summaryrefslogtreecommitdiff
diff options
context:
space:
mode:
authorRoger Frank <rfrank@pglaf.org>2025-10-14 20:12:55 -0700
committerRoger Frank <rfrank@pglaf.org>2025-10-14 20:12:55 -0700
commit698442acd2df78904151717ade76a24c3c56aefd (patch)
tree1e8a08fbe2ae016ee9f97365511ee5d5b4b2871a
initial commit of ebook 39493HEADmain
-rw-r--r--.gitattributes3
-rw-r--r--39493-0.txt4664
-rw-r--r--39493-0.zipbin0 -> 117620 bytes
-rw-r--r--39493-h.zipbin0 -> 228192 bytes
-rw-r--r--39493-h/39493-h.htm4008
-rw-r--r--39493-h/images/cover.jpgbin0 -> 109549 bytes
-rw-r--r--LICENSE.txt11
-rw-r--r--README.md2
8 files changed, 8688 insertions, 0 deletions
diff --git a/.gitattributes b/.gitattributes
new file mode 100644
index 0000000..6833f05
--- /dev/null
+++ b/.gitattributes
@@ -0,0 +1,3 @@
+* text=auto
+*.txt text
+*.md text
diff --git a/39493-0.txt b/39493-0.txt
new file mode 100644
index 0000000..5c1fd08
--- /dev/null
+++ b/39493-0.txt
@@ -0,0 +1,4664 @@
+The Project Gutenberg EBook of Republic, Volume 2, by Plato
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+
+Title: Republic, Volume 2
+
+Author: Plato
+
+Translator: Ioannis Gryparis
+
+Release Date: April 20, 2012 [EBook #39493]
+
+Language: Greek
+
+Character set encoding: UTF-8
+
+*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK REPUBLIC, VOLUME 2 ***
+
+
+
+
+Produced by Sophia Canoni. Book provided by Iason
+Konstantinides. Thanks to George Canonis for his major
+work in proofreading.
+
+
+
+
+
+Note: The tonic system has been changed from polytonic to
+monotonic, otherwise the spelling of the book has not been
+changed. Footnotes
+have been converted to endnotes. // Σημείωση: Το τονικό σύστημα
+έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει
+διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Οι υποσημειώσεις των
+σελίδων έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου.
+
+
+
+
+ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ
+ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
+
+
+
+
+ΠΛΑΤΩΝΟΣ
+ΠΟΛΙΤΕΙΑ
+
+
+
+
+ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ
+Ι. Ν. ΓΡΥΠΑΡΗ
+
+ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ
+
+
+
+
+ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
+ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΕΞΗ
+1911
+
+
+
+
+ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ
+ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
+
+Π Λ Α Τ Ω Ν Ο Σ
+ΠΟΛΙΤΕΙΑ
+
+
+ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ I. Ν. ΓΡΥΠΑΡΗ
+ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ
+
+ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
+ΕΚΔΟΤΙΚΟΙ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΕΞΗ
+1911
+
+
+
+ΒΙΒΛΙΟΝ Γ'.
+
+
+
+ — Τοιαύτα λοιπόν είναι, όσον αφορά τους θεούς, εκείνα τα
+οποία, καθώς νομίζω, πρέπει να ακούουν, και εκείνα που δεν
+πρέπει να ακούουν ευθύς από την παιδικήν των ηλικίαν οι
+άνθρωποι, που θέλομεν να τιμούν τους θεούς και τους γονείς των
+και να θεωρούν όχι ως το μικρότερον αγαθόν την μεταξύ των
+αγάπην και ομόνοιαν. — Και νομίζω ότι είναι σωστά όσα
+παρεδέχθημεν επ’ αυτού του αντικειμένου.
+
+ — Τώρα, εάν θέλωμεν να είναι και ανδρείοι, δεν πρέπει να τους
+λέγωμεν τοιαύτα, με τα οποία θα τους κάμωμεν να μη φοβούνται
+καθόλου τον θάνατον; ή νομίζεις ότι ημπορεί ποτε κανείς να γίνη
+ανδρείος, εάν έχη μέσα του αυτόν τον φόβον; — Όχι, μα την
+αλήθειαν, δεν το φαντάζομαι. — Τι δε; όταν ένας άνθρωπος
+πιστεύη ότι υπάρχη Άδης, τόπος πλήρης φρίκης και τρόμου,
+νομίζεις ότι θα επροτίμα να φονευθή εις τον πόλεμον, παρά να
+νικηθή και να γίνη δούλος; — Διόλου. — Καθήκον μας λοιπόν
+είναι, καθώς φαίνεται, να επιστήσωμεν την προσοχήν μας και εις
+όσα θα λέγωνται περί του αντικειμένου τούτου και να συστήσωμεν
+εις τους ποιητάς να μην κατηγορούν, όπως συνήθως, τα εν τω Άδη,
+αλλά μάλλον να τα επαινούν, επειδή ούτε αληθινά είναι όσα
+λέγουν, ούτε ωφέλιμα διά τους μέλλοντας πολεμιστάς. — Πρέπει
+πράγματι. — Ας εξαλείψωμεν λοιπόν από την ποίησιν όλα τα
+τοιαύτα, αρχίζοντες από τους εξής στίχους•
+
+ Ας ήμουνα πάνω στη γης κι ας πάη νάμουν σκλάβος
+ ενός φτωχού — —
+ παρά να ήμουν, βασιλιάς σ' όλους τους πεθαμένους•
+
+και αυτούς•
+
+ Και ο Άδης στα μάτια να φανή θνητών και αθανάτων
+ ο σκοτεινός κι ο άραχλος, που ως κι οι θεοί τον τρέμουν.
+
+και τους εξής•
+
+ Aλλοίμονόν μας! βέβαια και μες στον Άδη υπάρχει
+ κάποια ψυχή και φάντασμα, μα αίσθησι πια δεν έχει•
+
+και το
+
+ Μόνος αυτός αισθάνεται, οι άλλοι σκιές γυρνούνε•
+
+και
+
+ απ’ το κορμί του πέταξε και πάει η ψυχή στον Άδη
+ μοιριολογόντας, πόχασε τα νειάτα, την αντρειά της•
+
+και
+
+ η ψυχή, καπνός σαν να είταν, μέσα
+ στη γης εχάθη τρίζοντας•
+
+και τέλος
+
+ Σαν νυχτερίδες, που πετούν ατά βάθη ενός σπηλαίου
+ τρίζοντας, αν απ’ το σωρό καμμιά τους ξεκολλήση
+ και πέση καταγής κ’ η μια κρατιέται απ’ την άλλη,
+ έτσι κ’ εκείνες τρίζοντας όλες μαζί πετούσαν.
+
+Αυτά και όλα τα τοιαύτα θα παρακαλέσωμεν τον Όμηρον και τους
+άλλους ποιητάς να μη δυσαρεστηθούν αν τα διαγράψωμεν, όχι διότι
+δεν είναι ποιητικά και ευχάριστα να τα ακούουν οι πολλοί, αλλ'
+όσον ποιητικώτερα, τόσον ίσα ίσα πρέπει ολιγώτερον να τα
+ακούουν και παίδες και άνδρες, που θα ζήσουν ελεύθεροι,
+φοβούμενοι την δουλείαν περισσότερον από τον θάνατον. — Έχεις
+πληρέστατον δίκαιον.
+
+ — Ακόμη πρέπει να απορρίψωμεν και όλα τα φοβερά και τρομερά
+ονόματα που αναφέρονται εις αυτά τα πράγματα, οίον τους
+Κοκυτούς, τας Στύγας, τα Τάρταρα και όλα τα παρόμοια που είναι
+χυμένα στο ίδιο καλούπι και που κάμνουν να σηκώνονται οι τρίχες
+της κεφαλής των, όσοι τα ακούουν• ίσως και αυτά να έχουν την
+χρησιμότητά των εις τίποτε άλλο• αλλ' ημείς φοβούμεθα διά τους
+φρουρούς μας, μήπως από αυτήν την φρίκην μας γίνουν
+περισσότερον του δέοντος ευαίσθητοι και μαλακοί. — Και είναι
+σωστός αυτός ο φόβος. — Ώστε πρέπει να τα αφαιρέσωμεν; — Ναι. —
+Ώστε πρέπει να μεταχειριζώμεθα όλως διόλου τον αντίθετον τύπον
+και εις τους λόγους και εις την ποίησιν. — Φανερόν. — Θα
+αφαιρέσωμεν λοιπόν και τα μοιρολόγια και τους θρήνους που
+βάζουν κάποτε εις το στόμα των εξόχων ανδρών. — Κατ' ανάγκην,
+με εκείνα τα προηγούμενα. — Ας εξετάσωμεν όμως πρώτα, αν ορθώς
+θα τα αφαιρέσωμεν• λέγομεν λοιπόν, ότι ένας άνθρωπος σοφός δεν
+θα θεωρήση τον θάνατον ως δυστύχημα δι’ άλλον σοφόν, του οποίου
+είναι και φίλος. — Μάλιστα. — Ώστε δεν θα καθήση να τον κλαίη
+και να τον μοιρολογά, ως να έπαθε τίποτε κακόν. — Όχι βέβαια. —
+Ακόμη λέγομεν, ότι ο σοφός είναι άνθρωπος που μόνος του επαρκεί
+τελείως εις τον εαυτόν του, και απ’ όλους ολιγώτερον καμμίαν
+ανάγκην δεν έχει του άλλου διά να είναι ευτυχής. — Αληθώς. —
+Ώστε διόλου δεν θα είναι δυστύχημα δι’ αυτόν να χάση ή υιόν, ή
+αδελφόν, ή χρήματα, ή τίποτε άλλο από αυτά. — Διόλου πράγματι.
+— Επομένως και να θρηνή καθόλου δεν πρέπει, αλλ' απεναντίας με
+μεγάλην καρτερίαν να το υποφέρη, αν τύχη και τον εύρη καμμία
+τέτοια συμφορά. — Πολύ σωστά. — Σωστά λοιπόν και ημείς
+αφαιρούμεν τους θρήνους των σπουδαίων ανδρών και τους
+παραπέμπομεν το πολύ εις τας γυναίκας, και όχι μάλιστα τας
+σπουδαίας, και εις τους ταπεινοτέρας φύσεως άνδρας, διά να μην
+το καταδέχωνται να κάμνουν τα ίδια με αυτούς εκείνοι που τους
+προορίζομεν διά την φρούρησιν της χώρας. Θα παρακαλέσωμεν
+λοιπόν πάλιν τον Όμηρον και τους άλλους ποιητάς να μη μας
+παρουσιάζουν τον Αχιλλέα, υιόν θεάς, ότι
+
+ πότε απ’ τόνα του πλευρό πλάγιαζε πότ' απ’ τάλλο
+ και πότε πάλι ανάσκελα ή προύμυτα, ως που τέλος
+ πετιόνταν πάνω κι ως τρελλός γυρνούσε στ' ακρογιάλι•
+
+ούτε να παίρνη στάχτη με τα δυο του χέρια από τη φωτιά και να
+την χύνη στην κεφαλή του και να κλαίη και να οδύρεται, όπως τον
+παρέστησεν εκείνος• μήτε τον Πρίαμον, άνθρωπον σχεδόν ίσον με
+τους θεούς, να κυλίεται καταγής εις την κόπρον και να παρακαλή
+
+ και να εξορκίζη όλους των με τα ονόματά τους•
+
+πολύ δε περισσότερον θα τους παρακαλέσωμεν να μη παριστάνουν
+τουλάχιστον τους θεούς να οδύρωνται και να λέγουν
+
+ ωιμένα, η δόλια!
+ που για κακό μου εγέννησα το πιο άξιο παλληκάρι•
+
+και αν τους άλλους τους θεούς, μα όχι επί τέλους και τον
+μεγαλύτερόν τους να τολμήση να τον παραστήση τόσον ανόμοια,
+ώστε να λέγη
+
+ αλλοίμονο! έναν παγαπώ βλέπω να κυνηγιέται
+ στο κάστρον ολοτρόγυρα και μέσα κλαί' η καρδιά μου•
+
+και αλλού πάλιν
+
+ Ωιμένα! νά που ο Σαρπηδών, που πλιο αγαπάω απ’ όλους
+ να σκοτωθή απ’ τον Πάτροκλο έτσι το θέλει η μοίρα.
+
+Διότι αν, αγαπητέ μου Αδείμαντε, τα ακούουν εις τα σοβαρά οι
+νέοι μας τα τοιαύτα και δεν τα περιγελούν ως ανάξια να
+λέγωνται, θα καταντήση να μη το θεωρούν ανάξιον να τα κάμνουν
+και οι ίδιοι, αφού μάλιστα είναι άνθρωποι επί τέλους αυτοί• και
+δεν θα το νομίσουν άξιον μομφής αν τους συμβή να ειπούν ή να
+κάμουν τίποτε τοιούτον• αλλά χωρίς καμμίαν εντροπήν και από
+λιποψυχίαν θα αρχίζουν διά τα μικρότερα παθήματα να ψάλλουν
+οδυρμούς και θρήνους. — Έχεις πληρέστατον δίκαιον. — Δεν πρέπει
+όμως να συμβή αυτό, όπως μας το απέδειξεν η λογική μας, την
+οποίαν πρέπει να πιστεύσωμεν, έως ότου τουλάστον μας πείσουν με
+άλλην καλυτέραν. — Αναμφιβόλως.
+
+ — Προσέτι, λέγω, δεν πρέπει να είναι και φιλόγελοι οι θεοί•
+διότι, όταν κανείς παραδοθή εις υπερβολικόν γέλωτα, το τοιούτον
+επιφέρει και μεγάλην αλλοίωσιν εις την ψυχήν. — Μου φαίνεται
+και εμένα. — Δεν θα το παραδεχθώμεν λοιπόν, όταν κανείς
+παρουσιάζη ανθρώπους σπουδαίους να κυριεύωνται από τον γέλωτα,
+πολύ δε ολιγώτερον θεούς. — Και βεβαίως. — Ούτε όταν λέγη ο
+Όμηρος
+
+ και γέλοιο ακράτητο έπιασε θεούς τους αθανάτους
+ σαν είδανε τον Ήφαιστο κουτσά να λαχανιάζη,
+
+δεν πρέπει βέβαια να το παραδεχθώμεν, σύμφωνα με τον λόγον σου.
+— Αφού θέλεις να τον θεωρήσης ιδικόν μου . . . αλλά βέβαια και
+δεν πρέπει να το παραδεχθώμεν. — Πρέπει όμως ακόμη να
+σεβασθώμεν και την αλήθειαν διότι, αν είχαμεν δίκαιον, όταν
+ελέγαμεν προ ολίγου ότι το ψεύδος είναι όλως διόλου άχρηστον
+εις τους θεούς, και το πολύ μόνον εις τους ανθρώπους χρήσιμον
+ενίοτε εν είδει φαρμάκου, φανερόν ότι μόνον εις τους ιατρούς
+πρέπει να επιτρέψωμεν την χρήσιν του και εις κανένα άλλον. —
+Μάλιστα. — Μόνον λοιπόν εις τους άρχοντας της πόλεως θα δώσωμεν
+αποκλειστικώς το δικαίωμα να μεταχειρίζωνται το ψεύδος απέναντι
+των εχθρών ή και αυτών των πολιτών, προς όφελος της πόλεως, εις
+όλους δε τους άλλους θαπαγορεύεται• προς τους άρχοντας μάλιστα
+να ειπή ψεύμα ένας απλούς πολίτης, θα το θεωρήσωμεν μεγαλύτερον
+αμάρτημα, παρά να εξαπατήση ένας άρρωστος τον ιατρόν του, ή
+ένας γυμναζόμενος να αποκρύψη εάν έχη κανένα πάθημα το σώμα του
+από τον γυμναστήν, ή ένας ναύτης από τον κυβερνήτην την
+κατάστασιν εις την οποίαν ευρίσκεται το πλοίον ή το πλήρωμα. —
+Σωστότατα. — Εάν λοιπόν ο άρχων συλλάβη κανένα εις την πόλιν να
+ψεύδεται από εκείνους που εξασκούν οιονδήποτε επάγγελμα,
+
+ αν είναι μάντις ή γιατρός ή ξυλουργός τεχνίτης,
+
+θα τον τιμωρήση αυστηρότατα, επειδή εισάγει εις την πόλιν
+πράγμα που ημπορεί, ως να ήτο πλοίον, να την αναποδογυρίση και
+να την καταβυθίση. — Εάν τουλάχιστον ήθελον προστεθή εις τους
+λόγους και έργα. — Δεν θα λάβωμεν δε ακόμη ανάγκην και της
+εγκρατείας διά την νεολαίαν μας; — Πώς όχι; — Η δε εγκράτεια
+δεν έγκειται ως επί το πλείστον εις τα τοιαύτα: να υπακούωμεν
+εις τους άρχοντας, να μην αφήνωμεν να μας κυριεύη η
+γαστριμαργία και η φιλοποσία, και να χαλιναγωγούμεν τας ορμάς
+των αισθήσεων; — Μου φαίνεται. — Θα επιδοκιμάζωμεν λοιπόν εις
+τον Όμηρον εκείνα που λέγει ο Διομήδης:
+
+ φίλε μου, κάθου φρόνιμα, κι άκου το τι σου λέω•
+
+και παρακάτω:
+
+ δίχως μιλιά, απ’ το σεβασμό που είχαν στους αρχηγούς των
+
+και όσα άλλα τέτοια. — Θα τα επιδοκιμάσωμεν. — Αλλά το ίδιον θα
+ειπούμεν και δι’ αυτά τα άλλα:
+
+ Μεθύστακα, πόχεις καρδιά ελαφιού και μάτια σκύλου•
+
+και δι’ όσα λέγει αμέσως κατόπιν, και εν γένει δι’ όλους αυτούς
+τους παλληκαρισμούς που εκστομίζουν κατά των αρχόντων οι απλοί
+πολίται, είτε εις την ποίησιν είτε εις τον πεζόν λόγον; — Όχι
+βέβαια. — Επειδή, νομίζω, δεν είναι κατάλληλοι αυτοί οι λόγοι
+να εμπνεύσουν την αγάπην της εγκρατείας εις τους νέους• εάν δε
+τους εμπνέουν άλλα αισθήματα, αυτό δεν είναι καθόλου παράδοξον•
+ή πώς σου φαίνεται; — Όπως το λέγεις.
+
+ — Τι δε; να παριστά ένα σοφώτατον άνθρωπον λέγοντα, ότι τίποτε
+δεν του αρέσει περισσότερον παρά όταν είναι φορτωμένα τα
+τραπέζια•
+
+ φαγιά και κρέατα, και κρασί να πιάνη απ’ τον κρατήρα
+ ο κεραστής κι ολόγυρα να χύνη στα ποτήρια,
+
+νομίζεις ότι είναι κατάλληλα αυτά διά να παρασκευάσουν τους
+νέους εις την εγκράτειαν; ή το εξής:
+
+ κ’ είν' ο πιο άθλιος θάνατος σαν έρχετ' απ’ την πείνα
+
+ή όταν παριστά τον Δία να λησμονή, από την υπερβολικήν του
+ακρασίαν, τας αποφάσεις που έλαβεν αγρυπνών μόνος αυτός, ενώ
+όλοι οι άλλοι θεοί και άνθρωποι εκοιμώντο, και να παραφερθή
+τόσον πολύ εις μόνην την θέαν της Ήρας, ώστε να μη θέλη καν ν'
+αποσυρθούν εις τον κοιτώνα των, αλλ' εκεί κατά γης να
+ικανοποιήση την επιθυμίαν του και να λέγη ότι ουδέποτε ησθάνθη
+τόσον σφοδρόν πάθος προς αυτήν, ούτε ότε ακόμη διά πρώτην φοράν
+ήρχισαν τας σχέσεις των, &κρυφά από τους γονιούς των&• ή όταν
+διηγήται το επεισόδιον του Άρεως και της Αφροδίτης, που τους
+συνέλαβεν ο Ήφαιστος εις τα δίκτυά του διά παρομοίους λόγους; —
+Πράγματι, καθόλου δεν μου φαίνονται κατάλληλα. — Αλλ' όπου μας
+παρουσιάζουν παραδείγματα γενναιότητος και καρτεροψυχίας είτε
+εις τους λόγους είτε εις τας πράξεις γενναίων ανδρών, τότε
+βέβαια και να τους θαυμάζωμεν και να τους ακούωμεν, όπως
+παραδείγματος χάριν το εξής:
+
+ κ’ εχτύπησε το στήθος του κ’ έτσ' είπε της καρδιάς του•
+ βάστα καμένη μου καρδιά, κι άλλα χειρότερα είδες.
+
+ — Βεβαιότατα. — Δεν θα επιτρέψωμεν όμως ακόμη να είναι οι
+πολεμισταί μας φιλοχρήματοι και να διαφθείρωνται με δώρα. —
+Διόλου. — Ούτε θα τους ψάλλωμεν ότι:
+
+ τα δώρα πείθουν τους θεούς, πείθουν τους βασιλιάδες•
+
+ούτε θα επαινέσωμεν ως αξιοσυστάτους τας συμβουλάς που έδιδεν ο
+Φοίνιξ ο παιδαγωγός του Αχιλλέως εις αυτόν, να βοηθήση μεν τους
+Αχαιούς αν λάβη δώρα, αν όμως δεν λάβη, να μη παραιτήση τον
+θυμόν του• ούτε εις τον ίδιον τον Αχιλλέα θα κάμωμεν αυτήν την
+αδικίαν, να τον παραδεχθούμεν τόσον φιλοχρήματον, ώστε να λάβη
+δώρα παρά του Αγαμέμνονος, ή να δεχθή εξαγοράν διά να παραδώση
+ένα πτώμα. — Βεβαίως δεν είναι δίκαιον να τα επαινούμεν αυτά. —
+Εντρέπομαι δε διά λογαριασμόν του Ομήρου να λέγω, ότι είναι και
+ασεβή όσα αναφέρει περί του Αχιλλέως, εκείνα προ πάντων που
+είπε προς τον Απόλλωνα:
+
+ κανείς απ’ όλους τους θεούς δεν είν' κακώτερός σου,
+ Εκάεργε, μα θα σώδειχτα κ’ εγώ, αν ημπορούσα
+
+και εκεί, όπου δεικνύει όλην του την περιφρόνησιν και είναι
+έτοιμος να προσβάλη τον ποταμόν Ξάνθον, που ήτο θεός• και πάλιν
+διά την κόμην του, την οποίαν είχε κάμη τάξιμον άλλου ποταμού,
+του Σπερχειού, να λέγη:
+
+ την κόμη μου στον Πάτροκλο τον ήρωα θα προσφέρω,
+
+ο οποίος Πάτροκλος ήτο νεκρός• και δεν πρέπει να πιστεύσωμεν
+ότι έκαμε τοιούτον πράγμα, ούτε ότι έσυρε τον νεκρόν του
+Έκτορος γύρω εις το μνήμα του φίλου του, ούτε ότι έσφαξε τους
+αιχμαλωτισθέντας Τρώας επί της πυράς του• όλα αυτά θα
+επιμένωμεν ότι δεν είναι αληθινά και ούτε θα επιτρέψωμεν εις
+τους ιδικούς μας να πιστεύσουν, ότι ο Αχιλλεύς, υιός θεάς και
+του Πηλέως, ανθρώπου σωφρονεστάτου και συγχρόνως εγγόνου του
+Διός, o Aχιλλεύς, λέγω, μαθητής του σοφωτάτου Χείρωνος, ήτο
+τόσον ανισόρροπος, ώστε να έχη εις την ψυχήν του δύο πάθη όλως
+διόλου εναντία προς άλληλα, μίαν ταπεινήν φιλοχρηματίαν αφ'
+ενός, και μίαν υψηλοφροσύνην αφ' ετέρου, η οποία δεν ελογάριαζε
+ούτε θεούς ούτε ανθρώπους. — Σωστά λέγεις.
+
+ — Ας μη πιστεύωμεν λοιπόν ακόμη, ούτε ν' αφήνωμεν να λέγουν,
+ότι ο Θησεύς, υιός του Ποσειδώνος και ο Πειρίθους, υιός του
+Διός, επεχείρησαν την ιερόσυλον εκείνην απαγωγήν, που τους
+αποδίδουν, ούτε ότι άλλος κανείς υιός θεού και ήρως ετόλμησε να
+διαπράξη τας σκληρότητας και τας ασεβείας, με τας οποίας ψευδώς
+τώρα τους δυσφημίζουν• αλλά να αναγκάσωμεν τους ποιητάς ή να
+τας αναιρέσουν, ή να μη λέγουν ότι είναι τέκνα θεών• και να μην
+επιχειρούν να πείθουν τους νέους μας και τα δύο, ότι οι θεοί
+γεννούν τοιαύτα τέκνα και ότι οι ήρωες δεν είναι διόλου
+καλύτεροι από τους ανθρώπους• διότι, όπως ελέγαμεν
+προηγουμένως, ούτε όσια ούτε αληθινά είναι αυτά• επειδή
+απεδείξαμεν βεβαίως, ότι είναι αδύνατον να προέρχωνται κακά από
+τους θεούς. — Μάλιστα. — Προσέτι δε, ότι είναι και βλαβερά εις
+τους ακούοντας• επειδή ο καθένας θα δικαιολογήται απέναντι του
+εαυτού του διά τας κακίας του, αφού θα πιστεύση ότι παρόμοια
+πράττουν και έπραττον και
+
+ όσοι 'ναι από το σπέρμα των θεών
+ ζεστοί του Δία συγγενείς
+ πόχουν ψηλά στον ουρανό
+ του Δία του πατέρα τους βωμό
+ πάνω στης Ίδας την κορφή,
+ και τρέχει μες στις φλέβες των
+ ακόμη το αίμα των θεών.
+
+Δι’ όλους λοιπόν αυτούς τους λόγους ας καταργήσωμεν αυτούς τους
+μύθους, μήπως καταστήσουν ευεπιφόρους τους νέους μας εις την
+πονηρίαν. — Σύμφωνος. Αφού λοιπόν τώρα ορίζομεν ποίους πρέπει
+να επιτρέπωμεν και ποίους όχι, υπολείπεται ακόμη κανένα είδος,
+περί του οποίου να ομιλήσωμεν; διότι τι πρέπει να λέγεται περί
+των θεών και των θείων και των ηρώων και του Άδου, το
+καθωρίσαμεν πλέον. — Μάλιστα. — Δεν θα μας υπελείπετο λοιπόν
+τώρα να ομιλήσωμεν και περί των ανθρώπων; — Μου φαίνεται. —
+Αλλά, φίλε μου, αυτό είναι αδύνατον επί του παρόντος. — Διατί;
+— Διότι θα είπωμεν, νομίζω, ότι οι ποιηταί και οι μυθογράφοι
+πραγματεύονται πολύ κακά το ζήτημα τούτο, όταν λέγουν, ότι
+υπάρχουν πολλοί άδικοι μεν, ευτυχείς όμως, και απεναντίας
+πολλοί δίκαιοι δυστυχείς, ότι η αδικία ωφελεί, όταν κατορθώνη
+να αποκρύπτεται, ότι η δικαιοσύνη είναι καλόν διά τον άλλον,
+όχι όμως και δι’ εκείνον που την εξασκεί και αυτά μεν θα τους
+απαγορεύσωμεν να τα λέγουν, θα τους επιβάλωμεν δε να ψάλλουν
+και να μυθολογούν όλως διόλου τα εναντία• δεν είναι αλήθεια; —
+Και πολύ μάλιστα. — Τότε λοιπόν, αν παραδεχθής πως έχω δίκαιον
+εις τούτο, θα συμπεράνω, ότι είσαι πλέον σύμφωνος μαζί μου δι’
+όσα απ’ αρχής συζητούμεν. — Είναι σωστή η παρατήρησίς σου. — Ας
+αναβάλωμεν λοιπόν να καθορίσωμεν τι πρέπει να λέγωμεν εν σχέσει
+προς τους ανθρώπους, αφού προηγουμένως εύρωμεν, ποία είναι η
+ουσία της δικαιοσύνης, και ότι είναι εκ φύσεως ωφέλιμος δι’
+εκείνον που την εξασκεί, αδιάφορον εάν θεωρήται, ή όχι,
+τοιούτος. — Καλά λέγεις.
+
+ — Ετελείωσε λοιπόν το ζήτημα όσον αφορά τους λόγους• τώρα
+πρέπει, νομίζω, να εξετάσωμεν και περί του τρόπου του λέγειν,
+ούτως ώστε να γνωρίζωμεν πλέον κατά βάθος και τι πρέπει να
+λέγωμεν και πώς πρέπει να τα λέγωμεν.
+
+ — Δεν εννοώ τώρα τι θέλεις να ειπής, είπεν ο Αδείμαντος. — Και
+όμως πρέπει• αλλ' ίσως να το εννοήσης έτσι καλύτερα. Όλα όσα
+λέγουν οι ποιηταί και οι μυθολόγοι δεν είναι διήγησις πραγμάτων
+αναφερομένων είτε εις το παρελθόν, είτε εις το παρόν, είτε εις
+το μέλλον; — Τι άλλο βέβαια; — Και δεν μεταχειρίζονται προς τον
+σκοπόν των άλλοτε μεν την απλήν διήγησιν, άλλοτε δε την
+μιμητικήν διήγησιν, και άλλοτε πάλιν και τους δύο αυτούς
+τρόπους μαζί; — Σε παρακαλώ, θέλω να μου το εξηγήσης και αυτό
+σαφέστερα. — Αστείος διδάσκαλος φαίνεται πως θα είμαι και όχι
+πολύ μεταδοτικός• ας κάμω λοιπόν όπως εκείνοι που δεν έχουν και
+μεγάλην ευκολίαν να εκφράζωνται• θα χωρίσω ένα μέρος από το
+όλον και με αυτό θα προσπαθήσω να σου δώσω να εννοήσης τι θέλω
+να είπω• και λέγε μου, σε παρακαλώ• γνωρίζεις τους πρώτους
+στίχους της Ιλιάδος, όπου διηγείται ο ποιητής, ότι ο μεν Χρύσης
+παρακαλεί τον Αγαμέμνονα να του αποδώοη με λύτρα την θυγατέρα
+του, εκείνος δε ωργισμένος τον αποδιώκει, και τότε ο ιερεύς
+εξορκίζει τον Απόλλωνα να στρέψη την οργήν του κατά των Αχαιών,
+διά την άρνησιν ταύτην; — Τους γνωρίζω βέβαια. — Γνωρίζεις
+λοιπόν ότι μέχρι μεν των στίχων
+
+ κι όλους τους Αχαιούς παρακαλούσε,
+ μα ξέχωρα τους δύο τους γυιούς του Ατρέως, τους στρατηλάτες,
+
+διηγείται ο ίδιος ο ποιητής και δεν ζητεί να μας στρέψη αλλού
+τον νουν, ότι τάχα είναι άλλος ο διηγούμενος και όχι αυτός ο
+ίδιος• τα παρακάτω όμως τα λέγει ως να ήτο ο ίδιος ο Χρύσης και
+προσπαθεί με κάθε τρόπον να μας κάμη να φανταζώμεθα πως δεν
+είναι ο Όμηρος που τα λέγει, αλλά ο γέρων, ο ιερεύς του
+Απόλλωνος• και εις όλην δε εν γένει την ποίησίν του το ίδιον
+σχεδόν κάμνει, και εις τα Τρωικά και εις τα εν Ιθάκη και εις
+ολόκληρον την Οδύσσειαν εκείνην των παθημάτων. — Πράγματι. —
+Διήγησις λοιπόν είναι, και όταν αναφέρη αυτολεξεί τους λόγους
+των άλλων, και όταν αυτός ο ίδιος λέγη τα εν τω μεταξύ; — Πώς
+όχι; — Αλλ' όταν αναφέρη καμμίαν ρήσιν ως εκ μέρους άλλου, δεν
+παραδέχεσαι ότι προσπαθεί να αφομοιώση, όσον είναι δυνατόν, τα
+λεγόμενά του με το πρόσωπον, το οποίον μας παρουσιάζει διά να
+ομιλήση; — Το παραδέχομαι• πώς όχι; — Όταν λοιπόν αφομοιώνη
+κανείς τον εαυτόν του με έναν άλλον, είτε κατά την φωνήν, είτε
+κατά το σχήμα, δεν λέγομεν ότι τον μιμείται; — Βεβαίως. — Ώστε,
+εις αυτήν την περίστασιν, και αυτός και οι άλλοι ποιηταί,
+κάμνουν μιμητικήν διήγησιν, καθώς την είπα προτύτερα. —
+Μάλιστα. — Αν όμως δεν απέκρυπτε διόλου ο ποιητής τον εαυτόν
+του, τότε όλη η ποίησίς του και η διήγησίς του θα εγίνετο δίχως
+την μίμησιν• και διά να μη μου ειπής πάλιν, ότι δεν εννοείς,
+πώς θα εγίνετο τούτο, εγώ θα σου το εξηγήσω. Εάν δηλαδή ο
+Όμηρος, αφού είπεν ότι ήλθεν ο Χρύσης με τα λύτρα της θυγατρός
+του, διά να ικετεύση τους Αχαιούς και προ πάντων τους δύο
+βασιλείς, εξηκολούθει να ομιλή όχι ως να εγίνετο Χρύσης, αλλά
+ως Όμηρος ακόμη, δεν θα ήτο τότε πλέον μίμησις, άλλα απλή
+διήγησις. Και ιδού πώς θα ήτο τότε το ποίημα, αν και θα σου τα
+ειπώ όχι εμμέτρως, διότι δεν είμαι δα και ποιητής:
+
++«Ήρθεν ο ιερέας και παρακαλούσε τους θεούς ν' αξιώσουν τους
+Αχαιούς, να πάρουν την Τρωάδα και να γυρίσουν με το καλό στα
+σπίτια τους, και να λυτρώσουν τη θυγατέρα του παίρνοντας την
+ξαγορά της και να σεβαστούν το Θεό. Κι όταν τάκουσαν όλοι οι
+άλλοι τον εσεβάστηκαν και ήσαν σύμφωνοι, μόνον ο Αγαμέμνων
+αγρίεψε και τον πρόσταξε να τραβηχθή αμέσως τώρα και να μην
+τολμήση να ξανάρθη, μήπως δεν τον ωφελήσουν καθόλου τα στεφάνια
+του θεού και η πατερίτσα του• και πρι να ξεσκλαβωθή η θυγατέρα
+του, θα γεράση, του είπε, κάτω στο Άργος μαζί του• και τον
+πρόσταξε να φύγη και να μην τον ερεθίζη, αν θέλη να φθάση γερός
+στο σπίτι του• κι ο γέροντας που τάκουσε τον έπιασε τρομάρα κ’
+έφυγε χωρίς να βγάλη μιλιά• και αφού προχώρησε μακρυά από τα
+καράβια, άρχισε να παρακαλή τον Απόλλωνα, κράζοντάς τον με όλα
+τα ονόματά του, και να του θυμίζη, αν καμμιά φορά του είχε
+χαρίση τίποτα για να τον ευχαριστήση, ή θυσία ξεχωριστή να του
+είχε προσφέρη, ή εκκλησιά να του είχε χτίση• για όλα αυτά
+λοιπόν τον παρακαλούσε να τιμωρήση τους Αχαιούς με τα βέλη του,
+για τα δάκρυα που τον έκαμαν να χύση . . .»
+
+Κατ' αυτόν τον τρόπον, φίλε μου, γίνεται απλή διήγησις χωρίς
+μίμησιν. — Εννοώ.
+
+ — Εννοείς λοιπόν ότι το εναντίον είδος της διηγήσεως είναι,
+όταν ο ποιητής αφαιρή τα εν τω μεταξύ, που λέγει ο ίδιος, και
+αφήνη μόνον εκείνα, που λέγουν μεταξύ των τα πρόσωπα. — Και
+αυτό το εννοώ• όπως δηλαδή γίνεται εις τας τραγωδίας. —
+Ακριβώς• και τώρα, νομίζω, σου έδωσα να καταλάβης εκείνο, που
+δεν ημπόρεσα προηγουμένως, ότι δηλαδή, ένα μεν είδος της
+ποιήσεως και της μυθοπλαστίας γίνεται εξ ολοκλήρου διά της
+μιμήσεως, η τραγωδία και η κωμωδία, όπως είπες και συ, ένα δε
+άλλο είδος απλώς διά της διηγήσεως του ιδίου του ποιητού• και
+θα το εύρης αυτό προ πάντων εις τους διθυράμβους• υπάρχει δε
+και τρίτον είδος, εις το οποίον συνενούνται και οι δύο τρόποι,
+όπως γίνεται εις την επικήν ποίησιν και εις πολλά άλλα είδη
+ποιήσεως• με ενόησες λοιπόν; — Πώς; τώρα εννοώ τι ήθελες να
+ειπής τότε. — Τώρα ενθυμήσου και τι ελέγαμεν πριν από αυτά,
+ότι, αφού καθωρίσαμεν το τι πρέπει να λέγωμεν, υπολείπεται να
+εξετάσωμεν και το πώς πρέπει να τα λέγωμεν. — Αλλά το
+ενθυμούμαι.
+
+ — Ενοούσα λοιπόν, ότι πρέπει να συζητήσωμεν, εάν θα αφήσωμεν
+εις τους ποιητάς το δικαίωμα να μεταχειρίζωνται την μιμητικήν
+διήγησιν, ή εν συνδυασμώ και την μιμητικήν και την απλήν, και
+εις ποίας περιστάσεις το ένα ή το άλλο είδος, ή και θα τους
+απαγορεύσωμεν τελείως την μίμησιν. — Μαντεύω ποίος είναι ο
+σκοπός σου• να ίδωμεν αν θα παραδεχθώμεν ή όχι την τραγωδίαν
+και την κωμωδίαν εις την πόλιν μας. — Ίσως• αλλά ίσως και κάτι
+περισσότερον ακόμη• διότι δεν ηξεύρω επί του παρόντος ακόμη
+τίποτε, αλλ' όπου μας φέρη ο λόγος ως πνοή ανέμου, εκεί θα
+σύρωμεν. — Και έχεις δίκαιον.
+
+ — Αυτό λοιπόν τώρα πρόσεξε, Αδείμαντε, αν μας συμφέρη να είναι
+οι νέοι μας μιμητικοί, ή όχι; ή μήπως έπεται και αυτό εκ των
+προηγουμένων, ότι ο καθείς μόνον ένα επάγγελμα ημπορεί να
+εξασκή καλώς, και όχι πολλά, διότι εκείνος που καταπιάνεται με
+όλα, δεν θα κατορθώση ποτέ να διακριθή εις κανένα; — Έτσι
+βέβαια θα είναι. — Ώστε το ίδιον θα εφαρμόζεται και περί της
+μιμήσεως• ο ίδιος άνθρωπος δεν θα ημπορή ποτέ να μιμήται καλώς
+πολλά πράγματα, όπως ένα μόνον; — Όχι βέβαια. — Πολύ ολιγώτερον
+λοιπόν θα ημπορέση να καταγίνεται εις κανένα από τα σπουδαία
+επαγγέλματα και να μιμήται συγχρόνως πολλά πράγματα και να
+είναι μιμητικός, αφού ο ίδιος άνθρωπος δεν δύναται να
+ευδοκιμήση εις δύο συγχρόνως μιμήσεις, αι οποίαι θεωρούνται
+τόσον σχετικαί προς αλλήλας, όπως παραδείγματος χάριν η
+τραγωδία και η κωμωδία• ή δεν τας ωνόμαζες προ ολίγου μιμήσεις
+αυτάς; — Μάλιστα• και έχεις δίκαιον εις αυτό. — Και δεν
+ημπορούν οι ίδιοι να είναι ραψωδοί και υποκριταί συγχρόνως. —
+Πράγματι. — Ούτε να είναι οι ίδιοι υποκριταί και εις την
+τραγωδίαν και εις την κωμωδίαν^ όλα δε αυτά είναι μιμήσεις ή
+όχι; — Είναι. — Και μου φαίνεται, Αδείμαντε, ότι η φύσις του
+ανθρώπου έχει κατακερματισθή εις μικροτέρας ακόμη ειδικότητας,
+ώστε να είναι αδύνατον να μιμήται κανείς πολλά συγχρόνως, ή και
+να κάμνη επιτυχώς εκείνα που παριστάνουν αι μιμήσεις. — Έχεις
+πληρέστατον δίκαιον.
+
+ — Εάν λοιπόν επιμείνωμεν εις την πρώτην μας εκείνην διάταξιν,
+κατά την οποίαν οι φρουροί μας, απηλλαγμένοι πάσης άλλης
+ενασχολήσεως, έργον αποκλειστικόν θα έχουν την υπεράσπισιν της
+ελευθερίας της πόλεως και τίποτε άλλο, που δεν έχει σχέσιν με
+αυτό, δεν θα τους επιτρέπεται ούτε να κάμνουν ούτε να μιμούνται
+οτιδήποτε άλλο και αν είναι• εάν δε μιμούνται, μόνον ό,τι έχει
+σχέσιν με τον προορισμόν των να μιμούνται εκ παιδικής ηλικίας,
+δηλαδή την ανδρείαν, την σωφροσύνην, την ευσέβειαν, την
+μεγαλοψυχίαν και τας τοιαύτας αρετάς• κάθε δε ταπεινόν και
+αισχρόν, ούτε να το πράττουν ούτε να έχουν την επιτηδειότητα να
+το μιμούνται, μήπως από την μίμησιν καταντήσουν και να γίνουν
+τοιούτοι• ή δεν έχεις παρατηρήση ότι η μίμησις, εάν αρχίση και
+εξακολουθή από πολύ νεαράν ηλικίαν, καταντά από την συνήθειαν
+να γίνη δευτέρα φύσις και κατά το σώμα και κατά την φωνήν και
+κατά την διάνοιαν; — Και πολύ μάλιστα.
+
+ — Ποτέ λοιπόν δεν θα επιτρέψωμεν, εκείνοι τους οποίους
+κηδεμονεύομεν και εννοούμεν να γίνουν μίαν ημέραν σπουδαίοι
+άνδρες, να μιμούνται μίαν γυναίκα, ή νέαν ή γραίαν, η οποία
+έξαφνα μαλλώνει με τον άνδρα της, ή τολμά να τα βάζη με τους
+θεούς πλήρης μεγαλαυχίας διά τας φανταστικάς ευτυχίας της, ή
+παραδίδεται εις θρήνους και απελπισίαν διά τας συμφοράς της•
+πολύ δε ολιγώτερον ακόμη μίαν γυναίκα ασθενή ή ερωτευμένην ή
+και να κοιλοπονά. — Διόλου βέβαια. Ούτε προσέτι δούλας και
+δούλους, που ασχολούνται εις τας εργασίας των. — Ουδέ τούτο. —
+Αλλ' ούτε ακόμη και ανθρώπους ταπεινούς και αθλίους, που
+κάμνουν όλως διόλου τα εναντία απ’ όσα τώρα είπαμεν, να
+υβρίζωνται, να περιπαίζη ο ένας τον άλλον, να αισχρολογούν
+μεθυσμένοι και νηστικοί, ή και όλας αυτάς τας ασχημίας που
+συνηθίζουν και εις τους λόγους των και εις τα έργα των οι
+τοιούτοι και προς τους εαυτούς των και προς τους άλλους• ούτε
+ακόμη νομίζω πως πρέπει να υποκρίνωνται τους λόγους και τα έργα
+των παραφρόνων• διότι πρέπει μεν κατ' ανάγκην να γνωρίσουν και
+τους προστύχους και τους παράφρονας, άνδρας και γυναίκας, όχι
+όμως και να γίνωνται οι ίδιοι και να τους μιμούνται. — Πολύ
+σωστά. — Τι δε; θα επιτρέπεται τάχα να μιμούνται τους
+σιδηρουργούς, ή οποιονδήποτε άλλον τεχνίτην, ή τους κωπηλάτας
+επί των πλοίων, ή τους κελευστάς ή όλους τους τοιούτους; — Και
+πώς, αφού ούτε να προσέχουν καν θα έχουν δικαίωμα εις κανένα
+από αυτούς; — Τον δε χρεμετισμόν των ίππων, ή τον μυκηθμόν των
+ταύρων, την βοήν των ποταμών, της θαλάσσης τον βρυχηθμόν, τας
+βροντάς, και όλα τα τοιαύτα, θα τα μιμούνται τάχα; — Όχι
+βέβαια, αφού τους απηγορεύθη να είναι μανιακοί και να μιμούνται
+τους μανιακούς.
+
+ — Εάν λοιπόν εννοώ καλά την σκέψιν σου, υπάρχει ένας τρόπος
+ομιλίας και διηγήσεως, τον οποίον θα μεταχειρίζεται ο σωστός ο
+άνθρωπος, όταν έχη τίποτε να είπη• και ένας άλλος πάλιν όλως
+διόλου διαφορετικός, από την χρήσιν του οποίου δεν ξεκολλούν
+όλοι οι ταπεινής φύσεως και κακής ανατροφής άνθρωποι. — Και
+ποίοι είναι αυτοί οι τρόποι; — Ο μεν χρηστός άνθρωπος, μου
+φαίνεται, όταν εις την σειράν της διηγήσεώς του πρόκειται να
+αναφέρη πράξιν ή λόγον ενός χρηστού επίσης ανθρώπου, θα
+προσπαθήση να μιμηθή, ως να ήτο εκείνος ο ίδιος, την απαγγελίαν
+του, και δεν θα εντραπή δι’ αυτήν την μίμησιν, μάλιστα όταν έχη
+να μιμηθή τον χρηστόν άνθρωπον ενεργούντα με την συνηθισμένην
+του σταθερότητα και περίνοιαν, και δεν πρόκειται καθόλου διά
+πρόσωπα προσβεβλημένα από ασθένειαν, ή από έρωτα, ή διατελούντα
+υπό το κράτος μέθης ή άλλου αναλόγου περιστατικού• όταν δε
+πάλιν συμπέση ο λόγος διά κανένα ανάξιον εαυτού πρόσωπον, δεν
+θα ταπεινωθή να αναπαραστήση με όλην την ακρίβειαν αυτόν τον
+χειρότερόν του, αλλά μόνον εν παρόδω και αν τύχη να κάμνη
+οπωσδήποτε καμμίαν καλήν πράξιν• αλλά και πάλιν θα εντραπή, αφ'
+ενός μεν διότι θα είναι αγύμναστος να μιμήται τους τοιούτους,
+αφ' ετέρου δε διότι θα του έκαμνε κακόν να υποδύεται και
+αναπαριστά πρόσωπα υποδεέστερα, προς τα οποία, αν δεν επρόκειτο
+περί απλής παιδιάς, μόνον περιφρόνησιν θα ησθάνετο. — Πολύ
+φυσικά.
+
+ — Διήγησιν λοιπόν θα μεταχειρίζεται εκείνην, της οποίας ημείς
+εδώσαμεν προηγουμένως δείγμα διά την ποίησιν του Ομήρου, και θα
+μετέχη μεν και των δύο τρόπων, και του απλού και του μιμητικού,
+αλλ' ούτως ώστε η μίμησις να καταλαμβάνη ελάχιστον μέρος του
+όλου λόγου• ή δεν έχω δίκαιον; — Πώς; κατ' αυτόν βέβαια τον
+τύπον πρέπει να ομιλή ο τοιούτος άνθρωπος. — Ώστε ο μη τοιούτος
+πάλιν, όσον φαυλότερος θα είναι, τόσον θα θέλη να μιμήται τα
+πάντα, και τίποτε δεν θα θεωρήση ανάξιον του εαυτού του• ώστε
+θα το κάμη έργον του να μιμήται με μεγάλην ακρίβειαν και
+δημοσία τα πάντα, και όσα ελέγαμεν πριν, δηλαδή τας βροντάς,
+τον συριγμόν των ανέμων και της χαλάζης, τον τριγμόν των αξόνων
+και των τροχαλιών, την φωνήν της σάλπιγγος και του αυλού και
+της σύριγγος και όλων εν γένει των οργάνων, ακόμη δε και τας
+φωνάς των σκύλων και των προβάτων και των πτηνών και θα
+διεξάγεται λοιπόν όλος ο λόγος του δια μιμήσεως φωνών και
+σχημάτων και μόνον μικρόν μέρος διηγήσεως θα έχη. — Αυτό
+πραγματικώς θα γίνεται.
+
+ — Ούτοι λοιπόν είναι οι δύο τρόποι της διηγήσεως, που έλεγα. —
+Πολύ καλά. — Και ο μεν πρώτος δεν επιδέχεται παρά ολίγας μόνον
+μεταβολάς, και αν κανείς εύρη και προσαρμόση την προσήκουσαν
+αρμονίαν και τον ρυθμόν, δεν θα χρειασθή σχεδόν πλέον να ζητήση
+άλλας εκείνος, που μεταχειρίζεται ορθώς αυτόν τον τρόπον, αλλά
+θα είναι αρκετή η μία αρμονία και ο όμοιος ρυθμός. — Έτσι είναι
+όπως το λέγεις. — Ενώ ο άλλος τρόπος; δεν χρειάζεται απεναντίας
+όλας τας αρμονίας και όλους τους ρυθμούς, εάν πρόκειται να
+είναι σύμφωνος με την φύσιν του, επειδή έχει όλα τα διάφορα
+είδη των μεταβολών; — Και πάρα πολύ μάλιστα. — Αλλά όλοι οι
+ποιηταί, και εν γένει όσοι διηγούνται κάτι δεν μεταχειρίζονται
+ή τον ένα τρόπον, ή τον άλλον, ή και ένα τρίτον ανάμικτον εκ
+των δύο; — Κατ' ανάγκην. — Τι λοιπόν θα κάμωμεν ημείς: θα
+παραδεχθώμεν άραγε εις την πόλιν μας όλους αυτούς, ή τον ένα εκ
+των αμιγών, ή τον τρίτον τον ανάμικτον; — Εάν έχη σημασίαν η
+ψήφος μου, εγώ λέγω τον αμιγή τρόπον, που μιμείται τον χρηστόν
+άνθρωπον.
+
+ — Ναι, αλλά και ο ανάμικτος, Αδείμαντε, είναι τερπνός, πολύ δε
+ακόμη τερπνότερος και εις τους παίδας και εις τους παιδαγωγούς
+και εις τον λαόν είναι ο αντίθετος εκείνου τον οποίον εδιάλεξες
+εσύ. — Είναι πράγματι.
+
+ — Αλλ' ίσως θα έλεγες, ότι δεν ταιριάζει αυτός εις την ιδικήν
+μας την πολιτείαν, επειδή δεν ευρίσκεται εις ημάς άνθρωπος να
+συνενώνη διπλά και πολλαπλά επαγγέλματα, αλλ' ο καθένας εξασκεί
+το ιδικόν του μόνον. — Δεν ταιριάζει αλήθεια. — Δι’ αυτόν τον
+λόγον δεν θα εύρωμεν μόνον εν τη τοιαύτη πόλει, ο
+υποδηματοποιός να είναι υποδηματοποιός και όχι έξαφνα και
+κυβερνήτης συγχρόνως, ο γεωργός γεωργός και όχι μαζί και
+δικαστής, και ο πολεμιστής μόνον πολεμιστής και όχι εκτός αυτού
+και επιχειρηματίας; — Αλήθεια.
+
+ — Εάν λοιπόν ένας από εκείνους, που έχουν την δύναμιν της
+τέχνης να μιμούνται τα πάντα και να λαμβάνουν χιλίας διαφόρους
+μορφάς, ήρχετο εις την πόλιν μας διά να επιδείξη την σοφίαν του
+και τα έργα του, θα τον επροσκυνούσαμεν βέβαια ως θείον
+άνθρωπον και αξιοθαύμαστον και επαγωγότατον, θα του ελέγαμεν
+όμως συγχρόνως, ότι δεν έχει θέσιν εις την πόλιν μας τοιούτος
+άνθρωπος, ουδέ μας είναι επιτετραμμένον να μένη πλησίον μας• θα
+τον παραπέμψωμεν δε εις άλλην πόλιν, αφού του ράνωμεν την
+κεφαλήν του με μύρα και τον στεφανώσωμεν με ταινίας και
+διαδήματα• και θα αρκεσθώμεν ημείς με τον σοβαρώτερον και όχι
+τόσον επαγωγόν ποιητήν μας και μυθολόγον, ο οποίος όμως θα μας
+είναι και ωφελιμώτερος, διότι θα μιμήται τον λεκτικόν τρόπον
+του χρηστού ανθρώπου και θα ακολουθή αυστηρώς τους τύπους
+εκείνους που ενομοθετήσαμεν, όταν συνετάξαμεν το πρόγραμμα της
+ανατροφής των στρατιωτών μας. — Έτσι πράγματι να κάμωμεν, εάν
+θα είναι εις το χέρι μας.
+
+ — Τώρα λοιπόν, καλέ μου φίλε, νομίζω ότι έχομεν πραγματευθή
+τελείως και κατά βάθος το μέρος της μουσικής εκπαιδεύσεως, το
+οποίον αφορά τους λόγους και τους μύθους• διότι έχομεν καθορίση
+και τι πρέπει να λέγωνται και πώς να λέγωνται.
+
+ — Έτσι νομίζω και εγώ.
+
+ — Δεν μας υπολείπεται λοιπόν τώρα το άλλο μέρος της μουσικής,
+το οποίον αφορά το άσμα και την μελωδίαν; — Φανερόν. — Δεν
+ημπορεί λοιπόν άραγε να εύρη ο καθένας τώρα, τι έχομεν να
+είπωμεν και δι’ αυτά και οποία πρέπει να είναι, εάν θέλωμεν να
+είμεθα συνεπείς προς τα προειρημένα;
+
+Επάνω εις αυτό εγέλασεν ο Γλαύκων και είπε — Εγώ λοιπόν,
+Σωκράτη, κινδυνεύω να μείνω έξω από αυτούς όλους, που ημπορούν
+να το εύρουν• διότι επί του παρόντος τουλάχιστον δεν είμαι εις
+θέσιν να είπω ποία πρέπει να είναι αυτά, αν και τα φαντάζωμαι
+αμυδρώς. — Είσαι όμως βέβαια εις θέσιν να γνωρίζης και να μας
+είπης εν πρώτοις αυτό, ότι η μελωδία σύγκειται από τρία
+στοιχεία, από τα λόγια, από την αρμονίαν και τον ρυθμόν. — Ναι,
+αυτό μάλιστα. — Λοιπόν, όσον αφορά τα λόγια του άσματος,
+διαφέρουν άραγε από τα λόγια της απλής διηγήσεως, ώστε να μην
+ημπορή να εφαρμοσθούν και εις αυτά οι ίδιοι εκείνοι τύποι, τους
+οποίους καθωρίσαμεν προηγουμένως, και κατά τον ίδιον τρόπον; —
+Χωρίς αμφιβολίαν. — Αλλ' όμως η αρμονία και ο ρυθμός πρέπει να
+συμβαδίζουν με τα λόγια. — Πώς όχι; — Είπαμεν όμως ακόμη, ότι
+εις τας διηγήσεις δεν χρειαζόμεθα ημείς θρήνους και οδυρμούς. —
+Μάλιστα. — Ποίαι λοιπόν είναι αι θρηνώδεις αρμονίαι; λέγε μου•
+διότι είσαι μουσικός εσύ. — Είναι η λυδιστί λεγομένη αρμονία, η
+μικτή και η οξεία, και μερικαί άλλαι παρόμοιαι. — Ώστε αυτάς
+πρέπει να τας αφαιρέσωμεν διότι είναι άχρηστοι και εις τας
+γυναίκας, τας σοβαράς τουλάχιστον, και κατά μείζονα λόγον εις
+τους άνδρας. — Αλλ' όμως και η μέθη και η νωχέλεια και η
+οκνηρία είναι πράγματα εντελώς ανάρμοστα εις τους πολεμιστάς. —
+Δεν υπάρχει αντίρρησις. — Ποίαι λοιπόν αρμονίαι είναι νωχελείς
+και κατάλληλοι διά τα συμπόσια; — Η ιωνική και η λυδική, τας
+οποίας και ονομάζουν χαλαράς. — Αυτάς λοιπόν, φίλε μου, θα
+μεταχειρισθής ποτε διά πολεμικούς ανθρώπους; — Ποτέ βέβαια αλλά
+κινδυνεύει να μη μας μένουν άλλαι εκτός της δωρικής και
+φρυγικής.
+
+ — Δεν γνωρίζω εγώ τας αρμονίας• αλλ' άφησέ μας πρώτον εκείνην
+την αρμονίαν, που θα ημπορούσε να μιμηθή καθώς πρέπει τον τόνον
+και την έκφρασιν ενός γενναίου ανθρώπου, είτε εις την συμπλοκήν
+των μαχών, είτε εις καμμίαν άλλην επικίνδυνον επιχείρησιν, ο
+οποίος και εις τας αποτυχίας ακόμη, όταν εκτίθεται εις τραύματα
+και θανάτους ή περιπίπτη εις άλλην τινά συμφοράν, εις όλας
+αυτάς τας περιστάσεις αντιτάσσει με γενναιότητα το στήθος του
+και αποκρούει τα κτυπήματα της τύχης• και μίαν άλλην δεύτερον,
+διά τας ειρηνικάς και όχι δια τας βιαίας πράξεις του ανθρώπου,
+αλλά τας θεληματικάς, όταν ζητή να πείση ή όταν παρακαλή, με
+ευχάς τον θεόν, με συμβουλάς και νουθεσίας τον άνθρωπον, ή
+τουναντίον όταν παρέχη πρόθυμον ους εις τας παρακλήσεις, τας
+συμβουλάς και τας νουθεσίας ενός άλλου, και δεν έχει λόγους να
+μετανοήση δι’ αυτό, ούτε υπερηφανεύεται διά τας επιτυχίας του,
+αλλά γνωρίζει να φυλάττη το προσήκον και το μέτρον εις όλας του
+τας πράξεις και να μένη ευχαριστημένος οποιαδήποτε και αν είναι
+η έκβασίς των. Αυτάς λοιπόν τας δύο αρμονίας να μας φυλάξης,
+που θα μιμούνται κάλλιστα τον τόνον και την έκφρασιν του
+γενναίου και μετρημένου ανθρώπου εις τας βιαίας ή θεληματικάς
+πράξεις του, εις τας ευτυχίας και τας ατυχίας του.
+
+ — Μα δεν ζητείς να σου φυλάξωμεν άλλας, είπεν ο Γλαύκων, αλλ'
+ακριβώς αυτάς που σου έλεγα τώρα και εγώ. — Δεν θα χρειασθούμεν
+λοιπόν εις τα άσματα και τας μελωδίας μας όργανα πολύχορδα και
+με πολλαπλάς αρμονίας. — Όχι, καθώς φαίνεται. — Και δεν θα
+έχωμεν ανάγκην επομένως να συντηρούμεν εις την πόλιν μας
+κατασκευαστάς τριγώνων και πηκτίδων και όλων εν γένει των
+πολυχόρδων και πολυαρμονίων οργάνων. — Έτσι φαίνεται. — Θα
+παραδεχθής λοιπόν τάχα εις την πόλιν μας τους αυλητάς και τους
+κατασκευαστάς των αυλών; ή μήπως δεν είναι ο αυλός το
+πολυχορδότατον όργανον, και αυτά τα παναρμόνια μιμήσεις απλώς
+του αυλού; Τίποτε άλλο πράγματι. — Ώστε σου υπολείπεται η λύρα
+και η κιθάρα διά την πόλιν, και το πολύ καμμία σύριγξ διά τους
+βοσκούς εις την εξοχήν. — Τουλάχιστον έτσι το φέρνει ο λόγος
+μας. — Και δεν κάμνομεν τίποτε νέον πράγμα, φίλε μου, αν
+προτιμούμεν τον Απόλλωνα από τον Μαρσύαν, και την κιθάραν
+εκείνου από τον αυλόν αυτού. — Μα την αλήθειαν έτσι μοιάζει.
+
+ — Και μα τον κύνα, χωρίς να το εννοήσωμεν, κάμνομεν την
+εκκαθάρισιν της πόλεως, εις την οποίαν ελέγαμεν ότι
+υπερεπλεόναζεν η τρυφή και η πολυτέλεια.
+
+ — Και δεν κάμνομεν άσχημα. — Ας εξακολουθήσωμεν λοιπόν την
+εκκαθάρισιν και έρχεται τώρα η σειρά των ρυθμών, ώστε, συμφώνως
+με όσα είπαμεν περί των αρμονιών, να μην επιδιώκωμεν και εις
+αυτούς την ποικιλίαν και την πολλαπλότητα των μετρικών βάσεων,
+αλλά να ζητήσωμεν να εύρωμεν ποίοι είναι οι ρυθμοί του κοσμίου
+και γενναίου βίου, και αφού τους εύρωμεν, να προσαρμόσωμεν τας
+βάσεις και το μέλος προς τους λόγους, και όχι τους λόγους προς
+την βάσιν και το μέλος. Ποίοι δε είναι αυτοί οι ρυθμοί,
+περιμένομεν να το μάθωμεν από σένα, όπως και τας αρμονίας.
+
+ — Μα την αλήθειαν, δεν ημπορώ να σου απαντήσω• ό,τι μόνον
+γνωρίζω είναι ότι υπάρχουν τρία είδη από τα οποία
+συναπαρτίζονται αι βάσεις, όπως τέσσαρα είδη φθόγγων από τα
+οποία προέρχονται όλαι αι αρμονίαι• ποία όμως ημπορούν να
+μιμηθούν τον ένα και ποία τον άλλον τρόπον του βίου, δεν είμαι
+εις θέσιν να το γνωρίζω.
+
+ — Αλλ' εις αυτό ημπορούμεν να ζητήσωμεν και την γνώμην του
+Δάμωνος, ποίαι βάσεις είναι κατάλληλοι να εκφράσουν τους
+ταπεινούς, τους ανελευθέρους, τους προστύχους, τους παραφόρους
+και όλους εν γένει τους κακούς χαρακτήρας, και ποίους ρυθμούς
+πρέπει να λαμβάνωμεν διά τους αντιθέτους• νομίζω δε ότι τον
+ήκουσα να ομιλή, όχι και πολύ σαφώς, περί τινος ρυθμού, τον
+οποίον ωνόμαζε σύνθετον ενόπλιον, και δάκτυλον, και ηρώον, και
+τον οποίον δεν γνωρίζω πώς συνέθετε με ίσην άρσιν και θέσιν και
+από μακράς και βραχείας συλλαβάς• και ένα άλλον πάλιν, ίαμβον,
+μου φαίνεται, και τροχαίον, εις τον οποίον απέδιδεν επίσης
+μακράς και βραχείας συλλαβάς• ακόμη νομίζω τον ήκουσα να επαινή
+ή και να ψέγη την ρυθμικήν αγωγήν του ενός ή του άλλου ποδός,
+όχι ολιγώτερον από τους ιδίους ρυθμούς, ή μαζί κάποτε και τα
+δύο, διότι δεν είμαι εις θέσιν να ειπώ ακριβώς. Αλλ' ας τα
+αναβάλωμεν αυτά να τα συζητήσωμεν, καθώς είπα, με τον Δάμωνα•
+διότι απαιτείται όχι ολίγος χρόνος να τα διευκρινήσωμεν ή έχεις
+άλλην γνώμην; — Καθόλου.
+
+ — Αυτό όμως τουλάχιστον ημπορείς να το γνωρίζης, ότι την μεν
+ευρυθμίαν παρακολουθεί η εντύπωσις της ωραιότητος, απεναντίας
+δε την αρρυθμίαν η εντύπωσις της ασχημίας. — Πώς όχι: — Αλλ'
+όμως η ωραιότης του ρυθμού, καθώς και της αρμονίας,
+παρακολουθεί συνήθως και εξομοιούται με την ωραιότητα των
+λόγων, όπως και το εναντίον, αφού είπαμεν προηγουμένως ότι ο
+ρυθμός και η αρμονία έγιναν διά τους λόγους, και όχι οι λόγοι
+δι’ αυτά. — Πράγματι πρέπει να ακολουθούν τον λόγον. — Αλλά ο
+λεκτικός τρόπος, καθώς και ο ίδιος ο λόγος, δεν παρακολουθεί το
+ήθος της ψυχής; — Πώς όχι; — Όλα δε τα άλλα τον λόγον; — Ναι. —
+Επομένως η ωραιότης και η αρμονία, η χάρις και η ευρυθμία του
+λόγου παρακολουθούν την ευήθειαν και δεν εννοώ με αυτήν την
+λέξιν την μωρίαν, την οποίαν ονομάζουν κατ' ευφημισμόν
+ευήθειαν, αλλά τον χαρακτήρα εκείνον της ψυχής, της οποίας
+είναι καλά και ωραία τα ήθη. — Αληθώς. — Αυτά λοιπόν δεν πρέπει
+παντού και πάντοτε να επιδιώκουν οι νέοι μας, αν θέλουν να
+εκπληρώσουν τον προορισμόν των; — Αναμφιβόλως. — Είναι δε και
+τα κοινά, ως γνωστόν, χαρακτηριστικά της ζωγραφικής και των
+συγγενών τεχνών, της υφαντικής και της ποικιλτικής και της
+αρχιτεκτονικής και των άλλων προϊόντων της ανθρωπίνης τέχνης,
+ακόμη δε και αυτών των σωμάτων της φύσεως και των άλλων φυτών•
+διότι εις όλα αυτά υπάρχει η ωραιότης ή ασχημία• και η μεν
+ασχημία και η αρρυθμία και η δυσαρμονία συμβαδίζουν με την
+ασχημίαν των λόγων και των ηθών, ενώ τα αντίθετα είναι
+χαρακτηριστικά χρηστού και σώφρονος ήθους. — Έχεις πληρέστατον
+δίκαιον.
+
+ — Και μόνον τάχα τους ποιητάς πρέπει να επιβλέπωμεν και να
+τους αναγκάζωμεν να μας παρέχουν εις τα ποιήματά των την εικόνα
+των χρηστών ηθών, ειδεμή άλλως να μας απαλλάττουν της παρουσίας
+των; Ή δεν θα έπρεπε να εξασκούμεν την αυτήν επίβλεψιν και επί
+των άλλων τεχνιτών και να τους εμποδίζωμεν να αποτυπώνουν, είτε
+εις τας εικόνας, είτε εις τα οικοδομήματα, είτε εις οτιδήποτε
+άλλο κατασκεύασμά των, τον χαρακτήρα εκείνον του ασχήμου, του
+ταπεινού, του φαύλου, του ασυμμέτρου; και όστις δεν θα ήτο
+ικανός να συμμορφωθή, να μην είχε το δικαίωμα να εξασκή την
+τέχνην του εις την πόλιν μας, εκ φόβου μήπως οι πολεμισταί μας,
+ανατρεφόμενοι εν μέσω των εικόνων τούτων της ασχημίας, και
+χορταίνοντες καθημέραν από την θέαν αυτών, καθώς πρόβατα από
+βλαβερά χόρτα, καταντήσουν εις το τέλος ανεπαισθήτως να πάρουν
+κανένα μέγα και φοβερόν πάθος εις την ψυχήν των; Ή δεν θα
+έπρεπεν απεναντίας να αναζητήσωμεν εκείνους τους τεχνίτας, που
+θα είχαν την ικανότητα να εξιχνιάζουν και ανευρίσκουν την φύσιν
+του καλού και του ωραίου, ούτως ώστε οι νέοι μας, όπως εις
+τόπον υγιεινόν κατοικούντες να ωφελούνται από το κάθε τι,
+δεχόμενοι πανταχόθεν και διά των οφθαλμών και διά της ακοής από
+τα ωραία έργα την εντύπωσιν του ωραίου, όπως την αύραν της
+υγιείας από τους υγιεινούς τόπους, και τοιουτοτρόπως
+καταντήσουν ανεπαισθήτως και από την παιδικήν ηλικίαν να
+αγαπήσουν και αφομοιωθούν τελείως με το καλόν; — Πραγματικώς
+αυτή θα ήτο η αρίστη ανατροφή.
+
+ — Δεν είναι λοιπόν δι’ αυτούς τους λόγους, φίλε Γλαύκων,
+σπουδαιοτάτη η διά της μουσικής ανατροφή, επειδή ο ρυθμός και η
+αρμονία εισχωρούν εις τα τρίσβαθα της ψυχής και εξασκούν
+ισχυροτάτην επ’ αυτής επίδρασιν, διότι εισάγουν εις αυτήν την
+ευμορφίαν και την κάμνουν εύμορφην, εάν είναι αρτία η ανατροφή,
+ειδεμή, το εναντίον; και ακόμη διά τον λόγον ότι, ο ανατραφείς
+καθώς πρέπει διά της μουσικής θα είναι εις θέσιν να αισθάνεται
+με όλην την λεπτότητα τας ελλείψεις και τας ατελείας εις τα
+δημιουργήματα ή της τέχνης ή της φύσεως και θα δοκιμάζη δικαίως
+δυσάρεστον εντύπωσιν από αυτάς; και ως εκ τούτου θα
+ενθουσιάζεται διά παν το ωραίον, θα ανοίγη ολόκληρον την ψυχήν
+του να το υποδέχεται εις αυτήν, θα το έχη τροφήν του παντοτινήν
+και τοιουτοτρόπως θα προκόπτη και θα τελειοποιήται εις πάσαν
+αρετήν; ενώ απεναντίας θα μισή και θα αποστρέφεται δικαίως παν
+το αισχρόν, από αυτήν την τρυφερωτάτην ηλικίαν, πριν να είναι
+ακόμη εις θέσιν να εξηγήση τα αισθήματά του διά του ορθού
+λόγου, τον οποίον, όταν κατόπιν έλθη, θα αποδεχθή προθυμότατα,
+ως παλαιόν του γνώριμον και σχετικόν, ένεκα της μουσικής του
+ανατροφής; — Δι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους μου φαίνεται ότι
+γίνεται ή διά της μουσικής ανατροφή.
+
+ — Όπως λοιπόν ακριβώς και προκειμένου περί των γραμμάτων τότε
+θα ήμεθα τελείως κατηρτισμένοι, όταν δεν θα μας διέφευγε κανένα
+από τα ολίγα τον αριθμόν στοιχεία, εις όλους τους συνδυασμούς
+που ευρίσκονται, και εις κάθε λέξιν είτε μικράν ή μεγάλην,
+χωρίς να νομίζωμεν τίποτε άξιον περιφρονήσεως, αλλ' απεναντίας
+κατεβάλλομεν πάσαν προσπάθειάν μας να τα γνωρίζωμεν παντού
+ακριβώς, διότι, χωρίς αυτό, ποτέ δεν θα ημπορούσαμεν να γίνωμεν
+καλοί γραμματικοί. — Πραγματικώς. — Και αν επομένως δεν
+εγνωρίζαμεν τα ίδια τα γράμματα, θα ημπορούσαμεν να γνωρίσωμεν
+και τας εικόνας αυτών, εάν έξαφνα τας εβλέπαμεν επί της
+επιφανείας του ύδατος ή μέσα εις καθρέπτην, αφού και τα δύο
+είναι της ιδίας τέχνης και μελέτης αντικείμενον; — Καθόλου
+βέβαια.
+
+ — Επίσης λοιπόν, δι’ όνομα του θεού, δεν θα ημπορούσα να ειπώ,
+ότι ποτέ δεν θα είμεθα καλοί μουσικοί, ούτε οι ίδιοι ούτε οι
+πολεμισταί τους οποίους έχομεν αναλάβη να εκπαιδεύσωμεν, εάν
+δεν εξοικειωθώμεν πρότερον κατά βάθος με τας ιδέας της ανδρείας
+και της σωφροσύνης, της ελευθεριότητος και της μεγαλοψυχίας και
+όλων των σχετικών αρετών, καθώς ακόμη και των εναντίων κακιών,
+και αν δεν τας αναγνωρίζωμεν πανταχού όπου παρουσιάζονται και
+αυτάς και τας εικόνας των, είτε εις τα μικρά είτε εις τα
+μεγάλα, χωρίς τίποτε να περιφρονούμεν, παραδεχόμενοι ότι υφ'
+οιανδήποτε μορφήν και αν εμφανίζωνται είναι αντικείμενον της
+αυτής μελέτης και τέχνης; — Ανάγκη πάσα.
+
+ — Όταν λοιπόν συμπέση να υπάρχουν και εις την ψυχήν χρηστά
+ήθη, και εις το σώμα ανάλογοι και σχετικαί ιδιότητες του αυτού
+τύπου, δεν θα ήτο αυτό το ωραιότερον θέαμα δι’ εκείνο που θα
+ημπορούσεν να το απολαύση; — Και πολύ μάλιστα — Αλλά το
+ωραιότερον είναι, βέβαια και το μάλλον αξιαγάπητον. — Πώς όχι;
+— Ένα λοιπόν τοιούτον άνθρωπον δεν θα ημπορούσε παρά να τον
+αγαπά ο μουσικός• όχι όμως και αν υπήρχε καμμία δυσαρμονία
+μεταξύ ψυχής και σώματος. — Όχι βέβαια, εάν το ελάττωμα ήτο της
+ψυχής• αλλ' αν υπήρχεν απλώς εις το σώμα, δεν θα απέστεργε
+βέβαια να τον αγαπά. — Α, ενόησα• θα έχης, φαίνεται, ή θα
+είχες, κανένα τοιούτον φίλον, και δεν επιμένω• λέγε μου όμως
+ένα άλλο: υπάρχει καμμία σχέσις μεταξύ της εγκρατείας και της
+υπερβολικής, ηδονής; — Και πώς είναι δυνατόν να υπάρχη, αφού
+αυτή κάμνει τον άνθρωπον έξω φρενών, όχι ολιγώτερον από την
+υπερβολικήν οδύνην; — Αλλά με καμμίαν άλλην αρετήν; — Με
+καμμίαν. — Τι δε; με την διαφθοράν και την ακολασίαν; — Με
+αυτάς μάλιστα. — Γνωρίζεις δε καμμίαν άλλην ηδονήν μεγαλυτέραν
+και εντονωτέραν από του σαρκικού έρωτος; — Καμμίαν δεν γνωρίζω,
+αλλ' ούτε και πλέον μανιώδη. — Ο δε αληθινός έρως δεν είναι να
+αγαπά κανείς μουσικώς και σωφρόνως ένα πρόσωπον ωραίον και
+κόσμιον; — Βεβαιότατα. — Τίποτε λοιπόν το μανιώδες και τίποτε
+που να έχη σχέσιν με την ακολασίαν δεν πρέπει να αναμιγνύεται
+με τον αληθινόν έρωτα. — Όχι, δεν πρέπει. — Δεν θα γίνη λοιπόν
+δεκτή καθόλου αυτή η ηδονή, και θα αποκλεισθή τελείως από τας
+σχέσεις προσώπων, τα οποία συνδέει ο ορθώς εννοούμενος έρως. —
+Πρέπει πράγματι, Σώκρατες, να αποκλεισθή. — Τοιουτοτρόπως
+λοιπόν, ως φαίνεται, θα νομοθετήσης εις την πόλιν, την οποίαν
+συνοικίζομεν, να αγαπά μεν και να προσκολλάται ο εραστής προς
+το αγαπώμενον πρόσωπον και να έχη τοιαύτας σχέσεις προς αυτό,
+όπως πατήρ προς υιόν, και πάντοτε επί καλού• κατά τα άλλα δε να
+είναι τοιαύτη η συμπεριφορά του, ώστε ποτέ να μη δώση υποψίαν
+ότι προβαίνει και περαιτέρω• ει δε μη, θα καταφρονηθή ως
+άμουσος και απειρόκαλος. — Μάλιστα. — Νομίζεις τώρα ότι έχομεν
+να προσθέσωμεν τίποτε πλέον εις το περί μουσικής κεφάλαιον;
+διότι υποθέτω ότι ετελείωσεν εκεί ακριβώς όπου έπρεπε να
+τελειώση• πρέπει δε κάθε περί μουσικής λόγος να τελειώνη με τον
+έρωτα του ωραίου. — Σύμφωνος.
+
+ — Μετά την μουσικήν έρχεται τώρα η σειρά της γυμναστικής εις
+την ανατροφήν των νέων μας. — Μάλιστα. — Πρέπει δε βέβαια και
+αυτή να καλλιεργήται σοβαρώς, και άνευ διακοπής από την
+παιδικήν ηλικίαν• ιδού δε ποία είναι η γνώμη μου επί του
+ζητήματος τούτου• αλλά πρόσεχε και συ• εγώ δηλαδή φρονώ ότι δεν
+είναι το γερόν και καλόν σώμα εκείνο, που με την αρετήν του
+κάμνει καλήν και την ψυχήν, αλλά το εναντίον η ψυχή, όταν είναι
+καλή, καθιστά με την αρετήν της κάλλιστον και το σώμα• εσένα δε
+πώς σου φαίνεται; — Έτσι και εμένα. — Εάν λοιπόν, αφού
+καλλιεργήσωμεν την ψυχήν με πάσαν την δυνατήν επιμέλειαν,
+αναθέσωμεν εις αυτήν πάσαν την φροντίδα περί του σώματος,
+περιοριζόμενοι μόνον απλώς να της υποδείξωμεν τους τύπους, διά
+να μη μακρολογούμεν, θα εκάμναμεν σωστά; — Και πολύ μάλιστα. —
+Από την μέθην, είπαμεν ήδη πριν, ότι πρέπει να απέχουν• διότι
+εις κάθε άλλον συγχωρείται, παρά εις τον φύλακα να μεθύση και
+να μην ηξεύρη πού ευρίσκεται. — Βέβαια θα ήτο γελοίον ο φύλαξ
+να έχη ανάγκην φύλακος.
+
+ — Τώρα όσον αφορά την τροφήν; δεν είναι οι φρουροί μας
+αθληταί, προωρισμένοι μάλιστα διά τους μεγίστους αγώνας; ή όχι;
+Μάλιστα. — Η δίαιτα λοιπόν των συνήθων αθλητών θα ήρμοζε τάχα
+και εις αυτούς: — Πολύ πιθανόν. — Ναι, αλλ' είναι κάπως πολύ
+υπνιάρικη αυτή και δεν εξασφαλίζει αρκετά σταθεράν υγιείαν• ή
+δεν βλέπεις πως κοιμούνται όλην των την ζωήν οι αθληταί, και
+ολίγον εάν παρεκκλίνουν από την ωρισμένην των δίαιταν,
+προσβάλλονται από μεγάλας και σοβαράς ασθενείας; — Το βλέπω. —
+Ώστε θα χρειάζεται κάποια άλλη, ολιγώτερον βαρεία δίαιτα, διά
+τους πολεμικούς μας αθλητάς, οι οποίοι πρέπει να είναι άγρυπνοι
+όπως οι σκύλοι, να έχουν οξυτάτην την όρασιν και την ακοήν, να
+μεταβάλλουν συχνά εις τας εκστρατείας το είδος της τροφής και
+του νερού, να υποφέρουν τας μεταλλαγάς της θερμοκρασίας, και
+απ’ όλα αυτά να μην επηρεάζεται εύκολα η υγιεία των. — Και εγώ
+είμαι αυτής της ιδέας.
+
+ — Δεν πρέπει λοιπόν η καλυτέρα γυμναστική να είναι αδελφή,
+ούτως ειπείν, της μουσικής, περί της οποίας ολίγον πριν
+εκάμαμεν λόγον; — Πώς δηλαδή; — Νά, κάπως απλουστέρα και πλέον
+μετρημένη, όπως πρέπει να είναι προ πάντων των πολεμιστών. —
+Και εις τί θα συνίσταται; — Αυτό ημπορούμεν να το μάθωμεν και
+από τον Όμηρον• διότι γνωρίζεις, ότι εν καιρώ εκστρατείας δεν
+παραθέτει ποτέ εις τα γεύματα των ηρώων ψάρια, αν και είναι
+στρατοπεδευμένοι εις τον Ελλήσποντον κοντά εις την θάλασσαν,
+ούτε μαγειρευμένα κρέατα, αλλά μόνον ψητά, των οποίων η
+ετοιμασία είναι πολύ ευκολωτέρα διά στρατιώτας• διότι και
+παντού εν γένει είναι ευκολώτερον να ψήνη κανείς το κρέας εις
+την φωτιά, παρά να σέρνη μαζί του μαγειρικά σκεύη. — Πολύ
+σωστά. — Και καρυκεύματα όμως νομίζω πως δεν αναφέρει πουθενά ο
+Όμηρος• ή τάχα το γνωρίζουν αυτό και οι άλλοι αθληταί, ότι, αν
+θέλουν να είναι καλά το σώμα των, πρέπει να απέχουν από όλα
+αυτά; — Πραγματικώς το γνωρίζουν και κάμνουν καλά που απέχουν.
+
+ — Εάν λοιπόν σου φαίνεται σωστή αυτή η δίαιτα, δεν θα
+επιδοκιμάζης βέβαια τα τραπέζια των Συρακουσίων και την
+Σικελικήν ποικιλίαν των φαγητών. — Όχι, καθόλου. — Ούτε θα
+εγκρίνης, ένας που θέλει να στέκεται καλά εις την υγιείαν του,
+να έχη καμμιά φιλενάδα από την Κόρινθον; — Κάθε άλλο. — Ούτε
+ακόμη και τα τόσον φημισμένα λιχνεύματα της αττικής μαγειρικής;
+— Κατ' ανάγκην. — Διότι νομίζω ότι όλην αυτήν την ποικιλίαν των
+απολαύσεων και της διαίτης, δεν θα είχαμεν άδικον να την
+παραβάλλωμεν προς την μελοποιίαν εκείνην, που μεταχειρίζεται
+όλας τας αρμονίας και όλους τους ρυθμούς. — Και πώς όχι; — Όπως
+λοιπόν εκεί η ποικιλία αποτέλεσμα είχε την αταξίαν, δεν θα έχη
+και εδώ την ασθένειαν; ενώ απεναντίας η απλότης, όπως εις την
+μουσικήν καθιστά σώφρονα την ψυχήν, και εις την γυμναστικήν δεν
+θα καθιστά το σώμα υγιές; — Σωστότατα. — Αλλ' όταν πλεονάσουν
+εις τας πόλεις η αταξία και αι ασθένειαι, δεν πληθύνονται τα
+δικαστήρια και τα νοσοκομεία; και δεν θα έχη τότε μεγάλην
+πέρασιν η δικηγορική και η ιατρική, όταν με ζήλον επιδίδωνται
+εις αυτά πολλοί και διακεκριμένης τάξεως πολίται; — Πώς όχι
+βέβαια;
+
+ — Ημπορείς δε να εύρης άλλην μεγαλυτέραν απόδειξιν της κακής
+και αισχράς ανατροφής εις μίαν πόλιν, παρά την ανάγκην ικανών
+δικαστών και ιατρών, όχι μόνον διά την κατωτέραν τάξιν του λαού
+και τους αποζώντας από την εργασίαν των χειρών των, αλλά και
+δι’ εκείνους οι οποίοι καυχώνται ότι έτυχον ελευθερίου
+ανατροφής; δεν είναι πράγμα αισχρόν και ασφαλής απόδειξις
+απαιδευσίας, να είναι κανείς ηναγκασμένος να καταφεύγη εις
+δικαιοσύνην επιβαλλομένην εις αυτόν υπ’ άλλων, δίκην δεσποτών
+και κριτών, επειδή ο ίδιος δεν έχει δικαιοσύνην; — Πράγματι δεν
+υπάρχει άλλο αισχρότερον. — Δεν σου φαίνεται όμως τάχα ακόμη
+πολύ αισχρότατον, όταν, όχι μόνον διέρχεται κανείς ολόκληρον
+την ζωήν του εις τα δικαστήρια είτε ως ενάγων είτε ως
+εναγόμενος, αλλά να είναι και τόσον αναίσθητος, ώστε να πείση
+τον εαυτόν του ότι είναι και άξιος θαυμασμού διά τούτο, επειδή
+έχει τάχα πάρη δίπλωμα εις την τέχνην της αδικίας και σου είναι
+ικανός με όλας τας διαστροφάς, με όλας τας υπεκφυγάς και τα
+λυγίσματα να κατορθώση να διεκφύγη την νόμιμον καταδίωξιν; και
+ταύτα προκειμένου διά μικρά και όλως διόλου ανάξια λόγου
+συμφέροντα, χωρίς να γνωρίζη πόσον καλύτερον και προτιμότερον
+είναι να παρασκευάση τοιουτοτρόπως την ζωήν του, ώστε να μην
+έχη καμμίαν ανάγκην δικαστού νυσταλέου. — Πραγματικώς αυτό
+είναι πολύ ακόμη αισχρότερον.
+
+ — Και ολιγώτερον τάχα αισχρόν είναι να έχη κανείς αδιαλείπτως
+την ανάγκην των ιατρών, εκτός όταν πρόκειται περί τραυμάτων ή
+περί άλλων τυχαίων επιδημικών ασθενειών, επειδή από την αργίαν
+και από τον τρόπον της διαίτης, που περιεγράψαμεν, γεμίζει το
+σώμα του από διάφορα ρεύματα και αέρια, όπως τα έλη από
+αναθυμιάσεις, και αναγκάζει τους κομψούς Ασκληπιάδας να
+εφευρίσκουν ονόματα, εμφράξεις και κατάρρους και τα τοιαύτα,
+διά τα διάφορά του νοσήματα; — Αληθινά είναι της τελευταίας
+κατασκευής και παράξενα ονόματα νοσημάτων. — Άγνωστα δε βέβαια
+επί της εποχής του Ασκληπιού• και το συμπεραίνω, διότι οι δύο
+υιοί του εις την πολιορκίαν της Τροίας δεν ημπόδισαν την
+γυναίκα που έδωσεν εις τον πληγωμένον Ευρύπυλον να πίη οίνον
+Πράμνειον ανακατωμένον με άλευρα και με τυρόν, τα οποία
+θεωρούνται φλεγματώδη, ούτε επέπληξαν τον Πάτροκλον ο οποίος
+εθεράπευε την πληγήν του. — Και όμως ήτο βέβαια ακατάλληλον το
+ποτόν δι’ ένα άνθρωπον εις αυτήν την κατάστασιν. — Όχι, αν
+λάβης υπ’ όψιν ότι οι Ασκληπιάδαι δεν εγνώριζον αυτήν την
+σημερινήν παιδαγωγικήν, ούτως ειπείν, ιατρικήν των νοσημάτων,
+πριν εμφανισθή ο Ηρόδικος• αυτός ήτο διδάσκαλος της γυμναστικής
+και επειδή έγινεν ασθενικός, συνεδύασε την γυμναστικήν με την
+ιατρικήν, και με αυτόν τον συνδυασμόν εβασάνισε πρώτον και
+περισσότερον τον εαυτόν του, έπειτα πολλούς άλλους κατόπιν. —
+Πώς αυτό; — Διότι έκαμε μακρόν και βραδύν τον θάνατόν του• η
+ασθένειά του δηλαδή ήτο θανάσιμος και επειδή δεν ημπορούσε να
+την θεραπεύση τελείως, επέμενε να την παρακολουθή βήμα προς
+βήμα, χωρίς καμμίαν άλλην ασχολίαν να έχη εις την ζωήν του παρά
+την φροντίδα της υγιείας, και εζούσε με αυτό το παντοτινόν
+βασανιστήριον, να μη παραστρατήση το παραμικρόν από την
+συνηθισμένην του δίαιταν• κ’ έτσι με την σοφίαν του αυτήν έσυρε
+ως το γήρας μίαν ζωήν κακοθάνατην. — Δεν ήτο, να σου ειπώ,
+άσχημη αυτή η αμοιβή της σοφίας του. — Ναι βέβαια, δι’ ένα που
+δεν εγνώριζεν ότι ο Ασκληπιός, όχι από άγνοιαν και αμάθειαν δεν
+εδίδαξεν αυτό το είδος της ιατρικής εις τους διαδόχους του,
+αλλά επειδή ίσα ίσα ήξευρεν, ότι εις όλας τας ευνομουμένας
+πόλεις έχει ανατεθή εις έκαστον ένα ωρισμένον έργον, το οποίον
+οφείλει να εξασκή και κανείς δεν έχει καιρόν να διέρχεται την
+ζωήν του ασθενής και νοσηλευόμενος• και ημείς οι ίδιοι
+αισθανόμεθα το γελοίον του πράγματος, όταν πρόκειται διά τους
+πτωχούς τεχνίτας, αλλά διά τους πλουσίους και τους θεωρουμένους
+ευτυχείς δεν μας κάμνει εντύπωσιν. — Πώς; — Εάν ασθενήση ένας
+ξυλουργός, θα ζητήση αμέσως από τον ιατρόν να του δώση εμετικόν
+ή καθαρτικόν διά να βγάλη από πάνω του την ασθένειαν, ή, αν
+είναι ανάγκη, θα καταφύγη και εις την καυτηρίασιν και εις την
+εγχείρισιν διά να απαλλαχθή μίαν ώραν αρχύτερα• εάν όμως κανείς
+τον υποβάλη εις μακράν δίαιταν και του διατάξη επιδέσμους εις
+την κεφαλήν και τα τοιαύτα, δεν θ' αργήση να του ειπή, ότι δεν
+έχει καιρόν να είναι άρρωστος, ούτε τον ωφελεί να ζη έτσι και
+να παραμελήση την εργασίαν του, διά να καταγίνεται με την
+αρρώστεια του• έπειτα θα στείλη στο καλό τον ιατρόν, θα
+επαναλάβη την συνηθισμένην του δίαιταν, θα επανακτήση την
+υγιείαν του και θ' αρχίση τη δουλειά του• ή αν επί τέλους το
+σώμα του δεν ανθέξη εις την ασθένειαν, πεθαίνει και γλυτώνει
+από τα βάσανα. — Και πράγματι αυτό το είδος της ιατρικής
+φαίνεται να ταιριάζη εις αυτούς τους ανθρώπους. — Διότι βέβαια
+έχει κάποιαν εργασίαν, την οποίαν εάν αναγκασθή να αφήση, δεν
+θα του ωφελούσε και να ζη. — Μάλιστα. — Και ο πλούσιος δεν
+έχει, λέγουν, καμμίαν εργασίαν τοιαύτην, ώστε αν αναγκασθή να
+την παραιτήση, να είναι αβίωτος ο βίος του; — Έτσι λέγουν. —
+Φαίνεται, δεν άκουσες που λέγει ο Φωκυλίδης, πως όταν πλέον
+απόκτήση κανείς περιουσίαν, πρέπει να καλλιεργή την αρετήν. —
+Νομίζω όμως ότι και πρότερον ημπορεί. — Ας μη του
+διαφιλονεικήσωμεν τώρα το πράγμα, μόνον ας ίδωμεν οι ίδιοι, αν
+πρέπη αληθινά ο πλούσιος να καταγίνεται με την αρετήν, και αν,
+χωρίς αυτό, του είναι αδύνατον να ζήση, ή εάν η διαρκής
+νοσηλεία τον μεν πτωχόν ξυλουργόν και τους άλλους τεχνίτας
+εμποδίζη από την εξάσκησιν του έργου των, δεν εμποδίζη όμως και
+τον πλούσιον να εφαρμόζη το παράγγελμα του Φωκυλίδου. — Τον
+εμποδίζει, μα τον Δία, και απ’ όλα μάλιστα περισσότερον η
+υπερβολική αυτή φροντίς περί του σώματος, η οποία υπερβαίνει
+πλέον τα όρια της γυμναστικής• διότι είναι πρόσκομμα και εις
+την διαχείρισιν των οικιακών υποθέσεων, και των δημοσίων, είτε
+εν ειρήνη είτε εν πολέμω. — Και το σπουδαιότερον, είναι τελείως
+ασυμβίβαστος προς πάσαν μάθησιν και σπουδήν και προς οιανδήποτε
+συγκέντρωσιν του νου• αιωνίως παραπονούνται ότι θα σπάση η
+κεφαλή των από τους πόνους, ότι έχουν ζάλες, και δι’ όλα αυτά
+ευρίσκουν αφορμήν την φιλοσοφίαν, ούτως ώστε, παντού όπου δι’
+αυτής εξασκείται και δοκιμάζεται η αρετή, παρουσιάζεται
+εμπόδιον η περί του σώματος φροντίς• διότι τον κάμνει να
+φαντάζεται πάντοτε ότι είναι άρρωστος και να μη παύη ποτέ να
+γογγύζη διά την κατάστασιν της υγιείας του. — Φυσικά.
+
+ — Αυτής λοιπόν της γνώμης, ας το είπωμεν, δεν ήτο και ο
+Ασκληπιός; ο οποίος, όσοι μεν εκ φύσεως και διαίτης είχον γερά
+σώματα, συνέβαινε δε να πάθουν κανένα νόσημα εξ άλλης αφορμής,
+δι’ αυτούς μόνον και διά τους έχοντας τοιαύτην κράσιν υπέδειξε
+τα μέσα της θεραπείας, περιορισθείς εις φάρμακα και εγχειρίσεις
+διά τα νοσήματά των, χωρίς να τους διαγράφη άλλην δίαιταν από
+την συνηθισμένην, διά να μη παραβλάπτη τα συμφέροντα της
+πολιτείας• ενώ διά τα σώματα που αρχικώς ήσαν νοσηρά από μέσα,
+δεν ανελάμβανε να παρατείνη την ζωήν των και τα βάσανά των με
+διαίτας, και με κενώσεις, και με εγχύσεις, ούτως ώστε να φέρουν
+εις την ζωήν και άλλα όμοιά των δυστυχισμένα, φυσικά, πλάσματα•
+αλλ' ενόμιζεν ότι δεν ώφειλε να θεραπεύη εκείνον, που δεν
+ημπορούσε ως εκ της κατασκευής του να φθάση το φυσικόν όριον
+της ζωής, διότι θα ήτο ανωφελές και διά τον ίδιον και διά την
+πολιτείαν. — Πολιτικόν, βλέπω, μας τον έκαμες τον Ασκληπιόν. —
+Και ήτο βέβαια• και απόδειξις, ότι και τα τέκνα του, δεν
+γνωρίζεις πόσον διεκρίθησαν και εις τον πόλεμον κατά την
+πολιορκίαν της Τροίας, και την ιατρικήν δε εξήσκουν κατά τον
+τρόπον που λέγω εγώ; ή δεν ενθυμείσαι ότι από την πληγήν του
+Μενελάου, που του έκαμεν ο Πάνδαρος με το βέλος του,
+
+ το αίμα επιπιλίσανε κ’ έπειτα επασπαλίσαν
+ βοτάνια που γλυκαίνουνε τον πόνο
+
+δεν του παρήγγειλαν δε, όπως και του Ευρυπύλου, τι να φάγη και
+τι να πιή κατόπιν; διότι εγνώριζαν ότι τα φάρμακα είχαν την
+δύναμιν να θεραπεύουν ανθρώπους, οι οποίοι, πριν από το τραύμα
+των, ήσαν γερής κράσεως και εγκρατείς εις την δίαιτάν των, και
+αν έτυχε τώρα αυτήν την στιγμήν να ήπιανε τον κυκεώνα• ενώ ένας
+εκ φύσεως ασθενικός και επιρρεπής εις τας καταχρήσεις άνθρωπος,
+ενόμιζον ότι δεν ωφελούσε τίποτε ούτε διά τον εαυτόν του ούτε
+διά τους άλλους να ζη, και ότι δεν έπρεπε να είναι δι’ αυτούς η
+ιατρική, ούτε πρέπει να τους θεραπεύουν, και πλουσιώτεροι ακόμη
+από τον Μίδαν αν ήσαν. — Πάρα πολύ δα λεπτούς μας τους
+παριστάνεις τους υιούς του Ασκληπιού.
+
+ — κ’ έτσι ταιριάζει• αν και οι τραγικοί ποιηταί και ο Πίνδαρος
+δεν είναι φαίνεται της γνώμης μας• διότι λέγουν ότι ο Ασκληπιός
+ήτο μεν υιός του Απόλλωνος, επείσθη όμως με χρήματα να
+θεραπεύση ένα πλούσιον άνθρωπον, που ήτο πλέον ετοιμοθάνατος
+και διά τούτο δα εκεραυνώθη υπό του Διός• ημείς όμως, συμφώνως
+με όσα είπαμεν πριν, δεν θα πιστεύσωμεν ούτε το ένα ούτε το
+άλλο, αλλά θα υποστηρίζωμεν ότι, αν μεν ήτο υιός θεού, δεν θα
+ήτο αισχροκερδής, αν δε ήτο αισχροκερδής, δεν θα ήτο υιός θεού.
+
+ — Πολύ ορθά αυτά που λέγεις, Σώκρατες• αλλά δεν πρέπει τάχα,
+νομίζεις, να υπάρχουν καλοί ιατροί εις τας πόλεις; και τοιούτοι
+βέβαια θα εγίνοντο, μόνον εάν επερνούσαν από τα χέρια των όσον
+το δυνατόν περισσότεροι άρρωστοι, είτε καλής, είτε κακής
+κράσεως, όπως και δικασταί πάλιν, μόνον εάν ήρχοντο εις
+συνάφειαν με πολλούς και διαφόρους χαρακτήρας.
+
+ — Και πάρα πολύ μάλιστα τους θέλω καλούς• αλλά ηξεύρεις ποίους
+θεωρώ τοιούτους; — Αν μου το ειπής• — Θα δοκιμάσω• εσύ όμως
+περιέλαβες εις την ερώτησίν σου δύο πράγματα όχι όμοια. — Πώς;
+
+ — Τότε μόνον ημπορεί να γίνη ένας ικανώτατος ιατρός, εάν από
+την παιδικήν ηλικίαν του, αφού μάθη θεωρητικώς την επιστήμην
+του, περάσουν από τα χέρια του όσον το δυνατόν περισσότερα και
+της χειροτέρας κράσεως σώματα, και αν μάλιστα ακόμη και ο ίδιος
+υποστή όλας τας ασθενείας και δεν είναι εκ φύσεως πάρα πολύ
+γερής κράσεως• διότι, νομίζω, δεν θεραπεύουν οι ιατροί το σώμα
+διά του σώματός των• διότι δεν θα εχωρούσε να ήσαν ποτέ αυτά
+νοσηρά ή και να γίνουν τοιαύτα• αλλά διά της ψυχής, η οποία δεν
+θα ημπορούσε ποτέ να θεραπεύση καλώς οτιδήποτε, εάν είναι η εάν
+υπήρξε ποτέ κακή η ιδία. — Πολύ σωστά.
+
+ — Ενώ απεναντίας ο δικαστής κυβερνά την ψυχήν των άλλων διά
+της ψυχής του• εις την οποίαν δεν είναι συγχωρημένον να έχη από
+τρυφεράν ηλικίαν ανατραφή και σχετισθή με ψυχάς διεφθαρμένας,
+ούτε να έχη και η ιδία περάση από όλα τα αδικήματα, ώστε να
+ημπορή μ' ένα βλέμμα να κρίνη αμέσως εξ ιδίων και τα αδικήματα
+των άλλων, όπως ο ιατρός από τα ιδικά του κρίνει και των άλλων
+τα νοσήματα• αλλά πρέπει από την νεότητά της να είναι καθαρά
+και απηλλαγμένη πάσης κακοηθείας, διά να ημπορή να κρίνη
+ασφαλώς τα δίκαια• διά τούτο και οι χρηστοί άνθρωποι κατά την
+νεότητά των φαίνονται ευήθεις και ευκόλως εξαπατώνται υπό των
+αδίκων, επειδή δεν έχουν όμοια παραδείγματα να γνωρίζουν εξ
+ιδίων τι συμβαίνει μέσα εις την ψυχήν των πονηρών. — Και
+πράγματι συχνά το παθαίνουν αυτό.
