summaryrefslogtreecommitdiff
diff options
context:
space:
mode:
-rw-r--r--.gitattributes3
-rw-r--r--37585-0.txt6098
-rw-r--r--37585-0.zipbin0 -> 150903 bytes
-rw-r--r--37585-h.zipbin0 -> 252237 bytes
-rw-r--r--37585-h/37585-h.htm6095
-rw-r--r--37585-h/images/1stpage.jpgbin0 -> 97701 bytes
-rw-r--r--37585-h/images/line.jpgbin0 -> 1574 bytes
-rw-r--r--LICENSE.txt11
-rw-r--r--README.md2
-rw-r--r--old/20110926-37585-0.txt6094
-rw-r--r--old/20110926-37585-0.zipbin0 -> 150953 bytes
11 files changed, 18303 insertions, 0 deletions
diff --git a/.gitattributes b/.gitattributes
new file mode 100644
index 0000000..6833f05
--- /dev/null
+++ b/.gitattributes
@@ -0,0 +1,3 @@
+* text=auto
+*.txt text
+*.md text
diff --git a/37585-0.txt b/37585-0.txt
new file mode 100644
index 0000000..9950584
--- /dev/null
+++ b/37585-0.txt
@@ -0,0 +1,6098 @@
+The Project Gutenberg EBook of Novels Volume C, by Alexandros Moraitidis
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+
+Title: Novels Volume C
+
+Author: Alexandros Moraitidis
+
+Posting Date: May 9, 2012 [EBook #37585]
+First Posted: September 26, 2011
+
+Language: Greek
+
+Character set encoding: UTF-8
+
+*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK NOVELS VOLUME C ***
+
+
+
+
+Produced by Sophia Canoni. Thanks to George Canonis for
+his major work in proofreading.
+
+
+
+
+
+
+
+
+
+Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic,
+otherwise the spelling of the book has not been changed. Words in
+italics have been included in _. Footnotes have been converted to
+endnotes.
+
+Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό.
+Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Λέξεις με
+πλάγιους χαρακτήρες περικλείονται σε _. Οι υποσημειώσεις των σελίδων
+έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου.
+
+
+ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΩΡΑΪΤΙΔΟΥ
+
+ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
+
+ΤΟΜΟΣ Γ'
+
+Η ΧΡΥΣΗ ΚΑΔΕΝΑ — Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ — ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ
+
+ΕΚΔΟΣΙΣ ΤΙΜΗΤΙΚΗ ΕΠΙ ΤΗ ΠΕΝΤΗΚΟΝΤΑΕΤΗΡΙΔΙ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ
+
+ΑΘΗΝΑΙ — ΕΚΔΟΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ν. ΣΙΔΕΡΗΣ — 1921
+
+
+
+ΕΙΣ ΤΗΝ ΛΕΥΚΗΝ ΜΟΥ ΠΟΛΙΝ
+
+ «Έρμη Αθήνα ! . . .»
+ (Χρυσή Καδένα σελ. 46)
+
+
+
+
+Η ΧΡΥΣΗ ΚΑΔΕΝΑ
+(1900)
+
+
+
+Η γόνιμος, η χλοερά, η καλλίβοτρυς άμπελος, την οποίαν εζήλευον όλοι οι
+διαβάται, ήδη ακλάδευτος, άσκαφος, χορταριασμένη, ήπλωνε τα κλήματά της,
+έρποντα επί της χέρσου, ως πλατυφύλλους κισσούς, με σταφυλάς πολλάς μεν
+πλην ανόστους και υδαρείς, έρμαιον των πτηνών και των μυών, υπό τας
+πυκνάς των αγριολαχάνων λόχμας, υφ' ας ως όφεις ετανύοντο αι μακραί και
+λεπταί κληματίδες.
+
+Η εύμορφος ως παράδεισος, η περίφρακτος ως ποίμνη, η συμμαζευμένη και
+συγυρισμένη ως αίθουσα, μικρά άμπελος, της οποίας τα κλήματα όλα
+καρποφορούντα, όλα από φαγώσιμα εκλεκτά σταφύλια, της οποίας τα φυτά
+ήσαν περιζήτητα εις όλην την πέριξ χώραν, αφέθη πλέον κλάρα. Άσκαφος,
+ακλάδευτος, ακαλλιέργητος.
+
+Υψηλά, επί προβλήτας, προς την θάλασσαν εκτεινομένη, ως εγκαλλώπιστος
+κόρη, η θαυμασία άμπελος, εδείκνυε τους καρπούς της, τους εκλεκτούς,
+προς τον ήλιον, όστις φωσφορίζων, διά μέσου της βαθυπρασίνου χλόης των
+κληματοφύλλων, επέθετεν ακτινοβόλα φιλήματα επ' αυτών, ως καλλιμόρφων
+αγγείων, κρεμαμένων εν παρατάξει, δροσοβολούντων κ' ευφραινόντων την
+όρασιν, με τους ζωηρούς των χρωματισμούς.
+
+Πού εκείνα τα ραζακιά πλέον, τα ως από ηλέκτρου όντως, τα αργυρόχρυσα,
+τα οποία, μετ' ιδίας όλως στοργής, εθεράπευεν η καλή νοικοκυρά, από του
+άνθους των ακόμη, προφυλάττουσα από τους ποικίλους της ατμοσφαίρας
+κινδύνους, ίνα κατασκευάση δι' αυτών τας ξανθές και γλυκείας, τας ιεράς
+ασταφίδας της, δι' ων να στολίζη το προγονικόν κόλλυβον, το οποίον κατά
+σάββατον έστελλεν εις τον ενοριακόν της ναΐσκον.
+
+Πού τα αετονύχια εκείνα, τα ευώδη ως από μύρων, τα νύσσοντα τόσον
+ηδονικώς τον φάρυγγα διά του λεπτού αρώματός των. Και πού τα νόστιμα
+εκείνα σφικτάρια, τα έχοντα πολυγωνικάς, εκ της πυκνότητος, τας ρώγας.
+Αχ! και πού πλέον τα ιόχροα εκείνα φιλέρια, αφ' ων βεβαίως κατεσκευάζετο
+πάλαι το νέκταρ του Ιμέρου και Πόθου. Και πού ακόμη εκείνα τα πολιτικά,
+τα χρωματισμένα ελαφρώς με όλας του ερυθρού τας αποχρώσεις, τα
+σπινθηροβολούντα, τα μόνον διά της όψεως μεθύσκοντα.
+
+Και πού πάλιν η ασπρούδαις, η μικραίς, η κάτασπραις ασπρούδαις, τας
+οποίας όλον τον χειμώνα συνετήρει η Θωμαή, αποκρεμώσα αυτάς, ανά ζεύγη,
+από της μεγάλης του προδόμου του οίκου της δοκού, μαζί με της ολόμαυραις
+μαυροκορούναις, από τας οποίας εκθλίβεται το άγιον νάμα της θείας
+Μυσταγωγίας.
+
+Όλα εξηφανίσθησαν πλέον και μετ' αυτών η Θωμαή, η καλή, η φιλάμπελος
+εκείνη και φιλόκαλος δέσποινα. Πόσαις φοραίς δεν επλήρωσεν από των
+εκλεκτών αυτών καρπών το λεπτόπλεκτον καλαθάκι της, το κομψόν, το
+κυμαίον, πρώτη-πρώτη αυτή, την ημέραν της Μεταμορφώσεως, προσφέρουσα τα
+πρωτόλεια εις την εκκλησίαν, να τα ευλογήση ο ιερεύς, κατά το έθος, τον
+νεοδρεπή της αμπέλου καρπόν, και διανείμη αυτόν εις τους πιστούς, με το
+αντίδωρον...
+
+ — Και του χρόνου! επηύχετο ο ιερεύς προς την ευλαβή νοικοκυράν.
+
+ — Και του χρόνου! επανελάμβανον επευχόμενοι και οι πιστοί.
+
+Και ελησμόνει τότε η φιλόπονος νοικοκυρά όλους τους βαρείς μόχθους, ους
+υφίστατο, κατά το μακρόν της καλλιεργείας στάδιον, πετώσα ταποκλάδια,
+καίουσα σωρούς-σωρούς την αγριάδα την καταστρεπτικήν, θειαφίζουσα,
+αργολογούσα, κινδυνεύουσα από το καύμα, κινδυνεύουσα από τας εχίδνας,
+τας κρυπτομένας υπό τα κλήματα, να μη χολεριάση ουδεμία παραφυλλίς,
+ουδεμία καν ρώγα.
+
+Αλλ' αι ευχαί της εκκλησίας, ενίοτε, είτε εξ αμαρτιών μας, είτε και προς
+δοκιμασίαν, δεν εισακούονται. Και ήλθε χρόνος, ότε δεν εφάνη πλέον εν τω
+ναώ, υπό την εικόνα του Χριστού, τα μικρόν λεπτόπλεκτον καλαθάκι της
+Θωμαής, το κυμαίον, την ημέραν της Μεταμορφώσεως . . .
+
+Εντός της ερήμου αμπέλου, εντός της ασκάφου κλάρας, η γρηά-Κυρατσού
+τώρα, η μήτηρ της Θωμαής, ως κορώνη περιεφέρετο, μαύρη και κρώζουσα:
+
+ — Θωμαή μου! Θωμαή μου!
+
+Ο φράκτης της αμπέλου, πυκνότατος από τρικοκκιαίς, είχε διασπασθή, ενώ
+κ' εκεί, υπό των παιδιών, τα οποία ως θώες εισέδυον, να κλέψωσι τας
+υδαρείς της κλάρας σταφυλάς.
+
+Επάνω-επάνω δε η γηραιά ελαία, η κατάκαρπος πάντοτε, ης το έργον
+ουδέποτε εψεύδετο, υψηλά, εις το άκρον της προβλήτος, ως σκοπιά, ορφανή,
+μάτην ανεζήτει την απούσαν δέσποιναν, ήτις εκεί συνήθιζε πάντοτε, υπό
+δροσεράν σκιάν να γευματίζη, αναπαυομένη από το θειάφισμα την ώραν την
+καυστικήν του μεσημεριού, και θεωρούσα το πέλαγος, πέραν και μακράν
+απλούμενον, με κύματα λευκά και με πλοία λευκά και αυτά ως τα κύματα.
+
+Και όταν ετσάκιζεν η ημέρα, ώρα εσπερινού, εκάθητο τώρα η γρηά-Κυρατσού,
+υπό την αυτήν ελαίαν και αυτή, κατάμαυρη ως κορώνη, να φάγη ολίγον ξηρόν
+άρτον, διάβροχον από τα δάκρυά της. Και εθρήνει μάλλον ή έτρωγεν, η
+γερόντισσα, βλέπουσα και αυτή το αφρισμένον πέλαγος. Και ίστατο σιωπηλή,
+θεωρούσα ως να είχε κάποιον ενώπιόν της και ηρώτα οδυνηρώς:
+
+ — Ποιόνε να κλάψω και ποιόνε να μη κλάψω, την Θωμαή, την κόρην μου, ή
+τον Λαλεμήτρον τον άνδρα της; Ποιόνε να περιμένω, ορφανά μου κλήματα,
+και ποιόνε να μη περιμένω; Την Θωμαή, την κόρην μου, ή τον Λαλεμήτρον
+τον άνδρα της;
+
+Κ' εκεί που ως λίθινον κατέπινε τον ξηρόν άρτον, αίφνης, ίστατο ακίνητος
+και ηκροάτο. Και ο βορράς εσύριζεν, από το πέλαγος μακρόθεν ερχόμενος,
+ως ήχος αυλών αναριθμήτων, αοράτων βοσκών, ήχος οξύς και λιγυρός. Και η
+γραία ηκροάτο ως να ωμίλει τις, και ήκουε του ανέμου τα ηχηρά
+κελαδήματα, τα οποία εσχημάτιζον τοιούτους μυστηριώδεις λόγους εν τη
+πενθούση διάνοιά της:
+
+ — Ίσως και να γυρίσουν και οι δύο, ίσως και να μη γυρίσουν! Ποιος τα
+ξεύρει αυτά; Μόνος ο Θεός τα ξεύρει, μόνος ο Θεός!
+
+Φρικίασις τότε θανάτου διέτρεχε τα γηραιά μέλη της φανταζομένης γραίας.
+Φρικίασις ομοία διέσειεν ακόμη και τα ημίξηρα της ακαλλιεργήτου αμπέλου
+φύλλα, τα οποία συγκρουόμενα, το έν μετά του άλλου, εβόυζον ξηρώς γύρω-
+γύρω, πλαταγίζοντα εν συσσυρμώ, ως να εσύρετο ερπετόν υπ' αυτά,
+βραδυπορούν:
+
+ — Μόνος ο Θεός το ξεύρει, μόνος ο Θεός!
+
+***
+
+Πέντε μόνον σακκούλαις αλεύρι της άφησε της Θωμαής εις το μικρό μαγαζάκι
+του ο Λαλεμήτρος, και μισό σακκί ρύζι· και σ' ένα ζεμπιλάκι έως τρεις
+οκάδες χαρούπια· και ανεχώρησε. Πάει, λέει, 'ς τον Βόλο, να ψωνίση
+πράγμα, λέει, με του καπετάν Ηλία το κόττερο. Να ψωνίση αλεύρια, λέει,
+γιατί εφέτος είνε λαδιά, και οι αργάταις των λαδαριών είνε φαγάδες,
+λέει.
+
+Αυτά έλεγον και επανελάμβανον οι γείτονες, οίτινες είνε παντού και
+πάντοτε οι αυτοί. Αυτά οι γείτονες τα ήκουσαν από την γρηά-Κυρατσού, η
+οποία πάλιν τα ήκουσεν από τον γαμβρόν της τον Λαλεμήτρον, όστις
+μετήρχετο τον αλευροπώλην εν τω χωρίω, υπό τον μικρόν αυλογύριστον
+οικίσκον, την πολύτιμον της Θωμαής προίκα, διατηρών αλεύρου μαγαζείον.
+
+Ο Λαλεμήτρος τωόντι ανεχώρησεν ένα δειλινόν, εις Βόλον, με το κόττερον
+του καπετάν Ηλία, ένα βραδύ και χονδρόν σκάφος, ως τον κυβερνήτην του,
+αφού απεχαιρέτισε την σύζυγόν του και την πενθεράν του, με χαράν
+καταφανή, χαράν εμπόρου απερχομένου να ψωνίση, χαράν συζύγου, μετ'
+ολίγας ημέρας μέλλοντος να επανέλθη.
+
+Η γρηά-Κυρατσού, όλη χαρά, την επαύριον, ήρχισε να σκουπίζη το μικρόν
+μαγαζείον, να τινάζη τας αράχνας της οροφής και των τοίχων, να πλύνη
+καλώς τους ξυλίνους πάγκους και το ταμείον το ξύλινον, ν' ασπρίζη τους
+τοίχους και να σφουγγαρίζη το λίθινον αυτού έδαφος. Σχεδόν ετραγουδούσεν
+από την χαράν της η γραία, θλιβομένη μόνον διά την κόρην της, που δεν
+έκαμνε παιδιά, η ακαμάτα, να έχη βοήθειαν. Διά τούτο η γερόντισσα
+εθεράπευε, προς παρηγορίαν της, πάντοτε ένα μικρόν γειτονόπουλον, με
+κεφαλήν, ως ένα μικρό καρπουζάκι και μάγουλα κατακόκκινα ως το μήλον, το
+οποίον ηρέσκετο να βλέπη συχνά και να το φιλεύη και να το θωπεύη, ιδίως
+όταν είχεν ανάγκην η γραία να της κουβαλή το μικρόν παιδίον θάλασσαν, να
+ξύη τα οψάρια.
+
+ — Να ιδής μια φαρφούνα που θα σου κάμω εγώ, μεθαύριο, που θαρθή ο
+Λαλεμήτρος, να φέρη το χάσικο το αλεύρι. Να ιδής, παιδάκι μου. Να ιδής,
+καρπουζάκι μου! Και προσέτριβεν η γραία την στρογγύλην του μικρού
+κεφαλήν, ως να το έλουε. Το δε παιδίον εκόμιζε τότε το βαρύ άντλημα
+πλήρες θαλασσίου ύδατος, μετά κόπου, ασθμαίνον και κλίνον προς τα δεξιά
+το κεφαλάκι του, σαν ένα καρπουζάκι μικρό και στρογγυλό, έτοιμο να πέση,
+και φουσκώνον τα κατακόκκινα μάγουλά του, σαν δύο φούσκαις κόκκιναις,
+από το βάρος του μεγάλου κουβά.
+
+Και όμως, όλην αυτήν την χαράν της γραίας ηλάττωνε μία θλίψεως γραμμή,
+βαθεία χαραττομένη εις το λευκόν της Θωμαής πρόσωπον, την οποίαν μετά
+προσοχής απέκρυπτεν εκείνη, υπό την μανδήλαν της την πολίτικην
+τυλιγμένη.
+
+Αλλ' η γραία την διέκρινε, με τους εταστικούς εκ της πονηρίας της
+οφθαλμούς, και ήλεγχε και επέπληττε την κόρην της, η οποία ήτο πάντοτε
+δήθεν μελαγχολική, η ακαμάτα, που δεν έκαμνε παιδιά, η γρουσούζα, που θα
+τους φάγη με την σκουντούφλα της.
+
+Και όταν, μετά είκοσιν ημέρας, επανήλθε τα βραδύ και χονδρόν του καπετάν
+Ηλία κόττερον εκ Βόλου, κοντανασαίνον από το φορτίον, πρωί-πρωί η γρηά-
+Κυρατσού έσπευσε να υποδεχθή, τον γαμβρόν της, τον Λαλεμήτρον, τον
+μεγαλέμπορα, ως τον απεκάλει.
+
+Την πρωίαν εκείνην η θλιβερά γραμμή, η ασχημίζουσα, τόσας ημέρας, το
+λευκόν της Θωμαής πρόσωπον, είχεν αυλακώση όλον το μέτωπόν της, ως να
+έδακνε θλίψις πικρά την καρδίαν της, κ' εζωγραφίζετο εις τα πρόσωπον ο
+φοβερός πόνος.
+
+Το κόττερον του καπετάν Ηλία, κατάφορτον εμπορευμάτων και με τάβλαις
+σωρόν επί του καταστρώματος, μετά βραδύτητος προσήγγισε τέλος, αργά-
+αργά, εις την αποβάθραν, κοντόν και χονδρόν ως τον καπετάν Ηλίαν τον
+κυβερνήτην του.
+
+ — Καλώς ώρσες, καπετάν Ηλία! πάντα κατευόδιο, καπετάν Ηλία! Ήλθεν ο
+Λαλεμήτρος; Εφώναζεν η γραία, υψηλά από τον βράχον, καταβαίνουσα εις την
+παραλίαν.
+
+ — Πού είνε ο Λαλεμήτρος; Ηρώτησε πάλιν ανυπόμονος η γραία, σταθείσα εις
+τα κεφαλόσκαλον εμπρός ως τελωνοφύλαξ;
+
+ — Τον είδεθ εθύ; άδο τόθο τ' εγώ!
+
+Απήντησε βραδέως ο καπετάν Ηλίας, βραδύς ως το κόττερον, βραδύς την
+εργασίαν, και την γλώσσαν βραδύς. Και ήρχισε βραδέως να ρίπτη επί της
+αποβάθρας μίαν μίαν της τάβλαις, ως να ήτο πιασμένος τας χείρας.
+
+ — Τι λες, καπετάν-Ηλία μ'; Έστειλε κάνιο ταλεύρια; Μας φάγανε ο κόσμος.
+
+ — Τον είδεθ εθύ; άλλο τόθο τ' εγώ. Επανέλαβε πάλιν ο καπετάν Ηλίας,
+βραδύγλωσσος, εξακολουθών να ξεφορτώνη το κόττερον.
+
+ — Δεν σου έδωκε κάνιο κανένα γράμμα;
+
+ — Άφηθέ μας, θεια, άφηθέ μας, τ' έχουμε δουγιά!
+
+Και ως να ήθελε να την παρηγορήση την γραίαν, να ησυχάση κ' εκείνη και
+αυτός, είπε:
+
+ — Πήδε 'θ τον Πεδαία ο Δαδεμήτδος, να φέδη αδεύδια ταϊγανίθα.
+
+***
+
+Ασπρισμένον, ξεσκονισμένον, συγυρισμένον τα μαγαζάκι του Λαλεμήτρου,
+μάτην ανέμενε τους σάκκους του αλεύρου και αυτόν τον αλευράν. Δεν ήρκει
+δε η θλίψις, ήτις κατεβασάνιζεν, ήτις εσπάρασσεν ως το δηλητήριον τα
+σπλάγχνα της Θωμαής, είχε και τας ερωτήσεις των γειτόνων και των
+πελατών, οίτινες εζητούσαν δήθεν άλευρον, ενώ ήθελον αληθώς να
+βεβαιωθώσι περί της παρατεινομένης απουσίας του συζύγου της. Παρήλθον
+εβδομάδες, παρήλθον μήνες και ούτε ήκουσαν πλέον περί του Λαλεμήτρου αι
+δύο γυναίκες, ούτε γράμμα έλαβον. Τότε δεν είχε πλέον ανάγκην η Θωμαή να
+κρύψη την θλιβεράν εκείνην γραμμήν, ήτις κατέλαβε πλέον ολόκληρον εκείνο
+το λευκόν πρόσωπον, περιβληθέν με μίαν ωχράν κατήφειαν, ως το ωχρόλευκον
+άγαλμα της απογνώσεως.
+
+ — Δεν έχεις αλεύρι; την ηνώχλθουν ακόμη μετά καιρόν την γραίαν οι
+γείτονες και οι παλαιοί πελάται.
+
+ — Ο Λαλεμήτρος δεν είνε αλευράς, απήντα η γραία. Ο Λαλεμήτρος είνε
+μεγαλέμπορας, και πάει 'ς την Σύρα, να ψωνίση.
+
+Αλλ' οι γείτονες είνε οχληροί πάντοτε, όταν δ' εσχημάτισαν την
+πεποίθησιν ότι ο Λαλεμήτρος δεν θα επανέλθη, έγειναν αυθάδεις· ήρχισαν
+να διαδίδωσι πολλά, ότι εμάλωσε με την πενθεράν του, ότι εμουφλούζεψεν,
+ότι άφησε την γυναίκα του, ότι πάγει πάλιν εις την Αμερική και έλεγον
+προς την γραίαν μετά σαρκασμού:
+
+ — Πες αλεύρι;
+
+Τότε και αυτή έκλεισε πλέον το μαγαζείον.
+
+Εκ Πειραιώς ήλθον πολλά ατμόπλοια και πολλά ταχυδρομεία· η δε Θωμαή δεν
+ελάμβανε καμμίαν είδησιν περί του συζύγου της. Τότε κατά πρώτον ησθάνθη
+τον φόβον και ήρχισε πολλά να διαλογίζηται. Ενεθυμείτο διάφορα
+περιστατικά, άτινα εγκαίρως δεν ηθέλησε να εξελέγξη μετ' ακριβείας η
+ταλαίπωρος. Και ήρχισε να διηγήται τότε προς την μητέρα της, τι έλεγε
+προς αυτήν ο Λαλεμήτρος ολίγας ημέρας προ της αναχωρήσεώς του.
+Παρεπονείτο συνεχώς τότε, ότι δεν έχει δουλειαίς ο τόπος, ότι είνε
+φτώχια και των γονέων, ότι πήρεν ο Θεός τα μαξούλια πλέον από μας, και
+άλλα τοιαύτα. Και ήτο λυπημένος εκείναις της ημέραις. Αμίλητος. Ουδ'
+είχεν όρεξιν να φάγη. Ουδ' εφουμάριζε τον αγαπητόν ναργιλέ του, τον
+σύντροφόν του τον αχώριστον, δι· ον πολλάκις εζήλευεν η Θωμαή και τον
+επείραζεν ενίοτε λέγουσα:
+
+ — Ούτε σαν τον ναργιλέ πλεια δεν μ' αγαπάς!
+
+Φυλλομετρών αδιακόπως, νήστις και σκεπτικός, το μέγα κατάστιχον του
+αλευροπωλείου του, έκαμνε λογαριασμούς, κ' επάνω εις τους λογαριασμούς
+άλλους λογαριασμούς, και κατόπιν ακόμα άλλους, χωρίς τέλος, ψιθυρίζων
+σάκκους και αριθμούς:
+
+ — Τα βερεσέδια, Θωμαή. Θα μας φάνε. Είπε μίαν εσπέραν, λίαν σκεπτικός.
+
+Εδοκίμασε πολλάκις να εισπράξη τα οφειλόμενα· αλλ' «ουκ αν λάβοις παρά
+του μη έχοντος». Το είχεν ακούσει το ρητόν αυτό και εις το σχολείον,
+μικρός ακόμα, που τα εξηγούσε με ιδιαιτέραν αγαλλίασιν ένας μέθυσος
+διδάσκαλος, καταχρεωστών εις όλα τα μαγαζεία, και εκ των πραγμάτων τότε
+το εννοούσεν ως αληθές. Και τώρα δε, ότε εμεγάλωσεν, έβλεπε πάλιν εκ των
+πραγμάτων ότι ήτο αληθές.
+
+Να παύση τα βερεσέδια· το έλεγε και αυτός, το συνεβούλευε και η Θωμαή.
+Αλλ' η απόφασις αύτη συνεπήγετο το κλείσιμον του μαγαζείου.
+
+Το είχον κακοσυνηθίση το χωρίον εις τα βερεσέδια οι διάφοροι τοκογλύφοι.
+Όλοι οι χωρικοί εζήτουν βερεσέ τον σάκκον του αλεύρου, και εις την λαδιά
+θα επλήρωναν. Δεν αποφαίνεται έτσι το χρέος· και ημπορεί κανείς να τρώγη
+με όρεξιν, όταν τρώγη βερεσέ. Ήρεσε τούτο εις τους αλευροπώλας. Πρώτος
+το εφήρμοσεν ο καπετάν-Κονόμος και επλούτησε. Πωλήσας την σκούναν του —
+δεν ήθελεν αυτός να θαλασσοπνίγεται — διέθεσε τα κεφάλαια του εις το
+εμπόριον του αλεύρου, κ' εκέρδιζεν εκατό τα εκατό, καθώς έλεγαν.
+
+ — 'Σ την λαδιά, παιδιά, πλερώνετε, 'ς την λαδιά. Μια οκά αλεύρι, μια
+οκά λάδι.
+
+Και έτρεχεν ο κόσμος εις τον καπετάν-Κονόμον, τον καλόν άνθρωπον.
+
+ — Να φάγη η φτώχια, να σχωρνάνε τα πεθαμένα! Επανελάμβανεν ο καπετάν-
+Κονόμος, εξογκών το μέγα κατάστιχον του αλευροπωλείου του, αλλά
+φουσκώνων, ως ασκός πλήρης ελαίου, κατά την ελαιοκαρπίαν. Αυτά
+παρεκίνησαν τον Λαλεμήτρον, να γείνη αλευράς, όταν ήλθεν από την
+Αμερικήν, με αρκετά δολλάρια εις την τσέπην, άτινα εκέρδισε μετερχόμενος
+εις τον νέον Κόσμον τον δύτην και αλιέα των αστακών, και με μίαν χρυσήν
+άλυσιν του ωρολογίου, χονδρήν κ' επιδεικτικήν από άδολον χρυσίον,
+κομψότατον καλλιτέχνημα παλαιών χρόνων, εν σχήματι όφεως, ελικτού περί
+ράβδον. Ήλθε ν' αναπαυθή πλέον, έλεγεν, εις την πατρίδα του, εις το
+γηροκομείο. Να πανδρευθή, να κάμη τον αλευράν και να ησυχάση πλέον. Θα
+ήτο έως πεντήκοντα ετών, υγιής και ηλιοψημένος. Έως πότε να τον τρώγουν
+τα ξένα χέρια; έως πότε να γυρίζη ξεσπιτωμένος; Με αυτάς τας σκέψεις και
+αποφάσεις, άμα επανελθών, περιεφέρετο επάνω-κάτω εις την αγοράν και τα
+σωκάκια του μικρού χωρίου ο Λαλεμήτρος, επιδεικνύων μετ' επάρσεως
+νεοπλούτου την ολόχρυσον άλυσιν του ωρολογίου του, και δαπανών αφειδώς
+ταργυρά δολλάρια εις τα μικρά οινοπωλεία:
+
+ — Τον έχει τον παρά! . . .
+
+Εξεπλήττοντο οι χωρικοί.
+
+ — Να ιδής, Θωμαή μου, μία χρυσή καδένα, μία μαλαματένια καδένα. Μισή
+οκά χωρίς άλλο!
+
+Είπεν εκπεπληγμένη η γρηά-Κυρατσού προς την κόρην της, ανυπόμονος να την
+υπανδρεύση· κ' έκαμε γαμβρόν τον Λαλεμήτρον με την χρυσήν καδένα.
+
+Τι σημαίας ύψωσε και τι καμπάναις εσήμαινεν ο εφημέριος της ενορίας,
+οκτώ ημέρας μετά τον γάμον, την Κυριακήν, όταν θα επήγαιναν οι νεόνυμφοι
+εις την Εκκλησίαν του μικρού χωρίου. Από τρία τάλληρα έρριψαν και οι δυο
+τους εις τον δίσκον την ημέραν εκείνην, η δε γραία πενθερά όλη
+καταχαρουμένη έρριψε και αυτή μια τρύπια σφάντζικα, και είχεν εορτήν
+όλον το χωρίον αλησμόνητον.
+
+Πολλαί μητέρες εζήλευσαν την γραίαν διά την τόσην τύχην της.
+
+Πολλαί παρθένοι εφθόνησαν την Θωμαήν διά το τόσον ριζικόν της.
+
+ — Φτωχούλα ήταν, έλεγον. Ένα σπιτάκι μόνον είχε και ένα αμπελάκι· μα
+είχε μοίρα και ριζικό!
+
+ — Τι καλός ο Λαλεμήτρος, τι χρυσός, τι μαλαματένιος! Σαν την χρυσή
+καδένα του, γειτόνισσα, χρυσός, μάλαμα, γειτόνισσα, ο Λαλεμήτρος.
+
+Έλεγεν η γρηά-Κυρατσού, διηγουμένη τα του γάμου της Θωμαής εις μίαν
+ξηροκίτρινην γειτόνισσάν της, άτυχον και πανάτυχον γυναίκα, ήτις άεργος,
+με κρεμασμένα τα χέρια από το πρωί ως το βράδυ, μη έχουσα ουδέ κουκκιά
+καν σπαρμένα να τα σκαλίζη, εύρισκεν ευχαρίστησιν να σκαλίζη τα σκάνδαλα
+του μικρού χωρίου, ως αι όρνιθες την κόπρον, και είχε πλησιάση προς τον
+σκοπόν αυτόν την γρηά-Κυρατσού.
+
+ — Μ' ένα καλαθάκι σταφύλια, παιδί μου, διηγείτο η γραία, μ' ένα
+καλαθάκι διαλεχτά σταφύλια, ραζακιά, φιλέρια και μαυροκουρούναις. Δεν
+εγύρεψε τίποτα, παιδί μου. Χρυσός άνθρωπος ο Λαλεμήτρος. Μάλαμα
+άνθρωπος· σαν την χρυσή καδένα του ρολογιού του.
+
+ — Λένε πως τώκαμες μάγια, με τα σταφύλια, παρετήρησε τότε μετά πικρίας
+η γειτόνισσα.
+
+ — Χριστός και Παναγία! Χριστός και Παναγία! ανέκραξε διαμαρτυρομένη η
+γραία. Τέτοια πράματα, παιδί μου!
+
+ — Μέσ' 'ς τα φιλέρια, λένε, και 'ς τα ραζακιά βρέθηκε μία νυχτερίδα
+ψόφια . . .
+
+ — Πω! Πω! ψέματα! Ψέματα, παιδί μου! Ψέματα!
+
+Έπτυεν η γρηά-Κυρατσού διαμαρτυρομένη.
+
+ — Κι' απάνω σε μια ασπρούδα, βρεθήκανε, λέει, δυο ψείραις . . .
+
+Διηγείτο ακόμη η ξηροκίτρινη γειτόνισσα.
+
+ — Πω! Πω! ψέματα! Ψέματα! Επανελάμβανεν η γρηά-Κυρατσού. Και
+εξηκολούθει τους θαυμασμούς της διακόπτουσα τας συκοφαντίας.
+
+ — Χρυσός άνθρωπος! Μάλαμα άνθρωπος! Σαν την χρυσή καδένα του!
+
+***
+
+Αληθώς ο Λαλεμήτρος ήτο χρυσούς και άδολος χαρακτήρ. Κατ' αρχάς εν Νέα
+Υόρκη επώλει, παρά την γέφυραν, άνθη εις τους διαβαίνοντας, επιτυχών την
+θέσιν ταύτην τη άδεια της αστυνομίας. Και εκέρδιζεν εκεί ακόπως ικανά
+δολλάρια καθ' εκάστην, και ιδίως τας εορτάς. Είχε βαρύνη πολύ το
+πουγγίον του και διελογίζετο μετά έν ακόμη έτος να επανέλθη πλέον εις
+την πατρίδα του, ότε μία Ιταλίς μονόφθαλμος, και ηγκυλωμένην έχουσα την
+δεξιάν ως αρπάγην αλιέως, εποφθαλμιώσα την θέσιν του εκείνην, την τόσον
+προσοδοφόρο, δεν ξεύρω πώς, τον περιέπλεξεν εις μίαν αδιέξοδον
+πλεκτάνην. Και ο Λαλεμήτρος έχασε την θέσιν του, άνευ ελπίδος να την
+επανακτήση. Αλλά προς τούτοις ερρίφθη και εις το δεσμωτήριον, οπόθεν με
+πολλούς κινδύνους κατώρθωσεν επί τέλους να διαφύγη, φέρων μεν επ' ώμων
+την κεφαλήν, αλλά κενόν πλέον το πουγγίον.
+
+ — Τι να λιμπισθώ εγώ από μια στραβή, από μια κουλή!
+
+Διεμαρτύρετο προς τον θεόν, ο Λαλεμήτρος, ωσάν τον Ιωσήφ τον πάγκαλον,
+μη έχων κανένα προστάτην εν τω κόσμω εκείνω, κατά της αδίκου πλεκτάνης
+της γυναικός.
+
+Και περιφερόμενος έπειτα εις την προκυμαίαν της μεγαλοπόλεως εστέναζε
+βλέπων μακρόθεν την θέσιν εκείνην την επικερδή, την οποίαν κατείχε πλέον
+η Ιταλίς εκείνη η παρμένη.
+
+ — Όλοι εδώ υπερασπίζουν της γυναίκες. Καϋμένη Ελλάδα! Ούτως, ίνα μη εκ
+νέου περιπέση εις νέα δίκτυα γυναικεία — και απλούνται τόσα πολλά εκεί
+εις τους ξένους κόσμους, περιβάλλοντα ως εν αράχναις τα τρίστρατα και
+τας πλατείας — ήλλαξεν επάγγελμα, εκλέξας έργον καθαρώς ανδρικόν.
+Κινδυνώδες μεν και αυτό, αλλ' ελεύθερον. Εγένετο δύτης και αλιεύς
+αστακών, και είχε να κάμη πλέον με φανερούς εχθρούς, με τα κήτη
+τ'ανθρωποφάγα της αβύσσου, και ουχί με κρυφούς και δολίους, ως είνε οι
+άνθρωποι της γης. Έμαθε λοιπόν ο Λαλεμήτρος να είνε ευθύς και τολμηρός,
+άφοβος και αληθής.
+
+Και ως αλευροπώλης απέκτησε καλήν πελατείαν ταχέως εν τω χωρίω του.
+Αποτροπιαζόμενος αυτός την αμαρτωλόν του καπετάν-Κονόμου τοκογλυφίαν,
+ήτο δίκαιος εις το εμπόριόν του.
+
+ — Ποτέ μην αδικήσης τον πτωχόν εις το ψωμί του, έλεγε, Έδιδε και αυτός
+επί πιστώσει, αλλά μετά δικαιοσύνης.
+
+Και εις τον καιρόν του ελαιοκάρπου εισέπραττε τα χρήματά του.
+
+Πλην, μετά τα έτη της ευφορίας, ήλθον έτη συνεχή αφορίας και δυστυχίας.
+Το έργον της ελαίας συνεχώς εψεύδετο εις την νήσον εκείνην. Ήνθιζον
+καλώς αι ελαίαι, κατάλευκοι τον Μάιον, ως χιονισμέναι, έδενεν ο καρπός
+εύελπις, αλλ' ένας λίβας αίφνης, πνέων τακτικώς τον Ιούλιον, κατέκαιεν
+αυτόν.
+
+Τότε, εις τον καιρόν αυτόν της δυστυχίας, ήτο ευτυχής ο καπετάν-Κονόμος,
+προκηρύττων διά του κήρυκος:
+
+ — Μιάμιση οκά αλεύρι, δυο οκάδες λάδι!
+
+Κ' εφώναζε και ο ίδιος με πατρικήν προστασίαν:
+
+ — Να φάγη η φτώχια, παιδιά! Να σχωρνάνε τα πεθαμένα!
+
+Είχε κεφάλαια ο καπετάν-Κονόμος. Αλλ' ο Λαλεμήτρος έως πόσα δολλάρια να
+είχεν ελθών τα πρώτον εξ Αμερικής; Όσα και αν είχεν, έκαμεν ο άνθρωπος
+επίδειξιν, έκαμε γάμους, έκαμεν έξοδα. Έπαυσαν τότε εν τη δυστυχία
+εκείνη αι εισπράξεις, αλλ' έπαυσαν συνάμα και αι πιστώσεις του
+Λαλεμήτρου εις Βόλον· Και να ήθελε να γείνη και αυτός κακός, ως ο
+καπετάν-Κονόμος, να κερδήση εκατό τα εκατό, δεν ηδύνατο, διότι δεν είχε
+τα μέσα. Σήμερον, βλέπετε, και διά να γείνη κανείς κακός, χρειάζεται
+μέσα, ως και όταν θέλη να γείνη καλός. Επανειλημμένως ήλθον διαταγαί εκ
+Βόλου να εξοφλήση τας συναλλαγματικάς του. Επανειλημμένως ο Λαλεμήτρος
+εφυλλομέτρησε το κατάστιχόν του, επεσκέφθη τους οφειλέτας του, επεσκέφθη
+τους ελαιώνας του χωρίου. Αλλ' όλα του απήντησαν με ασπλαγχνίαν
+αρνητικώς· το κατάστιχον τω επέδειξεν αριθμούς μόνον, δολλάρια
+ζωγραφισμένα, οι οφειλέται τω έδειξαν τους ελαιώνας των, περιβάλλοντας
+με δροσιάν όλην την νήσον και οι ελαιώνες τα φύλλα των τα στακτόχροα.
+
+ — Αυτά τα βερεσέδια, Θωμαή, πολύ τα φοβούμαι! Είπε την τελευταίαν
+ημέραν της αναχωρήσεώς του πάλιν εις την γυναίκα του. Ήμουνα βουτηχτής
+και δεν ετρόμαξα ποτέ τα ψάρια τα άγρια. Και τώρα φοβούμαι πως τα
+βερεσέδια θα με φάνε.
+
+Η Θωμαή, ανίδεος κόρη από τα του κόσμου, γυνή μη γνωρίζουσα τίποτε άλλο
+από τα οικιακά έργα, τι να είπη, τι να συμβουλεύση. Ν' αλλάξη ο σύζυγός
+της εργασίαν; Αλλ' είχε κακοσυνηθίση πλέον εις τον καθιστικόν βίον ο
+Λαλεμήτρος. Όλην την ημέραν εκάθητο εις τα αλευροπωλείον του, πωλών
+άλευρον, δεχόμενος έλαιον, φυλλομετρών το κατάστιχόν του και φουμάρων
+τον ναργιλέ του. Είχε παχύνη όχι μεν ως τον καπετάν-Κονόμον, αλλ' είχε
+παχύνη τέλος. Πολλάκις τον παρεκάλει η Θωμαή να κλείση τα μαγαζείον
+ολίγας ώρας, να υπάγουν εις την άμπελον, να φάγουν γλυκά σταφύλια· αλλ' ο
+Λαλεμήτρος ουδέποτε το απεφάσιζε. Το εμπόριον, και το ευτελέστερον
+ακόμη, γεννά θέλγητρα μυστηριώδη εις τον μετερχόμενον αυτό, όστις ολίγον
+κατ' ολίγον τόσον συστέλλει τον μέγαν και απέραντον της ζωής ορίζοντα,
+ώστε κατορθώνει τέλος να περιορίση αυτόν δέσμιον εν μέσω των τεσσάρων
+τοίχων του μαγαζείου του. Εθέλγετο λοιπόν εκεί και ο Λαλεμήτρος,
+φυλλομετρών το κατάστιχόν του. Και φουμάρων τον ναργιλέ του ουδέ
+απάντησιν έδιδεν εις την Θωμαήν, ήτις τον εκάλει έξω:
+
+ — Να μ' αγαπούσες κάνιο σαν τον ναργιλέ! παρεπονείτο τότε κλαίουσα η
+Θωμαή.
+
+Την παραμονήν της αναχωρήσεώς του είχε λάβη έντονον εκ Βόλου διαταγήν,
+ότι ώφειλε να εξοφλήση ανυπερθέτως δύο συναλλαγματικάς του, αίτινες προ
+μηνός έληξαν, άλλως ηπείλουν αυτόν διά προσωπικής κρατήσεως.
+
+ — Για τον Θεό!
+
+Εφώνησεν έντρομος ο Λαλεμήτρος, αναγνούς την διαταγήν. Αλλ' ίνα μη
+εννοήση η σύζυγός του, ήτις τον έβλεπε σύννους, παρακαθημένη, προσέθηκεν
+ηρεμώτερος:
+
+ — Ακρίβηναν, λέει, ταλεύρια πάλιν!
+
+Διενοήθη ο Λαλεμήτρος να ενεχυριάση τότε, ή και να πωλήση εν τη εσχάτη
+ανάγκη την χρυσήν του ωρολογίου του άλυσιν, μη έχων άλλον πόρον
+χρημάτων, και σωθή από το αίσχος της φυλακίσεως.
+
+ — Δεν είμαι για κόσμο πλεια! επανελάμβανε περιφερόμενος εντός του
+μαγαζείου του, δεν είμαι για κόσμο!
+
+Αλλά κατεκοκκίνησεν από εντροπήν και μόνον διότι εσκέφθη να προβή εις το
+διάβημα τούτο, όπερ θα τον εξηυτέλιζεν ολοτελώς εν μέσω του χωρίου.
+
+Εκτός όμως της εντροπής, ησθάνετο και ανέκφραστόν τινα συμπάθειαν προς
+την χρυσήν εκείνην άλυσιν, την ηγάπα, ως αγαπά φιλάργυρος το χρυσίον.
+
+ — Τι ώμορφη! έλεγε πολλάκις και η Θωμαή, θωπεύουσα μαλακά-μαλακά το
+ολόχρυσον εκείνο καλλιτέχνημα, με τας απαλάς της χείρας.
+
+ — 'Σαν χρυσό φειδάκι, καλέ!
+
+Επανελάμβανε.
+
+ — Φειδάκι που με φυλάει, έλεγε τότε ο Λαλεμήτρος μειδιών, φειδάκι που
+αντί για φαρμάκι με ποτίζει ζωήν.
+
+ — Ποιος ξέρει ποια αμερικάνα θα σου την εχάρισε!
+
+Και διηγείτο τότε ο Λαλεμήτρος:
+
+ — Ένας Εβραίος. Μου την επώλησεν ένας Εβραίος. Μου είπε κρυφά 'ς το
+αυτί:
+
+ — Πάρε την, κουζούμ· πάρε την, κουζούμ. Κουζούμ, πάρε την. Θα με
+θυμάσαι!
+
+Ήτο από αγνόν χρυσίον όλη. Υπήγαν εις αδαμαντοπώλην επίσημον και την
+εδοκίμασαν. Χρυσίον εικοσιτεσσάρων καρατιών.
+
+ — Έχω εγώ το μέσον να την πωλήσω, κουζούμ. Αλλά θέλω να την πάρης εσύ.
+Ξέρεις τίποτε, κουζούμ; εψιθύρισε κρυφά εις το ους του Λαλεμήτρου ο
+Εβραίος. Ήτανε μέσα σε δικά σας άγια πράγματα. Κάποιος τα έκλεψεν από
+μοναστήρι μαζύ με άγια δισκοπότηρα και σταυρούς και ήλθεν εδώ και τα
+επούλησε. Πάρε την, κουζούμ! Να με θυμάσαι! Άκουσέ με! Και μη την βγάλης
+από πάνω σου!
+
+Αληθώς η χρυσή εκείνη άλυσις εφαίνετο ότι τω όντι ήτο πολύ αρχαία,
+βυζαντινόν κατασκεύασμα.
+
+Την ηγόρασε λοιπόν ο Λαλεμήτρος και ως έλεγεν εις την Θωμαήν, πολλάκις
+αύτη τον εφύλαξεν από πολλούς κινδύνους, Εις τον πυθμένα της αβύσσου
+κάτω τον κελαινόν, ως δύτης, την έφερε μεθ' εαυτού πάντοτε ο Λαλεμήτρος
+καθώς τον είχε συμβουλεύσει ο Ισραηλίτης, και ουδέποτε ουδέν κακόν τω
+συνέβη, Τα κήτη επλησίαζον προς αυτόν με ορμήν πολλάκις, αλλά μόλις την
+έβλεπον, ακτινοβολούσαν την χρυσήν άλυσιν, απεσύροντο ηρέμα, ως φελούκαι
+προς τα οπίσω κωπηλατούμεναι . . .
+
+Η ψυχή του απέκρουε λοιπόν την ιδέαν της απαλλοτριώσεως της χρυσής του
+καδένας. Τω εφαίνετο σκληρά αχαριστία προς το θαυματουργόν εκείνο
+καλλιτέχνημα, αντανακλώσα εις την Χάριν αυτήν του Θεού όπου το είχεν
+αγιάσει τόσον.
+
+Ενύκτωσεν. Εκάθισε να φάγη δήθεν. Η Θωμαή παρεκάθητο λυπημένη, άφωνος,
+με την μανδήλαν της καταιβασμένην. Η γραία έμεινε κάτω εις το μαγαζείον,
+ανοικτόν ακόμη.
+
+Σκέψεις σατανικαί, πειρασμοί ξηροί περιετριγύριζον όλον τον εσωτερικόν
+άνθρωπον. Προς στιγμήν, εις την λάμψιν της λυχνίας, ως όφις ζωντανός,
+έλαμψεν η χρυσή άλυσις του ωρολογίου του, εις τους δακρυσμένους της
+Θωμαής οφθαλμούς· όφις ολόχρυσος, όφις ελισσόμενος εκεί επί του στήθους
+του Λαλεμήτρου, ως θέλων κάποιον να δήξη εκεί, κάποιον να φαρμακώση
+γλυκά και χρυσά ως η απιστία.
+
+ — Αφού ακρίβηναν ταλεύρια, Λαλεμήτρο, πάρε 'λιγώτερα σακκιά.
+
+Ετόλμησε να παρατηρήση η αθώα γυνή, μαλακύνουσα την αγωνίαν του συζύγου
+της.
+
+Αλλ' εκείνος θέλων να παίξη ίσως, θέλων να γελάση πιθανώς, ήνοιξε το
+στόμα του το κλειδωμένον έως τότε και είπεν:
+
+ — Όπως έγεινε σήμερα ο κόσμος με τα βερεσέδια, καλλίτερα είνε να μην
+παντρεύεται κανένας!
+
+Και έκυψε προς το στήθος του ο Λαλεμήτρος, ως αισχυνόμενος διά τον λόγον
+οπού είπε.
+
+Την στιγμήν εκείνην εις τους θαμβωμένους οφθαλμούς της Θωμαής έλαμψεν ως
+όφις μαύρος με μελανάς λάμψεις η χρυσή καδένα του Λαλεμήτρου. Ο όφις ο
+δόλιος και σκόλιος, ο δράκων ο παμπόνηρος, ο απατήσας ποτέ την Εύαν εν
+τω Παραδείσω.
+
+***
+
+Όταν η ελπίς η γόησσα ψευσθή, η τρελλή και παίζουσα ως πεταλούδα
+ποικιλόπτερος, όταν χωνεύση, ως το ταξειδεύον πλοίον, αναρπαγείσα από
+τον ορμητικόν της απάτης άνεμον, τότε επέρχεται η απόγνωσις, άπτερος, ως
+πεταλούδα οπού έκαυσε τα πτερά της. Και η απόγνωσις επήλθεν εν τω
+οικίσκω της Θωμαής βιαία. Μαύρη και ατελείωτος, ως νυξ του χειμώνος.
+
+Η Θωμαή επέρριπτε την αιτίαν της κακοτυχίας εις την μητέρα της και η
+μήτηρ εις την κόρην της. Σημείον ότι και αι δύο έπταιον.
+
+ — Ένας άσωτος, ένας ξεσόιαστος! έλεγον απεγνωσμέναι.
+
+Εις τα μικρά μέρη το να μένη η κόρη άγαμος, άνευ ελπίδος γηράσκουσα,
+θεωρείται άτυχον και κακόν. Αλλά το να παραιτήση ο άνδρας την γυναίκα
+του, και εκείνος μεν να γίνη άφαντος, σαν ένας κομήτης, οπού δεν θα
+ξαναφανή πλέον, αύτη δε να είνε χήρα, και να μη έχη την άδειαν να
+μαυροφορέση, τούτο θεωρείται ακόμη πλέον άτυχον, και πλέον κακόν.
+
+ — Να θαμπωθούμε πλεια τόσο, να στραβωθούμε, καλέ, από μια χρυσή καδένα!
+έκλαιον απηλπισμέναι.
+
+Και όμως ήρχοντο ενίοτε ώραι, καθ' ας η Θωμαή, εναντίον όλης της
+αδυσωπήτου οργής της μητρός της, εύρισκεν ελαφρυντικάς περιστάσεις, ως
+δικαστής φιλάνθρωπος, διά τον σύζυγόν της, όστις αναχωρών δεν έδειξε
+καμμίαν δυσαρέσκειαν εναντίον της, καμμίαν υποψίαν αποστροφής ή άλλης
+δικαίας ή αδίκου αιτίας.
+
+ — Τα βερεσέδια, μάννα μου!
+
+Εδικαιολόγει η Θωμαή τον άνδρα της.
+
+Η γραία όμως περισσότερον μνησίκακος, διακόπτουσα ταύτην αποτόμως,
+έλεγε:
+
+ — Το κεφάλι του, πες!
+
+Και υπερασπίζουσα τους πτωχούς χωρικούς, προσέθετεν:
+
+ — Ήθελε να πλουτήση από το λάδι. Μα το λάδι του φτωχού είνε ανακατωμένο
+με το αίμα του και είνε κακοχώνευτο. Να κάμη μια δουλειά να ζήση, 'σαν
+άνθρωπος, όχι να μοιράση τα λεπτά του, ν' αδειάση τα χέρια του, και να
+κρατή ύστερα τον ναργιλέ του! Ο τεμπέλης! Και να περιμένη ύστερα την
+λαδιά, για να κερδήση εκατό τα εκατό. Αυτά μόνον ο καπετάν-Κονόμος ξέρει
+και τα καταφέρνει.
+
+Τότε και αι δύο, θεωρούσαι γελοίον το πράγμα, να σκέπτωνται κατόπιν
+εορτής, έθετον τέλος εις τους ακάρπους αυτούς ελέγχους, μεταβαίνουσαι
+εις την άμπελον και καταγινόμεναι περί την επίπονον αυτής καλλιέργειαν,
+διότι αύτη μόνον απέμεινε, και διά τας δύο αυτάς ψυχάς, ως το μόνον
+παραμύθιον. Η άμπελος. Και ο γέρων ιερεύς, ο πνευματικός των, ο παπα-
+Γιώργης όστις — ας είνε καλά — συχνά τας επαρηγόρει, διδάσκων αυτάς την
+εν Κυρίω υπομονήν, η οποία βραβεύεται δι' αμαράντων στεφάνων παρά του
+μισθαποδότου Χριστού.
+
+ — Νά, ταις έλεγεν ο ιερεύς, ο γηραλέος και σεβάσμιος, δεικνύων δια της
+μαύρης χονδρής ράβδου του τα γαμήλια στέφανα της Θωμαής, άτινα ήσαν
+ανηρτημένα υψηλά από καρφιού, παρά την εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής,
+συνδεδεμένα διά μεταξωτού λευκού μανδηλίου.
+
+Σκονισμένα, αραχνιασμένα, ως πένθιμα σύμβολα διαζευχθέντος ανδρογύνου,
+εφωτίζοντο, ημέραν και νύκτα, αμυδρώς, υπό της ιεράς εκείνης κανδήλας
+του εικονίσματος. Τα χρυσά βαράκια και τα εκ ψευδοχρύσου φυλλάρια αυτών
+είχον μαυρίσει, εξαφανισθείσης της χρυσής στιλβώσεως, και τα άλλα δε τα
+εκ λευκών κ' ερυθρών ταινιών ανθέμια και οι φιογγίσκοι και οι ψευδείς
+κάλυκες της λεμονέας, είχον ωσαύτως αμαυρωθή. Νά! ταις έλεγεν ο γέρων
+ιερεύς. Βλέπετε αυτά τα στεφάνια του γάμου; Και ύψωνε προς αυτά την
+μαύρην ράβδον του, ως να ήθελε να τα ξεκρεμάση από εκεί.
+
+ — Πόσα χρόνια έχουν; Και, καθώς βλέπετε, πάνε! Όλος ο κορνιαχτός της
+τσατής κατεστάλλαξεν επάνω των. Μαύρισαν, σαν της μουρτιαίς, που βάζουν
+'ς την πόρτα της Παναγίας, 'ς την φέστα, και η οποίαις δεν βαστάνε
+παραπάνω από μια 'μέρα. Και καταβιβάζων την χείρα του και την ράβδον,
+και βλέπων τας δύο γυναίκας κατ' οφθαλμούς, εξηκολούθει, όλος
+ενθουσιασμένος θείον ενθουσιασμόν:
+
+ — Μα, τα στεφάνια εκείνα, που σας λέγω εγώ, που θα σας δώση ο Κύριος,
+σαν έχετε υπομονήν, εκείνα τα στεφάνια, Θωμαή μου και γρηά-Κυρατσού, δεν
+μαραίνονται, δεν σκονίζονται, δεν μαυρίζουν. Αιωνίως λάμπουν νωπά και
+χλοερά, εν τη βασιλεία των ουρανών, σαν της μουρτιαίς 'ς της Μαμμούς το
+ρέμα· Και απήγγελλε μεγαλοπρεπώς το του ψαλμού:
+
+ — «Υπομένων υπέμεινα τον Κύριον και προσέσχε μοι!»
+
+Εσιώπα μικρόν. Και βλέπων με το ιλαρόν βλέμμα του είτα την γραίαν, και
+υψών την φωνήν του, ως εάν ελάλει προς κωφόν, επανέλεγε:
+
+ — Τ' ακούς, γρηά-Κυρατσού;
+
+Αλλ' όταν έχωμεν υπομονήν, εξηκολούθει μαλακύνων την φωνήν του και
+βλέπων ιλαρώς τώρα την Θωμαήν, όταν έχωμεν υπομονήν, Θωμαή μου, τότε μας
+ακούει ο Κύριος και μας κάμνει ό,τι του ζητήσωμεν, προς το συμφέρον
+πάντοτε της ψυχής μας. Και ημπορεί τότε κ' εδώ καλά να περάσωμεν το
+υπόλοιπον της ζωής μας, και να κερδήσωμεν και την βασιλείαν των
+ουρανών . . .
+
+Οι λόγοι ούτοι ηύφραινον πραέως τας δύο γυναίκας κ' εγλύκαινον την
+πικρίαν των, ως το αγνόν γάλα, το οποίον ηδέως μαλακύνει τον ξηρανθέντα
+υπό της νόσου φάρυγγα!
+
+ — Ένα ξερό κορμί είσαι, κόρη μου. Παιδιά δεν έχεις. Δόξα σοι ο θεός! Θα
+περάσης τον ψεύτικον αυτόν κόσμον. Με το αμπελάκι σου, θα ψευτοπεράσης.
+
+Επαρηγόρει την Θωμαήν η μητέρα της.
+
+ — Και συ, μαννούλα μου, άλλο ένα ξερό κορμί είσαι. Ένα δεμάτι ξύλα να
+φέρνης, θα βγάλης το ψωμί σου. Δόξα σοι ο Θεός!
+
+Επαρηγόρει και η Θωμαή την μητέρα της.
+
+Αλλ' η Θωμαή δεν ηδύνατο να λησμονήση τον Λαλεμήτρον, αν και ολόκληρος
+τριετία είχε παρέλθει από της αναχωρήσεώς του. Τον ηγάπα τον
+αδιαφόρητον. Τώρα δε, εν τη εγκαταλείψει, περισσότερον κατενόησε τούτο
+και κατεκαίετο η καρδία της. Όλα όσα έλεγεν εναντίον του, εν τη θλίψει
+της ενίοτε, τα έλεγεν από την πολλήν προς την μητέρα της συμπάθειαν, να
+συμφωνή μαζί της, να μη κατατήκεται η γραία και αποθάνη προ της ώρας
+της. Αλλά και έλκεται φυσικώς η γυνή πάντοτε προς τον άνδρα, μεθ' ου,
+διά της ευλογίας του ο Θεός την συνέδεσεν, αδιαρρήκτως, ως έλκεται ο
+σίδηρος προς τον μαγνήτην. Όσον και αν απέτυχεν εις την εκλογήν, όσον
+και αν την κατήσχυνεν η απότομος εγκατάλειψίς του, δεν ηδύνατο να
+αισθανθή μίσος προς αυτόν. Μόνον διότι έβλεπεν επί τινος αραφίου τον
+έρημον ναργιλέ του, εγκαταλελειμμένον, εκινείτο εις δάκρυα. Και
+παρηγορουμένη ματαίως διελογίζετο πολλάκις:
+
+ — Ίσως για μένα έφυγεν. Ίσως πήγε πάλιν εις την Αμερική, να δουλέψη
+πάλιν, να κερδήση, για μένα τώρα. Το πρώτο του ταξείδι ήτανε για τον
+εαυτό του, τα δεύτερο είνε ίσως για μένα.
+
+Κ' εστέναζε τότε κρυφά, αποσυρομένη κάτω εις το κλειστόν μαγαζείον,
+κρυφά από την μητέρα της. Κ' ηγρύπνει εξ έρωτος και ηύχετο να εγνώριζε
+πού μένει ο Λαλεμήτρος, να τρέξη να γείνη δούλα του, να γείνη σκλάβα
+του, μόνον για να τον βλέπη. Τας βαρείας εκείνας λέξεις
+τας οποίας εξεστόμισεν ο Λαλεμήτρος τας τελευταίας ημέρας της
+αναχωρήσεώς του, ότε κατείχετο υπό της δεινής εκείνης ψυχικής
+στενοχωρίας, τας λέξεις εκείνας ήδη η Θωμαή, εν ταις στιγμαίς ταις
+φλογεραίς του έρωτος, αντιθέτως εξήγει, ως ρηθείσας από της μεγάλης προς
+αυτήν αγάπης, ότε, καταχρεωμένος εκ των μεγάλων εμπορικών του ζημιών,
+εγίνετο πρόσκομμα εις τον άνετον συζυγικόν των βίον, όστις θ' απέβαινεν
+ούτως αδιάκοπον μαρτύριον.
+
+ — Κ' εγώ δεν είχα καμμιάν απαίτησιν η κακομοίρα! Έκλαιε τότε η Θωμαή,
+κρυφά κάτω, κάτω εις το κλειστόν μαγαζείον.
+
+Και τότε της ήρχοντο άλλαι πρακτικώτεραι, αλλά τρομεραί σκέψεις. Ο
+Λαλεμήτρος ήτο φιλότιμος. Ήτο υπερήφανος. Το ήξευρε τούτο η Θωμαή. Ποτέ
+δεν ηθέλησε να ωφεληθή από την αδικίαν. Ίσως να τον κατεστενοχώρησεν
+εκείνο το τηλεγράφημα, εσκέπτετο η Θωμαή. Ίσως να μη είχε να πληρώση εις
+τον αλευρόμυλον, ίσως να ήτο κίνδυνος να φυλακισθή, και επάνω εις την
+φιλοτιμίαν του, ίσως να έπαθε κανένα κακόν. Μπορεί να του ήλθε νταμλάς.
+Δύσκολο πράγμα είνε ν' αποθάνη κανένας; . . . Και τότε, περιδεής η
+Θωμαή, τον εθρήνει κρυφά, κάτω εις το κλειστόν μαγαζείον:
+
+ — Λαλεμήτρο, Λαλεμήτρο μου!
+
+Είχεν ακουσθή ένα τοιούτον, εκείνα τα έτη, εις την μικράν επαρχίαν. Ένας
+έμπορος, απολέσας την περιουσίαν του, και κινδυνεύων να φυλακισθή,
+ευρέθη κρεμασμένος από μίαν ελαίαν.
+
+Τότε εις τους φόβους της τούτους η Θωμαή, μεταβαίνουσα πρωί-βράδυ,
+ήναπτε τα κανδήλια του Αγίου Γεωργίου, ενός μικρού ναΐσκου, παρά την
+άμπελον, υπό την σκιάν ελαιών και κυπαρίσσων, να τον φυλάττη ο άγιος,
+όπου και αν είνε, αν είνε ζωντανός. Ήναπτε τα κανδήλια του αγίου,
+σαράντα μέραις και σαράντα νύκτες, όλον το σαρανταήμερον. Ήναπτε κηράκια
+προ της εικόνος του αγίου, εις το ξύλινον μικρόν μανουάλιον. Ήναπτεν
+ανθρακιάν εντός θραυσμένης κεράμου, κ' εθυμίαζε τον μικρόν ναΐσκον,
+σαράντα μέραις και σαράντα νύκτες. Ήναπτε με την φλόγα της καρδίας της
+και τους δύο οφθαλμούς της, τους μαύρους ως δύο ρώγαις μαυροκουρούνας,
+και τότε θερμά δάκρυα, τα δάκρυά της, ερράντιζον το ψηφιδωτόν του
+ναΐσκου έδαφος, όστις ολοκαίνουργος και απαστράπτων συνετηρείτο εις την
+εσχατιάν εκείνην του χωρίου, θαρρείς κ' εκτίσθη προς παραμυθίαν της, να
+δέχηται, σιωπηλός εκεί, τ' αγνά της Θωμαής ολοκαυτώματα.
+
+Και προσηύχετο ώραν εκεί, προ της εικόνος του αγίου, κάμνουσα ευλαβείς
+σταυρούς η Θωμαή:
+
+ — Άη μ' Γιώργη! Άη μ' Γιώργη!
+
+Και εγονυπέτει επανειλημμένως, ενώπιον του μεγαλομάρτυρος ιππέως, η
+Θωμαή:
+
+ — Άη μ' Γιώργη! Άη μ' Γιώργη!
+
+Και προσεκόλλα οβολούς η Θωμαή επί της εικόνος του τροπαιοφόρου αγίου,
+του ρυομένου τους αιχμαλώτους:
+
+ — Άη μ' Γιώργη! Άη μ' Γιώργη!
+
+Και οι οβολοί της Θωμαής ουδέποτε κατέπιπτον, ουδέποτε απεσπώντο από της
+εικόνος απρόσδεκτοι. Εκολλούσαν επάνω εις την εικόνα ως με ψαρόκολλαν.
+
+Αλλ' είχε κ' επί της μυστηριώδους εκείνης χρυσής καδένας, άλλας ελπίδας
+η νεαρά σύζυγος. Όσον και αν ήτο Εβραίος ο πωλήσας αυτήν, και όσον και
+αν ήτο πλαστόν το μύθευμά του, ημπορεί να ήτο και αληθινόν· η χρυσή
+εκείνη άλυσις ήσκει μεγάλην γοητείαν επί της γυναικός. Και όταν κατά
+πρώτον την είδε, της εφάνη ότι δι αυτήν ηγάσθη και ηγάπησε και έκαμε
+άνδρα της τον Λαλεμήτρον.
+
+Μετά πόσης θλίψεως εν ταις ημέραις αυταίς ταις πενθίμοις της εξαφανίσεώς
+του, ενεθυμείτο τας πρώτας εκείνας ημέρας της μακαριότητος, ότε κατά
+πρώτον είδε τον Λαλεμήτρον, εξ Αμερικής άρτι επανελθόντα, και
+αναιβοκαταιβαίνοντα εμπρός από τον οικίσκον της! Κοντός, εύμορφος, με
+μαύρα ρούχα, με άσπρον υποκάμισον, εσυχνοπερνούσεν από κάτω από τα
+παραθυράκια της, σαν να ήλθεν από τον ξένον κόσμον επίτηδες δι' αυτήν.
+Και την έβλεπεν εκείνος, και τον εκρυφοκύτταζεν εκείνη, και έλαμπεν εις
+το στήθος του η χρυσή καδένα, ολόχρυσος, από βενετικό καθαρό μάλαμμα,
+θαμβόνουσα τους οφθαλμούς της. Και όταν δε πάλιν ήκουσε παρά του ιδίου
+την παράδοξον ιστορίαν εκείνης της αλύσεως, με ακόμη περισσότερον θάμβος
+την έβλεπε, ως ιερόν τι πράγμα πλέον, οπού είχε μεγάλην δύναμιν ν'
+αποτρέπη το κακόν. Καθώς τω όντι και συνέβη πολλάκις εις την Αμερικήν,
+όταν ως δύτης πολλάκις εσώθη, όπως εκείνος έλεγεν.
+
+Η ιδία η μητέρα της, έκπληκτος, της είπε μίαν ημέραν, οπού ο Λαλεμήτρος
+ήτο άρρωστος.
+
+ — Κύτταξε, Θωμαή μου, πώς ανεμίζει η χρυσή καδένα του! Σαν φειδάκι,
+καλέ, ζωντανό!
+
+Το αυτό συνέβαινε πάντοτε, έλεγεν η γραία, οσάκις ο Λαλεμήτρος ήτο
+αδιάθετος ή ασθενής.
+
+Κατά βάθος η Θωμαή, διδαγμένη από καλούς πνευματικούς, ανεγνώριζε την
+πλάνην της, αλλ' όμως της εφαίνετο ότι η χρυσή εκείνη άλυσις απέπνεεν
+ευωδίαν μυστικήν, αγίων λειψάνων άρωμα, και ουδόλως απίθανον, εσκέπτετο,
+να προήρχετο από των κειμηλίων βυζαντινού ιερού μοναστηρίου, καθώς
+έλεγεν ο Εβραίος. Ως τοιαύτην την εξελάμβανε κ' εστήριζε τότε επ' αυτής
+αγαθάς ελπίδας, ότι ενόσω είχεν αυτήν ο σύζυγός της, ουδέν κακόν θα
+επάθαινεν.
+
+ — Αλλ' αν ευρέθη εις την ανάγκην και την επώλησεν!
+
+Της ήρχετο και αυτή η θλιβερά σκέψις.
+
+Παρήλθεν ούτω και άλλο ακόμη έτος και ουδεμίαν είδησιν ελάμβανεν η
+Θωμαή. Κατ' αρχάς, τας πρώτας ημέρας, διεδόθη ότι τον εφυλάκισαν εις
+Βόλον. Αλλά τούτο διεψεύσθη αμέσως κατόπιν. Άλλη φήμη διέδιδεν ότι πλέων
+εις Πειραιά, έπεσεν εις την θάλασσαν από το ατμόπλοιον την νύκτα και
+επνίγη. Αλλά και τούτο διεψεύσθη από το πρακτορείον. Έγραψεν εις
+Πειραιά, αλλ' ουδείς τον είδεν εκεί. Έγραψεν εις όλας τας μεγάλας πόλεις
+της Ανατολής, όπου συνήθως μετέβαινον προς εργασίαν πατριώται, αλλ'
+ουδαμού ο Λαλεμήτρος εφάνη. Ουχ ήττον, από εντροπήν, εις τους ερωτώντας
+αυτήν έλεγε πάντοτε ότι είνε καλά ο Λαλεμήτρος και ότι έχει καλήν
+εργασίαν. Αλλ' υφίσταντο πλέον στερήσεις πολλάς και παντοίας αι δύο
+γυναίκες. Αι αφορίαι των ελαιών εξηκολούθουν και η Θωμαή ουδέν
+εισέπραττεν εκ των οφειλετών των παλαιών. Τότε ήρχισαν να στενοχωρώνται
+ακόμη περισσότερον, ήρχισαν να πένωνται. Και μόλις κατώρθωνον να
+καλλιεργήσωσι την μικράν άμπελον, την οποίαν εντρέποντο ν' αφήσωσι
+κλάραν. Εν τω διαστήματι τούτω, επήλθε και μία ευφορία των ελαιών, όπου
+όλοι οι χωρικοί εγυαλοκοπούσαν σαν λαδωμένοι ποντικοί, αλλ' ουδείς αυτών
+ήθελε ν' αναγνωρίση αντιπρόσωπον του αλευροπώλου:
+
+ — Σαν έλθη ο Λαλεμήτρος, έλεγον όλοι.
+
+Το τελευταίον τούτο έτος, η Θωμαή εκλείσθη εις τον οικίσκον της, αόρατος
+διελθούσα ολόκληρον τον χειμώνα χωρίς να ομιλή με κανένα, χωρίς να βλέπη
+κανένα, ράπτουσα επί μισθώ και υφαίνουσα, έως ου μίαν αυγήν της
+ανοίξεως, μίαν χαρμόσυνον αυγήν, που τα πουλάκια εκελαϊδούσαν με χαράν
+επάνω εις την αμυγδαλήν της αυλίτσας της, ως να ήλθε κάποιος από τα
+ξένα, και τον εχαιρέτιζον, προσφωνούντα το καλώς ήλθες, εν στωμυλία,
+λάλω, εν χορικοίς αλαλαγμοίς, μίαν αυγήν ευώδη της ανοίξεως, που αι
+καρδίαι των ανθρώπων ανοίγονται, και αυταί γεμάται από ευωδίας και
+αρώματα, ανοίγονται ως ταπριλιάτικα εκείνα τριαντάφυλλα, τα χείλη τα
+αγνά, τα ρόδινα, της φύσεως, οπού φιλούν τον κόσμον όλον, πλουσίους και
+πτωχούς, με αγάπης ευωδίαν — και θέλουν αι καρδίαι, εις τοιαύτην ώραν
+συναντήσεως του σύμπαντος, κάτι να λαλήσουν και αυταί, ως όλα τα ζώντα,
+κάτι να ζητήσουν, κάποιον να χαιρετίσουν, κάποιον ν' ασπασθούν, ως τα
+πουλάκια της αμυγδαλής — τότε, μίαν τοιαύτην αυγήν ηδονικήν, οπού οι
+άνεμοι όλοι ησύχαζον αναπαυόμενοι, και έπνεον μόνον αι αύραι ως από
+μύρων και από λιβάνου, εξήλθε τότε της οικίας της η Θωμαή, μετά τόσην
+απομόνωσιν, να μεταβή εις την άμπελον, οπού είχε μήνας ολοκλήρους να
+εξέλθη.
+
+Επόθησεν αίφνης την ζωήν, την ζωήν, ήτις κ' εν τη ασβόλη της πτωχείας κ'
+εν τη χλιδή του πλούτου, ανασκιρτά η αυτή με τας αυτάς επιθυμίας και τα
+ίδια όνειρα, αιώνιος και ατελεύτητος πάντοτε, εν όσω θα είνε αιώνιος και
+ατελεύτητος και ο κόσμος μέχρι της συντελείας. Ενθυμήθη την νεότητά
+της, εκείνην την αυγήν, ως να την ωνειρεύθη την νύκτα, και εξηγέρθη
+νεωτέρα, της εφάνη. Ενθυμήθη την χαράν του γάμου της, την ευλογημένην
+εκείνην χαράν, ήτις ουδέποτε λησμονείται. Ενθυμήθη τας διασκεδάσεις
+εκείνας τας αθώας και τους χορούς, την αγαλλίασιν της αναπαύσεως και τα
+ζεύκια ταλησμόνητα, ς' τα πανηγύρια. Και ακόμη πορρωτέρω. Ενθυμήθη τας
+αγνάς του παρθενικού βίου της ημέρας, τας παιδικάς. Να καθίση αμέριμνος,
+καταμεσής ς' της κόκκιναις παπαρούναις, ως λευκός κρίνος αυτή, κρίνος
+κάτασπρος της ανοίξεως, και γύρω-γύρω, ως χρυσά κρόσσια, ολόχρυσαι να
+την περιβάλλουν αι κροκοβαφείς μαργαρίται. Να κατακλιθή, να γύρη εκεί,
+ως κλωνάρι πασχαλέας, με όλα τα παρθενικά της άνθη, να γύρη μαλακά-
+μαλακά επάνω εις τα δροσερά του σίτου στάχυα, ως νύμφη παναρχαία. Να
+δρέψη άνθη των αγρών ποικιλόχροα. Κόκκινα, λευκά και κίτρινα άνθη. Και
+ιόχροα του Αγίου Γεωργίου άνθη, ως ρόδακας στρογγυλά των αρχαίων
+επιστυλίων. Να κόψη ζεμπιλάκια κωδωνίζοντα. Και πάλιν να συνάξη
+παραδάκια, οπού είνε ως οβόλια μικρά. Να πλέξη και στεφάνια από
+αγριαμπελιά. Και να ζωσθή μ' αυτήν για το καλό. Να φάγη μιζιθρίτσαις,
+ευώδεις ρίζας ανθέων ως ψωμάκια λευκά. Και έπειτα να λούση την
+κατάμαυρον πλουσίαν κόμην της μέσα εις την δροσεράν πηγήν του Αγίου
+Γεωργίου, της οποίας το ύδωρ διαυγές και ηγιασμένον αναβλύζει από μέσα
+από το άγιον βήμα του ναΐσκου. Να πλύνη το πρόσωπόν της τωχρανθέν από
+τον πόνον και την κάκωσιν. Να πιη νεράκι κρύο, από την πηγήν, να
+δροσισθή η αναμμένη της καρδιά, μ' ένα φλασκάκι, μισοκομμένο εις σχήμα
+αρχαίας φιάλης, το οποίον εκρύπτετο εκεί από τους μικρούς βοσκούς, μέσα
+εις τα δροσόχορτα της πηγής. Και να τραγουδήση, επόθησε, καθημένη υπό
+την ελαίαν της αμπέλου της, υψηλά εκεί επάνω εις την σκοπιάν, λυτήν
+φέρουσα την μανδήλαν της, να δροσίζη τον λαιμόν της, τον κάτασπρον όλον,
+της πρωίας η δροσιά, και ν' ανεμίζωνται τα κλώνια εις το στήθος της. Να
+φάγη εκεί ψωμί και μήλα από τα πρώιμα, γεύμα λιτόν και εύοσμον. Να κάμη
+κούνιαν τέλος, υπό τον πλάτανον του Αγίου Γεωργίου τον υψηλόκλαδον, να
+κουνισθή, ν' αερισθή όλη εις τον αέρα εκείνον, οπού ήρχετο αγνός από το
+πέλαγος. Εκείνη εις την κούνιαν, και ο αέρας να την τραγουδή . . .
+
+Έκαμε τον σταυρόν της εγερθείσα νύκτα-νύκτα. Έλαβε το καλαθάκι της,
+εκείνο το λεπτόπλεκτον, το κυμαίον. Επήρε και λαδάκι ν' ανάψη τα
+κανδηλάκια του Αγίου Γεωργίου πάλιν, και δύο κηράκια να κολλήση εις την
+εικόνα του, οπού είχε τόσον καιρόν να τον προσκυνήση· επήρε και
+μοσχολίβανο, και σπίρτα μήπως και δεν εύρη, γιατί δεν τ' αφίνουν οι
+μικροί βοσκοί, κ' εξήλθεν ακροποδητί, μη ταράξη της μητρός της τον
+ύπνον.
+
+Την στιγμήν εκείνην, ηκούσθησαν και τα πρώτα συρίγματα του ατμοπλοίου,
+καταπλέοντος εκ Πειραιώς. Εγλυκοχάραζε πλέον. Εν τω μέσω του κενού
+λιμένος έπαιζον τα φώτα του μαύρου πλοίου, φεγγοβολούντα ακόμη. Ελαφρά
+πρωινή αύρα έπνεε. Μία τριανταφυλλένια οθόνη είχεν απλωθή ήδη προς το
+ανατολικόν μέρος του στερεώματος, του οποίου τα σκότη ήρχισαν να
+υποχωρώσι προς την δύσιν, ήτις μόνη εζοφούτο ακόμη, συγκεχυμένη με τα
+βουνά. Ελεύκαζεν ήδη προς ανατολάς ο μικρός του Αγίου Γεωργίου ναΐσκος,
+όπου και η άμπελος, με μίαν τέφραν νεφέλην αυτή σκεπασμένη ακόμη. Εις
+την παραλίαν επυκνούντο σκιαί κινούμεναι, σκιαί ανθρώπων, όπου
+κατέβαινον διά το ατμόπλοιον. Και ήκουεν η Θωμαή τα πατήματα αυτών βωβά,
+ως επί υπογείων κοιλωμάτων. Κάτι πράγματα μαύρα απεσπώντο, ένα-ένα, από
+τον όγκον του πλοίου και κατηυθύνοντο γοργά προς την ακτήν, αι λέμβοι με
+τους επιβάτας τους νεοελθόντας. Έως να περάση το μέρος αυτό η Θωμαή,
+σπεύδουσα μη συναντηθή, τοιαύτην ώραν, με τους ταξειδιώτας, προσέκρουσεν
+αίφνης επάνω εις μίαν γραίαν, νεοελθούσαν, βαίνουσαν προς την οικίαν
+της. Ανεγνώρισε την θείαν της, την Αννούσαν, η οποία ήρχετο από τας
+Αθήνας, οπού ο υιός της ειργάζετο.
+
+ — Τι κάνεις, Θωμαή μου;
+
+ — Καλώς ώρσες, θεια!
+
+Ανεγνωρίσθησαν.
+
+ — Χαιρετίσματα από τον Λαλεμήτρον, Θωμαή μου!
+
+Είπεν αμέσως με χαράν η θεια-Αννούσα.
+
+Η Θωμαή προς το άκουσμα τούτο το απροσδόκητον έκλινε το σώμα της προς το
+στήθος της γραίας, παράλυτον, ως να είχε λιποθυμήσει. Η γλώσσα της
+εκόλλησεν εις τον φάρυγγα ακίνητος και δεν ηδύνατο να ομιλήση αλλά μία
+αιφνιδία της πρωινής αύρας ριπή την συνεκράτησε. Και πάραυτα πάλιν
+συνήλθε.
+
+Κατεχομένη υπό των αγνών και ωραίων εκείνων της ζωής συναισθημάτων, μεθ'
+ων, ως με δροσεράς συντρόφους, εξήρχετο εις την εξοχήν έξω, εμειδίασε
+τότε· και είδες αμέσως να λάμψη ημέρας φως εις το πρόσωπον εκείνο το
+ωχρόν και κατηφές. Να λάμψη λάμψις ωραιότητος και νεότητος αυγή, σαν
+ένας ήλιος της αυγής, θαρρείς.
+
+Η θεια-Αννούσα, μισοζαλισμένη ακόμη από το ταξείδιον, δεν ηδύνατο να
+είπη άλλας λεπτομερείας προς την μετά πόθου ερωτώσαν αυτήν Θωμαήν.
+
+Υπόπτερος τότε αύτη, την έλαβεν αμέσως την θεια-Αννούσαν, εκ της χειρός.
+Έλαβε και την μικράν της γραίας βασταγήν, και ένα ορμαθόν κουλλουρίων,
+τα οποία είχε ψωνίσει διά τους εγγονούς της τους μικρούς, δύο φαγάδες
+και χονδρομπαλάδες, ως τους ωνόμαζε, και επέστρεψεν εις τον οίκον
+κελαϊδούσα:
+
+ — Να σου ψήσω καφέ, θεια-Αννούσα, για τα συγχαρίκια.
+
+***
+
+Η θεια-Αννούσα, γραία εβδομήκοντα ετών, πλην ισχυράς κράσεως, είχε
+μεταβή προ μηνών εις τον Πειραιά, να συναντήση τον υιόν της, εργαζόμενον
+εν τω σταθμώ του σιδηροδρόμου Πελοποννήσου και έμεινεν εκεί αρκετόν
+καιρόν. Κατόπιν όμως, επειδή ο υιός της μετετέθη, προβιβασθείς, εν τω
+σταθμώ Αθηνών, ανήλθεν εις Αθήνας, και η γραία μετ' αυτού. Αλλά μετά
+παρέλευσιν μηνός, η γραία-Αννούσα, συνηθισμένη να βλέπη την θάλασσαν,
+ήρχισε να στενοχωρήται και να πλήττη, αδημονούσα διά την εξορίαν της, ως
+απεκάλει την εν Αθήναις διαμονήν. Τας εορτάς την ελάμβανε μεθ' εαυτού ο
+υιός της, εις τους πολυανθρώπους περιπάτους, αλλά τίποτε δεν ηδύνατο να
+παρηγορήση την γραίαν, απαρηγόρητον και αξιολύπητον. Η βοή των αμαξών
+και ο φοβερός των κάρρων μετά τιναγμάτων συρμός, ως βρονταί εις τα
+πρωτοβρόχια συνεχείς, εξεκώφαινον την γερόντισσα.
+
+ — Χαλασμός κόσμου, παιδί μου! επανελάμβανεν άπελπις η γηραιά μήτηρ.
+
+Η κοσμούρα πάλιν του Ζαππείου, ως έλεγε γραφικώς η γραία, την
+κατεζάλιζεν ολότελα και έκαμνε τόσους σταθμούς εις τα καθίσματα της
+δενδροστοιχίας, έως ου επανέλθη εις την οικίαν της, ως ζαλισμένη κόττα,
+παραπαίουσα, ενώ ο κόσμος, έλεγεν, ως κύματα επηγαινοήρχοντο, κύματα
+θαλάσσης· κ' εσάλευεν η γραία, κλυδωνιζομένη επί του πρασίνου εδράνου,
+υπό τας πιπερέας, αι οποίαι εκινούντο, της εφαίνετο, ως πολυέλαιοι εις
+τας εκκλησίας. Την επήγεν εις κάποιαν πανήγυριν, κάτω εις την Αγίαν
+Τριάδα, αλλ' εκεί, ιδούσα τα μικρά παιδάκια, στολισμένα ως κουκλίτσαις,
+ενεθυμήθη τους δύο εγγονούς της, η γραία, τους δύο φαγάδες και
+χονδρομπαλάδες, και ήρχισε να κλαίη απαραμύθητος. Επροτίμα λοιπόν να
+μένη διαρκώς εν τω οίκω, και να αρκήται εις την αρίθμησιν των καπνοδόχων
+των γειτονικών οικιών, ονειρευομένη αείποτε την ηρεμίαν του χωρίου της,
+μη βλέπουσα την ώραν πότε να φύγη.
+
+Μίαν πρωίαν ανήλθεν επί του Λυκαβητού κ' εκείθεν εθαύμασε το πέλαγος του
+Σαρωνικού και το θέαμα το μεγαλοπρεπές της πόλεως, ης η βοή έφθανεν εκεί
+επάνω συγκεχυμένη, ως βοή μακρινού καταρράκτου. Τότε επαρηγορήθη ολίγον
+η γραία. Συνήθως όμως επαρηγορείτο την Κυριακήν, εις τους γειτονικούς
+ναούς, διότι εν αυτοίς ανεύρισκε μεταξύ των πιστών ομοιότητας προς
+διαφόρους συμπατριώτας της. Αναγάλιαζεν η ψυχή της γραίας τότε, η
+πάντοτε εξηγριωμένη εκ της φοβεράς ξενητείας. Και τότε το πρόσωπον
+εκείνο, το οποίον ως καταδίκου πρόσωπον εξηραίνετο ωχραινόμενον,
+ελάμβανε κάποιαν ζωτικήν ελευθερίας λάμψιν και έκαμνε τότε σταυρούς έως
+κάτω η θεια-Αννούσα, νομίζουσα, εν τη φαντασία της, ότι ευρίσκετο εις
+τον ενοριακόν της πατρίδος της ναΐσκον, εν μέσω γνωστών της προσώπων.
+
+Τότε, εις μίαν τοιαύτην της διανοίας της απάτην, ανεκάλυψε και τον
+Λαλεμήτρον εν τω ναώ του αγίου Διονυσίου κ' εκόμισε τα χαιρετίσματα εις
+την κατάπληκτον Θωμαήν.
+
+Επήδησεν από την χαράν της, ως είδομεν, η νεαρά σύζυγος. Αλλ' η μήτηρ
+αυτής, η γρηά-Κυρατσού, της διέκοπτε την αγαλλίασιν:
+
+ — Πώς δεν έστειλε γράμμα!
+
+Και επανηρώτα τότε την θεια-Αννούσαν, η Θωμαή:
+
+ — Μα αλήθεια τον είδες;
+
+ — Τι θα πη! απήντα η θεια-Αννούσα, κάμνουσα τον σταυρόν της, καθώς σας
+βλέπω και με βλέπετε. Τον είδα μαθές.
+
+ — Και σου είπε να μας φέρης χαιρετίσματα;
+
+ — Ήτανε 'ς τον Άη-Διονύσιο. Πρωί-Πρωί. 'Σ την Τιμιωτέρα. Ο Λαλεμήτρος,
+με την χρυσήν καδένα του, παιδί μου, κοντός, παχύς. Καθώς σας βλέπω και
+με βλέπετε. Ήλθε κοντά μου.
+
+ — Και σου είπε να μας φέρης χαιρετίσματα;
+
+ — Μα ο κλησιάρχης — αλήθεια, σβέλτος κι' άξιος κλησιάρχης, φωτιά
+μοναχή, — του είπεν:
+
+«Από κει, παρακαλώ». Και τον έστειλε κατά το μέρος που στέκουνται οι
+άνδρες. Γιατί στον Άη Διονύσιο, καθώς ξέρετε, δεξιά στέκουνται η
+γυναίκες και αριστερά οι άνδρες. Αν και 'ς τα ύστερα γεμίζει η εκκλησία
+και γίνονται όλοι ένα, άνδρες και γυναίκες, ένα σωρό — κουβάρι.
+
+Ούτω διά μακρών διηγήσεων η θεια-Αννούσα, σκολιώς απέφευγε να είπη
+σαφώς, αν πράγματι ο Λαλεμήτρος της ωμίλησε.
+
+Διά τούτο η γρηά Κυρατσού, κτυπώσα την δεξιάν επί της αριστεράς παλάμης,
+ως εάν εμετρούσε χρήματα, επανελάμβανεν υπόπτως:
+
+ — Πώς δεν σώδωκε ένα γράμμα, θα πω!
+
+Έμεινε λοιπόν το πράγμα αμφίβολον.
+
+Αλλά μετ' ολίγας ημέρας, κυκλοφορήσασα η φήμη εις το χωρίον, διεσπάρη
+πανταχού, ποικιλλομένη άλλως και άλλως. Ο δε μπάρμπ' Αναγνώστης της
+Περμάχως, ένας μ' ένα καποτάκι από πάνω, σαν δέρμα αγριμίου, όπου είχεν
+ως έργον να ψάλη εις την εκκλησίαν τας καθημερινάς, συλλειτουργών τον
+ιερέα αντί δεκαλέπτου και τεμαχίου προσφοράς — για τον καφέ — και να
+κληρώνεται τακτικώς ως ένορκος διά παρακλήσεων, ελθών εκείνας τας ημέρας
+εξ Αθηνών, κηρυχθείσης της λήξεως του Κακουργοδικείου, διέδιδε με χαράν,
+ότι ο Λαλεμήτρος, που εγνώριζε φαρσί τα εγγλέζικα, είχε λαμπράν θέσιν
+εις Αθήνας, υπηρετών ως διερμηνεύς εν τω ξενοδοχείω της Μεγάλης
+Βρεττανίας.
+
+Ο μπάρμπ' Αναγνώστης της Περμάχως, έχων το αιώνιον παράπονον ότι δεν
+έβλεπε πατριώταις 'ς την Αθήνα, οπού ανεδείχθησαν τόσοι και τόσοι, άμε
+γύρευε, από όλα τα κουτσοχώρια, να βρίσκη και αυτός μια προστασία 'ς την
+ξενητειά, όχι αυτός μόνος, όλοι οι πατριώταις, να έχη και αυτός ένα
+πατριώτη 'ς την ξενιτειά, να πάη μια καλή μέρα, κατάλαβες, 'ς το σπίτι
+του να τον χαιρετίση, ησθάνθη ανεκλάλητον χαράν, έλεγεν, όταν είδε τον
+Λαλεμήτρον, κοντόν, παχύν, ξουραφισμένον, με μαύρα τσόχινα ρούχα και με
+άσπρο πουκάμισο σιδερωμένο, να στέκη 'ς την πόρτα του ξενοδοχείου με
+υπερηφάνειαν.
+
+ — Δόξα σοι ο Θεός! έλεγεν ο μπάρμπ' Αναγνώστης της Περμάχως, ανασηκόνων
+το καποτάκι του, που ήτον σαν δέρμα αγριμίου. Δόξα σοι ο Θεός, που
+αποχτήσαμε και μεις, τέλος πάντων, ένα πατριώτη μέσα 'ς την Αθήνα.
+
+Η Θωμαή τα ήκουεν αυτά. Και τα επίστευε μεν διότι με τόσην επιμονήν τα
+έλεγαν, αλλά και δεν τα επίστευεν διότι γράμμα δεν της έφεραν.
+
+ — Και δεν του μίλησες, μπάρμπ' Αναγνώστη! ηρώτησεν η γρηά-Κυρατσού.
+
+ — Δεν πας εσύ να του μιλήσης, παρακαλώ; Και πού σ' αφίνουν οι
+αστυφύλακες να πλησιάσης εκεί, μέσα σ' εκείνην την φωταψία και
+πολυτέλεια, που φυλάνε 'ς την αράδα εκεί, σαν τους νιουδαίους. Εκεί,
+γρηά μου, για να πλησιάσης, πρέπει νάχης μια παλάμη ψηλό κολλάρο. Τι
+θαρρείς; πως είνε το χωριό σου, που πας και κάθεσαι 'ς τον φούρνο
+ξεμανδήλωτη; Εκεί, γρηά μου, κάθουνται, 'ς την πλατέα, κυρίαις 'σαν το
+κρύο νερό, που έχουν γεμάτα τα καπέλλα τους από όλα τα πουλιά και όλα τα
+λούλουδα του κάμπου. Εκεί, κυρά-Κυρατσού, λάμπει όλο το μέρος κάθε
+βράδυ, από την πολυτέλεια, από τα χρυσάφια, τα φτερά, τα σπαθιά και τη
+φωταψία, κ' έχουν εκεί κάθε βράδυ Μεγάλη Ανάστασι. Μάλιστα, γρηά μου,
+Μεγάλη Ανάστασι. Εκεί 'ς την Πλατέα του Συντάγματος. Έτσι την λένε την
+Πλατέα αυτή που δεν υπάρχει άλλη 'ς όλον τον κόσμο. Που κάθονται ως τα
+μεσάνυχτα όλοι οι Αθηναίοι και τρώνε γλυκά και γελάνε γυναίκες και
+άνδρες μαζί, ενώ η μουσικαίς σου παίρνουν το μυαλό . . .
+
+ — Μα, τον εγνώρισες, μπάρμπ' Αναγνώστη; ηρώτησε πάλιν η γρηά-Κυρατσού.
+
+ — Τι θα πη! τον Λαλεμήτρο δεν γνωρίζω, με την χρυσή καδένα;
+
+Αι ζωηραί αύται διαδόσεις αι τόσον σαφείς και καθαραί και συνάμα τόσον
+σκοτειναί, με όλας τας λεπτομερείας των, συνετέλεσαν όμως εις το να
+επαυξήσωσι τον πόθον της Θωμαής, ήτις ανυπομονούσε πλέον, ως το μικρόν
+παιδίον, οπού θέλει ν' αποκαλύψη αμέσως και ίδη τα κρυφά τα δώρα του.
+
+ — Ίσως να είνε αλήθεια, μάννα μου, έλεγε. Ποιος ξέρει τι αβανιά μας
+ρίξανε και δεν μας γράφει. Μπορεί να του είπαν λόγια, κ' εκείνος τα
+πίστεψε κ' επήρε τα μάτια του. Το χωριό μας χάλασε, μάννα μου!
+
+Τούτο συνετάραξε την μνήμην της γρηα-Κυρατσούς, ως το κατακαθισμένον
+κρασίον, και εθόλωσεν αίφνης τα βλέμμα της από οργήν.
+
+ — Αυτή η γειτόνισσα, η ξηροκίτρινη! Έλεγεν η γραία. Καλά λες, παιδί
+μου! Καλά λες, κόρη μου! Το χωριό μας χάλασε πλεια. Μιλούσε πάντα μαζί
+της και εχασκογελούσεν. Είνε άλλο από τα λόγια; Ξεμυαλίζουν τον άνθρωπο.
+Αυτή, κόρη μου, κατήντησε να πη πως του κάμαμε μάγια . . .
+
+Όταν δε πάλιν κατόπιν ήλθε και ένας μικροπλοίαρχος, έχων την μανίαν να
+κομίζη ειδήσεις και χαιρετίσματα από πατριώτας, και έφερε και εις την
+Θωμαήν, εκείνας τας ημέρας, πολλά-πολλά χαιρετίσματα από τον Λαλεμήτρον,
+που ήτον δραγουμάνος 'ς την Αθήνα, τότε η πτωχή σύζυγος απεφάσισε να
+ταξειδεύση μέχρι Αθηνών και θέση τέρμα εις την σαρκάζουσαν αυτήν
+ιστορίαν. Αλλ' η γραία, μνησικακούσα πάντοτε διά τον τρόπον αυτόν του
+γαμβρού της, «όστις έφυγε κ' έρριξε πέτρα πίσω του», η γραία, υπερήφανος
+διά την καταγωγήν της και το σόι της, δεν επείθετο να επιτρέψη εις την
+κόρην της να ταξειδεύση, να γυρίζη 'ς τα χαμένα.
+
+ — Αφού δεν σου γράφη, έλεγε, θα πη πως σ' απαράτησε, κορίτσι μου, και
+κάθισε 'ς τ' αυγά σου. Τόση δε οργή την κατελάμβανε κατά της γειτονίσσης
+της, ώστε της ήρχετο πολλάκις να συμπλακή μετ' αυτής. Αλλά δεν ήθελεν
+αυτή να γείνη θέατρον εις το χωρίον.
+
+Ήρχετο τότε ο χειμών. Και θέλουσα και μη θέλουσα η Θωμαή, ανέβαλε να
+εκτελέση την απόφασίν της, υπακούσασα εις την μητέρα της. Ερωτούσε δε
+πάντοτε εις το ταχυδρομείον και πάντοτε ανέμενεν επιστολήν, πιστεύουσα
+πλέον ότι ο Λαλεμήτρος ειργάζετο εν Αθήναις ως διερμηνεύς. Μαθούσα δε
+περί του είδους της εργασίας ταύτης, έλεγε χαίρουσα ότι ήτο η μόνη
+κατάλληλος διά τον άνδρα της, αναπαυτική και επικερδής.
+
+Κατά δε τα Χριστούγεννα, επανελθών πάλιν εξ Αθηνών, οπού και πάλιν
+υπηρέτησεν ως ένορκος ο μπάρμπ'-Αναγνώστης της Περμάχως, με το καποτάκι
+του, τα οποίον ήτο σκληρόν ως δέρμα αγριμίου, εκραύγαζεν ωργισμένος, ένα
+δειλινόν, από κάτω από τα παράθυρα της Θωμαής, κατηγορών τον Λαλεμήτρον:
+
+ — Ακούς εκεί! Να κάμη πως δεν με γνωρίζει; Είπαμε δα νάχουμε κ' εμείς
+ένα πατριώτη μέσα 'ς την Αθήνα, μα τα προκόψαμε!
+
+ — Μήπως μπάρμπ'-Αναγνώστη, κάνεις λάθος; παρετήρησεν η γρηά Κυρατσού.
+Μπορεί να μοιάζη κανένας με τον Λαλεμήτρο. Δύο κεφάλια είναι δύσκολο να
+μοιάσουν, στο μούτρο όμως πολλαίς φοραίς μοιάζουν οι άνθρωποι.
+
+ — Σώπα, θεια. Τον Λαλεμήτρο δεν γνωρίζω, με την χρυσή καδένα; Άκουσε
+και κρίνε. Ήτανε απάνω σε μια καρρότσα, μπροστά, με τον καρροτσέρη. Η
+καρρότσα εστάθηκε 'ς το Θησείο απόξω. Ο Λαλεμήτρος, κοντός, παχύς,
+ξουραφισμένος· μέσα 'ς της μαύραις τσόχαις και σ' τάσπρα ποκάμισα, με
+την χρυσή καδένα, επήδησεν αμέσως κάτω· άνοιξε την πόρτα της καρρότσας
+κ' εβγήκαν τέσσερες εγγλέζοι, 'ψηλοί ως απάνω, με κάτι σαν ζεμπίλια 'ς
+τα κεφάλια τους, με γυαλιά 'ς τα μάτια, με τα τετραβάγγελα 'ς τα χέρια.
+Και διαβάζανε και κυττάζανε της κολώναις και λέγανε, ένας τον άλλον
+χαιρετίζοντας:
+
+ — Με τσ' γειαις! Με τσ' γειαις! (με της υγείαις).
+
+Καθώς χαιρετίζουμε κ' εμείς, σαν κάμουμε γαμπρό ή νύφη, ή σαν έχουμε
+γεννητούρια, μαθές. Τότες που οι εγγλέζοι προχωρούσανε, ψηλοί σαν
+κατάρτια, κυττάζοντας όλοι επάνω, προς τα κεραμίδια, και όλο ένα
+λέγοντας ένας τον άλλον «με τσ' γειαις, με τσ' γειαίς», τότε επλησίασα
+τον Λαλεμήτρον, που έμεινε παραπίσω, ακίνητος — κολώνα, και του λέγω:
+
+ — Τι χαμπάρια, πατριώτη;
+
+Κ' ηθέλησα να πιάσω τα χέρι του, σαν πατριώταις που είμαστε. Μα εκείνος,
+χωρίς να με κυττάξη καν, επροσπέρασε προς τους εγγλέζους. Νά! του κάμνω
+κ' εγώ με τα χέρια μου, και του γύρισα της πλάταις. Εθύμωσα, θεια-
+Κυρατσού. Ποιος είνε εκείνος που δεν θυμώνει; Τόση ακαταδεξία πλεια!
+
+Και ανασηκόνων τα καποτάκι του, εξηκολούθει:
+
+ — Εγώ μιλώ με δικηγόρους και δικαστάδες, ως απάνω τρανούς. Εμένα, μου
+βάζουν μετάνοια οι δικηγόροι, και μετάνοια οι δικασταί. Και ο Λαλεμήτρος
+θα μου κάμη τον μεγάλον; Οι μεγάλοι που είνε 'ς ταλώνια, θειά-Κυρατσού,
+είνε ποιο μεγάλοι απ' αυτόν! . .
+
+Η Θωμαή ήκουεν από του ημικλείστου παραθύρου.
+
+ — Και δεν του ξαναμίλησες, μπάρμπ'-Αναγνώστη; ηρώτησε πάλιν η γρηά-
+Κυρατσού, κατελθούσα.
+
+ — Εγώ, να του ξαναμιλήσω πλεια; Και τι με πήρες; Δεν το
+καταδέχομαι! . . .
+
+Και απλή περιέργεια αν ήτο το συναίσθημά της, έπρεπε να μεταβή πλέον η
+Θωμαή εις Αθήνας. Να βεβαιωθή και να ησυχάση. Να τον συναντήση. Να έλθη
+εις εξηγήσεις μετ' αυτού και μάθη τι είνε το αίτιον της απομακρύνσεώς
+του και της σιωπής του.
+
+ — Η θεια-Αννούσα, έλεγε προς την μητέρα της, το ξεύρω ότι φαντάζεται,
+σαν γρηά όπου είνε, μα οι άλλοι; αδύνατον να εγελάσθηκαν όλοι.
+
+Ο κόπος του ταξειδίου ήτο ανεπαίσθητος, παραβαλλόμενος προς τας
+ανησυχίας, τας οποίας εδοκίμαζεν ήδη από των τόσων διαδόσεων και από των
+πολλών των άλλων γυναικών παροτρύνσεων.
+
+ — Τι κάθεσαι; της έλεγεν η μία.
+
+ — Ακόμα εδώ είσαι; της έλεγεν η άλλη.
+
+ — Ο Λαλεμήτρος 'ς την Αθήνα, μέσα 'ς τα χρυσά παλάτια, και συ κάθεσαι
+ακόμα; επανελάμβανον τα στόματα του χωρίου όλα.
+
+Τότε ο νους της κατά μικρόν απεσπάσθη. Ούτε επρόσεχεν εις τα κωλύματα
+της μητρός της. Ούτε το αμπελάκι της εσυλλογίζετο, ούτε την άλλην
+οικιακήν εργασίαν. Το σώμα μόνον το γήινον ευρίσκετο ακόμη εν τω μικρώ
+χωρίω, ο νους της, πτερωτός άγγελος, επέτετο πλέον μακράν, χαρούμενος,
+ως αετός αιθέριος. Διέσχιζε πελάγη και βουνά και επτερύγιζεν επάνω μιας
+λευκής πόλεως, όλης μαρμαρίνης και πελεκητής, ως ήρχισε τελευταίον να
+βλέπη εις το όνειρόν της το κατάλευκον της Ελλάδος άστυ, το οποίον
+ουδέποτε είχεν ίδει, ούτε εικονισμένον. Από όσα ήκουσεν από την θείαν
+της την Αννούσαν, κι' απ' όσα διηγήθη εις αυτήν ο μπάρμπ'-Αναγνώστης της
+Περμάχως, από τους πολυελαίους και τα φώτα, τον θόρυβον και την βοήν του
+κόσμου, εσχημάτισε μίαν πανέκλαμπρον εικόνα μεγαλοπόλεως, ανυπάρκτου εν
+τη φύσει, εντός της οποίας όλος ο κόσμος γλεντά και διασκεδάζει, αιωνίως
+Ανάστασιν εορτάζων, ενώ ο Λαλεμήτρος της μόνον έζη εκεί, εργαζόμενος,
+μόνον δι' αυτήν, της εψιθύριζε μία κρυφή απάτη μέσα εις τα ώτα της
+καρδίας της, να σχηματίση πάλιν νέα κεφάλαια, ουχί πλέον δι' άλλον, παρά
+μόνον διά την Θωμαήν του. Όχι! ανεπήδα πολλάκις την νύκτα, εξυπνώσα την
+μητέρα της από χαράν. Όχι, δεν έπαθε κακόν ο Λαλεμήτρος. Το κακόν
+ακούεται αμέσως. Δεν έπαθε κακόν.
+
+Με αυτά τα όνειρα, η Θωμαή απεφάσισε να ταξειδεύση εις Πειραιά:
+
+ — Να ησυχάσω, μάννα μου! Δεν μπορώ πλεια να περιμένω. Δεν υπάρχει
+μεγαλείτερο βάσανο από το να περιμένη κανένας. Σαν πάρω την απόφασιν, θα
+ησυχάσω.
+
+Ο χειμών ήδη παρήλθεν. Ανεχώρει δε τότε και ο εξαδελφός της, ο καπετάν-
+Πέτρος ο Αποσπερίτης, με τα βρατσερί του, φορτωμένο πυρήνα διά τον
+Πειραιά.
+
+Η γραία μήτηρ, αν και εναντία πάντοτε εις το σχέδιον τούτο, όμως προς
+ησυχίαν και αυτών και του κόσμου, όστις δεν έπαυε να ομιλή δι' αυτάς,
+της έδωσε τέλος την άδειαν να ταξειδεύση, αφού έτυχεν η λαμπρά ευκαιρία,
+έλεγε, να υπάγη με τον εξάδελφόν της.
+
+Και την απεχαιρέτισε:
+
+ — 'Σ το καλό, κόρη μου! 'Σ το καλό, Θωμαή μου!
+
+Το βρατσερί του καπετάν Αποσπερίτη, στραβά-στραβά, άνοιξε τα δύο πανάκια
+του, ως ήτο σκολιάν και το σκάφος, από τα σκαριά ακόμη, και εκρύβη
+όπισθεν των ακρωτηρίων. Ο καιρός ήτο εύδιος και ο άνεμος ούριος.
+
+ — 'Σ το καλό, κόρη μου, 'ς το καλό, Θωμαή μου!
+
+Ηυχήθη άλλην μίαν φοράν η γρηά-Κυρατσού, υψηλά από τον βράχον του
+χωρίου. Και η φωνή της παραπονετικά εκύλισε κάτω προς την ακτήν:
+
+ — 'Σ το καλό, κόρη μου! 'ς το καλό, Θωμαή μου!
+
+***
+
+Εκείναι αι ελπίδες αι ευόνειροι, με τας οποίας ως με χρυσά πτερά επέταξε
+κ' ευρέθη μίαν ημέραν εν Αθήναις, εν μέσω του κλεινού άστεως, το οποίον
+τόσον λευκόν και τόσον φωτεινόν εν τω χωρίω της ωνειρεύετο η Θωμαή, η
+χωρική, περιέπον τον σύζυγόν της, τον ποθητόν Λαλεμήτρον της, μέσα εις
+τα φώτα και την χαράν, να μη του φαίνεται πικρά η ξενιτεία, και διά τον
+οποίον πάντοτε έλεγεν, η αθώα σύζυγος, ας ανατέλλη ο ήλιος και ας μη την
+φωτίζη αυτήν, — εκείναι όλαι αι ελπίδες πάλιν ήρχισαν μία-μία, ενωρίς να
+μαραίνωνται και να πίπτωσι καλυπτόμεναι από την σκοτεινήν τέφραν του
+πένθους πάλιν και της απογνώσεως, ως τα πτωχά δενδρύλλια των οδών και
+πλατειών του ιοστεφάνου άστεως, υπό την ρυπαράν του κονιορτού σινδόνα,
+όστις ουδέποτε τ' αφίνει, τα πτωχά, να ζήσωσιν ολίγον, να
+πρασινοβολήσωσι.
+
+Παρήλθε μία εβδομάς, παρήλθον δύο κ' επλησίαζεν ήδη μην όλος να
+συμπληρωθή, και η Θωμαή ουδαμού κατώρθωσε ν' ανακαλύψη τον σύζυγόν της,
+ουδέ καν είδησιν περί αυτού να μάθη, αν και πολλάκις περιήλθε τα μεγάλα
+ξενοδοχεία της πόλεως, βαστάζουσα εις χείρας κ' επιδεικνύουσα, με
+υπερηφάνειάν τινα την φωτογραφίαν του Λαλεμήτρου, αποταθείσα δε ακόμη
+και εις την αστυνομίαν. Τοιούτος διερμηνεύς δεν είχεν υπηρετήσει εις
+κανέν ξενοδοχείον.
+
+ — Όνειρο ήτανε!
+
+Δακρυρροούσα έλεγε· και περιήρχετο τρίτην και τετάρτην ήδη φοράν τα
+λαμπρά εκείνα μέγαρα των μεγάλων ξενοδοχείων με τον πανέορτον φωτισμόν
+και τους ολοχρύσους στολισμούς των, με κίνδυνον να εξουθενωθή πλέον,
+κάθιδρος, με κατασκονισμένην και αγνώριστον την ωραίαν πολίτικην
+μανδήλαν της, τυφλή από του κονιορτού, όστις εξηγείρετο αφόρητος, όλας
+εκείνας τας ημέρας, από των βορειοδυτικών ανέμων, ωρυομένων μετά λύσσης,
+ως λύκων, ημέραν και νύκτα.
+
+Ευτυχώς ο εξάδελφός της, ευγενής ψυχή και ακούραστον σώμα, πρόθυμος εις
+το εργάζεσθαι το αγαθόν, ο καπετάν-Πέτρος ο Αποσπερίτης, παρέτεινεν εν
+Πειραιεί την διατριβήν του, επισκευάζων το μικρόν βρατσερί του το
+στραβόν και σκολιόν. Βλέπων ούτος τα εύμορφα του Πειραιώς πλοία — όλα
+στυλάδο — σκαρί, ηύχετο πάντοτε να ευρίσκετο κανένας ναυπηγός έξυπνος, ο
+οποίος με τας τελειοποιήσεις της τέχνης να ημπορούσε να το μεταβάλη εις
+ευθύ και ανάλογον, τέλειον λόρδικον, το σκολιόν βρατσερί του.
+
+ — Νά, κύτταξε Θωμαή, έλεγεν, ότε διήρχοντο τας μεγάλας της πόλεως
+οδούς. Βλέπεις αυτό το σπίτι, το ετοιμόρροπον, το στραβόν και σκολιόν,
+σαν το βρατσερί μου; Βλέπεις οπού το πέρασαν σίδερα 'ς την μέση, και το
+ζώσανε με κοντοστύλια, σαν καράβι 'ς τα σκαριά; θα το χαλάσουν, και όμως
+δεν θα το χαλάσουν, θα το ξαναχτίσουν από τα θεμέλια, χωρίς να το
+χαλάσουν. Χαλώντας και φκιάνοντας, θα του αλλάξουν τα σχέδιον. Θα του
+προσθέσουν πατώματα. Θα το στολίσουν με μάρμαρα, θα το μεγαλώσουν, χωρίς
+να το χαλάσουν. Να μπορούσαν έτσι να σιάξουν και το βρατσερί μου, το
+στραβόν και μισερόν, οι μηχανικοί! Να του προσθέσουν κουβέρταις. Να το
+στολίσουν και με άλλα κατάρτια. Να το μεγαλώσουν, να το κάμουν σκούνα,
+το μικρό μου το βρατσερί, χωρίς να το πειράξουν! Αυτά έλεγε προς την
+εξαδέλφην του ο καπετάν-Πέτρος για να περνά η ώρα. Και προσέθετε:
+
+ — Δεν γελάς και κομμάτι; . . .
+
+Είχε την καλωσύνην ν' αναβαίνη μετά της Θωμαής καθ' εκάστην ο καπετάν-
+Πέτρος και να υποβοηθή αυτήν εις τας ερεύνας της, συνοδεύων αυτήν, και
+προσπαθών συνάμα διά τοιούτων παραδόξων να τέρπη την εξαδέλφην του,
+ανιώσαν πάντοτε και κατατηκομένην. Αλλ' εκείνη, ενώ εθλίβετο,
+απαρηγόρητος, διά την απώλειαν του συζύγου της, περί ου είχεν απελπισθή
+πλέον, επικραίνετο συνάμα και διά το οικτρόν των Αθηνών θέαμα, μιας
+πόλεως αυχμώσης και ρυπαράς. Σχεδόν έκλαιε, διότι δεν εύρεν αυτάς, ως
+τας ωνειρεύετο, ως τας της παρέστησαν. Βόρειοι δυτικοί άνεμοι, πνέοντες
+μετά βίας όλας εκείνας τας ημέρας της ανοίξεως, ανετάρασσον σύμπαν το
+έδαφος αυτών, εξεγείροντες νεφέλας κόνεως παχείας και στερεάς, μετ'
+αγριότητος ασυνήθους. Μόνον εις την θάλασσαν είχεν ιδεί τοιαύτην δύναμιν
+των στοιχείων η Θωμαή. Να φυσά μανιώδης ο βορράς και αναρπάζων σύσσωμον
+το κύμα, να το σκορπίση πέραν εν αφρώ συσσυρίζοντι, απαράλλακτα ως ο
+μαΐστρος εσάρωνε τας οδούς των Αθηνών, κατακαλύπτων τα πάντα υπό την
+ωχράν εκείνην τέφραν. Και μάρμαρα και φώτα και χρωματισμούς και
+ανθρώπους και δένδρα. Έβλεπε τας ωραίας ακακίας των δενδροστοιχιών,
+φθινούσας υπό το χώμα το πηκτόν εκείνο, ως να ήσαν άνθρωποι θαμμένοι
+ζωντανοί. Έβλεπε πολύτιμα υφάσματα αγνώριστα από την κόνιν εις τας θύρας
+των εμπορικών. Έβλεπε κρέατα επιπεπασμένα διά παχέος στρώματος λύθρου
+των οδών, μ' αίματα μαύρα, αίματα όζοντα. Έβλεπε τα προ των παντοπωλείων
+όψα, αγνώριστα από τας διαφόρους των δρόμων ακαθαρσίας, με τας οποίας ο
+άνεμος τα εμόλυνε, με όλας των παντοπωλών τας προφυλάξεις. Έβλεπεν
+οπώρας και λαχανικά, εφ' ων είχον συσσωρευθή όλα τα κάρφη και άχυρα.
+Φοίνικας και σύκα, συλλεγέντα, θαρρείς από του πηλού, και κορινθιακήν
+σταφίδα περιμαζευθείσαν από του βορβόρου, ως τα σκουπίδια των σαρωτών.
+Οι άνθρωποι έσπευδον, ως διωκόμενοι, με βλεφαρίδας πιναράς, με πώγωνας
+ωχρούς, χωρίς πίλους. Άνιπτοι και ακτένιστοι άνθρωποι, της εφαίνοντο. Αν
+δέ ποτε κατέπαυεν ο άνεμος, εφλέγετο τότε η ξηρά πόλις υπό του καυστικού
+ηλίου, συμφλέγουσα και τα εν αυτή πάντα, ως έρημος άνευ οάσεως.
+
+ — Αυτή είνε η Αθήνα!
+
+Διηπόρει μετά θλίψεως η Θωμαή! Και όμως υπέμεινεν όλον αυτό το
+μαρτύριον, αναπνέουσα αντί αέρος την απόζουσαν και αποπνίγουσαν εκείνην
+κόνιν, μόνον διά να μάθη, τέλος, ν' ακούση τι περί του συζύγου της.
+
+Ευτυχώς η θεία-Αννούσα είχεν επανέλθει πάλιν παρά τω υιώ αυτής, διότι
+ήκουσεν ότι παντρολογιέται και δεν ήθελεν αυτή να χάση το παιδί της, κ'
+έδραμε, λησμονήσασα τα βάσανα, τα οποία υπέστη κατά το πρώτον ταξείδιον.
+Ούτως η Θωμαή δεν ήτο ανάγκη πλέον να καταβαίνη καθ' εκάστην εις
+Πειραιά, φιλοξενουμένη πλέον εν Αθήναις παρά τη θεία της, εν καλή
+συντροφία, δαπανώσα μετά φειδούς και εκ των ολίγων χρημάτων της, τα
+οποία επορίσθη, κατά την αναχώρησίν της, πωλήσασα μίαν νυμφικήν της
+εσθήτα.
+
+ — Νά! της έλεγεν η απλοϊκή θεία της, όταν ομού μετέβησαν, μίαν
+Κυριακήν, εις τον άγιον Διονύσιον, κατά την πρώτην λειτουργίαν, μη τυχόν
+κ' επανίδωσι τον Λαλεμήτρον. Νά! εδώ-δα 'στεκόμουνα εγώ, και ήλθεν ο
+Λαλεμήτρος από κει, και ο κλησιάρχης του είπεν: από κει, παρακαλώ . . .
+Και εδείκνυεν η γραία τα μέρη του ναού προς την Θωμαήν, προσπαθούσα και
+η ιδία να πεισθή ότι δεν ηπατήθη.
+
+Αφού παρήλθεν ούτω πολύ διάστημα εις αγόνους ερεύνας, ίνα μη βαρύνη την
+θείαν της η Θωμαή, λαμβάνουσα και επιστολάς εκ της μητρός της, εσκέπτετο
+πλέον να επιστρέψη εις το χωρίον της. Αλλ' ο εξάδελφός της,
+πληροφορηθείς ότι κάποιος διερμηνεύς κοντός, παχύς, σαν τον Λαλεμήτρον,
+αλλά Καλομήτρος αυτός καλούμενος, συνώδευεν ανά την Ελλάδα συντροφίαν
+περιηγητών, οίτινες θα επανήρχοντο μετά την συμπλήρωσιν της περιηγήσεώς
+των, κατέπεισε την Θωμαήν να περιμείνη ακόμη.
+
+ — Μπορεί νάνε αυτός, έλεγεν ο καπετάν-Πέτρος, και άλλαξε το όνομά του,
+για ν' αποφεύγη τους συμπατριώτας του,
+
+ — Αν είν' αυτός, μασκαρά θα τον κάμω, έλεγεν ωργισμένος ο καπετάν-
+Πέτρος.
+
+Ούτως επείσθη η Θωμαή να παρατείνη ακόμη την εν Αθήναις διατριβήν, προς
+χαράν της θείας της Αννούσας, η οποία την είχε χρυσήν συντροφίαν εν τη
+σκληρά πάντοτε μοναξιά της.
+
+Εκείνους τους μήνας έτυχε πάλιν να έλθη εις Αθήνας ο μπάρμπ'-Αναγνώστης
+της Περμάχως, κληρωθείς και πάλιν ένορκος, με το καποτάκι του εκείνο το
+σκληρόν, όπου ήτον ως αγριμίου δέρμα.
+
+Η Θωμαή, αναμένουσα την επάνοδον των περιηγητών, τον παρεκάλεσε να
+μεταβώσι μαζί εις το ξενοδοχείον της Μεγάλης Βρεττανίας, όπως
+εξιχνιάσωσιν αλήθειάν τινα.
+
+ — Εγώ δεν θέλω ούτε 'ς τα μάτια μου να τον ιδώ πλέον, μα για το χατήρι
+σου πάμε, είπε μίαν ημέραν ο ένορκος, θέλων και να ξεσκάση, ως έλεγεν,
+απαρηγόρητος, διότι ο εισαγγελέας, ένας γέρος, πετσί και κόκκαλο από την
+κακίαν του, έλεγεν ο ένορκος, οπού ήθελεν όλο να καταδικάζη, για να
+δείχνη την κακίαν του, προσέθετεν ο ένορκος, τον εξήρεσεν εκείνην την
+ημέραν από μίαν δίκην ενδιαφέρουσαν και ήτο λυπημένος, ως να έχασε
+χρήματα.
+
+Ο εξάδελφός της, έχων επείγουσαν εργασίαν εις Πειραιά, δεν ανήλθεν εις
+Αθήνας και η Θωμαή μετέβη εις το ξενοδοχείον μετά του μπάρμπ'-Αναγνώστη,
+όστις, συνηθίσας εις το κακουργοδικείον, όπου ο χαρακτήρ του έγεινεν
+υγρός και εύστροφος ως ποτιστικόν ρυάκιον, ήτο πάντοτε βολικός άνθρωπος,
+μη θέλων να χαλάση την καρδίαν κανενός.
+
+ — Πάμε, Θωμαή, έλεγεν, απορών πώς ακόμη δεν τον συνήντησε. Μα δεν
+πιστεύω να τον εύρουμε. Γιατί αυτοί οι δραγουμάνοι κάμνουν ταξείδια
+συχνά με τους ξένους.
+
+Η Θωμαή, επισκεφθείσα ήδη, ως είπομεν, επανειλημμένως το μέγα τούτο
+ξενοδοχείον, αυτό μάλιστα πρώτον-πρώτον, προέβαινε με απλοϊκόν θάρρος
+προς αυτό, θαρραλεώτερον μάλιστα ή άλλοτε, θέλουσα να φθάση εις τα
+προπύλαια, και εισελθούσα να προχωρήση εις την εσωτέραν μεγαλοπρεπή
+είσοδον, με τα πορφυρά βελούδινα παραπετάσματα, όπως έπραττε πάντοτε,
+οσάκις μετέβη, και συναντήση τον ίδιον διευθυντήν, ως και άλλοτε,
+προκαλούσα δι' αυτό τον θαυμασμόν της θείας της, προς ην απήντα η Θωμαή,
+απτόητος: τι; θα με φάνε, θεια; Αλλ' ο μπάρμπ'-Αναγνώστης της Περμάχως,
+ανασηκόνων το σκληρόν καποτάκι του, αίφνης εκράτησεν αυτήν αποτόμως,
+πολύ προς τα επάνω, σχεδόν επί της πλατείας των ανακτόρων;
+
+ — Τι κάνεις, θα πω, Θωμαή;
+
+Και απώθει προς τα οπίσω ακόμη την γυναίκα, μετ' ευλαβείας δεικνύων
+μακρόθεν τα ανθοστόλιστα του ξενοδοχείου προπύλαια, όπου ένθεν και ένθεν
+της εισόδου, επί πρασίνων εδράνων, εκάθητο μαυροφορεμένον, με κάτασπρα
+υποκάμισα, το πολυάριθμον υπηρετικόν.
+
+ — Νά, εκεί-δα καθόντανε ο Λαλεμήτρος, εδείκνυε μετά σεβασμού ο μπάρμπ'-
+Αναγνώστης, ομιλών με χθαμαλήν φωνήν. Κοντός, παχύς, μέσα 'ς τα μαύρα
+τσόχινα, με άσπρο υποκάμισο, με την χρυσήν καδένα του. Κ' εκράτει
+στερεώς την Θωμαήν από της χειρός, ίνα μη προχωρή.
+
+Αλλ' αύτη, επιθυμούσα να προχωρήση, ώρμα προς τα κάτω πάντοτε λέγουσα:
+
+ — Πάμε μέσα, που φοβάσαι μη σε φάνε! και είλκεν αυτόν.
+
+ — Πού πας, αδελφή; παρετήρησε τότε ο μπάρμπ'-Αναγνώστης έμφοβος. Δεν
+βλέπεις τους αστυφύλακας πώς στέκουν 'ς την αράδα, σαν τους νιουδαίους,
+να συλλάβουν τον Χριστόν; Εκεί για να πλησιάσης, πρέπει νάχης μια πιθαμή
+κολλάρο. Εσύ είσαι πρωτόβγαλτη και δεν τα ξέρεις αυτά. Έχεις δίκαιον. Μα
+δεν ρωτάς εμένα;
+
+Η Θωμαή, αφηρημένη, έβλεπε τους παρά την είσοδον παρατεταγμένους
+υπαλλήλους του ξενοδοχείου, προσπαθούσα να διακρίνη τινά με χρυσήν
+καδένα και ολονέν είλκε προς τα κάτω τον μπάρμπ'-Αναγνώστην, όστις
+κοντοστεκόμενος πάντοτε κ' επτοημένος έλεγε:
+
+ — Μα του κάκου! Αυτοί οι δραγουμάνοι κάμνουν συχνά ταξείδια. Δεν θάνε
+δω ο Λαλεμήτρος. Αυτός θα μας έβλεπε τώρα, τόση ώρα. Κ' επανελάμβανε, με
+χθαμαλήν πάντοτε φωνήν:
+
+ — Νά! εκεί-δα καθόντανε. Κοντός-παχύς.
+
+Αλλά την στιγμήν εκείνην ταραχή αιφνίδια ηκούσθη όπισθεν και ορυμαγδός.
+Κατήρχετο καλπάζουσα η άμαξα του Διαδόχου, οι δ' αστυφύλακες, τρέχοντες
+κατόπιν, ασθμαίνοντες, προσεπάθουν ν' απομακρύνωσι τον συνωθούμενον
+όπισθεν όχλον εν τω δρόμω, άγριοι και έτοιμοι να ξεσπαθώσουν σχεδόν.
+
+ — Δεν σ' τάλεγα εγώ! Εκραύγασε τότε περιδεής ο μπάρμπ'-Αναγνώστης,
+ανασηκόνων το καποτάκι του, έτοιμος να εγκαταλείψη την γυναίκα. Πού σ'
+αφίνουν οι νιουδαίοι να κάμης την δουλειά σου. Πού σ' αφίνουν,
+κακομοίρα, να πλησιάσης οι αστυφύλακες! Και απώθει αυτήν.
+
+Ταυτοχρόνως δε και άλλο τρομακτικώτερον ακόμη συνέβη, ολίγον πέραν, όπου
+είχε συγκεντρωθή αίφνης πλήθος κόσμου, άλλοι δε εκ της πλατείας ένθεν κ'
+εκείθεν έσπευδον επάνω από όλα τα μέρη και από την μαρμαρίνην του κήπου
+κλίμακα, ως εν εφόδω.
+
+Ο τροχιόδρομος, διερχόμενος, παρέσυρεν υπό τους τροχούς των αμαξών,
+γραίαν, ήτις συνεκίνησεν όλην την πλατείαν με τας οιμωγάς της στενάζουσα
+ως σφαζομένη όρνις. Αι σπαρακτικαί της γραίας κραυγαί, αι βοαί των
+κερατοφόρων του τροχιοδρόμου, και αι έκθαμβοι αναφωνήσεις των εν ταις
+αμάξαις, εχρησίμευσαν ως ισχυρότατα του μπάρμπ'-Αναγνώστη
+δικαιολογήματα, όστις περιδεής και τρέμων όλος, απωθών πάντοτε προς τα
+κράσπεδα του κήπου την έμφοβον ήδη Θωμαήν, μέσα εις εκείνον του πλήθους
+τον άγριον συνωστισμόν, συμμαζευμένος εις το καποτάκι του, ως χελώνη
+εντός του κελύφους της, εις τον τρόμον εκείνον του πλήθους λαβών αυτός
+θάρρος, εξηκολούθει να κραυγάζη ακόμη:
+
+ — Δεν σ' τάλεγα εγώ!
+
+Αλλά βιαία τις ριπή του ανέμου εκάλυψεν εν στιγμή διά πυκνής νεφέλης
+αυχμηρού κονιορτού και πλατείαν και ανθρώπους, επλήρωσε δε λύθρου και το
+στόμα του ενόρκου, όστις πτύων ελεεινώς χώμα και λόγους εσπιλωμένους,
+εφώναζε:
+
+ — Σ' αφίνουν οι αστυφύλακες, οι νιουδαίοι!
+
+Επανελθούσα ούτω μετά ταύτα εις τον οίκον η Θωμαή, εκλείσθη εις έν
+δωμάτιον σκοτεινόν, ως την ψυχήν της, και έκλαιεν όλην την ημέραν.
+
+Αναλογιζομένη την ανεξήγητον εκπτόησιν του μπάρμπ'-Αναγνώστη, αρνουμένου
+να εισέλθη εις το ξενοδοχείον, και συνδυάζουσα προς τούτο τον απλοϊκόν
+και ζαλισμένον πάντοτε χαρακτήρα της θείας της Αννούσης, ήτις είχε την
+μανίαν ν' ανακαλύπτη ομοιότητας μεταξύ των ανθρώπων, και να επιμένη
+έπειτα εις την απάτην, τότε μόνον επείσθη ότι όσοι εκόμιζον εις αυτήν
+τας χαρμοσύνους ειδήσεις την εξηπάτων, αυταπατώμενοι, και ησθάνθη
+κατάκαρδα την θλιβεράν απελπησίαν πλέον, ως να ήγγισε βελόνη την καρδίαν
+της.
+
+Προς τι ν' αναμένη εν Αθήναις πλέον; Ασθενεστάτη ελπίς μία υπελείπετο
+ακόμη και αύτη διελύθη ως πομφόλυξ ύδατος, καθώς τόσαι άλλαι. Οι
+περιηγηταί εκείνοι επανήλθον, ο διερμηνεύς αυτών δεν ήτο ο σύζυγός της.
+Η μητέρα της της έστελνε θρήνους με τα γράμματά της, να επιστρέψη πλέον
+για το όνομα του Χριστού και της Παναγίας. Να κυττάξουν την φτώχιαν των,
+να κυττάξουν το νοικοκυριόν των. Πάει το καλοκαίρι, παιδί μου, κ'
+έρχεται ο χειμώνας, εστέναζεν η γρηά-Κυρατσού, με τα γράμματά της.
+
+Μου γράφεις ότι περιμένεις να μάθης ακόμη, από την Πάτρα, από τον Πύργον
+και δεν ξέρω από πού αλλού. Του κάκου περιμένεις. Σε γελάνε όλοι, αφού ο
+άνδρας σου σ' εγέλασε. Κάμε να έλθης γιατί ρημάξανε τα πράμματά μας. Οι
+νοικοκυραίοι παραξένεψαν; οι αργάταις γροσσούζεψαν; Δεν γνωρίζω. Γνωρίζω
+μόνον ότι ο μπάρμπα-Γιωργός ο Δεσπότης, ο πρώτος του χωριού μας
+κλαδευτής, που μας κλάδευε τα αμπέλι πάντοτε, και το 'βλογούσε, κ'
+έκαμνε πολλά και καλά σταφύλια, μ' εγέλασε, με το σήμερα και με το
+αύριο, και μας άφησε τα αμπέλι ακλάδευτο, και έγεινε κλάρα το αμπελάκι
+σου, Θωμαή μου. Οι σκαφτιάδες μ' εξαπατήσανε, με της ψευτιαίς τους, και
+δεν το σκάψανε, και το αμπελάκι σου έμεινε άσκαφτο, Θωμαή μου. Θειάφι
+δεν είχα να το θειαφίσω, και τα σταφύλια της κλάρας χολεριασθήκανε,
+Θωμαή μου. Από πού να δανεισθώ; Οι δανειστάδες πεθάνανε 'ς το χωριό μας.
+Σταφύλια της αγίας Σωτείρας δεν έστειλα 'ς την εκκλησιά, παιδί μου. Και
+καλή χρονιά κανείς δεν μούπε της αγίας Σωτείρας, παιδί μου. Κλαίω μέρα-
+νύχτα. Κάμε να γυρίσης γλήγορα, παιδί μου, να κυττάξουμε την φτώχια μας.
+Έρχουνται και μου λένε πως δεν έχεις σκοπό να ξανάλθης. Μη το κάμης
+αυτό, παιδί μου, γιατί θα με θανατώσης πρόωρα. Νάχης την ευχίτσα μου, να
+έλθης.
+
+Με αυτούς τους θρήνους προσεκάλει η γρηά-Κυρατσού την κόρην της να
+επανέλθη πλέον εις το χωρίον.
+
+Μίαν ημέραν και μίαν νύκτα η βροχή απαύστως κατέπιπτεν εις τας Αθήνας.
+Τα πρωτοβρόχια ενωρίς είχον επισκεφθή την ξηράν πόλιν, το φθινόπωρον
+εκείνο. Το μαρμάρινον Άστυ εχάθη άφαντον εν μέσω της σκοτεινής ομίχλης,
+της λαίλαπος και της ορμητικής εκείνης καταιγίδος, θαρρείς και το
+περιετύλιξαν όλον τα υδατόρρυτα νέφη, να το πνίξωσιν αίφνης, ως κλώσσαν
+με τους μικρούς νεοσσούς. Ρύακες κατακίτρινοι, σχηματισθέντες εν τω άμα,
+εισώρμησαν εις τα υπόγεια των οικιών και μαγαζείων, μετά βοής, όλην την
+νύκτα ρέοντες, καθ' ην οι άνθρωποι επτοημένοι ηγρύπνησαν, ως να ικέτευον
+τον Θεόν διά τον υπερβάλλοντα εκείνον καθαρισμόν, όστις ηπείλει να
+παρασύρη, μετά των ρύπων, κ' έπιπλα και ζώα και ανθρώπους.
+
+Τη δ' επαύριον όμως, πρωί-πρωί, έλαμπεν η μαρμαρίνη πόλις ως νεόλουστος
+παρθένος του Φαλήρου, λευκή-κατάλευκος. Τα δένδρα των οδών,
+αποτιναχθέντα από της παχείας των κόνεως, εδροσοβολούσαν με τα
+καταπράσινα φύλλα των. Τα μικρόν της Ακαδημίας αλσύλλιον, βαπτισθέν όλην
+την νύκτα εις τον άφθονον εκείνον υετόν, ανέζησε, και κλώνες χλοεροί εδώ
+κ' εκεί ανέθορον αίφνης πεύκης και πίτυος και αγριελαίας, οπού ένας
+κόσσυφος του καλλίστου είδους, κηρομύτης, κατάμαυρος, δραπετεύσας από
+κάποιον κλωβίον, ελλοχεύων, παρεμόνευε τους διαβάτας, ν' αρπάση μίαν
+ελαίαν ώριμον, μαύρην ως τα πτερά του, αναλάμψασαν αίφνης, μετά την
+βροχήν, επί των διαβρόχων ακόμη κλάδων. Αι οδοί, ως εδάφη οίκων
+μαρμαρόστρωτα, λαμπρώς εσπογγαρίσθησαν, παρασυρθείσης υπό των βιαίων
+ρυάκων της επιχωματώσεως αυτών, και απέστιλβον οι πεπατημένοι
+πολυγωνικοί χάλικες, το πρώτον αυτών ενσφηνωθέν στρώμα, ως άτεχνα
+ψηφιδώματα της παρακμής. Τα πεζοδρόμια απήστραπτον ήδη από το φέγγος του
+ηλίου, όστις με ακτινοβολήματα μαλαμοκαπνισμένου αργύρου περιέβαλλε τα
+μάρμαρα και τας γλυφάς των μεγάρων. Άρωμα ανθέων των ιδιωτικών κήπων
+επλήρου τον ορίζοντα, κατάγλαυκον όλον, την πρωίαν εκείνην, οπού η Θωμαή
+ανεχώρει πλέον επανερχομένη εις την μητέρα της. Δημήτηρ ωχρά, αποτυχούσα
+εις τας ερεύνας της. Ορφεύς πένθιμος με άφωνον εκ της απογνώσεως την
+λύραν. Ο καπετάν-Πέτρος ο Αποσπερίτης είχεν επιδιορθώσει και διά
+χρωμάτων περικαλλύνει τα σκολιόν του βρατσερί, όπερ δυστυχώς απέμεινε
+πάλιν σκολιόν, ως τον χαρακτήρα του ανθρώπου τον ανάποδον, τον οποίον
+ουδεμία χρωματιστή ευγένεια δύναται να μεταβάλη. Αλλά μη έχων ναύλον
+ακόμη, όπως ταξειδεύση, απεφάσισε να εξαποστείλη την εξαδέλφην του διά
+του ατμοπλοίου, αναχωρούντος την εσπέραν εκείνην, εν συνοδεία μετά της
+θείας-Αννούσας, ήτις, και πάλιν στενοχωρηθείσα εν τη ξένη, επανήρχετο
+εις την πατρίδα. Φίλος του, ναύτης αγαθός, θα επεριποιείτο τας δύο
+γυναίκας εν τω ατμοπλοίω. Όταν δ' εφ' αμάξης τέλος κατήρχοντο αι δύο
+γυναίκες εις Πειραιά, διερχόμεναι την οδόν Πανεπιστημίου την πάγκαλον,
+δεν ηδυνήθη η Θωμαή, όσον θλιμμένη και αν ήτο, να μη θαυμάση, διά του
+βλέμματός της, τα έκλαμπρα μέγαρα, επί των οποίων έπαιζεν-έπαιζεν ο
+ήλιος ολόχρυσος, σχηματίζων νερά, κινούμενα κυματοειδώς επί των
+καταλεύκων μαρμάρων, ως έκαμνε νερά εύμορφα το ολομέταξον ύφασμα της
+νυμφικής της εσθήτος. Και όταν είδε τα όψα παρακάτω καθαρά και
+ευωδιάζοντα, την πρωίαν εκείνην, εις τα παντοπωλεία, και όταν είδε τας
+σταφυλάς της Αττικής δροσολουσμένας, εντός των καλάθων, ως ραντισμένας
+με τρίμματα κρυστάλλων, και όταν είδεν εν τη πλατεία της Ομονοίας
+φοίνικας και κυπαρίσσους μετά ένα υετόν αίφνης τόσον χλοερά ανακύψαντα,
+ως από τάφον αναστάντα, και τους ανθρώπους καθαρούς ως λουσθέντας και
+αυτούς από του νυχτίου όμβρου, περιπατούντας ή καθημένους επί των
+λαμποκοπούντων προθύρων των καφενείων, ενώ καθαρίως ενδεδυμένοι χωρικοί
+των Μεσογείων, φαιδροί και υπάδοντες σχεδόν, ως εν αρχαίω κώμω, ωδήγουν
+τα αμάξια του γλεύκους, διά κλώνων αγρίας πεύκης εστεφανωμένα — δεν
+ηδυνήθη τότε να κρατήση τον θαυμασμόν της η Θωμαή, η χωρική, προς την
+μονογενή της Ελλάδος πόλιν, ήτις μοσχοβολούσα από την καθαριότητα,
+ανεπαύετο — η πεντελησία νύμφη — την ευδίαν εκείνην ημέραν, υπό στερέωμα
+κυανούν, στεφανωμένη γύρω με καταγάλανα βουνά. Και σπογγίσασα ένα δάκρυ,
+διότι, ατυχής εις όλα, ανεχώρει εις τοιαύτην ποθητήν διά τας Αθήνας
+ημέραν, δι' ην και μόνην τόσα δεινά υπομένουσιν οι ξένοι, εψιθύρισεν:
+
+ — Έρμη Αθήνα! . . .
+
+Την αυτήν εσπέραν δύο γυναίκες εκάθηντο εις μίαν άκραν, την καθαρωτέραν
+επί του ερειπωμένου καταστρώματος του ατμοπλοίου, όπερ μετ' ολίγας ώρας
+απέπλεεν εις τον Ευβοϊκόν.
+
+Η θεία-Αννούσα, σκεπασμένη πάντοτε με την μαύρην της χηρείας μανδήλαν,
+και η Θωμαή, φέρουσα επί της κεφαλής της βαρύ μαύρον σάλιον, ως
+καλογραία της Τήνου κουκουλωμένη, υπό το οποίον έλαμπον δύο κατάμαυροι
+οφθαλμοί, πλήρεις ζωής και χάριτος, οσάκις εσπόγγιζε τα δάκρυά της.
+Είχεν ανοίξει η θεια-Αννούσα το καλαθάκι της, εξεδίπλωσεν εκεί μίαν
+πετσέταν εντοπίαν, και εξαγαγούσα ψωμίον, τυρόν και σταφυλάς, ήρχισε να
+τρώγη, προσκαλούσα και την Θωμαήν. Αύτη όμως σιωπηλή και πένθιμος έβλεπε
+τους επιβιβαζομένους, μετά των επίπλων των, ταξειδιώτας, μετά τόσης
+εμμονής, ως να επερίμενε ν' αναγνωρίση κάποιον μεταξύ των αγνώστων
+εκείνων μορφών. Επεθύμει να εξαπατηθή και αύτη, καθώς τόσοι άλλοι. Να
+πάθη και αυτή από μίαν γλυκείαν αυταπάτην και να ιδή τον άμοιρον άνδρα
+της, έτσι 'ς τα ψέματα, και αυτή, μίαν στιγμήν ωραίαν, τον άνδρα της,
+οπού απώλεσε πλέον διά παντός, της εφαίνετο. Η αλήθεια είνε πικρά
+πολλάκις και φαρμακώνει, αλλά η απάτη είνε γλυκεία και ηδονική, ως ο
+καρπός του Δένδρου της Γνώσεως εν Εδέμ. Το βίντσιον, κροτούν και
+συστρέφον γοερώς τας αλύσεις του, εξηκολούθει ν' ανασύρη έπιπλα και
+εμπορεύματα. Οι επιβάται, ανήσυχοι ως υπηρέται ξενοδοχείου την ώραν της
+μεσημβρίας, έτρεχον εδώ κ' εκεί έκφρονες, αναβαίνοντες κλίμακας,
+καταβαίνοντες εις τους θαλάμους, ομιλούντες συγκεχυμένους λόγους,
+φωνάζοντες τους λεμβούχους, κράζοντες τους θαλαμηπόλους, βαστάζοντες
+καλάθους, πυξίδας, παιδία, κυνάρια, σύροντες γυναίκας, όρνιθας, χήνας,
+με βοήν, ολονέν αύξουσαν.
+
+Η θεια-Αννούσα, ίνα μη καταθλίβη την ανεψιάν της, παύσασα πλέον να ομιλή
+περί του Λαλεμήτρου, αν και ενδομύχως ουδέποτε έπαυσε να διαμαρτύρηται
+και να λέγη ότι είδεν αυτόν εις τον άγιον Διονύσιον, ήρχισε τώρα,
+τρώγουσα, να διηγήται προς την Θωμαήν περί της πατρίδος των, ίσως και
+της ανοίξη την όρεξιν, να πάρη και αυτή κάτι τι. Και ενθυμουμένη διάφορα
+επεισόδια του βίου της, έτρωγε και ωμίλει, με στωμυλίαν ατελείωτον, με
+όρεξιν νοσταλγούντος ανθρώπου, την στιγμήν που αποπλέει διά την αγαπητήν
+του γην, με την στερεάν πεποίθησιν ότι ουδείς πλέον δύναται να τον
+εμποδίση. Η Θωμαή, αφηρημένη πάντοτε προς τους αδιακόπως εισερχομένους
+ξένους, ήκουεν ίσως, ή και δεν ήκουεν. Αλλ' η θεια-Αννούσα ως να
+επεριπατούσεν εν τω χωρίω της, ως να εκάθητο εν τω οικίσκω της, ή και
+εις τον φούρνον ακόμη, περιμένουσα να φουρνίση, έλεγε τι έπαθε μια φορά
+που πήγε ν' αργολογήση 'ς το αμπέλι τον Μάιον και ηύρε μια φωλιά με
+οχιαίς, κ' αυτή ενόμισε πως ήσαν μισιργούδια, κ' επήγε να τα πιάση, και
+μόνον πώς δεν την δάγκασαν· και όταν πάλιν το κύμα της άρπαξε δυο
+σινδόνια, που πήγε μία φορά να λευκάνη 'ς το Ξάνεμο, και μόνον που δεν
+επνίγηκεν έως να τα πιάση· πώς υπήγεν, ένα κοντόγιορτο, 'ς το Κάστρο, να
+λειτουργήση, 'ς τον Άη Γιάννη, και ξέχασεν από την βίαν της την
+λειτουργία, κ' ελειτούργησε, λέει, ο παππάς με ψωμί . . .
