού ποτού, τη επαύριον των +εκλογικών αποτυχιών του. Πλην όμως μετά ταύτα επραΰνετο. Η τρικυμία +παρήρχετο. Οι οφθαλμοί του δεν ήσαν πλέον θολοί. Διηύγαζον την χαράν. Αι +παρειαί του αι κατακόκκινοι, ηθρίαζον φεγγοβολούσαι την φαιδρότητα. Και +ιδού πάλιν ο καπετάν-Παρμάκης ο ευπροσήγορος, ο φιλόφρων, ο φιλόξενος. + +Ούτω και τη επαύριον της δημοπρασίας ο αμίλητος, ο πύρινος, ο δύσπνους, +ο άγριος καπετάν-Παρμάκης, επραΰνθη, εμειδία και ηστεΐζετο εν τω +οινοπωλείω του Γιωργή της Θασίτσας. Διελέγετο οικείως και προς αυτόν τον +αντίπαλόν του, τον κυρ-Δημάκην. Εις Σκόπελον, κατά την οριστικήν +δημοπρασίαν, είχε καιρόν να εκμανή πάλιν. Συστήματα βλέπετε. + +Διά τούτο και ο κυρ-Δημάκης δεν απηξίωσεν, εθεώρησε μάλιστα τιμήν του, +να συνταξειδεύση μέχρι της πρωτευούσης της επαρχίας μετ' αυτού του +ασπόνδου αντιπάλου του: + + — Αγάπα με να σ' αγαπώ! Προσεφώνησεν ο καπετάν-Παρμάκης τον κυρ- +Δημάκην, όστις ήλθε να επιβιβασθή εις την μικράν λέμβον, φέρων επ' ώμων +την χλαίναν και βαστάζων το ελαφρόν δισάκκιον. + + — Να σ' πω, καπετάνιο, είπεν ο κυρ-Δημάκης, επιβιβαζόμενος, κ' αν δεν +τα πάρης εσύ τα δέκατα, θα τα πάρω εγώ! + + — Ένας απ' τους δυο μας, κυρ-Δημάκη! + +Εκραύγασεν από της λέμβου, ομιλητικώτατος κ' εύχαρις ο πλοίαρχος. + +Ήτο πρωία. Εις την αποβάθραν ουδείς εφαίνετο. Μόνος ο Σταυρής, ο +καφεπώλης, εισπνέων ορμητικώς τον πρωινόν αέρα, ως άνθρωπος αιωνίως +κρυωμένος, ιστάμενος παρά την θύραν του καφενείου του εψέλλισε με την +ρίνα: + + — Καλό πνίξιμο, κυρ-Δημάκη! + +Την μεσημβρίαν, λέμβος μικρά έπλεε δευτερόπριμα προς την αιπεινήν +Σκόπελον. Τ' απόκρημνα βουνά της, καταπράσινα εκ των πεύκων, +εξεδιπλούντο ολονέν εγγύτερον, διανοίγοντα τας πτυχάς των, τας φάραγγας, +τα ρεύματά των, τους όρμους των, τας χαλικώδεις ακτάς των. Η νήσος όλη +καμαρωτή προέβαινεν ως πάγκαλος Νηρηίς. + +Ο καπετάν-Παρμάκης, εννοήσας ότι ο γέρων αλιεύς, έχων τους οφθαλμούς του +καρφωμένους εις την από του ιστίου κρεμαμένην μεγάλην φλάσκαν, δεν +ετιμόνιζε καλά, έλαβεν αυτός το πηδάλιον, καθήσας επί της κωπαστής εν τη +πρύμνη. + +Εμπρός, εν τη πρώρα, ο κυρ-Δημάκης κουκουλωμένος υπό την χλαίναν του ως +αμνάς γονατισμένη, εθεώρει τον πυθμένα, όστις ήρχιζε να διακρίνηται +πολύχρωμος, πολυσχιδής, προσεγγιζούσης της λέμβου πρός τινα ξηράν +νησίδα, πρό τινος ερήμου όρμου άδων το φαιδρόν τραγουδάκι του, ίνα +μετριάζη την κατήφειαν, ήτις εξηκολούθει να περιβάλη το άκακον πρόσωπόν +του ως μαύρη σκέπη. + +Ο άνεμος ελαττούμενος πρό τινος είχεν εντελώς κοπάσει. Η θάλασσα ήτο +ακίνητος. + + — Να σταθούμε λίγο να φάμε, όσο να πάρη το μαϊστραλάκι; Ηρώτησεν ο κυρ- +Δημάκης, + +Ο καπετάν-Παρμάκης επεδοκίμασε την πρότασιν, και διηύθυνε την λέμβον +προς την νησίδα, του αλιέως κωπηλατούντος, ενώ αυτός καταβιβάσας +εδίπλωνε τα ιστίον, άχρηστον πλέον, θα ήτο δειλινόν. + + — Τρώμε ψωμάκι, υπέλαβεν ο καπετάν-Παρμάκης, και ύστερα με το μαϊστράλι +τα πριμίζουμε σιγά-σιγά. + +Και κατηύθυνε την λέμβον έξω προς την νησίδα, όπως προσδέσωσιν αυτήν από +της ακτής, ίνα φάγωσι με την ησυχίαν των. + + — Ε, ακρογιαλά! ακρογιαλά και κακό! Ανεκραύγασεν ο κυρ-Δημάκης από της +πρώρας φαιδρυνθείς αίφνης, διότι εξακολουθών να θεωρή τον κυανοπράσινον +πυθμένα, είδεν αυτόν κατάστικτον από τους εχίνους, και τους βράχους της +νησίδος πλήρεις οστρακοδέρμων παντοδαπών, άτινα, ως ξεστά ποικίλματα +λαμπρώς εστόλιζον τους σκοπέλους και τας υφάλους της μικράς νήσου, εν ώ +οι καρκίνοι, εξελθόντες από τας χασμάδας των, έπαιζον με τον ελαφρόν του +κύματος φλοίσβον. + + — Ε, ακρογιλά! ακρογιαλά και κακό! + +Επανέλαβεν ο κυρ-Δημάκης έκπληκτος, ούτως αποκαλών κατά το ιδίωμα της +πατρίδος του τα κοινώς λεγόμενα μεζέδια. + +Η μαργαρώδης, η χρυσοπράσινος, η δροσερά του πυθμένος αίγλη απεδίωξε +πάραυτα την μαύρην από του προσώπου του σκέπην. Γλυκύς ίμερος τον +συνεκίνησε προς την θέαν των θαλασσινών. + +Ήτο δε ομολογουμένως και δεξιός ερευνητής και αλιεύς τούτων ο κυρ- +Δημάκης. Όταν συνεπληρούτο πλέον η συγκομιδή του ελαίου, οσάκις δεν +είχεν άλλην τινά εργασίαν εν τω χωρίω, λαμβάνων τριχίνην πήραν, ένα +γάντζον και κάμακα και μάχαιραν αιχμηράν, απήρχετο εις τας βορειοδυτικάς +ακτάς πεζή, εν καιρώ γαλήνης, και από της ξηράς, γιαλό-γιαλό χωρών, +συνέλεγε πλήθος εξ αυτών, βοσκομένων εν τη ακρογιαλιά, με γυμνάς τας +κνήμας πηδών από βράχου εις βράχον, απομακρυνόμενος, κύπτων, +εγειρόμενος, ακινητών, εξαφανιζόμενος, συγχεόμενος με την ακτήν, +ανακινούμενος βράχος. + +Ο γέρω-Αρνάκιας, ο βοσκός, ένας τόσος δα ανθρωπάκος, βλέπων από του +ύψους, από τον Άγιον Ιωάννην του Κάστρου, όπου είχε τα προβατάκια του, +μίαν προκύπτουσαν προς την θάλασσαν σκιάν, αρχίζουσαν από έν τριγωνικόν +οξυκόρυφον κάλυμμα και απολήγουσαν εις δύο γυμνάς κνήμας, έλεγε κάμνων +τον σταυρόν του: + + — Ως και την θάλασσα την δεκατίζει αυτός ο δεκατιστής! + +Το βράδυ επανήρχετο ο κυρ-Δημάκης με ευωδιάζουσαν θαλασσίως την τριχίνην +πήραν, πλήρη παντοειδών οστράκων, αναμίξ κειμένων, και συριζόντων +συριγμόν τινα δροσερώτατον, ως φλοισβίζοντος κύματος. Κογχύλια +παμμέγιστα με το επίπτυγμα αυτών πρασινοκίτρινον ως χρυσούν νόμισμα +επικολλημένον, πεταλίδες ως μικρά πιατάκια, αι βραχωταί, αι οποίαι +ψήνονται εις την ανθρακιάν, μία-μία, θαύμα ιδέσθαι και πάγκαλαι φαγείν, +μίδια τα ιώδη και ιόχροα με τα θαλάσσια βρύα κρεμάμενα από της άκρας ως +ξανθοί κροσσοί, αι λευκοπόρφυροι ως παρθενικά χείλη καλόγνωμαι, αίτινες +ροφώνται ως το φίλημα, αι μυστικαί φούσκαι, ασκίδια πλήρη θαλασσινής +ευωδίας, καρκίνοι με τεθραυσμένους τους πόδας ακίνητοι, και πάγουροι +τετράγωνοι ως μία παλάμη, πληγωμένοι διά της αιχμηράς μαχαίρας, με +συντετριμμένα τ' απειλητικά αυτών στόματα, όλα ταύτα έκειντο εν τη πήρα. +Ενίοτε οκτάπους τις φέρων εις τους κολλώδεις πλοκάμους του ορμαθόν +κογχυλίων προσκολληθέντων, ως διπλούν και τριπλούν κομβολόγιον, και +πολλάκις σηπία με τον μαύρον ρύπον της, ως χειρ απείρου μαθητού. Όλα +αυτά εξέρριπτεν από της πήρας του ο κυρ-Δημάκης, κ' επλήρου λεκάνην +όλην, υπό τα άπληστα βλέμματα της γραίας Αχτίτσας, ήτις άλλα έψηνεν, +άλλα εμαγείρευε, και άλλα έτρωγεν ωμά. + +Πολλάκις όμως ο κυρ-Δημάκης μετέβαινεν «εις τ' ακρογιαλά» και την νύκτα. +Και τότε φοβερώτερον ήτο το θέαμα εις τους οφθαλμούς του αγραυλούντος +βοσκού. + +Ο γέρω-Αρνάκιας, κουκουλωμένος με την καπίτσαν του εις τον Άγιον Ιωάννην +σ' το Κάστρο, όπου έβοσκε τ' αρνάκια του, επανειλημμένως έκαμνε τον +σταυρόν του: + + — Άι Γιάννη μ' τι πράμα νάνε αυτό! τι πράμα νάνε αυτό, Άι Γιάννη μ'! +Και έβλεπεν ακίνητος, τρέμων από του φόβου: + +Υψηλόσωμος άνθρωπος, κουλουριασμένος τοξοειδώς, εις το χείλος αποτόμου +σκοπέλου, έκλινε προς το κύμα, ως να έπλυνε τους πόδας του. Αι κνήμαι +του ημιβυθισμέναι εις την θάλασσαν, κρύαν εν τη νυκτί. Φάντασμα, +λευκαίνον τα φανταστικά ιμάτιά του. Μάγισσα, μαγεύουσα τα εύμορφα +ναυτόπουλα. Με την μίαν χείρα κρατεί κάμακα και προσπαθεί να καμακίση +εις το βάθος του σειομένου, του προξενούντος ίλιγγον πυθμένος, πράγμα +τι, το οποίον βλέπει και πάλιν δεν βλέπει. Με την άλλην κρατεί ελαφρόν +σιδηρούν πυροφάνιον, εμπεπορπημενον από της οσφύος του, προς το πέλαγος +τείνον, εν ώ σχίζαι δαδός, καίουσαι, διαχέουσι φαεινόν σέλας, φλογίζον +λαμπρώς μέγαν κύκλον πέριξ, εντός του οποίου ο μαύρος τοξοειδής εκείνος +όγκος παλαίει, ως να θέλη να πνιγή και πάλιν ως να μη θέλη. Κινείται, +τέρας αμφίβιον, κινείται μετ' αυτού και ο φωτεινός κύκλος ηρέμα, +περιηγούμενος την ακτήν την βραχώδη, αναβαίνων, καταβαίνων, ως μετέωρον +από του ουρανού καταπεσόν, ως φλοξ από του κύματος αναδύσα, την κύκλω +βραχώδη ακτήν ζωογονήσασα, ης οι απότομοι σκόπελοι, μετακινούνται, +θαρρείς, φωσφορίζοντες, δαιμόνια από το επάνω υψούμενον γυμνόν Κουρούπι +κατακρημνισθέντα, να πνιγώσιν εις τα πέλαγος. + + — Τι πράμα νάνε αυτό, Αϊγιάννη μ'! Αϊγιάννη μ'! τι πράμα νάνε αυτό! + +Επανελάμβανεν ο βοσκός, ο γέρω-Αρνάκιας, εις τον άγιον Ιωάννην σ' το +Κάστρο, φυλάττων τα προβατάκια του, μη γνωρίζων ότι ο κυρ-Δημάκης, καθώς +ήτο λαμπρός αλιεύς των ακρογιαλών την ημέραν, ούτως ηδύνατο να ήναι και +την νύκτα. + +Τότε ιδίως η αλιεία είνε πλουσιοπάροχος, αλλά και πλέον κοπιώδης. Τότε +συνέβη πολλάκις ο κυρ-Δημάκης και κέφαλον κοιμώμενον να καμακίση, και +λαύρακα σπινθηρίζοντα ως εξ αργύρου, και σκορπιόν θεότυφλον. Τότε ουδείς +πάγουρος διέφευγε τον άσπλαγχνον γάντζον του. Όσα κοιλώματα και αν είχε +το βαθύ χάραυλον, ο κυρ-Δημάκης είχε την τέχνην να τον εξαγάγη εκείθεν, +θέλοντα μη θέλοντα. Όταν όμως ο πονηρός πάγουρος εισέδυεν εντός του +βράχου, αόρατος, αφρούς μόνον εκπέμπων, τότε ο κυρ-Δημάκης, πονηρότερος +αυτός, εξήγε πρώτον διά της μαχαίρας του το ήμισυ αυτού μέρος, και είτα +το έτερον ήμισυ. + +Εν ανάγκη έθετεν εντός της ζώνης του έν τινι αυτής πτυχή και ικανήν +ποσότητα λαδιάς, όπως διαβλέπη καθαρώτερον τον πυθμένα. + +Ολόκληρος ζωντανή αλιάς αρματωμένη ο κυρ-Δημάκης. Πάνοπλος, με τον +κάμακα και τον γάντζον και την μάχαιραν, εμπεπηγμένα εν τη ζώνη, με το +πυροφάνιον εσβεσμένον εις την μίαν χείρα, με μίαν συναγρίδα δεσμίαν εις +την άλλην, με την πήραν ογκουμένην από του ώμου, επανήρχετο ο κυρ- +Δημάκης εις την πόλιν. + + — Να κ' ένας ψαράς του βουνού! + +Έλεγαν όσοι τον έβλεπαν. + +*** + +Προσέδεσαν λοιπόν την λέμβον από τινος βράχου της νησίδος, ίνα φάγωσιν. +Ο καπετάν-Παρμάκης έλαβε την πήραν του, υπέστρωσε τράπεζαν και εκέλευσε +τον αλιέα ν' αποκρεμάση από του ιστού την μεγάλην φλάσκαν, βαρείαν, +στρογγύλην ως άρτον καλοψημένον. + + — Μια στιγμή, καπετάν-Παρμάκη, μια στιγμή! Διέκοψεν αίφνης ο κυρ- +Δημάκης. Και πάραυτα, απογυμνώσας τας κνήμας του, επήδησεν επί των +σκοπέλων της ερημονήσου μαλακώς, ως δορκάς: + + — Να σας βγάλω καμπόσα ακρογιαλά, για να με θυμάσθε! Εις τον καπετάν- +Παρμάκην, επροξένησεν ευχαρίστησιν η πρότασις, διότι έβλεπε τόσην ώραν +μεγάλην την φλάσκαν, και έδωσε την άδειαν μάλιστα εις τον αλιέα να +τραβήξη μια ως ορεκτικόν, επειδή έβλεπεν αυτόν να θεωρή την μακαρίαν +μετά πολλής τρυφερότητος. + + — Γρήγορα όμως, γιατί πεινάσαμε. Παρήγγειλεν ο καπετάν-Παρμάκης προς +τον κυρ-Δημάκην, όστις απορρίψας την χλαίναν επί τινος σκοπέλου κ' +εξαγαγών την μάχαιραν από της ζώνης του, ήρχισε ν' αποσπά από των πετρών +ευώδη, ευμεγέθη όστρακα παντοδαπά, τα οποία έθετεν εντός μανδηλίου, όπερ +ως σακκίδιον εκρέμασεν από της ζώνης του. + +Ένεκα του χειμώνος από ημερών δεν επεσκέφθησαν φαίνεται αλιείς τη +νησίδα, και οι βράχοι της ήσαν υπερπληρωμένοι, αγιάλευτοι. + +Ο κυρ-Δημάκης, μεθύσας από της αφθόνου πληθύος των οστράκων, και ταχέως +από υφάλου εις ύφαλον, από σκοπέλου εις σκόπελον διαβαίνων, έγεινεν +άφαντος μετ' ολίγον εις την όπισθεν της ξηρονήσου πλευράν. + + — Κυρ-Δημάκη! + +Εκραύγασε μετά ταύτα ο καπετάν-Παρμάκης, πεινών. Ο κυρ-Δημάκης δεν +ήκουσεν. + +Αλλ' αίφνης, εκεί που ήτο εξαπλωμένος ο καπετάν-Παρμάκης, επί της +κωπαστής, αφηρημένος προς το πέλαγος, συλλογιζόμενος — τις οίδε — πόσας +και ποίας τρικυμίας, τας οποίας συνήντησε με την «Ελένην του», ρίπτει το +τσιγάρον του εις την θάλασσαν, και κτυπά δι' ισχυρού κολάφου το πλατύ +και ψημένον ως σανίδα μέτωπόν του. Οι οφθαλμοί του απήστραψαν: + + — Λύσε τον κάβο! + +Διατάττει αυστηρώς τον αλιέα ο πρώην πλοίαρχος, εγερθείς υψηλός, +ογκώδης, επί της πρύμνης της χθαμαλής αλιάδος, με την λασσιότριχα +μηλωτήν, με τον βαρύν κούκκον του, δαίμων των κυμάτων. + +Το μαϊστραλάκι ήρχισε να πνέη κρύο-κρύο, παγωμένον. + +Κατ αρχάς εμελάνιαζε την κυανήν θάλασσα μ' αιφνίδια, ελαφρά σαγανάκια, +είτα όμως ανέκτησε την τακτικήν του δύναμιν. Ο πόντος ήρχισε ν' ασπρίζη. + + — Τι; θα τον αφήσουμε τον κυρ-Δημάκη; + +Ερώτησεν ο αλιεύς, λύων το σχοινίον. + + — Λύσε τον κάβο! + +Επανέλαβε, φοβερώς μειδιών ο καπετάν-Περμάκης και προσέθηκεν, υπολογίζων +τον άνεμον: + + — Ίσα το πανί! Μόλα φλώκο! + +Κ' επειδή ο αλιεύς ήνοιγε πάλιν το στόμα του πλατύ-πλατύ, ως διά να +λαλήση, ο καπετάν-Παρμάκης απεστόμωσεν αυτόν, προτείνας την γάστρωνα +φλάσκαν. + + — Μη σε μέλει. Τα χαρτιά είναι εις όνομά μου. Αληθώς τα λιμενικά +έγγραφα είχον εκδοθή επ' ονόματι του καπετάν-Παρμάκη. + + — Ας κάμη Χριστούγεννα με τους καλογέρους. + +Μετ' ολίγον η λέμβος, απομακρυνθείσα της ερημονήσου, έπλεε προς τον +Αγνώντα, σφοδρώς ωθουμένη υπό του μαΐστρου, εν ώ ο καπετάν-Παρμάκης, +ανοίξας το κλειδοπίνακόν του, παρέθηκεν άφθονον το γεύμα ενώπιον του +αλιέως, όστις οσάκις εδοκίμαζε να παραπονεθή, ή ν' αναμνησθή τον κυρ- +Δημάκην, έβλεπε πάντοτε την μεγάλην φλάσκαν κλείουσαν το στόμα του, ην +έτεινε προς αυτόν ο πρώην πλοίαρχος: + + — Πιέ, πιέ, γέρω-γαλιέ, και λούφαξε! Και άφησε τους πεθαμένους! + +Ο καπετάν-Παρμάκης, τρώγων τεμάχιον ευώδους λαχανόπηττας, διηύθυνε +συγχρόνως και το πηδάλιον. Το δε ιστίον, κατάλευκον, φουσκωμένον, +ωμοίαζε μακρόθεν προς αερόστατον, σύρον βιαίως προς τα εμπρός το +σκαφίδιον ως πτερόν, μόλις, θαρρείς, απτόμενον της επιφανείας της +θαλάσσης. + +Ο κυρ-Δημάκης, εισπεσών έν τινι ορμίσκω αβαθεί, όπου η θάλασσα ήτο ως +λίμνη προς την εναντίαν της νησίδος πτυχήν, συνήντησεν εκεί μέγαν τινά +πάγουρον, άγριον, βρυωμένον τετράγωνον, μελανόφαιον. Και μη έχων μεθ' +εαυτού τον γάντζον, προσεπάθει διά της μαχαίρας, τόσην ώραν, να τον +αποσπάση από του χάσματος, θεωρών εντροπήν του να τον αφήση. Κύπτων +ίδρωσε. + +Τέλος ηγέρθη κατακόκκινος. Κι' ιδών ότι ο ήλιος έκλινε πολύ προς δύσιν, +ενθυμήθη τον σκοπόν του ταξειδίου του, τα δέκατα: + + — Να μη φρεσκάρη ο μαΐστρος και κλεισθούμε! + +Το μανδήλιόν του ήτο πλέον βαρύ-βαρύ εκ των οστρακοδέρμων. Απεφάσισε να +επανέλθη εις την λέμβον. Υψηλός, με γυμνάς τας κνήμας, αισθανόμενος +φρικιάσεις παγεράς εις τα νώτα του, με το πρόσωπον ήσυχον, πράον, +επίμηκες, από βράχου εις βράχον, επανήρχετο προφυλακτικώς, αποφεύγων +τους νυγμούς των αιχμηρών, ακανθωτών σκοπέλων. + +Πρώτην φοράν απέβαινεν επί της ξηρονήσου ταύτης, ης η περιφέρεια ήτο +ελαχίστη. Μακρόθεν παρουσίαζε θέαν ισοσκελούς τριγώνου, ου αι πλευραί +κατεκαλύπτοντο υπό ούλων θάμνων ερίκης και σχοίνου και τίνων αγριελαιών, +αίτινες προς την κορυφήν ήσαν πυκναί ως τι δασύλλιον. Λησμονήσας προς +ποίον μέρος είχεν αφήσει την λέμβον, απεφάσισε να επανέλθη, εκ της αυτής +ακτής, κ' υπέστρεφε λοιπόν ως μονήρης αλκυών, αναπηδών τους +θαλασσωμένους σκοπέλους. Κάμψας την βορείαν άκραν — ρίπτει το βλέμμα του +προς νότον, αλλ' ουδαμού διακρίνει την λέμβον. Ουδόλως εταράχθη, +υποθέσας ότι, μικρά ως ήτο, θ' απεκρύπτετο υπό τινος βράχου. Ουχ ήτον +εκραύγασε: + + — Καπετάν-Παρμάκη! + + — Καπετάν-Παρμάκη! Απήντησεν η