+
+ — Δι’ αυτόν λοιπόν τον λόγον δεν πρέπει να είναι νέος ο καλός
+δικαστής, αλλά γέρων, αφού επί τέλους μάθη αργά εις τα
+γεράματα, τι είναι η αδικία• και την γνωρίση όχι ως ιδικήν του
+και μέσα εις την ιδικήν του ψυχήν, αλλά την μελετήση επί μακρόν
+μέσα εις τας ψυχάς των άλλων, διά να κρίνη πλέον κατά βάθος και
+επιστημονικώς, και όχι απλώς εξ ιδίας εμπειρίας, τι φοβερόν
+κακόν είναι η αδικία. — Αυτός πράγματι θα είναι δικαστής μια
+φορά. — Ναι, αλλά θα είναι συγχρόνως και ο καλός δικαστής, διά
+τον οποίον με ηρώτησες• διότι εκείνος που έχει καλήν ψυχήν θα
+είναι και καλός• ενώ ο άλλος ο τετραπέρατος, που υποπτεύεται
+παντού το κακόν, που είναι βουτηγμένος ο ίδιος εις κάθε
+αδικίαν, και έχει τον εγωισμόν να θεωρή τον εαυτόν του σοφόν
+εις κάθε πονηρίαν, όταν έχη να κάμη με ανθρώπους ομοίους του,
+φαίνεται πράγματι τοιούτος, επειδή τα παραδείγματα που έχει ο
+ίδιος μέσα του τον κάμνουν προσεκτικόν και διά τους άλλους•
+όταν όμως ευρεθή με ανθρώπους χρηστούς και προχωρημένους πλέον
+εις την ηλικίαν, τότε φαίνεται όλη του η αβελτηρία, και
+δεικνύεται δύσπιστος εκεί που δεν πρέπει, και δεν ημπορεί να
+πιστεύση εις το καλόν, διότι δεν έχει ο ίδιος μέσα του
+παραδείγματα αυτού• επειδή όμως περισσότερον σχετίζεται τους
+πονηρούς παρά τους χρηστούς ανθρώπους, διά τούτο περνά μάλλον
+διά σοφός παρά δι’ αμαθής, όπως το πιστεύει και ο ίδιος και
+άλλοι πολλοί. — Είναι αληθέστατα όλα αυτά.
+
+ — Δεν πρέπει λοιπόν να είναι τοιούτος ο σοφός και αγαθός
+δικαστής που ζητούμεν, αλλ' όπως ο πρώτος εκείνος που
+περιέγραψα• διότι η πονηρία δεν ημπορεί ποτέ να γνωρίση κατά
+βάθος ούτε αυτήν την ιδίαν, ούτε την αρετήν• ενώ η αρετή, όταν
+εκτός την φύσεως προσλάβη συν τω χρόνω και την πείραν, θα είναι
+εις θέσιν να γνωρίζη επιστημονικώς και εαυτήν και την κακίαν•
+ώστε την αληθινήν σοφίαν μόνον ο τοιούτος άνθρωπος θα την έχη,
+αλλ' όχι ο κακός. — Είμαι σύμφωνος και εγώ.
+
+ — Δεν θα νομοθετήσης λοιπόν εις την πόλιν μας τοιαύτην
+ιατρικήν και δικαστικήν, αι οποίαι θα φροντίζουν μόνον δι’
+εκείνους τους πολίτας όσοι εκ φύσεως έχουν υγιές σώμα και καλήν
+ψυχήν; όσον δ' αφορά τους άλλους, εκείνους μεν που δεν έχουν
+τοιούτον σώμα, θα τους αφήνουν ν' αποθνήσκουν, εκείνους δε, των
+οποίων η ψυχή είναι εκ φύσεως κακή και αδιόρθωτος, θα τους
+καταδικάζουν εις θάνατον; — Αυτό απεδείχθη το καλύτερον που
+έχομεν να κάμωμεν και δι’ αυτούς τους ιδίους τους πάσχοντας και
+διά την πόλιν.
+
+ — Είναι επομένως φανερόν ότι οι νέοι, μεταχειριζόμενοι την
+απλήν εκείνην μουσικήν, που γεννά καθώς είπομεν την σωφροσύνην,
+θα το θεωρούν βέβαια εντροπήν των να λαμβάνουν ανάγκην των
+δικαστών. — Πως όχι; — Εάν λοιπόν ο έχων τοιαύτην μουσικήν
+ανατροφήν θελήση να ακολουθήση τα αυτά ίχνη και εις την
+γυμναστικήν, δεν θα προτιμήση να μη χρειασθή ποτέ την ιατρικήν,
+εκτός απολύτου ανάγκης; — Μου φαίνεται. — Ώστε θα υποβάλλεται
+εις τας ασκήσεις αυτάς και τους σωματικούς κόπους όχι τόσον διά
+να αυξήση την σωματικήν του δύναμιν, αλλά μάλλον αποβλέπων εις
+το θυμοειδές της ψυχής και εις την ανάπτυξιν αυτού, κατ'
+αντίθεσιν προς τους άλλους τους κοινούς αθλητάς, οι οποίοι
+ακολουθούντες ωρισμένον είδος ασκήσεως και διαίτης αποβλέπουν
+μόνον να γίνουν ρωμαλέοι. — Ορθότατα.
+
+ — Αλλ' άραγε πιστεύεις και συ, Γλαύκων, όπως το φαντάζονται
+και πολλοί άλλοι, ότι εκείνοι που εθέσπισαν εις την εκπαίδευσιν
+των νέων την μουσικήν και την γυμναστικήν, τας εθέσπισαν διά να
+διαπλάττουν με την μίαν μεν το σώμα, με την άλλην δε την ψυχήν;
+— Αλλά διά τι άλλο; — Διότι εμένα μου φαίνεται ότι εθέσπισαν
+και τας δύο κυριώτατα διά την ψυχήν. — Και πώς τάχα; — Δεν
+παρετήρησες ποτέ ποίαν τροπήν λαμβάνει και ο χαρακτήρ εκείνων,
+που επιδοθούν αποκλειστικώς καθ' όλην των την ζωήν εις την
+γυμναστικήν, χωρίς να γευθούν διόλου από μουσικήν; ή και
+εκείνοι, εις τους οποίους συμβή το εναντίον; — Περί τίνος
+λέγεις; — Περί της αγριότητος και σκληρότητος των πρώτων, και
+περί της μαλακότητος και ημερότητος των δευτέρων. — Πράγματι το
+παρετήρησα και εγώ, ότι όσοι μεν επιδοθούν αποκλειστικώς εις
+την γυμναστικήν, γίνονται τραχύτεροι του δέοντος, όσοι δε εις
+την μουσικήν, μαλακώτεροι παρ' όσον θα τους ήρμοζε. — Και όμως
+αυτή η τραχύτης δεν ημπορεί να προέρχεται παρά από το θυμοειδές
+της φύσεως, το οποίον με την ορθήν μεν ανατροφήν μεταβάλλεται
+εις ανδρείαν, όταν όμως επιταθή περισσότερον του δέοντος,
+καταντά φυσικώ τω λόγω εις την τραχύτητα και την βαναυσότητα. —
+Έτσι φαίνεται. — Τι δε; την ημερότητα δεν την έχει έμφυτον η
+φιλοσοφική φύσις; η οποία όταν μεν χαλαρωθή ακόμη περισσότερον
+καταντά εις την χαυνότητα, όταν όμως καλλιεργηθή όπως πρέπει
+γίνεται ημερότης και κοσμιότης; — Και αυτό σωστόν. — Αλλά
+είπομεν ότι οι φρουροί μας πρέπει να έχουν και τους δύο τούτους
+χαρακτήρας. — Πρέπει μάλιστα. — Ώστε πρέπει να είναι
+συνδυασμένοι αρμονικώς μεταξύ των. — Πώς όχι; — Διότι όπου μεν
+υπάρχει αυτός ο αρμονικός συνδυασμός καθιστά την ψυχήν και
+εγκρατή και ανδρείαν. — Μάλιστα. — Ενώ η μεταξύ των δυσαρμονία
+την καθιστά και δειλήν και βάναυσον. — Και πολύ μάλιστα.
+
+ — Όταν λοιπόν κανείς παραδίδη εις την μουσικήν την ψυχήν του,
+να του την ποτίζη και να την γλυκοπεριχύνη διά μέσου της ακοής,
+με τας γλυκάς εκείνας και μαλακάς και θρηνώδεις αρμονίας που
+ελέγαμεν, και περνά όλην του την ζωήν με τα τραγούδια και με τα
+θέλγητρα του άσματος, αυτός κατ' αρχάς μεν, εάν είχε μέσα του
+τίποτε το θυμοειδές, αρχίζει να το μαλακώνη, και όπως ο σίδηρος
+εις το πυρ, να το κάμνη χρήσιμον, ενώ πριν ήτο σκληρόν και
+άχρηστον• αλλ' αν δεν μετριάση το πράγμα και εξακολουθή να
+υφίσταται την αυτήν γοητείαν, τότε το θυμοειδές εκείνο αρχίζει
+πλέον να λυώνη και να στάζη σιγά σιγά, έως ότου εξ ολοκλήρου
+αναλυθή, και εις το τέλος γίνεται η ψυχή του ως να της έκοψαν
+τα νεύρα και ο ίδιος καταντά μαλθακός αιχμητής, καθώς λέγει ο
+Όμηρος. — Έτσι είναι. — Και αν μεν εξ αρχής λάβη ψυχήν εκ
+φύσεως μαλακήν, το αποτέλεσμα δεν αργεί να επέλθη μίαν ώραν
+αρχύτερα• εάν δε απεναντίας θυμοειδή, εξασθενίζει την ψυχήν και
+την κάμνει οξύθυμον, η οποία, αρκεί ένα τίποτε, να ερεθισθή
+αμέσως και πάλιν αμέσως να κατευνασθή• ώστε γίνονται οι
+τοιούτοι ευερέθιστοι και οργίλοι, από ανδρείοι που ήσαν, και
+πολύ δυσμεταχείριστοι. — Είναι αληθέστατον.
+
+ — Εάν τώρα πάλιν εις την γυμναστικήν, υπερβολικά γυμνάζεται,
+υπερβολικά τρώγη, παραμελή δε τελείως την μουσικήν και την
+φιλοσοφίαν, κατ' αρχάς μεν δεν θα δυναμώση το σώμα του, δεν θα
+αποκτήση μίαν αυτοπεποίθησιν και τόλμην, και εν γένει δεν θα
+γίνη ανδρειότερος από πριν; — Χωρίς άλλο βέβαια. — Αφού όμως θα
+εξακολουθή να μη κάμνη τίποτε άλλο και να μην έχη καμμίαν
+κοινωνίαν με την Μούσαν, η ψυχή του, και αν είχε και μικράν
+φιλομάθειαν πριν, επειδή θα μένη άγευστος πάσης μαθήσεως και
+ερεύνης, και αμέτοχος παντός λόγου και άλλης μουσικής
+μορφώσεως, δεν θα εξασθενήση τελείως και θα καταντήση τυφλή και
+κωφή, όταν παύση κάθε φροντίς να την διεγείρη και την αναπτύσση
+και να καθαρίζη, τας αισθήσεις του; — Αυτό μάλιστα θα γίνη.
+
+ — Εχθρός λοιπόν των γραμμάτων και των μουσών γίνεται, νομίζω,
+ο τοιούτος, ο οποίος δεν γνωρίζει πλέον να μεταχειρίζεται την
+πειθώ και τον λόγον, αλλά όλο με το άγριον και με την βίαν έχει
+να κάμη, ως θηρίον, και ζη εις την αμάθειαν και την χυδαιότητα
+βυθισμένος, χωρίς καμμίαν χάριν και αρμονίαν. — Πράγματι είναι
+όπως το λέγεις. — Θα ημπορούσα λοιπόν να ισχυρισθώ εγώ, ότι τας
+δύο αυτάς τέχνας, την μουσικήν και την γυμναστικήν, εχάρισε
+κάποιος θεός εις τους ανθρώπους, όχι, καθώς κοινώς λέγεται, την
+μίαν διά την ψυχήν και την άλλην διά το σώμα (εκτός μόνον εν
+παρέργω διά το τελευταίον τούτο), αλλά και τας δύο
+αποκλειστικώς διά την ψυχήν, όπως εντός αυτής συνδυάζωνται
+αρμονικώς η ανδρεία και η σοφία, εντεινόμεναι ή χαλαρούμεναι
+μέχρι του προσήκοντος βαθμού. — Φαίνεται πράγματι. — Εκείνος
+λοιπόν ο οποίος συνδυάζει άριστα την γυμναστικήν μετά της
+μουσικής και τας εφαρμόζει με το προσήκον μέτρον εις την ψυχήν
+του, αυτός θα άξιζε να ονομασθή ορθότατα τελείως μουσικός και
+επιστήμων της αρμονικής, πολύ περισσότερον από τον χορδιστήν
+των μουσικών οργάνων. — Και πολύ φυσικά. — Δεν θα χρειασθή
+λοιπόν, Γλαύκων, και εις την πόλιν μας ένας επιστάτης, ο οποίος
+να το έχη αυτό έργον, εάν εννοούμεν να διατηρηθή η πολιτεία; —
+Θα χρειασθή και πάρα πολύ μάλιστα.
+
+ — Αυτοί λοιπόν περίπου θα είναι οι τύποι της ανατροφής και της
+εκπαιδεύσεως των νέων μας• διότι περιτττόν θα ήτο να
+εκτεινώμεθα τώρα περί των χορών και των κυνηγίων και των
+γυμνικών και ιππικών αγώνων• είναι προφανές ότι και επί τούτων
+θα ακολουθήσωμεν τας αρχάς, που καθωρίσαμεν, και δεν είναι
+δύσκολον να διαγράψωμεν και αυτών τους κανόνας. — Δεν θα είναι
+βέβαια δύσκολον.
+
+ — Έστω λοιπόν• τι ζήτημα μας υπολείπεται τώρα να
+διευκρινήσωμεν; δεν πρέπει τάχα να εξετάσωμεν ποίοι απ’ αυτούς
+θα κυβερνούν και ποίοι θα υπακούουν; — Πώς όχι; — Δεν είναι εν
+πρώτος φανερόν ότι άρχοντες μεν πρέπει να είναι οι πρεσβύτεροι,
+υπήκοοι δε οι νεώτεροι; — Φανερόν. — Και ότι πάλιν μεταξύ των
+πρεσβυτέρων οι καλύτεροι; — Και αυτό. — Καλύτεροι μεταξύ των
+γεωργών δεν είναι εκείνοι που κατέχουν εις την εντέλειαν την
+τέχνην των; — Μάλιστα. — Αφού λοιπόν και εκείνοι πρέπει να
+είναι οι καλύτεροι μεταξύ των φρουρών, δεν πρέπει να γνωρίζουν
+εις την εντέλειαν το πως φρουρείται μία πόλις; — Βέβαια. — Ώστε
+προς τούτο δεν πρέπει να είναι συνετοί και δραστήριοι, ακόμη δε
+να έχουν και μέγαν ζήλον υπέρ της πόλεως; — Εννοείται. —
+Περισσότερον δε ζήλον έχει, νομίζω, κανείς δι’ ένα πράγμα που
+αγαπά. — Κατ' ανάγκην. — Αλλά βέβαια θα αγαπούσε κανείς
+περισσότερον εκείνο, μετά του οποίου θα είχε κοινά τα
+συμφέροντα, ούτως ώστε την ευτυχίαν αυτού να την θεωρή και
+ιδικήν του, και τανάπαλιν. — Έτσι είναι. — Πρέπει λοιπόν να
+εκλέξωμεν μεταξύ όλων των φρουρών εκείνους τους οποίους, μετά
+μακράν εξέτασιν, θα ευρίσκαμεν προθυμοτάτους καθ' όλην την ζωήν
+των να πράττουν μεν ό,τι θα ενόμιζαν συμφέρον της πόλεως, να
+αποφεύγουν δε κατά πάντα τρόπον ό,τι θα έκριναν ασύμφορον. —
+Αυτοί πράγματι θα μας εχρειάζοντο. — Μου φαίνεται δε ότι πρέπει
+να τους παρακολουθήσωμεν καθ' όλας τας ηλικίας, διά να
+βεβαιωθούμεν αν πράγματι είναι ικανοί να φυλάττουν απαρεγκλίτως
+αυτό το δόγμα, ή μήπως ημπορεί να υποκύψουν εις κανένα
+πειρασμόν ή βίαν, ώστε, λησμονούντες, να αποβάλουν την ιδέαν,
+που έχουν, ότι πρέπει να εργάζωνται πάντοτε διά το συμφέρον της
+πόλεως. — Πώς να την αποβάλουν; — θα σου το εξηγήσω• μου
+φαίνεται ότι αποβάλλομεν μίαν ιδέαν από τον νουν μας, είτε
+εκουσίως είτε ακουσίως• εκουσίως μεν όταν πεισθώμεν ότι είναι
+ψευδής• ενώ τας αληθείς τας παραιτούμεν ακουσίως. — Ενόησα το
+πρώτον, θέλω όμως να καταλάβω σαφέστερα πώς παραιτούμεν
+ακουσίως τας αληθείς; — Πώς; δεν εννοείς και μόνος σου, ότι οι
+άνθρωποι τα αγαθά τα στερούνται όχι με την θέλησίν των, ενώ
+απεναντίας τα κακά με όλην των την ευχαρίστησιν; ή δεν είναι
+κακόν να απαρνηθή κανείς την αλήθειαν, καλόν δε να την
+εγκολπούται; δεν την εγκολπούται δε, όταν έχη μίαν ορθήν ιδέαν
+περί παντός πράγματος; — Έχεις δίκαιον, και εννοώ τώρα ότι
+ακουσίως οι άνθρωποι αποβάλλουν μίαν ορθήν ιδέαν. — Και δεν το
+παθαίνουν αυτο ή δι’ υφαρπαγής, ή διά τινος γοητείας, ή δι’
+εξαναγκασμού; — Ούτε τώρα δεν εννοώ. — Φαίνεται πως
+μεταχειρίζομαι την γλώσσαν των τραγικών• δι’ υφαρπαγής όταν
+λέγω, εννοώ όταν πεισθούν και αλλάξουν ιδέαν, ή όταν
+λησμονήσουν• επειδή, ούτως ειπείν, τους υπεξαιρεί την ιδέαν των
+εις μεν την πρώτην περίστασιν ο λόγος, εις δε την δευτέραν ο
+χρόνος• τώρα βέβαια θα ενόησες. — Ναι. — Δι’ εξαναγκασμού δε
+εννοώ, όταν με τα βασανιστήρια, σωματικά ή ηθικά, αναγκασθή
+κανείς να αλλάξη γνώμην. — Και αυτό το ενόησα και έχεις
+δίκαιον. — Όσον διά την γοητείαν, και εσύ νομίζω καταλαβαίνεις,
+ότι πρόκειται δι’ εκείνους που αλλάζουν ιδέαν, ή σαγηνευθέντες
+από την ηδονήν, ή και υποκύψαντες εις κάποιον φόβον. —
+Πραγματικώς, φαίνεται πως μας σαγηνεύουν όσα μας εξαπατούν.
+
+ — Διά να επανέλθωμεν λοιπόν εις το ζήτημά μας, πρέπει να
+εξετάσωμεν ποίοι θα είναι ικανοί να φυλάξουν απαρεγκλίτως το
+δόγμα αυτό• ότι οφείλουν να πράττουν πάντοτε εκείνο που θεωρούν
+συμφέρον της πόλεως• και να τους παρακολουθήσωμεν από της
+παιδικής των ηλικίας, δοκιμάζοντες αυτούς εις τοιαύτας
+περιστάσεις, εις τας οποίας κυρίως θα ήτο δυνατόν να το
+λησμονήσουν ή να εξαπατηθούν• και όσοι μεν ευρεθούν ικανοί να
+το φυλάττουν πάντα εις την μνήμην των, και να μη εξαπατώνται
+ευκόλως, θα τους εγκρίνωμεν, τους δε λοιπούς θα τους
+απορρίπτωμεν• δεν είναι έτσι; — Μάλιστα. — Ακόμη θα τους
+υποβάλωμεν εις κόπους και εις πόνους και αγώνας, εις τα οποία
+όλα οφείλουν να φυλάξουν αυτά που είπαμεν. — Πολύ σωστά. —
+Τέλος να τους υποβάλωμεν και εις την δοκιμασίαν ενός τρίτου
+είδους επιδράσεων. Όπως δηλαδή εκθέτουν τους νεαρούς ίππους εις
+κρότους και θορύβους, διά να ιδούν κατά πόσον επηρεάζονται από
+τον φόβον, τοιουτοτρόπως και αυτούς, όταν είναι ακόμη νέοι, να
+τους οδηγούμεν έξαφνα εμπρός εις πράγματα φοβερά, ή να τους
+ρίπτωμεν εν μέσω ηδονών, διά να εξακριβώσωμεν πολύ
+ασφαλέστερον, παρ' όταν δοκιμάζωμεν τον χρυσόν εις το πυρ, εάν
+εις όλας αυτάς τας περιστάσεις η φυσική των ευσχημοσύνη φανή
+ανωτέρα παντός πειρασμού, εάν είναι εις θέσιν να συγκρατήσουν
+τους εαυτούς των όπως τους εδίδαξεν η μουσική που έμαθαν, και
+αν εν γένει αποδείξουν ότι όλη των η διαγωγή είναι σύμφωνος με
+τους νόμους του ρυθμού και της αρμονίας, ούτως ώστε να είναι
+χρησιμώτατοι και διά τον εαυτόν τους και διά την πόλιν. Και
+όστις εξέλθη καθαρός από όλας αυτάς τας δοκιμασίας, και κατά
+την παιδικήν και την νεανικήν και την ανδρικήν ηλικίαν, θα τον
+διορίζωμεν άρχοντα και φρουρόν της πόλεως, θα του παρέχωμεν
+πάσας τας τιμάς εφ' όσον ζη, και αφού αποθάνη θα τύχη τάφου
+μεγαλοπρεπούς και πάσης ενδείξεως του οφειλομένου εις την
+μνήμην του σεβασμού• πάντας δε τους μη τοιούτους θ'
+απορρίπτωμεν. Τοιαύτη λοιπόν θα είναι, όχι βέβαια με όλας τας
+λεπτομερείας, αλλ' ως εν σχεδίω, η εκλογή και ο διορισμός των
+αρχόντων και φρουρών μας. — Και εγώ είμαι σύμφωνος μαζί σου. —
+Δεν θα είχαμεν άραγε πληρέστατον δίκαιον αυτούς κυρίως να
+ονομάσωμεν αληθινούς και πραγματικούς φρουρούς της πόλεως,
+τόσον ως προς τους εξωτερικούς εχθρούς όσον και προς τους
+ιδίους πολίτας, διά να αφαιρούν από αυτούς μεν την θέλησιν, από
+εκείνους δε την δύναμιν να την βλάπτουν; τους δε άλλους τους
+νέους, τους οποίους μέχρι τούδε ωνομάζαμεν φρουρούς, βοηθούς
+και εκτελεστάς των αποφάσεων των αρχόντων; — Έτσι λέγω και εγώ.
+
+ — Τώρα πώς θα κάμωμεν να εύρωμεν τρόπον, διά να πείσωμεν προ
+πάντων μεν αυτούς τους άρχοντας, ειδεμή τους άλλους τουλάχιστον
+πολίτας, να παραδεχθούν ένα από τα γενναία εκείνα ψεύδη, τα
+οποία δικαιολογούνται, καθώς ελέγαμεν, από την ανάγκην των
+περιστάσεων; — Ποίον είναι αυτό το ψεύδος; — Δεν είναι και
+τίποτε νέον, έλκει την καταγωγήν του από την Φοινίκην, καθώς δε
+λέγουν μετά πειστικότητος οι ποιηταί, είναι πράγμα που συνέβη
+μάλιστα πολλάκις εις παλαιοτέρας εποχάς• επί της εποχής μας,
+είναι η αλήθεια, δεν συνέβη, ουδέ γνωρίζω αν ημπορή να συμβή,
+και χρειάζεται βέβαια πολύ διά να το πιστεύση κανείς. — Πόσας
+περιστροφάς κάμνεις διά να μας το ειπής! — Και θα ιδής που έχω
+δίκαιον, όταν το ακούσης. — Έλα, λέγε το και μη φοβάσαι. — Το
+λέγω λοιπόν• αν και δεν γνωρίζω πού να εύρω την τόλμην που
+χρειάζεται, και ποίας εκφράσεις να μεταχειρισθώ, διά να πείσω
+πρώτον μεν αυτούς τους άρχοντας, έπειτα δε και τους στρατιώτας
+και τους άλλους πολίτας, ότι η ανατροφή και η εκπαίδευσις, που
+τους εδίδαμεν, δεν ήτο τίποτε άλλο παρά ένα όνειρον, που
+έβλεπαν, καθώς και όλα όσα συνέβαιναν γύρω τους• ενώ
+πραγματικώς, ευρίσκοντο τότε μέσα εις την γην, και εκεί από
+κάτω επλάσθησαν και ανετράφησαν και αυτοί οι ίδιοι, και εκεί
+επίσης κατεσκευάσθησαν όλα τα πράγματα των, όπλα και λοιπά,
+αφού δε συνεπληρώθη η επεξεργασία των, τους έβγαλεν επί τέλους
+η μητέρα Γη εις το φως• και επομένως πρέπει να θεωρούν την
+χώραν, που κατοικούν, ως μητέρα και τροφόν και να την
+υπερασπίζωνται, εάν κανείς επέλθη εναντίον της, επίσης δε και
+τους άλλους πολίτας ως αδελφούς και τέκνα της αυτής μητρός Γης.
+— Δεν είχες άδικον να διστάζης πριν, να μας ειπής αυτό το
+ψεύδος.
+
+ — Και πολύ ευλόγως• άκουε όμως τώρα την συνέχειαν του μύθου•
+είσθε αδελφοί όλοι οι πολίται, θα τους είπωμεν, αλλ' ο θεός,
+όταν σας έπλαττεν, ανέμιξε χρυσόν μέσα εις τα συστατικά εκείνων
+που ήσαν ικανοί να κυβερνούν τους άλλους, και διά τούτο είναι
+πολυτιμότατοι• άργυρον δε μέσα εις τους βοηθούς των πολεμιστάς•
+σίδηρον δε και χαλκόν εις τους γεωργούς και τους άλλους
+τεχνίτας• επειδή λοιπόν όλοι είσθε συγγενείς, θα γεννάτε ως επί
+το πλείστον τέκνα όμοιά σας, ημπορεί όμως ενίοτε από το χρυσούν
+γένος να γεννηθή τέκνον αργυρούν, και από αυτό πάλιν να γεννηθή
+χρυσούν, και κατ' αυτόν τον τρόπον και από όλα τα άλλα.
+Διατάσσει λοιπόν ο θεός εις τους άρχοντας, ως πρώτιστον και
+κυριώτατον αυτών καθήκον, τίποτε άλλο να μη εξετάζουν με
+περισσοτέραν φροντίδα και προσοχήν, παρά ποίον εκ των άλλων
+μετάλλων ευρίσκεται αναμεμιγμένον εις την ψυχήν των γεννωμένων
+τέκνων. Και αν ακόμη εις τα ιδικά των τέκνα ευρεθή κράμα
+σιδήρου ή χαλκού, να μη τους κάμουν καμμίαν χάριν, αλλά να τους
+απορρίψουν αμέσως εις την τάξιν, που ανήκουν, ως εκ της
+κατασκευής των, των γεωργών δηλαδή και των τεχνιτών• και αν
+πάλιν ευρεθή κανείς από αυτούς με περισσοτέραν αναλογίαν χρυσού
+ή αργύρου, να τον αναβιβάσουν, όπως αξίζει, εις την τάξιν των
+φρουρών ή των επικούρων, επειδή υπάρχει χρησμός ότι θα χαθή η
+πόλις τότε, όταν την φυλάξη ο χαλκός ή ο σίδηρος. Γνωρίζεις
+λοιπόν κανένα τρόπον να τους πείσωμεν ότι είναι αληθινός αυτός
+ο μύθος; — Κανένα, όσον αφορά αυτούς τους ιδίους• διά τα τέκνα
+των όμως, και διά τους απογόνους των, και διά τους λοιπούς
+ανθρώπους κατόπιν, δεν θα ήτο ίσως δύσκολον. — Αλλά και αυτό θα
+ήτο αρκετόν, διά να τους εμπνεύση μεγαλύτερον ενδιαφέρον και
+προς την πόλιν και προς αλλήλους• διότι εννοώ επάνω κάτω τι
+θέλεις να είπης. Και αυτό μεν το επινόημά μας θα το αναβιβάση η
+φήμη όπου της αρέση• ημείς δε ας εξοπλίσωμεν τώρα αυτά τα τέκνα
+της γης, και με τους αρχηγούς επί κεφαλής ας τους παρουσιάσωμεν
+εμπρός• ας πλησιάσουν και ας εκλέξουν το καταλληλότερον μέρος
+διά να στρατοπεδεύσουν, ώστε να ημπορούν και τους εντός της
+πόλεως να συγκρατούν, αν ήθελον δείξη αντιπειθαρχικάς προς τους
+νόμους διαθέσεις, και τον εξωτερικόν εχθρόν να αποκρούσουν, εάν
+επήρχετο κατά της πόλεως καθώς λύκος εναντίον της ποίμνης• και
+αφού εκλέξουν τον χώρον του στρατοπέδου, και θυσιάσουν εις
+εκείνους που πρέπει, ας στήσουν τέλος τας σκηνάς των• δεν είναι
+έτσι; — Πώς όχι; — Και βέβαια τοιαύτας, ώστε να ημπορούν να
+τους στεγάζουν και χειμώνα και θέρος. — Βεβαίως• διότι
+εννοείς, μου φαίνεται, πραγματικάς κατοικίας. — Ναι, αλλά
+κατοικίας διά στρατιώτας και όχι έξαφνα διά τραπεζίτας. — Και
+ποία είναι η διάκρισις που κάμνεις; — θα προσπαθήσω να σου το
+εξηγήσω• δεν θα υπήρχεν, υποθέτω, φοβερώτερον πράγμα διά τους
+ποιμένας παρά, τους σκύλους που έχουν προς φύλαξιν των
+ποιμνίων, να τους έχουν αναθρέψη κατ' αυτόν τον τρόπον, ώστε να
+μην ημπορούν να κρατήσουν τα άγρια φυσικά των και ή από πείναν
+ή από άλλην κακήν συνήθειαν, αυτοί οι ίδιοι να προξενούν
+καταστροφάς εις τα ποίμνια και από σκύλοι να γίνωνται λύκοι
+σωστοί. — Φοβερόν βέβαια θα ήτο• και πως όχι;
+
+ — Δεν πρέπει λοιπόν να λάβωμεν όλας μας τας προφυλάξεις μήπως
+συμβή το ίδιον και με τους πολεμιστάς απέναντι των πολιτών;
+μήπως, επειδή θα έχουν όλην την δύναμιν εις τας χείρας των, από
+φρουροί και προστάται καταντήσουν να γίνουν δεσπόται και άγριοι
+τύραννοι; — Βέβαια θα το προβλέψωμεν. — Και ποίαν μεγαλυτέραν
+εγγύησιν ασφαλείας θα δυνάμεθα να έχωμεν, παρά αν έχουν λάβη
+πράγματι την προσήκουσαν ανατροφήν; — Αλλά την έχουν ήδη λάβη.
+— Αυτό δεν ημπορώ να το διισχυρισθώ ακόμη, φίλε μου• εκείνο που
+επιμένω, είναι, καθώς ελέγαμεν και πριν, ότι πρέπει να λάβουν
+την προσήκουσαν ανατροφήν, οποιαδήποτε και αν είναι αύτη, διά
+να έχουν το σπουδαιότερον που τους χρειάζεται, ημερότητα δηλαδή
+και μεταξύ των και προς εκείνους που ανέλαβον να φυλάττουν. —
+Και πολύ σωστά. — Εκτός λοιπόν εκείνης της ανατροφής, κάθε
+άνθρωπος με νουν θα παραδεχθή ότι πρέπει να τους παρασκευάζωμεν
+και τοιαύτας κατοικίας και τοιαύτην εν γένει περιουσίαν, ώστε
+τίποτε να μην τους βιάζη να παύσουν ποτέ να είναι άριστοι
+φρουροί και να αρχίσουν να βλάπτουν τους άλλους πολίτας. — Και
+πολύ σωστά.
+
+ — Πρόσεξε λοιπόν τώρα αν σου φαίνεται κατάλληλος αυτός ο
+τρόπος της ζωής και της κατοικίας, διά να είναι πάντοτε
+τοιούτοι• πρώτον μεν κανείς να μην έχη καμμίαν ιδιαιτέραν
+περιουσίαν ούτε τίποτε αποκλειστικώς διά τον εαυτόν του, εκτός
+απολύτου ανάγκης• έπειτα κανείς να μην έχη κατοικίαν καμμίαν ή
+αποθήκην, εις την οποίαν να μην ημπορή να εισέρχεται όποιος
+θέλη• όσον διά τα τρόφιμα που χρειάζονται άνθρωποι πολεμισταί,
+εγκρατείς και ανδρείοι, θα ορίσωμεν να τα λαμβάνουν από τους
+άλλους πολίτας ως μισθόν διά τας υπηρεσίας των, τόσα όμως ώστε
+μήτε να περισσεύουν μήτε και να τους λειφθούν δι’ ένα χρόνον να
+τρώγουν όλοι εις κοινάς τράπεζας και να ζουν μαζί όπως οι
+πολεμισταί εις το στρατόπεδον• να διδαχθούν ότι οι θεοί έχουν
+βάλη μέσα εις την ψυχήν των θείον χρυσόν και άργυρον, και δεν
+έχουν επομένως καμμίαν ανάγκην του χρυσού και του αργύρου των
+ανθρώπων, ούτε τους είναι συγχωρημένον να μιαίνουν το θείον
+εκείνο δώρον με την ανάμιξιν του γηίνου χρυσού, διότι το εν
+χρήσει νόμισμα έχει γίνη πολλών και μεγάλων κακουργημάτων
+αφορμή, ενώ το ιδικόν των είναι καθαρόν και αμόλυντον• και
+είναι επομένως εις αυτούς μόνους εξ όλων των πολιτών
+απηγορευμένον να μεταχειρίζωνται και να εγγίζουν τον χρυσόν και
+τον άργυρον, ουδέ υπό την αυτήν στέγην να ευρίσκωνται μαζί,
+ουδέ επάνω των να φορούν, ούτε να πίνουν από χρυσά ή αργυρά
+ποτήρια• και ότι μόνον τοιουτοτρόπως θα σωθούν και αυτοί και η
+πόλις. Όταν όμως αποκτήσουν αυτοί ιδίαν περιουσίαν, είτε εις
+κτήματα, είτε εις οικοδομάς, είτε εις χρήματα, θα καταντήσουν,
+από φρουροί που είναι, επιχειρηματίαι ή γεωργοί• από
+υπερασπισταί των πολιτών, εχθροί και τύραννοι• θα διέρχωνται
+την ζωήν των με αμοιβαία μίση και επιβουλάς και πολύ
+περισσότερον φόβον θα έχουν από τους εσωτερικούς παρά από τους
+εξωτερικούς εχθρούς και ακράτητοι πλέον θα φέρωνται προς τον
+όλεθρον και οι ίδιοι και όλη η πόλις. Δι’ όλους λοιπόν τους
+λόγους τούτους πρέπει να λάβωμεν, φρονώ, αυτά τα μέτρα όσον
+αφορά την κατοικίαν και τα άλλα σχετικά των φρουρών και σύμφωνα
+με αυτά να νομοθετήσωμεν• ή όχι; — Είμαι συμφωνότατος, είπεν ο
+Γλαύκων.
+
+
+
+ΒΙΒΛΙΟΝ Δ'.
+
+
+
+Αλλά, διέκοψεν ο Αδείμαντος, τι θα έχης να απολογηθής, Σωκράτη,
+εάν κανείς σου παρατηρήση, ότι δεν κάμνεις και πάρα πολύ
+ευτυχείς τους πολεμιστάς σου, και τούτο από σφάλμα ιδικόν των,
+αφού εις αυτούς ανήκει πραγματικώς η πόλις; και όμως αυτοί δεν
+απολαμβάνουν κανένα καλόν από την πόλιν, όπως άλλοι, που έχουν
+γαίας, που κτίζουν σπίτια ωραία και μεγάλα, και τα επιπλώνουν
+αναλόγως, και είναι εις θέσιν να κάμνουν θυσίας ιδιωτικάς εις
+τα μέγαρά των και να φιλεύουν ξένους, και έχουν, αυτά δα που
+έλεγες και συ, χρυσόν και άργυρον και όλα εν γένει όσα κοινώς
+νομίζονται ότι αποτελούν την ευτυχίαν του ανθρώπου• και με ένα
+λόγον, θα έλεγέ τις, δεν φαίνονται να κάθωνται εις την πόλιν
+παρά ως επίκουροι μισθωτοί, διά να την φρουρούν.
+
+ — Ναι, και πρόσθεσε ακόμη, ότι απέναντι τούτου λαμβάνουν απλώς
+και μόνον την τροφήν των, χωρίς καμμίαν άλλην αντιμισθίαν, όπως
+τα συνήθη μισθοφορικά στρατεύματα• ώστε και να θελήσουν έξαφνα
+να κάμουν κανένα ταξείδι, δεν θα είναι εις θέσιν, ούτε να
+διασκεδάσουν με γυναίκας, ούτε κανένα άλλο έξοδον να κάμουν,
+όπως οι πλούσιοι και οι θεωρούμενοι ευτυχείς• αυτά λοιπόν και
+άλλα τέτοια πολλά παρέλειψες εις το κατηγορητήριόν σου. —
+Πρόσθεσέ τα λοιπόν εσύ. — Τώρα λοιπόν με ερωτάς τι θα έχω να
+απολογηθώ; — Ναι. — Χωρίς να απομακρυνθώμεν από τον δρόμον, που
+ηκολουθήσαμεν μέχρι τούδε, θα εύρωμεν εύκολα, νομίζω, τι πρέπει
+να απαντήσωμεν• θα είπωμεν εν πρώτοις ότι δεν θα ήτο διόλου
+παράδοξον αν, και μ' όλα ταύτα, ήσαν ευτυχέστατοι οι πολεμισταί
+μας ούτοι• ότι επί τέλους, όταν εκτίζαμεν την πόλιν μας, δεν
+απεβλέψαμεν εις την αποκλειστικήν ευτυχίαν μιας μόνον τάξεως,
+αλλ' ολοκλήρου της πόλεως• διότι ενομίσαμεν ότι εις μίαν
+τοιαύτην πόλιν θα κατωρθώναμεν να εύρωμεν την δικαιοσύνην, όπως
+πάλιν και εις την κακώς ωργανωμένην την αδικίαν, και
+τοιουτοτρόπως θα ημπορούσαμεν να λύσωμεν το ζήτημα που μας
+απασχολεί απ’ αρχής• τώρα λοιπόν καταγινόμεθα να ιδρύσωμεν την
+ευδαίμονα, όπως τουλάχιστον την φανταζόμεθα, πόλιν, εις την
+οποίαν δεν θα έχουν την ευτυχίαν αποκλειστικόν τους προνόμιον
+ολίγοι τινές, αλλά όλοι κοινώς οι πολίται• έπειτα κυττάζομεν
+και διά την άλλην την αντίθετον όψιν.
+
+Εάν λοιπόν, ενώ ησχολούμεθα να ζωγραφίζωμεν ένα άγαλμα, μας
+επλησίαζε κάποιος και ήρχιζε να μας κάμνη παρατηρήσεις, ότι
+τάχα δεν μεταχειριζόμεθα τα ωραιότερα χρώματα διά τα ωραιότερα
+μέρη του σώματος• ότι έξαφνα τους οφθαλμούς, που είναι το
+ωραιότερον απ’ όλα, δεν τους ζωγραφίζομεν με πορφυρούν χρώμα,
+αλλά με μαύρον• νομίζω ότι θα του απαντούσαμεν όπως θα
+εχρειάζετο, αν του ελέγαμεν• Μη φαντάζεσαι, καλέ μας άνθρωπε,
+ότι είναι ανάγκη να ζωγραφίζωμεν τόσον εύμορφα τα μάτια, ώστε
+να μη μοιάζουν ούτε μάτια πλέον, καθώς και τα άλλα μέρη• μόνον
+βλέπε αν βάζωμεν το χρώμα που ταιριάζει εις το καθένα, ώστε να
+φαίνεται ωραίον το σύνολον και συ λοιπόν τώρα μην έχης την
+απαίτησιν να περιβάλλωμεν τους φρουρούς με τοιαύτην ευτυχίαν, η
+οποία αποτέλεσμα θα έχη να τους κάμη κάθε άλλο πλέον να είναι
+παρά φρουροί• ημπορούσαμεν βέβαια, αν ηθέλαμεν, να ενδύσωμεν
+και τους γεωργούς με ποδήρη χιτώνα και να τους τον κεντήσωμεν
+μάλιστα με χρυσά γαλόνια και να τους αναθέσωμεν να καλλιεργούν
+την γην προς ευχαρίστησίν των• ημπορούσαμεν επίσης να
+ξαπλώσωμεν και τους αγγειοπλάστας κοντά στη φωτιά βολικά, να
+τρώγουν και να πίνουν, και πλάγι των να βάλωμεν τον τροχόν, να
+τον γυρνούν οπόταν τους έρχεται η όρεξις• και όλους τους άλλους
+τεχνίτας με τον ίδιον τρόπον να τους κάμωμεν ευτυχείς, διά να
+είναι ευτυχής και όλη η πόλις. Μη μας δίδης όμως, εμάς, αυτήν
+την συμβουλήν• διότι, αν σε ακούσωμεν, ούτε ο γεωργός θα μείνη
+πλέον γεωργός, ούτε ο αγγειοπλάστης, ούτε κανείς άλλος θα μείνη
+εις την σειράν και την θέσιν που έχει εις την οικονομίαν της
+πόλεως• και όσον μεν αφορά τους άλλους δεν έχει και μεγάλην
+σημασίαν το πράγμα• διότι αν ο υποδηματοποιός δεν κάμνη καλά
+την εργασίαν του και διαφθαρή και προσποιήται τον τεχνίτην
+χωρίς να είναι, δεν έχει να πάθη και μεγάλον κακόν η πόλις• αν
+όμως οι φύλακες των νόμων και της πόλεως δεν είναι παρά μόνον
+με το όνομα, βλέπεις ότι θα παρασύρουν εις την καταστροφήν και
+ολόκληρον την πόλιν, καθόσον μάλιστα από αυτούς αποκλειστικώς
+εξαρτάται η καλή της διοίκησις και η ευδαιμονία. Εάν λοιπόν
+ημείς θέλωμεν να παρασκευάσωμεν αληθινούς φρουρούς, δεν πρέπει
+να τους κάμωμεν τοιούτους, ώστε να ημπορούν να βλάψουν και κατ'
+ελάχιστον την πόλιν• όστις δε πάλιν εννοεί να τους κάμη
+γεωργούς ή φαιδρούς πανηγυριστάς εις καμμίαν δημοσίαν
+πανήγυριν, κάθε άλλο βέβαια έχει υπ’ όψιν του παρά πόλιν• ημείς
+αυτό έχομεν να κυττάξωμεν, αν ο σκοπός μας είναι, όταν
+μορφώνωμεν τους πολεμιστάς, να τους καταστήσωμεν όσον το
+δυνατόν ευτυχεστέρους, ή εάν οφείλωμεν μάλλον να αποβλέψωμεν
+εις την ευτυχίαν ολοκλήρου της πόλεως και να αναγκάσωμεν
+επομένως τους επικούρους αυτούς και τους φύλακας, καθώς και
+όλους τους άλλους εν γένει, να κάμνη ο καθένας την εργασίαν,
+που του ανετέθη, όσον ημπορεί καλύτερα• ούτως ώστε, όταν η
+πόλις αναπτυχθή και ευημερή με την καλήν της διοίκησιν, να
+αφήνωμεν τον καθένα να απολαμβάνη το μερίδιόν του της κοινής
+ευτυχίας, όπως το επιτρέπει η φύσις της τάξεως και του
+επαγγέλματός του.
+
+ — Δεν μου φαίνεται να έχης άδικον. — Θα σου φανή άραγε και
+κάτι ανάλογον, που θα σου ειπώ τώρα, ολιγώτερον ορθόν; — Λέγε
+ν' ακούσωμεν. — Σκέψου αν δεν είναι αυτά, που διαφθείρουν και
+τους άλλους επίσης τεχνίτας, ώστε να γίνωνται κακοί εις την
+εργασίαν των. — Ποία αυτά; — Ο πλούτος και η πτώχεια. — Πώς
+τάχα; — Ιδού πώς• αν ένας αγγειοπλάστης γίνη πλούσιος, νομίζεις
+ότι θα έχη πλέον ενδιαφέρον διά την τέχνην του; — Καθόλου. —
+Δεν θα γίνεται λοιπόν από ημέρας εις ημέραν περισσότερον
+οκνηρός και αμελής; — Πολύ μάλιστα. — Και επομένως δεν θα
+καταντήση χειρότερος αγγειοπλάστης; — Αυτό ν' ακούεται. — Αλλά,
+και αν απεναντίας δεν έχη, ένεκα της πτωχείας του, να
+προμηθεύεται τα εργαλεία ή ό,τι άλλο του χρειάζεται διά την
+τέχνην του, και η εργασία του θα γίνεται χειροτέρα, και τους
+υιούς του, ή τους άλλους μαθητευομένους που έχει, θα τους κάμη
+χειροτέρους τεχνίτας. — Πώς όχι; — Ώστε και από τα δύο αυτά,
+και από τον πλούτον και από την πτωχείαν, γίνονται χειρότερα
+μεν τα έργα των τεχνιτών, χειρότεροι δε και αυτοί οι ίδιοι. —
+Φαίνεται. — Ώστε νά που ευρήκαμεν και δύο άλλα πράγματα, που
+πρέπει με κάθε τρόπον να προσέξουν οι άρχοντές μας, μήπως τους
+γελάσουν και τρυπώσουν κρυφά εις την πόλιν. — Ποία πράγματα; —
+Ο πλούτος και η πτωχεία, διότι εκείνος μεν γεννά την
+πολυτέλειαν και την οκνηρίαν και διαφόρους καινοτομίας, η δε
+πτωχεία πάλιν, εκτός αυτών των καινοτομιών, την ταπεινότητα και
+την κακοτεχνίαν.
+
+ — Πολύ καλά• δεν μου λέγεις όμως, Σωκράτη, πώς θα είναι εις
+θέσιν η πόλις μας να κάμη πόλεμον, εάν δεν έχη χρήματα, όταν
+μάλιστα αναγκασθή να έλθη εις σύγκρουσιν με πόλιν μεγάλην και
+πλουσίαν; — Είναι φανερόν, ότι με μίαν πόλιν μόνον θα είναι
+δυσκολώτερον, αν έχη όμως να κάμη με δύο τοιαύτας ομού, το
+πράγμα θα είναι πολύ ευκολώτερον. — Τι κάθεσαι και μας λες; —
+Πρώτον μεν, εάν παρουσιασθή ανάγκη πολέμου, οι ιδικοί μας,
+άνθρωποι εμπειροπόλεμοι, θα έχουν αντιπάλους πλουσίους. — Αυτό
+μάλιστα. — Τι λοιπόν, Αδείμαντε; ένας πυγμάχος, γυμνασμένος
+όσον ενδέχεται καλύτερα, δεν σου φαίνεται ότι εύκολα θα τα
+έβγαζε πέρα με δύο, όχι πυγμάχους, αλλά πλουσίους και ευτραφείς
+αντιπάλους; — Δεν το πιστεύω τόσον εύκολα και με τους δύο
+συγχρόνως. — Ούτε αν είχε την ελευθερίαν, να υποχωρή εμπρός εις
+εκείνον, που κάθε φορά τον έπαιρνε πρώτος από κοντά, και να
+γυρίζη έπειτα να τον αρχίζη στις γροθιές, και να έκαμνε το
+ίδιον πολλάκις, μέσα εις τον ήλιον και την πλέον πνιγηράν
+ζέστην; δεν θα ημπορούσε άραγε να καταφέρη και πολλούς
+τοιούτους τον ένα μετά τον άλλον; — Έτσι μάλιστα, δεν θα ήτο
+και πολύ παράδοξον το πράγμα. — Αλλά πιστεύεις τάχα ότι οι
+πλούσιοι θα έχουν περισσοτέραν τέχνην και εμπειρίαν εις την
+πυγμαχίαν, παρά εις τον πόλεμον; — Και βέβαια όχι. — Ώστε,
+φυσικώ τω λόγω, οι ιδικοί μας αθληταί ευκόλως θα είναι εις
+θέσιν να αντιπαραταχθούν και προς διπλασίους και προς
+τριπλασίους ακόμη. — Αναγκάζομαι να συμφωνήσω, διότι μου
+φαίνεται πως έχεις δίκαιον. — Τι δε; αν στείλουν και πρεσβείαν
+εις μίαν άλλην πόλιν και τους ειπούν, αυτό που θα είναι και η
+αλήθεια, ότι: «Ημείς δεν μεταχειριζόμεθα ούτε χρυσίον ούτε
+αργύριον ούτε μας είναι επιτετραμμένον να έχωμεν. Εις υμάς όμως
+δεν απαγορεύεται• ελάτε λοιπόν να μας βοηθήσετε, και σας
+αφήνομεν όλα τα λάφυρα των άλλων»• νομίζεις ότι εκείνοι, εις
+τους οποίους θα κάμουν τοιαύτας προτάσεις, θα προτιμήσουν να
+έχουν εχθρούς σκύλους ισχνούς αλλά δυνατούς, ή μάλλον να τους
+έχουν αυτούς τους σκύλους συμμάχους εναντίων προβάτων τρυφερών
+και καλοθρεμμένων; — Δεν μου φαίνεται• αλλά πρόσεξε μήπως, αν
+συσσωρευθούν τα χρήματα των άλλων εις μίαν πόλιν, γίνη αυτή
+επικίνδυνος και διά την ιδικήν μας την πτωχήν. — Είσαι
+μακάριος, που νομίζεις ότι αξίζει να ονομάση κανείς πόλιν
+καμμίαν άλλην, έξω από αυτήν την ιδικήν μας, καθώς την
+κατεσκευάσαμεν. — Αλλά πώς λοιπόν; — Πρέπει να εύρωμεν κανένα
+μεγαλύτερον όνομα διά τας άλλας• διότι κάθε μία από αυτάς είναι
+πάμπολλαι πόλεις και όχι πόλις, καθώς λέγουν και εις το γνωστόν
+παιγνίδιον^ εν πάση περιπτώσει υπάρχουν τουλάχιστον δύο, εχθραί
+μεταξύ των, η μία των πτωχών και η άλλη των πλουσίων• κάθε μία
+πάλιν από αυτάς υποδιαιρείται εις πολλάς άλλας• τας οποίας αν
+προσβάλης όλας ομού, ως να απετέλουν ένα κράτος, βεβαίως θα
+αποτύχης τελείως• εάν όμως θεωρήσης την πόλιν αποτελουμένην από
+πολλάς άλλας, και δηλώσης ότι παραχωρείς εις τούτους τα
+χρήματα, την δύναμιν και αυτήν την ζωήν των άλλων, θα έχης
+πάντοτε συμμάχους μεν πολλούς, ελαχίστους δε εχθρούς. Και
+εφόσον μία πόλις κυβερνάται σωφρόνως, όπως ωρίσαμεν
+προηγουμένως, θα είναι μεγίστη, δεν εννοώ κατά το φαινόμενον,
+αλλά πραγματικώς μεγίστη, και αν μόνον χιλίους πολεμιστάς
+ημπορούσε να παρατάξη• μίαν δε τόσον μεγάλην πόλιν δεν θα ήτο
+εύκολον να εύρης ούτε μεταξύ των Ελλήνων ούτε μεταξύ των
+βαρβάρων, αν και υπάρχουν πολλαί που θεωρούνται και πολύ
+μεγαλύτεραι από την τοιαύτην πόλιν μας• ή μήπως έχεις
+αντίρρησιν; — Όχι, μα την αλήθειαν.
+
+ — Υπάρχει λοιπόν ένα κάλλιστον όριον, συμφώνως με το οποίον να
+κανονίζουν οι άρχοντές μας, πόσον μεγάλην επιτρέπεται να κάμουν
+την πόλιν, και πόσην, αναλόγως του μεγέθους της, έκτασιν γης θα
+χρειασθή να χωρίσουν, δίχως πλέον να ζητούν άλλην κατόπιν. —
+Και ποίον είναι αυτό το όριον: — Το εξής, καθώς νομίζω• να την
+αφήνουν να αυξάνη μέχρι του σημείου που θα ημπορή να μένη μία,
+περαιτέρω όμως όχι. — Πολύ ωραία. — Θα δώσωμεν λοιπόν ακόμη και
+αυτήν την άλλην εντολήν εις τους άρχοντας, να προνοούν με κάθε
+τρόπον, να μην είναι μήτε μικρά η πόλις, μήτε μεγάλη κατά το
+φαινόμενον, αλλά μετρία και μία πάντοτε. — Δεν θα τούς δώσωμεν
+και πολύ σπουδαίαν εντολήν. — Ολιγώτερον σπουδαία και από αυτήν
+ακόμη είναι η εξής, την οποίαν ανεφέραμεν και προηγουμένως• ότι
+δηλαδή πρέπει, εάν και κανενός πολεμιστού το τέκνον γέννηση
+έκφυλον, να υποβιβάζεται εις τας κατωτέρας τάξεις, και
+απεναντίας να κατατάσσεται εις τους πολεμιστάς, εάν κανενός από
+τους άλλους εκρίνετο άξιον• μ' αυτό ηθέλαμεν να δηλώσωμεν, ότι
+καθένας και από τους άλλους πολίτας δεν πρέπει να επιδίδεται
+παρά εις ένα μονάχα πράγμα, διά το οποίον και εγεννήθη, και
+αυτό το ένα πρέπει να εξασκή μόνον, διά να μη γίνεται ο ένας
+πολλοί, αλλά να μένη πάντα ένας, και επομένως και ολόκληρος η
+πόλις να μένη μία, και να μη γίνωνται πολλαί. — Πράγματι δεν
+είναι σπουδαιότερα και αυτή η εντολή από την άλλην.
+
+ — Και αλήθεια δεν είναι, καλέ μου Αδείμαντε, όπως θα
+εφαντάζετο κανείς, ούτε πολλά ούτε μεγάλα αυτά τα καθήκοντα,
+που τους επιβάλλομεν, απεναντίας ασήμαντα, φθάνει να φυλάττουν
+ένα, που το λέγομεν μεγάλον, ή μάλλον καλύτερα, αρκετόν. — Και
+ποίον είναι αυτό; — Η εκπαίδευσις και η ανατροφή• διότι εάν
+ανατραφούν όπως πρέπει, και γίνουν τέλειοι άνθρωποι, όλα αυτά
+θα τα βλέπουν εύκολα και μόνοι των, και πολλά άλλα ακόμη, που
+τα παραλείπομεν τώρα ημείς, όπως το ζήτημα του γάμου, των
+γυναικών, της τεκνοποιίας• θα ίδουν έξαφνα ότι όλα αυτά, όπως
+λέγει και η παροιμία, πρέπει να είναι κοινά μεταξύ φίλων. — θα
+ήτο βέβαια πολύ σωστόν αυτό. — Και πράγματι, η πολιτεία, εάν
+εξ αρχής λάβη καλάς βάσεις, προχωρεί πλέον κατόπιν αυξάνουσα,
+όπως ένας κύκλος• μία καλή ανατροφή και εκπαίδευσις γεννά
+πάντοτε και καλάς φύσεις• και αυταί πάλιν, εάν τύχουν της ιδίας
+ανατροφής, γίνονται ακόμη καλύτεραι από τας προτέρας και εις
+όλα τα άλλα και εις την τεκνοποίησιν, όπως συμβαίνει και με τα
+άλλα ζώα. Πολύ φυσικόν.
+
+ — Με ολίγας λοιπόν λέξεις, πρέπει της πόλεως οι επιμεληταί εις
+αυτό ειδικώς να επιμείνουν, να μη διαφθαρή χωρίς να το
+εννοήσουν η ανατροφή, αλλά να διατηρήται παρά κάθε άλλο καθαρά,
+και να μη επιτρέπουν κανένα νεωτερισμόν εις την γυμναστικήν και
+μουσικήν, παρά τα διατεταγμένα• ούτως ώστε, όταν λέγη ο ποιητής
+ότι οι άνθρωποι προσέχουν εις εκείνο το τραγούδι
+
+ που πιο καινούργιο τριγυρνά στο στόμα των ανθρώπων,
+
+να φοβούνται, μήπως φαντασθή κανείς, ότι εννοεί όχι τα νέα
+άσματα, αλλά νέον είδος ωδικής, και επιδοκιμάζει τούτο• διότι
+δεν πρέπει αυτήν την καινοτομίαν ούτε να την επιδοκιμάζη ούτε
+να την εισάγη κανείς• απεναντίας πρέπει μετά μεγάλης ευλαβείας
+ν' αποφεύγωμεν πάσαν μεταβολήν εις το είδος της μουσικής, διότι
+διατρέχομεν τον κίνδυνον να χάσωμεν το παν• διότι πουθενά δεν
+ημπορεί κανείς να κινήση τους τρόπους της μουσικής, χωρίς
+συγχρόνως να διασεισθούν και αυτοί οι θεμελιώδεις νόμοι της
+πολιτείας, καθώς το λέγει ο Δάμων και πείθομαι και εγώ. —
+Πρόσθεσε λοιπόν και εμένα εις τον αριθμόν των πεπεισμένων.
+
+ — Η μουσική επομένως θα είναι, καθώς φαίνεται, η ακρόπολις,
+την οποίαν πρέπει να οικοδομήσουν οι φύλακες. — Ναι, αλλά η
+παρανομία εύκολα εισχωρεί, χωρίς κανείς να την πάρη είδησιν. —
+Πράγματι, ως παιγνίδι κατ' αρχάς, που δεν ημπορεί να κάμη και
+τίποτε κακόν. — Ουδέ κάμνει τίποτε άλλο, παρά αφού άπαξ
+εισχωρήση, αρχίζει σιγά σιγά και εισρέει εις τα ήθη και τας
+συνηθείας• έπειτα εισβάλλει, αφού μεγαλώση περισσότερον, και
+εις τας μεταξύ των πολιτών σχέσεις, και από αυτάς προχωρεί εις
+τους νόμους και τους θεσμούς της πολιτείας, με την μεγαλυτέραν
+πλέον ακολασίαν, έως ότου εις το τέλος αναποδογυρίση τα πάντα,
+και κράτος και ιδιώτας. — Αυτό, αλήθεια, να συμβαίνη; — Μου
+φαίνεται.
+
+ — Δεν πρέπει λοιπόν, όπως ελέγαμεν εξ αρχής, να υποβάλλωμεν
+από της πρώτης στιγμής τα παιγνίδια των παιδιών εις την
+αυστηροτέραν πειθαρχίαν του νόμου, διότι όταν αυτή χαλαρωθή και
+μάθουν επομένως τα παιδιά εις την παρανομίαν, είναι αδύνατον,
+όταν μεγαλώσουν, να γίνουν πολίται χρηστοί και νομιμόφρονες; —
+Πώς όχι; — Ενώ απεναντίας, όταν αρχίσουν από τα παιγνίδια των
+και δεχθούν από τότε την αγάπην του νόμου και της τάξεως εις
+την ψυχήν των, διά της μουσικής, θα τους παρακολουθή πλέον εις
+όλα τα άλλα αυξανομένη πάντοτε, ούτως ώστε, αν είχεν επέλθη
+καμμία κατάπτωσις εις την πόλιν, να είναι εις θέσιν να την
+επανορθώση. — Αυτό είναι αλήθεια. — Θα αποκαταστήσωσιν επομένως
+πάλιν και μερικάς νομίμους συνηθείας, όσον και αν θεωρούνται
+μικρολογήματα, τας οποίας οι προκάτοχοί των άφησαν να
+περιέλθουν εις παντελή αχρηστίαν. — Ποίας δηλαδή; —
+Παραδείγματος χάριν αυτάς• να σιωπούν οι νεώτεροι εμπρός εις
+τους πρεσβυτέρους, να τους προσηκώνωνται, να τους προσφέρουν
+την θέσιν των, να τηρούν τον οφειλόμενον προς τους γονείς
+σεβασμόν, να προσέχουν πώς θα ενδύωνται, πώς θα υποδένωνται,
+πώς θα κόπτουν τα μαλλιά των, και εν γένει όλον τον σχηματισμόν
+του σώματός των, και όλα τα τοιαύτα• ή δεν το παραδέχεσαι; —
+Μάλιστα. — Εννοείται ότι θα ήτο μωρόν να τα νομοθετήση κανείς
+όλα αυτά• διότι ούτε πουθενά γίνονται, ούτε είναι δυνατόν να
+επιβληθούν με καμμίαν προφορικήν ή γραπτήν διάταξιν μονίμως. —
+Πώς βέβαια; — Καταντά λοιπόν, φίλε μου Αδείμαντε, όλα αυτά να
+είναι φυσική συνέπεια και ακολουθία της πρώτης αρχής που θα
+λάβη η ανατροφή• διότι πάντοτε το όμοιον δεν σύρει κατόπιν του
+το όμοιον; — Αναμφιβόλως. — Και επομένως δυνάμεθα να είπωμεν
+ότι εις το τέλος λαμβάνει αυτό ένα τέλειον και ωρισμένον
+χαρακτήρα, είτε καλόν είτε το εναντίον. — Και πώς όχι; Δι’
+αυτό λοιπόν και εγώ δεν θα ήθελα ποτέ επιχειρήση να τα καθορίσω
+τα τοιαύτα διά νομοθεσίας. — Και έχεις δίκαιον.
+
+ — Αλλά μήπως, δι’ όνομα των θεών, θα τολμήσωμεν επίσης να
+γράψωμεν νόμους περί συμβολαίων αγοράς ή πωλήσεως μεταξύ
+ιδιωτών, ή, εάν θέλης, περί συμφωνητικών εργομισθίας, ή περί
+εξυβρίσεων και οικιών και περί συστάσεως δικαστηρίων δι’ αυτά
+και διορισμού δικαστών, ή περί καταρτισμού δασμολογίου και
+επιβολής εισαγωγικών ή εξαγωγικών φόρων και γενικώς ειπείν περί
+παντός ότι αφορά τα αγορανομικά, αστυνομικά, λιμενικά και όλα
+τα τοιαύτα; — Βεβαίως δεν είναι ανάγκη να επιβάλλωμεν τίποτε
+από αυτά δι’ ανθρώπους τιμίους• διότι οι ίδιοι θα εύρουν εύκολα
+μόνοι των τι πρέπει να νομοθετήσουν διά τα περισσότερα. — Ναι,
+φίλε μου, εάν ο θεός δώση να διατηρήσουν ακεραίους τους νόμους
+που καθιερώσαμεν έμπροσθεν. — Ειδεμή, δεν θα κάμνουν άλλο εις
+όλην των την ζωήν, παρά να ψηφίζουν νέους νόμους και να
+διορθώνουν τους παλαιούς, με την ιδέαν ότι θα επιτύχουν επί
+τέλους το τέλειον. — Τι άλλο δηλαδή, παρά θα περάσουν την ζωήν
+των όπως εκείνοι οι άρρωστοι, οι οποίοι δεν έχουν την δύναμιν
+της θελήσεως να παραιτήσουν τον τρόπον εκείνον της ζωής, που
+κατέστρεφε την υγιείαν των. — Ακριβώς. — Τουλάχιστον, όσον δι’
+αυτούς, το πράγμα έχει κάτι τι το νόστιμον• ιατρεύονται διαρκώς
+χωρίς κανένα αποτέλεσμα, παρά να αυξάνουν και πολλαπλασιάζουν
+τα νοσήματά των, ελπίζουν όμως πάντοτε, εάν κανείς τους
+υποδείξη νέον φάρμακον, ότι με αυτό πλέον θα επανακτήσουν την
+υγιείαν των. — Αυτό πραγματικώς παθαίνουν. — Και το
+νοστιμώτερον με αυτούς δεν είναι, που θεωρούν τον μεγαλύτερον
+εχθρόν των εκείνον, που θα τολμήση να τους είπη την αλήθειαν;
+πως αν δεν κόψουν το κρασί, αν δεν παύσουν την πολυφαγίαν ή τας
+καταχρήσεις ή τον καθιστικόν βίον, ούτε τα φάρμακα, ούτε τα
+καυτήρια, ούτε αι εγχειρήσεις, ούτε πάλιν τα μαγικά και τα
+φυλακτά και τα διαβάσματα και τα τοιαύτα θα τους ωφελήσουν
+τίποτε; — Δεν βλέπω να είναι και πολύ νόστιμον, να θυμώνη
+κανείς μ' ένα που θέλει το καλό του. — Εσύ, φαίνεται, δεν τους
+πολυνοστιμεύεσαι τους τέτοιους. — Όχι, μα τον Δία.
+
+ — Ούτε επομένως, διά να επανέλθωμεν εις το θέμα μας, θα
+επιδοκιμάσης, αν κάμνη αυτό το ίδιον ολόκληρος η πόλις• διότι,
+πώς σου φαίνεται; δεν κάμνουν το ίδιον και όσαι πόλεις, κακώς
+ωργανωμέναι, απαγορεύουσι μεν εις τους πολίτας, επί ποινή
+θανάτου, να θίξουν την θεμελιώδη κατάστασιν της πολιτείας• ενώ
+αφ' ετέρου εκείνος ο οποίος τους κολακεύει και τους
+περιποιείται με τον ερασμιώτερον τρόπον, που γνωρίζει και
+προλαμβάνει τας ορέξεις των και έχει την επιτηδειότητα να τας
+ικανσποιή, αυτός θεωρείται ο άριστος και ικανώτατος πολιτικός,
+και αυτόν θα κρίνουν άξιον δι’ όλας τας τιμάς; — Το ίδιον
+πραγματικώς μου φαίνεται πως κάμνουν, και καθόλου δεν το
+επιδοκιμάζω. — Και πώς, δεν θαυμάζεις πάλιν το θάρρος και την
+ευκολίαν εκείνων που έχουν την θέλησιν και την προθυμίαν να
+παρέχουν τας εκδουλεύσεις των εις τοιαύτας πόλεις; — Τους
+θαυμάζω βέβαια, εκτός εκείνων τουλάχιστον, οι οποίοι
+εξαπατώνται από τους επαίνους των πολλών και φαντάζονται εις το
+τέλος ότι είναι πράγματι μεγάλοι πολιτικοί. — Πώς λέγεις; και
+δεν τους ευρίσκεις τάχα δικαιολογημένους; ή νομίζεις ότι είναι
+εύκολον, ένας άνθρωπος, που δεν γνωρίζει να μετρά, να του
+λέγουν οι άλλοι πως είναι υψηλός τέσσαρας πήχεις, και να μη το
+πιστεύση και ο ίδιος εις το τέλος; — Όχι βέβαια. — Ώστε μην
+αδικής και τους πολιτικούς• διότι είναι αληθινά οι νοστιμώτεροι
+απ’ όλους, με τους νόμους εκείνους, που ελέγαμεν, πως σήμερα
+τους γράφουν και αύριον τους διορθώνουν, και που νομίζουν ότι
+θα εύρουν ποτέ άκρην με τα αδικήματα των ιδιωτικών συναλλαγών
+και τα άλλα που ανέφερα πριν, χωρίς να γνωρίζουν ότι κάμνουν
+πραγματικώς μια τρύπα εις το νερό (1). — Και αλήθεια, τίποτε
+άλλο δεν κάμνουν. — Ώστε είχα δίκαιον λοιπόν εγώ να παραδεχθώ,
+ότι εις τοιούτου είδους νόμους και διατάξεις δεν έχει καμμίαν
+ανάγκην να κατέλθη ο αληθινός νομοθέτης, εις καμμίαν, είτε
+κακώς είτε καλώς ωργανωμένην πολιτείαν• διότι εις την μίαν θα
+ήτο το πράγμα ανωφελές και τίποτε παραπάνω δεν θα επρόσθετεν,
+εις την άλλην πάλιν, ο πρώτος τυχών θα τα εύρισκεν ευκολώτατα,
+ή και αυτομάτως θα απέρρεον από τους προηγουμένους εκείνους
+θεσμούς.
+
+ — Ποίος λοιπόν νόμος θα μας υπελείπετο ακόμη; — Κανείς δι’
+ημάς• εις τον Απόλλωνα όμως των Δελφών θα αφήσωμεν την φροντίδα
+διά τα μέγιστα, τα κάλλιστα και σπουδαιότατα νομοθετήματα. — Τα
+ποία; — Διά την ανέγερσιν των ναών, τας θυσίας, την λατρείαν
+των θεών, ημιθέων και ηρώων, την ταφήν των νεκρών, και τας
+τιμάς που οφείλομεν εις αυτούς διά να εξευμενίζωμεν τας ψυχάς
+των• περί αυτών όλων τίποτε ημείς, οι οικισταί της πόλεως, δεν
+γνωρίζομεν, ουδέ θα ακούσωμεν κανένα άλλον, εάν έχωμεν νουν,
+ουδέ θα συμβουλευθώμεν άλλον από τον πάτριον ερμηνευτήν• διότι
+ο θεός ούτος, ως γνωστόν, είναι ο πάτριος δι’ όλους τους
+ανθρώπους ερμηνευτής των τοιούτων και καθήμενος εις το μέσον
+της γης, επί του Ομφαλού, χρησμοδοτεί όσα πρέπει. — Καλά λέγεις
+κ’ έτσι θα κάμωμεν.
+
+
+ — Ιδού λοιπόν τέλος, υιέ του Αρίστωνος, σου είναι πλέον έτοιμη
+εις την εντέλειαν η πόλις μας. Τώρα φρόντισε, πού θα εύρης φως
+αρκετόν, προσκάλεσε μάλιστα και τον αδελφόν σου και τον
+Πολέμαρχον και όλους τους άλλους, διά να ιδούμεν μήπως
+ανακαλύψωμεν, πού ευρίσκεται εις αυτήν η δικαιοσύνη και πού η
+αδικία, τι διαφέρουν η μία από την άλλην, και ποίαν πρέπει να
+εγκολπωθή εκείνος που θέλει να είναι ευτυχής, αδιάφορον εάν του
+το αναγνωρίζουν όλοι οι θεοί και οι άνθρωποι. — Τίποτε δεν μας
+λέγεις τώρα, απεκρίθη ο Γλαύκων• διότι συ μόνος σου υπεσχέθης
+να αναλάβης αυτήν την έρευναν και μας έλεγες πως θα ήτο ασέβεια
+εκ μέρους σου να μη βοηθήσης με όλας σου τας δυνάμεις και με
+κάθε τρόπον την δικαιοσύνην.
+
+ — Είναι πράγματι αληθινά αυτά που μου υπενθυμίζεις, κ’ έτσι
+πρέπει να κάμω, αλλά και σεις χρεωστείτε να με βοηθήσετε. — Δεν
+θα λείψωμεν. — Έχω λοιπόν την ιδέαν ότι θα το εύρωμεν κατ'
+αυτόν τον τρόπον. Νομίζω ότι, εάν αι βάσεις επί των οποίων
+εθεμελιώσαμεν την πόλιν μας είναι ορθαί, και αυτή η πόλις θα
+είναι τελείως καλή. — Κατ' ανάγκην. — Δηλαδή, σοφή, ανδρεία,
+σώφρων και δικαία. — Μάλιστα. — Ό,τι τώρα από αυτά θα εύρωμεν
+εις αυτήν, εκείνο που θα μείνη θα είναι εκείνο που δεν έχομεν
+εύρη. — Βεβαίως. — Όπως, αν από τέσσαρα άλλα πράγματα
+εζητούσαμεν το ένα εξ αυτών, όταν θα ετύχαινε να το εύρωμεν
+αυτό πρώτον, δεν θα είχαμεν ανάγκην να ζητήσωμεν άλλο παρά
+πέρα• εάν δε ευρίσκαμεν πρώτα τα τρία τα άλλα, θα
+καταλαβαίναμεν απ’ αυτό πως μένει ακριβώς εκείνο που ζητούμεν,
+αφού βέβαια δεν μένει κανένα άλλο. — Πολύ σωστά. — Αφού λοιπόν
+και αυτά, που είπαμεν διά την πόλιν, είναι τέσσαρα, δεν πρέπει
+να εφαρμόσωμεν την ιδίαν μέθοδον. — Πώς όχι;
+
+ — Το πρώτον λοιπόν που νομίζω πως είναι ολοφάνερον εις αυτήν,
+είναι η σοφία• και συμβαίνει σχετικώς με αυτήν κάτι τι
+περίεργον. — Τι δηλαδή; — Είναι σοφή τωόντι η πόλις, που
+περιεγράψαμεν, διά τον λόγον ότι επικρατεί εν αυτή η
+ορθοφροσύνη• ή όχι; — Ναι. — Αλλ' αυτό τούτο το πράγμα, η
+ορθοφροσύνη, είναι αναμφιβόλως κάποια επιστήμη• διότι όχι
+βέβαια η άγνοια, αλλ' η επιστήμη είναι εκείνη που κάμνει τους
+ανθρώπους να σκέπτονται ορθώς. — Λογικώτατον. — Αλλά υπάρχουν
+εις την πόλιν μας πολλαί και παντοειδείς επιστήμαι. — Πώς όχι;
+— Τάχα λοιπόν να οφείλη εις την επιστήμην των ξυλουργών την
+προσωνυμίαν αυτήν της σοφίας και ορθοφροσύνης; — Όχι βέβαια,
+διότι αυτός ο έπαινος θα ήρμοζε τότε εις την ξυλουργικήν. —
+Ώστε, δεν δύναται λοιπόν να ονομασθή η πόλις σοφή διά την
+επιστήμην που έχει εις τα αντικείμενα της ξυλουργικής, όταν
+λαμβάνη τα μέτρα της πώς να γίνουν αυτά καλύτερα; — Όχι,
+εννοείται. — Μήπως ίσως διά την επιστήμην της περί των χαλκίνων
+σκευών ή δι’ άλλην καμμίαν τοιαύτην; — Διά καμμίαν. — Ούτε
+επομένως όταν πρόκειται περί της παραγωγής των προϊόντων της
+γης, διότι αυτό αφορά την γεωργικήν. — Μου φαίνεται. — Αλλά
+μήπως ίσως υπάρχει εις την πόλιν που ιδρύσαμεν προ μικρού,
+καμμία επιστήμη ανήκουσα εις ωρισμένους πολίτας, και της οποίας
+έργον είναι να σκέπτεται όχι δι’ έν αντικείμενον της πόλεως,
+αλλά δι’ ολόκληρον αυτήν την ιδίαν και να κανονίζη τας σχέσεις
+της και τας εσωτερικάς και τας εξωτερικάς; — Υπάρχει πράγματι.
+— Ποία είναι αυτή η επιστήμη και τίνων κτήμα; — Εκείνη η οποία
+έργον έχει την φρούρησιν της πόλεως, και είναι κτήμα των
+αρχόντων, που ωνομάσαμεν αληθινούς φρουρούς. — Και δι’ αυτήν
+την επιστήμην, ποίαν προσωνυμίαν θα δώσης εις την πόλιν; — Θα
+την ονομάσω ορθοφρονούσαν και τωόντι σοφήν. — Και δεν μου
+λέγεις• νομίζεις ότι σιδηρουργούς θα έχωμεν περισσοτέρους εις
+την πόλιν μας, ή από αυτούς τους αληθινούς φρουρούς; — Πολύ
+περισσοτέρους σιδηρουργούς. — Και από όλους τους άλλους, όσοι
+λαμβάνουν τα διάφορά τους ονόματα από την τέχνην που εξασκούν,
+αυτοί θα είναι οι πλέον ολιγώτεροι; — Μαλιστα. — Κατά συνέπειαν
+μία πόλις ωργανωμένη φυσικώς θα οφείλη την σοφίαν της εις την
+επιστήμην, η οποία ενυπάρχει εις την μικροτέραν τάξιν και εις
+το μικρότερον μέρος αυτής, δηλαδή εις τον άρχοντα και τον
+προϊστάμενον• και φαίνεται ότι η φύσις παράγει εις ελάχιστον
+αριθμόν αυτήν την τάξιν των ανθρώπων, ήτις έχει αποκλειστικόν
+της προνόμιον την επιστήμην αυτήν, που μόνη από όλας τας
+επιστήμας πρέπει να ονομάζεται, σοφία. — Αυτό είναι
+αληθέστατον. — Ιδού λοιπόν που ευρήκαμεν, και εγώ δεν ηξεύρω
+πώς, το ένα απ’ αυτά τα τέσσαρα, καθώς και το μέρος της πόλεως
+εις το οποίον υπάρχει. — Και νομίζω ότι αρκετά καλά έχει
+ευρεθή,
+
+ — Αλλά επίσης και την ανδρείαν τώρα, και το μέρος της πόλεως
+εις το οποίον εδράζει, ένεκα του οποίου πρέπει να ονομασθή η
+πόλις τοιαύτη, δεν είναι πολύ δύσκολον να εύρωμεν. — Πώς
+λοιπόν; — Εις τι άλλο δύναταί τις να αποβλέψη, διά να ονομάση
+την πόλιν δειλήν ή ανδρείαν, παρά εις την τάξιν εκείνην την
+αποτελουμένην από τους στρατιώτας και τους υπερασπιστάς της; —
+Εις κανένα άλλο βέβαια. — Διότι, υποθέτω, αν οι άλλοι πολίται
+ήσαν δειλοί ή ανδρείοι, δεν θα εξηρτάτο από αυτό να είναι
+τοιαύτη ή τοιαύτη και η πόλις. — Όχι πράγματι. — Ώστε και
+ανδρεία είναι η πόλις χάρις εις μίαν ωρισμένην τάξιν των
+πολιτών της, εις την οποίαν ενυπάρχει τοιαύτη δύναμις που να
+ημπορή να διαφυλάττη διά παντός, ως προς τα φοβερά πράγματα,
+την ιδέαν που παρήγγειλε να έχωμεν δι’ αυτά ο νομοθέτης• ή δεν
+ονομάζεις αυτό ανδρείαν; — «Δεν ενόησα ακριβώς πώς το είπες•
+επανάλαβέ το πάλιν. — Λέγω ότι η ανδρεία είναι ένα είδος
+διαφυλάξεως. — Τίνος πράγματος; — Διαφύλαξις της ιδέας, την
+οποίαν ελάβαμεν διά τον νόμων της ανατροφής, περί των φοβερών
+πραγμάτων, ποία δηλαδή και τι είδους είναι αυτά• και έλεγα διά
+παντός, το να διαφυλάττη κανείς αυτήν και να μη την αποβάλλη
+ποτέ, είτε ευρίσκεται υπό το κράτος της λύπης ή της χαράς, ή
+των επιθυμιών, ή του φόβου• θα σου το εξηγήσω δε αυτό με μίαν
+παρομοίωσιν, εάν θέλης. — Πώς δεν θέλω; — Γνωρίζεις λοιπόν ότι
+οι βαφείς, όταν θέλουν να βάψουν κόκκινα τα μαλλιά, πρώτον
+διαλέγουν από τα διάφορα είδη αυτών τα λευκά, τα υποβάλλουν
+έπειτα με πολλήν προσοχήν εις μακράν προεξεργασίαν, διά να
+ημπορούν να κρατήσουν το χρώμα, και τέλος τα βάφουν• όσα λοιπόν
+βαφούν κατ' αυτόν τον τρόπον το στερεώνουν και δεν χύνουν ποτέ
+το χρώμα των, όσον και αν τα πλύνης ή τα σαπουνίσης• ενώ
+απεναντίας άλλα μαλλιά εκτός από τα λευκά, ή και αυτά τα ίδια
+χωρίς να υποβληθούν εις την προετοιμασίαν εκείνην, γνωρίζεις δα
+πως γίνονται; — Ναι, ξεύρω, χύνουν το χρώμα των και καταντούν
+μια αηδία. — Το ίδιον λοιπόν να φαντασθής ότι εκάμναμεν το κατά
+δύναμιν και ημείς, όταν εξελέγαμεν τους στρατιώτας και τους
+ανετρέφαμεν με την μουσικήν και την γυμναστικήν• μη νομίσης ότι
+ήτο άλλη η πρόθεσίς μας, παρά να τους κάμωμεν να δεχθούν τους
+νόμους όσον το δυνατόν καλύτερα, όπως τα έρια την βαφήν, διά να
+γίνη στερεά και μόνιμος η ιδέα των περί των φοβερών και περί
+των άλλων μέσα εις την ψυχήν των, εις τρόπον ώστε να μην ημπορή
+να εκπλύνουν την βαφήν αυτά τα σαπουνίσματα, ούτε η ηδονή, η
+οποία ημπορεί να το κάμη ασφαλέστερον από κάθε σαπουνόχωμα και
+θολόσταχτη ούτε η λύπη, ούτε ο φόβος και ούτε καμμία επιθυμία•
+αυτήν λοιπόν την δύναμιν και την παντοτινήν διατήρησιν της
+ορθής και νομίμου ιδέας περί των φοβερών και μη πραγμάτων,
+θεωρώ εγώ και ονομάζω ανδρείαν, εκτός εάν έχης συ καμμίαν
+αντίρρησιν. — Απολύτως καμμίαν• διότι νομίζω ότι κάθε άλλο παρά
+το όνομα της ανδρείας θα έδιδες εις αυτήν ταύτην την ιδέαν,
+ούτε θα την ενόμιζες πολύ νόμιμον, εάν δεν ήτο προϊόν της
+ανατροφής και της εκπαιδεύσεως, αλλά όπως είναι έξαφνα των ζώων
+ή των δούλων. — Έχεις δίκαιον. — Παραδέχομαι λοιπόν και εγώ τον
+ορισμόν σου της ανδρείας. — Παραδέξου ακόμη ότι είναι και
+πολιτική αρετή, και τότε θα είναι σωστότερος ο ορισμός• περί
+αυτού όμως ημπορούμεν να συζητήσωμεν καλύτερα και άλλοτε, εάν
+θέλης• διότι τώρα δεν επρόκειτο περί αυτού του ζητήματος, αλλά
+περί της δικαιοσύνης• ώστε, νομίζω ότι ημπορούμεν να θεωρήσωμεν
+αρκετήν την συζήτησιν. — Καλά λέγεις.
+
+ — Μας υπολείπονται λοιπόν δύο πράγματα που πρέπει ακόμη να
+αναζητήσωμεν εις την πόλιν, η σωφροσύνη και η δικαιοσύνη, δια
+την οποίαν ακριβώς και κάμνομεν όλην αυτήν την έρευναν. — Πολύ
+καλά. — Πώς θα ημπορούσαμεν άραγε να ευρούμεν την δικαιοσύνην
+κατ' ευθείαν, διά να μη καθήμεθα τώρα να ζητούμεν την
+σωφροσύνην; — Εγώ τουλάχιστον δεν γνωρίζω, αλλ' ούτε και θα
+ήθελα να ευρεθή αυτό πρώτον, αφού δεν θα μας εχρειάζετο πλέον
+κατόπιν να εξετάσωμεν την σωφροσύνην• αλλ' αν θέλης να μ'
+ευχαριστήσης, άρχισε πρώτα από αυτήν. — Θα είχα άδικον να μη
+θελήσω. — Άρχισε λοιπόν την εξέτασιν. — Αρχίζω• και όσον ημπορώ
+να το κρίνω από τώρα, η αρετή αυτή ομοιάζει με κάποιαν αρμονίαν
+και συμφωνίαν περισσότερον από τας προηγουμένας εκείνας, που
+εξετάσαμεν.
+
+ — Πώς; — Η σωφροσύνη είναι μία ευκοσμία, ένας χαλινός, καθώς
+λέγουν, των ηδονών και των επιθυμιών, το να είναι κανείς, δεν
+ηξεύρω πώς, κύριος του εαυτού του, και άλλα τοιαύτα, που
+φαίνονται ως ίχνη μάλλον αυτής της αρετής• δεν είναι έτσι; —
+Βεβαιότατα. — Αυτή η έκφρασις, κύριος εαυτού, δεν φαίνεται
+γελοία; διότι ο κύριος του εαυτού του θα ήτο και δούλος του
+εαυτού του και επομένως κύριος και δούλος συγχρόνως, αφού
+πρόκειται περί του αυτού προσώπου. — Χωρίς αμφιβολίαν. — Αλλά
+κατά την ιδέαν μου η έκφρασις αύτη θέλει να σημάνη ότι υπάρχουν
+εις την ψυχήν του ανθρώπου δύο, ούτως ειπείν, μέρη, το
+καλύτερον και το χειρότερον• και όταν μεν υπερισχύη το πρώτον,
+τότε ο άνθρωπος είναι κύριος του εαυτού του, και τούτο λέγεται
+προς έπαινόν του• όταν όμως, ή από κακήν ανατροφήν ή από κακήν
+συνήθειαν, περισσεύση το χειρότερον και υπερισχύση, τότε
+λέγομεν, προς κατηγορίαν αυτού του ανθρώπου, ότι είναι
+ακόλαστος και δούλος του εαυτού του. — Και πράγματι έτσι είναι.
+
+ — Τώρα παρατήρησε την νέαν μας πόλιν και θα εύρης, ότι υπάρχει
+εις αυτήν το πρώτον διότι θα την ονομάσης, δικαίω τω λόγω,
+κυρίαν εαυτής, αφού, παντού όπου υπερισχύει το καλύτερον από το
+χειρότερον, οφείλομεν να δώσωμεν το όνομα αυτό. — Παρατηρώ
+πράγματι και έχεις δίκαιον. — Αλλά τας πολλάς και παντοειδείς
+επιθυμίας και ηδονάς και λύπας συναντώμεν προ πάντων μεταξύ των
+παιδίων, των γυναικών, των δούλων, ακόμη δε και μεταξύ των
+λεγομένων ελευθέρων εις τον κατώτερον και πολυαριθμότερον
+όχλον. — Πραγματικώς. — Ενώ τας απλάς και μετρημένας επιθυμίας,
+αι οποίαι στηρίζονται επί της ορθής κρίσεως και κυβερνώνται υπό
+του λογικού, θα τας εύρης εις πολύ ολίγους• εις εκείνους
+ακριβώς που είναι και εκ φύσεως άριστοι και την αρίστην
+ανατροφήν έλαβον. — Πολύ σωστά. — Δεν βλέπεις όμως ότι και
+τούτο συμβαίνει εις την πόλιν μας; ότι δηλαδή αι επιθυμίαι των
+πολλών, των χειροτέρων, υποτάσσονται εις τας επιθυμίας και
+κυβερνώνται υπό της φρονήσεως των ολίγων και καλυτέρων; — Το
+βλέπω.
+
+ — Ώστε αν ημπορούμεν να είπωμεν διά μίαν πόλιν ότι είναι κυρία
+εαυτής και των ηδονών και των επιθυμιών της, διά την ιδικήν μας
+προ πάντων θα το είπωμεν. — Αναμφιβόλως. — Και αν ακόμη υπάρχη
+μία πόλις εις την οποίαν όλοι, άρχοντες και αρχόμενοι, είναι
+σύμφωνοι, περί του ποίοι πρέπει να έχουν την διοίκησιν των
+κοινών, αυτή βέβαια θα είναι η ιδική μας• ή δεν το παραδέχεσαι;
+— Χωρίς καμμίαν μάλιστα αντίρρησην. — Και εν τοιαύτη
+περιπτώσει, εις ποίους νομίζεις ότι θα ευρίσκετο η σωφροσύνη,
+εις τους άρχοντας ή εις τους αρχομένους: — Μα, και εις τους
+δύο, υποθέτω. — Βλέπεις λοιπόν ότι δεν το είχαμεν άδικα
+προμαντεύση, όταν ελέγαμεν ότι η σωφροσύνη ομοιάζει με κάποιαν
+αρμονίαν. — Πώς τάχα: — Επειδή δεν συμβαίνει τι ίδιον όπως με
+την ανδρείαν και με την σοφίαν, αι οποίαι, καθώς ελέγαμεν,
+υπάρχουν εις ένα μόνον μέρος της πόλεως και την κάμνουν
+ανδρείαν ή σοφήν• αλλά η σωφροσύνη επεκτείνεται εις ολόκληρον
+την πόλιν και παράγει μίαν πληρεστάτην συμφωνίαν μεταξύ των
+πολιτών και της ανωτάτης και της κατωτάτης και της μεσαίας
+τάξεως, είτε ως προς την φρόνησιν, είτε ως προς την δύναμιν,
+είτε ως προς τον αριθμόν, είτε ως προς τον πλούτον, είτε εις
+ό,τι άλλο τοιούτον θέλεις• ώστε δικαίως θα ημπορούσαμεν να
+ονομάσωμεν σωφροσύνην αυτήν την ομόνοιαν, αυτήν την φυσικήν
+συμφωνίαν μεταξύ του χειροτέρου και του καλυτέρου μέρους, είτε
+πόλεως είτε και ενός ατόμου, περί του ποίου εξ αυτών πρέπει να
+έχη την διοίκησιν. — Είμαι πληρέστατα της γνώμης σου.
+
+ — Πολύ καλά• ώστε ευρήκαμεν ως τώρα, καθώς φαίνεται, τα τρία
+από τα τέσσαρα που εζητούσαμεν εις την πόλιν• τι είναι λοιπόν
+που μας μένει ακόμη διά να συμπληρωθή η αρετή της; δεν είναι η
+δικαιοσύνη; — Φανερόν. — Λοιπόν τώρα, Γλαύκων, πρέπει καθώς
+κυνηγοί να σταθούμεν ολόγυρα από τον θάμνον και να προσέχωμεν
+μήπως μας διαφύγη από κάπου η δικαιοσύνη, και εξαφανισθή εμπρός
+από τα μάτια μας• διότι εδώ κάπου βέβαια θα είναι κρυμμένη•
+κύτταξε λοιπόν και βάλε όλην σου την προσοχήν, μήπως την ιδής
+εσύ πρώτος, και με ειδοποιήσης και εμένα. — Μακάρι να
+ημπορούσα• θα ήτανε και πολύ για μένα, εάν με πάρης από πίσω
+σου και ημπορώ να βλέπω όσα θα μου έδειχτες. — Κάμε λοιπόν το
+σταυρό σου και έλα. — Έτσι θα κάμω, μόνον προχώρει εσύ. — Ναι,
+μα μου φαίνεται άσχημος ο τόπος και πολύ σκεπός• δύσκολα θα
+βλέπωμεν να ψάξωμεν• ας προχωρήσωμεν όμως. — Εμπρός λοιπόν.
+
+Και αφού εκύτταξα δεξιά αριστερά, — Α, α, Γλαύκων, μου φαίνεται
+πως ευρήκαμεν κάποιο ίχνος, και πιστεύω πως δεν θα μας διαφύγη.
+— Δόξα σοι ο θεός! — Μα ξέρεις τι ανοησία εκάναμε τόση ώρα; —
+Τι; — Ώρες τώρα απ’ αρχής ήτανε εμπρός στα πόδια μας, και δεν
+το εβλέπαμεν, οι γελοίοι• όπως εκείνοι που κρατούν κάτι εις το
+χέρι των και το ζητούν αλλού, έτσι και μεις δεν το εβλέπαμεν
+εμπρός μας, αλλά το εζητούσαμεν μακρυά, και δι’ αυτό ίσως και
+μας διέφευγε. — Τι λέγεις; — Νά, ωμιλούσαμεν τόσον καιρόν και
+ακούαμεν διά την δικαιοσύνην, χωρίς να καταλαβαίνωμεν ότι
+επρόκειτο τρόπον τινά δι’ αυτήν. — Είναι πολύ μακρόν το
+προοίμιόν σου δι’ ένα που διαφλέγεται από την επιθυμίαν να
+ακούση.
+
+ — Αλλ' άκουσε να ιδής, αν έχω δίκαιον• εκείνο το οποίον εξ
+αρχής ωρίσαμεν ως απαραίτητον καθήκον πάντων, ότε εθεμελιώναμεν
+την πόλιν μας, ήτο ακριβώς η δικαιοσύνη, ή τουλάχιστον κάτι τι
+αυτού του είδους• ωρίσαμεν δηλαδή και πολλάκις το επανελάβαμεν,
+εάν ενθυμήσαι, ότι έκαστος πολίτης οφείλει να εξασκή ένα μόνον
+επιτήδευμα, και εκείνο ακριβώς διά το οποίον τον προώρισεν η
+φύσις του. — Πράγματι το ελέγαμεν. — Αλλά προσέτι το να
+ασχολήται έκαστος εις τα εαυτού και να μην αναμιγνύεται εις
+άλλα πράγματα, και από άλλους πολλούς έχομεν ακούση και οι
+ίδιοι πολλάκις το είπαμεν, ότι αυτό ακριβώς αποτελεί την
+δικαιοσύνην. — Το είπαμεν πράγματι. — Αυτό λοιπόν, φίλε μου,
+καταντά τρόπον τινά να είναι δικαιοσύνη, το να κάμνη έκαστος
+εκείνο που έχει να κάμνη• και γνωρίζεις πόθεν το εξάγω; — Όχι,
+αλλά λέγε να ακούσω. — Μου φαίνεται ότι μετά την σωφροσύνην,
+την ανδρείαν και την φρόνησιν, μας υπολείπεται να εξετάσωμεν
+εκείνο ακριβώς, το οποίον κατέστησε δυνατήν και την ύπαρξιν των
+τριών πρώτων και το οποίον χρησιμεύει ακόμη να τα διατηρή, αφού
+μίαν φοράν εγεννήθησαν, εφόσον τουλάχιστον υφίσταται και το
+ίδιον• είπαμεν δε ότι εκείνο που θα υπολειφθή, αφού θα
+ευρίσκαμεν τα άλλα τρία, θα ήτο η δικαιοσύνη. — Κατ' ανάγκην
+βέβαια.
+
+ — Αλλ' όμως, θα ήτο πολύ δύσκολον εάν επρόκειτο να αποφανθώμεν
+οριστικώς, τι είναι εκείνο το οποίον προ πάντων θα καταστήση
+τελείαν την πόλιν μας, εάν δηλαδή είναι η μεταξύ των αρχόντων
+και αρχομένων πλήρης ομοφωνία, ή εάν είναι η διατήρησις μεταξύ
+των στρατιωτών της νομίμου ιδέας περί των φοβερών ή μη
+πραγμάτων, ή εάν είναι η φρόνησις και η επαγρύπνησις των
+αρχόντων, η εάν τέλος η αρετή εκείνη διά της οποίας πάντες,
+παιδία και γυναίκες, δούλοι, ελεύθεροι, τεχνίται, άρχοντες και
+αρχόμενοι, θα περιωρίζοντο έκαστος εις το έργον του χωρίς να
+αναμιγνύεται εις τα άλλα. — Πολύ δύσκολον πραγματικώς. — Ώστε,
+καθώς φαίνεται, αυτή η αρετή, του να περιορίζεται έκαστος εις
+το έργον του, συμβάλλεται προς την τελειότητα της πόλεως όχι
+ολιγώτερον από την σοφίαν, την σωφροσύνην και την ανδρείαν. —
+Βεβαιότατα. — Την αρετήν λοιπόν αυτήν, η οποία είναι η
+δικαιοσύνη, την θεωρείς εφάμιλλον με τας άλλας διά την
+τελειότητα της πόλεως; — Κατά πάντα λόγον.
+
+ — Ας εξετάσωμεν τώρα το πράγμα κατ' αυτόν τον τρόπον, εάν το
+εγκρίνης• την λύσιν των μεταξύ των ιδιωτών διαφορών δεν θα την
+αναθέσης βέβαια εις τους άρχοντας; — Αλλά εις ποίους άλλους; —
+Και άλλο τίποτε περισσότερον θα επιζητούν ούτοι δικάζοντες,
+παρά να μη σφετερίζεται κανείς τα πράγματα του άλλου ή να μη
+στερήται τα ιδικά του; — Αυτό και τίποτε άλλο. — Διότι αυτό
+είναι το δίκαιον. — Ναι. — Ώστε και αυτό ακόμη είναι μία
+απόδειξις ότι η δικαιοσύνη συνίσταται εις το να έχη έκαστος και
+να εξασκή εκείνο που του ανήκει αποκλειστικώς. — Έτσι είναι.
+
+ — Τώρα πρόσεξε, εάν συμφωνής και συ μαζί μου• εάν ένας
+ξυλουργός επιχειρήση να κάμη την εργασίαν του υποδηματοποιού, ή
+ο υποδηματοποιός του ξυλουργού, εάν κάμουν ανταλλαγήν των
+εργαλείων των και της πληρωμής που λαμβάνει ο καθείς, ή και εάν
+ο αυτός άνθρωπος επιχειρήση και τας δύο μαζί εργασίας και συμβή
+αυτή η μεταβολή και εις όλα τα άλλα επαγγέλματα, νομίζεις ότι
+το τοιούτον θα επροξένει καμμίαν μεγάλην βλάβην εις την πόλιν;
+— Όχι και πολύ μεγάλην. — Όταν όμως ένας προωρισμένος εκ φύσεως
+να είναι τεχνίτης ή χρηματιστής, έπειτα επαιρόμενος διά τα
+πλούτη του ή το κόμμα του, ή την δύναμίν του ή δι’ άλλο
+τοιούτον επιχειρήση να εισέλθη εις το είδος του πολεμιστού, ή
+πάλιν κανείς πολεμιστής εις το είδος του βουλευτού και του
+άρχοντος χωρίς να είναι άξιος, και ανταλλάξουν και αυτοί μεταξύ
+των τα εργαλεία και τας απολαβάς του επαγγέλματός των, ή όταν
+ένας και ο αυτός επιχειρήση να κάμνη όλα αυτά συγχρόνως, τότε
+νομίζω να ομολογήσης και συ, ότι αύτη η μεταβολή και η γενική
+σύγχυσις θα επιφέρη την καταστροφήν της πολιτείας. — Εξάπαντος.
+— Ώστε η σύγχυσις και η ανάμιξις των έργων των τριών αυτών
+τάξεων, που υπάρχουν εις την πόλιν, θα ήτο η μεγαλυτέρα δι’
+αυτήν ζημία και ορθότατα θα ημπορούσε να ονομασθή το
+μεγαλύτερον κακούργημα. — Και δικαίως. — Αυτό λοιπόν το
+μεγαλύτερον κακούργημα που ημπορεί να κάμη κανείς προς την
+πόλιν του, δεν θα το ονομάσης αδικίαν; — Και πώς αλλέως βέβαια;
+— Αυτό λοιπόν είναι η αδικία. — Μάλιστα.