+
+Ο ήλιος είχε δύσει και το ατμόπλοιον εξηκολούθει να παραλαμβάνη ακόμη
+εμπορεύματα και επιβάτας και άλλους να περιμένη, με σφυρίγματα γοερά,
+από τα οποία εβόυζεν όλος ο λιμήν. Η θεια-Αννούσα, καθαρά πάντοτε και
+άμεμπτος, είχε παραλάβει και το κανατάκι της, ένα Ξηροχωριανό μαρούδι,
+να πίνη καθαρόν ύδωρ, όταν θα εδίψα. Κ' αφού έφαγε και έπιεν, έκαμε τον
+σταυρόν της και τα συνεμάζευσε πάλιν όλα τα πράγματά της, εντός του
+μικρού καλαθίου, ως καθαρά και τακτική από τα μικρά της χρόνια,
+δυσανασχετούσα διά την βραδύτητα του απόπλου. Η Θωμαή, κατάκοπος, με τας
+ελπίδας τόσους μήνας, ήδη προσκλίνασα προς το πλευρόν, εν τη απελπισία
+της τη εσχάτη, εβυθίσθη μετ' ολίγον εις ύπνον.
+
+Και ο δεσμώτης, Θωμαή μου, όταν βραδύνη η χάρις, και απολέση πάσαν
+απελευθερώσεως ελπίδα, γέρνει επάνω εις τα δεσμά του και αποκοιμάται
+ήσυχος πλέον . . .
+
+ — Να πάγω να του κάμω τουλάχιστον ένα μνημόσυνο!
+
+Εψιθύρισε καθ' εαυτήν η Θωμαή και απεκοιμήθη, σκεπασθείσα με το μαύρο
+της το σάλι, ως ήτο, επακκουμβώσα προς το πλευρόν, ως καλογραία της
+Τήνου αποκοιμηθείσα επάνω εις τον κανόνα της.
+
+Κ' εκεί που ητοιμάζετο και η θεια-Αννούσα, σιγά — σιγά, να εξαπλωθή και
+αυτή επάνω εις εν κυλιμάκι, το οποίον υπέστρωσε, παρά τινα ογκώδη
+κύλινδρον καραβοσχοίνου, ώστε να σχηματίζηται μεταξύ των δύο γυναικών
+περίφραγμα, ασφαλές οπωςδήποτε από τον άλλον κόσμον του καταστρώματος, —
+ήτο τακτική αυτή και καθαρά — αίφνης ναύτης γηραλέος του πλοίου, με
+πισσωμένον ιμάτιον και κατραμωμένον κούκον, ο ναύτης, εις ον εσύστησε
+τας δύο γυναίκας ο καπετάν-Πέτρος ο Αποσπερίτης, ενεφανίσθη ενώπιον της
+θεια-Αννούσας, οδηγών και κοντόν τινα επιβάτην, ένα πολιόν σχεδόν και
+κυφόν ολίγον άνθρωπον, με καινουργή ενδυμασίαν, αποστίλβουσαν, και με
+μίαν παράδοξον χρυσήν άλυσιν επί του στήθους εκλάμπουσαν.
+
+ — Νά, τω είπεν ο γηραλέος ναύτης, αυταίς μονάχα αι δυο γυναίκες είνε
+για την πατρίδα σου.
+
+Την στιγμήν εκείνην η θεια-Αννούσα, θαρρούσα ότι οι δύο εκείνοι άνδρες
+θα προσπεράσουν προς την πρώραν, έκαμνε την προσευχήν της να κατακλιθή
+και αυτή και ησυχάση, ζαλισμένη από την αέναον κίνησιν των επιβατών και
+εκ των υποχθονίων κρότων, ως να εκρημνίζοντο σπίτια κάτω εις το κύτος
+του πλοίου αλλ' ο ξένος, ον ωδήγει ο γηραλέος ναύτης, αντί να
+προσπεράση, εστάθη εκεί, εκάθισεν επί του κυλίνδρου των καραβοσχοίνων
+μετά θάρρους, και κύψας ανηρεύνα τα χαρακτηριστικά της θεια-Αννούσας.
+Βλέπων δε αυτήν κατά πρόσωπον ηρώτησε:
+
+ — Με γνωρίζεις, γερόντισσα;
+
+ — Πού να σε γνωρίσω, γυιε μ';
+
+ — Είμαι πατριώτης σου, και πάω για την πατρίδα. Μαζί θα πάμε.
+
+Η θεια-Αννούσα απόμεινε και τον εκύτταζεν ως αρνίον.
+
+Κ' εκείνος βλέπων ωσαύτως αυτήν, και μη δυνάμενος να την αναγνωρίση, —
+ήτο νυξ πλέον, και ήναψαν εδώ κ' εκεί φανάρια οι ναύται προς ευκολίαν
+της υπηρεσίας — επανηρώτησε:
+
+ — Δεν με θυμάσαι; Δεν επήρες καμμιά φορά αλεύρι από το μαγαζί μου;
+Σήμερα έφθασα από την Αμερικήν και πάγω για το χωριό. Είμαι ο
+Λαλεμήτρος.
+
+ — Ο Λαλεμήτρος! εκραύγασε τότε δυνατά η γραία, και ανηγέρθη πάραυτα.
+Και βλέπουσα την ολόχρυσον καδένα του, λάμπουσαν εις το φως του
+φαναριού, τον ενηγκαλίσθη, ως μήτηρ, τραυλίζουσα, εν συγκινήσει, με
+δάκρυα:
+
+ — Καλά λες, γυιε μ'! Καλά λες, γυιε μ'! Ο Λαλεμήτρος με την χρυσή
+καδένα!
+
+Και ολολύζουσα ήδη εθρηνολογούσεν η γραία εκ συγκινήσεως και χαράς:
+
+ — Αχ! γυιε μ'! Αχ! γυιε μ'!
+
+Ο Λαλεμήτρος προς τους αιφνιδίους εκείνους θρήνους της γυναικός, εκάμφθη
+εν τρόμω, υπώπτευσε κακόν και ηρώτησε τεταραγμένος:
+
+ — Είναι καλά η Θωμαή! Γιατί κλαις έτσι;
+
+Συγχρόνως τότε και η Θωμαή, ονειρευομένη την στιγμήν εκείνην οπού βαθειά
+εις τον ύπνον της είχεν υπηχήσει ηδέως το όνομα του συζύγου της,
+φαίνεται, είχεν αναταραχθή αποτόμως, και ανακαθίσασα εις τα γόνατά της,
+με το κατάμαυρον σάλι επί της κεφαλής της κουκουλωμένη, ως καλογραία
+κάμνουσα τον κανόνα της τα μεσάνυκτα, εστέναξεν, ως εν κινδύνω, δις
+στεναγμούς ως γόους, ως θρήνους, επάνω εις το όνειρόν της:
+
+ — Λαλεμήτρο μου! Λαλεμήτρο μου!
+
+Και έμεινε πάλιν εις τα γόνατά της εκεί, βωβή, βυθισμένη εις τον ύπνον,
+ως καλογραία, εξακολουθούσα τον κανόνα της.
+
+Ο Λαλεμήτρος τότε ενωτισθείς αίφνης τόνον φωνής προσφιλούς, της Θωμαής
+του την φωνήν, την οποίαν τόσους χρόνους είχε ν' ακούση, και αναγνωρίσας
+πάραυτα την κατατομήν εκείνην την αγαλματώδη του σώματος της συζύγου
+του, έκυψε προς το ωχρόλευκον κοιμώμενον ακόμη πρόσωπόν της. Ανεγνώρισε
+την σύζυγόν του και εναγκαλισθείς κατεφίλησεν αυτήν κράζων:
+
+ — Θωμαή μου! Θωμαή μου!
+
+Εκείνη αφυπνώσασα τότε, και τρέμουσα ως ιχθύς εν μέσω εκείνων των
+αιφνιδίων περιπτύξεων και φιλημάτων, ανεφώνησε με σταυροκοπήματα
+κινδύνου, παγωμένη.
+
+ — Θεια-Αννούσα!
+
+Η γραία, από γλωσσοδέτην καταληφθείσα τώρα, έμεινεν ακίνητος και
+άναυδος. Η δε Θωμαή, ζαλισμένη από την τρομακτικήν εκείνην αφύπνωσιν,
+απώθησε τας χείρας εκείνας αίτινες την περιεπτύχθησαν εις τον ύπνον της,
+τα χείλη εκείνα τα οποία την εφίλησαν εις το όνειρόν της, και εψιθύριζεν
+ακόμη εν ταραχή.
+
+ — Παναγία μου! Πού είμαι;
+
+Αλλά τότε οι οφθαλμοί της, γαληνιάσαντες μικρόν από του αιφνιδίου σάλου,
+προσέπεσον ήρεμοι επί της χρυσής καδένας του Λαλεμήτρου, κ' έκθαμβοι
+εθεώρουν αυτήν, εν τη αμφιβόλω εκείνη της εγρηγόρσεως στιγμή, ενώ η
+θεια-Αννούσα, ανακτήσασα την ψυχικήν ηρεμίαν και την φωνήν της,
+εκραύγαζεν:
+
+ — Ο Λαλεμήτρος, Θωμαή! Ο Λαλεμήτρος, με την χρυσή καδένα! Δεν σ' τώλεγα
+εγώ πως τον είδα εις τον άη-Διονύσιο;
+
+Τότε και η άγκυρα του πλοίου, ανασυρομένη εν δαιμονίω κρότω στροφίγγων,
+αλύσεων και μοχλών προς απόπλουν, εκάλυψε τους περιπαθείς λυγμούς της
+αφάτου χαράς των αναγνωρισθέντων συζύγων.
+
+***
+
+Η Θωμαή όλη χαρά πλέον, με αναλάμψασαν πάλιν και καταυγάζουσαν την
+ωχρόλευκον καλλονήν της, φέρουσα εις τους ώμους της, αντί του πενθίμου
+εκείνου σαλίου, έτερον, ινδικόν. μεταξοΰφαντον, όπερ τώρα εκόμισεν εκ
+των χωρών εκείνων ο σύζυγός της, ήκουε τας περιπετειώδεις διηγήσεις και
+τα δεινά του Λαλεμήτρου παθήματα, αφού αύτη πρότερον είχε μετά πόνου
+αφηγηθή προς αυτόν τας θλίψεις και τας πικρίας, τας οποίας εδοκίμασε
+κατά το οδυνηρόν της απουσίας του διάστημα, και την αιτίαν του ταξειδίου
+της. Εκεί, καθ' όλην την νύκτα επί του καταστρώματος όπου εκάθηντο, παρά
+την πρύμνην, διά να βλέπωσι τον εύμορφον της Ελλάδος κόλπον, ήκουεν η
+Θωμαή, ενώ το ατμόπλοιον, αφού εξημέρωσε πλέον, μαλακά-μαλακά, διέσχιζε
+την γαλανήν του Ευβοϊκού θάλασσαν. Είχε διέλθει τον Εύριπον πλέον, με τα
+φρούριά του ακόμη τα πορφυρόξανθα, κ' έπλεεν ολοταχώς κατ' ευθείαν εις
+Βόλον.
+
+Η θεια-Αννούσα, πάντοτε καθαρά και πάντοτε άμεμπτος, θέλουσα ιδιαιτέρως
+να περιποιηθή τον Λαλεμήτρον — αν και ήτο πειραγμένη μαζί του, διότι
+ηρνείτο τελείως ότι είχεν υπάγει ποτέ εις τον Άγιον Διονύσιον —
+προσεπάθει να ετοιμάση καφέ, εξαγαγούσα, από το καλαθάκι της, έν
+λαμποκοπούν καμινέτο. Ο Λαλεμήτρος είχεν ήδη παραλάβει τας δύο γυναίκας
+κάτω, εις την πρώτην θέσιν, αλλ' επροτίμα και αυτός τον καφέ της θείας
+του, διότι παρεσκευασμένος με τας χείρας της, τω εφαίνετο, θα μυρίζη
+ολίγην πατρίδα.
+
+Καϋμένη πατρίδα! Μόνον εις την ξενιτείαν καταλαμβάνει κανείς τι
+αξίζεις! . . .
+
+Αι πρωιναί αύραι, από των Ευβοϊκών βουνών και των Λοκρικών ακτών,
+συναντώμεναι επί του πλοίου, εδρόσιζον ηδέως μίαν των γλυκυτέρων ημερών
+του φθινοπώρου.
+
+ — Δι' αυτό, ίσα-ίσα, το σφάλμα μου πολύ ετιμωρήθην, Θωμαή μου, είπεν
+αναστενάξας ο Λαλεμήτρος, με ύφος χριστιανού, διελθόντος ήδη τον κανόνα
+του πνευματικού του τον εξιλαστήριον.
+
+Και εξηκολούθησε τας διηγήσεις του. Εκείνη δε τον έβλεπε, τον έβλεπε,
+και δεν εχόρταινε να τον ακούη, σαν εις τα ψεύματα, σαν εις το όνειρόν
+της. Και έτριβεν ενίοτε τους οφθαλμούς της δειλιώσα, ίνα πεισθή ότι δεν
+απατάται, φοβουμένη μη εξαφανισθή τα ευφρόσυνον θέαμα. Και της ήρχετο
+απορία ενίοτε, γλυκεία πλέον εν τη βεβαιότητι:
+
+ — Ο Λαλεμήτρος μου είνε αυτός;
+
+Και πάλιν γελώσα, πεπεισμένη πλέον περί της αληθείας και προσπαίζουσα με
+την απλότητα της θείας της, απέτεινε προς αυτήν πλαγίως την παιγνιώδη
+πείραξιν, ερωτώσα τον άνδρα της:
+
+ — Την είδες λοιπόν την θεια-Αννούσα 'ς τον Άη-Διονύσιο; . .
+
+***
+
+Εκ Βόλου, όπου κατά πρώτον έφθασε, με το κοντόν και χονδρόν κόττερον του
+καπετάν-Ηλία, έκφρων, τρέχων τυφλός εις την καταστροφήν του, διηγείτο ο
+Λαλεμήτρος, ανεχώρησε την ιδίαν ημέραν εις Πειραιά, ίνα μη ανακαλυφθή
+υπό των δανειστών του. Αλλά τι ήθελεν εις Πειραιά; Κατά τον πλουν, εν
+εξάψει ευρεθείς, ωσεί εδιώκετο υπό τινος, απεπειράθη να ριφθή εις την
+θάλασσαν, παρά το Σούνιον, αλλ' εννοηθείς υπό τινος ναύτου, εκρατήθη.
+Μόλις δ' αποβιβασθείς εις Πειραιά, συνήντησεν ένα γλωσσίτην, όστις άρτι
+επανακάμψας εξ Αμερικής, διηγείτο εις όμιλον ναυτικών τα αμύθητα και
+σύντομα κέρδη της Αλάσκας, από των αρτιφανών μεταλλείων της οποίας αυτός
+επέστρεφε πλούσιος, εις το χωρίον του. Τότε, μετά τας διηγήσεις εκείνας,
+η θλίψις του ότι απώλεσε την περιουσίαν του μετεβλήθη εις μανίαν πλέον,
+ήτις βιαίως ως λωρίον δουλευούσης μηχανής, τον παρέσυρε προς εκείνους
+τους κόσμους πάλιν, όχι με πόθον, αλλά με λύσσαν πλέον, να επανακτήση τα
+απολεσθέντα. Δίψα ήδη κατέφλεγε τα σπλάγχνα του, ως να είχε μεθυσθή από
+οίνου. Κ' εθολώθη ο εγκέφαλός του, και απεσβέσθη τελείως η μνήμη του. Κ'
+ελησμόνησε τα πάντα τότε, μέσα εις εκείνην την τρικυμίαν της ψυχής του.
+Και κόσμον και πατρίδα και σύζυγον. Ο ναύτης εκείνος τον έσωσε κατά τον
+πλουν, ελεήσας αυτόν, αλλ' η μοίρα του ανελεήμων, τον ώθει πάλιν εις την
+εξαφάνισιν, διότι δεν θα επανήρχετο εις το χωρίον του, αν δεν εσχημάτιζε
+περιουσίαν τινά εκ νέου. Αγγλικόν ατμόπλοιον τον απεβίβασε τέλος μετά
+καιρόν εις τον Νέον Κόσμον μετά τινων άλλων Λακώνων, και δύο ακόμη
+γλωσσιτών, έχοντα τόσα, όσα τω εχρειάζοντο διά τας πρώτας του δαπάνας.
+Φθάσας δε εις την Αλάσκαν και ιδών ότι αληθή ήσαν, όσα τω έλεγεν εις
+Πειραιά ο γλωσσίτης εκείνος, ερρίφθη εις τα ορυχεία του χρυσού, ως
+ρίπτεται διψασμένον κτήνος εις την πηγήν, ουδέν άλλο ενθυμούμενος εκ του
+παρελθόντος, ειμή ότι κάποιος Λαλεμήτρος, απολέσας λίρας, τας οποίας ως
+σπόγγους είχεν αποσπάσει, μίαν-μίαν, από του πυθμένος της θαλάσσης,
+εβασανίζετο τώρα να τας ανεύρη εις τα βάθη τα ανήλια του μεταλλείου. Και
+αληθώς εβασανίσθη επί πενταετίαν παλαίων με την τρυφηλήν φιλοσαρκίαν
+του, και την υπερβάλλουσαν τραχύτητα του κλίματος. Η θέα τότε του
+χρυσίου, το οποίον απεθησαύρισε, κατά το διάστημα τούτο, ήρχισε να
+καταπραΰνη το εξηγριωμένον πνεύμα του, την δε μανίαν την πρώτην και
+λύσσαν, διεδέχθη ήδη γαλήνη του λογικού, ως να έρριψεν ο χρυσός έλαιον
+εις την τρικυμίαν του νου του. Και τότε εν τη ευδία εκείνη, ήρχισαν να
+επιπλέωσι πάλιν εις την μνήμην του προσφιλείς του παρελθόντος εικόνες,
+το μικρόν χωρίον του και η σύζυγός του.
+
+Ταύτα λέγων ο Λαλεμήτρος εσπόγγισε τους οφθαλμούς του, πληρωθέντας
+δακρύων.
+
+Η Θωμαή ωσαύτως εδάκρυσε.
+
+ — Τότε σου έγραψα το πρώτον γράμμα, είπεν ο Λαλεμήτρος.
+
+ — Δεν λάβαμε γράμμα σου, διέκοψεν η Θωμαή.
+
+ — Δεν λάβαμε, γυιε μ', προσέθηκε και η θεια-Αννούσα, προσφέρουσα τον
+καφέ.
+
+ — Έχετε δίκαιον! είπεν ο Λαλεμήτρος. Το έστειλα με επιβάτην, ο οποίος
+εχάθη, εις ναυάγιον.
+
+Και πίνων ήδη μετά ιδιαιτέρας ευαρεσκείας τον καφέ, εξηκολούθησεν ο
+Λαλεμήτρος την διήγησίν του· και είπεν ότι αμέσως όμως μετά ταύτα, ενώ
+ήτο έτοιμος να επανέλθη εις την Ελλάδα και εις το χωρίον του, με
+περιουσίαν πάλιν, τόσην, ώστε ούτε τους δανειστάς του να φοβήται, ούτε
+τους χωρικούς να εντρέπεται, ησθένησε, καταβληθείς υπό των αφορήτων
+εκείνων μόχθων της σκληράς μεταλλευτικής εργασίας. Ο σύντροφός του
+ησθένησεν ομοίως και απέθανε. Και άλλοι πολλοί απέθανον, υποκύπτοντες
+εις την δριμύτητα του τόπου εκείνου, οπού όλα τα πράγματα είνε χρυσά.
+Και τα κέρδη χρυσά, και τα έξοδα χρυσά. Αλλ' αι ασθένειαι είναι σιδηραί,
+είνε μολύβδιναι. Ολίγοι σηκόνονται όταν πέσουν.
+
+Ταύτα λέγων, έρριψε το βλέμμα του προς τας ένθεν και ένθεν του πλοίου
+καταπρασίνους ακτάς και δακρύων εξ ενθουσιασμού παρετήρησε:
+
+ — Τι ωραίαν πατρίδα οπού έχομεν! Κύτταξε Θωμαή, κύτταξε, θεια! Γελούν η
+ακρογιαλιαίς, θαρρείς, γελούν τα βουνά, οι κάμποι, ο ουρανός, η θάλασσα,
+όλα γελούν, εις την πατρίδα μας!
+
+Αυτός όμως έχει πίστιν εις την δύναμιν την μυστικήν της χρυσής του
+καδένας, εξηκολούθησεν ο Λαλεμήτρος, και ήλπιζε να διασωθή ως και
+άλλοτε, και από τον κίνδυνον τούτον. Αλλ' η θεία χάρις φαίνεται τον
+είχεν εγκαταλίπει πλέον, και έβλεπεν ότι αι δυνάμεις του ολονέν
+κατέπιπτον, με όλα τα μέσα τα θεραπευτικά των ιατρών. Τότε ηθέλησε να
+γράψη πάλιν προς την σύζυγόν του και να ζητήση συγχώρησιν, αλλ' εστάθη
+αδύνατον. Ενώ δε ανέμενε τον θάνατον, εξύπνησε μίαν πρωίαν τυφλός.
+
+ — Οι οφθαλμοί μου είχον εξασθενήσει, είπεν ο Λαλεμήτρος και έχασα το
+φως μου.
+
+ — Λαλεμήτρο μου! έκλαυσεν η Θωμαή.
+
+ — Χειρότερα από θάνατο! εθρήνησε και η γραία, πίνουσα τον καφέ.
+
+ — Πώς να σας διηγηθώ τότε την σκοτίαν, εις την οποίαν έζησα ένα
+ολόκληρον χρόνον; Ήμουν ζωντανός εις τον Άδην.
+
+ — Αλήθεια, γυιε μ'! διέκοψεν η γραία.
+
+Εν τούτοις δεν έπαυσε ποτέ να ελπίζη εις την θαυματουργόν χάριν της
+χρυσής του καδένας, εξηκολούθησεν ο Λαλεμήτρος. Αλλά το παράπτωμά του
+δεν είχεν ακόμη συγχωρηθή. Τω εφαίνετο ενίοτε ότι κατόπιν τόσων
+θεραπευτικών φαρμάκων, τα οποία ματαίως τω έδιδον οι ιατροί, εάν
+κατώρθωνε να ίδη μίαν φοράν εις τον ύπνον του την φαεινήν της συζύγου
+του μορφήν, θα εθεραπεύετο, θα εφωτίζετο πάραυτα. Αλλά τούτο το φάρμακον
+εστάθη αδύνατον να το απολαύση. Πανταχού σκοτία. Τότε περιεφρόνησε πλέον
+τα πάντα και μόνον το πταίσμα του εσυλλογίζετο. «Καλά να πάθω, έλεγεν
+οδυρόμενος, διότι εγκατέλιπον εις το σκότος της απελπισίας μίαν ψυχήν, η
+οποία έν μόνον σφάλμα έπραξε, να συμπαθήση εις ένα τέτοιον άνθρωπον. Και
+παρεκάλει τον Θεόν να μη ζήση πλέον. Υπέμεινεν, εσκέπτετο, τα σκότη της
+θαλάσσης· υπέμεινε τα σκότη της γης· θα υπέμενε δικαίως και τα αιώνια
+σκότη του Άδου. Αλλά τα σκότη της ζωής δεν θα τα υπέμενεν.
+
+ — Είνε άλλο χειρότερο! διέκοψεν η θεια-Αννούσα πάλιν. Ένα ξύλο
+κούτσουρο είνε ο τυφλός.
+
+Η Θωμαή εδιακόπως έκλαιε.
+
+ — Τυφλός, θεέ μου, εκραύγαζα, τι να κάμω εις τον κόσμον; εξηκολούθησεν
+ο Λαλεμήτρος. Να μη βλέπω τον ήλιον να λάμπη την ημέραν, να μη βλέπω την
+σελήνην να φέγγη την νύκτα; Να μη βλέπω τον ουρανόν με τάστρα, την γην
+με τάνθη, την θάλασσαν με τα ψάρια; Να μη βλέπω, Παναγία μου, την εικόνα
+σου, την Ζωοδόχον Πηγήν την ολόφωτον, παρεκάλουν την Θεοτόκον διαρκώς,
+να μη βλέπω την Θωμαήν μου; . . . Και, κατεφίλουν την χρυσήν μου
+καδένα, εις την οποίαν δεν έπαυσα να καταφεύγω πάντοτε ως εις τελευταίαν
+άγκυραν σωτηρίας.
+
+Απελπισθείς όμως τελείως να θεραπευθώ και προτιμών εκεί να τελειώσω τον
+βίον μου, είχον αποφασίσει να σου αποστείλω όσα χρήματα επερίσσευσαν από
+την μακράν νόσον και ήσαν αρκετά, ότε μίαν νύκτα-αχ! μία νυξ συνεχής
+ήσαν τότε αι ημέραι μου όλαι — μίαν νύκτα, επάνω εις το έτος ακριβώς,
+βλέπω εις τον ύπνον μου ένα λαμπροστόλιστον αρχιερέα, ο οποίος έφερεν
+εις τα στήθη του ένα εγκόλπιον από σμάλτον, έχον εζωγραφημένον επ' αυτού
+τον άγιον Γεώργιον, το οποίον εκρέματο από τον λαιμόν του αρχιερέως με
+μίαν ωραίαν χρυσήν αλυσίδα, σαν την χρυσήν καδένα μου απαράλλακτον. Η
+χρυσή καδένα μου! εφώναξε. Κ' εξυπνήσας αμέσως, επέψαυον με πόθον την
+καδένα μου την χρυσήν, θαρρών ότι μου την αφήρεσαν. Δεν εξεύρω πώς, αφού
+εξύπνησα, από όλην την χρυσήν παράστασιν του αρχιερέως απέμεινεν εις την
+ενθύμησίν μου ανεξάλειπτος η χρυσή άλυσις του εγκολπίου του, η οποία μου
+εφαίνετο ότι έλαμπεν ακόμη, μέσα εις την βαθείαν εκείνην νύκτα των
+οφθαλμών μου. Εξύπνησα δε διαφορετικός την πρωίαν εκείνην. Είχα κάποιον
+θάρρος ανακτήσει εις την ψυχήν μου, κάποιαν ανεξήγητον, κρυφήν χαράν.
+
+Έκαμα αμέσως τον σταυρόν μου και ησπάσθην ευλαβώς την χρυσήν μου καδένα
+χωρίς να την βλέπω. Μου εφάνη δε ότι την πρωίαν εκείνην — πρώτην φοράν —
+ευωδίαζε, σαν θυμίαμα, σαν άγιον λείψανον. Ενθυμήθην τότε τον Εβραίον
+πάλιν και έλεγα: Καλά μου έλεγε. Πρώτην φοράν είδα Εβραίον να πη
+αλήθεια. Από εγκόλπιον αρχιερέως θα είνε η καδένα μου, κανενός παλαιού,
+κανενός αγίου ίσως. Η κατασκευή της μ' εβεβαίωνε πάντοτε περί της
+ιερότητός της, αλλά τώρα το ενύπνιον μου εφαίνετο ότι απεκάλυψεν εις εμέ
+την προέλευσίν της την ιεράν, και είχον ακλόνητον πεποίθησιν πλέον ότι
+έφερον επ' εμού κειμήλιον άγιον. Ελθών δε κατόπιν και ο ιατρός, κατά την
+συνήθειαν, έκθαμβος παρετήρησε κάποιαν καλλιτέρευσιν των οφθαλμών μου
+και μου έδωσε νέον θάρρος. Ανέβαλον τότε να σου αποστείλω τα χρήματα,
+διά να τα φέρω μόνος μου, — τόσον θάρρος είχον αποκτήσει — Ούτε σου
+έγραψα, διότι είχα την ελπίδα ότι ταχέως θα θεραπευθώ, και ήθελα έξαφνα
+ένα πρωί να με ιδήτε. Η συνείδησίς μου ήρχιζε και αυτή να καθησυχάζη, η
+ένοχος, και μετά τινας ημέρας ήρχισα να διακρίνω επάνω εις το στήθος
+μου, οπού είχον πάντοτε την χρυσήν μου καδένα, κάτι ως φως, κάτι τι ως
+αναμμένον κηράκι, και μου εφαίνετο ότι ανέπνεα οσμήν μοσχολιβάνου.
+Θάρρος μου έλεγε πάντοτε ο ιατρός, θάρρος μου επανελάμβανε και ο έτερος
+των γλωσσιτών, οπού με υπηρετούσεν ως αδελφός μου. Κατόπιν ήρχισα να σε
+βλέπω εις τον ύπνον μου τακτικά και μου εφαίνετο ότι τούτο πολύ με
+εδυνάμωνε. Πάντοτε μέσα 'ς τα μαύρα 'νδυμένη. Πάντοτε σκεπασμένη με μια
+ολόμαυρη μανδήλα. Κ' επήγαινες τάχα — νύκτα χαράμματα — και άναβες τα
+κανδηλάκια του αγίου Γεωργίου, όπως συνείθιζες πάντοτε. Κ' έτρεχεν απέξω
+τάχα το νεράκι, από το άγιον βήμα της εκκλησίτσας. Και ήθελα τάχα να
+πιω, μα δεν έβλεπα την βρύσι. Μόνον άκουα που έτρεχε το νεράκι
+κελαϊδιστά. Κ' εφώναζα τάχα: Πήγαινέ με 'ς τη βρύσι, Θωμαή μου, να
+νιφθώ, να δροσίσω τα ματάκια μου, να πιώ, να δροσίσω την καρδιά μου!
+Πήγαινέ με 'ς το νεράκι, Θωμαή μου, έλεγα τάχα τυφλός 'ς τα ξυπνητά μου,
+τυφλός και εις τον ύπνον μου.
+
+Η Θωμαή ακούουσα έκλαιεν. Η θεια-Αννούσα έκαμνε τον σταυρόν της.
+
+ — Ύστερα από ολίγας ημέρας πάλιν, εξηκολούθησεν ο Λαλεμήτρος, διέκρινα,
+σαν μέσα στα σύννεφα όμως, ένα εύμορφον καβαλλάρην, σαν τον άγιον
+Γεώργιον, οπού είδα εις το εγκόλπιον του αρχιερέως, ο οποίος, θαμβά-
+θαμβά, ήρχετο κ' εστέκετο εμπρός μου ώραν πολλήν, επάνω εις το άλογο και
+μου έφεγγε τάχα μ' ένα κηράκι και μ' ελιβάνιζε με μοσχολίβανον, οπού
+εγέμιζεν η καρδία μου από την ευωδίαν· κ' εχόρταινα ως να ελάμβανα
+τροφήν κ' εδυνάμωνα. Ύστερα αφού εσώνετο το κηράκι, μ' εσκέπαζε πάλιν η
+μαύρη νύχτα. Έκαμνα τότε τον σταυρόν μου και εφιλούσα την χρυσήν μου
+καδένα, και παρακαλούσα τον άγιον Γεώργιον. Αυτό εξηκολούθησεν ολόκληρον
+ένα σαρανταήμερον, κ' έβλεπα ότι αι δυνάμεις μου επανήρχοντο ημέραν με
+την ημέραν. Μόνον οπού ήμουν ακόμη τυφλός. Αλλά είχα θάρρος εις την
+ψυχήν μου και δεν εσυλλογιζόμην πλέον τον θάνατον. Τότε σηκωνόμενος, με
+την βοήθειαν του καλού γλωσσίτου — τον οποίον εφιλοδώρησα καλά διά την
+αδελφικήν του φροντίδα — και καθήμενος εις το μικρόν προαύλιον της
+κατοικίας μου, με πίστιν τελείαν ότι θα απολαύσω πάλιν το φως μου,
+εσυλλογιζόμουν την επάνοδον κ' έλεγα: Τάχα θα με συγχωρήση η Θωμαή μου;
+Θα μου συγχωρήση τα λόγια που της είπα όταν έφευγα; Με τι μάτια θα την
+ιδώ; Τι θα της ειπώ; θα της ειπώ ότι είχα χάσει τα λογικά μου. Ημπορεί
+ποτε κανείς να μη συγχωρήση ένα τρελλόν; Η σκέψις αύτη με καθησύχαζε. Κ'
+εσχεδίαζα τότε πολλά. Να πληρώσω τα χρέη μου εις τον Βόλον. Να χαρίσω
+ταλεύρια, που μου χρεωστούσαν 'ς το χωριό. Και πλέον να μην κάμω τον
+αλευράν. Ν' αγοράσω κτήματα και να καλλιεργήσω ένα ολόκληρον βουνόν, που
+είνε τόσα βουνά άγρια εις το χωριό μου. Συνείθισα πλέον εις τους κόπους
+του μεταλλείου. Ν' αφήσω τα ακοπίαστα κέρδη και να εργάζωμαι την γην,
+τρώγων τον άρτον με τον ιδρώτα του προσώπου μου και με την ευλογίαν του
+Θεού. Και ήρχετο καθ' ημέραν ο καβαλλάρης μου, πρωί-βράδυ, σωστός
+γιατρός πλέον· πάντα με το κηράκι του και πάντα σκεπασμένος με ομίχλην,
+σαν νάθελε να φυλάξη μυστικόν το καλόν οπού έκαμνε. Την ημέραν όμως που
+ετελείωνε το σαρανταήμερο — θυμούμαι καλά· ο άρρωστος και ο φιλάργυρος
+δεν κάμνουν λάθος εις το μέτρημα — βλέπω κ' έρχεται, καθαρά-καθαρά
+πλέον, την αυγήν, ο άγιος Γεώργιος, 'ς τον ύπνον μου.
+
+ — Άη μ' Γιώργη! Διέκοψεν η Θωμαή, κάμνουσα τον σταυρόν της.
+
+ — Άη μ' Γιώργη! προσέθηκε και η γραία.
+
+ — Βλέπω τον άγιον Γεώργιον, καθώς τον είδα ζωγραφισμένον εις το
+εγκόλπιον του αρχιερέως. Ήτο ένας ροδόξανθος και ροδοκόκκινος νέος.
+Καβάλλα εις άσπρο εύμορφον άλογον, στολισμένον με χρυσαίς φούνταις εις
+το στήθος. Αρματωμένος ο άγιος με όλα τα άρματά του τα ολόχρυσα.
+Χρυσοπράσιναις δόξαις άστραφτεν ο θώρακάς του. Κόκκινη, βασιλική, η
+σέλλα του αλόγου. Με το ασημένιο το κοντάρι του, το μακρύ, μ' ένα
+μαλαμματένιον σταυρόν εις την άκρην επάνω. Τροπαιοφόρος και ρωμαλέος ο
+άγιος. Ήλθε πάλιν με το κηράκι του το αναμμένο κ' εστάθη εμπρός μου και
+μου έφεγγε, και μ' ένα ασημένιο θυμιατό μ' εθυμίαζε με μοσχολίβανον. Σαν
+αλήθεια, σαν όνειρο. Κ' εκεί που επλησίαζε να σωθή τα κηράκι και να καή
+το μοσχολίβανον — ω ανέκφραστη στιγμή! — ακούω και μου φωνάζει με
+ρωμαλέαν φωνήν: — Μη φοβάσαι, Λαλεμήτρο! Ανέβα 'ς τα καπούλια, να σε
+πάγω 'ς την γυναίκα σου! Παναγία μου! σαν να τον βλέπω ακόμη μπροστά
+μου.
+
+Είπε και έκαμε τον σταυρόν του ο Λαλεμήτρος και είτα εξηκολούθησεν
+αμέσως:
+
+ — Εξύπνησα. Στα μάτια μου έλαμψεν ημέρας φως. Είδα τον κόσμον. Είδα τον
+ήλιον, είδα το φως μου.
+
+ — Άη μ' Γιώργη! ανέκραξε πάλιν η Θωμαή, δοξολογούσα. Μεγάλη η χάρις
+σου!
+
+ — Μεγάλη η χάρις σου! προσέθηκε και η θεια-Αννούσα.
+
+ — Καθώς με είδες 'ς τον ύπνο σου Λαλεμήτρο, είπε τότε η Θωμαή. Εγώ
+σαράντα μέραις και σαράντα νύκτες άναβα τα κηράκια 'ς την εκκλησίτσα
+του, και ελιβάνιζα την εικόνα του, σαράντα μέραις και σαράντα νύκτες,
+σαν να μου έλεγε κάποιος ότι κακό θα πάθης, και ο Μεγαλομάρτυς σου τα
+έφερνεν εκεί μπροστά σου, τα κηράκι μου και το λιβάνι μου.
+
+Ο Λαλεμήτρος έμεινεν άναυδος προς την νέαν αυτήν εξομολόγησιν της
+συζύγου του από της συγκινήσεως.
+
+Την στιγμήν αυτήν η χρυσή καδένα του Λαλεμήτρου εφάνη εις την Θωμαήν ότι
+με ουράνιον αίγλην περιεβλήθη. Η δε εξεγερθείσα φαντασία της εκ της
+θαυμαστής διηγήσεως συνεπλήρωσεν, εκεί εμπρός της, ολόκληρον το
+σμάλτινον εγκόλπιον του αρχιερέως, του φανέντος καθ' ύπνους εις τον
+άνδρα της, και ήτο η χρυσή καδένα του Λαλεμήτρου, της εφάνη, η χρυσή του
+εγκολπίου άλυσις, η οποία εβάσταζεν αυτό, όλον απαστράπτον, με τον
+Τροπαιοφόρον επάνω του, ολόφωτον άγιον εγκόλπιον, βασταζόμενον εκεί,
+θαρρείς, υπό αοράτου αγγέλου.
+
+ — Σαν φθάσουμε, με το καλό, στο χωριό, είπεν η Θωμαή τότε, να δώσης
+πίσω 'ς τον Άη Γιώργη την χρυσή του καδένα, γιατί δική του είνε. Δεν
+κάνει να την έχης επάνω σου.
+
+Και μετ' ευλαβείας ασπαζομένη αυτήν και προσψαύουσα, εθεώρει το
+παράδοξόν της σχήμα και την βυζαντινήν της παλαιάν τέχνην, ως να την
+έβλεπε πρώτην φοράν. Το ατμόπλοιον προσήγγιζεν ήδη εις το μικρόν χωρίον.
+
+Η δε θεια-Αννούσα, εννοήσασα τούτο, είχεν αρχίσει να ετοιμάζη την μικράν
+βασταγήν της, μη προσέχουσα πλέον εις την ομιλίαν, με ολόδροσον χαράν,
+την οποίαν της έφερνον εις το γελαστόν πρόσωπον αι αύραι των βουνών του
+σκιερού χωρίου της, ευωδιάζουσαν πατρίδος ευωδίαν· και ηύχετο
+μεγαλοφώνως εις τους περί αυτήν, ως ν' απεβιβάζετο πλέον, από τόσον
+μακράν:
+
+ — Πάντα κατευόδιο!
+
+Οι δύο σύζυγοι, επακουμβώντες επί της κωπαστής έβλεπον και αυτοί μετ'
+ευφροσύνης το θαλασσινόν χωρίον, τα οποίον με τον ταχύν του ατμοπλοίου
+δρόμον, εφαίνετο ότι τους επλησίαζεν ηρέμα, με κομψόν καμάρωμα νύμφης
+προβαίνον, εστολισμένον όλον και πάγκαλον, με τα βουνά του τα
+καταπράσινα, με τους ελαιώνας του τους τεφρούς, με τους αμπελώνας του
+χλοάζοντας ακόμη, με την παραλίαν την αμμώδη και γελαστήν, με τα
+κάτασπρα σπιτάκια του εις τον αιγιαλόν κάτω, ως γλάρους επάνω εις τα
+κύματα, άλλους επάνω εις τον βράχον συσσωρευθέντας όλους μαζί, ως εις
+μίαν φωλεάν, και άλλους, αράδα-αράδα, καραβίζοντας παρά την άμμον.
+
+ — Νά το σπιτάκι μας! ανέκραξεν η Θωμαή. Με τα σφαλισμένα παραθυράκια
+του, σαν λυπημένον, με τα σφαλιστό μαγαζάκι του, σαν έρημο! Τo καϋμένο
+το σπιτάκι μας! Ποιος να του τώλεγε, πως θα τ' ανοίξουμε πάλιν!
+
+Ο Λαλεμήτρος συνεκινήθη από του χαρμοσύνου της πατρίδος του θεάματος και
+έκλαιε τα δάκρυα της χαράς του.
+
+ — Νά και το αμπελάκι μου! ανέκραξε μετ' ολίγον η Θωμαή πάλιν. Και
+καταβιβάσασα την μανδήλαν της προς τους οφθαλμούς, ίνα μη φαίνωνται τα
+δάκρυά της, ηκούσθη ψιθυρίζουσα: Ακλάδευτο! άσκαφο! χολεριασμένο! το
+καϋμένο το αμπελάκι μου! Ποιος να του τώλεγε, πως θα το καλλιεργήσουμε
+πάλι!
+
+Και έβλεπε και έλεγεν ηρέμα, ομιλούσα μόνη της:
+
+ — Μια μαύρη σκιά, μέσα καταμεσής, στέκει, σαν να μοιρολογάη. Κυττάζει
+προς τον ουρανό, σαν να εύχεται, σαν να καταριέται . . . η καϋμένη η
+μαννούλα μου! . . . Ποιος να της τώλεγε, πως θα μας ξαναϊδή πάλι! . . .
+
+Υψώσασα δ' αίφνης την φωνήν της, ως να ελησμόνησεν, ως να ήτο μόνη,
+ανέκραξε:
+
+ — Μη, μαννούλα μου! Δεν κάνει να καταριέσαι. Να εύχεσαι, μαννούλα μου,
+και να μη καταριέσαι, καθώς είπεν ο Χριστός μας.
+
+Οι σιδηροί κρότοι του αγκυροβολήσαντος ατμοπλοίου κατέπνιξαν την κραυγήν
+της και ο Λαλεμήτρος ουδέν ήκουσεν.
+
+Επλημμύρισαν όμως τα δάκρυα τους μαύρους της οφθαλμούς, αδαμάντινα
+δάκρυα, της χαρμολύπης το κλαύμα, το οποίον άσπριζε πλέον, θαρρείς, διά
+παντός, την μαυρισμένην καρδίαν της.
+
+ — Περασμένα-ξεχασμένα! ανεφώνησε τότε η θεια-Αννούσα, ήτις βαστάζουσα
+το καλαθάκι της με την μίαν χείρα και την μικράν βασταγήν της με την
+άλλην, με ανυπόμονον νοσταλγού ανησυχίαν, ήτο έτοιμος να εξέλθη πρώτη-
+πρώτη αυτή.
+
+***
+
+Μίαν πρωίαν μετά δύο ημέρας, νύκτα-νύκτα, υπό τας ελαίας και τας
+κυπαρίσσους και μίαν υψηλόκλαδον πλάτανον, εγλυκόφεγγεν ο μικρός ναΐσκος
+του αγίου Γεωργίου, πέραν εκεί, παρά την άμπελον της Θωμαής. Ετελείτο εν
+αυτώ λειτουργία την πρωίαν εκείνην. Είς γέρων βοσκός, είχε σταματήσει
+απέξω, εις το βουνόν, το ποίμνιόν του, είχεν επακκουμβήσει εις την
+ράβδον του και θα ηκροάτο βεβαίως, εκείνην την ώραν του ωραίου άσματος
+του αγίου: «Ως των αιχμαλώτων ελευθερωτής και των πτωχών υπερασπιστής,
+ασθενούντων ιατρός . . . » όπερ γλυκύτατα εμελωδείτο ένδον από τον
+μπάρμπ'-Αναγνώστην της Περμάχως, του οποίου όσον σκληρόν και άγριον ήτο
+το καποτάκι, ως δορά αγριμίου, τόσον μαλακή και γλυκεία ήτο η φωνή, λεία
+και χρωματιστή, ως τα πτερά του παγωνίου. Με την ανατολήν του ηλίου
+είχεν απολύσει πλέον η θεία Μυσταγωγία. Άρωμα μυστικόν, η ευωδία της
+τελεσθείσης ιερουργίας, επλήρου τον ναΐσκον. Λείψανα λαμπάδων και κηρίων
+έφεγγον ακόμη επί των ξυλίνων μανουαλίων. Ο ιερεύς εκείνος ο γηραλέος
+και σεβάσμιος, ο πνευματικός της Θωμαής, ο Παππά-Γιώργης, απεκδυόμενος
+ήδη τα ιερά άμφια, εδίπλονεν αυτά επιμελώς, επιλέγων, εν εκάστω, στίχους
+έκ τινος αρχαίου άσματος της Θεοτόκου: «Δέσποινα, πάντων Δέσποινα, και
+πάντων υπερτέρα, και πάντων υπερέχουσα των άνω Στρατευμάτων » και τα
+εναπέθετε, χάριν ευλογίας, επί της κεφαλής της γρηά-Κυρατσού, ήτις
+φορούσα το καλό φουστάνι της, οπού εφύλαττε διά την θανήν της, λάμπουσα
+όλη από ευχαρίστησιν, έκυπτε προ της ωραίας Πύλης, εν κατανύξει
+υπερτάτη, την ευλογίαν του ιερέως προσμένουσα, να ζήση τώρα ακόμη.
+Έκυπτεν εκεί ακίνητος, ως να εχειροτονείτο, απορροφώσα με ιεράν ηδονήν
+την από των ευλογημένων αμφίων εκπεμπομένην μυστικήν ευωδίαν, κ'
+επιλέγουσα εις έκαστον στίχον του ιερέως το Αμήν. Η Θωμαή, παραπέρα,
+γονατισμένη ενώπιον της εικόνος του Αγίου Γεωργίου, φέρουσα επ' ώμων το
+χρυσοΰφαντον ινδικόν σάλιον, το καινόν, με μίαν ολοκαίνουργον μανδήλαν,
+πολύτιμον λαχωρί, τα οποίον άπαξ μόνον μετά τον γάμον της εφόρεσε, μίαν
+Κυριακήν των Βαΐων, οπού επήγεν εις την εκκλησίαν να λάβη την
+βαρακωμένην βάγια της, εύχαρις, με το ωχρόλευκον πρόσωπόν της και τα
+μαύρα ακτινοβόλα μάτια της, ως μάρτυς αρχαία των ρωμαϊκών διωγμών, εις
+τας πρώτας στιγμάς της δόξης της, συνεπλήρου την δοξολογίαν της προς τον
+Τροπαιοφόρον Μεγαλομάρτυρα, όστις εικονισμένος ζωηρώς εκεί, θαρρείς κ'
+εσκίρτα από χαράν, διά το επιτευχθέν αγαθόν, ρωμαλέος επί του ίππου του,
+σχεδόν χρεμετίζοντος εξ ευχαριστήσεως. Πλησίον της εγονυπέτει και ο
+σύζυγός της απονέμων τας εγκαρδίους του ευχαριστίας προς τον Άγιον,
+πλήρης χαρμονής. Ήδη ο ιερεύς απέθεσε, διπλωμένα, επί της κεφαλής της
+γρηά-Κυρατσούς την ζώνην την ολόχρυσον με τας μαλαμμοκαπνισμένας της
+αργυράς πόρπας, και τα χρυσοκέντητα επιμάνικα με τον Ευαγγελισμόν εν
+αρχαία βυζαντινή τέχνη, λύσας κ' εξαγαγών αυτά από τας χείρας του, εν
+εκάστω το άσμα της Θεοτόκου πάντοτε επιλέγων και προχωρών:
+
+ — Τους ιερείς ευλόγησον τους σε ιερουργούντας . . .
+
+ — Αμήν! επανέλαβε πάλιν η γραία με όλην την καρδίαν της, επαναδιπλώσασα
+νυν εξ ευχαριστήσεως, αμήν, παπά μου!
+
+Αποκρεμάσας είτα ο γέρων από τον λαιμόν του και το επιτραχήλιον, από
+βαρείαν χρυσοΰφαντον στόφαν, πεποικιλμένον όλον και πάντεχνον,
+διηρημένον εις δύο μακράς δι' αργυρών κωδωνίσκων συνδεδεμένας ταινίας,
+εφ' ων ήσαν κεντημένοι διά χρυσίου και πολυτίμων λίθων σταυροί και
+άγγελοι και συμπτύξας αυτό, απέθεσεν ωσαύτως μετά των άλλων επί της
+κεφαλής της κυπτούσης πάντοτε γραίας και εξ ευλαβείας και εκ του βάρους
+των αμφίων, επιλέγων την συνέχειαν του άσματος:
+
+ — Τους κοσμικούς συμπάθησον, τους σε παρακαλούντας . . .
+
+ — Αμήν! ανεφώνησε πάλιν η γραία.
+
+Τέλος ο ιερεύς, με απαστράπτον το ασκητικόν του πρόσωπον, ωσεί
+αναβαλλόμένος το φως ως ιμάτιον, ασκεπής, με την ολόλευκον κεφαλήν του,
+και φορών πλέον μόνον το κάτασπρον ολοβρόχινον στιχάριον, Λευίτης της
+Νέας με τον ποδήρη χιτώνα της Παλαιάς, απονιφθείς τας χείρας εν τω
+νιπτήρι του Βήματος, ήλθε προς την γραίαν πάλιν και πριν αποσπογγισθή,
+ερράντισε τρις αυτήν κατά πρόσωπον, επιλέγων το τέλος του άσματος:
+
+ — Όταν καθίση ο κριτής κρίναι την οικουμένην . . .
+
+Και λαβών είτα τα ιερά άμφια όλα ομού, ως ήσαν διπλωμένα, από της
+κεφαλής της γραίας, με τας χείρας του, ευωδιάζοντα από θείαν χάριν,
+ηυλόγησε τρις δι' αυτών σταυροειδώς επί της κορυφής την γραίαν,
+κύπτουσαν πάντοτε, και με τας χείρας της προστρίβουσαν επί των οφθαλμών
+της και του προσώπου τα άγια του ιερέως ραντίσματα, όστις επεράτωνεν
+ήδη και τον τελευταίον στίχον του ιερού άσματος:
+
+ — Τότε ημάς βοήθησον, Δέσποινα Παναγία! . . .
+
+Τρις σταυροειδώς ο ιερεύς ηυλόγησε την γραίαν και τρις επανέλαβε τον
+τελευταίον στίχον τρις δε και η γρηά-Κυρατσού, ανοιγοκλείουσα τους
+οφθαλμούς της, εφ' ων έλαμπον ακόμη ως σταγόνες όμβρου οι αγιασμένοι
+ραντισμοί, επείπε τα Αμήν, με ανέκφραστον ευλάβειαν, θαρρούσα ότι εν τη
+λειτουργία εκείνη, εξαναστεφανώθησαν τα τέκνα της, διότι καλέσας ο
+ιερεύς τότε και τους δύο συζύγους ευλόγησε και αυτούς μετ' ευλαβείας
+κύψαντας, κ' επήρεν είτα τα ιερά άμφια εις το άγιον Βήμα.
+
+Ήδη ο μπάρμπ'-Αναγνώστης της Περμάχως, με το σκληρόν εκείνο καποτάκι του
+πάντοτε, ανεγίνωσκε τας τελευταίας ευχάς της Ευχαριστίας, εγγύς του
+δεξιού παραθύρου του ναΐσκου, οπόθεν προσπίπτουσαι φαειναί του ηλίου
+ακτίνες, επράυνον το πρόσωπον του, καθιστώσαι αυτό ιλαρόν, μέσα εις
+εκείνην την κτηνώδη δοράν του επενδύτου του. Αναγνωρίσας πλέον με
+μεγάλην του στενοχωρίαν το λάθος του, είχε πεισθή ότι άλλον αντί του
+Λαλεμήτρου εξέλαβε μέσα εις εκείνην την πολυάνθρωπον Βαβυλώνα, ως
+απεκάλει τας Αθήνας, όπου από τον κορνιαχτό, έλεγε δικαιολογούμενος, οι
+άνθρωποι γίνονται αγνώριστοι, και ήλθεν, επί τούτω εις τον ναΐσκον, να
+συλλειτουργήση τον ιερέα, ίνα συγχωρηθή διά το πταίσιμόν του, αδίκως
+οργισθείς άλλοτε κατά του Λαλεμήτρου, επειδή ενήργησε πάλιν εκείνας τας
+ημέρας να κληρωθή ένορκος και θα εταξείδευε, και δεν ήθελε αυτός, παιδί
+της εκκλησίας, να ταξειδεύση ασυγχώρητος. Ανεγίνωσκεν ο μπάρμπ'-
+Αναγνώστης της Περμάχως ολίγον βιαστικά πλέον τας τελευταίας ευχάς,
+ρίπτων συγχρόνως βλέμματα πλάγια και κρυφά από του παραθύρου, έξω εις το
+προαύλιον το δροσερόν, όπου η θεια-Αννούσα υπό τινα ελαίαν, καθαρά
+πάντοτε και άμεμπτος εις όλα, αλλ' επιμένουσα όμως ακόμη ότι είδε τον
+Λαλεμήτρον εις τον άγιον Διονύσιον, ανάψασα μεγάλην πυράν, προσεπάθει με
+πεταχτήν προθυμίαν να ετοιμάση τον καφέ, παρά την διαυγή πηγήν του
+ύδατος, όπερ ηγιασμένον εξήρχετο από το άγιον Βήμα του ναΐσκου, λαμπρόν
+ως ασημένιο υπό τα δροσόχορτα, αγίασμα καθαρτικόν και της ψυχής των
+ρύπων.
+
+Ο Λαλεμήτρος έκθαμβος από την άρρητον χαράν της επανόδου του, κρατών εις
+χείρας ακόμη το αντίδωρον μετ' ευλαβείας αρχαίου νεοφωτίστου, με τα
+μαύρα τσόχινα ρούχα του, το κάτασπρον υποκάμισόν του, και με την χρυσήν
+καδένα του, αλλά με υπόλευκον πλέον την κόμην, προσηύχετο ακόμη εκεί τας
+τελευταίας προς τον άγιον ευχάς του.
+
+Και αφού ετελείωσε την προσευχήν του, αφαιρέσας αίφνης από το ωρολόγιόν
+του εκείνην την λατρευτήν χρυσήν του καδένα, πλησιάζει μετά δέους προς
+το τέμπλεον και αποκρεμά ταύτην, ως ανάθημα ιερόν από της εικόνος του
+Μεγαλομάρτυρος, βαθέως αναστενάζων εξ ευχαριστήσεως, ως ν' ανεκουφίζετο,
+ως ν' απέβαλλεν από πάνω του βάρος ξένου πράγματος, το οποίον ησθάνετο
+ότι δεν ήτο ιδικόν του πλέον. Και είδες τότε να λάμψη έξαφνα η αγία
+εικών, ολόφωτον και αγγελικήν λάμψιν, ως ν' απέλαβε κάτι τι, το οποίον
+της έλειπε, κάτι τι, το οποίον ήτο ιδικόν της και της το πήραν, και το
+οποίον συνεπλήρωνε τόσον σεπτώς τον πλούσιον στολισμόν της (1).
+
+
+
+
+Ο ΔΕΚΑΤΙΣΤΗΣ
+(1893)
+
+
+
+Ξαβόηθησαν να ξαποστάσουν! (2) Σ' του Βασίλη την βρύσι. Υπό τον μανιτωμένον
+αριόν, εις την σκιάν του οποίου ηδύνατο να σταλιάση ολόκληρον κοπάδι. Ο
+κρουνός, αφανής υπό τα βρύα, υπέσχιζε κόμβους-κόμβους το ύδωρ· υπό δε
+τους πυκνούς κισσούς και το βοστρυχώδες αδίαντον εντός πλινθίνης
+πολίτσας — μικρού κοιλώματος — κατέκειτο δισκάριον κολοκύνθης, όπερ
+εχρησίμευεν ως ποτήριον εις την ερημικήν εκείνην βρύσιν. Ξαβόηθησαν
+εκεί, εις τα ξυρόφυλλα του αριού, τα φορτία των — σακκία πλήρη ελαιών —
+κ' εκάθισαν, ανακλιθείσαι επ' αυτών, αι δύο γραίαι, ως γλαύκες,
+σιωπηλαί, κουρασμέναι, ασθμαίνουσαι. Ήρχοντο από το Μποστάνι — πορείαν
+δίωρον. Ο ήλιος έδυνε πλέον· αι δε τελευταίαι του ακτίνες,
+εξακοντιζόμεναι άνω του σκιερού ρεύματος, εφώτιζον ακόμη, πέραν, την
+κορυφήν του κατέναντι βουνού, με φως αραιόν, υποχωρούν, διαλυόμενον.
+Μοναξιά και σιωπή. Και μόνον οι κόμβοι του ύδατος, καταπίπτοντες εις το
+ισχνόν και βορβορώδες ρυάκιον, επλατάγουν πενθίμως, ως άνθρωπος
+ξηροκαταπίνων.
+
+ — Τρόμαξα να σε προφθάσω! είπεν η ετέρα των γραιών — η μικρά και
+στρογγυλοπρόσωπος ως κορασίς Φουλίτσα — κατευθυνθείσα προς την βρύσιν
+και αρχίσασα εν τω άμα να πλύνη από των υδάτων της γούρνας τα κάθιδρον
+πρόσωπόν της. Η άλλη — η γρηά-Αχτίτσα — ρικνή και ξηρά, επνευστία ακόμη,
+ως εάν ακόμη εβάδιζε. Πεσμένη επί του σακκίου, από του οποίου απέσταζε
+ρυπαρόν έλαιον, συνθλιβομένων των εν αυτώ ελαιών, έβλεπε με τους
+οφθαλμούς ημικλείστους προς το ξηρόν στήθος της, όπερ αναιβοκαταίβαινεν
+από του άσθματος.
+
+ — Θα κάμης πολύ λάδι; Ηρώτησε πάλιν η Φουλίτσα, σπογγίζουσα τα
+ροδίσαντα εκ της πορείας μάγουλά της, με την άκραν της μανδήλας της.
+
+ — Κείνο πώδωσεν ο Θεός! Απήντησε, στενάξασα, η γρηά Αχτίτσα,
+προσπαθούσα να ημιεγερθή από του σακκίου.
+
+ — Έλα τώρα! ήρχισε παραπονουμένη η Φουλίτσα. Πώς να βρέξης το στόμα
+σου! Και απέμεινε κατηφής, ως ει εμέτρει έναν-έναν τους κόμβους, τους
+οποίους τόσον φιλαργύρως, ως να ήσαν αδάμαντες, παρείχεν εις τον διψώντα
+του Βασίλη η βρύσις. Ουχ ήττον παρεμέρισε μετά προσοχής τα νερόχορτα,
+ανεκάλυψε καθαρόν κατασταλαγμένον ύδωρ, λιμνάζον, και με το κοίλον της
+χειρός της έβρεξε το ξηρόν της στόμα. Τότε και η γρηά Αχτίτσα, μικρόν
+ξεκουρασθείσα, εξήγαγεν από το καλαθάκι της ξηρόν παξιμαδάκι, το έβρεξεν
+ολίγον, και ήρχισε να ροκανίζη ξηρά-ξηρά, ως ποντικός, εκεί εντός των
+βάτων και των κισσών.
+
+ — Παραλοΐζει ο άνθρωπος ολ-ημέρα μονάχος του! Υπέλαβεν η Φουλίτσα. Και
+ιδούσα την Αχτίτσαν, ακόμη ασθμαίνουσαν, παρετήρησεν:
+
+ — Εσύ κατασκοτόνεσαι, χριστιανή μ'! Γιατί δεν παίρνεις και το κορίτσι;
+
+ — Μπορεί κ' εκείνο, θαρρείς; Η εληές, βλέπεις, είνε μεγάλο βάσανο. Μια-
+μια να της μαζώξης, να μη αφίσης καμμιά. Διαμάντια νάνε, και πάλι θ'
+αφήσης κανένα.
+
+ — Γι' αυτό ίσα-ίσα, να παίρνης, αδελφή μ, και το κορίτσι. Για συντροφιά
+μπάρεμ!
+
+ — Κάθεται, θαρρείς κ' εκείνο; Όλη-μέρα παλεύει για να ξυφάνη κείνα δα
+τα δίμιτα.
+
+ — Αλήθεια; υπέλαβεν η Φουλίτσα πάλιν. Έμαθα πως το πάντρεψες!
+
+ — Ποιος σου τώπε; Ηπόρησεν η Αχτίτσα.
+
+ — Να, πήρες, λέει, τον μπάρμπα-Θανάση, τον χήρο.
+
+ — Κάλλιο άντρα μ' ένα μάτι, παρά άντρα με παιδί. Το ξέρεις αυτό, γρηά
+Φουλίτσα;
+
+ — Ουφ! κύτταξε! υπεκρίθη η πολυπράγμων Φουλίτσα, άλλο ήθελα να πω, και
+άλλο είπα. Νά, λέει, παίρνεις τον κυρ-Δμάκη, τον δεκατιστή.
+
+ — Να σ' πω, Φουλίτσα, απήντησε μετά τινος αορίστου υπερηφανείας η
+Αχτίτσα, ανύποπτος. Να πούμε και την μαύρ' αλήθεια. Το Ματώ μ' είναι
+ώμορφο. Πολλοί μου το γυρεύουν. Το ξέρει όλος ο κόσμος, θαρρώ. Τον κυρ-
+Δμάκη τον γνωρίζω τώρα χρόνια και ζαμάνια. Να πούμε, τάχατες — η
+Φουλίτσα ροδοκόκκινη και ολοστρόγγυλη, έτεινε τον λαιμόν ως γέρων κύκνος
+— είπε μαθές, να δέσουμε παντρειές.
+
+ — Ο κυρ-Δμάκης; Ηρώτησεν η Φουλίτσα περίεργος.
+
+ — Ναι, μαθές! Ο κυρ-Δμάκης!
+
+ — Καλός, πολύ καλός ο κυρ-Δμάκης. Σμαδγιακός ο δεκατστής. Πολύ καλός.
+Πώς, μαθές; Να πούμε και την αλήθεια. Επανελάμβανε ξηροκαταπίνουσα η
+Φουλίτσα. Ας μ' πήρε πέρσι μισή οκά παραπάν' 'ς το δέκατο, και πρόπερσι
+άλλη μια οκά και αντιπρόπερσι τρεις οκάδες. Ας μ' πήρε. Δε πειράζει. Ο
+Θεός πάλι μου τώδωσε φέτος με το παραπάνω. Δόξα νάχη ο Μεγαλοδύναμος.
+
+Και συνεμαζεύθη πάλιν η Φουλίτσα, ως γέρων κύκνος εντός του στήθους της
+και απέμεινεν ως απαισία γλαυξ πάλιν. Ήτο εκ φθόνου; Ποιος ξεύρει;
+
+ — 'Στον φούρνο, απ' λες, τα λέγανε. Μα δεν πίστεψα, γι' αυτό έτρεχα να
+σε προφθάσω 'ς τον δρόμο.
+
+Eπανέλαβεν η Φουλίτσα και είτα πάλιν ηρώτησε·
+
+ — Δέσατε παντρειές;
+
+ — Τώρα τα Χριστούγεννα. 'Σάν πάρ' τα δέκατα, λέει, ο κυρ-Δμάκης. Τώρα
+δεν αδειάζει, λέει.
+
+ — Ξέρς τίποτα; διέκοψεν η Φουλίτσα μετά τινος φανεράς χαιρεκακίας.
+Φέτος, λένε, θα του τα πάρουν τα δέκατα· θα τα πάρη, λέει, ο καπετάν-
+Παρμάκης. Θα τον χτυπήσ' καλά και καλά, λέει.
+
+ — Δε φοβάται απ' αυτά ο κυρ-Δμάκης. Απήντησε μετά γαλήνης η Αχτίτσα.
+Κείνος τα παίρνει τώρα άμε γύρευε χρόνια· το λογαριάζει το μαξούλι ως
+την οκά, και δεν γελιέται.
+
+ — Δε σ' λέω. Σωστό. Μώφαγε, αλήθεια, μισή οκά πέρσι και μια οκά
+πρόπερσι και τρεις οκάδες αντιπρόπερσι. Μα χαλάλι του. Ας είνε καλά.
+Εμένα μου τώδωσε πάλι ο Μεγαλοδύναμος.
+
+ — Κι' άλλες φορές βγήκανε να τον χτυπήσουν, απ' λες, να του τα πάρουν.
+Μα πάντοτες ο κυρ-Δμάκης και ο κυρ-Δμάκης. Είνε τεχνίτης, Φουλίτσα μ',
+είνε τεχνίτης. Είνε να πούμε καλός εχτιμητής. Πρόπερσι ήρθαν κάτι
+Σκοπελίτες να τον βαρέσουν, μα σαν άκουσαν της χιλιάδες, νά, τους πήγε!
+Φεύγουν κ' ακόμα φεύγουν.
+
+ — Ξέρω κ' εγώ, παιδί μ'; Προχθές περνούσα από του Γιωργή της Θασίτσας
+κ' άκουσα που λέγανε, θα τα πάρη φέτος τα δέκατα ο καπετάν-Παρμάκης.
+Πούλησε, λέει, ξαργού τη σκούνα τ' για να βαρέση τον κυρ-Δμάκη. Τι θα
+πη, λέει, ο κυρ-Δμάκης και ο κυρ-Δμάκης; Και τι είνε, λέει, ο κυρ-
+Δμάκης; Και μας έγεινε άρχοντας ο κυρ-Δμάκης; Ένας ξένος, ένας
+προμυριώτης; Που γδύνει της χήρες, που τρώει της χήρες!
+
+ — Αυτά λέγανε, παιδί μου. Επανέλαβε μετά τινα σιωπήν η Φουλίτσα.
+
+ — Δε βγαίνει τίποτα από λόγια. Υπέλαβεν η Αχτίτσα.
+
+ — Μακάρι να τα πάρη, παιδί μου, για να τον πάρης να 'συχάσης και συ,
+γιατί να πούμε την αλήθεια, βάσανο είνε τα κορίτσια. Και ύστερα θα πας,
+λέει, 'ς τον Γέροντα να καλογερέψης;
+
+ — Ο Θεός ξέρει! Απήντησεν η Αχτίτσα.
+
+Και θέσασα κλαδίσκους μύρτου εις τον ώμον της, ίνα μη ρυπαίνηται από του
+αποστάζοντος βορβορώδους ελαίου, εφορτώθη πάλιν το μικρόν σακκίον της,
+γλοιώδες και ρυπαρόν, διαπεράσασα εις την χείρα της και κομψόν
+καλαθίσκον, εν ώ είχε χαμάδας τινας, θρούμβες, τη εντολή της κόρης της,
+τας οποίας είχε καλύψει με ωραίας δροσεράς ανεμώνας, τας οποίας εύρεν
+υπό τας ελαίας. Επήρε και η Φουλίτσα το ιδικόν της σακκίον, επέρασεν εις
+το χέρι της και το καλαθάκι και κατέβαινε, σπεύδουσα, το σκιερόν ρεύμα,
+μαύρον από τους θάμνους των πρίνων και σχοίνων.
+
+Όπισθέν των, εις τα βάτα και βρύα της ξηροκρήνης, ηκούσθη συρμός και
+πατήματα βιαστικά και βαρέα και θρους προστριβομένων ξηρών φύλλων.
+Αγωγιάτης ήρχετο, μεταφέρων εις τα χωρίον δύο φορτία ελαιών επί δύο
+ζωηρών ημιόνων, οίτινες σπεύδοντες, ως να εννόησαν ότι ενύκτωσεν,
+ελάκτιζον διά των οπισθίων ποδών τας ξηράς εν τη οδώ κλάρας, ταράσσοντες
+τα μικρά πτηνά, τα οποία εισέδυον πλέον εις τας κατοικίας των. Και μόλις
+επρόφθανεν αυτούς ο νεαρός αγωγιάτης, ως αίγαγρος αναπηδών με τα ελαφρά
+τσαρούχια του και βροντών εις τον αέρα λεπτόν αγριελαίας λούρον, όπως
+αναγγέλλη εις τους ημιόνους την παρουσίαν του.
+
+ — Άιντε, κορίτσια, και σας πήρε η νύχτα, και θα σας κλέψη κανένας εδώ
+'ς τα ρέματα. Εχαιρέτισε, προσπαίζων με τας δύο γραίας.
+
+Μετ' ολίγον εισήλθον πλέον αύται εις την μεγάλην οδόν, ήτις ήτο πλήρης
+ζωής και θορύβου, ως πολυανθρώπου πόλεως οδός. Εκ των ελαιώνων
+επανήρχετο εις το χωρίον κόσμος πολύμορφος και πολύθρους, με άσματα και
+με γέλωτας, ο κόσμος των εργατίδων και λοιπών γυναικών, αίτινες τόσους
+τρόπους έχουσιν, ώστε να λησμονώσι τον κάματον της ημέρας, ην διήλθον
+όλην, κύπτουσαι υπό τα κατάκαρπα δένδρα. Η Φουλίτσα, καιομένη υπό της
+επιθυμίας ν' ανακοινώση τα νέα της, ακούσασα τας φωνάς και τους γέλωτας,
+έσπευδε να συναναμιχθή ταχύτερο προς τον φαιδρόν κόσμον.
+
+ — Σταθήτε, σταθήτε να σας πω, σταθήτε να σας πω! Εκραύγαζεν η
+ακριτόμυθος γραία.
+
+Συντροφιές-συντροφιές εβάδιζον εν τη μεγάλη οδώ. Νεάνιδες και ύπανδροι,
+χήραι και γραίαι και μικρά παιδία. Άλλαι φορτωμέναι σάκκους, υπερηφάνως
+υψηλούς — αι φαιδρότεραι και πλέον ανοικτόκαρδαι — άλλαι σακκία,
+πεπιεσμένα προς τα κάτω — αι σιωπηλότεραι και μάλλον εργατικαί — άλλαι
+κόφφας ακανθωτάς, καταπονούσας τους ώμους — αι καταβασανισμέναι χήραι —
+και άλλαι πάλιν μικρούς καλάθους εις την χείρα, πλήρεις λαχάνων και
+μυκήτων — αι φιλόζωοι γραίαι — και συνανεμίγνυντο μετ' αυτών,
+διακόπτοντα τα βήματά των, παιδία φαιδρά, κορασίδες, βαστάζουσαι κλάδους
+μύρτων με τα μαύρα και υαλιστερά ως οφθαλμούς όφεως μούρτα, τον μαύρον
+γυαλιστερόν καρπόν της μύρτου, και κλάδους αγροτικής κομάρου με τα
+κατακόκκινα κούμαρα, και νεανίσκοι κρατούντες από του ποδός μαύρον
+κόσσυφον, τινάσσοντα τα ελαφρά πτερά του, να πετάξη εις τον εγγύς δρυμόν.
+Και εν μέσω των συνοδιών πάλιν ζώα και ημίονοι και όνοι και ίπποι αναμίξ,
+φορτωμένα ελαιοκαρπόν με τους σάκκους, αποστάζοντας εκ της συνθλίψεως.
+Και πανταχού καθ' όλην την γραμμήν βοή και γέλωτες και άσματα, και
+υλακαί κυνών, και βληχήματα αμνάδος ακολουθούσης, και κωδωνισμοί
+αιγιδίου πηδώντος, και φθογγή ποιμενικής λύρας κρουομένης. Εθάρρει
+κανείς ότι εθεώρει, ουχί κατάπονον εργατικόν κόσμον, επανερχόμενον εκ
+του ημερησίου καμάτου, άλλα πομπήν αρχαίας πανηγύρεως εν όλη αυτής τη
+απλοϊκή τάξει και φαιδρότητι, κανηφόρους και καρυάτιδας με τας πλαστικάς
+εκείνας γραμμάς των ανατεινομένων βραχιόνων. Τόσην χάριτος αίγλην
+προσέδιδεν εις το αχθεινόν έργον η εύχαρις και απράγμων αυτών ψυχή! Όταν
+έφθασαν εις τον πεύκον του Ματαρώνα, ανέτειλε και η σελήνη εκ του
+βουνού, μεγάλη, στρογγύλη, πανσέληνος, ως πρόσωπον νεράιδας νυκτερινής.
+
+Κ' εφωτίσθη μετ' ολίγον πραέως και μελιχρώς η οδός, ο κάμπος του
+ελαιώνος πέραν, και κάτω εις την άκραν η πολίχνη, λευκή-λευκή, ως σωρός
+λευκολίθου. Και τότε περισσότερον εφαιδρύνθησαν αι συντροφίαι, αι
+συναντηθείσαι όλαι ομού, και ανύψωσαν τας φωνάς των και περισσότερον
+εποίκιλαν τα άσματά των.
+
+Επτά-οκτώ παιδία τότε, φέροντα επ' ώμων κλάδους ελαίας, διά τα οικόσιτα
+αρνία των, συνεπλήρωσαν αρμονικώτατα την τρυφεράν της ειρηνικής πομπής
+εικόνα, άδοντα εν χορώ το προσόδιον:
+
+ _Φεγγαράκι μου λαμπρό,
+ φέξε μου να περπατώ,
+ να πηγαίνω 'ς της εληές,
+ να γυρίζω απ' της εληές . . ._
+
+ — Σταθήτε να σας πω, σταθήτε, κορίτσια! Ηκούσθη πάλιν η γραία Φουλίτσα.
+
+Αίφνης αι όπισθεν ήρχισαν να κάμουν τόπον, υποχωρούσαι. Εις την πυκνήν
+συντροφίαν εισήλθεν ονάριον ζωηρόν, φέρον επί καινουργούς σάγματος
+άνθρωπον έως τεσσαρακοντούτη, με πρόσωπον ιλαρόν αμνάδος και με οξείς
+οφθαλμούς πτηνού, λάμποντας εις το σεληναίον φως υπό τας μαύρας δασείας
+οφρύς. Οι πόδες του, ανασυρομένου του βρακίου κατήρχοντο ξηροί ως δύο
+κλώνοι ελαίας, με τας λευκάς μαλλίνους περικνημίδας και τα υποδήματα τα
+γεμενιά, εξ απλού εγχωρίου δέρματος, τα λεγόμενα άλλως τομαρίσια.
+Καποτάκι κοντό με κουκούλαν εκάλυπτε την κεφαλήν του και τους ώμους. Με
+την μίαν χείρα εκράτει τα αλυσιδωτά ηνία και με την άλλην εκέντα, επί
+της σπονδυλικής στήλης, το ταχύ ζώον, όπερ χορεύον εισήλθεν ήδη εις την
+μακράν γραμμήν των γυναικών, αίτινες κατά σειράν παραμερίσασαι, άφησαν
+το ονάριον να διέλθη, με χαρίεντας ελιγμούς των νώτων, επισείον την
+ουράν του, χαιρετίζον με τα ώτα του, εν ώ ο επ' αυτού καθήμενος
+εμονολόγει μεγαλοφώνως:
+
+ — Τίποτε φέτος! Άκαιρο το μαξούλι φέτος. Κρίμα 'ς τους κόπους μας!
+
+ — Ο δεκατστής! Ο δεκατστής! Εκραύγασαν τότε αι πρώται γυναίκες,
+αναγνωρίσασαι αυτόν.
+
+ — Είδες ο παμπόνηρος; Ηκούσθη κατόπιν άλλη φωνή. Λέει έτσι δα, για να
+μη βγουν άλλοι και τον χτυπήσουν 'ς τα δέκατα, ως να τα πάρη. Ακούς τον!
+
+ — Ε, κυρ-Δμάκη! Εκραύγασε τότε και η γραία Φουλίτσα, αφήσασα πολύ οπίσω
+την συνοδοιπόρον της. Θα 'ς τα πάρουν φέτος τα δέκατα. Χαιρετίσματα,
+κυρ-Δμάκη! Μου χρωστάς και μισή οκά από πέρσι, που μου πήρες παραπάνω.
+
+ — Και μένα μια οκά! προσέθηκεν άλλη φωνή.
+
+ — Και μένα τρακόσια δράμια!
+
+ — Και μένα τρεις οκάδες!
+
+ — Και μένα εκατό δράμια! Υπέλαβον συγχρόνως πολλαί γυναίκες.
+
+Αλλά το ονάριον ως να επλήγη οδυνηρώς υπό των γυναικείων εκείνων φωνών
+καταπτοηθέν έλαβε ταχέως την κατωφέρειαν, και τρικλίζον έγεινεν άφαντον
+εις τον κάμπον.
+
+ — Το πήρε το Ματώ, κορίτσια, το παίρνει ο κυρ-Δμάκης, ανεκραύγαζεν η
+γραία Φουλίτσα, δυσκόλως αναπνέουσα από τον βιαστικόν δρόμον:
+
+ — Θα δέσουν παντρειές τα Χριστούγεννα, μου το είπεν η μάννα της!
+
+Και μετ' ολίγον εν τη σιγή της νυκτός, υπό το παμφαές φέγγος της
+πανσελήνου του Δεκεμβρίου ηκούετο φαιδρόν άσμα πτερυγίζον εδώ κ' εκεί ως
+να προσέπαιζεν εντός της ομίχλης των ελαιοδένδρων. Όλαι ηκροώντο.
+
+ _Δίψασ' η Πανίτσα
+ και πάει να πιη νερό,
+ κ' η μάννα τς δεν το ξέρει,
+ πως έκαμε γαμπρό.
+
+ Νύσταξ' η Πανίτσα
+ και πάει να κοιμηθή
+ κι' η μάννα τς δεν το ξέρει,
+ πως θα στεφανωθή.
+
+Τα νυκτερινά τρυζωνάκια, τρυπωμένα υπό τους θάμνους του ευώδους
+δριγάνου, συνώδευον αυτό γλυκύτατα διά των τρυγμάτων αυτών, ως
+μονοχόρδου κιθάρας φθόγγων, φθόγγων της νυκτός και των ερήμων αγρών.
+
+ — Είδατε! Δε σας τα είπα εγώ; Ηκούσθη τότε η φωνή της Φουλίτσας, ήτις
+έσπευδεν ν' ανακοινώση εις όλας τα νέα, τα οποία ως ψύλλοι την ηνώχλουν
+τόσην ώραν. Και προσέθηκεν:
+
+ — Νά ο κυρ-Δμάκης το παίρνει το κορίτσι της Αχτίτσας. Τον ακούτε πώς
+τραγδάει; Θα δέσουν της παντρειές, μεθαύριο, τα Χριστούγεννα! Σαν πάρη,
+λέει, τα δέκατα, τώρα δεν αδειάζει.
+
+ — Και σαν δεν τα πάρη; Ηκούσθη φωνή ως από τους κρυφούς της νυκτός
+κόλπους, βραχνή, πένθιμος.
+
+***
+
+Πρωί-πρωί. Χαράματα. Λέμβος υπόσαθρος, αλιάς πολλάκις εμβαλωθείσα,
+ονάριον θαλασσινόν με θραυσμένην την σπονδυλικήν στήλην, προσήγγισε με
+τα κουπάκια εις την αποβάθραν της νήσου. Όπισθέν της, δέσμιος μέγας
+ιχθύς, ορφώς καστανόχρους ανετάρασσε τα ύδατα διά των ισχυρών πτερυγίων
+του και της πλατείας ουράς. Ο λιμενοφύλαξ, ως φάσμα εξελθών από του
+νέφους του εγγύς καφενείου, έλαβε τα χαρτιά από τον γέροντα αλιέα, και
+μετ' ολίγον ένας όγκος μέγας και μαύρος, ως καθεύδουσα προβατίνα,
+σκεπασμένη εντός της κοιλίας της αλιάδος υπό βαρείαν θεσσαλικήν χλαίναν,
+εξεδιπλώθη, μακρός, υψηλός, κ' εφάνη εν τη αποβάθρα ξένος τις, ανδρικής
+ηλικίας, φέρων επ' ώμων την χλαίναν και κρατών εις χείρας δισάκκιον
+ελαφρόν. Το πρόσωπόν του μόνον ωμοίαζε πλέον προς αμνάδος πρόσωπον,
+επίμηκες και παχύ ως φουσκωμένον. Πλην υπό τας πυκνάς και μεγάλας οφρύς
+έλαμπον δύο λυγκέως οφθαλμοί, οξύτατοι, υαλιστεροί. Ο λιμενοφύλαξ
+κυττάζων περιέργως τον ξένον, ηθέλησε διά νεύματος να μάθη παρά του
+αλιέως τις ήτο:
+
+ — Από το Προμύρι!
+
+Ο γέρω-Σταυρής, ανοίγων πρωί-πρωί το καφενείον του, κάτω εκεί εις την
+σκάλαν, διά κάθε ενδεχόμενον, ίστατο επί της θύρας, εισπνέων θορυβωδώς,
+ως άνθρωπος αιωνίως κρυωμένος, θέλων να περιποιηθή τον ξένον. Αλλ'
+εκείνος, χωρίς ν' ατενίση καν προς το καφενείον, με το προβάτειον
+πρόσωπον και τους αποκρύφους οφθαλμούς του, φέρων την βαρείαν χλαίνα και
+βαστάζων το ελαφρόν δισάκκιον, εισήλθεν εις την πρώτην στενωπόν, ως
+άνθρωπος γνωρίζων το χωρίον. Ο γέρω-Σταυρής, θεωρήσας προσβεβλημένον και
+εαυτόν και τον καφέν του, εισέπνευσε θορυβωδώς και είπε:
+
+ — Κάνας καλός!
+
+***
+
+Πλην δεν είχε δίκαιον ο γέρω-Σταυρής να νομίζη, ότι καλοί ήσαν μόνον οι
+πίνοντες τον καφέν του. Ο κυρ-Δημάκης, ο προμυριώτης, ήτο πολύ καλός, κ'
+έγεινεν ακόμη πολύ καλλίτερος. Αναμιγνυόμενος όμως επί έτη εις την
+ενοικίασιν των ελαιοδεκάτων εν τω Πηλίω, είχεν υποστή εσχάτως πολλάς
+ζημίας, ανεξαρτήτως της θελήσεώς του.
+
+ — Τώθελα κ' εγώ; έλεγε. Και ως αναπτύσσων και επεξηγών την ιδέαν του,
+επανελάμβανε.
+
+ — Βλέπεις την εληά, γεμάτη. Να σπάση. Ένα σκουλίκι όμως άξαφνα, σου
+χαλά τα σχέδια. Μια νεροποντή. Ένας κατακλυσμός. Ένα σπάσιμο . . . Κάμε
+με Θεό, λέει ο λόγος, να σε κάμω πλούσιο.
+
+Τέλος, καθυστερών ικανάς δόσεις των ενοικιάσεων, εκινδύνευε να συλληφθή
+υπό της τουρκικής εξουσίας, — Το Πήλιον ήτο υπό την Τουρκίαν ακόμη. — Τι
+να κάμη; Να δραπετεύση εις την αλλοδαπήν.
+
+Μια νύχτα λοιπόν αμέσως, ναυλόνει ένα ψαροκάικο και ιδού πρωί-πρωί εις
+το εξωτερικόν ο κυρ-Δημάκης, με μίαν κάπαν κ' ένα δισάκκι μόνον, εις το
+ελληνικόν έδαφος, τα οποίον αφού προστατεύη τόσους και τόσους, δεν
+ηδύνατο ν' αρνηθή την προστασίαν του και εις τον κυρ-Δημάκην, ο οποίος
+εχρεώστει ενοίκια χωρίς να το θέλη. Αυτό ήτο το μόνον έγκλημά του. Αλλά
+σήμερον είνε τόσον κοινόν τούτο, μάλιστα εις το ελληνικόν κράτος, ώστε
+δεν ήτο δυνατόν να επισκιάση τα προτερήματα του φυγάδος προμυριώτου.
+Πράγματι ο κυρ-Δημάκης ήτο δραστήριος και ικανώτατος άνθρωπος.
+Διεχειρίσθη τόσα χρήματα — όχι, λάδια, θέλομεν να είπωμεν. — Πέρασαν από
+τα χέρια του λάδια και λάδια, φορτία ολόκληρα, τα οποία εφόρτωνεν εις
+την Αγριάν διά τα Δαρδανέλλια. Είχε καταλαδωθή ολόκληρος από κεφαλής
+μέχρι ποδών. Διά τούτο αι φουσκωμέναι παρειαί του εγυάλιζαν πάντοτε, ο
+μύσταξ του ήτο στιλπνότατος ως από μύρων, και όταν αφήρει εν τω ναώ τον
+προσφιλή γιωργούλην του, το κωνικόν πλεκτόν κάλυμμα, η κόμη του μαύρη-
+μαύρη απήστραπτεν εκ της στιλπνότητος, ως πτέρωμα μαύρου πτηνού. Εις
+όλας τας υποθέσεις του, τας τε κοινάς και ιδιωτικάς, συνήθισε να βγαίνη
+πάντοτε _λάδι_. Εις τας δοσοληψίας του, εις τας οφειλάς του, εις τας
+ενοικιάσεις του τέλος, έβγαινε πάντοτε _λάδι_. Πάντοτε _'ς τον αφρό_.
+Αφού πάντοτε είχε να κάμη με λάδια; Μόνον εφάπαξ εκινδύνευσε να βυθισθή
+εις τον πυθμένα — της οθωμανικής ειρκτής του Βόλου — αλλά και πάλιν
+κατώρθωσε να _βγη λάδι_.
+
+Διά τούτο τον είδομεν πρωί-πρωί να φθάση διά της αλιάδος εις την νήσον
+μας απαράλλακτος ο κυρ-Δημάκης του Προμυρίου, στιλπνός, λαδωμένος. Ως
+τοιούτος, ευπροσήγορος, και ευφυής, και πολυπράγμων, εγνωρίσθη ευκόλως
+μετά των νησιωτών, οίτινες ταχέως εξετίμησαν τον λιπαρόν χαρακτήρα του.
+Μόνον ο δημογραμματεύς, νεανίας τετραπέρατος, γεννηθείς, ως λέγεται, με
+την πένναν εις το χέρι, υπενόησε κάτι τι έκτακτον εις την άτακτον
+εκείνην φυγήν του κυρ-Δημάκη και ως προσπαίζων προς αυτόν είπε ποτε εν
+τη αγορά:
+
+ — Μια λαδιά — μια χαρά — τα κατάφερες, κυρ-Δμάκη!
+
+Αλλ' ο κυρ-Δημάκης κατανοήσας το πνεύμα της παρατηρήσεως αυτής, απήντησε
+προχείρως:
+
+ — Κάμε με Θεό, να σε κάμω πλούσιο! Τι να σε κάμω, παιδί μου;
+
+Και διακόψας ηρώτησε χαριέντως:
+
+ — Τώνομά σου, παιδί μου;
+
+ — Θανάσης!
+
+ — Να ζήσης, γυιε μ'! Λοιπόν, κυρ-Θανασάκη μου, να τα βάλω με τον Θεό;
+Εγώ θάβγαινα —
+
+ — Λάδι — συνεπλήρωσεν ο νεαρός δημογραμματεύς.
+
+Αλλ' ο κυρ-Δημάκης, χωρίς να προσέξη εις το πείραγμα, εξηκολούθησεν
+ατάραχος:
+
+ — Εγώ θάβγαινα με τρεις χιλιάδας κέρδος, παιδί μ', Θανασάκη μου. Μα τι
+να σου κάμω, γυιε μου; Ένα κακό, ένας κατακλυσμός! Επήρε το μαξούλι και
+πάει 'ς το καλό!
+
+ — Γλύτωσες εσύ, μπάριμ! Συνεπέρανεν ο νεανίας.
+
+Εν τούτοις πλην του δημογραμματέως όστις επεφυλάσσετο, οι πλείστοι
+εξετίμησαν δεόντως το επιχειρηματικόν πνεύμα του φυγάδος. Ο κυρ-Δημάκης
+ήτο γνωστός εις πολλούς των κατοίκων εξ ακοής κ' εκ φήμης· είχε δε
+επισκεφθή άλλοτε προ χρόνων πολλάκις την νήσον, εις ην είχε και
+συγγενείς· αλλά σήμερον δεν τον ανεγνώρισαν αμέσως. Διότι αυτός ο κυρ-
+Δημάκης κατ' αρχάς απέφευγεν ίσως εκ φόβου μη τον παραδώσωσιν αι αρχαί
+εις την γείτονα εξουσίαν. Διά τούτο περιωρίσθη εν τη οικία απωτέρας
+τινός συγγενούς του, της γραίας Αχτίτσας, προς ην μετέβη άμα ελθών εις
+την νήσον.
+
+ — Θα με έχετε τώρα εδώ. Είπε προς την γραίαν ο κυρ-Δημάκης, χαιρετίζων
+αυτήν, και την νεαράν κόρην της, την ωραίαν Ματώ, στρογγύλην κ' ευτραφή
+μοναχοθυγατέρα, είκοσιν ετών, με μίαν ελήτσαν χαριτωμένην εις την
+αριστεράν παρειάν.
+
+ — Μακάρι! Ηυχήθη η γραία μετά χαράς. Και περιορισθείσα, αυτή και η κόρη
+της εις το σκοτεινόν και αραχνιασμένον κατώγειον, παρεχώρησαν το επάνω
+πάτωμα εις τον κυρ-Δημάκην, ον εθεώρουν πλουσιώτατον. Πλην εις μάτην
+ολοκλήρους νύκτας εξενύκτισαν μήτηρ και κόρη, παραφυλάττουσαι ν'
+ακούσουν τον μεθυστικόν του χρυσίου ήχον. Ο κυρ-Δημάκης ήτο
+προφυλακτικώτατος. Εψώνιζε λιτά τινα προσφαγία, τα οποία εκόμιζεν εις
+την γραίαν μετά πολλής φειδούς. Και όταν ποτε εβιάσθη αύτη να ζητήση
+παρ' αυτού νόμισμά τι προς αγοράν νωπών ιχθύων, ο κυρ-Δημάκης εξαγαγών
+γλοιώδη τινα και καταλαδωμένην σακκούλαν, μόλις και μετά βίας κατώρθωσε
+ν' ανακαλύψη εν αυτή μίαν οθωμανικήν εικοσάραν. Μορφασμός απελπιστικός
+εσχηματίσθη εις τα χείλη της γραίας Αχτίτσας. Και η μαύρη εληά της κόρης
+της εδιπλασιάσθη εκ της αποκαλυφθείσης πενίας του συγγενούς των.
+
+Ούτω λοιπόν έζη άγνωστος. Πρώτος δε πάντων, μετά μήνα ολόκληρον,
+ανεγνώρισεν αυτόν ο γέρων παντοπώλης, ο κυρ-Βαρσαμός, πολλάκις
+ταξειδεύσας εις την απέναντι θεσσαλικήν χώραν του Πηλίου, ίνα προμηθευθή
+πατάτες και σεσηπότα κάστανα, άτινα επώλει εις τα λαίμαργα παιδία, μια
+πεντάρα τρία.
+
+ — Και να βρίσκωνται! Παρετήρει επιβάλλων σιωπήν εις τα παράπονά των.
+
+ — Ορίστε κυρ-Δμάκη! τω λέγει ημέραν τινά ο κυρ-Βαρσαμός, ροφών δύο
+συγχρόνως πρέζας ταμβάκου:
+
+ — Καλώς ώρισες, αδελφέ μου! Πότε με το καλό;
+
+Ο κυρ-Δημάκης θα επροτίμα ν' αποφύγη αυτάς τας περιποιήσεις και
+κολακείας. Αλλ' ήτο αδύνατον να κρυβή πλέον. Τω εξωμολογήθη λοιπόν τα
+πάντα.
+
+ — Αυτά είνε μονάχα; Παρετήρησεν ο κυρ-Βαρσαμός, ροφών άλλας δύο πρέζας.
+Και τείνων προς τον αρχαίον φίλον του την ταμβακέραν:
+
+ — Πάρε, αδελφέ μου, πάρε!
+
+Μήνα ολόκληρον τότε ο κυρ-Δημάκης ειργάζετο εις τακτοποίησιν των
+λογαριασμών του κυρ-Βαρσαμού.
+
+ — Ο Θεός σ' έστειλεν, αδελφέ μου! Δεν εύρισκα άκρη. Αλλ' ο κυρ-Δημάκης
+εύρε τέλος άκρη και τον έβγαλε λάδι τον φίλον του, όστις εκινδύνευε να
+κηρυχθή εις πτώχευσιν.
+
+Κατήντησε μετά ταύτα αυτός ο δήμαρχος να καταφύγη εις την εμπειρίαν του
+φυγάδος, ότε ηθέλησε να καταστρώση τους απολογισμούς τριών ετών,
+καταναγκαζόμενος υπό του νομάρχου.
+
+ — Δυο στο λάδι, μια στο ξύδι, τρεις στο λαδόξυδο! Εφώνησεν ο κυρ-
+Δημάκης, περατώσας τους απολογισμούς του δημάρχου.
+
+ — Αυτό δεν το ήξευρα! Εθαύμαζεν ο δημογραμματεύς; αρχίζων να εκτιμά την
+αξίαν του φυγάδος! Αν ερωτάτε περί του εισπράκτορος; Μετ' αυτού συχνά
+εξεφάντωνε. Ταύτα όμως διά τον κυρ-Δημάκην δεν ήσαν δουλειά. Ο κυρ-
+Δημάκης, περιελθών τον εκτεταμένον ελαιώνα της νήσου, ωσφράνθη εκεί μέσα
+το παρελθόν αυτού το πλούσιον, το αναπαυτικόν, το επικερδές και δεν
+ηδύνατο έκτοτε να ησυχάση.
+
+ — Θ' αγοράσ' εληώνιδες! Εψιθύριζαν προς αλλήλας αι γραίαι, βλέπουσαι
+αυτόν ανερευνώντα τους ελαιώνας. Αφ' ότου έφυγε νύκτα από την πατρίδα
+του, τω εφαίνετο ότι ήτο εκτός του στοιχείου του, ψάρι έξω από το νερό.
+
+ — Γέρω-Βαρσαμέ, λέγει ημέραν τινά προς τον φίλον του παντοπώλην. Ξέρεις
+καμμιά δουλειά π' να γίνεται χωρίς κεφάλαια:
+
+Ο γέρω-Βαρσαμός εσκέπτετο, κτυπών διά του λιχανού την ταμβακέραν του.
+
+ — Εγώ να σ' πω, εγώ να σ' πω. Εξηκολούθησεν ο κυρ-Δημάκης. Και
+πλησιάσας εις το ους, τω λέγει κρυφίως, ως να μη ήθελε να τον ακούση
+κανείς τάχα:
+
+ — Να πάρουμε τα δέκατα!
+
+ — Μα ξέρω 'γώ, μα είνε κίνδυνος, μα να ιδούμεν! Εψέλλιζεν ο κυρ-
+Βαρσαμός, όστις, επειδή ο κυρ-Δημάκης επέμεινε, λέγει τότε:
+
+ — Ξέρεις τίποτα; Εδώ έχουμε και φυλακές!
+
+ — Μη σε μέλει από τέτοια, γέρω Βαρσαμέ. Και μετά σιωπήν, παρατηρών
+αυτόν κατά πρόσωπον, κράζει:
+
+ — Κύτταξέ με καλά!
+
+Ο κυρ-Βαρσαμός τον έβλεπε σιωπηλός, ως να ήθελε να τον ζωγραφίση.
+
+ — Καλά, καλά! φωνάζει ο γέρω-Δημάκης. Μέσα 'ς τα φρύδια!
+
+ — Ο κυρ-Βαρσαμός τότε, αντικρύσας το οξύ βλέμμα του θεσσαλού φυγάδος,
+κεκρυμμένον υπό τας πυκνάς οφρύς, δεν αντέσχε και κατεβίβασε τους
+οφθαλμούς.
+
+ — Ε, μη σε μέλει. Μια υπογραφή σου μόνον, και θάχης κέρδη όσα θέλης.
+
+Μετά δύο-τρεις επισκέψεις εις τους ελαιώνας, ο κυρ-Δημάκης υπελόγιζεν
+ακριβώς το ποσόν της συγκομιδής. Διά τούτο και εις το Πήλιον πάντοτε
+ουδείς ηδύνατο να κτυπήση αυτόν εις τας δημοπρασίας. Απερίγραπτος λοιπόν
+ήτο η χαρά του κυρ-Βαρσαμού, όταν μετά την συγκομιδήν της πρώτης
+ενοικιάσεως ελάμβανε παρά του κυρ-Δημάκη πεντακοσίας δραχμάς, δώρον διά
+την υπογραφήν, ην είχε χορηγήση ως εγγύησιν εις τον τολμηρόν φίλον του,
+εις ον είχον κατακυρωθή τα δέκατα. Τούτο επανελήφθη τρις επί τρία συνεχή
+έτη. Με μεγάλην έκπληξίν των τότε οι άνθρωποι είδαν τον κυρ-Βαρσαμόν να
+επανέρχεται από την Σύρον με φορτίον εμπορευμάτων, κάσσες και κασσέλες
+και αντί γεωμήλων να έχη πλέον καφέδες, και αντί καστάνων και λεμονίων,
+μοσχοκάρυα και χαλβάδες εις το μικρόν μαγαζείον του. Αλλά το τέταρτον
+έτος ο κυρ-Βαρσαμός, συνηθίσας να εργάζεται και κερδίζη άνευ κεφαλαίων,
+εζήτησεν επιμόνως να προσληφθή παρά του κυρ-Δημάκη ως σύντροφος.
+
+ — Καλή δουλειά! έλεγε προς αυτόν, ροφών δύο πρέζας.
+
+ — Τόσον καλή, απήντησεν ο κυρ-Δημάκης, λαμβάνων και αυτός μίαν πρέζαν,
+ώστε δεν έχω ανάγκη πλέον της υπογραφής σου. Και απέκρυψεν υπό τας
+δασείας οφρύς του το οξύ βλέμμα του, παρουσιάσας ενώπιον του
+κερδαλεόφρονος παντοπώλου έν πρόσωπον προβατίνας μόνον, πλαδαρόν,
+στιλπνόν και άκακον. Ο κυρ-Βαρσαμός απέμεινε με την δευτέραν πρέζαν εις
+χείρας απολιθωθείς. Ο Θεσσαλός φυγάς είχεν αποκτήσει κεφάλαια πλέον.
+
+***
+
+Τα έτη εκείνα εγίνετο τακτικώς η ελαιοφορία, πλουσιωτάτη κατά διετίαν.
+Περί τον Μαίον, ότε αι ελαίαι, ανθίζουσαι, απλούνται κατάλευκοι εις την
+πεδιάδα, ως χιονισμέναι, ονάριον παχύ και ζωηρόν, στακτόχρουν, με δύο
+μαυράδια άνω των οφθαλμών, ως τις ιερός Άπις, περιήρχετο χοροπηδούν εκ
+της χαράς από ελαιώνος εις ελαιώνα, φέρον επί του μαλακού σάγματός του
+άνθρωπον, εύμορφα εξυρισμένον, με πλαδαρόν και επίμηκες αμνάδος
+πρόσωπον, λειότατον ως φουσκωμένον, με δύο οξυτάτους λυγκέως οφθαλμούς
+υπό τα μαύρον των οφρύων δάσος, καλύπτοντα την κεφαλήν με της πατρίδος
+του τον καστανόχρουν γεωργούλην και τα νώτα με βαρείαν θεσσαλικήν
+χλαίναν, εν ώ οι πόδες του με τας λευκάς μαλλίνας περικνημίδας εκρέμαντο
+ακίνητοι με τα μαύρα γεμενιά ως δύο ξηρά ξύλα, ανασυρομένου μέχρι
+γονάκων του βρακίου.
+
+Ήτο ο δεκατιστής.
+
+Ούτως επωνόμαζον πλέον οι νησιώται τον κυρ-Δημάκην, συνηθίσαντες τόσον
+εις την παρουσίαν του, ώστε αν ηφανίζετο καμμίαν ημέραν, εφρόνουν ότι θα
+ηφανίζετο μετ' αυτού και η ευφορία των ελαιών. Αυτάς πρώτος, και προ της
+ανθίσεως ακόμη, ότε μόλις εσχηματίζετο ο κάλυξ τον Απρίλιον, έφερεν εις
+το χωρίον την είδησιν:
+
+ — Δείξανε η εληές!
+
+Αυτός πρώτος πάλιν ανέπνεε τα πρώτα αρώματα του λευκού αστερίνου άνθους,
+ανοίξαντος πλέον, κ' εκόμιζε την χαρμόσυνον είδησιν εις το χωρίον κρατών
+συνάμα και μικρόν κλωνίον διηνθισμένον, ως ζωγραφιστόν, μάλλον εύελπις
+και από την περιστεράν εκείνην της Κιβωτού.
+
+ — Ανοίξανε η εληές!
+
+Έκτοτε δεν έπαυε παρακολουθών την ανάπτυξιν και την υγείαν του άνθους
+καθ' όλα τα επικίνδυνα στάδια, ως ιατρός, εξετάζων εκ του σύνεγγυς τας
+σταφυλάς των ανθυλλίων, μη σχηματισθή σκώληξ και έξαφνα μεταβληθώσιν εις
+κεκονιαμένην αράχνην, μη τα καύση ο λίβας, πνέων από της Θεσσαλίας ως
+από φούρνου, μη τα μαδήση ο υετός, ότε τέλος πάντων ηκούετο εσπέραν τινά
+διαλαλών, κήρυξ ευάγγελος:
+
+ — Δέσανε η εληές!
+
+Πλην πόσα στάδια ακόμη, στάδια φόβου κι' ελπίδος, παλμών και αγρυπνιών,
+και της σταφίδος επιφοβωτέρων, έχει να διέλθη ο μικκύλος εκείνος καρπός,
+έως ου αναπτυχθή τελείως, έως ου γείνη καταπράσινος διά στούμπισμα — τ'
+Αηλιά στούμπα εληά — έως ου γείνη ευώδης χαμάδα, έως ου μαυρίση ως της
+ωραίας Ματώς η γλυκεία ελήτσα, έως ου γείνη έλαιον — ω χαρά! έως ου σωθή
+από τους δεκατιστάς και ριφθή ευώδες και διαυγές εις της Σαραφθίας τον
+περιπόθητον καμψάκην! Εις όλα αυτά τα στάδια, ο φοβερός δεκατιστής,
+μυθικός Κένταυρος, αχώριστος του οναρίου του, παρηκολούθει τον
+ελαιοκαρπόν, φέρων εις τους νησιώτας επιμελώς τας ειδήσεις του.
+
+Αλλ' είχε και άλλους συντρόφους εις τας επιθεωρήσεις του τας συνεχείς.
+Την απροστάτευτον χήραν, η οποία εκ του καρπού αυτού αναμένει την
+προστασίαν. Την πτωχήν ορφανήν, η οποία με τον καρπόν αυτόν θ'
+αποκατασταθή εις τον κόσμον. Τον δύσμοιρον κτηματίαν, ο οποίος με τον
+καρπόν αυτόν θα θρέψη τα τέκνα του, αναμένοντα ως τα μικρά μισιργούδια
+εν τη φωλεά των, με ανοικτά τα στόματα:
+
+ — Σκουλίκι έπεσε!
+
+ — Δεν δέσανε καλά!
+
+ — Πέφτουν αλάκερα σταφύλια!
+
+ — Της πήρε το ποτάμι!
+
+Όλα αυτά τα γογγύσματα είνε τόσαι πικρίαι και τόσαι θλίψεις, με τας
+οποίας συνθλίβεται επιπόνως και φαρμακερώς διά τον κόσμον, το έλαιον, το
+γλυκύτατον έλαιον, το ευλογημένον έλαιον, των πτωχών το έλαιον, των
+αγίων το έλαιον!
+
+Αλλ' ο κυρ-Δημάκης είχεν άλλους φόβους καθ' όλον το μετά ταύτα διάστημα
+και άλλαι θλίψεις ετάρασσον το δεκατιστικόν πνεύμα του.
+
+ — Μη έβγη άλλος και τον κτυπήση!
+
+ — Μη πάρη ακριβά τα δέκατα!
+
+ — Μη του τα πάρουν τα δέκατα!
+
+Δια τούτο μέχρις ου κατακυρωθώσιν αυτά επ' ονόματί του, ήτο σφόδρα
+απαισιόδοξος. Είχε καταιβασμένα τα μούτρα ως ο όνος του, όταν ήτο
+νήστις, και σχεδόν από τας οφρύς του απέσταζαν δάκρυα.
+
+ — Τίποτα φέτος!
+
+ — Πέφτει ο καρπός!
+
+ — Κάηκε ο καρπός!
+
+Την δε εσπέραν εις το παντοπωλείον του κυρ-Βαρσαμού, εξάγων με
+αναστεναγμούς από του κόλπου του, επεδείκνυεν ελαίας τινάς εν τη παλάμη
+του, σκωληκοφαγωμένας, βουλωμένας, ξηράς. Οι αντίπαλοι του άπειροι,
+αδαείς, δειλοί, απεσύροντο. Μόνον ο κυρ-Βαρσαμός, τολμήσας ποτέ να τον
+αντιμετωπίση εν τη δημοπρασία εφόβισε τόσον τον κυρ-Δημάκην, ώστε
+ηναγκάσθη να χώση εις την χείρα του πέντε εκατοστάρικα, ίνα αποσυρθή.
+Όπερ συνήθιζεν έκτοτε να πράττη ο πονηρός παντοπώλης, αρεσκόμενος εις τα
+χωρίς κεφαλαίων κέρδη, ότε εκίνει μετά ταύτα τον θαυμασμόν των κατοίκων
+επανερχόμενος εκ της Σύρου, όπου ήνοιξε σημαντικάς πιστώσεις,
+εμπορευόμενος πλέον και πανικά. Και τότε μετά την κατακύρωσιν, ατάραχος
+πλέον ο φοβερός δεκατιστής εμπαινόβγαινεν εις το παντοπωλείον του φίλου
+του, κινών τον φθόνον του δημογραμματέως, όστις με την πένναν εις χείρας
+πάντοτε, πολύ προσεπάθει ν' ανακαλύψη το μυστικόν του κυρ-Δημάκη:
+
+ — Πάλι λάδι ο κυρ-Δμάκης!
+
+Αλλά τότε ήρχιζεν άλλη εργασία ομοίως επίπονος, ταραχώδης, επιμελής:
+
+ — Πουθενά αλλού φέτος λάδια!
+
+ — Θ' ακριβήνη το λάδι!
+
+ — Δυο δραχμάς θα πάη!
+
+Και παρώτρυνε τον κόσμον να επιμελήται σφοδρότερον την συλλογήν.
+Ηγείρετο την αυγήν με το ονάριόν του, και έτρεχε και αυτός εις τους
+ελαιώνας με τας φαιδράς συντροφίας των γυναικών, αίτινες αφού πίωσι
+κανένα σερμπέτι, ή φάγωσι τηγανίτας ή πολτόν εξ αραβοσιτίνου αλεύρου,
+θερμαντικώτατον, εξέρχονται πρωί πρωί, κρατούσαι εις χείρας τας κόφας
+κενάς, και ως χλανίδια θέτουσαι περί την κεφαλήν τους κενούς σάκκους,
+ίνα προφυλάσσωσι τα τρυφερά νώτα των από του χιονώδους βορρά.
+
+ — Ά, να προφθάσουμε, κορίτσια, ηκούετο ο κυρ-Δημάκης πανταχού παρών, κ'
+είνε τώρα μικρή η ημέρα! Και ούτε ανασασμόν δεν έπαιρνον αι νεαραί
+γυναίκες, πολλαί αυτών καθ' οδόν τρώγουσαι τα σύκα των ή την γρήτσαν —
+την μεγάλην τηγανίταν — ηλειμμένην με πετιμέζιον, ίνα μη χάσωσι καιρόν.
+Άλλοτε πάλιν εύρισκεν άλλας συντροφιάς εις τα ρεύμα την μεσημβρίαν,
+καθημένας παρά τον ρύακα επί της χειμερινής πόας, εις το λιτόν γεύμα
+των, εγγύς των μύρτων και των βαΐων, γευομένας ευαρέστως την λαδωμένην
+πλακόπιτταν, ην έψησαν την νύκτα επί πλακός εν τη εστία, και τας ευώδεις
+χαμάδας, ενώ παρέκει ο κόσσυφος κελαδών ετσιμπούσε τα κούμαρα.
+
+ — Ακόμα τρώτε κορίτσια; Πάει ο ήλιος. Προσεφώνει ο φοβερός δεκατιστής.
+
+Καί ποτε τόλμησε να είπη προς τινα συντροφίαν ωραίων νεανίδων,
+γευματιζουσών:
+
+ — Μη τρώτε πολλές χαμάδες, κορίτσια, γιατί θ' ασχημίσητε!
+
+Περί την εσπέραν πάλιν αλλαχού συνήντα εργάτιδας άλλας σπευδούσας εν τη
+συλλογή:
+
+ — Α, κορίτσια, τζάχτι και σας πήρε η νύχτα! Και αι εργάτιδες, κύπτουσαι
+υπό τα κατάκαρπα δένδρα, συνέλεγον μίαν προς μίαν την μαύρην ελαίαν, την
+στιλπνήν, ως τα ματάκια των τα κατάμαυρα ελαίαν, άδουσαι συνάμα είτε
+κατά μόνας είτε κ' εν χορώ, αψηφούσαι των ακανθών τους πικρούς νυγμούς
+και του βορβόρου πολλάκις τον ρύπον, βυθίζουσαι μέχρι αγκώνος τους
+απαλούς των βραχίονας υπό τους φαρμακερούς θάμνους της τρικοκκιάς όπου
+έτυχε να εισδύσωσιν ίσως ελαίαι, τιναχθείσαι εκεί υπό της βιαίας του
+μαΐστρου ριπής.
+
+ — Έτσι μαζόνουν της εληές; Έλεγεν ενίοτε εις καμμίαν χήραν, ελέγχων
+αυτήν, διότι άφησεν ίσως καμμίαν ελαίαν, κυλισθείσαν κάτω, μακράν εις το
+ρεύμα.
+
+ — Ας πάρη και το ρέμα! απήντα η χήρα. Όλες η δεκατιστήδες θα τες
+πάρουν;
+
+Και όταν ενύκτωνε πλέον, και ο κυρ-Δημάκης επανήρχετο εις την πόλιν,
+ακόμη και τότε παρώτρυνε να εργάζωνται εν τη συλλογή του καρπού, αν ήτο
+δυνατόν, να ξενυκτούν εργαζόμεναι αι γυναίκες:
+
+ — Ακόμα δεν βασίλεψε ο ήλιος, κυρά μου!
+
+ — Είνε μεγάλα τα φρύδια σ', κυρ-δεκατιστή μ', και δε θα γλέπς καλά!
+Ετόλμησε να είπη τις των γυναικών πλύνουσα τας χείρας της εις τον
+καθαρόν ρύακα και συγχρόνως καί τινας απαλούς μύκητας τους οποίους,
+συλλέγουσα τον καρπόν, επέτυχεν υπό τινα κόμαρον, ξανθολεύκους,
+ευωδιάζοντας βουνόν.
+
+Αλλ' έβλεπε πολύ καλά, ο κυρ-Δημάκης. Έβλεπε το συμφέρον του να παραχθή
+όσον το δυνατόν περισσότερον έλαιον.
+
+***
+
+Πλην πότε εκοιμάτο αυτός ο άνθρωπος; Όταν ήρχιζεν η έκθλιψις του ελαίου
+εις τα ελαιοτριβεία, ήτο πρώτος. Αντί του οναρίου του είχε τον Γιάννην,
+τον μογιλάλον υπηρέτην του, ευφυέστατον κ' εργατικώτατον άνθρωπον,
+ομιλούντα και συνεννοούμενον διά των νευμάτων και των σχημάτων
+τελειότατα, τη συνδρομή και τίνων μονοσυλλάβων, τα οποία κατώρθωσε να
+διδάξη αυτόν ο κυρ-Δημάκης, όστις ανακαλύψας την ευφυίαν του
+εχρησιμοποίησεν αυτόν εις την συλλογήν των δεκάτων, εμπιστευόμενος εις
+την πονηρίαν του ως εις εαυτόν. Φορών βαρέα ρωσικά υποδήματα ο
+δεκατιστής, με το προβάτινον πάντοτε πρόσωπον και τους αποκρύφους του
+οφθαλμούς, με τον καστανόχρουν γιωργούλην του, και την θεσσαλικήν
+χλαίναν, έχων ανασηκωμένην οπίσω και δεδεμένην περί την οσφύν την σέλλαν
+του βρακιού του, επεθεώρει τα ελαιοτριβεία, ενώ ηκολούθει κατόπιν του
+άφωνος ο Γιάννης, βαστάζων μέγαν ασκόν επ' ώμων, ίνα συλλέγη το δέκατον,
+και το εκ λευκοσιδήρου μέτρον. Τον είχε διατάξει ο αυθέντης του να τον
+εξυπνά εις το πρώτον λάλημα του πετεινού:
+
+ — Στον πρώτον ύπνο! Γιαν! κούκου! Εκραύγαζε κ' ασχεδίαζε διά των
+νευμάτων, έως ου εννοήση ο μογιλάλος.
+
+ — Κιμίκρ; Ηρώτα ο υπηρέτης, δι' αυτής της μόνης δισυλλάβου λέξεώς του,
+εκφράζων όλας τας εννοίας και ονομάζων όλα τα αντικείμενα. Και ακριβώς
+την ώραν εκείνην, μέσα εις τον πρώτον ύπνον του, ήκουεν ο κυρ-Δημάκης
+κρότον ελαφρόν ως κλέπτου, εις την θύραν του κοιτώνος του και την φωνήν
+του μογιλάλου, βάρβαρον, δύσηχον:
+
+ — Κιμίκρ; κου! κου!
+
+ — Κιμίκρ! απήντα έσωθεν ο κυρ-Δημάκης εγειρόμενος πάραυτα, ως λαγωός.
+Και ιδού ηκούετο το πρώτον λάλημα του πετεινού. Η γλυκυτέρα ώρα του
+ύπνου, ώρα καθ' ην φεύγουν τα φαντάσματα και η ψυχή μας αναπαύεται τότε
+εις όνειρα ηδύτερα, μαλακώτερα, πλέον άυλα. Η ώρα, καθ' ηνηγείρετο ο
+τρομερός του χωρίου δεκατιστής. Και έως ου πλυθή και ενδυθή, ο μογιλάλος
+έτοιμος, φέρων εις χείρας τον κενόν ασκόν εύμορφα-εύμορφα συνεπτυγμένον
+και δεδεμένον περί τον λαιμόν, ίνα μη ρυπαίνωσιν αυτόν τα κατασταλάγματα
+του ελαίου, διά των αποκρύφων μονοσυλλάβων του, και των αποκρυφωτέρων
+νευμάτων του, ων όμως την μυστικήν έννοιαν ευκόλως κατενόει ο πανούργος
+δεκατιστής, ανεκοίνου προς αυτόν τας σκέψεις του, τας υπονοίας του περί
+καταχρήσεων εν τοις ελαιοτριβείοις τυχόν, τα σχέδιά του, όλα τακτικά και
+καθαρά, καθαρώτερα ή αν ωμίλει την ωραιοτέραν γλώσσαν.
+
+ — Κιμίκρ! Ηρώτα ο κυρ-Δημάκης, πλέον σύννους και από τον αρχαίον
+έλληνα, τον προσπαθούντα να εξηγήση τον δοθέντα εις αυτόν χρησμόν παρά
+της ομοίως μογιλάλου Πυθίας.
+
+Εξήρχοντο. Το χωρίον εκοιμάτο ακόμη. Νυξ παγερά του Δεκεμβρίου. Γαλήνη
+χιονώδης και κρύα νηνεμία. Ομίχλη ελαιοκαπνού, σύννεφον, σχηματισθέν, ως
+από εστιών απειραρίθμων λουκουμαδοποιείων, κατεκάλυπτε τους οικίσκους
+και τον λιμένα, πυκνωθέν εις μίαν ατμοσφαίραν, όζουσαν ελαίου και
+τηγανίτας. Ο χρυσούς μεσονύκτης, ο Άρης, του μεσονυκτίου το λαμπρότατον
+άστρον, ηκτινοβόλει προς δύσιν αιθερίως, ως μυστηριώδεις πανόπτης
+οφθαλμός. Ήδη τα ελαιοτριβεία είχον αρχίσει την εργασίαν των, εκ των
+πυραύνων των οποίων εξήρχετο ο ελαιώδης καπνός, η πνοή της καιομένης
+πυρήνας. Βαρέα τινά πατήματα ως λαθρεμπόρων, ηκούοντο εις τας στενωπούς,
+αίτινες εβούιζον υποκώφως. Οι εργάται από των οικιών μετεκόμιζον εις τα
+ελαιοτριβεία τας ελαίας προς έκθλιψιν. Φώτα από τινων μικρών θυρίδων,
+ήρχιζον να φέγγουν εδώ κι' εκεί ως κανδήλαι εικονοστασίων. Εις τα
+Κοτρώνια ηκούοντο η Σταύραινες — πέντε-έξ αδελφαί ορφαναί — πρώται-
+πρώται μεταβαίνουσαι εις τα κτήματά των, εύλαλος της Κεχριάς συντροφιά,
+διαχέουσα έξαλλον ζωήν εις την σιωπηλήν εκείνην ερημίαν.
+
+ — Καλημέρα, παιδιά! Εχαιρέτιζε πλυμένος, φαιδρός, ως να εχόρτασεν
+επτάωρον γλυκύν ύπνον, ο δεκατιστής, εισερχόμενος εις το πρώτον
+ελαιοτριβείον και μόλις διακρίνων εν μέσω του καπνού τους περί την
+μηχανήν εργαζομένους.
+
+ — Καλημερούδια, κυρ-Δμάκη! Αντεχαιρέτιζεν ο αρχιεργάτης, με λαδωμένον
+υαλίζοντα ως βαύκαλιν υψηλόν κούκκον και ρυπαράν ποδιάν, απτόμενος
+ελαφρά-ελαφρά του μοχλού — της μακράς δρυίνης μανέλλας, — της
+περιστρεφούσης τον κοχλιώδη σιδηρούν άτρακτον, μόνον ίνα διευθύνη την
+κίνησιν, ενώ τρεις άλλοι νεανίαι ως λαδωμένοι ποντικοί, ακτένιστοι,
+χασμώμενοι, μόλις εγερθέντες — η πρωινή φρουρά — εντός της ομίχλης,
+παραπλεύρως της μηχανής, περιέστρεφον επιμόχθως τον _αργάτην_ τον
+προσέλκοντα τον μοχλόν, την παχείαν μανέλλαν, διά χονδρού καραβοσχοίνου
+περιελισσομένου περί αυτόν. Και ηκούοντο οι τριγμοί του ατράκτου,
+κοχλιουμένου εντός του όγκου του δρυίνου βουρδουναρίου, όπερ ως αρχαίον
+δωρικόν επιστύλιον, με σιδηρούς κρίκους περιεσφιγμένον, επιστεγάζει τους
+δύο κίονας της ελαιοθλιπτικής μηχανής, τριγμοί φοβεροί ως μυκηθμοί
+σφαζομένου ταύρου, θρηνώδεις στεναγμοί ραγιζομένης αιωνοβίου δρυός, να
+πέση να θραυσθή. Και ο άτρακτος κατήρχετο ολονέν συστρεφόμενος εν τω
+κοχλία, συνθλίβων, πιέζων τας υπ' αυτόν τριχίνας πάνας, εικοσιτέσσαρας
+τον αριθμόν, κ' έρρεεν από των αραιών πλεγμάτων αυτών στάγδην το έλαιον,
+ύδατι θερμώ, ανάμικτον. Και όσον συνεθλίβετο το εις τας πάνας ένδον
+περιτυλιγμένον λάμα — η πολτώδης μάζα των συντριβεισών ελαιών — τόσον αι
+σταγόνες μεταβάλλοντο εις ελαιώδεις σταλακτίτας, καστανοξάνθους,
+αναπέμποντας χρυσοπρασίνους μαρμαρυγάς εν τω φωτί, της από του
+επιστυλίου κρεμαμένης μεγάλης λυχνίας, κατασταλάζοντες και πληρούντες τα
+κοίλα χείλη του τετραγώνου βάθρου της μηχανής, έλαιον αχνίζον, ως το
+αίμα εις τους βωμούς των αρχαίων, εισρέον εις την βαθείαν κοπάναν,
+δρυίνην τετράγωνον λεκάνην.
+
+ — Φόρτε! εκέλευσεν ο αρχιεργάτης, όταν συνεπληρώθη η μία στροφή του
+ατράκτου, εκτεθέντος του σχοινίου του μοχλού. Οι νεανίαι έπαυσαν τότε να
+στρέφωνται, ανέκυψαν. Είς εξ αυτών εποτυλίσσει το περί τον αργάτην
+σχοινίον, περιστρέφων αυτόν διά ταχείας κινήσεως ως σβούραν, ο δε
+αρχιεργάτης εκβαλών τον μοχλόν, την μανέλλαν, έθηκεν ήδη αυτήν εις την
+άλλην οπήν του ατράκτου, ίνα πάλιν αρχίση νέα στροφή αυτού μετά
+φοβερωτέρου τριγμού όλης της μηχανής, τριγμού καθελκυομένου εις την
+θάλασσαν πλοίου. Εις το διάστημα τούτο της ελαχίστης αναπαύλας, είς των
+νεανιών εύρε καιρόν να γελάση με τον μογιλάλον, όστις ίστατο εκεί κρατών
+τον κενόν ασκόν με βλέμματα ανακριτού:
+
+ — Γιαν! κιμίκρ!
+
+ — Κιμίκρ! απήντησε και ο μογιλάλος. Και διά νεύματος και σχήματος
+ηρώτησεν αν έκαμαν τηγανίτες.
+
+ — Γιαν! Νά! κιμίκρ! Απήντησεν ο νεανίας. Και έδειξεν εις τον μογιλάλον
+τον πύραυνον του ελαιοτριβείου, μέγαν και φοβερόν, ως της Κολάσεως εν
+ταις αγιογραφίαις, ένθα βράζει η πίσσα. Πράγματι, εν μέσω πυκνοτάτου
+καπνού, χήρα μεσήλιξ, με κατάμαυρην μανδήλαν και κατακόκκινον πρόσωπον,
+παρά το παμφάγον πυρ, ησχολείτο επιμελώς κατασκευάζουσα και ψήνουσα
+τηγανίτας. Αι πυρήναι, — τα λείψανα των εκθλιβομένων ελαιών — δι' ων
+καίωνται των ελαιοτριβείων οι πύραυνοι, εξέπεμπον φλόγας ως κάμινος,
+αίτινες αδηφάγοι πύρινοι γλώσσαι, περιεζώννυον την τεραστίαν χύτραν,
+μεγαλειτέραν και της του μαγειρείου του ρωσσικού μοναστηρίου, εν η
+βράζει το ύδωρ, το χρησιμεύον, ίνα βρέχωνται αι πάναι, και μη απομένη εν
+αυταίς έλαιον άθλιπτον. Εγγύς εκεί, παιδίον υπηρετικόν ήντλει ύδωρ
+φρεάτιον διά σιδηράς αντλίας, πληρούν την φοβεράν χύτραν και συγχρόνως
+εσώρευεν υπ' αυτήν πυρήνας, εν ώ αι φλόγες κροταλίζουσαι, περιεκύκλουν
+όλον τον πύραυνον. Διά τούτο η μαύρη χήρα ολονέν προς τα έξω απέσυρε τας
+παρειάς της και το τηγάνιον, κινδυνεύουσα να περιζωσθή υπό των φλογών.
+Τότε ο μογιλάλος την είδε και είπε σταθείς άνωθέν της:
+
+ — Κιμίκρ!
+
+Όλα τα πράγματα, ως είπομεν, έμψυχά τε και άψυχα, κιμίκρ εκάλει ο
+πονηρός μογιλάλος, καταρτίσας ούτω γλώσσαν απλουστάτην, μονόλεξον.
+
+ — Πας 'ς το παππού μ! Εκραύγασε τότε η χήρα εννοήσασα, ότι ήλθεν ο
+δεκατιστής. Και στραφείσα είπε προς τον κυρ-Δημάκην ιστάμενον κατωτέρω
+υψηλά, επί λόφου πυρήνας, ως κήρυκα, με το πρόσωπόν του το παχύ και
+στιλπνόν, εύχαριν, γαλήνιον ως να εχόρτασεν ύπνον.
+
+ — Βρυκολάκιασες πλεια. Δεν σε κολλάει ο ύπνος, θαπώ; Εσύ μ' αυτά τα
+δέκατα θα ξεμπερδέψης!
+
+ — Οκτώ χιλιάδες εμέτρησα σήμερα, κυρα-χήρα. Την πρώτη δόσι! Τ' ακούς;
+τ' ακούω, πες!
+
+ — Ναι, μα νάχωμαι και νου μας, εξηκολούθησεν η χήρα τηγανίζουσα, το
+μέτρο είνε μεγάλο. Κατάλαβες;
+
+ — Και τι ήθελες, κυρα-χήρα; νάνε ξύγκικο;
+
+ — Είνε, λέει, 10 δράμια μεγαλείτερο από τες πέντε οκάδες, όπως πρέπει
+να είνε το μέτρο.
+
+ — Τόσο καλλίτερα, που είνε μεγαλείτερο.
+
+ — Ναι μα είνε για σένανε όχι για μένανε.
+
+Ο δεκατιστής ιδών ότι η χήρα δεν ηπατάτο, υπέλαβεν:
+
+ — Ου, καϋμένη κυρα-χήρα, δέκα δράμια μεγάλη δουλειά!
+
+ — Δέκα από μένα, δέκα από την άλλη. Κατάλαβες κυρ-Δημάκη; Την στιγμήν
+εκείνην η κάμινος ανέλαμψε φαεινώς, του παιδός σωρεύσαντος νέαν πυρήνα,
+κ' εφάνη υπό το δάσος των οφρύων το οξύ και λάμπον βλέμμα του
+ενοικιαστού, όπερ αισθανθείσα η χήρα επ' αυτής ισχυρώς αντανακλώμενον,
+κατεβίβασε την μανδήλαν της.
+
+ — Νά, αυτός ο μουγγός φταίει κυρα-χήρα! Είπε πραΰνων αυτήν ο κυρ-
+Δημάκης, φοβούμενος μήπως διαδοθή ότι το μέτρον του ήτο πράγματι
+μεγαλείτερον κατά 10 δράμια.
+
+ — Έχω, κατάλαβες, εξηκολούθησε, δυο μέτρα, ένα παληό και ένα
+καινούργιο. Το παληό τα είχα 'ς το Προμύρι.
+
+ — Τότες που θα σε φυλάκωναν και τώστριψες;
+
+ — Κοροφέξαλλα! Πιστεύεις τι λένε; — Λοιπόν του είπα του μουγγού να
+παίρνη τα καινούργιο που είνε σωστό. Μα αυτός όλο λαθεύει και ξεχνά.
+
+ — Κιμίκρ! Εψέλλισεν ο μογιλάλος, εννοήσας ότι περί αυτού ελάλουν, και
+συγχρόνως από μέσα από το παλαιόν μέτρον, όπερ εβάσταζεν εξήγαγε το
+νέον, απαστράπτον, εκ λευκοσιδήρου.
+
+ — Νά, λοιπόν κυρά-χήρα! Να μη παραπονιέσαι. Εμείς δεν θέλομε ν'
+αδικήσωμε κανένα. Και φουσκώσας τας παρειάς του καταυγαζομένας υπό του
+φωτάς είπε:
+
+ — Το άδικον ουκ ευλογείται!
+
+ — Κιμίκρ! Υπέλαβεν επιδοκιμάζων και ο μογιλάλος και ζητών να λάβη μίαν
+τηγανίταν, αίτινες ευωδίαζον εκεί, σωρός, εντός μεγάλου ωοειδούς
+πινακίου.
+
+ — Εμείς 'ς το Προμύρι είχαμε μεγαλείτερο μέτρο, μα αφού εδώ σεις θέλετε
+μικρότερο, μάλιστα, το μικρότερο κυρά-χήρα, να μη παραπονιέσαι. Εγώ δεν
+θέλω να παραπονιέσαι.
+
+ — Αυτά να τα πης 'ςτον κλήδωνα, κυρ-Δμάκη.
+
+Ούτως ο κυρ-Δημάκης ήτο πρόχειρος να διορθόνη τα πάντα, κατά τας
+απαιτήσεις των κτηματιών.
+
+ — Ιδιότροποι! Επανελάμβανε θέλων να καλύψη ούτω την κατάχρησίν του.
+
+Την στιγμήν εκείνην θόρυβος ηκούσθη κάτω εις την κατέναντι γωνίαν του
+ελαιοτριβείου, όπου περιεστρέφετο ο λίθος, ο συνθλίβων τας ελαίας και
+μεταποιών αυτάς εις λάμα. Είχεν αρχίσει την εργασίαν του ο Νικόλας ο
+Κοψαχείλης, διά τρομακτικών φωνών διευθύνων τον ημίονόν του, κυλίοντα το
+μάρμαρον και συνάμα διά του σιδηρού πτύου ωθών υπ' αυτό τας ελαίας.
+
+ — Α! εκραύγαζεν ο Κοψαχείλης, με κομμένον το άνω χείλος, άδων συνάμα
+την «Γιαννούλαν» και ρίπτων λοξά βλέμματα προς την φωταυγή εστίαν, παρά
+την οποίαν η ωραία χήρα κατεσκεύαζε τας τηγανίτας, ίνα κολακεύση την
+λαιμαργίαν των εργατών και αποθλίψωσι κανονικώς το έλαιον αυτής. Έχουσα
+παρ' εαυτή πινάκιον βαθύ, περιέχον τον λευκόν βουτυρώδη πολτόν του
+αλεύρου, έρριπτε κουταλιές-κουταλιές εξ αυτού εντός του τηγανίου,
+πλήρους ελαίου, όπερ τότε οξέως τσιτσιρίζον ακόνιζε την όρεξιν του
+Κοψαχείλη, όστις περιεστρέφετο μεν μετά του ημιόνου του περί το
+ελαιοτριβείον, αλλά δεν έπαυε και από του να παρακολουθή τα ψήσιμον των
+τηγανιτών, τας οποίας διά του πηρουνίου λαμβάνουσα η χήρα έθετεν επί
+άλλου πινακίου εν σωρώ, όστις εμεγεθύνετο αδιακόπως, λευκοκίτρινος,
+ροδισμένος, ενώδης, αχνίζων έλαιον, το οποίον όσον ωσφραίνετο ο
+Κοψαχείλης, τόσον εμελώδει, κομμένην, κατατσακισμένην την φαιδράν και
+χορευτικήν «Γιαννούλαν», εν ώ το μάρμαρον κυλιόμενον ετσάκιζε θλιβερώς
+τας μαύρας ελαίας, ριφθείσας εκεί πλυμένας, καθαράς. Ο κυρ-Δημάκης
+εννοήσας ότι ακόμη δεν ήτο καιρός να μετρήση, ανοίξας την κοπάναν και
+ιδών πόσον έλαιον εν αυτή υπήρχεν, υπολογίσας δε την ώραν καθ' ην θα ήτο
+ανάγκη να λάβη το δέκατον, απήλθεν εις άλλο ελαιοτριβείον, προς μεγάλην
+λύπην του μογιλάλου, εν ώ ήδη οι εργάται, αφού απετίναξαν από τας πάνας
+την ξηράν πυρήναν, συναθροισθέντες εν κύκλω περί τον πύραυνον και την
+χήραν, ήρχισαν να καταβροχθίζωσι δύο-δύο τας απαλάς ως κουκούλια
+τηγανίτας, βυθίζοντες αυτάς εις το κύπελλον του μέλιτος, ως αρπακτικά
+πτηνά.
+
+ — Κιμίκρ! Εμουρμούρισεν απειλητικώς ο μογιλάλος κατά του αυθέντου του,
+μη αναμείναντος, μη δυνάμενος να εκφράση τον πόνον της καρδίας του, κ'
+εξήλθεν, εν ώ οι εργάται, ροφώντες το καυστικόν τσίπουρο διά μεγάλων
+ποτηρίων ηύχοντο προς την φιλότιμον χήραν:
+
+ — Κι' εις άλλα με υγείαν!
+
+***
+
+Το θορυβωδέστερον μαγαζί του χωρίου ήτο το οινοπωλείον του Γεωργή της
+Θασίτσας, εγγύς της παραλίας, εις το σκότος ενός στενού. Κυρίως δεν ήτο
+ούτε οινοπωλείον τακτικόν, ούτε μαγειρείον, ούτε μαγαζί καν. Δεν ήτο
+τίποτε. Η θύρα του η μεγάλη και τετράγωνος, με δύο πλατέα φύλλα, ως
+πυλών πανδοχείου, και το μόνον παράθυρον, ήνοιγον μόνον τας παραμονάς
+των εκλογών, και τας δικασίμους ημέρας των ποινικών, δύο-τρεις φοράς τον
+μήνα. Και όταν καμμιά παρέα είχε «να ψάλη καμμιά συναγρίδα ή να διαβάση
+καμμιά στέρφα γίδα». Τότε ο Γιώργης της Θασίτσας, ένας ολοστρόγγυλος ως
+κρεοπώλης, ξανθός νεανίας, έπαιρνεν από τα σπίτι τα χρειαζόμενα, εγέμιζε
+καμμιά δαμιζάνα μαύρο γλωσσότικο, και καμμιά χιλιάρικη μοσχάτο εντόπιον
+και τότε άνοιγε το οινοπωλείον του. Ομοίως τακτικώς, μετά την
+συνεδρίασιν των ποινικών εν τω ειρηνοδικείω, διεξήγετο εκεί νέα
+συμπληρωτική συνεδρίασις των ποιμένων όλων συναθροιζομένων εν αυτώ, ότε
+εγίνετο εκεί μεγάλη εξόδευσις ούζου, φωνών και ενίοτε και ξύλου. Τότε ο
+Γιωργής της Θασίτσας μποτίλιες-μποτίλιες εκουβαλούσε το τσίπουρο, εν ώ ο
+κυρ-Μάρκος, ο πολυλογώτερος των δικολάβων, υπό τους ατμούς του καίοντος
+ποτού απήγγελλεν αλύπητα εγκώμια υπέρ του φίλου του πταισματοδίκου, αν
+ηθωόνοντο οι πελάται αυτού, ή αράδιαζε φοβερά κατηγορητήρια, αν
+κατεδικάζοντο. Εκεί τότε εγίνετο νέα, πλέον εξηκριβωμένη, εξέτασις των
+μαρτύρων, υπό τους οξείς αλαλαγμούς του ποιμένος Φουσκοδενδριά, άνευ του
+οποίου αδύνατον ήτο να διεκπεραιωθή ποινική δίκη. Εκεί πολλάκις
+ερρυθμίζοντο και αι διεξαγωγαί των πολιτικών υποθέσεων, οριζομένων των
+θεμάτων εις τους διαφόρους μάρτυρας παρά το ατμίζον νεφελώδες ποτόν.
+Ενίοτε όμως ο Γιωργής της Θασίτσας, μεταβαίνων εις την προκυμαίαν
+εκαθάριζε κοντόχονδρον ως τον εαυτόν του βαρέλιον.
+
+ — Ώρες καλές! Τον εχαιρέτιζαν εις την αγοράν. Ήτο σημείον ότι
+προσήγγιζον αι εκλογαί. Τότε, λαμβάνων χρήματα παρά των υποψηφίων να
+κερνά το κόμμα, εθεώρει περιττόν να βάλη το κρασί του καθενός χωριστά.
+Επλήρου λοιπόν ολόκληρον βαρέλιον. Και τότε το μαγαζείον του από
+δικαστήριον ή ποιμνιοστάσιον μετεβάλλετο εις οινοπωλείον πράγματι.
+Ελησμονήσαμεν να προσθέσωμεν ότι ο Γιωργής της Θασίτσας ειργάζετο ακόμη
+άλλην μίαν φοράν κατ' έτος, τας νύκτας του δωδεκαημέρου, όταν τα
+«έκοπταν». Τας νύκτας εκείνας ο Γιωργής της Θασίτσας ήτο πάντοτε . . .
+κλειστός. Τοιουτοτρόπως το τιποτένιο αυτό μαγαζί, ήτο το θορυβωδέστερον
+όλων των μαγαζείων, διότι ειργάζετο πάντοτε, και ανοικτόν και κλειστόν,
+εις επισήμους περιστάσεις του χωρίου.
+
+Διά τούτο ο καπετάν-Παρμάκης, ο νέος υποψήφιος δήμαρχος, μόνον εις αυτό
+εσύχναζε. Βαρυνθείς την θάλασσαν, επώλησε την ωραίαν σκούναν του, την
+ταχείαν και καλοθάλασσον «Ελένην» κ' έγεινε στεργιανός. Πλην συνηθίσας
+εις τας τρικυμίας, δεν ηδύνατο κατ' αρχάς να ζήση εν τη ξηρά. Έχασε τον
+ύπνον. Μόλις παρήρχετο το μεσονύκτιον, ηγείρετο και ήρχιζε τα τσιγάρα,
+μεταβαίνων εις την αίθουσαν του οίκου του και παρατηρών εκ του παραθύρου
+αν ήνοιξε κανέν καφενείον.
+
+ — Αυτό δεν είνε ζωή! Εμουρμούριζεν.
+
+Εκοιμάτο, έτρωγεν, έπαιζε πρέφα, έτρωγε και πάλιν εκοιμάτο. Κατελήφθη
+υπό μελαγχολίας.
+
+ — Μπονάτσα και σήμερα! Επανελάμβανε καθ' εκάστην προς την σύζυγόν του.
+Και αρεσκόμενος να φοιτά εις του Γιωργή της Θασίτσας, όπου μόνον
+ανεμιμνήσκετο, ως έλεγε, των τρικυμιών της θαλάσσης, λέγει ημέραν τινά
+προς τον οινοπώλην.
+
+ — Μωρέ παιδί μου, δεν έχει και καμμιά φουρτούνα, μωρέ Γιωργή μου;
+
+ — Φουρτούνες; Άλλο τίποτα! απήντα ο Γιωργής της Θασίτσας. Τώρα ν' αρθή
+ο κυρ-Μάρκος από το νεροδικείο και να ιδής! Ν' αρθή ο Φουσκοδενδριάς από
+τα μανδρί και ν' ακούσης!
+
+ — Μωρέ παιδί μου, φουρτούνες, μωρέ Γιωργή μου! Αυτά είνε σαγανάκια!
+
+Ο Γιωργής της Θασίτσας, ως πονηρός όπου ήτο, διελογίσθη ημέραν τινά ότι
+το έτος εκείνο έληγεν η δημαρχική περίοδος.
+
+ — Ξέρεις τίποτα, καπετάν-Παρμάκη; Παρετήρησεν ο οινοπώλης, θέλων να
+παρηγορήση τον λυπημένον διά τας νηνεμίας του νέου βίου πλοίαρχον. Θα
+σου βάλω μια κάλπη μεθαύριο. Μια κάλπη, που λες, να ιδής φουρτούνες που
+γυρεύεις! Να λες, αμάν, τι είνε τούτα;
+
+Τωόντι ο Γιωργής της Θασίτσας μετά ταύτα, μίαν πρωίαν, εκαθάριζεν εν τη
+προκυμαία δύο των δέκα βαρέλων βαρέλια, επισύρων τον φθόνον του κυρ
+Βαρσαμού, εις μάτην προσπαθούντος να μαντεύση πού εύρεν ο Γιωργής της
+Θασίτσας τόσα κεφάλαια.
+
+Ούτω λοιπόν ο καπετάν Παρμάκης, τρικυμίας επιθυμών, ερρίφθη πλησίστιος
+με όλην την κάσσα του εις τον εκλογικόν σάλον, σχεδιάζων την επιτυχίαν
+εν κοινώ συμβουλίω μετά του φίλου του, του Γιωργή της Θασίτσας,
+παρισταμένης πάντοτε και παχείας βαυκάλεως, πλήρους από του γαλακτώδους
+εκείνου ποτού. Δις ηγωνίσθη έως τότε τον εκλογικόν αγώνα, αλλ' απέτυχε.
+Πρώτον ως δήμαρχος και δεύτερον ως βουλευτής. Αλλά δεν απηλπίζετο. Εύρε
+μάλιστα μεγάλην ηδονήν ενασχολούμενος να χαιρετίζη, να κερνά, να
+συντρέχη όσον ηδύνατο τους εκλογείς του. Και αντί να τρώγη και να
+κοιμάται μόνος του, έτρωγε πλέον μετά των πολιτικών οπαδών του το
+πλείστον, και ηγρύπνει πολλάκις εις του Γιωργή της Θασίτσας, εργαζόμενος
+υπέρ της επιτυχίας του.
+
+Ήτο Νοέμβριος. Είχεν ήδη προκηρυχθή η δημοπρασία των ελαιοδεκάτων.
+Ημέραν τινά, ο καπετάν-Παρμάκης, πίνων το πρωινόν τσίπουρο — για της
+πρώτες χολές — λέγει κρυφά προς τον Γιωργή της Θασίτσας.
+
+ — Ξέρεις τίποτα, μωρέ παιδί μου; Θα του τα πάρω τα δέκατα, μωρέ Γιωργή
+μου!
+
+ — Του κυρ-Δημάκη;
+
+ — Του κυρ-Δμάκη! Ο Γιωργής της Θασίτσας ήρχισε να γελά.
+
+ — Γιατί, μωρέ παιδί μου, γελάς; Γιατί, μωρέ — Γιωργή μου;
+
+ — Του κυρ-Δμάκη;
+
+Ηρώτησε πάλιν ο Γιωργής της Θασίτσας, θαυμάζων.
+
+ — Θα του τα πάρω σου λέω!
+
+ — Θα πέσης όξω, καπετάν-Παρμάκη! Άκουσε και μένα. Προσέθηκεν ο Γιωργής
+της Θασίτσας, προσφέρων έν ακόμη ποτόν, το δεύτερον — για της δεύτερες
+χολές!
+
+ — Να σ' πω, Γιωργή μου, παιδί μου. Εγώ καθώς πούλησα την «Ελένην μου»
+έτσι κ' έτσι πεσμένος όξω είμαι, θα του τα πάρω, σου λέω!
+
+ — Μα ξέρεις τι θα πη κυρ-Δμάκης; Τον γνωρίζεις τον κυρ-Δμάκη; Ξέρει
+εκείνος, καπετάνιο μου, να λογαριάση και τα φύλλα της εληάς ακόμα!
+
+ — Μωρέ, παιδί μου, σε θέλω νάσαι έξυπνος άνθρωπος, μωρέ Γιωργή μου.
+Εσείς άλλο από το τσίπουρο δεν ξέρετε.