ηχώ, πένθιμος, οδυνηρά, μονήρης. + +Προχωρεί τότε έμφοβος και σφαλλόμενος, ατενίζων προς νότον την έρημον +ακτήν, μετά τρόμου φυγάδος, φοβουμένου μη αντικρύση τον διώκτην. Ουδεμία +λέμβος εφαίνετο. + + — Καπετάν-Παρμάκη! Κραυγάζει τώρα τρέμων, κινδυνεύων. + + — Καπετάν-Παρμάκη! απήντησεν πάλιν η ηχώ, θρηνώδης, ως βόμβος οικίας, +κραδαινομένης από σεισμού. + +Αίφνης βλέπει την μηλωτήν του ακίνητον, ήσυχον, εκεί επί του βράχου, +όπου εξελθών προ μικρού είχεν αφήσει αυτήν. + +Η καρδία του κτυπά, θαρρείς, να διαρραγή. Θρηνεί, βρυχάται ως λέων: + + — Καπετάν-Παρμάκη! + + — Καπετάν-Παρμάκη! Ηκούσθη πάλιν η ηχώ η έρημος, βρυχωμένη, θνήσκουσα, +καγχάζουσα την ανθρωπίνην ασθένειαν. + +Έκφρων τότε, έχων τους οφθαλμούς του καθηλωμένους επί της ακτής, +αναζητεί την λέμβον. Περιέρχεται ακόμη άπαξ την νησίδα. Ίσταται εις +έκαστον σκόπελον, εις εκάστην πτυχήν βράχου ερευνών, ως εάν η λέμβος, +ήτο αόρατόν τι σημείον. Αφηρημένος, επί τινάς στιγμάς, θεωρεί μίαν +ύφαλον, μη ήτο η λέμβος του. Κατωτέρω, ασυνειδήτως, ίσταται και +παρατηρεί ασκαρδαμυκτί καρκίνον, παίζοντα υπό τον αφρόν του κύματος. +Ολισθαίνει παρακάτω, κινδυνεύων να πέση εις τον βαθύν πόντον. Αλλ' +ουδαμού η λέμβος. Το βλέμμα του τότε αναμετρούν το πέλαγος προσπίπτει +κάτω, προς τον Αγνώντα, την μεσημβρινήν άκραν της Σκοπέλου, όπου βλέπει +λευκόν ιστίον να φεύγη ως παμμέγεθες, ανηπαργμένον υπό του ανέμου, +πτερόν. + +Χωρίς να το αισθάνεται, φέρει την παγωμένην χείρα του προς την καρδίαν. + + — Καπετάν-Παρμάκη! Μυκάται εντός του λάρυγγος αυτού. + +Βοή πνιγηρά αντηχεί, στεναγμός πνιγομένου. + +Κινεί προς τα εμπρός τας χείρας του. Επιχειρεί να κινήση και τους πόδας +του, νομίζων ότι το ευρύ πέλαγος είνε η θεσσαλική πεδιάς. Κύμα λευκόν +τιναχθέν επί του βράχου ραντίζει το πρόσωπόν του. Υποχωρεί, πίπτει επί +του σκοπέλου, απολλύμενος, έχων τους γυμνούς πόδας του κρεμαμένους εντός +της θαλάσσης, ήτις κυματίζουσα, αφρίζουσα, απειλεί να τον περιβάλη. + +Τσαγανός παμπόνηρος, εξ εκείνων οι οποίοι ταξειδεύουσι και βόσκουσιν εν +ώρα τρικυμίας, ανέρχεται περιπατών, ατάραχος επί των γυμνών κνημών του, +ως να θέλη να σκώψη την οικτράν περιπέτειαν του αλιέως των ακρογιαλών. + +Συνέρχεται. Κάμνει και τρίτον γύρον. Και τότε επείσθη πλέον ότι ο +καπετάν-Παρμάκης εξηπάτησεν αυτόν. Εθεώρησε τότε τα πέλαγος μήπως +διακρίνη άλλην λέμβον πλέουσαν, πλην ο πόντος ηπλούτο άγριος, έρημος. Οι +οφθαλμοί του έκαμνον άσπρα-άσπρα. Έκλεισεν αυτούς ιλιγγιών. Εσκέφθη τότε +ότι αύριον ήσαν Χριστούγεννα. Η δημοπρασία θα εγίνετο την άλλην ημέραν. +Δεν θα έλθη έως αύριον βράδυ καμμία βάρκα; + +Επραΰνθη προς την σκέψιν του ταύτην. Και ησθάνθη τότε το ρίγος του +κρυερού, χιονώδους ανέμου. Με την χλαίναν του εκάλυψε τα νώτα αναλαβών +αυτήν από του βράχου, και κατεβίβασε το βρακίον, περιενδύσας τας γυμνάς +κνήμας του. Τας περικνημίδας και τα υποδήματα είχε καταλίπει εις την +λέμβον. + +Εξεσφενδόνισεν εις την θάλασσαν το μανδήλιον και τα όστρακα μετά μίσους +και αποστροφής, ως τι κατηραμένον πράγμα. + +Ο ήλιος μετ' ολίγον έδυεν. Ο πόντος εμαύριζε, τα δε κύματα ελεύκαζον, +φεύγοντα ως αρνία, κυνηγούμενα υπό ωρυομένων λύκων. Πέραν εγαλάνιζον τα +χθαμαλά βουνά της Σκιάθου, και όπισθεν της ξηρονήσου υψούντο τα όρη της +Σκοπέλου, εις τας κορυφάς των οποίων έλαμπον ακόμη αι τελευταίαι του +ηλίου ακτίνες. Ήλθε κ' εκάθησε κατέναντι, με το πρόσωπον προς την +Σκόπελον, επίμηκες άπελπι, πρόσωπον αμνάδος δρώσης πενθίμως έναντι τον +αποκλειόμενον απ' αυτής λειμώνα. Έξω διέκρινε τα Έλος, όρμον της +Σκοπέλου με το αμμώδες ημικυκλικόν παράλιον. + +Έβλεπεν ατραπούς εν τω δάσει. Τω εφάνη ότι είδεν ονάριον. + +Έβαλε κραυγάς. + +Κ' εξαγαγών τον γιωργούλην του επέσειεν αυτόν εις τον αέρα ως σημαίαν +κινδύνου λησμονών ότι ήτο νυξ και δεν θα διεκρίνετο. + + — Αν ήξευρα να κολυμβώ! + +Εδοκίμασε να πατήση εις την θάλασσαν, αλλά πάραυτα απεσύρθη, καταπλαγείς +από το βάθος φρικιών. + +Εκουκουλώθη εκεί υπό τινα σπηλαιώδη βράχον, ριγών, πάσχων, ως θνήσκουσα +φώκη. Και εις τον νουν του είχε μόνον την τελειωτικήν δημοπρασίαν των +ελαιοδεκάτων, τα οποία, μετά μίαν ημέραν, θα κατεκυρόνοντο οριστικώς, +επ' ονόματι του απατήσαντος αυτόν πονηρού αντιπάλου του. + +Απεκοιμήθη. + +Περί το μεσονύκτιον έβλεπεν εν ονείρω ότι εκάθητο υπερήφανος εν τη αγορά +της Σκοπέλου, εν μέσω των προυχόντων της νήσου, οίτινες όλοι με τα υψηλά +καπέλλα διά την εορτήν, τον εκαμάρονον, συγχαίροντες διά την τόλμην του +εις τας προσφοράς. Ο φοβερός αυτού αντίπαλος, ο καπετάν-Παρμάκης είχεν +αποσυρθή. Και ο δημόσιος κήρυξ διαταχθείς από τον έπαρχον, ένα δίπηχυν +φουστανελοφόρον, εκραύγαζε κτυπών επί της τραπέζης το σφυρίον του. + + — 32 χιλιάδες μία! 32 χιλιάδες δύο! τριάντα δύο χιλιάδες ο φόρος του +ελαίου! Και μετ' ολίγον προσέθετε: + + — Έχει άλλος; Θα πάρη τέλος. Έχει άλλος; Και πάλιν είτα κροτών +ισχυρότερα το σφυρίον του επανελάμβανε βροντωδέστερον: + + — Τριάντα δυο χιλιάδες μία! τριάντα δύο χιλιάδες δύο! τριάντα δύο +χιλιάδες; Ορίστε, κύριοι, θα πάρη τέλος! + +Κόσμος πολύς, ο κόσμος της αγοράς, περιεκύκλωσε τον έπαρχον, περίεργος +διά το αποτέλεσμα, Οι προύχοντες όλοι εκεί με τα υψηλά καπέλλα όρθιοι. + +Τω εφάνη τότε ότι ο κήρυξ διαταχθείς εκτύπησε τελειωτικώς το σφυρίον επί +της τραπέζης, αναφωνήσας! + + — Τριάντα δύο χιλιάδας, τρεις! + +Προς τον τρίτον αυτόν κρότον ο κυρ-Δημάκης αφυπνίσθη. Αντί των +προυχόντων Σκοπελιτών, είδε πελώριον κύμα λευκάζον εν τω σκότει, και +αντί του σφυρίου του κήρυκος, ήκουσε τωόντι γλυκύτατον ήχον +μοναστηριακού σημάντρου, όπερ προ τόσης ώρας εκρούετο περιπαθώς, +εξεγείρον τους λάρους και τας αλκυώνας εις την θείαν υμνωδίαν. Ανεμνήσθη +ότι εξημέρωνον τα Χριστούγεννα· και θεωρήσας τότε την γυμνότητά του +έκλαυσεν. + +Το σήμαντρον αντήχει ακόμη γλυκύτατα από της κορυφής της ερημονήσου: + + — Το τάλαντον, το τάλαντον, τα τα, τα τα, το τάλαντον! + +Και ανεκινείτο αρμονικώς, θαρρείς, η ξηρόνησος προς τα ηχήματα του +σημάντρου ως να εχόρευεν υπό την ησυχίαν της αστροφεγγούς νυκτός, με +όλους τους βράχους της, τους καρκίνους της και τους θάμνους. Ο μαΐστρος +είχε κοπάσει. + + — Θα είνε εδώ καμμία εκκλησία! Διελογίσθη ο κυρ-Δημάκης. Και πάραυτα +εσκέφθη. + + — Ίσως θα ήλθε καμμία βάρκα! Και είδες το πρόσωπόν του, το πρώην άγριον +και κατηφές, ως η συννεφιασμένη Ζαγορά, να πραϋνθή εν τω άμα, να +αιθριάση. + +Διά της ατραπού ανήρχετο προς την κορυφήν της νησίδος, οπόθεν ηκούοντο +του σημάντρου οι ήχοι. Σιγά-σιγά, υπό το φως των αστέρων, αναβαίνων και +διασκελίζων ως αγρία αιξ τα ξηρόκλαδα και τους θάμνους, ήκουσε τώρα και +τον ήχον ηδυλάλου κώδωνος: + + — Ντίγκι-νταγκ! ντίγκι-νταγκ! ντίγκι-νταγκ! + +Πουλάκια τινά τω εφάνη ότι ετσιτσίρισαν φαιδρώς μέσα εις τας φωλεάς των, +και τις αλκυώνος σκιά, πεταχτή, ανεκινήθη επί υψηλού σκοπέλου, +τινάσσουσα τα πτερά της εν χαρά. Και αναβλέψας είδε τα άστρα εν τω +απλέτω αυτών φωτί, κινούμενα ως προς υποδοχήν και προσκύνησιν του +Βασιλέως του κόσμου, χορεία παμφαής των ποικιλωνύμων αστερισμών, και +μονήρεις φεγγοβόλοι πλανήται, υπό την αρχηγίαν του σελαγίζοντος εκπάγλου +Διός. Μετ' ολίγον διέκρινε τον θόλον του ναΐσκου, πολυχρώμως +φεγγοβολούντα εν μέσω του δασυλλίου των αγριελαιών. Ερημίτις γέρων, μετά +δύο νεωτέρων υποτακτικών, έζη εν τη ερημονήσω, ανηκούση είς τινα μονήν +του αγίου Όρους, κ' ετέλει την νύκτα εκείνην την αγρυπνίαν των +Χριστουγέννων. + +Ο κυρ-Δημάκης διήλθε μικρόν τινα πυλώνα, ον εύρεν ανοικτόν, κ' εισήλθεν +εις αυλήν πλακόστρωτον, πλαισιουμένην υπό τινων κελλίων. Κατέναντι ήτο ο +ναΐσκος, μικρός συμμαζευμένος, βυζαντινός. + +Ο ερημίτις, γέρων, πολιός, οστεώδης, μαραμμένος, εξήρχετο από τινος +κελλίου προβαίνων εις τον ναόν. Και ιδών εκ των όπισθεν τον κυρ-Δημάκην, +ιστάμενον και θεωρούντα προ της θύρας θαμβωμένον, εξεπλάγη, διότι +ουδεμία λέμβος είχε προσεγγίσει από τινων ημερών ένεκα του χειμώνος. +Περί την εσπέραν τελών κατά το έθος την λειτουργίαν του Μεγάλου +Βασιλείου ήκουσε φωνάς, τρις ή τετράκις επαναληφθείσας, και υποπτεύσας +ναυάγιον, απέστειλε τον έτερον των μαθητών του, ίνα ερευνήση την έρημον +ακτήν, όστις όμως ουδέν παρατήρησε. Διά τούτο ο γέρων εξεπλάγη νυν. Με +την μηλωτήν και τον γεωργούλην, ως ήτο ο κυρ-Δημάκης, ανυπόδητος και με +γυμνάς τας κνήμας, εξέλαβε τούτον ως σατανικήν φαντασίαν κ' εποίησε τρις +το σημείον του Σταυρού. Επειδή όμως η σκιά εκείνη ίστατο ακίνητος προ +του ναΐσκου, ο γέρων εννόησεν ότι άνθρωπος ην, και πλησιάσας τον φανόν, +ον εκράτει, είδε και εχαιρέτισεν αυτόν. + + — Πώς εδώ, ευλογημένε; + + — Μη τα ρωτάς, γέροντά μου! Απήντησεν ο κυρ-Δημάκης, προσκλίνων και +ασπαζόμενος την οστεώδη του ασκητού χείρα, ριγών, πυρέσσων. + + — Είνε καμμιά βάρκα εδώ; Ερωτά πάραυτα. + + — Τέτοια ώρα, πού να βρεθή βάρκα; + +Και προσέθηκεν ο ασκητής. + + — Μήπως επέσατε έξω τέκνον μου; + + — Μ' αφήσανε έξω, γέροντά μου! Απήντησε, θρηνών σχεδόν ο κυρ-Δημάκης· +και διηγήθη εν συντόμω το συμβάν. + + — Πειρασμός τέκνον μου, πειρασμός! Παρετήρησεν ο ερημίτης· και +προσεκάλεσε τον ξένον εις το κελλίον, όπως θερμανθή και φορέση +υποδήματα, διότι έβλεπεν αυτόν τρέμοντα από του ψύχους. + + — Θ' αρθή αύριο καμμιά βάρκα, γέροντα; Ηρώτησεν ο κυρ-Δημάκης +εισερχόμενος εις τι μικρόν κελλίον. + + — Θ' αρθή τέκνον μου, θ' αρθή. Έχε υπομονήν. Ησύχασε τώρα, και κατόπιν +έλα εις την εκκλησίαν. Είπεν ο ερημίτης και απήλθε. + + — Λοιπόν θ' αρθή αύριο βάρκα! + +Επαναλάμβανεν ο κυρ-Δημάκης, ευαρεστών εις εαυτόν, εξαπλωθείς +μεγαλόσωμος επί μικρού ξηρού σοφά, εγγύς εστίας αναδιδούσης θερμοτάτην +φλόγα, ήτις εφώτιζε φαιδρώς μέγαν Εσταυρωμένον εκεί καί τινα βιβλία. + +Μετ' ολίγον νεαρός μοναχός εκόμισε προς τον ξένον ζωμόν νηστήσιμον, +τεμάχιον προσφοράς, σύκα και κάρυα και οίνον μαύρον της Σκοπέλου +μελιηδέα, άτινα όλα κατεβρόχθισεν ο κυρ-Δημάκης, νήστις και βασανισθείς +μίαν όλην ημέραν. + + — Θ' αρθή λοιπόν βάρκα αύριο! Ηρώτησε μετά πεποιθήσεως τον νέον μοναχόν +ο κυρ-Δημάκης, φαιδρύνων το λιτόν και σαρακοστινόν δείπνον του, και +ετοιμαζόμενος να πίη μέγα κρασοβόλιον. + + — Κατά τον καιρό! + +Απήντησε ξηρά-ξηρά ο μοναχός σώφρων, ασκητής. + + — Πώς; εμένα μούπε ο γέροντας πως θαρθή. Ηπόρησεν ο κυρ-Δημάκης μείνας +με ανοικτόν στόμα, βαστάζων εις χείρας του ποτήριον, εν ώ ηκτινοβόλει ως +βύσσινον ο μαύρος οίνος. + +Ο μοναχός απήλθε χωρίς να προφέρη άλλην λέξιν. + +Και είδες πάλιν να σκυθρωπάση ο δεκατιστής. + +Και ενώ εσκόπει κατ' αρχάς ν' αναπαυθή ολίγον, διότι ησθάνετο κόπωσιν +και εξάντλησιν των δυνάμεων, νυν, ταραχθείς, αφήκε πλήρες το ποτήριον, +ηγέρθη, και συνεχώς έβλεπεν από τινος θυρίδος το πέλαγος. + + — Είδες τι μου έκαμαν τ' ακρογιαλά! Διελογίζετο, ταλανίζων εαυτόν: + + — Τι ήθελες, τι γύρευες κυρ-Δημάκη μου; Δεν εκύτταζες την δουλειά σου; +Είνε και ντροπή! Όχι άλλο! + +Και έφθανεν εις το μικρόν κελλίον η μελωδία της αγρυπνίας, άρρητος, +γλυκητάτη. Εψάλλετο η λιτή: + +«Ο Ουρανός και η γη σήμερον πνευματικώς ευφραινέσθωσαν». + + — Πρέπει ναρθούν βάρκες! Εψιθύριζεν ο κυρ-Δημάκης, βλέπων το πέλαγος +ήσυχον. + +«Μάγοι, Περσών βασιλείς . . . » αντήχει εναρμονίως το δοξαστικόν. + +Αρξαμένου του όρθρου, ο ερημίτης εθεώρησε καλόν να καλέση τον ξένον εις +την ιεράν ακολουθίαν. + + — Θα πήρε κανένα ύπνον! Εσκέφθη ο ασκητής. + +Κ' ελθών σιγά-σιγά, εθαμβήθη ιδών τον ξένον όρθιον, σκεπτικόν, θεωρούντα +ανήσυχον το πέλαγος. + + — Να πάμε εις την εκκλησίαν, τέκνον μου! Εννοήσας δε την ταραχήν του +κυρ-Δημάκη, προσέθηκε πραΰνων αυτόν. + + — Θαρθούν αύριον βάρκες! θαρθούν! Και παραλαβών αυτόν εισήγαγεν εις τον +ναόν, μικρόν, φωτισμένον, στολισμένον, πανηγυρίζοντα. + +Ησπάσθη ο κυρ-Δημάκης την «Γέννησιν» ανακειμένην εν μέσω κλαδίσκων +φασκομηλέας επί χρυσοϋφάντου ποδιάς, επί γλυπτού παλαιού εικονοστασίου· +και κατέλαβε στασίδιόν τι. + +Οι δύο μαθηταί του γέροντος έψαλλον τα καθίσματα δεξιά και αριστερά: + +«Δεύτε ίδωμεν πιστοί που εγεννήθη ο Χριστός». Πλην ο κυρ-Δημάκης εις +μάτην προσεπάθησε να θελχθή, να κατανυγή. Ο νους του όλος πεπωρωμένος, +αναίσθητος, ήτο εις Σκόπελον, εις τα δέκατα. + +Εψάλη ο «πολυέλαιος», τα «αντίφωνα», και ήρχισεν ο μελωδικώτατος +«Κανών». + +Και ενώ κατόπιν ο δεξιός μοναχός έψαλλε την Καταβασίαν «Μυστήριον +ξένον», προχωρεί σιγά-σιγά ο κυρ-Δημάκης προς αυτόν κ' ερωτά: + + — Το πρωί θα έλθη η βάρκα, ή το βράδυ; + +Ο μοναχός, προσηλωμένος εις το θείον μέλος, δεν ήκουσε. Τότε ο κυρ- +Δημάκης, με την χλαίναν του και τα βαρέα καλογηρικά υποδήματα, +μεταβαίνει προς τον αριστερόν ψάλτην, κ' επαναλαμβάνει την αυτήν +κλαυθμηράν ερώτησιν. Αλλά και ούτος, παραλαβών ήδη την Καταβασίαν του +Ιαμβικού κανόνος «Στέργειν μεν ημάς» ουδ' ήκουσε καν την ιερόσυλον +διακοπήν. + +Ούτως απελπισθείς ο κυρ-Δημάκης εξήλθεν εις την αυλήν. Εις τας Σποράδας +κύκλω έλαμπον αι πυραί των αγραυλούντων ποιμένων. Το πέλαγος ήτο ήσυχον. +Μόνον περί το Πήλιον ο ορίζων ήτο κατάμαυρος, πίσσα. Και αφού επί ώραν +εθεώρει, αλλόφρων, άλλοτε τον ουρανόν, και άλλοτε την θάλασσαν, εισήλθε +πάλιν εις τον ναΐσκον, ένθα είχεν αρχίσει η ιερά λειτουργία. + +Κατ' ευθείαν προχωρεί προς το άγιον βήμα και προκύπτει προς τα ένδον, +ίνα ερωτήση τον Γέροντα περί της λέμβου. Αλλ' ιδών αυτόν εν μέσω νεφέλης +θυμιάματος, πολιόν, ολόχρυσον, αιγλήεντα ως φεγγοβολούσαν λαμπάδα, +κύπτοντα ενώπιον της Αγίας Τραπέζης, κατεπλάγη τόσον υπό ξένου, μυστικού +φόβου, ώστε δεν τόλμησε να ομιλήση, κ' εισέδυσεν ο ασεβής εις το +στασίδιόν του, μαύρος Σατανάς, αρχοντικόν δαιμόνιον, παραπλανηθείς εις +την επέραστον και κρυφήν εκείνην γωνίαν του Παραδείσου, κ' εστέναζε κατά +διαλείμματα, διακόπτων την θείαν μυσταγωγίαν: + + — Αχ! τι μου έκαμες, καπετάν-Παρμάκη! + +Τέλος, την αυγήν, έληξεν η θεία λειτουργία και παρετέθη εν τω κελλίω του +Γέροντος, ενώπιον του Εσταυρωμένου, η πανηγυρική Τράπεζα, ευωδιάζουσα +μύρα ασκήσεως και απράγμονος βίου. + +Ο κυρ-Δημάκης χωρίς όρεξιν έλαβε μικράν τροφήν, ενδομύχως θρηνών, διότι +ηδυνάτει να πληρώση την λαίμαργον άλλην επιθυμίαν του, και μόλις +εξημέρωσε καλά, κατήλθεν εις την ακτήν πικρώς βασανιζόμενος. + +Ο μαΐστρος είχεν επαναρχίσει. Βροχή χιονώδης εσχηματίσθη περί την +Ζαγοράν, ήτις προβαίνουσα ως πυκνός μελανόφαιος καπνός κατεκάλυψε την +Σκίαθον εν τω χιονοστροβίλω. Αι νιφάδες έφθανον ψυχραί, παγωμέναι, εις +το στυγνόν πρόσωπον του δεκατιστού, τον οποίον εις μάτην εκάλει ο +ερημίτης να μη ανησυχή. + +Η χιονώδης λαίλαψ, εκ δυσμών προβαίνουσα προς ανατολάς, κατεκάλυψε νυν +το πέλαγος και την ξηρόνησον αυτήν, ως με άχνην αναβράζοντος ατμού. Ήδη +εξηφανίζετο