+
+ — Και τώρα ημπορούμεν να είπωμεν αντιστρόφως• όταν εκάστη των
+τριών τάξεων της πολιτείας, οι εργατικοί, οι πολεμισταί και οι
+άρχοντες, περιορίζωνται αποκλειστικώς εις τα έργα των και
+τίποτε άλλο δεν κάμνουν, αυτό βεβαίως θα ήτο η δικαιοσύνη και
+αυτό θα έκαμνε την πόλιν δικαίαν. — Έτσι μου φαίνεται κ’ εμένα
+και δεν θα ημπορούσε να είναι αλλέως. — Ας μη το πάρωμεν ακόμη
+ως πολύ βέβαιον και αναμφισβήτητον το πράγμα, αλλ' αν
+αποδείξωμεν αναντιρρήτως ότι εφαρμοζόμενον και επί ενός εκάστου
+ατόμου είναι δικαιοσύνη και εκεί, τότε πλέον το παραδεχόμεθα•
+διότι τι άλλο περισσότερον θα ζητήσωμεν; εν εναντία όμως
+περιπτώσει, θα στρέψωμεν αλλού τας έρευνάς μας. Προς το παρόν
+λοιπόν ας εξακολουθήσωμεν τον συλλογισμόν, που εδέχθημεν, ότι
+δηλαδή εάν εδοκιμάζαμεν να εύρωμεν την δικαιοσύνην πρώτα εις
+κανένα από τα μεγαλύτερα εκείνα που την έχουν, θα ήτο εύκολον
+να ίδωμεν ποία είναι η φύσις της και επί ενός μόνον ανθρώπου•
+και ως τοιούτον μεγαλύτερον εθεωρήσαμεν την πόλιν, και
+τοιουτοτρόπως ιδρύσαμεν μίαν με όλην την δυνατήν τελειότητα, με
+την πεποίθησιν ότι θα ευρίσκετο η δικαιοσύνη μέσα εις μίαν
+τόσον τελείαν πόλιν• εκείνο λοιπόν που ευρήκαμεν εκεί, ας το
+μεταφέρωμεν και εις τον ένα άνθρωπον• και αν η εφαρμογή είναι
+τελεία, το πράγμα θα έχη καλώς• εάν όμως ευρεθή τίποτε άλλο εις
+τον ένα, τότε πάλιν επανερχόμεθα εις την πόλιν και αρχίζομεν
+νέαν δοκιμήν, επαναλαμβάνοντες την σύγκρισιν μεταξύ των και
+τρίβοντες ούτως ειπείν το ένα με το άλλο, έως ότου κάμωμεν να
+εκλάμψη η δικαιοσύνη, καθώς ο σπινθήρ εκ του χάλικος, και
+τοιουτοτρόπως λάβωμεν πλήρη βεβαιότητα περί της υπάρξεώς της. —
+Αυτός αλήθεια είναι ο ίσος δρόμος κ’ έτσι να κάμωμεν. — Λοιπόν,
+όταν λέγωμεν διά δύο πράγματα, το ένα μεγαλύτερον και το άλλο
+μικρότερον, ότι είναι τα ίδια, είναι τάχα όμοια ως προς εκείνο
+που είναι ίδια η ανόμοια; — Όμοια βέβαια. — Ώστε λοιπόν και ο
+δίκαιος άνθρωπος, ως προς αυτήν την ιδιότητα της δικαιοσύνης,
+δεν θα έχη καμμίαν διαφοράν από την δικαίαν πόλιν, αλλά θα
+είναι όμοιος. — Όμοιος, μάλιστα. — Αλλά μία πόλις εδέχθημεν ότι
+είναι δικαία, όταν εκάστη εκ των τριών τάξεων, που την
+αποτελούν, περιορίζεται εις τα έργα, που της ανήκουν εκ φύσεως•
+όπως πάλιν είπαμεν ότι είναι σώφρων, ανδρεία και σοφή, από
+άλλας μερικάς ιδιότητας και συνηθείας, που έχουν αι τρεις αύται
+τάξεις. — Είναι αληθές. — Ώστε το ίδιον πρέπει να απαιτήσωμεν
+και διά τον ένα άνθρωπον, να έχη δηλαδή εις την ψυχήν του τρία
+μέρη ανταποκρινόμενα προς τας τρεις εκείνας τάξεις της πόλεως
+και έκαστον μέρος να έχη τας αναλόγους ιδιότητας, διά να
+αποδώσωμεν δικαίως και εις αυτά τα ίδια ονόματα, που εδώσαμεν
+και εις εκείνας τας τάξεις. — Κατ' ανάγκην.
+
+ — Ιδού πάλιν, φίλε μου, που επέσαμεν εις ένα πολύ οχληρόν
+ζήτημα σχετικώς με την ψυχήν, αν έχη ή όχι αυτά τα τρία μέρη. —
+Ημπορεί και να μην είναι τόσον όσον το φανταζόμεθα• διότι ίσως
+να είναι αληθινή η παροιμία που λέγει, ότι όλα τα καλά είναι
+δύσκολα. — Έτσι φαίνεται• γνώριζέ το όμως καλά, Γλαύκων, ότι
+κατά την ιδέαν μου με αυτάς τας μεθόδους, που μεταχειριζόμεθα
+τώρα εις την συζήτησίν μας, υπάρχει φόβος μήπως δεν το
+ανακαλύψωμεν ποτέ ακριβώς• η οδός, η οποία θα μας έφερεν εις το
+τέρμα, είναι άλλη, πολύ περισσότερον μακρά και πολύπλοκος• ίσως
+όμως και να αξίζη η μέχρι τούδε μέθοδος, σχετικώς με όσα ως
+τώρα είπαμεν και συνεζητήσαμεν. — Και δεν είναι αρκετόν; εμένα
+τουλάχιστον μου φαίνεται ότι και με αυτό ημπορούμεν να είμεθα
+ευχαριστημένοι. — Τότε λοιπόν πολύ περισσότερον και εμένα. —
+Μην αποκάμνης λοιπόν, αλλ' άρχιζε την εξέτασιν.
+
+ — Δεν είναι λοιπόν ανάγκη απόλυτος να παραδεχθώμεν ότι εις
+έκαστον εξ ημών υπάρχουν αι αυταί ιδιότητες και οι αυτοί
+χαρακτήρες, που ευρίσκονται και εις την πόλιν; διότι βέβαια δεν
+είναι δυνατόν να ήλθαν από αλλού και εις αυτήν• και θα ήτο, μα
+την αλήθειαν, γελοίον να εφαντάζετο κανείς ότι το θυμοειδές
+έξαφνα του χαρακτήρος, που αποδίδουν εις μερικά έθνη, όπως τους
+Θράκας και τους Σκύθας και εν γένει τους βορείους λαούς, ή το
+φιλομαθές, το οποίον θα ηδύνατό τις δικαίως να αποδώση εις το
+ημέτερον προ πάντων έθνος, ή το φιλοχρήματον εκείνο, το οποίον
+χαρακτηρίζει κυρίως τους Φοίνικας και τους Αιγυπτίους, δεν
+έχουν την αρχήν των από τους ιδιώτας διά να αποδίδωνται και εις
+τα έθνη. — Βεβαιότατα. — Ώστε έτσι είναι το πράγμα και δεν
+παρουσιάζει αυτό τουλάχιστον καμμίαν δυσκολίαν να το εννοήση
+κανείς. — Καμμίαν πράγματι.
+
+ — Απ’ εδώ όμως αρχίζει η δυσκολία, εάν έχωμεν δηλαδή μίαν και
+την αυτήν δύναμιν της ψυχής δι’ όλας αυτής τας ενεργείας, ή δι’
+έκαστον των τριών ειδών από μίαν ιδιαιτέραν; άλλη είναι η
+δύναμις διά της οποίας μανθάνομεν, άλλη πάλιν η δύναμις εν ημίν
+διά της οποίας θυμώνομεν, και άλλη εκείνη η οποία παράγει την
+επιθυμίαν της τροφής, τας γεννετησίους ορμάς και όλα τα
+τοιαύτα, ή με ολόκληρον την ψυχήν πράττομεν το καθέν' από αυτά,
+όταν τα πράττωμεν; αυτά είναι δύσκολον να καθορίσωμεν με την
+απαιτουμένην ακρίβειαν. — Το βλέπω και εγώ.
+
+ — Ιδού λοιπόν πώς λέγω να δοκιμάσωμεν να εύρωμεν, εάν είναι αι
+ίδιαι προς αλλήλας αι τρείς αυταί δυνάμεις, ή διαφορετική
+καθεμία. — Πώς; — Είναι φανερόν ότι το ίδιον πρόσωπον δεν είναι
+ποτέ δυνατόν κατά τον αυτόν χρόνον και εν σχέσει προς το αυτό
+αντικείμενον να ενεργή ή να πάσχη τα εναντία• ώστε εάν εύρωμεν
+να συμβαίνη αυτό πουθενά, θα συμπεράνωμεν ότι δεν ήτο έν και το
+αυτό, αλλά περισσότερα. — Έστω. — Πρόσεξε λοιπόν τι λέγω. —
+Λέγε. — Το αυτό πράγμα, θεωρούμενον υπό την αυτήν έποψιν,
+ημπορεί να στέκεται συγχρόνως και να κινήται; — Καθόλου. — Ας
+το καθορίσωμεν ακριβέστερον, μήπως γεννηθή παρά πέρα καμμία
+αμφισβήτησις• εάν κανείς μας έλεγε δι’ ένα άνθρωπον, ο οποίος
+στέκεται, κινεί δε τας χείρας του και την κεφαλήν του, ότι
+αυτός ο άνθρωπος κινείται συγχρόνως και στέκεται, θα του
+παρατηρήσωμεν, νομίζω, ότι δεν είναι σωστόν όπως το λέγει, αλλ'
+ότι ένα μέρος αυτού κινείται και άλλο στέκεται• δεν είναι έτσι;
+— Μάλιστα. — Και εάν ακόμη ο ίδιος, διά να κάμη επίδειξιν
+πνεύματος και ευφυίας, υπεστήριζεν ότι η σβούρα κινείται
+ολόκληρη συγχρόνως και στέκεται, όταν περιστρέφεται με ακίνητον
+το κέντρον επί του αυτού σημείου, ή και κανένα από τα άλλα που
+στρέφονται περί τον άξονά των χωρίς να αλλάζουν θέσιν, δεν θα
+το παραδεχθώμεν βέβαια, διότι αυτά δεν μένουν ακίνητα ούτε
+περιστρέφονται κατά ίδια αυτών μέρη• αλλά θα είπωμεν ότι πρέπει
+να διακρίνωμεν δύο μέρη, τον ευθύν άξονα και την κυκλικήν
+περιφέρειαν, και ως προς μεν τον άξονα στέκονται πράγματι
+ακίνητα, διότι δεν γέρνει ούτε από το ένα ούτε από το άλλο
+μέρος, ενώ ως προς την περιφέρειαν στρέφονται κυκλοτερώς• όταν
+δε η ευθεία γραμμή του άξονος κλίνη είτε δεξιά είτε αριστερά
+είτε προς τα εμπρός είτε προς τα οπίσω, ενώ συγχρόνως
+εξακολουθούν να στρέφωνται, τότε είναι απολύτως αδύνατον να
+είπωμεν ότι στέκονται διόλου. — Και πολύ σωστά.
+
+ — Ώστε ό,τι και να μας ειπούν από αυτά, δεν θα μας τρομάξη,
+ούτε θα μας πείση περισσότερον, ότι είναι ποτέ δυνατόν το ίδιον
+πράγμα, θεωρούμενον υπό την αυτήν έποψιν και κατά τον ίδιον
+χρόνον, να κάμνη ή να πάσχη τα εναντία. — Ποτέ τουλάχιστον δεν
+θα με πείση εμένα. — Αλλ' όμως, διά να μη χρονοτριβώμεν
+αναφέροντες και ανασκευάζοντες όλας αυτάς τας αντιρρήσεις, ας
+λάβωμεν άπαξ διά παντός ως ορθήν την υπόθεσίν μας και ας
+προχωρήσωμεν, αφού μόνον κάμωμεν αυτήν την επιφύλαξιν, ότι εάν
+αίφνης κάπου ευρεθή εσφαλμένη, όλα τα συμπεράσματα τα οποία
+ηθέλομεν εν τω μεταξύ εξαγάγη από αυτήν την υπόθεσιν, να
+θεωρούνται επίσης άκυρα. — Αυτό είναι το καλύτερον που θα
+έχωμεν να κάμωμεν.
+
+ — Λέγε μου τώρα λοιπόν το να κάμνη κανείς σημείον ότι θέλει
+κάτι τι, ή να κάμνη σημείον ότι δεν θέλει, το να επιθυμή να
+λάβη ένα πράγμα, ή να το αποστρέφεται, το να το δέχεται ή να το
+αποκρούη, είναι πράξεις αυταί ή πάθη (διότι ως προς τούτο δεν
+διαφέρει τίποτε) τας οποίας θεωρείς εναντίας, ή όχι; — Αλλά
+βέβαια, εναντίας. — Και λοιπόν, την δίψαν και την πείναν και εν
+γένει τας επιθυμίας, και πάλιν την θέλησιν και την βούλησιν,
+όλα αυτά δεν θα τα κατατάξης εις εκείνο το είδος των πραγμάτων
+που είπαμεν τώρα; παραδείγματος χάριν, δεν θα είπης ότι η ψυχή
+ενός ανθρώπου, που επιθυμεί κάτι, φέρεται προς εκείνο το οποίον
+επιθυμεί, ή ότι επιδιώκει εκείνο το οποίον θέλει να αποκτήση, ή
+πάλιν, όταν θέλη να της δοθή κάτι, δεικνύει διά σημείου ότι το
+θέλει, ως να την ηρώτα κανείς, και εξωτερικεύει, ούτως ειπείν,
+τον πόθον να εκπληρωθή η επιθυμία της; — Μάλιστα. — Τι δε; τα
+να μην επιθυμή, να μην ορέγεται, να μη θέλη, δεν είναι το ίδιον
+πράγμα και να αποστρέφεται και να απωθή και να αποκρούη; και
+αυτάς τας ενεργείας της ψυχής δεν θα τας θεωρήσωμεν εναντίας με
+τας προηγουμένας εκείνας; — Πώς όχι;
+
+ — Τούτου τεθέντος, θα είπωμεν λοιπόν ότι έχομεν εν πρώτοις ένα
+είδος επιθυμιών και μεταξύ αυτών δύο προ πάντων φανερωτέρας από
+τας άλλας, τας οποίας ονομάζομεν πείναν και δίψαν. — Μάλιστα. —
+Και ότι η μεν μία είναι επιθυμία τροφής, η δε άλλη ποτού. —
+Ναι. — Η δε δίψα, εφ' όσον είναι δίψα, είναι άραγε τίποτε άλλο
+περισσότερον, παρά απλώς επιθυμία εν τη ψυχή αυτού του
+πράγματος, που λέγομεν; παραδείγματος χάριν, η δίψα είναι άραγε
+δίψα θερμού ποτού ή ψυχρού, ή πολλού ή ολίγου, ή με ένα λόγον
+τοιούτου ή τοιούτου ποτού; ή, εάν μεν προστεθή εις την δίψαν
+και η έννοια της θερμότητος, ήθελε παρέχη προσέτι την επιθυμίαν
+του θερμού, εάν δε της ψυχρότητος, του ψυχρού; και εάν, διά την
+προσθήκην της εννοίας του πολλού, είναι πολλή η δίψα, ήθελε
+παρέχη την επιθυμίαν του πολλού, εάν δε είναι ολίγη, του
+ολίγου; ενώ αυτή καθ' εαυτήν η δίψα δεν είναι δυνατόν ποτε να
+είναι επιθυμία άλλου τινός πράγματος, παρά απλώς εκείνου μόνον,
+το οποίον είναι το φυσικόν της αντικείμενον, δηλαδή του ποτού,
+όπως και η πείνα πάλιν κανενός άλλου, παρά απλώς του φαγητού; —
+Μάλιστα, έτσι είναι• αυτή καθ' εαυτήν εκάστη επιθυμία έχει εκ
+φύσεως ένα καθ' εαυτό και μόνον αντικείμενον• το να είναι δε
+αυτό τοιούτον ή τοιούτον, οφείλεται εις τας προστιθεμένας
+εννοίας.
+
+ — Κύτταξε μόνον μήπως μας εύρη κανείς απροσέκτους και μας κάμη
+να τα χάσωμεν με την αντίρρησιν, ότι κανείς δεν επιθυμεί απλώς
+ποτόν, αλλά καλόν ποτόν και όχι απλώς φαγητόν, αλλά καλόν
+φαγητόν• διότι όλοι φυσικά επιθυμούν τα καλά πράγματα• αφού
+λοιπόν η δίψα είναι επιθυμία, θα ήτο επιθυμία καλού πράγματος,
+είτε ποτόν είναι είτε οτιδήποτε άλλο το αντικείμενόν της. — Μα,
+ίσως να είχε κάποιο δίκαιον, όποιος τα έλεγεν αυτά. — Ναι, αλλ'
+όμως, όσα πράγματα αναφέρονται εις ένα άλλο πράγμα, είναι
+τοιαύτα ή τοιαύτα ακριβώς ένεκα της αναφοράς που υπάρχει μεταξύ
+των, ενώ χωριστά και καθ' εαυτά εξεταζόμενα δεν έχουσι καμμίαν
+άλλην αναφοράν παρά με τον εαυτόν των. — Δεν εννοώ. — Δεν
+εννοείς, ότι το μεγαλύτερον είναι τοιούτον μόνον κατ' αναφοράν
+προς κάποιο άλλο; — Μάλιστα. — Δηλαδή κατ' αναφοράν προς άλλο
+μικρότερον; — Ναι. — Το δε πολύ μεγαλύτερον κατ' αναφοράν προς
+το πολύ μικρότερον; — Μάλιστα. — Και ένα, που ήτο μίαν φοράν ή
+θα είναι εις το μέλλον μεγαλύτερον, δεν λέγεται κατ' αναφοράν
+ενός, που ήτο μίαν φοράν ή θα είναι εις το μέλλον μικρότερον; —
+Πώς όχι; — Το ίδιον επίσης λοιπόν δεν συμβαίνει και με τα
+περισσότερα εν σχέσει προς τα ολιγώτερα, και με τα διπλάσια
+προς τα ημίσεα και όλα τα τοιαύτα, και πάλιν τα βαρύτερα προς
+τα ελαφρότερα, και τα ταχύτερα προς τα βραδύτερα και ακόμη τα
+θερμά προς τα ψυχρά και ούτω καθεξής; — Εννοείται. — Τι δε; το
+ίδιον πράγμα δεν συμβαίνει και με τας επιστήμας; η επιστήμη
+δηλαδή καθ' εαυτήν ως αντικείμενον καθ' εαυτό έχει ό,τι ημπορεί
+ή πρέπει να μάθη, ενώ μία τις ωρισμένη επιστήμη έχει ένα και
+μόνον ωρισμένον αντικείμενον μαθήσεως• λέγω παραδείγματος
+χάριν, όταν έγινεν η επιστήμη της κατασκευής των οικιών, δεν
+εξεχώριζεν από τας άλλας επιστήμας, ώστε να την ονομάσουν
+αρχιτεκτονικήν; — Πώς όχι; Διά ποίον άλλον λόγον βέβαια, παρά
+διότι ήτο τοιαύτη, ώστε να μην ομοιάζη με καμμίαν άλλην; —
+Βεβαίως. — Δεν έγινε λοιπόν τοιαύτη, επειδή είχε τοιούτον
+ωρισμένον αντικείμενον; και δεν συμβαίνει το ίδιον και με όλας
+τας άλλας τέχνας και επιστήμας; — Έτσι είναι, μάλιστα.
+
+ — Αυτό λοιπόν ήθελα να ειπώ, εάν με ενόησες τώρα, όταν έλεγα,
+ότι όσα πράγματα είναι πράγματός τινος, αυτά μεν καθ' αυτά
+είναι μόνον του εαυτού των, κατ' αναφοράν δε με αυτό ή εκείνο
+το αντικείμενον είναι τοιαύτα ή τοιαύτα• και δεν εννοώ με αυτό
+απολύτως, ότι ένα πράγμα είναι τοιούτον, οποίον και το
+αντικείμενόν του, ότι παραδείγματος χάριν η επιστήμη των
+υγιεινών ή βλαβερών πραγμάτων είναι και αυτή υγιεινή και
+βλαβερά, ούτε ότι η επιστήμη του καλού ή του κακού είναι και
+αυτή καλή και κακή, αλλ' ότι επειδή αυτή η επιστήμη, η ιατρική,
+δεν έχει το ίδιον αντικείμενον, που έχει η καθ' εαυτήν
+επιστήμη, αλλ' ένα ωρισμένον τοιούτον, δηλαδή το υγιεινόν και
+το βλαβερόν, διά τούτο έγινε και αυτή ωρισμένη επιστήμη, και
+αυτό την έκαμε να μην ονομάζεται πλέον απλώς επιστήμη, αλλά εκ
+του αντικειμένου το οποίον έλαβεν, ιατρική. — Εννοώ τώρα και το
+ευρίσκω ορθότατον.
+
+ — Την δίψαν λοιπόν δεν καταλέγεις μεταξύ των πραγμάτων, τα
+οποία έχουν αναφοράν με ένα πράγμα, που είναι αντικείμενόν των;
+— Μάλιστα, με το ποτόν. — Τοιαύτη δε ή τοιαύτη δίψα, δεν
+υπάρχει αναλόγως του τοιούτου ή τοιούτου ποτού; ενώ η δίψα καθ'
+εαυτήν δεν είναι δίψα πολλού ή ολίγου, καλού ή κακού, ενί λόγω
+τοιούτου ή τοιούτου ποτού, αλλ' απλώς και μόνον δίψα ποτού. —
+Βεβαιότατα. — Ώστε η ψυχή εκείνου που διψά τίποτε άλλο δεν
+επιθυμεί, παρά απλώς να πίη, αυτό ορέγεται και εις αυτό
+κινείται. — Φανερόν.
+
+ — Ώστε αν κάποτε τύχη και την τραβά, κάτι να μην την αφήση να
+πιή, όταν διψά, βεβαίως αυτό δεν θα είναι κάτι άλλο μέσα της
+από εκείνο, που διεγείρει την δίψαν και την σύρει ως θηρίον διά
+να την κορέση; διότι είπαμεν ότι το ίδιον πράγμα, με το ίδιον
+μέρος του εαυτού του δεν είναι δυνατόν να κάμνη συγχρόνως δύο
+πράγματα εναντία υπό τον αυτήν έποψιν. — Όχι, βέβαια. — Όπως,
+νομίζω, περί του τοξότου δεν θα ήτο ορθόν να λέγωμεν ότι αι
+χείρες του συγχρόνως απομακρύνουν και σύρουν το τόξον, αλλ' ότι
+άλλο είναι το χέρι που απομακρύνει το τόξον και άλλο που το
+πλησιάζει. — Πολύ σωστά. — Τώρα, δεν υπάρχουν άνθρωποι, που ενώ
+διψούν, δεν θέλουν να πιούν; — Πώς; πολλοί και πολλές φορές. —
+Τι άλλο τάχα πρέπει να υποθέση κανείς δι’ αυτούς, παρά ότι
+υπάρχει μεν κάτι μέσα εις την ψυχήν των που τους διατάσσει να
+πιούν, υπάρχει όμως και άλλο που τους εμποδίζει, αυτό δε το
+άλλο είναι διαφορετικόν από το πρώτον και ισχυρότερόν του εις
+αυτήν την περίστασιν; — Και εγώ αυτό νομίζω. — Τώρα μήπως
+εκείνη η δύναμις που εμποδίζει και συγκρατεί προέρχεται τάχα
+από το λογικόν, ενώ εκείνα που τον ωθούν και τον σύρουν είναι
+αποτελέσματα τίποτε παθών και νοσημάτων; — Μου φαίνεται. — Ώστε
+δεν θα έχωμεν άδικον να ισχυρισθώμεν ότι είναι δύο πράγματα
+χωριστά, και διαφορετικά μεταξύ των, και ονομάζομεν λογικόν μεν
+εκείνο διά του οποίου συλλογίζεται η ψυχή, το δε άλλο διά του
+οποίου ερωτεύεται και πεινά και διψά και ρίπτεται ακράτητος εις
+όλας τας τοιαύτας επιθυμίας, επιθυμητικόν, αμέτοχον λογισμού
+και φίλον των απολαύσεων και των ηδονών. — Δεν θα είχαμεν
+πράγματι άδικον να κάμωμεν αυτήν την διάκρισιν.
+
+ — Ας το θεωρήσωμεν λοιπόν πλέον ωρισμένον ότι υπάρχουσιν αυτά
+τα δύο είδη εις την ψυχήν• όσον δε αφορά τώρα τον θυμόν και την
+αιτίαν, η οποία τον προξενεί, θα το θεωρήσωμεν ως τρίτον είδος,
+ή μήπως να είναι της αυτής φύσεως με το ένα ή με το άλλο από τα
+δύο πρώτα; — Ίσως να είναι το αυτό με το επιθυμητικόν. — Αλλ'
+εγώ άκουσα κάτι τι μίαν φοράν, που το πιστεύω αληθινόν, ότι
+δηλαδή ο Λεόντιος ο υιός του Αγλαίωνος επιστρέφων κάποτε από
+τον Πειραιά, από το βόρειον τείχος έξω, παρετήρησ μακρόθεν
+πτώματα εξηπλωμένα εις τον τόπον των θανατικών εκτελέσεων και
+ησθάνθη την επιθυμίαν να πλησιάση να τα ιδή, αλλά συγχρόνως και
+κάποια ενδόμυχος αποστροφή τον απέτρεπε• και κατ' αρχάς μεν
+ανθίστατο εις την επιθυμίαν του και εσκέπασε το πρόσωπόν του,
+επί τέλους όμως νικηθείς έτρεξε προς τα πτώματα, άνοιξεν εμπρός
+των όσον ημπορούσε περισσότερον τα μάτια του και είπεν «ιδού,
+πανάθλια, χορτάσετε λοιπόν το ωραίον αυτό θέαμα!» — Ναι, το
+ήκουσα και εγώ. — Αυτός λοιπόν ο λόγος σημαίνει, ότι η ορμή της
+ψυχής αντιτάσσεται ενίοτε προς τας επιθυμίας, ως πράγμα
+διαφορετικόν από αυτάς. — Πράγματι αυτό σημαίνει.
+
+ — Αλλά δεν παρατηρούμεν και εις πολλάς άλλας περιστάσεις, όταν
+κανείς αισθάνεται να τον παρασύρουν αι επιθυμίαι του παρά τας
+υπαγορεύσεις του λογικού, ότι αρχίζει και υβρίζει τον εαυτόν
+του και θυμώνει με εκείνο που τον βιάζει μέσα του, και, καθώς
+να μαλλώνουν δύο, έρχεται ο θυμός και τάσσεται σύμμαχος με το
+μέρος του λογικού; να συμμαχήση όμως αυτός με τας επιθυμίας και
+να αντιταχθή κατά του λογικού, όταν αυτό μας απαγορεύη να
+κάμωμεν κάτι τι, νομίζω ότι δεν θα μας ειπής ότι ησθάνθης ποτέ
+τοιούτον τι να συμβή μέσα εις την ψυχήν σου, ούτε δε και εις
+κανένα άλλον. — Όχι μα τον θεόν. — Τι δε; όταν κανείς
+αισθάνεται πως έχει άδικον, όσον γενναιότερα αισθήματα έχει,
+δεν οργίζεται και ολιγώτερον, εις ότι δήποτε και αν υποβληθή
+υπό ενός άλλου, εις πείναν, εις δίψαν, εις ψύχος, εις πάσαν εν
+γένει κακομεταχείρισιν, εφόσον θα αναγνωρίζη ότι έχει δίκαιον
+εκείνος να τον μεταχειρίζεται κατ' αυτόν τον τρόπον, και, μ'
+ένα λόγον, ποτέ δεν θα επιτρέψη να εγερθή ο θυμός του εναντίον
+του; — Είναι αληθές. — Όταν όμως νομίζη κανείς ότι αδικήται,
+δεν αναβράζει τότε μέσα του ο θυμός και αγριεύει και παίρνει το
+μέρος εκείνου που του φαίνεται δίκαιον; και υπομένων πείναν και
+κρύον και ό,τι άλλο πάσχη, δεν κατορθώνει να τα υπερνικήση,
+και, χωρίς να δαμασθή καθόλου η γενναιότης του, ή ευρίσκει επί
+τέλους ικανοποίησιν, ή και αποθνήσκει, ή καθώς ο σκύλος υπό του
+βοσκού, τοιουτοτρόπως και αυτός ανακαλείται υπό του εν αυτώ
+λογικού και καταπραΰνεται; — Πράγματι συμβαίνει ό,τι και με
+αυτό το παράδειγμα που έφερες, καθόσον μάλιστα παρεδέχθημεν,
+ότι εις την πόλιν μας πρέπει οι πολεμισταί να υπακούουν εις
+τους άρχοντας, όπως οι σκύλοι εις τους βοσκούς.
+
+ — Πολύ καλά ενόησες ό,τι θέλω να είπω• αλλά δεν συλλογίζεσαι
+ακόμη και κάτι άλλο εκτός αυτού; — Τι πράγμα; — Ότι το
+θυμοειδές μας παρουσιάζεται τώρα όλως διόλου διαφορετικόν από
+ό,τι το ενομίσαμεν κατ' αρχάς• διότι τότε το εθεωρήσαμεν ως ένα
+είδος επιθυμητικόν και αυτό, ενώ τώρα πολύ απέχει να μας
+φαίνεται τοιούτον, αφού όταν εγερθή καμμία διχόνοια μέσα εις
+την ψυχήν, αυτό λαμβάνει τα όπλα πάντοτε υπέρ του λογικού. —
+Αυτό είναι αληθές πράγματι. — Είναι λοιπόν διαφορετικόν και από
+αυτό, ή έχει τόσον στενήν σχέσιν με το λογικόν, ώστε να μην
+είναι τρία τα είδη εντός της ψυχής, αλλά μόνον δύο, το
+επιθυμητικόν και το λογικόν; ή μήπως, όπως και εις την πόλιν
+μας υπήρχον τρεις τάξεις, των εργατικών, των πολεμιστών και των
+αρχόντων, τοιουτοτρόπως και εις την ψυχήν υπάρχει και τρίτον
+είδος, αυτό το θυμοειδές, το όποιον εκ φύσεως έρχεται επίκουρος
+εις το λογικόν, εάν τουλάχιστον δεν διαφθαρή υπό κακής
+ανατροφής; — Κατ' ανάγκην είναι τρίτον αυτό. — Ναι, αλλ' αν
+προηγουμένως αποδειχθή ότι είναι διαφορετικόν από το λογικόν,
+καθώς απεδείχθη ότι είναι από το επιθυμητικόν. — Αλλά δεν είναι
+δύσκολον να αποδειχθή• διότι βλέπομεν ότι τα παιδιά, ευθύς άμα
+γεννηθούν, είναι γεμάτα από θυμόν, ενώ το λογικόν εις μερικούς
+μεν μου φαίνεται ότι ποτέ δεν έρχεται, εις δε τους
+περισσοτέρους πολύ αργά. — Αλήθεια, μα τον Δία, σωστά το είπες•
+ακόμη δε ημπορεί κανείς να το παρατηρήση και εις τα ζώα• προς
+τούτοις δε και ο στίχος εκείνος του Ομήρου, που ανεφέραμεν
+κάπου πριν, δύναται να μας χρησιμεύση ως μαρτύριον:
+
+ και χτύπησε το στήθος του κ’ έτσ' είπε της καρδιάς του
+
+διότι εδώ ο Όμηρος παρουσιάζει δύο χωριστά πράγματα, που
+επιπλήττει το ένα το άλλο• εκείνο που κρίνει και σκέπτεται περί
+του καλυτέρου και χειροτέρου, και εκείνο το οποίον απερισκέπτως
+παραφέρεται. — Έχεις πληρέστατον δίκαιον.
+
+ — Αυτά λοιπόν τώρα τα ξεκεφαλώσαμεν, αν και με πολύν κόπον,
+και απεδείξαμεν αρκετά καλά, ότι υπάρχουν και εις την ψυχήν
+εκάστου ανθρώπου τρεις δυνάμεις, που ανταποκρίνονται εις τας
+τρεις τάξεις της πολιτείας. — Μάλιστα. — Δεν είναι λοιπόν τώρα
+ανάγκη, όπως και με ό,τι ήτο η πόλις σοφή, κατά τον αυτόν
+τρόπον και με το ίδιον να είναι σοφός και ο ιδιώτης; — Πώς όχι;
+— Και με ό,τι επομένως είναι ανδρείος ο ιδιώτης, με το ίδιο και
+κατά τον αυτόν τρόπον να είναι ανδρεία και η πόλις, και μ' ένα
+λόγον, όλα όσα συντείνουν προς την αρετήν, κατά τον αυτόν
+τρόπον να υπάρχουν και εις το ένα και εις το άλλο; — Κατ'
+ανάγκην. — Ώστε και δίκαιος θα είπωμεν, ω Γλαύκων, ότι είναι
+ένας άνθρωπος κατά τον αυτόν τρόπον, κατά τον οποίον ήτο δικαία
+και η πόλις. — Και αυτό είναι αναγκαία πράγματι συνέπεια. — Δεν
+ελησμονήσαμεν όμως βέβαια, ότι η πόλις είναι δικαία, όταν
+εκάστη από τας τρεις τάξεις, που την αποτελούν, περιορίζεται
+αποκλειστικώς εις το έργον της. — Δεν πιστεύω να το
+ελησμονήσαμεν. — Ας ενθυμούμεθα λοιπόν ότι και έκαστος εξ ημών
+θα είναι δίκαιος και θα κάμνη το καθήκον του, όταν έκαστον από
+τα τρία μέρη της ψυχής του περιορίζεται αποκλειστικώς εις το
+έργον του. — Και πολύ μάλιστα πρέπει να το ενθυμούμεθα. — Το
+έργον λοιπόν του λογικού δεν είναι να κυβερνά, αφού εις αυτό
+εδρεύει η φρόνησις, και αυτό έχει την ανωτάτην εποπτείαν επί
+της ψυχής; του δε θυμοειδούς πάλιν να υπακούη και να βοηθή
+εκείνο ως σύμμαχος; — Μάλιστα. — Και δεν θα είναι εκείνη η
+ανάμιξις της μουσικής και της γυμναστικής, καθώς ελέγαμεν, που
+θα φέρη την τελείαν μεταξύ των αρμονίαν, και η οποία θα
+ανατρέφη μεν και θα ενδυναμώνη το ένα με λόγους καλούς και με
+μαθήματα, θα ημερώνη δε και θα κατευνάζη το άλλο με το
+θέλγητρον της αρμονίας και του ρυθμού; — Χωρίς καμμίαν
+αμφιβολίαν. — Και αφού λοιπόν κατ' αυτόν τον τρόπον ανατραφούν
+και μάθουν ό,τι έχουν να μάθουν και εκπαιδευθούν, τότε θα
+διευθύνουν το επιθυμητικόν, το οποίον είναι το μεγαλύτερον και
+το πλέον εκ φύσεως αχόρταγον μέρος της ψυχής εκάστου ανθρώπου•
+και θα προσέχουν μήπως αυτό, με την άμετρον απόλαυσιν των
+λεγομένων ηδονών του σώματος, αυξήση και ενισχυθή τόσον, ώστε
+να μη περιορίζεται πλέον εις το έργον του, αλλά να ζητήση να
+υποδουλώση και εξουσιάση εκείνα που δεν έχει δικαίωμα, και
+τοιουτοτρόπως φέρη γενικήν ανατροπήν εις τον βίον. —
+Βεβαιότατα. — Δεν θα φυλάττουν δε αυτά τα δύο και τους
+εξωτερικούς εχθρούς κάλλιστα διά την ασφάλειαν όλης της ψυχής
+και του σώματος, διότι το μεν λογικόν θα σκέπτεται και θα
+αποφασίζη, το δε θυμοειδές θα πολεμή και υπό την αρχηγίαν
+εκείνου θα εκτελή διά της ανδρείας του τας αποφάσεις του; —
+Έτσι είναι. — Και ανδρείον λοιπόν, νομίζω, καλούμεν τον
+άνθρωπον, όταν το μέρος εκείνο της ψυχής του, όπου εδρεύει το
+θυμοειδές, ακολουθή απαρεγκλίτως πάντοτε, διά μέσου των ηδονών
+και των πόνων, τας παραγγελίας του λογικού σχετικώς με ό,τι
+είναι φοβερόν ή όχι. — Πολύ σωστά. — Σοφόν δε πάλιν ονομάζομεν
+τον άνθρωπον, από το μικρόν εκείνο μέρος της ψυχής του, το
+οποίον έχει την ανωτάτην εξουσίαν εν αυτή και δίδει τας
+παραγγελίας εκείνας, και το οποίον μόνον γνωρίζει ποίον είναι
+το συμφέρον και ενός εκάστου των τριών μερών και του συνόλου
+αυτών. — Μάλιστα. — Δεν είναι δε σώφρων ο άνθρωπος διά της
+φιλίας και αρμονίας η οποία επικρατεί μεταξύ των τριών μερών,
+όταν και εκείνο που κυβερνά και τα άλλα που υπακούουν, μένουν
+σύμφωνα, ότι η ανωτάτη εξουσία πρέπει να ανήκη εις το λογικόν
+και δεν του την διαφιλονεικούν καθόλου; — Πράγματι αυτό είναι η
+σωφροσύνη και της πόλεως και του ατόμου. — Τέλος δε, δίκαιος θα
+είναι ο άνθρωπος από εκείνο, το οποίον πολλάκις είπαμεν και
+επανελάβαμεν. — Κατ' ανάγκην.
+
+ — Αλλά μήπως εν τω μεταξύ επήλθε τίποτε που μας εμποδίζει να
+παραδεχθώμεν, ότι η δικαιοσύνη και εις ένα έκαστον άνθρωπον
+είναι το ίδιον πράγμα, όπως και εις την πόλιν; — Δεν μου
+φαίνεται. — Θα ημπορούσαμεν όμως, νομίζω, να αποκτήσωμεν πλήρη
+βεβαιότητα, εάν υπάρχη κάποια ακόμη αμφιβολία εις την ψυχήν
+μας, μεταχειριζόμενοι τα δραστικά μέσα. — Ποία λοιπόν; —
+Παραδείγματος χάριν, εάν επρόκειτο, σχετικώς με την πόλιν μας
+και με τον άνθρωπον ο οποίος είναι και εκ φύσεως και εξ
+ανατροφής όμοιος με αυτήν, να εξετάσωμεν μεταξύ μας, εάν αυτός
+ο άνθρωπος θα ηδύνατό ποτε να καταχρασθή μίαν παρακαταθήκην
+χρυσού ή αργύρου που του ενεπιστεύθησαν, νομίζεις ότι θα τον
+επίστευε κανείς ικανόν να κάμη αυτό το πράγμα περισσότερον από
+κάθε άλλον, που δεν είναι τοιούτος; — Κανείς βέβαια. — Δεν θα
+ήτο επίσης ανίκανος αυτός να διαπράξη ιεροσυλίαν, κλοπήν,
+προδοσίαν είτε των φίλων του είτε της πόλεως; — Θα ήτο. — Να
+παραβή οπωσδήποτε τον όρκον του ή καμμίαν άλλην συμφωνίαν; —
+Επίσης. — Μοιχείαι δε και περιφρονήσεις των γονέων και ασέβειαι
+προς τους θεούς, είναι βέβαια πράγματα που εις κάθε άλλον
+ανήκουν, παρά εις αυτόν. — Βεβαιότατα. — Και αίτιον όλων αυτών
+δεν είναι, ότι έκαστον των μερών της ψυχής του περιορίζεται
+απλώς εις το έργον που έχει, είτε πρόκειται να άρχη, είτε να
+υπακούη; — Αυτό και τίποτε άλλο. — Κάθεσαι λοιπόν και ζητάς
+ακόμη, αν είναι άλλο πράγμα η δικαιοσύνη, παρά η δύναμις αυτή
+που μας δίδει τους τοιούτους ανθρώπους και τας πόλεις; — Όχι
+βέβαια εγώ, μα τον Δία.
+
+ — Ώστε ιδού που συνεπληρώθη τελείως το όνειρόν μας, που
+ελέγαμεν ότι ήτο αμυδρόν εις τας αρχάς• επειδή μόλις αρχίσαμεν
+να καταστρώνωμεν το σχέδιον της πόλεώς μας, κάποιος θεός μας
+εβοήθησε να επιτύχωμεν κάτι, που είναι ως ο αρχικός τύπος της
+δικαιοσύνης. — Είναι αλήθεια. — Και ήτο πράγματι, Γλαύκων, μία
+εικών της δικαιοσύνης, η οποία ωφελεί προς τον σκοπόν μας, όταν
+ευρίσκαμεν ότι είναι ορθόν, ο υποδηματοποιός, ο ξυλουργός και
+κάθε άλλος τοιούτος, τίποτε άλλο να μη κάμνη, παρά το έργον διά
+το οποίον τον προώρισεν η φύσις. — Φαίνεται. — Η αλήθεια όμως
+είναι, καθώς φαίνεται, ότι τοιούτον μεν πράγμα είναι και η
+δικαιοσύνη, δεν αποβλέπει όμως εις τας εξωτερικάς πράξεις του
+ανθρώπου, αλλ' εις ό,τι υπάρχει και συμβαίνει πράγματι μέσα του
+και με τον εαυτόν του, εις τρόπον ώστε, να μην επιτρέπη εις
+κανένα από τα μέρη, που υπάρχουν εις την ψυχήν του, να κάμνη
+ό,τι δεν είναι έργον του και να αναμιγνύεται το ένα εις τα
+καθήκοντα του άλλου• αλλ' αφού τωόντι τακτοποιήση καλώς ό,τι
+ανήκει εις έκαστον, και γίνη κύριος και κοσμήτωρ και φίλος του
+εαυτού του, και αποκαταστήση τελείαν συμφωνίαν μεταξύ των τριών
+μερών της ψυχής, καθώς μεταξύ των τριών όρων της αρμονίας, και
+μεταξύ των άλλων όσα τυχόν υπάρχουν διάμεσα, και συνδέση όλα
+αυτά και αποτελέση από τα πολλά ένα όλον ενιαίον καλώς
+ρυθμισμένον και αρμονισμένον, τότε μόνον πλέον να αρχίση να
+κάμνη εάν έχη να κάμη τίποτε, είτε θέλει να αποκτήση χρήματα,
+είτε να περιποιήται το σώμα του, είτε να αναμιχθή εις την
+πολιτικήν, είτε να αναλάβη επιχειρήσεις ιδιωτικής φύσεως, να μη
+παύη όμως ποτέ εις όλα αυτά να θεωρή και να ονομάζη δικαίαν μεν
+και καλήν πράξιν εκείνην, η οποία διατηρεί και προάγει διαρκώς
+την αρμονίαν αυτήν, σοφίαν δε την επιστήμην η οποία επιστατεί
+και διευθύνει τας τοιαύτας πράξεις, αδικίαν δε εκείνην, η οποία
+καταστρέφει πάντοτε την τάξιν αυτήν, και αμάθειαν την ιδέαν η
+οποία πάλιν επιστατεί και διευθύνει αυτήν. — Είναι ορθότατα,
+Σωκράτη, όλα αυτά που λέγεις.
+
+ — Πολύ καλά• ώστε δεν υπάρχει, νομίζω, και πολύς φόβος να
+υποτεθή ότι απατώμεθα, εάν είπωμεν ότι ευρήκαμεν πλέον, τι
+είναι δίκαιος άνθρωπος, τι είναι δικαία πόλις, και τι είναι
+δικαιοσύνη μεταξύ αυτών. — Δεν υπάρχει, μα την αλήθειαν. —
+Σύμφωνοι λοιπόν; — Σύμφωνοι.
+
+ — Έστω• μένει λοιπόν τώρα, νομίζω, να εξετάσωμεν τι είναι
+αδικία. — Βέβαια. — Ημπορεί να είναι άλλο πράγμα αυτή παρά μία
+σύγκρουσις μεταξύ των τριών μερών της ψυχής, όταν ταύτα δεν
+περιορίζωνται εις τα έργα των, αλλ' επεμβαίνουν εις τα ξένα
+καθήκοντα ή όταν επαναστατή το ένα μέρος κατά του συνόλου της
+ψυχής, διά να αναλάβη αυτό την ανωτάτην αρχήν αυτής, η οποία
+δεν του ανήκει, διότι είναι πλασμένον από την φύσιν να δουλεύη
+και να υπακούη εις εκείνο, το οποίον είναι καμωμένον διά να
+κυβερνά; αυτά λοιπόν θα είπωμεν, και αυτή ακριβώς η αταξία και
+η ταραχή είναι η αδικία και η ακολασία και η δειλία και η
+αμάθεια και μ' ένα λόγον όλαι αι κακίαι. — Έτσι είναι πράγματι.
+— Αφού λοιπόν τώρα γνωρίζομεν σαφώς τι είναι αδικία και τι
+δικαιοσύνη, γνωρίζομεν επίσης και τι είναι αι άδικοι και αι
+δίκαιαι πράξεις. — Πώς αυτό; — Διότι δεν έχουν καμμίαν διαφοράν
+από τα υγιεινά και βλαβερά πράγματα, αλλ' είναι διά την ψυχήν,
+ό,τι είναι αυτά διά το σώμα. — Τι δηλαδή; — Τα υγιεινά πράγματα
+δίδουν την υγιείαν, τα δε βλαβερά προξενούν νόσους. — Ναι. —
+Κατά τον ίδιον λόγον και αι δίκαιαι πράξεις δεν κάμνουν την
+δικαιοσύνην, αι δε άδικοι την αδικίαν; — Κατ' ανάγκην. — Όταν
+δε λέγωμεν ότι τα υγιεινά δίδουν την υγιείαν, εννοούμεν ότι
+αποκαθιστούν μεταξύ των διαφόρων στοιχείων του ανθρωπίνου
+σώματος την φυσικήν ισορροπίαν, ώστε να επιβάλλεται ή να
+υποβάλλεται αμοιβαίως το ένα εις το άλλο• τα δε βλαβερά γεννούν
+νοσήματα, σημαίνει ότι ένα στοιχείον επιβάλλεται εις τα άλλα ή
+υποβάλλεται εις αυτά, παρά τους νόμους της φύσεως. — Είναι
+αληθές. — Κατά τον ίδιον λόγον, κάμνουν την δικαιοσύνην, δεν
+σημαίνει ότι αποκαθιστούν μεταξύ των μερών της ψυχής την
+ισορροπίαν, την οποίαν απαιτεί η φύσις, παράγουν δε την
+αδικίαν, δεν σημαίνει ότι ένα μόνον μέρος της ψυχής επιβάλλεται
+εις τα άλλα, ή και το εναντίον, παρά την φύσιν; — Πολύ ωραία.
+— Ώστε αρετή μεν, καθώς φαίνεται, είναι, ούτως ειπείν, η υγιεία
+και το κάλλος και η ευεξία της ψυχής, κακία δε, η ασθένεια, η
+ασχημία και η αδυναμία. — Έτσι είναι. — Λοιπόν και αι καλαί
+πράξεις δεν οδηγούν εις την απόκτησιν της αρετής, αι δε αισχραί
+της κακίας; — Κατ' ανάγκην.
+
+ — Εκείνο πλέον που μας μένει τώρα να εξετάσωμεν είναι, αν
+ωφελή να εξασκή κανείς την δικαιοσύνην και να είναι δίκαιος,
+είτε τον νομίζουν οι άνθρωποι, είτε και όχι, ως τοιούτον, ή να
+αδική και να είναι άδικος, και αν ακόμη δεν είχε κανένα φόβον
+να τιμωρηθή και να διορθωθή τιμωρούμενος. — Αλλά τώρα πλέον,
+Σώκρατες, μου φαίνεται γελοίον να επιμείνωμεν εις αυτήν την
+εξέτασιν• διότι, εάν, όταν καταστραφή η φυσική σύστασις του
+σώματος, ο βίος θεωρήται πλέον ανυπόφορος, έστω και εν μέσω
+πάσης αφθονίας και πλούτου και τιμών, κατά πολύ μεγαλύτερον
+λόγον θα είναι ανυπόφορος, εάν διαταραχθή και καταστραφή η
+φύσις εκείνου ακριβώς εις το οποίον οφείλομεν την ζωήν, έστω
+και αν έχη κανείς το δικαίωμα να κάμνη κάθε άλλο, παρά εκείνο,
+το οποίον θα ηδύνατο να απαλλάξη την ψυχήν του από την κακίαν
+και την αδικίαν, να του προμηθεύση δε την δικαιοσύνην και την
+αρετήν, αφού μάλιστα ευρέθησαν αυτά όπως ημείς τα απεδείξαμεν.
+— Πράγματι γελοίον θα ήτο• αλλ' αφού εφθάσαμεν έως αυτό το
+σημείον, που να ημπορή να αποκτήσωμεν την πληρεστάτην
+βεβαιότητα περί αυτής της αληθείας, δεν πρέπει να αποφύγωμεν
+αυτόν τον κόπον. — Κάθε άλλο βέβαια παρά να τον αποφύγωμεν.
+
+ — Έλα λοιπόν τώρα πλησίασε να ιδής, πόσα διάφορα είδη έχει,
+καθώς μου φαίνεται, η κακία, όσα τουλάχιστον από αυτά αξίζει
+τον κόπον να τα παρατηρήση κανείς. — Σε ακολουθώ• μόνον δείξε
+μου τα. — Και λοιπόν, καθώς από υψηλήν σκοπιάν, αφού μας
+ανέβασεν εδώ η συζήτησίς μας, βλέπω εγώ ένα μεν είδος μόνον της
+αρετής, άπειρα δε της κακίας, μεταξύ δε αυτών τέσσαρα κυρίως,
+τα οποία αξίζει κανείς να τα μνημονεύση. — Τι θέλεις να ειπής;
+— Όσα είδη πολιτευμάτων υπάρχουν, τόσοι καταντά να υπάρχουν και
+τρόποι της ψυχής. — Πόσοι δηλαδή; — Πέντε μεν πολιτευμάτων,
+πέντε δε και της ψυχής. — Λέγε τους λοιπόν. — Λέγω λοιπόν ότι
+ένας μεν τρόπος πολιτεύματος είναι αυτός, τον οποίον ημείς
+διεγράψαμεν, εις τον οποίον όμως ημπορούμεν να δώσωμεν δύο
+ονόματα• και αν μεν υπάρχη ένας μόνον ανώτερος άρχων, θα
+ονομάσωμεν το πολίτευμα μοναρχίαν, αν δε περισσότεροι,
+αριστοκρατίαν. — Είναι αλήθεια. — Αυτό λοιπόν λέγω ότι είναι
+ένα απλώς είδος πολιτεύματος• διότι είτε ένας μόνον είναι ο
+άρχων, είτε περισσότεροι, αυτό δεν θα ημπορέση να μετακινήση
+κανένα από τους θεμελιώδεις νόμους της πόλεως μας, εάν
+τηρηθώσιν απαρεγκλίτως αι αρχαί της ανατροφής και της
+εκπαιδεύσεως, τας οποίας εθεσπίσαμεν. — Έτσι βέβαια θα είναι.
+
+
+
+ΒΙΒΛΙΟΝ Ε'.
+
+
+
+Αυτό λοιπόν το είδος του πολιτεύματος, είτε εις τας πόλεις είτε
+εις τα άτομα, ονομάζω εγώ καλόν• και αν επομένως αυτό είναι το
+μόνον ορθόν είδος, πάντα τα άλλα θα είναι κακά, είτε περί
+διοικήσεως πόλεων πρόκειται είτε περί χαρακτήρος της ψυχής
+ιδιωτών• είναι δε τέσσαρα τον αριθμόν αυτά. — Και ποία είναι;
+
+Και εγώ έμελλον να τα απαριθμήσω κατά σειράν, όπως μου εφαίνετο
+ότι παρουσιάζονται το ένα κατόπιν του άλλου, ότε ο Πολέμαρχος,
+ο οποίος εκάθητο ολίγον παραπέρα από τον Αδείμαντον ήπλωσε το
+χέρι του εις τον ώμον του και τον έσυρε από το φόρεμα; έγυρε
+και ο ίδιος εμπρός και έτσι σκυμμένος ήρχισε κάτι να του
+ψιθυρίζη από τα οποία δεν ακούσαμεν άλλο, παρά τούτο μόνον: Θα
+τον αφήσωμεν λοιπόν να προχωρήση ή θα κάμωμεν τίποτε; — Διόλου
+μάλιστα, απεκρίθη ο Αδείμαντος, μεγαλοφώνως πλέον. — Τι λοιπόν
+δεν θα αφήσετε; τον ηρώτησα εγώ τότε. — Εσένα. — Εμένα; και
+διατί παρακαλώ; — Μας φαίνεται ότι αρχίζεις και χάνεις την
+διάθεσίν σου και θέλεις να μας στερήσης ολόκληρον τμήμα της
+συζητήσεως και όχι το ολιγώτερον ενδιαφέρον• ενόμισες φαίνεται
+ότι θα μας διαφύγης, λέγων απλώς ότι, όσον διά τας γυναίκας και
+τα τέκνα φανερόν ότι θα είναι κοινά μεταξύ των φίλων. — Και
+πώς; δεν σου φαίνεται τάχα πως έχω δίκαιον; — Βεβαίως• αλλ'
+αυτό το δίκαιον όπως και τα άλλα, έχει ανάγκην επεξηγήσεως•
+διότι αυτή η κοινότης δύναται να εννοηθή κατά πολλούς και
+διαφόρους τρόπους• δεν πρέπει λοιπόν να παραλείψης να μας είπης
+ποίον παραδέχεσαι συ• είναι ώρα τώρα που περιμένομεν με την
+ελπίδα ότι πάντα θα μας ανέφερες κάπου περί αυτού του
+ζητήματος, πώς θα γίνεται η τεκνοποίησις, πώς θανατρέφωνται τα
+παιδιά άμα γεννηθούν και εν γένει περί της κοινότητος αυτής των
+γυναικών και των τέκνων, που λέγεις• διότι νομίζομεν ότι έχει
+πολύ να κάμη, ή μάλλον ότι το παν εξαρτάται από αυτό εις την
+πολιτείαν• τώρα λοιπόν, επειδή συ μεταβαίνεις εις άλλο είδος
+πολιτεύματος, πριν να διευκρινήσης επαρκώς αυτό το ζήτημα,
+ελάβαμεν αυτήν την απόφασιν, που ήκουσες, να μη σε αφήσωμεν να
+προχωρήσης πριν να αναπτύξης και αυτό όπως όλα τα άλλα. — Και
+εγώ συμμερίζομαι την απόφασίν σας αυτήν, είπεν ο Γλαύκων. — Και
+όλοι μας εδώ να γνωρίζης ότι είμεθα σύμφωνοι, Σωκράτη, είπε και
+ο Θρασύμαχος.
+
+ — Τι μου εκάμετε, που με εσταματήσετε! τι λόγους και
+συζητήσεις περί πολιτείας κινείτε πάλιν εξ αρχής! Και εγώ
+ενόμιζα πως το είχα πλέον διαφύγη και ήμουν πολύ ευχαριστημένος
+που το παραδεχθήκατε έτσι όπως το είπα τότε• αλλά τώρα με αυτάς
+σας τας παρακλήσεις δεν ηξεύρετε τι πλήθος συζητήσεων
+ανακινείτε! και αυτό ακριβώς προέβλεπα εγώ και εζήτησα να το
+αποφύγω τότε, διά να μη καταντήση πολύ κουραστικόν το πράγμα. —
+Και τι, είπεν ο Θρασύμαχος, νομίζεις τάχα πως όλοι αυτοί εδώ
+ήλθαν να λυώσουν μάλαμα, και όχι να ακούσουν λόγους; — Ναι
+βέβαια, αλλά με το μέτρον. — Δι’ ανθρώπους που έχουν νουν,
+είπεν ο Γλαύκων, και ολόκληρος η ζωή δεν θα ήτο αρκετή,
+Σώκρατες, διά να ακούουν τοιούτους λόγους• ώστε μη σε μέλη δι’
+ημάς, μόνον μην αποφεύγης εσύ αυτά που σε ερωτώμεν και ανάπτυξέ
+μας την ιδέαν σου, πώς εννοείς ότι θα γίνεται αυτή η κοινότης
+των γυναικών και των τέκνων μεταξύ των φρουρών μας, και πώς θα
+τρέφωνται τα τέκνα από την στιγμήν που θα γεννηθούν, έως να
+αρχίση η εκπαίδευσίς των, καθ' ην εποχήν ακριβώς έχουν ανάγκην
+και των επιπονωτέρων φροντίδων^ αυτά λοιπόν προσπάθησε τώρα να
+μας εξηγήσης.
+
+ — Δεν είναι, καλέ μου, εύκολον το πράγμα• και θα κινήση πολύ
+περισσοτέραν απιστίαν, παρά όλα όσα είπαμεν προηγουμένως•
+πρώτον κανείς δεν θα πιστεύση, ότι είναι δυνατόν να γίνουν αυτά
+τα πράγματα, έπειτα, και αν το πιστεύση, δεν θα παραδεχθή ότι
+είναι το καλύτερον που ημπορεί να γίνη. Δι’ αυτό και εγώ
+διστάζω να αρχίσω την συζήτησιν, μήπως θεωρηθούν ως ματαία ευχή
+όσα έχω να είπω. — Μη διστάζης μολαταύτα• αυτοί που πρόκειται
+να σε ακούσουν, ούτε ανόητοι βέβαια είναι, ούτε άπιστοι, ούτε
+δα και τόσον κακώς διατεθειμένοι μαζί σου. — Ω καλέ μου, μήπως
+τάχα θέλης να μου δώσης θάρρος με αυτά που μου λέγεις; — Και
+βέβαια. — Αι λοιπόν, κάθε άλλο κατορθώνεις με αυτό• διότι αν
+είχα την πεποίθησιν ότι γνωρίζω αυτά που πρόκειται να ειπώ, θα
+είχε τότε τον τόπον της και η ενθάρρυνσίς σου• διότι μεταξύ
+ανθρώπων φρονίμων και φίλων ημπορεί κανείς να ομιλή με
+βεβαιότητα και θάρρος, όταν έχη να κάμη λόγον περί πραγμάτων
+σπουδαιοτάτων και ενδιαφερόντων αυτούς, περί της αληθείας των
+οποίων είναι πεπεισμένος• όταν όμως δεν έχη αυτήν την
+πεποίθησιν και ζητή να εύρη όσα έχει να είπη, όπως το κάμνω
+τώρα εγώ, είναι πράγμα επισφαλές, και κινδυνεύει, όχι βέβαια να
+γίνη γελοίος — διότι αυτός ο φόβος θα ήτο παιδαριώδης — αλλά να
+παραπλανηθή εις την ζήτησιν της αληθείας και ο ίδιος και να
+συμπαρασύρη εις την πτώσιν του και τους φίλους του περί
+πραγμάτων, διά τα οποία δεν επιτρέπεται καμμία πλάνη.
+Επικαλούμαι δε την Νέμεσιν δι’ όσα πρόκειται να είπω• διότι
+πιστεύω ότι είναι μικρότερον έγκλημα να γίνη κανείς φονεύς
+ακουσίως, παρά να εξαπατήση άλλον εις τα ζητήματα αυτά περί του
+ωραίου, του καλού, του δικαίου και του νομίμου• και να
+επρόκειτο να διατρέξη κανείς αυτόν τον κίνδυνον απέναντι
+εχθρών, καλά οπωσδήποτε• αλλ' απέναντι φίλων; ώστε βλέπεις,
+φίλε Γλαύκων, δεν είναι θάρρος αυτό που μου δίδεις.
+
+Και ο Γλαύκων εμειδίασε και είπεν• — Αλλ' ω Σώκρατες, αν
+πάθωμεν τίποτε κακόν από τους λόγους σου, υποσχόμεθα να μη σε
+καταδιώξωμεν, όπως επί φόνου, και να μη σε θεωρήσωμεν απατεώνα•
+πάρε λοιπόν θάρρος και άρχισε. — Αλλά πράγματι προκειμένου και
+περί φόνου θεωρείται αθώος ο συγχωρηθείς, συμφώνως με τον
+νόμον• είναι λοιπόν ίσως εύλογον το ίδιον να συμβαίνη και με
+την ιδικήν μας περίστασιν. — Λέγε λοιπόν τώρα χωρίς αυτόν τον
+φόβον.
+
+ — Είμαι λοιπόν ηναγκασμένος να γυρίζω τώρα πάλιν οπίσω εις
+ζήτημα, το οποίον έπρεπεν ίσως να πραγματευθώ τότε, που
+παρουσιάσθη εις την σειράν του. Ημπορεί ίσως να είναι αυτό και
+ορθόν, αφού ετελείωσε πλέον όλως διόλου το ανδρικόν δράμα, να
+τελειώνωμεν τώρα και το γυναικείον, αφού άλλως τε συ το
+προκαλείς. Δι’ ανθρώπους λοιπόν και εκ φύσεως και εξ ανατροφής
+τοιούτους, όπως ημείς τους ελάβαμεν, δεν έχομεν κατά την ιδέαν
+μου να ορίσωμεν τίποτε άλλο, ως προς την κτήσιν και την χρήσιν
+των γυναικών και των τέκνων, παρά να ακολουθήσουν τον ίδιον
+δρόμον, που εχαράξαμεν εκ μιας αρχής• επεχειρήσαμεν δε να
+παραστήσωμεν τους άνδρας ως φύλακας μιας αγέλης. — Μάλιστα. —
+Ας ακολουθήσωμεν λοιπόν αυτήν την ιδέαν και ας παραδεχθώμεν και
+διά τας γυναίκας την αυτήν φύσιν και ανατροφήν διά να ίδωμεν αν
+θα μας επιτύχη ή όχι. Πώς δηλαδή; — Κατ' αυτόν τον τρόπον• τα
+θηλυκά των σκύλων νομίζομεν ότι πρέπει να φυλάττουν τα ποίμνια,
+όπως και τα αρσενικά, και να κυνηγούν μαζί και να κάμνουν τα
+πάντα από κοινού, ή απεναντίας να μένουν μέσα, διότι προορισμός
+των είναι να γεννούν και να τρέφουν τα μικρά τους και δεν έχουν
+επομένως την δύναμιν να συμμετέχουν εις τους κόπους, που
+απαιτεί η φύλαξίς των ποιμνίων; — Όλα από κοινού• εκτός ότι
+μεταχειριζόμεθα πάντα τα θηλυκά ως ασθενέστερα, τα δε αρσενικά
+ως ισχυρότερα. — Και είναι δυνατόν να μεταχειρισθώμεν εις την
+ιδίαν εργασίαν ένα ζώον, αν δεν το αναθρέψωμεν και το
+γυμνάσωμεν κατά τον ίδιον τρόπον; — Δεν είναι δυνατόν. — Εάν
+θέλωμεν λοιπόν να μεταχειρισθώμεν και τας γυναίκας, όπως τους
+άνδρας, πρέπει να διδάξωμεν τα ίδια και αυτάς. — Ναι. — Τους
+άνδρας τους ανεθρέψαμεν διά της μουσικής και της γυμναστικής. —
+Ναι. — Πρέπει επομένως και εις τας γυναίκας να εφαρμόσωμεν
+αυτάς τας δύο τέχνας, να τας γυμνάσωμεν εις τα πολεμικά και να
+τας χρησιμοποιούμεν εις όλα, όπως και τους άνδρας. — Αυτό
+τουλάχιστον εξάγεται από όσα λέγεις.
+
+ — Ίσως όμως πολλά από αυτά, που λέγομεν τώρα, εις την πράξιν
+να εφαίνοντο γελοία, διότι είναι εναντία προς τας συνηθείας
+μας. — Πολύ μάλιστα. — Και τι βλέπεις εις όλα αυτά το πλέον
+γελοίον; δεν θα είναι βέβαια το να γυμνάζωνται εις τας
+παλαίστρας γυμναί μαζί με τους άνδρας αι γυναίκες, όχι μόνον αι
+νέαι, αλλά και αι ηλικιωμέναι ακόμη, καθώς οι γέροντες εκείνοι
+που ευρίσκουν ακόμη ευχαρίστησιν εις αυτά τα γυμνάσια, αν και
+είναι καταζαρωμένοι και όχι πολύ ευχάριστοι να τους βλέπη
+κανείς; — Ναι, μα την αλήθειαν πολύ γελοίον θα εφαίνετο με τα
+τωρινά μας ήθη. — Αλλ' αφού μίαν φοράν εξεκινήσαμεν, δεν πρέπει
+βέβαια να μας σταματήσουν τα σκώμματα των αστείων και των
+εξύπνων, όσα και αν έχουν να λέγουν δι’ αυτήν την μεταβολήν,
+όταν θα βλέπουν τας γυναίκας να καταγίνωνται με τα γυμνάσια και
+την μουσικήν, με τον χειρισμόν των όπλων και με την ιππασίαν. —
+Σωστά λέγεις. — Αφού λοιπόν εξεκινήσαμεν, ας μη λαμβάνωμεν υπ’
+όψιν την τραχύτητα του νόμου αυτού, αλλ' ας ακολουθήσωμεν τον
+δρόμον μας• θα παρακαλέσωμεν μόνον τους κυρίους αυτούς, να
+αφήσουν την συνειθισμένην των εργασίαν, διά να σπουδαιολογήσουν
+μίαν φοράν, και θα τους υπενθυμίσωμεν, ότι δεν είναι πολύς
+καιρός, που εθεώρουν και οι Έλληνες, όπως ακόμη σήμερον οι
+περισσότεροι των βαρβάρων, αισχρόν και γελοίον το θέαμα ενός
+ανθρώπου γυμνού, και όταν ήρχισαν να ασκούνται γυμνοί, πρώτοι
+μεν οι Κρήτες, έπειτα δε οι Λακεδαιμόνιοι, είχον κάποιον
+δικαίωμα οι αστείοι της εποχής εκείνης να διακωμωδούν όλα αυτά•
+ή δεν το παραδέχεσαι; — Βεβαίως. — Αφού όμως η πείρα κατέδειξεν
+ότι ήτο προτιμότερον να ασκούνται γυμνοί παρά να συγκαλύπτουν
+όλα εκείνα τα μέρη του σώματος, έπαυσε πλέον να θεωρήται
+αισχρόν διά τους οφθαλμούς εκείνο το οποίον ο ορθός λόγος
+εφανέρωσεν ως καλύτερον• και τοιουτοτρόπως απέδειξε συνάμα ότι
+είναι ανόητος και επιπόλαιος εκείνος, ο οποίος θεωρεί άλλο
+τίποτε γελοίον παρά το κακόν, και εκείνος όστις ζητεί να
+διακωμωδή τα πράγματα από άλλην όψιν ή την όψιν της κακίας και
+ανοησίας, και εκείνος ο οποίος επιδιώκει το καλόν αποβλέπων
+προς άλλο τι ή προς αυτό το καλόν. — Έχεις απολύτως δίκαιον.
+
+ — Δεν πρέπει λοιπόν εις αυτό πρώτον να συμφωνήσωμεν περί των
+συζητουμένων, εάν είναι πράγματα δυνατά ή όχι, και να δώσωμεν
+ελευθερίαν, όποιος θέλει, είτε άνθρωπος φιλοπαίγμων είτε
+σοβαρός, να εξετάση μαζί μας αν η ανθρωπίνη φύσις η γυναικεία
+είναι ικανή να λάβη μέρος εις όλα τα έργα του ανδρός, ή εις
+κανένα, ή εις μερικά μεν είναι ικανή, εις άλλα δε όχι, και
+τέλος εις ποίαν από αυτάς τας δύο κατηγορίας ανήκει και η περί
+τα πολεμικά ενασχόλησις και αν κατ' αυτόν τον τρόπον αρχίσωμεν
+τόσον καλά την εξέτασιν αυτήν, δεν είναι επόμενον επίσης καλά
+και να την τελειώσωμεν; — Και πολύ μάλιστα. — Θέλεις λοιπόν
+ημείς μεταξύ μας να αναλάβωμεν και το πρόσωπον των
+αντιφρονούντων, διά να μη πολεμούνται τα επιχειρήματά των
+ανυπεράσπιστα; — Τίποτε δεν μας εμποδίζει. — Θα ημπορούσαμεν
+λοιπόν να είπωμεν ως από μέρους των: ω Σωκράτη και Γλαύκων, δεν
+είναι καμμία ανάγκη να αναιρέσουν άλλοι τους ισχυρισμούς σας•
+διότι σεις οι ίδιοι εξ αρχής, όταν εθεμελιώνετε την πόλιν σας,
+ωρίσατε, ότι συμφώνως έκαστος προς την φύσιν του πρέπει να
+περιορίζεται εις ένα και μόνον έργον. — Πράγματι αυτό ωρίσαμεν•
+και πώς όχι; — Αλλά δύναται να υπάρξη μεγαλυτέρα διαφορά από
+αυτήν που υφίσταται μεταξύ της φύσεως του ανδρός και της
+γυναικός; — Υπάρχει πράγματι μεγίστη. — Δεν πρέπει λοιπόν να
+τους αναθέσωμεν όλως διόλου διάφορα έργα αναλόγως της φύσεως
+αυτών; — Πώς όχι; — Δεν περιπίπτετε λοιπόν εις προφανή
+αντίφασιν με τους εαυτούς σας και δεν σφάλλεσθε, όταν
+ισχυρίζεσθε τώρα, ότι πρέπει να επιδίδωνται άνδρες και γυναίκες
+εις τα ίδια έργα, παρ' όλην την μεγίστην φυσικήν διαφοράν που
+τους χωρίζει; θα έχης τίποτε να απαντήσης εις αυτά, αγαπητέ
+Γλαύκων; — Έτσι βέβαια εξ απρόοπτου δεν είναι πολύ εύκολον•
+αλλά θα σε παρακαλέσω και σε παρακαλώ να αναλάβης συ να
+απαντήσης και εκ μέρους μας ό,τι έχεις να απαντήσης.
+
+ — Αυτά και άλλα πολλά τοιαύτα είναι που προέβλεπα εγώ εξ αρχής
+και εδίσταζα να εγγίσω αυτό το θέμα περί των γυναικών και των
+τέκνων. — Και πράγματι, μα την αλήθειαν, δεν ομοιάζει πολύ
+εύκολον. — Όχι βέβαια• το πράγμα όμως είναι έτσι• είτε πέση
+κανείς μέσα εις μικράν δεξαμενήν είτε μέσα εις το μεγαλύτερον
+πέλαγος, ουχ' ήττον όμως κολυμβά και εις την μίαν και εις την
+άλλην περίστασιν. — Βεβαίως. — Και ημείς λοιπόν πρέπει να
+κολυμβήσωμεν και να δοκιμάσωμεν να σωθούμεν από αυτήν την
+συζήτησιν, με την ελπίδα ότι ημπορεί να ευρεθή κανένας δελφίν
+να μας πάρη εις την ράχιν του, ή να παρουσιασθή καμμία άλλη
+απροσδόκητος σωτηρία. — Πολύ ενδεχόμενον. — Έλα λοιπόν, μήπως
+εύρωμεν καμμίαν διέξοδον• είμεθα αληθώς σύμφωνοι, ότι εκάστη
+φύσις έχει και ίδιον προορισμόν και ότι άλλη είναι η φύσις του
+ανδρός και άλλη της γυναικός• και μολαταύτα λέγομεν τώρα ότι
+αυταί αι διαφορετικαί φύσεις πρέπει να επιδίδωνται εις τα ίδια
+έργα• αυτά δεν είναι που μας κατηγορείτε; — Μάλιστα.
+
+ — Τι θαυμασίαν δύναμιν που έχει, Γλαύκων, η τέχνη της
+αντιλογίας! — Διατί το λέγεις αυτό; — Διότι, μου φαίνεται,
+πολλοί περιπίπτουν εις αυτήν χωρίς να το εννοούν και νομίζουν
+ότι συζητούν, ενώ πράγματι απλώς αντιλέγουν ο ένας εις τον
+άλλον• και τούτο συμβαίνει διότι δεν ημπορούν να αναλύσουν μίαν
+έννοιαν εις τα διάφορα στοιχεία της, αλλά την λαμβάνουν κατά
+γράμμα και προσπαθούν να της εύρουν αντιλογίαν, μεταβάλλοντες
+τοιουτοτρόπως την συζήτησιν εις έριδα. — Πράγματι πολλοί το
+παθαίνουν αυτό• αλλά μήπως συμβαίνει τάχα και με ημάς το ίδιον
+τώρα; — Όλως διόλου• και κινδυνεύομεν, χωρίς να το θέλωμεν, να
+παρασυρθώμεν εις αυτό το πάθημα. — Πώς; — Την έννοιαν, ότι τα
+επιτηδεύματα πρέπει να είναι διάφορα αναλόγως της διαφοράς των
+φύσεων, την λαμβάνομεν, ως γενναίοι οπαδοί της αντιλογικής,
+κατά γράμμα, χωρίς διόλου να έχωμεν εξετάση προηγουμένως εις τι
+έγκειται η διαφορά αύτη, ούτε τι είχαμεν υπ’ όψιν μας όταν
+ωρίζαμεν, ότι αι διαφορετικαί φύσεις πρέπει να έχουν
+διαφορετικά έργα και αι αύται φύσεις τα αυτά έργα. —
+Πραγματικώς δεν το εξετάσαμεν. — Και κατά συνέπειαν έχομεν
+πλήρες το δικαίωμα, καθώς φαίνεται, να ερωτήσωμεν, εάν είναι
+της αυτής φύσεως οι φαλακροί και οι μαλλιαροί, και αφού
+συμφωνήσωμεν, ότι είναι διαφορετικής φύσεως, εάν οι φαλακροί
+έξαφνα καταγίνωνται εις την υποδηματοποιίαν, να μην επιτρέπωμεν
+αυτήν την ιδίαν εργασίαν εις τους μαλλιαρούς και τανάπαλιν. —
+Θα ήτο όμως γελοίον το πράγμα. — Και θα είναι δι’ άλλον λόγον
+άραγε γελοίον, παρά διότι δεν ελαμβάναμεν τότε την ιδίαν ή την
+διαφορετικήν φύσιν απολύτως, αλλά την περιωρίζαμεν εις εκείνο
+μόνον το είδος της διαφοράς και της ομοιότητος, το οποίον
+απέβλεπεν εις τα αυτά επαγγέλματα; παραδείγματος χάριν ελέγαμεν
+τότε, ότι είναι της αυτής φύσεως ο ιατρός και ο άνθρωπος που
+είναι κατάλληλος διά την ιατρικήν ή δεν είναι έτσι; — Μάλιστα.
+— Και διαφορετικής φύσεως ο άνθρωπος ο κατάλληλος διά την
+ιατρικήν, και ο άνθρωπος ο κατάλληλος διά την ξυλουργικήν; —
+Αναμφιβόλως. — Εάν λοιπόν ευρέθη ότι η φύσις του ανδρός και
+της γυναικός διαφέρουσιν ως προς τέχνην τινά ή άλλην εργασίαν,
+θα συμπεράνωμεν ότι δεν δύνανται να είναι αύται κοιναί και εις
+τα δύο φύλα• εάν δε η διαφορά έγκειται απλώς και μόνον εις το
+ζήτημα της τεκνοποιήσεως, δεν θα θεωρήσωμεν διά τούτο ως
+αποδεδειγμένον πράγμα, ότι η γυναίκα διαφέρει από τον άνδρα ως
+προς το σημείον, περί του οποίου τώρα κάμνομεν ημείς εδώ λόγον,
+και δεν θα επιμείνωμεν ολιγώτερον εις τον ισχυρισμόν μας, ότι
+πρέπει να καταγίνωνται εις τα αυτά και οι πολεμισταί μας και αι
+γυναίκες των. — Και πολύ σωστά.
+
+ — Κατόπιν λοιπόν τούτων δεν θα ερωτήσωμεν τους αντιλέγοντας να
+μας διδάξουν, ποία είναι η τέχνη ή ποίον είναι το επάγγελμα εκ
+των εξασκουμένων εις μίαν πόλιν, ως προς το οποίον δεν είναι η
+αυτή, αλλά διαφέρει η φύσις του ανδρός και της γυναικός;
+Δικαία ερώτησις. — Μήπως όμως ευρεθή και άλλος, όπως έκαμες και
+συ προ ολίγου, να μας απαντήση, ότι δεν είναι μεν εύκολον να
+δοθή ικανοποιητική απόκρισις εκ του προχείρου, κατόπιν όμως
+μικράς σκέψεως δεν θα ήτο καθόλου δύσκολον; — Ίσως. — Θέλεις
+όμως να τον παρακαλέσωμεν να μας παρακολουθήση, μήπως
+κατορθώσωμεν ημείς να του αποδείξωμεν, ότι δεν υπάρχει κανένα
+έργον εις την πόλιν, το οποίον να ανήκη ειδικώς εις την
+γυναίκα; — Μάλιστα. — Έλα λοιπόν, θα του ειπούμεν, να μας
+απαντήσης• δεν είναι αυτή, κατά την ιδέαν σου, η διαφορά μεταξύ
+ενός ευφυούς και ενός αφυούς ανθρώπου, ότι ο μεν πρώτος
+μανθάνει εύκολα ένα πράγμα, ο δε άλλος δύσκολα; και ότι ο ένας,
+από το μικρόν που έμαθε, είναι ικανός να δημιουργήση ολόκληρον
+σειράν σχετικών γνώσεων, ενώ ο άλλος μ' όλην του την μεγάλην
+μάθησιν και επιμέλειαν δεν ημπορεί ούτε όσα έμαθε να
+συγκρατήση; και ότι ακόμη του μεν πρώτου και αι σωματικαί του
+διαθέσεις εξυπηρετούν την διάνοιαν, του δευτέρου δε απεναντίας
+της παρεμβάλλουν προσκόμματα; αυτά είναι, ή τίποτε άλλα, που
+διακρίνουν, κατά την ιδέαν σου, τον ευφυή άνθρωπον από τον
+αφυή; — Κανείς δεν θα έχη να ειπή άλλα. — Γνωρίζεις τώρα τίποτε
+από όσα καταγίνονται οι άνθρωποι, εις το οποίον να μην έχουν οι
+άνδρες όλας αυτάς τας ιδιότητας εις πολύ ανώτερον βαθμόν από
+τας γυναίκας; ή νομίζεις πως θα άξιζε τον κόπον να κάμωμεν
+μακρότερον λόγον περί της υφαντουργίας και μερικών ειδών της
+μαγειρικής, εις τα οποία κάτι δα φαίνεται πως είναι και αι
+γυναίκες, και όπου θα ήτο η μεγαλυτέρα των εντροπή να φαίνωνται
+κατώτεραι από τους άνδρας; — Έχεις δίκαιον πράγματι να λέγης
+ότι εις όλα, γενικώς ειπείν, υπολείπονται κατά πολύ αι γυναίκες
+από τους άνδρας• βεβαίως υπάρχουν πολλαί γυναίκες ανώτεραι εις
+πολλά από τους άνδρας• το γενικόν όμως είναι όπως συ λέγεις.
+
+ — Δεν υπάρχει επομένως, φίλε μου, κανένα, έργον, από όσα
+εξασκούνται εις μίαν πόλιν, το οποίον να προσιδιάζη
+αποκλειστικώς εις την γυναίκα, ούτε αποκλειστικώς εις τον
+άνδρα, αλλ' αι φυσικαί προδιαθέσεις έχουν εξ ίσου απονεμηθή και
+εις τα δύο φύλα, και δι’ όλα μεν τα έργα είναι εκ φύσεως ικανή
+η γυναίκα, δι’ όλα δε και ο άνδρας, απλώς μόνον ότι η γυναίκα
+είναι εις όλα κατωτέρα και ασθενεστέρα του ανδρός. — Αυτό είναι
+βέβαιον. — Τα πάντα λοιπόν θα τα αναθέσωμεν εις τον άνδρα, και
+τίποτε δεν θα αφήσωμεν διά την γυναίκα; — Πώς γίνεται; — Δεν
+υπάρχουν πράγματι, θα είπωμεν, και γυναίκες κατάλληλοι διά την
+ιατρικήν και την μουσικήν, και άλλαι το εναντίον; — Πώς όχι; —
+Και άλλαι που έχουν φυσικήν προδιάθεσιν διά την γυμναστικήν,
+διά τον πόλεμον, και άλλαι πάλιν που δεν έχουν καμμίαν; — Το
+πιστεύω. — Η και φιλόσοφοι και ανδρείαι, και άλλαι όλως διόλου
+το εναντίον; — Σωστόν και αυτό. — Υπάρχουν επομένως και
+γυναίκες ικαναί εκ φύσεως διά την φρούρησιν της πόλεως, και
+άλλαι όχι• διότι η φιλοσοφία και η ανδρεία δεν είναι αι δύο
+ιδιότητες επί τη βάσει των οποίων εξελέξαμεν και τους φρουρούς
+μας; — Μάλιστα. — Ώστε η φύσις της γυναικός είναι επίσης
+κατάλληλος διά την φρούρησιν της πόλεως, όπως και του ανδρός,
+και η μόνη διαφορά έγκειται εις τον μεγαλύτερον ή μικρότερον
+βαθμόν της ικανότητος. — Φαίνεται.
+
+ — Τοιαύτας λοιπόν γυναίκας πρέπει να εκλέγουν οι τοιούτοι
+άνδρες διά να συνοικούν μαζί των και να συμμετέχουν εις την
+φρούρησιν της πόλεως, αφού είναι ικαναί προς τούτο και έχουν
+την αυτήν φυσικήν προδιάθεσιν. — Χωρίς άλλο. — Εις τας αυτάς δε
+φυσικάς προδιαθέσεις δεν πρέπει να ορίζωμεν και τας αυτάς
+ενασχολήσεις και τα αυτά έργα; — Τα αυτά.
+
+ — Ιδού λοιπόν που επεστρέψαμεν εις το σημείον, από το οποίον
+ανεχωρήσαμεν, και ευρέθημεν σύμφωνοι πάλιν, ότι δεν είναι
+εναντίον της φύσεως να επιδίδωνται αι γυναίκες των φρουρών μας
+εις την μουσικήν και την γυμναστικήν. — Βεβαιότατα. — Ώστε ο
+νόμος, τον οποίον ηθέλαμεν να θεσπίσωμεν, αφού είναι σύμφωνος
+προς την φύσιν, δεν αποβλέπει εις πράγματα αδύνατα, ουδέ
+ομοιάζει με ευσεβή απλώς πόθον• αλλ' απεναντίας, όπως γίνονται
+τα πράγματα σήμερον, είναι, καθώς φαίνεται, παρά φύσιν. —
+Φαίνεται. — Το ζήτημά μας λοιπόν ήτο να εξετάσωμεν, εάν είναι
+δυνατά αυτά τα πράγματα, και αν συγχρόνως είναι και τα
+καλύτερα. — Μάλιστα. — Και ότι μεν είναι δυνατά το παρεδέχθημεν
+ήδη και εσυμφωνήσαμεν. — Ναι. — Δεν υπολείπεται λοιπόν τώρα να
+αποδειχθή, ότι είναι και τα καλύτερα; — Φανερόν. — Λοιπόν, διά
+να καταστήσωμεν την γυναίκα ικανήν προς φρούρησιν της πόλεως,
+άλλη ανατροφή θα μας χρειασθή, παρά διά τους άνδρας, αφού
+μάλιστα πρόκειται να επενεργήση επί της αυτής φυσικής
+προδιαθέσεως; — Όχι βέβαια άλλη, — Και τι φρονείς, παρακαλώ,
+δι’ αυτό που θα σε ερωτήσω; — Ποίον; — Παραδέχεσαι ότι όλοι οι
+άνδρες είναι όμοιοι κατά την αξίαν, ή άλλος είναι καλύτερος και
+άλλος χειρότερος; — Αυτό βέβαια. — Εις την πόλιν λοιπόν, που
+εθεμελιώσαμεν, φρονείς ότι τους φρουρούς, με την εκπαίδευσιν
+που τους εδώσαμεν, τους εκάμαμεν καλυτέρους από τους
+υποδηματοποιούς, όπως εξεπαιδεύθησαν και εκείνοι εις την τέχνην
+των; — Γελοία είναι η ερώτησίς σου — Εννοώ• και από τους άλλους
+πολίτας δεν είναι αυτοί οι καλύτεροι; — Και πολύ μάλιστα. — Και
+αι γυναίκες των δεν θα είναι καλύτεραι από τας γυναίκας όλων
+των άλλων; — Πολύ καλύτεραι και αυταί. — Και υπάρχει τίποτε
+συμφερώτερον διά μίαν πόλιν, παρά να ευρίσκωνται εις αυτήν όσον
+το δυνατόν καλύτεροι άνδρες και γυναίκες; — Δεν υπάρχει. Και
+εις αυτό το αποτέλεσμα δεν θα φθάσουν καλλιεργούντες την
+μουσικήν και την γυμναστικήν, καθ' όν τρόπον ημείς είπομεν; —
+Πώς όχι; — Ώστε βλέπεις ότι ο νόμος, που εθέσαμεν, όχι μόνον
+δυνατός είναι, αλλά και άριστος διά την πόλιν. — Μάλιστα.
+
+ — Οφείλουν λοιπόν αι γυναίκες των φρουρών και να γυμνωθούν,
+αφού αντί παντός άλλου φορέματος θα είναι ενδεδυμέναι την
+αρετήν, και να λαμβάνουν μέρος εις τον πόλεμον και εις την
+φρούρησιν της πόλεως, χωρίς εις τίποτε άλλο να καταγίνωνται•
+μόνον, θα αναθέτωμεν εις αυτάς τα ελαφρότερα εκ των έργων
+τούτων, διά την αδυναμίαν του φύλου των• εκείνος δε ο οποίος θα
+περιγελά διά την γύμνωσιν των γυναικών, αι οποίαι θα
+γυμνάζωνται δι’ ένα τόσον καλόν σκοπόν, άμεστον θα τρυγά της
+γνώσεως του γελοίου τον καρπόν, και δεν γνωρίζει, καθώς
+φαίνεται, διατί γελά, ούτε τι κάμνει• διότι έχει και θα έχη
+πάντοτε ισχύν το αξίωμα, ότι το μεν ωφέλιμον είναι καλόν, το δε
+βλαβερόν αισχρόν. — Βεβαιότατα.
+
+ — Αυτό λοιπόν είναι το πρώτον, ούτως ειπείν, κύμα, το οποίον
+διεφύγαμεν εις την περί των γυναικών συζήτησίν μας, ούτως ώστε
+να μη καταποντισθώμεν υπ’ αυτού νομοθετούντες, ότι πρέπει από
+κοινού να πράττουν τα πάντα οι φρουροί μας και αι γυναίκες των,
+αφού εξήχθη αφ' εαυτού το λογικόν συμπέρασμα ότι και δυνατά
+είναι αυτά και ωφέλιμα. — Και δεν είναι μικρόν το κύμα, που
+διέφυγες. — Θα ειπής όμως ότι δεν ήτο και πολύ μεγάλον, όταν θα
+ίδης αυτό, που έρχεται τώρα. — Λέγε, να το ιδούμεν. — Συνέπεια
+του νόμου τούτου και των άλλων των προηγουμένων, είναι, καθώς
+μου φαίνεται, ο εξής. — Ποίος; — Αι γυναίκες των πολεμιστών μας
+όλαι θα είναι κοιναί δι’ όλους, και καμμία δεν θα συνοική
+ιδιαιτέρως με κανένα• επίσης και τα τέκνα θα είναι κοινά, και
+ούτε ο γονεύς θα γνωρίζη το τέκνον του, ούτε το τέκνον τον
+γονέα του. — Πολύ δυσκολώτερον πράγματι να πιστευθή αυτός ο
+νόμος, κατά πόσον είναι δυνατός και ωφέλιμος. — Νομίζω ότι ως
+προς το ωφέλιμον δεν θα γεννηθώσι μεγάλαι αντιρρήσεις, ότι δεν
+είναι μέγιστον αγαθόν η κοινότης των γυναικών και των τέκνων,
+εάν είναι δυνατή• αλλά φρονώ ότι περί αυτού ακριβώς του δυνατού
+θα εγερθώσιν αι μεγαλύτεραι αμφισβητήσεις. — Και τα δύο θα
+ημπορούσε κάλλιστα ν' αμφισβητηθούν. — Συνεμάχησαν λοιπόν και
+τα δύο εναντίον μου• και εγώ ενόμιζα ότι θα εγλύτωνα
+τουλάχιστον από το ένα, εάν ήθελες συμφωνήση ότι είναι
+ωφέλιμον, και θα μου υπελείπετο μόνον να συζητήσω περί του
+δυνατού ή μη. — Το επήρα είδησιν, ότι ήθελες να μου διαφύγης•
+θα δώσης όμως τώρα λόγον και διά τα δύο.
+
+ — Θα υποστώ και αυτήν την ποινήν• μόνον μίαν μικράν χάριν θα
+σου ζητήσω• άφησέ με να δώσω αυτήν την εορτήν εις τον εαυτόν
+μου, όπως τα νωθρά εκείνα πνεύματα που συνηθίζουν να τρέφωνται
+με την φαντασίαν των, όταν αφήνουν τον νουν των να τρέχη•
+γνωρίζεις βέβαια ότι οι τοιούτοι, πριν να καλοεξετάσουν διά
+τινος μέσου θα επιτύχουν κάτι που έχουν εις την κεφαλήν των,
+διά να μη κουράζωνται σκεπτόμενοι κατά πόσον είναι τούτο
+δυνατόν ή όχι, το λαμβάνουν ως υπάρχον ήδη, σύμφωνα με την
+επιθυμίαν των, και αρχίζουν πλέον να τακτοποιούν τα επίλοιπα,
+και χαίρουν προκαταβολικώς λογαριάζοντες το τι έχουν να κάμουν
+κατόπιν, και — αυξάνουν μόνον ακόμη περισσότερον την φυσικήν
+νωθρότητα της ψυχής των. Έτσι και εγώ τώρα αποδειλιώ εμπρός εις
+τας δυσκολίας, και θέλω να αναβάλω δι’ άλλοτε να εξετάσω κατά
+πόσον είναι δυνατά αυτά που λέγω• τα λαμβάνω όμως επί του
+παρόντος ως δυνατά και έρχομαι να ίδω, αν μου το επιτρέπης,
+ποία μέτρα θα λάβουν οι άρχοντες διά την εφαρμογήν των, και να
+αποδείξω ότι τίποτε δεν θα είναι ωφελιμώτερον και διά τους
+φρουρούς και διά την πόλιν• εις αυτήν λοιπόν πρώτον την
+εξέτασιν θα προβώ μαζί σου και κατόπιν βλέπομεν και διά τα
+άλλα, αν το επιτρέπης. — Το επιτρέπω, μόνον άρχισε.
+
+ — Νομίζω λοιπόν ότι εάν οι άρχοντές μας θα είναι άξιοι του
+ονόματος τούτου, κατά τον ίδιον δε λόγον και οι πολεμισταί μας,
+θα θέλουν πάντοτε αυτοί μεν να κάμνουν ό,τι τους προστάττουν,
+εκείνοι δε να προστάττουν ό,τι επιβάλλει ο νόμος, ή ό,τι
+συμφωνεί με το πνεύμα του νόμου, εις τας περιστάσεις που θα
+τους επιτρέψωμεν να το κρίνουν μόνοι των. — Φυσικά. — Συ λοιπόν
+ο νομοθέτης, όπως εξέλεξες τους άνδρας, τοιουτοτρόπως θα
+εκλέξης και τα γυναίκας και θα τας παραδώσης να συμφωνούν όσον
+το δυνατόν κατά τους χαρακτήρας των. Επειδή δε θα έχουν και τας
+οικίας και τα συσσίτια κοινά, και κανείς δεν θα έχη τίποτε από
+αυτά ιδιαιτέρως, θα είναι όλοι μαζί, και επειδή θα είναι
+τοιουτοτρόπως ανακατωμένοι και εις τα γυμνάσια και παντού
+αλλού, θα οδηγηθούν, νομίζω, από την έμφυτον ανάγκην να
+ζευγαρωθούν• ή δεν το παραδέχεσαι ότι κατ' ανάγκην θα συμβή
+αυτό; — Κατ' ανάγκην μάλιστα, όχι γεωμετρικήν βέβαια, αλλ'
+ερωτικήν, η οποία έχει πολύ μεγαλυτέραν δύναμιν από εκείνην, να
+πείθη και να ελκύη τον πολύν λαόν.
+
+ — Πολύ σωστά• αλλά, Γλαύκων, να γίνωνται αι ενώσεις αύται
+χωρίς καμμίαν τάξιν, ή να κάμνουν οτιδήποτε άλλο, δεν είναι
+πράγμα θεμιτόν εις πόλιν ανθρώπων ευτυχών, ούτε θα το
+επιτρέψουν οι άρχοντες. — Μάλιστα• διότι δεν είναι δίκαιον. —
+Κατόπιν τούτου είναι προφανές, ότι θα κάμωμεν γάμους όσον
+ημπορούμεν περισσότερον ιερούς• θα είναι δε ιεροί οι
+ωφελιμώτατοι. — Βεβαίως. — Αλλά πώς θα είναι ωφελιμώτατοι; αυτό
+θα μας το ειπής συ, Γλαύκων• διότι βλέπω εις την οικίαν σου και
+σκύλους κυνηγετικούς και πάμπολλα θηρευτικά πτηνά• άραγε έδωσες
+καμμίαν προσοχήν εις τους γάμους των και εις τας παιδοποιίας
+των; — Τι δηλαδή; — Πρώτον μεν μεταξύ των ζώων τούτων, αν και
+όλα είναι από καλόν γένος, δεν υπάρχουν μερικά τα οποία είναι
+και γίνονται καλύτερα από τα άλλα; — Μάλιστα. — Και σου
+τεκνοποιούν όλα αδιακρίτως, ή φροντίζεις να αποκτήσης μικρά από
+τα καλύτερα ζώα; Από τα καλύτερα. — Από τα νεώτερα, από τα
+γεροντότερα, ή από εκείνα που ευρίσκονται εις την ακμήν της
+ηλικίας των; — Από αυτά τα τελευταία. — Και αν δεν λάβης αυτήν
+την πρόνοιαν, νομίζεις ότι πολύ γρήγορα θα εκφυλισθή το γένος
+των σκύλων και των πτηνών σου; — Βεβαίως. — Το ίδιον νομίζεις
+και διά τους ίππους και δι’ όλα εν γένει τα ζώα; — Θα ήτο
+άτοπον να πιστεύω το εναντίον.
+
+ — Πωπώ, αγαπητέ μου φίλε, πόσον μεγάλην ικανότητα λοιπόν
+πρέπει να έχουν οι άρχοντές μας, εάν το ίδιον συμβαίνη και με
+τους ανθρώπους! — Αλλά το ίδιον βέβαια• διατί όμως; — Διότι θα
+γίνη ανάγκη να μεταχειρίζωνται πολλά φάρμακα• ένας ιατρός
+κοινός, και ο χειρότερος ακόμη, νομίζομεν ότι αρκεί, όταν
+πρόκειται δι’ ασθενείς, που δεν έχουν ανάγκην από φάρμακα, αλλ'
+απλώς από δίαιταν• όταν όμως είναι ανάγκη να ορίση και φάρμακα,
+γνωρίζομεν ότι χρειάζεται μεγαλυτέρας αξίας ιατρός. — Είναι
+αλήθεια• αλλά διατί τα λέγεις αυτά; — Ιδού διατί• φαίνεται ότι
+θα γίνη ανάγκη να καταφεύγουν συχνά εις το ψεύδος και την
+απάτην οι άρχοντές μας, προς ωφέλειαν των πολιτών• είπομεν δε
+ότι ενίοτε είναι χρήσιμα και αυτά, ως είδος φαρμάκου. — Και
+πολύ ορθά. — Αυτό λοιπόν το ορθόν, που λέγεις, φαίνεται ότι
+έχει όχι μικράν πέρασιν εις τους γάμους και εις τας
+παιδοποιίας. — Πώς δηλαδή; — Είναι ανάγκη, συμφώνως με όσα
+παρεδέχθημεν, αι ερωτικαί συναντήσεις μεταξύ των αρίστων εκ των
+δύο φύλων να γίνωνται όσον το δυνατόν συχνότεροι, το εναντίον
+δε μεταξύ των κατωτέρων• και να ανατρέφωνται μεν τα τέκνα των
+πρώτων, όχι όμως και των άλλων, εάν δεν θέλωμεν να εκφυλισθή το
+ποίμνιόν μας• και όλα αυτά πρέπει να γίνωνται χωρίς να γνωρίζη
+κανείς άλλος τίποτε, εκτός μόνον των αρχόντων, εάν εννοούμεν
+πάλιν να μείνη αδιατάρακτος η ειρήνη μεταξύ της αγέλης των
+πολεμιστών. — Ορθότατα.
+
+ — Θα γίνη λοιπόν ανάγκη να νομοθετήσωμεν μερικάς εορτάς, εις
+τας οποίας θα συναθροίζωμεν τους γαμβρούς και τας νύμφας• θα
+τας συνοδεύωμεν με θυσίας και ύμνους, τους οποίους θα συνθέτουν
+οι ποιηταί, εμπρέποντας εις την ιερότητα των τελουμένων γάμων•
+θα αφήσωμεν εις τους άρχοντας το δικαίωμα να κανονίζουν τον
+αριθμόν των γάμων, διά να διατηρούν πάντοτε τον αυτόν αριθμόν
+των ανδρών, αποβλέποντες εις τους πολέμους και εις τας
+ασθενείας και εις τα άλλα τα τοιαύτα, διά να μη γίνεται, όσον
+το δυνατόν, ούτε πολύ μεγάλη η πόλις μας, ούτε πολύ μικρά. —
+Σωστά. — Θα προετοιμάζωνται δε επιτηδείως κάποιοι κλήροι, ώστε
+οι χειρότεροι εκείνοι να μην έχουν να παραπονούνται με τους
+άρχοντας διά την γυναίκα, που θα τους λάχη, αλλά με την τύχην.
+— Πολύ ωραίον και τούτο.
+
+ — Και εις τους νέους, οι οποίοι θα διεκρίνοντο εις τον πόλεμον
+ή όπου αλλού, εκτός των άλλων βραβείων και αμοιβών, θα
+παραχωρηθή και το δικαίωμα να πλησιάζωσι συχνότερον τας
+γυναίκας, ίνα, με αυτήν συγχρόνως την πρόφασιν, γεννώνται όσον
+το δυνατόν περισσότερα τέκνα από τους τοιούτους. — Ορθότατα.
+
+ — Τα δε εκάστοτε γεννώμενα τέκνα θα παραλαμβάνουν ιδιαίτεροι
+προς τον σκοπόν τούτον αρχαί, τας οποίας θα αποτελούν είτε
+άνδρες, είτε γυναίκες, είτε άνδρες ομού και γυναίκες• διότι
+είπομεν ότι όλοι οι αρχαί θα είναι κοινοί και διά τα δύο φύλα.
