diff options
| author | Roger Frank <rfrank@pglaf.org> | 2025-10-14 20:12:55 -0700 |
|---|---|---|
| committer | Roger Frank <rfrank@pglaf.org> | 2025-10-14 20:12:55 -0700 |
| commit | 698442acd2df78904151717ade76a24c3c56aefd (patch) | |
| tree | 1e8a08fbe2ae016ee9f97365511ee5d5b4b2871a | |
| -rw-r--r-- | .gitattributes | 3 | ||||
| -rw-r--r-- | 39493-0.txt | 4664 | ||||
| -rw-r--r-- | 39493-0.zip | bin | 0 -> 117620 bytes | |||
| -rw-r--r-- | 39493-h.zip | bin | 0 -> 228192 bytes | |||
| -rw-r--r-- | 39493-h/39493-h.htm | 4008 | ||||
| -rw-r--r-- | 39493-h/images/cover.jpg | bin | 0 -> 109549 bytes | |||
| -rw-r--r-- | LICENSE.txt | 11 | ||||
| -rw-r--r-- | README.md | 2 |
8 files changed, 8688 insertions, 0 deletions
diff --git a/.gitattributes b/.gitattributes new file mode 100644 index 0000000..6833f05 --- /dev/null +++ b/.gitattributes @@ -0,0 +1,3 @@ +* text=auto +*.txt text +*.md text diff --git a/39493-0.txt b/39493-0.txt new file mode 100644 index 0000000..5c1fd08 --- /dev/null +++ b/39493-0.txt @@ -0,0 +1,4664 @@ +The Project Gutenberg EBook of Republic, Volume 2, by Plato + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + + +Title: Republic, Volume 2 + +Author: Plato + +Translator: Ioannis Gryparis + +Release Date: April 20, 2012 [EBook #39493] + +Language: Greek + +Character set encoding: UTF-8 + +*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK REPUBLIC, VOLUME 2 *** + + + + +Produced by Sophia Canoni. Book provided by Iason +Konstantinides. Thanks to George Canonis for his major +work in proofreading. + + + + + +Note: The tonic system has been changed from polytonic to +monotonic, otherwise the spelling of the book has not been +changed. Footnotes +have been converted to endnotes. // Σημείωση: Το τονικό σύστημα +έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει +διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Οι υποσημειώσεις των +σελίδων έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου. + + + + +ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ +ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ + + + + +ΠΛΑΤΩΝΟΣ +ΠΟΛΙΤΕΙΑ + + + + +ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ +Ι. Ν. ΓΡΥΠΑΡΗ + +ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ + + + + +ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ +ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΕΞΗ +1911 + + + + +ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ +ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ + +Π Λ Α Τ Ω Ν Ο Σ +ΠΟΛΙΤΕΙΑ + + +ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ I. Ν. ΓΡΥΠΑΡΗ +ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ + +ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ +ΕΚΔΟΤΙΚΟΙ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΕΞΗ +1911 + + + +ΒΙΒΛΙΟΝ Γ'. + + + + — Τοιαύτα λοιπόν είναι, όσον αφορά τους θεούς, εκείνα τα +οποία, καθώς νομίζω, πρέπει να ακούουν, και εκείνα που δεν +πρέπει να ακούουν ευθύς από την παιδικήν των ηλικίαν οι +άνθρωποι, που θέλομεν να τιμούν τους θεούς και τους γονείς των +και να θεωρούν όχι ως το μικρότερον αγαθόν την μεταξύ των +αγάπην και ομόνοιαν. — Και νομίζω ότι είναι σωστά όσα +παρεδέχθημεν επ’ αυτού του αντικειμένου. + + — Τώρα, εάν θέλωμεν να είναι και ανδρείοι, δεν πρέπει να τους +λέγωμεν τοιαύτα, με τα οποία θα τους κάμωμεν να μη φοβούνται +καθόλου τον θάνατον; ή νομίζεις ότι ημπορεί ποτε κανείς να γίνη +ανδρείος, εάν έχη μέσα του αυτόν τον φόβον; — Όχι, μα την +αλήθειαν, δεν το φαντάζομαι. — Τι δε; όταν ένας άνθρωπος +πιστεύη ότι υπάρχη Άδης, τόπος πλήρης φρίκης και τρόμου, +νομίζεις ότι θα επροτίμα να φονευθή εις τον πόλεμον, παρά να +νικηθή και να γίνη δούλος; — Διόλου. — Καθήκον μας λοιπόν +είναι, καθώς φαίνεται, να επιστήσωμεν την προσοχήν μας και εις +όσα θα λέγωνται περί του αντικειμένου τούτου και να συστήσωμεν +εις τους ποιητάς να μην κατηγορούν, όπως συνήθως, τα εν τω Άδη, +αλλά μάλλον να τα επαινούν, επειδή ούτε αληθινά είναι όσα +λέγουν, ούτε ωφέλιμα διά τους μέλλοντας πολεμιστάς. — Πρέπει +πράγματι. — Ας εξαλείψωμεν λοιπόν από την ποίησιν όλα τα +τοιαύτα, αρχίζοντες από τους εξής στίχους• + + Ας ήμουνα πάνω στη γης κι ας πάη νάμουν σκλάβος + ενός φτωχού — — + παρά να ήμουν, βασιλιάς σ' όλους τους πεθαμένους• + +και αυτούς• + + Και ο Άδης στα μάτια να φανή θνητών και αθανάτων + ο σκοτεινός κι ο άραχλος, που ως κι οι θεοί τον τρέμουν. + +και τους εξής• + + Aλλοίμονόν μας! βέβαια και μες στον Άδη υπάρχει + κάποια ψυχή και φάντασμα, μα αίσθησι πια δεν έχει• + +και το + + Μόνος αυτός αισθάνεται, οι άλλοι σκιές γυρνούνε• + +και + + απ’ το κορμί του πέταξε και πάει η ψυχή στον Άδη + μοιριολογόντας, πόχασε τα νειάτα, την αντρειά της• + +και + + η ψυχή, καπνός σαν να είταν, μέσα + στη γης εχάθη τρίζοντας• + +και τέλος + + Σαν νυχτερίδες, που πετούν ατά βάθη ενός σπηλαίου + τρίζοντας, αν απ’ το σωρό καμμιά τους ξεκολλήση + και πέση καταγής κ’ η μια κρατιέται απ’ την άλλη, + έτσι κ’ εκείνες τρίζοντας όλες μαζί πετούσαν. + +Αυτά και όλα τα τοιαύτα θα παρακαλέσωμεν τον Όμηρον και τους +άλλους ποιητάς να μη δυσαρεστηθούν αν τα διαγράψωμεν, όχι διότι +δεν είναι ποιητικά και ευχάριστα να τα ακούουν οι πολλοί, αλλ' +όσον ποιητικώτερα, τόσον ίσα ίσα πρέπει ολιγώτερον να τα +ακούουν και παίδες και άνδρες, που θα ζήσουν ελεύθεροι, +φοβούμενοι την δουλείαν περισσότερον από τον θάνατον. — Έχεις +πληρέστατον δίκαιον. + + — Ακόμη πρέπει να απορρίψωμεν και όλα τα φοβερά και τρομερά +ονόματα που αναφέρονται εις αυτά τα πράγματα, οίον τους +Κοκυτούς, τας Στύγας, τα Τάρταρα και όλα τα παρόμοια που είναι +χυμένα στο ίδιο καλούπι και που κάμνουν να σηκώνονται οι τρίχες +της κεφαλής των, όσοι τα ακούουν• ίσως και αυτά να έχουν την +χρησιμότητά των εις τίποτε άλλο• αλλ' ημείς φοβούμεθα διά τους +φρουρούς μας, μήπως από αυτήν την φρίκην μας γίνουν +περισσότερον του δέοντος ευαίσθητοι και μαλακοί. — Και είναι +σωστός αυτός ο φόβος. — Ώστε πρέπει να τα αφαιρέσωμεν; — Ναι. — +Ώστε πρέπει να μεταχειριζώμεθα όλως διόλου τον αντίθετον τύπον +και εις τους λόγους και εις την ποίησιν. — Φανερόν. — Θα +αφαιρέσωμεν λοιπόν και τα μοιρολόγια και τους θρήνους που +βάζουν κάποτε εις το στόμα των εξόχων ανδρών. — Κατ' ανάγκην, +με εκείνα τα προηγούμενα. — Ας εξετάσωμεν όμως πρώτα, αν ορθώς +θα τα αφαιρέσωμεν• λέγομεν λοιπόν, ότι ένας άνθρωπος σοφός δεν +θα θεωρήση τον θάνατον ως δυστύχημα δι’ άλλον σοφόν, του οποίου +είναι και φίλος. — Μάλιστα. — Ώστε δεν θα καθήση να τον κλαίη +και να τον μοιρολογά, ως να έπαθε τίποτε κακόν. — Όχι βέβαια. — +Ακόμη λέγομεν, ότι ο σοφός είναι άνθρωπος που μόνος του επαρκεί +τελείως εις τον εαυτόν του, και απ’ όλους ολιγώτερον καμμίαν +ανάγκην δεν έχει του άλλου διά να είναι ευτυχής. — Αληθώς. — +Ώστε διόλου δεν θα είναι δυστύχημα δι’ αυτόν να χάση ή υιόν, ή +αδελφόν, ή χρήματα, ή τίποτε άλλο από αυτά. — Διόλου πράγματι. +— Επομένως και να θρηνή καθόλου δεν πρέπει, αλλ' απεναντίας με +μεγάλην καρτερίαν να το υποφέρη, αν τύχη και τον εύρη καμμία +τέτοια συμφορά. — Πολύ σωστά. — Σωστά λοιπόν και ημείς +αφαιρούμεν τους θρήνους των σπουδαίων ανδρών και τους +παραπέμπομεν το πολύ εις τας γυναίκας, και όχι μάλιστα τας +σπουδαίας, και εις τους ταπεινοτέρας φύσεως άνδρας, διά να μην +το καταδέχωνται να κάμνουν τα ίδια με αυτούς εκείνοι που τους +προορίζομεν διά την φρούρησιν της χώρας. Θα παρακαλέσωμεν +λοιπόν πάλιν τον Όμηρον και τους άλλους ποιητάς να μη μας +παρουσιάζουν τον Αχιλλέα, υιόν θεάς, ότι + + πότε απ’ τόνα του πλευρό πλάγιαζε πότ' απ’ τάλλο + και πότε πάλι ανάσκελα ή προύμυτα, ως που τέλος + πετιόνταν πάνω κι ως τρελλός γυρνούσε στ' ακρογιάλι• + +ούτε να παίρνη στάχτη με τα δυο του χέρια από τη φωτιά και να +την χύνη στην κεφαλή του και να κλαίη και να οδύρεται, όπως τον +παρέστησεν εκείνος• μήτε τον Πρίαμον, άνθρωπον σχεδόν ίσον με +τους θεούς, να κυλίεται καταγής εις την κόπρον και να παρακαλή + + και να εξορκίζη όλους των με τα ονόματά τους• + +πολύ δε περισσότερον θα τους παρακαλέσωμεν να μη παριστάνουν +τουλάχιστον τους θεούς να οδύρωνται και να λέγουν + + ωιμένα, η δόλια! + που για κακό μου εγέννησα το πιο άξιο παλληκάρι• + +και αν τους άλλους τους θεούς, μα όχι επί τέλους και τον +μεγαλύτερόν τους να τολμήση να τον παραστήση τόσον ανόμοια, +ώστε να λέγη + + αλλοίμονο! έναν παγαπώ βλέπω να κυνηγιέται + στο κάστρον ολοτρόγυρα και μέσα κλαί' η καρδιά μου• + +και αλλού πάλιν + + Ωιμένα! νά που ο Σαρπηδών, που πλιο αγαπάω απ’ όλους + να σκοτωθή απ’ τον Πάτροκλο έτσι το θέλει η μοίρα. + +Διότι αν, αγαπητέ μου Αδείμαντε, τα ακούουν εις τα σοβαρά οι +νέοι μας τα τοιαύτα και δεν τα περιγελούν ως ανάξια να +λέγωνται, θα καταντήση να μη το θεωρούν ανάξιον να τα κάμνουν +και οι ίδιοι, αφού μάλιστα είναι άνθρωποι επί τέλους αυτοί• και +δεν θα το νομίσουν άξιον μομφής αν τους συμβή να ειπούν ή να +κάμουν τίποτε τοιούτον• αλλά χωρίς καμμίαν εντροπήν και από +λιποψυχίαν θα αρχίζουν διά τα μικρότερα παθήματα να ψάλλουν +οδυρμούς και θρήνους. — Έχεις πληρέστατον δίκαιον. — Δεν πρέπει +όμως να συμβή αυτό, όπως μας το απέδειξεν η λογική μας, την +οποίαν πρέπει να πιστεύσωμεν, έως ότου τουλάστον μας πείσουν με +άλλην καλυτέραν. — Αναμφιβόλως. + + — Προσέτι, λέγω, δεν πρέπει να είναι και φιλόγελοι οι θεοί• +διότι, όταν κανείς παραδοθή εις υπερβολικόν γέλωτα, το τοιούτον +επιφέρει και μεγάλην αλλοίωσιν εις την ψυχήν. — Μου φαίνεται +και εμένα. — Δεν θα το παραδεχθώμεν λοιπόν, όταν κανείς +παρουσιάζη ανθρώπους σπουδαίους να κυριεύωνται από τον γέλωτα, +πολύ δε ολιγώτερον θεούς. — Και βεβαίως. — Ούτε όταν λέγη ο +Όμηρος + + και γέλοιο ακράτητο έπιασε θεούς τους αθανάτους + σαν είδανε τον Ήφαιστο κουτσά να λαχανιάζη, + +δεν πρέπει βέβαια να το παραδεχθώμεν, σύμφωνα με τον λόγον σου. +— Αφού θέλεις να τον θεωρήσης ιδικόν μου . . . αλλά βέβαια και +δεν πρέπει να το παραδεχθώμεν. — Πρέπει όμως ακόμη να +σεβασθώμεν και την αλήθειαν διότι, αν είχαμεν δίκαιον, όταν +ελέγαμεν προ ολίγου ότι το ψεύδος είναι όλως διόλου άχρηστον +εις τους θεούς, και το πολύ μόνον εις τους ανθρώπους χρήσιμον +ενίοτε εν είδει φαρμάκου, φανερόν ότι μόνον εις τους ιατρούς +πρέπει να επιτρέψωμεν την χρήσιν του και εις κανένα άλλον. — +Μάλιστα. — Μόνον λοιπόν εις τους άρχοντας της πόλεως θα δώσωμεν +αποκλειστικώς το δικαίωμα να μεταχειρίζωνται το ψεύδος απέναντι +των εχθρών ή και αυτών των πολιτών, προς όφελος της πόλεως, εις +όλους δε τους άλλους θαπαγορεύεται• προς τους άρχοντας μάλιστα +να ειπή ψεύμα ένας απλούς πολίτης, θα το θεωρήσωμεν μεγαλύτερον +αμάρτημα, παρά να εξαπατήση ένας άρρωστος τον ιατρόν του, ή +ένας γυμναζόμενος να αποκρύψη εάν έχη κανένα πάθημα το σώμα του +από τον γυμναστήν, ή ένας ναύτης από τον κυβερνήτην την +κατάστασιν εις την οποίαν ευρίσκεται το πλοίον ή το πλήρωμα. — +Σωστότατα. — Εάν λοιπόν ο άρχων συλλάβη κανένα εις την πόλιν να +ψεύδεται από εκείνους που εξασκούν οιονδήποτε επάγγελμα, + + αν είναι μάντις ή γιατρός ή ξυλουργός τεχνίτης, + +θα τον τιμωρήση αυστηρότατα, επειδή εισάγει εις την πόλιν +πράγμα που ημπορεί, ως να ήτο πλοίον, να την αναποδογυρίση και +να την καταβυθίση. — Εάν τουλάχιστον ήθελον προστεθή εις τους +λόγους και έργα. — Δεν θα λάβωμεν δε ακόμη ανάγκην και της +εγκρατείας διά την νεολαίαν μας; — Πώς όχι; — Η δε εγκράτεια +δεν έγκειται ως επί το πλείστον εις τα τοιαύτα: να υπακούωμεν +εις τους άρχοντας, να μην αφήνωμεν να μας κυριεύη η +γαστριμαργία και η φιλοποσία, και να χαλιναγωγούμεν τας ορμάς +των αισθήσεων; — Μου φαίνεται. — Θα επιδοκιμάζωμεν λοιπόν εις +τον Όμηρον εκείνα που λέγει ο Διομήδης: + + φίλε μου, κάθου φρόνιμα, κι άκου το τι σου λέω• + +και παρακάτω: + + δίχως μιλιά, απ’ το σεβασμό που είχαν στους αρχηγούς των + +και όσα άλλα τέτοια. — Θα τα επιδοκιμάσωμεν. — Αλλά το ίδιον θα +ειπούμεν και δι’ αυτά τα άλλα: + + Μεθύστακα, πόχεις καρδιά ελαφιού και μάτια σκύλου• + +και δι’ όσα λέγει αμέσως κατόπιν, και εν γένει δι’ όλους αυτούς +τους παλληκαρισμούς που εκστομίζουν κατά των αρχόντων οι απλοί +πολίται, είτε εις την ποίησιν είτε εις τον πεζόν λόγον; — Όχι +βέβαια. — Επειδή, νομίζω, δεν είναι κατάλληλοι αυτοί οι λόγοι +να εμπνεύσουν την αγάπην της εγκρατείας εις τους νέους• εάν δε +τους εμπνέουν άλλα αισθήματα, αυτό δεν είναι καθόλου παράδοξον• +ή πώς σου φαίνεται; — Όπως το λέγεις. + + — Τι δε; να παριστά ένα σοφώτατον άνθρωπον λέγοντα, ότι τίποτε +δεν του αρέσει περισσότερον παρά όταν είναι φορτωμένα τα +τραπέζια• + + φαγιά και κρέατα, και κρασί να πιάνη απ’ τον κρατήρα + ο κεραστής κι ολόγυρα να χύνη στα ποτήρια, + +νομίζεις ότι είναι κατάλληλα αυτά διά να παρασκευάσουν τους +νέους εις την εγκράτειαν; ή το εξής: + + κ’ είν' ο πιο άθλιος θάνατος σαν έρχετ' απ’ την πείνα + +ή όταν παριστά τον Δία να λησμονή, από την υπερβολικήν του +ακρασίαν, τας αποφάσεις που έλαβεν αγρυπνών μόνος αυτός, ενώ +όλοι οι άλλοι θεοί και άνθρωποι εκοιμώντο, και να παραφερθή +τόσον πολύ εις μόνην την θέαν της Ήρας, ώστε να μη θέλη καν ν' +αποσυρθούν εις τον κοιτώνα των, αλλ' εκεί κατά γης να +ικανοποιήση την επιθυμίαν του και να λέγη ότι ουδέποτε ησθάνθη +τόσον σφοδρόν πάθος προς αυτήν, ούτε ότε ακόμη διά πρώτην φοράν +ήρχισαν τας σχέσεις των, &κρυφά από τους γονιούς των&• ή όταν +διηγήται το επεισόδιον του Άρεως και της Αφροδίτης, που τους +συνέλαβεν ο Ήφαιστος εις τα δίκτυά του διά παρομοίους λόγους; — +Πράγματι, καθόλου δεν μου φαίνονται κατάλληλα. — Αλλ' όπου μας +παρουσιάζουν παραδείγματα γενναιότητος και καρτεροψυχίας είτε +εις τους λόγους είτε εις τας πράξεις γενναίων ανδρών, τότε +βέβαια και να τους θαυμάζωμεν και να τους ακούωμεν, όπως +παραδείγματος χάριν το εξής: + + κ’ εχτύπησε το στήθος του κ’ έτσ' είπε της καρδιάς του• + βάστα καμένη μου καρδιά, κι άλλα χειρότερα είδες. + + — Βεβαιότατα. — Δεν θα επιτρέψωμεν όμως ακόμη να είναι οι +πολεμισταί μας φιλοχρήματοι και να διαφθείρωνται με δώρα. — +Διόλου. — Ούτε θα τους ψάλλωμεν ότι: + + τα δώρα πείθουν τους θεούς, πείθουν τους βασιλιάδες• + +ούτε θα επαινέσωμεν ως αξιοσυστάτους τας συμβουλάς που έδιδεν ο +Φοίνιξ ο παιδαγωγός του Αχιλλέως εις αυτόν, να βοηθήση μεν τους +Αχαιούς αν λάβη δώρα, αν όμως δεν λάβη, να μη παραιτήση τον +θυμόν του• ούτε εις τον ίδιον τον Αχιλλέα θα κάμωμεν αυτήν την +αδικίαν, να τον παραδεχθούμεν τόσον φιλοχρήματον, ώστε να λάβη +δώρα παρά του Αγαμέμνονος, ή να δεχθή εξαγοράν διά να παραδώση +ένα πτώμα. — Βεβαίως δεν είναι δίκαιον να τα επαινούμεν αυτά. — +Εντρέπομαι δε διά λογαριασμόν του Ομήρου να λέγω, ότι είναι και +ασεβή όσα αναφέρει περί του Αχιλλέως, εκείνα προ πάντων που +είπε προς τον Απόλλωνα: + + κανείς απ’ όλους τους θεούς δεν είν' κακώτερός σου, + Εκάεργε, μα θα σώδειχτα κ’ εγώ, αν ημπορούσα + +και εκεί, όπου δεικνύει όλην του την περιφρόνησιν και είναι +έτοιμος να προσβάλη τον ποταμόν Ξάνθον, που ήτο θεός• και πάλιν +διά την κόμην του, την οποίαν είχε κάμη τάξιμον άλλου ποταμού, +του Σπερχειού, να λέγη: + + την κόμη μου στον Πάτροκλο τον ήρωα θα προσφέρω, + +ο οποίος Πάτροκλος ήτο νεκρός• και δεν πρέπει να πιστεύσωμεν +ότι έκαμε τοιούτον πράγμα, ούτε ότι έσυρε τον νεκρόν του +Έκτορος γύρω εις το μνήμα του φίλου του, ούτε ότι έσφαξε τους +αιχμαλωτισθέντας Τρώας επί της πυράς του• όλα αυτά θα +επιμένωμεν ότι δεν είναι αληθινά και ούτε θα επιτρέψωμεν εις +τους ιδικούς μας να πιστεύσουν, ότι ο Αχιλλεύς, υιός θεάς και +του Πηλέως, ανθρώπου σωφρονεστάτου και συγχρόνως εγγόνου του +Διός, o Aχιλλεύς, λέγω, μαθητής του σοφωτάτου Χείρωνος, ήτο +τόσον ανισόρροπος, ώστε να έχη εις την ψυχήν του δύο πάθη όλως +διόλου εναντία προς άλληλα, μίαν ταπεινήν φιλοχρηματίαν αφ' +ενός, και μίαν υψηλοφροσύνην αφ' ετέρου, η οποία δεν ελογάριαζε +ούτε θεούς ούτε ανθρώπους. — Σωστά λέγεις. + + — Ας μη πιστεύωμεν λοιπόν ακόμη, ούτε ν' αφήνωμεν να λέγουν, +ότι ο Θησεύς, υιός του Ποσειδώνος και ο Πειρίθους, υιός του +Διός, επεχείρησαν την ιερόσυλον εκείνην απαγωγήν, που τους +αποδίδουν, ούτε ότι άλλος κανείς υιός θεού και ήρως ετόλμησε να +διαπράξη τας σκληρότητας και τας ασεβείας, με τας οποίας ψευδώς +τώρα τους δυσφημίζουν• αλλά να αναγκάσωμεν τους ποιητάς ή να +τας αναιρέσουν, ή να μη λέγουν ότι είναι τέκνα θεών• και να μην +επιχειρούν να πείθουν τους νέους μας και τα δύο, ότι οι θεοί +γεννούν τοιαύτα τέκνα και ότι οι ήρωες δεν είναι διόλου +καλύτεροι από τους ανθρώπους• διότι, όπως ελέγαμεν +προηγουμένως, ούτε όσια ούτε αληθινά είναι αυτά• επειδή +απεδείξαμεν βεβαίως, ότι είναι αδύνατον να προέρχωνται κακά από +τους θεούς. — Μάλιστα. — Προσέτι δε, ότι είναι και βλαβερά εις +τους ακούοντας• επειδή ο καθένας θα δικαιολογήται απέναντι του +εαυτού του διά τας κακίας του, αφού θα πιστεύση ότι παρόμοια +πράττουν και έπραττον και + + όσοι 'ναι από το σπέρμα των θεών + ζεστοί του Δία συγγενείς + πόχουν ψηλά στον ουρανό + του Δία του πατέρα τους βωμό + πάνω στης Ίδας την κορφή, + και τρέχει μες στις φλέβες των + ακόμη το αίμα των θεών. + +Δι’ όλους λοιπόν αυτούς τους λόγους ας καταργήσωμεν αυτούς τους +μύθους, μήπως καταστήσουν ευεπιφόρους τους νέους μας εις την +πονηρίαν. — Σύμφωνος. Αφού λοιπόν τώρα ορίζομεν ποίους πρέπει +να επιτρέπωμεν και ποίους όχι, υπολείπεται ακόμη κανένα είδος, +περί του οποίου να ομιλήσωμεν; διότι τι πρέπει να λέγεται περί +των θεών και των θείων και των ηρώων και του Άδου, το +καθωρίσαμεν πλέον. — Μάλιστα. — Δεν θα μας υπελείπετο λοιπόν +τώρα να ομιλήσωμεν και περί των ανθρώπων; — Μου φαίνεται. — +Αλλά, φίλε μου, αυτό είναι αδύνατον επί του παρόντος. — Διατί; +— Διότι θα είπωμεν, νομίζω, ότι οι ποιηταί και οι μυθογράφοι +πραγματεύονται πολύ κακά το ζήτημα τούτο, όταν λέγουν, ότι +υπάρχουν πολλοί άδικοι μεν, ευτυχείς όμως, και απεναντίας +πολλοί δίκαιοι δυστυχείς, ότι η αδικία ωφελεί, όταν κατορθώνη +να αποκρύπτεται, ότι η δικαιοσύνη είναι καλόν διά τον άλλον, +όχι όμως και δι’ εκείνον που την εξασκεί και αυτά μεν θα τους +απαγορεύσωμεν να τα λέγουν, θα τους επιβάλωμεν δε να ψάλλουν +και να μυθολογούν όλως διόλου τα εναντία• δεν είναι αλήθεια; — +Και πολύ μάλιστα. — Τότε λοιπόν, αν παραδεχθής πως έχω δίκαιον +εις τούτο, θα συμπεράνω, ότι είσαι πλέον σύμφωνος μαζί μου δι’ +όσα απ’ αρχής συζητούμεν. — Είναι σωστή η παρατήρησίς σου. — Ας +αναβάλωμεν λοιπόν να καθορίσωμεν τι πρέπει να λέγωμεν εν σχέσει +προς τους ανθρώπους, αφού προηγουμένως εύρωμεν, ποία είναι η +ουσία της δικαιοσύνης, και ότι είναι εκ φύσεως ωφέλιμος δι’ +εκείνον που την εξασκεί, αδιάφορον εάν θεωρήται, ή όχι, +τοιούτος. — Καλά λέγεις. + + — Ετελείωσε λοιπόν το ζήτημα όσον αφορά τους λόγους• τώρα +πρέπει, νομίζω, να εξετάσωμεν και περί του τρόπου του λέγειν, +ούτως ώστε να γνωρίζωμεν πλέον κατά βάθος και τι πρέπει να +λέγωμεν και πώς πρέπει να τα λέγωμεν. + + — Δεν εννοώ τώρα τι θέλεις να ειπής, είπεν ο Αδείμαντος. — Και +όμως πρέπει• αλλ' ίσως να το εννοήσης έτσι καλύτερα. Όλα όσα +λέγουν οι ποιηταί και οι μυθολόγοι δεν είναι διήγησις πραγμάτων +αναφερομένων είτε εις το παρελθόν, είτε εις το παρόν, είτε εις +το μέλλον; — Τι άλλο βέβαια; — Και δεν μεταχειρίζονται προς τον +σκοπόν των άλλοτε μεν την απλήν διήγησιν, άλλοτε δε την +μιμητικήν διήγησιν, και άλλοτε πάλιν και τους δύο αυτούς +τρόπους μαζί; — Σε παρακαλώ, θέλω να μου το εξηγήσης και αυτό +σαφέστερα. — Αστείος διδάσκαλος φαίνεται πως θα είμαι και όχι +πολύ μεταδοτικός• ας κάμω λοιπόν όπως εκείνοι που δεν έχουν και +μεγάλην ευκολίαν να εκφράζωνται• θα χωρίσω ένα μέρος από το +όλον και με αυτό θα προσπαθήσω να σου δώσω να εννοήσης τι θέλω +να είπω• και λέγε μου, σε παρακαλώ• γνωρίζεις τους πρώτους +στίχους της Ιλιάδος, όπου διηγείται ο ποιητής, ότι ο μεν Χρύσης +παρακαλεί τον Αγαμέμνονα να του αποδώοη με λύτρα την θυγατέρα +του, εκείνος δε ωργισμένος τον αποδιώκει, και τότε ο ιερεύς +εξορκίζει τον Απόλλωνα να στρέψη την οργήν του κατά των Αχαιών, +διά την άρνησιν ταύτην; — Τους γνωρίζω βέβαια. — Γνωρίζεις +λοιπόν ότι μέχρι μεν των στίχων + + κι όλους τους Αχαιούς παρακαλούσε, + μα ξέχωρα τους δύο τους γυιούς του Ατρέως, τους στρατηλάτες, + +διηγείται ο ίδιος ο ποιητής και δεν ζητεί να μας στρέψη αλλού +τον νουν, ότι τάχα είναι άλλος ο διηγούμενος και όχι αυτός ο +ίδιος• τα παρακάτω όμως τα λέγει ως να ήτο ο ίδιος ο Χρύσης και +προσπαθεί με κάθε τρόπον να μας κάμη να φανταζώμεθα πως δεν +είναι ο Όμηρος που τα λέγει, αλλά ο γέρων, ο ιερεύς του +Απόλλωνος• και εις όλην δε εν γένει την ποίησίν του το ίδιον +σχεδόν κάμνει, και εις τα Τρωικά και εις τα εν Ιθάκη και εις +ολόκληρον την Οδύσσειαν εκείνην των παθημάτων. — Πράγματι. — +Διήγησις λοιπόν είναι, και όταν αναφέρη αυτολεξεί τους λόγους +των άλλων, και όταν αυτός ο ίδιος λέγη τα εν τω μεταξύ; — Πώς +όχι; — Αλλ' όταν αναφέρη καμμίαν ρήσιν ως εκ μέρους άλλου, δεν +παραδέχεσαι ότι προσπαθεί να αφομοιώση, όσον είναι δυνατόν, τα +λεγόμενά του με το πρόσωπον, το οποίον μας παρουσιάζει διά να +ομιλήση; — Το παραδέχομαι• πώς όχι; — Όταν λοιπόν αφομοιώνη +κανείς τον εαυτόν του με έναν άλλον, είτε κατά την φωνήν, είτε +κατά το σχήμα, δεν λέγομεν ότι τον μιμείται; — Βεβαίως. — Ώστε, +εις αυτήν την περίστασιν, και αυτός και οι άλλοι ποιηταί, +κάμνουν μιμητικήν διήγησιν, καθώς την είπα προτύτερα. — +Μάλιστα. — Αν όμως δεν απέκρυπτε διόλου ο ποιητής τον εαυτόν +του, τότε όλη η ποίησίς του και η διήγησίς του θα εγίνετο δίχως +την μίμησιν• και διά να μη μου ειπής πάλιν, ότι δεν εννοείς, +πώς θα εγίνετο τούτο, εγώ θα σου το εξηγήσω. Εάν δηλαδή ο +Όμηρος, αφού είπεν ότι ήλθεν ο Χρύσης με τα λύτρα της θυγατρός +του, διά να ικετεύση τους Αχαιούς και προ πάντων τους δύο +βασιλείς, εξηκολούθει να ομιλή όχι ως να εγίνετο Χρύσης, αλλά +ως Όμηρος ακόμη, δεν θα ήτο τότε πλέον μίμησις, άλλα απλή +διήγησις. Και ιδού πώς θα ήτο τότε το ποίημα, αν και θα σου τα +ειπώ όχι εμμέτρως, διότι δεν είμαι δα και ποιητής: + ++«Ήρθεν ο ιερέας και παρακαλούσε τους θεούς ν' αξιώσουν τους +Αχαιούς, να πάρουν την Τρωάδα και να γυρίσουν με το καλό στα +σπίτια τους, και να λυτρώσουν τη θυγατέρα του παίρνοντας την +ξαγορά της και να σεβαστούν το Θεό. Κι όταν τάκουσαν όλοι οι +άλλοι τον εσεβάστηκαν και ήσαν σύμφωνοι, μόνον ο Αγαμέμνων +αγρίεψε και τον πρόσταξε να τραβηχθή αμέσως τώρα και να μην +τολμήση να ξανάρθη, μήπως δεν τον ωφελήσουν καθόλου τα στεφάνια +του θεού και η πατερίτσα του• και πρι να ξεσκλαβωθή η θυγατέρα +του, θα γεράση, του είπε, κάτω στο Άργος μαζί του• και τον +πρόσταξε να φύγη και να μην τον ερεθίζη, αν θέλη να φθάση γερός +στο σπίτι του• κι ο γέροντας που τάκουσε τον έπιασε τρομάρα κ’ +έφυγε χωρίς να βγάλη μιλιά• και αφού προχώρησε μακρυά από τα +καράβια, άρχισε να παρακαλή τον Απόλλωνα, κράζοντάς τον με όλα +τα ονόματά του, και να του θυμίζη, αν καμμιά φορά του είχε +χαρίση τίποτα για να τον ευχαριστήση, ή θυσία ξεχωριστή να του +είχε προσφέρη, ή εκκλησιά να του είχε χτίση• για όλα αυτά +λοιπόν τον παρακαλούσε να τιμωρήση τους Αχαιούς με τα βέλη του, +για τα δάκρυα που τον έκαμαν να χύση . . .» + +Κατ' αυτόν τον τρόπον, φίλε μου, γίνεται απλή διήγησις χωρίς +μίμησιν. — Εννοώ. + + — Εννοείς λοιπόν ότι το εναντίον είδος της διηγήσεως είναι, +όταν ο ποιητής αφαιρή τα εν τω μεταξύ, που λέγει ο ίδιος, και +αφήνη μόνον εκείνα, που λέγουν μεταξύ των τα πρόσωπα. — Και +αυτό το εννοώ• όπως δηλαδή γίνεται εις τας τραγωδίας. — +Ακριβώς• και τώρα, νομίζω, σου έδωσα να καταλάβης εκείνο, που +δεν ημπόρεσα προηγουμένως, ότι δηλαδή, ένα μεν είδος της +ποιήσεως και της μυθοπλαστίας γίνεται εξ ολοκλήρου διά της +μιμήσεως, η τραγωδία και η κωμωδία, όπως είπες και συ, ένα δε +άλλο είδος απλώς διά της διηγήσεως του ιδίου του ποιητού• και +θα το εύρης αυτό προ πάντων εις τους διθυράμβους• υπάρχει δε +και τρίτον είδος, εις το οποίον συνενούνται και οι δύο τρόποι, +όπως γίνεται εις την επικήν ποίησιν και εις πολλά άλλα είδη +ποιήσεως• με ενόησες λοιπόν; — Πώς; τώρα εννοώ τι ήθελες να +ειπής τότε. — Τώρα ενθυμήσου και τι ελέγαμεν πριν από αυτά, +ότι, αφού καθωρίσαμεν το τι πρέπει να λέγωμεν, υπολείπεται να +εξετάσωμεν και το πώς πρέπει να τα λέγωμεν. — Αλλά το +ενθυμούμαι. + + — Ενοούσα λοιπόν, ότι πρέπει να συζητήσωμεν, εάν θα αφήσωμεν +εις τους ποιητάς το δικαίωμα να μεταχειρίζωνται την μιμητικήν +διήγησιν, ή εν συνδυασμώ και την μιμητικήν και την απλήν, και +εις ποίας περιστάσεις το ένα ή το άλλο είδος, ή και θα τους +απαγορεύσωμεν τελείως την μίμησιν. — Μαντεύω ποίος είναι ο +σκοπός σου• να ίδωμεν αν θα παραδεχθώμεν ή όχι την τραγωδίαν +και την κωμωδίαν εις την πόλιν μας. — Ίσως• αλλά ίσως και κάτι +περισσότερον ακόμη• διότι δεν ηξεύρω επί του παρόντος ακόμη +τίποτε, αλλ' όπου μας φέρη ο λόγος ως πνοή ανέμου, εκεί θα +σύρωμεν. — Και έχεις δίκαιον. + + — Αυτό λοιπόν τώρα πρόσεξε, Αδείμαντε, αν μας συμφέρη να είναι +οι νέοι μας μιμητικοί, ή όχι; ή μήπως έπεται και αυτό εκ των +προηγουμένων, ότι ο καθείς μόνον ένα επάγγελμα ημπορεί να +εξασκή καλώς, και όχι πολλά, διότι εκείνος που καταπιάνεται με +όλα, δεν θα κατορθώση ποτέ να διακριθή εις κανένα; — Έτσι +βέβαια θα είναι. — Ώστε το ίδιον θα εφαρμόζεται και περί της +μιμήσεως• ο ίδιος άνθρωπος δεν θα ημπορή ποτέ να μιμήται καλώς +πολλά πράγματα, όπως ένα μόνον; — Όχι βέβαια. — Πολύ ολιγώτερον +λοιπόν θα ημπορέση να καταγίνεται εις κανένα από τα σπουδαία +επαγγέλματα και να μιμήται συγχρόνως πολλά πράγματα και να +είναι μιμητικός, αφού ο ίδιος άνθρωπος δεν δύναται να +ευδοκιμήση εις δύο συγχρόνως μιμήσεις, αι οποίαι θεωρούνται +τόσον σχετικαί προς αλλήλας, όπως παραδείγματος χάριν η +τραγωδία και η κωμωδία• ή δεν τας ωνόμαζες προ ολίγου μιμήσεις +αυτάς; — Μάλιστα• και έχεις δίκαιον εις αυτό. — Και δεν +ημπορούν οι ίδιοι να είναι ραψωδοί και υποκριταί συγχρόνως. — +Πράγματι. — Ούτε να είναι οι ίδιοι υποκριταί και εις την +τραγωδίαν και εις την κωμωδίαν^ όλα δε αυτά είναι μιμήσεις ή +όχι; — Είναι. — Και μου φαίνεται, Αδείμαντε, ότι η φύσις του +ανθρώπου έχει κατακερματισθή εις μικροτέρας ακόμη ειδικότητας, +ώστε να είναι αδύνατον να μιμήται κανείς πολλά συγχρόνως, ή και +να κάμνη επιτυχώς εκείνα που παριστάνουν αι μιμήσεις. — Έχεις +πληρέστατον δίκαιον. + + — Εάν λοιπόν επιμείνωμεν εις την πρώτην μας εκείνην διάταξιν, +κατά την οποίαν οι φρουροί μας, απηλλαγμένοι πάσης άλλης +ενασχολήσεως, έργον αποκλειστικόν θα έχουν την υπεράσπισιν της +ελευθερίας της πόλεως και τίποτε άλλο, που δεν έχει σχέσιν με +αυτό, δεν θα τους επιτρέπεται ούτε να κάμνουν ούτε να μιμούνται +οτιδήποτε άλλο και αν είναι• εάν δε μιμούνται, μόνον ό,τι έχει +σχέσιν με τον προορισμόν των να μιμούνται εκ παιδικής ηλικίας, +δηλαδή την ανδρείαν, την σωφροσύνην, την ευσέβειαν, την +μεγαλοψυχίαν και τας τοιαύτας αρετάς• κάθε δε ταπεινόν και +αισχρόν, ούτε να το πράττουν ούτε να έχουν την επιτηδειότητα να +το μιμούνται, μήπως από την μίμησιν καταντήσουν και να γίνουν +τοιούτοι• ή δεν έχεις παρατηρήση ότι η μίμησις, εάν αρχίση και +εξακολουθή από πολύ νεαράν ηλικίαν, καταντά από την συνήθειαν +να γίνη δευτέρα φύσις και κατά το σώμα και κατά την φωνήν και +κατά την διάνοιαν; — Και πολύ μάλιστα. + + — Ποτέ λοιπόν δεν θα επιτρέψωμεν, εκείνοι τους οποίους +κηδεμονεύομεν και εννοούμεν να γίνουν μίαν ημέραν σπουδαίοι +άνδρες, να μιμούνται μίαν γυναίκα, ή νέαν ή γραίαν, η οποία +έξαφνα μαλλώνει με τον άνδρα της, ή τολμά να τα βάζη με τους +θεούς πλήρης μεγαλαυχίας διά τας φανταστικάς ευτυχίας της, ή +παραδίδεται εις θρήνους και απελπισίαν διά τας συμφοράς της• +πολύ δε ολιγώτερον ακόμη μίαν γυναίκα ασθενή ή ερωτευμένην ή +και να κοιλοπονά. — Διόλου βέβαια. Ούτε προσέτι δούλας και +δούλους, που ασχολούνται εις τας εργασίας των. — Ουδέ τούτο. — +Αλλ' ούτε ακόμη και ανθρώπους ταπεινούς και αθλίους, που +κάμνουν όλως διόλου τα εναντία απ’ όσα τώρα είπαμεν, να +υβρίζωνται, να περιπαίζη ο ένας τον άλλον, να αισχρολογούν +μεθυσμένοι και νηστικοί, ή και όλας αυτάς τας ασχημίας που +συνηθίζουν και εις τους λόγους των και εις τα έργα των οι +τοιούτοι και προς τους εαυτούς των και προς τους άλλους• ούτε +ακόμη νομίζω πως πρέπει να υποκρίνωνται τους λόγους και τα έργα +των παραφρόνων• διότι πρέπει μεν κατ' ανάγκην να γνωρίσουν και +τους προστύχους και τους παράφρονας, άνδρας και γυναίκας, όχι +όμως και να γίνωνται οι ίδιοι και να τους μιμούνται. — Πολύ +σωστά. — Τι δε; θα επιτρέπεται τάχα να μιμούνται τους +σιδηρουργούς, ή οποιονδήποτε άλλον τεχνίτην, ή τους κωπηλάτας +επί των πλοίων, ή τους κελευστάς ή όλους τους τοιούτους; — Και +πώς, αφού ούτε να προσέχουν καν θα έχουν δικαίωμα εις κανένα +από αυτούς; — Τον δε χρεμετισμόν των ίππων, ή τον μυκηθμόν των +ταύρων, την βοήν των ποταμών, της θαλάσσης τον βρυχηθμόν, τας +βροντάς, και όλα τα τοιαύτα, θα τα μιμούνται τάχα; — Όχι +βέβαια, αφού τους απηγορεύθη να είναι μανιακοί και να μιμούνται +τους μανιακούς. + + — Εάν λοιπόν εννοώ καλά την σκέψιν σου, υπάρχει ένας τρόπος +ομιλίας και διηγήσεως, τον οποίον θα μεταχειρίζεται ο σωστός ο +άνθρωπος, όταν έχη τίποτε να είπη• και ένας άλλος πάλιν όλως +διόλου διαφορετικός, από την χρήσιν του οποίου δεν ξεκολλούν +όλοι οι ταπεινής φύσεως και κακής ανατροφής άνθρωποι. — Και +ποίοι είναι αυτοί οι τρόποι; — Ο μεν χρηστός άνθρωπος, μου +φαίνεται, όταν εις την σειράν της διηγήσεώς του πρόκειται να +αναφέρη πράξιν ή λόγον ενός χρηστού επίσης ανθρώπου, θα +προσπαθήση να μιμηθή, ως να ήτο εκείνος ο ίδιος, την απαγγελίαν +του, και δεν θα εντραπή δι’ αυτήν την μίμησιν, μάλιστα όταν έχη +να μιμηθή τον χρηστόν άνθρωπον ενεργούντα με την συνηθισμένην +του σταθερότητα και περίνοιαν, και δεν πρόκειται καθόλου διά +πρόσωπα προσβεβλημένα από ασθένειαν, ή από έρωτα, ή διατελούντα +υπό το κράτος μέθης ή άλλου αναλόγου περιστατικού• όταν δε +πάλιν συμπέση ο λόγος διά κανένα ανάξιον εαυτού πρόσωπον, δεν +θα ταπεινωθή να αναπαραστήση με όλην την ακρίβειαν αυτόν τον +χειρότερόν του, αλλά μόνον εν παρόδω και αν τύχη να κάμνη +οπωσδήποτε καμμίαν καλήν πράξιν• αλλά και πάλιν θα εντραπή, αφ' +ενός μεν διότι θα είναι αγύμναστος να μιμήται τους τοιούτους, +αφ' ετέρου δε διότι θα του έκαμνε κακόν να υποδύεται και +αναπαριστά πρόσωπα υποδεέστερα, προς τα οποία, αν δεν επρόκειτο +περί απλής παιδιάς, μόνον περιφρόνησιν θα ησθάνετο. — Πολύ +φυσικά. + + — Διήγησιν λοιπόν θα μεταχειρίζεται εκείνην, της οποίας ημείς +εδώσαμεν προηγουμένως δείγμα διά την ποίησιν του Ομήρου, και θα +μετέχη μεν και των δύο τρόπων, και του απλού και του μιμητικού, +αλλ' ούτως ώστε η μίμησις να καταλαμβάνη ελάχιστον μέρος του +όλου λόγου• ή δεν έχω δίκαιον; — Πώς; κατ' αυτόν βέβαια τον +τύπον πρέπει να ομιλή ο τοιούτος άνθρωπος. — Ώστε ο μη τοιούτος +πάλιν, όσον φαυλότερος θα είναι, τόσον θα θέλη να μιμήται τα +πάντα, και τίποτε δεν θα θεωρήση ανάξιον του εαυτού του• ώστε +θα το κάμη έργον του να μιμήται με μεγάλην ακρίβειαν και +δημοσία τα πάντα, και όσα ελέγαμεν πριν, δηλαδή τας βροντάς, +τον συριγμόν των ανέμων και της χαλάζης, τον τριγμόν των αξόνων +και των τροχαλιών, την φωνήν της σάλπιγγος και του αυλού και +της σύριγγος και όλων εν γένει των οργάνων, ακόμη δε και τας +φωνάς των σκύλων και των προβάτων και των πτηνών και θα +διεξάγεται λοιπόν όλος ο λόγος του δια μιμήσεως φωνών και +σχημάτων και μόνον μικρόν μέρος διηγήσεως θα έχη. — Αυτό +πραγματικώς θα γίνεται. + + — Ούτοι λοιπόν είναι οι δύο τρόποι της διηγήσεως, που έλεγα. — +Πολύ καλά. — Και ο μεν πρώτος δεν επιδέχεται παρά ολίγας μόνον +μεταβολάς, και αν κανείς εύρη και προσαρμόση την προσήκουσαν +αρμονίαν και τον ρυθμόν, δεν θα χρειασθή σχεδόν πλέον να ζητήση +άλλας εκείνος, που μεταχειρίζεται ορθώς αυτόν τον τρόπον, αλλά +θα είναι αρκετή η μία αρμονία και ο όμοιος ρυθμός. — Έτσι είναι +όπως το λέγεις. — Ενώ ο άλλος τρόπος; δεν χρειάζεται απεναντίας +όλας τας αρμονίας και όλους τους ρυθμούς, εάν πρόκειται να +είναι σύμφωνος με την φύσιν του, επειδή έχει όλα τα διάφορα +είδη των μεταβολών; — Και πάρα πολύ μάλιστα. — Αλλά όλοι οι +ποιηταί, και εν γένει όσοι διηγούνται κάτι δεν μεταχειρίζονται +ή τον ένα τρόπον, ή τον άλλον, ή και ένα τρίτον ανάμικτον εκ +των δύο; — Κατ' ανάγκην. — Τι λοιπόν θα κάμωμεν ημείς: θα +παραδεχθώμεν άραγε εις την πόλιν μας όλους αυτούς, ή τον ένα εκ +των αμιγών, ή τον τρίτον τον ανάμικτον; — Εάν έχη σημασίαν η +ψήφος μου, εγώ λέγω τον αμιγή τρόπον, που μιμείται τον χρηστόν +άνθρωπον. + + — Ναι, αλλά και ο ανάμικτος, Αδείμαντε, είναι τερπνός, πολύ δε +ακόμη τερπνότερος και εις τους παίδας και εις τους παιδαγωγούς +και εις τον λαόν είναι ο αντίθετος εκείνου τον οποίον εδιάλεξες +εσύ. — Είναι πράγματι. + + — Αλλ' ίσως θα έλεγες, ότι δεν ταιριάζει αυτός εις την ιδικήν +μας την πολιτείαν, επειδή δεν ευρίσκεται εις ημάς άνθρωπος να +συνενώνη διπλά και πολλαπλά επαγγέλματα, αλλ' ο καθένας εξασκεί +το ιδικόν του μόνον. — Δεν ταιριάζει αλήθεια. — Δι’ αυτόν τον +λόγον δεν θα εύρωμεν μόνον εν τη τοιαύτη πόλει, ο +υποδηματοποιός να είναι υποδηματοποιός και όχι έξαφνα και +κυβερνήτης συγχρόνως, ο γεωργός γεωργός και όχι μαζί και +δικαστής, και ο πολεμιστής μόνον πολεμιστής και όχι εκτός αυτού +και επιχειρηματίας; — Αλήθεια. + + — Εάν λοιπόν ένας από εκείνους, που έχουν την δύναμιν της +τέχνης να μιμούνται τα πάντα και να λαμβάνουν χιλίας διαφόρους +μορφάς, ήρχετο εις την πόλιν μας διά να επιδείξη την σοφίαν του +και τα έργα του, θα τον επροσκυνούσαμεν βέβαια ως θείον +άνθρωπον και αξιοθαύμαστον και επαγωγότατον, θα του ελέγαμεν +όμως συγχρόνως, ότι δεν έχει θέσιν εις την πόλιν μας τοιούτος +άνθρωπος, ουδέ μας είναι επιτετραμμένον να μένη πλησίον μας• θα +τον παραπέμψωμεν δε εις άλλην πόλιν, αφού του ράνωμεν την +κεφαλήν του με μύρα και τον στεφανώσωμεν με ταινίας και +διαδήματα• και θα αρκεσθώμεν ημείς με τον σοβαρώτερον και όχι +τόσον επαγωγόν ποιητήν μας και μυθολόγον, ο οποίος όμως θα μας +είναι και ωφελιμώτερος, διότι θα μιμήται τον λεκτικόν τρόπον +του χρηστού ανθρώπου και θα ακολουθή αυστηρώς τους τύπους +εκείνους που ενομοθετήσαμεν, όταν συνετάξαμεν το πρόγραμμα της +ανατροφής των στρατιωτών μας. — Έτσι πράγματι να κάμωμεν, εάν +θα είναι εις το χέρι μας. + + — Τώρα λοιπόν, καλέ μου φίλε, νομίζω ότι έχομεν πραγματευθή +τελείως και κατά βάθος το μέρος της μουσικής εκπαιδεύσεως, το +οποίον αφορά τους λόγους και τους μύθους• διότι έχομεν καθορίση +και τι πρέπει να λέγωνται και πώς να λέγωνται. + + — Έτσι νομίζω και εγώ. + + — Δεν μας υπολείπεται λοιπόν τώρα το άλλο μέρος της μουσικής, +το οποίον αφορά το άσμα και την μελωδίαν; — Φανερόν. — Δεν +ημπορεί λοιπόν άραγε να εύρη ο καθένας τώρα, τι έχομεν να +είπωμεν και δι’ αυτά και οποία πρέπει να είναι, εάν θέλωμεν να +είμεθα συνεπείς προς τα προειρημένα; + +Επάνω εις αυτό εγέλασεν ο Γλαύκων και είπε — Εγώ λοιπόν, +Σωκράτη, κινδυνεύω να μείνω έξω από αυτούς όλους, που ημπορούν +να το εύρουν• διότι επί του παρόντος τουλάχιστον δεν είμαι εις +θέσιν να είπω ποία πρέπει να είναι αυτά, αν και τα φαντάζωμαι +αμυδρώς. — Είσαι όμως βέβαια εις θέσιν να γνωρίζης και να μας +είπης εν πρώτοις αυτό, ότι η μελωδία σύγκειται από τρία +στοιχεία, από τα λόγια, από την αρμονίαν και τον ρυθμόν. — Ναι, +αυτό μάλιστα. — Λοιπόν, όσον αφορά τα λόγια του άσματος, +διαφέρουν άραγε από τα λόγια της απλής διηγήσεως, ώστε να μην +ημπορή να εφαρμοσθούν και εις αυτά οι ίδιοι εκείνοι τύποι, τους +οποίους καθωρίσαμεν προηγουμένως, και κατά τον ίδιον τρόπον; — +Χωρίς αμφιβολίαν. — Αλλ' όμως η αρμονία και ο ρυθμός πρέπει να +συμβαδίζουν με τα λόγια. — Πώς όχι; — Είπαμεν όμως ακόμη, ότι +εις τας διηγήσεις δεν χρειαζόμεθα ημείς θρήνους και οδυρμούς. — +Μάλιστα. — Ποίαι λοιπόν είναι αι θρηνώδεις αρμονίαι; λέγε μου• +διότι είσαι μουσικός εσύ. — Είναι η λυδιστί λεγομένη αρμονία, η +μικτή και η οξεία, και μερικαί άλλαι παρόμοιαι. — Ώστε αυτάς +πρέπει να τας αφαιρέσωμεν διότι είναι άχρηστοι και εις τας +γυναίκας, τας σοβαράς τουλάχιστον, και κατά μείζονα λόγον εις +τους άνδρας. — Αλλ' όμως και η μέθη και η νωχέλεια και η +οκνηρία είναι πράγματα εντελώς ανάρμοστα εις τους πολεμιστάς. — +Δεν υπάρχει αντίρρησις. — Ποίαι λοιπόν αρμονίαι είναι νωχελείς +και κατάλληλοι διά τα συμπόσια; — Η ιωνική και η λυδική, τας +οποίας και ονομάζουν χαλαράς. — Αυτάς λοιπόν, φίλε μου, θα +μεταχειρισθής ποτε διά πολεμικούς ανθρώπους; — Ποτέ βέβαια αλλά +κινδυνεύει να μη μας μένουν άλλαι εκτός της δωρικής και +φρυγικής. + + — Δεν γνωρίζω εγώ τας αρμονίας• αλλ' άφησέ μας πρώτον εκείνην +την αρμονίαν, που θα ημπορούσε να μιμηθή καθώς πρέπει τον τόνον +και την έκφρασιν ενός γενναίου ανθρώπου, είτε εις την συμπλοκήν +των μαχών, είτε εις καμμίαν άλλην επικίνδυνον επιχείρησιν, ο +οποίος και εις τας αποτυχίας ακόμη, όταν εκτίθεται εις τραύματα +και θανάτους ή περιπίπτη εις άλλην τινά συμφοράν, εις όλας +αυτάς τας περιστάσεις αντιτάσσει με γενναιότητα το στήθος του +και αποκρούει τα κτυπήματα της τύχης• και μίαν άλλην δεύτερον, +διά τας ειρηνικάς και όχι δια τας βιαίας πράξεις του ανθρώπου, +αλλά τας θεληματικάς, όταν ζητή να πείση ή όταν παρακαλή, με +ευχάς τον θεόν, με συμβουλάς και νουθεσίας τον άνθρωπον, ή +τουναντίον όταν παρέχη πρόθυμον ους εις τας παρακλήσεις, τας +συμβουλάς και τας νουθεσίας ενός άλλου, και δεν έχει λόγους να +μετανοήση δι’ αυτό, ούτε υπερηφανεύεται διά τας επιτυχίας του, +αλλά γνωρίζει να φυλάττη το προσήκον και το μέτρον εις όλας του +τας πράξεις και να μένη ευχαριστημένος οποιαδήποτε και αν είναι +η έκβασίς των. Αυτάς λοιπόν τας δύο αρμονίας να μας φυλάξης, +που θα μιμούνται κάλλιστα τον τόνον και την έκφρασιν του +γενναίου και μετρημένου ανθρώπου εις τας βιαίας ή θεληματικάς +πράξεις του, εις τας ευτυχίας και τας ατυχίας του. + + — Μα δεν ζητείς να σου φυλάξωμεν άλλας, είπεν ο Γλαύκων, αλλ' +ακριβώς αυτάς που σου έλεγα τώρα και εγώ. — Δεν θα χρειασθούμεν +λοιπόν εις τα άσματα και τας μελωδίας μας όργανα πολύχορδα και +με πολλαπλάς αρμονίας. — Όχι, καθώς φαίνεται. — Και δεν θα +έχωμεν ανάγκην επομένως να συντηρούμεν εις την πόλιν μας +κατασκευαστάς τριγώνων και πηκτίδων και όλων εν γένει των +πολυχόρδων και πολυαρμονίων οργάνων. — Έτσι φαίνεται. — Θα +παραδεχθής λοιπόν τάχα εις την πόλιν μας τους αυλητάς και τους +κατασκευαστάς των αυλών; ή μήπως δεν είναι ο αυλός το +πολυχορδότατον όργανον, και αυτά τα παναρμόνια μιμήσεις απλώς +του αυλού; Τίποτε άλλο πράγματι. — Ώστε σου υπολείπεται η λύρα +και η κιθάρα διά την πόλιν, και το πολύ καμμία σύριγξ διά τους +βοσκούς εις την εξοχήν. — Τουλάχιστον έτσι το φέρνει ο λόγος +μας. — Και δεν κάμνομεν τίποτε νέον πράγμα, φίλε μου, αν +προτιμούμεν τον Απόλλωνα από τον Μαρσύαν, και την κιθάραν +εκείνου από τον αυλόν αυτού. — Μα την αλήθειαν έτσι μοιάζει. + + — Και μα τον κύνα, χωρίς να το εννοήσωμεν, κάμνομεν την +εκκαθάρισιν της πόλεως, εις την οποίαν ελέγαμεν ότι +υπερεπλεόναζεν η τρυφή και η πολυτέλεια. + + — Και δεν κάμνομεν άσχημα. — Ας εξακολουθήσωμεν λοιπόν την +εκκαθάρισιν και έρχεται τώρα η σειρά των ρυθμών, ώστε, συμφώνως +με όσα είπαμεν περί των αρμονιών, να μην επιδιώκωμεν και εις +αυτούς την ποικιλίαν και την πολλαπλότητα των μετρικών βάσεων, +αλλά να ζητήσωμεν να εύρωμεν ποίοι είναι οι ρυθμοί του κοσμίου +και γενναίου βίου, και αφού τους εύρωμεν, να προσαρμόσωμεν τας +βάσεις και το μέλος προς τους λόγους, και όχι τους λόγους προς +την βάσιν και το μέλος. Ποίοι δε είναι αυτοί οι ρυθμοί, +περιμένομεν να το μάθωμεν από σένα, όπως και τας αρμονίας. + + — Μα την αλήθειαν, δεν ημπορώ να σου απαντήσω• ό,τι μόνον +γνωρίζω είναι ότι υπάρχουν τρία είδη από τα οποία +συναπαρτίζονται αι βάσεις, όπως τέσσαρα είδη φθόγγων από τα +οποία προέρχονται όλαι αι αρμονίαι• ποία όμως ημπορούν να +μιμηθούν τον ένα και ποία τον άλλον τρόπον του βίου, δεν είμαι +εις θέσιν να το γνωρίζω. + + — Αλλ' εις αυτό ημπορούμεν να ζητήσωμεν και την γνώμην του +Δάμωνος, ποίαι βάσεις είναι κατάλληλοι να εκφράσουν τους +ταπεινούς, τους ανελευθέρους, τους προστύχους, τους παραφόρους +και όλους εν γένει τους κακούς χαρακτήρας, και ποίους ρυθμούς +πρέπει να λαμβάνωμεν διά τους αντιθέτους• νομίζω δε ότι τον +ήκουσα να ομιλή, όχι και πολύ σαφώς, περί τινος ρυθμού, τον +οποίον ωνόμαζε σύνθετον ενόπλιον, και δάκτυλον, και ηρώον, και +τον οποίον δεν γνωρίζω πώς συνέθετε με ίσην άρσιν και θέσιν και +από μακράς και βραχείας συλλαβάς• και ένα άλλον πάλιν, ίαμβον, +μου φαίνεται, και τροχαίον, εις τον οποίον απέδιδεν επίσης +μακράς και βραχείας συλλαβάς• ακόμη νομίζω τον ήκουσα να επαινή +ή και να ψέγη την ρυθμικήν αγωγήν του ενός ή του άλλου ποδός, +όχι ολιγώτερον από τους ιδίους ρυθμούς, ή μαζί κάποτε και τα +δύο, διότι δεν είμαι εις θέσιν να ειπώ ακριβώς. Αλλ' ας τα +αναβάλωμεν αυτά να τα συζητήσωμεν, καθώς είπα, με τον Δάμωνα• +διότι απαιτείται όχι ολίγος χρόνος να τα διευκρινήσωμεν ή έχεις +άλλην γνώμην; — Καθόλου. + + — Αυτό όμως τουλάχιστον ημπορείς να το γνωρίζης, ότι την μεν +ευρυθμίαν παρακολουθεί η εντύπωσις της ωραιότητος, απεναντίας +δε την αρρυθμίαν η εντύπωσις της ασχημίας. — Πώς όχι: — Αλλ' +όμως η ωραιότης του ρυθμού, καθώς και της αρμονίας, +παρακολουθεί συνήθως και εξομοιούται με την ωραιότητα των +λόγων, όπως και το εναντίον, αφού είπαμεν προηγουμένως ότι ο +ρυθμός και η αρμονία έγιναν διά τους λόγους, και όχι οι λόγοι +δι’ αυτά. — Πράγματι πρέπει να ακολουθούν τον λόγον. — Αλλά ο +λεκτικός τρόπος, καθώς και ο ίδιος ο λόγος, δεν παρακολουθεί το +ήθος της ψυχής; — Πώς όχι; — Όλα δε τα άλλα τον λόγον; — Ναι. — +Επομένως η ωραιότης και η αρμονία, η χάρις και η ευρυθμία του +λόγου παρακολουθούν την ευήθειαν και δεν εννοώ με αυτήν την +λέξιν την μωρίαν, την οποίαν ονομάζουν κατ' ευφημισμόν +ευήθειαν, αλλά τον χαρακτήρα εκείνον της ψυχής, της οποίας +είναι καλά και ωραία τα ήθη. — Αληθώς. — Αυτά λοιπόν δεν πρέπει +παντού και πάντοτε να επιδιώκουν οι νέοι μας, αν θέλουν να +εκπληρώσουν τον προορισμόν των; — Αναμφιβόλως. — Είναι δε και +τα κοινά, ως γνωστόν, χαρακτηριστικά της ζωγραφικής και των +συγγενών τεχνών, της υφαντικής και της ποικιλτικής και της +αρχιτεκτονικής και των άλλων προϊόντων της ανθρωπίνης τέχνης, +ακόμη δε και αυτών των σωμάτων της φύσεως και των άλλων φυτών• +διότι εις όλα αυτά υπάρχει η ωραιότης ή ασχημία• και η μεν +ασχημία και η αρρυθμία και η δυσαρμονία συμβαδίζουν με την +ασχημίαν των λόγων και των ηθών, ενώ τα αντίθετα είναι +χαρακτηριστικά χρηστού και σώφρονος ήθους. — Έχεις πληρέστατον +δίκαιον. + + — Και μόνον τάχα τους ποιητάς πρέπει να επιβλέπωμεν και να +τους αναγκάζωμεν να μας παρέχουν εις τα ποιήματά των την εικόνα +των χρηστών ηθών, ειδεμή άλλως να μας απαλλάττουν της παρουσίας +των; Ή δεν θα έπρεπε να εξασκούμεν την αυτήν επίβλεψιν και επί +των άλλων τεχνιτών και να τους εμποδίζωμεν να αποτυπώνουν, είτε +εις τας εικόνας, είτε εις τα οικοδομήματα, είτε εις οτιδήποτε +άλλο κατασκεύασμά των, τον χαρακτήρα εκείνον του ασχήμου, του +ταπεινού, του φαύλου, του ασυμμέτρου; και όστις δεν θα ήτο +ικανός να συμμορφωθή, να μην είχε το δικαίωμα να εξασκή την +τέχνην του εις την πόλιν μας, εκ φόβου μήπως οι πολεμισταί μας, +ανατρεφόμενοι εν μέσω των εικόνων τούτων της ασχημίας, και +χορταίνοντες καθημέραν από την θέαν αυτών, καθώς πρόβατα από +βλαβερά χόρτα, καταντήσουν εις το τέλος ανεπαισθήτως να πάρουν +κανένα μέγα και φοβερόν πάθος εις την ψυχήν των; Ή δεν θα +έπρεπεν απεναντίας να αναζητήσωμεν εκείνους τους τεχνίτας, που +θα είχαν την ικανότητα να εξιχνιάζουν και ανευρίσκουν την φύσιν +του καλού και του ωραίου, ούτως ώστε οι νέοι μας, όπως εις +τόπον υγιεινόν κατοικούντες να ωφελούνται από το κάθε τι, +δεχόμενοι πανταχόθεν και διά των οφθαλμών και διά της ακοής από +τα ωραία έργα την εντύπωσιν του ωραίου, όπως την αύραν της +υγιείας από τους υγιεινούς τόπους, και τοιουτοτρόπως +καταντήσουν ανεπαισθήτως και από την παιδικήν ηλικίαν να +αγαπήσουν και αφομοιωθούν τελείως με το καλόν; — Πραγματικώς +αυτή θα ήτο η αρίστη ανατροφή. + + — Δεν είναι λοιπόν δι’ αυτούς τους λόγους, φίλε Γλαύκων, +σπουδαιοτάτη η διά της μουσικής ανατροφή, επειδή ο ρυθμός και η +αρμονία εισχωρούν εις τα τρίσβαθα της ψυχής και εξασκούν +ισχυροτάτην επ’ αυτής επίδρασιν, διότι εισάγουν εις αυτήν την +ευμορφίαν και την κάμνουν εύμορφην, εάν είναι αρτία η ανατροφή, +ειδεμή, το εναντίον; και ακόμη διά τον λόγον ότι, ο ανατραφείς +καθώς πρέπει διά της μουσικής θα είναι εις θέσιν να αισθάνεται +με όλην την λεπτότητα τας ελλείψεις και τας ατελείας εις τα +δημιουργήματα ή της τέχνης ή της φύσεως και θα δοκιμάζη δικαίως +δυσάρεστον εντύπωσιν από αυτάς; και ως εκ τούτου θα +ενθουσιάζεται διά παν το ωραίον, θα ανοίγη ολόκληρον την ψυχήν +του να το υποδέχεται εις αυτήν, θα το έχη τροφήν του παντοτινήν +και τοιουτοτρόπως θα προκόπτη και θα τελειοποιήται εις πάσαν +αρετήν; ενώ απεναντίας θα μισή και θα αποστρέφεται δικαίως παν +το αισχρόν, από αυτήν την τρυφερωτάτην ηλικίαν, πριν να είναι +ακόμη εις θέσιν να εξηγήση τα αισθήματά του διά του ορθού +λόγου, τον οποίον, όταν κατόπιν έλθη, θα αποδεχθή προθυμότατα, +ως παλαιόν του γνώριμον και σχετικόν, ένεκα της μουσικής του +ανατροφής; — Δι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους μου φαίνεται ότι +γίνεται ή διά της μουσικής ανατροφή. + + — Όπως λοιπόν ακριβώς και προκειμένου περί των γραμμάτων τότε +θα ήμεθα τελείως κατηρτισμένοι, όταν δεν θα μας διέφευγε κανένα +από τα ολίγα τον αριθμόν στοιχεία, εις όλους τους συνδυασμούς +που ευρίσκονται, και εις κάθε λέξιν είτε μικράν ή μεγάλην, +χωρίς να νομίζωμεν τίποτε άξιον περιφρονήσεως, αλλ' απεναντίας +κατεβάλλομεν πάσαν προσπάθειάν μας να τα γνωρίζωμεν παντού +ακριβώς, διότι, χωρίς αυτό, ποτέ δεν θα ημπορούσαμεν να γίνωμεν +καλοί γραμματικοί. — Πραγματικώς. — Και αν επομένως δεν +εγνωρίζαμεν τα ίδια τα γράμματα, θα ημπορούσαμεν να γνωρίσωμεν +και τας εικόνας αυτών, εάν έξαφνα τας εβλέπαμεν επί της +επιφανείας του ύδατος ή μέσα εις καθρέπτην, αφού και τα δύο +είναι της ιδίας τέχνης και μελέτης αντικείμενον; — Καθόλου +βέβαια. + + — Επίσης λοιπόν, δι’ όνομα του θεού, δεν θα ημπορούσα να ειπώ, +ότι ποτέ δεν θα είμεθα καλοί μουσικοί, ούτε οι ίδιοι ούτε οι +πολεμισταί τους οποίους έχομεν αναλάβη να εκπαιδεύσωμεν, εάν +δεν εξοικειωθώμεν πρότερον κατά βάθος με τας ιδέας της ανδρείας +και της σωφροσύνης, της ελευθεριότητος και της μεγαλοψυχίας και +όλων των σχετικών αρετών, καθώς ακόμη και των εναντίων κακιών, +και αν δεν τας αναγνωρίζωμεν πανταχού όπου παρουσιάζονται και +αυτάς και τας εικόνας των, είτε εις τα μικρά είτε εις τα +μεγάλα, χωρίς τίποτε να περιφρονούμεν, παραδεχόμενοι ότι υφ' +οιανδήποτε μορφήν και αν εμφανίζωνται είναι αντικείμενον της +αυτής μελέτης και τέχνης; — Ανάγκη πάσα. + + — Όταν λοιπόν συμπέση να υπάρχουν και εις την ψυχήν χρηστά +ήθη, και εις το σώμα ανάλογοι και σχετικαί ιδιότητες του αυτού +τύπου, δεν θα ήτο αυτό το ωραιότερον θέαμα δι’ εκείνο που θα +ημπορούσεν να το απολαύση; — Και πολύ μάλιστα — Αλλά το +ωραιότερον είναι, βέβαια και το μάλλον αξιαγάπητον. — Πώς όχι; +— Ένα λοιπόν τοιούτον άνθρωπον δεν θα ημπορούσε παρά να τον +αγαπά ο μουσικός• όχι όμως και αν υπήρχε καμμία δυσαρμονία +μεταξύ ψυχής και σώματος. — Όχι βέβαια, εάν το ελάττωμα ήτο της +ψυχής• αλλ' αν υπήρχεν απλώς εις το σώμα, δεν θα απέστεργε +βέβαια να τον αγαπά. — Α, ενόησα• θα έχης, φαίνεται, ή θα +είχες, κανένα τοιούτον φίλον, και δεν επιμένω• λέγε μου όμως +ένα άλλο: υπάρχει καμμία σχέσις μεταξύ της εγκρατείας και της +υπερβολικής, ηδονής; — Και πώς είναι δυνατόν να υπάρχη, αφού +αυτή κάμνει τον άνθρωπον έξω φρενών, όχι ολιγώτερον από την +υπερβολικήν οδύνην; — Αλλά με καμμίαν άλλην αρετήν; — Με +καμμίαν. — Τι δε; με την διαφθοράν και την ακολασίαν; — Με +αυτάς μάλιστα. — Γνωρίζεις δε καμμίαν άλλην ηδονήν μεγαλυτέραν +και εντονωτέραν από του σαρκικού έρωτος; — Καμμίαν δεν γνωρίζω, +αλλ' ούτε και πλέον μανιώδη. — Ο δε αληθινός έρως δεν είναι να +αγαπά κανείς μουσικώς και σωφρόνως ένα πρόσωπον ωραίον και +κόσμιον; — Βεβαιότατα. — Τίποτε λοιπόν το μανιώδες και τίποτε +που να έχη σχέσιν με την ακολασίαν δεν πρέπει να αναμιγνύεται +με τον αληθινόν έρωτα. — Όχι, δεν πρέπει. — Δεν θα γίνη λοιπόν +δεκτή καθόλου αυτή η ηδονή, και θα αποκλεισθή τελείως από τας +σχέσεις προσώπων, τα οποία συνδέει ο ορθώς εννοούμενος έρως. — +Πρέπει πράγματι, Σώκρατες, να αποκλεισθή. — Τοιουτοτρόπως +λοιπόν, ως φαίνεται, θα νομοθετήσης εις την πόλιν, την οποίαν +συνοικίζομεν, να αγαπά μεν και να προσκολλάται ο εραστής προς +το αγαπώμενον πρόσωπον και να έχη τοιαύτας σχέσεις προς αυτό, +όπως πατήρ προς υιόν, και πάντοτε επί καλού• κατά τα άλλα δε να +είναι τοιαύτη η συμπεριφορά του, ώστε ποτέ να μη δώση υποψίαν +ότι προβαίνει και περαιτέρω• ει δε μη, θα καταφρονηθή ως +άμουσος και απειρόκαλος. — Μάλιστα. — Νομίζεις τώρα ότι έχομεν +να προσθέσωμεν τίποτε πλέον εις το περί μουσικής κεφάλαιον; +διότι υποθέτω ότι ετελείωσεν εκεί ακριβώς όπου έπρεπε να +τελειώση• πρέπει δε κάθε περί μουσικής λόγος να τελειώνη με τον +έρωτα του ωραίου. — Σύμφωνος. + + — Μετά την μουσικήν έρχεται τώρα η σειρά της γυμναστικής εις +την ανατροφήν των νέων μας. — Μάλιστα. — Πρέπει δε βέβαια και +αυτή να καλλιεργήται σοβαρώς, και άνευ διακοπής από την +παιδικήν ηλικίαν• ιδού δε ποία είναι η γνώμη μου επί του +ζητήματος τούτου• αλλά πρόσεχε και συ• εγώ δηλαδή φρονώ ότι δεν +είναι το γερόν και καλόν σώμα εκείνο, που με την αρετήν του +κάμνει καλήν και την ψυχήν, αλλά το εναντίον η ψυχή, όταν είναι +καλή, καθιστά με την αρετήν της κάλλιστον και το σώμα• εσένα δε +πώς σου φαίνεται; — Έτσι και εμένα. — Εάν λοιπόν, αφού +καλλιεργήσωμεν την ψυχήν με πάσαν την δυνατήν επιμέλειαν, +αναθέσωμεν εις αυτήν πάσαν την φροντίδα περί του σώματος, +περιοριζόμενοι μόνον απλώς να της υποδείξωμεν τους τύπους, διά +να μη μακρολογούμεν, θα εκάμναμεν σωστά; — Και πολύ μάλιστα. — +Από την μέθην, είπαμεν ήδη πριν, ότι πρέπει να απέχουν• διότι +εις κάθε άλλον συγχωρείται, παρά εις τον φύλακα να μεθύση και +να μην ηξεύρη πού ευρίσκεται. — Βέβαια θα ήτο γελοίον ο φύλαξ +να έχη ανάγκην φύλακος. + + — Τώρα όσον αφορά την τροφήν; δεν είναι οι φρουροί μας +αθληταί, προωρισμένοι μάλιστα διά τους μεγίστους αγώνας; ή όχι; +Μάλιστα. — Η δίαιτα λοιπόν των συνήθων αθλητών θα ήρμοζε τάχα +και εις αυτούς: — Πολύ πιθανόν. — Ναι, αλλ' είναι κάπως πολύ +υπνιάρικη αυτή και δεν εξασφαλίζει αρκετά σταθεράν υγιείαν• ή +δεν βλέπεις πως κοιμούνται όλην των την ζωήν οι αθληταί, και +ολίγον εάν παρεκκλίνουν από την ωρισμένην των δίαιταν, +προσβάλλονται από μεγάλας και σοβαράς ασθενείας; — Το βλέπω. — +Ώστε θα χρειάζεται κάποια άλλη, ολιγώτερον βαρεία δίαιτα, διά +τους πολεμικούς μας αθλητάς, οι οποίοι πρέπει να είναι άγρυπνοι +όπως οι σκύλοι, να έχουν οξυτάτην την όρασιν και την ακοήν, να +μεταβάλλουν συχνά εις τας εκστρατείας το είδος της τροφής και +του νερού, να υποφέρουν τας μεταλλαγάς της θερμοκρασίας, και +απ’ όλα αυτά να μην επηρεάζεται εύκολα η υγιεία των. — Και εγώ +είμαι αυτής της ιδέας. + + — Δεν πρέπει λοιπόν η καλυτέρα γυμναστική να είναι αδελφή, +ούτως ειπείν, της μουσικής, περί της οποίας ολίγον πριν +εκάμαμεν λόγον; — Πώς δηλαδή; — Νά, κάπως απλουστέρα και πλέον +μετρημένη, όπως πρέπει να είναι προ πάντων των πολεμιστών. — +Και εις τί θα συνίσταται; — Αυτό ημπορούμεν να το μάθωμεν και +από τον Όμηρον• διότι γνωρίζεις, ότι εν καιρώ εκστρατείας δεν +παραθέτει ποτέ εις τα γεύματα των ηρώων ψάρια, αν και είναι +στρατοπεδευμένοι εις τον Ελλήσποντον κοντά εις την θάλασσαν, +ούτε μαγειρευμένα κρέατα, αλλά μόνον ψητά, των οποίων η +ετοιμασία είναι πολύ ευκολωτέρα διά στρατιώτας• διότι και +παντού εν γένει είναι ευκολώτερον να ψήνη κανείς το κρέας εις +την φωτιά, παρά να σέρνη μαζί του μαγειρικά σκεύη. — Πολύ +σωστά. — Και καρυκεύματα όμως νομίζω πως δεν αναφέρει πουθενά ο +Όμηρος• ή τάχα το γνωρίζουν αυτό και οι άλλοι αθληταί, ότι, αν +θέλουν να είναι καλά το σώμα των, πρέπει να απέχουν από όλα +αυτά; — Πραγματικώς το γνωρίζουν και κάμνουν καλά που απέχουν. + + — Εάν λοιπόν σου φαίνεται σωστή αυτή η δίαιτα, δεν θα +επιδοκιμάζης βέβαια τα τραπέζια των Συρακουσίων και την +Σικελικήν ποικιλίαν των φαγητών. — Όχι, καθόλου. — Ούτε θα +εγκρίνης, ένας που θέλει να στέκεται καλά εις την υγιείαν του, +να έχη καμμιά φιλενάδα από την Κόρινθον; — Κάθε άλλο. — Ούτε +ακόμη και τα τόσον φημισμένα λιχνεύματα της αττικής μαγειρικής; +— Κατ' ανάγκην. — Διότι νομίζω ότι όλην αυτήν την ποικιλίαν των +απολαύσεων και της διαίτης, δεν θα είχαμεν άδικον να την +παραβάλλωμεν προς την μελοποιίαν εκείνην, που μεταχειρίζεται +όλας τας αρμονίας και όλους τους ρυθμούς. — Και πώς όχι; — Όπως +λοιπόν εκεί η ποικιλία αποτέλεσμα είχε την αταξίαν, δεν θα έχη +και εδώ την ασθένειαν; ενώ απεναντίας η απλότης, όπως εις την +μουσικήν καθιστά σώφρονα την ψυχήν, και εις την γυμναστικήν δεν +θα καθιστά το σώμα υγιές; — Σωστότατα. — Αλλ' όταν πλεονάσουν +εις τας πόλεις η αταξία και αι ασθένειαι, δεν πληθύνονται τα +δικαστήρια και τα νοσοκομεία; και δεν θα έχη τότε μεγάλην +πέρασιν η δικηγορική και η ιατρική, όταν με ζήλον επιδίδωνται +εις αυτά πολλοί και διακεκριμένης τάξεως πολίται; — Πώς όχι +βέβαια; + + — Ημπορείς δε να εύρης άλλην μεγαλυτέραν απόδειξιν της κακής +και αισχράς ανατροφής εις μίαν πόλιν, παρά την ανάγκην ικανών +δικαστών και ιατρών, όχι μόνον διά την κατωτέραν τάξιν του λαού +και τους αποζώντας από την εργασίαν των χειρών των, αλλά και +δι’ εκείνους οι οποίοι καυχώνται ότι έτυχον ελευθερίου +ανατροφής; δεν είναι πράγμα αισχρόν και ασφαλής απόδειξις +απαιδευσίας, να είναι κανείς ηναγκασμένος να καταφεύγη εις +δικαιοσύνην επιβαλλομένην εις αυτόν υπ’ άλλων, δίκην δεσποτών +και κριτών, επειδή ο ίδιος δεν έχει δικαιοσύνην; — Πράγματι δεν +υπάρχει άλλο αισχρότερον. — Δεν σου φαίνεται όμως τάχα ακόμη +πολύ αισχρότατον, όταν, όχι μόνον διέρχεται κανείς ολόκληρον +την ζωήν του εις τα δικαστήρια είτε ως ενάγων είτε ως +εναγόμενος, αλλά να είναι και τόσον αναίσθητος, ώστε να πείση +τον εαυτόν του ότι είναι και άξιος θαυμασμού διά τούτο, επειδή +έχει τάχα πάρη δίπλωμα εις την τέχνην της αδικίας και σου είναι +ικανός με όλας τας διαστροφάς, με όλας τας υπεκφυγάς και τα +λυγίσματα να κατορθώση να διεκφύγη την νόμιμον καταδίωξιν; και +ταύτα προκειμένου διά μικρά και όλως διόλου ανάξια λόγου +συμφέροντα, χωρίς να γνωρίζη πόσον καλύτερον και προτιμότερον +είναι να παρασκευάση τοιουτοτρόπως την ζωήν του, ώστε να μην +έχη καμμίαν ανάγκην δικαστού νυσταλέου. — Πραγματικώς αυτό +είναι πολύ ακόμη αισχρότερον. + + — Και ολιγώτερον τάχα αισχρόν είναι να έχη κανείς αδιαλείπτως +την ανάγκην των ιατρών, εκτός όταν πρόκειται περί τραυμάτων ή +περί άλλων τυχαίων επιδημικών ασθενειών, επειδή από την αργίαν +και από τον τρόπον της διαίτης, που περιεγράψαμεν, γεμίζει το +σώμα του από διάφορα ρεύματα και αέρια, όπως τα έλη από +αναθυμιάσεις, και αναγκάζει τους κομψούς Ασκληπιάδας να +εφευρίσκουν ονόματα, εμφράξεις και κατάρρους και τα τοιαύτα, +διά τα διάφορά του νοσήματα; — Αληθινά είναι της τελευταίας +κατασκευής και παράξενα ονόματα νοσημάτων. — Άγνωστα δε βέβαια +επί της εποχής του Ασκληπιού• και το συμπεραίνω, διότι οι δύο +υιοί του εις την πολιορκίαν της Τροίας δεν ημπόδισαν την +γυναίκα που έδωσεν εις τον πληγωμένον Ευρύπυλον να πίη οίνον +Πράμνειον ανακατωμένον με άλευρα και με τυρόν, τα οποία +θεωρούνται φλεγματώδη, ούτε επέπληξαν τον Πάτροκλον ο οποίος +εθεράπευε την πληγήν του. — Και όμως ήτο βέβαια ακατάλληλον το +ποτόν δι’ ένα άνθρωπον εις αυτήν την κατάστασιν. — Όχι, αν +λάβης υπ’ όψιν ότι οι Ασκληπιάδαι δεν εγνώριζον αυτήν την +σημερινήν παιδαγωγικήν, ούτως ειπείν, ιατρικήν των νοσημάτων, +πριν εμφανισθή ο Ηρόδικος• αυτός ήτο διδάσκαλος της γυμναστικής +και επειδή έγινεν ασθενικός, συνεδύασε την γυμναστικήν με την +ιατρικήν, και με αυτόν τον συνδυασμόν εβασάνισε πρώτον και +περισσότερον τον εαυτόν του, έπειτα πολλούς άλλους κατόπιν. — +Πώς αυτό; — Διότι έκαμε μακρόν και βραδύν τον θάνατόν του• η +ασθένειά του δηλαδή ήτο θανάσιμος και επειδή δεν ημπορούσε να +την θεραπεύση τελείως, επέμενε να την παρακολουθή βήμα προς +βήμα, χωρίς καμμίαν άλλην ασχολίαν να έχη εις την ζωήν του παρά +την φροντίδα της υγιείας, και εζούσε με αυτό το παντοτινόν +βασανιστήριον, να μη παραστρατήση το παραμικρόν από την +συνηθισμένην του δίαιταν• κ’ έτσι με την σοφίαν του αυτήν έσυρε +ως το γήρας μίαν ζωήν κακοθάνατην. — Δεν ήτο, να σου ειπώ, +άσχημη αυτή η αμοιβή της σοφίας του. — Ναι βέβαια, δι’ ένα που +δεν εγνώριζεν ότι ο Ασκληπιός, όχι από άγνοιαν και αμάθειαν δεν +εδίδαξεν αυτό το είδος της ιατρικής εις τους διαδόχους του, +αλλά επειδή ίσα ίσα ήξευρεν, ότι εις όλας τας ευνομουμένας +πόλεις έχει ανατεθή εις έκαστον ένα ωρισμένον έργον, το οποίον +οφείλει να εξασκή και κανείς δεν έχει καιρόν να διέρχεται την +ζωήν του ασθενής και νοσηλευόμενος• και ημείς οι ίδιοι +αισθανόμεθα το γελοίον του πράγματος, όταν πρόκειται διά τους +πτωχούς τεχνίτας, αλλά διά τους πλουσίους και τους θεωρουμένους +ευτυχείς δεν μας κάμνει εντύπωσιν. — Πώς; — Εάν ασθενήση ένας +ξυλουργός, θα ζητήση αμέσως από τον ιατρόν να του δώση εμετικόν +ή καθαρτικόν διά να βγάλη από πάνω του την ασθένειαν, ή, αν +είναι ανάγκη, θα καταφύγη και εις την καυτηρίασιν και εις την +εγχείρισιν διά να απαλλαχθή μίαν ώραν αρχύτερα• εάν όμως κανείς +τον υποβάλη εις μακράν δίαιταν και του διατάξη επιδέσμους εις +την κεφαλήν και τα τοιαύτα, δεν θ' αργήση να του ειπή, ότι δεν +έχει καιρόν να είναι άρρωστος, ούτε τον ωφελεί να ζη έτσι και +να παραμελήση την εργασίαν του, διά να καταγίνεται με την +αρρώστεια του• έπειτα θα στείλη στο καλό τον ιατρόν, θα +επαναλάβη την συνηθισμένην του δίαιταν, θα επανακτήση την +υγιείαν του και θ' αρχίση τη δουλειά του• ή αν επί τέλους το +σώμα του δεν ανθέξη εις την ασθένειαν, πεθαίνει και γλυτώνει +από τα βάσανα. — Και πράγματι αυτό το είδος της ιατρικής +φαίνεται να ταιριάζη εις αυτούς τους ανθρώπους. — Διότι βέβαια +έχει κάποιαν εργασίαν, την οποίαν εάν αναγκασθή να αφήση, δεν +θα του ωφελούσε και να ζη. — Μάλιστα. — Και ο πλούσιος δεν +έχει, λέγουν, καμμίαν εργασίαν τοιαύτην, ώστε αν αναγκασθή να +την παραιτήση, να είναι αβίωτος ο βίος του; — Έτσι λέγουν. — +Φαίνεται, δεν άκουσες που λέγει ο Φωκυλίδης, πως όταν πλέον +απόκτήση κανείς περιουσίαν, πρέπει να καλλιεργή την αρετήν. — +Νομίζω όμως ότι και πρότερον ημπορεί. — Ας μη του +διαφιλονεικήσωμεν τώρα το πράγμα, μόνον ας ίδωμεν οι ίδιοι, αν +πρέπη αληθινά ο πλούσιος να καταγίνεται με την αρετήν, και αν, +χωρίς αυτό, του είναι αδύνατον να ζήση, ή εάν η διαρκής +νοσηλεία τον μεν πτωχόν ξυλουργόν και τους άλλους τεχνίτας +εμποδίζη από την εξάσκησιν του έργου των, δεν εμποδίζη όμως και +τον πλούσιον να εφαρμόζη το παράγγελμα του Φωκυλίδου. — Τον +εμποδίζει, μα τον Δία, και απ’ όλα μάλιστα περισσότερον η +υπερβολική αυτή φροντίς περί του σώματος, η οποία υπερβαίνει +πλέον τα όρια της γυμναστικής• διότι είναι πρόσκομμα και εις +την διαχείρισιν των οικιακών υποθέσεων, και των δημοσίων, είτε +εν ειρήνη είτε εν πολέμω. — Και το σπουδαιότερον, είναι τελείως +ασυμβίβαστος προς πάσαν μάθησιν και σπουδήν και προς οιανδήποτε +συγκέντρωσιν του νου• αιωνίως παραπονούνται ότι θα σπάση η +κεφαλή των από τους πόνους, ότι έχουν ζάλες, και δι’ όλα αυτά +ευρίσκουν αφορμήν την φιλοσοφίαν, ούτως ώστε, παντού όπου δι’ +αυτής εξασκείται και δοκιμάζεται η αρετή, παρουσιάζεται +εμπόδιον η περί του σώματος φροντίς• διότι τον κάμνει να +φαντάζεται πάντοτε ότι είναι άρρωστος και να μη παύη ποτέ να +γογγύζη διά την κατάστασιν της υγιείας του. — Φυσικά. + + — Αυτής λοιπόν της γνώμης, ας το είπωμεν, δεν ήτο και ο +Ασκληπιός; ο οποίος, όσοι μεν εκ φύσεως και διαίτης είχον γερά +σώματα, συνέβαινε δε να πάθουν κανένα νόσημα εξ άλλης αφορμής, +δι’ αυτούς μόνον και διά τους έχοντας τοιαύτην κράσιν υπέδειξε +τα μέσα της θεραπείας, περιορισθείς εις φάρμακα και εγχειρίσεις +διά τα νοσήματά των, χωρίς να τους διαγράφη άλλην δίαιταν από +την συνηθισμένην, διά να μη παραβλάπτη τα συμφέροντα της +πολιτείας• ενώ διά τα σώματα που αρχικώς ήσαν νοσηρά από μέσα, +δεν ανελάμβανε να παρατείνη την ζωήν των και τα βάσανά των με +διαίτας, και με κενώσεις, και με εγχύσεις, ούτως ώστε να φέρουν +εις την ζωήν και άλλα όμοιά των δυστυχισμένα, φυσικά, πλάσματα• +αλλ' ενόμιζεν ότι δεν ώφειλε να θεραπεύη εκείνον, που δεν +ημπορούσε ως εκ της κατασκευής του να φθάση το φυσικόν όριον +της ζωής, διότι θα ήτο ανωφελές και διά τον ίδιον και διά την +πολιτείαν. — Πολιτικόν, βλέπω, μας τον έκαμες τον Ασκληπιόν. — +Και ήτο βέβαια• και απόδειξις, ότι και τα τέκνα του, δεν +γνωρίζεις πόσον διεκρίθησαν και εις τον πόλεμον κατά την +πολιορκίαν της Τροίας, και την ιατρικήν δε εξήσκουν κατά τον +τρόπον που λέγω εγώ; ή δεν ενθυμείσαι ότι από την πληγήν του +Μενελάου, που του έκαμεν ο Πάνδαρος με το βέλος του, + + το αίμα επιπιλίσανε κ’ έπειτα επασπαλίσαν + βοτάνια που γλυκαίνουνε τον πόνο + +δεν του παρήγγειλαν δε, όπως και του Ευρυπύλου, τι να φάγη και +τι να πιή κατόπιν; διότι εγνώριζαν ότι τα φάρμακα είχαν την +δύναμιν να θεραπεύουν ανθρώπους, οι οποίοι, πριν από το τραύμα +των, ήσαν γερής κράσεως και εγκρατείς εις την δίαιτάν των, και +αν έτυχε τώρα αυτήν την στιγμήν να ήπιανε τον κυκεώνα• ενώ ένας +εκ φύσεως ασθενικός και επιρρεπής εις τας καταχρήσεις άνθρωπος, +ενόμιζον ότι δεν ωφελούσε τίποτε ούτε διά τον εαυτόν του ούτε +διά τους άλλους να ζη, και ότι δεν έπρεπε να είναι δι’ αυτούς η +ιατρική, ούτε πρέπει να τους θεραπεύουν, και πλουσιώτεροι ακόμη +από τον Μίδαν αν ήσαν. — Πάρα πολύ δα λεπτούς μας τους +παριστάνεις τους υιούς του Ασκληπιού. + + — κ’ έτσι ταιριάζει• αν και οι τραγικοί ποιηταί και ο Πίνδαρος +δεν είναι φαίνεται της γνώμης μας• διότι λέγουν ότι ο Ασκληπιός +ήτο μεν υιός του Απόλλωνος, επείσθη όμως με χρήματα να +θεραπεύση ένα πλούσιον άνθρωπον, που ήτο πλέον ετοιμοθάνατος +και διά τούτο δα εκεραυνώθη υπό του Διός• ημείς όμως, συμφώνως +με όσα είπαμεν πριν, δεν θα πιστεύσωμεν ούτε το ένα ούτε το +άλλο, αλλά θα υποστηρίζωμεν ότι, αν μεν ήτο υιός θεού, δεν θα +ήτο αισχροκερδής, αν δε ήτο αισχροκερδής, δεν θα ήτο υιός θεού. + + — Πολύ ορθά αυτά που λέγεις, Σώκρατες• αλλά δεν πρέπει τάχα, +νομίζεις, να υπάρχουν καλοί ιατροί εις τας πόλεις; και τοιούτοι +βέβαια θα εγίνοντο, μόνον εάν επερνούσαν από τα χέρια των όσον +το δυνατόν περισσότεροι άρρωστοι, είτε καλής, είτε κακής +κράσεως, όπως και δικασταί πάλιν, μόνον εάν ήρχοντο εις +συνάφειαν με πολλούς και διαφόρους χαρακτήρας. + + — Και πάρα πολύ μάλιστα τους θέλω καλούς• αλλά ηξεύρεις ποίους +θεωρώ τοιούτους; — Αν μου το ειπής• — Θα δοκιμάσω• εσύ όμως +περιέλαβες εις την ερώτησίν σου δύο πράγματα όχι όμοια. — Πώς; + + — Τότε μόνον ημπορεί να γίνη ένας ικανώτατος ιατρός, εάν από +την παιδικήν ηλικίαν του, αφού μάθη θεωρητικώς την επιστήμην +του, περάσουν από τα χέρια του όσον το δυνατόν περισσότερα και +της χειροτέρας κράσεως σώματα, και αν μάλιστα ακόμη και ο ίδιος +υποστή όλας τας ασθενείας και δεν είναι εκ φύσεως πάρα πολύ +γερής κράσεως• διότι, νομίζω, δεν θεραπεύουν οι ιατροί το σώμα +διά του σώματός των• διότι δεν θα εχωρούσε να ήσαν ποτέ αυτά +νοσηρά ή και να γίνουν τοιαύτα• αλλά διά της ψυχής, η οποία δεν +θα ημπορούσε ποτέ να θεραπεύση καλώς οτιδήποτε, εάν είναι η εάν +υπήρξε ποτέ κακή η ιδία. — Πολύ σωστά. + + — Ενώ απεναντίας ο δικαστής κυβερνά την ψυχήν των άλλων διά +της ψυχής του• εις την οποίαν δεν είναι συγχωρημένον να έχη από +τρυφεράν ηλικίαν ανατραφή και σχετισθή με ψυχάς διεφθαρμένας, +ούτε να έχη και η ιδία περάση από όλα τα αδικήματα, ώστε να +ημπορή μ' ένα βλέμμα να κρίνη αμέσως εξ ιδίων και τα αδικήματα +των άλλων, όπως ο ιατρός από τα ιδικά του κρίνει και των άλλων +τα νοσήματα• αλλά πρέπει από την νεότητά της να είναι καθαρά +και απηλλαγμένη πάσης κακοηθείας, διά να ημπορή να κρίνη +ασφαλώς τα δίκαια• διά τούτο και οι χρηστοί άνθρωποι κατά την +νεότητά των φαίνονται ευήθεις και ευκόλως εξαπατώνται υπό των +αδίκων, επειδή δεν έχουν όμοια παραδείγματα να γνωρίζουν εξ +ιδίων τι συμβαίνει μέσα εις την ψυχήν των πονηρών. — Και +πράγματι συχνά το παθαίνουν αυτό. + + — Δι’ αυτόν λοιπόν τον λόγον δεν πρέπει να είναι νέος ο καλός +δικαστής, αλλά γέρων, αφού επί τέλους μάθη αργά εις τα +γεράματα, τι είναι η αδικία• και την γνωρίση όχι ως ιδικήν του +και μέσα εις την ιδικήν του ψυχήν, αλλά την μελετήση επί μακρόν +μέσα εις τας ψυχάς των άλλων, διά να κρίνη πλέον κατά βάθος και +επιστημονικώς, και όχι απλώς εξ ιδίας εμπειρίας, τι φοβερόν +κακόν είναι η αδικία. — Αυτός πράγματι θα είναι δικαστής μια +φορά. — Ναι, αλλά θα είναι συγχρόνως και ο καλός δικαστής, διά +τον οποίον με ηρώτησες• διότι εκείνος που έχει καλήν ψυχήν θα +είναι και καλός• ενώ ο άλλος ο τετραπέρατος, που υποπτεύεται +παντού το κακόν, που είναι βουτηγμένος ο ίδιος εις κάθε +αδικίαν, και έχει τον εγωισμόν να θεωρή τον εαυτόν του σοφόν +εις κάθε πονηρίαν, όταν έχη να κάμη με ανθρώπους ομοίους του, +φαίνεται πράγματι τοιούτος, επειδή τα παραδείγματα που έχει ο +ίδιος μέσα του τον κάμνουν προσεκτικόν και διά τους άλλους• +όταν όμως ευρεθή με ανθρώπους χρηστούς και προχωρημένους πλέον +εις την ηλικίαν, τότε φαίνεται όλη του η αβελτηρία, και +δεικνύεται δύσπιστος εκεί που δεν πρέπει, και δεν ημπορεί να +πιστεύση εις το καλόν, διότι δεν έχει ο ίδιος μέσα του +παραδείγματα αυτού• επειδή όμως περισσότερον σχετίζεται τους +πονηρούς παρά τους χρηστούς ανθρώπους, διά τούτο περνά μάλλον +διά σοφός παρά δι’ αμαθής, όπως το πιστεύει και ο ίδιος και +άλλοι πολλοί. — Είναι αληθέστατα όλα αυτά. + + — Δεν πρέπει λοιπόν να είναι τοιούτος ο σοφός και αγαθός +δικαστής που ζητούμεν, αλλ' όπως ο πρώτος εκείνος που +περιέγραψα• διότι η πονηρία δεν ημπορεί ποτέ να γνωρίση κατά +βάθος ούτε αυτήν την ιδίαν, ούτε την αρετήν• ενώ η αρετή, όταν +εκτός την φύσεως προσλάβη συν τω χρόνω και την πείραν, θα είναι +εις θέσιν να γνωρίζη επιστημονικώς και εαυτήν και την κακίαν• +ώστε την αληθινήν σοφίαν μόνον ο τοιούτος άνθρωπος θα την έχη, +αλλ' όχι ο κακός. — Είμαι σύμφωνος και εγώ. + + — Δεν θα νομοθετήσης λοιπόν εις την πόλιν μας τοιαύτην +ιατρικήν και δικαστικήν, αι οποίαι θα φροντίζουν μόνον δι’ +εκείνους τους πολίτας όσοι εκ φύσεως έχουν υγιές σώμα και καλήν +ψυχήν; όσον δ' αφορά τους άλλους, εκείνους μεν που δεν έχουν +τοιούτον σώμα, θα τους αφήνουν ν' αποθνήσκουν, εκείνους δε, των +οποίων η ψυχή είναι εκ φύσεως κακή και αδιόρθωτος, θα τους +καταδικάζουν εις θάνατον; — Αυτό απεδείχθη το καλύτερον που +έχομεν να κάμωμεν και δι’ αυτούς τους ιδίους τους πάσχοντας και +διά την πόλιν. + + — Είναι επομένως φανερόν ότι οι νέοι, μεταχειριζόμενοι την +απλήν εκείνην μουσικήν, που γεννά καθώς είπομεν την σωφροσύνην, +θα το θεωρούν βέβαια εντροπήν των να λαμβάνουν ανάγκην των +δικαστών. — Πως όχι; — Εάν λοιπόν ο έχων τοιαύτην μουσικήν +ανατροφήν θελήση να ακολουθήση τα αυτά ίχνη και εις την +γυμναστικήν, δεν θα προτιμήση να μη χρειασθή ποτέ την ιατρικήν, +εκτός