και η Σκόπελος, μόλις διακρινομένη ως όπισθεν αραχνοϋφούς +πέπλου. + +Ο καιρός ήτο «εις τον μάστορη» κατά την κοινήν έκφρασιν. + +Μέχρι της μεσημβρίας η χιών είχε λευκάνει την νησίδα, ήτις ωμοίαζε προς +χιονισμένην όρνιθα, κατακαθήσασαν εν μέσω του πελάγους. + +Ο κυρ-Δημάκης ουδέν δυνάμενος να διακρίνη πλέον εις το πέλαγος, +επανήλθεν εις το ασκητήριον, φέρων επάνω του λεπτόν επίστρωμα χιόνος ως +αλευρωμένος γάτος. + +Εκ της απελπισίας του ουδέ ωμίλει. + + — Σου είπα, κατά τον καιρό! + +Εδικαιολογείτο ο μοναχός. + +*** + +Εξημέρωσε τέλος η κυριακή, η ημέρα της δημοπρασίας, λευκή, χιονισμένη. + +Του ουρανού αιθριάσαντος, αι Σποράδες εφαίνοντο ως τεράστια κήτη +αναδύσαντα εκ του βυθού, με παλλεύκους χλαίνας. + + — Ας τα πάρουν κι' άλλοι, γέροντά μου, να ιδούν την γλύκα! + +Επανελάμβανε τότε ο κυρ-Δημάκης, απολέσας πλέον πάσαν ελπίδα μεταβάσεως +εις Σκόπελον, και αυτοπαρηγορούμενος. + + — Ναι! Ναι! Επεδοκίμαζεν ο ερημίτης. Τώρα είπες καλά, τέκνον μου. + +*** + +Μετά τρεις ημέρας, βράδυ-βράδυ, σουρούπωμα, ο γέρω Σταυρής ο καφεπώλης +εκάθητο προ της θύρας του καφενείου του, βιαίως ροφών τον αέρα ως +άνθρωπος πάντοτε κρυωμένος, ότε αλιάς μικρά προσωρμίζετο εις την +αποβάθραν έμπροσθεν του καφενείου του. Όγκος μέλας ως καθεύδουσα +προβατίνα εξεδιπλώθη τότε, κ' εξήλθεν εις την ξηράν άνθρωπος υψηλός, +μαύρος, πένθιμος, φέρων βαρείαν θεσσαλικήν χλαίναν, περικνημίδας και +υποδήματα καλογηρικά. Το επίμηκες πρόσωπόν του ωμοίαζε προς πρόσωπον +αμνάδος, αλλ' υπό τας πυκνάς οφρύς ουδέ ίχνος οφθαλμού διεφαίνετο πλέον. + +Ο Σταυρής ο καφεπώλης μαθών τα καθέκαστα παρά του καπετάν-Παρμάκη, προ +μιας ημέρας επανελθόντος εκ Σκοπέλου, αναγνωρίσας τον κυρ-Δημάκην, +αναφωνεί με την σκωπτικήν φωνήν του κ' εισπνέων θορυβωδώς τον αέρα: + + — Καλώς ώρισες, κυρ-Δημάκη! Καλά ήτανε τ' ακρογιαλά; + +Ο φοβερός δεκατιστής, χωρίς ν' απαντήση ετάχυνε το βήμα του, +συντετριμμένος, οικτρός. + +Και έως ου φθάση εις την οικίαν της χήρας Αχτίτσας, ακούει μουσικήν, +βιολιά και λαγούτα, άσματα, φωνάς, θόρυβον, γέλωτας. Δύο ημέρας ο +καπετάν Παρμάκης, ο νέος ενοικιαστής, επανελθών εκ Σκοπέλου, αφού +κατεκυρώθησαν πλέον επ' ονόματί του τα δέκατα του ελαιοκάρπου, ουδενός +άλλου πλειοδοτήσαντος, διεσκέδαζεν άδων και χορεύων, συμπαρασύρων όλον +το χωρίον εις την χαράν, όπερ είχε θεωρήσει αυτόν ελευθερωτήν από του +επαχθούς δεκατιστού. Χήραι τινες, αι τοσάκις δεκατισθείσαι, ανακαλύψασαι +το μέτρον του κυρ-Δημάκη το κίβδηλον, δι' ου ο λαίμαργος δέκατιστής +υπέκλεπτε δέκα δράμια περιπλέον εις τας πέντε οκάδας, παρέδωσαν εις τον +Γιωργήν της Θασίτσας, όστις συντρίψας, εκρότει αυτό ως αποτυχούσαν +κάλπην, θορυβών και αλαλάζων εις τας γειτονίας: + + — Και δήμαρχος, καπετάν-Παρμάκη! + +Την στιγμήν εκείνην, μαθόντες οι ευθυμούντες παρά του καφεπώλου περί της +επανόδου του κυρ Δημάκη, έσπευσαν να τον χαιρετίσωσι. Κ' ενώ εκείνος +εισήρχετο σπεύδων να κλεισθή εις την οικίαν, ο καπετάν-Παρμάκης ηκούσθη +με φωνήν βραχνήν σβυσμένην από του γαλακτώδους ποτού. + + — Καλά ήταν τ' ακρογιαλά, κυρ Δημάκη; + +Όλ' αυτά τα είχε σκεφθή ο κυρ-Δημάκης κατά τον πλουν της επανόδου του, +πλην εγνώριζεν ότι δεν θα διαρκέσωσι πολύ. Τον ανησύχει μόνον η +υπόσχεσις ην είχε δώσει να στεφανωθή την κόρην της γραίας Αχτίτσας, ήτις +διά των ιταμών συγγενών της πολύ θα ηνώχλει αυτόν. + +Και ο κυρ-Δημάκης δεν ήτο εις θέσιν να σχηματίση οικογένειαν, ως έλεγε, +φοβούμενος τα άγνωστον μέλλον. Ήδη είχε ρητώς υποσχεθή, διότι ένεκα της +εξαιρετικής εσοδείας θα εκέρδιζε πλέον των δεκαπέντε χιλιάδων δραχμών +κατά τους αλανθάστους υπολογισμούς του, αίτινες τώρα θα εισήρχοντο εις +το βαλάντιον του καπετάν Παρμάκη, όστις εφάπαξ γλυκανθείς δεν θα παρήτει +πλέον τα δέκατα, θ' ανεκάλυπτε δ' επί τέλους και το μυστήριον του +υπολογισμού εκάστης ευφορίας, έχων τας σημειώσεις μιας ενοικιάσεως, κ' +ενθυμούμενος ασφαλώς τας θέσεις των ελαιώνων και το παραχθέν εξ εκάστης +ποσόν. + + — Είνε και το μάτι, έλεγε πολλάκις προς τον κυρ-Βαρσαμόν τον παντοπώλην +ο πρώην πλοίαρχος, αλλά το παν είνε τόλμη, όσο να τα πάρη κανείς μια +φορά. + +Ούτως ο κυρ-Δημάκης δεν θα ηδύνατο πλέον να ζήση εν τη νήσω, χωρίς να +είνε δεκατιστής. + +Τας πρώτας ημέρας εσχεδίασε να ζητήση την ακύρωσιν της δημοπρασίας, υπό +τοιαύτας περιστάσεις τελεσθείσης, αλλ' εβεβαιώθη παρά των αρχών της +νήσου, ότι ουδέν θα κατώρθου. Αυτός ο αλιεύς κατέθετεν ότι τρις ο +καπετάν-Παρμάκης τον εκάλεσεν εν τη ερημονήσω ν' απέλθωσιν, αλλ' ούτος +ηρνείτο, επιμένων ν' αλιεύη όστρεα, και ότι επειδή εκ του χειμώνος ήτο +κίνδυνος να συντριβή η λέμβος, ο πλοίαρχος ηναγκάσθη ν' αποπλεύση και +σωθώσι. + +Τελευταίον είχε τας ελπίδας του εις τον ειρηνοδίκην, αλλά και ούτος, +μαθών κ' ερευνήσας το συμβάν, απήντησεν εκ του βάθους της μηλωτής του: + + — Κ' εγώ ο ίδιος 'ς το δικαστήριο, κυρ-Δημάκη θα σου πω: Καλά ήτανα τ' +ακρογιαλά; + +Έκτοτε δεν εφάνη πλέον εν τη νήσω ο κυρ-Δημάκης, ο φοβερός δεκατιστής, +ουδέ ηκούσθη τι περί αυτού. Απήλθεν ως ήλθε. + +Διά τούτο ο δημογραμματεύς με την πέννα πάντοτε εις χείρας μαθών ότι οι +συγγενείς της γραίας Αχτίτσας εις μάτην τον ανεζήτουν έχοντες έτοιμον +τον ιερέα να τον στεφανώσωσι μίαν νύκτα, ανέκραξε: + + — Λάδι πάλιν ο κυρ-Δημάκης! + +Παρήλθον έτη και ουδείς ήκουσε περί αυτού, όστις εν ταις ημέραις της +διαμονής του εν τη ειρηνική νήσω είχεν επαναφέρει εις τον κόσμον τον +τύπον τον αλησμόνητον του Τελώνου της Γραφής. + +Μόνον οι διερχόμενοι ενίοτε από την οικίαν της γραίας Αχτίτσας, +αποθανούσης μετά τινας μήνας εκ της λύπης της, διότι δεν ηδύνατο να +βλέπη ανύπανδρον την μοναχοκόρην της, ήκουον πένθιμον φωνήν +μαυροφορούσης κόρης, ήτις ετραγώδει ως να εμοιρολόγει κάτω εις την +σκοτίαν και τας αράχνας του κατωγείου. + + _Νύσταξ' η Πανίτσα + και πάει να κοιμηθεί + κ' η μάννα τσ' δεν το ξέρει + πως δε θα σηκωθή . . . _ + + — Το τραγούδι του δεκατιστή! + +Έλεγον οι διαβάται, συμπονούντες την ούτω σκληρώς δεκατισθείσαν εις τας +ελπίδας της ωραίαν κόρην με την μαύρην ελήτσα εις την παρειάν, ήτις +παθούσα υπό μελαγχολίας, δεν επέζησε πολύ. + + + + +ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ +(1896) + + + +Είχε μήνα σχεδόν _πίσω_ εις τα προς δυσμάς της νήσου πευκόφυτα +_Κατάμερα_, ο γέρω-Μπαρέκος. Καιρός που γεννούν τα πράματα, +καταλαμβάνετε. Και θέλουν και αυτά το απάγκιο τους, την φωτιά τους, την +περιποίησίν τους, τον άνθρωπόν τους. Σαν τους ανθρώπους και αυτά. Και +όταν ένα πρωί, μετά ταύτα, κληθείς ως μάρτυς εις το ειρηνοδικείον, +ηναγκάσθη να εισέλθη εις το χωρίον, έκαμνε τον σταυρόν του απάν'- +πανωτού, βλέπων μίαν παράδοξον μεταβολήν εις αυτό, εις όλας σχεδόν τας +οικίας, χαραγμένους επί των τοίχων μαύρους, κατάμαυρους σταυρούς, +μεγάλους-μεγάλους. + +Αν ηυτύχει, ο ερημικός και ορεσίβιος γεροντάκος, να επισκεφθή την +πρωτεύουσαν, θα εγνώριζε τον σκοπόν των μαύρων σταυρών, των ούτως επί +των τοίχων χαρασσομένων, και δεν θα ευρίσκετο εις την θλιβεράν δι' αυτόν +ανάγκην, να κάμνη τον σταυρόν του, πρωί-πρωί, αυτός ο οποίος, ως έλεγεν +εις τον παπα-Μακάριον, απέφευγε να εκκλησιάζεται, μόνον και μόνον, ίνα +μη, κάμνων τον σταυρόν του, θεωρηθή ως υποκριτής, αν και εβεβαίου μεθ' +όρκου, την πολλήν του ευλάβειαν. Τις οίδε, ποίον πνεύμα, πνεύμα έξαλλον, +αθηναϊκόν πνεύμα, συγγενές των επτά δαιμονίων, έπνευσε και μέχρι του +γερω-πεύκου, υφ' ον κατεσκήνου ο χριστιανός, κ' εθεώρει, και αυτός, +υποκρισίαν, να εκτελή, ουχί τα υπέρ άνθρωπον, δεν ήτο προς τοιαύτα ο +ανθρωπάκος, αλλά τα νόμιμα κ' επιβεβλημένα εις τον αξιωθέντα του θείου +βαπτίσματος. + +Και πού να ήξευρες, ανθρωπάκο μου, ότι οι μεγαλείτεροι υποκριταί είνε οι +αποφεύγοντες δήθεν την υποκρισίαν . . . + +Προχωρών εντός της κωμοπόλεως, και βλέπων πάντοτε, εν μακρά μαύρη +παρατάξει, τους επί των τοίχων σταυρούς, ήρχισε να κατασκευάζη διαφόρους +συλλογισμούς. Είχε χαράξει καλά πλέον. Αλλ' οι άνθρωποι εκοιμώντο ακόμη +και ήτο ησυχία σιωπηλή, ουδέ πνοή ανέμου ετάραττε τας σκέψεις του +ποιμένος: + + — Ο καινούργιος δήμαρχος, καθώς φαίνεται, είνε θεοφοβούμενος άνθρωπος, +και θέλει, όλοι μας να γείνωμεν σαν αυτόν. — Κατά το Μαστρογιάννη και τα +κοπέλια του. — Να ήξευρα έτσι, θα σούριχνα ένα άσπρο, μα τον Σταυρό! + +Κ' υψών είτα ένδον τον λογισμόν του, εκραύγασεν εν εαυτώ: + + — Αρχή άντρα ρίχνει! + +Ήξευρε και ρητά, βλέπετε, και μετεμόρφωνεν αυτά με την πευκίσιαν γλώσσαν +του πολύ σωστά. Καλλίτερα και από το πρωτότυπον, αν συγκρίνωμεν το +παρηλλαγμένον ούτω ρητόν του ποιμένος προς την σύγχρονον πολιτικήν μας +κατάστασιν. Πευκίσιο μυαλό — καταλαμβάνετε — όλο ευωδία και δροσιά . . . + +Όταν δε πάλιν έφθασεν επάνω εις το κεφαλοχώρι, σταθείς ανέκραξεν, +έκπληκτος βλέπων το μαύρον θέαμα: + + — Βρε κακό Σταυροί! + + — Τα βλέπεις, παιδί μ' γέρω-Μπαρέκο, τι πάθαμε; + +Διέκοψε την έκπληξιν του ποιμένος γραία, γείτων εκεί, θρηνωδώς +επιδεικνύουσα τον επί του τοίχου της οικίας της μαύρον σταυρόν. + + — Τι πάθαμε, γρηά μ; Ο σταυρός είνε καλό πράμα, μαθές, φυλαχτό, μαθές. +Πώς να σ' πω; Ο καινούργιος δήμαρχος έχει σκοπό να καθαρίση το χωριό, +κι' άρχισεν από τα φαντάσματα. Όξ' από δω! + + — Αχ, παιδί μ' γέρω-Μπαρέκο, επανέλαβεν η γραία γείτων. Πάθαμε τάπαθα. +Δεν τάμαθες, μαθές; + + — Πού να τα μάθω πίσω 'σ τα πράματα: + + — Πάει το σπιτάκι μου, παιδί μ' γέρω-Μπαρέκο. Το παίρνει ο δρόμος. Τ' +ακούς αυτά, παιδί μ' γερω-Μπαρέκο; Τακούω, πες. Το παίρνει το σχέδιο. Τα +ξέρεις αυτά του λόγου σου, που ζης μέσα 'ς τα πεύκα; 'Σ τον καθαρόν +αέρα; Τα καταλαβαίνεις αυτά του λόγου σου με τα κατσικίσιο το μυαλό; Το +παίρνει, λέει, το σχέδιο. + +Και ωλόλυζε: + + — Μάθαμε τάμαθα, και πάθαμε τάπαθα, με τον καινούργιο τον δήμαρχο. Το +παίρνει το σχέδιο το σπιτάκι μου! + + — Ποιο σχέδιο, χριστιανή μ; + + — Νά. Ακούς να σ' πω, παιδί μ' γέρω-Μπαρέκο, ακούς να σ' πω. Ο +καινούργιος ο δήμαρχος, με τη δωδεκάδα, προσκάλεσεν απ' την Χαλκίδα τον +κυρ-Μαχανικό με τη μαχανή. + + — Α, την κυρά-Μαχανή, την μάγισσα! Καλά έκαμε, διέκοψεν ο ποιμήν. + + — Όχι, χριστιανέ μ'. Ακούς να σ' πω. Τον κυρ-Μαχανικό. + + — Α, τον κυρ Μαχανικό! επανέλαβεν ο γέρων μετά σοβαρότητος. Κατάλαβα! + + — Ναι, εξηκολούθησεν η γραία, Τον κυρ-Μαχανικό, απ' λες, για να φκιάση, +λέει, το χωριό. Και θα το χαλάση, λέει, παιδί μ' γερω-Μπαρέκο. + +Ο γέρω-Μπαρέκος ετίναξε την τραγόκαπα, υψώσας τους ώμους του και τείνας +τας χείρας ένδον, ως εάν ήθελε να σφάξη αιγίδιον, και έκαμεν άλλην μίαν +φοράν τον Σταυρόν του, μεγάλον-μεγάλον τώρα, ως ει ευρίσκετο ενώπιον του +παπά-Διονυσίου, του γέροντα, έως εδάφους. + + — Θ' ανοίξουν δρόμους, εξηκολούθησεν η γραία, θα φκιάσουν πλατέαις, θα +στρώσουν καλτερίμια ίσια, θα φκιάσουν βρύσαις. Θα φυτέψουν δέντρα, θα +φέρουν το νερό από δύο ώραις δρόμο, θα φκιάσουν κήπους για το σιεργιάνι. +Θα φκιάσουν . . . λαγούς με πετραχείλια! . . . + + — Και θα χαλάσουν λοιπόν το χωριό πρώτα, για να φκιάσουν όλα αυτά; +Γιατί, αν είνε καθώς λες, όλα τα σπίτια έχουν σταυρούς. + + — Είνε για χάλασμα, παιδί μου, γέρω-Μπαρέκο. + + — Βέβαια, επεδοκίμασεν ήδη ο ποιμήν, ξηροβήξας. Εάν δεν χαλάση ένα +πράμα, δεν φκιάνεται. Καλά τους είπανε χαλασοχώρηδες. + + — Πάει το σπιτάκι μου! Πάει το σπιτάκι μου, παιδί μ' γέρω-Μπαρέκο. +Κύττα ένα σταυρό μεγάλο που του κάμανε; Σήμερα θ' αρχίσουν να χαλνάνε. +Είδα εγώ ψες βράδυ τους λοστούς και τα τσαπιά, απ' έξω από την δημαρχία. +Το παίρνει ο δρόμος το σπιτάκι μου, και θα μ' αφήσουν 'στον δρόμο, απ' +λες, παιδί μ' γέρω-Μπαρέκο. + +Και ήρχισε να τραβά τα μαλλιά της η γραία, ολολύζουσα: + + — Ποιος Θεός να μ' ακούση και ποιος κριτής να με κρίνη! Αφότου έγραψαν +τον σταυρόν επί του τοίχου του οικίσκου της, δύο ημέρας τώρα, έμεινεν +άγρυπνος, εξομολογουμένη εις τους διαβάτας τον πόνον της και ζητούσα +παρηγορίαν η γραία. + + — Τι να σ' πω κ' εγώ χριστιανή μ! Εγώ ήμουνα πίσω 'ς τα πράματα. +Γεννήσανε καλά φέτος. Δόξα σοι ο Θεός! Τάχω όλα μια χαρά. Μα τώρα πρωί- +πρωί, μ' αυτά που ακούω, και μ' αυτά που βλέπω, μώρχεται να κάμω τον +σταυρό μου. Λες να σταυρώσουν και τα πεύκα, κακομοίρα; Γιατί είδα +σήμερα, που ερχόμουνα, τρεις σταυρωτήδες, με τους μπαλτάδες, που +τραβούσαν για Πίσω. + +Και αίφνης, ρίψας τα μικρούτσικα ματάκια του ο γέρων ποιμήν, επί του +εγγύς ηρειπωμένου οίκου, αληθούς μεγάρου, σειομένου, θαρρείς, εις την +πνοήν του ανέμου και απειλούντος να κρημνισθή και να κρημνίση γύρω-γύρω +πολλά σπιτάκια, τα οποία εν τρόμω έπτησσον περί τα κράσπεδά του ως γαλιά +περί μαδημένην γαλοπούλαν, και παρατηρήσας καλώς ότι δεν έφερε σταυρόν, +ανέκραξε, διαμαρτυρόμενος, ως παραμυθών την απαραμύθητον γραίαν: + + — Δεν κάνανε, μπάρεμ, κ' εδώ ένα σταυρό, σ' αυτό το στοιχειό, να φύγουν +τα στοιχειά, που χορεύουν κάθε βράδυ και τρομάζει ο κόσμος να περάση την +νύχτα; Δεν είδανε κοτζάμ στοιχειό ενώ, μόν' είδανε την τρύπα την δική +σου; + + — Σ' το ρημαδιακό σ' να κάμουν σταυρό, θεοκατάρατε! + +Απήντησε τότε τραχεία και φοβερά φωνή γραίας άλλης, σωρευμένης ως +σακκίου επί της σαλευομένης του μαύρου οίκου αυλαίας, υψηλής και μεγάλης +ως παλατίου, ήτις σεισθείσα επί των σιδηρών στροφίγγων της, έτριξε +γοερώς, ως να έκλαιε πνιγόμενος. + +Ο γέρων μη διακρίνας τον σωρόν εκείνον της γραίας, έστρεψεν επάνω την +κεφαλήν, προς τα έρημα και ανοικτά παράθυρα του πρώτου πατώματος, από +του οποίου επίστευσεν ότι κατήλθεν η απειλή εκείνη η φοβερά, δαιμονίου +απειλή, στοιχειωμένου εκεί από αιώνων. + +Συνεμάζευσε την κάπαν του, εκάλυψε την κεφαλήν του με την κουκούλαν και +απεμακρύνθη, χωρίς ουδέ τον σταυρόν του να κάμη από τον φόβον του. + + — Θεοκατάρατε! + +Ανεφώνησεν ακόμη μίαν φοράν η γραία, η σορός, απειλητικώτερον. + +Και ο γέρω-Μπαρέκος, αφού απεμακρύνθη έμφοβος, ετάχυνε κατόπιν το βήμα +και έγεινεν άφαντος. Διηγείτο δε μετ' ολίγον εις το γύφτικον, όπου +μετέβη να διορθώση μίαν τσάπαν, ότι ησθάνθη εις την ράχιν του βαρύν +κτύπον λίθου, εκσφενδονισθέντος κατ' αυτού από του υψηλοτέρου παραθύρου +της στοιχειωμένης οικίας: + + — 'Σπολλάετη που είχα την κάπα, μωρέ γύφτο, αλλέως άσχημα την είχα, +μέρα-μεσημέρι. + +*** + +Ο καπετάν-Τσούρμας ο Παπαργυρός ήτο υπερήφανος και εις άκρον φιλόδοξος. +Αποκτήσας δύο παμμέγιστα ιστιοφόρα, ταξειδεύοντα εις τον ωκεανόν, +έγεινεν ο πρώτος μεταξύ των πλοιάρχων. Μη γνωρίζων δε πώς να δαπανά το +αργύριον, το οποίον, ως λέγουν, με της κόφαις κουβαλούσαν οι ναύται εις +τον οίκον του, εις κάθε ταξείδι, όλο και δίστυλα κολωνάτα, διά τον +οποίον αμύθητον πλούτον του και ωνομάσθη Παπαργυρός, όταν μια χρονιά, +αγαθοί