+— Μάλιστα. — Και τα μεν τέκνα των καλυτέρων θα τα φέρουν εις το
+κοινόν τροφείον και θα τα παραδίδουν εις τας χείρας των τροφών,
+αι οποίαι θα κατοικούν εις ένα χωριστόν μέρος της πόλεως• των
+δε χειροτέρων, και όσα και των άλλων τύχη να γεννηθούν
+ελαττωματικά, θα τα κρύψουν, όπως είναι πρέπον, εις ένα μέρος
+μυστικόν και απόρρητον. Εάν βέβαια θέλωμεν να διατηρηθή καθαρά
+η γενεά των πολεμιστών. — Αυτοί οι ίδιοι θα έχουν και την
+φροντίδα της τροφής των νεογνών, και θα οδηγούν τας μητέρας εις
+το τροφείον, όταν τας στενοχωρή το γάλα των, λαμβάνοντες όμως
+όλας τας δυνατάς προφυλάξεις διά να μην αναγνωρίση καμμία το
+τέκνον της• και αν αυταί δεν αρκούν, θα φροντίσουν να εύρουν
+και άλλας, που να έχουν άφθονον γάλα, θα προσέχουν όμως να μη
+θηλάζουν και αύται περισσότερον του δέοντος, τας δε αγρυπνίας
+και τους άλλους κόπους θα αναθέσουν εις τας τροφούς και εις
+άλλας γυναίκας. — Τοιουτοτρόπως καθιστάς πολύ εύκολον την
+παιδοποιίαν διά τας γυναίκας των πολεμιστών. — Διότι αυτό είναι
+το πρέπον• αλλ' ας εξακολουθήσωμεν εκείνο που ηρχίσαμεν
+ελέγαμεν ότι η τεκνοποίησις οφείλει να γίνεται εις την ακμήν
+της ηλικίας. — Μάλιστα. — Δεν σου φαίνεται αρκετόν να ορίσωμεν
+είκοσιν έτη ακμής διά την γυναίκα και τριάκοντα διά τον άνδρα;
+— Από ποίας ηλικίας; — Διά μεν την γυναίκα από το εικοστόν
+μέχρι του τεσσαρακοστού έτους της ηλικίας της• διά δε τον
+άνδρα, αφού περάση η θερμοτέρα περίοδος της νεότητος, μέχρι του
+πεντηκοστού πέμπτου. — Πραγματικώς αυτός είναι και δια τους δύο
+ο χρόνος της ακμής και του σώματος και του πνεύματος. — Εάν
+λοιπόν κανείς πολίτης, είτε πριν, είτε πέραν της ηλικίας αυτής,
+παραβή τους περί των κοινών γάμων νόμους της πόλεως, θα τον
+κηρύξωμεν ένοχον της εσχάτης αδικίας και καθοσιώσεως, διότι
+έσπειρε τέκνον, το οποίον αν γεννηθή, θα είναι ο λαθραίος
+καρπός του σκότους και της παρανόμου ακολασίας, και διότι της
+γεννήσεώς του δεν προηγήθησαν ούτε θυσίαι ούτε ευχαί, τας
+οποίας οι ιερείς και αι ιέρειαι και ολόκληρος η πόλις
+απευθύνουν εις έκαστον γάμον προς τους θεούς, διά να γεννηθούν
+από καλούς γονείς καλύτερα τέκνα και από ωφελίμους ωφελιμώτερα.
+— Πολύ σωστά.
+
+ — Ο αυτός δε νόμος θα ισχύη, και εάν κανείς από τους έχοντας
+την νόμιμον ηλικίαν γάμου, πλησιάση γυναίκα έχουσαν επίσης την
+νόμιμον ηλικίαν, αλλά χωρίς την άδειαν του άρχοντος• διότι ο
+καρπός των σχέσεων τούτων θα είναι παράνομος και, ούτως ειπείν,
+αφερέγγυος και ανίερος. — Ορθότατα.
+
+ — Όταν δε πλέον αι γυναίκες και οι άνδρες υπερβώσι την υπό των
+νόμων ωρισμένην ηλικίαν του γάμου, θα αφήσωμεν εις μεν τους
+άνδρας απόλυτον ελευθερίαν να συνέρχωνται με οιανδήποτε γυναίκα
+θέλουν, εκτός θυγατρός, μητρός, εγγονής και μάμμης, επίσης και
+εις τας γυναίκας, εκτός υιού, πατρός, εγγόνου και πάππου• θα
+τους δώσωμεν όμως πάλιν την άδειαν αυτήν, αφού προηγουμένως
+τους συστήσωμεν ρητώς, μάλιστα μεν να αποφύγουν οπωσδήποτε να
+φέρουν εις φως καρπόν των σχέσεών των, εν εναντία δε
+περιπτώσει, να έχωσι προ οφθαλμών, ότι η πόλις δεν είναι
+δυνατόν να επιβαρυνθή με την ανατροφήν του. — Και αυτά μεν όλα
+είναι λογικώτατα, αλλά πώς θα διακρίνουν τους πατέρας και τας
+θυγατέρας και τους άλλους συγγενείς που ανέφερες;
+
+ — Καθόλου δεν θα τους διακρίνουν• αλλ' αφ' ής ημέρας γίνη ο
+γάμος ενός πολεμιστού, όσα τέκνα θα γεννηθούν μεταξύ του
+εβδόμου και του δεκάτου μηνός από τότε, θα τα θεωρή τα μεν
+αρσενικά υιούς του, τα δε θηλυκά θυγατέρας του, και τα τέκνα
+αυτών εγγονούς του, και εκείνα πάλιν θα τον ονομάζουν πατέρα
+και πάππον• όλα δε τα τέκνα, τα οποία θα γεννηθούν κατά το
+διάστημα, κατά το οποίον αι μητέρες των και οι πατέρες είχον
+την νόμιμον ηλικίαν διά να τεκνοποιούν, θα ονομάζωνται αδελφοί
+και αδελφαί• ούτως ώστε να μη συνάπτωνται γάμοι μεταξύ των
+βαθμών της συγγενείας, που ανεφέραμεν μεταξύ όμως αδελφού και
+αδελφής δεν θα ισχύη αυτή η απαγόρευσις του νόμου, εάν
+τοιουτοτρόπως το αποφασίση ο κλήρος και ο χρησμός της Πυθίας το
+προσεπικυρώση. — Πολύ καλά.
+
+ — Αυτή λοιπόν, φίλε Γλαύκων, είναι η κοινότης των γυναικών και
+των τέκνων διά τους φρουρούς της πόλεως μας• υπολείπεται τώρα
+να βεβαιωθή ότι είναι σύμφωνος με όλην την άλλην πολιτειακήν
+μας διάταξιν και ότι είναι και κατά πάντα συμφερωτάτη• δεν
+είναι αυτό που πρέπει να αποδείξωμεν; — Ναι βέβαια. — Και δεν
+είναι αυτή η αρχή της αποδείξεως, να ερωτήσωμεν ημάς αυτούς,
+ποίον πρέπει να θεωρήσωμεν το μέγιστον αγαθόν διά την σύστασιν
+της πόλεως, το οποίον πρέπει να έχη πάντοτε προ οφθαλμών ο
+νομοθέτης όταν νομοθετή, και ποίον είναι το μέγιστον κακόν; και
+ακολούθως να εξετάσωμεν, εάν αυτή η διάταξις της κοινότητος των
+γυναικών, την οποίαν επραγματεύθημεν τώρα, συμπίπτει τάχα με τα
+ίχνη που μας οδηγούν εις αυτό το μέγιστον αγαθόν και μας
+απομακρύνουν από το μέγιστον κακόν; — Πολύ σωστά. — Έχομεν
+λοιπόν μεγαλύτερον κακόν διά την πόλιν από εκείνο, το οποίον
+διασπά την πόλιν και, από μίαν, την κάμνει να είναι πολλαί; ή
+μεγαλύτερον αγαθόν από εκείνο, που συσφίγγει τα διάφορα μέρη
+της και την κάμνει μίαν; — Δεν έχομεν. — Και δεν είναι η
+κοινότης της χαράς και της λύπης εκείνη, η οποία παρά κάθε
+άλλο, επιφέρει αυτό το αποτέλεσμα, όταν όλοι γενικώς οι πολίται
+δοκιμάζουν όσον το δυνατόν μεγαλυτέραν χαράν διά την αυτήν
+ευτυχίαν, και λύπην πάλιν διά την αυτήν απώλειαν, —
+Αναμφιβόλως. — Και εκείνο απεναντίας που διαιρεί μίαν πόλιν, θα
+είναι, όταν αυτά τα αισθήματα είναι ιδιωτικά, και άλλοι μεν
+χαίρουν άλλοι δε λυπούνται διά τα παθήματα ή της πόλεως ή τινών
+πολιτών; — Πώς όχι; — Και αυτό δεν συμβαίνει, όταν όλοι οι
+πολίται δεν μεταχειρίζωνται επί των ιδίων περιστάσεων τας
+φράσεις: αυτό είναι ιδικόν μου, αυτό δεν είναι ιδικόν μου, αυτό
+μου είναι αδιάφορον; — Χωρίς αμφιβολίαν. — Άριστα λοιπόν δεν
+κυβερνάται εκείνη η πόλις, εις την οποίαν οι περισσότεροι
+λέγουν συγχρόνως και επί των αυτών περιστάσεων: αυτό με
+ενδιαφέρει και αυτό δεν με ενδιαφέρει; — Και πολύ μάλιστα. —
+Και εις την οποίαν επομένως συμβαίνει ό,τι και με ένα πρόσωπον•
+όταν δηλαδή κανείς από ημάς κτυπήση εις τον δάκτυλον, όλη
+εκείνη η σχέσις η οποία συνδέει το σώμα προς την ψυχήν και
+καταντά να αποτελή μίαν κυρίαρχον ενότητα εν αυτή, όλη
+συγχρόνως αισθάνεται τον πόνον του ενός μέρους και
+τοιουτοτρόπως λέγομεν, ότι άνθρωπος πονεί εις τον δάκτυλον• το
+ίδιον, προκειμένου και δι’ άλλα αισθήματα του ανθρώπου, όταν
+δοκιμάζη τίποτε δυσάρεστον εις κανένα του μέρος ή απολαμβάνει
+καμμίαν ευχαρίστησιν. — Το ίδιον πράγματι και, όπως έλεγες, το
+αυτό συμβαίνει και με την πόλιν, η οποία κυβερνάται άριστα. —
+Και ένας λοιπόν, νομίζω, μόνον πολίτης, αν υφίσταται οτιδήποτε
+καλόν ή κακόν, η τοιαύτη πόλις θα το θεωρήση ιδικόν της το
+πάθημα και θα συμμερισθή ολόκληρος ή την χαράν ή την λύπην του.
+— Ανάγκη πάσα, αν πράγματι η πόλις είναι ευνομουμένη.
+
+ — Καιρός λοιπόν τώρα να γυρίσωμεν και εις την ιδικήν μας πόλιν
+και να ιδούμεν, αν όλα αυτά που είπαμεν εφαρμόζωνται εις αυτήν
+περισσότερον από κάθε άλλην πόλιν. — Πρέπει πράγματι. — Λοιπόν,
+και εις τας άλλας πόλεις, όπως εις την ιδικήν μας, υπάρχουν
+άρχοντες, υπάρχει και λαός; — Υπάρχουν. — Και όλοι αυτοί
+ονομάζονται συμπολίται μεταξύ των; — Πώς όχι; — Αλλά, εκτός
+αυτής της κοινής ονομασίας, πώς αλλέως ονομάζει εις τας άλλας
+πόλεις ο λαός τους άρχοντας; — Εις μεν τας περισσοτέρας
+κυρίους, εις δε τας δημοκρατουμένας τους ονομάζει απλώς κατ'
+αυτόν τον τρόπον, άρχοντας. — Εις δε την ιδικήν μας πόλιν,
+εκτός που τους ονομάζει πολίτας, τι άλλο λέγει ο λαός διά τους
+άρχοντας; — Λέγει ότι είναι σωτήρες και υπερασπισταί του. — Οι
+δε άρχοντες πάλιν τους άλλους πολίτας; — Μισθοδότας και
+διατροφείς. — Εις δε τας άλλας πόλεις οι άρχοντες τους πολίτας;
+— Δούλους. — Μεταξύ των δε οι άρχοντες πώς ονομάζονται; —
+Συνάρχοντες. — Εις δε την πόλιν μας; — Συμφύλακες. — Ημπορείς
+τώρα να μου είπης, αν εις τας άλλας πολιτείας, οι άρχοντες
+μεταξύ των, μερικούς μεν από τους συναδέλφους των ονομάζουν και
+θεωρούν ως ιδικούς των, μερικούς δε ως ξένους; — Πλείστους
+όσους. — Και δεν θεωρούν ότι με εκείνους μεν τους συνδέουν
+κοινά συμφέροντα, με τους άλλους δε όχι; — Αυτό συμβαίνει
+πράγματι. — Μεταξύ όμως των φρουρών της ιδικής σου πόλεως,
+είναι δυνατόν κανείς να ονομάζη ή να θεωρή κανένα από τους
+συναδέλφους του ως ξένον; — Καθόλου, διότι εις το πρόσωπον
+αυτών θα νομίζουν ότι βλέπουν ή αδελφόν, ή αδελφήν, ή πατέρα, ή
+μητέρα, ή υιόν, ή θυγατέρα, ή γενικώς συγγενή ανιόντος ή
+κατιόντος βαθμού. — Πολύ ωραία τα λέγεις• αλλά ειπέ μου ακόμη,
+θα περιορίσης την συγγένειαν εις τα ονόματα μόνον, ή θα
+νομοθετήσης να συμφωνούν και όλαι των αι πράξεις προς αυτά, και
+να έχουν απέναντι εκείνων, που ονομάζουν πατέρας των, όλον τον
+σεβασμόν, όλην την αφοσίωσιν, όλην την υπακοήν, που απαιτεί ο
+νόμος παρά των τέκνων, διότι, εν εναντία περιπτώσει, θα
+εθεωρούντο ανόσιοι και άδικοι και δεν θα εύρισκον χάριν ούτι
+ενώπιον των θεών, ούτε ενώπιον των ανθρώπων; αυτά τα
+παραγγέλματα, ή άλλα, θα αντηχούν ευθύς εξ αρχής εις τα ώτα των
+νέων εκ μέρους όλων των πολιτών, περί της διαγωγής που οφείλουν
+να τηρούν απέναντι εκείνων, τους οποίους θα τους υποδείξουν ως
+πατέρας και συγγενείς; — Αυτά αναμφιβόλως• διότι θα ήτο γελοίον
+να έχουν εις το στόμα των μόνον τα ονόματα της συγγενείας,
+χωρίς να εκπληρούν και τα επιβαλλόμενα υπ’ αυτής καθήκοντα.
+
+ — Ώστε εξ όλων των πόλεων εις την ιδικήν μας προ πάντων θα
+είναι σύμφωνοι, όταν συμβή κανένα καλόν ή κακόν και εις ένα
+μόνον, να λέγουν όλοι εκείνο, που είπαμεν παραπάνω, ότι τα
+πράγματά μου πηγαίνουν καλά, ή ότι πηγαίνουν κακά. — Πολύ
+σωστά. — Δεν είπομεν δε, ότι όπου επικρατεί αυτή η ιδέα και
+ακούεται αυτός ο λόγος, αποτέλεσμα θα έχη να είναι κοιναί, αι
+λύπαι και αι χαραί• — Και είχομεν πολύ δίκαιον. — Ώστε δεν θα
+συμμετέχουν κοινώς όλοι οι πολίται μας από εκείνο, το οποίον θα
+ονομάζουν όλοι ιδικόν των; και ένεκα ακριβώς αυτής της
+συμμετοχής, δεν θα χαίρουν και δεν θα λυπούνται όλοι διά τα
+αυτά πράγματα; — Και πολύ μάλιστα. — Και εκτός της άλλης
+συντάξεως της πολιτείας, ποίον άλλο περισσότερον θα επιφέρη
+αυτά τα αποτελέσματα, παρά η κοινότης των γυναικών και των
+τέκνων μεταξύ των φρουρών μας; — Αυτό βέβαια προ πάντων.
+
+Αλλ' όμως παρεδέχθημεν αυτό ως το μεγαλύτερον αγαθόν διά την
+πόλιν, και παρωμοιάσαμεν μίαν καλώς κυβερνωμένην πόλιν προς το
+σώμα, το οποίον ολόκληρον αισθάνεται τον πόνον ή την ηδονήν
+ενός μέλους αυτού. — Και ορθώς το παρεδέχθημεν. — Ώστε του
+μεγίστου αγαθού αιτία απεδείχθη ότι είναι διά την πόλιν μας η
+μεταξύ των φρουρών κοινότης γυναικών και τέκνων. — Μάλιστα. —
+Ακόμη δε το συμπέρασμα αυτό συμφωνεί και με όσα προηγουμένως
+ωρίσαμεν• διότι είπαμεν, καθώς ενθυμείσθε, ότι δεν πρέπει να
+έχουν οι πολεμισταί μας ούτε ιδίας οικίας, ούτε γαίας, ούτε
+καμμίαν άλλην κτήσιν, αλλ' ότι θα λαμβάνουν από τους άλλους την
+τροφήν των, ως μισθόν διά την φρούρησιν της πόλεως, και ότι θα
+έχουν όλοι ένα κοινόν έξοδον, αν θέλουν να είναι πράγματι
+φρουροί. — Σωστά. — Λοιπόν, όπως είπα, και εκείνα που ωρίσαμεν
+προηγουμένως και αυτά που λέγομεν τώρα, δεν συντείνουν να τους
+κάμουν ακόμη περισσοτέρων αληθινούς φρουρούς και να εμποδίζουν
+πάσαν διάσπασιν της πόλεως; πράγμα το οποίον δεν θα συνέβαινεν,
+όταν δεν θα ωνόμαζον όλοι το αυτό πράγμα «ιδικόν μου», αλλ'
+άλλος άλλο, και όταν ο ένας θα απεκόμιζε εις την ιδικήν του
+οικίαν ό,τι θα ημπορούσε να αποκτήση χωριστά από τους άλλους,
+και ο άλλος πάλιν θα έκαμνε το ίδιον εκ μέρους του, και θα
+είχον τας ιδιαιτέρας των γυναίκας και τέκνα έκαστος, που θα
+τους παρείχον ιδιαιτέρας ηδονάς και λύπας, διά να τας
+αισθάνωνται μόνοι των; ενώ απεναντίας, όταν έκαστος θα έχη ως
+αξίωμα, ότι το συμφέρον του άλλου δεν είναι διαφορετικόν από το
+ιδικόν του, δεν θα αποβλέπουν πάντες με όλας των τας δυνάμεις
+εις τον αυτόν σκοπόν, και δεν θα έχουν κοινάς μεταξύ των όλας
+τας ευτυχίας και τας δυστυχίας; — Αυτό είναι αναμφισβήτητον. —
+Και δεν θα εκλείψουν τότε αι δίκαι και αι αντεγκλήσεις εκ του
+μέσου, αφού κανένα άλλο δεν θα έχη κανείς αποκλειστικόν του
+κτήμα, έξω από το σώμα του, όλα δε τα άλλα θα είναι κοινά; του
+οποίου φυσικόν αποτέλεσμα θα είναι να μην αναπτύσσωνται ποτέ
+μεταξύ των πάθη και διχόνοιαι, όσαι τουλάχιστον συνήθως
+προέρχονται από κτηματικάς διαφοράς, ή εξ αφορμής των γυναικών
+και των τέκνων, ή εξ άλλων οικογενειακών λόγων; — Θα είναι
+βέβαια κατ' ανάγκην απηλλαγμένοι από όλα αυτά. — Ακόμη δε ούτε
+βιαιοπραγίαι και χειροδικίαι θα συμβαίνουν φυσικά μεταξύ των
+διότι θα τους διδάξωμεν, ότι είναι καλόν και δίκαιον οι
+συνομήλικες να παρέχουν ο ένας εις τον άλλον την συνδρομήν του,
+και ότι καθήκον έχουν να φροντίζουν διά την αμοιβαίαν
+ασφάλειαν. — Πολύ σωστά. — Και τούτο το ορθόν θα έχη αυτός ο
+νόμος, ότι, εάν κανείς εις στιγμιαίαν παραφοράν οργής
+ικανοποιήση κατ' αυτόν τον τρόπον τον θυμόν του, το πράγμα δεν
+θα είναι δυνατόν να λάβη μεγαλυτέρας διαστάσεις. — Αναμφιβόλως.
+— Διότι θα είναι ανατεθειμένη εις τον πρεσβύτερον εξουσία επί
+πάντων των νεωτέρων, με το δικαίωμα να επιβάλλη και ποινάς. —
+Εννοείται.
+
+ — Είναι ακόμη φανερόν, ότι ουδέποτε, άνευ τουλάχιστον ρητής
+διαταγής των αρχόντων, θα τολμήση ο νεώτερος να βιαιοπραγήση
+εναντίον του πρεσβυτέρου, ούτε να εγείρη, φυσικά, χείρα
+εναντίον του• ούτε, νομίζω, να τον προσβάλη καθ' οιονδήποτε
+τρόπον• διότι θα υπάρχουν δύο φύλακες ικανοί να τον εμποδίσουν,
+ο φόβος και το σέβας• το σέβας, το οποίον θα τους συγκρατήση να
+υψώσουν χείρα κατ' εκείνων, που θεωρούνται πατέρες• ο φόβος δε,
+διότι γνωρίζουν ότι οι άλλοι θα βοηθήσουν τον προσβληθέντα, οι
+μεν ως υιοί, οι δε ως αδελφοί, οι δε ως πατέρες. — Αυτό
+πραγματικώς θα συμβαίνη. — Παντοτινή λοιπόν, χάρις εις αυτούς
+τους νόμους, θα βασιλεύη ειρήνη μεταξύ των πολεμιστών μας. —
+Και μεγάλη μάλιστα. — Αφού λοιπόν αυτοί θα ομονοούν, κανείς
+φόβος βέβαια δεν υπάρχει να διχονοήσουν προς αυτούς και αι
+λοιπαί τάξεις των πολιτών, είτε και μεταξύ των. — Όχι βέβαια. —
+Δεν τολμώ δε, διά την ταπεινότητα του πράγματος, να κατέλθω εις
+την απαρίθμησιν των μικροτέρων κακών, από τα οποία θα είναι
+απηλλαγμένοι, τας κολακείας παραδείγματος χάριν των πλουσίων,
+εις τας οποίας είναι ηναγκασμένοι να καταφεύγουν οι πτωχοί, τας
+στενοχωρίας και τας θλίψεις, που υφίστανται, διά την ανατροφήν
+των τέκνων, ή διά την απόκτησιν χρημάτων, προς συντήρησιν
+πολυαρίθμων δούλων, χάριν των οποίων όλων συνάπτουν πολλάκις
+μεγάλα δάνεια, αρνούνται ενίοτε τα χρέη των, και με κάθε τρόπον
+εξευρίσκουν οπωσδήποτε τα αναγκαιούντα χρήματα, διά να
+επιτρέψουν εις το τέλος την διαχείρισιν αυτών εις τας γυναίκας
+και εις δούλους• πόσας, αλήθεια, φίλε μου, και ποίας
+ταπεινώσεις δεν υφίστανται, που είναι πολύ γνωσταί, ώστε να μην
+αξίζη τον κόπον να τας απαριθμήση κανείς! — Πράγματι, πρέπει να
+είναι τυφλός κανείς διά να μη το βλέπη. — Από όλας λοιπόν αυτάς
+τας αθλιότητας θα είναι οι ιδικοί μας απηλλαγμένοι, και θα ζουν
+πολύ μακαριώτερον και από τον μακαριστόν βίον, που ζουν οι
+Ολυμπιονίκαι. — Πώς; — Εκείνοι μακαρίζονται διά μικρόν μέρος
+από τα αγαθά, που έχουν οι ιδικοί μας• διότι και η νίκη τούτων
+είναι κατά πολύ ενδοξοτέρα, και η εκ του δημοσίου διατροφή των
+τελειοτέρα• και η μεν νίκη των είναι η σωτηρία ολοκλήρου της
+πόλεως, τροφήν δε και όλα τα άλλα αναγκαία έχουν καθ' όλην την
+διάρκειαν της ζωής των και οι ίδιοι και τα τέκνα των, δέχονται
+παρά της πόλεως τιμάς και βραβεία εφ' όσον ζώσι, και όταν
+αποθάνουν αξιούνται μεγαλοπρεπούς ταφής. — Όπως πράγματι τους
+χρειάζεται.
+
+ — Ενθυμείσαι όμως, ότι προηγουμένως δεν ηξεύρω ποίος μας
+απηύθυνε την κατηγορίαν, πως δεν λαμβάνομεν καμμίαν πρόνοιαν
+διά την ευτυχίαν των πολεμιστών μας, οι οποίοι δεν έχουν τίποτε
+ιδικόν των, ενώ ημπορούσαν να έχουν όλα όσα ανήκουν εις τους
+άλλους πολίτας; ημείς δε του απηντήσαμεν, νομίζω, ότι αυτό μεν
+το ζήτημα θα το εξετάσωμεν άλλοτε, αν ήθελε παρουσιασθή
+ευκαιρία, τώρα δε ο σκοπός μας είναι να κάμωμεν τους φρουρούς
+μας πραγματικώς φρουρούς, την δε πόλιν μας όσον το δυνατόν
+ευτυχεστέραν, χωρίς να αποβλέπωμεν εις την ευδαιμονίαν
+αποκλειστικώς μιας μόνον τάξεως εν αυτή; — Το ενθυμούμαι. — Τι
+λοιπόν; ο βίος τώρα των πολεμιστών μας, αφού απεδείχθη πολύ
+καλύτερος και προτιμότερος από των Ολυμπιονικών, μήπως τάχα
+επιδέχεται καμμίαν σύγκρισιν με τον βίον των υποδηματοποιών ή
+των άλλων τεχνιτών ή των γεωργών; — Δεν μου φαίνεται καθόλου. —
+Ώστε λοιπόν είναι δίκαιον να επαναλάβω και εδώ ό,τι έλεγα και
+τότε, ότι, αν ο πολεμιστής ζητήση να γίνη ευδαίμων κατά τρόπον,
+ώστε να παύση πλέον να είναι φρουρός της πόλεως, και αν δεν του
+αρέση αυτός ο μέτριος και εξησφαλισμένος βίος, τον οποίον ημείς
+θεωρούμεν άριστον, αλλά τον καταλάβη μία ανόητος και
+παιδαριώδης ιδέα περί ευδαιμονίας, η οποία τον εξωθήση να
+καταχρασθή την δύναμίν του διά να γίνη κύριος των πάντων εν τη
+πόλει, τότε θα μάθη πόσον σοφός ήτο ο Ησίοδος, ο οποίος είπεν
+ότι «το ήμισυ είναι πλέον του παντός». — Εάν θέλη να ακούση την
+συμβουλήν μου, δεν θα εξέλθη από την συνθήκην της ζωής, που του
+ωρίσαμεν.
+
+ — Επιδοκιμάζεις λοιπόν να είναι τα πάντα κοινά μεταξύ ανδρών
+και γυναικών, καθ' όν τρόπον τα επραγματεύθημεν, όσον αφορά την
+ανατροφήν, τα τέκνα, και την φρούρησιν των άλλων πολιτών; να
+μένουν δηλαδή και εκείναι εις την πόλιν, να μεταβαίνουν εις τον
+πόλεμον, να λαμβάνουν μέρος εις τας φρουράς και εις τα κυνήγια,
+όπως τα θηλυκά των σκύλων, και εν γένει να συμμετέχουν πάντοτε
+και εις πάντα, κατά το δυνατόν, τα έργα των πολεμιστών, με την
+πεποίθησιν, ότι όλα αυτά που θα κάμνουν θα είναι συμφερώτατα
+διά την πόλιν, και όχι εναντία προς την φύσιν του ανδρός και
+της γυναικός, αφού ο προορισμός των είναι να ζουν ομού βίον
+κοινόν; — Επιδοκιμάζω.
+
+ — Δεν μένει λοιπόν τώρα να εξετάσωμεν, αν είναι δυνατόν να
+υπάρξη και μεταξύ των ανθρώπων, όπως και μεταξύ των άλλων ζώων,
+αυτή η κοινότης, και κατά ποίον τρόπον δύναται να κατορθωθή; —
+Μου επρόλαβες ακριβώς την ερώτησιν που ήμουν έτοιμος να κάμω. —
+Και όσον μεν αφορά τον πόλεμον είναι, νομίζω, φανερόν, πώς θα
+πολεμούν. — Πώς; — Θα εκστρατεύουν βέβαια από κοινού, θα
+παραλαμβάνουν όμως ακόμη μαζί των και τα πλέον μεστωμένα από τα
+παιδιά, διά να βλέπουν, καθώς συμβαίνει και με τα παιδιά των
+άλλων τεχνιτών, εκείνα που θα έχουν και αυτοί να κάμνουν μίαν
+ημέραν, όταν μεγαλώσουν• εκτός δε τούτου, και να βοηθούν τους
+πατέρας των και τας μητέρας των, να περιποιούνται και να
+παρέχουν τας δυνατάς εκδουλεύσεις εις όλα του πολέμου• ή δεν
+παρετήρησες τι γίνεται και εις τας άλλας τέχνας, παραδείγματος
+χάριν τα τέκνα των αγγειοπλαστών, πόσον καιρόν βοηθούν απλώς
+και περιορίζονται να παρατηρούν, πριν να καθίσουν και οι ίδιοι
+εις τον τροχόν; — Το παρετήρησα. — Ή τάχα πρέπει εκείνοι να
+φροντίζουν περισσότερον από τους φρουρούς μας διά τα τέκνα των,
+διά να αποκτήσουν με την παρατήρησιν την πείραν, που τους
+χρειάζεται διά το έργον των; — Θα ήτο πολύ γελοίον να το
+υποθέση κανείς. — Δεν είναι δε ακόμη αληθές, ότι κάθε ζώον
+πολεμεί γενναιότερον, όταν έχη εμπρός του και τα τέκνα του; —
+Έτσι είναι• υπάρχει όμως, Σωκράτη, όχι μικρός κίνδυνος, αν τύχη
+και νικηθούν, όπως συχνά συμβαίνει εις τον πόλεμον, μήπως,
+εκτός αυτών, χάσουν και τα τέκνα των την ζωήν, και γίνη
+αδύνατον να αναλάβη ποτέ και ολόκληρος η πόλις από αυτήν την
+απώλειαν. — Αλήθεια λέγεις• αλλά τάχα νομίζεις, ότι η πρώτη μας
+φροντίς θα είναι να μην τους εκθέσωμεν ποτέ εις κανένα
+κίνδυνον; — Κάθε άλλο — Και αν γίνη ανάγκη, δεν θα κινδυνεύσουν
+ακριβώς εκεί όπου, εν περιπτώσει επιτυχίας, θα γίνουν
+καλύτεροι; — Αυτό είναι φανερόν. — Νομίζεις λοιπόν ότι είναι
+μικρόν κέρδος και δεν αξίζει τον κίνδυνον, να παρίστανται
+θεαταί της μάχης οι παίδες, που θα είναι και αυτοί πολεμισταί
+μίαν ημέραν; — Πραγματικώς, θα είναι κέρδος. — Ώστε αυτό πρέπει
+να το λάβωμεν κατ' αρχήν, ότι θα παρίστανται θεαταί εις τον
+πόλεμον οι παίδες, αλλά και θα λαμβάνωνται προσέτι όλαι αι
+δυναταί προφυλάξεις διά την ασφάλειάν των, και όλα θα είναι
+καλά, δεν είναι έτσι; — Ναι. — Εν πρώτοις οι πατέρες αυτών,
+όσον το ανθρωπίνως δυνατόν, θα είναι εις θέσιν να γνωρίζουν
+ποίαι εκστρατείαι θα είναι επικίνδυνοι και ποίαι όχι. — Φυσικά.
+— Και εις εκείνας μεν θα τους παραλαμβάνουν μαζί των, εις τας
+άλλας όμως θα φυλαχθούν να το κάμουν. — Σωστά. — Θα τους δώσουν
+δε προσέτι ως αρχηγούς και οδηγούς όχι τους τυχόντας, αλλ'
+ανθρώπους ωρίμου ηλικίας και δεδοκιμασμένης πείρας. — κ’ έτσι
+πρέπει. — Ναι, αλλά, θα είπη τις• πολλάκις έλαβον διά πολλούς
+τα πράγματα παρά πάσαν προσδοκίαν διαφορετικήν τροπήν. —
+Πραγματικώς. — Διά κάθε λοιπόν τοιούτον ενδεχόμενον, πρέπει να
+δώσωμεν εις τα τέκνα μας από ενωρίς πτερά, ώστε, αν παραστή
+ανάγκη, να πετούν και να σώζωνται. — Τι εννοείς δηλαδή; — Να
+τους μάθωμεν από την νεαρωτέραν ηλικίαν να ιππεύουν, και έτσι
+να τους φέρωμεν εις τον πόλεμον επάνω εις ίππους, όχι
+θυμοειδείς και πολεμικούς, αλλ' όσον το δυνατόν ταχείς και
+πειθηνίους• διότι κατ' αυτόν τον τρόπον και θα ημπορέσουν να
+παρατηρήσουν ό,τι έχουν να ιδούν, και εν περιπτώσει κινδύνου θα
+σωθούν ευκολώτατα με τους ηλικιωμένους αρχηγούς των. — Μου
+φαίνεται πως πολύ σωστά τα λέγεις. — Τώρα, όσον αφορά τον
+πόλεμον των ανδρών, πώς νομίζεις ότι πρέπει να φέρωνται οι
+στρατιώται και μεταξύ των και προς τους εχθρούς; σου φαίνονται
+τάχα ορθά αυτά που θα είπω; — Λέγε ν' ακούσωμεν. — Όποιος απ’
+αυτούς λιποτακτήση, ή ρίξη τα όπλα του, ή κάμη τίποτε άλλο
+τοιούτον από δειλίαν, δεν πρέπει να τον υποβιβάζωμεν εις την
+τάξιν των τεχνιτών ή των γεωργών; — Και βεβαίως πρέπει. — Και
+όποιος πάλιν συλληφθή ζωντανός από τους εχθρούς, δεν αξίζει να
+τους τον αφήσωμεν χάρισμα να τον κάμουν ό,τι θέλουν; —
+Εννοείται. — Εκείνος δε που ανδραγαθήση και διακριθή δεν
+νομίζεις, ότι πρέπει εκεί επί του πεδίου της μάχης να τον
+στεφανώνουν καθένας χωριστά από τους νεαρούς πολεμιστάς και τα
+παιδιά; — Μάλιστα. — Και να του σφίγγουν το χέρι; — Και αυτό.
+— Ίσως όμως να μη παραδέχεσαι και αυτό που θα προσθέσω ακόμη. —
+Ποίον; — Να φιλήση και να φιληθή απ’ όλους. — Απεναντίας• και
+θα προσθέσω μάλιστα εις τον νόμον, ότι, εφόσον διαρκή αυτή η
+εκστρατεία, να μην έχη κανείς το δικαίωμα να του αρνηθή, αν
+θέλη να τον φιλήση, ώστε, αν τύχη μάλιστα και αγαπά κανένα ή
+καμμίαν, να βάζη όλα τα δυνατά του διά να αξιωθή αυτήν την
+αμοιβήν. — Πολύ καλά• καθόσον μάλιστα είπαμεν και προηγουμένως,
+ότι ο διακρινόμενος διά την ανδρείαν του, θα έχη το δικαίωμα να
+πλησιάζη συχνότερα τας γυναίκας, και να προτιμάται εις την
+εκλογήν του από τους άλλους, ώστε να γεννώνται όσον το δυνατόν
+περισσότερα τέκνα από ένα τοιούτον άνδρα. — Πραγματικώς το
+είπαμεν.
+
+ — Αλλ' όμως και κατά τον Όμηρον είναι δίκαιον, όσοι νέοι
+διακρίνονται διά την ανδρείαν των, να τιμώνται και κατ' άλλους
+τρόπους ακόμη• όταν παραδείγματος χάριν ηνδραγάθησεν εις μίαν
+μάχην ο Αίας, λέγει ότι του έδωσαν εις το γεύμα &«ολάκερη την
+πλάτη»& ως τιμητικήν μερίδα, η οποία ταιριάζει πράγματι δι’ ένα
+νέον και ανδρείον πολεμιστήν, διότι, εκτός της διακρίσεως, του
+αυξάνει συγχρόνως και την δύναμιν. — Πολύ σωστά. — Ώστε, εις
+αυτό τουλάχιστον, θα ακολουθήσωμεν και ημείς τον Όμηρον• διότι
+και ημείς εις τας θυσίας και εις όλα αυτά τους ανδρείους,
+εφόσον αναδεικνύωνται τοιούτοι, θα τους τιμώμεν και με ύμνους
+και με όλα που προαναφέραμεν και με πρωτοκαθεδρίας και με
+διακεκριμένας μερίδας και &«με ποτήρια πιότερα»&, ώστε εκτός
+της τιμής να δυναμώνωμεν συγχρόνως τους ανδρείους μας, άνδρας
+και γυναίκας. — Πολύ ορθά λέγεις. — Έστω• από δε τους
+φονευθέντος εις τον πόλεμον, εκείνος που πέση με τιμήν και με
+ανδρείαν, δεν θα ανακηρύξωμεν κατά πρώτον ότι ανήκει εις το
+χρυσούν γένος; — Παρά κάθε άλλον μάλιστα. — Και δεν θα
+συμφωνήσωμεν με τον Ησίοδον, που λέγει, ότι, αφού αποθάνουν
+όσοι ανήκουν εις αυτό το γένος,
+
+ γίνουνται δαίμονες αγνοί, που ζουν στη γης επάνω,
+ καλοί και διώχνουν τα κακά μακριά από τους ανθρώπους;
+
+ — Βέβαια θα συμφωνήσωμεν. — Και ακολούθως δεν θα ερωτήσωμεν το
+μαντείον του θεού, τι οφείλομεν να πράξωμεν απέναντι των θείων
+και μακαρίων τούτων ανδρών και να συμμορφωθώμεν με ό,τι μας
+παραγγείλη; — Πώς όχι; — Και του λοιπού πλέον δεν θα τους
+λατρεύωμεν ως ημιθέους και θα προσκυνούμεν τους τάφους των; και
+τας ιδίας τιμάς δεν θα αποδίδωμεν και όταν αποθάνουν εκ
+γήρατος, ή όπως αλλέως, εκείνοι που διακριθούν εν τη ζωή διά
+την αρετήν των; — Αυτό τουλάχιστον απαιτεί η δικαιοσύνη.
+
+ — Τώρα απέναντι των εχθρών, πώς τάχα οφείλουν να φέρωνται οι
+στρατιώται μας; — Ως προς τι; — Πρώτα ως προς το ζήτημα του
+εξανδραποδισμού, σου φαίνεται δίκαιον έλληνες να
+εξανδραποδίζουν πόλεις ελληνικάς, ή θα το απαγορεύσωμεν
+ολωσδιόλου και θα τους συνηθίσωμεν απεναντίας να φείδωνται του
+ελληνικού γένους, μήπως διαφορετικά περιπέση εις την δουλείαν
+των βαρβάρων; — Ούτε λόγος να γίνεται δι’ αυτό. — Και επομένως
+μήτε έλληνα δούλον να έχη κανείς των, και τους λοιπούς έλληνας
+να συμβουλεύουν το ίδιον; — Αναμφιβόλως• διότι κατ' αυτόν τον
+τρόπον θα άφηναν τας μεταξύ των έχθρας και θα έστρεφαν όλας των
+τας δυνάμεις κατά των βαρβάρων. — Τι δε; η σύλησις εν
+περιπτώσει νίκης των νεκρών, εκτός εννοείται των όπλων των, να
+είναι άραγε καλόν πράγμα; ή μήπως δίδη αυτό πρόφασιν εις τους
+δειλούς, να αφήνουν εκείνους που αντιστέκονται ακόμη και να
+σκύπτουν επάνω εις τους φονευμένους, ως να ήτο τάχα και αυτό
+ένα από τα καθήκοντά των, ενώ πραγματικώς αυτό επέφερεν ως τώρα
+την καταστροφήν πολλών στρατοπέδων; — Είναι αλήθεια. — Και δεν
+είναι ταπεινή φιλοχρηματία αυτή η σύλησις των νεκρών; και δεν
+είναι ίδιον μικράς και ανοήτου διανοίας να δεικνύη κανείς την
+έχθραν του προς το πτώμα του φονευθέντος, ενώ ο εχθρός επέταξε
+πλέον και άφησε μόνον εκείνο με το οποίον επολεμούσε; ή
+νομίζεις ότι αυτοί κάμνουν τίποτε διαφορετικώτερον από τους
+σκύλους, οι οποίοι δαγκάνουν την πέτραν που τους εκτύπησεν,
+χωρίς να κάμνουν τίποτε εκείνου που την έρριψε; — Πραγματικώς
+είναι το ίδιον. — Πρέπει λοιπόν να απέχουν οι πολεμισταί μας
+από την σύλησιν των νεκρών, και να μην αρνούνται εις τους
+εχθρούς την άδειαν της παραλαβής των. — Πρέπει μάλιστα.
+
+ — Και άλλο ακόμη• δεν θα φέρωμεν εις τους ναούς των θεών τα
+όπλα των νικημένων, και μάλιστα όταν είναι έλληνες, διά να τα
+κρεμάσωμεν ως αφιερώματα, εάν εννοείται θέλωμεν να
+εξασφαλίσωμεν την εύνοιαν των άλλων ελλήνων• μάλλον δε θα
+φοβηθώμεν μήπως είναι βεβήλωσις του ναού αυτή η αφιέρωσις των
+όπλων των ομοεθνών μας, εκτός εάν πλέον το μαντείον του θεού
+διατάξη το εναντίον. — Ορθότατα.
+
+ — Όσον δε αφορά την δήωσιν της ελληνικής γης και την
+πυρπόλησιν των οικιών, ποίαν ιδέαν, λέγεις, πρέπει να έχουν οι
+στρατιώται μας; — Θα ήκουα ευχαρίστως την ιδικήν σου γνώμην. —
+Εγώ νομίζω, ότι δεν πρέπει να κάμνουν ούτε το ένα ούτε το άλλο,
+αλλ' απλώς μόνον να παίρνουν τον καρπόν της χρονιάς• και θέλεις
+να σου ειπώ τον λόγον: — Μάλιστα. — Μου φαίνεται ότι, όπως
+είναι δύο διαφορετικά ονόματα ο πόλεμος και η στάσις,
+τοιουτοτρόπως σημαίνουν και δύο τινά, που αναφέρονται εις δύο
+διαφορετικά αντικείμενα• εκ των δύο τούτων με το ένα μας
+συνδέει οικειότης και συγγένεια, με το άλλο καμμίαν σχέσιν δεν
+έχομεν και μας είναι όλως διόλου ξένον• και η μεν έχθρα προς
+τους οικείους μας τούτους ονομάζεται στάσις, προς δε τους
+ξένους πόλεμος. — Είναι πολύ ορθά αυτά που λέγεις. — Πρόσεξε
+τώρα, αν είναι και αυτό ορθόν• λέγω δηλαδή ότι πάντες όσοι
+ανήκουν εις το ελληνικόν έθνος είναι οικείοι και συγγενείς
+μεταξύ των, ξένοι δε και άσχετοι με τους βαρβάρους. — Πολύ
+καλά. — Όταν λοιπόν έλθουν εις σύγκρουσιν Έλληνες με βαρβάρους
+ή βάρβαροι με Έλληνας, θα λέγωμεν ότι πολεμούν και ότι είναι εκ
+φύσεως πολέμιοι και την σύγκρουσιν αυτήν θα ονομάσωμεν πόλεμον•
+όταν όμως συμβαίνη τοιούτον τι μεταξύ ελλήνων, θα λέγωμεν ότι
+είναι μεν εκ φύσεως φίλοι, αλλ' αυτή η μεταξύ των σύγκρουσις
+είναι ούτως ειπείν νόσημα, και πρέπει να την ονομάζωμεν στάσιν.
+— Επιδοκιμάζω και εγώ την ιδέαν σου. — Λοιπόν, όταν συμβή και
+εκραγή στάσις, όπως την παραδεχόμεθα σήμερα, εις μίαν πόλιν και
+διαιρεθούν οι πολίται μεταξύ των, εάν αρχίσουν να καταστρέφουν
+ο ένας του άλλου τα κτήματα και πυρπολούν τας οικίας, γνωρίζεις
+βέβαια πόσον αποτρόπαιος θεωρείται αυτή και πόσον αφιλοπάτριδες
+και αι δύο μερίδες• διότι αλλέως δεν θα ετολμούσαν να προξενούν
+τοιαύτην καταστροφήν εις την γην, που πρέπει να θεωρούν ως
+μητέρα των και τροφόν• αρκετόν θα ήτο, αν οι νικηταί
+περιωρίζοντο να πάρουν από τους νικημένους την εσοδείαν των,
+έχοντες υπ’ όψιν ότι δεν θα διαρκέση ο πόλεμος αιωνίως και θα
+συμφιλιωθούν επί τέλους. — Βεβαίως αυτή η διάθεσις θα ήτο πολύ
+ανθρωπινωτέρα. — Αι λοιπόν, αυτή η πόλις, που θεμελιώνομεν
+ημείς, δεν θα είναι ελληνική πόλις; — Αναμφιβόλως. — Επομένως
+και οι κάτοικοί της δεν θα είναι καλοί και πολιτισμένοι; — Και
+πολύ μάλιστα. — Δεν θα αγαπούν επομένως τους έλληνας; δεν θα
+θεωρούν κοινήν πατρίδα την Ελλάδα; δεν θα έχουν την αυτήν
+θρησκείαν; — Εννοείται. — Επομένως, ως οικείοι προς τους
+λοιπούς έλληνας, πάσαν προς αυτούς διαφοράν και σύγκρουσιν δεν
+θα την θεωρούν και δεν θα την ονομάζουν στάσιν, και όχι ποτέ
+πόλεμον; — Μάλιστα. — Και επομένως εις τας διενέξεις των δεν θα
+φέρωνται ως άνθρωποι, που μίαν ημέραν θα συμφιλιωθούν; —
+Βεβαιότατα. — Ώστε θα ζητούν μόνον με καλόν τρόπον να τους
+σωφρονίσουν, και όχι να τους εξανδραποδίσουν ή να τους
+εξοντώσουν, διά να τους τιμωρήσουν, διότι θα είναι σωφρονισταί
+και όχι πολέμιοι. — Μάλιστα.
+
+ — Αφού λοιπόν είναι έλληνες, δεν θα θελήσουν ποτέ να ερημώσουν
+την Ελλάδα, ούτε να καίουν τας οικίας, ούτε θα θεωρούν ως
+εχθρούς όλους τους κατοίκους μιας πόλεως, άνδρας, γυναίκας και
+παιδία, αλλά μόνον ολίγους τινάς, τους αιτίους της διαφοράς•
+δι’ αυτόν τον λόγον ούτε την γην αυτών θα θελήσουν να βλάπτουν,
+αφού οι περισσότεροι θα είναι φίλοι των, ούτε τας οικίας των να
+κρημνίζουν, αλλά θα ωθήσουν το πράγμα απλώς μέχρι του σημείου,
+ώστε μόνοι των να αναγκασθούν οι αναίτιοι, διά να μην υποφέρουν
+αυτοί αδίκως, να τιμωρήσουν τους αιτίους. — Εγώ συμφωνώ
+πληρέστατα ότι κατ' αυτόν πράγματι τον τρόπον οφείλουν να
+φέρωνται οι πολίται μας προς τους εναντίους των, προς δε τους
+βαρβάρους, όπως τώρα οι έλληνες μεταξύ των. — Να θέσωμεν λοιπόν
+και αυτόν τον νόμον διά τους πολεμιστάς μας, ούτε να
+δενδροτομούν την χώραν, ούτε να καίουν τας οικίας; — Να τον
+θέσωμεν βέβαια, αναγνωρίζοντες ότι είναι κάλλιστος όπως και οι
+προηγούμενοι. Μου φαίνεται όμως, Σωκράτη, ότι αν σε αφήση
+κανείς να εξακολουθής κατ' αυτόν τον τρόπον, θα λησμονήσης
+ολότελα το κύριον σημείον, το οποίον άφησες κατά μέρος
+προηγουμένως, διά να εισέλθης εις όλας αυτάς τας λεπτομερείας:
+αν είναι δηλαδή δυνατόν να υπάρξη τοιαύτη πολιτεία και πώς θα
+είναι δυνατόν. Εγώ παραδέχομαι, ότι πάντα τα αγαθά του κόσμου
+θα υπήρχον εις μίαν τοιαύτην πόλιν, εάν ήτο δυνατόν να υπάρξη•
+προσθέτω μάλιστα και άλλα που παραλείπεις εσύ, ότι,
+παραδείγματος χάριν, θα πολεμούν γενναιότατα προς τους εχθρούς,
+επειδή θα γνωρίζωνται όλοι, και θα προσκαλούνται μεταξύ των με
+αυτά τα ονόματα του αδελφού, του υιού, του πατρός και δεν θα
+εγκαταλείπη επομένως αβοήθητον ο ένας τον άλλον• γνωρίζω ακόμη
+ότι η παρουσία των γυναικών εις τους πολέμους θα τους καθιστά
+τελείως ακατανίκητους, είτε θα συμπολεμούν αύται εις την ιδίαν
+γραμμήν, είτε θα παρατάσσωνται όπισθεν του λοιπού στρατού διά
+να εμπνέουν φόβον εις τον εχθρόν και να σπεύδουν εν ανάγκη εις
+βοήθειαν• βλέπω επίσης και εν ειρήνη πόσα άλλα ακόμη θα έχουν
+αγαθά, που τα παραλείπεις εσύ• μην εκτείνεσαι λοιπόν εις
+περισσοτέρας λεπτομέρειας, αφού εγώ σου παραδέχομαι ότι θα
+έχουν όλα αυτά τα καλά και ένα εκατομμύριον ακόμη άλλα, αν
+είναι δυνατόν να υπάρξη αυτή η πολιτεία• ώστε ας αφήσωμεν κατά
+μέρος όλα τα άλλα, και έλα να ιδούμεν, πώς θα πείσωμεν τον
+εαυτόν μας ότι είναι δυνατόν αυτό το πράγμα και κατά ποίον
+τρόπον θα είναι δυνατόν. — Μα εσύ έκαμες μίαν αιφνιδίαν έφοδον
+εις τον λόγον μου και δεν εννοείς να μου επιτρέψης ούτε την
+αναπνοήν μου να πάρω• δεν θα καταλαβαίνης ίσως, ότι, μόλις
+εξέφυγα τα δύο κύματα, σηκώνεις τώρα καταπάνω μου το τρίτον και
+χειρότερον που όταν το ιδής και το ακούσης, θα με δικαιολογήσης
+πληρέστατα, που εδίσταζα ως τώρα και ετρόμαζα διά να αναλάβω
+την εξέτασιν ενός τόσον παραδόξου ζητήματος. — Όσο περισσότερα
+τοιαύτα μας λέγεις, τόσον και ημείς ολιγώτερον θα σε αφήσωμεν,
+πριν να μας ειπής πώς είναι δυνατόν να υπάρξη τοιαύτη πολιτεία•
+εμπρός λοιπόν, να μη χάνωμεν άδικα τον καιρόν μας.
+
+ — Λοιπόν είναι ανάγκη να ενθυμηθούμεν πρώτα, ότι εφθάσαμεν εδώ
+που εφθάσαμεν, ενώ εζητούσαμεν να εύρωμεν τι είναι δικαιοσύνη
+και τι είναι αδικία. — Πολύ καλά• αλλά τι έχει αυτό να κάμη; —
+Τίποτε• αλλά, αν εύρωμεν ποία είναι η φύσις της δικαιοσύνης, θα
+απαιτήσωμεν άραγε και ο δίκαιος άνθρωπος να μη διαφέρη διόλου,
+αλλά να έχη πλήρη με αυτήν ομοιότητα, ή θα είμεθα
+ευχαριστημένοι εάν προσεγγίζη όσον το δυνατόν περισσότερον και
+μετέχη αυτής περισσότερον από τους άλλους ανθρώπους; — Θα μας
+είναι βέβαια αρκετόν και τόσον.
+
+ — Εζητούσαμεν λοιπόν να εύρωμεν τι είναι δικαιοσύνη, τι είναι
+ο τελείως δίκαιος, εάν θα υπήρχε, και οποίος τις θα ήτο, τι
+είναι αφ' ετέρου αδικία και τι ο τελείως άδικος, διά να έχωμεν
+δύο πρότυπα ανθρώπων υπ’ όψιν μας και, όπως τους κρίνωμεν
+αυτούς αναλόγως της ευτυχίας ή της δυστυχίας, που θα υπάρχη εις
+τον καθένα των, να είμεθα υποχρεωμένοι να παραδεχθώμεν και διά
+τους εαυτούς μας, ότι θα έχη την ομοιοτάτην προς εκείνους
+μοίραν, όστις τους ομοιάζει κατά το δυνατόν περισσότερον• αυτή
+ήτο η πρόθεσίς μας, και όχι να αποδείξωμεν, ότι είναι δυνατόν
+και να υπάρξουν αυτά τα πρότυπα. — Αυτή είναι η αλήθεια. —
+Νομίζεις λοιπόν ότι θα εμειούτο καθόλου η αξία του ζωγράφου
+εκείνου, ο οποίος, αφού εζωγράφισε το ωραιότερον πρότυπον
+ανθρώπου, που θα ημπορούσε να ιδή κανείς, και με όλην την
+δυνατήν εις τα καθέκαστα τελειότητα, δεν θα ημπορούσε να
+αποδείξη ότι είναι δυνατόν να υπάρξη και εις την πραγματικότητα
+τοιούτος άνθρωπος; — Βεβαίως όχι. — Τι άλλο λοιπόν εκάμαμεν και
+ημείς, παρά να χαράξωμεν διά του λόγου το πρότυπον μιας τελείας
+πόλεως: — Πραγματικώς. — Ώστε θα χάσουν καθόλου την αξίαν των
+εκείνα που είπαμεν, εάν δεν ημπορούμεν να αποδείξωμεν ότι είναι
+δυνατόν να ιδρύσωμεν μίαν πόλιν επάνω εις αυτό το πρότυπον; —
+Όχι βέβαια.
+
+ — Αυτή λοιπόν είναι η αλήθεια επί του ζητήματος• εάν όμως
+οφείλω να αποδείξω και τούτο, πώς και μέχρι ποίου σημείου είναι
+δυνατόν να πραγματοποιηθή μία τοιαύτη πόλις, θα το κάμω
+προθύμως προς χάριν σου, αφού όμως και συ συμφωνήσης εις αυτά
+που μου χρειάζονται δι’ αυτήν την απόδειξιν. — Τα ποία δηλαδή;
+— Είναι δυνατόν να εκτελεσθή ένα πράγμα ακριβώς όπως
+περιγράφεται, ή έγκειται εις την φύσιν των πραγμάτων, να
+πλησιάζη ολιγώτερον η εκτέλεσις από τον λόγον προς την
+αλήθειαν; και αν άλλος τις δεν το παραδέχεται αυτό, εσύ όμως τι
+φρονείς, πως είναι έτσι, ή όχι; — Συμφωνώ μαζί σου. — Μη με
+αναγκάζης λοιπόν να αποδεικνύω, ότι πρέπει και εις την
+πραγματικότητα να γίνωνται αυτά απαράλλακτα κατά πάντα, όπως τα
+περιεγράψαμεν διά του λόγου• αλλά, αν ημπορέσωμεν να εύρωμεν,
+πώς μία πόλις είναι δυνατόν να διοικηθή όσον το δυνατόν
+συμφωνότερα με όσα είπαμεν, τότε να ομολογήσης πως ευρήκαμεν,
+συμφώνως με την απαίτησίν σου, ότι είναι δυνατά αυτά να γίνουν•
+ή δεν θα μείνης ευχαριστημένος, εάν το κατορθώσωμεν αυτό; εγώ
+τουλάχιστον θα το εθεώρουν αρκετόν. — Και εγώ επίσης.
+
+ — Ας προσπαθήσωμεν λοιπόν τώρα να ζητήσωμεν και να εύρωμεν, τι
+ελάττωμα τάχα υπάρχει σήμερον εις τας πόλεις, ώστε να μη
+κυβερνώνται καλώς, και ποίαν μικροτάτην μεταβολήν δυνάμεθα να
+επιφέρωμεν, διά να φθάση μία πόλις εις αυτήν την τελειότητα του
+ιδικού μας πολιτεύματος• μεταβολήν δε μίαν μόνον, αν είναι
+δυνατόν, ή δύο, ειδεμή, όσον ημπορεί ολιγωτέρας και μικροτέρας
+κατά την σπουδαιότητα. — Πολύ καλά. — Νομίζω λοιπόν πως
+ημπορούμεν να αποδείξωμεν, ότι με μίαν μόνον μεταβολήν είναι
+δυνατόν να αλλάξη καθ' ολοκληρίαν όψιν η πόλις, αν και η
+μεταβολή αυτή δεν θα είναι βέβαια μικράς σπουδαιότητος ούτε
+πολύ εύκολος, οπωσδήποτε όμως όχι και αδύνατος. — Και εις τι θα
+έγκειται αυτή η μεταβολή; — Ακριβώς εις αυτό έρχομαι τώρα, που
+το παρωμοίασα με το τρίτον και μεγαλύτερον κύμα• θα το ειπώ
+όμως, και αν ακόμη πρόκειται να μεταβληθή εις κύμα γέλωτος διά
+να με σκεπάση και με παρουσιάση ολότελα γελοίον και μωρόν•
+άκουσε λοιπόν. — Λέγε. — Εάν δεν βασιλεύσουν οι φιλόσοφοι εις
+τας πόλεις, ή εάν αυτοί που ονομάζονται τώρα βασιλείς και
+κυβερνήται δεν γίνουν φιλόσοφοι, με όλην την σημασίαν της
+λέξεως, ούτως ώστε να συνδυάζεται εις το αυτό πρόσωπον η
+πολιτική δύναμις και η φιλοσοφία, και αν δεν αποκλεισθούν
+απολύτως της διοικήσεως όλοι όσοι σήμερον διεκδικούν τον ένα ή
+τον άλλον τίτλον χωριστά, είναι αδύνατον, φίλε μου Γλαύκων, να
+επέλθη καμμία διόρθωσις των κακών, που μαστίζουν τα κράτη και
+όλον, καθώς νομίζω, το ανθρώπινον γένος, και ούτε θα εμφανισθή
+ποτε και θα ίδη το φως του ηλίου η πολιτεία αυτή, της οποίας
+ημείς εχαράξαμεν το σχέδιον. Αυτό λοιπόν είναι, που τόσον πολύ
+εδίσταζα ως τώρα να το εκστομίσω, επειδή προέβλεπα, ότι θα
+προσκρούση πολύ εις την κοινήν γνώμην και είναι πράγματι
+δύσκολον να κατανοηθή, ότι κατ' άλλον τρόπον δεν ημπορεί να
+υπάρξη ούτε δημοσία ούτε ιδιωτική ευδαιμονία.
+
+ — Πρέπει πράγματι, Σωκράτη, να περιμένης, με αυτόν τον λόγον
+που είπες τώρα, να ιδής να σηκώνωνται παρά πολλοί, και όχι οι
+πρώτοι τυχόντες, να πετούν τα φορέματά των και γυμνοί να
+αρπάζουν ό,τι πρωτοευρεθή εμπρός των και να χυθούν επάνω σου,
+έτοιμοι να σε διορθώσουν μια χαρά• που αν δεν κατορθώσης να
+τους αποκρούσης με τα όπλα του λόγου και τους ξεφύγης, έχεις να
+ακούσης των παθών σου τον τάραχον προς τιμωρίαν σου.
+
+ — Δεν είσαι συ η αιτία εις όλα αυτά; — κ’ έκαμα πολύ καλά•
+μολαταύτα σου υπόσχομαι να μη σε αφήσω εις την τύχην σου, αλλά
+να σε βοηθήσω όπως ημπορώ, με το ενδιαφέρον μου και με την
+ενθάρρυνσιν που θα σου δίδω• ίσως δε και να είμαι εις θέσιν να
+απαντώ καταλληλότερα από ένα άλλον εις τας ερωτήσεις σου• με
+ένα λοιπόν τέτοιον βοηθόν που ευρήκες, προσπάθησε να αποδείξης
+εις τους διαμαρτυρομένους, ότι τα πράγματα είναι έτσι όπως εσύ
+τα λέγεις.
+
+ — Ας δοκιμάσωμεν λοιπόν, αφού μου παρέχεις και συ την τόσον
+πολύτιμον συνδρομήν σου• μου φαίνεται όμως αναγκαίον εν
+πρώτοις, αν θέλωμεν να γλυτώσωμεν από αυτούς που λέγεις, να
+εξηγηθούμεν μαζί των, ποίοι είναι οι φιλόσοφοι, εις τους
+οποίους τολμώμεν να λέγωμεν, ότι πρέπει να ανατεθή η κυβέρνησις
+των πόλεων, διά να ημπορέση κανείς, αφού διασαφηνισθή το
+σημείον αυτό, να υποστηρίξη την ιδέαν του, αποδεικνύων ότι
+τοιούτοι άνθρωποι έχουν εκ φύσεως το δικαίωμα να φιλοσοφούν και
+να κυβερνούν την πολιτείαν, όλοι δε οι άλλοι οφείλουν να μην
+αναμιγνύωνται, αλλά να ακολουθούν τυφλώς εκείνους. — Είναι
+καιρός να εξηγηθής. — Εμπρός λοιπόν, ακολούθησέ με, διά να
+ιδής, αν σου φανή επαρκής η εξήγησίς μου. — Εμπρός.
+
+ — Είναι ανάγκη να σου ενθυμίσω ότι, όταν λέγωμεν διά κάποιον
+ότι αγαπά κάτι τι, πρέπει αυτός, εάν εννοούμεν την αληθινήν
+αγάπην, να μην αγαπά ένα μόνον μέρος του πράγματος, άλλο δε
+όχι, αλλά ολόκληρον εκείνο το πράγμα; — Πρέπει, καθώς φαίνεται,
+να μου το ενθυμίσης, διότι δεν σε εννοώ πολύ καλά. — Κάθε άλλος
+παρά συ εταίριαζε να το λέγη αυτό• ένας όμως άνθρωπος ερωτικός,
+όπως είσαι συ, δεν ταιριάζει να λησμονή, ότι όλοι όσοι είναι
+εις το άνθος της ηλικίας που πρέπει, κεντούν την καρδίαν του
+παιδεραστού και την φέρουν άνω κάτω και κανένα δεν θεωρεί
+ανάξιον της αγάπης και της τρυφερότητός του• δεν παθαίνετε,
+αλήθεια, αυτό με τα ωραία τα αγόρια; εάν έχη ένας την μύτη
+πλακωτήν, θα τον εγκωμιάσετε χαριτόβρυτον, του άλλου την
+αγκυλωτήν μύτην θα την ειπήτε βασιλικήν, έναν που έχη το μέσον
+μεταξύ των δύο αυτών, θα τον ονομάσετε συμμετρικώτατον, τους
+μαύρους τους λέγετε αρρενωπούς, και τους άσπρους υιούς των
+θεών• και το όνομα δε μελίχλωρος, τίνος άλλου κατασκεύασμα
+είναι παρά εραστού, που με αυτήν την χαϊδευτικήν λέξιν σκεπάζει
+την υποφερτήν δι’ αυτόν ωχρότητα ενός ωραίου παιδιού; και με
+ένα λόγον όλας τας προφάσεις μεταχειρίζεσθε και κάθε λόγον
+ευρίσκετε, διά να μην απορρίψετε κανένα από εκείνους, που
+ευρίσκονται εις το άνθος της ώρας των.
+
+ — Εάν θέλης να εφαρμόσης επάνω μου ό,τι έχεις να λέγης διά
+τους ερωτικούς, σου το συγχωρώ χάριν της συζητήσεως.
+
+ — Μα τι; δεν βλέπεις ότι και οι φιλοπόται κάμνουν το ίδιον,
+και με οιανδήποτε πρόφασιν ευρίσκουν της αρεσκείας των όλα τα
+κρασιά; — Πράγματι.
+
+ — Γνωρίζεις ακόμη, υποθέτω, ότι και οι φιλόδοξοι, εάν δεν
+ημπορούν να εκλεχθούν στρατηγοί υπό της φυλής των, εκλέγονται
+τριττύαρχοι, και αν δεν ημπορούν να τιμώνται από τους μεγάλους
+και τους σπουδαίους, αρκούνται εις τας τιμάς των μικροτέρων και
+ασημοτέρων, διότι η μόνη των επιθυμία είναι να έχουν οπωσδήποτε
+τιμάς και αξιώματα. — Βεβαιότατα. — Εις αυτό λοιπόν θέλω να μου
+απαντήσης, ναι ή όχι• όταν λέγωμεν διά κάποιον ότι αγαπά κάτι
+τι, εννοούμεν ότι το αγαπά ολόκληρον αυτό το πράγμα, ή μέρος
+αγαπά και μέρος όχι; — Ολόκληρον.
+
+ — Κατά τον ίδιον λοιπόν τρόπον δεν θα είπωμεν και περί του
+φιλοσόφου ότι είναι εραστής της σοφίας, όχι ενός μέρους αυτής
+και άλλου όχι, αλλά ολοκλήρου; — Μάλιστα. — Ένα λοιπόν
+ανθρωπον, που δεν έχει και μεγάλην ευχαρίστησιν εις την
+μάθησιν, αν μάλιστα είναι νέος και δεν έχη ακόμη την
+απαιτουμένην κρίσιν να καταλάβη τι είναι ωφέλιμον και τι δεν
+είναι, δεν θα τον ονομάσωμεν βέβαια φιλομαθή και φιλόσοφον,
+όπως και ένας άνθρωπος, που το ένα του μυρίζει και το άλλο του
+βρωμά από τα φαγητά, θα ειπούμεν ότι δεν έχει όρεξιν και δεν
+θέλει να φάγη και δεν είναι, ούτως ειπείν, φιλόσιτος αλλά
+κακόσιτος. — Και θα έχωμεν δίκαιον να το ειπούμεν. — Ένας όμως
+ο οποίος αισθάνεται έμφυτον την αγάπην προς πάσαν μάθησιν και
+επιδίδεται με ακόρεστον ζήλον και προθυμίαν εις την σπουδήν,
+αυτός βέβαια θα ονομασθή με όλον το δίκαιον φιλόσοφος• ή όχι;
+
+Και ο Γλαύκων απήντησεν. — Ναι, αλλά τοιούτοι θα ευρεθούν
+πολλοί, οι οποίοι δεν πιστεύω και να έχουν τον τόπον των μεταξύ
+των φιλοσόφων διότι έπρεπε, μου φαίνεται, υπ’ αυτό το όνομα να
+περιλαμβάνωνται τότε όλοι οι φίλοι των θεαμάτων, επειδή και
+αυτοί ευχαριστούνται πάντα να μανθάνουν κάτι τι, θα ήτο δε
+άτοπον να καταλέξωμεν εις τους φιλοσόφους και τους
+φιλακολούθους εκείνους, οι οποίοι, εις μίαν μεν τοιαύτην
+συζήτησιν, όπως η ιδική μας, δεν θα είχαν καμμίαν διάθεσιν
+βέβαια να παρασταθούν, τρέχουν όμως εις όλας τας Διονυσιακάς
+εορτάς, χωρίς να παραλείψουν καμμίαν, είτε εις την πόλιν είτε
+εις τα χωρία, ως να είχαν ενοικιάση τα αυτιά των, διά να
+ακούσουν όλους τους χορούς. Φιλοσόφους λοιπόν θα ονομάσωμεν
+όλους αυτούς, που έχουν μέγαν ζήλον να μανθάνουν κάτι τοιαύτα
+πράγματα και να καταγίνωνται με τέχνας όλως διόλου ασημάντους;
+— Δεν είναι πράγματι αυτοί φιλόσοφοι, ομοιάζουν όμως με
+φιλοσόφους. — Και ποίους ονομάζεις πραγματικούς φιλοσόφους; —
+Εκείνους που αγαπούν να βλέπουν την αλήθειαν. — Είναι
+αναμφιβόλως ορθόν αυτό που λέγεις, αλλά εξήγησέ μου πώς το
+εννοείς; — Διά κάθε άλλον δεν θα μου ήτο πολύ εύκολον• εσύ όμως
+πιστεύω να συμφωνήσης εις αυτό που θα ειπώ. — Τι; — Επειδή το
+ωραίον είναι αντίθετον προς το άσχημον, θα ειπή ότι είναι δύο
+πράγματα αυτά. — Πώς όχι; Αφού λοιπόν είναι δύο, είναι το
+καθένα των ξεχωριστόν. — Μάλιστα. — Το αυτό ισχύει και περί του
+δικαίου και του αδίκου, περί του καλού και του κακού και εν
+γένει περί όλων των ιδεών• έκαστον δηλαδή εξ αυτών είναι ένα,
+αλλά παρουσιαζόμενα πανταχού υπό την σχέσιν, την οποίαν έχουν
+με τας πράξεις μας, με τα σώματα και μεταξύ των, φαίνονται ως
+πολλά το καθένα. — Έχεις δίκαιον. — Κατ' αυτόν λοιπόν τον
+τρόπον διακρίνω και εγώ, χωριστά μεν εκείνους που αγαπούν τα
+θεάματα, τας τέχνας και καταγίνονται με αυτά, και χωριστά
+εκείνους, περί των οποίων πρόκειται τώρα ο λόγος, και οι οποίοι
+μόνον αξίζουν το όνομα του φιλοσόφου. — Και πώς τους
+διακρίνεις; — Οι πρώτοι εκείνοι, που αγαπούν τα θεάματα και τας
+ακροάσεις, περιορίζονται μόνον εις τας ωραίας φωνάς, εις τα
+ωραία χρώματα και σχήματα και εις όλα τα δημιουργήματα των
+τεχνών, τα οποία στηρίζονται επ’ αυτών, ενώ η διάνοιά των είναι
+ανίκανος να αντιληφθή αυτήν καθ' εαυτήν την φύσιν του ωραίου
+και να την αγαπήση. — Αυτό πραγματικώς συμβαίνει. — Όσοι δε
+είναι ικανοί να ανυψωθούν μέχρι του ωραίου και να το βλέπουν
+αυτό καθ' εαυτό, δεν είναι βέβαια αρκετά σπάνιοι; — Και πολύ
+μάλιστα.
+
+ — Και τι σου φαίνεται πως είναι η ζωή ενός ανθρώπου, που
+γνωρίζει μεν τα ωραία πράγματα, δεν γνωρίζει όμως αυτό καθ'
+εαυτό το ωραίον, ούτε είναι ικανός να παρακολουθήση εκείνους,
+που θα ημπορούσαν να τον κάμουν να το γνωρίση; όνειρον τάχα ή
+πραγματικότης; και σκέψου• τι άλλο σημαίνει να ονειρεύεται
+κανείς, παρά ένα πράγμα όμοιον με κάτι, να μη το θεωρή όμοιον,
+αλλά να το παίρνη δι’ αυτό το ίδιον πράγμα, με το οποίον
+ομοιάζει; — Βέβαια, και εγώ θα έλεγα πως ονειρεύεται αυτός.
+
+ — Εκείνος όμως απεναντίας, όστις γνωρίζει το ωραίον καθ' εαυτό
+και ημπορεί να το οραματίζεται και αυτό το ίδιον και όσα
+μετέχουν από την φύσιν του, χωρίς όμως να συγχέη αυτά με
+εκείνο, σου φαίνεται και αυτός πως ζη εν ονείρω, ή εν
+εγρηγόρσει; — Και πάρα πολύ μάλιστα εν εγρηγόρσει. — Η γνώσις
+επομένως αυτού, επειδή στηρίζεται επί της πραγματικότητος, δεν
+είναι δίκαιον να ονομασθή επιστήμη, του δε άλλου απλώς δοξασία,
+διότι στηρίζεται μόνον επί της φαντασίας του; — Βεβαιότατα.
+
+ — Και αν ο τελευταίος αυτός, ο οποίος καθ' ημάς φαντάζεται
+μόνον και δεν γνωρίζει, εθύμωνε μαζί μας και διεμαρτύρετο, ότι
+δεν λέγομεν την αλήθειαν, δεν θα είχαμεν να του ειπούμεν
+τίποτε, διά να τον καθησυχάσωμεν και να τον πείσωμεν, αλλά
+πάντοτε οπωσδήποτε κεκαλυμμένως, ότι δεν είναι καλά; — Πρέπει
+τουλάχιστον. — Σκέψου λοιπόν τι θα του ειπούμεν, ή θέλεις
+καλύτερα, αφού τον διαβεβαιώσωμεν ότι καθόλου δεν τον
+φθονούμεν, εάν ηξεύρη τίποτε, αλλ' απεναντίας θα είμεθα πολύ
+ευχαριστημένοι να ιδούμεν ότι ηξεύρει κάτι, να του αποτείνωμεν
+την εξής ερώτησιν; ειπέ μας, θα τον ερωτήσωμεν, ένας που
+γνωρίζει, γνωρίζει κάτι τι ή όχι; απάντησέ μου λοιπόν εσύ δι’
+εκείνον. — Θα σου απαντήσω ότι γνωρίζει κάτι τι. — Και αυτό,
+που γνωρίζει, είναι πράγμα υπαρκτόν ή ανύπαρκτον; — Υπαρκτόν•
+διότι πώς είναι δυνατόν να γνωρισθή ένα πράγμα, που δεν
+υπάρχει;
+
+ — Δυνάμεθα λοιπόν να είμεθα βέβαιοι περί αυτού, οπωσδήποτε και
+αν το εξετάσωμεν, ότι ένα πράγμα που υπάρχει καθ' όλην του την
+υπόστασιν, ημπορεί επίσης και να γνωρισθή, ένα δε πράγμα που
+δεν υπάρχει καθόλου, δεν ημπορεί και καθόλου να γνωρισθή. —
+Είμεθα βέβαιοι. — Έστω• αλλ' αν ευρίσκετο κάτι τι, το οποίον να
+είναι συγχρόνως και να μην είναι, δεν θα έκειτο μεταξύ εκείνου
+που υπάρχει καθ' ολοκληρίαν, και εκείνου που δεν υπάρχει
+διόλου; — Βεβαίως. — Και αφού επομένως η μεν γνώσις είπομεν ότι
+είναι δι’ εκείνα που υπάρχουν, η δε αγνωσία κατ' ανάγκην δι’
+εκείνα που δεν υπάρχουν, δεν πρέπει να ζητήσωμεν δι’ αυτά που
+κείνται μεταξύ, κάτι τι που να είναι μεταξύ της αγνοίας και της
+επιστήμης, εάν υποτεθή ότι υπάρχει τοιούτον τι; — Πρέπει
+βέβαια. — Υπάρχει κάτι που το ονομάζομεν δοξασίαν; — Πώς όχι; —
+Και είναι διαφορετικόν από την επιστήμην, ή το ίδιον; —
+Διαφορετικόν. — Άλλο λοιπόν είναι το αντικείμενον της μιας και
+άλλο της άλλης, και καθεμία έχει την ιδικήν της ξεχωριστά
+δύναμιν. — Μάλιστα. — Η επιστήμη δεν έχει αντικείμενον να
+γνωρίζη τα πράγματα, που υπάρχουν, κατά ποίον τρόπον υπάρχουν;
+ή μάλλον μου φαίνεται αναγκαίον προηγουμένως να διευκρινήσωμεν
+κάπως αλλέως το ζήτημα. — Πώς;
+
+ — Όταν λέγωμεν δυνάμεις, εννοούμεν ένα κάποιον είδος υπάρξεων,
+χάρις εις τας οποίας είμεθα εις θέσιν και ημείς, και οτιδήποτε
+άλλο πράγμα, να κάμνωμεν εκείνο, που μας προσιδιάζει• δυνάμεις
+παραδείγματος χάριν λέγω την ακοήν, την όρασιν, και πιστεύω να
+καταλαβαίνης τι θέλω να εννοήσω με αυτό το γενικόν όνομα — Πώς;
+καταλαβαίνω. — Άκουσε λοιπόν, ποία είναι η γνώμη μου περί αυτού
+του ζητήματος• εγώ δεν βλέπω η δύναμις να έχη ούτε χρώμα, ούτε
+σχήμα, ούτε τίποτε όμοιον με εκείνα, που ευρίσκονται εις πολλά
+άλλα πράγματα, και τα οποία λαμβάνω υπ’ όψιν μου διά να
+διακρίνω τα διάφορα αντικείμενα απ’ αλλήλων• προκειμένου λοιπόν
+περί δυνάμεως εις τούτο μόνον αποβλέπω, ποίος είναι ο
+προορισμός και ποία τα αποτελέσματά της, και με αυτόν τον
+τρόπον διακρίνω την κάθε μίαν των• και θεωρώ ομοίας μεν τας
+δυνάμεις, που έχουν το αυτό αντικείμενον και τα αυτά
+αποτελέσματα, διαφορετικάς δε, όσαι έχουν διάφορον αντικείμενον
+και αποτελέσματα• εσύ δε, πώς τας διακρίνεις; — Και εγώ έτσι.
+
+ — Ας επανέλθωμεν λοιπόν τώρα εις το θέμα μας• την επιστήμην
+την παραδέχεσαι ως δύναμιν, ή την κατατάσσεις εις καμμίαν άλλην
+κατηγορίαν; — Ως δύναμιν και μάλιστα την ισχυροτάτην από όλας
+τας δυνάμεις. — Η δε δοξασία, είναι και αυτή δύναμις, ή πρέπει
+να την κατατάξωμεν εις άλλο είδος; — Διόλου• επειδή και η
+δοξασία είναι κάτι, διά του οποίου ημπορούμεν να κρίνωμεν κατά
+το φαινόμενον. — Αλλά προ ολίγου ωμολόγησες ότι δεν είναι το
+ίδιον πράγμα η δοξασία και η επιστήμη. — Αναμφιβόλως• διότι πώς
+είναι δυνατόν ένας άνθρωπος με νουν να θεωρήση το ίδιον ένα
+πράγμα που δεν σφάλλεται με ένα που σφάλλεται; — Πολύ καλά•
+αναγνωρίζομεν λοιπόν, ότι άλλο πράγμα είναι η γνώσις και άλλο η
+δοξασία. — Μάλιστα. — Και επομένως η καθεμία έχει άλλο
+αντικείμενον και άλλην ενέργειαν. — Κατ' ανάγκην. — Και η μεν
+επιστήμη δεν έχει ως αντικείμενόν της, να γνωρίζη εκείνο που
+υπάρχει, κατά ποίον ακριβώς τρόπον υπάρχει; — Ναι. — Η δε
+δοξασία, λέγομεν, δεν είναι άλλο παρά η δύναμις να κρίνωμεν
+κατά το φαινόμενον. — Μάλιστα. — Το ίδιον τάχα αντικείμενον, το
+οποίον και η επιστήμη γνωρίζει, ούτως ώστε το γνωστόν και το
+κατά το φαινόμενον να είναι ένα και το αυτό πράγμα; ή είναι
+αδύνατον το τοιούτον; — Αδύνατον, σύμφωνα με εκείνα που
+παραδέχθημεν, αφού εκάστη δύναμις έχει ωρισμένον αντικείμενον,
+η δε επιστήμη και η δοξασία είναι μεν και αι δύο δυνάμεις, άλλα
+διαφορετική καθεμία• εκ του οποίου έπεται, ότι δεν ημπορεί το
+γνωστόν και το κατά το φαινόμενο να είναι το ίδιον πράγμα. —
+Αφού λοιπόν η επιστήμη αντικείμενόν της έχει το ον, άλλο
+βεβαίως θα είναι το αντικείμενον της δοξασίας και όχι το ον. —
+Άλλο. — Τάχα να είναι λοιπόν το μη ον; ή μήπως είναι αδύνατον
+το μη ον να είναι αντικείμενον δοξασίας; και σκέψου, εκείνος ο
+οποίος έχει μίαν δοξασίαν, δεν την έχει δι’ ένα πράγμα; ή είναι
+δυνατόν να έχη μεν μίαν δοξασίαν, να μην αποβλέπη όμως αυτή εις
+κανένα πράγμα; — Αδύνατον. — Ώστε ένας, που έχει μίαν δοξασίαν,
+την έχει πάντοτε δι’ ένα ωρισμένον πράγμα. Μάλιστα. Το μη ον
+όμως δεν είναι ένα πράγμα, αλλά θα ημπορούσαμεν ορθότατα να το
+ονομάσωμεν μηδέν.
+
+Βεβαίως. — Παρεδέχθημεν δε κατ' ανάγκην ότι το μη ον είναι το
+αντικείμενον της γνώσεως. — Ορθώς. — Η δοξασία επομένως δεν της
+μένει να έχη αντικείμενον ούτε το ον, ούτε το μη ον. — Όχι
+βέβαια. — Επομένως δεν είναι ούτε γνώσις, ούτε άγνοια. Καθώς
+φαίνεται.
+
+ — Είναι λοιπόν έξω και από τα δύο, εις τρόπον τάχα που να
+υπερτερή την γνώσιν κατά την σαφήνειαν, ή την άγνοιαν κατά την
+ασάφειαν: — Ούτε το ένα, ούτε το άλλο. — Αλλά τότε μήπως άραγε
+παραδέχεσαι, ότι η δοξασία είναι σκοτεινοτέρα μεν της γνώσεως,
+φωτεινοτέρα δε της αγνοίας. — Και πολύ μάλιστα. — Κείται λοιπόν
+μεταξύ των δύο; — Ναι. — Ώστε είναι κάτι διάμεσον η δοξασία
+μεταξύ της γνώσεως και της αγνοίας; — Βεβαιότατα. — Είπαμεν
+όμως προηγουμένως ότι, αν εύρωμεν κάτι, το οποίον να είναι και
+να μην είναι συγχρόνως, θα κείται αυτό μεταξύ του πραγματικώς
+όντος και του καθ' ολοκληρίαν μη όντος, και δεν θα είναι
+αντικείμενον ούτε της επιστήμης ούτε της αγνοίας, αλλά μιας
+δυνάμεως η οποία θα εφαίνετο διάμεσος της επιστήμης και της
+αγνοίας. — Σωστά. — Ευρήκαμεν δε τώρα, ότι αυτό το διάμεσον
+μεταξύ των δύο είναι εκείνο, που ονομάζομεν δοξασίαν. —
+Μάλιστα, το ευρήκαμεν. — Μας υπολείπεται λοιπόν τώρα να
+εύρωμεν, καθώς φαίνεται, ποίον είναι εκείνο το πράγμα, που
+μετέχει συγχρόνως και του όντος και του μη όντος, χωρίς να
+είναι ακριβώς και καθ' εαυτό ούτε το ένα ούτε το άλλο• και εάν
+ευρεθή αυτό το αντικείμενον της δοξασίας, θα αποδώσωμεν εις
+εκάστην των τριών δυνάμεων τα αντικείμενά των• εις τας άκρας τα
+άκρα, και εις την μεταξύ κειμένην τα μεταξύ αντικείμενα• δεν
+είναι έτσι;
+
+Έτσι μάλιστα.
+
+Τούτου τεθέντος, θα ερωτήσω κατόπιν και ας μου αποκριθή εκείνος
+ο καλός μας, ο οποίος δεν παραδέχεται ότι υπάρχει το ωραίον
+καθ' εαυτό, ούτε η ιδέα του ωραίου, αμετάβλητος κατά πάντα και
+πάντοτε, αλλά μόνον τα πολλά ωραία αναγνωρίζει, ο φίλος εκείνος
+των ωραίων θεαμάτων, που δεν ανέχεται να του κάμης λόγον διά το
+ένα και απόλυτον ωραίον, διά το ένα και απόλυτον δίκαιον και
+ούτω καθ' εξής• απάντησέ μας, θα του είπωμεν, καλέ μας, από τα
+πολλά τα ωραία υπάρχει τάχα κανένα, που να μην ημπορή να φανή
+ποτε άσχημον, ή από τα δίκαια, που να μη φανή άδικον, και από
+τα όσια, ανόσιον; — Όχι, αλλά κατ' ανάγκην το ίδιον πράγμα
+δύναται να φανή άλλοτε ωραίον και άλλοτε άσχημον, όπως και τα
+άλλα που ερωτάς. — Τι δε; τα πολλά διπλάσια, δεν ημπορούν πολύ
+ωραία να είναι και τα μισά ενός άλλου ποσού; — Βεβαιότατα. —
+Επίσης και τα μεγάλα και τα μικρά και τα ελαφρά και τα βαρέα
+δεν ημπορούν να είναι και τοιαύτα, όπως τα εχαρακτηρίσαμεν,
+αλλά και τα εναντία; — Βεβαίως, έκαστον από αυτά είναι πάντοτε
+και το ένα και το άλλο. — Και έκαστον από τα πολλά πράγματα
+είναι τάχα περισσότερον, ή δεν είναι, εκείνο που το λέγομεν ότι
+είναι; — Αυτό μοιάζει εκείνα που λέγουν εις τα τραπέζια, τα
+ήξεις αφήξεις, ή με το αίνιγμα των παιδιών διά τον ευνούχον που
+επετροβόλησε την νυκτερίδα και με τι και πού επάνω την
+επετροβόλησε• το ίδιον και αυτά που λέγεις έχουν διπλόν νόημα,
+και είναι και δεν είναι, και δεν ημπορείς να είπης με
+βεβαιότητα, αν είναι και τα δύο, ή ούτε το ένα ούτε το άλλο.
+
+Έχεις λοιπόν τι καλύτερον να κάμης με αυτά, ή πού να τα
+τοποθετήσης καλύτερα, παρά μεταξύ του όντος και του μηδενός;
+διότι βεβαίως ούτε σκοτεινότερα είναι από το μη ον, ώστε να
+έχουν ολιγωτέραν ύπαρξιν από αυτό, ούτε φωτεινότερα από το ον,
+ώστε να έχουν περισσοτέραν από αυτό ύπαρξιν. — Είναι αλήθεια.
+
+ — Ευρήκαμεν λοιπόν, καθώς φαίνεται, ότι αυτά τα πολλά
+πράγματα, εις τα οποία οι πολλοί αποδίδουν την ιδιότητα του
+ωραίου και τας άλλας τοιαύτας ιδιότητας κυμαίνονται, ούτως
+ειπείν, μεταξύ του καθ' αυτό όντος και του μη όντος. — Μάλιστα.
+— Εσυμφωνήσαμεν δε προηγουμένως, ότι, αν ήθελεν ευρεθή τοιούτον
+τι, θα το ονομάσωμεν αντικείμενον όχι της επιστήμης αλλά της
+δοξασίας, της διαμέσου ταύτης δυνάμεως, εις την οποίαν
+υπόκειται το μεταξύ κυμαινόμενον. — Πραγματικώς.
+
+ — Εκείνοι λοιπόν που παρατηρούν τα πολλά ωραία πράγματα, δεν
+βλέπουν όμως το ωραίον καθ' εαυτό, ούτε δύνανται να
+παρακολουθήσουν εκείνον, που είναι εις θέσιν να τους το δείξη,
+επίσης δε και τα πολλά δίκαια, όχι όμως και το έν δίκαιον το
+καθ' εαυτό, και τα άλλα ομοίως, αυτοί, θα είπωμεν ότι έχουν
+απλώς γνώμας, ουδεμίαν όμως γνώσιν των πραγμάτων. — Κατ'
+ανάγκην. — Απεναντίας δε, εκείνοι που παρατηρούν αυτά καθ'
+εαυτά τα πράγματα και την πάντοτε αναλλοίωτον αυτών φύσιν,
+αυτοί δεν θα είπωμεν ότι γνωρίζουν και όχι απλώς ότι έχουν
+γνώμας; Κατ' ανάγκην και τούτο. — Και αυτοί μεν, δεν θα
+ειπούμεν, ότι αγαπούν και ασπάζονται τα πράγματα, που είναι
+αντικείμενα της επιστήμης, οι άλλοι δε τα πράγματα, που είναι
+αντικείμενα της δοξασίας; ή δεν ενθυμείσαι που ελέγαμεν δι’
+αυτούς τους τελευταίους, ότι αγαπούν και ευχαριστούνται με τας
+ωραίας φωνάς, τα ωραία σχήματα και τα τοιαύτα, αλλά δεν
+ανέχονται να ακούσουν διά το απόλυτον ωραίον, ότι υπάρχει; — Το
+ενθυμούμαι. — Θα τους αδικήσωμεν λοιπόν τάχα αν τους ονομάσωμεν
+φιλοδόξους μάλλον ή φιλοσόφους, και θα μας θυμώσουν πολύ άραγε
+δι’ αυτό το όνομα, που θα τους δώσωμεν;
+
+Όχι, αν θέλουν να με πιστεύσουν• διότι δεν είναι σωστόν να
+θυμώνη κανείς με την αλήθειαν. — Πρέπει λοιπόν κατά συνέπειαν
+να ονομάζωμεν φιλοσόφους μόνον εκείνους, που αφοσιώνονται εις
+την εξέτασιν του όντος καθ' εαυτό. — Δίχως αντίρρησιν.
+
+*
+**
+
+Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη,
+υπήρξαν ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορά
+προσφερόταν συστηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η
+αρχαία ελληνική σκέψη (ιστορία, φιλοσοφία, ποίηση, δράμα,
+δικανικός και πολιτικός λόγος) σε δημιουργικές μεταφορές της,
+από τους άριστους μεταφραστές του τόπου, στην πιο σύγχρονη
+μορφή που πήρε εξελισσόμενο το γλωσσικό της όργανο. Ο Όμηρος,
+οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο
+Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο Θεόφραστος, ο
+Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ. προσφέρονται και
+σήμερα, στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή,
+Μωραϊτίδη, Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη,
+Καμπάνη, Καζαντζάκη, Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού,
+Φιλαδελφέως, Τσοκόπουλου, Σίγουρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ, σε μια
+σύγχρονη σειρά εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα που επίσης
+γίνεται για πρώτη φορά, συστηματικά, στην Ελλάδα.
+
+&Πολιτεία.& Το πρωτυπώτερον και πλαστικώτερον των πλατωνικών
+έργων, αποτελούμενον εκ 10 βιβλίων. Το πρώτον βιβλίον
+πραγματευόμενον περί δικαιοσύνης είναι αφετηρία διατυπώσεως
+έπειτα ιδανικού πολιτεύματος. Η οριζομένη ισότης δικαιωμάτων
+των πολιτών, η διακανόνισις ίσης εργασίας, η κατανομή των
+πολιτών εις τρεις τάξεις, η εξίσωσις ανδρών και γυναικών, η
+κοινογαμία και κοινοκτημοσύνη, ο αποκλεισμός των ποιητών, ο
+περιορισμός της αυξήσεως του πληθυσμού, αι πρωτόρρυθμοι γενικαί
+περί του κοινωνικού και του αστικού δικαίου αρχαί,
+συνδυαζόμεναι εις οργανικόν σύστημα εις την «Πολιτείαν» του
+Πλάτωνος, υπήρξαν αφετηρίαι πλείστων φιλοσοφικών,
+κοινωνιολογικών και πολιτικών θεωριών. Ώστε και από της απόψεως
+ταύτης είναι εκ των σημαντικωτέρων δημιουργημάτων της
+ανθρωπίνης σκέψεως.
+
+Η μετάφρασις πιστή, σαφής και γλαφυρά υπό του κ. Ι. Ν. Γρυπάρη.
+Τόμος Α' 10 δρχ., Τόμος Β΄ 10 δρχ., Τόμος Γ' 10 δρχ. Τόμος Δ'
+10 δρχ.
+
+ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΠΩΛΗΣΙΣ
+ΛΑΔΙΑΣ ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.
+ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ 22 — ΤΗΛ. 614.686, 634.506
+
+ΤΙΜΑΤΑΙ ΔΡΧ. 10
+
+1) Το κείμενον έχει «ύδραν τέμνουσιν».
+
+
+
+
+
+
+
+
+End of the Project Gutenberg EBook of Republic, Volume 2, by Plato
+
+*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK REPUBLIC, VOLUME 2 ***
+
+***** This file should be named 39493-0.txt or 39493-0.zip *****
+This and all associated files of various formats will be found in:
+ http://www.gutenberg.org/3/9/4/9/39493/
+
+Produced by Sophia Canoni. Book provided by Iason
+Konstantinides. Thanks to George Canonis for his major
+work in proofreading.
+
+
+Updated editions will replace the previous one--the old editions
+will be renamed.
+
+Creating the works from public domain print editions means that no
+one owns a United States copyright in these works, so the Foundation
+(and you!) can copy and distribute it in the United States without
+permission and without paying copyright royalties. Special rules,
+set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to
+copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to
+protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project
+Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you
+charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you
+do not charge anything for copies of this eBook, complying with the
+rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose
+such as creation of derivative works, reports, performances and
+research. They may be modified and printed and given away--you may do
+practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is
+subject to the trademark license, especially commercial
+redistribution.
+
+
+
+*** START: FULL LICENSE ***
+
+THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE
+PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK
+
+To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free
+distribution of electronic works, by using or distributing this work
+(or any other work associated in any way with the phrase "Project
+Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project
+Gutenberg-tm License available with this file or online at
+ www.gutenberg.org/license.
+
+
+Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm
+electronic works
+
+1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm
+electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to
+and accept all the terms of this license and intellectual property
+(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all
+the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy
+all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession.
+If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project
+Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the
+terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or
+entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8.
+
+1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be
+used on or associated in any way with an electronic work by people who
+agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few
+things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works
+even without complying with the full terms of this agreement. See
+paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project
+Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement
+and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic
+works. See paragraph 1.E below.
+
+1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation"
+or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project
+Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the
+collection are in the public domain in the United States. If an
+individual work is in the public domain in the United States and you are
+located in the United States, we do not claim a right to prevent you from
+copying, distributing, performing, displaying or creating derivative
+works based on the work as long as all references to Project Gutenberg
+are removed. Of course, we hope that you will support the Project
+Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by
+freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of
+this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with
+the work. You can easily comply with the terms of this agreement by
+keeping this work in the same format with its attached full Project
+Gutenberg-tm License when you share it without charge with others.
+
+1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern
+what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in
+a constant state of change. If you are outside the United States, check
+the laws of your country in addition to the terms of this agreement
+before downloading, copying, displaying, performing, distributing or
+creating derivative works based on this work or any other Project
+Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning
+the copyright status of any work in any country outside the United
+States.
+
+1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg:
+
+1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate
+access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently
+whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the
+phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project
+Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed,
+copied or distributed:
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived
+from the public domain (does not contain a notice indicating that it is
+posted with permission of the copyright holder), the work can be copied
+and distributed to anyone in the United States without paying any fees
+or charges. If you are redistributing or providing access to a work
+with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the
+work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1
+through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the
+Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or
+1.E.9.
+
+1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted
+with the permission of the copyright holder, your use and distribution
+must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional
+terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked
+to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the
+permission of the copyright holder found at the beginning of this work.
+
+1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm
+License terms from this work, or any files containing a part of this
+work or any other work associated with Project Gutenberg-tm.
+
+1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this
+electronic work, or any part of this electronic work, without
+prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with
+active links or immediate access to the full terms of the Project
+Gutenberg-tm License.
+
+1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary,
+compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any
+word processing or hypertext form. However, if you provide access to or
+distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than
+"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version
+posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org),
+you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a
+copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon
+request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other
+form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm
+License as specified in paragraph 1.E.1.
+
+1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying,
+performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works
+unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9.
+
+1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing
+access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided
+that
+
+- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from
+ the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method
+ you already use to calculate your applicable taxes. The fee is
+ owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he
+ has agreed to donate royalties under this paragraph to the
+ Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments
+ must be paid within 60 days following each date on which you
+ prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax
+ returns. Royalty payments should be clearly marked as such and
+ sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the
+ address specified in Section 4, "Information about donations to
+ the Project Gutenberg Literary Archive Foundation."
+
+- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies
+ you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he
+ does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm
+ License. You must require such a user to return or
+ destroy all copies of the works possessed in a physical medium
+ and discontinue all use of and all access to other copies of
+ Project Gutenberg-tm works.
+
+- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any
+ money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the
+ electronic work is discovered and reported to you within 90 days
+ of receipt of the work.
+
+- You comply with all other terms of this agreement for free
+ distribution of Project Gutenberg-tm works.
+
+1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm
+electronic work or group of works on different terms than are set
+forth in this agreement, you must obtain permission in writing from
+both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael
+Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the
+Foundation as set forth in Section 3 below.
+
+1.F.
+
+1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable
+effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread
+public domain works in creating the Project Gutenberg-tm
+collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic
+works, and the medium on which they may be stored, may contain
+"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or
+corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual
+property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a
+computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by
+your equipment.
+
+1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right
+of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project
+Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project
+Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all
+liability to you for damages, costs and expenses, including legal
+fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT
+LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE
+PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE
+TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE
+LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR
+INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH
+DAMAGE.
+
+1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a
+defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can
+receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a
+written explanation to the person you received the work from. If you
+received the work on a physical medium, you must return the medium with
+your written explanation. The person or entity that provided you with
+the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a
+refund. If you received the work electronically, the person or entity
+providing it to you may choose to give you a second opportunity to
+receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy
+is also defective, you may demand a refund in writing without further
+opportunities to fix the problem.
+
+1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth
+in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS', WITH NO OTHER
+WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO
+WARRANTIES OF MERCHANTABILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE.
+
+1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied
+warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages.
+If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the
+law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be
+interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by
+the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any
+provision of this agreement shall not void the remaining provisions.
+
+1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the
+trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone
+providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance
+with this agreement, and any volunteers associated with the production,
+promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works,
+harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees,
+that arise directly or indirectly from any of the following which you do
+or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm
+work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any
+Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause.
+
+
+Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm
+
+Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of
+electronic works in formats readable by the widest variety of computers
+including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists
+because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from
+people in all walks of life.
+
+Volunteers and financial support to provide volunteers with the
+assistance they need are critical to reaching Project Gutenberg-tm's
+goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will
+remain freely available for generations to come. In 2001, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure
+and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations.
+To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation
+and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4
+and the Foundation information page at www.gutenberg.org
+
+
+Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive
+Foundation
+
+The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit
+501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the
+state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal
+Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification
+number is 64-6221541. Contributions to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent
+permitted by U.S. federal laws and your state's laws.
+
+The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S.
+Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered
+throughout numerous locations. Its business office is located at 809
+North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887. Email
+contact links and up to date contact information can be found at the
+Foundation's web site and official page at www.gutenberg.org/contact
+
+For additional contact information:
+ Dr. Gregory B. Newby
+ Chief Executive and Director
+ gbnewby@pglaf.org
+
+Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation
+
+Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide
+spread public support and donations to carry out its mission of
+increasing the number of public domain and licensed works that can be
+freely distributed in machine readable form accessible by the widest
+array of equipment including outdated equipment. Many small donations
+($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt
+status with the IRS.
+
+The Foundation is committed to complying with the laws regulating
+charities and charitable donations in all 50 states of the United
+States. Compliance requirements are not uniform and it takes a
+considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up
+with these requirements. We do not solicit donations in locations
+where we have not received written confirmation of compliance. To
+SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any
+particular state visit www.gutenberg.org/donate
+
+While we cannot and do not solicit contributions from states where we
+have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition
+against accepting unsolicited donations from donors in such states who
+approach us with offers to donate.
+
+International donations are gratefully accepted, but we cannot make
+any statements concerning tax treatment of donations received from
+outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff.
+
+Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation
+methods and addresses. Donations are accepted in a number of other
+ways including checks, online payments and credit card donations.
+To donate, please visit: www.gutenberg.org/donate
+
+
+Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic
+works.
+
+Professor Michael S. Hart was the originator of the Project Gutenberg-tm
+concept of a library of electronic works that could be freely shared
+with anyone. For forty years, he produced and distributed Project
+Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support.
+
+Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed
+editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S.
+unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily
+keep eBooks in compliance with any particular paper edition.