+
+Και ροφήσας ακόμη ένα ποτήριον, εξηκολούθησεν:
+
+ — Εγώ μονομιάς σας έμαθα όλους, τάμαθα όλα κιόλας. Είνε το μόνον μέσον
+για να πάρουμε την εκλογή. Μωρέ παιδί μου, απάνω ς' την εκλογή, μωρέ
+Γιωργή μου, μαθαίνεις τι ζητάει ο κόσμος. Απάνω στην εκλογή σ' ανοίγει ο
+άλλος την καρδιά του και σου ξομολογιέται. Σου γυρεύει πέντε δραχμές; θα
+πη πως πάσχει από φτώχια. Σου γυρεύει καμμιά θεσούλα; θα πη πως πάσχει
+από τεμπελιά! Λοιπόν, μωρέ παιδί μου, η χήρες φωνάζουν. Τες γδύνει, μωρέ
+Γιωργή μου, ο κυρ-Δμάκης τες κλέφτει, μωρέ παιδί μου!
+
+ — Το ξέρουμε αυτό καπετάνιο μου, μα τι να κάμουμε μαθές, τι να κάμουμε;
+
+ — Να πάρουμε τα δέκατα!
+
+ — Δεν τ' αφίνει!
+
+ — Να του τα πάρουμε!
+
+Ο Γιωργής της Θασίτσας σιωπηλός, συλλογισμένος, ως άνθρωπος λησμονήσας
+πού έχωσε τον θησαυρόν του, επλήρωσε δυο ποτήρια μέχρι στεφάνης από την
+αφαίρεσίν του, τα οποία, καθώς τα είχεν εκεί κοντά, τα ερρόφησεν ο
+καπετάν-Παρμάκης και τα δύο, αφαιρεθείς και αυτός εκ συμπαθείας:
+
+ — Εσείς, μωρέ παιδί μου, μόνο τσίπουρο ξέρετε να πίνετε εδώ, μωρέ
+Γεωργή μου!
+
+Αυτά έχουν αι τρικυμίαι της ξηράς!
+
+***
+
+Την κυριακήν, μίαν εβδομάδα κατόπιν, ο καπετάν-Παρμάκης, φορέσας την
+γούναν του με το παχύ δέρμα του λύκου το κεραμόχρουν και τραχύ — ήτο
+χειμών δριμύς — τα ρωσσικά υποδήματά του και τον βαρύν κούκκον εν τη
+κεφαλή, ωργισμένος, κατακόκκινος, αφού έπιε καμμιά δεκαριά τσίπουρα
+πρωί-πρωί μετά την λειτουργίαν, αναιβοκατέβαινεν εν τη μεγάλη οδώ της
+αγοράς, μόνος, κρατών την χονδρήν ράβδον και στρήφων τον άγριον μύστακά
+του, σιωπηλός, πύρινος, ως όταν διεσκέλιζεν, αμίλητος, το κατάστρωμα της
+ωραίας Ελένης του, κλεισμένος, από παρακαιρόν, είς τινα έρημον όρμον της
+Ανατολής.
+
+ — Ο φόρος του ελαιοδεκάτου 15 χιλιάδες! Ηκούετο η φωνή του κήρυκος,
+παρά την θύραν του κεντρικού εν τω χωρίω καφενείου.
+
+Εν αυτώ άνθρωποί τινες έπαιζον πρέφαν. Παρά τινα δε τράπεζαν ογκώδης
+μηλωτή, σωρευμένη, σκληρά, ακίνητος, ο ειρηνοδίκης του χωρίου, διεξήγε
+την δημοπρασίαν των ελαιοδεκάτων. Κατέναντι, εξαγαγών τα υποδήματά του,
+εκάθητο σταυροποδητί επί του ξυλίνου σοφά — αλλά τούρκα — ο κυρ-Δημάκης,
+με το λειότατον, παχύ, ξυρισμένον, επίμηκες πρόσωπον, ήρεμον και πράον
+ως πρόσωπον ημέρου οικοσίτου αμνάδος, με δασείς οφρύς, αποκλειούσας τους
+οφθαλμούς του, φορών τον θεσσαλικόν καστανόχρουν γεωργούλην του. Εκάθητο
+εκεί γαλήνιος, σιωπηλός, αναμετρών το κομβολόγι του ως ηγούμενος
+Αγιορείτης.
+
+ — Ο φόρος του ελαιοκάρπου 15 χιλιάδες, επανέλαβεν η φωνή του κήρυκος
+έξωθεν.
+
+ — Και πεντακόσιες ακόμα! Ηκούσθη τότε ο κυρ-Δημάκης, ακίνητος, ατάραχος
+ως δεμένη αμνάς.
+
+Ο όγκος της μηλωτής ανεσάλευσε. Χειρ εξήλθεν από τινος πτυχής, χειρ ωχρά
+και ασθενής. Συνέλαβε την πένναν η χειρ και εσημείωσε το ποσόν. Μόλις
+όμως ο κήρυξ ανήγγειλε μεγάλη τη φωνή την νέαν προσφοράν, εναρμονίως και
+με χαράν, ως μαθητής αλλάζων το μάθημά του, κ' εμφανισθείς προ της θύρας
+ο καπετάν-Παρμάκης, κατακόκκινος, ωργισμένος, με την ναυτικήν του
+γούναν και τον βαρύν κούκκον, εκραύγασε χωρίς να εισέλθη·
+
+ — Είκοσι χιλιάδες! Κ' έγεινεν άφαντος, επισείων απειλητικώς την βαρείαν
+κεφαλήν του, και την βαρυτέραν ράβδον του.
+
+ — Όχι θα του τ' αφήσω! Ηκούσθη μακρόθεν κραυγή. Ο κυρ-Δημάκης εκινήθη
+ολίγον εν τη θέσει του χωρίς όμως να ξεδιπλώση τους πόδας του, οίτινες
+ήσαν αφανείς υπό τα μαύρον βρακίον του και μετά χάριτος μειδιών είπε:
+
+ — Και πεντακόσιες! Η βαρεία μηλωτή ανεκινήθη και πάλιν και η ασθενής
+χειρ εσημείωσε τα νέον ποσόν, μόλις προφθάσασα να σημειώση το πρώτον.
+Επειδή δε οι παίζοντες την πρέφαν, διάκόψαντες τα παιγνίδιόν των,
+ανέβλεψαν προς τον κυρ-Δημάκην θαυμάζοντες, ούτος εθεώρησε πρέπον να
+δικαιολογήση εαυτόν και είπε:
+
+ — Ψόφια πράματα. Ούτε με 18 δεν βγαίνω, αφεντάδες μου. Μα τι να κάμη
+κανείς!
+
+ — Λοιπόν γιατί προσθέτεις; ηρώτησε φωνή τις,
+
+ — Τι να κάμουμε! απήντησεν ο κυρ-Δημάκης. Βρεθήκαμε. Αυτή είνε η
+δουλειά μας. Να πούμε την αλήθεια. Εφέτος είνε άκαιρο το μαξούλι. Ούτε
+με 18 δεν βγαίνω. Μα τι να κάμω!
+
+Ο κήρυξ χαίρων ετραγώδει την νέαν προσφοράν:
+
+ — Είκοσι χιλιάδες πεντακόσιες, ο φόρος του ελαιοκάρπου! Εις την ξυλίνην
+θύραν του μικρού καφενείου εβρόντησε πάλιν ράβδος βαρεία, ως μοχλός ν'
+αναμοχλεύση όλην την θύραν, η ράβδος του καπετάν-Παρμάκη, όστις μόλις
+προφθάσας να ροφήση έν τσίπουρο, να καταιβούν η χολές, που σταθήκανε 'ς
+τον λαιμόν του από το πρωί, ακούσας κηρυττομένην την νέαν προσφοράν,
+έσπευσεν εις το καφενείον και χωρίς να εισέλθη φωνάζει κατακόκκινος από
+της θύρας:
+
+ — Εικοσιτέσσαρες!
+
+Ο ειρηνοδίκης βλέπων ότι αυξάνει το ποσόν πέραν των ελπίδων του,
+εξήγαγεν από της μηλωτής το κάτωχρον πρόσωπόν του ως από το όστρακον
+χελώνης, και διά της χειρός εσημείωσε την νέαν προσφοράν.
+
+Οι χαρτοπαίζοντες ώκτειραν την απειρίαν του πλοιάρχου, όστις επλειοδότει
+τόσον αποτόμως.
+
+ — Εικοσιτέσσαρες και μισή. Προσθέτει πάραυτα γλυκά-γλυκά ο κυρ-Δημάκης,
+εξακολουθών ν' αναμετρή το κομβολόγι του. Και αποτεινόμενος προς τον
+κόσμον, ως να τον ηρώτησαν, επαναλαμβάνει:
+
+ — Ούτε με 20 δεν βγαίνω!
+
+ — Μα γιατί προσθέτεις λοιπόν, γέρω-πονηρέ; Ερωτά ο δημογραμματεύς,
+περιφερόμενος εκεί με την πένναν εις χείρας πάντοτε.
+
+ — Τι να κάμω, κυρ-θανασάκη μου! Βρεθήκαμε, Ήτανε γραφτό να πεθάνω.
+
+ — 'Σ τη φυλακή! Διακόπτει χλευάζων ο δημογραμματεύς. Αλλ' ο κυρ-Δημάκης
+βήξας, ίνα μη ακουσθή η βαρεία χλεύη, εξακολουθεί τας δικαιολογήσεις
+του:
+
+ — Ήτανε γραφτό να πεθάνουμε καμπόσοι δεκατιστήδες! Στην ψάθα!
+
+ — Εικοσιτέσσαρες πεντακόσιες! Εκήρυττεν ο δημόσιος κήρυξ.
+
+ — Τριάντα! Κραυγάζει αίφνης ο Καπετάν-Παρμάκης, έμπλεως οργής,
+θηριώδης, θαρρών ότι διά της φωνής του εκείνης συνέτριβεν υπό τους
+οδόντας του την μειλίχιον και ειρηνικήν παρειάν του κυρ-Δημάκη.
+
+ — Κιμίκρ! Ελθών, είπεν εις το ους του κυρ-Δημάκη ο μογιλάλος αυτού
+υπηρέτης. Ο κυρ-Δημάκης εννόησεν ότι το φαγητόν ήτο έτοιμον, και φορέσας
+τα υποδήματά του απήλθεν εύχαρις, γελαστός, ως άνθρωπος πεπεισμένος, ότι
+τα δέκατα ήσαν ιδικά του.
+
+Η δημοπρασία έληξεν ούτω την μεσημβρίαν και ο φόρος έμεινεν επ' ονόματι
+του τελευταίου πλειοδότου, του Καπετάν-Παρμάκη, υπό την έγκρισιν της
+Νομαρχίας.
+
+ — Όχι θα του τ' αφήσω! Εκραύγαζεν ωργισμένος ακόμη, ο καπετάν-Παρμάκης,
+ως όταν εις το κατάστρωμα της «Ελένης» του, του έπταιον όλα, διότι
+ηναγκάζετο να μένη ακίνητος εις τον έρημον όρμον ένεκα των εναντίων
+ανέμων.
+
+***
+
+Ακριβώς την επαύριον η γραία Φουλίτσα, ολοστρόγγυλος ως κορασίς,
+συναντήσασα την γραίαν Αχτίτσαν ξηράν ως κορμόν πλατάνου, εις του Βασίλη
+την βρύσιν, ανήγγειλε προς αυτήν, ότι τα δέκατα θα τα πάρη φέτος ο
+καπετάν-Παρμάκης. Είχε διαδοθή το πράγμα εις το χωρίον και πάντες
+έχαιρον μεν διότι ηλευθερούντο από την λαιμαργίαν του αρχαίου
+δεκατιστού, όστις τα τελευταία έτη κατέστη πολύ καταπιεστικός και άρπαξ
+και πλεονέκτης, αλλ' ηπόρουν και εφοβούντο μαθόντες την γενναίαν
+προσφοράν του πλοιάρχου, όστις δεν έκαμνε καλά να τρέχη τόσον. Αλλ' ο
+κυρ-Δημάκης, σκοπεύων δι' αναφοράς του προς το επαρχείον να κάμη νέαν
+προσφοράν, και θέλων να βεβαιωθή καλλίτερον περί της συγκομιδής, εξήλθε
+την επαύριον εις περιοδείαν. Και όταν την νύκτα επέστρεφε με την
+πανσέληνον και προσέπαιζον προς αυτόν αι εργάτιδες, ως είδομεν, ούτος
+ουδέ προσέσχεν εις τα αστεία των, αλλά, τραγουδών, έγεινεν άφαντος υπό
+τα ελαιόδενδρα.
+
+Τωόντι εις τόσον μέγα ποσόν ουδέποτε άλλοτε είχον ανέλθει τα
+ελαιοδέκατα. Αλλ' ουδέποτε άλλοτε ήτο και τόση ευφορία. Όλοι οι ελαιώνες
+της νήσου εις όλας τας θέσεις ήσαν τα έτος εκείνο γεμάτοι. Τα δένδρα όλα
+ήσαν να σπάσουν αν και είχεν εξαχθή έως τώρα αρκετόν έλαιον, οι δε
+ιδιοκτήται καθ' εκάστην ησχολούντο θέτοντες φούρκες — στηρίγματα — υπό
+τα τρυφερώτερα κλωνάρια. Ο ελαιών — δάσος ατελείωτον — ήτο κατάφορτος εκ
+του καρπού, ωριμάσαντος πλέον, ως να επεκάθησαν επ' αυτού σμήνη αγνώστων
+μαύρων ζωυφίων, κατακαλύψαντα και τα φύλλα του ιερού δένδρου. Υποκάτω,
+εντός του καθαρισμένου κύκλου εκάστης ελαίας, σωροί-σωροί εφαίνοντο αι
+πίπτουσαι ελαίαι, μεγάλαι ως κάρυα, τας οποίας ουχί πλέον ανά μίαν διά
+των δακτύλων, αλλά πολλάς ομού εσύναζον αι εργάτιδες, πληρούσαι
+αυτοστιγμεί τα καλάθια και είτα τους σάκκους.
+
+ — Ως το πάσχα! Έλεγον οι κτηματίαι χαίροντες.
+
+Από του Σεπτεμβρίου, ότε πλέον βεβαιούται η εσοδεία, παρερχομένων των
+κινδύνων, οι χωρικοί συχνάζοντες εις του Γεωργή της Θασίτσας συνεζήτουν
+περί του ποσού της συγκομιδής και συγχρόνως παρεσκεύαζον τα της
+συλλογής, άλλοι παραγγέλλοντες ζώα διά την μεταφοράν, άλλοι νέας μηχανάς
+ιδρύοντες, και άλλοι διαλογιζόμενοι την αύξησιν των ημερομισθίων.
+Πολλάκις, προσεπάθουν τότε να φιλοτιμήσωσι τον κυρ-Δημάκην, διερχόμενον
+εκείθεν, ώστε να προδώση την γνώμην του, πλην ούτος περιωρίζετο να
+επαναλαμβάνει το απαίσιον:
+
+ — Ψόφια πράματα!
+
+Ο ίδιος ο έφορος διαταχθείς να εκτιμήση τον καρπόν, ήλθεν εις την νήσον.
+Αλλ' εις μάτην εζήτησε να οδηγηθή κατά τι υπό του μόνου ειδικού εις
+τούτο:
+
+ — Κάμε με έμφορα, να σ' πω. Απέφευγεν ο κυρ-Δημάκης. Διά τούτο και
+πολλάκις ανεβλήθη έως τώρα η κατακύρωσις της δημοπρασίας, διωρίσθησαν δε
+επιστάται, οίτινες, περιερχόμενοι τας μηχανάς, εσημείωνον το ποσόν του
+εκθλιβομένου ελαίου. Ο έπαρχος λαβών τα έγγραφα της τελευταίας
+δημοπρασίας και θαμβωθείς προ των 30 χιλιάδων του καπετάν Παρμάκη, ήτο
+έτοιμος να επικυρώση τα δέκατα επ' ονόματι του τολμηρού πλοιάρχου και
+συνεννοείτο ήδη μετά της Νομαρχίας, ότε λαμβάνει νέαν αίτησιν του κυρ-
+Δημάκη. Συγχρόνως το υπουργείον υποπτεύσαν την ευφορίαν την έκτακτον και
+θέλον να εξασφαλισθή, διέταξε να γείνη μία τελευταία, οριστική όμως
+δημοπρασία, εν τη πρωτευούση της επαρχίας, διότι είχε την ιδέαν, ότι θα
+θελήσωσι και άλλοι να παρουσιασθώσιν ενοικιασταί. Διά τούτο, όταν
+ανεγνώσθη η τελευταία προκήρυξις του επάρχου περί της οριστικής πλέον
+δημοπρασίας, ήτις θα εγίνετο εν Σκοπέλω τη 26 Δεκεμβρίου ημέρα Κυριακή,
+ο καπετάν-Παρμάκης εγέλασε. Και εγέλασε, διότι δεν ηπατήθη εις τους
+υπολογισμούς του.
+
+ — Μωρέ τι έκαμες, καπετάνιο μου, θα σ' τα φορτώση! Επανελάμβανεν ο
+Γιωργής της Θασίτσας, φοβισμένος.
+
+ — Έννοια σου Γιωργή μου, έννοια σου, παιδί μου! Απεκρίνετο ο πρώην
+πλοίαρχος, φοβισμένος όμως ενδομύχως και αυτός και κρυφά τρέμων — να
+είπωμεν την αλήθειαν. — Βεβαίως ο καπετάν-Παρμάκης δεν εγνώριζε να
+υπολογίση μίαν ελαιοκαρπίαν, ως εγνώριζε να υπολογίζη μέχρι μιλίου τας
+αποστάσεις εν θαλάσση. Ουχ ήττον, ως ευφυής ναυτικός, εκ των ησύχων και
+μαλακών προσφορών του κυρ-Δημάκη, επείσθη περίπου περί του όλου ποσού.
+Κάμνων επίτηδες πηδήματα εις τας προσφοράς του, ενόμιζεν ότι θα ηνάγκαζε
+τον φυγάδα προμυριώτην ν' αποσυρθή. Πλην, τουναντίον, εκείνος τα
+πηδήματα του ναυτικού παρηκολούθει δι' ησύχων βηματισμών και κατώρθου να
+τον προφθάνη και μάλιστα να τον υπερβαίνη. Αληθώς όμως το τελευταίον
+πήδημά του ήτο επικίνδυνον, αποτέλεσμα του θυμού του. Το ανεγνώριζε,
+πλην υπεκρίνετο εκ φιλοτιμίας τον τολμητίαν. Διά τούτο ο καπετάν-
+Παρμάκης πληροφορηθείς περί της νέας δημοπρασίας εγέλασεν,
+ευχαριστημένος, διότι επέτυχεν εις τας υποψίας του:
+
+ — Δε σου τώλεγα, μωρέ παιδί μου, δε σου τώλεγα εγώ, μωρέ Γιωργή μου!
+Επανελάμβανε κατόπιν τρατάρων τσίπουρο όλους τους εν τω οινοπωλείω πέρα-
+πέρα.
+
+Ο κυρ-Δημάκης όμως ήτο σύννους μετά ταύτα. Έβλεπεν ότι το κέρδος του
+ηλαττούτο ολονέν διά των νέων προσφορών του πλοιάρχου και δεν ήτο διόλου
+ευχαριστημένος. Δεν ήτο δε και τόσον πλούσιος όσον τον εφαντάζοντο. Ο
+φίλος του, ο κυρ-Βαρσαμός, ο παντοπώλης, μαθών ότι προέτεινε νέαν
+προσφοράν, είπε:
+
+ — Τι κάμνεις, αδελφέ κυρ-Δημάκη; Έχεις σκοπόν να μας φύγης νύχτα πάλιν;
+
+***
+
+Αλλά τι τα έκαμνε τα χρήματα και τα κέρδη του ο φοβερός ενοικιαστής;
+Διεδίδοντο πολλά. Επλήρωνε τα χρέη του εις την πατρίδα του επιθυμών να
+επανίδη τας λεμονέας του Προμυρίου; Έλεγον οι μεν. Ετάιζε τους
+υπαλλήλους να τον διευκολύνωσιν εις τας δημοπρασίας; Προσέθετον οι δε.
+Τον έτρωγεν η γραία Αχτίτσα ως το κόκκαλο; Διέδιδον άλλοι. Το τελευταίον
+εφαίνετο πιθανώτερον, εις τους πάντοτε υπόπτους γείτονας, εν ώ έβλεπον
+την φιλαργυρίαν του δεκατιστού και γλισχρότητα. Η μακρυνή εκείνη
+συγγενής του, εις την οικίαν της οποίας κατώκει τώρα τόσα έτη, είχεν
+ωραίαν, ως είπομεν, ολοστρόγγυλην κόρην, την σεμνήν Ματώ με την μαύρην
+ελήτσα εις την αριστεράν παρειάν, την οποίαν υπεσχέθη, φαίνεται, ο κυρ-
+Δημάκης να λάβη σύζυγον.
+
+ — Αλλά να το φυλάξετε μυστικό, παιδιά μου. Εγώ θα σας πω πότες.
+
+Παρεκάλεσεν ο κυρ-Δημάκης.
+
+Και είδεν ευχαρίστως τότε ότι αι προς αυτόν, τον ξένον και έρημον,
+περιποιήσεις μητρός και κόρης, ηύξησαν, ως ήτο φυσικόν, εις το έπακρον.
+
+Του έπλυνον, του εμαγείρευον, του έστρωνον.
+
+Και μάννα και κόρη το είχον κρυφήν χαράν το μυστικόν των. Όμως
+παρήρχοντο τα έτη και ο κυρ-Δημάκης δεν έκρινε καλόν ν' αποκαλύψη το
+μυστικόν των.
+
+ — Θα σας πω εγώ πότες. Επανελάμβανε πάντοτε.
+
+Η ωραία Ματώ, φιλοτεχνούσα τα προικιά της τας νύκτας του χειμώνος, παρά
+την εστίαν, ηρώτα πολλάκις την μητέρα της.
+
+ — Θα μας πη ο κυρ-Δημάκης, πλαδίτσα μου, θα μας πη, κοτίτσα μου. Έχει
+τα δέκατα τώρα. Δεν αδειάζει· έχει δουλειές! Απήντα η γραία,
+καθησυχάζουσα αυτήν.
+
+Ούτω με τα πότε ο κυρ-Δημάκης έχει τα δέκατα, πότε ο κυρ-Δημάκης θα πάρη
+τα δέκατα, παρήρχοντο τα έτη, και η ωραία Ματώ εμεγάλωνε και μετ' αυτής
+και η μαύρη ελήτσα, την οποίαν είχεν εις την αριστεράν παρειάν.
+
+Πλην επί τέλους απειληθείς ο κυρ-Δμάκης υπό τινων ναυτικών, ιταμών εν τω
+δικαίω των, συγγενών της γραίας Αχτίτσας, ηναγκάσθη να δηλώση ότι τα
+Χριστούγεννα εφέτος θα έδενε παντρειές και θα εστεφανόνετο. Αυτός δεν
+ήτο νέος να παρατείνη τας γλυκείας του αρραβώνος ημέρας.
+
+Και η γραία Αχτίτσα πλέον, μόνη της εμάζονε κ' εκουβαλούσε της εληές από
+το Μποστάνι, τρεις ώραις από το χωριό, προς μεγάλην κατάπληξιν της
+γραίας Φουλίτσας, ήτις παρεξενεύετο εις του Βασίλη την βρύσιν, μη
+βλέπουσα και την ολοστρόγγυλην κόρην της.
+
+Αλλ' η κόρη, επισπεύδουσα, απόσωνε τα προικιά της, νυκτερεύουσα.
+
+Και μαθούσα παρά του κυρ-Δημάκη το προσφιλές του τραγούδι, υπέψαλεν αυτά
+την νύκτα η γλυκεία κόρη, κεντώσα τον καλόν χιτώνα της, παρά την λάμψιν
+της εστίας, κάτω εις το κατώγειον, αόρατος και ημέραν και νύκτα, ενώ η
+γραία Αχτίτσα, κατάκοπος ερχομένη από τον ελαιώνα, έπιπτε ξύλο
+κούτσουρο:
+
+ _Δίψασ' η Πανίτσα
+ και πάει να πιη νερό
+ και η μάννα τς δεν το ξέρει
+ πως ίκαμε γαμπρό._
+
+Εξημέρωνεν η παραμονή των Χριστουγέννων. Ο κυρ-Δημάκης την νύκτα
+εκείνην, ετοιμαζόμενος, ίνα μεταβή την επαύριον εις Σκόπελον, διά την
+δημοπρασίαν, εκάθητο πλησίον του πυρός, σύννους, θερμαινόμενος, ότε
+προσήλθεν ο μογιλάλος, κομίζων αυτώ λαδωμένας τινάς σημειώσεις περί του
+εξαχθέντος την ημέραν εκείνην ελαίου εις τας μηχανάς. Ο κυρ-Δημάκης, έως
+ου γείνη η κατακύρωσις των δεκάτων, ώφειλε να γνωρίζη ακριβώς, όχι μόνον
+το ποσόν του καρπού, του επί των δένδρων, αλλά και το εξαχθέν ήδη
+έλαιον.
+
+Τότε λοιπόν και ούτος εξαγαγών το ιδικόν του σημειωματάριον, ρυπαρόν και
+λαδωμένον ωσαύτως, εσημείωσε τα ποσά, τα οποία τω παρουσίασεν ο
+υπηρέτης, έκαμε σύντομόν τινα λογαριασμόν, εσημείωσε και την άθροισιν,
+κ' εφάνη λίαν ευχαριστημένος.
+
+ — Κιμίκρ; Ηρώτησεν ο υπηρέτης, ως να του έλεγε: — Καλά;
+
+ — Καλά! είπεν ο κυρ Δημάκης. Και διά σημείου τω υπέδειξεν, ότι αύριον
+αναχωρεί.
+
+ — Κιμίκρ; Ερωτά πάλιν ο μογιλάλος, ως να τω λέγη: — Εις την Σκόπελον;
+
+Είχεν εννοήσει ο πονηρός υπηρέτης όλα. Ο κυρ-Δημάκης κατένευσε.
+
+Πλην ο πτωχός μογιλάλος εσκυθρώπασεν αίφνης. Εσυλλογίσθη τα φαιδρά
+Χριστούγεννα, την εορτήν, την ανάπαυσιν, την εστίασιν, την βρώσιν, την
+πόσιν. Και διά των δακτύλων του παρέστησε προς τον αυθέντην του, ζωηρώς,
+διά τριών θλιβερών σχημάτων, μεγάλων και πολυσυνθέτων, πρώτον το
+Χριστόψωμον, και είτα τον οβελόν του χοιρινού, στρεφόμενον εν τη
+ασβεστωμένη εστία, και τέλος το ευφρόσυνον κρασοβόλιον.
+
+Μετά τούτο ο κυρ-Δημάκης, συλλογισμένος πάντοτε, κατηφής και άφωνος ως
+να έγραφε την διαθήκην του, εκάλεσε την Αχτίτσαν, μόλις ξαβοηθήσασαν το
+σακκίον των ελαιών. Δύο-δύο ανήλθεν η γραία τας βαθμίδας από της χαράς,
+πιστεύσασα, ότι ο κυρ-Δημάκης θα ώριζεν αυτή την ημέραν των αρραβώνων
+και των γάμων:
+
+ — Κ' ήθελα παιδί μου, να σε ρωτήσω από τα πρωί, για να ζυμώσωμε τα
+Χριστόψωμα. Να ετοιμάσουμε, μαθές. |
+
+ — Όχι, κυρά-μητέρα! Όχι ακόμα! απήντησε θλιβερώς ο κυρ-Δημάκης·
+
+Η γραία-Αχτίτσα απελιθώθη. Τόσον βέβαιον εθεώρει το πράγμα, αφ' ης
+ημέρας ο κυρ-Δημάκης έδωσε τον λόγον του, ώστε εκοινολόγησε τούτο, ως
+είδομεν, και, χάρις τη γραία Φουλίτσα, τον αρραβώνα εγνώριζε πλέον όλον
+το χωρίον. Διά τούτο τώρα εμαρμάρωσεν η πτωχή μητέρα. Μετά τινας δε
+στιγμάς σιωπής παρετήρησε μετά σεβασμού και συστολής:
+
+ — Είνε αμαρτία, παιδάκι μου! Αμαρτία από τον Θεό!
+
+ — Το βλέπω κ' εγώ, κυρά-μητέρα, πως είνε αμαρτία, μεγάλη, μάλιστα, που
+θέλουν να μου πάρουν τα δέκατα, και αναγκάζουμαι, βλέπεις, τέτοιες μέρες
+να πάγω 'ς το Σκόπελο!
+
+ — Ώστε δεν θα γείνη πάλι ο γάμος;
+
+ — Για γάμο είμαστε, ευλογημένη; Δεν βλέπεις τι φτώχια μας δαίρνει; Δεν
+βλέπεις που με σάστισε αυτός ο καπετάν-Παρμάκης;
+
+ — Να μη τον εύρη ο χρόνος, παιδάκι μου! Ναι!
+
+ — Να μη τον εύρη ο χρόνος, κυρά-μητέρα! Τώρα είπες καλά.
+
+ — Λοιπόν, κυρ-Δημάκη;
+
+ — Θα σας πω εγώ, κυρά-μητέρα, θα σας πω. Τώρα δεν αδειάζω. Σαν γυρίσω
+από το Σκόπελο. Ας περάσωμε τώρα, όπως περάσαμε ως τώρα. Θα σας πω εγώ!
+
+ — Να σ' πη ο παππάς 'ς τ' αυτί. Θεοκατάρατε! Κατηράσθη καθ' εαυτήν η
+γραία Αχτίτσα, αγανακτήσασα πλέον. Και κατήλθε τας βαθμίδας μίαν-μίαν,
+σπογγίζουσα τους οφθαλμούς της με την μανδήλαν της, να μη την ίδη
+κλαίουσαν η ωραία κόρη της και λυπηθή και αυτή, η ορφανή και
+απροστάτευτη.
+
+Συγχρόνως ο μογιλάλος, αποκρεμάσας τα δισάκκιον και την χλαίναν, ετίναξε
+και ητοίμασεν αυτά διά το ταξείδιον.
+
+Μετ' ολίγον, ο κυρ-Δημάκης, πάντοτε σκυθρωπός και συννεφιασμένος, ως
+άνθρωπος μέλλων ν' αυτοκτονήση, απεκοιμήθη, νομίσας ότι καθησύχασεν ούτω
+την γραίαν, ίνα εγερθή την πρωίαν. Κάτω δε εις το κατώγειον φως έλαμπεν
+ακόμη από τας χαραμάδας του πατώματος και φωνή γλυκεία ηκούετο σιγά-σιγά
+άδουσα:
+
+ _Νύσταξ' η Πανίτσα
+ και πάει να κοιμηθεί
+ κ' η μάνα τς δεν το ξέρει
+ πως θα στεφανωθή._
+
+Η ορφανή κόρη απόσωνε τα προικιά της.
+
+***
+
+Ο καπετάν-Παρμάκης εις δύο περιστάσεις ωργίζετο εν τη ζωή του. Ότε
+ηναγκάζετο να ποδίση ένεκα εναντίων ανέμων, και όταν εβλάπτετο τυχόν ο
+εξαρτισμός της ωραίας σκούνας του υπό του μανιακού μαΐστρου. Αλλ'
+ωργίζετο παραφόρως τότε, θεωρών εαυτόν ηττημένον, κ' εφρύαττε κατά των
+αναισθήτων στοιχείων. Ήδη μεταβαλών τρόπον βίου, μετέβαλε και τας
+αφορμάς της οργής του και της μανίας του. Ωργίζετο μόνον κατά τας
+εκλογάς, αλλ' όχι πλέον κατά των ανέμων και των κυμάτων, αλλά κατ'
+άλλων, εμψύχων στοιχείων, του κόσμου, κατά της απάτης, του δόλου και των
+μηχανών, κατά των αντιπάλων του, καθ' εαυτού, κατά του Γιωργή της
+Θασίτσας, όστις τω υπέδειξε τας τρικυμίας της ξηράς:
+
+ — Μα όχι πάλιν τέτοιες φουρτούνες, μωρέ παιδί μου, μωρέ Γιωργή μου!
+
+Ηγανάκτει θραύων την βαύκαλιν του πνιγηρού ποτού, τη επαύριον των
+εκλογικών αποτυχιών του. Πλην όμως μετά ταύτα επραΰνετο. Η τρικυμία
+παρήρχετο. Οι οφθαλμοί του δεν ήσαν πλέον θολοί. Διηύγαζον την χαράν. Αι
+παρειαί του αι κατακόκκινοι, ηθρίαζον φεγγοβολούσαι την φαιδρότητα. Και
+ιδού πάλιν ο καπετάν-Παρμάκης ο ευπροσήγορος, ο φιλόφρων, ο φιλόξενος.
+
+Ούτω και τη επαύριον της δημοπρασίας ο αμίλητος, ο πύρινος, ο δύσπνους,
+ο άγριος καπετάν-Παρμάκης, επραΰνθη, εμειδία και ηστεΐζετο εν τω
+οινοπωλείω του Γιωργή της Θασίτσας. Διελέγετο οικείως και προς αυτόν τον
+αντίπαλόν του, τον κυρ-Δημάκην. Εις Σκόπελον, κατά την οριστικήν
+δημοπρασίαν, είχε καιρόν να εκμανή πάλιν. Συστήματα βλέπετε.
+
+Διά τούτο και ο κυρ-Δημάκης δεν απηξίωσεν, εθεώρησε μάλιστα τιμήν του,
+να συνταξειδεύση μέχρι της πρωτευούσης της επαρχίας μετ' αυτού του
+ασπόνδου αντιπάλου του:
+
+ — Αγάπα με να σ' αγαπώ! Προσεφώνησεν ο καπετάν-Παρμάκης τον κυρ-
+Δημάκην, όστις ήλθε να επιβιβασθή εις την μικράν λέμβον, φέρων επ' ώμων
+την χλαίναν και βαστάζων το ελαφρόν δισάκκιον.
+
+ — Να σ' πω, καπετάνιο, είπεν ο κυρ-Δημάκης, επιβιβαζόμενος, κ' αν δεν
+τα πάρης εσύ τα δέκατα, θα τα πάρω εγώ!
+
+ — Ένας απ' τους δυο μας, κυρ-Δημάκη!
+
+Εκραύγασεν από της λέμβου, ομιλητικώτατος κ' εύχαρις ο πλοίαρχος.
+
+Ήτο πρωία. Εις την αποβάθραν ουδείς εφαίνετο. Μόνος ο Σταυρής, ο
+καφεπώλης, εισπνέων ορμητικώς τον πρωινόν αέρα, ως άνθρωπος αιωνίως
+κρυωμένος, ιστάμενος παρά την θύραν του καφενείου του εψέλλισε με την
+ρίνα:
+
+ — Καλό πνίξιμο, κυρ-Δημάκη!
+
+Την μεσημβρίαν, λέμβος μικρά έπλεε δευτερόπριμα προς την αιπεινήν
+Σκόπελον. Τ' απόκρημνα βουνά της, καταπράσινα εκ των πεύκων,
+εξεδιπλούντο ολονέν εγγύτερον, διανοίγοντα τας πτυχάς των, τας φάραγγας,
+τα ρεύματά των, τους όρμους των, τας χαλικώδεις ακτάς των. Η νήσος όλη
+καμαρωτή προέβαινεν ως πάγκαλος Νηρηίς.
+
+Ο καπετάν-Παρμάκης, εννοήσας ότι ο γέρων αλιεύς, έχων τους οφθαλμούς του
+καρφωμένους εις την από του ιστίου κρεμαμένην μεγάλην φλάσκαν, δεν
+ετιμόνιζε καλά, έλαβεν αυτός το πηδάλιον, καθήσας επί της κωπαστής εν τη
+πρύμνη.
+
+Εμπρός, εν τη πρώρα, ο κυρ-Δημάκης κουκουλωμένος υπό την χλαίναν του ως
+αμνάς γονατισμένη, εθεώρει τον πυθμένα, όστις ήρχιζε να διακρίνηται
+πολύχρωμος, πολυσχιδής, προσεγγιζούσης της λέμβου πρός τινα ξηράν
+νησίδα, πρό τινος ερήμου όρμου άδων το φαιδρόν τραγουδάκι του, ίνα
+μετριάζη την κατήφειαν, ήτις εξηκολούθει να περιβάλη το άκακον πρόσωπόν
+του ως μαύρη σκέπη.
+
+Ο άνεμος ελαττούμενος πρό τινος είχεν εντελώς κοπάσει. Η θάλασσα ήτο
+ακίνητος.
+
+ — Να σταθούμε λίγο να φάμε, όσο να πάρη το μαϊστραλάκι; Ηρώτησεν ο κυρ-
+Δημάκης,
+
+Ο καπετάν-Παρμάκης επεδοκίμασε την πρότασιν, και διηύθυνε την λέμβον
+προς την νησίδα, του αλιέως κωπηλατούντος, ενώ αυτός καταβιβάσας
+εδίπλωνε τα ιστίον, άχρηστον πλέον, θα ήτο δειλινόν.
+
+ — Τρώμε ψωμάκι, υπέλαβεν ο καπετάν-Παρμάκης, και ύστερα με το μαϊστράλι
+τα πριμίζουμε σιγά-σιγά.
+
+Και κατηύθυνε την λέμβον έξω προς την νησίδα, όπως προσδέσωσιν αυτήν από
+της ακτής, ίνα φάγωσι με την ησυχίαν των.
+
+ — Ε, ακρογιαλά! ακρογιαλά και κακό! Ανεκραύγασεν ο κυρ-Δημάκης από της
+πρώρας φαιδρυνθείς αίφνης, διότι εξακολουθών να θεωρή τον κυανοπράσινον
+πυθμένα, είδεν αυτόν κατάστικτον από τους εχίνους, και τους βράχους της
+νησίδος πλήρεις οστρακοδέρμων παντοδαπών, άτινα, ως ξεστά ποικίλματα
+λαμπρώς εστόλιζον τους σκοπέλους και τας υφάλους της μικράς νήσου, εν ώ
+οι καρκίνοι, εξελθόντες από τας χασμάδας των, έπαιζον με τον ελαφρόν του
+κύματος φλοίσβον.
+
+ — Ε, ακρογιλά! ακρογιαλά και κακό!
+
+Επανέλαβεν ο κυρ-Δημάκης έκπληκτος, ούτως αποκαλών κατά το ιδίωμα της
+πατρίδος του τα κοινώς λεγόμενα μεζέδια.
+
+Η μαργαρώδης, η χρυσοπράσινος, η δροσερά του πυθμένος αίγλη απεδίωξε
+πάραυτα την μαύρην από του προσώπου του σκέπην. Γλυκύς ίμερος τον
+συνεκίνησε προς την θέαν των θαλασσινών.
+
+Ήτο δε ομολογουμένως και δεξιός ερευνητής και αλιεύς τούτων ο κυρ-
+Δημάκης. Όταν συνεπληρούτο πλέον η συγκομιδή του ελαίου, οσάκις δεν
+είχεν άλλην τινά εργασίαν εν τω χωρίω, λαμβάνων τριχίνην πήραν, ένα
+γάντζον και κάμακα και μάχαιραν αιχμηράν, απήρχετο εις τας βορειοδυτικάς
+ακτάς πεζή, εν καιρώ γαλήνης, και από της ξηράς, γιαλό-γιαλό χωρών,
+συνέλεγε πλήθος εξ αυτών, βοσκομένων εν τη ακρογιαλιά, με γυμνάς τας
+κνήμας πηδών από βράχου εις βράχον, απομακρυνόμενος, κύπτων,
+εγειρόμενος, ακινητών, εξαφανιζόμενος, συγχεόμενος με την ακτήν,
+ανακινούμενος βράχος.
+
+Ο γέρω-Αρνάκιας, ο βοσκός, ένας τόσος δα ανθρωπάκος, βλέπων από του
+ύψους, από τον Άγιον Ιωάννην του Κάστρου, όπου είχε τα προβατάκια του,
+μίαν προκύπτουσαν προς την θάλασσαν σκιάν, αρχίζουσαν από έν τριγωνικόν
+οξυκόρυφον κάλυμμα και απολήγουσαν εις δύο γυμνάς κνήμας, έλεγε κάμνων
+τον σταυρόν του:
+
+ — Ως και την θάλασσα την δεκατίζει αυτός ο δεκατιστής!
+
+Το βράδυ επανήρχετο ο κυρ-Δημάκης με ευωδιάζουσαν θαλασσίως την τριχίνην
+πήραν, πλήρη παντοειδών οστράκων, αναμίξ κειμένων, και συριζόντων
+συριγμόν τινα δροσερώτατον, ως φλοισβίζοντος κύματος. Κογχύλια
+παμμέγιστα με το επίπτυγμα αυτών πρασινοκίτρινον ως χρυσούν νόμισμα
+επικολλημένον, πεταλίδες ως μικρά πιατάκια, αι βραχωταί, αι οποίαι
+ψήνονται εις την ανθρακιάν, μία-μία, θαύμα ιδέσθαι και πάγκαλαι φαγείν,
+μίδια τα ιώδη και ιόχροα με τα θαλάσσια βρύα κρεμάμενα από της άκρας ως
+ξανθοί κροσσοί, αι λευκοπόρφυροι ως παρθενικά χείλη καλόγνωμαι, αίτινες
+ροφώνται ως το φίλημα, αι μυστικαί φούσκαι, ασκίδια πλήρη θαλασσινής
+ευωδίας, καρκίνοι με τεθραυσμένους τους πόδας ακίνητοι, και πάγουροι
+τετράγωνοι ως μία παλάμη, πληγωμένοι διά της αιχμηράς μαχαίρας, με
+συντετριμμένα τ' απειλητικά αυτών στόματα, όλα ταύτα έκειντο εν τη πήρα.
+Ενίοτε οκτάπους τις φέρων εις τους κολλώδεις πλοκάμους του ορμαθόν
+κογχυλίων προσκολληθέντων, ως διπλούν και τριπλούν κομβολόγιον, και
+πολλάκις σηπία με τον μαύρον ρύπον της, ως χειρ απείρου μαθητού. Όλα
+αυτά εξέρριπτεν από της πήρας του ο κυρ-Δημάκης, κ' επλήρου λεκάνην
+όλην, υπό τα άπληστα βλέμματα της γραίας Αχτίτσας, ήτις άλλα έψηνεν,
+άλλα εμαγείρευε, και άλλα έτρωγεν ωμά.
+
+Πολλάκις όμως ο κυρ-Δημάκης μετέβαινεν «εις τ' ακρογιαλά» και την νύκτα.
+Και τότε φοβερώτερον ήτο το θέαμα εις τους οφθαλμούς του αγραυλούντος
+βοσκού.
+
+Ο γέρω-Αρνάκιας, κουκουλωμένος με την καπίτσαν του εις τον Άγιον Ιωάννην
+σ' το Κάστρο, όπου έβοσκε τ' αρνάκια του, επανειλημμένως έκαμνε τον
+σταυρόν του:
+
+ — Άι Γιάννη μ' τι πράμα νάνε αυτό! τι πράμα νάνε αυτό, Άι Γιάννη μ'!
+Και έβλεπεν ακίνητος, τρέμων από του φόβου:
+
+Υψηλόσωμος άνθρωπος, κουλουριασμένος τοξοειδώς, εις το χείλος αποτόμου
+σκοπέλου, έκλινε προς το κύμα, ως να έπλυνε τους πόδας του. Αι κνήμαι
+του ημιβυθισμέναι εις την θάλασσαν, κρύαν εν τη νυκτί. Φάντασμα,
+λευκαίνον τα φανταστικά ιμάτιά του. Μάγισσα, μαγεύουσα τα εύμορφα
+ναυτόπουλα. Με την μίαν χείρα κρατεί κάμακα και προσπαθεί να καμακίση
+εις το βάθος του σειομένου, του προξενούντος ίλιγγον πυθμένος, πράγμα
+τι, το οποίον βλέπει και πάλιν δεν βλέπει. Με την άλλην κρατεί ελαφρόν
+σιδηρούν πυροφάνιον, εμπεπορπημενον από της οσφύος του, προς το πέλαγος
+τείνον, εν ώ σχίζαι δαδός, καίουσαι, διαχέουσι φαεινόν σέλας, φλογίζον
+λαμπρώς μέγαν κύκλον πέριξ, εντός του οποίου ο μαύρος τοξοειδής εκείνος
+όγκος παλαίει, ως να θέλη να πνιγή και πάλιν ως να μη θέλη. Κινείται,
+τέρας αμφίβιον, κινείται μετ' αυτού και ο φωτεινός κύκλος ηρέμα,
+περιηγούμενος την ακτήν την βραχώδη, αναβαίνων, καταβαίνων, ως μετέωρον
+από του ουρανού καταπεσόν, ως φλοξ από του κύματος αναδύσα, την κύκλω
+βραχώδη ακτήν ζωογονήσασα, ης οι απότομοι σκόπελοι, μετακινούνται,
+θαρρείς, φωσφορίζοντες, δαιμόνια από το επάνω υψούμενον γυμνόν Κουρούπι
+κατακρημνισθέντα, να πνιγώσιν εις τα πέλαγος.
+
+ — Τι πράμα νάνε αυτό, Αϊγιάννη μ'! Αϊγιάννη μ'! τι πράμα νάνε αυτό!
+
+Επανελάμβανεν ο βοσκός, ο γέρω-Αρνάκιας, εις τον άγιον Ιωάννην σ' το
+Κάστρο, φυλάττων τα προβατάκια του, μη γνωρίζων ότι ο κυρ-Δημάκης, καθώς
+ήτο λαμπρός αλιεύς των ακρογιαλών την ημέραν, ούτως ηδύνατο να ήναι και
+την νύκτα.
+
+Τότε ιδίως η αλιεία είνε πλουσιοπάροχος, αλλά και πλέον κοπιώδης. Τότε
+συνέβη πολλάκις ο κυρ-Δημάκης και κέφαλον κοιμώμενον να καμακίση, και
+λαύρακα σπινθηρίζοντα ως εξ αργύρου, και σκορπιόν θεότυφλον. Τότε ουδείς
+πάγουρος διέφευγε τον άσπλαγχνον γάντζον του. Όσα κοιλώματα και αν είχε
+το βαθύ χάραυλον, ο κυρ-Δημάκης είχε την τέχνην να τον εξαγάγη εκείθεν,
+θέλοντα μη θέλοντα. Όταν όμως ο πονηρός πάγουρος εισέδυεν εντός του
+βράχου, αόρατος, αφρούς μόνον εκπέμπων, τότε ο κυρ-Δημάκης, πονηρότερος
+αυτός, εξήγε πρώτον διά της μαχαίρας του το ήμισυ αυτού μέρος, και είτα
+το έτερον ήμισυ.
+
+Εν ανάγκη έθετεν εντός της ζώνης του έν τινι αυτής πτυχή και ικανήν
+ποσότητα λαδιάς, όπως διαβλέπη καθαρώτερον τον πυθμένα.
+
+Ολόκληρος ζωντανή αλιάς αρματωμένη ο κυρ-Δημάκης. Πάνοπλος, με τον
+κάμακα και τον γάντζον και την μάχαιραν, εμπεπηγμένα εν τη ζώνη, με το
+πυροφάνιον εσβεσμένον εις την μίαν χείρα, με μίαν συναγρίδα δεσμίαν εις
+την άλλην, με την πήραν ογκουμένην από του ώμου, επανήρχετο ο κυρ-
+Δημάκης εις την πόλιν.
+
+ — Να κ' ένας ψαράς του βουνού!
+
+Έλεγαν όσοι τον έβλεπαν.
+
+***
+
+Προσέδεσαν λοιπόν την λέμβον από τινος βράχου της νησίδος, ίνα φάγωσιν.
+Ο καπετάν-Παρμάκης έλαβε την πήραν του, υπέστρωσε τράπεζαν και εκέλευσε
+τον αλιέα ν' αποκρεμάση από του ιστού την μεγάλην φλάσκαν, βαρείαν,
+στρογγύλην ως άρτον καλοψημένον.
+
+ — Μια στιγμή, καπετάν-Παρμάκη, μια στιγμή! Διέκοψεν αίφνης ο κυρ-
+Δημάκης. Και πάραυτα, απογυμνώσας τας κνήμας του, επήδησεν επί των
+σκοπέλων της ερημονήσου μαλακώς, ως δορκάς:
+
+ — Να σας βγάλω καμπόσα ακρογιαλά, για να με θυμάσθε! Εις τον καπετάν-
+Παρμάκην, επροξένησεν ευχαρίστησιν η πρότασις, διότι έβλεπε τόσην ώραν
+μεγάλην την φλάσκαν, και έδωσε την άδειαν μάλιστα εις τον αλιέα να
+τραβήξη μια ως ορεκτικόν, επειδή έβλεπεν αυτόν να θεωρή την μακαρίαν
+μετά πολλής τρυφερότητος.
+
+ — Γρήγορα όμως, γιατί πεινάσαμε. Παρήγγειλεν ο καπετάν-Παρμάκης προς
+τον κυρ-Δημάκην, όστις απορρίψας την χλαίναν επί τινος σκοπέλου κ'
+εξαγαγών την μάχαιραν από της ζώνης του, ήρχισε ν' αποσπά από των πετρών
+ευώδη, ευμεγέθη όστρακα παντοδαπά, τα οποία έθετεν εντός μανδηλίου, όπερ
+ως σακκίδιον εκρέμασεν από της ζώνης του.
+
+Ένεκα του χειμώνος από ημερών δεν επεσκέφθησαν φαίνεται αλιείς τη
+νησίδα, και οι βράχοι της ήσαν υπερπληρωμένοι, αγιάλευτοι.
+
+Ο κυρ-Δημάκης, μεθύσας από της αφθόνου πληθύος των οστράκων, και ταχέως
+από υφάλου εις ύφαλον, από σκοπέλου εις σκόπελον διαβαίνων, έγεινεν
+άφαντος μετ' ολίγον εις την όπισθεν της ξηρονήσου πλευράν.
+
+ — Κυρ-Δημάκη!
+
+Εκραύγασε μετά ταύτα ο καπετάν-Παρμάκης, πεινών. Ο κυρ-Δημάκης δεν
+ήκουσεν.
+
+Αλλ' αίφνης, εκεί που ήτο εξαπλωμένος ο καπετάν-Παρμάκης, επί της
+κωπαστής, αφηρημένος προς το πέλαγος, συλλογιζόμενος — τις οίδε — πόσας
+και ποίας τρικυμίας, τας οποίας συνήντησε με την «Ελένην του», ρίπτει το
+τσιγάρον του εις την θάλασσαν, και κτυπά δι' ισχυρού κολάφου το πλατύ
+και ψημένον ως σανίδα μέτωπόν του. Οι οφθαλμοί του απήστραψαν:
+
+ — Λύσε τον κάβο!
+
+Διατάττει αυστηρώς τον αλιέα ο πρώην πλοίαρχος, εγερθείς υψηλός,
+ογκώδης, επί της πρύμνης της χθαμαλής αλιάδος, με την λασσιότριχα
+μηλωτήν, με τον βαρύν κούκκον του, δαίμων των κυμάτων.
+
+Το μαϊστραλάκι ήρχισε να πνέη κρύο-κρύο, παγωμένον.
+
+Κατ αρχάς εμελάνιαζε την κυανήν θάλασσα μ' αιφνίδια, ελαφρά σαγανάκια,
+είτα όμως ανέκτησε την τακτικήν του δύναμιν. Ο πόντος ήρχισε ν' ασπρίζη.
+
+ — Τι; θα τον αφήσουμε τον κυρ-Δημάκη;
+
+Ερώτησεν ο αλιεύς, λύων το σχοινίον.
+
+ — Λύσε τον κάβο!
+
+Επανέλαβε, φοβερώς μειδιών ο καπετάν-Περμάκης και προσέθηκεν, υπολογίζων
+τον άνεμον:
+
+ — Ίσα το πανί! Μόλα φλώκο!
+
+Κ' επειδή ο αλιεύς ήνοιγε πάλιν το στόμα του πλατύ-πλατύ, ως διά να
+λαλήση, ο καπετάν-Παρμάκης απεστόμωσεν αυτόν, προτείνας την γάστρωνα
+φλάσκαν.
+
+ — Μη σε μέλει. Τα χαρτιά είναι εις όνομά μου. Αληθώς τα λιμενικά
+έγγραφα είχον εκδοθή επ' ονόματι του καπετάν-Παρμάκη.
+
+ — Ας κάμη Χριστούγεννα με τους καλογέρους.
+
+Μετ' ολίγον η λέμβος, απομακρυνθείσα της ερημονήσου, έπλεε προς τον
+Αγνώντα, σφοδρώς ωθουμένη υπό του μαΐστρου, εν ώ ο καπετάν-Παρμάκης,
+ανοίξας το κλειδοπίνακόν του, παρέθηκεν άφθονον το γεύμα ενώπιον του
+αλιέως, όστις οσάκις εδοκίμαζε να παραπονεθή, ή ν' αναμνησθή τον κυρ-
+Δημάκην, έβλεπε πάντοτε την μεγάλην φλάσκαν κλείουσαν το στόμα του, ην
+έτεινε προς αυτόν ο πρώην πλοίαρχος:
+
+ — Πιέ, πιέ, γέρω-γαλιέ, και λούφαξε! Και άφησε τους πεθαμένους!
+
+Ο καπετάν-Παρμάκης, τρώγων τεμάχιον ευώδους λαχανόπηττας, διηύθυνε
+συγχρόνως και το πηδάλιον. Το δε ιστίον, κατάλευκον, φουσκωμένον,
+ωμοίαζε μακρόθεν προς αερόστατον, σύρον βιαίως προς τα εμπρός το
+σκαφίδιον ως πτερόν, μόλις, θαρρείς, απτόμενον της επιφανείας της
+θαλάσσης.
+
+Ο κυρ-Δημάκης, εισπεσών έν τινι ορμίσκω αβαθεί, όπου η θάλασσα ήτο ως
+λίμνη προς την εναντίαν της νησίδος πτυχήν, συνήντησεν εκεί μέγαν τινά
+πάγουρον, άγριον, βρυωμένον τετράγωνον, μελανόφαιον. Και μη έχων μεθ'
+εαυτού τον γάντζον, προσεπάθει διά της μαχαίρας, τόσην ώραν, να τον
+αποσπάση από του χάσματος, θεωρών εντροπήν του να τον αφήση. Κύπτων
+ίδρωσε.
+
+Τέλος ηγέρθη κατακόκκινος. Κι' ιδών ότι ο ήλιος έκλινε πολύ προς δύσιν,
+ενθυμήθη τον σκοπόν του ταξειδίου του, τα δέκατα:
+
+ — Να μη φρεσκάρη ο μαΐστρος και κλεισθούμε!
+
+Το μανδήλιόν του ήτο πλέον βαρύ-βαρύ εκ των οστρακοδέρμων. Απεφάσισε να
+επανέλθη εις την λέμβον. Υψηλός, με γυμνάς τας κνήμας, αισθανόμενος
+φρικιάσεις παγεράς εις τα νώτα του, με το πρόσωπον ήσυχον, πράον,
+επίμηκες, από βράχου εις βράχον, επανήρχετο προφυλακτικώς, αποφεύγων
+τους νυγμούς των αιχμηρών, ακανθωτών σκοπέλων.
+
+Πρώτην φοράν απέβαινεν επί της ξηρονήσου ταύτης, ης η περιφέρεια ήτο
+ελαχίστη. Μακρόθεν παρουσίαζε θέαν ισοσκελούς τριγώνου, ου αι πλευραί
+κατεκαλύπτοντο υπό ούλων θάμνων ερίκης και σχοίνου και τίνων αγριελαιών,
+αίτινες προς την κορυφήν ήσαν πυκναί ως τι δασύλλιον. Λησμονήσας προς
+ποίον μέρος είχεν αφήσει την λέμβον, απεφάσισε να επανέλθη, εκ της αυτής
+ακτής, κ' υπέστρεφε λοιπόν ως μονήρης αλκυών, αναπηδών τους
+θαλασσωμένους σκοπέλους. Κάμψας την βορείαν άκραν — ρίπτει το βλέμμα του
+προς νότον, αλλ' ουδαμού διακρίνει την λέμβον. Ουδόλως εταράχθη,
+υποθέσας ότι, μικρά ως ήτο, θ' απεκρύπτετο υπό τινος βράχου. Ουχ ήτον
+εκραύγασε:
+
+ — Καπετάν-Παρμάκη!
+
+ — Καπετάν-Παρμάκη! Απήντησεν η ηχώ, πένθιμος, οδυνηρά, μονήρης.
+
+Προχωρεί τότε έμφοβος και σφαλλόμενος, ατενίζων προς νότον την έρημον
+ακτήν, μετά τρόμου φυγάδος, φοβουμένου μη αντικρύση τον διώκτην. Ουδεμία
+λέμβος εφαίνετο.
+
+ — Καπετάν-Παρμάκη! Κραυγάζει τώρα τρέμων, κινδυνεύων.
+
+ — Καπετάν-Παρμάκη! απήντησεν πάλιν η ηχώ, θρηνώδης, ως βόμβος οικίας,
+κραδαινομένης από σεισμού.
+
+Αίφνης βλέπει την μηλωτήν του ακίνητον, ήσυχον, εκεί επί του βράχου,
+όπου εξελθών προ μικρού είχεν αφήσει αυτήν.
+
+Η καρδία του κτυπά, θαρρείς, να διαρραγή. Θρηνεί, βρυχάται ως λέων:
+
+ — Καπετάν-Παρμάκη!
+
+ — Καπετάν-Παρμάκη! Ηκούσθη πάλιν η ηχώ η έρημος, βρυχωμένη, θνήσκουσα,
+καγχάζουσα την ανθρωπίνην ασθένειαν.
+
+Έκφρων τότε, έχων τους οφθαλμούς του καθηλωμένους επί της ακτής,
+αναζητεί την λέμβον. Περιέρχεται ακόμη άπαξ την νησίδα. Ίσταται εις
+έκαστον σκόπελον, εις εκάστην πτυχήν βράχου ερευνών, ως εάν η λέμβος,
+ήτο αόρατόν τι σημείον. Αφηρημένος, επί τινάς στιγμάς, θεωρεί μίαν
+ύφαλον, μη ήτο η λέμβος του. Κατωτέρω, ασυνειδήτως, ίσταται και
+παρατηρεί ασκαρδαμυκτί καρκίνον, παίζοντα υπό τον αφρόν του κύματος.
+Ολισθαίνει παρακάτω, κινδυνεύων να πέση εις τον βαθύν πόντον. Αλλ'
+ουδαμού η λέμβος. Το βλέμμα του τότε αναμετρούν το πέλαγος προσπίπτει
+κάτω, προς τον Αγνώντα, την μεσημβρινήν άκραν της Σκοπέλου, όπου βλέπει
+λευκόν ιστίον να φεύγη ως παμμέγεθες, ανηπαργμένον υπό του ανέμου,
+πτερόν.
+
+Χωρίς να το αισθάνεται, φέρει την παγωμένην χείρα του προς την καρδίαν.
+
+ — Καπετάν-Παρμάκη! Μυκάται εντός του λάρυγγος αυτού.
+
+Βοή πνιγηρά αντηχεί, στεναγμός πνιγομένου.
+
+Κινεί προς τα εμπρός τας χείρας του. Επιχειρεί να κινήση και τους πόδας
+του, νομίζων ότι το ευρύ πέλαγος είνε η θεσσαλική πεδιάς. Κύμα λευκόν
+τιναχθέν επί του βράχου ραντίζει το πρόσωπόν του. Υποχωρεί, πίπτει επί
+του σκοπέλου, απολλύμενος, έχων τους γυμνούς πόδας του κρεμαμένους εντός
+της θαλάσσης, ήτις κυματίζουσα, αφρίζουσα, απειλεί να τον περιβάλη.
+
+Τσαγανός παμπόνηρος, εξ εκείνων οι οποίοι ταξειδεύουσι και βόσκουσιν εν
+ώρα τρικυμίας, ανέρχεται περιπατών, ατάραχος επί των γυμνών κνημών του,
+ως να θέλη να σκώψη την οικτράν περιπέτειαν του αλιέως των ακρογιαλών.
+
+Συνέρχεται. Κάμνει και τρίτον γύρον. Και τότε επείσθη πλέον ότι ο
+καπετάν-Παρμάκης εξηπάτησεν αυτόν. Εθεώρησε τότε τα πέλαγος μήπως
+διακρίνη άλλην λέμβον πλέουσαν, πλην ο πόντος ηπλούτο άγριος, έρημος. Οι
+οφθαλμοί του έκαμνον άσπρα-άσπρα. Έκλεισεν αυτούς ιλιγγιών. Εσκέφθη τότε
+ότι αύριον ήσαν Χριστούγεννα. Η δημοπρασία θα εγίνετο την άλλην ημέραν.
+Δεν θα έλθη έως αύριον βράδυ καμμία βάρκα;
+
+Επραΰνθη προς την σκέψιν του ταύτην. Και ησθάνθη τότε το ρίγος του
+κρυερού, χιονώδους ανέμου. Με την χλαίναν του εκάλυψε τα νώτα αναλαβών
+αυτήν από του βράχου, και κατεβίβασε το βρακίον, περιενδύσας τας γυμνάς
+κνήμας του. Τας περικνημίδας και τα υποδήματα είχε καταλίπει εις την
+λέμβον.
+
+Εξεσφενδόνισεν εις την θάλασσαν το μανδήλιον και τα όστρακα μετά μίσους
+και αποστροφής, ως τι κατηραμένον πράγμα.
+
+Ο ήλιος μετ' ολίγον έδυεν. Ο πόντος εμαύριζε, τα δε κύματα ελεύκαζον,
+φεύγοντα ως αρνία, κυνηγούμενα υπό ωρυομένων λύκων. Πέραν εγαλάνιζον τα
+χθαμαλά βουνά της Σκιάθου, και όπισθεν της ξηρονήσου υψούντο τα όρη της
+Σκοπέλου, εις τας κορυφάς των οποίων έλαμπον ακόμη αι τελευταίαι του
+ηλίου ακτίνες. Ήλθε κ' εκάθησε κατέναντι, με το πρόσωπον προς την
+Σκόπελον, επίμηκες άπελπι, πρόσωπον αμνάδος δρώσης πενθίμως έναντι τον
+αποκλειόμενον απ' αυτής λειμώνα. Έξω διέκρινε τα Έλος, όρμον της
+Σκοπέλου με το αμμώδες ημικυκλικόν παράλιον.
+
+Έβλεπεν ατραπούς εν τω δάσει. Τω εφάνη ότι είδεν ονάριον.
+
+Έβαλε κραυγάς.
+
+Κ' εξαγαγών τον γιωργούλην του επέσειεν αυτόν εις τον αέρα ως σημαίαν
+κινδύνου λησμονών ότι ήτο νυξ και δεν θα διεκρίνετο.
+
+ — Αν ήξευρα να κολυμβώ!
+
+Εδοκίμασε να πατήση εις την θάλασσαν, αλλά πάραυτα απεσύρθη, καταπλαγείς
+από το βάθος φρικιών.
+
+Εκουκουλώθη εκεί υπό τινα σπηλαιώδη βράχον, ριγών, πάσχων, ως θνήσκουσα
+φώκη. Και εις τον νουν του είχε μόνον την τελειωτικήν δημοπρασίαν των
+ελαιοδεκάτων, τα οποία, μετά μίαν ημέραν, θα κατεκυρόνοντο οριστικώς,
+επ' ονόματι του απατήσαντος αυτόν πονηρού αντιπάλου του.
+
+Απεκοιμήθη.
+
+Περί το μεσονύκτιον έβλεπεν εν ονείρω ότι εκάθητο υπερήφανος εν τη αγορά
+της Σκοπέλου, εν μέσω των προυχόντων της νήσου, οίτινες όλοι με τα υψηλά
+καπέλλα διά την εορτήν, τον εκαμάρονον, συγχαίροντες διά την τόλμην του
+εις τας προσφοράς. Ο φοβερός αυτού αντίπαλος, ο καπετάν-Παρμάκης είχεν
+αποσυρθή. Και ο δημόσιος κήρυξ διαταχθείς από τον έπαρχον, ένα δίπηχυν
+φουστανελοφόρον, εκραύγαζε κτυπών επί της τραπέζης το σφυρίον του.
+
+ — 32 χιλιάδες μία! 32 χιλιάδες δύο! τριάντα δύο χιλιάδες ο φόρος του
+ελαίου! Και μετ' ολίγον προσέθετε:
+
+ — Έχει άλλος; Θα πάρη τέλος. Έχει άλλος; Και πάλιν είτα κροτών
+ισχυρότερα το σφυρίον του επανελάμβανε βροντωδέστερον:
+
+ — Τριάντα δυο χιλιάδες μία! τριάντα δύο χιλιάδες δύο! τριάντα δύο
+χιλιάδες; Ορίστε, κύριοι, θα πάρη τέλος!
+
+Κόσμος πολύς, ο κόσμος της αγοράς, περιεκύκλωσε τον έπαρχον, περίεργος
+διά το αποτέλεσμα, Οι προύχοντες όλοι εκεί με τα υψηλά καπέλλα όρθιοι.
+
+Τω εφάνη τότε ότι ο κήρυξ διαταχθείς εκτύπησε τελειωτικώς το σφυρίον επί
+της τραπέζης, αναφωνήσας!
+
+ — Τριάντα δύο χιλιάδας, τρεις!
+
+Προς τον τρίτον αυτόν κρότον ο κυρ-Δημάκης αφυπνίσθη. Αντί των
+προυχόντων Σκοπελιτών, είδε πελώριον κύμα λευκάζον εν τω σκότει, και
+αντί του σφυρίου του κήρυκος, ήκουσε τωόντι γλυκύτατον ήχον
+μοναστηριακού σημάντρου, όπερ προ τόσης ώρας εκρούετο περιπαθώς,
+εξεγείρον τους λάρους και τας αλκυώνας εις την θείαν υμνωδίαν. Ανεμνήσθη
+ότι εξημέρωνον τα Χριστούγεννα· και θεωρήσας τότε την γυμνότητά του
+έκλαυσεν.
+
+Το σήμαντρον αντήχει ακόμη γλυκύτατα από της κορυφής της ερημονήσου:
+
+ — Το τάλαντον, το τάλαντον, τα τα, τα τα, το τάλαντον!
+
+Και ανεκινείτο αρμονικώς, θαρρείς, η ξηρόνησος προς τα ηχήματα του
+σημάντρου ως να εχόρευεν υπό την ησυχίαν της αστροφεγγούς νυκτός, με
+όλους τους βράχους της, τους καρκίνους της και τους θάμνους. Ο μαΐστρος
+είχε κοπάσει.
+
+ — Θα είνε εδώ καμμία εκκλησία! Διελογίσθη ο κυρ-Δημάκης. Και πάραυτα
+εσκέφθη.
+
+ — Ίσως θα ήλθε καμμία βάρκα! Και είδες το πρόσωπόν του, το πρώην άγριον
+και κατηφές, ως η συννεφιασμένη Ζαγορά, να πραϋνθή εν τω άμα, να
+αιθριάση.
+
+Διά της ατραπού ανήρχετο προς την κορυφήν της νησίδος, οπόθεν ηκούοντο
+του σημάντρου οι ήχοι. Σιγά-σιγά, υπό το φως των αστέρων, αναβαίνων και
+διασκελίζων ως αγρία αιξ τα ξηρόκλαδα και τους θάμνους, ήκουσε τώρα και
+τον ήχον ηδυλάλου κώδωνος:
+
+ — Ντίγκι-νταγκ! ντίγκι-νταγκ! ντίγκι-νταγκ!
+
+Πουλάκια τινά τω εφάνη ότι ετσιτσίρισαν φαιδρώς μέσα εις τας φωλεάς των,
+και τις αλκυώνος σκιά, πεταχτή, ανεκινήθη επί υψηλού σκοπέλου,
+τινάσσουσα τα πτερά της εν χαρά. Και αναβλέψας είδε τα άστρα εν τω
+απλέτω αυτών φωτί, κινούμενα ως προς υποδοχήν και προσκύνησιν του
+Βασιλέως του κόσμου, χορεία παμφαής των ποικιλωνύμων αστερισμών, και
+μονήρεις φεγγοβόλοι πλανήται, υπό την αρχηγίαν του σελαγίζοντος εκπάγλου
+Διός. Μετ' ολίγον διέκρινε τον θόλον του ναΐσκου, πολυχρώμως
+φεγγοβολούντα εν μέσω του δασυλλίου των αγριελαιών. Ερημίτις γέρων, μετά
+δύο νεωτέρων υποτακτικών, έζη εν τη ερημονήσω, ανηκούση είς τινα μονήν
+του αγίου Όρους, κ' ετέλει την νύκτα εκείνην την αγρυπνίαν των
+Χριστουγέννων.
+
+Ο κυρ-Δημάκης διήλθε μικρόν τινα πυλώνα, ον εύρεν ανοικτόν, κ' εισήλθεν
+εις αυλήν πλακόστρωτον, πλαισιουμένην υπό τινων κελλίων. Κατέναντι ήτο ο
+ναΐσκος, μικρός συμμαζευμένος, βυζαντινός.
+
+Ο ερημίτις, γέρων, πολιός, οστεώδης, μαραμμένος, εξήρχετο από τινος
+κελλίου προβαίνων εις τον ναόν. Και ιδών εκ των όπισθεν τον κυρ-Δημάκην,
+ιστάμενον και θεωρούντα προ της θύρας θαμβωμένον, εξεπλάγη, διότι
+ουδεμία λέμβος είχε προσεγγίσει από τινων ημερών ένεκα του χειμώνος.
+Περί την εσπέραν τελών κατά το έθος την λειτουργίαν του Μεγάλου
+Βασιλείου ήκουσε φωνάς, τρις ή τετράκις επαναληφθείσας, και υποπτεύσας
+ναυάγιον, απέστειλε τον έτερον των μαθητών του, ίνα ερευνήση την έρημον
+ακτήν, όστις όμως ουδέν παρατήρησε. Διά τούτο ο γέρων εξεπλάγη νυν. Με
+την μηλωτήν και τον γεωργούλην, ως ήτο ο κυρ-Δημάκης, ανυπόδητος και με
+γυμνάς τας κνήμας, εξέλαβε τούτον ως σατανικήν φαντασίαν κ' εποίησε τρις
+το σημείον του Σταυρού. Επειδή όμως η σκιά εκείνη ίστατο ακίνητος προ
+του ναΐσκου, ο γέρων εννόησεν ότι άνθρωπος ην, και πλησιάσας τον φανόν,
+ον εκράτει, είδε και εχαιρέτισεν αυτόν.
+
+ — Πώς εδώ, ευλογημένε;
+
+ — Μη τα ρωτάς, γέροντά μου! Απήντησεν ο κυρ-Δημάκης, προσκλίνων και
+ασπαζόμενος την οστεώδη του ασκητού χείρα, ριγών, πυρέσσων.
+
+ — Είνε καμμιά βάρκα εδώ; Ερωτά πάραυτα.
+
+ — Τέτοια ώρα, πού να βρεθή βάρκα;
+
+Και προσέθηκεν ο ασκητής.
+
+ — Μήπως επέσατε έξω τέκνον μου;
+
+ — Μ' αφήσανε έξω, γέροντά μου! Απήντησε, θρηνών σχεδόν ο κυρ-Δημάκης·
+και διηγήθη εν συντόμω το συμβάν.
+
+ — Πειρασμός τέκνον μου, πειρασμός! Παρετήρησεν ο ερημίτης· και
+προσεκάλεσε τον ξένον εις το κελλίον, όπως θερμανθή και φορέση
+υποδήματα, διότι έβλεπεν αυτόν τρέμοντα από του ψύχους.
+
+ — Θ' αρθή αύριο καμμιά βάρκα, γέροντα; Ηρώτησεν ο κυρ-Δημάκης
+εισερχόμενος εις τι μικρόν κελλίον.
+
+ — Θ' αρθή τέκνον μου, θ' αρθή. Έχε υπομονήν. Ησύχασε τώρα, και κατόπιν
+έλα εις την εκκλησίαν. Είπεν ο ερημίτης και απήλθε.
+
+ — Λοιπόν θ' αρθή αύριο βάρκα!
+
+Επαναλάμβανεν ο κυρ-Δημάκης, ευαρεστών εις εαυτόν, εξαπλωθείς
+μεγαλόσωμος επί μικρού ξηρού σοφά, εγγύς εστίας αναδιδούσης θερμοτάτην
+φλόγα, ήτις εφώτιζε φαιδρώς μέγαν Εσταυρωμένον εκεί καί τινα βιβλία.
+
+Μετ' ολίγον νεαρός μοναχός εκόμισε προς τον ξένον ζωμόν νηστήσιμον,
+τεμάχιον προσφοράς, σύκα και κάρυα και οίνον μαύρον της Σκοπέλου
+μελιηδέα, άτινα όλα κατεβρόχθισεν ο κυρ-Δημάκης, νήστις και βασανισθείς
+μίαν όλην ημέραν.
+
+ — Θ' αρθή λοιπόν βάρκα αύριο! Ηρώτησε μετά πεποιθήσεως τον νέον μοναχόν
+ο κυρ-Δημάκης, φαιδρύνων το λιτόν και σαρακοστινόν δείπνον του, και
+ετοιμαζόμενος να πίη μέγα κρασοβόλιον.
+
+ — Κατά τον καιρό!
+
+Απήντησε ξηρά-ξηρά ο μοναχός σώφρων, ασκητής.
+
+ — Πώς; εμένα μούπε ο γέροντας πως θαρθή. Ηπόρησεν ο κυρ-Δημάκης μείνας
+με ανοικτόν στόμα, βαστάζων εις χείρας του ποτήριον, εν ώ ηκτινοβόλει ως
+βύσσινον ο μαύρος οίνος.
+
+Ο μοναχός απήλθε χωρίς να προφέρη άλλην λέξιν.
+
+Και είδες πάλιν να σκυθρωπάση ο δεκατιστής.
+
+Και ενώ εσκόπει κατ' αρχάς ν' αναπαυθή ολίγον, διότι ησθάνετο κόπωσιν
+και εξάντλησιν των δυνάμεων, νυν, ταραχθείς, αφήκε πλήρες το ποτήριον,
+ηγέρθη, και συνεχώς έβλεπεν από τινος θυρίδος το πέλαγος.
+
+ — Είδες τι μου έκαμαν τ' ακρογιαλά! Διελογίζετο, ταλανίζων εαυτόν:
+
+ — Τι ήθελες, τι γύρευες κυρ-Δημάκη μου; Δεν εκύτταζες την δουλειά σου;
+Είνε και ντροπή! Όχι άλλο!
+
+Και έφθανεν εις το μικρόν κελλίον η μελωδία της αγρυπνίας, άρρητος,
+γλυκητάτη. Εψάλλετο η λιτή:
+
+«Ο Ουρανός και η γη σήμερον πνευματικώς ευφραινέσθωσαν».
+
+ — Πρέπει ναρθούν βάρκες! Εψιθύριζεν ο κυρ-Δημάκης, βλέπων το πέλαγος
+ήσυχον.
+
+«Μάγοι, Περσών βασιλείς . . . » αντήχει εναρμονίως το δοξαστικόν.
+
+Αρξαμένου του όρθρου, ο ερημίτης εθεώρησε καλόν να καλέση τον ξένον εις
+την ιεράν ακολουθίαν.
+
+ — Θα πήρε κανένα ύπνον! Εσκέφθη ο ασκητής.
+
+Κ' ελθών σιγά-σιγά, εθαμβήθη ιδών τον ξένον όρθιον, σκεπτικόν, θεωρούντα
+ανήσυχον το πέλαγος.
+
+ — Να πάμε εις την εκκλησίαν, τέκνον μου! Εννοήσας δε την ταραχήν του
+κυρ-Δημάκη, προσέθηκε πραΰνων αυτόν.
+
+ — Θαρθούν αύριον βάρκες! θαρθούν! Και παραλαβών αυτόν εισήγαγεν εις τον
+ναόν, μικρόν, φωτισμένον, στολισμένον, πανηγυρίζοντα.
+
+Ησπάσθη ο κυρ-Δημάκης την «Γέννησιν» ανακειμένην εν μέσω κλαδίσκων
+φασκομηλέας επί χρυσοϋφάντου ποδιάς, επί γλυπτού παλαιού εικονοστασίου·
+και κατέλαβε στασίδιόν τι.
+
+Οι δύο μαθηταί του γέροντος έψαλλον τα καθίσματα δεξιά και αριστερά:
+
+«Δεύτε ίδωμεν πιστοί που εγεννήθη ο Χριστός». Πλην ο κυρ-Δημάκης εις
+μάτην προσεπάθησε να θελχθή, να κατανυγή. Ο νους του όλος πεπωρωμένος,
+αναίσθητος, ήτο εις Σκόπελον, εις τα δέκατα.
+
+Εψάλη ο «πολυέλαιος», τα «αντίφωνα», και ήρχισεν ο μελωδικώτατος
+«Κανών».
+
+Και ενώ κατόπιν ο δεξιός μοναχός έψαλλε την Καταβασίαν «Μυστήριον
+ξένον», προχωρεί σιγά-σιγά ο κυρ-Δημάκης προς αυτόν κ' ερωτά:
+
+ — Το πρωί θα έλθη η βάρκα, ή το βράδυ;
+
+Ο μοναχός, προσηλωμένος εις το θείον μέλος, δεν ήκουσε. Τότε ο κυρ-
+Δημάκης, με την χλαίναν του και τα βαρέα καλογηρικά υποδήματα,
+μεταβαίνει προς τον αριστερόν ψάλτην, κ' επαναλαμβάνει την αυτήν
+κλαυθμηράν ερώτησιν. Αλλά και ούτος, παραλαβών ήδη την Καταβασίαν του
+Ιαμβικού κανόνος «Στέργειν μεν ημάς» ουδ' ήκουσε καν την ιερόσυλον
+διακοπήν.
+
+Ούτως απελπισθείς ο κυρ-Δημάκης εξήλθεν εις την αυλήν. Εις τας Σποράδας
+κύκλω έλαμπον αι πυραί των αγραυλούντων ποιμένων. Το πέλαγος ήτο ήσυχον.
+Μόνον περί το Πήλιον ο ορίζων ήτο κατάμαυρος, πίσσα. Και αφού επί ώραν
+εθεώρει, αλλόφρων, άλλοτε τον ουρανόν, και άλλοτε την θάλασσαν, εισήλθε
+πάλιν εις τον ναΐσκον, ένθα είχεν αρχίσει η ιερά λειτουργία.
+
+Κατ' ευθείαν προχωρεί προς το άγιον βήμα και προκύπτει προς τα ένδον,
+ίνα ερωτήση τον Γέροντα περί της λέμβου. Αλλ' ιδών αυτόν εν μέσω νεφέλης
+θυμιάματος, πολιόν, ολόχρυσον, αιγλήεντα ως φεγγοβολούσαν λαμπάδα,
+κύπτοντα ενώπιον της Αγίας Τραπέζης, κατεπλάγη τόσον υπό ξένου, μυστικού
+φόβου, ώστε δεν τόλμησε να ομιλήση, κ' εισέδυσεν ο ασεβής εις το
+στασίδιόν του, μαύρος Σατανάς, αρχοντικόν δαιμόνιον, παραπλανηθείς εις
+την επέραστον και κρυφήν εκείνην γωνίαν του Παραδείσου, κ' εστέναζε κατά
+διαλείμματα, διακόπτων την θείαν μυσταγωγίαν:
+
+ — Αχ! τι μου έκαμες, καπετάν-Παρμάκη!
+
+Τέλος, την αυγήν, έληξεν η θεία λειτουργία και παρετέθη εν τω κελλίω του
+Γέροντος, ενώπιον του Εσταυρωμένου, η πανηγυρική Τράπεζα, ευωδιάζουσα
+μύρα ασκήσεως και απράγμονος βίου.
+
+Ο κυρ-Δημάκης χωρίς όρεξιν έλαβε μικράν τροφήν, ενδομύχως θρηνών, διότι
+ηδυνάτει να πληρώση την λαίμαργον άλλην επιθυμίαν του, και μόλις
+εξημέρωσε καλά, κατήλθεν εις την ακτήν πικρώς βασανιζόμενος.
+
+Ο μαΐστρος είχεν επαναρχίσει. Βροχή χιονώδης εσχηματίσθη περί την
+Ζαγοράν, ήτις προβαίνουσα ως πυκνός μελανόφαιος καπνός κατεκάλυψε την
+Σκίαθον εν τω χιονοστροβίλω. Αι νιφάδες έφθανον ψυχραί, παγωμέναι, εις
+το στυγνόν πρόσωπον του δεκατιστού, τον οποίον εις μάτην εκάλει ο
+ερημίτης να μη ανησυχή.
+
+Η χιονώδης λαίλαψ, εκ δυσμών προβαίνουσα προς ανατολάς, κατεκάλυψε νυν
+το πέλαγος και την ξηρόνησον αυτήν, ως με άχνην αναβράζοντος ατμού. Ήδη
+εξηφανίζετο και η Σκόπελος, μόλις διακρινομένη ως όπισθεν αραχνοϋφούς
+πέπλου.
+
+Ο καιρός ήτο «εις τον μάστορη» κατά την κοινήν έκφρασιν.
+
+Μέχρι της μεσημβρίας η χιών είχε λευκάνει την νησίδα, ήτις ωμοίαζε προς
+χιονισμένην όρνιθα, κατακαθήσασαν εν μέσω του πελάγους.
+
+Ο κυρ-Δημάκης ουδέν δυνάμενος να διακρίνη πλέον εις το πέλαγος,
+επανήλθεν εις το ασκητήριον, φέρων επάνω του λεπτόν επίστρωμα χιόνος ως
+αλευρωμένος γάτος.
+
+Εκ της απελπισίας του ουδέ ωμίλει.
+
+ — Σου είπα, κατά τον καιρό!
+
+Εδικαιολογείτο ο μοναχός.
+
+***
+
+Εξημέρωσε τέλος η κυριακή, η ημέρα της δημοπρασίας, λευκή, χιονισμένη.
+
+Του ουρανού αιθριάσαντος, αι Σποράδες εφαίνοντο ως τεράστια κήτη
+αναδύσαντα εκ του βυθού, με παλλεύκους χλαίνας.
+
+ — Ας τα πάρουν κι' άλλοι, γέροντά μου, να ιδούν την γλύκα!
+
+Επανελάμβανε τότε ο κυρ-Δημάκης, απολέσας πλέον πάσαν ελπίδα μεταβάσεως
+εις Σκόπελον, και αυτοπαρηγορούμενος.
+
+ — Ναι! Ναι! Επεδοκίμαζεν ο ερημίτης. Τώρα είπες καλά, τέκνον μου.
+
+***
+
+Μετά τρεις ημέρας, βράδυ-βράδυ, σουρούπωμα, ο γέρω Σταυρής ο καφεπώλης
+εκάθητο προ της θύρας του καφενείου του, βιαίως ροφών τον αέρα ως
+άνθρωπος πάντοτε κρυωμένος, ότε αλιάς μικρά προσωρμίζετο εις την
+αποβάθραν έμπροσθεν του καφενείου του. Όγκος μέλας ως καθεύδουσα
+προβατίνα εξεδιπλώθη τότε, κ' εξήλθεν εις την ξηράν άνθρωπος υψηλός,
+μαύρος, πένθιμος, φέρων βαρείαν θεσσαλικήν χλαίναν, περικνημίδας και
+υποδήματα καλογηρικά. Το επίμηκες πρόσωπόν του ωμοίαζε προς πρόσωπον
+αμνάδος, αλλ' υπό τας πυκνάς οφρύς ουδέ ίχνος οφθαλμού διεφαίνετο πλέον.
+
+Ο Σταυρής ο καφεπώλης μαθών τα καθέκαστα παρά του καπετάν-Παρμάκη, προ
+μιας ημέρας επανελθόντος εκ Σκοπέλου, αναγνωρίσας τον κυρ-Δημάκην,
+αναφωνεί με την σκωπτικήν φωνήν του κ' εισπνέων θορυβωδώς τον αέρα:
+
+ — Καλώς ώρισες, κυρ-Δημάκη! Καλά ήτανε τ' ακρογιαλά;
+
+Ο φοβερός δεκατιστής, χωρίς ν' απαντήση ετάχυνε το βήμα του,
+συντετριμμένος, οικτρός.
+
+Και έως ου φθάση εις την οικίαν της χήρας Αχτίτσας, ακούει μουσικήν,
+βιολιά και λαγούτα, άσματα, φωνάς, θόρυβον, γέλωτας. Δύο ημέρας ο
+καπετάν Παρμάκης, ο νέος ενοικιαστής, επανελθών εκ Σκοπέλου, αφού
+κατεκυρώθησαν πλέον επ' ονόματί του τα δέκατα του ελαιοκάρπου, ουδενός
+άλλου πλειοδοτήσαντος, διεσκέδαζεν άδων και χορεύων, συμπαρασύρων όλον
+το χωρίον εις την χαράν, όπερ είχε θεωρήσει αυτόν ελευθερωτήν από του
+επαχθούς δεκατιστού. Χήραι τινες, αι τοσάκις δεκατισθείσαι, ανακαλύψασαι
+το μέτρον του κυρ-Δημάκη το κίβδηλον, δι' ου ο λαίμαργος δέκατιστής
+υπέκλεπτε δέκα δράμια περιπλέον εις τας πέντε οκάδας, παρέδωσαν εις τον
+Γιωργήν της Θασίτσας, όστις συντρίψας, εκρότει αυτό ως αποτυχούσαν
+κάλπην, θορυβών και αλαλάζων εις τας γειτονίας:
+
+ — Και δήμαρχος, καπετάν-Παρμάκη!
+
+Την στιγμήν εκείνην, μαθόντες οι ευθυμούντες παρά του καφεπώλου περί της
+επανόδου του κυρ Δημάκη, έσπευσαν να τον χαιρετίσωσι. Κ' ενώ εκείνος
+εισήρχετο σπεύδων να κλεισθή εις την οικίαν, ο καπετάν-Παρμάκης ηκούσθη
+με φωνήν βραχνήν σβυσμένην από του γαλακτώδους ποτού.
+
+ — Καλά ήταν τ' ακρογιαλά, κυρ Δημάκη;
+
+Όλ' αυτά τα είχε σκεφθή ο κυρ-Δημάκης κατά τον πλουν της επανόδου του,
+πλην εγνώριζεν ότι δεν θα διαρκέσωσι πολύ. Τον ανησύχει μόνον η
+υπόσχεσις ην είχε δώσει να στεφανωθή την κόρην της γραίας Αχτίτσας, ήτις
+διά των ιταμών συγγενών της πολύ θα ηνώχλει αυτόν.
+
+Και ο κυρ-Δημάκης δεν ήτο εις θέσιν να σχηματίση οικογένειαν, ως έλεγε,
+φοβούμενος τα άγνωστον μέλλον. Ήδη είχε ρητώς υποσχεθή, διότι ένεκα της
+εξαιρετικής εσοδείας θα εκέρδιζε πλέον των δεκαπέντε χιλιάδων δραχμών
+κατά τους αλανθάστους υπολογισμούς του, αίτινες τώρα θα εισήρχοντο εις
+το βαλάντιον του καπετάν Παρμάκη, όστις εφάπαξ γλυκανθείς δεν θα παρήτει
+πλέον τα δέκατα, θ' ανεκάλυπτε δ' επί τέλους και το μυστήριον του
+υπολογισμού εκάστης ευφορίας, έχων τας σημειώσεις μιας ενοικιάσεως, κ'
+ενθυμούμενος ασφαλώς τας θέσεις των ελαιώνων και το παραχθέν εξ εκάστης
+ποσόν.
+
+ — Είνε και το μάτι, έλεγε πολλάκις προς τον κυρ-Βαρσαμόν τον παντοπώλην
+ο πρώην πλοίαρχος, αλλά το παν είνε τόλμη, όσο να τα πάρη κανείς μια
+φορά.
+
+Ούτως ο κυρ-Δημάκης δεν θα ηδύνατο πλέον να ζήση εν τη νήσω, χωρίς να
+είνε δεκατιστής.
+
+Τας πρώτας ημέρας εσχεδίασε να ζητήση την ακύρωσιν της δημοπρασίας, υπό
+τοιαύτας περιστάσεις τελεσθείσης, αλλ' εβεβαιώθη παρά των αρχών της
+νήσου, ότι ουδέν θα κατώρθου. Αυτός ο αλιεύς κατέθετεν ότι τρις ο
+καπετάν-Παρμάκης τον εκάλεσεν εν τη ερημονήσω ν' απέλθωσιν, αλλ' ούτος
+ηρνείτο, επιμένων ν' αλιεύη όστρεα, και ότι επειδή εκ του χειμώνος ήτο
+κίνδυνος να συντριβή η λέμβος, ο πλοίαρχος ηναγκάσθη ν' αποπλεύση και
+σωθώσι.
+
+Τελευταίον είχε τας ελπίδας του εις τον ειρηνοδίκην, αλλά και ούτος,
+μαθών κ' ερευνήσας το συμβάν, απήντησεν εκ του βάθους της μηλωτής του:
+
+ — Κ' εγώ ο ίδιος 'ς το δικαστήριο, κυρ-Δημάκη θα σου πω: Καλά ήτανα τ'
+ακρογιαλά;
+
+Έκτοτε δεν εφάνη πλέον εν τη νήσω ο κυρ-Δημάκης, ο φοβερός δεκατιστής,
+ουδέ ηκούσθη τι περί αυτού. Απήλθεν ως ήλθε.
+
+Διά τούτο ο δημογραμματεύς με την πέννα πάντοτε εις χείρας μαθών ότι οι
+συγγενείς της γραίας Αχτίτσας εις μάτην τον ανεζήτουν έχοντες έτοιμον
+τον ιερέα να τον στεφανώσωσι μίαν νύκτα, ανέκραξε:
+
+ — Λάδι πάλιν ο κυρ-Δημάκης!
+
+Παρήλθον έτη και ουδείς ήκουσε περί αυτού, όστις εν ταις ημέραις της
+διαμονής του εν τη ειρηνική νήσω είχεν επαναφέρει εις τον κόσμον τον
+τύπον τον αλησμόνητον του Τελώνου της Γραφής.
+
+Μόνον οι διερχόμενοι ενίοτε από την οικίαν της γραίας Αχτίτσας,
+αποθανούσης μετά τινας μήνας εκ της λύπης της, διότι δεν ηδύνατο να
+βλέπη ανύπανδρον την μοναχοκόρην της, ήκουον πένθιμον φωνήν
+μαυροφορούσης κόρης, ήτις ετραγώδει ως να εμοιρολόγει κάτω εις την
+σκοτίαν και τας αράχνας του κατωγείου.
+
+ _Νύσταξ' η Πανίτσα
+ και πάει να κοιμηθεί
+ κ' η μάννα τσ' δεν το ξέρει
+ πως δε θα σηκωθή . . . _
+
+ — Το τραγούδι του δεκατιστή!
+
+Έλεγον οι διαβάται, συμπονούντες την ούτω σκληρώς δεκατισθείσαν εις τας
+ελπίδας της ωραίαν κόρην με την μαύρην ελήτσα εις την παρειάν, ήτις
+παθούσα υπό μελαγχολίας, δεν επέζησε πολύ.
+
+
+
+
+ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ
+(1896)
+
+
+
+Είχε μήνα σχεδόν _πίσω_ εις τα προς δυσμάς της νήσου πευκόφυτα
+_Κατάμερα_, ο γέρω-Μπαρέκος. Καιρός που γεννούν τα πράματα,
+καταλαμβάνετε. Και θέλουν και αυτά το απάγκιο τους, την φωτιά τους, την
+περιποίησίν τους, τον άνθρωπόν τους. Σαν τους ανθρώπους και αυτά. Και
+όταν ένα πρωί, μετά ταύτα, κληθείς ως μάρτυς εις το ειρηνοδικείον,
+ηναγκάσθη να εισέλθη εις το χωρίον, έκαμνε τον σταυρόν του απάν'-
+πανωτού, βλέπων μίαν παράδοξον μεταβολήν εις αυτό, εις όλας σχεδόν τας
+οικίας, χαραγμένους επί των τοίχων μαύρους, κατάμαυρους σταυρούς,
+μεγάλους-μεγάλους.
+
+Αν ηυτύχει, ο ερημικός και ορεσίβιος γεροντάκος, να επισκεφθή την
+πρωτεύουσαν, θα εγνώριζε τον σκοπόν των μαύρων σταυρών, των ούτως επί
+των τοίχων χαρασσομένων, και δεν θα ευρίσκετο εις την θλιβεράν δι' αυτόν
+ανάγκην, να κάμνη τον σταυρόν του, πρωί-πρωί, αυτός ο οποίος, ως έλεγεν
+εις τον παπα-Μακάριον, απέφευγε να εκκλησιάζεται, μόνον και μόνον, ίνα
+μη, κάμνων τον σταυρόν του, θεωρηθή ως υποκριτής, αν και εβεβαίου μεθ'
+όρκου, την πολλήν του ευλάβειαν. Τις οίδε, ποίον πνεύμα, πνεύμα έξαλλον,
+αθηναϊκόν πνεύμα, συγγενές των επτά δαιμονίων, έπνευσε και μέχρι του
+γερω-πεύκου, υφ' ον κατεσκήνου ο χριστιανός, κ' εθεώρει, και αυτός,
+υποκρισίαν, να εκτελή, ουχί τα υπέρ άνθρωπον, δεν ήτο προς τοιαύτα ο
+ανθρωπάκος, αλλά τα νόμιμα κ' επιβεβλημένα εις τον αξιωθέντα του θείου
+βαπτίσματος.
+
+Και πού να ήξευρες, ανθρωπάκο μου, ότι οι μεγαλείτεροι υποκριταί είνε οι
+αποφεύγοντες δήθεν την υποκρισίαν . . .
+
+Προχωρών εντός της κωμοπόλεως, και βλέπων πάντοτε, εν μακρά μαύρη
+παρατάξει, τους επί των τοίχων σταυρούς, ήρχισε να κατασκευάζη διαφόρους
+συλλογισμούς. Είχε χαράξει καλά πλέον. Αλλ' οι άνθρωποι εκοιμώντο ακόμη
+και ήτο ησυχία σιωπηλή, ουδέ πνοή ανέμου ετάραττε τας σκέψεις του
+ποιμένος:
+
+ — Ο καινούργιος δήμαρχος, καθώς φαίνεται, είνε θεοφοβούμενος άνθρωπος,
+και θέλει, όλοι μας να γείνωμεν σαν αυτόν. — Κατά το Μαστρογιάννη και τα
+κοπέλια του. — Να ήξευρα έτσι, θα σούριχνα ένα άσπρο, μα τον Σταυρό!
+
+Κ' υψών είτα ένδον τον λογισμόν του, εκραύγασεν εν εαυτώ:
+
+ — Αρχή άντρα ρίχνει!
+
+Ήξευρε και ρητά, βλέπετε, και μετεμόρφωνεν αυτά με την πευκίσιαν γλώσσαν
+του πολύ σωστά. Καλλίτερα και από το πρωτότυπον, αν συγκρίνωμεν το
+παρηλλαγμένον ούτω ρητόν του ποιμένος προς την σύγχρονον πολιτικήν μας
+κατάστασιν. Πευκίσιο μυαλό — καταλαμβάνετε — όλο ευωδία και δροσιά . . .
+
+Όταν δε πάλιν έφθασεν επάνω εις το κεφαλοχώρι, σταθείς ανέκραξεν,
+έκπληκτος βλέπων το μαύρον θέαμα:
+
+ — Βρε κακό Σταυροί!
+
+ — Τα βλέπεις, παιδί μ' γέρω-Μπαρέκο, τι πάθαμε;
+
+Διέκοψε την έκπληξιν του ποιμένος γραία, γείτων εκεί, θρηνωδώς
+επιδεικνύουσα τον επί του τοίχου της οικίας της μαύρον σταυρόν.
+
+ — Τι πάθαμε, γρηά μ; Ο σταυρός είνε καλό πράμα, μαθές, φυλαχτό, μαθές.
+Πώς να σ' πω; Ο καινούργιος δήμαρχος έχει σκοπό να καθαρίση το χωριό,
+κι' άρχισεν από τα φαντάσματα. Όξ' από δω!
+
+ — Αχ, παιδί μ' γέρω-Μπαρέκο, επανέλαβεν η γραία γείτων. Πάθαμε τάπαθα.
+Δεν τάμαθες, μαθές;
+
+ — Πού να τα μάθω πίσω 'σ τα πράματα:
+
+ — Πάει το σπιτάκι μου, παιδί μ' γέρω-Μπαρέκο. Το παίρνει ο δρόμος. Τ'
+ακούς αυτά, παιδί μ' γερω-Μπαρέκο; Τακούω, πες. Το παίρνει το σχέδιο. Τα
+ξέρεις αυτά του λόγου σου, που ζης μέσα 'ς τα πεύκα; 'Σ τον καθαρόν
+αέρα; Τα καταλαβαίνεις αυτά του λόγου σου με τα κατσικίσιο το μυαλό; Το
+παίρνει, λέει, το σχέδιο.
+
+Και ωλόλυζε:
+
+ — Μάθαμε τάμαθα, και πάθαμε τάπαθα, με τον καινούργιο τον δήμαρχο. Το
+παίρνει το σχέδιο το σπιτάκι μου!
+
+ — Ποιο σχέδιο, χριστιανή μ;
+
+ — Νά. Ακούς να σ' πω, παιδί μ' γέρω-Μπαρέκο, ακούς να σ' πω. Ο
+καινούργιος ο δήμαρχος, με τη δωδεκάδα, προσκάλεσεν απ' την Χαλκίδα τον
+κυρ-Μαχανικό με τη μαχανή.
+
+ — Α, την κυρά-Μαχανή, την μάγισσα! Καλά έκαμε, διέκοψεν ο ποιμήν.
+
+ — Όχι, χριστιανέ μ'. Ακούς να σ' πω. Τον κυρ-Μαχανικό.
+
+ — Α, τον κυρ Μαχανικό! επανέλαβεν ο γέρων μετά σοβαρότητος. Κατάλαβα!
+
+ — Ναι, εξηκολούθησεν η γραία, Τον κυρ-Μαχανικό, απ' λες, για να φκιάση,
+λέει, το χωριό. Και θα το χαλάση, λέει, παιδί μ' γερω-Μπαρέκο.
+
+Ο γέρω-Μπαρέκος ετίναξε την τραγόκαπα, υψώσας τους ώμους του και τείνας
+τας χείρας ένδον, ως εάν ήθελε να σφάξη αιγίδιον, και έκαμεν άλλην μίαν
+φοράν τον Σταυρόν του, μεγάλον-μεγάλον τώρα, ως ει ευρίσκετο ενώπιον του
+παπά-Διονυσίου, του γέροντα, έως εδάφους.
+
+ — Θ' ανοίξουν δρόμους, εξηκολούθησεν η γραία, θα φκιάσουν πλατέαις, θα
+στρώσουν καλτερίμια ίσια, θα φκιάσουν βρύσαις. Θα φυτέψουν δέντρα, θα
+φέρουν το νερό από δύο ώραις δρόμο, θα φκιάσουν κήπους για το σιεργιάνι.
+Θα φκιάσουν . . . λαγούς με πετραχείλια! . . .
+
+ — Και θα χαλάσουν λοιπόν το χωριό πρώτα, για να φκιάσουν όλα αυτά;
+Γιατί, αν είνε καθώς λες, όλα τα σπίτια έχουν σταυρούς.
+
+ — Είνε για χάλασμα, παιδί μου, γέρω-Μπαρέκο.
+
+ — Βέβαια, επεδοκίμασεν ήδη ο ποιμήν, ξηροβήξας. Εάν δεν χαλάση ένα
+πράμα, δεν φκιάνεται. Καλά τους είπανε χαλασοχώρηδες.
+
+ — Πάει το σπιτάκι μου! Πάει το σπιτάκι μου, παιδί μ' γέρω-Μπαρέκο.
+Κύττα ένα σταυρό μεγάλο που του κάμανε; Σήμερα θ' αρχίσουν να χαλνάνε.
+Είδα εγώ ψες βράδυ τους λοστούς και τα τσαπιά, απ' έξω από την δημαρχία.
+Το παίρνει ο δρόμος το σπιτάκι μου, και θα μ' αφήσουν 'στον δρόμο, απ'
+λες, παιδί μ' γέρω-Μπαρέκο.
+
+Και ήρχισε να τραβά τα μαλλιά της η γραία, ολολύζουσα:
+
+ — Ποιος Θεός να μ' ακούση και ποιος κριτής να με κρίνη! Αφότου έγραψαν
+τον σταυρόν επί του τοίχου του οικίσκου της, δύο ημέρας τώρα, έμεινεν
+άγρυπνος, εξομολογουμένη εις τους διαβάτας τον πόνον της και ζητούσα
+παρηγορίαν η γραία.
+
+ — Τι να σ' πω κ' εγώ χριστιανή μ! Εγώ ήμουνα πίσω 'ς τα πράματα.
+Γεννήσανε καλά φέτος. Δόξα σοι ο Θεός! Τάχω όλα μια χαρά. Μα τώρα πρωί-
+πρωί, μ' αυτά που ακούω, και μ' αυτά που βλέπω, μώρχεται να κάμω τον
+σταυρό μου. Λες να σταυρώσουν και τα πεύκα, κακομοίρα; Γιατί είδα
+σήμερα, που ερχόμουνα, τρεις σταυρωτήδες, με τους μπαλτάδες, που
+τραβούσαν για Πίσω.
+
+Και αίφνης, ρίψας τα μικρούτσικα ματάκια του ο γέρων ποιμήν, επί του
+εγγύς ηρειπωμένου οίκου, αληθούς μεγάρου, σειομένου, θαρρείς, εις την
+πνοήν του ανέμου και απειλούντος να κρημνισθή και να κρημνίση γύρω-γύρω
+πολλά σπιτάκια, τα οποία εν τρόμω έπτησσον περί τα κράσπεδά του ως γαλιά
+περί μαδημένην γαλοπούλαν, και παρατηρήσας καλώς ότι δεν έφερε σταυρόν,
+ανέκραξε, διαμαρτυρόμενος, ως παραμυθών την απαραμύθητον γραίαν:
+
+ — Δεν κάνανε, μπάρεμ, κ' εδώ ένα σταυρό, σ' αυτό το στοιχειό, να φύγουν
+τα στοιχειά, που χορεύουν κάθε βράδυ και τρομάζει ο κόσμος να περάση την
+νύχτα; Δεν είδανε κοτζάμ στοιχειό ενώ, μόν' είδανε την τρύπα την δική
+σου;
+
+ — Σ' το ρημαδιακό σ' να κάμουν σταυρό, θεοκατάρατε!
+
+Απήντησε τότε τραχεία και φοβερά φωνή γραίας άλλης, σωρευμένης ως
+σακκίου επί της σαλευομένης του μαύρου οίκου αυλαίας, υψηλής και μεγάλης
+ως παλατίου, ήτις σεισθείσα επί των σιδηρών στροφίγγων της, έτριξε
+γοερώς, ως να έκλαιε πνιγόμενος.
+
+Ο γέρων μη διακρίνας τον σωρόν εκείνον της γραίας, έστρεψεν επάνω την
+κεφαλήν, προς τα έρημα και ανοικτά παράθυρα του πρώτου πατώματος, από
+του οποίου επίστευσεν ότι κατήλθεν η απειλή εκείνη η φοβερά, δαιμονίου
+απειλή, στοιχειωμένου εκεί από αιώνων.
+
+Συνεμάζευσε την κάπαν του, εκάλυψε την κεφαλήν του με την κουκούλαν και
+απεμακρύνθη, χωρίς ουδέ τον σταυρόν του να κάμη από τον φόβον του.
+
+ — Θεοκατάρατε!
+
+Ανεφώνησεν ακόμη μίαν φοράν η γραία, η σορός, απειλητικώτερον.
+
+Και ο γέρω-Μπαρέκος, αφού απεμακρύνθη έμφοβος, ετάχυνε κατόπιν το βήμα
+και έγεινεν άφαντος. Διηγείτο δε μετ' ολίγον εις το γύφτικον, όπου
+μετέβη να διορθώση μίαν τσάπαν, ότι ησθάνθη εις την ράχιν του βαρύν
+κτύπον λίθου, εκσφενδονισθέντος κατ' αυτού από του υψηλοτέρου παραθύρου
+της στοιχειωμένης οικίας:
+
+ — 'Σπολλάετη που είχα την κάπα, μωρέ γύφτο, αλλέως άσχημα την είχα,
+μέρα-μεσημέρι.
+
+***
+
+Ο καπετάν-Τσούρμας ο Παπαργυρός ήτο υπερήφανος και εις άκρον φιλόδοξος.
+Αποκτήσας δύο παμμέγιστα ιστιοφόρα, ταξειδεύοντα εις τον ωκεανόν,
+έγεινεν ο πρώτος μεταξύ των πλοιάρχων. Μη γνωρίζων δε πώς να δαπανά το
+αργύριον, το οποίον, ως λέγουν, με της κόφαις κουβαλούσαν οι ναύται εις
+τον οίκον του, εις κάθε ταξείδι, όλο και δίστυλα κολωνάτα, διά τον
+οποίον αμύθητον πλούτον του και ωνομάσθη Παπαργυρός, όταν μια χρονιά,
+αγαθοί τέκτονες, τηνιακοί, μετακληθέντες, έκτισαν την μητρόπολιν,
+απεφάσισε να οικοδομήση και αυτός οικίαν, η οποία να διακρίνεται εν όλω
+τω χωρίω, ως διακρίνεται ο τρούλος ναού βυζαντινού.
+
+Τω όντι, επάνω εις την ωραιοτέραν του λιμένος θέσιν, επάνω εις το
+υψηλότερον του χωρίου μέρος, επάνω εις ένα βράχον λευκόν, λευκότερον από
+το κύμα, το οποίον τον έλουεν ημέραν και νύκτα, οι τηνιακοί τέκτονες
+έκτισαν πάλλευκον καλόν μέγαρον, ως εξαφρισθέν εκεί υπό νηρηίδων από του
+βυθού, με δύο ορόφους, με ογκώδη και υψηλήν πύλην, με μεγάλα παράθυρα,
+με μαρμάρινον πάγκαλον εξώστην, όπου καθήμενος ο καπετάν-Τσούρμας ο
+Παπαργυρός εκάπνιζε τα τσιμπούκι του κ' εκαμάρωνε, δίπλα του αραγμένας,
+της δύο σκούναις του, ότε κατέπλεον, περνώσαι μόνον και μόνον ίνα τον
+χαιρετίσουν και τας χαιρετίση, επειδή δεν εταξείδευε πλέον, παραδώσας
+την κυβέρνησίν των εις τον μονογενή αυτού υιόν. Αν ήθελεν, από εκεί όπου
+εκάθητο, κ' ήγγιζον αι κεραίαι των εις τα μαρμάρινα κράσπεδα του
+εξώστου, αν ήθελε, τας εθώπευε τας δύο σκούνας του, ως θωπεύει κανείς
+εύμορφον γαλήν παρά τα γόνατά του. Αν ήθελε, τας εφίλει εις το χρυσωμένο
+κορζέτο, ως φιλεί κανείς εις τα λευκόν μέτωπον πάγκαλον κόρην του.
+
+Και συνήθισε κ' εκάθητο εις τον μαρμάρινον εξώστην από 'πάνω από το
+κύμα, σαν γλάρος του Αιγαίου, με το λευκόν του εσώβρακον, και ότε δεν
+υπήρχον εκεί πλέον τα δύο πλοία του, ταξειδεύοντα. Εκάθητο, καπνίζων
+πάντοτε το τσιμπούκι του, με τον μέγαν κόμβον τον ηλέκτρινον, κ'
+ερρέμβαζε, προς το ευρύ πέλαγος θεωρών, όπου η φαντασία του απεικόνιζε
+τα δύο ιστιοφόρα, τα οποία τάχα μακρά, μαύρα, με άσπρο μπούρδο, με
+υψηλόν και κομψόν εξαρτισμόν, με χρυσά κορζέτα, λάμποντα εις τον ήλιον,
+μ' εξανεμιζομένην την πλατείαν και μακράν σημαίαν, έκαμνον βόλταις, έξω
+από τα νησιά, ζεύγος δελφίνων ολισθηρόν, συνωρίς τρυφερά τριτώνων. Ω!
+πόσον έλαμπεν από της ιμερτής χαράς το πολιόν πρόσωπον του πρεσβύτου, ως
+λάμπει το πρόσωπον πατρός, προπέμποντος εις τον ωκεανόν του Κόσμου το
+τέκνον του, του οποίου προ μικρού ησπάσθη της χαράς τα στέφανα. Και
+ανέπτυσσεν αίφνης, υψηλά κρατών, το λευκόν του μανδήλιον κ' εκίνει αυτά
+εις σημείον χαιρετισμού, χαιρετίζων το ευρύ κενόν του πόντου, ενώ
+αδαμάντινα δύο δάκρυα εκύλιον γλυκά-γλυκά επί των παρειών του, ως
+σταγόνες δρόσου, δάκρυα χαράς, ευγνωμοσύνη προς την καλήν τύχην. Ενίοτε
+τα ινδάλματα αυτά τα κενά της φαντασίας του τόσον ζωηρώς παρίσταντο
+ενώπιον των οφθαλμών του, ώστ' αίφνης, εγειρόμενος από του ξυλίνου
+καθίσματος εκίνει το επίμηκες τσιμπούκι του, με τον μέγαν ηλέκτρινον
+κόμβον, απαστράπτοντα κιτρίνους αστραπάς, επιτάσσων, παρακελεύων
+καθοδηγών προς ευθυποΐαν τον πηδαλιούχον, παροτρύνων τους ναύτας,
+επαινών τον υιόν του, τον ευτυχή κυβερνήτην, παραινών.
+
+Και ύψου την φωνήν, κ' έτεινε τον λαιμόν, και προέτεινε το στήθος,
+ατενώς βλέπων προς το έρημον πέλαγος, και διώρθου τα ιστία, και
+μετέστρεφε το πηδάλιον, κ' εχαλάρου τα σχοινία, και έτεινεν άλλα,
+στερεών τα υψηλότερα πανία άτινα, ως μετέωρα, μετά δεινού πατάγου
+εκτυπούσαν, ως πτέρυγες ορνέων παμμέγισται, του εφαίνοντο. Χωρίς να
+υπάρχουν ενώπιόν του ούτε πλοία, ούτε ιστία, αλλά μόνον η θάλασσα
+γαλανή, ευρεία, σιωπηλή, ως μυστηρίου εικών.
+
+Και όταν, διά των παρακελεύσεών του τούτων, διωρθούντο δήθεν τα μικρά
+σφάλματα του κυβερνήτου, κ' επανήρχετο το πλοίον εις την ευθυπλοΐαν,
+εφιππεύον τα θορυβώδη κύματα, υπερήφανος πτερωτός ίππος, ηγάλλετο τότε
+κι' ηυφραίνετο προς της χαράς του αυτής τα φαντάσματα ο λευκός γέρων, κ'
+εξεδήλου την χαράν του αυτήν τότε, αναπαυόμενος επί της ευρείας
+πολυθρόνας του ως νικητής μετά την ναυμαχίαν, γαλήνιος, εύθυμος,
+εκπέμπων μεγάλας και πυκνάς τολύπας ευώδους καπνού από το μακρόν του
+τσιμπούκι, εξατμίζων την πλημμυρούσαν τα ναυτικά στήθη του χαράν.
+
+Αχ! Πόσον δεν μας ευφραίνουν όλους, πόσον δεν μας καθηδύνουν όλους, της
+χαράς μας αυτά τα φαντάσματα, της ψυχής μας οι παλαιοί αυτοί πόθοι, όταν
+εις την δύσιν του βίου μας εμφανίζωνται, ως όταν είμεθα νέοι, εις τον
+καιρόν μας, πλήρεις ζωής και ακμής, ότε πράγματι τους απηλαύσαμεν τους
+πόθους εκείνους τους γλυκείς, τους μακαρίους εκείνους πόθους, την χαράν
+εκείνην την άρρητον, ότε δεν ήσαν φαντάσματα, αλλά πραγματικαί,
+υπάρχουσαι, ζώσαι εικόνες, ότε, εν τω κυανώ ορίζοντι της ζωής ημών,
+μόνον η ανατολή εδείκνυτο, σβεννυμένης της δύσεως μέσα εις την άφθονον
+του μεσουρανήματος λάμψιν, ότε η ωραία σκούνα μας ήτο παρά το πλευρόν
+μας, με τα χρυσά της κορζέτα, και δεν είχεν αφαρπάση αυτήν ο άνεμος του
+αστάτου πελάγους, όστις, όταν πνεύση, τίποτε δεν αφίνει εις την θέσιν
+του . . .
+
+ — Επάγωσε το φαΐ!
+
+Διέκοπτεν ενίοτε τα όνειρα αυτά η σύζυγος, αγαθή και φιλόστοργος γυνή.
+
+Αλλ' ο καπετάν Τσούρμας ο Παπαργυρός δυσκόλως επείθετο να διακόψη την
+ωραίαν εκείνην σειράν των ινδαλμάτων του, εντρυφών, χορταίνων.
+
+Και όταν υπελόγιζεν ότι ο πλους έληξε, και ότι τα πλοία του θα ήσαν
+αραγμένα, αφηρείτο, θεωρών τότε από του υψηλού εξώστου τον σαπφείρινον
+κάτω υπό τους πόδας του πυθμένα, κ' ηγάλλετο, απαριθμών τας αγέλας των
+κεφάλων, οίτινες διήρχοντο πρωί-πρωί, την άνοιξιν, ως διά να χαιρετίσωσι
+τον πολιόν καπετάνιον, από την αυγήν δροσιζόμενον εκεί, εις τον καθαρόν
+της θαλάσσης αέρα, τον καπετάνιον, όστις τόσον ηγάπα το υγρόν των
+βασίλειον. Και ότε η σκιά της αρχοντικής κεφαλής του εσχηματίζετο επί
+της επιφανείας της ακυμάντου θαλάσσης, αι πέρκαι ίσταντο μετά φόβου
+όπισθεν των μελαψών φωλεών των, προσβλέπουσαι αυτήν μετά σεβασμού. Και
+μία χρύσοφρυς ωραία, παχεία χρύσοφρυς, αργυρά, σχεδόν τον είχεν ερωτευθή
+τον γέροντα και οσάκις, βοσκούσα, διήρχετο κάτωθεν του εξώστου, ίστατο
+κ' έρριπτε προς τον επάνω κόσμον το χρυσούν βλέμμα της να τον ίδη, τον
+ηγαπημένον της, εκεί, επί του εξώστου, ρίπτοντα σωρόν τα ψιχία εις τα
+προσφιλή του κοπάδια. Ένας δε κατακόκκινος ερυθρίνος, ο σατανάς των
+ιχθύων, αν είχε φωνήν, θα εξεφώνει καμμίαν πρωίαν:
+
+ — Έλα λοιπόν κάτω αφού τόσον μας αγαπάς!
+
+Με τόσον σατανικόν βλέμμα, τον έβλεπε τον γέροντα.
+
+Έως ου η τρυφερά αυτή αγάπη εις μανίαν μετετράπη. Ιδίως αφ' ότου,
+παρασυρθείς ο υιός του, τις οίδεν υπό τινων κακών συμβούλων, και είνε
+τόσοι κακοί σύμβουλοι παντού, κ' εν τη ξηρά κ' εν τη θαλάσση, ήρχισε ν'
+απειθή εις τον πατέρα του, ενεργών τα ταξείδια αυτοβούλως χωρίς να γράφη
+καν εις τον καπετάν-Τσούρμαν τον Παπαργυρόν, χωρίς να δίδη λογαριασμούς.
+
+ — Μην ακούς τι λέει ο κόσμος! ετόλμα να δικαιολογή τον υιόν η
+φιλόστοργος μήτηρ.
+
+ — Εγώ δεν ακούω τι λέει ο κόσμος, γυναίκα, παρετήρει τότε ο γέρων, εν
+απαθεία. Εγώ βλέπω τι λένε τα κατάστιχά μου.
+
+Και όντως τα λόγια του κόσμου ήσαν πολύ σύμφωνα με τα κατάστιχα του
+καπετάν Τσούρμα του Παπαργυρού, του οποίου τα όμματα, κατακόκκινα από τα
+δάκρυα, είχον τρία έτη να ίδουν τας δύο σκούνας του, τας οποίας ηγάπα
+πλειότερον του υιού του πλέον, ως θυγατέρας τρυφεράς, τας οποίας απήγαγε
+δόλιος εραστής.
+
+ — Ούτε γράμμα, ούτε απολογία, λογάτε! εθρήνει κρυφά η μήτηρ.
+
+Τα μάτια του γέροντος έκαμαν γυαλιά να κυττάζουν το πέλαγος· νύκτας δε
+κατά σειράν πολλάκις εξημέρωνεν επί του εξώστου νήστις, άγρυπνος,
+αναμένων. Προς παν λευκόν ιστίον εξαιφνιάζετο, ως κοιμώμενος λαγωός, και
+προς πάσαν λέμβον, παραπλέουσαν υπό τον εξώστην, απέστελλε την ερώτησιν
+άνωθεν, παρακλητικώς:
+
+ — Μην είδατε της σκούναις μου;
+
+***
+
+Είχε τρεις ημέρας να φάγη και τρεις ημέρας να κοιμηθή, σωστό τριήμερο.
+
+Η όψις του είχε παραλλάξει· το βλέμμα του είχε θολώσει, ως βλέμμα
+απολέσαντος τον ύπνον. Κανένα δεν ήθελε να ίδη, προς ουδένα ήθελε να
+ομιλήση. Η σύζυγός του, περίλυπος, εκάθητο ένδον, εν τη αιθούση, έχουσα
+ημίκλειστον την θύραν του εξώστου και προσέχουσα πάντοτε τον
+μελαγχολικόν σύζυγόν της.
+
+ — Τι κακό που μ' ηύρε! Τι μεγάλο κακό!
+
+Είχον παρέλθει τα μεσάνυχτα· προ μικρού ελάλησεν ο πετεινός. Αίφνης ο
+καπετάν Τσούρμας ο Παπαργυρός εγείρεται αγριωπός, υψηλός, μεγαλόσωμος,
+ανατείνει τον βραχίονά του επιτακτικώς, βαστάζοντα εβεσμένον το
+τσιμπούκιον, και αίρων τα όμματα φλογερά προς τον μελανόν πόντον,
+κραυγάζει στεντορείως:
+
+ — Μόλα μπουρίνα, μωρέ σκυλί!
+
+Ενόμιζες πως ήθελε να πετάξη όλος εις το κενόν, ναύαρχος να ορμήση
+εναέριος, και να κεραυνώση τον πολέμιον, τέρας ουράνιον, σείων τας δύο
+χείρας του ως δύο πτέρυγας, και διαγράφων κύκλους ατάκτους εν τω κενώ με
+το μακρόν τσιμπούκι του· ως το εκτόρειον δόρυ, επί του εξώστου.
+
+Η σύζυγος εξετινάχθη έντρομος εις τα κάθισμά της, κ' έβλεπεν από την
+ημίκλειστον θύραν τον καπετάν Τσούρμαν τον Παπαργυρόν, υψηλότερον παρ'
+ό,τι ήτο, φοβερόν, θηριώδη, τιτάνα. Το βλέμμα του φωτιαίς πετούσε.
+Θαρρείς και ήτο επί της αιπεινής πρύμνης της μεγάλης του σκούνας, εν ώρα
+εσχάτη θυέλλης και καταποντισμού.
+
+ — Μόλα μπουρίνα, τίρα μόλα!
+
+Επαναλαμβάνει πάλιν ο καπετάν Τσούρμας ο Παπαργυρός. Και δευτέραν φοράν,
+αγριώτερον τώρα, ο αντίλαλος της σθεναράς φωνής του αντήχησε, θρηνωδώς
+πλήττων την κατέναντι ξηρόνησον, προς ην έβλεπεν ο γέρων. Από τους
+λευκούς βράχους ο αντίλαλος πάραυτα εκτιναχθείς, ως κρότος τηλεβόλου,
+προσέκρουσε κάτω, προς τας προκυμαίας και τας οικίας της παραλίας και
+επανελήφθη, κάτω βαθειά, ως διά βραχνής σάλπιγγος δαίμονος, εν τη σιωπή
+της νυκτός:
+
+ — Μόλα μπουρίνα, τίρα μόλα!
+
+Ο καπετάν Τσούρμας ο Παπαργυρός εν τω υπερβάλλοντι πόθω του να επανίδη
+τα πλοία του, εφαντάσθη ότι αυτά κατέπλεον, πλην εξ αβλεψίας, είτε του
+υιού του, είτε του πηδαλιούχου, επίστευσεν ότι εκινδύνευον, εν ώ
+εισήρχοντο εις τον λιμένα, να προσαράξουν προς τον απότομον βράχον του
+Μπουρτζίου, όπου βεβαίως θα συνετρίβοντο και τα δύο — θλιβερόν θέαμα — κ'
+εν τη εξεγερθείση τότε φαντασία του, έβαλε την άνω κραυγήν, επιτάσσων να
+τα γυρίσουν, διά ν' αποφύγωσι την σύγκρουσιν.
+
+Τη επαύριον διεδόθη εις το χωρίον, το οποίον έντρομον εξήγειρεν η βραχνή
+του γέροντος φωνή, ότι ο καπετάν Τσούρμας ο Παπαργυρός «τα έχασε!»
+
+***
+
+Και η φήμη αύτη η θλιβερά, επηλήθευσε μετ' ολίγον.
+
+Διότι, κατά σύμπτωσιν φοβεράν, την αυτήν ημέραν ήλθεν η είδησις ότι αι
+δύο εύμορφοι σκούναι του καπετάν Τσούρμα του Παπαργυρού, εν ώ,
+φορτωμέναι, εκ της Αζοφικής, έπλεον ομού προς την Μεσόγειον,
+συνεκρούσθησαν, εν νυκτερινή θυέλλη, παρά το αόρατον στόμιον του
+Βοσπόρου, τα Καβάκια, η μία κατά της άλλης, σύγκρουσιν απάνθρωπον, κ'
+εβυθίσθησαν και αι δύο, εξαφανισθείσαι εις την άβυσσον του σκληρού
+πόντου, ως εξαφανίζεται άχρηστον χαρτίον. Περί του υιού του ουδείς
+εγίνετο λόγος.
+
+Ο καπετάν-Τσούρμας ο Παπαργυρός έπαυσε πλέον να βλέπη προς το πέλαγος,
+από του οποίου ουδέν ανέμενε. Παρήτησε την κόμην του μακράν, κατάλευκον,
+και τον πώγωνα βαμβακερόν, ως του αγίου Νικολάου. Η μορφή του, η ανθηρά,
+εσκυθρώπασε και παρήκμασεν. Οι ώμοι του εκυρτώθησαν· και ως εκάθητο, επί
+του εξώστου, με το τσιμπούκι του το ηλέκτρινον, ωμοίαζεν ερημίτην, εν
+μέσω καπνών νεφελωτών, θρηνούντα του ανθρωπίνου βίου το πρόσκαιρον.
+
+Η δε γραία μήτηρ, η σύζυγός του, παρεξενεύετο ότι εν τη μεγίστη αυτού
+θλίψει ουδέποτε ωμίλησεν ο γέρων περί του αγνοουμένου υιού, όστις, ίσως,
+άκλαυτος ούτως, έγεινε βορά των ιχθύων.
+
+Ενίοτε έτρωγε και ενίοτε εκοιμάτο ο γέρων. Αλλά δεν ωμίλει ποτέ, βλέπων
+ως πρόβατον. Και μόνην ευχαρίστησιν ησθάνετο να διανέμη συνεχώς τα ψιχία
+του άρτου εις τους λαιμάργους κεφάλους, οίτινες ηθροίζοντο, κοπάδια-
+κοπάδια, κάτω από τον εξώστην.
+
+Με τον καιρόν, εξασθενήσας, κιτρινίσας, ζαρώσας, ωμοίαζε ναυαγισμένον
+και ξεπαγιασμένον ναύτην.
+
+Παρήλθον έτη και ουδεμία είδησις περί του υιού έφθασεν ύστερον από την
+μόνην είδησιν όπου έφερεν ο καπετάν Σκινάς ότι τον είδε τον υιόν του
+γέροντος εις το χιώτικο καφενείον του Γαλατά φουμάροντα ναργιλέ με Χίους
+πλοιάρχους φίλους του.
+
+Μίαν νύκτα του Μαΐου μαλακήν και ασέληνον, εζήτησε το πυροφάνιον ο
+πρεσβύτης.
+
+ — Πού θα πας; ηρώτησεν η τεθλιμμένη σύζυγος.
+
+ — Τώρα θα ιδής.
+
+Είπεν ο καπετάν-Τσούρμας ο Παπαργυρός, κ' εστερέωσεν αυτό αναμμένον επί
+των σιδηρών δρυφάκτων του εξώστου. Πάραυτα έλαμψεν ο πυθμήν κάτω και
+πέραν η εγγύς ακτή της ξηρονήσου, ης οι βράχοι μετεκινούντο, θαρρείς,
+εδώ κ' εκεί, ως φώκαι χορεύουσαι. Ήστραπτε και εγυάλιζεν η ομαλή της
+θαλάσσης επιφάνεια ως καθρέπτης. Και ανάψας ο γέρων το τσιμπούκι του και
+λαβών ψιχία ήρχισε να μοιράζη κάτω εις τους ιχθύς. Αλλ' οι ιχθύες
+εκοιμώντο. Η δε λάμψις του πυρσού εις μάτην ανεμόχλευε κάτω τον
+σκοτεινόν πυθμένα. Έβλεπε μόνον ο πρεσβύτης τα σαπφείρινα θαλάμια των
+μουγκρίων, και τας μόλις διακρινομένας φωλεάς του οκτάποδος. Αλλ' αίφνης
+το κατηφές πρόσωπόν του εστολίσθη μ' έν μειδίαμα γλυκύ και τρυφερόν ως
+στολίζεται η δύσις μ' έν χρυσούν συννεφάκι ως βέλο παρθενικής κόρης.
+
+Κινεί τα χείλη του ο λευκός γέρων θέλει να παραστήση της χαράς του το
+φάντασμα τούτο, πλην η φωνή του πιάνεται βαθειά εις τον λάρυγγα. Κύπτει
+προς τα έξω, στηρίζων το στήθος επί του σιδηρού δρυφάκτου, και βλέπει
+κάτω προς το βάθος του πυθμένος, έξαλλος, αγαλλόμενος. Ο πυθμήν
+κατηυγάζετο φαεινώς από της αφθόνου λάμψεως του αναμμένου πυρσού. Και
+μένει εν τη θέσει εκείνη ο γέρων, ακίνητος, αμίλητος, λάμπων από χαράν
+κρυφήν, βλέπων μετά πάθους κάτω, ως ει ήθελε να ροφήση σχεδόν το
+ανέκφραστον θέαμα. Η ηδονή της ψυχής του εκχύνεται όλη επί του πολιού
+του προσώπου, εφ' ου χαρμόσυνος προσπίπτει του πυροφανίου η φωτοβολή.
+Κινεί ολονέν τα χείλη του, μειδιά ηδέως, απολαυστικώς μειδιά, και τέλος
+μέσα εις το μειδίαμά του ψιθυρίζει με τόνον υπερβαλλούσης απόλαύσεως, ως
+να ευρίσκετο εν τω παραδείσω, λέξεις δύο ασυναρτήτους, λέξεις μυστικάς,
+πνιγομένας μέσα εις την ηδονήν και την χαράν. Κ' εντρυφά εις την
+χαρμόσυνον αυτήν φαντασίαν, σιωπών, ευφραινόμενος και τείνει να έλθη
+εγγύτερον προς το περιπόθητον και μυστικόν ίνδαλμά του, και προτείνει το
+πρεσβυτικόν στήθος του προς τα έξω, ακόμη περισσότερον, επιποθών, αν ήτο
+δυνατόν να μεγαλοποιήση τας χείρας του, όχι, να μεταμορφωθή εξαϋλούμενος
+εις ευώδη πνοήν αρωμάτων, και να φθάση, να περιβάλη, ως περιβάλλει ο
+ιερός λίβανος την αγίαν Τράπεζαν, το γλυκύ της χαράς του φάντασμα, το
+οποίον εκαμάρωνεν εις τον λαμπρόν πυθμένα κάτω, με τας απείρους του
+σαπφείου αποχρώσεις, απαλόν, θελκτικόν και πάγκαλον ως εξόπισθεν
+υελοφράκτου παραπετάσματος, ψυχή αγίου, επιστρέφουσα εις τον κόσμον.
+Τέλος κατορθώνει να κράξη:
+
+ — Η σκούναις μου, μωρέ γυναίκα! η σκούναις μου!
+
+Αλλ' εν τη τάσει εκείνη της κάμψεως του σώματός του, απεσπάσθη το
+σιδηρούν δρύφακτον του μαρμαρίνου εξώστου, όπερ καταπεσόν, παρέσυρε προς
+την θάλασσαν και τον καπετάν-Τσούρμαν τον Παπαργυρόν μετά δεινού των
+υδάτων πλαταγισμού.
+
+Η σύζυγος, ήτις παρεφύλαττεν ήδη εν τη αιθούση, είχε καταληφθή υπό του
+ύπνου, τόσας νύκτας πλέον αγρυπνούσα και πονούσα, αλλά προς την φωνήν
+του πρεσβύτου «η σκούναις μου» εξηγέρθη έντρομος και ονειρευομένη, ίσως,
+τον αγνοούμενον υιόν της, εξήλθεν εις τον εξώστην, ψιθυρίζουσα, ως
+ημικοιμωμένη:
+
+ — Παιδάκι μου, καλώς ήλθες!
+
+Αλλ' εκεί ανεμνήσθη αίφνης, ότι εκάθητο ο καπετάν Τσούρμας ο Παπαργυρός.
+Παρατηρεί, τρίβουσα τους οφθαλμούς, τρομασμένη, ως οι φεύγοντες από
+φοβεράς μάχης, και βλέπει την καταστροφήν του εξώστου. Το πυροφάνιον
+έλαμπεν ακόμη, εμπεπηγμένον εκεί, ως πυρσός τάφου, βοΐζον υποκώφως,
+αναρριπιζόμενον υπό ελαφράς του ανέμου πνοής, θεωρεί προς τα κάτω και
+προφθάνει να ίδη τα φως μόνον του τσιμπουκίου του βυθιζομένου συζύγου
+της, όπερ και αυτό, ευθύς εσβέσθη και συνεκαλύφθη υπό τους αφρούς της
+αναταραχθείσης θαλάσσης. Έβαλε κραυγήν γοεράν.
+
+Δύο δε αλιείς, εγγύς εκεί, γιαλεύοντες, με τα πυροφάνια, σπεύσαντες,
+εύρον εν τω πυθμένι νεκρόν τον καπετάν-Τσούρμαν τον Παπαργυρόν, πλην
+γλυκύν και γαλήνιον και μειδιώντα ακόμη, ως να εκοιμάτο, ονειρευόμενος
+τα ηδύτερα των ονείρων, ενώ οι κέφαλοι τον περιετριγύριζον, τον εφίλουν
+σχεδόν εις το γελαστόν πρόσωπον, ως ει ήθελον να ευχαριστήσωσιν αυτόν
+διά την τόσην προς αυτούς αγάπην του. Η δε ασημένια χρύσοφρυς δεν ήθελε
+να τον αποχωρισθή, τον αγαθόν πρεσβύτην, και παρηκολούθει μετά πόνου το
+πτώμα, ανασυρόμενον θλιβερώς υπό των δύο αλιέων, εν ώ ο πονηρός
+ερυθρίνος εχόρευεν από χαράν.
+
+***
+
+Παρήλθον έτη. Η καπετάνισσα, ήτις εφαίνετο ότι ποτέ της δεν θα γηράση,
+εγήρασε πλέον. Το τόσον κάλλος εκείνο, η δροσερά υγεία και ευώδης
+χαρμονή, συνεπτύχθησαν σπαρακτικώς και απωλέσθησαν μέσα εις ένα σακκί
+κόκκαλα. Το μέγαρον εθρήνει και αυτό την σκληράν χηρείαν. Ο απειθής
+εκείνος και άσωτος υιός, εις καμμίαν ίσως της φοβεράς Γαλλίας εσχατιάν,
+θα προσεπάθει να γεμίση την κοιλίαν του από των κερατίων αφ' ων ήσθιον
+οι χοίροι, ουδαμού ακουόμενος, ή ίσως και θα ετελείωσε τας ημέρας του
+εις τα παγερά της Μαρσίλιας σπιτάλια, αν δεν επνίγη τότε. Η καπετάνισσα
+εκείνη, η αρχόντισσα, επεινούσε πλέον, βλέπουσα με κεχηνός το στόμα
+φθειρομένην ματαίως την τόσην του μεγάρου πολυτέλειαν, τα οποίον
+εμαύρισεν από τον πόνον του, θαρρείς, και αυτό, της ασβεστοκονίας του
+αποτριβείσης από τον ήλιον και τας βροχάς. Ο εξώστης, ο μαρμάρινος,
+ουδέποτε επεσκευάσθη· σημείον εύγλωττον της δεινής συμφοράς. Οι υετοί
+ήρχισαν να παρασύρουν έν προς έν του αρχοντικού οίκου τα στολίσματα, τα
+οποία δεν αντικαθίσταντο καθώς τα φεύγοντα του ανθρώπου έτη, το κάλλος
+και η υγεία.
+
+Το μέγαρον εγήρασεν.
+
+Ένας σωρός και αυτό λίθων και πλίνθων και ξύλων.
+
+Ο βορράς εσύριζε τον χειμώνα, εισορμών βιαίως διά των θραυσθέντων
+παραθυροφύλλων. Τα γείσα τα εύμορφα, με την ροδίνην των μαρμαροκονίαν,
+που ήσαν ως να τα εφίλησαν αιθέριαι νύμφαι, ερράγησαν κ' έπεσαν, ως
+πίπτουν οι οδόντες γραίας· τα φατνώματα, τα χρυσά των αιθουσών εξέβαψαν
+και ετρίβησαν ως του λεπρού η αθλία κορυφή. Και όταν έβρεχεν, έτρεχεν
+από του μαρμαρίνου εξώστου ρεύμα ύδατος, εισρέον διά της μετακινηθείσης
+στέγης.
+
+Τότε έλαβον την άδειαν και εισώρμησαν εκεί τα φαντάσματα, ως ο λεγεών
+των δαιμονίων, τω καιρώ εκείνω, εις την αγέλην των χοίρων.
+
+Πού ετόλμα παιδίον να διέλθη προ του κατηραμένου τούτου μεγάρου, το
+οποίον ως κακός εφιάλτης, εβάρυνε επάνω εις την λευκήν πολίχνην.
+
+Κατά κακήν μου τύχην, εκείθεν διήρχετο η οδός, η άγουσα εις την οικίαν
+του μόνου του χωρίου ιατρού.
+
+Ήτο μεσάνυκτα. Η μητέρα μου έκειτο ασθενής και ώφειλον να μεταβώ εις τον
+ιατρόν.
+
+Αχ! φοβερά εκείνη η ώρα. Αισθάνομαι ακόμη παλλομένην την καρδίαν μου.
+Ολόκληρον νεκροκράββατον μακρύ, απαίσιον, εστολισμένον, με τα κηρία
+αναμμένα, με κατεδίωξε καταδίωξιν αποτρόπαιον και παράδοξον. Έτρεχον
+ασθμαίνων, ψιθυρίζων μυστικώς το «Πιστεύω». Όπισθέν μου ήκουον τους
+πενθίμους τριγμούς του διώκοντός με νεκροκραββάτου, ξηρούς, φοβερούς, ως
+τα κτυπήματα της σκαπάνης του νεκροθάπτου, κ' έβλεπον, χωρίς να στρέψω
+οπίσω, έβλεπον, ως να απέκτησα του Άργου τα όμματα, την πένθιμον εκείνην
+παράταξιν, με τους απαισίως φέγγοντας φανούς, καθώς φέγγουν την νύκτα τα
+φαναράκια επάνω εις τους τάφους του κοιμητηρίου του χωρίου.
+
+Και ότε πάλιν την μεγάλην Πέμπτην, με άλλους παίδας, επηδήσαμεν κρυφά,
+την νύκτα, εις την έρημον αυλήν του, να κόψωμεν δενδρολίβανα, διά τους
+Σταυρούς μας, που θα ετραγωδούσαμεν του «Χριστού τα πάθη», ένας αράπης —
+φευ του θεάματος! — υπέρμεγας, κατάμαυρος, με το τσιμπούκι του μακρόν,
+ως μακεδονικήν σάρισσαν, ολίγον έλειψε να θραύση τας κεφαλάς μας, αν δεν
+επρολαμβάνομεν ημείς να θραύσωμεν αυτάς, μόνοι μας, πηδήσαντες από του
+αυλογύρου, σύντρομοι.
+
+Και μίαν άλλην φοράν, ότε μετέβαινον μετά του μακαρίτου πατρός μου εις
+την αγρυπνίαν της Παναγίας — πάλιν εκείθεν διήρχετο η οδός — τον άφησα
+μισοστρατής και εγύρισα οπίσω, εις την οικίαν μας, ασθμαίνων,
+διωκόμενος. Αχ! μ' εκυνήγησεν ένα βωδάκι, μετά βίας και αγριότητος
+λύκου, μυκώμενον, κράζον, φωνάζον, κερατίζον την νύκτα. Ήμην πλέον εντός
+της αυλής μας, ότε έστρεψα να ίδω το βωδάκι, το άγριον, και βλέπω, αντ'
+αυτού, ίππον αφηνιασμένον, και έως ου, έντρομος ακόμη, κλείσω την θύραν,
+βλέπω και ο ίππος μετεμορφώθη εις μίαν υψηλήν και ξηραγκιανήν αραπίναν,
+ης η κεφαλή έφθανε την κορυφήν του γειτονικού κωδωνοστασίου του ναού,
+μέχρι του στήθους γυνή και το λοιπόν ξηρά λεύκη.
+
+Τα είδον όλα αυτά; Ουδέποτε. Τα είδον όμως άλλοι παίδες, οι οποίοι
+ωρκίζοντο «μα το ξο χλιαράκι», ότι τα είδον κ' εφαντάσθην κ' επίστευσα
+κ' εγώ ότι τα είδα.
+
+Το βέβαιον όμως είνε ότι πλούσιος ιδιοκτήτης, επιθυμών ν' αποκτήση το
+έρημον εκείνο μέγαρον, διότι πράγματι ήτο επί της ωραιοτέρας τοποθεσίας,
+αλλά, πλεονέκτης εις άκρον, ίνα το αγοράση «για ένα κομμάτι ψωμί»,
+διέδωκεν επιτηδείως τα περί των φαντασμάτων εις τον μικρότερον υιόν του,
+όστις εκοινολόγησεν, έπειτα, τας τρομεράς διηγήσεις προς άλλους παίδας,
+εις το σχολείον, και ούτως όλοι οι παίδες του χωρίου είχον ίδη πλέον «τα
+στοιχειά» του ερήμου εκείνου οίκου.
+
+Η καπετάνισσα κατ' αρχάς, ακούουσα ταύτα, ήρχισε να φοβήται και αυτή.
+Διότι περί το μεσονύκτιον την εξύπνα άλλοτε μεν φωνή αλώπεκος, άλλοτε
+λύκου ωρυγή, και άλλοτε χρεμετισμός ίππου. Και, όταν μίαν νύκτα ήθελε ν'
+αντλήση ύδωρ από την στέρναν, βροχή λίθων παρ' ολίγον να θραύση την
+κεφαλήν της. Την νύκτα δε της Πρωτομαγιάς, όλην την νύκτα, εις το επάνω
+πάτωμα, εχόρευον την «Καμάραν», τον εύμορφον αλυσιδωτόν χορόν, ελαφραί
+κόραι, πολλαί, πάμπολλαι. Ησθάνετο τους ελαφρούς των βηματισμούς,
+δειλούς, ως των πτηνών, και ήκουε την λεπτήν και γλυκείαν φωνίτσαν των,
+ως την ψελλίζουσαν του καλαμώνος αύραν.
+
+Αλλ' ο αείμνηστος αρχιεπίσκοπος της Χαλκίδος, ο Καλλίνικος, ο εξ Άνδρου,
+Καλλίνικος ο Καμπάνης ένας αρχαιοπρεπής και γλυκύτατος Δεσπότης, με τας
+ωραίας λάμψεις του βλέμματός του τας πατρικάς, και το μειδίαμα της
+πραότητος εις τα χείλη, όστις, μεγαλοπρεπής εις όλα, ήθελε και εις τα
+χωρία ακόμη να επιδεικνύη την αρχοντικήν του παράστασιν επιβάλλουσαν,
+συνήθιζε πάντοτε να καταλύη εν τω στοιχειωμένη τούτω μεγάρω, του οποίου
+δωμάτιά τινα, εν τω κάτω πατώματι, ήσαν κατοικήσιμα.
+
+Καθ' όλας εκείνας τας ημέρας τα στοιχειά εξηφανίζοντο. Όπερ ενεθάρρυνε
+την γραίαν κ' εξηκολούθει να κατοική μέχρις εσχάτων έν τινι μικρώ
+δωματίω, επί της αυλής, καίουσα άσβεστον την κανδήλαν ενώπιον δύο-τριών
+εικονισματίων και θυμιάζουσα συνεχώς. Επειδή δ' εθεώρει ως ύβριν κατά
+της ευσεβείας της και εμπαιγμόν καθ' εαυτής τας διαδόσεις εκείνας περί
+των φαντασμάτων, ωργίζετο και πικρώς ήλεγχε πάντα, τολμώντα να προσβάλη
+την ιερότητα του οίκου της, όστις εφιλοξενει κατ' έτος τον σεβασμιώτατον
+άγιον Χαλκίδος.
+
+Διά τούτο σκληρώς εξύβρισε και τον γερω-Μπαρέκον, ως είδομεν, όταν
+υπέδειξεν, ο ευλογημένος, την οικίαν της, ως στοιχειωμένην.
+
+Αφού δ' ο πλούσιος εκείνος ιδιοκτήτης δεν ηδυνήθη να γείνη κάτοχος του
+μεγάρου διά των περί φαντασμάτων εκείνων διαδόσεων, τελευταίον,
+εκλεχθείς δήμαρχος, απεφάσισε να επιτύχη την εκπλήρωσιν της επιθυμίας
+του, μεταρρυθμίζων το σχέδιον του χωρίου, διά νέας ρυμοτομίας, ελπίζων
+πάντοτε να συμπεριληφθή και το φθονούμενον μέγαρον εν τη μεταβολή ταύτη.
+Κ' ενώ εξ ενός απέστελλε τον μηχανικόν, ίνα χαράξη μαύρον σταυρόν επί
+του τοίχου του μεγάρου, εξ άλλου, κρυφά, εψιθύριζεν εις το ους της
+γραίας:
+
+ — Το δίνεις τριάντα κατοστάρικα;
+
+(Κ' εστοίχισε δεκαπέντε χιλ. δραχμών!)
+
+ — Πας 'στον παππού μ!
+
+Ηγρίευσεν η γραία.
+
+ — Θα σου το πάρη το σχέδιο!
+
+Ηπείλησεν ο δήμαρχος.
+
+ — Το κεφάλι σου να πάρη το σχέδιο! Το σπίτι είνε του παιδιού μου!
+
+Διά των απαντήσεων τούτων εσώθη η γραία από τας παρακλητικάς απειλάς του
+δημάρχου. Από δε του μηχανικού εσώθη, ισταμένη εις την θύραν, με μίαν
+σιδηράν ράβδον, και απειλούσα να θραύση την χείρα παντός, όστις θα ήθελε
+να χαράξη μαύρον σταυρόν επί του οίκου της.
+
+ — Ας κουρεύεται! είπεν επί τέλους ο δήμαρχος εις τον μηχανικόν, ιδών
+ότι η γραία καπετάνισσα δεν ωμοίαζε διόλου προς την επί Ευδοξίας χήραν
+με την άμπελον.
+
+***
+
+Ούτως η φιλόστοργος μήτηρ υπέμεινε βλέπουσα ολονέν κατερειπούμενον το
+μέγαρον, με την ελπίδα την απροσμάχητον ότι θα επανήρχετο μίαν ημέραν ο
+υιός της. Τα καταρριπτόμενα υπό του χρόνου, ξύλα, και πλίνθους και
+σανίδας, εσώρευεν επί της αυλής, να έλθη να τα εύρη ο υιός της, ίσως και
+όλον τον οίκον, σωρόν ερειπίων, και επ' αυτού την γραίαν μητέρα του, ως
+γλαύκα, θρηνούσαν επάνω εις τάφον. Ούτως εσκέπτετο.
+
+Κάθε οκτώ, την αυγήν, βαθειά, μέσα εις τον ύπνον της, ήκουε τους κρότους
+της μηχανής του ατμοπλοίου, όπερ προ της οικίας της παρέπλεε, κ'
+εξήρχετο επί του σεσαθρωμένου και ημικρημνισμένου εξώστου, θεωρούσα τους
+επιβαίνοντας και αναζητούσα τον υιόν της, μαύρη, μικρά, συμμαζευμένη ως
+ηπλωμένον ράκος δακρύβρεκτον να στεγνώση.
+
+Εις το ταχυδρομείον εξημέρωνε αυτή πρώτη απ' έξω.
+
+Άν ποτε εισέπλεε καμμία σκούνα με τους ιστούς της υψηλούς, με τα ιστία
+κατάλευκα, με την σημαίαν κυματίζουσαν, την εκαμάρωνεν ως του υιού της
+την σκούνα.
+
+ — Ας ήρχετο έτσι δα, και ας πέθαινα, Παναγία μου!
+
+Έκαμνε τον σταυρόν της.
+
+Πρωί και βράδυ εκολλούσεν ένα κεράκι προ της εικόνος του τιμίου
+Προδρόμου, εν τω όρθρω και τω εσπερινώ. Γιαννάκην έλεγαν τον υιόν της.
+
+Ήθελε να πηγαίνη και εις την πανήγυριν του αγίου Ιωάννου, έξω εις την
+ερημικήν εκκλησίαν του, εις το Κάστρο, αλλ' η καρδιά της δεν αντείχε να
+βλέπη την χαράν και φαιδρότητα των πανηγυριζόντων. Ουδ' εβάστα πλέον η
+ψυχή της ν' αντικρύζη την θέσιν, όπου άλλοτε, με το παιδάκι της
+κατεσκήνωσεν, εν τη εορτή, όπισθεν ενός χλοερού σχοίνου, μεγάλου,
+δενδροειδούς, σχηματίζοντος υπήνεμον σπηλαιάν. Παρέκει, υπό άλλον
+σχοίνον, εδειπνούσαν άλλοι, και υπό την αγριελαίαν εκείνην, την
+παμμεγίστην, έστρωσαν τα κυλίμια των πέντε όλαι φιλικαί οικογένειαι. Και
+παρακάτω εις τα ερείπια παλαιού οικίσκου παρεσκεύαζον το δείπνον των
+άλλοι, και εις τα πεζούλια του προαυλίου του ναού κατά γραμμήν, ως
+κορώναι, εσιωπούσαν, νήστεις, μαύραι χήραι, αναμένουσαι ν' αρχίση η
+αγρυπνία της εορτής, ενώ ο μπάρμπα-Δημητρός, ζωηρός τότε και εύθυμος
+πάντοτε, ενώπιον ενός παμμεγίστου ανοικτού φλάσκου ήρχισε να ψάλη «τ'
+ανοιξαντάρια» προ του «ευλογητού» ακόμη. Και κάτω εις τα χαμόκλαδα, και
+επάνω εις τας φασκομηλέας άλλαι οικογένειαι, και νύμφαι με τα νυμφικά
+των, και μνηστευμέναι με τα λευκά των, και κόσμος προσκυνητών πέραν και
+από το βουνόν με φανάρια κατήρχοντο, ποιμένες, βραδύναντες, και η κυρά-
+Ασημίτσα, κομίζουσα τους πέντε άρτους εις μίαν βαθείαν κόφαν. Και φωναί,
+και αναζητήσεις και ανακραυγαί και εκπλήξεις και ευχαί και προπόσεις,
+και άσματα και ψαλμωδίαι και βόμβος ως από μυριάδων κυψελών, εκεί εις
+τους σχοίνους, και σμήνη παιδίων, τα οποία εν αλαλαγμώ με τα κηρία
+αναμμένα, έτρεχον εις του Χαιρημωνά να υδρευθώσιν, εν ώ ο Παπα-Μακάριος,
+κατακόκκινος από την κούρασιν — τις οίδεν — έγραφε τα ονόματα έχων
+χαρτίον επί του γόνατος, καθήμενος επί της φλοιάς του ναΐσκου, όστις
+εφεγγοβόλει από την λάμψιν των λαμπάδων και των κηρίων — τον χρόνον μίαν
+φοράν ο καϊμένος — .
+
+Τι έχασε να το εύρη αυτή εις την χαράν εκείνην της εορτής;
+
+Πώς να υπάγη και να μη βλέπη τον υιόν της, τον οποίον τώρα θα εκαμάρωνε
+γαμβρόν περιζήτητον;
+
+Ελιποθύμησεν οπίσω από μίαν κομαριάν, ότε διέπραξε το αλησμόνητον σφάλμα
+να μεταβή. Νεανίσκος τις, εκ των νησιωτών, με το καπέλλο του στραβά, με
+το μεταξωτό ζωνάρι, μ' ένα μανδήλι αλεξανδρινόν επί του λαιμού, ωμοίαζε
+καταπληκτικώς προς τον υιόν της, τον αγνοούμενον. Ήτο αρραβωνισμένος κ'
+εκάθητο παρά τους πόδας της μνηστής του, ως ο Αμλέτος ο δύσερως. Ιδούσα
+η χήρα καπετάνισσα την ποθεινήν εκείνην του ονείρου της εικόνα
+ηλλοφρόνησε. Της εφάνη ότι είδεν εκεί και τον καπετάν-Τσούρμαν τον
+Παπαργυρόν γελαστόν, φαιδρόν, καπνίζοντα το τσιμπούκι του, γυρμένον εις
+ένα παχύν κλώνον του σχοίνου. Η αιφνιδία χαρά του φαντάσματός της έπληξε
+την πονεμένην καρδίαν της κ' έπεσε λιπόθυμος η γραία, την στιγμήν, καθ'
+ην κραυγάζουσα: «παιδάκι μου!» ενηγκαλίσθη ένα ξηρόν ελαίας κορμόν, προ
+των ποδών της. Ευτυχώς ο γέρω-Μπαρέκος, όστις είχε τάμα να πηγαίνη
+πάντοτε εις την πανήγυριν του Προδρόμου, την επρόφθασεν από πίσω από την
+κομαριάν, όπου επήγαινε να κρύψη μίαν προσφοράν που του έδωσεν ο παπα-
+Μακάριος, ανταλλάξας αυτήν με μίαν μιζίθραν, και μίαν τσότραν γεμάτην,
+την οποίαν, ως έλεγεν, εύρεν εις τον δρόμον αδέσποτον.
+
+Εις τον παπα-Μακάριον μόνον έλεγε: Τον Γιαννάκη μου, παπά, μη ξεχάσης!
+
+Αλλ' όταν μίαν φοράν, ο ιερεύς ηρώτησε: 'Σ τα ζωντανά ή 'ς τα πεθαμένα;
+Εφάνη εις την δυστυχή χήραν ως προσβολή, και έκτοτε δεν του ξαναείπε
+τίποτε.
+
+Τα τελευταία έτη η δυστυχία την είχε παρά πολύ καταβάλει την γηραιάν
+καπετάνισσαν. Επ' εσχάτων έπεσαν και τα πάκια της, την ημέραν που έπεσε
+και μια μεγάλη δοκός από του γηραιού ερειπίου, και δεν ημπορούσε πλέον
+να σκύψη παντελώς. Κ' έβλεπεν εις τους αγρούς τα λάχανα λοχερά-λοχερά κ'
+ελάγκευεν η καρδιά της.
+
+ — Το δίνεις πέντε κατοστάρικα;
+
+Ετόλμησε να της είπη τας ημέρας εκείνας ο πλούσιος ιδιοκτήτης, ότε την
+είδε μίαν ημέραν, εις το πηγάδι.
+
+Η γραία δεν ωργίσθη, ως άλλοτε. Μόνον ήγειρε θλιβερώς την κεφαλήν της,
+εκύτταξε τον πλούσιον, φοβερόν ως τον πλεονέκτην, εκύτταξε και τον
+ουρανόν, βαρύν, ως μολύβδινον, κ' εσπόγγισε τα όμματά της, ψιθυρίσασα ως
+παραπονουμένη κατά του αγνώστου:
+
+ — Κοτζάμ-Παλάτι!
+
+Και υψώσασα την σκελετώδη χείρα της, τρέμουσαν, επέδειξεν εκείθεν τον
+μαύρον όγκον του μεγάρου της, βαρύν κ' επαχθή βράχον επάνω εις το στήθος
+της, κινδυνεύοντα να μεταβληθή εις φοβεράν επιτάφιον πλάκα.
+
+***
+
+Ήτο παραμονή των Χριστουγέννων. Εξημέρωνεν η πλέον μεγάλη εορτή της
+εκκλησίας και η πλέον μεγάλη χαρά της οικογενείας. Είνε η μόνη
+πανήγυρις, η οποία απαιτεί τουλάχιστον δύο χριστιανούς εις πανηγυρισμόν
+της, κατά το «όπου εισί δύο ή τρεις . . . » του Ευαγγελίου. Ο μόνος,
+είνε θλιβερόν θέαμα εν τοιαύτη ημέρα. Την ψυχήν του Χριστιανού
+καταπλημμυρούσι, την νύκτα ταύτην την ιεράν, όλα τα περιπαθή επεισόδια
+του υπερφυούς μυστηρίου της θείας ενανθρωπήσεως, άγια, θερμά, μαλακά, ως
+οι άπτιλοι νεοσσοί εν τη αχυροπλόκω φωλεά, γεννώντα υπερβάλλουσαν χαράν,
+ήτις ανάγκη να εκδηλωθή υπό την μορφήν αγάπης, ελπίδος, και πίστεως, επί
+των οποίων ως επί χρυσού τρίποδος στηρίζεται ο οικογενειακός βίος. Οι
+δύο είνε εικών της ζωής, ο είς εικών του θανάτου . . .
+
+Διά τούτο η γραία καπετάνισσα την παραμονήν, απεμακρύνετο από το χωρίον,
+ως το έμβλημα του αφορισμού και της ερημώσεως.
+
+Με ποίους οφθαλμούς θα έβλεπεν αυτή — Στοιχειό επί Στοιχειωμένου οίκου —
+την χαρμόσυνον ετοιμασίαν των ευλογημένων οικογενειών; Τας μητέρας να
+ξεσκονίζουν, τας νέας να ζυμώνουν, τους φούρνους να μοσχοβολούν, και
+τους ευδαίμονας πατέρας ν' αναπαύωνται παρά την εστίαν;
+
+Κουτσώντας-κουτσώντας επήρε τα ματάκια της, κλαμμένα, και απήλθε ν'
+ανάψη τα κανδήλια του αγίου Κωνσταντίνου.
+
+Ένα κοριτσάκι, θυγάτηρ του αρχαίου λοστρόμου των, την συνώδευσε.
+
+Τρεις ώρας έκαμαν ν' αναβώσι τον υψηλόν λόφον. Η ημέρα ήτο ωραία. Αι
+μύρτοι εβόιζον από τα πλήθος του καρπού, τα λάχανα εχλόαζον εις τας
+πρασιάς, και οι σπαρέντες αγροί ήρχισαν να στρώνωνται με τον
+καταπράσινον τάπητα αυτών, τον οποίον η φύσις υφαίνει, πάντοτε τον μήνα
+τούτον, αψηφούσα τον παγετόν και τα βάσανα του χειμώνος, τα φοβερά. Επί
+των ελαιοδένδρων διά μέσου των φύλλων εγυάλιζεν ακόμη καμμία ελαία, ως
+οφθαλμός κατάμαυρος κατασκόπου.
+
+Εις το Κακόρεμα, μίαν βαθείαν και σκοτεινήν κοιλάδα, ο γέρω-Μπαρέκος,
+φέρων σάκκον μέγαν, επλήρου αυτόν, μετά προφυλάξεως υπόπτου, εκ μεγάλων
+κλάδων ελαιών, μετά του καρπού αποσπασθέντων, αναιβασμένος επάνω εις
+μίαν παμπάλαιον ελαίαν, ως αλώπηξ πεινώσα.
+
+ — Κάνα-δυο φουντίτσες για τα παληοκάτσικα!
+
+Διέκοψε την σιωπήν των γυναικών, χωρίς να τον ερωτήσωσιν αύται. Ουδέ τον
+είδον καν, πού ήτο τρυπωμένος.
+
+Έφθασαν εις το ερημοκκλήσιον.
+
+Επί της κορυφής του υψηλού αυτού λόφου, εν μέσω πυκνής συστάδος αγρίων
+δρυών, ως φωλίτσα πτηνού, αόρατον, κρυφόν, ελεύκαζε το εκκλησίδιον, ως
+λευκάζει η πρώτη λάμψις της αυγής εις το βάθος της νυκτός. Χαμηλή,
+μονόφυλλος θύρα, εφώτιζεν αυτόν. Απ' έξω υπήρχε πεζούλιον, προς
+ανάπαυσιν, αλλά διά να ξεκουρασθή κανείς από της επιπόνου οδοιπορίας
+καθήμενος εκεί, έπρεπε να ζητήση την άδειαν από τον Γέρω-Βοριά, όστις με
+αγρίους σφυριγμούς, απεδίωκε τους ξένους.
+
+Αι γυναίκες ήνοιξαν και εισήλθον. Σκότος βαθύ και σιωπή. Ένας
+υπερμεγέθης, ως γαλή, ποντικός, μία παμπόνηρος νυφίτσα έφευγε προς την
+φωλεάν σύρουσα μεθ' εαυτής και ένα φανόν από τα κανδήλια, τα οποία ήσαν
+εσβεσμένα· και μία κέραμος με σβυστούς άνθρακας εχρησίμευεν ως
+θυμιατήριον.
+
+Η νεάνις μετ' ολίγον, τακτοποιήσασα πάντα, ήναψε τας κανδήλας, η γραία
+έρριψε θυμίαμα επί του προχείρου εκείνου θυμιατού, ήναψε τα κηρία οπού
+έφερε μαζί της, και προσηύχετο ενώπιον της εικόνος του Χριστού,
+παραπονουμένη μετά δειλίας πενθίμου:
+
+ — Για πέντε συχνάτσες!
+
+Ποία μεταβολή επήλθεν εις τας ιδέας της; Συνεζήτει τάχα, καθ' εαυτήν,
+την πώλησιν του ερειπίου, αυτή η οποία, άλλοτε, προς πάσαν πρότασιν,
+απήντα μετ' αποφάσεως: «Είνε του παιδιού μου;»
+
+Ενίοτε μάλιστα προέβαινε περαιτέρω: Όχι μόνον δεν σου το πωλώ, απήντησε
+μίαν ημέραν προς τον πλούσιον, αλλά, και αφού πεθάνω, θ' αφήσω διαθήκη,
+να χαλάσουν τον βράχο, με τα φουρνέλλα, νάμβη η θάλασσα 'ς το σπιτότοπο,
+ν' αράζουν οι βάρκαις!»
+
+Εθόλωσεν ο ναΐσκος από την ευωδίαν του θυμιάματος. Αι εικόνες έλαμπον
+προ των αναφθέντων κηρίων, και τα εζωγραφημένα πρόσωπα των αγίων
+εμειδίων, θαρρείς, εξ ευχαριστήσεως.
+
+Προσηυχήθησαν ακόμη. Η νεάνις εκόλλησε και μίαν πεντάραν εις την εικόνα
+του αγίου και ο άγιος την εδέχθη. Ησπάσθησαν τας εικόνας, έρριψαν και
+άλλο έλαιον εις τας κανδήλας «να ξενυκτίσουν», τόσον δε πολύ ώστε
+εξεχείλισαν, και εχύνετο κάτω εις της πλάκες, κ' εξήρχοντο.
+
+ — Κ' εκεί οπού εξήρχετο η γραία — η νεάνις είχεν ήδη εξέλθει — ακούει
+βοήν, ως φωνήν ανθρώπου κεκρυμμένου εις βάθος.
+
+ — Να φύγης από τα σπίτι γλήγορα.
+
+Η γραία κατ' αρχάς ενόμισεν ότι έτριξεν η μονόφυλλος παμπάλαιος θύρα,
+κλεισμένη, αλλ' η βοή επανελήφθη ευθύς:
+
+ — Να φύγης από το σπίτι γλήγορα!
+
+Η γραία άφησε την θύραν ανοικτήν πάραυτα, και απεσύρθη κάτωχρος,
+τρέμουσα, παραπαίουσα.
+
+ — Τι έπαθες, μαννού;
+
+Ηρώτησεν η νεάνις, στηρίξασα την κλονιζομένην γραίαν. Και έως ου δυνηθή
+ν' αρθρώση την απάντησίν της η γραία, ηκούσθη το τρίτον η βοή ως εξ
+αποστάσεως:
+
+ — Να φύγης από το σπίτι γλήγορα!
+
+ — Παναγία μου! εψιθύρισε κατακίτρινος η νεάνις. Και έκαμε τον σταυρόν
+της.
+
+ — Πάμε, παιδί μου, πάμε, είπεν η γραία, συγκρούουσα τους οδόντας της ως
+εν πυρετώ.
+
+Και κατήρχοντο από του λόφου, σιωπηλαί, ως κατάδικοι αγόμενοι εις την
+αγχόνην, εν ώ ο γερω-Μπαρέκος, εξελθών από του ναΐσκου, έκλεισεν ήσυχα-
+ήσυχα, ως νοικοκύρης, την μονόφυλλον αυτού θύραν και στερεώσας αυτήν διά
+του λαδωμένου σχοινίου εψιθύρισεν:
+
+ — Τώρα η καπετάνισσα εάν θέλη, ας μη πωλήση το σπίτι της εις τον κυρ-
+δήμαρχον.
+
+Παρακάτω εις την βρύσιν, την πεντάκρουνον, του Προφήτου Ηλιού, εκάθησαν
+αι γυναίκες ν' αναπνεύσουν. Έπιον διαυγές ύδωρ από της αφθόνου πηγής και
+ανέκτησαν το θάρρος των ολίγον και τα χρώμα των. Ήτο ωραίον εκείθεν τα
+εξαπλούμενον έξοχον θαλασσινόν πανόραμα. Ολόκληρος η γαλανή Εύβοια με
+την χιονισμένην της Δίρφυν, αυγόν, κατάλευκον η απότομος γραμμή των
+βουνών της Κύμης· πέραν η σκιά της ερημικής Σκύρου· κ' εγγύτερον από τον
+άλλον λόφον, οι λάμποντες οικίσκοι της Γλώσσης ως λατομείου χαράδραι,
+ωραίου χωρίου της Σκοπέλου, οπόθεν προέρχονται τα καθ' αυτό Σκοπελίτικα
+αχλάδια.
+
+Και είπεν η γραία προς την νεάνιδα, μη δυναμένη ακόμη ν' αποσπάση τον
+νουν της από την προ μικρού συμβάσαν φοβεράν σκηνήν:
+
+ — Πώς να το δώσω, κορίτσι μου, αφού δεν είνε δικό μου; Είνε του παιδιού
+μου. Κάθε βράδυ το γλέπω ς' τον ύπνο μου και μου λέει: θαρθώ μάννα!
+θαρθώ μάννα! Ψες τα βράδυ το είδα πάλι. Είνε μικρό-μικρό, ως οχτώ
+χρονών. Με τον φύλακα ς' τον ώμο, με το καλαμάρι 'ς το ένα χέρι, και μ'
+ένα κομμάτι ψωμί 'ς το άλλο· και μου λέει: θαρθώ μάννα, θαρθώ μάννα! Κ'
+εκεί το χάνω και ξυπνώ.
+
+Και ήρχισε να κλαίη η γραία. Και πάλιν εψιθύρισε: Τ' αυτιά μ' κάμανε.
+Δεν ήταν τίποτε.
+
+Η νεάνις έβλεπε προς την ευρείαν κυανήν θάλασσαν, αφαιρεθείσα εις μίαν
+σκούναν η οποία με όλα τα πανιά, επλησίαζε προς τον λιμένα, κατάπριμα.
+
+ — Μαννού, κύτταξε εκείνο το καράβι!
+
+Διέκοψε την σιωπήν η νεάνις.
+
+Αλλ' η γραία, βυθισμένη εις τας φοβέρας της σκέψεις, δεν ήκουσε.
+
+Και η σκούνα εχάθη οπίσω από τα ερημόνησα του λιμένος.
+
+ — Πάμε, παιδί μου, είπε τέλος η γραία, εγερθείσα και πλύνασα μίαν φοράν
+ακόμη το πρόσωπόν της, τα οποίον ήδη επανέκτησεν ολοτελώς πλέον την
+προτέραν του χροιάν. Και πιούσα ύδωρ κατά κόρον ως διψασμένη, — αχ!
+πόσην δίψαν γεννά της ψυχής ο πυρετός! — ανεστέναξεν εκ βάθους και είπεν
+ως να ωμίλουν τα σπλάγχνα της:
+
+ — Ό,τι κι' αν είνε, δεν το δίνω το σπίτι.
+
+Κατά την επιστροφήν των ουδένα συνήντησαν. Εις το Κακόρεμα τας εύρεν η
+νυξ, οπόθεν διερχόμεναι, είδον ονάριον φορτωμένον, και τον γέρω-
+Μπαρέκον, οδηγούντα αυτό εκ των όπισθεν, όστις χωρίς πάλιν να ερωτηθή
+είπεν:
+
+ — Ολίγο άλεσμα πήρα από τον μύλο!
+
+Ο πονηρός ποιμήν δύο εργασίας έκαμεν εκείνην την ημέραν. Επιτυχών
+ερημίαν — Παραμονή, και οι χριστιανοί δεν εργάζονται — εσύναξεν αρκετούς
+κλάδους ελαιών διά το ποίμνιόν του, τους οποίους, φορτώσας, μετεκόμιζεν
+εις την ποίμνην του, και κατά παραγγελίαν του πλουσίου ιδιοκτήτου, — με
+το αζημίωτόν του, εννοείται — ηθέλησε να φοβίση την γραίαν καπετάνισσαν,
+ίνα πωλήση πλέον τον οίκον της. Διά την τρίτην εργασίαν εψεύδετο, ίνα μη
+απολέση την ημέραν.
+
+Ότε εισήλθεν εις την κωμόπολιν, ήτο βαθεία νυξ. Η γραία επίτηδες
+παρέτεινε την οδοιπορίαν, ίνα μη ακούση μηδέ το άσμα των Χριστουγέννων.
+Της έκαμνε κακό. Εισήλθεν εις τας στενωπούς. Όλαι ήσαν έρημοι και
+σιωπηλαί.
+
+Ούτε το πανηγυρικόν άσμα ηκούετο πουθενά πλέον, αλλ' ουδ' έλαμπε φως εις
+κανέν παράθυρον.
+
+Μετ' ολίγον η γραία ήρχισε παραδόξως να επιβραδύνη έτι μάλλον. Ήρχισε να
+τρέμη.
+
+ — Τι έχεις, μαννού;
+
+Ηρώτησεν η νεάνις.
+
+ — Θαρθώ ς' το σπίτι σας, παιδί μου! Φοβούμαι!
+
+Εν τη θορυβημένη ψυχή της ανεκυκλείτο η τρομακτική σκηνή του ναΐσκου.
+Και να μη πιστεύη κανείς με το στόμα, εν τη ψυχή πάντοτε φοβείται εις
+τοιαύτας περιστάσεις.
+
+Αλλ' αίφνης προχωρήσασα μικράν ακόμη εγείρει τους οφθαλμούς της και
+θεωρεί το φοβερόν και παντέρημον ερείπιόν της, κατάφωτον, απαστράπτον,
+φωταγωγούν τον λιμένα ολόκληρον.
+
+Το δέος καταλαμβάνει αυτήν πλέον πραγματικώς.
+
+Ίσταται αποτόμως και τρίβει τους οφθαλμούς της.
+
+ — Τα μάτια μ' κάνουν έτσ';
+
+ — Τι είνε, μαννού; ερωτά η νεάνις.
+
+Και διά νεύματος οδηγουμένη παρά της γραίας, τρεμούσης, θεωρεί και αυτή
+το ερείπιον φωταγωγημένον.
+
+Και αι δύο γυναίκες σταυροκοπούνται επανειλημμένως.
+
+ — Τα φαντάσματα, μαννού, τα φαντάσματα, κράζει έντρομος η νεάνις.
+
+ — Τάκουα παιδί μ', μα πρώτη φορά τα βλέπω. Είχε δίκαιο ο άγιος που μου
+το είπε σήμερα. Πάμε στο σπίτι σας.
+
+Τα γόνατά των τρέμουν καμπτόμενα. Μόλις δύνανται να εξακολουθήσωσι την
+πορείαν. Προχωρούσι προς την οικίαν της νεάνιδος, εγγύς του
+στοιχειωμένου μεγάρου, και μετά δέους, κρυφά-κρυφά, ρίπτουν τα όμματά
+των προς τον όγκον εκείνον, όστις εξηκολούθει να φωτίζεται εν
+υπερβαλλούση λαμπρότητι. Και συγχρόνως ακούονται γέλωτες χαράς κ'
+ευφροσύνης, ως γάμου βοή. Ίστανται και ακροώνται:
+
+ _Χριστός γεννάται σήμερον
+ εν Βηθλεέμ τη πόλει,
+ οι ουρανοί αγάλλονται
+ χαίρει η κτίσις όλη . . . __
+
+Ψάλλει χορός παιδιών καλλίφωνος εν τω φωτισμένω μεγάρω και όργανα πολλά
+συνοδεύουν τα άσμα. Σκιαί φαίνονται κινούμεναι εν αυτώ και φωναί
+αγαλλιάσεως ασυνάρτητοι, ως είνε αι φωναί της αληθούς χαράς, εξέρχονται
+ολονέν από των χαλασμένων παραθύρων. Δίπλα δε, παρά τον ημικρημνισμένον
+μαρμάρινον εξώστην ένα ζεύγος υψηλών ιστών κινείται κυματοειδώς,
+συμφώνως προς της θαλάσσης τους κυματισμούς. Το δέος της γραίας
+υπεραυξάνει τότε. Αναπαρίσταται ενώπιον των οφθαλμών της πραγματική η
+ανύπαρκτος πλέον ευτυχία της. Και σπεύδει προς τον οικίσκον της
+νεάνιδος, ήτις ρίψασα τελευταίον έμφοβον βλέμμα προς το κατάφωτον
+μέγαρον ψιθυρίζει κάτωχρος:
+
+ — Πω! πω! φαντάσματα και κακό!
+
+Και εκεί που ήτο έτοιμος η γραία να εισέλθη εις τον γειτονικόν οίκον, νά
+ο γέρω-Μπαρέκος, όστις ασθμαίνων, κάθιδρως σχεδόν, εμφανίζεται,
+κραυγάζων μακρόθεν:
+
+ — Κυρά καπετάνισσα! Καλώς τα δεχθήκατε! και μετ' ολίγον προσθέτει
+γελών:
+
+ — Τα φαντάσματα!
+
+Κ έδειξε το μέγαρον, του οποίου έφεγγον πάντοτε λαμπρώς τα κρημνισμένα
+παράθυρα.
+
+Η γραία εντροπιασμένη, φοβισμένη δι' όσα έβλεπε και δι' όσα ήκουσε,
+χωρίς ν' απαντήση εις τον ποιμένα, καλόν ή κακόν λόγον, εισήρχετο, εν ώ
+ο γέρω-Μπαρέκος εμποδίζει αυτήν, προσθέτων:
+
+ — Τα φαντάσματα!
+
+Κ' εξακολουθεί:
+
+ — Καλώς τον δέχθηκες τον καπετάνιο σου, ίδιος ο μακαρίτης είνε ο
+Παπαργυρός. Ήλθεν ο γυιός σου ο ναυαγισμένος, ύστερα από τόσα χρόνια!
+
+Η γραία ίστατο άφωνος ως ανδριάς. Ο δε ποιμήν εξηκολούθει:
+
+ — Με μίαν σκούνα, με μια έμορφη γυναίκα εγγλέζα, ξανθή και ροδοκόκκινη,
+— σπηκ ίγγλισσ; — παρενέβαλε σαρκάζων ο ποιμήν — με δύο παιδάκια — να
+του ζήσουν — ένα αγοράκι και ένα κοριτσάκι — ζευγαράκι — δεν σου
+μοιάζουν διόλου, — ροδοκόκκινα και ξανθά. Καλώς τα δέχθηκες τα
+φαντάσματα, ήλθα ξαργού, να σου το πω και να πάρω τα συχαρίκια, μη τύχη
+και φοβηθήτε πάλιν.
+
+Παρ' ολίγον να προδοθή ο πονηρός, διά το προηγηθέν επεισόδιον του
+ναΐσκου, διά τούτο εις το _πάλιν_ εδάγκασε την γλώσσαν του.
+
+Τωόντι. Η σκούνα, την οποίαν εις το βουνόν είχε παρατηρήσει η συνοδός
+της γραίας, είχε καταπλεύσει, κυβερνωμένη υπό του αγνοουμένου υιού του
+μακαρίτου καπετάν-Τσούρμα-Παπαργυρού και ηγκυροβόλησε κάτω από το
+μέγαρον.
+
+Ο γέρω-Μπαρέκος, κατελθών να λάβη την υπεσχημένην αμοιβήν διά το εν τω
+ναΐσκω κατόρθωμά του, ήκουσε παραδόξως παρά του πλουσίου ιδιοκτήτου ότι
+δεν έχει να τω δώση τίποτε, διότι αν και το σχέδιον του ποιμένος
+επέτυχε, το ιδικόν του όμως είχεν αποτύχει τέλεον, διότι κατέπλευσε
+πλέον ο υιός του καπετάν-Τσούρμα του Παπαργυρού, εις ον ανήκεν ο
+περιζήτητος οίκος, και κατέπλευσε με περιουσίαν κινητήν και ακίνητον,
+και ήτο αδύνατον πλέον να πωλήση η μήτηρ το μέγαρον.
+
+Ο γέρω-Μπαρέκος διεμαρτυρήθη και απήτησε την αμοιβήν του. «Δεν σε
+δούλεψα, βρε αδερφέ!» έλεγε προς τον αποστείλαντα αυτόν. Αλλ' αποτυχών,
+με όλας τας διαμαρτυρίας του, απειληθείς και με φυλάκισιν — διότι ο
+απαιτητής του μεγάρου ήτο και δήμαρχος, έσπευσε να συναντήση την γραίαν
+και λάβη παρ' αυτής τουλάχιστον το εθιζόμενον δώρον της καλής ειδήσεως —
+τα συχαρίκια — γνωρίζων ότι αύτη, σιγά-σιγά, ως εβάδιζε, θα ήτο ακόμη
+καθ' οδόν. Διά τούτο εφρόντισε με όλην την ησυχίαν του και συνέλεξεν
+ικανάς πληροφορίας περί του καταφθάσαντος πλοιάρχου, όσας ημπόρεσεν.
+
+Αλλ' η γραία έμενε βωβή εν τη θύρα της γειτονικής οικίας και κωφή
+σχεδόν. Τα λόγια του ποιμένος τ' απροσδόκητα εβόμβουν, συγκεχυμένα, εις
+τα ώτα αυτής, ως ει προ μικρού είχε λάβει αρκετήν δόσιν κινίνης, ότε
+κατήρχετο και ο παπά-Μακάριος ο πνευματικός της, κατακόκκινος από την
+κούρασιν — τις οίδεν — όστις είχε την ευτυχίαν πρώτος να σπεύση εις την
+αιφνιδίαν της λυπημένης χήρας χαράν:
+
+ — Καλώς τα δέχθηκες, κυρά-Καπετάνισσα! ήλθεν ο καπετάν-Γιαννάκης!
+
+Και έλαβε την χείρα της γραίας, ψυχράν, ως από μολύβδου.
+
+Δεν ήτο εκ των συνήθων η έκπληξις αύτη.
+
+Η γραία, άφωνος πάντοτε, έβλεπεν ετενώς το φωτισμένον μέγαρόν της,
+παρακολουθούσα τας εν αυτώ κινουμένας σκιάς ανθρωπίνων φασμάτων, και
+ψιθυρίζουσα εν απορία: «ο Δεσπότης τάχα ήλθεν;» Αλλά ο γέρων
+πνευματικός, κατακόκκινος από την κούρασιν — τις οίδεν — εξηκολούθει,
+κινών την χείρα της και σείων όλον αυτής τον κορμόν, ως ξύλινον,
+επαναλαμβάνων πυκνώς:
+
+ — Καλώς τα δέχθηκες, κυρά-Καπετάνισσα!
+
+Έως ου, μετά πολλά, συνήλθε τέλος η γραία, εκ της πρώτης μεγάλης
+ταραχής, και, ολίγον κατ' ολίγον, διά των παραινέσεων του ιερέως περί
+χαράς και λύπης και περί μακαρίου πένθους, θείας προνοίας και θείας
+ευλογίας, η γραία ανέκτησε τελείως την αίσθησίν της, και συνοδευομένη
+παρά του γέροντος πνευματικού, εδέχθη ν' αναβή εις τον οίκον της.
+
+ — Μου τα είπεν όλα ο καπετάν-Γιαννάκης, έλεγεν ο σεβάσμιος γέρων, όλος
+χαρά και αγαλλίασις. Το πώς εσώθη από το φοβερόν ναυάγιον της θαλάσσης
+και από το φοβερώτερον ναυάγιον της ξηράς. Ότι εν τη θαλάσση εσώθη,
+επιτυχών το ξύλινον μαγειρείον, όπερ επέπλεεν — όλοι οι άλλοι επνίγησαν
+— εν τη ξηρά δε εσώθη διά της μετανοίας. Η αιφνιδία της τύχης του
+μεταβολή επί το χείρον, έπεισεν αυτόν ότι, ίνα επανέλθη εις την πρώτην
+ακμήν, την οποίαν εύρε συγκεκροτημένην διά των κόπων του πατρός του, και
+κατεπόντισεν εις του Βοσπόρου το αχόρταστον ρεύμα, έπρεπε να εγκαταλίπη
+τον άσωτον βίον και να επιδοθή φιλοτίμως εις την εργασίαν. Όπερ και
+έπραξε. Μου τα είπεν όλα αυτά, επανελάμβανεν ο πνευματικός, και ότι,
+εντρεπόμενος τον πατέρα του, ήθελε να επανέλθη με μίαν τουλάχιστον
+σκούνα, δι' αυτό κ' εβράδυνεν. Όλα τα ήκουσα και το πώς ενυμφεύθη,
+τιμιωτάτην σύζυγον, την οποίαν εβάπτισε προηγουμένως, τα πάθη του, τας
+περιπετείας του, τας θλίψεις του, εργαζόμενος εν Αγγλία· αλλ' είνε τόσον
+ωραία όλα αυτά τα επεισόδια του τρικυμιώδους βίου του, ώστε θα έλθω να
+τα ξανακούσω πάλιν.
+
+Και συνώδευε λοιπόν την γραίαν εις το παμπάλαιον και στοιχειωμένον
+μέγαρον, σταλείς επίτηδες παρά του καπετάν-Γιαννάκη, θέλοντος να προλάβη
+δυστύχημα πιθανόν εις τοιαύτας περιστάσεις, ίνα προετοιμάση ο ιερεύς εν
+ειρήνη ψυχής την μετά της μητρός του πρώτην συνάντησιν — την συνώδευε
+πρόθυμος ο γέρων πνευματικός εκεί όπου την ανέμενον με χαράν τόσα φαιδρά
+πρόσωπα, τέκνα και νύμφη και εγγονοί, της χαράς τα φαντάσματα, των πόθων
+της τα όνειρα, τα οποία εν ταις μυστικαίς βουλαίς του Θεού τόσον
+τρυφερώς ενίοτε πραγματοποιούνται.
+
+Εν τη αυλή υπό το φως μεγάλης λυχνίας, ο μικρός εγγονός, κυνηγών την
+έρημον και μόνην όρνιθα, γοερώς κακαρίζουσαν, κατετρόμαξε την γραίαν
+μάμμην του, της οποίας ο νους, άπαξ ταραχθείς εκ των φαντασμάτων, δεν
+είχε καθησυχάσει ακόμη τελείως. Και όταν πάλιν, ενηγκαλισμένον έχουσα
+και καταφιλούσα τον μονάκριβον υιόν της, τον οποίον, μετά τόσα έτη,
+ανελπίστως έβλεπε, μεγαλόσωμον, σοβαρόν, πολιόν σχεδόν, ως τον καπετάν-
+Τσούρμαν, τον Παπαργυρόν, απαράλλακτον, ακούσασα πατήματα ζωηρά,
+χορευτικά και φωνάς και γέλωτας και χαράν, εν τω άνω πατώματι, όπου τα
+παιδία ανέβησαν να ίδουν το θέαμα του λιμένος και της κώμης, απεσπάσθη
+από τας αγκάλας του υιού της, έντρομος κράζουσα, κ' επάνω βλέπουσα:
+
+ — Τι είνε!
+
+Αλλ' ο γέρων πνευματικός, παρών εκεί, την ενεκαρδίωνε· και όταν κατόπιν
+συνήλθον ομού πάντες οι ταξειδιώται και περιεκύκλωσαν την γραίαν
+καπετάνισσαν, τα δύο εγγονάκια της, ροδοκόκκινα και ξανθά, μετ' απορίας
+παρετήρουν κ' εξήταζον τον κατάμαυρον και ασυνήθη της μάμμης ιματισμόν,
+σύροντα περιέργως τας άκρας της μαύρης μανδήλας της· και ότε η νύμφη της
+η εγγλέζα, διά νευμάτων, αγνοούσα την γλώσσαν, την περιέθαλπε την
+πολύπαθη πενθεράν, τόσον θερμώς και τόσον εκφραστικώς, ως εάν ωμίλει την
+γλώσσαν της και καλλίτερα μάλιστα· και όταν ο υιός της, ο καπετάν-
+Γιαννάκης, ένδακρυς ανελογίζετο το πολυτάραχον παρελθόν κ' εν γένει,
+όταν η γραία Καπετάνισσα ανέκτησεν όλον το θάρρος της και την γαλήνην
+της ψυχής της, και ήρχισε ν' αναπολή και να διηγήται περί του μακαρίτου
+καπετάν-Τσούρμα του Παπαργυρού, και περί του οικτρού αυτού τέλους με
+βαθύτατον της καρδίας της πόνον, ώστε να κλαύσουν όλοι, ο γέρων
+πνευματικός, κατακόκκινος πάντοτε, από την κούρασιν — τις οίδεν —
+δεικνύων και την ωραίαν σκούναν, η οποία μακρά, με χρυσά κορζέτα, αλλά
+χωρίς άσπρο μπούρδο, κατάμαυρος πλέον, εκαμάρωνεν εγγύς του μεγάρου, ενώ
+το κύμα προσκρούον ηρέμα εις τα μαύρα πλευρά της απετέλει ελαφρόν ψόφον
+ως θρήνου ηχώ μακρυνήν, πλην ηδέος θρήνου, ξεκουράζοντος θρήνου, είπεν
+ιεροπρεπώς:
+
+ — Μόνον όποιος πεθάνη, δεν γυρίζει 'πίσω, κυρά-Καπετάνισσα.
+
+Αλλά την στιγμιαίαν αυτήν θλίψιν, την αναπόφευκτον, διέκοψεν αμέσως ο
+γέρω-Μπαρέκος, επανελθών και κομίζων επ' ώμου, ποικιλόστικτον μικρόν
+αιγίδιον, ζωντανόν, ως ο κριοφόρος Ερμής.
+
+Τα ξανθά παιδία έσπευσαν κ' έλαβαν το αιγίδιον, το χριστουγεννιάτικον
+δώρον των, και κυνηγούντα αυτό εις την μεγάλην αίθουσαν, τριζοκοπούσαν
+και από την σαθρότητα και από την χαράν, ηυφραίνοντο, τα ξανθά παιδία,
+και μετ' αυτών ηυφραίνοντο έτι πλέον, οι ευδαίμονες γονείς και η
+πολυπαθής μάμμη, κ' εγέλα, θαρρείς, κ' ηγάλλετο αγαλλίασιν πνευματικήν
+το πένθιμον και κατηφές εκείνο μέγαρον των φαντασμάτων.
+
+ — Δεν σου τώλεγα εγώ, κυρά-Καπετάνισσα; είπεν ο γέρω-Μπαρέκος τότε.
+Σπηκ ίγγλισσ; Νά τα λοιπόν τα φαντάσματα, της χαράς τα φαντάσματα!
+Φίλησέ τα, και μη τα φοβάσαι διόλου τώρα.
+
+
+
+ΙΩΑΝΝΗΣ Ν. ΣΙΔΕΡΗΣ — ΕΚΔΟΤΉΣ — ΑΘΗΝΑΙ
+
+ΕΚΛΕΚΤΑ ΕΡΓΑ
+ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΞΕΝΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
+Ε Κ Δ Ο θ Ε Ν Τ Α
+
+ ΑΝΝΙΝΟΥ ΜΠ. Αττικαί ημέραι (διηγήματα και ευθυμογραφήμ..........Δρ. 5. —
+ — Ζητείται υπηρέτης (κωμωδία μονόπρακτος)................ 1. —
+ ΒΑΒΕΑ Ν. Το Πέραν μας (πρωτότυπον κοινωνικόν έργον από τα
+ παρασκήνια της ζωής) .................................. 5. —
+ ΒΛΑΧΟΥ ΑΓΓ. Ανάλεκτα (κρίσεις και εντυπώσεις 2 τόμ. )............. 8. —
+ — Τραγούδια του Heine (έμμετ. μετάφρ. )
+ ΒΡΑΤΣΑΝΟΥ Μ. Τα κατά τον Θησέα (ιστορική και πολιτική μυθογραφία).. 7. —
+ ΒΙΖΥΗΝΟΥ Γ. Ποίος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου..................... 5. —
+ ΒΟΓΑΣΛΗ Δ. Εκλεκτά χριστουγεννιάτικα και πρωτοχρονιάτικα διηγήματα
+ (εκ του Γαλλ. Γερμαν. και Ρωσικού)................................. 3.50
+ ΓΡΥΠΑΡΗ Ν. I. Σκαραβαίοι και Τερρακόττες........................... 5. —
+ ΔΕΛΗΚΑΤΕΡΙΝΗ I. Ο Λυχνοστάτης (κωμωδία μονόπρακτος) ............... 1. —
+ ΔΡΟΣΙΝΗ Γ. Φωτερά Σκοτάδια (ποιήματα).............................. 5. —
+ — Κλειστά Βλέφαρα (ποιήματα)............................. 5. —
+ — Αμαρυλλίς (διήγημα).................................... 5. —
+ — Αγροτικαί επιστολαί.................................... 5. —
+ — Ο Μπαρμπαδήμος. Διηγήσεις αγωνιστού. Εικόνες Μπισκίνη.. 6. —
+ ΔΑΦΝΗ ΣΤΕΦΑΝ. Το ανοιχτό παράθυρο.................................. 5. —
+ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ Π. Η Σιδηρά Διαθήκη (Κοινωνική Φυσιολογία) ........ 6. —
+ ΔΡΑΓΟΥΜΗ ΙΟΥΛΙΑΣ Στην Κοζάνη (διηγήματα)........................... 5.—
+ — Όλοι μαζί.............................................. 3.50
+ — Ο Βάτραχος που βαριέται................................ 1.40
+ ΔΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΘΕΩΝΗΣ Ελληνικά ποιήματα, κατάλληλα γι απαγγελία. Τόμοι
+ δύο................................................... 10. —
+ ΔΕΛΤΑ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ Τον Καιρό του Βουλγαροκτόνου τόμ. 2............... 12. —
+ — Για την Πατρίδα
+ — Παραμύθι χωρίς όνομα............................,...... 6. —
+ ΔΕΛΤΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ Μύθοι και θρύλοι.................................. 6. —
+ ΔΟΥΜΑ (ΥΙΟΥ) Η Κυρία με τας Καμελίας (μυθιστόρημα)................. 5. —
+ ΘΕΡΟΥ ΑΓ. Δημοτικά τραγούδια (εκλογή)............................. 5. —
+ ΚΟΡΟΜΗΛΑ Γ. Το τελευταίο βράδυ..................................... 5. —
+ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ Μ. Ελληνική Μυθολογία............................... 6.50
+ ΚΩΣΝΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΣ ΚΑΙ ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ Θρύλοι και παραδόσεις μετά
+ πολλών καλλιτεχν. εικόνων.......................................... 3. —
+ ΛΑΜΑΡΤΙΝΟΥ Γκρατσιέλλα............................................. 5. —
+ ΛΙΔΩΡΙΚΗ Μ. Κοντά στη φωτιά(δράμα μονόπρακτον).................... 1. —
+ ΛΥΚΟΥΔΗ ΕΜΜΑΝ. Διηγήματα........................................... 5. —
+ — Το Σπητάκι του γιαλού (Διήγημα) ....................... 5. —
+ ΜΑΛΑΚΑΣΗ Μ. Ασφόδελοι ποιήματα).................................... 5. —
+ ΜΑΡΗ Μ. Το θάρρος της αγνοίας (κωμωδ. μονόπρακτος)................ 1. —
+ ΜΩΡΑΪΤΙΔΗ Α. Διηγήματα τόμ. Α'. Β'. Γ'. έκαστος ................... 6. —
+ ΝΟΡΔΑΟΥ Μ. Τα κατά συνθήκην ψεύδη.................................. 5. —
+ Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΟΘΩΝ Ιστορικόν εράνισμα επί τη 50ετηρίδι του θανάτου του 4. —
+ ΠΑΛΑΜΑ Κ. Τα παράκαιρα (ποιήματα).................................. 5. —
+ — Διηγήματα............................................... 5. —
+ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ — ΛΑΜΠΕΛΕΤ Τα χελιδόνια (ποιήματα για παιδιά τονισμένα)10. —
+ ΠΟΛΕΜΗ I. Σπασμένα μάρμαρα (ποιήματα).............................. 6. —
+ — Παληό βιολί έκδοσις τρίτη............................... 5. —
+ — Βασιληάς Ανήλιαγος έκδοσις τρίτη........................ 5. —
+ — Λύρα (Ανθολογία της νεωτέρας ελλ. ποιήσεως)............. 6. —
+ — Η Γυναίκα (κωμωδία μονόπρακτος)......................... 1. —
+ — Ειρηνικά (ποιήματα)..................................... 3. —
+ ΠΡΟΒΕΛΕΓΓΙΟΥ Α. Η Φαίδρα........................................... 4. —
+ — Φάουστ του Γκαίτε(μετά πολλών εικόνων)
+ — Ποιήματα................................................ 5. —
+ ΣΙΕΓΚΕΒΙΤΣ Quo Vadis (μυθιστόρημα)................................. 5. —
+ ΣΤΡΑΤΗΓΗ Γ. Τραγούδια του νησιού................................... 5. —
+ ΤΑΝΑΓΡΑ ΑΓΓ. Οι σπογγαλιείς του Αιγαίου (διήγημα).................. 5. —
+ — Μακεδονικαί Ραψωδίαι.................................... 4. —
+ — Η Μεγαλόχαρη (διήγημα).................................. 3.50
+ — Άγγελος εξολοθρευτής (πολεμ. διηγήματα 1912-13)......... 5. —
+ — Μαύρες Πεταλούδες....................................... 4. —
+ ΤΣΟΚΟΠΟΥΛΟΥ Γ. Ο Βασιλεύς της Ρέγκας (μονόπρ. ) ................... 1. —
+ — Γυναίκες του Βυζαντίου.................................. 5. —
+ ΦΕΓΙΕ ΟΚΤΑΒ. Ιστορία ενός πτωχού νέου.............................. 5. —
+ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ Κ. Φθινόπωρο (μυθιστόρημα)............................. 5. —
+ — Τραγούδια της Ερημιάς.................................... 3.50
+ — Τα Ελεγεία και τα Ειδύλλια (ποιήματα) ................... 3.50
+ — Απλοί Τρόποι (ποιήματα) ................................. 5. —
+
+
+
+1) Σημ. Το παρόν Διήγημα ανεδημοσιεύθη εις την εφημερίδα &Κήρυκα& των
+Χανίων.
+
+2) Αβοηθώ σημαίνει θέτω τα φορτίον επί του ώμου, υποβοηθούμενος υπό
+τινος ή από υψηλού τινος μέρους. Ξεβοηθώ δε σημαίνει αποθέτω το φορτίον.
+Να ξαποστάσουν = να ξεκουρασθούν.
+
+
+
+
+
+
+
+
+
+End of Project Gutenberg's Novels Volume C, by Alexandros Moraitidis
+
+*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK NOVELS VOLUME C ***
+
+***** This file should be named 37585-0.txt or 37585-0.zip *****
+This and all associated files of various formats will be found in:
+ http://www.gutenberg.org/3/7/5/8/37585/
+
+Produced by Sophia Canoni. Thanks to George Canonis for
+his major work in proofreading.
+
+
+Updated editions will replace the previous one--the old editions
+will be renamed.
+
+Creating the works from public domain print editions means that no
+one owns a United States copyright in these works, so the Foundation
+(and you!) can copy and distribute it in the United States without
+permission and without paying copyright royalties. Special rules,
+set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to
+copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to
+protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project
+Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you
+charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you
+do not charge anything for copies of this eBook, complying with the
+rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose
+such as creation of derivative works, reports, performances and
+research. They may be modified and printed and given away--you may do
+practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is
+subject to the trademark license, especially commercial
+redistribution.
+
+
+
+*** START: FULL LICENSE ***
+
+THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE
+PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK
+
+To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free
+distribution of electronic works, by using or distributing this work
+(or any other work associated in any way with the phrase "Project
+Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project
+Gutenberg-tm License available with this file or online at
+ www.gutenberg.org/license.
+
+
+Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm
+electronic works
+
+1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm
+electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to
+and accept all the terms of this license and intellectual property
+(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all
+the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy
+all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession.
+If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project
+Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the
+terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or
+entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8.
+
+1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be
+used on or associated in any way with an electronic work by people who
+agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few
+things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works
+even without complying with the full terms of this agreement. See
+paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project
+Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement
+and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic
+works. See paragraph 1.E below.
+
+1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation"
+or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project
+Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the
+collection are in the public domain in the United States. If an
+individual work is in the public domain in the United States and you are
+located in the United States, we do not claim a right to prevent you from
+copying, distributing, performing, displaying or creating derivative
+works based on the work as long as all references to Project Gutenberg
+are removed. Of course, we hope that you will support the Project
+Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by
+freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of
+this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with
+the work. You can easily comply with the terms of this agreement by
+keeping this work in the same format with its attached full Project
+Gutenberg-tm License when you share it without charge with others.
+
+1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern
+what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in
+a constant state of change. If you are outside the United States, check
+the laws of your country in addition to the terms of this agreement
+before downloading, copying, displaying, performing, distributing or
+creating derivative works based on this work or any other Project
+Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning
+the copyright status of any work in any country outside the United
+States.
+
+1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg:
+
+1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate
+access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently
+whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the
+phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project
+Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed,
+copied or distributed:
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived
+from the public domain (does not contain a notice indicating that it is
+posted with permission of the copyright holder), the work can be copied
+and distributed to anyone in the United States without paying any fees
+or charges. If you are redistributing or providing access to a work
+with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the
+work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1
+through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the
+Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or
+1.E.9.
+
+1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted
+with the permission of the copyright holder, your use and distribution
+must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional
+terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked
+to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the
+permission of the copyright holder found at the beginning of this work.
+
+1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm
+License terms from this work, or any files containing a part of this
+work or any other work associated with Project Gutenberg-tm.
+
+1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this
+electronic work, or any part of this electronic work, without
+prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with
+active links or immediate access to the full terms of the Project
+Gutenberg-tm License.
+
+1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary,
+compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any
+word processing or hypertext form. However, if you provide access to or
+distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than
+"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version
+posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org),
+you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a
+copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon
+request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other
+form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm
+License as specified in paragraph 1.E.1.
+
+1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying,
+performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works
+unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9.
+
+1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing
+access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided
+that
+
+- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from
+ the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method
+ you already use to calculate your applicable taxes. The fee is
+ owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he
+ has agreed to donate royalties under this paragraph to the
+ Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments
+ must be paid within 60 days following each date on which you
+ prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax
+ returns. Royalty payments should be clearly marked as such and
+ sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the
+ address specified in Section 4, "Information about donations to
+ the Project Gutenberg Literary Archive Foundation."
+
+- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies
+ you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he
+ does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm
+ License. You must require such a user to return or
+ destroy all copies of the works possessed in a physical medium
+ and discontinue all use of and all access to other copies of
+ Project Gutenberg-tm works.
+
+- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any
+ money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the
+ electronic work is discovered and reported to you within 90 days
+ of receipt of the work.
+
+- You comply with all other terms of this agreement for free
+ distribution of Project Gutenberg-tm works.
+
+1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm
+electronic work or group of works on different terms than are set
+forth in this agreement, you must obtain permission in writing from
+both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael
+Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the
+Foundation as set forth in Section 3 below.
+
+1.F.
+
+1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable
+effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread
+public domain works in creating the Project Gutenberg-tm
+collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic
+works, and the medium on which they may be stored, may contain
+"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or
+corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual
+property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a
+computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by
+your equipment.
+
+1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right
+of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project
+Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project
+Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all
+liability to you for damages, costs and expenses, including legal
+fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT
+LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE
+PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE
+TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE
+LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR
+INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH
+DAMAGE.
+
+1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a
+defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can
+receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a
+written explanation to the person you received the work from. If you
+received the work on a physical medium, you must return the medium with
+your written explanation. The person or entity that provided you with
+the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a
+refund. If you received the work electronically, the person or entity
+providing it to you may choose to give you a second opportunity to
+receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy
+is also defective, you may demand a refund in writing without further
+opportunities to fix the problem.
+
+1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth
+in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS', WITH NO OTHER
+WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO
+WARRANTIES OF MERCHANTABILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE.
+
+1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied
+warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages.
+If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the
+law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be
+interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by
+the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any
+provision of this agreement shall not void the remaining provisions.
+
+1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the
+trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone
+providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance
+with this agreement, and any volunteers associated with the production,
+promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works,
+harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees,
+that arise directly or indirectly from any of the following which you do
+or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm
+work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any
+Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause.
+
+
+Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm
+
+Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of
+electronic works in formats readable by the widest variety of computers
+including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists
+because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from
+people in all walks of life.
+
+Volunteers and financial support to provide volunteers with the
+assistance they need are critical to reaching Project Gutenberg-tm's
+goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will
+remain freely available for generations to come. In 2001, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure
+and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations.
+To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation
+and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4
+and the Foundation information page at www.gutenberg.org
+
+
+Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive
+Foundation
+
+The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit
+501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the
+state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal
+Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification
+number is 64-6221541. Contributions to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent
+permitted by U.S. federal laws and your state's laws.
+
+The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S.
+Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered
+throughout numerous locations. Its business office is located at 809
+North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887. Email
+contact links and up to date contact information can be found at the
+Foundation's web site and official page at www.gutenberg.org/contact
+
+For additional contact information:
+ Dr. Gregory B. Newby
+ Chief Executive and Director
+ gbnewby@pglaf.org
+
+Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation
+
+Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide
+spread public support and donations to carry out its mission of
+increasing the number of public domain and licensed works that can be
+freely distributed in machine readable form accessible by the widest
+array of equipment including outdated equipment. Many small donations
+($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt
+status with the IRS.
+
+The Foundation is committed to complying with the laws regulating
+charities and charitable donations in all 50 states of the United
+States. Compliance requirements are not uniform and it takes a
+considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up
+with these requirements. We do not solicit donations in locations
+where we have not received written confirmation of compliance. To
+SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any
+particular state visit www.gutenberg.org/donate
+
+While we cannot and do not solicit contributions from states where we
+have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition
+against accepting unsolicited donations from donors in such states who
+approach us with offers to donate.
+
+International donations are gratefully accepted, but we cannot make
+any statements concerning tax treatment of donations received from
+outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff.
+
+Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation
+methods and addresses. Donations are accepted in a number of other
+ways including checks, online payments and credit card donations.
+To donate, please visit: www.gutenberg.org/donate
+
+
+Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic
+works.
+
+Professor Michael S. Hart was the originator of the Project Gutenberg-tm
+concept of a library of electronic works that could be freely shared
+with anyone. For forty years, he produced and distributed Project
+Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support.
+
+Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed
+editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S.
+unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily
+keep eBooks in compliance with any particular paper edition.
+
+Most people start at our Web site which has the main PG search facility:
+
+ www.gutenberg.org
+
+This Web site includes information about Project Gutenberg-tm,
+including how to make donations to the Project Gutenberg Literary
+Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to
+subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks.
diff --git a/37585-0.zip b/37585-0.zip
new file mode 100644
index 0000000..cbcd4a4
--- /dev/null
+++ b/37585-0.zip
Binary files differ
diff --git a/37585-h.zip b/37585-h.zip
new file mode 100644
index 0000000..d902708
--- /dev/null
+++ b/37585-h.zip
Binary files differ
diff --git a/37585-h/37585-h.htm b/37585-h/37585-h.htm
new file mode 100644
index 0000000..f3f86bc
--- /dev/null
+++ b/37585-h/37585-h.htm
@@ -0,0 +1,6095 @@
+<!DOCTYPE html PUBLIC "-//W3C//DTD XHTML 1.0 Transitional//EN"
+ "http://www.w3.org/TR/xhtml1/DTD/xhtml1-transitional.dtd">
+<html xmlns="http://www.w3.org/1999/xhtml">
+
+<head>
+<meta http-equiv="Content-Type" content="text/html; charset=utf-8" />
+<meta name="keywords"
+ content="Μωραϊτίδης Διηγήματα Τόμος Γ" />
+
+<title>Διηγήματα Γ</title>
+
+<style type="text/css">
+
+body {
+font-family: verdana, geneva, arial, helvetica, sans-serif;
+line-height: 20px;
+margin-left: 5%;
+margin-right: 5%;
+}
+
+h1 { font-size: 185%; font-weight: bold; text-align: center; }
+h2 { font-size: 150%; font-weight: bold; text-align: center; }
+h3 { font-size: 120%; font-weight: bold; text-align: center; }
+h4 { font-size: 105%; font-weight: bold; text-align: center; }
+h5 { font-size: 90%; font-weight: bold; text-align: center; }
+h6 { font-size: 80%; font-weight: bold; text-align: center; }
+
+p{
+ text-align: justify;
+ margin-top: 1em;
+ margin-bottom: 1em;
+}
+
+hr{
+ width: 65%;
+}
+.poem {
+ FONT-SIZE: 95%; margin-left: 30%;
+}
+
+.sp{
+ letter-spacing:3px
+}
+
+</style>
+
+</head>
+<body>
+
+
+<pre>
+
+The Project Gutenberg EBook of Novels Volume C, by Alexandros Moraitidis
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+
+Title: Novels Volume C
+
+Author: Alexandros Moraitidis
+
+Posting Date: May 9, 2012 [EBook #37585]
+First Posted: September 26, 2011
+
+Language: Greek
+
+Character set encoding: UTF-8
+
+*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK NOVELS VOLUME C ***
+
+
+
+
+Produced by Sophia Canoni. Thanks to George Canonis for
+his major work in proofreading.
+
+
+
+
+
+
+</pre>
+
+
+
+<p style='font-size: small;'>Note: The tonic system has been changed from polytonic
+to monotonic, otherwise the spelling of the book has not been changed. Footnotes
+have been converted to endnotes.//
+
+Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Κατά τα
+άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Οι υποσημειώσεις των σελίδων
+έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου.</p>
+
+<p style='text-align: center;'><br /><img src ="images/1stpage.jpg" width="453"
+height="600" alt="Πρώτη σελίδα" border="2" /><br /></p>
+
+<h3 style="margin-top: 5em">ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΩΡΑΪΤΙΔΟΥ</h3>
+
+<h1 style="margin-top: 5em">ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ</h1>
+
+<h4>ΤΟΜΟΣ Γ'</h4>
+
+<h5 style="margin-top: 3em">Η ΧΡΥΣΗ ΚΑΔΕΝΑ — Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ —
+ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ</h5>
+
+<h4 style="margin-top: 4em">
+ΕΚΔΟΣΙΣ ΤΙΜΗΤΙΚΗ<br />ΕΠΙ ΤΗ ΠΕΝΤΗΚΟΝΤΑΕΤΗΡΙΔΙ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ</h4>
+
+<h4 style="margin-top: 9em">
+ΑΘΗΝΑΙ — ΕΚΔΟΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ν. ΣΙΔΕΡΗΣ — 1921</h4>
+
+<p style='text-align: right; margin-top: 7em'>
+<br />
+<b>ΕΙΣ ΤΗΝ ΛΕΥΚΗΝ ΜΟΥ ΠΟΛΙΝ</b></p>
+
+<p style='text-align: right; margin-top: 2em'>«Έρμη Αθήνα ! . . .»<br />
+(Χρυσή Καδένα σελ. 46)</p>
+
+<h4 style="margin-top: 3em">Η ΧΡΥΣΗ ΚΑΔΕΝΑ<br />
+(1900)</h4>
+
+<p>
+<br />
+Η γόνιμος, η χλοερά, η καλλίβοτρυς άμπελος, την οποίαν εζήλευον όλοι οι
+διαβάται, ήδη ακλάδευτος, άσκαφος, χορταριασμένη, ήπλωνε τα κλήματά της,
+έρποντα επί της χέρσου, ως πλατυφύλλους κισσούς, με σταφυλάς πολλάς μεν πλην
+ανόστους και υδαρείς, έρμαιον των πτηνών και των μυών, υπό τας πυκνάς των
+αγριολαχάνων λόχμας, υφ' ας ως όφεις ετανύοντο αι μακραί και λεπταί
+κληματίδες.</p>
+
+<p>Η εύμορφος ως παράδεισος, η περίφρακτος ως ποίμνη, η συμμαζευμένη και
+συγυρισμένη ως αίθουσα, μικρά άμπελος, της οποίας τα κλήματα όλα
+καρποφορούντα, όλα από φαγώσιμα εκλεκτά σταφύλια, της οποίας τα φυτά ήσαν
+περιζήτητα εις όλην την πέριξ χώραν, αφέθη πλέον κλάρα. Άσκαφος, ακλάδευτος,
+ακαλλιέργητος.</p>
+
+<p>Υψηλά, επί προβλήτας, προς την θάλασσαν εκτεινομένη, ως εγκαλλώπιστος
+κόρη, η θαυμασία άμπελος, εδείκνυε τους καρπούς της, τους εκλεκτούς, προς τον
+ήλιον, όστις φωσφορίζων, διά μέσου της βαθυπρασίνου χλόης των
+κληματοφύλλων, επέθετεν ακτινοβόλα φιλήματα επ' αυτών, ως καλλιμόρφων
+αγγείων, κρεμαμένων εν παρατάξει, δροσοβολούντων κ' ευφραινόντων την όρασιν,
+με τους ζωηρούς των χρωματισμούς.</p>
+
+<p>Πού εκείνα τα ραζακιά πλέον, τα ως από ηλέκτρου όντως, τα αργυρόχρυσα, τα
+οποία, μετ' ιδίας όλως στοργής, εθεράπευεν η καλή νοικοκυρά, από του άνθους
+των ακόμη, προφυλάττουσα από τους ποικίλους της ατμοσφαίρας κινδύνους, ίνα
+κατασκευάση δι' αυτών τας ξανθές και γλυκείας, τας ιεράς ασταφίδας της, δι' ων να
+στολίζη το προγονικόν κόλλυβον, το οποίον κατά σάββατον έστελλεν εις τον
+ενοριακόν της ναΐσκον.</p>
+
+<p>Πού τα αετονύχια εκείνα, τα ευώδη ως από μύρων, τα νύσσοντα τόσον
+ηδονικώς τον φάρυγγα διά του λεπτού αρώματός των. Και πού τα νόστιμα εκείνα
+σφικτάρια, τα έχοντα πολυγωνικάς, εκ της πυκνότητος, τας ρώγας. Αχ! και πού
+πλέον τα ιόχροα εκείνα φιλέρια, αφ' ων βεβαίως κατεσκευάζετο πάλαι το νέκταρ
+του Ιμέρου και Πόθου. Και πού ακόμη εκείνα τα πολιτικά, τα χρωματισμένα
+ελαφρώς με όλας του ερυθρού τας αποχρώσεις, τα σπινθηροβολούντα, τα μόνον
+διά της όψεως μεθύσκοντα.</p>
+
+<p>Και πού πάλιν η ασπρούδαις, η μικραίς, η κάτασπραις ασπρούδαις, τας οποίας
+όλον τον χειμώνα συνετήρει η Θωμαή, αποκρεμώσα αυτάς, ανά ζεύγη, από της
+μεγάλης του προδόμου του οίκου της δοκού, μαζί με της ολόμαυραις
+μαυροκορούναις, από τας οποίας εκθλίβεται το άγιον νάμα της θείας
+Μυσταγωγίας.</p>
+
+<p>Όλα εξηφανίσθησαν πλέον και μετ' αυτών η Θωμαή, η καλή, η φιλάμπελος
+εκείνη και φιλόκαλος δέσποινα. Πόσαις φοραίς δεν επλήρωσεν από των εκλεκτών
+αυτών καρπών το λεπτόπλεκτον καλαθάκι της, το κομψόν, το κυμαίον, πρώτη-
+πρώτη αυτή, την ημέραν της Μεταμορφώσεως, προσφέρουσα τα πρωτόλεια εις την
+εκκλησίαν, να τα ευλογήση ο ιερεύς, κατά το έθος, τον νεοδρεπή της αμπέλου
+καρπόν, και διανείμη αυτόν εις τους πιστούς, με το αντίδωρον...</p>
+
+<p>&nbsp;— Και του χρόνου! επηύχετο ο ιερεύς προς την ευλαβή νοικοκυράν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Και του χρόνου! επανελάμβανον επευχόμενοι και οι πιστοί.</p>
+
+<p>Και ελησμόνει τότε η φιλόπονος νοικοκυρά όλους τους βαρείς μόχθους, ους
+υφίστατο, κατά το μακρόν της καλλιεργείας στάδιον, πετώσα ταποκλάδια, καίουσα
+σωρούς-σωρούς την αγριάδα την καταστρεπτικήν, θειαφίζουσα, αργολογούσα,
+κινδυνεύουσα από το καύμα, κινδυνεύουσα από τας εχίδνας, τας κρυπτομένας υπό
+τα κλήματα, να μη χολεριάση ουδεμία παραφυλλίς, ουδεμία καν ρώγα.</p>
+
+<p>Αλλ' αι ευχαί της εκκλησίας, ενίοτε, είτε εξ αμαρτιών μας, είτε και προς
+δοκιμασίαν, δεν εισακούονται. Και ήλθε χρόνος, ότε δεν εφάνη πλέον εν τω ναώ,
+υπό την εικόνα του Χριστού, τα μικρόν λεπτόπλεκτον καλαθάκι της Θωμαής, το
+κυμαίον, την ημέραν της Μεταμορφώσεως . . .</p>
+
+<p>Εντός της ερήμου αμπέλου, εντός της ασκάφου κλάρας, η γρηά-Κυρατσού
+τώρα, η μήτηρ της Θωμαής, ως κορώνη περιεφέρετο, μαύρη και κρώζουσα:</p>
+
+<p>&nbsp;— Θωμαή μου! Θωμαή μου!</p>
+
+<p>Ο φράκτης της αμπέλου, πυκνότατος από τρικοκκιαίς, είχε διασπασθή, ενώ κ'
+εκεί, υπό των παιδιών, τα οποία ως θώες εισέδυον, να κλέψωσι τας υδαρείς της
+κλάρας σταφυλάς.</p>
+
+<p>Επάνω-επάνω δε η γηραιά ελαία, η κατάκαρπος πάντοτε, ης το έργον ουδέποτε
+εψεύδετο, υψηλά, εις το άκρον της προβλήτος, ως σκοπιά, ορφανή, μάτην ανεζήτει
+την απούσαν δέσποιναν, ήτις εκεί συνήθιζε πάντοτε, υπό δροσεράν σκιάν να
+γευματίζη, αναπαυομένη από το θειάφισμα την ώραν την καυστικήν του
+μεσημεριού, και θεωρούσα το πέλαγος, πέραν και μακράν απλούμενον, με κύματα
+λευκά και με πλοία λευκά και αυτά ως τα κύματα.</p>
+
+<p>Και όταν ετσάκιζεν η ημέρα, ώρα εσπερινού, εκάθητο τώρα η γρηά-Κυρατσού,
+υπό την αυτήν ελαίαν και αυτή, κατάμαυρη ως κορώνη, να φάγη ολίγον ξηρόν
+άρτον, διάβροχον από τα δάκρυά της. Και εθρήνει μάλλον ή έτρωγεν, η γερόντισσα,
+βλέπουσα και αυτή το αφρισμένον πέλαγος. Και ίστατο σιωπηλή, θεωρούσα ως να
+είχε κάποιον ενώπιόν της και ηρώτα οδυνηρώς:</p>
+
+<p>&nbsp;— Ποιόνε να κλάψω και ποιόνε να μη κλάψω, την Θωμαή, την κόρην
+μου, ή τον Λαλεμήτρον τον άνδρα της; Ποιόνε να περιμένω, ορφανά μου κλήματα,
+και ποιόνε να μη περιμένω; Την Θωμαή, την κόρην μου, ή τον Λαλεμήτρον τον
+άνδρα της;</p>
+
+<p>Κ' εκεί που ως λίθινον κατέπινε τον ξηρόν άρτον, αίφνης, ίστατο ακίνητος και
+ηκροάτο. Και ο βορράς εσύριζεν, από το πέλαγος μακρόθεν ερχόμενος, ως ήχος
+αυλών αναριθμήτων, αοράτων βοσκών, ήχος οξύς και λιγυρός. Και η γραία
+ηκροάτο ως να ωμίλει τις, και ήκουε του ανέμου τα ηχηρά κελαδήματα, τα οποία
+εσχημάτιζον τοιούτους μυστηριώδεις λόγους εν τη πενθούση διάνοιά της:</p>
+
+<p>&nbsp;— Ίσως και να γυρίσουν και οι δύο, ίσως και να μη γυρίσουν! Ποιος τα
+ξεύρει αυτά; Μόνος ο Θεός τα ξεύρει, μόνος ο Θεός!</p>
+
+<p>Φρικίασις τότε θανάτου διέτρεχε τα γηραιά μέλη της φανταζομένης γραίας.
+Φρικίασις ομοία διέσειεν ακόμη και τα ημίξηρα της ακαλλιεργήτου αμπέλου
+φύλλα, τα οποία συγκρουόμενα, το έν μετά του άλλου, εβόυζον ξηρώς γύρω- γύρω,
+πλαταγίζοντα εν συσσυρμώ, ως να εσύρετο ερπετόν υπ' αυτά, βραδυπορούν:</p>
+
+<p>&nbsp;— Μόνος ο Θεός το ξεύρει, μόνος ο Θεός!</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Πέντε μόνον σακκούλαις αλεύρι της άφησε της Θωμαής εις το μικρό μαγαζάκι
+του ο Λαλεμήτρος, και μισό σακκί ρύζι· και σ' ένα ζεμπιλάκι έως τρεις οκάδες
+χαρούπια· και ανεχώρησε. Πάει, λέει, 'ς τον Βόλο, να ψωνίση πράγμα, λέει, με του
+καπετάν Ηλία το κόττερο. Να ψωνίση αλεύρια, λέει, γιατί εφέτος είνε λαδιά, και οι
+αργάταις των λαδαριών είνε φαγάδες, λέει.</p>
+
+<p>Αυτά έλεγον και επανελάμβανον οι γείτονες, οίτινες είνε παντού και πάντοτε οι
+αυτοί. Αυτά οι γείτονες τα ήκουσαν από την γρηά-Κυρατσού, η οποία πάλιν τα
+ήκουσεν από τον γαμβρόν της τον Λαλεμήτρον, όστις μετήρχετο τον αλευροπώλην
+εν τω χωρίω, υπό τον μικρόν αυλογύριστον οικίσκον, την πολύτιμον της Θωμαής
+προίκα, διατηρών αλεύρου μαγαζείον.</p>
+
+<p>Ο Λαλεμήτρος τωόντι ανεχώρησεν ένα δειλινόν, εις Βόλον, με το κόττερον του
+καπετάν Ηλία, ένα βραδύ και χονδρόν σκάφος, ως τον κυβερνήτην του, αφού
+απεχαιρέτισε την σύζυγόν του και την πενθεράν του, με χαράν καταφανή, χαράν
+εμπόρου απερχομένου να ψωνίση, χαράν συζύγου, μετ' ολίγας ημέρας μέλλοντος
+να επανέλθη.</p>
+
+<p>Η γρηά-Κυρατσού, όλη χαρά, την επαύριον, ήρχισε να σκουπίζη το μικρόν
+μαγαζείον, να τινάζη τας αράχνας της οροφής και των τοίχων, να πλύνη καλώς τους
+ξυλίνους πάγκους και το ταμείον το ξύλινον, ν' ασπρίζη τους τοίχους και να
+σφουγγαρίζη το λίθινον αυτού έδαφος. Σχεδόν ετραγουδούσεν από την χαράν της
+η γραία, θλιβομένη μόνον διά την κόρην της, που δεν έκαμνε παιδιά, η ακαμάτα,
+να έχη βοήθειαν. Διά τούτο η γερόντισσα εθεράπευε, προς παρηγορίαν της,
+πάντοτε ένα μικρόν γειτονόπουλον, με κεφαλήν, ως ένα μικρό καρπουζάκι και
+μάγουλα κατακόκκινα ως το μήλον, το οποίον ηρέσκετο να βλέπη συχνά και να το
+φιλεύη και να το θωπεύη, ιδίως όταν είχεν ανάγκην η γραία να της κουβαλή το
+μικρόν παιδίον θάλασσαν, να ξύη τα οψάρια.</p>
+
+<p>&nbsp;— Να ιδής μια φαρφούνα που θα σου κάμω εγώ, μεθαύριο, που θαρθή
+ο Λαλεμήτρος, να φέρη το χάσικο το αλεύρι. Να ιδής, παιδάκι μου. Να ιδής,
+καρπουζάκι μου! Και προσέτριβεν η γραία την στρογγύλην του μικρού κεφαλήν, ως
+να το έλουε. Το δε παιδίον εκόμιζε τότε το βαρύ άντλημα πλήρες θαλασσίου
+ύδατος, μετά κόπου, ασθμαίνον και κλίνον προς τα δεξιά το κεφαλάκι του, σαν ένα
+καρπουζάκι μικρό και στρογγυλό, έτοιμο να πέση, και φουσκώνον τα κατακόκκινα
+μάγουλά του, σαν δύο φούσκαις κόκκιναις, από το βάρος του μεγάλου κουβά.</p>
+
+<p>Και όμως, όλην αυτήν την χαράν της γραίας ηλάττωνε μία θλίψεως γραμμή,
+βαθεία χαραττομένη εις το λευκόν της Θωμαής πρόσωπον, την οποίαν μετά
+προσοχής απέκρυπτεν εκείνη, υπό την μανδήλαν της την πολίτικην τυλιγμένη.</p>
+
+<p>Αλλ' η γραία την διέκρινε, με τους εταστικούς εκ της πονηρίας της οφθαλμούς,
+και ήλεγχε και επέπληττε την κόρην της, η οποία ήτο πάντοτε δήθεν μελαγχολική, η
+ακαμάτα, που δεν έκαμνε παιδιά, η γρουσούζα, που θα τους φάγη με την
+σκουντούφλα της.</p>
+
+<p>Και όταν, μετά είκοσιν ημέρας, επανήλθε τα βραδύ και χονδρόν του καπετάν
+Ηλία κόττερον εκ Βόλου, κοντανασαίνον από το φορτίον, πρωί-πρωί η γρηά-
+Κυρατσού έσπευσε να υποδεχθή, τον γαμβρόν της, τον Λαλεμήτρον, τον
+μεγαλέμπορα, ως τον απεκάλει.</p>
+
+<p>Την πρωίαν εκείνην η θλιβερά γραμμή, η ασχημίζουσα, τόσας ημέρας, το
+λευκόν της Θωμαής πρόσωπον, είχεν αυλακώση όλον το μέτωπόν της, ως να
+έδακνε θλίψις πικρά την καρδίαν της, κ' εζωγραφίζετο εις τα πρόσωπον ο φοβερός
+πόνος.</p>
+
+<p>Το κόττερον του καπετάν Ηλία, κατάφορτον εμπορευμάτων και με τάβλαις
+σωρόν επί του καταστρώματος, μετά βραδύτητος προσήγγισε τέλος, αργά- αργά,
+εις την αποβάθραν, κοντόν και χονδρόν ως τον καπετάν Ηλίαν τον κυβερνήτην
+του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλώς ώρσες, καπετάν Ηλία! πάντα κατευόδιο, καπετάν Ηλία! Ήλθεν
+ο Λαλεμήτρος; Εφώναζεν η γραία, υψηλά από τον βράχον, καταβαίνουσα εις την
+παραλίαν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πού είνε ο Λαλεμήτρος; Ηρώτησε πάλιν ανυπόμονος η γραία,
+σταθείσα εις τα κεφαλόσκαλον εμπρός ως τελωνοφύλαξ;</p>
+
+<p>&nbsp;— Τον είδεθ εθύ; άδο τόθο τ' εγώ!</p>
+
+<p>Απήντησε βραδέως ο καπετάν Ηλίας, βραδύς ως το κόττερον, βραδύς την
+εργασίαν, και την γλώσσαν βραδύς. Και ήρχισε βραδέως να ρίπτη επί της
+αποβάθρας μίαν μίαν της τάβλαις, ως να ήτο πιασμένος τας χείρας.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι λες, καπετάν-Ηλία μ'; Έστειλε κάνιο ταλεύρια; Μας φάγανε ο
+κόσμος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τον είδεθ εθύ; άλλο τόθο τ' εγώ. Επανέλαβε πάλιν ο καπετάν Ηλίας,
+βραδύγλωσσος, εξακολουθών να ξεφορτώνη το κόττερον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν σου έδωκε κάνιο κανένα γράμμα;</p>
+
+<p>&nbsp;— Άφηθέ μας, θεια, άφηθέ μας, τ' έχουμε δουγιά!</p>
+
+<p>Και ως να ήθελε να την παρηγορήση την γραίαν, να ησυχάση κ' εκείνη και
+αυτός, είπε:</p>
+
+<p>&nbsp;— Πήδε 'θ τον Πεδαία ο Δαδεμήτδος, να φέδη αδεύδια ταϊγανίθα.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Ασπρισμένον, ξεσκονισμένον, συγυρισμένον τα μαγαζάκι του Λαλεμήτρου,
+μάτην ανέμενε τους σάκκους του αλεύρου και αυτόν τον αλευράν. Δεν ήρκει δε η
+θλίψις, ήτις κατεβασάνιζεν, ήτις εσπάρασσεν ως το δηλητήριον τα σπλάγχνα της
+Θωμαής, είχε και τας ερωτήσεις των γειτόνων και των πελατών, οίτινες εζητούσαν
+δήθεν άλευρον, ενώ ήθελον αληθώς να βεβαιωθώσι περί της παρατεινομένης
+απουσίας του συζύγου της. Παρήλθον εβδομάδες, παρήλθον μήνες και ούτε
+ήκουσαν πλέον περί του Λαλεμήτρου αι δύο γυναίκες, ούτε γράμμα έλαβον. Τότε
+δεν είχε πλέον ανάγκην η Θωμαή να κρύψη την θλιβεράν εκείνην γραμμήν, ήτις
+κατέλαβε πλέον ολόκληρον εκείνο το λευκόν πρόσωπον, περιβληθέν με μίαν ωχράν
+κατήφειαν, ως το ωχρόλευκον άγαλμα της απογνώσεως.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν έχεις αλεύρι; την ηνώχλθουν ακόμη μετά καιρόν την γραίαν οι
+γείτονες και οι παλαιοί πελάται.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ο Λαλεμήτρος δεν είνε αλευράς, απήντα η γραία. Ο Λαλεμήτρος είνε
+μεγαλέμπορας, και πάει 'ς την Σύρα, να ψωνίση.</p>
+
+<p>Αλλ' οι γείτονες είνε οχληροί πάντοτε, όταν δ' εσχημάτισαν την πεποίθησιν ότι
+ο Λαλεμήτρος δεν θα επανέλθη, έγειναν αυθάδεις· ήρχισαν να διαδίδωσι πολλά,
+ότι εμάλωσε με την πενθεράν του, ότι εμουφλούζεψεν, ότι άφησε την γυναίκα του,
+ότι πάγει πάλιν εις την Αμερική και έλεγον προς την γραίαν μετά σαρκασμού:</p>
+
+<p>&nbsp;— Πες αλεύρι;</p>
+
+<p>Τότε και αυτή έκλεισε πλέον το μαγαζείον.</p>
+
+<p>Εκ Πειραιώς ήλθον πολλά ατμόπλοια και πολλά ταχυδρομεία· η δε Θωμαή δεν
+ελάμβανε καμμίαν είδησιν περί του συζύγου της. Τότε κατά πρώτον ησθάνθη τον
+φόβον και ήρχισε πολλά να διαλογίζηται. Ενεθυμείτο διάφορα περιστατικά, άτινα
+εγκαίρως δεν ηθέλησε να εξελέγξη μετ' ακριβείας η ταλαίπωρος. Και ήρχισε να
+διηγήται τότε προς την μητέρα της, τι έλεγε προς αυτήν ο Λαλεμήτρος ολίγας
+ημέρας προ της αναχωρήσεώς του. Παρεπονείτο συνεχώς τότε, ότι δεν έχει
+δουλειαίς ο τόπος, ότι είνε φτώχια και των γονέων, ότι πήρεν ο Θεός τα μαξούλια
+πλέον από μας, και άλλα τοιαύτα. Και ήτο λυπημένος εκείναις της ημέραις.
+Αμίλητος. Ουδ' είχεν όρεξιν να φάγη. Ουδ' εφουμάριζε τον αγαπητόν ναργιλέ του,
+τον σύντροφόν του τον αχώριστον, δι· ον πολλάκις εζήλευεν η Θωμαή και τον
+επείραζεν ενίοτε λέγουσα:</p>
+
+<p>&nbsp;— Ούτε σαν τον ναργιλέ πλεια δεν μ' αγαπάς!</p>
+
+<p>Φυλλομετρών αδιακόπως, νήστις και σκεπτικός, το μέγα κατάστιχον του
+αλευροπωλείου του, έκαμνε λογαριασμούς, κ' επάνω εις τους λογαριασμούς
+άλλους λογαριασμούς, και κατόπιν ακόμα άλλους, χωρίς τέλος, ψιθυρίζων σάκκους
+και αριθμούς:</p>
+
+<p>&nbsp;— Τα βερεσέδια, Θωμαή. Θα μας φάνε. Είπε μίαν εσπέραν, λίαν
+σκεπτικός.</p>
+
+<p>Εδοκίμασε πολλάκις να εισπράξη τα οφειλόμενα· αλλ' «ουκ αν λάβοις παρά του
+μη έχοντος». Το είχεν ακούσει το ρητόν αυτό και εις το σχολείον, μικρός ακόμα,
+που τα εξηγούσε με ιδιαιτέραν αγαλλίασιν ένας μέθυσος διδάσκαλος,
+καταχρεωστών εις όλα τα μαγαζεία, και εκ των πραγμάτων τότε το εννοούσεν ως
+αληθές. Και τώρα δε, ότε εμεγάλωσεν, έβλεπε πάλιν εκ των πραγμάτων ότι ήτο
+αληθές.</p>
+
+<p>Να παύση τα βερεσέδια· το έλεγε και αυτός, το συνεβούλευε και η Θωμαή. Αλλ'
+η απόφασις αύτη συνεπήγετο το κλείσιμον του μαγαζείου.</p>
+
+<p>Το είχον κακοσυνηθίση το χωρίον εις τα βερεσέδια οι διάφοροι τοκογλύφοι.
+Όλοι οι χωρικοί εζήτουν βερεσέ τον σάκκον του αλεύρου, και εις την λαδιά θα
+επλήρωναν. Δεν αποφαίνεται έτσι το χρέος· και ημπορεί κανείς να τρώγη με όρεξιν,
+όταν τρώγη βερεσέ. Ήρεσε τούτο εις τους αλευροπώλας. Πρώτος το εφήρμοσεν ο
+καπετάν-Κονόμος και επλούτησε. Πωλήσας την σκούναν του — δεν ήθελεν αυτός
+να θαλασσοπνίγεται — διέθεσε τα κεφάλαια του εις το εμπόριον του αλεύρου, κ'
+εκέρδιζεν εκατό τα εκατό, καθώς έλεγαν.</p>
+
+<p>&nbsp;— 'Σ την λαδιά, παιδιά, πλερώνετε, 'ς την λαδιά. Μια οκά αλεύρι, μια
+οκά λάδι.</p>
+
+<p>Και έτρεχεν ο κόσμος εις τον καπετάν-Κονόμον, τον καλόν άνθρωπον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Να φάγη η φτώχια, να σχωρνάνε τα πεθαμένα! Επανελάμβανεν ο
+καπετάν- Κονόμος, εξογκών το μέγα κατάστιχον του αλευροπωλείου του, αλλά
+φουσκώνων, ως ασκός πλήρης ελαίου, κατά την ελαιοκαρπίαν. Αυτά παρεκίνησαν
+τον Λαλεμήτρον, να γείνη αλευράς, όταν ήλθεν από την Αμερικήν, με αρκετά
+δολλάρια εις την τσέπην, άτινα εκέρδισε μετερχόμενος εις τον νέον Κόσμον τον
+δύτην και αλιέα των αστακών, και με μίαν χρυσήν άλυσιν του ωρολογίου, χονδρήν
+κ' επιδεικτικήν από άδολον χρυσίον, κομψότατον καλλιτέχνημα παλαιών χρόνων,
+εν σχήματι όφεως, ελικτού περί ράβδον. Ήλθε ν' αναπαυθή πλέον, έλεγεν, εις την
+πατρίδα του, εις το γηροκομείο. Να πανδρευθή, να κάμη τον αλευράν και να
+ησυχάση πλέον. Θα ήτο έως πεντήκοντα ετών, υγιής και ηλιοψημένος. Έως πότε να
+τον τρώγουν τα ξένα χέρια; έως πότε να γυρίζη ξεσπιτωμένος; Με αυτάς τας
+σκέψεις και αποφάσεις, άμα επανελθών, περιεφέρετο επάνω-κάτω εις την αγοράν
+και τα σωκάκια του μικρού χωρίου ο Λαλεμήτρος, επιδεικνύων μετ' επάρσεως
+νεοπλούτου την ολόχρυσον άλυσιν του ωρολογίου του, και δαπανών αφειδώς
+ταργυρά δολλάρια εις τα μικρά οινοπωλεία:</p>
+
+<p>&nbsp;— Τον έχει τον παρά! . . .</p>
+
+<p>Εξεπλήττοντο οι χωρικοί.</p>
+
+<p>&nbsp;— Να ιδής, Θωμαή μου, μία χρυσή καδένα, μία μαλαματένια καδένα.
+Μισή οκά χωρίς άλλο!</p>
+
+<p>Είπεν εκπεπληγμένη η γρηά-Κυρατσού προς την κόρην της, ανυπόμονος να την
+υπανδρεύση· κ' έκαμε γαμβρόν τον Λαλεμήτρον με την χρυσήν καδένα.</p>
+
+<p>Τι σημαίας ύψωσε και τι καμπάναις εσήμαινεν ο εφημέριος της ενορίας, οκτώ
+ημέρας μετά τον γάμον, την Κυριακήν, όταν θα επήγαιναν οι νεόνυμφοι εις την
+Εκκλησίαν του μικρού χωρίου. Από τρία τάλληρα έρριψαν και οι δυο τους εις τον
+δίσκον την ημέραν εκείνην, η δε γραία πενθερά όλη καταχαρουμένη έρριψε και
+αυτή μια τρύπια σφάντζικα, και είχεν εορτήν όλον το χωρίον αλησμόνητον.</p>
+
+<p>Πολλαί μητέρες εζήλευσαν την γραίαν διά την τόσην τύχην της.</p>
+
+<p>Πολλαί παρθένοι εφθόνησαν την Θωμαήν διά το τόσον ριζικόν της.</p>
+
+<p>&nbsp;— Φτωχούλα ήταν, έλεγον. Ένα σπιτάκι μόνον είχε και ένα αμπελάκι· μα
+είχε μοίρα και ριζικό!</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι καλός ο Λαλεμήτρος, τι χρυσός, τι μαλαματένιος! Σαν την χρυσή
+καδένα του, γειτόνισσα, χρυσός, μάλαμα, γειτόνισσα, ο Λαλεμήτρος.</p>
+
+<p>Έλεγεν η γρηά-Κυρατσού, διηγουμένη τα του γάμου της Θωμαής εις μίαν
+ξηροκίτρινην γειτόνισσάν της, άτυχον και πανάτυχον γυναίκα, ήτις άεργος, με
+κρεμασμένα τα χέρια από το πρωί ως το βράδυ, μη έχουσα ουδέ κουκκιά καν
+σπαρμένα να τα σκαλίζη, εύρισκεν ευχαρίστησιν να σκαλίζη τα σκάνδαλα του
+μικρού χωρίου, ως αι όρνιθες την κόπρον, και είχε πλησιάση προς τον σκοπόν
+αυτόν την γρηά-Κυρατσού.</p>
+
+<p>&nbsp;— Μ' ένα καλαθάκι σταφύλια, παιδί μου, διηγείτο η γραία, μ' ένα
+καλαθάκι διαλεχτά σταφύλια, ραζακιά, φιλέρια και μαυροκουρούναις. Δεν
+εγύρεψε τίποτα, παιδί μου. Χρυσός άνθρωπος ο Λαλεμήτρος. Μάλαμα άνθρωπος·
+σαν την χρυσή καδένα του ρολογιού του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Λένε πως τώκαμες μάγια, με τα σταφύλια, παρετήρησε τότε μετά
+πικρίας η γειτόνισσα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Χριστός και Παναγία! Χριστός και Παναγία! ανέκραξε
+διαμαρτυρομένη η γραία. Τέτοια πράματα, παιδί μου!</p>
+
+<p>&nbsp;— Μέσ' 'ς τα φιλέρια, λένε, και 'ς τα ραζακιά βρέθηκε μία νυχτερίδα
+ψόφια . . .</p>
+
+<p>&nbsp;— Πω! Πω! ψέματα! Ψέματα, παιδί μου! Ψέματα!</p>
+
+<p>Έπτυεν η γρηά-Κυρατσού διαμαρτυρομένη.</p>
+
+<p>&nbsp;— Κι' απάνω σε μια ασπρούδα, βρεθήκανε, λέει, δυο ψείραις . . .</p>
+
+<p>Διηγείτο ακόμη η ξηροκίτρινη γειτόνισσα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πω! Πω! ψέματα! Ψέματα! Επανελάμβανεν η γρηά-Κυρατσού. Και
+εξηκολούθει τους θαυμασμούς της διακόπτουσα τας συκοφαντίας.</p>
+
+<p>&nbsp;— Χρυσός άνθρωπος! Μάλαμα άνθρωπος! Σαν την χρυσή καδένα
+του!</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Αληθώς ο Λαλεμήτρος ήτο χρυσούς και άδολος χαρακτήρ. Κατ' αρχάς εν Νέα
+Υόρκη επώλει, παρά την γέφυραν, άνθη εις τους διαβαίνοντας, επιτυχών την θέσιν
+ταύτην τη άδεια της αστυνομίας. Και εκέρδιζεν εκεί ακόπως ικανά δολλάρια καθ'
+εκάστην, και ιδίως τας εορτάς. Είχε βαρύνη πολύ το πουγγίον του και διελογίζετο
+μετά έν ακόμη έτος να επανέλθη πλέον εις την πατρίδα του, ότε μία Ιταλίς
+μονόφθαλμος, και ηγκυλωμένην έχουσα την δεξιάν ως αρπάγην αλιέως,
+εποφθαλμιώσα την θέσιν του εκείνην, την τόσον προσοδοφόρο, δεν ξεύρω πώς,
+τον περιέπλεξεν εις μίαν αδιέξοδον πλεκτάνην. Και ο Λαλεμήτρος έχασε την θέσιν
+του, άνευ ελπίδος να την επανακτήση. Αλλά προς τούτοις ερρίφθη και εις το
+δεσμωτήριον, οπόθεν με πολλούς κινδύνους κατώρθωσεν επί τέλους να διαφύγη,
+φέρων μεν επ' ώμων την κεφαλήν, αλλά κενόν πλέον το πουγγίον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι να λιμπισθώ εγώ από μια στραβή, από μια κουλή!</p>
+
+<p>Διεμαρτύρετο προς τον θεόν, ο Λαλεμήτρος, ωσάν τον Ιωσήφ τον πάγκαλον, μη
+έχων κανένα προστάτην εν τω κόσμω εκείνω, κατά της αδίκου πλεκτάνης της
+γυναικός.</p>
+
+<p>Και περιφερόμενος έπειτα εις την προκυμαίαν της μεγαλοπόλεως εστέναζε
+βλέπων μακρόθεν την θέσιν εκείνην την επικερδή, την οποίαν κατείχε πλέον η
+Ιταλίς εκείνη η παρμένη.</p>
+
+<p>&nbsp;— Όλοι εδώ υπερασπίζουν της γυναίκες. Καϋμένη Ελλάδα! Ούτως, ίνα
+μη εκ νέου περιπέση εις νέα δίκτυα γυναικεία — και απλούνται τόσα πολλά εκεί εις
+τους ξένους κόσμους, περιβάλλοντα ως εν αράχναις τα τρίστρατα και τας πλατείας
+— ήλλαξεν επάγγελμα, εκλέξας έργον καθαρώς ανδρικόν. Κινδυνώδες μεν και
+αυτό, αλλ' ελεύθερον. Εγένετο δύτης και αλιεύς αστακών, και είχε να κάμη πλέον
+με φανερούς εχθρούς, με τα κήτη τ'ανθρωποφάγα της αβύσσου, και ουχί με
+κρυφούς και δολίους, ως είνε οι άνθρωποι της γης. Έμαθε λοιπόν ο Λαλεμήτρος να
+είνε ευθύς και τολμηρός, άφοβος και αληθής.</p>
+
+<p>Και ως αλευροπώλης απέκτησε καλήν πελατείαν ταχέως εν τω χωρίω του.
+Αποτροπιαζόμενος αυτός την αμαρτωλόν του καπετάν-Κονόμου τοκογλυφίαν, ήτο
+δίκαιος εις το εμπόριόν του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ποτέ μην αδικήσης τον πτωχόν εις το ψωμί του, έλεγε, Έδιδε και
+αυτός επί πιστώσει, αλλά μετά δικαιοσύνης.</p>
+
+<p>Και εις τον καιρόν του ελαιοκάρπου εισέπραττε τα χρήματά του.</p>
+
+<p>Πλην, μετά τα έτη της ευφορίας, ήλθον έτη συνεχή αφορίας και δυστυχίας. Το
+έργον της ελαίας συνεχώς εψεύδετο εις την νήσον εκείνην. Ήνθιζον καλώς αι
+ελαίαι, κατάλευκοι τον Μάιον, ως χιονισμέναι, έδενεν ο καρπός εύελπις, αλλ' ένας
+λίβας αίφνης, πνέων τακτικώς τον Ιούλιον, κατέκαιεν αυτόν.</p>
+
+<p>Τότε, εις τον καιρόν αυτόν της δυστυχίας, ήτο ευτυχής ο καπετάν-Κονόμος,
+προκηρύττων διά του κήρυκος:</p>
+
+<p>&nbsp;— Μιάμιση οκά αλεύρι, δυο οκάδες λάδι!</p>
+
+<p>Κ' εφώναζε και ο ίδιος με πατρικήν προστασίαν: — Να φάγη η φτώχια, παιδιά!
+Να σχωρνάνε τα πεθαμένα!</p>
+
+<p>Είχε κεφάλαια ο καπετάν-Κονόμος. Αλλ' ο Λαλεμήτρος έως πόσα δολλάρια να
+είχεν ελθών τα πρώτον εξ Αμερικής; Όσα και αν είχεν, έκαμεν ο άνθρωπος
+επίδειξιν, έκαμε γάμους, έκαμεν έξοδα. Έπαυσαν τότε εν τη δυστυχία εκείνη αι
+εισπράξεις, αλλ' έπαυσαν συνάμα και αι πιστώσεις του Λαλεμήτρου εις Βόλον· Και
+να ήθελε να γείνη και αυτός κακός, ως ο καπετάν-Κονόμος, να κερδήση εκατό τα
+εκατό, δεν ηδύνατο, διότι δεν είχε τα μέσα. Σήμερον, βλέπετε, και διά να γείνη
+κανείς κακός, χρειάζεται μέσα, ως και όταν θέλη να γείνη καλός. Επανειλημμένως
+ήλθον διαταγαί εκ Βόλου να εξοφλήση τας συναλλαγματικάς του. Επανειλημμένως
+ο Λαλεμήτρος εφυλλομέτρησε το κατάστιχόν του, επεσκέφθη τους οφειλέτας του,
+επεσκέφθη τους ελαιώνας του χωρίου. Αλλ' όλα του απήντησαν με ασπλαγχνίαν
+αρνητικώς· το κατάστιχον τω επέδειξεν αριθμούς μόνον, δολλάρια ζωγραφισμένα,
+οι οφειλέται τω έδειξαν τους ελαιώνας των, περιβάλλοντας με δροσιάν όλην την
+νήσον και οι ελαιώνες τα φύλλα των τα στακτόχροα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αυτά τα βερεσέδια, Θωμαή, πολύ τα φοβούμαι! Είπε την τελευταίαν
+ημέραν της αναχωρήσεώς του πάλιν εις την γυναίκα του. Ήμουνα βουτηχτής και
+δεν ετρόμαξα ποτέ τα ψάρια τα άγρια. Και τώρα φοβούμαι πως τα βερεσέδια θα με
+φάνε.</p>
+
+<p>Η Θωμαή, ανίδεος κόρη από τα του κόσμου, γυνή μη γνωρίζουσα τίποτε άλλο
+από τα οικιακά έργα, τι να είπη, τι να συμβουλεύση. Ν' αλλάξη ο σύζυγός της
+εργασίαν; Αλλ' είχε κακοσυνηθίση πλέον εις τον καθιστικόν βίον ο Λαλεμήτρος.
+Όλην την ημέραν εκάθητο εις τα αλευροπωλείον του, πωλών άλευρον, δεχόμενος
+έλαιον, φυλλομετρών το κατάστιχόν του και φουμάρων τον ναργιλέ του. Είχε
+παχύνη όχι μεν ως τον καπετάν-Κονόμον, αλλ' είχε παχύνη τέλος. Πολλάκις τον
+παρεκάλει η Θωμαή να κλείση τα μαγαζείον ολίγας ώρας, να υπάγουν εις την
+άμπελον, να φάγουν γλυκά σταφύλια· αλλ' ο Λαλεμήτρος ουδέποτε το απεφάσιζε.
+Το εμπόριον, και το ευτελέστερον ακόμη, γεννά θέλγητρα μυστηριώδη εις τον
+μετερχόμενον αυτό, όστις ολίγον κατ' ολίγον τόσον συστέλλει τον μέγαν και
+απέραντον της ζωής ορίζοντα, ώστε κατορθώνει τέλος να περιορίση αυτόν δέσμιον
+εν μέσω των τεσσάρων τοίχων του μαγαζείου του. Εθέλγετο λοιπόν εκεί και ο
+Λαλεμήτρος, φυλλομετρών το κατάστιχόν του. Και φουμάρων τον ναργιλέ του ουδέ
+απάντησιν έδιδεν εις την Θωμαήν, ήτις τον εκάλει έξω:</p>
+
+<p>&nbsp;— Να μ' αγαπούσες κάνιο σαν τον ναργιλέ! παρεπονείτο τότε κλαίουσα
+η Θωμαή.</p>
+
+<p>Την παραμονήν της αναχωρήσεώς του είχε λάβη έντονον εκ Βόλου διαταγήν,
+ότι ώφειλε να εξοφλήση ανυπερθέτως δύο συναλλαγματικάς του, αίτινες προ
+μηνός έληξαν, άλλως ηπείλουν αυτόν διά προσωπικής κρατήσεως.</p>
+
+<p>&nbsp;— Για τον Θεό!</p>
+
+<p>Εφώνησεν έντρομος ο Λαλεμήτρος, αναγνούς την διαταγήν. Αλλ' ίνα μη
+εννοήση η σύζυγός του, ήτις τον έβλεπε σύννους, παρακαθημένη, προσέθηκεν
+ηρεμώτερος:</p>
+
+<p>&nbsp;— Ακρίβηναν, λέει, ταλεύρια πάλιν!</p>
+
+<p>Διενοήθη ο Λαλεμήτρος να ενεχυριάση τότε, ή και να πωλήση εν τη εσχάτη
+ανάγκη την χρυσήν του ωρολογίου του άλυσιν, μη έχων άλλον πόρον χρημάτων,
+και σωθή από το αίσχος της φυλακίσεως.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν είμαι για κόσμο πλεια! επανελάμβανε περιφερόμενος εντός του
+μαγαζείου του, δεν είμαι για κόσμο!</p>
+
+<p>Αλλά κατεκοκκίνησεν από εντροπήν και μόνον διότι εσκέφθη να προβή εις το
+διάβημα τούτο, όπερ θα τον εξηυτέλιζεν ολοτελώς εν μέσω του χωρίου.</p>
+
+<p>Εκτός όμως της εντροπής, ησθάνετο και ανέκφραστόν τινα συμπάθειαν προς
+την χρυσήν εκείνην άλυσιν, την ηγάπα, ως αγαπά φιλάργυρος το χρυσίον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι ώμορφη! έλεγε πολλάκις και η Θωμαή, θωπεύουσα μαλακά-
+μαλακά το ολόχρυσον εκείνο καλλιτέχνημα, με τας απαλάς της χείρας.</p>
+
+<p>&nbsp;— 'Σαν χρυσό φειδάκι, καλέ!</p>
+
+<p>Επανελάμβανε.</p>
+
+<p>&nbsp;— Φειδάκι που με φυλάει, έλεγε τότε ο Λαλεμήτρος μειδιών, φειδάκι
+που αντί για φαρμάκι με ποτίζει ζωήν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ποιος ξέρει ποια αμερικάνα θα σου την εχάρισε!</p>
+
+<p>Και διηγείτο τότε ο Λαλεμήτρος:</p>
+
+<p>&nbsp;— Ένας Εβραίος. Μου την επώλησεν ένας Εβραίος. Μου είπε κρυφά 'ς το
+αυτί:</p>
+
+<p>&nbsp;— Πάρε την, κουζούμ· πάρε την, κουζούμ. Κουζούμ, πάρε την. Θα με
+θυμάσαι!</p>
+
+<p>Ήτο από αγνόν χρυσίον όλη. Υπήγαν εις αδαμαντοπώλην επίσημον και την
+εδοκίμασαν. Χρυσίον εικοσιτεσσάρων καρατιών.</p>
+
+<p>&nbsp;— Έχω εγώ το μέσον να την πωλήσω, κουζούμ. Αλλά θέλω να την πάρης
+εσύ. Ξέρεις τίποτε, κουζούμ; εψιθύρισε κρυφά εις το ους του Λαλεμήτρου ο
+Εβραίος. Ήτανε μέσα σε δικά σας άγια πράγματα. Κάποιος τα έκλεψεν από
+μοναστήρι μαζύ με άγια δισκοπότηρα και σταυρούς και ήλθεν εδώ και τα
+επούλησε. Πάρε την, κουζούμ! Να με θυμάσαι! Άκουσέ με! Και μη την βγάλης από
+πάνω σου!</p>
+
+<p>Αληθώς η χρυσή εκείνη άλυσις εφαίνετο ότι τω όντι ήτο πολύ αρχαία,
+βυζαντινόν κατασκεύασμα.</p>
+
+<p>Την ηγόρασε λοιπόν ο Λαλεμήτρος και ως έλεγεν εις την Θωμαήν, πολλάκις
+αύτη τον εφύλαξεν από πολλούς κινδύνους, Εις τον πυθμένα της αβύσσου κάτω
+τον κελαινόν, ως δύτης, την έφερε μεθ' εαυτού πάντοτε ο Λαλεμήτρος καθώς τον
+είχε συμβουλεύσει ο Ισραηλίτης, και ουδέποτε ουδέν κακόν τω συνέβη, Τα κήτη
+επλησίαζον προς αυτόν με ορμήν πολλάκις, αλλά μόλις την έβλεπον,
+ακτινοβολούσαν την χρυσήν άλυσιν, απεσύροντο ηρέμα, ως φελούκαι προς τα
+οπίσω κωπηλατούμεναι . . .</p>
+
+<p>Η ψυχή του απέκρουε λοιπόν την ιδέαν της απαλλοτριώσεως της χρυσής του
+καδένας. Τω εφαίνετο σκληρά αχαριστία προς το θαυματουργόν εκείνο
+καλλιτέχνημα, αντανακλώσα εις την Χάριν αυτήν του Θεού όπου το είχεν αγιάσει
+τόσον.</p>
+
+<p>Ενύκτωσεν. Εκάθισε να φάγη δήθεν. Η Θωμαή παρεκάθητο λυπημένη, άφωνος,
+με την μανδήλαν της καταιβασμένην. Η γραία έμεινε κάτω εις το μαγαζείον,
+ανοικτόν ακόμη.</p>
+
+<p>Σκέψεις σατανικαί, πειρασμοί ξηροί περιετριγύριζον όλον τον εσωτερικόν
+άνθρωπον. Προς στιγμήν, εις την λάμψιν της λυχνίας, ως όφις ζωντανός, έλαμψεν η
+χρυσή άλυσις του ωρολογίου του, εις τους δακρυσμένους της Θωμαής οφθαλμούς·
+όφις ολόχρυσος, όφις ελισσόμενος εκεί επί του στήθους του Λαλεμήτρου, ως
+θέλων κάποιον να δήξη εκεί, κάποιον να φαρμακώση γλυκά και χρυσά ως η
+απιστία.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αφού ακρίβηναν ταλεύρια, Λαλεμήτρο, πάρε 'λιγώτερα σακκιά.</p>
+
+<p>Ετόλμησε να παρατηρήση η αθώα γυνή, μαλακύνουσα την αγωνίαν του
+συζύγου της.</p>
+
+<p>Αλλ' εκείνος θέλων να παίξη ίσως, θέλων να γελάση πιθανώς, ήνοιξε το στόμα
+του το κλειδωμένον έως τότε και είπεν:</p>
+
+<p>&nbsp;— Όπως έγεινε σήμερα ο κόσμος με τα βερεσέδια, καλλίτερα είνε να
+μην παντρεύεται κανένας!</p>
+
+<p>Και έκυψε προς το στήθος του ο Λαλεμήτρος, ως αισχυνόμενος διά τον λόγον
+οπού είπε.</p>
+
+<p>Την στιγμήν εκείνην εις τους θαμβωμένους οφθαλμούς της Θωμαής έλαμψεν
+ως όφις μαύρος με μελανάς λάμψεις η χρυσή καδένα του Λαλεμήτρου. Ο όφις ο
+δόλιος και σκόλιος, ο δράκων ο παμπόνηρος, ο απατήσας ποτέ την Εύαν εν τω
+Παραδείσω.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Όταν η ελπίς η γόησσα ψευσθή, η τρελλή και παίζουσα ως πεταλούδα
+ποικιλόπτερος, όταν χωνεύση, ως το ταξειδεύον πλοίον, αναρπαγείσα από τον
+ορμητικόν της απάτης άνεμον, τότε επέρχεται η απόγνωσις, άπτερος, ως
+πεταλούδα οπού έκαυσε τα πτερά της. Και η απόγνωσις επήλθεν εν τω οικίσκω της
+Θωμαής βιαία. Μαύρη και ατελείωτος, ως νυξ του χειμώνος.</p>
+
+<p>Η Θωμαή επέρριπτε την αιτίαν της κακοτυχίας εις την μητέρα της και η μήτηρ
+εις την κόρην της. Σημείον ότι και αι δύο έπταιον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ένας άσωτος, ένας ξεσόιαστος! έλεγον απεγνωσμέναι.</p>
+
+<p>Εις τα μικρά μέρη το να μένη η κόρη άγαμος, άνευ ελπίδος γηράσκουσα,
+θεωρείται άτυχον και κακόν. Αλλά το να παραιτήση ο άνδρας την γυναίκα του, και
+εκείνος μεν να γίνη άφαντος, σαν ένας κομήτης, οπού δεν θα ξαναφανή πλέον,
+αύτη δε να είνε χήρα, και να μη έχη την άδειαν να μαυροφορέση, τούτο θεωρείται
+ακόμη πλέον άτυχον, και πλέον κακόν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Να θαμπωθούμε πλεια τόσο, να στραβωθούμε, καλέ, από μια χρυσή
+καδένα! έκλαιον απηλπισμέναι.</p>
+
+<p>Και όμως ήρχοντο ενίοτε ώραι, καθ' ας η Θωμαή, εναντίον όλης της
+αδυσωπήτου οργής της μητρός της, εύρισκεν ελαφρυντικάς περιστάσεις, ως
+δικαστής φιλάνθρωπος, διά τον σύζυγόν της, όστις αναχωρών δεν έδειξε καμμίαν
+δυσαρέσκειαν εναντίον της, καμμίαν υποψίαν αποστροφής ή άλλης δικαίας ή
+αδίκου αιτίας.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τα βερεσέδια, μάννα μου!</p>
+
+<p>Εδικαιολόγει η Θωμαή τον άνδρα της.</p>
+
+<p>Η γραία όμως περισσότερον μνησίκακος, διακόπτουσα ταύτην αποτόμως,
+έλεγε:</p>
+
+<p>&nbsp;— Το κεφάλι του, πες!</p>
+
+<p>Και υπερασπίζουσα τους πτωχούς χωρικούς, προσέθετεν:</p>
+
+<p>&nbsp;— Ήθελε να πλουτήση από το λάδι. Μα το λάδι του φτωχού είνε
+ανακατωμένο με το αίμα του και είνε κακοχώνευτο. Να κάμη μια δουλειά να ζήση,
+'σαν άνθρωπος, όχι να μοιράση τα λεπτά του, ν' αδειάση τα χέρια του, και να κρατή
+ύστερα τον ναργιλέ του! Ο τεμπέλης! Και να περιμένη ύστερα την λαδιά, για να
+κερδήση εκατό τα εκατό. Αυτά μόνον ο καπετάν-Κονόμος ξέρει και τα
+καταφέρνει.</p>
+
+<p>Τότε και αι δύο, θεωρούσαι γελοίον το πράγμα, να σκέπτωνται κατόπιν εορτής,
+έθετον τέλος εις τους ακάρπους αυτούς ελέγχους, μεταβαίνουσαι εις την άμπελον
+και καταγινόμεναι περί την επίπονον αυτής καλλιέργειαν, διότι αύτη μόνον
+απέμεινε, και διά τας δύο αυτάς ψυχάς, ως το μόνον παραμύθιον. Η άμπελος. Και ο
+γέρων ιερεύς, ο πνευματικός των, ο παπα- Γιώργης όστις — ας είνε καλά — συχνά
+τας επαρηγόρει, διδάσκων αυτάς την εν Κυρίω υπομονήν, η οποία βραβεύεται δι'
+αμαράντων στεφάνων παρά του μισθαποδότου Χριστού.</p>
+
+<p>&nbsp;— Νά, ταις έλεγεν ο ιερεύς, ο γηραλέος και σεβάσμιος, δεικνύων δια της
+μαύρης χονδρής ράβδου του τα γαμήλια στέφανα της Θωμαής, άτινα ήσαν
+ανηρτημένα υψηλά από καρφιού, παρά την εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής,
+συνδεδεμένα διά μεταξωτού λευκού μανδηλίου.</p>
+
+<p>Σκονισμένα, αραχνιασμένα, ως πένθιμα σύμβολα διαζευχθέντος ανδρογύνου,
+εφωτίζοντο, ημέραν και νύκτα, αμυδρώς, υπό της ιεράς εκείνης κανδήλας του
+εικονίσματος. Τα χρυσά βαράκια και τα εκ ψευδοχρύσου φυλλάρια αυτών είχον
+μαυρίσει, εξαφανισθείσης της χρυσής στιλβώσεως, και τα άλλα δε τα εκ λευκών κ'
+ερυθρών ταινιών ανθέμια και οι φιογγίσκοι και οι ψευδείς κάλυκες της λεμονέας,
+είχον ωσαύτως αμαυρωθή. Νά! ταις έλεγεν ο γέρων ιερεύς. Βλέπετε αυτά τα
+στεφάνια του γάμου; Και ύψωνε προς αυτά την μαύρην ράβδον του, ως να ήθελε
+να τα ξεκρεμάση από εκεί.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πόσα χρόνια έχουν; Και, καθώς βλέπετε, πάνε! Όλος ο κορνιαχτός της
+τσατής κατεστάλλαξεν επάνω των. Μαύρισαν, σαν της μουρτιαίς, που βάζουν 'ς την
+πόρτα της Παναγίας, 'ς την φέστα, και η οποίαις δεν βαστάνε παραπάνω από μια
+'μέρα. Και καταβιβάζων την χείρα του και την ράβδον, και βλέπων τας δύο
+γυναίκας κατ' οφθαλμούς, εξηκολούθει, όλος ενθουσιασμένος θείον
+ενθουσιασμόν:</p>
+
+<p>&nbsp;— Μα, τα στεφάνια εκείνα, που σας λέγω εγώ, που θα σας δώση ο
+Κύριος, σαν έχετε υπομονήν, εκείνα τα στεφάνια, Θωμαή μου και γρηά-Κυρατσού,
+δεν μαραίνονται, δεν σκονίζονται, δεν μαυρίζουν. Αιωνίως λάμπουν νωπά και
+χλοερά, εν τη βασιλεία των ουρανών, σαν της μουρτιαίς 'ς της Μαμμούς το ρέμα·
+Και απήγγελλε μεγαλοπρεπώς το του ψαλμού:</p>
+
+<p>&nbsp;— «Υπομένων υπέμεινα τον Κύριον και προσέσχε μοι!»</p>
+
+<p>Εσιώπα μικρόν. Και βλέπων με το ιλαρόν βλέμμα του είτα την γραίαν, και υψών
+την φωνήν του, ως εάν ελάλει προς κωφόν, επανέλεγε:</p>
+
+<p>&nbsp;— Τ' ακούς, γρηά-Κυρατσού;</p>
+
+<p>Αλλ' όταν έχωμεν υπομονήν, εξηκολούθει μαλακύνων την φωνήν του και
+βλέπων ιλαρώς τώρα την Θωμαήν, όταν έχωμεν υπομονήν, Θωμαή μου, τότε μας
+ακούει ο Κύριος και μας κάμνει ό,τι του ζητήσωμεν, προς το συμφέρον πάντοτε της
+ψυχής μας. Και ημπορεί τότε κ' εδώ καλά να περάσωμεν το υπόλοιπον της ζωής
+μας, και να κερδήσωμεν και την βασιλείαν των ουρανών . . .</p>
+
+<p>Οι λόγοι ούτοι ηύφραινον πραέως τας δύο γυναίκας κ' εγλύκαινον την πικρίαν
+των, ως το αγνόν γάλα, το οποίον ηδέως μαλακύνει τον ξηρανθέντα υπό της νόσου
+φάρυγγα!</p>
+
+<p>&nbsp;— Ένα ξερό κορμί είσαι, κόρη μου. Παιδιά δεν έχεις. Δόξα σοι ο θεός!
+Θα περάσης τον ψεύτικον αυτόν κόσμον. Με το αμπελάκι σου, θα
+ψευτοπεράσης.</p>
+
+<p>Επαρηγόρει την Θωμαήν η μητέρα της.</p>
+
+<p>&nbsp;— Και συ, μαννούλα μου, άλλο ένα ξερό κορμί είσαι. Ένα δεμάτι ξύλα να
+φέρνης, θα βγάλης το ψωμί σου. Δόξα σοι ο Θεός!</p>
+
+<p>Επαρηγόρει και η Θωμαή την μητέρα της.</p>
+
+<p>Αλλ' η Θωμαή δεν ηδύνατο να λησμονήση τον Λαλεμήτρον, αν και ολόκληρος
+τριετία είχε παρέλθει από της αναχωρήσεώς του. Τον ηγάπα τον αδιαφόρητον.
+Τώρα δε, εν τη εγκαταλείψει, περισσότερον κατενόησε τούτο και κατεκαίετο η
+καρδία της. Όλα όσα έλεγεν εναντίον του, εν τη θλίψει της ενίοτε, τα έλεγεν από
+την πολλήν προς την μητέρα της συμπάθειαν, να συμφωνή μαζί της, να μη
+κατατήκεται η γραία και αποθάνη προ της ώρας της. Αλλά και έλκεται φυσικώς η
+γυνή πάντοτε προς τον άνδρα, μεθ' ου, διά της ευλογίας του ο Θεός την συνέδεσεν,
+αδιαρρήκτως, ως έλκεται ο σίδηρος προς τον μαγνήτην. Όσον και αν απέτυχεν εις
+την εκλογήν, όσον και αν την κατήσχυνεν η απότομος εγκατάλειψίς του, δεν
+ηδύνατο να αισθανθή μίσος προς αυτόν. Μόνον διότι έβλεπεν επί τινος αραφίου
+τον έρημον ναργιλέ του, εγκαταλελειμμένον, εκινείτο εις δάκρυα. Και
+παρηγορουμένη ματαίως διελογίζετο πολλάκις:</p>
+
+<p>&nbsp;— Ίσως για μένα έφυγεν. Ίσως πήγε πάλιν εις την Αμερική, να δουλέψη
+πάλιν, να κερδήση, για μένα τώρα. Το πρώτο του ταξείδι ήτανε για τον εαυτό του,
+τα δεύτερο είνε ίσως για μένα.</p>
+
+<p>Κ' εστέναζε τότε κρυφά, αποσυρομένη κάτω εις το κλειστόν μαγαζείον, κρυφά
+από την μητέρα της. Κ' ηγρύπνει εξ έρωτος και ηύχετο να εγνώριζε πού μένει ο
+Λαλεμήτρος, να τρέξη να γείνη δούλα του, να γείνη σκλάβα του, μόνον για να τον
+βλέπη. Τας βαρείας εκείνας λέξεις τας οποίας εξεστόμισεν ο Λαλεμήτρος τας
+τελευταίας ημέρας της αναχωρήσεώς του, ότε κατείχετο υπό της δεινής εκείνης
+ψυχικής στενοχωρίας, τας λέξεις εκείνας ήδη η Θωμαή, εν ταις στιγμαίς ταις
+φλογεραίς του έρωτος, αντιθέτως εξήγει, ως ρηθείσας από της μεγάλης προς αυτήν
+αγάπης, ότε, καταχρεωμένος εκ των μεγάλων εμπορικών του ζημιών, εγίνετο
+πρόσκομμα εις τον άνετον συζυγικόν των βίον, όστις θ' απέβαινεν ούτως
+αδιάκοπον μαρτύριον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Κ' εγώ δεν είχα καμμιάν απαίτησιν η κακομοίρα! Έκλαιε τότε η
+Θωμαή, κρυφά κάτω, κάτω εις το κλειστόν μαγαζείον.</p>
+
+<p>Και τότε της ήρχοντο άλλαι πρακτικώτεραι, αλλά τρομεραί σκέψεις. Ο
+Λαλεμήτρος ήτο φιλότιμος. Ήτο υπερήφανος. Το ήξευρε τούτο η Θωμαή. Ποτέ δεν
+ηθέλησε να ωφεληθή από την αδικίαν. Ίσως να τον κατεστενοχώρησεν εκείνο το
+τηλεγράφημα, εσκέπτετο η Θωμαή. Ίσως να μη είχε να πληρώση εις τον
+αλευρόμυλον, ίσως να ήτο κίνδυνος να φυλακισθή, και επάνω εις την φιλοτιμίαν
+του, ίσως να έπαθε κανένα κακόν. Μπορεί να του ήλθε νταμλάς. Δύσκολο πράγμα
+είνε ν' αποθάνη κανένας; . . . Και τότε, περιδεής η Θωμαή, τον εθρήνει κρυφά, κάτω
+εις το κλειστόν μαγαζείον:</p>
+
+<p>&nbsp;— Λαλεμήτρο, Λαλεμήτρο μου!</p>
+
+<p>Είχεν ακουσθή ένα τοιούτον, εκείνα τα έτη, εις την μικράν επαρχίαν. Ένας
+έμπορος, απολέσας την περιουσίαν του, και κινδυνεύων να φυλακισθή, ευρέθη
+κρεμασμένος από μίαν ελαίαν.</p>
+
+<p>Τότε εις τους φόβους της τούτους η Θωμαή, μεταβαίνουσα πρωί-βράδυ,
+ήναπτε τα κανδήλια του Αγίου Γεωργίου, ενός μικρού ναΐσκου, παρά την άμπελον,
+υπό την σκιάν ελαιών και κυπαρίσσων, να τον φυλάττη ο άγιος, όπου και αν είνε,
+αν είνε ζωντανός. Ήναπτε τα κανδήλια του αγίου, σαράντα μέραις και σαράντα
+νύκτες, όλον το σαρανταήμερον. Ήναπτε κηράκια προ της εικόνος του αγίου, εις το
+ξύλινον μικρόν μανουάλιον. Ήναπτεν ανθρακιάν εντός θραυσμένης κεράμου, κ'
+εθυμίαζε τον μικρόν ναΐσκον, σαράντα μέραις και σαράντα νύκτες. Ήναπτε με την
+φλόγα της καρδίας της και τους δύο οφθαλμούς της, τους μαύρους ως δύο ρώγαις
+μαυροκουρούνας, και τότε θερμά δάκρυα, τα δάκρυά της, ερράντιζον το
+ψηφιδωτόν του ναΐσκου έδαφος, όστις ολοκαίνουργος και απαστράπτων
+συνετηρείτο εις την εσχατιάν εκείνην του χωρίου, θαρρείς κ' εκτίσθη προς
+παραμυθίαν της, να δέχηται, σιωπηλός εκεί, τ' αγνά της Θωμαής
+ολοκαυτώματα.</p>
+
+<p>Και προσηύχετο ώραν εκεί, προ της εικόνος του αγίου, κάμνουσα ευλαβείς
+σταυρούς η Θωμαή:</p>
+
+<p>&nbsp;— Άη μ' Γιώργη! Άη μ' Γιώργη!</p>
+
+<p>Και εγονυπέτει επανειλημμένως, ενώπιον του μεγαλομάρτυρος ιππέως, η
+Θωμαή:</p>
+
+<p>&nbsp;— Άη μ' Γιώργη! Άη μ' Γιώργη!</p>
+
+<p>Και προσεκόλλα οβολούς η Θωμαή επί της εικόνος του τροπαιοφόρου αγίου,
+του ρυομένου τους αιχμαλώτους:</p>
+
+<p>&nbsp;— Άη μ' Γιώργη! Άη μ' Γιώργη!</p>
+
+<p>Και οι οβολοί της Θωμαής ουδέποτε κατέπιπτον, ουδέποτε απεσπώντο από της
+εικόνος απρόσδεκτοι. Εκολλούσαν επάνω εις την εικόνα ως με ψαρόκολλαν.</p>
+
+<p>Αλλ' είχε κ' επί της μυστηριώδους εκείνης χρυσής καδένας, άλλας ελπίδας η
+νεαρά σύζυγος. Όσον και αν ήτο Εβραίος ο πωλήσας αυτήν, και όσον και αν ήτο
+πλαστόν το μύθευμά του, ημπορεί να ήτο και αληθινόν· η χρυσή εκείνη άλυσις
+ήσκει μεγάλην γοητείαν επί της γυναικός. Και όταν κατά πρώτον την είδε, της
+εφάνη ότι δι αυτήν ηγάσθη και ηγάπησε και έκαμε άνδρα της τον Λαλεμήτρον.</p>
+
+<p>Μετά πόσης θλίψεως εν ταις ημέραις αυταίς ταις πενθίμοις της εξαφανίσεώς
+του, ενεθυμείτο τας πρώτας εκείνας ημέρας της μακαριότητος, ότε κατά πρώτον
+είδε τον Λαλεμήτρον, εξ Αμερικής άρτι επανελθόντα, και αναιβοκαταιβαίνοντα
+εμπρός από τον οικίσκον της! Κοντός, εύμορφος, με μαύρα ρούχα, με άσπρον
+υποκάμισον, εσυχνοπερνούσεν από κάτω από τα παραθυράκια της, σαν να ήλθεν
+από τον ξένον κόσμον επίτηδες δι' αυτήν. Και την έβλεπεν εκείνος, και τον
+εκρυφοκύτταζεν εκείνη, και έλαμπεν εις το στήθος του η χρυσή καδένα,
+ολόχρυσος, από βενετικό καθαρό μάλαμμα, θαμβόνουσα τους οφθαλμούς της. Και
+όταν δε πάλιν ήκουσε παρά του ιδίου την παράδοξον ιστορίαν εκείνης της
+αλύσεως, με ακόμη περισσότερον θάμβος την έβλεπε, ως ιερόν τι πράγμα πλέον,
+οπού είχε μεγάλην δύναμιν ν' αποτρέπη το κακόν. Καθώς τω όντι και συνέβη
+πολλάκις εις την Αμερικήν, όταν ως δύτης πολλάκις εσώθη, όπως εκείνος
+έλεγεν.</p>
+
+<p>Η ιδία η μητέρα της, έκπληκτος, της είπε μίαν ημέραν, οπού ο Λαλεμήτρος ήτο
+άρρωστος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Κύτταξε, Θωμαή μου, πώς ανεμίζει η χρυσή καδένα του! Σαν φειδάκι,
+καλέ, ζωντανό!</p>
+
+<p>Το αυτό συνέβαινε πάντοτε, έλεγεν η γραία, οσάκις ο Λαλεμήτρος ήτο
+αδιάθετος ή ασθενής.</p>
+
+<p>Κατά βάθος η Θωμαή, διδαγμένη από καλούς πνευματικούς, ανεγνώριζε την
+πλάνην της, αλλ' όμως της εφαίνετο ότι η χρυσή εκείνη άλυσις απέπνεεν ευωδίαν
+μυστικήν, αγίων λειψάνων άρωμα, και ουδόλως απίθανον, εσκέπτετο, να
+προήρχετο από των κειμηλίων βυζαντινού ιερού μοναστηρίου, καθώς έλεγεν ο
+Εβραίος. Ως τοιαύτην την εξελάμβανε κ' εστήριζε τότε επ' αυτής αγαθάς ελπίδας,
+ότι ενόσω είχεν αυτήν ο σύζυγός της, ουδέν κακόν θα επάθαινεν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλ' αν ευρέθη εις την ανάγκην και την επώλησεν!</p>
+
+<p>Της ήρχετο και αυτή η θλιβερά σκέψις.</p>
+
+<p>Παρήλθεν ούτω και άλλο ακόμη έτος και ουδεμίαν είδησιν ελάμβανεν η
+Θωμαή. Κατ' αρχάς, τας πρώτας ημέρας, διεδόθη ότι τον εφυλάκισαν εις Βόλον.
+Αλλά τούτο διεψεύσθη αμέσως κατόπιν. Άλλη φήμη διέδιδεν ότι πλέων εις
+Πειραιά, έπεσεν εις την θάλασσαν από το ατμόπλοιον την νύκτα και επνίγη. Αλλά
+και τούτο διεψεύσθη από το πρακτορείον. Έγραψεν εις Πειραιά, αλλ' ουδείς τον
+είδεν εκεί. Έγραψεν εις όλας τας μεγάλας πόλεις της Ανατολής, όπου συνήθως
+μετέβαινον προς εργασίαν πατριώται, αλλ' ουδαμού ο Λαλεμήτρος εφάνη. Ουχ
+ήττον, από εντροπήν, εις τους ερωτώντας αυτήν έλεγε πάντοτε ότι είνε καλά ο
+Λαλεμήτρος και ότι έχει καλήν εργασίαν. Αλλ' υφίσταντο πλέον στερήσεις πολλάς
+και παντοίας αι δύο γυναίκες. Αι αφορίαι των ελαιών εξηκολούθουν και η Θωμαή
+ουδέν εισέπραττεν εκ των οφειλετών των παλαιών. Τότε ήρχισαν να
+στενοχωρώνται ακόμη περισσότερον, ήρχισαν να πένωνται. Και μόλις κατώρθωνον
+να καλλιεργήσωσι την μικράν άμπελον, την οποίαν εντρέποντο ν' αφήσωσι κλάραν.
+Εν τω διαστήματι τούτω, επήλθε και μία ευφορία των ελαιών, όπου όλοι οι χωρικοί
+εγυαλοκοπούσαν σαν λαδωμένοι ποντικοί, αλλ' ουδείς αυτών ήθελε ν' αναγνωρίση
+αντιπρόσωπον του αλευροπώλου:</p>
+
+<p>&nbsp;— Σαν έλθη ο Λαλεμήτρος, έλεγον όλοι.</p>
+
+<p>Το τελευταίον τούτο έτος, η Θωμαή εκλείσθη εις τον οικίσκον της, αόρατος
+διελθούσα ολόκληρον τον χειμώνα χωρίς να ομιλή με κανένα, χωρίς να βλέπη
+κανένα, ράπτουσα επί μισθώ και υφαίνουσα, έως ου μίαν αυγήν της ανοίξεως, μίαν
+χαρμόσυνον αυγήν, που τα πουλάκια εκελαϊδούσαν με χαράν επάνω εις την
+αμυγδαλήν της αυλίτσας της, ως να ήλθε κάποιος από τα ξένα, και τον εχαιρέτιζον,
+προσφωνούντα το καλώς ήλθες, εν στωμυλία, λάλω, εν χορικοίς αλαλαγμοίς, μίαν
+αυγήν ευώδη της ανοίξεως, που αι καρδίαι των ανθρώπων ανοίγονται, και αυταί
+γεμάται από ευωδίας και αρώματα, ανοίγονται ως ταπριλιάτικα εκείνα
+τριαντάφυλλα, τα χείλη τα αγνά, τα ρόδινα, της φύσεως, οπού φιλούν τον κόσμον
+όλον, πλουσίους και πτωχούς, με αγάπης ευωδίαν — και θέλουν αι καρδίαι, εις
+τοιαύτην ώραν συναντήσεως του σύμπαντος, κάτι να λαλήσουν και αυταί, ως όλα
+τα ζώντα, κάτι να ζητήσουν, κάποιον να χαιρετίσουν, κάποιον ν' ασπασθούν, ως τα
+πουλάκια της αμυγδαλής — τότε, μίαν τοιαύτην αυγήν ηδονικήν, οπού οι άνεμοι
+όλοι ησύχαζον αναπαυόμενοι, και έπνεον μόνον αι αύραι ως από μύρων και από
+λιβάνου, εξήλθε τότε της οικίας της η Θωμαή, μετά τόσην απομόνωσιν, να μεταβή
+εις την άμπελον, οπού είχε μήνας ολοκλήρους να εξέλθη.</p>
+
+<p>Επόθησεν αίφνης την ζωήν, την ζωήν, ήτις κ' εν τη ασβόλη της πτωχείας κ' εν τη
+χλιδή του πλούτου, ανασκιρτά η αυτή με τας αυτάς επιθυμίας και τα ίδια όνειρα,
+αιώνιος και ατελεύτητος πάντοτε, εν όσω θα είνε αιώνιος και ατελεύτητος και ο
+κόσμος μέχρι της συντελείας. Ενθυμήθη την νεότητά της, εκείνην την αυγήν, ως να
+την ωνειρεύθη την νύκτα, και εξηγέρθη νεωτέρα, της εφάνη. Ενθυμήθη την χαράν
+του γάμου της, την ευλογημένην εκείνην χαράν, ήτις ουδέποτε λησμονείται.
+Ενθυμήθη τας διασκεδάσεις εκείνας τας αθώας και τους χορούς, την αγαλλίασιν
+της αναπαύσεως και τα ζεύκια ταλησμόνητα, ς' τα πανηγύρια. Και ακόμη
+πορρωτέρω. Ενθυμήθη τας αγνάς του παρθενικού βίου της ημέρας, τας παιδικάς.
+Να καθίση αμέριμνος, καταμεσής ς' της κόκκιναις παπαρούναις, ως λευκός κρίνος
+αυτή, κρίνος κάτασπρος της ανοίξεως, και γύρω-γύρω, ως χρυσά κρόσσια,
+ολόχρυσαι να την περιβάλλουν αι κροκοβαφείς μαργαρίται. Να κατακλιθή, να γύρη
+εκεί, ως κλωνάρι πασχαλέας, με όλα τα παρθενικά της άνθη, να γύρη μαλακά-
+μαλακά επάνω εις τα δροσερά του σίτου στάχυα, ως νύμφη παναρχαία. Να δρέψη
+άνθη των αγρών ποικιλόχροα. Κόκκινα, λευκά και κίτρινα άνθη. Και ιόχροα του
+Αγίου Γεωργίου άνθη, ως ρόδακας στρογγυλά των αρχαίων επιστυλίων. Να κόψη
+ζεμπιλάκια κωδωνίζοντα. Και πάλιν να συνάξη παραδάκια, οπού είνε ως οβόλια
+μικρά. Να πλέξη και στεφάνια από αγριαμπελιά. Και να ζωσθή μ' αυτήν για το
+καλό. Να φάγη μιζιθρίτσαις, ευώδεις ρίζας ανθέων ως ψωμάκια λευκά. Και έπειτα
+να λούση την κατάμαυρον πλουσίαν κόμην της μέσα εις την δροσεράν πηγήν του
+Αγίου Γεωργίου, της οποίας το ύδωρ διαυγές και ηγιασμένον αναβλύζει από μέσα
+από το άγιον βήμα του ναΐσκου. Να πλύνη το πρόσωπόν της τωχρανθέν από τον
+πόνον και την κάκωσιν. Να πιη νεράκι κρύο, από την πηγήν, να δροσισθή η
+αναμμένη της καρδιά, μ' ένα φλασκάκι, μισοκομμένο εις σχήμα αρχαίας φιάλης, το
+οποίον εκρύπτετο εκεί από τους μικρούς βοσκούς, μέσα εις τα δροσόχορτα της
+πηγής. Και να τραγουδήση, επόθησε, καθημένη υπό την ελαίαν της αμπέλου της,
+υψηλά εκεί επάνω εις την σκοπιάν, λυτήν φέρουσα την μανδήλαν της, να δροσίζη
+τον λαιμόν της, τον κάτασπρον όλον, της πρωίας η δροσιά, και ν' ανεμίζωνται τα
+κλώνια εις το στήθος της. Να φάγη εκεί ψωμί και μήλα από τα πρώιμα, γεύμα λιτόν
+και εύοσμον. Να κάμη κούνιαν τέλος, υπό τον πλάτανον του Αγίου Γεωργίου τον
+υψηλόκλαδον, να κουνισθή, ν' αερισθή όλη εις τον αέρα εκείνον, οπού ήρχετο
+αγνός από το πέλαγος. Εκείνη εις την κούνιαν, και ο αέρας να την τραγουδή . .
+.</p>
+
+<p>Έκαμε τον σταυρόν της εγερθείσα νύκτα-νύκτα. Έλαβε το καλαθάκι της, εκείνο
+το λεπτόπλεκτον, το κυμαίον. Επήρε και λαδάκι ν' ανάψη τα κανδηλάκια του Αγίου
+Γεωργίου πάλιν, και δύο κηράκια να κολλήση εις την εικόνα του, οπού είχε τόσον
+καιρόν να τον προσκυνήση· επήρε και μοσχολίβανο, και σπίρτα μήπως και δεν
+εύρη, γιατί δεν τ' αφίνουν οι μικροί βοσκοί, κ' εξήλθεν ακροποδητί, μη ταράξη της
+μητρός της τον ύπνον.</p>
+
+<p>Την στιγμήν εκείνην, ηκούσθησαν και τα πρώτα συρίγματα του ατμοπλοίου,
+καταπλέοντος εκ Πειραιώς. Εγλυκοχάραζε πλέον. Εν τω μέσω του κενού λιμένος
+έπαιζον τα φώτα του μαύρου πλοίου, φεγγοβολούντα ακόμη. Ελαφρά πρωινή
+αύρα έπνεε. Μία τριανταφυλλένια οθόνη είχεν απλωθή ήδη προς το ανατολικόν
+μέρος του στερεώματος, του οποίου τα σκότη ήρχισαν να υποχωρώσι προς την
+δύσιν, ήτις μόνη εζοφούτο ακόμη, συγκεχυμένη με τα βουνά. Ελεύκαζεν ήδη προς
+ανατολάς ο μικρός του Αγίου Γεωργίου ναΐσκος, όπου και η άμπελος, με μίαν
+τέφραν νεφέλην αυτή σκεπασμένη ακόμη. Εις την παραλίαν επυκνούντο σκιαί
+κινούμεναι, σκιαί ανθρώπων, όπου κατέβαινον διά το ατμόπλοιον. Και ήκουεν η
+Θωμαή τα πατήματα αυτών βωβά, ως επί υπογείων κοιλωμάτων. Κάτι πράγματα
+μαύρα απεσπώντο, ένα-ένα, από τον όγκον του πλοίου και κατηυθύνοντο γοργά
+προς την ακτήν, αι λέμβοι με τους επιβάτας τους νεοελθόντας. Έως να περάση το
+μέρος αυτό η Θωμαή, σπεύδουσα μη συναντηθή, τοιαύτην ώραν, με τους
+ταξειδιώτας, προσέκρουσεν αίφνης επάνω εις μίαν γραίαν, νεοελθούσαν,
+βαίνουσαν προς την οικίαν της. Ανεγνώρισε την θείαν της, την Αννούσαν, η οποία
+ήρχετο από τας Αθήνας, οπού ο υιός της ειργάζετο.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι κάνεις, Θωμαή μου;</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλώς ώρσες, θεια!</p>
+
+<p>Ανεγνωρίσθησαν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Χαιρετίσματα από τον Λαλεμήτρον, Θωμαή μου!</p>
+
+<p>Είπεν αμέσως με χαράν η θεια-Αννούσα.</p>
+
+<p>Η Θωμαή προς το άκουσμα τούτο το απροσδόκητον έκλινε το σώμα της προς το
+στήθος της γραίας, παράλυτον, ως να είχε λιποθυμήσει. Η γλώσσα της εκόλλησεν
+εις τον φάρυγγα ακίνητος και δεν ηδύνατο να ομιλήση αλλά μία αιφνιδία της
+πρωινής αύρας ριπή την συνεκράτησε. Και πάραυτα πάλιν συνήλθε.</p>
+
+<p>Κατεχομένη υπό των αγνών και ωραίων εκείνων της ζωής συναισθημάτων, μεθ'
+ων, ως με δροσεράς συντρόφους, εξήρχετο εις την εξοχήν έξω, εμειδίασε τότε· και
+είδες αμέσως να λάμψη ημέρας φως εις το πρόσωπον εκείνο το ωχρόν και
+κατηφές. Να λάμψη λάμψις ωραιότητος και νεότητος αυγή, σαν ένας ήλιος της
+αυγής, θαρρείς.</p>
+
+<p>Η θεια-Αννούσα, μισοζαλισμένη ακόμη από το ταξείδιον, δεν ηδύνατο να είπη
+άλλας λεπτομερείας προς την μετά πόθου ερωτώσαν αυτήν Θωμαήν.</p>
+
+<p>Υπόπτερος τότε αύτη, την έλαβεν αμέσως την θεια-Αννούσαν, εκ της χειρός.