τέκτονες, τηνιακοί, μετακληθέντες, έκτισαν την μητρόπολιν, +απεφάσισε να οικοδομήση και αυτός οικίαν, η οποία να διακρίνεται εν όλω +τω χωρίω, ως διακρίνεται ο τρούλος ναού βυζαντινού. + +Τω όντι, επάνω εις την ωραιοτέραν του λιμένος θέσιν, επάνω εις το +υψηλότερον του χωρίου μέρος, επάνω εις ένα βράχον λευκόν, λευκότερον από +το κύμα, το οποίον τον έλουεν ημέραν και νύκτα, οι τηνιακοί τέκτονες +έκτισαν πάλλευκον καλόν μέγαρον, ως εξαφρισθέν εκεί υπό νηρηίδων από του +βυθού, με δύο ορόφους, με ογκώδη και υψηλήν πύλην, με μεγάλα παράθυρα, +με μαρμάρινον πάγκαλον εξώστην, όπου καθήμενος ο καπετάν-Τσούρμας ο +Παπαργυρός εκάπνιζε τα τσιμπούκι του κ' εκαμάρωνε, δίπλα του αραγμένας, +της δύο σκούναις του, ότε κατέπλεον, περνώσαι μόνον και μόνον ίνα τον +χαιρετίσουν και τας χαιρετίση, επειδή δεν εταξείδευε πλέον, παραδώσας +την κυβέρνησίν των εις τον μονογενή αυτού υιόν. Αν ήθελεν, από εκεί όπου +εκάθητο, κ' ήγγιζον αι κεραίαι των εις τα μαρμάρινα κράσπεδα του +εξώστου, αν ήθελε, τας εθώπευε τας δύο σκούνας του, ως θωπεύει κανείς +εύμορφον γαλήν παρά τα γόνατά του. Αν ήθελε, τας εφίλει εις το χρυσωμένο +κορζέτο, ως φιλεί κανείς εις τα λευκόν μέτωπον πάγκαλον κόρην του. + +Και συνήθισε κ' εκάθητο εις τον μαρμάρινον εξώστην από 'πάνω από το +κύμα, σαν γλάρος του Αιγαίου, με το λευκόν του εσώβρακον, και ότε δεν +υπήρχον εκεί πλέον τα δύο πλοία του, ταξειδεύοντα. Εκάθητο, καπνίζων +πάντοτε το τσιμπούκι του, με τον μέγαν κόμβον τον ηλέκτρινον, κ' +ερρέμβαζε, προς το ευρύ πέλαγος θεωρών, όπου η φαντασία του απεικόνιζε +τα δύο ιστιοφόρα, τα οποία τάχα μακρά, μαύρα, με άσπρο μπούρδο, με +υψηλόν και κομψόν εξαρτισμόν, με χρυσά κορζέτα, λάμποντα εις τον ήλιον, +μ' εξανεμιζομένην την πλατείαν και μακράν σημαίαν, έκαμνον βόλταις, έξω +από τα νησιά, ζεύγος δελφίνων ολισθηρόν, συνωρίς τρυφερά τριτώνων. Ω! +πόσον έλαμπεν από της ιμερτής χαράς το πολιόν πρόσωπον του πρεσβύτου, ως +λάμπει το πρόσωπον πατρός, προπέμποντος εις τον ωκεανόν του Κόσμου το +τέκνον του, του οποίου προ μικρού ησπάσθη της χαράς τα στέφανα. Και +ανέπτυσσεν αίφνης, υψηλά κρατών, το λευκόν του μανδήλιον κ' εκίνει αυτά +εις σημείον χαιρετισμού, χαιρετίζων το ευρύ κενόν του πόντου, ενώ +αδαμάντινα δύο δάκρυα εκύλιον γλυκά-γλυκά επί των παρειών του, ως +σταγόνες δρόσου, δάκρυα χαράς, ευγνωμοσύνη προς την καλήν τύχην. Ενίοτε +τα ινδάλματα αυτά τα κενά της φαντασίας του τόσον ζωηρώς παρίσταντο +ενώπιον των οφθαλμών του, ώστ' αίφνης, εγειρόμενος από του ξυλίνου +καθίσματος εκίνει το επίμηκες τσιμπούκι του, με τον μέγαν ηλέκτρινον +κόμβον, απαστράπτοντα κιτρίνους αστραπάς, επιτάσσων, παρακελεύων +καθοδηγών προς ευθυποΐαν τον πηδαλιούχον, παροτρύνων τους ναύτας, +επαινών τον υιόν του, τον ευτυχή κυβερνήτην, παραινών. + +Και ύψου την φωνήν, κ' έτεινε τον λαιμόν, και προέτεινε το στήθος, +ατενώς βλέπων προς το έρημον πέλαγος, και διώρθου τα ιστία, και +μετέστρεφε το πηδάλιον, κ' εχαλάρου τα σχοινία, και έτεινεν άλλα, +στερεών τα υψηλότερα πανία άτινα, ως μετέωρα, μετά δεινού πατάγου +εκτυπούσαν, ως πτέρυγες ορνέων παμμέγισται, του εφαίνοντο. Χωρίς να +υπάρχουν ενώπιόν του ούτε πλοία, ούτε ιστία, αλλά μόνον η θάλασσα +γαλανή, ευρεία, σιωπηλή, ως μυστηρίου εικών. + +Και όταν, διά των παρακελεύσεών του τούτων, διωρθούντο δήθεν τα μικρά +σφάλματα του κυβερνήτου, κ' επανήρχετο το πλοίον εις την ευθυπλοΐαν, +εφιππεύον τα θορυβώδη κύματα, υπερήφανος πτερωτός ίππος, ηγάλλετο τότε +κι' ηυφραίνετο προς της χαράς του αυτής τα φαντάσματα ο λευκός γέρων, κ' +εξεδήλου την χαράν του αυτήν τότε, αναπαυόμενος επί της ευρείας +πολυθρόνας του ως νικητής μετά την ναυμαχίαν, γαλήνιος, εύθυμος, +εκπέμπων μεγάλας και πυκνάς τολύπας ευώδους καπνού από το μακρόν του +τσιμπούκι, εξατμίζων την πλημμυρούσαν τα ναυτικά στήθη του χαράν. + +Αχ! Πόσον δεν μας ευφραίνουν όλους, πόσον δεν μας καθηδύνουν όλους, της +χαράς μας αυτά τα φαντάσματα, της ψυχής μας οι παλαιοί αυτοί πόθοι, όταν +εις την δύσιν του βίου μας εμφανίζωνται, ως όταν είμεθα νέοι, εις τον +καιρόν μας, πλήρεις ζωής και ακμής, ότε πράγματι τους απηλαύσαμεν τους +πόθους εκείνους τους γλυκείς, τους μακαρίους εκείνους πόθους, την χαράν +εκείνην την άρρητον, ότε δεν ήσαν φαντάσματα, αλλά πραγματικαί, +υπάρχουσαι, ζώσαι εικόνες, ότε, εν τω κυανώ ορίζοντι της ζωής ημών, +μόνον η ανατολή εδείκνυτο, σβεννυμένης της δύσεως μέσα εις την άφθονον +του μεσουρανήματος λάμψιν, ότε η ωραία σκούνα μας ήτο παρά το πλευρόν +μας, με τα χρυσά της κορζέτα, και δεν είχεν αφαρπάση αυτήν ο άνεμος του +αστάτου πελάγους, όστις, όταν πνεύση, τίποτε δεν αφίνει εις την θέσιν +του . . . + + — Επάγωσε το φαΐ! + +Διέκοπτεν ενίοτε τα όνειρα αυτά η σύζυγος, αγαθή και φιλόστοργος γυνή. + +Αλλ' ο καπετάν Τσούρμας ο Παπαργυρός δυσκόλως επείθετο να διακόψη την +ωραίαν εκείνην σειράν των ινδαλμάτων του, εντρυφών, χορταίνων. + +Και όταν υπελόγιζεν ότι ο πλους έληξε, και ότι τα πλοία του θα ήσαν +αραγμένα, αφηρείτο, θεωρών τότε από του υψηλού εξώστου τον σαπφείρινον +κάτω υπό τους πόδας του πυθμένα, κ' ηγάλλετο, απαριθμών τας αγέλας των +κεφάλων, οίτινες διήρχοντο πρωί-πρωί, την άνοιξιν, ως διά να χαιρετίσωσι +τον πολιόν καπετάνιον, από την αυγήν δροσιζόμενον εκεί, εις τον καθαρόν +της θαλάσσης αέρα, τον καπετάνιον, όστις τόσον ηγάπα το υγρόν των +βασίλειον. Και ότε η σκιά της αρχοντικής κεφαλής του εσχηματίζετο επί +της επιφανείας της ακυμάντου θαλάσσης, αι πέρκαι ίσταντο μετά φόβου +όπισθεν των μελαψών φωλεών των, προσβλέπουσαι αυτήν μετά σεβασμού. Και +μία χρύσοφρυς ωραία, παχεία χρύσοφρυς, αργυρά, σχεδόν τον είχεν ερωτευθή +τον γέροντα και οσάκις, βοσκούσα, διήρχετο κάτωθεν του εξώστου, ίστατο +κ' έρριπτε προς τον επάνω κόσμον το χρυσούν βλέμμα της να τον ίδη, τον +ηγαπημένον της, εκεί, επί του εξώστου, ρίπτοντα σωρόν τα ψιχία εις τα +προσφιλή του κοπάδια. Ένας δε κατακόκκινος ερυθρίνος, ο σατανάς των +ιχθύων, αν είχε φωνήν, θα εξεφώνει καμμίαν πρωίαν: + + — Έλα λοιπόν κάτω αφού τόσον μας αγαπάς! + +Με τόσον σατανικόν βλέμμα, τον έβλεπε τον γέροντα. + +Έως ου η τρυφερά αυτή αγάπη εις μανίαν μετετράπη. Ιδίως αφ' ότου, +παρασυρθείς ο υιός του, τις οίδεν υπό τινων κακών συμβούλων, και είνε +τόσοι κακοί σύμβουλοι παντού, κ' εν τη ξηρά κ' εν τη θαλάσση, ήρχισε ν' +απειθή εις τον πατέρα του, ενεργών τα ταξείδια αυτοβούλως χωρίς να γράφη +καν εις τον καπετάν-Τσούρμαν τον Παπαργυρόν, χωρίς να δίδη λογαριασμούς. + + — Μην ακούς τι λέει ο κόσμος! ετόλμα να δικαιολογή τον υιόν η +φιλόστοργος μήτηρ. + + — Εγώ δεν ακούω τι λέει ο κόσμος, γυναίκα, παρετήρει τότε ο γέρων, εν +απαθεία. Εγώ βλέπω τι λένε τα κατάστιχά μου. + +Και όντως τα λόγια του κόσμου ήσαν πολύ σύμφωνα με τα κατάστιχα του +καπετάν Τσούρμα του Παπαργυρού, του οποίου τα όμματα, κατακόκκινα από τα +δάκρυα, είχον τρία έτη να ίδουν τας δύο σκούνας του, τας οποίας ηγάπα +πλειότερον του υιού του πλέον, ως θυγατέρας τρυφεράς, τας οποίας απήγαγε +δόλιος εραστής. + + — Ούτε γράμμα, ούτε απολογία, λογάτε! εθρήνει κρυφά η μήτηρ. + +Τα μάτια του γέροντος έκαμαν γυαλιά να κυττάζουν το πέλαγος· νύκτας δε +κατά σειράν πολλάκις εξημέρωνεν επί του εξώστου νήστις, άγρυπνος, +αναμένων. Προς παν λευκόν ιστίον εξαιφνιάζετο, ως κοιμώμενος λαγωός, και +προς πάσαν λέμβον, παραπλέουσαν υπό τον εξώστην, απέστελλε την ερώτησιν +άνωθεν, παρακλητικώς: + + — Μην είδατε της σκούναις μου; + +*** + +Είχε τρεις ημέρας να φάγη και τρεις ημέρας να κοιμηθή, σωστό τριήμερο. + +Η όψις του είχε παραλλάξει· το βλέμμα του είχε θολώσει, ως βλέμμα +απολέσαντος τον ύπνον. Κανένα δεν ήθελε να ίδη, προς ουδένα ήθελε να +ομιλήση. Η σύζυγός του, περίλυπος, εκάθητο ένδον, εν τη αιθούση, έχουσα +ημίκλειστον την θύραν του εξώστου και προσέχουσα πάντοτε τον +μελαγχολικόν σύζυγόν της. + + — Τι κακό που μ' ηύρε! Τι μεγάλο κακό! + +Είχον παρέλθει τα μεσάνυχτα· προ μικρού ελάλησεν ο πετεινός. Αίφνης ο +καπετάν Τσούρμας ο Παπαργυρός εγείρεται αγριωπός, υψηλός, μεγαλόσωμος, +ανατείνει τον βραχίονά του επιτακτικώς, βαστάζοντα εβεσμένον το +τσιμπούκιον, και αίρων τα όμματα φλογερά προς τον μελανόν πόντον, +κραυγάζει στεντορείως: + + — Μόλα μπουρίνα, μωρέ σκυλί! + +Ενόμιζες πως ήθελε να πετάξη όλος εις το κενόν, ναύαρχος να ορμήση +εναέριος, και να κεραυνώση τον πολέμιον, τέρας ουράνιον, σείων τας δύο +χείρας του ως δύο πτέρυγας, και διαγράφων κύκλους ατάκτους εν τω κενώ με +το μακρόν τσιμπούκι του· ως το εκτόρειον δόρυ, επί του εξώστου. + +Η σύζυγος εξετινάχθη έντρομος εις τα κάθισμά της, κ' έβλεπεν από την +ημίκλειστον θύραν τον καπετάν Τσούρμαν τον Παπαργυρόν, υψηλότερον παρ' +ό,τι ήτο, φοβερόν, θηριώδη, τιτάνα. Το βλέμμα του φωτιαίς πετούσε. +Θαρρείς και ήτο επί της αιπεινής πρύμνης της μεγάλης του σκούνας, εν ώρα +εσχάτη θυέλλης και καταποντισμού. + + — Μόλα μπουρίνα, τίρα μόλα! + +Επαναλαμβάνει πάλιν ο καπετάν Τσούρμας ο Παπαργυρός. Και δευτέραν φοράν, +αγριώτερον τώρα, ο αντίλαλος της σθεναράς φωνής του αντήχησε, θρηνωδώς +πλήττων την κατέναντι ξηρόνησον, προς ην έβλεπεν ο γέρων. Από τους +λευκούς βράχους ο αντίλαλος πάραυτα εκτιναχθείς, ως κρότος τηλεβόλου, +προσέκρουσε κάτω, προς τας προκυμαίας και τας οικίας της παραλίας και +επανελήφθη, κάτω βαθειά, ως διά βραχνής σάλπιγγος δαίμονος, εν τη σιωπή +της νυκτός: + + — Μόλα μπουρίνα, τίρα μόλα! + +Ο καπετάν Τσούρμας ο Παπαργυρός εν τω υπερβάλλοντι πόθω του να επανίδη +τα πλοία του, εφαντάσθη ότι αυτά κατέπλεον, πλην εξ αβλεψίας, είτε του +υιού του, είτε του πηδαλιούχου, επίστευσεν ότι εκινδύνευον, εν ώ +εισήρχοντο εις τον λιμένα, να προσαράξουν προς τον απότομον βράχον του +Μπουρτζίου, όπου βεβαίως θα συνετρίβοντο και τα δύο — θλιβερόν θέαμα — κ' +εν τη εξεγερθείση τότε φαντασία του, έβαλε την άνω κραυγήν, επιτάσσων να +τα γυρίσουν, διά ν' αποφύγωσι την σύγκρουσιν. + +Τη επαύριον διεδόθη εις το χωρίον, το οποίον έντρομον εξήγειρεν η βραχνή +του γέροντος φωνή, ότι ο καπετάν Τσούρμας ο Παπαργυρός «τα έχασε!» + +*** + +Και η φήμη αύτη η θλιβερά, επηλήθευσε μετ' ολίγον. + +Διότι, κατά σύμπτωσιν φοβεράν, την αυτήν ημέραν ήλθεν η είδησις ότι αι +δύο εύμορφοι σκούναι του καπετάν Τσούρμα του Παπαργυρού, εν ώ, +φορτωμέναι, εκ της Αζοφικής, έπλεον ομού προς την Μεσόγειον, +συνεκρούσθησαν, εν νυκτερινή θυέλλη, παρά το αόρατον στόμιον του +Βοσπόρου, τα Καβάκια, η μία κατά της άλλης, σύγκρουσιν απάνθρωπον, κ' +εβυθίσθησαν και αι δύο, εξαφανισθείσαι εις την άβυσσον του σκληρού +πόντου, ως εξαφανίζεται άχρηστον χαρτίον. Περί του υιού του ουδείς +εγίνετο λόγος. + +Ο καπετάν-Τσούρμας ο Παπαργυρός έπαυσε πλέον να βλέπη προς το πέλαγος, +από του οποίου ουδέν ανέμενε. Παρήτησε την κόμην του μακράν, κατάλευκον, +και τον πώγωνα βαμβακερόν, ως του αγίου Νικολάου. Η μορφή του, η ανθηρά, +εσκυθρώπασε και παρήκμασεν. Οι ώμοι του εκυρτώθησαν· και ως εκάθητο, επί +του εξώστου, με το τσιμπούκι του το ηλέκτρινον, ωμοίαζεν ερημίτην, εν +μέσω καπνών νεφελωτών, θρηνούντα του ανθρωπίνου βίου το πρόσκαιρον. + +Η δε γραία μήτηρ, η σύζυγός του, παρεξενεύετο ότι εν τη μεγίστη αυτού +θλίψει ουδέποτε ωμίλησεν ο γέρων περί του αγνοουμένου υιού, όστις, ίσως, +άκλαυτος ούτως, έγεινε βορά των ιχθύων. + +Ενίοτε έτρωγε και ενίοτε εκοιμάτο ο γέρων. Αλλά δεν ωμίλει ποτέ, βλέπων +ως πρόβατον. Και μόνην ευχαρίστησιν ησθάνετο να διανέμη συνεχώς τα ψιχία +του άρτου εις τους λαιμάργους κεφάλους, οίτινες ηθροίζοντο, κοπάδια- +κοπάδια, κάτω από τον εξώστην. + +Με τον καιρόν, εξασθενήσας, κιτρινίσας, ζαρώσας, ωμοίαζε ναυαγισμένον +και ξεπαγιασμένον ναύτην. + +Παρήλθον έτη και ουδεμία είδησις περί του υιού έφθασεν ύστερον από την +μόνην είδησιν όπου έφερεν ο καπετάν Σκινάς ότι τον είδε τον υιόν του +γέροντος εις το χιώτικο καφενείον του Γαλατά φουμάροντα ναργιλέ με Χίους +πλοιάρχους φίλους του. + +Μίαν νύκτα του Μαΐου μαλακήν και ασέληνον, εζήτησε το πυροφάνιον ο +πρεσβύτης. + + — Πού θα πας; ηρώτησεν η τεθλιμμένη σύζυγος. + + — Τώρα θα ιδής. + +Είπεν ο καπετάν-Τσούρμας ο Παπαργυρός, κ' εστερέωσεν αυτό αναμμένον επί +των σιδηρών δρυφάκτων του εξώστου. Πάραυτα έλαμψεν ο πυθμήν κάτω και +πέραν η εγγύς ακτή της ξηρονήσου, ης οι βράχοι μετεκινούντο, θαρρείς, +εδώ κ' εκεί, ως φώκαι χορεύουσαι. Ήστραπτε και εγυάλιζεν η ομαλή της +θαλάσσης επιφάνεια ως καθρέπτης. Και ανάψας ο γέρων το τσιμπούκι του και +λαβών ψιχία ήρχισε να μοιράζη κάτω εις τους ιχθύς. Αλλ' οι ιχθύες +εκοιμώντο. Η δε λάμψις του πυρσού εις μάτην ανεμόχλευε κάτω τον +σκοτεινόν πυθμένα. Έβλεπε μόνον ο πρεσβύτης τα σαπφείρινα θαλάμια των +μουγκρίων, και τας μόλις διακρινομένας φωλεάς του οκτάποδος. Αλλ' αίφνης +το κατηφές πρόσωπόν του εστολίσθη μ' έν μειδίαμα γλυκύ και τρυφερόν ως +στολίζεται η δύσις μ' έν χρυσούν συννεφάκι ως βέλο παρθενικής κόρης. + +Κινεί τα χείλη του ο λευκός γέρων θέλει να παραστήση της χαράς του το +φάντασμα τούτο, πλην η φωνή του πιάνεται βαθειά εις τον λάρυγγα. Κύπτει +προς τα έξω, στηρίζων το στήθος επί του σιδηρού δρυφάκτου, και βλέπει +κάτω προς το βάθος του πυθμένος, έξαλλος, αγαλλόμενος. Ο πυθμήν +κατηυγάζετο φαεινώς από της αφθόνου λάμψεως του αναμμένου πυρσού. Και +μένει εν τη θέσει εκείνη ο γέρων, ακίνητος, αμίλητος, λάμπων από χαράν +κρυφήν, βλέπων μετά πάθους κάτω, ως ει ήθελε να ροφήση σχεδόν το +ανέκφραστον θέαμα. Η ηδονή της ψυχής του εκχύνεται όλη επί του πολιού +του προσώπου, εφ' ου χαρμόσυνος προσπίπτει του πυροφανίου η φωτοβολή. +Κινεί ολονέν τα χείλη του, μειδιά ηδέως, απολαυστικώς μειδιά, και τέλος +μέσα εις το μειδίαμά του ψιθυρίζει με τόνον υπερβαλλούσης απόλαύσεως, ως +να ευρίσκετο εν τω παραδείσω, λέξεις δύο ασυναρτήτους, λέξεις μυστικάς, +πνιγομένας μέσα εις την ηδονήν και την χαράν. Κ' εντρυφά εις την +χαρμόσυνον αυτήν φαντασίαν, σιωπών, ευφραινόμενος και τείνει να έλθη +εγγύτερον προς το περιπόθητον και μυστικόν ίνδαλμά του, και προτείνει το +πρεσβυτικόν στήθος του προς τα έξω, ακόμη περισσότερον, επιποθών, αν ήτο +δυνατόν να μεγαλοποιήση τας χείρας του, όχι, να μεταμορφωθή εξαϋλούμενος +εις ευώδη πνοήν αρωμάτων, και να φθάση, να περιβάλη, ως περιβάλλει ο +ιερός λίβανος την αγίαν Τράπεζαν, το γλυκύ της χαράς του φάντασμα, το +οποίον εκαμάρωνεν εις τον λαμπρόν πυθμένα κάτω, με τας απείρους του +σαπφείου αποχρώσεις, απαλόν, θελκτικόν και πάγκαλον ως εξόπισθεν +υελοφράκτου παραπετάσματος, ψυχή αγίου, επιστρέφουσα εις τον κόσμον. +Τέλος κατορθώνει να κράξη: + + — Η σκούναις μου, μωρέ γυναίκα! η σκούναις μου! + +Αλλ' εν τη τάσει εκείνη της κάμψεως του σώματός του, απεσπάσθη το +σιδηρούν δρύφακτον του μαρμαρίνου εξώστου, όπερ καταπεσόν, παρέσυρε προς +την θάλασσαν και τον καπετάν-Τσούρμαν τον Παπαργυρόν μετά δεινού των +υδάτων πλαταγισμού. + +Η σύζυγος, ήτις παρεφύλαττεν ήδη εν τη αιθούση, είχε καταληφθή υπό του +ύπνου, τόσας νύκτας πλέον αγρυπνούσα και πονούσα, αλλά προς την φωνήν +του πρεσβύτου «η σκούναις μου» εξηγέρθη έντρομος και ονειρευομένη, ίσως, +τον αγνοούμενον υιόν της, εξήλθεν εις τον εξώστην, ψιθυρίζουσα, ως +ημικοιμωμένη: + + — Παιδάκι μου, καλώς ήλθες! + +Αλλ' εκεί ανεμνήσθη αίφνης, ότι εκάθητο ο καπετάν Τσούρμας ο Παπαργυρός. +Παρατηρεί, τρίβουσα τους οφθαλμούς, τρομασμένη, ως οι φεύγοντες από +φοβεράς μάχης, και βλέπει την καταστροφήν του εξώστου. Το πυροφάνιον +έλαμπεν ακόμη, εμπεπηγμένον εκεί, ως πυρσός τάφου, βοΐζον υποκώφως, +αναρριπιζόμενον υπό ελαφράς του ανέμου πνοής, θεωρεί προς τα κάτω και +προφθάνει να ίδη τα φως μόνον του τσιμπουκίου του βυθιζομένου συζύγου +της, όπερ και αυτό, ευθύς εσβέσθη και συνεκαλύφθη υπό τους αφρούς της +αναταραχθείσης θαλάσσης. Έβαλε κραυγήν γοεράν. + +Δύο δε αλιείς, εγγύς εκεί, γιαλεύοντες, με τα πυροφάνια, σπεύσαντες, +εύρον εν τω πυθμένι νεκρόν τον καπετάν-Τσούρμαν τον Παπαργυρόν, πλην +γλυκύν και γαλήνιον και μειδιώντα ακόμη, ως να εκοιμάτο, ονειρευόμενος +τα ηδύτερα των ονείρων, ενώ οι κέφαλοι τον περιετριγύριζον, τον εφίλουν +σχεδόν εις το γελαστόν πρόσωπον, ως ει ήθελον να ευχαριστήσωσιν αυτόν +διά την τόσην προς αυτούς αγάπην του. Η δε ασημένια χρύσοφρυς δεν ήθελε +να τον αποχωρισθή, τον αγαθόν πρεσβύτην, και παρηκολούθει μετά πόνου το +πτώμα, ανασυρόμενον θλιβερώς υπό των δύο αλιέων, εν ώ ο πονηρός +ερυθρίνος εχόρευεν από χαράν. + +*** + +Παρήλθον έτη. Η καπετάνισσα, ήτις εφαίνετο ότι ποτέ της δεν θα γηράση, +εγήρασε πλέον. Το τόσον κάλλος εκείνο, η δροσερά υγεία και ευώδης +χαρμονή, συνεπτύχθησαν σπαρακτικώς και απωλέσθησαν μέσα εις ένα σακκί +κόκκαλα. Το μέγαρον εθρήνει και αυτό την σκληράν χηρείαν. Ο απειθής +εκείνος και άσωτος υιός, εις καμμίαν ίσως της φοβεράς Γαλλίας εσχατιάν, +θα προσεπάθει να γεμίση την κοιλίαν του από των κερατίων αφ' ων ήσθιον +οι χοίροι, ουδαμού ακουόμενος, ή ίσως και θα ετελείωσε τας ημέρας του +εις τα παγερά της Μαρσίλιας σπιτάλια, αν δεν επνίγη τότε. Η καπετάνισσα +εκείνη, η αρχόντισσα, επεινούσε πλέον, βλέπουσα με κεχηνός το στόμα +φθειρομένην ματαίως την τόσην του μεγάρου πολυτέλειαν, τα οποίον +εμαύρισεν από τον πόνον του, θαρρείς, και αυτό, της ασβεστοκονίας του +αποτριβείσης από τον ήλιον και τας βροχάς. Ο εξώστης, ο μαρμάρινος, +ουδέποτε επεσκευάσθη· σημείον εύγλωττον της δεινής συμφοράς. Οι υετοί +ήρχισαν να παρασύρουν έν προς έν του αρχοντικού οίκου τα στολίσματα, τα +οποία δεν αντικαθίσταντο καθώς τα φεύγοντα του ανθρώπου έτη, το κάλλος +και η υγεία. + +Το μέγαρον εγήρασεν. + +Ένας σωρός και αυτό λίθων και πλίνθων και ξύλων. + +Ο βορράς εσύριζε τον χειμώνα, εισορμών βιαίως διά των θραυσθέντων +παραθυροφύλλων. Τα γείσα τα εύμορφα, με την ροδίνην των μαρμαροκονίαν, +που ήσαν ως να τα εφίλησαν αιθέριαι νύμφαι, ερράγησαν κ' έπεσαν, ως +πίπτουν οι οδόντες γραίας· τα φατνώματα, τα χρυσά των αιθουσών εξέβαψαν +και ετρίβησαν ως του λεπρού η αθλία κορυφή. Και όταν έβρεχεν, έτρεχεν +από του μαρμαρίνου εξώστου ρεύμα ύδατος, εισρέον διά της μετακινηθείσης +στέγης. + +Τότε έλαβον την άδειαν και εισώρμησαν εκεί τα φαντάσματα, ως ο λεγεών +των δαιμονίων, τω καιρώ εκείνω, εις την αγέλην των χοίρων. + +Πού ετόλμα παιδίον να διέλθη προ του κατηραμένου τούτου μεγάρου, το +οποίον ως κακός εφιάλτης, εβάρυνε επάνω εις την λευκήν πολίχνην. + +Κατά κακήν μου τύχην, εκείθεν διήρχετο η οδός, η άγουσα εις την οικίαν +του μόνου του χωρίου ιατρού. + +Ήτο μεσάνυκτα. Η μητέρα μου έκειτο ασθενής και ώφειλον να μεταβώ εις τον +ιατρόν. + +Αχ! φοβερά εκείνη η ώρα. Αισθάνομαι ακόμη παλλομένην την καρδίαν μου. +Ολόκληρον νεκροκράββατον μακρύ, απαίσιον, εστολισμένον, με τα κηρία +αναμμένα, με κατεδίωξε καταδίωξιν αποτρόπαιον και παράδοξον. Έτρεχον +ασθμαίνων, ψιθυρίζων μυστικώς το «Πιστεύω». Όπισθέν μου ήκουον τους +πενθίμους τριγμούς του διώκοντός με νεκροκραββάτου, ξηρούς, φοβερούς, ως +τα κτυπήματα της σκαπάνης του νεκροθάπτου, κ' έβλεπον, χωρίς να στρέψω +οπίσω, έβλεπον, ως να απέκτησα του Άργου τα όμματα, την πένθιμον εκείνην +παράταξιν, με τους απαισίως φέγγοντας φανούς, καθώς φέγγουν την νύκτα τα +φαναράκια επάνω εις τους τάφους του κοιμητηρίου του χωρίου. + +Και ότε πάλιν την μεγάλην Πέμπτην, με άλλους παίδας, επηδήσαμεν κρυφά, +την νύκτα, εις την έρημον αυλήν του, να κόψωμεν δενδρολίβανα, διά τους +Σταυρούς μας, που θα ετραγωδούσαμεν του «Χριστού τα πάθη», ένας αράπης — +φευ του θεάματος! — υπέρμεγας, κατάμαυρος, με το τσιμπούκι του μακρόν, +ως μακεδονικήν σάρισσαν, ολίγον έλειψε να θραύση τας κεφαλάς μας, αν δεν +επρολαμβάνομεν ημείς να θραύσωμεν αυτάς, μόνοι μας, πηδήσαντες από του +αυλογύρου, σύντρομοι. + +Και μίαν άλλην φοράν, ότε μετέβαινον μετά του μακαρίτου πατρός μου εις +την αγρυπνίαν της Παναγίας — πάλιν εκείθεν διήρχετο η οδός — τον άφησα +μισοστρατής και εγύρισα οπίσω, εις την οικίαν μας, ασθμαίνων, +διωκόμενος. Αχ! μ' εκυνήγησεν ένα βωδάκι, μετά βίας και αγριότητος +λύκου, μυκώμενον, κράζον, φωνάζον, κερατίζον την νύκτα. Ήμην πλέον εντός +της αυλής μας, ότε έστρεψα να ίδω το βωδάκι, το άγριον, και βλέπω, αντ' +αυτού, ίππον αφηνιασμένον, και έως ου, έντρομος ακόμη, κλείσω την θύραν, +βλέπω και ο ίππος μετεμορφώθη εις μίαν υψηλήν και ξηραγκιανήν αραπίναν, +ης η κεφαλή έφθανε την κορυφήν του γειτονικού κωδωνοστασίου του ναού, +μέχρι του στήθους γυνή και το λοιπόν ξηρά λεύκη. + +Τα είδον όλα αυτά; Ουδέποτε. Τα είδον όμως άλλοι παίδες, οι οποίοι +ωρκίζοντο «μα το ξο χλιαράκι», ότι τα είδον κ' εφαντάσθην κ' επίστευσα +κ' εγώ ότι τα είδα. + +Το βέβαιον όμως είνε ότι πλούσιος ιδιοκτήτης, επιθυμών ν' αποκτήση το +έρημον εκείνο μέγαρον, διότι πράγματι ήτο επί της ωραιοτέρας τοποθεσίας, +αλλά, πλεονέκτης εις άκρον, ίνα το αγοράση «για ένα κομμάτι ψωμί», +διέδωκεν επιτηδείως τα περί των φαντασμάτων εις τον μικρότερον υιόν του, +όστις εκοινολόγησεν, έπειτα, τας τρομεράς διηγήσεις προς άλλους παίδας, +εις το σχολείον, και ούτως όλοι οι παίδες του χωρίου είχον ίδη πλέον «τα +στοιχειά» του ερήμου εκείνου οίκου. + +Η καπετάνισσα κατ' αρχάς, ακούουσα ταύτα, ήρχισε να φοβήται και αυτή. +Διότι περί το μεσονύκτιον την εξύπνα άλλοτε μεν φωνή αλώπεκος, άλλοτε +λύκου ωρυγή, και άλλοτε χρεμετισμός ίππου. Και, όταν μίαν νύκτα ήθελε ν' +αντλήση ύδωρ από την στέρναν, βροχή λίθων παρ' ολίγον να θραύση την +κεφαλήν της. Την νύκτα δε της Πρωτομαγιάς, όλην την νύκτα, εις το επάνω +πάτωμα, εχόρευον την «Καμάραν», τον εύμορφον αλυσιδωτόν χορόν, ελαφραί +κόραι, πολλαί, πάμπολλαι. Ησθάνετο τους ελαφρούς των βηματισμούς, +δειλούς, ως των πτηνών, και ήκουε την λεπτήν και γλυκείαν φωνίτσαν των, +ως την ψελλίζουσαν του καλαμώνος αύραν. + +Αλλ' ο αείμνηστος αρχιεπίσκοπος της Χαλκίδος, ο Καλλίνικος, ο εξ Άνδρου, +Καλλίνικος ο Καμπάνης ένας αρχαιοπρεπής και γλυκύτατος Δεσπότης, με τας +ωραίας λάμψεις του βλέμματός του τας πατρικάς, και το μειδίαμα της +πραότητος εις τα χείλη, όστις, μεγαλοπρεπής εις όλα, ήθελε και εις τα +χωρία ακόμη να επιδεικνύη την αρχοντικήν του παράστασιν επιβάλλουσαν, +συνήθιζε πάντοτε να καταλύη εν τω στοιχειωμένη τούτω μεγάρω, του οποίου +δωμάτιά τινα, εν τω κάτω πατώματι, ήσαν κατοικήσιμα. + +Καθ' όλας εκείνας τας ημέρας τα στοιχειά εξηφανίζοντο. Όπερ ενεθάρρυνε +την γραίαν κ' εξηκολούθει να κατοική μέχρις εσχάτων έν τινι μικρώ +δωματίω, επί της αυλής, καίουσα άσβεστον την κανδήλαν ενώπιον δύο-τριών +εικονισματίων και θυμιάζουσα συνεχώς. Επειδή δ' εθεώρει ως ύβριν κατά +της ευσεβείας της και εμπαιγμόν καθ' εαυτής τας διαδόσεις εκείνας περί +των φαντασμάτων, ωργίζετο και πικρώς ήλεγχε πάντα, τολμώντα να προσβάλη +την ιερότητα του οίκου της, όστις εφιλοξενει κατ' έτος τον σεβασμιώτατον +άγιον Χαλκίδος. + +Διά τούτο σκληρώς εξύβρισε και τον γερω-Μπαρέκον, ως είδομεν, όταν +υπέδειξεν, ο ευλογημένος, την οικίαν της, ως στοιχειωμένην. + +Αφού δ' ο πλούσιος εκείνος ιδιοκτήτης δεν ηδυνήθη να γείνη κάτοχος του +μεγάρου διά των περί φαντασμάτων εκείνων διαδόσεων, τελευταίον, +εκλεχθείς δήμαρχος, απεφάσισε να επιτύχη την εκπλήρωσιν της επιθυμίας +του, μεταρρυθμίζων το σχέδιον του χωρίου, διά νέας ρυμοτομίας, ελπίζων +πάντοτε να συμπεριληφθή και το φθονούμενον μέγαρον εν τη μεταβολή ταύτη. +Κ' ενώ εξ ενός απέστελλε τον μηχανικόν, ίνα χαράξη μαύρον σταυρόν επί +του τοίχου του μεγάρου, εξ άλλου, κρυφά, εψιθύριζεν εις το ους της +γραίας: + + — Το δίνεις τριάντα κατοστάρικα; + +(Κ' εστοίχισε δεκαπέντε χιλ. δραχμών!) + + — Πας 'στον παππού μ! + +Ηγρίευσεν η γραία. + + — Θα σου το πάρη το σχέδιο! + +Ηπείλησεν ο δήμαρχος. + + — Το κεφάλι σου να πάρη το σχέδιο! Το σπίτι είνε του παιδιού μου! + +Διά των απαντήσεων τούτων εσώθη η γραία από τας παρακλητικάς απειλάς του +δημάρχου. Από δε του μηχανικού εσώθη, ισταμένη εις την θύραν, με μίαν +σιδηράν ράβδον, και απειλούσα να θραύση την χείρα παντός, όστις θα ήθελε +να χαράξη μαύρον σταυρόν επί του οίκου της. + + — Ας κουρεύεται! είπεν επί τέλους ο δήμαρχος εις τον μηχανικόν, ιδών +ότι η γραία καπετάνισσα δεν ωμοίαζε διόλου προς την επί Ευδοξίας χήραν +με την άμπελον. + +*** + +Ούτως η φιλόστοργος μήτηρ υπέμεινε βλέπουσα ολονέν κατερειπούμενον το +μέγαρον, με την ελπίδα την απροσμάχητον ότι θα επανήρχετο μίαν ημέραν ο +υιός της. Τα καταρριπτόμενα υπό του χρόνου, ξύλα, και πλίνθους και +σανίδας, εσώρευεν επί της αυλής, να έλθη να τα εύρη ο υιός της, ίσως και +όλον τον οίκον, σωρόν ερειπίων, και επ' αυτού την γραίαν μητέρα του, ως +γλαύκα, θρηνούσαν επάνω εις τάφον. Ούτως εσκέπτετο. + +Κάθε οκτώ, την αυγήν, βαθειά, μέσα εις τον ύπνον της, ήκουε τους κρότους +της μηχανής του ατμοπλοίου, όπερ προ της οικίας της παρέπλεε, κ' +εξήρχετο επί του σεσαθρωμένου και ημικρημνισμένου εξώστου, θεωρούσα τους +επιβαίνοντας και αναζητούσα τον υιόν της, μαύρη, μικρά, συμμαζευμένη ως +ηπλωμένον ράκος δακρύβρεκτον να στεγνώση. + +Εις το ταχυδρομείον εξημέρωνε αυτή πρώτη απ' έξω. + +Άν ποτε εισέπλεε καμμία σκούνα με τους ιστούς της υψηλούς, με τα ιστία +κατάλευκα, με την σημαίαν κυματίζουσαν, την εκαμάρωνεν ως του υιού της +την σκούνα. + + — Ας ήρχετο έτσι δα, και ας πέθαινα, Παναγία μου! + +Έκαμνε τον σταυρόν της. + +Πρωί και βράδυ εκολλούσεν ένα κεράκι προ της εικόνος του τιμίου +Προδρόμου, εν τω όρθρω και τω εσπερινώ. Γιαννάκην έλεγαν τον υιόν της. + +Ήθελε να πηγαίνη και εις την πανήγυριν του αγίου Ιωάννου, έξω εις την +ερημικήν εκκλησίαν του, εις το Κάστρο, αλλ' η καρδιά της δεν αντείχε να +βλέπη την χαράν και φαιδρότητα των πανηγυριζόντων. Ουδ' εβάστα πλέον η +ψυχή της ν' αντικρύζη την θέσιν, όπου άλλοτε, με το παιδάκι της +κατεσκήνωσεν, εν τη εορτή, όπισθεν ενός χλοερού σχοίνου, μεγάλου, +δενδροειδούς, σχηματίζοντος υπήνεμον σπηλαιάν. Παρέκει, υπό άλλον +σχοίνον, εδειπνούσαν άλλοι, και υπό την αγριελαίαν εκείνην, την +παμμεγίστην, έστρωσαν τα κυλίμια των πέντε όλαι φιλικαί οικογένειαι. Και +παρακάτω εις τα ερείπια παλαιού οικίσκου παρεσκεύαζον το δείπνον των +άλλοι, και εις τα πεζούλια του προαυλίου του ναού κατά γραμμήν, ως +κορώναι, εσιωπούσαν, νήστεις, μαύραι χήραι, αναμένουσαι ν' αρχίση η +αγρυπνία της εορτής, ενώ ο μπάρμπα-Δημητρός, ζωηρός τότε και εύθυμος +πάντοτε, ενώπιον ενός παμμεγίστου ανοικτού φλάσκου ήρχισε να ψάλη «τ' +ανοιξαντάρια» προ του «ευλογητού» ακόμη. Και κάτω εις τα χαμόκλαδα, και +επάνω εις τας φασκομηλέας άλλαι οικογένειαι, και νύμφαι με τα νυμφικά +των, και μνηστευμέναι με τα λευκά των, και κόσμος προσκυνητών πέραν και +από το βουνόν με φανάρια κατήρχοντο, ποιμένες, βραδύναντες, και η κυρά- +Ασημίτσα, κομίζουσα τους πέντε άρτους εις μίαν βαθείαν κόφαν. Και φωναί, +και αναζητήσεις και ανακραυγαί και εκπλήξεις και ευχαί και προπόσεις, +και άσματα και ψαλμωδίαι και βόμβος ως από μυριάδων κυψελών, εκεί εις +τους σχοίνους, και σμήνη παιδίων, τα οποία εν αλαλαγμώ με τα κηρία +αναμμένα, έτρεχον εις του Χαιρημωνά να υδρευθώσιν, εν ώ ο Παπα-Μακάριος, +κατακόκκινος από την κούρασιν — τις οίδεν — έγραφε τα ονόματα έχων +χαρτίον επί του γόνατος, καθήμενος επί της φλοιάς του ναΐσκου, όστις +εφεγγοβόλει από την λάμψιν των λαμπάδων και των κηρίων — τον χρόνον μίαν +φοράν ο καϊμένος — . + +Τι έχασε να το εύρη αυτή εις την χαράν εκείνην της εορτής; + +Πώς να υπάγη και να μη βλέπη τον υιόν της, τον οποίον τώρα θα εκαμάρωνε +γαμβρόν περιζήτητον; + +Ελιποθύμησεν οπίσω από μίαν κομαριάν, ότε διέπραξε το αλησμόνητον σφάλμα +να μεταβή. Νεανίσκος τις, εκ των νησιωτών, με το καπέλλο του στραβά, με +το μεταξωτό ζωνάρι, μ' ένα μανδήλι αλεξανδρινόν επί του λαιμού, ωμοίαζε +καταπληκτικώς προς τον υιόν της, τον αγνοούμενον. Ήτο αρραβωνισμένος κ' +εκάθητο παρά τους πόδας της μνηστής του, ως ο Αμλέτος ο δύσερως. Ιδούσα +η χήρα καπετάνισσα την ποθεινήν εκείνην του ονείρου της εικόνα +ηλλοφρόνησε. Της εφάνη ότι είδεν εκεί και τον καπετάν-Τσούρμαν τον +Παπαργυρόν γελαστόν, φαιδρόν, καπνίζοντα το τσιμπούκι του, γυρμένον εις +ένα παχύν κλώνον του σχοίνου. Η αιφνιδία χαρά του φαντάσματός της έπληξε +την πονεμένην καρδίαν της κ' έπεσε λιπόθυμος η γραία, την στιγμήν, καθ' +ην κραυγάζουσα: «παιδάκι μου!» ενηγκαλίσθη ένα ξηρόν ελαίας κορμόν, προ +των ποδών της. Ευτυχώς ο γέρω-Μπαρέκος, όστις είχε τάμα να πηγαίνη +πάντοτε εις την πανήγυριν του Προδρόμου, την επρόφθασεν από πίσω από την +κομαριάν, όπου επήγαινε να κρύψη μίαν προσφοράν που του έδωσεν ο παπα- +Μακάριος, ανταλλάξας αυτήν με μίαν μιζίθραν, και μίαν τσότραν γεμάτην, +την οποίαν, ως έλεγεν, εύρεν εις τον δρόμον αδέσποτον. + +Εις τον παπα-Μακάριον μόνον έλεγε: Τον Γιαννάκη μου, παπά, μη ξεχάσης! + +Αλλ' όταν μίαν φοράν, ο ιερεύς ηρώτησε: 'Σ τα ζωντανά ή 'ς τα πεθαμένα; +Εφάνη εις την δυστυχή χήραν ως προσβολή, και έκτοτε δεν του ξαναείπε +τίποτε. + +Τα τελευταία έτη η δυστυχία την είχε παρά πολύ καταβάλει την γηραιάν +καπετάνισσαν. Επ' εσχάτων έπεσαν και τα πάκια της, την ημέραν που έπεσε +και μια μεγάλη δοκός από του γηραιού ερειπίου, και δεν ημπορούσε πλέον +να σκύψη παντελώς. Κ' έβλεπεν εις τους αγρούς τα λάχανα λοχερά-λοχερά κ' +ελάγκευεν η καρδιά της. + + — Το δίνεις πέντε κατοστάρικα; + +Ετόλμησε να της είπη τας ημέρας εκείνας ο πλούσιος ιδιοκτήτης, ότε την +είδε μίαν ημέραν, εις το πηγάδι. + +Η γραία δεν ωργίσθη, ως άλλοτε. Μόνον ήγειρε θλιβερώς την κεφαλήν της, +εκύτταξε τον πλούσιον, φοβερόν ως τον πλεονέκτην, εκύτταξε και τον +ουρανόν, βαρύν, ως μολύβδινον, κ' εσπόγγισε τα όμματά της, ψιθυρίσασα ως +παραπονουμένη κατά του αγνώστου: + + — Κοτζάμ-Παλάτι! + +Και υψώσασα την σκελετώδη χείρα της, τρέμουσαν, επέδειξεν εκείθεν τον +μαύρον όγκον του μεγάρου της, βαρύν κ' επαχθή βράχον επάνω εις το στήθος +της, κινδυνεύοντα να μεταβληθή εις φοβεράν επιτάφιον πλάκα. + +*** + +Ήτο παραμονή των Χριστουγέννων. Εξημέρωνεν η πλέον μεγάλη εορτή της +εκκλησίας και η πλέον μεγάλη χαρά της οικογενείας. Είνε η μόνη +πανήγυρις, η οποία απαιτεί τουλάχιστον δύο χριστιανούς εις πανηγυρισμόν +της, κατά το «όπου εισί δύο ή τρεις . . . » του Ευαγγελίου. Ο μόνος, +είνε θλιβερόν θέαμα εν τοιαύτη ημέρα. Την ψυχήν του Χριστιανού +καταπλημμυρούσι, την νύκτα ταύτην την ιεράν, όλα τα περιπαθή επεισόδια +του υπερφυούς μυστηρίου της θείας ενανθρωπήσεως, άγια, θερμά, μαλακά, ως +οι άπτιλοι νεοσσοί εν τη αχυροπλόκω φωλεά, γεννώντα υπερβάλλουσαν χαράν, +ήτις ανάγκη να εκδηλωθή υπό την μορφήν αγάπης, ελπίδος, και πίστεως, επί +των οποίων ως επί χρυσού τρίποδος στηρίζεται ο οικογενειακός βίος. Οι +δύο είνε εικών της ζωής, ο είς εικών του θανάτου . . . + +Διά τούτο η γραία καπετάνισσα την παραμονήν, απεμακρύνετο από το χωρίον, +ως το έμβλημα του αφορισμού και της ερημώσεως. + +Με ποίους οφθαλμούς θα έβλεπεν αυτή — Στοιχειό επί Στοιχειωμένου οίκου — +την χαρμόσυνον ετοιμασίαν των ευλογημένων οικογενειών; Τας μητέρας να +ξεσκονίζουν, τας νέας να ζυμώνουν, τους φούρνους να μοσχοβολούν, και +τους ευδαίμονας πατέρας ν' αναπαύωνται παρά την εστίαν; + +Κουτσώντας-κουτσώντας επήρε τα ματάκια της, κλαμμένα, και απήλθε ν' +ανάψη τα κανδήλια του αγίου Κωνσταντίνου. + +Ένα κοριτσάκι, θυγάτηρ του αρχαίου λοστρόμου των, την συνώδευσε. + +Τρεις ώρας έκαμαν ν' αναβώσι τον υψηλόν λόφον. Η ημέρα ήτο ωραία. Αι +μύρτοι εβόιζον από τα πλήθος του καρπού, τα λάχανα εχλόαζον εις τας +πρασιάς, και οι σπαρέντες αγροί ήρχισαν να στρώνωνται με τον +καταπράσινον τάπητα αυτών, τον οποίον η φύσις υφαίνει, πάντοτε τον μήνα +τούτον, αψηφούσα τον παγετόν και τα βάσανα του χειμώνος, τα φοβερά. Επί +των ελαιοδένδρων διά μέσου των φύλλων εγυάλιζεν ακόμη καμμία ελαία, ως +οφθαλμός κατάμαυρος κατασκόπου. + +Εις το Κακόρεμα, μίαν βαθείαν και σκοτεινήν κοιλάδα, ο γέρω-Μπαρέκος, +φέρων σάκκον μέγαν, επλήρου αυτόν, μετά προφυλάξεως υπόπτου, εκ μεγάλων +κλάδων ελαιών, μετά του καρπού αποσπασθέντων, αναιβασμένος επάνω εις +μίαν παμπάλαιον ελαίαν, ως αλώπηξ πεινώσα. + + — Κάνα-δυο φουντίτσες για τα παληοκάτσικα! + +Διέκοψε την σιωπήν των γυναικών, χωρίς να τον ερωτήσωσιν αύται. Ουδέ τον +είδον καν, πού ήτο τρυπωμένος. + +Έφθασαν εις το ερημοκκλήσιον. + +Επί της κορυφής του υψηλού αυτού λόφου, εν μέσω πυκνής συστάδος αγρίων +δρυών, ως φωλίτσα πτηνού, αόρατον, κρυφόν, ελεύκαζε το εκκλησίδιον, ως +λευκάζει η πρώτη λάμψις της αυγής εις το βάθος της νυκτός. Χαμηλή, +μονόφυλλος θύρα, εφώτιζεν αυτόν. Απ' έξω υπήρχε πεζούλιον, προς +ανάπαυσιν, αλλά διά να ξεκουρασθή κανείς από της επιπόνου οδοιπορίας +καθήμενος εκεί, έπρεπε να ζητήση την άδειαν από τον Γέρω-Βοριά, όστις με +αγρίους σφυριγμούς, απεδίωκε τους ξένους. + +Αι γυναίκες ήνοιξαν και εισήλθον. Σκότος βαθύ και σιωπή. Ένας +υπερμεγέθης, ως γαλή, ποντικός, μία παμπόνηρος νυφίτσα έφευγε προς την +φωλεάν σύρουσα μεθ' εαυτής και ένα φανόν από τα κανδήλια, τα οποία ήσαν +εσβεσμένα· και μία κέραμος με σβυστούς άνθρακας εχρησίμευεν ως +θυμιατήριον. + +Η νεάνις μετ' ολίγον, τακτοποιήσασα πάντα, ήναψε τας κανδήλας, η γραία +έρριψε θυμίαμα επί του προχείρου εκείνου θυμιατού, ήναψε τα κηρία οπού +έφερε μαζί της, και προσηύχετο ενώπιον της εικόνος του Χριστού, +παραπονουμένη μετά δειλίας πενθίμου: + + — Για πέντε συχνάτσες! + +Ποία μεταβολή επήλθεν εις τας ιδέας της; Συνεζήτει τάχα, καθ' εαυτήν, +την πώλησιν του ερειπίου, αυτή η οποία, άλλοτε, προς πάσαν πρότασιν, +απήντα μετ' αποφάσεως: «Είνε του παιδιού μου;» + +Ενίοτε μάλιστα προέβαινε περαιτέρω: Όχι μόνον δεν σου το πωλώ, απήντησε +μίαν ημέραν προς τον πλούσιον, αλλά, και αφού πεθάνω, θ' αφήσω διαθήκη, +να χαλάσουν τον βράχο, με τα φουρνέλλα, νάμβη η θάλασσα 'ς το σπιτότοπο, +ν' αράζουν οι βάρκαις!» + +Εθόλωσεν ο ναΐσκος από την ευωδίαν του θυμιάματος. Αι εικόνες έλαμπον +προ των αναφθέντων κηρίων, και τα εζωγραφημένα πρόσωπα των αγίων +εμειδίων, θαρρείς, εξ ευχαριστήσεως. + +Προσηυχήθησαν ακόμη. Η νεάνις εκόλλησε και μίαν πεντάραν εις την εικόνα +του αγίου και ο άγιος την εδέχθη. Ησπάσθησαν τας εικόνας, έρριψαν και +άλλο έλαιον εις τας κανδήλας «να ξενυκτίσουν», τόσον δε πολύ ώστε +εξεχείλισαν, και εχύνετο κάτω εις της πλάκες, κ' εξήρχοντο. + + — Κ' εκεί οπού εξήρχετο η γραία — η νεάνις είχεν ήδη εξέλθει — ακούει +βοήν, ως φωνήν ανθρώπου κεκρυμμένου εις βάθος. + + — Να φύγης από τα σπίτι γλήγορα. + +Η γραία κατ' αρχάς ενόμισεν ότι έτριξεν η μονόφυλλος παμπάλαιος θύρα, +κλεισμένη, αλλ' η βοή επανελήφθη ευθύς: + + — Να φύγης από το σπίτι γλήγορα! + +Η γραία άφησε την θύραν ανοικτήν πάραυτα, και απεσύρθη κάτωχρος, +τρέμουσα, παραπαίουσα. + + — Τι έπαθες, μαννού; + +Ηρώτησεν η νεάνις, στηρίξασα την κλονιζομένην γραίαν. Και έως ου δυνηθή +ν' αρθρώση την απάντησίν της η γραία, ηκούσθη το τρίτον η βοή ως εξ +αποστάσεως: + + — Να φύγης από το σπίτι γλήγορα! + + — Παναγία μου! εψιθύρισε κατακίτρινος η νεάνις. Και έκαμε τον σταυρόν +της. + + — Πάμε, παιδί μου, πάμε, είπεν η γραία, συγκρούουσα τους οδόντας της ως +εν πυρετώ. + +Και κατήρχοντο από του λόφου, σιωπηλαί, ως κατάδικοι αγόμενοι εις την +αγχόνην, εν ώ ο γερω-Μπαρέκος, εξελθών από του ναΐσκου, έκλεισεν ήσυχα- +ήσυχα, ως νοικοκύρης, την μονόφυλλον αυτού θύραν και στερεώσας αυτήν διά +του λαδωμένου σχοινίου εψιθύρισεν: + + — Τώρα η καπετάνισσα εάν θέλη, ας μη πωλήση το σπίτι της εις τον κυρ- +δήμαρχον. + +Παρακάτω εις την βρύσιν, την πεντάκρουνον, του Προφήτου Ηλιού, εκάθησαν +αι γυναίκες ν' αναπνεύσουν. Έπιον διαυγές ύδωρ από της αφθόνου πηγής και +ανέκτησαν το θάρρος των ολίγον και τα χρώμα των. Ήτο ωραίον εκείθεν τα +εξαπλούμενον έξοχον θαλασσινόν πανόραμα. Ολόκληρος η γαλανή Εύβοια με +την χιονισμένην της Δίρφυν, αυγόν, κατάλευκον η απότομος γραμμή των +βουνών της Κύμης· πέραν η σκιά της ερημικής Σκύρου· κ' εγγύτερον από τον +άλλον λόφον, οι λάμποντες οικίσκοι της Γλώσσης ως λατομείου χαράδραι, +ωραίου χωρίου της Σκοπέλου, οπόθεν προέρχονται τα καθ' αυτό Σκοπελίτικα +αχλάδια. + +Και είπεν η γραία προς την νεάνιδα, μη δυναμένη ακόμη ν' αποσπάση τον +νουν της από την προ μικρού συμβάσαν φοβεράν σκηνήν: + + — Πώς να το δώσω, κορίτσι μου, αφού δεν είνε δικό μου; Είνε του παιδιού +μου. Κάθε βράδυ το γλέπω ς' τον ύπνο μου και μου λέει: θαρθώ μάννα! +θαρθώ μάννα! Ψες τα βράδυ το είδα πάλι. Είνε μικρό-μικρό, ως οχτώ +χρονών. Με τον φύλακα ς' τον ώμο, με το καλαμάρι 'ς το ένα χέρι, και μ' +ένα κομμάτι ψωμί 'ς το άλλο· και μου λέει: θαρθώ μάννα, θαρθώ μάννα! Κ' +εκεί το χάνω και ξυπνώ. + +Και ήρχισε να κλαίη η γραία. Και πάλιν εψιθύρισε: Τ' αυτιά μ' κάμανε. +Δεν ήταν τίποτε. + +Η νεάνις έβλεπε προς την ευρείαν κυανήν θάλασσαν, αφαιρεθείσα εις μίαν +σκούναν η οποία με όλα τα πανιά, επλησίαζε προς τον λιμένα, κατάπριμα. + + — Μαννού, κύτταξε εκείνο το καράβι! + +Διέκοψε την σιωπήν η νεάνις. + +Αλλ' η γραία, βυθισμένη εις τας φοβέρας της σκέψεις, δεν ήκουσε. + +Και η σκούνα εχάθη οπίσω από τα ερημόνησα του λιμένος. + + — Πάμε, παιδί μου, είπε τέλος η γραία, εγερθείσα και πλύνασα μίαν φοράν +ακόμη το πρόσωπόν της, τα οποίον ήδη επανέκτησεν ολοτελώς πλέον την +προτέραν του χροιάν. Και πιούσα ύδωρ κατά κόρον ως διψασμένη, — αχ! +πόσην δίψαν γεννά της ψυχής ο πυρετός! — ανεστέναξεν εκ βάθους και είπεν +ως να ωμίλουν τα σπλάγχνα της: + + — Ό,τι κι' αν είνε, δεν το δίνω το σπίτι. + +Κατά την επιστροφήν των ουδένα συνήντησαν. Εις το Κακόρεμα τας εύρεν η +νυξ, οπόθεν διερχόμεναι, είδον ονάριον φορτωμένον, και τον γέρω- +Μπαρέκον, οδηγούντα αυτό εκ των όπισθεν, όστις χωρίς πάλιν να ερωτηθή +είπεν: + + — Ολίγο άλεσμα πήρα από τον μύλο! + +Ο πονηρός ποιμήν δύο εργασίας έκαμεν εκείνην την ημέραν. Επιτυχών +ερημίαν — Παραμονή, και οι χριστιανοί δεν εργάζονται — εσύναξεν αρκετούς +κλάδους ελαιών διά το ποίμνιόν του, τους οποίους, φορτώσας, μετεκόμιζεν +εις την ποίμνην του, και κατά παραγγελίαν του πλουσίου ιδιοκτήτου, — με +το αζημίωτόν του, εννοείται — ηθέλησε να φοβίση την γραίαν καπετάνισσαν, +ίνα πωλήση πλέον τον οίκον της. Διά την τρίτην εργασίαν εψεύδετο, ίνα μη +απολέση την ημέραν. + +Ότε εισήλθεν εις την κωμόπολιν, ήτο βαθεία νυξ. Η γραία επίτηδες +παρέτεινε την οδοιπορίαν, ίνα μη ακούση μηδέ το άσμα των Χριστουγέννων. +Της έκαμνε κακό. Εισήλθεν εις τας στενωπούς. Όλαι ήσαν έρημοι και +σιωπηλαί. + +Ούτε το πανηγυρικόν άσμα ηκούετο πουθενά πλέον, αλλ' ουδ' έλαμπε φως εις +κανέν παράθυρον. + +Μετ' ολίγον η γραία ήρχισε παραδόξως να επιβραδύνη έτι μάλλον. Ήρχισε να +τρέμη. + + — Τι έχεις, μαννού; + +Ηρώτησεν η νεάνις. + + — Θαρθώ ς' το σπίτι σας, παιδί μου! Φοβούμαι! + +Εν τη θορυβημένη ψυχή της ανεκυκλείτο η τρομακτική σκηνή του ναΐσκου. +Και να μη πιστεύη κανείς με το στόμα, εν τη ψυχή πάντοτε φοβείται εις +τοιαύτας περιστάσεις. + +Αλλ' αίφνης προχωρήσασα μικράν ακόμη εγείρει τους οφθαλμούς της και +θεωρεί το φοβερόν και παντέρημον ερείπιόν της, κατάφωτον, απαστράπτον, +φωταγωγούν τον λιμένα ολόκληρον. + +Το δέος καταλαμβάνει αυτήν πλέον πραγματικώς. + +Ίσταται αποτόμως και τρίβει τους οφθαλμούς της. + + — Τα μάτια μ' κάνουν έτσ'; + + — Τι είνε, μαννού; ερωτά η νεάνις. + +Και διά νεύματος οδηγουμένη παρά της γραίας, τρεμούσης, θεωρεί και αυτή +το ερείπιον φωταγωγημένον. + +Και αι δύο γυναίκες σταυροκοπούνται επανειλημμένως. + + — Τα φαντάσματα, μαννού, τα φαντάσματα, κράζει έντρομος η νεάνις. + + — Τάκουα παιδί μ', μα πρώτη φορά τα βλέπω. Είχε δίκαιο ο άγιος που μου +το είπε σήμερα. Πάμε στο σπίτι σας. + +Τα γόνατά των τρέμουν καμπτόμενα. Μόλις δύνανται να εξακολουθήσωσι την +πορείαν. Προχωρούσι προς την οικίαν της νεάνιδος, εγγύς του +στοιχειωμένου μεγάρου, και μετά δέους, κρυφά-κρυφά, ρίπτουν τα όμματά +των προς τον όγκον εκείνον, όστις εξηκολούθει να φωτίζεται εν +υπερβαλλούση λαμπρότητι. Και συγχρόνως ακούονται γέλωτες χαράς κ' +ευφροσύνης, ως γάμου βοή. Ίστανται και ακροώνται: + + _Χριστός γεννάται σήμερον + εν Βηθλεέμ τη πόλει, + οι ουρανοί αγάλλονται + χαίρει η κτίσις όλη . . . __ + +Ψάλλει χορός παιδιών καλλίφωνος εν τω φωτισμένω μεγάρω και όργανα πολλά +συνοδεύουν τα άσμα. Σκιαί φαίνονται κινούμεναι εν αυτώ και φωναί +αγαλλιάσεως ασυνάρτητοι, ως είνε αι φωναί της αληθούς χαράς, εξέρχονται +ολονέν από των χαλασμένων παραθύρων. Δίπλα δε, παρά τον ημικρημνισμένον +μαρμάρινον εξώστην ένα ζεύγος υψηλών ιστών κινείται κυματοειδώς, +συμφώνως προς της θαλάσσης τους κυματισμούς. Το δέος της γραίας +υπεραυξάνει τότε. Αναπαρίσταται ενώπιον των οφθαλμών της πραγματική η +ανύπαρκτος πλέον ευτυχία της. Και σπεύδει προς τον οικίσκον της +νεάνιδος, ήτις ρίψασα τελευταίον έμφοβον βλέμμα προς το κατάφωτον +μέγαρον ψιθυρίζει κάτωχρος: + + — Πω! πω! φαντάσματα και κακό! + +Και εκεί που ήτο έτοιμος η γραία να εισέλθη εις τον γειτονικόν οίκον, νά +ο γέρω-Μπαρέκος, όστις ασθμαίνων, κάθιδρως σχεδόν, εμφανίζεται, +κραυγάζων μακρόθεν: + + — Κυρά καπετάνισσα! Καλώς τα δεχθήκατε! και μετ' ολίγον προσθέτει +γελών: + + — Τα φαντάσματα! + +Κ έδειξε το μέγαρον, του οποίου έφεγγον πάντοτε λαμπρώς τα κρημνισμένα +παράθυρα. + +Η γραία εντροπιασμένη, φοβισμένη δι' όσα έβλεπε και δι' όσα ήκουσε, +χωρίς ν' απαντήση εις τον ποιμένα, καλόν ή κακόν λόγον, εισήρχετο, εν ώ +ο γέρω-Μπαρέκος εμποδίζει αυτήν, προσθέτων: + + — Τα φαντάσματα! + +Κ' εξακολουθεί: + + — Καλώς τον δέχθηκες τον καπετάνιο σου, ίδιος ο μακαρίτης είνε ο +Παπαργυρός. Ήλθεν ο γυιός σου ο ναυαγισμένος, ύστερα από τόσα χρόνια! + +Η γραία ίστατο άφωνος ως ανδριάς. Ο δε ποιμήν εξηκολούθει: + + — Με μίαν σκούνα, με μια έμορφη γυναίκα εγγλέζα, ξανθή και ροδοκόκκινη, +— σπηκ ίγγλισσ; — παρενέβαλε σαρκάζων ο ποιμήν — με δύο παιδάκια — να +του ζήσουν — ένα αγοράκι και ένα κοριτσάκι — ζευγαράκι — δεν σου +μοιάζουν διόλου, — ροδοκόκκινα και ξανθά. Καλώς τα δέχθηκες τα +φαντάσματα, ήλθα ξαργού, να σου το πω και να πάρω τα συχαρίκια, μη τύχη +και φοβηθήτε πάλιν. + +Παρ' ολίγον να προδοθή ο πονηρός, διά το προηγηθέν επεισόδιον του +ναΐσκου, διά τούτο εις το _πάλιν_ εδάγκασε την γλώσσαν του. + +Τωόντι. Η σκούνα, την οποίαν εις το βουνόν είχε παρατηρήσει η συνοδός +της γραίας, είχε καταπλεύσει, κυβερνωμένη υπό του αγνοουμένου υιού του +μακαρίτου καπετάν-Τσούρμα-Παπαργυρού και ηγκυροβόλησε κάτω από το +μέγαρον. + +Ο γέρω-Μπαρέκος, κατελθών να λάβη την υπεσχημένην αμοιβήν διά το εν τω +ναΐσκω κατόρθωμά του, ήκουσε παραδόξως παρά του πλουσίου ιδιοκτήτου ότι +δεν έχει να τω δώση τίποτε, διότι αν και το σχέδιον του ποιμένος +επέτυχε, το ιδικόν του όμως είχεν αποτύχει τέλεον, διότι κατέπλευσε +πλέον ο υιός του καπετάν-Τσούρμα του Παπαργυρού, εις ον ανήκεν ο +περιζήτητος οίκος, και κατέπλευσε με περιουσίαν κινητήν και ακίνητον, +και ήτο αδύνατον πλέον να πωλήση η μήτηρ το μέγαρον. + +Ο γέρω-Μπαρέκος διεμαρτυρήθη και απήτησε την αμοιβήν του. «Δεν σε +δούλεψα, βρε αδερφέ!» έλεγε προς τον αποστείλαντα αυτόν. Αλλ' αποτυχών, +με όλας τας διαμαρτυρίας του, απειληθείς και με φυλάκισιν — διότι ο +απαιτητής του μεγάρου ήτο και δήμαρχος, έσπευσε να συναντήση την γραίαν +και λάβη παρ' αυτής τουλάχιστον το εθιζόμενον δώρον της καλής ειδήσεως — +τα συχαρίκια — γνωρίζων ότι αύτη, σιγά-σιγά, ως εβάδιζε, θα ήτο ακόμη +καθ' οδόν. Διά τούτο εφρόντισε με όλην την ησυχίαν του και συνέλεξεν +ικανάς πληροφορίας περί του καταφθάσαντος πλοιάρχου, όσας ημπόρεσεν. + +Αλλ' η γραία έμενε βωβή εν τη θύρα της γειτονικής οικίας και κωφή +σχεδόν. Τα λόγια του ποιμένος τ' απροσδόκητα εβόμβουν, συγκεχυμένα, εις +τα ώτα αυτής, ως ει προ μικρού είχε λάβει αρκετήν δόσιν κινίνης, ότε +κατήρχετο και ο παπά-Μακάριος ο πνευματικός της, κατακόκκινος από την +κούρασιν — τις οίδεν — όστις είχε την ευτυχίαν πρώτος να σπεύση εις την +αιφνιδίαν της λυπημένης χήρας χαράν: + + — Καλώς τα δέχθηκες, κυρά-Καπετάνισσα! ήλθεν ο καπετάν-Γιαννάκης! + +Και έλαβε την χείρα της γραίας, ψυχράν, ως από μολύβδου. + +Δεν ήτο εκ των συνήθων η έκπληξις αύτη. + +Η γραία, άφωνος πάντοτε, έβλεπεν ετενώς το φωτισμένον μέγαρόν της, +παρακολουθούσα τας εν αυτώ κινουμένας σκιάς ανθρωπίνων φασμάτων, και +ψιθυρίζουσα εν απορία: «ο Δεσπότης τάχα ήλθεν;» Αλλά ο γέρων +πνευματικός, κατακόκκινος