+
+Most people start at our Web site which has the main PG search facility:
+
+ www.gutenberg.org
+
+This Web site includes information about Project Gutenberg-tm,
+including how to make donations to the Project Gutenberg Literary
+Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to
+subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks.
diff --git a/39493-0.zip b/39493-0.zip
new file mode 100644
index 0000000..2504329
--- /dev/null
+++ b/39493-0.zip
Binary files differ
diff --git a/39493-h.zip b/39493-h.zip
new file mode 100644
index 0000000..0479552
--- /dev/null
+++ b/39493-h.zip
Binary files differ
diff --git a/39493-h/39493-h.htm b/39493-h/39493-h.htm
new file mode 100644
index 0000000..fb5e8c7
--- /dev/null
+++ b/39493-h/39493-h.htm
@@ -0,0 +1,4008 @@
+<?xml version="1.0"?>
+<!DOCTYPE html PUBLIC "-//W3C//DTD XHTML 1.0 Transitional//EN" "http://www.w3.org/TR/xhtml1/DTD/xhtml1-transitional.dtd">
+<html xmlns="http://www.w3.org/1999/xhtml">
+<head>
+<meta http-equiv="Content-Type" content="text/html; charset=utf-8" />
+<meta name="keywords"
+ content="Πλάτων, Πολιτεία, Ι. Ν. Γρυπάρης, Φιλοσοφία" />
+
+<title>Πολιτεία Τόμος 2</title>
+
+<style type="text/css">
+
+body {
+font-family: verdana, geneva, arial, helvetica, sans-serif;
+line-height: 20px;
+margin-left: 5%;
+margin-right: 5%;
+}
+
+p{
+ text-align: justify;
+ margin-top: 1em;
+ margin-bottom: 1em;
+}
+
+hr{
+ width: 65%;
+}
+.poem {
+ FONT-SIZE: 95%; margin-left: 30%;
+}
+.quote {
+ FONT-SIZE: 95%; margin-left: 5%;
+}
+</style>
+
+</head>
+
+<body>
+
+
+<pre>
+
+The Project Gutenberg EBook of Republic, Volume 2, by Plato
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+
+Title: Republic, Volume 2
+
+Author: Plato
+
+Translator: Ioannis Gryparis
+
+Release Date: April 20, 2012 [EBook #39493]
+
+Language: Greek
+
+Character set encoding: UTF-8
+
+*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK REPUBLIC, VOLUME 2 ***
+
+
+
+
+Produced by Sophia Canoni. Book provided by Iason
+Konstantinides. Thanks to George Canonis for his major
+work in proofreading.
+
+
+
+
+
+
+</pre>
+
+
+
+<p style='font-size: small;'>Note: The tonic system has been changed from polytonic
+to
+monotonic, otherwise the spelling of the book has not been changed. Footnotes
+have
+been converted to endnotes. // Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από
+πολυτονικό σε μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του
+βιβλίου. Οι
+υποσημειώσεις των σελίδων έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου.</p>
+<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/cover.jpg" width="465"
+height="650"
+alt="Εξώφυλλο" border="2" /><br /></p>
+
+<h4 style="text-align: center; margin-top: 3em">ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ<br />
+<u>ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ</u></h4>
+
+<p>
+</p>
+
+<h1 style="text-align: center; margin-top: 3em">ΠΛΑΤΩΝΟΣ</h1>
+<h2 style="text-align: center; margin-top: 3em">ΠΟΛΙΤΕΙΑ</h2>
+
+<h3 style="text-align: center; margin-top: 6em">ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ<br />
+Ι. Ν. ΓΡΥΠΑΡΗ<br /><br /><br />
+
+ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ</h3>
+
+<h4 style="text-align: center; margin-top: 8em">ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ<br />
+ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΕΞΗ<br />
+1911</h4>
+
+
+<h4 style="text-align: center; margin-top: 8em">ΒΙΒΛΙΟΝ Γ'.</h4>
+
+<p>&nbsp;— Τοιαύτα λοιπόν είναι, όσον αφορά τους θεούς, εκείνα τα οποία,
+καθώς νομίζω, πρέπει να ακούουν, και εκείνα που δεν πρέπει να ακούουν ευθύς
+από την παιδικήν των ηλικίαν οι άνθρωποι, που θέλομεν να τιμούν τους θεούς και
+τους γονείς των και να θεωρούν όχι ως το μικρότερον αγαθόν την μεταξύ των
+αγάπην και ομόνοιαν. — Και νομίζω ότι είναι σωστά όσα παρεδέχθημεν επ’ αυτού
+του αντικειμένου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τώρα, εάν θέλωμεν να είναι και ανδρείοι, δεν πρέπει να τους
+λέγωμεν τοιαύτα, με τα οποία θα τους κάμωμεν να μη φοβούνται καθόλου τον
+θάνατον; ή νομίζεις ότι ημπορεί ποτε κανείς να γίνη ανδρείος, εάν έχη μέσα του
+αυτόν τον φόβον; — Όχι, μα την αλήθειαν, δεν το φαντάζομαι. — Τι δε; όταν ένας
+άνθρωπος πιστεύη ότι υπάρχη Άδης, τόπος πλήρης φρίκης και τρόμου, νομίζεις ότι
+θα επροτίμα να φονευθή εις τον πόλεμον, παρά να νικηθή και να γίνη δούλος; —
+Διόλου. — Καθήκον μας λοιπόν είναι, καθώς φαίνεται, να επιστήσωμεν την
+προσοχήν μας και εις όσα θα λέγωνται περί του αντικειμένου τούτου και να
+συστήσωμεν εις τους ποιητάς να μην κατηγορούν, όπως συνήθως, τα εν τω Άδη,
+αλλά μάλλον να τα επαινούν, επειδή ούτε αληθινά είναι όσα λέγουν, ούτε ωφέλιμα
+διά τους μέλλοντας πολεμιστάς. — Πρέπει πράγματι. — Ας εξαλείψωμεν λοιπόν
+από την ποίησιν όλα τα τοιαύτα, αρχίζοντες από τους εξής στίχους· </p>
+
+<p class="poem">Ας ήμουνα πάνω στη γης κι ας πάη νάμουν σκλάβος<br />
+ενός φτωχού — — <br />
+παρά να ήμουν, βασιλιάς σ' όλους τους πεθαμένους·</p>
+
+<p>και αυτούς·</p>
+
+<p class="poem">Και ο Άδης στα μάτια να φανή θνητών και αθανάτων<br />
+ο σκοτεινός κι ο άραχλος, που ως κι οι θεοί τον τρέμουν. </p>
+
+<p>και τους εξής·</p>
+
+<p class="poem">Aλλοίμονόν μας! βέβαια και μες στον Άδη υπάρχει<br />
+κάποια ψυχή και φάντασμα, μα αίσθησι πια δεν έχει·</p>
+
+<p>και το</p>
+
+<p class="poem">Μόνος αυτός αισθάνεται, οι άλλοι σκιές γυρνούνε·</p>
+
+<p>και</p>
+
+<p class="poem">απ’ το κορμί του πέταξε και πάει η ψυχή στον Άδη<br />
+μοιριολογόντας, πόχασε τα νειάτα, την αντρειά της·</p>
+
+<p>και</p>
+
+<p
+class="poem">&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;
+&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;
+η ψυχή, καπνός σαν να είταν, μέσα<br />
+στη γης εχάθη τρίζοντας·</p>
+
+<p>και τέλος</p>
+
+<p class="poem">Σαν νυχτερίδες, που πετούν ατά βάθη ενός σπηλαίου<br />
+τρίζοντας, αν απ’ το σωρό καμμιά τους ξεκολλήση<br />
+και πέση καταγής κ’ η μια κρατιέται απ’ την άλλη, <br />
+έτσι κ’ εκείνες τρίζοντας όλες μαζί πετούσαν.</p>
+
+<p>Αυτά και όλα τα τοιαύτα θα παρακαλέσωμεν τον Όμηρον και τους άλλους
+ποιητάς να μη δυσαρεστηθούν αν τα διαγράψωμεν, όχι διότι δεν είναι ποιητικά και
+ευχάριστα να τα ακούουν οι πολλοί, αλλ' όσον ποιητικώτερα, τόσον ίσα ίσα πρέπει
+ολιγώτερον να τα ακούουν και παίδες και άνδρες, που θα ζήσουν ελεύθεροι,
+φοβούμενοι την δουλείαν περισσότερον από τον θάνατον. — Έχεις πληρέστατον
+δίκαιον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ακόμη πρέπει να απορρίψωμεν και όλα τα φοβερά και τρομερά
+ονόματα που αναφέρονται εις αυτά τα πράγματα, οίον τους Κοκυτούς, τας Στύγας,
+τα Τάρταρα και όλα τα παρόμοια που είναι χυμένα στο ίδιο καλούπι και που
+κάμνουν να σηκώνονται οι τρίχες της κεφαλής των, όσοι τα ακούουν· ίσως και αυτά
+να έχουν την χρησιμότητά των εις τίποτε άλλο· αλλ' ημείς φοβούμεθα διά τους
+φρουρούς μας, μήπως από αυτήν την φρίκην μας γίνουν περισσότερον του δέοντος
+ευαίσθητοι και μαλακοί. — Και είναι σωστός αυτός ο φόβος. — Ώστε πρέπει να τα
+αφαιρέσωμεν; — Ναι. — Ώστε πρέπει να μεταχειριζώμεθα όλως διόλου τον
+αντίθετον τύπον και εις τους λόγους και εις την ποίησιν. — Φανερόν. — Θα
+αφαιρέσωμεν λοιπόν και τα μοιρολόγια και τους θρήνους που βάζουν κάποτε εις
+το στόμα των εξόχων ανδρών. — Κατ' ανάγκην, με εκείνα τα προηγούμενα. — Ας
+εξετάσωμεν όμως πρώτα, αν ορθώς θα τα αφαιρέσωμεν· λέγομεν λοιπόν, ότι ένας
+άνθρωπος σοφός δεν θα θεωρήση τον θάνατον ως δυστύχημα δι’ άλλον σοφόν,
+του οποίου είναι και φίλος. — Μάλιστα. — Ώστε δεν θα καθήση να τον κλαίη και να
+τον μοιρολογά, ως να έπαθε τίποτε κακόν. — Όχι βέβαια. — Ακόμη λέγομεν, ότι ο
+σοφός είναι άνθρωπος που μόνος του επαρκεί τελείως εις τον εαυτόν του, και απ’
+όλους ολιγώτερον καμμίαν ανάγκην δεν έχει του άλλου διά να είναι ευτυχής. —
+Αληθώς. — Ώστε διόλου δεν θα είναι δυστύχημα δι’ αυτόν να χάση ή υιόν, ή
+αδελφόν, ή χρήματα, ή τίποτε άλλο από αυτά. — Διόλου πράγματι. — Επομένως
+και να θρηνή καθόλου δεν πρέπει, αλλ' απεναντίας με μεγάλην καρτερίαν να το
+υποφέρη, αν τύχη και τον εύρη καμμία τέτοια συμφορά. — Πολύ σωστά. — Σωστά
+λοιπόν και ημείς αφαιρούμεν τους θρήνους των σπουδαίων ανδρών και τους
+παραπέμπομεν το πολύ εις τας γυναίκας, και όχι μάλιστα τας σπουδαίας, και εις
+τους ταπεινοτέρας φύσεως άνδρας, διά να μην το καταδέχωνται να κάμνουν τα
+ίδια με αυτούς εκείνοι που τους προορίζομεν διά την φρούρησιν της χώρας. Θα
+παρακαλέσωμεν λοιπόν πάλιν τον Όμηρον και τους άλλους ποιητάς να μη μας
+παρουσιάζουν τον Αχιλλέα, υιόν θεάς, ότι </p>
+
+<p class="poem">πότε απ’ τόνα του πλευρό πλάγιαζε πότ' απ’ τάλλο<br />
+και πότε πάλι ανάσκελα ή προύμυτα, ως που τέλος<br />
+πετιόνταν πάνω κι ως τρελλός γυρνούσε στ' ακρογιάλι· </p>
+
+<p>ούτε να παίρνη στάχτη με τα δυο του χέρια από τη φωτιά και να την χύνη στην
+κεφαλή του και να κλαίη και να οδύρεται, όπως τον παρέστησεν εκείνος· μήτε τον
+Πρίαμον, άνθρωπον σχεδόν ίσον με τους θεούς, να κυλίεται καταγής εις την
+κόπρον και να παρακαλή</p>
+
+<p class="poem">και να εξορκίζη όλους των με τα ονόματά τους·</p>
+
+<p>πολύ δε περισσότερον θα τους παρακαλέσωμεν να μη παριστάνουν
+τουλάχιστον τους θεούς να οδύρωνται και να λέγουν</p>
+
+<p
+class="poem">&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;
+&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;
+ωιμένα, η δόλια!<br />
+που για κακό μου εγέννησα το πιο άξιο παλληκάρι·</p>
+
+<p>και αν τους άλλους τους θεούς, μα όχι επί τέλους και τον μεγαλύτερόν τους να
+τολμήση να τον παραστήση τόσον ανόμοια, ώστε να λέγη</p>
+
+<p class="poem">αλλοίμονο! έναν παγαπώ βλέπω να κυνηγιέται<br />
+στο κάστρον ολοτρόγυρα και μέσα κλαί' η καρδιά μου· </p>
+
+<p>και αλλού πάλιν</p>
+
+<p class="poem">Ωιμένα! νά που ο Σαρπηδών, που πλιο αγαπάω απ’ όλους<br />
+να σκοτωθή απ’ τον Πάτροκλο έτσι το θέλει η μοίρα. </p>
+
+<p>Διότι αν, αγαπητέ μου Αδείμαντε, τα ακούουν εις τα σοβαρά οι νέοι μας τα
+τοιαύτα και δεν τα περιγελούν ως ανάξια να λέγωνται, θα καταντήση να μη το
+θεωρούν ανάξιον να τα κάμνουν και οι ίδιοι, αφού μάλιστα είναι άνθρωποι επί
+τέλους αυτοί· και δεν θα το νομίσουν άξιον μομφής αν τους συμβή να ειπούν ή να
+κάμουν τίποτε τοιούτον· αλλά χωρίς καμμίαν εντροπήν και από λιποψυχίαν θα
+αρχίζουν διά τα μικρότερα παθήματα να ψάλλουν οδυρμούς και θρήνους. — Έχεις
+πληρέστατον δίκαιον. — Δεν πρέπει όμως να συμβή αυτό, όπως μας το απέδειξεν η
+λογική μας, την οποίαν πρέπει να πιστεύσωμεν, έως ότου τουλάστον μας πείσουν
+με άλλην καλυτέραν. — Αναμφιβόλως.</p>
+
+<p>&nbsp;— Προσέτι, λέγω, δεν πρέπει να είναι και φιλόγελοι οι θεοί· διότι, όταν
+κανείς παραδοθή εις υπερβολικόν γέλωτα, το τοιούτον επιφέρει και μεγάλην
+αλλοίωσιν εις την ψυχήν. — Μου φαίνεται και εμένα. — Δεν θα το παραδεχθώμεν
+λοιπόν, όταν κανείς παρουσιάζη ανθρώπους σπουδαίους να κυριεύωνται από τον
+γέλωτα, πολύ δε ολιγώτερον θεούς. — Και βεβαίως. — Ούτε όταν λέγη ο
+Όμηρος</p>
+
+<p class="poem">και γέλοιο ακράτητο έπιασε θεούς τους αθανάτους<br />
+σαν είδανε τον Ήφαιστο κουτσά να λαχανιάζη,</p>
+
+<p>δεν πρέπει βέβαια να το παραδεχθώμεν, σύμφωνα με τον λόγον σου. — Αφού
+θέλεις να τον θεωρήσης ιδικόν μου . . . αλλά βέβαια και δεν πρέπει να το
+παραδεχθώμεν. — Πρέπει όμως ακόμη να σεβασθώμεν και την αλήθειαν διότι, αν
+είχαμεν δίκαιον, όταν ελέγαμεν προ ολίγου ότι το ψεύδος είναι όλως διόλου
+άχρηστον εις τους θεούς, και το πολύ μόνον εις τους ανθρώπους χρήσιμον ενίοτε
+εν είδει φαρμάκου, φανερόν ότι μόνον εις τους ιατρούς πρέπει να επιτρέψωμεν
+την χρήσιν του και εις κανένα άλλον. — Μάλιστα. — Μόνον λοιπόν εις τους
+άρχοντας της πόλεως θα δώσωμεν αποκλειστικώς το δικαίωμα να μεταχειρίζωνται
+το ψεύδος απέναντι των εχθρών ή και αυτών των πολιτών, προς όφελος της
+πόλεως, εις όλους δε τους άλλους θαπαγορεύεται· προς τους άρχοντας μάλιστα να
+ειπή ψεύμα ένας απλούς πολίτης, θα το θεωρήσωμεν μεγαλύτερον αμάρτημα,
+παρά να εξαπατήση ένας άρρωστος τον ιατρόν του, ή ένας γυμναζόμενος να
+αποκρύψη εάν έχη κανένα πάθημα το σώμα του από τον γυμναστήν, ή ένας ναύτης
+από τον κυβερνήτην την κατάστασιν εις την οποίαν ευρίσκεται το πλοίον ή το
+πλήρωμα. — Σωστότατα. — Εάν λοιπόν ο άρχων συλλάβη κανένα εις την πόλιν να
+ψεύδεται από εκείνους που εξασκούν οιονδήποτε επάγγελμα, </p>
+
+<p class="poem">αν είναι μάντις ή γιατρός ή ξυλουργός τεχνίτης, </p>
+
+<p>θα τον τιμωρήση αυστηρότατα, επειδή εισάγει εις την πόλιν πράγμα που
+ημπορεί, ως να ήτο πλοίον, να την αναποδογυρίση και να την καταβυθίση. — Εάν
+τουλάχιστον ήθελον προστεθή εις τους λόγους και έργα. — Δεν θα λάβωμεν δε
+ακόμη ανάγκην και της εγκρατείας διά την νεολαίαν μας; — Πώς όχι; — Η δε
+εγκράτεια δεν έγκειται ως επί το πλείστον εις τα τοιαύτα: να υπακούωμεν εις τους
+άρχοντας, να μην αφήνωμεν να μας κυριεύη η γαστριμαργία και η φιλοποσία, και
+να χαλιναγωγούμεν τας ορμάς των αισθήσεων; — Μου φαίνεται. — Θα
+επιδοκιμάζωμεν λοιπόν εις τον Όμηρον εκείνα που λέγει ο Διομήδης:</p>
+
+<p class="poem">φίλε μου, κάθου φρόνιμα, κι άκου το τι σου λέω·</p>
+
+<p>και παρακάτω:</p>
+
+<p class="poem">δίχως μιλιά, απ’ το σεβασμό που είχαν στους αρχηγούς των</p>
+
+<p>και όσα άλλα τέτοια. — Θα τα επιδοκιμάσωμεν. — Αλλά το ίδιον θα ειπούμεν
+και δι’ αυτά τα άλλα:</p>
+
+<p class="poem">Μεθύστακα, πόχεις καρδιά ελαφιού και μάτια σκύλου·</p>
+
+<p>και δι’ όσα λέγει αμέσως κατόπιν, και εν γένει δι’ όλους αυτούς τους
+παλληκαρισμούς που εκστομίζουν κατά των αρχόντων οι απλοί πολίται, είτε εις την
+ποίησιν είτε εις τον πεζόν λόγον; — Όχι βέβαια. — Επειδή, νομίζω, δεν είναι
+κατάλληλοι αυτοί οι λόγοι να εμπνεύσουν την αγάπην της εγκρατείας εις τους
+νέους· εάν δε τους εμπνέουν άλλα αισθήματα, αυτό δεν είναι καθόλου παράδοξον·
+ή πώς σου φαίνεται; — Όπως το λέγεις.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι δε; να παριστά ένα σοφώτατον άνθρωπον λέγοντα, ότι τίποτε δεν
+του αρέσει περισσότερον παρά όταν είναι φορτωμένα τα τραπέζια·</p>
+
+<p class="poem">φαγιά και κρέατα, και κρασί να πιάνη απ’ τον κρατήρα <br />
+ο κεραστής κι ολόγυρα να χύνη στα ποτήρια, </p>
+
+<p>νομίζεις ότι είναι κατάλληλα αυτά διά να παρασκευάσουν τους νέους εις την
+εγκράτειαν; ή το εξής:</p>
+
+<p class="poem">κ’ είν' ο πιο άθλιος θάνατος σαν έρχετ' απ’ την πείνα</p>
+
+<p>ή όταν παριστά τον Δία να λησμονή, από την υπερβολικήν του ακρασίαν, τας
+αποφάσεις που έλαβεν αγρυπνών μόνος αυτός, ενώ όλοι οι άλλοι θεοί και
+άνθρωποι εκοιμώντο, και να παραφερθή τόσον πολύ εις μόνην την θέαν της Ήρας,
+ώστε να μη θέλη καν ν' αποσυρθούν εις τον κοιτώνα των, αλλ' εκεί κατά γης να
+ικανοποιήση την επιθυμίαν του και να λέγη ότι ουδέποτε ησθάνθη τόσον σφοδρόν
+πάθος προς αυτήν, ούτε ότε ακόμη διά πρώτην φοράν ήρχισαν τας σχέσεις των,
+&amp;κρυφά από τους γονιούς των&amp;· ή όταν διηγήται το επεισόδιον του
+Άρεως και της Αφροδίτης, που τους συνέλαβεν ο Ήφαιστος εις τα δίκτυά του διά
+παρομοίους λόγους; — Πράγματι, καθόλου δεν μου φαίνονται κατάλληλα. — Αλλ'
+όπου μας παρουσιάζουν παραδείγματα γενναιότητος και καρτεροψυχίας είτε εις
+τους λόγους είτε εις τας πράξεις γενναίων ανδρών, τότε βέβαια και να τους
+θαυμάζωμεν και να τους ακούωμεν, όπως παραδείγματος χάριν το εξής:</p>
+
+<p class="poem">κ’ εχτύπησε το στήθος του κ’ έτσ' είπε της καρδιάς του·<br />
+βάστα καμένη μου καρδιά, κι άλλα χειρότερα είδες.</p>
+
+<p>&nbsp;— Βεβαιότατα. — Δεν θα επιτρέψωμεν όμως ακόμη να είναι οι
+πολεμισταί μας φιλοχρήματοι και να διαφθείρωνται με δώρα. — Διόλου. — Ούτε
+θα τους ψάλλωμεν ότι:</p>
+
+<p class="poem">τα δώρα πείθουν τους θεούς, πείθουν τους βασιλιάδες·</p>
+
+<p>ούτε θα επαινέσωμεν ως αξιοσυστάτους τας συμβουλάς που έδιδεν ο Φοίνιξ ο
+παιδαγωγός του Αχιλλέως εις αυτόν, να βοηθήση μεν τους Αχαιούς αν λάβη δώρα,
+αν όμως δεν λάβη, να μη παραιτήση τον θυμόν του· ούτε εις τον ίδιον τον Αχιλλέα
+θα κάμωμεν αυτήν την αδικίαν, να τον παραδεχθούμεν τόσον φιλοχρήματον, ώστε
+να λάβη δώρα παρά του Αγαμέμνονος, ή να δεχθή εξαγοράν διά να παραδώση ένα
+πτώμα. — Βεβαίως δεν είναι δίκαιον να τα επαινούμεν αυτά. — Εντρέπομαι δε διά
+λογαριασμόν του Ομήρου να λέγω, ότι είναι και ασεβή όσα αναφέρει περί του
+Αχιλλέως, εκείνα προ πάντων που είπε προς τον Απόλλωνα:</p>
+
+<p class="poem">κανείς απ’ όλους τους θεούς δεν είν' κακώτερός σου, <br />
+Εκάεργε, μα θα σώδειχτα κ’ εγώ, αν ημπορούσα</p>
+
+<p>και εκεί, όπου δεικνύει όλην του την περιφρόνησιν και είναι έτοιμος να
+προσβάλη τον ποταμόν Ξάνθον, που ήτο θεός· και πάλιν διά την κόμην του, την
+οποίαν είχε κάμη τάξιμον άλλου ποταμού, του Σπερχειού, να λέγη:</p>
+
+<p class="poem">την κόμη μου στον Πάτροκλο τον ήρωα θα προσφέρω, </p>
+
+<p>ο οποίος Πάτροκλος ήτο νεκρός· και δεν πρέπει να πιστεύσωμεν ότι έκαμε
+τοιούτον πράγμα, ούτε ότι έσυρε τον νεκρόν του Έκτορος γύρω εις το μνήμα του
+φίλου του, ούτε ότι έσφαξε τους αιχμαλωτισθέντας Τρώας επί της πυράς του· όλα
+αυτά θα επιμένωμεν ότι δεν είναι αληθινά και ούτε θα επιτρέψωμεν εις τους
+ιδικούς μας να πιστεύσουν, ότι ο Αχιλλεύς, υιός θεάς και του Πηλέως, ανθρώπου
+σωφρονεστάτου και συγχρόνως εγγόνου του Διός, o Aχιλλεύς, λέγω, μαθητής του
+σοφωτάτου Χείρωνος, ήτο τόσον ανισόρροπος, ώστε να έχη εις την ψυχήν του δύο
+πάθη όλως διόλου εναντία προς άλληλα, μίαν ταπεινήν φιλοχρηματίαν αφ' ενός,
+και μίαν υψηλοφροσύνην αφ' ετέρου, η οποία δεν ελογάριαζε ούτε θεούς ούτε
+ανθρώπους. — Σωστά λέγεις.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ας μη πιστεύωμεν λοιπόν ακόμη, ούτε ν' αφήνωμεν να λέγουν, ότι ο
+Θησεύς, υιός του Ποσειδώνος και ο Πειρίθους, υιός του Διός, επεχείρησαν την
+ιερόσυλον εκείνην απαγωγήν, που τους αποδίδουν, ούτε ότι άλλος κανείς υιός
+θεού και ήρως ετόλμησε να διαπράξη τας σκληρότητας και τας ασεβείας, με τας
+οποίας ψευδώς τώρα τους δυσφημίζουν· αλλά να αναγκάσωμεν τους ποιητάς ή να
+τας αναιρέσουν, ή να μη λέγουν ότι είναι τέκνα θεών· και να μην επιχειρούν να
+πείθουν τους νέους μας και τα δύο, ότι οι θεοί γεννούν τοιαύτα τέκνα και ότι οι
+ήρωες δεν είναι διόλου καλύτεροι από τους ανθρώπους· διότι, όπως ελέγαμεν
+προηγουμένως, ούτε όσια ούτε αληθινά είναι αυτά· επειδή απεδείξαμεν βεβαίως,
+ότι είναι αδύνατον να προέρχωνται κακά από τους θεούς. — Μάλιστα. — Προσέτι
+δε, ότι είναι και βλαβερά εις τους ακούοντας· επειδή ο καθένας θα δικαιολογήται
+απέναντι του εαυτού του διά τας κακίας του, αφού θα πιστεύση ότι παρόμοια
+πράττουν και έπραττον και</p>
+
+<p class="poem">όσοι 'ναι από το σπέρμα των θεών<br />
+ζεστοί του Δία συγγενείς<br />
+πόχουν ψηλά στον ουρανό<br />
+του Δία του πατέρα τους βωμό<br />
+πάνω στης Ίδας την κορφή, <br />
+και τρέχει μες στις φλέβες των<br />
+ακόμη το αίμα των θεών.</p>
+
+<p>Δι’ όλους λοιπόν αυτούς τους λόγους ας καταργήσωμεν αυτούς τους μύθους,
+μήπως καταστήσουν ευεπιφόρους τους νέους μας εις την πονηρίαν. — Σύμφωνος.
+Αφού λοιπόν τώρα ορίζομεν ποίους πρέπει να επιτρέπωμεν και ποίους όχι,
+υπολείπεται ακόμη κανένα είδος, περί του οποίου να ομιλήσωμεν; διότι τι πρέπει
+να λέγεται περί των θεών και των θείων και των ηρώων και του Άδου, το
+καθωρίσαμεν πλέον. — Μάλιστα. — Δεν θα μας υπελείπετο λοιπόν τώρα να
+ομιλήσωμεν και περί των ανθρώπων; — Μου φαίνεται. — Αλλά, φίλε μου, αυτό
+είναι αδύνατον επί του παρόντος. — Διατί; — Διότι θα είπωμεν, νομίζω, ότι οι
+ποιηταί και οι μυθογράφοι πραγματεύονται πολύ κακά το ζήτημα τούτο, όταν
+λέγουν, ότι υπάρχουν πολλοί άδικοι μεν, ευτυχείς όμως, και απεναντίας πολλοί
+δίκαιοι δυστυχείς, ότι η αδικία ωφελεί, όταν κατορθώνη να αποκρύπτεται, ότι η
+δικαιοσύνη είναι καλόν διά τον άλλον, όχι όμως και δι’ εκείνον που την εξασκεί και
+αυτά μεν θα τους απαγορεύσωμεν να τα λέγουν, θα τους επιβάλωμεν δε να
+ψάλλουν και να μυθολογούν όλως διόλου τα εναντία· δεν είναι αλήθεια; — Και
+πολύ μάλιστα. — Τότε λοιπόν, αν παραδεχθής πως έχω δίκαιον εις τούτο, θα
+συμπεράνω, ότι είσαι πλέον σύμφωνος μαζί μου δι’ όσα απ’ αρχής συζητούμεν. —
+Είναι σωστή η παρατήρησίς σου. — Ας αναβάλωμεν λοιπόν να καθορίσωμεν τι
+πρέπει να λέγωμεν εν σχέσει προς τους ανθρώπους, αφού προηγουμένως
+εύρωμεν, ποία είναι η ουσία της δικαιοσύνης, και ότι είναι εκ φύσεως ωφέλιμος δι’
+εκείνον που την εξασκεί, αδιάφορον εάν θεωρήται, ή όχι, τοιούτος. — Καλά
+λέγεις.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ετελείωσε λοιπόν το ζήτημα όσον αφορά τους λόγους· τώρα πρέπει,
+νομίζω, να εξετάσωμεν και περί του τρόπου του λέγειν, ούτως ώστε να γνωρίζωμεν
+πλέον κατά βάθος και τι πρέπει να λέγωμεν και πώς πρέπει να τα λέγωμεν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν εννοώ τώρα τι θέλεις να ειπής, είπεν ο Αδείμαντος. — Και όμως
+πρέπει· αλλ' ίσως να το εννοήσης έτσι καλύτερα. Όλα όσα λέγουν οι ποιηταί και οι
+μυθολόγοι δεν είναι διήγησις πραγμάτων αναφερομένων είτε εις το παρελθόν, είτε
+εις το παρόν, είτε εις το μέλλον; — Τι άλλο βέβαια; — Και δεν μεταχειρίζονται προς
+τον σκοπόν των άλλοτε μεν την απλήν διήγησιν, άλλοτε δε την μιμητικήν διήγησιν,
+και άλλοτε πάλιν και τους δύο αυτούς τρόπους μαζί; — Σε παρακαλώ, θέλω να μου
+το εξηγήσης και αυτό σαφέστερα. — Αστείος διδάσκαλος φαίνεται πως θα είμαι
+και όχι πολύ μεταδοτικός· ας κάμω λοιπόν όπως εκείνοι που δεν έχουν και μεγάλην
+ευκολίαν να εκφράζωνται· θα χωρίσω ένα μέρος από το όλον και με αυτό θα
+προσπαθήσω να σου δώσω να εννοήσης τι θέλω να είπω· και λέγε μου, σε
+παρακαλώ· γνωρίζεις τους πρώτους στίχους της Ιλιάδος, όπου διηγείται ο ποιητής,
+ότι ο μεν Χρύσης παρακαλεί τον Αγαμέμνονα να του αποδώοη με λύτρα την
+θυγατέρα του, εκείνος δε ωργισμένος τον αποδιώκει, και τότε ο ιερεύς εξορκίζει
+τον Απόλλωνα να στρέψη την οργήν του κατά των Αχαιών, διά την άρνησιν ταύτην;
+— Τους γνωρίζω βέβαια. — Γνωρίζεις λοιπόν ότι μέχρι μεν των στίχων</p>
+
+<p class="poem">&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;
+&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;
+&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;
+&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;
+κι όλους τους Αχαιούς παρακαλούσε, <br />
+μα ξέχωρα τους δύο τους γυιούς του Ατρέως, τους στρατηλάτες,</p>
+
+<p>διηγείται ο ίδιος ο ποιητής και δεν ζητεί να μας στρέψη αλλού τον νουν, ότι
+τάχα είναι άλλος ο διηγούμενος και όχι αυτός ο ίδιος· τα παρακάτω όμως τα λέγει
+ως να ήτο ο ίδιος ο Χρύσης και προσπαθεί με κάθε τρόπον να μας κάμη να
+φανταζώμεθα πως δεν είναι ο Όμηρος που τα λέγει, αλλά ο γέρων, ο ιερεύς του
+Απόλλωνος· και εις όλην δε εν γένει την ποίησίν του το ίδιον σχεδόν κάμνει, και εις
+τα Τρωικά και εις τα εν Ιθάκη και εις ολόκληρον την Οδύσσειαν εκείνην των
+παθημάτων. — Πράγματι. — Διήγησις λοιπόν είναι, και όταν αναφέρη αυτολεξεί
+τους λόγους των άλλων, και όταν αυτός ο ίδιος λέγη τα εν τω μεταξύ; — Πώς όχι; —
+Αλλ' όταν αναφέρη καμμίαν ρήσιν ως εκ μέρους άλλου, δεν παραδέχεσαι ότι
+προσπαθεί να αφομοιώση, όσον είναι δυνατόν, τα λεγόμενά του με το πρόσωπον,
+το οποίον μας παρουσιάζει διά να ομιλήση; — Το παραδέχομαι· πώς όχι; — Όταν
+λοιπόν αφομοιώνη κανείς τον εαυτόν του με έναν άλλον, είτε κατά την φωνήν, είτε
+κατά το σχήμα, δεν λέγομεν ότι τον μιμείται; — Βεβαίως. — Ώστε, εις αυτήν την
+περίστασιν, και αυτός και οι άλλοι ποιηταί, κάμνουν μιμητικήν διήγησιν, καθώς την
+είπα προτύτερα. — Μάλιστα. — Αν όμως δεν απέκρυπτε διόλου ο ποιητής τον
+εαυτόν του, τότε όλη η ποίησίς του και η διήγησίς του θα εγίνετο δίχως την
+μίμησιν· και διά να μη μου ειπής πάλιν, ότι δεν εννοείς, πώς θα εγίνετο τούτο, εγώ
+θα σου το εξηγήσω. Εάν δηλαδή ο Όμηρος, αφού είπεν ότι ήλθεν ο Χρύσης με τα
+λύτρα της θυγατρός του, διά να ικετεύση τους Αχαιούς και προ πάντων τους δύο
+βασιλείς, εξηκολούθει να ομιλή όχι ως να εγίνετο Χρύσης, αλλά ως Όμηρος ακόμη,
+δεν θα ήτο τότε πλέον μίμησις, άλλα απλή διήγησις. Και ιδού πώς θα ήτο τότε το
+ποίημα, αν και θα σου τα ειπώ όχι εμμέτρως, διότι δεν είμαι δα και ποιητής:</p>
+
+<p class="quote">«Ήρθεν ο ιερέας και παρακαλούσε τους θεούς ν' αξιώσουν τους
+Αχαιούς, να πάρουν την Τρωάδα και να γυρίσουν με το καλό στα σπίτια τους, και
+να λυτρώσουν τη θυγατέρα του παίρνοντας την ξαγορά της και να σεβαστούν το
+Θεό. Κι όταν τάκουσαν όλοι οι άλλοι τον εσεβάστηκαν και ήσαν σύμφωνοι, μόνον ο
+Αγαμέμνων αγρίεψε και τον πρόσταξε να τραβηχθή αμέσως τώρα και να μην
+τολμήση να ξανάρθη, μήπως δεν τον ωφελήσουν καθόλου τα στεφάνια του θεού
+και η πατερίτσα του· και πρι να ξεσκλαβωθή η θυγατέρα του, θα γεράση, του είπε,
+κάτω στο Άργος μαζί του· και τον πρόσταξε να φύγη και να μην τον ερεθίζη, αν
+θέλη να φθάση γερός στο σπίτι του· κι ο γέροντας που τάκουσε τον έπιασε
+τρομάρα κ’ έφυγε χωρίς να βγάλη μιλιά· και αφού προχώρησε μακρυά από τα
+καράβια, άρχισε να παρακαλή τον Απόλλωνα, κράζοντάς τον με όλα τα ονόματά
+του, και να του θυμίζη, αν καμμιά φορά του είχε χαρίση τίποτα για να τον
+ευχαριστήση, ή θυσία ξεχωριστή να του είχε προσφέρη, ή εκκλησιά να του είχε
+χτίση· για όλα αυτά λοιπόν τον παρακαλούσε να τιμωρήση τους Αχαιούς με τα βέλη
+του, για τα δάκρυα που τον έκαμαν να χύση . . .»</p>
+
+<p>Κατ' αυτόν τον τρόπον, φίλε μου, γίνεται απλή διήγησις χωρίς μίμησιν. —
+Εννοώ.</p>
+
+<p>&nbsp;— Εννοείς λοιπόν ότι το εναντίον είδος της διηγήσεως είναι, όταν ο
+ποιητής αφαιρή τα εν τω μεταξύ, που λέγει ο ίδιος, και αφήνη μόνον εκείνα, που
+λέγουν μεταξύ των τα πρόσωπα. — Και αυτό το εννοώ· όπως δηλαδή γίνεται εις τας
+τραγωδίας. — Ακριβώς· και τώρα, νομίζω, σου έδωσα να καταλάβης εκείνο, που
+δεν ημπόρεσα προηγουμένως, ότι δηλαδή, ένα μεν είδος της ποιήσεως και της
+μυθοπλαστίας γίνεται εξ ολοκλήρου διά της μιμήσεως, η τραγωδία και η κωμωδία,
+όπως είπες και συ, ένα δε άλλο είδος απλώς διά της διηγήσεως του ιδίου του
+ποιητού· και θα το εύρης αυτό προ πάντων εις τους διθυράμβους· υπάρχει δε και
+τρίτον είδος, εις το οποίον συνενούνται και οι δύο τρόποι, όπως γίνεται εις την
+επικήν ποίησιν και εις πολλά άλλα είδη ποιήσεως· με ενόησες λοιπόν; — Πώς;
+τώρα εννοώ τι ήθελες να ειπής τότε. — Τώρα ενθυμήσου και τι ελέγαμεν πριν από
+αυτά, ότι, αφού καθωρίσαμεν το τι πρέπει να λέγωμεν, υπολείπεται να εξετάσωμεν
+και το πώς πρέπει να τα λέγωμεν. — Αλλά το ενθυμούμαι.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ενοούσα λοιπόν, ότι πρέπει να συζητήσωμεν, εάν θα αφήσωμεν εις
+τους ποιητάς το δικαίωμα να μεταχειρίζωνται την μιμητικήν διήγησιν, ή εν
+συνδυασμώ και την μιμητικήν και την απλήν, και εις ποίας περιστάσεις το ένα ή το
+άλλο είδος, ή και θα τους απαγορεύσωμεν τελείως την μίμησιν. — Μαντεύω ποίος
+είναι ο σκοπός σου· να ίδωμεν αν θα παραδεχθώμεν ή όχι την τραγωδίαν και την
+κωμωδίαν εις την πόλιν μας. — Ίσως· αλλά ίσως και κάτι περισσότερον ακόμη· διότι
+δεν ηξεύρω επί του παρόντος ακόμη τίποτε, αλλ' όπου μας φέρη ο λόγος ως πνοή
+ανέμου, εκεί θα σύρωμεν. — Και έχεις δίκαιον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αυτό λοιπόν τώρα πρόσεξε, Αδείμαντε, αν μας συμφέρη να είναι οι
+νέοι μας μιμητικοί, ή όχι; ή μήπως έπεται και αυτό εκ των προηγουμένων, ότι ο
+καθείς μόνον ένα επάγγελμα ημπορεί να εξασκή καλώς, και όχι πολλά, διότι
+εκείνος που καταπιάνεται με όλα, δεν θα κατορθώση ποτέ να διακριθή εις κανένα;
+— Έτσι βέβαια θα είναι. — Ώστε το ίδιον θα εφαρμόζεται και περί της μιμήσεως· ο
+ίδιος άνθρωπος δεν θα ημπορή ποτέ να μιμήται καλώς πολλά πράγματα, όπως ένα
+μόνον; — Όχι βέβαια. — Πολύ ολιγώτερον λοιπόν θα ημπορέση να καταγίνεται εις
+κανένα από τα σπουδαία επαγγέλματα και να μιμήται συγχρόνως πολλά πράγματα
+και να είναι μιμητικός, αφού ο ίδιος άνθρωπος δεν δύναται να ευδοκιμήση εις δύο
+συγχρόνως μιμήσεις, αι οποίαι θεωρούνται τόσον σχετικαί προς αλλήλας, όπως
+παραδείγματος χάριν η τραγωδία και η κωμωδία· ή δεν τας ωνόμαζες προ ολίγου
+μιμήσεις αυτάς; — Μάλιστα· και έχεις δίκαιον εις αυτό. — Και δεν ημπορούν οι
+ίδιοι να είναι ραψωδοί και υποκριταί συγχρόνως. — Πράγματι. — Ούτε να είναι οι
+ίδιοι υποκριταί και εις την τραγωδίαν και εις την κωμωδίαν^ όλα δε αυτά είναι
+μιμήσεις ή όχι; — Είναι. — Και μου φαίνεται, Αδείμαντε, ότι η φύσις του ανθρώπου
+έχει κατακερματισθή εις μικροτέρας ακόμη ειδικότητας, ώστε να είναι αδύνατον να
+μιμήται κανείς πολλά συγχρόνως, ή και να κάμνη επιτυχώς εκείνα που
+παριστάνουν αι μιμήσεις. — Έχεις πληρέστατον δίκαιον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Εάν λοιπόν επιμείνωμεν εις την πρώτην μας εκείνην διάταξιν, κατά
+την οποίαν οι φρουροί μας, απηλλαγμένοι πάσης άλλης ενασχολήσεως, έργον
+αποκλειστικόν θα έχουν την υπεράσπισιν της ελευθερίας της πόλεως και τίποτε
+άλλο, που δεν έχει σχέσιν με αυτό, δεν θα τους επιτρέπεται ούτε να κάμνουν ούτε
+να μιμούνται οτιδήποτε άλλο και αν είναι· εάν δε μιμούνται, μόνον ό,τι έχει σχέσιν
+με τον προορισμόν των να μιμούνται εκ παιδικής ηλικίας, δηλαδή την ανδρείαν,
+την σωφροσύνην, την ευσέβειαν, την μεγαλοψυχίαν και τας τοιαύτας αρετάς· κάθε
+δε ταπεινόν και αισχρόν, ούτε να το πράττουν ούτε να έχουν την επιτηδειότητα να
+το μιμούνται, μήπως από την μίμησιν καταντήσουν και να γίνουν τοιούτοι· ή δεν
+έχεις παρατηρήση ότι η μίμησις, εάν αρχίση και εξακολουθή από πολύ νεαράν
+ηλικίαν, καταντά από την συνήθειαν να γίνη δευτέρα φύσις και κατά το σώμα και
+κατά την φωνήν και κατά την διάνοιαν; — Και πολύ μάλιστα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ποτέ λοιπόν δεν θα επιτρέψωμεν, εκείνοι τους οποίους
+κηδεμονεύομεν και εννοούμεν να γίνουν μίαν ημέραν σπουδαίοι άνδρες, να
+μιμούνται μίαν γυναίκα, ή νέαν ή γραίαν, η οποία έξαφνα μαλλώνει με τον άνδρα
+της, ή τολμά να τα βάζη με τους θεούς πλήρης μεγαλαυχίας διά τας φανταστικάς
+ευτυχίας της, ή παραδίδεται εις θρήνους και απελπισίαν διά τας συμφοράς της·
+πολύ δε ολιγώτερον ακόμη μίαν γυναίκα ασθενή ή ερωτευμένην ή και να
+κοιλοπονά. — Διόλου βέβαια. Ούτε προσέτι δούλας και δούλους, που ασχολούνται
+εις τας εργασίας των. — Ουδέ τούτο. — Αλλ' ούτε ακόμη και ανθρώπους
+ταπεινούς και αθλίους, που κάμνουν όλως διόλου τα εναντία απ’ όσα τώρα
+είπαμεν, να υβρίζωνται, να περιπαίζη ο ένας τον άλλον, να αισχρολογούν
+μεθυσμένοι και νηστικοί, ή και όλας αυτάς τας ασχημίας που συνηθίζουν και εις
+τους λόγους των και εις τα έργα των οι τοιούτοι και προς τους εαυτούς των και
+προς τους άλλους· ούτε ακόμη νομίζω πως πρέπει να υποκρίνωνται τους λόγους
+και τα έργα των παραφρόνων· διότι πρέπει μεν κατ' ανάγκην να γνωρίσουν και
+τους προστύχους και τους παράφρονας, άνδρας και γυναίκας, όχι όμως και να
+γίνωνται οι ίδιοι και να τους μιμούνται. — Πολύ σωστά. — Τι δε; θα επιτρέπεται
+τάχα να μιμούνται τους σιδηρουργούς, ή οποιονδήποτε άλλον τεχνίτην, ή τους
+κωπηλάτας επί των πλοίων, ή τους κελευστάς ή όλους τους τοιούτους; — Και πώς,
+αφού ούτε να προσέχουν καν θα έχουν δικαίωμα εις κανένα από αυτούς; — Τον δε
+χρεμετισμόν των ίππων, ή τον μυκηθμόν των ταύρων, την βοήν των ποταμών, της
+θαλάσσης τον βρυχηθμόν, τας βροντάς, και όλα τα τοιαύτα, θα τα μιμούνται τάχα;
+— Όχι βέβαια, αφού τους απηγορεύθη να είναι μανιακοί και να μιμούνται τους
+μανιακούς.</p>
+
+<p>&nbsp;— Εάν λοιπόν εννοώ καλά την σκέψιν σου, υπάρχει ένας τρόπος ομιλίας
+και διηγήσεως, τον οποίον θα μεταχειρίζεται ο σωστός ο άνθρωπος, όταν έχη
+τίποτε να είπη· και ένας άλλος πάλιν όλως διόλου διαφορετικός, από την χρήσιν
+του οποίου δεν ξεκολλούν όλοι οι ταπεινής φύσεως και κακής ανατροφής
+άνθρωποι. — Και ποίοι είναι αυτοί οι τρόποι; — Ο μεν χρηστός άνθρωπος, μου
+φαίνεται, όταν εις την σειράν της διηγήσεώς του πρόκειται να αναφέρη πράξιν ή
+λόγον ενός χρηστού επίσης ανθρώπου, θα προσπαθήση να μιμηθή, ως να ήτο
+εκείνος ο ίδιος, την απαγγελίαν του, και δεν θα εντραπή δι’ αυτήν την μίμησιν,
+μάλιστα όταν έχη να μιμηθή τον χρηστόν άνθρωπον ενεργούντα με την
+συνηθισμένην του σταθερότητα και περίνοιαν, και δεν πρόκειται καθόλου διά
+πρόσωπα προσβεβλημένα από ασθένειαν, ή από έρωτα, ή διατελούντα υπό το
+κράτος μέθης ή άλλου αναλόγου περιστατικού· όταν δε πάλιν συμπέση ο λόγος διά
+κανένα ανάξιον εαυτού πρόσωπον, δεν θα ταπεινωθή να αναπαραστήση με όλην
+την ακρίβειαν αυτόν τον χειρότερόν του, αλλά μόνον εν παρόδω και αν τύχη να
+κάμνη οπωσδήποτε καμμίαν καλήν πράξιν· αλλά και πάλιν θα εντραπή, αφ' ενός
+μεν διότι θα είναι αγύμναστος να μιμήται τους τοιούτους, αφ' ετέρου δε διότι θα
+του έκαμνε κακόν να υποδύεται και αναπαριστά πρόσωπα υποδεέστερα, προς τα
+οποία, αν δεν επρόκειτο περί απλής παιδιάς, μόνον περιφρόνησιν θα ησθάνετο. —
+Πολύ φυσικά.</p>
+
+<p>&nbsp;— Διήγησιν λοιπόν θα μεταχειρίζεται εκείνην, της οποίας ημείς
+εδώσαμεν προηγουμένως δείγμα διά την ποίησιν του Ομήρου, και θα μετέχη μεν
+και των δύο τρόπων, και του απλού και του μιμητικού, αλλ' ούτως ώστε η μίμησις
+να καταλαμβάνη ελάχιστον μέρος του όλου λόγου· ή δεν έχω δίκαιον; — Πώς; κατ'
+αυτόν βέβαια τον τύπον πρέπει να ομιλή ο τοιούτος άνθρωπος. — Ώστε ο μη
+τοιούτος πάλιν, όσον φαυλότερος θα είναι, τόσον θα θέλη να μιμήται τα πάντα, και
+τίποτε δεν θα θεωρήση ανάξιον του εαυτού του· ώστε θα το κάμη έργον του να
+μιμήται με μεγάλην ακρίβειαν και δημοσία τα πάντα, και όσα ελέγαμεν πριν,
+δηλαδή τας βροντάς, τον συριγμόν των ανέμων και της χαλάζης, τον τριγμόν των
+αξόνων και των τροχαλιών, την φωνήν της σάλπιγγος και του αυλού και της
+σύριγγος και όλων εν γένει των οργάνων, ακόμη δε και τας φωνάς των σκύλων και
+των προβάτων και των πτηνών και θα διεξάγεται λοιπόν όλος ο λόγος του δια
+μιμήσεως φωνών και σχημάτων και μόνον μικρόν μέρος διηγήσεως θα έχη. — Αυτό
+πραγματικώς θα γίνεται.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ούτοι λοιπόν είναι οι δύο τρόποι της διηγήσεως, που έλεγα. — Πολύ
+καλά. — Και ο μεν πρώτος δεν επιδέχεται παρά ολίγας μόνον μεταβολάς, και αν
+κανείς εύρη και προσαρμόση την προσήκουσαν αρμονίαν και τον ρυθμόν, δεν θα
+χρειασθή σχεδόν πλέον να ζητήση άλλας εκείνος, που μεταχειρίζεται ορθώς αυτόν
+τον τρόπον, αλλά θα είναι αρκετή η μία αρμονία και ο όμοιος ρυθμός. — Έτσι είναι
+όπως το λέγεις. — Ενώ ο άλλος τρόπος; δεν χρειάζεται απεναντίας όλας τας
+αρμονίας και όλους τους ρυθμούς, εάν πρόκειται να είναι σύμφωνος με την φύσιν
+του, επειδή έχει όλα τα διάφορα είδη των μεταβολών; — Και πάρα πολύ μάλιστα.
+— Αλλά όλοι οι ποιηταί, και εν γένει όσοι διηγούνται κάτι δεν μεταχειρίζονται ή τον
+ένα τρόπον, ή τον άλλον, ή και ένα τρίτον ανάμικτον εκ των δύο; — Κατ' ανάγκην.
+— Τι λοιπόν θα κάμωμεν ημείς: θα παραδεχθώμεν άραγε εις την πόλιν μας όλους
+αυτούς, ή τον ένα εκ των αμιγών, ή τον τρίτον τον ανάμικτον; — Εάν έχη σημασίαν
+η ψήφος μου, εγώ λέγω τον αμιγή τρόπον, που μιμείται τον χρηστόν
+άνθρωπον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, αλλά και ο ανάμικτος, Αδείμαντε, είναι τερπνός, πολύ δε ακόμη
+τερπνότερος και εις τους παίδας και εις τους παιδαγωγούς και εις τον λαόν είναι ο
+αντίθετος εκείνου τον οποίον εδιάλεξες εσύ. — Είναι πράγματι.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλ' ίσως θα έλεγες, ότι δεν ταιριάζει αυτός εις την ιδικήν μας την
+πολιτείαν, επειδή δεν ευρίσκεται εις ημάς άνθρωπος να συνενώνη διπλά και
+πολλαπλά επαγγέλματα, αλλ' ο καθένας εξασκεί το ιδικόν του μόνον. — Δεν
+ταιριάζει αλήθεια. — Δι’ αυτόν τον λόγον δεν θα εύρωμεν μόνον εν τη τοιαύτη
+πόλει, ο υποδηματοποιός να είναι υποδηματοποιός και όχι έξαφνα και κυβερνήτης
+συγχρόνως, ο γεωργός γεωργός και όχι μαζί και δικαστής, και ο πολεμιστής μόνον
+πολεμιστής και όχι εκτός αυτού και επιχειρηματίας; — Αλήθεια.</p>
+
+<p>&nbsp;— Εάν λοιπόν ένας από εκείνους, που έχουν την δύναμιν της τέχνης να
+μιμούνται τα πάντα και να λαμβάνουν χιλίας διαφόρους μορφάς, ήρχετο εις την
+πόλιν μας διά να επιδείξη την σοφίαν του και τα έργα του, θα τον
+επροσκυνούσαμεν βέβαια ως θείον άνθρωπον και αξιοθαύμαστον και
+επαγωγότατον, θα του ελέγαμεν όμως συγχρόνως, ότι δεν έχει θέσιν εις την πόλιν
+μας τοιούτος άνθρωπος, ουδέ μας είναι επιτετραμμένον να μένη πλησίον μας· θα
+τον παραπέμψωμεν δε εις άλλην πόλιν, αφού του ράνωμεν την κεφαλήν του με
+μύρα και τον στεφανώσωμεν με ταινίας και διαδήματα· και θα αρκεσθώμεν ημείς
+με τον σοβαρώτερον και όχι τόσον επαγωγόν ποιητήν μας και μυθολόγον, ο οποίος
+όμως θα μας είναι και ωφελιμώτερος, διότι θα μιμήται τον λεκτικόν τρόπον του
+χρηστού ανθρώπου και θα ακολουθή αυστηρώς τους τύπους εκείνους που
+ενομοθετήσαμεν, όταν συνετάξαμεν το πρόγραμμα της ανατροφής των στρατιωτών
+μας. — Έτσι πράγματι να κάμωμεν, εάν θα είναι εις το χέρι μας.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τώρα λοιπόν, καλέ μου φίλε, νομίζω ότι έχομεν πραγματευθή τελείως
+και κατά βάθος το μέρος της μουσικής εκπαιδεύσεως, το οποίον αφορά τους
+λόγους και τους μύθους· διότι έχομεν καθορίση και τι πρέπει να λέγωνται και πώς
+να λέγωνται.</p>
+
+<p>&nbsp;— Έτσι νομίζω και εγώ.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν μας υπολείπεται λοιπόν τώρα το άλλο μέρος της μουσικής, το
+οποίον αφορά το άσμα και την μελωδίαν; — Φανερόν. — Δεν ημπορεί λοιπόν
+άραγε να εύρη ο καθένας τώρα, τι έχομεν να είπωμεν και δι’ αυτά και οποία πρέπει
+να είναι, εάν θέλωμεν να είμεθα συνεπείς προς τα προειρημένα;</p>
+
+<p>Επάνω εις αυτό εγέλασεν ο Γλαύκων και είπε — Εγώ λοιπόν, Σωκράτη,
+κινδυνεύω να μείνω έξω από αυτούς όλους, που ημπορούν να το εύρουν· διότι επί
+του παρόντος τουλάχιστον δεν είμαι εις θέσιν να είπω ποία πρέπει να είναι αυτά,
+αν και τα φαντάζωμαι αμυδρώς. — Είσαι όμως βέβαια εις θέσιν να γνωρίζης και να
+μας είπης εν πρώτοις αυτό, ότι η μελωδία σύγκειται από τρία στοιχεία, από τα
+λόγια, από την αρμονίαν και τον ρυθμόν. — Ναι, αυτό μάλιστα. — Λοιπόν, όσον
+αφορά τα λόγια του άσματος, διαφέρουν άραγε από τα λόγια της απλής
+διηγήσεως, ώστε να μην ημπορή να εφαρμοσθούν και εις αυτά οι ίδιοι εκείνοι
+τύποι, τους οποίους καθωρίσαμεν προηγουμένως, και κατά τον ίδιον τρόπον; —
+Χωρίς αμφιβολίαν. — Αλλ' όμως η αρμονία και ο ρυθμός πρέπει να συμβαδίζουν
+με τα λόγια. — Πώς όχι; — Είπαμεν όμως ακόμη, ότι εις τας διηγήσεις δεν
+χρειαζόμεθα ημείς θρήνους και οδυρμούς. — Μάλιστα. — Ποίαι λοιπόν είναι αι
+θρηνώδεις αρμονίαι; λέγε μου· διότι είσαι μουσικός εσύ. — Είναι η λυδιστί
+λεγομένη αρμονία, η μικτή και η οξεία, και μερικαί άλλαι παρόμοιαι. — Ώστε αυτάς
+πρέπει να τας αφαιρέσωμεν διότι είναι άχρηστοι και εις τας γυναίκας, τας σοβαράς
+τουλάχιστον, και κατά μείζονα λόγον εις τους άνδρας. — Αλλ' όμως και η μέθη και
+η νωχέλεια και η οκνηρία είναι πράγματα εντελώς ανάρμοστα εις τους πολεμιστάς.
+— Δεν υπάρχει αντίρρησις. — Ποίαι λοιπόν αρμονίαι είναι νωχελείς και κατάλληλοι
+διά τα συμπόσια; — Η ιωνική και η λυδική, τας οποίας και ονομάζουν χαλαράς. —
+Αυτάς λοιπόν, φίλε μου, θα μεταχειρισθής ποτε διά πολεμικούς ανθρώπους; —
+Ποτέ βέβαια αλλά κινδυνεύει να μη μας μένουν άλλαι εκτός της δωρικής και
+φρυγικής.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν γνωρίζω εγώ τας αρμονίας· αλλ' άφησέ μας πρώτον εκείνην την
+αρμονίαν, που θα ημπορούσε να μιμηθή καθώς πρέπει τον τόνον και την έκφρασιν
+ενός γενναίου ανθρώπου, είτε εις την συμπλοκήν των μαχών, είτε εις καμμίαν
+άλλην επικίνδυνον επιχείρησιν, ο οποίος και εις τας αποτυχίας ακόμη, όταν
+εκτίθεται εις τραύματα και θανάτους ή περιπίπτη εις άλλην τινά συμφοράν, εις
+όλας αυτάς τας περιστάσεις αντιτάσσει με γενναιότητα το στήθος του και
+αποκρούει τα κτυπήματα της τύχης· και μίαν άλλην δεύτερον, διά τας ειρηνικάς και
+όχι δια τας βιαίας πράξεις του ανθρώπου, αλλά τας θεληματικάς, όταν ζητή να
+πείση ή όταν παρακαλή, με ευχάς τον θεόν, με συμβουλάς και νουθεσίας τον
+άνθρωπον, ή τουναντίον όταν παρέχη πρόθυμον ους εις τας παρακλήσεις, τας
+συμβουλάς και τας νουθεσίας ενός άλλου, και δεν έχει λόγους να μετανοήση δι’
+αυτό, ούτε υπερηφανεύεται διά τας επιτυχίας του, αλλά γνωρίζει να φυλάττη το
+προσήκον και το μέτρον εις όλας του τας πράξεις και να μένη ευχαριστημένος
+οποιαδήποτε και αν είναι η έκβασίς των. Αυτάς λοιπόν τας δύο αρμονίας να μας
+φυλάξης, που θα μιμούνται κάλλιστα τον τόνον και την έκφρασιν του γενναίου και
+μετρημένου ανθρώπου εις τας βιαίας ή θεληματικάς πράξεις του, εις τας ευτυχίας
+και τας ατυχίας του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Μα δεν ζητείς να σου φυλάξωμεν άλλας, είπεν ο Γλαύκων, αλλ'
+ακριβώς αυτάς που σου έλεγα τώρα και εγώ. — Δεν θα χρειασθούμεν λοιπόν εις τα
+άσματα και τας μελωδίας μας όργανα πολύχορδα και με πολλαπλάς αρμονίας. —
+Όχι, καθώς φαίνεται. — Και δεν θα έχωμεν ανάγκην επομένως να συντηρούμεν εις
+την πόλιν μας κατασκευαστάς τριγώνων και πηκτίδων και όλων εν γένει των
+πολυχόρδων και πολυαρμονίων οργάνων. — Έτσι φαίνεται. — Θα παραδεχθής
+λοιπόν τάχα εις την πόλιν μας τους αυλητάς και τους κατασκευαστάς των αυλών; ή
+μήπως δεν είναι ο αυλός το πολυχορδότατον όργανον, και αυτά τα παναρμόνια
+μιμήσεις απλώς του αυλού; Τίποτε άλλο πράγματι. — Ώστε σου υπολείπεται η
+λύρα και η κιθάρα διά την πόλιν, και το πολύ καμμία σύριγξ διά τους βοσκούς εις
+την εξοχήν. — Τουλάχιστον έτσι το φέρνει ο λόγος μας. — Και δεν κάμνομεν τίποτε
+νέον πράγμα, φίλε μου, αν προτιμούμεν τον Απόλλωνα από τον Μαρσύαν, και την
+κιθάραν εκείνου από τον αυλόν αυτού. — Μα την αλήθειαν έτσι μοιάζει.</p>
+
+<p>&nbsp;— Και μα τον κύνα, χωρίς να το εννοήσωμεν, κάμνομεν την εκκαθάρισιν
+της πόλεως, εις την οποίαν ελέγαμεν ότι υπερεπλεόναζεν η τρυφή και η
+πολυτέλεια.</p>
+
+<p>&nbsp;— Και δεν κάμνομεν άσχημα. — Ας εξακολουθήσωμεν λοιπόν την
+εκκαθάρισιν και έρχεται τώρα η σειρά των ρυθμών, ώστε, συμφώνως με όσα
+είπαμεν περί των αρμονιών, να μην επιδιώκωμεν και εις αυτούς την ποικιλίαν και
+την πολλαπλότητα των μετρικών βάσεων, αλλά να ζητήσωμεν να εύρωμεν ποίοι
+είναι οι ρυθμοί του κοσμίου και γενναίου βίου, και αφού τους εύρωμεν, να
+προσαρμόσωμεν τας βάσεις και το μέλος προς τους λόγους, και όχι τους λόγους
+προς την βάσιν και το μέλος. Ποίοι δε είναι αυτοί οι ρυθμοί, περιμένομεν να το
+μάθωμεν από σένα, όπως και τας αρμονίας.</p>
+
+<p>&nbsp;— Μα την αλήθειαν, δεν ημπορώ να σου απαντήσω· ό,τι μόνον γνωρίζω
+είναι ότι υπάρχουν τρία είδη από τα οποία συναπαρτίζονται αι βάσεις, όπως
+τέσσαρα είδη φθόγγων από τα οποία προέρχονται όλαι αι αρμονίαι· ποία όμως
+ημπορούν να μιμηθούν τον ένα και ποία τον άλλον τρόπον του βίου, δεν είμαι εις
+θέσιν να το γνωρίζω.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλ' εις αυτό ημπορούμεν να ζητήσωμεν και την γνώμην του
+Δάμωνος, ποίαι βάσεις είναι κατάλληλοι να εκφράσουν τους ταπεινούς, τους
+ανελευθέρους, τους προστύχους, τους παραφόρους και όλους εν γένει τους κακούς
+χαρακτήρας, και ποίους ρυθμούς πρέπει να λαμβάνωμεν διά τους αντιθέτους·
+νομίζω δε ότι τον ήκουσα να ομιλή, όχι και πολύ σαφώς, περί τινος ρυθμού, τον
+οποίον ωνόμαζε σύνθετον ενόπλιον, και δάκτυλον, και ηρώον, και τον οποίον δεν
+γνωρίζω πώς συνέθετε με ίσην άρσιν και θέσιν και από μακράς και βραχείας
+συλλαβάς· και ένα άλλον πάλιν, ίαμβον, μου φαίνεται, και τροχαίον, εις τον οποίον
+απέδιδεν επίσης μακράς και βραχείας συλλαβάς· ακόμη νομίζω τον ήκουσα να
+επαινή ή και να ψέγη την ρυθμικήν αγωγήν του ενός ή του άλλου ποδός, όχι
+ολιγώτερον από τους ιδίους ρυθμούς, ή μαζί κάποτε και τα δύο, διότι δεν είμαι εις
+θέσιν να ειπώ ακριβώς. Αλλ' ας τα αναβάλωμεν αυτά να τα συζητήσωμεν, καθώς
+είπα, με τον Δάμωνα· διότι απαιτείται όχι ολίγος χρόνος να τα διευκρινήσωμεν ή
+έχεις άλλην γνώμην; — Καθόλου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αυτό όμως τουλάχιστον ημπορείς να το γνωρίζης, ότι την μεν
+ευρυθμίαν παρακολουθεί η εντύπωσις της ωραιότητος, απεναντίας δε την
+αρρυθμίαν η εντύπωσις της ασχημίας. — Πώς όχι: — Αλλ' όμως η ωραιότης του
+ρυθμού, καθώς και της αρμονίας, παρακολουθεί συνήθως και εξομοιούται με την
+ωραιότητα των λόγων, όπως και το εναντίον, αφού είπαμεν προηγουμένως ότι ο
+ρυθμός και η αρμονία έγιναν διά τους λόγους, και όχι οι λόγοι δι’ αυτά. —
+Πράγματι πρέπει να ακολουθούν τον λόγον. — Αλλά ο λεκτικός τρόπος, καθώς και
+ο ίδιος ο λόγος, δεν παρακολουθεί το ήθος της ψυχής; — Πώς όχι; — Όλα δε τα
+άλλα τον λόγον; — Ναι. — Επομένως η ωραιότης και η αρμονία, η χάρις και η
+ευρυθμία του λόγου παρακολουθούν την ευήθειαν και δεν εννοώ με αυτήν την
+λέξιν την μωρίαν, την οποίαν ονομάζουν κατ' ευφημισμόν ευήθειαν, αλλά τον
+χαρακτήρα εκείνον της ψυχής, της οποίας είναι καλά και ωραία τα ήθη. — Αληθώς.
+— Αυτά λοιπόν δεν πρέπει παντού και πάντοτε να επιδιώκουν οι νέοι μας, αν
+θέλουν να εκπληρώσουν τον προορισμόν των; — Αναμφιβόλως. — Είναι δε και τα
+κοινά, ως γνωστόν, χαρακτηριστικά της ζωγραφικής και των συγγενών τεχνών, της
+υφαντικής και της ποικιλτικής και της αρχιτεκτονικής και των άλλων προϊόντων της
+ανθρωπίνης τέχνης, ακόμη δε και αυτών των σωμάτων της φύσεως και των άλλων
+φυτών· διότι εις όλα αυτά υπάρχει η ωραιότης ή ασχημία· και η μεν ασχημία και η
+αρρυθμία και η δυσαρμονία συμβαδίζουν με την ασχημίαν των λόγων και των
+ηθών, ενώ τα αντίθετα είναι χαρακτηριστικά χρηστού και σώφρονος ήθους. —
+Έχεις πληρέστατον δίκαιον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Και μόνον τάχα τους ποιητάς πρέπει να επιβλέπωμεν και να τους
+αναγκάζωμεν να μας παρέχουν εις τα ποιήματά των την εικόνα των χρηστών ηθών,
+ειδεμή άλλως να μας απαλλάττουν της παρουσίας των; Ή δεν θα έπρεπε να
+εξασκούμεν την αυτήν επίβλεψιν και επί των άλλων τεχνιτών και να τους
+εμποδίζωμεν να αποτυπώνουν, είτε εις τας εικόνας, είτε εις τα οικοδομήματα, είτε
+εις οτιδήποτε άλλο κατασκεύασμά των, τον χαρακτήρα εκείνον του ασχήμου, του
+ταπεινού, του φαύλου, του ασυμμέτρου; και όστις δεν θα ήτο ικανός να
+συμμορφωθή, να μην είχε το δικαίωμα να εξασκή την τέχνην του εις την πόλιν μας,
+εκ φόβου μήπως οι πολεμισταί μας, ανατρεφόμενοι εν μέσω των εικόνων τούτων
+της ασχημίας, και χορταίνοντες καθημέραν από την θέαν αυτών, καθώς πρόβατα
+από βλαβερά χόρτα, καταντήσουν εις το τέλος ανεπαισθήτως να πάρουν κανένα
+μέγα και φοβερόν πάθος εις την ψυχήν των; Ή δεν θα έπρεπεν απεναντίας να
+αναζητήσωμεν εκείνους τους τεχνίτας, που θα είχαν την ικανότητα να εξιχνιάζουν
+και ανευρίσκουν την φύσιν του καλού και του ωραίου, ούτως ώστε οι νέοι μας,
+όπως εις τόπον υγιεινόν κατοικούντες να ωφελούνται από το κάθε τι, δεχόμενοι
+πανταχόθεν και διά των οφθαλμών και διά της ακοής από τα ωραία έργα την
+εντύπωσιν του ωραίου, όπως την αύραν της υγιείας από τους υγιεινούς τόπους, και
+τοιουτοτρόπως καταντήσουν ανεπαισθήτως και από την παιδικήν ηλικίαν να
+αγαπήσουν και αφομοιωθούν τελείως με το καλόν; — Πραγματικώς αυτή θα ήτο η
+αρίστη ανατροφή.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν είναι λοιπόν δι’ αυτούς τους λόγους, φίλε Γλαύκων,
+σπουδαιοτάτη η διά της μουσικής ανατροφή, επειδή ο ρυθμός και η αρμονία
+εισχωρούν εις τα τρίσβαθα της ψυχής και εξασκούν ισχυροτάτην επ’ αυτής
+επίδρασιν, διότι εισάγουν εις αυτήν την ευμορφίαν και την κάμνουν εύμορφην, εάν
+είναι αρτία η ανατροφή, ειδεμή, το εναντίον; και ακόμη διά τον λόγον ότι, ο
+ανατραφείς καθώς πρέπει διά της μουσικής θα είναι εις θέσιν να αισθάνεται με
+όλην την λεπτότητα τας ελλείψεις και τας ατελείας εις τα δημιουργήματα ή της
+τέχνης ή της φύσεως και θα δοκιμάζη δικαίως δυσάρεστον εντύπωσιν από αυτάς;
+και ως εκ τούτου θα ενθουσιάζεται διά παν το ωραίον, θα ανοίγη ολόκληρον την
+ψυχήν του να το υποδέχεται εις αυτήν, θα το έχη τροφήν του παντοτινήν και
+τοιουτοτρόπως θα προκόπτη και θα τελειοποιήται εις πάσαν αρετήν; ενώ
+απεναντίας θα μισή και θα αποστρέφεται δικαίως παν το αισχρόν, από αυτήν την
+τρυφερωτάτην ηλικίαν, πριν να είναι ακόμη εις θέσιν να εξηγήση τα αισθήματά του
+διά του ορθού λόγου, τον οποίον, όταν κατόπιν έλθη, θα αποδεχθή προθυμότατα,
+ως παλαιόν του γνώριμον και σχετικόν, ένεκα της μουσικής του ανατροφής; — Δι’
+αυτούς ακριβώς τους λόγους μου φαίνεται ότι γίνεται ή διά της μουσικής
+ανατροφή.</p>
+
+<p>&nbsp;— Όπως λοιπόν ακριβώς και προκειμένου περί των γραμμάτων τότε θα
+ήμεθα τελείως κατηρτισμένοι, όταν δεν θα μας διέφευγε κανένα από τα ολίγα τον
+αριθμόν στοιχεία, εις όλους τους συνδυασμούς που ευρίσκονται, και εις κάθε λέξιν
+είτε μικράν ή μεγάλην, χωρίς να νομίζωμεν τίποτε άξιον περιφρονήσεως, αλλ'
+απεναντίας κατεβάλλομεν πάσαν προσπάθειάν μας να τα γνωρίζωμεν παντού
+ακριβώς, διότι, χωρίς αυτό, ποτέ δεν θα ημπορούσαμεν να γίνωμεν καλοί
+γραμματικοί. — Πραγματικώς. — Και αν επομένως δεν εγνωρίζαμεν τα ίδια τα
+γράμματα, θα ημπορούσαμεν να γνωρίσωμεν και τας εικόνας αυτών, εάν έξαφνα
+τας εβλέπαμεν επί της επιφανείας του ύδατος ή μέσα εις καθρέπτην, αφού και τα
+δύο είναι της ιδίας τέχνης και μελέτης αντικείμενον; — Καθόλου βέβαια.</p>
+
+<p>&nbsp;— Επίσης λοιπόν, δι’ όνομα του θεού, δεν θα ημπορούσα να ειπώ, ότι
+ποτέ δεν θα είμεθα καλοί μουσικοί, ούτε οι ίδιοι ούτε οι πολεμισταί τους οποίους
+έχομεν αναλάβη να εκπαιδεύσωμεν, εάν δεν εξοικειωθώμεν πρότερον κατά βάθος
+με τας ιδέας της ανδρείας και της σωφροσύνης, της ελευθεριότητος και της
+μεγαλοψυχίας και όλων των σχετικών αρετών, καθώς ακόμη και των εναντίων
+κακιών, και αν δεν τας αναγνωρίζωμεν πανταχού όπου παρουσιάζονται και αυτάς
+και τας εικόνας των, είτε εις τα μικρά είτε εις τα μεγάλα, χωρίς τίποτε να
+περιφρονούμεν, παραδεχόμενοι ότι υφ' οιανδήποτε μορφήν και αν εμφανίζωνται
+είναι αντικείμενον της αυτής μελέτης και τέχνης; — Ανάγκη πάσα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Όταν λοιπόν συμπέση να υπάρχουν και εις την ψυχήν χρηστά ήθη, και
+εις το σώμα ανάλογοι και σχετικαί ιδιότητες του αυτού τύπου, δεν θα ήτο αυτό το
+ωραιότερον θέαμα δι’ εκείνο που θα ημπορούσεν να το απολαύση; — Και πολύ
+μάλιστα — Αλλά το ωραιότερον είναι, βέβαια και το μάλλον αξιαγάπητον. — Πώς
+όχι; — Ένα λοιπόν τοιούτον άνθρωπον δεν θα ημπορούσε παρά να τον αγαπά ο
+μουσικός· όχι όμως και αν υπήρχε καμμία δυσαρμονία μεταξύ ψυχής και σώματος.
+— Όχι βέβαια, εάν το ελάττωμα ήτο της ψυχής· αλλ' αν υπήρχεν απλώς εις το
+σώμα, δεν θα απέστεργε βέβαια να τον αγαπά. — Α, ενόησα· θα έχης, φαίνεται, ή
+θα είχες, κανένα τοιούτον φίλον, και δεν επιμένω· λέγε μου όμως ένα άλλο:
+υπάρχει καμμία σχέσις μεταξύ της εγκρατείας και της υπερβολικής, ηδονής; — Και
+πώς είναι δυνατόν να υπάρχη, αφού αυτή κάμνει τον άνθρωπον έξω φρενών, όχι
+ολιγώτερον από την υπερβολικήν οδύνην; — Αλλά με καμμίαν άλλην αρετήν; — Με
+καμμίαν. — Τι δε; με την διαφθοράν και την ακολασίαν; — Με αυτάς μάλιστα. —
+Γνωρίζεις δε καμμίαν άλλην ηδονήν μεγαλυτέραν και εντονωτέραν από του
+σαρκικού έρωτος; — Καμμίαν δεν γνωρίζω, αλλ' ούτε και πλέον μανιώδη. — Ο δε
+αληθινός έρως δεν είναι να αγαπά κανείς μουσικώς και σωφρόνως ένα πρόσωπον
+ωραίον και κόσμιον; — Βεβαιότατα. — Τίποτε λοιπόν το μανιώδες και τίποτε που
+να έχη σχέσιν με την ακολασίαν δεν πρέπει να αναμιγνύεται με τον αληθινόν
+έρωτα. — Όχι, δεν πρέπει. — Δεν θα γίνη λοιπόν δεκτή καθόλου αυτή η ηδονή, και
+θα αποκλεισθή τελείως από τας σχέσεις προσώπων, τα οποία συνδέει ο ορθώς
+εννοούμενος έρως. — Πρέπει πράγματι, Σώκρατες, να αποκλεισθή. —
+Τοιουτοτρόπως λοιπόν, ως φαίνεται, θα νομοθετήσης εις την πόλιν, την οποίαν
+συνοικίζομεν, να αγαπά μεν και να προσκολλάται ο εραστής προς το αγαπώμενον
+πρόσωπον και να έχη τοιαύτας σχέσεις προς αυτό, όπως πατήρ προς υιόν, και
+πάντοτε επί καλού· κατά τα άλλα δε να είναι τοιαύτη η συμπεριφορά του, ώστε
+ποτέ να μη δώση υποψίαν ότι προβαίνει και περαιτέρω· ει δε μη, θα καταφρονηθή
+ως άμουσος και απειρόκαλος. — Μάλιστα. — Νομίζεις τώρα ότι έχομεν να
+προσθέσωμεν τίποτε πλέον εις το περί μουσικής κεφάλαιον; διότι υποθέτω ότι
+ετελείωσεν εκεί ακριβώς όπου έπρεπε να τελειώση· πρέπει δε κάθε περί μουσικής
+λόγος να τελειώνη με τον έρωτα του ωραίου. — Σύμφωνος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Μετά την μουσικήν έρχεται τώρα η σειρά της γυμναστικής εις την
+ανατροφήν των νέων μας. — Μάλιστα. — Πρέπει δε βέβαια και αυτή να
+καλλιεργήται σοβαρώς, και άνευ διακοπής από την παιδικήν ηλικίαν· ιδού δε ποία
+είναι η γνώμη μου επί του ζητήματος τούτου· αλλά πρόσεχε και συ· εγώ δηλαδή
+φρονώ ότι δεν είναι το γερόν και καλόν σώμα εκείνο, που με την αρετήν του κάμνει
+καλήν και την ψυχήν, αλλά το εναντίον η ψυχή, όταν είναι καλή, καθιστά με την
+αρετήν της κάλλιστον και το σώμα· εσένα δε πώς σου φαίνεται; — Έτσι και εμένα.
+— Εάν λοιπόν, αφού καλλιεργήσωμεν την ψυχήν με πάσαν την δυνατήν
+επιμέλειαν, αναθέσωμεν εις αυτήν πάσαν την φροντίδα περί του σώματος,
+περιοριζόμενοι μόνον απλώς να της υποδείξωμεν τους τύπους, διά να μη
+μακρολογούμεν, θα εκάμναμεν σωστά; — Και πολύ μάλιστα. — Από την μέθην,
+είπαμεν ήδη πριν, ότι πρέπει να απέχουν· διότι εις κάθε άλλον συγχωρείται, παρά
+εις τον φύλακα να μεθύση και να μην ηξεύρη πού ευρίσκεται. — Βέβαια θα ήτο
+γελοίον ο φύλαξ να έχη ανάγκην φύλακος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τώρα όσον αφορά την τροφήν; δεν είναι οι φρουροί μας αθληταί,
+προωρισμένοι μάλιστα διά τους μεγίστους αγώνας; ή όχι; Μάλιστα. — Η δίαιτα
+λοιπόν των συνήθων αθλητών θα ήρμοζε τάχα και εις αυτούς: — Πολύ πιθανόν. —
+Ναι, αλλ' είναι κάπως πολύ υπνιάρικη αυτή και δεν εξασφαλίζει αρκετά σταθεράν
+υγιείαν· ή δεν βλέπεις πως κοιμούνται όλην των την ζωήν οι αθληταί, και ολίγον
+εάν παρεκκλίνουν από την ωρισμένην των δίαιταν, προσβάλλονται από μεγάλας
+και σοβαράς ασθενείας; — Το βλέπω. — Ώστε θα χρειάζεται κάποια άλλη,
+ολιγώτερον βαρεία δίαιτα, διά τους πολεμικούς μας αθλητάς, οι οποίοι πρέπει να
+είναι άγρυπνοι όπως οι σκύλοι, να έχουν οξυτάτην την όρασιν και την ακοήν, να
+μεταβάλλουν συχνά εις τας εκστρατείας το είδος της τροφής και του νερού, να
+υποφέρουν τας μεταλλαγάς της θερμοκρασίας, και απ’ όλα αυτά να μην
+επηρεάζεται εύκολα η υγιεία των. — Και εγώ είμαι αυτής της ιδέας.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν πρέπει λοιπόν η καλυτέρα γυμναστική να είναι αδελφή, ούτως
+ειπείν, της μουσικής, περί της οποίας ολίγον πριν εκάμαμεν λόγον; — Πώς δηλαδή;
+— Νά, κάπως απλουστέρα και πλέον μετρημένη, όπως πρέπει να είναι προ πάντων
+των πολεμιστών. — Και εις τί θα συνίσταται; — Αυτό ημπορούμεν να το μάθωμεν
+και από τον Όμηρον· διότι γνωρίζεις, ότι εν καιρώ εκστρατείας δεν παραθέτει ποτέ
+εις τα γεύματα των ηρώων ψάρια, αν και είναι στρατοπεδευμένοι εις τον
+Ελλήσποντον κοντά εις την θάλασσαν, ούτε μαγειρευμένα κρέατα, αλλά μόνον
+ψητά, των οποίων η ετοιμασία είναι πολύ ευκολωτέρα διά στρατιώτας· διότι και
+παντού εν γένει είναι ευκολώτερον να ψήνη κανείς το κρέας εις την φωτιά, παρά
+να σέρνη μαζί του μαγειρικά σκεύη. — Πολύ σωστά. — Και καρυκεύματα όμως
+νομίζω πως δεν αναφέρει πουθενά ο Όμηρος· ή τάχα το γνωρίζουν αυτό και οι
+άλλοι αθληταί, ότι, αν θέλουν να είναι καλά το σώμα των, πρέπει να απέχουν από
+όλα αυτά; — Πραγματικώς το γνωρίζουν και κάμνουν καλά που απέχουν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Εάν λοιπόν σου φαίνεται σωστή αυτή η δίαιτα, δεν θα επιδοκιμάζης
+βέβαια τα τραπέζια των Συρακουσίων και την Σικελικήν ποικιλίαν των φαγητών. —
+Όχι, καθόλου. — Ούτε θα εγκρίνης, ένας που θέλει να στέκεται καλά εις την υγιείαν
+του, να έχη καμμιά φιλενάδα από την Κόρινθον; — Κάθε άλλο. — Ούτε ακόμη και
+τα τόσον φημισμένα λιχνεύματα της αττικής μαγειρικής; — Κατ' ανάγκην. — Διότι
+νομίζω ότι όλην αυτήν την ποικιλίαν των απολαύσεων και της διαίτης, δεν θα
+είχαμεν άδικον να την παραβάλλωμεν προς την μελοποιίαν εκείνην, που
+μεταχειρίζεται όλας τας αρμονίας και όλους τους ρυθμούς. — Και πώς όχι; — Όπως
+λοιπόν εκεί η ποικιλία αποτέλεσμα είχε την αταξίαν, δεν θα έχη και εδώ την
+ασθένειαν; ενώ απεναντίας η απλότης, όπως εις την μουσικήν καθιστά σώφρονα
+την ψυχήν, και εις την γυμναστικήν δεν θα καθιστά το σώμα υγιές; — Σωστότατα.
+— Αλλ' όταν πλεονάσουν εις τας πόλεις η αταξία και αι ασθένειαι, δεν πληθύνονται
+τα δικαστήρια και τα νοσοκομεία; και δεν θα έχη τότε μεγάλην πέρασιν η
+δικηγορική και η ιατρική, όταν με ζήλον επιδίδωνται εις αυτά πολλοί και
+διακεκριμένης τάξεως πολίται; — Πώς όχι βέβαια;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ημπορείς δε να εύρης άλλην μεγαλυτέραν απόδειξιν της κακής και
+αισχράς ανατροφής εις μίαν πόλιν, παρά την ανάγκην ικανών δικαστών και ιατρών,
+όχι μόνον διά την κατωτέραν τάξιν του λαού και τους αποζώντας από την εργασίαν
+των χειρών των, αλλά και δι’ εκείνους οι οποίοι καυχώνται ότι έτυχον ελευθερίου
+ανατροφής; δεν είναι πράγμα αισχρόν και ασφαλής απόδειξις απαιδευσίας, να
+είναι κανείς ηναγκασμένος να καταφεύγη εις δικαιοσύνην επιβαλλομένην εις
+αυτόν υπ’ άλλων, δίκην δεσποτών και κριτών, επειδή ο ίδιος δεν έχει δικαιοσύνην;
+— Πράγματι δεν υπάρχει άλλο αισχρότερον. — Δεν σου φαίνεται όμως τάχα ακόμη
+πολύ αισχρότατον, όταν, όχι μόνον διέρχεται κανείς ολόκληρον την ζωήν του εις τα
+δικαστήρια είτε ως ενάγων είτε ως εναγόμενος, αλλά να είναι και τόσον
+αναίσθητος, ώστε να πείση τον εαυτόν του ότι είναι και άξιος θαυμασμού διά
+τούτο, επειδή έχει τάχα πάρη δίπλωμα εις την τέχνην της αδικίας και σου είναι
+ικανός με όλας τας διαστροφάς, με όλας τας υπεκφυγάς και τα λυγίσματα να
+κατορθώση να διεκφύγη την νόμιμον καταδίωξιν; και ταύτα προκειμένου διά μικρά
+και όλως διόλου ανάξια λόγου συμφέροντα, χωρίς να γνωρίζη πόσον καλύτερον και
+προτιμότερον είναι να παρασκευάση τοιουτοτρόπως την ζωήν του, ώστε να μην
+έχη καμμίαν ανάγκην δικαστού νυσταλέου. — Πραγματικώς αυτό είναι πολύ ακόμη
+αισχρότερον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και ολιγώτερον τάχα αισχρόν είναι να έχη κανείς αδιαλείπτως την
+ανάγκην των ιατρών, εκτός όταν πρόκειται περί τραυμάτων ή περί άλλων τυχαίων
+επιδημικών ασθενειών, επειδή από την αργίαν και από τον τρόπον της διαίτης, που
+περιεγράψαμεν, γεμίζει το σώμα του από διάφορα ρεύματα και αέρια, όπως τα έλη
+από αναθυμιάσεις, και αναγκάζει τους κομψούς Ασκληπιάδας να εφευρίσκουν
+ονόματα, εμφράξεις και κατάρρους και τα τοιαύτα, διά τα διάφορά του νοσήματα;
+— Αληθινά είναι της τελευταίας κατασκευής και παράξενα ονόματα νοσημάτων. —
+Άγνωστα δε βέβαια επί της εποχής του Ασκληπιού· και το συμπεραίνω, διότι οι δύο
+υιοί του εις την πολιορκίαν της Τροίας δεν ημπόδισαν την γυναίκα που έδωσεν εις
+τον πληγωμένον Ευρύπυλον να πίη οίνον Πράμνειον ανακατωμένον με άλευρα και
+με τυρόν, τα οποία θεωρούνται φλεγματώδη, ούτε επέπληξαν τον Πάτροκλον ο
+οποίος εθεράπευε την πληγήν του. — Και όμως ήτο βέβαια ακατάλληλον το ποτόν
+δι’ ένα άνθρωπον εις αυτήν την κατάστασιν. — Όχι, αν λάβης υπ’ όψιν ότι οι
+Ασκληπιάδαι δεν εγνώριζον αυτήν την σημερινήν παιδαγωγικήν, ούτως ειπείν,
+ιατρικήν των νοσημάτων, πριν εμφανισθή ο Ηρόδικος· αυτός ήτο διδάσκαλος της
+γυμναστικής και επειδή έγινεν ασθενικός, συνεδύασε την γυμναστικήν με την
+ιατρικήν, και με αυτόν τον συνδυασμόν εβασάνισε πρώτον και περισσότερον τον
+εαυτόν του, έπειτα πολλούς άλλους κατόπιν. — Πώς αυτό; — Διότι έκαμε μακρόν
+και βραδύν τον θάνατόν του· η ασθένειά του δηλαδή ήτο θανάσιμος και επειδή δεν
+ημπορούσε να την θεραπεύση τελείως, επέμενε να την παρακολουθή βήμα προς
+βήμα, χωρίς καμμίαν άλλην ασχολίαν να έχη εις την ζωήν του παρά την φροντίδα
+της υγιείας, και εζούσε με αυτό το παντοτινόν βασανιστήριον, να μη
+παραστρατήση το παραμικρόν από την συνηθισμένην του δίαιταν· κ’ έτσι με την
+σοφίαν του αυτήν έσυρε ως το γήρας μίαν ζωήν κακοθάνατην. — Δεν ήτο, να σου
+ειπώ, άσχημη αυτή η αμοιβή της σοφίας του. — Ναι βέβαια, δι’ ένα που δεν
+εγνώριζεν ότι ο Ασκληπιός, όχι από άγνοιαν και αμάθειαν δεν εδίδαξεν αυτό το
+είδος της ιατρικής εις τους διαδόχους του, αλλά επειδή ίσα ίσα ήξευρεν, ότι εις
+όλας τας ευνομουμένας πόλεις έχει ανατεθή εις έκαστον ένα ωρισμένον έργον, το
+οποίον οφείλει να εξασκή και κανείς δεν έχει καιρόν να διέρχεται την ζωήν του
+ασθενής και νοσηλευόμενος· και ημείς οι ίδιοι αισθανόμεθα το γελοίον του
+πράγματος, όταν πρόκειται διά τους πτωχούς τεχνίτας, αλλά διά τους πλουσίους
+και τους θεωρουμένους ευτυχείς δεν μας κάμνει εντύπωσιν. — Πώς; — Εάν
+ασθενήση ένας ξυλουργός, θα ζητήση αμέσως από τον ιατρόν να του δώση
+εμετικόν ή καθαρτικόν διά να βγάλη από πάνω του την ασθένειαν, ή, αν είναι
+ανάγκη, θα καταφύγη και εις την καυτηρίασιν και εις την εγχείρισιν διά να
+απαλλαχθή μίαν ώραν αρχύτερα· εάν όμως κανείς τον υποβάλη εις μακράν δίαιταν
+και του διατάξη επιδέσμους εις την κεφαλήν και τα τοιαύτα, δεν θ' αργήση να του
+ειπή, ότι δεν έχει καιρόν να είναι άρρωστος, ούτε τον ωφελεί να ζη έτσι και να
+παραμελήση την εργασίαν του, διά να καταγίνεται με την αρρώστεια του· έπειτα
+θα στείλη στο καλό τον ιατρόν, θα επαναλάβη την συνηθισμένην του δίαιταν, θα
+επανακτήση την υγιείαν του και θ' αρχίση τη δουλειά του· ή αν επί τέλους το σώμα
+του δεν ανθέξη εις την ασθένειαν, πεθαίνει και γλυτώνει από τα βάσανα. — Και
+πράγματι αυτό το είδος της ιατρικής φαίνεται να ταιριάζη εις αυτούς τους
+ανθρώπους. — Διότι βέβαια έχει κάποιαν εργασίαν, την οποίαν εάν αναγκασθή να
+αφήση, δεν θα του ωφελούσε και να ζη. — Μάλιστα. — Και ο πλούσιος δεν έχει,
+λέγουν, καμμίαν εργασίαν τοιαύτην, ώστε αν αναγκασθή να την παραιτήση, να
+είναι αβίωτος ο βίος του; — Έτσι λέγουν. — Φαίνεται, δεν άκουσες που λέγει ο
+Φωκυλίδης, πως όταν πλέον απόκτήση κανείς περιουσίαν, πρέπει να καλλιεργή την
+αρετήν. — Νομίζω όμως ότι και πρότερον ημπορεί. — Ας μη του
+διαφιλονεικήσωμεν τώρα το πράγμα, μόνον ας ίδωμεν οι ίδιοι, αν πρέπη αληθινά ο
+πλούσιος να καταγίνεται με την αρετήν, και αν, χωρίς αυτό, του είναι αδύνατον να
+ζήση, ή εάν η διαρκής νοσηλεία τον μεν πτωχόν ξυλουργόν και τους άλλους
+τεχνίτας εμποδίζη από την εξάσκησιν του έργου των, δεν εμποδίζη όμως και τον
+πλούσιον να εφαρμόζη το παράγγελμα του Φωκυλίδου. — Τον εμποδίζει, μα τον
+Δία, και απ’ όλα μάλιστα περισσότερον η υπερβολική αυτή φροντίς περί του
+σώματος, η οποία υπερβαίνει πλέον τα όρια της γυμναστικής· διότι είναι
+πρόσκομμα και εις την διαχείρισιν των οικιακών υποθέσεων, και των δημοσίων,
+είτε εν ειρήνη είτε εν πολέμω. — Και το σπουδαιότερον, είναι τελείως
+ασυμβίβαστος προς πάσαν μάθησιν και σπουδήν και προς οιανδήποτε
+συγκέντρωσιν του νου· αιωνίως παραπονούνται ότι θα σπάση η κεφαλή των από
+τους πόνους, ότι έχουν ζάλες, και δι’ όλα αυτά ευρίσκουν αφορμήν την
+φιλοσοφίαν, ούτως ώστε, παντού όπου δι’ αυτής εξασκείται και δοκιμάζεται η
+αρετή, παρουσιάζεται εμπόδιον η περί του σώματος φροντίς· διότι τον κάμνει να
+φαντάζεται πάντοτε ότι είναι άρρωστος και να μη παύη ποτέ να γογγύζη διά την
+κατάστασιν της υγιείας του. — Φυσικά.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αυτής λοιπόν της γνώμης, ας το είπωμεν, δεν ήτο και ο Ασκληπιός; ο
+οποίος, όσοι μεν εκ φύσεως και διαίτης είχον γερά σώματα, συνέβαινε δε να
+πάθουν κανένα νόσημα εξ άλλης αφορμής, δι’ αυτούς μόνον και διά τους έχοντας
+τοιαύτην κράσιν υπέδειξε τα μέσα της θεραπείας, περιορισθείς εις φάρμακα και
+εγχειρίσεις διά τα νοσήματά των, χωρίς να τους διαγράφη άλλην δίαιταν από την
+συνηθισμένην, διά να μη παραβλάπτη τα συμφέροντα της πολιτείας· ενώ διά τα
+σώματα που αρχικώς ήσαν νοσηρά από μέσα, δεν ανελάμβανε να παρατείνη την
+ζωήν των και τα βάσανά των με διαίτας, και με κενώσεις, και με εγχύσεις, ούτως
+ώστε να φέρουν εις την ζωήν και άλλα όμοιά των δυστυχισμένα, φυσικά,
+πλάσματα· αλλ' ενόμιζεν ότι δεν ώφειλε να θεραπεύη εκείνον, που δεν ημπορούσε
+ως εκ της κατασκευής του να φθάση το φυσικόν όριον της ζωής, διότι θα ήτο
+ανωφελές και διά τον ίδιον και διά την πολιτείαν. — Πολιτικόν, βλέπω, μας τον
+έκαμες τον Ασκληπιόν. — Και ήτο βέβαια· και απόδειξις, ότι και τα τέκνα του, δεν
+γνωρίζεις πόσον διεκρίθησαν και εις τον πόλεμον κατά την πολιορκίαν της Τροίας,
+και την ιατρικήν δε εξήσκουν κατά τον τρόπον που λέγω εγώ; ή δεν ενθυμείσαι ότι
+από την πληγήν του Μενελάου, που του έκαμεν ο Πάνδαρος με το βέλος του, </p>
+
+<p class="poem">το αίμα επιπιλίσανε κ’ έπειτα επασπαλίσαν<br />
+βοτάνια που γλυκαίνουνε τον πόνο</p>
+
+<p>δεν του παρήγγειλαν δε, όπως και του Ευρυπύλου, τι να φάγη και τι να πιή
+κατόπιν; διότι εγνώριζαν ότι τα φάρμακα είχαν την δύναμιν να θεραπεύουν
+ανθρώπους, οι οποίοι, πριν από το τραύμα των, ήσαν γερής κράσεως και εγκρατείς
+εις την δίαιτάν των, και αν έτυχε τώρα αυτήν την στιγμήν να ήπιανε τον κυκεώνα·
+ενώ ένας εκ φύσεως ασθενικός και επιρρεπής εις τας καταχρήσεις άνθρωπος,
+ενόμιζον ότι δεν ωφελούσε τίποτε ούτε διά τον εαυτόν του ούτε διά τους άλλους
+να ζη, και ότι δεν έπρεπε να είναι δι’ αυτούς η ιατρική, ούτε πρέπει να τους
+θεραπεύουν, και πλουσιώτεροι ακόμη από τον Μίδαν αν ήσαν. — Πάρα πολύ δα
+λεπτούς μας τους παριστάνεις τους υιούς του Ασκληπιού.</p>
+
+<p>&nbsp;— κ’ έτσι ταιριάζει· αν και οι τραγικοί ποιηταί και ο Πίνδαρος δεν είναι
+φαίνεται της γνώμης μας· διότι λέγουν ότι ο Ασκληπιός ήτο μεν υιός του
+Απόλλωνος, επείσθη όμως με χρήματα να θεραπεύση ένα πλούσιον άνθρωπον,
+που ήτο πλέον ετοιμοθάνατος και διά τούτο δα εκεραυνώθη υπό του Διός· ημείς
+όμως, συμφώνως με όσα είπαμεν πριν, δεν θα πιστεύσωμεν ούτε το ένα ούτε το
+άλλο, αλλά θα υποστηρίζωμεν ότι, αν μεν ήτο υιός θεού, δεν θα ήτο αισχροκερδής,
+αν δε ήτο αισχροκερδής, δεν θα ήτο υιός θεού.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πολύ ορθά αυτά που λέγεις, Σώκρατες· αλλά δεν πρέπει τάχα,
+νομίζεις, να υπάρχουν καλοί ιατροί εις τας πόλεις; και τοιούτοι βέβαια θα εγίνοντο,
+μόνον εάν επερνούσαν από τα χέρια των όσον το δυνατόν περισσότεροι άρρωστοι,
+είτε καλής, είτε κακής κράσεως, όπως και δικασταί πάλιν, μόνον εάν ήρχοντο εις
+συνάφειαν με πολλούς και διαφόρους χαρακτήρας.</p>
+
+<p>&nbsp;— Και πάρα πολύ μάλιστα τους θέλω καλούς· αλλά ηξεύρεις ποίους
+θεωρώ τοιούτους; — Αν μου το ειπής· — Θα δοκιμάσω· εσύ όμως περιέλαβες εις
+την ερώτησίν σου δύο πράγματα όχι όμοια. — Πώς;</p>
+
+<p>&nbsp;— Τότε μόνον ημπορεί να γίνη ένας ικανώτατος ιατρός, εάν από την
+παιδικήν ηλικίαν του, αφού μάθη θεωρητικώς την επιστήμην του, περάσουν από
+τα χέρια του όσον το δυνατόν περισσότερα και της χειροτέρας κράσεως σώματα,
+και αν μάλιστα ακόμη και ο ίδιος υποστή όλας τας ασθενείας και δεν είναι εκ
+φύσεως πάρα πολύ γερής κράσεως· διότι, νομίζω, δεν θεραπεύουν οι ιατροί το
+σώμα διά του σώματός των· διότι δεν θα εχωρούσε να ήσαν ποτέ αυτά νοσηρά ή
+και να γίνουν τοιαύτα· αλλά διά της ψυχής, η οποία δεν θα ημπορούσε ποτέ να
+θεραπεύση καλώς οτιδήποτε, εάν είναι η εάν υπήρξε ποτέ κακή η ιδία. — Πολύ
+σωστά.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ενώ απεναντίας ο δικαστής κυβερνά την ψυχήν των άλλων διά της
+ψυχής του· εις την οποίαν δεν είναι συγχωρημένον να έχη από τρυφεράν ηλικίαν
+ανατραφή και σχετισθή με ψυχάς διεφθαρμένας, ούτε να έχη και η ιδία περάση
+από όλα τα αδικήματα, ώστε να ημπορή μ' ένα βλέμμα να κρίνη αμέσως εξ ιδίων
+και τα αδικήματα των άλλων, όπως ο ιατρός από τα ιδικά του κρίνει και των άλλων
+τα νοσήματα· αλλά πρέπει από την νεότητά της να είναι καθαρά και απηλλαγμένη
+πάσης κακοηθείας, διά να ημπορή να κρίνη ασφαλώς τα δίκαια· διά τούτο και οι
+χρηστοί άνθρωποι κατά την νεότητά των φαίνονται ευήθεις και ευκόλως
+εξαπατώνται υπό των αδίκων, επειδή δεν έχουν όμοια παραδείγματα να γνωρίζουν
+εξ ιδίων τι συμβαίνει μέσα εις την ψυχήν των πονηρών. — Και πράγματι συχνά το
+παθαίνουν αυτό.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δι’ αυτόν λοιπόν τον λόγον δεν πρέπει να είναι νέος ο καλός
+δικαστής, αλλά γέρων, αφού επί τέλους μάθη αργά εις τα γεράματα, τι είναι η
+αδικία· και την γνωρίση όχι ως ιδικήν του και μέσα εις την ιδικήν του ψυχήν, αλλά
+την μελετήση επί μακρόν μέσα εις τας ψυχάς των άλλων, διά να κρίνη πλέον κατά
+βάθος και επιστημονικώς, και όχι απλώς εξ ιδίας εμπειρίας, τι φοβερόν κακόν είναι
+η αδικία. — Αυτός πράγματι θα είναι δικαστής μια φορά. — Ναι, αλλά θα είναι
+συγχρόνως και ο καλός δικαστής, διά τον οποίον με ηρώτησες· διότι εκείνος που
+έχει καλήν ψυχήν θα είναι και καλός· ενώ ο άλλος ο τετραπέρατος, που
+υποπτεύεται παντού το κακόν, που είναι βουτηγμένος ο ίδιος εις κάθε αδικίαν, και
+έχει τον εγωισμόν να θεωρή τον εαυτόν του σοφόν εις κάθε πονηρίαν, όταν έχη να
+κάμη με ανθρώπους ομοίους του, φαίνεται πράγματι τοιούτος, επειδή τα
+παραδείγματα που έχει ο ίδιος μέσα του τον κάμνουν προσεκτικόν και διά τους
+άλλους· όταν όμως ευρεθή με ανθρώπους χρηστούς και προχωρημένους πλέον εις
+την ηλικίαν, τότε φαίνεται όλη του η αβελτηρία, και δεικνύεται δύσπιστος εκεί που
+δεν πρέπει, και δεν ημπορεί να πιστεύση εις το καλόν, διότι δεν έχει ο ίδιος μέσα
+του παραδείγματα αυτού· επειδή όμως περισσότερον σχετίζεται τους πονηρούς
+παρά τους χρηστούς ανθρώπους, διά τούτο περνά μάλλον διά σοφός παρά δι’
+αμαθής, όπως το πιστεύει και ο ίδιος και άλλοι πολλοί. — Είναι αληθέστατα όλα
+αυτά.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν πρέπει λοιπόν να είναι τοιούτος ο σοφός και αγαθός δικαστής
+που ζητούμεν, αλλ' όπως ο πρώτος εκείνος που περιέγραψα· διότι η πονηρία δεν
+ημπορεί ποτέ να γνωρίση κατά βάθος ούτε αυτήν την ιδίαν, ούτε την αρετήν· ενώ η
+αρετή, όταν εκτός την φύσεως προσλάβη συν τω χρόνω και την πείραν, θα είναι εις
+θέσιν να γνωρίζη επιστημονικώς και εαυτήν και την κακίαν· ώστε την αληθινήν
+σοφίαν μόνον ο τοιούτος άνθρωπος θα την έχη, αλλ' όχι ο κακός. — Είμαι
+σύμφωνος και εγώ.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν θα νομοθετήσης λοιπόν εις την πόλιν μας τοιαύτην ιατρικήν και
+δικαστικήν, αι οποίαι θα φροντίζουν μόνον δι’ εκείνους τους πολίτας όσοι εκ
+φύσεως έχουν υγιές σώμα και καλήν ψυχήν; όσον δ' αφορά τους άλλους, εκείνους
+μεν που δεν έχουν τοιούτον σώμα, θα τους αφήνουν ν' αποθνήσκουν, εκείνους δε,
+των οποίων η ψυχή είναι εκ φύσεως κακή και αδιόρθωτος, θα τους καταδικάζουν
+εις θάνατον; — Αυτό απεδείχθη το καλύτερον που έχομεν να κάμωμεν και δι’
+αυτούς τους ιδίους τους πάσχοντας και διά την πόλιν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Είναι επομένως φανερόν ότι οι νέοι, μεταχειριζόμενοι την απλήν
+εκείνην μουσικήν, που γεννά καθώς είπομεν την σωφροσύνην, θα το θεωρούν
+βέβαια εντροπήν των να λαμβάνουν ανάγκην των δικαστών. — Πως όχι; — Εάν
+λοιπόν ο έχων τοιαύτην μουσικήν ανατροφήν θελήση να ακολουθήση τα αυτά ίχνη
+και εις την γυμναστικήν, δεν θα προτιμήση να μη χρειασθή ποτέ την ιατρικήν, εκτός
+απολύτου ανάγκης; — Μου φαίνεται. — Ώστε θα υποβάλλεται εις τας ασκήσεις
+αυτάς και τους σωματικούς κόπους όχι τόσον διά να αυξήση την σωματικήν του
+δύναμιν, αλλά μάλλον αποβλέπων εις το θυμοειδές της ψυχής και εις την
+ανάπτυξιν αυτού, κατ' αντίθεσιν προς τους άλλους τους κοινούς αθλητάς, οι οποίοι
+ακολουθούντες ωρισμένον είδος ασκήσεως και διαίτης αποβλέπουν μόνον να
+γίνουν ρωμαλέοι. — Ορθότατα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλ' άραγε πιστεύεις και συ, Γλαύκων, όπως το φαντάζονται και
+πολλοί άλλοι, ότι εκείνοι που εθέσπισαν εις την εκπαίδευσιν των νέων την
+μουσικήν και την γυμναστικήν, τας εθέσπισαν διά να διαπλάττουν με την μίαν μεν
+το σώμα, με την άλλην δε την ψυχήν; — Αλλά διά τι άλλο; — Διότι εμένα μου
+φαίνεται ότι εθέσπισαν και τας δύο κυριώτατα διά την ψυχήν. — Και πώς τάχα; —
+Δεν παρετήρησες ποτέ ποίαν τροπήν λαμβάνει και ο χαρακτήρ εκείνων, που
+επιδοθούν αποκλειστικώς καθ' όλην των την ζωήν εις την γυμναστικήν, χωρίς να
+γευθούν διόλου από μουσικήν; ή και εκείνοι, εις τους οποίους συμβή το εναντίον;
+— Περί τίνος λέγεις; — Περί της αγριότητος και σκληρότητος των πρώτων, και περί
+της μαλακότητος και ημερότητος των δευτέρων. — Πράγματι το παρετήρησα και
+εγώ, ότι όσοι μεν επιδοθούν αποκλειστικώς εις την γυμναστικήν, γίνονται
+τραχύτεροι του δέοντος, όσοι δε εις την μουσικήν, μαλακώτεροι παρ' όσον θα τους
+ήρμοζε. — Και όμως αυτή η τραχύτης δεν ημπορεί να προέρχεται παρά από το
+θυμοειδές της φύσεως, το οποίον με την ορθήν μεν ανατροφήν μεταβάλλεται εις
+ανδρείαν, όταν όμως επιταθή περισσότερον του δέοντος, καταντά φυσικώ τω λόγω
+εις την τραχύτητα και την βαναυσότητα. — Έτσι φαίνεται. — Τι δε; την ημερότητα
+δεν την έχει έμφυτον η φιλοσοφική φύσις; η οποία όταν μεν χαλαρωθή ακόμη
+περισσότερον καταντά εις την χαυνότητα, όταν όμως καλλιεργηθή όπως πρέπει
+γίνεται ημερότης και κοσμιότης; — Και αυτό σωστόν. — Αλλά είπομεν ότι οι
+φρουροί μας πρέπει να έχουν και τους δύο τούτους χαρακτήρας. — Πρέπει
+μάλιστα. — Ώστε πρέπει να είναι συνδυασμένοι αρμονικώς μεταξύ των. — Πώς
+όχι; — Διότι όπου μεν υπάρχει αυτός ο αρμονικός συνδυασμός καθιστά την ψυχήν
+και εγκρατή και ανδρείαν. — Μάλιστα. — Ενώ η μεταξύ των δυσαρμονία την
+καθιστά και δειλήν και βάναυσον. — Και πολύ μάλιστα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Όταν λοιπόν κανείς παραδίδη εις την μουσικήν την ψυχήν του, να του
+την ποτίζη και να την γλυκοπεριχύνη διά μέσου της ακοής, με τας γλυκάς εκείνας
+και μαλακάς και θρηνώδεις αρμονίας που ελέγαμεν, και περνά όλην του την ζωήν
+με τα τραγούδια και με τα θέλγητρα του άσματος, αυτός κατ' αρχάς μεν, εάν είχε
+μέσα του τίποτε το θυμοειδές, αρχίζει να το μαλακώνη, και όπως ο σίδηρος εις το
+πυρ, να το κάμνη χρήσιμον, ενώ πριν ήτο σκληρόν και άχρηστον· αλλ' αν δεν
+μετριάση το πράγμα και εξακολουθή να υφίσταται την αυτήν γοητείαν, τότε το
+θυμοειδές εκείνο αρχίζει πλέον να λυώνη και να στάζη σιγά σιγά, έως ότου εξ
+ολοκλήρου αναλυθή, και εις το τέλος γίνεται η ψυχή του ως να της έκοψαν τα
+νεύρα και ο ίδιος καταντά μαλθακός αιχμητής, καθώς λέγει ο Όμηρος. — Έτσι είναι.