απολύτου ανάγκης; — Μου φαίνεται. — Ώστε θα υποβάλλεται +εις τας ασκήσεις αυτάς και τους σωματικούς κόπους όχι τόσον διά +να αυξήση την σωματικήν του δύναμιν, αλλά μάλλον αποβλέπων εις +το θυμοειδές της ψυχής και εις την ανάπτυξιν αυτού, κατ' +αντίθεσιν προς τους άλλους τους κοινούς αθλητάς, οι οποίοι +ακολουθούντες ωρισμένον είδος ασκήσεως και διαίτης αποβλέπουν +μόνον να γίνουν ρωμαλέοι. — Ορθότατα. + + — Αλλ' άραγε πιστεύεις και συ, Γλαύκων, όπως το φαντάζονται +και πολλοί άλλοι, ότι εκείνοι που εθέσπισαν εις την εκπαίδευσιν +των νέων την μουσικήν και την γυμναστικήν, τας εθέσπισαν διά να +διαπλάττουν με την μίαν μεν το σώμα, με την άλλην δε την ψυχήν; +— Αλλά διά τι άλλο; — Διότι εμένα μου φαίνεται ότι εθέσπισαν +και τας δύο κυριώτατα διά την ψυχήν. — Και πώς τάχα; — Δεν +παρετήρησες ποτέ ποίαν τροπήν λαμβάνει και ο χαρακτήρ εκείνων, +που επιδοθούν αποκλειστικώς καθ' όλην των την ζωήν εις την +γυμναστικήν, χωρίς να γευθούν διόλου από μουσικήν; ή και +εκείνοι, εις τους οποίους συμβή το εναντίον; — Περί τίνος +λέγεις; — Περί της αγριότητος και σκληρότητος των πρώτων, και +περί της μαλακότητος και ημερότητος των δευτέρων. — Πράγματι το +παρετήρησα και εγώ, ότι όσοι μεν επιδοθούν αποκλειστικώς εις +την γυμναστικήν, γίνονται τραχύτεροι του δέοντος, όσοι δε εις +την μουσικήν, μαλακώτεροι παρ' όσον θα τους ήρμοζε. — Και όμως +αυτή η τραχύτης δεν ημπορεί να προέρχεται παρά από το θυμοειδές +της φύσεως, το οποίον με την ορθήν μεν ανατροφήν μεταβάλλεται +εις ανδρείαν, όταν όμως επιταθή περισσότερον του δέοντος, +καταντά φυσικώ τω λόγω εις την τραχύτητα και την βαναυσότητα. — +Έτσι φαίνεται. — Τι δε; την ημερότητα δεν την έχει έμφυτον η +φιλοσοφική φύσις; η οποία όταν μεν χαλαρωθή ακόμη περισσότερον +καταντά εις την χαυνότητα, όταν όμως καλλιεργηθή όπως πρέπει +γίνεται ημερότης και κοσμιότης; — Και αυτό σωστόν. — Αλλά +είπομεν ότι οι φρουροί μας πρέπει να έχουν και τους δύο τούτους +χαρακτήρας. — Πρέπει μάλιστα. — Ώστε πρέπει να είναι +συνδυασμένοι αρμονικώς μεταξύ των. — Πώς όχι; — Διότι όπου μεν +υπάρχει αυτός ο αρμονικός συνδυασμός καθιστά την ψυχήν και +εγκρατή και ανδρείαν. — Μάλιστα. — Ενώ η μεταξύ των δυσαρμονία +την καθιστά και δειλήν και βάναυσον. — Και πολύ μάλιστα. + + — Όταν λοιπόν κανείς παραδίδη εις την μουσικήν την ψυχήν του, +να του την ποτίζη και να την γλυκοπεριχύνη διά μέσου της ακοής, +με τας γλυκάς εκείνας και μαλακάς και θρηνώδεις αρμονίας που +ελέγαμεν, και περνά όλην του την ζωήν με τα τραγούδια και με τα +θέλγητρα του άσματος, αυτός κατ' αρχάς μεν, εάν είχε μέσα του +τίποτε το θυμοειδές, αρχίζει να το μαλακώνη, και όπως ο σίδηρος +εις το πυρ, να το κάμνη χρήσιμον, ενώ πριν ήτο σκληρόν και +άχρηστον• αλλ' αν δεν μετριάση το πράγμα και εξακολουθή να +υφίσταται την αυτήν γοητείαν, τότε το θυμοειδές εκείνο αρχίζει +πλέον να λυώνη και να στάζη σιγά σιγά, έως ότου εξ ολοκλήρου +αναλυθή, και εις το τέλος γίνεται η ψυχή του ως να της έκοψαν +τα νεύρα και ο ίδιος καταντά μαλθακός αιχμητής, καθώς λέγει ο +Όμηρος. — Έτσι είναι. — Και αν μεν εξ αρχής λάβη ψυχήν εκ +φύσεως μαλακήν, το αποτέλεσμα δεν αργεί να επέλθη μίαν ώραν +αρχύτερα• εάν δε απεναντίας θυμοειδή, εξασθενίζει την ψυχήν και +την κάμνει οξύθυμον, η οποία, αρκεί ένα τίποτε, να ερεθισθή +αμέσως και πάλιν αμέσως να κατευνασθή• ώστε γίνονται οι +τοιούτοι ευερέθιστοι και οργίλοι, από ανδρείοι που ήσαν, και +πολύ δυσμεταχείριστοι. — Είναι αληθέστατον. + + — Εάν τώρα πάλιν εις την γυμναστικήν, υπερβολικά γυμνάζεται, +υπερβολικά τρώγη, παραμελή δε τελείως την μουσικήν και την +φιλοσοφίαν, κατ' αρχάς μεν δεν θα δυναμώση το σώμα του, δεν θα +αποκτήση μίαν αυτοπεποίθησιν και τόλμην, και εν γένει δεν θα +γίνη ανδρειότερος από πριν; — Χωρίς άλλο βέβαια. — Αφού όμως θα +εξακολουθή να μη κάμνη τίποτε άλλο και να μην έχη καμμίαν +κοινωνίαν με την Μούσαν, η ψυχή του, και αν είχε και μικράν +φιλομάθειαν πριν, επειδή θα μένη άγευστος πάσης μαθήσεως και +ερεύνης, και αμέτοχος παντός λόγου και άλλης μουσικής +μορφώσεως, δεν θα εξασθενήση τελείως και θα καταντήση τυφλή και +κωφή, όταν παύση κάθε φροντίς να την διεγείρη και την αναπτύσση +και να καθαρίζη, τας αισθήσεις του; — Αυτό μάλιστα θα γίνη. + + — Εχθρός λοιπόν των γραμμάτων και των μουσών γίνεται, νομίζω, +ο τοιούτος, ο οποίος δεν γνωρίζει πλέον να μεταχειρίζεται την +πειθώ και τον λόγον, αλλά όλο με το άγριον και με την βίαν έχει +να κάμη, ως θηρίον, και ζη εις την αμάθειαν και την χυδαιότητα +βυθισμένος, χωρίς καμμίαν χάριν και αρμονίαν. — Πράγματι είναι +όπως το λέγεις. — Θα ημπορούσα λοιπόν να ισχυρισθώ εγώ, ότι τας +δύο αυτάς τέχνας, την μουσικήν και την γυμναστικήν, εχάρισε +κάποιος θεός εις τους ανθρώπους, όχι, καθώς κοινώς λέγεται, την +μίαν διά την ψυχήν και την άλλην διά το σώμα (εκτός μόνον εν +παρέργω διά το τελευταίον τούτο), αλλά και τας δύο +αποκλειστικώς διά την ψυχήν, όπως εντός αυτής συνδυάζωνται +αρμονικώς η ανδρεία και η σοφία, εντεινόμεναι ή χαλαρούμεναι +μέχρι του προσήκοντος βαθμού. — Φαίνεται πράγματι. — Εκείνος +λοιπόν ο οποίος συνδυάζει άριστα την γυμναστικήν μετά της +μουσικής και τας εφαρμόζει με το προσήκον μέτρον εις την ψυχήν +του, αυτός θα άξιζε να ονομασθή ορθότατα τελείως μουσικός και +επιστήμων της αρμονικής, πολύ περισσότερον από τον χορδιστήν +των μουσικών οργάνων. — Και πολύ φυσικά. — Δεν θα χρειασθή +λοιπόν, Γλαύκων, και εις την πόλιν μας ένας επιστάτης, ο οποίος +να το έχη αυτό έργον, εάν εννοούμεν να διατηρηθή η πολιτεία; — +Θα χρειασθή και πάρα πολύ μάλιστα. + + — Αυτοί λοιπόν περίπου θα είναι οι τύποι της ανατροφής και της +εκπαιδεύσεως των νέων μας• διότι περιτττόν θα ήτο να +εκτεινώμεθα τώρα περί των χορών και των κυνηγίων και των +γυμνικών και ιππικών αγώνων• είναι προφανές ότι και επί τούτων +θα ακολουθήσωμεν τας αρχάς, που καθωρίσαμεν, και δεν είναι +δύσκολον να διαγράψωμεν και αυτών τους κανόνας. — Δεν θα είναι +βέβαια δύσκολον. + + — Έστω λοιπόν• τι ζήτημα μας υπολείπεται τώρα να +διευκρινήσωμεν; δεν πρέπει τάχα να εξετάσωμεν ποίοι απ’ αυτούς +θα κυβερνούν και ποίοι θα υπακούουν; — Πώς όχι; — Δεν είναι εν +πρώτος φανερόν ότι άρχοντες μεν πρέπει να είναι οι πρεσβύτεροι, +υπήκοοι δε οι νεώτεροι; — Φανερόν. — Και ότι πάλιν μεταξύ των +πρεσβυτέρων οι καλύτεροι; — Και αυτό. — Καλύτεροι μεταξύ των +γεωργών δεν είναι εκείνοι που κατέχουν εις την εντέλειαν την +τέχνην των; — Μάλιστα. — Αφού λοιπόν και εκείνοι πρέπει να +είναι οι καλύτεροι μεταξύ των φρουρών, δεν πρέπει να γνωρίζουν +εις την εντέλειαν το πως φρουρείται μία πόλις; — Βέβαια. — Ώστε +προς τούτο δεν πρέπει να είναι συνετοί και δραστήριοι, ακόμη δε +να έχουν και μέγαν ζήλον υπέρ της πόλεως; — Εννοείται. — +Περισσότερον δε ζήλον έχει, νομίζω, κανείς δι’ ένα πράγμα που +αγαπά. — Κατ' ανάγκην. — Αλλά βέβαια θα αγαπούσε κανείς +περισσότερον εκείνο, μετά του οποίου θα είχε κοινά τα +συμφέροντα, ούτως ώστε την ευτυχίαν αυτού να την θεωρή και +ιδικήν του, και τανάπαλιν. — Έτσι είναι. — Πρέπει λοιπόν να +εκλέξωμεν μεταξύ όλων των φρουρών εκείνους τους οποίους, μετά +μακράν εξέτασιν, θα ευρίσκαμεν προθυμοτάτους καθ' όλην την ζωήν +των να πράττουν μεν ό,τι θα ενόμιζαν συμφέρον της πόλεως, να +αποφεύγουν δε κατά πάντα τρόπον ό,τι θα έκριναν ασύμφορον. — +Αυτοί πράγματι θα μας εχρειάζοντο. — Μου φαίνεται δε ότι πρέπει +να τους παρακολουθήσωμεν καθ' όλας τας ηλικίας, διά να +βεβαιωθούμεν αν πράγματι είναι ικανοί να φυλάττουν απαρεγκλίτως +αυτό το δόγμα, ή μήπως ημπορεί να υποκύψουν εις κανένα +πειρασμόν ή βίαν, ώστε, λησμονούντες, να αποβάλουν την ιδέαν, +που έχουν, ότι πρέπει να εργάζωνται πάντοτε διά το συμφέρον της +πόλεως. — Πώς να την αποβάλουν; — θα σου το εξηγήσω• μου +φαίνεται ότι αποβάλλομεν μίαν ιδέαν από τον νουν μας, είτε +εκουσίως είτε ακουσίως• εκουσίως μεν όταν πεισθώμεν ότι είναι +ψευδής• ενώ τας αληθείς τας παραιτούμεν ακουσίως. — Ενόησα το +πρώτον, θέλω όμως να καταλάβω σαφέστερα πώς παραιτούμεν +ακουσίως τας αληθείς; — Πώς; δεν εννοείς και μόνος σου, ότι οι +άνθρωποι τα αγαθά τα στερούνται όχι με την θέλησίν των, ενώ +απεναντίας τα κακά με όλην των την ευχαρίστησιν; ή δεν είναι +κακόν να απαρνηθή κανείς την αλήθειαν, καλόν δε να την +εγκολπούται; δεν την εγκολπούται δε, όταν έχη μίαν ορθήν ιδέαν +περί παντός πράγματος; — Έχεις δίκαιον, και εννοώ τώρα ότι +ακουσίως οι άνθρωποι αποβάλλουν μίαν ορθήν ιδέαν. — Και δεν το +παθαίνουν αυτο ή δι’ υφαρπαγής, ή διά τινος γοητείας, ή δι’ +εξαναγκασμού; — Ούτε τώρα δεν εννοώ. — Φαίνεται πως +μεταχειρίζομαι την γλώσσαν των τραγικών• δι’ υφαρπαγής όταν +λέγω, εννοώ όταν πεισθούν και αλλάξουν ιδέαν, ή όταν +λησμονήσουν• επειδή, ούτως ειπείν, τους υπεξαιρεί την ιδέαν των +εις μεν την πρώτην περίστασιν ο λόγος, εις δε την δευτέραν ο +χρόνος• τώρα βέβαια θα ενόησες. — Ναι. — Δι’ εξαναγκασμού δε +εννοώ, όταν με τα βασανιστήρια, σωματικά ή ηθικά, αναγκασθή +κανείς να αλλάξη γνώμην. — Και αυτό το ενόησα και έχεις +δίκαιον. — Όσον διά την γοητείαν, και εσύ νομίζω καταλαβαίνεις, +ότι πρόκειται δι’ εκείνους που αλλάζουν ιδέαν, ή σαγηνευθέντες +από την ηδονήν, ή και υποκύψαντες εις κάποιον φόβον. — +Πραγματικώς, φαίνεται πως μας σαγηνεύουν όσα μας εξαπατούν. + + — Διά να επανέλθωμεν λοιπόν εις το ζήτημά μας, πρέπει να +εξετάσωμεν ποίοι θα είναι ικανοί να φυλάξουν απαρεγκλίτως το +δόγμα αυτό• ότι οφείλουν να πράττουν πάντοτε εκείνο που θεωρούν +συμφέρον της πόλεως• και να τους παρακολουθήσωμεν από της +παιδικής των ηλικίας, δοκιμάζοντες αυτούς εις τοιαύτας +περιστάσεις, εις τας οποίας κυρίως θα ήτο δυνατόν να το +λησμονήσουν ή να εξαπατηθούν• και όσοι μεν ευρεθούν ικανοί να +το φυλάττουν πάντα εις την μνήμην των, και να μη εξαπατώνται +ευκόλως, θα τους εγκρίνωμεν, τους δε λοιπούς θα τους +απορρίπτωμεν• δεν είναι έτσι; — Μάλιστα. — Ακόμη θα τους +υποβάλωμεν εις κόπους και εις πόνους και αγώνας, εις τα οποία +όλα οφείλουν να φυλάξουν αυτά που είπαμεν. — Πολύ σωστά. — +Τέλος να τους υποβάλωμεν και εις την δοκιμασίαν ενός τρίτου +είδους επιδράσεων. Όπως δηλαδή εκθέτουν τους νεαρούς ίππους εις +κρότους και θορύβους, διά να ιδούν κατά πόσον επηρεάζονται από +τον φόβον, τοιουτοτρόπως και αυτούς, όταν είναι ακόμη νέοι, να +τους οδηγούμεν έξαφνα εμπρός εις πράγματα φοβερά, ή να τους +ρίπτωμεν εν μέσω ηδονών, διά να εξακριβώσωμεν πολύ +ασφαλέστερον, παρ' όταν δοκιμάζωμεν τον χρυσόν εις το πυρ, εάν +εις όλας αυτάς τας περιστάσεις η φυσική των ευσχημοσύνη φανή +ανωτέρα παντός πειρασμού, εάν είναι εις θέσιν να συγκρατήσουν +τους εαυτούς των όπως τους εδίδαξεν η μουσική που έμαθαν, και +αν εν γένει αποδείξουν ότι όλη των η διαγωγή είναι σύμφωνος με +τους νόμους του ρυθμού και της αρμονίας, ούτως ώστε να είναι +χρησιμώτατοι και διά τον εαυτόν τους και διά την πόλιν. Και +όστις εξέλθη καθαρός από όλας αυτάς τας δοκιμασίας, και κατά +την παιδικήν και την νεανικήν και την ανδρικήν ηλικίαν, θα τον +διορίζωμεν άρχοντα και φρουρόν της πόλεως, θα του παρέχωμεν +πάσας τας τιμάς εφ' όσον ζη, και αφού αποθάνη θα τύχη τάφου +μεγαλοπρεπούς και πάσης ενδείξεως του οφειλομένου εις την +μνήμην του σεβασμού• πάντας δε τους μη τοιούτους θ' +απορρίπτωμεν. Τοιαύτη λοιπόν θα είναι, όχι βέβαια με όλας τας +λεπτομερείας, αλλ' ως εν σχεδίω, η εκλογή και ο διορισμός των +αρχόντων και φρουρών μας. — Και εγώ είμαι σύμφωνος μαζί σου. — +Δεν θα είχαμεν άραγε πληρέστατον δίκαιον αυτούς κυρίως να +ονομάσωμεν αληθινούς και πραγματικούς φρουρούς της πόλεως, +τόσον ως προς τους εξωτερικούς εχθρούς όσον και προς τους +ιδίους πολίτας, διά να αφαιρούν από αυτούς μεν την θέλησιν, από +εκείνους δε την δύναμιν να την βλάπτουν; τους δε άλλους τους +νέους, τους οποίους μέχρι τούδε ωνομάζαμεν φρουρούς, βοηθούς +και εκτελεστάς των αποφάσεων των αρχόντων; — Έτσι λέγω και εγώ. + + — Τώρα πώς θα κάμωμεν να εύρωμεν τρόπον, διά να πείσωμεν προ +πάντων μεν αυτούς τους άρχοντας, ειδεμή τους άλλους τουλάχιστον +πολίτας, να παραδεχθούν ένα από τα γενναία εκείνα ψεύδη, τα +οποία δικαιολογούνται, καθώς ελέγαμεν, από την ανάγκην των +περιστάσεων; — Ποίον είναι αυτό το ψεύδος; — Δεν είναι και +τίποτε νέον, έλκει την καταγωγήν του από την Φοινίκην, καθώς δε +λέγουν μετά πειστικότητος οι ποιηταί, είναι πράγμα που συνέβη +μάλιστα πολλάκις εις παλαιοτέρας εποχάς• επί της εποχής μας, +είναι η αλήθεια, δεν συνέβη, ουδέ γνωρίζω αν ημπορή να συμβή, +και χρειάζεται βέβαια πολύ διά να το πιστεύση κανείς. — Πόσας +περιστροφάς κάμνεις διά να μας το ειπής! — Και θα ιδής που έχω +δίκαιον, όταν το ακούσης. — Έλα, λέγε το και μη φοβάσαι. — Το +λέγω λοιπόν• αν και δεν γνωρίζω πού να εύρω την τόλμην που +χρειάζεται, και ποίας εκφράσεις να μεταχειρισθώ, διά να πείσω +πρώτον μεν αυτούς τους άρχοντας, έπειτα δε και τους στρατιώτας +και τους άλλους πολίτας, ότι η ανατροφή και η εκπαίδευσις, που +τους εδίδαμεν, δεν ήτο τίποτε άλλο παρά ένα όνειρον, που +έβλεπαν, καθώς και όλα όσα συνέβαιναν γύρω τους• ενώ +πραγματικώς, ευρίσκοντο τότε μέσα εις την γην, και εκεί από +κάτω επλάσθησαν και ανετράφησαν και αυτοί οι ίδιοι, και εκεί +επίσης κατεσκευάσθησαν όλα τα πράγματα των, όπλα και λοιπά, +αφού δε συνεπληρώθη η επεξεργασία των, τους έβγαλεν επί τέλους +η μητέρα Γη εις το φως• και επομένως πρέπει να θεωρούν την +χώραν, που κατοικούν, ως μητέρα και τροφόν και να την +υπερασπίζωνται, εάν κανείς επέλθη εναντίον της, επίσης δε και +τους άλλους πολίτας ως αδελφούς και τέκνα της αυτής μητρός Γης. +— Δεν είχες άδικον να διστάζης πριν, να μας ειπής αυτό το +ψεύδος. + + — Και πολύ ευλόγως• άκουε όμως τώρα την συνέχειαν του μύθου• +είσθε αδελφοί όλοι οι πολίται, θα τους είπωμεν, αλλ' ο θεός, +όταν σας έπλαττεν, ανέμιξε χρυσόν μέσα εις τα συστατικά εκείνων +που ήσαν ικανοί να κυβερνούν τους άλλους, και διά τούτο είναι +πολυτιμότατοι• άργυρον δε μέσα εις τους βοηθούς των πολεμιστάς• +σίδηρον δε και χαλκόν εις τους γεωργούς και τους άλλους +τεχνίτας• επειδή λοιπόν όλοι είσθε συγγενείς, θα γεννάτε ως επί +το πλείστον τέκνα όμοιά σας, ημπορεί όμως ενίοτε από το χρυσούν +γένος να γεννηθή τέκνον αργυρούν, και από αυτό πάλιν να γεννηθή +χρυσούν, και κατ' αυτόν τον τρόπον και από όλα τα άλλα. +Διατάσσει λοιπόν ο θεός εις τους άρχοντας, ως πρώτιστον και +κυριώτατον αυτών καθήκον, τίποτε άλλο να μη εξετάζουν με +περισσοτέραν φροντίδα και προσοχήν, παρά ποίον εκ των άλλων +μετάλλων ευρίσκεται αναμεμιγμένον εις την ψυχήν των γεννωμένων +τέκνων. Και αν ακόμη εις τα ιδικά των τέκνα ευρεθή κράμα +σιδήρου ή χαλκού, να μη τους κάμουν καμμίαν χάριν, αλλά να τους +απορρίψουν αμέσως εις την τάξιν, που ανήκουν, ως εκ της +κατασκευής των, των γεωργών δηλαδή και των τεχνιτών• και αν +πάλιν ευρεθή κανείς από αυτούς με περισσοτέραν αναλογίαν χρυσού +ή αργύρου, να τον αναβιβάσουν, όπως αξίζει, εις την τάξιν των +φρουρών ή των επικούρων, επειδή υπάρχει χρησμός ότι θα χαθή η +πόλις τότε, όταν την φυλάξη ο χαλκός ή ο σίδηρος. Γνωρίζεις +λοιπόν κανένα τρόπον να τους πείσωμεν ότι είναι αληθινός αυτός +ο μύθος; — Κανένα, όσον αφορά αυτούς τους ιδίους• διά τα τέκνα +των όμως, και διά τους απογόνους των, και διά τους λοιπούς +ανθρώπους κατόπιν, δεν θα ήτο ίσως δύσκολον. — Αλλά και αυτό θα +ήτο αρκετόν, διά να τους εμπνεύση μεγαλύτερον ενδιαφέρον και +προς την πόλιν και προς αλλήλους• διότι εννοώ επάνω κάτω τι +θέλεις να είπης. Και αυτό μεν το επινόημά μας θα το αναβιβάση η +φήμη όπου της αρέση• ημείς δε ας εξοπλίσωμεν τώρα αυτά τα τέκνα +της γης, και με τους αρχηγούς επί κεφαλής ας τους παρουσιάσωμεν +εμπρός• ας πλησιάσουν και ας εκλέξουν το καταλληλότερον μέρος +διά να στρατοπεδεύσουν, ώστε να ημπορούν και τους εντός της +πόλεως να συγκρατούν, αν ήθελον δείξη αντιπειθαρχικάς προς τους +νόμους διαθέσεις, και τον εξωτερικόν εχθρόν να αποκρούσουν, εάν +επήρχετο κατά της πόλεως καθώς λύκος εναντίον της ποίμνης• και +αφού εκλέξουν τον χώρον του στρατοπέδου, και θυσιάσουν εις +εκείνους που πρέπει, ας στήσουν τέλος τας σκηνάς των• δεν είναι +έτσι; — Πώς όχι; — Και βέβαια τοιαύτας, ώστε να ημπορούν να +τους στεγάζουν και χειμώνα και θέρος. — Βεβαίως• διότι +εννοείς, μου φαίνεται, πραγματικάς κατοικίας. — Ναι, αλλά +κατοικίας διά στρατιώτας και όχι έξαφνα διά τραπεζίτας. — Και +ποία είναι η διάκρισις που κάμνεις; — θα προσπαθήσω να σου το +εξηγήσω• δεν θα υπήρχεν, υποθέτω, φοβερώτερον πράγμα διά τους +ποιμένας παρά, τους σκύλους που έχουν προς φύλαξιν των +ποιμνίων, να τους έχουν αναθρέψη κατ' αυτόν τον τρόπον, ώστε να +μην ημπορούν να κρατήσουν τα άγρια φυσικά των και ή από πείναν +ή από άλλην κακήν συνήθειαν, αυτοί οι ίδιοι να προξενούν +καταστροφάς εις τα ποίμνια και από σκύλοι να γίνωνται λύκοι +σωστοί. — Φοβερόν βέβαια θα ήτο• και πως όχι; + + — Δεν πρέπει λοιπόν να λάβωμεν όλας μας τας προφυλάξεις μήπως +συμβή το ίδιον και με τους πολεμιστάς απέναντι των πολιτών; +μήπως, επειδή θα έχουν όλην την δύναμιν εις τας χείρας των, από +φρουροί και προστάται καταντήσουν να γίνουν δεσπόται και άγριοι +τύραννοι; — Βέβαια θα το προβλέψωμεν. — Και ποίαν μεγαλυτέραν +εγγύησιν ασφαλείας θα δυνάμεθα να έχωμεν, παρά αν έχουν λάβη +πράγματι την προσήκουσαν ανατροφήν; — Αλλά την έχουν ήδη λάβη. +— Αυτό δεν ημπορώ να το διισχυρισθώ ακόμη, φίλε μου• εκείνο που +επιμένω, είναι, καθώς ελέγαμεν και πριν, ότι πρέπει να λάβουν +την προσήκουσαν ανατροφήν, οποιαδήποτε και αν είναι αύτη, διά +να έχουν το σπουδαιότερον που τους χρειάζεται, ημερότητα δηλαδή +και μεταξύ των και προς εκείνους που ανέλαβον να φυλάττουν. — +Και πολύ σωστά. — Εκτός λοιπόν εκείνης της ανατροφής, κάθε +άνθρωπος με νουν θα παραδεχθή ότι πρέπει να τους παρασκευάζωμεν +και τοιαύτας κατοικίας και τοιαύτην εν γένει περιουσίαν, ώστε +τίποτε να μην τους βιάζη να παύσουν ποτέ να είναι άριστοι +φρουροί και να αρχίσουν να βλάπτουν τους άλλους πολίτας. — Και +πολύ σωστά. + + — Πρόσεξε λοιπόν τώρα αν σου φαίνεται κατάλληλος αυτός ο +τρόπος της ζωής και της κατοικίας, διά να είναι πάντοτε +τοιούτοι• πρώτον μεν κανείς να μην έχη καμμίαν ιδιαιτέραν +περιουσίαν ούτε τίποτε αποκλειστικώς διά τον εαυτόν του, εκτός +απολύτου ανάγκης• έπειτα κανείς να μην έχη κατοικίαν καμμίαν ή +αποθήκην, εις την οποίαν να μην ημπορή να εισέρχεται όποιος +θέλη• όσον διά τα τρόφιμα που χρειάζονται άνθρωποι πολεμισταί, +εγκρατείς και ανδρείοι, θα ορίσωμεν να τα λαμβάνουν από τους +άλλους πολίτας ως μισθόν διά τας υπηρεσίας των, τόσα όμως ώστε +μήτε να περισσεύουν μήτε και να τους λειφθούν δι’ ένα χρόνον να +τρώγουν όλοι εις κοινάς τράπεζας και να ζουν μαζί όπως οι +πολεμισταί εις το στρατόπεδον• να διδαχθούν ότι οι θεοί έχουν +βάλη μέσα εις την ψυχήν των θείον χρυσόν και άργυρον, και δεν +έχουν επομένως καμμίαν ανάγκην του χρυσού και του αργύρου των +ανθρώπων, ούτε τους είναι συγχωρημένον να μιαίνουν το θείον +εκείνο δώρον με την ανάμιξιν του γηίνου χρυσού, διότι το εν +χρήσει νόμισμα έχει γίνη πολλών και μεγάλων κακουργημάτων +αφορμή, ενώ το ιδικόν των είναι καθαρόν και αμόλυντον• και +είναι επομένως εις αυτούς μόνους εξ όλων των πολιτών +απηγορευμένον να μεταχειρίζωνται και να εγγίζουν τον χρυσόν και +τον άργυρον, ουδέ υπό την αυτήν στέγην να ευρίσκωνται μαζί, +ουδέ επάνω των να φορούν, ούτε να πίνουν από χρυσά ή αργυρά +ποτήρια• και ότι μόνον τοιουτοτρόπως θα σωθούν και αυτοί και η +πόλις. Όταν όμως αποκτήσουν αυτοί ιδίαν περιουσίαν, είτε εις +κτήματα, είτε εις οικοδομάς, είτε εις χρήματα, θα καταντήσουν, +από φρουροί που είναι, επιχειρηματίαι ή γεωργοί• από +υπερασπισταί των πολιτών, εχθροί και τύραννοι• θα διέρχωνται +την ζωήν των με αμοιβαία μίση και επιβουλάς και πολύ +περισσότερον φόβον θα έχουν από τους εσωτερικούς παρά από τους +εξωτερικούς εχθρούς και ακράτητοι πλέον θα φέρωνται προς τον +όλεθρον και οι ίδιοι και όλη η πόλις. Δι’ όλους λοιπόν τους +λόγους τούτους πρέπει να λάβωμεν, φρονώ, αυτά τα μέτρα όσον +αφορά την κατοικίαν και τα άλλα σχετικά των φρουρών και σύμφωνα +με αυτά να νομοθετήσωμεν• ή όχι; — Είμαι συμφωνότατος, είπεν ο +Γλαύκων. + + + +ΒΙΒΛΙΟΝ Δ'. + + + +Αλλά, διέκοψεν ο Αδείμαντος, τι θα έχης να απολογηθής, Σωκράτη, +εάν κανείς σου παρατηρήση, ότι δεν κάμνεις και πάρα πολύ +ευτυχείς τους πολεμιστάς σου, και τούτο από σφάλμα ιδικόν των, +αφού εις αυτούς ανήκει πραγματικώς η πόλις; και όμως αυτοί δεν +απολαμβάνουν κανένα καλόν από την πόλιν, όπως άλλοι, που έχουν +γαίας, που κτίζουν σπίτια ωραία και μεγάλα, και τα επιπλώνουν +αναλόγως, και είναι εις θέσιν να κάμνουν θυσίας ιδιωτικάς εις +τα μέγαρά των και να φιλεύουν ξένους, και έχουν, αυτά δα που +έλεγες και συ, χρυσόν και άργυρον και όλα εν γένει όσα κοινώς +νομίζονται ότι αποτελούν την ευτυχίαν του ανθρώπου• και με ένα +λόγον, θα έλεγέ τις, δεν φαίνονται να κάθωνται εις την πόλιν +παρά ως επίκουροι μισθωτοί, διά να την φρουρούν. + + — Ναι, και πρόσθεσε ακόμη, ότι απέναντι τούτου λαμβάνουν απλώς +και μόνον την τροφήν των, χωρίς καμμίαν άλλην αντιμισθίαν, όπως +τα συνήθη μισθοφορικά στρατεύματα• ώστε και να θελήσουν έξαφνα +να κάμουν κανένα ταξείδι, δεν θα είναι εις θέσιν, ούτε να +διασκεδάσουν με γυναίκας, ούτε κανένα άλλο έξοδον να κάμουν, +όπως οι πλούσιοι και οι θεωρούμενοι ευτυχείς• αυτά λοιπόν και +άλλα τέτοια πολλά παρέλειψες εις το κατηγορητήριόν σου. — +Πρόσθεσέ τα λοιπόν εσύ. — Τώρα λοιπόν με ερωτάς τι θα έχω να +απολογηθώ; — Ναι. — Χωρίς να απομακρυνθώμεν από τον δρόμον, που +ηκολουθήσαμεν μέχρι τούδε, θα εύρωμεν εύκολα, νομίζω, τι πρέπει +να απαντήσωμεν• θα είπωμεν εν πρώτοις ότι δεν θα ήτο διόλου +παράδοξον αν, και μ' όλα ταύτα, ήσαν ευτυχέστατοι οι πολεμισταί +μας ούτοι• ότι επί τέλους, όταν εκτίζαμεν την πόλιν μας, δεν +απεβλέψαμεν εις την αποκλειστικήν ευτυχίαν μιας μόνον τάξεως, +αλλ' ολοκλήρου της πόλεως• διότι ενομίσαμεν ότι εις μίαν +τοιαύτην πόλιν θα κατωρθώναμεν να εύρωμεν την δικαιοσύνην, όπως +πάλιν και εις την κακώς ωργανωμένην την αδικίαν, και +τοιουτοτρόπως θα ημπορούσαμεν να λύσωμεν το ζήτημα που μας +απασχολεί απ’ αρχής• τώρα λοιπόν καταγινόμεθα να ιδρύσωμεν την +ευδαίμονα, όπως τουλάχιστον την φανταζόμεθα, πόλιν, εις την +οποίαν δεν θα έχουν την ευτυχίαν αποκλειστικόν τους προνόμιον +ολίγοι τινές, αλλά όλοι κοινώς οι πολίται• έπειτα κυττάζομεν +και διά την άλλην την αντίθετον όψιν. + +Εάν λοιπόν, ενώ ησχολούμεθα να ζωγραφίζωμεν ένα άγαλμα, μας +επλησίαζε κάποιος και ήρχιζε να μας κάμνη παρατηρήσεις, ότι +τάχα δεν μεταχειριζόμεθα τα ωραιότερα χρώματα διά τα ωραιότερα +μέρη του σώματος• ότι έξαφνα τους οφθαλμούς, που είναι το +ωραιότερον απ’ όλα, δεν τους ζωγραφίζομεν με πορφυρούν χρώμα, +αλλά με μαύρον• νομίζω ότι θα του απαντούσαμεν όπως θα +εχρειάζετο, αν του ελέγαμεν• Μη φαντάζεσαι, καλέ μας άνθρωπε, +ότι είναι ανάγκη να ζωγραφίζωμεν τόσον εύμορφα τα μάτια, ώστε +να μη μοιάζουν ούτε μάτια πλέον, καθώς και τα άλλα μέρη• μόνον +βλέπε αν βάζωμεν το χρώμα που ταιριάζει εις το καθένα, ώστε να +φαίνεται ωραίον το σύνολον και συ λοιπόν τώρα μην έχης την +απαίτησιν να περιβάλλωμεν τους φρουρούς με τοιαύτην ευτυχίαν, η +οποία αποτέλεσμα θα έχη να τους κάμη κάθε άλλο πλέον να είναι +παρά φρουροί• ημπορούσαμεν βέβαια, αν ηθέλαμεν, να ενδύσωμεν +και τους γεωργούς με ποδήρη χιτώνα και να τους τον κεντήσωμεν +μάλιστα με χρυσά γαλόνια και να τους αναθέσωμεν να καλλιεργούν +την γην προς ευχαρίστησίν των• ημπορούσαμεν επίσης να +ξαπλώσωμεν και τους αγγειοπλάστας κοντά στη φωτιά βολικά, να +τρώγουν και να πίνουν, και πλάγι των να βάλωμεν τον τροχόν, να +τον γυρνούν οπόταν τους έρχεται η όρεξις• και όλους τους άλλους +τεχνίτας με τον ίδιον τρόπον να τους κάμωμεν ευτυχείς, διά να +είναι ευτυχής και όλη η πόλις. Μη μας δίδης όμως, εμάς, αυτήν +την συμβουλήν• διότι, αν σε ακούσωμεν, ούτε ο γεωργός θα μείνη +πλέον γεωργός, ούτε ο αγγειοπλάστης, ούτε κανείς άλλος θα μείνη +εις την σειράν και την θέσιν που έχει εις την οικονομίαν της +πόλεως• και όσον μεν αφορά τους άλλους δεν έχει και μεγάλην +σημασίαν το πράγμα• διότι αν ο υποδηματοποιός δεν κάμνη καλά +την εργασίαν του και διαφθαρή και προσποιήται τον τεχνίτην +χωρίς να είναι, δεν έχει να πάθη και μεγάλον κακόν η πόλις• αν +όμως οι φύλακες των νόμων και της πόλεως δεν είναι παρά μόνον +με το όνομα, βλέπεις ότι θα παρασύρουν εις την καταστροφήν και +ολόκληρον την πόλιν, καθόσον μάλιστα από αυτούς αποκλειστικώς +εξαρτάται η καλή της διοίκησις και η ευδαιμονία. Εάν λοιπόν +ημείς θέλωμεν να παρασκευάσωμεν αληθινούς φρουρούς, δεν πρέπει +να τους κάμωμεν τοιούτους, ώστε να ημπορούν να βλάψουν και κατ' +ελάχιστον την πόλιν• όστις δε πάλιν εννοεί να τους κάμη +γεωργούς ή φαιδρούς πανηγυριστάς εις καμμίαν δημοσίαν +πανήγυριν, κάθε άλλο βέβαια έχει υπ’ όψιν του παρά πόλιν• ημείς +αυτό έχομεν να κυττάξωμεν, αν ο σκοπός μας είναι, όταν +μορφώνωμεν τους πολεμιστάς, να τους καταστήσωμεν όσον το +δυνατόν ευτυχεστέρους, ή εάν οφείλωμεν μάλλον να αποβλέψωμεν +εις την ευτυχίαν ολοκλήρου της πόλεως και να αναγκάσωμεν +επομένως τους επικούρους αυτούς και τους φύλακας, καθώς και +όλους τους άλλους εν γένει, να κάμνη ο καθένας την εργασίαν, +που του ανετέθη, όσον ημπορεί καλύτερα• ούτως ώστε, όταν η +πόλις αναπτυχθή και ευημερή με την καλήν της διοίκησιν, να +αφήνωμεν τον καθένα να απολαμβάνη το μερίδιόν του της κοινής +ευτυχίας, όπως το επιτρέπει η φύσις της τάξεως και του +επαγγέλματός του. + + — Δεν μου φαίνεται να έχης άδικον. — Θα σου φανή άραγε και +κάτι ανάλογον, που θα σου ειπώ τώρα, ολιγώτερον ορθόν; — Λέγε +ν' ακούσωμεν. — Σκέψου αν δεν είναι αυτά, που διαφθείρουν και +τους άλλους επίσης τεχνίτας, ώστε να γίνωνται κακοί εις την +εργασίαν των. — Ποία αυτά; — Ο πλούτος και η πτώχεια. — Πώς +τάχα; — Ιδού πώς• αν ένας αγγειοπλάστης γίνη πλούσιος, νομίζεις +ότι θα έχη πλέον ενδιαφέρον διά την τέχνην του; — Καθόλου. — +Δεν θα γίνεται λοιπόν από ημέρας εις ημέραν περισσότερον +οκνηρός και αμελής; — Πολύ μάλιστα. — Και επομένως δεν θα +καταντήση χειρότερος αγγειοπλάστης; — Αυτό ν' ακούεται. — Αλλά, +και αν απεναντίας δεν έχη, ένεκα της πτωχείας του, να +προμηθεύεται τα εργαλεία ή ό,τι άλλο του χρειάζεται διά την +τέχνην του, και η εργασία του θα γίνεται χειροτέρα, και τους +υιούς του, ή τους άλλους μαθητευομένους που έχει, θα τους κάμη +χειροτέρους τεχνίτας. — Πώς όχι; — Ώστε και από τα δύο αυτά, +και από τον πλούτον και από την πτωχείαν, γίνονται χειρότερα +μεν τα έργα των τεχνιτών, χειρότεροι δε και αυτοί οι ίδιοι. — +Φαίνεται. — Ώστε νά που ευρήκαμεν και δύο άλλα πράγματα, που +πρέπει με κάθε τρόπον να προσέξουν οι άρχοντές μας, μήπως τους +γελάσουν και τρυπώσουν κρυφά εις την πόλιν. — Ποία πράγματα; — +Ο πλούτος και η πτωχεία, διότι εκείνος μεν γεννά την +πολυτέλειαν και την οκνηρίαν και διαφόρους καινοτομίας, η δε +πτωχεία πάλιν, εκτός αυτών των καινοτομιών, την ταπεινότητα και +την κακοτεχνίαν. + + — Πολύ καλά• δεν μου λέγεις όμως, Σωκράτη, πώς θα είναι εις +θέσιν η πόλις μας να κάμη πόλεμον, εάν δεν έχη χρήματα, όταν +μάλιστα αναγκασθή να έλθη εις σύγκρουσιν με πόλιν μεγάλην και +πλουσίαν; — Είναι φανερόν, ότι με μίαν πόλιν μόνον θα είναι +δυσκολώτερον, αν έχη όμως να κάμη με δύο τοιαύτας ομού, το +πράγμα θα είναι πολύ ευκολώτερον. — Τι κάθεσαι και μας λες; — +Πρώτον μεν, εάν παρουσιασθή ανάγκη πολέμου, οι ιδικοί μας, +άνθρωποι εμπειροπόλεμοι, θα έχουν αντιπάλους πλουσίους. — Αυτό +μάλιστα. — Τι λοιπόν, Αδείμαντε; ένας πυγμάχος, γυμνασμένος +όσον ενδέχεται καλύτερα, δεν σου φαίνεται ότι εύκολα θα τα +έβγαζε πέρα με δύο, όχι πυγμάχους, αλλά πλουσίους και ευτραφείς +αντιπάλους; — Δεν το πιστεύω τόσον εύκολα και με τους δύο +συγχρόνως. — Ούτε αν είχε την ελευθερίαν, να υποχωρή εμπρός εις +εκείνον, που κάθε φορά τον έπαιρνε πρώτος από κοντά, και να +γυρίζη έπειτα να τον αρχίζη στις γροθιές, και να έκαμνε το +ίδιον πολλάκις, μέσα εις τον ήλιον και την πλέον πνιγηράν +ζέστην; δεν θα ημπορούσε άραγε να καταφέρη και πολλούς +τοιούτους τον ένα μετά τον άλλον; — Έτσι μάλιστα, δεν θα ήτο +και πολύ παράδοξον το πράγμα. — Αλλά πιστεύεις τάχα ότι οι +πλούσιοι θα έχουν περισσοτέραν τέχνην και εμπειρίαν εις την +πυγμαχίαν, παρά εις τον πόλεμον; — Και βέβαια όχι. — Ώστε, +φυσικώ τω λόγω, οι ιδικοί μας αθληταί ευκόλως θα είναι εις +θέσιν να αντιπαραταχθούν και προς διπλασίους και προς +τριπλασίους ακόμη. — Αναγκάζομαι να συμφωνήσω, διότι μου +φαίνεται πως έχεις δίκαιον. — Τι δε; αν στείλουν και πρεσβείαν +εις μίαν άλλην πόλιν και τους ειπούν, αυτό που θα είναι και η +αλήθεια, ότι: «Ημείς δεν μεταχειριζόμεθα ούτε χρυσίον ούτε +αργύριον ούτε μας είναι επιτετραμμένον να έχωμεν. Εις υμάς όμως +δεν απαγορεύεται• ελάτε λοιπόν να μας βοηθήσετε, και σας +αφήνομεν όλα τα λάφυρα των άλλων»• νομίζεις ότι εκείνοι, εις +τους οποίους θα κάμουν τοιαύτας προτάσεις, θα προτιμήσουν να +έχουν εχθρούς σκύλους ισχνούς αλλά δυνατούς, ή μάλλον να τους +έχουν αυτούς τους σκύλους συμμάχους εναντίων προβάτων τρυφερών +και καλοθρεμμένων; — Δεν μου φαίνεται• αλλά πρόσεξε μήπως, αν +συσσωρευθούν τα χρήματα των άλλων εις μίαν πόλιν, γίνη αυτή +επικίνδυνος και διά την ιδικήν μας την πτωχήν. — Είσαι +μακάριος, που νομίζεις ότι αξίζει να ονομάση κανείς πόλιν +καμμίαν άλλην, έξω από αυτήν την ιδικήν μας, καθώς την +κατεσκευάσαμεν. — Αλλά πώς λοιπόν; — Πρέπει να εύρωμεν κανένα +μεγαλύτερον όνομα διά τας άλλας• διότι κάθε μία από αυτάς είναι +πάμπολλαι πόλεις και όχι πόλις, καθώς λέγουν και εις το γνωστόν +παιγνίδιον^ εν πάση περιπτώσει υπάρχουν τουλάχιστον δύο, εχθραί +μεταξύ των, η μία των πτωχών και η άλλη των πλουσίων• κάθε μία +πάλιν από αυτάς υποδιαιρείται εις πολλάς άλλας• τας οποίας αν +προσβάλης όλας ομού, ως να απετέλουν ένα κράτος, βεβαίως θα +αποτύχης τελείως• εάν όμως θεωρήσης την πόλιν αποτελουμένην από +πολλάς άλλας, και δηλώσης ότι παραχωρείς εις τούτους τα +χρήματα, την δύναμιν και αυτήν την ζωήν των άλλων, θα έχης +πάντοτε συμμάχους μεν πολλούς, ελαχίστους δε εχθρούς. Και +εφόσον μία πόλις κυβερνάται σωφρόνως, όπως ωρίσαμεν +προηγουμένως, θα είναι μεγίστη, δεν εννοώ κατά το φαινόμενον, +αλλά πραγματικώς μεγίστη, και αν μόνον χιλίους πολεμιστάς +ημπορούσε να παρατάξη• μίαν δε τόσον μεγάλην πόλιν δεν θα ήτο +εύκολον να εύρης ούτε μεταξύ των Ελλήνων ούτε μεταξύ των +βαρβάρων, αν και υπάρχουν πολλαί που θεωρούνται και πολύ +μεγαλύτεραι από την τοιαύτην πόλιν μας• ή μήπως έχεις +αντίρρησιν; — Όχι, μα την αλήθειαν. + + — Υπάρχει λοιπόν ένα κάλλιστον όριον, συμφώνως με το οποίον να +κανονίζουν οι άρχοντές μας, πόσον μεγάλην επιτρέπεται να κάμουν +την πόλιν, και πόσην, αναλόγως του μεγέθους της, έκτασιν γης θα +χρειασθή να χωρίσουν, δίχως πλέον να ζητούν άλλην κατόπιν. — +Και ποίον είναι αυτό το όριον: — Το εξής, καθώς νομίζω• να την +αφήνουν να αυξάνη μέχρι του σημείου που θα ημπορή να μένη μία, +περαιτέρω όμως όχι. — Πολύ ωραία. — Θα δώσωμεν λοιπόν ακόμη και +αυτήν την άλλην εντολήν εις τους άρχοντας, να προνοούν με κάθε +τρόπον, να μην είναι μήτε μικρά η πόλις, μήτε μεγάλη κατά το +φαινόμενον, αλλά μετρία και μία πάντοτε. — Δεν θα τούς δώσωμεν +και πολύ σπουδαίαν εντολήν. — Ολιγώτερον σπουδαία και από αυτήν +ακόμη είναι η εξής, την οποίαν ανεφέραμεν και προηγουμένως• ότι +δηλαδή πρέπει, εάν και κανενός πολεμιστού το τέκνον γέννηση +έκφυλον, να υποβιβάζεται εις τας κατωτέρας τάξεις, και +απεναντίας να κατατάσσεται εις τους πολεμιστάς, εάν κανενός από +τους άλλους εκρίνετο άξιον• μ' αυτό ηθέλαμεν να δηλώσωμεν, ότι +καθένας και από τους άλλους πολίτας δεν πρέπει να επιδίδεται +παρά εις ένα μονάχα πράγμα, διά το οποίον και εγεννήθη, και +αυτό το ένα πρέπει να εξασκή μόνον, διά να μη γίνεται ο ένας +πολλοί, αλλά να μένη πάντα ένας, και επομένως και ολόκληρος η +πόλις να μένη μία, και να μη γίνωνται πολλαί. — Πράγματι δεν +είναι σπουδαιότερα και αυτή η εντολή από την άλλην. + + — Και αλήθεια δεν είναι, καλέ μου Αδείμαντε, όπως θα +εφαντάζετο κανείς, ούτε πολλά ούτε μεγάλα αυτά τα καθήκοντα, +που τους επιβάλλομεν, απεναντίας ασήμαντα, φθάνει να φυλάττουν +ένα, που το λέγομεν μεγάλον, ή μάλλον καλύτερα, αρκετόν. — Και +ποίον είναι αυτό; — Η εκπαίδευσις και η ανατροφή• διότι εάν +ανατραφούν όπως πρέπει, και γίνουν τέλειοι άνθρωποι, όλα αυτά +θα τα βλέπουν εύκολα και μόνοι των, και πολλά άλλα ακόμη, που +τα παραλείπομεν τώρα ημείς, όπως το ζήτημα του γάμου, των +γυναικών, της τεκνοποιίας• θα ίδουν έξαφνα ότι όλα αυτά, όπως +λέγει και η παροιμία, πρέπει να είναι κοινά μεταξύ φίλων. — θα +ήτο βέβαια πολύ σωστόν αυτό. — Και πράγματι, η πολιτεία, εάν +εξ αρχής λάβη καλάς βάσεις, προχωρεί πλέον κατόπιν αυξάνουσα, +όπως ένας κύκλος• μία καλή ανατροφή και εκπαίδευσις γεννά +πάντοτε και καλάς φύσεις• και αυταί πάλιν, εάν τύχουν της ιδίας +ανατροφής, γίνονται ακόμη καλύτεραι από τας προτέρας και εις +όλα τα άλλα και εις την τεκνοποίησιν, όπως συμβαίνει και με τα +άλλα ζώα. Πολύ φυσικόν. + + — Με ολίγας λοιπόν λέξεις, πρέπει της πόλεως οι επιμεληταί εις +αυτό ειδικώς να επιμείνουν, να μη διαφθαρή χωρίς να το +εννοήσουν η ανατροφή, αλλά να διατηρήται παρά κάθε άλλο καθαρά, +και να μη επιτρέπουν κανένα νεωτερισμόν εις την γυμναστικήν και +μουσικήν, παρά τα διατεταγμένα• ούτως ώστε, όταν λέγη ο ποιητής +ότι οι άνθρωποι προσέχουν εις εκείνο το τραγούδι + + που πιο καινούργιο τριγυρνά στο στόμα των ανθρώπων, + +να φοβούνται, μήπως φαντασθή κανείς, ότι εννοεί όχι τα νέα +άσματα, αλλά νέον είδος ωδικής, και επιδοκιμάζει τούτο• διότι +δεν πρέπει αυτήν την καινοτομίαν ούτε να την επιδοκιμάζη ούτε +να την εισάγη κανείς• απεναντίας πρέπει μετά μεγάλης ευλαβείας +ν' αποφεύγωμεν πάσαν μεταβολήν εις το είδος της μουσικής, διότι +διατρέχομεν τον κίνδυνον να χάσωμεν το παν• διότι πουθενά δεν +ημπορεί κανείς να κινήση τους τρόπους της μουσικής, χωρίς +συγχρόνως να διασεισθούν και αυτοί οι θεμελιώδεις νόμοι της +πολιτείας, καθώς το λέγει ο Δάμων και πείθομαι και εγώ. — +Πρόσθεσε λοιπόν και εμένα εις τον αριθμόν των πεπεισμένων. + + — Η μουσική επομένως θα είναι, καθώς φαίνεται, η ακρόπολις, +την οποίαν πρέπει να οικοδομήσουν οι φύλακες. — Ναι, αλλά η +παρανομία εύκολα εισχωρεί, χωρίς κανείς να την πάρη είδησιν. — +Πράγματι, ως παιγνίδι κατ' αρχάς, που δεν ημπορεί να κάμη και +τίποτε κακόν. — Ουδέ κάμνει τίποτε άλλο, παρά αφού άπαξ +εισχωρήση, αρχίζει σιγά σιγά και εισρέει εις τα ήθη και τας +συνηθείας• έπειτα εισβάλλει, αφού μεγαλώση περισσότερον, και +εις τας μεταξύ των πολιτών σχέσεις, και από αυτάς προχωρεί εις +τους νόμους και τους θεσμούς της πολιτείας, με την μεγαλυτέραν +πλέον ακολασίαν, έως ότου εις το τέλος αναποδογυρίση τα πάντα, +και κράτος και ιδιώτας. — Αυτό, αλήθεια, να συμβαίνη; — Μου +φαίνεται. + + — Δεν πρέπει λοιπόν, όπως ελέγαμεν εξ αρχής, να υποβάλλωμεν +από της πρώτης στιγμής τα παιγνίδια των παιδιών εις την +αυστηροτέραν πειθαρχίαν του νόμου, διότι όταν αυτή χαλαρωθή και +μάθουν επομένως τα παιδιά εις την παρανομίαν, είναι αδύνατον, +όταν μεγαλώσουν, να γίνουν πολίται χρηστοί και νομιμόφρονες; — +Πώς όχι; — Ενώ απεναντίας, όταν αρχίσουν από τα παιγνίδια των +και δεχθούν από τότε την αγάπην του νόμου και της τάξεως εις +την ψυχήν των, διά της μουσικής, θα τους παρακολουθή πλέον εις +όλα τα άλλα αυξανομένη πάντοτε, ούτως ώστε, αν είχεν επέλθη +καμμία κατάπτωσις εις την πόλιν, να είναι εις θέσιν να την +επανορθώση. — Αυτό είναι αλήθεια. — Θα αποκαταστήσωσιν επομένως +πάλιν και μερικάς νομίμους συνηθείας, όσον και αν θεωρούνται +μικρολογήματα, τας οποίας οι προκάτοχοί των άφησαν να +περιέλθουν εις παντελή αχρηστίαν. — Ποίας δηλαδή; — +Παραδείγματος χάριν αυτάς• να σιωπούν οι νεώτεροι εμπρός εις +τους πρεσβυτέρους, να τους προσηκώνωνται, να τους προσφέρουν +την θέσιν των, να τηρούν τον οφειλόμενον προς τους γονείς +σεβασμόν, να προσέχουν πώς θα ενδύωνται, πώς θα υποδένωνται, +πώς θα κόπτουν τα μαλλιά των, και εν γένει όλον τον σχηματισμόν +του σώματός των, και όλα τα τοιαύτα• ή δεν το παραδέχεσαι; — +Μάλιστα. — Εννοείται ότι θα ήτο μωρόν να τα νομοθετήση κανείς +όλα αυτά• διότι ούτε πουθενά γίνονται, ούτε είναι δυνατόν να +επιβληθούν με καμμίαν προφορικήν ή γραπτήν διάταξιν μονίμως. — +Πώς βέβαια; — Καταντά λοιπόν, φίλε μου Αδείμαντε, όλα αυτά να +είναι φυσική συνέπεια και ακολουθία της πρώτης αρχής που θα +λάβη η ανατροφή• διότι πάντοτε το όμοιον δεν σύρει κατόπιν του +το όμοιον; — Αναμφιβόλως. — Και επομένως δυνάμεθα να είπωμεν +ότι εις το τέλος λαμβάνει αυτό ένα τέλειον και ωρισμένον +χαρακτήρα, είτε καλόν είτε το εναντίον. — Και πώς όχι; Δι’ +αυτό λοιπόν και εγώ δεν θα ήθελα ποτέ επιχειρήση να τα καθορίσω +τα τοιαύτα διά νομοθεσίας. — Και έχεις δίκαιον. + + — Αλλά μήπως, δι’ όνομα των θεών, θα τολμήσωμεν επίσης να +γράψωμεν νόμους περί συμβολαίων αγοράς ή πωλήσεως μεταξύ +ιδιωτών, ή, εάν θέλης, περί συμφωνητικών εργομισθίας, ή περί +εξυβρίσεων και οικιών και περί συστάσεως δικαστηρίων δι’ αυτά +και διορισμού δικαστών, ή περί καταρτισμού δασμολογίου και +επιβολής εισαγωγικών ή εξαγωγικών φόρων και γενικώς ειπείν περί +παντός ότι αφορά τα αγορανομικά, αστυνομικά, λιμενικά και όλα +τα τοιαύτα; — Βεβαίως δεν είναι ανάγκη να επιβάλλωμεν τίποτε +από αυτά δι’ ανθρώπους τιμίους• διότι οι ίδιοι θα εύρουν εύκολα +μόνοι των τι πρέπει να νομοθετήσουν διά τα περισσότερα. — Ναι, +φίλε μου, εάν ο θεός δώση να διατηρήσουν ακεραίους τους νόμους +που καθιερώσαμεν έμπροσθεν. — Ειδεμή, δεν θα κάμνουν άλλο εις +όλην των την ζωήν, παρά να ψηφίζουν νέους νόμους και να +διορθώνουν τους παλαιούς, με την ιδέαν ότι θα επιτύχουν επί +τέλους το τέλειον. — Τι άλλο δηλαδή, παρά θα περάσουν την ζωήν +των όπως εκείνοι οι άρρωστοι, οι οποίοι δεν έχουν την δύναμιν +της θελήσεως να παραιτήσουν τον τρόπον εκείνον της ζωής, που +κατέστρεφε την υγιείαν των. — Ακριβώς. — Τουλάχιστον, όσον δι’ +αυτούς, το πράγμα έχει κάτι τι το νόστιμον• ιατρεύονται διαρκώς +χωρίς κανένα αποτέλεσμα, παρά να αυξάνουν και πολλαπλασιάζουν +τα νοσήματά των, ελπίζουν όμως πάντοτε, εάν κανείς τους +υποδείξη νέον φάρμακον, ότι με αυτό πλέον θα επανακτήσουν την +υγιείαν των. — Αυτό πραγματικώς παθαίνουν. — Και το +νοστιμώτερον με αυτούς δεν είναι, που θεωρούν τον μεγαλύτερον +εχθρόν των εκείνον, που θα τολμήση να τους είπη την αλήθειαν; +πως αν δεν κόψουν το κρασί, αν δεν παύσουν την πολυφαγίαν ή τας +καταχρήσεις ή τον καθιστικόν βίον, ούτε τα φάρμακα, ούτε τα +καυτήρια, ούτε αι εγχειρήσεις, ούτε πάλιν τα μαγικά και τα +φυλακτά και τα διαβάσματα και τα τοιαύτα θα τους ωφελήσουν +τίποτε; — Δεν βλέπω να είναι και πολύ νόστιμον, να θυμώνη +κανείς μ' ένα που θέλει το καλό του. — Εσύ, φαίνεται, δεν τους +πολυνοστιμεύεσαι τους τέτοιους. — Όχι, μα τον Δία. + + — Ούτε επομένως, διά να επανέλθωμεν εις το θέμα μας, θα +επιδοκιμάσης, αν κάμνη αυτό το ίδιον ολόκληρος η πόλις• διότι, +πώς σου φαίνεται; δεν κάμνουν το ίδιον και όσαι πόλεις, κακώς +ωργανωμέναι, απαγορεύουσι μεν εις τους πολίτας, επί ποινή +θανάτου, να θίξουν την θεμελιώδη κατάστασιν της πολιτείας• ενώ +αφ' ετέρου εκείνος ο οποίος τους κολακεύει και τους +περιποιείται με τον ερασμιώτερον τρόπον, που γνωρίζει και +προλαμβάνει τας ορέξεις των και έχει την επιτηδειότητα να τας +ικανσποιή, αυτός θεωρείται ο άριστος και ικανώτατος πολιτικός, +και αυτόν θα κρίνουν άξιον δι’ όλας τας τιμάς; — Το ίδιον +πραγματικώς μου φαίνεται πως κάμνουν, και καθόλου δεν το +επιδοκιμάζω. — Και πώς, δεν θαυμάζεις πάλιν το θάρρος και την +ευκολίαν εκείνων που έχουν την θέλησιν και την προθυμίαν να +παρέχουν τας εκδουλεύσεις των εις τοιαύτας πόλεις; — Τους +θαυμάζω βέβαια, εκτός εκείνων τουλάχιστον, οι οποίοι +εξαπατώνται από τους επαίνους των πολλών και φαντάζονται εις το +τέλος ότι είναι πράγματι μεγάλοι πολιτικοί. — Πώς λέγεις; και +δεν τους ευρίσκεις τάχα δικαιολογημένους; ή νομίζεις ότι είναι +εύκολον, ένας άνθρωπος, που δεν γνωρίζει να μετρά, να του +λέγουν οι άλλοι πως είναι υψηλός τέσσαρας πήχεις, και να μη το +πιστεύση και ο ίδιος εις το τέλος; — Όχι βέβαια. — Ώστε μην +αδικής και τους πολιτικούς• διότι είναι αληθινά οι νοστιμώτεροι +απ’ όλους, με τους νόμους εκείνους, που ελέγαμεν, πως σήμερα +τους γράφουν και αύριον τους διορθώνουν, και που νομίζουν ότι +θα εύρουν ποτέ άκρην με τα αδικήματα των ιδιωτικών συναλλαγών +και τα άλλα που ανέφερα πριν, χωρίς να γνωρίζουν ότι κάμνουν +πραγματικώς μια τρύπα εις το νερό (1). — Και αλήθεια, τίποτε +άλλο δεν κάμνουν. — Ώστε είχα δίκαιον λοιπόν εγώ να παραδεχθώ, +ότι εις τοιούτου είδους νόμους και διατάξεις δεν έχει καμμίαν +ανάγκην να κατέλθη ο αληθινός νομοθέτης, εις καμμίαν, είτε +κακώς είτε καλώς ωργανωμένην πολιτείαν• διότι εις την μίαν θα +ήτο το πράγμα ανωφελές και τίποτε παραπάνω δεν θα επρόσθετεν, +εις την άλλην πάλιν, ο πρώτος τυχών θα τα εύρισκεν ευκολώτατα, +ή και αυτομάτως θα απέρρεον από τους προηγουμένους εκείνους +θεσμούς. + + — Ποίος λοιπόν νόμος θα μας υπελείπετο ακόμη; — Κανείς δι’ +ημάς• εις τον Απόλλωνα όμως των Δελφών θα αφήσωμεν την φροντίδα +διά τα μέγιστα, τα κάλλιστα και σπουδαιότατα νομοθετήματα. — Τα +ποία; — Διά την ανέγερσιν των ναών, τας θυσίας, την λατρείαν +των θεών, ημιθέων και ηρώων, την ταφήν των νεκρών, και τας +τιμάς που οφείλομεν εις αυτούς διά να εξευμενίζωμεν τας ψυχάς +των• περί αυτών όλων τίποτε ημείς, οι οικισταί της πόλεως, δεν +γνωρίζομεν, ουδέ θα ακούσωμεν κανένα άλλον, εάν έχωμεν νουν, +ουδέ θα συμβουλευθώμεν άλλον από τον πάτριον ερμηνευτήν• διότι +ο θεός ούτος, ως γνωστόν, είναι ο πάτριος δι’ όλους τους +ανθρώπους ερμηνευτής των τοιούτων και καθήμενος εις το μέσον +της γης, επί του Ομφαλού, χρησμοδοτεί όσα πρέπει. — Καλά λέγεις +κ’ έτσι θα κάμωμεν. + + + — Ιδού λοιπόν τέλος, υιέ του Αρίστωνος, σου είναι πλέον έτοιμη +εις την εντέλειαν η πόλις μας. Τώρα φρόντισε, πού θα εύρης φως +αρκετόν, προσκάλεσε μάλιστα και τον αδελφόν σου και τον +Πολέμαρχον και όλους τους άλλους, διά να ιδούμεν μήπως +ανακαλύψωμεν, πού ευρίσκεται εις αυτήν η δικαιοσύνη και πού η +αδικία, τι διαφέρουν η μία από την άλλην, και ποίαν πρέπει να +εγκολπωθή εκείνος που θέλει να είναι ευτυχής, αδιάφορον εάν του +το αναγνωρίζουν όλοι οι θεοί και οι άνθρωποι. — Τίποτε δεν μας +λέγεις τώρα, απεκρίθη ο Γλαύκων• διότι συ μόνος σου υπεσχέθης +να αναλάβης αυτήν την έρευναν και μας έλεγες πως θα ήτο ασέβεια +εκ μέρους σου να μη βοηθήσης με όλας σου τας δυνάμεις και με +κάθε τρόπον την δικαιοσύνην. + + — Είναι πράγματι αληθινά αυτά που μου υπενθυμίζεις, κ’ έτσι +πρέπει να κάμω, αλλά και σεις χρεωστείτε να με βοηθήσετε. — Δεν +θα λείψωμεν. — Έχω λοιπόν την ιδέαν ότι θα το εύρωμεν κατ' +αυτόν τον τρόπον. Νομίζω ότι, εάν αι βάσεις επί των οποίων +εθεμελιώσαμεν την πόλιν μας είναι ορθαί, και αυτή η πόλις θα +είναι τελείως καλή. — Κατ' ανάγκην. — Δηλαδή, σοφή, ανδρεία, +σώφρων και δικαία. — Μάλιστα. — Ό,τι τώρα από αυτά θα εύρωμεν +εις αυτήν, εκείνο που θα μείνη θα είναι εκείνο που δεν έχομεν +εύρη. — Βεβαίως. — Όπως, αν από τέσσαρα άλλα πράγματα +εζητούσαμεν το ένα εξ αυτών, όταν θα ετύχαινε να το εύρωμεν +αυτό πρώτον, δεν θα είχαμεν ανάγκην να ζητήσωμεν άλλο παρά +πέρα• εάν δε ευρίσκαμεν πρώτα τα τρία τα άλλα, θα +καταλαβαίναμεν απ’ αυτό πως μένει ακριβώς εκείνο που ζητούμεν, +αφού βέβαια δεν μένει κανένα άλλο. — Πολύ σωστά. — Αφού λοιπόν +και αυτά, που είπαμεν διά την πόλιν, είναι τέσσαρα, δεν πρέπει +να εφαρμόσωμεν την ιδίαν μέθοδον. — Πώς όχι; + + — Το πρώτον λοιπόν που νομίζω πως είναι ολοφάνερον εις αυτήν, +είναι η σοφία• και συμβαίνει σχετικώς με αυτήν κάτι τι +περίεργον. — Τι δηλαδή; — Είναι σοφή τωόντι η πόλις, που +περιεγράψαμεν, διά τον λόγον ότι επικρατεί εν αυτή η +ορθοφροσύνη• ή όχι; — Ναι. — Αλλ' αυτό τούτο το πράγμα, η +ορθοφροσύνη, είναι αναμφιβόλως κάποια επιστήμη• διότι όχι +βέβαια η άγνοια, αλλ' η επιστήμη είναι εκείνη που κάμνει τους +ανθρώπους να σκέπτονται ορθώς. — Λογικώτατον. — Αλλά υπάρχουν +εις την πόλιν μας πολλαί και παντοειδείς επιστήμαι. — Πώς όχι; +— Τάχα λοιπόν να οφείλη εις την επιστήμην των ξυλουργών την +προσωνυμίαν αυτήν της σοφίας και ορθοφροσύνης; — Όχι βέβαια, +διότι αυτός ο έπαινος θα ήρμοζε τότε εις την ξυλουργικήν. — +Ώστε, δεν δύναται λοιπόν να ονομασθή η πόλις σοφή διά την +επιστήμην που έχει εις τα αντικείμενα της ξυλουργικής, όταν +λαμβάνη τα μέτρα της πώς να γίνουν αυτά καλύτερα; — Όχι, +εννοείται. — Μήπως ίσως διά την επιστήμην της περί των χαλκίνων +σκευών ή δι’ άλλην καμμίαν τοιαύτην; — Διά καμμίαν. — Ούτε +επομένως όταν πρόκειται περί της παραγωγής των προϊόντων της +γης, διότι αυτό αφορά την γεωργικήν. — Μου φαίνεται. — Αλλά +μήπως ίσως υπάρχει εις την πόλιν που ιδρύσαμεν προ μικρού, +καμμία επιστήμη ανήκουσα εις ωρισμένους πολίτας, και της οποίας +έργον είναι να σκέπτεται όχι δι’ έν αντικείμενον της πόλεως, +αλλά δι’ ολόκληρον αυτήν την ιδίαν και να κανονίζη τας σχέσεις +της και τας εσωτερικάς και τας εξωτερικάς; — Υπάρχει πράγματι. +— Ποία είναι αυτή η επιστήμη και τίνων κτήμα; — Εκείνη η οποία +έργον έχει την φρούρησιν της πόλεως, και είναι κτήμα των +αρχόντων, που ωνομάσαμεν αληθινούς φρουρούς. — Και δι’ αυτήν +την επιστήμην, ποίαν προσωνυμίαν θα δώσης εις την πόλιν; — Θα +την ονομάσω ορθοφρονούσαν και τωόντι σοφήν. — Και δεν μου +λέγεις• νομίζεις ότι σιδηρουργούς θα έχωμεν περισσοτέρους εις +την πόλιν μας, ή από αυτούς τους αληθινούς φρουρούς; — Πολύ +περισσοτέρους σιδηρουργούς. — Και από όλους τους άλλους, όσοι +λαμβάνουν τα διάφορά τους ονόματα από την τέχνην που εξασκούν, +αυτοί θα είναι οι πλέον ολιγώτεροι; — Μαλιστα. — Κατά συνέπειαν +μία πόλις ωργανωμένη φυσικώς θα οφείλη την σοφίαν της εις την +επιστήμην, η οποία ενυπάρχει εις την μικροτέραν τάξιν και εις +το μικρότερον μέρος αυτής, δηλαδή εις τον άρχοντα και τον +προϊστάμενον• και φαίνεται ότι η φύσις παράγει εις ελάχιστον +αριθμόν αυτήν την τάξιν των ανθρώπων, ήτις έχει αποκλειστικόν +της προνόμιον την επιστήμην αυτήν, που μόνη από όλας τας +επιστήμας πρέπει να ονομάζεται, σοφία. — Αυτό είναι +αληθέστατον. — Ιδού λοιπόν που ευρήκαμεν, και εγώ δεν ηξεύρω +πώς, το ένα απ’ αυτά τα τέσσαρα, καθώς και το μέρος της πόλεως +εις το οποίον υπάρχει. — Και νομίζω ότι αρκετά καλά έχει +ευρεθή, + + — Αλλά επίσης και την ανδρείαν τώρα, και το μέρος της πόλεως +εις το οποίον εδράζει, ένεκα του οποίου πρέπει να ονομασθή η +πόλις τοιαύτη, δεν είναι πολύ δύσκολον να εύρωμεν. — Πώς +λοιπόν; — Εις τι άλλο δύναταί τις να αποβλέψη, διά να ονομάση +την πόλιν δειλήν ή ανδρείαν, παρά εις την τάξιν εκείνην την +αποτελουμένην από τους στρατιώτας και τους υπερασπιστάς της; — +Εις κανένα άλλο βέβαια. — Διότι, υποθέτω, αν οι άλλοι πολίται +ήσαν δειλοί ή ανδρείοι, δεν θα εξηρτάτο από αυτό να είναι +τοιαύτη ή τοιαύτη και η πόλις. — Όχι πράγματι. — Ώστε και +ανδρεία είναι η πόλις χάρις εις μίαν ωρισμένην τάξιν των +πολιτών της, εις την οποίαν ενυπάρχει τοιαύτη δύναμις που να +ημπορή να διαφυλάττη διά παντός, ως προς τα φοβερά πράγματα, +την ιδέαν που παρήγγειλε να έχωμεν δι’ αυτά ο νομοθέτης• ή δεν +ονομάζεις αυτό ανδρείαν; — «Δεν ενόησα ακριβώς πώς το είπες• +επανάλαβέ το πάλιν. — Λέγω ότι η ανδρεία είναι ένα είδος +διαφυλάξεως. — Τίνος πράγματος; — Διαφύλαξις της ιδέας, την +οποίαν ελάβαμεν διά τον νόμων της ανατροφής, περί των φοβερών +πραγμάτων, ποία δηλαδή και τι είδους είναι αυτά• και έλεγα διά +παντός, το να διαφυλάττη κανείς αυτήν και να μη την αποβάλλη +ποτέ, είτε ευρίσκεται υπό το κράτος της λύπης ή της χαράς, ή +των επιθυμιών, ή του φόβου• θα σου το εξηγήσω δε αυτό με μίαν +παρομοίωσιν, εάν θέλης. — Πώς δεν θέλω; — Γνωρίζεις λοιπόν ότι +οι βαφείς, όταν θέλουν να βάψουν κόκκινα τα μαλλιά, πρώτον +διαλέγουν από τα διάφορα είδη αυτών τα λευκά, τα υποβάλλουν +έπειτα με πολλήν προσοχήν εις μακράν προεξεργασίαν, διά να +ημπορούν να κρατήσουν το χρώμα, και τέλος τα βάφουν• όσα λοιπόν +βαφούν κατ' αυτόν τον τρόπον το στερεώνουν και δεν χύνουν ποτέ +το χρώμα των, όσον και αν τα πλύνης ή τα σαπουνίσης• ενώ +απεναντίας άλλα μαλλιά εκτός από τα λευκά, ή και αυτά τα ίδια +χωρίς να υποβληθούν εις την προετοιμασίαν εκείνην, γνωρίζεις δα +πως γίνονται; — Ναι, ξεύρω, χύνουν το χρώμα των και καταντούν +μια αηδία. — Το ίδιον λοιπόν να φαντασθής ότι εκάμναμεν το κατά +δύναμιν και ημείς, όταν εξελέγαμεν τους στρατιώτας και τους +ανετρέφαμεν με την μουσικήν και την γυμναστικήν• μη νομίσης ότι +ήτο άλλη η πρόθεσίς μας, παρά να τους κάμωμεν να δεχθούν τους +νόμους όσον το δυνατόν καλύτερα, όπως τα έρια την βαφήν, διά να +γίνη στερεά και μόνιμος η ιδέα των περί των φοβερών και περί +των άλλων μέσα εις την ψυχήν των, εις τρόπον ώστε να μην ημπορή +να εκπλύνουν την βαφήν αυτά τα σαπουνίσματα, ούτε η ηδονή, η +οποία ημπορεί να το κάμη ασφαλέστερον από κάθε σαπουνόχωμα και +θολόσταχτη ούτε η λύπη, ούτε ο φόβος και ούτε καμμία επιθυμία• +αυτήν λοιπόν την δύναμιν και την παντοτινήν διατήρησιν της +ορθής και νομίμου ιδέας περί των φοβερών και μη πραγμάτων, +θεωρώ εγώ και ονομάζω ανδρείαν, εκτός εάν έχης συ καμμίαν +αντίρρησιν. — Απολύτως καμμίαν• διότι νομίζω ότι κάθε άλλο παρά +το όνομα της ανδρείας θα έδιδες εις αυτήν ταύτην την ιδέαν, +ούτε θα την ενόμιζες πολύ νόμιμον, εάν δεν ήτο προϊόν της +ανατροφής και της εκπαιδεύσεως, αλλά όπως είναι έξαφνα των ζώων +ή των δούλων. — Έχεις δίκαιον. — Παραδέχομαι λοιπόν και εγώ τον +ορισμόν σου της ανδρείας. — Παραδέξου ακόμη ότι είναι και +πολιτική αρετή, και τότε θα είναι σωστότερος ο ορισμός• περί +αυτού όμως ημπορούμεν να συζητήσωμεν καλύτερα και άλλοτε, εάν +θέλης• διότι τώρα δεν επρόκειτο περί αυτού του ζητήματος, αλλά +περί της δικαιοσύνης• ώστε, νομίζω ότι ημπορούμεν να θεωρήσωμεν +αρκετήν την συζήτησιν. — Καλά λέγεις. + + — Μας υπολείπονται λοιπόν δύο πράγματα που πρέπει ακόμη να +αναζητήσωμεν εις την πόλιν, η σωφροσύνη και η δικαιοσύνη, δια +την οποίαν ακριβώς και κάμνομεν όλην αυτήν την έρευναν. — Πολύ +καλά. — Πώς θα ημπορούσαμεν άραγε να ευρούμεν την δικαιοσύνην +κατ' ευθείαν, διά να μη καθήμεθα τώρα να ζητούμεν την +σωφροσύνην; — Εγώ τουλάχιστον δεν γνωρίζω, αλλ' ούτε και θα +ήθελα να ευρεθή αυτό πρώτον, αφού δεν θα μας εχρειάζετο πλέον +κατόπιν να εξετάσωμεν την σωφροσύνην• αλλ' αν θέλης να μ' +ευχαριστήσης, άρχισε πρώτα από αυτήν. — Θα είχα άδικον να μη +θελήσω. — Άρχισε λοιπόν την εξέτασιν. — Αρχίζω• και όσον ημπορώ +να το κρίνω από τώρα, η αρετή αυτή ομοιάζει με κάποιαν αρμονίαν +και συμφωνίαν περισσότερον από τας προηγουμένας εκείνας, που +εξετάσαμεν. + + — Πώς; — Η σωφροσύνη είναι μία ευκοσμία, ένας χαλινός, καθώς +λέγουν, των ηδονών και των επιθυμιών, το να είναι κανείς, δεν +ηξεύρω πώς, κύριος του εαυτού του, και άλλα τοιαύτα, που +φαίνονται ως ίχνη μάλλον αυτής της αρετής• δεν είναι έτσι; — +Βεβαιότατα. — Αυτή η έκφρασις, κύριος εαυτού, δεν φαίνεται +γελοία; διότι ο κύριος του εαυτού του θα ήτο και δούλος του +εαυτού του και επομένως κύριος και δούλος συγχρόνως, αφού +πρόκειται περί του αυτού προσώπου. — Χωρίς αμφιβολίαν. — Αλλά +κατά την ιδέαν μου η έκφρασις αύτη θέλει να σημάνη ότι υπάρχουν +εις την ψυχήν του ανθρώπου δύο, ούτως ειπείν, μέρη, το +καλύτερον και το χειρότερον• και όταν μεν υπερισχύη το πρώτον, +τότε ο άνθρωπος είναι κύριος του εαυτού του, και τούτο λέγεται +προς έπαινόν του• όταν όμως, ή από κακήν ανατροφήν ή από κακήν +συνήθειαν, περισσεύση το χειρότερον και υπερισχύση, τότε +λέγομεν, προς κατηγορίαν αυτού του ανθρώπου, ότι είναι +ακόλαστος και δούλος του εαυτού του. — Και πράγματι έτσι είναι. + + — Τώρα παρατήρησε την νέαν μας πόλιν και θα εύρης, ότι υπάρχει +εις αυτήν το πρώτον διότι θα την ονομάσης, δικαίω τω λόγω, +κυρίαν εαυτής, αφού, παντού όπου υπερισχύει το καλύτερον από το +χειρότερον, οφείλομεν να δώσωμεν το όνομα αυτό. — Παρατηρώ +πράγματι και έχεις δίκαιον. — Αλλά τας πολλάς και παντοειδείς +επιθυμίας και ηδονάς και λύπας συναντώμεν προ πάντων μεταξύ των +παιδίων, των γυναικών, των δούλων, ακόμη δε και μεταξύ των +λεγομένων ελευθέρων εις τον κατώτερον και πολυαριθμότερον +όχλον. — Πραγματικώς. — Ενώ τας απλάς και μετρημένας επιθυμίας, +αι οποίαι στηρίζονται επί της ορθής κρίσεως και κυβερνώνται υπό +του λογικού, θα τας εύρης εις πολύ ολίγους• εις εκείνους +ακριβώς που είναι και εκ φύσεως άριστοι και την αρίστην +ανατροφήν έλαβον. — Πολύ σωστά. — Δεν βλέπεις όμως ότι και +τούτο συμβαίνει εις την πόλιν μας; ότι δηλαδή αι επιθυμίαι των +πολλών, των χειροτέρων, υποτάσσονται εις τας επιθυμίας και +κυβερνώνται υπό της φρονήσεως των ολίγων και καλυτέρων; — Το +βλέπω. + + — Ώστε αν ημπορούμεν να είπωμεν διά μίαν πόλιν ότι είναι κυρία +εαυτής και των ηδονών και των επιθυμιών της, διά την ιδικήν μας +προ πάντων θα το είπωμεν. — Αναμφιβόλως. — Και αν ακόμη υπάρχη +μία πόλις εις την οποίαν όλοι, άρχοντες και αρχόμενοι, είναι +σύμφωνοι, περί του ποίοι πρέπει να έχουν την διοίκησιν των +κοινών, αυτή βέβαια θα είναι η ιδική μας• ή δεν το παραδέχεσαι; +— Χωρίς καμμίαν μάλιστα αντίρρησην. — Και εν τοιαύτη +περιπτώσει, εις ποίους νομίζεις ότι θα ευρίσκετο η σωφροσύνη, +εις τους άρχοντας ή εις τους αρχομένους: — Μα, και εις τους +δύο, υποθέτω. — Βλέπεις λοιπόν ότι δεν το είχαμεν άδικα +προμαντεύση, όταν ελέγαμεν ότι η σωφροσύνη ομοιάζει με κάποιαν +αρμονίαν. — Πώς τάχα: — Επειδή δεν συμβαίνει τι ίδιον όπως με +την ανδρείαν και με την σοφίαν, αι οποίαι, καθώς ελέγαμεν, +υπάρχουν εις ένα μόνον μέρος της πόλεως και την κάμνουν +ανδρείαν ή σοφήν• αλλά η σωφροσύνη επεκτείνεται εις ολόκληρον +την πόλιν και παράγει μίαν πληρεστάτην συμφωνίαν μεταξύ των +πολιτών και της ανωτάτης και της κατωτάτης και της μεσαίας +τάξεως, είτε ως προς την φρόνησιν, είτε ως προς την δύναμιν, +είτε ως προς τον αριθμόν, είτε ως προς τον πλούτον, είτε εις +ό,τι άλλο τοιούτον θέλεις• ώστε δικαίως θα ημπορούσαμεν να +ονομάσωμεν σωφροσύνην αυτήν την ομόνοιαν, αυτήν την φυσικήν +συμφωνίαν μεταξύ του χειροτέρου και του καλυτέρου μέρους, είτε +πόλεως είτε και ενός ατόμου, περί του ποίου εξ αυτών πρέπει να +έχη την διοίκησιν. — Είμαι πληρέστατα της γνώμης σου. + + — Πολύ καλά• ώστε ευρήκαμεν ως τώρα, καθώς φαίνεται, τα τρία +από τα τέσσαρα που εζητούσαμεν εις την πόλιν• τι είναι λοιπόν +που μας μένει ακόμη διά να συμπληρωθή η αρετή της; δεν είναι η +δικαιοσύνη; — Φανερόν. — Λοιπόν τώρα, Γλαύκων, πρέπει καθώς +κυνηγοί να σταθούμεν ολόγυρα από τον θάμνον και να προσέχωμεν +μήπως μας διαφύγη από κάπου η δικαιοσύνη, και εξαφανισθή εμπρός +από τα μάτια μας• διότι εδώ κάπου βέβαια θα είναι κρυμμένη• +κύτταξε λοιπόν και βάλε όλην σου την προσοχήν, μήπως την ιδής +εσύ πρώτος, και με ειδοποιήσης και εμένα. — Μακάρι να +ημπορούσα• θα ήτανε και πολύ για μένα, εάν με πάρης από πίσω +σου και ημπορώ να βλέπω όσα θα μου έδειχτες. — Κάμε λοιπόν το +σταυρό σου και έλα. — Έτσι θα κάμω, μόνον προχώρει εσύ. — Ναι, +μα μου φαίνεται άσχημος ο τόπος και πολύ σκεπός• δύσκολα θα +βλέπωμεν να ψάξωμεν• ας προχωρήσωμεν όμως. — Εμπρός λοιπόν. + +Και αφού εκύτταξα δεξιά αριστερά, — Α, α, Γλαύκων, μου φαίνεται +πως ευρήκαμεν κάποιο ίχνος, και πιστεύω πως δεν θα μας διαφύγη. +— Δόξα σοι ο θεός! — Μα ξέρεις τι ανοησία εκάναμε τόση ώρα; — +Τι; — Ώρες τώρα απ’ αρχής ήτανε εμπρός στα πόδια μας, και δεν +το εβλέπαμεν, οι γελοίοι• όπως εκείνοι που κρατούν κάτι εις το +χέρι των και το ζητούν αλλού, έτσι και μεις δεν το εβλέπαμεν +εμπρός μας, αλλά το εζητούσαμεν μακρυά, και δι’ αυτό ίσως και +μας διέφευγε. — Τι λέγεις; — Νά, ωμιλούσαμεν τόσον καιρόν και +ακούαμεν διά την δικαιοσύνην, χωρίς να καταλαβαίνωμεν ότι +επρόκειτο τρόπον τινά δι’ αυτήν. — Είναι πολύ μακρόν το +προοίμιόν σου δι’ ένα που διαφλέγεται από την επιθυμίαν να +ακούση. + + — Αλλ' άκουσε να ιδής, αν έχω δίκαιον• εκείνο το οποίον εξ +αρχής ωρίσαμεν ως απαραίτητον καθήκον πάντων, ότε εθεμελιώναμεν +την πόλιν μας, ήτο ακριβώς η δικαιοσύνη, ή τουλάχιστον κάτι τι +αυτού του είδους• ωρίσαμεν δηλαδή και πολλάκις το επανελάβαμεν, +εάν ενθυμήσαι, ότι έκαστος πολίτης οφείλει να εξασκή ένα μόνον +επιτήδευμα, και εκείνο ακριβώς διά το οποίον τον προώρισεν η +φύσις του. — Πράγματι το ελέγαμεν. — Αλλά προσέτι το να +ασχολήται έκαστος εις τα εαυτού και να μην αναμιγνύεται εις +άλλα πράγματα, και από άλλους πολλούς έχομεν ακούση και οι +ίδιοι πολλάκις το είπαμεν, ότι αυτό ακριβώς αποτελεί την +δικαιοσύνην. — Το είπαμεν πράγματι. — Αυτό λοιπόν, φίλε μου, +καταντά τρόπον τινά να είναι δικαιοσύνη, το να κάμνη έκαστος +εκείνο που έχει να κάμνη• και γνωρίζεις πόθεν το εξάγω; — Όχι, +αλλά λέγε να ακούσω. — Μου φαίνεται ότι μετά την σωφροσύνην, +την ανδρείαν και την φρόνησιν, μας υπολείπεται να εξετάσωμεν +εκείνο ακριβώς, το οποίον κατέστησε δυνατήν και την ύπαρξιν των +τριών πρώτων και το οποίον χρησιμεύει ακόμη να τα διατηρή, αφού +μίαν φοράν εγεννήθησαν, εφόσον τουλάχιστον υφίσταται και το +ίδιον• είπαμεν δε ότι εκείνο που θα υπολειφθή, αφού θα +ευρίσκαμεν τα άλλα τρία, θα ήτο η δικαιοσύνη. — Κατ' ανάγκην +βέβαια. + + — Αλλ' όμως, θα ήτο πολύ δύσκολον εάν επρόκειτο να αποφανθώμεν +οριστικώς, τι είναι εκείνο το οποίον προ πάντων θα καταστήση +τελείαν την πόλιν μας, εάν δηλαδή είναι η μεταξύ των αρχόντων +και αρχομένων πλήρης ομοφωνία, ή εάν είναι η διατήρησις μεταξύ +των στρατιωτών της νομίμου ιδέας περί των φοβερών ή μη +πραγμάτων, ή εάν είναι η φρόνησις και η επαγρύπνησις των +αρχόντων, η εάν τέλος η αρετή εκείνη διά της οποίας πάντες, +παιδία και γυναίκες, δούλοι, ελεύθεροι, τεχνίται, άρχοντες και +αρχόμενοι, θα περιωρίζοντο έκαστος εις το έργον του χωρίς να +αναμιγνύεται εις τα άλλα. — Πολύ δύσκολον πραγματικώς. — Ώστε, +καθώς φαίνεται, αυτή η αρετή, του να περιορίζεται έκαστος εις +το έργον του, συμβάλλεται προς την τελειότητα της πόλεως όχι +ολιγώτερον από την σοφίαν, την σωφροσύνην και την ανδρείαν. — +Βεβαιότατα. — Την αρετήν λοιπόν αυτήν, η οποία είναι η +δικαιοσύνη, την θεωρείς εφάμιλλον με τας άλλας διά την +τελειότητα της πόλεως; — Κατά πάντα λόγον. + + — Ας εξετάσωμεν τώρα το πράγμα κατ' αυτόν τον τρόπον, εάν το +εγκρίνης• την λύσιν των μεταξύ των ιδιωτών διαφορών δεν θα την +αναθέσης βέβαια εις τους άρχοντας; — Αλλά εις ποίους άλλους; — +Και άλλο τίποτε περισσότερον θα επιζητούν ούτοι δικάζοντες, +παρά να μη σφετερίζεται κανείς τα πράγματα του άλλου ή να μη +στερήται τα ιδικά του; — Αυτό και τίποτε άλλο. — Διότι αυτό +είναι το δίκαιον. — Ναι. — Ώστε και αυτό ακόμη είναι μία +απόδειξις ότι η δικαιοσύνη συνίσταται εις το να έχη έκαστος και +να εξασκή εκείνο που του ανήκει αποκλειστικώς. — Έτσι είναι. + + — Τώρα πρόσεξε, εάν συμφωνής και συ μαζί μου• εάν ένας +ξυλουργός επιχειρήση να κάμη την εργασίαν του υποδηματοποιού, ή +ο υποδηματοποιός του ξυλουργού, εάν κάμουν ανταλλαγήν των +εργαλείων των και της πληρωμής που λαμβάνει ο καθείς, ή και εάν +ο αυτός άνθρωπος επιχειρήση και τας δύο μαζί εργασίας και συμβή +αυτή η μεταβολή και εις όλα τα άλλα επαγγέλματα, νομίζεις ότι +το τοιούτον θα επροξένει καμμίαν μεγάλην βλάβην εις την πόλιν; +— Όχι και πολύ μεγάλην. — Όταν όμως ένας προωρισμένος εκ φύσεως +να είναι τεχνίτης ή χρηματιστής, έπειτα επαιρόμενος διά τα +πλούτη του ή το κόμμα του, ή την δύναμίν του ή δι’ άλλο +τοιούτον επιχειρήση να εισέλθη εις το είδος του πολεμιστού, ή +πάλιν κανείς πολεμιστής εις το είδος του βουλευτού και του +άρχοντος χωρίς να είναι άξιος, και ανταλλάξουν και αυτοί μεταξύ +των τα εργαλεία και τας απολαβάς του επαγγέλματός των, ή όταν +ένας και ο αυτός επιχειρήση να κάμνη όλα αυτά συγχρόνως, τότε +νομίζω να ομολογήσης και συ, ότι αύτη η μεταβολή και η γενική +σύγχυσις θα επιφέρη την καταστροφήν της πολιτείας. — Εξάπαντος. +— Ώστε η σύγχυσις και η ανάμιξις των έργων των τριών αυτών +τάξεων, που υπάρχουν εις την πόλιν, θα ήτο η μεγαλυτέρα δι’ +αυτήν ζημία και ορθότατα θα ημπορούσε να ονομασθή το +μεγαλύτερον κακούργημα. — Και δικαίως. — Αυτό λοιπόν το +μεγαλύτερον κακούργημα που ημπορεί να κάμη κανείς προς την +πόλιν του, δεν θα το ονομάσης αδικίαν; — Και πώς αλλέως βέβαια; +— Αυτό λοιπόν είναι η αδικία. — Μάλιστα. + + — Και τώρα ημπορούμεν να είπωμεν αντιστρόφως• όταν εκάστη των +τριών τάξεων της πολιτείας, οι εργατικοί, οι πολεμισταί και οι +άρχοντες, περιορίζωνται αποκλειστικώς εις τα έργα των και +τίποτε άλλο δεν κάμνουν, αυτό βεβαίως θα ήτο η δικαιοσύνη και +αυτό θα έκαμνε την πόλιν δικαίαν. — Έτσι μου φαίνεται κ’ εμένα +και δεν θα ημπορούσε να είναι αλλέως. — Ας μη το πάρωμεν ακόμη +ως πολύ βέβαιον και αναμφισβήτητον το πράγμα, αλλ' αν +αποδείξωμεν αναντιρρήτως ότι εφαρμοζόμενον και επί ενός εκάστου +ατόμου είναι δικαιοσύνη και εκεί, τότε πλέον το παραδεχόμεθα• +διότι τι άλλο περισσότερον θα ζητήσωμεν; εν εναντία όμως +περιπτώσει, θα στρέψωμεν αλλού τας έρευνάς μας. Προς το παρόν +λοιπόν ας εξακολουθήσωμεν τον συλλογισμόν, που εδέχθημεν, ότι +δηλαδή εάν εδοκιμάζαμεν να εύρωμεν την δικαιοσύνην πρώτα εις +κανένα από τα μεγαλύτερα εκείνα που την έχουν, θα ήτο εύκολον +να ίδωμεν ποία είναι η φύσις της και επί ενός μόνον ανθρώπου• +και ως τοιούτον μεγαλύτερον εθεωρήσαμεν την πόλιν, και +τοιουτοτρόπως ιδρύσαμεν μίαν με όλην την δυνατήν τελειότητα, με +την πεποίθησιν ότι θα ευρίσκετο η δικαιοσύνη μέσα εις μίαν +τόσον τελείαν πόλιν• εκείνο λοιπόν που ευρήκαμεν εκεί, ας το +μεταφέρωμεν και εις τον ένα άνθρωπον• και αν η εφαρμογή είναι +τελεία, το πράγμα θα έχη καλώς• εάν όμως ευρεθή τίποτε άλλο εις +τον ένα, τότε πάλιν επανερχόμεθα εις την πόλιν και αρχίζομεν +νέαν δοκιμήν, επαναλαμβάνοντες την σύγκρισιν μεταξύ των και +τρίβοντες ούτως ειπείν το ένα με το άλλο, έως ότου κάμωμεν να +εκλάμψη η δικαιοσύνη, καθώς ο σπινθήρ εκ του χάλικος, και +τοιουτοτρόπως λάβωμεν πλήρη βεβαιότητα περί της υπάρξεώς της. — +Αυτός αλήθεια είναι ο ίσος δρόμος κ’ έτσι να κάμωμεν. — Λοιπόν, +όταν λέγωμεν διά δύο πράγματα, το ένα μεγαλύτερον και το άλλο +μικρότερον, ότι είναι τα ίδια, είναι τάχα όμοια ως προς εκείνο +που είναι ίδια η ανόμοια; — Όμοια βέβαια. — Ώστε λοιπόν και ο +δίκαιος άνθρωπος, ως προς αυτήν την ιδιότητα της δικαιοσύνης, +δεν θα έχη καμμίαν διαφοράν από την δικαίαν πόλιν, αλλά θα +είναι όμοιος. — Όμοιος, μάλιστα. — Αλλά μία πόλις εδέχθημεν ότι +είναι δικαία, όταν εκάστη εκ των τριών τάξεων, που την +αποτελούν, περιορίζεται εις τα έργα, που της ανήκουν εκ φύσεως• +όπως πάλιν είπαμεν ότι είναι σώφρων, ανδρεία και σοφή, από +άλλας μερικάς ιδιότητας και συνηθείας, που έχουν αι τρεις αύται +τάξεις. — Είναι αληθές. — Ώστε το ίδιον πρέπει να απαιτήσωμεν +και διά τον ένα άνθρωπον, να έχη δηλαδή εις την ψυχήν του τρία +μέρη ανταποκρινόμενα προς τας τρεις εκείνας τάξεις της πόλεως +και έκαστον μέρος να έχη τας αναλόγους ιδιότητας, διά να +αποδώσωμεν δικαίως και εις αυτά τα ίδια ονόματα, που εδώσαμεν +και εις εκείνας τας τάξεις. — Κατ' ανάγκην. + + — Ιδού πάλιν, φίλε μου, που επέσαμεν εις ένα πολύ οχληρόν +ζήτημα σχετικώς με την ψυχήν, αν έχη ή όχι αυτά τα τρία μέρη. — +Ημπορεί και να μην είναι τόσον όσον το φανταζόμεθα• διότι ίσως +να είναι αληθινή η παροιμία που λέγει, ότι όλα τα καλά είναι +δύσκολα. — Έτσι φαίνεται• γνώριζέ το όμως καλά, Γλαύκων, ότι +κατά την ιδέαν μου με αυτάς τας μεθόδους, που μεταχειριζόμεθα +τώρα εις την συζήτησίν μας, υπάρχει φόβος μήπως δεν το +ανακαλύψωμεν ποτέ ακριβώς• η οδός, η οποία θα μας έφερεν εις το +τέρμα, είναι άλλη, πολύ περισσότερον μακρά και πολύπλοκος• ίσως +όμως και να αξίζη η μέχρι τούδε μέθοδος, σχετικώς με όσα ως +τώρα είπαμεν και συνεζητήσαμεν. — Και δεν είναι αρκετόν; εμένα +τουλάχιστον μου φαίνεται ότι και με αυτό ημπορούμεν να είμεθα +ευχαριστημένοι. — Τότε λοιπόν πολύ περισσότερον και εμένα. — +Μην αποκάμνης λοιπόν, αλλ' άρχιζε την εξέτασιν. + + — Δεν είναι λοιπόν ανάγκη απόλυτος να παραδεχθώμεν ότι εις +έκαστον εξ ημών υπάρχουν αι αυταί ιδιότητες και οι αυτοί +χαρακτήρες, που ευρίσκονται και εις την πόλιν; διότι βέβαια δεν +είναι δυνατόν να ήλθαν από αλλού και εις αυτήν• και θα ήτο, μα +την αλήθειαν, γελοίον να εφαντάζετο κανείς ότι το θυμοειδές +έξαφνα του χαρακτήρος, που αποδίδουν εις μερικά έθνη, όπως τους +Θράκας και τους Σκύθας και εν γένει τους βορείους λαούς, ή το +φιλομαθές, το οποίον θα ηδύνατό τις δικαίως να αποδώση εις το +ημέτερον προ πάντων έθνος, ή το φιλοχρήματον εκείνο, το οποίον +χαρακτηρίζει κυρίως τους Φοίνικας και τους Αιγυπτίους, δεν +έχουν την αρχήν των από τους ιδιώτας διά να αποδίδωνται και εις +τα έθνη. — Βεβαιότατα. — Ώστε έτσι είναι το πράγμα και δεν +παρουσιάζει αυτό τουλάχιστον καμμίαν δυσκολίαν να το εννοήση +κανείς. — Καμμίαν πράγματι. + + — Απ’ εδώ όμως αρχίζει η δυσκολία, εάν έχωμεν δηλαδή μίαν και +την αυτήν δύναμιν της ψυχής δι’ όλας αυτής τας ενεργείας, ή δι’ +έκαστον των τριών ειδών από μίαν ιδιαιτέραν; άλλη είναι η +δύναμις διά της οποίας μανθάνομεν, άλλη πάλιν η δύναμις εν ημίν +διά της οποίας θυμώνομεν, και άλλη εκείνη η οποία παράγει την +επιθυμίαν της τροφής, τας γεννετησίους ορμάς και όλα τα +τοιαύτα, ή με ολόκληρον την ψυχήν πράττομεν το καθέν' από αυτά, +όταν τα πράττωμεν; αυτά είναι δύσκολον να καθορίσωμεν με την +απαιτουμένην ακρίβειαν. — Το βλέπω και εγώ. + + — Ιδού λοιπόν πώς λέγω να δοκιμάσωμεν να εύρωμεν, εάν είναι αι +ίδιαι προς αλλήλας αι τρείς αυταί δυνάμεις, ή διαφορετική +καθεμία. — Πώς; — Είναι φανερόν ότι το ίδιον πρόσωπον δεν είναι +ποτέ δυνατόν κατά τον αυτόν χρόνον και εν σχέσει προς το αυτό +αντικείμενον να ενεργή ή να πάσχη τα εναντία• ώστε εάν εύρωμεν +να συμβαίνη αυτό πουθενά, θα συμπεράνωμεν ότι δεν ήτο έν και το +αυτό, αλλά περισσότερα. — Έστω. — Πρόσεξε λοιπόν τι λέγω. — +Λέγε. — Το αυτό πράγμα, θεωρούμενον υπό την αυτήν έποψιν, +ημπορεί να στέκεται συγχρόνως και να κινήται; — Καθόλου. — Ας +το καθορίσωμεν ακριβέστερον, μήπως γεννηθή παρά πέρα καμμία +αμφισβήτησις• εάν κανείς μας έλεγε δι’ ένα άνθρωπον, ο οποίος +στέκεται, κινεί δε τας χείρας του και την κεφαλήν του, ότι +αυτός ο άνθρωπος κινείται συγχρόνως και στέκεται, θα του +παρατηρήσωμεν, νομίζω, ότι δεν είναι σωστόν όπως το λέγει, αλλ' +ότι ένα μέρος αυτού κινείται και άλλο στέκεται• δεν είναι έτσι; +— Μάλιστα. — Και εάν ακόμη ο ίδιος, διά να κάμη επίδειξιν +πνεύματος και ευφυίας, υπεστήριζεν ότι η σβούρα κινείται +ολόκληρη συγχρόνως και στέκεται, όταν περιστρέφεται με ακίνητον +το κέντρον επί του αυτού σημείου, ή και κανένα από τα άλλα που +στρέφονται περί τον άξονά των χωρίς να αλλάζουν θέσιν, δεν θα +το παραδεχθώμεν βέβαια, διότι αυτά δεν μένουν ακίνητα ούτε +περιστρέφονται κατά ίδια αυτών μέρη• αλλά θα είπωμεν ότι πρέπει +να διακρίνωμεν δύο μέρη, τον ευθύν άξονα και την κυκλικήν +περιφέρειαν, και ως προς μεν τον άξονα στέκονται πράγματι +ακίνητα, διότι δεν γέρνει ούτε από το ένα ούτε από το άλλο +μέρος, ενώ ως προς την περιφέρειαν στρέφονται κυκλοτερώς• όταν +δε η ευθεία γραμμή του άξονος κλίνη είτε δεξιά είτε αριστερά +είτε προς τα εμπρός είτε προς τα οπίσω, ενώ συγχρόνως +εξακολουθούν να στρέφωνται, τότε είναι απολύτως αδύνατον να +είπωμεν ότι στέκονται διόλου. — Και πολύ σωστά. + + — Ώστε ό,τι και να μας ειπούν από αυτά, δεν θα μας τρομάξη, +ούτε θα μας πείση περισσότερον, ότι είναι ποτέ δυνατόν το