+Έλαβε και την μικράν της γραίας βασταγήν, και ένα ορμαθόν κουλλουρίων, τα
+οποία είχε ψωνίσει διά τους εγγονούς της τους μικρούς, δύο φαγάδες και
+χονδρομπαλάδες, ως τους ωνόμαζε, και επέστρεψεν εις τον οίκον κελαϊδούσα:</p>
+
+<p>&nbsp;— Να σου ψήσω καφέ, θεια-Αννούσα, για τα συγχαρίκια.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Η θεια-Αννούσα, γραία εβδομήκοντα ετών, πλην ισχυράς κράσεως, είχε μεταβή
+προ μηνών εις τον Πειραιά, να συναντήση τον υιόν της, εργαζόμενον εν τω σταθμώ
+του σιδηροδρόμου Πελοποννήσου και έμεινεν εκεί αρκετόν καιρόν. Κατόπιν όμως,
+επειδή ο υιός της μετετέθη, προβιβασθείς, εν τω σταθμώ Αθηνών, ανήλθεν εις
+Αθήνας, και η γραία μετ' αυτού. Αλλά μετά παρέλευσιν μηνός, η γραία-Αννούσα,
+συνηθισμένη να βλέπη την θάλασσαν, ήρχισε να στενοχωρήται και να πλήττη,
+αδημονούσα διά την εξορίαν της, ως απεκάλει την εν Αθήναις διαμονήν. Τας
+εορτάς την ελάμβανε μεθ' εαυτού ο υιός της, εις τους πολυανθρώπους περιπάτους,
+αλλά τίποτε δεν ηδύνατο να παρηγορήση την γραίαν, απαρηγόρητον και
+αξιολύπητον. Η βοή των αμαξών και ο φοβερός των κάρρων μετά τιναγμάτων
+συρμός, ως βρονταί εις τα πρωτοβρόχια συνεχείς, εξεκώφαινον την
+γερόντισσα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Χαλασμός κόσμου, παιδί μου! επανελάμβανεν άπελπις η γηραιά
+μήτηρ.</p>
+
+<p>Η κοσμούρα πάλιν του Ζαππείου, ως έλεγε γραφικώς η γραία, την κατεζάλιζεν
+ολότελα και έκαμνε τόσους σταθμούς εις τα καθίσματα της δενδροστοιχίας, έως ου
+επανέλθη εις την οικίαν της, ως ζαλισμένη κόττα, παραπαίουσα, ενώ ο κόσμος,
+έλεγεν, ως κύματα επηγαινοήρχοντο, κύματα θαλάσσης· κ' εσάλευεν η γραία,
+κλυδωνιζομένη επί του πρασίνου εδράνου, υπό τας πιπερέας, αι οποίαι εκινούντο,
+της εφαίνετο, ως πολυέλαιοι εις τας εκκλησίας. Την επήγεν εις κάποιαν πανήγυριν,
+κάτω εις την Αγίαν Τριάδα, αλλ' εκεί, ιδούσα τα μικρά παιδάκια, στολισμένα ως
+κουκλίτσαις, ενεθυμήθη τους δύο εγγονούς της, η γραία, τους δύο φαγάδες και
+χονδρομπαλάδες, και ήρχισε να κλαίη απαραμύθητος. Επροτίμα λοιπόν να μένη
+διαρκώς εν τω οίκω, και να αρκήται εις την αρίθμησιν των καπνοδόχων των
+γειτονικών οικιών, ονειρευομένη αείποτε την ηρεμίαν του χωρίου της, μη
+βλέπουσα την ώραν πότε να φύγη.</p>
+
+<p>Μίαν πρωίαν ανήλθεν επί του Λυκαβητού κ' εκείθεν εθαύμασε το πέλαγος του
+Σαρωνικού και το θέαμα το μεγαλοπρεπές της πόλεως, ης η βοή έφθανεν εκεί
+επάνω συγκεχυμένη, ως βοή μακρινού καταρράκτου. Τότε επαρηγορήθη ολίγον η
+γραία. Συνήθως όμως επαρηγορείτο την Κυριακήν, εις τους γειτονικούς ναούς,
+διότι εν αυτοίς ανεύρισκε μεταξύ των πιστών ομοιότητας προς διαφόρους
+συμπατριώτας της. Αναγάλιαζεν η ψυχή της γραίας τότε, η πάντοτε εξηγριωμένη εκ
+της φοβεράς ξενητείας. Και τότε το πρόσωπον εκείνο, το οποίον ως καταδίκου
+πρόσωπον εξηραίνετο ωχραινόμενον, ελάμβανε κάποιαν ζωτικήν ελευθερίας
+λάμψιν και έκαμνε τότε σταυρούς έως κάτω η θεια-Αννούσα, νομίζουσα, εν τη
+φαντασία της, ότι ευρίσκετο εις τον ενοριακόν της πατρίδος της ναΐσκον, εν μέσω
+γνωστών της προσώπων.</p>
+
+<p>Τότε, εις μίαν τοιαύτην της διανοίας της απάτην, ανεκάλυψε και τον
+Λαλεμήτρον εν τω ναώ του αγίου Διονυσίου κ' εκόμισε τα χαιρετίσματα εις την
+κατάπληκτον Θωμαήν.</p>
+
+<p>Επήδησεν από την χαράν της, ως είδομεν, η νεαρά σύζυγος. Αλλ' η μήτηρ
+αυτής, η γρηά-Κυρατσού, της διέκοπτε την αγαλλίασιν:</p>
+
+<p>&nbsp;— Πώς δεν έστειλε γράμμα!</p>
+
+<p>Και επανηρώτα τότε την θεια-Αννούσαν, η Θωμαή:</p>
+
+<p>&nbsp;— Μα αλήθεια τον είδες;</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι θα πη! απήντα η θεια-Αννούσα, κάμνουσα τον σταυρόν της, καθώς
+σας βλέπω και με βλέπετε. Τον είδα μαθές.</p>
+
+<p>&nbsp;— Και σου είπε να μας φέρης χαιρετίσματα;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ήτανε 'ς τον Άη-Διονύσιο. Πρωί-Πρωί. 'Σ την Τιμιωτέρα. Ο
+Λαλεμήτρος, με την χρυσήν καδένα του, παιδί μου, κοντός, παχύς. Καθώς σας
+βλέπω και με βλέπετε. Ήλθε κοντά μου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Και σου είπε να μας φέρης χαιρετίσματα;</p>
+
+<p>&nbsp;— Μα ο κλησιάρχης — αλήθεια, σβέλτος κι' άξιος κλησιάρχης, φωτιά
+μοναχή, — του είπεν:</p>
+
+<p>«Από κει, παρακαλώ». Και τον έστειλε κατά το μέρος που στέκουνται οι άνδρες.
+Γιατί στον Άη Διονύσιο, καθώς ξέρετε, δεξιά στέκουνται η γυναίκες και αριστερά οι
+άνδρες. Αν και 'ς τα ύστερα γεμίζει η εκκλησία και γίνονται όλοι ένα, άνδρες και
+γυναίκες, ένα σωρό — κουβάρι.</p>
+
+<p>Ούτω διά μακρών διηγήσεων η θεια-Αννούσα, σκολιώς απέφευγε να είπη
+σαφώς, αν πράγματι ο Λαλεμήτρος της ωμίλησε.</p>
+
+<p>Διά τούτο η γρηά Κυρατσού, κτυπώσα την δεξιάν επί της αριστεράς παλάμης,
+ως εάν εμετρούσε χρήματα, επανελάμβανεν υπόπτως:</p>
+
+<p>&nbsp;— Πώς δεν σώδωκε ένα γράμμα, θα πω!</p>
+
+<p>Έμεινε λοιπόν το πράγμα αμφίβολον.</p>
+
+<p>Αλλά μετ' ολίγας ημέρας, κυκλοφορήσασα η φήμη εις το χωρίον, διεσπάρη
+πανταχού, ποικιλλομένη άλλως και άλλως. Ο δε μπάρμπ' Αναγνώστης της
+Περμάχως, ένας μ' ένα καποτάκι από πάνω, σαν δέρμα αγριμίου, όπου είχεν ως
+έργον να ψάλη εις την εκκλησίαν τας καθημερινάς, συλλειτουργών τον ιερέα αντί
+δεκαλέπτου και τεμαχίου προσφοράς — για τον καφέ — και να κληρώνεται
+τακτικώς ως ένορκος διά παρακλήσεων, ελθών εκείνας τας ημέρας εξ Αθηνών,
+κηρυχθείσης της λήξεως του Κακουργοδικείου, διέδιδε με χαράν, ότι ο Λαλεμήτρος,
+που εγνώριζε φαρσί τα εγγλέζικα, είχε λαμπράν θέσιν εις Αθήνας, υπηρετών ως
+διερμηνεύς εν τω ξενοδοχείω της Μεγάλης Βρεττανίας.</p>
+
+<p>Ο μπάρμπ' Αναγνώστης της Περμάχως, έχων το αιώνιον παράπονον ότι δεν
+έβλεπε πατριώταις 'ς την Αθήνα, οπού ανεδείχθησαν τόσοι και τόσοι, άμε γύρευε,
+από όλα τα κουτσοχώρια, να βρίσκη και αυτός μια προστασία 'ς την ξενητειά, όχι
+αυτός μόνος, όλοι οι πατριώταις, να έχη και αυτός ένα πατριώτη 'ς την ξενιτειά, να
+πάη μια καλή μέρα, κατάλαβες, 'ς το σπίτι του να τον χαιρετίση, ησθάνθη
+ανεκλάλητον χαράν, έλεγεν, όταν είδε τον Λαλεμήτρον, κοντόν, παχύν,
+ξουραφισμένον, με μαύρα τσόχινα ρούχα και με άσπρο πουκάμισο σιδερωμένο, να
+στέκη 'ς την πόρτα του ξενοδοχείου με υπερηφάνειαν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δόξα σοι ο Θεός! έλεγεν ο μπάρμπ' Αναγνώστης της Περμάχως,
+ανασηκόνων το καποτάκι του, που ήτον σαν δέρμα αγριμίου. Δόξα σοι ο Θεός, που
+αποχτήσαμε και μεις, τέλος πάντων, ένα πατριώτη μέσα 'ς την Αθήνα.</p>
+
+<p>Η Θωμαή τα ήκουεν αυτά. Και τα επίστευε μεν διότι με τόσην επιμονήν τα
+έλεγαν, αλλά και δεν τα επίστευεν διότι γράμμα δεν της έφεραν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Και δεν του μίλησες, μπάρμπ' Αναγνώστη! ηρώτησεν η γρηά-
+Κυρατσού.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν πας εσύ να του μιλήσης, παρακαλώ; Και πού σ' αφίνουν οι
+αστυφύλακες να πλησιάσης εκεί, μέσα σ' εκείνην την φωταψία και πολυτέλεια,
+που φυλάνε 'ς την αράδα εκεί, σαν τους νιουδαίους. Εκεί, γρηά μου, για να
+πλησιάσης, πρέπει νάχης μια παλάμη ψηλό κολλάρο. Τι θαρρείς; πως είνε το χωριό
+σου, που πας και κάθεσαι 'ς τον φούρνο ξεμανδήλωτη; Εκεί, γρηά μου, κάθουνται,
+'ς την πλατέα, κυρίαις 'σαν το κρύο νερό, που έχουν γεμάτα τα καπέλλα τους από
+όλα τα πουλιά και όλα τα λούλουδα του κάμπου. Εκεί, κυρά-Κυρατσού, λάμπει όλο
+το μέρος κάθε βράδυ, από την πολυτέλεια, από τα χρυσάφια, τα φτερά, τα σπαθιά
+και τη φωταψία, κ' έχουν εκεί κάθε βράδυ Μεγάλη Ανάστασι. Μάλιστα, γρηά μου,
+Μεγάλη Ανάστασι. Εκεί 'ς την Πλατέα του Συντάγματος. Έτσι την λένε την Πλατέα
+αυτή που δεν υπάρχει άλλη 'ς όλον τον κόσμο. Που κάθονται ως τα μεσάνυχτα όλοι
+οι Αθηναίοι και τρώνε γλυκά και γελάνε γυναίκες και άνδρες μαζί, ενώ η μουσικαίς
+σου παίρνουν το μυαλό . . .</p>
+
+<p>&nbsp;— Μα, τον εγνώρισες, μπάρμπ' Αναγνώστη; ηρώτησε πάλιν η γρηά-
+Κυρατσού.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι θα πη! τον Λαλεμήτρο δεν γνωρίζω, με την χρυσή καδένα;</p>
+
+<p>Αι ζωηραί αύται διαδόσεις αι τόσον σαφείς και καθαραί και συνάμα τόσον
+σκοτειναί, με όλας τας λεπτομερείας των, συνετέλεσαν όμως εις το να επαυξήσωσι
+τον πόθον της Θωμαής, ήτις ανυπομονούσε πλέον, ως το μικρόν παιδίον, οπού
+θέλει ν' αποκαλύψη αμέσως και ίδη τα κρυφά τα δώρα του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ίσως να είνε αλήθεια, μάννα μου, έλεγε. Ποιος ξέρει τι αβανιά μας
+ρίξανε και δεν μας γράφει. Μπορεί να του είπαν λόγια, κ' εκείνος τα πίστεψε κ'
+επήρε τα μάτια του. Το χωριό μας χάλασε, μάννα μου!</p>
+
+<p>Τούτο συνετάραξε την μνήμην της γρηα-Κυρατσούς, ως το κατακαθισμένον
+κρασίον, και εθόλωσεν αίφνης τα βλέμμα της από οργήν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αυτή η γειτόνισσα, η ξηροκίτρινη! Έλεγεν η γραία. Καλά λες, παιδί
+μου! Καλά λες, κόρη μου! Το χωριό μας χάλασε πλεια. Μιλούσε πάντα μαζί της και
+εχασκογελούσεν. Είνε άλλο από τα λόγια; Ξεμυαλίζουν τον άνθρωπο. Αυτή, κόρη
+μου, κατήντησε να πη πως του κάμαμε μάγια . . .</p>
+
+<p>Όταν δε πάλιν κατόπιν ήλθε και ένας μικροπλοίαρχος, έχων την μανίαν να
+κομίζη ειδήσεις και χαιρετίσματα από πατριώτας, και έφερε και εις την Θωμαήν,
+εκείνας τας ημέρας, πολλά-πολλά χαιρετίσματα από τον Λαλεμήτρον, που ήτον
+δραγουμάνος 'ς την Αθήνα, τότε η πτωχή σύζυγος απεφάσισε να ταξειδεύση μέχρι
+Αθηνών και θέση τέρμα εις την σαρκάζουσαν αυτήν ιστορίαν. Αλλ' η γραία,
+μνησικακούσα πάντοτε διά τον τρόπον αυτόν του γαμβρού της, «όστις έφυγε κ'
+έρριξε πέτρα πίσω του», η γραία, υπερήφανος διά την καταγωγήν της και το σόι
+της, δεν επείθετο να επιτρέψη εις την κόρην της να ταξειδεύση, να γυρίζη 'ς τα
+χαμένα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αφού δεν σου γράφη, έλεγε, θα πη πως σ' απαράτησε, κορίτσι μου,
+και κάθισε 'ς τ' αυγά σου. Τόση δε οργή την κατελάμβανε κατά της γειτονίσσης της,
+ώστε της ήρχετο πολλάκις να συμπλακή μετ' αυτής. Αλλά δεν ήθελεν αυτή να γείνη
+θέατρον εις το χωρίον.</p>
+
+<p>Ήρχετο τότε ο χειμών. Και θέλουσα και μη θέλουσα η Θωμαή, ανέβαλε να
+εκτελέση την απόφασίν της, υπακούσασα εις την μητέρα της. Ερωτούσε δε πάντοτε
+εις το ταχυδρομείον και πάντοτε ανέμενεν επιστολήν, πιστεύουσα πλέον ότι ο
+Λαλεμήτρος ειργάζετο εν Αθήναις ως διερμηνεύς. Μαθούσα δε περί του είδους της
+εργασίας ταύτης, έλεγε χαίρουσα ότι ήτο η μόνη κατάλληλος διά τον άνδρα της,
+αναπαυτική και επικερδής.</p>
+
+<p>Κατά δε τα Χριστούγεννα, επανελθών πάλιν εξ Αθηνών, οπού και πάλιν
+υπηρέτησεν ως ένορκος ο μπάρμπ'-Αναγνώστης της Περμάχως, με το καποτάκι του,
+τα οποίον ήτο σκληρόν ως δέρμα αγριμίου, εκραύγαζεν ωργισμένος, ένα δειλινόν,
+από κάτω από τα παράθυρα της Θωμαής, κατηγορών τον Λαλεμήτρον:</p>
+
+<p>&nbsp;— Ακούς εκεί! Να κάμη πως δεν με γνωρίζει; Είπαμε δα νάχουμε κ' εμείς
+ένα πατριώτη μέσα 'ς την Αθήνα, μα τα προκόψαμε!</p>
+
+<p>&nbsp;— Μήπως μπάρμπ'-Αναγνώστη, κάνεις λάθος; παρετήρησεν η γρηά
+Κυρατσού. Μπορεί να μοιάζη κανένας με τον Λαλεμήτρο. Δύο κεφάλια είναι
+δύσκολο να μοιάσουν, στο μούτρο όμως πολλαίς φοραίς μοιάζουν οι
+άνθρωποι.</p>
+
+<p>&nbsp;— Σώπα, θεια. Τον Λαλεμήτρο δεν γνωρίζω, με την χρυσή καδένα;
+Άκουσε και κρίνε. Ήτανε απάνω σε μια καρρότσα, μπροστά, με τον καρροτσέρη. Η
+καρρότσα εστάθηκε 'ς το Θησείο απόξω. Ο Λαλεμήτρος, κοντός, παχύς,
+ξουραφισμένος· μέσα 'ς της μαύραις τσόχαις και σ' τάσπρα ποκάμισα, με την χρυσή
+καδένα, επήδησεν αμέσως κάτω· άνοιξε την πόρτα της καρρότσας κ' εβγήκαν
+τέσσερες εγγλέζοι, 'ψηλοί ως απάνω, με κάτι σαν ζεμπίλια 'ς τα κεφάλια τους, με
+γυαλιά 'ς τα μάτια, με τα τετραβάγγελα 'ς τα χέρια. Και διαβάζανε και κυττάζανε
+της κολώναις και λέγανε, ένας τον άλλον χαιρετίζοντας:</p>
+
+<p>&nbsp;— Με τσ' γειαις! Με τσ' γειαις! (με της υγείαις).</p>
+
+<p>Καθώς χαιρετίζουμε κ' εμείς, σαν κάμουμε γαμπρό ή νύφη, ή σαν έχουμε
+γεννητούρια, μαθές. Τότες που οι εγγλέζοι προχωρούσανε, ψηλοί σαν κατάρτια,
+κυττάζοντας όλοι επάνω, προς τα κεραμίδια, και όλο ένα λέγοντας ένας τον άλλον
+«με τσ' γειαις, με τσ' γειαίς», τότε επλησίασα τον Λαλεμήτρον, που έμεινε
+παραπίσω, ακίνητος — κολώνα, και του λέγω:</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι χαμπάρια, πατριώτη;</p>
+
+<p>Κ' ηθέλησα να πιάσω τα χέρι του, σαν πατριώταις που είμαστε. Μα εκείνος,
+χωρίς να με κυττάξη καν, επροσπέρασε προς τους εγγλέζους. Νά! του κάμνω κ' εγώ
+με τα χέρια μου, και του γύρισα της πλάταις. Εθύμωσα, θεια- Κυρατσού. Ποιος είνε
+εκείνος που δεν θυμώνει; Τόση ακαταδεξία πλεια!</p>
+
+<p>Και ανασηκόνων τα καποτάκι του, εξηκολούθει:</p>
+
+<p>&nbsp;— Εγώ μιλώ με δικηγόρους και δικαστάδες, ως απάνω τρανούς. Εμένα,
+μου βάζουν μετάνοια οι δικηγόροι, και μετάνοια οι δικασταί. Και ο Λαλεμήτρος θα
+μου κάμη τον μεγάλον; Οι μεγάλοι που είνε 'ς ταλώνια, θειά-Κυρατσού, είνε ποιο
+μεγάλοι απ' αυτόν! . .</p>
+
+<p>Η Θωμαή ήκουεν από του ημικλείστου παραθύρου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Και δεν του ξαναμίλησες, μπάρμπ'-Αναγνώστη; ηρώτησε πάλιν η
+γρηά- Κυρατσού, κατελθούσα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Εγώ, να του ξαναμιλήσω πλεια; Και τι με πήρες; Δεν το καταδέχομαι! .
+. .</p>
+
+<p>Και απλή περιέργεια αν ήτο το συναίσθημά της, έπρεπε να μεταβή πλέον η
+Θωμαή εις Αθήνας. Να βεβαιωθή και να ησυχάση. Να τον συναντήση. Να έλθη εις
+εξηγήσεις μετ' αυτού και μάθη τι είνε το αίτιον της απομακρύνσεώς του και της
+σιωπής του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Η θεια-Αννούσα, έλεγε προς την μητέρα της, το ξεύρω ότι φαντάζεται,
+σαν γρηά όπου είνε, μα οι άλλοι; αδύνατον να εγελάσθηκαν όλοι.</p>
+
+<p>Ο κόπος του ταξειδίου ήτο ανεπαίσθητος, παραβαλλόμενος προς τας
+ανησυχίας, τας οποίας εδοκίμαζεν ήδη από των τόσων διαδόσεων και από των
+πολλών των άλλων γυναικών παροτρύνσεων.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι κάθεσαι; της έλεγεν η μία.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ακόμα εδώ είσαι; της έλεγεν η άλλη.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ο Λαλεμήτρος 'ς την Αθήνα, μέσα 'ς τα χρυσά παλάτια, και συ
+κάθεσαι ακόμα; επανελάμβανον τα στόματα του χωρίου όλα.</p>
+
+<p>Τότε ο νους της κατά μικρόν απεσπάσθη. Ούτε επρόσεχεν εις τα κωλύματα της
+μητρός της. Ούτε το αμπελάκι της εσυλλογίζετο, ούτε την άλλην οικιακήν εργασίαν.
+Το σώμα μόνον το γήινον ευρίσκετο ακόμη εν τω μικρώ χωρίω, ο νους της,
+πτερωτός άγγελος, επέτετο πλέον μακράν, χαρούμενος, ως αετός αιθέριος. Διέσχιζε
+πελάγη και βουνά και επτερύγιζεν επάνω μιας λευκής πόλεως, όλης μαρμαρίνης
+και πελεκητής, ως ήρχισε τελευταίον να βλέπη εις το όνειρόν της το κατάλευκον της
+Ελλάδος άστυ, το οποίον ουδέποτε είχεν ίδει, ούτε εικονισμένον. Από όσα ήκουσεν
+από την θείαν της την Αννούσαν, κι' απ' όσα διηγήθη εις αυτήν ο μπάρμπ'-
+Αναγνώστης της Περμάχως, από τους πολυελαίους και τα φώτα, τον θόρυβον και
+την βοήν του κόσμου, εσχημάτισε μίαν πανέκλαμπρον εικόνα μεγαλοπόλεως,
+ανυπάρκτου εν τη φύσει, εντός της οποίας όλος ο κόσμος γλεντά και διασκεδάζει,
+αιωνίως Ανάστασιν εορτάζων, ενώ ο Λαλεμήτρος της μόνον έζη εκεί, εργαζόμενος,
+μόνον δι' αυτήν, της εψιθύριζε μία κρυφή απάτη μέσα εις τα ώτα της καρδίας της,
+να σχηματίση πάλιν νέα κεφάλαια, ουχί πλέον δι' άλλον, παρά μόνον διά την
+Θωμαήν του. Όχι! ανεπήδα πολλάκις την νύκτα, εξυπνώσα την μητέρα της από
+χαράν. Όχι, δεν έπαθε κακόν ο Λαλεμήτρος. Το κακόν ακούεται αμέσως. Δεν έπαθε
+κακόν.</p>
+
+<p>Με αυτά τα όνειρα, η Θωμαή απεφάσισε να ταξειδεύση εις Πειραιά:</p>
+
+<p>&nbsp;— Να ησυχάσω, μάννα μου! Δεν μπορώ πλεια να περιμένω. Δεν υπάρχει
+μεγαλείτερο βάσανο από το να περιμένη κανένας. Σαν πάρω την απόφασιν, θα
+ησυχάσω.</p>
+
+<p>Ο χειμών ήδη παρήλθεν. Ανεχώρει δε τότε και ο εξαδελφός της, ο καπετάν-
+Πέτρος ο Αποσπερίτης, με τα βρατσερί του, φορτωμένο πυρήνα διά τον
+Πειραιά.</p>
+
+<p>Η γραία μήτηρ, αν και εναντία πάντοτε εις το σχέδιον τούτο, όμως προς
+ησυχίαν και αυτών και του κόσμου, όστις δεν έπαυε να ομιλή δι' αυτάς, της έδωσε
+τέλος την άδειαν να ταξειδεύση, αφού έτυχεν η λαμπρά ευκαιρία, έλεγε, να υπάγη
+με τον εξάδελφόν της.</p>
+
+<p>Και την απεχαιρέτισε:</p>
+
+<p>&nbsp;— 'Σ το καλό, κόρη μου! 'Σ το καλό, Θωμαή μου!</p>
+
+<p>Το βρατσερί του καπετάν Αποσπερίτη, στραβά-στραβά, άνοιξε τα δύο πανάκια
+του, ως ήτο σκολιάν και το σκάφος, από τα σκαριά ακόμη, και εκρύβη όπισθεν των
+ακρωτηρίων. Ο καιρός ήτο εύδιος και ο άνεμος ούριος.</p>
+
+<p>&nbsp;— 'Σ το καλό, κόρη μου, 'ς το καλό, Θωμαή μου!</p>
+
+<p>Ηυχήθη άλλην μίαν φοράν η γρηά-Κυρατσού, υψηλά από τον βράχον του
+χωρίου. Και η φωνή της παραπονετικά εκύλισε κάτω προς την ακτήν:</p>
+
+<p>&nbsp;— 'Σ το καλό, κόρη μου! 'ς το καλό, Θωμαή μου!</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Εκείναι αι ελπίδες αι ευόνειροι, με τας οποίας ως με χρυσά πτερά επέταξε κ'
+ευρέθη μίαν ημέραν εν Αθήναις, εν μέσω του κλεινού άστεως, το οποίον τόσον
+λευκόν και τόσον φωτεινόν εν τω χωρίω της ωνειρεύετο η Θωμαή, η χωρική,
+περιέπον τον σύζυγόν της, τον ποθητόν Λαλεμήτρον της, μέσα εις τα φώτα και την
+χαράν, να μη του φαίνεται πικρά η ξενιτεία, και διά τον οποίον πάντοτε έλεγεν, η
+αθώα σύζυγος, ας ανατέλλη ο ήλιος και ας μη την φωτίζη αυτήν, — εκείναι όλαι αι
+ελπίδες πάλιν ήρχισαν μία-μία, ενωρίς να μαραίνωνται και να πίπτωσι
+καλυπτόμεναι από την σκοτεινήν τέφραν του πένθους πάλιν και της απογνώσεως,
+ως τα πτωχά δενδρύλλια των οδών και πλατειών του ιοστεφάνου άστεως, υπό την
+ρυπαράν του κονιορτού σινδόνα, όστις ουδέποτε τ' αφίνει, τα πτωχά, να ζήσωσιν
+ολίγον, να πρασινοβολήσωσι.</p>
+
+<p>Παρήλθε μία εβδομάς, παρήλθον δύο κ' επλησίαζεν ήδη μην όλος να
+συμπληρωθή, και η Θωμαή ουδαμού κατώρθωσε ν' ανακαλύψη τον σύζυγόν της,
+ουδέ καν είδησιν περί αυτού να μάθη, αν και πολλάκις περιήλθε τα μεγάλα
+ξενοδοχεία της πόλεως, βαστάζουσα εις χείρας κ' επιδεικνύουσα, με υπερηφάνειάν
+τινα την φωτογραφίαν του Λαλεμήτρου, αποταθείσα δε ακόμη και εις την
+αστυνομίαν. Τοιούτος διερμηνεύς δεν είχεν υπηρετήσει εις κανέν ξενοδοχείον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Όνειρο ήτανε!</p>
+
+<p>Δακρυρροούσα έλεγε· και περιήρχετο τρίτην και τετάρτην ήδη φοράν τα
+λαμπρά εκείνα μέγαρα των μεγάλων ξενοδοχείων με τον πανέορτον φωτισμόν και
+τους ολοχρύσους στολισμούς των, με κίνδυνον να εξουθενωθή πλέον, κάθιδρος, με
+κατασκονισμένην και αγνώριστον την ωραίαν πολίτικην μανδήλαν της, τυφλή από
+του κονιορτού, όστις εξηγείρετο αφόρητος, όλας εκείνας τας ημέρας, από των
+βορειοδυτικών ανέμων, ωρυομένων μετά λύσσης, ως λύκων, ημέραν και
+νύκτα.</p>
+
+<p>Ευτυχώς ο εξάδελφός της, ευγενής ψυχή και ακούραστον σώμα, πρόθυμος εις
+το εργάζεσθαι το αγαθόν, ο καπετάν-Πέτρος ο Αποσπερίτης, παρέτεινεν εν Πειραιεί
+την διατριβήν του, επισκευάζων το μικρόν βρατσερί του το στραβόν και σκολιόν.
+Βλέπων ούτος τα εύμορφα του Πειραιώς πλοία — όλα στυλάδο — σκαρί, ηύχετο
+πάντοτε να ευρίσκετο κανένας ναυπηγός έξυπνος, ο οποίος με τας τελειοποιήσεις
+της τέχνης να ημπορούσε να το μεταβάλη εις ευθύ και ανάλογον, τέλειον λόρδικον,
+το σκολιόν βρατσερί του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Νά, κύτταξε Θωμαή, έλεγεν, ότε διήρχοντο τας μεγάλας της πόλεως
+οδούς. Βλέπεις αυτό το σπίτι, το ετοιμόρροπον, το στραβόν και σκολιόν, σαν το
+βρατσερί μου; Βλέπεις οπού το πέρασαν σίδερα 'ς την μέση, και το ζώσανε με
+κοντοστύλια, σαν καράβι 'ς τα σκαριά; θα το χαλάσουν, και όμως δεν θα το
+χαλάσουν, θα το ξαναχτίσουν από τα θεμέλια, χωρίς να το χαλάσουν. Χαλώντας και
+φκιάνοντας, θα του αλλάξουν τα σχέδιον. Θα του προσθέσουν πατώματα. Θα το
+στολίσουν με μάρμαρα, θα το μεγαλώσουν, χωρίς να το χαλάσουν. Να μπορούσαν
+έτσι να σιάξουν και το βρατσερί μου, το στραβόν και μισερόν, οι μηχανικοί! Να του
+προσθέσουν κουβέρταις. Να το στολίσουν και με άλλα κατάρτια. Να το
+μεγαλώσουν, να το κάμουν σκούνα, το μικρό μου το βρατσερί, χωρίς να το
+πειράξουν! Αυτά έλεγε προς την εξαδέλφην του ο καπετάν-Πέτρος για να περνά η
+ώρα. Και προσέθετε:</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν γελάς και κομμάτι; . . .</p>
+
+<p>Είχε την καλωσύνην ν' αναβαίνη μετά της Θωμαής καθ' εκάστην ο καπετάν-
+Πέτρος και να υποβοηθή αυτήν εις τας ερεύνας της, συνοδεύων αυτήν, και
+προσπαθών συνάμα διά τοιούτων παραδόξων να τέρπη την εξαδέλφην του,
+ανιώσαν πάντοτε και κατατηκομένην. Αλλ' εκείνη, ενώ εθλίβετο, απαρηγόρητος,
+διά την απώλειαν του συζύγου της, περί ου είχεν απελπισθή πλέον, επικραίνετο
+συνάμα και διά το οικτρόν των Αθηνών θέαμα, μιας πόλεως αυχμώσης και
+ρυπαράς. Σχεδόν έκλαιε, διότι δεν εύρεν αυτάς, ως τας ωνειρεύετο, ως τας της
+παρέστησαν. Βόρειοι δυτικοί άνεμοι, πνέοντες μετά βίας όλας εκείνας τας ημέρας
+της ανοίξεως, ανετάρασσον σύμπαν το έδαφος αυτών, εξεγείροντες νεφέλας
+κόνεως παχείας και στερεάς, μετ' αγριότητος ασυνήθους. Μόνον εις την θάλασσαν
+είχεν ιδεί τοιαύτην δύναμιν των στοιχείων η Θωμαή. Να φυσά μανιώδης ο βορράς
+και αναρπάζων σύσσωμον το κύμα, να το σκορπίση πέραν εν αφρώ συσσυρίζοντι,
+απαράλλακτα ως ο μαΐστρος εσάρωνε τας οδούς των Αθηνών, κατακαλύπτων τα
+πάντα υπό την ωχράν εκείνην τέφραν. Και μάρμαρα και φώτα και χρωματισμούς
+και ανθρώπους και δένδρα. Έβλεπε τας ωραίας ακακίας των δενδροστοιχιών,
+φθινούσας υπό το χώμα το πηκτόν εκείνο, ως να ήσαν άνθρωποι θαμμένοι
+ζωντανοί. Έβλεπε πολύτιμα υφάσματα αγνώριστα από την κόνιν εις τας θύρας των
+εμπορικών. Έβλεπε κρέατα επιπεπασμένα διά παχέος στρώματος λύθρου των
+οδών, μ' αίματα μαύρα, αίματα όζοντα. Έβλεπε τα προ των παντοπωλείων όψα,
+αγνώριστα από τας διαφόρους των δρόμων ακαθαρσίας, με τας οποίας ο άνεμος
+τα εμόλυνε, με όλας των παντοπωλών τας προφυλάξεις. Έβλεπεν οπώρας και
+λαχανικά, εφ' ων είχον συσσωρευθή όλα τα κάρφη και άχυρα. Φοίνικας και σύκα,
+συλλεγέντα, θαρρείς από του πηλού, και κορινθιακήν σταφίδα περιμαζευθείσαν
+από του βορβόρου, ως τα σκουπίδια των σαρωτών. Οι άνθρωποι έσπευδον, ως
+διωκόμενοι, με βλεφαρίδας πιναράς, με πώγωνας ωχρούς, χωρίς πίλους. Άνιπτοι
+και ακτένιστοι άνθρωποι, της εφαίνοντο. Αν δέ ποτε κατέπαυεν ο άνεμος, εφλέγετο
+τότε η ξηρά πόλις υπό του καυστικού ηλίου, συμφλέγουσα και τα εν αυτή πάντα,
+ως έρημος άνευ οάσεως.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αυτή είνε η Αθήνα!</p>
+
+<p>Διηπόρει μετά θλίψεως η Θωμαή! Και όμως υπέμεινεν όλον αυτό το μαρτύριον,
+αναπνέουσα αντί αέρος την απόζουσαν και αποπνίγουσαν εκείνην κόνιν, μόνον διά
+να μάθη, τέλος, ν' ακούση τι περί του συζύγου της.</p>
+
+<p>Ευτυχώς η θεία-Αννούσα είχεν επανέλθει πάλιν παρά τω υιώ αυτής, διότι
+ήκουσεν ότι παντρολογιέται και δεν ήθελεν αυτή να χάση το παιδί της, κ' έδραμε,
+λησμονήσασα τα βάσανα, τα οποία υπέστη κατά το πρώτον ταξείδιον. Ούτως η
+Θωμαή δεν ήτο ανάγκη πλέον να καταβαίνη καθ' εκάστην εις Πειραιά,
+φιλοξενουμένη πλέον εν Αθήναις παρά τη θεία της, εν καλή συντροφία, δαπανώσα
+μετά φειδούς και εκ των ολίγων χρημάτων της, τα οποία επορίσθη, κατά την
+αναχώρησίν της, πωλήσασα μίαν νυμφικήν της εσθήτα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Νά! της έλεγεν η απλοϊκή θεία της, όταν ομού μετέβησαν, μίαν
+Κυριακήν, εις τον άγιον Διονύσιον, κατά την πρώτην λειτουργίαν, μη τυχόν κ'
+επανίδωσι τον Λαλεμήτρον. Νά! εδώ-δα 'στεκόμουνα εγώ, και ήλθεν ο Λαλεμήτρος
+από κει, και ο κλησιάρχης του είπεν: από κει, παρακαλώ . . . Και εδείκνυεν η γραία
+τα μέρη του ναού προς την Θωμαήν, προσπαθούσα και η ιδία να πεισθή ότι δεν
+ηπατήθη.</p>
+
+<p>Αφού παρήλθεν ούτω πολύ διάστημα εις αγόνους ερεύνας, ίνα μη βαρύνη την
+θείαν της η Θωμαή, λαμβάνουσα και επιστολάς εκ της μητρός της, εσκέπτετο πλέον
+να επιστρέψη εις το χωρίον της. Αλλ' ο εξάδελφός της, πληροφορηθείς ότι κάποιος
+διερμηνεύς κοντός, παχύς, σαν τον Λαλεμήτρον, αλλά Καλομήτρος αυτός
+καλούμενος, συνώδευεν ανά την Ελλάδα συντροφίαν περιηγητών, οίτινες θα
+επανήρχοντο μετά την συμπλήρωσιν της περιηγήσεώς των, κατέπεισε την Θωμαήν
+να περιμείνη ακόμη.</p>
+
+<p>&nbsp;— Μπορεί νάνε αυτός, έλεγεν ο καπετάν-Πέτρος, και άλλαξε το όνομά
+του, για ν' αποφεύγη τους συμπατριώτας του,</p>
+
+<p>&nbsp;— Αν είν' αυτός, μασκαρά θα τον κάμω, έλεγεν ωργισμένος ο καπετάν-
+Πέτρος.</p>
+
+<p>Ούτως επείσθη η Θωμαή να παρατείνη ακόμη την εν Αθήναις διατριβήν, προς
+χαράν της θείας της Αννούσας, η οποία την είχε χρυσήν συντροφίαν εν τη σκληρά
+πάντοτε μοναξιά της.</p>
+
+<p>Εκείνους τους μήνας έτυχε πάλιν να έλθη εις Αθήνας ο μπάρμπ'-Αναγνώστης
+της Περμάχως, κληρωθείς και πάλιν ένορκος, με το καποτάκι του εκείνο το
+σκληρόν, όπου ήτον ως αγριμίου δέρμα.</p>
+
+<p>Η Θωμαή, αναμένουσα την επάνοδον των περιηγητών, τον παρεκάλεσε να
+μεταβώσι μαζί εις το ξενοδοχείον της Μεγάλης Βρεττανίας, όπως εξιχνιάσωσιν
+αλήθειάν τινα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Εγώ δεν θέλω ούτε 'ς τα μάτια μου να τον ιδώ πλέον, μα για το χατήρι
+σου πάμε, είπε μίαν ημέραν ο ένορκος, θέλων και να ξεσκάση, ως έλεγεν,
+απαρηγόρητος, διότι ο εισαγγελέας, ένας γέρος, πετσί και κόκκαλο από την κακίαν
+του, έλεγεν ο ένορκος, οπού ήθελεν όλο να καταδικάζη, για να δείχνη την κακίαν
+του, προσέθετεν ο ένορκος, τον εξήρεσεν εκείνην την ημέραν από μίαν δίκην
+ενδιαφέρουσαν και ήτο λυπημένος, ως να έχασε χρήματα.</p>
+
+<p>Ο εξάδελφός της, έχων επείγουσαν εργασίαν εις Πειραιά, δεν ανήλθεν εις
+Αθήνας και η Θωμαή μετέβη εις το ξενοδοχείον μετά του μπάρμπ'-Αναγνώστη,
+όστις, συνηθίσας εις το κακουργοδικείον, όπου ο χαρακτήρ του έγεινεν υγρός και
+εύστροφος ως ποτιστικόν ρυάκιον, ήτο πάντοτε βολικός άνθρωπος, μη θέλων να
+χαλάση την καρδίαν κανενός.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πάμε, Θωμαή, έλεγεν, απορών πώς ακόμη δεν τον συνήντησε. Μα
+δεν πιστεύω να τον εύρουμε. Γιατί αυτοί οι δραγουμάνοι κάμνουν ταξείδια συχνά
+με τους ξένους.</p>
+
+<p>Η Θωμαή, επισκεφθείσα ήδη, ως είπομεν, επανειλημμένως το μέγα τούτο
+ξενοδοχείον, αυτό μάλιστα πρώτον-πρώτον, προέβαινε με απλοϊκόν θάρρος προς
+αυτό, θαρραλεώτερον μάλιστα ή άλλοτε, θέλουσα να φθάση εις τα προπύλαια, και
+εισελθούσα να προχωρήση εις την εσωτέραν μεγαλοπρεπή είσοδον, με τα
+πορφυρά βελούδινα παραπετάσματα, όπως έπραττε πάντοτε, οσάκις μετέβη, και
+συναντήση τον ίδιον διευθυντήν, ως και άλλοτε, προκαλούσα δι' αυτό τον
+θαυμασμόν της θείας της, προς ην απήντα η Θωμαή, απτόητος: τι; θα με φάνε,
+θεια; Αλλ' ο μπάρμπ'-Αναγνώστης της Περμάχως, ανασηκόνων το σκληρόν
+καποτάκι του, αίφνης εκράτησεν αυτήν αποτόμως, πολύ προς τα επάνω, σχεδόν
+επί της πλατείας των ανακτόρων;</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι κάνεις, θα πω, Θωμαή;</p>
+
+<p>Και απώθει προς τα οπίσω ακόμη την γυναίκα, μετ' ευλαβείας δεικνύων
+μακρόθεν τα ανθοστόλιστα του ξενοδοχείου προπύλαια, όπου ένθεν και ένθεν της
+εισόδου, επί πρασίνων εδράνων, εκάθητο μαυροφορεμένον, με κάτασπρα
+υποκάμισα, το πολυάριθμον υπηρετικόν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Νά, εκεί-δα καθόντανε ο Λαλεμήτρος, εδείκνυε μετά σεβασμού ο
+μπάρμπ'- Αναγνώστης, ομιλών με χθαμαλήν φωνήν. Κοντός, παχύς, μέσα 'ς τα
+μαύρα τσόχινα, με άσπρο υποκάμισο, με την χρυσήν καδένα του. Κ' εκράτει
+στερεώς την Θωμαήν από της χειρός, ίνα μη προχωρή.</p>
+
+<p>Αλλ' αύτη, επιθυμούσα να προχωρήση, ώρμα προς τα κάτω πάντοτε
+λέγουσα:</p>
+
+<p>&nbsp;— Πάμε μέσα, που φοβάσαι μη σε φάνε! και είλκεν αυτόν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πού πας, αδελφή; παρετήρησε τότε ο μπάρμπ'-Αναγνώστης έμφοβος.
+Δεν βλέπεις τους αστυφύλακας πώς στέκουν 'ς την αράδα, σαν τους νιουδαίους, να
+συλλάβουν τον Χριστόν; Εκεί για να πλησιάσης, πρέπει νάχης μια πιθαμή κολλάρο.
+Εσύ είσαι πρωτόβγαλτη και δεν τα ξέρεις αυτά. Έχεις δίκαιον. Μα δεν ρωτάς
+εμένα;</p>
+
+<p>Η Θωμαή, αφηρημένη, έβλεπε τους παρά την είσοδον παρατεταγμένους
+υπαλλήλους του ξενοδοχείου, προσπαθούσα να διακρίνη τινά με χρυσήν καδένα
+και ολονέν είλκε προς τα κάτω τον μπάρμπ'-Αναγνώστην, όστις κοντοστεκόμενος
+πάντοτε κ' επτοημένος έλεγε:</p>
+
+<p>&nbsp;— Μα του κάκου! Αυτοί οι δραγουμάνοι κάμνουν συχνά ταξείδια. Δεν
+θάνε δω ο Λαλεμήτρος. Αυτός θα μας έβλεπε τώρα, τόση ώρα. Κ' επανελάμβανε,
+με χθαμαλήν πάντοτε φωνήν:</p>
+
+<p>&nbsp;— Νά! εκεί-δα καθόντανε. Κοντός-παχύς.</p>
+
+<p>Αλλά την στιγμήν εκείνην ταραχή αιφνίδια ηκούσθη όπισθεν και ορυμαγδός.
+Κατήρχετο καλπάζουσα η άμαξα του Διαδόχου, οι δ' αστυφύλακες, τρέχοντες
+κατόπιν, ασθμαίνοντες, προσεπάθουν ν' απομακρύνωσι τον συνωθούμενον
+όπισθεν όχλον εν τω δρόμω, άγριοι και έτοιμοι να ξεσπαθώσουν σχεδόν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν σ' τάλεγα εγώ! Εκραύγασε τότε περιδεής ο μπάρμπ'-Αναγνώστης,
+ανασηκόνων το καποτάκι του, έτοιμος να εγκαταλείψη την γυναίκα. Πού σ'
+αφίνουν οι νιουδαίοι να κάμης την δουλειά σου. Πού σ' αφίνουν, κακομοίρα, να
+πλησιάσης οι αστυφύλακες! Και απώθει αυτήν.</p>
+
+<p>Ταυτοχρόνως δε και άλλο τρομακτικώτερον ακόμη συνέβη, ολίγον πέραν, όπου
+είχε συγκεντρωθή αίφνης πλήθος κόσμου, άλλοι δε εκ της πλατείας ένθεν κ'
+εκείθεν έσπευδον επάνω από όλα τα μέρη και από την μαρμαρίνην του κήπου
+κλίμακα, ως εν εφόδω.</p>
+
+<p>Ο τροχιόδρομος, διερχόμενος, παρέσυρεν υπό τους τροχούς των αμαξών,
+γραίαν, ήτις συνεκίνησεν όλην την πλατείαν με τας οιμωγάς της στενάζουσα ως
+σφαζομένη όρνις. Αι σπαρακτικαί της γραίας κραυγαί, αι βοαί των κερατοφόρων
+του τροχιοδρόμου, και αι έκθαμβοι αναφωνήσεις των εν ταις αμάξαις,
+εχρησίμευσαν ως ισχυρότατα του μπάρμπ'-Αναγνώστη δικαιολογήματα, όστις
+περιδεής και τρέμων όλος, απωθών πάντοτε προς τα κράσπεδα του κήπου την
+έμφοβον ήδη Θωμαήν, μέσα εις εκείνον του πλήθους τον άγριον συνωστισμόν,
+συμμαζευμένος εις το καποτάκι του, ως χελώνη εντός του κελύφους της, εις τον
+τρόμον εκείνον του πλήθους λαβών αυτός θάρρος, εξηκολούθει να κραυγάζη
+ακόμη:</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν σ' τάλεγα εγώ!</p>
+
+<p>Αλλά βιαία τις ριπή του ανέμου εκάλυψεν εν στιγμή διά πυκνής νεφέλης
+αυχμηρού κονιορτού και πλατείαν και ανθρώπους, επλήρωσε δε λύθρου και το
+στόμα του ενόρκου, όστις πτύων ελεεινώς χώμα και λόγους εσπιλωμένους,
+εφώναζε:</p>
+
+<p>&nbsp;— Σ' αφίνουν οι αστυφύλακες, οι νιουδαίοι!</p>
+
+<p>Επανελθούσα ούτω μετά ταύτα εις τον οίκον η Θωμαή, εκλείσθη εις έν
+δωμάτιον σκοτεινόν, ως την ψυχήν της, και έκλαιεν όλην την ημέραν.</p>
+
+<p>Αναλογιζομένη την ανεξήγητον εκπτόησιν του μπάρμπ'-Αναγνώστη,
+αρνουμένου να εισέλθη εις το ξενοδοχείον, και συνδυάζουσα προς τούτο τον
+απλοϊκόν και ζαλισμένον πάντοτε χαρακτήρα της θείας της Αννούσης, ήτις είχε την
+μανίαν ν' ανακαλύπτη ομοιότητας μεταξύ των ανθρώπων, και να επιμένη έπειτα εις
+την απάτην, τότε μόνον επείσθη ότι όσοι εκόμιζον εις αυτήν τας χαρμοσύνους
+ειδήσεις την εξηπάτων, αυταπατώμενοι, και ησθάνθη κατάκαρδα την θλιβεράν
+απελπησίαν πλέον, ως να ήγγισε βελόνη την καρδίαν της.</p>
+
+<p>Προς τι ν' αναμένη εν Αθήναις πλέον; Ασθενεστάτη ελπίς μία υπελείπετο ακόμη
+και αύτη διελύθη ως πομφόλυξ ύδατος, καθώς τόσαι άλλαι. Οι περιηγηταί εκείνοι
+επανήλθον, ο διερμηνεύς αυτών δεν ήτο ο σύζυγός της. Η μητέρα της της έστελνε
+θρήνους με τα γράμματά της, να επιστρέψη πλέον για το όνομα του Χριστού και
+της Παναγίας. Να κυττάξουν την φτώχιαν των, να κυττάξουν το νοικοκυριόν των.
+Πάει το καλοκαίρι, παιδί μου, κ' έρχεται ο χειμώνας, εστέναζεν η γρηά-Κυρατσού,
+με τα γράμματά της.</p>
+
+<p>Μου γράφεις ότι περιμένεις να μάθης ακόμη, από την Πάτρα, από τον Πύργον
+και δεν ξέρω από πού αλλού. Του κάκου περιμένεις. Σε γελάνε όλοι, αφού ο
+άνδρας σου σ' εγέλασε. Κάμε να έλθης γιατί ρημάξανε τα πράμματά μας. Οι
+νοικοκυραίοι παραξένεψαν; οι αργάταις γροσσούζεψαν; Δεν γνωρίζω. Γνωρίζω
+μόνον ότι ο μπάρμπα-Γιωργός ο Δεσπότης, ο πρώτος του χωριού μας κλαδευτής,
+που μας κλάδευε τα αμπέλι πάντοτε, και το 'βλογούσε, κ' έκαμνε πολλά και καλά
+σταφύλια, μ' εγέλασε, με το σήμερα και με το αύριο, και μας άφησε τα αμπέλι
+ακλάδευτο, και έγεινε κλάρα το αμπελάκι σου, Θωμαή μου. Οι σκαφτιάδες μ'
+εξαπατήσανε, με της ψευτιαίς τους, και δεν το σκάψανε, και το αμπελάκι σου
+έμεινε άσκαφτο, Θωμαή μου. Θειάφι δεν είχα να το θειαφίσω, και τα σταφύλια της
+κλάρας χολεριασθήκανε, Θωμαή μου. Από πού να δανεισθώ; Οι δανειστάδες
+πεθάνανε 'ς το χωριό μας. Σταφύλια της αγίας Σωτείρας δεν έστειλα 'ς την
+εκκλησιά, παιδί μου. Και καλή χρονιά κανείς δεν μούπε της αγίας Σωτείρας, παιδί
+μου. Κλαίω μέρα- νύχτα. Κάμε να γυρίσης γλήγορα, παιδί μου, να κυττάξουμε την
+φτώχια μας. Έρχουνται και μου λένε πως δεν έχεις σκοπό να ξανάλθης. Μη το
+κάμης αυτό, παιδί μου, γιατί θα με θανατώσης πρόωρα. Νάχης την ευχίτσα μου, να
+έλθης.</p>
+
+<p>Με αυτούς τους θρήνους προσεκάλει η γρηά-Κυρατσού την κόρην της να
+επανέλθη πλέον εις το χωρίον.</p>
+
+<p>Μίαν ημέραν και μίαν νύκτα η βροχή απαύστως κατέπιπτεν εις τας Αθήνας. Τα
+πρωτοβρόχια ενωρίς είχον επισκεφθή την ξηράν πόλιν, το φθινόπωρον εκείνο. Το
+μαρμάρινον Άστυ εχάθη άφαντον εν μέσω της σκοτεινής ομίχλης, της λαίλαπος και
+της ορμητικής εκείνης καταιγίδος, θαρρείς και το περιετύλιξαν όλον τα υδατόρρυτα
+νέφη, να το πνίξωσιν αίφνης, ως κλώσσαν με τους μικρούς νεοσσούς. Ρύακες
+κατακίτρινοι, σχηματισθέντες εν τω άμα, εισώρμησαν εις τα υπόγεια των οικιών και
+μαγαζείων, μετά βοής, όλην την νύκτα ρέοντες, καθ' ην οι άνθρωποι επτοημένοι
+ηγρύπνησαν, ως να ικέτευον τον Θεόν διά τον υπερβάλλοντα εκείνον καθαρισμόν,
+όστις ηπείλει να παρασύρη, μετά των ρύπων, κ' έπιπλα και ζώα και
+ανθρώπους.</p>
+
+<p>Τη δ' επαύριον όμως, πρωί-πρωί, έλαμπεν η μαρμαρίνη πόλις ως νεόλουστος
+παρθένος του Φαλήρου, λευκή-κατάλευκος. Τα δένδρα των οδών, αποτιναχθέντα
+από της παχείας των κόνεως, εδροσοβολούσαν με τα καταπράσινα φύλλα των. Τα
+μικρόν της Ακαδημίας αλσύλλιον, βαπτισθέν όλην την νύκτα εις τον άφθονον
+εκείνον υετόν, ανέζησε, και κλώνες χλοεροί εδώ κ' εκεί ανέθορον αίφνης πεύκης
+και πίτυος και αγριελαίας, οπού ένας κόσσυφος του καλλίστου είδους, κηρομύτης,
+κατάμαυρος, δραπετεύσας από κάποιον κλωβίον, ελλοχεύων, παρεμόνευε τους
+διαβάτας, ν' αρπάση μίαν ελαίαν ώριμον, μαύρην ως τα πτερά του, αναλάμψασαν
+αίφνης, μετά την βροχήν, επί των διαβρόχων ακόμη κλάδων. Αι οδοί, ως εδάφη
+οίκων μαρμαρόστρωτα, λαμπρώς εσπογγαρίσθησαν, παρασυρθείσης υπό των
+βιαίων ρυάκων της επιχωματώσεως αυτών, και απέστιλβον οι πεπατημένοι
+πολυγωνικοί χάλικες, το πρώτον αυτών ενσφηνωθέν στρώμα, ως άτεχνα
+ψηφιδώματα της παρακμής. Τα πεζοδρόμια απήστραπτον ήδη από το φέγγος του
+ηλίου, όστις με ακτινοβολήματα μαλαμοκαπνισμένου αργύρου περιέβαλλε τα
+μάρμαρα και τας γλυφάς των μεγάρων. Άρωμα ανθέων των ιδιωτικών κήπων
+επλήρου τον ορίζοντα, κατάγλαυκον όλον, την πρωίαν εκείνην, οπού η Θωμαή
+ανεχώρει πλέον επανερχομένη εις την μητέρα της. Δημήτηρ ωχρά, αποτυχούσα εις
+τας ερεύνας της. Ορφεύς πένθιμος με άφωνον εκ της απογνώσεως την λύραν. Ο
+καπετάν-Πέτρος ο Αποσπερίτης είχεν επιδιορθώσει και διά χρωμάτων
+περικαλλύνει τα σκολιόν του βρατσερί, όπερ δυστυχώς απέμεινε πάλιν σκολιόν, ως
+τον χαρακτήρα του ανθρώπου τον ανάποδον, τον οποίον ουδεμία χρωματιστή
+ευγένεια δύναται να μεταβάλη. Αλλά μη έχων ναύλον ακόμη, όπως ταξειδεύση,
+απεφάσισε να εξαποστείλη την εξαδέλφην του διά του ατμοπλοίου, αναχωρούντος
+την εσπέραν εκείνην, εν συνοδεία μετά της θείας-Αννούσας, ήτις, και πάλιν
+στενοχωρηθείσα εν τη ξένη, επανήρχετο εις την πατρίδα. Φίλος του, ναύτης
+αγαθός, θα επεριποιείτο τας δύο γυναίκας εν τω ατμοπλοίω. Όταν δ' εφ' αμάξης
+τέλος κατήρχοντο αι δύο γυναίκες εις Πειραιά, διερχόμεναι την οδόν
+Πανεπιστημίου την πάγκαλον, δεν ηδυνήθη η Θωμαή, όσον θλιμμένη και αν ήτο,
+να μη θαυμάση, διά του βλέμματός της, τα έκλαμπρα μέγαρα, επί των οποίων
+έπαιζεν-έπαιζεν ο ήλιος ολόχρυσος, σχηματίζων νερά, κινούμενα κυματοειδώς επί
+των καταλεύκων μαρμάρων, ως έκαμνε νερά εύμορφα το ολομέταξον ύφασμα της
+νυμφικής της εσθήτος. Και όταν είδε τα όψα παρακάτω καθαρά και ευωδιάζοντα,
+την πρωίαν εκείνην, εις τα παντοπωλεία, και όταν είδε τας σταφυλάς της Αττικής
+δροσολουσμένας, εντός των καλάθων, ως ραντισμένας με τρίμματα κρυστάλλων,
+και όταν είδεν εν τη πλατεία της Ομονοίας φοίνικας και κυπαρίσσους μετά ένα
+υετόν αίφνης τόσον χλοερά ανακύψαντα, ως από τάφον αναστάντα, και τους
+ανθρώπους καθαρούς ως λουσθέντας και αυτούς από του νυχτίου όμβρου,
+περιπατούντας ή καθημένους επί των λαμποκοπούντων προθύρων των καφενείων,
+ενώ καθαρίως ενδεδυμένοι χωρικοί των Μεσογείων, φαιδροί και υπάδοντες
+σχεδόν, ως εν αρχαίω κώμω, ωδήγουν τα αμάξια του γλεύκους, διά κλώνων αγρίας
+πεύκης εστεφανωμένα — δεν ηδυνήθη τότε να κρατήση τον θαυμασμόν της η
+Θωμαή, η χωρική, προς την μονογενή της Ελλάδος πόλιν, ήτις μοσχοβολούσα από
+την καθαριότητα, ανεπαύετο — η πεντελησία νύμφη — την ευδίαν εκείνην ημέραν,
+υπό στερέωμα κυανούν, στεφανωμένη γύρω με καταγάλανα βουνά. Και
+σπογγίσασα ένα δάκρυ, διότι, ατυχής εις όλα, ανεχώρει εις τοιαύτην ποθητήν διά
+τας Αθήνας ημέραν, δι' ην και μόνην τόσα δεινά υπομένουσιν οι ξένοι,
+εψιθύρισεν:</p>
+
+<p>&nbsp;— Έρμη Αθήνα! . . .</p>
+
+<p>Την αυτήν εσπέραν δύο γυναίκες εκάθηντο εις μίαν άκραν, την καθαρωτέραν
+επί του ερειπωμένου καταστρώματος του ατμοπλοίου, όπερ μετ' ολίγας ώρας
+απέπλεεν εις τον Ευβοϊκόν.</p>
+
+<p>Η θεία-Αννούσα, σκεπασμένη πάντοτε με την μαύρην της χηρείας μανδήλαν,
+και η Θωμαή, φέρουσα επί της κεφαλής της βαρύ μαύρον σάλιον, ως καλογραία
+της Τήνου κουκουλωμένη, υπό το οποίον έλαμπον δύο κατάμαυροι οφθαλμοί,
+πλήρεις ζωής και χάριτος, οσάκις εσπόγγιζε τα δάκρυά της. Είχεν ανοίξει η θεια-
+Αννούσα το καλαθάκι της, εξεδίπλωσεν εκεί μίαν πετσέταν εντοπίαν, και
+εξαγαγούσα ψωμίον, τυρόν και σταφυλάς, ήρχισε να τρώγη, προσκαλούσα και την
+Θωμαήν. Αύτη όμως σιωπηλή και πένθιμος έβλεπε τους επιβιβαζομένους, μετά
+των επίπλων των, ταξειδιώτας, μετά τόσης εμμονής, ως να επερίμενε ν'
+αναγνωρίση κάποιον μεταξύ των αγνώστων εκείνων μορφών. Επεθύμει να
+εξαπατηθή και αύτη, καθώς τόσοι άλλοι. Να πάθη και αυτή από μίαν γλυκείαν
+αυταπάτην και να ιδή τον άμοιρον άνδρα της, έτσι 'ς τα ψέματα, και αυτή, μίαν
+στιγμήν ωραίαν, τον άνδρα της, οπού απώλεσε πλέον διά παντός, της εφαίνετο. Η
+αλήθεια είνε πικρά πολλάκις και φαρμακώνει, αλλά η απάτη είνε γλυκεία και
+ηδονική, ως ο καρπός του Δένδρου της Γνώσεως εν Εδέμ. Το βίντσιον, κροτούν και
+συστρέφον γοερώς τας αλύσεις του, εξηκολούθει ν' ανασύρη έπιπλα και
+εμπορεύματα. Οι επιβάται, ανήσυχοι ως υπηρέται ξενοδοχείου την ώραν της
+μεσημβρίας, έτρεχον εδώ κ' εκεί έκφρονες, αναβαίνοντες κλίμακας, καταβαίνοντες
+εις τους θαλάμους, ομιλούντες συγκεχυμένους λόγους, φωνάζοντες τους
+λεμβούχους, κράζοντες τους θαλαμηπόλους, βαστάζοντες καλάθους, πυξίδας,
+παιδία, κυνάρια, σύροντες γυναίκας, όρνιθας, χήνας, με βοήν, ολονέν
+αύξουσαν.</p>
+
+<p>Η θεια-Αννούσα, ίνα μη καταθλίβη την ανεψιάν της, παύσασα πλέον να ομιλή
+περί του Λαλεμήτρου, αν και ενδομύχως ουδέποτε έπαυσε να διαμαρτύρηται και
+να λέγη ότι είδεν αυτόν εις τον άγιον Διονύσιον, ήρχισε τώρα, τρώγουσα, να
+διηγήται προς την Θωμαήν περί της πατρίδος των, ίσως και της ανοίξη την όρεξιν,
+να πάρη και αυτή κάτι τι. Και ενθυμουμένη διάφορα επεισόδια του βίου της,
+έτρωγε και ωμίλει, με στωμυλίαν ατελείωτον, με όρεξιν νοσταλγούντος ανθρώπου,
+την στιγμήν που αποπλέει διά την αγαπητήν του γην, με την στερεάν πεποίθησιν
+ότι ουδείς πλέον δύναται να τον εμποδίση. Η Θωμαή, αφηρημένη πάντοτε προς
+τους αδιακόπως εισερχομένους ξένους, ήκουεν ίσως, ή και δεν ήκουεν. Αλλ' η θεια-
+Αννούσα ως να επεριπατούσεν εν τω χωρίω της, ως να εκάθητο εν τω οικίσκω της,
+ή και εις τον φούρνον ακόμη, περιμένουσα να φουρνίση, έλεγε τι έπαθε μια φορά
+που πήγε ν' αργολογήση 'ς το αμπέλι τον Μάιον και ηύρε μια φωλιά με οχιαίς, κ'
+αυτή ενόμισε πως ήσαν μισιργούδια, κ' επήγε να τα πιάση, και μόνον πώς δεν την
+δάγκασαν· και όταν πάλιν το κύμα της άρπαξε δυο σινδόνια, που πήγε μία φορά να
+λευκάνη 'ς το Ξάνεμο, και μόνον που δεν επνίγηκεν έως να τα πιάση· πώς υπήγεν,
+ένα κοντόγιορτο, 'ς το Κάστρο, να λειτουργήση, 'ς τον Άη Γιάννη, και ξέχασεν από
+την βίαν της την λειτουργία, κ' ελειτούργησε, λέει, ο παππάς με ψωμί . . .</p>
+
+<p>Ο ήλιος είχε δύσει και το ατμόπλοιον εξηκολούθει να παραλαμβάνη ακόμη
+εμπορεύματα και επιβάτας και άλλους να περιμένη, με σφυρίγματα γοερά, από τα
+οποία εβόυζεν όλος ο λιμήν. Η θεια-Αννούσα, καθαρά πάντοτε και άμεμπτος, είχε
+παραλάβει και το κανατάκι της, ένα Ξηροχωριανό μαρούδι, να πίνη καθαρόν ύδωρ,
+όταν θα εδίψα. Κ' αφού έφαγε και έπιεν, έκαμε τον σταυρόν της και τα
+συνεμάζευσε πάλιν όλα τα πράγματά της, εντός του μικρού καλαθίου, ως καθαρά
+και τακτική από τα μικρά της χρόνια, δυσανασχετούσα διά την βραδύτητα του
+απόπλου. Η Θωμαή, κατάκοπος, με τας ελπίδας τόσους μήνας, ήδη προσκλίνασα
+προς το πλευρόν, εν τη απελπισία της τη εσχάτη, εβυθίσθη μετ' ολίγον εις
+ύπνον.</p>
+
+<p>Και ο δεσμώτης, Θωμαή μου, όταν βραδύνη η χάρις, και απολέση πάσαν
+απελευθερώσεως ελπίδα, γέρνει επάνω εις τα δεσμά του και αποκοιμάται ήσυχος
+πλέον . . .</p>
+
+<p>&nbsp;— Να πάγω να του κάμω τουλάχιστον ένα μνημόσυνο!</p>
+
+<p>Εψιθύρισε καθ' εαυτήν η Θωμαή και απεκοιμήθη, σκεπασθείσα με το μαύρο
+της το σάλι, ως ήτο, επακκουμβώσα προς το πλευρόν, ως καλογραία της Τήνου
+αποκοιμηθείσα επάνω εις τον κανόνα της.</p>
+
+<p>Κ' εκεί που ητοιμάζετο και η θεια-Αννούσα, σιγά — σιγά, να εξαπλωθή και αυτή
+επάνω εις εν κυλιμάκι, το οποίον υπέστρωσε, παρά τινα ογκώδη κύλινδρον
+καραβοσχοίνου, ώστε να σχηματίζηται μεταξύ των δύο γυναικών περίφραγμα,
+ασφαλές οπωςδήποτε από τον άλλον κόσμον του καταστρώματος, — ήτο τακτική
+αυτή και καθαρά — αίφνης ναύτης γηραλέος του πλοίου, με πισσωμένον ιμάτιον
+και κατραμωμένον κούκον, ο ναύτης, εις ον εσύστησε τας δύο γυναίκας ο καπετάν-
+Πέτρος ο Αποσπερίτης, ενεφανίσθη ενώπιον της θεια-Αννούσας, οδηγών και
+κοντόν τινα επιβάτην, ένα πολιόν σχεδόν και κυφόν ολίγον άνθρωπον, με
+καινουργή ενδυμασίαν, αποστίλβουσαν, και με μίαν παράδοξον χρυσήν άλυσιν επί
+του στήθους εκλάμπουσαν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Νά, τω είπεν ο γηραλέος ναύτης, αυταίς μονάχα αι δυο γυναίκες είνε
+για την πατρίδα σου.</p>
+
+<p>Την στιγμήν εκείνην η θεια-Αννούσα, θαρρούσα ότι οι δύο εκείνοι άνδρες θα
+προσπεράσουν προς την πρώραν, έκαμνε την προσευχήν της να κατακλιθή και
+αυτή και ησυχάση, ζαλισμένη από την αέναον κίνησιν των επιβατών και εκ των
+υποχθονίων κρότων, ως να εκρημνίζοντο σπίτια κάτω εις το κύτος του πλοίου αλλ'
+ο ξένος, ον ωδήγει ο γηραλέος ναύτης, αντί να προσπεράση, εστάθη εκεί, εκάθισεν
+επί του κυλίνδρου των καραβοσχοίνων μετά θάρρους, και κύψας ανηρεύνα τα
+χαρακτηριστικά της θεια-Αννούσας. Βλέπων δε αυτήν κατά πρόσωπον
+ηρώτησε:</p>
+
+<p>&nbsp;— Με γνωρίζεις, γερόντισσα;</p>
+
+<p>&nbsp;— Πού να σε γνωρίσω, γυιε μ';</p>
+
+<p>&nbsp;— Είμαι πατριώτης σου, και πάω για την πατρίδα. Μαζί θα πάμε.</p>
+
+<p>Η θεια-Αννούσα απόμεινε και τον εκύτταζεν ως αρνίον.</p>
+
+<p>Κ' εκείνος βλέπων ωσαύτως αυτήν, και μη δυνάμενος να την αναγνωρίση, —
+ήτο νυξ πλέον, και ήναψαν εδώ κ' εκεί φανάρια οι ναύται προς ευκολίαν της
+υπηρεσίας — επανηρώτησε:</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν με θυμάσαι; Δεν επήρες καμμιά φορά αλεύρι από το μαγαζί μου;
+Σήμερα έφθασα από την Αμερικήν και πάγω για το χωριό. Είμαι ο Λαλεμήτρος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ο Λαλεμήτρος! εκραύγασε τότε δυνατά η γραία, και ανηγέρθη
+πάραυτα. Και βλέπουσα την ολόχρυσον καδένα του, λάμπουσαν εις το φως του
+φαναριού, τον ενηγκαλίσθη, ως μήτηρ, τραυλίζουσα, εν συγκινήσει, με
+δάκρυα:</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλά λες, γυιε μ'! Καλά λες, γυιε μ'! Ο Λαλεμήτρος με την χρυσή
+καδένα!</p>
+
+<p>Και ολολύζουσα ήδη εθρηνολογούσεν η γραία εκ συγκινήσεως και χαράς:</p>
+
+<p>&nbsp;— Αχ! γυιε μ'! Αχ! γυιε μ'!</p>
+
+<p>Ο Λαλεμήτρος προς τους αιφνιδίους εκείνους θρήνους της γυναικός, εκάμφθη
+εν τρόμω, υπώπτευσε κακόν και ηρώτησε τεταραγμένος:</p>
+
+<p>&nbsp;— Είναι καλά η Θωμαή! Γιατί κλαις έτσι;</p>
+
+<p>Συγχρόνως τότε και η Θωμαή, ονειρευομένη την στιγμήν εκείνην οπού βαθειά
+εις τον ύπνον της είχεν υπηχήσει ηδέως το όνομα του συζύγου της, φαίνεται, είχεν
+αναταραχθή αποτόμως, και ανακαθίσασα εις τα γόνατά της, με το κατάμαυρον
+σάλι επί της κεφαλής της κουκουλωμένη, ως καλογραία κάμνουσα τον κανόνα της
+τα μεσάνυκτα, εστέναξεν, ως εν κινδύνω, δις στεναγμούς ως γόους, ως θρήνους,
+επάνω εις το όνειρόν της:</p>
+
+<p>&nbsp;— Λαλεμήτρο μου! Λαλεμήτρο μου!</p>
+
+<p>Και έμεινε πάλιν εις τα γόνατά της εκεί, βωβή, βυθισμένη εις τον ύπνον, ως
+καλογραία, εξακολουθούσα τον κανόνα της.</p>
+
+<p>Ο Λαλεμήτρος τότε ενωτισθείς αίφνης τόνον φωνής προσφιλούς, της Θωμαής
+του την φωνήν, την οποίαν τόσους χρόνους είχε ν' ακούση, και αναγνωρίσας
+πάραυτα την κατατομήν εκείνην την αγαλματώδη του σώματος της συζύγου του,
+έκυψε προς το ωχρόλευκον κοιμώμενον ακόμη πρόσωπόν της. Ανεγνώρισε την
+σύζυγόν του και εναγκαλισθείς κατεφίλησεν αυτήν κράζων:</p>
+
+<p>&nbsp;— Θωμαή μου! Θωμαή μου!</p>
+
+<p>Εκείνη αφυπνώσασα τότε, και τρέμουσα ως ιχθύς εν μέσω εκείνων των
+αιφνιδίων περιπτύξεων και φιλημάτων, ανεφώνησε με σταυροκοπήματα κινδύνου,
+παγωμένη.</p>
+
+<p>&nbsp;— Θεια-Αννούσα!</p>
+
+<p>Η γραία, από γλωσσοδέτην καταληφθείσα τώρα, έμεινεν ακίνητος και άναυδος.
+Η δε Θωμαή, ζαλισμένη από την τρομακτικήν εκείνην αφύπνωσιν, απώθησε τας
+χείρας εκείνας αίτινες την περιεπτύχθησαν εις τον ύπνον της, τα χείλη εκείνα τα
+οποία την εφίλησαν εις το όνειρόν της, και εψιθύριζεν ακόμη εν ταραχή.</p>
+
+<p>&nbsp;— Παναγία μου! Πού είμαι;</p>
+
+<p>Αλλά τότε οι οφθαλμοί της, γαληνιάσαντες μικρόν από του αιφνιδίου σάλου,
+προσέπεσον ήρεμοι επί της χρυσής καδένας του Λαλεμήτρου, κ' έκθαμβοι
+εθεώρουν αυτήν, εν τη αμφιβόλω εκείνη της εγρηγόρσεως στιγμή, ενώ η θεια-
+Αννούσα, ανακτήσασα την ψυχικήν ηρεμίαν και την φωνήν της, εκραύγαζεν:</p>
+
+<p>&nbsp;— Ο Λαλεμήτρος, Θωμαή! Ο Λαλεμήτρος, με την χρυσή καδένα! Δεν σ'
+τώλεγα εγώ πως τον είδα εις τον άη-Διονύσιο;</p>
+
+<p>Τότε και η άγκυρα του πλοίου, ανασυρομένη εν δαιμονίω κρότω στροφίγγων,
+αλύσεων και μοχλών προς απόπλουν, εκάλυψε τους περιπαθείς λυγμούς της
+αφάτου χαράς των αναγνωρισθέντων συζύγων.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Η Θωμαή όλη χαρά πλέον, με αναλάμψασαν πάλιν και καταυγάζουσαν την
+ωχρόλευκον καλλονήν της, φέρουσα εις τους ώμους της, αντί του πενθίμου εκείνου
+σαλίου, έτερον, ινδικόν. μεταξοΰφαντον, όπερ τώρα εκόμισεν εκ των χωρών
+εκείνων ο σύζυγός της, ήκουε τας περιπετειώδεις διηγήσεις και τα δεινά του
+Λαλεμήτρου παθήματα, αφού αύτη πρότερον είχε μετά πόνου αφηγηθή προς
+αυτόν τας θλίψεις και τας πικρίας, τας οποίας εδοκίμασε κατά το οδυνηρόν της
+απουσίας του διάστημα, και την αιτίαν του ταξειδίου της. Εκεί, καθ' όλην την νύκτα
+επί του καταστρώματος όπου εκάθηντο, παρά την πρύμνην, διά να βλέπωσι τον
+εύμορφον της Ελλάδος κόλπον, ήκουεν η Θωμαή, ενώ το ατμόπλοιον, αφού
+εξημέρωσε πλέον, μαλακά-μαλακά, διέσχιζε την γαλανήν του Ευβοϊκού θάλασσαν.
+Είχε διέλθει τον Εύριπον πλέον, με τα φρούριά του ακόμη τα πορφυρόξανθα, κ'
+έπλεεν ολοταχώς κατ' ευθείαν εις Βόλον.</p>
+
+<p>Η θεια-Αννούσα, πάντοτε καθαρά και πάντοτε άμεμπτος, θέλουσα ιδιαιτέρως
+να περιποιηθή τον Λαλεμήτρον — αν και ήτο πειραγμένη μαζί του, διότι ηρνείτο
+τελείως ότι είχεν υπάγει ποτέ εις τον Άγιον Διονύσιον — προσεπάθει να ετοιμάση
+καφέ, εξαγαγούσα, από το καλαθάκι της, έν λαμποκοπούν καμινέτο. Ο Λαλεμήτρος
+είχεν ήδη παραλάβει τας δύο γυναίκας κάτω, εις την πρώτην θέσιν, αλλ' επροτίμα
+και αυτός τον καφέ της θείας του, διότι παρεσκευασμένος με τας χείρας της, τω
+εφαίνετο, θα μυρίζη ολίγην πατρίδα.</p>
+
+<p>Καϋμένη πατρίδα! Μόνον εις την ξενιτείαν καταλαμβάνει κανείς τι αξίζεις! . .
+.</p>
+
+<p>Αι πρωιναί αύραι, από των Ευβοϊκών βουνών και των Λοκρικών ακτών,
+συναντώμεναι επί του πλοίου, εδρόσιζον ηδέως μίαν των γλυκυτέρων ημερών του
+φθινοπώρου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δι' αυτό, ίσα-ίσα, το σφάλμα μου πολύ ετιμωρήθην, Θωμαή μου,
+είπεν αναστενάξας ο Λαλεμήτρος, με ύφος χριστιανού, διελθόντος ήδη τον κανόνα
+του πνευματικού του τον εξιλαστήριον.</p>
+
+<p>Και εξηκολούθησε τας διηγήσεις του. Εκείνη δε τον έβλεπε, τον έβλεπε, και δεν
+εχόρταινε να τον ακούη, σαν εις τα ψεύματα, σαν εις το όνειρόν της. Και έτριβεν
+ενίοτε τους οφθαλμούς της δειλιώσα, ίνα πεισθή ότι δεν απατάται, φοβουμένη μη
+εξαφανισθή τα ευφρόσυνον θέαμα. Και της ήρχετο απορία ενίοτε, γλυκεία πλέον
+εν τη βεβαιότητι:</p>
+
+<p>&nbsp;— Ο Λαλεμήτρος μου είνε αυτός;</p>
+
+<p>Και πάλιν γελώσα, πεπεισμένη πλέον περί της αληθείας και προσπαίζουσα με
+την απλότητα της θείας της, απέτεινε προς αυτήν πλαγίως την παιγνιώδη πείραξιν,
+ερωτώσα τον άνδρα της:</p>
+
+<p>&nbsp;— Την είδες λοιπόν την θεια-Αννούσα 'ς τον Άη-Διονύσιο; . .</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Εκ Βόλου, όπου κατά πρώτον έφθασε, με το κοντόν και χονδρόν κόττερον του
+καπετάν-Ηλία, έκφρων, τρέχων τυφλός εις την καταστροφήν του, διηγείτο ο
+Λαλεμήτρος, ανεχώρησε την ιδίαν ημέραν εις Πειραιά, ίνα μη ανακαλυφθή υπό
+των δανειστών του. Αλλά τι ήθελεν εις Πειραιά; Κατά τον πλουν, εν εξάψει
+ευρεθείς, ωσεί εδιώκετο υπό τινος, απεπειράθη να ριφθή εις την θάλασσαν, παρά
+το Σούνιον, αλλ' εννοηθείς υπό τινος ναύτου, εκρατήθη. Μόλις δ' αποβιβασθείς εις
+Πειραιά, συνήντησεν ένα γλωσσίτην, όστις άρτι επανακάμψας εξ Αμερικής,
+διηγείτο εις όμιλον ναυτικών τα αμύθητα και σύντομα κέρδη της Αλάσκας, από των
+αρτιφανών μεταλλείων της οποίας αυτός επέστρεφε πλούσιος, εις το χωρίον του.
+Τότε, μετά τας διηγήσεις εκείνας, η θλίψις του ότι απώλεσε την περιουσίαν του
+μετεβλήθη εις μανίαν πλέον, ήτις βιαίως ως λωρίον δουλευούσης μηχανής, τον
+παρέσυρε προς εκείνους τους κόσμους πάλιν, όχι με πόθον, αλλά με λύσσαν πλέον,
+να επανακτήση τα απολεσθέντα. Δίψα ήδη κατέφλεγε τα σπλάγχνα του, ως να είχε
+μεθυσθή από οίνου. Κ' εθολώθη ο εγκέφαλός του, και απεσβέσθη τελείως η μνήμη
+του. Κ' ελησμόνησε τα πάντα τότε, μέσα εις εκείνην την τρικυμίαν της ψυχής του.
+Και κόσμον και πατρίδα και σύζυγον. Ο ναύτης εκείνος τον έσωσε κατά τον πλουν,
+ελεήσας αυτόν, αλλ' η μοίρα του ανελεήμων, τον ώθει πάλιν εις την εξαφάνισιν,
+διότι δεν θα επανήρχετο εις το χωρίον του, αν δεν εσχημάτιζε περιουσίαν τινά εκ
+νέου. Αγγλικόν ατμόπλοιον τον απεβίβασε τέλος μετά καιρόν εις τον Νέον Κόσμον
+μετά τινων άλλων Λακώνων, και δύο ακόμη γλωσσιτών, έχοντα τόσα, όσα τω
+εχρειάζοντο διά τας πρώτας του δαπάνας. Φθάσας δε εις την Αλάσκαν και ιδών ότι
+αληθή ήσαν, όσα τω έλεγεν εις Πειραιά ο γλωσσίτης εκείνος, ερρίφθη εις τα
+ορυχεία του χρυσού, ως ρίπτεται διψασμένον κτήνος εις την πηγήν, ουδέν άλλο
+ενθυμούμενος εκ του παρελθόντος, ειμή ότι κάποιος Λαλεμήτρος, απολέσας λίρας,
+τας οποίας ως σπόγγους είχεν αποσπάσει, μίαν-μίαν, από του πυθμένος της
+θαλάσσης, εβασανίζετο τώρα να τας ανεύρη εις τα βάθη τα ανήλια του μεταλλείου.
+Και αληθώς εβασανίσθη επί πενταετίαν παλαίων με την τρυφηλήν φιλοσαρκίαν
+του, και την υπερβάλλουσαν τραχύτητα του κλίματος. Η θέα τότε του χρυσίου, το
+οποίον απεθησαύρισε, κατά το διάστημα τούτο, ήρχισε να καταπραΰνη το
+εξηγριωμένον πνεύμα του, την δε μανίαν την πρώτην και λύσσαν, διεδέχθη ήδη
+γαλήνη του λογικού, ως να έρριψεν ο χρυσός έλαιον εις την τρικυμίαν του νου του.
+Και τότε εν τη ευδία εκείνη, ήρχισαν να επιπλέωσι πάλιν εις την μνήμην του
+προσφιλείς του παρελθόντος εικόνες, το μικρόν χωρίον του και η σύζυγός του.</p>
+
+<p>Ταύτα λέγων ο Λαλεμήτρος εσπόγγισε τους οφθαλμούς του, πληρωθέντας
+δακρύων.</p>
+
+<p>Η Θωμαή ωσαύτως εδάκρυσε.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τότε σου έγραψα το πρώτον γράμμα, είπεν ο Λαλεμήτρος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν λάβαμε γράμμα σου, διέκοψεν η Θωμαή.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν λάβαμε, γυιε μ', προσέθηκε και η θεια-Αννούσα, προσφέρουσα
+τον καφέ.</p>
+
+<p>&nbsp;— Έχετε δίκαιον! είπεν ο Λαλεμήτρος. Το έστειλα με επιβάτην, ο οποίος
+εχάθη, εις ναυάγιον.</p>
+
+<p>Και πίνων ήδη μετά ιδιαιτέρας ευαρεσκείας τον καφέ, εξηκολούθησεν ο
+Λαλεμήτρος την διήγησίν του· και είπεν ότι αμέσως όμως μετά ταύτα, ενώ ήτο
+έτοιμος να επανέλθη εις την Ελλάδα και εις το χωρίον του, με περιουσίαν πάλιν,
+τόσην, ώστε ούτε τους δανειστάς του να φοβήται, ούτε τους χωρικούς να
+εντρέπεται, ησθένησε, καταβληθείς υπό των αφορήτων εκείνων μόχθων της
+σκληράς μεταλλευτικής εργασίας. Ο σύντροφός του ησθένησεν ομοίως και
+απέθανε. Και άλλοι πολλοί απέθανον, υποκύπτοντες εις την δριμύτητα του τόπου
+εκείνου, οπού όλα τα πράγματα είνε χρυσά. Και τα κέρδη χρυσά, και τα έξοδα
+χρυσά. Αλλ' αι ασθένειαι είναι σιδηραί, είνε μολύβδιναι. Ολίγοι σηκόνονται όταν
+πέσουν.</p>
+
+<p>Ταύτα λέγων, έρριψε το βλέμμα του προς τας ένθεν και ένθεν του πλοίου
+καταπρασίνους ακτάς και δακρύων εξ ενθουσιασμού παρετήρησε:</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι ωραίαν πατρίδα οπού έχομεν! Κύτταξε Θωμαή, κύτταξε, θεια!
+Γελούν η ακρογιαλιαίς, θαρρείς, γελούν τα βουνά, οι κάμποι, ο ουρανός, η
+θάλασσα, όλα γελούν, εις την πατρίδα μας!</p>
+
+<p>Αυτός όμως έχει πίστιν εις την δύναμιν την μυστικήν της χρυσής του καδένας,
+εξηκολούθησεν ο Λαλεμήτρος, και ήλπιζε να διασωθή ως και άλλοτε, και από τον
+κίνδυνον τούτον. Αλλ' η θεία χάρις φαίνεται τον είχεν εγκαταλίπει πλέον, και
+έβλεπεν ότι αι δυνάμεις του ολονέν κατέπιπτον, με όλα τα μέσα τα θεραπευτικά
+των ιατρών. Τότε ηθέλησε να γράψη πάλιν προς την σύζυγόν του και να ζητήση
+συγχώρησιν, αλλ' εστάθη αδύνατον. Ενώ δε ανέμενε τον θάνατον, εξύπνησε μίαν
+πρωίαν τυφλός.</p>
+
+<p>&nbsp;— Οι οφθαλμοί μου είχον εξασθενήσει, είπεν ο Λαλεμήτρος και έχασα
+το φως μου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Λαλεμήτρο μου! έκλαυσεν η Θωμαή.</p>
+
+<p>&nbsp;— Χειρότερα από θάνατο! εθρήνησε και η γραία, πίνουσα τον
+καφέ.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πώς να σας διηγηθώ τότε την σκοτίαν, εις την οποίαν έζησα ένα
+ολόκληρον χρόνον; Ήμουν ζωντανός εις τον Άδην.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αλήθεια, γυιε μ'! διέκοψεν η γραία.</p>
+
+<p>Εν τούτοις δεν έπαυσε ποτέ να ελπίζη εις την θαυματουργόν χάριν της χρυσής
+του καδένας, εξηκολούθησεν ο Λαλεμήτρος. Αλλά το παράπτωμά του δεν είχεν
+ακόμη συγχωρηθή. Τω εφαίνετο ενίοτε ότι κατόπιν τόσων θεραπευτικών
+φαρμάκων, τα οποία ματαίως τω έδιδον οι ιατροί, εάν κατώρθωνε να ίδη μίαν
+φοράν εις τον ύπνον του την φαεινήν της συζύγου του μορφήν, θα εθεραπεύετο,
+θα εφωτίζετο πάραυτα. Αλλά τούτο το φάρμακον εστάθη αδύνατον να το
+απολαύση. Πανταχού σκοτία. Τότε περιεφρόνησε πλέον τα πάντα και μόνον το
+πταίσμα του εσυλλογίζετο. «Καλά να πάθω, έλεγεν οδυρόμενος, διότι εγκατέλιπον
+εις το σκότος της απελπισίας μίαν ψυχήν, η οποία έν μόνον σφάλμα έπραξε, να
+συμπαθήση εις ένα τέτοιον άνθρωπον. Και παρεκάλει τον Θεόν να μη ζήση πλέον.
+Υπέμεινεν, εσκέπτετο, τα σκότη της θαλάσσης· υπέμεινε τα σκότη της γης· θα
+υπέμενε δικαίως και τα αιώνια σκότη του Άδου. Αλλά τα σκότη της ζωής δεν θα τα
+υπέμενεν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Είνε άλλο χειρότερο! διέκοψεν η θεια-Αννούσα πάλιν. Ένα ξύλο
+κούτσουρο είνε ο τυφλός.</p>
+
+<p>Η Θωμαή εδιακόπως έκλαιε.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τυφλός, θεέ μου, εκραύγαζα, τι να κάμω εις τον κόσμον;
+εξηκολούθησεν ο Λαλεμήτρος. Να μη βλέπω τον ήλιον να λάμπη την ημέραν, να μη
+βλέπω την σελήνην να φέγγη την νύκτα; Να μη βλέπω τον ουρανόν με τάστρα, την
+γην με τάνθη, την θάλασσαν με τα ψάρια; Να μη βλέπω, Παναγία μου, την εικόνα
+σου, την Ζωοδόχον Πηγήν την ολόφωτον, παρεκάλουν την Θεοτόκον διαρκώς, να
+μη βλέπω την Θωμαήν μου; . . . Και, κατεφίλουν την χρυσήν μου καδένα, εις την
+οποίαν δεν έπαυσα να καταφεύγω πάντοτε ως εις τελευταίαν άγκυραν
+σωτηρίας.</p>
+
+<p>Απελπισθείς όμως τελείως να θεραπευθώ και προτιμών εκεί να τελειώσω τον
+βίον μου, είχον αποφασίσει να σου αποστείλω όσα χρήματα επερίσσευσαν από την
+μακράν νόσον και ήσαν αρκετά, ότε μίαν νύκτα-αχ! μία νυξ συνεχής ήσαν τότε αι
+ημέραι μου όλαι — μίαν νύκτα, επάνω εις το έτος ακριβώς, βλέπω εις τον ύπνον
+μου ένα λαμπροστόλιστον αρχιερέα, ο οποίος έφερεν εις τα στήθη του ένα
+εγκόλπιον από σμάλτον, έχον εζωγραφημένον επ' αυτού τον άγιον Γεώργιον, το
+οποίον εκρέματο από τον λαιμόν του αρχιερέως με μίαν ωραίαν χρυσήν αλυσίδα,
+σαν την χρυσήν καδένα μου απαράλλακτον. Η χρυσή καδένα μου! εφώναξε. Κ'
+εξυπνήσας αμέσως, επέψαυον με πόθον την καδένα μου την χρυσήν, θαρρών ότι
+μου την αφήρεσαν. Δεν εξεύρω πώς, αφού εξύπνησα, από όλην την χρυσήν
+παράστασιν του αρχιερέως απέμεινεν εις την ενθύμησίν μου ανεξάλειπτος η χρυσή
+άλυσις του εγκολπίου του, η οποία μου εφαίνετο ότι έλαμπεν ακόμη, μέσα εις την
+βαθείαν εκείνην νύκτα των οφθαλμών μου. Εξύπνησα δε διαφορετικός την πρωίαν
+εκείνην. Είχα κάποιον θάρρος ανακτήσει εις την ψυχήν μου, κάποιαν ανεξήγητον,
+κρυφήν χαράν.</p>
+
+<p>Έκαμα αμέσως τον σταυρόν μου και ησπάσθην ευλαβώς την χρυσήν μου
+καδένα χωρίς να την βλέπω. Μου εφάνη δε ότι την πρωίαν εκείνην — πρώτην
+φοράν — ευωδίαζε, σαν θυμίαμα, σαν άγιον λείψανον. Ενθυμήθην τότε τον
+Εβραίον πάλιν και έλεγα: Καλά μου έλεγε. Πρώτην φοράν είδα Εβραίον να πη
+αλήθεια. Από εγκόλπιον αρχιερέως θα είνε η καδένα μου, κανενός παλαιού,
+κανενός αγίου ίσως. Η κατασκευή της μ' εβεβαίωνε πάντοτε περί της ιερότητός της,
+αλλά τώρα το ενύπνιον μου εφαίνετο ότι απεκάλυψεν εις εμέ την προέλευσίν της
+την ιεράν, και είχον ακλόνητον πεποίθησιν πλέον ότι έφερον επ' εμού κειμήλιον
+άγιον. Ελθών δε κατόπιν και ο ιατρός, κατά την συνήθειαν, έκθαμβος παρετήρησε
+κάποιαν καλλιτέρευσιν των οφθαλμών μου και μου έδωσε νέον θάρρος. Ανέβαλον
+τότε να σου αποστείλω τα χρήματα, διά να τα φέρω μόνος μου, — τόσον θάρρος
+είχον αποκτήσει — Ούτε σου έγραψα, διότι είχα την ελπίδα ότι ταχέως θα
+θεραπευθώ, και ήθελα έξαφνα ένα πρωί να με ιδήτε. Η συνείδησίς μου ήρχιζε και
+αυτή να καθησυχάζη, η ένοχος, και μετά τινας ημέρας ήρχισα να διακρίνω επάνω
+εις το στήθος μου, οπού είχον πάντοτε την χρυσήν μου καδένα, κάτι ως φως, κάτι τι
+ως αναμμένον κηράκι, και μου εφαίνετο ότι ανέπνεα οσμήν μοσχολιβάνου. Θάρρος
+μου έλεγε πάντοτε ο ιατρός, θάρρος μου επανελάμβανε και ο έτερος των
+γλωσσιτών, οπού με υπηρετούσεν ως αδελφός μου. Κατόπιν ήρχισα να σε βλέπω
+εις τον ύπνον μου τακτικά και μου εφαίνετο ότι τούτο πολύ με εδυνάμωνε. Πάντοτε
+μέσα 'ς τα μαύρα 'νδυμένη. Πάντοτε σκεπασμένη με μια ολόμαυρη μανδήλα. Κ'
+επήγαινες τάχα — νύκτα χαράμματα — και άναβες τα κανδηλάκια του αγίου
+Γεωργίου, όπως συνείθιζες πάντοτε. Κ' έτρεχεν απέξω τάχα το νεράκι, από το άγιον
+βήμα της εκκλησίτσας. Και ήθελα τάχα να πιω, μα δεν έβλεπα την βρύσι. Μόνον
+άκουα που έτρεχε το νεράκι κελαϊδιστά. Κ' εφώναζα τάχα: Πήγαινέ με 'ς τη βρύσι,
+Θωμαή μου, να νιφθώ, να δροσίσω τα ματάκια μου, να πιώ, να δροσίσω την
+καρδιά μου! Πήγαινέ με 'ς το νεράκι, Θωμαή μου, έλεγα τάχα τυφλός 'ς τα ξυπνητά
+μου, τυφλός και εις τον ύπνον μου.</p>
+
+<p>Η Θωμαή ακούουσα έκλαιεν. Η θεια-Αννούσα έκαμνε τον σταυρόν της.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ύστερα από ολίγας ημέρας πάλιν, εξηκολούθησεν ο Λαλεμήτρος,
+διέκρινα, σαν μέσα στα σύννεφα όμως, ένα εύμορφον καβαλλάρην, σαν τον άγιον
+Γεώργιον, οπού είδα εις το εγκόλπιον του αρχιερέως, ο οποίος, θαμβά- θαμβά,
+ήρχετο κ' εστέκετο εμπρός μου ώραν πολλήν, επάνω εις το άλογο και μου έφεγγε
+τάχα μ' ένα κηράκι και μ' ελιβάνιζε με μοσχολίβανον, οπού εγέμιζεν η καρδία μου
+από την ευωδίαν· κ' εχόρταινα ως να ελάμβανα τροφήν κ' εδυνάμωνα. Ύστερα
+αφού εσώνετο το κηράκι, μ' εσκέπαζε πάλιν η μαύρη νύχτα. Έκαμνα τότε τον
+σταυρόν μου και εφιλούσα την χρυσήν μου καδένα, και παρακαλούσα τον άγιον
+Γεώργιον. Αυτό εξηκολούθησεν ολόκληρον ένα σαρανταήμερον, κ' έβλεπα ότι αι
+δυνάμεις μου επανήρχοντο ημέραν με την ημέραν. Μόνον οπού ήμουν ακόμη
+τυφλός. Αλλά είχα θάρρος εις την ψυχήν μου και δεν εσυλλογιζόμην πλέον τον
+θάνατον. Τότε σηκωνόμενος, με την βοήθειαν του καλού γλωσσίτου — τον οποίον
+εφιλοδώρησα καλά διά την αδελφικήν του φροντίδα — και καθήμενος εις το
+μικρόν προαύλιον της κατοικίας μου, με πίστιν τελείαν ότι θα απολαύσω πάλιν το
+φως μου, εσυλλογιζόμουν την επάνοδον κ' έλεγα: Τάχα θα με συγχωρήση η Θωμαή
+μου; Θα μου συγχωρήση τα λόγια που της είπα όταν έφευγα; Με τι μάτια θα την
+ιδώ; Τι θα της ειπώ; θα της ειπώ ότι είχα χάσει τα λογικά μου. Ημπορεί ποτε κανείς
+να μη συγχωρήση ένα τρελλόν; Η σκέψις αύτη με καθησύχαζε. Κ' εσχεδίαζα τότε
+πολλά. Να πληρώσω τα χρέη μου εις τον Βόλον. Να χαρίσω ταλεύρια, που μου
+χρεωστούσαν 'ς το χωριό. Και πλέον να μην κάμω τον αλευράν. Ν' αγοράσω
+κτήματα και να καλλιεργήσω ένα ολόκληρον βουνόν, που είνε τόσα βουνά άγρια
+εις το χωριό μου. Συνείθισα πλέον εις τους κόπους του μεταλλείου. Ν' αφήσω τα
+ακοπίαστα κέρδη και να εργάζωμαι την γην, τρώγων τον άρτον με τον ιδρώτα του
+προσώπου μου και με την ευλογίαν του Θεού. Και ήρχετο καθ' ημέραν ο
+καβαλλάρης μου, πρωί-βράδυ, σωστός γιατρός πλέον· πάντα με το κηράκι του και
+πάντα σκεπασμένος με ομίχλην, σαν νάθελε να φυλάξη μυστικόν το καλόν οπού
+έκαμνε. Την ημέραν όμως που ετελείωνε το σαρανταήμερο — θυμούμαι καλά· ο
+άρρωστος και ο φιλάργυρος δεν κάμνουν λάθος εις το μέτρημα — βλέπω κ'
+έρχεται, καθαρά-καθαρά πλέον, την αυγήν, ο άγιος Γεώργιος, 'ς τον ύπνον
+μου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Άη μ' Γιώργη! Διέκοψεν η Θωμαή, κάμνουσα τον σταυρόν της.</p>
+
+<p>&nbsp;— Άη μ' Γιώργη! προσέθηκε και η γραία.</p>
+
+<p>&nbsp;— Βλέπω τον άγιον Γεώργιον, καθώς τον είδα ζωγραφισμένον εις το
+εγκόλπιον του αρχιερέως. Ήτο ένας ροδόξανθος και ροδοκόκκινος νέος. Καβάλλα
+εις άσπρο εύμορφον άλογον, στολισμένον με χρυσαίς φούνταις εις το στήθος.
+Αρματωμένος ο άγιος με όλα τα άρματά του τα ολόχρυσα. Χρυσοπράσιναις δόξαις
+άστραφτεν ο θώρακάς του. Κόκκινη, βασιλική, η σέλλα του αλόγου. Με το
+ασημένιο το κοντάρι του, το μακρύ, μ' ένα μαλαμματένιον σταυρόν εις την άκρην
+επάνω. Τροπαιοφόρος και ρωμαλέος ο άγιος. Ήλθε πάλιν με το κηράκι του το
+αναμμένο κ' εστάθη εμπρός μου και μου έφεγγε, και μ' ένα ασημένιο θυμιατό μ'
+εθυμίαζε με μοσχολίβανον. Σαν αλήθεια, σαν όνειρο. Κ' εκεί που επλησίαζε να
+σωθή τα κηράκι και να καή το μοσχολίβανον — ω ανέκφραστη στιγμή! — ακούω
+και μου φωνάζει με ρωμαλέαν φωνήν: — Μη φοβάσαι, Λαλεμήτρο! Ανέβα 'ς τα
+καπούλια, να σε πάγω 'ς την γυναίκα σου! Παναγία μου! σαν να τον βλέπω ακόμη
+μπροστά μου.</p>
+
+<p>Είπε και έκαμε τον σταυρόν του ο Λαλεμήτρος και είτα εξηκολούθησεν
+αμέσως:</p>
+
+<p>&nbsp;— Εξύπνησα. Στα μάτια μου έλαμψεν ημέρας φως. Είδα τον κόσμον.
+Είδα τον ήλιον, είδα το φως μου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Άη μ' Γιώργη! ανέκραξε πάλιν η Θωμαή, δοξολογούσα. Μεγάλη η
+χάρις σου!</p>
+
+<p>&nbsp;— Μεγάλη η χάρις σου! προσέθηκε και η θεια-Αννούσα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Καθώς με είδες 'ς τον ύπνο σου Λαλεμήτρο, είπε τότε η Θωμαή. Εγώ
+σαράντα μέραις και σαράντα νύκτες άναβα τα κηράκια 'ς την εκκλησίτσα του, και
+ελιβάνιζα την εικόνα του, σαράντα μέραις και σαράντα νύκτες, σαν να μου έλεγε
+κάποιος ότι κακό θα πάθης, και ο Μεγαλομάρτυς σου τα έφερνεν εκεί μπροστά
+σου, τα κηράκι μου και το λιβάνι μου.</p>
+
+<p>Ο Λαλεμήτρος έμεινεν άναυδος προς την νέαν αυτήν εξομολόγησιν της
+συζύγου του από της συγκινήσεως.</p>
+
+<p>Την στιγμήν αυτήν η χρυσή καδένα του Λαλεμήτρου εφάνη εις την Θωμαήν ότι
+με ουράνιον αίγλην περιεβλήθη. Η δε εξεγερθείσα φαντασία της εκ της θαυμαστής
+διηγήσεως συνεπλήρωσεν, εκεί εμπρός της, ολόκληρον το σμάλτινον εγκόλπιον του
+αρχιερέως, του φανέντος καθ' ύπνους εις τον άνδρα της, και ήτο η χρυσή καδένα
+του Λαλεμήτρου, της εφάνη, η χρυσή του εγκολπίου άλυσις, η οποία εβάσταζεν
+αυτό, όλον απαστράπτον, με τον Τροπαιοφόρον επάνω του, ολόφωτον άγιον
+εγκόλπιον, βασταζόμενον εκεί, θαρρείς, υπό αοράτου αγγέλου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Σαν φθάσουμε, με το καλό, στο χωριό, είπεν η Θωμαή τότε, να δώσης
+πίσω 'ς τον Άη Γιώργη την χρυσή του καδένα, γιατί δική του είνε. Δεν κάνει να την
+έχης επάνω σου.</p>
+
+<p>Και μετ' ευλαβείας ασπαζομένη αυτήν και προσψαύουσα, εθεώρει το
+παράδοξόν της σχήμα και την βυζαντινήν της παλαιάν τέχνην, ως να την έβλεπε
+πρώτην φοράν. Το ατμόπλοιον προσήγγιζεν ήδη εις το μικρόν χωρίον.</p>
+
+<p>Η δε θεια-Αννούσα, εννοήσασα τούτο, είχεν αρχίσει να ετοιμάζη την μικράν
+βασταγήν της, μη προσέχουσα πλέον εις την ομιλίαν, με ολόδροσον χαράν, την
+οποίαν της έφερνον εις το γελαστόν πρόσωπον αι αύραι των βουνών του σκιερού
+χωρίου της, ευωδιάζουσαν πατρίδος ευωδίαν· και ηύχετο μεγαλοφώνως εις τους
+περί αυτήν, ως ν' απεβιβάζετο πλέον, από τόσον μακράν:</p>
+
+<p>&nbsp;— Πάντα κατευόδιο!</p>
+
+<p>Οι δύο σύζυγοι, επακουμβώντες επί της κωπαστής έβλεπον και αυτοί μετ'
+ευφροσύνης το θαλασσινόν χωρίον, τα οποίον με τον ταχύν του ατμοπλοίου
+δρόμον, εφαίνετο ότι τους επλησίαζεν ηρέμα, με κομψόν καμάρωμα νύμφης
+προβαίνον, εστολισμένον όλον και πάγκαλον, με τα βουνά του τα καταπράσινα, με
+τους ελαιώνας του τους τεφρούς, με τους αμπελώνας του χλοάζοντας ακόμη, με
+την παραλίαν την αμμώδη και γελαστήν, με τα κάτασπρα σπιτάκια του εις τον
+αιγιαλόν κάτω, ως γλάρους επάνω εις τα κύματα, άλλους επάνω εις τον βράχον
+συσσωρευθέντας όλους μαζί, ως εις μίαν φωλεάν, και άλλους, αράδα-αράδα,
+καραβίζοντας παρά την άμμον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Νά το σπιτάκι μας! ανέκραξεν η Θωμαή. Με τα σφαλισμένα
+παραθυράκια του, σαν λυπημένον, με τα σφαλιστό μαγαζάκι του, σαν έρημο! Τo
+καϋμένο το σπιτάκι μας! Ποιος να του τώλεγε, πως θα τ' ανοίξουμε πάλιν!</p>
+
+<p>Ο Λαλεμήτρος συνεκινήθη από του χαρμοσύνου της πατρίδος του θεάματος και
+έκλαιε τα δάκρυα της χαράς του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Νά και το αμπελάκι μου! ανέκραξε μετ' ολίγον η Θωμαή πάλιν. Και
+καταβιβάσασα την μανδήλαν της προς τους οφθαλμούς, ίνα μη φαίνωνται τα
+δάκρυά της, ηκούσθη ψιθυρίζουσα: Ακλάδευτο! άσκαφο! χολεριασμένο! το
+καϋμένο το αμπελάκι μου! Ποιος να του τώλεγε, πως θα το καλλιεργήσουμε
+πάλι!</p>
+
+<p>Και έβλεπε και έλεγεν ηρέμα, ομιλούσα μόνη της:</p>
+
+<p>&nbsp;— Μια μαύρη σκιά, μέσα καταμεσής, στέκει, σαν να μοιρολογάη.
+Κυττάζει προς τον ουρανό, σαν να εύχεται, σαν να καταριέται . . . η καϋμένη η
+μαννούλα μου! . . . Ποιος να της τώλεγε, πως θα μας ξαναϊδή πάλι! . . .</p>
+
+<p>Υψώσασα δ' αίφνης την φωνήν της, ως να ελησμόνησεν, ως να ήτο μόνη,
+ανέκραξε:</p>
+
+<p>&nbsp;— Μη, μαννούλα μου! Δεν κάνει να καταριέσαι. Να εύχεσαι, μαννούλα
+μου, και να μη καταριέσαι, καθώς είπεν ο Χριστός μας.</p>
+
+<p>Οι σιδηροί κρότοι του αγκυροβολήσαντος ατμοπλοίου κατέπνιξαν την κραυγήν
+της και ο Λαλεμήτρος ουδέν ήκουσεν.</p>
+
+<p>Επλημμύρισαν όμως τα δάκρυα τους μαύρους της οφθαλμούς, αδαμάντινα
+δάκρυα, της χαρμολύπης το κλαύμα, το οποίον άσπριζε πλέον, θαρρείς, διά παντός,
+την μαυρισμένην καρδίαν της.</p>
+
+<p>&nbsp;— Περασμένα-ξεχασμένα! ανεφώνησε τότε η θεια-Αννούσα, ήτις
+βαστάζουσα το καλαθάκι της με την μίαν χείρα και την μικράν βασταγήν της με την
+άλλην, με ανυπόμονον νοσταλγού ανησυχίαν, ήτο έτοιμος να εξέλθη πρώτη- πρώτη
+αυτή.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Μίαν πρωίαν μετά δύο ημέρας, νύκτα-νύκτα, υπό τας ελαίας και τας
+κυπαρίσσους και μίαν υψηλόκλαδον πλάτανον, εγλυκόφεγγεν ο μικρός ναΐσκος του
+αγίου Γεωργίου, πέραν εκεί, παρά την άμπελον της Θωμαής. Ετελείτο εν αυτώ
+λειτουργία την πρωίαν εκείνην. Είς γέρων βοσκός, είχε σταματήσει απέξω, εις το
+βουνόν, το ποίμνιόν του, είχεν επακκουμβήσει εις την ράβδον του και θα ηκροάτο
+βεβαίως, εκείνην την ώραν του ωραίου άσματος του αγίου: «Ως των αιχμαλώτων
+ελευθερωτής και των πτωχών υπερασπιστής, ασθενούντων ιατρός . . . » όπερ
+γλυκύτατα εμελωδείτο ένδον από τον μπάρμπ'-Αναγνώστην της Περμάχως, του
+οποίου όσον σκληρόν και άγριον ήτο το καποτάκι, ως δορά αγριμίου, τόσον
+μαλακή και γλυκεία ήτο η φωνή, λεία και χρωματιστή, ως τα πτερά του παγωνίου.
+Με την ανατολήν του ηλίου είχεν απολύσει πλέον η θεία Μυσταγωγία. Άρωμα
+μυστικόν, η ευωδία της τελεσθείσης ιερουργίας, επλήρου τον ναΐσκον. Λείψανα
+λαμπάδων και κηρίων έφεγγον ακόμη επί των ξυλίνων μανουαλίων. Ο ιερεύς
+εκείνος ο γηραλέος και σεβάσμιος, ο πνευματικός της Θωμαής, ο Παππά-Γιώργης,
+απεκδυόμενος ήδη τα ιερά άμφια, εδίπλονεν αυτά επιμελώς, επιλέγων, εν εκάστω,
+στίχους έκ τινος αρχαίου άσματος της Θεοτόκου: «Δέσποινα, πάντων Δέσποινα, και
+πάντων υπερτέρα, και πάντων υπερέχουσα των άνω Στρατευμάτων » και τα
+εναπέθετε, χάριν ευλογίας, επί της κεφαλής της γρηά-Κυρατσού, ήτις φορούσα το
+καλό φουστάνι της, οπού εφύλαττε διά την θανήν της, λάμπουσα όλη από
+ευχαρίστησιν, έκυπτε προ της ωραίας Πύλης, εν κατανύξει υπερτάτη, την ευλογίαν
+του ιερέως προσμένουσα, να ζήση τώρα ακόμη. Έκυπτεν εκεί ακίνητος, ως να
+εχειροτονείτο, απορροφώσα με ιεράν ηδονήν την από των ευλογημένων αμφίων
+εκπεμπομένην μυστικήν ευωδίαν, κ' επιλέγουσα εις έκαστον στίχον του ιερέως το
+Αμήν. Η Θωμαή, παραπέρα, γονατισμένη ενώπιον της εικόνος του Αγίου Γεωργίου,
+φέρουσα επ' ώμων το χρυσοΰφαντον ινδικόν σάλιον, το καινόν, με μίαν
+ολοκαίνουργον μανδήλαν, πολύτιμον λαχωρί, τα οποίον άπαξ μόνον μετά τον
+γάμον της εφόρεσε, μίαν Κυριακήν των Βαΐων, οπού επήγεν εις την εκκλησίαν να
+λάβη την βαρακωμένην βάγια της, εύχαρις, με το ωχρόλευκον πρόσωπόν της και τα
+μαύρα ακτινοβόλα μάτια της, ως μάρτυς αρχαία των ρωμαϊκών διωγμών, εις τας
+πρώτας στιγμάς της δόξης της, συνεπλήρου την δοξολογίαν της προς τον
+Τροπαιοφόρον Μεγαλομάρτυρα, όστις εικονισμένος ζωηρώς εκεί, θαρρείς κ'
+εσκίρτα από χαράν, διά το επιτευχθέν αγαθόν, ρωμαλέος επί του ίππου του,
+σχεδόν χρεμετίζοντος εξ ευχαριστήσεως. Πλησίον της εγονυπέτει και ο σύζυγός της
+απονέμων τας εγκαρδίους του ευχαριστίας προς τον Άγιον, πλήρης χαρμονής. Ήδη
+ο ιερεύς απέθεσε, διπλωμένα, επί της κεφαλής της γρηά-Κυρατσούς την ζώνην την
+ολόχρυσον με τας μαλαμμοκαπνισμένας της αργυράς πόρπας, και τα χρυσοκέντητα
+επιμάνικα με τον Ευαγγελισμόν εν αρχαία βυζαντινή τέχνη, λύσας κ' εξαγαγών
+αυτά από τας χείρας του, εν εκάστω το άσμα της Θεοτόκου πάντοτε επιλέγων και
+προχωρών:</p>
+
+<p>&nbsp;— Τους ιερείς ευλόγησον τους σε ιερουργούντας . . .</p>
+
+<p>&nbsp;— Αμήν! επανέλαβε πάλιν η γραία με όλην την καρδίαν της,
+επαναδιπλώσασα νυν εξ ευχαριστήσεως, αμήν, παπά μου!</p>
+
+<p>Αποκρεμάσας είτα ο γέρων από τον λαιμόν του και το επιτραχήλιον, από
+βαρείαν χρυσοΰφαντον στόφαν, πεποικιλμένον όλον και πάντεχνον, διηρημένον εις
+δύο μακράς δι' αργυρών κωδωνίσκων συνδεδεμένας ταινίας, εφ' ων ήσαν
+κεντημένοι διά χρυσίου και πολυτίμων λίθων σταυροί και άγγελοι και συμπτύξας
+αυτό, απέθεσεν ωσαύτως μετά των άλλων επί της κεφαλής της κυπτούσης πάντοτε
+γραίας και εξ ευλαβείας και εκ του βάρους των αμφίων, επιλέγων την συνέχειαν
+του άσματος:</p>
+
+<p>&nbsp;— Τους κοσμικούς συμπάθησον, τους σε παρακαλούντας . . .</p>
+
+<p>&nbsp;— Αμήν! ανεφώνησε πάλιν η γραία.</p>
+
+<p>Τέλος ο ιερεύς, με απαστράπτον το ασκητικόν του πρόσωπον, ωσεί
+αναβαλλόμένος το φως ως ιμάτιον, ασκεπής, με την ολόλευκον κεφαλήν του, και
+φορών πλέον μόνον το κάτασπρον ολοβρόχινον στιχάριον, Λευίτης της Νέας με τον
+ποδήρη χιτώνα της Παλαιάς, απονιφθείς τας χείρας εν τω νιπτήρι του Βήματος,
+ήλθε προς την γραίαν πάλιν και πριν αποσπογγισθή, ερράντισε τρις αυτήν κατά
+πρόσωπον, επιλέγων το τέλος του άσματος:</p>
+
+<p>&nbsp;— Όταν καθίση ο κριτής κρίναι την οικουμένην . . .</p>
+
+<p>Και λαβών είτα τα ιερά άμφια όλα ομού, ως ήσαν διπλωμένα, από της κεφαλής
+της γραίας, με τας χείρας του, ευωδιάζοντα από θείαν χάριν, ηυλόγησε τρις δι'
+αυτών σταυροειδώς επί της κορυφής την γραίαν, κύπτουσαν πάντοτε, και με τας
+χείρας της προστρίβουσαν επί των οφθαλμών της και του προσώπου τα άγια του
+ιερέως ραντίσματα, όστις επεράτωνεν ήδη και τον τελευταίον στίχον του ιερού
+άσματος:</p>
+
+<p>&nbsp;— Τότε ημάς βοήθησον, Δέσποινα Παναγία! . . . Τρις σταυροειδώς ο
+ιερεύς ηυλόγησε την γραίαν και τρις επανέλαβε τον τελευταίον στίχον τρις δε και η
+γρηά-Κυρατσού, ανοιγοκλείουσα τους οφθαλμούς της, εφ' ων έλαμπον ακόμη ως
+σταγόνες όμβρου οι αγιασμένοι ραντισμοί, επείπε τα Αμήν, με ανέκφραστον
+ευλάβειαν, θαρρούσα ότι εν τη λειτουργία εκείνη, εξαναστεφανώθησαν τα τέκνα
+της, διότι καλέσας ο ιερεύς τότε και τους δύο συζύγους ευλόγησε και αυτούς μετ'
+ευλαβείας κύψαντας, κ' επήρεν είτα τα ιερά άμφια εις το άγιον Βήμα.</p>
+
+<p>Ήδη ο μπάρμπ'-Αναγνώστης της Περμάχως, με το σκληρόν εκείνο καποτάκι του
+πάντοτε, ανεγίνωσκε τας τελευταίας ευχάς της Ευχαριστίας, εγγύς του δεξιού
+παραθύρου του ναΐσκου, οπόθεν προσπίπτουσαι φαειναί του ηλίου ακτίνες,
+επράυνον το πρόσωπον του, καθιστώσαι αυτό ιλαρόν, μέσα εις εκείνην την
+κτηνώδη δοράν του επενδύτου του. Αναγνωρίσας πλέον με μεγάλην του
+στενοχωρίαν το λάθος του, είχε πεισθή ότι άλλον αντί του Λαλεμήτρου εξέλαβε
+μέσα εις εκείνην την πολυάνθρωπον Βαβυλώνα, ως απεκάλει τας Αθήνας, όπου
+από τον κορνιαχτό, έλεγε δικαιολογούμενος, οι άνθρωποι γίνονται αγνώριστοι, και
+ήλθεν, επί τούτω εις τον ναΐσκον, να συλλειτουργήση τον ιερέα, ίνα συγχωρηθή διά
+το πταίσιμόν του, αδίκως οργισθείς άλλοτε κατά του Λαλεμήτρου, επειδή ενήργησε
+πάλιν εκείνας τας ημέρας να κληρωθή ένορκος και θα εταξείδευε, και δεν ήθελε
+αυτός, παιδί της εκκλησίας, να ταξειδεύση ασυγχώρητος. Ανεγίνωσκεν ο μπάρμπ'-
+Αναγνώστης της Περμάχως ολίγον βιαστικά πλέον τας τελευταίας ευχάς, ρίπτων
+συγχρόνως βλέμματα πλάγια και κρυφά από του παραθύρου, έξω εις το προαύλιον
+το δροσερόν, όπου η θεια-Αννούσα υπό τινα ελαίαν, καθαρά πάντοτε και άμεμπτος
+εις όλα, αλλ' επιμένουσα όμως ακόμη ότι είδε τον Λαλεμήτρον εις τον άγιον
+Διονύσιον, ανάψασα μεγάλην πυράν, προσεπάθει με πεταχτήν προθυμίαν να
+ετοιμάση τον καφέ, παρά την διαυγή πηγήν του ύδατος, όπερ ηγιασμένον εξήρχετο
+από το άγιον Βήμα του ναΐσκου, λαμπρόν ως ασημένιο υπό τα δροσόχορτα,
+αγίασμα καθαρτικόν και της ψυχής των ρύπων.</p>
+
+<p>Ο Λαλεμήτρος έκθαμβος από την άρρητον χαράν της επανόδου του, κρατών εις
+χείρας ακόμη το αντίδωρον μετ' ευλαβείας αρχαίου νεοφωτίστου, με τα μαύρα
+τσόχινα ρούχα του, το κάτασπρον υποκάμισόν του, και με την χρυσήν καδένα του,
+αλλά με υπόλευκον πλέον την κόμην, προσηύχετο ακόμη εκεί τας τελευταίας προς
+τον άγιον ευχάς του.</p>
+
+<p>Και αφού ετελείωσε την προσευχήν του, αφαιρέσας αίφνης από το ωρολόγιόν
+του εκείνην την λατρευτήν χρυσήν του καδένα, πλησιάζει μετά δέους προς το
+τέμπλεον και αποκρεμά ταύτην, ως ανάθημα ιερόν από της εικόνος του
+Μεγαλομάρτυρος, βαθέως αναστενάζων εξ ευχαριστήσεως, ως ν' ανεκουφίζετο, ως
+ν' απέβαλλεν από πάνω του βάρος ξένου πράγματος, το οποίον ησθάνετο ότι δεν
+ήτο ιδικόν του πλέον. Και είδες τότε να λάμψη έξαφνα η αγία εικών, ολόφωτον και
+αγγελικήν λάμψιν, ως ν' απέλαβε κάτι τι, το οποίον της έλειπε, κάτι τι, το οποίον
+ήτο ιδικόν της και της το πήραν, και το οποίον συνεπλήρωνε τόσον σεπτώς τον
+πλούσιον στολισμόν της
+(<span style='font-size: small;'><a href='#fn1' id='ref1'>1</a></span>).</p>
+
+<h4 style="margin-top: 3em">Ο ΔΕΚΑΤΙΣΤΗΣ<br />
+(1893)</h4>
+
+<p>
+<br />
+Ξαβόηθησαν να ξαποστάσουν!
+(<span style='font-size: small;'><a href='#fn2' id='ref2'>2</a></span>).<br />
+ Σ' του Βασίλη την βρύσι. Υπό τον μανιτωμένον αριόν, εις την σκιάν του οποίου
+ηδύνατο να σταλιάση ολόκληρον κοπάδι. Ο κρουνός, αφανής υπό τα βρύα,
+υπέσχιζε κόμβους-κόμβους το ύδωρ· υπό δε τους πυκνούς κισσούς και το
+βοστρυχώδες αδίαντον εντός πλινθίνης πολίτσας — μικρού κοιλώματος —
+κατέκειτο δισκάριον κολοκύνθης, όπερ εχρησίμευεν ως ποτήριον εις την ερημικήν
+εκείνην βρύσιν. Ξαβόηθησαν εκεί, εις τα ξυρόφυλλα του αριού, τα φορτία των —
+σακκία πλήρη ελαιών — κ' εκάθισαν, ανακλιθείσαι επ' αυτών, αι δύο γραίαι, ως
+γλαύκες, σιωπηλαί, κουρασμέναι, ασθμαίνουσαι. Ήρχοντο από το Μποστάνι —
+πορείαν δίωρον. Ο ήλιος έδυνε πλέον· αι δε τελευταίαι του ακτίνες,
+εξακοντιζόμεναι άνω του σκιερού ρεύματος, εφώτιζον ακόμη, πέραν, την κορυφήν
+του κατέναντι βουνού, με φως αραιόν, υποχωρούν, διαλυόμενον. Μοναξιά και
+σιωπή. Και μόνον οι κόμβοι του ύδατος, καταπίπτοντες εις το ισχνόν και
+βορβορώδες ρυάκιον, επλατάγουν πενθίμως, ως άνθρωπος ξηροκαταπίνων.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τρόμαξα να σε προφθάσω! είπεν η ετέρα των γραιών — η μικρά και
+στρογγυλοπρόσωπος ως κορασίς Φουλίτσα — κατευθυνθείσα προς την βρύσιν και
+αρχίσασα εν τω άμα να πλύνη από των υδάτων της γούρνας τα κάθιδρον
+πρόσωπόν της. Η άλλη — η γρηά-Αχτίτσα — ρικνή και ξηρά, επνευστία ακόμη, ως
+εάν ακόμη εβάδιζε. Πεσμένη επί του σακκίου, από του οποίου απέσταζε ρυπαρόν
+έλαιον, συνθλιβομένων των εν αυτώ ελαιών, έβλεπε με τους οφθαλμούς
+ημικλείστους προς το ξηρόν στήθος της, όπερ αναιβοκαταίβαινεν από του
+άσθματος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Θα κάμης πολύ λάδι; Ηρώτησε πάλιν η Φουλίτσα, σπογγίζουσα τα
+ροδίσαντα εκ της πορείας μάγουλά της, με την άκραν της μανδήλας της.</p>
+
+<p>&nbsp;— Κείνο πώδωσεν ο Θεός! Απήντησε, στενάξασα, η γρηά Αχτίτσα,
+προσπαθούσα να ημιεγερθή από του σακκίου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Έλα τώρα! ήρχισε παραπονουμένη η Φουλίτσα. Πώς να βρέξης το
+στόμα σου! Και απέμεινε κατηφής, ως ει εμέτρει έναν-έναν τους κόμβους, τους
+οποίους τόσον φιλαργύρως, ως να ήσαν αδάμαντες, παρείχεν εις τον διψώντα του
+Βασίλη η βρύσις. Ουχ ήττον παρεμέρισε μετά προσοχής τα νερόχορτα, ανεκάλυψε
+καθαρόν κατασταλαγμένον ύδωρ, λιμνάζον, και με το κοίλον της χειρός της έβρεξε
+το ξηρόν της στόμα. Τότε και η γρηά Αχτίτσα, μικρόν ξεκουρασθείσα, εξήγαγεν από
+το καλαθάκι της ξηρόν παξιμαδάκι, το έβρεξεν ολίγον, και ήρχισε να ροκανίζη ξηρά-
+ξηρά, ως ποντικός, εκεί εντός των βάτων και των κισσών.</p>
+
+<p>&nbsp;— Παραλοΐζει ο άνθρωπος ολ-ημέρα μονάχος του! Υπέλαβεν η
+Φουλίτσα. Και ιδούσα την Αχτίτσαν, ακόμη ασθμαίνουσαν, παρετήρησεν:</p>
+
+<p>&nbsp;— Εσύ κατασκοτόνεσαι, χριστιανή μ'! Γιατί δεν παίρνεις και το
+κορίτσι;</p>
+
+<p>&nbsp;— Μπορεί κ' εκείνο, θαρρείς; Η εληές, βλέπεις, είνε μεγάλο βάσανο.
+Μια- μια να της μαζώξης, να μη αφίσης καμμιά. Διαμάντια νάνε, και πάλι θ'
+αφήσης κανένα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Γι' αυτό ίσα-ίσα, να παίρνης, αδελφή μ, και το κορίτσι. Για συντροφιά
+μπάρεμ!</p>
+
+<p>&nbsp;— Κάθεται, θαρρείς κ' εκείνο; Όλη-μέρα παλεύει για να ξυφάνη κείνα δα
+τα δίμιτα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αλήθεια; υπέλαβεν η Φουλίτσα πάλιν. Έμαθα πως το πάντρεψες!</p>
+
+<p>&nbsp;— Ποιος σου τώπε; Ηπόρησεν η Αχτίτσα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Να, πήρες, λέει, τον μπάρμπα-Θανάση, τον χήρο.</p>
+
+<p>&nbsp;— Κάλλιο άντρα μ' ένα μάτι, παρά άντρα με παιδί. Το ξέρεις αυτό, γρηά
+Φουλίτσα;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ουφ! κύτταξε! υπεκρίθη η πολυπράγμων Φουλίτσα, άλλο ήθελα να
+πω, και άλλο είπα. Νά, λέει, παίρνεις τον κυρ-Δμάκη, τον δεκατιστή.</p>
+
+<p>&nbsp;— Να σ' πω, Φουλίτσα, απήντησε μετά τινος αορίστου υπερηφανείας η
+Αχτίτσα, ανύποπτος. Να πούμε και την μαύρ' αλήθεια. Το Ματώ μ' είναι ώμορφο.
+Πολλοί μου το γυρεύουν. Το ξέρει όλος ο κόσμος, θαρρώ. Τον κυρ- Δμάκη τον
+γνωρίζω τώρα χρόνια και ζαμάνια. Να πούμε, τάχατες — η Φουλίτσα ροδοκόκκινη
+και ολοστρόγγυλη, έτεινε τον λαιμόν ως γέρων κύκνος — είπε μαθές, να δέσουμε
+παντρειές.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ο κυρ-Δμάκης; Ηρώτησεν η Φουλίτσα περίεργος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, μαθές! Ο κυρ-Δμάκης!</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλός, πολύ καλός ο κυρ-Δμάκης. Σμαδγιακός ο δεκατστής. Πολύ
+καλός. Πώς, μαθές; Να πούμε και την αλήθεια. Επανελάμβανε ξηροκαταπίνουσα η
+Φουλίτσα. Ας μ' πήρε πέρσι μισή οκά παραπάν' 'ς το δέκατο, και πρόπερσι άλλη
+μια οκά και αντιπρόπερσι τρεις οκάδες. Ας μ' πήρε. Δε πειράζει. Ο Θεός πάλι μου
+τώδωσε φέτος με το παραπάνω. Δόξα νάχη ο Μεγαλοδύναμος.</p>
+
+<p>Και συνεμαζεύθη πάλιν η Φουλίτσα, ως γέρων κύκνος εντός του στήθους της
+και απέμεινεν ως απαισία γλαυξ πάλιν. Ήτο εκ φθόνου; Ποιος ξεύρει;</p>
+
+<p>&nbsp;— 'Στον φούρνο, απ' λες, τα λέγανε. Μα δεν πίστεψα, γι' αυτό έτρεχα να
+σε προφθάσω 'ς τον δρόμο.</p>
+
+<p>Eπανέλαβεν η Φουλίτσα και είτα πάλιν ηρώτησε·</p>
+
+<p>&nbsp;— Δέσατε παντρειές;</p>
+
+<p>&nbsp;— Τώρα τα Χριστούγεννα. 'Σάν πάρ' τα δέκατα, λέει, ο κυρ-Δμάκης.
+Τώρα δεν αδειάζει, λέει.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ξέρς τίποτα; διέκοψεν η Φουλίτσα μετά τινος φανεράς χαιρεκακίας.
+Φέτος, λένε, θα του τα πάρουν τα δέκατα· θα τα πάρη, λέει, ο καπετάν- Παρμάκης.
+Θα τον χτυπήσ' καλά και καλά, λέει.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δε φοβάται απ' αυτά ο κυρ-Δμάκης. Απήντησε μετά γαλήνης η
+Αχτίτσα. Κείνος τα παίρνει τώρα άμε γύρευε χρόνια· το λογαριάζει το μαξούλι ως
+την οκά, και δεν γελιέται.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δε σ' λέω. Σωστό. Μώφαγε, αλήθεια, μισή οκά πέρσι και μια οκά
+πρόπερσι και τρεις οκάδες αντιπρόπερσι. Μα χαλάλι του. Ας είνε καλά. Εμένα μου
+τώδωσε πάλι ο Μεγαλοδύναμος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Κι' άλλες φορές βγήκανε να τον χτυπήσουν, απ' λες, να του τα
+πάρουν. Μα πάντοτες ο κυρ-Δμάκης και ο κυρ-Δμάκης. Είνε τεχνίτης, Φουλίτσα μ',
+είνε τεχνίτης. Είνε να πούμε καλός εχτιμητής. Πρόπερσι ήρθαν κάτι Σκοπελίτες να
+τον βαρέσουν, μα σαν άκουσαν της χιλιάδες, νά, τους πήγε! Φεύγουν κ' ακόμα
+φεύγουν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ξέρω κ' εγώ, παιδί μ'; Προχθές περνούσα από του Γιωργή της
+Θασίτσας κ' άκουσα που λέγανε, θα τα πάρη φέτος τα δέκατα ο καπετάν-
+Παρμάκης. Πούλησε, λέει, ξαργού τη σκούνα τ' για να βαρέση τον κυρ-Δμάκη. Τι θα
+πη, λέει, ο κυρ-Δμάκης και ο κυρ-Δμάκης; Και τι είνε, λέει, ο κυρ- Δμάκης; Και μας
+έγεινε άρχοντας ο κυρ-Δμάκης; Ένας ξένος, ένας προμυριώτης; Που γδύνει της
+χήρες, που τρώει της χήρες!</p>
+
+<p>&nbsp;— Αυτά λέγανε, παιδί μου. Επανέλαβε μετά τινα σιωπήν η
+Φουλίτσα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δε βγαίνει τίποτα από λόγια. Υπέλαβεν η Αχτίτσα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Μακάρι να τα πάρη, παιδί μου, για να τον πάρης να 'συχάσης και συ,
+γιατί να πούμε την αλήθεια, βάσανο είνε τα κορίτσια. Και ύστερα θα πας, λέει, 'ς
+τον Γέροντα να καλογερέψης;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ο Θεός ξέρει! Απήντησεν η Αχτίτσα.</p>
+
+<p>Και θέσασα κλαδίσκους μύρτου εις τον ώμον της, ίνα μη ρυπαίνηται από του
+αποστάζοντος βορβορώδους ελαίου, εφορτώθη πάλιν το μικρόν σακκίον της,
+γλοιώδες και ρυπαρόν, διαπεράσασα εις την χείρα της και κομψόν καλαθίσκον, εν
+ώ είχε χαμάδας τινας, θρούμβες, τη εντολή της κόρης της, τας οποίας είχε καλύψει
+με ωραίας δροσεράς ανεμώνας, τας οποίας εύρεν υπό τας ελαίας. Επήρε και η
+Φουλίτσα το ιδικόν της σακκίον, επέρασεν εις το χέρι της και το καλαθάκι και
+κατέβαινε, σπεύδουσα, το σκιερόν ρεύμα, μαύρον από τους θάμνους των πρίνων
+και σχοίνων.</p>
+
+<p>Όπισθέν των, εις τα βάτα και βρύα της ξηροκρήνης, ηκούσθη συρμός και
+πατήματα βιαστικά και βαρέα και θρους προστριβομένων ξηρών φύλλων.
+Αγωγιάτης ήρχετο, μεταφέρων εις τα χωρίον δύο φορτία ελαιών επί δύο ζωηρών
+ημιόνων, οίτινες σπεύδοντες, ως να εννόησαν ότι ενύκτωσεν, ελάκτιζον διά των
+οπισθίων ποδών τας ξηράς εν τη οδώ κλάρας, ταράσσοντες τα μικρά πτηνά, τα
+οποία εισέδυον πλέον εις τας κατοικίας των. Και μόλις επρόφθανεν αυτούς ο
+νεαρός αγωγιάτης, ως αίγαγρος αναπηδών με τα ελαφρά τσαρούχια του και
+βροντών εις τον αέρα λεπτόν αγριελαίας λούρον, όπως αναγγέλλη εις τους
+ημιόνους την παρουσίαν του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Άιντε, κορίτσια, και σας πήρε η νύχτα, και θα σας κλέψη κανένας εδώ
+'ς τα ρέματα. Εχαιρέτισε, προσπαίζων με τας δύο γραίας.</p>
+
+<p>Μετ' ολίγον εισήλθον πλέον αύται εις την μεγάλην οδόν, ήτις ήτο πλήρης ζωής
+και θορύβου, ως πολυανθρώπου πόλεως οδός. Εκ των ελαιώνων επανήρχετο εις το
+χωρίον κόσμος πολύμορφος και πολύθρους, με άσματα και με γέλωτας, ο κόσμος
+των εργατίδων και λοιπών γυναικών, αίτινες τόσους τρόπους έχουσιν, ώστε να
+λησμονώσι τον κάματον της ημέρας, ην διήλθον όλην, κύπτουσαι υπό τα
+κατάκαρπα δένδρα. Η Φουλίτσα, καιομένη υπό της επιθυμίας ν' ανακοινώση τα
+νέα της, ακούσασα τας φωνάς και τους γέλωτας, έσπευδε να συναναμιχθή
+ταχύτερο προς τον φαιδρόν κόσμον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Σταθήτε, σταθήτε να σας πω, σταθήτε να σας πω! Εκραύγαζεν η
+ακριτόμυθος γραία.</p>
+
+<p>Συντροφιές-συντροφιές εβάδιζον εν τη μεγάλη οδώ. Νεάνιδες και ύπανδροι,
+χήραι και γραίαι και μικρά παιδία. Άλλαι φορτωμέναι σάκκους, υπερηφάνως
+υψηλούς — αι φαιδρότεραι και πλέον ανοικτόκαρδαι — άλλαι σακκία, πεπιεσμένα
+προς τα κάτω — αι σιωπηλότεραι και μάλλον εργατικαί — άλλαι κόφφας
+ακανθωτάς, καταπονούσας τους ώμους — αι καταβασανισμέναι χήραι — και άλλαι
+πάλιν μικρούς καλάθους εις την χείρα, πλήρεις λαχάνων και μυκήτων — αι
+φιλόζωοι γραίαι — και συνανεμίγνυντο μετ' αυτών, διακόπτοντα τα βήματά των,
+παιδία φαιδρά, κορασίδες, βαστάζουσαι κλάδους μύρτων με τα μαύρα και
+υαλιστερά ως οφθαλμούς όφεως μούρτα, τον μαύρον γυαλιστερόν καρπόν της
+μύρτου, και κλάδους αγροτικής κομάρου με τα κατακόκκινα κούμαρα, και
+νεανίσκοι κρατούντες από του ποδός μαύρον κόσσυφον, τινάσσοντα τα ελαφρά
+πτερά του, να πετάξη εις τον εγγύς δρυμόν. Και εν μέσω των συνοδιών πάλιν ζώα
+και ημίονοι και όνοι και ίπποι αναμίξ, φορτωμένα ελαιοκαρπόν με τους σάκκους,
+αποστάζοντας εκ της συνθλίψεως. Και πανταχού καθ' όλην την γραμμήν βοή και
+γέλωτες και άσματα, και υλακαί κυνών, και βληχήματα αμνάδος ακολουθούσης,
+και κωδωνισμοί αιγιδίου πηδώντος, και φθογγή ποιμενικής λύρας κρουομένης.
+Εθάρρει κανείς ότι εθεώρει, ουχί κατάπονον εργατικόν κόσμον, επανερχόμενον εκ
+του ημερησίου καμάτου, άλλα πομπήν αρχαίας πανηγύρεως εν όλη αυτής τη
+απλοϊκή τάξει και φαιδρότητι, κανηφόρους και καρυάτιδας με τας πλαστικάς
+εκείνας γραμμάς των ανατεινομένων βραχιόνων. Τόσην χάριτος αίγλην προσέδιδεν
+εις το αχθεινόν έργον η εύχαρις και απράγμων αυτών ψυχή! Όταν έφθασαν εις τον
+πεύκον του Ματαρώνα, ανέτειλε και η σελήνη εκ του βουνού, μεγάλη, στρογγύλη,
+πανσέληνος, ως πρόσωπον νεράιδας νυκτερινής.</p>
+
+<p>Κ' εφωτίσθη μετ' ολίγον πραέως και μελιχρώς η οδός, ο κάμπος του ελαιώνος
+πέραν, και κάτω εις την άκραν η πολίχνη, λευκή-λευκή, ως σωρός λευκολίθου. Και
+τότε περισσότερον εφαιδρύνθησαν αι συντροφίαι, αι συναντηθείσαι όλαι ομού,
+και ανύψωσαν τας φωνάς των και περισσότερον εποίκιλαν τα άσματά των.</p>
+
+<p>Επτά-οκτώ παιδία τότε, φέροντα επ' ώμων κλάδους ελαίας, διά τα οικόσιτα
+αρνία των, συνεπλήρωσαν αρμονικώτατα την τρυφεράν της ειρηνικής πομπής
+εικόνα, άδοντα εν χορώ το προσόδιον:</p>
+
+<p class="poem"><i>Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέξε μου να περπατώ, να πηγαίνω 'ς
+της εληές, να γυρίζω απ' της εληές . . .</i></p>
+
+<p>&nbsp;— Σταθήτε να σας πω, σταθήτε, κορίτσια! Ηκούσθη πάλιν η γραία
+Φουλίτσα.</p>
+
+<p>Αίφνης αι όπισθεν ήρχισαν να κάμουν τόπον, υποχωρούσαι. Εις την πυκνήν
+συντροφίαν εισήλθεν ονάριον ζωηρόν, φέρον επί καινουργούς σάγματος
+άνθρωπον έως τεσσαρακοντούτη, με πρόσωπον ιλαρόν αμνάδος και με οξείς
+οφθαλμούς πτηνού, λάμποντας εις το σεληναίον φως υπό τας μαύρας δασείας
+οφρύς. Οι πόδες του, ανασυρομένου του βρακίου κατήρχοντο ξηροί ως δύο κλώνοι
+ελαίας, με τας λευκάς μαλλίνους περικνημίδας και τα υποδήματα τα γεμενιά, εξ
+απλού εγχωρίου δέρματος, τα λεγόμενα άλλως τομαρίσια. Καποτάκι κοντό με
+κουκούλαν εκάλυπτε την κεφαλήν του και τους ώμους. Με την μίαν χείρα εκράτει
+τα αλυσιδωτά ηνία και με την άλλην εκέντα, επί της σπονδυλικής στήλης, το ταχύ
+ζώον, όπερ χορεύον εισήλθεν ήδη εις την μακράν γραμμήν των γυναικών, αίτινες
+κατά σειράν παραμερίσασαι, άφησαν το ονάριον να διέλθη, με χαρίεντας ελιγμούς
+των νώτων, επισείον την ουράν του, χαιρετίζον με τα ώτα του, εν ώ ο επ' αυτού
+καθήμενος εμονολόγει μεγαλοφώνως:</p>
+
+<p>&nbsp;— Τίποτε φέτος! Άκαιρο το μαξούλι φέτος. Κρίμα 'ς τους κόπους
+μας!</p>
+
+<p>&nbsp;— Ο δεκατστής! Ο δεκατστής! Εκραύγασαν τότε αι πρώται γυναίκες,
+αναγνωρίσασαι αυτόν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Είδες ο παμπόνηρος; Ηκούσθη κατόπιν άλλη φωνή. Λέει έτσι δα, για
+να μη βγουν άλλοι και τον χτυπήσουν 'ς τα δέκατα, ως να τα πάρη. Ακούς τον!</p>
+
+<p>&nbsp;— Ε, κυρ-Δμάκη! Εκραύγασε τότε και η γραία Φουλίτσα, αφήσασα πολύ
+οπίσω την συνοδοιπόρον της. Θα 'ς τα πάρουν φέτος τα δέκατα. Χαιρετίσματα,
+κυρ-Δμάκη! Μου χρωστάς και μισή οκά από πέρσι, που μου πήρες παραπάνω.</p>
+
+<p>&nbsp;— Και μένα μια οκά! προσέθηκεν άλλη φωνή.</p>
+
+<p>&nbsp;— Και μένα τρακόσια δράμια!</p>
+
+<p>&nbsp;— Και μένα τρεις οκάδες!</p>
+
+<p>&nbsp;— Και μένα εκατό δράμια! Υπέλαβον συγχρόνως πολλαί γυναίκες.</p>
+
+<p>Αλλά το ονάριον ως να επλήγη οδυνηρώς υπό των γυναικείων εκείνων φωνών
+καταπτοηθέν έλαβε ταχέως την κατωφέρειαν, και τρικλίζον έγεινεν άφαντον εις τον
+κάμπον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Το πήρε το Ματώ, κορίτσια, το παίρνει ο κυρ-Δμάκης, ανεκραύγαζεν
+η γραία Φουλίτσα, δυσκόλως αναπνέουσα από τον βιαστικόν δρόμον:</p>
+
+<p>&nbsp;— Θα δέσουν παντρειές τα Χριστούγεννα, μου το είπεν η μάννα
+της!</p>
+
+<p>Και μετ' ολίγον εν τη σιγή της νυκτός, υπό το παμφαές φέγγος της πανσελήνου
+του Δεκεμβρίου ηκούετο φαιδρόν άσμα πτερυγίζον εδώ κ' εκεί ως να προσέπαιζεν
+εντός της ομίχλης των ελαιοδένδρων. Όλαι ηκροώντο.</p>
+
+<p class="poem"><i>Δίψασ' η Πανίτσα<br />
+και πάει να πιη νερό,<br />
+κ' η μάννα τς δεν το ξέρει,<br />
+πως έκαμε γαμπρό.<br /><br />
+
+&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;
+&nbsp;
+&nbsp;<img src ="images/line.jpg" width="20" height="4" alt="γραμμή" /><br />
+
+Νύσταξ' η Πανίτσα<br />
+και πάει να κοιμηθή<br />
+κι' η μάννα τς δεν το ξέρει,<br />
+πως θα στεφανωθή.</i></p>
+
+<p>Τα νυκτερινά τρυζωνάκια, τρυπωμένα υπό τους θάμνους του ευώδους
+δριγάνου, συνώδευον αυτό γλυκύτατα διά των τρυγμάτων αυτών, ως μονοχόρδου
+κιθάρας φθόγγων, φθόγγων της νυκτός και των ερήμων αγρών.</p>
+
+<p>&nbsp;— Είδατε! Δε σας τα είπα εγώ; Ηκούσθη τότε η φωνή της Φουλίτσας,
+ήτις έσπευδεν ν' ανακοινώση εις όλας τα νέα, τα οποία ως ψύλλοι την ηνώχλουν
+τόσην ώραν. Και προσέθηκεν:</p>
+
+<p>&nbsp;— Νά ο κυρ-Δμάκης το παίρνει το κορίτσι της Αχτίτσας. Τον ακούτε πώς
+τραγδάει; Θα δέσουν της παντρειές, μεθαύριο, τα Χριστούγεννα! Σαν πάρη, λέει, τα
+δέκατα, τώρα δεν αδειάζει.</p>
+
+<p>&nbsp;— Και σαν δεν τα πάρη; Ηκούσθη φωνή ως από τους κρυφούς της
+νυκτός κόλπους, βραχνή, πένθιμος.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Πρωί-πρωί. Χαράματα. Λέμβος υπόσαθρος, αλιάς πολλάκις εμβαλωθείσα,
+ονάριον θαλασσινόν με θραυσμένην την σπονδυλικήν στήλην, προσήγγισε με τα
+κουπάκια εις την αποβάθραν της νήσου. Όπισθέν της, δέσμιος μέγας ιχθύς, ορφώς
+καστανόχρους ανετάρασσε τα ύδατα διά των ισχυρών πτερυγίων του και της
+πλατείας ουράς. Ο λιμενοφύλαξ, ως φάσμα εξελθών από του νέφους του εγγύς
+καφενείου, έλαβε τα χαρτιά από τον γέροντα αλιέα, και μετ' ολίγον ένας όγκος
+μέγας και μαύρος, ως καθεύδουσα προβατίνα, σκεπασμένη εντός της κοιλίας της
+αλιάδος υπό βαρείαν θεσσαλικήν χλαίναν, εξεδιπλώθη, μακρός, υψηλός, κ' εφάνη
+εν τη αποβάθρα ξένος τις, ανδρικής ηλικίας, φέρων επ' ώμων την χλαίναν και
+κρατών εις χείρας δισάκκιον ελαφρόν. Το πρόσωπόν του μόνον ωμοίαζε πλέον
+προς αμνάδος πρόσωπον, επίμηκες και παχύ ως φουσκωμένον. Πλην υπό τας
+πυκνάς και μεγάλας οφρύς έλαμπον δύο λυγκέως οφθαλμοί, οξύτατοι, υαλιστεροί.