+— Και αν μεν εξ αρχής λάβη ψυχήν εκ φύσεως μαλακήν, το αποτέλεσμα δεν αργεί
+να επέλθη μίαν ώραν αρχύτερα· εάν δε απεναντίας θυμοειδή, εξασθενίζει την
+ψυχήν και την κάμνει οξύθυμον, η οποία, αρκεί ένα τίποτε, να ερεθισθή αμέσως
+και πάλιν αμέσως να κατευνασθή· ώστε γίνονται οι τοιούτοι ευερέθιστοι και
+οργίλοι, από ανδρείοι που ήσαν, και πολύ δυσμεταχείριστοι. — Είναι
+αληθέστατον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Εάν τώρα πάλιν εις την γυμναστικήν, υπερβολικά γυμνάζεται,
+υπερβολικά τρώγη, παραμελή δε τελείως την μουσικήν και την φιλοσοφίαν, κατ'
+αρχάς μεν δεν θα δυναμώση το σώμα του, δεν θα αποκτήση μίαν αυτοπεποίθησιν
+και τόλμην, και εν γένει δεν θα γίνη ανδρειότερος από πριν; — Χωρίς άλλο βέβαια.
+— Αφού όμως θα εξακολουθή να μη κάμνη τίποτε άλλο και να μην έχη καμμίαν
+κοινωνίαν με την Μούσαν, η ψυχή του, και αν είχε και μικράν φιλομάθειαν πριν,
+επειδή θα μένη άγευστος πάσης μαθήσεως και ερεύνης, και αμέτοχος παντός
+λόγου και άλλης μουσικής μορφώσεως, δεν θα εξασθενήση τελείως και θα
+καταντήση τυφλή και κωφή, όταν παύση κάθε φροντίς να την διεγείρη και την
+αναπτύσση και να καθαρίζη, τας αισθήσεις του; — Αυτό μάλιστα θα γίνη.</p>
+
+<p>&nbsp;— Εχθρός λοιπόν των γραμμάτων και των μουσών γίνεται, νομίζω, ο
+τοιούτος, ο οποίος δεν γνωρίζει πλέον να μεταχειρίζεται την πειθώ και τον λόγον,
+αλλά όλο με το άγριον και με την βίαν έχει να κάμη, ως θηρίον, και ζη εις την
+αμάθειαν και την χυδαιότητα βυθισμένος, χωρίς καμμίαν χάριν και αρμονίαν. —
+Πράγματι είναι όπως το λέγεις. — Θα ημπορούσα λοιπόν να ισχυρισθώ εγώ, ότι τας
+δύο αυτάς τέχνας, την μουσικήν και την γυμναστικήν, εχάρισε κάποιος θεός εις
+τους ανθρώπους, όχι, καθώς κοινώς λέγεται, την μίαν διά την ψυχήν και την άλλην
+διά το σώμα (εκτός μόνον εν παρέργω διά το τελευταίον τούτο), αλλά και τας δύο
+αποκλειστικώς διά την ψυχήν, όπως εντός αυτής συνδυάζωνται αρμονικώς η
+ανδρεία και η σοφία, εντεινόμεναι ή χαλαρούμεναι μέχρι του προσήκοντος
+βαθμού. — Φαίνεται πράγματι. — Εκείνος λοιπόν ο οποίος συνδυάζει άριστα την
+γυμναστικήν μετά της μουσικής και τας εφαρμόζει με το προσήκον μέτρον εις την
+ψυχήν του, αυτός θα άξιζε να ονομασθή ορθότατα τελείως μουσικός και επιστήμων
+της αρμονικής, πολύ περισσότερον από τον χορδιστήν των μουσικών οργάνων. —
+Και πολύ φυσικά. — Δεν θα χρειασθή λοιπόν, Γλαύκων, και εις την πόλιν μας ένας
+επιστάτης, ο οποίος να το έχη αυτό έργον, εάν εννοούμεν να διατηρηθή η πολιτεία;
+— Θα χρειασθή και πάρα πολύ μάλιστα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αυτοί λοιπόν περίπου θα είναι οι τύποι της ανατροφής και της
+εκπαιδεύσεως των νέων μας· διότι περιτττόν θα ήτο να εκτεινώμεθα τώρα περί των
+χορών και των κυνηγίων και των γυμνικών και ιππικών αγώνων· είναι προφανές ότι
+και επί τούτων θα ακολουθήσωμεν τας αρχάς, που καθωρίσαμεν, και δεν είναι
+δύσκολον να διαγράψωμεν και αυτών τους κανόνας. — Δεν θα είναι βέβαια
+δύσκολον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Έστω λοιπόν· τι ζήτημα μας υπολείπεται τώρα να διευκρινήσωμεν;
+δεν πρέπει τάχα να εξετάσωμεν ποίοι απ’ αυτούς θα κυβερνούν και ποίοι θα
+υπακούουν; — Πώς όχι; — Δεν είναι εν πρώτος φανερόν ότι άρχοντες μεν πρέπει
+να είναι οι πρεσβύτεροι, υπήκοοι δε οι νεώτεροι; — Φανερόν. — Και ότι πάλιν
+μεταξύ των πρεσβυτέρων οι καλύτεροι; — Και αυτό. — Καλύτεροι μεταξύ των
+γεωργών δεν είναι εκείνοι που κατέχουν εις την εντέλειαν την τέχνην των; —
+Μάλιστα. — Αφού λοιπόν και εκείνοι πρέπει να είναι οι καλύτεροι μεταξύ των
+φρουρών, δεν πρέπει να γνωρίζουν εις την εντέλειαν το πως φρουρείται μία πόλις;
+— Βέβαια. — Ώστε προς τούτο δεν πρέπει να είναι συνετοί και δραστήριοι, ακόμη
+δε να έχουν και μέγαν ζήλον υπέρ της πόλεως; — Εννοείται. — Περισσότερον δε
+ζήλον έχει, νομίζω, κανείς δι’ ένα πράγμα που αγαπά. — Κατ' ανάγκην. — Αλλά
+βέβαια θα αγαπούσε κανείς περισσότερον εκείνο, μετά του οποίου θα είχε κοινά
+τα συμφέροντα, ούτως ώστε την ευτυχίαν αυτού να την θεωρή και ιδικήν του, και
+τανάπαλιν. — Έτσι είναι. — Πρέπει λοιπόν να εκλέξωμεν μεταξύ όλων των
+φρουρών εκείνους τους οποίους, μετά μακράν εξέτασιν, θα ευρίσκαμεν
+προθυμοτάτους καθ' όλην την ζωήν των να πράττουν μεν ό,τι θα ενόμιζαν
+συμφέρον της πόλεως, να αποφεύγουν δε κατά πάντα τρόπον ό,τι θα έκριναν
+ασύμφορον. — Αυτοί πράγματι θα μας εχρειάζοντο. — Μου φαίνεται δε ότι πρέπει
+να τους παρακολουθήσωμεν καθ' όλας τας ηλικίας, διά να βεβαιωθούμεν αν
+πράγματι είναι ικανοί να φυλάττουν απαρεγκλίτως αυτό το δόγμα, ή μήπως
+ημπορεί να υποκύψουν εις κανένα πειρασμόν ή βίαν, ώστε, λησμονούντες, να
+αποβάλουν την ιδέαν, που έχουν, ότι πρέπει να εργάζωνται πάντοτε διά το
+συμφέρον της πόλεως. — Πώς να την αποβάλουν; — θα σου το εξηγήσω· μου
+φαίνεται ότι αποβάλλομεν μίαν ιδέαν από τον νουν μας, είτε εκουσίως είτε
+ακουσίως· εκουσίως μεν όταν πεισθώμεν ότι είναι ψευδής· ενώ τας αληθείς τας
+παραιτούμεν ακουσίως. — Ενόησα το πρώτον, θέλω όμως να καταλάβω
+σαφέστερα πώς παραιτούμεν ακουσίως τας αληθείς; — Πώς; δεν εννοείς και μόνος
+σου, ότι οι άνθρωποι τα αγαθά τα στερούνται όχι με την θέλησίν των, ενώ
+απεναντίας τα κακά με όλην των την ευχαρίστησιν; ή δεν είναι κακόν να απαρνηθή
+κανείς την αλήθειαν, καλόν δε να την εγκολπούται; δεν την εγκολπούται δε, όταν
+έχη μίαν ορθήν ιδέαν περί παντός πράγματος; — Έχεις δίκαιον, και εννοώ τώρα ότι
+ακουσίως οι άνθρωποι αποβάλλουν μίαν ορθήν ιδέαν. — Και δεν το παθαίνουν
+αυτο ή δι’ υφαρπαγής, ή διά τινος γοητείας, ή δι’ εξαναγκασμού; — Ούτε τώρα δεν
+εννοώ. — Φαίνεται πως μεταχειρίζομαι την γλώσσαν των τραγικών· δι’ υφαρπαγής
+όταν λέγω, εννοώ όταν πεισθούν και αλλάξουν ιδέαν, ή όταν λησμονήσουν· επειδή,
+ούτως ειπείν, τους υπεξαιρεί την ιδέαν των εις μεν την πρώτην περίστασιν ο λόγος,
+εις δε την δευτέραν ο χρόνος· τώρα βέβαια θα ενόησες. — Ναι. — Δι’
+εξαναγκασμού δε εννοώ, όταν με τα βασανιστήρια, σωματικά ή ηθικά, αναγκασθή
+κανείς να αλλάξη γνώμην. — Και αυτό το ενόησα και έχεις δίκαιον. — Όσον διά την
+γοητείαν, και εσύ νομίζω καταλαβαίνεις, ότι πρόκειται δι’ εκείνους που αλλάζουν
+ιδέαν, ή σαγηνευθέντες από την ηδονήν, ή και υποκύψαντες εις κάποιον φόβον. —
+Πραγματικώς, φαίνεται πως μας σαγηνεύουν όσα μας εξαπατούν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Διά να επανέλθωμεν λοιπόν εις το ζήτημά μας, πρέπει να εξετάσωμεν
+ποίοι θα είναι ικανοί να φυλάξουν απαρεγκλίτως το δόγμα αυτό· ότι οφείλουν να
+πράττουν πάντοτε εκείνο που θεωρούν συμφέρον της πόλεως· και να τους
+παρακολουθήσωμεν από της παιδικής των ηλικίας, δοκιμάζοντες αυτούς εις
+τοιαύτας περιστάσεις, εις τας οποίας κυρίως θα ήτο δυνατόν να το λησμονήσουν ή
+να εξαπατηθούν· και όσοι μεν ευρεθούν ικανοί να το φυλάττουν πάντα εις την
+μνήμην των, και να μη εξαπατώνται ευκόλως, θα τους εγκρίνωμεν, τους δε λοιπούς
+θα τους απορρίπτωμεν· δεν είναι έτσι; — Μάλιστα. — Ακόμη θα τους υποβάλωμεν
+εις κόπους και εις πόνους και αγώνας, εις τα οποία όλα οφείλουν να φυλάξουν
+αυτά που είπαμεν. — Πολύ σωστά. — Τέλος να τους υποβάλωμεν και εις την
+δοκιμασίαν ενός τρίτου είδους επιδράσεων. Όπως δηλαδή εκθέτουν τους νεαρούς
+ίππους εις κρότους και θορύβους, διά να ιδούν κατά πόσον επηρεάζονται από τον
+φόβον, τοιουτοτρόπως και αυτούς, όταν είναι ακόμη νέοι, να τους οδηγούμεν
+έξαφνα εμπρός εις πράγματα φοβερά, ή να τους ρίπτωμεν εν μέσω ηδονών, διά να
+εξακριβώσωμεν πολύ ασφαλέστερον, παρ' όταν δοκιμάζωμεν τον χρυσόν εις το
+πυρ, εάν εις όλας αυτάς τας περιστάσεις η φυσική των ευσχημοσύνη φανή
+ανωτέρα παντός πειρασμού, εάν είναι εις θέσιν να συγκρατήσουν τους εαυτούς
+των όπως τους εδίδαξεν η μουσική που έμαθαν, και αν εν γένει αποδείξουν ότι όλη
+των η διαγωγή είναι σύμφωνος με τους νόμους του ρυθμού και της αρμονίας,
+ούτως ώστε να είναι χρησιμώτατοι και διά τον εαυτόν τους και διά την πόλιν. Και
+όστις εξέλθη καθαρός από όλας αυτάς τας δοκιμασίας, και κατά την παιδικήν και
+την νεανικήν και την ανδρικήν ηλικίαν, θα τον διορίζωμεν άρχοντα και φρουρόν της
+πόλεως, θα του παρέχωμεν πάσας τας τιμάς εφ' όσον ζη, και αφού αποθάνη θα
+τύχη τάφου μεγαλοπρεπούς και πάσης ενδείξεως του οφειλομένου εις την μνήμην
+του σεβασμού· πάντας δε τους μη τοιούτους θ' απορρίπτωμεν. Τοιαύτη λοιπόν θα
+είναι, όχι βέβαια με όλας τας λεπτομερείας, αλλ' ως εν σχεδίω, η εκλογή και ο
+διορισμός των αρχόντων και φρουρών μας. — Και εγώ είμαι σύμφωνος μαζί σου.
+— Δεν θα είχαμεν άραγε πληρέστατον δίκαιον αυτούς κυρίως να ονομάσωμεν
+αληθινούς και πραγματικούς φρουρούς της πόλεως, τόσον ως προς τους
+εξωτερικούς εχθρούς όσον και προς τους ιδίους πολίτας, διά να αφαιρούν από
+αυτούς μεν την θέλησιν, από εκείνους δε την δύναμιν να την βλάπτουν; τους δε
+άλλους τους νέους, τους οποίους μέχρι τούδε ωνομάζαμεν φρουρούς, βοηθούς και
+εκτελεστάς των αποφάσεων των αρχόντων; — Έτσι λέγω και εγώ.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τώρα πώς θα κάμωμεν να εύρωμεν τρόπον, διά να πείσωμεν προ
+πάντων μεν αυτούς τους άρχοντας, ειδεμή τους άλλους τουλάχιστον πολίτας, να
+παραδεχθούν ένα από τα γενναία εκείνα ψεύδη, τα οποία δικαιολογούνται, καθώς
+ελέγαμεν, από την ανάγκην των περιστάσεων; — Ποίον είναι αυτό το ψεύδος; —
+Δεν είναι και τίποτε νέον, έλκει την καταγωγήν του από την Φοινίκην, καθώς δε
+λέγουν μετά πειστικότητος οι ποιηταί, είναι πράγμα που συνέβη μάλιστα πολλάκις
+εις παλαιοτέρας εποχάς· επί της εποχής μας, είναι η αλήθεια, δεν συνέβη, ουδέ
+γνωρίζω αν ημπορή να συμβή, και χρειάζεται βέβαια πολύ διά να το πιστεύση
+κανείς. — Πόσας περιστροφάς κάμνεις διά να μας το ειπής! — Και θα ιδής που έχω
+δίκαιον, όταν το ακούσης. — Έλα, λέγε το και μη φοβάσαι. — Το λέγω λοιπόν· αν
+και δεν γνωρίζω πού να εύρω την τόλμην που χρειάζεται, και ποίας εκφράσεις να
+μεταχειρισθώ, διά να πείσω πρώτον μεν αυτούς τους άρχοντας, έπειτα δε και τους
+στρατιώτας και τους άλλους πολίτας, ότι η ανατροφή και η εκπαίδευσις, που τους
+εδίδαμεν, δεν ήτο τίποτε άλλο παρά ένα όνειρον, που έβλεπαν, καθώς και όλα όσα
+συνέβαιναν γύρω τους· ενώ πραγματικώς, ευρίσκοντο τότε μέσα εις την γην, και
+εκεί από κάτω επλάσθησαν και ανετράφησαν και αυτοί οι ίδιοι, και εκεί επίσης
+κατεσκευάσθησαν όλα τα πράγματα των, όπλα και λοιπά, αφού δε συνεπληρώθη η
+επεξεργασία των, τους έβγαλεν επί τέλους η μητέρα Γη εις το φως· και επομένως
+πρέπει να θεωρούν την χώραν, που κατοικούν, ως μητέρα και τροφόν και να την
+υπερασπίζωνται, εάν κανείς επέλθη εναντίον της, επίσης δε και τους άλλους
+πολίτας ως αδελφούς και τέκνα της αυτής μητρός Γης. — Δεν είχες άδικον να
+διστάζης πριν, να μας ειπής αυτό το ψεύδος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Και πολύ ευλόγως· άκουε όμως τώρα την συνέχειαν του μύθου· είσθε
+αδελφοί όλοι οι πολίται, θα τους είπωμεν, αλλ' ο θεός, όταν σας έπλαττεν, ανέμιξε
+χρυσόν μέσα εις τα συστατικά εκείνων που ήσαν ικανοί να κυβερνούν τους άλλους,
+και διά τούτο είναι πολυτιμότατοι· άργυρον δε μέσα εις τους βοηθούς των
+πολεμιστάς· σίδηρον δε και χαλκόν εις τους γεωργούς και τους άλλους τεχνίτας·
+επειδή λοιπόν όλοι είσθε συγγενείς, θα γεννάτε ως επί το πλείστον τέκνα όμοιά
+σας, ημπορεί όμως ενίοτε από το χρυσούν γένος να γεννηθή τέκνον αργυρούν, και
+από αυτό πάλιν να γεννηθή χρυσούν, και κατ' αυτόν τον τρόπον και από όλα τα
+άλλα. Διατάσσει λοιπόν ο θεός εις τους άρχοντας, ως πρώτιστον και κυριώτατον
+αυτών καθήκον, τίποτε άλλο να μη εξετάζουν με περισσοτέραν φροντίδα και
+προσοχήν, παρά ποίον εκ των άλλων μετάλλων ευρίσκεται αναμεμιγμένον εις την
+ψυχήν των γεννωμένων τέκνων. Και αν ακόμη εις τα ιδικά των τέκνα ευρεθή κράμα
+σιδήρου ή χαλκού, να μη τους κάμουν καμμίαν χάριν, αλλά να τους απορρίψουν
+αμέσως εις την τάξιν, που ανήκουν, ως εκ της κατασκευής των, των γεωργών
+δηλαδή και των τεχνιτών· και αν πάλιν ευρεθή κανείς από αυτούς με περισσοτέραν
+αναλογίαν χρυσού ή αργύρου, να τον αναβιβάσουν, όπως αξίζει, εις την τάξιν των
+φρουρών ή των επικούρων, επειδή υπάρχει χρησμός ότι θα χαθή η πόλις τότε, όταν
+την φυλάξη ο χαλκός ή ο σίδηρος. Γνωρίζεις λοιπόν κανένα τρόπον να τους
+πείσωμεν ότι είναι αληθινός αυτός ο μύθος; — Κανένα, όσον αφορά αυτούς τους
+ιδίους· διά τα τέκνα των όμως, και διά τους απογόνους των, και διά τους λοιπούς
+ανθρώπους κατόπιν, δεν θα ήτο ίσως δύσκολον. — Αλλά και αυτό θα ήτο αρκετόν,
+διά να τους εμπνεύση μεγαλύτερον ενδιαφέρον και προς την πόλιν και προς
+αλλήλους· διότι εννοώ επάνω κάτω τι θέλεις να είπης. Και αυτό μεν το επινόημά
+μας θα το αναβιβάση η φήμη όπου της αρέση· ημείς δε ας εξοπλίσωμεν τώρα αυτά
+τα τέκνα της γης, και με τους αρχηγούς επί κεφαλής ας τους παρουσιάσωμεν
+εμπρός· ας πλησιάσουν και ας εκλέξουν το καταλληλότερον μέρος διά να
+στρατοπεδεύσουν, ώστε να ημπορούν και τους εντός της πόλεως να συγκρατούν,
+αν ήθελον δείξη αντιπειθαρχικάς προς τους νόμους διαθέσεις, και τον εξωτερικόν
+εχθρόν να αποκρούσουν, εάν επήρχετο κατά της πόλεως καθώς λύκος εναντίον της
+ποίμνης· και αφού εκλέξουν τον χώρον του στρατοπέδου, και θυσιάσουν εις
+εκείνους που πρέπει, ας στήσουν τέλος τας σκηνάς των· δεν είναι έτσι; — Πώς όχι;
+— Και βέβαια τοιαύτας, ώστε να ημπορούν να τους στεγάζουν και χειμώνα και
+θέρος. — Βεβαίως· διότι εννοείς, μου φαίνεται, πραγματικάς κατοικίας. — Ναι,
+αλλά κατοικίας διά στρατιώτας και όχι έξαφνα διά τραπεζίτας. — Και ποία είναι η
+διάκρισις που κάμνεις; — θα προσπαθήσω να σου το εξηγήσω· δεν θα υπήρχεν,
+υποθέτω, φοβερώτερον πράγμα διά τους ποιμένας παρά, τους σκύλους που έχουν
+προς φύλαξιν των ποιμνίων, να τους έχουν αναθρέψη κατ' αυτόν τον τρόπον, ώστε
+να μην ημπορούν να κρατήσουν τα άγρια φυσικά των και ή από πείναν ή από
+άλλην κακήν συνήθειαν, αυτοί οι ίδιοι να προξενούν καταστροφάς εις τα ποίμνια
+και από σκύλοι να γίνωνται λύκοι σωστοί. — Φοβερόν βέβαια θα ήτο· και πως
+όχι;</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν πρέπει λοιπόν να λάβωμεν όλας μας τας προφυλάξεις μήπως
+συμβή το ίδιον και με τους πολεμιστάς απέναντι των πολιτών; μήπως, επειδή θα
+έχουν όλην την δύναμιν εις τας χείρας των, από φρουροί και προστάται
+καταντήσουν να γίνουν δεσπόται και άγριοι τύραννοι; — Βέβαια θα το
+προβλέψωμεν. — Και ποίαν μεγαλυτέραν εγγύησιν ασφαλείας θα δυνάμεθα να
+έχωμεν, παρά αν έχουν λάβη πράγματι την προσήκουσαν ανατροφήν; — Αλλά την
+έχουν ήδη λάβη. — Αυτό δεν ημπορώ να το διισχυρισθώ ακόμη, φίλε μου· εκείνο
+που επιμένω, είναι, καθώς ελέγαμεν και πριν, ότι πρέπει να λάβουν την
+προσήκουσαν ανατροφήν, οποιαδήποτε και αν είναι αύτη, διά να έχουν το
+σπουδαιότερον που τους χρειάζεται, ημερότητα δηλαδή και μεταξύ των και προς
+εκείνους που ανέλαβον να φυλάττουν. — Και πολύ σωστά. — Εκτός λοιπόν εκείνης
+της ανατροφής, κάθε άνθρωπος με νουν θα παραδεχθή ότι πρέπει να τους
+παρασκευάζωμεν και τοιαύτας κατοικίας και τοιαύτην εν γένει περιουσίαν, ώστε
+τίποτε να μην τους βιάζη να παύσουν ποτέ να είναι άριστοι φρουροί και να
+αρχίσουν να βλάπτουν τους άλλους πολίτας. — Και πολύ σωστά.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πρόσεξε λοιπόν τώρα αν σου φαίνεται κατάλληλος αυτός ο τρόπος
+της ζωής και της κατοικίας, διά να είναι πάντοτε τοιούτοι· πρώτον μεν κανείς να
+μην έχη καμμίαν ιδιαιτέραν περιουσίαν ούτε τίποτε αποκλειστικώς διά τον εαυτόν
+του, εκτός απολύτου ανάγκης· έπειτα κανείς να μην έχη κατοικίαν καμμίαν ή
+αποθήκην, εις την οποίαν να μην ημπορή να εισέρχεται όποιος θέλη· όσον διά τα
+τρόφιμα που χρειάζονται άνθρωποι πολεμισταί, εγκρατείς και ανδρείοι, θα
+ορίσωμεν να τα λαμβάνουν από τους άλλους πολίτας ως μισθόν διά τας υπηρεσίας
+των, τόσα όμως ώστε μήτε να περισσεύουν μήτε και να τους λειφθούν δι’ ένα
+χρόνον να τρώγουν όλοι εις κοινάς τράπεζας και να ζουν μαζί όπως οι πολεμισταί
+εις το στρατόπεδον· να διδαχθούν ότι οι θεοί έχουν βάλη μέσα εις την ψυχήν των
+θείον χρυσόν και άργυρον, και δεν έχουν επομένως καμμίαν ανάγκην του χρυσού
+και του αργύρου των ανθρώπων, ούτε τους είναι συγχωρημένον να μιαίνουν το
+θείον εκείνο δώρον με την ανάμιξιν του γηίνου χρυσού, διότι το εν χρήσει νόμισμα
+έχει γίνη πολλών και μεγάλων κακουργημάτων αφορμή, ενώ το ιδικόν των είναι
+καθαρόν και αμόλυντον· και είναι επομένως εις αυτούς μόνους εξ όλων των
+πολιτών απηγορευμένον να μεταχειρίζωνται και να εγγίζουν τον χρυσόν και τον
+άργυρον, ουδέ υπό την αυτήν στέγην να ευρίσκωνται μαζί, ουδέ επάνω των να
+φορούν, ούτε να πίνουν από χρυσά ή αργυρά ποτήρια· και ότι μόνον
+τοιουτοτρόπως θα σωθούν και αυτοί και η πόλις. Όταν όμως αποκτήσουν αυτοί
+ιδίαν περιουσίαν, είτε εις κτήματα, είτε εις οικοδομάς, είτε εις χρήματα, θα
+καταντήσουν, από φρουροί που είναι, επιχειρηματίαι ή γεωργοί· από
+υπερασπισταί των πολιτών, εχθροί και τύραννοι· θα διέρχωνται την ζωήν των με
+αμοιβαία μίση και επιβουλάς και πολύ περισσότερον φόβον θα έχουν από τους
+εσωτερικούς παρά από τους εξωτερικούς εχθρούς και ακράτητοι πλέον θα
+φέρωνται προς τον όλεθρον και οι ίδιοι και όλη η πόλις. Δι’ όλους λοιπόν τους
+λόγους τούτους πρέπει να λάβωμεν, φρονώ, αυτά τα μέτρα όσον αφορά την
+κατοικίαν και τα άλλα σχετικά των φρουρών και σύμφωνα με αυτά να
+νομοθετήσωμεν· ή όχι; — Είμαι συμφωνότατος, είπεν ο Γλαύκων.</p>
+
+<h4 style="text-align: center; margin-top: 3em">ΒΙΒΛΙΟΝ Δ'.</h4>
+
+<p>
+<br />
+Αλλά, διέκοψεν ο Αδείμαντος, τι θα έχης να απολογηθής, Σωκράτη, εάν κανείς σου
+παρατηρήση, ότι δεν κάμνεις και πάρα πολύ ευτυχείς τους πολεμιστάς σου, και
+τούτο από σφάλμα ιδικόν των, αφού εις αυτούς ανήκει πραγματικώς η πόλις; και
+όμως αυτοί δεν απολαμβάνουν κανένα καλόν από την πόλιν, όπως άλλοι, που
+έχουν γαίας, που κτίζουν σπίτια ωραία και μεγάλα, και τα επιπλώνουν αναλόγως,
+και είναι εις θέσιν να κάμνουν θυσίας ιδιωτικάς εις τα μέγαρά των και να φιλεύουν
+ξένους, και έχουν, αυτά δα που έλεγες και συ, χρυσόν και άργυρον και όλα εν γένει
+όσα κοινώς νομίζονται ότι αποτελούν την ευτυχίαν του ανθρώπου· και με ένα
+λόγον, θα έλεγέ τις, δεν φαίνονται να κάθωνται εις την πόλιν παρά ως επίκουροι
+μισθωτοί, διά να την φρουρούν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, και πρόσθεσε ακόμη, ότι απέναντι τούτου λαμβάνουν απλώς και
+μόνον την τροφήν των, χωρίς καμμίαν άλλην αντιμισθίαν, όπως τα συνήθη
+μισθοφορικά στρατεύματα· ώστε και να θελήσουν έξαφνα να κάμουν κανένα
+ταξείδι, δεν θα είναι εις θέσιν, ούτε να διασκεδάσουν με γυναίκας, ούτε κανένα
+άλλο έξοδον να κάμουν, όπως οι πλούσιοι και οι θεωρούμενοι ευτυχείς· αυτά
+λοιπόν και άλλα τέτοια πολλά παρέλειψες εις το κατηγορητήριόν σου. — Πρόσθεσέ
+τα λοιπόν εσύ. — Τώρα λοιπόν με ερωτάς τι θα έχω να απολογηθώ; — Ναι. —
+Χωρίς να απομακρυνθώμεν από τον δρόμον, που ηκολουθήσαμεν μέχρι τούδε, θα
+εύρωμεν εύκολα, νομίζω, τι πρέπει να απαντήσωμεν· θα είπωμεν εν πρώτοις ότι
+δεν θα ήτο διόλου παράδοξον αν, και μ' όλα ταύτα, ήσαν ευτυχέστατοι οι
+πολεμισταί μας ούτοι· ότι επί τέλους, όταν εκτίζαμεν την πόλιν μας, δεν
+απεβλέψαμεν εις την αποκλειστικήν ευτυχίαν μιας μόνον τάξεως, αλλ' ολοκλήρου
+της πόλεως· διότι ενομίσαμεν ότι εις μίαν τοιαύτην πόλιν θα κατωρθώναμεν να
+εύρωμεν την δικαιοσύνην, όπως πάλιν και εις την κακώς ωργανωμένην την αδικίαν,
+και τοιουτοτρόπως θα ημπορούσαμεν να λύσωμεν το ζήτημα που μας απασχολεί
+απ’ αρχής· τώρα λοιπόν καταγινόμεθα να ιδρύσωμεν την ευδαίμονα, όπως
+τουλάχιστον την φανταζόμεθα, πόλιν, εις την οποίαν δεν θα έχουν την ευτυχίαν
+αποκλειστικόν τους προνόμιον ολίγοι τινές, αλλά όλοι κοινώς οι πολίται· έπειτα
+κυττάζομεν και διά την άλλην την αντίθετον όψιν.</p>
+
+<p>Εάν λοιπόν, ενώ ησχολούμεθα να ζωγραφίζωμεν ένα άγαλμα, μας επλησίαζε
+κάποιος και ήρχιζε να μας κάμνη παρατηρήσεις, ότι τάχα δεν μεταχειριζόμεθα τα
+ωραιότερα χρώματα διά τα ωραιότερα μέρη του σώματος· ότι έξαφνα τους
+οφθαλμούς, που είναι το ωραιότερον απ’ όλα, δεν τους ζωγραφίζομεν με
+πορφυρούν χρώμα, αλλά με μαύρον· νομίζω ότι θα του απαντούσαμεν όπως θα
+εχρειάζετο, αν του ελέγαμεν· Μη φαντάζεσαι, καλέ μας άνθρωπε, ότι είναι ανάγκη
+να ζωγραφίζωμεν τόσον εύμορφα τα μάτια, ώστε να μη μοιάζουν ούτε μάτια
+πλέον, καθώς και τα άλλα μέρη· μόνον βλέπε αν βάζωμεν το χρώμα που ταιριάζει
+εις το καθένα, ώστε να φαίνεται ωραίον το σύνολον και συ λοιπόν τώρα μην έχης
+την απαίτησιν να περιβάλλωμεν τους φρουρούς με τοιαύτην ευτυχίαν, η οποία
+αποτέλεσμα θα έχη να τους κάμη κάθε άλλο πλέον να είναι παρά φρουροί·
+ημπορούσαμεν βέβαια, αν ηθέλαμεν, να ενδύσωμεν και τους γεωργούς με ποδήρη
+χιτώνα και να τους τον κεντήσωμεν μάλιστα με χρυσά γαλόνια και να τους
+αναθέσωμεν να καλλιεργούν την γην προς ευχαρίστησίν των· ημπορούσαμεν
+επίσης να ξαπλώσωμεν και τους αγγειοπλάστας κοντά στη φωτιά βολικά, να
+τρώγουν και να πίνουν, και πλάγι των να βάλωμεν τον τροχόν, να τον γυρνούν
+οπόταν τους έρχεται η όρεξις· και όλους τους άλλους τεχνίτας με τον ίδιον τρόπον
+να τους κάμωμεν ευτυχείς, διά να είναι ευτυχής και όλη η πόλις. Μη μας δίδης
+όμως, εμάς, αυτήν την συμβουλήν· διότι, αν σε ακούσωμεν, ούτε ο γεωργός θα
+μείνη πλέον γεωργός, ούτε ο αγγειοπλάστης, ούτε κανείς άλλος θα μείνη εις την
+σειράν και την θέσιν που έχει εις την οικονομίαν της πόλεως· και όσον μεν αφορά
+τους άλλους δεν έχει και μεγάλην σημασίαν το πράγμα· διότι αν ο υποδηματοποιός
+δεν κάμνη καλά την εργασίαν του και διαφθαρή και προσποιήται τον τεχνίτην
+χωρίς να είναι, δεν έχει να πάθη και μεγάλον κακόν η πόλις· αν όμως οι φύλακες
+των νόμων και της πόλεως δεν είναι παρά μόνον με το όνομα, βλέπεις ότι θα
+παρασύρουν εις την καταστροφήν και ολόκληρον την πόλιν, καθόσον μάλιστα από
+αυτούς αποκλειστικώς εξαρτάται η καλή της διοίκησις και η ευδαιμονία. Εάν
+λοιπόν ημείς θέλωμεν να παρασκευάσωμεν αληθινούς φρουρούς, δεν πρέπει να
+τους κάμωμεν τοιούτους, ώστε να ημπορούν να βλάψουν και κατ' ελάχιστον την
+πόλιν· όστις δε πάλιν εννοεί να τους κάμη γεωργούς ή φαιδρούς πανηγυριστάς εις
+καμμίαν δημοσίαν πανήγυριν, κάθε άλλο βέβαια έχει υπ’ όψιν του παρά πόλιν·
+ημείς αυτό έχομεν να κυττάξωμεν, αν ο σκοπός μας είναι, όταν μορφώνωμεν τους
+πολεμιστάς, να τους καταστήσωμεν όσον το δυνατόν ευτυχεστέρους, ή εάν
+οφείλωμεν μάλλον να αποβλέψωμεν εις την ευτυχίαν ολοκλήρου της πόλεως και
+να αναγκάσωμεν επομένως τους επικούρους αυτούς και τους φύλακας, καθώς και
+όλους τους άλλους εν γένει, να κάμνη ο καθένας την εργασίαν, που του ανετέθη,
+όσον ημπορεί καλύτερα· ούτως ώστε, όταν η πόλις αναπτυχθή και ευημερή με την
+καλήν της διοίκησιν, να αφήνωμεν τον καθένα να απολαμβάνη το μερίδιόν του της
+κοινής ευτυχίας, όπως το επιτρέπει η φύσις της τάξεως και του επαγγέλματός
+του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν μου φαίνεται να έχης άδικον. — Θα σου φανή άραγε και κάτι
+ανάλογον, που θα σου ειπώ τώρα, ολιγώτερον ορθόν; — Λέγε ν' ακούσωμεν. —
+Σκέψου αν δεν είναι αυτά, που διαφθείρουν και τους άλλους επίσης τεχνίτας, ώστε
+να γίνωνται κακοί εις την εργασίαν των. — Ποία αυτά; — Ο πλούτος και η πτώχεια.
+— Πώς τάχα; — Ιδού πώς· αν ένας αγγειοπλάστης γίνη πλούσιος, νομίζεις ότι θα
+έχη πλέον ενδιαφέρον διά την τέχνην του; — Καθόλου. — Δεν θα γίνεται λοιπόν
+από ημέρας εις ημέραν περισσότερον οκνηρός και αμελής; — Πολύ μάλιστα. — Και
+επομένως δεν θα καταντήση χειρότερος αγγειοπλάστης; — Αυτό ν' ακούεται. —
+Αλλά, και αν απεναντίας δεν έχη, ένεκα της πτωχείας του, να προμηθεύεται τα
+εργαλεία ή ό,τι άλλο του χρειάζεται διά την τέχνην του, και η εργασία του θα
+γίνεται χειροτέρα, και τους υιούς του, ή τους άλλους μαθητευομένους που έχει, θα
+τους κάμη χειροτέρους τεχνίτας. — Πώς όχι; — Ώστε και από τα δύο αυτά, και από
+τον πλούτον και από την πτωχείαν, γίνονται χειρότερα μεν τα έργα των τεχνιτών,
+χειρότεροι δε και αυτοί οι ίδιοι. — Φαίνεται. — Ώστε νά που ευρήκαμεν και δύο
+άλλα πράγματα, που πρέπει με κάθε τρόπον να προσέξουν οι άρχοντές μας, μήπως
+τους γελάσουν και τρυπώσουν κρυφά εις την πόλιν. — Ποία πράγματα; — Ο
+πλούτος και η πτωχεία, διότι εκείνος μεν γεννά την πολυτέλειαν και την οκνηρίαν
+και διαφόρους καινοτομίας, η δε πτωχεία πάλιν, εκτός αυτών των καινοτομιών, την
+ταπεινότητα και την κακοτεχνίαν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πολύ καλά· δεν μου λέγεις όμως, Σωκράτη, πώς θα είναι εις θέσιν η
+πόλις μας να κάμη πόλεμον, εάν δεν έχη χρήματα, όταν μάλιστα αναγκασθή να
+έλθη εις σύγκρουσιν με πόλιν μεγάλην και πλουσίαν; — Είναι φανερόν, ότι με μίαν
+πόλιν μόνον θα είναι δυσκολώτερον, αν έχη όμως να κάμη με δύο τοιαύτας ομού,
+το πράγμα θα είναι πολύ ευκολώτερον. — Τι κάθεσαι και μας λες; — Πρώτον μεν,
+εάν παρουσιασθή ανάγκη πολέμου, οι ιδικοί μας, άνθρωποι εμπειροπόλεμοι, θα
+έχουν αντιπάλους πλουσίους. — Αυτό μάλιστα. — Τι λοιπόν, Αδείμαντε; ένας
+πυγμάχος, γυμνασμένος όσον ενδέχεται καλύτερα, δεν σου φαίνεται ότι εύκολα θα
+τα έβγαζε πέρα με δύο, όχι πυγμάχους, αλλά πλουσίους και ευτραφείς αντιπάλους;
+— Δεν το πιστεύω τόσον εύκολα και με τους δύο συγχρόνως. — Ούτε αν είχε την
+ελευθερίαν, να υποχωρή εμπρός εις εκείνον, που κάθε φορά τον έπαιρνε πρώτος
+από κοντά, και να γυρίζη έπειτα να τον αρχίζη στις γροθιές, και να έκαμνε το ίδιον
+πολλάκις, μέσα εις τον ήλιον και την πλέον πνιγηράν ζέστην; δεν θα ημπορούσε
+άραγε να καταφέρη και πολλούς τοιούτους τον ένα μετά τον άλλον; — Έτσι
+μάλιστα, δεν θα ήτο και πολύ παράδοξον το πράγμα. — Αλλά πιστεύεις τάχα ότι οι
+πλούσιοι θα έχουν περισσοτέραν τέχνην και εμπειρίαν εις την πυγμαχίαν, παρά εις
+τον πόλεμον; — Και βέβαια όχι. — Ώστε, φυσικώ τω λόγω, οι ιδικοί μας αθληταί
+ευκόλως θα είναι εις θέσιν να αντιπαραταχθούν και προς διπλασίους και προς
+τριπλασίους ακόμη. — Αναγκάζομαι να συμφωνήσω, διότι μου φαίνεται πως έχεις
+δίκαιον. — Τι δε; αν στείλουν και πρεσβείαν εις μίαν άλλην πόλιν και τους ειπούν,
+αυτό που θα είναι και η αλήθεια, ότι: «Ημείς δεν μεταχειριζόμεθα ούτε χρυσίον
+ούτε αργύριον ούτε μας είναι επιτετραμμένον να έχωμεν. Εις υμάς όμως δεν
+απαγορεύεται· ελάτε λοιπόν να μας βοηθήσετε, και σας αφήνομεν όλα τα λάφυρα
+των άλλων»· νομίζεις ότι εκείνοι, εις τους οποίους θα κάμουν τοιαύτας προτάσεις,
+θα προτιμήσουν να έχουν εχθρούς σκύλους ισχνούς αλλά δυνατούς, ή μάλλον να
+τους έχουν αυτούς τους σκύλους συμμάχους εναντίων προβάτων τρυφερών και
+καλοθρεμμένων; — Δεν μου φαίνεται· αλλά πρόσεξε μήπως, αν συσσωρευθούν τα
+χρήματα των άλλων εις μίαν πόλιν, γίνη αυτή επικίνδυνος και διά την ιδικήν μας
+την πτωχήν. — Είσαι μακάριος, που νομίζεις ότι αξίζει να ονομάση κανείς πόλιν
+καμμίαν άλλην, έξω από αυτήν την ιδικήν μας, καθώς την κατεσκευάσαμεν. —
+Αλλά πώς λοιπόν; — Πρέπει να εύρωμεν κανένα μεγαλύτερον όνομα διά τας άλλας·
+διότι κάθε μία από αυτάς είναι πάμπολλαι πόλεις και όχι πόλις, καθώς λέγουν και
+εις το γνωστόν παιγνίδιον^ εν πάση περιπτώσει υπάρχουν τουλάχιστον δύο, εχθραί
+μεταξύ των, η μία των πτωχών και η άλλη των πλουσίων· κάθε μία πάλιν από αυτάς
+υποδιαιρείται εις πολλάς άλλας· τας οποίας αν προσβάλης όλας ομού, ως να
+απετέλουν ένα κράτος, βεβαίως θα αποτύχης τελείως· εάν όμως θεωρήσης την
+πόλιν αποτελουμένην από πολλάς άλλας, και δηλώσης ότι παραχωρείς εις τούτους
+τα χρήματα, την δύναμιν και αυτήν την ζωήν των άλλων, θα έχης πάντοτε
+συμμάχους μεν πολλούς, ελαχίστους δε εχθρούς. Και εφόσον μία πόλις κυβερνάται
+σωφρόνως, όπως ωρίσαμεν προηγουμένως, θα είναι μεγίστη, δεν εννοώ κατά το
+φαινόμενον, αλλά πραγματικώς μεγίστη, και αν μόνον χιλίους πολεμιστάς
+ημπορούσε να παρατάξη· μίαν δε τόσον μεγάλην πόλιν δεν θα ήτο εύκολον να
+εύρης ούτε μεταξύ των Ελλήνων ούτε μεταξύ των βαρβάρων, αν και υπάρχουν
+πολλαί που θεωρούνται και πολύ μεγαλύτεραι από την τοιαύτην πόλιν μας· ή
+μήπως έχεις αντίρρησιν; — Όχι, μα την αλήθειαν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Υπάρχει λοιπόν ένα κάλλιστον όριον, συμφώνως με το οποίον να
+κανονίζουν οι άρχοντές μας, πόσον μεγάλην επιτρέπεται να κάμουν την πόλιν, και
+πόσην, αναλόγως του μεγέθους της, έκτασιν γης θα χρειασθή να χωρίσουν, δίχως
+πλέον να ζητούν άλλην κατόπιν. — Και ποίον είναι αυτό το όριον: — Το εξής, καθώς
+νομίζω· να την αφήνουν να αυξάνη μέχρι του σημείου που θα ημπορή να μένη μία,
+περαιτέρω όμως όχι. — Πολύ ωραία. — Θα δώσωμεν λοιπόν ακόμη και αυτήν την
+άλλην εντολήν εις τους άρχοντας, να προνοούν με κάθε τρόπον, να μην είναι μήτε
+μικρά η πόλις, μήτε μεγάλη κατά το φαινόμενον, αλλά μετρία και μία πάντοτε. —
+Δεν θα τούς δώσωμεν και πολύ σπουδαίαν εντολήν. — Ολιγώτερον σπουδαία και
+από αυτήν ακόμη είναι η εξής, την οποίαν ανεφέραμεν και προηγουμένως· ότι
+δηλαδή πρέπει, εάν και κανενός πολεμιστού το τέκνον γέννηση έκφυλον, να
+υποβιβάζεται εις τας κατωτέρας τάξεις, και απεναντίας να κατατάσσεται εις τους
+πολεμιστάς, εάν κανενός από τους άλλους εκρίνετο άξιον· μ' αυτό ηθέλαμεν να
+δηλώσωμεν, ότι καθένας και από τους άλλους πολίτας δεν πρέπει να επιδίδεται
+παρά εις ένα μονάχα πράγμα, διά το οποίον και εγεννήθη, και αυτό το ένα πρέπει
+να εξασκή μόνον, διά να μη γίνεται ο ένας πολλοί, αλλά να μένη πάντα ένας, και
+επομένως και ολόκληρος η πόλις να μένη μία, και να μη γίνωνται πολλαί. —
+Πράγματι δεν είναι σπουδαιότερα και αυτή η εντολή από την άλλην.</p>
+
+<p>&nbsp;— Και αλήθεια δεν είναι, καλέ μου Αδείμαντε, όπως θα εφαντάζετο
+κανείς, ούτε πολλά ούτε μεγάλα αυτά τα καθήκοντα, που τους επιβάλλομεν,
+απεναντίας ασήμαντα, φθάνει να φυλάττουν ένα, που το λέγομεν μεγάλον, ή
+μάλλον καλύτερα, αρκετόν. — Και ποίον είναι αυτό; — Η εκπαίδευσις και η
+ανατροφή· διότι εάν ανατραφούν όπως πρέπει, και γίνουν τέλειοι άνθρωποι, όλα
+αυτά θα τα βλέπουν εύκολα και μόνοι των, και πολλά άλλα ακόμη, που τα
+παραλείπομεν τώρα ημείς, όπως το ζήτημα του γάμου, των γυναικών, της
+τεκνοποιίας· θα ίδουν έξαφνα ότι όλα αυτά, όπως λέγει και η παροιμία, πρέπει να
+είναι κοινά μεταξύ φίλων. — θα ήτο βέβαια πολύ σωστόν αυτό. — Και πράγματι, η
+πολιτεία, εάν εξ αρχής λάβη καλάς βάσεις, προχωρεί πλέον κατόπιν αυξάνουσα,
+όπως ένας κύκλος· μία καλή ανατροφή και εκπαίδευσις γεννά πάντοτε και καλάς
+φύσεις· και αυταί πάλιν, εάν τύχουν της ιδίας ανατροφής, γίνονται ακόμη
+καλύτεραι από τας προτέρας και εις όλα τα άλλα και εις την τεκνοποίησιν, όπως
+συμβαίνει και με τα άλλα ζώα. Πολύ φυσικόν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Με ολίγας λοιπόν λέξεις, πρέπει της πόλεως οι επιμεληταί εις αυτό
+ειδικώς να επιμείνουν, να μη διαφθαρή χωρίς να το εννοήσουν η ανατροφή, αλλά
+να διατηρήται παρά κάθε άλλο καθαρά, και να μη επιτρέπουν κανένα νεωτερισμόν
+εις την γυμναστικήν και μουσικήν, παρά τα διατεταγμένα· ούτως ώστε, όταν λέγη ο
+ποιητής ότι οι άνθρωποι προσέχουν εις εκείνο το τραγούδι</p>
+
+<p class="poem">που πιο καινούργιο τριγυρνά στο στόμα των ανθρώπων,</p>
+
+<p>να φοβούνται, μήπως φαντασθή κανείς, ότι εννοεί όχι τα νέα άσματα, αλλά
+νέον είδος ωδικής, και επιδοκιμάζει τούτο· διότι δεν πρέπει αυτήν την καινοτομίαν
+ούτε να την επιδοκιμάζη ούτε να την εισάγη κανείς· απεναντίας πρέπει μετά
+μεγάλης ευλαβείας ν' αποφεύγωμεν πάσαν μεταβολήν εις το είδος της μουσικής,
+διότι διατρέχομεν τον κίνδυνον να χάσωμεν το παν· διότι πουθενά δεν ημπορεί
+κανείς να κινήση τους τρόπους της μουσικής, χωρίς συγχρόνως να διασεισθούν και
+αυτοί οι θεμελιώδεις νόμοι της πολιτείας, καθώς το λέγει ο Δάμων και πείθομαι και
+εγώ. — Πρόσθεσε λοιπόν και εμένα εις τον αριθμόν των πεπεισμένων.</p>
+
+<p>&nbsp;— Η μουσική επομένως θα είναι, καθώς φαίνεται, η ακρόπολις, την
+οποίαν πρέπει να οικοδομήσουν οι φύλακες. — Ναι, αλλά η παρανομία εύκολα
+εισχωρεί, χωρίς κανείς να την πάρη είδησιν. — Πράγματι, ως παιγνίδι κατ' αρχάς,
+που δεν ημπορεί να κάμη και τίποτε κακόν. — Ουδέ κάμνει τίποτε άλλο, παρά
+αφού άπαξ εισχωρήση, αρχίζει σιγά σιγά και εισρέει εις τα ήθη και τας συνηθείας·
+έπειτα εισβάλλει, αφού μεγαλώση περισσότερον, και εις τας μεταξύ των πολιτών
+σχέσεις, και από αυτάς προχωρεί εις τους νόμους και τους θεσμούς της πολιτείας,
+με την μεγαλυτέραν πλέον ακολασίαν, έως ότου εις το τέλος αναποδογυρίση τα
+πάντα, και κράτος και ιδιώτας. — Αυτό, αλήθεια, να συμβαίνη; — Μου
+φαίνεται.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν πρέπει λοιπόν, όπως ελέγαμεν εξ αρχής, να υποβάλλωμεν από
+της πρώτης στιγμής τα παιγνίδια των παιδιών εις την αυστηροτέραν πειθαρχίαν
+του νόμου, διότι όταν αυτή χαλαρωθή και μάθουν επομένως τα παιδιά εις την
+παρανομίαν, είναι αδύνατον, όταν μεγαλώσουν, να γίνουν πολίται χρηστοί και
+νομιμόφρονες; — Πώς όχι; — Ενώ απεναντίας, όταν αρχίσουν από τα παιγνίδια των
+και δεχθούν από τότε την αγάπην του νόμου και της τάξεως εις την ψυχήν των, διά
+της μουσικής, θα τους παρακολουθή πλέον εις όλα τα άλλα αυξανομένη πάντοτε,
+ούτως ώστε, αν είχεν επέλθη καμμία κατάπτωσις εις την πόλιν, να είναι εις θέσιν
+να την επανορθώση. — Αυτό είναι αλήθεια. — Θα αποκαταστήσωσιν επομένως
+πάλιν και μερικάς νομίμους συνηθείας, όσον και αν θεωρούνται μικρολογήματα,
+τας οποίας οι προκάτοχοί των άφησαν να περιέλθουν εις παντελή αχρηστίαν. —
+Ποίας δηλαδή; — Παραδείγματος χάριν αυτάς· να σιωπούν οι νεώτεροι εμπρός εις
+τους πρεσβυτέρους, να τους προσηκώνωνται, να τους προσφέρουν την θέσιν των,
+να τηρούν τον οφειλόμενον προς τους γονείς σεβασμόν, να προσέχουν πώς θα
+ενδύωνται, πώς θα υποδένωνται, πώς θα κόπτουν τα μαλλιά των, και εν γένει όλον
+τον σχηματισμόν του σώματός των, και όλα τα τοιαύτα· ή δεν το παραδέχεσαι; —
+Μάλιστα. — Εννοείται ότι θα ήτο μωρόν να τα νομοθετήση κανείς όλα αυτά· διότι
+ούτε πουθενά γίνονται, ούτε είναι δυνατόν να επιβληθούν με καμμίαν προφορικήν
+ή γραπτήν διάταξιν μονίμως. — Πώς βέβαια; — Καταντά λοιπόν, φίλε μου
+Αδείμαντε, όλα αυτά να είναι φυσική συνέπεια και ακολουθία της πρώτης αρχής
+που θα λάβη η ανατροφή· διότι πάντοτε το όμοιον δεν σύρει κατόπιν του το
+όμοιον; — Αναμφιβόλως. — Και επομένως δυνάμεθα να είπωμεν ότι εις το τέλος
+λαμβάνει αυτό ένα τέλειον και ωρισμένον χαρακτήρα, είτε καλόν είτε το εναντίον.
+— Και πώς όχι; Δι’ αυτό λοιπόν και εγώ δεν θα ήθελα ποτέ επιχειρήση να τα
+καθορίσω τα τοιαύτα διά νομοθεσίας. — Και έχεις δίκαιον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά μήπως, δι’ όνομα των θεών, θα τολμήσωμεν επίσης να
+γράψωμεν νόμους περί συμβολαίων αγοράς ή πωλήσεως μεταξύ ιδιωτών, ή, εάν
+θέλης, περί συμφωνητικών εργομισθίας, ή περί εξυβρίσεων και οικιών και περί
+συστάσεως δικαστηρίων δι’ αυτά και διορισμού δικαστών, ή περί καταρτισμού
+δασμολογίου και επιβολής εισαγωγικών ή εξαγωγικών φόρων και γενικώς ειπείν
+περί παντός ότι αφορά τα αγορανομικά, αστυνομικά, λιμενικά και όλα τα τοιαύτα;
+— Βεβαίως δεν είναι ανάγκη να επιβάλλωμεν τίποτε από αυτά δι’ ανθρώπους
+τιμίους· διότι οι ίδιοι θα εύρουν εύκολα μόνοι των τι πρέπει να νομοθετήσουν διά
+τα περισσότερα. — Ναι, φίλε μου, εάν ο θεός δώση να διατηρήσουν ακεραίους
+τους νόμους που καθιερώσαμεν έμπροσθεν. — Ειδεμή, δεν θα κάμνουν άλλο εις
+όλην των την ζωήν, παρά να ψηφίζουν νέους νόμους και να διορθώνουν τους
+παλαιούς, με την ιδέαν ότι θα επιτύχουν επί τέλους το τέλειον. — Τι άλλο δηλαδή,
+παρά θα περάσουν την ζωήν των όπως εκείνοι οι άρρωστοι, οι οποίοι δεν έχουν την
+δύναμιν της θελήσεως να παραιτήσουν τον τρόπον εκείνον της ζωής, που
+κατέστρεφε την υγιείαν των. — Ακριβώς. — Τουλάχιστον, όσον δι’ αυτούς, το
+πράγμα έχει κάτι τι το νόστιμον· ιατρεύονται διαρκώς χωρίς κανένα αποτέλεσμα,
+παρά να αυξάνουν και πολλαπλασιάζουν τα νοσήματά των, ελπίζουν όμως
+πάντοτε, εάν κανείς τους υποδείξη νέον φάρμακον, ότι με αυτό πλέον θα
+επανακτήσουν την υγιείαν των. — Αυτό πραγματικώς παθαίνουν. — Και το
+νοστιμώτερον με αυτούς δεν είναι, που θεωρούν τον μεγαλύτερον εχθρόν των
+εκείνον, που θα τολμήση να τους είπη την αλήθειαν; πως αν δεν κόψουν το κρασί,
+αν δεν παύσουν την πολυφαγίαν ή τας καταχρήσεις ή τον καθιστικόν βίον, ούτε τα
+φάρμακα, ούτε τα καυτήρια, ούτε αι εγχειρήσεις, ούτε πάλιν τα μαγικά και τα
+φυλακτά και τα διαβάσματα και τα τοιαύτα θα τους ωφελήσουν τίποτε; — Δεν
+βλέπω να είναι και πολύ νόστιμον, να θυμώνη κανείς μ' ένα που θέλει το καλό του.
+— Εσύ, φαίνεται, δεν τους πολυνοστιμεύεσαι τους τέτοιους. — Όχι, μα τον
+Δία.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ούτε επομένως, διά να επανέλθωμεν εις το θέμα μας, θα
+επιδοκιμάσης, αν κάμνη αυτό το ίδιον ολόκληρος η πόλις· διότι, πώς σου φαίνεται;
+δεν κάμνουν το ίδιον και όσαι πόλεις, κακώς ωργανωμέναι, απαγορεύουσι μεν εις
+τους πολίτας, επί ποινή θανάτου, να θίξουν την θεμελιώδη κατάστασιν της
+πολιτείας· ενώ αφ' ετέρου εκείνος ο οποίος τους κολακεύει και τους περιποιείται
+με τον ερασμιώτερον τρόπον, που γνωρίζει και προλαμβάνει τας ορέξεις των και
+έχει την επιτηδειότητα να τας ικανσποιή, αυτός θεωρείται ο άριστος και
+ικανώτατος πολιτικός, και αυτόν θα κρίνουν άξιον δι’ όλας τας τιμάς; — Το ίδιον
+πραγματικώς μου φαίνεται πως κάμνουν, και καθόλου δεν το επιδοκιμάζω. — Και
+πώς, δεν θαυμάζεις πάλιν το θάρρος και την ευκολίαν εκείνων που έχουν την
+θέλησιν και την προθυμίαν να παρέχουν τας εκδουλεύσεις των εις τοιαύτας πόλεις;
+— Τους θαυμάζω βέβαια, εκτός εκείνων τουλάχιστον, οι οποίοι εξαπατώνται από
+τους επαίνους των πολλών και φαντάζονται εις το τέλος ότι είναι πράγματι μεγάλοι
+πολιτικοί. — Πώς λέγεις; και δεν τους ευρίσκεις τάχα δικαιολογημένους; ή νομίζεις
+ότι είναι εύκολον, ένας άνθρωπος, που δεν γνωρίζει να μετρά, να του λέγουν οι
+άλλοι πως είναι υψηλός τέσσαρας πήχεις, και να μη το πιστεύση και ο ίδιος εις το
+τέλος; — Όχι βέβαια. — Ώστε μην αδικής και τους πολιτικούς· διότι είναι αληθινά
+οι νοστιμώτεροι απ’ όλους, με τους νόμους εκείνους, που ελέγαμεν, πως σήμερα
+τους γράφουν και αύριον τους διορθώνουν, και που νομίζουν ότι θα εύρουν ποτέ
+άκρην με τα αδικήματα των ιδιωτικών συναλλαγών και τα άλλα που ανέφερα πριν,
+χωρίς να γνωρίζουν ότι κάμνουν πραγματικώς μια τρύπα εις το νερό
+(<span style='font-size: small;'><a href='#fn1' id='ref1'>1</a></span>)
+. — Και αλήθεια, τίποτε άλλο δεν κάμνουν. — Ώστε είχα δίκαιον λοιπόν εγώ να
+παραδεχθώ, ότι εις τοιούτου είδους νόμους και διατάξεις δεν έχει καμμίαν
+ανάγκην να κατέλθη ο αληθινός νομοθέτης, εις καμμίαν, είτε κακώς είτε καλώς
+ωργανωμένην πολιτείαν· διότι εις την μίαν θα ήτο το πράγμα ανωφελές και τίποτε
+παραπάνω δεν θα επρόσθετεν, εις την άλλην πάλιν, ο πρώτος τυχών θα τα
+εύρισκεν ευκολώτατα, ή και αυτομάτως θα απέρρεον από τους προηγουμένους
+εκείνους θεσμούς.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ποίος λοιπόν νόμος θα μας υπελείπετο ακόμη; — Κανείς δι’ ημάς· εις
+τον Απόλλωνα όμως των Δελφών θα αφήσωμεν την φροντίδα διά τα μέγιστα, τα
+κάλλιστα και σπουδαιότατα νομοθετήματα. — Τα ποία; — Διά την ανέγερσιν των
+ναών, τας θυσίας, την λατρείαν των θεών, ημιθέων και ηρώων, την ταφήν των
+νεκρών, και τας τιμάς που οφείλομεν εις αυτούς διά να εξευμενίζωμεν τας ψυχάς
+των· περί αυτών όλων τίποτε ημείς, οι οικισταί της πόλεως, δεν γνωρίζομεν, ουδέ
+θα ακούσωμεν κανένα άλλον, εάν έχωμεν νουν, ουδέ θα συμβουλευθώμεν άλλον
+από τον πάτριον ερμηνευτήν· διότι ο θεός ούτος, ως γνωστόν, είναι ο πάτριος δι’
+όλους τους ανθρώπους ερμηνευτής των τοιούτων και καθήμενος εις το μέσον της
+γης, επί του Ομφαλού, χρησμοδοτεί όσα πρέπει. — Καλά λέγεις κ’ έτσι θα
+κάμωμεν.</p>
+
+<p>
+&nbsp;— Ιδού λοιπόν τέλος, υιέ του Αρίστωνος, σου είναι πλέον έτοιμη εις την
+εντέλειαν η πόλις μας. Τώρα φρόντισε, πού θα εύρης φως αρκετόν, προσκάλεσε
+μάλιστα και τον αδελφόν σου και τον Πολέμαρχον και όλους τους άλλους, διά να
+ιδούμεν μήπως ανακαλύψωμεν, πού ευρίσκεται εις αυτήν η δικαιοσύνη και πού η
+αδικία, τι διαφέρουν η μία από την άλλην, και ποίαν πρέπει να εγκολπωθή εκείνος
+που θέλει να είναι ευτυχής, αδιάφορον εάν του το αναγνωρίζουν όλοι οι θεοί και οι
+άνθρωποι. — Τίποτε δεν μας λέγεις τώρα, απεκρίθη ο Γλαύκων· διότι συ μόνος
+σου υπεσχέθης να αναλάβης αυτήν την έρευναν και μας έλεγες πως θα ήτο
+ασέβεια εκ μέρους σου να μη βοηθήσης με όλας σου τας δυνάμεις και με κάθε
+τρόπον την δικαιοσύνην.</p>
+
+<p>&nbsp;— Είναι πράγματι αληθινά αυτά που μου υπενθυμίζεις, κ’ έτσι πρέπει να
+κάμω, αλλά και σεις χρεωστείτε να με βοηθήσετε. — Δεν θα λείψωμεν. — Έχω
+λοιπόν την ιδέαν ότι θα το εύρωμεν κατ' αυτόν τον τρόπον. Νομίζω ότι, εάν αι
+βάσεις επί των οποίων εθεμελιώσαμεν την πόλιν μας είναι ορθαί, και αυτή η πόλις
+θα είναι τελείως καλή. — Κατ' ανάγκην. — Δηλαδή, σοφή, ανδρεία, σώφρων και
+δικαία. — Μάλιστα. — Ό,τι τώρα από αυτά θα εύρωμεν εις αυτήν, εκείνο που θα
+μείνη θα είναι εκείνο που δεν έχομεν εύρη. — Βεβαίως. — Όπως, αν από τέσσαρα
+άλλα πράγματα εζητούσαμεν το ένα εξ αυτών, όταν θα ετύχαινε να το εύρωμεν
+αυτό πρώτον, δεν θα είχαμεν ανάγκην να ζητήσωμεν άλλο παρά πέρα· εάν δε
+ευρίσκαμεν πρώτα τα τρία τα άλλα, θα καταλαβαίναμεν απ’ αυτό πως μένει
+ακριβώς εκείνο που ζητούμεν, αφού βέβαια δεν μένει κανένα άλλο. — Πολύ
+σωστά. — Αφού λοιπόν και αυτά, που είπαμεν διά την πόλιν, είναι τέσσαρα, δεν
+πρέπει να εφαρμόσωμεν την ιδίαν μέθοδον. — Πώς όχι;</p>
+
+<p>&nbsp;— Το πρώτον λοιπόν που νομίζω πως είναι ολοφάνερον εις αυτήν, είναι
+η σοφία· και συμβαίνει σχετικώς με αυτήν κάτι τι περίεργον. — Τι δηλαδή; — Είναι
+σοφή τωόντι η πόλις, που περιεγράψαμεν, διά τον λόγον ότι επικρατεί εν αυτή η
+ορθοφροσύνη· ή όχι; — Ναι. — Αλλ' αυτό τούτο το πράγμα, η ορθοφροσύνη, είναι
+αναμφιβόλως κάποια επιστήμη· διότι όχι βέβαια η άγνοια, αλλ' η επιστήμη είναι
+εκείνη που κάμνει τους ανθρώπους να σκέπτονται ορθώς. — Λογικώτατον. — Αλλά
+υπάρχουν εις την πόλιν μας πολλαί και παντοειδείς επιστήμαι. — Πώς όχι; — Τάχα
+λοιπόν να οφείλη εις την επιστήμην των ξυλουργών την προσωνυμίαν αυτήν της
+σοφίας και ορθοφροσύνης; — Όχι βέβαια, διότι αυτός ο έπαινος θα ήρμοζε τότε εις
+την ξυλουργικήν. — Ώστε, δεν δύναται λοιπόν να ονομασθή η πόλις σοφή διά την
+επιστήμην που έχει εις τα αντικείμενα της ξυλουργικής, όταν λαμβάνη τα μέτρα της
+πώς να γίνουν αυτά καλύτερα; — Όχι, εννοείται. — Μήπως ίσως διά την επιστήμην
+της περί των χαλκίνων σκευών ή δι’ άλλην καμμίαν τοιαύτην; — Διά καμμίαν. —
+Ούτε επομένως όταν πρόκειται περί της παραγωγής των προϊόντων της γης, διότι
+αυτό αφορά την γεωργικήν. — Μου φαίνεται. — Αλλά μήπως ίσως υπάρχει εις την
+πόλιν που ιδρύσαμεν προ μικρού, καμμία επιστήμη ανήκουσα εις ωρισμένους
+πολίτας, και της οποίας έργον είναι να σκέπτεται όχι δι’ έν αντικείμενον της
+πόλεως, αλλά δι’ ολόκληρον αυτήν την ιδίαν και να κανονίζη τας σχέσεις της και
+τας εσωτερικάς και τας εξωτερικάς; — Υπάρχει πράγματι. — Ποία είναι αυτή η
+επιστήμη και τίνων κτήμα; — Εκείνη η οποία έργον έχει την φρούρησιν της πόλεως,
+και είναι κτήμα των αρχόντων, που ωνομάσαμεν αληθινούς φρουρούς. — Και δι’
+αυτήν την επιστήμην, ποίαν προσωνυμίαν θα δώσης εις την πόλιν; — Θα την
+ονομάσω ορθοφρονούσαν και τωόντι σοφήν. — Και δεν μου λέγεις· νομίζεις ότι
+σιδηρουργούς θα έχωμεν περισσοτέρους εις την πόλιν μας, ή από αυτούς τους
+αληθινούς φρουρούς; — Πολύ περισσοτέρους σιδηρουργούς. — Και από όλους
+τους άλλους, όσοι λαμβάνουν τα διάφορά τους ονόματα από την τέχνην που
+εξασκούν, αυτοί θα είναι οι πλέον ολιγώτεροι; — Μαλιστα. — Κατά συνέπειαν μία
+πόλις ωργανωμένη φυσικώς θα οφείλη την σοφίαν της εις την επιστήμην, η οποία
+ενυπάρχει εις την μικροτέραν τάξιν και εις το μικρότερον μέρος αυτής, δηλαδή εις
+τον άρχοντα και τον προϊστάμενον· και φαίνεται ότι η φύσις παράγει εις ελάχιστον
+αριθμόν αυτήν την τάξιν των ανθρώπων, ήτις έχει αποκλειστικόν της προνόμιον την
+επιστήμην αυτήν, που μόνη από όλας τας επιστήμας πρέπει να ονομάζεται, σοφία.
+— Αυτό είναι αληθέστατον. — Ιδού λοιπόν που ευρήκαμεν, και εγώ δεν ηξεύρω
+πώς, το ένα απ’ αυτά τα τέσσαρα, καθώς και το μέρος της πόλεως εις το οποίον
+υπάρχει. — Και νομίζω ότι αρκετά καλά έχει ευρεθή,</p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά επίσης και την ανδρείαν τώρα, και το μέρος της πόλεως εις το
+οποίον εδράζει, ένεκα του οποίου πρέπει να ονομασθή η πόλις τοιαύτη, δεν είναι
+πολύ δύσκολον να εύρωμεν. — Πώς λοιπόν; — Εις τι άλλο δύναταί τις να
+αποβλέψη, διά να ονομάση την πόλιν δειλήν ή ανδρείαν, παρά εις την τάξιν
+εκείνην την αποτελουμένην από τους στρατιώτας και τους υπερασπιστάς της; —
+Εις κανένα άλλο βέβαια. — Διότι, υποθέτω, αν οι άλλοι πολίται ήσαν δειλοί ή
+ανδρείοι, δεν θα εξηρτάτο από αυτό να είναι τοιαύτη ή τοιαύτη και η πόλις. — Όχι
+πράγματι. — Ώστε και ανδρεία είναι η πόλις χάρις εις μίαν ωρισμένην τάξιν των
+πολιτών της, εις την οποίαν ενυπάρχει τοιαύτη δύναμις που να ημπορή να
+διαφυλάττη διά παντός, ως προς τα φοβερά πράγματα, την ιδέαν που παρήγγειλε
+να έχωμεν δι’ αυτά ο νομοθέτης· ή δεν ονομάζεις αυτό ανδρείαν; — «Δεν ενόησα
+ακριβώς πώς το είπες· επανάλαβέ το πάλιν. — Λέγω ότι η ανδρεία είναι ένα είδος
+διαφυλάξεως. — Τίνος πράγματος; — Διαφύλαξις της ιδέας, την οποίαν ελάβαμεν
+διά τον νόμων της ανατροφής, περί των φοβερών πραγμάτων, ποία δηλαδή και τι
+είδους είναι αυτά· και έλεγα διά παντός, το να διαφυλάττη κανείς αυτήν και να μη
+την αποβάλλη ποτέ, είτε ευρίσκεται υπό το κράτος της λύπης ή της χαράς, ή των
+επιθυμιών, ή του φόβου· θα σου το εξηγήσω δε αυτό με μίαν παρομοίωσιν, εάν
+θέλης. — Πώς δεν θέλω; — Γνωρίζεις λοιπόν ότι οι βαφείς, όταν θέλουν να βάψουν
+κόκκινα τα μαλλιά, πρώτον διαλέγουν από τα διάφορα είδη αυτών τα λευκά, τα
+υποβάλλουν έπειτα με πολλήν προσοχήν εις μακράν προεξεργασίαν, διά να
+ημπορούν να κρατήσουν το χρώμα, και τέλος τα βάφουν· όσα λοιπόν βαφούν κατ'
+αυτόν τον τρόπον το στερεώνουν και δεν χύνουν ποτέ το χρώμα των, όσον και αν
+τα πλύνης ή τα σαπουνίσης· ενώ απεναντίας άλλα μαλλιά εκτός από τα λευκά, ή
+και αυτά τα ίδια χωρίς να υποβληθούν εις την προετοιμασίαν εκείνην, γνωρίζεις δα
+πως γίνονται; — Ναι, ξεύρω, χύνουν το χρώμα των και καταντούν μια αηδία. — Το
+ίδιον λοιπόν να φαντασθής ότι εκάμναμεν το κατά δύναμιν και ημείς, όταν
+εξελέγαμεν τους στρατιώτας και τους ανετρέφαμεν με την μουσικήν και την
+γυμναστικήν· μη νομίσης ότι ήτο άλλη η πρόθεσίς μας, παρά να τους κάμωμεν να
+δεχθούν τους νόμους όσον το δυνατόν καλύτερα, όπως τα έρια την βαφήν, διά να
+γίνη στερεά και μόνιμος η ιδέα των περί των φοβερών και περί των άλλων μέσα εις
+την ψυχήν των, εις τρόπον ώστε να μην ημπορή να εκπλύνουν την βαφήν αυτά τα
+σαπουνίσματα, ούτε η ηδονή, η οποία ημπορεί να το κάμη ασφαλέστερον από
+κάθε σαπουνόχωμα και θολόσταχτη ούτε η λύπη, ούτε ο φόβος και ούτε καμμία
+επιθυμία· αυτήν λοιπόν την δύναμιν και την παντοτινήν διατήρησιν της ορθής και
+νομίμου ιδέας περί των φοβερών και μη πραγμάτων, θεωρώ εγώ και ονομάζω
+ανδρείαν, εκτός εάν έχης συ καμμίαν αντίρρησιν. — Απολύτως καμμίαν· διότι
+νομίζω ότι κάθε άλλο παρά το όνομα της ανδρείας θα έδιδες εις αυτήν ταύτην την
+ιδέαν, ούτε θα την ενόμιζες πολύ νόμιμον, εάν δεν ήτο προϊόν της ανατροφής και
+της εκπαιδεύσεως, αλλά όπως είναι έξαφνα των ζώων ή των δούλων. — Έχεις
+δίκαιον. — Παραδέχομαι λοιπόν και εγώ τον ορισμόν σου της ανδρείας. —
+Παραδέξου ακόμη ότι είναι και πολιτική αρετή, και τότε θα είναι σωστότερος ο
+ορισμός· περί αυτού όμως ημπορούμεν να συζητήσωμεν καλύτερα και άλλοτε, εάν
+θέλης· διότι τώρα δεν επρόκειτο περί αυτού του ζητήματος, αλλά περί της
+δικαιοσύνης· ώστε, νομίζω ότι ημπορούμεν να θεωρήσωμεν αρκετήν την
+συζήτησιν. — Καλά λέγεις.</p>
+
+<p>&nbsp;— Μας υπολείπονται λοιπόν δύο πράγματα που πρέπει ακόμη να
+αναζητήσωμεν εις την πόλιν, η σωφροσύνη και η δικαιοσύνη, δια την οποίαν
+ακριβώς και κάμνομεν όλην αυτήν την έρευναν. — Πολύ καλά. — Πώς θα
+ημπορούσαμεν άραγε να ευρούμεν την δικαιοσύνην κατ' ευθείαν, διά να μη
+καθήμεθα τώρα να ζητούμεν την σωφροσύνην; — Εγώ τουλάχιστον δεν γνωρίζω,
+αλλ' ούτε και θα ήθελα να ευρεθή αυτό πρώτον, αφού δεν θα μας εχρειάζετο
+πλέον κατόπιν να εξετάσωμεν την σωφροσύνην· αλλ' αν θέλης να μ' ευχαριστήσης,
+άρχισε πρώτα από αυτήν. — Θα είχα άδικον να μη θελήσω. — Άρχισε λοιπόν την
+εξέτασιν. — Αρχίζω· και όσον ημπορώ να το κρίνω από τώρα, η αρετή αυτή
+ομοιάζει με κάποιαν αρμονίαν και συμφωνίαν περισσότερον από τας
+προηγουμένας εκείνας, που εξετάσαμεν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πώς; — Η σωφροσύνη είναι μία ευκοσμία, ένας χαλινός, καθώς
+λέγουν, των ηδονών και των επιθυμιών, το να είναι κανείς, δεν ηξεύρω πώς, κύριος
+του εαυτού του, και άλλα τοιαύτα, που φαίνονται ως ίχνη μάλλον αυτής της
+αρετής· δεν είναι έτσι; — Βεβαιότατα. — Αυτή η έκφρασις, κύριος εαυτού, δεν
+φαίνεται γελοία; διότι ο κύριος του εαυτού του θα ήτο και δούλος του εαυτού του
+και επομένως κύριος και δούλος συγχρόνως, αφού πρόκειται περί του αυτού
+προσώπου. — Χωρίς αμφιβολίαν. — Αλλά κατά την ιδέαν μου η έκφρασις αύτη
+θέλει να σημάνη ότι υπάρχουν εις την ψυχήν του ανθρώπου δύο, ούτως ειπείν,
+μέρη, το καλύτερον και το χειρότερον· και όταν μεν υπερισχύη το πρώτον, τότε ο
+άνθρωπος είναι κύριος του εαυτού του, και τούτο λέγεται προς έπαινόν του· όταν
+όμως, ή από κακήν ανατροφήν ή από κακήν συνήθειαν, περισσεύση το χειρότερον
+και υπερισχύση, τότε λέγομεν, προς κατηγορίαν αυτού του ανθρώπου, ότι είναι
+ακόλαστος και δούλος του εαυτού του. — Και πράγματι έτσι είναι.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τώρα παρατήρησε την νέαν μας πόλιν και θα εύρης, ότι υπάρχει εις
+αυτήν το πρώτον διότι θα την ονομάσης, δικαίω τω λόγω, κυρίαν εαυτής, αφού,
+παντού όπου υπερισχύει το καλύτερον από το χειρότερον, οφείλομεν να δώσωμεν
+το όνομα αυτό. — Παρατηρώ πράγματι και έχεις δίκαιον. — Αλλά τας πολλάς και
+παντοειδείς επιθυμίας και ηδονάς και λύπας συναντώμεν προ πάντων μεταξύ των
+παιδίων, των γυναικών, των δούλων, ακόμη δε και μεταξύ των λεγομένων
+ελευθέρων εις τον κατώτερον και πολυαριθμότερον όχλον. — Πραγματικώς. — Ενώ
+τας απλάς και μετρημένας επιθυμίας, αι οποίαι στηρίζονται επί της ορθής κρίσεως
+και κυβερνώνται υπό του λογικού, θα τας εύρης εις πολύ ολίγους· εις εκείνους
+ακριβώς που είναι και εκ φύσεως άριστοι και την αρίστην ανατροφήν έλαβον. —
+Πολύ σωστά. — Δεν βλέπεις όμως ότι και τούτο συμβαίνει εις την πόλιν μας; ότι
+δηλαδή αι επιθυμίαι των πολλών, των χειροτέρων, υποτάσσονται εις τας επιθυμίας
+και κυβερνώνται υπό της φρονήσεως των ολίγων και καλυτέρων; — Το βλέπω.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ώστε αν ημπορούμεν να είπωμεν διά μίαν πόλιν ότι είναι κυρία
+εαυτής και των ηδονών και των επιθυμιών της, διά την ιδικήν μας προ πάντων θα
+το είπωμεν. — Αναμφιβόλως. — Και αν ακόμη υπάρχη μία πόλις εις την οποίαν
+όλοι, άρχοντες και αρχόμενοι, είναι σύμφωνοι, περί του ποίοι πρέπει να έχουν την
+διοίκησιν των κοινών, αυτή βέβαια θα είναι η ιδική μας· ή δεν το παραδέχεσαι; —
+Χωρίς καμμίαν μάλιστα αντίρρησην. — Και εν τοιαύτη περιπτώσει, εις ποίους
+νομίζεις ότι θα ευρίσκετο η σωφροσύνη, εις τους άρχοντας ή εις τους αρχομένους:
+— Μα, και εις τους δύο, υποθέτω. — Βλέπεις λοιπόν ότι δεν το είχαμεν άδικα
+προμαντεύση, όταν ελέγαμεν ότι η σωφροσύνη ομοιάζει με κάποιαν αρμονίαν. —
+Πώς τάχα: — Επειδή δεν συμβαίνει τι ίδιον όπως με την ανδρείαν και με την
+σοφίαν, αι οποίαι, καθώς ελέγαμεν, υπάρχουν εις ένα μόνον μέρος της πόλεως και
+την κάμνουν ανδρείαν ή σοφήν· αλλά η σωφροσύνη επεκτείνεται εις ολόκληρον
+την πόλιν και παράγει μίαν πληρεστάτην συμφωνίαν μεταξύ των πολιτών και της
+ανωτάτης και της κατωτάτης και της μεσαίας τάξεως, είτε ως προς την φρόνησιν,
+είτε ως προς την δύναμιν, είτε ως προς τον αριθμόν, είτε ως προς τον πλούτον, είτε
+εις ό,τι άλλο τοιούτον θέλεις· ώστε δικαίως θα ημπορούσαμεν να ονομάσωμεν
+σωφροσύνην αυτήν την ομόνοιαν, αυτήν την φυσικήν συμφωνίαν μεταξύ του
+χειροτέρου και του καλυτέρου μέρους, είτε πόλεως είτε και ενός ατόμου, περί του
+ποίου εξ αυτών πρέπει να έχη την διοίκησιν. — Είμαι πληρέστατα της γνώμης
+σου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πολύ καλά· ώστε ευρήκαμεν ως τώρα, καθώς φαίνεται, τα τρία από
+τα τέσσαρα που εζητούσαμεν εις την πόλιν· τι είναι λοιπόν που μας μένει ακόμη
+διά να συμπληρωθή η αρετή της; δεν είναι η δικαιοσύνη; — Φανερόν. — Λοιπόν
+τώρα, Γλαύκων, πρέπει καθώς κυνηγοί να σταθούμεν ολόγυρα από τον θάμνον και
+να προσέχωμεν μήπως μας διαφύγη από κάπου η δικαιοσύνη, και εξαφανισθή
+εμπρός από τα μάτια μας· διότι εδώ κάπου βέβαια θα είναι κρυμμένη· κύτταξε
+λοιπόν και βάλε όλην σου την προσοχήν, μήπως την ιδής εσύ πρώτος, και με
+ειδοποιήσης και εμένα. — Μακάρι να ημπορούσα· θα ήτανε και πολύ για μένα, εάν
+με πάρης από πίσω σου και ημπορώ να βλέπω όσα θα μου έδειχτες. — Κάμε
+λοιπόν το σταυρό σου και έλα. — Έτσι θα κάμω, μόνον προχώρει εσύ. — Ναι, μα
+μου φαίνεται άσχημος ο τόπος και πολύ σκεπός· δύσκολα θα βλέπωμεν να
+ψάξωμεν· ας προχωρήσωμεν όμως. — Εμπρός λοιπόν.</p>
+
+<p>Και αφού εκύτταξα δεξιά αριστερά, — Α, α, Γλαύκων, μου φαίνεται πως
+ευρήκαμεν κάποιο ίχνος, και πιστεύω πως δεν θα μας διαφύγη. — Δόξα σοι ο θεός!
+— Μα ξέρεις τι ανοησία εκάναμε τόση ώρα; — Τι; — Ώρες τώρα απ’ αρχής ήτανε
+εμπρός στα πόδια μας, και δεν το εβλέπαμεν, οι γελοίοι· όπως εκείνοι που κρατούν
+κάτι εις το χέρι των και το ζητούν αλλού, έτσι και μεις δεν το εβλέπαμεν εμπρός
+μας, αλλά το εζητούσαμεν μακρυά, και δι’ αυτό ίσως και μας διέφευγε. — Τι λέγεις;
+— Νά, ωμιλούσαμεν τόσον καιρόν και ακούαμεν διά την δικαιοσύνην, χωρίς να
+καταλαβαίνωμεν ότι επρόκειτο τρόπον τινά δι’ αυτήν. — Είναι πολύ μακρόν το
+προοίμιόν σου δι’ ένα που διαφλέγεται από την επιθυμίαν να ακούση.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλ' άκουσε να ιδής, αν έχω δίκαιον· εκείνο το οποίον εξ αρχής
+ωρίσαμεν ως απαραίτητον καθήκον πάντων, ότε εθεμελιώναμεν την πόλιν μας, ήτο
+ακριβώς η δικαιοσύνη, ή τουλάχιστον κάτι τι αυτού του είδους· ωρίσαμεν δηλαδή
+και πολλάκις το επανελάβαμεν, εάν ενθυμήσαι, ότι έκαστος πολίτης οφείλει να
+εξασκή ένα μόνον επιτήδευμα, και εκείνο ακριβώς διά το οποίον τον προώρισεν η
+φύσις του. — Πράγματι το ελέγαμεν. — Αλλά προσέτι το να ασχολήται έκαστος εις
+τα εαυτού και να μην αναμιγνύεται εις άλλα πράγματα, και από άλλους πολλούς
+έχομεν ακούση και οι ίδιοι πολλάκις το είπαμεν, ότι αυτό ακριβώς αποτελεί την
+δικαιοσύνην. — Το είπαμεν πράγματι. — Αυτό λοιπόν, φίλε μου, καταντά τρόπον
+τινά να είναι δικαιοσύνη, το να κάμνη έκαστος εκείνο που έχει να κάμνη· και
+γνωρίζεις πόθεν το εξάγω; — Όχι, αλλά λέγε να ακούσω. — Μου φαίνεται ότι μετά
+την σωφροσύνην, την ανδρείαν και την φρόνησιν, μας υπολείπεται να εξετάσωμεν
+εκείνο ακριβώς, το οποίον κατέστησε δυνατήν και την ύπαρξιν των τριών πρώτων
+και το οποίον χρησιμεύει ακόμη να τα διατηρή, αφού μίαν φοράν εγεννήθησαν,
+εφόσον τουλάχιστον υφίσταται και το ίδιον· είπαμεν δε ότι εκείνο που θα
+υπολειφθή, αφού θα ευρίσκαμεν τα άλλα τρία, θα ήτο η δικαιοσύνη. — Κατ'
+ανάγκην βέβαια.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλ' όμως, θα ήτο πολύ δύσκολον εάν επρόκειτο να αποφανθώμεν
+οριστικώς, τι είναι εκείνο το οποίον προ πάντων θα καταστήση τελείαν την πόλιν
+μας, εάν δηλαδή είναι η μεταξύ των αρχόντων και αρχομένων πλήρης ομοφωνία, ή
+εάν είναι η διατήρησις μεταξύ των στρατιωτών της νομίμου ιδέας περί των
+φοβερών ή μη πραγμάτων, ή εάν είναι η φρόνησις και η επαγρύπνησις των
+αρχόντων, η εάν τέλος η αρετή εκείνη διά της οποίας πάντες, παιδία και γυναίκες,
+δούλοι, ελεύθεροι, τεχνίται, άρχοντες και αρχόμενοι, θα περιωρίζοντο έκαστος εις
+το έργον του χωρίς να αναμιγνύεται εις τα άλλα. — Πολύ δύσκολον πραγματικώς.