ίδιον +πράγμα, θεωρούμενον υπό την αυτήν έποψιν και κατά τον ίδιον +χρόνον, να κάμνη ή να πάσχη τα εναντία. — Ποτέ τουλάχιστον δεν +θα με πείση εμένα. — Αλλ' όμως, διά να μη χρονοτριβώμεν +αναφέροντες και ανασκευάζοντες όλας αυτάς τας αντιρρήσεις, ας +λάβωμεν άπαξ διά παντός ως ορθήν την υπόθεσίν μας και ας +προχωρήσωμεν, αφού μόνον κάμωμεν αυτήν την επιφύλαξιν, ότι εάν +αίφνης κάπου ευρεθή εσφαλμένη, όλα τα συμπεράσματα τα οποία +ηθέλομεν εν τω μεταξύ εξαγάγη από αυτήν την υπόθεσιν, να +θεωρούνται επίσης άκυρα. — Αυτό είναι το καλύτερον που θα +έχωμεν να κάμωμεν. + + — Λέγε μου τώρα λοιπόν το να κάμνη κανείς σημείον ότι θέλει +κάτι τι, ή να κάμνη σημείον ότι δεν θέλει, το να επιθυμή να +λάβη ένα πράγμα, ή να το αποστρέφεται, το να το δέχεται ή να το +αποκρούη, είναι πράξεις αυταί ή πάθη (διότι ως προς τούτο δεν +διαφέρει τίποτε) τας οποίας θεωρείς εναντίας, ή όχι; — Αλλά +βέβαια, εναντίας. — Και λοιπόν, την δίψαν και την πείναν και εν +γένει τας επιθυμίας, και πάλιν την θέλησιν και την βούλησιν, +όλα αυτά δεν θα τα κατατάξης εις εκείνο το είδος των πραγμάτων +που είπαμεν τώρα; παραδείγματος χάριν, δεν θα είπης ότι η ψυχή +ενός ανθρώπου, που επιθυμεί κάτι, φέρεται προς εκείνο το οποίον +επιθυμεί, ή ότι επιδιώκει εκείνο το οποίον θέλει να αποκτήση, ή +πάλιν, όταν θέλη να της δοθή κάτι, δεικνύει διά σημείου ότι το +θέλει, ως να την ηρώτα κανείς, και εξωτερικεύει, ούτως ειπείν, +τον πόθον να εκπληρωθή η επιθυμία της; — Μάλιστα. — Τι δε; τα +να μην επιθυμή, να μην ορέγεται, να μη θέλη, δεν είναι το ίδιον +πράγμα και να αποστρέφεται και να απωθή και να αποκρούη; και +αυτάς τας ενεργείας της ψυχής δεν θα τας θεωρήσωμεν εναντίας με +τας προηγουμένας εκείνας; — Πώς όχι; + + — Τούτου τεθέντος, θα είπωμεν λοιπόν ότι έχομεν εν πρώτοις ένα +είδος επιθυμιών και μεταξύ αυτών δύο προ πάντων φανερωτέρας από +τας άλλας, τας οποίας ονομάζομεν πείναν και δίψαν. — Μάλιστα. — +Και ότι η μεν μία είναι επιθυμία τροφής, η δε άλλη ποτού. — +Ναι. — Η δε δίψα, εφ' όσον είναι δίψα, είναι άραγε τίποτε άλλο +περισσότερον, παρά απλώς επιθυμία εν τη ψυχή αυτού του +πράγματος, που λέγομεν; παραδείγματος χάριν, η δίψα είναι άραγε +δίψα θερμού ποτού ή ψυχρού, ή πολλού ή ολίγου, ή με ένα λόγον +τοιούτου ή τοιούτου ποτού; ή, εάν μεν προστεθή εις την δίψαν +και η έννοια της θερμότητος, ήθελε παρέχη προσέτι την επιθυμίαν +του θερμού, εάν δε της ψυχρότητος, του ψυχρού; και εάν, διά την +προσθήκην της εννοίας του πολλού, είναι πολλή η δίψα, ήθελε +παρέχη την επιθυμίαν του πολλού, εάν δε είναι ολίγη, του +ολίγου; ενώ αυτή καθ' εαυτήν η δίψα δεν είναι δυνατόν ποτε να +είναι επιθυμία άλλου τινός πράγματος, παρά απλώς εκείνου μόνον, +το οποίον είναι το φυσικόν της αντικείμενον, δηλαδή του ποτού, +όπως και η πείνα πάλιν κανενός άλλου, παρά απλώς του φαγητού; — +Μάλιστα, έτσι είναι• αυτή καθ' εαυτήν εκάστη επιθυμία έχει εκ +φύσεως ένα καθ' εαυτό και μόνον αντικείμενον• το να είναι δε +αυτό τοιούτον ή τοιούτον, οφείλεται εις τας προστιθεμένας +εννοίας. + + — Κύτταξε μόνον μήπως μας εύρη κανείς απροσέκτους και μας κάμη +να τα χάσωμεν με την αντίρρησιν, ότι κανείς δεν επιθυμεί απλώς +ποτόν, αλλά καλόν ποτόν και όχι απλώς φαγητόν, αλλά καλόν +φαγητόν• διότι όλοι φυσικά επιθυμούν τα καλά πράγματα• αφού +λοιπόν η δίψα είναι επιθυμία, θα ήτο επιθυμία καλού πράγματος, +είτε ποτόν είναι είτε οτιδήποτε άλλο το αντικείμενόν της. — Μα, +ίσως να είχε κάποιο δίκαιον, όποιος τα έλεγεν αυτά. — Ναι, αλλ' +όμως, όσα πράγματα αναφέρονται εις ένα άλλο πράγμα, είναι +τοιαύτα ή τοιαύτα ακριβώς ένεκα της αναφοράς που υπάρχει μεταξύ +των, ενώ χωριστά και καθ' εαυτά εξεταζόμενα δεν έχουσι καμμίαν +άλλην αναφοράν παρά με τον εαυτόν των. — Δεν εννοώ. — Δεν +εννοείς, ότι το μεγαλύτερον είναι τοιούτον μόνον κατ' αναφοράν +προς κάποιο άλλο; — Μάλιστα. — Δηλαδή κατ' αναφοράν προς άλλο +μικρότερον; — Ναι. — Το δε πολύ μεγαλύτερον κατ' αναφοράν προς +το πολύ μικρότερον; — Μάλιστα. — Και ένα, που ήτο μίαν φοράν ή +θα είναι εις το μέλλον μεγαλύτερον, δεν λέγεται κατ' αναφοράν +ενός, που ήτο μίαν φοράν ή θα είναι εις το μέλλον μικρότερον; — +Πώς όχι; — Το ίδιον επίσης λοιπόν δεν συμβαίνει και με τα +περισσότερα εν σχέσει προς τα ολιγώτερα, και με τα διπλάσια +προς τα ημίσεα και όλα τα τοιαύτα, και πάλιν τα βαρύτερα προς +τα ελαφρότερα, και τα ταχύτερα προς τα βραδύτερα και ακόμη τα +θερμά προς τα ψυχρά και ούτω καθεξής; — Εννοείται. — Τι δε; το +ίδιον πράγμα δεν συμβαίνει και με τας επιστήμας; η επιστήμη +δηλαδή καθ' εαυτήν ως αντικείμενον καθ' εαυτό έχει ό,τι ημπορεί +ή πρέπει να μάθη, ενώ μία τις ωρισμένη επιστήμη έχει ένα και +μόνον ωρισμένον αντικείμενον μαθήσεως• λέγω παραδείγματος +χάριν, όταν έγινεν η επιστήμη της κατασκευής των οικιών, δεν +εξεχώριζεν από τας άλλας επιστήμας, ώστε να την ονομάσουν +αρχιτεκτονικήν; — Πώς όχι; Διά ποίον άλλον λόγον βέβαια, παρά +διότι ήτο τοιαύτη, ώστε να μην ομοιάζη με καμμίαν άλλην; — +Βεβαίως. — Δεν έγινε λοιπόν τοιαύτη, επειδή είχε τοιούτον +ωρισμένον αντικείμενον; και δεν συμβαίνει το ίδιον και με όλας +τας άλλας τέχνας και επιστήμας; — Έτσι είναι, μάλιστα. + + — Αυτό λοιπόν ήθελα να ειπώ, εάν με ενόησες τώρα, όταν έλεγα, +ότι όσα πράγματα είναι πράγματός τινος, αυτά μεν καθ' αυτά +είναι μόνον του εαυτού των, κατ' αναφοράν δε με αυτό ή εκείνο +το αντικείμενον είναι τοιαύτα ή τοιαύτα• και δεν εννοώ με αυτό +απολύτως, ότι ένα πράγμα είναι τοιούτον, οποίον και το +αντικείμενόν του, ότι παραδείγματος χάριν η επιστήμη των +υγιεινών ή βλαβερών πραγμάτων είναι και αυτή υγιεινή και +βλαβερά, ούτε ότι η επιστήμη του καλού ή του κακού είναι και +αυτή καλή και κακή, αλλ' ότι επειδή αυτή η επιστήμη, η ιατρική, +δεν έχει το ίδιον αντικείμενον, που έχει η καθ' εαυτήν +επιστήμη, αλλ' ένα ωρισμένον τοιούτον, δηλαδή το υγιεινόν και +το βλαβερόν, διά τούτο έγινε και αυτή ωρισμένη επιστήμη, και +αυτό την έκαμε να μην ονομάζεται πλέον απλώς επιστήμη, αλλά εκ +του αντικειμένου το οποίον έλαβεν, ιατρική. — Εννοώ τώρα και το +ευρίσκω ορθότατον. + + — Την δίψαν λοιπόν δεν καταλέγεις μεταξύ των πραγμάτων, τα +οποία έχουν αναφοράν με ένα πράγμα, που είναι αντικείμενόν των; +— Μάλιστα, με το ποτόν. — Τοιαύτη δε ή τοιαύτη δίψα, δεν +υπάρχει αναλόγως του τοιούτου ή τοιούτου ποτού; ενώ η δίψα καθ' +εαυτήν δεν είναι δίψα πολλού ή ολίγου, καλού ή κακού, ενί λόγω +τοιούτου ή τοιούτου ποτού, αλλ' απλώς και μόνον δίψα ποτού. — +Βεβαιότατα. — Ώστε η ψυχή εκείνου που διψά τίποτε άλλο δεν +επιθυμεί, παρά απλώς να πίη, αυτό ορέγεται και εις αυτό +κινείται. — Φανερόν. + + — Ώστε αν κάποτε τύχη και την τραβά, κάτι να μην την αφήση να +πιή, όταν διψά, βεβαίως αυτό δεν θα είναι κάτι άλλο μέσα της +από εκείνο, που διεγείρει την δίψαν και την σύρει ως θηρίον διά +να την κορέση; διότι είπαμεν ότι το ίδιον πράγμα, με το ίδιον +μέρος του εαυτού του δεν είναι δυνατόν να κάμνη συγχρόνως δύο +πράγματα εναντία υπό τον αυτήν έποψιν. — Όχι, βέβαια. — Όπως, +νομίζω, περί του τοξότου δεν θα ήτο ορθόν να λέγωμεν ότι αι +χείρες του συγχρόνως απομακρύνουν και σύρουν το τόξον, αλλ' ότι +άλλο είναι το χέρι που απομακρύνει το τόξον και άλλο που το +πλησιάζει. — Πολύ σωστά. — Τώρα, δεν υπάρχουν άνθρωποι, που ενώ +διψούν, δεν θέλουν να πιούν; — Πώς; πολλοί και πολλές φορές. — +Τι άλλο τάχα πρέπει να υποθέση κανείς δι’ αυτούς, παρά ότι +υπάρχει μεν κάτι μέσα εις την ψυχήν των που τους διατάσσει να +πιούν, υπάρχει όμως και άλλο που τους εμποδίζει, αυτό δε το +άλλο είναι διαφορετικόν από το πρώτον και ισχυρότερόν του εις +αυτήν την περίστασιν; — Και εγώ αυτό νομίζω. — Τώρα μήπως +εκείνη η δύναμις που εμποδίζει και συγκρατεί προέρχεται τάχα +από το λογικόν, ενώ εκείνα που τον ωθούν και τον σύρουν είναι +αποτελέσματα τίποτε παθών και νοσημάτων; — Μου φαίνεται. — Ώστε +δεν θα έχωμεν άδικον να ισχυρισθώμεν ότι είναι δύο πράγματα +χωριστά, και διαφορετικά μεταξύ των, και ονομάζομεν λογικόν μεν +εκείνο διά του οποίου συλλογίζεται η ψυχή, το δε άλλο διά του +οποίου ερωτεύεται και πεινά και διψά και ρίπτεται ακράτητος εις +όλας τας τοιαύτας επιθυμίας, επιθυμητικόν, αμέτοχον λογισμού +και φίλον των απολαύσεων και των ηδονών. — Δεν θα είχαμεν +πράγματι άδικον να κάμωμεν αυτήν την διάκρισιν. + + — Ας το θεωρήσωμεν λοιπόν πλέον ωρισμένον ότι υπάρχουσιν αυτά +τα δύο είδη εις την ψυχήν• όσον δε αφορά τώρα τον θυμόν και την +αιτίαν, η οποία τον προξενεί, θα το θεωρήσωμεν ως τρίτον είδος, +ή μήπως να είναι της αυτής φύσεως με το ένα ή με το άλλο από τα +δύο πρώτα; — Ίσως να είναι το αυτό με το επιθυμητικόν. — Αλλ' +εγώ άκουσα κάτι τι μίαν φοράν, που το πιστεύω αληθινόν, ότι +δηλαδή ο Λεόντιος ο υιός του Αγλαίωνος επιστρέφων κάποτε από +τον Πειραιά, από το βόρειον τείχος έξω, παρετήρησ μακρόθεν +πτώματα εξηπλωμένα εις τον τόπον των θανατικών εκτελέσεων και +ησθάνθη την επιθυμίαν να πλησιάση να τα ιδή, αλλά συγχρόνως και +κάποια ενδόμυχος αποστροφή τον απέτρεπε• και κατ' αρχάς μεν +ανθίστατο εις την επιθυμίαν του και εσκέπασε το πρόσωπόν του, +επί τέλους όμως νικηθείς έτρεξε προς τα πτώματα, άνοιξεν εμπρός +των όσον ημπορούσε περισσότερον τα μάτια του και είπεν «ιδού, +πανάθλια, χορτάσετε λοιπόν το ωραίον αυτό θέαμα!» — Ναι, το +ήκουσα και εγώ. — Αυτός λοιπόν ο λόγος σημαίνει, ότι η ορμή της +ψυχής αντιτάσσεται ενίοτε προς τας επιθυμίας, ως πράγμα +διαφορετικόν από αυτάς. — Πράγματι αυτό σημαίνει. + + — Αλλά δεν παρατηρούμεν και εις πολλάς άλλας περιστάσεις, όταν +κανείς αισθάνεται να τον παρασύρουν αι επιθυμίαι του παρά τας +υπαγορεύσεις του λογικού, ότι αρχίζει και υβρίζει τον εαυτόν +του και θυμώνει με εκείνο που τον βιάζει μέσα του, και, καθώς +να μαλλώνουν δύο, έρχεται ο θυμός και τάσσεται σύμμαχος με το +μέρος του λογικού; να συμμαχήση όμως αυτός με τας επιθυμίας και +να αντιταχθή κατά του λογικού, όταν αυτό μας απαγορεύη να +κάμωμεν κάτι τι, νομίζω ότι δεν θα μας ειπής ότι ησθάνθης ποτέ +τοιούτον τι να συμβή μέσα εις την ψυχήν σου, ούτε δε και εις +κανένα άλλον. — Όχι μα τον θεόν. — Τι δε; όταν κανείς +αισθάνεται πως έχει άδικον, όσον γενναιότερα αισθήματα έχει, +δεν οργίζεται και ολιγώτερον, εις ότι δήποτε και αν υποβληθή +υπό ενός άλλου, εις πείναν, εις δίψαν, εις ψύχος, εις πάσαν εν +γένει κακομεταχείρισιν, εφόσον θα αναγνωρίζη ότι έχει δίκαιον +εκείνος να τον μεταχειρίζεται κατ' αυτόν τον τρόπον, και, μ' +ένα λόγον, ποτέ δεν θα επιτρέψη να εγερθή ο θυμός του εναντίον +του; — Είναι αληθές. — Όταν όμως νομίζη κανείς ότι αδικήται, +δεν αναβράζει τότε μέσα του ο θυμός και αγριεύει και παίρνει το +μέρος εκείνου που του φαίνεται δίκαιον; και υπομένων πείναν και +κρύον και ό,τι άλλο πάσχη, δεν κατορθώνει να τα υπερνικήση, +και, χωρίς να δαμασθή καθόλου η γενναιότης του, ή ευρίσκει επί +τέλους ικανοποίησιν, ή και αποθνήσκει, ή καθώς ο σκύλος υπό του +βοσκού, τοιουτοτρόπως και αυτός ανακαλείται υπό του εν αυτώ +λογικού και καταπραΰνεται; — Πράγματι συμβαίνει ό,τι και με +αυτό το παράδειγμα που έφερες, καθόσον μάλιστα παρεδέχθημεν, +ότι εις την πόλιν μας πρέπει οι πολεμισταί να υπακούουν εις +τους άρχοντας, όπως οι σκύλοι εις τους βοσκούς. + + — Πολύ καλά ενόησες ό,τι θέλω να είπω• αλλά δεν συλλογίζεσαι +ακόμη και κάτι άλλο εκτός αυτού; — Τι πράγμα; — Ότι το +θυμοειδές μας παρουσιάζεται τώρα όλως διόλου διαφορετικόν από +ό,τι το ενομίσαμεν κατ' αρχάς• διότι τότε το εθεωρήσαμεν ως ένα +είδος επιθυμητικόν και αυτό, ενώ τώρα πολύ απέχει να μας +φαίνεται τοιούτον, αφού όταν εγερθή καμμία διχόνοια μέσα εις +την ψυχήν, αυτό λαμβάνει τα όπλα πάντοτε υπέρ του λογικού. — +Αυτό είναι αληθές πράγματι. — Είναι λοιπόν διαφορετικόν και από +αυτό, ή έχει τόσον στενήν σχέσιν με το λογικόν, ώστε να μην +είναι τρία τα είδη εντός της ψυχής, αλλά μόνον δύο, το +επιθυμητικόν και το λογικόν; ή μήπως, όπως και εις την πόλιν +μας υπήρχον τρεις τάξεις, των εργατικών, των πολεμιστών και των +αρχόντων, τοιουτοτρόπως και εις την ψυχήν υπάρχει και τρίτον +είδος, αυτό το θυμοειδές, το όποιον εκ φύσεως έρχεται επίκουρος +εις το λογικόν, εάν τουλάχιστον δεν διαφθαρή υπό κακής +ανατροφής; — Κατ' ανάγκην είναι τρίτον αυτό. — Ναι, αλλ' αν +προηγουμένως αποδειχθή ότι είναι διαφορετικόν από το λογικόν, +καθώς απεδείχθη ότι είναι από το επιθυμητικόν. — Αλλά δεν είναι +δύσκολον να αποδειχθή• διότι βλέπομεν ότι τα παιδιά, ευθύς άμα +γεννηθούν, είναι γεμάτα από θυμόν, ενώ το λογικόν εις μερικούς +μεν μου φαίνεται ότι ποτέ δεν έρχεται, εις δε τους +περισσοτέρους πολύ αργά. — Αλήθεια, μα τον Δία, σωστά το είπες• +ακόμη δε ημπορεί κανείς να το παρατηρήση και εις τα ζώα• προς +τούτοις δε και ο στίχος εκείνος του Ομήρου, που ανεφέραμεν +κάπου πριν, δύναται να μας χρησιμεύση ως μαρτύριον: + + και χτύπησε το στήθος του κ’ έτσ' είπε της καρδιάς του + +διότι εδώ ο Όμηρος παρουσιάζει δύο χωριστά πράγματα, που +επιπλήττει το ένα το άλλο• εκείνο που κρίνει και σκέπτεται περί +του καλυτέρου και χειροτέρου, και εκείνο το οποίον απερισκέπτως +παραφέρεται. — Έχεις πληρέστατον δίκαιον. + + — Αυτά λοιπόν τώρα τα ξεκεφαλώσαμεν, αν και με πολύν κόπον, +και απεδείξαμεν αρκετά καλά, ότι υπάρχουν και εις την ψυχήν +εκάστου ανθρώπου τρεις δυνάμεις, που ανταποκρίνονται εις τας +τρεις τάξεις της πολιτείας. — Μάλιστα. — Δεν είναι λοιπόν τώρα +ανάγκη, όπως και με ό,τι ήτο η πόλις σοφή, κατά τον αυτόν +τρόπον και με το ίδιον να είναι σοφός και ο ιδιώτης; — Πώς όχι; +— Και με ό,τι επομένως είναι ανδρείος ο ιδιώτης, με το ίδιο και +κατά τον αυτόν τρόπον να είναι ανδρεία και η πόλις, και μ' ένα +λόγον, όλα όσα συντείνουν προς την αρετήν, κατά τον αυτόν +τρόπον να υπάρχουν και εις το ένα και εις το άλλο; — Κατ' +ανάγκην. — Ώστε και δίκαιος θα είπωμεν, ω Γλαύκων, ότι είναι +ένας άνθρωπος κατά τον αυτόν τρόπον, κατά τον οποίον ήτο δικαία +και η πόλις. — Και αυτό είναι αναγκαία πράγματι συνέπεια. — Δεν +ελησμονήσαμεν όμως βέβαια, ότι η πόλις είναι δικαία, όταν +εκάστη από τας τρεις τάξεις, που την αποτελούν, περιορίζεται +αποκλειστικώς εις το έργον της. — Δεν πιστεύω να το +ελησμονήσαμεν. — Ας ενθυμούμεθα λοιπόν ότι και έκαστος εξ ημών +θα είναι δίκαιος και θα κάμνη το καθήκον του, όταν έκαστον από +τα τρία μέρη της ψυχής του περιορίζεται αποκλειστικώς εις το +έργον του. — Και πολύ μάλιστα πρέπει να το ενθυμούμεθα. — Το +έργον λοιπόν του λογικού δεν είναι να κυβερνά, αφού εις αυτό +εδρεύει η φρόνησις, και αυτό έχει την ανωτάτην εποπτείαν επί +της ψυχής; του δε θυμοειδούς πάλιν να υπακούη και να βοηθή +εκείνο ως σύμμαχος; — Μάλιστα. — Και δεν θα είναι εκείνη η +ανάμιξις της μουσικής και της γυμναστικής, καθώς ελέγαμεν, που +θα φέρη την τελείαν μεταξύ των αρμονίαν, και η οποία θα +ανατρέφη μεν και θα ενδυναμώνη το ένα με λόγους καλούς και με +μαθήματα, θα ημερώνη δε και θα κατευνάζη το άλλο με το +θέλγητρον της αρμονίας και του ρυθμού; — Χωρίς καμμίαν +αμφιβολίαν. — Και αφού λοιπόν κατ' αυτόν τον τρόπον ανατραφούν +και μάθουν ό,τι έχουν να μάθουν και εκπαιδευθούν, τότε θα +διευθύνουν το επιθυμητικόν, το οποίον είναι το μεγαλύτερον και +το πλέον εκ φύσεως αχόρταγον μέρος της ψυχής εκάστου ανθρώπου• +και θα προσέχουν μήπως αυτό, με την άμετρον απόλαυσιν των +λεγομένων ηδονών του σώματος, αυξήση και ενισχυθή τόσον, ώστε +να μη περιορίζεται πλέον εις το έργον του, αλλά να ζητήση να +υποδουλώση και εξουσιάση εκείνα που δεν έχει δικαίωμα, και +τοιουτοτρόπως φέρη γενικήν ανατροπήν εις τον βίον. — +Βεβαιότατα. — Δεν θα φυλάττουν δε αυτά τα δύο και τους +εξωτερικούς εχθρούς κάλλιστα διά την ασφάλειαν όλης της ψυχής +και του σώματος, διότι το μεν λογικόν θα σκέπτεται και θα +αποφασίζη, το δε θυμοειδές θα πολεμή και υπό την αρχηγίαν +εκείνου θα εκτελή διά της ανδρείας του τας αποφάσεις του; — +Έτσι είναι. — Και ανδρείον λοιπόν, νομίζω, καλούμεν τον +άνθρωπον, όταν το μέρος εκείνο της ψυχής του, όπου εδρεύει το +θυμοειδές, ακολουθή απαρεγκλίτως πάντοτε, διά μέσου των ηδονών +και των πόνων, τας παραγγελίας του λογικού σχετικώς με ό,τι +είναι φοβερόν ή όχι. — Πολύ σωστά. — Σοφόν δε πάλιν ονομάζομεν +τον άνθρωπον, από το μικρόν εκείνο μέρος της ψυχής του, το +οποίον έχει την ανωτάτην εξουσίαν εν αυτή και δίδει τας +παραγγελίας εκείνας, και το οποίον μόνον γνωρίζει ποίον είναι +το συμφέρον και ενός εκάστου των τριών μερών και του συνόλου +αυτών. — Μάλιστα. — Δεν είναι δε σώφρων ο άνθρωπος διά της +φιλίας και αρμονίας η οποία επικρατεί μεταξύ των τριών μερών, +όταν και εκείνο που κυβερνά και τα άλλα που υπακούουν, μένουν +σύμφωνα, ότι η ανωτάτη εξουσία πρέπει να ανήκη εις το λογικόν +και δεν του την διαφιλονεικούν καθόλου; — Πράγματι αυτό είναι η +σωφροσύνη και της πόλεως και του ατόμου. — Τέλος δε, δίκαιος θα +είναι ο άνθρωπος από εκείνο, το οποίον πολλάκις είπαμεν και +επανελάβαμεν. — Κατ' ανάγκην. + + — Αλλά μήπως εν τω μεταξύ επήλθε τίποτε που μας εμποδίζει να +παραδεχθώμεν, ότι η δικαιοσύνη και εις ένα έκαστον άνθρωπον +είναι το ίδιον πράγμα, όπως και εις την πόλιν; — Δεν μου +φαίνεται. — Θα ημπορούσαμεν όμως, νομίζω, να αποκτήσωμεν πλήρη +βεβαιότητα, εάν υπάρχη κάποια ακόμη αμφιβολία εις την ψυχήν +μας, μεταχειριζόμενοι τα δραστικά μέσα. — Ποία λοιπόν; — +Παραδείγματος χάριν, εάν επρόκειτο, σχετικώς με την πόλιν μας +και με τον άνθρωπον ο οποίος είναι και εκ φύσεως και εξ +ανατροφής όμοιος με αυτήν, να εξετάσωμεν μεταξύ μας, εάν αυτός +ο άνθρωπος θα ηδύνατό ποτε να καταχρασθή μίαν παρακαταθήκην +χρυσού ή αργύρου που του ενεπιστεύθησαν, νομίζεις ότι θα τον +επίστευε κανείς ικανόν να κάμη αυτό το πράγμα περισσότερον από +κάθε άλλον, που δεν είναι τοιούτος; — Κανείς βέβαια. — Δεν θα +ήτο επίσης ανίκανος αυτός να διαπράξη ιεροσυλίαν, κλοπήν, +προδοσίαν είτε των φίλων του είτε της πόλεως; — Θα ήτο. — Να +παραβή οπωσδήποτε τον όρκον του ή καμμίαν άλλην συμφωνίαν; — +Επίσης. — Μοιχείαι δε και περιφρονήσεις των γονέων και ασέβειαι +προς τους θεούς, είναι βέβαια πράγματα που εις κάθε άλλον +ανήκουν, παρά εις αυτόν. — Βεβαιότατα. — Και αίτιον όλων αυτών +δεν είναι, ότι έκαστον των μερών της ψυχής του περιορίζεται +απλώς εις το έργον που έχει, είτε πρόκειται να άρχη, είτε να +υπακούη; — Αυτό και τίποτε άλλο. — Κάθεσαι λοιπόν και ζητάς +ακόμη, αν είναι άλλο πράγμα η δικαιοσύνη, παρά η δύναμις αυτή +που μας δίδει τους τοιούτους ανθρώπους και τας πόλεις; — Όχι +βέβαια εγώ, μα τον Δία. + + — Ώστε ιδού που συνεπληρώθη τελείως το όνειρόν μας, που +ελέγαμεν ότι ήτο αμυδρόν εις τας αρχάς• επειδή μόλις αρχίσαμεν +να καταστρώνωμεν το σχέδιον της πόλεώς μας, κάποιος θεός μας +εβοήθησε να επιτύχωμεν κάτι, που είναι ως ο αρχικός τύπος της +δικαιοσύνης. — Είναι αλήθεια. — Και ήτο πράγματι, Γλαύκων, μία +εικών της δικαιοσύνης, η οποία ωφελεί προς τον σκοπόν μας, όταν +ευρίσκαμεν ότι είναι ορθόν, ο υποδηματοποιός, ο ξυλουργός και +κάθε άλλος τοιούτος, τίποτε άλλο να μη κάμνη, παρά το έργον διά +το οποίον τον προώρισεν η φύσις. — Φαίνεται. — Η αλήθεια όμως +είναι, καθώς φαίνεται, ότι τοιούτον μεν πράγμα είναι και η +δικαιοσύνη, δεν αποβλέπει όμως εις τας εξωτερικάς πράξεις του +ανθρώπου, αλλ' εις ό,τι υπάρχει και συμβαίνει πράγματι μέσα του +και με τον εαυτόν του, εις τρόπον ώστε, να μην επιτρέπη εις +κανένα από τα μέρη, που υπάρχουν εις την ψυχήν του, να κάμνη +ό,τι δεν είναι έργον του και να αναμιγνύεται το ένα εις τα +καθήκοντα του άλλου• αλλ' αφού τωόντι τακτοποιήση καλώς ό,τι +ανήκει εις έκαστον, και γίνη κύριος και κοσμήτωρ και φίλος του +εαυτού του, και αποκαταστήση τελείαν συμφωνίαν μεταξύ των τριών +μερών της ψυχής, καθώς μεταξύ των τριών όρων της αρμονίας, και +μεταξύ των άλλων όσα τυχόν υπάρχουν διάμεσα, και συνδέση όλα +αυτά και αποτελέση από τα πολλά ένα όλον ενιαίον καλώς +ρυθμισμένον και αρμονισμένον, τότε μόνον πλέον να αρχίση να +κάμνη εάν έχη να κάμη τίποτε, είτε θέλει να αποκτήση χρήματα, +είτε να περιποιήται το σώμα του, είτε να αναμιχθή εις την +πολιτικήν, είτε να αναλάβη επιχειρήσεις ιδιωτικής φύσεως, να μη +παύη όμως ποτέ εις όλα αυτά να θεωρή και να ονομάζη δικαίαν μεν +και καλήν πράξιν εκείνην, η οποία διατηρεί και προάγει διαρκώς +την αρμονίαν αυτήν, σοφίαν δε την επιστήμην η οποία επιστατεί +και διευθύνει τας τοιαύτας πράξεις, αδικίαν δε εκείνην, η οποία +καταστρέφει πάντοτε την τάξιν αυτήν, και αμάθειαν την ιδέαν η +οποία πάλιν επιστατεί και διευθύνει αυτήν. — Είναι ορθότατα, +Σωκράτη, όλα αυτά που λέγεις. + + — Πολύ καλά• ώστε δεν υπάρχει, νομίζω, και πολύς φόβος να +υποτεθή ότι απατώμεθα, εάν είπωμεν ότι ευρήκαμεν πλέον, τι +είναι δίκαιος άνθρωπος, τι είναι δικαία πόλις, και τι είναι +δικαιοσύνη μεταξύ αυτών. — Δεν υπάρχει, μα την αλήθειαν. — +Σύμφωνοι λοιπόν; — Σύμφωνοι. + + — Έστω• μένει λοιπόν τώρα, νομίζω, να εξετάσωμεν τι είναι +αδικία. — Βέβαια. — Ημπορεί να είναι άλλο πράγμα αυτή παρά μία +σύγκρουσις μεταξύ των τριών μερών της ψυχής, όταν ταύτα δεν +περιορίζωνται εις τα έργα των, αλλ' επεμβαίνουν εις τα ξένα +καθήκοντα ή όταν επαναστατή το ένα μέρος κατά του συνόλου της +ψυχής, διά να αναλάβη αυτό την ανωτάτην αρχήν αυτής, η οποία +δεν του ανήκει, διότι είναι πλασμένον από την φύσιν να δουλεύη +και να υπακούη εις εκείνο, το οποίον είναι καμωμένον διά να +κυβερνά; αυτά λοιπόν θα είπωμεν, και αυτή ακριβώς η αταξία και +η ταραχή είναι η αδικία και η ακολασία και η δειλία και η +αμάθεια και μ' ένα λόγον όλαι αι κακίαι. — Έτσι είναι πράγματι. +— Αφού λοιπόν τώρα γνωρίζομεν σαφώς τι είναι αδικία και τι +δικαιοσύνη, γνωρίζομεν επίσης και τι είναι αι άδικοι και αι +δίκαιαι πράξεις. — Πώς αυτό; — Διότι δεν έχουν καμμίαν διαφοράν +από τα υγιεινά και βλαβερά πράγματα, αλλ' είναι διά την ψυχήν, +ό,τι είναι αυτά διά το σώμα. — Τι δηλαδή; — Τα υγιεινά πράγματα +δίδουν την υγιείαν, τα δε βλαβερά προξενούν νόσους. — Ναι. — +Κατά τον ίδιον λόγον και αι δίκαιαι πράξεις δεν κάμνουν την +δικαιοσύνην, αι δε άδικοι την αδικίαν; — Κατ' ανάγκην. — Όταν +δε λέγωμεν ότι τα υγιεινά δίδουν την υγιείαν, εννοούμεν ότι +αποκαθιστούν μεταξύ των διαφόρων στοιχείων του ανθρωπίνου +σώματος την φυσικήν ισορροπίαν, ώστε να επιβάλλεται ή να +υποβάλλεται αμοιβαίως το ένα εις το άλλο• τα δε βλαβερά γεννούν +νοσήματα, σημαίνει ότι ένα στοιχείον επιβάλλεται εις τα άλλα ή +υποβάλλεται εις αυτά, παρά τους νόμους της φύσεως. — Είναι +αληθές. — Κατά τον ίδιον λόγον, κάμνουν την δικαιοσύνην, δεν +σημαίνει ότι αποκαθιστούν μεταξύ των μερών της ψυχής την +ισορροπίαν, την οποίαν απαιτεί η φύσις, παράγουν δε την +αδικίαν, δεν σημαίνει ότι ένα μόνον μέρος της ψυχής επιβάλλεται +εις τα άλλα, ή και το εναντίον, παρά την φύσιν; — Πολύ ωραία. +— Ώστε αρετή μεν, καθώς φαίνεται, είναι, ούτως ειπείν, η υγιεία +και το κάλλος και η ευεξία της ψυχής, κακία δε, η ασθένεια, η +ασχημία και η αδυναμία. — Έτσι είναι. — Λοιπόν και αι καλαί +πράξεις δεν οδηγούν εις την απόκτησιν της αρετής, αι δε αισχραί +της κακίας; — Κατ' ανάγκην. + + — Εκείνο πλέον που μας μένει τώρα να εξετάσωμεν είναι, αν +ωφελή να εξασκή κανείς την δικαιοσύνην και να είναι δίκαιος, +είτε τον νομίζουν οι άνθρωποι, είτε και όχι, ως τοιούτον, ή να +αδική και να είναι άδικος, και αν ακόμη δεν είχε κανένα φόβον +να τιμωρηθή και να διορθωθή τιμωρούμενος. — Αλλά τώρα πλέον, +Σώκρατες, μου φαίνεται γελοίον να επιμείνωμεν εις αυτήν την +εξέτασιν• διότι, εάν, όταν καταστραφή η φυσική σύστασις του +σώματος, ο βίος θεωρήται πλέον ανυπόφορος, έστω και εν μέσω +πάσης αφθονίας και πλούτου και τιμών, κατά πολύ μεγαλύτερον +λόγον θα είναι ανυπόφορος, εάν διαταραχθή και καταστραφή η +φύσις εκείνου ακριβώς εις το οποίον οφείλομεν την ζωήν, έστω +και αν έχη κανείς το δικαίωμα να κάμνη κάθε άλλο, παρά εκείνο, +το οποίον θα ηδύνατο να απαλλάξη την ψυχήν του από την κακίαν +και την αδικίαν, να του προμηθεύση δε την δικαιοσύνην και την +αρετήν, αφού μάλιστα ευρέθησαν αυτά όπως ημείς τα απεδείξαμεν. +— Πράγματι γελοίον θα ήτο• αλλ' αφού εφθάσαμεν έως αυτό το +σημείον, που να ημπορή να αποκτήσωμεν την πληρεστάτην +βεβαιότητα περί αυτής της αληθείας, δεν πρέπει να αποφύγωμεν +αυτόν τον κόπον. — Κάθε άλλο βέβαια παρά να τον αποφύγωμεν. + + — Έλα λοιπόν τώρα πλησίασε να ιδής, πόσα διάφορα είδη έχει, +καθώς μου φαίνεται, η κακία, όσα τουλάχιστον από αυτά αξίζει +τον κόπον να τα παρατηρήση κανείς. — Σε ακολουθώ• μόνον δείξε +μου τα. — Και λοιπόν, καθώς από υψηλήν σκοπιάν, αφού μας +ανέβασεν εδώ η συζήτησίς μας, βλέπω εγώ ένα μεν είδος μόνον της +αρετής, άπειρα δε της κακίας, μεταξύ δε αυτών τέσσαρα κυρίως, +τα οποία αξίζει κανείς να τα μνημονεύση. — Τι θέλεις να ειπής; +— Όσα είδη πολιτευμάτων υπάρχουν, τόσοι καταντά να υπάρχουν και +τρόποι της ψυχής. — Πόσοι δηλαδή; — Πέντε μεν πολιτευμάτων, +πέντε δε και της ψυχής. — Λέγε τους λοιπόν. — Λέγω λοιπόν ότι +ένας μεν τρόπος πολιτεύματος είναι αυτός, τον οποίον ημείς +διεγράψαμεν, εις τον οποίον όμως ημπορούμεν να δώσωμεν δύο +ονόματα• και αν μεν υπάρχη ένας μόνον ανώτερος άρχων, θα +ονομάσωμεν το πολίτευμα μοναρχίαν, αν δε περισσότεροι, +αριστοκρατίαν. — Είναι αλήθεια. — Αυτό λοιπόν λέγω ότι είναι +ένα απλώς είδος πολιτεύματος• διότι είτε ένας μόνον είναι ο +άρχων, είτε περισσότεροι, αυτό δεν θα ημπορέση να μετακινήση +κανένα από τους θεμελιώδεις νόμους της πόλεως μας, εάν +τηρηθώσιν απαρεγκλίτως αι αρχαί της ανατροφής και της +εκπαιδεύσεως, τας οποίας εθεσπίσαμεν. — Έτσι βέβαια θα είναι. + + + +ΒΙΒΛΙΟΝ Ε'. + + + +Αυτό λοιπόν το είδος του πολιτεύματος, είτε εις τας πόλεις είτε +εις τα άτομα, ονομάζω εγώ καλόν• και αν επομένως αυτό είναι το +μόνον ορθόν είδος, πάντα τα άλλα θα είναι κακά, είτε περί +διοικήσεως πόλεων πρόκειται είτε περί χαρακτήρος της ψυχής +ιδιωτών• είναι δε τέσσαρα τον αριθμόν αυτά. — Και ποία είναι; + +Και εγώ έμελλον να τα απαριθμήσω κατά σειράν, όπως μου εφαίνετο +ότι παρουσιάζονται το ένα κατόπιν του άλλου, ότε ο Πολέμαρχος, +ο οποίος εκάθητο ολίγον παραπέρα από τον Αδείμαντον ήπλωσε το +χέρι του εις τον ώμον του και τον έσυρε από το φόρεμα; έγυρε +και ο ίδιος εμπρός και έτσι σκυμμένος ήρχισε κάτι να του +ψιθυρίζη από τα οποία δεν ακούσαμεν άλλο, παρά τούτο μόνον: Θα +τον αφήσωμεν λοιπόν να προχωρήση ή θα κάμωμεν τίποτε; — Διόλου +μάλιστα, απεκρίθη ο Αδείμαντος, μεγαλοφώνως πλέον. — Τι λοιπόν +δεν θα αφήσετε; τον ηρώτησα εγώ τότε. — Εσένα. — Εμένα; και +διατί παρακαλώ; — Μας φαίνεται ότι αρχίζεις και χάνεις την +διάθεσίν σου και θέλεις να μας στερήσης ολόκληρον τμήμα της +συζητήσεως και όχι το ολιγώτερον ενδιαφέρον• ενόμισες φαίνεται +ότι θα μας διαφύγης, λέγων απλώς ότι, όσον διά τας γυναίκας και +τα τέκνα φανερόν ότι θα είναι κοινά μεταξύ των φίλων. — Και +πώς; δεν σου φαίνεται τάχα πως έχω δίκαιον; — Βεβαίως• αλλ' +αυτό το δίκαιον όπως και τα άλλα, έχει ανάγκην επεξηγήσεως• +διότι αυτή η κοινότης δύναται να εννοηθή κατά πολλούς και +διαφόρους τρόπους• δεν πρέπει λοιπόν να παραλείψης να μας είπης +ποίον παραδέχεσαι συ• είναι ώρα τώρα που περιμένομεν με την +ελπίδα ότι πάντα θα μας ανέφερες κάπου περί αυτού του +ζητήματος, πώς θα γίνεται η τεκνοποίησις, πώς θανατρέφωνται τα +παιδιά άμα γεννηθούν και εν γένει περί της κοινότητος αυτής των +γυναικών και των τέκνων, που λέγεις• διότι νομίζομεν ότι έχει +πολύ να κάμη, ή μάλλον ότι το παν εξαρτάται από αυτό εις την +πολιτείαν• τώρα λοιπόν, επειδή συ μεταβαίνεις εις άλλο είδος +πολιτεύματος, πριν να διευκρινήσης επαρκώς αυτό το ζήτημα, +ελάβαμεν αυτήν την απόφασιν, που ήκουσες, να μη σε αφήσωμεν να +προχωρήσης πριν να αναπτύξης και αυτό όπως όλα τα άλλα. — Και +εγώ συμμερίζομαι την απόφασίν σας αυτήν, είπεν ο Γλαύκων. — Και +όλοι μας εδώ να γνωρίζης ότι είμεθα σύμφωνοι, Σωκράτη, είπε και +ο Θρασύμαχος. + + — Τι μου εκάμετε, που με εσταματήσετε! τι λόγους και +συζητήσεις περί πολιτείας κινείτε πάλιν εξ αρχής! Και εγώ +ενόμιζα πως το είχα πλέον διαφύγη και ήμουν πολύ ευχαριστημένος +που το παραδεχθήκατε έτσι όπως το είπα τότε• αλλά τώρα με αυτάς +σας τας παρακλήσεις δεν ηξεύρετε τι πλήθος συζητήσεων +ανακινείτε! και αυτό ακριβώς προέβλεπα εγώ και εζήτησα να το +αποφύγω τότε, διά να μη καταντήση πολύ κουραστικόν το πράγμα. — +Και τι, είπεν ο Θρασύμαχος, νομίζεις τάχα πως όλοι αυτοί εδώ +ήλθαν να λυώσουν μάλαμα, και όχι να ακούσουν λόγους; — Ναι +βέβαια, αλλά με το μέτρον. — Δι’ ανθρώπους που έχουν νουν, +είπεν ο Γλαύκων, και ολόκληρος η ζωή δεν θα ήτο αρκετή, +Σώκρατες, διά να ακούουν τοιούτους λόγους• ώστε μη σε μέλη δι’ +ημάς, μόνον μην αποφεύγης εσύ αυτά που σε ερωτώμεν και ανάπτυξέ +μας την ιδέαν σου, πώς εννοείς ότι θα γίνεται αυτή η κοινότης +των γυναικών και των τέκνων μεταξύ των φρουρών μας, και πώς θα +τρέφωνται τα τέκνα από την στιγμήν που θα γεννηθούν, έως να +αρχίση η εκπαίδευσίς των, καθ' ην εποχήν ακριβώς έχουν ανάγκην +και των επιπονωτέρων φροντίδων^ αυτά λοιπόν προσπάθησε τώρα να +μας εξηγήσης. + + — Δεν είναι, καλέ μου, εύκολον το πράγμα• και θα κινήση πολύ +περισσοτέραν απιστίαν, παρά όλα όσα είπαμεν προηγουμένως• +πρώτον κανείς δεν θα πιστεύση, ότι είναι δυνατόν να γίνουν αυτά +τα πράγματα, έπειτα, και αν το πιστεύση, δεν θα παραδεχθή ότι +είναι το καλύτερον που ημπορεί να γίνη. Δι’ αυτό και εγώ +διστάζω να αρχίσω την συζήτησιν, μήπως θεωρηθούν ως ματαία ευχή +όσα έχω να είπω. — Μη διστάζης μολαταύτα• αυτοί που πρόκειται +να σε ακούσουν, ούτε ανόητοι βέβαια είναι, ούτε άπιστοι, ούτε +δα και τόσον κακώς διατεθειμένοι μαζί σου. — Ω καλέ μου, μήπως +τάχα θέλης να μου δώσης θάρρος με αυτά που μου λέγεις; — Και +βέβαια. — Αι λοιπόν, κάθε άλλο κατορθώνεις με αυτό• διότι αν +είχα την πεποίθησιν ότι γνωρίζω αυτά που πρόκειται να ειπώ, θα +είχε τότε τον τόπον της και η ενθάρρυνσίς σου• διότι μεταξύ +ανθρώπων φρονίμων και φίλων ημπορεί κανείς να ομιλή με +βεβαιότητα και θάρρος, όταν έχη να κάμη λόγον περί πραγμάτων +σπουδαιοτάτων και ενδιαφερόντων αυτούς, περί της αληθείας των +οποίων είναι πεπεισμένος• όταν όμως δεν έχη αυτήν την +πεποίθησιν και ζητή να εύρη όσα έχει να είπη, όπως το κάμνω +τώρα εγώ, είναι πράγμα επισφαλές, και κινδυνεύει, όχι βέβαια να +γίνη γελοίος — διότι αυτός ο φόβος θα ήτο παιδαριώδης — αλλά να +παραπλανηθή εις την ζήτησιν της αληθείας και ο ίδιος και να +συμπαρασύρη εις την πτώσιν του και τους φίλους του περί +πραγμάτων, διά τα οποία δεν επιτρέπεται καμμία πλάνη. +Επικαλούμαι δε την Νέμεσιν δι’ όσα πρόκειται να είπω• διότι +πιστεύω ότι είναι μικρότερον έγκλημα να γίνη κανείς φονεύς +ακουσίως, παρά να εξαπατήση άλλον εις τα ζητήματα αυτά περί του +ωραίου, του καλού, του δικαίου και του νομίμου• και να +επρόκειτο να διατρέξη κανείς αυτόν τον κίνδυνον απέναντι +εχθρών, καλά οπωσδήποτε• αλλ' απέναντι φίλων; ώστε βλέπεις, +φίλε Γλαύκων, δεν είναι θάρρος αυτό που μου δίδεις. + +Και ο Γλαύκων εμειδίασε και είπεν• — Αλλ' ω Σώκρατες, αν +πάθωμεν τίποτε κακόν από τους λόγους σου, υποσχόμεθα να μη σε +καταδιώξωμεν, όπως επί φόνου, και να μη σε θεωρήσωμεν απατεώνα• +πάρε λοιπόν θάρρος και άρχισε. — Αλλά πράγματι προκειμένου και +περί φόνου θεωρείται αθώος ο συγχωρηθείς, συμφώνως με τον +νόμον• είναι λοιπόν ίσως εύλογον το ίδιον να συμβαίνη και με +την ιδικήν μας περίστασιν. — Λέγε λοιπόν τώρα χωρίς αυτόν τον +φόβον. + + — Είμαι λοιπόν ηναγκασμένος να γυρίζω τώρα πάλιν οπίσω εις +ζήτημα, το οποίον έπρεπεν ίσως να πραγματευθώ τότε, που +παρουσιάσθη εις την σειράν του. Ημπορεί ίσως να είναι αυτό και +ορθόν, αφού ετελείωσε πλέον όλως διόλου το ανδρικόν δράμα, να +τελειώνωμεν τώρα και το γυναικείον, αφού άλλως τε συ το +προκαλείς. Δι’ ανθρώπους λοιπόν και εκ φύσεως και εξ ανατροφής +τοιούτους, όπως ημείς τους ελάβαμεν, δεν έχομεν κατά την ιδέαν +μου να ορίσωμεν τίποτε άλλο, ως προς την κτήσιν και την χρήσιν +των γυναικών και των τέκνων, παρά να ακολουθήσουν τον ίδιον +δρόμον, που εχαράξαμεν εκ μιας αρχής• επεχειρήσαμεν δε να +παραστήσωμεν τους άνδρας ως φύλακας μιας αγέλης. — Μάλιστα. — +Ας ακολουθήσωμεν λοιπόν αυτήν την ιδέαν και ας παραδεχθώμεν και +διά τας γυναίκας την αυτήν φύσιν και ανατροφήν διά να ίδωμεν αν +θα μας επιτύχη ή όχι. Πώς δηλαδή; — Κατ' αυτόν τον τρόπον• τα +θηλυκά των σκύλων νομίζομεν ότι πρέπει να φυλάττουν τα ποίμνια, +όπως και τα αρσενικά, και να κυνηγούν μαζί και να κάμνουν τα +πάντα από κοινού, ή απεναντίας να μένουν μέσα, διότι προορισμός +των είναι να γεννούν και να τρέφουν τα μικρά τους και δεν έχουν +επομένως την δύναμιν να συμμετέχουν εις τους κόπους, που +απαιτεί η φύλαξίς των ποιμνίων; — Όλα από κοινού• εκτός ότι +μεταχειριζόμεθα πάντα τα θηλυκά ως ασθενέστερα, τα δε αρσενικά +ως ισχυρότερα. — Και είναι δυνατόν να μεταχειρισθώμεν εις την +ιδίαν εργασίαν ένα ζώον, αν δεν το αναθρέψωμεν και το +γυμνάσωμεν κατά τον ίδιον τρόπον; — Δεν είναι δυνατόν. — Εάν +θέλωμεν λοιπόν να μεταχειρισθώμεν και τας γυναίκας, όπως τους +άνδρας, πρέπει να διδάξωμεν τα ίδια και αυτάς. — Ναι. — Τους +άνδρας τους ανεθρέψαμεν διά της μουσικής και της γυμναστικής. — +Ναι. — Πρέπει επομένως και εις τας γυναίκας να εφαρμόσωμεν +αυτάς τας δύο τέχνας, να τας γυμνάσωμεν εις τα πολεμικά και να +τας χρησιμοποιούμεν εις όλα, όπως και τους άνδρας. — Αυτό +τουλάχιστον εξάγεται από όσα λέγεις. + + — Ίσως όμως πολλά από αυτά, που λέγομεν τώρα, εις την πράξιν +να εφαίνοντο γελοία, διότι είναι εναντία προς τας συνηθείας +μας. — Πολύ μάλιστα. — Και τι βλέπεις εις όλα αυτά το πλέον +γελοίον; δεν θα είναι βέβαια το να γυμνάζωνται εις τας +παλαίστρας γυμναί μαζί με τους άνδρας αι γυναίκες, όχι μόνον αι +νέαι, αλλά και αι ηλικιωμέναι ακόμη, καθώς οι γέροντες εκείνοι +που ευρίσκουν ακόμη ευχαρίστησιν εις αυτά τα γυμνάσια, αν και +είναι καταζαρωμένοι και όχι πολύ ευχάριστοι να τους βλέπη +κανείς; — Ναι, μα την αλήθειαν πολύ γελοίον θα εφαίνετο με τα +τωρινά μας ήθη. — Αλλ' αφού μίαν φοράν εξεκινήσαμεν, δεν πρέπει +βέβαια να μας σταματήσουν τα σκώμματα των αστείων και των +εξύπνων, όσα και αν έχουν να λέγουν δι’ αυτήν την μεταβολήν, +όταν θα βλέπουν τας γυναίκας να καταγίνωνται με τα γυμνάσια και +την μουσικήν, με τον χειρισμόν των όπλων και με την ιππασίαν. — +Σωστά λέγεις. — Αφού λοιπόν εξεκινήσαμεν, ας μη λαμβάνωμεν υπ’ +όψιν την τραχύτητα του νόμου αυτού, αλλ' ας ακολουθήσωμεν τον +δρόμον μας• θα παρακαλέσωμεν μόνον τους κυρίους αυτούς, να +αφήσουν την συνειθισμένην των εργασίαν, διά να σπουδαιολογήσουν +μίαν φοράν, και θα τους υπενθυμίσωμεν, ότι δεν είναι πολύς +καιρός, που εθεώρουν και οι Έλληνες, όπως ακόμη σήμερον οι +περισσότεροι των βαρβάρων, αισχρόν και γελοίον το θέαμα ενός +ανθρώπου γυμνού, και όταν ήρχισαν να ασκούνται γυμνοί, πρώτοι +μεν οι Κρήτες, έπειτα δε οι Λακεδαιμόνιοι, είχον κάποιον +δικαίωμα οι αστείοι της εποχής εκείνης να διακωμωδούν όλα αυτά• +ή δεν το παραδέχεσαι; — Βεβαίως. — Αφού όμως η πείρα κατέδειξεν +ότι ήτο προτιμότερον να ασκούνται γυμνοί παρά να συγκαλύπτουν +όλα εκείνα τα μέρη του σώματος, έπαυσε πλέον να θεωρήται +αισχρόν διά τους οφθαλμούς εκείνο το οποίον ο ορθός λόγος +εφανέρωσεν ως καλύτερον• και τοιουτοτρόπως απέδειξε συνάμα ότι +είναι ανόητος και επιπόλαιος εκείνος, ο οποίος θεωρεί άλλο +τίποτε γελοίον παρά το κακόν, και εκείνος όστις ζητεί να +διακωμωδή τα πράγματα από άλλην όψιν ή την όψιν της κακίας και +ανοησίας, και εκείνος ο οποίος επιδιώκει το καλόν αποβλέπων +προς άλλο τι ή προς αυτό το καλόν. — Έχεις απολύτως δίκαιον. + + — Δεν πρέπει λοιπόν εις αυτό πρώτον να συμφωνήσωμεν περί των +συζητουμένων, εάν είναι πράγματα δυνατά ή όχι, και να δώσωμεν +ελευθερίαν, όποιος θέλει, είτε άνθρωπος φιλοπαίγμων είτε +σοβαρός, να εξετάση μαζί μας αν η ανθρωπίνη φύσις η γυναικεία +είναι ικανή να λάβη μέρος εις όλα τα έργα του ανδρός, ή εις +κανένα, ή εις μερικά μεν είναι ικανή, εις άλλα δε όχι, και +τέλος εις ποίαν από αυτάς τας δύο κατηγορίας ανήκει και η περί +τα πολεμικά ενασχόλησις και αν κατ' αυτόν τον τρόπον αρχίσωμεν +τόσον καλά την εξέτασιν αυτήν, δεν είναι επόμενον επίσης καλά +και να την τελειώσωμεν; — Και πολύ μάλιστα. — Θέλεις λοιπόν +ημείς μεταξύ μας να αναλάβωμεν και το πρόσωπον των +αντιφρονούντων, διά να μη πολεμούνται τα επιχειρήματά των +ανυπεράσπιστα; — Τίποτε δεν μας εμποδίζει. — Θα ημπορούσαμεν +λοιπόν να είπωμεν ως από μέρους των: ω Σωκράτη και Γλαύκων, δεν +είναι καμμία ανάγκη να αναιρέσουν άλλοι τους ισχυρισμούς σας• +διότι σεις οι ίδιοι εξ αρχής, όταν εθεμελιώνετε την πόλιν σας, +ωρίσατε, ότι συμφώνως έκαστος προς την φύσιν του πρέπει να +περιορίζεται εις ένα και μόνον έργον. — Πράγματι αυτό ωρίσαμεν• +και πώς όχι; — Αλλά δύναται να υπάρξη μεγαλυτέρα διαφορά από +αυτήν που υφίσταται μεταξύ της φύσεως του ανδρός και της +γυναικός; — Υπάρχει πράγματι μεγίστη. — Δεν πρέπει λοιπόν να +τους αναθέσωμεν όλως διόλου διάφορα έργα αναλόγως της φύσεως +αυτών; — Πώς όχι; — Δεν περιπίπτετε λοιπόν εις προφανή +αντίφασιν με τους εαυτούς σας και δεν σφάλλεσθε, όταν +ισχυρίζεσθε τώρα, ότι πρέπει να επιδίδωνται άνδρες και γυναίκες +εις τα ίδια έργα, παρ' όλην την μεγίστην φυσικήν διαφοράν που +τους χωρίζει; θα έχης τίποτε να απαντήσης εις αυτά, αγαπητέ +Γλαύκων; — Έτσι βέβαια εξ απρόοπτου δεν είναι πολύ εύκολον• +αλλά θα σε παρακαλέσω και σε παρακαλώ να αναλάβης συ να +απαντήσης και εκ μέρους μας ό,τι έχεις να απαντήσης. + + — Αυτά και άλλα πολλά τοιαύτα είναι που προέβλεπα εγώ εξ αρχής +και εδίσταζα να εγγίσω αυτό το θέμα περί των γυναικών και των +τέκνων. — Και πράγματι, μα την αλήθειαν, δεν ομοιάζει πολύ +εύκολον. — Όχι βέβαια• το πράγμα όμως είναι έτσι• είτε πέση +κανείς μέσα εις μικράν δεξαμενήν είτε μέσα εις το μεγαλύτερον +πέλαγος, ουχ' ήττον όμως κολυμβά και εις την μίαν και εις την +άλλην περίστασιν. — Βεβαίως. — Και ημείς λοιπόν πρέπει να +κολυμβήσωμεν και να δοκιμάσωμεν να σωθούμεν από αυτήν την +συζήτησιν, με την ελπίδα ότι ημπορεί να ευρεθή κανένας δελφίν +να μας πάρη εις την ράχιν του, ή να παρουσιασθή καμμία άλλη +απροσδόκητος σωτηρία. — Πολύ ενδεχόμενον. — Έλα λοιπόν, μήπως +εύρωμεν καμμίαν διέξοδον• είμεθα αληθώς σύμφωνοι, ότι εκάστη +φύσις έχει και ίδιον προορισμόν και ότι άλλη είναι η φύσις του +ανδρός και άλλη της γυναικός• και μολαταύτα λέγομεν τώρα ότι +αυταί αι διαφορετικαί φύσεις πρέπει να επιδίδωνται εις τα ίδια +έργα• αυτά δεν είναι που μας κατηγορείτε; — Μάλιστα. + + — Τι θαυμασίαν δύναμιν που έχει, Γλαύκων, η τέχνη της +αντιλογίας! — Διατί το λέγεις αυτό; — Διότι, μου φαίνεται, +πολλοί περιπίπτουν εις αυτήν χωρίς να το εννοούν και νομίζουν +ότι συζητούν, ενώ πράγματι απλώς αντιλέγουν ο ένας εις τον +άλλον• και τούτο συμβαίνει διότι δεν ημπορούν να αναλύσουν μίαν +έννοιαν εις τα διάφορα στοιχεία της, αλλά την λαμβάνουν κατά +γράμμα και προσπαθούν να της εύρουν αντιλογίαν, μεταβάλλοντες +τοιουτοτρόπως την συζήτησιν εις έριδα. — Πράγματι πολλοί το +παθαίνουν αυτό• αλλά μήπως συμβαίνει τάχα και με ημάς το ίδιον +τώρα; — Όλως διόλου• και κινδυνεύομεν, χωρίς να το θέλωμεν, να +παρασυρθώμεν εις αυτό το πάθημα. — Πώς; — Την έννοιαν, ότι τα +επιτηδεύματα πρέπει να είναι διάφορα αναλόγως της διαφοράς των +φύσεων, την λαμβάνομεν, ως γενναίοι οπαδοί της αντιλογικής, +κατά γράμμα, χωρίς διόλου να έχωμεν εξετάση προηγουμένως εις τι +έγκειται η διαφορά αύτη, ούτε τι είχαμεν υπ’ όψιν μας όταν +ωρίζαμεν, ότι αι διαφορετικαί φύσεις πρέπει να έχουν +διαφορετικά έργα και αι αύται φύσεις τα αυτά έργα. — +Πραγματικώς δεν το εξετάσαμεν. — Και κατά συνέπειαν έχομεν +πλήρες το δικαίωμα, καθώς φαίνεται, να ερωτήσωμεν, εάν είναι +της αυτής φύσεως οι φαλακροί και οι μαλλιαροί, και αφού +συμφωνήσωμεν, ότι είναι διαφορετικής φύσεως, εάν οι φαλακροί +έξαφνα καταγίνωνται εις την υποδηματοποιίαν, να μην επιτρέπωμεν +αυτήν την ιδίαν εργασίαν εις τους μαλλιαρούς και τανάπαλιν. — +Θα ήτο όμως γελοίον το πράγμα. — Και θα είναι δι’ άλλον λόγον +άραγε γελοίον, παρά διότι δεν ελαμβάναμεν τότε την ιδίαν ή την +διαφορετικήν φύσιν απολύτως, αλλά την περιωρίζαμεν εις εκείνο +μόνον το είδος της διαφοράς και της ομοιότητος, το οποίον +απέβλεπεν εις τα αυτά επαγγέλματα; παραδείγματος χάριν ελέγαμεν +τότε, ότι είναι της αυτής φύσεως ο ιατρός και ο άνθρωπος που +είναι κατάλληλος διά την ιατρικήν ή δεν είναι έτσι; — Μάλιστα. +— Και διαφορετικής φύσεως ο άνθρωπος ο κατάλληλος διά την +ιατρικήν, και ο άνθρωπος ο κατάλληλος διά την ξυλουργικήν; — +Αναμφιβόλως. — Εάν λοιπόν ευρέθη ότι η φύσις του ανδρός και +της γυναικός διαφέρουσιν ως προς τέχνην τινά ή άλλην εργασίαν, +θα συμπεράνωμεν ότι δεν δύνανται να είναι αύται κοιναί και εις +τα δύο φύλα• εάν δε η διαφορά έγκειται απλώς και μόνον εις το +ζήτημα της τεκνοποιήσεως, δεν θα θεωρήσωμεν διά τούτο ως +αποδεδειγμένον πράγμα, ότι η γυναίκα διαφέρει από τον άνδρα ως +προς το σημείον, περί του οποίου τώρα κάμνομεν ημείς εδώ λόγον, +και δεν θα επιμείνωμεν ολιγώτερον εις τον ισχυρισμόν μας, ότι +πρέπει να καταγίνωνται εις τα αυτά και οι πολεμισταί μας και αι +γυναίκες των. — Και πολύ σωστά. + + — Κατόπιν λοιπόν τούτων δεν θα ερωτήσωμεν τους αντιλέγοντας να +μας διδάξουν, ποία είναι η τέχνη ή ποίον είναι το επάγγελμα εκ +των εξασκουμένων εις μίαν πόλιν, ως προς το οποίον δεν είναι η +αυτή, αλλά διαφέρει η φύσις του ανδρός και της γυναικός; +Δικαία ερώτησις. — Μήπως όμως ευρεθή και άλλος, όπως έκαμες και +συ προ ολίγου, να μας απαντήση, ότι δεν είναι μεν εύκολον να +δοθή ικανοποιητική απόκρισις εκ του προχείρου, κατόπιν όμως +μικράς σκέψεως δεν θα ήτο καθόλου δύσκολον; — Ίσως. — Θέλεις +όμως να τον παρακαλέσωμεν να μας παρακολουθήση, μήπως +κατορθώσωμεν ημείς να του αποδείξωμεν, ότι δεν υπάρχει κανένα +έργον εις την πόλιν, το οποίον να ανήκη ειδικώς εις την +γυναίκα; — Μάλιστα. — Έλα λοιπόν, θα του ειπούμεν, να μας +απαντήσης• δεν είναι αυτή, κατά την ιδέαν σου, η διαφορά μεταξύ +ενός ευφυούς και ενός αφυούς ανθρώπου, ότι ο μεν πρώτος +μανθάνει εύκολα ένα πράγμα, ο δε άλλος δύσκολα; και ότι ο ένας, +από το μικρόν που έμαθε, είναι ικανός να δημιουργήση ολόκληρον +σειράν σχετικών γνώσεων, ενώ ο άλλος μ' όλην του την μεγάλην +μάθησιν και επιμέλειαν δεν ημπορεί ούτε όσα έμαθε να +συγκρατήση; και ότι ακόμη του μεν πρώτου και αι σωματικαί του +διαθέσεις εξυπηρετούν την διάνοιαν, του δευτέρου δε απεναντίας +της παρεμβάλλουν προσκόμματα; αυτά είναι, ή τίποτε άλλα, που +διακρίνουν, κατά την ιδέαν σου, τον ευφυή άνθρωπον από τον +αφυή; — Κανείς δεν θα έχη να ειπή άλλα. — Γνωρίζεις τώρα τίποτε +από όσα καταγίνονται οι άνθρωποι, εις το οποίον να μην έχουν οι +άνδρες όλας αυτάς τας ιδιότητας εις πολύ ανώτερον βαθμόν από +τας γυναίκας; ή νομίζεις πως θα άξιζε τον κόπον να κάμωμεν +μακρότερον λόγον περί της υφαντουργίας και μερικών ειδών της +μαγειρικής, εις τα οποία κάτι δα φαίνεται πως είναι και αι +γυναίκες, και όπου θα ήτο η μεγαλυτέρα των εντροπή να φαίνωνται +κατώτεραι από τους άνδρας; — Έχεις δίκαιον πράγματι να λέγης +ότι εις όλα, γενικώς ειπείν, υπολείπονται κατά πολύ αι γυναίκες +από τους άνδρας• βεβαίως υπάρχουν πολλαί γυναίκες ανώτεραι εις +πολλά από τους άνδρας• το γενικόν όμως είναι όπως συ λέγεις. + + — Δεν υπάρχει επομένως, φίλε μου, κανένα, έργον, από όσα +εξασκούνται εις μίαν πόλιν, το οποίον να προσιδιάζη +αποκλειστικώς εις την γυναίκα, ούτε αποκλειστικώς εις τον +άνδρα, αλλ' αι φυσικαί προδιαθέσεις έχουν εξ ίσου απονεμηθή και +εις τα δύο φύλα, και δι’ όλα μεν τα έργα είναι εκ φύσεως ικανή +η γυναίκα, δι’ όλα δε και ο άνδρας, απλώς μόνον ότι η γυναίκα +είναι εις όλα κατωτέρα και ασθενεστέρα του ανδρός. — Αυτό είναι +βέβαιον. — Τα πάντα λοιπόν θα τα αναθέσωμεν εις τον άνδρα, και +τίποτε δεν θα αφήσωμεν διά την γυναίκα; — Πώς γίνεται; — Δεν +υπάρχουν πράγματι, θα είπωμεν, και γυναίκες κατάλληλοι διά την +ιατρικήν και την μουσικήν, και άλλαι το εναντίον; — Πώς όχι; — +Και άλλαι που έχουν φυσικήν προδιάθεσιν διά την γυμναστικήν, +διά τον πόλεμον, και άλλαι πάλιν που δεν έχουν καμμίαν; — Το +πιστεύω. — Η και φιλόσοφοι και ανδρείαι, και άλλαι όλως διόλου +το εναντίον; — Σωστόν και αυτό. — Υπάρχουν επομένως και +γυναίκες ικαναί εκ φύσεως διά την φρούρησιν της πόλεως, και +άλλαι όχι• διότι η φιλοσοφία και η ανδρεία δεν είναι αι δύο +ιδιότητες επί τη βάσει των οποίων εξελέξαμεν και τους φρουρούς +μας; — Μάλιστα. — Ώστε η φύσις της γυναικός είναι επίσης +κατάλληλος διά την φρούρησιν της πόλεως, όπως και του ανδρός, +και η μόνη διαφορά έγκειται εις τον μεγαλύτερον ή μικρότερον +βαθμόν της ικανότητος. — Φαίνεται. + + — Τοιαύτας λοιπόν γυναίκας πρέπει να εκλέγουν οι τοιούτοι +άνδρες διά να συνοικούν μαζί των και να συμμετέχουν εις την +φρούρησιν της πόλεως, αφού είναι ικαναί προς τούτο και έχουν +την αυτήν φυσικήν προδιάθεσιν. — Χωρίς άλλο. — Εις τας αυτάς δε +φυσικάς προδιαθέσεις δεν πρέπει να ορίζωμεν και τας αυτάς +ενασχολήσεις και τα αυτά έργα; — Τα αυτά. + + — Ιδού λοιπόν που επεστρέψαμεν εις το σημείον, από το οποίον +ανεχωρήσαμεν, και ευρέθημεν σύμφωνοι πάλιν, ότι δεν είναι +εναντίον της φύσεως να επιδίδωνται αι γυναίκες των φρουρών μας +εις την μουσικήν και την γυμναστικήν. — Βεβαιότατα. — Ώστε ο +νόμος, τον οποίον ηθέλαμεν να θεσπίσωμεν, αφού είναι σύμφωνος +προς την φύσιν, δεν αποβλέπει εις πράγματα αδύνατα, ουδέ +ομοιάζει με ευσεβή απλώς πόθον• αλλ' απεναντίας, όπως γίνονται +τα πράγματα σήμερον, είναι, καθώς φαίνεται, παρά φύσιν. — +Φαίνεται. — Το ζήτημά μας λοιπόν ήτο να εξετάσωμεν, εάν είναι +δυνατά αυτά τα πράγματα, και αν συγχρόνως είναι και τα +καλύτερα. — Μάλιστα. — Και ότι μεν είναι δυνατά το παρεδέχθημεν +ήδη και εσυμφωνήσαμεν. — Ναι. — Δεν υπολείπεται λοιπόν τώρα να +αποδειχθή, ότι είναι και τα καλύτερα; — Φανερόν. — Λοιπόν, διά +να καταστήσωμεν την γυναίκα ικανήν προς φρούρησιν της πόλεως, +άλλη ανατροφή θα μας χρειασθή, παρά διά τους άνδρας, αφού +μάλιστα πρόκειται να επενεργήση επί της αυτής φυσικής +προδιαθέσεως; — Όχι βέβαια άλλη, — Και τι φρονείς, παρακαλώ, +δι’ αυτό που θα σε ερωτήσω; — Ποίον; — Παραδέχεσαι ότι όλοι οι +άνδρες είναι όμοιοι κατά την αξίαν, ή άλλος είναι καλύτερος και +άλλος χειρότερος; — Αυτό βέβαια. — Εις την πόλιν λοιπόν, που +εθεμελιώσαμεν, φρονείς ότι τους φρουρούς, με την εκπαίδευσιν +που τους εδώσαμεν, τους εκάμαμεν καλυτέρους από τους +υποδηματοποιούς, όπως εξεπαιδεύθησαν και εκείνοι εις την τέχνην +των; — Γελοία είναι η ερώτησίς σου — Εννοώ• και από τους άλλους +πολίτας δεν είναι αυτοί οι καλύτεροι; — Και πολύ μάλιστα. — Και +αι γυναίκες των δεν θα είναι καλύτεραι από τας γυναίκας όλων +των άλλων; — Πολύ καλύτεραι και αυταί. — Και υπάρχει τίποτε +συμφερώτερον διά μίαν πόλιν, παρά να ευρίσκωνται εις αυτήν όσον +το δυνατόν καλύτεροι άνδρες και γυναίκες; — Δεν υπάρχει. Και +εις αυτό το αποτέλεσμα δεν θα φθάσουν καλλιεργούντες την +μουσικήν και την γυμναστικήν, καθ' όν τρόπον ημείς είπομεν; — +Πώς όχι; — Ώστε βλέπεις ότι ο νόμος, που εθέσαμεν, όχι μόνον +δυνατός είναι, αλλά και άριστος διά την πόλιν. — Μάλιστα. + + — Οφείλουν λοιπόν αι γυναίκες των φρουρών και να γυμνωθούν, +αφού αντί παντός άλλου φορέματος θα είναι ενδεδυμέναι την +αρετήν, και να λαμβάνουν μέρος εις τον πόλεμον και εις την +φρούρησιν της πόλεως, χωρίς εις τίποτε άλλο να καταγίνωνται• +μόνον, θα αναθέτωμεν εις αυτάς τα ελαφρότερα εκ των έργων +τούτων, διά την αδυναμίαν του φύλου των• εκείνος δε ο οποίος θα +περιγελά διά την γύμνωσιν των γυναικών, αι οποίαι θα +γυμνάζωνται δι’ ένα τόσον καλόν σκοπόν, άμεστον θα τρυγά της +γνώσεως του γελοίου τον καρπόν, και δεν γνωρίζει, καθώς +φαίνεται, διατί γελά, ούτε τι κάμνει• διότι έχει και θα έχη +πάντοτε ισχύν το αξίωμα, ότι το μεν ωφέλιμον είναι καλόν, το δε +βλαβερόν αισχρόν. — Βεβαιότατα. + + — Αυτό λοιπόν είναι το πρώτον, ούτως ειπείν, κύμα, το οποίον +διεφύγαμεν εις την περί των γυναικών συζήτησίν μας, ούτως ώστε +να μη καταποντισθώμεν υπ’ αυτού νομοθετούντες, ότι πρέπει από +κοινού να πράττουν τα πάντα οι φρουροί μας και αι γυναίκες των, +αφού εξήχθη αφ' εαυτού το λογικόν συμπέρασμα ότι και δυνατά +είναι αυτά και ωφέλιμα. — Και δεν είναι μικρόν το κύμα, που +διέφυγες. — Θα ειπής όμως ότι δεν ήτο και πολύ μεγάλον, όταν θα +ίδης αυτό, που έρχεται τώρα. — Λέγε, να το ιδούμεν. — Συνέπεια +του νόμου τούτου και των άλλων των προηγουμένων, είναι, καθώς +μου φαίνεται, ο εξής. — Ποίος; — Αι γυναίκες των πολεμιστών μας +όλαι θα είναι κοιναί δι’ όλους, και καμμία δεν θα συνοική +ιδιαιτέρως με κανένα• επίσης και τα τέκνα θα είναι κοινά, και +ούτε ο γονεύς θα γνωρίζη το τέκνον του, ούτε το τέκνον τον +γονέα του. — Πολύ δυσκολώτερον πράγματι να πιστευθή αυτός ο +νόμος, κατά πόσον είναι δυνατός και ωφέλιμος. — Νομίζω ότι ως +προς το ωφέλιμον δεν θα γεννηθώσι μεγάλαι αντιρρήσεις, ότι δεν +είναι μέγιστον αγαθόν η κοινότης των γυναικών και των τέκνων, +εάν είναι δυνατή• αλλά φρονώ ότι περί αυτού ακριβώς του δυνατού +θα εγερθώσιν αι μεγαλύτεραι αμφισβητήσεις. — Και τα δύο θα +ημπορούσε κάλλιστα ν' αμφισβητηθούν. — Συνεμάχησαν λοιπόν και +τα δύο εναντίον μου• και εγώ ενόμιζα ότι θα εγλύτωνα +τουλάχιστον από το ένα, εάν ήθελες συμφωνήση ότι είναι +ωφέλιμον, και θα μου υπελείπετο μόνον να συζητήσω περί του +δυνατού ή μη. — Το επήρα είδησιν, ότι ήθελες να μου διαφύγης• +θα δώσης όμως τώρα λόγον και διά τα δύο. + + — Θα υποστώ και αυτήν την ποινήν• μόνον μίαν μικράν χάριν θα +σου ζητήσω• άφησέ με να δώσω αυτήν την εορτήν εις τον εαυτόν +μου, όπως τα νωθρά εκείνα πνεύματα που συνηθίζουν να τρέφωνται +με την φαντασίαν των, όταν αφήνουν τον νουν των να τρέχη• +γνωρίζεις βέβαια ότι οι τοιούτοι, πριν να καλοεξετάσουν διά +τινος μέσου θα επιτύχουν κάτι που έχουν εις την κεφαλήν των, +διά να μη κουράζωνται σκεπτόμενοι κατά πόσον είναι τούτο +δυνατόν ή όχι, το λαμβάνουν ως υπάρχον ήδη, σύμφωνα με την +επιθυμίαν των, και αρχίζουν πλέον να τακτοποιούν τα επίλοιπα, +και χαίρουν προκαταβολικώς λογαριάζοντες το τι έχουν να κάμουν +κατόπιν, και — αυξάνουν μόνον ακόμη περισσότερον την φυσικήν +νωθρότητα της ψυχής των. Έτσι και εγώ τώρα αποδειλιώ εμπρός εις +τας δυσκολίας, και θέλω να αναβάλω δι’ άλλοτε να εξετάσω κατά +πόσον είναι δυνατά αυτά που λέγω• τα λαμβάνω όμως επί του +παρόντος ως δυνατά και έρχομαι να ίδω, αν μου το επιτρέπης, +ποία μέτρα θα λάβουν οι άρχοντες διά την εφαρμογήν των, και να +αποδείξω ότι τίποτε δεν θα είναι ωφελιμώτερον και διά τους +φρουρούς και διά την πόλιν• εις αυτήν λοιπόν πρώτον την +εξέτασιν θα προβώ μαζί σου και κατόπιν βλέπομεν και διά τα +άλλα, αν το επιτρέπης. — Το επιτρέπω, μόνον άρχισε. + + — Νομίζω λοιπόν ότι εάν οι άρχοντές μας θα είναι άξιοι του +ονόματος τούτου, κατά τον ίδιον δε λόγον και οι πολεμισταί μας, +θα θέλουν πάντοτε αυτοί μεν να κάμνουν ό,τι τους προστάττουν, +εκείνοι δε να προστάττουν ό,τι επιβάλλει ο νόμος, ή ό,τι +συμφωνεί με το πνεύμα του νόμου, εις τας περιστάσεις που θα +τους επιτρέψωμεν να το κρίνουν μόνοι των. — Φυσικά. — Συ λοιπόν +ο νομοθέτης, όπως εξέλεξες τους άνδρας, τοιουτοτρόπως θα +εκλέξης και τα γυναίκας και θα τας παραδώσης να συμφωνούν όσον +το δυνατόν κατά τους χαρακτήρας των. Επειδή δε θα έχουν και τας +οικίας και τα συσσίτια κοινά, και κανείς δεν θα έχη τίποτε από +αυτά ιδιαιτέρως, θα είναι όλοι μαζί, και επειδή θα είναι +τοιουτοτρόπως ανακατωμένοι και εις τα γυμνάσια και παντού +αλλού, θα οδηγηθούν, νομίζω, από την έμφυτον ανάγκην να +ζευγαρωθούν• ή δεν το παραδέχεσαι ότι κατ' ανάγκην θα συμβή +αυτό; — Κατ' ανάγκην μάλιστα, όχι γεωμετρικήν βέβαια, αλλ' +ερωτικήν, η οποία έχει πολύ μεγαλυτέραν δύναμιν από εκείνην, να +πείθη και να ελκύη τον πολύν λαόν. + + — Πολύ σωστά• αλλά, Γλαύκων, να γίνωνται αι ενώσεις αύται +χωρίς καμμίαν τάξιν, ή να κάμνουν οτιδήποτε άλλο, δεν είναι +πράγμα θεμιτόν εις πόλιν ανθρώπων ευτυχών, ούτε θα το +επιτρέψουν οι άρχοντες. — Μάλιστα• διότι δεν είναι δίκαιον. — +Κατόπιν τούτου είναι προφανές, ότι θα κάμωμεν γάμους όσον +ημπορούμεν περισσότερον ιερούς• θα είναι δε ιεροί οι +ωφελιμώτατοι. — Βεβαίως. — Αλλά πώς θα είναι ωφελιμώτατοι; αυτό +θα μας το ειπής συ, Γλαύκων• διότι βλέπω εις την οικίαν σου και +σκύλους κυνηγετικούς και πάμπολλα θηρευτικά πτηνά• άραγε έδωσες +καμμίαν προσοχήν εις τους γάμους των και εις τας παιδοποιίας +των; — Τι δηλαδή; — Πρώτον μεν μεταξύ των ζώων τούτων, αν και +όλα είναι από καλόν γένος, δεν υπάρχουν μερικά τα οποία είναι +και γίνονται καλύτερα από τα άλλα; — Μάλιστα. — Και σου +τεκνοποιούν όλα αδιακρίτως, ή φροντίζεις να αποκτήσης μικρά από +τα καλύτερα ζώα; Από τα καλύτερα. — Από τα νεώτερα, από τα +γεροντότερα, ή από εκείνα που ευρίσκονται εις την ακμήν της +ηλικίας των; — Από αυτά τα τελευταία. — Και αν δεν λάβης αυτήν +την πρόνοιαν, νομίζεις ότι πολύ γρήγορα θα εκφυλισθή το γένος +των σκύλων και των πτηνών σου; — Βεβαίως. — Το ίδιον νομίζεις +και διά τους ίππους και δι’ όλα εν γένει τα ζώα; — Θα ήτο +άτοπον να πιστεύω το εναντίον. + + — Πωπώ, αγαπητέ μου φίλε, πόσον μεγάλην ικανότητα λοιπόν +πρέπει να έχουν οι άρχοντές μας, εάν το ίδιον συμβαίνη και με +τους ανθρώπους! — Αλλά το ίδιον βέβαια• διατί όμως; — Διότι θα +γίνη ανάγκη να μεταχειρίζωνται πολλά φάρμακα• ένας ιατρός +κοινός, και ο χειρότερος ακόμη, νομίζομεν ότι αρκεί, όταν +πρόκειται δι’ ασθενείς, που δεν έχουν ανάγκην από φάρμακα, αλλ' +απλώς από δίαιταν• όταν όμως είναι ανάγκη να ορίση και φάρμακα, +γνωρίζομεν ότι χρειάζεται μεγαλυτέρας αξίας ιατρός. — Είναι +αλήθεια• αλλά διατί τα λέγεις αυτά; — Ιδού διατί• φαίνεται ότι +θα γίνη ανάγκη να καταφεύγουν συχνά εις το ψεύδος και την +απάτην οι άρχοντές μας, προς ωφέλειαν των πολιτών• είπομεν δε +ότι ενίοτε είναι χρήσιμα και αυτά, ως είδος φαρμάκου. — Και +πολύ ορθά. — Αυτό λοιπόν το ορθόν, που λέγεις, φαίνεται ότι +έχει όχι μικράν πέρασιν εις τους γάμους και εις τας +παιδοποιίας. — Πώς δηλαδή; — Είναι ανάγκη, συμφώνως με όσα +παρεδέχθημεν, αι ερωτικαί συναντήσεις μεταξύ των αρίστων εκ των +δύο φύλων να γίνωνται όσον το δυνατόν συχνότεροι, το εναντίον +δε μεταξύ των κατωτέρων• και να ανατρέφωνται μεν τα τέκνα των +πρώτων, όχι όμως και των άλλων, εάν δεν θέλωμεν να εκφυλισθή το +ποίμνιόν μας• και όλα αυτά πρέπει να γίνωνται χωρίς να γνωρίζη +κανείς άλλος τίποτε, εκτός μόνον των αρχόντων, εάν εννοούμεν +πάλιν να μείνη αδιατάρακτος η ειρήνη μεταξύ της αγέλης των +πολεμιστών. — Ορθότατα. + + — Θα γίνη λοιπόν ανάγκη να νομοθετήσωμεν μερικάς εορτάς, εις +τας οποίας θα συναθροίζωμεν τους γαμβρούς και τας νύμφας• θα +τας συνοδεύωμεν με θυσίας και ύμνους, τους οποίους θα συνθέτουν +οι ποιηταί, εμπρέποντας εις την ιερότητα των τελουμένων γάμων• +θα αφήσωμεν εις τους άρχοντας το δικαίωμα να κανονίζουν τον +αριθμόν των γάμων, διά να διατηρούν πάντοτε τον αυτόν αριθμόν +των ανδρών, αποβλέποντες εις τους πολέμους και εις τας +ασθενείας και εις τα άλλα τα τοιαύτα, διά να μη γίνεται, όσον +το δυνατόν, ούτε πολύ μεγάλη η πόλις μας, ούτε πολύ μικρά. — +Σωστά. — Θα προετοιμάζωνται δε επιτηδείως κάποιοι κλήροι, ώστε +οι χειρότεροι εκείνοι να μην έχουν να παραπονούνται με τους +άρχοντας διά την γυναίκα, που θα τους λάχη, αλλά με την τύχην. +— Πολύ ωραίον και τούτο. + + — Και εις τους νέους, οι οποίοι θα διεκρίνοντο εις τον πόλεμον +ή όπου αλλού, εκτός των άλλων βραβείων και αμοιβών, θα +παραχωρηθή και το δικαίωμα να πλησιάζωσι συχνότερον τας +γυναίκας, ίνα, με αυτήν συγχρόνως την πρόφασιν, γεννώνται όσον +το δυνατόν περισσότερα τέκνα από τους τοιούτους. — Ορθότατα. + + — Τα δε εκάστοτε γεννώμενα τέκνα θα παραλαμβάνουν ιδιαίτεροι +προς τον σκοπόν τούτον αρχαί, τας οποίας θα αποτελούν είτε +άνδρες, είτε γυναίκες, είτε άνδρες ομού και γυναίκες• διότι +είπομεν ότι όλοι οι αρχαί θα είναι κοινοί και διά τα δύο φύλα. +— Μάλιστα. — Και τα μεν τέκνα των καλυτέρων θα τα φέρουν εις το +κοινόν τροφείον και θα τα παραδίδουν εις τας χείρας των τροφών, +αι οποίαι θα κατοικούν εις ένα χωριστόν μέρος της πόλεως• των +δε χειροτέρων, και όσα και των άλλων τύχη να γεννηθούν +ελαττωματικά, θα τα κρύψουν, όπως είναι πρέπον, εις ένα μέρος +μυστικόν και απόρρητον. Εάν βέβαια θέλωμεν να διατηρηθή καθαρά +η γενεά των πολεμιστών. — Αυτοί οι ίδιοι θα έχουν και την +φροντίδα της τροφής των νεογνών, και θα οδηγούν τας μητέρας εις +το τροφείον, όταν τας στενοχωρή το γάλα των, λαμβάνοντες όμως +όλας τας δυνατάς προφυλάξεις διά να μην αναγνωρίση καμμία το +τέκνον της• και αν αυταί δεν αρκούν, θα φροντίσουν να εύρουν +και άλλας, που να έχουν άφθονον γάλα, θα προσέχουν όμως να μη +θηλάζουν και αύται περισσότερον του δέοντος, τας δε αγρυπνίας +και τους άλλους κόπους θα αναθέσουν εις τας τροφούς και εις +άλλας γυναίκας. — Τοιουτοτρόπως καθιστάς πολύ εύκολον την +παιδοποιίαν διά τας γυναίκας των πολεμιστών. — Διότι αυτό είναι +το πρέπον• αλλ' ας εξακολουθήσωμεν εκείνο που ηρχίσαμεν +ελέγαμεν ότι η τεκνοποίησις οφείλει να γίνεται εις την ακμήν +της ηλικίας. — Μάλιστα. — Δεν σου φαίνεται αρκετόν να ορίσωμεν +είκοσιν έτη ακμής διά την γυναίκα και τριάκοντα διά τον άνδρα; +— Από ποίας ηλικίας; — Διά μεν την γυναίκα από το εικοστόν +μέχρι του τεσσαρακοστού έτους της ηλικίας της• διά δε τον +άνδρα, αφού περάση η θερμοτέρα περίοδος της νεότητος, μέχρι του +πεντηκοστού πέμπτου. — Πραγματικώς αυτός είναι και δια τους δύο +ο χρόνος της ακμής και του σώματος και του πνεύματος. — Εάν +λοιπόν κανείς πολίτης, είτε πριν, είτε πέραν της ηλικίας αυτής, +παραβή τους περί των κοινών γάμων νόμους της πόλεως, θα τον +κηρύξωμεν ένοχον της εσχάτης αδικίας και καθοσιώσεως, διότι +έσπειρε τέκνον, το οποίον αν γεννηθή, θα είναι ο λαθραίος +καρπός του σκότους και της παρανόμου ακολασίας, και διότι της +γεννήσεώς του δεν προηγήθησαν ούτε θυσίαι ούτε ευχαί, τας +οποίας οι ιερείς και αι ιέρειαι και ολόκληρος η πόλις +απευθύνουν εις έκαστον γάμον προς τους θεούς, διά να γεννηθούν +από καλούς γονείς καλύτερα τέκνα και από ωφελίμους ωφελιμώτερα. +— Πολύ σωστά. + + — Ο αυτός δε νόμος θα ισχύη, και εάν κανείς από τους έχοντας +την νόμιμον ηλικίαν γάμου, πλησιάση γυναίκα έχουσαν επίσης την +νόμιμον ηλικίαν, αλλά χωρίς την άδειαν του άρχοντος• διότι ο +καρπός των σχέσεων τούτων θα είναι παράνομος και, ούτως ειπείν, +αφερέγγυος και ανίερος. — Ορθότατα. + + — Όταν δε πλέον αι γυναίκες και οι άνδρες υπερβώσι την υπό των +νόμων ωρισμένην ηλικίαν του γάμου, θα αφήσωμεν εις μεν τους +άνδρας απόλυτον ελευθερίαν να συνέρχωνται με οιανδήποτε γυναίκα +θέλουν, εκτός θυγατρός, μητρός, εγγονής και μάμμης, επίσης και +εις τας γυναίκας, εκτός υιού, πατρός, εγγόνου και πάππου• θα +τους δώσωμεν όμως πάλιν την άδειαν αυτήν, αφού προηγουμένως +τους συστήσωμεν ρητώς, μάλιστα μεν να αποφύγουν οπωσδήποτε να +φέρουν εις φως καρπόν των σχέσεών των, εν εναντία δε +περιπτώσει, να έχωσι προ οφθαλμών, ότι η πόλις δεν είναι +δυνατόν να επιβαρυνθή με την ανατροφήν του. — Και αυτά μεν όλα +είναι λογικώτατα, αλλά πώς θα διακρίνουν τους πατέρας και τας +θυγατέρας και τους άλλους συγγενείς που ανέφερες; + + — Καθόλου δεν θα τους διακρίνουν• αλλ' αφ' ής ημέρας γίνη ο +γάμος ενός πολεμιστού, όσα τέκνα θα γεννηθούν μεταξύ του +εβδόμου και του δεκάτου μηνός από τότε, θα τα θεωρή τα μεν +αρσενικά υιούς του, τα δε θηλυκά θυγατέρας του, και τα τέκνα +αυτών εγγονούς του, και εκείνα πάλιν θα τον ονομάζουν πατέρα +και πάππον• όλα δε τα τέκνα, τα οποία θα γεννηθούν κατά το +διάστημα, κατά το οποίον αι μητέρες των και οι πατέρες είχον +την νόμιμον ηλικίαν διά να τεκνοποιούν, θα ονομάζωνται αδελφοί +και αδελφαί• ούτως ώστε να μη συνάπτωνται γάμοι μεταξύ των +βαθμών της συγγενείας, που ανεφέραμεν μεταξύ όμως αδελφού και +αδελφής δεν θα ισχύη αυτή η απαγόρευσις του νόμου, εάν +τοιουτοτρόπως το αποφασίση ο κλήρος και ο χρησμός της Πυθίας το +προσεπικυρώση. — Πολύ καλά. + + — Αυτή λοιπόν, φίλε Γλαύκων, είναι η κοινότης των γυναικών και +των τέκνων διά τους φρουρούς της πόλεως μας• υπολείπεται τώρα +να βεβαιωθή ότι είναι σύμφωνος με όλην την άλλην πολιτειακήν +μας διάταξιν και ότι είναι και κατά πάντα συμφερωτάτη• δεν +είναι αυτό που πρέπει να αποδείξωμεν; — Ναι βέβαια. — Και δεν +είναι αυτή η αρχή της αποδείξεως, να ερωτήσωμεν ημάς αυτούς, +ποίον πρέπει να θεωρήσωμεν το μέγιστον αγαθόν διά την σύστασιν +της πόλεως, το οποίον πρέπει να έχη πάντοτε προ οφθαλμών ο +νομοθέτης όταν νομοθετή, και ποίον είναι το μέγιστον κακόν; και +ακολούθως να εξετάσωμεν, εάν αυτή η διάταξις της κοινότητος των +γυναικών, την οποίαν επραγματεύθημεν τώρα, συμπίπτει τάχα με τα +ίχνη που μας οδηγούν εις αυτό το μέγιστον αγαθόν και μας +απομακρύνουν από το μέγιστον κακόν; — Πολύ σωστά. — Έχομεν +λοιπόν μεγαλύτερον κακόν διά την πόλιν από εκείνο, το οποίον +διασπά την πόλιν και, από μίαν, την κάμνει να είναι πολλαί; ή +μεγαλύτερον αγαθόν από εκείνο, που συσφίγγει τα διάφορα μέρη +της και την κάμνει μίαν; — Δεν έχομεν. — Και δεν είναι η +κοινότης της χαράς και της λύπης εκείνη, η οποία παρά κάθε +άλλο, επιφέρει αυτό το αποτέλεσμα, όταν όλοι γενικώς οι πολίται +δοκιμάζουν όσον το δυνατόν μεγαλυτέραν χαράν διά την αυτήν +ευτυχίαν, και λύπην πάλιν διά την αυτήν απώλειαν, — +Αναμφιβόλως. — Και εκείνο απεναντίας που διαιρεί μίαν πόλιν, θα +είναι, όταν αυτά τα αισθήματα είναι ιδιωτικά, και άλλοι μεν +χαίρουν άλλοι δε λυπούνται διά τα παθήματα ή της πόλεως ή τινών +πολιτών; — Πώς όχι; — Και αυτό δεν συμβαίνει, όταν όλοι οι +πολίται δεν μεταχειρίζωνται επί των ιδίων περιστάσεων τας +φράσεις: αυτό είναι ιδικόν μου, αυτό δεν είναι ιδικόν μου, αυτό +μου είναι αδιάφορον; — Χωρίς αμφιβολίαν. — Άριστα λοιπόν δεν +κυβερνάται εκείνη η πόλις, εις την οποίαν οι περισσότεροι +λέγουν συγχρόνως και επί των αυτών περιστάσεων: αυτό με +ενδιαφέρει και αυτό δεν με ενδιαφέρει; — Και πολύ μάλιστα. — +Και εις την οποίαν επομένως συμβαίνει ό,τι και με ένα πρόσωπον• +όταν δηλαδή κανείς από ημάς κτυπήση εις τον δάκτυλον, όλη +εκείνη η σχέσις η οποία συνδέει το σώμα προς την ψυχήν και +καταντά να αποτελή μίαν κυρίαρχον ενότητα εν αυτή, όλη +συγχρόνως αισθάνεται τον πόνον του ενός μέρους και +τοιουτοτρόπως λέγομεν, ότι άνθρωπος πονεί εις τον δάκτυλον• το +ίδιον, προκειμένου και δι’ άλλα αισθήματα του ανθρώπου, όταν +δοκιμάζη τίποτε δυσάρεστον εις κανένα του μέρος ή απολαμβάνει +καμμίαν ευχαρίστησιν. — Το ίδιον πράγματι και, όπως έλεγες, το +αυτό συμβαίνει και με την πόλιν, η οποία κυβερνάται άριστα. — +Και ένας λοιπόν, νομίζω, μόνον πολίτης, αν υφίσταται οτιδήποτε +καλόν ή κακόν, η τοιαύτη πόλις θα το θεωρήση ιδικόν της το +πάθημα και θα συμμερισθή ολόκληρος ή την χαράν ή την λύπην του. +— Ανάγκη πάσα, αν πράγματι η πόλις είναι ευνομουμένη. + + — Καιρός λοιπόν τώρα να γυρίσωμεν και εις την ιδικήν μας πόλιν +και να ιδούμεν, αν όλα αυτά που είπαμεν εφαρμόζωνται εις αυτήν +περισσότερον από κάθε άλλην πόλιν. — Πρέπει πράγματι. — Λοιπόν, +και εις τας άλλας πόλεις, όπως εις την ιδικήν μας, υπάρχουν +άρχοντες, υπάρχει και λαός; — Υπάρχουν. — Και όλοι αυτοί +ονομάζονται συμπολίται μεταξύ των; — Πώς όχι; — Αλλά, εκτός +αυτής της κοινής ονομασίας, πώς αλλέως ονομάζει εις τας άλλας +πόλεις ο λαός τους άρχοντας; — Εις μεν τας περισσοτέρας +κυρίους, εις δε τας δημοκρατουμένας τους ονομάζει απλώς κατ' +αυτόν τον τρόπον, άρχοντας. — Εις δε την ιδικήν μας πόλιν, +εκτός που τους ονομάζει πολίτας, τι άλλο λέγει ο λαός διά τους +άρχοντας; — Λέγει ότι είναι σωτήρες και υπερασπισταί του. — Οι +δε άρχοντες πάλιν τους άλλους πολίτας; — Μισθοδότας και +διατροφείς. — Εις δε τας άλλας πόλεις οι άρχοντες τους πολίτας; +— Δούλους. — Μεταξύ των δε οι άρχοντες πώς ονομάζονται; — +Συνάρχοντες. — Εις δε την πόλιν μας; — Συμφύλακες. — Ημπορείς +τώρα να μου είπης, αν εις τας άλλας πολιτείας, οι άρχοντες +μεταξύ των, μερικούς μεν από τους συναδέλφους των ονομάζουν και +θεωρούν ως ιδικούς των, μερικούς δε ως ξένους; — Πλείστους +όσους. — Και δεν θεωρούν ότι με εκείνους μεν τους συνδέουν +κοινά συμφέροντα, με τους άλλους δε όχι; — Αυτό συμβαίνει +πράγματι. — Μεταξύ όμως των φρουρών της ιδικής σου πόλεως, +είναι δυνατόν κανείς να ονομάζη ή να θεωρή κανένα από τους +συναδέλφους του ως ξένον; — Καθόλου, διότι εις το πρόσωπον +αυτών θα νομίζουν ότι βλέπουν ή αδελφόν, ή αδελφήν, ή πατέρα, ή +μητέρα, ή υιόν, ή θυγατέρα, ή γενικώς συγγενή ανιόντος ή +κατιόντος βαθμού. — Πολύ ωραία τα λέγεις• αλλά ειπέ μου ακόμη, +θα περιορίσης την συγγένειαν εις τα ονόματα μόνον, ή θα +νομοθετήσης να συμφωνούν και όλαι των αι πράξεις προς αυτά, και +να έχουν απέναντι εκείνων, που ονομάζουν πατέρας των, όλον τον +σεβασμόν, όλην την αφοσίωσιν, όλην την υπακοήν, που απαιτεί ο +νόμος παρά των τέκνων, διότι, εν εναντία περιπτώσει, θα +εθεωρούντο ανόσιοι και άδικοι και δεν θα εύρισκον χάριν ούτι +ενώπιον των θεών, ούτε ενώπιον των ανθρώπων; αυτά τα +παραγγέλματα, ή άλλα, θα αντηχούν ευθύς εξ αρχής εις τα ώτα των +νέων εκ μέρους όλων των πολιτών, περί της διαγωγής που οφείλουν +να τηρούν απέναντι εκείνων, τους οποίους θα τους υποδείξουν ως +πατέρας και συγγενείς; — Αυτά αναμφιβόλως• διότι θα ήτο γελοίον +να έχουν εις το στόμα των μόνον τα ονόματα της συγγενείας, +χωρίς να εκπληρούν και τα επιβαλλόμενα υπ’ αυτής καθήκοντα. + + — Ώστε εξ όλων των πόλεων εις την ιδικήν μας προ πάντων θα +είναι σύμφωνοι, όταν συμβή κανένα καλόν ή κακόν και εις ένα +μόνον, να λέγουν όλοι εκείνο, που είπαμεν παραπάνω, ότι τα +πράγματά μου πηγαίνουν καλά, ή ότι πηγαίνουν κακά. — Πολύ +σωστά. — Δεν είπομεν δε, ότι όπου επικρατεί αυτή η ιδέα και +ακούεται αυτός ο λόγος, αποτέλεσμα θα έχη να είναι κοιναί, αι +λύπαι και αι χαραί• — Και είχομεν πολύ δίκαιον. — Ώστε δεν θα +συμμετέχουν κοινώς όλοι οι πολίται μας από εκείνο, το οποίον θα +ονομάζουν όλοι ιδικόν των; και ένεκα ακριβώς αυτής της +συμμετοχής, δεν θα χαίρουν και δεν θα λυπούνται όλοι διά τα +αυτά πράγματα; — Και πολύ μάλιστα. — Και εκτός της άλλης +συντάξεως της πολιτείας, ποίον άλλο περισσότερον θα επιφέρη +αυτά τα αποτελέσματα, παρά η κοινότης των γυναικών και των +τέκνων μεταξύ των φρουρών μας; — Αυτό βέβαια προ πάντων. + +Αλλ' όμως παρεδέχθημεν αυτό ως το μεγαλύτερον αγαθόν διά την +πόλιν, και παρωμοιάσαμεν μίαν καλώς κυβερνωμένην πόλιν προς το +σώμα, το οποίον ολόκληρον αισθάνεται τον πόνον ή την ηδονήν +ενός μέλους αυτού. — Και ορθώς το παρεδέχθημεν. — Ώστε του +μεγίστου αγαθού αιτία απεδείχθη ότι είναι διά την πόλιν μας η +μεταξύ των φρουρών κοινότης γυναικών και τέκνων. — Μάλιστα. — +Ακόμη δε το συμπέρασμα αυτό συμφωνεί και με όσα προηγουμένως +ωρίσαμεν• διότι είπαμεν, καθώς ενθυμείσθε, ότι δεν πρέπει να +έχουν οι πολεμισταί μας ούτε ιδίας οικίας, ούτε γαίας, ούτε +καμμίαν άλλην κτήσιν, αλλ' ότι θα λαμβάνουν από τους άλλους την +τροφήν των, ως μισθόν διά την φρούρησιν της πόλεως, και ότι θα +έχουν όλοι ένα κοινόν έξοδον, αν θέλουν να είναι πράγματι +φρουροί. — Σωστά. — Λοιπόν, όπως είπα, και εκείνα που ωρίσαμεν +προηγουμένως και αυτά που λέγομεν τώρα, δεν συντείνουν να τους +κάμουν ακόμη περισσοτέρων αληθινούς φρουρούς και να εμποδίζουν +πάσαν διάσπασιν της πόλεως; πράγμα το οποίον δεν θα συνέβαινεν, +όταν δεν θα ωνόμαζον όλοι το αυτό πράγμα «ιδικόν μου», αλλ' +άλλος άλλο, και όταν ο ένας θα απεκόμιζε εις την ιδικήν του +οικίαν ό,τι θα ημπορούσε να αποκτήση χωριστά από τους άλλους, +και ο άλλος πάλιν θα έκαμνε το ίδιον