+Ο λιμενοφύλαξ κυττάζων περιέργως τον ξένον, ηθέλησε διά νεύματος να μάθη
+παρά του αλιέως τις ήτο:</p>
+
+<p>&nbsp;— Από το Προμύρι!</p>
+
+<p>Ο γέρω-Σταυρής, ανοίγων πρωί-πρωί το καφενείον του, κάτω εκεί εις την
+σκάλαν, διά κάθε ενδεχόμενον, ίστατο επί της θύρας, εισπνέων θορυβωδώς, ως
+άνθρωπος αιωνίως κρυωμένος, θέλων να περιποιηθή τον ξένον. Αλλ' εκείνος, χωρίς
+ν' ατενίση καν προς το καφενείον, με το προβάτειον πρόσωπον και τους
+αποκρύφους οφθαλμούς του, φέρων την βαρείαν χλαίνα και βαστάζων το ελαφρόν
+δισάκκιον, εισήλθεν εις την πρώτην στενωπόν, ως άνθρωπος γνωρίζων το χωρίον.
+Ο γέρω-Σταυρής, θεωρήσας προσβεβλημένον και εαυτόν και τον καφέν του,
+εισέπνευσε θορυβωδώς και είπε:</p>
+
+<p>&nbsp;— Κάνας καλός!</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Πλην δεν είχε δίκαιον ο γέρω-Σταυρής να νομίζη, ότι καλοί ήσαν μόνον οι
+πίνοντες τον καφέν του. Ο κυρ-Δημάκης, ο προμυριώτης, ήτο πολύ καλός, κ'
+έγεινεν ακόμη πολύ καλλίτερος. Αναμιγνυόμενος όμως επί έτη εις την ενοικίασιν
+των ελαιοδεκάτων εν τω Πηλίω, είχεν υποστή εσχάτως πολλάς ζημίας, ανεξαρτήτως
+της θελήσεώς του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τώθελα κ' εγώ; έλεγε. Και ως αναπτύσσων και επεξηγών την ιδέαν
+του, επανελάμβανε.</p>
+
+<p>&nbsp;— Βλέπεις την εληά, γεμάτη. Να σπάση. Ένα σκουλίκι όμως άξαφνα, σου
+χαλά τα σχέδια. Μια νεροποντή. Ένας κατακλυσμός. Ένα σπάσιμο . . . Κάμε με Θεό,
+λέει ο λόγος, να σε κάμω πλούσιο.</p>
+
+<p>Τέλος, καθυστερών ικανάς δόσεις των ενοικιάσεων, εκινδύνευε να συλληφθή
+υπό της τουρκικής εξουσίας, — Το Πήλιον ήτο υπό την Τουρκίαν ακόμη. — Τι να
+κάμη; Να δραπετεύση εις την αλλοδαπήν.</p>
+
+<p>Μια νύχτα λοιπόν αμέσως, ναυλόνει ένα ψαροκάικο και ιδού πρωί-πρωί εις το
+εξωτερικόν ο κυρ-Δημάκης, με μίαν κάπαν κ' ένα δισάκκι μόνον, εις το ελληνικόν
+έδαφος, τα οποίον αφού προστατεύη τόσους και τόσους, δεν ηδύνατο ν' αρνηθή
+την προστασίαν του και εις τον κυρ-Δημάκην, ο οποίος εχρεώστει ενοίκια χωρίς να
+το θέλη. Αυτό ήτο το μόνον έγκλημά του. Αλλά σήμερον είνε τόσον κοινόν τούτο,
+μάλιστα εις το ελληνικόν κράτος, ώστε δεν ήτο δυνατόν να επισκιάση τα
+προτερήματα του φυγάδος προμυριώτου. Πράγματι ο κυρ-Δημάκης ήτο
+δραστήριος και ικανώτατος άνθρωπος. Διεχειρίσθη τόσα χρήματα — όχι, λάδια,
+θέλομεν να είπωμεν. — Πέρασαν από τα χέρια του λάδια και λάδια, φορτία
+ολόκληρα, τα οποία εφόρτωνεν εις την Αγριάν διά τα Δαρδανέλλια. Είχε
+καταλαδωθή ολόκληρος από κεφαλής μέχρι ποδών. Διά τούτο αι φουσκωμέναι
+παρειαί του εγυάλιζαν πάντοτε, ο μύσταξ του ήτο στιλπνότατος ως από μύρων, και
+όταν αφήρει εν τω ναώ τον προσφιλή γιωργούλην του, το κωνικόν πλεκτόν
+κάλυμμα, η κόμη του μαύρη- μαύρη απήστραπτεν εκ της στιλπνότητος, ως
+πτέρωμα μαύρου πτηνού. Εις όλας τας υποθέσεις του, τας τε κοινάς και ιδιωτικάς,
+συνήθισε να βγαίνη πάντοτε <i>λάδι</i>. Εις τας δοσοληψίας του, εις τας οφειλάς
+του, εις τας ενοικιάσεις του τέλος, έβγαινε πάντοτε <i>λάδι</i>. Πάντοτε <i>'ς τον
+αφρό</i>. Αφού πάντοτε είχε να κάμη με λάδια; Μόνον εφάπαξ εκινδύνευσε να
+βυθισθή εις τον πυθμένα — της οθωμανικής ειρκτής του Βόλου — αλλά και πάλιν
+κατώρθωσε να <i>βγη λάδι</i>.</p>
+
+<p>Διά τούτο τον είδομεν πρωί-πρωί να φθάση διά της αλιάδος εις την νήσον μας
+απαράλλακτος ο κυρ-Δημάκης του Προμυρίου, στιλπνός, λαδωμένος. Ως τοιούτος,
+ευπροσήγορος, και ευφυής, και πολυπράγμων, εγνωρίσθη ευκόλως μετά των
+νησιωτών, οίτινες ταχέως εξετίμησαν τον λιπαρόν χαρακτήρα του. Μόνον ο
+δημογραμματεύς, νεανίας τετραπέρατος, γεννηθείς, ως λέγεται, με την πένναν εις
+το χέρι, υπενόησε κάτι τι έκτακτον εις την άτακτον εκείνην φυγήν του κυρ-Δημάκη
+και ως προσπαίζων προς αυτόν είπε ποτε εν τη αγορά:</p>
+
+<p>&nbsp;— Μια λαδιά — μια χαρά — τα κατάφερες, κυρ-Δμάκη!</p>
+
+<p>Αλλ' ο κυρ-Δημάκης κατανοήσας το πνεύμα της παρατηρήσεως αυτής,
+απήντησε προχείρως:</p>
+
+<p>&nbsp;— Κάμε με Θεό, να σε κάμω πλούσιο! Τι να σε κάμω, παιδί μου;</p>
+
+<p>Και διακόψας ηρώτησε χαριέντως:</p>
+
+<p>&nbsp;— Τώνομά σου, παιδί μου;</p>
+
+<p>&nbsp;— Θανάσης!</p>
+
+<p>&nbsp;— Να ζήσης, γυιε μ'! Λοιπόν, κυρ-Θανασάκη μου, να τα βάλω με τον
+Θεό; Εγώ θάβγαινα —</p>
+
+<p>&nbsp;— Λάδι — συνεπλήρωσεν ο νεαρός δημογραμματεύς.</p>
+
+<p>Αλλ' ο κυρ-Δημάκης, χωρίς να προσέξη εις το πείραγμα, εξηκολούθησεν
+ατάραχος:</p>
+
+<p>&nbsp;— Εγώ θάβγαινα με τρεις χιλιάδας κέρδος, παιδί μ', Θανασάκη μου. Μα
+τι να σου κάμω, γυιε μου; Ένα κακό, ένας κατακλυσμός! Επήρε το μαξούλι και πάει
+'ς το καλό!</p>
+
+<p>&nbsp;— Γλύτωσες εσύ, μπάριμ! Συνεπέρανεν ο νεανίας.</p>
+
+<p>Εν τούτοις πλην του δημογραμματέως όστις επεφυλάσσετο, οι πλείστοι
+εξετίμησαν δεόντως το επιχειρηματικόν πνεύμα του φυγάδος. Ο κυρ-Δημάκης ήτο
+γνωστός εις πολλούς των κατοίκων εξ ακοής κ' εκ φήμης· είχε δε επισκεφθή άλλοτε
+προ χρόνων πολλάκις την νήσον, εις ην είχε και συγγενείς· αλλά σήμερον δεν τον
+ανεγνώρισαν αμέσως. Διότι αυτός ο κυρ- Δημάκης κατ' αρχάς απέφευγεν ίσως εκ
+φόβου μη τον παραδώσωσιν αι αρχαί εις την γείτονα εξουσίαν. Διά τούτο
+περιωρίσθη εν τη οικία απωτέρας τινός συγγενούς του, της γραίας Αχτίτσας, προς
+ην μετέβη άμα ελθών εις την νήσον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Θα με έχετε τώρα εδώ. Είπε προς την γραίαν ο κυρ-Δημάκης,
+χαιρετίζων αυτήν, και την νεαράν κόρην της, την ωραίαν Ματώ, στρογγύλην κ'
+ευτραφή μοναχοθυγατέρα, είκοσιν ετών, με μίαν ελήτσαν χαριτωμένην εις την
+αριστεράν παρειάν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Μακάρι! Ηυχήθη η γραία μετά χαράς. Και περιορισθείσα, αυτή και η
+κόρη της εις το σκοτεινόν και αραχνιασμένον κατώγειον, παρεχώρησαν το επάνω
+πάτωμα εις τον κυρ-Δημάκην, ον εθεώρουν πλουσιώτατον. Πλην εις μάτην
+ολοκλήρους νύκτας εξενύκτισαν μήτηρ και κόρη, παραφυλάττουσαι ν' ακούσουν
+τον μεθυστικόν του χρυσίου ήχον. Ο κυρ-Δημάκης ήτο προφυλακτικώτατος.
+Εψώνιζε λιτά τινα προσφαγία, τα οποία εκόμιζεν εις την γραίαν μετά πολλής
+φειδούς. Και όταν ποτε εβιάσθη αύτη να ζητήση παρ' αυτού νόμισμά τι προς
+αγοράν νωπών ιχθύων, ο κυρ-Δημάκης εξαγαγών γλοιώδη τινα και καταλαδωμένην
+σακκούλαν, μόλις και μετά βίας κατώρθωσε ν' ανακαλύψη εν αυτή μίαν
+οθωμανικήν εικοσάραν. Μορφασμός απελπιστικός εσχηματίσθη εις τα χείλη της
+γραίας Αχτίτσας. Και η μαύρη εληά της κόρης της εδιπλασιάσθη εκ της
+αποκαλυφθείσης πενίας του συγγενούς των.</p>
+
+<p>Ούτω λοιπόν έζη άγνωστος. Πρώτος δε πάντων, μετά μήνα ολόκληρον,
+ανεγνώρισεν αυτόν ο γέρων παντοπώλης, ο κυρ-Βαρσαμός, πολλάκις ταξειδεύσας
+εις την απέναντι θεσσαλικήν χώραν του Πηλίου, ίνα προμηθευθή πατάτες και
+σεσηπότα κάστανα, άτινα επώλει εις τα λαίμαργα παιδία, μια πεντάρα τρία.</p>
+
+<p>&nbsp;— Και να βρίσκωνται! Παρετήρει επιβάλλων σιωπήν εις τα παράπονά
+των.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ορίστε κυρ-Δμάκη! τω λέγει ημέραν τινά ο κυρ-Βαρσαμός, ροφών
+δύο συγχρόνως πρέζας ταμβάκου:</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλώς ώρισες, αδελφέ μου! Πότε με το καλό;</p>
+
+<p>Ο κυρ-Δημάκης θα επροτίμα ν' αποφύγη αυτάς τας περιποιήσεις και κολακείας.
+Αλλ' ήτο αδύνατον να κρυβή πλέον. Τω εξωμολογήθη λοιπόν τα πάντα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αυτά είνε μονάχα; Παρετήρησεν ο κυρ-Βαρσαμός, ροφών άλλας δύο
+πρέζας. Και τείνων προς τον αρχαίον φίλον του την ταμβακέραν:</p>
+
+<p>&nbsp;— Πάρε, αδελφέ μου, πάρε!</p>
+
+<p>Μήνα ολόκληρον τότε ο κυρ-Δημάκης ειργάζετο εις τακτοποίησιν των
+λογαριασμών του κυρ-Βαρσαμού.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ο Θεός σ' έστειλεν, αδελφέ μου! Δεν εύρισκα άκρη. Αλλ' ο κυρ-
+Δημάκης εύρε τέλος άκρη και τον έβγαλε λάδι τον φίλον του, όστις εκινδύνευε να
+κηρυχθή εις πτώχευσιν.</p>
+
+<p>Κατήντησε μετά ταύτα αυτός ο δήμαρχος να καταφύγη εις την εμπειρίαν του
+φυγάδος, ότε ηθέλησε να καταστρώση τους απολογισμούς τριών ετών,
+καταναγκαζόμενος υπό του νομάρχου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δυο στο λάδι, μια στο ξύδι, τρεις στο λαδόξυδο! Εφώνησεν ο κυρ-
+Δημάκης, περατώσας τους απολογισμούς του δημάρχου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αυτό δεν το ήξευρα! Εθαύμαζεν ο δημογραμματεύς; αρχίζων να
+εκτιμά την αξίαν του φυγάδος! Αν ερωτάτε περί του εισπράκτορος; Μετ' αυτού
+συχνά εξεφάντωνε. Ταύτα όμως διά τον κυρ-Δημάκην δεν ήσαν δουλειά. Ο κυρ-
+Δημάκης, περιελθών τον εκτεταμένον ελαιώνα της νήσου, ωσφράνθη εκεί μέσα το
+παρελθόν αυτού το πλούσιον, το αναπαυτικόν, το επικερδές και δεν ηδύνατο
+έκτοτε να ησυχάση.</p>
+
+<p>&nbsp;— Θ' αγοράσ' εληώνιδες! Εψιθύριζαν προς αλλήλας αι γραίαι,
+βλέπουσαι αυτόν ανερευνώντα τους ελαιώνας. Αφ' ότου έφυγε νύκτα από την
+πατρίδα του, τω εφαίνετο ότι ήτο εκτός του στοιχείου του, ψάρι έξω από το
+νερό.</p>
+
+<p>&nbsp;— Γέρω-Βαρσαμέ, λέγει ημέραν τινά προς τον φίλον του παντοπώλην.
+Ξέρεις καμμιά δουλειά π' να γίνεται χωρίς κεφάλαια:</p>
+
+<p>Ο γέρω-Βαρσαμός εσκέπτετο, κτυπών διά του λιχανού την ταμβακέραν
+του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Εγώ να σ' πω, εγώ να σ' πω. Εξηκολούθησεν ο κυρ-Δημάκης. Και
+πλησιάσας εις το ους, τω λέγει κρυφίως, ως να μη ήθελε να τον ακούση κανείς
+τάχα:</p>
+
+<p>&nbsp;— Να πάρουμε τα δέκατα!</p>
+
+<p>&nbsp;— Μα ξέρω 'γώ, μα είνε κίνδυνος, μα να ιδούμεν! Εψέλλιζεν ο κυρ-
+Βαρσαμός, όστις, επειδή ο κυρ-Δημάκης επέμεινε, λέγει τότε:</p>
+
+<p>&nbsp;— Ξέρεις τίποτα; Εδώ έχουμε και φυλακές!</p>
+
+<p>&nbsp;— Μη σε μέλει από τέτοια, γέρω Βαρσαμέ. Και μετά σιωπήν,
+παρατηρών αυτόν κατά πρόσωπον, κράζει:</p>
+
+<p>&nbsp;— Κύτταξέ με καλά!</p>
+
+<p>Ο κυρ-Βαρσαμός τον έβλεπε σιωπηλός, ως να ήθελε να τον ζωγραφίση.</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλά, καλά! φωνάζει ο γέρω-Δημάκης. Μέσα 'ς τα φρύδια!</p>
+
+<p>&nbsp;— Ο κυρ-Βαρσαμός τότε, αντικρύσας το οξύ βλέμμα του θεσσαλού
+φυγάδος, κεκρυμμένον υπό τας πυκνάς οφρύς, δεν αντέσχε και κατεβίβασε τους
+οφθαλμούς.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ε, μη σε μέλει. Μια υπογραφή σου μόνον, και θάχης κέρδη όσα
+θέλης.</p>
+
+<p>Μετά δύο-τρεις επισκέψεις εις τους ελαιώνας, ο κυρ-Δημάκης υπελόγιζεν
+ακριβώς το ποσόν της συγκομιδής. Διά τούτο και εις το Πήλιον πάντοτε ουδείς
+ηδύνατο να κτυπήση αυτόν εις τας δημοπρασίας. Απερίγραπτος λοιπόν ήτο η χαρά
+του κυρ-Βαρσαμού, όταν μετά την συγκομιδήν της πρώτης ενοικιάσεως ελάμβανε
+παρά του κυρ-Δημάκη πεντακοσίας δραχμάς, δώρον διά την υπογραφήν, ην είχε
+χορηγήση ως εγγύησιν εις τον τολμηρόν φίλον του, εις ον είχον κατακυρωθή τα
+δέκατα. Τούτο επανελήφθη τρις επί τρία συνεχή έτη. Με μεγάλην έκπληξίν των
+τότε οι άνθρωποι είδαν τον κυρ-Βαρσαμόν να επανέρχεται από την Σύρον με
+φορτίον εμπορευμάτων, κάσσες και κασσέλες και αντί γεωμήλων να έχη πλέον
+καφέδες, και αντί καστάνων και λεμονίων, μοσχοκάρυα και χαλβάδες εις το μικρόν
+μαγαζείον του. Αλλά το τέταρτον έτος ο κυρ-Βαρσαμός, συνηθίσας να εργάζεται και
+κερδίζη άνευ κεφαλαίων, εζήτησεν επιμόνως να προσληφθή παρά του κυρ-Δημάκη
+ως σύντροφος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλή δουλειά! έλεγε προς αυτόν, ροφών δύο πρέζας.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τόσον καλή, απήντησεν ο κυρ-Δημάκης, λαμβάνων και αυτός μίαν
+πρέζαν, ώστε δεν έχω ανάγκη πλέον της υπογραφής σου. Και απέκρυψεν υπό τας
+δασείας οφρύς του το οξύ βλέμμα του, παρουσιάσας ενώπιον του κερδαλεόφρονος
+παντοπώλου έν πρόσωπον προβατίνας μόνον, πλαδαρόν, στιλπνόν και άκακον. Ο
+κυρ-Βαρσαμός απέμεινε με την δευτέραν πρέζαν εις χείρας απολιθωθείς. Ο
+Θεσσαλός φυγάς είχεν αποκτήσει κεφάλαια πλέον.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Τα έτη εκείνα εγίνετο τακτικώς η ελαιοφορία, πλουσιωτάτη κατά διετίαν. Περί
+τον Μαίον, ότε αι ελαίαι, ανθίζουσαι, απλούνται κατάλευκοι εις την πεδιάδα, ως
+χιονισμέναι, ονάριον παχύ και ζωηρόν, στακτόχρουν, με δύο μαυράδια άνω των
+οφθαλμών, ως τις ιερός Άπις, περιήρχετο χοροπηδούν εκ της χαράς από ελαιώνος
+εις ελαιώνα, φέρον επί του μαλακού σάγματός του άνθρωπον, εύμορφα
+εξυρισμένον, με πλαδαρόν και επίμηκες αμνάδος πρόσωπον, λειότατον ως
+φουσκωμένον, με δύο οξυτάτους λυγκέως οφθαλμούς υπό τα μαύρον των οφρύων
+δάσος, καλύπτοντα την κεφαλήν με της πατρίδος του τον καστανόχρουν
+γεωργούλην και τα νώτα με βαρείαν θεσσαλικήν χλαίναν, εν ώ οι πόδες του με τας
+λευκάς μαλλίνας περικνημίδας εκρέμαντο ακίνητοι με τα μαύρα γεμενιά ως δύο
+ξηρά ξύλα, ανασυρομένου μέχρι γονάκων του βρακίου.</p>
+
+<p>Ήτο ο δεκατιστής.</p>
+
+<p>Ούτως επωνόμαζον πλέον οι νησιώται τον κυρ-Δημάκην, συνηθίσαντες τόσον
+εις την παρουσίαν του, ώστε αν ηφανίζετο καμμίαν ημέραν, εφρόνουν ότι θα
+ηφανίζετο μετ' αυτού και η ευφορία των ελαιών. Αυτάς πρώτος, και προ της
+ανθίσεως ακόμη, ότε μόλις εσχηματίζετο ο κάλυξ τον Απρίλιον, έφερεν εις το
+χωρίον την είδησιν:</p>
+
+<p>&nbsp;— Δείξανε η εληές!</p>
+
+<p>Αυτός πρώτος πάλιν ανέπνεε τα πρώτα αρώματα του λευκού αστερίνου
+άνθους, ανοίξαντος πλέον, κ' εκόμιζε την χαρμόσυνον είδησιν εις το χωρίον κρατών
+συνάμα και μικρόν κλωνίον διηνθισμένον, ως ζωγραφιστόν, μάλλον εύελπις και
+από την περιστεράν εκείνην της Κιβωτού.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ανοίξανε η εληές!</p>
+
+<p>Έκτοτε δεν έπαυε παρακολουθών την ανάπτυξιν και την υγείαν του άνθους καθ'
+όλα τα επικίνδυνα στάδια, ως ιατρός, εξετάζων εκ του σύνεγγυς τας σταφυλάς των
+ανθυλλίων, μη σχηματισθή σκώληξ και έξαφνα μεταβληθώσιν εις κεκονιαμένην
+αράχνην, μη τα καύση ο λίβας, πνέων από της Θεσσαλίας ως από φούρνου, μη τα
+μαδήση ο υετός, ότε τέλος πάντων ηκούετο εσπέραν τινά διαλαλών, κήρυξ
+ευάγγελος:</p>
+
+<p>&nbsp;— Δέσανε η εληές!</p>
+
+<p>Πλην πόσα στάδια ακόμη, στάδια φόβου κι' ελπίδος, παλμών και αγρυπνιών,
+και της σταφίδος επιφοβωτέρων, έχει να διέλθη ο μικκύλος εκείνος καρπός, έως ου
+αναπτυχθή τελείως, έως ου γείνη καταπράσινος διά στούμπισμα — τ' Αηλιά
+στούμπα εληά — έως ου γείνη ευώδης χαμάδα, έως ου μαυρίση ως της ωραίας
+Ματώς η γλυκεία ελήτσα, έως ου γείνη έλαιον — ω χαρά! έως ου σωθή από τους
+δεκατιστάς και ριφθή ευώδες και διαυγές εις της Σαραφθίας τον περιπόθητον
+καμψάκην! Εις όλα αυτά τα στάδια, ο φοβερός δεκατιστής, μυθικός Κένταυρος,
+αχώριστος του οναρίου του, παρηκολούθει τον ελαιοκαρπόν, φέρων εις τους
+νησιώτας επιμελώς τας ειδήσεις του.</p>
+
+<p>Αλλ' είχε και άλλους συντρόφους εις τας επιθεωρήσεις του τας συνεχείς. Την
+απροστάτευτον χήραν, η οποία εκ του καρπού αυτού αναμένει την προστασίαν.
+Την πτωχήν ορφανήν, η οποία με τον καρπόν αυτόν θ' αποκατασταθή εις τον
+κόσμον. Τον δύσμοιρον κτηματίαν, ο οποίος με τον καρπόν αυτόν θα θρέψη τα
+τέκνα του, αναμένοντα ως τα μικρά μισιργούδια εν τη φωλεά των, με ανοικτά τα
+στόματα:</p>
+
+<p>&nbsp;— Σκουλίκι έπεσε!</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν δέσανε καλά!</p>
+
+<p>&nbsp;— Πέφτουν αλάκερα σταφύλια!</p>
+
+<p>&nbsp;— Της πήρε το ποτάμι!</p>
+
+<p>Όλα αυτά τα γογγύσματα είνε τόσαι πικρίαι και τόσαι θλίψεις, με τας οποίας
+συνθλίβεται επιπόνως και φαρμακερώς διά τον κόσμον, το έλαιον, το γλυκύτατον
+έλαιον, το ευλογημένον έλαιον, των πτωχών το έλαιον, των αγίων το έλαιον!</p>
+
+<p>Αλλ' ο κυρ-Δημάκης είχεν άλλους φόβους καθ' όλον το μετά ταύτα διάστημα
+και άλλαι θλίψεις ετάρασσον το δεκατιστικόν πνεύμα του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Μη έβγη άλλος και τον κτυπήση!</p>
+
+<p>&nbsp;— Μη πάρη ακριβά τα δέκατα!</p>
+
+<p>&nbsp;— Μη του τα πάρουν τα δέκατα!</p>
+
+<p>Δια τούτο μέχρις ου κατακυρωθώσιν αυτά επ' ονόματί του, ήτο σφόδρα
+απαισιόδοξος. Είχε καταιβασμένα τα μούτρα ως ο όνος του, όταν ήτο νήστις, και
+σχεδόν από τας οφρύς του απέσταζαν δάκρυα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τίποτα φέτος!</p>
+
+<p>&nbsp;— Πέφτει ο καρπός!</p>
+
+<p>&nbsp;— Κάηκε ο καρπός!</p>
+
+<p>Την δε εσπέραν εις το παντοπωλείον του κυρ-Βαρσαμού, εξάγων με
+αναστεναγμούς από του κόλπου του, επεδείκνυεν ελαίας τινάς εν τη παλάμη του,
+σκωληκοφαγωμένας, βουλωμένας, ξηράς. Οι αντίπαλοι του άπειροι, αδαείς, δειλοί,
+απεσύροντο. Μόνον ο κυρ-Βαρσαμός, τολμήσας ποτέ να τον αντιμετωπίση εν τη
+δημοπρασία εφόβισε τόσον τον κυρ-Δημάκην, ώστε ηναγκάσθη να χώση εις την
+χείρα του πέντε εκατοστάρικα, ίνα αποσυρθή. Όπερ συνήθιζεν έκτοτε να πράττη ο
+πονηρός παντοπώλης, αρεσκόμενος εις τα χωρίς κεφαλαίων κέρδη, ότε εκίνει μετά
+ταύτα τον θαυμασμόν των κατοίκων επανερχόμενος εκ της Σύρου, όπου ήνοιξε
+σημαντικάς πιστώσεις, εμπορευόμενος πλέον και πανικά. Και τότε μετά την
+κατακύρωσιν, ατάραχος πλέον ο φοβερός δεκατιστής εμπαινόβγαινεν εις το
+παντοπωλείον του φίλου του, κινών τον φθόνον του δημογραμματέως, όστις με την
+πένναν εις χείρας πάντοτε, πολύ προσεπάθει ν' ανακαλύψη το μυστικόν του κυρ-
+Δημάκη:</p>
+
+<p>&nbsp;— Πάλι λάδι ο κυρ-Δμάκης!</p>
+
+<p>Αλλά τότε ήρχιζεν άλλη εργασία ομοίως επίπονος, ταραχώδης, επιμελής:</p>
+
+<p>&nbsp;— Πουθενά αλλού φέτος λάδια!</p>
+
+<p>&nbsp;— Θ' ακριβήνη το λάδι!</p>
+
+<p>&nbsp;— Δυο δραχμάς θα πάη!</p>
+
+<p>Και παρώτρυνε τον κόσμον να επιμελήται σφοδρότερον την συλλογήν.
+Ηγείρετο την αυγήν με το ονάριόν του, και έτρεχε και αυτός εις τους ελαιώνας με
+τας φαιδράς συντροφίας των γυναικών, αίτινες αφού πίωσι κανένα σερμπέτι, ή
+φάγωσι τηγανίτας ή πολτόν εξ αραβοσιτίνου αλεύρου, θερμαντικώτατον,
+εξέρχονται πρωί πρωί, κρατούσαι εις χείρας τας κόφας κενάς, και ως χλανίδια
+θέτουσαι περί την κεφαλήν τους κενούς σάκκους, ίνα προφυλάσσωσι τα τρυφερά
+νώτα των από του χιονώδους βορρά.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ά, να προφθάσουμε, κορίτσια, ηκούετο ο κυρ-Δημάκης πανταχού
+παρών, κ' είνε τώρα μικρή η ημέρα! Και ούτε ανασασμόν δεν έπαιρνον αι νεαραί
+γυναίκες, πολλαί αυτών καθ' οδόν τρώγουσαι τα σύκα των ή την γρήτσαν — την
+μεγάλην τηγανίταν — ηλειμμένην με πετιμέζιον, ίνα μη χάσωσι καιρόν. Άλλοτε
+πάλιν εύρισκεν άλλας συντροφιάς εις τα ρεύμα την μεσημβρίαν, καθημένας παρά
+τον ρύακα επί της χειμερινής πόας, εις το λιτόν γεύμα των, εγγύς των μύρτων και
+των βαΐων, γευομένας ευαρέστως την λαδωμένην πλακόπιτταν, ην έψησαν την
+νύκτα επί πλακός εν τη εστία, και τας ευώδεις χαμάδας, ενώ παρέκει ο κόσσυφος
+κελαδών ετσιμπούσε τα κούμαρα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ακόμα τρώτε κορίτσια; Πάει ο ήλιος. Προσεφώνει ο φοβερός
+δεκατιστής.</p>
+
+<p>Καί ποτε τόλμησε να είπη προς τινα συντροφίαν ωραίων νεανίδων,
+γευματιζουσών:</p>
+
+<p>&nbsp;— Μη τρώτε πολλές χαμάδες, κορίτσια, γιατί θ' ασχημίσητε!</p>
+
+<p>Περί την εσπέραν πάλιν αλλαχού συνήντα εργάτιδας άλλας σπευδούσας εν τη
+συλλογή:</p>
+
+<p>&nbsp;— Α, κορίτσια, τζάχτι και σας πήρε η νύχτα! Και αι εργάτιδες, κύπτουσαι
+υπό τα κατάκαρπα δένδρα, συνέλεγον μίαν προς μίαν την μαύρην ελαίαν, την
+στιλπνήν, ως τα ματάκια των τα κατάμαυρα ελαίαν, άδουσαι συνάμα είτε κατά
+μόνας είτε κ' εν χορώ, αψηφούσαι των ακανθών τους πικρούς νυγμούς και του
+βορβόρου πολλάκις τον ρύπον, βυθίζουσαι μέχρι αγκώνος τους απαλούς των
+βραχίονας υπό τους φαρμακερούς θάμνους της τρικοκκιάς όπου έτυχε να
+εισδύσωσιν ίσως ελαίαι, τιναχθείσαι εκεί υπό της βιαίας του μαΐστρου ριπής.</p>
+
+<p>&nbsp;— Έτσι μαζόνουν της εληές; Έλεγεν ενίοτε εις καμμίαν χήραν, ελέγχων
+αυτήν, διότι άφησεν ίσως καμμίαν ελαίαν, κυλισθείσαν κάτω, μακράν εις το
+ρεύμα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ας πάρη και το ρέμα! απήντα η χήρα. Όλες η δεκατιστήδες θα τες
+πάρουν;</p>
+
+<p>Και όταν ενύκτωνε πλέον, και ο κυρ-Δημάκης επανήρχετο εις την πόλιν, ακόμη
+και τότε παρώτρυνε να εργάζωνται εν τη συλλογή του καρπού, αν ήτο δυνατόν, να
+ξενυκτούν εργαζόμεναι αι γυναίκες:</p>
+
+<p>&nbsp;— Ακόμα δεν βασίλεψε ο ήλιος, κυρά μου!</p>
+
+<p>&nbsp;— Είνε μεγάλα τα φρύδια σ', κυρ-δεκατιστή μ', και δε θα γλέπς καλά!
+Ετόλμησε να είπη τις των γυναικών πλύνουσα τας χείρας της εις τον καθαρόν
+ρύακα και συγχρόνως καί τινας απαλούς μύκητας τους οποίους, συλλέγουσα τον
+καρπόν, επέτυχεν υπό τινα κόμαρον, ξανθολεύκους, ευωδιάζοντας βουνόν.</p>
+
+<p>Αλλ' έβλεπε πολύ καλά, ο κυρ-Δημάκης. Έβλεπε το συμφέρον του να παραχθή
+όσον το δυνατόν περισσότερον έλαιον.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Πλην πότε εκοιμάτο αυτός ο άνθρωπος; Όταν ήρχιζεν η έκθλιψις του ελαίου εις
+τα ελαιοτριβεία, ήτο πρώτος. Αντί του οναρίου του είχε τον Γιάννην, τον μογιλάλον
+υπηρέτην του, ευφυέστατον κ' εργατικώτατον άνθρωπον, ομιλούντα και
+συνεννοούμενον διά των νευμάτων και των σχημάτων τελειότατα, τη συνδρομή και
+τίνων μονοσυλλάβων, τα οποία κατώρθωσε να διδάξη αυτόν ο κυρ-Δημάκης, όστις
+ανακαλύψας την ευφυίαν του εχρησιμοποίησεν αυτόν εις την συλλογήν των
+δεκάτων, εμπιστευόμενος εις την πονηρίαν του ως εις εαυτόν. Φορών βαρέα
+ρωσικά υποδήματα ο δεκατιστής, με το προβάτινον πάντοτε πρόσωπον και τους
+αποκρύφους του οφθαλμούς, με τον καστανόχρουν γιωργούλην του, και την
+θεσσαλικήν χλαίναν, έχων ανασηκωμένην οπίσω και δεδεμένην περί την οσφύν την
+σέλλαν του βρακιού του, επεθεώρει τα ελαιοτριβεία, ενώ ηκολούθει κατόπιν του
+άφωνος ο Γιάννης, βαστάζων μέγαν ασκόν επ' ώμων, ίνα συλλέγη το δέκατον, και
+το εκ λευκοσιδήρου μέτρον. Τον είχε διατάξει ο αυθέντης του να τον εξυπνά εις το
+πρώτον λάλημα του πετεινού:</p>
+
+<p>&nbsp;— Στον πρώτον ύπνο! Γιαν! κούκου! Εκραύγαζε κ' ασχεδίαζε διά των
+νευμάτων, έως ου εννοήση ο μογιλάλος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Κιμίκρ; Ηρώτα ο υπηρέτης, δι' αυτής της μόνης δισυλλάβου λέξεώς
+του, εκφράζων όλας τας εννοίας και ονομάζων όλα τα αντικείμενα. Και ακριβώς την
+ώραν εκείνην, μέσα εις τον πρώτον ύπνον του, ήκουεν ο κυρ-Δημάκης κρότον
+ελαφρόν ως κλέπτου, εις την θύραν του κοιτώνος του και την φωνήν του
+μογιλάλου, βάρβαρον, δύσηχον:</p>
+
+<p>&nbsp;— Κιμίκρ; κου! κου!</p>
+
+<p>&nbsp;— Κιμίκρ! απήντα έσωθεν ο κυρ-Δημάκης εγειρόμενος πάραυτα, ως
+λαγωός. Και ιδού ηκούετο το πρώτον λάλημα του πετεινού. Η γλυκυτέρα ώρα του
+ύπνου, ώρα καθ' ην φεύγουν τα φαντάσματα και η ψυχή μας αναπαύεται τότε εις
+όνειρα ηδύτερα, μαλακώτερα, πλέον άυλα. Η ώρα, καθ' ηνηγείρετο ο τρομερός του
+χωρίου δεκατιστής. Και έως ου πλυθή και ενδυθή, ο μογιλάλος έτοιμος, φέρων εις
+χείρας τον κενόν ασκόν εύμορφα-εύμορφα συνεπτυγμένον και δεδεμένον περί τον
+λαιμόν, ίνα μη ρυπαίνωσιν αυτόν τα κατασταλάγματα του ελαίου, διά των
+αποκρύφων μονοσυλλάβων του, και των αποκρυφωτέρων νευμάτων του, ων όμως
+την μυστικήν έννοιαν ευκόλως κατενόει ο πανούργος δεκατιστής, ανεκοίνου προς
+αυτόν τας σκέψεις του, τας υπονοίας του περί καταχρήσεων εν τοις ελαιοτριβείοις
+τυχόν, τα σχέδιά του, όλα τακτικά και καθαρά, καθαρώτερα ή αν ωμίλει την
+ωραιοτέραν γλώσσαν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Κιμίκρ! Ηρώτα ο κυρ-Δημάκης, πλέον σύννους και από τον αρχαίον
+έλληνα, τον προσπαθούντα να εξηγήση τον δοθέντα εις αυτόν χρησμόν παρά της
+ομοίως μογιλάλου Πυθίας.</p>
+
+<p>Εξήρχοντο. Το χωρίον εκοιμάτο ακόμη. Νυξ παγερά του Δεκεμβρίου. Γαλήνη
+χιονώδης και κρύα νηνεμία. Ομίχλη ελαιοκαπνού, σύννεφον, σχηματισθέν, ως από
+εστιών απειραρίθμων λουκουμαδοποιείων, κατεκάλυπτε τους οικίσκους και τον
+λιμένα, πυκνωθέν εις μίαν ατμοσφαίραν, όζουσαν ελαίου και τηγανίτας. Ο χρυσούς
+μεσονύκτης, ο Άρης, του μεσονυκτίου το λαμπρότατον άστρον, ηκτινοβόλει προς
+δύσιν αιθερίως, ως μυστηριώδεις πανόπτης οφθαλμός. Ήδη τα ελαιοτριβεία είχον
+αρχίσει την εργασίαν των, εκ των πυραύνων των οποίων εξήρχετο ο ελαιώδης
+καπνός, η πνοή της καιομένης πυρήνας. Βαρέα τινά πατήματα ως λαθρεμπόρων,
+ηκούοντο εις τας στενωπούς, αίτινες εβούιζον υποκώφως. Οι εργάται από των
+οικιών μετεκόμιζον εις τα ελαιοτριβεία τας ελαίας προς έκθλιψιν. Φώτα από τινων
+μικρών θυρίδων, ήρχιζον να φέγγουν εδώ κι' εκεί ως κανδήλαι εικονοστασίων. Εις
+τα Κοτρώνια ηκούοντο η Σταύραινες — πέντε-έξ αδελφαί ορφαναί — πρώται-
+πρώται μεταβαίνουσαι εις τα κτήματά των, εύλαλος της Κεχριάς συντροφιά,
+διαχέουσα έξαλλον ζωήν εις την σιωπηλήν εκείνην ερημίαν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλημέρα, παιδιά! Εχαιρέτιζε πλυμένος, φαιδρός, ως να εχόρτασεν
+επτάωρον γλυκύν ύπνον, ο δεκατιστής, εισερχόμενος εις το πρώτον ελαιοτριβείον
+και μόλις διακρίνων εν μέσω του καπνού τους περί την μηχανήν
+εργαζομένους.</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλημερούδια, κυρ-Δμάκη! Αντεχαιρέτιζεν ο αρχιεργάτης, με
+λαδωμένον υαλίζοντα ως βαύκαλιν υψηλόν κούκκον και ρυπαράν ποδιάν,
+απτόμενος ελαφρά-ελαφρά του μοχλού — της μακράς δρυίνης μανέλλας, — της
+περιστρεφούσης τον κοχλιώδη σιδηρούν άτρακτον, μόνον ίνα διευθύνη την
+κίνησιν, ενώ τρεις άλλοι νεανίαι ως λαδωμένοι ποντικοί, ακτένιστοι, χασμώμενοι,
+μόλις εγερθέντες — η πρωινή φρουρά — εντός της ομίχλης, παραπλεύρως της
+μηχανής, περιέστρεφον επιμόχθως τον <i>αργάτην</i> τον προσέλκοντα τον
+μοχλόν, την παχείαν μανέλλαν, διά χονδρού καραβοσχοίνου περιελισσομένου περί
+αυτόν. Και ηκούοντο οι τριγμοί του ατράκτου, κοχλιουμένου εντός του όγκου του
+δρυίνου βουρδουναρίου, όπερ ως αρχαίον δωρικόν επιστύλιον, με σιδηρούς
+κρίκους περιεσφιγμένον, επιστεγάζει τους δύο κίονας της ελαιοθλιπτικής μηχανής,
+τριγμοί φοβεροί ως μυκηθμοί σφαζομένου ταύρου, θρηνώδεις στεναγμοί
+ραγιζομένης αιωνοβίου δρυός, να πέση να θραυσθή. Και ο άτρακτος κατήρχετο
+ολονέν συστρεφόμενος εν τω κοχλία, συνθλίβων, πιέζων τας υπ' αυτόν τριχίνας
+πάνας, εικοσιτέσσαρας τον αριθμόν, κ' έρρεεν από των αραιών πλεγμάτων αυτών
+στάγδην το έλαιον, ύδατι θερμώ, ανάμικτον. Και όσον συνεθλίβετο το εις τας πάνας
+ένδον περιτυλιγμένον λάμα — η πολτώδης μάζα των συντριβεισών ελαιών — τόσον
+αι σταγόνες μεταβάλλοντο εις ελαιώδεις σταλακτίτας, καστανοξάνθους,
+αναπέμποντας χρυσοπρασίνους μαρμαρυγάς εν τω φωτί, της από του επιστυλίου
+κρεμαμένης μεγάλης λυχνίας, κατασταλάζοντες και πληρούντες τα κοίλα χείλη του
+τετραγώνου βάθρου της μηχανής, έλαιον αχνίζον, ως το αίμα εις τους βωμούς των
+αρχαίων, εισρέον εις την βαθείαν κοπάναν, δρυίνην τετράγωνον λεκάνην.</p>
+
+<p>&nbsp;— Φόρτε! εκέλευσεν ο αρχιεργάτης, όταν συνεπληρώθη η μία στροφή
+του ατράκτου, εκτεθέντος του σχοινίου του μοχλού. Οι νεανίαι έπαυσαν τότε να
+στρέφωνται, ανέκυψαν. Είς εξ αυτών εποτυλίσσει το περί τον αργάτην σχοινίον,
+περιστρέφων αυτόν διά ταχείας κινήσεως ως σβούραν, ο δε αρχιεργάτης εκβαλών
+τον μοχλόν, την μανέλλαν, έθηκεν ήδη αυτήν εις την άλλην οπήν του ατράκτου, ίνα
+πάλιν αρχίση νέα στροφή αυτού μετά φοβερωτέρου τριγμού όλης της μηχανής,
+τριγμού καθελκυομένου εις την θάλασσαν πλοίου. Εις το διάστημα τούτο της
+ελαχίστης αναπαύλας, είς των νεανιών εύρε καιρόν να γελάση με τον μογιλάλον,
+όστις ίστατο εκεί κρατών τον κενόν ασκόν με βλέμματα ανακριτού:</p>
+
+<p>&nbsp;— Γιαν! κιμίκρ!</p>
+
+<p>&nbsp;— Κιμίκρ! απήντησε και ο μογιλάλος. Και διά νεύματος και σχήματος
+ηρώτησεν αν έκαμαν τηγανίτες.</p>
+
+<p>&nbsp;— Γιαν! Νά! κιμίκρ! Απήντησεν ο νεανίας. Και έδειξεν εις τον μογιλάλον
+τον πύραυνον του ελαιοτριβείου, μέγαν και φοβερόν, ως της Κολάσεως εν ταις
+αγιογραφίαις, ένθα βράζει η πίσσα. Πράγματι, εν μέσω πυκνοτάτου καπνού, χήρα
+μεσήλιξ, με κατάμαυρην μανδήλαν και κατακόκκινον πρόσωπον, παρά το
+παμφάγον πυρ, ησχολείτο επιμελώς κατασκευάζουσα και ψήνουσα τηγανίτας. Αι
+πυρήναι, — τα λείψανα των εκθλιβομένων ελαιών — δι' ων καίωνται των
+ελαιοτριβείων οι πύραυνοι, εξέπεμπον φλόγας ως κάμινος, αίτινες αδηφάγοι
+πύρινοι γλώσσαι, περιεζώννυον την τεραστίαν χύτραν, μεγαλειτέραν και της του
+μαγειρείου του ρωσσικού μοναστηρίου, εν η βράζει το ύδωρ, το χρησιμεύον, ίνα
+βρέχωνται αι πάναι, και μη απομένη εν αυταίς έλαιον άθλιπτον. Εγγύς εκεί, παιδίον
+υπηρετικόν ήντλει ύδωρ φρεάτιον διά σιδηράς αντλίας, πληρούν την φοβεράν
+χύτραν και συγχρόνως εσώρευεν υπ' αυτήν πυρήνας, εν ώ αι φλόγες
+κροταλίζουσαι, περιεκύκλουν όλον τον πύραυνον. Διά τούτο η μαύρη χήρα ολονέν
+προς τα έξω απέσυρε τας παρειάς της και το τηγάνιον, κινδυνεύουσα να περιζωσθή
+υπό των φλογών. Τότε ο μογιλάλος την είδε και είπε σταθείς άνωθέν της:</p>
+
+<p>&nbsp;— Κιμίκρ!</p>
+
+<p>Όλα τα πράγματα, ως είπομεν, έμψυχά τε και άψυχα, κιμίκρ εκάλει ο πονηρός
+μογιλάλος, καταρτίσας ούτω γλώσσαν απλουστάτην, μονόλεξον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πας 'ς το παππού μ! Εκραύγασε τότε η χήρα εννοήσασα, ότι ήλθεν ο
+δεκατιστής. Και στραφείσα είπε προς τον κυρ-Δημάκην ιστάμενον κατωτέρω
+υψηλά, επί λόφου πυρήνας, ως κήρυκα, με το πρόσωπόν του το παχύ και στιλπνόν,
+εύχαριν, γαλήνιον ως να εχόρτασεν ύπνον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Βρυκολάκιασες πλεια. Δεν σε κολλάει ο ύπνος, θαπώ; Εσύ μ' αυτά τα
+δέκατα θα ξεμπερδέψης!</p>
+
+<p>&nbsp;— Οκτώ χιλιάδες εμέτρησα σήμερα, κυρα-χήρα. Την πρώτη δόσι! Τ'
+ακούς; τ' ακούω, πες!</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, μα νάχωμαι και νου μας, εξηκολούθησεν η χήρα τηγανίζουσα, το
+μέτρο είνε μεγάλο. Κατάλαβες;</p>
+
+<p>&nbsp;— Και τι ήθελες, κυρα-χήρα; νάνε ξύγκικο;</p>
+
+<p>&nbsp;— Είνε, λέει, 10 δράμια μεγαλείτερο από τες πέντε οκάδες, όπως πρέπει
+να είνε το μέτρο.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τόσο καλλίτερα, που είνε μεγαλείτερο.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι μα είνε για σένανε όχι για μένανε.</p>
+
+<p>Ο δεκατιστής ιδών ότι η χήρα δεν ηπατάτο, υπέλαβεν:</p>
+
+<p>&nbsp;— Ου, καϋμένη κυρα-χήρα, δέκα δράμια μεγάλη δουλειά!</p>
+
+<p>&nbsp;— Δέκα από μένα, δέκα από την άλλη. Κατάλαβες κυρ-Δημάκη; Την
+στιγμήν εκείνην η κάμινος ανέλαμψε φαεινώς, του παιδός σωρεύσαντος νέαν
+πυρήνα, κ' εφάνη υπό το δάσος των οφρύων το οξύ και λάμπον βλέμμα του
+ενοικιαστού, όπερ αισθανθείσα η χήρα επ' αυτής ισχυρώς αντανακλώμενον,
+κατεβίβασε την μανδήλαν της.</p>
+
+<p>&nbsp;— Νά, αυτός ο μουγγός φταίει κυρα-χήρα! Είπε πραΰνων αυτήν ο κυρ-
+Δημάκης, φοβούμενος μήπως διαδοθή ότι το μέτρον του ήτο πράγματι
+μεγαλείτερον κατά 10 δράμια.</p>
+
+<p>&nbsp;— Έχω, κατάλαβες, εξηκολούθησε, δυο μέτρα, ένα παληό και ένα
+καινούργιο. Το παληό τα είχα 'ς το Προμύρι.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τότες που θα σε φυλάκωναν και τώστριψες;</p>
+
+<p>&nbsp;— Κοροφέξαλλα! Πιστεύεις τι λένε; — Λοιπόν του είπα του μουγγού να
+παίρνη τα καινούργιο που είνε σωστό. Μα αυτός όλο λαθεύει και ξεχνά.</p>
+
+<p>&nbsp;— Κιμίκρ! Εψέλλισεν ο μογιλάλος, εννοήσας ότι περί αυτού ελάλουν, και
+συγχρόνως από μέσα από το παλαιόν μέτρον, όπερ εβάσταζεν εξήγαγε το νέον,
+απαστράπτον, εκ λευκοσιδήρου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Νά, λοιπόν κυρά-χήρα! Να μη παραπονιέσαι. Εμείς δεν θέλομε ν'
+αδικήσωμε κανένα. Και φουσκώσας τας παρειάς του καταυγαζομένας υπό του
+φωτάς είπε:</p>
+
+<p>&nbsp;— Το άδικον ουκ ευλογείται!</p>
+
+<p>&nbsp;— Κιμίκρ! Υπέλαβεν επιδοκιμάζων και ο μογιλάλος και ζητών να λάβη
+μίαν τηγανίταν, αίτινες ευωδίαζον εκεί, σωρός, εντός μεγάλου ωοειδούς
+πινακίου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Εμείς 'ς το Προμύρι είχαμε μεγαλείτερο μέτρο, μα αφού εδώ σεις
+θέλετε μικρότερο, μάλιστα, το μικρότερο κυρά-χήρα, να μη παραπονιέσαι. Εγώ δεν
+θέλω να παραπονιέσαι.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αυτά να τα πης 'ςτον κλήδωνα, κυρ-Δμάκη.</p>
+
+<p>Ούτως ο κυρ-Δημάκης ήτο πρόχειρος να διορθόνη τα πάντα, κατά τας
+απαιτήσεις των κτηματιών.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ιδιότροποι! Επανελάμβανε θέλων να καλύψη ούτω την κατάχρησίν
+του.</p>
+
+<p>Την στιγμήν εκείνην θόρυβος ηκούσθη κάτω εις την κατέναντι γωνίαν του
+ελαιοτριβείου, όπου περιεστρέφετο ο λίθος, ο συνθλίβων τας ελαίας και
+μεταποιών αυτάς εις λάμα. Είχεν αρχίσει την εργασίαν του ο Νικόλας ο
+Κοψαχείλης, διά τρομακτικών φωνών διευθύνων τον ημίονόν του, κυλίοντα το
+μάρμαρον και συνάμα διά του σιδηρού πτύου ωθών υπ' αυτό τας ελαίας.</p>
+
+<p>&nbsp;— Α! εκραύγαζεν ο Κοψαχείλης, με κομμένον το άνω χείλος, άδων
+συνάμα την «Γιαννούλαν» και ρίπτων λοξά βλέμματα προς την φωταυγή εστίαν,
+παρά την οποίαν η ωραία χήρα κατεσκεύαζε τας τηγανίτας, ίνα κολακεύση την
+λαιμαργίαν των εργατών και αποθλίψωσι κανονικώς το έλαιον αυτής. Έχουσα παρ'
+εαυτή πινάκιον βαθύ, περιέχον τον λευκόν βουτυρώδη πολτόν του αλεύρου,
+έρριπτε κουταλιές-κουταλιές εξ αυτού εντός του τηγανίου, πλήρους ελαίου, όπερ
+τότε οξέως τσιτσιρίζον ακόνιζε την όρεξιν του Κοψαχείλη, όστις περιεστρέφετο μεν
+μετά του ημιόνου του περί το ελαιοτριβείον, αλλά δεν έπαυε και από του να
+παρακολουθή τα ψήσιμον των τηγανιτών, τας οποίας διά του πηρουνίου
+λαμβάνουσα η χήρα έθετεν επί άλλου πινακίου εν σωρώ, όστις εμεγεθύνετο
+αδιακόπως, λευκοκίτρινος, ροδισμένος, ενώδης, αχνίζων έλαιον, το οποίον όσον
+ωσφραίνετο ο Κοψαχείλης, τόσον εμελώδει, κομμένην, κατατσακισμένην την
+φαιδράν και χορευτικήν «Γιαννούλαν», εν ώ το μάρμαρον κυλιόμενον ετσάκιζε
+θλιβερώς τας μαύρας ελαίας, ριφθείσας εκεί πλυμένας, καθαράς. Ο κυρ-Δημάκης
+εννοήσας ότι ακόμη δεν ήτο καιρός να μετρήση, ανοίξας την κοπάναν και ιδών
+πόσον έλαιον εν αυτή υπήρχεν, υπολογίσας δε την ώραν καθ' ην θα ήτο ανάγκη να
+λάβη το δέκατον, απήλθεν εις άλλο ελαιοτριβείον, προς μεγάλην λύπην του
+μογιλάλου, εν ώ ήδη οι εργάται, αφού απετίναξαν από τας πάνας την ξηράν
+πυρήναν, συναθροισθέντες εν κύκλω περί τον πύραυνον και την χήραν, ήρχισαν να
+καταβροχθίζωσι δύο-δύο τας απαλάς ως κουκούλια τηγανίτας, βυθίζοντες αυτάς
+εις το κύπελλον του μέλιτος, ως αρπακτικά πτηνά.</p>
+
+<p>&nbsp;— Κιμίκρ! Εμουρμούρισεν απειλητικώς ο μογιλάλος κατά του αυθέντου
+του, μη αναμείναντος, μη δυνάμενος να εκφράση τον πόνον της καρδίας του, κ'
+εξήλθεν, εν ώ οι εργάται, ροφώντες το καυστικόν τσίπουρο διά μεγάλων ποτηρίων
+ηύχοντο προς την φιλότιμον χήραν:</p>
+
+<p>&nbsp;— Κι' εις άλλα με υγείαν!</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Το θορυβωδέστερον μαγαζί του χωρίου ήτο το οινοπωλείον του Γεωργή της
+Θασίτσας, εγγύς της παραλίας, εις το σκότος ενός στενού. Κυρίως δεν ήτο ούτε
+οινοπωλείον τακτικόν, ούτε μαγειρείον, ούτε μαγαζί καν. Δεν ήτο τίποτε. Η θύρα
+του η μεγάλη και τετράγωνος, με δύο πλατέα φύλλα, ως πυλών πανδοχείου, και το
+μόνον παράθυρον, ήνοιγον μόνον τας παραμονάς των εκλογών, και τας δικασίμους
+ημέρας των ποινικών, δύο-τρεις φοράς τον μήνα. Και όταν καμμιά παρέα είχε «να
+ψάλη καμμιά συναγρίδα ή να διαβάση καμμιά στέρφα γίδα». Τότε ο Γιώργης της
+Θασίτσας, ένας ολοστρόγγυλος ως κρεοπώλης, ξανθός νεανίας, έπαιρνεν από τα
+σπίτι τα χρειαζόμενα, εγέμιζε καμμιά δαμιζάνα μαύρο γλωσσότικο, και καμμιά
+χιλιάρικη μοσχάτο εντόπιον και τότε άνοιγε το οινοπωλείον του. Ομοίως τακτικώς,
+μετά την συνεδρίασιν των ποινικών εν τω ειρηνοδικείω, διεξήγετο εκεί νέα
+συμπληρωτική συνεδρίασις των ποιμένων όλων συναθροιζομένων εν αυτώ, ότε
+εγίνετο εκεί μεγάλη εξόδευσις ούζου, φωνών και ενίοτε και ξύλου. Τότε ο Γιωργής
+της Θασίτσας μποτίλιες-μποτίλιες εκουβαλούσε το τσίπουρο, εν ώ ο κυρ-Μάρκος, ο
+πολυλογώτερος των δικολάβων, υπό τους ατμούς του καίοντος ποτού απήγγελλεν
+αλύπητα εγκώμια υπέρ του φίλου του πταισματοδίκου, αν ηθωόνοντο οι πελάται
+αυτού, ή αράδιαζε φοβερά κατηγορητήρια, αν κατεδικάζοντο. Εκεί τότε εγίνετο
+νέα, πλέον εξηκριβωμένη, εξέτασις των μαρτύρων, υπό τους οξείς αλαλαγμούς του
+ποιμένος Φουσκοδενδριά, άνευ του οποίου αδύνατον ήτο να διεκπεραιωθή
+ποινική δίκη. Εκεί πολλάκις ερρυθμίζοντο και αι διεξαγωγαί των πολιτικών
+υποθέσεων, οριζομένων των θεμάτων εις τους διαφόρους μάρτυρας παρά το
+ατμίζον νεφελώδες ποτόν. Ενίοτε όμως ο Γιωργής της Θασίτσας, μεταβαίνων εις
+την προκυμαίαν εκαθάριζε κοντόχονδρον ως τον εαυτόν του βαρέλιον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ώρες καλές! Τον εχαιρέτιζαν εις την αγοράν. Ήτο σημείον ότι
+προσήγγιζον αι εκλογαί. Τότε, λαμβάνων χρήματα παρά των υποψηφίων να κερνά
+το κόμμα, εθεώρει περιττόν να βάλη το κρασί του καθενός χωριστά. Επλήρου
+λοιπόν ολόκληρον βαρέλιον. Και τότε το μαγαζείον του από δικαστήριον ή
+ποιμνιοστάσιον μετεβάλλετο εις οινοπωλείον πράγματι. Ελησμονήσαμεν να
+προσθέσωμεν ότι ο Γιωργής της Θασίτσας ειργάζετο ακόμη άλλην μίαν φοράν κατ'
+έτος, τας νύκτας του δωδεκαημέρου, όταν τα «έκοπταν». Τας νύκτας εκείνας ο
+Γιωργής της Θασίτσας ήτο πάντοτε . . . κλειστός. Τοιουτοτρόπως το τιποτένιο αυτό
+μαγαζί, ήτο το θορυβωδέστερον όλων των μαγαζείων, διότι ειργάζετο πάντοτε, και
+ανοικτόν και κλειστόν, εις επισήμους περιστάσεις του χωρίου.</p>
+
+<p>Διά τούτο ο καπετάν-Παρμάκης, ο νέος υποψήφιος δήμαρχος, μόνον εις αυτό
+εσύχναζε. Βαρυνθείς την θάλασσαν, επώλησε την ωραίαν σκούναν του, την ταχείαν
+και καλοθάλασσον «Ελένην» κ' έγεινε στεργιανός. Πλην συνηθίσας εις τας
+τρικυμίας, δεν ηδύνατο κατ' αρχάς να ζήση εν τη ξηρά. Έχασε τον ύπνον. Μόλις
+παρήρχετο το μεσονύκτιον, ηγείρετο και ήρχιζε τα τσιγάρα, μεταβαίνων εις την
+αίθουσαν του οίκου του και παρατηρών εκ του παραθύρου αν ήνοιξε κανέν
+καφενείον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αυτό δεν είνε ζωή! Εμουρμούριζεν.</p>
+
+<p>Εκοιμάτο, έτρωγεν, έπαιζε πρέφα, έτρωγε και πάλιν εκοιμάτο. Κατελήφθη υπό
+μελαγχολίας.</p>
+
+<p>&nbsp;— Μπονάτσα και σήμερα! Επανελάμβανε καθ' εκάστην προς την
+σύζυγόν του. Και αρεσκόμενος να φοιτά εις του Γιωργή της Θασίτσας, όπου μόνον
+ανεμιμνήσκετο, ως έλεγε, των τρικυμιών της θαλάσσης, λέγει ημέραν τινά προς τον
+οινοπώλην.</p>
+
+<p>&nbsp;— Μωρέ παιδί μου, δεν έχει και καμμιά φουρτούνα, μωρέ Γιωργή
+μου;</p>
+
+<p>&nbsp;— Φουρτούνες; Άλλο τίποτα! απήντα ο Γιωργής της Θασίτσας. Τώρα ν'
+αρθή ο κυρ-Μάρκος από το νεροδικείο και να ιδής! Ν' αρθή ο Φουσκοδενδριάς
+από τα μανδρί και ν' ακούσης!</p>
+
+<p>&nbsp;— Μωρέ παιδί μου, φουρτούνες, μωρέ Γιωργή μου! Αυτά είνε
+σαγανάκια!</p>
+
+<p>Ο Γιωργής της Θασίτσας, ως πονηρός όπου ήτο, διελογίσθη ημέραν τινά ότι το
+έτος εκείνο έληγεν η δημαρχική περίοδος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ξέρεις τίποτα, καπετάν-Παρμάκη; Παρετήρησεν ο οινοπώλης, θέλων
+να παρηγορήση τον λυπημένον διά τας νηνεμίας του νέου βίου πλοίαρχον. Θα σου
+βάλω μια κάλπη μεθαύριο. Μια κάλπη, που λες, να ιδής φουρτούνες που γυρεύεις!
+Να λες, αμάν, τι είνε τούτα;</p>
+
+<p>Τωόντι ο Γιωργής της Θασίτσας μετά ταύτα, μίαν πρωίαν, εκαθάριζεν εν τη
+προκυμαία δύο των δέκα βαρέλων βαρέλια, επισύρων τον φθόνον του κυρ
+Βαρσαμού, εις μάτην προσπαθούντος να μαντεύση πού εύρεν ο Γιωργής της
+Θασίτσας τόσα κεφάλαια.</p>
+
+<p>Ούτω λοιπόν ο καπετάν Παρμάκης, τρικυμίας επιθυμών, ερρίφθη πλησίστιος με
+όλην την κάσσα του εις τον εκλογικόν σάλον, σχεδιάζων την επιτυχίαν εν κοινώ
+συμβουλίω μετά του φίλου του, του Γιωργή της Θασίτσας, παρισταμένης πάντοτε
+και παχείας βαυκάλεως, πλήρους από του γαλακτώδους εκείνου ποτού. Δις
+ηγωνίσθη έως τότε τον εκλογικόν αγώνα, αλλ' απέτυχε. Πρώτον ως δήμαρχος και
+δεύτερον ως βουλευτής. Αλλά δεν απηλπίζετο. Εύρε μάλιστα μεγάλην ηδονήν
+ενασχολούμενος να χαιρετίζη, να κερνά, να συντρέχη όσον ηδύνατο τους εκλογείς
+του. Και αντί να τρώγη και να κοιμάται μόνος του, έτρωγε πλέον μετά των
+πολιτικών οπαδών του το πλείστον, και ηγρύπνει πολλάκις εις του Γιωργή της
+Θασίτσας, εργαζόμενος υπέρ της επιτυχίας του.</p>
+
+<p>Ήτο Νοέμβριος. Είχεν ήδη προκηρυχθή η δημοπρασία των ελαιοδεκάτων.
+Ημέραν τινά, ο καπετάν-Παρμάκης, πίνων το πρωινόν τσίπουρο — για της πρώτες
+χολές — λέγει κρυφά προς τον Γιωργή της Θασίτσας.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ξέρεις τίποτα, μωρέ παιδί μου; Θα του τα πάρω τα δέκατα, μωρέ
+Γιωργή μου!</p>
+
+<p>&nbsp;— Του κυρ-Δημάκη;</p>
+
+<p>&nbsp;— Του κυρ-Δμάκη! Ο Γιωργής της Θασίτσας ήρχισε να γελά.</p>
+
+<p>&nbsp;— Γιατί, μωρέ παιδί μου, γελάς; Γιατί, μωρέ — Γιωργή μου;</p>
+
+<p>&nbsp;— Του κυρ-Δμάκη;</p>
+
+<p>Ηρώτησε πάλιν ο Γιωργής της Θασίτσας, θαυμάζων.</p>
+
+<p>&nbsp;— Θα του τα πάρω σου λέω!</p>
+
+<p>&nbsp;— Θα πέσης όξω, καπετάν-Παρμάκη! Άκουσε και μένα. Προσέθηκεν ο
+Γιωργής της Θασίτσας, προσφέρων έν ακόμη ποτόν, το δεύτερον — για της
+δεύτερες χολές!</p>
+
+<p>&nbsp;— Να σ' πω, Γιωργή μου, παιδί μου. Εγώ καθώς πούλησα την «Ελένην
+μου» έτσι κ' έτσι πεσμένος όξω είμαι, θα του τα πάρω, σου λέω!</p>
+
+<p>&nbsp;— Μα ξέρεις τι θα πη κυρ-Δμάκης; Τον γνωρίζεις τον κυρ-Δμάκη; Ξέρει
+εκείνος, καπετάνιο μου, να λογαριάση και τα φύλλα της εληάς ακόμα!</p>
+
+<p>&nbsp;— Μωρέ, παιδί μου, σε θέλω νάσαι έξυπνος άνθρωπος, μωρέ Γιωργή
+μου. Εσείς άλλο από το τσίπουρο δεν ξέρετε.</p>
+
+<p>Και ροφήσας ακόμη ένα ποτήριον, εξηκολούθησεν:</p>
+
+<p>&nbsp;— Εγώ μονομιάς σας έμαθα όλους, τάμαθα όλα κιόλας. Είνε το μόνον
+μέσον για να πάρουμε την εκλογή. Μωρέ παιδί μου, απάνω ς' την εκλογή, μωρέ
+Γιωργή μου, μαθαίνεις τι ζητάει ο κόσμος. Απάνω στην εκλογή σ' ανοίγει ο άλλος
+την καρδιά του και σου ξομολογιέται. Σου γυρεύει πέντε δραχμές; θα πη πως
+πάσχει από φτώχια. Σου γυρεύει καμμιά θεσούλα; θα πη πως πάσχει από
+τεμπελιά! Λοιπόν, μωρέ παιδί μου, η χήρες φωνάζουν. Τες γδύνει, μωρέ Γιωργή
+μου, ο κυρ-Δμάκης τες κλέφτει, μωρέ παιδί μου!</p>
+
+<p>&nbsp;— Το ξέρουμε αυτό καπετάνιο μου, μα τι να κάμουμε μαθές, τι να
+κάμουμε;</p>
+
+<p>&nbsp;— Να πάρουμε τα δέκατα!</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν τ' αφίνει!</p>
+
+<p>&nbsp;— Να του τα πάρουμε!</p>
+
+<p>Ο Γιωργής της Θασίτσας σιωπηλός, συλλογισμένος, ως άνθρωπος λησμονήσας
+πού έχωσε τον θησαυρόν του, επλήρωσε δυο ποτήρια μέχρι στεφάνης από την
+αφαίρεσίν του, τα οποία, καθώς τα είχεν εκεί κοντά, τα ερρόφησεν ο καπετάν-
+Παρμάκης και τα δύο, αφαιρεθείς και αυτός εκ συμπαθείας:</p>
+
+<p>&nbsp;— Εσείς, μωρέ παιδί μου, μόνο τσίπουρο ξέρετε να πίνετε εδώ, μωρέ
+Γεωργή μου!</p>
+
+<p>Αυτά έχουν αι τρικυμίαι της ξηράς!</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Την κυριακήν, μίαν εβδομάδα κατόπιν, ο καπετάν-Παρμάκης, φορέσας την
+γούναν του με το παχύ δέρμα του λύκου το κεραμόχρουν και τραχύ — ήτο χειμών
+δριμύς — τα ρωσσικά υποδήματά του και τον βαρύν κούκκον εν τη κεφαλή,
+ωργισμένος, κατακόκκινος, αφού έπιε καμμιά δεκαριά τσίπουρα πρωί-πρωί μετά
+την λειτουργίαν, αναιβοκατέβαινεν εν τη μεγάλη οδώ της αγοράς, μόνος, κρατών
+την χονδρήν ράβδον και στρήφων τον άγριον μύστακά του, σιωπηλός, πύρινος, ως
+όταν διεσκέλιζεν, αμίλητος, το κατάστρωμα της ωραίας Ελένης του, κλεισμένος,
+από παρακαιρόν, είς τινα έρημον όρμον της Ανατολής.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ο φόρος του ελαιοδεκάτου 15 χιλιάδες! Ηκούετο η φωνή του
+κήρυκος, παρά την θύραν του κεντρικού εν τω χωρίω καφενείου.</p>
+
+<p>Εν αυτώ άνθρωποί τινες έπαιζον πρέφαν. Παρά τινα δε τράπεζαν ογκώδης
+μηλωτή, σωρευμένη, σκληρά, ακίνητος, ο ειρηνοδίκης του χωρίου, διεξήγε την
+δημοπρασίαν των ελαιοδεκάτων. Κατέναντι, εξαγαγών τα υποδήματά του, εκάθητο
+σταυροποδητί επί του ξυλίνου σοφά — αλλά τούρκα — ο κυρ-Δημάκης, με το
+λειότατον, παχύ, ξυρισμένον, επίμηκες πρόσωπον, ήρεμον και πράον ως πρόσωπον
+ημέρου οικοσίτου αμνάδος, με δασείς οφρύς, αποκλειούσας τους οφθαλμούς του,
+φορών τον θεσσαλικόν καστανόχρουν γεωργούλην του. Εκάθητο εκεί γαλήνιος,
+σιωπηλός, αναμετρών το κομβολόγι του ως ηγούμενος Αγιορείτης.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ο φόρος του ελαιοκάρπου 15 χιλιάδες, επανέλαβεν η φωνή του
+κήρυκος έξωθεν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Και πεντακόσιες ακόμα! Ηκούσθη τότε ο κυρ-Δημάκης, ακίνητος,
+ατάραχος ως δεμένη αμνάς.</p>
+
+<p>Ο όγκος της μηλωτής ανεσάλευσε. Χειρ εξήλθεν από τινος πτυχής, χειρ ωχρά
+και ασθενής. Συνέλαβε την πένναν η χειρ και εσημείωσε το ποσόν. Μόλις όμως ο
+κήρυξ ανήγγειλε μεγάλη τη φωνή την νέαν προσφοράν, εναρμονίως και με χαράν,
+ως μαθητής αλλάζων το μάθημά του, κ' εμφανισθείς προ της θύρας ο καπετάν-
+Παρμάκης, κατακόκκινος, ωργισμένος, με την ναυτικήν του γούναν και τον βαρύν
+κούκκον, εκραύγασε χωρίς να εισέλθη·</p>
+
+<p>&nbsp;— Είκοσι χιλιάδες! Κ' έγεινεν άφαντος, επισείων απειλητικώς την
+βαρείαν κεφαλήν του, και την βαρυτέραν ράβδον του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι θα του τ' αφήσω! Ηκούσθη μακρόθεν κραυγή. Ο κυρ-Δημάκης
+εκινήθη ολίγον εν τη θέσει του χωρίς όμως να ξεδιπλώση τους πόδας του, οίτινες
+ήσαν αφανείς υπό τα μαύρον βρακίον του και μετά χάριτος μειδιών είπε:</p>
+
+<p>&nbsp;— Και πεντακόσιες! Η βαρεία μηλωτή ανεκινήθη και πάλιν και η
+ασθενής χειρ εσημείωσε τα νέον ποσόν, μόλις προφθάσασα να σημειώση το
+πρώτον. Επειδή δε οι παίζοντες την πρέφαν, διάκόψαντες τα παιγνίδιόν των,
+ανέβλεψαν προς τον κυρ-Δημάκην θαυμάζοντες, ούτος εθεώρησε πρέπον να
+δικαιολογήση εαυτόν και είπε:</p>
+
+<p>&nbsp;— Ψόφια πράματα. Ούτε με 18 δεν βγαίνω, αφεντάδες μου. Μα τι να
+κάμη κανείς!</p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν γιατί προσθέτεις; ηρώτησε φωνή τις,</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι να κάμουμε! απήντησεν ο κυρ-Δημάκης. Βρεθήκαμε. Αυτή είνε η
+δουλειά μας. Να πούμε την αλήθεια. Εφέτος είνε άκαιρο το μαξούλι. Ούτε με 18
+δεν βγαίνω. Μα τι να κάμω!</p>
+
+<p>Ο κήρυξ χαίρων ετραγώδει την νέαν προσφοράν:</p>
+
+<p>&nbsp;— Είκοσι χιλιάδες πεντακόσιες, ο φόρος του ελαιοκάρπου! Εις την
+ξυλίνην θύραν του μικρού καφενείου εβρόντησε πάλιν ράβδος βαρεία, ως μοχλός
+ν' αναμοχλεύση όλην την θύραν, η ράβδος του καπετάν-Παρμάκη, όστις μόλις
+προφθάσας να ροφήση έν τσίπουρο, να καταιβούν η χολές, που σταθήκανε 'ς τον
+λαιμόν του από το πρωί, ακούσας κηρυττομένην την νέαν προσφοράν, έσπευσεν
+εις το καφενείον και χωρίς να εισέλθη φωνάζει κατακόκκινος από της θύρας:</p>
+
+<p>&nbsp;— Εικοσιτέσσαρες!</p>
+
+<p>Ο ειρηνοδίκης βλέπων ότι αυξάνει το ποσόν πέραν των ελπίδων του, εξήγαγεν
+από της μηλωτής το κάτωχρον πρόσωπόν του ως από το όστρακον χελώνης, και διά
+της χειρός εσημείωσε την νέαν προσφοράν.</p>
+
+<p>Οι χαρτοπαίζοντες ώκτειραν την απειρίαν του πλοιάρχου, όστις επλειοδότει
+τόσον αποτόμως.</p>
+
+<p>&nbsp;— Εικοσιτέσσαρες και μισή. Προσθέτει πάραυτα γλυκά-γλυκά ο κυρ-
+Δημάκης, εξακολουθών ν' αναμετρή το κομβολόγι του. Και αποτεινόμενος προς τον
+κόσμον, ως να τον ηρώτησαν, επαναλαμβάνει:</p>
+
+<p>&nbsp;— Ούτε με 20 δεν βγαίνω!</p>
+
+<p>&nbsp;— Μα γιατί προσθέτεις λοιπόν, γέρω-πονηρέ; Ερωτά ο
+δημογραμματεύς, περιφερόμενος εκεί με την πένναν εις χείρας πάντοτε.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι να κάμω, κυρ-θανασάκη μου! Βρεθήκαμε, Ήτανε γραφτό να
+πεθάνω.</p>
+
+<p>&nbsp;— 'Σ τη φυλακή! Διακόπτει χλευάζων ο δημογραμματεύς. Αλλ' ο κυρ-
+Δημάκης βήξας, ίνα μη ακουσθή η βαρεία χλεύη, εξακολουθεί τας δικαιολογήσεις
+του:</p>
+
+<p>&nbsp;— Ήτανε γραφτό να πεθάνουμε καμπόσοι δεκατιστήδες! Στην
+ψάθα!</p>
+
+<p>&nbsp;— Εικοσιτέσσαρες πεντακόσιες! Εκήρυττεν ο δημόσιος κήρυξ.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τριάντα! Κραυγάζει αίφνης ο Καπετάν-Παρμάκης, έμπλεως οργής,
+θηριώδης, θαρρών ότι διά της φωνής του εκείνης συνέτριβεν υπό τους οδόντας του
+την μειλίχιον και ειρηνικήν παρειάν του κυρ-Δημάκη.</p>
+
+<p>&nbsp;— Κιμίκρ! Ελθών, είπεν εις το ους του κυρ-Δημάκη ο μογιλάλος αυτού
+υπηρέτης. Ο κυρ-Δημάκης εννόησεν ότι το φαγητόν ήτο έτοιμον, και φορέσας τα
+υποδήματά του απήλθεν εύχαρις, γελαστός, ως άνθρωπος πεπεισμένος, ότι τα
+δέκατα ήσαν ιδικά του.</p>
+
+<p>Η δημοπρασία έληξεν ούτω την μεσημβρίαν και ο φόρος έμεινεν επ' ονόματι
+του τελευταίου πλειοδότου, του Καπετάν-Παρμάκη, υπό την έγκρισιν της
+Νομαρχίας.</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι θα του τ' αφήσω! Εκραύγαζεν ωργισμένος ακόμη, ο καπετάν-
+Παρμάκης, ως όταν εις το κατάστρωμα της «Ελένης» του, του έπταιον όλα, διότι
+ηναγκάζετο να μένη ακίνητος εις τον έρημον όρμον ένεκα των εναντίων
+ανέμων.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Ακριβώς την επαύριον η γραία Φουλίτσα, ολοστρόγγυλος ως κορασίς,
+συναντήσασα την γραίαν Αχτίτσαν ξηράν ως κορμόν πλατάνου, εις του Βασίλη την
+βρύσιν, ανήγγειλε προς αυτήν, ότι τα δέκατα θα τα πάρη φέτος ο καπετάν-
+Παρμάκης. Είχε διαδοθή το πράγμα εις το χωρίον και πάντες έχαιρον μεν διότι
+ηλευθερούντο από την λαιμαργίαν του αρχαίου δεκατιστού, όστις τα τελευταία έτη
+κατέστη πολύ καταπιεστικός και άρπαξ και πλεονέκτης, αλλ' ηπόρουν και
+εφοβούντο μαθόντες την γενναίαν προσφοράν του πλοιάρχου, όστις δεν έκαμνε
+καλά να τρέχη τόσον. Αλλ' ο κυρ-Δημάκης, σκοπεύων δι' αναφοράς του προς το
+επαρχείον να κάμη νέαν προσφοράν, και θέλων να βεβαιωθή καλλίτερον περί της
+συγκομιδής, εξήλθε την επαύριον εις περιοδείαν. Και όταν την νύκτα επέστρεφε με
+την πανσέληνον και προσέπαιζον προς αυτόν αι εργάτιδες, ως είδομεν, ούτος ουδέ
+προσέσχεν εις τα αστεία των, αλλά, τραγουδών, έγεινεν άφαντος υπό τα
+ελαιόδενδρα.</p>
+
+<p>Τωόντι εις τόσον μέγα ποσόν ουδέποτε άλλοτε είχον ανέλθει τα ελαιοδέκατα.
+Αλλ' ουδέποτε άλλοτε ήτο και τόση ευφορία. Όλοι οι ελαιώνες της νήσου εις όλας
+τας θέσεις ήσαν τα έτος εκείνο γεμάτοι. Τα δένδρα όλα ήσαν να σπάσουν αν και
+είχεν εξαχθή έως τώρα αρκετόν έλαιον, οι δε ιδιοκτήται καθ' εκάστην ησχολούντο
+θέτοντες φούρκες — στηρίγματα — υπό τα τρυφερώτερα κλωνάρια. Ο ελαιών —
+δάσος ατελείωτον — ήτο κατάφορτος εκ του καρπού, ωριμάσαντος πλέον, ως να
+επεκάθησαν επ' αυτού σμήνη αγνώστων μαύρων ζωυφίων, κατακαλύψαντα και τα
+φύλλα του ιερού δένδρου. Υποκάτω, εντός του καθαρισμένου κύκλου εκάστης
+ελαίας, σωροί-σωροί εφαίνοντο αι πίπτουσαι ελαίαι, μεγάλαι ως κάρυα, τας
+οποίας ουχί πλέον ανά μίαν διά των δακτύλων, αλλά πολλάς ομού εσύναζον αι
+εργάτιδες, πληρούσαι αυτοστιγμεί τα καλάθια και είτα τους σάκκους.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ως το πάσχα! Έλεγον οι κτηματίαι χαίροντες.</p>
+
+<p>Από του Σεπτεμβρίου, ότε πλέον βεβαιούται η εσοδεία, παρερχομένων των
+κινδύνων, οι χωρικοί συχνάζοντες εις του Γεωργή της Θασίτσας συνεζήτουν περί
+του ποσού της συγκομιδής και συγχρόνως παρεσκεύαζον τα της συλλογής, άλλοι
+παραγγέλλοντες ζώα διά την μεταφοράν, άλλοι νέας μηχανάς ιδρύοντες, και άλλοι
+διαλογιζόμενοι την αύξησιν των ημερομισθίων. Πολλάκις, προσεπάθουν τότε να
+φιλοτιμήσωσι τον κυρ-Δημάκην, διερχόμενον εκείθεν, ώστε να προδώση την
+γνώμην του, πλην ούτος περιωρίζετο να επαναλαμβάνει το απαίσιον:</p>
+
+<p>&nbsp;— Ψόφια πράματα!</p>
+
+<p>Ο ίδιος ο έφορος διαταχθείς να εκτιμήση τον καρπόν, ήλθεν εις την νήσον. Αλλ'
+εις μάτην εζήτησε να οδηγηθή κατά τι υπό του μόνου ειδικού εις τούτο:</p>
+
+<p>&nbsp;— Κάμε με έμφορα, να σ' πω. Απέφευγεν ο κυρ-Δημάκης. Διά τούτο και
+πολλάκις ανεβλήθη έως τώρα η κατακύρωσις της δημοπρασίας, διωρίσθησαν δε
+επιστάται, οίτινες, περιερχόμενοι τας μηχανάς, εσημείωνον το ποσόν του
+εκθλιβομένου ελαίου. Ο έπαρχος λαβών τα έγγραφα της τελευταίας δημοπρασίας
+και θαμβωθείς προ των 30 χιλιάδων του καπετάν Παρμάκη, ήτο έτοιμος να
+επικυρώση τα δέκατα επ' ονόματι του τολμηρού πλοιάρχου και συνεννοείτο ήδη
+μετά της Νομαρχίας, ότε λαμβάνει νέαν αίτησιν του κυρ- Δημάκη. Συγχρόνως το
+υπουργείον υποπτεύσαν την ευφορίαν την έκτακτον και θέλον να εξασφαλισθή,
+διέταξε να γείνη μία τελευταία, οριστική όμως δημοπρασία, εν τη πρωτευούση της
+επαρχίας, διότι είχε την ιδέαν, ότι θα θελήσωσι και άλλοι να παρουσιασθώσιν
+ενοικιασταί. Διά τούτο, όταν ανεγνώσθη η τελευταία προκήρυξις του επάρχου περί
+της οριστικής πλέον δημοπρασίας, ήτις θα εγίνετο εν Σκοπέλω τη 26 Δεκεμβρίου
+ημέρα Κυριακή, ο καπετάν-Παρμάκης εγέλασε. Και εγέλασε, διότι δεν ηπατήθη εις
+τους υπολογισμούς του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Μωρέ τι έκαμες, καπετάνιο μου, θα σ' τα φορτώση! Επανελάμβανεν ο
+Γιωργής της Θασίτσας, φοβισμένος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Έννοια σου Γιωργή μου, έννοια σου, παιδί μου! Απεκρίνετο ο πρώην
+πλοίαρχος, φοβισμένος όμως ενδομύχως και αυτός και κρυφά τρέμων — να
+είπωμεν την αλήθειαν. — Βεβαίως ο καπετάν-Παρμάκης δεν εγνώριζε να
+υπολογίση μίαν ελαιοκαρπίαν, ως εγνώριζε να υπολογίζη μέχρι μιλίου τας
+αποστάσεις εν θαλάσση. Ουχ ήττον, ως ευφυής ναυτικός, εκ των ησύχων και
+μαλακών προσφορών του κυρ-Δημάκη, επείσθη περίπου περί του όλου ποσού.
+Κάμνων επίτηδες πηδήματα εις τας προσφοράς του, ενόμιζεν ότι θα ηνάγκαζε τον
+φυγάδα προμυριώτην ν' αποσυρθή. Πλην, τουναντίον, εκείνος τα πηδήματα του
+ναυτικού παρηκολούθει δι' ησύχων βηματισμών και κατώρθου να τον προφθάνη
+και μάλιστα να τον υπερβαίνη. Αληθώς όμως το τελευταίον πήδημά του ήτο
+επικίνδυνον, αποτέλεσμα του θυμού του. Το ανεγνώριζε, πλην υπεκρίνετο εκ
+φιλοτιμίας τον τολμητίαν. Διά τούτο ο καπετάν- Παρμάκης πληροφορηθείς περί της
+νέας δημοπρασίας εγέλασεν, ευχαριστημένος, διότι επέτυχεν εις τας υποψίας
+του:</p>
+
+<p>&nbsp;— Δε σου τώλεγα, μωρέ παιδί μου, δε σου τώλεγα εγώ, μωρέ Γιωργή
+μου! Επανελάμβανε κατόπιν τρατάρων τσίπουρο όλους τους εν τω οινοπωλείω
+πέρα- πέρα.</p>
+
+<p>Ο κυρ-Δημάκης όμως ήτο σύννους μετά ταύτα. Έβλεπεν ότι το κέρδος του
+ηλαττούτο ολονέν διά των νέων προσφορών του πλοιάρχου και δεν ήτο διόλου
+ευχαριστημένος. Δεν ήτο δε και τόσον πλούσιος όσον τον εφαντάζοντο. Ο φίλος
+του, ο κυρ-Βαρσαμός, ο παντοπώλης, μαθών ότι προέτεινε νέαν προσφοράν,
+είπε:</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι κάμνεις, αδελφέ κυρ-Δημάκη; Έχεις σκοπόν να μας φύγης νύχτα
+πάλιν;</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Αλλά τι τα έκαμνε τα χρήματα και τα κέρδη του ο φοβερός ενοικιαστής;
+Διεδίδοντο πολλά. Επλήρωνε τα χρέη του εις την πατρίδα του επιθυμών να επανίδη
+τας λεμονέας του Προμυρίου; Έλεγον οι μεν. Ετάιζε τους υπαλλήλους να τον
+διευκολύνωσιν εις τας δημοπρασίας; Προσέθετον οι δε. Τον έτρωγεν η γραία
+Αχτίτσα ως το κόκκαλο; Διέδιδον άλλοι. Το τελευταίον εφαίνετο πιθανώτερον, εις
+τους πάντοτε υπόπτους γείτονας, εν ώ έβλεπον την φιλαργυρίαν του δεκατιστού
+και γλισχρότητα. Η μακρυνή εκείνη συγγενής του, εις την οικίαν της οποίας κατώκει
+τώρα τόσα έτη, είχεν ωραίαν, ως είπομεν, ολοστρόγγυλην κόρην, την σεμνήν Ματώ
+με την μαύρην ελήτσα εις την αριστεράν παρειάν, την οποίαν υπεσχέθη, φαίνεται,
+ο κυρ- Δημάκης να λάβη σύζυγον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά να το φυλάξετε μυστικό, παιδιά μου. Εγώ θα σας πω πότες.</p>
+
+<p>Παρεκάλεσεν ο κυρ-Δημάκης.</p>
+
+<p>Και είδεν ευχαρίστως τότε ότι αι προς αυτόν, τον ξένον και έρημον,
+περιποιήσεις μητρός και κόρης, ηύξησαν, ως ήτο φυσικόν, εις το έπακρον.</p>
+
+<p>Του έπλυνον, του εμαγείρευον, του έστρωνον.</p>
+
+<p>Και μάννα και κόρη το είχον κρυφήν χαράν το μυστικόν των. Όμως παρήρχοντο
+τα έτη και ο κυρ-Δημάκης δεν έκρινε καλόν ν' αποκαλύψη το μυστικόν των.</p>
+
+<p>&nbsp;— Θα σας πω εγώ πότες. Επανελάμβανε πάντοτε.</p>
+
+<p>Η ωραία Ματώ, φιλοτεχνούσα τα προικιά της τας νύκτας του χειμώνος, παρά
+την εστίαν, ηρώτα πολλάκις την μητέρα της.</p>
+
+<p>&nbsp;— Θα μας πη ο κυρ-Δημάκης, πλαδίτσα μου, θα μας πη, κοτίτσα μου.
+Έχει τα δέκατα τώρα. Δεν αδειάζει· έχει δουλειές! Απήντα η γραία, καθησυχάζουσα
+αυτήν.</p>
+
+<p>Ούτω με τα πότε ο κυρ-Δημάκης έχει τα δέκατα, πότε ο κυρ-Δημάκης θα πάρη
+τα δέκατα, παρήρχοντο τα έτη, και η ωραία Ματώ εμεγάλωνε και μετ' αυτής και η
+μαύρη ελήτσα, την οποίαν είχεν εις την αριστεράν παρειάν.</p>
+
+<p>Πλην επί τέλους απειληθείς ο κυρ-Δμάκης υπό τινων ναυτικών, ιταμών εν τω
+δικαίω των, συγγενών της γραίας Αχτίτσας, ηναγκάσθη να δηλώση ότι τα
+Χριστούγεννα εφέτος θα έδενε παντρειές και θα εστεφανόνετο. Αυτός δεν ήτο νέος
+να παρατείνη τας γλυκείας του αρραβώνος ημέρας.</p>
+
+<p>Και η γραία Αχτίτσα πλέον, μόνη της εμάζονε κ' εκουβαλούσε της εληές από το
+Μποστάνι, τρεις ώραις από το χωριό, προς μεγάλην κατάπληξιν της γραίας
+Φουλίτσας, ήτις παρεξενεύετο εις του Βασίλη την βρύσιν, μη βλέπουσα και την
+ολοστρόγγυλην κόρην της.</p>
+
+<p>Αλλ' η κόρη, επισπεύδουσα, απόσωνε τα προικιά της, νυκτερεύουσα.</p>
+
+<p>Και μαθούσα παρά του κυρ-Δημάκη το προσφιλές του τραγούδι, υπέψαλεν
+αυτά την νύκτα η γλυκεία κόρη, κεντώσα τον καλόν χιτώνα της, παρά την λάμψιν
+της εστίας, κάτω εις το κατώγειον, αόρατος και ημέραν και νύκτα, ενώ η γραία
+Αχτίτσα, κατάκοπος ερχομένη από τον ελαιώνα, έπιπτε ξύλο κούτσουρο:</p>
+
+<p class="poem"><i>Δίψασ' η Πανίτσα<br />
+και πάει να πιη νερό<br />
+και η μάννα τς δεν το ξέρει<br />
+πως ίκαμε γαμπρό.</i></p>
+
+<p>Εξημέρωνεν η παραμονή των Χριστουγέννων. Ο κυρ-Δημάκης την νύκτα
+εκείνην, ετοιμαζόμενος, ίνα μεταβή την επαύριον εις Σκόπελον, διά την
+δημοπρασίαν, εκάθητο πλησίον του πυρός, σύννους, θερμαινόμενος, ότε
+προσήλθεν ο μογιλάλος, κομίζων αυτώ λαδωμένας τινάς σημειώσεις περί του
+εξαχθέντος την ημέραν εκείνην ελαίου εις τας μηχανάς. Ο κυρ-Δημάκης, έως ου
+γείνη η κατακύρωσις των δεκάτων, ώφειλε να γνωρίζη ακριβώς, όχι μόνον το ποσόν
+του καρπού, του επί των δένδρων, αλλά και το εξαχθέν ήδη έλαιον.</p>
+
+<p>Τότε λοιπόν και ούτος εξαγαγών το ιδικόν του σημειωματάριον, ρυπαρόν και
+λαδωμένον ωσαύτως, εσημείωσε τα ποσά, τα οποία τω παρουσίασεν ο υπηρέτης,
+έκαμε σύντομόν τινα λογαριασμόν, εσημείωσε και την άθροισιν, κ' εφάνη λίαν
+ευχαριστημένος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Κιμίκρ; Ηρώτησεν ο υπηρέτης, ως να του έλεγε: — Καλά;</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλά! είπεν ο κυρ Δημάκης. Και διά σημείου τω υπέδειξεν, ότι αύριον
+αναχωρεί.</p>
+
+<p>&nbsp;— Κιμίκρ; Ερωτά πάλιν ο μογιλάλος, ως να τω λέγη: — Εις την
+Σκόπελον;</p>
+
+<p>Είχεν εννοήσει ο πονηρός υπηρέτης όλα. Ο κυρ-Δημάκης κατένευσε.</p>
+
+<p>Πλην ο πτωχός μογιλάλος εσκυθρώπασεν αίφνης. Εσυλλογίσθη τα φαιδρά
+Χριστούγεννα, την εορτήν, την ανάπαυσιν, την εστίασιν, την βρώσιν, την πόσιν. Και
+διά των δακτύλων του παρέστησε προς τον αυθέντην του, ζωηρώς, διά τριών
+θλιβερών σχημάτων, μεγάλων και πολυσυνθέτων, πρώτον το Χριστόψωμον, και
+είτα τον οβελόν του χοιρινού, στρεφόμενον εν τη ασβεστωμένη εστία, και τέλος το
+ευφρόσυνον κρασοβόλιον.</p>
+
+<p>Μετά τούτο ο κυρ-Δημάκης, συλλογισμένος πάντοτε, κατηφής και άφωνος ως
+να έγραφε την διαθήκην του, εκάλεσε την Αχτίτσαν, μόλις ξαβοηθήσασαν το
+σακκίον των ελαιών. Δύο-δύο ανήλθεν η γραία τας βαθμίδας από της χαράς,
+πιστεύσασα, ότι ο κυρ-Δημάκης θα ώριζεν αυτή την ημέραν των αρραβώνων και
+των γάμων:</p>
+
+<p>&nbsp;— Κ' ήθελα παιδί μου, να σε ρωτήσω από τα πρωί, για να ζυμώσωμε τα
+Χριστόψωμα. Να ετοιμάσουμε, μαθές. |</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, κυρά-μητέρα! Όχι ακόμα! απήντησε θλιβερώς ο κυρ-
+Δημάκης·</p>
+
+<p>Η γραία-Αχτίτσα απελιθώθη. Τόσον βέβαιον εθεώρει το πράγμα, αφ' ης ημέρας
+ο κυρ-Δημάκης έδωσε τον λόγον του, ώστε εκοινολόγησε τούτο, ως είδομεν, και,
+χάρις τη γραία Φουλίτσα, τον αρραβώνα εγνώριζε πλέον όλον το χωρίον. Διά τούτο
+τώρα εμαρμάρωσεν η πτωχή μητέρα. Μετά τινας δε στιγμάς σιωπής παρετήρησε
+μετά σεβασμού και συστολής:</p>
+
+<p>&nbsp;— Είνε αμαρτία, παιδάκι μου! Αμαρτία από τον Θεό!</p>
+
+<p>&nbsp;— Το βλέπω κ' εγώ, κυρά-μητέρα, πως είνε αμαρτία, μεγάλη, μάλιστα,
+που θέλουν να μου πάρουν τα δέκατα, και αναγκάζουμαι, βλέπεις, τέτοιες μέρες να
+πάγω 'ς το Σκόπελο!</p>
+
+<p>&nbsp;— Ώστε δεν θα γείνη πάλι ο γάμος;</p>
+
+<p>&nbsp;— Για γάμο είμαστε, ευλογημένη; Δεν βλέπεις τι φτώχια μας δαίρνει;
+Δεν βλέπεις που με σάστισε αυτός ο καπετάν-Παρμάκης;</p>
+
+<p>&nbsp;— Να μη τον εύρη ο χρόνος, παιδάκι μου! Ναι!</p>
+
+<p>&nbsp;— Να μη τον εύρη ο χρόνος, κυρά-μητέρα! Τώρα είπες καλά.</p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν, κυρ-Δημάκη;</p>
+
+<p>&nbsp;— Θα σας πω εγώ, κυρά-μητέρα, θα σας πω. Τώρα δεν αδειάζω. Σαν
+γυρίσω από το Σκόπελο. Ας περάσωμε τώρα, όπως περάσαμε ως τώρα. Θα σας πω
+εγώ!</p>
+
+<p>&nbsp;— Να σ' πη ο παππάς 'ς τ' αυτί. Θεοκατάρατε! Κατηράσθη καθ' εαυτήν η
+γραία Αχτίτσα, αγανακτήσασα πλέον. Και κατήλθε τας βαθμίδας μίαν-μίαν,
+σπογγίζουσα τους οφθαλμούς της με την μανδήλαν της, να μη την ίδη κλαίουσαν η
+ωραία κόρη της και λυπηθή και αυτή, η ορφανή και απροστάτευτη.</p>
+
+<p>Συγχρόνως ο μογιλάλος, αποκρεμάσας τα δισάκκιον και την χλαίναν, ετίναξε και
+ητοίμασεν αυτά διά το ταξείδιον.</p>
+
+<p>Μετ' ολίγον, ο κυρ-Δημάκης, πάντοτε σκυθρωπός και συννεφιασμένος, ως
+άνθρωπος μέλλων ν' αυτοκτονήση, απεκοιμήθη, νομίσας ότι καθησύχασεν ούτω
+την γραίαν, ίνα εγερθή την πρωίαν. Κάτω δε εις το κατώγειον φως έλαμπεν ακόμη
+από τας χαραμάδας του πατώματος και φωνή γλυκεία ηκούετο σιγά-σιγά
+άδουσα:</p>
+
+<p class="poem"><i>Νύσταξ' η Πανίτσα<br />
+και πάει να κοιμηθείbr />
+κ' η μάνα τς δεν το ξέρει<br />
+πως θα στεφανωθή.</i></p>
+
+<p>Η ορφανή κόρη απόσωνε τα προικιά της.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Ο καπετάν-Παρμάκης εις δύο περιστάσεις ωργίζετο εν τη ζωή του. Ότε
+ηναγκάζετο να ποδίση ένεκα εναντίων ανέμων, και όταν εβλάπτετο τυχόν ο
+εξαρτισμός της ωραίας σκούνας του υπό του μανιακού μαΐστρου. Αλλ' ωργίζετο
+παραφόρως τότε, θεωρών εαυτόν ηττημένον, κ' εφρύαττε κατά των αναισθήτων
+στοιχείων. Ήδη μεταβαλών τρόπον βίου, μετέβαλε και τας αφορμάς της οργής του
+και της μανίας του. Ωργίζετο μόνον κατά τας εκλογάς, αλλ' όχι πλέον κατά των
+ανέμων και των κυμάτων, αλλά κατ' άλλων, εμψύχων στοιχείων, του κόσμου, κατά
+της απάτης, του δόλου και των μηχανών, κατά των αντιπάλων του, καθ' εαυτού,
+κατά του Γιωργή της Θασίτσας, όστις τω υπέδειξε τας τρικυμίας της ξηράς:</p>
+
+<p>&nbsp;— Μα όχι πάλιν τέτοιες φουρτούνες, μωρέ παιδί μου, μωρέ Γιωργή
+μου!</p>
+
+<p>Ηγανάκτει θραύων την βαύκαλιν του πνιγηρού ποτού, τη επαύριον των
+εκλογικών αποτυχιών του. Πλην όμως μετά ταύτα επραΰνετο. Η τρικυμία
+παρήρχετο. Οι οφθαλμοί του δεν ήσαν πλέον θολοί. Διηύγαζον την χαράν. Αι
+παρειαί του αι κατακόκκινοι, ηθρίαζον φεγγοβολούσαι την φαιδρότητα. Και ιδού
+πάλιν ο καπετάν-Παρμάκης ο ευπροσήγορος, ο φιλόφρων, ο φιλόξενος.</p>
+
+<p>Ούτω και τη επαύριον της δημοπρασίας ο αμίλητος, ο πύρινος, ο δύσπνους, ο
+άγριος καπετάν-Παρμάκης, επραΰνθη, εμειδία και ηστεΐζετο εν τω οινοπωλείω του
+Γιωργή της Θασίτσας. Διελέγετο οικείως και προς αυτόν τον αντίπαλόν του, τον
+κυρ-Δημάκην. Εις Σκόπελον, κατά την οριστικήν δημοπρασίαν, είχε καιρόν να
+εκμανή πάλιν. Συστήματα βλέπετε.</p>
+
+<p>Διά τούτο και ο κυρ-Δημάκης δεν απηξίωσεν, εθεώρησε μάλιστα τιμήν του, να
+συνταξειδεύση μέχρι της πρωτευούσης της επαρχίας μετ' αυτού του ασπόνδου
+αντιπάλου του:</p>
+
+<p>&nbsp;— Αγάπα με να σ' αγαπώ! Προσεφώνησεν ο καπετάν-Παρμάκης τον κυρ-
+Δημάκην, όστις ήλθε να επιβιβασθή εις την μικράν λέμβον, φέρων επ' ώμων την
+χλαίναν και βαστάζων το ελαφρόν δισάκκιον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Να σ' πω, καπετάνιο, είπεν ο κυρ-Δημάκης, επιβιβαζόμενος, κ' αν δεν
+τα πάρης εσύ τα δέκατα, θα τα πάρω εγώ!</p>
+
+<p>&nbsp;— Ένας απ' τους δυο μας, κυρ-Δημάκη!</p>
+
+<p>Εκραύγασεν από της λέμβου, ομιλητικώτατος κ' εύχαρις ο πλοίαρχος.</p>
+
+<p>Ήτο πρωία. Εις την αποβάθραν ουδείς εφαίνετο. Μόνος ο Σταυρής, ο
+καφεπώλης, εισπνέων ορμητικώς τον πρωινόν αέρα, ως άνθρωπος αιωνίως
+κρυωμένος, ιστάμενος παρά την θύραν του καφενείου του εψέλλισε με την
+ρίνα:</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλό πνίξιμο, κυρ-Δημάκη!</p>
+
+<p>Την μεσημβρίαν, λέμβος μικρά έπλεε δευτερόπριμα προς την αιπεινήν
+Σκόπελον. Τ' απόκρημνα βουνά της, καταπράσινα εκ των πεύκων, εξεδιπλούντο
+ολονέν εγγύτερον, διανοίγοντα τας πτυχάς των, τας φάραγγας, τα ρεύματά των,
+τους όρμους των, τας χαλικώδεις ακτάς των. Η νήσος όλη καμαρωτή προέβαινεν ως
+πάγκαλος Νηρηίς.</p>
+
+<p>Ο καπετάν-Παρμάκης, εννοήσας ότι ο γέρων αλιεύς, έχων τους οφθαλμούς του
+καρφωμένους εις την από του ιστίου κρεμαμένην μεγάλην φλάσκαν, δεν ετιμόνιζε
+καλά, έλαβεν αυτός το πηδάλιον, καθήσας επί της κωπαστής εν τη πρύμνη.</p>
+
+<p>Εμπρός, εν τη πρώρα, ο κυρ-Δημάκης κουκουλωμένος υπό την χλαίναν του ως
+αμνάς γονατισμένη, εθεώρει τον πυθμένα, όστις ήρχιζε να διακρίνηται
+πολύχρωμος, πολυσχιδής, προσεγγιζούσης της λέμβου πρός τινα ξηράν νησίδα,
+πρό τινος ερήμου όρμου άδων το φαιδρόν τραγουδάκι του, ίνα μετριάζη την
+κατήφειαν, ήτις εξηκολούθει να περιβάλη το άκακον πρόσωπόν του ως μαύρη
+σκέπη.</p>
+
+<p>Ο άνεμος ελαττούμενος πρό τινος είχεν εντελώς κοπάσει. Η θάλασσα ήτο
+ακίνητος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Να σταθούμε λίγο να φάμε, όσο να πάρη το μαϊστραλάκι; Ηρώτησεν
+ο κυρ- Δημάκης,</p>
+
+<p>Ο καπετάν-Παρμάκης επεδοκίμασε την πρότασιν, και διηύθυνε την λέμβον
+προς την νησίδα, του αλιέως κωπηλατούντος, ενώ αυτός καταβιβάσας εδίπλωνε τα
+ιστίον, άχρηστον πλέον, θα ήτο δειλινόν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τρώμε ψωμάκι, υπέλαβεν ο καπετάν-Παρμάκης, και ύστερα με το
+μαϊστράλι τα πριμίζουμε σιγά-σιγά.</p>
+
+<p>Και κατηύθυνε την λέμβον έξω προς την νησίδα, όπως προσδέσωσιν αυτήν από
+της ακτής, ίνα φάγωσι με την ησυχίαν των.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ε, ακρογιαλά! ακρογιαλά και κακό! Ανεκραύγασεν ο κυρ-Δημάκης
+από της πρώρας φαιδρυνθείς αίφνης, διότι εξακολουθών να θεωρή τον
+κυανοπράσινον πυθμένα, είδεν αυτόν κατάστικτον από τους εχίνους, και τους
+βράχους της νησίδος πλήρεις οστρακοδέρμων παντοδαπών, άτινα, ως ξεστά
+ποικίλματα λαμπρώς εστόλιζον τους σκοπέλους και τας υφάλους της μικράς νήσου,
+εν ώ οι καρκίνοι, εξελθόντες από τας χασμάδας των, έπαιζον με τον ελαφρόν του
+κύματος φλοίσβον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ε, ακρογιλά! ακρογιαλά και κακό!</p>
+
+<p>Επανέλαβεν ο κυρ-Δημάκης έκπληκτος, ούτως αποκαλών κατά το ιδίωμα της
+πατρίδος του τα κοινώς λεγόμενα μεζέδια.</p>
+
+<p>Η μαργαρώδης, η χρυσοπράσινος, η δροσερά του πυθμένος αίγλη απεδίωξε
+πάραυτα την μαύρην από του προσώπου του σκέπην. Γλυκύς ίμερος τον
+συνεκίνησε προς την θέαν των θαλασσινών.</p>
+
+<p>Ήτο δε ομολογουμένως και δεξιός ερευνητής και αλιεύς τούτων ο κυρ-
+Δημάκης. Όταν συνεπληρούτο πλέον η συγκομιδή του ελαίου, οσάκις δεν είχεν
+άλλην τινά εργασίαν εν τω χωρίω, λαμβάνων τριχίνην πήραν, ένα γάντζον και
+κάμακα και μάχαιραν αιχμηράν, απήρχετο εις τας βορειοδυτικάς ακτάς πεζή, εν
+καιρώ γαλήνης, και από της ξηράς, γιαλό-γιαλό χωρών, συνέλεγε πλήθος εξ αυτών,
+βοσκομένων εν τη ακρογιαλιά, με γυμνάς τας κνήμας πηδών από βράχου εις
+βράχον, απομακρυνόμενος, κύπτων, εγειρόμενος, ακινητών, εξαφανιζόμενος,
+συγχεόμενος με την ακτήν, ανακινούμενος βράχος.</p>
+
+<p>Ο γέρω-Αρνάκιας, ο βοσκός, ένας τόσος δα ανθρωπάκος, βλέπων από του
+ύψους, από τον Άγιον Ιωάννην του Κάστρου, όπου είχε τα προβατάκια του, μίαν
+προκύπτουσαν προς την θάλασσαν σκιάν, αρχίζουσαν από έν τριγωνικόν
+οξυκόρυφον κάλυμμα και απολήγουσαν εις δύο γυμνάς κνήμας, έλεγε κάμνων τον
+σταυρόν του:</p>
+
+<p>&nbsp;— Ως και την θάλασσα την δεκατίζει αυτός ο δεκατιστής!</p>
+
+<p>Το βράδυ επανήρχετο ο κυρ-Δημάκης με ευωδιάζουσαν θαλασσίως την
+τριχίνην πήραν, πλήρη παντοειδών οστράκων, αναμίξ κειμένων, και συριζόντων
+συριγμόν τινα δροσερώτατον, ως φλοισβίζοντος κύματος. Κογχύλια παμμέγιστα με
+το επίπτυγμα αυτών πρασινοκίτρινον ως χρυσούν νόμισμα επικολλημένον,
+πεταλίδες ως μικρά πιατάκια, αι βραχωταί, αι οποίαι ψήνονται εις την ανθρακιάν,
+μία-μία, θαύμα ιδέσθαι και πάγκαλαι φαγείν, μίδια τα ιώδη και ιόχροα με τα
+θαλάσσια βρύα κρεμάμενα από της άκρας ως ξανθοί κροσσοί, αι λευκοπόρφυροι
+ως παρθενικά χείλη καλόγνωμαι, αίτινες ροφώνται ως το φίλημα, αι μυστικαί
+φούσκαι, ασκίδια πλήρη θαλασσινής ευωδίας, καρκίνοι με τεθραυσμένους τους
+πόδας ακίνητοι, και πάγουροι τετράγωνοι ως μία παλάμη, πληγωμένοι διά της
+αιχμηράς μαχαίρας, με συντετριμμένα τ' απειλητικά αυτών στόματα, όλα ταύτα
+έκειντο εν τη πήρα. Ενίοτε οκτάπους τις φέρων εις τους κολλώδεις πλοκάμους του
+ορμαθόν κογχυλίων προσκολληθέντων, ως διπλούν και τριπλούν κομβολόγιον, και
+πολλάκις σηπία με τον μαύρον ρύπον της, ως χειρ απείρου μαθητού. Όλα αυτά
+εξέρριπτεν από της πήρας του ο κυρ-Δημάκης, κ' επλήρου λεκάνην όλην, υπό τα
+άπληστα βλέμματα της γραίας Αχτίτσας, ήτις άλλα έψηνεν, άλλα εμαγείρευε, και
+άλλα έτρωγεν ωμά.</p>
+
+<p>Πολλάκις όμως ο κυρ-Δημάκης μετέβαινεν «εις τ' ακρογιαλά» και την νύκτα. Και
+τότε φοβερώτερον ήτο το θέαμα εις τους οφθαλμούς του αγραυλούντος
+βοσκού.</p>
+
+<p>Ο γέρω-Αρνάκιας, κουκουλωμένος με την καπίτσαν του εις τον Άγιον Ιωάννην σ'
+το Κάστρο, όπου έβοσκε τ' αρνάκια του, επανειλημμένως έκαμνε τον σταυρόν
+του:</p>
+
+<p>&nbsp;— Άι Γιάννη μ' τι πράμα νάνε αυτό! τι πράμα νάνε αυτό, Άι Γιάννη μ'! Και
+έβλεπεν ακίνητος, τρέμων από του φόβου:</p>
+
+<p>Υψηλόσωμος άνθρωπος, κουλουριασμένος τοξοειδώς, εις το χείλος αποτόμου
+σκοπέλου, έκλινε προς το κύμα, ως να έπλυνε τους πόδας του. Αι κνήμαι του
+ημιβυθισμέναι εις την θάλασσαν, κρύαν εν τη νυκτί. Φάντασμα, λευκαίνον τα
+φανταστικά ιμάτιά του. Μάγισσα, μαγεύουσα τα εύμορφα ναυτόπουλα. Με την
+μίαν χείρα κρατεί κάμακα και προσπαθεί να καμακίση εις το βάθος του σειομένου,
+του προξενούντος ίλιγγον πυθμένος, πράγμα τι, το οποίον βλέπει και πάλιν δεν
+βλέπει. Με την άλλην κρατεί ελαφρόν σιδηρούν πυροφάνιον, εμπεπορπημενον
+από της οσφύος του, προς το πέλαγος τείνον, εν ώ σχίζαι δαδός, καίουσαι,
+διαχέουσι φαεινόν σέλας, φλογίζον λαμπρώς μέγαν κύκλον πέριξ, εντός του οποίου
+ο μαύρος τοξοειδής εκείνος όγκος παλαίει, ως να θέλη να πνιγή και πάλιν ως να μη
+θέλη. Κινείται, τέρας αμφίβιον, κινείται μετ' αυτού και ο φωτεινός κύκλος ηρέμα,
+περιηγούμενος την ακτήν την βραχώδη, αναβαίνων, καταβαίνων, ως μετέωρον από
+του ουρανού καταπεσόν, ως φλοξ από του κύματος αναδύσα, την κύκλω βραχώδη
+ακτήν ζωογονήσασα, ης οι απότομοι σκόπελοι, μετακινούνται, θαρρείς,
+φωσφορίζοντες, δαιμόνια από το επάνω υψούμενον γυμνόν Κουρούπι
+κατακρημνισθέντα, να πνιγώσιν εις τα πέλαγος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι πράμα νάνε αυτό, Αϊγιάννη μ'! Αϊγιάννη μ'! τι πράμα νάνε
+αυτό!</p>
+
+<p>Επανελάμβανεν ο βοσκός, ο γέρω-Αρνάκιας, εις τον άγιον Ιωάννην σ' το
+Κάστρο, φυλάττων τα προβατάκια του, μη γνωρίζων ότι ο κυρ-Δημάκης, καθώς ήτο
+λαμπρός αλιεύς των ακρογιαλών την ημέραν, ούτως ηδύνατο να ήναι και την
+νύκτα.</p>
+
+<p>Τότε ιδίως η αλιεία είνε πλουσιοπάροχος, αλλά και πλέον κοπιώδης. Τότε
+συνέβη πολλάκις ο κυρ-Δημάκης και κέφαλον κοιμώμενον να καμακίση, και
+λαύρακα σπινθηρίζοντα ως εξ αργύρου, και σκορπιόν θεότυφλον. Τότε ουδείς
+πάγουρος διέφευγε τον άσπλαγχνον γάντζον του. Όσα κοιλώματα και αν είχε το
+βαθύ χάραυλον, ο κυρ-Δημάκης είχε την τέχνην να τον εξαγάγη εκείθεν, θέλοντα
+μη θέλοντα. Όταν όμως ο πονηρός πάγουρος εισέδυεν εντός του βράχου, αόρατος,
+αφρούς μόνον εκπέμπων, τότε ο κυρ-Δημάκης, πονηρότερος αυτός, εξήγε πρώτον
+διά της μαχαίρας του το ήμισυ αυτού μέρος, και είτα το έτερον ήμισυ.</p>
+
+<p>Εν ανάγκη έθετεν εντός της ζώνης του έν τινι αυτής πτυχή και ικανήν ποσότητα
+λαδιάς, όπως διαβλέπη καθαρώτερον τον πυθμένα.</p>
+
+<p>Ολόκληρος ζωντανή αλιάς αρματωμένη ο κυρ-Δημάκης. Πάνοπλος, με τον
+κάμακα και τον γάντζον και την μάχαιραν, εμπεπηγμένα εν τη ζώνη, με το
+πυροφάνιον εσβεσμένον εις την μίαν χείρα, με μίαν συναγρίδα δεσμίαν εις την
+άλλην, με την πήραν ογκουμένην από του ώμου, επανήρχετο ο κυρ- Δημάκης εις
+την πόλιν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Να κ' ένας ψαράς του βουνού!</p>
+
+<p>Έλεγαν όσοι τον έβλεπαν.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Προσέδεσαν λοιπόν την λέμβον από τινος βράχου της νησίδος, ίνα φάγωσιν. Ο
+καπετάν-Παρμάκης έλαβε την πήραν του, υπέστρωσε τράπεζαν και εκέλευσε τον
+αλιέα ν' αποκρεμάση από του ιστού την μεγάλην φλάσκαν, βαρείαν, στρογγύλην
+ως άρτον καλοψημένον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Μια στιγμή, καπετάν-Παρμάκη, μια στιγμή! Διέκοψεν αίφνης ο κυρ-
+Δημάκης. Και πάραυτα, απογυμνώσας τας κνήμας του, επήδησεν επί των σκοπέλων
+της ερημονήσου μαλακώς, ως δορκάς:</p>
+
+<p>&nbsp;— Να σας βγάλω καμπόσα ακρογιαλά, για να με θυμάσθε! Εις τον
+καπετάν- Παρμάκην, επροξένησεν ευχαρίστησιν η πρότασις, διότι έβλεπε τόσην
+ώραν μεγάλην την φλάσκαν, και έδωσε την άδειαν μάλιστα εις τον αλιέα να
+τραβήξη μια ως ορεκτικόν, επειδή έβλεπεν αυτόν να θεωρή την μακαρίαν μετά
+πολλής τρυφερότητος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Γρήγορα όμως, γιατί πεινάσαμε. Παρήγγειλεν ο καπετάν-Παρμάκης
+προς τον κυρ-Δημάκην, όστις απορρίψας την χλαίναν επί τινος σκοπέλου κ'
+εξαγαγών την μάχαιραν από της ζώνης του, ήρχισε ν' αποσπά από των πετρών
+ευώδη, ευμεγέθη όστρακα παντοδαπά, τα οποία έθετεν εντός μανδηλίου, όπερ ως
+σακκίδιον εκρέμασεν από της ζώνης του.</p>
+
+<p>Ένεκα του χειμώνος από ημερών δεν επεσκέφθησαν φαίνεται αλιείς τη νησίδα,
+και οι βράχοι της ήσαν υπερπληρωμένοι, αγιάλευτοι.</p>
+
+<p>Ο κυρ-Δημάκης, μεθύσας από της αφθόνου πληθύος των οστράκων, και ταχέως
+από υφάλου εις ύφαλον, από σκοπέλου εις σκόπελον διαβαίνων, έγεινεν άφαντος
+μετ' ολίγον εις την όπισθεν της ξηρονήσου πλευράν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Κυρ-Δημάκη!</p>
+
+<p>Εκραύγασε μετά ταύτα ο καπετάν-Παρμάκης, πεινών. Ο κυρ-Δημάκης δεν
+ήκουσεν.</p>
+
+<p>Αλλ' αίφνης, εκεί που ήτο εξαπλωμένος ο καπετάν-Παρμάκης, επί της
+κωπαστής, αφηρημένος προς το πέλαγος, συλλογιζόμενος — τις οίδε — πόσας και
+ποίας τρικυμίας, τας οποίας συνήντησε με την «Ελένην του», ρίπτει το τσιγάρον
+του εις την θάλασσαν, και κτυπά δι' ισχυρού κολάφου το πλατύ και ψημένον ως
+σανίδα μέτωπόν του. Οι οφθαλμοί του απήστραψαν:</p>
+
+<p>&nbsp;— Λύσε τον κάβο!</p>
+
+<p>Διατάττει αυστηρώς τον αλιέα ο πρώην πλοίαρχος, εγερθείς υψηλός, ογκώδης,
+επί της πρύμνης της χθαμαλής αλιάδος, με την λασσιότριχα μηλωτήν, με τον βαρύν
+κούκκον του, δαίμων των κυμάτων.</p>
+
+<p>Το μαϊστραλάκι ήρχισε να πνέη κρύο-κρύο, παγωμένον.</p>
+
+<p>Κατ αρχάς εμελάνιαζε την κυανήν θάλασσα μ' αιφνίδια, ελαφρά σαγανάκια,
+είτα όμως ανέκτησε την τακτικήν του δύναμιν. Ο πόντος ήρχισε ν' ασπρίζη.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι; θα τον αφήσουμε τον κυρ-Δημάκη;</p>
+
+<p>Ερώτησεν ο αλιεύς, λύων το σχοινίον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Λύσε τον κάβο!</p>
+
+<p>Επανέλαβε, φοβερώς μειδιών ο καπετάν-Περμάκης και προσέθηκεν,
+υπολογίζων τον άνεμον:</p>
+
+<p>&nbsp;— Ίσα το πανί! Μόλα φλώκο!</p>
+
+<p>Κ' επειδή ο αλιεύς ήνοιγε πάλιν το στόμα του πλατύ-πλατύ, ως διά να λαλήση, ο
+καπετάν-Παρμάκης απεστόμωσεν αυτόν, προτείνας την γάστρωνα φλάσκαν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Μη σε μέλει. Τα χαρτιά είναι εις όνομά μου. Αληθώς τα λιμενικά
+έγγραφα είχον εκδοθή επ' ονόματι του καπετάν-Παρμάκη.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ας κάμη Χριστούγεννα με τους καλογέρους.</p>
+
+<p>Μετ' ολίγον η λέμβος, απομακρυνθείσα της ερημονήσου, έπλεε προς τον
+Αγνώντα, σφοδρώς ωθουμένη υπό του μαΐστρου, εν ώ ο καπετάν-Παρμάκης,
+ανοίξας το κλειδοπίνακόν του, παρέθηκεν άφθονον το γεύμα ενώπιον του αλιέως,
+όστις οσάκις εδοκίμαζε να παραπονεθή, ή ν' αναμνησθή τον κυρ- Δημάκην, έβλεπε
+πάντοτε την μεγάλην φλάσκαν κλείουσαν το στόμα του, ην έτεινε προς αυτόν ο
+πρώην πλοίαρχος:</p>
+
+<p>&nbsp;— Πιέ, πιέ, γέρω-γαλιέ, και λούφαξε! Και άφησε τους πεθαμένους!</p>
+
+<p>Ο καπετάν-Παρμάκης, τρώγων τεμάχιον ευώδους λαχανόπηττας, διηύθυνε
+συγχρόνως και το πηδάλιον. Το δε ιστίον, κατάλευκον, φουσκωμένον, ωμοίαζε
+μακρόθεν προς αερόστατον, σύρον βιαίως προς τα εμπρός το σκαφίδιον ως
+πτερόν, μόλις, θαρρείς, απτόμενον της επιφανείας της θαλάσσης.</p>
+
+<p>Ο κυρ-Δημάκης, εισπεσών έν τινι ορμίσκω αβαθεί, όπου η θάλασσα ήτο ως
+λίμνη προς την εναντίαν της νησίδος πτυχήν, συνήντησεν εκεί μέγαν τινά
+πάγουρον, άγριον, βρυωμένον τετράγωνον, μελανόφαιον. Και μη έχων μεθ' εαυτού
+τον γάντζον, προσεπάθει διά της μαχαίρας, τόσην ώραν, να τον αποσπάση από του
+χάσματος, θεωρών εντροπήν του να τον αφήση. Κύπτων ίδρωσε.</p>
+
+<p>Τέλος ηγέρθη κατακόκκινος. Κι' ιδών ότι ο ήλιος έκλινε πολύ προς δύσιν,
+ενθυμήθη τον σκοπόν του ταξειδίου του, τα δέκατα:</p>
+
+<p>&nbsp;— Να μη φρεσκάρη ο μαΐστρος και κλεισθούμε!</p>
+
+<p>Το μανδήλιόν του ήτο πλέον βαρύ-βαρύ εκ των οστρακοδέρμων. Απεφάσισε να
+επανέλθη εις την λέμβον. Υψηλός, με γυμνάς τας κνήμας, αισθανόμενος φρικιάσεις
+παγεράς εις τα νώτα του, με το πρόσωπον ήσυχον, πράον, επίμηκες, από βράχου
+εις βράχον, επανήρχετο προφυλακτικώς, αποφεύγων τους νυγμούς των αιχμηρών,
+ακανθωτών σκοπέλων. Πρώτην φοράν απέβαινεν επί της ξηρονήσου ταύτης, ης η
+περιφέρεια ήτο ελαχίστη. Μακρόθεν παρουσίαζε θέαν ισοσκελούς τριγώνου, ου αι
+πλευραί κατεκαλύπτοντο υπό ούλων θάμνων ερίκης και σχοίνου και τίνων
+αγριελαιών, αίτινες προς την κορυφήν ήσαν πυκναί ως τι δασύλλιον. Λησμονήσας
+προς ποίον μέρος είχεν αφήσει την λέμβον, απεφάσισε να επανέλθη, εκ της αυτής
+ακτής, κ' υπέστρεφε λοιπόν ως μονήρης αλκυών, αναπηδών τους θαλασσωμένους
+σκοπέλους. Κάμψας την βορείαν άκραν — ρίπτει το βλέμμα του προς νότον, αλλ'
+ουδαμού διακρίνει την λέμβον. Ουδόλως εταράχθη, υποθέσας ότι, μικρά ως ήτο, θ'
+απεκρύπτετο υπό τινος βράχου. Ουχ ήτον εκραύγασε:</p>
+
+<p>&nbsp;— Καπετάν-Παρμάκη!</p>
+
+<p>&nbsp;— Καπετάν-Παρμάκη! Απήντησεν η ηχώ, πένθιμος, οδυνηρά,
+μονήρης.</p>
+
+<p>Προχωρεί τότε έμφοβος και σφαλλόμενος, ατενίζων προς νότον την έρημον
+ακτήν, μετά τρόμου φυγάδος, φοβουμένου μη αντικρύση τον διώκτην. Ουδεμία
+λέμβος εφαίνετο.</p>
+
+<p>&nbsp;— Καπετάν-Παρμάκη! Κραυγάζει τώρα τρέμων, κινδυνεύων.</p>
+
+<p>&nbsp;— Καπετάν-Παρμάκη! απήντησεν πάλιν η ηχώ, θρηνώδης, ως βόμβος
+οικίας, κραδαινομένης από σεισμού.</p>
+
+<p>Αίφνης βλέπει την μηλωτήν του ακίνητον, ήσυχον, εκεί επί του βράχου, όπου
+εξελθών προ μικρού είχεν αφήσει αυτήν.</p>
+
+<p>Η καρδία του κτυπά, θαρρείς, να διαρραγή. Θρηνεί, βρυχάται ως λέων:</p>
+
+<p>&nbsp;— Καπετάν-Παρμάκη!</p>
+
+<p>&nbsp;— Καπετάν-Παρμάκη! Ηκούσθη πάλιν η ηχώ η έρημος, βρυχωμένη,
+θνήσκουσα, καγχάζουσα την ανθρωπίνην ασθένειαν.</p>
+
+<p>Έκφρων τότε, έχων τους οφθαλμούς του καθηλωμένους επί της ακτής, αναζητεί
+την λέμβον. Περιέρχεται ακόμη άπαξ την νησίδα. Ίσταται εις έκαστον σκόπελον, εις
+εκάστην πτυχήν βράχου ερευνών, ως εάν η λέμβος, ήτο αόρατόν τι σημείον.
+Αφηρημένος, επί τινάς στιγμάς, θεωρεί μίαν ύφαλον, μη ήτο η λέμβος του.
+Κατωτέρω, ασυνειδήτως, ίσταται και παρατηρεί ασκαρδαμυκτί καρκίνον, παίζοντα
+υπό τον αφρόν του κύματος. Ολισθαίνει παρακάτω, κινδυνεύων να πέση εις τον
+βαθύν πόντον. Αλλ' ουδαμού η λέμβος. Το βλέμμα του τότε αναμετρούν το
+πέλαγος προσπίπτει κάτω, προς τον Αγνώντα, την μεσημβρινήν άκραν της
+Σκοπέλου, όπου βλέπει λευκόν ιστίον να φεύγη ως παμμέγεθες, ανηπαργμένον
+υπό του ανέμου, πτερόν.</p>
+
+<p>Χωρίς να το αισθάνεται, φέρει την παγωμένην χείρα του προς την καρδίαν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Καπετάν-Παρμάκη! Μυκάται εντός του λάρυγγος αυτού.</p>
+
+<p>Βοή πνιγηρά αντηχεί, στεναγμός πνιγομένου.</p>
+
+<p>Κινεί προς τα εμπρός τας χείρας του. Επιχειρεί να κινήση και τους πόδας του,
+νομίζων ότι το ευρύ πέλαγος είνε η θεσσαλική πεδιάς. Κύμα λευκόν τιναχθέν επί
+του βράχου ραντίζει το πρόσωπόν του. Υποχωρεί, πίπτει επί του σκοπέλου,
+απολλύμενος, έχων τους γυμνούς πόδας του κρεμαμένους εντός της θαλάσσης,
+ήτις κυματίζουσα, αφρίζουσα, απειλεί να τον περιβάλη.</p>
+
+<p>Τσαγανός παμπόνηρος, εξ εκείνων οι οποίοι ταξειδεύουσι και βόσκουσιν εν
+ώρα τρικυμίας, ανέρχεται περιπατών, ατάραχος επί των γυμνών κνημών του, ως να
+θέλη να σκώψη την οικτράν περιπέτειαν του αλιέως των ακρογιαλών.</p>
+
+<p>Συνέρχεται. Κάμνει και τρίτον γύρον. Και τότε επείσθη πλέον ότι ο καπετάν-
+Παρμάκης εξηπάτησεν αυτόν. Εθεώρησε τότε τα πέλαγος μήπως διακρίνη άλλην
+λέμβον πλέουσαν, πλην ο πόντος ηπλούτο άγριος, έρημος. Οι οφθαλμοί του
+έκαμνον άσπρα-άσπρα. Έκλεισεν αυτούς ιλιγγιών. Εσκέφθη τότε ότι αύριον ήσαν
+Χριστούγεννα. Η δημοπρασία θα εγίνετο την άλλην ημέραν. Δεν θα έλθη έως
+αύριον βράδυ καμμία βάρκα;</p>
+
+<p>Επραΰνθη προς την σκέψιν του ταύτην. Και ησθάνθη τότε το ρίγος του
+κρυερού, χιονώδους ανέμου. Με την χλαίναν του εκάλυψε τα νώτα αναλαβών
+αυτήν από του βράχου, και κατεβίβασε το βρακίον, περιενδύσας τας γυμνάς
+κνήμας του. Τας περικνημίδας και τα υποδήματα είχε καταλίπει εις την
+λέμβον.</p>
+
+<p>Εξεσφενδόνισεν εις την θάλασσαν το μανδήλιον και τα όστρακα μετά μίσους
+και αποστροφής, ως τι κατηραμένον πράγμα.</p>
+
+<p>Ο ήλιος μετ' ολίγον έδυεν. Ο πόντος εμαύριζε, τα δε κύματα ελεύκαζον,
+φεύγοντα ως αρνία, κυνηγούμενα υπό ωρυομένων λύκων. Πέραν εγαλάνιζον τα
+χθαμαλά βουνά της Σκιάθου, και όπισθεν της ξηρονήσου υψούντο τα όρη της
+Σκοπέλου, εις τας κορυφάς των οποίων έλαμπον ακόμη αι τελευταίαι του ηλίου
+ακτίνες. Ήλθε κ' εκάθησε κατέναντι, με το πρόσωπον προς την Σκόπελον, επίμηκες
+άπελπι, πρόσωπον αμνάδος δρώσης πενθίμως έναντι τον αποκλειόμενον απ' αυτής
+λειμώνα. Έξω διέκρινε τα Έλος, όρμον της Σκοπέλου με το αμμώδες ημικυκλικόν
+παράλιον.</p>
+
+<p>Έβλεπεν ατραπούς εν τω δάσει. Τω εφάνη ότι είδεν ονάριον.</p>
+
+<p>Έβαλε κραυγάς.</p>
+
+<p>Κ' εξαγαγών τον γιωργούλην του επέσειεν αυτόν εις τον αέρα ως σημαίαν
+κινδύνου λησμονών ότι ήτο νυξ και δεν θα διεκρίνετο.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αν ήξευρα να κολυμβώ!</p>
+
+<p>Εδοκίμασε να πατήση εις την θάλασσαν, αλλά πάραυτα απεσύρθη,
+καταπλαγείς από το βάθος φρικιών.</p>
+
+<p>Εκουκουλώθη εκεί υπό τινα σπηλαιώδη βράχον, ριγών, πάσχων, ως θνήσκουσα
+φώκη. Και εις τον νουν του είχε μόνον την τελειωτικήν δημοπρασίαν των
+ελαιοδεκάτων, τα οποία, μετά μίαν ημέραν, θα κατεκυρόνοντο οριστικώς, επ'
+ονόματι του απατήσαντος αυτόν πονηρού αντιπάλου του.</p>
+
+<p>Απεκοιμήθη.</p>
+
+<p>Περί το μεσονύκτιον έβλεπεν εν ονείρω ότι εκάθητο υπερήφανος εν τη αγορά
+της Σκοπέλου, εν μέσω των προυχόντων της νήσου, οίτινες όλοι με τα υψηλά
+καπέλλα διά την εορτήν, τον εκαμάρονον, συγχαίροντες διά την τόλμην του εις τας
+προσφοράς. Ο φοβερός αυτού αντίπαλος, ο καπετάν-Παρμάκης είχεν αποσυρθή.
+Και ο δημόσιος κήρυξ διαταχθείς από τον έπαρχον, ένα δίπηχυν
+φουστανελοφόρον, εκραύγαζε κτυπών επί της τραπέζης το σφυρίον του.</p>
+
+<p>&nbsp;— 32 χιλιάδες μία! 32 χιλιάδες δύο! τριάντα δύο χιλιάδες ο φόρος του
+ελαίου! Και μετ' ολίγον προσέθετε:</p>
+
+<p>&nbsp;— Έχει άλλος; Θα πάρη τέλος. Έχει άλλος; Και πάλιν είτα κροτών
+ισχυρότερα το σφυρίον του επανελάμβανε βροντωδέστερον:</p>
+
+<p>&nbsp;— Τριάντα δυο χιλιάδες μία! τριάντα δύο χιλιάδες δύο! τριάντα δύο
+χιλιάδες; Ορίστε, κύριοι, θα πάρη τέλος!</p>
+
+<p>Κόσμος πολύς, ο κόσμος της αγοράς, περιεκύκλωσε τον έπαρχον, περίεργος διά
+το αποτέλεσμα, Οι προύχοντες όλοι εκεί με τα υψηλά καπέλλα όρθιοι.</p>
+
+<p>Τω εφάνη τότε ότι ο κήρυξ διαταχθείς εκτύπησε τελειωτικώς το σφυρίον επί της
+τραπέζης, αναφωνήσας!</p>
+
+<p>&nbsp;— Τριάντα δύο χιλιάδας, τρεις!</p>
+
+<p>Προς τον τρίτον αυτόν κρότον ο κυρ-Δημάκης αφυπνίσθη. Αντί των προυχόντων
+Σκοπελιτών, είδε πελώριον κύμα λευκάζον εν τω σκότει, και αντί του σφυρίου του
+κήρυκος, ήκουσε τωόντι γλυκύτατον ήχον μοναστηριακού σημάντρου, όπερ προ
+τόσης ώρας εκρούετο περιπαθώς, εξεγείρον τους λάρους και τας αλκυώνας εις την
+θείαν υμνωδίαν. Ανεμνήσθη ότι εξημέρωνον τα Χριστούγεννα· και θεωρήσας τότε
+την γυμνότητά του έκλαυσεν.</p>
+
+<p>Το σήμαντρον αντήχει ακόμη γλυκύτατα από της κορυφής της
+ερημονήσου:</p>
+
+<p>&nbsp;— Το τάλαντον, το τάλαντον, τα τα, τα τα, το τάλαντον!</p>
+
+<p>Και ανεκινείτο αρμονικώς, θαρρείς, η ξηρόνησος προς τα ηχήματα του
+σημάντρου ως να εχόρευεν υπό την ησυχίαν της αστροφεγγούς νυκτός, με όλους
+τους βράχους της, τους καρκίνους της και τους θάμνους. Ο μαΐστρος είχε
+κοπάσει.</p>
+
+<p>&nbsp;— Θα είνε εδώ καμμία εκκλησία! Διελογίσθη ο κυρ-Δημάκης. Και
+πάραυτα εσκέφθη.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ίσως θα ήλθε καμμία βάρκα! Και είδες το πρόσωπόν του, το πρώην
+άγριον και κατηφές, ως η συννεφιασμένη Ζαγορά, να πραϋνθή εν τω άμα, να
+αιθριάση.</p>
+
+<p>Διά της ατραπού ανήρχετο προς την κορυφήν της νησίδος, οπόθεν ηκούοντο
+του σημάντρου οι ήχοι. Σιγά-σιγά, υπό το φως των αστέρων, αναβαίνων και
+διασκελίζων ως αγρία αιξ τα ξηρόκλαδα και τους θάμνους, ήκουσε τώρα και τον
+ήχον ηδυλάλου κώδωνος:</p>
+
+<p>&nbsp;— Ντίγκι-νταγκ! ντίγκι-νταγκ! ντίγκι-νταγκ!</p>
+
+<p>Πουλάκια τινά τω εφάνη ότι ετσιτσίρισαν φαιδρώς μέσα εις τας φωλεάς των,
+και τις αλκυώνος σκιά, πεταχτή, ανεκινήθη επί υψηλού σκοπέλου, τινάσσουσα τα
+πτερά της εν χαρά. Και αναβλέψας είδε τα άστρα εν τω απλέτω αυτών φωτί,
+κινούμενα ως προς υποδοχήν και προσκύνησιν του Βασιλέως του κόσμου, χορεία
+παμφαής των ποικιλωνύμων αστερισμών, και μονήρεις φεγγοβόλοι πλανήται, υπό
+την αρχηγίαν του σελαγίζοντος εκπάγλου Διός. Μετ' ολίγον διέκρινε τον θόλον του
+ναΐσκου, πολυχρώμως φεγγοβολούντα εν μέσω του δασυλλίου των αγριελαιών.