+— Ώστε, καθώς φαίνεται, αυτή η αρετή, του να περιορίζεται έκαστος εις το έργον
+του, συμβάλλεται προς την τελειότητα της πόλεως όχι ολιγώτερον από την σοφίαν,
+την σωφροσύνην και την ανδρείαν. — Βεβαιότατα. — Την αρετήν λοιπόν αυτήν, η
+οποία είναι η δικαιοσύνη, την θεωρείς εφάμιλλον με τας άλλας διά την τελειότητα
+της πόλεως; — Κατά πάντα λόγον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ας εξετάσωμεν τώρα το πράγμα κατ' αυτόν τον τρόπον, εάν το
+εγκρίνης· την λύσιν των μεταξύ των ιδιωτών διαφορών δεν θα την αναθέσης
+βέβαια εις τους άρχοντας; — Αλλά εις ποίους άλλους; — Και άλλο τίποτε
+περισσότερον θα επιζητούν ούτοι δικάζοντες, παρά να μη σφετερίζεται κανείς τα
+πράγματα του άλλου ή να μη στερήται τα ιδικά του; — Αυτό και τίποτε άλλο. —
+Διότι αυτό είναι το δίκαιον. — Ναι. — Ώστε και αυτό ακόμη είναι μία απόδειξις ότι
+η δικαιοσύνη συνίσταται εις το να έχη έκαστος και να εξασκή εκείνο που του
+ανήκει αποκλειστικώς. — Έτσι είναι.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τώρα πρόσεξε, εάν συμφωνής και συ μαζί μου· εάν ένας ξυλουργός
+επιχειρήση να κάμη την εργασίαν του υποδηματοποιού, ή ο υποδηματοποιός του
+ξυλουργού, εάν κάμουν ανταλλαγήν των εργαλείων των και της πληρωμής που
+λαμβάνει ο καθείς, ή και εάν ο αυτός άνθρωπος επιχειρήση και τας δύο μαζί
+εργασίας και συμβή αυτή η μεταβολή και εις όλα τα άλλα επαγγέλματα, νομίζεις
+ότι το τοιούτον θα επροξένει καμμίαν μεγάλην βλάβην εις την πόλιν; — Όχι και
+πολύ μεγάλην. — Όταν όμως ένας προωρισμένος εκ φύσεως να είναι τεχνίτης ή
+χρηματιστής, έπειτα επαιρόμενος διά τα πλούτη του ή το κόμμα του, ή την δύναμίν
+του ή δι’ άλλο τοιούτον επιχειρήση να εισέλθη εις το είδος του πολεμιστού, ή πάλιν
+κανείς πολεμιστής εις το είδος του βουλευτού και του άρχοντος χωρίς να είναι
+άξιος, και ανταλλάξουν και αυτοί μεταξύ των τα εργαλεία και τας απολαβάς του
+επαγγέλματός των, ή όταν ένας και ο αυτός επιχειρήση να κάμνη όλα αυτά
+συγχρόνως, τότε νομίζω να ομολογήσης και συ, ότι αύτη η μεταβολή και η γενική
+σύγχυσις θα επιφέρη την καταστροφήν της πολιτείας. — Εξάπαντος. — Ώστε η
+σύγχυσις και η ανάμιξις των έργων των τριών αυτών τάξεων, που υπάρχουν εις την
+πόλιν, θα ήτο η μεγαλυτέρα δι’ αυτήν ζημία και ορθότατα θα ημπορούσε να
+ονομασθή το μεγαλύτερον κακούργημα. — Και δικαίως. — Αυτό λοιπόν το
+μεγαλύτερον κακούργημα που ημπορεί να κάμη κανείς προς την πόλιν του, δεν θα
+το ονομάσης αδικίαν; — Και πώς αλλέως βέβαια; — Αυτό λοιπόν είναι η αδικία. —
+Μάλιστα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Και τώρα ημπορούμεν να είπωμεν αντιστρόφως· όταν εκάστη των
+τριών τάξεων της πολιτείας, οι εργατικοί, οι πολεμισταί και οι άρχοντες,
+περιορίζωνται αποκλειστικώς εις τα έργα των και τίποτε άλλο δεν κάμνουν, αυτό
+βεβαίως θα ήτο η δικαιοσύνη και αυτό θα έκαμνε την πόλιν δικαίαν. — Έτσι μου
+φαίνεται κ’ εμένα και δεν θα ημπορούσε να είναι αλλέως. — Ας μη το πάρωμεν
+ακόμη ως πολύ βέβαιον και αναμφισβήτητον το πράγμα, αλλ' αν αποδείξωμεν
+αναντιρρήτως ότι εφαρμοζόμενον και επί ενός εκάστου ατόμου είναι δικαιοσύνη
+και εκεί, τότε πλέον το παραδεχόμεθα· διότι τι άλλο περισσότερον θα ζητήσωμεν;
+εν εναντία όμως περιπτώσει, θα στρέψωμεν αλλού τας έρευνάς μας. Προς το
+παρόν λοιπόν ας εξακολουθήσωμεν τον συλλογισμόν, που εδέχθημεν, ότι δηλαδή
+εάν εδοκιμάζαμεν να εύρωμεν την δικαιοσύνην πρώτα εις κανένα από τα
+μεγαλύτερα εκείνα που την έχουν, θα ήτο εύκολον να ίδωμεν ποία είναι η φύσις
+της και επί ενός μόνον ανθρώπου· και ως τοιούτον μεγαλύτερον εθεωρήσαμεν την
+πόλιν, και τοιουτοτρόπως ιδρύσαμεν μίαν με όλην την δυνατήν τελειότητα, με την
+πεποίθησιν ότι θα ευρίσκετο η δικαιοσύνη μέσα εις μίαν τόσον τελείαν πόλιν·
+εκείνο λοιπόν που ευρήκαμεν εκεί, ας το μεταφέρωμεν και εις τον ένα άνθρωπον·
+και αν η εφαρμογή είναι τελεία, το πράγμα θα έχη καλώς· εάν όμως ευρεθή τίποτε
+άλλο εις τον ένα, τότε πάλιν επανερχόμεθα εις την πόλιν και αρχίζομεν νέαν
+δοκιμήν, επαναλαμβάνοντες την σύγκρισιν μεταξύ των και τρίβοντες ούτως ειπείν
+το ένα με το άλλο, έως ότου κάμωμεν να εκλάμψη η δικαιοσύνη, καθώς ο σπινθήρ
+εκ του χάλικος, και τοιουτοτρόπως λάβωμεν πλήρη βεβαιότητα περί της υπάρξεώς
+της. — Αυτός αλήθεια είναι ο ίσος δρόμος κ’ έτσι να κάμωμεν. — Λοιπόν, όταν
+λέγωμεν διά δύο πράγματα, το ένα μεγαλύτερον και το άλλο μικρότερον, ότι είναι
+τα ίδια, είναι τάχα όμοια ως προς εκείνο που είναι ίδια η ανόμοια; — Όμοια
+βέβαια. — Ώστε λοιπόν και ο δίκαιος άνθρωπος, ως προς αυτήν την ιδιότητα της
+δικαιοσύνης, δεν θα έχη καμμίαν διαφοράν από την δικαίαν πόλιν, αλλά θα είναι
+όμοιος. — Όμοιος, μάλιστα. — Αλλά μία πόλις εδέχθημεν ότι είναι δικαία, όταν
+εκάστη εκ των τριών τάξεων, που την αποτελούν, περιορίζεται εις τα έργα, που της
+ανήκουν εκ φύσεως· όπως πάλιν είπαμεν ότι είναι σώφρων, ανδρεία και σοφή, από
+άλλας μερικάς ιδιότητας και συνηθείας, που έχουν αι τρεις αύται τάξεις. — Είναι
+αληθές. — Ώστε το ίδιον πρέπει να απαιτήσωμεν και διά τον ένα άνθρωπον, να έχη
+δηλαδή εις την ψυχήν του τρία μέρη ανταποκρινόμενα προς τας τρεις εκείνας
+τάξεις της πόλεως και έκαστον μέρος να έχη τας αναλόγους ιδιότητας, διά να
+αποδώσωμεν δικαίως και εις αυτά τα ίδια ονόματα, που εδώσαμεν και εις εκείνας
+τας τάξεις. — Κατ' ανάγκην.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ιδού πάλιν, φίλε μου, που επέσαμεν εις ένα πολύ οχληρόν ζήτημα
+σχετικώς με την ψυχήν, αν έχη ή όχι αυτά τα τρία μέρη. — Ημπορεί και να μην είναι
+τόσον όσον το φανταζόμεθα· διότι ίσως να είναι αληθινή η παροιμία που λέγει, ότι
+όλα τα καλά είναι δύσκολα. — Έτσι φαίνεται· γνώριζέ το όμως καλά, Γλαύκων, ότι
+κατά την ιδέαν μου με αυτάς τας μεθόδους, που μεταχειριζόμεθα τώρα εις την
+συζήτησίν μας, υπάρχει φόβος μήπως δεν το ανακαλύψωμεν ποτέ ακριβώς· η οδός,
+η οποία θα μας έφερεν εις το τέρμα, είναι άλλη, πολύ περισσότερον μακρά και
+πολύπλοκος· ίσως όμως και να αξίζη η μέχρι τούδε μέθοδος, σχετικώς με όσα ως
+τώρα είπαμεν και συνεζητήσαμεν. — Και δεν είναι αρκετόν; εμένα τουλάχιστον μου
+φαίνεται ότι και με αυτό ημπορούμεν να είμεθα ευχαριστημένοι. — Τότε λοιπόν
+πολύ περισσότερον και εμένα. — Μην αποκάμνης λοιπόν, αλλ' άρχιζε την
+εξέτασιν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν είναι λοιπόν ανάγκη απόλυτος να παραδεχθώμεν ότι εις έκαστον
+εξ ημών υπάρχουν αι αυταί ιδιότητες και οι αυτοί χαρακτήρες, που ευρίσκονται και
+εις την πόλιν; διότι βέβαια δεν είναι δυνατόν να ήλθαν από αλλού και εις αυτήν·
+και θα ήτο, μα την αλήθειαν, γελοίον να εφαντάζετο κανείς ότι το θυμοειδές
+έξαφνα του χαρακτήρος, που αποδίδουν εις μερικά έθνη, όπως τους Θράκας και
+τους Σκύθας και εν γένει τους βορείους λαούς, ή το φιλομαθές, το οποίον θα
+ηδύνατό τις δικαίως να αποδώση εις το ημέτερον προ πάντων έθνος, ή το
+φιλοχρήματον εκείνο, το οποίον χαρακτηρίζει κυρίως τους Φοίνικας και τους
+Αιγυπτίους, δεν έχουν την αρχήν των από τους ιδιώτας διά να αποδίδωνται και εις
+τα έθνη. — Βεβαιότατα. — Ώστε έτσι είναι το πράγμα και δεν παρουσιάζει αυτό
+τουλάχιστον καμμίαν δυσκολίαν να το εννοήση κανείς. — Καμμίαν πράγματι.</p>
+
+<p>&nbsp;— Απ’ εδώ όμως αρχίζει η δυσκολία, εάν έχωμεν δηλαδή μίαν και την
+αυτήν δύναμιν της ψυχής δι’ όλας αυτής τας ενεργείας, ή δι’ έκαστον των τριών
+ειδών από μίαν ιδιαιτέραν; άλλη είναι η δύναμις διά της οποίας μανθάνομεν, άλλη
+πάλιν η δύναμις εν ημίν διά της οποίας θυμώνομεν, και άλλη εκείνη η οποία
+παράγει την επιθυμίαν της τροφής, τας γεννετησίους ορμάς και όλα τα τοιαύτα, ή
+με ολόκληρον την ψυχήν πράττομεν το καθέν' από αυτά, όταν τα πράττωμεν; αυτά
+είναι δύσκολον να καθορίσωμεν με την απαιτουμένην ακρίβειαν. — Το βλέπω και
+εγώ.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ιδού λοιπόν πώς λέγω να δοκιμάσωμεν να εύρωμεν, εάν είναι αι ίδιαι
+προς αλλήλας αι τρείς αυταί δυνάμεις, ή διαφορετική καθεμία. — Πώς; — Είναι
+φανερόν ότι το ίδιον πρόσωπον δεν είναι ποτέ δυνατόν κατά τον αυτόν χρόνον και
+εν σχέσει προς το αυτό αντικείμενον να ενεργή ή να πάσχη τα εναντία· ώστε εάν
+εύρωμεν να συμβαίνη αυτό πουθενά, θα συμπεράνωμεν ότι δεν ήτο έν και το
+αυτό, αλλά περισσότερα. — Έστω. — Πρόσεξε λοιπόν τι λέγω. — Λέγε. — Το αυτό
+πράγμα, θεωρούμενον υπό την αυτήν έποψιν, ημπορεί να στέκεται συγχρόνως και
+να κινήται; — Καθόλου. — Ας το καθορίσωμεν ακριβέστερον, μήπως γεννηθή παρά
+πέρα καμμία αμφισβήτησις· εάν κανείς μας έλεγε δι’ ένα άνθρωπον, ο οποίος
+στέκεται, κινεί δε τας χείρας του και την κεφαλήν του, ότι αυτός ο άνθρωπος
+κινείται συγχρόνως και στέκεται, θα του παρατηρήσωμεν, νομίζω, ότι δεν είναι
+σωστόν όπως το λέγει, αλλ' ότι ένα μέρος αυτού κινείται και άλλο στέκεται· δεν
+είναι έτσι; — Μάλιστα. — Και εάν ακόμη ο ίδιος, διά να κάμη επίδειξιν πνεύματος
+και ευφυίας, υπεστήριζεν ότι η σβούρα κινείται ολόκληρη συγχρόνως και στέκεται,
+όταν περιστρέφεται με ακίνητον το κέντρον επί του αυτού σημείου, ή και κανένα
+από τα άλλα που στρέφονται περί τον άξονά των χωρίς να αλλάζουν θέσιν, δεν θα
+το παραδεχθώμεν βέβαια, διότι αυτά δεν μένουν ακίνητα ούτε περιστρέφονται
+κατά ίδια αυτών μέρη· αλλά θα είπωμεν ότι πρέπει να διακρίνωμεν δύο μέρη, τον
+ευθύν άξονα και την κυκλικήν περιφέρειαν, και ως προς μεν τον άξονα στέκονται
+πράγματι ακίνητα, διότι δεν γέρνει ούτε από το ένα ούτε από το άλλο μέρος, ενώ
+ως προς την περιφέρειαν στρέφονται κυκλοτερώς· όταν δε η ευθεία γραμμή του
+άξονος κλίνη είτε δεξιά είτε αριστερά είτε προς τα εμπρός είτε προς τα οπίσω, ενώ
+συγχρόνως εξακολουθούν να στρέφωνται, τότε είναι απολύτως αδύνατον να
+είπωμεν ότι στέκονται διόλου. — Και πολύ σωστά.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ώστε ό,τι και να μας ειπούν από αυτά, δεν θα μας τρομάξη, ούτε θα
+μας πείση περισσότερον, ότι είναι ποτέ δυνατόν το ίδιον πράγμα, θεωρούμενον
+υπό την αυτήν έποψιν και κατά τον ίδιον χρόνον, να κάμνη ή να πάσχη τα εναντία.
+— Ποτέ τουλάχιστον δεν θα με πείση εμένα. — Αλλ' όμως, διά να μη
+χρονοτριβώμεν αναφέροντες και ανασκευάζοντες όλας αυτάς τας αντιρρήσεις, ας
+λάβωμεν άπαξ διά παντός ως ορθήν την υπόθεσίν μας και ας προχωρήσωμεν,
+αφού μόνον κάμωμεν αυτήν την επιφύλαξιν, ότι εάν αίφνης κάπου ευρεθή
+εσφαλμένη, όλα τα συμπεράσματα τα οποία ηθέλομεν εν τω μεταξύ εξαγάγη από
+αυτήν την υπόθεσιν, να θεωρούνται επίσης άκυρα. — Αυτό είναι το καλύτερον που
+θα έχωμεν να κάμωμεν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Λέγε μου τώρα λοιπόν το να κάμνη κανείς σημείον ότι θέλει κάτι τι, ή
+να κάμνη σημείον ότι δεν θέλει, το να επιθυμή να λάβη ένα πράγμα, ή να το
+αποστρέφεται, το να το δέχεται ή να το αποκρούη, είναι πράξεις αυταί ή πάθη
+(διότι ως προς τούτο δεν διαφέρει τίποτε) τας οποίας θεωρείς εναντίας, ή όχι; —
+Αλλά βέβαια, εναντίας. — Και λοιπόν, την δίψαν και την πείναν και εν γένει τας
+επιθυμίας, και πάλιν την θέλησιν και την βούλησιν, όλα αυτά δεν θα τα κατατάξης
+εις εκείνο το είδος των πραγμάτων που είπαμεν τώρα; παραδείγματος χάριν, δεν
+θα είπης ότι η ψυχή ενός ανθρώπου, που επιθυμεί κάτι, φέρεται προς εκείνο το
+οποίον επιθυμεί, ή ότι επιδιώκει εκείνο το οποίον θέλει να αποκτήση, ή πάλιν, όταν
+θέλη να της δοθή κάτι, δεικνύει διά σημείου ότι το θέλει, ως να την ηρώτα κανείς,
+και εξωτερικεύει, ούτως ειπείν, τον πόθον να εκπληρωθή η επιθυμία της; —
+Μάλιστα. — Τι δε; τα να μην επιθυμή, να μην ορέγεται, να μη θέλη, δεν είναι το
+ίδιον πράγμα και να αποστρέφεται και να απωθή και να αποκρούη; και αυτάς τας
+ενεργείας της ψυχής δεν θα τας θεωρήσωμεν εναντίας με τας προηγουμένας
+εκείνας; — Πώς όχι;</p>
+
+<p>&nbsp;— Τούτου τεθέντος, θα είπωμεν λοιπόν ότι έχομεν εν πρώτοις ένα είδος
+επιθυμιών και μεταξύ αυτών δύο προ πάντων φανερωτέρας από τας άλλας, τας
+οποίας ονομάζομεν πείναν και δίψαν. — Μάλιστα. — Και ότι η μεν μία είναι
+επιθυμία τροφής, η δε άλλη ποτού. — Ναι. — Η δε δίψα, εφ' όσον είναι δίψα, είναι
+άραγε τίποτε άλλο περισσότερον, παρά απλώς επιθυμία εν τη ψυχή αυτού του
+πράγματος, που λέγομεν; παραδείγματος χάριν, η δίψα είναι άραγε δίψα θερμού
+ποτού ή ψυχρού, ή πολλού ή ολίγου, ή με ένα λόγον τοιούτου ή τοιούτου ποτού; ή,
+εάν μεν προστεθή εις την δίψαν και η έννοια της θερμότητος, ήθελε παρέχη
+προσέτι την επιθυμίαν του θερμού, εάν δε της ψυχρότητος, του ψυχρού; και εάν,
+διά την προσθήκην της εννοίας του πολλού, είναι πολλή η δίψα, ήθελε παρέχη την
+επιθυμίαν του πολλού, εάν δε είναι ολίγη, του ολίγου; ενώ αυτή καθ' εαυτήν η
+δίψα δεν είναι δυνατόν ποτε να είναι επιθυμία άλλου τινός πράγματος, παρά
+απλώς εκείνου μόνον, το οποίον είναι το φυσικόν της αντικείμενον, δηλαδή του
+ποτού, όπως και η πείνα πάλιν κανενός άλλου, παρά απλώς του φαγητού; —
+Μάλιστα, έτσι είναι· αυτή καθ' εαυτήν εκάστη επιθυμία έχει εκ φύσεως ένα καθ'
+εαυτό και μόνον αντικείμενον· το να είναι δε αυτό τοιούτον ή τοιούτον, οφείλεται
+εις τας προστιθεμένας εννοίας.</p>
+
+<p>&nbsp;— Κύτταξε μόνον μήπως μας εύρη κανείς απροσέκτους και μας κάμη να
+τα χάσωμεν με την αντίρρησιν, ότι κανείς δεν επιθυμεί απλώς ποτόν, αλλά καλόν
+ποτόν και όχι απλώς φαγητόν, αλλά καλόν φαγητόν· διότι όλοι φυσικά επιθυμούν
+τα καλά πράγματα· αφού λοιπόν η δίψα είναι επιθυμία, θα ήτο επιθυμία καλού
+πράγματος, είτε ποτόν είναι είτε οτιδήποτε άλλο το αντικείμενόν της. — Μα, ίσως
+να είχε κάποιο δίκαιον, όποιος τα έλεγεν αυτά. — Ναι, αλλ' όμως, όσα πράγματα
+αναφέρονται εις ένα άλλο πράγμα, είναι τοιαύτα ή τοιαύτα ακριβώς ένεκα της
+αναφοράς που υπάρχει μεταξύ των, ενώ χωριστά και καθ' εαυτά εξεταζόμενα δεν
+έχουσι καμμίαν άλλην αναφοράν παρά με τον εαυτόν των. — Δεν εννοώ. — Δεν
+εννοείς, ότι το μεγαλύτερον είναι τοιούτον μόνον κατ' αναφοράν προς κάποιο
+άλλο; — Μάλιστα. — Δηλαδή κατ' αναφοράν προς άλλο μικρότερον; — Ναι. — Το
+δε πολύ μεγαλύτερον κατ' αναφοράν προς το πολύ μικρότερον; — Μάλιστα. — Και
+ένα, που ήτο μίαν φοράν ή θα είναι εις το μέλλον μεγαλύτερον, δεν λέγεται κατ'
+αναφοράν ενός, που ήτο μίαν φοράν ή θα είναι εις το μέλλον μικρότερον; — Πώς
+όχι; — Το ίδιον επίσης λοιπόν δεν συμβαίνει και με τα περισσότερα εν σχέσει προς
+τα ολιγώτερα, και με τα διπλάσια προς τα ημίσεα και όλα τα τοιαύτα, και πάλιν τα
+βαρύτερα προς τα ελαφρότερα, και τα ταχύτερα προς τα βραδύτερα και ακόμη τα
+θερμά προς τα ψυχρά και ούτω καθεξής; — Εννοείται. — Τι δε; το ίδιον πράγμα
+δεν συμβαίνει και με τας επιστήμας; η επιστήμη δηλαδή καθ' εαυτήν ως
+αντικείμενον καθ' εαυτό έχει ό,τι ημπορεί ή πρέπει να μάθη, ενώ μία τις ωρισμένη
+επιστήμη έχει ένα και μόνον ωρισμένον αντικείμενον μαθήσεως· λέγω
+παραδείγματος χάριν, όταν έγινεν η επιστήμη της κατασκευής των οικιών, δεν
+εξεχώριζεν από τας άλλας επιστήμας, ώστε να την ονομάσουν αρχιτεκτονικήν; —
+Πώς όχι; Διά ποίον άλλον λόγον βέβαια, παρά διότι ήτο τοιαύτη, ώστε να μην
+ομοιάζη με καμμίαν άλλην; — Βεβαίως. — Δεν έγινε λοιπόν τοιαύτη, επειδή είχε
+τοιούτον ωρισμένον αντικείμενον; και δεν συμβαίνει το ίδιον και με όλας τας άλλας
+τέχνας και επιστήμας; — Έτσι είναι, μάλιστα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αυτό λοιπόν ήθελα να ειπώ, εάν με ενόησες τώρα, όταν έλεγα, ότι
+όσα πράγματα είναι πράγματός τινος, αυτά μεν καθ' αυτά είναι μόνον του εαυτού
+των, κατ' αναφοράν δε με αυτό ή εκείνο το αντικείμενον είναι τοιαύτα ή τοιαύτα·
+και δεν εννοώ με αυτό απολύτως, ότι ένα πράγμα είναι τοιούτον, οποίον και το
+αντικείμενόν του, ότι παραδείγματος χάριν η επιστήμη των υγιεινών ή βλαβερών
+πραγμάτων είναι και αυτή υγιεινή και βλαβερά, ούτε ότι η επιστήμη του καλού ή
+του κακού είναι και αυτή καλή και κακή, αλλ' ότι επειδή αυτή η επιστήμη, η
+ιατρική, δεν έχει το ίδιον αντικείμενον, που έχει η καθ' εαυτήν επιστήμη, αλλ' ένα
+ωρισμένον τοιούτον, δηλαδή το υγιεινόν και το βλαβερόν, διά τούτο έγινε και αυτή
+ωρισμένη επιστήμη, και αυτό την έκαμε να μην ονομάζεται πλέον απλώς επιστήμη,
+αλλά εκ του αντικειμένου το οποίον έλαβεν, ιατρική. — Εννοώ τώρα και το ευρίσκω
+ορθότατον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Την δίψαν λοιπόν δεν καταλέγεις μεταξύ των πραγμάτων, τα οποία
+έχουν αναφοράν με ένα πράγμα, που είναι αντικείμενόν των; — Μάλιστα, με το
+ποτόν. — Τοιαύτη δε ή τοιαύτη δίψα, δεν υπάρχει αναλόγως του τοιούτου ή
+τοιούτου ποτού; ενώ η δίψα καθ' εαυτήν δεν είναι δίψα πολλού ή ολίγου, καλού ή
+κακού, ενί λόγω τοιούτου ή τοιούτου ποτού, αλλ' απλώς και μόνον δίψα ποτού. —
+Βεβαιότατα. — Ώστε η ψυχή εκείνου που διψά τίποτε άλλο δεν επιθυμεί, παρά
+απλώς να πίη, αυτό ορέγεται και εις αυτό κινείται. — Φανερόν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ώστε αν κάποτε τύχη και την τραβά, κάτι να μην την αφήση να πιή,
+όταν διψά, βεβαίως αυτό δεν θα είναι κάτι άλλο μέσα της από εκείνο, που
+διεγείρει την δίψαν και την σύρει ως θηρίον διά να την κορέση; διότι είπαμεν ότι το
+ίδιον πράγμα, με το ίδιον μέρος του εαυτού του δεν είναι δυνατόν να κάμνη
+συγχρόνως δύο πράγματα εναντία υπό τον αυτήν έποψιν. — Όχι, βέβαια. — Όπως,
+νομίζω, περί του τοξότου δεν θα ήτο ορθόν να λέγωμεν ότι αι χείρες του
+συγχρόνως απομακρύνουν και σύρουν το τόξον, αλλ' ότι άλλο είναι το χέρι που
+απομακρύνει το τόξον και άλλο που το πλησιάζει. — Πολύ σωστά. — Τώρα, δεν
+υπάρχουν άνθρωποι, που ενώ διψούν, δεν θέλουν να πιούν; — Πώς; πολλοί και
+πολλές φορές. — Τι άλλο τάχα πρέπει να υποθέση κανείς δι’ αυτούς, παρά ότι
+υπάρχει μεν κάτι μέσα εις την ψυχήν των που τους διατάσσει να πιούν, υπάρχει
+όμως και άλλο που τους εμποδίζει, αυτό δε το άλλο είναι διαφορετικόν από το
+πρώτον και ισχυρότερόν του εις αυτήν την περίστασιν; — Και εγώ αυτό νομίζω. —
+Τώρα μήπως εκείνη η δύναμις που εμποδίζει και συγκρατεί προέρχεται τάχα από
+το λογικόν, ενώ εκείνα που τον ωθούν και τον σύρουν είναι αποτελέσματα τίποτε
+παθών και νοσημάτων; — Μου φαίνεται. — Ώστε δεν θα έχωμεν άδικον να
+ισχυρισθώμεν ότι είναι δύο πράγματα χωριστά, και διαφορετικά μεταξύ των, και
+ονομάζομεν λογικόν μεν εκείνο διά του οποίου συλλογίζεται η ψυχή, το δε άλλο
+διά του οποίου ερωτεύεται και πεινά και διψά και ρίπτεται ακράτητος εις όλας τας
+τοιαύτας επιθυμίας, επιθυμητικόν, αμέτοχον λογισμού και φίλον των απολαύσεων
+και των ηδονών. — Δεν θα είχαμεν πράγματι άδικον να κάμωμεν αυτήν την
+διάκρισιν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ας το θεωρήσωμεν λοιπόν πλέον ωρισμένον ότι υπάρχουσιν αυτά τα
+δύο είδη εις την ψυχήν· όσον δε αφορά τώρα τον θυμόν και την αιτίαν, η οποία τον
+προξενεί, θα το θεωρήσωμεν ως τρίτον είδος, ή μήπως να είναι της αυτής φύσεως
+με το ένα ή με το άλλο από τα δύο πρώτα; — Ίσως να είναι το αυτό με το
+επιθυμητικόν. — Αλλ' εγώ άκουσα κάτι τι μίαν φοράν, που το πιστεύω αληθινόν,
+ότι δηλαδή ο Λεόντιος ο υιός του Αγλαίωνος επιστρέφων κάποτε από τον Πειραιά,
+από το βόρειον τείχος έξω, παρετήρησ μακρόθεν πτώματα εξηπλωμένα εις τον
+τόπον των θανατικών εκτελέσεων και ησθάνθη την επιθυμίαν να πλησιάση να τα
+ιδή, αλλά συγχρόνως και κάποια ενδόμυχος αποστροφή τον απέτρεπε· και κατ'
+αρχάς μεν ανθίστατο εις την επιθυμίαν του και εσκέπασε το πρόσωπόν του, επί
+τέλους όμως νικηθείς έτρεξε προς τα πτώματα, άνοιξεν εμπρός των όσον
+ημπορούσε περισσότερον τα μάτια του και είπεν «ιδού, πανάθλια, χορτάσετε
+λοιπόν το ωραίον αυτό θέαμα!» — Ναι, το ήκουσα και εγώ. — Αυτός λοιπόν ο
+λόγος σημαίνει, ότι η ορμή της ψυχής αντιτάσσεται ενίοτε προς τας επιθυμίας, ως
+πράγμα διαφορετικόν από αυτάς. — Πράγματι αυτό σημαίνει.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά δεν παρατηρούμεν και εις πολλάς άλλας περιστάσεις, όταν
+κανείς αισθάνεται να τον παρασύρουν αι επιθυμίαι του παρά τας υπαγορεύσεις
+του λογικού, ότι αρχίζει και υβρίζει τον εαυτόν του και θυμώνει με εκείνο που τον
+βιάζει μέσα του, και, καθώς να μαλλώνουν δύο, έρχεται ο θυμός και τάσσεται
+σύμμαχος με το μέρος του λογικού; να συμμαχήση όμως αυτός με τας επιθυμίας
+και να αντιταχθή κατά του λογικού, όταν αυτό μας απαγορεύη να κάμωμεν κάτι τι,
+νομίζω ότι δεν θα μας ειπής ότι ησθάνθης ποτέ τοιούτον τι να συμβή μέσα εις την
+ψυχήν σου, ούτε δε και εις κανένα άλλον. — Όχι μα τον θεόν. — Τι δε; όταν κανείς
+αισθάνεται πως έχει άδικον, όσον γενναιότερα αισθήματα έχει, δεν οργίζεται και
+ολιγώτερον, εις ότι δήποτε και αν υποβληθή υπό ενός άλλου, εις πείναν, εις δίψαν,
+εις ψύχος, εις πάσαν εν γένει κακομεταχείρισιν, εφόσον θα αναγνωρίζη ότι έχει
+δίκαιον εκείνος να τον μεταχειρίζεται κατ' αυτόν τον τρόπον, και, μ' ένα λόγον,
+ποτέ δεν θα επιτρέψη να εγερθή ο θυμός του εναντίον του; — Είναι αληθές. —
+Όταν όμως νομίζη κανείς ότι αδικήται, δεν αναβράζει τότε μέσα του ο θυμός και
+αγριεύει και παίρνει το μέρος εκείνου που του φαίνεται δίκαιον; και υπομένων
+πείναν και κρύον και ό,τι άλλο πάσχη, δεν κατορθώνει να τα υπερνικήση, και, χωρίς
+να δαμασθή καθόλου η γενναιότης του, ή ευρίσκει επί τέλους ικανοποίησιν, ή και
+αποθνήσκει, ή καθώς ο σκύλος υπό του βοσκού, τοιουτοτρόπως και αυτός
+ανακαλείται υπό του εν αυτώ λογικού και καταπραΰνεται; — Πράγματι συμβαίνει
+ό,τι και με αυτό το παράδειγμα που έφερες, καθόσον μάλιστα παρεδέχθημεν, ότι
+εις την πόλιν μας πρέπει οι πολεμισταί να υπακούουν εις τους άρχοντας, όπως οι
+σκύλοι εις τους βοσκούς.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πολύ καλά ενόησες ό,τι θέλω να είπω· αλλά δεν συλλογίζεσαι ακόμη
+και κάτι άλλο εκτός αυτού; — Τι πράγμα; — Ότι το θυμοειδές μας παρουσιάζεται
+τώρα όλως διόλου διαφορετικόν από ό,τι το ενομίσαμεν κατ' αρχάς· διότι τότε το
+εθεωρήσαμεν ως ένα είδος επιθυμητικόν και αυτό, ενώ τώρα πολύ απέχει να μας
+φαίνεται τοιούτον, αφού όταν εγερθή καμμία διχόνοια μέσα εις την ψυχήν, αυτό
+λαμβάνει τα όπλα πάντοτε υπέρ του λογικού. — Αυτό είναι αληθές πράγματι. —
+Είναι λοιπόν διαφορετικόν και από αυτό, ή έχει τόσον στενήν σχέσιν με το λογικόν,
+ώστε να μην είναι τρία τα είδη εντός της ψυχής, αλλά μόνον δύο, το επιθυμητικόν
+και το λογικόν; ή μήπως, όπως και εις την πόλιν μας υπήρχον τρεις τάξεις, των
+εργατικών, των πολεμιστών και των αρχόντων, τοιουτοτρόπως και εις την ψυχήν
+υπάρχει και τρίτον είδος, αυτό το θυμοειδές, το όποιον εκ φύσεως έρχεται
+επίκουρος εις το λογικόν, εάν τουλάχιστον δεν διαφθαρή υπό κακής ανατροφής; —
+Κατ' ανάγκην είναι τρίτον αυτό. — Ναι, αλλ' αν προηγουμένως αποδειχθή ότι είναι
+διαφορετικόν από το λογικόν, καθώς απεδείχθη ότι είναι από το επιθυμητικόν. —
+Αλλά δεν είναι δύσκολον να αποδειχθή· διότι βλέπομεν ότι τα παιδιά, ευθύς άμα
+γεννηθούν, είναι γεμάτα από θυμόν, ενώ το λογικόν εις μερικούς μεν μου φαίνεται
+ότι ποτέ δεν έρχεται, εις δε τους περισσοτέρους πολύ αργά. — Αλήθεια, μα τον
+Δία, σωστά το είπες· ακόμη δε ημπορεί κανείς να το παρατηρήση και εις τα ζώα·
+προς τούτοις δε και ο στίχος εκείνος του Ομήρου, που ανεφέραμεν κάπου πριν,
+δύναται να μας χρησιμεύση ως μαρτύριον:</p>
+
+<p class="poem">και χτύπησε το στήθος του κ’ έτσ' είπε της καρδιάς του </p>
+
+<p>διότι εδώ ο Όμηρος παρουσιάζει δύο χωριστά πράγματα, που επιπλήττει το ένα
+το άλλο· εκείνο που κρίνει και σκέπτεται περί του καλυτέρου και χειροτέρου, και
+εκείνο το οποίον απερισκέπτως παραφέρεται. — Έχεις πληρέστατον δίκαιον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αυτά λοιπόν τώρα τα ξεκεφαλώσαμεν, αν και με πολύν κόπον, και
+απεδείξαμεν αρκετά καλά, ότι υπάρχουν και εις την ψυχήν εκάστου ανθρώπου
+τρεις δυνάμεις, που ανταποκρίνονται εις τας τρεις τάξεις της πολιτείας. —
+Μάλιστα. — Δεν είναι λοιπόν τώρα ανάγκη, όπως και με ό,τι ήτο η πόλις σοφή,
+κατά τον αυτόν τρόπον και με το ίδιον να είναι σοφός και ο ιδιώτης; — Πώς όχι; —
+Και με ό,τι επομένως είναι ανδρείος ο ιδιώτης, με το ίδιο και κατά τον αυτόν
+τρόπον να είναι ανδρεία και η πόλις, και μ' ένα λόγον, όλα όσα συντείνουν προς
+την αρετήν, κατά τον αυτόν τρόπον να υπάρχουν και εις το ένα και εις το άλλο; —
+Κατ' ανάγκην. — Ώστε και δίκαιος θα είπωμεν, ω Γλαύκων, ότι είναι ένας άνθρωπος
+κατά τον αυτόν τρόπον, κατά τον οποίον ήτο δικαία και η πόλις. — Και αυτό είναι
+αναγκαία πράγματι συνέπεια. — Δεν ελησμονήσαμεν όμως βέβαια, ότι η πόλις
+είναι δικαία, όταν εκάστη από τας τρεις τάξεις, που την αποτελούν, περιορίζεται
+αποκλειστικώς εις το έργον της. — Δεν πιστεύω να το ελησμονήσαμεν. — Ας
+ενθυμούμεθα λοιπόν ότι και έκαστος εξ ημών θα είναι δίκαιος και θα κάμνη το
+καθήκον του, όταν έκαστον από τα τρία μέρη της ψυχής του περιορίζεται
+αποκλειστικώς εις το έργον του. — Και πολύ μάλιστα πρέπει να το ενθυμούμεθα.
+— Το έργον λοιπόν του λογικού δεν είναι να κυβερνά, αφού εις αυτό εδρεύει η
+φρόνησις, και αυτό έχει την ανωτάτην εποπτείαν επί της ψυχής; του δε θυμοειδούς
+πάλιν να υπακούη και να βοηθή εκείνο ως σύμμαχος; — Μάλιστα. — Και δεν θα
+είναι εκείνη η ανάμιξις της μουσικής και της γυμναστικής, καθώς ελέγαμεν, που θα
+φέρη την τελείαν μεταξύ των αρμονίαν, και η οποία θα ανατρέφη μεν και θα
+ενδυναμώνη το ένα με λόγους καλούς και με μαθήματα, θα ημερώνη δε και θα
+κατευνάζη το άλλο με το θέλγητρον της αρμονίας και του ρυθμού; — Χωρίς
+καμμίαν αμφιβολίαν. — Και αφού λοιπόν κατ' αυτόν τον τρόπον ανατραφούν και
+μάθουν ό,τι έχουν να μάθουν και εκπαιδευθούν, τότε θα διευθύνουν το
+επιθυμητικόν, το οποίον είναι το μεγαλύτερον και το πλέον εκ φύσεως αχόρταγον
+μέρος της ψυχής εκάστου ανθρώπου· και θα προσέχουν μήπως αυτό, με την
+άμετρον απόλαυσιν των λεγομένων ηδονών του σώματος, αυξήση και ενισχυθή
+τόσον, ώστε να μη περιορίζεται πλέον εις το έργον του, αλλά να ζητήση να
+υποδουλώση και εξουσιάση εκείνα που δεν έχει δικαίωμα, και τοιουτοτρόπως
+φέρη γενικήν ανατροπήν εις τον βίον. — Βεβαιότατα. — Δεν θα φυλάττουν δε αυτά
+τα δύο και τους εξωτερικούς εχθρούς κάλλιστα διά την ασφάλειαν όλης της ψυχής
+και του σώματος, διότι το μεν λογικόν θα σκέπτεται και θα αποφασίζη, το δε
+θυμοειδές θα πολεμή και υπό την αρχηγίαν εκείνου θα εκτελή διά της ανδρείας
+του τας αποφάσεις του; — Έτσι είναι. — Και ανδρείον λοιπόν, νομίζω, καλούμεν
+τον άνθρωπον, όταν το μέρος εκείνο της ψυχής του, όπου εδρεύει το θυμοειδές,
+ακολουθή απαρεγκλίτως πάντοτε, διά μέσου των ηδονών και των πόνων, τας
+παραγγελίας του λογικού σχετικώς με ό,τι είναι φοβερόν ή όχι. — Πολύ σωστά. —
+Σοφόν δε πάλιν ονομάζομεν τον άνθρωπον, από το μικρόν εκείνο μέρος της ψυχής
+του, το οποίον έχει την ανωτάτην εξουσίαν εν αυτή και δίδει τας παραγγελίας
+εκείνας, και το οποίον μόνον γνωρίζει ποίον είναι το συμφέρον και ενός εκάστου
+των τριών μερών και του συνόλου αυτών. — Μάλιστα. — Δεν είναι δε σώφρων ο
+άνθρωπος διά της φιλίας και αρμονίας η οποία επικρατεί μεταξύ των τριών μερών,
+όταν και εκείνο που κυβερνά και τα άλλα που υπακούουν, μένουν σύμφωνα, ότι η
+ανωτάτη εξουσία πρέπει να ανήκη εις το λογικόν και δεν του την διαφιλονεικούν
+καθόλου; — Πράγματι αυτό είναι η σωφροσύνη και της πόλεως και του ατόμου. —
+Τέλος δε, δίκαιος θα είναι ο άνθρωπος από εκείνο, το οποίον πολλάκις είπαμεν και
+επανελάβαμεν. — Κατ' ανάγκην.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά μήπως εν τω μεταξύ επήλθε τίποτε που μας εμποδίζει να
+παραδεχθώμεν, ότι η δικαιοσύνη και εις ένα έκαστον άνθρωπον είναι το ίδιον
+πράγμα, όπως και εις την πόλιν; — Δεν μου φαίνεται. — Θα ημπορούσαμεν όμως,
+νομίζω, να αποκτήσωμεν πλήρη βεβαιότητα, εάν υπάρχη κάποια ακόμη αμφιβολία
+εις την ψυχήν μας, μεταχειριζόμενοι τα δραστικά μέσα. — Ποία λοιπόν; —
+Παραδείγματος χάριν, εάν επρόκειτο, σχετικώς με την πόλιν μας και με τον
+άνθρωπον ο οποίος είναι και εκ φύσεως και εξ ανατροφής όμοιος με αυτήν, να
+εξετάσωμεν μεταξύ μας, εάν αυτός ο άνθρωπος θα ηδύνατό ποτε να καταχρασθή
+μίαν παρακαταθήκην χρυσού ή αργύρου που του ενεπιστεύθησαν, νομίζεις ότι θα
+τον επίστευε κανείς ικανόν να κάμη αυτό το πράγμα περισσότερον από κάθε
+άλλον, που δεν είναι τοιούτος; — Κανείς βέβαια. — Δεν θα ήτο επίσης ανίκανος
+αυτός να διαπράξη ιεροσυλίαν, κλοπήν, προδοσίαν είτε των φίλων του είτε της
+πόλεως; — Θα ήτο. — Να παραβή οπωσδήποτε τον όρκον του ή καμμίαν άλλην
+συμφωνίαν; — Επίσης. — Μοιχείαι δε και περιφρονήσεις των γονέων και ασέβειαι
+προς τους θεούς, είναι βέβαια πράγματα που εις κάθε άλλον ανήκουν, παρά εις
+αυτόν. — Βεβαιότατα. — Και αίτιον όλων αυτών δεν είναι, ότι έκαστον των μερών
+της ψυχής του περιορίζεται απλώς εις το έργον που έχει, είτε πρόκειται να άρχη,
+είτε να υπακούη; — Αυτό και τίποτε άλλο. — Κάθεσαι λοιπόν και ζητάς ακόμη, αν
+είναι άλλο πράγμα η δικαιοσύνη, παρά η δύναμις αυτή που μας δίδει τους
+τοιούτους ανθρώπους και τας πόλεις; — Όχι βέβαια εγώ, μα τον Δία.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ώστε ιδού που συνεπληρώθη τελείως το όνειρόν μας, που ελέγαμεν
+ότι ήτο αμυδρόν εις τας αρχάς· επειδή μόλις αρχίσαμεν να καταστρώνωμεν το
+σχέδιον της πόλεώς μας, κάποιος θεός μας εβοήθησε να επιτύχωμεν κάτι, που
+είναι ως ο αρχικός τύπος της δικαιοσύνης. — Είναι αλήθεια. — Και ήτο πράγματι,
+Γλαύκων, μία εικών της δικαιοσύνης, η οποία ωφελεί προς τον σκοπόν μας, όταν
+ευρίσκαμεν ότι είναι ορθόν, ο υποδηματοποιός, ο ξυλουργός και κάθε άλλος
+τοιούτος, τίποτε άλλο να μη κάμνη, παρά το έργον διά το οποίον τον προώρισεν η
+φύσις. — Φαίνεται. — Η αλήθεια όμως είναι, καθώς φαίνεται, ότι τοιούτον μεν
+πράγμα είναι και η δικαιοσύνη, δεν αποβλέπει όμως εις τας εξωτερικάς πράξεις
+του ανθρώπου, αλλ' εις ό,τι υπάρχει και συμβαίνει πράγματι μέσα του και με τον
+εαυτόν του, εις τρόπον ώστε, να μην επιτρέπη εις κανένα από τα μέρη, που
+υπάρχουν εις την ψυχήν του, να κάμνη ό,τι δεν είναι έργον του και να αναμιγνύεται
+το ένα εις τα καθήκοντα του άλλου· αλλ' αφού τωόντι τακτοποιήση καλώς ό,τι
+ανήκει εις έκαστον, και γίνη κύριος και κοσμήτωρ και φίλος του εαυτού του, και
+αποκαταστήση τελείαν συμφωνίαν μεταξύ των τριών μερών της ψυχής, καθώς
+μεταξύ των τριών όρων της αρμονίας, και μεταξύ των άλλων όσα τυχόν υπάρχουν
+διάμεσα, και συνδέση όλα αυτά και αποτελέση από τα πολλά ένα όλον ενιαίον
+καλώς ρυθμισμένον και αρμονισμένον, τότε μόνον πλέον να αρχίση να κάμνη εάν
+έχη να κάμη τίποτε, είτε θέλει να αποκτήση χρήματα, είτε να περιποιήται το σώμα
+του, είτε να αναμιχθή εις την πολιτικήν, είτε να αναλάβη επιχειρήσεις ιδιωτικής
+φύσεως, να μη παύη όμως ποτέ εις όλα αυτά να θεωρή και να ονομάζη δικαίαν μεν
+και καλήν πράξιν εκείνην, η οποία διατηρεί και προάγει διαρκώς την αρμονίαν
+αυτήν, σοφίαν δε την επιστήμην η οποία επιστατεί και διευθύνει τας τοιαύτας
+πράξεις, αδικίαν δε εκείνην, η οποία καταστρέφει πάντοτε την τάξιν αυτήν, και
+αμάθειαν την ιδέαν η οποία πάλιν επιστατεί και διευθύνει αυτήν. — Είναι
+ορθότατα, Σωκράτη, όλα αυτά που λέγεις.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πολύ καλά· ώστε δεν υπάρχει, νομίζω, και πολύς φόβος να υποτεθή
+ότι απατώμεθα, εάν είπωμεν ότι ευρήκαμεν πλέον, τι είναι δίκαιος άνθρωπος, τι
+είναι δικαία πόλις, και τι είναι δικαιοσύνη μεταξύ αυτών. — Δεν υπάρχει, μα την
+αλήθειαν. — Σύμφωνοι λοιπόν; — Σύμφωνοι.</p>
+
+<p>&nbsp;— Έστω· μένει λοιπόν τώρα, νομίζω, να εξετάσωμεν τι είναι αδικία. —
+Βέβαια. — Ημπορεί να είναι άλλο πράγμα αυτή παρά μία σύγκρουσις μεταξύ των
+τριών μερών της ψυχής, όταν ταύτα δεν περιορίζωνται εις τα έργα των, αλλ'
+επεμβαίνουν εις τα ξένα καθήκοντα ή όταν επαναστατή το ένα μέρος κατά του
+συνόλου της ψυχής, διά να αναλάβη αυτό την ανωτάτην αρχήν αυτής, η οποία δεν
+του ανήκει, διότι είναι πλασμένον από την φύσιν να δουλεύη και να υπακούη εις
+εκείνο, το οποίον είναι καμωμένον διά να κυβερνά; αυτά λοιπόν θα είπωμεν, και
+αυτή ακριβώς η αταξία και η ταραχή είναι η αδικία και η ακολασία και η δειλία και
+η αμάθεια και μ' ένα λόγον όλαι αι κακίαι. — Έτσι είναι πράγματι. — Αφού λοιπόν
+τώρα γνωρίζομεν σαφώς τι είναι αδικία και τι δικαιοσύνη, γνωρίζομεν επίσης και τι
+είναι αι άδικοι και αι δίκαιαι πράξεις. — Πώς αυτό; — Διότι δεν έχουν καμμίαν
+διαφοράν από τα υγιεινά και βλαβερά πράγματα, αλλ' είναι διά την ψυχήν, ό,τι
+είναι αυτά διά το σώμα. — Τι δηλαδή; — Τα υγιεινά πράγματα δίδουν την υγιείαν,
+τα δε βλαβερά προξενούν νόσους. — Ναι. — Κατά τον ίδιον λόγον και αι δίκαιαι
+πράξεις δεν κάμνουν την δικαιοσύνην, αι δε άδικοι την αδικίαν; — Κατ' ανάγκην. —
+Όταν δε λέγωμεν ότι τα υγιεινά δίδουν την υγιείαν, εννοούμεν ότι αποκαθιστούν
+μεταξύ των διαφόρων στοιχείων του ανθρωπίνου σώματος την φυσικήν
+ισορροπίαν, ώστε να επιβάλλεται ή να υποβάλλεται αμοιβαίως το ένα εις το άλλο·
+τα δε βλαβερά γεννούν νοσήματα, σημαίνει ότι ένα στοιχείον επιβάλλεται εις τα
+άλλα ή υποβάλλεται εις αυτά, παρά τους νόμους της φύσεως. — Είναι αληθές. —
+Κατά τον ίδιον λόγον, κάμνουν την δικαιοσύνην, δεν σημαίνει ότι αποκαθιστούν
+μεταξύ των μερών της ψυχής την ισορροπίαν, την οποίαν απαιτεί η φύσις,
+παράγουν δε την αδικίαν, δεν σημαίνει ότι ένα μόνον μέρος της ψυχής επιβάλλεται
+εις τα άλλα, ή και το εναντίον, παρά την φύσιν; — Πολύ ωραία. — Ώστε αρετή μεν,
+καθώς φαίνεται, είναι, ούτως ειπείν, η υγιεία και το κάλλος και η ευεξία της ψυχής,
+κακία δε, η ασθένεια, η ασχημία και η αδυναμία. — Έτσι είναι. — Λοιπόν και αι
+καλαί πράξεις δεν οδηγούν εις την απόκτησιν της αρετής, αι δε αισχραί της κακίας;
+— Κατ' ανάγκην.</p>
+
+<p>&nbsp;— Εκείνο πλέον που μας μένει τώρα να εξετάσωμεν είναι, αν ωφελή να
+εξασκή κανείς την δικαιοσύνην και να είναι δίκαιος, είτε τον νομίζουν οι άνθρωποι,
+είτε και όχι, ως τοιούτον, ή να αδική και να είναι άδικος, και αν ακόμη δεν είχε
+κανένα φόβον να τιμωρηθή και να διορθωθή τιμωρούμενος. — Αλλά τώρα πλέον,
+Σώκρατες, μου φαίνεται γελοίον να επιμείνωμεν εις αυτήν την εξέτασιν· διότι, εάν,
+όταν καταστραφή η φυσική σύστασις του σώματος, ο βίος θεωρήται πλέον
+ανυπόφορος, έστω και εν μέσω πάσης αφθονίας και πλούτου και τιμών, κατά πολύ
+μεγαλύτερον λόγον θα είναι ανυπόφορος, εάν διαταραχθή και καταστραφή η
+φύσις εκείνου ακριβώς εις το οποίον οφείλομεν την ζωήν, έστω και αν έχη κανείς
+το δικαίωμα να κάμνη κάθε άλλο, παρά εκείνο, το οποίον θα ηδύνατο να απαλλάξη
+την ψυχήν του από την κακίαν και την αδικίαν, να του προμηθεύση δε την
+δικαιοσύνην και την αρετήν, αφού μάλιστα ευρέθησαν αυτά όπως ημείς τα
+απεδείξαμεν. — Πράγματι γελοίον θα ήτο· αλλ' αφού εφθάσαμεν έως αυτό το
+σημείον, που να ημπορή να αποκτήσωμεν την πληρεστάτην βεβαιότητα περί αυτής
+της αληθείας, δεν πρέπει να αποφύγωμεν αυτόν τον κόπον. — Κάθε άλλο βέβαια
+παρά να τον αποφύγωμεν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Έλα λοιπόν τώρα πλησίασε να ιδής, πόσα διάφορα είδη έχει, καθώς
+μου φαίνεται, η κακία, όσα τουλάχιστον από αυτά αξίζει τον κόπον να τα
+παρατηρήση κανείς. — Σε ακολουθώ· μόνον δείξε μου τα. — Και λοιπόν, καθώς
+από υψηλήν σκοπιάν, αφού μας ανέβασεν εδώ η συζήτησίς μας, βλέπω εγώ ένα
+μεν είδος μόνον της αρετής, άπειρα δε της κακίας, μεταξύ δε αυτών τέσσαρα
+κυρίως, τα οποία αξίζει κανείς να τα μνημονεύση. — Τι θέλεις να ειπής; — Όσα
+είδη πολιτευμάτων υπάρχουν, τόσοι καταντά να υπάρχουν και τρόποι της ψυχής.
+— Πόσοι δηλαδή; — Πέντε μεν πολιτευμάτων, πέντε δε και της ψυχής. — Λέγε τους
+λοιπόν. — Λέγω λοιπόν ότι ένας μεν τρόπος πολιτεύματος είναι αυτός, τον οποίον
+ημείς διεγράψαμεν, εις τον οποίον όμως ημπορούμεν να δώσωμεν δύο ονόματα·
+και αν μεν υπάρχη ένας μόνον ανώτερος άρχων, θα ονομάσωμεν το πολίτευμα
+μοναρχίαν, αν δε περισσότεροι, αριστοκρατίαν. — Είναι αλήθεια. — Αυτό λοιπόν
+λέγω ότι είναι ένα απλώς είδος πολιτεύματος· διότι είτε ένας μόνον είναι ο άρχων,
+είτε περισσότεροι, αυτό δεν θα ημπορέση να μετακινήση κανένα από τους
+θεμελιώδεις νόμους της πόλεως μας, εάν τηρηθώσιν απαρεγκλίτως αι αρχαί της
+ανατροφής και της εκπαιδεύσεως, τας οποίας εθεσπίσαμεν. — Έτσι βέβαια θα
+είναι.</p>
+
+<h4 style="text-align: center; margin-top: 3em">ΒΙΒΛΙΟΝ Ε'.</h4>
+
+<p>
+<br />
+Αυτό λοιπόν το είδος του πολιτεύματος, είτε εις τας πόλεις είτε εις τα άτομα,
+ονομάζω εγώ καλόν· και αν επομένως αυτό είναι το μόνον ορθόν είδος, πάντα τα
+άλλα θα είναι κακά, είτε περί διοικήσεως πόλεων πρόκειται είτε περί χαρακτήρος
+της ψυχής ιδιωτών· είναι δε τέσσαρα τον αριθμόν αυτά. — Και ποία είναι;</p>
+
+<p>Και εγώ έμελλον να τα απαριθμήσω κατά σειράν, όπως μου εφαίνετο ότι
+παρουσιάζονται το ένα κατόπιν του άλλου, ότε ο Πολέμαρχος, ο οποίος εκάθητο
+ολίγον παραπέρα από τον Αδείμαντον ήπλωσε το χέρι του εις τον ώμον του και τον
+έσυρε από το φόρεμα; έγυρε και ο ίδιος εμπρός και έτσι σκυμμένος ήρχισε κάτι να
+του ψιθυρίζη από τα οποία δεν ακούσαμεν άλλο, παρά τούτο μόνον: Θα τον
+αφήσωμεν λοιπόν να προχωρήση ή θα κάμωμεν τίποτε; — Διόλου μάλιστα,
+απεκρίθη ο Αδείμαντος, μεγαλοφώνως πλέον. — Τι λοιπόν δεν θα αφήσετε; τον
+ηρώτησα εγώ τότε. — Εσένα. — Εμένα; και διατί παρακαλώ; — Μας φαίνεται ότι
+αρχίζεις και χάνεις την διάθεσίν σου και θέλεις να μας στερήσης ολόκληρον τμήμα
+της συζητήσεως και όχι το ολιγώτερον ενδιαφέρον· ενόμισες φαίνεται ότι θα μας
+διαφύγης, λέγων απλώς ότι, όσον διά τας γυναίκας και τα τέκνα φανερόν ότι θα
+είναι κοινά μεταξύ των φίλων. — Και πώς; δεν σου φαίνεται τάχα πως έχω δίκαιον;
+— Βεβαίως· αλλ' αυτό το δίκαιον όπως και τα άλλα, έχει ανάγκην επεξηγήσεως·
+διότι αυτή η κοινότης δύναται να εννοηθή κατά πολλούς και διαφόρους τρόπους·
+δεν πρέπει λοιπόν να παραλείψης να μας είπης ποίον παραδέχεσαι συ· είναι ώρα
+τώρα που περιμένομεν με την ελπίδα ότι πάντα θα μας ανέφερες κάπου περί
+αυτού του ζητήματος, πώς θα γίνεται η τεκνοποίησις, πώς θανατρέφωνται τα
+παιδιά άμα γεννηθούν και εν γένει περί της κοινότητος αυτής των γυναικών και των
+τέκνων, που λέγεις· διότι νομίζομεν ότι έχει πολύ να κάμη, ή μάλλον ότι το παν
+εξαρτάται από αυτό εις την πολιτείαν· τώρα λοιπόν, επειδή συ μεταβαίνεις εις
+άλλο είδος πολιτεύματος, πριν να διευκρινήσης επαρκώς αυτό το ζήτημα,
+ελάβαμεν αυτήν την απόφασιν, που ήκουσες, να μη σε αφήσωμεν να προχωρήσης
+πριν να αναπτύξης και αυτό όπως όλα τα άλλα. — Και εγώ συμμερίζομαι την
+απόφασίν σας αυτήν, είπεν ο Γλαύκων. — Και όλοι μας εδώ να γνωρίζης ότι είμεθα
+σύμφωνοι, Σωκράτη, είπε και ο Θρασύμαχος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι μου εκάμετε, που με εσταματήσετε! τι λόγους και συζητήσεις περί
+πολιτείας κινείτε πάλιν εξ αρχής! Και εγώ ενόμιζα πως το είχα πλέον διαφύγη και
+ήμουν πολύ ευχαριστημένος που το παραδεχθήκατε έτσι όπως το είπα τότε· αλλά
+τώρα με αυτάς σας τας παρακλήσεις δεν ηξεύρετε τι πλήθος συζητήσεων
+ανακινείτε! και αυτό ακριβώς προέβλεπα εγώ και εζήτησα να το αποφύγω τότε, διά
+να μη καταντήση πολύ κουραστικόν το πράγμα. — Και τι, είπεν ο Θρασύμαχος,
+νομίζεις τάχα πως όλοι αυτοί εδώ ήλθαν να λυώσουν μάλαμα, και όχι να ακούσουν
+λόγους; — Ναι βέβαια, αλλά με το μέτρον. — Δι’ ανθρώπους που έχουν νουν, είπεν
+ο Γλαύκων, και ολόκληρος η ζωή δεν θα ήτο αρκετή, Σώκρατες, διά να ακούουν
+τοιούτους λόγους· ώστε μη σε μέλη δι’ ημάς, μόνον μην αποφεύγης εσύ αυτά που
+σε ερωτώμεν και ανάπτυξέ μας την ιδέαν σου, πώς εννοείς ότι θα γίνεται αυτή η
+κοινότης των γυναικών και των τέκνων μεταξύ των φρουρών μας, και πώς θα
+τρέφωνται τα τέκνα από την στιγμήν που θα γεννηθούν, έως να αρχίση η
+εκπαίδευσίς των, καθ' ην εποχήν ακριβώς έχουν ανάγκην και των επιπονωτέρων
+φροντίδων^ αυτά λοιπόν προσπάθησε τώρα να μας εξηγήσης.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν είναι, καλέ μου, εύκολον το πράγμα· και θα κινήση πολύ
+περισσοτέραν απιστίαν, παρά όλα όσα είπαμεν προηγουμένως· πρώτον κανείς δεν
+θα πιστεύση, ότι είναι δυνατόν να γίνουν αυτά τα πράγματα, έπειτα, και αν το
+πιστεύση, δεν θα παραδεχθή ότι είναι το καλύτερον που ημπορεί να γίνη. Δι’ αυτό
+και εγώ διστάζω να αρχίσω την συζήτησιν, μήπως θεωρηθούν ως ματαία ευχή όσα
+έχω να είπω. — Μη διστάζης μολαταύτα· αυτοί που πρόκειται να σε ακούσουν,
+ούτε ανόητοι βέβαια είναι, ούτε άπιστοι, ούτε δα και τόσον κακώς διατεθειμένοι
+μαζί σου. — Ω καλέ μου, μήπως τάχα θέλης να μου δώσης θάρρος με αυτά που
+μου λέγεις; — Και βέβαια. — Αι λοιπόν, κάθε άλλο κατορθώνεις με αυτό· διότι αν
+είχα την πεποίθησιν ότι γνωρίζω αυτά που πρόκειται να ειπώ, θα είχε τότε τον
+τόπον της και η ενθάρρυνσίς σου· διότι μεταξύ ανθρώπων φρονίμων και φίλων
+ημπορεί κανείς να ομιλή με βεβαιότητα και θάρρος, όταν έχη να κάμη λόγον περί
+πραγμάτων σπουδαιοτάτων και ενδιαφερόντων αυτούς, περί της αληθείας των
+οποίων είναι πεπεισμένος· όταν όμως δεν έχη αυτήν την πεποίθησιν και ζητή να
+εύρη όσα έχει να είπη, όπως το κάμνω τώρα εγώ, είναι πράγμα επισφαλές, και
+κινδυνεύει, όχι βέβαια να γίνη γελοίος — διότι αυτός ο φόβος θα ήτο παιδαριώδης
+— αλλά να παραπλανηθή εις την ζήτησιν της αληθείας και ο ίδιος και να
+συμπαρασύρη εις την πτώσιν του και τους φίλους του περί πραγμάτων, διά τα
+οποία δεν επιτρέπεται καμμία πλάνη. Επικαλούμαι δε την Νέμεσιν δι’ όσα
+πρόκειται να είπω· διότι πιστεύω ότι είναι μικρότερον έγκλημα να γίνη κανείς
+φονεύς ακουσίως, παρά να εξαπατήση άλλον εις τα ζητήματα αυτά περί του
+ωραίου, του καλού, του δικαίου και του νομίμου· και να επρόκειτο να διατρέξη
+κανείς αυτόν τον κίνδυνον απέναντι εχθρών, καλά οπωσδήποτε· αλλ' απέναντι
+φίλων; ώστε βλέπεις, φίλε Γλαύκων, δεν είναι θάρρος αυτό που μου δίδεις.</p>
+
+<p>Και ο Γλαύκων εμειδίασε και είπεν· — Αλλ' ω Σώκρατες, αν πάθωμεν τίποτε
+κακόν από τους λόγους σου, υποσχόμεθα να μη σε καταδιώξωμεν, όπως επί
+φόνου, και να μη σε θεωρήσωμεν απατεώνα· πάρε λοιπόν θάρρος και άρχισε. —
+Αλλά πράγματι προκειμένου και περί φόνου θεωρείται αθώος ο συγχωρηθείς,
+συμφώνως με τον νόμον· είναι λοιπόν ίσως εύλογον το ίδιον να συμβαίνη και με
+την ιδικήν μας περίστασιν. — Λέγε λοιπόν τώρα χωρίς αυτόν τον φόβον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Είμαι λοιπόν ηναγκασμένος να γυρίζω τώρα πάλιν οπίσω εις ζήτημα,
+το οποίον έπρεπεν ίσως να πραγματευθώ τότε, που παρουσιάσθη εις την σειράν
+του. Ημπορεί ίσως να είναι αυτό και ορθόν, αφού ετελείωσε πλέον όλως διόλου το
+ανδρικόν δράμα, να τελειώνωμεν τώρα και το γυναικείον, αφού άλλως τε συ το
+προκαλείς. Δι’ ανθρώπους λοιπόν και εκ φύσεως και εξ ανατροφής τοιούτους,
+όπως ημείς τους ελάβαμεν, δεν έχομεν κατά την ιδέαν μου να ορίσωμεν τίποτε
+άλλο, ως προς την κτήσιν και την χρήσιν των γυναικών και των τέκνων, παρά να
+ακολουθήσουν τον ίδιον δρόμον, που εχαράξαμεν εκ μιας αρχής· επεχειρήσαμεν
+δε να παραστήσωμεν τους άνδρας ως φύλακας μιας αγέλης. — Μάλιστα. — Ας
+ακολουθήσωμεν λοιπόν αυτήν την ιδέαν και ας παραδεχθώμεν και διά τας
+γυναίκας την αυτήν φύσιν και ανατροφήν διά να ίδωμεν αν θα μας επιτύχη ή όχι.
+Πώς δηλαδή; — Κατ' αυτόν τον τρόπον· τα θηλυκά των σκύλων νομίζομεν ότι
+πρέπει να φυλάττουν τα ποίμνια, όπως και τα αρσενικά, και να κυνηγούν μαζί και
+να κάμνουν τα πάντα από κοινού, ή απεναντίας να μένουν μέσα, διότι προορισμός
+των είναι να γεννούν και να τρέφουν τα μικρά τους και δεν έχουν επομένως την
+δύναμιν να συμμετέχουν εις τους κόπους, που απαιτεί η φύλαξίς των ποιμνίων; —
+Όλα από κοινού· εκτός ότι μεταχειριζόμεθα πάντα τα θηλυκά ως ασθενέστερα, τα
+δε αρσενικά ως ισχυρότερα. — Και είναι δυνατόν να μεταχειρισθώμεν εις την ιδίαν
+εργασίαν ένα ζώον, αν δεν το αναθρέψωμεν και το γυμνάσωμεν κατά τον ίδιον
+τρόπον; — Δεν είναι δυνατόν. — Εάν θέλωμεν λοιπόν να μεταχειρισθώμεν και τας
+γυναίκας, όπως τους άνδρας, πρέπει να διδάξωμεν τα ίδια και αυτάς. — Ναι. —
+Τους άνδρας τους ανεθρέψαμεν διά της μουσικής και της γυμναστικής. — Ναι. —
+Πρέπει επομένως και εις τας γυναίκας να εφαρμόσωμεν αυτάς τας δύο τέχνας, να
+τας γυμνάσωμεν εις τα πολεμικά και να τας χρησιμοποιούμεν εις όλα, όπως και
+τους άνδρας. — Αυτό τουλάχιστον εξάγεται από όσα λέγεις.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ίσως όμως πολλά από αυτά, που λέγομεν τώρα, εις την πράξιν να
+εφαίνοντο γελοία, διότι είναι εναντία προς τας συνηθείας μας. — Πολύ μάλιστα. —
+Και τι βλέπεις εις όλα αυτά το πλέον γελοίον; δεν θα είναι βέβαια το να
+γυμνάζωνται εις τας παλαίστρας γυμναί μαζί με τους άνδρας αι γυναίκες, όχι μόνον
+αι νέαι, αλλά και αι ηλικιωμέναι ακόμη, καθώς οι γέροντες εκείνοι που ευρίσκουν
+ακόμη ευχαρίστησιν εις αυτά τα γυμνάσια, αν και είναι καταζαρωμένοι και όχι
+πολύ ευχάριστοι να τους βλέπη κανείς; — Ναι, μα την αλήθειαν πολύ γελοίον θα
+εφαίνετο με τα τωρινά μας ήθη. — Αλλ' αφού μίαν φοράν εξεκινήσαμεν, δεν
+πρέπει βέβαια να μας σταματήσουν τα σκώμματα των αστείων και των εξύπνων,
+όσα και αν έχουν να λέγουν δι’ αυτήν την μεταβολήν, όταν θα βλέπουν τας
+γυναίκας να καταγίνωνται με τα γυμνάσια και την μουσικήν, με τον χειρισμόν των
+όπλων και με την ιππασίαν. — Σωστά λέγεις. — Αφού λοιπόν εξεκινήσαμεν, ας μη
+λαμβάνωμεν υπ’ όψιν την τραχύτητα του νόμου αυτού, αλλ' ας ακολουθήσωμεν
+τον δρόμον μας· θα παρακαλέσωμεν μόνον τους κυρίους αυτούς, να αφήσουν την
+συνειθισμένην των εργασίαν, διά να σπουδαιολογήσουν μίαν φοράν, και θα τους
+υπενθυμίσωμεν, ότι δεν είναι πολύς καιρός, που εθεώρουν και οι Έλληνες, όπως
+ακόμη σήμερον οι περισσότεροι των βαρβάρων, αισχρόν και γελοίον το θέαμα ενός
+ανθρώπου γυμνού, και όταν ήρχισαν να ασκούνται γυμνοί, πρώτοι μεν οι Κρήτες,
+έπειτα δε οι Λακεδαιμόνιοι, είχον κάποιον δικαίωμα οι αστείοι της εποχής εκείνης
+να διακωμωδούν όλα αυτά· ή δεν το παραδέχεσαι; — Βεβαίως. — Αφού όμως η
+πείρα κατέδειξεν ότι ήτο προτιμότερον να ασκούνται γυμνοί παρά να
+συγκαλύπτουν όλα εκείνα τα μέρη του σώματος, έπαυσε πλέον να θεωρήται
+αισχρόν διά τους οφθαλμούς εκείνο το οποίον ο ορθός λόγος εφανέρωσεν ως
+καλύτερον· και τοιουτοτρόπως απέδειξε συνάμα ότι είναι ανόητος και επιπόλαιος
+εκείνος, ο οποίος θεωρεί άλλο τίποτε γελοίον παρά το κακόν, και εκείνος όστις
+ζητεί να διακωμωδή τα πράγματα από άλλην όψιν ή την όψιν της κακίας και
+ανοησίας, και εκείνος ο οποίος επιδιώκει το καλόν αποβλέπων προς άλλο τι ή προς
+αυτό το καλόν. — Έχεις απολύτως δίκαιον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν πρέπει λοιπόν εις αυτό πρώτον να συμφωνήσωμεν περί των
+συζητουμένων, εάν είναι πράγματα δυνατά ή όχι, και να δώσωμεν ελευθερίαν,
+όποιος θέλει, είτε άνθρωπος φιλοπαίγμων είτε σοβαρός, να εξετάση μαζί μας αν η
+ανθρωπίνη φύσις η γυναικεία είναι ικανή να λάβη μέρος εις όλα τα έργα του
+ανδρός, ή εις κανένα, ή εις μερικά μεν είναι ικανή, εις άλλα δε όχι, και τέλος εις
+ποίαν από αυτάς τας δύο κατηγορίας ανήκει και η περί τα πολεμικά ενασχόλησις
+και αν κατ' αυτόν τον τρόπον αρχίσωμεν τόσον καλά την εξέτασιν αυτήν, δεν είναι
+επόμενον επίσης καλά και να την τελειώσωμεν; — Και πολύ μάλιστα. — Θέλεις
+λοιπόν ημείς μεταξύ μας να αναλάβωμεν και το πρόσωπον των αντιφρονούντων,
+διά να μη πολεμούνται τα επιχειρήματά των ανυπεράσπιστα; — Τίποτε δεν μας
+εμποδίζει. — Θα ημπορούσαμεν λοιπόν να είπωμεν ως από μέρους των: ω
+Σωκράτη και Γλαύκων, δεν είναι καμμία ανάγκη να αναιρέσουν άλλοι τους
+ισχυρισμούς σας· διότι σεις οι ίδιοι εξ αρχής, όταν εθεμελιώνετε την πόλιν σας,
+ωρίσατε, ότι συμφώνως έκαστος προς την φύσιν του πρέπει να περιορίζεται εις ένα
+και μόνον έργον. — Πράγματι αυτό ωρίσαμεν· και πώς όχι; — Αλλά δύναται να
+υπάρξη μεγαλυτέρα διαφορά από αυτήν που υφίσταται μεταξύ της φύσεως του
+ανδρός και της γυναικός; — Υπάρχει πράγματι μεγίστη. — Δεν πρέπει λοιπόν να
+τους αναθέσωμεν όλως διόλου διάφορα έργα αναλόγως της φύσεως αυτών; —
+Πώς όχι; — Δεν περιπίπτετε λοιπόν εις προφανή αντίφασιν με τους εαυτούς σας
+και δεν σφάλλεσθε, όταν ισχυρίζεσθε τώρα, ότι πρέπει να επιδίδωνται άνδρες και
+γυναίκες εις τα ίδια έργα, παρ' όλην την μεγίστην φυσικήν διαφοράν που τους
+χωρίζει; θα έχης τίποτε να απαντήσης εις αυτά, αγαπητέ Γλαύκων; — Έτσι βέβαια
+εξ απρόοπτου δεν είναι πολύ εύκολον· αλλά θα σε παρακαλέσω και σε παρακαλώ
+να αναλάβης συ να απαντήσης και εκ μέρους μας ό,τι έχεις να απαντήσης.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αυτά και άλλα πολλά τοιαύτα είναι που προέβλεπα εγώ εξ αρχής και
+εδίσταζα να εγγίσω αυτό το θέμα περί των γυναικών και των τέκνων. — Και
+πράγματι, μα την αλήθειαν, δεν ομοιάζει πολύ εύκολον. — Όχι βέβαια· το πράγμα
+όμως είναι έτσι· είτε πέση κανείς μέσα εις μικράν δεξαμενήν είτε μέσα εις το
+μεγαλύτερον πέλαγος, ουχ' ήττον όμως κολυμβά και εις την μίαν και εις την άλλην
+περίστασιν. — Βεβαίως. — Και ημείς λοιπόν πρέπει να κολυμβήσωμεν και να
+δοκιμάσωμεν να σωθούμεν από αυτήν την συζήτησιν, με την ελπίδα ότι ημπορεί να
+ευρεθή κανένας δελφίν να μας πάρη εις την ράχιν του, ή να παρουσιασθή καμμία
+άλλη απροσδόκητος σωτηρία. — Πολύ ενδεχόμενον. — Έλα λοιπόν, μήπως
+εύρωμεν καμμίαν διέξοδον· είμεθα αληθώς σύμφωνοι, ότι εκάστη φύσις έχει και
+ίδιον προορισμόν και ότι άλλη είναι η φύσις του ανδρός και άλλη της γυναικός· και
+μολαταύτα λέγομεν τώρα ότι αυταί αι διαφορετικαί φύσεις πρέπει να επιδίδωνται
+εις τα ίδια έργα· αυτά δεν είναι που μας κατηγορείτε; — Μάλιστα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι θαυμασίαν δύναμιν που έχει, Γλαύκων, η τέχνη της αντιλογίας! —
+Διατί το λέγεις αυτό; — Διότι, μου φαίνεται, πολλοί περιπίπτουν εις αυτήν χωρίς να
+το εννοούν και νομίζουν ότι συζητούν, ενώ πράγματι απλώς αντιλέγουν ο ένας εις
+τον άλλον· και τούτο συμβαίνει διότι δεν ημπορούν να αναλύσουν μίαν έννοιαν εις
+τα διάφορα στοιχεία της, αλλά την λαμβάνουν κατά γράμμα και προσπαθούν να
+της εύρουν αντιλογίαν, μεταβάλλοντες τοιουτοτρόπως την συζήτησιν εις έριδα. —
+Πράγματι πολλοί το παθαίνουν αυτό· αλλά μήπως συμβαίνει τάχα και με ημάς το
+ίδιον τώρα; — Όλως διόλου· και κινδυνεύομεν, χωρίς να το θέλωμεν, να
+παρασυρθώμεν εις αυτό το πάθημα. — Πώς; — Την έννοιαν, ότι τα επιτηδεύματα
+πρέπει να είναι διάφορα αναλόγως της διαφοράς των φύσεων, την λαμβάνομεν,
+ως γενναίοι οπαδοί της αντιλογικής, κατά γράμμα, χωρίς διόλου να έχωμεν εξετάση
+προηγουμένως εις τι έγκειται η διαφορά αύτη, ούτε τι είχαμεν υπ’ όψιν μας όταν
+ωρίζαμεν, ότι αι διαφορετικαί φύσεις πρέπει να έχουν διαφορετικά έργα και αι
+αύται φύσεις τα αυτά έργα. — Πραγματικώς δεν το εξετάσαμεν. — Και κατά
+συνέπειαν έχομεν πλήρες το δικαίωμα, καθώς φαίνεται, να ερωτήσωμεν, εάν είναι
+της αυτής φύσεως οι φαλακροί και οι μαλλιαροί, και αφού συμφωνήσωμεν, ότι
+είναι διαφορετικής φύσεως, εάν οι φαλακροί έξαφνα καταγίνωνται εις την
+υποδηματοποιίαν, να μην επιτρέπωμεν αυτήν την ιδίαν εργασίαν εις τους
+μαλλιαρούς και τανάπαλιν. — Θα ήτο όμως γελοίον το πράγμα. — Και θα είναι δι’
+άλλον λόγον άραγε γελοίον, παρά διότι δεν ελαμβάναμεν τότε την ιδίαν ή την
+διαφορετικήν φύσιν απολύτως, αλλά την περιωρίζαμεν εις εκείνο μόνον το είδος
+της διαφοράς και της ομοιότητος, το οποίον απέβλεπεν εις τα αυτά επαγγέλματα;
+παραδείγματος χάριν ελέγαμεν τότε, ότι είναι της αυτής φύσεως ο ιατρός και ο
+άνθρωπος που είναι κατάλληλος διά την ιατρικήν ή δεν είναι έτσι; — Μάλιστα. —
+Και διαφορετικής φύσεως ο άνθρωπος ο κατάλληλος διά την ιατρικήν, και ο
+άνθρωπος ο κατάλληλος διά την ξυλουργικήν; — Αναμφιβόλως. — Εάν λοιπόν
+ευρέθη ότι η φύσις του ανδρός και της γυναικός διαφέρουσιν ως προς τέχνην τινά
+ή άλλην εργασίαν, θα συμπεράνωμεν ότι δεν δύνανται να είναι αύται κοιναί και εις
+τα δύο φύλα· εάν δε η διαφορά έγκειται απλώς και μόνον εις το ζήτημα της
+τεκνοποιήσεως, δεν θα θεωρήσωμεν διά τούτο ως αποδεδειγμένον πράγμα, ότι η
+γυναίκα διαφέρει από τον άνδρα ως προς το σημείον, περί του οποίου τώρα
+κάμνομεν ημείς εδώ λόγον, και δεν θα επιμείνωμεν ολιγώτερον εις τον ισχυρισμόν
+μας, ότι πρέπει να καταγίνωνται εις τα αυτά και οι πολεμισταί μας και αι γυναίκες
+των. — Και πολύ σωστά.</p>
+
+<p>&nbsp;— Κατόπιν λοιπόν τούτων δεν θα ερωτήσωμεν τους αντιλέγοντας να μας
+διδάξουν, ποία είναι η τέχνη ή ποίον είναι το επάγγελμα εκ των εξασκουμένων εις
+μίαν πόλιν, ως προς το οποίον δεν είναι η αυτή, αλλά διαφέρει η φύσις του ανδρός
+και της γυναικός; Δικαία ερώτησις. — Μήπως όμως ευρεθή και άλλος, όπως
+έκαμες και συ προ ολίγου, να μας απαντήση, ότι δεν είναι μεν εύκολον να δοθή
+ικανοποιητική απόκρισις εκ του προχείρου, κατόπιν όμως μικράς σκέψεως δεν θα
+ήτο καθόλου δύσκολον; — Ίσως. — Θέλεις όμως να τον παρακαλέσωμεν να μας
+παρακολουθήση, μήπως κατορθώσωμεν ημείς να του αποδείξωμεν, ότι δεν
+υπάρχει κανένα έργον εις την πόλιν, το οποίον να ανήκη ειδικώς εις την γυναίκα; —
+Μάλιστα. — Έλα λοιπόν, θα του ειπούμεν, να μας απαντήσης· δεν είναι αυτή, κατά
+την ιδέαν σου, η διαφορά μεταξύ ενός ευφυούς και ενός αφυούς ανθρώπου, ότι ο
+μεν πρώτος μανθάνει εύκολα ένα πράγμα, ο δε άλλος δύσκολα; και ότι ο ένας, από
+το μικρόν που έμαθε, είναι ικανός να δημιουργήση ολόκληρον σειράν σχετικών
+γνώσεων, ενώ ο άλλος μ' όλην του την μεγάλην μάθησιν και επιμέλειαν δεν
+ημπορεί ούτε όσα έμαθε να συγκρατήση; και ότι ακόμη του μεν πρώτου και αι
+σωματικαί του διαθέσεις εξυπηρετούν την διάνοιαν, του δευτέρου δε απεναντίας
+της παρεμβάλλουν προσκόμματα; αυτά είναι, ή τίποτε άλλα, που διακρίνουν, κατά
+την ιδέαν σου, τον ευφυή άνθρωπον από τον αφυή; — Κανείς δεν θα έχη να ειπή
+άλλα. — Γνωρίζεις τώρα τίποτε από όσα καταγίνονται οι άνθρωποι, εις το οποίον
+να μην έχουν οι άνδρες όλας αυτάς τας ιδιότητας εις πολύ ανώτερον βαθμόν από
+τας γυναίκας; ή νομίζεις πως θα άξιζε τον κόπον να κάμωμεν μακρότερον λόγον
+περί της υφαντουργίας και μερικών ειδών της μαγειρικής, εις τα οποία κάτι δα
+φαίνεται πως είναι και αι γυναίκες, και όπου θα ήτο η μεγαλυτέρα των εντροπή να
+φαίνωνται κατώτεραι από τους άνδρας; — Έχεις δίκαιον πράγματι να λέγης ότι εις
+όλα, γενικώς ειπείν, υπολείπονται κατά πολύ αι γυναίκες από τους άνδρας·
+βεβαίως υπάρχουν πολλαί γυναίκες ανώτεραι εις πολλά από τους άνδρας· το
+γενικόν όμως είναι όπως συ λέγεις.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν υπάρχει επομένως, φίλε μου, κανένα, έργον, από όσα
+εξασκούνται εις μίαν πόλιν, το οποίον να προσιδιάζη αποκλειστικώς εις την
+γυναίκα, ούτε αποκλειστικώς εις τον άνδρα, αλλ' αι φυσικαί προδιαθέσεις έχουν εξ
+ίσου απονεμηθή και εις τα δύο φύλα, και δι’ όλα μεν τα έργα είναι εκ φύσεως
+ικανή η γυναίκα, δι’ όλα δε και ο άνδρας, απλώς μόνον ότι η γυναίκα είναι εις όλα
+κατωτέρα και ασθενεστέρα του ανδρός. — Αυτό είναι βέβαιον. — Τα πάντα λοιπόν
+θα τα αναθέσωμεν εις τον άνδρα, και τίποτε δεν θα αφήσωμεν διά την γυναίκα; —
+Πώς γίνεται; — Δεν υπάρχουν πράγματι, θα είπωμεν, και γυναίκες κατάλληλοι διά
+την ιατρικήν και την μουσικήν, και άλλαι το εναντίον; — Πώς όχι; — Και άλλαι που
+έχουν φυσικήν προδιάθεσιν διά την γυμναστικήν, διά τον πόλεμον, και άλλαι πάλιν
+που δεν έχουν καμμίαν; — Το πιστεύω. — Η και φιλόσοφοι και ανδρείαι, και άλλαι
+όλως διόλου το εναντίον; — Σωστόν και αυτό. — Υπάρχουν επομένως και γυναίκες
+ικαναί εκ φύσεως διά την φρούρησιν της πόλεως, και άλλαι όχι· διότι η φιλοσοφία
+και η ανδρεία δεν είναι αι δύο ιδιότητες επί τη βάσει των οποίων εξελέξαμεν και
+τους φρουρούς μας; — Μάλιστα. — Ώστε η φύσις της γυναικός είναι επίσης
+κατάλληλος διά την φρούρησιν της πόλεως, όπως και του ανδρός, και η μόνη
+διαφορά έγκειται εις τον μεγαλύτερον ή μικρότερον βαθμόν της ικανότητος. —
+Φαίνεται.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τοιαύτας λοιπόν γυναίκας πρέπει να εκλέγουν οι τοιούτοι άνδρες διά
+να συνοικούν μαζί των και να συμμετέχουν εις την φρούρησιν της πόλεως, αφού
+είναι ικαναί προς τούτο και έχουν την αυτήν φυσικήν προδιάθεσιν. — Χωρίς άλλο.
+— Εις τας αυτάς δε φυσικάς προδιαθέσεις δεν πρέπει να ορίζωμεν και τας αυτάς
+ενασχολήσεις και τα αυτά έργα; — Τα αυτά.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ιδού λοιπόν που επεστρέψαμεν εις το σημείον, από το οποίον
+ανεχωρήσαμεν, και ευρέθημεν σύμφωνοι πάλιν, ότι δεν είναι εναντίον της φύσεως
+να επιδίδωνται αι γυναίκες των φρουρών μας εις την μουσικήν και την
+γυμναστικήν. — Βεβαιότατα. — Ώστε ο νόμος, τον οποίον ηθέλαμεν να
+θεσπίσωμεν, αφού είναι σύμφωνος προς την φύσιν, δεν αποβλέπει εις πράγματα
+αδύνατα, ουδέ ομοιάζει με ευσεβή απλώς πόθον· αλλ' απεναντίας, όπως γίνονται
+τα πράγματα σήμερον, είναι, καθώς φαίνεται, παρά φύσιν. — Φαίνεται. — Το
+ζήτημά μας λοιπόν ήτο να εξετάσωμεν, εάν είναι δυνατά αυτά τα πράγματα, και αν
+συγχρόνως είναι και τα καλύτερα. — Μάλιστα. — Και ότι μεν είναι δυνατά το
+παρεδέχθημεν ήδη και εσυμφωνήσαμεν. — Ναι. — Δεν υπολείπεται λοιπόν τώρα
+να αποδειχθή, ότι είναι και τα καλύτερα; — Φανερόν. — Λοιπόν, διά να
+καταστήσωμεν την γυναίκα ικανήν προς φρούρησιν της πόλεως, άλλη ανατροφή θα
+μας χρειασθή, παρά διά τους άνδρας, αφού μάλιστα πρόκειται να επενεργήση επί
+της αυτής φυσικής προδιαθέσεως; — Όχι βέβαια άλλη, — Και τι φρονείς,
+παρακαλώ, δι’ αυτό που θα σε ερωτήσω; — Ποίον; — Παραδέχεσαι ότι όλοι οι
+άνδρες είναι όμοιοι κατά την αξίαν, ή άλλος είναι καλύτερος και άλλος χειρότερος;
+— Αυτό βέβαια. — Εις την πόλιν λοιπόν, που εθεμελιώσαμεν, φρονείς ότι τους
+φρουρούς, με την εκπαίδευσιν που τους εδώσαμεν, τους εκάμαμεν καλυτέρους
+από τους υποδηματοποιούς, όπως εξεπαιδεύθησαν και εκείνοι εις την τέχνην των;
+— Γελοία είναι η ερώτησίς σου — Εννοώ· και από τους άλλους πολίτας δεν είναι
+αυτοί οι καλύτεροι; — Και πολύ μάλιστα. — Και αι γυναίκες των δεν θα είναι
+καλύτεραι από τας γυναίκας όλων των άλλων; — Πολύ καλύτεραι και αυταί. — Και
+υπάρχει τίποτε συμφερώτερον διά μίαν πόλιν, παρά να ευρίσκωνται εις αυτήν
+όσον το δυνατόν καλύτεροι άνδρες και γυναίκες; — Δεν υπάρχει. Και εις αυτό το
+αποτέλεσμα δεν θα φθάσουν καλλιεργούντες την μουσικήν και την γυμναστικήν,
+καθ' όν τρόπον ημείς είπομεν; — Πώς όχι; — Ώστε βλέπεις ότι ο νόμος, που
+εθέσαμεν, όχι μόνον δυνατός είναι, αλλά και άριστος διά την πόλιν. —
+Μάλιστα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Οφείλουν λοιπόν αι γυναίκες των φρουρών και να γυμνωθούν, αφού
+αντί παντός άλλου φορέματος θα είναι ενδεδυμέναι την αρετήν, και να λαμβάνουν
+μέρος εις τον πόλεμον και εις την φρούρησιν της πόλεως, χωρίς εις τίποτε άλλο να
+καταγίνωνται· μόνον, θα αναθέτωμεν εις αυτάς τα ελαφρότερα εκ των έργων
+τούτων, διά την αδυναμίαν του φύλου των· εκείνος δε ο οποίος θα περιγελά διά
+την γύμνωσιν των γυναικών, αι οποίαι θα γυμνάζωνται δι’ ένα τόσον καλόν σκοπόν,
+άμεστον θα τρυγά της γνώσεως του γελοίου τον καρπόν, και δεν γνωρίζει, καθώς
+φαίνεται, διατί γελά, ούτε τι κάμνει· διότι έχει και θα έχη πάντοτε ισχύν το αξίωμα,
+ότι το μεν ωφέλιμον είναι καλόν, το δε βλαβερόν αισχρόν. — Βεβαιότατα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αυτό λοιπόν είναι το πρώτον, ούτως ειπείν, κύμα, το οποίον
+διεφύγαμεν εις την περί των γυναικών συζήτησίν μας, ούτως ώστε να μη
+καταποντισθώμεν υπ’ αυτού νομοθετούντες, ότι πρέπει από κοινού να πράττουν τα
+πάντα οι φρουροί μας και αι γυναίκες των, αφού εξήχθη αφ' εαυτού το λογικόν
+συμπέρασμα ότι και δυνατά είναι αυτά και ωφέλιμα. — Και δεν είναι μικρόν το
+κύμα, που διέφυγες. — Θα ειπής όμως ότι δεν ήτο και πολύ μεγάλον, όταν θα ίδης
+αυτό, που έρχεται τώρα. — Λέγε, να το ιδούμεν. — Συνέπεια του νόμου τούτου και
+των άλλων των προηγουμένων, είναι, καθώς μου φαίνεται, ο εξής. — Ποίος; — Αι
+γυναίκες των πολεμιστών μας όλαι θα είναι κοιναί δι’ όλους, και καμμία δεν θα
+συνοική ιδιαιτέρως με κανένα· επίσης και τα τέκνα θα είναι κοινά, και ούτε ο
+γονεύς θα γνωρίζη το τέκνον του, ούτε το τέκνον τον γονέα του. — Πολύ
+δυσκολώτερον πράγματι να πιστευθή αυτός ο νόμος, κατά πόσον είναι δυνατός και
+ωφέλιμος. — Νομίζω ότι ως προς το ωφέλιμον δεν θα γεννηθώσι μεγάλαι
+αντιρρήσεις, ότι δεν είναι μέγιστον αγαθόν η κοινότης των γυναικών και των
+τέκνων, εάν είναι δυνατή· αλλά φρονώ ότι περί αυτού ακριβώς του δυνατού θα
+εγερθώσιν αι μεγαλύτεραι αμφισβητήσεις. — Και τα δύο θα ημπορούσε κάλλιστα
+ν' αμφισβητηθούν. — Συνεμάχησαν λοιπόν και τα δύο εναντίον μου· και εγώ
+ενόμιζα ότι θα εγλύτωνα τουλάχιστον από το ένα, εάν ήθελες συμφωνήση ότι είναι
+ωφέλιμον, και θα μου υπελείπετο μόνον να συζητήσω περί του δυνατού ή μη. —
+Το επήρα είδησιν, ότι ήθελες να μου διαφύγης· θα δώσης όμως τώρα λόγον και διά
+τα δύο.</p>
+
+<p>&nbsp;— Θα υποστώ και αυτήν την ποινήν· μόνον μίαν μικράν χάριν θα σου
+ζητήσω· άφησέ με να δώσω αυτήν την εορτήν εις τον εαυτόν μου, όπως τα νωθρά
+εκείνα πνεύματα που συνηθίζουν να τρέφωνται με την φαντασίαν των, όταν
+αφήνουν τον νουν των να τρέχη· γνωρίζεις βέβαια ότι οι τοιούτοι, πριν να
+καλοεξετάσουν διά τινος μέσου θα επιτύχουν κάτι που έχουν εις την κεφαλήν των,
+διά να μη κουράζωνται σκεπτόμενοι κατά πόσον είναι τούτο δυνατόν ή όχι, το
+λαμβάνουν ως υπάρχον ήδη, σύμφωνα με την επιθυμίαν των, και αρχίζουν πλέον
+να τακτοποιούν τα επίλοιπα, και χαίρουν προκαταβολικώς λογαριάζοντες το τι
+έχουν να κάμουν κατόπιν, και — αυξάνουν μόνον ακόμη περισσότερον την φυσικήν
+νωθρότητα της ψυχής των. Έτσι και εγώ τώρα αποδειλιώ εμπρός εις τας δυσκολίας,
+και θέλω να αναβάλω δι’ άλλοτε να εξετάσω κατά πόσον είναι δυνατά αυτά που
+λέγω· τα λαμβάνω όμως επί του παρόντος ως δυνατά και έρχομαι να ίδω, αν μου
+το επιτρέπης, ποία μέτρα θα λάβουν οι άρχοντες διά την εφαρμογήν των, και να
+αποδείξω ότι τίποτε δεν θα είναι ωφελιμώτερον και διά τους φρουρούς και διά την
+πόλιν· εις αυτήν λοιπόν πρώτον την εξέτασιν θα προβώ μαζί σου και κατόπιν
+βλέπομεν και διά τα άλλα, αν το επιτρέπης. — Το επιτρέπω, μόνον άρχισε.</p>
+
+<p>&nbsp;— Νομίζω λοιπόν ότι εάν οι άρχοντές μας θα είναι άξιοι του ονόματος
+τούτου, κατά τον ίδιον δε λόγον και οι πολεμισταί μας, θα θέλουν πάντοτε αυτοί
+μεν να κάμνουν ό,τι τους προστάττουν, εκείνοι δε να προστάττουν ό,τι επιβάλλει ο
+νόμος, ή ό,τι συμφωνεί με το πνεύμα του νόμου, εις τας περιστάσεις που θα τους
+επιτρέψωμεν να το κρίνουν μόνοι των. — Φυσικά. — Συ λοιπόν ο νομοθέτης, όπως
+εξέλεξες τους άνδρας, τοιουτοτρόπως θα εκλέξης και τα γυναίκας και θα τας
+παραδώσης να συμφωνούν όσον το δυνατόν κατά τους χαρακτήρας των. Επειδή δε
+θα έχουν και τας οικίας και τα συσσίτια κοινά, και κανείς δεν θα έχη τίποτε από
+αυτά ιδιαιτέρως, θα είναι όλοι μαζί, και επειδή θα είναι τοιουτοτρόπως
+ανακατωμένοι και εις τα γυμνάσια και παντού αλλού, θα οδηγηθούν, νομίζω, από
+την έμφυτον ανάγκην να ζευγαρωθούν· ή δεν το παραδέχεσαι ότι κατ' ανάγκην θα
+συμβή αυτό; — Κατ' ανάγκην μάλιστα, όχι γεωμετρικήν βέβαια, αλλ' ερωτικήν, η
+οποία έχει πολύ μεγαλυτέραν δύναμιν από εκείνην, να πείθη και να ελκύη τον
+πολύν λαόν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πολύ σωστά· αλλά, Γλαύκων, να γίνωνται αι ενώσεις αύται χωρίς
+καμμίαν τάξιν, ή να κάμνουν οτιδήποτε άλλο, δεν είναι πράγμα θεμιτόν εις πόλιν
+ανθρώπων ευτυχών, ούτε θα το επιτρέψουν οι άρχοντες. — Μάλιστα· διότι δεν
+είναι δίκαιον. — Κατόπιν τούτου είναι προφανές, ότι θα κάμωμεν γάμους όσον
+ημπορούμεν περισσότερον ιερούς· θα είναι δε ιεροί οι ωφελιμώτατοι. — Βεβαίως.
+— Αλλά πώς θα είναι ωφελιμώτατοι; αυτό θα μας το ειπής συ, Γλαύκων· διότι
+βλέπω εις την οικίαν σου και σκύλους κυνηγετικούς και πάμπολλα θηρευτικά
+πτηνά· άραγε έδωσες καμμίαν προσοχήν εις τους γάμους των και εις τας
+παιδοποιίας των; — Τι δηλαδή; — Πρώτον μεν μεταξύ των ζώων τούτων, αν και
+όλα είναι από καλόν γένος, δεν υπάρχουν μερικά τα οποία είναι και γίνονται
+καλύτερα από τα άλλα; — Μάλιστα. — Και σου τεκνοποιούν όλα αδιακρίτως, ή
+φροντίζεις να αποκτήσης μικρά από τα καλύτερα ζώα; Από τα καλύτερα. — Από τα
+νεώτερα, από τα γεροντότερα, ή από εκείνα που ευρίσκονται εις την ακμήν της
+ηλικίας των; — Από αυτά τα τελευταία. — Και αν δεν λάβης αυτήν την πρόνοιαν,
+νομίζεις ότι πολύ γρήγορα θα εκφυλισθή το γένος των σκύλων και των πτηνών σου;
+— Βεβαίως. — Το ίδιον νομίζεις και διά τους ίππους και δι’ όλα εν γένει τα ζώα; —
+Θα ήτο άτοπον να πιστεύω το εναντίον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πωπώ, αγαπητέ μου φίλε, πόσον μεγάλην ικανότητα λοιπόν πρέπει
+να έχουν οι άρχοντές μας, εάν το ίδιον συμβαίνη και με τους ανθρώπους! — Αλλά
+το ίδιον βέβαια· διατί όμως; — Διότι θα γίνη ανάγκη να μεταχειρίζωνται πολλά
+φάρμακα· ένας ιατρός κοινός, και ο χειρότερος ακόμη, νομίζομεν ότι αρκεί, όταν
+πρόκειται δι’ ασθενείς, που δεν έχουν ανάγκην από φάρμακα, αλλ' απλώς από
+δίαιταν· όταν όμως είναι ανάγκη να ορίση και φάρμακα, γνωρίζομεν ότι χρειάζεται
+μεγαλυτέρας αξίας ιατρός. — Είναι αλήθεια· αλλά διατί τα λέγεις αυτά; — Ιδού
+διατί· φαίνεται ότι θα γίνη ανάγκη να καταφεύγουν συχνά εις το ψεύδος και την
+απάτην οι άρχοντές μας, προς ωφέλειαν των πολιτών· είπομεν δε ότι ενίοτε είναι
+χρήσιμα και αυτά, ως είδος φαρμάκου. — Και πολύ ορθά. — Αυτό λοιπόν το ορθόν,
+που λέγεις, φαίνεται ότι έχει όχι μικράν πέρασιν εις τους γάμους και εις τας
+παιδοποιίας. — Πώς δηλαδή; — Είναι ανάγκη, συμφώνως με όσα παρεδέχθημεν, αι
+ερωτικαί συναντήσεις μεταξύ των αρίστων εκ των δύο φύλων να γίνωνται όσον το
+δυνατόν συχνότεροι, το εναντίον δε μεταξύ των κατωτέρων· και να ανατρέφωνται
+μεν τα τέκνα των πρώτων, όχι όμως και των άλλων, εάν δεν θέλωμεν να εκφυλισθή
+το ποίμνιόν μας· και όλα αυτά πρέπει να γίνωνται χωρίς να γνωρίζη κανείς άλλος
+τίποτε, εκτός μόνον των αρχόντων, εάν εννοούμεν πάλιν να μείνη αδιατάρακτος η
+ειρήνη μεταξύ της αγέλης των πολεμιστών. — Ορθότατα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Θα γίνη λοιπόν ανάγκη να νομοθετήσωμεν μερικάς εορτάς, εις τας
+οποίας θα συναθροίζωμεν τους γαμβρούς και τας νύμφας· θα τας συνοδεύωμεν με
+θυσίας και ύμνους, τους οποίους θα συνθέτουν οι ποιηταί, εμπρέποντας εις την
+ιερότητα των τελουμένων γάμων· θα αφήσωμεν εις τους άρχοντας το δικαίωμα να
+κανονίζουν τον αριθμόν των γάμων, διά να διατηρούν πάντοτε τον αυτόν αριθμόν
+των ανδρών, αποβλέποντες εις τους πολέμους και εις τας ασθενείας και εις τα άλλα
+τα τοιαύτα, διά να μη γίνεται, όσον το δυνατόν, ούτε πολύ μεγάλη η πόλις μας,
+ούτε πολύ μικρά. — Σωστά. — Θα προετοιμάζωνται δε επιτηδείως κάποιοι κλήροι,
+ώστε οι χειρότεροι εκείνοι να μην έχουν να παραπονούνται με τους άρχοντας διά
+την γυναίκα, που θα τους λάχη, αλλά με την τύχην. — Πολύ ωραίον και τούτο.</p>
+
+<p>&nbsp;— Και εις τους νέους, οι οποίοι θα διεκρίνοντο εις τον πόλεμον ή όπου
+αλλού, εκτός των άλλων βραβείων και αμοιβών, θα παραχωρηθή και το δικαίωμα
+να πλησιάζωσι συχνότερον τας γυναίκας, ίνα, με αυτήν συγχρόνως την πρόφασιν,
+γεννώνται όσον το δυνατόν περισσότερα τέκνα από τους τοιούτους. —
+Ορθότατα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τα δε εκάστοτε γεννώμενα τέκνα θα παραλαμβάνουν ιδιαίτεροι προς
+τον σκοπόν τούτον αρχαί, τας οποίας θα αποτελούν είτε άνδρες, είτε γυναίκες, είτε
+άνδρες ομού και γυναίκες· διότι είπομεν ότι όλοι οι αρχαί θα είναι κοινοί και διά τα
+δύο φύλα. — Μάλιστα. — Και τα μεν τέκνα των καλυτέρων θα τα φέρουν εις το
+κοινόν τροφείον και θα τα παραδίδουν εις τας χείρας των τροφών, αι οποίαι θα
+κατοικούν εις ένα χωριστόν μέρος της πόλεως· των δε χειροτέρων, και όσα και των
+άλλων τύχη να γεννηθούν ελαττωματικά, θα τα κρύψουν, όπως είναι πρέπον, εις
+ένα μέρος μυστικόν και απόρρητον. Εάν βέβαια θέλωμεν να διατηρηθή καθαρά η
+γενεά των πολεμιστών. — Αυτοί οι ίδιοι θα έχουν και την φροντίδα της τροφής των
+νεογνών, και θα οδηγούν τας μητέρας εις το τροφείον, όταν τας στενοχωρή το γάλα
+των, λαμβάνοντες όμως όλας τας δυνατάς προφυλάξεις διά να μην αναγνωρίση
+καμμία το τέκνον της· και αν αυταί δεν αρκούν, θα φροντίσουν να εύρουν και
+άλλας, που να έχουν άφθονον γάλα, θα προσέχουν όμως να μη θηλάζουν και αύται
+περισσότερον του δέοντος, τας δε αγρυπνίας και τους άλλους κόπους θα
+αναθέσουν εις τας τροφούς και εις άλλας γυναίκας. — Τοιουτοτρόπως καθιστάς
+πολύ εύκολον την παιδοποιίαν διά τας γυναίκας των πολεμιστών. — Διότι αυτό
+είναι το πρέπον· αλλ' ας εξακολουθήσωμεν εκείνο που ηρχίσαμεν ελέγαμεν ότι η
+τεκνοποίησις οφείλει να γίνεται εις την ακμήν της ηλικίας. — Μάλιστα. — Δεν σου
+φαίνεται αρκετόν να ορίσωμεν είκοσιν έτη ακμής διά την γυναίκα και τριάκοντα
+διά τον άνδρα; — Από ποίας ηλικίας; — Διά μεν την γυναίκα από το εικοστόν μέχρι
+του τεσσαρακοστού έτους της ηλικίας της· διά δε τον άνδρα, αφού περάση η
+θερμοτέρα περίοδος της νεότητος, μέχρι του πεντηκοστού πέμπτου. —
+Πραγματικώς αυτός είναι και δια τους δύο ο χρόνος της ακμής και του σώματος και
+του πνεύματος. — Εάν λοιπόν κανείς πολίτης, είτε πριν, είτε πέραν της ηλικίας
+αυτής, παραβή τους περί των κοινών γάμων νόμους της πόλεως, θα τον κηρύξωμεν
+ένοχον της εσχάτης αδικίας και καθοσιώσεως, διότι έσπειρε τέκνον, το οποίον αν
+γεννηθή, θα είναι ο λαθραίος καρπός του σκότους και της παρανόμου ακολασίας,
+και διότι της γεννήσεώς του δεν προηγήθησαν ούτε θυσίαι ούτε ευχαί, τας οποίας
+οι ιερείς και αι ιέρειαι και ολόκληρος η πόλις απευθύνουν εις έκαστον γάμον προς
+τους θεούς, διά να γεννηθούν από καλούς γονείς καλύτερα τέκνα και από
+ωφελίμους ωφελιμώτερα. — Πολύ σωστά.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ο αυτός δε νόμος θα ισχύη, και εάν κανείς από τους έχοντας την
+νόμιμον ηλικίαν γάμου, πλησιάση γυναίκα έχουσαν επίσης την νόμιμον ηλικίαν,
+αλλά χωρίς την άδειαν του άρχοντος· διότι ο καρπός των σχέσεων τούτων θα είναι
+παράνομος και, ούτως ειπείν, αφερέγγυος και ανίερος. — Ορθότατα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Όταν δε πλέον αι γυναίκες και οι άνδρες υπερβώσι την υπό των
+νόμων ωρισμένην ηλικίαν του γάμου, θα αφήσωμεν εις μεν τους άνδρας απόλυτον
+ελευθερίαν να συνέρχωνται με οιανδήποτε γυναίκα θέλουν, εκτός θυγατρός,
+μητρός, εγγονής και μάμμης, επίσης και εις τας γυναίκας, εκτός υιού, πατρός,
+εγγόνου και πάππου· θα τους δώσωμεν όμως πάλιν την άδειαν αυτήν, αφού
+προηγουμένως τους συστήσωμεν ρητώς, μάλιστα μεν να αποφύγουν οπωσδήποτε
+να φέρουν εις φως καρπόν των σχέσεών των, εν εναντία δε περιπτώσει, να έχωσι
+προ οφθαλμών, ότι η πόλις δεν είναι δυνατόν να επιβαρυνθή με την ανατροφήν
+του. — Και αυτά μεν όλα είναι λογικώτατα, αλλά πώς θα διακρίνουν τους πατέρας
+και τας θυγατέρας και τους άλλους συγγενείς που ανέφερες;</p>
+
+<p>&nbsp;— Καθόλου δεν θα τους διακρίνουν· αλλ' αφ' ής ημέρας γίνη ο γάμος
+ενός πολεμιστού, όσα τέκνα θα γεννηθούν μεταξύ του εβδόμου και του δεκάτου
+μηνός από τότε, θα τα θεωρή τα μεν αρσενικά υιούς του, τα δε θηλυκά θυγατέρας
+του, και τα τέκνα αυτών εγγονούς του, και εκείνα πάλιν θα τον ονομάζουν πατέρα
+και πάππον· όλα δε τα τέκνα, τα οποία θα γεννηθούν κατά το διάστημα, κατά το
+οποίον αι μητέρες των και οι πατέρες είχον την νόμιμον ηλικίαν διά να
+τεκνοποιούν, θα ονομάζωνται αδελφοί και αδελφαί· ούτως ώστε να μη
+συνάπτωνται γάμοι μεταξύ των βαθμών της συγγενείας, που ανεφέραμεν μεταξύ
+όμως αδελφού και αδελφής δεν θα ισχύη αυτή η απαγόρευσις του νόμου, εάν
+τοιουτοτρόπως το αποφασίση ο κλήρος και ο χρησμός της Πυθίας το
+προσεπικυρώση. — Πολύ καλά.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αυτή λοιπόν, φίλε Γλαύκων, είναι η κοινότης των γυναικών και των
+τέκνων διά τους φρουρούς της πόλεως μας· υπολείπεται τώρα να βεβαιωθή ότι
+είναι σύμφωνος με όλην την άλλην πολιτειακήν μας διάταξιν και ότι είναι και κατά
+πάντα συμφερωτάτη· δεν είναι αυτό που πρέπει να αποδείξωμεν; — Ναι βέβαια.