εκ μέρους του, και θα +είχον τας ιδιαιτέρας των γυναίκας και τέκνα έκαστος, που θα +τους παρείχον ιδιαιτέρας ηδονάς και λύπας, διά να τας +αισθάνωνται μόνοι των; ενώ απεναντίας, όταν έκαστος θα έχη ως +αξίωμα, ότι το συμφέρον του άλλου δεν είναι διαφορετικόν από το +ιδικόν του, δεν θα αποβλέπουν πάντες με όλας των τας δυνάμεις +εις τον αυτόν σκοπόν, και δεν θα έχουν κοινάς μεταξύ των όλας +τας ευτυχίας και τας δυστυχίας; — Αυτό είναι αναμφισβήτητον. — +Και δεν θα εκλείψουν τότε αι δίκαι και αι αντεγκλήσεις εκ του +μέσου, αφού κανένα άλλο δεν θα έχη κανείς αποκλειστικόν του +κτήμα, έξω από το σώμα του, όλα δε τα άλλα θα είναι κοινά; του +οποίου φυσικόν αποτέλεσμα θα είναι να μην αναπτύσσωνται ποτέ +μεταξύ των πάθη και διχόνοιαι, όσαι τουλάχιστον συνήθως +προέρχονται από κτηματικάς διαφοράς, ή εξ αφορμής των γυναικών +και των τέκνων, ή εξ άλλων οικογενειακών λόγων; — Θα είναι +βέβαια κατ' ανάγκην απηλλαγμένοι από όλα αυτά. — Ακόμη δε ούτε +βιαιοπραγίαι και χειροδικίαι θα συμβαίνουν φυσικά μεταξύ των +διότι θα τους διδάξωμεν, ότι είναι καλόν και δίκαιον οι +συνομήλικες να παρέχουν ο ένας εις τον άλλον την συνδρομήν του, +και ότι καθήκον έχουν να φροντίζουν διά την αμοιβαίαν +ασφάλειαν. — Πολύ σωστά. — Και τούτο το ορθόν θα έχη αυτός ο +νόμος, ότι, εάν κανείς εις στιγμιαίαν παραφοράν οργής +ικανοποιήση κατ' αυτόν τον τρόπον τον θυμόν του, το πράγμα δεν +θα είναι δυνατόν να λάβη μεγαλυτέρας διαστάσεις. — Αναμφιβόλως. +— Διότι θα είναι ανατεθειμένη εις τον πρεσβύτερον εξουσία επί +πάντων των νεωτέρων, με το δικαίωμα να επιβάλλη και ποινάς. — +Εννοείται. + + — Είναι ακόμη φανερόν, ότι ουδέποτε, άνευ τουλάχιστον ρητής +διαταγής των αρχόντων, θα τολμήση ο νεώτερος να βιαιοπραγήση +εναντίον του πρεσβυτέρου, ούτε να εγείρη, φυσικά, χείρα +εναντίον του• ούτε, νομίζω, να τον προσβάλη καθ' οιονδήποτε +τρόπον• διότι θα υπάρχουν δύο φύλακες ικανοί να τον εμποδίσουν, +ο φόβος και το σέβας• το σέβας, το οποίον θα τους συγκρατήση να +υψώσουν χείρα κατ' εκείνων, που θεωρούνται πατέρες• ο φόβος δε, +διότι γνωρίζουν ότι οι άλλοι θα βοηθήσουν τον προσβληθέντα, οι +μεν ως υιοί, οι δε ως αδελφοί, οι δε ως πατέρες. — Αυτό +πραγματικώς θα συμβαίνη. — Παντοτινή λοιπόν, χάρις εις αυτούς +τους νόμους, θα βασιλεύη ειρήνη μεταξύ των πολεμιστών μας. — +Και μεγάλη μάλιστα. — Αφού λοιπόν αυτοί θα ομονοούν, κανείς +φόβος βέβαια δεν υπάρχει να διχονοήσουν προς αυτούς και αι +λοιπαί τάξεις των πολιτών, είτε και μεταξύ των. — Όχι βέβαια. — +Δεν τολμώ δε, διά την ταπεινότητα του πράγματος, να κατέλθω εις +την απαρίθμησιν των μικροτέρων κακών, από τα οποία θα είναι +απηλλαγμένοι, τας κολακείας παραδείγματος χάριν των πλουσίων, +εις τας οποίας είναι ηναγκασμένοι να καταφεύγουν οι πτωχοί, τας +στενοχωρίας και τας θλίψεις, που υφίστανται, διά την ανατροφήν +των τέκνων, ή διά την απόκτησιν χρημάτων, προς συντήρησιν +πολυαρίθμων δούλων, χάριν των οποίων όλων συνάπτουν πολλάκις +μεγάλα δάνεια, αρνούνται ενίοτε τα χρέη των, και με κάθε τρόπον +εξευρίσκουν οπωσδήποτε τα αναγκαιούντα χρήματα, διά να +επιτρέψουν εις το τέλος την διαχείρισιν αυτών εις τας γυναίκας +και εις δούλους• πόσας, αλήθεια, φίλε μου, και ποίας +ταπεινώσεις δεν υφίστανται, που είναι πολύ γνωσταί, ώστε να μην +αξίζη τον κόπον να τας απαριθμήση κανείς! — Πράγματι, πρέπει να +είναι τυφλός κανείς διά να μη το βλέπη. — Από όλας λοιπόν αυτάς +τας αθλιότητας θα είναι οι ιδικοί μας απηλλαγμένοι, και θα ζουν +πολύ μακαριώτερον και από τον μακαριστόν βίον, που ζουν οι +Ολυμπιονίκαι. — Πώς; — Εκείνοι μακαρίζονται διά μικρόν μέρος +από τα αγαθά, που έχουν οι ιδικοί μας• διότι και η νίκη τούτων +είναι κατά πολύ ενδοξοτέρα, και η εκ του δημοσίου διατροφή των +τελειοτέρα• και η μεν νίκη των είναι η σωτηρία ολοκλήρου της +πόλεως, τροφήν δε και όλα τα άλλα αναγκαία έχουν καθ' όλην την +διάρκειαν της ζωής των και οι ίδιοι και τα τέκνα των, δέχονται +παρά της πόλεως τιμάς και βραβεία εφ' όσον ζώσι, και όταν +αποθάνουν αξιούνται μεγαλοπρεπούς ταφής. — Όπως πράγματι τους +χρειάζεται. + + — Ενθυμείσαι όμως, ότι προηγουμένως δεν ηξεύρω ποίος μας +απηύθυνε την κατηγορίαν, πως δεν λαμβάνομεν καμμίαν πρόνοιαν +διά την ευτυχίαν των πολεμιστών μας, οι οποίοι δεν έχουν τίποτε +ιδικόν των, ενώ ημπορούσαν να έχουν όλα όσα ανήκουν εις τους +άλλους πολίτας; ημείς δε του απηντήσαμεν, νομίζω, ότι αυτό μεν +το ζήτημα θα το εξετάσωμεν άλλοτε, αν ήθελε παρουσιασθή +ευκαιρία, τώρα δε ο σκοπός μας είναι να κάμωμεν τους φρουρούς +μας πραγματικώς φρουρούς, την δε πόλιν μας όσον το δυνατόν +ευτυχεστέραν, χωρίς να αποβλέπωμεν εις την ευδαιμονίαν +αποκλειστικώς μιας μόνον τάξεως εν αυτή; — Το ενθυμούμαι. — Τι +λοιπόν; ο βίος τώρα των πολεμιστών μας, αφού απεδείχθη πολύ +καλύτερος και προτιμότερος από των Ολυμπιονικών, μήπως τάχα +επιδέχεται καμμίαν σύγκρισιν με τον βίον των υποδηματοποιών ή +των άλλων τεχνιτών ή των γεωργών; — Δεν μου φαίνεται καθόλου. — +Ώστε λοιπόν είναι δίκαιον να επαναλάβω και εδώ ό,τι έλεγα και +τότε, ότι, αν ο πολεμιστής ζητήση να γίνη ευδαίμων κατά τρόπον, +ώστε να παύση πλέον να είναι φρουρός της πόλεως, και αν δεν του +αρέση αυτός ο μέτριος και εξησφαλισμένος βίος, τον οποίον ημείς +θεωρούμεν άριστον, αλλά τον καταλάβη μία ανόητος και +παιδαριώδης ιδέα περί ευδαιμονίας, η οποία τον εξωθήση να +καταχρασθή την δύναμίν του διά να γίνη κύριος των πάντων εν τη +πόλει, τότε θα μάθη πόσον σοφός ήτο ο Ησίοδος, ο οποίος είπεν +ότι «το ήμισυ είναι πλέον του παντός». — Εάν θέλη να ακούση την +συμβουλήν μου, δεν θα εξέλθη από την συνθήκην της ζωής, που του +ωρίσαμεν. + + — Επιδοκιμάζεις λοιπόν να είναι τα πάντα κοινά μεταξύ ανδρών +και γυναικών, καθ' όν τρόπον τα επραγματεύθημεν, όσον αφορά την +ανατροφήν, τα τέκνα, και την φρούρησιν των άλλων πολιτών; να +μένουν δηλαδή και εκείναι εις την πόλιν, να μεταβαίνουν εις τον +πόλεμον, να λαμβάνουν μέρος εις τας φρουράς και εις τα κυνήγια, +όπως τα θηλυκά των σκύλων, και εν γένει να συμμετέχουν πάντοτε +και εις πάντα, κατά το δυνατόν, τα έργα των πολεμιστών, με την +πεποίθησιν, ότι όλα αυτά που θα κάμνουν θα είναι συμφερώτατα +διά την πόλιν, και όχι εναντία προς την φύσιν του ανδρός και +της γυναικός, αφού ο προορισμός των είναι να ζουν ομού βίον +κοινόν; — Επιδοκιμάζω. + + — Δεν μένει λοιπόν τώρα να εξετάσωμεν, αν είναι δυνατόν να +υπάρξη και μεταξύ των ανθρώπων, όπως και μεταξύ των άλλων ζώων, +αυτή η κοινότης, και κατά ποίον τρόπον δύναται να κατορθωθή; — +Μου επρόλαβες ακριβώς την ερώτησιν που ήμουν έτοιμος να κάμω. — +Και όσον μεν αφορά τον πόλεμον είναι, νομίζω, φανερόν, πώς θα +πολεμούν. — Πώς; — Θα εκστρατεύουν βέβαια από κοινού, θα +παραλαμβάνουν όμως ακόμη μαζί των και τα πλέον μεστωμένα από τα +παιδιά, διά να βλέπουν, καθώς συμβαίνει και με τα παιδιά των +άλλων τεχνιτών, εκείνα που θα έχουν και αυτοί να κάμνουν μίαν +ημέραν, όταν μεγαλώσουν• εκτός δε τούτου, και να βοηθούν τους +πατέρας των και τας μητέρας των, να περιποιούνται και να +παρέχουν τας δυνατάς εκδουλεύσεις εις όλα του πολέμου• ή δεν +παρετήρησες τι γίνεται και εις τας άλλας τέχνας, παραδείγματος +χάριν τα τέκνα των αγγειοπλαστών, πόσον καιρόν βοηθούν απλώς +και περιορίζονται να παρατηρούν, πριν να καθίσουν και οι ίδιοι +εις τον τροχόν; — Το παρετήρησα. — Ή τάχα πρέπει εκείνοι να +φροντίζουν περισσότερον από τους φρουρούς μας διά τα τέκνα των, +διά να αποκτήσουν με την παρατήρησιν την πείραν, που τους +χρειάζεται διά το έργον των; — Θα ήτο πολύ γελοίον να το +υποθέση κανείς. — Δεν είναι δε ακόμη αληθές, ότι κάθε ζώον +πολεμεί γενναιότερον, όταν έχη εμπρός του και τα τέκνα του; — +Έτσι είναι• υπάρχει όμως, Σωκράτη, όχι μικρός κίνδυνος, αν τύχη +και νικηθούν, όπως συχνά συμβαίνει εις τον πόλεμον, μήπως, +εκτός αυτών, χάσουν και τα τέκνα των την ζωήν, και γίνη +αδύνατον να αναλάβη ποτέ και ολόκληρος η πόλις από αυτήν την +απώλειαν. — Αλήθεια λέγεις• αλλά τάχα νομίζεις, ότι η πρώτη μας +φροντίς θα είναι να μην τους εκθέσωμεν ποτέ εις κανένα +κίνδυνον; — Κάθε άλλο — Και αν γίνη ανάγκη, δεν θα κινδυνεύσουν +ακριβώς εκεί όπου, εν περιπτώσει επιτυχίας, θα γίνουν +καλύτεροι; — Αυτό είναι φανερόν. — Νομίζεις λοιπόν ότι είναι +μικρόν κέρδος και δεν αξίζει τον κίνδυνον, να παρίστανται +θεαταί της μάχης οι παίδες, που θα είναι και αυτοί πολεμισταί +μίαν ημέραν; — Πραγματικώς, θα είναι κέρδος. — Ώστε αυτό πρέπει +να το λάβωμεν κατ' αρχήν, ότι θα παρίστανται θεαταί εις τον +πόλεμον οι παίδες, αλλά και θα λαμβάνωνται προσέτι όλαι αι +δυναταί προφυλάξεις διά την ασφάλειάν των, και όλα θα είναι +καλά, δεν είναι έτσι; — Ναι. — Εν πρώτοις οι πατέρες αυτών, +όσον το ανθρωπίνως δυνατόν, θα είναι εις θέσιν να γνωρίζουν +ποίαι εκστρατείαι θα είναι επικίνδυνοι και ποίαι όχι. — Φυσικά. +— Και εις εκείνας μεν θα τους παραλαμβάνουν μαζί των, εις τας +άλλας όμως θα φυλαχθούν να το κάμουν. — Σωστά. — Θα τους δώσουν +δε προσέτι ως αρχηγούς και οδηγούς όχι τους τυχόντας, αλλ' +ανθρώπους ωρίμου ηλικίας και δεδοκιμασμένης πείρας. — κ’ έτσι +πρέπει. — Ναι, αλλά, θα είπη τις• πολλάκις έλαβον διά πολλούς +τα πράγματα παρά πάσαν προσδοκίαν διαφορετικήν τροπήν. — +Πραγματικώς. — Διά κάθε λοιπόν τοιούτον ενδεχόμενον, πρέπει να +δώσωμεν εις τα τέκνα μας από ενωρίς πτερά, ώστε, αν παραστή +ανάγκη, να πετούν και να σώζωνται. — Τι εννοείς δηλαδή; — Να +τους μάθωμεν από την νεαρωτέραν ηλικίαν να ιππεύουν, και έτσι +να τους φέρωμεν εις τον πόλεμον επάνω εις ίππους, όχι +θυμοειδείς και πολεμικούς, αλλ' όσον το δυνατόν ταχείς και +πειθηνίους• διότι κατ' αυτόν τον τρόπον και θα ημπορέσουν να +παρατηρήσουν ό,τι έχουν να ιδούν, και εν περιπτώσει κινδύνου θα +σωθούν ευκολώτατα με τους ηλικιωμένους αρχηγούς των. — Μου +φαίνεται πως πολύ σωστά τα λέγεις. — Τώρα, όσον αφορά τον +πόλεμον των ανδρών, πώς νομίζεις ότι πρέπει να φέρωνται οι +στρατιώται και μεταξύ των και προς τους εχθρούς; σου φαίνονται +τάχα ορθά αυτά που θα είπω; — Λέγε ν' ακούσωμεν. — Όποιος απ’ +αυτούς λιποτακτήση, ή ρίξη τα όπλα του, ή κάμη τίποτε άλλο +τοιούτον από δειλίαν, δεν πρέπει να τον υποβιβάζωμεν εις την +τάξιν των τεχνιτών ή των γεωργών; — Και βεβαίως πρέπει. — Και +όποιος πάλιν συλληφθή ζωντανός από τους εχθρούς, δεν αξίζει να +τους τον αφήσωμεν χάρισμα να τον κάμουν ό,τι θέλουν; — +Εννοείται. — Εκείνος δε που ανδραγαθήση και διακριθή δεν +νομίζεις, ότι πρέπει εκεί επί του πεδίου της μάχης να τον +στεφανώνουν καθένας χωριστά από τους νεαρούς πολεμιστάς και τα +παιδιά; — Μάλιστα. — Και να του σφίγγουν το χέρι; — Και αυτό. +— Ίσως όμως να μη παραδέχεσαι και αυτό που θα προσθέσω ακόμη. — +Ποίον; — Να φιλήση και να φιληθή απ’ όλους. — Απεναντίας• και +θα προσθέσω μάλιστα εις τον νόμον, ότι, εφόσον διαρκή αυτή η +εκστρατεία, να μην έχη κανείς το δικαίωμα να του αρνηθή, αν +θέλη να τον φιλήση, ώστε, αν τύχη μάλιστα και αγαπά κανένα ή +καμμίαν, να βάζη όλα τα δυνατά του διά να αξιωθή αυτήν την +αμοιβήν. — Πολύ καλά• καθόσον μάλιστα είπαμεν και προηγουμένως, +ότι ο διακρινόμενος διά την ανδρείαν του, θα έχη το δικαίωμα να +πλησιάζη συχνότερα τας γυναίκας, και να προτιμάται εις την +εκλογήν του από τους άλλους, ώστε να γεννώνται όσον το δυνατόν +περισσότερα τέκνα από ένα τοιούτον άνδρα. — Πραγματικώς το +είπαμεν. + + — Αλλ' όμως και κατά τον Όμηρον είναι δίκαιον, όσοι νέοι +διακρίνονται διά την ανδρείαν των, να τιμώνται και κατ' άλλους +τρόπους ακόμη• όταν παραδείγματος χάριν ηνδραγάθησεν εις μίαν +μάχην ο Αίας, λέγει ότι του έδωσαν εις το γεύμα &«ολάκερη την +πλάτη»& ως τιμητικήν μερίδα, η οποία ταιριάζει πράγματι δι’ ένα +νέον και ανδρείον πολεμιστήν, διότι, εκτός της διακρίσεως, του +αυξάνει συγχρόνως και την δύναμιν. — Πολύ σωστά. — Ώστε, εις +αυτό τουλάχιστον, θα ακολουθήσωμεν και ημείς τον Όμηρον• διότι +και ημείς εις τας θυσίας και εις όλα αυτά τους ανδρείους, +εφόσον αναδεικνύωνται τοιούτοι, θα τους τιμώμεν και με ύμνους +και με όλα που προαναφέραμεν και με πρωτοκαθεδρίας και με +διακεκριμένας μερίδας και &«με ποτήρια πιότερα»&, ώστε εκτός +της τιμής να δυναμώνωμεν συγχρόνως τους ανδρείους μας, άνδρας +και γυναίκας. — Πολύ ορθά λέγεις. — Έστω• από δε τους +φονευθέντος εις τον πόλεμον, εκείνος που πέση με τιμήν και με +ανδρείαν, δεν θα ανακηρύξωμεν κατά πρώτον ότι ανήκει εις το +χρυσούν γένος; — Παρά κάθε άλλον μάλιστα. — Και δεν θα +συμφωνήσωμεν με τον Ησίοδον, που λέγει, ότι, αφού αποθάνουν +όσοι ανήκουν εις αυτό το γένος, + + γίνουνται δαίμονες αγνοί, που ζουν στη γης επάνω, + καλοί και διώχνουν τα κακά μακριά από τους ανθρώπους; + + — Βέβαια θα συμφωνήσωμεν. — Και ακολούθως δεν θα ερωτήσωμεν το +μαντείον του θεού, τι οφείλομεν να πράξωμεν απέναντι των θείων +και μακαρίων τούτων ανδρών και να συμμορφωθώμεν με ό,τι μας +παραγγείλη; — Πώς όχι; — Και του λοιπού πλέον δεν θα τους +λατρεύωμεν ως ημιθέους και θα προσκυνούμεν τους τάφους των; και +τας ιδίας τιμάς δεν θα αποδίδωμεν και όταν αποθάνουν εκ +γήρατος, ή όπως αλλέως, εκείνοι που διακριθούν εν τη ζωή διά +την αρετήν των; — Αυτό τουλάχιστον απαιτεί η δικαιοσύνη. + + — Τώρα απέναντι των εχθρών, πώς τάχα οφείλουν να φέρωνται οι +στρατιώται μας; — Ως προς τι; — Πρώτα ως προς το ζήτημα του +εξανδραποδισμού, σου φαίνεται δίκαιον έλληνες να +εξανδραποδίζουν πόλεις ελληνικάς, ή θα το απαγορεύσωμεν +ολωσδιόλου και θα τους συνηθίσωμεν απεναντίας να φείδωνται του +ελληνικού γένους, μήπως διαφορετικά περιπέση εις την δουλείαν +των βαρβάρων; — Ούτε λόγος να γίνεται δι’ αυτό. — Και επομένως +μήτε έλληνα δούλον να έχη κανείς των, και τους λοιπούς έλληνας +να συμβουλεύουν το ίδιον; — Αναμφιβόλως• διότι κατ' αυτόν τον +τρόπον θα άφηναν τας μεταξύ των έχθρας και θα έστρεφαν όλας των +τας δυνάμεις κατά των βαρβάρων. — Τι δε; η σύλησις εν +περιπτώσει νίκης των νεκρών, εκτός εννοείται των όπλων των, να +είναι άραγε καλόν πράγμα; ή μήπως δίδη αυτό πρόφασιν εις τους +δειλούς, να αφήνουν εκείνους που αντιστέκονται ακόμη και να +σκύπτουν επάνω εις τους φονευμένους, ως να ήτο τάχα και αυτό +ένα από τα καθήκοντά των, ενώ πραγματικώς αυτό επέφερεν ως τώρα +την καταστροφήν πολλών στρατοπέδων; — Είναι αλήθεια. — Και δεν +είναι ταπεινή φιλοχρηματία αυτή η σύλησις των νεκρών; και δεν +είναι ίδιον μικράς και ανοήτου διανοίας να δεικνύη κανείς την +έχθραν του προς το πτώμα του φονευθέντος, ενώ ο εχθρός επέταξε +πλέον και άφησε μόνον εκείνο με το οποίον επολεμούσε; ή +νομίζεις ότι αυτοί κάμνουν τίποτε διαφορετικώτερον από τους +σκύλους, οι οποίοι δαγκάνουν την πέτραν που τους εκτύπησεν, +χωρίς να κάμνουν τίποτε εκείνου που την έρριψε; — Πραγματικώς +είναι το ίδιον. — Πρέπει λοιπόν να απέχουν οι πολεμισταί μας +από την σύλησιν των νεκρών, και να μην αρνούνται εις τους +εχθρούς την άδειαν της παραλαβής των. — Πρέπει μάλιστα. + + — Και άλλο ακόμη• δεν θα φέρωμεν εις τους ναούς των θεών τα +όπλα των νικημένων, και μάλιστα όταν είναι έλληνες, διά να τα +κρεμάσωμεν ως αφιερώματα, εάν εννοείται θέλωμεν να +εξασφαλίσωμεν την εύνοιαν των άλλων ελλήνων• μάλλον δε θα +φοβηθώμεν μήπως είναι βεβήλωσις του ναού αυτή η αφιέρωσις των +όπλων των ομοεθνών μας, εκτός εάν πλέον το μαντείον του θεού +διατάξη το εναντίον. — Ορθότατα. + + — Όσον δε αφορά την δήωσιν της ελληνικής γης και την +πυρπόλησιν των οικιών, ποίαν ιδέαν, λέγεις, πρέπει να έχουν οι +στρατιώται μας; — Θα ήκουα ευχαρίστως την ιδικήν σου γνώμην. — +Εγώ νομίζω, ότι δεν πρέπει να κάμνουν ούτε το ένα ούτε το άλλο, +αλλ' απλώς μόνον να παίρνουν τον καρπόν της χρονιάς• και θέλεις +να σου ειπώ τον λόγον: — Μάλιστα. — Μου φαίνεται ότι, όπως +είναι δύο διαφορετικά ονόματα ο πόλεμος και η στάσις, +τοιουτοτρόπως σημαίνουν και δύο τινά, που αναφέρονται εις δύο +διαφορετικά αντικείμενα• εκ των δύο τούτων με το ένα μας +συνδέει οικειότης και συγγένεια, με το άλλο καμμίαν σχέσιν δεν +έχομεν και μας είναι όλως διόλου ξένον• και η μεν έχθρα προς +τους οικείους μας τούτους ονομάζεται στάσις, προς δε τους +ξένους πόλεμος. — Είναι πολύ ορθά αυτά που λέγεις. — Πρόσεξε +τώρα, αν είναι και αυτό ορθόν• λέγω δηλαδή ότι πάντες όσοι +ανήκουν εις το ελληνικόν έθνος είναι οικείοι και συγγενείς +μεταξύ των, ξένοι δε και άσχετοι με τους βαρβάρους. — Πολύ +καλά. — Όταν λοιπόν έλθουν εις σύγκρουσιν Έλληνες με βαρβάρους +ή βάρβαροι με Έλληνας, θα λέγωμεν ότι πολεμούν και ότι είναι εκ +φύσεως πολέμιοι και την σύγκρουσιν αυτήν θα ονομάσωμεν πόλεμον• +όταν όμως συμβαίνη τοιούτον τι μεταξύ ελλήνων, θα λέγωμεν ότι +είναι μεν εκ φύσεως φίλοι, αλλ' αυτή η μεταξύ των σύγκρουσις +είναι ούτως ειπείν νόσημα, και πρέπει να την ονομάζωμεν στάσιν. +— Επιδοκιμάζω και εγώ την ιδέαν σου. — Λοιπόν, όταν συμβή και +εκραγή στάσις, όπως την παραδεχόμεθα σήμερα, εις μίαν πόλιν και +διαιρεθούν οι πολίται μεταξύ των, εάν αρχίσουν να καταστρέφουν +ο ένας του άλλου τα κτήματα και πυρπολούν τας οικίας, γνωρίζεις +βέβαια πόσον αποτρόπαιος θεωρείται αυτή και πόσον αφιλοπάτριδες +και αι δύο μερίδες• διότι αλλέως δεν θα ετολμούσαν να προξενούν +τοιαύτην καταστροφήν εις την γην, που πρέπει να θεωρούν ως +μητέρα των και τροφόν• αρκετόν θα ήτο, αν οι νικηταί +περιωρίζοντο να πάρουν από τους νικημένους την εσοδείαν των, +έχοντες υπ’ όψιν ότι δεν θα διαρκέση ο πόλεμος αιωνίως και θα +συμφιλιωθούν επί τέλους. — Βεβαίως αυτή η διάθεσις θα ήτο πολύ +ανθρωπινωτέρα. — Αι λοιπόν, αυτή η πόλις, που θεμελιώνομεν +ημείς, δεν θα είναι ελληνική πόλις; — Αναμφιβόλως. — Επομένως +και οι κάτοικοί της δεν θα είναι καλοί και πολιτισμένοι; — Και +πολύ μάλιστα. — Δεν θα αγαπούν επομένως τους έλληνας; δεν θα +θεωρούν κοινήν πατρίδα την Ελλάδα; δεν θα έχουν την αυτήν +θρησκείαν; — Εννοείται. — Επομένως, ως οικείοι προς τους +λοιπούς έλληνας, πάσαν προς αυτούς διαφοράν και σύγκρουσιν δεν +θα την θεωρούν και δεν θα την ονομάζουν στάσιν, και όχι ποτέ +πόλεμον; — Μάλιστα. — Και επομένως εις τας διενέξεις των δεν θα +φέρωνται ως άνθρωποι, που μίαν ημέραν θα συμφιλιωθούν; — +Βεβαιότατα. — Ώστε θα ζητούν μόνον με καλόν τρόπον να τους +σωφρονίσουν, και όχι να τους εξανδραποδίσουν ή να τους +εξοντώσουν, διά να τους τιμωρήσουν, διότι θα είναι σωφρονισταί +και όχι πολέμιοι. — Μάλιστα. + + — Αφού λοιπόν είναι έλληνες, δεν θα θελήσουν ποτέ να ερημώσουν +την Ελλάδα, ούτε να καίουν τας οικίας, ούτε θα θεωρούν ως +εχθρούς όλους τους κατοίκους μιας πόλεως, άνδρας, γυναίκας και +παιδία, αλλά μόνον ολίγους τινάς, τους αιτίους της διαφοράς• +δι’ αυτόν τον λόγον ούτε την γην αυτών θα θελήσουν να βλάπτουν, +αφού οι περισσότεροι θα είναι φίλοι των, ούτε τας οικίας των να +κρημνίζουν, αλλά θα ωθήσουν το πράγμα απλώς μέχρι του σημείου, +ώστε μόνοι των να αναγκασθούν οι αναίτιοι, διά να μην υποφέρουν +αυτοί αδίκως, να τιμωρήσουν τους αιτίους. — Εγώ συμφωνώ +πληρέστατα ότι κατ' αυτόν πράγματι τον τρόπον οφείλουν να +φέρωνται οι πολίται μας προς τους εναντίους των, προς δε τους +βαρβάρους, όπως τώρα οι έλληνες μεταξύ των. — Να θέσωμεν λοιπόν +και αυτόν τον νόμον διά τους πολεμιστάς μας, ούτε να +δενδροτομούν την χώραν, ούτε να καίουν τας οικίας; — Να τον +θέσωμεν βέβαια, αναγνωρίζοντες ότι είναι κάλλιστος όπως και οι +προηγούμενοι. Μου φαίνεται όμως, Σωκράτη, ότι αν σε αφήση +κανείς να εξακολουθής κατ' αυτόν τον τρόπον, θα λησμονήσης +ολότελα το κύριον σημείον, το οποίον άφησες κατά μέρος +προηγουμένως, διά να εισέλθης εις όλας αυτάς τας λεπτομερείας: +αν είναι δηλαδή δυνατόν να υπάρξη τοιαύτη πολιτεία και πώς θα +είναι δυνατόν. Εγώ παραδέχομαι, ότι πάντα τα αγαθά του κόσμου +θα υπήρχον εις μίαν τοιαύτην πόλιν, εάν ήτο δυνατόν να υπάρξη• +προσθέτω μάλιστα και άλλα που παραλείπεις εσύ, ότι, +παραδείγματος χάριν, θα πολεμούν γενναιότατα προς τους εχθρούς, +επειδή θα γνωρίζωνται όλοι, και θα προσκαλούνται μεταξύ των με +αυτά τα ονόματα του αδελφού, του υιού, του πατρός και δεν θα +εγκαταλείπη επομένως αβοήθητον ο ένας τον άλλον• γνωρίζω ακόμη +ότι η παρουσία των γυναικών εις τους πολέμους θα τους καθιστά +τελείως ακατανίκητους, είτε θα συμπολεμούν αύται εις την ιδίαν +γραμμήν, είτε θα παρατάσσωνται όπισθεν του λοιπού στρατού διά +να εμπνέουν φόβον εις τον εχθρόν και να σπεύδουν εν ανάγκη εις +βοήθειαν• βλέπω επίσης και εν ειρήνη πόσα άλλα ακόμη θα έχουν +αγαθά, που τα παραλείπεις εσύ• μην εκτείνεσαι λοιπόν εις +περισσοτέρας λεπτομέρειας, αφού εγώ σου παραδέχομαι ότι θα +έχουν όλα αυτά τα καλά και ένα εκατομμύριον ακόμη άλλα, αν +είναι δυνατόν να υπάρξη αυτή η πολιτεία• ώστε ας αφήσωμεν κατά +μέρος όλα τα άλλα, και έλα να ιδούμεν, πώς θα πείσωμεν τον +εαυτόν μας ότι είναι δυνατόν αυτό το πράγμα και κατά ποίον +τρόπον θα είναι δυνατόν. — Μα εσύ έκαμες μίαν αιφνιδίαν έφοδον +εις τον λόγον μου και δεν εννοείς να μου επιτρέψης ούτε την +αναπνοήν μου να πάρω• δεν θα καταλαβαίνης ίσως, ότι, μόλις +εξέφυγα τα δύο κύματα, σηκώνεις τώρα καταπάνω μου το τρίτον και +χειρότερον που όταν το ιδής και το ακούσης, θα με δικαιολογήσης +πληρέστατα, που εδίσταζα ως τώρα και ετρόμαζα διά να αναλάβω +την εξέτασιν ενός τόσον παραδόξου ζητήματος. — Όσο περισσότερα +τοιαύτα μας λέγεις, τόσον και ημείς ολιγώτερον θα σε αφήσωμεν, +πριν να μας ειπής πώς είναι δυνατόν να υπάρξη τοιαύτη πολιτεία• +εμπρός λοιπόν, να μη χάνωμεν άδικα τον καιρόν μας. + + — Λοιπόν είναι ανάγκη να ενθυμηθούμεν πρώτα, ότι εφθάσαμεν εδώ +που εφθάσαμεν, ενώ εζητούσαμεν να εύρωμεν τι είναι δικαιοσύνη +και τι είναι αδικία. — Πολύ καλά• αλλά τι έχει αυτό να κάμη; — +Τίποτε• αλλά, αν εύρωμεν ποία είναι η φύσις της δικαιοσύνης, θα +απαιτήσωμεν άραγε και ο δίκαιος άνθρωπος να μη διαφέρη διόλου, +αλλά να έχη πλήρη με αυτήν ομοιότητα, ή θα είμεθα +ευχαριστημένοι εάν προσεγγίζη όσον το δυνατόν περισσότερον και +μετέχη αυτής περισσότερον από τους άλλους ανθρώπους; — Θα μας +είναι βέβαια αρκετόν και τόσον. + + — Εζητούσαμεν λοιπόν να εύρωμεν τι είναι δικαιοσύνη, τι είναι +ο τελείως δίκαιος, εάν θα υπήρχε, και οποίος τις θα ήτο, τι +είναι αφ' ετέρου αδικία και τι ο τελείως άδικος, διά να έχωμεν +δύο πρότυπα ανθρώπων υπ’ όψιν μας και, όπως τους κρίνωμεν +αυτούς αναλόγως της ευτυχίας ή της δυστυχίας, που θα υπάρχη εις +τον καθένα των, να είμεθα υποχρεωμένοι να παραδεχθώμεν και διά +τους εαυτούς μας, ότι θα έχη την ομοιοτάτην προς εκείνους +μοίραν, όστις τους ομοιάζει κατά το δυνατόν περισσότερον• αυτή +ήτο η πρόθεσίς μας, και όχι να αποδείξωμεν, ότι είναι δυνατόν +και να υπάρξουν αυτά τα πρότυπα. — Αυτή είναι η αλήθεια. — +Νομίζεις λοιπόν ότι θα εμειούτο καθόλου η αξία του ζωγράφου +εκείνου, ο οποίος, αφού εζωγράφισε το ωραιότερον πρότυπον +ανθρώπου, που θα ημπορούσε να ιδή κανείς, και με όλην την +δυνατήν εις τα καθέκαστα τελειότητα, δεν θα ημπορούσε να +αποδείξη ότι είναι δυνατόν να υπάρξη και εις την πραγματικότητα +τοιούτος άνθρωπος; — Βεβαίως όχι. — Τι άλλο λοιπόν εκάμαμεν και +ημείς, παρά να χαράξωμεν διά του λόγου το πρότυπον μιας τελείας +πόλεως: — Πραγματικώς. — Ώστε θα χάσουν καθόλου την αξίαν των +εκείνα που είπαμεν, εάν δεν ημπορούμεν να αποδείξωμεν ότι είναι +δυνατόν να ιδρύσωμεν μίαν πόλιν επάνω εις αυτό το πρότυπον; — +Όχι βέβαια. + + — Αυτή λοιπόν είναι η αλήθεια επί του ζητήματος• εάν όμως +οφείλω να αποδείξω και τούτο, πώς και μέχρι ποίου σημείου είναι +δυνατόν να πραγματοποιηθή μία τοιαύτη πόλις, θα το κάμω +προθύμως προς χάριν σου, αφού όμως και συ συμφωνήσης εις αυτά +που μου χρειάζονται δι’ αυτήν την απόδειξιν. — Τα ποία δηλαδή; +— Είναι δυνατόν να εκτελεσθή ένα πράγμα ακριβώς όπως +περιγράφεται, ή έγκειται εις την φύσιν των πραγμάτων, να +πλησιάζη ολιγώτερον η εκτέλεσις από τον λόγον προς την +αλήθειαν; και αν άλλος τις δεν το παραδέχεται αυτό, εσύ όμως τι +φρονείς, πως είναι έτσι, ή όχι; — Συμφωνώ μαζί σου. — Μη με +αναγκάζης λοιπόν να αποδεικνύω, ότι πρέπει και εις την +πραγματικότητα να γίνωνται αυτά απαράλλακτα κατά πάντα, όπως τα +περιεγράψαμεν διά του λόγου• αλλά, αν ημπορέσωμεν να εύρωμεν, +πώς μία πόλις είναι δυνατόν να διοικηθή όσον το δυνατόν +συμφωνότερα με όσα είπαμεν, τότε να ομολογήσης πως ευρήκαμεν, +συμφώνως με την απαίτησίν σου, ότι είναι δυνατά αυτά να γίνουν• +ή δεν θα μείνης ευχαριστημένος, εάν το κατορθώσωμεν αυτό; εγώ +τουλάχιστον θα το εθεώρουν αρκετόν. — Και εγώ επίσης. + + — Ας προσπαθήσωμεν λοιπόν τώρα να ζητήσωμεν και να εύρωμεν, τι +ελάττωμα τάχα υπάρχει σήμερον εις τας πόλεις, ώστε να μη +κυβερνώνται καλώς, και ποίαν μικροτάτην μεταβολήν δυνάμεθα να +επιφέρωμεν, διά να φθάση μία πόλις εις αυτήν την τελειότητα του +ιδικού μας πολιτεύματος• μεταβολήν δε μίαν μόνον, αν είναι +δυνατόν, ή δύο, ειδεμή, όσον ημπορεί ολιγωτέρας και μικροτέρας +κατά την σπουδαιότητα. — Πολύ καλά. — Νομίζω λοιπόν πως +ημπορούμεν να αποδείξωμεν, ότι με μίαν μόνον μεταβολήν είναι +δυνατόν να αλλάξη καθ' ολοκληρίαν όψιν η πόλις, αν και η +μεταβολή αυτή δεν θα είναι βέβαια μικράς σπουδαιότητος ούτε +πολύ εύκολος, οπωσδήποτε όμως όχι και αδύνατος. — Και εις τι θα +έγκειται αυτή η μεταβολή; — Ακριβώς εις αυτό έρχομαι τώρα, που +το παρωμοίασα με το τρίτον και μεγαλύτερον κύμα• θα το ειπώ +όμως, και αν ακόμη πρόκειται να μεταβληθή εις κύμα γέλωτος διά +να με σκεπάση και με παρουσιάση ολότελα γελοίον και μωρόν• +άκουσε λοιπόν. — Λέγε. — Εάν δεν βασιλεύσουν οι φιλόσοφοι εις +τας πόλεις, ή εάν αυτοί που ονομάζονται τώρα βασιλείς και +κυβερνήται δεν γίνουν φιλόσοφοι, με όλην την σημασίαν της +λέξεως, ούτως ώστε να συνδυάζεται εις το αυτό πρόσωπον η +πολιτική δύναμις και η φιλοσοφία, και αν δεν αποκλεισθούν +απολύτως της διοικήσεως όλοι όσοι σήμερον διεκδικούν τον ένα ή +τον άλλον τίτλον χωριστά, είναι αδύνατον, φίλε μου Γλαύκων, να +επέλθη καμμία διόρθωσις των κακών, που μαστίζουν τα κράτη και +όλον, καθώς νομίζω, το ανθρώπινον γένος, και ούτε θα εμφανισθή +ποτε και θα ίδη το φως του ηλίου η πολιτεία αυτή, της οποίας +ημείς εχαράξαμεν το σχέδιον. Αυτό λοιπόν είναι, που τόσον πολύ +εδίσταζα ως τώρα να το εκστομίσω, επειδή προέβλεπα, ότι θα +προσκρούση πολύ εις την κοινήν γνώμην και είναι πράγματι +δύσκολον να κατανοηθή, ότι κατ' άλλον τρόπον δεν ημπορεί να +υπάρξη ούτε δημοσία ούτε ιδιωτική ευδαιμονία. + + — Πρέπει πράγματι, Σωκράτη, να περιμένης, με αυτόν τον λόγον +που είπες τώρα, να ιδής να σηκώνωνται παρά πολλοί, και όχι οι +πρώτοι τυχόντες, να πετούν τα φορέματά των και γυμνοί να +αρπάζουν ό,τι πρωτοευρεθή εμπρός των και να χυθούν επάνω σου, +έτοιμοι να σε διορθώσουν μια χαρά• που αν δεν κατορθώσης να +τους αποκρούσης με τα όπλα του λόγου και τους ξεφύγης, έχεις να +ακούσης των παθών σου τον τάραχον προς τιμωρίαν σου. + + — Δεν είσαι συ η αιτία εις όλα αυτά; — κ’ έκαμα πολύ καλά• +μολαταύτα σου υπόσχομαι να μη σε αφήσω εις την τύχην σου, αλλά +να σε βοηθήσω όπως ημπορώ, με το ενδιαφέρον μου και με την +ενθάρρυνσιν που θα σου δίδω• ίσως δε και να είμαι εις θέσιν να +απαντώ καταλληλότερα από ένα άλλον εις τας ερωτήσεις σου• με +ένα λοιπόν τέτοιον βοηθόν που ευρήκες, προσπάθησε να αποδείξης +εις τους διαμαρτυρομένους, ότι τα πράγματα είναι έτσι όπως εσύ +τα λέγεις. + + — Ας δοκιμάσωμεν λοιπόν, αφού μου παρέχεις και συ την τόσον +πολύτιμον συνδρομήν σου• μου φαίνεται όμως αναγκαίον εν +πρώτοις, αν θέλωμεν να γλυτώσωμεν από αυτούς που λέγεις, να +εξηγηθούμεν μαζί των, ποίοι είναι οι φιλόσοφοι, εις τους +οποίους τολμώμεν να λέγωμεν, ότι πρέπει να ανατεθή η κυβέρνησις +των πόλεων, διά να ημπορέση κανείς, αφού διασαφηνισθή το +σημείον αυτό, να υποστηρίξη την ιδέαν του, αποδεικνύων ότι +τοιούτοι άνθρωποι έχουν εκ φύσεως το δικαίωμα να φιλοσοφούν και +να κυβερνούν την πολιτείαν, όλοι δε οι άλλοι οφείλουν να μην +αναμιγνύωνται, αλλά να ακολουθούν τυφλώς εκείνους. — Είναι +καιρός να εξηγηθής. — Εμπρός λοιπόν, ακολούθησέ με, διά να +ιδής, αν σου φανή επαρκής η εξήγησίς μου. — Εμπρός. + + — Είναι ανάγκη να σου ενθυμίσω ότι, όταν λέγωμεν διά κάποιον +ότι αγαπά κάτι τι, πρέπει αυτός, εάν εννοούμεν την αληθινήν +αγάπην, να μην αγαπά ένα μόνον μέρος του πράγματος, άλλο δε +όχι, αλλά ολόκληρον εκείνο το πράγμα; — Πρέπει, καθώς φαίνεται, +να μου το ενθυμίσης, διότι δεν σε εννοώ πολύ καλά. — Κάθε άλλος +παρά συ εταίριαζε να το λέγη αυτό• ένας όμως άνθρωπος ερωτικός, +όπως είσαι συ, δεν ταιριάζει να λησμονή, ότι όλοι όσοι είναι +εις το άνθος της ηλικίας που πρέπει, κεντούν την καρδίαν του +παιδεραστού και την φέρουν άνω κάτω και κανένα δεν θεωρεί +ανάξιον της αγάπης και της τρυφερότητός του• δεν παθαίνετε, +αλήθεια, αυτό με τα ωραία τα αγόρια; εάν έχη ένας την μύτη +πλακωτήν, θα τον εγκωμιάσετε χαριτόβρυτον, του άλλου την +αγκυλωτήν μύτην θα την ειπήτε βασιλικήν, έναν που έχη το μέσον +μεταξύ των δύο αυτών, θα τον ονομάσετε συμμετρικώτατον, τους +μαύρους τους λέγετε αρρενωπούς, και τους άσπρους υιούς των +θεών• και το όνομα δε μελίχλωρος, τίνος άλλου κατασκεύασμα +είναι παρά εραστού, που με αυτήν την χαϊδευτικήν λέξιν σκεπάζει +την υποφερτήν δι’ αυτόν ωχρότητα ενός ωραίου παιδιού; και με +ένα λόγον όλας τας προφάσεις μεταχειρίζεσθε και κάθε λόγον +ευρίσκετε, διά να μην απορρίψετε κανένα από εκείνους, που +ευρίσκονται εις το άνθος της ώρας των. + + — Εάν θέλης να εφαρμόσης επάνω μου ό,τι έχεις να λέγης διά +τους ερωτικούς, σου το συγχωρώ χάριν της συζητήσεως. + + — Μα τι; δεν βλέπεις ότι και οι φιλοπόται κάμνουν το ίδιον, +και με οιανδήποτε πρόφασιν ευρίσκουν της αρεσκείας των όλα τα +κρασιά; — Πράγματι. + + — Γνωρίζεις ακόμη, υποθέτω, ότι και οι φιλόδοξοι, εάν δεν +ημπορούν να εκλεχθούν στρατηγοί υπό της φυλής των, εκλέγονται +τριττύαρχοι, και αν δεν ημπορούν να τιμώνται από τους μεγάλους +και τους σπουδαίους, αρκούνται εις τας τιμάς των μικροτέρων και +ασημοτέρων, διότι η μόνη των επιθυμία είναι να έχουν οπωσδήποτε +τιμάς και αξιώματα. — Βεβαιότατα. — Εις αυτό λοιπόν θέλω να μου +απαντήσης, ναι ή όχι• όταν λέγωμεν διά κάποιον ότι αγαπά κάτι +τι, εννοούμεν ότι το αγαπά ολόκληρον αυτό το πράγμα, ή μέρος +αγαπά και μέρος όχι; — Ολόκληρον. + + — Κατά τον ίδιον λοιπόν τρόπον δεν θα είπωμεν και περί του +φιλοσόφου ότι είναι εραστής της σοφίας, όχι ενός μέρους αυτής +και άλλου όχι, αλλά ολοκλήρου; — Μάλιστα. — Ένα λοιπόν +ανθρωπον, που δεν έχει και μεγάλην ευχαρίστησιν εις την +μάθησιν, αν μάλιστα είναι νέος και δεν έχη ακόμη την +απαιτουμένην κρίσιν να καταλάβη τι είναι ωφέλιμον και τι δεν +είναι, δεν θα τον ονομάσωμεν βέβαια φιλομαθή και φιλόσοφον, +όπως και ένας άνθρωπος, που το ένα του μυρίζει και το άλλο του +βρωμά από τα φαγητά, θα ειπούμεν ότι δεν έχει όρεξιν και δεν +θέλει να φάγη και δεν είναι, ούτως ειπείν, φιλόσιτος αλλά +κακόσιτος. — Και θα έχωμεν δίκαιον να το ειπούμεν. — Ένας όμως +ο οποίος αισθάνεται έμφυτον την αγάπην προς πάσαν μάθησιν και +επιδίδεται με ακόρεστον ζήλον και προθυμίαν εις την σπουδήν, +αυτός βέβαια θα ονομασθή με όλον το δίκαιον φιλόσοφος• ή όχι; + +Και ο Γλαύκων απήντησεν. — Ναι, αλλά τοιούτοι θα ευρεθούν +πολλοί, οι οποίοι δεν πιστεύω και να έχουν τον τόπον των μεταξύ +των φιλοσόφων διότι έπρεπε, μου φαίνεται, υπ’ αυτό το όνομα να +περιλαμβάνωνται τότε όλοι οι φίλοι των θεαμάτων, επειδή και +αυτοί ευχαριστούνται πάντα να μανθάνουν κάτι τι, θα ήτο δε +άτοπον να καταλέξωμεν εις τους φιλοσόφους και τους +φιλακολούθους εκείνους, οι οποίοι, εις μίαν μεν τοιαύτην +συζήτησιν, όπως η ιδική μας, δεν θα είχαν καμμίαν διάθεσιν +βέβαια να παρασταθούν, τρέχουν όμως εις όλας τας Διονυσιακάς +εορτάς, χωρίς να παραλείψουν καμμίαν, είτε εις την πόλιν είτε +εις τα χωρία, ως να είχαν ενοικιάση τα αυτιά των, διά να +ακούσουν όλους τους χορούς. Φιλοσόφους λοιπόν θα ονομάσωμεν +όλους αυτούς, που έχουν μέγαν ζήλον να μανθάνουν κάτι τοιαύτα +πράγματα και να καταγίνωνται με τέχνας όλως διόλου ασημάντους; +— Δεν είναι πράγματι αυτοί φιλόσοφοι, ομοιάζουν όμως με +φιλοσόφους. — Και ποίους ονομάζεις πραγματικούς φιλοσόφους; — +Εκείνους που αγαπούν να βλέπουν την αλήθειαν. — Είναι +αναμφιβόλως ορθόν αυτό που λέγεις, αλλά εξήγησέ μου πώς το +εννοείς; — Διά κάθε άλλον δεν θα μου ήτο πολύ εύκολον• εσύ όμως +πιστεύω να συμφωνήσης εις αυτό που θα ειπώ. — Τι; — Επειδή το +ωραίον είναι αντίθετον προς το άσχημον, θα ειπή ότι είναι δύο +πράγματα αυτά. — Πώς όχι; Αφού λοιπόν είναι δύο, είναι το +καθένα των ξεχωριστόν. — Μάλιστα. — Το αυτό ισχύει και περί του +δικαίου και του αδίκου, περί του καλού και του κακού και εν +γένει περί όλων των ιδεών• έκαστον δηλαδή εξ αυτών είναι ένα, +αλλά παρουσιαζόμενα πανταχού υπό την σχέσιν, την οποίαν έχουν +με τας πράξεις μας, με τα σώματα και μεταξύ των, φαίνονται ως +πολλά το καθένα. — Έχεις δίκαιον. — Κατ' αυτόν λοιπόν τον +τρόπον διακρίνω και εγώ, χωριστά μεν εκείνους που αγαπούν τα +θεάματα, τας τέχνας και καταγίνονται με αυτά, και χωριστά +εκείνους, περί των οποίων πρόκειται τώρα ο λόγος, και οι οποίοι +μόνον αξίζουν το όνομα του φιλοσόφου. — Και πώς τους +διακρίνεις; — Οι πρώτοι εκείνοι, που αγαπούν τα θεάματα και τας +ακροάσεις, περιορίζονται μόνον εις τας ωραίας φωνάς, εις τα +ωραία χρώματα και σχήματα και εις όλα τα δημιουργήματα των +τεχνών, τα οποία στηρίζονται επ’ αυτών, ενώ η διάνοιά των είναι +ανίκανος να αντιληφθή αυτήν καθ' εαυτήν την φύσιν του ωραίου +και να την αγαπήση. — Αυτό πραγματικώς συμβαίνει. — Όσοι δε +είναι ικανοί να ανυψωθούν μέχρι του ωραίου και να το βλέπουν +αυτό καθ' εαυτό, δεν είναι βέβαια αρκετά σπάνιοι; — Και πολύ +μάλιστα. + + — Και τι σου φαίνεται πως είναι η ζωή ενός ανθρώπου, που +γνωρίζει μεν τα ωραία πράγματα, δεν γνωρίζει όμως αυτό καθ' +εαυτό το ωραίον, ούτε είναι ικανός να παρακολουθήση εκείνους, +που θα ημπορούσαν να τον κάμουν να το γνωρίση; όνειρον τάχα ή +πραγματικότης; και σκέψου• τι άλλο σημαίνει να ονειρεύεται +κανείς, παρά ένα πράγμα όμοιον με κάτι, να μη το θεωρή όμοιον, +αλλά να το παίρνη δι’ αυτό το ίδιον πράγμα, με το οποίον +ομοιάζει; — Βέβαια, και εγώ θα έλεγα πως ονειρεύεται αυτός. + + — Εκείνος όμως απεναντίας, όστις γνωρίζει το ωραίον καθ' εαυτό +και ημπορεί να το οραματίζεται και αυτό το ίδιον και όσα +μετέχουν από την φύσιν του, χωρίς όμως να συγχέη αυτά με +εκείνο, σου φαίνεται και αυτός πως ζη εν ονείρω, ή εν +εγρηγόρσει; — Και πάρα πολύ μάλιστα εν εγρηγόρσει. — Η γνώσις +επομένως αυτού, επειδή στηρίζεται επί της πραγματικότητος, δεν +είναι δίκαιον να ονομασθή επιστήμη, του δε άλλου απλώς δοξασία, +διότι στηρίζεται μόνον επί της φαντασίας του; — Βεβαιότατα. + + — Και αν ο τελευταίος αυτός, ο οποίος καθ' ημάς φαντάζεται +μόνον και δεν γνωρίζει, εθύμωνε μαζί μας και διεμαρτύρετο, ότι +δεν λέγομεν την αλήθειαν, δεν θα είχαμεν να του ειπούμεν +τίποτε, διά να τον καθησυχάσωμεν και να τον πείσωμεν, αλλά +πάντοτε οπωσδήποτε κεκαλυμμένως, ότι δεν είναι καλά; — Πρέπει +τουλάχιστον. — Σκέψου λοιπόν τι θα του ειπούμεν, ή θέλεις +καλύτερα, αφού τον διαβεβαιώσωμεν ότι καθόλου δεν τον +φθονούμεν, εάν ηξεύρη τίποτε, αλλ' απεναντίας θα είμεθα πολύ +ευχαριστημένοι να ιδούμεν ότι ηξεύρει κάτι, να του αποτείνωμεν +την εξής ερώτησιν; ειπέ μας, θα τον ερωτήσωμεν, ένας που +γνωρίζει, γνωρίζει κάτι τι ή όχι; απάντησέ μου λοιπόν εσύ δι’ +εκείνον. — Θα σου απαντήσω ότι γνωρίζει κάτι τι. — Και αυτό, +που γνωρίζει, είναι πράγμα υπαρκτόν ή ανύπαρκτον; — Υπαρκτόν• +διότι πώς είναι δυνατόν να γνωρισθή ένα πράγμα, που δεν +υπάρχει; + + — Δυνάμεθα λοιπόν να είμεθα βέβαιοι περί αυτού, οπωσδήποτε και +αν το εξετάσωμεν, ότι ένα πράγμα που υπάρχει καθ' όλην του την +υπόστασιν, ημπορεί επίσης και να γνωρισθή, ένα δε πράγμα που +δεν υπάρχει καθόλου, δεν ημπορεί και καθόλου να γνωρισθή. — +Είμεθα βέβαιοι. — Έστω• αλλ' αν ευρίσκετο κάτι τι, το οποίον να +είναι συγχρόνως και να μην είναι, δεν θα έκειτο μεταξύ εκείνου +που υπάρχει καθ' ολοκληρίαν, και εκείνου που δεν υπάρχει +διόλου; — Βεβαίως. — Και αφού επομένως η μεν γνώσις είπομεν ότι +είναι δι’ εκείνα που υπάρχουν, η δε αγνωσία κατ' ανάγκην δι’ +εκείνα που δεν υπάρχουν, δεν πρέπει να ζητήσωμεν δι’ αυτά που +κείνται μεταξύ, κάτι τι που να είναι μεταξύ της αγνοίας και της +επιστήμης, εάν υποτεθή ότι υπάρχει τοιούτον τι; — Πρέπει +βέβαια. — Υπάρχει κάτι που το ονομάζομεν δοξασίαν; — Πώς όχι; — +Και είναι διαφορετικόν από την επιστήμην, ή το ίδιον; — +Διαφορετικόν. — Άλλο λοιπόν είναι το αντικείμενον της μιας και +άλλο της άλλης, και καθεμία έχει την ιδικήν της ξεχωριστά +δύναμιν. — Μάλιστα. — Η επιστήμη δεν έχει αντικείμενον να +γνωρίζη τα πράγματα, που υπάρχουν, κατά ποίον τρόπον υπάρχουν; +ή μάλλον μου φαίνεται αναγκαίον προηγουμένως να διευκρινήσωμεν +κάπως αλλέως το ζήτημα. — Πώς; + + — Όταν λέγωμεν δυνάμεις, εννοούμεν ένα κάποιον είδος υπάρξεων, +χάρις εις τας οποίας είμεθα εις θέσιν και ημείς, και οτιδήποτε +άλλο πράγμα, να κάμνωμεν εκείνο, που μας προσιδιάζει• δυνάμεις +παραδείγματος χάριν λέγω την ακοήν, την όρασιν, και πιστεύω να +καταλαβαίνης τι θέλω να εννοήσω με αυτό το γενικόν όνομα — Πώς; +καταλαβαίνω. — Άκουσε λοιπόν, ποία είναι η γνώμη μου περί αυτού +του ζητήματος• εγώ δεν βλέπω η δύναμις να έχη ούτε χρώμα, ούτε +σχήμα, ούτε τίποτε όμοιον με εκείνα, που ευρίσκονται εις πολλά +άλλα πράγματα, και τα οποία λαμβάνω υπ’ όψιν μου διά να +διακρίνω τα διάφορα αντικείμενα απ’ αλλήλων• προκειμένου λοιπόν +περί δυνάμεως εις τούτο μόνον αποβλέπω, ποίος είναι ο +προορισμός και ποία τα αποτελέσματά της, και με αυτόν τον +τρόπον διακρίνω την κάθε μίαν των• και θεωρώ ομοίας μεν τας +δυνάμεις, που έχουν το αυτό αντικείμενον και τα αυτά +αποτελέσματα, διαφορετικάς δε, όσαι έχουν διάφορον αντικείμενον +και αποτελέσματα• εσύ δε, πώς τας διακρίνεις; — Και εγώ έτσι. + + — Ας επανέλθωμεν λοιπόν τώρα εις το θέμα μας• την επιστήμην +την παραδέχεσαι ως δύναμιν, ή την κατατάσσεις εις καμμίαν άλλην +κατηγορίαν; — Ως δύναμιν και μάλιστα την ισχυροτάτην από όλας +τας δυνάμεις. — Η δε δοξασία, είναι και αυτή δύναμις, ή πρέπει +να την κατατάξωμεν εις άλλο είδος; — Διόλου• επειδή και η +δοξασία είναι κάτι, διά του οποίου ημπορούμεν να κρίνωμεν κατά +το φαινόμενον. — Αλλά προ ολίγου ωμολόγησες ότι δεν είναι το +ίδιον πράγμα η δοξασία και η επιστήμη. — Αναμφιβόλως• διότι πώς +είναι δυνατόν ένας άνθρωπος με νουν να θεωρήση το ίδιον ένα +πράγμα που δεν σφάλλεται με ένα που σφάλλεται; — Πολύ καλά• +αναγνωρίζομεν λοιπόν, ότι άλλο πράγμα είναι η γνώσις και άλλο η +δοξασία. — Μάλιστα. — Και επομένως η καθεμία έχει άλλο +αντικείμενον και άλλην ενέργειαν. — Κατ' ανάγκην. — Και η μεν +επιστήμη δεν έχει ως αντικείμενόν της, να γνωρίζη εκείνο που +υπάρχει, κατά ποίον ακριβώς τρόπον υπάρχει; — Ναι. — Η δε +δοξασία, λέγομεν, δεν είναι άλλο παρά η δύναμις να κρίνωμεν +κατά το φαινόμενον. — Μάλιστα. — Το ίδιον τάχα αντικείμενον, το +οποίον και η επιστήμη γνωρίζει, ούτως ώστε το γνωστόν και το +κατά το φαινόμενον να είναι ένα και το αυτό πράγμα; ή είναι +αδύνατον το τοιούτον; — Αδύνατον, σύμφωνα με εκείνα που +παραδέχθημεν, αφού εκάστη δύναμις έχει ωρισμένον αντικείμενον, +η δε επιστήμη και η δοξασία είναι μεν και αι δύο δυνάμεις, άλλα +διαφορετική καθεμία• εκ του οποίου έπεται, ότι δεν ημπορεί το +γνωστόν και το κατά το φαινόμενο να είναι το ίδιον πράγμα. — +Αφού λοιπόν η επιστήμη αντικείμενόν της έχει το ον, άλλο +βεβαίως θα είναι το αντικείμενον της δοξασίας και όχι το ον. — +Άλλο. — Τάχα να είναι λοιπόν το μη ον; ή μήπως είναι αδύνατον +το μη ον να είναι αντικείμενον δοξασίας; και σκέψου, εκείνος ο +οποίος έχει μίαν δοξασίαν, δεν την έχει δι’ ένα πράγμα; ή είναι +δυνατόν να έχη μεν μίαν δοξασίαν, να μην αποβλέπη όμως αυτή εις +κανένα πράγμα; — Αδύνατον. — Ώστε ένας, που έχει μίαν δοξασίαν, +την έχει πάντοτε δι’ ένα ωρισμένον πράγμα. Μάλιστα. Το μη ον +όμως δεν είναι ένα πράγμα, αλλά θα ημπορούσαμεν ορθότατα να το +ονομάσωμεν μηδέν. + +Βεβαίως. — Παρεδέχθημεν δε κατ' ανάγκην ότι το μη ον είναι το +αντικείμενον της γνώσεως. — Ορθώς. — Η δοξασία επομένως δεν της +μένει να έχη αντικείμενον ούτε το ον, ούτε το μη ον. — Όχι +βέβαια. — Επομένως δεν είναι ούτε γνώσις, ούτε άγνοια. Καθώς +φαίνεται. + + — Είναι λοιπόν έξω και από τα δύο, εις τρόπον τάχα που να +υπερτερή την γνώσιν κατά την σαφήνειαν, ή την άγνοιαν κατά την +ασάφειαν: — Ούτε το ένα, ούτε το άλλο. — Αλλά τότε μήπως άραγε +παραδέχεσαι, ότι η δοξασία είναι σκοτεινοτέρα μεν της γνώσεως, +φωτεινοτέρα δε της αγνοίας. — Και πολύ μάλιστα. — Κείται λοιπόν +μεταξύ των δύο; — Ναι. — Ώστε είναι κάτι διάμεσον η δοξασία +μεταξύ της γνώσεως και της αγνοίας; — Βεβαιότατα. — Είπαμεν +όμως προηγουμένως ότι, αν εύρωμεν κάτι, το οποίον να είναι και +να μην είναι συγχρόνως, θα κείται αυτό μεταξύ του πραγματικώς +όντος και του καθ' ολοκληρίαν μη όντος, και δεν θα είναι +αντικείμενον ούτε της επιστήμης ούτε της αγνοίας, αλλά μιας +δυνάμεως η οποία θα εφαίνετο διάμεσος της επιστήμης και της +αγνοίας. — Σωστά. — Ευρήκαμεν δε τώρα, ότι αυτό το διάμεσον +μεταξύ των δύο είναι εκείνο, που ονομάζομεν δοξασίαν. — +Μάλιστα, το ευρήκαμεν. — Μας υπολείπεται λοιπόν τώρα να +εύρωμεν, καθώς φαίνεται, ποίον είναι εκείνο το πράγμα, που +μετέχει συγχρόνως και του όντος και του μη όντος, χωρίς να +είναι ακριβώς και καθ' εαυτό ούτε το ένα ούτε το άλλο• και εάν +ευρεθή αυτό το αντικείμενον της δοξασίας, θα αποδώσωμεν εις +εκάστην των τριών δυνάμεων τα αντικείμενά των• εις τας άκρας τα +άκρα, και εις την μεταξύ κειμένην τα μεταξύ αντικείμενα• δεν +είναι έτσι; + +Έτσι μάλιστα. + +Τούτου τεθέντος, θα ερωτήσω κατόπιν και ας μου αποκριθή εκείνος +ο καλός μας, ο οποίος δεν παραδέχεται ότι υπάρχει το ωραίον +καθ' εαυτό, ούτε η ιδέα του ωραίου, αμετάβλητος κατά πάντα και +πάντοτε, αλλά μόνον τα πολλά ωραία αναγνωρίζει, ο φίλος εκείνος +των ωραίων θεαμάτων, που δεν ανέχεται να του κάμης λόγον διά το +ένα και απόλυτον ωραίον, διά το ένα και απόλυτον δίκαιον και +ούτω καθ' εξής• απάντησέ μας, θα του είπωμεν, καλέ μας, από τα +πολλά τα ωραία υπάρχει τάχα κανένα, που να μην ημπορή να φανή +ποτε άσχημον, ή από τα δίκαια, που να μη φανή άδικον, και από +τα όσια, ανόσιον; — Όχι, αλλά κατ' ανάγκην το ίδιον πράγμα +δύναται να φανή άλλοτε ωραίον και άλλοτε άσχημον, όπως και τα +άλλα που ερωτάς. — Τι δε; τα πολλά διπλάσια, δεν ημπορούν πολύ +ωραία να είναι και τα μισά ενός άλλου ποσού; — Βεβαιότατα. — +Επίσης και τα μεγάλα και τα μικρά και τα ελαφρά και τα βαρέα +δεν ημπορούν να είναι και τοιαύτα, όπως τα εχαρακτηρίσαμεν, +αλλά και τα εναντία; — Βεβαίως, έκαστον από αυτά είναι πάντοτε +και το ένα και το άλλο. — Και έκαστον από τα πολλά πράγματα +είναι τάχα περισσότερον, ή δεν είναι, εκείνο που το λέγομεν ότι +είναι; — Αυτό μοιάζει εκείνα που λέγουν εις τα τραπέζια, τα +ήξεις αφήξεις, ή με το αίνιγμα των παιδιών διά τον ευνούχον που +επετροβόλησε την νυκτερίδα και με τι και πού επάνω την +επετροβόλησε• το ίδιον και αυτά που λέγεις έχουν διπλόν νόημα, +και είναι και δεν είναι, και δεν ημπορείς να είπης με +βεβαιότητα, αν είναι και τα δύο, ή ούτε το ένα ούτε το άλλο. + +Έχεις λοιπόν τι καλύτερον να κάμης με αυτά, ή πού να τα +τοποθετήσης καλύτερα, παρά μεταξύ του όντος και του μηδενός; +διότι βεβαίως ούτε σκοτεινότερα είναι από το μη ον, ώστε να +έχουν ολιγωτέραν ύπαρξιν από αυτό, ούτε φωτεινότερα από το ον, +ώστε να έχουν περισσοτέραν από αυτό ύπαρξιν. — Είναι αλήθεια. + + — Ευρήκαμεν λοιπόν, καθώς φαίνεται, ότι αυτά τα πολλά +πράγματα, εις τα οποία οι πολλοί αποδίδουν την ιδιότητα του +ωραίου και τας άλλας τοιαύτας ιδιότητας κυμαίνονται, ούτως +ειπείν, μεταξύ του καθ' αυτό όντος και του μη όντος. — Μάλιστα. +— Εσυμφωνήσαμεν δε προηγουμένως, ότι, αν ήθελεν ευρεθή τοιούτον +τι, θα το ονομάσωμεν αντικείμενον όχι της επιστήμης αλλά της +δοξασίας, της διαμέσου ταύτης δυνάμεως, εις την οποίαν +υπόκειται το μεταξύ κυμαινόμενον. — Πραγματικώς. + + — Εκείνοι λοιπόν που παρατηρούν τα πολλά ωραία πράγματα, δεν +βλέπουν όμως το ωραίον καθ' εαυτό, ούτε δύνανται να +παρακολουθήσουν εκείνον, που είναι εις θέσιν να τους το δείξη, +επίσης δε και τα πολλά δίκαια, όχι όμως και το έν δίκαιον το +καθ' εαυτό, και τα άλλα ομοίως, αυτοί, θα είπωμεν ότι έχουν +απλώς γνώμας, ουδεμίαν όμως γνώσιν των πραγμάτων. — Κατ' +ανάγκην. — Απεναντίας δε, εκείνοι που παρατηρούν αυτά καθ' +εαυτά τα πράγματα και την πάντοτε αναλλοίωτον αυτών φύσιν, +αυτοί δεν θα είπωμεν ότι γνωρίζουν και όχι απλώς ότι έχουν +γνώμας; Κατ' ανάγκην και τούτο. — Και αυτοί μεν, δεν θα +ειπούμεν, ότι αγαπούν και ασπάζονται τα πράγματα, που είναι +αντικείμενα της επιστήμης, οι άλλοι δε τα πράγματα, που είναι +αντικείμενα της δοξασίας; ή δεν ενθυμείσαι που ελέγαμεν δι’ +αυτούς τους τελευταίους, ότι αγαπούν και ευχαριστούνται με τας +ωραίας φωνάς, τα ωραία σχήματα και τα τοιαύτα, αλλά δεν +ανέχονται να ακούσουν διά το απόλυτον ωραίον, ότι υπάρχει; — Το +ενθυμούμαι. — Θα τους αδικήσωμεν λοιπόν τάχα αν τους ονομάσωμεν +φιλοδόξους μάλλον ή φιλοσόφους, και θα μας θυμώσουν πολύ άραγε +δι’ αυτό το όνομα, που θα τους δώσωμεν; + +Όχι, αν θέλουν να με πιστεύσουν• διότι δεν είναι σωστόν να +θυμώνη κανείς με την αλήθειαν. — Πρέπει λοιπόν κατά συνέπειαν +να ονομάζωμεν φιλοσόφους μόνον εκείνους, που αφοσιώνονται εις +την εξέτασιν του όντος καθ' εαυτό. — Δίχως αντίρρησιν. + +* +** + +Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, +υπήρξαν ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορά +προσφερόταν συστηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η +αρχαία ελληνική σκέψη (ιστορία, φιλοσοφία, ποίηση, δράμα, +δικανικός και πολιτικός λόγος) σε δημιουργικές μεταφορές της, +από τους άριστους μεταφραστές του τόπου, στην πιο σύγχρονη +μορφή που πήρε εξελισσόμενο το γλωσσικό της όργανο. Ο Όμηρος, +οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο +Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο Θεόφραστος, ο +Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ. προσφέρονται και +σήμερα, στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή, +Μωραϊτίδη, Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, +Καμπάνη, Καζαντζάκη, Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, +Φιλαδελφέως, Τσοκόπουλου, Σίγουρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ, σε μια +σύγχρονη σειρά εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα που επίσης +γίνεται για πρώτη φορά, συστηματικά, στην Ελλάδα. + +&Πολιτεία.& Το πρωτυπώτερον και πλαστικώτερον των πλατωνικών +έργων, αποτελούμενον εκ 10 βιβλίων. Το πρώτον βιβλίον +πραγματευόμενον περί δικαιοσύνης είναι αφετηρία διατυπώσεως +έπειτα ιδανικού πολιτεύματος. Η οριζομένη ισότης δικαιωμάτων +των πολιτών, η διακανόνισις ίσης εργασίας, η κατανομή των +πολιτών εις τρεις τάξεις, η εξίσωσις ανδρών και γυναικών, η +κοινογαμία και κοινοκτημοσύνη, ο αποκλεισμός των ποιητών, ο +περιορισμός της αυξήσεως του πληθυσμού, αι πρωτόρρυθμοι γενικαί +περί του κοινωνικού και του αστικού δικαίου αρχαί, +συνδυαζόμεναι εις οργανικόν σύστημα εις την «Πολιτείαν» του +Πλάτωνος, υπήρξαν αφετηρίαι πλείστων φιλοσοφικών, +κοινωνιολογικών και πολιτικών θεωριών. Ώστε και από της απόψεως +ταύτης είναι εκ των σημαντικωτέρων δημιουργημάτων της +ανθρωπίνης σκέψεως. + +Η μετάφρασις πιστή, σαφής και γλαφυρά υπό του κ. Ι. Ν. Γρυπάρη. +Τόμος Α' 10 δρχ., Τόμος Β΄ 10 δρχ., Τόμος Γ' 10 δρχ. Τόμος Δ' +10 δρχ. + +ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΠΩΛΗΣΙΣ +ΛΑΔΙΑΣ ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε. +ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ 22 — ΤΗΛ. 614.686, 634.506 + +ΤΙΜΑΤΑΙ ΔΡΧ. 10 + +1) Το κείμενον έχει «ύδραν τέμνουσιν». + + + + + + + + +End of the Project Gutenberg EBook of Republic, Volume 2, by Plato + +*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK REPUBLIC, VOLUME 2 *** + +***** This file should be named 39493-0.txt or 39493-0.zip ***** +This and all associated files of various formats will be found in: + http://www.gutenberg.org/3/9/4/9/39493/ + +Produced by Sophia Canoni. Book provided by Iason +Konstantinides. Thanks to George Canonis for his major +work in proofreading. + + +Updated editions will replace the previous one--the old editions +will be renamed. + +Creating the works from public domain print editions means that no +one owns a United States copyright in these works, so the Foundation +(and you!) can copy and distribute it in the United States without +permission and without paying copyright royalties. Special rules, +set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to +copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to +protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project +Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you +charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you +do not charge anything for copies of this eBook, complying with the +rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose +such as creation of derivative works, reports, performances and +research. They may be modified and printed and given away--you may do +practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is +subject to the trademark license, especially commercial +redistribution. + + + +*** START: FULL LICENSE *** + +THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE +PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK + +To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free +distribution of electronic works, by using or distributing this work +(or any other work associated in any way with the phrase "Project +Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project +Gutenberg-tm License available with this file or online at + www.gutenberg.org/license. + + +Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm +electronic works + +1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm +electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to +and accept all the terms of this license and intellectual property +(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all +the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy +all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession. +If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project +Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the +terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or +entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8. + +1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be +used on or associated in any way with an electronic work by people who +agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few +things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works +even without complying with the full terms of this agreement. See +paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project +Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement +and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic +works. See paragraph 1.E below. + +1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation" +or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project +Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the +collection are in the public domain in the United States. If an +individual work is in the public domain in the United States and you are +located in the United States, we do not claim a right to prevent you from +copying, distributing, performing, displaying or creating derivative +works based on the work as long as all references to Project Gutenberg +are removed. Of course, we hope that you will support the Project +Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by +freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of +this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with +the work. You can easily comply with the terms of this agreement by +keeping this work in the same format with its attached full Project +Gutenberg-tm License when you share it without charge with others. + +1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern +what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in +a constant state of change. If you are outside the United States, check +the laws of your country in addition to the terms of this agreement +before downloading, copying, displaying, performing, distributing or +creating derivative works based on this work or any other Project +Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning +the copyright status of any work in any country outside the United +States. + +1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg: + +1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate +access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently +whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the +phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project +Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed, +copied or distributed: + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + +1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived +from the public domain (does not contain a notice indicating that it is +posted with permission of the copyright holder), the work can be copied +and distributed to anyone in the United States without paying any fees +or charges. If you are redistributing or providing access to a work +with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the +work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1 +through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the +Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or +1.E.9. + +1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted +with the permission of the copyright holder, your use and distribution +must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional +terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked +to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the +permission of the copyright holder found at the beginning of this work. + +1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm +License terms from this work, or any files containing a part of this +work or any other work associated with Project Gutenberg-tm. + +1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this +electronic work, or any part of this electronic work, without +prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with +active links or immediate access to the full terms of the Project +Gutenberg-tm License. + +1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary, +compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any +word processing or hypertext form. However, if you provide access to or +distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than +"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version +posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org), +you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a +copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon +request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other +form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm +License as specified in paragraph 1.E.1. + +1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying, +performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works +unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9. + +1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing +access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided +that + +- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from + the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method + you already use to calculate your applicable taxes. The fee is + owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he + has agreed to donate royalties under this paragraph to the + Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments + must be paid within 60 days following each date on which you + prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax + returns. Royalty payments should be clearly marked as such and + sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the + address specified in Section 4, "Information about donations to + the Project Gutenberg Literary Archive Foundation." + +- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies + you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he + does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm + License. You must require such a user to return or + destroy all copies of the works possessed in a physical medium + and discontinue all use of and all access to other copies of + Project Gutenberg-tm works. + +- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any + money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the + electronic work is discovered and reported to you within 90 days + of receipt of the work. + +- You comply with all other terms of this agreement for free + distribution of Project Gutenberg-tm works. + +1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm +electronic work or group of works on different terms than are set +forth in this agreement, you must obtain permission in writing from +both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael +Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the +Foundation as set forth in Section 3 below. + +1.F. + +1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable +effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread +public domain works in creating the Project Gutenberg-tm +collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic +works, and the medium on which they may be stored, may contain +"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or +corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual +property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a +computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by +your equipment. + +1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right +of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project +Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project +Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all +liability to you for damages, costs and expenses, including legal +fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT +LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE +PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE +TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE +LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR +INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH +DAMAGE. + +1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a +defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can +receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a +written explanation to the person you received the work from. If you +received the work on a physical medium, you must return the medium with +your written explanation. The person or entity that provided you with +the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a +refund. If you received the work electronically, the person or entity +providing it to you may choose to give you a second opportunity to +receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy +is also defective, you may demand a refund in writing without further +opportunities to fix the problem. + +1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth +in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS', WITH NO OTHER +WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO +WARRANTIES OF MERCHANTABILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE. + +1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied +warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages. +If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the +law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be +interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by +the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any +provision of this agreement shall not void the remaining provisions. + +1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the +trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone +providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance +with this agreement, and any volunteers associated with the production, +promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works, +harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees, +that arise directly or indirectly from any of the following which you do +or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm +work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any +Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause. + + +Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm + +Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of +electronic works in formats readable by the widest variety of computers +including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists +because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from +people in all walks of life. + +Volunteers and financial support to provide volunteers with the +assistance they need are critical to reaching Project Gutenberg-tm's +goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will +remain freely available for generations to come. In 2001, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure +and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations. +To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation +and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4 +and the Foundation information page at www.gutenberg.org + + +Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive +Foundation + +The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit +501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the +state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal +Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification +number is 64-6221541. Contributions to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent +permitted by U.S. federal laws and your state's laws. + +The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S. +Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered +throughout numerous locations. Its business office is located at 809 +North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887. Email +contact links and up to date contact information can be found at the +Foundation's web site and official page at www.gutenberg.org/contact + +For additional contact information: + Dr. Gregory B. Newby + Chief Executive and Director + gbnewby@pglaf.org + +Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation + +Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide +spread public support and donations to carry out its mission of +increasing the number of public domain and licensed works that can be +freely distributed in machine readable form accessible by the widest +array of equipment including outdated equipment. Many small donations +($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt +status with the IRS. + +The Foundation is committed to complying with the laws regulating +charities and charitable donations in all 50 states of the United +States. Compliance requirements are not uniform and it takes a +considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up +with these requirements. We do not solicit donations in locations +where we have not received written confirmation of compliance. To +SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any +particular state visit www.gutenberg.org/donate + +While we cannot and do not solicit contributions from states where we +have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition +against accepting unsolicited donations from donors in such states who +approach us with offers to donate. + +International donations are gratefully accepted, but we cannot make +any statements concerning tax treatment of donations received from +outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff. + +Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation +methods and addresses. Donations are accepted in a number of other +ways including checks, online payments and credit card donations. +To donate, please visit: www.gutenberg.org/donate + + +Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic +works. + +Professor Michael S. Hart was the originator of the Project Gutenberg-tm +concept of a library of electronic works that could be freely shared +with anyone. For forty years, he produced and distributed Project +Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support. + +Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed +editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S. +unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily +keep eBooks in compliance with any particular paper edition. + +Most people start at our Web site which has the main PG search facility: + + www.gutenberg.org + +This Web site includes information about Project Gutenberg-tm, +including how to make donations to the Project Gutenberg Literary +Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to +subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks. diff --git a/39493-0.zip b/39493-0.zip Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..2504329 --- /dev/null +++ b/39493-0.zip diff --git a/39493-h.zip b/39493-h.zip Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..0479552 --- /dev/null +++ b/39493-h.zip diff --git a/39493-h/39493-h.htm b/39493-h/39493-h.htm new file mode 100644 index 0000000..fb5e8c7 --- /dev/null +++ b/39493-h/39493-h.htm @@ -0,0 +1,4008 @@ +<?xml version="1.0"?> +<!DOCTYPE html PUBLIC "-//W3C//DTD XHTML 1.0 Transitional//EN" "http://www.w3.org/TR/xhtml1/DTD/xhtml1-transitional.dtd"> +<html xmlns="http://www.w3.org/1999/xhtml"> +<head> +<meta http-equiv="Content-Type" content="text/html; charset=utf-8" /> +<meta name="keywords" + content="Πλάτων, Πολιτεία, Ι. Ν. Γρυπάρης, Φιλοσοφία" /> + +<title>Πολιτεία Τόμος 2</title> + +<style type="text/css"> + +body { +font-family: verdana, geneva, arial, helvetica, sans-serif; +line-height: 20px; +margin-left: 5%; +margin-right: 5%; +} + +p{ + text-align: justify; + margin-top: 1em; + margin-bottom: 1em; +} + +hr{ + width: 65%; +} +.poem { + FONT-SIZE: 95%; margin-left: 30%; +} +.quote { + FONT-SIZE: 95%; margin-left: 5%; +} +</style> + +</head> + +<body> + + +<pre> + +The Project Gutenberg EBook of Republic, Volume 2, by Plato + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + + +Title: Republic, Volume 2 + +Author: Plato + +Translator: Ioannis Gryparis + +Release Date: April 20, 2012 [EBook #39493] + +Language: Greek + +Character set encoding: UTF-8 + +*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK REPUBLIC, VOLUME 2 *** + + + + +Produced by Sophia Canoni. Book provided by Iason +Konstantinides. Thanks to George Canonis for his major +work in proofreading. + + + + + + +</pre> + + + +<p style='font-size: small;'>Note: The tonic system has been changed from polytonic +to +monotonic, otherwise the spelling of the book has not been changed. Footnotes +have +been converted to endnotes. // Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από +πολυτονικό σε μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του +βιβλίου. Οι +υποσημειώσεις των σελίδων έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου.</p> +<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/cover.jpg" width="465" +height="650" +alt="Εξώφυλλο" border="2" /><br /></p> + +<h4 style="text-align: center; margin-top: 3em">ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ<br /> +<u>ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ</u></h4> + +<p> +</p> + +<h1 style="text-align: center; margin-top: 3em">ΠΛΑΤΩΝΟΣ</h1> +<h2 style="text-align: center; margin-top: 3em">ΠΟΛΙΤΕΙΑ</h2> + +<h3 style="text-align: center; margin-top: 6em">ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ<br /> +Ι. Ν. ΓΡΥΠΑΡΗ<br /><br /><br /> + +ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ</h3> + +<h4 style="text-align: center; margin-top: 8em">ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ<br /> +ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΕΞΗ<br /> +1911</h4> + + +<h4 style="text-align: center; margin-top: 8em">ΒΙΒΛΙΟΝ Γ'.</h4> + +<p> — Τοιαύτα λοιπόν είναι, όσον αφορά τους θεούς, εκείνα τα οποία, +καθώς νομίζω, πρέπει να ακούουν, και εκείνα που δεν πρέπει να ακούουν ευθύς +από την παιδικήν των ηλικίαν οι άνθρωποι, που θέλομεν να τιμούν τους θεούς και +τους γονείς των και να θεωρούν όχι ως το μικρότερον αγαθόν την μεταξύ των +αγάπην και ομόνοιαν. — Και νομίζω ότι είναι σωστά όσα παρεδέχθημεν επ’ αυτού +του αντικειμένου.</p> + +<p> — Τώρα, εάν θέλωμεν να είναι και ανδρείοι, δεν πρέπει να τους +λέγωμεν τοιαύτα, με τα οποία θα τους κάμωμεν να μη φοβούνται καθόλου τον +θάνατον; ή νομίζεις ότι ημπορεί ποτε κανείς να γίνη ανδρείος, εάν έχη μέσα του +αυτόν τον φόβον; — Όχι, μα την αλήθειαν, δεν το φαντάζομαι. — Τι δε; όταν ένας +άνθρωπος πιστεύη ότι υπάρχη Άδης, τόπος πλήρης φρίκης και τρόμου, νομίζεις ότι +θα επροτίμα να φονευθή εις τον πόλεμον, παρά να νικηθή και να γίνη δούλος; — +Διόλου. — Καθήκον μας λοιπόν είναι, καθώς φαίνεται, να επιστήσωμεν την +προσοχήν μας και εις όσα θα λέγωνται περί του αντικειμένου τούτου και να +συστήσωμεν εις τους ποιητάς να μην κατηγορούν, όπως συνήθως, τα εν τω Άδη, +αλλά μάλλον να τα επαινούν, επειδή ούτε αληθινά είναι όσα λέγουν, ούτε ωφέλιμα +διά τους μέλλοντας πολεμιστάς. — Πρέπει πράγματι. — Ας εξαλείψωμεν λοιπόν +από την ποίησιν όλα τα τοιαύτα, αρχίζοντες από τους εξής στίχους· </p> + +<p class="poem">Ας ήμουνα πάνω στη γης κι ας πάη νάμουν σκλάβος<br /> +ενός φτωχού — — <br /> +παρά να ήμουν, βασιλιάς σ' όλους τους πεθαμένους·</p> + +<p>και αυτούς·</p> + +<p class="poem">Και ο Άδης στα μάτια να φανή θνητών και αθανάτων<br /> +ο σκοτεινός κι ο άραχλος, που ως κι οι θεοί τον τρέμουν. </p> + +<p>και τους εξής·</p> + +<p class="poem">Aλλοίμονόν μας! βέβαια και μες στον Άδη υπάρχει<br /> +κάποια ψυχή και φάντασμα, μα αίσθησι πια δεν έχει·</p> + +<p>και το</p> + +<p class="poem">Μόνος αυτός αισθάνεται, οι άλλοι σκιές γυρνούνε·</p> + +<p>και</p> + +<p class="poem">απ’ το κορμί του πέταξε και πάει η ψυχή στον Άδη<br /> +μοιριολογόντας, πόχασε τα νειάτα, την αντρειά της·</p> + +<p>και</p> + +<p +class="poem"> + +η ψυχή, καπνός σαν να είταν, μέσα<br /> +στη γης εχάθη τρίζοντας·</p> + +<p>και τέλος</p> + +<p class="poem">Σαν νυχτερίδες, που πετούν ατά βάθη ενός σπηλαίου<br /> +τρίζοντας, αν απ’ το σωρό καμμιά τους ξεκολλήση<br /> +και πέση καταγής κ’ η μια κρατιέται απ’ την άλλη, <br /> +έτσι κ’ εκείνες τρίζοντας όλες μαζί πετούσαν.</p> + +<p>Αυτά και όλα τα τοιαύτα θα παρακαλέσωμεν τον Όμηρον και τους άλλους +ποιητάς να μη δυσαρεστηθούν αν τα διαγράψωμεν, όχι διότι δεν είναι ποιητικά και +ευχάριστα να τα ακούουν οι πολλοί, αλλ' όσον ποιητικώτερα, τόσον ίσα ίσα πρέπει +ολιγώτερον να τα ακούουν και παίδες και άνδρες, που θα ζήσουν ελεύθεροι, +φοβούμενοι την δουλείαν περισσότερον από τον θάνατον. — Έχεις πληρέστατον +δίκαιον. </p> + +<p> — Ακόμη πρέπει να απορρίψωμεν και όλα τα φοβερά και τρομερά +ονόματα που αναφέρονται εις αυτά τα πράγματα, οίον τους Κοκυτούς, τας Στύγας, +τα Τάρταρα και όλα τα παρόμοια που είναι χυμένα στο ίδιο καλούπι και που +κάμνουν να σηκώνονται οι τρίχες της κεφαλής των, όσοι τα ακούουν· ίσως και αυτά +να έχουν την χρησιμότητά των εις τίποτε άλλο· αλλ' ημείς φοβούμεθα διά τους +φρουρούς μας, μήπως από αυτήν την φρίκην μας γίνουν περισσότερον του δέοντος +ευαίσθητοι και μαλακοί. — Και είναι σωστός αυτός ο φόβος. — Ώστε πρέπει να τα +αφαιρέσωμεν; — Ναι. — Ώστε πρέπει να μεταχειριζώμεθα όλως διόλου τον +αντίθετον τύπον και εις τους λόγους και εις την ποίησιν. — Φανερόν. — Θα +αφαιρέσωμεν λοιπόν και τα μοιρολόγια και τους θρήνους που βάζουν κάποτε εις +το στόμα των εξόχων ανδρών. — Κατ' ανάγκην, με εκείνα τα προηγούμενα. — Ας +εξετάσωμεν όμως πρώτα, αν ορθώς θα τα αφαιρέσωμεν· λέγομεν λοιπόν, ότι ένας +άνθρωπος σοφός δεν θα θεωρήση τον θάνατον ως δυστύχημα δι’ άλλον σοφόν, +του οποίου είναι και φίλος. — Μάλιστα. — Ώστε δεν θα καθήση να τον κλαίη και να +τον μοιρολογά, ως να έπαθε τίποτε κακόν. — Όχι βέβαια. — Ακόμη λέγομεν, ότι ο +σοφός είναι άνθρωπος που μόνος του επαρκεί τελείως εις τον εαυτόν του, και απ’ +όλους ολιγώτερον καμμίαν ανάγκην δεν έχει του άλλου διά να είναι ευτυχής. — +Αληθώς. — Ώστε διόλου δεν θα είναι δυστύχημα δι’ αυτόν να χάση ή υιόν, ή +αδελφόν, ή χρήματα, ή τίποτε άλλο από αυτά. — Διόλου πράγματι. — Επομένως +και να θρηνή καθόλου δεν πρέπει, αλλ' απεναντίας με μεγάλην καρτερίαν να το +υποφέρη, αν τύχη και τον εύρη καμμία τέτοια συμφορά. — Πολύ σωστά. — Σωστά +λοιπόν και ημείς αφαιρούμεν τους θρήνους των σπουδαίων ανδρών και τους +παραπέμπομεν το πολύ εις τας γυναίκας, και όχι μάλιστα τας σπουδαίας, και εις +τους ταπεινοτέρας φύσεως άνδρας, διά να μην το καταδέχωνται να κάμνουν τα +ίδια με αυτούς εκείνοι που τους προορίζομεν διά την φρούρησιν της χώρας. Θα +παρακαλέσωμεν λοιπόν πάλιν τον Όμηρον και τους άλλους ποιητάς να μη μας +παρουσιάζουν τον Αχιλλέα, υιόν θεάς, ότι </p> + +<p class="poem">πότε απ’ τόνα του πλευρό πλάγιαζε πότ' απ’ τάλλο<br /> +και πότε πάλι ανάσκελα ή προύμυτα, ως που τέλος<br /> +πετιόνταν πάνω κι ως τρελλός γυρνούσε στ' ακρογιάλι· </p> + +<p>ούτε να παίρνη στάχτη με τα δυο του χέρια από τη φωτιά και να την χύνη στην +κεφαλή του και να κλαίη και να οδύρεται, όπως τον παρέστησεν εκείνος· μήτε τον +Πρίαμον, άνθρωπον σχεδόν ίσον με τους θεούς, να κυλίεται καταγής εις την +κόπρον και να παρακαλή</p> + +<p class="poem">και να εξορκίζη όλους των με τα ονόματά τους·</p> + +<p>πολύ δε περισσότερον θα τους παρακαλέσωμεν να μη παριστάνουν +τουλάχιστον τους θεούς να οδύρωνται και να λέγουν</p> + +<p +class="poem"> + +ωιμένα, η δόλια!<br /> +που για κακό μου εγέννησα το πιο άξιο παλληκάρι·</p> + +<p>και αν τους άλλους τους θεούς, μα όχι επί τέλους και τον μεγαλύτερόν τους να +τολμήση να τον παραστήση τόσον ανόμοια, ώστε να λέγη</p> + +<p class="poem">αλλοίμονο! έναν παγαπώ βλέπω να κυνηγιέται<br /> +στο κάστρον ολοτρόγυρα και μέσα κλαί' η καρδιά μου· </p> + +<p>και αλλού πάλιν</p> + +<p class="poem">Ωιμένα! νά που ο Σαρπηδών, που πλιο αγαπάω απ’ όλους<br /> +να σκοτωθή απ’ τον Πάτροκλο έτσι το θέλει η μοίρα. </p> + +<p>Διότι αν, αγαπητέ μου Αδείμαντε, τα ακούουν εις τα σοβαρά οι νέοι μας τα +τοιαύτα και δεν τα περιγελούν ως ανάξια να λέγωνται, θα καταντήση να μη το +θεωρούν ανάξιον να τα κάμνουν και οι ίδιοι, αφού μάλιστα είναι άνθρωποι επί +τέλους αυτοί· και δεν θα το νομίσουν άξιον μομφής αν τους συμβή να ειπούν ή να +κάμουν τίποτε τοιούτον· αλλά χωρίς καμμίαν εντροπήν και από λιποψυχίαν θα +αρχίζουν διά τα μικρότερα παθήματα να ψάλλουν οδυρμούς και θρήνους. — Έχεις +πληρέστατον δίκαιον. — Δεν πρέπει όμως να συμβή αυτό, όπως μας το απέδειξεν η +λογική μας, την οποίαν πρέπει να πιστεύσωμεν, έως ότου τουλάστον μας πείσουν +με άλλην καλυτέραν. — Αναμφιβόλως.</p> + +<p> — Προσέτι, λέγω, δεν πρέπει να είναι και φιλόγελοι οι θεοί· διότι, όταν +κανείς παραδοθή εις υπερβολικόν γέλωτα, το τοιούτον επιφέρει και μεγάλην +αλλοίωσιν εις την ψυχήν. — Μου φαίνεται και εμένα. — Δεν θα το παραδεχθώμεν +λοιπόν, όταν κανείς παρουσιάζη ανθρώπους σπουδαίους να κυριεύωνται από τον +γέλωτα, πολύ δε ολιγώτερον θεούς. — Και βεβαίως. — Ούτε όταν λέγη ο +Όμηρος</p> + +<p class="poem">και γέλοιο ακράτητο έπιασε θεούς τους αθανάτους<br /> +σαν είδανε τον Ήφαιστο κουτσά να λαχανιάζη,</p> + +<p>δεν πρέπει βέβαια να το παραδεχθώμεν, σύμφωνα με τον λόγον σου. — Αφού +θέλεις να τον θεωρήσης ιδικόν μου . . . αλλά βέβαια και δεν πρέπει να το +παραδεχθώμεν. — Πρέπει όμως ακόμη να σεβασθώμεν και την αλήθειαν διότι, αν +είχαμεν δίκαιον, όταν ελέγαμεν προ ολίγου ότι το ψεύδος είναι όλως διόλου +άχρηστον εις τους θεούς, και το πολύ μόνον εις τους ανθρώπους χρήσιμον ενίοτε +εν είδει φαρμάκου, φανερόν ότι μόνον εις τους ιατρούς πρέπει να επιτρέψωμεν +την χρήσιν του και εις κανένα άλλον. — Μάλιστα. — Μόνον λοιπόν εις τους +άρχοντας της πόλεως θα δώσωμεν αποκλειστικώς το δικαίωμα να μεταχειρίζωνται +το ψεύδος απέναντι των εχθρών ή και αυτών των πολιτών, προς όφελος της +πόλεως, εις όλους δε τους άλλους θαπαγορεύεται· προς τους άρχοντας μάλιστα να +ειπή ψεύμα ένας απλούς πολίτης, θα το θεωρήσωμεν μεγαλύτερον αμάρτημα, +παρά να εξαπατήση ένας άρρωστος τον ιατρόν του, ή ένας γυμναζόμενος να +αποκρύψη εάν έχη κανένα πάθημα το σώμα του από τον γυμναστήν, ή ένας ναύτης +από τον κυβερνήτην την κατάστασιν εις την οποίαν ευρίσκεται το πλοίον ή το +πλήρωμα. — Σωστότατα. — Εάν λοιπόν ο άρχων συλλάβη κανένα εις την πόλιν να +ψεύδεται από εκείνους που εξασκούν οιονδήποτε επάγγελμα, </p> + +<p class="poem">αν είναι μάντις ή γιατρός ή ξυλουργός τεχνίτης, </p> + +<p>θα τον τιμωρήση αυστηρότατα, επειδή εισάγει εις την πόλιν πράγμα που +ημπορεί, ως να ήτο πλοίον, να την αναποδογυρίση και να την καταβυθίση. — Εάν +τουλάχιστον ήθελον προστεθή εις τους λόγους και έργα. — Δεν θα λάβωμεν δε +ακόμη ανάγκην και της εγκρατείας διά την νεολαίαν μας; — Πώς όχι; — Η δε +εγκράτεια δεν έγκειται ως επί το πλείστον εις τα τοιαύτα: να υπακούωμεν εις τους +άρχοντας, να μην αφήνωμεν να μας κυριεύη η γαστριμαργία και η φιλοποσία, και +να χαλιναγωγούμεν τας ορμάς των αισθήσεων; — Μου φαίνεται. — Θα +επιδοκιμάζωμεν λοιπόν εις τον Όμηρον εκείνα που λέγει ο Διομήδης:</p> + +<p class="poem">φίλε μου, κάθου φρόνιμα, κι άκου το τι σου λέω·</p> + +<p>και παρακάτω:</p> + +<p class="poem">δίχως μιλιά, απ’ το σεβασμό που είχαν στους αρχηγούς των</p> + +<p>και όσα άλλα τέτοια. — Θα τα επιδοκιμάσωμεν. — Αλλά το ίδιον θα ειπούμεν +και δι’ αυτά τα άλλα:</p> + +<p class="poem">Μεθύστακα, πόχεις καρδιά ελαφιού και μάτια σκύλου·</p> + +<p>και δι’ όσα λέγει αμέσως κατόπιν, και εν γένει δι’ όλους αυτούς τους +παλληκαρισμούς που εκστομίζουν κατά των αρχόντων οι απλοί πολίται, είτε εις την +ποίησιν είτε εις τον πεζόν λόγον; — Όχι βέβαια. — Επειδή, νομίζω, δεν είναι +κατάλληλοι αυτοί οι λόγοι να εμπνεύσουν την αγάπην της εγκρατείας εις τους +νέους· εάν δε τους εμπνέουν άλλα αισθήματα, αυτό δεν είναι καθόλου παράδοξον· +ή πώς σου φαίνεται; — Όπως το λέγεις.</p> + +<p> — Τι δε; να παριστά ένα σοφώτατον άνθρωπον λέγοντα, ότι τίποτε δεν +του αρέσει περισσότερον παρά όταν είναι φορτωμένα τα τραπέζια·</p> + +<p class="poem">φαγιά και κρέατα, και κρασί να πιάνη απ’ τον κρατήρα <br /> +ο κεραστής κι ολόγυρα να χύνη στα ποτήρια, </p> + +<p>νομίζεις ότι είναι κατάλληλα αυτά διά να παρασκευάσουν τους νέους εις την +εγκράτειαν; ή το εξής:</p> + +<p class="poem">κ’ είν' ο πιο άθλιος θάνατος σαν έρχετ' απ’ την πείνα</p> + +<p>ή όταν παριστά τον Δία να λησμονή, από την υπερβολικήν του ακρασίαν, τας +αποφάσεις που έλαβεν αγρυπνών μόνος αυτός, ενώ όλοι οι άλλοι θεοί και +άνθρωποι εκοιμώντο, και να παραφερθή τόσον πολύ εις μόνην την θέαν της Ήρας, +ώστε να μη θέλη καν ν' αποσυρθούν εις τον κοιτώνα των, αλλ' εκεί κατά γης να +ικανοποιήση την επιθυμίαν του και να λέγη ότι ουδέποτε ησθάνθη τόσον σφοδρόν +πάθος προς αυτήν, ούτε ότε ακόμη διά πρώτην φοράν ήρχισαν τας σχέσεις των, +&κρυφά από τους γονιούς των&· ή όταν διηγήται το επεισόδιον του +Άρεως και της Αφροδίτης, που τους συνέλαβεν ο Ήφαιστος εις τα δίκτυά του διά +παρομοίους λόγους; — Πράγματι, καθόλου δεν μου φαίνονται κατάλληλα. — Αλλ' +όπου μας παρουσιάζουν παραδείγματα γενναιότητος και καρτεροψυχίας είτε εις +τους λόγους είτε εις τας πράξεις γενναίων ανδρών, τότε βέβαια και να τους +θαυμάζωμεν και να τους ακούωμεν, όπως παραδείγματος χάριν το εξής:</p> + +<p class="poem">κ’ εχτύπησε το στήθος του κ’ έτσ' είπε της καρδιάς του·<br /> +βάστα καμένη μου καρδιά, κι άλλα χειρότερα είδες.</p> + +<p> — Βεβαιότατα. — Δεν θα επιτρέψωμεν όμως ακόμη να είναι οι +πολεμισταί μας φιλοχρήματοι και να διαφθείρωνται με δώρα. — Διόλου. — Ούτε +θα τους ψάλλωμεν ότι:</p> + +<p class="poem">τα δώρα πείθουν τους θεούς, πείθουν τους βασιλιάδες·</p> + +<p>ούτε θα επαινέσωμεν ως αξιοσυστάτους τας συμβουλάς που έδιδεν ο Φοίνιξ ο +παιδαγωγός του Αχιλλέως εις αυτόν, να βοηθήση μεν τους Αχαιούς αν λάβη δώρα, +αν όμως δεν λάβη, να μη παραιτήση τον θυμόν του· ούτε εις τον ίδιον τον Αχιλλέα +θα κάμωμεν αυτήν την αδικίαν, να τον παραδεχθούμεν τόσον φιλοχρήματον, ώστε +να λάβη δώρα παρά του Αγαμέμνονος, ή να δεχθή εξαγοράν διά να παραδώση ένα +πτώμα. — Βεβαίως δεν είναι δίκαιον να τα επαινούμεν αυτά. — Εντρέπομαι δε διά +λογαριασμόν του Ομήρου να λέγω, ότι είναι και ασεβή όσα αναφέρει περί του +Αχιλλέως, εκείνα προ πάντων που είπε προς τον Απόλλωνα:</p> + +<p class="poem">κανείς απ’ όλους τους θεούς δεν είν' κακώτερός σου, <br /> +Εκάεργε, μα θα σώδειχτα κ’ εγώ, αν ημπορούσα</p> + +<p>και εκεί, όπου δεικνύει όλην του την περιφρόνησιν και είναι έτοιμος να +προσβάλη τον ποταμόν Ξάνθον, που ήτο θεός· και πάλιν διά την κόμην του, την +οποίαν είχε κάμη τάξιμον άλλου ποταμού, του Σπερχειού, να λέγη:</p> + +<p class="poem">την κόμη μου στον Πάτροκλο τον ήρωα θα προσφέρω, </p> + +<p>ο οποίος Πάτροκλος ήτο νεκρός· και δεν πρέπει να πιστεύσωμεν ότι έκαμε +τοιούτον πράγμα, ούτε ότι έσυρε τον νεκρόν του Έκτορος γύρω εις το μνήμα του +φίλου του, ούτε ότι έσφαξε τους αιχμαλωτισθέντας Τρώας επί της πυράς του· όλα +αυτά θα επιμένωμεν ότι δεν είναι αληθινά και ούτε θα επιτρέψωμεν εις τους +ιδικούς μας να πιστεύσουν, ότι ο Αχιλλεύς, υιός θεάς και του Πηλέως, ανθρώπου +σωφρονεστάτου και συγχρόνως εγγόνου του Διός, o Aχιλλεύς, λέγω, μαθητής του +σοφωτάτου Χείρωνος, ήτο τόσον ανισόρροπος, ώστε να έχη εις την ψυχήν του δύο +πάθη όλως διόλου εναντία προς άλληλα, μίαν ταπεινήν φιλοχρηματίαν αφ' ενός, +και μίαν υψηλοφροσύνην αφ' ετέρου, η οποία δεν ελογάριαζε ούτε θεούς ούτε +ανθρώπους. — Σωστά λέγεις.</p> + +<p> — Ας μη πιστεύωμεν λοιπόν ακόμη, ούτε ν' αφήνωμεν να λέγουν, ότι ο +Θησεύς, υιός του Ποσειδώνος και ο Πειρίθους, υιός του Διός, επεχείρησαν την +ιερόσυλον εκείνην απαγωγήν, που τους αποδίδουν, ούτε ότι άλλος κανείς υιός +θεού και ήρως ετόλμησε να διαπράξη τας σκληρότητας και τας ασεβείας, με τας +οποίας ψευδώς τώρα τους δυσφημίζουν· αλλά να αναγκάσωμεν τους ποιητάς ή να +τας αναιρέσουν, ή να μη λέγουν ότι είναι τέκνα θεών· και να μην επιχειρούν να +πείθουν τους νέους μας και τα δύο, ότι οι θεοί γεννούν τοιαύτα τέκνα και ότι οι +ήρωες δεν είναι διόλου καλύτεροι από τους ανθρώπους· διότι, όπως ελέγαμεν +προηγουμένως, ούτε όσια ούτε αληθινά είναι αυτά· επειδή απεδείξαμεν βεβαίως, +ότι είναι αδύνατον να προέρχωνται κακά από τους θεούς. — Μάλιστα. — Προσέτι +δε, ότι είναι και βλαβερά εις τους ακούοντας· επειδή ο καθένας θα δικαιολογήται +απέναντι του εαυτού του διά τας κακίας του, αφού θα πιστεύση ότι παρόμοια +πράττουν και έπραττον και</p> + +<p class="poem">όσοι 'ναι από το σπέρμα των θεών<br /> +ζεστοί του Δία συγγενείς<br /> +πόχουν ψηλά στον ουρανό<br /> +του Δία του πατέρα τους βωμό<br /> +πάνω στης Ίδας την κορφή, <br /> +και τρέχει μες στις φλέβες των<br /> +ακόμη το αίμα των θεών.</p> + +<p>Δι’ όλους λοιπόν αυτούς τους λόγους ας καταργήσωμεν αυτούς τους μύθους, +μήπως καταστήσουν ευεπιφόρους τους νέους μας εις την πονηρίαν. — Σύμφωνος. +Αφού λοιπόν τώρα ορίζομεν ποίους πρέπει να επιτρέπωμεν και ποίους όχι, +υπολείπεται ακόμη κανένα είδος, περί του οποίου να ομιλήσωμεν; διότι τι πρέπει +να λέγεται περί των θεών και των θείων και των ηρώων και του Άδου, το +καθωρίσαμεν πλέον. — Μάλιστα. — Δεν θα μας υπελείπετο λοιπόν τώρα να +ομιλήσωμεν και περί των ανθρώπων; — Μου φαίνεται. — Αλλά, φίλε μου, αυτό +είναι αδύνατον επί του παρόντος. — Διατί; — Διότι θα είπωμεν, νομίζω, ότι οι +ποιηταί και οι μυθογράφοι πραγματεύονται πολύ κακά το ζήτημα τούτο, όταν +λέγουν, ότι υπάρχουν πολλοί άδικοι μεν, ευτυχείς όμως, και απεναντίας πολλοί +δίκαιοι δυστυχείς, ότι η αδικία ωφελεί, όταν κατορθώνη να αποκρύπτεται, ότι η +δικαιοσύνη είναι καλόν διά τον άλλον, όχι όμως και δι’ εκείνον που την εξασκεί και +αυτά μεν θα τους απαγορεύσωμεν να τα λέγουν, θα τους επιβάλωμεν δε να +ψάλλουν και να μυθολογούν όλως διόλου τα εναντία· δεν είναι αλήθεια; — Και +πολύ μάλιστα. — Τότε λοιπόν, αν παραδεχθής πως έχω δίκαιον εις τούτο, θα +συμπεράνω, ότι είσαι πλέον σύμφωνος μαζί μου δι’ όσα απ’ αρχής συζητούμεν. — +Είναι σωστή η παρατήρησίς σου. — Ας αναβάλωμεν λοιπόν να καθορίσωμεν τι +πρέπει να λέγωμεν εν σχέσει προς τους ανθρώπους, αφού προηγουμένως +εύρωμεν, ποία είναι η ουσία της δικαιοσύνης, και ότι είναι εκ φύσεως ωφέλιμος δι’ +εκείνον που την εξασκεί, αδιάφορον εάν θεωρήται, ή όχι, τοιούτος. — Καλά +λέγεις.</p> + +<p> — Ετελείωσε λοιπόν το ζήτημα όσον αφορά τους λόγους· τώρα πρέπει, +νομίζω, να εξετάσωμεν και περί του τρόπου του λέγειν, ούτως ώστε να γνωρίζωμεν +πλέον κατά βάθος και τι πρέπει να λέγωμεν και πώς πρέπει να τα λέγωμεν.</p> + +<p> — Δεν εννοώ τώρα τι θέλεις να ειπής, είπεν ο Αδείμαντος. — Και όμως +πρέπει· αλλ' ίσως να το εννοήσης έτσι καλύτερα. Όλα όσα λέγουν οι ποιηταί και οι +μυθολόγοι δεν είναι διήγησις πραγμάτων αναφερομένων είτε εις το παρελθόν, είτε +εις το παρόν, είτε εις το μέλλον; — Τι άλλο βέβαια; — Και δεν μεταχειρίζονται προς +τον σκοπόν των άλλοτε μεν την απλήν διήγησιν, άλλοτε δε την μιμητικήν διήγησιν, +και άλλοτε πάλιν και τους δύο αυτούς τρόπους μαζί; — Σε παρακαλώ, θέλω να μου +το εξηγήσης και αυτό σαφέστερα. — Αστείος διδάσκαλος φαίνεται πως θα είμαι +και όχι πολύ μεταδοτικός· ας κάμω λοιπόν όπως εκείνοι που δεν έχουν και μεγάλην +ευκολίαν να εκφράζωνται· θα χωρίσω ένα μέρος από το όλον και με αυτό θα +προσπαθήσω να σου δώσω να εννοήσης τι θέλω να είπω· και λέγε μου, σε +παρακαλώ· γνωρίζεις τους πρώτους στίχους της Ιλιάδος, όπου διηγείται ο ποιητής, +ότι ο μεν Χρύσης παρακαλεί τον Αγαμέμνονα να του αποδώοη με λύτρα την +θυγατέρα του, εκείνος δε ωργισμένος τον αποδιώκει, και τότε ο ιερεύς εξορκίζει +τον Απόλλωνα να στρέψη την οργήν του κατά των Αχαιών, διά την άρνησιν ταύτην; +— Τους γνωρίζω βέβαια. — Γνωρίζεις λοιπόν ότι μέχρι μεν των στίχων</p> + +<p class="poem"> + + + +κι όλους τους Αχαιούς παρακαλούσε, <br /> +μα ξέχωρα τους δύο τους γυιούς του Ατρέως, τους στρατηλάτες,</p> + +<p>διηγείται ο ίδιος ο ποιητής και δεν ζητεί να μας στρέψη αλλού τον νουν, ότι +τάχα είναι άλλος ο διηγούμενος και όχι αυτός ο ίδιος· τα παρακάτω όμως τα λέγει +ως να ήτο ο ίδιος ο Χρύσης και προσπαθεί με κάθε τρόπον να μας κάμη να +φανταζώμεθα πως δεν είναι ο Όμηρος που τα λέγει, αλλά ο γέρων, ο ιερεύς του +Απόλλωνος· και εις όλην δε εν γένει την ποίησίν του το ίδιον σχεδόν κάμνει, και εις +τα Τρωικά και εις τα εν Ιθάκη και εις ολόκληρον την Οδύσσειαν εκείνην των +παθημάτων. — Πράγματι. — Διήγησις λοιπόν είναι, και όταν αναφέρη αυτολεξεί +τους λόγους των άλλων, και όταν αυτός ο ίδιος λέγη τα εν τω μεταξύ; — Πώς όχι; — +Αλλ' όταν αναφέρη καμμίαν ρήσιν ως εκ μέρους άλλου, δεν παραδέχεσαι ότι +προσπαθεί να αφομοιώση, όσον είναι δυνατόν, τα λεγόμενά του με το πρόσωπον, +το οποίον μας παρουσιάζει διά να ομιλήση; — Το παραδέχομαι· πώς όχι; — Όταν +λοιπόν αφομοιώνη κανείς τον εαυτόν του με έναν άλλον, είτε κατά την φωνήν, είτε +κατά το σχήμα, δεν λέγομεν ότι τον μιμείται; — Βεβαίως. — Ώστε, εις αυτήν την +περίστασιν, και αυτός και οι άλλοι ποιηταί, κάμνουν μιμητικήν διήγησιν, καθώς την +είπα προτύτερα. — Μάλιστα. — Αν όμως δεν απέκρυπτε διόλου ο ποιητής τον +εαυτόν του, τότε όλη η ποίησίς του και η διήγησίς του θα εγίνετο δίχως την +μίμησιν· και διά να μη μου ειπής πάλιν, ότι δεν εννοείς, πώς θα εγίνετο τούτο, εγώ +θα σου το εξηγήσω. Εάν δηλαδή ο Όμηρος, αφού είπεν ότι ήλθεν ο Χρύσης με τα +λύτρα της θυγατρός του, διά να ικετεύση τους Αχαιούς και προ πάντων τους δύο +βασιλείς, εξηκολούθει να ομιλή όχι ως να εγίνετο Χρύσης, αλλά ως Όμηρος ακόμη, +δεν θα ήτο τότε πλέον μίμησις, άλλα απλή διήγησις. Και ιδού πώς θα ήτο τότε το +ποίημα, αν και θα σου τα ειπώ όχι εμμέτρως, διότι δεν είμαι δα και ποιητής:</p> + +<p class="quote">«Ήρθεν ο ιερέας και παρακαλούσε τους θεούς ν' αξιώσουν τους +Αχαιούς, να πάρουν την Τρωάδα και να γυρίσουν με το καλό στα σπίτια τους, και +να λυτρώσουν τη θυγατέρα του παίρνοντας την ξαγορά της και να σεβαστούν το +Θεό. Κι όταν τάκουσαν όλοι οι άλλοι τον εσεβάστηκαν και ήσαν σύμφωνοι, μόνον ο +Αγαμέμνων αγρίεψε και τον πρόσταξε να τραβηχθή αμέσως τώρα και να μην +τολμήση να ξανάρθη, μήπως δεν τον ωφελήσουν καθόλου τα στεφάνια του θεού +και η πατερίτσα του· και πρι να ξεσκλαβωθή η θυγατέρα του, θα γεράση, του είπε, +κάτω στο Άργος μαζί του· και τον πρόσταξε να φύγη και να μην τον ερεθίζη, αν +θέλη να φθάση γερός στο σπίτι του· κι ο γέροντας που τάκουσε τον έπιασε +τρομάρα κ’ έφυγε χωρίς να βγάλη μιλιά· και αφού προχώρησε μακρυά από τα +καράβια, άρχισε να παρακαλή τον Απόλλωνα, κράζοντάς τον με όλα τα ονόματά +του, και να του θυμίζη, αν καμμιά φορά του είχε χαρίση τίποτα για να τον +ευχαριστήση, ή θυσία ξεχωριστή να του είχε προσφέρη, ή εκκλησιά να του είχε +χτίση· για όλα αυτά λοιπόν τον παρακαλούσε να τιμωρήση τους Αχαιούς με τα βέλη +του, για τα δάκρυα που τον έκαμαν να χύση . . .»</p> + +<p>Κατ' αυτόν τον τρόπον, φίλε μου, γίνεται απλή διήγησις χωρίς μίμησιν. — +Εννοώ.</p> + +<p> — Εννοείς λοιπόν ότι το εναντίον είδος της διηγήσεως είναι, όταν ο +ποιητής αφαιρή τα εν τω μεταξύ, που λέγει ο ίδιος, και αφήνη μόνον εκείνα, που +λέγουν μεταξύ των τα πρόσωπα. — Και αυτό το εννοώ· όπως δηλαδή γίνεται εις τας +τραγωδίας. — Ακριβώς· και τώρα, νομίζω, σου έδωσα να καταλάβης εκείνο, που +δεν ημπόρεσα προηγουμένως, ότι δηλαδή, ένα μεν είδος της ποιήσεως και της +μυθοπλαστίας γίνεται εξ ολοκλήρου διά της μιμήσεως, η τραγωδία και η κωμωδία, +όπως είπες και συ, ένα δε άλλο είδος απλώς διά της διηγήσεως του ιδίου του +ποιητού· και θα το εύρης αυτό προ πάντων εις τους διθυράμβους· υπάρχει δε και +τρίτον είδος, εις το οποίον συνενούνται και οι δύο τρόποι, όπως γίνεται εις την +επικήν ποίησιν και εις πολλά άλλα είδη ποιήσεως· με ενόησες λοιπόν; — Πώς; +τώρα εννοώ τι ήθελες να ειπής τότε. — Τώρα ενθυμήσου και τι ελέγαμεν πριν από +αυτά, ότι, αφού καθωρίσαμεν το τι πρέπει να λέγωμεν, υπολείπεται να εξετάσωμεν +και το πώς πρέπει να τα λέγωμεν. — Αλλά το ενθυμούμαι.</p> + +<p> — Ενοούσα λοιπόν, ότι πρέπει να συζητήσωμεν, εάν θα αφήσωμεν εις +τους ποιητάς το δικαίωμα να μεταχειρίζωνται την μιμητικήν διήγησιν, ή εν +συνδυασμώ και την μιμητικήν και την απλήν, και εις ποίας περιστάσεις το ένα ή το +άλλο είδος, ή και θα τους απαγορεύσωμεν τελείως την μίμησιν. — Μαντεύω ποίος +είναι ο σκοπός σου· να ίδωμεν αν θα παραδεχθώμεν ή όχι την τραγωδίαν και την +κωμωδίαν εις την πόλιν μας. — Ίσως· αλλά ίσως και κάτι περισσότερον ακόμη· διότι +δεν ηξεύρω επί του παρόντος ακόμη τίποτε, αλλ' όπου μας φέρη ο λόγος ως πνοή +ανέμου, εκεί θα σύρωμεν. — Και έχεις δίκαιον. </p> + +<p> — Αυτό λοιπόν τώρα πρόσεξε, Αδείμαντε, αν μας συμφέρη να είναι οι +νέοι μας μιμητικοί, ή όχι; ή μήπως έπεται και αυτό εκ των προηγουμένων, ότι ο +καθείς μόνον ένα επάγγελμα ημπορεί να εξασκή καλώς, και όχι πολλά, διότι +εκείνος που καταπιάνεται με όλα, δεν θα κατορθώση ποτέ να διακριθή εις κανένα; +— Έτσι βέβαια θα είναι. — Ώστε το ίδιον θα εφαρμόζεται και περί της μιμήσεως· ο +ίδιος άνθρωπος δεν θα ημπορή ποτέ να μιμήται καλώς πολλά πράγματα, όπως ένα +μόνον; — Όχι βέβαια. — Πολύ ολιγώτερον λοιπόν θα ημπορέση να καταγίνεται εις +κανένα από τα σπουδαία επαγγέλματα και να μιμήται συγχρόνως πολλά πράγματα +και να είναι μιμητικός, αφού ο ίδιος άνθρωπος δεν δύναται να ευδοκιμήση εις δύο +συγχρόνως μιμήσεις, αι οποίαι θεωρούνται τόσον σχετικαί προς αλλήλας, όπως +παραδείγματος χάριν η τραγωδία και η κωμωδία· ή δεν τας ωνόμαζες προ ολίγου +μιμήσεις αυτάς; — Μάλιστα· και έχεις δίκαιον εις αυτό. — Και δεν ημπορούν οι +ίδιοι να είναι ραψωδοί και υποκριταί συγχρόνως. — Πράγματι. — Ούτε να είναι οι +ίδιοι υποκριταί και εις την τραγωδίαν και εις την κωμωδίαν^ όλα δε αυτά είναι +μιμήσεις ή όχι; — Είναι. — Και μου φαίνεται, Αδείμαντε, ότι η φύσις του ανθρώπου +έχει κατακερματισθή εις μικροτέρας ακόμη ειδικότητας, ώστε να είναι αδύνατον να +μιμήται κανείς πολλά συγχρόνως, ή και να κάμνη επιτυχώς εκείνα που +παριστάνουν αι μιμήσεις. — Έχεις πληρέστατον δίκαιον.</p> + +<p> — Εάν λοιπόν επιμείνωμεν εις την πρώτην μας εκείνην διάταξιν, κατά +την οποίαν οι φρουροί μας, απηλλαγμένοι πάσης άλλης ενασχολήσεως, έργον +αποκλειστικόν θα έχουν την υπεράσπισιν της ελευθερίας της πόλεως και τίποτε +άλλο, που δεν έχει σχέσιν με αυτό, δεν θα τους επιτρέπεται ούτε να κάμνουν ούτε +να μιμούνται οτιδήποτε άλλο και αν είναι· εάν δε μιμούνται, μόνον ό,τι έχει σχέσιν +με τον προορισμόν των να μιμούνται εκ παιδικής ηλικίας, δηλαδή την ανδρείαν, +την σωφροσύνην, την ευσέβειαν, την μεγαλοψυχίαν και τας τοιαύτας αρετάς· κάθε +δε ταπεινόν και αισχρόν, ούτε να το πράττουν ούτε να έχουν την επιτηδειότητα να +το μιμούνται, μήπως από την μίμησιν καταντήσουν και να γίνουν τοιούτοι· ή δεν +έχεις παρατηρήση ότι η μίμησις, εάν αρχίση και εξακολουθή από πολύ νεαράν +ηλικίαν, καταντά από την συνήθειαν να γίνη δευτέρα φύσις και κατά το σώμα και +κατά την φωνήν και κατά την διάνοιαν; — Και πολύ μάλιστα.</p> + +<p> — Ποτέ λοιπόν δεν θα επιτρέψωμεν, εκείνοι τους οποίους +κηδεμονεύομεν και εννοούμεν να γίνουν μίαν ημέραν σπουδαίοι άνδρες, να +μιμούνται μίαν γυναίκα, ή νέαν ή γραίαν, η οποία έξαφνα μαλλώνει με τον άνδρα +της, ή τολμά να τα βάζη με τους θεούς πλήρης μεγαλαυχίας διά τας φανταστικάς +ευτυχίας της, ή παραδίδεται εις θρήνους και απελπισίαν διά τας συμφοράς της· +πολύ δε ολιγώτερον ακόμη μίαν γυναίκα ασθενή ή ερωτευμένην ή και να +κοιλοπονά. — Διόλου βέβαια. Ούτε προσέτι δούλας και δούλους, που ασχολούνται +εις τας εργασίας των. — Ουδέ τούτο. — Αλλ' ούτε ακόμη και ανθρώπους +ταπεινούς και αθλίους, που κάμνουν όλως διόλου τα εναντία απ’ όσα τώρα +είπαμεν, να υβρίζωνται, να περιπαίζη ο ένας τον άλλον, να αισχρολογούν +μεθυσμένοι και νηστικοί, ή και όλας αυτάς τας ασχημίας που συνηθίζουν και εις +τους λόγους των και εις τα έργα των οι τοιούτοι και προς τους εαυτούς των και +προς τους άλλους· ούτε ακόμη νομίζω πως πρέπει να υποκρίνωνται τους λόγους +και τα έργα των παραφρόνων· διότι πρέπει μεν κατ' ανάγκην να γνωρίσουν και +τους προστύχους και τους παράφρονας, άνδρας και γυναίκας, όχι όμως και να +γίνωνται οι ίδιοι και να τους μιμούνται. — Πολύ σωστά. — Τι δε; θα επιτρέπεται +τάχα να μιμούνται τους σιδηρουργούς, ή οποιονδήποτε άλλον τεχνίτην, ή τους +κωπηλάτας επί των πλοίων, ή τους κελευστάς ή όλους τους τοιούτους; — Και πώς, +αφού ούτε να προσέχουν καν θα έχουν δικαίωμα εις κανένα από αυτούς; — Τον δε +χρεμετισμόν των ίππων, ή τον μυκηθμόν των ταύρων, την βοήν των ποταμών, της +θαλάσσης τον βρυχηθμόν, τας βροντάς, και όλα τα τοιαύτα, θα τα μιμούνται τάχα; +— Όχι βέβαια, αφού τους απηγορεύθη να είναι μανιακοί και να μιμούνται τους +μανιακούς.</p> + +<p> — Εάν λοιπόν εννοώ καλά την σκέψιν σου, υπάρχει ένας τρόπος ομιλίας +και διηγήσεως, τον οποίον θα μεταχειρίζεται ο σωστός ο άνθρωπος, όταν έχη +τίποτε να είπη· και ένας άλλος πάλιν όλως διόλου διαφορετικός, από την χρήσιν +του οποίου δεν ξεκολλούν όλοι οι ταπεινής φύσεως και κακής ανατροφής +άνθρωποι. — Και ποίοι είναι αυτοί οι τρόποι; — Ο μεν χρηστός άνθρωπος, μου +φαίνεται, όταν εις την σειράν της διηγήσεώς του πρόκειται να αναφέρη πράξιν ή +λόγον ενός χρηστού επίσης ανθρώπου, θα προσπαθήση να μιμηθή, ως να ήτο +εκείνος ο ίδιος, την απαγγελίαν του, και δεν θα εντραπή δι’ αυτήν την μίμησιν, +μάλιστα όταν έχη να μιμηθή τον χρηστόν άνθρωπον ενεργούντα με την +συνηθισμένην του σταθερότητα και περίνοιαν, και δεν πρόκειται καθόλου διά +πρόσωπα προσβεβλημένα από ασθένειαν, ή από έρωτα, ή διατελούντα υπό το +κράτος μέθης ή άλλου αναλόγου περιστατικού· όταν δε πάλιν συμπέση ο λόγος διά +κανένα ανάξιον εαυτού πρόσωπον, δεν θα ταπεινωθή να αναπαραστήση με όλην +την ακρίβειαν αυτόν τον χειρότερόν του, αλλά μόνον εν παρόδω και αν τύχη να +κάμνη οπωσδήποτε καμμίαν καλήν πράξιν· αλλά και πάλιν θα εντραπή, αφ' ενός +μεν διότι θα είναι αγύμναστος να μιμήται τους τοιούτους, αφ' ετέρου δε διότι θα +του έκαμνε κακόν να υποδύεται και αναπαριστά πρόσωπα υποδεέστερα, προς τα +οποία, αν δεν επρόκειτο περί απλής παιδιάς, μόνον περιφρόνησιν θα ησθάνετο. — +Πολύ φυσικά.</p> + +<p> — Διήγησιν λοιπόν θα μεταχειρίζεται εκείνην, της οποίας ημείς +εδώσαμεν προηγουμένως δείγμα διά την ποίησιν του Ομήρου, και θα μετέχη μεν +και των δύο τρόπων, και του απλού και του μιμητικού, αλλ' ούτως ώστε η μίμησις +να καταλαμβάνη ελάχιστον μέρος του όλου λόγου· ή δεν έχω δίκαιον; — Πώς; κατ' +αυτόν βέβαια τον τύπον πρέπει να ομιλή ο τοιούτος άνθρωπος. — Ώστε ο μη +τοιούτος πάλιν, όσον φαυλότερος θα είναι, τόσον θα θέλη να μιμήται τα πάντα, και +τίποτε δεν θα θεωρήση ανάξιον του εαυτού του· ώστε θα το κάμη έργον του να +μιμήται με μεγάλην ακρίβειαν και δημοσία τα πάντα, και όσα ελέγαμεν πριν, +δηλαδή τας βροντάς, τον συριγμόν των ανέμων και της χαλάζης, τον τριγμόν των +αξόνων και των τροχαλιών, την φωνήν της σάλπιγγος και του αυλού και της +σύριγγος και όλων εν γένει των οργάνων, ακόμη δε και τας φωνάς των σκύλων και +των προβάτων και των πτηνών και θα διεξάγεται λοιπόν όλος ο λόγος του δια +μιμήσεως φωνών και σχημάτων και μόνον μικρόν μέρος διηγήσεως θα έχη. — Αυτό +πραγματικώς θα γίνεται.</p> + +<p> — Ούτοι λοιπόν είναι οι δύο τρόποι της διηγήσεως, που έλεγα. — Πολύ +καλά. — Και ο μεν πρώτος δεν επιδέχεται παρά ολίγας μόνον μεταβολάς, και αν +κανείς εύρη και προσαρμόση την προσήκουσαν αρμονίαν και τον ρυθμόν, δεν θα +χρειασθή σχεδόν πλέον να ζητήση άλλας εκείνος, που μεταχειρίζεται ορθώς αυτόν +τον τρόπον, αλλά θα είναι αρκετή η μία αρμονία και ο όμοιος ρυθμός. — Έτσι είναι +όπως το λέγεις. — Ενώ ο άλλος τρόπος; δεν χρειάζεται απεναντίας όλας τας +αρμονίας και όλους τους ρυθμούς, εάν πρόκειται να είναι σύμφωνος με την φύσιν +του, επειδή έχει όλα τα διάφορα είδη των μεταβολών; — Και πάρα πολύ μάλιστα. +— Αλλά όλοι οι ποιηταί, και εν γένει όσοι διηγούνται κάτι δεν μεταχειρίζονται ή τον +ένα τρόπον, ή τον άλλον, ή και ένα τρίτον ανάμικτον εκ των δύο; — Κατ' ανάγκην. +— Τι λοιπόν θα κάμωμεν ημείς: θα παραδεχθώμεν άραγε εις την πόλιν μας όλους +αυτούς, ή τον ένα εκ των αμιγών, ή τον τρίτον τον ανάμικτον; — Εάν έχη σημασίαν +η ψήφος μου, εγώ λέγω τον αμιγή τρόπον, που μιμείται τον χρηστόν +άνθρωπον.</p> + +<p> — Ναι, αλλά και ο ανάμικτος, Αδείμαντε, είναι τερπνός, πολύ δε ακόμη +τερπνότερος και εις τους παίδας και εις τους παιδαγωγούς και εις τον λαόν είναι ο +αντίθετος εκείνου τον οποίον εδιάλεξες εσύ. — Είναι πράγματι.</p> + +<p> — Αλλ' ίσως θα έλεγες, ότι δεν ταιριάζει αυτός εις την ιδικήν μας την +πολιτείαν, επειδή δεν ευρίσκεται εις ημάς άνθρωπος να συνενώνη διπλά και +πολλαπλά επαγγέλματα, αλλ' ο καθένας εξασκεί το ιδικόν του μόνον. — Δεν +ταιριάζει αλήθεια. — Δι’ αυτόν τον λόγον δεν θα εύρωμεν μόνον εν τη τοιαύτη +πόλει, ο υποδηματοποιός να είναι υποδηματοποιός και όχι έξαφνα και κυβερνήτης +συγχρόνως, ο γεωργός γεωργός και όχι μαζί και δικαστής, και ο πολεμιστής μόνον +πολεμιστής και όχι εκτός αυτού και επιχειρηματίας; — Αλήθεια.</p> + +<p> — Εάν λοιπόν ένας από εκείνους, που έχουν την δύναμιν της τέχνης να +μιμούνται τα πάντα και να λαμβάνουν χιλίας διαφόρους μορφάς, ήρχετο εις την +πόλιν μας διά να επιδείξη την σοφίαν του και τα έργα του, θα τον +επροσκυνούσαμεν βέβαια ως θείον άνθρωπον και αξιοθαύμαστον και +επαγωγότατον, θα του ελέγαμεν όμως συγχρόνως, ότι δεν έχει θέσιν εις την πόλιν +μας τοιούτος άνθρωπος, ουδέ μας είναι επιτετραμμένον να μένη πλησίον μας· θα +τον παραπέμψωμεν δε εις άλλην πόλιν, αφού του ράνωμεν την κεφαλήν του με +μύρα και τον στεφανώσωμεν με ταινίας και διαδήματα· και θα αρκεσθώμεν ημείς +με τον σοβαρώτερον και όχι τόσον επαγωγόν ποιητήν μας και μυθολόγον, ο οποίος +όμως θα μας είναι και ωφελιμώτερος, διότι θα μιμήται τον λεκτικόν τρόπον του +χρηστού ανθρώπου και θα ακολουθή αυστηρώς τους τύπους εκείνους που +ενομοθετήσαμεν, όταν συνετάξαμεν το πρόγραμμα της ανατροφής των στρατιωτών +μας. — Έτσι πράγματι να κάμωμεν, εάν θα είναι εις το χέρι μας.</p> + +<p> — Τώρα λοιπόν, καλέ μου φίλε, νομίζω ότι έχομεν πραγματευθή τελείως +και κατά βάθος το μέρος της μουσικής εκπαιδεύσεως, το οποίον αφορά τους +λόγους και τους μύθους· διότι έχομεν καθορίση και τι πρέπει να λέγωνται και πώς +να λέγωνται.</p> + +<p> — Έτσι νομίζω και εγώ.</p> + +<p> — Δεν μας υπολείπεται λοιπόν τώρα το άλλο μέρος της μουσικής, το +οποίον αφορά το άσμα και την μελωδίαν; — Φανερόν. — Δεν ημπορεί λοιπόν +άραγε να εύρη ο καθένας τώρα, τι έχομεν να είπωμεν και δι’ αυτά και οποία πρέπει +να είναι, εάν θέλωμεν να είμεθα συνεπείς προς τα προειρημένα;</p> + +<p>Επάνω εις αυτό εγέλασεν ο Γλαύκων και είπε — Εγώ λοιπόν, Σωκράτη, +κινδυνεύω να μείνω έξω από αυτούς όλους, που ημπορούν να το εύρουν· διότι επί +του παρόντος τουλάχιστον δεν είμαι εις θέσιν να είπω ποία πρέπει να είναι αυτά, +αν και τα φαντάζωμαι αμυδρώς. — Είσαι όμως βέβαια εις θέσιν να γνωρίζης και να +μας είπης εν πρώτοις αυτό, ότι η μελωδία σύγκειται από τρία στοιχεία, από τα +λόγια, από την αρμονίαν και τον ρυθμόν. — Ναι, αυτό μάλιστα. — Λοιπόν, όσον +αφορά τα λόγια του άσματος, διαφέρουν άραγε από τα λόγια της απλής +διηγήσεως, ώστε να μην ημπορή να εφαρμοσθούν και εις αυτά οι ίδιοι εκείνοι +τύποι, τους οποίους καθωρίσαμεν προηγουμένως, και κατά τον ίδιον τρόπον; — +Χωρίς αμφιβολίαν. — Αλλ' όμως η αρμονία και ο ρυθμός πρέπει να συμβαδίζουν +με τα λόγια. — Πώς όχι; — Είπαμεν όμως ακόμη, ότι εις τας διηγήσεις δεν +χρειαζόμεθα ημείς θρήνους και οδυρμούς. — Μάλιστα. — Ποίαι λοιπόν είναι αι +θρηνώδεις αρμονίαι; λέγε μου· διότι είσαι μουσικός εσύ. — Είναι η λυδιστί +λεγομένη αρμονία, η μικτή και η οξεία, και μερικαί άλλαι παρόμοιαι. — Ώστε αυτάς +πρέπει να τας αφαιρέσωμεν διότι είναι άχρηστοι και εις τας γυναίκας, τας σοβαράς +τουλάχιστον, και κατά μείζονα λόγον εις τους άνδρας. — Αλλ' όμως και η μέθη και +η νωχέλεια και η οκνηρία είναι πράγματα εντελώς ανάρμοστα εις τους πολεμιστάς. +— Δεν υπάρχει αντίρρησις. — Ποίαι λοιπόν αρμονίαι είναι νωχελείς και κατάλληλοι +διά τα συμπόσια; — Η ιωνική και η λυδική, τας οποίας και ονομάζουν χαλαράς. — +Αυτάς λοιπόν, φίλε μου, θα μεταχειρισθής ποτε διά πολεμικούς ανθρώπους; — +Ποτέ βέβαια αλλά κινδυνεύει να μη μας μένουν άλλαι εκτός της δωρικής και +φρυγικής.</p> + +<p> — Δεν γνωρίζω εγώ τας αρμονίας· αλλ' άφησέ μας πρώτον εκείνην την +αρμονίαν, που θα ημπορούσε να μιμηθή καθώς πρέπει τον τόνον και την έκφρασιν +ενός γενναίου ανθρώπου, είτε εις την συμπλοκήν των μαχών, είτε εις καμμίαν +άλλην επικίνδυνον επιχείρησιν, ο οποίος και εις τας αποτυχίας ακόμη, όταν +εκτίθεται εις τραύματα και θανάτους ή περιπίπτη εις άλλην τινά συμφοράν, εις +όλας αυτάς τας περιστάσεις αντιτάσσει με γενναιότητα το στήθος του και +αποκρούει τα κτυπήματα της τύχης· και μίαν άλλην δεύτερον, διά τας ειρηνικάς και +όχι δια τας βιαίας πράξεις του ανθρώπου, αλλά τας θεληματικάς, όταν ζητή να +πείση ή όταν παρακαλή, με ευχάς τον θεόν, με συμβουλάς και νουθεσίας τον +άνθρωπον, ή τουναντίον όταν παρέχη πρόθυμον ους εις τας παρακλήσεις, τας +συμβουλάς και τας νουθεσίας ενός άλλου, και δεν έχει λόγους να μετανοήση δι’ +αυτό, ούτε υπερηφανεύεται διά τας επιτυχίας του, αλλά γνωρίζει να φυλάττη το +προσήκον και το μέτρον εις όλας του τας πράξεις και να μένη ευχαριστημένος +οποιαδήποτε και αν είναι η έκβασίς των. Αυτάς λοιπόν τας δύο αρμονίας να μας +φυλάξης, που θα μιμούνται κάλλιστα τον τόνον και την έκφρασιν του γενναίου και +μετρημένου ανθρώπου εις τας βιαίας ή θεληματικάς πράξεις του, εις τας ευτυχίας +και τας ατυχίας του.</p> + +<p> — Μα δεν ζητείς να σου φυλάξωμεν άλλας, είπεν ο Γλαύκων, αλλ' +ακριβώς αυτάς που σου έλεγα τώρα και εγώ. — Δεν θα χρειασθούμεν λοιπόν εις τα +άσματα και τας μελωδίας μας όργανα πολύχορδα και με πολλαπλάς αρμονίας. — +Όχι, καθώς φαίνεται. — Και δεν θα έχωμεν ανάγκην επομένως να συντηρούμεν εις +την πόλιν μας κατασκευαστάς τριγώνων και πηκτίδων και όλων εν γένει των +πολυχόρδων και πολυαρμονίων οργάνων. — Έτσι φαίνεται. — Θα παραδεχθής +λοιπόν τάχα εις την πόλιν μας τους αυλητάς και τους κατασκευαστάς των αυλών; ή +μήπως δεν είναι ο αυλός το πολυχορδότατον όργανον, και αυτά τα παναρμόνια +μιμήσεις απλώς του αυλού; Τίποτε άλλο πράγματι. — Ώστε σου υπολείπεται η +λύρα και η κιθάρα διά την πόλιν, και το πολύ καμμία σύριγξ διά τους βοσκούς εις +την εξοχήν. — Τουλάχιστον έτσι το φέρνει ο λόγος μας. — Και δεν κάμνομεν τίποτε +νέον πράγμα, φίλε μου, αν προτιμούμεν τον Απόλλωνα από τον Μαρσύαν, και την +κιθάραν εκείνου από τον αυλόν αυτού. — Μα την αλήθειαν έτσι μοιάζει.</p> + +<p> — Και μα τον κύνα, χωρίς να το εννοήσωμεν, κάμνομεν την εκκαθάρισιν +της πόλεως, εις την οποίαν ελέγαμεν ότι υπερεπλεόναζεν η τρυφή και η +πολυτέλεια.</p> + +<p> — Και δεν κάμνομεν άσχημα. — Ας εξακολουθήσωμεν λοιπόν την +εκκαθάρισιν και έρχεται τώρα η σειρά των ρυθμών, ώστε, συμφώνως με όσα +είπαμεν περί των αρμονιών, να μην επιδιώκωμεν και εις αυτούς την ποικιλίαν και +την πολλαπλότητα των μετρικών βάσεων, αλλά να ζητήσωμεν να εύρωμεν ποίοι +είναι οι ρυθμοί του κοσμίου και γενναίου βίου, και αφού τους εύρωμεν, να +προσαρμόσωμεν τας βάσεις και το μέλος προς τους λόγους, και όχι τους λόγους +προς την βάσιν και το μέλος. Ποίοι δε είναι αυτοί οι ρυθμοί, περιμένομεν να το +μάθωμεν από σένα, όπως και τας αρμονίας.</p> + +<p> — Μα την αλήθειαν, δεν ημπορώ να σου απαντήσω· ό,τι μόνον γνωρίζω +είναι ότι υπάρχουν τρία είδη από τα οποία συναπαρτίζονται αι βάσεις, όπως +τέσσαρα είδη φθόγγων από τα οποία προέρχονται όλαι αι αρμονίαι· ποία όμως +ημπορούν να μιμηθούν τον ένα και ποία τον άλλον τρόπον του βίου, δεν είμαι εις +θέσιν να το γνωρίζω.</p> + +<p> — Αλλ' εις αυτό ημπορούμεν να ζητήσωμεν και την γνώμην του +Δάμωνος, ποίαι βάσεις είναι κατάλληλοι να εκφράσουν τους ταπεινούς, τους +ανελευθέρους, τους προστύχους, τους παραφόρους και όλους εν γένει τους κακούς +χαρακτήρας, και ποίους ρυθμούς πρέπει να λαμβάνωμεν διά τους αντιθέτους· +νομίζω δε ότι τον ήκουσα να ομιλή, όχι και πολύ σαφώς, περί τινος ρυθμού, τον +οποίον ωνόμαζε σύνθετον ενόπλιον, και δάκτυλον, και ηρώον, και τον οποίον δεν +γνωρίζω πώς συνέθετε με ίσην άρσιν και θέσιν και από μακράς και βραχείας +συλλαβάς· και ένα άλλον πάλιν, ίαμβον, μου φαίνεται, και τροχαίον, εις τον οποίον +απέδιδεν επίσης μακράς και βραχείας συλλαβάς· ακόμη νομίζω τον ήκουσα να +επαινή ή και να ψέγη την ρυθμικήν αγωγήν του ενός ή του άλλου ποδός, όχι +ολιγώτερον από τους ιδίους ρυθμούς, ή μαζί κάποτε και τα δύο, διότι δεν είμαι εις +θέσιν να ειπώ ακριβώς. Αλλ' ας τα αναβάλωμεν αυτά να τα συζητήσωμεν, καθώς +είπα, με τον Δάμωνα· διότι απαιτείται όχι ολίγος χρόνος να τα διευκρινήσωμεν ή +έχεις άλλην γνώμην; — Καθόλου.</p> + +<p> — Αυτό όμως τουλάχιστον ημπορείς να το γνωρίζης, ότι την μεν +ευρυθμίαν παρακολουθεί η εντύπωσις της ωραιότητος, απεναντίας δε την +αρρυθμίαν η εντύπωσις της ασχημίας. — Πώς όχι: — Αλλ' όμως η ωραιότης του +ρυθμού, καθώς και της αρμονίας, παρακολουθεί συνήθως και εξομοιούται με την +ωραιότητα των λόγων, όπως και το εναντίον, αφού είπαμεν προηγουμένως ότι ο +ρυθμός και η αρμονία έγιναν διά τους λόγους, και όχι οι λόγοι δι’ αυτά. — +Πράγματι πρέπει να ακολουθούν τον λόγον. — Αλλά ο λεκτικός τρόπος, καθώς και +ο ίδιος ο λόγος, δεν παρακολουθεί το ήθος της ψυχής; — Πώς όχι; — Όλα δε τα +άλλα τον λόγον; — Ναι. — Επομένως η ωραιότης και η αρμονία, η χάρις και η +ευρυθμία του λόγου παρακολουθούν την ευήθειαν και δεν εννοώ με αυτήν την +λέξιν την μωρίαν, την οποίαν ονομάζουν κατ' ευφημισμόν ευήθειαν, αλλά τον +χαρακτήρα εκείνον της ψυχής, της οποίας είναι καλά και ωραία τα ήθη. — Αληθώς. +— Αυτά λοιπόν δεν πρέπει παντού και πάντοτε να επιδιώκουν οι νέοι μας, αν +θέλουν να εκπληρώσουν τον προορισμόν των; — Αναμφιβόλως. — Είναι δε και τα +κοινά, ως γνωστόν, χαρακτηριστικά της ζωγραφικής και των συγγενών τεχνών, της +υφαντικής και της ποικιλτικής και της αρχιτεκτονικής και των άλλων προϊόντων της +ανθρωπίνης τέχνης, ακόμη δε και αυτών των σωμάτων της φύσεως και των άλλων +φυτών· διότι εις όλα αυτά υπάρχει η ωραιότης ή ασχημία· και η μεν ασχημία και η +αρρυθμία και η δυσαρμονία συμβαδίζουν με την ασχημίαν των λόγων και των +ηθών, ενώ τα αντίθετα είναι χαρακτηριστικά χρηστού και σώφρονος ήθους. — +Έχεις πληρέστατον δίκαιον.</p> + +<p> — Και μόνον τάχα τους ποιητάς πρέπει να επιβλέπωμεν και να τους +αναγκάζωμεν να μας παρέχουν εις τα ποιήματά των την εικόνα των χρηστών ηθών, +ειδεμή άλλως να μας απαλλάττουν της παρουσίας των; Ή δεν θα έπρεπε να +εξασκούμεν την αυτήν επίβλεψιν και επί των άλλων τεχνιτών και να τους +εμποδίζωμεν να αποτυπώνουν, είτε εις τας εικόνας, είτε εις τα οικοδομήματα, είτε +εις οτιδήποτε άλλο κατασκεύασμά των, τον χαρακτήρα εκείνον του ασχήμου, του +ταπεινού, του φαύλου, του ασυμμέτρου; και όστις δεν θα ήτο ικανός να +συμμορφωθή, να μην είχε το δικαίωμα να εξασκή την τέχνην του εις την πόλιν μας, +εκ φόβου μήπως οι πολεμισταί μας, ανατρεφόμενοι εν μέσω των εικόνων τούτων +της ασχημίας, και χορταίνοντες καθημέραν από την θέαν αυτών, καθώς πρόβατα +από βλαβερά χόρτα, καταντήσουν εις το τέλος ανεπαισθήτως να πάρουν κανένα +μέγα και φοβερόν πάθος εις την ψυχήν των; Ή δεν θα έπρεπεν απεναντίας να +αναζητήσωμεν εκείνους τους τεχνίτας, που θα είχαν την ικανότητα να εξιχνιάζουν +και ανευρίσκουν την φύσιν του καλού και του ωραίου, ούτως ώστε οι νέοι μας, +όπως εις τόπον υγιεινόν κατοικούντες να ωφελούνται από το κάθε τι, δεχόμενοι +πανταχόθεν και διά των οφθαλμών και διά της ακοής από τα ωραία έργα την +εντύπωσιν του ωραίου, όπως την αύραν της υγιείας από τους υγιεινούς τόπους, και +τοιουτοτρόπως καταντήσουν ανεπαισθήτως και από την παιδικήν ηλικίαν να +αγαπήσουν και αφομοιωθούν τελείως με το καλόν; — Πραγματικώς αυτή θα ήτο η +αρίστη ανατροφή.</p> + +<p> — Δεν είναι λοιπόν δι’ αυτούς τους λόγους, φίλε Γλαύκων, +σπουδαιοτάτη η διά της μουσικής ανατροφή, επειδή ο ρυθμός και η αρμονία +εισχωρούν εις τα τρίσβαθα της ψυχής και εξασκούν ισχυροτάτην επ’ αυτής +επίδρασιν, διότι εισάγουν εις αυτήν την ευμορφίαν και την κάμνουν εύμορφην, εάν +είναι αρτία η ανατροφή, ειδεμή, το εναντίον; και ακόμη διά τον λόγον ότι, ο +ανατραφείς καθώς πρέπει διά της μουσικής θα είναι εις θέσιν να αισθάνεται με +όλην την λεπτότητα τας ελλείψεις και τας ατελείας εις τα δημιουργήματα ή της +τέχνης ή της φύσεως και θα δοκιμάζη δικαίως δυσάρεστον εντύπωσιν από αυτάς; +και ως εκ τούτου θα ενθουσιάζεται διά παν το ωραίον, θα ανοίγη ολόκληρον την +ψυχήν του να το υποδέχεται εις αυτήν, θα το έχη τροφήν του παντοτινήν και +τοιουτοτρόπως θα προκόπτη και θα τελειοποιήται εις πάσαν αρετήν; ενώ +απεναντίας θα μισή και θα αποστρέφεται δικαίως παν το αισχρόν, από αυτήν την +τρυφερωτάτην ηλικίαν, πριν να είναι ακόμη εις θέσιν να εξηγήση τα αισθήματά του +διά του ορθού λόγου, τον οποίον, όταν κατόπιν έλθη, θα αποδεχθή προθυμότατα, +ως παλαιόν του γνώριμον και σχετικόν, ένεκα της μουσικής του ανατροφής; — Δι’ +αυτούς ακριβώς τους λόγους μου φαίνεται ότι γίνεται ή διά της μουσικής +ανατροφή.</p> + +<p> — Όπως λοιπόν ακριβώς και προκειμένου περί των γραμμάτων τότε θα +ήμεθα τελείως κατηρτισμένοι, όταν δεν θα μας διέφευγε κανένα από τα ολίγα τον +αριθμόν στοιχεία, εις όλους τους συνδυασμούς που ευρίσκονται, και εις κάθε λέξιν +είτε μικράν ή μεγάλην, χωρίς να νομίζωμεν τίποτε άξιον περιφρονήσεως, αλλ' +απεναντίας κατεβάλλομεν πάσαν προσπάθειάν μας να τα γνωρίζωμεν παντού +ακριβώς, διότι, χωρίς αυτό, ποτέ δεν θα ημπορούσαμεν να γίνωμεν καλοί +γραμματικοί. — Πραγματικώς. — Και αν επομένως δεν εγνωρίζαμεν τα ίδια τα +γράμματα, θα ημπορούσαμεν να γνωρίσωμεν και τας εικόνας αυτών, εάν έξαφνα +τας εβλέπαμεν επί της επιφανείας του ύδατος ή μέσα εις καθρέπτην, αφού και τα +δύο είναι της ιδίας τέχνης και μελέτης αντικείμενον; — Καθόλου βέβαια.</p> + +<p> — Επίσης λοιπόν, δι’ όνομα του θεού, δεν θα ημπορούσα να ειπώ, ότι +ποτέ δεν θα είμεθα καλοί μουσικοί, ούτε οι ίδιοι ούτε οι πολεμισταί τους οποίους +έχομεν αναλάβη να εκπαιδεύσωμεν, εάν δεν εξοικειωθώμεν πρότερον κατά βάθος +με τας ιδέας της ανδρείας και της σωφροσύνης, της ελευθεριότητος και της +μεγαλοψυχίας και όλων των σχετικών αρετών, καθώς ακόμη και των εναντίων +κακιών, και αν δεν τας αναγνωρίζωμεν πανταχού όπου παρουσιάζονται και αυτάς +και τας εικόνας των, είτε εις τα μικρά είτε εις τα μεγάλα, χωρίς τίποτε να +περιφρονούμεν, παραδεχόμενοι ότι υφ' οιανδήποτε μορφήν και αν εμφανίζωνται +είναι αντικείμενον της αυτής μελέτης και τέχνης; — Ανάγκη πάσα.</p> + +<p> — Όταν λοιπόν συμπέση να υπάρχουν και εις την ψυχήν χρηστά ήθη, και +εις το σώμα ανάλογοι και σχετικαί ιδιότητες του αυτού τύπου, δεν θα ήτο αυτό το +ωραιότερον θέαμα δι’ εκείνο που θα ημπορούσεν να το απολαύση; — Και πολύ +μάλιστα — Αλλά το ωραιότερον είναι, βέβαια και το μάλλον αξιαγάπητον. — Πώς +όχι; — Ένα λοιπόν τοιούτον άνθρωπον δεν θα ημπορούσε παρά να τον αγαπά ο +μουσικός· όχι όμως και αν υπήρχε καμμία δυσαρμονία μεταξύ ψυχής και σώματος. +— Όχι βέβαια, εάν το ελάττωμα ήτο της ψυχής· αλλ' αν υπήρχεν απλώς εις το +σώμα, δεν θα απέστεργε βέβαια να τον αγαπά. — Α, ενόησα· θα έχης, φαίνεται, ή +θα είχες, κανένα τοιούτον φίλον, και δεν επιμένω· λέγε μου όμως ένα άλλο: +υπάρχει καμμία σχέσις μεταξύ της εγκρατείας και της υπερβολικής, ηδονής; — Και +πώς είναι δυνατόν να υπάρχη, αφού αυτή κάμνει τον άνθρωπον έξω φρενών, όχι +ολιγώτερον από την υπερβολικήν οδύνην; — Αλλά με καμμίαν άλλην αρετήν; — Με +καμμίαν. — Τι δε; με την διαφθοράν και την ακολασίαν; — Με αυτάς μάλιστα. — +Γνωρίζεις δε καμμίαν άλλην ηδονήν μεγαλυτέραν και εντονωτέραν από του +σαρκικού έρωτος; — Καμμίαν δεν γνωρίζω, αλλ' ούτε και πλέον μανιώδη. — Ο δε +αληθινός έρως δεν είναι να αγαπά κανείς μουσικώς και σωφρόνως ένα πρόσωπον +ωραίον και κόσμιον; — Βεβαιότατα. — Τίποτε λοιπόν το μανιώδες και τίποτε που +να έχη σχέσιν με την ακολασίαν δεν πρέπει να αναμιγνύεται με τον αληθινόν +έρωτα. — Όχι, δεν πρέπει. — Δεν θα γίνη λοιπόν δεκτή καθόλου αυτή η ηδονή, και +θα αποκλεισθή τελείως από τας σχέσεις προσώπων, τα οποία συνδέει ο ορθώς +εννοούμενος έρως. — Πρέπει πράγματι, Σώκρατες, να αποκλεισθή. — +Τοιουτοτρόπως λοιπόν, ως φαίνεται, θα νομοθετήσης εις την πόλιν, την οποίαν +συνοικίζομεν, να αγαπά μεν και να προσκολλάται ο εραστής προς το αγαπώμενον +πρόσωπον και να έχη τοιαύτας σχέσεις προς αυτό, όπως πατήρ προς υιόν, και +πάντοτε επί καλού· κατά τα άλλα δε να είναι τοιαύτη η συμπεριφορά του, ώστε +ποτέ να μη δώση υποψίαν ότι προβαίνει και περαιτέρω· ει δε μη, θα καταφρονηθή +ως άμουσος και απειρόκαλος. — Μάλιστα. — Νομίζεις τώρα ότι έχομεν να +προσθέσωμεν τίποτε πλέον εις το περί μουσικής κεφάλαιον; διότι υποθέτω ότι +ετελείωσεν εκεί ακριβώς όπου έπρεπε να τελειώση· πρέπει δε κάθε περί μουσικής +λόγος να τελειώνη με τον έρωτα του ωραίου. — Σύμφωνος.</p> + +<p> — Μετά την μουσικήν έρχεται τώρα η σειρά της γυμναστικής εις την +ανατροφήν των νέων μας. — Μάλιστα. — Πρέπει δε βέβαια και αυτή να +καλλιεργήται σοβαρώς, και άνευ διακοπής από την παιδικήν ηλικίαν· ιδού δε ποία +είναι η γνώμη μου επί του ζητήματος τούτου· αλλά πρόσεχε και συ· εγώ δηλαδή +φρονώ ότι δεν είναι το γερόν και καλόν σώμα εκείνο, που με την αρετήν του κάμνει +καλήν και την ψυχήν, αλλά το εναντίον η ψυχή, όταν είναι καλή, καθιστά με την +αρετήν της κάλλιστον και το σώμα· εσένα δε πώς σου φαίνεται; — Έτσι και εμένα. +— Εάν λοιπόν, αφού καλλιεργήσωμεν την ψυχήν με πάσαν την δυνατήν +επιμέλειαν, αναθέσωμεν εις αυτήν πάσαν την φροντίδα περί του σώματος, +περιοριζόμενοι μόνον απλώς να της υποδείξωμεν τους τύπους, διά να μη +μακρολογούμεν, θα εκάμναμεν σωστά; — Και πολύ μάλιστα. — Από την μέθην, +είπαμεν ήδη πριν, ότι πρέπει να απέχουν· διότι εις κάθε άλλον συγχωρείται, παρά +εις τον φύλακα να μεθύση και να μην ηξεύρη πού ευρίσκεται. — Βέβαια θα ήτο +γελοίον ο φύλαξ να έχη ανάγκην φύλακος.</p> + +<p> — Τώρα όσον αφορά την τροφήν; δεν είναι οι φρουροί μας αθληταί, +προωρισμένοι μάλιστα διά τους μεγίστους αγώνας; ή όχι; Μάλιστα. — Η δίαιτα +λοιπόν των συνήθων αθλητών θα ήρμοζε τάχα και εις αυτούς: — Πολύ πιθανόν. — +Ναι, αλλ' είναι κάπως πολύ υπνιάρικη αυτή και δεν εξασφαλίζει αρκετά σταθεράν +υγιείαν· ή δεν βλέπεις πως κοιμούνται όλην των την ζωήν οι αθληταί, και ολίγον +εάν παρεκκλίνουν από την ωρισμένην των δίαιταν, προσβάλλονται από μεγάλας +και σοβαράς ασθενείας; — Το βλέπω. — Ώστε θα χρειάζεται κάποια άλλη, +ολιγώτερον βαρεία δίαιτα, διά τους πολεμικούς μας αθλητάς, οι οποίοι πρέπει να +είναι άγρυπνοι όπως οι σκύλοι, να έχουν οξυτάτην την όρασιν και την ακοήν, να +μεταβάλλουν συχνά εις τας εκστρατείας το είδος της τροφής και του νερού, να +υποφέρουν τας μεταλλαγάς της θερμοκρασίας, και απ’ όλα αυτά να μην +επηρεάζεται εύκολα η υγιεία των. — Και εγώ είμαι αυτής της ιδέας.</p> + +<p> — Δεν πρέπει λοιπόν η καλυτέρα γυμναστική να είναι αδελφή, ούτως +ειπείν, της μουσικής, περί της οποίας ολίγον πριν εκάμαμεν λόγον; — Πώς δηλαδή; +— Νά, κάπως απλουστέρα και πλέον μετρημένη, όπως πρέπει να είναι προ πάντων +των πολεμιστών. — Και εις τί θα συνίσταται; — Αυτό ημπορούμεν να το μάθωμεν +και από τον Όμηρον· διότι γνωρίζεις, ότι εν καιρώ εκστρατείας δεν παραθέτει ποτέ +εις τα γεύματα των ηρώων ψάρια, αν και είναι στρατοπεδευμένοι εις τον +Ελλήσποντον κοντά εις την θάλασσαν, ούτε μαγειρευμένα κρέατα, αλλά μόνον +ψητά, των οποίων η ετοιμασία είναι πολύ ευκολωτέρα διά στρατιώτας· διότι και +παντού εν γένει είναι ευκολώτερον να ψήνη κανείς το κρέας εις την φωτιά, παρά +να σέρνη μαζί του μαγειρικά σκεύη. — Πολύ σωστά. — Και καρυκεύματα όμως +νομίζω πως δεν αναφέρει πουθενά ο Όμηρος· ή τάχα το γνωρίζουν αυτό και οι +άλλοι αθληταί, ότι, αν θέλουν να είναι καλά το σώμα των, πρέπει να απέχουν από +όλα αυτά; — Πραγματικώς το γνωρίζουν και κάμνουν καλά που απέχουν.</p> + +<p> — Εάν λοιπόν σου φαίνεται σωστή αυτή η δίαιτα, δεν θα επιδοκιμάζης +βέβαια τα τραπέζια των Συρακουσίων και την Σικελικήν ποικιλίαν των φαγητών. — +Όχι, καθόλου. — Ούτε θα εγκρίνης, ένας που θέλει να στέκεται καλά εις την υγιείαν +του, να έχη καμμιά φιλενάδα από την Κόρινθον; — Κάθε άλλο. — Ούτε ακόμη και +τα τόσον φημισμένα λιχνεύματα της αττικής μαγειρικής; — Κατ' ανάγκην. — Διότι +νομίζω ότι όλην αυτήν την ποικιλίαν των απολαύσεων και της διαίτης, δεν θα +είχαμεν άδικον να την παραβάλλωμεν προς την μελοποιίαν εκείνην, που +μεταχειρίζεται όλας τας αρμονίας και όλους τους ρυθμούς. — Και πώς όχι; — Όπως +λοιπόν εκεί η ποικιλία αποτέλεσμα είχε την αταξίαν, δεν θα έχη και εδώ την +ασθένειαν; ενώ απεναντίας η απλότης, όπως εις την μουσικήν καθιστά σώφρονα +την ψυχήν, και εις την γυμναστικήν δεν θα καθιστά το σώμα υγιές; — Σωστότατα. +— Αλλ' όταν πλεονάσουν εις τας πόλεις η αταξία και αι ασθένειαι, δεν πληθύνονται +τα δικαστήρια και τα νοσοκομεία; και δεν θα έχη τότε μεγάλην πέρασιν η +δικηγορική και η ιατρική, όταν με ζήλον επιδίδωνται εις αυτά πολλοί και +διακεκριμένης τάξεως πολίται; — Πώς όχι βέβαια;</p> + +<p> — Ημπορείς δε να εύρης άλλην μεγαλυτέραν απόδειξιν της κακής και +αισχράς ανατροφής εις μίαν πόλιν, παρά την ανάγκην ικανών δικαστών και ιατρών, +όχι μόνον διά την κατωτέραν τάξιν του λαού και τους αποζώντας από την εργασίαν +των χειρών των, αλλά και δι’ εκείνους οι οποίοι καυχώνται ότι έτυχον ελευθερίου +ανατροφής; δεν είναι πράγμα αισχρόν και ασφαλής απόδειξις απαιδευσίας, να +είναι κανείς ηναγκασμένος να καταφεύγη εις δικαιοσύνην επιβαλλομένην εις +αυτόν υπ’ άλλων, δίκην δεσποτών και κριτών, επειδή ο ίδιος δεν έχει δικαιοσύνην; +— Πράγματι δεν υπάρχει άλλο αισχρότερον. — Δεν σου φαίνεται όμως τάχα ακόμη +πολύ αισχρότατον, όταν, όχι μόνον διέρχεται κανείς ολόκληρον την ζωήν του εις τα +δικαστήρια είτε ως ενάγων είτε ως εναγόμενος, αλλά να είναι και τόσον +αναίσθητος, ώστε να πείση τον εαυτόν του ότι είναι και άξιος θαυμασμού διά +τούτο, επειδή έχει τάχα πάρη δίπλωμα εις την τέχνην της αδικίας και σου είναι +ικανός με όλας τας διαστροφάς, με όλας τας υπεκφυγάς και τα λυγίσματα να +κατορθώση να διεκφύγη την νόμιμον καταδίωξιν; και ταύτα προκειμένου διά μικρά +και όλως διόλου ανάξια λόγου συμφέροντα, χωρίς να γνωρίζη πόσον καλύτερον και +προτιμότερον είναι να παρασκευάση τοιουτοτρόπως την ζωήν του, ώστε να μην +έχη καμμίαν ανάγκην δικαστού νυσταλέου. — Πραγματικώς αυτό είναι πολύ ακόμη +αισχρότερον. </p> + +<p> — Και ολιγώτερον τάχα αισχρόν είναι να έχη κανείς αδιαλείπτως την +ανάγκην των ιατρών, εκτός όταν πρόκειται περί τραυμάτων ή περί άλλων τυχαίων +επιδημικών ασθενειών, επειδή από την αργίαν και από τον τρόπον της διαίτης, που +περιεγράψαμεν, γεμίζει το σώμα του από διάφορα ρεύματα και αέρια, όπως τα έλη +από αναθυμιάσεις, και αναγκάζει τους κομψούς Ασκληπιάδας να εφευρίσκουν +ονόματα, εμφράξεις και κατάρρους και τα τοιαύτα, διά τα διάφορά του νοσήματα; +— Αληθινά είναι της τελευταίας κατασκευής και παράξενα ονόματα νοσημάτων. — +Άγνωστα δε βέβαια επί της εποχής του Ασκληπιού· και το συμπεραίνω, διότι οι δύο +υιοί του εις την πολιορκίαν της Τροίας δεν ημπόδισαν την γυναίκα που έδωσεν εις +τον πληγωμένον Ευρύπυλον να πίη οίνον Πράμνειον ανακατωμένον με άλευρα και +με τυρόν, τα οποία θεωρούνται φλεγματώδη, ούτε επέπληξαν τον Πάτροκλον ο +οποίος εθεράπευε την πληγήν του. — Και όμως ήτο βέβαια ακατάλληλον το ποτόν +δι’ ένα άνθρωπον εις αυτήν την κατάστασιν. — Όχι, αν λάβης υπ’ όψιν ότι οι +Ασκληπιάδαι δεν εγνώριζον αυτήν την σημερινήν παιδαγωγικήν, ούτως ειπείν, +ιατρικήν των νοσημάτων, πριν εμφανισθή ο Ηρόδικος· αυτός ήτο διδάσκαλος της +γυμναστικής και επειδή έγινεν ασθενικός, συνεδύασε την γυμναστικήν με την +ιατρικήν, και με αυτόν τον συνδυασμόν εβασάνισε πρώτον και περισσότερον τον +εαυτόν του, έπειτα πολλούς άλλους κατόπιν. — Πώς αυτό; — Διότι έκαμε μακρόν +και βραδύν τον θάνατόν του· η ασθένειά του δηλαδή ήτο θανάσιμος και επειδή δεν +ημπορούσε να την θεραπεύση τελείως, επέμενε να την παρακολουθή βήμα προς +βήμα, χωρίς καμμίαν άλλην ασχολίαν να έχη εις την ζωήν του παρά την φροντίδα +της υγιείας, και εζούσε με αυτό το παντοτινόν βασανιστήριον, να μη +παραστρατήση το παραμικρόν από την συνηθισμένην του δίαιταν· κ’ έτσι με την +σοφίαν του αυτήν έσυρε ως το γήρας μίαν ζωήν κακοθάνατην. — Δεν ήτο, να σου +ειπώ, άσχημη αυτή η αμοιβή της σοφίας του. — Ναι βέβαια, δι’ ένα που δεν +εγνώριζεν ότι ο Ασκληπιός, όχι από άγνοιαν και αμάθειαν δεν εδίδαξεν αυτό το +είδος της ιατρικής εις τους διαδόχους του, αλλά επειδή ίσα ίσα ήξευρεν, ότι εις +όλας τας ευνομουμένας πόλεις έχει ανατεθή εις έκαστον ένα ωρισμένον έργον, το +οποίον οφείλει να εξασκή και κανείς δεν έχει καιρόν να διέρχεται την ζωήν του +ασθενής και νοσηλευόμενος· και ημείς οι ίδιοι αισθανόμεθα το γελοίον του +πράγματος, όταν πρόκειται διά τους πτωχούς τεχνίτας, αλλά διά τους πλουσίους +και τους θεωρουμένους ευτυχείς δεν μας κάμνει εντύπωσιν. — Πώς; — Εάν +ασθενήση ένας ξυλουργός, θα ζητήση αμέσως από τον ιατρόν να του δώση +εμετικόν ή καθαρτικόν διά να βγάλη από πάνω του την ασθένειαν, ή, αν είναι +ανάγκη, θα καταφύγη και εις την καυτηρίασιν και εις την εγχείρισιν διά να +απαλλαχθή μίαν ώραν αρχύτερα· εάν όμως κανείς τον υποβάλη εις μακράν δίαιταν +και του διατάξη επιδέσμους εις την κεφαλήν και τα τοιαύτα, δεν θ' αργήση να του +ειπή, ότι δεν έχει καιρόν να είναι άρρωστος, ούτε τον ωφελεί να ζη έτσι και να +παραμελήση την εργασίαν του, διά να καταγίνεται με την αρρώστεια του· έπειτα +θα στείλη στο καλό τον ιατρόν, θα επαναλάβη την συνηθισμένην του δίαιταν, θα +επανακτήση την υγιείαν του και θ' αρχίση τη δουλειά του· ή αν επί τέλους το σώμα +του δεν ανθέξη εις την ασθένειαν, πεθαίνει και γλυτώνει από τα βάσανα. — Και +πράγματι αυτό το είδος της ιατρικής φαίνεται να ταιριάζη εις αυτούς τους +ανθρώπους. — Διότι βέβαια έχει κάποιαν εργασίαν, την οποίαν εάν αναγκασθή να +αφήση, δεν θα του ωφελούσε και να ζη. — Μάλιστα. — Και ο πλούσιος δεν έχει, +λέγουν, καμμίαν εργασίαν τοιαύτην, ώστε αν αναγκασθή να την παραιτήση, να +είναι αβίωτος ο βίος του; — Έτσι λέγουν. — Φαίνεται, δεν άκουσες που λέγει ο +Φωκυλίδης, πως όταν πλέον απόκτήση κανείς περιουσίαν, πρέπει να καλλιεργή την +αρετήν. — Νομίζω όμως ότι και πρότερον ημπορεί. — Ας μη του +διαφιλονεικήσωμεν τώρα το πράγμα, μόνον ας ίδωμεν οι ίδιοι, αν πρέπη αληθινά ο +πλούσιος να καταγίνεται με την αρετήν, και αν, χωρίς αυτό, του είναι αδύνατον να +ζήση, ή εάν η διαρκής νοσηλεία τον μεν πτωχόν ξυλουργόν και τους άλλους +τεχνίτας εμποδίζη από την εξάσκησιν του έργου των, δεν εμποδίζη όμως και τον +πλούσιον να εφαρμόζη το παράγγελμα του Φωκυλίδου. — Τον εμποδίζει, μα τον +Δία, και απ’ όλα μάλιστα περισσότερον η υπερβολική αυτή φροντίς περί του +σώματος, η οποία υπερβαίνει πλέον τα όρια της γυμναστικής· διότι είναι +πρόσκομμα και εις την διαχείρισιν των οικιακών υποθέσεων, και των δημοσίων, +είτε εν ειρήνη είτε εν πολέμω. — Και το σπουδαιότερον, είναι τελείως +ασυμβίβαστος προς πάσαν μάθησιν και σπουδήν και προς οιανδήποτε +συγκέντρωσιν του νου· αιωνίως παραπονούνται ότι θα σπάση η κεφαλή των από +τους πόνους, ότι έχουν ζάλες, και δι’ όλα αυτά ευρίσκουν αφορμήν την +φιλοσοφίαν, ούτως ώστε, παντού όπου δι’ αυτής εξασκείται και δοκιμάζεται η +αρετή, παρουσιάζεται εμπόδιον η περί του σώματος φροντίς· διότι τον κάμνει να +φαντάζεται πάντοτε ότι είναι άρρωστος και να μη παύη ποτέ να γογγύζη διά την +κατάστασιν της υγιείας του. — Φυσικά.</p> + +<p> — Αυτής λοιπόν της γνώμης, ας το είπωμεν, δεν ήτο και ο Ασκληπιός; ο +οποίος, όσοι μεν εκ φύσεως και διαίτης είχον γερά σώματα, συνέβαινε δε να +πάθουν κανένα νόσημα εξ άλλης αφορμής, δι’ αυτούς μόνον και διά τους έχοντας +τοιαύτην κράσιν υπέδειξε τα μέσα της θεραπείας, περιορισθείς εις φάρμακα και +εγχειρίσεις διά τα νοσήματά των, χωρίς να τους διαγράφη άλλην δίαιταν από την +συνηθισμένην, διά να μη παραβλάπτη τα συμφέροντα της πολιτείας· ενώ διά τα +σώματα που αρχικώς ήσαν νοσηρά από μέσα, δεν ανελάμβανε να παρατείνη την +ζωήν των και τα βάσανά των με διαίτας, και με κενώσεις, και με εγχύσεις, ούτως +ώστε να φέρουν εις την ζωήν και άλλα όμοιά των δυστυχισμένα, φυσικά, +πλάσματα· αλλ' ενόμιζεν ότι δεν ώφειλε να θεραπεύη εκείνον, που δεν ημπορούσε +ως εκ της κατασκευής του να φθάση το φυσικόν όριον της ζωής, διότι θα ήτο +ανωφελές και διά τον ίδιον και διά την πολιτείαν. — Πολιτικόν, βλέπω, μας τον +έκαμες τον Ασκληπιόν. — Και ήτο βέβαια· και απόδειξις, ότι και τα τέκνα του, δεν +γνωρίζεις πόσον διεκρίθησαν και εις τον πόλεμον κατά την πολιορκίαν της Τροίας, +και την ιατρικήν δε εξήσκουν κατά τον τρόπον που λέγω εγώ; ή δεν ενθυμείσαι ότι +από την πληγήν του Μενελάου, που του έκαμεν ο Πάνδαρος με το βέλος του, </p> + +<p class="poem">το αίμα επιπιλίσανε κ’ έπειτα επασπαλίσαν<br /> +βοτάνια που γλυκαίνουνε τον πόνο</p> + +<p>δεν του παρήγγειλαν δε, όπως και του Ευρυπύλου, τι να φάγη και τι να πιή +κατόπιν; διότι εγνώριζαν ότι τα φάρμακα είχαν την δύναμιν να θεραπεύουν +ανθρώπους, οι οποίοι, πριν από το τραύμα των, ήσαν γερής κράσεως και εγκρατείς +εις την δίαιτάν των, και αν έτυχε τώρα αυτήν την στιγμήν να ήπιανε τον κυκεώνα· +ενώ ένας εκ φύσεως ασθενικός και επιρρεπής εις τας καταχρήσεις άνθρωπος, +ενόμιζον ότι δεν ωφελούσε τίποτε ούτε διά τον εαυτόν του ούτε διά τους άλλους +να ζη, και ότι δεν έπρεπε να είναι δι’ αυτούς η ιατρική, ούτε πρέπει να τους +θεραπεύουν, και πλουσιώτεροι ακόμη από τον Μίδαν αν ήσαν. — Πάρα πολύ δα +λεπτούς μας τους παριστάνεις τους υιούς του Ασκληπιού.</p> + +<p> — κ’ έτσι ταιριάζει· αν και οι τραγικοί ποιηταί και ο Πίνδαρος δεν είναι +φαίνεται της γνώμης μας· διότι λέγουν ότι ο Ασκληπιός ήτο μεν υιός του +Απόλλωνος, επείσθη όμως με χρήματα να θεραπεύση ένα πλούσιον άνθρωπον, +που ήτο πλέον ετοιμοθάνατος και διά τούτο δα εκεραυνώθη υπό του Διός· ημείς +όμως, συμφώνως με όσα είπαμεν πριν, δεν θα πιστεύσωμεν ούτε το ένα ούτε το +άλλο, αλλά θα υποστηρίζωμεν ότι, αν μεν ήτο υιός θεού, δεν θα ήτο αισχροκερδής, +αν δε ήτο αισχροκερδής, δεν θα ήτο υιός θεού.</p> + +<p> — Πολύ ορθά αυτά που λέγεις, Σώκρατες· αλλά δεν πρέπει τάχα, +νομίζεις, να υπάρχουν καλοί ιατροί εις τας πόλεις; και τοιούτοι βέβαια θα εγίνοντο, +μόνον εάν επερνούσαν από τα χέρια των όσον το δυνατόν περισσότεροι άρρωστοι, +είτε καλής, είτε κακής κράσεως, όπως και δικασταί πάλιν, μόνον εάν ήρχοντο εις +συνάφειαν με πολλούς και διαφόρους χαρακτήρας.</p> + +<p> — Και πάρα πολύ μάλιστα τους θέλω καλούς· αλλά ηξεύρεις ποίους +θεωρώ τοιούτους; — Αν μου το ειπής· — Θα δοκιμάσω· εσύ όμως περιέλαβες εις +την ερώτησίν σου δύο πράγματα όχι όμοια. — Πώς;</p> + +<p> — Τότε μόνον ημπορεί να γίνη ένας ικανώτατος ιατρός, εάν από την +παιδικήν ηλικίαν του, αφού μάθη θεωρητικώς την επιστήμην του, περάσουν από +τα χέρια του όσον το δυνατόν περισσότερα και της χειροτέρας κράσεως σώματα, +και αν μάλιστα ακόμη και ο ίδιος υποστή όλας τας ασθενείας και δεν είναι εκ +φύσεως πάρα πολύ γερής κράσεως· διότι, νομίζω, δεν θεραπεύουν οι ιατροί το +σώμα διά του σώματός των· διότι δεν θα εχωρούσε να ήσαν ποτέ αυτά νοσηρά ή +και να γίνουν τοιαύτα· αλλά διά της ψυχής, η οποία δεν θα ημπορούσε ποτέ να +θεραπεύση καλώς οτιδήποτε, εάν είναι η εάν υπήρξε ποτέ κακή η ιδία. — Πολύ +σωστά.</p> + +<p> — Ενώ απεναντίας ο δικαστής κυβερνά την ψυχήν των άλλων διά της +ψυχής του· εις την οποίαν δεν είναι συγχωρημένον να έχη από τρυφεράν ηλικίαν +ανατραφή και σχετισθή με ψυχάς διεφθαρμένας, ούτε να έχη και η ιδία περάση +από όλα τα αδικήματα, ώστε να ημπορή μ' ένα βλέμμα να κρίνη αμέσως εξ ιδίων +και τα αδικήματα των άλλων, όπως ο ιατρός από τα ιδικά του κρίνει και των άλλων +τα νοσήματα· αλλά πρέπει από την νεότητά της να είναι καθαρά και απηλλαγμένη +πάσης κακοηθείας, διά να ημπορή να κρίνη ασφαλώς τα δίκαια· διά τούτο και οι +χρηστοί άνθρωποι κατά την νεότητά των φαίνονται ευήθεις και ευκόλως +εξαπατώνται υπό των αδίκων, επειδή δεν έχουν όμοια παραδείγματα να γνωρίζουν +εξ ιδίων τι συμβαίνει μέσα εις την ψυχήν των πονηρών. — Και πράγματι συχνά το +παθαίνουν αυτό.</p> + +<p> — Δι’ αυτόν λοιπόν τον λόγον δεν πρέπει να είναι νέος ο καλός +δικαστής, αλλά γέρων, αφού επί τέλους μάθη αργά εις τα γεράματα, τι είναι η +αδικία· και την γνωρίση όχι ως ιδικήν του και μέσα εις την ιδικήν του ψυχήν, αλλά +την μελετήση επί μακρόν μέσα εις τας ψυχάς των άλλων, διά να κρίνη πλέον κατά +βάθος και επιστημονικώς, και όχι απλώς εξ ιδίας εμπειρίας, τι φοβερόν κακόν είναι +η αδικία. — Αυτός πράγματι θα είναι δικαστής μια φορά. — Ναι, αλλά θα είναι +συγχρόνως και ο καλός δικαστής, διά τον οποίον με ηρώτησες· διότι εκείνος που +έχει καλήν ψυχήν θα είναι και καλός· ενώ ο άλλος ο τετραπέρατος, που +υποπτεύεται παντού το κακόν, που είναι βουτηγμένος ο ίδιος εις κάθε αδικίαν, και +έχει τον εγωισμόν να θεωρή τον εαυτόν του σοφόν εις κάθε πονηρίαν, όταν έχη να +κάμη με ανθρώπους ομοίους του, φαίνεται πράγματι τοιούτος, επειδή τα +παραδείγματα που έχει ο ίδιος μέσα του τον κάμνουν προσεκτικόν και διά τους +άλλους· όταν όμως ευρεθή με ανθρώπους χρηστούς και προχωρημένους πλέον εις +την ηλικίαν, τότε φαίνεται όλη του η αβελτηρία, και δεικνύεται δύσπιστος εκεί που +δεν πρέπει, και δεν ημπορεί να πιστεύση εις το καλόν, διότι δεν έχει ο ίδιος μέσα +του παραδείγματα αυτού· επειδή όμως περισσότερον σχετίζεται τους πονηρούς +παρά τους χρηστούς ανθρώπους, διά τούτο περνά μάλλον διά σοφός παρά δι’ +αμαθής, όπως το πιστεύει και ο ίδιος και άλλοι πολλοί. — Είναι αληθέστατα όλα +αυτά.</p> + +<p> — Δεν πρέπει λοιπόν να είναι τοιούτος ο σοφός και αγαθός δικαστής +που ζητούμεν, αλλ' όπως ο πρώτος εκείνος που περιέγραψα· διότι η πονηρία δεν +ημπορεί ποτέ να γνωρίση κατά βάθος ούτε αυτήν την ιδίαν, ούτε την αρετήν· ενώ η +αρετή, όταν εκτός την φύσεως προσλάβη συν τω χρόνω και την πείραν, θα είναι εις +θέσιν να γνωρίζη επιστημονικώς και εαυτήν και την κακίαν· ώστε την αληθινήν +σοφίαν μόνον ο τοιούτος άνθρωπος θα την έχη, αλλ' όχι ο κακός. — Είμαι +σύμφωνος και εγώ.</p> + +<p> — Δεν θα νομοθετήσης λοιπόν εις την πόλιν μας τοιαύτην ιατρικήν και +δικαστικήν, αι οποίαι θα φροντίζουν μόνον δι’ εκείνους τους πολίτας όσοι εκ +φύσεως έχουν υγιές σώμα και καλήν ψυχήν; όσον δ' αφορά τους άλλους, εκείνους +μεν που δεν έχουν τοιούτον σώμα, θα τους αφήνουν ν' αποθνήσκουν, εκείνους δε, +των οποίων η ψυχή είναι εκ φύσεως κακή και αδιόρθωτος, θα τους καταδικάζουν +εις θάνατον; — Αυτό απεδείχθη το καλύτερον που έχομεν να κάμωμεν και δι’ +αυτούς τους ιδίους τους πάσχοντας και διά την πόλιν.</p> + +<p> — Είναι επομένως φανερόν ότι οι νέοι, μεταχειριζόμενοι την απλήν +εκείνην μουσικήν, που γεννά καθώς είπομεν την σωφροσύνην, θα το θεωρούν +βέβαια εντροπήν των να λαμβάνουν ανάγκην των δικαστών. — Πως όχι; — Εάν +λοιπόν ο έχων τοιαύτην μουσικήν ανατροφήν θελήση να ακολουθήση τα αυτά ίχνη +και εις την γυμναστικήν, δεν θα προτιμήση να μη χρειασθή ποτέ την ιατρικήν, εκτός +απολύτου ανάγκης; — Μου φαίνεται. — Ώστε θα υποβάλλεται εις τας ασκήσεις +αυτάς και τους σωματικούς κόπους όχι τόσον διά να αυξήση την σωματικήν του +δύναμιν, αλλά μάλλον αποβλέπων εις το θυμοειδές της ψυχής και εις την +ανάπτυξιν αυτού, κατ' αντίθεσιν προς τους άλλους τους κοινούς αθλητάς, οι οποίοι +ακολουθούντες ωρισμένον είδος ασκήσεως και διαίτης αποβλέπουν μόνον να +γίνουν ρωμαλέοι. — Ορθότατα.