+Ερημίτις γέρων, μετά δύο νεωτέρων υποτακτικών, έζη εν τη ερημονήσω, ανηκούση
+είς τινα μονήν του αγίου Όρους, κ' ετέλει την νύκτα εκείνην την αγρυπνίαν των
+Χριστουγέννων.</p>
+
+<p>Ο κυρ-Δημάκης διήλθε μικρόν τινα πυλώνα, ον εύρεν ανοικτόν, κ' εισήλθεν εις
+αυλήν πλακόστρωτον, πλαισιουμένην υπό τινων κελλίων. Κατέναντι ήτο ο ναΐσκος,
+μικρός συμμαζευμένος, βυζαντινός.</p>
+
+<p>Ο ερημίτις, γέρων, πολιός, οστεώδης, μαραμμένος, εξήρχετο από τινος κελλίου
+προβαίνων εις τον ναόν. Και ιδών εκ των όπισθεν τον κυρ-Δημάκην, ιστάμενον και
+θεωρούντα προ της θύρας θαμβωμένον, εξεπλάγη, διότι ουδεμία λέμβος είχε
+προσεγγίσει από τινων ημερών ένεκα του χειμώνος. Περί την εσπέραν τελών κατά
+το έθος την λειτουργίαν του Μεγάλου Βασιλείου ήκουσε φωνάς, τρις ή τετράκις
+επαναληφθείσας, και υποπτεύσας ναυάγιον, απέστειλε τον έτερον των μαθητών
+του, ίνα ερευνήση την έρημον ακτήν, όστις όμως ουδέν παρατήρησε. Διά τούτο ο
+γέρων εξεπλάγη νυν. Με την μηλωτήν και τον γεωργούλην, ως ήτο ο κυρ-Δημάκης,
+ανυπόδητος και με γυμνάς τας κνήμας, εξέλαβε τούτον ως σατανικήν φαντασίαν κ'
+εποίησε τρις το σημείον του Σταυρού. Επειδή όμως η σκιά εκείνη ίστατο ακίνητος
+προ του ναΐσκου, ο γέρων εννόησεν ότι άνθρωπος ην, και πλησιάσας τον φανόν, ον
+εκράτει, είδε και εχαιρέτισεν αυτόν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πώς εδώ, ευλογημένε;</p>
+
+<p>&nbsp;— Μη τα ρωτάς, γέροντά μου! Απήντησεν ο κυρ-Δημάκης, προσκλίνων
+και ασπαζόμενος την οστεώδη του ασκητού χείρα, ριγών, πυρέσσων.</p>
+
+<p>&nbsp;— Είνε καμμιά βάρκα εδώ; Ερωτά πάραυτα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τέτοια ώρα, πού να βρεθή βάρκα;</p>
+
+<p>Και προσέθηκεν ο ασκητής.</p>
+
+<p>&nbsp;— Μήπως επέσατε έξω τέκνον μου;</p>
+
+<p>&nbsp;— Μ' αφήσανε έξω, γέροντά μου! Απήντησε, θρηνών σχεδόν ο κυρ-
+Δημάκης· και διηγήθη εν συντόμω το συμβάν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πειρασμός τέκνον μου, πειρασμός! Παρετήρησεν ο ερημίτης· και
+προσεκάλεσε τον ξένον εις το κελλίον, όπως θερμανθή και φορέση υποδήματα,
+διότι έβλεπεν αυτόν τρέμοντα από του ψύχους.</p>
+
+<p>&nbsp;— Θ' αρθή αύριο καμμιά βάρκα, γέροντα; Ηρώτησεν ο κυρ-Δημάκης
+εισερχόμενος εις τι μικρόν κελλίον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Θ' αρθή τέκνον μου, θ' αρθή. Έχε υπομονήν. Ησύχασε τώρα, και
+κατόπιν έλα εις την εκκλησίαν. Είπεν ο ερημίτης και απήλθε.</p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν θ' αρθή αύριο βάρκα!</p>
+
+<p>Επαναλάμβανεν ο κυρ-Δημάκης, ευαρεστών εις εαυτόν, εξαπλωθείς
+μεγαλόσωμος επί μικρού ξηρού σοφά, εγγύς εστίας αναδιδούσης θερμοτάτην
+φλόγα, ήτις εφώτιζε φαιδρώς μέγαν Εσταυρωμένον εκεί καί τινα βιβλία.</p>
+
+<p>Μετ' ολίγον νεαρός μοναχός εκόμισε προς τον ξένον ζωμόν νηστήσιμον,
+τεμάχιον προσφοράς, σύκα και κάρυα και οίνον μαύρον της Σκοπέλου μελιηδέα,
+άτινα όλα κατεβρόχθισεν ο κυρ-Δημάκης, νήστις και βασανισθείς μίαν όλην
+ημέραν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Θ' αρθή λοιπόν βάρκα αύριο! Ηρώτησε μετά πεποιθήσεως τον νέον
+μοναχόν ο κυρ-Δημάκης, φαιδρύνων το λιτόν και σαρακοστινόν δείπνον του, και
+ετοιμαζόμενος να πίη μέγα κρασοβόλιον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Κατά τον καιρό!</p>
+
+<p>Απήντησε ξηρά-ξηρά ο μοναχός σώφρων, ασκητής.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πώς; εμένα μούπε ο γέροντας πως θαρθή. Ηπόρησεν ο κυρ-Δημάκης
+μείνας με ανοικτόν στόμα, βαστάζων εις χείρας του ποτήριον, εν ώ ηκτινοβόλει ως
+βύσσινον ο μαύρος οίνος.</p>
+
+<p>Ο μοναχός απήλθε χωρίς να προφέρη άλλην λέξιν.</p>
+
+<p>Και είδες πάλιν να σκυθρωπάση ο δεκατιστής.</p>
+
+<p>Και ενώ εσκόπει κατ' αρχάς ν' αναπαυθή ολίγον, διότι ησθάνετο κόπωσιν και
+εξάντλησιν των δυνάμεων, νυν, ταραχθείς, αφήκε πλήρες το ποτήριον, ηγέρθη, και
+συνεχώς έβλεπεν από τινος θυρίδος το πέλαγος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Είδες τι μου έκαμαν τ' ακρογιαλά! Διελογίζετο, ταλανίζων
+εαυτόν:</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι ήθελες, τι γύρευες κυρ-Δημάκη μου; Δεν εκύτταζες την δουλειά
+σου; Είνε και ντροπή! Όχι άλλο!</p>
+
+<p>Και έφθανεν εις το μικρόν κελλίον η μελωδία της αγρυπνίας, άρρητος,
+γλυκητάτη. Εψάλλετο η λιτή:</p>
+
+<p>«Ο Ουρανός και η γη σήμερον πνευματικώς ευφραινέσθωσαν».</p>
+
+<p>&nbsp;— Πρέπει ναρθούν βάρκες! Εψιθύριζεν ο κυρ-Δημάκης, βλέπων το
+πέλαγος ήσυχον.</p>
+
+<p>«Μάγοι, Περσών βασιλείς . . . » αντήχει εναρμονίως το δοξαστικόν.</p>
+
+<p>Αρξαμένου του όρθρου, ο ερημίτης εθεώρησε καλόν να καλέση τον ξένον εις
+την ιεράν ακολουθίαν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Θα πήρε κανένα ύπνον! Εσκέφθη ο ασκητής.</p>
+
+<p>Κ' ελθών σιγά-σιγά, εθαμβήθη ιδών τον ξένον όρθιον, σκεπτικόν, θεωρούντα
+ανήσυχον το πέλαγος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Να πάμε εις την εκκλησίαν, τέκνον μου! Εννοήσας δε την ταραχήν του
+κυρ-Δημάκη, προσέθηκε πραΰνων αυτόν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Θαρθούν αύριον βάρκες! θαρθούν! Και παραλαβών αυτόν εισήγαγεν
+εις τον ναόν, μικρόν, φωτισμένον, στολισμένον, πανηγυρίζοντα.</p>
+
+<p>Ησπάσθη ο κυρ-Δημάκης την «Γέννησιν» ανακειμένην εν μέσω κλαδίσκων
+φασκομηλέας επί χρυσοϋφάντου ποδιάς, επί γλυπτού παλαιού εικονοστασίου· και
+κατέλαβε στασίδιόν τι.</p>
+
+<p>Οι δύο μαθηταί του γέροντος έψαλλον τα καθίσματα δεξιά και αριστερά:</p>
+
+<p>«Δεύτε ίδωμεν πιστοί που εγεννήθη ο Χριστός». Πλην ο κυρ-Δημάκης εις μάτην
+προσεπάθησε να θελχθή, να κατανυγή. Ο νους του όλος πεπωρωμένος,
+αναίσθητος, ήτο εις Σκόπελον, εις τα δέκατα.</p>
+
+<p>Εψάλη ο «πολυέλαιος», τα «αντίφωνα», και ήρχισεν ο μελωδικώτατος
+«Κανών».</p>
+
+<p>Και ενώ κατόπιν ο δεξιός μοναχός έψαλλε την Καταβασίαν «Μυστήριον ξένον»,
+προχωρεί σιγά-σιγά ο κυρ-Δημάκης προς αυτόν κ' ερωτά:</p>
+
+<p>&nbsp;— Το πρωί θα έλθη η βάρκα, ή το βράδυ;</p>
+
+<p>Ο μοναχός, προσηλωμένος εις το θείον μέλος, δεν ήκουσε. Τότε ο κυρ-
+Δημάκης, με την χλαίναν του και τα βαρέα καλογηρικά υποδήματα, μεταβαίνει
+προς τον αριστερόν ψάλτην, κ' επαναλαμβάνει την αυτήν κλαυθμηράν ερώτησιν.
+Αλλά και ούτος, παραλαβών ήδη την Καταβασίαν του Ιαμβικού κανόνος «Στέργειν
+μεν ημάς» ουδ' ήκουσε καν την ιερόσυλον διακοπήν.</p>
+
+<p>Ούτως απελπισθείς ο κυρ-Δημάκης εξήλθεν εις την αυλήν. Εις τας Σποράδας
+κύκλω έλαμπον αι πυραί των αγραυλούντων ποιμένων. Το πέλαγος ήτο ήσυχον.
+Μόνον περί το Πήλιον ο ορίζων ήτο κατάμαυρος, πίσσα. Και αφού επί ώραν
+εθεώρει, αλλόφρων, άλλοτε τον ουρανόν, και άλλοτε την θάλασσαν, εισήλθε πάλιν
+εις τον ναΐσκον, ένθα είχεν αρχίσει η ιερά λειτουργία.</p>
+
+<p>Κατ' ευθείαν προχωρεί προς το άγιον βήμα και προκύπτει προς τα ένδον, ίνα
+ερωτήση τον Γέροντα περί της λέμβου. Αλλ' ιδών αυτόν εν μέσω νεφέλης
+θυμιάματος, πολιόν, ολόχρυσον, αιγλήεντα ως φεγγοβολούσαν λαμπάδα,
+κύπτοντα ενώπιον της Αγίας Τραπέζης, κατεπλάγη τόσον υπό ξένου, μυστικού
+φόβου, ώστε δεν τόλμησε να ομιλήση, κ' εισέδυσεν ο ασεβής εις το στασίδιόν του,
+μαύρος Σατανάς, αρχοντικόν δαιμόνιον, παραπλανηθείς εις την επέραστον και
+κρυφήν εκείνην γωνίαν του Παραδείσου, κ' εστέναζε κατά διαλείμματα, διακόπτων
+την θείαν μυσταγωγίαν:</p>
+
+<p>&nbsp;— Αχ! τι μου έκαμες, καπετάν-Παρμάκη!</p>
+
+<p>Τέλος, την αυγήν, έληξεν η θεία λειτουργία και παρετέθη εν τω κελλίω του
+Γέροντος, ενώπιον του Εσταυρωμένου, η πανηγυρική Τράπεζα, ευωδιάζουσα μύρα
+ασκήσεως και απράγμονος βίου.</p>
+
+<p>Ο κυρ-Δημάκης χωρίς όρεξιν έλαβε μικράν τροφήν, ενδομύχως θρηνών, διότι
+ηδυνάτει να πληρώση την λαίμαργον άλλην επιθυμίαν του, και μόλις εξημέρωσε
+καλά, κατήλθεν εις την ακτήν πικρώς βασανιζόμενος.</p>
+
+<p>Ο μαΐστρος είχεν επαναρχίσει. Βροχή χιονώδης εσχηματίσθη περί την Ζαγοράν,
+ήτις προβαίνουσα ως πυκνός μελανόφαιος καπνός κατεκάλυψε την Σκίαθον εν τω
+χιονοστροβίλω. Αι νιφάδες έφθανον ψυχραί, παγωμέναι, εις το στυγνόν πρόσωπον
+του δεκατιστού, τον οποίον εις μάτην εκάλει ο ερημίτης να μη ανησυχή.</p>
+
+<p>Η χιονώδης λαίλαψ, εκ δυσμών προβαίνουσα προς ανατολάς, κατεκάλυψε νυν
+το πέλαγος και την ξηρόνησον αυτήν, ως με άχνην αναβράζοντος ατμού. Ήδη
+εξηφανίζετο και η Σκόπελος, μόλις διακρινομένη ως όπισθεν αραχνοϋφούς
+πέπλου.</p>
+
+<p>Ο καιρός ήτο «εις τον μάστορη» κατά την κοινήν έκφρασιν.</p>
+
+<p>Μέχρι της μεσημβρίας η χιών είχε λευκάνει την νησίδα, ήτις ωμοίαζε προς
+χιονισμένην όρνιθα, κατακαθήσασαν εν μέσω του πελάγους.</p>
+
+<p>Ο κυρ-Δημάκης ουδέν δυνάμενος να διακρίνη πλέον εις το πέλαγος, επανήλθεν
+εις το ασκητήριον, φέρων επάνω του λεπτόν επίστρωμα χιόνος ως αλευρωμένος
+γάτος.</p>
+
+<p>Εκ της απελπισίας του ουδέ ωμίλει.</p>
+
+<p>&nbsp;— Σου είπα, κατά τον καιρό!</p>
+
+<p>Εδικαιολογείτο ο μοναχός.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Εξημέρωσε τέλος η κυριακή, η ημέρα της δημοπρασίας, λευκή, χιονισμένη.</p>
+
+<p>Του ουρανού αιθριάσαντος, αι Σποράδες εφαίνοντο ως τεράστια κήτη
+αναδύσαντα εκ του βυθού, με παλλεύκους χλαίνας.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ας τα πάρουν κι' άλλοι, γέροντά μου, να ιδούν την γλύκα!</p>
+
+<p>Επανελάμβανε τότε ο κυρ-Δημάκης, απολέσας πλέον πάσαν ελπίδα
+μεταβάσεως εις Σκόπελον, και αυτοπαρηγορούμενος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι! Ναι! Επεδοκίμαζεν ο ερημίτης. Τώρα είπες καλά, τέκνον
+μου.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Μετά τρεις ημέρας, βράδυ-βράδυ, σουρούπωμα, ο γέρω Σταυρής ο καφεπώλης
+εκάθητο προ της θύρας του καφενείου του, βιαίως ροφών τον αέρα ως άνθρωπος
+πάντοτε κρυωμένος, ότε αλιάς μικρά προσωρμίζετο εις την αποβάθραν έμπροσθεν
+του καφενείου του. Όγκος μέλας ως καθεύδουσα προβατίνα εξεδιπλώθη τότε, κ'
+εξήλθεν εις την ξηράν άνθρωπος υψηλός, μαύρος, πένθιμος, φέρων βαρείαν
+θεσσαλικήν χλαίναν, περικνημίδας και υποδήματα καλογηρικά. Το επίμηκες
+πρόσωπόν του ωμοίαζε προς πρόσωπον αμνάδος, αλλ' υπό τας πυκνάς οφρύς ουδέ
+ίχνος οφθαλμού διεφαίνετο πλέον.</p>
+
+<p>Ο Σταυρής ο καφεπώλης μαθών τα καθέκαστα παρά του καπετάν-Παρμάκη,
+προ μιας ημέρας επανελθόντος εκ Σκοπέλου, αναγνωρίσας τον κυρ-Δημάκην,
+αναφωνεί με την σκωπτικήν φωνήν του κ' εισπνέων θορυβωδώς τον αέρα:</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλώς ώρισες, κυρ-Δημάκη! Καλά ήτανε τ' ακρογιαλά;</p>
+
+<p>Ο φοβερός δεκατιστής, χωρίς ν' απαντήση ετάχυνε το βήμα του,
+συντετριμμένος, οικτρός.</p>
+
+<p>Και έως ου φθάση εις την οικίαν της χήρας Αχτίτσας, ακούει μουσικήν, βιολιά
+και λαγούτα, άσματα, φωνάς, θόρυβον, γέλωτας. Δύο ημέρας ο καπετάν
+Παρμάκης, ο νέος ενοικιαστής, επανελθών εκ Σκοπέλου, αφού κατεκυρώθησαν
+πλέον επ' ονόματί του τα δέκατα του ελαιοκάρπου, ουδενός άλλου
+πλειοδοτήσαντος, διεσκέδαζεν άδων και χορεύων, συμπαρασύρων όλον το χωρίον
+εις την χαράν, όπερ είχε θεωρήσει αυτόν ελευθερωτήν από του επαχθούς
+δεκατιστού. Χήραι τινες, αι τοσάκις δεκατισθείσαι, ανακαλύψασαι το μέτρον του
+κυρ-Δημάκη το κίβδηλον, δι' ου ο λαίμαργος δέκατιστής υπέκλεπτε δέκα δράμια
+περιπλέον εις τας πέντε οκάδας, παρέδωσαν εις τον Γιωργήν της Θασίτσας, όστις
+συντρίψας, εκρότει αυτό ως αποτυχούσαν κάλπην, θορυβών και αλαλάζων εις τας
+γειτονίας:</p>
+
+<p>&nbsp;— Και δήμαρχος, καπετάν-Παρμάκη!</p>
+
+<p>Την στιγμήν εκείνην, μαθόντες οι ευθυμούντες παρά του καφεπώλου περί της
+επανόδου του κυρ Δημάκη, έσπευσαν να τον χαιρετίσωσι. Κ' ενώ εκείνος εισήρχετο
+σπεύδων να κλεισθή εις την οικίαν, ο καπετάν-Παρμάκης ηκούσθη με φωνήν
+βραχνήν σβυσμένην από του γαλακτώδους ποτού.</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλά ήταν τ' ακρογιαλά, κυρ Δημάκη;</p>
+
+<p>Όλ' αυτά τα είχε σκεφθή ο κυρ-Δημάκης κατά τον πλουν της επανόδου του,
+πλην εγνώριζεν ότι δεν θα διαρκέσωσι πολύ. Τον ανησύχει μόνον η υπόσχεσις ην
+είχε δώσει να στεφανωθή την κόρην της γραίας Αχτίτσας, ήτις διά των ιταμών
+συγγενών της πολύ θα ηνώχλει αυτόν.</p>
+
+<p>Και ο κυρ-Δημάκης δεν ήτο εις θέσιν να σχηματίση οικογένειαν, ως έλεγε,
+φοβούμενος τα άγνωστον μέλλον. Ήδη είχε ρητώς υποσχεθή, διότι ένεκα της
+εξαιρετικής εσοδείας θα εκέρδιζε πλέον των δεκαπέντε χιλιάδων δραχμών κατά
+τους αλανθάστους υπολογισμούς του, αίτινες τώρα θα εισήρχοντο εις το βαλάντιον
+του καπετάν Παρμάκη, όστις εφάπαξ γλυκανθείς δεν θα παρήτει πλέον τα δέκατα,
+θ' ανεκάλυπτε δ' επί τέλους και το μυστήριον του υπολογισμού εκάστης ευφορίας,
+έχων τας σημειώσεις μιας ενοικιάσεως, κ' ενθυμούμενος ασφαλώς τας θέσεις των
+ελαιώνων και το παραχθέν εξ εκάστης ποσόν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Είνε και το μάτι, έλεγε πολλάκις προς τον κυρ-Βαρσαμόν τον
+παντοπώλην ο πρώην πλοίαρχος, αλλά το παν είνε τόλμη, όσο να τα πάρη κανείς
+μια φορά.</p>
+
+<p>Ούτως ο κυρ-Δημάκης δεν θα ηδύνατο πλέον να ζήση εν τη νήσω, χωρίς να είνε
+δεκατιστής.</p>
+
+<p>Τας πρώτας ημέρας εσχεδίασε να ζητήση την ακύρωσιν της δημοπρασίας, υπό
+τοιαύτας περιστάσεις τελεσθείσης, αλλ' εβεβαιώθη παρά των αρχών της νήσου, ότι
+ουδέν θα κατώρθου. Αυτός ο αλιεύς κατέθετεν ότι τρις ο καπετάν-Παρμάκης τον
+εκάλεσεν εν τη ερημονήσω ν' απέλθωσιν, αλλ' ούτος ηρνείτο, επιμένων ν' αλιεύη
+όστρεα, και ότι επειδή εκ του χειμώνος ήτο κίνδυνος να συντριβή η λέμβος, ο
+πλοίαρχος ηναγκάσθη ν' αποπλεύση και σωθώσι.</p>
+
+<p>Τελευταίον είχε τας ελπίδας του εις τον ειρηνοδίκην, αλλά και ούτος, μαθών κ'
+ερευνήσας το συμβάν, απήντησεν εκ του βάθους της μηλωτής του:</p>
+
+<p>&nbsp;— Κ' εγώ ο ίδιος 'ς το δικαστήριο, κυρ-Δημάκη θα σου πω: Καλά ήτανα τ'
+ακρογιαλά;</p>
+
+<p>Έκτοτε δεν εφάνη πλέον εν τη νήσω ο κυρ-Δημάκης, ο φοβερός δεκατιστής,
+ουδέ ηκούσθη τι περί αυτού. Απήλθεν ως ήλθε.</p>
+
+<p>Διά τούτο ο δημογραμματεύς με την πέννα πάντοτε εις χείρας μαθών ότι οι
+συγγενείς της γραίας Αχτίτσας εις μάτην τον ανεζήτουν έχοντες έτοιμον τον ιερέα
+να τον στεφανώσωσι μίαν νύκτα, ανέκραξε:</p>
+
+<p>&nbsp;— Λάδι πάλιν ο κυρ-Δημάκης!</p>
+
+<p>Παρήλθον έτη και ουδείς ήκουσε περί αυτού, όστις εν ταις ημέραις της
+διαμονής του εν τη ειρηνική νήσω είχεν επαναφέρει εις τον κόσμον τον τύπον τον
+αλησμόνητον του Τελώνου της Γραφής.</p>
+
+<p>Μόνον οι διερχόμενοι ενίοτε από την οικίαν της γραίας Αχτίτσας, αποθανούσης
+μετά τινας μήνας εκ της λύπης της, διότι δεν ηδύνατο να βλέπη ανύπανδρον την
+μοναχοκόρην της, ήκουον πένθιμον φωνήν μαυροφορούσης κόρης, ήτις ετραγώδει
+ως να εμοιρολόγει κάτω εις την σκοτίαν και τας αράχνας του κατωγείου.</p>
+
+<p class="poem"><i>Νύσταξ' η Πανίτσα<br />
+και πάει να κοιμηθεί<br />
+κ' η μάννα τσ' δεν το ξέρει<br />
+πως δε θα σηκωθή . . . </i></p>
+
+<p>&nbsp;— Το τραγούδι του δεκατιστή!</p>
+
+<p>Έλεγον οι διαβάται, συμπονούντες την ούτω σκληρώς δεκατισθείσαν εις τας
+ελπίδας της ωραίαν κόρην με την μαύρην ελήτσα εις την παρειάν, ήτις παθούσα
+υπό μελαγχολίας, δεν επέζησε πολύ.</p>
+
+<h4 style="margin-top: 3em">ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ<br />
+(1896)</h4>
+
+<p>
+<br />
+Είχε μήνα σχεδόν <i>πίσω</i> εις τα προς δυσμάς της νήσου πευκόφυτα
+<i>Κατάμερα</i>, ο γέρω-Μπαρέκος. Καιρός που γεννούν τα πράματα,
+καταλαμβάνετε. Και θέλουν και αυτά το απάγκιο τους, την φωτιά τους, την
+περιποίησίν τους, τον άνθρωπόν τους. Σαν τους ανθρώπους και αυτά. Και όταν ένα
+πρωί, μετά ταύτα, κληθείς ως μάρτυς εις το ειρηνοδικείον, ηναγκάσθη να εισέλθη
+εις το χωρίον, έκαμνε τον σταυρόν του απάν'- πανωτού, βλέπων μίαν παράδοξον
+μεταβολήν εις αυτό, εις όλας σχεδόν τας οικίας, χαραγμένους επί των τοίχων
+μαύρους, κατάμαυρους σταυρούς, μεγάλους-μεγάλους.</p>
+
+<p>Αν ηυτύχει, ο ερημικός και ορεσίβιος γεροντάκος, να επισκεφθή την
+πρωτεύουσαν, θα εγνώριζε τον σκοπόν των μαύρων σταυρών, των ούτως επί των
+τοίχων χαρασσομένων, και δεν θα ευρίσκετο εις την θλιβεράν δι' αυτόν ανάγκην,
+να κάμνη τον σταυρόν του, πρωί-πρωί, αυτός ο οποίος, ως έλεγεν εις τον παπα-
+Μακάριον, απέφευγε να εκκλησιάζεται, μόνον και μόνον, ίνα μη, κάμνων τον
+σταυρόν του, θεωρηθή ως υποκριτής, αν και εβεβαίου μεθ' όρκου, την πολλήν του
+ευλάβειαν. Τις οίδε, ποίον πνεύμα, πνεύμα έξαλλον, αθηναϊκόν πνεύμα, συγγενές
+των επτά δαιμονίων, έπνευσε και μέχρι του γερω-πεύκου, υφ' ον κατεσκήνου ο
+χριστιανός, κ' εθεώρει, και αυτός, υποκρισίαν, να εκτελή, ουχί τα υπέρ άνθρωπον,
+δεν ήτο προς τοιαύτα ο ανθρωπάκος, αλλά τα νόμιμα κ' επιβεβλημένα εις τον
+αξιωθέντα του θείου βαπτίσματος.</p>
+
+<p>Και πού να ήξευρες, ανθρωπάκο μου, ότι οι μεγαλείτεροι υποκριταί είνε οι
+αποφεύγοντες δήθεν την υποκρισίαν . . .</p>
+
+<p>Προχωρών εντός της κωμοπόλεως, και βλέπων πάντοτε, εν μακρά μαύρη
+παρατάξει, τους επί των τοίχων σταυρούς, ήρχισε να κατασκευάζη διαφόρους
+συλλογισμούς. Είχε χαράξει καλά πλέον. Αλλ' οι άνθρωποι εκοιμώντο ακόμη και
+ήτο ησυχία σιωπηλή, ουδέ πνοή ανέμου ετάραττε τας σκέψεις του ποιμένος:</p>
+
+<p>&nbsp;— Ο καινούργιος δήμαρχος, καθώς φαίνεται, είνε θεοφοβούμενος
+άνθρωπος, και θέλει, όλοι μας να γείνωμεν σαν αυτόν. — Κατά το Μαστρογιάννη
+και τα κοπέλια του. — Να ήξευρα έτσι, θα σούριχνα ένα άσπρο, μα τον
+Σταυρό!</p>
+
+<p>Κ' υψών είτα ένδον τον λογισμόν του, εκραύγασεν εν εαυτώ:</p>
+
+<p>&nbsp;— Αρχή άντρα ρίχνει!</p>
+
+<p>Ήξευρε και ρητά, βλέπετε, και μετεμόρφωνεν αυτά με την πευκίσιαν γλώσσαν
+του πολύ σωστά. Καλλίτερα και από το πρωτότυπον, αν συγκρίνωμεν το
+παρηλλαγμένον ούτω ρητόν του ποιμένος προς την σύγχρονον πολιτικήν μας
+κατάστασιν. Πευκίσιο μυαλό — καταλαμβάνετε — όλο ευωδία και δροσιά . . .</p>
+
+<p>Όταν δε πάλιν έφθασεν επάνω εις το κεφαλοχώρι, σταθείς ανέκραξεν,
+έκπληκτος βλέπων το μαύρον θέαμα:</p>
+
+<p>&nbsp;— Βρε κακό Σταυροί!</p>
+
+<p>&nbsp;— Τα βλέπεις, παιδί μ' γέρω-Μπαρέκο, τι πάθαμε;</p>
+
+<p>Διέκοψε την έκπληξιν του ποιμένος γραία, γείτων εκεί, θρηνωδώς
+επιδεικνύουσα τον επί του τοίχου της οικίας της μαύρον σταυρόν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι πάθαμε, γρηά μ; Ο σταυρός είνε καλό πράμα, μαθές, φυλαχτό,
+μαθές. Πώς να σ' πω; Ο καινούργιος δήμαρχος έχει σκοπό να καθαρίση το χωριό,
+κι' άρχισεν από τα φαντάσματα. Όξ' από δω!</p>
+
+<p>&nbsp;— Αχ, παιδί μ' γέρω-Μπαρέκο, επανέλαβεν η γραία γείτων. Πάθαμε
+τάπαθα. Δεν τάμαθες, μαθές;</p>
+
+<p>&nbsp;— Πού να τα μάθω πίσω 'σ τα πράματα:</p>
+
+<p>&nbsp;— Πάει το σπιτάκι μου, παιδί μ' γέρω-Μπαρέκο. Το παίρνει ο δρόμος. Τ'
+ακούς αυτά, παιδί μ' γερω-Μπαρέκο; Τακούω, πες. Το παίρνει το σχέδιο. Τα ξέρεις
+αυτά του λόγου σου, που ζης μέσα 'ς τα πεύκα; 'Σ τον καθαρόν αέρα; Τα
+καταλαβαίνεις αυτά του λόγου σου με τα κατσικίσιο το μυαλό; Το παίρνει, λέει, το
+σχέδιο.</p>
+
+<p>Και ωλόλυζε:</p>
+
+<p>&nbsp;— Μάθαμε τάμαθα, και πάθαμε τάπαθα, με τον καινούργιο τον
+δήμαρχο. Το παίρνει το σχέδιο το σπιτάκι μου!</p>
+
+<p>&nbsp;— Ποιο σχέδιο, χριστιανή μ;</p>
+
+<p>&nbsp;— Νά. Ακούς να σ' πω, παιδί μ' γέρω-Μπαρέκο, ακούς να σ' πω. Ο
+καινούργιος ο δήμαρχος, με τη δωδεκάδα, προσκάλεσεν απ' την Χαλκίδα τον κυρ-
+Μαχανικό με τη μαχανή.</p>
+
+<p>&nbsp;— Α, την κυρά-Μαχανή, την μάγισσα! Καλά έκαμε, διέκοψεν ο
+ποιμήν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, χριστιανέ μ'. Ακούς να σ' πω. Τον κυρ-Μαχανικό.</p>
+
+<p>&nbsp;— Α, τον κυρ Μαχανικό! επανέλαβεν ο γέρων μετά σοβαρότητος.
+Κατάλαβα!</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, εξηκολούθησεν η γραία, Τον κυρ-Μαχανικό, απ' λες, για να
+φκιάση, λέει, το χωριό. Και θα το χαλάση, λέει, παιδί μ' γερω-Μπαρέκο.</p>
+
+<p>Ο γέρω-Μπαρέκος ετίναξε την τραγόκαπα, υψώσας τους ώμους του και τείνας
+τας χείρας ένδον, ως εάν ήθελε να σφάξη αιγίδιον, και έκαμεν άλλην μίαν φοράν
+τον Σταυρόν του, μεγάλον-μεγάλον τώρα, ως ει ευρίσκετο ενώπιον του παπά-
+Διονυσίου, του γέροντα, έως εδάφους.</p>
+
+<p>&nbsp;— Θ' ανοίξουν δρόμους, εξηκολούθησεν η γραία, θα φκιάσουν
+πλατέαις, θα στρώσουν καλτερίμια ίσια, θα φκιάσουν βρύσαις. Θα φυτέψουν
+δέντρα, θα φέρουν το νερό από δύο ώραις δρόμο, θα φκιάσουν κήπους για το
+σιεργιάνι. Θα φκιάσουν . . . λαγούς με πετραχείλια! . . .</p>
+
+<p>&nbsp;— Και θα χαλάσουν λοιπόν το χωριό πρώτα, για να φκιάσουν όλα αυτά;
+Γιατί, αν είνε καθώς λες, όλα τα σπίτια έχουν σταυρούς.</p>
+
+<p>&nbsp;— Είνε για χάλασμα, παιδί μου, γέρω-Μπαρέκο.</p>
+
+<p>&nbsp;— Βέβαια, επεδοκίμασεν ήδη ο ποιμήν, ξηροβήξας. Εάν δεν χαλάση ένα
+πράμα, δεν φκιάνεται. Καλά τους είπανε χαλασοχώρηδες.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πάει το σπιτάκι μου! Πάει το σπιτάκι μου, παιδί μ' γέρω-Μπαρέκο.
+Κύττα ένα σταυρό μεγάλο που του κάμανε; Σήμερα θ' αρχίσουν να χαλνάνε. Είδα
+εγώ ψες βράδυ τους λοστούς και τα τσαπιά, απ' έξω από την δημαρχία. Το παίρνει
+ο δρόμος το σπιτάκι μου, και θα μ' αφήσουν 'στον δρόμο, απ' λες, παιδί μ' γέρω-
+Μπαρέκο.</p>
+
+<p>Και ήρχισε να τραβά τα μαλλιά της η γραία, ολολύζουσα:</p>
+
+<p>&nbsp;— Ποιος Θεός να μ' ακούση και ποιος κριτής να με κρίνη! Αφότου
+έγραψαν τον σταυρόν επί του τοίχου του οικίσκου της, δύο ημέρας τώρα, έμεινεν
+άγρυπνος, εξομολογουμένη εις τους διαβάτας τον πόνον της και ζητούσα
+παρηγορίαν η γραία.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι να σ' πω κ' εγώ χριστιανή μ! Εγώ ήμουνα πίσω 'ς τα πράματα.
+Γεννήσανε καλά φέτος. Δόξα σοι ο Θεός! Τάχω όλα μια χαρά. Μα τώρα πρωί- πρωί,
+μ' αυτά που ακούω, και μ' αυτά που βλέπω, μώρχεται να κάμω τον σταυρό μου.
+Λες να σταυρώσουν και τα πεύκα, κακομοίρα; Γιατί είδα σήμερα, που ερχόμουνα,
+τρεις σταυρωτήδες, με τους μπαλτάδες, που τραβούσαν για Πίσω.</p>
+
+<p>Και αίφνης, ρίψας τα μικρούτσικα ματάκια του ο γέρων ποιμήν, επί του εγγύς
+ηρειπωμένου οίκου, αληθούς μεγάρου, σειομένου, θαρρείς, εις την πνοήν του
+ανέμου και απειλούντος να κρημνισθή και να κρημνίση γύρω-γύρω πολλά
+σπιτάκια, τα οποία εν τρόμω έπτησσον περί τα κράσπεδά του ως γαλιά περί
+μαδημένην γαλοπούλαν, και παρατηρήσας καλώς ότι δεν έφερε σταυρόν,
+ανέκραξε, διαμαρτυρόμενος, ως παραμυθών την απαραμύθητον γραίαν:</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν κάνανε, μπάρεμ, κ' εδώ ένα σταυρό, σ' αυτό το στοιχειό, να
+φύγουν τα στοιχειά, που χορεύουν κάθε βράδυ και τρομάζει ο κόσμος να περάση
+την νύχτα; Δεν είδανε κοτζάμ στοιχειό ενώ, μόν' είδανε την τρύπα την δική
+σου;</p>
+
+<p>&nbsp;— Σ' το ρημαδιακό σ' να κάμουν σταυρό, θεοκατάρατε!</p>
+
+<p>Απήντησε τότε τραχεία και φοβερά φωνή γραίας άλλης, σωρευμένης ως
+σακκίου επί της σαλευομένης του μαύρου οίκου αυλαίας, υψηλής και μεγάλης ως
+παλατίου, ήτις σεισθείσα επί των σιδηρών στροφίγγων της, έτριξε γοερώς, ως να
+έκλαιε πνιγόμενος.</p>
+
+<p>Ο γέρων μη διακρίνας τον σωρόν εκείνον της γραίας, έστρεψεν επάνω την
+κεφαλήν, προς τα έρημα και ανοικτά παράθυρα του πρώτου πατώματος, από του
+οποίου επίστευσεν ότι κατήλθεν η απειλή εκείνη η φοβερά, δαιμονίου απειλή,
+στοιχειωμένου εκεί από αιώνων.</p>
+
+<p>Συνεμάζευσε την κάπαν του, εκάλυψε την κεφαλήν του με την κουκούλαν και
+απεμακρύνθη, χωρίς ουδέ τον σταυρόν του να κάμη από τον φόβον του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Θεοκατάρατε!</p>
+
+<p>Ανεφώνησεν ακόμη μίαν φοράν η γραία, η σορός, απειλητικώτερον.</p>
+
+<p>Και ο γέρω-Μπαρέκος, αφού απεμακρύνθη έμφοβος, ετάχυνε κατόπιν το βήμα
+και έγεινεν άφαντος. Διηγείτο δε μετ' ολίγον εις το γύφτικον, όπου μετέβη να
+διορθώση μίαν τσάπαν, ότι ησθάνθη εις την ράχιν του βαρύν κτύπον λίθου,
+εκσφενδονισθέντος κατ' αυτού από του υψηλοτέρου παραθύρου της
+στοιχειωμένης οικίας:</p>
+
+<p>&nbsp;— 'Σπολλάετη που είχα την κάπα, μωρέ γύφτο, αλλέως άσχημα την είχα,
+μέρα-μεσημέρι.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Ο καπετάν-Τσούρμας ο Παπαργυρός ήτο υπερήφανος και εις άκρον φιλόδοξος.
+Αποκτήσας δύο παμμέγιστα ιστιοφόρα, ταξειδεύοντα εις τον ωκεανόν, έγεινεν ο
+πρώτος μεταξύ των πλοιάρχων. Μη γνωρίζων δε πώς να δαπανά το αργύριον, το
+οποίον, ως λέγουν, με της κόφαις κουβαλούσαν οι ναύται εις τον οίκον του, εις
+κάθε ταξείδι, όλο και δίστυλα κολωνάτα, διά τον οποίον αμύθητον πλούτον του και
+ωνομάσθη Παπαργυρός, όταν μια χρονιά, αγαθοί τέκτονες, τηνιακοί,
+μετακληθέντες, έκτισαν την μητρόπολιν, απεφάσισε να οικοδομήση και αυτός
+οικίαν, η οποία να διακρίνεται εν όλω τω χωρίω, ως διακρίνεται ο τρούλος ναού
+βυζαντινού.</p>
+
+<p>Τω όντι, επάνω εις την ωραιοτέραν του λιμένος θέσιν, επάνω εις το
+υψηλότερον του χωρίου μέρος, επάνω εις ένα βράχον λευκόν, λευκότερον από το
+κύμα, το οποίον τον έλουεν ημέραν και νύκτα, οι τηνιακοί τέκτονες έκτισαν
+πάλλευκον καλόν μέγαρον, ως εξαφρισθέν εκεί υπό νηρηίδων από του βυθού, με
+δύο ορόφους, με ογκώδη και υψηλήν πύλην, με μεγάλα παράθυρα, με μαρμάρινον
+πάγκαλον εξώστην, όπου καθήμενος ο καπετάν-Τσούρμας ο Παπαργυρός εκάπνιζε
+τα τσιμπούκι του κ' εκαμάρωνε, δίπλα του αραγμένας, της δύο σκούναις του, ότε
+κατέπλεον, περνώσαι μόνον και μόνον ίνα τον χαιρετίσουν και τας χαιρετίση,
+επειδή δεν εταξείδευε πλέον, παραδώσας την κυβέρνησίν των εις τον μονογενή
+αυτού υιόν. Αν ήθελεν, από εκεί όπου εκάθητο, κ' ήγγιζον αι κεραίαι των εις τα
+μαρμάρινα κράσπεδα του εξώστου, αν ήθελε, τας εθώπευε τας δύο σκούνας του,
+ως θωπεύει κανείς εύμορφον γαλήν παρά τα γόνατά του. Αν ήθελε, τας εφίλει εις
+το χρυσωμένο κορζέτο, ως φιλεί κανείς εις τα λευκόν μέτωπον πάγκαλον κόρην
+του.</p>
+
+<p>Και συνήθισε κ' εκάθητο εις τον μαρμάρινον εξώστην από 'πάνω από το κύμα,
+σαν γλάρος του Αιγαίου, με το λευκόν του εσώβρακον, και ότε δεν υπήρχον εκεί
+πλέον τα δύο πλοία του, ταξειδεύοντα. Εκάθητο, καπνίζων πάντοτε το τσιμπούκι
+του, με τον μέγαν κόμβον τον ηλέκτρινον, κ' ερρέμβαζε, προς το ευρύ πέλαγος
+θεωρών, όπου η φαντασία του απεικόνιζε τα δύο ιστιοφόρα, τα οποία τάχα μακρά,
+μαύρα, με άσπρο μπούρδο, με υψηλόν και κομψόν εξαρτισμόν, με χρυσά κορζέτα,
+λάμποντα εις τον ήλιον, μ' εξανεμιζομένην την πλατείαν και μακράν σημαίαν,
+έκαμνον βόλταις, έξω από τα νησιά, ζεύγος δελφίνων ολισθηρόν, συνωρίς τρυφερά
+τριτώνων. Ω! πόσον έλαμπεν από της ιμερτής χαράς το πολιόν πρόσωπον του
+πρεσβύτου, ως λάμπει το πρόσωπον πατρός, προπέμποντος εις τον ωκεανόν του
+Κόσμου το τέκνον του, του οποίου προ μικρού ησπάσθη της χαράς τα στέφανα. Και
+ανέπτυσσεν αίφνης, υψηλά κρατών, το λευκόν του μανδήλιον κ' εκίνει αυτά εις
+σημείον χαιρετισμού, χαιρετίζων το ευρύ κενόν του πόντου, ενώ αδαμάντινα δύο
+δάκρυα εκύλιον γλυκά-γλυκά επί των παρειών του, ως σταγόνες δρόσου, δάκρυα
+χαράς, ευγνωμοσύνη προς την καλήν τύχην. Ενίοτε τα ινδάλματα αυτά τα κενά της
+φαντασίας του τόσον ζωηρώς παρίσταντο ενώπιον των οφθαλμών του, ώστ'
+αίφνης, εγειρόμενος από του ξυλίνου καθίσματος εκίνει το επίμηκες τσιμπούκι του,
+με τον μέγαν ηλέκτρινον κόμβον, απαστράπτοντα κιτρίνους αστραπάς, επιτάσσων,
+παρακελεύων καθοδηγών προς ευθυποΐαν τον πηδαλιούχον, παροτρύνων τους
+ναύτας, επαινών τον υιόν του, τον ευτυχή κυβερνήτην, παραινών.</p>
+
+<p>Και ύψου την φωνήν, κ' έτεινε τον λαιμόν, και προέτεινε το στήθος, ατενώς
+βλέπων προς το έρημον πέλαγος, και διώρθου τα ιστία, και μετέστρεφε το
+πηδάλιον, κ' εχαλάρου τα σχοινία, και έτεινεν άλλα, στερεών τα υψηλότερα πανία
+άτινα, ως μετέωρα, μετά δεινού πατάγου εκτυπούσαν, ως πτέρυγες ορνέων
+παμμέγισται, του εφαίνοντο. Χωρίς να υπάρχουν ενώπιόν του ούτε πλοία, ούτε
+ιστία, αλλά μόνον η θάλασσα γαλανή, ευρεία, σιωπηλή, ως μυστηρίου εικών.</p>
+
+<p>Και όταν, διά των παρακελεύσεών του τούτων, διωρθούντο δήθεν τα μικρά
+σφάλματα του κυβερνήτου, κ' επανήρχετο το πλοίον εις την ευθυπλοΐαν,
+εφιππεύον τα θορυβώδη κύματα, υπερήφανος πτερωτός ίππος, ηγάλλετο τότε κι'
+ηυφραίνετο προς της χαράς του αυτής τα φαντάσματα ο λευκός γέρων, κ' εξεδήλου
+την χαράν του αυτήν τότε, αναπαυόμενος επί της ευρείας πολυθρόνας του ως
+νικητής μετά την ναυμαχίαν, γαλήνιος, εύθυμος, εκπέμπων μεγάλας και πυκνάς
+τολύπας ευώδους καπνού από το μακρόν του τσιμπούκι, εξατμίζων την
+πλημμυρούσαν τα ναυτικά στήθη του χαράν.</p>
+
+<p>Αχ! Πόσον δεν μας ευφραίνουν όλους, πόσον δεν μας καθηδύνουν όλους, της
+χαράς μας αυτά τα φαντάσματα, της ψυχής μας οι παλαιοί αυτοί πόθοι, όταν εις
+την δύσιν του βίου μας εμφανίζωνται, ως όταν είμεθα νέοι, εις τον καιρόν μας,
+πλήρεις ζωής και ακμής, ότε πράγματι τους απηλαύσαμεν τους πόθους εκείνους
+τους γλυκείς, τους μακαρίους εκείνους πόθους, την χαράν εκείνην την άρρητον, ότε
+δεν ήσαν φαντάσματα, αλλά πραγματικαί, υπάρχουσαι, ζώσαι εικόνες, ότε, εν τω
+κυανώ ορίζοντι της ζωής ημών, μόνον η ανατολή εδείκνυτο, σβεννυμένης της
+δύσεως μέσα εις την άφθονον του μεσουρανήματος λάμψιν, ότε η ωραία σκούνα
+μας ήτο παρά το πλευρόν μας, με τα χρυσά της κορζέτα, και δεν είχεν αφαρπάση
+αυτήν ο άνεμος του αστάτου πελάγους, όστις, όταν πνεύση, τίποτε δεν αφίνει εις
+την θέσιν του . . .</p>
+
+<p>&nbsp;— Επάγωσε το φαΐ!</p>
+
+<p>Διέκοπτεν ενίοτε τα όνειρα αυτά η σύζυγος, αγαθή και φιλόστοργος γυνή.</p>
+
+<p>Αλλ' ο καπετάν Τσούρμας ο Παπαργυρός δυσκόλως επείθετο να διακόψη την
+ωραίαν εκείνην σειράν των ινδαλμάτων του, εντρυφών, χορταίνων.</p>
+
+<p>Και όταν υπελόγιζεν ότι ο πλους έληξε, και ότι τα πλοία του θα ήσαν αραγμένα,
+αφηρείτο, θεωρών τότε από του υψηλού εξώστου τον σαπφείρινον κάτω υπό τους
+πόδας του πυθμένα, κ' ηγάλλετο, απαριθμών τας αγέλας των κεφάλων, οίτινες
+διήρχοντο πρωί-πρωί, την άνοιξιν, ως διά να χαιρετίσωσι τον πολιόν καπετάνιον,
+από την αυγήν δροσιζόμενον εκεί, εις τον καθαρόν της θαλάσσης αέρα, τον
+καπετάνιον, όστις τόσον ηγάπα το υγρόν των βασίλειον. Και ότε η σκιά της
+αρχοντικής κεφαλής του εσχηματίζετο επί της επιφανείας της ακυμάντου
+θαλάσσης, αι πέρκαι ίσταντο μετά φόβου όπισθεν των μελαψών φωλεών των,
+προσβλέπουσαι αυτήν μετά σεβασμού. Και μία χρύσοφρυς ωραία, παχεία
+χρύσοφρυς, αργυρά, σχεδόν τον είχεν ερωτευθή τον γέροντα και οσάκις,
+βοσκούσα, διήρχετο κάτωθεν του εξώστου, ίστατο κ' έρριπτε προς τον επάνω
+κόσμον το χρυσούν βλέμμα της να τον ίδη, τον ηγαπημένον της, εκεί, επί του
+εξώστου, ρίπτοντα σωρόν τα ψιχία εις τα προσφιλή του κοπάδια. Ένας δε
+κατακόκκινος ερυθρίνος, ο σατανάς των ιχθύων, αν είχε φωνήν, θα εξεφώνει
+καμμίαν πρωίαν:</p>
+
+<p>&nbsp;— Έλα λοιπόν κάτω αφού τόσον μας αγαπάς!</p>
+
+<p>Με τόσον σατανικόν βλέμμα, τον έβλεπε τον γέροντα.</p>
+
+<p>Έως ου η τρυφερά αυτή αγάπη εις μανίαν μετετράπη. Ιδίως αφ' ότου,
+παρασυρθείς ο υιός του, τις οίδεν υπό τινων κακών συμβούλων, και είνε τόσοι
+κακοί σύμβουλοι παντού, κ' εν τη ξηρά κ' εν τη θαλάσση, ήρχισε ν' απειθή εις τον
+πατέρα του, ενεργών τα ταξείδια αυτοβούλως χωρίς να γράφη καν εις τον καπετάν-
+Τσούρμαν τον Παπαργυρόν, χωρίς να δίδη λογαριασμούς.</p>
+
+<p>&nbsp;— Μην ακούς τι λέει ο κόσμος! ετόλμα να δικαιολογή τον υιόν η
+φιλόστοργος μήτηρ.</p>
+
+<p>&nbsp;— Εγώ δεν ακούω τι λέει ο κόσμος, γυναίκα, παρετήρει τότε ο γέρων, εν
+απαθεία. Εγώ βλέπω τι λένε τα κατάστιχά μου.</p>
+
+<p>Και όντως τα λόγια του κόσμου ήσαν πολύ σύμφωνα με τα κατάστιχα του
+καπετάν Τσούρμα του Παπαργυρού, του οποίου τα όμματα, κατακόκκινα από τα
+δάκρυα, είχον τρία έτη να ίδουν τας δύο σκούνας του, τας οποίας ηγάπα
+πλειότερον του υιού του πλέον, ως θυγατέρας τρυφεράς, τας οποίας απήγαγε
+δόλιος εραστής.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ούτε γράμμα, ούτε απολογία, λογάτε! εθρήνει κρυφά η μήτηρ.</p>
+
+<p>Τα μάτια του γέροντος έκαμαν γυαλιά να κυττάζουν το πέλαγος· νύκτας δε κατά
+σειράν πολλάκις εξημέρωνεν επί του εξώστου νήστις, άγρυπνος, αναμένων. Προς
+παν λευκόν ιστίον εξαιφνιάζετο, ως κοιμώμενος λαγωός, και προς πάσαν λέμβον,
+παραπλέουσαν υπό τον εξώστην, απέστελλε την ερώτησιν άνωθεν,
+παρακλητικώς:</p>
+
+<p>&nbsp;— Μην είδατε της σκούναις μου;</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Είχε τρεις ημέρας να φάγη και τρεις ημέρας να κοιμηθή, σωστό τριήμερο.</p>
+
+<p>Η όψις του είχε παραλλάξει· το βλέμμα του είχε θολώσει, ως βλέμμα
+απολέσαντος τον ύπνον. Κανένα δεν ήθελε να ίδη, προς ουδένα ήθελε να ομιλήση.
+Η σύζυγός του, περίλυπος, εκάθητο ένδον, εν τη αιθούση, έχουσα ημίκλειστον την
+θύραν του εξώστου και προσέχουσα πάντοτε τον μελαγχολικόν σύζυγόν της.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι κακό που μ' ηύρε! Τι μεγάλο κακό!</p>
+
+<p>Είχον παρέλθει τα μεσάνυχτα· προ μικρού ελάλησεν ο πετεινός. Αίφνης ο
+καπετάν Τσούρμας ο Παπαργυρός εγείρεται αγριωπός, υψηλός, μεγαλόσωμος,
+ανατείνει τον βραχίονά του επιτακτικώς, βαστάζοντα εβεσμένον το τσιμπούκιον,
+και αίρων τα όμματα φλογερά προς τον μελανόν πόντον, κραυγάζει
+στεντορείως:</p>
+
+<p>&nbsp;— Μόλα μπουρίνα, μωρέ σκυλί!</p>
+
+<p>Ενόμιζες πως ήθελε να πετάξη όλος εις το κενόν, ναύαρχος να ορμήση
+εναέριος, και να κεραυνώση τον πολέμιον, τέρας ουράνιον, σείων τας δύο χείρας
+του ως δύο πτέρυγας, και διαγράφων κύκλους ατάκτους εν τω κενώ με το μακρόν
+τσιμπούκι του· ως το εκτόρειον δόρυ, επί του εξώστου.</p>
+
+<p>Η σύζυγος εξετινάχθη έντρομος εις τα κάθισμά της, κ' έβλεπεν από την
+ημίκλειστον θύραν τον καπετάν Τσούρμαν τον Παπαργυρόν, υψηλότερον παρ' ό,τι
+ήτο, φοβερόν, θηριώδη, τιτάνα. Το βλέμμα του φωτιαίς πετούσε. Θαρρείς και ήτο
+επί της αιπεινής πρύμνης της μεγάλης του σκούνας, εν ώρα εσχάτη θυέλλης και
+καταποντισμού.</p>
+
+<p>&nbsp;— Μόλα μπουρίνα, τίρα μόλα!</p>
+
+<p>Επαναλαμβάνει πάλιν ο καπετάν Τσούρμας ο Παπαργυρός. Και δευτέραν
+φοράν, αγριώτερον τώρα, ο αντίλαλος της σθεναράς φωνής του αντήχησε,
+θρηνωδώς πλήττων την κατέναντι ξηρόνησον, προς ην έβλεπεν ο γέρων. Από τους
+λευκούς βράχους ο αντίλαλος πάραυτα εκτιναχθείς, ως κρότος τηλεβόλου,
+προσέκρουσε κάτω, προς τας προκυμαίας και τας οικίας της παραλίας και
+επανελήφθη, κάτω βαθειά, ως διά βραχνής σάλπιγγος δαίμονος, εν τη σιωπή της
+νυκτός:</p>
+
+<p>&nbsp;— Μόλα μπουρίνα, τίρα μόλα!</p>
+
+<p>Ο καπετάν Τσούρμας ο Παπαργυρός εν τω υπερβάλλοντι πόθω του να επανίδη
+τα πλοία του, εφαντάσθη ότι αυτά κατέπλεον, πλην εξ αβλεψίας, είτε του υιού του,
+είτε του πηδαλιούχου, επίστευσεν ότι εκινδύνευον, εν ώ εισήρχοντο εις τον λιμένα,
+να προσαράξουν προς τον απότομον βράχον του Μπουρτζίου, όπου βεβαίως θα
+συνετρίβοντο και τα δύο — θλιβερόν θέαμα — κ' εν τη εξεγερθείση τότε φαντασία
+του, έβαλε την άνω κραυγήν, επιτάσσων να τα γυρίσουν, διά ν' αποφύγωσι την
+σύγκρουσιν.</p>
+
+<p>Τη επαύριον διεδόθη εις το χωρίον, το οποίον έντρομον εξήγειρεν η βραχνή του
+γέροντος φωνή, ότι ο καπετάν Τσούρμας ο Παπαργυρός «τα έχασε!»</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Και η φήμη αύτη η θλιβερά, επηλήθευσε μετ' ολίγον.</p>
+
+<p>Διότι, κατά σύμπτωσιν φοβεράν, την αυτήν ημέραν ήλθεν η είδησις ότι αι δύο
+εύμορφοι σκούναι του καπετάν Τσούρμα του Παπαργυρού, εν ώ, φορτωμέναι, εκ
+της Αζοφικής, έπλεον ομού προς την Μεσόγειον, συνεκρούσθησαν, εν νυκτερινή
+θυέλλη, παρά το αόρατον στόμιον του Βοσπόρου, τα Καβάκια, η μία κατά της
+άλλης, σύγκρουσιν απάνθρωπον, κ' εβυθίσθησαν και αι δύο, εξαφανισθείσαι εις
+την άβυσσον του σκληρού πόντου, ως εξαφανίζεται άχρηστον χαρτίον. Περί του
+υιού του ουδείς εγίνετο λόγος.</p>
+
+<p>Ο καπετάν-Τσούρμας ο Παπαργυρός έπαυσε πλέον να βλέπη προς το πέλαγος,
+από του οποίου ουδέν ανέμενε. Παρήτησε την κόμην του μακράν, κατάλευκον, και
+τον πώγωνα βαμβακερόν, ως του αγίου Νικολάου. Η μορφή του, η ανθηρά,
+εσκυθρώπασε και παρήκμασεν. Οι ώμοι του εκυρτώθησαν· και ως εκάθητο, επί του
+εξώστου, με το τσιμπούκι του το ηλέκτρινον, ωμοίαζεν ερημίτην, εν μέσω καπνών
+νεφελωτών, θρηνούντα του ανθρωπίνου βίου το πρόσκαιρον.</p>
+
+<p>Η δε γραία μήτηρ, η σύζυγός του, παρεξενεύετο ότι εν τη μεγίστη αυτού θλίψει
+ουδέποτε ωμίλησεν ο γέρων περί του αγνοουμένου υιού, όστις, ίσως, άκλαυτος
+ούτως, έγεινε βορά των ιχθύων.</p>
+
+<p>Ενίοτε έτρωγε και ενίοτε εκοιμάτο ο γέρων. Αλλά δεν ωμίλει ποτέ, βλέπων ως
+πρόβατον. Και μόνην ευχαρίστησιν ησθάνετο να διανέμη συνεχώς τα ψιχία του
+άρτου εις τους λαιμάργους κεφάλους, οίτινες ηθροίζοντο, κοπάδια- κοπάδια, κάτω
+από τον εξώστην.</p>
+
+<p>Με τον καιρόν, εξασθενήσας, κιτρινίσας, ζαρώσας, ωμοίαζε ναυαγισμένον και
+ξεπαγιασμένον ναύτην.</p>
+
+<p>Παρήλθον έτη και ουδεμία είδησις περί του υιού έφθασεν ύστερον από την
+μόνην είδησιν όπου έφερεν ο καπετάν Σκινάς ότι τον είδε τον υιόν του γέροντος εις
+το χιώτικο καφενείον του Γαλατά φουμάροντα ναργιλέ με Χίους πλοιάρχους φίλους
+του.</p>
+
+<p>Μίαν νύκτα του Μαΐου μαλακήν και ασέληνον, εζήτησε το πυροφάνιον ο
+πρεσβύτης.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πού θα πας; ηρώτησεν η τεθλιμμένη σύζυγος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τώρα θα ιδής.</p>
+
+<p>Είπεν ο καπετάν-Τσούρμας ο Παπαργυρός, κ' εστερέωσεν αυτό αναμμένον επί
+των σιδηρών δρυφάκτων του εξώστου. Πάραυτα έλαμψεν ο πυθμήν κάτω και
+πέραν η εγγύς ακτή της ξηρονήσου, ης οι βράχοι μετεκινούντο, θαρρείς, εδώ κ'
+εκεί, ως φώκαι χορεύουσαι. Ήστραπτε και εγυάλιζεν η ομαλή της θαλάσσης
+επιφάνεια ως καθρέπτης. Και ανάψας ο γέρων το τσιμπούκι του και λαβών ψιχία
+ήρχισε να μοιράζη κάτω εις τους ιχθύς. Αλλ' οι ιχθύες εκοιμώντο. Η δε λάμψις του
+πυρσού εις μάτην ανεμόχλευε κάτω τον σκοτεινόν πυθμένα. Έβλεπε μόνον ο
+πρεσβύτης τα σαπφείρινα θαλάμια των μουγκρίων, και τας μόλις διακρινομένας
+φωλεάς του οκτάποδος. Αλλ' αίφνης το κατηφές πρόσωπόν του εστολίσθη μ' έν
+μειδίαμα γλυκύ και τρυφερόν ως στολίζεται η δύσις μ' έν χρυσούν συννεφάκι ως
+βέλο παρθενικής κόρης.</p>
+
+<p>Κινεί τα χείλη του ο λευκός γέρων θέλει να παραστήση της χαράς του το
+φάντασμα τούτο, πλην η φωνή του πιάνεται βαθειά εις τον λάρυγγα. Κύπτει προς
+τα έξω, στηρίζων το στήθος επί του σιδηρού δρυφάκτου, και βλέπει κάτω προς το
+βάθος του πυθμένος, έξαλλος, αγαλλόμενος. Ο πυθμήν κατηυγάζετο φαεινώς από
+της αφθόνου λάμψεως του αναμμένου πυρσού. Και μένει εν τη θέσει εκείνη ο
+γέρων, ακίνητος, αμίλητος, λάμπων από χαράν κρυφήν, βλέπων μετά πάθους κάτω,
+ως ει ήθελε να ροφήση σχεδόν το ανέκφραστον θέαμα. Η ηδονή της ψυχής του
+εκχύνεται όλη επί του πολιού του προσώπου, εφ' ου χαρμόσυνος προσπίπτει του
+πυροφανίου η φωτοβολή. Κινεί ολονέν τα χείλη του, μειδιά ηδέως, απολαυστικώς
+μειδιά, και τέλος μέσα εις το μειδίαμά του ψιθυρίζει με τόνον υπερβαλλούσης
+απόλαύσεως, ως να ευρίσκετο εν τω παραδείσω, λέξεις δύο ασυναρτήτους, λέξεις
+μυστικάς, πνιγομένας μέσα εις την ηδονήν και την χαράν. Κ' εντρυφά εις την
+χαρμόσυνον αυτήν φαντασίαν, σιωπών, ευφραινόμενος και τείνει να έλθη
+εγγύτερον προς το περιπόθητον και μυστικόν ίνδαλμά του, και προτείνει το
+πρεσβυτικόν στήθος του προς τα έξω, ακόμη περισσότερον, επιποθών, αν ήτο
+δυνατόν να μεγαλοποιήση τας χείρας του, όχι, να μεταμορφωθή εξαϋλούμενος εις
+ευώδη πνοήν αρωμάτων, και να φθάση, να περιβάλη, ως περιβάλλει ο ιερός
+λίβανος την αγίαν Τράπεζαν, το γλυκύ της χαράς του φάντασμα, το οποίον
+εκαμάρωνεν εις τον λαμπρόν πυθμένα κάτω, με τας απείρους του σαπφείου
+αποχρώσεις, απαλόν, θελκτικόν και πάγκαλον ως εξόπισθεν υελοφράκτου
+παραπετάσματος, ψυχή αγίου, επιστρέφουσα εις τον κόσμον. Τέλος κατορθώνει να
+κράξη:</p>
+
+<p>&nbsp;— Η σκούναις μου, μωρέ γυναίκα! η σκούναις μου!</p>
+
+<p>Αλλ' εν τη τάσει εκείνη της κάμψεως του σώματός του, απεσπάσθη το σιδηρούν
+δρύφακτον του μαρμαρίνου εξώστου, όπερ καταπεσόν, παρέσυρε προς την
+θάλασσαν και τον καπετάν-Τσούρμαν τον Παπαργυρόν μετά δεινού των υδάτων
+πλαταγισμού.</p>
+
+<p>Η σύζυγος, ήτις παρεφύλαττεν ήδη εν τη αιθούση, είχε καταληφθή υπό του
+ύπνου, τόσας νύκτας πλέον αγρυπνούσα και πονούσα, αλλά προς την φωνήν του
+πρεσβύτου «η σκούναις μου» εξηγέρθη έντρομος και ονειρευομένη, ίσως, τον
+αγνοούμενον υιόν της, εξήλθεν εις τον εξώστην, ψιθυρίζουσα, ως
+ημικοιμωμένη:</p>
+
+<p>&nbsp;— Παιδάκι μου, καλώς ήλθες!</p>
+
+<p>Αλλ' εκεί ανεμνήσθη αίφνης, ότι εκάθητο ο καπετάν Τσούρμας ο Παπαργυρός.
+Παρατηρεί, τρίβουσα τους οφθαλμούς, τρομασμένη, ως οι φεύγοντες από φοβεράς
+μάχης, και βλέπει την καταστροφήν του εξώστου. Το πυροφάνιον έλαμπεν ακόμη,
+εμπεπηγμένον εκεί, ως πυρσός τάφου, βοΐζον υποκώφως, αναρριπιζόμενον υπό
+ελαφράς του ανέμου πνοής, θεωρεί προς τα κάτω και προφθάνει να ίδη τα φως
+μόνον του τσιμπουκίου του βυθιζομένου συζύγου της, όπερ και αυτό, ευθύς
+εσβέσθη και συνεκαλύφθη υπό τους αφρούς της αναταραχθείσης θαλάσσης. Έβαλε
+κραυγήν γοεράν.</p>
+
+<p>Δύο δε αλιείς, εγγύς εκεί, γιαλεύοντες, με τα πυροφάνια, σπεύσαντες, εύρον εν
+τω πυθμένι νεκρόν τον καπετάν-Τσούρμαν τον Παπαργυρόν, πλην γλυκύν και
+γαλήνιον και μειδιώντα ακόμη, ως να εκοιμάτο, ονειρευόμενος τα ηδύτερα των
+ονείρων, ενώ οι κέφαλοι τον περιετριγύριζον, τον εφίλουν σχεδόν εις το γελαστόν
+πρόσωπον, ως ει ήθελον να ευχαριστήσωσιν αυτόν διά την τόσην προς αυτούς
+αγάπην του. Η δε ασημένια χρύσοφρυς δεν ήθελε να τον αποχωρισθή, τον αγαθόν
+πρεσβύτην, και παρηκολούθει μετά πόνου το πτώμα, ανασυρόμενον θλιβερώς υπό
+των δύο αλιέων, εν ώ ο πονηρός ερυθρίνος εχόρευεν από χαράν.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Παρήλθον έτη. Η καπετάνισσα, ήτις εφαίνετο ότι ποτέ της δεν θα γηράση,
+εγήρασε πλέον. Το τόσον κάλλος εκείνο, η δροσερά υγεία και ευώδης χαρμονή,
+συνεπτύχθησαν σπαρακτικώς και απωλέσθησαν μέσα εις ένα σακκί κόκκαλα. Το
+μέγαρον εθρήνει και αυτό την σκληράν χηρείαν. Ο απειθής εκείνος και άσωτος
+υιός, εις καμμίαν ίσως της φοβεράς Γαλλίας εσχατιάν, θα προσεπάθει να γεμίση
+την κοιλίαν του από των κερατίων αφ' ων ήσθιον οι χοίροι, ουδαμού ακουόμενος,
+ή ίσως και θα ετελείωσε τας ημέρας του εις τα παγερά της Μαρσίλιας σπιτάλια, αν
+δεν επνίγη τότε. Η καπετάνισσα εκείνη, η αρχόντισσα, επεινούσε πλέον, βλέπουσα
+με κεχηνός το στόμα φθειρομένην ματαίως την τόσην του μεγάρου πολυτέλειαν, τα
+οποίον εμαύρισεν από τον πόνον του, θαρρείς, και αυτό, της ασβεστοκονίας του
+αποτριβείσης από τον ήλιον και τας βροχάς. Ο εξώστης, ο μαρμάρινος, ουδέποτε
+επεσκευάσθη· σημείον εύγλωττον της δεινής συμφοράς. Οι υετοί ήρχισαν να
+παρασύρουν έν προς έν του αρχοντικού οίκου τα στολίσματα, τα οποία δεν
+αντικαθίσταντο καθώς τα φεύγοντα του ανθρώπου έτη, το κάλλος και η υγεία.</p>
+
+<p>Το μέγαρον εγήρασεν.</p>
+
+<p>Ένας σωρός και αυτό λίθων και πλίνθων και ξύλων.</p>
+
+<p>Ο βορράς εσύριζε τον χειμώνα, εισορμών βιαίως διά των θραυσθέντων
+παραθυροφύλλων. Τα γείσα τα εύμορφα, με την ροδίνην των μαρμαροκονίαν, που
+ήσαν ως να τα εφίλησαν αιθέριαι νύμφαι, ερράγησαν κ' έπεσαν, ως πίπτουν οι
+οδόντες γραίας· τα φατνώματα, τα χρυσά των αιθουσών εξέβαψαν και ετρίβησαν
+ως του λεπρού η αθλία κορυφή. Και όταν έβρεχεν, έτρεχεν από του μαρμαρίνου
+εξώστου ρεύμα ύδατος, εισρέον διά της μετακινηθείσης στέγης.</p>
+
+<p>Τότε έλαβον την άδειαν και εισώρμησαν εκεί τα φαντάσματα, ως ο λεγεών των
+δαιμονίων, τω καιρώ εκείνω, εις την αγέλην των χοίρων.</p>
+
+<p>Πού ετόλμα παιδίον να διέλθη προ του κατηραμένου τούτου μεγάρου, το
+οποίον ως κακός εφιάλτης, εβάρυνε επάνω εις την λευκήν πολίχνην.</p>
+
+<p>Κατά κακήν μου τύχην, εκείθεν διήρχετο η οδός, η άγουσα εις την οικίαν του
+μόνου του χωρίου ιατρού.</p>
+
+<p>Ήτο μεσάνυκτα. Η μητέρα μου έκειτο ασθενής και ώφειλον να μεταβώ εις τον
+ιατρόν.</p>
+
+<p>Αχ! φοβερά εκείνη η ώρα. Αισθάνομαι ακόμη παλλομένην την καρδίαν μου.
+Ολόκληρον νεκροκράββατον μακρύ, απαίσιον, εστολισμένον, με τα κηρία
+αναμμένα, με κατεδίωξε καταδίωξιν αποτρόπαιον και παράδοξον. Έτρεχον
+ασθμαίνων, ψιθυρίζων μυστικώς το «Πιστεύω». Όπισθέν μου ήκουον τους
+πενθίμους τριγμούς του διώκοντός με νεκροκραββάτου, ξηρούς, φοβερούς, ως τα
+κτυπήματα της σκαπάνης του νεκροθάπτου, κ' έβλεπον, χωρίς να στρέψω οπίσω,
+έβλεπον, ως να απέκτησα του Άργου τα όμματα, την πένθιμον εκείνην παράταξιν,
+με τους απαισίως φέγγοντας φανούς, καθώς φέγγουν την νύκτα τα φαναράκια
+επάνω εις τους τάφους του κοιμητηρίου του χωρίου.</p>
+
+<p>Και ότε πάλιν την μεγάλην Πέμπτην, με άλλους παίδας, επηδήσαμεν κρυφά, την
+νύκτα, εις την έρημον αυλήν του, να κόψωμεν δενδρολίβανα, διά τους Σταυρούς
+μας, που θα ετραγωδούσαμεν του «Χριστού τα πάθη», ένας αράπης — φευ του
+θεάματος! — υπέρμεγας, κατάμαυρος, με το τσιμπούκι του μακρόν, ως
+μακεδονικήν σάρισσαν, ολίγον έλειψε να θραύση τας κεφαλάς μας, αν δεν
+επρολαμβάνομεν ημείς να θραύσωμεν αυτάς, μόνοι μας, πηδήσαντες από του
+αυλογύρου, σύντρομοι.</p>
+
+<p>Και μίαν άλλην φοράν, ότε μετέβαινον μετά του μακαρίτου πατρός μου εις την
+αγρυπνίαν της Παναγίας — πάλιν εκείθεν διήρχετο η οδός — τον άφησα
+μισοστρατής και εγύρισα οπίσω, εις την οικίαν μας, ασθμαίνων, διωκόμενος. Αχ! μ'
+εκυνήγησεν ένα βωδάκι, μετά βίας και αγριότητος λύκου, μυκώμενον, κράζον,
+φωνάζον, κερατίζον την νύκτα. Ήμην πλέον εντός της αυλής μας, ότε έστρεψα να
+ίδω το βωδάκι, το άγριον, και βλέπω, αντ' αυτού, ίππον αφηνιασμένον, και έως ου,
+έντρομος ακόμη, κλείσω την θύραν, βλέπω και ο ίππος μετεμορφώθη εις μίαν
+υψηλήν και ξηραγκιανήν αραπίναν, ης η κεφαλή έφθανε την κορυφήν του
+γειτονικού κωδωνοστασίου του ναού, μέχρι του στήθους γυνή και το λοιπόν ξηρά
+λεύκη.</p>
+
+<p>Τα είδον όλα αυτά; Ουδέποτε. Τα είδον όμως άλλοι παίδες, οι οποίοι ωρκίζοντο
+«μα το ξο χλιαράκι», ότι τα είδον κ' εφαντάσθην κ' επίστευσα κ' εγώ ότι τα
+είδα.</p>
+
+<p>Το βέβαιον όμως είνε ότι πλούσιος ιδιοκτήτης, επιθυμών ν' αποκτήση το
+έρημον εκείνο μέγαρον, διότι πράγματι ήτο επί της ωραιοτέρας τοποθεσίας, αλλά,
+πλεονέκτης εις άκρον, ίνα το αγοράση «για ένα κομμάτι ψωμί», διέδωκεν
+επιτηδείως τα περί των φαντασμάτων εις τον μικρότερον υιόν του, όστις
+εκοινολόγησεν, έπειτα, τας τρομεράς διηγήσεις προς άλλους παίδας, εις το
+σχολείον, και ούτως όλοι οι παίδες του χωρίου είχον ίδη πλέον «τα στοιχειά» του
+ερήμου εκείνου οίκου.</p>
+
+<p>Η καπετάνισσα κατ' αρχάς, ακούουσα ταύτα, ήρχισε να φοβήται και αυτή. Διότι
+περί το μεσονύκτιον την εξύπνα άλλοτε μεν φωνή αλώπεκος, άλλοτε λύκου ωρυγή,
+και άλλοτε χρεμετισμός ίππου. Και, όταν μίαν νύκτα ήθελε ν' αντλήση ύδωρ από
+την στέρναν, βροχή λίθων παρ' ολίγον να θραύση την κεφαλήν της. Την νύκτα δε
+της Πρωτομαγιάς, όλην την νύκτα, εις το επάνω πάτωμα, εχόρευον την «Καμάραν»,
+τον εύμορφον αλυσιδωτόν χορόν, ελαφραί κόραι, πολλαί, πάμπολλαι. Ησθάνετο
+τους ελαφρούς των βηματισμούς, δειλούς, ως των πτηνών, και ήκουε την λεπτήν
+και γλυκείαν φωνίτσαν των, ως την ψελλίζουσαν του καλαμώνος αύραν.</p>
+
+<p>Αλλ' ο αείμνηστος αρχιεπίσκοπος της Χαλκίδος, ο Καλλίνικος, ο εξ Άνδρου,
+Καλλίνικος ο Καμπάνης ένας αρχαιοπρεπής και γλυκύτατος Δεσπότης, με τας
+ωραίας λάμψεις του βλέμματός του τας πατρικάς, και το μειδίαμα της πραότητος
+εις τα χείλη, όστις, μεγαλοπρεπής εις όλα, ήθελε και εις τα χωρία ακόμη να
+επιδεικνύη την αρχοντικήν του παράστασιν επιβάλλουσαν, συνήθιζε πάντοτε να
+καταλύη εν τω στοιχειωμένη τούτω μεγάρω, του οποίου δωμάτιά τινα, εν τω κάτω
+πατώματι, ήσαν κατοικήσιμα.</p>
+
+<p>Καθ' όλας εκείνας τας ημέρας τα στοιχειά εξηφανίζοντο. Όπερ ενεθάρρυνε την
+γραίαν κ' εξηκολούθει να κατοική μέχρις εσχάτων έν τινι μικρώ δωματίω, επί της
+αυλής, καίουσα άσβεστον την κανδήλαν ενώπιον δύο-τριών εικονισματίων και
+θυμιάζουσα συνεχώς. Επειδή δ' εθεώρει ως ύβριν κατά της ευσεβείας της και
+εμπαιγμόν καθ' εαυτής τας διαδόσεις εκείνας περί των φαντασμάτων, ωργίζετο και
+πικρώς ήλεγχε πάντα, τολμώντα να προσβάλη την ιερότητα του οίκου της, όστις
+εφιλοξενει κατ' έτος τον σεβασμιώτατον άγιον Χαλκίδος.</p>
+
+<p>Διά τούτο σκληρώς εξύβρισε και τον γερω-Μπαρέκον, ως είδομεν, όταν
+υπέδειξεν, ο ευλογημένος, την οικίαν της, ως στοιχειωμένην.</p>
+
+<p>Αφού δ' ο πλούσιος εκείνος ιδιοκτήτης δεν ηδυνήθη να γείνη κάτοχος του
+μεγάρου διά των περί φαντασμάτων εκείνων διαδόσεων, τελευταίον, εκλεχθείς
+δήμαρχος, απεφάσισε να επιτύχη την εκπλήρωσιν της επιθυμίας του,
+μεταρρυθμίζων το σχέδιον του χωρίου, διά νέας ρυμοτομίας, ελπίζων πάντοτε να
+συμπεριληφθή και το φθονούμενον μέγαρον εν τη μεταβολή ταύτη. Κ' ενώ εξ ενός
+απέστελλε τον μηχανικόν, ίνα χαράξη μαύρον σταυρόν επί του τοίχου του μεγάρου,
+εξ άλλου, κρυφά, εψιθύριζεν εις το ους της γραίας:</p>
+
+<p>&nbsp;— Το δίνεις τριάντα κατοστάρικα;</p>
+
+<p>(Κ' εστοίχισε δεκαπέντε χιλ. δραχμών!)</p>
+
+<p>&nbsp;— Πας 'στον παππού μ!</p>
+
+<p>Ηγρίευσεν η γραία.</p>
+
+<p>&nbsp;— Θα σου το πάρη το σχέδιο!</p>
+
+<p>Ηπείλησεν ο δήμαρχος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Το κεφάλι σου να πάρη το σχέδιο! Το σπίτι είνε του παιδιού μου!</p>
+
+<p>Διά των απαντήσεων τούτων εσώθη η γραία από τας παρακλητικάς απειλάς του
+δημάρχου. Από δε του μηχανικού εσώθη, ισταμένη εις την θύραν, με μίαν σιδηράν
+ράβδον, και απειλούσα να θραύση την χείρα παντός, όστις θα ήθελε να χαράξη
+μαύρον σταυρόν επί του οίκου της.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ας κουρεύεται! είπεν επί τέλους ο δήμαρχος εις τον μηχανικόν, ιδών
+ότι η γραία καπετάνισσα δεν ωμοίαζε διόλου προς την επί Ευδοξίας χήραν με την
+άμπελον.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Ούτως η φιλόστοργος μήτηρ υπέμεινε βλέπουσα ολονέν κατερειπούμενον το
+μέγαρον, με την ελπίδα την απροσμάχητον ότι θα επανήρχετο μίαν ημέραν ο υιός
+της. Τα καταρριπτόμενα υπό του χρόνου, ξύλα, και πλίνθους και σανίδας,
+εσώρευεν επί της αυλής, να έλθη να τα εύρη ο υιός της, ίσως και όλον τον οίκον,
+σωρόν ερειπίων, και επ' αυτού την γραίαν μητέρα του, ως γλαύκα, θρηνούσαν
+επάνω εις τάφον. Ούτως εσκέπτετο.</p>
+
+<p>Κάθε οκτώ, την αυγήν, βαθειά, μέσα εις τον ύπνον της, ήκουε τους κρότους της
+μηχανής του ατμοπλοίου, όπερ προ της οικίας της παρέπλεε, κ' εξήρχετο επί του
+σεσαθρωμένου και ημικρημνισμένου εξώστου, θεωρούσα τους επιβαίνοντας και
+αναζητούσα τον υιόν της, μαύρη, μικρά, συμμαζευμένη ως ηπλωμένον ράκος
+δακρύβρεκτον να στεγνώση.</p>
+
+<p>Εις το ταχυδρομείον εξημέρωνε αυτή πρώτη απ' έξω.</p>
+
+<p>Άν ποτε εισέπλεε καμμία σκούνα με τους ιστούς της υψηλούς, με τα ιστία
+κατάλευκα, με την σημαίαν κυματίζουσαν, την εκαμάρωνεν ως του υιού της την
+σκούνα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ας ήρχετο έτσι δα, και ας πέθαινα, Παναγία μου!</p>
+
+<p>Έκαμνε τον σταυρόν της.</p>
+
+<p>Πρωί και βράδυ εκολλούσεν ένα κεράκι προ της εικόνος του τιμίου Προδρόμου,
+εν τω όρθρω και τω εσπερινώ. Γιαννάκην έλεγαν τον υιόν της.</p>
+
+<p>Ήθελε να πηγαίνη και εις την πανήγυριν του αγίου Ιωάννου, έξω εις την
+ερημικήν εκκλησίαν του, εις το Κάστρο, αλλ' η καρδιά της δεν αντείχε να βλέπη την
+χαράν και φαιδρότητα των πανηγυριζόντων. Ουδ' εβάστα πλέον η ψυχή της ν'
+αντικρύζη την θέσιν, όπου άλλοτε, με το παιδάκι της κατεσκήνωσεν, εν τη εορτή,
+όπισθεν ενός χλοερού σχοίνου, μεγάλου, δενδροειδούς, σχηματίζοντος υπήνεμον
+σπηλαιάν. Παρέκει, υπό άλλον σχοίνον, εδειπνούσαν άλλοι, και υπό την αγριελαίαν
+εκείνην, την παμμεγίστην, έστρωσαν τα κυλίμια των πέντε όλαι φιλικαί οικογένειαι.
+Και παρακάτω εις τα ερείπια παλαιού οικίσκου παρεσκεύαζον το δείπνον των
+άλλοι, και εις τα πεζούλια του προαυλίου του ναού κατά γραμμήν, ως κορώναι,
+εσιωπούσαν, νήστεις, μαύραι χήραι, αναμένουσαι ν' αρχίση η αγρυπνία της
+εορτής, ενώ ο μπάρμπα-Δημητρός, ζωηρός τότε και εύθυμος πάντοτε, ενώπιον
+ενός παμμεγίστου ανοικτού φλάσκου ήρχισε να ψάλη «τ' ανοιξαντάρια» προ του
+«ευλογητού» ακόμη. Και κάτω εις τα χαμόκλαδα, και επάνω εις τας φασκομηλέας
+άλλαι οικογένειαι, και νύμφαι με τα νυμφικά των, και μνηστευμέναι με τα λευκά
+των, και κόσμος προσκυνητών πέραν και από το βουνόν με φανάρια κατήρχοντο,
+ποιμένες, βραδύναντες, και η κυρά- Ασημίτσα, κομίζουσα τους πέντε άρτους εις
+μίαν βαθείαν κόφαν. Και φωναί, και αναζητήσεις και ανακραυγαί και εκπλήξεις και
+ευχαί και προπόσεις, και άσματα και ψαλμωδίαι και βόμβος ως από μυριάδων
+κυψελών, εκεί εις τους σχοίνους, και σμήνη παιδίων, τα οποία εν αλαλαγμώ με τα
+κηρία αναμμένα, έτρεχον εις του Χαιρημωνά να υδρευθώσιν, εν ώ ο Παπα-
+Μακάριος, κατακόκκινος από την κούρασιν — τις οίδεν — έγραφε τα ονόματα έχων
+χαρτίον επί του γόνατος, καθήμενος επί της φλοιάς του ναΐσκου, όστις εφεγγοβόλει
+από την λάμψιν των λαμπάδων και των κηρίων — τον χρόνον μίαν φοράν ο
+καϊμένος — .</p>
+
+<p>Τι έχασε να το εύρη αυτή εις την χαράν εκείνην της εορτής;</p>
+
+<p>Πώς να υπάγη και να μη βλέπη τον υιόν της, τον οποίον τώρα θα εκαμάρωνε
+γαμβρόν περιζήτητον;</p>
+
+<p>Ελιποθύμησεν οπίσω από μίαν κομαριάν, ότε διέπραξε το αλησμόνητον
+σφάλμα να μεταβή. Νεανίσκος τις, εκ των νησιωτών, με το καπέλλο του στραβά, με
+το μεταξωτό ζωνάρι, μ' ένα μανδήλι αλεξανδρινόν επί του λαιμού, ωμοίαζε
+καταπληκτικώς προς τον υιόν της, τον αγνοούμενον. Ήτο αρραβωνισμένος κ'
+εκάθητο παρά τους πόδας της μνηστής του, ως ο Αμλέτος ο δύσερως. Ιδούσα η
+χήρα καπετάνισσα την ποθεινήν εκείνην του ονείρου της εικόνα ηλλοφρόνησε. Της
+εφάνη ότι είδεν εκεί και τον καπετάν-Τσούρμαν τον Παπαργυρόν γελαστόν,
+φαιδρόν, καπνίζοντα το τσιμπούκι του, γυρμένον εις ένα παχύν κλώνον του
+σχοίνου. Η αιφνιδία χαρά του φαντάσματός της έπληξε την πονεμένην καρδίαν της
+κ' έπεσε λιπόθυμος η γραία, την στιγμήν, καθ' ην κραυγάζουσα: «παιδάκι μου!»
+ενηγκαλίσθη ένα ξηρόν ελαίας κορμόν, προ των ποδών της. Ευτυχώς ο γέρω-
+Μπαρέκος, όστις είχε τάμα να πηγαίνη πάντοτε εις την πανήγυριν του Προδρόμου,
+την επρόφθασεν από πίσω από την κομαριάν, όπου επήγαινε να κρύψη μίαν
+προσφοράν που του έδωσεν ο παπα- Μακάριος, ανταλλάξας αυτήν με μίαν
+μιζίθραν, και μίαν τσότραν γεμάτην, την οποίαν, ως έλεγεν, εύρεν εις τον δρόμον
+αδέσποτον.</p>
+
+<p>Εις τον παπα-Μακάριον μόνον έλεγε: Τον Γιαννάκη μου, παπά, μη ξεχάσης!</p>
+
+<p>Αλλ' όταν μίαν φοράν, ο ιερεύς ηρώτησε: 'Σ τα ζωντανά ή 'ς τα πεθαμένα;
+Εφάνη εις την δυστυχή χήραν ως προσβολή, και έκτοτε δεν του ξαναείπε
+τίποτε.</p>
+
+<p>Τα τελευταία έτη η δυστυχία την είχε παρά πολύ καταβάλει την γηραιάν
+καπετάνισσαν. Επ' εσχάτων έπεσαν και τα πάκια της, την ημέραν που έπεσε και μια
+μεγάλη δοκός από του γηραιού ερειπίου, και δεν ημπορούσε πλέον να σκύψη
+παντελώς. Κ' έβλεπεν εις τους αγρούς τα λάχανα λοχερά-λοχερά κ' ελάγκευεν η
+καρδιά της.</p>
+
+<p>&nbsp;— Το δίνεις πέντε κατοστάρικα;</p>
+
+<p>Ετόλμησε να της είπη τας ημέρας εκείνας ο πλούσιος ιδιοκτήτης, ότε την είδε
+μίαν ημέραν, εις το πηγάδι.</p>
+
+<p>Η γραία δεν ωργίσθη, ως άλλοτε. Μόνον ήγειρε θλιβερώς την κεφαλήν της,
+εκύτταξε τον πλούσιον, φοβερόν ως τον πλεονέκτην, εκύτταξε και τον ουρανόν,
+βαρύν, ως μολύβδινον, κ' εσπόγγισε τα όμματά της, ψιθυρίσασα ως
+παραπονουμένη κατά του αγνώστου:</p>
+
+<p>&nbsp;— Κοτζάμ-Παλάτι!</p>
+
+<p>Και υψώσασα την σκελετώδη χείρα της, τρέμουσαν, επέδειξεν εκείθεν τον
+μαύρον όγκον του μεγάρου της, βαρύν κ' επαχθή βράχον επάνω εις το στήθος της,
+κινδυνεύοντα να μεταβληθή εις φοβεράν επιτάφιον πλάκα.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Ήτο παραμονή των Χριστουγέννων. Εξημέρωνεν η πλέον μεγάλη εορτή της
+εκκλησίας και η πλέον μεγάλη χαρά της οικογενείας. Είνε η μόνη πανήγυρις, η
+οποία απαιτεί τουλάχιστον δύο χριστιανούς εις πανηγυρισμόν της, κατά το «όπου
+εισί δύο ή τρεις . . . » του Ευαγγελίου. Ο μόνος, είνε θλιβερόν θέαμα εν τοιαύτη
+ημέρα. Την ψυχήν του Χριστιανού καταπλημμυρούσι, την νύκτα ταύτην την ιεράν,
+όλα τα περιπαθή επεισόδια του υπερφυούς μυστηρίου της θείας ενανθρωπήσεως,
+άγια, θερμά, μαλακά, ως οι άπτιλοι νεοσσοί εν τη αχυροπλόκω φωλεά, γεννώντα
+υπερβάλλουσαν χαράν, ήτις ανάγκη να εκδηλωθή υπό την μορφήν αγάπης,
+ελπίδος, και πίστεως, επί των οποίων ως επί χρυσού τρίποδος στηρίζεται ο
+οικογενειακός βίος. Οι δύο είνε εικών της ζωής, ο είς εικών του θανάτου . . .</p>
+
+<p>Διά τούτο η γραία καπετάνισσα την παραμονήν, απεμακρύνετο από το χωρίον,
+ως το έμβλημα του αφορισμού και της ερημώσεως.</p>
+
+<p>Με ποίους οφθαλμούς θα έβλεπεν αυτή — Στοιχειό επί Στοιχειωμένου οίκου —
+την χαρμόσυνον ετοιμασίαν των ευλογημένων οικογενειών; Τας μητέρας να
+ξεσκονίζουν, τας νέας να ζυμώνουν, τους φούρνους να μοσχοβολούν, και τους
+ευδαίμονας πατέρας ν' αναπαύωνται παρά την εστίαν;</p>
+
+<p>Κουτσώντας-κουτσώντας επήρε τα ματάκια της, κλαμμένα, και απήλθε ν'
+ανάψη τα κανδήλια του αγίου Κωνσταντίνου.</p>
+
+<p>Ένα κοριτσάκι, θυγάτηρ του αρχαίου λοστρόμου των, την συνώδευσε.</p>
+
+<p>Τρεις ώρας έκαμαν ν' αναβώσι τον υψηλόν λόφον. Η ημέρα ήτο ωραία. Αι
+μύρτοι εβόιζον από τα πλήθος του καρπού, τα λάχανα εχλόαζον εις τας πρασιάς,
+και οι σπαρέντες αγροί ήρχισαν να στρώνωνται με τον καταπράσινον τάπητα
+αυτών, τον οποίον η φύσις υφαίνει, πάντοτε τον μήνα τούτον, αψηφούσα τον
+παγετόν και τα βάσανα του χειμώνος, τα φοβερά. Επί των ελαιοδένδρων διά μέσου
+των φύλλων εγυάλιζεν ακόμη καμμία ελαία, ως οφθαλμός κατάμαυρος
+κατασκόπου.</p>
+
+<p>Εις το Κακόρεμα, μίαν βαθείαν και σκοτεινήν κοιλάδα, ο γέρω-Μπαρέκος,
+φέρων σάκκον μέγαν, επλήρου αυτόν, μετά προφυλάξεως υπόπτου, εκ μεγάλων
+κλάδων ελαιών, μετά του καρπού αποσπασθέντων, αναιβασμένος επάνω εις μίαν
+παμπάλαιον ελαίαν, ως αλώπηξ πεινώσα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Κάνα-δυο φουντίτσες για τα παληοκάτσικα!</p>
+
+<p>Διέκοψε την σιωπήν των γυναικών, χωρίς να τον ερωτήσωσιν αύται. Ουδέ τον
+είδον καν, πού ήτο τρυπωμένος.</p>
+
+<p>Έφθασαν εις το ερημοκκλήσιον.</p>
+
+<p>Επί της κορυφής του υψηλού αυτού λόφου, εν μέσω πυκνής συστάδος αγρίων
+δρυών, ως φωλίτσα πτηνού, αόρατον, κρυφόν, ελεύκαζε το εκκλησίδιον, ως
+λευκάζει η πρώτη λάμψις της αυγής εις το βάθος της νυκτός. Χαμηλή, μονόφυλλος
+θύρα, εφώτιζεν αυτόν. Απ' έξω υπήρχε πεζούλιον, προς ανάπαυσιν, αλλά διά να
+ξεκουρασθή κανείς από της επιπόνου οδοιπορίας καθήμενος εκεί, έπρεπε να
+ζητήση την άδειαν από τον Γέρω-Βοριά, όστις με αγρίους σφυριγμούς, απεδίωκε
+τους ξένους.</p>
+
+<p>Αι γυναίκες ήνοιξαν και εισήλθον. Σκότος βαθύ και σιωπή. Ένας υπερμεγέθης,
+ως γαλή, ποντικός, μία παμπόνηρος νυφίτσα έφευγε προς την φωλεάν σύρουσα
+μεθ' εαυτής και ένα φανόν από τα κανδήλια, τα οποία ήσαν εσβεσμένα· και μία
+κέραμος με σβυστούς άνθρακας εχρησίμευεν ως θυμιατήριον.</p>
+
+<p>Η νεάνις μετ' ολίγον, τακτοποιήσασα πάντα, ήναψε τας κανδήλας, η γραία
+έρριψε θυμίαμα επί του προχείρου εκείνου θυμιατού, ήναψε τα κηρία οπού έφερε
+μαζί της, και προσηύχετο ενώπιον της εικόνος του Χριστού, παραπονουμένη μετά
+δειλίας πενθίμου:</p>
+
+<p>&nbsp;— Για πέντε συχνάτσες!</p>
+
+<p>Ποία μεταβολή επήλθεν εις τας ιδέας της; Συνεζήτει τάχα, καθ' εαυτήν, την
+πώλησιν του ερειπίου, αυτή η οποία, άλλοτε, προς πάσαν πρότασιν, απήντα μετ'
+αποφάσεως: «Είνε του παιδιού μου;»</p>
+
+<p>Ενίοτε μάλιστα προέβαινε περαιτέρω: Όχι μόνον δεν σου το πωλώ, απήντησε
+μίαν ημέραν προς τον πλούσιον, αλλά, και αφού πεθάνω, θ' αφήσω διαθήκη, να
+χαλάσουν τον βράχο, με τα φουρνέλλα, νάμβη η θάλασσα 'ς το σπιτότοπο, ν'
+αράζουν οι βάρκαις!»</p>
+
+<p>Εθόλωσεν ο ναΐσκος από την ευωδίαν του θυμιάματος. Αι εικόνες έλαμπον προ
+των αναφθέντων κηρίων, και τα εζωγραφημένα πρόσωπα των αγίων εμειδίων,
+θαρρείς, εξ ευχαριστήσεως.</p>
+
+<p>Προσηυχήθησαν ακόμη. Η νεάνις εκόλλησε και μίαν πεντάραν εις την εικόνα
+του αγίου και ο άγιος την εδέχθη. Ησπάσθησαν τας εικόνας, έρριψαν και άλλο
+έλαιον εις τας κανδήλας «να ξενυκτίσουν», τόσον δε πολύ ώστε εξεχείλισαν, και
+εχύνετο κάτω εις της πλάκες, κ' εξήρχοντο.</p>
+
+<p>&nbsp;— Κ' εκεί οπού εξήρχετο η γραία — η νεάνις είχεν ήδη εξέλθει — ακούει
+βοήν, ως φωνήν ανθρώπου κεκρυμμένου εις βάθος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Να φύγης από τα σπίτι γλήγορα.</p>
+
+<p>Η γραία κατ' αρχάς ενόμισεν ότι έτριξεν η μονόφυλλος παμπάλαιος θύρα,
+κλεισμένη, αλλ' η βοή επανελήφθη ευθύς:</p>
+
+<p>&nbsp;— Να φύγης από το σπίτι γλήγορα!</p>
+
+<p>Η γραία άφησε την θύραν ανοικτήν πάραυτα, και απεσύρθη κάτωχρος,
+τρέμουσα, παραπαίουσα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι έπαθες, μαννού;</p>
+
+<p>Ηρώτησεν η νεάνις, στηρίξασα την κλονιζομένην γραίαν. Και έως ου δυνηθή ν'
+αρθρώση την απάντησίν της η γραία, ηκούσθη το τρίτον η βοή ως εξ
+αποστάσεως:</p>
+
+<p>&nbsp;— Να φύγης από το σπίτι γλήγορα!</p>
+
+<p>&nbsp;— Παναγία μου! εψιθύρισε κατακίτρινος η νεάνις. Και έκαμε τον
+σταυρόν της.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πάμε, παιδί μου, πάμε, είπεν η γραία, συγκρούουσα τους οδόντας
+της ως εν πυρετώ.</p>
+
+<p>Και κατήρχοντο από του λόφου, σιωπηλαί, ως κατάδικοι αγόμενοι εις την
+αγχόνην, εν ώ ο γερω-Μπαρέκος, εξελθών από του ναΐσκου, έκλεισεν ήσυχα-
+ήσυχα, ως νοικοκύρης, την μονόφυλλον αυτού θύραν και στερεώσας αυτήν διά του
+λαδωμένου σχοινίου εψιθύρισεν:</p>
+
+<p>&nbsp;— Τώρα η καπετάνισσα εάν θέλη, ας μη πωλήση το σπίτι της εις τον κυρ-
+δήμαρχον.</p>
+
+<p>Παρακάτω εις την βρύσιν, την πεντάκρουνον, του Προφήτου Ηλιού, εκάθησαν
+αι γυναίκες ν' αναπνεύσουν. Έπιον διαυγές ύδωρ από της αφθόνου πηγής και
+ανέκτησαν το θάρρος των ολίγον και τα χρώμα των. Ήτο ωραίον εκείθεν τα
+εξαπλούμενον έξοχον θαλασσινόν πανόραμα. Ολόκληρος η γαλανή Εύβοια με την
+χιονισμένην της Δίρφυν, αυγόν, κατάλευκον η απότομος γραμμή των βουνών της
+Κύμης· πέραν η σκιά της ερημικής Σκύρου· κ' εγγύτερον από τον άλλον λόφον, οι
+λάμποντες οικίσκοι της Γλώσσης ως λατομείου χαράδραι, ωραίου χωρίου της
+Σκοπέλου, οπόθεν προέρχονται τα καθ' αυτό Σκοπελίτικα αχλάδια.</p>
+
+<p>Και είπεν η γραία προς την νεάνιδα, μη δυναμένη ακόμη ν' αποσπάση τον νουν
+της από την προ μικρού συμβάσαν φοβεράν σκηνήν:</p>
+
+<p>&nbsp;— Πώς να το δώσω, κορίτσι μου, αφού δεν είνε δικό μου; Είνε του
+παιδιού μου. Κάθε βράδυ το γλέπω ς' τον ύπνο μου και μου λέει: θαρθώ μάννα!
+θαρθώ μάννα! Ψες τα βράδυ το είδα πάλι. Είνε μικρό-μικρό, ως οχτώ χρονών. Με
+τον φύλακα ς' τον ώμο, με το καλαμάρι 'ς το ένα χέρι, και μ' ένα κομμάτι ψωμί 'ς το
+άλλο· και μου λέει: θαρθώ μάννα, θαρθώ μάννα! Κ' εκεί το χάνω και ξυπνώ.</p>
+
+<p>Και ήρχισε να κλαίη η γραία. Και πάλιν εψιθύρισε: Τ' αυτιά μ' κάμανε. Δεν ήταν
+τίποτε.</p>
+
+<p>Η νεάνις έβλεπε προς την ευρείαν κυανήν θάλασσαν, αφαιρεθείσα εις μίαν
+σκούναν η οποία με όλα τα πανιά, επλησίαζε προς τον λιμένα, κατάπριμα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Μαννού, κύτταξε εκείνο το καράβι!</p>
+
+<p>Διέκοψε την σιωπήν η νεάνις.</p>
+
+<p>Αλλ' η γραία, βυθισμένη εις τας φοβέρας της σκέψεις, δεν ήκουσε.</p>
+
+<p>Και η σκούνα εχάθη οπίσω από τα ερημόνησα του λιμένος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πάμε, παιδί μου, είπε τέλος η γραία, εγερθείσα και πλύνασα μίαν
+φοράν ακόμη το πρόσωπόν της, τα οποίον ήδη επανέκτησεν ολοτελώς πλέον την
+προτέραν του χροιάν. Και πιούσα ύδωρ κατά κόρον ως διψασμένη, — αχ! πόσην
+δίψαν γεννά της ψυχής ο πυρετός! — ανεστέναξεν εκ βάθους και είπεν ως να
+ωμίλουν τα σπλάγχνα της:</p>
+
+<p>&nbsp;— Ό,τι κι' αν είνε, δεν το δίνω το σπίτι.</p>
+
+<p>Κατά την επιστροφήν των ουδένα συνήντησαν. Εις το Κακόρεμα τας εύρεν η
+νυξ, οπόθεν διερχόμεναι, είδον ονάριον φορτωμένον, και τον γέρω- Μπαρέκον,
+οδηγούντα αυτό εκ των όπισθεν, όστις χωρίς πάλιν να ερωτηθή είπεν:</p>
+
+<p>&nbsp;— Ολίγο άλεσμα πήρα από τον μύλο!</p>
+
+<p>Ο πονηρός ποιμήν δύο εργασίας έκαμεν εκείνην την ημέραν. Επιτυχών ερημίαν
+— Παραμονή, και οι χριστιανοί δεν εργάζονται — εσύναξεν αρκετούς κλάδους
+ελαιών διά το ποίμνιόν του, τους οποίους, φορτώσας, μετεκόμιζεν εις την ποίμνην
+του, και κατά παραγγελίαν του πλουσίου ιδιοκτήτου, — με το αζημίωτόν του,
+εννοείται — ηθέλησε να φοβίση την γραίαν καπετάνισσαν, ίνα πωλήση πλέον τον
+οίκον της. Διά την τρίτην εργασίαν εψεύδετο, ίνα μη απολέση την ημέραν.</p>
+
+<p>Ότε εισήλθεν εις την κωμόπολιν, ήτο βαθεία νυξ. Η γραία επίτηδες παρέτεινε
+την οδοιπορίαν, ίνα μη ακούση μηδέ το άσμα των Χριστουγέννων. Της έκαμνε
+κακό. Εισήλθεν εις τας στενωπούς. Όλαι ήσαν έρημοι και σιωπηλαί.</p>
+
+<p>Ούτε το πανηγυρικόν άσμα ηκούετο πουθενά πλέον, αλλ' ουδ' έλαμπε φως εις
+κανέν παράθυρον.</p>
+
+<p>Μετ' ολίγον η γραία ήρχισε παραδόξως να επιβραδύνη έτι μάλλον. Ήρχισε να
+τρέμη.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι έχεις, μαννού;</p>
+
+<p>Ηρώτησεν η νεάνις.</p>
+
+<p>&nbsp;— Θαρθώ ς' το σπίτι σας, παιδί μου! Φοβούμαι!</p>
+
+<p>Εν τη θορυβημένη ψυχή της ανεκυκλείτο η τρομακτική σκηνή του ναΐσκου. Και
+να μη πιστεύη κανείς με το στόμα, εν τη ψυχή πάντοτε φοβείται εις τοιαύτας
+περιστάσεις.</p>
+
+<p>Αλλ' αίφνης προχωρήσασα μικράν ακόμη εγείρει τους οφθαλμούς της και
+θεωρεί το φοβερόν και παντέρημον ερείπιόν της, κατάφωτον, απαστράπτον,
+φωταγωγούν τον λιμένα ολόκληρον.</p>
+
+<p>Το δέος καταλαμβάνει αυτήν πλέον πραγματικώς.</p>
+
+<p>Ίσταται αποτόμως και τρίβει τους οφθαλμούς της.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τα μάτια μ' κάνουν έτσ';</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι είνε, μαννού; ερωτά η νεάνις.</p>
+
+<p>Και διά νεύματος οδηγουμένη παρά της γραίας, τρεμούσης, θεωρεί και αυτή το
+ερείπιον φωταγωγημένον.</p>
+
+<p>Και αι δύο γυναίκες σταυροκοπούνται επανειλημμένως.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τα φαντάσματα, μαννού, τα φαντάσματα, κράζει έντρομος η
+νεάνις.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τάκουα παιδί μ', μα πρώτη φορά τα βλέπω. Είχε δίκαιο ο άγιος που
+μου το είπε σήμερα. Πάμε στο σπίτι σας.</p>
+
+<p>Τα γόνατά των τρέμουν καμπτόμενα. Μόλις δύνανται να εξακολουθήσωσι την
+πορείαν. Προχωρούσι προς την οικίαν της νεάνιδος, εγγύς του στοιχειωμένου
+μεγάρου, και μετά δέους, κρυφά-κρυφά, ρίπτουν τα όμματά των προς τον όγκον
+εκείνον, όστις εξηκολούθει να φωτίζεται εν υπερβαλλούση λαμπρότητι. Και
+συγχρόνως ακούονται γέλωτες χαράς κ' ευφροσύνης, ως γάμου βοή. Ίστανται και
+ακροώνται:</p>
+
+<p class="poem"><i>Χριστός γεννάται σήμερον<br />
+εν Βηθλεέμ τη πόλει,<br />
+οι ουρανοί αγάλλονται<br />
+χαίρει η κτίσις όλη . . . </i></p>
+
+<p>Ψάλλει χορός παιδιών καλλίφωνος εν τω φωτισμένω μεγάρω και όργανα πολλά
+συνοδεύουν τα άσμα. Σκιαί φαίνονται κινούμεναι εν αυτώ και φωναί αγαλλιάσεως
+ασυνάρτητοι, ως είνε αι φωναί της αληθούς χαράς, εξέρχονται ολονέν από των
+χαλασμένων παραθύρων. Δίπλα δε, παρά τον ημικρημνισμένον μαρμάρινον
+εξώστην ένα ζεύγος υψηλών ιστών κινείται κυματοειδώς, συμφώνως προς της
+θαλάσσης τους κυματισμούς. Το δέος της γραίας υπεραυξάνει τότε. Αναπαρίσταται
+ενώπιον των οφθαλμών της πραγματική η ανύπαρκτος πλέον ευτυχία της. Και
+σπεύδει προς τον οικίσκον της νεάνιδος, ήτις ρίψασα τελευταίον έμφοβον βλέμμα
+προς το κατάφωτον μέγαρον ψιθυρίζει κάτωχρος:</p>
+
+<p>&nbsp;— Πω! πω! φαντάσματα και κακό!</p>
+
+<p>Και εκεί που ήτο έτοιμος η γραία να εισέλθη εις τον γειτονικόν οίκον, νά ο
+γέρω-Μπαρέκος, όστις ασθμαίνων, κάθιδρως σχεδόν, εμφανίζεται, κραυγάζων
+μακρόθεν:</p>
+
+<p>&nbsp;— Κυρά καπετάνισσα! Καλώς τα δεχθήκατε! και μετ' ολίγον προσθέτει
+γελών:</p>
+
+<p>&nbsp;— Τα φαντάσματα!</p>
+
+<p>Κ έδειξε το μέγαρον, του οποίου έφεγγον πάντοτε λαμπρώς τα κρημνισμένα
+παράθυρα.</p>
+
+<p>Η γραία εντροπιασμένη, φοβισμένη δι' όσα έβλεπε και δι' όσα ήκουσε, χωρίς ν'
+απαντήση εις τον ποιμένα, καλόν ή κακόν λόγον, εισήρχετο, εν ώ ο γέρω-Μπαρέκος
+εμποδίζει αυτήν, προσθέτων:</p>
+
+<p>&nbsp;— Τα φαντάσματα!</p>
+
+<p>Κ' εξακολουθεί:</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλώς τον δέχθηκες τον καπετάνιο σου, ίδιος ο μακαρίτης είνε ο
+Παπαργυρός. Ήλθεν ο γυιός σου ο ναυαγισμένος, ύστερα από τόσα χρόνια!</p>
+
+<p>Η γραία ίστατο άφωνος ως ανδριάς. Ο δε ποιμήν εξηκολούθει:</p>
+
+<p>&nbsp;— Με μίαν σκούνα, με μια έμορφη γυναίκα εγγλέζα, ξανθή και
+ροδοκόκκινη, — σπηκ ίγγλισσ; — παρενέβαλε σαρκάζων ο ποιμήν — με δύο
+παιδάκια — να του ζήσουν — ένα αγοράκι και ένα κοριτσάκι — ζευγαράκι — δεν
+σου μοιάζουν διόλου, — ροδοκόκκινα και ξανθά. Καλώς τα δέχθηκες τα
+φαντάσματα, ήλθα ξαργού, να σου το πω και να πάρω τα συχαρίκια, μη τύχη και
+φοβηθήτε πάλιν.</p>
+
+<p>Παρ' ολίγον να προδοθή ο πονηρός, διά το προηγηθέν επεισόδιον του ναΐσκου,
+διά τούτο εις το <i>πάλιν</i> εδάγκασε την γλώσσαν του.</p>
+
+<p>Τωόντι. Η σκούνα, την οποίαν εις το βουνόν είχε παρατηρήσει η συνοδός της
+γραίας, είχε καταπλεύσει, κυβερνωμένη υπό του αγνοουμένου υιού του μακαρίτου
+καπετάν-Τσούρμα-Παπαργυρού και ηγκυροβόλησε κάτω από το μέγαρον.</p>
+
+<p>Ο γέρω-Μπαρέκος, κατελθών να λάβη την υπεσχημένην αμοιβήν διά το εν τω
+ναΐσκω κατόρθωμά του, ήκουσε παραδόξως παρά του πλουσίου ιδιοκτήτου ότι δεν
+έχει να τω δώση τίποτε, διότι αν και το σχέδιον του ποιμένος επέτυχε, το ιδικόν του
+όμως είχεν αποτύχει τέλεον, διότι κατέπλευσε πλέον ο υιός του καπετάν-Τσούρμα
+του Παπαργυρού, εις ον ανήκεν ο περιζήτητος οίκος, και κατέπλευσε με
+περιουσίαν κινητήν και ακίνητον, και ήτο αδύνατον πλέον να πωλήση η μήτηρ το
+μέγαρον.</p>
+
+<p>Ο γέρω-Μπαρέκος διεμαρτυρήθη και απήτησε την αμοιβήν του. «Δεν σε
+δούλεψα, βρε αδερφέ!» έλεγε προς τον αποστείλαντα αυτόν. Αλλ' αποτυχών, με
+όλας τας διαμαρτυρίας του, απειληθείς και με φυλάκισιν — διότι ο απαιτητής του
+μεγάρου ήτο και δήμαρχος, έσπευσε να συναντήση την γραίαν και λάβη παρ' αυτής
+τουλάχιστον το εθιζόμενον δώρον της καλής ειδήσεως — τα συχαρίκια — γνωρίζων
+ότι αύτη, σιγά-σιγά, ως εβάδιζε, θα ήτο ακόμη καθ' οδόν. Διά τούτο εφρόντισε με
+όλην την ησυχίαν του και συνέλεξεν ικανάς πληροφορίας περί του καταφθάσαντος
+πλοιάρχου, όσας ημπόρεσεν.</p>
+
+<p>Αλλ' η γραία έμενε βωβή εν τη θύρα της γειτονικής οικίας και κωφή σχεδόν. Τα
+λόγια του ποιμένος τ' απροσδόκητα εβόμβουν, συγκεχυμένα, εις τα ώτα αυτής, ως
+ει προ μικρού είχε λάβει αρκετήν δόσιν κινίνης, ότε κατήρχετο και ο παπά-
+Μακάριος ο πνευματικός της, κατακόκκινος από την κούρασιν — τις οίδεν — όστις
+είχε την ευτυχίαν πρώτος να σπεύση εις την αιφνιδίαν της λυπημένης χήρας
+χαράν:</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλώς τα δέχθηκες, κυρά-Καπετάνισσα! ήλθεν ο καπετάν-
+Γιαννάκης!</p>
+
+<p>Και έλαβε την χείρα της γραίας, ψυχράν, ως από μολύβδου.</p>
+
+<p>Δεν ήτο εκ των συνήθων η έκπληξις αύτη.</p>
+
+<p>Η γραία, άφωνος πάντοτε, έβλεπεν ετενώς το φωτισμένον μέγαρόν της,
+παρακολουθούσα τας εν αυτώ κινουμένας σκιάς ανθρωπίνων φασμάτων, και
+ψιθυρίζουσα εν απορία: «ο Δεσπότης τάχα ήλθεν;» Αλλά ο γέρων πνευματικός,
+κατακόκκινος από την κούρασιν — τις οίδεν — εξηκολούθει, κινών την χείρα της
+και σείων όλον αυτής τον κορμόν, ως ξύλινον, επαναλαμβάνων πυκνώς:</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλώς τα δέχθηκες, κυρά-Καπετάνισσα!</p>
+
+<p>Έως ου, μετά πολλά, συνήλθε τέλος η γραία, εκ της πρώτης μεγάλης ταραχής,
+και, ολίγον κατ' ολίγον, διά των παραινέσεων του ιερέως περί χαράς και λύπης και
+περί μακαρίου πένθους, θείας προνοίας και θείας ευλογίας, η γραία ανέκτησε
+τελείως την αίσθησίν της, και συνοδευομένη παρά του γέροντος πνευματικού,
+εδέχθη ν' αναβή εις τον οίκον της.</p>
+
+<p>&nbsp;— Μου τα είπεν όλα ο καπετάν-Γιαννάκης, έλεγεν ο σεβάσμιος γέρων,
+όλος χαρά και αγαλλίασις. Το πώς εσώθη από το φοβερόν ναυάγιον της θαλάσσης
+και από το φοβερώτερον ναυάγιον της ξηράς. Ότι εν τη θαλάσση εσώθη, επιτυχών
+το ξύλινον μαγειρείον, όπερ επέπλεεν — όλοι οι άλλοι επνίγησαν — εν τη ξηρά δε
+εσώθη διά της μετανοίας. Η αιφνιδία της τύχης του μεταβολή επί το χείρον,
+έπεισεν αυτόν ότι, ίνα επανέλθη εις την πρώτην ακμήν, την οποίαν εύρε
+συγκεκροτημένην διά των κόπων του πατρός του, και κατεπόντισεν εις του
+Βοσπόρου το αχόρταστον ρεύμα, έπρεπε να εγκαταλίπη τον άσωτον βίον και να
+επιδοθή φιλοτίμως εις την εργασίαν. Όπερ και έπραξε. Μου τα είπεν όλα αυτά,
+επανελάμβανεν ο πνευματικός, και ότι, εντρεπόμενος τον πατέρα του, ήθελε να
+επανέλθη με μίαν τουλάχιστον σκούνα, δι' αυτό κ' εβράδυνεν. Όλα τα ήκουσα και
+το πώς ενυμφεύθη, τιμιωτάτην σύζυγον, την οποίαν εβάπτισε προηγουμένως, τα
+πάθη του, τας περιπετείας του, τας θλίψεις του, εργαζόμενος εν Αγγλία· αλλ' είνε
+τόσον ωραία όλα αυτά τα επεισόδια του τρικυμιώδους βίου του, ώστε θα έλθω να
+τα ξανακούσω πάλιν.</p>
+
+<p>Και συνώδευε λοιπόν την γραίαν εις το παμπάλαιον και στοιχειωμένον
+μέγαρον, σταλείς επίτηδες παρά του καπετάν-Γιαννάκη, θέλοντος να προλάβη
+δυστύχημα πιθανόν εις τοιαύτας περιστάσεις, ίνα προετοιμάση ο ιερεύς εν ειρήνη
+ψυχής την μετά της μητρός του πρώτην συνάντησιν — την συνώδευε πρόθυμος ο
+γέρων πνευματικός εκεί όπου την ανέμενον με χαράν τόσα φαιδρά πρόσωπα,
+τέκνα και νύμφη και εγγονοί, της χαράς τα φαντάσματα, των πόθων της τα όνειρα,
+τα οποία εν ταις μυστικαίς βουλαίς του Θεού τόσον τρυφερώς ενίοτε
+πραγματοποιούνται.</p>
+
+<p>Εν τη αυλή υπό το φως μεγάλης λυχνίας, ο μικρός εγγονός, κυνηγών την έρημον
+και μόνην όρνιθα, γοερώς κακαρίζουσαν, κατετρόμαξε την γραίαν μάμμην του, της
+οποίας ο νους, άπαξ ταραχθείς εκ των φαντασμάτων, δεν είχε καθησυχάσει ακόμη
+τελείως. Και όταν πάλιν, ενηγκαλισμένον έχουσα και καταφιλούσα τον μονάκριβον
+υιόν της, τον οποίον, μετά τόσα έτη, ανελπίστως έβλεπε, μεγαλόσωμον, σοβαρόν,
+πολιόν σχεδόν, ως τον καπετάν- Τσούρμαν, τον Παπαργυρόν, απαράλλακτον,
+ακούσασα πατήματα ζωηρά, χορευτικά και φωνάς και γέλωτας και χαράν, εν τω
+άνω πατώματι, όπου τα παιδία ανέβησαν να ίδουν το θέαμα του λιμένος και της
+κώμης, απεσπάσθη από τας αγκάλας του υιού της, έντρομος κράζουσα, κ' επάνω
+βλέπουσα:</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι είνε!</p>
+
+<p>Αλλ' ο γέρων πνευματικός, παρών εκεί, την ενεκαρδίωνε· και όταν κατόπιν
+συνήλθον ομού πάντες οι ταξειδιώται και περιεκύκλωσαν την γραίαν
+καπετάνισσαν, τα δύο εγγονάκια της, ροδοκόκκινα και ξανθά, μετ' απορίας
+παρετήρουν κ' εξήταζον τον κατάμαυρον και ασυνήθη της μάμμης ιματισμόν,
+σύροντα περιέργως τας άκρας της μαύρης μανδήλας της· και ότε η νύμφη της η
+εγγλέζα, διά νευμάτων, αγνοούσα την γλώσσαν, την περιέθαλπε την πολύπαθη
+πενθεράν, τόσον θερμώς και τόσον εκφραστικώς, ως εάν ωμίλει την γλώσσαν της
+και καλλίτερα μάλιστα· και όταν ο υιός της, ο καπετάν- Γιαννάκης, ένδακρυς
+ανελογίζετο το πολυτάραχον παρελθόν κ' εν γένει, όταν η γραία Καπετάνισσα
+ανέκτησεν όλον το θάρρος της και την γαλήνην της ψυχής της, και ήρχισε ν'
+αναπολή και να διηγήται περί του μακαρίτου καπετάν-Τσούρμα του Παπαργυρού,
+και περί του οικτρού αυτού τέλους με βαθύτατον της καρδίας της πόνον, ώστε να
+κλαύσουν όλοι, ο γέρων πνευματικός, κατακόκκινος πάντοτε, από την κούρασιν —
+τις οίδεν — δεικνύων και την ωραίαν σκούναν, η οποία μακρά, με χρυσά κορζέτα,
+αλλά χωρίς άσπρο μπούρδο, κατάμαυρος πλέον, εκαμάρωνεν εγγύς του μεγάρου,
+ενώ το κύμα προσκρούον ηρέμα εις τα μαύρα πλευρά της απετέλει ελαφρόν
+ψόφον ως θρήνου ηχώ μακρυνήν, πλην ηδέος θρήνου, ξεκουράζοντος θρήνου,
+είπεν ιεροπρεπώς:</p>
+
+<p>&nbsp;— Μόνον όποιος πεθάνη, δεν γυρίζει 'πίσω, κυρά-Καπετάνισσα.</p>
+
+<p>Αλλά την στιγμιαίαν αυτήν θλίψιν, την αναπόφευκτον, διέκοψεν αμέσως ο
+γέρω-Μπαρέκος, επανελθών και κομίζων επ' ώμου, ποικιλόστικτον μικρόν αιγίδιον,
+ζωντανόν, ως ο κριοφόρος Ερμής.</p>
+
+<p>Τα ξανθά παιδία έσπευσαν κ' έλαβαν το αιγίδιον, το χριστουγεννιάτικον δώρον
+των, και κυνηγούντα αυτό εις την μεγάλην αίθουσαν, τριζοκοπούσαν και από την
+σαθρότητα και από την χαράν, ηυφραίνοντο, τα ξανθά παιδία, και μετ' αυτών
+ηυφραίνοντο έτι πλέον, οι ευδαίμονες γονείς και η πολυπαθής μάμμη, κ' εγέλα,
+θαρρείς, κ' ηγάλλετο αγαλλίασιν πνευματικήν το πένθιμον και κατηφές εκείνο
+μέγαρον των φαντασμάτων.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν σου τώλεγα εγώ, κυρά-Καπετάνισσα; είπεν ο γέρω-Μπαρέκος
+τότε. Σπηκ ίγγλισσ; Νά τα λοιπόν τα φαντάσματα, της χαράς τα φαντάσματα!
+Φίλησέ τα, και μη τα φοβάσαι διόλου τώρα.</p>
+
+<p>
+<br />
+<b>ΙΩΑΝΝΗΣ Ν. ΣΙΔΕΡΗΣ — ΕΚΔΟΤΉΣ — ΑΘΗΝΑΙ</b></p>
+
+<p>ΕΚΛΕΚΤΑ ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΞΕΝΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ<br /><br />
+
+<b>Ε Κ Δ Ο θ Ε Ν Τ Α</b></p>
+
+<table>
+<tr><td></td><td></td><td align='right'>Δρ.</td></tr>
+<tr><td>ΑΝΝΙΝΟΥ ΜΠ. </td><td>Αττικαί ημέραι (διηγήματα και
+ευθυμογραφήμ</td><td align='right'>5.—</td></tr>
+<tr><td></td><td>— Ζητείται υπηρέτης (κωμωδία μονόπρακτος)</td><td
+align='right'> 1.—</td></tr>
+<tr><td>ΒΑΒΕΑ Ν.</td><td>Το Πέραν μας (πρωτότυπον κοινωνικόν έργον από τα
+παρασκήνια<br />
+της ζωής) </td><td align='right'> 5.—</td></tr>
+<tr><td>ΒΛΑΧΟΥ ΑΓΓ.</td><td>Ανάλεκτα (κρίσεις και εντυπώσεις 2 τόμ.)</td><td
+align='right'> 8.—</td></tr>
+<tr><td></td><td>— Τραγούδια του Heine (έμμετ. μετάφρ.)</td><td
+align='right'></td></tr>
+<tr><td>ΒΡΑΤΣΑΝΟΥ Μ.</td><td>Τα κατά τον Θησέα (ιστορική και πολιτική
+μυθογραφία)</td><td align='right'>7.—</td></tr>
+<tr><td>ΒΙΖΥΗΝΟΥ Γ.</td><td>Ποίος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου</td><td
+align='right'> 5.—</td></tr>
+<tr><td>ΒΟΓΑΣΛΗ Δ.</td><td>Εκλεκτά χριστουγεννιάτικα και πρωτοχρονιάτικα
+διηγήματα (εκ του<br />
+Γαλλ. Γερμαν. και Ρωσικού)</td><td align='right'> 3.50</td></tr>
+<tr><td>ΓΡΥΠΑΡΗ Ν. Ι.</td><td>Σκαραβαίοι και Τερρακόττες</td><td align='right'>
+5.—</td></tr>
+<tr><td>ΔΕΛΗΚΑΤΕΡΙΝΗ I.</td><td>Ο Λυχνοστάτης (κωμωδία μονόπρακτος)
+</td><td align='right'> 1.—</td></tr>
+<tr><td>ΔΡΟΣΙΝΗ Γ.</td><td>Φωτερά Σκοτάδια (ποιήματα)</td><td align='right'>
+5.—</td></tr>
+<tr><td></td><td>— Κλειστά Βλέφαρα (ποιήματα)</td><td align='right'> 5.—
+</td></tr>
+<tr><td></td><td>— Αμαρυλλίς (διήγημα)</td><td align='right'> 5.—</td></tr>
+<tr><td></td><td>— Αγροτικαί επιστολαί</td><td align='right'> 5.—</td></tr>
+<tr><td></td><td>— Ο Μπαρμπαδήμος. Διηγήσεις αγωνιστού. Εικόνες
+Μπισκίνη</td><td align='right'>6.—</td></tr>
+<tr><td>ΔΑΦΝΗ ΣΤΕΦΑΝ.</td><td>Το ανοιχτό παράθυρο</td><td align='right'>
+5.—</td></tr>
+<tr><td>ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ Π.</td><td>Η Σιδηρά Διαθήκη (Κοινωνική
+Φυσιολογία) </td><td align='right'> 6.—</td></tr>
+<tr><td>ΔΡΑΓΟΥΜΗ ΙΟΥΛΙΑΣ</td><td>Στην Κοζάνη (διηγήματα)</td><td
+align='right'> 5.—</td></tr>
+<tr><td></td><td>— Όλοι μαζί</td><td align='right'> 3.50</td></tr>
+<tr><td></td><td>— Ο Βάτραχος που βαριέται</td><td align='right'>
+1.40</td></tr>
+<tr><td>ΔΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΘΕΩΝΗΣ </td><td>Ελληνικά ποιήματα, κατάλληλα γι
+απαγγελία. Τόμοι δύο</td><td align='right'> 10.—</td></tr>
+<tr><td>ΔΕΛΤΑ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ</td><td> Τον Καιρό του Βουλγαροκτόνου τόμ.
+2</td><td align='right'> 12.—</td></tr>
+<tr><td></td><td>— Για την Πατρίδα</td><td align='right'></td></tr>
+<tr><td></td><td>— Παραμύθι χωρίς όνομα</td><td align='right'> 6.—</td></tr>
+<tr><td>ΔΕΛΤΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ</td><td> Μύθοι και θρύλοι</td><td align='right'>
+6.—</td></tr>
+<tr><td>ΔΟΥΜΑ (ΥΙΟΥ)</td><td> Η Κυρία με τας Καμελίας (μυθιστόρημα)</td><td
+align='right'> 5.—</td></tr>
+<tr><td>ΘΕΡΟΥ ΑΓ.</td><td> Δημοτικά τραγούδια (εκλογή)</td><td align='right'>
+5.—</td></tr>
+<tr><td>ΚΟΡΟΜΗΛΑ Γ.</td><td>Το τελευταίο βράδυ</td><td align='right'> 5.—
+</td></tr>
+<tr><td>ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ Μ.</td><td>Ελληνική Μυθολογία</td><td align='right'>
+6.50</td></tr>
+<tr><td></td><td>ΚΩΣΝΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΣ ΚΑΙ ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ Θρύλοι και
+παραδόσεις<br />
+μετά πολλών καλλιτεχν. εικόνων</td><td align='right'> 3.—</td></tr>
+<tr><td>ΛΑΜΑΡΤΙΝΟΥ</td><td> Γκρατσιέλλα</td><td align='right'> 5.—</td></tr>
+<tr><td>ΛΙΔΩΡΙΚΗ Μ.</td><td>Κοντά στη φωτιά(δράμα μονόπρακτον)</td><td
+align='right'> 1.—</td></tr>
+<tr><td>ΛΥΚΟΥΔΗ ΕΜΜΑΝ.</td><td>Διηγήματα</td><td align='right'> 5.—
+</td></tr>
+<tr><td></td><td>— Το Σπητάκι του γιαλού (Διήγημα) </td><td align='right'> 5.—
+</td></tr>
+<tr><td>ΜΑΛΑΚΑΣΗ Μ.</td><td>Ασφόδελοι ποιήματα)</td><td align='right'> 5.—
+</td></tr>
+<tr><td>ΜΑΡΗ Μ.</td><td> Το θάρρος της αγνοίας (κωμωδ.
+μονόπρακτος)</td><td align='right'> 1.—</td></tr>
+<tr><td>ΜΩΡΑΪΤΙΔΗ Α.</td><td>Διηγήματα τόμ. Α'. Β'. Γ'. έκαστος </td><td
+align='right'> 6.—</td></tr>
+<tr><td>ΝΟΡΔΑΟΥ Μ.</td><td>Τα κατά συνθήκην ψεύδη</td><td align='right'>
+5.—</td></tr>
+<tr><td></td><td>Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΟΘΩΝ Ιστορικόν εράνισμα επί τη 50ετηρίδι<br />
+του θανάτου του</td><td align='right'> 4.—</td></tr>
+<tr><td>ΠΑΛΑΜΑ Κ.</td><td>Τα παράκαιρα (ποιήματα)</td><td align='right'> 5.—
+</td></tr>
+<tr><td></td><td>— Διηγήματα</td><td align='right'> 5.—</td></tr>
+<tr><td>ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ<br /> — ΛΑΜΠΕΛΕΤ</td><td> Τα χελιδόνια (ποιήματα για
+παιδιά τονισμένα)</td><td align='right'>10.—</td></tr>
+<tr><td>ΠΟΛΕΜΗ I.</td><td>Σπασμένα μάρμαρα (ποιήματα)</td><td align='right'>
+6.—</td></tr>
+<tr><td></td><td>— Παληό βιολί έκδοσις τρίτη</td><td align='right'> 5.—
+</td></tr>
+<tr><td></td><td>— Βασιληάς Ανήλιαγος έκδοσις τρίτη</td><td align='right'> 5.—
+</td></tr>
+<tr><td></td><td>— Λύρα (Ανθολογία της νεωτέρας ελλ. ποιήσεως)</td><td
+align='right'> 6.—</td></tr>
+<tr><td></td><td>— Η Γυναίκα (κωμωδία μονόπρακτος)</td><td align='right'> 1.—
+</td></tr>
+<tr><td></td><td>— Ειρηνικά (ποιήματα)</td><td align='right'> 3.—</td></tr>
+<tr><td>ΠΡΟΒΕΛΕΓΓΙΟΥ Α.</td><td>Η Φαίδρα</td><td align='right'> 4.—</td></tr>
+<tr><td></td><td>— Φάουστ του Γκαίτε(μετά πολλών εικόνων)</td><td
+align='right'></td></tr>
+<tr><td></td><td>— Ποιήματα</td><td align='right'> 5.—</td></tr>
+<tr><td>ΣΙΕΓΚΕΒΙΤΣ </td><td>Quo Vadis (μυθιστόρημα)</td><td align='right'> 5.—
+</td></tr>
+<tr><td>ΣΤΡΑΤΗΓΗ Γ.</td><td>Τραγούδια του νησιού</td><td align='right'> 5.—
+</td></tr>
+<tr><td>ΤΑΝΑΓΡΑ ΑΓΓ.</td><td>Οι σπογγαλιείς του Αιγαίου (διήγημα)</td><td
+align='right'> 5.—</td></tr>
+<tr><td></td><td>— Μακεδονικαί Ραψωδίαι</td><td align='right'> 4.—</td></tr>
+<tr><td></td><td>— Η Μεγαλόχαρη (διήγημα)</td><td align='right'>
+3.50</td></tr>
+<tr><td></td><td>— Άγγελος εξολοθρευτής (πολεμ. διηγήματα 1912-13)</td><td
+align='right'> 5.—</td></tr>
+<tr><td></td><td>— Μαύρες Πεταλούδες</td><td align='right'> 4.—</td></tr>
+<tr><td>ΤΣΟΚΟΠΟΥΛΟΥ Γ.</td><td>Ο Βασιλεύς της Ρέγκας (μονόπρ.) </td><td
+align='right'> 1.—</td></tr>
+<tr><td></td><td>— Γυναίκες του Βυζαντίου</td><td align='right'> 5.—</td></tr>
+<tr><td>ΦΕΓΙΕ ΟΚΤΑΒ.</td><td>Ιστορία ενός πτωχού νέου</td><td align='right'>
+5.—</td></tr>
+<tr><td>ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ Κ.</td><td>Φθινόπωρο (μυθιστόρημα)</td><td
+align='right'> 5.—</td></tr>
+<tr><td> </td><td>— Τραγούδια της Ερημιάς</td><td align='right'> 3.50</td></tr>
+<tr><td> </td><td>— Τα Ελεγεία και τα Ειδύλλια (ποιήματα) </td><td align='right'>
+3.50</td></tr>
+<tr><td> </td><td>— Απλοί Τρόποι (ποιήματα) </td><td align='right'> 5.—
+</td></tr>
+</table>
+
+<p>
+<br /></p>
+<hr></hr>
+
+<p id='fn1'><br /><br />1) Σημ. Το παρόν Διήγημα ανεδημοσιεύθη εις την
+εφημερίδα &amp;Κήρυκα&amp; των Χανίων.<a href='#ref1'
+title='πίσω'>&#8617;</a></p>
+
+<p id='fn2'>2) Αβοηθώ σημαίνει θέτω τα φορτίον επί του ώμου, υποβοηθούμενος
+υπό τινος ή από υψηλού τινος μέρους. Ξεβοηθώ δε σημαίνει αποθέτω το φορτίον.
+Να ξαποστάσουν = να ξεκουρασθούν.<a href='#ref2' title='πίσω'>&#8617;</a></p>
+
+<p>&nbsp;</p>
+
+
+
+
+
+
+
+
+<pre>
+
+
+
+
+
+End of Project Gutenberg's Novels Volume C, by Alexandros Moraitidis
+
+*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK NOVELS VOLUME C ***
+
+***** This file should be named 37585-h.htm or 37585-h.zip *****
+This and all associated files of various formats will be found in:
+ http://www.gutenberg.org/3/7/5/8/37585/
+
+Produced by Sophia Canoni. Thanks to George Canonis for
+his major work in proofreading.
+
+
+Updated editions will replace the previous one--the old editions
+will be renamed.
+
+Creating the works from public domain print editions means that no
+one owns a United States copyright in these works, so the Foundation
+(and you!) can copy and distribute it in the United States without
+permission and without paying copyright royalties. Special rules,
+set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to
+copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to
+protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project
+Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you
+charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you
+do not charge anything for copies of this eBook, complying with the
+rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose
+such as creation of derivative works, reports, performances and
+research. They may be modified and printed and given away--you may do
+practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is
+subject to the trademark license, especially commercial
+redistribution.
+
+
+
+*** START: FULL LICENSE ***
+
+THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE
+PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK
+
+To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free
+distribution of electronic works, by using or distributing this work
+(or any other work associated in any way with the phrase "Project
+Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project
+Gutenberg-tm License available with this file or online at
+ www.gutenberg.org/license.
+
+
+Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm
+electronic works
+
+1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm
+electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to
+and accept all the terms of this license and intellectual property
+(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all
+the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy
+all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession.
+If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project
+Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the
+terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or
+entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8.
+
+1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be
+used on or associated in any way with an electronic work by people who
+agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few
+things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works
+even without complying with the full terms of this agreement. See
+paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project
+Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement
+and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic
+works. See paragraph 1.E below.
+
+1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation"
+or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project
+Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the
+collection are in the public domain in the United States. If an
+individual work is in the public domain in the United States and you are
+located in the United States, we do not claim a right to prevent you from
+copying, distributing, performing, displaying or creating derivative
+works based on the work as long as all references to Project Gutenberg
+are removed. Of course, we hope that you will support the Project
+Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by
+freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of
+this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with
+the work. You can easily comply with the terms of this agreement by
+keeping this work in the same format with its attached full Project
+Gutenberg-tm License when you share it without charge with others.
+
+1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern
+what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in
+a constant state of change. If you are outside the United States, check
+the laws of your country in addition to the terms of this agreement
+before downloading, copying, displaying, performing, distributing or
+creating derivative works based on this work or any other Project
+Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning
+the copyright status of any work in any country outside the United
+States.
+
+1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg:
+
+1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate
+access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently
+whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the
+phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project
+Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed,
+copied or distributed:
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived
+from the public domain (does not contain a notice indicating that it is
+posted with permission of the copyright holder), the work can be copied
+and distributed to anyone in the United States without paying any fees
+or charges. If you are redistributing or providing access to a work
+with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the
+work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1
+through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the
+Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or
+1.E.9.
+
+1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted
+with the permission of the copyright holder, your use and distribution
+must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional
+terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked
+to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the
+permission of the copyright holder found at the beginning of this work.
+
+1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm
+License terms from this work, or any files containing a part of this
+work or any other work associated with Project Gutenberg-tm.
+
+1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this
+electronic work, or any part of this electronic work, without
+prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with
+active links or immediate access to the full terms of the Project
+Gutenberg-tm License.
+
+1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary,
+compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any
+word processing or hypertext form. However, if you provide access to or
+distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than
+"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version
+posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org),
+you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a
+copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon
+request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other
+form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm
+License as specified in paragraph 1.E.1.
+
+1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying,
+performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works
+unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9.
+
+1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing
+access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided
+that
+
+- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from
+ the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method
+ you already use to calculate your applicable taxes. The fee is
+ owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he
+ has agreed to donate royalties under this paragraph to the
+ Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments
+ must be paid within 60 days following each date on which you
+ prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax
+ returns. Royalty payments should be clearly marked as such and
+ sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the
+ address specified in Section 4, "Information about donations to
+ the Project Gutenberg Literary Archive Foundation."
+
+- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies
+ you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he
+ does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm
+ License. You must require such a user to return or
+ destroy all copies of the works possessed in a physical medium
+ and discontinue all use of and all access to other copies of
+ Project Gutenberg-tm works.
+
+- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any
+ money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the
+ electronic work is discovered and reported to you within 90 days
+ of receipt of the work.
+
+- You comply with all other terms of this agreement for free
+ distribution of Project Gutenberg-tm works.
+
+1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm
+electronic work or group of works on different terms than are set
+forth in this agreement, you must obtain permission in writing from
+both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael
+Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the
+Foundation as set forth in Section 3 below.
+
+1.F.
+
+1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable
+effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread
+public domain works in creating the Project Gutenberg-tm
+collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic
+works, and the medium on which they may be stored, may contain
+"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or
+corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual
+property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a
+computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by
+your equipment.
+
+1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right
+of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project
+Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project
+Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all
+liability to you for damages, costs and expenses, including legal
+fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT
+LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE
+PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE
+TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE
+LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR
+INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH
+DAMAGE.
+
+1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a
+defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can
+receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a
+written explanation to the person you received the work from. If you
+received the work on a physical medium, you must return the medium with
+your written explanation. The person or entity that provided you with
+the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a
+refund. If you received the work electronically, the person or entity
+providing it to you may choose to give you a second opportunity to
+receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy
+is also defective, you may demand a refund in writing without further
+opportunities to fix the problem.
+
+1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth
+in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS', WITH NO OTHER
+WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO
+WARRANTIES OF MERCHANTABILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE.
+
+1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied
+warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages.
+If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the
+law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be
+interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by
+the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any
+provision of this agreement shall not void the remaining provisions.
+
+1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the
+trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone
+providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance
+with this agreement, and any volunteers associated with the production,
+promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works,
+harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees,
+that arise directly or indirectly from any of the following which you do
+or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm
+work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any
+Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause.
+
+
+Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm
+
+Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of
+electronic works in formats readable by the widest variety of computers
+including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists
+because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from
+people in all walks of life.
+
+Volunteers and financial support to provide volunteers with the
+assistance they need are critical to reaching Project Gutenberg-tm's
+goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will
+remain freely available for generations to come. In 2001, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure
+and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations.
+To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation
+and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4
+and the Foundation information page at www.gutenberg.org
+
+
+Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive
+Foundation
+
+The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit
+501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the
+state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal
+Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification
+number is 64-6221541. Contributions to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent
+permitted by U.S. federal laws and your state's laws.
+
+The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S.
+Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered
+throughout numerous locations. Its business office is located at 809
+North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887. Email
+contact links and up to date contact information can be found at the
+Foundation's web site and official page at www.gutenberg.org/contact
+
+For additional contact information:
+ Dr. Gregory B. Newby
+ Chief Executive and Director
+ gbnewby@pglaf.org
+
+Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation
+
+Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide
+spread public support and donations to carry out its mission of
+increasing the number of public domain and licensed works that can be
+freely distributed in machine readable form accessible by the widest
+array of equipment including outdated equipment. Many small donations
+($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt
+status with the IRS.
+
+The Foundation is committed to complying with the laws regulating
+charities and charitable donations in all 50 states of the United
+States. Compliance requirements are not uniform and it takes a
+considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up
+with these requirements. We do not solicit donations in locations
+where we have not received written confirmation of compliance. To
+SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any
+particular state visit www.gutenberg.org/donate
+
+While we cannot and do not solicit contributions from states where we
+have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition
+against accepting unsolicited donations from donors in such states who
+approach us with offers to donate.
+
+International donations are gratefully accepted, but we cannot make
+any statements concerning tax treatment of donations received from
+outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff.
+
+Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation
+methods and addresses. Donations are accepted in a number of other
+ways including checks, online payments and credit card donations.
+To donate, please visit: www.gutenberg.org/donate
+
+
+Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic
+works.
+
+Professor Michael S. Hart was the originator of the Project Gutenberg-tm
+concept of a library of electronic works that could be freely shared
+with anyone. For forty years, he produced and distributed Project
+Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support.
+
+Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed
+editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S.
+unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily
+keep eBooks in compliance with any particular paper edition.
+
+Most people start at our Web site which has the main PG search facility:
+
+ www.gutenberg.org
+
+This Web site includes information about Project Gutenberg-tm,
+including how to make donations to the Project Gutenberg Literary
+Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to
+subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks.
+
+
+</pre>
+
+</body>
+</html>
+
+
diff --git a/37585-h/images/1stpage.jpg b/37585-h/images/1stpage.jpg
new file mode 100644
index 0000000..93c156d
--- /dev/null
+++ b/37585-h/images/1stpage.jpg
Binary files differ
diff --git a/37585-h/images/line.jpg b/37585-h/images/line.jpg
new file mode 100644
index 0000000..7aea2e8
--- /dev/null
+++ b/37585-h/images/line.jpg
Binary files differ
diff --git a/LICENSE.txt b/LICENSE.txt
new file mode 100644
index 0000000..6312041
--- /dev/null
+++ b/LICENSE.txt
@@ -0,0 +1,11 @@
+This eBook, including all associated images, markup, improvements,
+metadata, and any other content or labor, has been confirmed to be
+in the PUBLIC DOMAIN IN THE UNITED STATES.
+
+Procedures for determining public domain status are described in
+the "Copyright How-To" at https://www.gutenberg.org.
+
+No investigation has been made concerning possible copyrights in
+jurisdictions other than the United States. Anyone seeking to utilize
+this eBook outside of the United States should confirm copyright
+status under the laws that apply to them.
diff --git a/README.md b/README.md
new file mode 100644
index 0000000..fd150f6
--- /dev/null
+++ b/README.md
@@ -0,0 +1,2 @@
+Project Gutenberg (https://www.gutenberg.org) public repository for
+eBook #37585 (https://www.gutenberg.org/ebooks/37585)
diff --git a/old/20110926-37585-0.txt b/old/20110926-37585-0.txt
new file mode 100644
index 0000000..d35dcc1
--- /dev/null
+++ b/old/20110926-37585-0.txt
@@ -0,0 +1,6094 @@
+Project Gutenberg's Novels, Volumes A to D, by Alexandros Moraitides
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+
+Title: Novels, Volumes A to D
+
+Author: Alexandros Moraitides
+
+Release Date: September 26, 2011 [EBook #37585]
+
+Language: Greek
+
+Character set encoding: UTF-8
+
+*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK NOVELS, VOLUMES A TO D ***
+
+
+
+
+Produced by Sophia Canoni.  Thanks to George Canonis for
+his major work in proofreading.
+
+
+
+
+
+Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic,
+otherwise the spelling of the book has not been changed. Words in
+italics have been included in _. Footnotes have been converted to
+endnotes.
+
+Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό.
+Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Λέξεις με
+πλάγιους χαρακτήρες περικλείονται σε _. Οι υποσημειώσεις των σελίδων
+έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου.
+
+
+ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΩΡΑΪΤΙΔΟΥ
+
+ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
+
+ΤΟΜΟΣ Γ'
+
+Η ΧΡΥΣΗ ΚΑΔΕΝΑ — Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ — ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ
+
+ΕΚΔΟΣΙΣ ΤΙΜΗΤΙΚΗ ΕΠΙ ΤΗ ΠΕΝΤΗΚΟΝΤΑΕΤΗΡΙΔΙ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ
+
+ΑΘΗΝΑΙ — ΕΚΔΟΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ν. ΣΙΔΕΡΗΣ — 1921
+
+
+
+ΕΙΣ ΤΗΝ ΛΕΥΚΗΝ ΜΟΥ ΠΟΛΙΝ
+
+ «Έρμη Αθήνα ! . . .»
+ (Χρυσή Καδένα σελ. 46)
+
+
+
+
+Η ΧΡΥΣΗ ΚΑΔΕΝΑ
+(1900)
+
+
+
+Η γόνιμος, η χλοερά, η καλλίβοτρυς άμπελος, την οποίαν εζήλευον όλοι οι
+διαβάται, ήδη ακλάδευτος, άσκαφος, χορταριασμένη, ήπλωνε τα κλήματά της,
+έρποντα επί της χέρσου, ως πλατυφύλλους κισσούς, με σταφυλάς πολλάς μεν
+πλην ανόστους και υδαρείς, έρμαιον των πτηνών και των μυών, υπό τας
+πυκνάς των αγριολαχάνων λόχμας, υφ' ας ως όφεις ετανύοντο αι μακραί και
+λεπταί κληματίδες.
+
+Η εύμορφος ως παράδεισος, η περίφρακτος ως ποίμνη, η συμμαζευμένη και
+συγυρισμένη ως αίθουσα, μικρά άμπελος, της οποίας τα κλήματα όλα
+καρποφορούντα, όλα από φαγώσιμα εκλεκτά σταφύλια, της οποίας τα φυτά
+ήσαν περιζήτητα εις όλην την πέριξ χώραν, αφέθη πλέον κλάρα. Άσκαφος,
+ακλάδευτος, ακαλλιέργητος.
+
+Υψηλά, επί προβλήτας, προς την θάλασσαν εκτεινομένη, ως εγκαλλώπιστος
+κόρη, η θαυμασία άμπελος, εδείκνυε τους καρπούς της, τους εκλεκτούς,
+προς τον ήλιον, όστις φωσφορίζων, διά μέσου της βαθυπρασίνου χλόης των
+κληματοφύλλων, επέθετεν ακτινοβόλα φιλήματα επ' αυτών, ως καλλιμόρφων
+αγγείων, κρεμαμένων εν παρατάξει, δροσοβολούντων κ' ευφραινόντων την
+όρασιν, με τους ζωηρούς των χρωματισμούς.
+
+Πού εκείνα τα ραζακιά πλέον, τα ως από ηλέκτρου όντως, τα αργυρόχρυσα,
+τα οποία, μετ' ιδίας όλως στοργής, εθεράπευεν η καλή νοικοκυρά, από του
+άνθους των ακόμη, προφυλάττουσα από τους ποικίλους της ατμοσφαίρας
+κινδύνους, ίνα κατασκευάση δι' αυτών τας ξανθές και γλυκείας, τας ιεράς
+ασταφίδας της, δι' ων να στολίζη το προγονικόν κόλλυβον, το οποίον κατά
+σάββατον έστελλεν εις τον ενοριακόν της ναΐσκον.