+— Και δεν είναι αυτή η αρχή της αποδείξεως, να ερωτήσωμεν ημάς αυτούς, ποίον
+πρέπει να θεωρήσωμεν το μέγιστον αγαθόν διά την σύστασιν της πόλεως, το
+οποίον πρέπει να έχη πάντοτε προ οφθαλμών ο νομοθέτης όταν νομοθετή, και
+ποίον είναι το μέγιστον κακόν; και ακολούθως να εξετάσωμεν, εάν αυτή η διάταξις
+της κοινότητος των γυναικών, την οποίαν επραγματεύθημεν τώρα, συμπίπτει τάχα
+με τα ίχνη που μας οδηγούν εις αυτό το μέγιστον αγαθόν και μας απομακρύνουν
+από το μέγιστον κακόν; — Πολύ σωστά. — Έχομεν λοιπόν μεγαλύτερον κακόν διά
+την πόλιν από εκείνο, το οποίον διασπά την πόλιν και, από μίαν, την κάμνει να
+είναι πολλαί; ή μεγαλύτερον αγαθόν από εκείνο, που συσφίγγει τα διάφορα μέρη
+της και την κάμνει μίαν; — Δεν έχομεν. — Και δεν είναι η κοινότης της χαράς και
+της λύπης εκείνη, η οποία παρά κάθε άλλο, επιφέρει αυτό το αποτέλεσμα, όταν
+όλοι γενικώς οι πολίται δοκιμάζουν όσον το δυνατόν μεγαλυτέραν χαράν διά την
+αυτήν ευτυχίαν, και λύπην πάλιν διά την αυτήν απώλειαν, — Αναμφιβόλως. — Και
+εκείνο απεναντίας που διαιρεί μίαν πόλιν, θα είναι, όταν αυτά τα αισθήματα είναι
+ιδιωτικά, και άλλοι μεν χαίρουν άλλοι δε λυπούνται διά τα παθήματα ή της πόλεως
+ή τινών πολιτών; — Πώς όχι; — Και αυτό δεν συμβαίνει, όταν όλοι οι πολίται δεν
+μεταχειρίζωνται επί των ιδίων περιστάσεων τας φράσεις: αυτό είναι ιδικόν μου,
+αυτό δεν είναι ιδικόν μου, αυτό μου είναι αδιάφορον; — Χωρίς αμφιβολίαν. —
+Άριστα λοιπόν δεν κυβερνάται εκείνη η πόλις, εις την οποίαν οι περισσότεροι
+λέγουν συγχρόνως και επί των αυτών περιστάσεων: αυτό με ενδιαφέρει και αυτό
+δεν με ενδιαφέρει; — Και πολύ μάλιστα. — Και εις την οποίαν επομένως συμβαίνει
+ό,τι και με ένα πρόσωπον· όταν δηλαδή κανείς από ημάς κτυπήση εις τον
+δάκτυλον, όλη εκείνη η σχέσις η οποία συνδέει το σώμα προς την ψυχήν και
+καταντά να αποτελή μίαν κυρίαρχον ενότητα εν αυτή, όλη συγχρόνως αισθάνεται
+τον πόνον του ενός μέρους και τοιουτοτρόπως λέγομεν, ότι άνθρωπος πονεί εις τον
+δάκτυλον· το ίδιον, προκειμένου και δι’ άλλα αισθήματα του ανθρώπου, όταν
+δοκιμάζη τίποτε δυσάρεστον εις κανένα του μέρος ή απολαμβάνει καμμίαν
+ευχαρίστησιν. — Το ίδιον πράγματι και, όπως έλεγες, το αυτό συμβαίνει και με την
+πόλιν, η οποία κυβερνάται άριστα. — Και ένας λοιπόν, νομίζω, μόνον πολίτης, αν
+υφίσταται οτιδήποτε καλόν ή κακόν, η τοιαύτη πόλις θα το θεωρήση ιδικόν της το
+πάθημα και θα συμμερισθή ολόκληρος ή την χαράν ή την λύπην του. — Ανάγκη
+πάσα, αν πράγματι η πόλις είναι ευνομουμένη.</p>
+
+<p>&nbsp;— Καιρός λοιπόν τώρα να γυρίσωμεν και εις την ιδικήν μας πόλιν και να
+ιδούμεν, αν όλα αυτά που είπαμεν εφαρμόζωνται εις αυτήν περισσότερον από
+κάθε άλλην πόλιν. — Πρέπει πράγματι. — Λοιπόν, και εις τας άλλας πόλεις, όπως
+εις την ιδικήν μας, υπάρχουν άρχοντες, υπάρχει και λαός; — Υπάρχουν. — Και όλοι
+αυτοί ονομάζονται συμπολίται μεταξύ των; — Πώς όχι; — Αλλά, εκτός αυτής της
+κοινής ονομασίας, πώς αλλέως ονομάζει εις τας άλλας πόλεις ο λαός τους
+άρχοντας; — Εις μεν τας περισσοτέρας κυρίους, εις δε τας δημοκρατουμένας τους
+ονομάζει απλώς κατ' αυτόν τον τρόπον, άρχοντας. — Εις δε την ιδικήν μας πόλιν,
+εκτός που τους ονομάζει πολίτας, τι άλλο λέγει ο λαός διά τους άρχοντας; — Λέγει
+ότι είναι σωτήρες και υπερασπισταί του. — Οι δε άρχοντες πάλιν τους άλλους
+πολίτας; — Μισθοδότας και διατροφείς. — Εις δε τας άλλας πόλεις οι άρχοντες
+τους πολίτας; — Δούλους. — Μεταξύ των δε οι άρχοντες πώς ονομάζονται; —
+Συνάρχοντες. — Εις δε την πόλιν μας; — Συμφύλακες. — Ημπορείς τώρα να μου
+είπης, αν εις τας άλλας πολιτείας, οι άρχοντες μεταξύ των, μερικούς μεν από τους
+συναδέλφους των ονομάζουν και θεωρούν ως ιδικούς των, μερικούς δε ως ξένους;
+— Πλείστους όσους. — Και δεν θεωρούν ότι με εκείνους μεν τους συνδέουν κοινά
+συμφέροντα, με τους άλλους δε όχι; — Αυτό συμβαίνει πράγματι. — Μεταξύ όμως
+των φρουρών της ιδικής σου πόλεως, είναι δυνατόν κανείς να ονομάζη ή να θεωρή
+κανένα από τους συναδέλφους του ως ξένον; — Καθόλου, διότι εις το πρόσωπον
+αυτών θα νομίζουν ότι βλέπουν ή αδελφόν, ή αδελφήν, ή πατέρα, ή μητέρα, ή υιόν,
+ή θυγατέρα, ή γενικώς συγγενή ανιόντος ή κατιόντος βαθμού. — Πολύ ωραία τα
+λέγεις· αλλά ειπέ μου ακόμη, θα περιορίσης την συγγένειαν εις τα ονόματα μόνον,
+ή θα νομοθετήσης να συμφωνούν και όλαι των αι πράξεις προς αυτά, και να έχουν
+απέναντι εκείνων, που ονομάζουν πατέρας των, όλον τον σεβασμόν, όλην την
+αφοσίωσιν, όλην την υπακοήν, που απαιτεί ο νόμος παρά των τέκνων, διότι, εν
+εναντία περιπτώσει, θα εθεωρούντο ανόσιοι και άδικοι και δεν θα εύρισκον χάριν
+ούτι ενώπιον των θεών, ούτε ενώπιον των ανθρώπων; αυτά τα παραγγέλματα, ή
+άλλα, θα αντηχούν ευθύς εξ αρχής εις τα ώτα των νέων εκ μέρους όλων των
+πολιτών, περί της διαγωγής που οφείλουν να τηρούν απέναντι εκείνων, τους
+οποίους θα τους υποδείξουν ως πατέρας και συγγενείς; — Αυτά αναμφιβόλως·
+διότι θα ήτο γελοίον να έχουν εις το στόμα των μόνον τα ονόματα της συγγενείας,
+χωρίς να εκπληρούν και τα επιβαλλόμενα υπ’ αυτής καθήκοντα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ώστε εξ όλων των πόλεων εις την ιδικήν μας προ πάντων θα είναι
+σύμφωνοι, όταν συμβή κανένα καλόν ή κακόν και εις ένα μόνον, να λέγουν όλοι
+εκείνο, που είπαμεν παραπάνω, ότι τα πράγματά μου πηγαίνουν καλά, ή ότι
+πηγαίνουν κακά. — Πολύ σωστά. — Δεν είπομεν δε, ότι όπου επικρατεί αυτή η
+ιδέα και ακούεται αυτός ο λόγος, αποτέλεσμα θα έχη να είναι κοιναί, αι λύπαι και
+αι χαραί· — Και είχομεν πολύ δίκαιον. — Ώστε δεν θα συμμετέχουν κοινώς όλοι οι
+πολίται μας από εκείνο, το οποίον θα ονομάζουν όλοι ιδικόν των; και ένεκα
+ακριβώς αυτής της συμμετοχής, δεν θα χαίρουν και δεν θα λυπούνται όλοι διά τα
+αυτά πράγματα; — Και πολύ μάλιστα. — Και εκτός της άλλης συντάξεως της
+πολιτείας, ποίον άλλο περισσότερον θα επιφέρη αυτά τα αποτελέσματα, παρά η
+κοινότης των γυναικών και των τέκνων μεταξύ των φρουρών μας; — Αυτό βέβαια
+προ πάντων.</p>
+
+<p>Αλλ' όμως παρεδέχθημεν αυτό ως το μεγαλύτερον αγαθόν διά την πόλιν, και
+παρωμοιάσαμεν μίαν καλώς κυβερνωμένην πόλιν προς το σώμα, το οποίον
+ολόκληρον αισθάνεται τον πόνον ή την ηδονήν ενός μέλους αυτού. — Και ορθώς το
+παρεδέχθημεν. — Ώστε του μεγίστου αγαθού αιτία απεδείχθη ότι είναι διά την
+πόλιν μας η μεταξύ των φρουρών κοινότης γυναικών και τέκνων. — Μάλιστα. —
+Ακόμη δε το συμπέρασμα αυτό συμφωνεί και με όσα προηγουμένως ωρίσαμεν·
+διότι είπαμεν, καθώς ενθυμείσθε, ότι δεν πρέπει να έχουν οι πολεμισταί μας ούτε
+ιδίας οικίας, ούτε γαίας, ούτε καμμίαν άλλην κτήσιν, αλλ' ότι θα λαμβάνουν από
+τους άλλους την τροφήν των, ως μισθόν διά την φρούρησιν της πόλεως, και ότι θα
+έχουν όλοι ένα κοινόν έξοδον, αν θέλουν να είναι πράγματι φρουροί. — Σωστά. —
+Λοιπόν, όπως είπα, και εκείνα που ωρίσαμεν προηγουμένως και αυτά που λέγομεν
+τώρα, δεν συντείνουν να τους κάμουν ακόμη περισσοτέρων αληθινούς φρουρούς
+και να εμποδίζουν πάσαν διάσπασιν της πόλεως; πράγμα το οποίον δεν θα
+συνέβαινεν, όταν δεν θα ωνόμαζον όλοι το αυτό πράγμα «ιδικόν μου», αλλ' άλλος
+άλλο, και όταν ο ένας θα απεκόμιζε εις την ιδικήν του οικίαν ό,τι θα ημπορούσε να
+αποκτήση χωριστά από τους άλλους, και ο άλλος πάλιν θα έκαμνε το ίδιον εκ
+μέρους του, και θα είχον τας ιδιαιτέρας των γυναίκας και τέκνα έκαστος, που θα
+τους παρείχον ιδιαιτέρας ηδονάς και λύπας, διά να τας αισθάνωνται μόνοι των;
+ενώ απεναντίας, όταν έκαστος θα έχη ως αξίωμα, ότι το συμφέρον του άλλου δεν
+είναι διαφορετικόν από το ιδικόν του, δεν θα αποβλέπουν πάντες με όλας των τας
+δυνάμεις εις τον αυτόν σκοπόν, και δεν θα έχουν κοινάς μεταξύ των όλας τας
+ευτυχίας και τας δυστυχίας; — Αυτό είναι αναμφισβήτητον. — Και δεν θα
+εκλείψουν τότε αι δίκαι και αι αντεγκλήσεις εκ του μέσου, αφού κανένα άλλο δεν
+θα έχη κανείς αποκλειστικόν του κτήμα, έξω από το σώμα του, όλα δε τα άλλα θα
+είναι κοινά; του οποίου φυσικόν αποτέλεσμα θα είναι να μην αναπτύσσωνται ποτέ
+μεταξύ των πάθη και διχόνοιαι, όσαι τουλάχιστον συνήθως προέρχονται από
+κτηματικάς διαφοράς, ή εξ αφορμής των γυναικών και των τέκνων, ή εξ άλλων
+οικογενειακών λόγων; — Θα είναι βέβαια κατ' ανάγκην απηλλαγμένοι από όλα
+αυτά. — Ακόμη δε ούτε βιαιοπραγίαι και χειροδικίαι θα συμβαίνουν φυσικά
+μεταξύ των διότι θα τους διδάξωμεν, ότι είναι καλόν και δίκαιον οι συνομήλικες να
+παρέχουν ο ένας εις τον άλλον την συνδρομήν του, και ότι καθήκον έχουν να
+φροντίζουν διά την αμοιβαίαν ασφάλειαν. — Πολύ σωστά. — Και τούτο το ορθόν
+θα έχη αυτός ο νόμος, ότι, εάν κανείς εις στιγμιαίαν παραφοράν οργής
+ικανοποιήση κατ' αυτόν τον τρόπον τον θυμόν του, το πράγμα δεν θα είναι
+δυνατόν να λάβη μεγαλυτέρας διαστάσεις. — Αναμφιβόλως. — Διότι θα είναι
+ανατεθειμένη εις τον πρεσβύτερον εξουσία επί πάντων των νεωτέρων, με το
+δικαίωμα να επιβάλλη και ποινάς. — Εννοείται.</p>
+
+<p>&nbsp;— Είναι ακόμη φανερόν, ότι ουδέποτε, άνευ τουλάχιστον ρητής
+διαταγής των αρχόντων, θα τολμήση ο νεώτερος να βιαιοπραγήση εναντίον του
+πρεσβυτέρου, ούτε να εγείρη, φυσικά, χείρα εναντίον του· ούτε, νομίζω, να τον
+προσβάλη καθ' οιονδήποτε τρόπον· διότι θα υπάρχουν δύο φύλακες ικανοί να τον
+εμποδίσουν, ο φόβος και το σέβας· το σέβας, το οποίον θα τους συγκρατήση να
+υψώσουν χείρα κατ' εκείνων, που θεωρούνται πατέρες· ο φόβος δε, διότι
+γνωρίζουν ότι οι άλλοι θα βοηθήσουν τον προσβληθέντα, οι μεν ως υιοί, οι δε ως
+αδελφοί, οι δε ως πατέρες. — Αυτό πραγματικώς θα συμβαίνη. — Παντοτινή
+λοιπόν, χάρις εις αυτούς τους νόμους, θα βασιλεύη ειρήνη μεταξύ των πολεμιστών
+μας. — Και μεγάλη μάλιστα. — Αφού λοιπόν αυτοί θα ομονοούν, κανείς φόβος
+βέβαια δεν υπάρχει να διχονοήσουν προς αυτούς και αι λοιπαί τάξεις των πολιτών,
+είτε και μεταξύ των. — Όχι βέβαια. — Δεν τολμώ δε, διά την ταπεινότητα του
+πράγματος, να κατέλθω εις την απαρίθμησιν των μικροτέρων κακών, από τα οποία
+θα είναι απηλλαγμένοι, τας κολακείας παραδείγματος χάριν των πλουσίων, εις τας
+οποίας είναι ηναγκασμένοι να καταφεύγουν οι πτωχοί, τας στενοχωρίας και τας
+θλίψεις, που υφίστανται, διά την ανατροφήν των τέκνων, ή διά την απόκτησιν
+χρημάτων, προς συντήρησιν πολυαρίθμων δούλων, χάριν των οποίων όλων
+συνάπτουν πολλάκις μεγάλα δάνεια, αρνούνται ενίοτε τα χρέη των, και με κάθε
+τρόπον εξευρίσκουν οπωσδήποτε τα αναγκαιούντα χρήματα, διά να επιτρέψουν εις
+το τέλος την διαχείρισιν αυτών εις τας γυναίκας και εις δούλους· πόσας, αλήθεια,
+φίλε μου, και ποίας ταπεινώσεις δεν υφίστανται, που είναι πολύ γνωσταί, ώστε να
+μην αξίζη τον κόπον να τας απαριθμήση κανείς! — Πράγματι, πρέπει να είναι
+τυφλός κανείς διά να μη το βλέπη. — Από όλας λοιπόν αυτάς τας αθλιότητας θα
+είναι οι ιδικοί μας απηλλαγμένοι, και θα ζουν πολύ μακαριώτερον και από τον
+μακαριστόν βίον, που ζουν οι Ολυμπιονίκαι. — Πώς; — Εκείνοι μακαρίζονται διά
+μικρόν μέρος από τα αγαθά, που έχουν οι ιδικοί μας· διότι και η νίκη τούτων είναι
+κατά πολύ ενδοξοτέρα, και η εκ του δημοσίου διατροφή των τελειοτέρα· και η μεν
+νίκη των είναι η σωτηρία ολοκλήρου της πόλεως, τροφήν δε και όλα τα άλλα
+αναγκαία έχουν καθ' όλην την διάρκειαν της ζωής των και οι ίδιοι και τα τέκνα των,
+δέχονται παρά της πόλεως τιμάς και βραβεία εφ' όσον ζώσι, και όταν αποθάνουν
+αξιούνται μεγαλοπρεπούς ταφής. — Όπως πράγματι τους χρειάζεται.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ενθυμείσαι όμως, ότι προηγουμένως δεν ηξεύρω ποίος μας
+απηύθυνε την κατηγορίαν, πως δεν λαμβάνομεν καμμίαν πρόνοιαν διά την
+ευτυχίαν των πολεμιστών μας, οι οποίοι δεν έχουν τίποτε ιδικόν των, ενώ
+ημπορούσαν να έχουν όλα όσα ανήκουν εις τους άλλους πολίτας; ημείς δε του
+απηντήσαμεν, νομίζω, ότι αυτό μεν το ζήτημα θα το εξετάσωμεν άλλοτε, αν ήθελε
+παρουσιασθή ευκαιρία, τώρα δε ο σκοπός μας είναι να κάμωμεν τους φρουρούς
+μας πραγματικώς φρουρούς, την δε πόλιν μας όσον το δυνατόν ευτυχεστέραν,
+χωρίς να αποβλέπωμεν εις την ευδαιμονίαν αποκλειστικώς μιας μόνον τάξεως εν
+αυτή; — Το ενθυμούμαι. — Τι λοιπόν; ο βίος τώρα των πολεμιστών μας, αφού
+απεδείχθη πολύ καλύτερος και προτιμότερος από των Ολυμπιονικών, μήπως τάχα
+επιδέχεται καμμίαν σύγκρισιν με τον βίον των υποδηματοποιών ή των άλλων
+τεχνιτών ή των γεωργών; — Δεν μου φαίνεται καθόλου. — Ώστε λοιπόν είναι
+δίκαιον να επαναλάβω και εδώ ό,τι έλεγα και τότε, ότι, αν ο πολεμιστής ζητήση να
+γίνη ευδαίμων κατά τρόπον, ώστε να παύση πλέον να είναι φρουρός της πόλεως,
+και αν δεν του αρέση αυτός ο μέτριος και εξησφαλισμένος βίος, τον οποίον ημείς
+θεωρούμεν άριστον, αλλά τον καταλάβη μία ανόητος και παιδαριώδης ιδέα περί
+ευδαιμονίας, η οποία τον εξωθήση να καταχρασθή την δύναμίν του διά να γίνη
+κύριος των πάντων εν τη πόλει, τότε θα μάθη πόσον σοφός ήτο ο Ησίοδος, ο
+οποίος είπεν ότι «το ήμισυ είναι πλέον του παντός». — Εάν θέλη να ακούση την
+συμβουλήν μου, δεν θα εξέλθη από την συνθήκην της ζωής, που του
+ωρίσαμεν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Επιδοκιμάζεις λοιπόν να είναι τα πάντα κοινά μεταξύ ανδρών και
+γυναικών, καθ' όν τρόπον τα επραγματεύθημεν, όσον αφορά την ανατροφήν, τα
+τέκνα, και την φρούρησιν των άλλων πολιτών; να μένουν δηλαδή και εκείναι εις
+την πόλιν, να μεταβαίνουν εις τον πόλεμον, να λαμβάνουν μέρος εις τας φρουράς
+και εις τα κυνήγια, όπως τα θηλυκά των σκύλων, και εν γένει να συμμετέχουν
+πάντοτε και εις πάντα, κατά το δυνατόν, τα έργα των πολεμιστών, με την
+πεποίθησιν, ότι όλα αυτά που θα κάμνουν θα είναι συμφερώτατα διά την πόλιν,
+και όχι εναντία προς την φύσιν του ανδρός και της γυναικός, αφού ο προορισμός
+των είναι να ζουν ομού βίον κοινόν; — Επιδοκιμάζω.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν μένει λοιπόν τώρα να εξετάσωμεν, αν είναι δυνατόν να υπάρξη
+και μεταξύ των ανθρώπων, όπως και μεταξύ των άλλων ζώων, αυτή η κοινότης, και
+κατά ποίον τρόπον δύναται να κατορθωθή; — Μου επρόλαβες ακριβώς την
+ερώτησιν που ήμουν έτοιμος να κάμω. — Και όσον μεν αφορά τον πόλεμον είναι,
+νομίζω, φανερόν, πώς θα πολεμούν. — Πώς; — Θα εκστρατεύουν βέβαια από
+κοινού, θα παραλαμβάνουν όμως ακόμη μαζί των και τα πλέον μεστωμένα από τα
+παιδιά, διά να βλέπουν, καθώς συμβαίνει και με τα παιδιά των άλλων τεχνιτών,
+εκείνα που θα έχουν και αυτοί να κάμνουν μίαν ημέραν, όταν μεγαλώσουν· εκτός
+δε τούτου, και να βοηθούν τους πατέρας των και τας μητέρας των, να
+περιποιούνται και να παρέχουν τας δυνατάς εκδουλεύσεις εις όλα του πολέμου· ή
+δεν παρετήρησες τι γίνεται και εις τας άλλας τέχνας, παραδείγματος χάριν τα τέκνα
+των αγγειοπλαστών, πόσον καιρόν βοηθούν απλώς και περιορίζονται να
+παρατηρούν, πριν να καθίσουν και οι ίδιοι εις τον τροχόν; — Το παρετήρησα. — Ή
+τάχα πρέπει εκείνοι να φροντίζουν περισσότερον από τους φρουρούς μας διά τα
+τέκνα των, διά να αποκτήσουν με την παρατήρησιν την πείραν, που τους χρειάζεται
+διά το έργον των; — Θα ήτο πολύ γελοίον να το υποθέση κανείς. — Δεν είναι δε
+ακόμη αληθές, ότι κάθε ζώον πολεμεί γενναιότερον, όταν έχη εμπρός του και τα
+τέκνα του; — Έτσι είναι· υπάρχει όμως, Σωκράτη, όχι μικρός κίνδυνος, αν τύχη και
+νικηθούν, όπως συχνά συμβαίνει εις τον πόλεμον, μήπως, εκτός αυτών, χάσουν και
+τα τέκνα των την ζωήν, και γίνη αδύνατον να αναλάβη ποτέ και ολόκληρος η πόλις
+από αυτήν την απώλειαν. — Αλήθεια λέγεις· αλλά τάχα νομίζεις, ότι η πρώτη μας
+φροντίς θα είναι να μην τους εκθέσωμεν ποτέ εις κανένα κίνδυνον; — Κάθε άλλο —
+Και αν γίνη ανάγκη, δεν θα κινδυνεύσουν ακριβώς εκεί όπου, εν περιπτώσει
+επιτυχίας, θα γίνουν καλύτεροι; — Αυτό είναι φανερόν. — Νομίζεις λοιπόν ότι είναι
+μικρόν κέρδος και δεν αξίζει τον κίνδυνον, να παρίστανται θεαταί της μάχης οι
+παίδες, που θα είναι και αυτοί πολεμισταί μίαν ημέραν; — Πραγματικώς, θα είναι
+κέρδος. — Ώστε αυτό πρέπει να το λάβωμεν κατ' αρχήν, ότι θα παρίστανται θεαταί
+εις τον πόλεμον οι παίδες, αλλά και θα λαμβάνωνται προσέτι όλαι αι δυναταί
+προφυλάξεις διά την ασφάλειάν των, και όλα θα είναι καλά, δεν είναι έτσι; — Ναι.
+— Εν πρώτοις οι πατέρες αυτών, όσον το ανθρωπίνως δυνατόν, θα είναι εις θέσιν
+να γνωρίζουν ποίαι εκστρατείαι θα είναι επικίνδυνοι και ποίαι όχι. — Φυσικά. —
+Και εις εκείνας μεν θα τους παραλαμβάνουν μαζί των, εις τας άλλας όμως θα
+φυλαχθούν να το κάμουν. — Σωστά. — Θα τους δώσουν δε προσέτι ως αρχηγούς
+και οδηγούς όχι τους τυχόντας, αλλ' ανθρώπους ωρίμου ηλικίας και
+δεδοκιμασμένης πείρας. — κ’ έτσι πρέπει. — Ναι, αλλά, θα είπη τις· πολλάκις
+έλαβον διά πολλούς τα πράγματα παρά πάσαν προσδοκίαν διαφορετικήν τροπήν.
+— Πραγματικώς. — Διά κάθε λοιπόν τοιούτον ενδεχόμενον, πρέπει να δώσωμεν εις
+τα τέκνα μας από ενωρίς πτερά, ώστε, αν παραστή ανάγκη, να πετούν και να
+σώζωνται. — Τι εννοείς δηλαδή; — Να τους μάθωμεν από την νεαρωτέραν ηλικίαν
+να ιππεύουν, και έτσι να τους φέρωμεν εις τον πόλεμον επάνω εις ίππους, όχι
+θυμοειδείς και πολεμικούς, αλλ' όσον το δυνατόν ταχείς και πειθηνίους· διότι κατ'
+αυτόν τον τρόπον και θα ημπορέσουν να παρατηρήσουν ό,τι έχουν να ιδούν, και εν
+περιπτώσει κινδύνου θα σωθούν ευκολώτατα με τους ηλικιωμένους αρχηγούς των.
+— Μου φαίνεται πως πολύ σωστά τα λέγεις. — Τώρα, όσον αφορά τον πόλεμον
+των ανδρών, πώς νομίζεις ότι πρέπει να φέρωνται οι στρατιώται και μεταξύ των και
+προς τους εχθρούς; σου φαίνονται τάχα ορθά αυτά που θα είπω; — Λέγε ν'
+ακούσωμεν. — Όποιος απ’ αυτούς λιποτακτήση, ή ρίξη τα όπλα του, ή κάμη τίποτε
+άλλο τοιούτον από δειλίαν, δεν πρέπει να τον υποβιβάζωμεν εις την τάξιν των
+τεχνιτών ή των γεωργών; — Και βεβαίως πρέπει. — Και όποιος πάλιν συλληφθή
+ζωντανός από τους εχθρούς, δεν αξίζει να τους τον αφήσωμεν χάρισμα να τον
+κάμουν ό,τι θέλουν; — Εννοείται. — Εκείνος δε που ανδραγαθήση και διακριθή δεν
+νομίζεις, ότι πρέπει εκεί επί του πεδίου της μάχης να τον στεφανώνουν καθένας
+χωριστά από τους νεαρούς πολεμιστάς και τα παιδιά; — Μάλιστα. — Και να του
+σφίγγουν το χέρι; — Και αυτό. — Ίσως όμως να μη παραδέχεσαι και αυτό που θα
+προσθέσω ακόμη. — Ποίον; — Να φιλήση και να φιληθή απ’ όλους. — Απεναντίας·
+και θα προσθέσω μάλιστα εις τον νόμον, ότι, εφόσον διαρκή αυτή η εκστρατεία, να
+μην έχη κανείς το δικαίωμα να του αρνηθή, αν θέλη να τον φιλήση, ώστε, αν τύχη
+μάλιστα και αγαπά κανένα ή καμμίαν, να βάζη όλα τα δυνατά του διά να αξιωθή
+αυτήν την αμοιβήν. — Πολύ καλά· καθόσον μάλιστα είπαμεν και προηγουμένως,
+ότι ο διακρινόμενος διά την ανδρείαν του, θα έχη το δικαίωμα να πλησιάζη
+συχνότερα τας γυναίκας, και να προτιμάται εις την εκλογήν του από τους άλλους,
+ώστε να γεννώνται όσον το δυνατόν περισσότερα τέκνα από ένα τοιούτον άνδρα.
+— Πραγματικώς το είπαμεν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλ' όμως και κατά τον Όμηρον είναι δίκαιον, όσοι νέοι διακρίνονται
+διά την ανδρείαν των, να τιμώνται και κατ' άλλους τρόπους ακόμη· όταν
+παραδείγματος χάριν ηνδραγάθησεν εις μίαν μάχην ο Αίας, λέγει ότι του έδωσαν
+εις το γεύμα &amp;«ολάκερη την πλάτη»&amp; ως τιμητικήν μερίδα, η οποία
+ταιριάζει πράγματι δι’ ένα νέον και ανδρείον πολεμιστήν, διότι, εκτός της
+διακρίσεως, του αυξάνει συγχρόνως και την δύναμιν. — Πολύ σωστά. — Ώστε, εις
+αυτό τουλάχιστον, θα ακολουθήσωμεν και ημείς τον Όμηρον· διότι και ημείς εις
+τας θυσίας και εις όλα αυτά τους ανδρείους, εφόσον αναδεικνύωνται τοιούτοι, θα
+τους τιμώμεν και με ύμνους και με όλα που προαναφέραμεν και με
+πρωτοκαθεδρίας και με διακεκριμένας μερίδας και &amp;«με ποτήρια
+πιότερα»&amp;, ώστε εκτός της τιμής να δυναμώνωμεν συγχρόνως τους ανδρείους
+μας, άνδρας και γυναίκας. — Πολύ ορθά λέγεις. — Έστω· από δε τους φονευθέντος
+εις τον πόλεμον, εκείνος που πέση με τιμήν και με ανδρείαν, δεν θα ανακηρύξωμεν
+κατά πρώτον ότι ανήκει εις το χρυσούν γένος; — Παρά κάθε άλλον μάλιστα. — Και
+δεν θα συμφωνήσωμεν με τον Ησίοδον, που λέγει, ότι, αφού αποθάνουν όσοι
+ανήκουν εις αυτό το γένος, </p>
+
+<p class="poem">γίνουνται δαίμονες αγνοί, που ζουν στη γης επάνω, <br />
+καλοί και διώχνουν τα κακά μακριά από τους ανθρώπους;</p>
+
+<p>&nbsp;— Βέβαια θα συμφωνήσωμεν. — Και ακολούθως δεν θα ερωτήσωμεν το
+μαντείον του θεού, τι οφείλομεν να πράξωμεν απέναντι των θείων και μακαρίων
+τούτων ανδρών και να συμμορφωθώμεν με ό,τι μας παραγγείλη; — Πώς όχι; — Και
+του λοιπού πλέον δεν θα τους λατρεύωμεν ως ημιθέους και θα προσκυνούμεν τους
+τάφους των; και τας ιδίας τιμάς δεν θα αποδίδωμεν και όταν αποθάνουν εκ
+γήρατος, ή όπως αλλέως, εκείνοι που διακριθούν εν τη ζωή διά την αρετήν των; —
+Αυτό τουλάχιστον απαιτεί η δικαιοσύνη.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τώρα απέναντι των εχθρών, πώς τάχα οφείλουν να φέρωνται οι
+στρατιώται μας; — Ως προς τι; — Πρώτα ως προς το ζήτημα του εξανδραποδισμού,
+σου φαίνεται δίκαιον έλληνες να εξανδραποδίζουν πόλεις ελληνικάς, ή θα το
+απαγορεύσωμεν ολωσδιόλου και θα τους συνηθίσωμεν απεναντίας να φείδωνται
+του ελληνικού γένους, μήπως διαφορετικά περιπέση εις την δουλείαν των
+βαρβάρων; — Ούτε λόγος να γίνεται δι’ αυτό. — Και επομένως μήτε έλληνα δούλον
+να έχη κανείς των, και τους λοιπούς έλληνας να συμβουλεύουν το ίδιον; —
+Αναμφιβόλως· διότι κατ' αυτόν τον τρόπον θα άφηναν τας μεταξύ των έχθρας και
+θα έστρεφαν όλας των τας δυνάμεις κατά των βαρβάρων. — Τι δε; η σύλησις εν
+περιπτώσει νίκης των νεκρών, εκτός εννοείται των όπλων των, να είναι άραγε
+καλόν πράγμα; ή μήπως δίδη αυτό πρόφασιν εις τους δειλούς, να αφήνουν
+εκείνους που αντιστέκονται ακόμη και να σκύπτουν επάνω εις τους φονευμένους,
+ως να ήτο τάχα και αυτό ένα από τα καθήκοντά των, ενώ πραγματικώς αυτό
+επέφερεν ως τώρα την καταστροφήν πολλών στρατοπέδων; — Είναι αλήθεια. —
+Και δεν είναι ταπεινή φιλοχρηματία αυτή η σύλησις των νεκρών; και δεν είναι ίδιον
+μικράς και ανοήτου διανοίας να δεικνύη κανείς την έχθραν του προς το πτώμα του
+φονευθέντος, ενώ ο εχθρός επέταξε πλέον και άφησε μόνον εκείνο με το οποίον
+επολεμούσε; ή νομίζεις ότι αυτοί κάμνουν τίποτε διαφορετικώτερον από τους
+σκύλους, οι οποίοι δαγκάνουν την πέτραν που τους εκτύπησεν, χωρίς να κάμνουν
+τίποτε εκείνου που την έρριψε; — Πραγματικώς είναι το ίδιον. — Πρέπει λοιπόν να
+απέχουν οι πολεμισταί μας από την σύλησιν των νεκρών, και να μην αρνούνται εις
+τους εχθρούς την άδειαν της παραλαβής των. — Πρέπει μάλιστα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Και άλλο ακόμη· δεν θα φέρωμεν εις τους ναούς των θεών τα όπλα
+των νικημένων, και μάλιστα όταν είναι έλληνες, διά να τα κρεμάσωμεν ως
+αφιερώματα, εάν εννοείται θέλωμεν να εξασφαλίσωμεν την εύνοιαν των άλλων
+ελλήνων· μάλλον δε θα φοβηθώμεν μήπως είναι βεβήλωσις του ναού αυτή η
+αφιέρωσις των όπλων των ομοεθνών μας, εκτός εάν πλέον το μαντείον του θεού
+διατάξη το εναντίον. — Ορθότατα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Όσον δε αφορά την δήωσιν της ελληνικής γης και την πυρπόλησιν των
+οικιών, ποίαν ιδέαν, λέγεις, πρέπει να έχουν οι στρατιώται μας; — Θα ήκουα
+ευχαρίστως την ιδικήν σου γνώμην. — Εγώ νομίζω, ότι δεν πρέπει να κάμνουν ούτε
+το ένα ούτε το άλλο, αλλ' απλώς μόνον να παίρνουν τον καρπόν της χρονιάς· και
+θέλεις να σου ειπώ τον λόγον: — Μάλιστα. — Μου φαίνεται ότι, όπως είναι δύο
+διαφορετικά ονόματα ο πόλεμος και η στάσις, τοιουτοτρόπως σημαίνουν και δύο
+τινά, που αναφέρονται εις δύο διαφορετικά αντικείμενα· εκ των δύο τούτων με το
+ένα μας συνδέει οικειότης και συγγένεια, με το άλλο καμμίαν σχέσιν δεν έχομεν και
+μας είναι όλως διόλου ξένον· και η μεν έχθρα προς τους οικείους μας τούτους
+ονομάζεται στάσις, προς δε τους ξένους πόλεμος. — Είναι πολύ ορθά αυτά που
+λέγεις. — Πρόσεξε τώρα, αν είναι και αυτό ορθόν· λέγω δηλαδή ότι πάντες όσοι
+ανήκουν εις το ελληνικόν έθνος είναι οικείοι και συγγενείς μεταξύ των, ξένοι δε και
+άσχετοι με τους βαρβάρους. — Πολύ καλά. — Όταν λοιπόν έλθουν εις σύγκρουσιν
+Έλληνες με βαρβάρους ή βάρβαροι με Έλληνας, θα λέγωμεν ότι πολεμούν και ότι
+είναι εκ φύσεως πολέμιοι και την σύγκρουσιν αυτήν θα ονομάσωμεν πόλεμον·
+όταν όμως συμβαίνη τοιούτον τι μεταξύ ελλήνων, θα λέγωμεν ότι είναι μεν εκ
+φύσεως φίλοι, αλλ' αυτή η μεταξύ των σύγκρουσις είναι ούτως ειπείν νόσημα, και
+πρέπει να την ονομάζωμεν στάσιν. — Επιδοκιμάζω και εγώ την ιδέαν σου. —
+Λοιπόν, όταν συμβή και εκραγή στάσις, όπως την παραδεχόμεθα σήμερα, εις μίαν
+πόλιν και διαιρεθούν οι πολίται μεταξύ των, εάν αρχίσουν να καταστρέφουν ο ένας
+του άλλου τα κτήματα και πυρπολούν τας οικίας, γνωρίζεις βέβαια πόσον
+αποτρόπαιος θεωρείται αυτή και πόσον αφιλοπάτριδες και αι δύο μερίδες· διότι
+αλλέως δεν θα ετολμούσαν να προξενούν τοιαύτην καταστροφήν εις την γην, που
+πρέπει να θεωρούν ως μητέρα των και τροφόν· αρκετόν θα ήτο, αν οι νικηταί
+περιωρίζοντο να πάρουν από τους νικημένους την εσοδείαν των, έχοντες υπ’ όψιν
+ότι δεν θα διαρκέση ο πόλεμος αιωνίως και θα συμφιλιωθούν επί τέλους. —
+Βεβαίως αυτή η διάθεσις θα ήτο πολύ ανθρωπινωτέρα. — Αι λοιπόν, αυτή η πόλις,
+που θεμελιώνομεν ημείς, δεν θα είναι ελληνική πόλις; — Αναμφιβόλως. —
+Επομένως και οι κάτοικοί της δεν θα είναι καλοί και πολιτισμένοι; — Και πολύ
+μάλιστα. — Δεν θα αγαπούν επομένως τους έλληνας; δεν θα θεωρούν κοινήν
+πατρίδα την Ελλάδα; δεν θα έχουν την αυτήν θρησκείαν; — Εννοείται. —
+Επομένως, ως οικείοι προς τους λοιπούς έλληνας, πάσαν προς αυτούς διαφοράν
+και σύγκρουσιν δεν θα την θεωρούν και δεν θα την ονομάζουν στάσιν, και όχι ποτέ
+πόλεμον; — Μάλιστα. — Και επομένως εις τας διενέξεις των δεν θα φέρωνται ως
+άνθρωποι, που μίαν ημέραν θα συμφιλιωθούν; — Βεβαιότατα. — Ώστε θα ζητούν
+μόνον με καλόν τρόπον να τους σωφρονίσουν, και όχι να τους εξανδραποδίσουν ή
+να τους εξοντώσουν, διά να τους τιμωρήσουν, διότι θα είναι σωφρονισταί και όχι
+πολέμιοι. — Μάλιστα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αφού λοιπόν είναι έλληνες, δεν θα θελήσουν ποτέ να ερημώσουν την
+Ελλάδα, ούτε να καίουν τας οικίας, ούτε θα θεωρούν ως εχθρούς όλους τους
+κατοίκους μιας πόλεως, άνδρας, γυναίκας και παιδία, αλλά μόνον ολίγους τινάς,
+τους αιτίους της διαφοράς· δι’ αυτόν τον λόγον ούτε την γην αυτών θα θελήσουν
+να βλάπτουν, αφού οι περισσότεροι θα είναι φίλοι των, ούτε τας οικίας των να
+κρημνίζουν, αλλά θα ωθήσουν το πράγμα απλώς μέχρι του σημείου, ώστε μόνοι
+των να αναγκασθούν οι αναίτιοι, διά να μην υποφέρουν αυτοί αδίκως, να
+τιμωρήσουν τους αιτίους. — Εγώ συμφωνώ πληρέστατα ότι κατ' αυτόν πράγματι
+τον τρόπον οφείλουν να φέρωνται οι πολίται μας προς τους εναντίους των, προς δε
+τους βαρβάρους, όπως τώρα οι έλληνες μεταξύ των. — Να θέσωμεν λοιπόν και
+αυτόν τον νόμον διά τους πολεμιστάς μας, ούτε να δενδροτομούν την χώραν, ούτε
+να καίουν τας οικίας; — Να τον θέσωμεν βέβαια, αναγνωρίζοντες ότι είναι
+κάλλιστος όπως και οι προηγούμενοι. Μου φαίνεται όμως, Σωκράτη, ότι αν σε
+αφήση κανείς να εξακολουθής κατ' αυτόν τον τρόπον, θα λησμονήσης ολότελα το
+κύριον σημείον, το οποίον άφησες κατά μέρος προηγουμένως, διά να εισέλθης εις
+όλας αυτάς τας λεπτομερείας: αν είναι δηλαδή δυνατόν να υπάρξη τοιαύτη
+πολιτεία και πώς θα είναι δυνατόν. Εγώ παραδέχομαι, ότι πάντα τα αγαθά του
+κόσμου θα υπήρχον εις μίαν τοιαύτην πόλιν, εάν ήτο δυνατόν να υπάρξη·
+προσθέτω μάλιστα και άλλα που παραλείπεις εσύ, ότι, παραδείγματος χάριν, θα
+πολεμούν γενναιότατα προς τους εχθρούς, επειδή θα γνωρίζωνται όλοι, και θα
+προσκαλούνται μεταξύ των με αυτά τα ονόματα του αδελφού, του υιού, του
+πατρός και δεν θα εγκαταλείπη επομένως αβοήθητον ο ένας τον άλλον· γνωρίζω
+ακόμη ότι η παρουσία των γυναικών εις τους πολέμους θα τους καθιστά τελείως
+ακατανίκητους, είτε θα συμπολεμούν αύται εις την ιδίαν γραμμήν, είτε θα
+παρατάσσωνται όπισθεν του λοιπού στρατού διά να εμπνέουν φόβον εις τον
+εχθρόν και να σπεύδουν εν ανάγκη εις βοήθειαν· βλέπω επίσης και εν ειρήνη πόσα
+άλλα ακόμη θα έχουν αγαθά, που τα παραλείπεις εσύ· μην εκτείνεσαι λοιπόν εις
+περισσοτέρας λεπτομέρειας, αφού εγώ σου παραδέχομαι ότι θα έχουν όλα αυτά τα
+καλά και ένα εκατομμύριον ακόμη άλλα, αν είναι δυνατόν να υπάρξη αυτή η
+πολιτεία· ώστε ας αφήσωμεν κατά μέρος όλα τα άλλα, και έλα να ιδούμεν, πώς θα
+πείσωμεν τον εαυτόν μας ότι είναι δυνατόν αυτό το πράγμα και κατά ποίον τρόπον
+θα είναι δυνατόν. — Μα εσύ έκαμες μίαν αιφνιδίαν έφοδον εις τον λόγον μου και
+δεν εννοείς να μου επιτρέψης ούτε την αναπνοήν μου να πάρω· δεν θα
+καταλαβαίνης ίσως, ότι, μόλις εξέφυγα τα δύο κύματα, σηκώνεις τώρα καταπάνω
+μου το τρίτον και χειρότερον που όταν το ιδής και το ακούσης, θα με
+δικαιολογήσης πληρέστατα, που εδίσταζα ως τώρα και ετρόμαζα διά να αναλάβω
+την εξέτασιν ενός τόσον παραδόξου ζητήματος. — Όσο περισσότερα τοιαύτα μας
+λέγεις, τόσον και ημείς ολιγώτερον θα σε αφήσωμεν, πριν να μας ειπής πώς είναι
+δυνατόν να υπάρξη τοιαύτη πολιτεία· εμπρός λοιπόν, να μη χάνωμεν άδικα τον
+καιρόν μας.</p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν είναι ανάγκη να ενθυμηθούμεν πρώτα, ότι εφθάσαμεν εδώ
+που εφθάσαμεν, ενώ εζητούσαμεν να εύρωμεν τι είναι δικαιοσύνη και τι είναι
+αδικία. — Πολύ καλά· αλλά τι έχει αυτό να κάμη; — Τίποτε· αλλά, αν εύρωμεν ποία
+είναι η φύσις της δικαιοσύνης, θα απαιτήσωμεν άραγε και ο δίκαιος άνθρωπος να
+μη διαφέρη διόλου, αλλά να έχη πλήρη με αυτήν ομοιότητα, ή θα είμεθα
+ευχαριστημένοι εάν προσεγγίζη όσον το δυνατόν περισσότερον και μετέχη αυτής
+περισσότερον από τους άλλους ανθρώπους; — Θα μας είναι βέβαια αρκετόν και
+τόσον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Εζητούσαμεν λοιπόν να εύρωμεν τι είναι δικαιοσύνη, τι είναι ο
+τελείως δίκαιος, εάν θα υπήρχε, και οποίος τις θα ήτο, τι είναι αφ' ετέρου αδικία
+και τι ο τελείως άδικος, διά να έχωμεν δύο πρότυπα ανθρώπων υπ’ όψιν μας και,
+όπως τους κρίνωμεν αυτούς αναλόγως της ευτυχίας ή της δυστυχίας, που θα
+υπάρχη εις τον καθένα των, να είμεθα υποχρεωμένοι να παραδεχθώμεν και διά
+τους εαυτούς μας, ότι θα έχη την ομοιοτάτην προς εκείνους μοίραν, όστις τους
+ομοιάζει κατά το δυνατόν περισσότερον· αυτή ήτο η πρόθεσίς μας, και όχι να
+αποδείξωμεν, ότι είναι δυνατόν και να υπάρξουν αυτά τα πρότυπα. — Αυτή είναι η
+αλήθεια. — Νομίζεις λοιπόν ότι θα εμειούτο καθόλου η αξία του ζωγράφου
+εκείνου, ο οποίος, αφού εζωγράφισε το ωραιότερον πρότυπον ανθρώπου, που θα
+ημπορούσε να ιδή κανείς, και με όλην την δυνατήν εις τα καθέκαστα τελειότητα,
+δεν θα ημπορούσε να αποδείξη ότι είναι δυνατόν να υπάρξη και εις την
+πραγματικότητα τοιούτος άνθρωπος; — Βεβαίως όχι. — Τι άλλο λοιπόν εκάμαμεν
+και ημείς, παρά να χαράξωμεν διά του λόγου το πρότυπον μιας τελείας πόλεως: —
+Πραγματικώς. — Ώστε θα χάσουν καθόλου την αξίαν των εκείνα που είπαμεν, εάν
+δεν ημπορούμεν να αποδείξωμεν ότι είναι δυνατόν να ιδρύσωμεν μίαν πόλιν
+επάνω εις αυτό το πρότυπον; — Όχι βέβαια.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αυτή λοιπόν είναι η αλήθεια επί του ζητήματος· εάν όμως οφείλω να
+αποδείξω και τούτο, πώς και μέχρι ποίου σημείου είναι δυνατόν να
+πραγματοποιηθή μία τοιαύτη πόλις, θα το κάμω προθύμως προς χάριν σου, αφού
+όμως και συ συμφωνήσης εις αυτά που μου χρειάζονται δι’ αυτήν την απόδειξιν. —
+Τα ποία δηλαδή; — Είναι δυνατόν να εκτελεσθή ένα πράγμα ακριβώς όπως
+περιγράφεται, ή έγκειται εις την φύσιν των πραγμάτων, να πλησιάζη ολιγώτερον η
+εκτέλεσις από τον λόγον προς την αλήθειαν; και αν άλλος τις δεν το παραδέχεται
+αυτό, εσύ όμως τι φρονείς, πως είναι έτσι, ή όχι; — Συμφωνώ μαζί σου. — Μη με
+αναγκάζης λοιπόν να αποδεικνύω, ότι πρέπει και εις την πραγματικότητα να
+γίνωνται αυτά απαράλλακτα κατά πάντα, όπως τα περιεγράψαμεν διά του λόγου·
+αλλά, αν ημπορέσωμεν να εύρωμεν, πώς μία πόλις είναι δυνατόν να διοικηθή όσον
+το δυνατόν συμφωνότερα με όσα είπαμεν, τότε να ομολογήσης πως ευρήκαμεν,
+συμφώνως με την απαίτησίν σου, ότι είναι δυνατά αυτά να γίνουν· ή δεν θα μείνης
+ευχαριστημένος, εάν το κατορθώσωμεν αυτό; εγώ τουλάχιστον θα το εθεώρουν
+αρκετόν. — Και εγώ επίσης.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ας προσπαθήσωμεν λοιπόν τώρα να ζητήσωμεν και να εύρωμεν, τι
+ελάττωμα τάχα υπάρχει σήμερον εις τας πόλεις, ώστε να μη κυβερνώνται καλώς,
+και ποίαν μικροτάτην μεταβολήν δυνάμεθα να επιφέρωμεν, διά να φθάση μία
+πόλις εις αυτήν την τελειότητα του ιδικού μας πολιτεύματος· μεταβολήν δε μίαν
+μόνον, αν είναι δυνατόν, ή δύο, ειδεμή, όσον ημπορεί ολιγωτέρας και μικροτέρας
+κατά την σπουδαιότητα. — Πολύ καλά. — Νομίζω λοιπόν πως ημπορούμεν να
+αποδείξωμεν, ότι με μίαν μόνον μεταβολήν είναι δυνατόν να αλλάξη καθ'
+ολοκληρίαν όψιν η πόλις, αν και η μεταβολή αυτή δεν θα είναι βέβαια μικράς
+σπουδαιότητος ούτε πολύ εύκολος, οπωσδήποτε όμως όχι και αδύνατος. — Και εις
+τι θα έγκειται αυτή η μεταβολή; — Ακριβώς εις αυτό έρχομαι τώρα, που το
+παρωμοίασα με το τρίτον και μεγαλύτερον κύμα· θα το ειπώ όμως, και αν ακόμη
+πρόκειται να μεταβληθή εις κύμα γέλωτος διά να με σκεπάση και με παρουσιάση
+ολότελα γελοίον και μωρόν· άκουσε λοιπόν. — Λέγε. — Εάν δεν βασιλεύσουν οι
+φιλόσοφοι εις τας πόλεις, ή εάν αυτοί που ονομάζονται τώρα βασιλείς και
+κυβερνήται δεν γίνουν φιλόσοφοι, με όλην την σημασίαν της λέξεως, ούτως ώστε
+να συνδυάζεται εις το αυτό πρόσωπον η πολιτική δύναμις και η φιλοσοφία, και αν
+δεν αποκλεισθούν απολύτως της διοικήσεως όλοι όσοι σήμερον διεκδικούν τον ένα
+ή τον άλλον τίτλον χωριστά, είναι αδύνατον, φίλε μου Γλαύκων, να επέλθη καμμία
+διόρθωσις των κακών, που μαστίζουν τα κράτη και όλον, καθώς νομίζω, το
+ανθρώπινον γένος, και ούτε θα εμφανισθή ποτε και θα ίδη το φως του ηλίου η
+πολιτεία αυτή, της οποίας ημείς εχαράξαμεν το σχέδιον. Αυτό λοιπόν είναι, που
+τόσον πολύ εδίσταζα ως τώρα να το εκστομίσω, επειδή προέβλεπα, ότι θα
+προσκρούση πολύ εις την κοινήν γνώμην και είναι πράγματι δύσκολον να
+κατανοηθή, ότι κατ' άλλον τρόπον δεν ημπορεί να υπάρξη ούτε δημοσία ούτε
+ιδιωτική ευδαιμονία.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πρέπει πράγματι, Σωκράτη, να περιμένης, με αυτόν τον λόγον που
+είπες τώρα, να ιδής να σηκώνωνται παρά πολλοί, και όχι οι πρώτοι τυχόντες, να
+πετούν τα φορέματά των και γυμνοί να αρπάζουν ό,τι πρωτοευρεθή εμπρός των
+και να χυθούν επάνω σου, έτοιμοι να σε διορθώσουν μια χαρά· που αν δεν
+κατορθώσης να τους αποκρούσης με τα όπλα του λόγου και τους ξεφύγης, έχεις να
+ακούσης των παθών σου τον τάραχον προς τιμωρίαν σου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν είσαι συ η αιτία εις όλα αυτά; — κ’ έκαμα πολύ καλά· μολαταύτα
+σου υπόσχομαι να μη σε αφήσω εις την τύχην σου, αλλά να σε βοηθήσω όπως
+ημπορώ, με το ενδιαφέρον μου και με την ενθάρρυνσιν που θα σου δίδω· ίσως δε
+και να είμαι εις θέσιν να απαντώ καταλληλότερα από ένα άλλον εις τας ερωτήσεις
+σου· με ένα λοιπόν τέτοιον βοηθόν που ευρήκες, προσπάθησε να αποδείξης εις
+τους διαμαρτυρομένους, ότι τα πράγματα είναι έτσι όπως εσύ τα λέγεις. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ας δοκιμάσωμεν λοιπόν, αφού μου παρέχεις και συ την τόσον
+πολύτιμον συνδρομήν σου· μου φαίνεται όμως αναγκαίον εν πρώτοις, αν θέλωμεν
+να γλυτώσωμεν από αυτούς που λέγεις, να εξηγηθούμεν μαζί των, ποίοι είναι οι
+φιλόσοφοι, εις τους οποίους τολμώμεν να λέγωμεν, ότι πρέπει να ανατεθή η
+κυβέρνησις των πόλεων, διά να ημπορέση κανείς, αφού διασαφηνισθή το σημείον
+αυτό, να υποστηρίξη την ιδέαν του, αποδεικνύων ότι τοιούτοι άνθρωποι έχουν εκ
+φύσεως το δικαίωμα να φιλοσοφούν και να κυβερνούν την πολιτείαν, όλοι δε οι
+άλλοι οφείλουν να μην αναμιγνύωνται, αλλά να ακολουθούν τυφλώς εκείνους. —
+Είναι καιρός να εξηγηθής. — Εμπρός λοιπόν, ακολούθησέ με, διά να ιδής, αν σου
+φανή επαρκής η εξήγησίς μου. — Εμπρός.</p>
+
+<p>&nbsp;— Είναι ανάγκη να σου ενθυμίσω ότι, όταν λέγωμεν διά κάποιον ότι
+αγαπά κάτι τι, πρέπει αυτός, εάν εννοούμεν την αληθινήν αγάπην, να μην αγαπά
+ένα μόνον μέρος του πράγματος, άλλο δε όχι, αλλά ολόκληρον εκείνο το πράγμα;
+— Πρέπει, καθώς φαίνεται, να μου το ενθυμίσης, διότι δεν σε εννοώ πολύ καλά. —
+Κάθε άλλος παρά συ εταίριαζε να το λέγη αυτό· ένας όμως άνθρωπος ερωτικός,
+όπως είσαι συ, δεν ταιριάζει να λησμονή, ότι όλοι όσοι είναι εις το άνθος της
+ηλικίας που πρέπει, κεντούν την καρδίαν του παιδεραστού και την φέρουν άνω
+κάτω και κανένα δεν θεωρεί ανάξιον της αγάπης και της τρυφερότητός του· δεν
+παθαίνετε, αλήθεια, αυτό με τα ωραία τα αγόρια; εάν έχη ένας την μύτη πλακωτήν,
+θα τον εγκωμιάσετε χαριτόβρυτον, του άλλου την αγκυλωτήν μύτην θα την ειπήτε
+βασιλικήν, έναν που έχη το μέσον μεταξύ των δύο αυτών, θα τον ονομάσετε
+συμμετρικώτατον, τους μαύρους τους λέγετε αρρενωπούς, και τους άσπρους υιούς
+των θεών· και το όνομα δε μελίχλωρος, τίνος άλλου κατασκεύασμα είναι παρά
+εραστού, που με αυτήν την χαϊδευτικήν λέξιν σκεπάζει την υποφερτήν δι’ αυτόν
+ωχρότητα ενός ωραίου παιδιού; και με ένα λόγον όλας τας προφάσεις
+μεταχειρίζεσθε και κάθε λόγον ευρίσκετε, διά να μην απορρίψετε κανένα από
+εκείνους, που ευρίσκονται εις το άνθος της ώρας των.</p>
+
+<p>&nbsp;— Εάν θέλης να εφαρμόσης επάνω μου ό,τι έχεις να λέγης διά τους
+ερωτικούς, σου το συγχωρώ χάριν της συζητήσεως.</p>
+
+<p>&nbsp;— Μα τι; δεν βλέπεις ότι και οι φιλοπόται κάμνουν το ίδιον, και με
+οιανδήποτε πρόφασιν ευρίσκουν της αρεσκείας των όλα τα κρασιά; —
+Πράγματι.</p>
+
+<p>&nbsp;— Γνωρίζεις ακόμη, υποθέτω, ότι και οι φιλόδοξοι, εάν δεν ημπορούν να
+εκλεχθούν στρατηγοί υπό της φυλής των, εκλέγονται τριττύαρχοι, και αν δεν
+ημπορούν να τιμώνται από τους μεγάλους και τους σπουδαίους, αρκούνται εις τας
+τιμάς των μικροτέρων και ασημοτέρων, διότι η μόνη των επιθυμία είναι να έχουν
+οπωσδήποτε τιμάς και αξιώματα. — Βεβαιότατα. — Εις αυτό λοιπόν θέλω να μου
+απαντήσης, ναι ή όχι· όταν λέγωμεν διά κάποιον ότι αγαπά κάτι τι, εννοούμεν ότι
+το αγαπά ολόκληρον αυτό το πράγμα, ή μέρος αγαπά και μέρος όχι; —
+Ολόκληρον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Κατά τον ίδιον λοιπόν τρόπον δεν θα είπωμεν και περί του
+φιλοσόφου ότι είναι εραστής της σοφίας, όχι ενός μέρους αυτής και άλλου όχι,
+αλλά ολοκλήρου; — Μάλιστα. — Ένα λοιπόν ανθρωπον, που δεν έχει και μεγάλην
+ευχαρίστησιν εις την μάθησιν, αν μάλιστα είναι νέος και δεν έχη ακόμη την
+απαιτουμένην κρίσιν να καταλάβη τι είναι ωφέλιμον και τι δεν είναι, δεν θα τον
+ονομάσωμεν βέβαια φιλομαθή και φιλόσοφον, όπως και ένας άνθρωπος, που το
+ένα του μυρίζει και το άλλο του βρωμά από τα φαγητά, θα ειπούμεν ότι δεν έχει
+όρεξιν και δεν θέλει να φάγη και δεν είναι, ούτως ειπείν, φιλόσιτος αλλά
+κακόσιτος. — Και θα έχωμεν δίκαιον να το ειπούμεν. — Ένας όμως ο οποίος
+αισθάνεται έμφυτον την αγάπην προς πάσαν μάθησιν και επιδίδεται με ακόρεστον
+ζήλον και προθυμίαν εις την σπουδήν, αυτός βέβαια θα ονομασθή με όλον το
+δίκαιον φιλόσοφος· ή όχι;</p>
+
+<p>Και ο Γλαύκων απήντησεν. — Ναι, αλλά τοιούτοι θα ευρεθούν πολλοί, οι οποίοι
+δεν πιστεύω και να έχουν τον τόπον των μεταξύ των φιλοσόφων διότι έπρεπε, μου
+φαίνεται, υπ’ αυτό το όνομα να περιλαμβάνωνται τότε όλοι οι φίλοι των θεαμάτων,
+επειδή και αυτοί ευχαριστούνται πάντα να μανθάνουν κάτι τι, θα ήτο δε άτοπον να
+καταλέξωμεν εις τους φιλοσόφους και τους φιλακολούθους εκείνους, οι οποίοι, εις
+μίαν μεν τοιαύτην συζήτησιν, όπως η ιδική μας, δεν θα είχαν καμμίαν διάθεσιν
+βέβαια να παρασταθούν, τρέχουν όμως εις όλας τας Διονυσιακάς εορτάς, χωρίς να
+παραλείψουν καμμίαν, είτε εις την πόλιν είτε εις τα χωρία, ως να είχαν ενοικιάση
+τα αυτιά των, διά να ακούσουν όλους τους χορούς. Φιλοσόφους λοιπόν θα
+ονομάσωμεν όλους αυτούς, που έχουν μέγαν ζήλον να μανθάνουν κάτι τοιαύτα
+πράγματα και να καταγίνωνται με τέχνας όλως διόλου ασημάντους; — Δεν είναι
+πράγματι αυτοί φιλόσοφοι, ομοιάζουν όμως με φιλοσόφους. — Και ποίους
+ονομάζεις πραγματικούς φιλοσόφους; — Εκείνους που αγαπούν να βλέπουν την
+αλήθειαν. — Είναι αναμφιβόλως ορθόν αυτό που λέγεις, αλλά εξήγησέ μου πώς το
+εννοείς; — Διά κάθε άλλον δεν θα μου ήτο πολύ εύκολον· εσύ όμως πιστεύω να
+συμφωνήσης εις αυτό που θα ειπώ. — Τι; — Επειδή το ωραίον είναι αντίθετον
+προς το άσχημον, θα ειπή ότι είναι δύο πράγματα αυτά. — Πώς όχι; Αφού λοιπόν
+είναι δύο, είναι το καθένα των ξεχωριστόν. — Μάλιστα. — Το αυτό ισχύει και περί
+του δικαίου και του αδίκου, περί του καλού και του κακού και εν γένει περί όλων
+των ιδεών· έκαστον δηλαδή εξ αυτών είναι ένα, αλλά παρουσιαζόμενα πανταχού
+υπό την σχέσιν, την οποίαν έχουν με τας πράξεις μας, με τα σώματα και μεταξύ
+των, φαίνονται ως πολλά το καθένα. — Έχεις δίκαιον. — Κατ' αυτόν λοιπόν τον
+τρόπον διακρίνω και εγώ, χωριστά μεν εκείνους που αγαπούν τα θεάματα, τας
+τέχνας και καταγίνονται με αυτά, και χωριστά εκείνους, περί των οποίων πρόκειται
+τώρα ο λόγος, και οι οποίοι μόνον αξίζουν το όνομα του φιλοσόφου. — Και πώς
+τους διακρίνεις; — Οι πρώτοι εκείνοι, που αγαπούν τα θεάματα και τας ακροάσεις,
+περιορίζονται μόνον εις τας ωραίας φωνάς, εις τα ωραία χρώματα και σχήματα και
+εις όλα τα δημιουργήματα των τεχνών, τα οποία στηρίζονται επ’ αυτών, ενώ η
+διάνοιά των είναι ανίκανος να αντιληφθή αυτήν καθ' εαυτήν την φύσιν του ωραίου
+και να την αγαπήση. — Αυτό πραγματικώς συμβαίνει. — Όσοι δε είναι ικανοί να
+ανυψωθούν μέχρι του ωραίου και να το βλέπουν αυτό καθ' εαυτό, δεν είναι
+βέβαια αρκετά σπάνιοι; — Και πολύ μάλιστα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Και τι σου φαίνεται πως είναι η ζωή ενός ανθρώπου, που γνωρίζει μεν
+τα ωραία πράγματα, δεν γνωρίζει όμως αυτό καθ' εαυτό το ωραίον, ούτε είναι
+ικανός να παρακολουθήση εκείνους, που θα ημπορούσαν να τον κάμουν να το
+γνωρίση; όνειρον τάχα ή πραγματικότης; και σκέψου· τι άλλο σημαίνει να
+ονειρεύεται κανείς, παρά ένα πράγμα όμοιον με κάτι, να μη το θεωρή όμοιον, αλλά
+να το παίρνη δι’ αυτό το ίδιον πράγμα, με το οποίον ομοιάζει; — Βέβαια, και εγώ
+θα έλεγα πως ονειρεύεται αυτός.</p>
+
+<p>&nbsp;— Εκείνος όμως απεναντίας, όστις γνωρίζει το ωραίον καθ' εαυτό και
+ημπορεί να το οραματίζεται και αυτό το ίδιον και όσα μετέχουν από την φύσιν του,
+χωρίς όμως να συγχέη αυτά με εκείνο, σου φαίνεται και αυτός πως ζη εν ονείρω, ή
+εν εγρηγόρσει; — Και πάρα πολύ μάλιστα εν εγρηγόρσει. — Η γνώσις επομένως
+αυτού, επειδή στηρίζεται επί της πραγματικότητος, δεν είναι δίκαιον να ονομασθή
+επιστήμη, του δε άλλου απλώς δοξασία, διότι στηρίζεται μόνον επί της φαντασίας
+του; — Βεβαιότατα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Και αν ο τελευταίος αυτός, ο οποίος καθ' ημάς φαντάζεται μόνον και
+δεν γνωρίζει, εθύμωνε μαζί μας και διεμαρτύρετο, ότι δεν λέγομεν την αλήθειαν,
+δεν θα είχαμεν να του ειπούμεν τίποτε, διά να τον καθησυχάσωμεν και να τον
+πείσωμεν, αλλά πάντοτε οπωσδήποτε κεκαλυμμένως, ότι δεν είναι καλά; — Πρέπει
+τουλάχιστον. — Σκέψου λοιπόν τι θα του ειπούμεν, ή θέλεις καλύτερα, αφού τον
+διαβεβαιώσωμεν ότι καθόλου δεν τον φθονούμεν, εάν ηξεύρη τίποτε, αλλ'
+απεναντίας θα είμεθα πολύ ευχαριστημένοι να ιδούμεν ότι ηξεύρει κάτι, να του
+αποτείνωμεν την εξής ερώτησιν; ειπέ μας, θα τον ερωτήσωμεν, ένας που γνωρίζει,
+γνωρίζει κάτι τι ή όχι; απάντησέ μου λοιπόν εσύ δι’ εκείνον. — Θα σου απαντήσω
+ότι γνωρίζει κάτι τι. — Και αυτό, που γνωρίζει, είναι πράγμα υπαρκτόν ή
+ανύπαρκτον; — Υπαρκτόν· διότι πώς είναι δυνατόν να γνωρισθή ένα πράγμα, που
+δεν υπάρχει;</p>
+
+<p>&nbsp;— Δυνάμεθα λοιπόν να είμεθα βέβαιοι περί αυτού, οπωσδήποτε και αν
+το εξετάσωμεν, ότι ένα πράγμα που υπάρχει καθ' όλην του την υπόστασιν, ημπορεί
+επίσης και να γνωρισθή, ένα δε πράγμα που δεν υπάρχει καθόλου, δεν ημπορεί και
+καθόλου να γνωρισθή. — Είμεθα βέβαιοι. — Έστω· αλλ' αν ευρίσκετο κάτι τι, το
+οποίον να είναι συγχρόνως και να μην είναι, δεν θα έκειτο μεταξύ εκείνου που
+υπάρχει καθ' ολοκληρίαν, και εκείνου που δεν υπάρχει διόλου; — Βεβαίως. — Και
+αφού επομένως η μεν γνώσις είπομεν ότι είναι δι’ εκείνα που υπάρχουν, η δε
+αγνωσία κατ' ανάγκην δι’ εκείνα που δεν υπάρχουν, δεν πρέπει να ζητήσωμεν δι’
+αυτά που κείνται μεταξύ, κάτι τι που να είναι μεταξύ της αγνοίας και της
+επιστήμης, εάν υποτεθή ότι υπάρχει τοιούτον τι; — Πρέπει βέβαια. — Υπάρχει κάτι
+που το ονομάζομεν δοξασίαν; — Πώς όχι; — Και είναι διαφορετικόν από την
+επιστήμην, ή το ίδιον; — Διαφορετικόν. — Άλλο λοιπόν είναι το αντικείμενον της
+μιας και άλλο της άλλης, και καθεμία έχει την ιδικήν της ξεχωριστά δύναμιν. —
+Μάλιστα. — Η επιστήμη δεν έχει αντικείμενον να γνωρίζη τα πράγματα, που
+υπάρχουν, κατά ποίον τρόπον υπάρχουν; ή μάλλον μου φαίνεται αναγκαίον
+προηγουμένως να διευκρινήσωμεν κάπως αλλέως το ζήτημα. — Πώς;</p>
+
+<p>&nbsp;— Όταν λέγωμεν δυνάμεις, εννοούμεν ένα κάποιον είδος υπάρξεων,
+χάρις εις τας οποίας είμεθα εις θέσιν και ημείς, και οτιδήποτε άλλο πράγμα, να
+κάμνωμεν εκείνο, που μας προσιδιάζει· δυνάμεις παραδείγματος χάριν λέγω την
+ακοήν, την όρασιν, και πιστεύω να καταλαβαίνης τι θέλω να εννοήσω με αυτό το
+γενικόν όνομα — Πώς; καταλαβαίνω. — Άκουσε λοιπόν, ποία είναι η γνώμη μου
+περί αυτού του ζητήματος· εγώ δεν βλέπω η δύναμις να έχη ούτε χρώμα, ούτε
+σχήμα, ούτε τίποτε όμοιον με εκείνα, που ευρίσκονται εις πολλά άλλα πράγματα,
+και τα οποία λαμβάνω υπ’ όψιν μου διά να διακρίνω τα διάφορα αντικείμενα απ’
+αλλήλων· προκειμένου λοιπόν περί δυνάμεως εις τούτο μόνον αποβλέπω, ποίος
+είναι ο προορισμός και ποία τα αποτελέσματά της, και με αυτόν τον τρόπον
+διακρίνω την κάθε μίαν των· και θεωρώ ομοίας μεν τας δυνάμεις, που έχουν το
+αυτό αντικείμενον και τα αυτά αποτελέσματα, διαφορετικάς δε, όσαι έχουν
+διάφορον αντικείμενον και αποτελέσματα· εσύ δε, πώς τας διακρίνεις; — Και εγώ
+έτσι.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ας επανέλθωμεν λοιπόν τώρα εις το θέμα μας· την επιστήμην την
+παραδέχεσαι ως δύναμιν, ή την κατατάσσεις εις καμμίαν άλλην κατηγορίαν; — Ως
+δύναμιν και μάλιστα την ισχυροτάτην από όλας τας δυνάμεις. — Η δε δοξασία,
+είναι και αυτή δύναμις, ή πρέπει να την κατατάξωμεν εις άλλο είδος; — Διόλου·
+επειδή και η δοξασία είναι κάτι, διά του οποίου ημπορούμεν να κρίνωμεν κατά το
+φαινόμενον. — Αλλά προ ολίγου ωμολόγησες ότι δεν είναι το ίδιον πράγμα η
+δοξασία και η επιστήμη. — Αναμφιβόλως· διότι πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος
+με νουν να θεωρήση το ίδιον ένα πράγμα που δεν σφάλλεται με ένα που
+σφάλλεται; — Πολύ καλά· αναγνωρίζομεν λοιπόν, ότι άλλο πράγμα είναι η γνώσις
+και άλλο η δοξασία. — Μάλιστα. — Και επομένως η καθεμία έχει άλλο
+αντικείμενον και άλλην ενέργειαν. — Κατ' ανάγκην. — Και η μεν επιστήμη δεν έχει
+ως αντικείμενόν της, να γνωρίζη εκείνο που υπάρχει, κατά ποίον ακριβώς τρόπον
+υπάρχει; — Ναι. — Η δε δοξασία, λέγομεν, δεν είναι άλλο παρά η δύναμις να
+κρίνωμεν κατά το φαινόμενον. — Μάλιστα. — Το ίδιον τάχα αντικείμενον, το
+οποίον και η επιστήμη γνωρίζει, ούτως ώστε το γνωστόν και το κατά το φαινόμενον
+να είναι ένα και το αυτό πράγμα; ή είναι αδύνατον το τοιούτον; — Αδύνατον,
+σύμφωνα με εκείνα που παραδέχθημεν, αφού εκάστη δύναμις έχει ωρισμένον
+αντικείμενον, η δε επιστήμη και η δοξασία είναι μεν και αι δύο δυνάμεις, άλλα
+διαφορετική καθεμία· εκ του οποίου έπεται, ότι δεν ημπορεί το γνωστόν και το
+κατά το φαινόμενο να είναι το ίδιον πράγμα. — Αφού λοιπόν η επιστήμη
+αντικείμενόν της έχει το ον, άλλο βεβαίως θα είναι το αντικείμενον της δοξασίας
+και όχι το ον. — Άλλο. — Τάχα να είναι λοιπόν το μη ον; ή μήπως είναι αδύνατον το
+μη ον να είναι αντικείμενον δοξασίας; και σκέψου, εκείνος ο οποίος έχει μίαν
+δοξασίαν, δεν την έχει δι’ ένα πράγμα; ή είναι δυνατόν να έχη μεν μίαν δοξασίαν,
+να μην αποβλέπη όμως αυτή εις κανένα πράγμα; — Αδύνατον. — Ώστε ένας, που
+έχει μίαν δοξασίαν, την έχει πάντοτε δι’ ένα ωρισμένον πράγμα. Μάλιστα. Το μη ον
+όμως δεν είναι ένα πράγμα, αλλά θα ημπορούσαμεν ορθότατα να το ονομάσωμεν
+μηδέν.</p>
+
+<p>Βεβαίως. — Παρεδέχθημεν δε κατ' ανάγκην ότι το μη ον είναι το αντικείμενον
+της γνώσεως. — Ορθώς. — Η δοξασία επομένως δεν της μένει να έχη αντικείμενον
+ούτε το ον, ούτε το μη ον. — Όχι βέβαια. — Επομένως δεν είναι ούτε γνώσις, ούτε
+άγνοια. Καθώς φαίνεται.</p>
+
+<p>&nbsp;— Είναι λοιπόν έξω και από τα δύο, εις τρόπον τάχα που να υπερτερή
+την γνώσιν κατά την σαφήνειαν, ή την άγνοιαν κατά την ασάφειαν: — Ούτε το ένα,
+ούτε το άλλο. — Αλλά τότε μήπως άραγε παραδέχεσαι, ότι η δοξασία είναι
+σκοτεινοτέρα μεν της γνώσεως, φωτεινοτέρα δε της αγνοίας. — Και πολύ μάλιστα.
+— Κείται λοιπόν μεταξύ των δύο; — Ναι. — Ώστε είναι κάτι διάμεσον η δοξασία
+μεταξύ της γνώσεως και της αγνοίας; — Βεβαιότατα. — Είπαμεν όμως
+προηγουμένως ότι, αν εύρωμεν κάτι, το οποίον να είναι και να μην είναι
+συγχρόνως, θα κείται αυτό μεταξύ του πραγματικώς όντος και του καθ' ολοκληρίαν
+μη όντος, και δεν θα είναι αντικείμενον ούτε της επιστήμης ούτε της αγνοίας, αλλά
+μιας δυνάμεως η οποία θα εφαίνετο διάμεσος της επιστήμης και της αγνοίας. —
+Σωστά. — Ευρήκαμεν δε τώρα, ότι αυτό το διάμεσον μεταξύ των δύο είναι εκείνο,
+που ονομάζομεν δοξασίαν. — Μάλιστα, το ευρήκαμεν. — Μας υπολείπεται λοιπόν
+τώρα να εύρωμεν, καθώς φαίνεται, ποίον είναι εκείνο το πράγμα, που μετέχει
+συγχρόνως και του όντος και του μη όντος, χωρίς να είναι ακριβώς και καθ' εαυτό
+ούτε το ένα ούτε το άλλο· και εάν ευρεθή αυτό το αντικείμενον της δοξασίας, θα
+αποδώσωμεν εις εκάστην των τριών δυνάμεων τα αντικείμενά των· εις τας άκρας
+τα άκρα, και εις την μεταξύ κειμένην τα μεταξύ αντικείμενα· δεν είναι έτσι; </p>
+
+<p>Έτσι μάλιστα.</p>
+
+<p>Τούτου τεθέντος, θα ερωτήσω κατόπιν και ας μου αποκριθή εκείνος ο καλός
+μας, ο οποίος δεν παραδέχεται ότι υπάρχει το ωραίον καθ' εαυτό, ούτε η ιδέα του
+ωραίου, αμετάβλητος κατά πάντα και πάντοτε, αλλά μόνον τα πολλά ωραία
+αναγνωρίζει, ο φίλος εκείνος των ωραίων θεαμάτων, που δεν ανέχεται να του
+κάμης λόγον διά το ένα και απόλυτον ωραίον, διά το ένα και απόλυτον δίκαιον και
+ούτω καθ' εξής· απάντησέ μας, θα του είπωμεν, καλέ μας, από τα πολλά τα ωραία
+υπάρχει τάχα κανένα, που να μην ημπορή να φανή ποτε άσχημον, ή από τα δίκαια,
+που να μη φανή άδικον, και από τα όσια, ανόσιον; — Όχι, αλλά κατ' ανάγκην το
+ίδιον πράγμα δύναται να φανή άλλοτε ωραίον και άλλοτε άσχημον, όπως και τα
+άλλα που ερωτάς. — Τι δε; τα πολλά διπλάσια, δεν ημπορούν πολύ ωραία να είναι
+και τα μισά ενός άλλου ποσού; — Βεβαιότατα. — Επίσης και τα μεγάλα και τα
+μικρά και τα ελαφρά και τα βαρέα δεν ημπορούν να είναι και τοιαύτα, όπως τα
+εχαρακτηρίσαμεν, αλλά και τα εναντία; — Βεβαίως, έκαστον από αυτά είναι
+πάντοτε και το ένα και το άλλο. — Και έκαστον από τα πολλά πράγματα είναι τάχα
+περισσότερον, ή δεν είναι, εκείνο που το λέγομεν ότι είναι; — Αυτό μοιάζει εκείνα
+που λέγουν εις τα τραπέζια, τα ήξεις αφήξεις, ή με το αίνιγμα των παιδιών διά τον
+ευνούχον που επετροβόλησε την νυκτερίδα και με τι και πού επάνω την
+επετροβόλησε· το ίδιον και αυτά που λέγεις έχουν διπλόν νόημα, και είναι και δεν
+είναι, και δεν ημπορείς να είπης με βεβαιότητα, αν είναι και τα δύο, ή ούτε το ένα
+ούτε το άλλο.</p>
+
+<p>Έχεις λοιπόν τι καλύτερον να κάμης με αυτά, ή πού να τα τοποθετήσης
+καλύτερα, παρά μεταξύ του όντος και του μηδενός; διότι βεβαίως ούτε
+σκοτεινότερα είναι από το μη ον, ώστε να έχουν ολιγωτέραν ύπαρξιν από αυτό,
+ούτε φωτεινότερα από το ον, ώστε να έχουν περισσοτέραν από αυτό ύπαρξιν. —
+Είναι αλήθεια.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ευρήκαμεν λοιπόν, καθώς φαίνεται, ότι αυτά τα πολλά πράγματα, εις
+τα οποία οι πολλοί αποδίδουν την ιδιότητα του ωραίου και τας άλλας τοιαύτας
+ιδιότητας κυμαίνονται, ούτως ειπείν, μεταξύ του καθ' αυτό όντος και του μη όντος.
+— Μάλιστα. — Εσυμφωνήσαμεν δε προηγουμένως, ότι, αν ήθελεν ευρεθή
+τοιούτον τι, θα το ονομάσωμεν αντικείμενον όχι της επιστήμης αλλά της δοξασίας,
+της διαμέσου ταύτης δυνάμεως, εις την οποίαν υπόκειται το μεταξύ κυμαινόμενον.
+— Πραγματικώς.</p>
+
+<p>&nbsp;— Εκείνοι λοιπόν που παρατηρούν τα πολλά ωραία πράγματα, δεν
+βλέπουν όμως το ωραίον καθ' εαυτό, ούτε δύνανται να παρακολουθήσουν εκείνον,
+που είναι εις θέσιν να τους το δείξη, επίσης δε και τα πολλά δίκαια, όχι όμως και το
+έν δίκαιον το καθ' εαυτό, και τα άλλα ομοίως, αυτοί, θα είπωμεν ότι έχουν απλώς
+γνώμας, ουδεμίαν όμως γνώσιν των πραγμάτων. — Κατ' ανάγκην. — Απεναντίας
+δε, εκείνοι που παρατηρούν αυτά καθ' εαυτά τα πράγματα και την πάντοτε
+αναλλοίωτον αυτών φύσιν, αυτοί δεν θα είπωμεν ότι γνωρίζουν και όχι απλώς ότι
+έχουν γνώμας; Κατ' ανάγκην και τούτο. — Και αυτοί μεν, δεν θα ειπούμεν, ότι
+αγαπούν και ασπάζονται τα πράγματα, που είναι αντικείμενα της επιστήμης, οι
+άλλοι δε τα πράγματα, που είναι αντικείμενα της δοξασίας; ή δεν ενθυμείσαι που
+ελέγαμεν δι’ αυτούς τους τελευταίους, ότι αγαπούν και ευχαριστούνται με τας
+ωραίας φωνάς, τα ωραία σχήματα και τα τοιαύτα, αλλά δεν ανέχονται να
+ακούσουν διά το απόλυτον ωραίον, ότι υπάρχει; — Το ενθυμούμαι. — Θα τους
+αδικήσωμεν λοιπόν τάχα αν τους ονομάσωμεν φιλοδόξους μάλλον ή φιλοσόφους,
+και θα μας θυμώσουν πολύ άραγε δι’ αυτό το όνομα, που θα τους δώσωμεν;</p>
+
+<p>Όχι, αν θέλουν να με πιστεύσουν· διότι δεν είναι σωστόν να θυμώνη κανείς με
+την αλήθειαν. — Πρέπει λοιπόν κατά συνέπειαν να ονομάζωμεν φιλοσόφους μόνον
+εκείνους, που αφοσιώνονται εις την εξέτασιν του όντος καθ' εαυτό. — Δίχως
+αντίρρησιν.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />
+*</p>
+
+<p>Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξαν ένας
+σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορά προσφερόταν συστηματικά στο
+ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η αρχαία ελληνική σκέψη (ιστορία, φιλοσοφία,
+ποίηση, δράμα, δικανικός και πολιτικός λόγος) σε δημιουργικές μεταφορές της,
+από τους άριστους μεταφραστές του τόπου, στην πιο σύγχρονη μορφή που πήρε
+εξελισσόμενο το γλωσσικό της όργανο. Ο Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο
+Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο
+Θεόφραστος, ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ. προσφέρονται και
+σήμερα, στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή, Μωραϊτίδη,
+Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη, Καζαντζάκη, Βάρναλη,
+Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως, Τσοκόπουλου, Σίγουρου, Κ.
+Χρηστομάνου κλπ, σε μια σύγχρονη σειρά εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα που
+επίσης γίνεται για πρώτη φορά, συστηματικά, στην Ελλάδα.</p>
+
+<p><b>Πολιτεία.</b> Το πρωτυπώτερον και πλαστικώτερον των πλατωνικών
+έργων, αποτελούμενον εκ 10 βιβλίων. Το πρώτον βιβλίον πραγματευόμενον περί
+δικαιοσύνης είναι αφετηρία διατυπώσεως έπειτα ιδανικού πολιτεύματος. Η
+οριζομένη ισότης δικαιωμάτων των πολιτών, η διακανόνισις ίσης εργασίας, η
+κατανομή των πολιτών εις τρεις τάξεις, η εξίσωσις ανδρών και γυναικών, η
+κοινογαμία και κοινοκτημοσύνη, ο αποκλεισμός των ποιητών, ο περιορισμός της
+αυξήσεως του πληθυσμού, αι πρωτόρρυθμοι γενικαί περί του κοινωνικού και του
+αστικού δικαίου αρχαί, συνδυαζόμεναι εις οργανικόν σύστημα εις την «Πολιτείαν»
+του Πλάτωνος, υπήρξαν αφετηρίαι πλείστων φιλοσοφικών, κοινωνιολογικών και
+πολιτικών θεωριών. Ώστε και από της απόψεως ταύτης είναι εκ των
+σημαντικωτέρων δημιουργημάτων της ανθρωπίνης σκέψεως.</p>
+
+<p>Η μετάφρασις πιστή, σαφής και γλαφυρά υπό του κ. Ι. Ν. Γρυπάρη.<br />
+Τόμος Α' 10 δρχ., Τόμος Β΄ 10 δρχ., Τόμος Γ' 10 δρχ. Τόμος Δ' 10 δρχ.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />
+*</p>
+<p>ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΠΩΛΗΣΙΣ</p>
+
+<p>ΛΑΔΙΑΣ ΚΑΙ Σια Ο.Ε.</p>
+
+<p>ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ 22 ΤΗΛ. 614.686, 634.506</p>
+
+<p>ΤΙΜΑΤΑΙ<br />
+ΔΡΧ. 10</p>
+
+<hr></hr>
+
+<p id='fn1'>1) Το κείμενον έχει «ύδραν τέμνουσιν».<a href='#ref1'
+title='πίσω'>&#8617;</a></p>
+
+<p>
+</p>
+
+
+
+
+
+
+
+
+<pre>
+
+
+
+
+
+End of the Project Gutenberg EBook of Republic, Volume 2, by Plato
+
+*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK REPUBLIC, VOLUME 2 ***
+
+***** This file should be named 39493-h.htm or 39493-h.zip *****
+This and all associated files of various formats will be found in:
+ http://www.gutenberg.org/3/9/4/9/39493/
+
+Produced by Sophia Canoni. Book provided by Iason
+Konstantinides. Thanks to George Canonis for his major
+work in proofreading.
+
+
+Updated editions will replace the previous one--the old editions
+will be renamed.
+
+Creating the works from public domain print editions means that no
+one owns a United States copyright in these works, so the Foundation
+(and you!) can copy and distribute it in the United States without
+permission and without paying copyright royalties. Special rules,
+set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to
+copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to
+protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project
+Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you
+charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you
+do not charge anything for copies of this eBook, complying with the
+rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose
+such as creation of derivative works, reports, performances and
+research. They may be modified and printed and given away--you may do
+practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is
+subject to the trademark license, especially commercial
+redistribution.
+
+
+
+*** START: FULL LICENSE ***
+
+THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE
+PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK
+
+To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free
+distribution of electronic works, by using or distributing this work
+(or any other work associated in any way with the phrase "Project
+Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project
+Gutenberg-tm License available with this file or online at
+ www.gutenberg.org/license.
+
+
+Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm
+electronic works
+
+1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm
+electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to
+and accept all the terms of this license and intellectual property
+(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all
+the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy
+all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession.
+If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project
+Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the
+terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or
+entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8.
+
+1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be
+used on or associated in any way with an electronic work by people who
+agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few
+things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works
+even without complying with the full terms of this agreement. See
+paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project
+Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement
+and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic
+works. See paragraph 1.E below.
+
+1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation"
+or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project
+Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the
+collection are in the public domain in the United States. If an
+individual work is in the public domain in the United States and you are
+located in the United States, we do not claim a right to prevent you from
+copying, distributing, performing, displaying or creating derivative
+works based on the work as long as all references to Project Gutenberg
+are removed. Of course, we hope that you will support the Project
+Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by
+freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of
+this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with
+the work. You can easily comply with the terms of this agreement by
+keeping this work in the same format with its attached full Project
+Gutenberg-tm License when you share it without charge with others.
+
+1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern
+what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in
+a constant state of change. If you are outside the United States, check
+the laws of your country in addition to the terms of this agreement
+before downloading, copying, displaying, performing, distributing or
+creating derivative works based on this work or any other Project
+Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning
+the copyright status of any work in any country outside the United
+States.
+
+1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg:
+
+1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate
+access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently
+whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the
+phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project
+Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed,
+copied or distributed:
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived
+from the public domain (does not contain a notice indicating that it is
+posted with permission of the copyright holder), the work can be copied
+and distributed to anyone in the United States without paying any fees
+or charges. If you are redistributing or providing access to a work
+with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the
+work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1
+through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the
+Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or
+1.E.9.
+
+1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted
+with the permission of the copyright holder, your use and distribution
+must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional
+terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked
+to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the
+permission of the copyright holder found at the beginning of this work.
+
+1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm
+License terms from this work, or any files containing a part of this
+work or any other work associated with Project Gutenberg-tm.
+
+1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this
+electronic work, or any part of this electronic work, without
+prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with
+active links or immediate access to the full terms of the Project
+Gutenberg-tm License.
+
+1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary,
+compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any
+word processing or hypertext form. However, if you provide access to or
+distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than
+"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version
+posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org),
+you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a
+copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon
+request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other
+form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm
+License as specified in paragraph 1.E.1.
+
+1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying,
+performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works
+unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9.
+
+1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing
+access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided
+that
+
+- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from
+ the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method
+ you already use to calculate your applicable taxes. The fee is
+ owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he
+ has agreed to donate royalties under this paragraph to the
+ Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments
+ must be paid within 60 days following each date on which you
+ prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax
+ returns. Royalty payments should be clearly marked as such and
+ sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the
+ address specified in Section 4, "Information about donations to
+ the Project Gutenberg Literary Archive Foundation."
+
+- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies
+ you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he
+ does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm
+ License. You must require such a user to return or
+ destroy all copies of the works possessed in a physical medium
+ and discontinue all use of and all access to other copies of
+ Project Gutenberg-tm works.
+
+- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any
+ money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the
+ electronic work is discovered and reported to you within 90 days
+ of receipt of the work.
+
+- You comply with all other terms of this agreement for free
+ distribution of Project Gutenberg-tm works.
+
+1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm
+electronic work or group of works on different terms than are set
+forth in this agreement, you must obtain permission in writing from
+both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael
+Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the
+Foundation as set forth in Section 3 below.
+
+1.F.
+
+1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable
+effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread
+public domain works in creating the Project Gutenberg-tm
+collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic
+works, and the medium on which they may be stored, may contain
+"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or
+corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual
+property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a
+computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by
+your equipment.
+
+1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right
+of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project
+Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project
+Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all
+liability to you for damages, costs and expenses, including legal
+fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT
+LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE
+PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE
+TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE
+LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR
+INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH
+DAMAGE.
+
+1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a
+defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can
+receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a
+written explanation to the person you received the work from. If you
+received the work on a physical medium, you must return the medium with
+your written explanation. The person or entity that provided you with
+the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a
+refund. If you received the work electronically, the person or entity
+providing it to you may choose to give you a second opportunity to
+receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy
+is also defective, you may demand a refund in writing without further
+opportunities to fix the problem.
+
+1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth
+in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS', WITH NO OTHER
+WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO
+WARRANTIES OF MERCHANTABILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE.
+
+1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied
+warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages.
+If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the
+law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be
+interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by
+the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any
+provision of this agreement shall not void the remaining provisions.
+
+1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the
+trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone
+providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance
+with this agreement, and any volunteers associated with the production,
+promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works,
+harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees,
+that arise directly or indirectly from any of the following which you do
+or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm
+work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any
+Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause.
+
+
+Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm
+
+Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of
+electronic works in formats readable by the widest variety of computers
+including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists
+because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from
+people in all walks of life.
+
+Volunteers and financial support to provide volunteers with the
+assistance they need are critical to reaching Project Gutenberg-tm's
+goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will
+remain freely available for generations to come. In 2001, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure
+and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations.
+To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation
+and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4
+and the Foundation information page at www.gutenberg.org
+
+
+Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive
+Foundation
+
+The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit
+501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the
+state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal
+Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification
+number is 64-6221541. Contributions to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent
+permitted by U.S. federal laws and your state's laws.
+
+The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S.
+Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered
+throughout numerous locations. Its business office is located at 809
+North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887. Email
+contact links and up to date contact information can be found at the
+Foundation's web site and official page at www.gutenberg.org/contact
+
+For additional contact information:
+ Dr. Gregory B. Newby
+ Chief Executive and Director
+ gbnewby@pglaf.org
+
+Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation
+
+Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide
+spread public support and donations to carry out its mission of
+increasing the number of public domain and licensed works that can be
+freely distributed in machine readable form accessible by the widest
+array of equipment including outdated equipment. Many small donations
+($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt
+status with the IRS.
+
+The Foundation is committed to complying with the laws regulating
+charities and charitable donations in all 50 states of the United
+States. Compliance requirements are not uniform and it takes a
+considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up
+with these requirements. We do not solicit donations in locations
+where we have not received written confirmation of compliance. To
+SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any
+particular state visit www.gutenberg.org/donate
+
+While we cannot and do not solicit contributions from states where we
+have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition
+against accepting unsolicited donations from donors in such states who
+approach us with offers to donate.
+
+International donations are gratefully accepted, but we cannot make
+any statements concerning tax treatment of donations received from
+outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff.
+
+Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation
+methods and addresses. Donations are accepted in a number of other
+ways including checks, online payments and credit card donations.
+To donate, please visit: www.gutenberg.org/donate
+
+
+Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic
+works.
+
+Professor Michael S. Hart was the originator of the Project Gutenberg-tm
+concept of a library of electronic works that could be freely shared
+with anyone. For forty years, he produced and distributed Project
+Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support.
+
+Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed
+editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S.
+unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily
+keep eBooks in compliance with any particular paper edition.
+
+Most people start at our Web site which has the main PG search facility:
+
+ www.gutenberg.org
+
+This Web site includes information about Project Gutenberg-tm,
+including how to make donations to the Project Gutenberg Literary
+Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to
+subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks.
+
+
+</pre>
+
+</body>
+</html>
+
+
+
diff --git a/39493-h/images/cover.jpg b/39493-h/images/cover.jpg
new file mode 100644
index 0000000..48bd370
--- /dev/null
+++ b/39493-h/images/cover.jpg
Binary files differ
diff --git a/LICENSE.txt b/LICENSE.txt
new file mode 100644
index 0000000..6312041
--- /dev/null
+++ b/LICENSE.txt
@@ -0,0 +1,11 @@
+This eBook, including all associated images, markup, improvements,
+metadata, and any other content or labor, has been confirmed to be
+in the PUBLIC DOMAIN IN THE UNITED STATES.
+
+Procedures for determining public domain status are described in
+the "Copyright How-To" at https://www.gutenberg.org.
+
+No investigation has been made concerning possible copyrights in
+jurisdictions other than the United States. Anyone seeking to utilize
+this eBook outside of the United States should confirm copyright
+status under the laws that apply to them.
diff --git a/README.md b/README.md
new file mode 100644
index 0000000..8f462ac
--- /dev/null
+++ b/README.md
@@ -0,0 +1,2 @@
+Project Gutenberg (https://www.gutenberg.org) public repository for
+eBook #39493 (https://www.gutenberg.org/ebooks/39493)