</p> + +<p> — Αλλ' άραγε πιστεύεις και συ, Γλαύκων, όπως το φαντάζονται και +πολλοί άλλοι, ότι εκείνοι που εθέσπισαν εις την εκπαίδευσιν των νέων την +μουσικήν και την γυμναστικήν, τας εθέσπισαν διά να διαπλάττουν με την μίαν μεν +το σώμα, με την άλλην δε την ψυχήν; — Αλλά διά τι άλλο; — Διότι εμένα μου +φαίνεται ότι εθέσπισαν και τας δύο κυριώτατα διά την ψυχήν. — Και πώς τάχα; — +Δεν παρετήρησες ποτέ ποίαν τροπήν λαμβάνει και ο χαρακτήρ εκείνων, που +επιδοθούν αποκλειστικώς καθ' όλην των την ζωήν εις την γυμναστικήν, χωρίς να +γευθούν διόλου από μουσικήν; ή και εκείνοι, εις τους οποίους συμβή το εναντίον; +— Περί τίνος λέγεις; — Περί της αγριότητος και σκληρότητος των πρώτων, και περί +της μαλακότητος και ημερότητος των δευτέρων. — Πράγματι το παρετήρησα και +εγώ, ότι όσοι μεν επιδοθούν αποκλειστικώς εις την γυμναστικήν, γίνονται +τραχύτεροι του δέοντος, όσοι δε εις την μουσικήν, μαλακώτεροι παρ' όσον θα τους +ήρμοζε. — Και όμως αυτή η τραχύτης δεν ημπορεί να προέρχεται παρά από το +θυμοειδές της φύσεως, το οποίον με την ορθήν μεν ανατροφήν μεταβάλλεται εις +ανδρείαν, όταν όμως επιταθή περισσότερον του δέοντος, καταντά φυσικώ τω λόγω +εις την τραχύτητα και την βαναυσότητα. — Έτσι φαίνεται. — Τι δε; την ημερότητα +δεν την έχει έμφυτον η φιλοσοφική φύσις; η οποία όταν μεν χαλαρωθή ακόμη +περισσότερον καταντά εις την χαυνότητα, όταν όμως καλλιεργηθή όπως πρέπει +γίνεται ημερότης και κοσμιότης; — Και αυτό σωστόν. — Αλλά είπομεν ότι οι +φρουροί μας πρέπει να έχουν και τους δύο τούτους χαρακτήρας. — Πρέπει +μάλιστα. — Ώστε πρέπει να είναι συνδυασμένοι αρμονικώς μεταξύ των. — Πώς +όχι; — Διότι όπου μεν υπάρχει αυτός ο αρμονικός συνδυασμός καθιστά την ψυχήν +και εγκρατή και ανδρείαν. — Μάλιστα. — Ενώ η μεταξύ των δυσαρμονία την +καθιστά και δειλήν και βάναυσον. — Και πολύ μάλιστα.</p> + +<p> — Όταν λοιπόν κανείς παραδίδη εις την μουσικήν την ψυχήν του, να του +την ποτίζη και να την γλυκοπεριχύνη διά μέσου της ακοής, με τας γλυκάς εκείνας +και μαλακάς και θρηνώδεις αρμονίας που ελέγαμεν, και περνά όλην του την ζωήν +με τα τραγούδια και με τα θέλγητρα του άσματος, αυτός κατ' αρχάς μεν, εάν είχε +μέσα του τίποτε το θυμοειδές, αρχίζει να το μαλακώνη, και όπως ο σίδηρος εις το +πυρ, να το κάμνη χρήσιμον, ενώ πριν ήτο σκληρόν και άχρηστον· αλλ' αν δεν +μετριάση το πράγμα και εξακολουθή να υφίσταται την αυτήν γοητείαν, τότε το +θυμοειδές εκείνο αρχίζει πλέον να λυώνη και να στάζη σιγά σιγά, έως ότου εξ +ολοκλήρου αναλυθή, και εις το τέλος γίνεται η ψυχή του ως να της έκοψαν τα +νεύρα και ο ίδιος καταντά μαλθακός αιχμητής, καθώς λέγει ο Όμηρος. — Έτσι είναι. +— Και αν μεν εξ αρχής λάβη ψυχήν εκ φύσεως μαλακήν, το αποτέλεσμα δεν αργεί +να επέλθη μίαν ώραν αρχύτερα· εάν δε απεναντίας θυμοειδή, εξασθενίζει την +ψυχήν και την κάμνει οξύθυμον, η οποία, αρκεί ένα τίποτε, να ερεθισθή αμέσως +και πάλιν αμέσως να κατευνασθή· ώστε γίνονται οι τοιούτοι ευερέθιστοι και +οργίλοι, από ανδρείοι που ήσαν, και πολύ δυσμεταχείριστοι. — Είναι +αληθέστατον.</p> + +<p> — Εάν τώρα πάλιν εις την γυμναστικήν, υπερβολικά γυμνάζεται, +υπερβολικά τρώγη, παραμελή δε τελείως την μουσικήν και την φιλοσοφίαν, κατ' +αρχάς μεν δεν θα δυναμώση το σώμα του, δεν θα αποκτήση μίαν αυτοπεποίθησιν +και τόλμην, και εν γένει δεν θα γίνη ανδρειότερος από πριν; — Χωρίς άλλο βέβαια. +— Αφού όμως θα εξακολουθή να μη κάμνη τίποτε άλλο και να μην έχη καμμίαν +κοινωνίαν με την Μούσαν, η ψυχή του, και αν είχε και μικράν φιλομάθειαν πριν, +επειδή θα μένη άγευστος πάσης μαθήσεως και ερεύνης, και αμέτοχος παντός +λόγου και άλλης μουσικής μορφώσεως, δεν θα εξασθενήση τελείως και θα +καταντήση τυφλή και κωφή, όταν παύση κάθε φροντίς να την διεγείρη και την +αναπτύσση και να καθαρίζη, τας αισθήσεις του; — Αυτό μάλιστα θα γίνη.</p> + +<p> — Εχθρός λοιπόν των γραμμάτων και των μουσών γίνεται, νομίζω, ο +τοιούτος, ο οποίος δεν γνωρίζει πλέον να μεταχειρίζεται την πειθώ και τον λόγον, +αλλά όλο με το άγριον και με την βίαν έχει να κάμη, ως θηρίον, και ζη εις την +αμάθειαν και την χυδαιότητα βυθισμένος, χωρίς καμμίαν χάριν και αρμονίαν. — +Πράγματι είναι όπως το λέγεις. — Θα ημπορούσα λοιπόν να ισχυρισθώ εγώ, ότι τας +δύο αυτάς τέχνας, την μουσικήν και την γυμναστικήν, εχάρισε κάποιος θεός εις +τους ανθρώπους, όχι, καθώς κοινώς λέγεται, την μίαν διά την ψυχήν και την άλλην +διά το σώμα (εκτός μόνον εν παρέργω διά το τελευταίον τούτο), αλλά και τας δύο +αποκλειστικώς διά την ψυχήν, όπως εντός αυτής συνδυάζωνται αρμονικώς η +ανδρεία και η σοφία, εντεινόμεναι ή χαλαρούμεναι μέχρι του προσήκοντος +βαθμού. — Φαίνεται πράγματι. — Εκείνος λοιπόν ο οποίος συνδυάζει άριστα την +γυμναστικήν μετά της μουσικής και τας εφαρμόζει με το προσήκον μέτρον εις την +ψυχήν του, αυτός θα άξιζε να ονομασθή ορθότατα τελείως μουσικός και επιστήμων +της αρμονικής, πολύ περισσότερον από τον χορδιστήν των μουσικών οργάνων. — +Και πολύ φυσικά. — Δεν θα χρειασθή λοιπόν, Γλαύκων, και εις την πόλιν μας ένας +επιστάτης, ο οποίος να το έχη αυτό έργον, εάν εννοούμεν να διατηρηθή η πολιτεία; +— Θα χρειασθή και πάρα πολύ μάλιστα.</p> + +<p> — Αυτοί λοιπόν περίπου θα είναι οι τύποι της ανατροφής και της +εκπαιδεύσεως των νέων μας· διότι περιτττόν θα ήτο να εκτεινώμεθα τώρα περί των +χορών και των κυνηγίων και των γυμνικών και ιππικών αγώνων· είναι προφανές ότι +και επί τούτων θα ακολουθήσωμεν τας αρχάς, που καθωρίσαμεν, και δεν είναι +δύσκολον να διαγράψωμεν και αυτών τους κανόνας. — Δεν θα είναι βέβαια +δύσκολον.</p> + +<p> — Έστω λοιπόν· τι ζήτημα μας υπολείπεται τώρα να διευκρινήσωμεν; +δεν πρέπει τάχα να εξετάσωμεν ποίοι απ’ αυτούς θα κυβερνούν και ποίοι θα +υπακούουν; — Πώς όχι; — Δεν είναι εν πρώτος φανερόν ότι άρχοντες μεν πρέπει +να είναι οι πρεσβύτεροι, υπήκοοι δε οι νεώτεροι; — Φανερόν. — Και ότι πάλιν +μεταξύ των πρεσβυτέρων οι καλύτεροι; — Και αυτό. — Καλύτεροι μεταξύ των +γεωργών δεν είναι εκείνοι που κατέχουν εις την εντέλειαν την τέχνην των; — +Μάλιστα. — Αφού λοιπόν και εκείνοι πρέπει να είναι οι καλύτεροι μεταξύ των +φρουρών, δεν πρέπει να γνωρίζουν εις την εντέλειαν το πως φρουρείται μία πόλις; +— Βέβαια. — Ώστε προς τούτο δεν πρέπει να είναι συνετοί και δραστήριοι, ακόμη +δε να έχουν και μέγαν ζήλον υπέρ της πόλεως; — Εννοείται. — Περισσότερον δε +ζήλον έχει, νομίζω, κανείς δι’ ένα πράγμα που αγαπά. — Κατ' ανάγκην. — Αλλά +βέβαια θα αγαπούσε κανείς περισσότερον εκείνο, μετά του οποίου θα είχε κοινά +τα συμφέροντα, ούτως ώστε την ευτυχίαν αυτού να την θεωρή και ιδικήν του, και +τανάπαλιν. — Έτσι είναι. — Πρέπει λοιπόν να εκλέξωμεν μεταξύ όλων των +φρουρών εκείνους τους οποίους, μετά μακράν εξέτασιν, θα ευρίσκαμεν +προθυμοτάτους καθ' όλην την ζωήν των να πράττουν μεν ό,τι θα ενόμιζαν +συμφέρον της πόλεως, να αποφεύγουν δε κατά πάντα τρόπον ό,τι θα έκριναν +ασύμφορον. — Αυτοί πράγματι θα μας εχρειάζοντο. — Μου φαίνεται δε ότι πρέπει +να τους παρακολουθήσωμεν καθ' όλας τας ηλικίας, διά να βεβαιωθούμεν αν +πράγματι είναι ικανοί να φυλάττουν απαρεγκλίτως αυτό το δόγμα, ή μήπως +ημπορεί να υποκύψουν εις κανένα πειρασμόν ή βίαν, ώστε, λησμονούντες, να +αποβάλουν την ιδέαν, που έχουν, ότι πρέπει να εργάζωνται πάντοτε διά το +συμφέρον της πόλεως. — Πώς να την αποβάλουν; — θα σου το εξηγήσω· μου +φαίνεται ότι αποβάλλομεν μίαν ιδέαν από τον νουν μας, είτε εκουσίως είτε +ακουσίως· εκουσίως μεν όταν πεισθώμεν ότι είναι ψευδής· ενώ τας αληθείς τας +παραιτούμεν ακουσίως. — Ενόησα το πρώτον, θέλω όμως να καταλάβω +σαφέστερα πώς παραιτούμεν ακουσίως τας αληθείς; — Πώς; δεν εννοείς και μόνος +σου, ότι οι άνθρωποι τα αγαθά τα στερούνται όχι με την θέλησίν των, ενώ +απεναντίας τα κακά με όλην των την ευχαρίστησιν; ή δεν είναι κακόν να απαρνηθή +κανείς την αλήθειαν, καλόν δε να την εγκολπούται; δεν την εγκολπούται δε, όταν +έχη μίαν ορθήν ιδέαν περί παντός πράγματος; — Έχεις δίκαιον, και εννοώ τώρα ότι +ακουσίως οι άνθρωποι αποβάλλουν μίαν ορθήν ιδέαν. — Και δεν το παθαίνουν +αυτο ή δι’ υφαρπαγής, ή διά τινος γοητείας, ή δι’ εξαναγκασμού; — Ούτε τώρα δεν +εννοώ. — Φαίνεται πως μεταχειρίζομαι την γλώσσαν των τραγικών· δι’ υφαρπαγής +όταν λέγω, εννοώ όταν πεισθούν και αλλάξουν ιδέαν, ή όταν λησμονήσουν· επειδή, +ούτως ειπείν, τους υπεξαιρεί την ιδέαν των εις μεν την πρώτην περίστασιν ο λόγος, +εις δε την δευτέραν ο χρόνος· τώρα βέβαια θα ενόησες. — Ναι. — Δι’ +εξαναγκασμού δε εννοώ, όταν με τα βασανιστήρια, σωματικά ή ηθικά, αναγκασθή +κανείς να αλλάξη γνώμην. — Και αυτό το ενόησα και έχεις δίκαιον. — Όσον διά την +γοητείαν, και εσύ νομίζω καταλαβαίνεις, ότι πρόκειται δι’ εκείνους που αλλάζουν +ιδέαν, ή σαγηνευθέντες από την ηδονήν, ή και υποκύψαντες εις κάποιον φόβον. — +Πραγματικώς, φαίνεται πως μας σαγηνεύουν όσα μας εξαπατούν.</p> + +<p> — Διά να επανέλθωμεν λοιπόν εις το ζήτημά μας, πρέπει να εξετάσωμεν +ποίοι θα είναι ικανοί να φυλάξουν απαρεγκλίτως το δόγμα αυτό· ότι οφείλουν να +πράττουν πάντοτε εκείνο που θεωρούν συμφέρον της πόλεως· και να τους +παρακολουθήσωμεν από της παιδικής των ηλικίας, δοκιμάζοντες αυτούς εις +τοιαύτας περιστάσεις, εις τας οποίας κυρίως θα ήτο δυνατόν να το λησμονήσουν ή +να εξαπατηθούν· και όσοι μεν ευρεθούν ικανοί να το φυλάττουν πάντα εις την +μνήμην των, και να μη εξαπατώνται ευκόλως, θα τους εγκρίνωμεν, τους δε λοιπούς +θα τους απορρίπτωμεν· δεν είναι έτσι; — Μάλιστα. — Ακόμη θα τους υποβάλωμεν +εις κόπους και εις πόνους και αγώνας, εις τα οποία όλα οφείλουν να φυλάξουν +αυτά που είπαμεν. — Πολύ σωστά. — Τέλος να τους υποβάλωμεν και εις την +δοκιμασίαν ενός τρίτου είδους επιδράσεων. Όπως δηλαδή εκθέτουν τους νεαρούς +ίππους εις κρότους και θορύβους, διά να ιδούν κατά πόσον επηρεάζονται από τον +φόβον, τοιουτοτρόπως και αυτούς, όταν είναι ακόμη νέοι, να τους οδηγούμεν +έξαφνα εμπρός εις πράγματα φοβερά, ή να τους ρίπτωμεν εν μέσω ηδονών, διά να +εξακριβώσωμεν πολύ ασφαλέστερον, παρ' όταν δοκιμάζωμεν τον χρυσόν εις το +πυρ, εάν εις όλας αυτάς τας περιστάσεις η φυσική των ευσχημοσύνη φανή +ανωτέρα παντός πειρασμού, εάν είναι εις θέσιν να συγκρατήσουν τους εαυτούς +των όπως τους εδίδαξεν η μουσική που έμαθαν, και αν εν γένει αποδείξουν ότι όλη +των η διαγωγή είναι σύμφωνος με τους νόμους του ρυθμού και της αρμονίας, +ούτως ώστε να είναι χρησιμώτατοι και διά τον εαυτόν τους και διά την πόλιν. Και +όστις εξέλθη καθαρός από όλας αυτάς τας δοκιμασίας, και κατά την παιδικήν και +την νεανικήν και την ανδρικήν ηλικίαν, θα τον διορίζωμεν άρχοντα και φρουρόν της +πόλεως, θα του παρέχωμεν πάσας τας τιμάς εφ' όσον ζη, και αφού αποθάνη θα +τύχη τάφου μεγαλοπρεπούς και πάσης ενδείξεως του οφειλομένου εις την μνήμην +του σεβασμού· πάντας δε τους μη τοιούτους θ' απορρίπτωμεν. Τοιαύτη λοιπόν θα +είναι, όχι βέβαια με όλας τας λεπτομερείας, αλλ' ως εν σχεδίω, η εκλογή και ο +διορισμός των αρχόντων και φρουρών μας. — Και εγώ είμαι σύμφωνος μαζί σου. +— Δεν θα είχαμεν άραγε πληρέστατον δίκαιον αυτούς κυρίως να ονομάσωμεν +αληθινούς και πραγματικούς φρουρούς της πόλεως, τόσον ως προς τους +εξωτερικούς εχθρούς όσον και προς τους ιδίους πολίτας, διά να αφαιρούν από +αυτούς μεν την θέλησιν, από εκείνους δε την δύναμιν να την βλάπτουν; τους δε +άλλους τους νέους, τους οποίους μέχρι τούδε ωνομάζαμεν φρουρούς, βοηθούς και +εκτελεστάς των αποφάσεων των αρχόντων; — Έτσι λέγω και εγώ.</p> + +<p> — Τώρα πώς θα κάμωμεν να εύρωμεν τρόπον, διά να πείσωμεν προ +πάντων μεν αυτούς τους άρχοντας, ειδεμή τους άλλους τουλάχιστον πολίτας, να +παραδεχθούν ένα από τα γενναία εκείνα ψεύδη, τα οποία δικαιολογούνται, καθώς +ελέγαμεν, από την ανάγκην των περιστάσεων; — Ποίον είναι αυτό το ψεύδος; — +Δεν είναι και τίποτε νέον, έλκει την καταγωγήν του από την Φοινίκην, καθώς δε +λέγουν μετά πειστικότητος οι ποιηταί, είναι πράγμα που συνέβη μάλιστα πολλάκις +εις παλαιοτέρας εποχάς· επί της εποχής μας, είναι η αλήθεια, δεν συνέβη, ουδέ +γνωρίζω αν ημπορή να συμβή, και χρειάζεται βέβαια πολύ διά να το πιστεύση +κανείς. — Πόσας περιστροφάς κάμνεις διά να μας το ειπής! — Και θα ιδής που έχω +δίκαιον, όταν το ακούσης. — Έλα, λέγε το και μη φοβάσαι. — Το λέγω λοιπόν· αν +και δεν γνωρίζω πού να εύρω την τόλμην που χρειάζεται, και ποίας εκφράσεις να +μεταχειρισθώ, διά να πείσω πρώτον μεν αυτούς τους άρχοντας, έπειτα δε και τους +στρατιώτας και τους άλλους πολίτας, ότι η ανατροφή και η εκπαίδευσις, που τους +εδίδαμεν, δεν ήτο τίποτε άλλο παρά ένα όνειρον, που έβλεπαν, καθώς και όλα όσα +συνέβαιναν γύρω τους· ενώ πραγματικώς, ευρίσκοντο τότε μέσα εις την γην, και +εκεί από κάτω επλάσθησαν και ανετράφησαν και αυτοί οι ίδιοι, και εκεί επίσης +κατεσκευάσθησαν όλα τα πράγματα των, όπλα και λοιπά, αφού δε συνεπληρώθη η +επεξεργασία των, τους έβγαλεν επί τέλους η μητέρα Γη εις το φως· και επομένως +πρέπει να θεωρούν την χώραν, που κατοικούν, ως μητέρα και τροφόν και να την +υπερασπίζωνται, εάν κανείς επέλθη εναντίον της, επίσης δε και τους άλλους +πολίτας ως αδελφούς και τέκνα της αυτής μητρός Γης. — Δεν είχες άδικον να +διστάζης πριν, να μας ειπής αυτό το ψεύδος.</p> + +<p> — Και πολύ ευλόγως· άκουε όμως τώρα την συνέχειαν του μύθου· είσθε +αδελφοί όλοι οι πολίται, θα τους είπωμεν, αλλ' ο θεός, όταν σας έπλαττεν, ανέμιξε +χρυσόν μέσα εις τα συστατικά εκείνων που ήσαν ικανοί να κυβερνούν τους άλλους, +και διά τούτο είναι πολυτιμότατοι· άργυρον δε μέσα εις τους βοηθούς των +πολεμιστάς· σίδηρον δε και χαλκόν εις τους γεωργούς και τους άλλους τεχνίτας· +επειδή λοιπόν όλοι είσθε συγγενείς, θα γεννάτε ως επί το πλείστον τέκνα όμοιά +σας, ημπορεί όμως ενίοτε από το χρυσούν γένος να γεννηθή τέκνον αργυρούν, και +από αυτό πάλιν να γεννηθή χρυσούν, και κατ' αυτόν τον τρόπον και από όλα τα +άλλα. Διατάσσει λοιπόν ο θεός εις τους άρχοντας, ως πρώτιστον και κυριώτατον +αυτών καθήκον, τίποτε άλλο να μη εξετάζουν με περισσοτέραν φροντίδα και +προσοχήν, παρά ποίον εκ των άλλων μετάλλων ευρίσκεται αναμεμιγμένον εις την +ψυχήν των γεννωμένων τέκνων. Και αν ακόμη εις τα ιδικά των τέκνα ευρεθή κράμα +σιδήρου ή χαλκού, να μη τους κάμουν καμμίαν χάριν, αλλά να τους απορρίψουν +αμέσως εις την τάξιν, που ανήκουν, ως εκ της κατασκευής των, των γεωργών +δηλαδή και των τεχνιτών· και αν πάλιν ευρεθή κανείς από αυτούς με περισσοτέραν +αναλογίαν χρυσού ή αργύρου, να τον αναβιβάσουν, όπως αξίζει, εις την τάξιν των +φρουρών ή των επικούρων, επειδή υπάρχει χρησμός ότι θα χαθή η πόλις τότε, όταν +την φυλάξη ο χαλκός ή ο σίδηρος. Γνωρίζεις λοιπόν κανένα τρόπον να τους +πείσωμεν ότι είναι αληθινός αυτός ο μύθος; — Κανένα, όσον αφορά αυτούς τους +ιδίους· διά τα τέκνα των όμως, και διά τους απογόνους των, και διά τους λοιπούς +ανθρώπους κατόπιν, δεν θα ήτο ίσως δύσκολον. — Αλλά και αυτό θα ήτο αρκετόν, +διά να τους εμπνεύση μεγαλύτερον ενδιαφέρον και προς την πόλιν και προς +αλλήλους· διότι εννοώ επάνω κάτω τι θέλεις να είπης. Και αυτό μεν το επινόημά +μας θα το αναβιβάση η φήμη όπου της αρέση· ημείς δε ας εξοπλίσωμεν τώρα αυτά +τα τέκνα της γης, και με τους αρχηγούς επί κεφαλής ας τους παρουσιάσωμεν +εμπρός· ας πλησιάσουν και ας εκλέξουν το καταλληλότερον μέρος διά να +στρατοπεδεύσουν, ώστε να ημπορούν και τους εντός της πόλεως να συγκρατούν, +αν ήθελον δείξη αντιπειθαρχικάς προς τους νόμους διαθέσεις, και τον εξωτερικόν +εχθρόν να αποκρούσουν, εάν επήρχετο κατά της πόλεως καθώς λύκος εναντίον της +ποίμνης· και αφού εκλέξουν τον χώρον του στρατοπέδου, και θυσιάσουν εις +εκείνους που πρέπει, ας στήσουν τέλος τας σκηνάς των· δεν είναι έτσι; — Πώς όχι; +— Και βέβαια τοιαύτας, ώστε να ημπορούν να τους στεγάζουν και χειμώνα και +θέρος. — Βεβαίως· διότι εννοείς, μου φαίνεται, πραγματικάς κατοικίας. — Ναι, +αλλά κατοικίας διά στρατιώτας και όχι έξαφνα διά τραπεζίτας. — Και ποία είναι η +διάκρισις που κάμνεις; — θα προσπαθήσω να σου το εξηγήσω· δεν θα υπήρχεν, +υποθέτω, φοβερώτερον πράγμα διά τους ποιμένας παρά, τους σκύλους που έχουν +προς φύλαξιν των ποιμνίων, να τους έχουν αναθρέψη κατ' αυτόν τον τρόπον, ώστε +να μην ημπορούν να κρατήσουν τα άγρια φυσικά των και ή από πείναν ή από +άλλην κακήν συνήθειαν, αυτοί οι ίδιοι να προξενούν καταστροφάς εις τα ποίμνια +και από σκύλοι να γίνωνται λύκοι σωστοί. — Φοβερόν βέβαια θα ήτο· και πως +όχι;</p> + +<p> — Δεν πρέπει λοιπόν να λάβωμεν όλας μας τας προφυλάξεις μήπως +συμβή το ίδιον και με τους πολεμιστάς απέναντι των πολιτών; μήπως, επειδή θα +έχουν όλην την δύναμιν εις τας χείρας των, από φρουροί και προστάται +καταντήσουν να γίνουν δεσπόται και άγριοι τύραννοι; — Βέβαια θα το +προβλέψωμεν. — Και ποίαν μεγαλυτέραν εγγύησιν ασφαλείας θα δυνάμεθα να +έχωμεν, παρά αν έχουν λάβη πράγματι την προσήκουσαν ανατροφήν; — Αλλά την +έχουν ήδη λάβη. — Αυτό δεν ημπορώ να το διισχυρισθώ ακόμη, φίλε μου· εκείνο +που επιμένω, είναι, καθώς ελέγαμεν και πριν, ότι πρέπει να λάβουν την +προσήκουσαν ανατροφήν, οποιαδήποτε και αν είναι αύτη, διά να έχουν το +σπουδαιότερον που τους χρειάζεται, ημερότητα δηλαδή και μεταξύ των και προς +εκείνους που ανέλαβον να φυλάττουν. — Και πολύ σωστά. — Εκτός λοιπόν εκείνης +της ανατροφής, κάθε άνθρωπος με νουν θα παραδεχθή ότι πρέπει να τους +παρασκευάζωμεν και τοιαύτας κατοικίας και τοιαύτην εν γένει περιουσίαν, ώστε +τίποτε να μην τους βιάζη να παύσουν ποτέ να είναι άριστοι φρουροί και να +αρχίσουν να βλάπτουν τους άλλους πολίτας. — Και πολύ σωστά.</p> + +<p> — Πρόσεξε λοιπόν τώρα αν σου φαίνεται κατάλληλος αυτός ο τρόπος +της ζωής και της κατοικίας, διά να είναι πάντοτε τοιούτοι· πρώτον μεν κανείς να +μην έχη καμμίαν ιδιαιτέραν περιουσίαν ούτε τίποτε αποκλειστικώς διά τον εαυτόν +του, εκτός απολύτου ανάγκης· έπειτα κανείς να μην έχη κατοικίαν καμμίαν ή +αποθήκην, εις την οποίαν να μην ημπορή να εισέρχεται όποιος θέλη· όσον διά τα +τρόφιμα που χρειάζονται άνθρωποι πολεμισταί, εγκρατείς και ανδρείοι, θα +ορίσωμεν να τα λαμβάνουν από τους άλλους πολίτας ως μισθόν διά τας υπηρεσίας +των, τόσα όμως ώστε μήτε να περισσεύουν μήτε και να τους λειφθούν δι’ ένα +χρόνον να τρώγουν όλοι εις κοινάς τράπεζας και να ζουν μαζί όπως οι πολεμισταί +εις το στρατόπεδον· να διδαχθούν ότι οι θεοί έχουν βάλη μέσα εις την ψυχήν των +θείον χρυσόν και άργυρον, και δεν έχουν επομένως καμμίαν ανάγκην του χρυσού +και του αργύρου των ανθρώπων, ούτε τους είναι συγχωρημένον να μιαίνουν το +θείον εκείνο δώρον με την ανάμιξιν του γηίνου χρυσού, διότι το εν χρήσει νόμισμα +έχει γίνη πολλών και μεγάλων κακουργημάτων αφορμή, ενώ το ιδικόν των είναι +καθαρόν και αμόλυντον· και είναι επομένως εις αυτούς μόνους εξ όλων των +πολιτών απηγορευμένον να μεταχειρίζωνται και να εγγίζουν τον χρυσόν και τον +άργυρον, ουδέ υπό την αυτήν στέγην να ευρίσκωνται μαζί, ουδέ επάνω των να +φορούν, ούτε να πίνουν από χρυσά ή αργυρά ποτήρια· και ότι μόνον +τοιουτοτρόπως θα σωθούν και αυτοί και η πόλις. Όταν όμως αποκτήσουν αυτοί +ιδίαν περιουσίαν, είτε εις κτήματα, είτε εις οικοδομάς, είτε εις χρήματα, θα +καταντήσουν, από φρουροί που είναι, επιχειρηματίαι ή γεωργοί· από +υπερασπισταί των πολιτών, εχθροί και τύραννοι· θα διέρχωνται την ζωήν των με +αμοιβαία μίση και επιβουλάς και πολύ περισσότερον φόβον θα έχουν από τους +εσωτερικούς παρά από τους εξωτερικούς εχθρούς και ακράτητοι πλέον θα +φέρωνται προς τον όλεθρον και οι ίδιοι και όλη η πόλις. Δι’ όλους λοιπόν τους +λόγους τούτους πρέπει να λάβωμεν, φρονώ, αυτά τα μέτρα όσον αφορά την +κατοικίαν και τα άλλα σχετικά των φρουρών και σύμφωνα με αυτά να +νομοθετήσωμεν· ή όχι; — Είμαι συμφωνότατος, είπεν ο Γλαύκων.</p> + +<h4 style="text-align: center; margin-top: 3em">ΒΙΒΛΙΟΝ Δ'.</h4> + +<p> +<br /> +Αλλά, διέκοψεν ο Αδείμαντος, τι θα έχης να απολογηθής, Σωκράτη, εάν κανείς σου +παρατηρήση, ότι δεν κάμνεις και πάρα πολύ ευτυχείς τους πολεμιστάς σου, και +τούτο από σφάλμα ιδικόν των, αφού εις αυτούς ανήκει πραγματικώς η πόλις; και +όμως αυτοί δεν απολαμβάνουν κανένα καλόν από την πόλιν, όπως άλλοι, που +έχουν γαίας, που κτίζουν σπίτια ωραία και μεγάλα, και τα επιπλώνουν αναλόγως, +και είναι εις θέσιν να κάμνουν θυσίας ιδιωτικάς εις τα μέγαρά των και να φιλεύουν +ξένους, και έχουν, αυτά δα που έλεγες και συ, χρυσόν και άργυρον και όλα εν γένει +όσα κοινώς νομίζονται ότι αποτελούν την ευτυχίαν του ανθρώπου· και με ένα +λόγον, θα έλεγέ τις, δεν φαίνονται να κάθωνται εις την πόλιν παρά ως επίκουροι +μισθωτοί, διά να την φρουρούν.</p> + +<p> — Ναι, και πρόσθεσε ακόμη, ότι απέναντι τούτου λαμβάνουν απλώς και +μόνον την τροφήν των, χωρίς καμμίαν άλλην αντιμισθίαν, όπως τα συνήθη +μισθοφορικά στρατεύματα· ώστε και να θελήσουν έξαφνα να κάμουν κανένα +ταξείδι, δεν θα είναι εις θέσιν, ούτε να διασκεδάσουν με γυναίκας, ούτε κανένα +άλλο έξοδον να κάμουν, όπως οι πλούσιοι και οι θεωρούμενοι ευτυχείς· αυτά +λοιπόν και άλλα τέτοια πολλά παρέλειψες εις το κατηγορητήριόν σου. — Πρόσθεσέ +τα λοιπόν εσύ. — Τώρα λοιπόν με ερωτάς τι θα έχω να απολογηθώ; — Ναι. — +Χωρίς να απομακρυνθώμεν από τον δρόμον, που ηκολουθήσαμεν μέχρι τούδε, θα +εύρωμεν εύκολα, νομίζω, τι πρέπει να απαντήσωμεν· θα είπωμεν εν πρώτοις ότι +δεν θα ήτο διόλου παράδοξον αν, και μ' όλα ταύτα, ήσαν ευτυχέστατοι οι +πολεμισταί μας ούτοι· ότι επί τέλους, όταν εκτίζαμεν την πόλιν μας, δεν +απεβλέψαμεν εις την αποκλειστικήν ευτυχίαν μιας μόνον τάξεως, αλλ' ολοκλήρου +της πόλεως· διότι ενομίσαμεν ότι εις μίαν τοιαύτην πόλιν θα κατωρθώναμεν να +εύρωμεν την δικαιοσύνην, όπως πάλιν και εις την κακώς ωργανωμένην την αδικίαν, +και τοιουτοτρόπως θα ημπορούσαμεν να λύσωμεν το ζήτημα που μας απασχολεί +απ’ αρχής· τώρα λοιπόν καταγινόμεθα να ιδρύσωμεν την ευδαίμονα, όπως +τουλάχιστον την φανταζόμεθα, πόλιν, εις την οποίαν δεν θα έχουν την ευτυχίαν +αποκλειστικόν τους προνόμιον ολίγοι τινές, αλλά όλοι κοινώς οι πολίται· έπειτα +κυττάζομεν και διά την άλλην την αντίθετον όψιν.</p> + +<p>Εάν λοιπόν, ενώ ησχολούμεθα να ζωγραφίζωμεν ένα άγαλμα, μας επλησίαζε +κάποιος και ήρχιζε να μας κάμνη παρατηρήσεις, ότι τάχα δεν μεταχειριζόμεθα τα +ωραιότερα χρώματα διά τα ωραιότερα μέρη του σώματος· ότι έξαφνα τους +οφθαλμούς, που είναι το ωραιότερον απ’ όλα, δεν τους ζωγραφίζομεν με +πορφυρούν χρώμα, αλλά με μαύρον· νομίζω ότι θα του απαντούσαμεν όπως θα +εχρειάζετο, αν του ελέγαμεν· Μη φαντάζεσαι, καλέ μας άνθρωπε, ότι είναι ανάγκη +να ζωγραφίζωμεν τόσον εύμορφα τα μάτια, ώστε να μη μοιάζουν ούτε μάτια +πλέον, καθώς και τα άλλα μέρη· μόνον βλέπε αν βάζωμεν το χρώμα που ταιριάζει +εις το καθένα, ώστε να φαίνεται ωραίον το σύνολον και συ λοιπόν τώρα μην έχης +την απαίτησιν να περιβάλλωμεν τους φρουρούς με τοιαύτην ευτυχίαν, η οποία +αποτέλεσμα θα έχη να τους κάμη κάθε άλλο πλέον να είναι παρά φρουροί· +ημπορούσαμεν βέβαια, αν ηθέλαμεν, να ενδύσωμεν και τους γεωργούς με ποδήρη +χιτώνα και να τους τον κεντήσωμεν μάλιστα με χρυσά γαλόνια και να τους +αναθέσωμεν να καλλιεργούν την γην προς ευχαρίστησίν των· ημπορούσαμεν +επίσης να ξαπλώσωμεν και τους αγγειοπλάστας κοντά στη φωτιά βολικά, να +τρώγουν και να πίνουν, και πλάγι των να βάλωμεν τον τροχόν, να τον γυρνούν +οπόταν τους έρχεται η όρεξις· και όλους τους άλλους τεχνίτας με τον ίδιον τρόπον +να τους κάμωμεν ευτυχείς, διά να είναι ευτυχής και όλη η πόλις. Μη μας δίδης +όμως, εμάς, αυτήν την συμβουλήν· διότι, αν σε ακούσωμεν, ούτε ο γεωργός θα +μείνη πλέον γεωργός, ούτε ο αγγειοπλάστης, ούτε κανείς άλλος θα μείνη εις την +σειράν και την θέσιν που έχει εις την οικονομίαν της πόλεως· και όσον μεν αφορά +τους άλλους δεν έχει και μεγάλην σημασίαν το πράγμα· διότι αν ο υποδηματοποιός +δεν κάμνη καλά την εργασίαν του και διαφθαρή και προσποιήται τον τεχνίτην +χωρίς να είναι, δεν έχει να πάθη και μεγάλον κακόν η πόλις· αν όμως οι φύλακες +των νόμων και της πόλεως δεν είναι παρά μόνον με το όνομα, βλέπεις ότι θα +παρασύρουν εις την καταστροφήν και ολόκληρον την πόλιν, καθόσον μάλιστα από +αυτούς αποκλειστικώς εξαρτάται η καλή της διοίκησις και η ευδαιμονία. Εάν +λοιπόν ημείς θέλωμεν να παρασκευάσωμεν αληθινούς φρουρούς, δεν πρέπει να +τους κάμωμεν τοιούτους, ώστε να ημπορούν να βλάψουν και κατ' ελάχιστον την +πόλιν· όστις δε πάλιν εννοεί να τους κάμη γεωργούς ή φαιδρούς πανηγυριστάς εις +καμμίαν δημοσίαν πανήγυριν, κάθε άλλο βέβαια έχει υπ’ όψιν του παρά πόλιν· +ημείς αυτό έχομεν να κυττάξωμεν, αν ο σκοπός μας είναι, όταν μορφώνωμεν τους +πολεμιστάς, να τους καταστήσωμεν όσον το δυνατόν ευτυχεστέρους, ή εάν +οφείλωμεν μάλλον να αποβλέψωμεν εις την ευτυχίαν ολοκλήρου της πόλεως και +να αναγκάσωμεν επομένως τους επικούρους αυτούς και τους φύλακας, καθώς και +όλους τους άλλους εν γένει, να κάμνη ο καθένας την εργασίαν, που του ανετέθη, +όσον ημπορεί καλύτερα· ούτως ώστε, όταν η πόλις αναπτυχθή και ευημερή με την +καλήν της διοίκησιν, να αφήνωμεν τον καθένα να απολαμβάνη το μερίδιόν του της +κοινής ευτυχίας, όπως το επιτρέπει η φύσις της τάξεως και του επαγγέλματός +του.</p> + +<p> — Δεν μου φαίνεται να έχης άδικον. — Θα σου φανή άραγε και κάτι +ανάλογον, που θα σου ειπώ τώρα, ολιγώτερον ορθόν; — Λέγε ν' ακούσωμεν. — +Σκέψου αν δεν είναι αυτά, που διαφθείρουν και τους άλλους επίσης τεχνίτας, ώστε +να γίνωνται κακοί εις την εργασίαν των. — Ποία αυτά; — Ο πλούτος και η πτώχεια. +— Πώς τάχα; — Ιδού πώς· αν ένας αγγειοπλάστης γίνη πλούσιος, νομίζεις ότι θα +έχη πλέον ενδιαφέρον διά την τέχνην του; — Καθόλου. — Δεν θα γίνεται λοιπόν +από ημέρας εις ημέραν περισσότερον οκνηρός και αμελής; — Πολύ μάλιστα. — Και +επομένως δεν θα καταντήση χειρότερος αγγειοπλάστης; — Αυτό ν' ακούεται. — +Αλλά, και αν απεναντίας δεν έχη, ένεκα της πτωχείας του, να προμηθεύεται τα +εργαλεία ή ό,τι άλλο του χρειάζεται διά την τέχνην του, και η εργασία του θα +γίνεται χειροτέρα, και τους υιούς του, ή τους άλλους μαθητευομένους που έχει, θα +τους κάμη χειροτέρους τεχνίτας. — Πώς όχι; — Ώστε και από τα δύο αυτά, και από +τον πλούτον και από την πτωχείαν, γίνονται χειρότερα μεν τα έργα των τεχνιτών, +χειρότεροι δε και αυτοί οι ίδιοι. — Φαίνεται. — Ώστε νά που ευρήκαμεν και δύο +άλλα πράγματα, που πρέπει με κάθε τρόπον να προσέξουν οι άρχοντές μας, μήπως +τους γελάσουν και τρυπώσουν κρυφά εις την πόλιν. — Ποία πράγματα; — Ο +πλούτος και η πτωχεία, διότι εκείνος μεν γεννά την πολυτέλειαν και την οκνηρίαν +και διαφόρους καινοτομίας, η δε πτωχεία πάλιν, εκτός αυτών των καινοτομιών, την +ταπεινότητα και την κακοτεχνίαν.</p> + +<p> — Πολύ καλά· δεν μου λέγεις όμως, Σωκράτη, πώς θα είναι εις θέσιν η +πόλις μας να κάμη πόλεμον, εάν δεν έχη χρήματα, όταν μάλιστα αναγκασθή να +έλθη εις σύγκρουσιν με πόλιν μεγάλην και πλουσίαν; — Είναι φανερόν, ότι με μίαν +πόλιν μόνον θα είναι δυσκολώτερον, αν έχη όμως να κάμη με δύο τοιαύτας ομού, +το πράγμα θα είναι πολύ ευκολώτερον. — Τι κάθεσαι και μας λες; — Πρώτον μεν, +εάν παρουσιασθή ανάγκη πολέμου, οι ιδικοί μας, άνθρωποι εμπειροπόλεμοι, θα +έχουν αντιπάλους πλουσίους. — Αυτό μάλιστα. — Τι λοιπόν, Αδείμαντε; ένας +πυγμάχος, γυμνασμένος όσον ενδέχεται καλύτερα, δεν σου φαίνεται ότι εύκολα θα +τα έβγαζε πέρα με δύο, όχι πυγμάχους, αλλά πλουσίους και ευτραφείς αντιπάλους; +— Δεν το πιστεύω τόσον εύκολα και με τους δύο συγχρόνως. — Ούτε αν είχε την +ελευθερίαν, να υποχωρή εμπρός εις εκείνον, που κάθε φορά τον έπαιρνε πρώτος +από κοντά, και να γυρίζη έπειτα να τον αρχίζη στις γροθιές, και να έκαμνε το ίδιον +πολλάκις, μέσα εις τον ήλιον και την πλέον πνιγηράν ζέστην; δεν θα ημπορούσε +άραγε να καταφέρη και πολλούς τοιούτους τον ένα μετά τον άλλον; — Έτσι +μάλιστα, δεν θα ήτο και πολύ παράδοξον το πράγμα. — Αλλά πιστεύεις τάχα ότι οι +πλούσιοι θα έχουν περισσοτέραν τέχνην και εμπειρίαν εις την πυγμαχίαν, παρά εις +τον πόλεμον; — Και βέβαια όχι. — Ώστε, φυσικώ τω λόγω, οι ιδικοί μας αθληταί +ευκόλως θα είναι εις θέσιν να αντιπαραταχθούν και προς διπλασίους και προς +τριπλασίους ακόμη. — Αναγκάζομαι να συμφωνήσω, διότι μου φαίνεται πως έχεις +δίκαιον. — Τι δε; αν στείλουν και πρεσβείαν εις μίαν άλλην πόλιν και τους ειπούν, +αυτό που θα είναι και η αλήθεια, ότι: «Ημείς δεν μεταχειριζόμεθα ούτε χρυσίον +ούτε αργύριον ούτε μας είναι επιτετραμμένον να έχωμεν. Εις υμάς όμως δεν +απαγορεύεται· ελάτε λοιπόν να μας βοηθήσετε, και σας αφήνομεν όλα τα λάφυρα +των άλλων»· νομίζεις ότι εκείνοι, εις τους οποίους θα κάμουν τοιαύτας προτάσεις, +θα προτιμήσουν να έχουν εχθρούς σκύλους ισχνούς αλλά δυνατούς, ή μάλλον να +τους έχουν αυτούς τους σκύλους συμμάχους εναντίων προβάτων τρυφερών και +καλοθρεμμένων; — Δεν μου φαίνεται· αλλά πρόσεξε μήπως, αν συσσωρευθούν τα +χρήματα των άλλων εις μίαν πόλιν, γίνη αυτή επικίνδυνος και διά την ιδικήν μας +την πτωχήν. — Είσαι μακάριος, που νομίζεις ότι αξίζει να ονομάση κανείς πόλιν +καμμίαν άλλην, έξω από αυτήν την ιδικήν μας, καθώς την κατεσκευάσαμεν. — +Αλλά πώς λοιπόν; — Πρέπει να εύρωμεν κανένα μεγαλύτερον όνομα διά τας άλλας· +διότι κάθε μία από αυτάς είναι πάμπολλαι πόλεις και όχι πόλις, καθώς λέγουν και +εις το γνωστόν παιγνίδιον^ εν πάση περιπτώσει υπάρχουν τουλάχιστον δύο, εχθραί +μεταξύ των, η μία των πτωχών και η άλλη των πλουσίων· κάθε μία πάλιν από αυτάς +υποδιαιρείται εις πολλάς άλλας· τας οποίας αν προσβάλης όλας ομού, ως να +απετέλουν ένα κράτος, βεβαίως θα αποτύχης τελείως· εάν όμως θεωρήσης την +πόλιν αποτελουμένην από πολλάς άλλας, και δηλώσης ότι παραχωρείς εις τούτους +τα χρήματα, την δύναμιν και αυτήν την ζωήν των άλλων, θα έχης πάντοτε +συμμάχους μεν πολλούς, ελαχίστους δε εχθρούς. Και εφόσον μία πόλις κυβερνάται +σωφρόνως, όπως ωρίσαμεν προηγουμένως, θα είναι μεγίστη, δεν εννοώ κατά το +φαινόμενον, αλλά πραγματικώς μεγίστη, και αν μόνον χιλίους πολεμιστάς +ημπορούσε να παρατάξη· μίαν δε τόσον μεγάλην πόλιν δεν θα ήτο εύκολον να +εύρης ούτε μεταξύ των Ελλήνων ούτε μεταξύ των βαρβάρων, αν και υπάρχουν +πολλαί που θεωρούνται και πολύ μεγαλύτεραι από την τοιαύτην πόλιν μας· ή +μήπως έχεις αντίρρησιν; — Όχι, μα την αλήθειαν.</p> + +<p> — Υπάρχει λοιπόν ένα κάλλιστον όριον, συμφώνως με το οποίον να +κανονίζουν οι άρχοντές μας, πόσον μεγάλην επιτρέπεται να κάμουν την πόλιν, και +πόσην, αναλόγως του μεγέθους της, έκτασιν γης θα χρειασθή να χωρίσουν, δίχως +πλέον να ζητούν άλλην κατόπιν. — Και ποίον είναι αυτό το όριον: — Το εξής, καθώς +νομίζω· να την αφήνουν να αυξάνη μέχρι του σημείου που θα ημπορή να μένη μία, +περαιτέρω όμως όχι. — Πολύ ωραία. — Θα δώσωμεν λοιπόν ακόμη και αυτήν την +άλλην εντολήν εις τους άρχοντας, να προνοούν με κάθε τρόπον, να μην είναι μήτε +μικρά η πόλις, μήτε μεγάλη κατά το φαινόμενον, αλλά μετρία και μία πάντοτε. — +Δεν θα τούς δώσωμεν και πολύ σπουδαίαν εντολήν. — Ολιγώτερον σπουδαία και +από αυτήν ακόμη είναι η εξής, την οποίαν ανεφέραμεν και προηγουμένως· ότι +δηλαδή πρέπει, εάν και κανενός πολεμιστού το τέκνον γέννηση έκφυλον, να +υποβιβάζεται εις τας κατωτέρας τάξεις, και απεναντίας να κατατάσσεται εις τους +πολεμιστάς, εάν κανενός από τους άλλους εκρίνετο άξιον· μ' αυτό ηθέλαμεν να +δηλώσωμεν, ότι καθένας και από τους άλλους πολίτας δεν πρέπει να επιδίδεται +παρά εις ένα μονάχα πράγμα, διά το οποίον και εγεννήθη, και αυτό το ένα πρέπει +να εξασκή μόνον, διά να μη γίνεται ο ένας πολλοί, αλλά να μένη πάντα ένας, και +επομένως και ολόκληρος η πόλις να μένη μία, και να μη γίνωνται πολλαί. — +Πράγματι δεν είναι σπουδαιότερα και αυτή η εντολή από την άλλην.</p> + +<p> — Και αλήθεια δεν είναι, καλέ μου Αδείμαντε, όπως θα εφαντάζετο +κανείς, ούτε πολλά ούτε μεγάλα αυτά τα καθήκοντα, που τους επιβάλλομεν, +απεναντίας ασήμαντα, φθάνει να φυλάττουν ένα, που το λέγομεν μεγάλον, ή +μάλλον καλύτερα, αρκετόν. — Και ποίον είναι αυτό; — Η εκπαίδευσις και η +ανατροφή· διότι εάν ανατραφούν όπως πρέπει, και γίνουν τέλειοι άνθρωποι, όλα +αυτά θα τα βλέπουν εύκολα και μόνοι των, και πολλά άλλα ακόμη, που τα +παραλείπομεν τώρα ημείς, όπως το ζήτημα του γάμου, των γυναικών, της +τεκνοποιίας· θα ίδουν έξαφνα ότι όλα αυτά, όπως λέγει και η παροιμία, πρέπει να +είναι κοινά μεταξύ φίλων. — θα ήτο βέβαια πολύ σωστόν αυτό. — Και πράγματι, η +πολιτεία, εάν εξ αρχής λάβη καλάς βάσεις, προχωρεί πλέον κατόπιν αυξάνουσα, +όπως ένας κύκλος· μία καλή ανατροφή και εκπαίδευσις γεννά πάντοτε και καλάς +φύσεις· και αυταί πάλιν, εάν τύχουν της ιδίας ανατροφής, γίνονται ακόμη +καλύτεραι από τας προτέρας και εις όλα τα άλλα και εις την τεκνοποίησιν, όπως +συμβαίνει και με τα άλλα ζώα. Πολύ φυσικόν.</p> + +<p> — Με ολίγας λοιπόν λέξεις, πρέπει της πόλεως οι επιμεληταί εις αυτό +ειδικώς να επιμείνουν, να μη διαφθαρή χωρίς να το εννοήσουν η ανατροφή, αλλά +να διατηρήται παρά κάθε άλλο καθαρά, και να μη επιτρέπουν κανένα νεωτερισμόν +εις την γυμναστικήν και μουσικήν, παρά τα διατεταγμένα· ούτως ώστε, όταν λέγη ο +ποιητής ότι οι άνθρωποι προσέχουν εις εκείνο το τραγούδι</p> + +<p class="poem">που πιο καινούργιο τριγυρνά στο στόμα των ανθρώπων,</p> + +<p>να φοβούνται, μήπως φαντασθή κανείς, ότι εννοεί όχι τα νέα άσματα, αλλά +νέον είδος ωδικής, και επιδοκιμάζει τούτο· διότι δεν πρέπει αυτήν την καινοτομίαν +ούτε να την επιδοκιμάζη ούτε να την εισάγη κανείς· απεναντίας πρέπει μετά +μεγάλης ευλαβείας ν' αποφεύγωμεν πάσαν μεταβολήν εις το είδος της μουσικής, +διότι διατρέχομεν τον κίνδυνον να χάσωμεν το παν· διότι πουθενά δεν ημπορεί +κανείς να κινήση τους τρόπους της μουσικής, χωρίς συγχρόνως να διασεισθούν και +αυτοί οι θεμελιώδεις νόμοι της πολιτείας, καθώς το λέγει ο Δάμων και πείθομαι και +εγώ. — Πρόσθεσε λοιπόν και εμένα εις τον αριθμόν των πεπεισμένων.</p> + +<p> — Η μουσική επομένως θα είναι, καθώς φαίνεται, η ακρόπολις, την +οποίαν πρέπει να οικοδομήσουν οι φύλακες. — Ναι, αλλά η παρανομία εύκολα +εισχωρεί, χωρίς κανείς να την πάρη είδησιν. — Πράγματι, ως παιγνίδι κατ' αρχάς, +που δεν ημπορεί να κάμη και τίποτε κακόν. — Ουδέ κάμνει τίποτε άλλο, παρά +αφού άπαξ εισχωρήση, αρχίζει σιγά σιγά και εισρέει εις τα ήθη και τας συνηθείας· +έπειτα εισβάλλει, αφού μεγαλώση περισσότερον, και εις τας μεταξύ των πολιτών +σχέσεις, και από αυτάς προχωρεί εις τους νόμους και τους θεσμούς της πολιτείας, +με την μεγαλυτέραν πλέον ακολασίαν, έως ότου εις το τέλος αναποδογυρίση τα +πάντα, και κράτος και ιδιώτας. — Αυτό, αλήθεια, να συμβαίνη; — Μου +φαίνεται.</p> + +<p> — Δεν πρέπει λοιπόν, όπως ελέγαμεν εξ αρχής, να υποβάλλωμεν από +της πρώτης στιγμής τα παιγνίδια των παιδιών εις την αυστηροτέραν πειθαρχίαν +του νόμου, διότι όταν αυτή χαλαρωθή και μάθουν επομένως τα παιδιά εις την +παρανομίαν, είναι αδύνατον, όταν μεγαλώσουν, να γίνουν πολίται χρηστοί και +νομιμόφρονες; — Πώς όχι; — Ενώ απεναντίας, όταν αρχίσουν από τα παιγνίδια των +και δεχθούν από τότε την αγάπην του νόμου και της τάξεως εις την ψυχήν των, διά +της μουσικής, θα τους παρακολουθή πλέον εις όλα τα άλλα αυξανομένη πάντοτε, +ούτως ώστε, αν είχεν επέλθη καμμία κατάπτωσις εις την πόλιν, να είναι εις θέσιν +να την επανορθώση. — Αυτό είναι αλήθεια. — Θα αποκαταστήσωσιν επομένως +πάλιν και μερικάς νομίμους συνηθείας, όσον και αν θεωρούνται μικρολογήματα, +τας οποίας οι προκάτοχοί των άφησαν να περιέλθουν εις παντελή αχρηστίαν. — +Ποίας δηλαδή; — Παραδείγματος χάριν αυτάς· να σιωπούν οι νεώτεροι εμπρός εις +τους πρεσβυτέρους, να τους προσηκώνωνται, να τους προσφέρουν την θέσιν των, +να τηρούν τον οφειλόμενον προς τους γονείς σεβασμόν, να προσέχουν πώς θα +ενδύωνται, πώς θα υποδένωνται, πώς θα κόπτουν τα μαλλιά των, και εν γένει όλον +τον σχηματισμόν του σώματός των, και όλα τα τοιαύτα· ή δεν το παραδέχεσαι; — +Μάλιστα. — Εννοείται ότι θα ήτο μωρόν να τα νομοθετήση κανείς όλα αυτά· διότι +ούτε πουθενά γίνονται, ούτε είναι δυνατόν να επιβληθούν με καμμίαν προφορικήν +ή γραπτήν διάταξιν μονίμως. — Πώς βέβαια; — Καταντά λοιπόν, φίλε μου +Αδείμαντε, όλα αυτά να είναι φυσική συνέπεια και ακολουθία της πρώτης αρχής +που θα λάβη η ανατροφή· διότι πάντοτε το όμοιον δεν σύρει κατόπιν του το +όμοιον; — Αναμφιβόλως. — Και επομένως δυνάμεθα να είπωμεν ότι εις το τέλος +λαμβάνει αυτό ένα τέλειον και ωρισμένον χαρακτήρα, είτε καλόν είτε το εναντίον. +— Και πώς όχι; Δι’ αυτό λοιπόν και εγώ δεν θα ήθελα ποτέ επιχειρήση να τα +καθορίσω τα τοιαύτα διά νομοθεσίας. — Και έχεις δίκαιον.</p> + +<p> — Αλλά μήπως, δι’ όνομα των θεών, θα τολμήσωμεν επίσης να +γράψωμεν νόμους περί συμβολαίων αγοράς ή πωλήσεως μεταξύ ιδιωτών, ή, εάν +θέλης, περί συμφωνητικών εργομισθίας, ή περί εξυβρίσεων και οικιών και περί +συστάσεως δικαστηρίων δι’ αυτά και διορισμού δικαστών, ή περί καταρτισμού +δασμολογίου και επιβολής εισαγωγικών ή εξαγωγικών φόρων και γενικώς ειπείν +περί παντός ότι αφορά τα αγορανομικά, αστυνομικά, λιμενικά και όλα τα τοιαύτα; +— Βεβαίως δεν είναι ανάγκη να επιβάλλωμεν τίποτε από αυτά δι’ ανθρώπους +τιμίους· διότι οι ίδιοι θα εύρουν εύκολα μόνοι των τι πρέπει να νομοθετήσουν διά +τα περισσότερα. — Ναι, φίλε μου, εάν ο θεός δώση να διατηρήσουν ακεραίους +τους νόμους που καθιερώσαμεν έμπροσθεν. — Ειδεμή, δεν θα κάμνουν άλλο εις +όλην των την ζωήν, παρά να ψηφίζουν νέους νόμους και να διορθώνουν τους +παλαιούς, με την ιδέαν ότι θα επιτύχουν επί τέλους το τέλειον. — Τι άλλο δηλαδή, +παρά θα περάσουν την ζωήν των όπως εκείνοι οι άρρωστοι, οι οποίοι δεν έχουν την +δύναμιν της θελήσεως να παραιτήσουν τον τρόπον εκείνον της ζωής, που +κατέστρεφε την υγιείαν των. — Ακριβώς. — Τουλάχιστον, όσον δι’ αυτούς, το +πράγμα έχει κάτι τι το νόστιμον· ιατρεύονται διαρκώς χωρίς κανένα αποτέλεσμα, +παρά να αυξάνουν και πολλαπλασιάζουν τα νοσήματά των, ελπίζουν όμως +πάντοτε, εάν κανείς τους υποδείξη νέον φάρμακον, ότι με αυτό πλέον θα +επανακτήσουν την υγιείαν των. — Αυτό πραγματικώς παθαίνουν. — Και το +νοστιμώτερον με αυτούς δεν είναι, που θεωρούν τον μεγαλύτερον εχθρόν των +εκείνον, που θα τολμήση να τους είπη την αλήθειαν; πως αν δεν κόψουν το κρασί, +αν δεν παύσουν την πολυφαγίαν ή τας καταχρήσεις ή τον καθιστικόν βίον, ούτε τα +φάρμακα, ούτε τα καυτήρια, ούτε αι εγχειρήσεις, ούτε πάλιν τα μαγικά και τα +φυλακτά και τα διαβάσματα και τα τοιαύτα θα τους ωφελήσουν τίποτε; — Δεν +βλέπω να είναι και πολύ νόστιμον, να θυμώνη κανείς μ' ένα που θέλει το καλό του. +— Εσύ, φαίνεται, δεν τους πολυνοστιμεύεσαι τους τέτοιους. — Όχι, μα τον +Δία.</p> + +<p> — Ούτε επομένως, διά να επανέλθωμεν εις το θέμα μας, θα +επιδοκιμάσης, αν κάμνη αυτό το ίδιον ολόκληρος η πόλις· διότι, πώς σου φαίνεται; +δεν κάμνουν το ίδιον και όσαι πόλεις, κακώς ωργανωμέναι, απαγορεύουσι μεν εις +τους πολίτας, επί ποινή θανάτου, να θίξουν την θεμελιώδη κατάστασιν της +πολιτείας· ενώ αφ' ετέρου εκείνος ο οποίος τους κολακεύει και τους περιποιείται +με τον ερασμιώτερον τρόπον, που γνωρίζει και προλαμβάνει τας ορέξεις των και +έχει την επιτηδειότητα να τας ικανσποιή, αυτός θεωρείται ο άριστος και +ικανώτατος πολιτικός, και αυτόν θα κρίνουν άξιον δι’ όλας τας τιμάς; — Το ίδιον +πραγματικώς μου φαίνεται πως κάμνουν, και καθόλου δεν το επιδοκιμάζω. — Και +πώς, δεν θαυμάζεις πάλιν το θάρρος και την ευκολίαν εκείνων που έχουν την +θέλησιν και την προθυμίαν να παρέχουν τας εκδουλεύσεις των εις τοιαύτας πόλεις; +— Τους θαυμάζω βέβαια, εκτός εκείνων τουλάχιστον, οι οποίοι εξαπατώνται από +τους επαίνους των πολλών και φαντάζονται εις το τέλος ότι είναι πράγματι μεγάλοι +πολιτικοί. — Πώς λέγεις; και δεν τους ευρίσκεις τάχα δικαιολογημένους; ή νομίζεις +ότι είναι εύκολον, ένας άνθρωπος, που δεν γνωρίζει να μετρά, να του λέγουν οι +άλλοι πως είναι υψηλός τέσσαρας πήχεις, και να μη το πιστεύση και ο ίδιος εις το +τέλος; — Όχι βέβαια. — Ώστε μην αδικής και τους πολιτικούς· διότι είναι αληθινά +οι νοστιμώτεροι απ’ όλους, με τους νόμους εκείνους, που ελέγαμεν, πως σήμερα +τους γράφουν και αύριον τους διορθώνουν, και που νομίζουν ότι θα εύρουν ποτέ +άκρην με τα αδικήματα των ιδιωτικών συναλλαγών και τα άλλα που ανέφερα πριν, +χωρίς να γνωρίζουν ότι κάμνουν πραγματικώς μια τρύπα εις το νερό +(<span style='font-size: small;'><a href='#fn1' id='ref1'>1</a></span>) +. — Και αλήθεια, τίποτε άλλο δεν κάμνουν. — Ώστε είχα δίκαιον λοιπόν εγώ να +παραδεχθώ, ότι εις τοιούτου είδους νόμους και διατάξεις δεν έχει καμμίαν +ανάγκην να κατέλθη ο αληθινός νομοθέτης, εις καμμίαν, είτε κακώς είτε καλώς +ωργανωμένην πολιτείαν· διότι εις την μίαν θα ήτο το πράγμα ανωφελές και τίποτε +παραπάνω δεν θα επρόσθετεν, εις την άλλην πάλιν, ο πρώτος τυχών θα τα +εύρισκεν ευκολώτατα, ή και αυτομάτως θα απέρρεον από τους προηγουμένους +εκείνους θεσμούς.</p> + +<p> — Ποίος λοιπόν νόμος θα μας υπελείπετο ακόμη; — Κανείς δι’ ημάς· εις +τον Απόλλωνα όμως των Δελφών θα αφήσωμεν την φροντίδα διά τα μέγιστα, τα +κάλλιστα και σπουδαιότατα νομοθετήματα. — Τα ποία; — Διά την ανέγερσιν των +ναών, τας θυσίας, την λατρείαν των θεών, ημιθέων και ηρώων, την ταφήν των +νεκρών, και τας τιμάς που οφείλομεν εις αυτούς διά να εξευμενίζωμεν τας ψυχάς +των· περί αυτών όλων τίποτε ημείς, οι οικισταί της πόλεως, δεν γνωρίζομεν, ουδέ +θα ακούσωμεν κανένα άλλον, εάν έχωμεν νουν, ουδέ θα συμβουλευθώμεν άλλον +από τον πάτριον ερμηνευτήν· διότι ο θεός ούτος, ως γνωστόν, είναι ο πάτριος δι’ +όλους τους ανθρώπους ερμηνευτής των τοιούτων και καθήμενος εις το μέσον της +γης, επί του Ομφαλού, χρησμοδοτεί όσα πρέπει. — Καλά λέγεις κ’ έτσι θα +κάμωμεν.</p> + +<p> + — Ιδού λοιπόν τέλος, υιέ του Αρίστωνος, σου είναι πλέον έτοιμη εις την +εντέλειαν η πόλις μας. Τώρα φρόντισε, πού θα εύρης φως αρκετόν, προσκάλεσε +μάλιστα και τον αδελφόν σου και τον Πολέμαρχον και όλους τους άλλους, διά να +ιδούμεν μήπως ανακαλύψωμεν, πού ευρίσκεται εις αυτήν η δικαιοσύνη και πού η +αδικία, τι διαφέρουν η μία από την άλλην, και ποίαν πρέπει να εγκολπωθή εκείνος +που θέλει να είναι ευτυχής, αδιάφορον εάν του το αναγνωρίζουν όλοι οι θεοί και οι +άνθρωποι. — Τίποτε δεν μας λέγεις τώρα, απεκρίθη ο Γλαύκων· διότι συ μόνος +σου υπεσχέθης να αναλάβης αυτήν την έρευναν και μας έλεγες πως θα ήτο +ασέβεια εκ μέρους σου να μη βοηθήσης με όλας σου τας δυνάμεις και με κάθε +τρόπον την δικαιοσύνην.</p> + +<p> — Είναι πράγματι αληθινά αυτά που μου υπενθυμίζεις, κ’ έτσι πρέπει να +κάμω, αλλά και σεις χρεωστείτε να με βοηθήσετε. — Δεν θα λείψωμεν. — Έχω +λοιπόν την ιδέαν ότι θα το εύρωμεν κατ' αυτόν τον τρόπον. Νομίζω ότι, εάν αι +βάσεις επί των οποίων εθεμελιώσαμεν την πόλιν μας είναι ορθαί, και αυτή η πόλις +θα είναι τελείως καλή. — Κατ' ανάγκην. — Δηλαδή, σοφή, ανδρεία, σώφρων και +δικαία. — Μάλιστα. — Ό,τι τώρα από αυτά θα εύρωμεν εις αυτήν, εκείνο που θα +μείνη θα είναι εκείνο που δεν έχομεν εύρη. — Βεβαίως. — Όπως, αν από τέσσαρα +άλλα πράγματα εζητούσαμεν το ένα εξ αυτών, όταν θα ετύχαινε να το εύρωμεν +αυτό πρώτον, δεν θα είχαμεν ανάγκην να ζητήσωμεν άλλο παρά πέρα· εάν δε +ευρίσκαμεν πρώτα τα τρία τα άλλα, θα καταλαβαίναμεν απ’ αυτό πως μένει +ακριβώς εκείνο που ζητούμεν, αφού βέβαια δεν μένει κανένα άλλο. — Πολύ +σωστά. — Αφού λοιπόν και αυτά, που είπαμεν διά την πόλιν, είναι τέσσαρα, δεν +πρέπει να εφαρμόσωμεν την ιδίαν μέθοδον. — Πώς όχι;</p> + +<p> — Το πρώτον λοιπόν που νομίζω πως είναι ολοφάνερον εις αυτήν, είναι +η σοφία· και συμβαίνει σχετικώς με αυτήν κάτι τι περίεργον. — Τι δηλαδή; — Είναι +σοφή τωόντι η πόλις, που περιεγράψαμεν, διά τον λόγον ότι επικρατεί εν αυτή η +ορθοφροσύνη· ή όχι; — Ναι. — Αλλ' αυτό τούτο το πράγμα, η ορθοφροσύνη, είναι +αναμφιβόλως κάποια επιστήμη· διότι όχι βέβαια η άγνοια, αλλ' η επιστήμη είναι +εκείνη που κάμνει τους ανθρώπους να σκέπτονται ορθώς. — Λογικώτατον. — Αλλά +υπάρχουν εις την πόλιν μας πολλαί και παντοειδείς επιστήμαι. — Πώς όχι; — Τάχα +λοιπόν να οφείλη εις την επιστήμην των ξυλουργών την προσωνυμίαν αυτήν της +σοφίας και ορθοφροσύνης; — Όχι βέβαια, διότι αυτός ο έπαινος θα ήρμοζε τότε εις +την ξυλουργικήν. — Ώστε, δεν δύναται λοιπόν να ονομασθή η πόλις σοφή διά την +επιστήμην που έχει εις τα αντικείμενα της ξυλουργικής, όταν λαμβάνη τα μέτρα της +πώς να γίνουν αυτά καλύτερα; — Όχι, εννοείται. — Μήπως ίσως διά την επιστήμην +της περί των χαλκίνων σκευών ή δι’ άλλην καμμίαν τοιαύτην; — Διά καμμίαν. — +Ούτε επομένως όταν πρόκειται περί της παραγωγής των προϊόντων της γης, διότι +αυτό αφορά την γεωργικήν. — Μου φαίνεται. — Αλλά μήπως ίσως υπάρχει εις την +πόλιν που ιδρύσαμεν προ μικρού, καμμία επιστήμη ανήκουσα εις ωρισμένους +πολίτας, και της οποίας έργον είναι να σκέπτεται όχι δι’ έν αντικείμενον της +πόλεως, αλλά δι’ ολόκληρον αυτήν την ιδίαν και να κανονίζη τας σχέσεις της και +τας εσωτερικάς και τας εξωτερικάς; — Υπάρχει πράγματι. — Ποία είναι αυτή η +επιστήμη και τίνων κτήμα; — Εκείνη η οποία έργον έχει την φρούρησιν της πόλεως, +και είναι κτήμα των αρχόντων, που ωνομάσαμεν αληθινούς φρουρούς. — Και δι’ +αυτήν την επιστήμην, ποίαν προσωνυμίαν θα δώσης εις την πόλιν; — Θα την +ονομάσω ορθοφρονούσαν και τωόντι σοφήν. — Και δεν μου λέγεις· νομίζεις ότι +σιδηρουργούς θα έχωμεν περισσοτέρους εις την πόλιν μας, ή από αυτούς τους +αληθινούς φρουρούς; — Πολύ περισσοτέρους σιδηρουργούς. — Και από όλους +τους άλλους, όσοι λαμβάνουν τα διάφορά τους ονόματα από την τέχνην που +εξασκούν, αυτοί θα είναι οι πλέον ολιγώτεροι; — Μαλιστα. — Κατά συνέπειαν μία +πόλις ωργανωμένη φυσικώς θα οφείλη την σοφίαν της εις την επιστήμην, η οποία +ενυπάρχει εις την μικροτέραν τάξιν και εις το μικρότερον μέρος αυτής, δηλαδή εις +τον άρχοντα και τον προϊστάμενον· και φαίνεται ότι η φύσις παράγει εις ελάχιστον +αριθμόν αυτήν την τάξιν των ανθρώπων, ήτις έχει αποκλειστικόν της προνόμιον την +επιστήμην αυτήν, που μόνη από όλας τας επιστήμας πρέπει να ονομάζεται, σοφία. +— Αυτό είναι αληθέστατον. — Ιδού λοιπόν που ευρήκαμεν, και εγώ δεν ηξεύρω +πώς, το ένα απ’ αυτά τα τέσσαρα, καθώς και το μέρος της πόλεως εις το οποίον +υπάρχει. — Και νομίζω ότι αρκετά καλά έχει ευρεθή,</p> + +<p> — Αλλά επίσης και την ανδρείαν τώρα, και το μέρος της πόλεως εις το +οποίον εδράζει, ένεκα του οποίου πρέπει να ονομασθή η πόλις τοιαύτη, δεν είναι +πολύ δύσκολον να εύρωμεν. — Πώς λοιπόν; — Εις τι άλλο δύναταί τις να +αποβλέψη, διά να ονομάση την πόλιν δειλήν ή ανδρείαν, παρά εις την τάξιν +εκείνην την αποτελουμένην από τους στρατιώτας και τους υπερασπιστάς της; — +Εις κανένα άλλο βέβαια. — Διότι, υποθέτω, αν οι άλλοι πολίται ήσαν δειλοί ή +ανδρείοι, δεν θα εξηρτάτο από αυτό να είναι τοιαύτη ή τοιαύτη και η πόλις. — Όχι +πράγματι. — Ώστε και ανδρεία είναι η πόλις χάρις εις μίαν ωρισμένην τάξιν των +πολιτών της, εις την οποίαν ενυπάρχει τοιαύτη δύναμις που να ημπορή να +διαφυλάττη διά παντός, ως προς τα φοβερά πράγματα, την ιδέαν που παρήγγειλε +να έχωμεν δι’ αυτά ο νομοθέτης· ή δεν ονομάζεις αυτό ανδρείαν; — «Δεν ενόησα +ακριβώς πώς το είπες· επανάλαβέ το πάλιν. — Λέγω ότι η ανδρεία είναι ένα είδος +διαφυλάξεως. — Τίνος πράγματος; — Διαφύλαξις της ιδέας, την οποίαν ελάβαμεν +διά τον νόμων της ανατροφής, περί των φοβερών πραγμάτων, ποία δηλαδή και τι +είδους είναι αυτά· και έλεγα διά παντός, το να διαφυλάττη κανείς αυτήν και να μη +την αποβάλλη ποτέ, είτε ευρίσκεται υπό το κράτος της λύπης ή της χαράς, ή των +επιθυμιών, ή του φόβου· θα σου το εξηγήσω δε αυτό με μίαν παρομοίωσιν, εάν +θέλης. — Πώς δεν θέλω; — Γνωρίζεις λοιπόν ότι οι βαφείς, όταν θέλουν να βάψουν +κόκκινα τα μαλλιά, πρώτον διαλέγουν από τα διάφορα είδη αυτών τα λευκά, τα +υποβάλλουν έπειτα με πολλήν προσοχήν εις μακράν προεξεργασίαν, διά να +ημπορούν να κρατήσουν το χρώμα, και τέλος τα βάφουν· όσα λοιπόν βαφούν κατ' +αυτόν τον τρόπον το στερεώνουν και δεν χύνουν ποτέ το χρώμα των, όσον και αν +τα πλύνης ή τα σαπουνίσης· ενώ απεναντίας άλλα μαλλιά εκτός από τα λευκά, ή +και αυτά τα ίδια χωρίς να υποβληθούν εις την προετοιμασίαν εκείνην, γνωρίζεις δα +πως γίνονται; — Ναι, ξεύρω, χύνουν το χρώμα των και καταντούν μια αηδία. — Το +ίδιον λοιπόν να φαντασθής ότι εκάμναμεν το κατά δύναμιν και ημείς, όταν +εξελέγαμεν τους στρατιώτας και τους ανετρέφαμεν με την μουσικήν και την +γυμναστικήν· μη νομίσης ότι ήτο άλλη η πρόθεσίς μας, παρά να τους κάμωμεν να +δεχθούν τους νόμους όσον το δυνατόν καλύτερα, όπως τα έρια την βαφήν, διά να +γίνη στερεά και μόνιμος η ιδέα των περί των φοβερών και περί των άλλων μέσα εις +την ψυχήν των, εις τρόπον ώστε να μην ημπορή να εκπλύνουν την βαφήν αυτά τα +σαπουνίσματα, ούτε η ηδονή, η οποία ημπορεί να το κάμη ασφαλέστερον από +κάθε σαπουνόχωμα και θολόσταχτη ούτε η λύπη, ούτε ο φόβος και ούτε καμμία +επιθυμία· αυτήν λοιπόν την δύναμιν και την παντοτινήν διατήρησιν της ορθής και +νομίμου ιδέας περί των φοβερών και μη πραγμάτων, θεωρώ εγώ και ονομάζω +ανδρείαν, εκτός εάν έχης συ καμμίαν αντίρρησιν. — Απολύτως καμμίαν· διότι +νομίζω ότι κάθε άλλο παρά το όνομα της ανδρείας θα έδιδες εις αυτήν ταύτην την +ιδέαν, ούτε θα την ενόμιζες πολύ νόμιμον, εάν δεν ήτο προϊόν της ανατροφής και +της εκπαιδεύσεως, αλλά όπως είναι έξαφνα των ζώων ή των δούλων. — Έχεις +δίκαιον. — Παραδέχομαι λοιπόν και εγώ τον ορισμόν σου της ανδρείας. — +Παραδέξου ακόμη ότι είναι και πολιτική αρετή, και τότε θα είναι σωστότερος ο +ορισμός· περί αυτού όμως ημπορούμεν να συζητήσωμεν καλύτερα και άλλοτε, εάν +θέλης· διότι τώρα δεν επρόκειτο περί αυτού του ζητήματος, αλλά περί της +δικαιοσύνης· ώστε, νομίζω ότι ημπορούμεν να θεωρήσωμεν αρκετήν την +συζήτησιν. — Καλά λέγεις.</p> + +<p> — Μας υπολείπονται λοιπόν δύο πράγματα που πρέπει ακόμη να +αναζητήσωμεν εις την πόλιν, η σωφροσύνη και η δικαιοσύνη, δια την οποίαν +ακριβώς και κάμνομεν όλην αυτήν την έρευναν. — Πολύ καλά. — Πώς θα +ημπορούσαμεν άραγε να ευρούμεν την δικαιοσύνην κατ' ευθείαν, διά να μη +καθήμεθα τώρα να ζητούμεν την σωφροσύνην; — Εγώ τουλάχιστον δεν γνωρίζω, +αλλ' ούτε και θα ήθελα να ευρεθή αυτό πρώτον, αφού δεν θα μας εχρειάζετο +πλέον κατόπιν να εξετάσωμεν την σωφροσύνην· αλλ' αν θέλης να μ' ευχαριστήσης, +άρχισε πρώτα από αυτήν. — Θα είχα άδικον να μη θελήσω. — Άρχισε λοιπόν την +εξέτασιν. — Αρχίζω· και όσον ημπορώ να το κρίνω από τώρα, η αρετή αυτή +ομοιάζει με κάποιαν αρμονίαν και συμφωνίαν περισσότερον από τας +προηγουμένας εκείνας, που εξετάσαμεν.</p> + +<p> — Πώς; — Η σωφροσύνη είναι μία ευκοσμία, ένας χαλινός, καθώς +λέγουν, των ηδονών και των επιθυμιών, το να είναι κανείς, δεν ηξεύρω πώς, κύριος +του εαυτού του, και άλλα τοιαύτα, που φαίνονται ως ίχνη μάλλον αυτής της +αρετής· δεν είναι έτσι; — Βεβαιότατα. — Αυτή η έκφρασις, κύριος εαυτού, δεν +φαίνεται γελοία; διότι ο κύριος του εαυτού του θα ήτο και δούλος του εαυτού του +και επομένως κύριος και δούλος συγχρόνως, αφού πρόκειται περί του αυτού +προσώπου. — Χωρίς αμφιβολίαν. — Αλλά κατά την ιδέαν μου η έκφρασις αύτη +θέλει να σημάνη ότι υπάρχουν εις την ψυχήν του ανθρώπου δύο, ούτως ειπείν, +μέρη, το καλύτερον και το χειρότερον· και όταν μεν υπερισχύη το πρώτον, τότε ο +άνθρωπος είναι κύριος του εαυτού του, και τούτο λέγεται προς έπαινόν του· όταν +όμως, ή από κακήν ανατροφήν ή από κακήν συνήθειαν, περισσεύση το χειρότερον +και υπερισχύση, τότε λέγομεν, προς κατηγορίαν αυτού του ανθρώπου, ότι είναι +ακόλαστος και δούλος του εαυτού του. — Και πράγματι έτσι είναι.</p> + +<p> — Τώρα παρατήρησε την νέαν μας πόλιν και θα εύρης, ότι υπάρχει εις +αυτήν το πρώτον διότι θα την ονομάσης, δικαίω τω λόγω, κυρίαν εαυτής, αφού, +παντού όπου υπερισχύει το καλύτερον από το χειρότερον, οφείλομεν να δώσωμεν +το όνομα αυτό. — Παρατηρώ πράγματι και έχεις δίκαιον. — Αλλά τας πολλάς και +παντοειδείς επιθυμίας και ηδονάς και λύπας συναντώμεν προ πάντων μεταξύ των +παιδίων, των γυναικών, των δούλων, ακόμη δε και μεταξύ των λεγομένων +ελευθέρων εις τον κατώτερον και πολυαριθμότερον όχλον. — Πραγματικώς. — Ενώ +τας απλάς και μετρημένας επιθυμίας, αι οποίαι στηρίζονται επί της ορθής κρίσεως +και κυβερνώνται υπό του λογικού, θα τας εύρης εις πολύ ολίγους· εις εκείνους +ακριβώς που είναι και εκ φύσεως άριστοι και την αρίστην ανατροφήν έλαβον. — +Πολύ σωστά. — Δεν βλέπεις όμως ότι και τούτο συμβαίνει εις την πόλιν μας; ότι +δηλαδή αι επιθυμίαι των πολλών, των χειροτέρων, υποτάσσονται εις τας επιθυμίας +και κυβερνώνται υπό της φρονήσεως των ολίγων και καλυτέρων; — Το βλέπω.</p> + +<p> — Ώστε αν ημπορούμεν να είπωμεν διά μίαν πόλιν ότι είναι κυρία +εαυτής και των ηδονών και των επιθυμιών της, διά την ιδικήν μας προ πάντων θα +το είπωμεν. — Αναμφιβόλως. — Και αν ακόμη υπάρχη μία πόλις εις την οποίαν +όλοι, άρχοντες και αρχόμενοι, είναι σύμφωνοι, περί του ποίοι πρέπει να έχουν την +διοίκησιν των κοινών, αυτή βέβαια θα είναι η ιδική μας· ή δεν το παραδέχεσαι; — +Χωρίς καμμίαν μάλιστα αντίρρησην. — Και εν τοιαύτη περιπτώσει, εις ποίους +νομίζεις ότι θα ευρίσκετο η σωφροσύνη, εις τους άρχοντας ή εις τους αρχομένους: +— Μα, και εις τους δύο, υποθέτω. — Βλέπεις λοιπόν ότι δεν το είχαμεν άδικα +προμαντεύση, όταν ελέγαμεν ότι η σωφροσύνη ομοιάζει με κάποιαν αρμονίαν. — +Πώς τάχα: — Επειδή δεν συμβαίνει τι ίδιον όπως με την ανδρείαν και με την +σοφίαν, αι οποίαι, καθώς ελέγαμεν, υπάρχουν εις ένα μόνον μέρος της πόλεως και +την κάμνουν ανδρείαν ή σοφήν· αλλά η σωφροσύνη επεκτείνεται εις ολόκληρον +την πόλιν και παράγει μίαν πληρεστάτην συμφωνίαν μεταξύ των πολιτών και της +ανωτάτης και της κατωτάτης και της μεσαίας τάξεως, είτε ως προς την φρόνησιν, +είτε ως προς την δύναμιν, είτε ως προς τον αριθμόν, είτε ως προς τον πλούτον, είτε +εις ό,τι άλλο τοιούτον θέλεις· ώστε δικαίως θα ημπορούσαμεν να ονομάσωμεν +σωφροσύνην αυτήν την ομόνοιαν, αυτήν την φυσικήν συμφωνίαν μεταξύ του +χειροτέρου και του καλυτέρου μέρους, είτε πόλεως είτε και ενός ατόμου, περί του +ποίου εξ αυτών πρέπει να έχη την διοίκησιν. — Είμαι πληρέστατα της γνώμης +σου.</p> + +<p> — Πολύ καλά· ώστε ευρήκαμεν ως τώρα, καθώς φαίνεται, τα τρία από +τα τέσσαρα που εζητούσαμεν εις την πόλιν· τι είναι λοιπόν που μας μένει ακόμη +διά να συμπληρωθή η αρετή της; δεν είναι η δικαιοσύνη; — Φανερόν. — Λοιπόν +τώρα, Γλαύκων, πρέπει καθώς κυνηγοί να σταθούμεν ολόγυρα από τον θάμνον και +να προσέχωμεν μήπως μας διαφύγη από κάπου η δικαιοσύνη, και εξαφανισθή +εμπρός από τα μάτια μας· διότι εδώ κάπου βέβαια θα είναι κρυμμένη· κύτταξε +λοιπόν και βάλε όλην σου την προσοχήν, μήπως την ιδής εσύ πρώτος, και με +ειδοποιήσης και εμένα. — Μακάρι να ημπορούσα· θα ήτανε και πολύ για μένα, εάν +με πάρης από πίσω σου και ημπορώ να βλέπω όσα θα μου έδειχτες. — Κάμε +λοιπόν το σταυρό σου και έλα. — Έτσι θα κάμω, μόνον προχώρει εσύ. — Ναι, μα +μου φαίνεται άσχημος ο τόπος και πολύ σκεπός· δύσκολα θα βλέπωμεν να +ψάξωμεν· ας προχωρήσωμεν όμως. — Εμπρός λοιπόν.</p> + +<p>Και αφού εκύτταξα δεξιά αριστερά, — Α, α, Γλαύκων, μου φαίνεται πως +ευρήκαμεν κάποιο ίχνος, και πιστεύω πως δεν θα μας διαφύγη. — Δόξα σοι ο θεός! +— Μα ξέρεις τι ανοησία εκάναμε τόση ώρα; — Τι; — Ώρες τώρα απ’ αρχής ήτανε +εμπρός στα πόδια μας, και δεν το εβλέπαμεν, οι γελοίοι· όπως εκείνοι που κρατούν +κάτι εις το χέρι των και το ζητούν αλλού, έτσι και μεις δεν το εβλέπαμεν εμπρός +μας, αλλά το εζητούσαμεν μακρυά, και δι’ αυτό ίσως και μας διέφευγε. — Τι λέγεις; +— Νά, ωμιλούσαμεν τόσον καιρόν και ακούαμεν διά την δικαιοσύνην, χωρίς να +καταλαβαίνωμεν ότι επρόκειτο τρόπον τινά δι’ αυτήν. — Είναι πολύ μακρόν το +προοίμιόν σου δι’ ένα που διαφλέγεται από την επιθυμίαν να ακούση.</p> + +<p> — Αλλ' άκουσε να ιδής, αν έχω δίκαιον· εκείνο το οποίον εξ αρχής +ωρίσαμεν ως απαραίτητον καθήκον πάντων, ότε εθεμελιώναμεν την πόλιν μας, ήτο +ακριβώς η δικαιοσύνη, ή τουλάχιστον κάτι τι αυτού του είδους· ωρίσαμεν δηλαδή +και πολλάκις το επανελάβαμεν, εάν ενθυμήσαι, ότι έκαστος πολίτης οφείλει να +εξασκή ένα μόνον επιτήδευμα, και εκείνο ακριβώς διά το οποίον τον προώρισεν η +φύσις του. — Πράγματι το ελέγαμεν. — Αλλά προσέτι το να ασχολήται έκαστος εις +τα εαυτού και να μην αναμιγνύεται εις άλλα πράγματα, και από άλλους πολλούς +έχομεν ακούση και οι ίδιοι πολλάκις το είπαμεν, ότι αυτό ακριβώς αποτελεί την +δικαιοσύνην. — Το είπαμεν πράγματι. — Αυτό λοιπόν, φίλε μου, καταντά τρόπον +τινά να είναι δικαιοσύνη, το να κάμνη έκαστος εκείνο που έχει να κάμνη· και +γνωρίζεις πόθεν το εξάγω; — Όχι, αλλά λέγε να ακούσω. — Μου φαίνεται ότι μετά +την σωφροσύνην, την ανδρείαν και την φρόνησιν, μας υπολείπεται να εξετάσωμεν +εκείνο ακριβώς, το οποίον κατέστησε δυνατήν και την ύπαρξιν των τριών πρώτων +και το οποίον χρησιμεύει ακόμη να τα διατηρή, αφού μίαν φοράν εγεννήθησαν, +εφόσον τουλάχιστον υφίσταται και το ίδιον· είπαμεν δε ότι εκείνο που θα +υπολειφθή, αφού θα ευρίσκαμεν τα άλλα τρία, θα ήτο η δικαιοσύνη. — Κατ' +ανάγκην βέβαια.</p> + +<p> — Αλλ' όμως, θα ήτο πολύ δύσκολον εάν επρόκειτο να αποφανθώμεν +οριστικώς, τι είναι εκείνο το οποίον προ πάντων θα καταστήση τελείαν την πόλιν +μας, εάν δηλαδή είναι η μεταξύ των αρχόντων και αρχομένων πλήρης ομοφωνία, ή +εάν είναι η διατήρησις μεταξύ των στρατιωτών της νομίμου ιδέας περί των +φοβερών ή μη πραγμάτων, ή εάν είναι η φρόνησις και η επαγρύπνησις των +αρχόντων, η εάν τέλος η αρετή εκείνη διά της οποίας πάντες, παιδία και γυναίκες, +δούλοι, ελεύθεροι, τεχνίται, άρχοντες και αρχόμενοι, θα περιωρίζοντο έκαστος εις +το έργον του χωρίς να αναμιγνύεται εις τα άλλα. — Πολύ δύσκολον πραγματικώς. +— Ώστε, καθώς φαίνεται, αυτή η αρετή, του να περιορίζεται έκαστος εις το έργον +του, συμβάλλεται προς την τελειότητα της πόλεως όχι ολιγώτερον από την σοφίαν, +την σωφροσύνην και την ανδρείαν. — Βεβαιότατα. — Την αρετήν λοιπόν αυτήν, η +οποία είναι η δικαιοσύνη, την θεωρείς εφάμιλλον με τας άλλας διά την τελειότητα +της πόλεως; — Κατά πάντα λόγον.</p> + +<p> — Ας εξετάσωμεν τώρα το πράγμα κατ' αυτόν τον τρόπον, εάν το +εγκρίνης· την λύσιν των μεταξύ των ιδιωτών διαφορών δεν θα την αναθέσης +βέβαια εις τους άρχοντας; — Αλλά εις ποίους άλλους; — Και άλλο τίποτε +περισσότερον θα επιζητούν ούτοι δικάζοντες, παρά να μη σφετερίζεται κανείς τα +πράγματα του άλλου ή να μη στερήται τα ιδικά του; — Αυτό και τίποτε άλλο. — +Διότι αυτό είναι το δίκαιον. — Ναι. — Ώστε και αυτό ακόμη είναι μία απόδειξις ότι +η δικαιοσύνη συνίσταται εις το να έχη έκαστος και να εξασκή εκείνο που του +ανήκει αποκλειστικώς. — Έτσι είναι.</p> + +<p> — Τώρα πρόσεξε, εάν συμφωνής και συ μαζί μου· εάν ένας ξυλουργός +επιχειρήση να κάμη την εργασίαν του υποδηματοποιού, ή ο υποδηματοποιός του +ξυλουργού, εάν κάμουν ανταλλαγήν των εργαλείων των και της πληρωμής που +λαμβάνει ο καθείς, ή και εάν ο αυτός άνθρωπος επιχειρήση και τας δύο μαζί +εργασίας και συμβή αυτή η μεταβολή και εις όλα τα άλλα επαγγέλματα, νομίζεις +ότι το τοιούτον θα επροξένει καμμίαν μεγάλην βλάβην εις την πόλιν; — Όχι και +πολύ μεγάλην. — Όταν όμως ένας προωρισμένος εκ φύσεως να είναι τεχνίτης ή +χρηματιστής, έπειτα επαιρόμενος διά τα πλούτη του ή το κόμμα του, ή την δύναμίν +του ή δι’ άλλο τοιούτον επιχειρήση να εισέλθη εις το είδος του πολεμιστού, ή πάλιν +κανείς πολεμιστής εις το είδος του βουλευτού και του άρχοντος χωρίς να είναι +άξιος, και ανταλλάξουν και αυτοί μεταξύ των τα εργαλεία και τας απολαβάς του +επαγγέλματός των, ή όταν ένας και ο αυτός επιχειρήση να κάμνη όλα αυτά +συγχρόνως, τότε νομίζω να ομολογήσης και συ, ότι αύτη η μεταβολή και η γενική +σύγχυσις θα επιφέρη την καταστροφήν της πολιτείας. — Εξάπαντος. — Ώστε η +σύγχυσις και η ανάμιξις των έργων των τριών αυτών τάξεων, που υπάρχουν εις την +πόλιν, θα ήτο η μεγαλυτέρα δι’ αυτήν ζημία και ορθότατα θα ημπορούσε να +ονομασθή το μεγαλύτερον κακούργημα. — Και δικαίως. — Αυτό λοιπόν το +μεγαλύτερον κακούργημα που ημπορεί να κάμη κανείς προς την πόλιν του, δεν θα +το ονομάσης αδικίαν; — Και πώς αλλέως βέβαια; — Αυτό λοιπόν είναι η αδικία. — +Μάλιστα.</p> + +<p> — Και τώρα ημπορούμεν να είπωμεν αντιστρόφως· όταν εκάστη των +τριών τάξεων της πολιτείας, οι εργατικοί, οι πολεμισταί και οι άρχοντες, +περιορίζωνται αποκλειστικώς εις τα έργα των και τίποτε άλλο δεν κάμνουν, αυτό +βεβαίως θα ήτο η δικαιοσύνη και αυτό θα έκαμνε την πόλιν δικαίαν. — Έτσι μου +φαίνεται κ’ εμένα και δεν θα ημπορούσε να είναι αλλέως. — Ας μη το πάρωμεν +ακόμη ως πολύ βέβαιον και αναμφισβήτητον το πράγμα, αλλ' αν αποδείξωμεν +αναντιρρήτως ότι εφαρμοζόμενον και επί ενός εκάστου ατόμου είναι δικαιοσύνη +και εκεί, τότε πλέον το παραδεχόμεθα· διότι τι άλλο περισσότερον θα ζητήσωμεν; +εν εναντία όμως περιπτώσει, θα στρέψωμεν αλλού τας έρευνάς μας. Προς το +παρόν λοιπόν ας εξακολουθήσωμεν τον συλλογισμόν, που εδέχθημεν, ότι δηλαδή +εάν εδοκιμάζαμεν να εύρωμεν την δικαιοσύνην πρώτα εις κανένα από τα +μεγαλύτερα εκείνα που την έχουν, θα ήτο εύκολον να ίδωμεν ποία είναι η φύσις +της και επί ενός μόνον ανθρώπου· και ως τοιούτον μεγαλύτερον εθεωρήσαμεν την +πόλιν, και τοιουτοτρόπως ιδρύσαμεν μίαν με όλην την δυνατήν τελειότητα, με την +πεποίθησιν ότι θα ευρίσκετο η δικαιοσύνη μέσα εις μίαν τόσον τελείαν πόλιν· +εκείνο λοιπόν που ευρήκαμεν εκεί, ας το μεταφέρωμεν και εις τον ένα άνθρωπον· +και αν η εφαρμογή είναι τελεία, το πράγμα θα έχη καλώς· εάν όμως ευρεθή τίποτε +άλλο εις τον ένα, τότε πάλιν επανερχόμεθα εις την πόλιν και αρχίζομεν νέαν +δοκιμήν, επαναλαμβάνοντες την σύγκρισιν μεταξύ των και τρίβοντες ούτως ειπείν +το ένα με το άλλο, έως ότου κάμωμεν να εκλάμψη η δικαιοσύνη, καθώς ο σπινθήρ +εκ του χάλικος, και τοιουτοτρόπως λάβωμεν πλήρη βεβαιότητα περί της υπάρξεώς +της. — Αυτός αλήθεια είναι ο ίσος δρόμος κ’ έτσι να κάμωμεν. — Λοιπόν, όταν +λέγωμεν διά δύο πράγματα, το ένα μεγαλύτερον και το άλλο μικρότερον, ότι είναι +τα ίδια, είναι τάχα όμοια ως προς εκείνο που είναι ίδια η ανόμοια; — Όμοια +βέβαια. — Ώστε λοιπόν και ο δίκαιος άνθρωπος, ως προς αυτήν την ιδιότητα της +δικαιοσύνης, δεν θα έχη καμμίαν διαφοράν από την δικαίαν πόλιν, αλλά θα είναι +όμοιος. — Όμοιος, μάλιστα. — Αλλά μία πόλις εδέχθημεν ότι είναι δικαία, όταν +εκάστη εκ των τριών τάξεων, που την αποτελούν, περιορίζεται εις τα έργα, που της +ανήκουν εκ φύσεως· όπως πάλιν είπαμεν ότι είναι σώφρων, ανδρεία και σοφή, από +άλλας μερικάς ιδιότητας και συνηθείας, που έχουν αι τρεις αύται τάξεις. — Είναι +αληθές. — Ώστε το ίδιον πρέπει να απαιτήσωμεν και διά τον ένα άνθρωπον, να έχη +δηλαδή εις την ψυχήν του τρία μέρη ανταποκρινόμενα προς τας τρεις εκείνας +τάξεις της πόλεως και έκαστον μέρος να έχη τας αναλόγους ιδιότητας, διά να +αποδώσωμεν δικαίως και εις αυτά τα ίδια ονόματα, που εδώσαμεν και εις εκείνας +τας τάξεις. — Κατ' ανάγκην.</p> + +<p> — Ιδού πάλιν, φίλε μου, που επέσαμεν εις ένα πολύ οχληρόν ζήτημα +σχετικώς με την ψυχήν, αν έχη ή όχι αυτά τα τρία μέρη. — Ημπορεί και να μην είναι +τόσον όσον το φανταζόμεθα· διότι ίσως να είναι αληθινή η παροιμία που λέγει, ότι +όλα τα καλά είναι δύσκολα. — Έτσι φαίνεται· γνώριζέ το όμως καλά, Γλαύκων, ότι +κατά την ιδέαν μου με αυτάς τας μεθόδους, που μεταχειριζόμεθα τώρα εις την +συζήτησίν μας, υπάρχει φόβος μήπως δεν το ανακαλύψωμεν ποτέ ακριβώς· η οδός, +η οποία θα μας έφερεν εις το τέρμα, είναι άλλη, πολύ περισσότερον μακρά και +πολύπλοκος· ίσως όμως και να αξίζη η μέχρι τούδε μέθοδος, σχετικώς με όσα ως +τώρα είπαμεν και συνεζητήσαμεν. — Και δεν είναι αρκετόν; εμένα τουλάχιστον μου +φαίνεται ότι και με αυτό ημπορούμεν να είμεθα ευχαριστημένοι. — Τότε λοιπόν +πολύ περισσότερον και εμένα. — Μην αποκάμνης λοιπόν, αλλ' άρχιζε την +εξέτασιν.</p> + +<p> — Δεν είναι λοιπόν ανάγκη απόλυτος να παραδεχθώμεν ότι εις έκαστον +εξ ημών υπάρχουν αι αυταί ιδιότητες και οι αυτοί χαρακτήρες, που ευρίσκονται και +εις την πόλιν; διότι βέβαια δεν είναι δυνατόν να ήλθαν από αλλού και εις αυτήν· +και θα ήτο, μα την αλήθειαν, γελοίον να εφαντάζετο κανείς ότι το θυμοειδές +έξαφνα του χαρακτήρος, που αποδίδουν εις μερικά έθνη, όπως τους Θράκας και +τους Σκύθας και εν γένει τους βορείους λαούς, ή το φιλομαθές, το οποίον θα +ηδύνατό τις δικαίως να αποδώση εις το ημέτερον προ πάντων έθνος, ή το +φιλοχρήματον εκείνο, το οποίον χαρακτηρίζει κυρίως τους Φοίνικας και τους +Αιγυπτίους, δεν έχουν την αρχήν των από τους ιδιώτας διά να αποδίδωνται και εις +τα έθνη. — Βεβαιότατα. — Ώστε έτσι είναι το πράγμα και δεν παρουσιάζει αυτό +τουλάχιστον καμμίαν δυσκολίαν να το εννοήση κανείς. — Καμμίαν πράγματι.</p> + +<p> — Απ’ εδώ όμως αρχίζει η δυσκολία, εάν έχωμεν δηλαδή μίαν και την +αυτήν δύναμιν της ψυχής δι’ όλας αυτής τας ενεργείας, ή δι’ έκαστον των τριών +ειδών από μίαν ιδιαιτέραν; άλλη είναι η δύναμις διά της οποίας μανθάνομεν, άλλη +πάλιν η δύναμις εν ημίν διά της οποίας θυμώνομεν, και άλλη εκείνη η οποία +παράγει την επιθυμίαν της τροφής, τας γεννετησίους ορμάς και όλα τα τοιαύτα, ή +με ολόκληρον την ψυχήν πράττομεν το καθέν' από αυτά, όταν τα πράττωμεν; αυτά +είναι δύσκολον να καθορίσωμεν με την απαιτουμένην ακρίβειαν. — Το βλέπω και +εγώ.</p> + +<p> — Ιδού λοιπόν πώς λέγω να δοκιμάσωμεν να εύρωμεν, εάν είναι αι ίδιαι +προς αλλήλας αι τρείς αυταί δυνάμεις, ή διαφορετική καθεμία. — Πώς; — Είναι +φανερόν ότι το ίδιον πρόσωπον δεν είναι ποτέ δυνατόν κατά τον αυτόν χρόνον και +εν σχέσει προς το αυτό αντικείμενον να ενεργή ή να πάσχη τα εναντία· ώστε εάν +εύρωμεν να συμβαίνη αυτό πουθενά, θα συμπεράνωμεν ότι δεν ήτο έν και το +αυτό, αλλά περισσότερα. — Έστω. — Πρόσεξε λοιπόν τι λέγω. — Λέγε. — Το αυτό +πράγμα, θεωρούμενον υπό την αυτήν έποψιν, ημπορεί να στέκεται συγχρόνως και +να κινήται; — Καθόλου. — Ας το καθορίσωμεν ακριβέστερον, μήπως γεννηθή παρά +πέρα καμμία αμφισβήτησις· εάν κανείς μας έλεγε δι’ ένα άνθρωπον, ο οποίος +στέκεται, κινεί δε τας χείρας του και την κεφαλήν του, ότι αυτός ο άνθρωπος +κινείται συγχρόνως και στέκεται, θα του παρατηρήσωμεν, νομίζω, ότι δεν είναι +σωστόν όπως το λέγει, αλλ' ότι ένα μέρος αυτού κινείται και άλλο στέκεται· δεν +είναι έτσι; — Μάλιστα. — Και εάν ακόμη ο ίδιος, διά να κάμη επίδειξιν πνεύματος +και ευφυίας, υπεστήριζεν ότι η σβούρα κινείται ολόκληρη συγχρόνως και στέκεται, +όταν περιστρέφεται με ακίνητον το κέντρον επί του αυτού σημείου, ή και κανένα +από τα άλλα που στρέφονται περί τον άξονά των χωρίς να αλλάζουν θέσιν, δεν θα +το παραδεχθώμεν βέβαια, διότι αυτά δεν μένουν ακίνητα ούτε περιστρέφονται +κατά ίδια αυτών μέρη· αλλά θα είπωμεν ότι πρέπει να διακρίνωμεν δύο μέρη, τον +ευθύν άξονα και την κυκλικήν περιφέρειαν, και ως προς μεν τον άξονα στέκονται +πράγματι ακίνητα, διότι δεν γέρνει ούτε από το ένα ούτε από το άλλο μέρος, ενώ +ως προς την περιφέρειαν στρέφονται κυκλοτερώς· όταν δε η ευθεία γραμμή του +άξονος κλίνη είτε δεξιά είτε αριστερά είτε προς τα εμπρός είτε προς τα οπίσω, ενώ +συγχρόνως εξακολουθούν να στρέφωνται, τότε είναι απολύτως αδύνατον να +είπωμεν ότι στέκονται διόλου. — Και πολύ σωστά.