από την κούρασιν — τις οίδεν — εξηκολούθει, +κινών την χείρα της και σείων όλον αυτής τον κορμόν, ως ξύλινον, +επαναλαμβάνων πυκνώς: + + — Καλώς τα δέχθηκες, κυρά-Καπετάνισσα! + +Έως ου, μετά πολλά, συνήλθε τέλος η γραία, εκ της πρώτης μεγάλης +ταραχής, και, ολίγον κατ' ολίγον, διά των παραινέσεων του ιερέως περί +χαράς και λύπης και περί μακαρίου πένθους, θείας προνοίας και θείας +ευλογίας, η γραία ανέκτησε τελείως την αίσθησίν της, και συνοδευομένη +παρά του γέροντος πνευματικού, εδέχθη ν' αναβή εις τον οίκον της. + + — Μου τα είπεν όλα ο καπετάν-Γιαννάκης, έλεγεν ο σεβάσμιος γέρων, όλος +χαρά και αγαλλίασις. Το πώς εσώθη από το φοβερόν ναυάγιον της θαλάσσης +και από το φοβερώτερον ναυάγιον της ξηράς. Ότι εν τη θαλάσση εσώθη, +επιτυχών το ξύλινον μαγειρείον, όπερ επέπλεεν — όλοι οι άλλοι επνίγησαν +— εν τη ξηρά δε εσώθη διά της μετανοίας. Η αιφνιδία της τύχης του +μεταβολή επί το χείρον, έπεισεν αυτόν ότι, ίνα επανέλθη εις την πρώτην +ακμήν, την οποίαν εύρε συγκεκροτημένην διά των κόπων του πατρός του, και +κατεπόντισεν εις του Βοσπόρου το αχόρταστον ρεύμα, έπρεπε να εγκαταλίπη +τον άσωτον βίον και να επιδοθή φιλοτίμως εις την εργασίαν. Όπερ και +έπραξε. Μου τα είπεν όλα αυτά, επανελάμβανεν ο πνευματικός, και ότι, +εντρεπόμενος τον πατέρα του, ήθελε να επανέλθη με μίαν τουλάχιστον +σκούνα, δι' αυτό κ' εβράδυνεν. Όλα τα ήκουσα και το πώς ενυμφεύθη, +τιμιωτάτην σύζυγον, την οποίαν εβάπτισε προηγουμένως, τα πάθη του, τας +περιπετείας του, τας θλίψεις του, εργαζόμενος εν Αγγλία· αλλ' είνε τόσον +ωραία όλα αυτά τα επεισόδια του τρικυμιώδους βίου του, ώστε θα έλθω να +τα ξανακούσω πάλιν. + +Και συνώδευε λοιπόν την γραίαν εις το παμπάλαιον και στοιχειωμένον +μέγαρον, σταλείς επίτηδες παρά του καπετάν-Γιαννάκη, θέλοντος να προλάβη +δυστύχημα πιθανόν εις τοιαύτας περιστάσεις, ίνα προετοιμάση ο ιερεύς εν +ειρήνη ψυχής την μετά της μητρός του πρώτην συνάντησιν — την συνώδευε +πρόθυμος ο γέρων πνευματικός εκεί όπου την ανέμενον με χαράν τόσα φαιδρά +πρόσωπα, τέκνα και νύμφη και εγγονοί, της χαράς τα φαντάσματα, των πόθων +της τα όνειρα, τα οποία εν ταις μυστικαίς βουλαίς του Θεού τόσον +τρυφερώς ενίοτε πραγματοποιούνται. + +Εν τη αυλή υπό το φως μεγάλης λυχνίας, ο μικρός εγγονός, κυνηγών την +έρημον και μόνην όρνιθα, γοερώς κακαρίζουσαν, κατετρόμαξε την γραίαν +μάμμην του, της οποίας ο νους, άπαξ ταραχθείς εκ των φαντασμάτων, δεν +είχε καθησυχάσει ακόμη τελείως. Και όταν πάλιν, ενηγκαλισμένον έχουσα +και καταφιλούσα τον μονάκριβον υιόν της, τον οποίον, μετά τόσα έτη, +ανελπίστως έβλεπε, μεγαλόσωμον, σοβαρόν, πολιόν σχεδόν, ως τον καπετάν- +Τσούρμαν, τον Παπαργυρόν, απαράλλακτον, ακούσασα πατήματα ζωηρά, +χορευτικά και φωνάς και γέλωτας και χαράν, εν τω άνω πατώματι, όπου τα +παιδία ανέβησαν να ίδουν το θέαμα του λιμένος και της κώμης, απεσπάσθη +από τας αγκάλας του υιού της, έντρομος κράζουσα, κ' επάνω βλέπουσα: + + — Τι είνε! + +Αλλ' ο γέρων πνευματικός, παρών εκεί, την ενεκαρδίωνε· και όταν κατόπιν +συνήλθον ομού πάντες οι ταξειδιώται και περιεκύκλωσαν την γραίαν +καπετάνισσαν, τα δύο εγγονάκια της, ροδοκόκκινα και ξανθά, μετ' απορίας +παρετήρουν κ' εξήταζον τον κατάμαυρον και ασυνήθη της μάμμης ιματισμόν, +σύροντα περιέργως τας άκρας της μαύρης μανδήλας της· και ότε η νύμφη της +η εγγλέζα, διά νευμάτων, αγνοούσα την γλώσσαν, την περιέθαλπε την +πολύπαθη πενθεράν, τόσον θερμώς και τόσον εκφραστικώς, ως εάν ωμίλει την +γλώσσαν της και καλλίτερα μάλιστα· και όταν ο υιός της, ο καπετάν- +Γιαννάκης, ένδακρυς ανελογίζετο το πολυτάραχον παρελθόν κ' εν γένει, +όταν η γραία Καπετάνισσα ανέκτησεν όλον το θάρρος της και την γαλήνην +της ψυχής της, και ήρχισε ν' αναπολή και να διηγήται περί του μακαρίτου +καπετάν-Τσούρμα του Παπαργυρού, και περί του οικτρού αυτού τέλους με +βαθύτατον της καρδίας της πόνον, ώστε να κλαύσουν όλοι, ο γέρων +πνευματικός, κατακόκκινος πάντοτε, από την κούρασιν — τις οίδεν — +δεικνύων και την ωραίαν σκούναν, η οποία μακρά, με χρυσά κορζέτα, αλλά +χωρίς άσπρο μπούρδο, κατάμαυρος πλέον, εκαμάρωνεν εγγύς του μεγάρου, ενώ +το κύμα προσκρούον ηρέμα εις τα μαύρα πλευρά της απετέλει ελαφρόν ψόφον +ως θρήνου ηχώ μακρυνήν, πλην ηδέος θρήνου, ξεκουράζοντος θρήνου, είπεν +ιεροπρεπώς: + + — Μόνον όποιος πεθάνη, δεν γυρίζει 'πίσω, κυρά-Καπετάνισσα. + +Αλλά την στιγμιαίαν αυτήν θλίψιν, την αναπόφευκτον, διέκοψεν αμέσως ο +γέρω-Μπαρέκος, επανελθών και κομίζων επ' ώμου, ποικιλόστικτον μικρόν +αιγίδιον, ζωντανόν, ως ο κριοφόρος Ερμής. + +Τα ξανθά παιδία έσπευσαν κ' έλαβαν το αιγίδιον, το χριστουγεννιάτικον +δώρον των, και κυνηγούντα αυτό εις την μεγάλην αίθουσαν, τριζοκοπούσαν +και από την σαθρότητα και από την χαράν, ηυφραίνοντο, τα ξανθά παιδία, +και μετ' αυτών ηυφραίνοντο έτι πλέον, οι ευδαίμονες γονείς και η +πολυπαθής μάμμη, κ' εγέλα, θαρρείς, κ' ηγάλλετο αγαλλίασιν πνευματικήν +το πένθιμον και κατηφές εκείνο μέγαρον των φαντασμάτων. + + — Δεν σου τώλεγα εγώ, κυρά-Καπετάνισσα; είπεν ο γέρω-Μπαρέκος τότε. +Σπηκ ίγγλισσ; Νά τα λοιπόν τα φαντάσματα, της χαράς τα φαντάσματα! +Φίλησέ τα, και μη τα φοβάσαι διόλου τώρα. + + + +ΙΩΑΝΝΗΣ Ν. ΣΙΔΕΡΗΣ — ΕΚΔΟΤΉΣ — ΑΘΗΝΑΙ + +ΕΚΛΕΚΤΑ ΕΡΓΑ +ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΞΕΝΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ +Ε Κ Δ Ο θ Ε Ν Τ Α + + ΑΝΝΙΝΟΥ ΜΠ. Αττικαί ημέραι (διηγήματα και ευθυμογραφήμ..........Δρ. 5. — + — Ζητείται υπηρέτης (κωμωδία μονόπρακτος)................ 1. — + ΒΑΒΕΑ Ν. Το Πέραν μας (πρωτότυπον κοινωνικόν έργον από τα + παρασκήνια της ζωής) .................................. 5. — + ΒΛΑΧΟΥ ΑΓΓ. Ανάλεκτα (κρίσεις και εντυπώσεις 2 τόμ. )............. 8. — + — Τραγούδια του Heine (έμμετ. μετάφρ. ) + ΒΡΑΤΣΑΝΟΥ Μ. Τα κατά τον Θησέα (ιστορική και πολιτική μυθογραφία).. 7. — + ΒΙΖΥΗΝΟΥ Γ. Ποίος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου..................... 5. — + ΒΟΓΑΣΛΗ Δ. Εκλεκτά χριστουγεννιάτικα και πρωτοχρονιάτικα διηγήματα + (εκ του Γαλλ. Γερμαν. και Ρωσικού)................................. 3.50 + ΓΡΥΠΑΡΗ Ν. I. Σκαραβαίοι και Τερρακόττες........................... 5. — + ΔΕΛΗΚΑΤΕΡΙΝΗ I. Ο Λυχνοστάτης (κωμωδία μονόπρακτος) ............... 1. — + ΔΡΟΣΙΝΗ Γ. Φωτερά Σκοτάδια (ποιήματα).............................. 5. — + — Κλειστά Βλέφαρα (ποιήματα)............................. 5. — + — Αμαρυλλίς (διήγημα).................................... 5. — + — Αγροτικαί επιστολαί.................................... 5. — + — Ο Μπαρμπαδήμος. Διηγήσεις αγωνιστού. Εικόνες Μπισκίνη.. 6. — + ΔΑΦΝΗ ΣΤΕΦΑΝ. Το ανοιχτό παράθυρο.................................. 5. — + ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ Π. Η Σιδηρά Διαθήκη (Κοινωνική Φυσιολογία) ........ 6. — + ΔΡΑΓΟΥΜΗ ΙΟΥΛΙΑΣ Στην Κοζάνη (διηγήματα)........................... 5.— + — Όλοι μαζί.............................................. 3.50 + — Ο Βάτραχος που βαριέται................................ 1.40 + ΔΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΘΕΩΝΗΣ Ελληνικά ποιήματα, κατάλληλα γι απαγγελία. Τόμοι + δύο................................................... 10. — + ΔΕΛΤΑ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ Τον Καιρό του Βουλγαροκτόνου τόμ. 2............... 12. — + — Για την Πατρίδα + — Παραμύθι χωρίς όνομα............................,...... 6. — + ΔΕΛΤΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ Μύθοι και θρύλοι.................................. 6. — + ΔΟΥΜΑ (ΥΙΟΥ) Η Κυρία με τας Καμελίας (μυθιστόρημα)................. 5. — + ΘΕΡΟΥ ΑΓ. Δημοτικά τραγούδια (εκλογή)............................. 5. — + ΚΟΡΟΜΗΛΑ Γ. Το τελευταίο βράδυ..................................... 5. — + ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ Μ. Ελληνική Μυθολογία............................... 6.50 + ΚΩΣΝΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΣ ΚΑΙ ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ Θρύλοι και παραδόσεις μετά + πολλών καλλιτεχν. εικόνων.......................................... 3. — + ΛΑΜΑΡΤΙΝΟΥ Γκρατσιέλλα............................................. 5. — + ΛΙΔΩΡΙΚΗ Μ. Κοντά στη φωτιά(δράμα μονόπρακτον).................... 1. — + ΛΥΚΟΥΔΗ ΕΜΜΑΝ. Διηγήματα........................................... 5. — + — Το Σπητάκι του γιαλού (Διήγημα) ....................... 5. — + ΜΑΛΑΚΑΣΗ Μ. Ασφόδελοι ποιήματα).................................... 5. — + ΜΑΡΗ Μ. Το θάρρος της αγνοίας (κωμωδ. μονόπρακτος)................ 1. — + ΜΩΡΑΪΤΙΔΗ Α. Διηγήματα τόμ. Α'. Β'. Γ'. έκαστος ................... 6. — + ΝΟΡΔΑΟΥ Μ. Τα κατά συνθήκην ψεύδη.................................. 5. — + Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΟΘΩΝ Ιστορικόν εράνισμα επί τη 50ετηρίδι του θανάτου του 4. — + ΠΑΛΑΜΑ Κ. Τα παράκαιρα (ποιήματα).................................. 5. — + — Διηγήματα............................................... 5. — + ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ — ΛΑΜΠΕΛΕΤ Τα χελιδόνια (ποιήματα για παιδιά τονισμένα)10. — + ΠΟΛΕΜΗ I. Σπασμένα μάρμαρα (ποιήματα).............................. 6. — + — Παληό βιολί έκδοσις τρίτη............................... 5. — + — Βασιληάς Ανήλιαγος έκδοσις τρίτη........................ 5. — + — Λύρα (Ανθολογία της νεωτέρας ελλ. ποιήσεως)............. 6. — + — Η Γυναίκα (κωμωδία μονόπρακτος)......................... 1. — + — Ειρηνικά (ποιήματα)..................................... 3. — + ΠΡΟΒΕΛΕΓΓΙΟΥ Α. Η Φαίδρα........................................... 4. — + — Φάουστ του Γκαίτε(μετά πολλών εικόνων) + — Ποιήματα................................................ 5. — + ΣΙΕΓΚΕΒΙΤΣ Quo Vadis (μυθιστόρημα)................................. 5. — + ΣΤΡΑΤΗΓΗ Γ. Τραγούδια του νησιού................................... 5. — + ΤΑΝΑΓΡΑ ΑΓΓ. Οι σπογγαλιείς του Αιγαίου (διήγημα).................. 5. — + — Μακεδονικαί Ραψωδίαι.................................... 4. — + — Η Μεγαλόχαρη (διήγημα).................................. 3.50 + — Άγγελος εξολοθρευτής (πολεμ. διηγήματα 1912-13)......... 5. — + — Μαύρες Πεταλούδες....................................... 4. — + ΤΣΟΚΟΠΟΥΛΟΥ Γ. Ο Βασιλεύς της Ρέγκας (μονόπρ. ) ................... 1. — + — Γυναίκες του Βυζαντίου.................................. 5. — + ΦΕΓΙΕ ΟΚΤΑΒ. Ιστορία ενός πτωχού νέου.............................. 5. — + ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ Κ. Φθινόπωρο (μυθιστόρημα)............................. 5. — + — Τραγούδια της Ερημιάς.................................... 3.50 + — Τα Ελεγεία και τα Ειδύλλια (ποιήματα) ................... 3.50 + — Απλοί Τρόποι (ποιήματα) ................................. 5. — + + + +1) Σημ. Το παρόν Διήγημα ανεδημοσιεύθη εις την εφημερίδα &Κήρυκα& των +Χανίων. + +2) Αβοηθώ σημαίνει θέτω τα φορτίον επί του ώμου, υποβοηθούμενος υπό +τινος ή από υψηλού τινος μέρους. Ξεβοηθώ δε σημαίνει αποθέτω το φορτίον. +Να ξαποστάσουν = να ξεκουρασθούν. + + + + + +End of Project Gutenberg's Novels, Volumes A to D, by Alexandros Moraitides + +*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK NOVELS, VOLUMES A TO D *** + +***** This file should be named 37585-0.txt or 37585-0.zip ***** +This and all associated files of various formats will be found in: + http://www.gutenberg.org/3/7/5/8/37585/ + +Produced by Sophia Canoni. Thanks to George Canonis for +his major work in proofreading. + + +Updated editions will replace the previous one--the old editions +will be renamed. + +Creating the works from public domain print editions means that no +one owns a United States copyright in these works, so the Foundation +(and you!) can copy and distribute it in the United States without +permission and without paying copyright royalties. Special rules, +set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to +copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to +protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project +Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you +charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you +do not charge anything for copies of this eBook, complying with the +rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose +such as creation of derivative works, reports, performances and +research. They may be modified and printed and given away--you may do +practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is +subject to the trademark license, especially commercial +redistribution. + + + +*** START: FULL LICENSE *** + +THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE +PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK + +To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free +distribution of electronic works, by using or distributing this work +(or any other work associated in any way with the phrase "Project +Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project +Gutenberg-tm License (available with this file or online at +http://gutenberg.org/license). + + +Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm +electronic works + +1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm +electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to +and accept all the terms of this license and intellectual property +(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all +the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy +all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession. +If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project +Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the +terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or +entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8. + +1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be +used on or associated in any way with an electronic work by people who +agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few +things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works +even without complying with the full terms of this agreement. See +paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project +Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement +and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic +works. See paragraph 1.E below. + +1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation" +or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project +Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the +collection are in the public domain in the United States. If an +individual work is in the public domain in the United States and you are +located in the United States, we do not claim a right to prevent you from +copying, distributing, performing, displaying or creating derivative +works based on the work as long as all references to Project Gutenberg +are removed. Of course, we hope that you will support the Project +Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by +freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of +this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with +the work. You can easily comply with the terms of this agreement by +keeping this work in the same format with its attached full Project +Gutenberg-tm License when you share it without charge with others. + +1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern +what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in +a constant state of change. If you are outside the United States, check +the laws of your country in addition to the terms of this agreement +before downloading, copying, displaying, performing, distributing or +creating derivative works based on this work or any other Project +Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning +the copyright status of any work in any country outside the United +States. + +1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg: + +1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate +access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently +whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the +phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project +Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed, +copied or distributed: + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + +1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived +from the public domain (does not contain a notice indicating that it is +posted with permission of the copyright holder), the work can be copied +and distributed to anyone in the United States without paying any fees +or charges. If you are redistributing or providing access to a work +with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the +work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1 +through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the +Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or +1.E.9. + +1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted +with the permission of the copyright holder, your use and distribution +must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional +terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked +to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the +permission of the copyright holder found at the beginning of this work. + +1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm +License terms from this work, or any files containing a part of this +work or any other work associated with Project Gutenberg-tm. + +1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this +electronic work, or any part of this electronic work, without +prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with +active links or immediate access to the full terms of the Project +Gutenberg-tm License. + +1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary, +compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any +word processing or hypertext form. However, if you provide access to or +distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than +"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version +posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org), +you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a +copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon +request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other +form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm +License as specified in paragraph 1.E.1. + +1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying, +performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works +unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9. + +1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing +access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided +that + +- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from + the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method + you already use to calculate your applicable taxes. The fee is + owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he + has agreed to donate royalties under this paragraph to the + Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments + must be paid within 60 days following each date on which you + prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax + returns. Royalty payments should be clearly marked as such and + sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the + address specified in Section 4, "Information about donations to + the Project Gutenberg Literary Archive Foundation." + +- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies + you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he + does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm + License. You must require such a user to return or + destroy all copies of the works possessed in a physical medium + and discontinue all use of and all access to other copies of + Project Gutenberg-tm works. + +- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any + money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the + electronic work is discovered and reported to you within 90 days + of receipt of the work. + +- You comply with all other terms of this agreement for free + distribution of Project Gutenberg-tm works. + +1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm +electronic work or group of works on different terms than are set +forth in this agreement, you must obtain permission in writing from +both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael +Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the +Foundation as set forth in Section 3 below. + +1.F. + +1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable +effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread +public domain works in creating the Project Gutenberg-tm +collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic +works, and the medium on which they may be stored, may contain +"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or +corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual +property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a +computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by +your equipment. + +1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right +of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project +Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project +Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all +liability to you for damages, costs and expenses, including legal +fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT +LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE +PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE +TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE +LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR +INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH +DAMAGE. + +1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a +defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can +receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a +written explanation to the person you received the work from. If you +received the work on a physical medium, you must return the medium with +your written explanation. The person or entity that provided you with +the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a +refund. If you received the work electronically, the person or entity +providing it to you may choose to give you a second opportunity to +receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy +is also defective, you may demand a refund in writing without further +opportunities to fix the problem. + +1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth +in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER +WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO +WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE. + +1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied +warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages. +If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the +law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be +interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by +the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any +provision of this agreement shall not void the remaining provisions. + +1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the +trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone +providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance +with this agreement, and any volunteers associated with the production, +promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works, +harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees, +that arise directly or indirectly from any of the following which you do +or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm +work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any +Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause. + + +Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm + +Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of +electronic works in formats readable by the widest variety of computers +including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists +because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from +people in all walks of life. + +Volunteers and financial support to provide volunteers with the +assistance they need, are critical to reaching Project Gutenberg-tm's +goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will +remain freely available for generations to come. In 2001, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure +and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations. +To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation +and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4 +and the Foundation web page at http://www.pglaf.org. + + +Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive +Foundation + +The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit +501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the +state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal +Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification +number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at +http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent +permitted by U.S. federal laws and your state's laws. + +The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S. +Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered +throughout numerous locations. Its business office is located at +809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email +business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact +information can be found at the Foundation's web site and official +page at http://pglaf.org + +For additional contact information: + Dr. Gregory B. Newby + Chief Executive and Director + gbnewby@pglaf.org + + +Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation + +Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide +spread public support and donations to carry out its mission of +increasing the number of public domain and licensed works that can be +freely distributed in machine readable form accessible by the widest +array of equipment including outdated equipment. Many small donations +($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt +status with the IRS. + +The Foundation is committed to complying with the laws regulating +charities and charitable donations in all 50 states of the United +States. Compliance requirements are not uniform and it takes a +considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up +with these requirements. We do not solicit donations in locations +where we have not received written confirmation of compliance. To +SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any +particular state visit http://pglaf.org + +While we cannot and do not solicit contributions from states where we +have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition +against accepting unsolicited donations from donors in such states who +approach us with offers to donate. + +International donations are gratefully accepted, but we cannot make +any statements concerning tax treatment of donations received from +outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff. + +Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation +methods and addresses. Donations are accepted in a number of other +ways including checks, online payments and credit card donations. +To donate, please visit: http://pglaf.org/donate + + +Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic +works. + +Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm +concept of a library of electronic works that could be freely shared +with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project +Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support. + + +Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed +editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S. +unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily +keep eBooks in compliance with any particular paper edition. + + +Most people start at our Web site which has the main PG search facility: + + http://www.gutenberg.org + +This Web site includes information about Project Gutenberg-tm, +including how to make donations to the Project Gutenberg Literary +Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to +subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks. diff --git a/old/20110926-37585-0.zip b/old/20110926-37585-0.zip Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..a73ebcf --- /dev/null +++ b/old/20110926-37585-0.zip |