</p> + +<p> — Ώστε ό,τι και να μας ειπούν από αυτά, δεν θα μας τρομάξη, ούτε θα +μας πείση περισσότερον, ότι είναι ποτέ δυνατόν το ίδιον πράγμα, θεωρούμενον +υπό την αυτήν έποψιν και κατά τον ίδιον χρόνον, να κάμνη ή να πάσχη τα εναντία. +— Ποτέ τουλάχιστον δεν θα με πείση εμένα. — Αλλ' όμως, διά να μη +χρονοτριβώμεν αναφέροντες και ανασκευάζοντες όλας αυτάς τας αντιρρήσεις, ας +λάβωμεν άπαξ διά παντός ως ορθήν την υπόθεσίν μας και ας προχωρήσωμεν, +αφού μόνον κάμωμεν αυτήν την επιφύλαξιν, ότι εάν αίφνης κάπου ευρεθή +εσφαλμένη, όλα τα συμπεράσματα τα οποία ηθέλομεν εν τω μεταξύ εξαγάγη από +αυτήν την υπόθεσιν, να θεωρούνται επίσης άκυρα. — Αυτό είναι το καλύτερον που +θα έχωμεν να κάμωμεν.</p> + +<p> — Λέγε μου τώρα λοιπόν το να κάμνη κανείς σημείον ότι θέλει κάτι τι, ή +να κάμνη σημείον ότι δεν θέλει, το να επιθυμή να λάβη ένα πράγμα, ή να το +αποστρέφεται, το να το δέχεται ή να το αποκρούη, είναι πράξεις αυταί ή πάθη +(διότι ως προς τούτο δεν διαφέρει τίποτε) τας οποίας θεωρείς εναντίας, ή όχι; — +Αλλά βέβαια, εναντίας. — Και λοιπόν, την δίψαν και την πείναν και εν γένει τας +επιθυμίας, και πάλιν την θέλησιν και την βούλησιν, όλα αυτά δεν θα τα κατατάξης +εις εκείνο το είδος των πραγμάτων που είπαμεν τώρα; παραδείγματος χάριν, δεν +θα είπης ότι η ψυχή ενός ανθρώπου, που επιθυμεί κάτι, φέρεται προς εκείνο το +οποίον επιθυμεί, ή ότι επιδιώκει εκείνο το οποίον θέλει να αποκτήση, ή πάλιν, όταν +θέλη να της δοθή κάτι, δεικνύει διά σημείου ότι το θέλει, ως να την ηρώτα κανείς, +και εξωτερικεύει, ούτως ειπείν, τον πόθον να εκπληρωθή η επιθυμία της; — +Μάλιστα. — Τι δε; τα να μην επιθυμή, να μην ορέγεται, να μη θέλη, δεν είναι το +ίδιον πράγμα και να αποστρέφεται και να απωθή και να αποκρούη; και αυτάς τας +ενεργείας της ψυχής δεν θα τας θεωρήσωμεν εναντίας με τας προηγουμένας +εκείνας; — Πώς όχι;</p> + +<p> — Τούτου τεθέντος, θα είπωμεν λοιπόν ότι έχομεν εν πρώτοις ένα είδος +επιθυμιών και μεταξύ αυτών δύο προ πάντων φανερωτέρας από τας άλλας, τας +οποίας ονομάζομεν πείναν και δίψαν. — Μάλιστα. — Και ότι η μεν μία είναι +επιθυμία τροφής, η δε άλλη ποτού. — Ναι. — Η δε δίψα, εφ' όσον είναι δίψα, είναι +άραγε τίποτε άλλο περισσότερον, παρά απλώς επιθυμία εν τη ψυχή αυτού του +πράγματος, που λέγομεν; παραδείγματος χάριν, η δίψα είναι άραγε δίψα θερμού +ποτού ή ψυχρού, ή πολλού ή ολίγου, ή με ένα λόγον τοιούτου ή τοιούτου ποτού; ή, +εάν μεν προστεθή εις την δίψαν και η έννοια της θερμότητος, ήθελε παρέχη +προσέτι την επιθυμίαν του θερμού, εάν δε της ψυχρότητος, του ψυχρού; και εάν, +διά την προσθήκην της εννοίας του πολλού, είναι πολλή η δίψα, ήθελε παρέχη την +επιθυμίαν του πολλού, εάν δε είναι ολίγη, του ολίγου; ενώ αυτή καθ' εαυτήν η +δίψα δεν είναι δυνατόν ποτε να είναι επιθυμία άλλου τινός πράγματος, παρά +απλώς εκείνου μόνον, το οποίον είναι το φυσικόν της αντικείμενον, δηλαδή του +ποτού, όπως και η πείνα πάλιν κανενός άλλου, παρά απλώς του φαγητού; — +Μάλιστα, έτσι είναι· αυτή καθ' εαυτήν εκάστη επιθυμία έχει εκ φύσεως ένα καθ' +εαυτό και μόνον αντικείμενον· το να είναι δε αυτό τοιούτον ή τοιούτον, οφείλεται +εις τας προστιθεμένας εννοίας.</p> + +<p> — Κύτταξε μόνον μήπως μας εύρη κανείς απροσέκτους και μας κάμη να +τα χάσωμεν με την αντίρρησιν, ότι κανείς δεν επιθυμεί απλώς ποτόν, αλλά καλόν +ποτόν και όχι απλώς φαγητόν, αλλά καλόν φαγητόν· διότι όλοι φυσικά επιθυμούν +τα καλά πράγματα· αφού λοιπόν η δίψα είναι επιθυμία, θα ήτο επιθυμία καλού +πράγματος, είτε ποτόν είναι είτε οτιδήποτε άλλο το αντικείμενόν της. — Μα, ίσως +να είχε κάποιο δίκαιον, όποιος τα έλεγεν αυτά. — Ναι, αλλ' όμως, όσα πράγματα +αναφέρονται εις ένα άλλο πράγμα, είναι τοιαύτα ή τοιαύτα ακριβώς ένεκα της +αναφοράς που υπάρχει μεταξύ των, ενώ χωριστά και καθ' εαυτά εξεταζόμενα δεν +έχουσι καμμίαν άλλην αναφοράν παρά με τον εαυτόν των. — Δεν εννοώ. — Δεν +εννοείς, ότι το μεγαλύτερον είναι τοιούτον μόνον κατ' αναφοράν προς κάποιο +άλλο; — Μάλιστα. — Δηλαδή κατ' αναφοράν προς άλλο μικρότερον; — Ναι. — Το +δε πολύ μεγαλύτερον κατ' αναφοράν προς το πολύ μικρότερον; — Μάλιστα. — Και +ένα, που ήτο μίαν φοράν ή θα είναι εις το μέλλον μεγαλύτερον, δεν λέγεται κατ' +αναφοράν ενός, που ήτο μίαν φοράν ή θα είναι εις το μέλλον μικρότερον; — Πώς +όχι; — Το ίδιον επίσης λοιπόν δεν συμβαίνει και με τα περισσότερα εν σχέσει προς +τα ολιγώτερα, και με τα διπλάσια προς τα ημίσεα και όλα τα τοιαύτα, και πάλιν τα +βαρύτερα προς τα ελαφρότερα, και τα ταχύτερα προς τα βραδύτερα και ακόμη τα +θερμά προς τα ψυχρά και ούτω καθεξής; — Εννοείται. — Τι δε; το ίδιον πράγμα +δεν συμβαίνει και με τας επιστήμας; η επιστήμη δηλαδή καθ' εαυτήν ως +αντικείμενον καθ' εαυτό έχει ό,τι ημπορεί ή πρέπει να μάθη, ενώ μία τις ωρισμένη +επιστήμη έχει ένα και μόνον ωρισμένον αντικείμενον μαθήσεως· λέγω +παραδείγματος χάριν, όταν έγινεν η επιστήμη της κατασκευής των οικιών, δεν +εξεχώριζεν από τας άλλας επιστήμας, ώστε να την ονομάσουν αρχιτεκτονικήν; — +Πώς όχι; Διά ποίον άλλον λόγον βέβαια, παρά διότι ήτο τοιαύτη, ώστε να μην +ομοιάζη με καμμίαν άλλην; — Βεβαίως. — Δεν έγινε λοιπόν τοιαύτη, επειδή είχε +τοιούτον ωρισμένον αντικείμενον; και δεν συμβαίνει το ίδιον και με όλας τας άλλας +τέχνας και επιστήμας; — Έτσι είναι, μάλιστα.</p> + +<p> — Αυτό λοιπόν ήθελα να ειπώ, εάν με ενόησες τώρα, όταν έλεγα, ότι +όσα πράγματα είναι πράγματός τινος, αυτά μεν καθ' αυτά είναι μόνον του εαυτού +των, κατ' αναφοράν δε με αυτό ή εκείνο το αντικείμενον είναι τοιαύτα ή τοιαύτα· +και δεν εννοώ με αυτό απολύτως, ότι ένα πράγμα είναι τοιούτον, οποίον και το +αντικείμενόν του, ότι παραδείγματος χάριν η επιστήμη των υγιεινών ή βλαβερών +πραγμάτων είναι και αυτή υγιεινή και βλαβερά, ούτε ότι η επιστήμη του καλού ή +του κακού είναι και αυτή καλή και κακή, αλλ' ότι επειδή αυτή η επιστήμη, η +ιατρική, δεν έχει το ίδιον αντικείμενον, που έχει η καθ' εαυτήν επιστήμη, αλλ' ένα +ωρισμένον τοιούτον, δηλαδή το υγιεινόν και το βλαβερόν, διά τούτο έγινε και αυτή +ωρισμένη επιστήμη, και αυτό την έκαμε να μην ονομάζεται πλέον απλώς επιστήμη, +αλλά εκ του αντικειμένου το οποίον έλαβεν, ιατρική. — Εννοώ τώρα και το ευρίσκω +ορθότατον.</p> + +<p> — Την δίψαν λοιπόν δεν καταλέγεις μεταξύ των πραγμάτων, τα οποία +έχουν αναφοράν με ένα πράγμα, που είναι αντικείμενόν των; — Μάλιστα, με το +ποτόν. — Τοιαύτη δε ή τοιαύτη δίψα, δεν υπάρχει αναλόγως του τοιούτου ή +τοιούτου ποτού; ενώ η δίψα καθ' εαυτήν δεν είναι δίψα πολλού ή ολίγου, καλού ή +κακού, ενί λόγω τοιούτου ή τοιούτου ποτού, αλλ' απλώς και μόνον δίψα ποτού. — +Βεβαιότατα. — Ώστε η ψυχή εκείνου που διψά τίποτε άλλο δεν επιθυμεί, παρά +απλώς να πίη, αυτό ορέγεται και εις αυτό κινείται. — Φανερόν.</p> + +<p> — Ώστε αν κάποτε τύχη και την τραβά, κάτι να μην την αφήση να πιή, +όταν διψά, βεβαίως αυτό δεν θα είναι κάτι άλλο μέσα της από εκείνο, που +διεγείρει την δίψαν και την σύρει ως θηρίον διά να την κορέση; διότι είπαμεν ότι το +ίδιον πράγμα, με το ίδιον μέρος του εαυτού του δεν είναι δυνατόν να κάμνη +συγχρόνως δύο πράγματα εναντία υπό τον αυτήν έποψιν. — Όχι, βέβαια. — Όπως, +νομίζω, περί του τοξότου δεν θα ήτο ορθόν να λέγωμεν ότι αι χείρες του +συγχρόνως απομακρύνουν και σύρουν το τόξον, αλλ' ότι άλλο είναι το χέρι που +απομακρύνει το τόξον και άλλο που το πλησιάζει. — Πολύ σωστά. — Τώρα, δεν +υπάρχουν άνθρωποι, που ενώ διψούν, δεν θέλουν να πιούν; — Πώς; πολλοί και +πολλές φορές. — Τι άλλο τάχα πρέπει να υποθέση κανείς δι’ αυτούς, παρά ότι +υπάρχει μεν κάτι μέσα εις την ψυχήν των που τους διατάσσει να πιούν, υπάρχει +όμως και άλλο που τους εμποδίζει, αυτό δε το άλλο είναι διαφορετικόν από το +πρώτον και ισχυρότερόν του εις αυτήν την περίστασιν; — Και εγώ αυτό νομίζω. — +Τώρα μήπως εκείνη η δύναμις που εμποδίζει και συγκρατεί προέρχεται τάχα από +το λογικόν, ενώ εκείνα που τον ωθούν και τον σύρουν είναι αποτελέσματα τίποτε +παθών και νοσημάτων; — Μου φαίνεται. — Ώστε δεν θα έχωμεν άδικον να +ισχυρισθώμεν ότι είναι δύο πράγματα χωριστά, και διαφορετικά μεταξύ των, και +ονομάζομεν λογικόν μεν εκείνο διά του οποίου συλλογίζεται η ψυχή, το δε άλλο +διά του οποίου ερωτεύεται και πεινά και διψά και ρίπτεται ακράτητος εις όλας τας +τοιαύτας επιθυμίας, επιθυμητικόν, αμέτοχον λογισμού και φίλον των απολαύσεων +και των ηδονών. — Δεν θα είχαμεν πράγματι άδικον να κάμωμεν αυτήν την +διάκρισιν.</p> + +<p> — Ας το θεωρήσωμεν λοιπόν πλέον ωρισμένον ότι υπάρχουσιν αυτά τα +δύο είδη εις την ψυχήν· όσον δε αφορά τώρα τον θυμόν και την αιτίαν, η οποία τον +προξενεί, θα το θεωρήσωμεν ως τρίτον είδος, ή μήπως να είναι της αυτής φύσεως +με το ένα ή με το άλλο από τα δύο πρώτα; — Ίσως να είναι το αυτό με το +επιθυμητικόν. — Αλλ' εγώ άκουσα κάτι τι μίαν φοράν, που το πιστεύω αληθινόν, +ότι δηλαδή ο Λεόντιος ο υιός του Αγλαίωνος επιστρέφων κάποτε από τον Πειραιά, +από το βόρειον τείχος έξω, παρετήρησ μακρόθεν πτώματα εξηπλωμένα εις τον +τόπον των θανατικών εκτελέσεων και ησθάνθη την επιθυμίαν να πλησιάση να τα +ιδή, αλλά συγχρόνως και κάποια ενδόμυχος αποστροφή τον απέτρεπε· και κατ' +αρχάς μεν ανθίστατο εις την επιθυμίαν του και εσκέπασε το πρόσωπόν του, επί +τέλους όμως νικηθείς έτρεξε προς τα πτώματα, άνοιξεν εμπρός των όσον +ημπορούσε περισσότερον τα μάτια του και είπεν «ιδού, πανάθλια, χορτάσετε +λοιπόν το ωραίον αυτό θέαμα!» — Ναι, το ήκουσα και εγώ. — Αυτός λοιπόν ο +λόγος σημαίνει, ότι η ορμή της ψυχής αντιτάσσεται ενίοτε προς τας επιθυμίας, ως +πράγμα διαφορετικόν από αυτάς. — Πράγματι αυτό σημαίνει.</p> + +<p> — Αλλά δεν παρατηρούμεν και εις πολλάς άλλας περιστάσεις, όταν +κανείς αισθάνεται να τον παρασύρουν αι επιθυμίαι του παρά τας υπαγορεύσεις +του λογικού, ότι αρχίζει και υβρίζει τον εαυτόν του και θυμώνει με εκείνο που τον +βιάζει μέσα του, και, καθώς να μαλλώνουν δύο, έρχεται ο θυμός και τάσσεται +σύμμαχος με το μέρος του λογικού; να συμμαχήση όμως αυτός με τας επιθυμίας +και να αντιταχθή κατά του λογικού, όταν αυτό μας απαγορεύη να κάμωμεν κάτι τι, +νομίζω ότι δεν θα μας ειπής ότι ησθάνθης ποτέ τοιούτον τι να συμβή μέσα εις την +ψυχήν σου, ούτε δε και εις κανένα άλλον. — Όχι μα τον θεόν. — Τι δε; όταν κανείς +αισθάνεται πως έχει άδικον, όσον γενναιότερα αισθήματα έχει, δεν οργίζεται και +ολιγώτερον, εις ότι δήποτε και αν υποβληθή υπό ενός άλλου, εις πείναν, εις δίψαν, +εις ψύχος, εις πάσαν εν γένει κακομεταχείρισιν, εφόσον θα αναγνωρίζη ότι έχει +δίκαιον εκείνος να τον μεταχειρίζεται κατ' αυτόν τον τρόπον, και, μ' ένα λόγον, +ποτέ δεν θα επιτρέψη να εγερθή ο θυμός του εναντίον του; — Είναι αληθές. — +Όταν όμως νομίζη κανείς ότι αδικήται, δεν αναβράζει τότε μέσα του ο θυμός και +αγριεύει και παίρνει το μέρος εκείνου που του φαίνεται δίκαιον; και υπομένων +πείναν και κρύον και ό,τι άλλο πάσχη, δεν κατορθώνει να τα υπερνικήση, και, χωρίς +να δαμασθή καθόλου η γενναιότης του, ή ευρίσκει επί τέλους ικανοποίησιν, ή και +αποθνήσκει, ή καθώς ο σκύλος υπό του βοσκού, τοιουτοτρόπως και αυτός +ανακαλείται υπό του εν αυτώ λογικού και καταπραΰνεται; — Πράγματι συμβαίνει +ό,τι και με αυτό το παράδειγμα που έφερες, καθόσον μάλιστα παρεδέχθημεν, ότι +εις την πόλιν μας πρέπει οι πολεμισταί να υπακούουν εις τους άρχοντας, όπως οι +σκύλοι εις τους βοσκούς.</p> + +<p> — Πολύ καλά ενόησες ό,τι θέλω να είπω· αλλά δεν συλλογίζεσαι ακόμη +και κάτι άλλο εκτός αυτού; — Τι πράγμα; — Ότι το θυμοειδές μας παρουσιάζεται +τώρα όλως διόλου διαφορετικόν από ό,τι το ενομίσαμεν κατ' αρχάς· διότι τότε το +εθεωρήσαμεν ως ένα είδος επιθυμητικόν και αυτό, ενώ τώρα πολύ απέχει να μας +φαίνεται τοιούτον, αφού όταν εγερθή καμμία διχόνοια μέσα εις την ψυχήν, αυτό +λαμβάνει τα όπλα πάντοτε υπέρ του λογικού. — Αυτό είναι αληθές πράγματι. — +Είναι λοιπόν διαφορετικόν και από αυτό, ή έχει τόσον στενήν σχέσιν με το λογικόν, +ώστε να μην είναι τρία τα είδη εντός της ψυχής, αλλά μόνον δύο, το επιθυμητικόν +και το λογικόν; ή μήπως, όπως και εις την πόλιν μας υπήρχον τρεις τάξεις, των +εργατικών, των πολεμιστών και των αρχόντων, τοιουτοτρόπως και εις την ψυχήν +υπάρχει και τρίτον είδος, αυτό το θυμοειδές, το όποιον εκ φύσεως έρχεται +επίκουρος εις το λογικόν, εάν τουλάχιστον δεν διαφθαρή υπό κακής ανατροφής; — +Κατ' ανάγκην είναι τρίτον αυτό. — Ναι, αλλ' αν προηγουμένως αποδειχθή ότι είναι +διαφορετικόν από το λογικόν, καθώς απεδείχθη ότι είναι από το επιθυμητικόν. — +Αλλά δεν είναι δύσκολον να αποδειχθή· διότι βλέπομεν ότι τα παιδιά, ευθύς άμα +γεννηθούν, είναι γεμάτα από θυμόν, ενώ το λογικόν εις μερικούς μεν μου φαίνεται +ότι ποτέ δεν έρχεται, εις δε τους περισσοτέρους πολύ αργά. — Αλήθεια, μα τον +Δία, σωστά το είπες· ακόμη δε ημπορεί κανείς να το παρατηρήση και εις τα ζώα· +προς τούτοις δε και ο στίχος εκείνος του Ομήρου, που ανεφέραμεν κάπου πριν, +δύναται να μας χρησιμεύση ως μαρτύριον:</p> + +<p class="poem">και χτύπησε το στήθος του κ’ έτσ' είπε της καρδιάς του </p> + +<p>διότι εδώ ο Όμηρος παρουσιάζει δύο χωριστά πράγματα, που επιπλήττει το ένα +το άλλο· εκείνο που κρίνει και σκέπτεται περί του καλυτέρου και χειροτέρου, και +εκείνο το οποίον απερισκέπτως παραφέρεται. — Έχεις πληρέστατον δίκαιον.</p> + +<p> — Αυτά λοιπόν τώρα τα ξεκεφαλώσαμεν, αν και με πολύν κόπον, και +απεδείξαμεν αρκετά καλά, ότι υπάρχουν και εις την ψυχήν εκάστου ανθρώπου +τρεις δυνάμεις, που ανταποκρίνονται εις τας τρεις τάξεις της πολιτείας. — +Μάλιστα. — Δεν είναι λοιπόν τώρα ανάγκη, όπως και με ό,τι ήτο η πόλις σοφή, +κατά τον αυτόν τρόπον και με το ίδιον να είναι σοφός και ο ιδιώτης; — Πώς όχι; — +Και με ό,τι επομένως είναι ανδρείος ο ιδιώτης, με το ίδιο και κατά τον αυτόν +τρόπον να είναι ανδρεία και η πόλις, και μ' ένα λόγον, όλα όσα συντείνουν προς +την αρετήν, κατά τον αυτόν τρόπον να υπάρχουν και εις το ένα και εις το άλλο; — +Κατ' ανάγκην. — Ώστε και δίκαιος θα είπωμεν, ω Γλαύκων, ότι είναι ένας άνθρωπος +κατά τον αυτόν τρόπον, κατά τον οποίον ήτο δικαία και η πόλις. — Και αυτό είναι +αναγκαία πράγματι συνέπεια. — Δεν ελησμονήσαμεν όμως βέβαια, ότι η πόλις +είναι δικαία, όταν εκάστη από τας τρεις τάξεις, που την αποτελούν, περιορίζεται +αποκλειστικώς εις το έργον της. — Δεν πιστεύω να το ελησμονήσαμεν. — Ας +ενθυμούμεθα λοιπόν ότι και έκαστος εξ ημών θα είναι δίκαιος και θα κάμνη το +καθήκον του, όταν έκαστον από τα τρία μέρη της ψυχής του περιορίζεται +αποκλειστικώς εις το έργον του. — Και πολύ μάλιστα πρέπει να το ενθυμούμεθα. +— Το έργον λοιπόν του λογικού δεν είναι να κυβερνά, αφού εις αυτό εδρεύει η +φρόνησις, και αυτό έχει την ανωτάτην εποπτείαν επί της ψυχής; του δε θυμοειδούς +πάλιν να υπακούη και να βοηθή εκείνο ως σύμμαχος; — Μάλιστα. — Και δεν θα +είναι εκείνη η ανάμιξις της μουσικής και της γυμναστικής, καθώς ελέγαμεν, που θα +φέρη την τελείαν μεταξύ των αρμονίαν, και η οποία θα ανατρέφη μεν και θα +ενδυναμώνη το ένα με λόγους καλούς και με μαθήματα, θα ημερώνη δε και θα +κατευνάζη το άλλο με το θέλγητρον της αρμονίας και του ρυθμού; — Χωρίς +καμμίαν αμφιβολίαν. — Και αφού λοιπόν κατ' αυτόν τον τρόπον ανατραφούν και +μάθουν ό,τι έχουν να μάθουν και εκπαιδευθούν, τότε θα διευθύνουν το +επιθυμητικόν, το οποίον είναι το μεγαλύτερον και το πλέον εκ φύσεως αχόρταγον +μέρος της ψυχής εκάστου ανθρώπου· και θα προσέχουν μήπως αυτό, με την +άμετρον απόλαυσιν των λεγομένων ηδονών του σώματος, αυξήση και ενισχυθή +τόσον, ώστε να μη περιορίζεται πλέον εις το έργον του, αλλά να ζητήση να +υποδουλώση και εξουσιάση εκείνα που δεν έχει δικαίωμα, και τοιουτοτρόπως +φέρη γενικήν ανατροπήν εις τον βίον. — Βεβαιότατα. — Δεν θα φυλάττουν δε αυτά +τα δύο και τους εξωτερικούς εχθρούς κάλλιστα διά την ασφάλειαν όλης της ψυχής +και του σώματος, διότι το μεν λογικόν θα σκέπτεται και θα αποφασίζη, το δε +θυμοειδές θα πολεμή και υπό την αρχηγίαν εκείνου θα εκτελή διά της ανδρείας +του τας αποφάσεις του; — Έτσι είναι. — Και ανδρείον λοιπόν, νομίζω, καλούμεν +τον άνθρωπον, όταν το μέρος εκείνο της ψυχής του, όπου εδρεύει το θυμοειδές, +ακολουθή απαρεγκλίτως πάντοτε, διά μέσου των ηδονών και των πόνων, τας +παραγγελίας του λογικού σχετικώς με ό,τι είναι φοβερόν ή όχι. — Πολύ σωστά. — +Σοφόν δε πάλιν ονομάζομεν τον άνθρωπον, από το μικρόν εκείνο μέρος της ψυχής +του, το οποίον έχει την ανωτάτην εξουσίαν εν αυτή και δίδει τας παραγγελίας +εκείνας, και το οποίον μόνον γνωρίζει ποίον είναι το συμφέρον και ενός εκάστου +των τριών μερών και του συνόλου αυτών. — Μάλιστα. — Δεν είναι δε σώφρων ο +άνθρωπος διά της φιλίας και αρμονίας η οποία επικρατεί μεταξύ των τριών μερών, +όταν και εκείνο που κυβερνά και τα άλλα που υπακούουν, μένουν σύμφωνα, ότι η +ανωτάτη εξουσία πρέπει να ανήκη εις το λογικόν και δεν του την διαφιλονεικούν +καθόλου; — Πράγματι αυτό είναι η σωφροσύνη και της πόλεως και του ατόμου. — +Τέλος δε, δίκαιος θα είναι ο άνθρωπος από εκείνο, το οποίον πολλάκις είπαμεν και +επανελάβαμεν. — Κατ' ανάγκην.</p> + +<p> — Αλλά μήπως εν τω μεταξύ επήλθε τίποτε που μας εμποδίζει να +παραδεχθώμεν, ότι η δικαιοσύνη και εις ένα έκαστον άνθρωπον είναι το ίδιον +πράγμα, όπως και εις την πόλιν; — Δεν μου φαίνεται. — Θα ημπορούσαμεν όμως, +νομίζω, να αποκτήσωμεν πλήρη βεβαιότητα, εάν υπάρχη κάποια ακόμη αμφιβολία +εις την ψυχήν μας, μεταχειριζόμενοι τα δραστικά μέσα. — Ποία λοιπόν; — +Παραδείγματος χάριν, εάν επρόκειτο, σχετικώς με την πόλιν μας και με τον +άνθρωπον ο οποίος είναι και εκ φύσεως και εξ ανατροφής όμοιος με αυτήν, να +εξετάσωμεν μεταξύ μας, εάν αυτός ο άνθρωπος θα ηδύνατό ποτε να καταχρασθή +μίαν παρακαταθήκην χρυσού ή αργύρου που του ενεπιστεύθησαν, νομίζεις ότι θα +τον επίστευε κανείς ικανόν να κάμη αυτό το πράγμα περισσότερον από κάθε +άλλον, που δεν είναι τοιούτος; — Κανείς βέβαια. — Δεν θα ήτο επίσης ανίκανος +αυτός να διαπράξη ιεροσυλίαν, κλοπήν, προδοσίαν είτε των φίλων του είτε της +πόλεως; — Θα ήτο. — Να παραβή οπωσδήποτε τον όρκον του ή καμμίαν άλλην +συμφωνίαν; — Επίσης. — Μοιχείαι δε και περιφρονήσεις των γονέων και ασέβειαι +προς τους θεούς, είναι βέβαια πράγματα που εις κάθε άλλον ανήκουν, παρά εις +αυτόν. — Βεβαιότατα. — Και αίτιον όλων αυτών δεν είναι, ότι έκαστον των μερών +της ψυχής του περιορίζεται απλώς εις το έργον που έχει, είτε πρόκειται να άρχη, +είτε να υπακούη; — Αυτό και τίποτε άλλο. — Κάθεσαι λοιπόν και ζητάς ακόμη, αν +είναι άλλο πράγμα η δικαιοσύνη, παρά η δύναμις αυτή που μας δίδει τους +τοιούτους ανθρώπους και τας πόλεις; — Όχι βέβαια εγώ, μα τον Δία.</p> + +<p> — Ώστε ιδού που συνεπληρώθη τελείως το όνειρόν μας, που ελέγαμεν +ότι ήτο αμυδρόν εις τας αρχάς· επειδή μόλις αρχίσαμεν να καταστρώνωμεν το +σχέδιον της πόλεώς μας, κάποιος θεός μας εβοήθησε να επιτύχωμεν κάτι, που +είναι ως ο αρχικός τύπος της δικαιοσύνης. — Είναι αλήθεια. — Και ήτο πράγματι, +Γλαύκων, μία εικών της δικαιοσύνης, η οποία ωφελεί προς τον σκοπόν μας, όταν +ευρίσκαμεν ότι είναι ορθόν, ο υποδηματοποιός, ο ξυλουργός και κάθε άλλος +τοιούτος, τίποτε άλλο να μη κάμνη, παρά το έργον διά το οποίον τον προώρισεν η +φύσις. — Φαίνεται. — Η αλήθεια όμως είναι, καθώς φαίνεται, ότι τοιούτον μεν +πράγμα είναι και η δικαιοσύνη, δεν αποβλέπει όμως εις τας εξωτερικάς πράξεις +του ανθρώπου, αλλ' εις ό,τι υπάρχει και συμβαίνει πράγματι μέσα του και με τον +εαυτόν του, εις τρόπον ώστε, να μην επιτρέπη εις κανένα από τα μέρη, που +υπάρχουν εις την ψυχήν του, να κάμνη ό,τι δεν είναι έργον του και να αναμιγνύεται +το ένα εις τα καθήκοντα του άλλου· αλλ' αφού τωόντι τακτοποιήση καλώς ό,τι +ανήκει εις έκαστον, και γίνη κύριος και κοσμήτωρ και φίλος του εαυτού του, και +αποκαταστήση τελείαν συμφωνίαν μεταξύ των τριών μερών της ψυχής, καθώς +μεταξύ των τριών όρων της αρμονίας, και μεταξύ των άλλων όσα τυχόν υπάρχουν +διάμεσα, και συνδέση όλα αυτά και αποτελέση από τα πολλά ένα όλον ενιαίον +καλώς ρυθμισμένον και αρμονισμένον, τότε μόνον πλέον να αρχίση να κάμνη εάν +έχη να κάμη τίποτε, είτε θέλει να αποκτήση χρήματα, είτε να περιποιήται το σώμα +του, είτε να αναμιχθή εις την πολιτικήν, είτε να αναλάβη επιχειρήσεις ιδιωτικής +φύσεως, να μη παύη όμως ποτέ εις όλα αυτά να θεωρή και να ονομάζη δικαίαν μεν +και καλήν πράξιν εκείνην, η οποία διατηρεί και προάγει διαρκώς την αρμονίαν +αυτήν, σοφίαν δε την επιστήμην η οποία επιστατεί και διευθύνει τας τοιαύτας +πράξεις, αδικίαν δε εκείνην, η οποία καταστρέφει πάντοτε την τάξιν αυτήν, και +αμάθειαν την ιδέαν η οποία πάλιν επιστατεί και διευθύνει αυτήν. — Είναι +ορθότατα, Σωκράτη, όλα αυτά που λέγεις.</p> + +<p> — Πολύ καλά· ώστε δεν υπάρχει, νομίζω, και πολύς φόβος να υποτεθή +ότι απατώμεθα, εάν είπωμεν ότι ευρήκαμεν πλέον, τι είναι δίκαιος άνθρωπος, τι +είναι δικαία πόλις, και τι είναι δικαιοσύνη μεταξύ αυτών. — Δεν υπάρχει, μα την +αλήθειαν. — Σύμφωνοι λοιπόν; — Σύμφωνοι.</p> + +<p> — Έστω· μένει λοιπόν τώρα, νομίζω, να εξετάσωμεν τι είναι αδικία. — +Βέβαια. — Ημπορεί να είναι άλλο πράγμα αυτή παρά μία σύγκρουσις μεταξύ των +τριών μερών της ψυχής, όταν ταύτα δεν περιορίζωνται εις τα έργα των, αλλ' +επεμβαίνουν εις τα ξένα καθήκοντα ή όταν επαναστατή το ένα μέρος κατά του +συνόλου της ψυχής, διά να αναλάβη αυτό την ανωτάτην αρχήν αυτής, η οποία δεν +του ανήκει, διότι είναι πλασμένον από την φύσιν να δουλεύη και να υπακούη εις +εκείνο, το οποίον είναι καμωμένον διά να κυβερνά; αυτά λοιπόν θα είπωμεν, και +αυτή ακριβώς η αταξία και η ταραχή είναι η αδικία και η ακολασία και η δειλία και +η αμάθεια και μ' ένα λόγον όλαι αι κακίαι. — Έτσι είναι πράγματι. — Αφού λοιπόν +τώρα γνωρίζομεν σαφώς τι είναι αδικία και τι δικαιοσύνη, γνωρίζομεν επίσης και τι +είναι αι άδικοι και αι δίκαιαι πράξεις. — Πώς αυτό; — Διότι δεν έχουν καμμίαν +διαφοράν από τα υγιεινά και βλαβερά πράγματα, αλλ' είναι διά την ψυχήν, ό,τι +είναι αυτά διά το σώμα. — Τι δηλαδή; — Τα υγιεινά πράγματα δίδουν την υγιείαν, +τα δε βλαβερά προξενούν νόσους. — Ναι. — Κατά τον ίδιον λόγον και αι δίκαιαι +πράξεις δεν κάμνουν την δικαιοσύνην, αι δε άδικοι την αδικίαν; — Κατ' ανάγκην. — +Όταν δε λέγωμεν ότι τα υγιεινά δίδουν την υγιείαν, εννοούμεν ότι αποκαθιστούν +μεταξύ των διαφόρων στοιχείων του ανθρωπίνου σώματος την φυσικήν +ισορροπίαν, ώστε να επιβάλλεται ή να υποβάλλεται αμοιβαίως το ένα εις το άλλο· +τα δε βλαβερά γεννούν νοσήματα, σημαίνει ότι ένα στοιχείον επιβάλλεται εις τα +άλλα ή υποβάλλεται εις αυτά, παρά τους νόμους της φύσεως. — Είναι αληθές. — +Κατά τον ίδιον λόγον, κάμνουν την δικαιοσύνην, δεν σημαίνει ότι αποκαθιστούν +μεταξύ των μερών της ψυχής την ισορροπίαν, την οποίαν απαιτεί η φύσις, +παράγουν δε την αδικίαν, δεν σημαίνει ότι ένα μόνον μέρος της ψυχής επιβάλλεται +εις τα άλλα, ή και το εναντίον, παρά την φύσιν; — Πολύ ωραία. — Ώστε αρετή μεν, +καθώς φαίνεται, είναι, ούτως ειπείν, η υγιεία και το κάλλος και η ευεξία της ψυχής, +κακία δε, η ασθένεια, η ασχημία και η αδυναμία. — Έτσι είναι. — Λοιπόν και αι +καλαί πράξεις δεν οδηγούν εις την απόκτησιν της αρετής, αι δε αισχραί της κακίας; +— Κατ' ανάγκην.</p> + +<p> — Εκείνο πλέον που μας μένει τώρα να εξετάσωμεν είναι, αν ωφελή να +εξασκή κανείς την δικαιοσύνην και να είναι δίκαιος, είτε τον νομίζουν οι άνθρωποι, +είτε και όχι, ως τοιούτον, ή να αδική και να είναι άδικος, και αν ακόμη δεν είχε +κανένα φόβον να τιμωρηθή και να διορθωθή τιμωρούμενος. — Αλλά τώρα πλέον, +Σώκρατες, μου φαίνεται γελοίον να επιμείνωμεν εις αυτήν την εξέτασιν· διότι, εάν, +όταν καταστραφή η φυσική σύστασις του σώματος, ο βίος θεωρήται πλέον +ανυπόφορος, έστω και εν μέσω πάσης αφθονίας και πλούτου και τιμών, κατά πολύ +μεγαλύτερον λόγον θα είναι ανυπόφορος, εάν διαταραχθή και καταστραφή η +φύσις εκείνου ακριβώς εις το οποίον οφείλομεν την ζωήν, έστω και αν έχη κανείς +το δικαίωμα να κάμνη κάθε άλλο, παρά εκείνο, το οποίον θα ηδύνατο να απαλλάξη +την ψυχήν του από την κακίαν και την αδικίαν, να του προμηθεύση δε την +δικαιοσύνην και την αρετήν, αφού μάλιστα ευρέθησαν αυτά όπως ημείς τα +απεδείξαμεν. — Πράγματι γελοίον θα ήτο· αλλ' αφού εφθάσαμεν έως αυτό το +σημείον, που να ημπορή να αποκτήσωμεν την πληρεστάτην βεβαιότητα περί αυτής +της αληθείας, δεν πρέπει να αποφύγωμεν αυτόν τον κόπον. — Κάθε άλλο βέβαια +παρά να τον αποφύγωμεν.</p> + +<p> — Έλα λοιπόν τώρα πλησίασε να ιδής, πόσα διάφορα είδη έχει, καθώς +μου φαίνεται, η κακία, όσα τουλάχιστον από αυτά αξίζει τον κόπον να τα +παρατηρήση κανείς. — Σε ακολουθώ· μόνον δείξε μου τα. — Και λοιπόν, καθώς +από υψηλήν σκοπιάν, αφού μας ανέβασεν εδώ η συζήτησίς μας, βλέπω εγώ ένα +μεν είδος μόνον της αρετής, άπειρα δε της κακίας, μεταξύ δε αυτών τέσσαρα +κυρίως, τα οποία αξίζει κανείς να τα μνημονεύση. — Τι θέλεις να ειπής; — Όσα +είδη πολιτευμάτων υπάρχουν, τόσοι καταντά να υπάρχουν και τρόποι της ψυχής. +— Πόσοι δηλαδή; — Πέντε μεν πολιτευμάτων, πέντε δε και της ψυχής. — Λέγε τους +λοιπόν. — Λέγω λοιπόν ότι ένας μεν τρόπος πολιτεύματος είναι αυτός, τον οποίον +ημείς διεγράψαμεν, εις τον οποίον όμως ημπορούμεν να δώσωμεν δύο ονόματα· +και αν μεν υπάρχη ένας μόνον ανώτερος άρχων, θα ονομάσωμεν το πολίτευμα +μοναρχίαν, αν δε περισσότεροι, αριστοκρατίαν. — Είναι αλήθεια. — Αυτό λοιπόν +λέγω ότι είναι ένα απλώς είδος πολιτεύματος· διότι είτε ένας μόνον είναι ο άρχων, +είτε περισσότεροι, αυτό δεν θα ημπορέση να μετακινήση κανένα από τους +θεμελιώδεις νόμους της πόλεως μας, εάν τηρηθώσιν απαρεγκλίτως αι αρχαί της +ανατροφής και της εκπαιδεύσεως, τας οποίας εθεσπίσαμεν. — Έτσι βέβαια θα +είναι.</p> + +<h4 style="text-align: center; margin-top: 3em">ΒΙΒΛΙΟΝ Ε'.</h4> + +<p> +<br /> +Αυτό λοιπόν το είδος του πολιτεύματος, είτε εις τας πόλεις είτε εις τα άτομα, +ονομάζω εγώ καλόν· και αν επομένως αυτό είναι το μόνον ορθόν είδος, πάντα τα +άλλα θα είναι κακά, είτε περί διοικήσεως πόλεων πρόκειται είτε περί χαρακτήρος +της ψυχής ιδιωτών· είναι δε τέσσαρα τον αριθμόν αυτά. — Και ποία είναι;</p> + +<p>Και εγώ έμελλον να τα απαριθμήσω κατά σειράν, όπως μου εφαίνετο ότι +παρουσιάζονται το ένα κατόπιν του άλλου, ότε ο Πολέμαρχος, ο οποίος εκάθητο +ολίγον παραπέρα από τον Αδείμαντον ήπλωσε το χέρι του εις τον ώμον του και τον +έσυρε από το φόρεμα; έγυρε και ο ίδιος εμπρός και έτσι σκυμμένος ήρχισε κάτι να +του ψιθυρίζη από τα οποία δεν ακούσαμεν άλλο, παρά τούτο μόνον: Θα τον +αφήσωμεν λοιπόν να προχωρήση ή θα κάμωμεν τίποτε; — Διόλου μάλιστα, +απεκρίθη ο Αδείμαντος, μεγαλοφώνως πλέον. — Τι λοιπόν δεν θα αφήσετε; τον +ηρώτησα εγώ τότε. — Εσένα. — Εμένα; και διατί παρακαλώ; — Μας φαίνεται ότι +αρχίζεις και χάνεις την διάθεσίν σου και θέλεις να μας στερήσης ολόκληρον τμήμα +της συζητήσεως και όχι το ολιγώτερον ενδιαφέρον· ενόμισες φαίνεται ότι θα μας +διαφύγης, λέγων απλώς ότι, όσον διά τας γυναίκας και τα τέκνα φανερόν ότι θα +είναι κοινά μεταξύ των φίλων. — Και πώς; δεν σου φαίνεται τάχα πως έχω δίκαιον; +— Βεβαίως· αλλ' αυτό το δίκαιον όπως και τα άλλα, έχει ανάγκην επεξηγήσεως· +διότι αυτή η κοινότης δύναται να εννοηθή κατά πολλούς και διαφόρους τρόπους· +δεν πρέπει λοιπόν να παραλείψης να μας είπης ποίον παραδέχεσαι συ· είναι ώρα +τώρα που περιμένομεν με την ελπίδα ότι πάντα θα μας ανέφερες κάπου περί +αυτού του ζητήματος, πώς θα γίνεται η τεκνοποίησις, πώς θανατρέφωνται τα +παιδιά άμα γεννηθούν και εν γένει περί της κοινότητος αυτής των γυναικών και των +τέκνων, που λέγεις· διότι νομίζομεν ότι έχει πολύ να κάμη, ή μάλλον ότι το παν +εξαρτάται από αυτό εις την πολιτείαν· τώρα λοιπόν, επειδή συ μεταβαίνεις εις +άλλο είδος πολιτεύματος, πριν να διευκρινήσης επαρκώς αυτό το ζήτημα, +ελάβαμεν αυτήν την απόφασιν, που ήκουσες, να μη σε αφήσωμεν να προχωρήσης +πριν να αναπτύξης και αυτό όπως όλα τα άλλα. — Και εγώ συμμερίζομαι την +απόφασίν σας αυτήν, είπεν ο Γλαύκων. — Και όλοι μας εδώ να γνωρίζης ότι είμεθα +σύμφωνοι, Σωκράτη, είπε και ο Θρασύμαχος.</p> + +<p> — Τι μου εκάμετε, που με εσταματήσετε! τι λόγους και συζητήσεις περί +πολιτείας κινείτε πάλιν εξ αρχής! Και εγώ ενόμιζα πως το είχα πλέον διαφύγη και +ήμουν πολύ ευχαριστημένος που το παραδεχθήκατε έτσι όπως το είπα τότε· αλλά +τώρα με αυτάς σας τας παρακλήσεις δεν ηξεύρετε τι πλήθος συζητήσεων +ανακινείτε! και αυτό ακριβώς προέβλεπα εγώ και εζήτησα να το αποφύγω τότε, διά +να μη καταντήση πολύ κουραστικόν το πράγμα. — Και τι, είπεν ο Θρασύμαχος, +νομίζεις τάχα πως όλοι αυτοί εδώ ήλθαν να λυώσουν μάλαμα, και όχι να ακούσουν +λόγους; — Ναι βέβαια, αλλά με το μέτρον. — Δι’ ανθρώπους που έχουν νουν, είπεν +ο Γλαύκων, και ολόκληρος η ζωή δεν θα ήτο αρκετή, Σώκρατες, διά να ακούουν +τοιούτους λόγους· ώστε μη σε μέλη δι’ ημάς, μόνον μην αποφεύγης εσύ αυτά που +σε ερωτώμεν και ανάπτυξέ μας την ιδέαν σου, πώς εννοείς ότι θα γίνεται αυτή η +κοινότης των γυναικών και των τέκνων μεταξύ των φρουρών μας, και πώς θα +τρέφωνται τα τέκνα από την στιγμήν που θα γεννηθούν, έως να αρχίση η +εκπαίδευσίς των, καθ' ην εποχήν ακριβώς έχουν ανάγκην και των επιπονωτέρων +φροντίδων^ αυτά λοιπόν προσπάθησε τώρα να μας εξηγήσης.</p> + +<p> — Δεν είναι, καλέ μου, εύκολον το πράγμα· και θα κινήση πολύ +περισσοτέραν απιστίαν, παρά όλα όσα είπαμεν προηγουμένως· πρώτον κανείς δεν +θα πιστεύση, ότι είναι δυνατόν να γίνουν αυτά τα πράγματα, έπειτα, και αν το +πιστεύση, δεν θα παραδεχθή ότι είναι το καλύτερον που ημπορεί να γίνη. Δι’ αυτό +και εγώ διστάζω να αρχίσω την συζήτησιν, μήπως θεωρηθούν ως ματαία ευχή όσα +έχω να είπω. — Μη διστάζης μολαταύτα· αυτοί που πρόκειται να σε ακούσουν, +ούτε ανόητοι βέβαια είναι, ούτε άπιστοι, ούτε δα και τόσον κακώς διατεθειμένοι +μαζί σου. — Ω καλέ μου, μήπως τάχα θέλης να μου δώσης θάρρος με αυτά που +μου λέγεις; — Και βέβαια. — Αι λοιπόν, κάθε άλλο κατορθώνεις με αυτό· διότι αν +είχα την πεποίθησιν ότι γνωρίζω αυτά που πρόκειται να ειπώ, θα είχε τότε τον +τόπον της και η ενθάρρυνσίς σου· διότι μεταξύ ανθρώπων φρονίμων και φίλων +ημπορεί κανείς να ομιλή με βεβαιότητα και θάρρος, όταν έχη να κάμη λόγον περί +πραγμάτων σπουδαιοτάτων και ενδιαφερόντων αυτούς, περί της αληθείας των +οποίων είναι πεπεισμένος· όταν όμως δεν έχη αυτήν την πεποίθησιν και ζητή να +εύρη όσα έχει να είπη, όπως το κάμνω τώρα εγώ, είναι πράγμα επισφαλές, και +κινδυνεύει, όχι βέβαια να γίνη γελοίος — διότι αυτός ο φόβος θα ήτο παιδαριώδης +— αλλά να παραπλανηθή εις την ζήτησιν της αληθείας και ο ίδιος και να +συμπαρασύρη εις την πτώσιν του και τους φίλους του περί πραγμάτων, διά τα +οποία δεν επιτρέπεται καμμία πλάνη. Επικαλούμαι δε την Νέμεσιν δι’ όσα +πρόκειται να είπω· διότι πιστεύω ότι είναι μικρότερον έγκλημα να γίνη κανείς +φονεύς ακουσίως, παρά να εξαπατήση άλλον εις τα ζητήματα αυτά περί του +ωραίου, του καλού, του δικαίου και του νομίμου· και να επρόκειτο να διατρέξη +κανείς αυτόν τον κίνδυνον απέναντι εχθρών, καλά οπωσδήποτε· αλλ' απέναντι +φίλων; ώστε βλέπεις, φίλε Γλαύκων, δεν είναι θάρρος αυτό που μου δίδεις.</p> + +<p>Και ο Γλαύκων εμειδίασε και είπεν· — Αλλ' ω Σώκρατες, αν πάθωμεν τίποτε +κακόν από τους λόγους σου, υποσχόμεθα να μη σε καταδιώξωμεν, όπως επί +φόνου, και να μη σε θεωρήσωμεν απατεώνα· πάρε λοιπόν θάρρος και άρχισε. — +Αλλά πράγματι προκειμένου και περί φόνου θεωρείται αθώος ο συγχωρηθείς, +συμφώνως με τον νόμον· είναι λοιπόν ίσως εύλογον το ίδιον να συμβαίνη και με +την ιδικήν μας περίστασιν. — Λέγε λοιπόν τώρα χωρίς αυτόν τον φόβον.</p> + +<p> — Είμαι λοιπόν ηναγκασμένος να γυρίζω τώρα πάλιν οπίσω εις ζήτημα, +το οποίον έπρεπεν ίσως να πραγματευθώ τότε, που παρουσιάσθη εις την σειράν +του. Ημπορεί ίσως να είναι αυτό και ορθόν, αφού ετελείωσε πλέον όλως διόλου το +ανδρικόν δράμα, να τελειώνωμεν τώρα και το γυναικείον, αφού άλλως τε συ το +προκαλείς. Δι’ ανθρώπους λοιπόν και εκ φύσεως και εξ ανατροφής τοιούτους, +όπως ημείς τους ελάβαμεν, δεν έχομεν κατά την ιδέαν μου να ορίσωμεν τίποτε +άλλο, ως προς την κτήσιν και την χρήσιν των γυναικών και των τέκνων, παρά να +ακολουθήσουν τον ίδιον δρόμον, που εχαράξαμεν εκ μιας αρχής· επεχειρήσαμεν +δε να παραστήσωμεν τους άνδρας ως φύλακας μιας αγέλης. — Μάλιστα. — Ας +ακολουθήσωμεν λοιπόν αυτήν την ιδέαν και ας παραδεχθώμεν και διά τας +γυναίκας την αυτήν φύσιν και ανατροφήν διά να ίδωμεν αν θα μας επιτύχη ή όχι. +Πώς δηλαδή; — Κατ' αυτόν τον τρόπον· τα θηλυκά των σκύλων νομίζομεν ότι +πρέπει να φυλάττουν τα ποίμνια, όπως και τα αρσενικά, και να κυνηγούν μαζί και +να κάμνουν τα πάντα από κοινού, ή απεναντίας να μένουν μέσα, διότι προορισμός +των είναι να γεννούν και να τρέφουν τα μικρά τους και δεν έχουν επομένως την +δύναμιν να συμμετέχουν εις τους κόπους, που απαιτεί η φύλαξίς των ποιμνίων; — +Όλα από κοινού· εκτός ότι μεταχειριζόμεθα πάντα τα θηλυκά ως ασθενέστερα, τα +δε αρσενικά ως ισχυρότερα. — Και είναι δυνατόν να μεταχειρισθώμεν εις την ιδίαν +εργασίαν ένα ζώον, αν δεν το αναθρέψωμεν και το γυμνάσωμεν κατά τον ίδιον +τρόπον; — Δεν είναι δυνατόν. — Εάν θέλωμεν λοιπόν να μεταχειρισθώμεν και τας +γυναίκας, όπως τους άνδρας, πρέπει να διδάξωμεν τα ίδια και αυτάς. — Ναι. — +Τους άνδρας τους ανεθρέψαμεν διά της μουσικής και της γυμναστικής. — Ναι. — +Πρέπει επομένως και εις τας γυναίκας να εφαρμόσωμεν αυτάς τας δύο τέχνας, να +τας γυμνάσωμεν εις τα πολεμικά και να τας χρησιμοποιούμεν εις όλα, όπως και +τους άνδρας. — Αυτό τουλάχιστον εξάγεται από όσα λέγεις.</p> + +<p> — Ίσως όμως πολλά από αυτά, που λέγομεν τώρα, εις την πράξιν να +εφαίνοντο γελοία, διότι είναι εναντία προς τας συνηθείας μας. — Πολύ μάλιστα. — +Και τι βλέπεις εις όλα αυτά το πλέον γελοίον; δεν θα είναι βέβαια το να +γυμνάζωνται εις τας παλαίστρας γυμναί μαζί με τους άνδρας αι γυναίκες, όχι μόνον +αι νέαι, αλλά και αι ηλικιωμέναι ακόμη, καθώς οι γέροντες εκείνοι που ευρίσκουν +ακόμη ευχαρίστησιν εις αυτά τα γυμνάσια, αν και είναι καταζαρωμένοι και όχι +πολύ ευχάριστοι να τους βλέπη κανείς; — Ναι, μα την αλήθειαν πολύ γελοίον θα +εφαίνετο με τα τωρινά μας ήθη. — Αλλ' αφού μίαν φοράν εξεκινήσαμεν, δεν +πρέπει βέβαια να μας σταματήσουν τα σκώμματα των αστείων και των εξύπνων, +όσα και αν έχουν να λέγουν δι’ αυτήν την μεταβολήν, όταν θα βλέπουν τας +γυναίκας να καταγίνωνται με τα γυμνάσια και την μουσικήν, με τον χειρισμόν των +όπλων και με την ιππασίαν. — Σωστά λέγεις. — Αφού λοιπόν εξεκινήσαμεν, ας μη +λαμβάνωμεν υπ’ όψιν την τραχύτητα του νόμου αυτού, αλλ' ας ακολουθήσωμεν +τον δρόμον μας· θα παρακαλέσωμεν μόνον τους κυρίους αυτούς, να αφήσουν την +συνειθισμένην των εργασίαν, διά να σπουδαιολογήσουν μίαν φοράν, και θα τους +υπενθυμίσωμεν, ότι δεν είναι πολύς καιρός, που εθεώρουν και οι Έλληνες, όπως +ακόμη σήμερον οι περισσότεροι των βαρβάρων, αισχρόν και γελοίον το θέαμα ενός +ανθρώπου γυμνού, και όταν ήρχισαν να ασκούνται γυμνοί, πρώτοι μεν οι Κρήτες, +έπειτα δε οι Λακεδαιμόνιοι, είχον κάποιον δικαίωμα οι αστείοι της εποχής εκείνης +να διακωμωδούν όλα αυτά· ή δεν το παραδέχεσαι; — Βεβαίως. — Αφού όμως η +πείρα κατέδειξεν ότι ήτο προτιμότερον να ασκούνται γυμνοί παρά να +συγκαλύπτουν όλα εκείνα τα μέρη του σώματος, έπαυσε πλέον να θεωρήται +αισχρόν διά τους οφθαλμούς εκείνο το οποίον ο ορθός λόγος εφανέρωσεν ως +καλύτερον· και τοιουτοτρόπως απέδειξε συνάμα ότι είναι ανόητος και επιπόλαιος +εκείνος, ο οποίος θεωρεί άλλο τίποτε γελοίον παρά το κακόν, και εκείνος όστις +ζητεί να διακωμωδή τα πράγματα από άλλην όψιν ή την όψιν της κακίας και +ανοησίας, και εκείνος ο οποίος επιδιώκει το καλόν αποβλέπων προς άλλο τι ή προς +αυτό το καλόν. — Έχεις απολύτως δίκαιον.</p> + +<p> — Δεν πρέπει λοιπόν εις αυτό πρώτον να συμφωνήσωμεν περί των +συζητουμένων, εάν είναι πράγματα δυνατά ή όχι, και να δώσωμεν ελευθερίαν, +όποιος θέλει, είτε άνθρωπος φιλοπαίγμων είτε σοβαρός, να εξετάση μαζί μας αν η +ανθρωπίνη φύσις η γυναικεία είναι ικανή να λάβη μέρος εις όλα τα έργα του +ανδρός, ή εις κανένα, ή εις μερικά μεν είναι ικανή, εις άλλα δε όχι, και τέλος εις +ποίαν από αυτάς τας δύο κατηγορίας ανήκει και η περί τα πολεμικά ενασχόλησις +και αν κατ' αυτόν τον τρόπον αρχίσωμεν τόσον καλά την εξέτασιν αυτήν, δεν είναι +επόμενον επίσης καλά και να την τελειώσωμεν; — Και πολύ μάλιστα. — Θέλεις +λοιπόν ημείς μεταξύ μας να αναλάβωμεν και το πρόσωπον των αντιφρονούντων, +διά να μη πολεμούνται τα επιχειρήματά των ανυπεράσπιστα; — Τίποτε δεν μας +εμποδίζει. — Θα ημπορούσαμεν λοιπόν να είπωμεν ως από μέρους των: ω +Σωκράτη και Γλαύκων, δεν είναι καμμία ανάγκη να αναιρέσουν άλλοι τους +ισχυρισμούς σας· διότι σεις οι ίδιοι εξ αρχής, όταν εθεμελιώνετε την πόλιν σας, +ωρίσατε, ότι συμφώνως έκαστος προς την φύσιν του πρέπει να περιορίζεται εις ένα +και μόνον έργον. — Πράγματι αυτό ωρίσαμεν· και πώς όχι; — Αλλά δύναται να +υπάρξη μεγαλυτέρα διαφορά από αυτήν που υφίσταται μεταξύ της φύσεως του +ανδρός και της γυναικός; — Υπάρχει πράγματι μεγίστη. — Δεν πρέπει λοιπόν να +τους αναθέσωμεν όλως διόλου διάφορα έργα αναλόγως της φύσεως αυτών; — +Πώς όχι; — Δεν περιπίπτετε λοιπόν εις προφανή αντίφασιν με τους εαυτούς σας +και δεν σφάλλεσθε, όταν ισχυρίζεσθε τώρα, ότι πρέπει να επιδίδωνται άνδρες και +γυναίκες εις τα ίδια έργα, παρ' όλην την μεγίστην φυσικήν διαφοράν που τους +χωρίζει; θα έχης τίποτε να απαντήσης εις αυτά, αγαπητέ Γλαύκων; — Έτσι βέβαια +εξ απρόοπτου δεν είναι πολύ εύκολον· αλλά θα σε παρακαλέσω και σε παρακαλώ +να αναλάβης συ να απαντήσης και εκ μέρους μας ό,τι έχεις να απαντήσης.</p> + +<p> — Αυτά και άλλα πολλά τοιαύτα είναι που προέβλεπα εγώ εξ αρχής και +εδίσταζα να εγγίσω αυτό το θέμα περί των γυναικών και των τέκνων. — Και +πράγματι, μα την αλήθειαν, δεν ομοιάζει πολύ εύκολον. — Όχι βέβαια· το πράγμα +όμως είναι έτσι· είτε πέση κανείς μέσα εις μικράν δεξαμενήν είτε μέσα εις το +μεγαλύτερον πέλαγος, ουχ' ήττον όμως κολυμβά και εις την μίαν και εις την άλλην +περίστασιν. — Βεβαίως. — Και ημείς λοιπόν πρέπει να κολυμβήσωμεν και να +δοκιμάσωμεν να σωθούμεν από αυτήν την συζήτησιν, με την ελπίδα ότι ημπορεί να +ευρεθή κανένας δελφίν να μας πάρη εις την ράχιν του, ή να παρουσιασθή καμμία +άλλη απροσδόκητος σωτηρία. — Πολύ ενδεχόμενον. — Έλα λοιπόν, μήπως +εύρωμεν καμμίαν διέξοδον· είμεθα αληθώς σύμφωνοι, ότι εκάστη φύσις έχει και +ίδιον προορισμόν και ότι άλλη είναι η φύσις του ανδρός και άλλη της γυναικός· και +μολαταύτα λέγομεν τώρα ότι αυταί αι διαφορετικαί φύσεις πρέπει να επιδίδωνται +εις τα ίδια έργα· αυτά δεν είναι που μας κατηγορείτε; — Μάλιστα.</p> + +<p> — Τι θαυμασίαν δύναμιν που έχει, Γλαύκων, η τέχνη της αντιλογίας! — +Διατί το λέγεις αυτό; — Διότι, μου φαίνεται, πολλοί περιπίπτουν εις αυτήν χωρίς να +το εννοούν και νομίζουν ότι συζητούν, ενώ πράγματι απλώς αντιλέγουν ο ένας εις +τον άλλον· και τούτο συμβαίνει διότι δεν ημπορούν να αναλύσουν μίαν έννοιαν εις +τα διάφορα στοιχεία της, αλλά την λαμβάνουν κατά γράμμα και προσπαθούν να +της εύρουν αντιλογίαν, μεταβάλλοντες τοιουτοτρόπως την συζήτησιν εις έριδα. — +Πράγματι πολλοί το παθαίνουν αυτό· αλλά μήπως συμβαίνει τάχα και με ημάς το +ίδιον τώρα; — Όλως διόλου· και κινδυνεύομεν, χωρίς να το θέλωμεν, να +παρασυρθώμεν εις αυτό το πάθημα. — Πώς; — Την έννοιαν, ότι τα επιτηδεύματα +πρέπει να είναι διάφορα αναλόγως της διαφοράς των φύσεων, την λαμβάνομεν, +ως γενναίοι οπαδοί της αντιλογικής, κατά γράμμα, χωρίς διόλου να έχωμεν εξετάση +προηγουμένως εις τι έγκειται η διαφορά αύτη, ούτε τι είχαμεν υπ’ όψιν μας όταν +ωρίζαμεν, ότι αι διαφορετικαί φύσεις πρέπει να έχουν διαφορετικά έργα και αι +αύται φύσεις τα αυτά έργα. — Πραγματικώς δεν το εξετάσαμεν. — Και κατά +συνέπειαν έχομεν πλήρες το δικαίωμα, καθώς φαίνεται, να ερωτήσωμεν, εάν είναι +της αυτής φύσεως οι φαλακροί και οι μαλλιαροί, και αφού συμφωνήσωμεν, ότι +είναι διαφορετικής φύσεως, εάν οι φαλακροί έξαφνα καταγίνωνται εις την +υποδηματοποιίαν, να μην επιτρέπωμεν αυτήν την ιδίαν εργασίαν εις τους +μαλλιαρούς και τανάπαλιν. — Θα ήτο όμως γελοίον το πράγμα. — Και θα είναι δι’ +άλλον λόγον άραγε γελοίον, παρά διότι δεν ελαμβάναμεν τότε την ιδίαν ή την +διαφορετικήν φύσιν απολύτως, αλλά την περιωρίζαμεν εις εκείνο μόνον το είδος +της διαφοράς και της ομοιότητος, το οποίον απέβλεπεν εις τα αυτά επαγγέλματα; +παραδείγματος χάριν ελέγαμεν τότε, ότι είναι της αυτής φύσεως ο ιατρός και ο +άνθρωπος που είναι κατάλληλος διά την ιατρικήν ή δεν είναι έτσι; — Μάλιστα. — +Και διαφορετικής φύσεως ο άνθρωπος ο κατάλληλος διά την ιατρικήν, και ο +άνθρωπος ο κατάλληλος διά την ξυλουργικήν; — Αναμφιβόλως. — Εάν λοιπόν +ευρέθη ότι η φύσις του ανδρός και της γυναικός διαφέρουσιν ως προς τέχνην τινά +ή άλλην εργασίαν, θα συμπεράνωμεν ότι δεν δύνανται να είναι αύται κοιναί και εις +τα δύο φύλα· εάν δε η διαφορά έγκειται απλώς και μόνον εις το ζήτημα της +τεκνοποιήσεως, δεν θα θεωρήσωμεν διά τούτο ως αποδεδειγμένον πράγμα, ότι η +γυναίκα διαφέρει από τον άνδρα ως προς το σημείον, περί του οποίου τώρα +κάμνομεν ημείς εδώ λόγον, και δεν θα επιμείνωμεν ολιγώτερον εις τον ισχυρισμόν +μας, ότι πρέπει να καταγίνωνται εις τα αυτά και οι πολεμισταί μας και αι γυναίκες +των. — Και πολύ σωστά.</p> + +<p> — Κατόπιν λοιπόν τούτων δεν θα ερωτήσωμεν τους αντιλέγοντας να μας +διδάξουν, ποία είναι η τέχνη ή ποίον είναι το επάγγελμα εκ των εξασκουμένων εις +μίαν πόλιν, ως προς το οποίον δεν είναι η αυτή, αλλά διαφέρει η φύσις του ανδρός +και της γυναικός; Δικαία ερώτησις. — Μήπως όμως ευρεθή και άλλος, όπως +έκαμες και συ προ ολίγου, να μας απαντήση, ότι δεν είναι μεν εύκολον να δοθή +ικανοποιητική απόκρισις εκ του προχείρου, κατόπιν όμως μικράς σκέψεως δεν θα +ήτο καθόλου δύσκολον; — Ίσως. — Θέλεις όμως να τον παρακαλέσωμεν να μας +παρακολουθήση, μήπως κατορθώσωμεν ημείς να του αποδείξωμεν, ότι δεν +υπάρχει κανένα έργον εις την πόλιν, το οποίον να ανήκη ειδικώς εις την γυναίκα; — +Μάλιστα. — Έλα λοιπόν, θα του ειπούμεν, να μας απαντήσης· δεν είναι αυτή, κατά +την ιδέαν σου, η διαφορά μεταξύ ενός ευφυούς και ενός αφυούς ανθρώπου, ότι ο +μεν πρώτος μανθάνει εύκολα ένα πράγμα, ο δε άλλος δύσκολα; και ότι ο ένας, από +το μικρόν που έμαθε, είναι ικανός να δημιουργήση ολόκληρον σειράν σχετικών +γνώσεων, ενώ ο άλλος μ' όλην του την μεγάλην μάθησιν και επιμέλειαν δεν +ημπορεί ούτε όσα έμαθε να συγκρατήση; και ότι ακόμη του μεν πρώτου και αι +σωματικαί του διαθέσεις εξυπηρετούν την διάνοιαν, του δευτέρου δε απεναντίας +της παρεμβάλλουν προσκόμματα; αυτά είναι, ή τίποτε άλλα, που διακρίνουν, κατά +την ιδέαν σου, τον ευφυή άνθρωπον από τον αφυή; — Κανείς δεν θα έχη να ειπή +άλλα. — Γνωρίζεις τώρα τίποτε από όσα καταγίνονται οι άνθρωποι, εις το οποίον +να μην έχουν οι άνδρες όλας αυτάς τας ιδιότητας εις πολύ ανώτερον βαθμόν από +τας γυναίκας; ή νομίζεις πως θα άξιζε τον κόπον να κάμωμεν μακρότερον λόγον +περί της υφαντουργίας και μερικών ειδών της μαγειρικής, εις τα οποία κάτι δα +φαίνεται πως είναι και αι γυναίκες, και όπου θα ήτο η μεγαλυτέρα των εντροπή να +φαίνωνται κατώτεραι από τους άνδρας; — Έχεις δίκαιον πράγματι να λέγης ότι εις +όλα, γενικώς ειπείν, υπολείπονται κατά πολύ αι γυναίκες από τους άνδρας· +βεβαίως υπάρχουν πολλαί γυναίκες ανώτεραι εις πολλά από τους άνδρας· το +γενικόν όμως είναι όπως συ λέγεις.</p> + +<p> — Δεν υπάρχει επομένως, φίλε μου, κανένα, έργον, από όσα +εξασκούνται εις μίαν πόλιν, το οποίον να προσιδιάζη αποκλειστικώς εις την +γυναίκα, ούτε αποκλειστικώς εις τον άνδρα, αλλ' αι φυσικαί προδιαθέσεις έχουν εξ +ίσου απονεμηθή και εις τα δύο φύλα, και δι’ όλα μεν τα έργα είναι εκ φύσεως +ικανή η γυναίκα, δι’ όλα δε και ο άνδρας, απλώς μόνον ότι η γυναίκα είναι εις όλα +κατωτέρα και ασθενεστέρα του ανδρός. — Αυτό είναι βέβαιον. — Τα πάντα λοιπόν +θα τα αναθέσωμεν εις τον άνδρα, και τίποτε δεν θα αφήσωμεν διά την γυναίκα; — +Πώς γίνεται; — Δεν υπάρχουν πράγματι, θα είπωμεν, και γυναίκες κατάλληλοι διά +την ιατρικήν και την μουσικήν, και άλλαι το εναντίον; — Πώς όχι; — Και άλλαι που +έχουν φυσικήν προδιάθεσιν διά την γυμναστικήν, διά τον πόλεμον, και άλλαι πάλιν +που δεν έχουν καμμίαν; — Το πιστεύω. — Η και φιλόσοφοι και ανδρείαι, και άλλαι +όλως διόλου το εναντίον; — Σωστόν και αυτό. — Υπάρχουν επομένως και γυναίκες +ικαναί εκ φύσεως διά την φρούρησιν της πόλεως, και άλλαι όχι· διότι η φιλοσοφία +και η ανδρεία δεν είναι αι δύο ιδιότητες επί τη βάσει των οποίων εξελέξαμεν και +τους φρουρούς μας; — Μάλιστα. — Ώστε η φύσις της γυναικός είναι επίσης +κατάλληλος διά την φρούρησιν της πόλεως, όπως και του ανδρός, και η μόνη +διαφορά έγκειται εις τον μεγαλύτερον ή μικρότερον βαθμόν της ικανότητος. — +Φαίνεται.</p> + +<p> — Τοιαύτας λοιπόν γυναίκας πρέπει να εκλέγουν οι τοιούτοι άνδρες διά +να συνοικούν μαζί των και να συμμετέχουν εις την φρούρησιν της πόλεως, αφού +είναι ικαναί προς τούτο και έχουν την αυτήν φυσικήν προδιάθεσιν. — Χωρίς άλλο. +— Εις τας αυτάς δε φυσικάς προδιαθέσεις δεν πρέπει να ορίζωμεν και τας αυτάς +ενασχολήσεις και τα αυτά έργα; — Τα αυτά.</p> + +<p> — Ιδού λοιπόν που επεστρέψαμεν εις το σημείον, από το οποίον +ανεχωρήσαμεν, και ευρέθημεν σύμφωνοι πάλιν, ότι δεν είναι εναντίον της φύσεως +να επιδίδωνται αι γυναίκες των φρουρών μας εις την μουσικήν και την +γυμναστικήν. — Βεβαιότατα. — Ώστε ο νόμος, τον οποίον ηθέλαμεν να +θεσπίσωμεν, αφού είναι σύμφωνος προς την φύσιν, δεν αποβλέπει εις πράγματα +αδύνατα, ουδέ ομοιάζει με ευσεβή απλώς πόθον· αλλ' απεναντίας, όπως γίνονται +τα πράγματα σήμερον, είναι, καθώς φαίνεται, παρά φύσιν. — Φαίνεται. — Το +ζήτημά μας λοιπόν ήτο να εξετάσωμεν, εάν είναι δυνατά αυτά τα πράγματα, και αν +συγχρόνως είναι και τα καλύτερα. — Μάλιστα. — Και ότι μεν είναι δυνατά το +παρεδέχθημεν ήδη και εσυμφωνήσαμεν. — Ναι. — Δεν υπολείπεται λοιπόν τώρα +να αποδειχθή, ότι είναι και τα καλύτερα; — Φανερόν. — Λοιπόν, διά να +καταστήσωμεν την γυναίκα ικανήν προς φρούρησιν της πόλεως, άλλη ανατροφή θα +μας χρειασθή, παρά διά τους άνδρας, αφού μάλιστα πρόκειται να επενεργήση επί +της αυτής φυσικής προδιαθέσεως; — Όχι βέβαια άλλη, — Και τι φρονείς, +παρακαλώ, δι’ αυτό που θα σε ερωτήσω; — Ποίον; — Παραδέχεσαι ότι όλοι οι +άνδρες είναι όμοιοι κατά την αξίαν, ή άλλος είναι καλύτερος και άλλος χειρότερος; +— Αυτό βέβαια. — Εις την πόλιν λοιπόν, που εθεμελιώσαμεν, φρονείς ότι τους +φρουρούς, με την εκπαίδευσιν που τους εδώσαμεν, τους εκάμαμεν καλυτέρους +από τους υποδηματοποιούς, όπως εξεπαιδεύθησαν και εκείνοι εις την τέχνην των; +— Γελοία είναι η ερώτησίς σου — Εννοώ· και από τους άλλους πολίτας δεν είναι +αυτοί οι καλύτεροι; — Και πολύ μάλιστα. — Και αι γυναίκες των δεν θα είναι +καλύτεραι από τας γυναίκας όλων των άλλων; — Πολύ καλύτεραι και αυταί. — Και +υπάρχει τίποτε συμφερώτερον διά μίαν πόλιν, παρά να ευρίσκωνται εις αυτήν +όσον το δυνατόν καλύτεροι άνδρες και γυναίκες; — Δεν υπάρχει. Και εις αυτό το +αποτέλεσμα δεν θα φθάσουν καλλιεργούντες την μουσικήν και την γυμναστικήν, +καθ' όν τρόπον ημείς είπομεν; — Πώς όχι; — Ώστε βλέπεις ότι ο νόμος, που +εθέσαμεν, όχι μόνον δυνατός είναι, αλλά και άριστος διά την πόλιν. — +Μάλιστα.</p> + +<p> — Οφείλουν λοιπόν αι γυναίκες των φρουρών και να γυμνωθούν, αφού +αντί παντός άλλου φορέματος θα είναι ενδεδυμέναι την αρετήν, και να λαμβάνουν +μέρος εις τον πόλεμον και εις την φρούρησιν της πόλεως, χωρίς εις τίποτε άλλο να +καταγίνωνται· μόνον, θα αναθέτωμεν εις αυτάς τα ελαφρότερα εκ των έργων +τούτων, διά την αδυναμίαν του φύλου των· εκείνος δε ο οποίος θα περιγελά διά +την γύμνωσιν των γυναικών, αι οποίαι θα γυμνάζωνται δι’ ένα τόσον καλόν σκοπόν, +άμεστον θα τρυγά της γνώσεως του γελοίου τον καρπόν, και δεν γνωρίζει, καθώς +φαίνεται, διατί γελά, ούτε τι κάμνει· διότι έχει και θα έχη πάντοτε ισχύν το αξίωμα, +ότι το μεν ωφέλιμον είναι καλόν, το δε βλαβερόν αισχρόν. — Βεβαιότατα.</p> + +<p> — Αυτό λοιπόν είναι το πρώτον, ούτως ειπείν, κύμα, το οποίον +διεφύγαμεν εις την περί των γυναικών συζήτησίν μας, ούτως ώστε να μη +καταποντισθώμεν υπ’ αυτού νομοθετούντες, ότι πρέπει από κοινού να πράττουν τα +πάντα οι φρουροί μας και αι γυναίκες των, αφού εξήχθη αφ' εαυτού το λογικόν +συμπέρασμα ότι και δυνατά είναι αυτά και ωφέλιμα. — Και δεν είναι μικρόν το +κύμα, που διέφυγες. — Θα ειπής όμως ότι δεν ήτο και πολύ μεγάλον, όταν θα ίδης +αυτό, που έρχεται τώρα. — Λέγε, να το ιδούμεν. — Συνέπεια του νόμου τούτου και +των άλλων των προηγουμένων, είναι, καθώς μου φαίνεται, ο εξής. — Ποίος; — Αι +γυναίκες των πολεμιστών μας όλαι θα είναι κοιναί δι’ όλους, και καμμία δεν θα +συνοική ιδιαιτέρως με κανένα· επίσης και τα τέκνα θα είναι κοινά, και ούτε ο +γονεύς θα γνωρίζη το τέκνον του, ούτε το τέκνον τον γονέα του. — Πολύ +δυσκολώτερον πράγματι να πιστευθή αυτός ο νόμος, κατά πόσον είναι δυνατός και +ωφέλιμος. — Νομίζω ότι ως προς το ωφέλιμον δεν θα γεννηθώσι μεγάλαι +αντιρρήσεις, ότι δεν είναι μέγιστον αγαθόν η κοινότης των γυναικών και των +τέκνων, εάν είναι δυνατή· αλλά φρονώ ότι περί αυτού ακριβώς του δυνατού θα +εγερθώσιν αι μεγαλύτεραι αμφισβητήσεις. — Και τα δύο θα ημπορούσε κάλλιστα +ν' αμφισβητηθούν. — Συνεμάχησαν λοιπόν και τα δύο εναντίον μου· και εγώ +ενόμιζα ότι θα εγλύτωνα τουλάχιστον από το ένα, εάν ήθελες συμφωνήση ότι είναι +ωφέλιμον, και θα μου υπελείπετο μόνον να συζητήσω περί του δυνατού ή μη. — +Το επήρα είδησιν, ότι ήθελες να μου διαφύγης· θα δώσης όμως τώρα λόγον και διά +τα δύο.</p> + +<p> — Θα υποστώ και αυτήν την ποινήν· μόνον μίαν μικράν χάριν θα σου +ζητήσω· άφησέ με να δώσω αυτήν την εορτήν εις τον εαυτόν μου, όπως τα νωθρά +εκείνα πνεύματα που συνηθίζουν να τρέφωνται με την φαντασίαν των, όταν +αφήνουν τον νουν των να τρέχη· γνωρίζεις βέβαια ότι οι τοιούτοι, πριν να +καλοεξετάσουν διά τινος μέσου θα επιτύχουν κάτι που έχουν εις την κεφαλήν των, +διά να μη κουράζωνται σκεπτόμενοι κατά πόσον είναι τούτο δυνατόν ή όχι, το +λαμβάνουν ως υπάρχον ήδη, σύμφωνα με την επιθυμίαν των, και αρχίζουν πλέον +να τακτοποιούν τα επίλοιπα, και χαίρουν προκαταβολικώς λογαριάζοντες το τι +έχουν να κάμουν κατόπιν, και — αυξάνουν μόνον ακόμη περισσότερον την φυσικήν +νωθρότητα της ψυχής των. Έτσι και εγώ τώρα αποδειλιώ εμπρός εις τας δυσκολίας, +και θέλω να αναβάλω δι’ άλλοτε να εξετάσω κατά πόσον είναι δυνατά αυτά που +λέγω· τα λαμβάνω όμως επί του παρόντος ως δυνατά και έρχομαι να ίδω, αν μου +το επιτρέπης, ποία μέτρα θα λάβουν οι άρχοντες διά την εφαρμογήν των, και να +αποδείξω ότι τίποτε δεν θα είναι ωφελιμώτερον και διά τους φρουρούς και διά την +πόλιν· εις αυτήν λοιπόν πρώτον την εξέτασιν θα προβώ μαζί σου και κατόπιν +βλέπομεν και διά τα άλλα, αν το επιτρέπης. — Το επιτρέπω, μόνον άρχισε.</p> + +<p> — Νομίζω λοιπόν ότι εάν οι άρχοντές μας θα είναι άξιοι του ονόματος +τούτου, κατά τον ίδιον δε λόγον και οι πολεμισταί μας, θα θέλουν πάντοτε αυτοί +μεν να κάμνουν ό,τι τους προστάττουν, εκείνοι δε να προστάττουν ό,τι επιβάλλει ο +νόμος, ή ό,τι συμφωνεί με το πνεύμα του νόμου, εις τας περιστάσεις που θα τους +επιτρέψωμεν να το κρίνουν μόνοι των. — Φυσικά. — Συ λοιπόν ο νομοθέτης, όπως +εξέλεξες τους άνδρας, τοιουτοτρόπως θα εκλέξης και τα γυναίκας και θα τας +παραδώσης να συμφωνούν όσον το δυνατόν κατά τους χαρακτήρας των. Επειδή δε +θα έχουν και τας οικίας και τα συσσίτια κοινά, και κανείς δεν θα έχη τίποτε από +αυτά ιδιαιτέρως, θα είναι όλοι μαζί, και επειδή θα είναι τοιουτοτρόπως +ανακατωμένοι και εις τα γυμνάσια και παντού αλλού, θα οδηγηθούν, νομίζω, από +την έμφυτον ανάγκην να ζευγαρωθούν· ή δεν το παραδέχεσαι ότι κατ' ανάγκην θα +συμβή αυτό; — Κατ' ανάγκην μάλιστα, όχι γεωμετρικήν βέβαια, αλλ' ερωτικήν, η +οποία έχει πολύ μεγαλυτέραν δύναμιν από εκείνην, να πείθη και να ελκύη τον +πολύν λαόν.</p> + +<p> — Πολύ σωστά· αλλά, Γλαύκων, να γίνωνται αι ενώσεις αύται χωρίς +καμμίαν τάξιν, ή να κάμνουν οτιδήποτε άλλο, δεν είναι πράγμα θεμιτόν εις πόλιν +ανθρώπων ευτυχών, ούτε θα το επιτρέψουν οι άρχοντες. — Μάλιστα· διότι δεν +είναι δίκαιον. — Κατόπιν τούτου είναι προφανές, ότι θα κάμωμεν γάμους όσον +ημπορούμεν περισσότερον ιερούς· θα είναι δε ιεροί οι ωφελιμώτατοι. — Βεβαίως. +— Αλλά πώς θα είναι ωφελιμώτατοι; αυτό θα μας το ειπής συ, Γλαύκων· διότι +βλέπω εις την οικίαν σου και σκύλους κυνηγετικούς και πάμπολλα θηρευτικά +πτηνά· άραγε έδωσες καμμίαν προσοχήν εις τους γάμους των και εις τας +παιδοποιίας των; — Τι δηλαδή; — Πρώτον μεν μεταξύ των ζώων τούτων, αν και +όλα είναι από καλόν γένος, δεν υπάρχουν μερικά τα οποία είναι και γίνονται +καλύτερα από τα άλλα; — Μάλιστα. — Και σου τεκνοποιούν όλα αδιακρίτως, ή +φροντίζεις να αποκτήσης μικρά από τα καλύτερα ζώα; Από τα καλύτερα. — Από τα +νεώτερα, από τα γεροντότερα, ή από εκείνα που ευρίσκονται εις την ακμήν της +ηλικίας των; — Από αυτά τα τελευταία. — Και αν δεν λάβης αυτήν την πρόνοιαν, +νομίζεις ότι πολύ γρήγορα θα εκφυλισθή το γένος των σκύλων και των πτηνών σου; +— Βεβαίως. — Το ίδιον νομίζεις και διά τους ίππους και δι’ όλα εν γένει τα ζώα; — +Θα ήτο άτοπον να πιστεύω το εναντίον.</p> + +<p> — Πωπώ, αγαπητέ μου φίλε, πόσον μεγάλην ικανότητα λοιπόν πρέπει +να έχουν οι άρχοντές μας, εάν το ίδιον συμβαίνη και με τους ανθρώπους! — Αλλά +το ίδιον βέβαια· διατί όμως; — Διότι θα γίνη ανάγκη να μεταχειρίζωνται πολλά +φάρμακα· ένας ιατρός κοινός, και ο χειρότερος ακόμη, νομίζομεν ότι αρκεί, όταν +πρόκειται δι’ ασθενείς, που δεν έχουν ανάγκην από φάρμακα, αλλ' απλώς από +δίαιταν· όταν όμως είναι ανάγκη να ορίση και φάρμακα, γνωρίζομεν ότι χρειάζεται +μεγαλυτέρας αξίας ιατρός. — Είναι αλήθεια· αλλά διατί τα λέγεις αυτά; — Ιδού +διατί· φαίνεται ότι θα γίνη ανάγκη να καταφεύγουν συχνά εις το ψεύδος και την +απάτην οι άρχοντές μας, προς ωφέλειαν των πολιτών· είπομεν δε ότι ενίοτε είναι +χρήσιμα και αυτά, ως είδος φαρμάκου. — Και πολύ ορθά. — Αυτό λοιπόν το ορθόν, +που λέγεις, φαίνεται ότι έχει όχι μικράν πέρασιν εις τους γάμους και εις τας +παιδοποιίας. — Πώς δηλαδή; — Είναι ανάγκη, συμφώνως με όσα παρεδέχθημεν, αι +ερωτικαί συναντήσεις μεταξύ των αρίστων εκ των δύο φύλων να γίνωνται όσον το +δυνατόν συχνότεροι, το εναντίον δε μεταξύ των κατωτέρων· και να ανατρέφωνται +μεν τα τέκνα των πρώτων, όχι όμως και των άλλων, εάν δεν θέλωμεν να εκφυλισθή +το ποίμνιόν μας· και όλα αυτά πρέπει να γίνωνται χωρίς να γνωρίζη κανείς άλλος +τίποτε, εκτός μόνον των αρχόντων, εάν εννοούμεν πάλιν να μείνη αδιατάρακτος η +ειρήνη μεταξύ της αγέλης των πολεμιστών. — Ορθότατα.</p> + +<p> — Θα γίνη λοιπόν ανάγκη να νομοθετήσωμεν μερικάς εορτάς, εις τας +οποίας θα συναθροίζωμεν τους γαμβρούς και τας νύμφας· θα τας συνοδεύωμεν με +θυσίας και ύμνους, τους οποίους θα συνθέτουν οι ποιηταί, εμπρέποντας εις την +ιερότητα των τελουμένων γάμων· θα αφήσωμεν εις τους άρχοντας το δικαίωμα να +κανονίζουν τον αριθμόν των γάμων, διά να διατηρούν πάντοτε τον αυτόν αριθμόν +των ανδρών, αποβλέποντες εις τους πολέμους και εις τας ασθενείας και εις τα άλλα +τα τοιαύτα, διά να μη γίνεται, όσον το δυνατόν, ούτε πολύ μεγάλη η πόλις μας, +ούτε πολύ μικρά. — Σωστά. — Θα προετοιμάζωνται δε επιτηδείως κάποιοι κλήροι, +ώστε οι χειρότεροι εκείνοι να μην έχουν να παραπονούνται με τους άρχοντας διά +την γυναίκα, που θα τους λάχη, αλλά με την τύχην. — Πολύ ωραίον και τούτο.</p> + +<p> — Και εις τους νέους, οι οποίοι θα διεκρίνοντο εις τον πόλεμον ή όπου +αλλού, εκτός των άλλων βραβείων και αμοιβών, θα παραχωρηθή και το δικαίωμα +να πλησιάζωσι συχνότερον τας γυναίκας, ίνα, με αυτήν συγχρόνως την πρόφασιν, +γεννώνται όσον το δυνατόν περισσότερα τέκνα από τους τοιούτους. — +Ορθότατα.</p> + +<p> — Τα δε εκάστοτε γεννώμενα τέκνα θα παραλαμβάνουν ιδιαίτεροι προς +τον σκοπόν τούτον αρχαί, τας οποίας θα αποτελούν είτε άνδρες, είτε γυναίκες, είτε +άνδρες ομού και γυναίκες· διότι είπομεν ότι όλοι οι αρχαί θα είναι κοινοί και διά τα +δύο φύλα. — Μάλιστα. — Και τα μεν τέκνα των καλυτέρων θα τα φέρουν εις το +κοινόν τροφείον και θα τα παραδίδουν εις τας χείρας των τροφών, αι οποίαι θα +κατοικούν εις ένα χωριστόν μέρος της πόλεως· των δε χειροτέρων, και όσα και των +άλλων τύχη να γεννηθούν ελαττωματικά, θα τα κρύψουν, όπως είναι πρέπον, εις +ένα μέρος μυστικόν και απόρρητον. Εάν βέβαια θέλωμεν να διατηρηθή καθαρά η +γενεά των πολεμιστών. — Αυτοί οι ίδιοι θα έχουν και την φροντίδα της τροφής των +νεογνών, και θα οδηγούν τας μητέρας εις το τροφείον, όταν τας στενοχωρή το γάλα +των, λαμβάνοντες όμως όλας τας δυνατάς προφυλάξεις διά να μην αναγνωρίση +καμμία το τέκνον της· και αν αυταί δεν αρκούν, θα φροντίσουν να εύρουν και +άλλας, που να έχουν άφθονον γάλα, θα προσέχουν όμως να μη θηλάζουν και αύται +περισσότερον του δέοντος, τας δε αγρυπνίας και τους άλλους κόπους θα +αναθέσουν εις τας τροφούς και εις άλλας γυναίκας. — Τοιουτοτρόπως καθιστάς +πολύ εύκολον την παιδοποιίαν διά τας γυναίκας των πολεμιστών. — Διότι αυτό +είναι το πρέπον· αλλ' ας εξακολουθήσωμεν εκείνο που ηρχίσαμεν ελέγαμεν ότι η +τεκνοποίησις οφείλει να γίνεται εις την ακμήν της ηλικίας. — Μάλιστα. — Δεν σου +φαίνεται αρκετόν να ορίσωμεν είκοσιν έτη ακμής διά την γυναίκα και τριάκοντα +διά τον άνδρα; — Από ποίας ηλικίας; — Διά μεν την γυναίκα από το εικοστόν μέχρι +του τεσσαρακοστού έτους της ηλικίας της· διά δε τον άνδρα, αφού περάση η +θερμοτέρα περίοδος της νεότητος, μέχρι του πεντηκοστού πέμπτου. — +Πραγματικώς αυτός είναι και δια τους δύο ο χρόνος της ακμής και του σώματος και +του πνεύματος. — Εάν λοιπόν κανείς πολίτης, είτε πριν, είτε πέραν της ηλικίας +αυτής, παραβή τους περί των κοινών γάμων νόμους της πόλεως, θα τον κηρύξωμεν +ένοχον της εσχάτης αδικίας και καθοσιώσεως, διότι έσπειρε τέκνον, το οποίον αν +γεννηθή, θα είναι ο λαθραίος καρπός του σκότους και της παρανόμου ακολασίας, +και διότι της γεννήσεώς του δεν προηγήθησαν ούτε θυσίαι ούτε ευχαί, τας οποίας +οι ιερείς και αι ιέρειαι και ολόκληρος η πόλις απευθύνουν εις έκαστον γάμον προς +τους θεούς, διά να γεννηθούν από καλούς γονείς καλύτερα τέκνα και από +ωφελίμους ωφελιμώτερα. — Πολύ σωστά.</p> + +<p> — Ο αυτός δε νόμος θα ισχύη, και εάν κανείς από τους έχοντας την +νόμιμον ηλικίαν γάμου, πλησιάση γυναίκα έχουσαν επίσης την νόμιμον ηλικίαν, +αλλά χωρίς την άδειαν του άρχοντος· διότι ο καρπός των σχέσεων τούτων θα είναι +παράνομος και, ούτως ειπείν, αφερέγγυος και ανίερος. — Ορθότατα.</p> + +<p> — Όταν δε πλέον αι γυναίκες και οι άνδρες υπερβώσι την υπό των +νόμων ωρισμένην ηλικίαν του γάμου, θα αφήσωμεν εις μεν τους άνδρας απόλυτον +ελευθερίαν να συνέρχωνται με οιανδήποτε γυναίκα θέλουν, εκτός θυγατρός, +μητρός, εγγονής και μάμμης, επίσης και εις τας γυναίκας, εκτός υιού, πατρός, +εγγόνου και πάππου· θα τους δώσωμεν όμως πάλιν την άδειαν αυτήν, αφού +προηγουμένως τους συστήσωμεν ρητώς, μάλιστα μεν να αποφύγουν οπωσδήποτε +να φέρουν εις φως καρπόν των σχέσεών των, εν εναντία δε περιπτώσει, να έχωσι +προ οφθαλμών, ότι η πόλις δεν είναι δυνατόν να επιβαρυνθή με την ανατροφήν +του. — Και αυτά μεν όλα είναι λογικώτατα, αλλά πώς θα διακρίνουν τους πατέρας +και τας θυγατέρας και τους άλλους συγγενείς που ανέφερες;</p> + +<p> — Καθόλου δεν θα τους διακρίνουν· αλλ' αφ' ής ημέρας γίνη ο γάμος +ενός πολεμιστού, όσα τέκνα θα γεννηθούν μεταξύ του εβδόμου και του δεκάτου +μηνός από τότε, θα τα θεωρή τα μεν αρσενικά υιούς του, τα δε θηλυκά θυγατέρας +του, και τα τέκνα αυτών εγγονούς του, και εκείνα πάλιν θα τον ονομάζουν πατέρα +και πάππον· όλα δε τα τέκνα, τα οποία θα γεννηθούν κατά το διάστημα, κατά το +οποίον αι μητέρες των και οι πατέρες είχον την νόμιμον ηλικίαν διά να +τεκνοποιούν, θα ονομάζωνται αδελφοί και αδελφαί· ούτως ώστε να μη +συνάπτωνται γάμοι μεταξύ των βαθμών της συγγενείας, που ανεφέραμεν μεταξύ +όμως αδελφού και αδελφής δεν θα ισχύη αυτή η απαγόρευσις του νόμου, εάν +τοιουτοτρόπως το αποφασίση ο κλήρος και ο χρησμός της Πυθίας το +προσεπικυρώση. — Πολύ καλά.</p> + +<p> — Αυτή λοιπόν, φίλε Γλαύκων, είναι η κοινότης των γυναικών και των +τέκνων διά τους φρουρούς της πόλεως μας· υπολείπεται τώρα να βεβαιωθή ότι +είναι σύμφωνος με όλην την άλλην πολιτειακήν μας διάταξιν και ότι είναι και κατά +πάντα συμφερωτάτη· δεν είναι αυτό που πρέπει να αποδείξωμεν; — Ναι βέβαια. +— Και δεν είναι αυτή η αρχή της αποδείξεως, να ερωτήσωμεν ημάς αυτούς, ποίον +πρέπει να θεωρήσωμεν το μέγιστον αγαθόν διά την σύστασιν της πόλεως, το +οποίον πρέπει να έχη πάντοτε προ οφθαλμών ο νομοθέτης όταν νομοθετή, και +ποίον είναι το μέγιστον κακόν; και ακολούθως να εξετάσωμεν, εάν αυτή η διάταξις +της κοινότητος των γυναικών, την οποίαν επραγματεύθημεν τώρα, συμπίπτει τάχα +με τα ίχνη που μας οδηγούν εις αυτό το μέγιστον αγαθόν και μας απομακρύνουν +από το μέγιστον κακόν; — Πολύ σωστά. — Έχομεν λοιπόν μεγαλύτερον κακόν διά +την πόλιν από εκείνο, το οποίον διασπά την πόλιν και, από μίαν, την κάμνει να +είναι πολλαί; ή μεγαλύτερον αγαθόν από εκείνο, που συσφίγγει τα διάφορα μέρη +της και την κάμνει μίαν; — Δεν έχομεν. — Και δεν είναι η κοινότης της χαράς και +της λύπης εκείνη, η οποία παρά κάθε άλλο, επιφέρει αυτό το αποτέλεσμα, όταν +όλοι γενικώς οι πολίται δοκιμάζουν όσον το δυνατόν μεγαλυτέραν χαράν διά την +αυτήν ευτυχίαν, και λύπην πάλιν διά την αυτήν απώλειαν, — Αναμφιβόλως. — Και +εκείνο απεναντίας που διαιρεί μίαν πόλιν, θα είναι, όταν αυτά τα αισθήματα είναι +ιδιωτικά, και άλλοι μεν χαίρουν άλλοι δε λυπούνται διά τα παθήματα ή της πόλεως +ή τινών πολιτών; — Πώς όχι; — Και αυτό δεν συμβαίνει, όταν όλοι οι πολίται δεν +μεταχειρίζωνται επί των ιδίων περιστάσεων τας φράσεις: αυτό είναι ιδικόν μου, +αυτό δεν είναι ιδικόν μου, αυτό μου είναι αδιάφορον; — Χωρίς αμφιβολίαν. — +Άριστα λοιπόν δεν κυβερνάται εκείνη η πόλις, εις την οποίαν οι περισσότεροι +λέγουν συγχρόνως και επί των αυτών περιστάσεων: αυτό με ενδιαφέρει και αυτό +δεν με ενδιαφέρει; — Και πολύ μάλιστα. — Και εις την οποίαν επομένως συμβαίνει +ό,τι και με ένα πρόσωπον· όταν δηλαδή κανείς από ημάς κτυπήση εις τον +δάκτυλον, όλη εκείνη η σχέσις η οποία συνδέει το σώμα προς την ψυχήν και +καταντά να αποτελή μίαν κυρίαρχον ενότητα εν αυτή, όλη συγχρόνως αισθάνεται +τον πόνον του ενός μέρους και τοιουτοτρόπως λέγομεν, ότι άνθρωπος πονεί εις τον +δάκτυλον· το ίδιον, προκειμένου και δι’ άλλα αισθήματα του ανθρώπου, όταν +δοκιμάζη τίποτε δυσάρεστον εις κανένα του μέρος ή απολαμβάνει καμμίαν +ευχαρίστησιν. — Το ίδιον πράγματι και, όπως έλεγες, το αυτό συμβαίνει και με την +πόλιν, η οποία κυβερνάται άριστα. — Και ένας λοιπόν, νομίζω, μόνον πολίτης, αν +υφίσταται οτιδήποτε καλόν ή κακόν, η τοιαύτη πόλις θα το θεωρήση ιδικόν της το +πάθημα και θα συμμερισθή ολόκληρος ή την χαράν ή την λύπην του. — Ανάγκη +πάσα, αν πράγματι η πόλις είναι ευνομουμένη.</p> + +<p> — Καιρός λοιπόν τώρα να γυρίσωμεν και εις την ιδικήν μας πόλιν και να +ιδούμεν, αν όλα αυτά που είπαμεν εφαρμόζωνται εις αυτήν περισσότερον από +κάθε άλλην πόλιν. — Πρέπει πράγματι. — Λοιπόν, και εις τας άλλας πόλεις, όπως +εις την ιδικήν μας, υπάρχουν άρχοντες, υπάρχει και λαός; — Υπάρχουν. — Και όλοι +αυτοί ονομάζονται συμπολίται μεταξύ των; — Πώς όχι; — Αλλά, εκτός αυτής της +κοινής ονομασίας, πώς αλλέως ονομάζει εις τας άλλας πόλεις ο λαός τους +άρχοντας; — Εις μεν τας περισσοτέρας κυρίους, εις δε τας δημοκρατουμένας τους +ονομάζει απλώς κατ' αυτόν τον τρόπον, άρχοντας. — Εις δε την ιδικήν μας πόλιν, +εκτός που τους ονομάζει πολίτας, τι άλλο λέγει ο λαός διά τους άρχοντας; — Λέγει +ότι είναι σωτήρες και υπερασπισταί του. — Οι δε άρχοντες πάλιν τους άλλους +πολίτας; — Μισθοδότας και διατροφείς. — Εις δε τας άλλας πόλεις οι άρχοντες +τους πολίτας; — Δούλους. — Μεταξύ των δε οι άρχοντες πώς ονομάζονται; — +Συνάρχοντες. — Εις δε την πόλιν μας; — Συμφύλακες. — Ημπορείς τώρα να μου +είπης, αν εις τας άλλας πολιτείας, οι άρχοντες μεταξύ των, μερικούς μεν από τους +συναδέλφους των ονομάζουν και θεωρούν ως ιδικούς των, μερικούς δε ως ξένους; +— Πλείστους όσους. — Και δεν θεωρούν ότι με εκείνους μεν τους συνδέουν κοινά +συμφέροντα, με τους άλλους δε όχι; — Αυτό συμβαίνει πράγματι. — Μεταξύ όμως +των φρουρών της ιδικής σου πόλεως, είναι δυνατόν κανείς να ονομάζη ή να θεωρή +κανένα από τους συναδέλφους του ως ξένον; — Καθόλου, διότι εις το πρόσωπον +αυτών θα νομίζουν ότι βλέπουν ή αδελφόν, ή αδελφήν, ή πατέρα, ή μητέρα, ή υιόν, +ή θυγατέρα, ή γενικώς συγγενή ανιόντος ή κατιόντος βαθμού. — Πολύ ωραία τα +λέγεις· αλλά ειπέ μου ακόμη, θα περιορίσης την συγγένειαν εις τα ονόματα μόνον, +ή θα νομοθετήσης να συμφωνούν και όλαι των αι πράξεις προς αυτά, και να έχουν +απέναντι εκείνων, που ονομάζουν πατέρας των, όλον τον σεβασμόν, όλην την +αφοσίωσιν, όλην την υπακοήν, που απαιτεί ο νόμος παρά των τέκνων, διότι, εν +εναντία περιπτώσει, θα εθεωρούντο ανόσιοι και άδικοι και δεν θα εύρισκον χάριν +ούτι ενώπιον των θεών, ούτε ενώπιον των ανθρώπων; αυτά τα παραγγέλματα, ή +άλλα, θα αντηχούν ευθύς εξ αρχής εις τα ώτα των νέων εκ μέρους όλων των +πολιτών, περί της διαγωγής που οφείλουν να τηρούν απέναντι εκείνων, τους +οποίους θα τους υποδείξουν ως πατέρας και συγγενείς; — Αυτά αναμφιβόλως· +διότι θα ήτο γελοίον να έχουν εις το στόμα των μόνον τα ονόματα της συγγενείας, +χωρίς να εκπληρούν και τα επιβαλλόμενα υπ’ αυτής καθήκοντα.</p> + +<p> — Ώστε εξ όλων των πόλεων εις την ιδικήν μας προ πάντων θα είναι +σύμφωνοι, όταν συμβή κανένα καλόν ή κακόν και εις ένα μόνον, να λέγουν όλοι +εκείνο, που είπαμεν παραπάνω, ότι τα πράγματά μου πηγαίνουν καλά, ή ότι +πηγαίνουν κακά. — Πολύ σωστά. — Δεν είπομεν δε, ότι όπου επικρατεί αυτή η +ιδέα και ακούεται αυτός ο λόγος, αποτέλεσμα θα έχη να είναι κοιναί, αι λύπαι και +αι χαραί· — Και είχομεν πολύ δίκαιον. — Ώστε δεν θα συμμετέχουν κοινώς όλοι οι +πολίται μας από εκείνο, το οποίον θα ονομάζουν όλοι ιδικόν των; και ένεκα +ακριβώς αυτής της συμμετοχής, δεν θα χαίρουν και δεν θα λυπούνται όλοι διά τα +αυτά πράγματα; — Και πολύ μάλιστα. — Και εκτός της άλλης συντάξεως της +πολιτείας, ποίον άλλο περισσότερον θα επιφέρη αυτά τα αποτελέσματα, παρά η +κοινότης των γυναικών και των τέκνων μεταξύ των φρουρών μας; — Αυτό βέβαια +προ πάντων.</p> + +<p>Αλλ' όμως παρεδέχθημεν αυτό ως το μεγαλύτερον αγαθόν διά την πόλιν, και +παρωμοιάσαμεν μίαν καλώς κυβερνωμένην πόλιν προς το σώμα, το οποίον +ολόκληρον αισθάνεται τον πόνον ή την ηδονήν ενός μέλους αυτού. — Και ορθώς το +παρεδέχθημεν. — Ώστε του μεγίστου αγαθού αιτία απεδείχθη ότι είναι διά την +πόλιν μας η μεταξύ των φρουρών κοινότης γυναικών και τέκνων. — Μάλιστα. — +Ακόμη δε το συμπέρασμα αυτό συμφωνεί και με όσα προηγουμένως ωρίσαμεν· +διότι είπαμεν, καθώς ενθυμείσθε, ότι δεν πρέπει να έχουν οι πολεμισταί μας ούτε +ιδίας οικίας, ούτε γαίας, ούτε καμμίαν άλλην κτήσιν, αλλ' ότι θα λαμβάνουν από +τους άλλους την τροφήν των, ως μισθόν διά την φρούρησιν της πόλεως, και ότι θα +έχουν όλοι ένα κοινόν έξοδον, αν θέλουν να είναι πράγματι φρουροί. — Σωστά. — +Λοιπόν, όπως είπα, και εκείνα που ωρίσαμεν προηγουμένως και αυτά που λέγομεν +τώρα, δεν συντείνουν να τους κάμουν ακόμη περισσοτέρων αληθινούς φρουρούς +και να εμποδίζουν πάσαν διάσπασιν της πόλεως; πράγμα το οποίον δεν θα +συνέβαινεν, όταν δεν θα ωνόμαζον όλοι το αυτό πράγμα «ιδικόν μου», αλλ' άλλος +άλλο, και όταν ο ένας θα απεκόμιζε εις την ιδικήν του οικίαν ό,τι θα ημπορούσε να +αποκτήση χωριστά από τους άλλους, και ο άλλος πάλιν θα έκαμνε το ίδιον εκ +μέρους του, και θα είχον τας ιδιαιτέρας των γυναίκας και τέκνα έκαστος, που θα +τους παρείχον ιδιαιτέρας ηδονάς και λύπας, διά να τας αισθάνωνται μόνοι των; +ενώ απεναντίας, όταν έκαστος θα έχη ως αξίωμα, ότι το συμφέρον του άλλου δεν +είναι διαφορετικόν από το ιδικόν του, δεν θα αποβλέπουν πάντες με όλας των τας +δυνάμεις εις τον αυτόν σκοπόν, και δεν θα έχουν κοινάς μεταξύ των όλας τας +ευτυχίας και τας δυστυχίας; — Αυτό είναι αναμφισβήτητον. — Και δεν θα +εκλείψουν τότε αι δίκαι και αι αντεγκλήσεις εκ του μέσου, αφού κανένα άλλο δεν +θα έχη κανείς αποκλειστικόν του κτήμα, έξω από το σώμα του, όλα δε τα άλλα θα +είναι κοινά; του οποίου φυσικόν αποτέλεσμα θα είναι να μην αναπτύσσωνται ποτέ +μεταξύ των πάθη και διχόνοιαι, όσαι τουλάχιστον συνήθως προέρχονται από +κτηματικάς διαφοράς, ή εξ αφορμής των γυναικών και των τέκνων, ή εξ άλλων +οικογενειακών λόγων; — Θα είναι βέβαια κατ' ανάγκην απηλλαγμένοι από όλα +αυτά. — Ακόμη δε ούτε βιαιοπραγίαι και χειροδικίαι θα συμβαίνουν φυσικά +μεταξύ των διότι θα τους διδάξωμεν, ότι είναι καλόν και δίκαιον οι συνομήλικες να +παρέχουν ο ένας εις τον άλλον την συνδρομήν του, και ότι καθήκον έχουν να +φροντίζουν διά την αμοιβαίαν ασφάλειαν. — Πολύ σωστά. — Και τούτο το ορθόν +θα έχη αυτός ο νόμος, ότι, εάν κανείς εις στιγμιαίαν παραφοράν οργής +ικανοποιήση κατ' αυτόν τον τρόπον τον θυμόν του, το πράγμα δεν θα είναι +δυνατόν να λάβη μεγαλυτέρας διαστάσεις. — Αναμφιβόλως. — Διότι θα είναι +ανατεθειμένη εις τον πρεσβύτερον εξουσία επί πάντων των νεωτέρων, με το +δικαίωμα να επιβάλλη και ποινάς. — Εννοείται.</p> + +<p> — Είναι ακόμη φανερόν, ότι ουδέποτε, άνευ τουλάχιστον ρητής +διαταγής των αρχόντων, θα τολμήση ο νεώτερος να βιαιοπραγήση εναντίον του +πρεσβυτέρου, ούτε να εγείρη, φυσικά, χείρα εναντίον του· ούτε, νομίζω, να τον +προσβάλη καθ' οιονδήποτε τρόπον· διότι θα υπάρχουν δύο φύλακες ικανοί να τον +εμποδίσουν, ο φόβος και το σέβας· το σέβας, το οποίον θα τους συγκρατήση να +υψώσουν χείρα κατ' εκείνων, που θεωρούνται πατέρες· ο φόβος δε, διότι +γνωρίζουν ότι οι άλλοι θα βοηθήσουν τον προσβληθέντα, οι μεν ως υιοί, οι δε ως +αδελφοί, οι δε ως πατέρες. — Αυτό πραγματικώς θα συμβαίνη. — Παντοτινή +λοιπόν, χάρις εις αυτούς τους νόμους, θα βασιλεύη ειρήνη μεταξύ των πολεμιστών +μας. — Και μεγάλη μάλιστα. — Αφού λοιπόν αυτοί θα ομονοούν, κανείς φόβος +βέβαια δεν υπάρχει να διχονοήσουν προς αυτούς και αι λοιπαί τάξεις των πολιτών, +είτε και μεταξύ των. — Όχι βέβαια. — Δεν τολμώ δε, διά την ταπεινότητα του +πράγματος, να κατέλθω εις την απαρίθμησιν των μικροτέρων κακών, από τα οποία +θα είναι απηλλαγμένοι, τας κολακείας παραδείγματος χάριν των πλουσίων, εις τας +οποίας είναι ηναγκασμένοι να καταφεύγουν οι πτωχοί, τας στενοχωρίας και τας +θλίψεις, που υφίστανται, διά την ανατροφήν των τέκνων, ή διά την απόκτησιν +χρημάτων, προς συντήρησιν πολυαρίθμων δούλων, χάριν των οποίων όλων +συνάπτουν πολλάκις μεγάλα δάνεια, αρνούνται ενίοτε τα χρέη των, και με κάθε +τρόπον εξευρίσκουν οπωσδήποτε τα αναγκαιούντα χρήματα, διά να επιτρέψουν εις +το τέλος την διαχείρισιν αυτών εις τας γυναίκας και εις δούλους· πόσας, αλήθεια, +φίλε μου, και ποίας ταπεινώσεις δεν υφίστανται, που είναι πολύ γνωσταί, ώστε να +μην αξίζη τον κόπον να τας απαριθμήση κανείς! — Πράγματι, πρέπει να είναι +τυφλός κανείς διά να μη το βλέπη. — Από όλας λοιπόν αυτάς τας αθλιότητας θα +είναι οι ιδικοί μας απηλλαγμένοι, και θα ζουν πολύ μακαριώτερον και από τον +μακαριστόν βίον, που ζουν οι Ολυμπιονίκαι. — Πώς; — Εκείνοι μακαρίζονται διά +μικρόν μέρος από τα αγαθά, που έχουν οι ιδικοί μας· διότι και η νίκη τούτων είναι +κατά πολύ ενδοξοτέρα, και η εκ του δημοσίου διατροφή των τελειοτέρα· και η μεν +νίκη των είναι η σωτηρία ολοκλήρου της πόλεως, τροφήν δε και όλα τα άλλα +αναγκαία έχουν καθ' όλην την διάρκειαν της ζωής των και οι ίδιοι και τα τέκνα των, +δέχονται παρά της πόλεως τιμάς και βραβεία εφ' όσον ζώσι, και όταν αποθάνουν +αξιούνται μεγαλοπρεπούς ταφής. — Όπως πράγματι τους χρειάζεται.</p> + +<p> — Ενθυμείσαι όμως, ότι προηγουμένως δεν ηξεύρω ποίος μας +απηύθυνε την κατηγορίαν, πως δεν λαμβάνομεν καμμίαν πρόνοιαν διά την +ευτυχίαν των πολεμιστών μας, οι οποίοι δεν έχουν τίποτε ιδικόν των, ενώ +ημπορούσαν να έχουν όλα όσα ανήκουν εις τους άλλους πολίτας; ημείς δε του +απηντήσαμεν, νομίζω, ότι αυτό μεν το ζήτημα θα το εξετάσωμεν άλλοτε, αν ήθελε +παρουσιασθή ευκαιρία, τώρα δε ο σκοπός μας είναι να κάμωμεν τους φρουρούς +μας πραγματικώς φρουρούς, την δε πόλιν μας όσον το δυνατόν ευτυχεστέραν, +χωρίς να αποβλέπωμεν εις την ευδαιμονίαν αποκλειστικώς μιας μόνον τάξεως εν +αυτή; — Το ενθυμούμαι. — Τι λοιπόν; ο βίος τώρα των πολεμιστών μας, αφού +απεδείχθη πολύ καλύτερος και προτιμότερος από των Ολυμπιονικών, μήπως τάχα +επιδέχεται καμμίαν σύγκρισιν με τον βίον των υποδηματοποιών ή των άλλων +τεχνιτών ή των γεωργών; — Δεν μου φαίνεται καθόλου. — Ώστε λοιπόν είναι +δίκαιον να επαναλάβω και εδώ ό,τι έλεγα και τότε, ότι, αν ο πολεμιστής ζητήση να +γίνη ευδαίμων κατά τρόπον, ώστε να παύση πλέον να είναι φρουρός της πόλεως, +και αν δεν του αρέση αυτός ο μέτριος και εξησφαλισμένος βίος, τον οποίον ημείς +θεωρούμεν άριστον, αλλά τον καταλάβη μία ανόητος και παιδαριώδης ιδέα περί +ευδαιμονίας, η οποία τον εξωθήση να καταχρασθή την δύναμίν του διά να γίνη +κύριος των πάντων εν τη πόλει, τότε θα μάθη πόσον σοφός ήτο ο Ησίοδος, ο +οποίος είπεν ότι «το ήμισυ είναι πλέον του παντός». — Εάν θέλη να ακούση την +συμβουλήν μου, δεν θα εξέλθη από την συνθήκην της ζωής, που του +ωρίσαμεν.</p> + +<p> — Επιδοκιμάζεις λοιπόν να είναι τα πάντα κοινά μεταξύ ανδρών και +γυναικών, καθ' όν τρόπον τα επραγματεύθημεν, όσον αφορά την ανατροφήν, τα +τέκνα, και την φρούρησιν των άλλων πολιτών; να μένουν δηλαδή και εκείναι εις +την πόλιν, να μεταβαίνουν εις τον πόλεμον, να λαμβάνουν μέρος εις τας φρουράς +και εις τα κυνήγια, όπως τα θηλυκά των σκύλων, και εν γένει να συμμετέχουν +πάντοτε και εις πάντα, κατά το δυνατόν, τα έργα των πολεμιστών, με την +πεποίθησιν, ότι όλα αυτά που θα κάμνουν θα είναι συμφερώτατα διά την πόλιν, +και όχι εναντία προς την φύσιν του ανδρός και της γυναικός, αφού ο προορισμός +των είναι να ζουν ομού βίον κοινόν; — Επιδοκιμάζω.</p> + +<p> — Δεν μένει λοιπόν τώρα να εξετάσωμεν, αν είναι δυνατόν να υπάρξη +και μεταξύ των ανθρώπων, όπως και μεταξύ των άλλων ζώων, αυτή η κοινότης, και +κατά ποίον τρόπον δύναται να κατορθωθή; — Μου επρόλαβες ακριβώς την +ερώτησιν που ήμουν έτοιμος να κάμω. — Και όσον μεν αφορά τον πόλεμον είναι, +νομίζω, φανερόν, πώς θα πολεμούν. — Πώς; — Θα εκστρατεύουν βέβαια από +κοινού, θα παραλαμβάνουν όμως ακόμη μαζί των και τα πλέον μεστωμένα από τα +παιδιά, διά να βλέπουν, καθώς συμβαίνει και με τα παιδιά των άλλων τεχνιτών, +εκείνα που θα έχουν και αυτοί να κάμνουν μίαν ημέραν, όταν μεγαλώσουν· εκτός +δε τούτου, και να βοηθούν τους πατέρας των και τας μητέρας των, να +περιποιούνται και να παρέχουν τας δυνατάς εκδουλεύσεις εις όλα του πολέμου· ή +δεν παρετήρησες τι γίνεται και εις τας άλλας τέχνας, παραδείγματος χάριν τα τέκνα +των αγγειοπλαστών, πόσον καιρόν βοηθούν απλώς και περιορίζονται να +παρατηρούν, πριν να καθίσουν και οι ίδιοι εις τον τροχόν; — Το παρετήρησα. — Ή +τάχα πρέπει εκείνοι να φροντίζουν περισσότερον από τους φρουρούς μας διά τα +τέκνα των, διά να αποκτήσουν με την παρατήρησιν την πείραν, που τους χρειάζεται +διά το έργον των; — Θα ήτο πολύ γελοίον να το υποθέση κανείς. — Δεν είναι δε +ακόμη αληθές, ότι κάθε ζώον πολεμεί γενναιότερον, όταν έχη εμπρός του και τα +τέκνα του; — Έτσι είναι· υπάρχει όμως, Σωκράτη, όχι μικρός κίνδυνος, αν τύχη και +νικηθούν, όπως συχνά συμβαίνει εις τον πόλεμον, μήπως, εκτός αυτών, χάσουν και +τα τέκνα των την ζωήν, και γίνη αδύνατον να αναλάβη ποτέ και ολόκληρος η πόλις +από αυτήν την απώλειαν. — Αλήθεια λέγεις· αλλά τάχα νομίζεις, ότι η πρώτη μας +φροντίς θα είναι να μην τους εκθέσωμεν ποτέ εις κανένα κίνδυνον; — Κάθε άλλο — +Και αν γίνη ανάγκη, δεν θα κινδυνεύσουν ακριβώς εκεί όπου, εν περιπτώσει +επιτυχίας, θα γίνουν καλύτεροι; — Αυτό είναι φανερόν. — Νομίζεις λοιπόν ότι είναι +μικρόν κέρδος και δεν αξίζει τον κίνδυνον, να παρίστανται θεαταί της μάχης οι +παίδες, που θα είναι και αυτοί πολεμισταί μίαν ημέραν; — Πραγματικώς, θα είναι +κέρδος. — Ώστε αυτό πρέπει να το λάβωμεν κατ' αρχήν, ότι θα παρίστανται θεαταί +εις τον πόλεμον οι παίδες, αλλά και θα λαμβάνωνται προσέτι όλαι αι δυναταί +προφυλάξεις διά την ασφάλειάν των, και όλα θα είναι καλά, δεν είναι έτσι; — Ναι. +— Εν πρώτοις οι πατέρες αυτών, όσον το ανθρωπίνως δυνατόν, θα είναι εις θέσιν +να γνωρίζουν ποίαι εκστρατείαι θα είναι επικίνδυνοι και ποίαι όχι. — Φυσικά. — +Και εις εκείνας μεν θα τους παραλαμβάνουν μαζί των, εις τας άλλας όμως θα +φυλαχθούν να το κάμουν. — Σωστά. — Θα τους δώσουν δε προσέτι ως αρχηγούς +και οδηγούς όχι τους τυχόντας, αλλ' ανθρώπους ωρίμου ηλικίας και +δεδοκιμασμένης πείρας. — κ’ έτσι πρέπει. — Ναι, αλλά, θα είπη τις· πολλάκις +έλαβον διά πολλούς τα πράγματα παρά πάσαν προσδοκίαν διαφορετικήν τροπήν. +— Πραγματικώς. — Διά κάθε λοιπόν τοιούτον ενδεχόμενον, πρέπει να δώσωμεν εις +τα τέκνα μας από ενωρίς πτερά, ώστε, αν παραστή ανάγκη, να πετούν και να +σώζωνται. — Τι εννοείς δηλαδή; — Να τους μάθωμεν από την νεαρωτέραν ηλικίαν +να ιππεύουν, και έτσι να τους φέρωμεν εις τον πόλεμον επάνω εις ίππους, όχι +θυμοειδείς και πολεμικούς, αλλ' όσον το δυνατόν ταχείς και πειθηνίους· διότι κατ' +αυτόν τον τρόπον και θα ημπορέσουν να παρατηρήσουν ό,τι έχουν να ιδούν, και εν +περιπτώσει κινδύνου θα σωθούν ευκολώτατα με τους ηλικιωμένους αρχηγούς των. +— Μου φαίνεται πως πολύ σωστά τα λέγεις. — Τώρα, όσον αφορά τον πόλεμον +των ανδρών, πώς νομίζεις ότι πρέπει να φέρωνται οι στρατιώται και μεταξύ των και +προς τους εχθρούς; σου φαίνονται τάχα ορθά αυτά που θα είπω; — Λέγε ν' +ακούσωμεν. — Όποιος απ’ αυτούς λιποτακτήση, ή ρίξη τα όπλα του, ή κάμη τίποτε +άλλο τοιούτον από δειλίαν, δεν πρέπει να τον υποβιβάζωμεν εις την τάξιν των +τεχνιτών ή των γεωργών; — Και βεβαίως πρέπει. — Και όποιος πάλιν συλληφθή +ζωντανός από τους εχθρούς, δεν αξίζει να τους τον αφήσωμεν χάρισμα να τον +κάμουν ό,τι θέλουν; — Εννοείται. — Εκείνος δε που ανδραγαθήση και διακριθή δεν +νομίζεις, ότι πρέπει εκεί επί του πεδίου της μάχης να τον στεφανώνουν καθένας +χωριστά από τους νεαρούς πολεμιστάς και τα παιδιά; — Μάλιστα. — Και να του +σφίγγουν το χέρι; — Και αυτό. — Ίσως όμως να μη παραδέχεσαι και αυτό που θα +προσθέσω ακόμη. — Ποίον; — Να φιλήση και να φιληθή απ’ όλους. — Απεναντίας· +και θα προσθέσω μάλιστα εις τον νόμον, ότι, εφόσον διαρκή αυτή η εκστρατεία, να +μην έχη κανείς το δικαίωμα να του αρνηθή, αν θέλη να τον φιλήση, ώστε, αν τύχη +μάλιστα και αγαπά κανένα ή καμμίαν, να βάζη όλα τα δυνατά του διά να αξιωθή +αυτήν την αμοιβήν. — Πολύ καλά· καθόσον μάλιστα είπαμεν και προηγουμένως, +ότι ο διακρινόμενος διά την ανδρείαν του, θα έχη το δικαίωμα να πλησιάζη +συχνότερα τας γυναίκας, και να προτιμάται εις την εκλογήν του από τους άλλους, +ώστε να γεννώνται όσον το δυνατόν περισσότερα τέκνα από ένα τοιούτον άνδρα. +— Πραγματικώς το είπαμεν.</p> + +<p> — Αλλ' όμως και κατά τον Όμηρον είναι δίκαιον, όσοι νέοι διακρίνονται +διά την ανδρείαν των, να τιμώνται και κατ' άλλους τρόπους ακόμη· όταν +παραδείγματος χάριν ηνδραγάθησεν εις μίαν μάχην ο Αίας, λέγει ότι του έδωσαν +εις το γεύμα &«ολάκερη την πλάτη»& ως τιμητικήν μερίδα, η οποία +ταιριάζει πράγματι δι’ ένα νέον και ανδρείον πολεμιστήν, διότι, εκτός της +διακρίσεως, του αυξάνει συγχρόνως και την δύναμιν. — Πολύ σωστά. — Ώστε, εις +αυτό τουλάχιστον, θα ακολουθήσωμεν και ημείς τον Όμηρον· διότι και ημείς εις +τας θυσίας και εις όλα αυτά τους ανδρείους, εφόσον αναδεικνύωνται τοιούτοι, θα +τους τιμώμεν και με ύμνους και με όλα που προαναφέραμεν και με +πρωτοκαθεδρίας και με διακεκριμένας μερίδας και &«με ποτήρια +πιότερα»&, ώστε εκτός της τιμής να δυναμώνωμεν συγχρόνως τους ανδρείους +μας, άνδρας και γυναίκας. — Πολύ ορθά λέγεις. — Έστω· από δε τους φονευθέντος +εις τον πόλεμον, εκείνος που πέση με τιμήν και με ανδρείαν, δεν θα ανακηρύξωμεν +κατά πρώτον ότι ανήκει εις το χρυσούν γένος; — Παρά κάθε άλλον μάλιστα. — Και +δεν θα συμφωνήσωμεν με τον Ησίοδον, που λέγει, ότι, αφού αποθάνουν όσοι +ανήκουν εις αυτό το γένος, </p> + +<p class="poem">γίνουνται δαίμονες αγνοί, που ζουν στη γης επάνω, <br /> +καλοί και διώχνουν τα κακά μακριά από τους ανθρώπους;</p> + +<p> — Βέβαια θα συμφωνήσωμεν. — Και ακολούθως δεν θα ερωτήσωμεν το +μαντείον του θεού, τι οφείλομεν να πράξωμεν απέναντι των θείων και μακαρίων +τούτων ανδρών και να συμμορφωθώμεν με ό,τι μας παραγγείλη; — Πώς όχι; — Και +του λοιπού πλέον δεν θα τους λατρεύωμεν ως ημιθέους και θα προσκυνούμεν τους +τάφους των; και τας ιδίας τιμάς δεν θα αποδίδωμεν και όταν αποθάνουν εκ +γήρατος, ή όπως αλλέως, εκείνοι που διακριθούν εν τη ζωή διά την αρετήν των; — +Αυτό τουλάχιστον απαιτεί η δικαιοσύνη.</p> + +<p> — Τώρα απέναντι των εχθρών, πώς τάχα οφείλουν να φέρωνται οι +στρατιώται μας; — Ως προς τι; — Πρώτα ως προς το ζήτημα του εξανδραποδισμού, +σου φαίνεται δίκαιον έλληνες να εξανδραποδίζουν πόλεις ελληνικάς, ή θα το +απαγορεύσωμεν ολωσδιόλου και θα τους συνηθίσωμεν απεναντίας να φείδωνται +του ελληνικού γένους, μήπως διαφορετικά περιπέση εις την δουλείαν των +βαρβάρων; — Ούτε λόγος να γίνεται δι’ αυτό. — Και επομένως μήτε έλληνα δούλον +να έχη κανείς των, και τους λοιπούς έλληνας να συμβουλεύουν το ίδιον; — +Αναμφιβόλως· διότι κατ' αυτόν τον τρόπον θα άφηναν τας μεταξύ των έχθρας και +θα έστρεφαν όλας των τας δυνάμεις κατά των βαρβάρων. — Τι δε; η σύλησις εν +περιπτώσει νίκης των νεκρών, εκτός εννοείται των όπλων των, να είναι άραγε +καλόν πράγμα; ή μήπως δίδη αυτό πρόφασιν εις τους δειλούς, να αφήνουν +εκείνους που αντιστέκονται ακόμη και να σκύπτουν επάνω εις τους φονευμένους, +ως να ήτο τάχα και αυτό ένα από τα καθήκοντά των, ενώ πραγματικώς αυτό +επέφερεν ως τώρα την καταστροφήν πολλών στρατοπέδων; — Είναι αλήθεια. — +Και δεν είναι ταπεινή φιλοχρηματία αυτή η σύλησις των νεκρών; και δεν είναι ίδιον +μικράς και ανοήτου διανοίας να δεικνύη κανείς την έχθραν του προς το πτώμα του +φονευθέντος, ενώ ο εχθρός επέταξε πλέον και άφησε μόνον εκείνο με το οποίον +επολεμούσε; ή νομίζεις ότι αυτοί κάμνουν τίποτε διαφορετικώτερον από τους +σκύλους, οι οποίοι δαγκάνουν την πέτραν που τους εκτύπησεν, χωρίς να κάμνουν +τίποτε εκείνου που την έρριψε; — Πραγματικώς είναι το ίδιον. — Πρέπει λοιπόν να +απέχουν οι πολεμισταί μας από την σύλησιν των νεκρών, και να μην αρνούνται εις +τους εχθρούς την άδειαν της παραλαβής των. — Πρέπει μάλιστα.</p> + +<p> — Και άλλο ακόμη· δεν θα φέρωμεν εις τους ναούς των θεών τα όπλα +των νικημένων, και μάλιστα όταν είναι έλληνες, διά να τα κρεμάσωμεν ως +αφιερώματα, εάν εννοείται θέλωμεν να εξασφαλίσωμεν την εύνοιαν των άλλων +ελλήνων· μάλλον δε θα φοβηθώμεν μήπως είναι βεβήλωσις του ναού αυτή η +αφιέρωσις των όπλων των ομοεθνών μας, εκτός εάν πλέον το μαντείον του θεού +διατάξη το εναντίον. — Ορθότατα.</p> + +<p> — Όσον δε αφορά την δήωσιν της ελληνικής γης και την πυρπόλησιν των +οικιών, ποίαν ιδέαν, λέγεις, πρέπει να έχουν οι στρατιώται μας; — Θα ήκουα +ευχαρίστως την ιδικήν σου γνώμην. — Εγώ νομίζω, ότι δεν πρέπει να κάμνουν ούτε +το ένα ούτε το άλλο, αλλ' απλώς μόνον να παίρνουν τον καρπόν της χρονιάς· και +θέλεις να σου ειπώ τον λόγον: — Μάλιστα. — Μου φαίνεται ότι, όπως είναι δύο +διαφορετικά ονόματα ο πόλεμος και η στάσις, τοιουτοτρόπως σημαίνουν και δύο +τινά, που αναφέρονται εις δύο διαφορετικά αντικείμενα· εκ των δύο τούτων με το +ένα μας συνδέει οικειότης και συγγένεια, με το άλλο καμμίαν σχέσιν δεν έχομεν και +μας είναι όλως διόλου ξένον· και η μεν έχθρα προς τους οικείους μας τούτους +ονομάζεται στάσις, προς δε τους ξένους πόλεμος. — Είναι πολύ ορθά αυτά που +λέγεις. — Πρόσεξε τώρα, αν είναι και αυτό ορθόν· λέγω δηλαδή ότι πάντες όσοι +ανήκουν εις το ελληνικόν έθνος είναι οικείοι και συγγενείς μεταξύ των, ξένοι δε και +άσχετοι με τους βαρβάρους. — Πολύ καλά. — Όταν λοιπόν έλθουν εις σύγκρουσιν +Έλληνες με βαρβάρους ή βάρβαροι με Έλληνας, θα λέγωμεν ότι πολεμούν και ότι +είναι εκ φύσεως πολέμιοι και την σύγκρουσιν αυτήν θα ονομάσωμεν πόλεμον· +όταν όμως συμβαίνη τοιούτον τι μεταξύ ελλήνων, θα λέγωμεν ότι είναι μεν εκ +φύσεως φίλοι, αλλ' αυτή η μεταξύ των σύγκρουσις είναι ούτως ειπείν νόσημα, και +πρέπει να την ονομάζωμεν στάσιν. — Επιδοκιμάζω και εγώ την ιδέαν σου. — +Λοιπόν, όταν συμβή και εκραγή στάσις, όπως την παραδεχόμεθα σήμερα, εις μίαν +πόλιν και διαιρεθούν οι πολίται μεταξύ των, εάν αρχίσουν να καταστρέφουν ο ένας +του άλλου τα κτήματα και πυρπολούν τας οικίας, γνωρίζεις βέβαια πόσον +αποτρόπαιος θεωρείται αυτή και πόσον αφιλοπάτριδες και αι δύο μερίδες· διότι +αλλέως δεν θα ετολμούσαν να προξενούν τοιαύτην καταστροφήν εις την γην, που +πρέπει να θεωρούν ως μητέρα των και τροφόν· αρκετόν θα ήτο, αν οι νικηταί +περιωρίζοντο να πάρουν από τους νικημένους την εσοδείαν των, έχοντες υπ’ όψιν +ότι δεν θα διαρκέση ο πόλεμος αιωνίως και θα συμφιλιωθούν επί τέλους. — +Βεβαίως αυτή η διάθεσις θα ήτο πολύ ανθρωπινωτέρα. — Αι λοιπόν, αυτή η πόλις, +που θεμελιώνομεν ημείς, δεν θα είναι ελληνική πόλις; — Αναμφιβόλως. — +Επομένως και οι κάτοικοί της δεν θα είναι καλοί και πολιτισμένοι; — Και πολύ +μάλιστα. — Δεν θα αγαπούν επομένως τους έλληνας; δεν θα θεωρούν κοινήν +πατρίδα την Ελλάδα; δεν θα έχουν την αυτήν θρησκείαν; — Εννοείται. — +Επομένως, ως οικείοι προς τους λοιπούς έλληνας, πάσαν προς αυτούς διαφοράν +και σύγκρουσιν δεν θα την θεωρούν και δεν θα την ονομάζουν στάσιν, και όχι ποτέ +πόλεμον; — Μάλιστα. — Και επομένως εις τας διενέξεις των δεν θα φέρωνται ως +άνθρωποι, που μίαν ημέραν θα συμφιλιωθούν; — Βεβαιότατα. — Ώστε θα ζητούν +μόνον με καλόν τρόπον να τους σωφρονίσουν, και όχι να τους εξανδραποδίσουν ή +να τους εξοντώσουν, διά να τους τιμωρήσουν, διότι θα είναι σωφρονισταί και όχι +πολέμιοι. — Μάλιστα.</p> + +<p> — Αφού λοιπόν είναι έλληνες, δεν θα θελήσουν ποτέ να ερημώσουν την +Ελλάδα, ούτε να καίουν τας οικίας, ούτε θα θεωρούν ως εχθρούς όλους τους +κατοίκους μιας πόλεως, άνδρας, γυναίκας και παιδία, αλλά μόνον ολίγους τινάς, +τους αιτίους της διαφοράς· δι’ αυτόν τον λόγον ούτε την γην αυτών θα θελήσουν +να βλάπτουν, αφού οι περισσότεροι θα είναι φίλοι των, ούτε τας οικίας των να +κρημνίζουν, αλλά θα ωθήσουν το πράγμα απλώς μέχρι του σημείου, ώστε μόνοι +των να αναγκασθούν οι αναίτιοι, διά να μην υποφέρουν αυτοί αδίκως, να +τιμωρήσουν τους αιτίους. — Εγώ συμφωνώ πληρέστατα ότι κατ' αυτόν πράγματι +τον τρόπον οφείλουν να φέρωνται οι πολίται μας προς τους εναντίους των, προς δε +τους βαρβάρους, όπως τώρα οι έλληνες μεταξύ των. — Να θέσωμεν λοιπόν και +αυτόν τον νόμον διά τους πολεμιστάς μας, ούτε να δενδροτομούν την χώραν, ούτε +να καίουν τας οικίας; — Να τον θέσωμεν βέβαια, αναγνωρίζοντες ότι είναι +κάλλιστος όπως και οι προηγούμενοι. Μου φαίνεται όμως, Σωκράτη, ότι αν σε +αφήση κανείς να εξακολουθής κατ' αυτόν τον τρόπον, θα λησμονήσης ολότελα το +κύριον σημείον, το οποίον άφησες κατά μέρος προηγουμένως, διά να εισέλθης εις +όλας αυτάς τας λεπτομερείας: αν είναι δηλαδή δυνατόν να υπάρξη τοιαύτη +πολιτεία και πώς θα είναι δυνατόν. Εγώ παραδέχομαι, ότι πάντα τα αγαθά του +κόσμου θα υπήρχον εις μίαν τοιαύτην πόλιν, εάν ήτο δυνατόν να υπάρξη· +προσθέτω μάλιστα και άλλα που παραλείπεις εσύ, ότι, παραδείγματος χάριν, θα +πολεμούν γενναιότατα προς τους εχθρούς, επειδή θα γνωρίζωνται όλοι, και θα +προσκαλούνται μεταξύ των με αυτά τα ονόματα του αδελφού, του υιού, του +πατρός και δεν θα εγκαταλείπη επομένως αβοήθητον ο ένας τον άλλον· γνωρίζω +ακόμη ότι η παρουσία των γυναικών εις τους πολέμους θα τους καθιστά τελείως +ακατανίκητους, είτε θα συμπολεμούν αύται εις την ιδίαν γραμμήν, είτε θα +παρατάσσωνται όπισθεν του λοιπού στρατού διά να εμπνέουν φόβον εις τον +εχθρόν και να σπεύδουν εν ανάγκη εις βοήθειαν· βλέπω επίσης και εν ειρήνη πόσα +άλλα ακόμη θα έχουν αγαθά, που τα παραλείπεις εσύ· μην εκτείνεσαι λοιπόν εις +περισσοτέρας λεπτομέρειας, αφού εγώ σου παραδέχομαι ότι θα έχουν όλα αυτά τα +καλά και ένα εκατομμύριον ακόμη άλλα, αν είναι δυνατόν να υπάρξη αυτή η +πολιτεία· ώστε ας αφήσωμεν κατά μέρος όλα τα άλλα, και έλα να ιδούμεν, πώς θα +πείσωμεν τον εαυτόν μας ότι είναι δυνατόν αυτό το πράγμα και κατά ποίον τρόπον +θα είναι δυνατόν. — Μα εσύ έκαμες μίαν αιφνιδίαν έφοδον εις τον λόγον μου και +δεν εννοείς να μου επιτρέψης ούτε την αναπνοήν μου να πάρω· δεν θα +καταλαβαίνης ίσως, ότι, μόλις εξέφυγα τα δύο κύματα, σηκώνεις τώρα καταπάνω +μου το τρίτον και χειρότερον που όταν το ιδής και το ακούσης, θα με +δικαιολογήσης πληρέστατα, που εδίσταζα ως τώρα και ετρόμαζα διά να αναλάβω +την εξέτασιν ενός τόσον παραδόξου ζητήματος. — Όσο περισσότερα τοιαύτα μας +λέγεις, τόσον και ημείς ολιγώτερον θα σε αφήσωμεν, πριν να μας ειπής πώς είναι +δυνατόν να υπάρξη τοιαύτη πολιτεία· εμπρός λοιπόν, να μη χάνωμεν άδικα τον +καιρόν μας.</p> + +<p> — Λοιπόν είναι ανάγκη να ενθυμηθούμεν πρώτα, ότι εφθάσαμεν εδώ +που εφθάσαμεν, ενώ εζητούσαμεν να εύρωμεν τι είναι δικαιοσύνη και τι είναι +αδικία. — Πολύ καλά· αλλά τι έχει αυτό να κάμη; — Τίποτε· αλλά, αν εύρωμεν ποία +είναι η φύσις της δικαιοσύνης, θα απαιτήσωμεν άραγε και ο δίκαιος άνθρωπος να +μη διαφέρη διόλου, αλλά να έχη πλήρη με αυτήν ομοιότητα, ή θα είμεθα +ευχαριστημένοι εάν προσεγγίζη όσον το δυνατόν περισσότερον και μετέχη αυτής +περισσότερον από τους άλλους ανθρώπους; — Θα μας είναι βέβαια αρκετόν και +τόσον.</p> + +<p> — Εζητούσαμεν λοιπόν να εύρωμεν τι είναι δικαιοσύνη, τι είναι ο +τελείως δίκαιος, εάν θα υπήρχε, και οποίος τις θα ήτο, τι είναι αφ' ετέρου αδικία +και τι ο τελείως άδικος, διά να έχωμεν δύο πρότυπα ανθρώπων υπ’ όψιν μας και, +όπως τους κρίνωμεν αυτούς αναλόγως της ευτυχίας ή της δυστυχίας, που θα +υπάρχη εις τον καθένα των, να είμεθα υποχρεωμένοι να παραδεχθώμεν και διά +τους εαυτούς μας, ότι θα έχη την ομοιοτάτην προς εκείνους μοίραν, όστις τους +ομοιάζει κατά το δυνατόν περισσότερον· αυτή ήτο η πρόθεσίς μας, και όχι να +αποδείξωμεν, ότι είναι δυνατόν και να υπάρξουν αυτά τα πρότυπα. — Αυτή είναι η +αλήθεια. — Νομίζεις λοιπόν ότι θα εμειούτο καθόλου η αξία του ζωγράφου +εκείνου, ο οποίος, αφού εζωγράφισε το ωραιότερον πρότυπον ανθρώπου, που θα +ημπορούσε να ιδή κανείς, και με όλην την δυνατήν εις τα καθέκαστα τελειότητα, +δεν θα ημπορούσε να αποδείξη ότι είναι δυνατόν να υπάρξη και εις την +πραγματικότητα τοιούτος άνθρωπος; — Βεβαίως όχι. — Τι άλλο λοιπόν εκάμαμεν +και ημείς, παρά να χαράξωμεν διά του λόγου το πρότυπον μιας τελείας πόλεως: — +Πραγματικώς. — Ώστε θα χάσουν καθόλου την αξίαν των εκείνα που είπαμεν, εάν +δεν ημπορούμεν να αποδείξωμεν ότι είναι δυνατόν να ιδρύσωμεν μίαν πόλιν +επάνω εις αυτό το πρότυπον; — Όχι βέβαια.</p> + +<p> — Αυτή λοιπόν είναι η αλήθεια επί του ζητήματος· εάν όμως οφείλω να +αποδείξω και τούτο, πώς και μέχρι ποίου σημείου είναι δυνατόν να +πραγματοποιηθή μία τοιαύτη πόλις, θα το κάμω προθύμως προς χάριν σου, αφού +όμως και συ συμφωνήσης εις αυτά που μου χρειάζονται δι’ αυτήν την απόδειξιν. — +Τα ποία δηλαδή; — Είναι δυνατόν να εκτελεσθή ένα πράγμα ακριβώς όπως +περιγράφεται, ή έγκειται εις την φύσιν των πραγμάτων, να πλησιάζη ολιγώτερον η +εκτέλεσις από τον λόγον προς την αλήθειαν; και αν άλλος τις δεν το παραδέχεται +αυτό, εσύ όμως τι φρονείς, πως είναι έτσι, ή όχι; — Συμφωνώ μαζί σου. — Μη με +αναγκάζης λοιπόν να αποδεικνύω, ότι πρέπει και εις την πραγματικότητα να +γίνωνται αυτά απαράλλακτα κατά πάντα, όπως τα περιεγράψαμεν διά του λόγου· +αλλά, αν ημπορέσωμεν να εύρωμεν, πώς μία πόλις είναι δυνατόν να διοικηθή όσον +το δυνατόν συμφωνότερα με όσα είπαμεν, τότε να ομολογήσης πως ευρήκαμεν, +συμφώνως με την απαίτησίν σου, ότι είναι δυνατά αυτά να γίνουν· ή δεν θα μείνης +ευχαριστημένος, εάν το κατορθώσωμεν αυτό; εγώ τουλάχιστον θα το εθεώρουν +αρκετόν. — Και εγώ επίσης.</p> + +<p> — Ας προσπαθήσωμεν λοιπόν τώρα να ζητήσωμεν και να εύρωμεν, τι +ελάττωμα τάχα υπάρχει σήμερον εις τας πόλεις, ώστε να μη κυβερνώνται καλώς, +και ποίαν μικροτάτην μεταβολήν δυνάμεθα να επιφέρωμεν, διά να φθάση μία +πόλις εις αυτήν την τελειότητα του ιδικού μας πολιτεύματος· μεταβολήν δε μίαν +μόνον, αν είναι δυνατόν, ή δύο, ειδεμή, όσον ημπορεί ολιγωτέρας και μικροτέρας +κατά την σπουδαιότητα. — Πολύ καλά. — Νομίζω λοιπόν πως ημπορούμεν να +αποδείξωμεν, ότι με μίαν μόνον μεταβολήν είναι δυνατόν να αλλάξη καθ' +ολοκληρίαν όψιν η πόλις, αν και η μεταβολή αυτή δεν θα είναι βέβαια μικράς +σπουδαιότητος ούτε πολύ εύκολος, οπωσδήποτε όμως όχι και αδύνατος. — Και εις +τι θα έγκειται αυτή η μεταβολή; — Ακριβώς εις αυτό έρχομαι τώρα, που το +παρωμοίασα με το τρίτον και μεγαλύτερον κύμα· θα το ειπώ όμως, και αν ακόμη +πρόκειται να μεταβληθή εις κύμα γέλωτος διά να με σκεπάση και με παρουσιάση +ολότελα γελοίον και μωρόν· άκουσε λοιπόν. — Λέγε. — Εάν δεν βασιλεύσουν οι +φιλόσοφοι εις τας πόλεις, ή εάν αυτοί που ονομάζονται τώρα βασιλείς και +κυβερνήται δεν γίνουν φιλόσοφοι, με όλην την σημασίαν της λέξεως, ούτως ώστε +να συνδυάζεται εις το αυτό πρόσωπον η πολιτική δύναμις και η φιλοσοφία, και αν +δεν αποκλεισθούν απολύτως της διοικήσεως όλοι όσοι σήμερον διεκδικούν τον ένα +ή τον άλλον τίτλον χωριστά, είναι αδύνατον, φίλε μου Γλαύκων, να επέλθη καμμία +διόρθωσις των κακών, που μαστίζουν τα κράτη και όλον, καθώς νομίζω, το +ανθρώπινον γένος, και ούτε θα εμφανισθή ποτε και θα ίδη το φως του ηλίου η +πολιτεία αυτή, της οποίας ημείς εχαράξαμεν το σχέδιον. Αυτό λοιπόν είναι, που +τόσον πολύ εδίσταζα ως τώρα να το εκστομίσω, επειδή προέβλεπα, ότι θα +προσκρούση πολύ εις την κοινήν γνώμην και είναι πράγματι δύσκολον να +κατανοηθή, ότι κατ' άλλον τρόπον δεν ημπορεί να υπάρξη ούτε δημοσία ούτε +ιδιωτική ευδαιμονία.</p> + +<p> — Πρέπει πράγματι, Σωκράτη, να περιμένης, με αυτόν τον λόγον που +είπες τώρα, να ιδής να σηκώνωνται παρά πολλοί, και όχι οι πρώτοι τυχόντες, να +πετούν τα φορέματά των και γυμνοί να αρπάζουν ό,τι πρωτοευρεθή εμπρός των +και να χυθούν επάνω σου, έτοιμοι να σε διορθώσουν μια χαρά· που αν δεν +κατορθώσης να τους αποκρούσης με τα όπλα του λόγου και τους ξεφύγης, έχεις να +ακούσης των παθών σου τον τάραχον προς τιμωρίαν σου.</p> + +<p> — Δεν είσαι συ η αιτία εις όλα αυτά; — κ’ έκαμα πολύ καλά· μολαταύτα +σου υπόσχομαι να μη σε αφήσω εις την τύχην σου, αλλά να σε βοηθήσω όπως +ημπορώ, με το ενδιαφέρον μου και με την ενθάρρυνσιν που θα σου δίδω· ίσως δε +και να είμαι εις θέσιν να απαντώ καταλληλότερα από ένα άλλον εις τας ερωτήσεις +σου· με ένα λοιπόν τέτοιον βοηθόν που ευρήκες, προσπάθησε να αποδείξης εις +τους διαμαρτυρομένους, ότι τα πράγματα είναι έτσι όπως εσύ τα λέγεις. </p> + +<p> — Ας δοκιμάσωμεν λοιπόν, αφού μου παρέχεις και συ την τόσον +πολύτιμον συνδρομήν σου· μου φαίνεται όμως αναγκαίον εν πρώτοις, αν θέλωμεν +να γλυτώσωμεν από αυτούς που λέγεις, να εξηγηθούμεν μαζί των, ποίοι είναι οι +φιλόσοφοι, εις τους οποίους τολμώμεν να λέγωμεν, ότι πρέπει να ανατεθή η +κυβέρνησις των πόλεων, διά να ημπορέση κανείς, αφού διασαφηνισθή το σημείον +αυτό, να υποστηρίξη την ιδέαν του, αποδεικνύων ότι τοιούτοι άνθρωποι έχουν εκ +φύσεως το δικαίωμα να φιλοσοφούν και να κυβερνούν την πολιτείαν, όλοι δε οι +άλλοι οφείλουν να μην αναμιγνύωνται, αλλά να ακολουθούν τυφλώς εκείνους. — +Είναι καιρός να εξηγηθής. — Εμπρός λοιπόν, ακολούθησέ με, διά να ιδής, αν σου +φανή επαρκής η εξήγησίς μου. — Εμπρός.</p> + +<p> — Είναι ανάγκη να σου ενθυμίσω ότι, όταν λέγωμεν διά κάποιον ότι +αγαπά κάτι τι, πρέπει αυτός, εάν εννοούμεν την αληθινήν αγάπην, να μην αγαπά +ένα μόνον μέρος του πράγματος, άλλο δε όχι, αλλά ολόκληρον εκείνο το πράγμα; +— Πρέπει, καθώς φαίνεται, να μου το ενθυμίσης, διότι δεν σε εννοώ πολύ καλά. — +Κάθε άλλος παρά συ εταίριαζε να το λέγη αυτό· ένας όμως άνθρωπος ερωτικός, +όπως είσαι συ, δεν ταιριάζει να λησμονή, ότι όλοι όσοι είναι εις το άνθος της +ηλικίας που πρέπει, κεντούν την καρδίαν του παιδεραστού και την φέρουν άνω +κάτω και κανένα δεν θεωρεί ανάξιον της αγάπης και της τρυφερότητός του· δεν +παθαίνετε, αλήθεια, αυτό με τα ωραία τα αγόρια; εάν έχη ένας την μύτη πλακωτήν, +θα τον εγκωμιάσετε χαριτόβρυτον, του άλλου την αγκυλωτήν μύτην θα την ειπήτε +βασιλικήν, έναν που έχη το μέσον μεταξύ των δύο αυτών, θα τον ονομάσετε +συμμετρικώτατον, τους μαύρους τους λέγετε αρρενωπούς, και τους άσπρους υιούς +των θεών· και το όνομα δε μελίχλωρος, τίνος άλλου κατασκεύασμα είναι παρά +εραστού, που με αυτήν την χαϊδευτικήν λέξιν σκεπάζει την υποφερτήν δι’ αυτόν +ωχρότητα ενός ωραίου παιδιού; και με ένα λόγον όλας τας προφάσεις +μεταχειρίζεσθε και κάθε λόγον ευρίσκετε, διά να μην απορρίψετε κανένα από +εκείνους, που ευρίσκονται εις το άνθος της ώρας των.</p> + +<p> — Εάν θέλης να εφαρμόσης επάνω μου ό,τι έχεις να λέγης διά τους +ερωτικούς, σου το συγχωρώ χάριν της συζητήσεως.</p> + +<p> — Μα τι; δεν βλέπεις ότι και οι φιλοπόται κάμνουν το ίδιον, και με +οιανδήποτε πρόφασιν ευρίσκουν της αρεσκείας των όλα τα κρασιά; — +Πράγματι.</p> + +<p> — Γνωρίζεις ακόμη, υποθέτω, ότι και οι φιλόδοξοι, εάν δεν ημπορούν να +εκλεχθούν στρατηγοί υπό της φυλής των, εκλέγονται τριττύαρχοι, και αν δεν +ημπορούν να τιμώνται από τους μεγάλους και τους σπουδαίους, αρκούνται εις τας +τιμάς των μικροτέρων και ασημοτέρων, διότι η μόνη των επιθυμία είναι να έχουν +οπωσδήποτε τιμάς και αξιώματα. — Βεβαιότατα. — Εις αυτό λοιπόν θέλω να μου +απαντήσης, ναι ή όχι· όταν λέγωμεν διά κάποιον ότι αγαπά κάτι τι, εννοούμεν ότι +το αγαπά ολόκληρον αυτό το πράγμα, ή μέρος αγαπά και μέρος όχι; — +Ολόκληρον.</p> + +<p> — Κατά τον ίδιον λοιπόν τρόπον δεν θα είπωμεν και περί του +φιλοσόφου ότι είναι εραστής της σοφίας, όχι ενός μέρους αυτής και άλλου όχι, +αλλά ολοκλήρου; — Μάλιστα. — Ένα λοιπόν ανθρωπον, που δεν έχει και μεγάλην +ευχαρίστησιν εις την μάθησιν, αν μάλιστα είναι νέος και δεν έχη ακόμη την +απαιτουμένην κρίσιν να καταλάβη τι είναι ωφέλιμον και τι δεν είναι, δεν θα τον +ονομάσωμεν βέβαια φιλομαθή και φιλόσοφον, όπως και ένας άνθρωπος, που το +ένα του μυρίζει και το άλλο του βρωμά από τα φαγητά, θα ειπούμεν ότι δεν έχει +όρεξιν και δεν θέλει να φάγη και δεν είναι, ούτως ειπείν, φιλόσιτος αλλά +κακόσιτος. — Και θα έχωμεν δίκαιον να το ειπούμεν. — Ένας όμως ο οποίος +αισθάνεται έμφυτον την αγάπην προς πάσαν μάθησιν και επιδίδεται με ακόρεστον +ζήλον και προθυμίαν εις την σπουδήν, αυτός βέβαια θα ονομασθή με όλον το +δίκαιον φιλόσοφος· ή όχι;</p> + +<p>Και ο Γλαύκων απήντησεν. — Ναι, αλλά τοιούτοι θα ευρεθούν πολλοί, οι οποίοι +δεν πιστεύω και να έχουν τον τόπον των μεταξύ των φιλοσόφων διότι έπρεπε, μου +φαίνεται, υπ’ αυτό το όνομα να περιλαμβάνωνται τότε όλοι οι φίλοι των θεαμάτων, +επειδή και αυτοί ευχαριστούνται πάντα να μανθάνουν κάτι τι, θα ήτο δε άτοπον να +καταλέξωμεν εις τους φιλοσόφους και τους φιλακολούθους εκείνους, οι οποίοι, εις +μίαν μεν τοιαύτην συζήτησιν, όπως η ιδική μας, δεν θα είχαν καμμίαν διάθεσιν +βέβαια να παρασταθούν, τρέχουν όμως εις όλας τας Διονυσιακάς εορτάς, χωρίς να +παραλείψουν καμμίαν, είτε εις την πόλιν είτε εις τα χωρία, ως να είχαν ενοικιάση +τα αυτιά των, διά να ακούσουν όλους τους χορούς. Φιλοσόφους λοιπόν θα +ονομάσωμεν όλους αυτούς, που έχουν μέγαν ζήλον να μανθάνουν κάτι τοιαύτα +πράγματα και να καταγίνωνται με τέχνας όλως διόλου ασημάντους; — Δεν είναι +πράγματι αυτοί φιλόσοφοι, ομοιάζουν όμως με φιλοσόφους. — Και ποίους +ονομάζεις πραγματικούς φιλοσόφους; — Εκείνους που αγαπούν να βλέπουν την +αλήθειαν. — Είναι αναμφιβόλως ορθόν αυτό που λέγεις, αλλά εξήγησέ μου πώς το +εννοείς; — Διά κάθε άλλον δεν θα μου ήτο πολύ εύκολον· εσύ όμως πιστεύω να +συμφωνήσης εις αυτό που θα ειπώ. — Τι; — Επειδή το ωραίον είναι αντίθετον +προς το άσχημον, θα ειπή ότι είναι δύο πράγματα αυτά. — Πώς όχι; Αφού λοιπόν +είναι δύο, είναι το καθένα των ξεχωριστόν. — Μάλιστα. — Το αυτό ισχύει και περί +του δικαίου και του αδίκου, περί του καλού και του κακού και εν γένει περί όλων +των ιδεών· έκαστον δηλαδή εξ αυτών είναι ένα, αλλά παρουσιαζόμενα πανταχού +υπό την σχέσιν, την οποίαν έχουν με τας πράξεις μας, με τα σώματα και μεταξύ +των, φαίνονται ως πολλά το καθένα. — Έχεις δίκαιον. — Κατ' αυτόν λοιπόν τον +τρόπον διακρίνω και εγώ, χωριστά μεν εκείνους που αγαπούν τα θεάματα, τας +τέχνας και καταγίνονται με αυτά, και χωριστά εκείνους, περί των οποίων πρόκειται +τώρα ο λόγος, και οι οποίοι μόνον αξίζουν το όνομα του φιλοσόφου. — Και πώς +τους διακρίνεις; — Οι πρώτοι εκείνοι, που αγαπούν τα θεάματα και τας ακροάσεις, +περιορίζονται μόνον εις τας ωραίας φωνάς, εις τα ωραία χρώματα και σχήματα και +εις όλα τα δημιουργήματα των τεχνών, τα οποία στηρίζονται επ’ αυτών, ενώ η +διάνοιά των είναι ανίκανος να αντιληφθή αυτήν καθ' εαυτήν την φύσιν του ωραίου +και να την αγαπήση. — Αυτό πραγματικώς συμβαίνει. — Όσοι δε είναι ικανοί να +ανυψωθούν μέχρι του ωραίου και να το βλέπουν αυτό καθ' εαυτό, δεν είναι +βέβαια αρκετά σπάνιοι; — Και πολύ μάλιστα.</p> + +<p> — Και τι σου φαίνεται πως είναι η ζωή ενός ανθρώπου, που γνωρίζει μεν +τα ωραία πράγματα, δεν γνωρίζει όμως αυτό καθ' εαυτό το ωραίον, ούτε είναι +ικανός να παρακολουθήση εκείνους, που θα ημπορούσαν να τον κάμουν να το +γνωρίση; όνειρον τάχα ή πραγματικότης; και σκέψου· τι άλλο σημαίνει να +ονειρεύεται κανείς, παρά ένα πράγμα όμοιον με κάτι, να μη το θεωρή όμοιον, αλλά +να το παίρνη δι’ αυτό το ίδιον πράγμα, με το οποίον ομοιάζει; — Βέβαια, και εγώ +θα έλεγα πως ονειρεύεται αυτός.</p> + +<p> — Εκείνος όμως απεναντίας, όστις γνωρίζει το ωραίον καθ' εαυτό και +ημπορεί να το οραματίζεται και αυτό το ίδιον και όσα μετέχουν από την φύσιν του, +χωρίς όμως να συγχέη αυτά με εκείνο, σου φαίνεται και αυτός πως ζη εν ονείρω, ή +εν εγρηγόρσει; — Και πάρα πολύ μάλιστα εν εγρηγόρσει. — Η γνώσις επομένως +αυτού, επειδή στηρίζεται επί της πραγματικότητος, δεν είναι δίκαιον να ονομασθή +επιστήμη, του δε άλλου απλώς δοξασία, διότι στηρίζεται μόνον επί της φαντασίας +του; — Βεβαιότατα.</p> + +<p> — Και αν ο τελευταίος αυτός, ο οποίος καθ' ημάς φαντάζεται μόνον και +δεν γνωρίζει, εθύμωνε μαζί μας και διεμαρτύρετο, ότι δεν λέγομεν την αλήθειαν, +δεν θα είχαμεν να του ειπούμεν τίποτε, διά να τον καθησυχάσωμεν και να τον +πείσωμεν, αλλά πάντοτε οπωσδήποτε κεκαλυμμένως, ότι δεν είναι καλά; — Πρέπει +τουλάχιστον. — Σκέψου λοιπόν τι θα του ειπούμεν, ή θέλεις καλύτερα, αφού τον +διαβεβαιώσωμεν ότι καθόλου δεν τον φθονούμεν, εάν ηξεύρη τίποτε, αλλ' +απεναντίας θα είμεθα πολύ ευχαριστημένοι να ιδούμεν ότι ηξεύρει κάτι, να του +αποτείνωμεν την εξής ερώτησιν; ειπέ μας, θα τον ερωτήσωμεν, ένας που γνωρίζει, +γνωρίζει κάτι τι ή όχι; απάντησέ μου λοιπόν εσύ δι’ εκείνον. — Θα σου απαντήσω +ότι γνωρίζει κάτι τι. — Και αυτό, που γνωρίζει, είναι πράγμα υπαρκτόν ή +ανύπαρκτον; — Υπαρκτόν· διότι πώς είναι δυνατόν να γνωρισθή ένα πράγμα, που +δεν υπάρχει;</p> + +<p> — Δυνάμεθα λοιπόν να είμεθα βέβαιοι περί αυτού, οπωσδήποτε και αν +το εξετάσωμεν, ότι ένα πράγμα που υπάρχει καθ' όλην του την υπόστασιν, ημπορεί +επίσης και να γνωρισθή, ένα δε πράγμα που δεν υπάρχει καθόλου, δεν ημπορεί και +καθόλου να γνωρισθή. — Είμεθα βέβαιοι. — Έστω· αλλ' αν ευρίσκετο κάτι τι, το +οποίον να είναι συγχρόνως και να μην είναι, δεν θα έκειτο μεταξύ εκείνου που +υπάρχει καθ' ολοκληρίαν, και εκείνου που δεν υπάρχει διόλου; — Βεβαίως. — Και +αφού επομένως η μεν γνώσις είπομεν ότι είναι δι’ εκείνα που υπάρχουν, η δε +αγνωσία κατ' ανάγκην δι’ εκείνα που δεν υπάρχουν, δεν πρέπει να ζητήσωμεν δι’ +αυτά που κείνται μεταξύ, κάτι τι που να είναι μεταξύ της αγνοίας και της +επιστήμης, εάν υποτεθή ότι υπάρχει τοιούτον τι; — Πρέπει βέβαια. — Υπάρχει κάτι +που το ονομάζομεν δοξασίαν; — Πώς όχι; — Και είναι διαφορετικόν από την +επιστήμην, ή το ίδιον; — Διαφορετικόν. — Άλλο λοιπόν είναι το αντικείμενον της +μιας και άλλο της άλλης, και καθεμία έχει την ιδικήν της ξεχωριστά δύναμιν. — +Μάλιστα. — Η επιστήμη δεν έχει αντικείμενον να γνωρίζη τα πράγματα, που +υπάρχουν, κατά ποίον τρόπον υπάρχουν; ή μάλλον μου φαίνεται αναγκαίον +προηγουμένως να διευκρινήσωμεν κάπως αλλέως το ζήτημα. — Πώς;</p> + +<p> — Όταν λέγωμεν δυνάμεις, εννοούμεν ένα κάποιον είδος υπάρξεων, +χάρις εις τας οποίας είμεθα εις θέσιν και ημείς, και οτιδήποτε άλλο πράγμα, να +κάμνωμεν εκείνο, που μας προσιδιάζει· δυνάμεις παραδείγματος χάριν λέγω την +ακοήν, την όρασιν, και πιστεύω να καταλαβαίνης τι θέλω να εννοήσω με αυτό το +γενικόν όνομα — Πώς; καταλαβαίνω. — Άκουσε λοιπόν, ποία είναι η γνώμη μου +περί αυτού του ζητήματος· εγώ δεν βλέπω η δύναμις να έχη ούτε χρώμα, ούτε +σχήμα, ούτε τίποτε όμοιον με εκείνα, που ευρίσκονται εις πολλά άλλα πράγματα, +και τα οποία λαμβάνω υπ’ όψιν μου διά να διακρίνω τα διάφορα αντικείμενα απ’ +αλλήλων· προκειμένου λοιπόν περί δυνάμεως εις τούτο μόνον αποβλέπω, ποίος +είναι ο προορισμός και ποία τα αποτελέσματά της, και με αυτόν τον τρόπον +διακρίνω την κάθε μίαν των· και θεωρώ ομοίας μεν τας δυνάμεις, που έχουν το +αυτό αντικείμενον και τα αυτά αποτελέσματα, διαφορετικάς δε, όσαι έχουν +διάφορον αντικείμενον και αποτελέσματα· εσύ δε, πώς τας διακρίνεις; — Και εγώ +έτσι.</p> + +<p> — Ας επανέλθωμεν λοιπόν τώρα εις το θέμα μας· την επιστήμην την +παραδέχεσαι ως δύναμιν, ή την κατατάσσεις εις καμμίαν άλλην κατηγορίαν; — Ως +δύναμιν και μάλιστα την ισχυροτάτην από όλας τας δυνάμεις. — Η δε δοξασία, +είναι και αυτή δύναμις, ή πρέπει να την κατατάξωμεν εις άλλο είδος; — Διόλου· +επειδή και η δοξασία είναι κάτι, διά του οποίου ημπορούμεν να κρίνωμεν κατά το +φαινόμενον. — Αλλά προ ολίγου ωμολόγησες ότι δεν είναι το ίδιον πράγμα η +δοξασία και η επιστήμη. — Αναμφιβόλως· διότι πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος +με νουν να θεωρήση το ίδιον ένα πράγμα που δεν σφάλλεται με ένα που +σφάλλεται; — Πολύ καλά· αναγνωρίζομεν λοιπόν, ότι άλλο πράγμα είναι η γνώσις +και άλλο η δοξασία. — Μάλιστα. — Και επομένως η καθεμία έχει άλλο +αντικείμενον και άλλην ενέργειαν. — Κατ' ανάγκην. — Και η μεν επιστήμη δεν έχει +ως αντικείμενόν της, να γνωρίζη εκείνο που υπάρχει, κατά ποίον ακριβώς τρόπον +υπάρχει; — Ναι. — Η δε δοξασία, λέγομεν, δεν είναι άλλο παρά η δύναμις να +κρίνωμεν κατά το φαινόμενον. — Μάλιστα. — Το ίδιον τάχα αντικείμενον, το +οποίον και η επιστήμη γνωρίζει, ούτως ώστε το γνωστόν και το κατά το φαινόμενον +να είναι ένα και το αυτό πράγμα; ή είναι αδύνατον το τοιούτον; — Αδύνατον, +σύμφωνα με εκείνα που παραδέχθημεν, αφού εκάστη δύναμις έχει ωρισμένον +αντικείμενον, η δε επιστήμη και η δοξασία είναι μεν και αι δύο δυνάμεις, άλλα +διαφορετική καθεμία· εκ του οποίου έπεται, ότι δεν ημπορεί το γνωστόν και το +κατά το φαινόμενο να είναι το ίδιον πράγμα. — Αφού λοιπόν η επιστήμη +αντικείμενόν της έχει το ον, άλλο βεβαίως θα είναι το αντικείμενον της δοξασίας +και όχι το ον. — Άλλο. — Τάχα να είναι λοιπόν το μη ον; ή μήπως είναι αδύνατον το +μη ον να είναι αντικείμενον δοξασίας; και σκέψου, εκείνος ο οποίος έχει μίαν +δοξασίαν, δεν την έχει δι’ ένα πράγμα; ή είναι δυνατόν να έχη μεν μίαν δοξασίαν, +να μην αποβλέπη όμως αυτή εις κανένα πράγμα; — Αδύνατον. — Ώστε ένας, που +έχει μίαν δοξασίαν, την έχει πάντοτε δι’ ένα ωρισμένον πράγμα. Μάλιστα. Το μη ον +όμως δεν είναι ένα πράγμα, αλλά θα ημπορούσαμεν ορθότατα να το ονομάσωμεν +μηδέν.</p> + +<p>Βεβαίως. — Παρεδέχθημεν δε κατ' ανάγκην ότι το μη ον είναι το αντικείμενον +της γνώσεως. — Ορθώς. — Η δοξασία επομένως δεν της μένει να έχη αντικείμενον +ούτε το ον, ούτε το μη ον. — Όχι βέβαια. — Επομένως δεν είναι ούτε γνώσις, ούτε +άγνοια. Καθώς φαίνεται.</p> + +<p> — Είναι λοιπόν έξω και από τα δύο, εις τρόπον τάχα που να υπερτερή +την γνώσιν κατά την σαφήνειαν, ή την άγνοιαν κατά την ασάφειαν: — Ούτε το ένα, +ούτε το άλλο. — Αλλά τότε μήπως άραγε παραδέχεσαι, ότι η δοξασία είναι +σκοτεινοτέρα μεν της γνώσεως, φωτεινοτέρα δε της αγνοίας. — Και πολύ μάλιστα. +— Κείται λοιπόν μεταξύ των δύο; — Ναι. — Ώστε είναι κάτι διάμεσον η δοξασία +μεταξύ της γνώσεως και της αγνοίας; — Βεβαιότατα. — Είπαμεν όμως +προηγουμένως ότι, αν εύρωμεν κάτι, το οποίον να είναι και να μην είναι +συγχρόνως, θα κείται αυτό μεταξύ του πραγματικώς όντος και του καθ' ολοκληρίαν +μη όντος, και δεν θα είναι αντικείμενον ούτε της επιστήμης ούτε της αγνοίας, αλλά +μιας δυνάμεως η οποία θα εφαίνετο διάμεσος της επιστήμης και της αγνοίας. — +Σωστά. — Ευρήκαμεν δε τώρα, ότι αυτό το διάμεσον μεταξύ των δύο είναι εκείνο, +που ονομάζομεν δοξασίαν. — Μάλιστα, το ευρήκαμεν. — Μας υπολείπεται λοιπόν +τώρα να εύρωμεν, καθώς φαίνεται, ποίον είναι εκείνο το πράγμα, που μετέχει +συγχρόνως και του όντος και του μη όντος, χωρίς να είναι ακριβώς και καθ' εαυτό +ούτε το ένα ούτε το άλλο· και εάν ευρεθή αυτό το αντικείμενον της δοξασίας, θα +αποδώσωμεν εις εκάστην των τριών δυνάμεων τα αντικείμενά των· εις τας άκρας +τα άκρα, και εις την μεταξύ κειμένην τα μεταξύ αντικείμενα· δεν είναι έτσι; </p> + +<p>Έτσι μάλιστα.</p> + +<p>Τούτου τεθέντος, θα ερωτήσω κατόπιν και ας μου αποκριθή εκείνος ο καλός +μας, ο οποίος δεν παραδέχεται ότι υπάρχει το ωραίον καθ' εαυτό, ούτε η ιδέα του +ωραίου, αμετάβλητος κατά πάντα και πάντοτε, αλλά μόνον τα πολλά ωραία +αναγνωρίζει, ο φίλος εκείνος των ωραίων θεαμάτων, που δεν ανέχεται να του +κάμης λόγον διά το ένα και απόλυτον ωραίον, διά το ένα και απόλυτον δίκαιον και +ούτω καθ' εξής· απάντησέ μας, θα του είπωμεν, καλέ μας, από τα πολλά τα ωραία +υπάρχει τάχα κανένα, που να μην ημπορή να φανή ποτε άσχημον, ή από τα δίκαια, +που να μη φανή άδικον, και από τα όσια, ανόσιον; — Όχι, αλλά κατ' ανάγκην το +ίδιον πράγμα δύναται να φανή άλλοτε ωραίον και άλλοτε άσχημον, όπως και τα +άλλα που ερωτάς. — Τι δε; τα πολλά διπλάσια, δεν ημπορούν πολύ ωραία να είναι +και τα μισά ενός άλλου ποσού; — Βεβαιότατα. — Επίσης και τα μεγάλα και τα +μικρά και τα ελαφρά και τα βαρέα δεν ημπορούν να είναι και τοιαύτα, όπως τα +εχαρακτηρίσαμεν, αλλά και τα εναντία; — Βεβαίως, έκαστον από αυτά είναι +πάντοτε και το ένα και το άλλο. — Και έκαστον από τα πολλά πράγματα είναι τάχα +περισσότερον, ή δεν είναι, εκείνο που το λέγομεν ότι είναι; — Αυτό μοιάζει εκείνα +που λέγουν εις τα τραπέζια, τα ήξεις αφήξεις, ή με το αίνιγμα των παιδιών διά τον +ευνούχον που επετροβόλησε την νυκτερίδα και με τι και πού επάνω την +επετροβόλησε· το ίδιον και αυτά που λέγεις έχουν διπλόν νόημα, και είναι και δεν +είναι, και δεν ημπορείς να είπης με βεβαιότητα, αν είναι και τα δύο, ή ούτε το ένα +ούτε το άλλο.</p> + +<p>Έχεις λοιπόν τι καλύτερον να κάμης με αυτά, ή πού να τα τοποθετήσης +καλύτερα, παρά μεταξύ του όντος και του μηδενός; διότι βεβαίως ούτε +σκοτεινότερα είναι από το μη ον, ώστε να έχουν ολιγωτέραν ύπαρξιν από αυτό, +ούτε φωτεινότερα από το ον, ώστε να έχουν περισσοτέραν από αυτό ύπαρξιν. — +Είναι αλήθεια.</p> + +<p> — Ευρήκαμεν λοιπόν, καθώς φαίνεται, ότι αυτά τα πολλά πράγματα, εις +τα οποία οι πολλοί αποδίδουν την ιδιότητα του ωραίου και τας άλλας τοιαύτας +ιδιότητας κυμαίνονται, ούτως ειπείν, μεταξύ του καθ' αυτό όντος και του μη όντος. +— Μάλιστα. — Εσυμφωνήσαμεν δε προηγουμένως, ότι, αν ήθελεν ευρεθή +τοιούτον τι, θα το ονομάσωμεν αντικείμενον όχι της επιστήμης αλλά της δοξασίας, +της διαμέσου ταύτης δυνάμεως, εις την οποίαν υπόκειται το μεταξύ κυμαινόμενον. +— Πραγματικώς.</p> + +<p> — Εκείνοι λοιπόν που παρατηρούν τα πολλά ωραία πράγματα, δεν +βλέπουν όμως το ωραίον καθ' εαυτό, ούτε δύνανται να παρακολουθήσουν εκείνον, +που είναι εις θέσιν να τους το δείξη, επίσης δε και τα πολλά δίκαια, όχι όμως και το +έν δίκαιον το καθ' εαυτό, και τα άλλα ομοίως, αυτοί, θα είπωμεν ότι έχουν απλώς +γνώμας, ουδεμίαν όμως γνώσιν των πραγμάτων. — Κατ' ανάγκην. — Απεναντίας +δε, εκείνοι που παρατηρούν αυτά καθ' εαυτά τα πράγματα και την πάντοτε +αναλλοίωτον αυτών φύσιν, αυτοί δεν θα είπωμεν ότι γνωρίζουν και όχι απλώς ότι +έχουν γνώμας; Κατ' ανάγκην και τούτο. — Και αυτοί μεν, δεν θα ειπούμεν, ότι +αγαπούν και ασπάζονται τα πράγματα, που είναι αντικείμενα της επιστήμης, οι +άλλοι δε τα πράγματα, που είναι αντικείμενα της δοξασίας; ή δεν ενθυμείσαι που +ελέγαμεν δι’ αυτούς τους τελευταίους, ότι αγαπούν και ευχαριστούνται με τας +ωραίας φωνάς, τα ωραία σχήματα και τα τοιαύτα, αλλά δεν ανέχονται να +ακούσουν διά το απόλυτον ωραίον, ότι υπάρχει; — Το ενθυμούμαι. — Θα τους +αδικήσωμεν λοιπόν τάχα αν τους ονομάσωμεν φιλοδόξους μάλλον ή φιλοσόφους, +και θα μας θυμώσουν πολύ άραγε δι’ αυτό το όνομα, που θα τους δώσωμεν;</p> + +<p>Όχι, αν θέλουν να με πιστεύσουν· διότι δεν είναι σωστόν να θυμώνη κανείς με +την αλήθειαν. — Πρέπει λοιπόν κατά συνέπειαν να ονομάζωμεν φιλοσόφους μόνον +εκείνους, που αφοσιώνονται εις την εξέτασιν του όντος καθ' εαυτό. — Δίχως +αντίρρησιν.</p> + +<p style="text-align: center;">* *<br /> +*</p> + +<p>Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξαν ένας +σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορά προσφερόταν συστηματικά στο +ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η αρχαία ελληνική σκέψη (ιστορία, φιλοσοφία, +ποίηση, δράμα, δικανικός και πολιτικός λόγος) σε δημιουργικές μεταφορές της, +από τους άριστους μεταφραστές του τόπου, στην πιο σύγχρονη μορφή που πήρε +εξελισσόμενο το γλωσσικό της όργανο. Ο Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο +Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο +Θεόφραστος, ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ. προσφέρονται και +σήμερα, στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή, Μωραϊτίδη, +Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη, Καζαντζάκη, Βάρναλη, +Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως, Τσοκόπουλου, Σίγουρου, Κ. +Χρηστομάνου κλπ, σε μια σύγχρονη σειρά εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα που +επίσης γίνεται για πρώτη φορά, συστηματικά, στην Ελλάδα.</p> + +<p><b>Πολιτεία.</b> Το πρωτυπώτερον και πλαστικώτερον των πλατωνικών +έργων, αποτελούμενον εκ 10 βιβλίων. Το πρώτον βιβλίον πραγματευόμενον περί +δικαιοσύνης είναι αφετηρία διατυπώσεως έπειτα ιδανικού πολιτεύματος. Η +οριζομένη ισότης δικαιωμάτων των πολιτών, η διακανόνισις ίσης εργασίας, η +κατανομή των πολιτών εις τρεις τάξεις, η εξίσωσις ανδρών και γυναικών, η +κοινογαμία και κοινοκτημοσύνη, ο αποκλεισμός των ποιητών, ο περιορισμός της +αυξήσεως του πληθυσμού, αι πρωτόρρυθμοι γενικαί περί του κοινωνικού και του +αστικού δικαίου αρχαί, συνδυαζόμεναι εις οργανικόν σύστημα εις την «Πολιτείαν» +του Πλάτωνος, υπήρξαν αφετηρίαι πλείστων φιλοσοφικών, κοινωνιολογικών και +πολιτικών θεωριών. Ώστε και από της απόψεως ταύτης είναι εκ των +σημαντικωτέρων δημιουργημάτων της ανθρωπίνης σκέψεως.</p> + +<p>Η μετάφρασις πιστή, σαφής και γλαφυρά υπό του κ. Ι. Ν. Γρυπάρη.<br /> +Τόμος Α' 10 δρχ., Τόμος Β΄ 10 δρχ., Τόμος Γ' 10 δρχ. Τόμος Δ' 10 δρχ.</p> + +<p style="text-align: center;">* *<br /> +*</p> +<p>ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΠΩΛΗΣΙΣ</p> + +<p>ΛΑΔΙΑΣ ΚΑΙ Σια Ο.Ε.</p> + +<p>ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ 22 ΤΗΛ. 614.686, 634.506</p> + +<p>ΤΙΜΑΤΑΙ<br /> +ΔΡΧ. 10</p> + +<hr></hr> + +<p id='fn1'>1) Το κείμενον έχει «ύδραν τέμνουσιν».<a href='#ref1' +title='πίσω'>↩</a></p> + +<p> +</p> + + + + + + + + +<pre> + + + + + +End of the Project Gutenberg EBook of Republic, Volume 2, by Plato + +*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK REPUBLIC, VOLUME 2 *** + +***** This file should be named 39493-h.htm or 39493-h.zip ***** +This and all associated files of various formats will be found in: + http://www.gutenberg.org/3/9/4/9/39493/ + +Produced by Sophia Canoni. Book provided by Iason +Konstantinides. Thanks to George Canonis for his major +work in proofreading. + + +Updated editions will replace the previous one--the old editions +will be renamed. + +Creating the works from public domain print editions means that no +one owns a United States copyright in these works, so the Foundation +(and you!) can copy and distribute it in the United States without +permission and without paying copyright royalties. Special rules, +set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to +copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to +protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project +Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you +charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you +do not charge anything for copies of this eBook, complying with the +rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose +such as creation of derivative works, reports, performances and +research. They may be modified and printed and given away--you may do +practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is +subject to the trademark license, especially commercial +redistribution. + + + +*** START: FULL LICENSE *** + +THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE +PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK + +To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free +distribution of electronic works, by using or distributing this work +(or any other work associated in any way with the phrase "Project +Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project +Gutenberg-tm License available with this file or online at + www.gutenberg.org/license. + + +Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm +electronic works + +1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm +electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to +and accept all the terms of this license and intellectual property +(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all +the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy +all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession. +If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project +Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the +terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or +entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8. + +1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be +used on or associated in any way with an electronic work by people who +agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few +things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works +even without complying with the full terms of this agreement. See +paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project +Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement +and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic +works. See paragraph 1.E below. + +1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation" +or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project +Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the +collection are in the public domain in the United States. If an +individual work is in the public domain in the United States and you are +located in the United States, we do not claim a right to prevent you from +copying, distributing, performing, displaying or creating derivative +works based on the work as long as all references to Project Gutenberg +are removed. Of course, we hope that you will support the Project +Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by +freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of +this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with +the work. You can easily comply with the terms of this agreement by +keeping this work in the same format with its attached full Project +Gutenberg-tm License when you share it without charge with others. + +1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern +what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in +a constant state of change. If you are outside the United States, check +the laws of your country in addition to the terms of this agreement +before downloading, copying, displaying, performing, distributing or +creating derivative works based on this work or any other Project +Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning +the copyright status of any work in any country outside the United +States. + +1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg: + +1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate +access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently +whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the +phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project +Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed, +copied or distributed: + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + +1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived +from the public domain (does not contain a notice indicating that it is +posted with permission of the copyright holder), the work can be copied +and distributed to anyone in the United States without paying any fees +or charges. If you are redistributing or providing access to a work +with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the +work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1 +through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the +Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or +1.E.9. + +1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted +with the permission of the copyright holder, your use and distribution +must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional +terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked +to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the +permission of the copyright holder found at the beginning of this work. + +1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm +License terms from this work, or any files containing a part of this +work or any other work associated with Project Gutenberg-tm. + +1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this +electronic work, or any part of this electronic work, without +prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with +active links or immediate access to the full terms of the Project +Gutenberg-tm License. + +1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary, +compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any +word processing or hypertext form. However, if you provide access to or +distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than +"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version +posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org), +you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a +copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon +request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other +form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm +License as specified in paragraph 1.E.1. + +1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying, +performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works +unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9. + +1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing +access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided +that + +- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from + the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method + you already use to calculate your applicable taxes. The fee is + owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he + has agreed to donate royalties under this paragraph to the + Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments + must be paid within 60 days following each date on which you + prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax + returns. Royalty payments should be clearly marked as such and + sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the + address specified in Section 4, "Information about donations to + the Project Gutenberg Literary Archive Foundation." + +- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies + you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he + does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm + License. You must require such a user to return or + destroy all copies of the works possessed in a physical medium + and discontinue all use of and all access to other copies of + Project Gutenberg-tm works. + +- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any + money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the + electronic work is discovered and reported to you within 90 days + of receipt of the work. + +- You comply with all other terms of this agreement for free + distribution of Project Gutenberg-tm works. + +1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm +electronic work or group of works on different terms than are set +forth in this agreement, you must obtain permission in writing from +both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael +Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the +Foundation as set forth in Section 3 below. + +1.F. + +1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable +effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread +public domain works in creating the Project Gutenberg-tm +collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic +works, and the medium on which they may be stored, may contain +"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or +corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual +property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a +computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by +your equipment. + +1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right +of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project +Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project +Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all +liability to you for damages, costs and expenses, including legal +fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT +LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE +PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE +TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE +LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR +INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH +DAMAGE. + +1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a +defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can +receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a +written explanation to the person you received the work from. If you +received the work on a physical medium, you must return the medium with +your written explanation. The person or entity that provided you with +the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a +refund. If you received the work electronically, the person or entity +providing it to you may choose to give you a second opportunity to +receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy +is also defective, you may demand a refund in writing without further +opportunities to fix the problem. + +1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth +in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS', WITH NO OTHER +WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO +WARRANTIES OF MERCHANTABILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE. + +1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied +warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages. +If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the +law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be +interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by +the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any +provision of this agreement shall not void the remaining provisions. + +1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the +trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone +providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance +with this agreement, and any volunteers associated with the production, +promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works, +harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees, +that arise directly or indirectly from any of the following which you do +or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm +work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any +Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause. + + +Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm + +Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of +electronic works in formats readable by the widest variety of computers +including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists +because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from +people in all walks of life. + +Volunteers and financial support to provide volunteers with the +assistance they need are critical to reaching Project Gutenberg-tm's +goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will +remain freely available for generations to come. In 2001, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure +and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations. +To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation +and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4 +and the Foundation information page at www.gutenberg.org + + +Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive +Foundation + +The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit +501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the +state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal +Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification +number is 64-6221541. Contributions to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent +permitted by U.S. federal laws and your state's laws. + +The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S. +Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered +throughout numerous locations. Its business office is located at 809 +North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887. Email +contact links and up to date contact information can be found at the +Foundation's web site and official page at www.gutenberg.org/contact + +For additional contact information: + Dr. Gregory B. Newby + Chief Executive and Director + gbnewby@pglaf.org + +Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation + +Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide +spread public support and donations to carry out its mission of +increasing the number of public domain and licensed works that can be +freely distributed in machine readable form accessible by the widest +array of equipment including outdated equipment. Many small donations +($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt +status with the IRS. + +The Foundation is committed to complying with the laws regulating +charities and charitable donations in all 50 states of the United +States. Compliance requirements are not uniform and it takes a +considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up +with these requirements. We do not solicit donations in locations +where we have not received written confirmation of compliance. To +SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any +particular state visit www.gutenberg.org/donate + +While we cannot and do not solicit contributions from states where we +have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition +against accepting unsolicited donations from donors in such states who +approach us with offers to donate. + +International donations are gratefully accepted, but we cannot make +any statements concerning tax treatment of donations received from +outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff. + +Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation +methods and addresses. Donations are accepted in a number of other +ways including checks, online payments and credit card donations. +To donate, please visit: www.gutenberg.org/donate + + +Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic +works. + +Professor Michael S. Hart was the originator of the Project Gutenberg-tm +concept of a library of electronic works that could be freely shared +with anyone. For forty years, he produced and distributed Project +Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support. + +Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed +editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S. +unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily +keep eBooks in compliance with any particular paper edition. + +Most people start at our Web site which has the main PG search facility: + + www.gutenberg.org + +This Web site includes information about Project Gutenberg-tm, +including how to make donations to the Project Gutenberg Literary +Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to +subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks. + + +</pre> + +</body> +</html> + + + diff --git a/39493-h/images/cover.jpg b/39493-h/images/cover.jpg Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..48bd370 --- /dev/null +++ b/39493-h/images/cover.jpg diff --git a/LICENSE.txt b/LICENSE.txt new file mode 100644 index 0000000..6312041 --- /dev/null +++ b/LICENSE.txt @@ -0,0 +1,11 @@ +This eBook, including all associated images, markup, improvements, +metadata, and any other content or labor, has been confirmed to be +in the PUBLIC DOMAIN IN THE UNITED STATES. + +Procedures for determining public domain status are described in +the "Copyright How-To" at https://www.gutenberg.org. + +No investigation has been made concerning possible copyrights in +jurisdictions other than the United States. Anyone seeking to utilize +this eBook outside of the United States should confirm copyright +status under the laws that apply to them. diff --git a/README.md b/README.md new file mode 100644 index 0000000..8f462ac --- /dev/null +++ b/README.md @@ -0,0 +1,2 @@ +Project Gutenberg (https://www.gutenberg.org) public repository for +eBook #39493 (https://www.gutenberg.org/ebooks/39493) |