+
+Πού τα αετονύχια εκείνα, τα ευώδη ως από μύρων, τα νύσσοντα τόσον
+ηδονικώς τον φάρυγγα διά του λεπτού αρώματός των. Και πού τα νόστιμα
+εκείνα σφικτάρια, τα έχοντα πολυγωνικάς, εκ της πυκνότητος, τας ρώγας.
+Αχ! και πού πλέον τα ιόχροα εκείνα φιλέρια, αφ' ων βεβαίως κατεσκευάζετο
+πάλαι το νέκταρ του Ιμέρου και Πόθου. Και πού ακόμη εκείνα τα πολιτικά,
+τα χρωματισμένα ελαφρώς με όλας του ερυθρού τας αποχρώσεις, τα
+σπινθηροβολούντα, τα μόνον διά της όψεως μεθύσκοντα.
+
+Και πού πάλιν η ασπρούδαις, η μικραίς, η κάτασπραις ασπρούδαις, τας
+οποίας όλον τον χειμώνα συνετήρει η Θωμαή, αποκρεμώσα αυτάς, ανά ζεύγη,
+από της μεγάλης του προδόμου του οίκου της δοκού, μαζί με της ολόμαυραις
+μαυροκορούναις, από τας οποίας εκθλίβεται το άγιον νάμα της θείας
+Μυσταγωγίας.
+
+Όλα εξηφανίσθησαν πλέον και μετ' αυτών η Θωμαή, η καλή, η φιλάμπελος
+εκείνη και φιλόκαλος δέσποινα. Πόσαις φοραίς δεν επλήρωσεν από των
+εκλεκτών αυτών καρπών το λεπτόπλεκτον καλαθάκι της, το κομψόν, το
+κυμαίον, πρώτη-πρώτη αυτή, την ημέραν της Μεταμορφώσεως, προσφέρουσα τα
+πρωτόλεια εις την εκκλησίαν, να τα ευλογήση ο ιερεύς, κατά το έθος, τον
+νεοδρεπή της αμπέλου καρπόν, και διανείμη αυτόν εις τους πιστούς, με το
+αντίδωρον...
+
+ — Και του χρόνου! επηύχετο ο ιερεύς προς την ευλαβή νοικοκυράν.
+
+ — Και του χρόνου! επανελάμβανον επευχόμενοι και οι πιστοί.
+
+Και ελησμόνει τότε η φιλόπονος νοικοκυρά όλους τους βαρείς μόχθους, ους
+υφίστατο, κατά το μακρόν της καλλιεργείας στάδιον, πετώσα ταποκλάδια,
+καίουσα σωρούς-σωρούς την αγριάδα την καταστρεπτικήν, θειαφίζουσα,
+αργολογούσα, κινδυνεύουσα από το καύμα, κινδυνεύουσα από τας εχίδνας,
+τας κρυπτομένας υπό τα κλήματα, να μη χολεριάση ουδεμία παραφυλλίς,
+ουδεμία καν ρώγα.
+
+Αλλ' αι ευχαί της εκκλησίας, ενίοτε, είτε εξ αμαρτιών μας, είτε και προς
+δοκιμασίαν, δεν εισακούονται. Και ήλθε χρόνος, ότε δεν εφάνη πλέον εν τω
+ναώ, υπό την εικόνα του Χριστού, τα μικρόν λεπτόπλεκτον καλαθάκι της
+Θωμαής, το κυμαίον, την ημέραν της Μεταμορφώσεως . . .
+
+Εντός της ερήμου αμπέλου, εντός της ασκάφου κλάρας, η γρηά-Κυρατσού
+τώρα, η μήτηρ της Θωμαής, ως κορώνη περιεφέρετο, μαύρη και κρώζουσα:
+
+ — Θωμαή μου! Θωμαή μου!
+
+Ο φράκτης της αμπέλου, πυκνότατος από τρικοκκιαίς, είχε διασπασθή, ενώ
+κ' εκεί, υπό των παιδιών, τα οποία ως θώες εισέδυον, να κλέψωσι τας
+υδαρείς της κλάρας σταφυλάς.
+
+Επάνω-επάνω δε η γηραιά ελαία, η κατάκαρπος πάντοτε, ης το έργον
+ουδέποτε εψεύδετο, υψηλά, εις το άκρον της προβλήτος, ως σκοπιά, ορφανή,
+μάτην ανεζήτει την απούσαν δέσποιναν, ήτις εκεί συνήθιζε πάντοτε, υπό
+δροσεράν σκιάν να γευματίζη, αναπαυομένη από το θειάφισμα την ώραν την
+καυστικήν του μεσημεριού, και θεωρούσα το πέλαγος, πέραν και μακράν
+απλούμενον, με κύματα λευκά και με πλοία λευκά και αυτά ως τα κύματα.
+
+Και όταν ετσάκιζεν η ημέρα, ώρα εσπερινού, εκάθητο τώρα η γρηά-Κυρατσού,
+υπό την αυτήν ελαίαν και αυτή, κατάμαυρη ως κορώνη, να φάγη ολίγον ξηρόν
+άρτον, διάβροχον από τα δάκρυά της. Και εθρήνει μάλλον ή έτρωγεν, η
+γερόντισσα, βλέπουσα και αυτή το αφρισμένον πέλαγος. Και ίστατο σιωπηλή,
+θεωρούσα ως να είχε κάποιον ενώπιόν της και ηρώτα οδυνηρώς:
+
+ — Ποιόνε να κλάψω και ποιόνε να μη κλάψω, την Θωμαή, την κόρην μου, ή
+τον Λαλεμήτρον τον άνδρα της; Ποιόνε να περιμένω, ορφανά μου κλήματα,
+και ποιόνε να μη περιμένω; Την Θωμαή, την κόρην μου, ή τον Λαλεμήτρον
+τον άνδρα της;
+
+Κ' εκεί που ως λίθινον κατέπινε τον ξηρόν άρτον, αίφνης, ίστατο ακίνητος
+και ηκροάτο. Και ο βορράς εσύριζεν, από το πέλαγος μακρόθεν ερχόμενος,
+ως ήχος αυλών αναριθμήτων, αοράτων βοσκών, ήχος οξύς και λιγυρός. Και η
+γραία ηκροάτο ως να ωμίλει τις, και ήκουε του ανέμου τα ηχηρά
+κελαδήματα, τα οποία εσχημάτιζον τοιούτους μυστηριώδεις λόγους εν τη
+πενθούση διάνοιά της:
+
+ — Ίσως και να γυρίσουν και οι δύο, ίσως και να μη γυρίσουν! Ποιος τα
+ξεύρει αυτά; Μόνος ο Θεός τα ξεύρει, μόνος ο Θεός!
+
+Φρικίασις τότε θανάτου διέτρεχε τα γηραιά μέλη της φανταζομένης γραίας.
+Φρικίασις ομοία διέσειεν ακόμη και τα ημίξηρα της ακαλλιεργήτου αμπέλου
+φύλλα, τα οποία συγκρουόμενα, το έν μετά του άλλου, εβόυζον ξηρώς γύρω-
+γύρω, πλαταγίζοντα εν συσσυρμώ, ως να εσύρετο ερπετόν υπ' αυτά,
+βραδυπορούν:
+
+ — Μόνος ο Θεός το ξεύρει, μόνος ο Θεός!
+
+***
+
+Πέντε μόνον σακκούλαις αλεύρι της άφησε της Θωμαής εις το μικρό μαγαζάκι
+του ο Λαλεμήτρος, και μισό σακκί ρύζι· και σ' ένα ζεμπιλάκι έως τρεις
+οκάδες χαρούπια· και ανεχώρησε. Πάει, λέει, 'ς τον Βόλο, να ψωνίση
+πράγμα, λέει, με του καπετάν Ηλία το κόττερο. Να ψωνίση αλεύρια, λέει,
+γιατί εφέτος είνε λαδιά, και οι αργάταις των λαδαριών είνε φαγάδες,
+λέει.
+
+Αυτά έλεγον και επανελάμβανον οι γείτονες, οίτινες είνε παντού και
+πάντοτε οι αυτοί. Αυτά οι γείτονες τα ήκουσαν από την γρηά-Κυρατσού, η
+οποία πάλιν τα ήκουσεν από τον γαμβρόν της τον Λαλεμήτρον, όστις
+μετήρχετο τον αλευροπώλην εν τω χωρίω, υπό τον μικρόν αυλογύριστον
+οικίσκον, την πολύτιμον της Θωμαής προίκα, διατηρών αλεύρου μαγαζείον.
+
+Ο Λαλεμήτρος τωόντι ανεχώρησεν ένα δειλινόν, εις Βόλον, με το κόττερον
+του καπετάν Ηλία, ένα βραδύ και χονδρόν σκάφος, ως τον κυβερνήτην του,
+αφού απεχαιρέτισε την σύζυγόν του και την πενθεράν του, με χαράν
+καταφανή, χαράν εμπόρου απερχομένου να ψωνίση, χαράν συζύγου, μετ'
+ολίγας ημέρας μέλλοντος να επανέλθη.
+
+Η γρηά-Κυρατσού, όλη χαρά, την επαύριον, ήρχισε να σκουπίζη το μικρόν
+μαγαζείον, να τινάζη τας αράχνας της οροφής και των τοίχων, να πλύνη
+καλώς τους ξυλίνους πάγκους και το ταμείον το ξύλινον, ν' ασπρίζη τους
+τοίχους και να σφουγγαρίζη το λίθινον αυτού έδαφος. Σχεδόν ετραγουδούσεν
+από την χαράν της η γραία, θλιβομένη μόνον διά την κόρην της, που δεν
+έκαμνε παιδιά, η ακαμάτα, να έχη βοήθειαν. Διά τούτο η γερόντισσα
+εθεράπευε, προς παρηγορίαν της, πάντοτε ένα μικρόν γειτονόπουλον, με
+κεφαλήν, ως ένα μικρό καρπουζάκι και μάγουλα κατακόκκινα ως το μήλον, το
+οποίον ηρέσκετο να βλέπη συχνά και να το φιλεύη και να το θωπεύη, ιδίως
+όταν είχεν ανάγκην η γραία να της κουβαλή το μικρόν παιδίον θάλασσαν, να
+ξύη τα οψάρια.
+
+ — Να ιδής μια φαρφούνα που θα σου κάμω εγώ, μεθαύριο, που θαρθή ο
+Λαλεμήτρος, να φέρη το χάσικο το αλεύρι. Να ιδής, παιδάκι μου. Να ιδής,
+καρπουζάκι μου! Και προσέτριβεν η γραία την στρογγύλην του μικρού
+κεφαλήν, ως να το έλουε. Το δε παιδίον εκόμιζε τότε το βαρύ άντλημα
+πλήρες θαλασσίου ύδατος, μετά κόπου, ασθμαίνον και κλίνον προς τα δεξιά
+το κεφαλάκι του, σαν ένα καρπουζάκι μικρό και στρογγυλό, έτοιμο να πέση,
+και φουσκώνον τα κατακόκκινα μάγουλά του, σαν δύο φούσκαις κόκκιναις,
+από το βάρος του μεγάλου κουβά.
+
+Και όμως, όλην αυτήν την χαράν της γραίας ηλάττωνε μία θλίψεως γραμμή,
+βαθεία χαραττομένη εις το λευκόν της Θωμαής πρόσωπον, την οποίαν μετά
+προσοχής απέκρυπτεν εκείνη, υπό την μανδήλαν της την πολίτικην
+τυλιγμένη.
+
+Αλλ' η γραία την διέκρινε, με τους εταστικούς εκ της πονηρίας της
+οφθαλμούς, και ήλεγχε και επέπληττε την κόρην της, η οποία ήτο πάντοτε
+δήθεν μελαγχολική, η ακαμάτα, που δεν έκαμνε παιδιά, η γρουσούζα, που θα
+τους φάγη με την σκουντούφλα της.
+
+Και όταν, μετά είκοσιν ημέρας, επανήλθε τα βραδύ και χονδρόν του καπετάν
+Ηλία κόττερον εκ Βόλου, κοντανασαίνον από το φορτίον, πρωί-πρωί η γρηά-
+Κυρατσού έσπευσε να υποδεχθή, τον γαμβρόν της, τον Λαλεμήτρον, τον
+μεγαλέμπορα, ως τον απεκάλει.
+
+Την πρωίαν εκείνην η θλιβερά γραμμή, η ασχημίζουσα, τόσας ημέρας, το
+λευκόν της Θωμαής πρόσωπον, είχεν αυλακώση όλον το μέτωπόν της, ως να
+έδακνε θλίψις πικρά την καρδίαν της, κ' εζωγραφίζετο εις τα πρόσωπον ο
+φοβερός πόνος.
+
+Το κόττερον του καπετάν Ηλία, κατάφορτον εμπορευμάτων και με τάβλαις
+σωρόν επί του καταστρώματος, μετά βραδύτητος προσήγγισε τέλος, αργά-
+αργά, εις την αποβάθραν, κοντόν και χονδρόν ως τον καπετάν Ηλίαν τον
+κυβερνήτην του.
+
+ — Καλώς ώρσες, καπετάν Ηλία! πάντα κατευόδιο, καπετάν Ηλία! Ήλθεν ο
+Λαλεμήτρος; Εφώναζεν η γραία, υψηλά από τον βράχον, καταβαίνουσα εις την
+παραλίαν.
+
+ — Πού είνε ο Λαλεμήτρος; Ηρώτησε πάλιν ανυπόμονος η γραία, σταθείσα εις
+τα κεφαλόσκαλον εμπρός ως τελωνοφύλαξ;
+
+ — Τον είδεθ εθύ; άδο τόθο τ' εγώ!
+
+Απήντησε βραδέως ο καπετάν Ηλίας, βραδύς ως το κόττερον, βραδύς την
+εργασίαν, και την γλώσσαν βραδύς. Και ήρχισε βραδέως να ρίπτη επί της
+αποβάθρας μίαν μίαν της τάβλαις, ως να ήτο πιασμένος τας χείρας.
+
+ — Τι λες, καπετάν-Ηλία μ'; Έστειλε κάνιο ταλεύρια; Μας φάγανε ο κόσμος.
+
+ — Τον είδεθ εθύ; άλλο τόθο τ' εγώ. Επανέλαβε πάλιν ο καπετάν Ηλίας,
+βραδύγλωσσος, εξακολουθών να ξεφορτώνη το κόττερον.
+
+ — Δεν σου έδωκε κάνιο κανένα γράμμα;
+
+ — Άφηθέ μας, θεια, άφηθέ μας, τ' έχουμε δουγιά!
+
+Και ως να ήθελε να την παρηγορήση την γραίαν, να ησυχάση κ' εκείνη και
+αυτός, είπε:
+
+ — Πήδε 'θ τον Πεδαία ο Δαδεμήτδος, να φέδη αδεύδια ταϊγανίθα.
+
+***
+
+Ασπρισμένον, ξεσκονισμένον, συγυρισμένον τα μαγαζάκι του Λαλεμήτρου,
+μάτην ανέμενε τους σάκκους του αλεύρου και αυτόν τον αλευράν. Δεν ήρκει
+δε η θλίψις, ήτις κατεβασάνιζεν, ήτις εσπάρασσεν ως το δηλητήριον τα
+σπλάγχνα της Θωμαής, είχε και τας ερωτήσεις των γειτόνων και των
+πελατών, οίτινες εζητούσαν δήθεν άλευρον, ενώ ήθελον αληθώς να
+βεβαιωθώσι περί της παρατεινομένης απουσίας του συζύγου της. Παρήλθον
+εβδομάδες, παρήλθον μήνες και ούτε ήκουσαν πλέον περί του Λαλεμήτρου αι
+δύο γυναίκες, ούτε γράμμα έλαβον. Τότε δεν είχε πλέον ανάγκην η Θωμαή να
+κρύψη την θλιβεράν εκείνην γραμμήν, ήτις κατέλαβε πλέον ολόκληρον εκείνο
+το λευκόν πρόσωπον, περιβληθέν με μίαν ωχράν κατήφειαν, ως το ωχρόλευκον
+άγαλμα της απογνώσεως.
+
+ — Δεν έχεις αλεύρι; την ηνώχλθουν ακόμη μετά καιρόν την γραίαν οι
+γείτονες και οι παλαιοί πελάται.
+
+ — Ο Λαλεμήτρος δεν είνε αλευράς, απήντα η γραία. Ο Λαλεμήτρος είνε
+μεγαλέμπορας, και πάει 'ς την Σύρα, να ψωνίση.
+
+Αλλ' οι γείτονες είνε οχληροί πάντοτε, όταν δ' εσχημάτισαν την
+πεποίθησιν ότι ο Λαλεμήτρος δεν θα επανέλθη, έγειναν αυθάδεις· ήρχισαν
+να διαδίδωσι πολλά, ότι εμάλωσε με την πενθεράν του, ότι εμουφλούζεψεν,
+ότι άφησε την γυναίκα του, ότι πάγει πάλιν εις την Αμερική και έλεγον
+προς την γραίαν μετά σαρκασμού:
+
+ — Πες αλεύρι;
+
+Τότε και αυτή έκλεισε πλέον το μαγαζείον.
+
+Εκ Πειραιώς ήλθον πολλά ατμόπλοια και πολλά ταχυδρομεία· η δε Θωμαή δεν
+ελάμβανε καμμίαν είδησιν περί του συζύγου της. Τότε κατά πρώτον ησθάνθη
+τον φόβον και ήρχισε πολλά να διαλογίζηται. Ενεθυμείτο διάφορα
+περιστατικά, άτινα εγκαίρως δεν ηθέλησε να εξελέγξη μετ' ακριβείας η
+ταλαίπωρος. Και ήρχισε να διηγήται τότε προς την μητέρα της, τι έλεγε
+προς αυτήν ο Λαλεμήτρος ολίγας ημέρας προ της αναχωρήσεώς του.
+Παρεπονείτο συνεχώς τότε, ότι δεν έχει δουλειαίς ο τόπος, ότι είνε
+φτώχια και των γονέων, ότι πήρεν ο Θεός τα μαξούλια πλέον από μας, και
+άλλα τοιαύτα. Και ήτο λυπημένος εκείναις της ημέραις. Αμίλητος. Ουδ'
+είχεν όρεξιν να φάγη. Ουδ' εφουμάριζε τον αγαπητόν ναργιλέ του, τον
+σύντροφόν του τον αχώριστον, δι· ον πολλάκις εζήλευεν η Θωμαή και τον
+επείραζεν ενίοτε λέγουσα:
+
+ — Ούτε σαν τον ναργιλέ πλεια δεν μ' αγαπάς!
+
+Φυλλομετρών αδιακόπως, νήστις και σκεπτικός, το μέγα κατάστιχον του
+αλευροπωλείου του, έκαμνε λογαριασμούς, κ' επάνω εις τους λογαριασμούς
+άλλους λογαριασμούς, και κατόπιν ακόμα άλλους, χωρίς τέλος, ψιθυρίζων
+σάκκους και αριθμούς:
+
+ — Τα βερεσέδια, Θωμαή. Θα μας φάνε. Είπε μίαν εσπέραν, λίαν σκεπτικός.
+
+Εδοκίμασε πολλάκις να εισπράξη τα οφειλόμενα· αλλ' «ουκ αν λάβοις παρά
+του μη έχοντος». Το είχεν ακούσει το ρητόν αυτό και εις το σχολείον,
+μικρός ακόμα, που τα εξηγούσε με ιδιαιτέραν αγαλλίασιν ένας μέθυσος
+διδάσκαλος, καταχρεωστών εις όλα τα μαγαζεία, και εκ των πραγμάτων τότε
+το εννοούσεν ως αληθές. Και τώρα δε, ότε εμεγάλωσεν, έβλεπε πάλιν εκ των
+πραγμάτων ότι ήτο αληθές.
+
+Να παύση τα βερεσέδια· το έλεγε και αυτός, το συνεβούλευε και η Θωμαή.
+Αλλ' η απόφασις αύτη συνεπήγετο το κλείσιμον του μαγαζείου.
+
+Το είχον κακοσυνηθίση το χωρίον εις τα βερεσέδια οι διάφοροι τοκογλύφοι.
+Όλοι οι χωρικοί εζήτουν βερεσέ τον σάκκον του αλεύρου, και εις την λαδιά
+θα επλήρωναν. Δεν αποφαίνεται έτσι το χρέος· και ημπορεί κανείς να τρώγη
+με όρεξιν, όταν τρώγη βερεσέ. Ήρεσε τούτο εις τους αλευροπώλας. Πρώτος
+το εφήρμοσεν ο καπετάν-Κονόμος και επλούτησε. Πωλήσας την σκούναν του —
+δεν ήθελεν αυτός να θαλασσοπνίγεται — διέθεσε τα κεφάλαια του εις το
+εμπόριον του αλεύρου, κ' εκέρδιζεν εκατό τα εκατό, καθώς έλεγαν.
+
+ — 'Σ την λαδιά, παιδιά, πλερώνετε, 'ς την λαδιά. Μια οκά αλεύρι, μια
+οκά λάδι.
+
+Και έτρεχεν ο κόσμος εις τον καπετάν-Κονόμον, τον καλόν άνθρωπον.
+
+ — Να φάγη η φτώχια, να σχωρνάνε τα πεθαμένα! Επανελάμβανεν ο καπετάν-
+Κονόμος, εξογκών το μέγα κατάστιχον του αλευροπωλείου του, αλλά
+φουσκώνων, ως ασκός πλήρης ελαίου, κατά την ελαιοκαρπίαν. Αυτά
+παρεκίνησαν τον Λαλεμήτρον, να γείνη αλευράς, όταν ήλθεν από την
+Αμερικήν, με αρκετά δολλάρια εις την τσέπην, άτινα εκέρδισε μετερχόμενος
+εις τον νέον Κόσμον τον δύτην και αλιέα των αστακών, και με μίαν χρυσήν
+άλυσιν του ωρολογίου, χονδρήν κ' επιδεικτικήν από άδολον χρυσίον,
+κομψότατον καλλιτέχνημα παλαιών χρόνων, εν σχήματι όφεως, ελικτού περί
+ράβδον. Ήλθε ν' αναπαυθή πλέον, έλεγεν, εις την πατρίδα του, εις το
+γηροκομείο. Να πανδρευθή, να κάμη τον αλευράν και να ησυχάση πλέον. Θα
+ήτο έως πεντήκοντα ετών, υγιής και ηλιοψημένος. Έως πότε να τον τρώγουν
+τα ξένα χέρια; έως πότε να γυρίζη ξεσπιτωμένος; Με αυτάς τας σκέψεις και
+αποφάσεις, άμα επανελθών, περιεφέρετο επάνω-κάτω εις την αγοράν και τα
+σωκάκια του μικρού χωρίου ο Λαλεμήτρος, επιδεικνύων μετ' επάρσεως
+νεοπλούτου την ολόχρυσον άλυσιν του ωρολογίου του, και δαπανών αφειδώς
+ταργυρά δολλάρια εις τα μικρά οινοπωλεία:
+
+ — Τον έχει τον παρά! . . .
+
+Εξεπλήττοντο οι χωρικοί.
+
+ — Να ιδής, Θωμαή μου, μία χρυσή καδένα, μία μαλαματένια καδένα. Μισή
+οκά χωρίς άλλο!
+
+Είπεν εκπεπληγμένη η γρηά-Κυρατσού προς την κόρην της, ανυπόμονος να την
+υπανδρεύση· κ' έκαμε γαμβρόν τον Λαλεμήτρον με την χρυσήν καδένα.
+
+Τι σημαίας ύψωσε και τι καμπάναις εσήμαινεν ο εφημέριος της ενορίας,
+οκτώ ημέρας μετά τον γάμον, την Κυριακήν, όταν θα επήγαιναν οι νεόνυμφοι
+εις την Εκκλησίαν του μικρού χωρίου. Από τρία τάλληρα έρριψαν και οι δυο
+τους εις τον δίσκον την ημέραν εκείνην, η δε γραία πενθερά όλη
+καταχαρουμένη έρριψε και αυτή μια τρύπια σφάντζικα, και είχεν εορτήν
+όλον το χωρίον αλησμόνητον.
+
+Πολλαί μητέρες εζήλευσαν την γραίαν διά την τόσην τύχην της.
+
+Πολλαί παρθένοι εφθόνησαν την Θωμαήν διά το τόσον ριζικόν της.
+
+ — Φτωχούλα ήταν, έλεγον. Ένα σπιτάκι μόνον είχε και ένα αμπελάκι· μα
+είχε μοίρα και ριζικό!
+
+ — Τι καλός ο Λαλεμήτρος, τι χρυσός, τι μαλαματένιος! Σαν την χρυσή
+καδένα του, γειτόνισσα, χρυσός, μάλαμα, γειτόνισσα, ο Λαλεμήτρος.
+
+Έλεγεν η γρηά-Κυρατσού, διηγουμένη τα του γάμου της Θωμαής εις μίαν
+ξηροκίτρινην γειτόνισσάν της, άτυχον και πανάτυχον γυναίκα, ήτις άεργος,
+με κρεμασμένα τα χέρια από το πρωί ως το βράδυ, μη έχουσα ουδέ κουκκιά
+καν σπαρμένα να τα σκαλίζη, εύρισκεν ευχαρίστησιν να σκαλίζη τα σκάνδαλα
+του μικρού χωρίου, ως αι όρνιθες την κόπρον, και είχε πλησιάση προς τον
+σκοπόν αυτόν την γρηά-Κυρατσού.
+
+ — Μ' ένα καλαθάκι σταφύλια, παιδί μου, διηγείτο η γραία, μ' ένα
+καλαθάκι διαλεχτά σταφύλια, ραζακιά, φιλέρια και μαυροκουρούναις. Δεν
+εγύρεψε τίποτα, παιδί μου. Χρυσός άνθρωπος ο Λαλεμήτρος. Μάλαμα
+άνθρωπος· σαν την χρυσή καδένα του ρολογιού του.
+
+ — Λένε πως τώκαμες μάγια, με τα σταφύλια, παρετήρησε τότε μετά πικρίας
+η γειτόνισσα.
+
+ — Χριστός και Παναγία! Χριστός και Παναγία! ανέκραξε διαμαρτυρομένη η
+γραία. Τέτοια πράματα, παιδί μου!
+
+ — Μέσ' 'ς τα φιλέρια, λένε, και 'ς τα ραζακιά βρέθηκε μία νυχτερίδα
+ψόφια . . .
+
+ — Πω! Πω! ψέματα! Ψέματα, παιδί μου! Ψέματα!
+
+Έπτυεν η γρηά-Κυρατσού διαμαρτυρομένη.
+
+ — Κι' απάνω σε μια ασπρούδα, βρεθήκανε, λέει, δυο ψείραις . . .
+
+Διηγείτο ακόμη η ξηροκίτρινη γειτόνισσα.
+
+ — Πω! Πω! ψέματα! Ψέματα! Επανελάμβανεν η γρηά-Κυρατσού. Και
+εξηκολούθει τους θαυμασμούς της διακόπτουσα τας συκοφαντίας.
+
+ — Χρυσός άνθρωπος! Μάλαμα άνθρωπος! Σαν την χρυσή καδένα του!
+
+***
+
+Αληθώς ο Λαλεμήτρος ήτο χρυσούς και άδολος χαρακτήρ. Κατ' αρχάς εν Νέα
+Υόρκη επώλει, παρά την γέφυραν, άνθη εις τους διαβαίνοντας, επιτυχών την
+θέσιν ταύτην τη άδεια της αστυνομίας. Και εκέρδιζεν εκεί ακόπως ικανά
+δολλάρια καθ' εκάστην, και ιδίως τας εορτάς. Είχε βαρύνη πολύ το
+πουγγίον του και διελογίζετο μετά έν ακόμη έτος να επανέλθη πλέον εις
+την πατρίδα του, ότε μία Ιταλίς μονόφθαλμος, και ηγκυλωμένην έχουσα την
+δεξιάν ως αρπάγην αλιέως, εποφθαλμιώσα την θέσιν του εκείνην, την τόσον
+προσοδοφόρο, δεν ξεύρω πώς, τον περιέπλεξεν εις μίαν αδιέξοδον
+πλεκτάνην. Και ο Λαλεμήτρος έχασε την θέσιν του, άνευ ελπίδος να την
+επανακτήση. Αλλά προς τούτοις ερρίφθη και εις το δεσμωτήριον, οπόθεν με
+πολλούς κινδύνους κατώρθωσεν επί τέλους να διαφύγη, φέρων μεν επ' ώμων
+την κεφαλήν, αλλά κενόν πλέον το πουγγίον.
+
+ — Τι να λιμπισθώ εγώ από μια στραβή, από μια κουλή!
+
+Διεμαρτύρετο προς τον θεόν, ο Λαλεμήτρος, ωσάν τον Ιωσήφ τον πάγκαλον,
+μη έχων κανένα προστάτην εν τω κόσμω εκείνω, κατά της αδίκου πλεκτάνης
+της γυναικός.
+
+Και περιφερόμενος έπειτα εις την προκυμαίαν της μεγαλοπόλεως εστέναζε
+βλέπων μακρόθεν την θέσιν εκείνην την επικερδή, την οποίαν κατείχε πλέον
+η Ιταλίς εκείνη η παρμένη.
+
+ — Όλοι εδώ υπερασπίζουν της γυναίκες. Καϋμένη Ελλάδα! Ούτως, ίνα μη εκ
+νέου περιπέση εις νέα δίκτυα γυναικεία — και απλούνται τόσα πολλά εκεί
+εις τους ξένους κόσμους, περιβάλλοντα ως εν αράχναις τα τρίστρατα και
+τας πλατείας — ήλλαξεν επάγγελμα, εκλέξας έργον καθαρώς ανδρικόν.
+Κινδυνώδες μεν και αυτό, αλλ' ελεύθερον. Εγένετο δύτης και αλιεύς
+αστακών, και είχε να κάμη πλέον με φανερούς εχθρούς, με τα κήτη
+τ'ανθρωποφάγα της αβύσσου, και ουχί με κρυφούς και δολίους, ως είνε οι
+άνθρωποι της γης. Έμαθε λοιπόν ο Λαλεμήτρος να είνε ευθύς και τολμηρός,
+άφοβος και αληθής.
+
+Και ως αλευροπώλης απέκτησε καλήν πελατείαν ταχέως εν τω χωρίω του.
+Αποτροπιαζόμενος αυτός την αμαρτωλόν του καπετάν-Κονόμου τοκογλυφίαν,
+ήτο δίκαιος εις το εμπόριόν του.
+
+ — Ποτέ μην αδικήσης τον πτωχόν εις το ψωμί του, έλεγε, Έδιδε και αυτός
+επί πιστώσει, αλλά μετά δικαιοσύνης.
+
+Και εις τον καιρόν του ελαιοκάρπου εισέπραττε τα χρήματά του.
+
+Πλην, μετά τα έτη της ευφορίας, ήλθον έτη συνεχή αφορίας και δυστυχίας.
+Το έργον της ελαίας συνεχώς εψεύδετο εις την νήσον εκείνην. Ήνθιζον
+καλώς αι ελαίαι, κατάλευκοι τον Μάιον, ως χιονισμέναι, έδενεν ο καρπός
+εύελπις, αλλ' ένας λίβας αίφνης, πνέων τακτικώς τον Ιούλιον, κατέκαιεν
+αυτόν.
+
+Τότε, εις τον καιρόν αυτόν της δυστυχίας, ήτο ευτυχής ο καπετάν-Κονόμος,
+προκηρύττων διά του κήρυκος:
+
+ — Μιάμιση οκά αλεύρι, δυο οκάδες λάδι!
+
+Κ' εφώναζε και ο ίδιος με πατρικήν προστασίαν:
+
+ — Να φάγη η φτώχια, παιδιά! Να σχωρνάνε τα πεθαμένα!
+
+Είχε κεφάλαια ο καπετάν-Κονόμος. Αλλ' ο Λαλεμήτρος έως πόσα δολλάρια να
+είχεν ελθών τα πρώτον εξ Αμερικής; Όσα και αν είχεν, έκαμεν ο άνθρωπος
+επίδειξιν, έκαμε γάμους, έκαμεν έξοδα. Έπαυσαν τότε εν τη δυστυχία
+εκείνη αι εισπράξεις, αλλ' έπαυσαν συνάμα και αι πιστώσεις του
+Λαλεμήτρου εις Βόλον· Και να ήθελε να γείνη και αυτός κακός, ως ο
+καπετάν-Κονόμος, να κερδήση εκατό τα εκατό, δεν ηδύνατο, διότι δεν είχε
+τα μέσα. Σήμερον, βλέπετε, και διά να γείνη κανείς κακός, χρειάζεται
+μέσα, ως και όταν θέλη να γείνη καλός. Επανειλημμένως ήλθον διαταγαί εκ
+Βόλου να εξοφλήση τας συναλλαγματικάς του. Επανειλημμένως ο Λαλεμήτρος
+εφυλλομέτρησε το κατάστιχόν του, επεσκέφθη τους οφειλέτας του, επεσκέφθη
+τους ελαιώνας του χωρίου. Αλλ' όλα του απήντησαν με ασπλαγχνίαν
+αρνητικώς· το κατάστιχον τω επέδειξεν αριθμούς μόνον, δολλάρια
+ζωγραφισμένα, οι οφειλέται τω έδειξαν τους ελαιώνας των, περιβάλλοντας
+με δροσιάν όλην την νήσον και οι ελαιώνες τα φύλλα των τα στακτόχροα.
+
+ — Αυτά τα βερεσέδια, Θωμαή, πολύ τα φοβούμαι! Είπε την τελευταίαν
+ημέραν της αναχωρήσεώς του πάλιν εις την γυναίκα του. Ήμουνα βουτηχτής
+και δεν ετρόμαξα ποτέ τα ψάρια τα άγρια. Και τώρα φοβούμαι πως τα
+βερεσέδια θα με φάνε.
+
+Η Θωμαή, ανίδεος κόρη από τα του κόσμου, γυνή μη γνωρίζουσα τίποτε άλλο
+από τα οικιακά έργα, τι να είπη, τι να συμβουλεύση. Ν' αλλάξη ο σύζυγός
+της εργασίαν; Αλλ' είχε κακοσυνηθίση πλέον εις τον καθιστικόν βίον ο
+Λαλεμήτρος. Όλην την ημέραν εκάθητο εις τα αλευροπωλείον του, πωλών
+άλευρον, δεχόμενος έλαιον, φυλλομετρών το κατάστιχόν του και φουμάρων
+τον ναργιλέ του. Είχε παχύνη όχι μεν ως τον καπετάν-Κονόμον, αλλ' είχε
+παχύνη τέλος. Πολλάκις τον παρεκάλει η Θωμαή να κλείση τα μαγαζείον
+ολίγας ώρας, να υπάγουν εις την άμπελον, να φάγουν γλυκά σταφύλια· αλλ' ο
+Λαλεμήτρος ουδέποτε το απεφάσιζε. Το εμπόριον, και το ευτελέστερον
+ακόμη, γεννά θέλγητρα μυστηριώδη εις τον μετερχόμενον αυτό, όστις ολίγον
+κατ' ολίγον τόσον συστέλλει τον μέγαν και απέραντον της ζωής ορίζοντα,
+ώστε κατορθώνει τέλος να περιορίση αυτόν δέσμιον εν μέσω των τεσσάρων
+τοίχων του μαγαζείου του. Εθέλγετο λοιπόν εκεί και ο Λαλεμήτρος,
+φυλλομετρών το κατάστιχόν του. Και φουμάρων τον ναργιλέ του ουδέ
+απάντησιν έδιδεν εις την Θωμαήν, ήτις τον εκάλει έξω:
+
+ — Να μ' αγαπούσες κάνιο σαν τον ναργιλέ! παρεπονείτο τότε κλαίουσα η
+Θωμαή.
+
+Την παραμονήν της αναχωρήσεώς του είχε λάβη έντονον εκ Βόλου διαταγήν,
+ότι ώφειλε να εξοφλήση ανυπερθέτως δύο συναλλαγματικάς του, αίτινες προ
+μηνός έληξαν, άλλως ηπείλουν αυτόν διά προσωπικής κρατήσεως.
+
+ — Για τον Θεό!
+
+Εφώνησεν έντρομος ο Λαλεμήτρος, αναγνούς την διαταγήν. Αλλ' ίνα μη
+εννοήση η σύζυγός του, ήτις τον έβλεπε σύννους, παρακαθημένη, προσέθηκεν
+ηρεμώτερος:
+
+ — Ακρίβηναν, λέει, ταλεύρια πάλιν!
+
+Διενοήθη ο Λαλεμήτρος να ενεχυριάση τότε, ή και να πωλήση εν τη εσχάτη
+ανάγκη την χρυσήν του ωρολογίου του άλυσιν, μη έχων άλλον πόρον
+χρημάτων, και σωθή από το αίσχος της φυλακίσεως.
+
+ — Δεν είμαι για κόσμο πλεια! επανελάμβανε περιφερόμενος εντός του
+μαγαζείου του, δεν είμαι για κόσμο!
+
+Αλλά κατεκοκκίνησεν από εντροπήν και μόνον διότι εσκέφθη να προβή εις το
+διάβημα τούτο, όπερ θα τον εξηυτέλιζεν ολοτελώς εν μέσω του χωρίου.
+
+Εκτός όμως της εντροπής, ησθάνετο και ανέκφραστόν τινα συμπάθειαν προς
+την χρυσήν εκείνην άλυσιν, την ηγάπα, ως αγαπά φιλάργυρος το χρυσίον.
+
+ — Τι ώμορφη! έλεγε πολλάκις και η Θωμαή, θωπεύουσα μαλακά-μαλακά το
+ολόχρυσον εκείνο καλλιτέχνημα, με τας απαλάς της χείρας.
+
+ — 'Σαν χρυσό φειδάκι, καλέ!
+
+Επανελάμβανε.
+
+ — Φειδάκι που με φυλάει, έλεγε τότε ο Λαλεμήτρος μειδιών, φειδάκι που
+αντί για φαρμάκι με ποτίζει ζωήν.
+
+ — Ποιος ξέρει ποια αμερικάνα θα σου την εχάρισε!
+
+Και διηγείτο τότε ο Λαλεμήτρος:
+
+ — Ένας Εβραίος. Μου την επώλησεν ένας Εβραίος. Μου είπε κρυφά 'ς το
+αυτί:
+
+ — Πάρε την, κουζούμ· πάρε την, κουζούμ. Κουζούμ, πάρε την. Θα με
+θυμάσαι!
+
+Ήτο από αγνόν χρυσίον όλη. Υπήγαν εις αδαμαντοπώλην επίσημον και την
+εδοκίμασαν. Χρυσίον εικοσιτεσσάρων καρατιών.
+
+ — Έχω εγώ το μέσον να την πωλήσω, κουζούμ. Αλλά θέλω να την πάρης εσύ.
+Ξέρεις τίποτε, κουζούμ; εψιθύρισε κρυφά εις το ους του Λαλεμήτρου ο
+Εβραίος. Ήτανε μέσα σε δικά σας άγια πράγματα. Κάποιος τα έκλεψεν από
+μοναστήρι μαζύ με άγια δισκοπότηρα και σταυρούς και ήλθεν εδώ και τα
+επούλησε. Πάρε την, κουζούμ! Να με θυμάσαι! Άκουσέ με! Και μη την βγάλης
+από πάνω σου!
+
+Αληθώς η χρυσή εκείνη άλυσις εφαίνετο ότι τω όντι ήτο πολύ αρχαία,
+βυζαντινόν κατασκεύασμα.
+
+Την ηγόρασε λοιπόν ο Λαλεμήτρος και ως έλεγεν εις την Θωμαήν, πολλάκις
+αύτη τον εφύλαξεν από πολλούς κινδύνους, Εις τον πυθμένα της αβύσσου
+κάτω τον κελαινόν, ως δύτης, την έφερε μεθ' εαυτού πάντοτε ο Λαλεμήτρος
+καθώς τον είχε συμβουλεύσει ο Ισραηλίτης, και ουδέποτε ουδέν κακόν τω
+συνέβη, Τα κήτη επλησίαζον προς αυτόν με ορμήν πολλάκις, αλλά μόλις την
+έβλεπον, ακτινοβολούσαν την χρυσήν άλυσιν, απεσύροντο ηρέμα, ως φελούκαι
+προς τα οπίσω κωπηλατούμεναι . . .
+
+Η ψυχή του απέκρουε λοιπόν την ιδέαν της απαλλοτριώσεως της χρυσής του
+καδένας. Τω εφαίνετο σκληρά αχαριστία προς το θαυματουργόν εκείνο
+καλλιτέχνημα, αντανακλώσα εις την Χάριν αυτήν του Θεού όπου το είχεν
+αγιάσει τόσον.
+
+Ενύκτωσεν. Εκάθισε να φάγη δήθεν. Η Θωμαή παρεκάθητο λυπημένη, άφωνος,
+με την μανδήλαν της καταιβασμένην. Η γραία έμεινε κάτω εις το μαγαζείον,
+ανοικτόν ακόμη.
+
+Σκέψεις σατανικαί, πειρασμοί ξηροί περιετριγύριζον όλον τον εσωτερικόν
+άνθρωπον. Προς στιγμήν, εις την λάμψιν της λυχνίας, ως όφις ζωντανός,
+έλαμψεν η χρυσή άλυσις του ωρολογίου του, εις τους δακρυσμένους της
+Θωμαής οφθαλμούς· όφις ολόχρυσος, όφις ελισσόμενος εκεί επί του στήθους
+του Λαλεμήτρου, ως θέλων κάποιον να δήξη εκεί, κάποιον να φαρμακώση
+γλυκά και χρυσά ως η απιστία.
+
+ — Αφού ακρίβηναν ταλεύρια, Λαλεμήτρο, πάρε 'λιγώτερα σακκιά.
+
+Ετόλμησε να παρατηρήση η αθώα γυνή, μαλακύνουσα την αγωνίαν του συζύγου
+της.
+
+Αλλ' εκείνος θέλων να παίξη ίσως, θέλων να γελάση πιθανώς, ήνοιξε το
+στόμα του το κλειδωμένον έως τότε και είπεν:
+
+ — Όπως έγεινε σήμερα ο κόσμος με τα βερεσέδια, καλλίτερα είνε να μην
+παντρεύεται κανένας!
+
+Και έκυψε προς το στήθος του ο Λαλεμήτρος, ως αισχυνόμενος διά τον λόγον
+οπού είπε.
+
+Την στιγμήν εκείνην εις τους θαμβωμένους οφθαλμούς της Θωμαής έλαμψεν ως
+όφις μαύρος με μελανάς λάμψεις η χρυσή καδένα του Λαλεμήτρου. Ο όφις ο
+δόλιος και σκόλιος, ο δράκων ο παμπόνηρος, ο απατήσας ποτέ την Εύαν εν
+τω Παραδείσω.
+
+***
+
+Όταν η ελπίς η γόησσα ψευσθή, η τρελλή και παίζουσα ως πεταλούδα
+ποικιλόπτερος, όταν χωνεύση, ως το ταξειδεύον πλοίον, αναρπαγείσα από
+τον ορμητικόν της απάτης άνεμον, τότε επέρχεται η απόγνωσις, άπτερος, ως
+πεταλούδα οπού έκαυσε τα πτερά της. Και η απόγνωσις επήλθεν εν τω
+οικίσκω της Θωμαής βιαία. Μαύρη και ατελείωτος, ως νυξ του χειμώνος.
+
+Η Θωμαή επέρριπτε την αιτίαν της κακοτυχίας εις την μητέρα της και η
+μήτηρ εις την κόρην της. Σημείον ότι και αι δύο έπταιον.
+
+ — Ένας άσωτος, ένας ξεσόιαστος! έλεγον απεγνωσμέναι.
+
+Εις τα μικρά μέρη το να μένη η κόρη άγαμος, άνευ ελπίδος γηράσκουσα,
+θεωρείται άτυχον και κακόν. Αλλά το να παραιτήση ο άνδρας την γυναίκα
+του, και εκείνος μεν να γίνη άφαντος, σαν ένας κομήτης, οπού δεν θα
+ξαναφανή πλέον, αύτη δε να είνε χήρα, και να μη έχη την άδειαν να
+μαυροφορέση, τούτο θεωρείται ακόμη πλέον άτυχον, και πλέον κακόν.
+
+ — Να θαμπωθούμε πλεια τόσο, να στραβωθούμε, καλέ, από μια χρυσή καδένα!
+έκλαιον απηλπισμέναι.
+
+Και όμως ήρχοντο ενίοτε ώραι, καθ' ας η Θωμαή, εναντίον όλης της
+αδυσωπήτου οργής της μητρός της, εύρισκεν ελαφρυντικάς περιστάσεις, ως
+δικαστής φιλάνθρωπος, διά τον σύζυγόν της, όστις αναχωρών δεν έδειξε
+καμμίαν δυσαρέσκειαν εναντίον της, καμμίαν υποψίαν αποστροφής ή άλλης
+δικαίας ή αδίκου αιτίας.
+
+ — Τα βερεσέδια, μάννα μου!
+
+Εδικαιολόγει η Θωμαή τον άνδρα της.
+
+Η γραία όμως περισσότερον μνησίκακος, διακόπτουσα ταύτην αποτόμως,
+έλεγε:
+
+ — Το κεφάλι του, πες!
+
+Και υπερασπίζουσα τους πτωχούς χωρικούς, προσέθετεν:
+
+ — Ήθελε να πλουτήση από το λάδι. Μα το λάδι του φτωχού είνε ανακατωμένο
+με το αίμα του και είνε κακοχώνευτο. Να κάμη μια δουλειά να ζήση, 'σαν
+άνθρωπος, όχι να μοιράση τα λεπτά του, ν' αδειάση τα χέρια του, και να
+κρατή ύστερα τον ναργιλέ του! Ο τεμπέλης! Και να περιμένη ύστερα την
+λαδιά, για να κερδήση εκατό τα εκατό. Αυτά μόνον ο καπετάν-Κονόμος ξέρει
+και τα καταφέρνει.
+
+Τότε και αι δύο, θεωρούσαι γελοίον το πράγμα, να σκέπτωνται κατόπιν
+εορτής, έθετον τέλος εις τους ακάρπους αυτούς ελέγχους, μεταβαίνουσαι
+εις την άμπελον και καταγινόμεναι περί την επίπονον αυτής καλλιέργειαν,
+διότι αύτη μόνον απέμεινε, και διά τας δύο αυτάς ψυχάς, ως το μόνον
+παραμύθιον. Η άμπελος. Και ο γέρων ιερεύς, ο πνευματικός των, ο παπα-
+Γιώργης όστις — ας είνε καλά — συχνά τας επαρηγόρει, διδάσκων αυτάς την
+εν Κυρίω υπομονήν, η οποία βραβεύεται δι' αμαράντων στεφάνων παρά του
+μισθαποδότου Χριστού.
+
+ — Νά, ταις έλεγεν ο ιερεύς, ο γηραλέος και σεβάσμιος, δεικνύων δια της
+μαύρης χονδρής ράβδου του τα γαμήλια στέφανα της Θωμαής, άτινα ήσαν
+ανηρτημένα υψηλά από καρφιού, παρά την εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής,
+συνδεδεμένα διά μεταξωτού λευκού μανδηλίου.
+
+Σκονισμένα, αραχνιασμένα, ως πένθιμα σύμβολα διαζευχθέντος ανδρογύνου,
+εφωτίζοντο, ημέραν και νύκτα, αμυδρώς, υπό της ιεράς εκείνης κανδήλας
+του εικονίσματος. Τα χρυσά βαράκια και τα εκ ψευδοχρύσου φυλλάρια αυτών
+είχον μαυρίσει, εξαφανισθείσης της χρυσής στιλβώσεως, και τα άλλα δε τα
+εκ λευκών κ' ερυθρών ταινιών ανθέμια και οι φιογγίσκοι και οι ψευδείς
+κάλυκες της λεμονέας, είχον ωσαύτως αμαυρωθή. Νά! ταις έλεγεν ο γέρων
+ιερεύς. Βλέπετε αυτά τα στεφάνια του γάμου; Και ύψωνε προς αυτά την
+μαύρην ράβδον του, ως να ήθελε να τα ξεκρεμάση από εκεί.
+
+ — Πόσα χρόνια έχουν; Και, καθώς βλέπετε, πάνε! Όλος ο κορνιαχτός της
+τσατής κατεστάλλαξεν επάνω των. Μαύρισαν, σαν της μουρτιαίς, που βάζουν
+'ς την πόρτα της Παναγίας, 'ς την φέστα, και η οποίαις δεν βαστάνε
+παραπάνω από μια 'μέρα. Και καταβιβάζων την χείρα του και την ράβδον,
+και βλέπων τας δύο γυναίκας κατ' οφθαλμούς, εξηκολούθει, όλος
+ενθουσιασμένος θείον ενθουσιασμόν:
+
+ — Μα, τα στεφάνια εκείνα, που σας λέγω εγώ, που θα σας δώση ο Κύριος,
+σαν έχετε υπομονήν, εκείνα τα στεφάνια, Θωμαή μου και γρηά-Κυρατσού, δεν
+μαραίνονται, δεν σκονίζονται, δεν μαυρίζουν. Αιωνίως λάμπουν νωπά και
+χλοερά, εν τη βασιλεία των ουρανών, σαν της μουρτιαίς 'ς της Μαμμούς το
+ρέμα· Και απήγγελλε μεγαλοπρεπώς το του ψαλμού:
+
+ — «Υπομένων υπέμεινα τον Κύριον και προσέσχε μοι!»
+
+Εσιώπα μικρόν. Και βλέπων με το ιλαρόν βλέμμα του είτα την γραίαν, και
+υψών την φωνήν του, ως εάν ελάλει προς κωφόν, επανέλεγε:
+
+ — Τ' ακούς, γρηά-Κυρατσού;
+
+Αλλ' όταν έχωμεν υπομονήν, εξηκολούθει μαλακύνων την φωνήν του και
+βλέπων ιλαρώς τώρα την Θωμαήν, όταν έχωμεν υπομονήν, Θωμαή μου, τότε μας
+ακούει ο Κύριος και μας κάμνει ό,τι του ζητήσωμεν, προς το συμφέρον
+πάντοτε της ψυχής μας. Και ημπορεί τότε κ' εδώ καλά να περάσωμεν το
+υπόλοιπον της ζωής μας, και να κερδήσωμεν και την βασιλείαν των
+ουρανών . . .
+
+Οι λόγοι ούτοι ηύφραινον πραέως τας δύο γυναίκας κ' εγλύκαινον την
+πικρίαν των, ως το αγνόν γάλα, το οποίον ηδέως μαλακύνει τον ξηρανθέντα
+υπό της νόσου φάρυγγα!
+
+ — Ένα ξερό κορμί είσαι, κόρη μου. Παιδιά δεν έχεις. Δόξα σοι ο θεός! Θα
+περάσης τον ψεύτικον αυτόν κόσμον. Με το αμπελάκι σου, θα ψευτοπεράσης.
+
+Επαρηγόρει την Θωμαήν η μητέρα της.
+
+ — Και συ, μαννούλα μου, άλλο ένα ξερό κορμί είσαι. Ένα δεμάτι ξύλα να
+φέρνης, θα βγάλης το ψωμί σου. Δόξα σοι ο Θεός!
+
+Επαρηγόρει και η Θωμαή την μητέρα της.
+
+Αλλ' η Θωμαή δεν ηδύνατο να λησμονήση τον Λαλεμήτρον, αν και ολόκληρος
+τριετία είχε παρέλθει από της αναχωρήσεώς του. Τον ηγάπα τον
+αδιαφόρητον. Τώρα δε, εν τη εγκαταλείψει, περισσότερον κατενόησε τούτο
+και κατεκαίετο η καρδία της. Όλα όσα έλεγεν εναντίον του, εν τη θλίψει
+της ενίοτε, τα έλεγεν από την πολλήν προς την μητέρα της συμπάθειαν, να
+συμφωνή μαζί της, να μη κατατήκεται η γραία και αποθάνη προ της ώρας
+της. Αλλά και έλκεται φυσικώς η γυνή πάντοτε προς τον άνδρα, μεθ' ου,
+διά της ευλογίας του ο Θεός την συνέδεσεν, αδιαρρήκτως, ως έλκεται ο
+σίδηρος προς τον μαγνήτην. Όσον και αν απέτυχεν εις την εκλογήν, όσον
+και αν την κατήσχυνεν η απότομος εγκατάλειψίς του, δεν ηδύνατο να
+αισθανθή μίσος προς αυτόν. Μόνον διότι έβλεπεν επί τινος αραφίου τον
+έρημον ναργιλέ του, εγκαταλελειμμένον, εκινείτο εις δάκρυα. Και
+παρηγορουμένη ματαίως διελογίζετο πολλάκις:
+
+ — Ίσως για μένα έφυγεν. Ίσως πήγε πάλιν εις την Αμερική, να δουλέψη
+πάλιν, να κερδήση, για μένα τώρα. Το πρώτο του ταξείδι ήτανε για τον
+εαυτό του, τα δεύτερο είνε ίσως για μένα.
+
+Κ' εστέναζε τότε κρυφά, αποσυρομένη κάτω εις το κλειστόν μαγαζείον,
+κρυφά από την μητέρα της. Κ' ηγρύπνει εξ έρωτος και ηύχετο να εγνώριζε
+πού μένει ο Λαλεμήτρος, να τρέξη να γείνη δούλα του, να γείνη σκλάβα
+του, μόνον για να τον βλέπη. Τας βαρείας εκείνας λέξεις
+τας οποίας εξεστόμισεν ο Λαλεμήτρος τας τελευταίας ημέρας της
+αναχωρήσεώς του, ότε κατείχετο υπό της δεινής εκείνης ψυχικής
+στενοχωρίας, τας λέξεις εκείνας ήδη η Θωμαή, εν ταις στιγμαίς ταις
+φλογεραίς του έρωτος, αντιθέτως εξήγει, ως ρηθείσας από της μεγάλης προς
+αυτήν αγάπης, ότε, καταχρεωμένος εκ των μεγάλων εμπορικών του ζημιών,
+εγίνετο πρόσκομμα εις τον άνετον συζυγικόν των βίον, όστις θ' απέβαινεν
+ούτως αδιάκοπον μαρτύριον.
+
+ — Κ' εγώ δεν είχα καμμιάν απαίτησιν η κακομοίρα! Έκλαιε τότε η Θωμαή,
+κρυφά κάτω, κάτω εις το κλειστόν μαγαζείον.
+
+Και τότε της ήρχοντο άλλαι πρακτικώτεραι, αλλά τρομεραί σκέψεις. Ο
+Λαλεμήτρος ήτο φιλότιμος. Ήτο υπερήφανος. Το ήξευρε τούτο η Θωμαή. Ποτέ
+δεν ηθέλησε να ωφεληθή από την αδικίαν. Ίσως να τον κατεστενοχώρησεν
+εκείνο το τηλεγράφημα, εσκέπτετο η Θωμαή. Ίσως να μη είχε να πληρώση εις
+τον αλευρόμυλον, ίσως να ήτο κίνδυνος να φυλακισθή, και επάνω εις την
+φιλοτιμίαν του, ίσως να έπαθε κανένα κακόν. Μπορεί να του ήλθε νταμλάς.
+Δύσκολο πράγμα είνε ν' αποθάνη κανένας; . . . Και τότε, περιδεής η
+Θωμαή, τον εθρήνει κρυφά, κάτω εις το κλειστόν μαγαζείον:
+
+ — Λαλεμήτρο, Λαλεμήτρο μου!
+
+Είχεν ακουσθή ένα τοιούτον, εκείνα τα έτη, εις την μικράν επαρχίαν. Ένας
+έμπορος, απολέσας την περιουσίαν του, και κινδυνεύων να φυλακισθή,
+ευρέθη κρεμασμένος από μίαν ελαίαν.
+
+Τότε εις τους φόβους της τούτους η Θωμαή, μεταβαίνουσα πρωί-βράδυ,
+ήναπτε τα κανδήλια του Αγίου Γεωργίου, ενός μικρού ναΐσκου, παρά την
+άμπελον, υπό την σκιάν ελαιών και κυπαρίσσων, να τον φυλάττη ο άγιος,
+όπου και αν είνε, αν είνε ζωντανός. Ήναπτε τα κανδήλια του αγίου,
+σαράντα μέραις και σαράντα νύκτες, όλον το σαρανταήμερον. Ήναπτε κηράκια
+προ της εικόνος του αγίου, εις το ξύλινον μικρόν μανουάλιον. Ήναπτεν
+ανθρακιάν εντός θραυσμένης κεράμου, κ' εθυμίαζε τον μικρόν ναΐσκον,
+σαράντα μέραις και σαράντα νύκτες. Ήναπτε με την φλόγα της καρδίας της
+και τους δύο οφθαλμούς της, τους μαύρους ως δύο ρώγαις μαυροκουρούνας,
+και τότε θερμά δάκρυα, τα δάκρυά της, ερράντιζον το ψηφιδωτόν του
+ναΐσκου έδαφος, όστις ολοκαίνουργος και απαστράπτων συνετηρείτο εις την
+εσχατιάν εκείνην του χωρίου, θαρρείς κ' εκτίσθη προς παραμυθίαν της, να
+δέχηται, σιωπηλός εκεί, τ' αγνά της Θωμαής ολοκαυτώματα.
+
+Και προσηύχετο ώραν εκεί, προ της εικόνος του αγίου, κάμνουσα ευλαβείς
+σταυρούς η Θωμαή:
+
+ — Άη μ' Γιώργη! Άη μ' Γιώργη!
+
+Και εγονυπέτει επανειλημμένως, ενώπιον του μεγαλομάρτυρος ιππέως, η
+Θωμαή:
+
+ — Άη μ' Γιώργη! Άη μ' Γιώργη!
+
+Και προσεκόλλα οβολούς η Θωμαή επί της εικόνος του τροπαιοφόρου αγίου,
+του ρυομένου τους αιχμαλώτους:
+
+ — Άη μ' Γιώργη! Άη μ' Γιώργη!
+
+Και οι οβολοί της Θωμαής ουδέποτε κατέπιπτον, ουδέποτε απεσπώντο από της
+εικόνος απρόσδεκτοι. Εκολλούσαν επάνω εις την εικόνα ως με ψαρόκολλαν.
+
+Αλλ' είχε κ' επί της μυστηριώδους εκείνης χρυσής καδένας, άλλας ελπίδας
+η νεαρά σύζυγος. Όσον και αν ήτο Εβραίος ο πωλήσας αυτήν, και όσον και
+αν ήτο πλαστόν το μύθευμά του, ημπορεί να ήτο και αληθινόν· η χρυσή
+εκείνη άλυσις ήσκει μεγάλην γοητείαν επί της γυναικός. Και όταν κατά
+πρώτον την είδε, της εφάνη ότι δι αυτήν ηγάσθη και ηγάπησε και έκαμε
+άνδρα της τον Λαλεμήτρον.
+
+Μετά πόσης θλίψεως εν ταις ημέραις αυταίς ταις πενθίμοις της εξαφανίσεώς
+του, ενεθυμείτο τας πρώτας εκείνας ημέρας της μακαριότητος, ότε κατά
+πρώτον είδε τον Λαλεμήτρον, εξ Αμερικής άρτι επανελθόντα, και
+αναιβοκαταιβαίνοντα εμπρός από τον οικίσκον της! Κοντός, εύμορφος, με
+μαύρα ρούχα, με άσπρον υποκάμισον, εσυχνοπερνούσεν από κάτω από τα
+παραθυράκια της, σαν να ήλθεν από τον ξένον κόσμον επίτηδες δι' αυτήν.
+Και την έβλεπεν εκείνος, και τον εκρυφοκύτταζεν εκείνη, και έλαμπεν εις
+το στήθος του η χρυσή καδένα, ολόχρυσος, από βενετικό καθαρό μάλαμμα,
+θαμβόνουσα τους οφθαλμούς της. Και όταν δε πάλιν ήκουσε παρά του ιδίου
+την παράδοξον ιστορίαν εκείνης της αλύσεως, με ακόμη περισσότερον θάμβος
+την έβλεπε, ως ιερόν τι πράγμα πλέον, οπού είχε μεγάλην δύναμιν ν'
+αποτρέπη το κακόν. Καθώς τω όντι και συνέβη πολλάκις εις την Αμερικήν,
+όταν ως δύτης πολλάκις εσώθη, όπως εκείνος έλεγεν.
+
+Η ιδία η μητέρα της, έκπληκτος, της είπε μίαν ημέραν, οπού ο Λαλεμήτρος
+ήτο άρρωστος.
+
+ — Κύτταξε, Θωμαή μου, πώς ανεμίζει η χρυσή καδένα του! Σαν φειδάκι,
+καλέ, ζωντανό!
+
+Το αυτό συνέβαινε πάντοτε, έλεγεν η γραία, οσάκις ο Λαλεμήτρος ήτο
+αδιάθετος ή ασθενής.
+
+Κατά βάθος η Θωμαή, διδαγμένη από καλούς πνευματικούς, ανεγνώριζε την
+πλάνην της, αλλ' όμως της εφαίνετο ότι η χρυσή εκείνη άλυσις απέπνεεν
+ευωδίαν μυστικήν, αγίων λειψάνων άρωμα, και ουδόλως απίθανον, εσκέπτετο,
+να προήρχετο από των κειμηλίων βυζαντινού ιερού μοναστηρίου, καθώς
+έλεγεν ο Εβραίος. Ως τοιαύτην την εξελάμβανε κ' εστήριζε τότε επ' αυτής
+αγαθάς ελπίδας, ότι ενόσω είχεν αυτήν ο σύζυγός της, ουδέν κακόν θα
+επάθαινεν.
+
+ — Αλλ' αν ευρέθη εις την ανάγκην και την επώλησεν!
+
+Της ήρχετο και αυτή η θλιβερά σκέψις.
+
+Παρήλθεν ούτω και άλλο ακόμη έτος και ουδεμίαν είδησιν ελάμβανεν η
+Θωμαή. Κατ' αρχάς, τας πρώτας ημέρας, διεδόθη ότι τον εφυλάκισαν εις
+Βόλον. Αλλά τούτο διεψεύσθη αμέσως κατόπιν. Άλλη φήμη διέδιδεν ότι πλέων
+εις Πειραιά, έπεσεν εις την θάλασσαν από το ατμόπλοιον την νύκτα και
+επνίγη. Αλλά και τούτο διεψεύσθη από το πρακτορείον. Έγραψεν εις
+Πειραιά, αλλ' ουδείς τον είδεν εκεί. Έγραψεν εις όλας τας μεγάλας πόλεις
+της Ανατολής, όπου συνήθως μετέβαινον προς εργασίαν πατριώται, αλλ'
+ουδαμού ο Λαλεμήτρος εφάνη. Ουχ ήττον, από εντροπήν, εις τους ερωτώντας
+αυτήν έλεγε πάντοτε ότι είνε καλά ο Λαλεμήτρος και ότι έχει καλήν
+εργασίαν. Αλλ' υφίσταντο πλέον στερήσεις πολλάς και παντοίας αι δύο
+γυναίκες. Αι αφορίαι των ελαιών εξηκολούθουν και η Θωμαή ουδέν
+εισέπραττεν εκ των οφειλετών των παλαιών. Τότε ήρχισαν να στενοχωρώνται
+ακόμη περισσότερον, ήρχισαν να πένωνται. Και μόλις κατώρθωνον να
+καλλιεργήσωσι την μικράν άμπελον, την οποίαν εντρέποντο ν' αφήσωσι
+κλάραν. Εν τω διαστήματι τούτω, επήλθε και μία ευφορία των ελαιών, όπου
+όλοι οι χωρικοί εγυαλοκοπούσαν σαν λαδωμένοι ποντικοί, αλλ' ουδείς αυτών
+ήθελε ν' αναγνωρίση αντιπρόσωπον του αλευροπώλου:
+
+ — Σαν έλθη ο Λαλεμήτρος, έλεγον όλοι.
+
+Το τελευταίον τούτο έτος, η Θωμαή εκλείσθη εις τον οικίσκον της, αόρατος
+διελθούσα ολόκληρον τον χειμώνα χωρίς να ομιλή με κανένα, χωρίς να βλέπη
+κανένα, ράπτουσα επί μισθώ και υφαίνουσα, έως ου μίαν αυγήν της
+ανοίξεως, μίαν χαρμόσυνον αυγήν, που τα πουλάκια εκελαϊδούσαν με χαράν
+επάνω εις την αμυγδαλήν της αυλίτσας της, ως να ήλθε κάποιος από τα
+ξένα, και τον εχαιρέτιζον, προσφωνούντα το καλώς ήλθες, εν στωμυλία,
+λάλω, εν χορικοίς αλαλαγμοίς, μίαν αυγήν ευώδη της ανοίξεως, που αι
+καρδίαι των ανθρώπων ανοίγονται, και αυταί γεμάται από ευωδίας και
+αρώματα, ανοίγονται ως ταπριλιάτικα εκείνα τριαντάφυλλα, τα χείλη τα
+αγνά, τα ρόδινα, της φύσεως, οπού φιλούν τον κόσμον όλον, πλουσίους και
+πτωχούς, με αγάπης ευωδίαν — και θέλουν αι καρδίαι, εις τοιαύτην ώραν
+συναντήσεως του σύμπαντος, κάτι να λαλήσουν και αυταί, ως όλα τα ζώντα,
+κάτι να ζητήσουν, κάποιον να χαιρετίσουν, κάποιον ν' ασπασθούν, ως τα
+πουλάκια της αμυγδαλής — τότε, μίαν τοιαύτην αυγήν ηδονικήν, οπού οι
+άνεμοι όλοι ησύχαζον αναπαυόμενοι, και έπνεον μόνον αι αύραι ως από
+μύρων και από λιβάνου, εξήλθε τότε της οικίας της η Θωμαή, μετά τόσην
+απομόνωσιν, να μεταβή εις την άμπελον, οπού είχε μήνας ολοκλήρους να
+εξέλθη.
+
+Επόθησεν αίφνης την ζωήν, την ζωήν, ήτις κ' εν τη ασβόλη της πτωχείας κ'
+εν τη χλιδή του πλούτου, ανασκιρτά η αυτή με τας αυτάς επιθυμίας και τα
+ίδια όνειρα, αιώνιος και ατελεύτητος πάντοτε, εν όσω θα είνε αιώνιος και
+ατελεύτητος και ο κόσμος μέχρι της συντελείας. Ενθυμήθη την νεότητά
+της, εκείνην την αυγήν, ως να την ωνειρεύθη την νύκτα, και εξηγέρθη
+νεωτέρα, της εφάνη. Ενθυμήθη την χαράν του γάμου της, την ευλογημένην
+εκείνην χαράν, ήτις ουδέποτε λησμονείται. Ενθυμήθη τας διασκεδάσεις
+εκείνας τας αθώας και τους χορούς, την αγαλλίασιν της αναπαύσεως και τα
+ζεύκια ταλησμόνητα, ς' τα πανηγύρια. Και ακόμη πορρωτέρω. Ενθυμήθη τας
+αγνάς του παρθενικού βίου της ημέρας, τας παιδικάς. Να καθίση αμέριμνος,
+καταμεσής ς' της κόκκιναις παπαρούναις, ως λευκός κρίνος αυτή, κρίνος
+κάτασπρος της ανοίξεως, και γύρω-γύρω, ως χρυσά κρόσσια, ολόχρυσαι να
+την περιβάλλουν αι κροκοβαφείς μαργαρίται. Να κατακλιθή, να γύρη εκεί,
+ως κλωνάρι πασχαλέας, με όλα τα παρθενικά της άνθη, να γύρη μαλακά-
+μαλακά επάνω εις τα δροσερά του σίτου στάχυα, ως νύμφη παναρχαία. Να
+δρέψη άνθη των αγρών ποικιλόχροα. Κόκκινα, λευκά και κίτρινα άνθη. Και
+ιόχροα του Αγίου Γεωργίου άνθη, ως ρόδακας στρογγυλά των αρχαίων
+επιστυλίων. Να κόψη ζεμπιλάκια κωδωνίζοντα. Και πάλιν να συνάξη
+παραδάκια, οπού είνε ως οβόλια μικρά. Να πλέξη και στεφάνια από
+αγριαμπελιά. Και να ζωσθή μ' αυτήν για το καλό. Να φάγη μιζιθρίτσαις,
+ευώδεις ρίζας ανθέων ως ψωμάκια λευκά. Και έπειτα να λούση την
+κατάμαυρον πλουσίαν κόμην της μέσα εις την δροσεράν πηγήν του Αγίου
+Γεωργίου, της οποίας το ύδωρ διαυγές και ηγιασμένον αναβλύζει από μέσα
+από το άγιον βήμα του ναΐσκου. Να πλύνη το πρόσωπόν της τωχρανθέν από
+τον πόνον και την κάκωσιν. Να πιη νεράκι κρύο, από την πηγήν, να
+δροσισθή η αναμμένη της καρδιά, μ' ένα φλασκάκι, μισοκομμένο εις σχήμα
+αρχαίας φιάλης, το οποίον εκρύπτετο εκεί από τους μικρούς βοσκούς, μέσα
+εις τα δροσόχορτα της πηγής. Και να τραγουδήση, επόθησε, καθημένη υπό
+την ελαίαν της αμπέλου της, υψηλά εκεί επάνω εις την σκοπιάν, λυτήν
+φέρουσα την μανδήλαν της, να δροσίζη τον λαιμόν της, τον κάτασπρον όλον,
+της πρωίας η δροσιά, και ν' ανεμίζωνται τα κλώνια εις το στήθος της. Να
+φάγη εκεί ψωμί και μήλα από τα πρώιμα, γεύμα λιτόν και εύοσμον. Να κάμη
+κούνιαν τέλος, υπό τον πλάτανον του Αγίου Γεωργίου τον υψηλόκλαδον, να
+κουνισθή, ν' αερισθή όλη εις τον αέρα εκείνον, οπού ήρχετο αγνός από το
+πέλαγος. Εκείνη εις την κούνιαν, και ο αέρας να την τραγουδή . . .
+
+Έκαμε τον σταυρόν της εγερθείσα νύκτα-νύκτα. Έλαβε το καλαθάκι της,
+εκείνο το λεπτόπλεκτον, το κυμαίον. Επήρε και λαδάκι ν' ανάψη τα
+κανδηλάκια του Αγίου Γεωργίου πάλιν, και δύο κηράκια να κολλήση εις την
+εικόνα του, οπού είχε τόσον καιρόν να τον προσκυνήση· επήρε και
+μοσχολίβανο, και σπίρτα μήπως και δεν εύρη, γιατί δεν τ' αφίνουν οι
+μικροί βοσκοί, κ' εξήλθεν ακροποδητί, μη ταράξη της μητρός της τον
+ύπνον.
+
+Την στιγμήν εκείνην, ηκούσθησαν και τα πρώτα συρίγματα του ατμοπλοίου,
+καταπλέοντος εκ Πειραιώς. Εγλυκοχάραζε πλέον. Εν τω μέσω του κενού
+λιμένος έπαιζον τα φώτα του μαύρου πλοίου, φεγγοβολούντα ακόμη. Ελαφρά
+πρωινή αύρα έπνεε. Μία τριανταφυλλένια οθόνη είχεν απλωθή ήδη προς το
+ανατολικόν μέρος του στερεώματος, του οποίου τα σκότη ήρχισαν να
+υποχωρώσι προς την δύσιν, ήτις μόνη εζοφούτο ακόμη, συγκεχυμένη με τα
+βουνά. Ελεύκαζεν ήδη προς ανατολάς ο μικρός του Αγίου Γεωργίου ναΐσκος,
+όπου και η άμπελος, με μίαν τέφραν νεφέλην αυτή σκεπασμένη ακόμη. Εις
+την παραλίαν επυκνούντο σκιαί κινούμεναι, σκιαί ανθρώπων, όπου
+κατέβαινον διά το ατμόπλοιον. Και ήκουεν η Θωμαή τα πατήματα αυτών βωβά,
+ως επί υπογείων κοιλωμάτων. Κάτι πράγματα μαύρα απεσπώντο, ένα-ένα, από
+τον όγκον του πλοίου και κατηυθύνοντο γοργά προς την ακτήν, αι λέμβοι με
+τους επιβάτας τους νεοελθόντας. Έως να περάση το μέρος αυτό η Θωμαή,
+σπεύδουσα μη συναντηθή, τοιαύτην ώραν, με τους ταξειδιώτας, προσέκρουσεν
+αίφνης επάνω εις μίαν γραίαν, νεοελθούσαν, βαίνουσαν προς την οικίαν
+της. Ανεγνώρισε την θείαν της, την Αννούσαν, η οποία ήρχετο από τας
+Αθήνας, οπού ο υιός της ειργάζετο.
+
+ — Τι κάνεις, Θωμαή μου;
+
+ — Καλώς ώρσες, θεια!
+
+Ανεγνωρίσθησαν.
+
+ — Χαιρετίσματα από τον Λαλεμήτρον, Θωμαή μου!
+
+Είπεν αμέσως με χαράν η θεια-Αννούσα.
+
+Η Θωμαή προς το άκουσμα τούτο το απροσδόκητον έκλινε το σώμα της προς το
+στήθος της γραίας, παράλυτον, ως να είχε λιποθυμήσει. Η γλώσσα της
+εκόλλησεν εις τον φάρυγγα ακίνητος και δεν ηδύνατο να ομιλήση αλλά μία
+αιφνιδία της πρωινής αύρας ριπή την συνεκράτησε. Και πάραυτα πάλιν
+συνήλθε.
+
+Κατεχομένη υπό των αγνών και ωραίων εκείνων της ζωής συναισθημάτων, μεθ'
+ων, ως με δροσεράς συντρόφους, εξήρχετο εις την εξοχήν έξω, εμειδίασε
+τότε· και είδες αμέσως να λάμψη ημέρας φως εις το πρόσωπον εκείνο το
+ωχρόν και κατηφές. Να λάμψη λάμψις ωραιότητος και νεότητος αυγή, σαν
+ένας ήλιος της αυγής, θαρρείς.
+
+Η θεια-Αννούσα, μισοζαλισμένη ακόμη από το ταξείδιον, δεν ηδύνατο να
+είπη άλλας λεπτομερείας προς την μετά πόθου ερωτώσαν αυτήν Θωμαήν.
+
+Υπόπτερος τότε αύτη, την έλαβεν αμέσως την θεια-Αννούσαν, εκ της χειρός.
+Έλαβε και την μικράν της γραίας βασταγήν, και ένα ορμαθόν κουλλουρίων,
+τα οποία είχε ψωνίσει διά τους εγγονούς της τους μικρούς, δύο φαγάδες
+και χονδρομπαλάδες, ως τους ωνόμαζε, και επέστρεψεν εις τον οίκον
+κελαϊδούσα:
+
+ — Να σου ψήσω καφέ, θεια-Αννούσα, για τα συγχαρίκια.
+
+***
+
+Η θεια-Αννούσα, γραία εβδομήκοντα ετών, πλην ισχυράς κράσεως, είχε
+μεταβή προ μηνών εις τον Πειραιά, να συναντήση τον υιόν της, εργαζόμενον
+εν τω σταθμώ του σιδηροδρόμου Πελοποννήσου και έμεινεν εκεί αρκετόν
+καιρόν. Κατόπιν όμως, επειδή ο υιός της μετετέθη, προβιβασθείς, εν τω
+σταθμώ Αθηνών, ανήλθεν εις Αθήνας, και η γραία μετ' αυτού. Αλλά μετά
+παρέλευσιν μηνός, η γραία-Αννούσα, συνηθισμένη να βλέπη την θάλασσαν,
+ήρχισε να στενοχωρήται και να πλήττη, αδημονούσα διά την εξορίαν της, ως
+απεκάλει την εν Αθήναις διαμονήν. Τας εορτάς την ελάμβανε μεθ' εαυτού ο
+υιός της, εις τους πολυανθρώπους περιπάτους, αλλά τίποτε δεν ηδύνατο να
+παρηγορήση την γραίαν, απαρηγόρητον και αξιολύπητον. Η βοή των αμαξών
+και ο φοβερός των κάρρων μετά τιναγμάτων συρμός, ως βρονταί εις τα
+πρωτοβρόχια συνεχείς, εξεκώφαινον την γερόντισσα.
+
+ — Χαλασμός κόσμου, παιδί μου! επανελάμβανεν άπελπις η γηραιά μήτηρ.
+
+Η κοσμούρα πάλιν του Ζαππείου, ως έλεγε γραφικώς η γραία, την
+κατεζάλιζεν ολότελα και έκαμνε τόσους σταθμούς εις τα καθίσματα της
+δενδροστοιχίας, έως ου επανέλθη εις την οικίαν της, ως ζαλισμένη κόττα,
+παραπαίουσα, ενώ ο κόσμος, έλεγεν, ως κύματα επηγαινοήρχοντο, κύματα
+θαλάσσης· κ' εσάλευεν η γραία, κλυδωνιζομένη επί του πρασίνου εδράνου,
+υπό τας πιπερέας, αι οποίαι εκινούντο, της εφαίνετο, ως πολυέλαιοι εις
+τας εκκλησίας. Την επήγεν εις κάποιαν πανήγυριν, κάτω εις την Αγίαν
+Τριάδα, αλλ' εκεί, ιδούσα τα μικρά παιδάκια, στολισμένα ως κουκλίτσαις,
+ενεθυμήθη τους δύο εγγονούς της, η γραία, τους δύο φαγάδες και
+χονδρομπαλάδες, και ήρχισε να κλαίη απαραμύθητος. Επροτίμα λοιπόν να
+μένη διαρκώς εν τω οίκω, και να αρκήται εις την αρίθμησιν των καπνοδόχων
+των γειτονικών οικιών, ονειρευομένη αείποτε την ηρεμίαν του χωρίου της,
+μη βλέπουσα την ώραν πότε να φύγη.
+
+Μίαν πρωίαν ανήλθεν επί του Λυκαβητού κ' εκείθεν εθαύμασε το πέλαγος του
+Σαρωνικού και το θέαμα το μεγαλοπρεπές της πόλεως, ης η βοή έφθανεν εκεί
+επάνω συγκεχυμένη, ως βοή μακρινού καταρράκτου. Τότε επαρηγορήθη ολίγον
+η γραία. Συνήθως όμως επαρηγορείτο την Κυριακήν, εις τους γειτονικούς
+ναούς, διότι εν αυτοίς ανεύρισκε μεταξύ των πιστών ομοιότητας προς
+διαφόρους συμπατριώτας της. Αναγάλιαζεν η ψυχή της γραίας τότε, η
+πάντοτε εξηγριωμένη εκ της φοβεράς ξενητείας. Και τότε το πρόσωπον
+εκείνο, το οποίον ως καταδίκου πρόσωπον εξηραίνετο ωχραινόμενον,
+ελάμβανε κάποιαν ζωτικήν ελευθερίας λάμψιν και έκαμνε τότε σταυρούς έως
+κάτω η θεια-Αννούσα, νομίζουσα, εν τη φαντασία της, ότι ευρίσκετο εις
+τον ενοριακόν της πατρίδος της ναΐσκον, εν μέσω γνωστών της προσώπων.
+
+Τότε, εις μίαν τοιαύτην της διανοίας της απάτην, ανεκάλυψε και τον
+Λαλεμήτρον εν τω ναώ του αγίου Διονυσίου κ' εκόμισε τα χαιρετίσματα εις
+την κατάπληκτον Θωμαήν.
+
+Επήδησεν από την χαράν της, ως είδομεν, η νεαρά σύζυγος. Αλλ' η μήτηρ
+αυτής, η γρηά-Κυρατσού, της διέκοπτε την αγαλλίασιν:
+
+ — Πώς δεν έστειλε γράμμα!
+
+Και επανηρώτα τότε την θεια-Αννούσαν, η Θωμαή:
+
+ — Μα αλήθεια τον είδες;
+
+ — Τι θα πη! απήντα η θεια-Αννούσα, κάμνουσα τον σταυρόν της, καθώς σας
+βλέπω και με βλέπετε. Τον είδα μαθές.
+
+ — Και σου είπε να μας φέρης χαιρετίσματα;
+
+ — Ήτανε 'ς τον Άη-Διονύσιο. Πρωί-Πρωί. 'Σ την Τιμιωτέρα. Ο Λαλεμήτρος,
+με την χρυσήν καδένα του, παιδί μου, κοντός, παχύς. Καθώς σας βλέπω και
+με βλέπετε. Ήλθε κοντά μου.
+
+ — Και σου είπε να μας φέρης χαιρετίσματα;
+
+ — Μα ο κλησιάρχης — αλήθεια, σβέλτος κι' άξιος κλησιάρχης, φωτιά
+μοναχή, — του είπεν:
+
+«Από κει, παρακαλώ». Και τον έστειλε κατά το μέρος που στέκουνται οι
+άνδρες. Γιατί στον Άη Διονύσιο, καθώς ξέρετε, δεξιά στέκουνται η
+γυναίκες και αριστερά οι άνδρες. Αν και 'ς τα ύστερα γεμίζει η εκκλησία
+και γίνονται όλοι ένα, άνδρες και γυναίκες, ένα σωρό — κουβάρι.
+
+Ούτω διά μακρών διηγήσεων η θεια-Αννούσα, σκολιώς απέφευγε να είπη
+σαφώς, αν πράγματι ο Λαλεμήτρος της ωμίλησε.
+
+Διά τούτο η γρηά Κυρατσού, κτυπώσα την δεξιάν επί της αριστεράς παλάμης,
+ως εάν εμετρούσε χρήματα, επανελάμβανεν υπόπτως:
+
+ — Πώς δεν σώδωκε ένα γράμμα, θα πω!
+
+Έμεινε λοιπόν το πράγμα αμφίβολον.
+
+Αλλά μετ' ολίγας ημέρας, κυκλοφορήσασα η φήμη εις το χωρίον, διεσπάρη
+πανταχού, ποικιλλομένη άλλως και άλλως. Ο δε μπάρμπ' Αναγνώστης της
+Περμάχως, ένας μ' ένα καποτάκι από πάνω, σαν δέρμα αγριμίου, όπου είχεν
+ως έργον να ψάλη εις την εκκλησίαν τας καθημερινάς, συλλειτουργών τον
+ιερέα αντί δεκαλέπτου και τεμαχίου προσφοράς — για τον καφέ — και να
+κληρώνεται τακτικώς ως ένορκος διά παρακλήσεων, ελθών εκείνας τας ημέρας
+εξ Αθηνών, κηρυχθείσης της λήξεως του Κακουργοδικείου, διέδιδε με χαράν,
+ότι ο Λαλεμήτρος, που εγνώριζε φαρσί τα εγγλέζικα, είχε λαμπράν θέσιν
+εις Αθήνας, υπηρετών ως διερμηνεύς εν τω ξενοδοχείω της Μεγάλης
+Βρεττανίας.
+
+Ο μπάρμπ' Αναγνώστης της Περμάχως, έχων το αιώνιον παράπονον ότι δεν
+έβλεπε πατριώταις 'ς την Αθήνα, οπού ανεδείχθησαν τόσοι και τόσοι, άμε
+γύρευε, από όλα τα κουτσοχώρια, να βρίσκη και αυτός μια προστασία 'ς την
+ξενητειά, όχι αυτός μόνος, όλοι οι πατριώταις, να έχη και αυτός ένα
+πατριώτη 'ς την ξενιτειά, να πάη μια καλή μέρα, κατάλαβες, 'ς το σπίτι
+του να τον χαιρετίση, ησθάνθη ανεκλάλητον χαράν, έλεγεν, όταν είδε τον
+Λαλεμήτρον, κοντόν, παχύν, ξουραφισμένον, με μαύρα τσόχινα ρούχα και με
+άσπρο πουκάμισο σιδερωμένο, να στέκη 'ς την πόρτα του ξενοδοχείου με
+υπερηφάνειαν.
+
+ — Δόξα σοι ο Θεός! έλεγεν ο μπάρμπ' Αναγνώστης της Περμάχως, ανασηκόνων
+το καποτάκι του, που ήτον σαν δέρμα αγριμίου. Δόξα σοι ο Θεός, που
+αποχτήσαμε και μεις, τέλος πάντων, ένα πατριώτη μέσα 'ς την Αθήνα.
+
+Η Θωμαή τα ήκουεν αυτά. Και τα επίστευε μεν διότι με τόσην επιμονήν τα
+έλεγαν, αλλά και δεν τα επίστευεν διότι γράμμα δεν της έφεραν.
+
+ — Και δεν του μίλησες, μπάρμπ' Αναγνώστη! ηρώτησεν η γρηά-Κυρατσού.
+
+ — Δεν πας εσύ να του μιλήσης, παρακαλώ; Και πού σ' αφίνουν οι
+αστυφύλακες να πλησιάσης εκεί, μέσα σ' εκείνην την φωταψία και
+πολυτέλεια, που φυλάνε 'ς την αράδα εκεί, σαν τους νιουδαίους. Εκεί,
+γρηά μου, για να πλησιάσης, πρέπει νάχης μια παλάμη ψηλό κολλάρο. Τι
+θαρρείς; πως είνε το χωριό σου, που πας και κάθεσαι 'ς τον φούρνο
+ξεμανδήλωτη; Εκεί, γρηά μου, κάθουνται, 'ς την πλατέα, κυρίαις 'σαν το
+κρύο νερό, που έχουν γεμάτα τα καπέλλα τους από όλα τα πουλιά και όλα τα
+λούλουδα του κάμπου. Εκεί, κυρά-Κυρατσού, λάμπει όλο το μέρος κάθε
+βράδυ, από την πολυτέλεια, από τα χρυσάφια, τα φτερά, τα σπαθιά και τη
+φωταψία, κ' έχουν εκεί κάθε βράδυ Μεγάλη Ανάστασι. Μάλιστα, γρηά μου,
+Μεγάλη Ανάστασι. Εκεί 'ς την Πλατέα του Συντάγματος. Έτσι την λένε την
+Πλατέα αυτή που δεν υπάρχει άλλη 'ς όλον τον κόσμο. Που κάθονται ως τα
+μεσάνυχτα όλοι οι Αθηναίοι και τρώνε γλυκά και γελάνε γυναίκες και
+άνδρες μαζί, ενώ η μουσικαίς σου παίρνουν το μυαλό . . .
+
+ — Μα, τον εγνώρισες, μπάρμπ' Αναγνώστη; ηρώτησε πάλιν η γρηά-Κυρατσού.
+
+ — Τι θα πη! τον Λαλεμήτρο δεν γνωρίζω, με την χρυσή καδένα;
+
+Αι ζωηραί αύται διαδόσεις αι τόσον σαφείς και καθαραί και συνάμα τόσον
+σκοτειναί, με όλας τας λεπτομερείας των, συνετέλεσαν όμως εις το να
+επαυξήσωσι τον πόθον της Θωμαής, ήτις ανυπομονούσε πλέον, ως το μικρόν
+παιδίον, οπού θέλει ν' αποκαλύψη αμέσως και ίδη τα κρυφά τα δώρα του.
+
+ — Ίσως να είνε αλήθεια, μάννα μου, έλεγε. Ποιος ξέρει τι αβανιά μας
+ρίξανε και δεν μας γράφει. Μπορεί να του είπαν λόγια, κ' εκείνος τα
+πίστεψε κ' επήρε τα μάτια του. Το χωριό μας χάλασε, μάννα μου!
+
+Τούτο συνετάραξε την μνήμην της γρηα-Κυρατσούς, ως το κατακαθισμένον
+κρασίον, και εθόλωσεν αίφνης τα βλέμμα της από οργήν.
+
+ — Αυτή η γειτόνισσα, η ξηροκίτρινη! Έλεγεν η γραία. Καλά λες, παιδί
+μου! Καλά λες, κόρη μου! Το χωριό μας χάλασε πλεια. Μιλούσε πάντα μαζί
+της και εχασκογελούσεν. Είνε άλλο από τα λόγια; Ξεμυαλίζουν τον άνθρωπο.
+Αυτή, κόρη μου, κατήντησε να πη πως του κάμαμε μάγια . . .
+
+Όταν δε πάλιν κατόπιν ήλθε και ένας μικροπλοίαρχος, έχων την μανίαν να
+κομίζη ειδήσεις και χαιρετίσματα από πατριώτας, και έφερε και εις την
+Θωμαήν, εκείνας τας ημέρας, πολλά-πολλά χαιρετίσματα από τον Λαλεμήτρον,
+που ήτον δραγουμάνος 'ς την Αθήνα, τότε η πτωχή σύζυγος απεφάσισε να
+ταξειδεύση μέχρι Αθηνών και θέση τέρμα εις την σαρκάζουσαν αυτήν
+ιστορίαν. Αλλ' η γραία, μνησικακούσα πάντοτε διά τον τρόπον αυτόν του
+γαμβρού της, «όστις έφυγε κ' έρριξε πέτρα πίσω του», η γραία, υπερήφανος
+διά την καταγωγήν της και το σόι της, δεν επείθετο να επιτρέψη εις την
+κόρην της να ταξειδεύση, να γυρίζη 'ς τα χαμένα.
+
+ — Αφού δεν σου γράφη, έλεγε, θα πη πως σ' απαράτησε, κορίτσι μου, και
+κάθισε 'ς τ' αυγά σου. Τόση δε οργή την κατελάμβανε κατά της γειτονίσσης
+της, ώστε της ήρχετο πολλάκις να συμπλακή μετ' αυτής. Αλλά δεν ήθελεν
+αυτή να γείνη θέατρον εις το χωρίον.
+
+Ήρχετο τότε ο χειμών. Και θέλουσα και μη θέλουσα η Θωμαή, ανέβαλε να
+εκτελέση την απόφασίν της, υπακούσασα εις την μητέρα της. Ερωτούσε δε
+πάντοτε εις το ταχυδρομείον και πάντοτε ανέμενεν επιστολήν, πιστεύουσα
+πλέον ότι ο Λαλεμήτρος ειργάζετο εν Αθήναις ως διερμηνεύς. Μαθούσα δε
+περί του είδους της εργασίας ταύτης, έλεγε χαίρουσα ότι ήτο η μόνη
+κατάλληλος διά τον άνδρα της, αναπαυτική και επικερδής.
+
+Κατά δε τα Χριστούγεννα, επανελθών πάλιν εξ Αθηνών, οπού και πάλιν
+υπηρέτησεν ως ένορκος ο μπάρμπ'-Αναγνώστης της Περμάχως, με το καποτάκι
+του, τα οποίον ήτο σκληρόν ως δέρμα αγριμίου, εκραύγαζεν ωργισμένος, ένα
+δειλινόν, από κάτω από τα παράθυρα της Θωμαής, κατηγορών τον Λαλεμήτρον:
+
+ — Ακούς εκεί! Να κάμη πως δεν με γνωρίζει; Είπαμε δα νάχουμε κ' εμείς
+ένα πατριώτη μέσα 'ς την Αθήνα, μα τα προκόψαμε!
+
+ — Μήπως μπάρμπ'-Αναγνώστη, κάνεις λάθος; παρετήρησεν η γρηά Κυρατσού.
+Μπορεί να μοιάζη κανένας με τον Λαλεμήτρο. Δύο κεφάλια είναι δύσκολο να
+μοιάσουν, στο μούτρο όμως πολλαίς φοραίς μοιάζουν οι άνθρωποι.
+
+ — Σώπα, θεια. Τον Λαλεμήτρο δεν γνωρίζω, με την χρυσή καδένα; Άκουσε
+και κρίνε. Ήτανε απάνω σε μια καρρότσα, μπροστά, με τον καρροτσέρη. Η
+καρρότσα εστάθηκε 'ς το Θησείο απόξω. Ο Λαλεμήτρος, κοντός, παχύς,
+ξουραφισμένος· μέσα 'ς της μαύραις τσόχαις και σ' τάσπρα ποκάμισα, με
+την χρυσή καδένα, επήδησεν αμέσως κάτω· άνοιξε την πόρτα της καρρότσας
+κ' εβγήκαν τέσσερες εγγλέζοι, 'ψηλοί ως απάνω, με κάτι σαν ζεμπίλια 'ς
+τα κεφάλια τους, με γυαλιά 'ς τα μάτια, με τα τετραβάγγελα 'ς τα χέρια.
+Και διαβάζανε και κυττάζανε της κολώναις και λέγανε, ένας τον άλλον
+χαιρετίζοντας:
+
+ — Με τσ' γειαις! Με τσ' γειαις! (με της υγείαις).
+
+Καθώς χαιρετίζουμε κ' εμείς, σαν κάμουμε γαμπρό ή νύφη, ή σαν έχουμε
+γεννητούρια, μαθές. Τότες που οι εγγλέζοι προχωρούσανε, ψηλοί σαν
+κατάρτια, κυττάζοντας όλοι επάνω, προς τα κεραμίδια, και όλο ένα
+λέγοντας ένας τον άλλον «με τσ' γειαις, με τσ' γειαίς», τότε επλησίασα
+τον Λαλεμήτρον, που έμεινε παραπίσω, ακίνητος — κολώνα, και του λέγω:
+
+ — Τι χαμπάρια, πατριώτη;
+
+Κ' ηθέλησα να πιάσω τα χέρι του, σαν πατριώταις που είμαστε. Μα εκείνος,
+χωρίς να με κυττάξη καν, επροσπέρασε προς τους εγγλέζους. Νά! του κάμνω
+κ' εγώ με τα χέρια μου, και του γύρισα της πλάταις. Εθύμωσα, θεια-
+Κυρατσού. Ποιος είνε εκείνος που δεν θυμώνει; Τόση ακαταδεξία πλεια!
+
+Και ανασηκόνων τα καποτάκι του, εξηκολούθει:
+
+ — Εγώ μιλώ με δικηγόρους και δικαστάδες, ως απάνω τρανούς. Εμένα, μου
+βάζουν μετάνοια οι δικηγόροι, και μετάνοια οι δικασταί. Και ο Λαλεμήτρος
+θα μου κάμη τον μεγάλον; Οι μεγάλοι που είνε 'ς ταλώνια, θειά-Κυρατσού,
+είνε ποιο μεγάλοι απ' αυτόν! . .
+
+Η Θωμαή ήκουεν από του ημικλείστου παραθύρου.
+
+ — Και δεν του ξαναμίλησες, μπάρμπ'-Αναγνώστη; ηρώτησε πάλιν η γρηά-
+Κυρατσού, κατελθούσα.
+
+ — Εγώ, να του ξαναμιλήσω πλεια; Και τι με πήρες; Δεν το
+καταδέχομαι! . . .
+
+Και απλή περιέργεια αν ήτο το συναίσθημά της, έπρεπε να μεταβή πλέον η
+Θωμαή εις Αθήνας. Να βεβαιωθή και να ησυχάση. Να τον συναντήση. Να έλθη
+εις εξηγήσεις μετ' αυτού και μάθη τι είνε το αίτιον της απομακρύνσεώς
+του και της σιωπής του.
+
+ — Η θεια-Αννούσα, έλεγε προς την μητέρα της, το ξεύρω ότι φαντάζεται,
+σαν γρηά όπου είνε, μα οι άλλοι; αδύνατον να εγελάσθηκαν όλοι.
+
+Ο κόπος του ταξειδίου ήτο ανεπαίσθητος, παραβαλλόμενος προς τας
+ανησυχίας, τας οποίας εδοκίμαζεν ήδη από των τόσων διαδόσεων και από των
+πολλών των άλλων γυναικών παροτρύνσεων.
+
+ — Τι κάθεσαι; της έλεγεν η μία.
+
+ — Ακόμα εδώ είσαι; της έλεγεν η άλλη.
+
+ — Ο Λαλεμήτρος 'ς την Αθήνα, μέσα 'ς τα χρυσά παλάτια, και συ κάθεσαι
+ακόμα; επανελάμβανον τα στόματα του χωρίου όλα.
+
+Τότε ο νους της κατά μικρόν απεσπάσθη. Ούτε επρόσεχεν εις τα κωλύματα
+της μητρός της. Ούτε το αμπελάκι της εσυλλογίζετο, ούτε την άλλην
+οικιακήν εργασίαν. Το σώμα μόνον το γήινον ευρίσκετο ακόμη εν τω μικρώ
+χωρίω, ο νους της, πτερωτός άγγελος, επέτετο πλέον μακράν, χαρούμενος,
+ως αετός αιθέριος. Διέσχιζε πελάγη και βουνά και επτερύγιζεν επάνω μιας
+λευκής πόλεως, όλης μαρμαρίνης και πελεκητής, ως ήρχισε τελευταίον να
+βλέπη εις το όνειρόν της το κατάλευκον της Ελλάδος άστυ, το οποίον
+ουδέποτε είχεν ίδει, ούτε εικονισμένον. Από όσα ήκουσεν από την θείαν
+της την Αννούσαν, κι' απ' όσα διηγήθη εις αυτήν ο μπάρμπ'-Αναγνώστης της
+Περμάχως, από τους πολυελαίους και τα φώτα, τον θόρυβον και την βοήν του
+κόσμου, εσχημάτισε μίαν πανέκλαμπρον εικόνα μεγαλοπόλεως, ανυπάρκτου εν
+τη φύσει, εντός της οποίας όλος ο κόσμος γλεντά και διασκεδάζει, αιωνίως
+Ανάστασιν εορτάζων, ενώ ο Λαλεμήτρος της μόνον έζη εκεί, εργαζόμενος,
+μόνον δι' αυτήν, της εψιθύριζε μία κρυφή απάτη μέσα εις τα ώτα της
+καρδίας της, να σχηματίση πάλιν νέα κεφάλαια, ουχί πλέον δι' άλλον, παρά
+μόνον διά την Θωμαήν του. Όχι! ανεπήδα πολλάκις την νύκτα, εξυπνώσα την
+μητέρα της από χαράν. Όχι, δεν έπαθε κακόν ο Λαλεμήτρος. Το κακόν
+ακούεται αμέσως. Δεν έπαθε κακόν.
+
+Με αυτά τα όνειρα, η Θωμαή απεφάσισε να ταξειδεύση εις Πειραιά:
+
+ — Να ησυχάσω, μάννα μου! Δεν μπορώ πλεια να περιμένω. Δεν υπάρχει
+μεγαλείτερο βάσανο από το να περιμένη κανένας. Σαν πάρω την απόφασιν, θα
+ησυχάσω.
+
+Ο χειμών ήδη παρήλθεν. Ανεχώρει δε τότε και ο εξαδελφός της, ο καπετάν-
+Πέτρος ο Αποσπερίτης, με τα βρατσερί του, φορτωμένο πυρήνα διά τον
+Πειραιά.
+
+Η γραία μήτηρ, αν και εναντία πάντοτε εις το σχέδιον τούτο, όμως προς
+ησυχίαν και αυτών και του κόσμου, όστις δεν έπαυε να ομιλή δι' αυτάς,
+της έδωσε τέλος την άδειαν να ταξειδεύση, αφού έτυχεν η λαμπρά ευκαιρία,
+έλεγε, να υπάγη με τον εξάδελφόν της.
+
+Και την απεχαιρέτισε:
+
+ — 'Σ το καλό, κόρη μου! 'Σ το καλό, Θωμαή μου!
+
+Το βρατσερί του καπετάν Αποσπερίτη, στραβά-στραβά, άνοιξε τα δύο πανάκια
+του, ως ήτο σκολιάν και το σκάφος, από τα σκαριά ακόμη, και εκρύβη
+όπισθεν των ακρωτηρίων. Ο καιρός ήτο εύδιος και ο άνεμος ούριος.
+
+ — 'Σ το καλό, κόρη μου, 'ς το καλό, Θωμαή μου!
+
+Ηυχήθη άλλην μίαν φοράν η γρηά-Κυρατσού, υψηλά από τον βράχον του
+χωρίου. Και η φωνή της παραπονετικά εκύλισε κάτω προς την ακτήν:
+
+ — 'Σ το καλό, κόρη μου! 'ς το καλό, Θωμαή μου!
+
+***
+
+Εκείναι αι ελπίδες αι ευόνειροι, με τας οποίας ως με χρυσά πτερά επέταξε
+κ' ευρέθη μίαν ημέραν εν Αθήναις, εν μέσω του κλεινού άστεως, το οποίον
+τόσον λευκόν και τόσον φωτεινόν εν τω χωρίω της ωνειρεύετο η Θωμαή, η
+χωρική, περιέπον τον σύζυγόν της, τον ποθητόν Λαλεμήτρον της, μέσα εις
+τα φώτα και την χαράν, να μη του φαίνεται πικρά η ξενιτεία, και διά τον
+οποίον πάντοτε έλεγεν, η αθώα σύζυγος, ας ανατέλλη ο ήλιος και ας μη την
+φωτίζη αυτήν, — εκείναι όλαι αι ελπίδες πάλιν ήρχισαν μία-μία, ενωρίς να
+μαραίνωνται και να πίπτωσι καλυπτόμεναι από την σκοτεινήν τέφραν του
+πένθους πάλιν και της απογνώσεως, ως τα πτωχά δενδρύλλια των οδών και
+πλατειών του ιοστεφάνου άστεως, υπό την ρυπαράν του κονιορτού σινδόνα,
+όστις ουδέποτε τ' αφίνει, τα πτωχά, να ζήσωσιν ολίγον, να
+πρασινοβολήσωσι.
+
+Παρήλθε μία εβδομάς, παρήλθον δύο κ' επλησίαζεν ήδη μην όλος να
+συμπληρωθή, και η Θωμαή ουδαμού κατώρθωσε ν' ανακαλύψη τον σύζυγόν της,
+ουδέ καν είδησιν περί αυτού να μάθη, αν και πολλάκις περιήλθε τα μεγάλα
+ξενοδοχεία της πόλεως, βαστάζουσα εις χείρας κ' επιδεικνύουσα, με
+υπερηφάνειάν τινα την φωτογραφίαν του Λαλεμήτρου, αποταθείσα δε ακόμη
+και εις την αστυνομίαν. Τοιούτος διερμηνεύς δεν είχεν υπηρετήσει εις
+κανέν ξενοδοχείον.
+
+ — Όνειρο ήτανε!
+
+Δακρυρροούσα έλεγε· και περιήρχετο τρίτην και τετάρτην ήδη φοράν τα
+λαμπρά εκείνα μέγαρα των μεγάλων ξενοδοχείων με τον πανέορτον φωτισμόν
+και τους ολοχρύσους στολισμούς των, με κίνδυνον να εξουθενωθή πλέον,
+κάθιδρος, με κατασκονισμένην και αγνώριστον την ωραίαν πολίτικην
+μανδήλαν της, τυφλή από του κονιορτού, όστις εξηγείρετο αφόρητος, όλας
+εκείνας τας ημέρας, από των βορειοδυτικών ανέμων, ωρυομένων μετά λύσσης,
+ως λύκων, ημέραν και νύκτα.
+
+Ευτυχώς ο εξάδελφός της, ευγενής ψυχή και ακούραστον σώμα, πρόθυμος εις
+το εργάζεσθαι το αγαθόν, ο καπετάν-Πέτρος ο Αποσπερίτης, παρέτεινεν εν
+Πειραιεί την διατριβήν του, επισκευάζων το μικρόν βρατσερί του το
+στραβόν και σκολιόν. Βλέπων ούτος τα εύμορφα του Πειραιώς πλοία — όλα
+στυλάδο — σκαρί, ηύχετο πάντοτε να ευρίσκετο κανένας ναυπηγός έξυπνος, ο
+οποίος με τας τελειοποιήσεις της τέχνης να ημπορούσε να το μεταβάλη εις
+ευθύ και ανάλογον, τέλειον λόρδικον, το σκολιόν βρατσερί του.
+
+ — Νά, κύτταξε Θωμαή, έλεγεν, ότε διήρχοντο τας μεγάλας της πόλεως
+οδούς. Βλέπεις αυτό το σπίτι, το ετοιμόρροπον, το στραβόν και σκολιόν,
+σαν το βρατσερί μου; Βλέπεις οπού το πέρασαν σίδερα 'ς την μέση, και το
+ζώσανε με κοντοστύλια, σαν καράβι 'ς τα σκαριά; θα το χαλάσουν, και όμως
+δεν θα το χαλάσουν, θα το ξαναχτίσουν από τα θεμέλια, χωρίς να το
+χαλάσουν. Χαλώντας και φκιάνοντας, θα του αλλάξουν τα σχέδιον. Θα του
+προσθέσουν πατώματα. Θα το στολίσουν με μάρμαρα, θα το μεγαλώσουν, χωρίς
+να το χαλάσουν. Να μπορούσαν έτσι να σιάξουν και το βρατσερί μου, το
+στραβόν και μισερόν, οι μηχανικοί! Να του προσθέσουν κουβέρταις. Να το
+στολίσουν και με άλλα κατάρτια. Να το μεγαλώσουν, να το κάμουν σκούνα,
+το μικρό μου το βρατσερί, χωρίς να το πειράξουν! Αυτά έλεγε προς την
+εξαδέλφην του ο καπετάν-Πέτρος για να περνά η ώρα. Και προσέθετε:
+
+ — Δεν γελάς και κομμάτι; . . .
+
+Είχε την καλωσύνην ν' αναβαίνη μετά της Θωμαής καθ' εκάστην ο καπετάν-
+Πέτρος και να υποβοηθή αυτήν εις τας ερεύνας της, συνοδεύων αυτήν, και
+προσπαθών συνάμα διά τοιούτων παραδόξων να τέρπη την εξαδέλφην του,
+ανιώσαν πάντοτε και κατατηκομένην. Αλλ' εκείνη, ενώ εθλίβετο,
+απαρηγόρητος, διά την απώλειαν του συζύγου της, περί ου είχεν απελπισθή
+πλέον, επικραίνετο συνάμα και διά το οικτρόν των Αθηνών θέαμα, μιας
+πόλεως αυχμώσης και ρυπαράς. Σχεδόν έκλαιε, διότι δεν εύρεν αυτάς, ως
+τας ωνειρεύετο, ως τας της παρέστησαν. Βόρειοι δυτικοί άνεμοι, πνέοντες
+μετά βίας όλας εκείνας τας ημέρας της ανοίξεως, ανετάρασσον σύμπαν το
+έδαφος αυτών, εξεγείροντες νεφέλας κόνεως παχείας και στερεάς, μετ'
+αγριότητος ασυνήθους. Μόνον εις την θάλασσαν είχεν ιδεί τοιαύτην δύναμιν
+των στοιχείων η Θωμαή. Να φυσά μανιώδης ο βορράς και αναρπάζων σύσσωμον
+το κύμα, να το σκορπίση πέραν εν αφρώ συσσυρίζοντι, απαράλλακτα ως ο
+μαΐστρος εσάρωνε τας οδούς των Αθηνών, κατακαλύπτων τα πάντα υπό την
+ωχράν εκείνην τέφραν. Και μάρμαρα και φώτα και χρωματισμούς και
+ανθρώπους και δένδρα. Έβλεπε τας ωραίας ακακίας των δενδροστοιχιών,
+φθινούσας υπό το χώμα το πηκτόν εκείνο, ως να ήσαν άνθρωποι θαμμένοι
+ζωντανοί. Έβλεπε πολύτιμα υφάσματα αγνώριστα από την κόνιν εις τας θύρας
+των εμπορικών. Έβλεπε κρέατα επιπεπασμένα διά παχέος στρώματος λύθρου
+των οδών, μ' αίματα μαύρα, αίματα όζοντα. Έβλεπε τα προ των παντοπωλείων
+όψα, αγνώριστα από τας διαφόρους των δρόμων ακαθαρσίας, με τας οποίας ο
+άνεμος τα εμόλυνε, με όλας των παντοπωλών τας προφυλάξεις. Έβλεπεν
+οπώρας και λαχανικά, εφ' ων είχον συσσωρευθή όλα τα κάρφη και άχυρα.
+Φοίνικας και σύκα, συλλεγέντα, θαρρείς από του πηλού, και κορινθιακήν
+σταφίδα περιμαζευθείσαν από του βορβόρου, ως τα σκουπίδια των σαρωτών.
+Οι άνθρωποι έσπευδον, ως διωκόμενοι, με βλεφαρίδας πιναράς, με πώγωνας
+ωχρούς, χωρίς πίλους. Άνιπτοι και ακτένιστοι άνθρωποι, της εφαίνοντο. Αν
+δέ ποτε κατέπαυεν ο άνεμος, εφλέγετο τότε η ξηρά πόλις υπό του καυστικού
+ηλίου, συμφλέγουσα και τα εν αυτή πάντα, ως έρημος άνευ οάσεως.
+
+ — Αυτή είνε η Αθήνα!
+
+Διηπόρει μετά θλίψεως η Θωμαή! Και όμως υπέμεινεν όλον αυτό το
+μαρτύριον, αναπνέουσα αντί αέρος την απόζουσαν και αποπνίγουσαν εκείνην
+κόνιν, μόνον διά να μάθη, τέλος, ν' ακούση τι περί του συζύγου της.
+
+Ευτυχώς η θεία-Αννούσα είχεν επανέλθει πάλιν παρά τω υιώ αυτής, διότι
+ήκουσεν ότι παντρολογιέται και δεν ήθελεν αυτή να χάση το παιδί της, κ'
+έδραμε, λησμονήσασα τα βάσανα, τα οποία υπέστη κατά το πρώτον ταξείδιον.
+Ούτως η Θωμαή δεν ήτο ανάγκη πλέον να καταβαίνη καθ' εκάστην εις
+Πειραιά, φιλοξενουμένη πλέον εν Αθήναις παρά τη θεία της, εν καλή
+συντροφία, δαπανώσα μετά φειδούς και εκ των ολίγων χρημάτων της, τα
+οποία επορίσθη, κατά την αναχώρησίν της, πωλήσασα μίαν νυμφικήν της
+εσθήτα.
+
+ — Νά! της έλεγεν η απλοϊκή θεία της, όταν ομού μετέβησαν, μίαν
+Κυριακήν, εις τον άγιον Διονύσιον, κατά την πρώτην λειτουργίαν, μη τυχόν
+κ' επανίδωσι τον Λαλεμήτρον. Νά! εδώ-δα 'στεκόμουνα εγώ, και ήλθεν ο
+Λαλεμήτρος από κει, και ο κλησιάρχης του είπεν: από κει, παρακαλώ . . .
+Και εδείκνυεν η γραία τα μέρη του ναού προς την Θωμαήν, προσπαθούσα και
+η ιδία να πεισθή ότι δεν ηπατήθη.
+
+Αφού παρήλθεν ούτω πολύ διάστημα εις αγόνους ερεύνας, ίνα μη βαρύνη την
+θείαν της η Θωμαή, λαμβάνουσα και επιστολάς εκ της μητρός της, εσκέπτετο
+πλέον να επιστρέψη εις το χωρίον της. Αλλ' ο εξάδελφός της,
+πληροφορηθείς ότι κάποιος διερμηνεύς κοντός, παχύς, σαν τον Λαλεμήτρον,
+αλλά Καλομήτρος αυτός καλούμενος, συνώδευεν ανά την Ελλάδα συντροφίαν
+περιηγητών, οίτινες θα επανήρχοντο μετά την συμπλήρωσιν της περιηγήσεώς
+των, κατέπεισε την Θωμαήν να περιμείνη ακόμη.
+
+ — Μπορεί νάνε αυτός, έλεγεν ο καπετάν-Πέτρος, και άλλαξε το όνομά του,
+για ν' αποφεύγη τους συμπατριώτας του,
+
+ — Αν είν' αυτός, μασκαρά θα τον κάμω, έλεγεν ωργισμένος ο καπετάν-
+Πέτρος.
+
+Ούτως επείσθη η Θωμαή να παρατείνη ακόμη την εν Αθήναις διατριβήν, προς
+χαράν της θείας της Αννούσας, η οποία την είχε χρυσήν συντροφίαν εν τη
+σκληρά πάντοτε μοναξιά της.
+
+Εκείνους τους μήνας έτυχε πάλιν να έλθη εις Αθήνας ο μπάρμπ'-Αναγνώστης
+της Περμάχως, κληρωθείς και πάλιν ένορκος, με το καποτάκι του εκείνο το
+σκληρόν, όπου ήτον ως αγριμίου δέρμα.
+
+Η Θωμαή, αναμένουσα την επάνοδον των περιηγητών, τον παρεκάλεσε να
+μεταβώσι μαζί εις το ξενοδοχείον της Μεγάλης Βρεττανίας, όπως
+εξιχνιάσωσιν αλήθειάν τινα.
+
+ — Εγώ δεν θέλω ούτε 'ς τα μάτια μου να τον ιδώ πλέον, μα για το χατήρι
+σου πάμε, είπε μίαν ημέραν ο ένορκος, θέλων και να ξεσκάση, ως έλεγεν,
+απαρηγόρητος, διότι ο εισαγγελέας, ένας γέρος, πετσί και κόκκαλο από την
+κακίαν του, έλεγεν ο ένορκος, οπού ήθελεν όλο να καταδικάζη, για να
+δείχνη την κακίαν του, προσέθετεν ο ένορκος, τον εξήρεσεν εκείνην την
+ημέραν από μίαν δίκην ενδιαφέρουσαν και ήτο λυπημένος, ως να έχασε
+χρήματα.
+
+Ο εξάδελφός της, έχων επείγουσαν εργασίαν εις Πειραιά, δεν ανήλθεν εις
+Αθήνας και η Θωμαή μετέβη εις το ξενοδοχείον μετά του μπάρμπ'-Αναγνώστη,
+όστις, συνηθίσας εις το κακουργοδικείον, όπου ο χαρακτήρ του έγεινεν
+υγρός και εύστροφος ως ποτιστικόν ρυάκιον, ήτο πάντοτε βολικός άνθρωπος,
+μη θέλων να χαλάση την καρδίαν κανενός.
+
+ — Πάμε, Θωμαή, έλεγεν, απορών πώς ακόμη δεν τον συνήντησε. Μα δεν
+πιστεύω να τον εύρουμε. Γιατί αυτοί οι δραγουμάνοι κάμνουν ταξείδια
+συχνά με τους ξένους.
+
+Η Θωμαή, επισκεφθείσα ήδη, ως είπομεν, επανειλημμένως το μέγα τούτο
+ξενοδοχείον, αυτό μάλιστα πρώτον-πρώτον, προέβαινε με απλοϊκόν θάρρος
+προς αυτό, θαρραλεώτερον μάλιστα ή άλλοτε, θέλουσα να φθάση εις τα
+προπύλαια, και εισελθούσα να προχωρήση εις την εσωτέραν μεγαλοπρεπή
+είσοδον, με τα πορφυρά βελούδινα παραπετάσματα, όπως έπραττε πάντοτε,
+οσάκις μετέβη, και συναντήση τον ίδιον διευθυντήν, ως και άλλοτε,
+προκαλούσα δι' αυτό τον θαυμασμόν της θείας της, προς ην απήντα η Θωμαή,
+απτόητος: τι; θα με φάνε, θεια; Αλλ' ο μπάρμπ'-Αναγνώστης της Περμάχως,
+ανασηκόνων το σκληρόν καποτάκι του, αίφνης εκράτησεν αυτήν αποτόμως,
+πολύ προς τα επάνω, σχεδόν επί της πλατείας των ανακτόρων;
+
+ — Τι κάνεις, θα πω, Θωμαή;
+
+Και απώθει προς τα οπίσω ακόμη την γυναίκα, μετ' ευλαβείας δεικνύων
+μακρόθεν τα ανθοστόλιστα του ξενοδοχείου προπύλαια, όπου ένθεν και ένθεν
+της εισόδου, επί πρασίνων εδράνων, εκάθητο μαυροφορεμένον, με κάτασπρα
+υποκάμισα, το πολυάριθμον υπηρετικόν.
+
+ — Νά, εκεί-δα καθόντανε ο Λαλεμήτρος, εδείκνυε μετά σεβασμού ο μπάρμπ'-
+Αναγνώστης, ομιλών με χθαμαλήν φωνήν. Κοντός, παχύς, μέσα 'ς τα μαύρα
+τσόχινα, με άσπρο υποκάμισο, με την χρυσήν καδένα του. Κ' εκράτει
+στερεώς την Θωμαήν από της χειρός, ίνα μη προχωρή.
+
+Αλλ' αύτη, επιθυμούσα να προχωρήση, ώρμα προς τα κάτω πάντοτε λέγουσα:
+
+ — Πάμε μέσα, που φοβάσαι μη σε φάνε! και είλκεν αυτόν.
+
+ — Πού πας, αδελφή; παρετήρησε τότε ο μπάρμπ'-Αναγνώστης έμφοβος. Δεν
+βλέπεις τους αστυφύλακας πώς στέκουν 'ς την αράδα, σαν τους νιουδαίους,
+να συλλάβουν τον Χριστόν; Εκεί για να πλησιάσης, πρέπει νάχης μια πιθαμή
+κολλάρο. Εσύ είσαι πρωτόβγαλτη και δεν τα ξέρεις αυτά. Έχεις δίκαιον. Μα
+δεν ρωτάς εμένα;
+
+Η Θωμαή, αφηρημένη, έβλεπε τους παρά την είσοδον παρατεταγμένους
+υπαλλήλους του ξενοδοχείου, προσπαθούσα να διακρίνη τινά με χρυσήν
+καδένα και ολονέν είλκε προς τα κάτω τον μπάρμπ'-Αναγνώστην, όστις
+κοντοστεκόμενος πάντοτε κ' επτοημένος έλεγε:
+
+ — Μα του κάκου! Αυτοί οι δραγουμάνοι κάμνουν συχνά ταξείδια. Δεν θάνε
+δω ο Λαλεμήτρος. Αυτός θα μας έβλεπε τώρα, τόση ώρα. Κ' επανελάμβανε, με
+χθαμαλήν πάντοτε φωνήν:
+
+ — Νά! εκεί-δα καθόντανε. Κοντός-παχύς.
+
+Αλλά την στιγμήν εκείνην ταραχή αιφνίδια ηκούσθη όπισθεν και ορυμαγδός.
+Κατήρχετο καλπάζουσα η άμαξα του Διαδόχου, οι δ' αστυφύλακες, τρέχοντες
+κατόπιν, ασθμαίνοντες, προσεπάθουν ν' απομακρύνωσι τον συνωθούμενον
+όπισθεν όχλον εν τω δρόμω, άγριοι και έτοιμοι να ξεσπαθώσουν σχεδόν.
+
+ — Δεν σ' τάλεγα εγώ! Εκραύγασε τότε περιδεής ο μπάρμπ'-Αναγνώστης,
+ανασηκόνων το καποτάκι του, έτοιμος να εγκαταλείψη την γυναίκα. Πού σ'
+αφίνουν οι νιουδαίοι να κάμης την δουλειά σου. Πού σ' αφίνουν,
+κακομοίρα, να πλησιάσης οι αστυφύλακες! Και απώθει αυτήν.
+
+Ταυτοχρόνως δε και άλλο τρομακτικώτερον ακόμη συνέβη, ολίγον πέραν, όπου
+είχε συγκεντρωθή αίφνης πλήθος κόσμου, άλλοι δε εκ της πλατείας ένθεν κ'
+εκείθεν έσπευδον επάνω από όλα τα μέρη και από την μαρμαρίνην του κήπου
+κλίμακα, ως εν εφόδω.
+
+Ο τροχιόδρομος, διερχόμενος, παρέσυρεν υπό τους τροχούς των αμαξών,
+γραίαν, ήτις συνεκίνησεν όλην την πλατείαν με τας οιμωγάς της στενάζουσα
+ως σφαζομένη όρνις. Αι σπαρακτικαί της γραίας κραυγαί, αι βοαί των
+κερατοφόρων του τροχιοδρόμου, και αι έκθαμβοι αναφωνήσεις των εν ταις
+αμάξαις, εχρησίμευσαν ως ισχυρότατα του μπάρμπ'-Αναγνώστη
+δικαιολογήματα, όστις περιδεής και τρέμων όλος, απωθών πάντοτε προς τα
+κράσπεδα του κήπου την έμφοβον ήδη Θωμαήν, μέσα εις εκείνον του πλήθους
+τον άγριον συνωστισμόν, συμμαζευμένος εις το καποτάκι του, ως χελώνη
+εντός του κελύφους της, εις τον τρόμον εκείνον του πλήθους λαβών αυτός
+θάρρος, εξηκολούθει να κραυγάζη ακόμη:
+
+ — Δεν σ' τάλεγα εγώ!
+
+Αλλά βιαία τις ριπή του ανέμου εκάλυψεν εν στιγμή διά πυκνής νεφέλης
+αυχμηρού κονιορτού και πλατείαν και ανθρώπους, επλήρωσε δε λύθρου και το
+στόμα του ενόρκου, όστις πτύων ελεεινώς χώμα και λόγους εσπιλωμένους,
+εφώναζε:
+
+ — Σ' αφίνουν οι αστυφύλακες, οι νιουδαίοι!
+
+Επανελθούσα ούτω μετά ταύτα εις τον οίκον η Θωμαή, εκλείσθη εις έν
+δωμάτιον σκοτεινόν, ως την ψυχήν της, και έκλαιεν όλην την ημέραν.
+
+Αναλογιζομένη την ανεξήγητον εκπτόησιν του μπάρμπ'-Αναγνώστη, αρνουμένου
+να εισέλθη εις το ξενοδοχείον, και συνδυάζουσα προς τούτο τον απλοϊκόν
+και ζαλισμένον πάντοτε χαρακτήρα της θείας της Αννούσης, ήτις είχε την
+μανίαν ν' ανακαλύπτη ομοιότητας μεταξύ των ανθρώπων, και να επιμένη
+έπειτα εις την απάτην, τότε μόνον επείσθη ότι όσοι εκόμιζον εις αυτήν
+τας χαρμοσύνους ειδήσεις την εξηπάτων, αυταπατώμενοι, και ησθάνθη
+κατάκαρδα την θλιβεράν απελπησίαν πλέον, ως να ήγγισε βελόνη την καρδίαν
+της.
+
+Προς τι ν' αναμένη εν Αθήναις πλέον; Ασθενεστάτη ελπίς μία υπελείπετο
+ακόμη και αύτη διελύθη ως πομφόλυξ ύδατος, καθώς τόσαι άλλαι. Οι
+περιηγηταί εκείνοι επανήλθον, ο διερμηνεύς αυτών δεν ήτο ο σύζυγός της.
+Η μητέρα της της έστελνε θρήνους με τα γράμματά της, να επιστρέψη πλέον
+για το όνομα του Χριστού και της Παναγίας. Να κυττάξουν την φτώχιαν των,
+να κυττάξουν το νοικοκυριόν των. Πάει το καλοκαίρι, παιδί μου, κ'
+έρχεται ο χειμώνας, εστέναζεν η γρηά-Κυρατσού, με τα γράμματά της.
+
+Μου γράφεις ότι περιμένεις να μάθης ακόμη, από την Πάτρα, από τον Πύργον
+και δεν ξέρω από πού αλλού. Του κάκου περιμένεις. Σε γελάνε όλοι, αφού ο
+άνδρας σου σ' εγέλασε. Κάμε να έλθης γιατί ρημάξανε τα πράμματά μας. Οι
+νοικοκυραίοι παραξένεψαν; οι αργάταις γροσσούζεψαν; Δεν γνωρίζω. Γνωρίζω
+μόνον ότι ο μπάρμπα-Γιωργός ο Δεσπότης, ο πρώτος του χωριού μας
+κλαδευτής, που μας κλάδευε τα αμπέλι πάντοτε, και το 'βλογούσε, κ'
+έκαμνε πολλά και καλά σταφύλια, μ' εγέλασε, με το σήμερα και με το
+αύριο, και μας άφησε τα αμπέλι ακλάδευτο, και έγεινε κλάρα το αμπελάκι
+σου, Θωμαή μου. Οι σκαφτιάδες μ' εξαπατήσανε, με της ψευτιαίς τους, και
+δεν το σκάψανε, και το αμπελάκι σου έμεινε άσκαφτο, Θωμαή μου. Θειάφι
+δεν είχα να το θειαφίσω, και τα σταφύλια της κλάρας χολεριασθήκανε,
+Θωμαή μου. Από πού να δανεισθώ; Οι δανειστάδες πεθάνανε 'ς το χωριό μας.
+Σταφύλια της αγίας Σωτείρας δεν έστειλα 'ς την εκκλησιά, παιδί μου. Και
+καλή χρονιά κανείς δεν μούπε της αγίας Σωτείρας, παιδί μου. Κλαίω μέρα-
+νύχτα. Κάμε να γυρίσης γλήγορα, παιδί μου, να κυττάξουμε την φτώχια μας.
+Έρχουνται και μου λένε πως δεν έχεις σκοπό να ξανάλθης. Μη το κάμης
+αυτό, παιδί μου, γιατί θα με θανατώσης πρόωρα. Νάχης την ευχίτσα μου, να
+έλθης.
+
+Με αυτούς τους θρήνους προσεκάλει η γρηά-Κυρατσού την κόρην της να
+επανέλθη πλέον εις το χωρίον.
+
+Μίαν ημέραν και μίαν νύκτα η βροχή απαύστως κατέπιπτεν εις τας Αθήνας.
+Τα πρωτοβρόχια ενωρίς είχον επισκεφθή την ξηράν πόλιν, το φθινόπωρον
+εκείνο. Το μαρμάρινον Άστυ εχάθη άφαντον εν μέσω της σκοτεινής ομίχλης,
+της λαίλαπος και της ορμητικής εκείνης καταιγίδος, θαρρείς και το
+περιετύλιξαν όλον τα υδατόρρυτα νέφη, να το πνίξωσιν αίφνης, ως κλώσσαν
+με τους μικρούς νεοσσούς. Ρύακες κατακίτρινοι, σχηματισθέντες εν τω άμα,
+εισώρμησαν εις τα υπόγεια των οικιών και μαγαζείων, μετά βοής, όλην την
+νύκτα ρέοντες, καθ' ην οι άνθρωποι επτοημένοι ηγρύπνησαν, ως να ικέτευον
+τον Θεόν διά τον υπερβάλλοντα εκείνον καθαρισμόν, όστις ηπείλει να
+παρασύρη, μετά των ρύπων, κ' έπιπλα και ζώα και ανθρώπους.
+
+Τη δ' επαύριον όμως, πρωί-πρωί, έλαμπεν η μαρμαρίνη πόλις ως νεόλουστος
+παρθένος του Φαλήρου, λευκή-κατάλευκος. Τα δένδρα των οδών,
+αποτιναχθέντα από της παχείας των κόνεως, εδροσοβολούσαν με τα
+καταπράσινα φύλλα των. Τα μικρόν της Ακαδημίας αλσύλλιον, βαπτισθέν όλην
+την νύκτα εις τον άφθονον εκείνον υετόν, ανέζησε, και κλώνες χλοεροί εδώ
+κ' εκεί ανέθορον αίφνης πεύκης και πίτυος και αγριελαίας, οπού ένας
+κόσσυφος του καλλίστου είδους, κηρομύτης, κατάμαυρος, δραπετεύσας από
+κάποιον κλωβίον, ελλοχεύων, παρεμόνευε τους διαβάτας, ν' αρπάση μίαν
+ελαίαν ώριμον, μαύρην ως τα πτερά του, αναλάμψασαν αίφνης, μετά την
+βροχήν, επί των διαβρόχων ακόμη κλάδων. Αι οδοί, ως εδάφη οίκων
+μαρμαρόστρωτα, λαμπρώς εσπογγαρίσθησαν, παρασυρθείσης υπό των βιαίων
+ρυάκων της επιχωματώσεως αυτών, και απέστιλβον οι πεπατημένοι
+πολυγωνικοί χάλικες, το πρώτον αυτών ενσφηνωθέν στρώμα, ως άτεχνα
+ψηφιδώματα της παρακμής. Τα πεζοδρόμια απήστραπτον ήδη από το φέγγος του
+ηλίου, όστις με ακτινοβολήματα μαλαμοκαπνισμένου αργύρου περιέβαλλε τα
+μάρμαρα και τας γλυφάς των μεγάρων. Άρωμα ανθέων των ιδιωτικών κήπων
+επλήρου τον ορίζοντα, κατάγλαυκον όλον, την πρωίαν εκείνην, οπού η Θωμαή
+ανεχώρει πλέον επανερχομένη εις την μητέρα της. Δημήτηρ ωχρά, αποτυχούσα
+εις τας ερεύνας της. Ορφεύς πένθιμος με άφωνον εκ της απογνώσεως την
+λύραν. Ο καπετάν-Πέτρος ο Αποσπερίτης είχεν επιδιορθώσει και διά
+χρωμάτων περικαλλύνει τα σκολιόν του βρατσερί, όπερ δυστυχώς απέμεινε
+πάλιν σκολιόν, ως τον χαρακτήρα του ανθρώπου τον ανάποδον, τον οποίον
+ουδεμία χρωματιστή ευγένεια δύναται να μεταβάλη. Αλλά μη έχων ναύλον
+ακόμη, όπως ταξειδεύση, απεφάσισε να εξαποστείλη την εξαδέλφην του διά
+του ατμοπλοίου, αναχωρούντος την εσπέραν εκείνην, εν συνοδεία μετά της
+θείας-Αννούσας, ήτις, και πάλιν στενοχωρηθείσα εν τη ξένη, επανήρχετο
+εις την πατρίδα. Φίλος του, ναύτης αγαθός, θα επεριποιείτο τας δύο
+γυναίκας εν τω ατμοπλοίω. Όταν δ' εφ' αμάξης τέλος κατήρχοντο αι δύο
+γυναίκες εις Πειραιά, διερχόμεναι την οδόν Πανεπιστημίου την πάγκαλον,
+δεν ηδυνήθη η Θωμαή, όσον θλιμμένη και αν ήτο, να μη θαυμάση, διά του
+βλέμματός της, τα έκλαμπρα μέγαρα, επί των οποίων έπαιζεν-έπαιζεν ο
+ήλιος ολόχρυσος, σχηματίζων νερά, κινούμενα κυματοειδώς επί των
+καταλεύκων μαρμάρων, ως έκαμνε νερά εύμορφα το ολομέταξον ύφασμα της
+νυμφικής της εσθήτος. Και όταν είδε τα όψα παρακάτω καθαρά και
+ευωδιάζοντα, την πρωίαν εκείνην, εις τα παντοπωλεία, και όταν είδε τας
+σταφυλάς της Αττικής δροσολουσμένας, εντός των καλάθων, ως ραντισμένας
+με τρίμματα κρυστάλλων, και όταν είδεν εν τη πλατεία της Ομονοίας
+φοίνικας και κυπαρίσσους μετά ένα υετόν αίφνης τόσον χλοερά ανακύψαντα,
+ως από τάφον αναστάντα, και τους ανθρώπους καθαρούς ως λουσθέντας και
+αυτούς από του νυχτίου όμβρου, περιπατούντας ή καθημένους επί των
+λαμποκοπούντων προθύρων των καφενείων, ενώ καθαρίως ενδεδυμένοι χωρικοί
+των Μεσογείων, φαιδροί και υπάδοντες σχεδόν, ως εν αρχαίω κώμω, ωδήγουν
+τα αμάξια του γλεύκους, διά κλώνων αγρίας πεύκης εστεφανωμένα — δεν
+ηδυνήθη τότε να κρατήση τον θαυμασμόν της η Θωμαή, η χωρική, προς την
+μονογενή της Ελλάδος πόλιν, ήτις μοσχοβολούσα από την καθαριότητα,
+ανεπαύετο — η πεντελησία νύμφη — την ευδίαν εκείνην ημέραν, υπό στερέωμα
+κυανούν, στεφανωμένη γύρω με καταγάλανα βουνά. Και σπογγίσασα ένα δάκρυ,
+διότι, ατυχής εις όλα, ανεχώρει εις τοιαύτην ποθητήν διά τας Αθήνας
+ημέραν, δι' ην και μόνην τόσα δεινά υπομένουσιν οι ξένοι, εψιθύρισεν:
+
+ — Έρμη Αθήνα! . . .
+
+Την αυτήν εσπέραν δύο γυναίκες εκάθηντο εις μίαν άκραν, την καθαρωτέραν
+επί του ερειπωμένου καταστρώματος του ατμοπλοίου, όπερ μετ' ολίγας ώρας
+απέπλεεν εις τον Ευβοϊκόν.
+
+Η θεία-Αννούσα, σκεπασμένη πάντοτε με την μαύρην της χηρείας μανδήλαν,
+και η Θωμαή, φέρουσα επί της κεφαλής της βαρύ μαύρον σάλιον, ως
+καλογραία της Τήνου κουκουλωμένη, υπό το οποίον έλαμπον δύο κατάμαυροι
+οφθαλμοί, πλήρεις ζωής και χάριτος, οσάκις εσπόγγιζε τα δάκρυά της.
+Είχεν ανοίξει η θεια-Αννούσα το καλαθάκι της, εξεδίπλωσεν εκεί μίαν
+πετσέταν εντοπίαν, και εξαγαγούσα ψωμίον, τυρόν και σταφυλάς, ήρχισε να
+τρώγη, προσκαλούσα και την Θωμαήν. Αύτη όμως σιωπηλή και πένθιμος έβλεπε
+τους επιβιβαζομένους, μετά των επίπλων των, ταξειδιώτας, μετά τόσης
+εμμονής, ως να επερίμενε ν' αναγνωρίση κάποιον μεταξύ των αγνώστων
+εκείνων μορφών. Επεθύμει να εξαπατηθή και αύτη, καθώς τόσοι άλλοι. Να
+πάθη και αυτή από μίαν γλυκείαν αυταπάτην και να ιδή τον άμοιρον άνδρα
+της, έτσι 'ς τα ψέματα, και αυτή, μίαν στιγμήν ωραίαν, τον άνδρα της,
+οπού απώλεσε πλέον διά παντός, της εφαίνετο. Η αλήθεια είνε πικρά
+πολλάκις και φαρμακώνει, αλλά η απάτη είνε γλυκεία και ηδονική, ως ο
+καρπός του Δένδρου της Γνώσεως εν Εδέμ. Το βίντσιον, κροτούν και
+συστρέφον γοερώς τας αλύσεις του, εξηκολούθει ν' ανασύρη έπιπλα και
+εμπορεύματα. Οι επιβάται, ανήσυχοι ως υπηρέται ξενοδοχείου την ώραν της
+μεσημβρίας, έτρεχον εδώ κ' εκεί έκφρονες, αναβαίνοντες κλίμακας,
+καταβαίνοντες εις τους θαλάμους, ομιλούντες συγκεχυμένους λόγους,
+φωνάζοντες τους λεμβούχους, κράζοντες τους θαλαμηπόλους, βαστάζοντες
+καλάθους, πυξίδας, παιδία, κυνάρια, σύροντες γυναίκας, όρνιθας, χήνας,
+με βοήν, ολονέν αύξουσαν.
+
+Η θεια-Αννούσα, ίνα μη καταθλίβη την ανεψιάν της, παύσασα πλέον να ομιλή
+περί του Λαλεμήτρου, αν και ενδομύχως ουδέποτε έπαυσε να διαμαρτύρηται
+και να λέγη ότι είδεν αυτόν εις τον άγιον Διονύσιον, ήρχισε τώρα,
+τρώγουσα, να διηγήται προς την Θωμαήν περί της πατρίδος των, ίσως και
+της ανοίξη την όρεξιν, να πάρη και αυτή κάτι τι. Και ενθυμουμένη διάφορα
+επεισόδια του βίου της, έτρωγε και ωμίλει, με στωμυλίαν ατελείωτον, με
+όρεξιν νοσταλγούντος ανθρώπου, την στιγμήν που αποπλέει διά την αγαπητήν
+του γην, με την στερεάν πεποίθησιν ότι ουδείς πλέον δύναται να τον
+εμποδίση. Η Θωμαή, αφηρημένη πάντοτε προς τους αδιακόπως εισερχομένους
+ξένους, ήκουεν ίσως, ή και δεν ήκουεν. Αλλ' η θεια-Αννούσα ως να
+επεριπατούσεν εν τω χωρίω της, ως να εκάθητο εν τω οικίσκω της, ή και
+εις τον φούρνον ακόμη, περιμένουσα να φουρνίση, έλεγε τι έπαθε μια φορά
+που πήγε ν' αργολογήση 'ς το αμπέλι τον Μάιον και ηύρε μια φωλιά με
+οχιαίς, κ' αυτή ενόμισε πως ήσαν μισιργούδια, κ' επήγε να τα πιάση, και
+μόνον πώς δεν την δάγκασαν· και όταν πάλιν το κύμα της άρπαξε δυο
+σινδόνια, που πήγε μία φορά να λευκάνη 'ς το Ξάνεμο, και μόνον που δεν
+επνίγηκεν έως να τα πιάση· πώς υπήγεν, ένα κοντόγιορτο, 'ς το Κάστρο, να
+λειτουργήση, 'ς τον Άη Γιάννη, και ξέχασεν από την βίαν της την
+λειτουργία, κ' ελειτούργησε, λέει, ο παππάς με ψωμί . . .
+
+Ο ήλιος είχε δύσει και το ατμόπλοιον εξηκολούθει να παραλαμβάνη ακόμη
+εμπορεύματα και επιβάτας και άλλους να περιμένη, με σφυρίγματα γοερά,
+από τα οποία εβόυζεν όλος ο λιμήν. Η θεια-Αννούσα, καθαρά πάντοτε και
+άμεμπτος, είχε παραλάβει και το κανατάκι της, ένα Ξηροχωριανό μαρούδι,
+να πίνη καθαρόν ύδωρ, όταν θα εδίψα. Κ' αφού έφαγε και έπιεν, έκαμε τον
+σταυρόν της και τα συνεμάζευσε πάλιν όλα τα πράγματά της, εντός του
+μικρού καλαθίου, ως καθαρά και τακτική από τα μικρά της χρόνια,
+δυσανασχετούσα διά την βραδύτητα του απόπλου. Η Θωμαή, κατάκοπος, με τας
+ελπίδας τόσους μήνας, ήδη προσκλίνασα προς το πλευρόν, εν τη απελπισία
+της τη εσχάτη, εβυθίσθη μετ' ολίγον εις ύπνον.
+
+Και ο δεσμώτης, Θωμαή μου, όταν βραδύνη η χάρις, και απολέση πάσαν
+απελευθερώσεως ελπίδα, γέρνει επάνω εις τα δεσμά του και αποκοιμάται
+ήσυχος πλέον . . .
+
+ — Να πάγω να του κάμω τουλάχιστον ένα μνημόσυνο!
+
+Εψιθύρισε καθ' εαυτήν η Θωμαή και απεκοιμήθη, σκεπασθείσα με το μαύρο
+της το σάλι, ως ήτο, επακκουμβώσα προς το πλευρόν, ως καλογραία της
+Τήνου αποκοιμηθείσα επάνω εις τον κανόνα της.
+
+Κ' εκεί που ητοιμάζετο και η θεια-Αννούσα, σιγά — σιγά, να εξαπλωθή και
+αυτή επάνω εις εν κυλιμάκι, το οποίον υπέστρωσε, παρά τινα ογκώδη
+κύλινδρον καραβοσχοίνου, ώστε να σχηματίζηται μεταξύ των δύο γυναικών
+περίφραγμα, ασφαλές οπωςδήποτε από τον άλλον κόσμον του καταστρώματος, —
+ήτο τακτική αυτή και καθαρά — αίφνης ναύτης γηραλέος του πλοίου, με
+πισσωμένον ιμάτιον και κατραμωμένον κούκον, ο ναύτης, εις ον εσύστησε
+τας δύο γυναίκας ο καπετάν-Πέτρος ο Αποσπερίτης, ενεφανίσθη ενώπιον της
+θεια-Αννούσας, οδηγών και κοντόν τινα επιβάτην, ένα πολιόν σχεδόν και
+κυφόν ολίγον άνθρωπον, με καινουργή ενδυμασίαν, αποστίλβουσαν, και με
+μίαν παράδοξον χρυσήν άλυσιν επί του στήθους εκλάμπουσαν.
+
+ — Νά, τω είπεν ο γηραλέος ναύτης, αυταίς μονάχα αι δυο γυναίκες είνε
+για την πατρίδα σου.
+
+Την στιγμήν εκείνην η θεια-Αννούσα, θαρρούσα ότι οι δύο εκείνοι άνδρες
+θα προσπεράσουν προς την πρώραν, έκαμνε την προσευχήν της να κατακλιθή
+και αυτή και ησυχάση, ζαλισμένη από την αέναον κίνησιν των επιβατών και
+εκ των υποχθονίων κρότων, ως να εκρημνίζοντο σπίτια κάτω εις το κύτος
+του πλοίου αλλ' ο ξένος, ον ωδήγει ο γηραλέος ναύτης, αντί να
+προσπεράση, εστάθη εκεί, εκάθισεν επί του κυλίνδρου των καραβοσχοίνων
+μετά θάρρους, και κύψας ανηρεύνα τα χαρακτηριστικά της θεια-Αννούσας.
+Βλέπων δε αυτήν κατά πρόσωπον ηρώτησε:
+
+ — Με γνωρίζεις, γερόντισσα;
+
+ — Πού να σε γνωρίσω, γυιε μ';
+
+ — Είμαι πατριώτης σου, και πάω για την πατρίδα. Μαζί θα πάμε.
+
+Η θεια-Αννούσα απόμεινε και τον εκύτταζεν ως αρνίον.
+
+Κ' εκείνος βλέπων ωσαύτως αυτήν, και μη δυνάμενος να την αναγνωρίση, —
+ήτο νυξ πλέον, και ήναψαν εδώ κ' εκεί φανάρια οι ναύται προς ευκολίαν
+της υπηρεσίας — επανηρώτησε:
+
+ — Δεν με θυμάσαι; Δεν επήρες καμμιά φορά αλεύρι από το μαγαζί μου;
+Σήμερα έφθασα από την Αμερικήν και πάγω για το χωριό. Είμαι ο
+Λαλεμήτρος.
+
+ — Ο Λαλεμήτρος! εκραύγασε τότε δυνατά η γραία, και ανηγέρθη πάραυτα.
+Και βλέπουσα την ολόχρυσον καδένα του, λάμπουσαν εις το φως του
+φαναριού, τον ενηγκαλίσθη, ως μήτηρ, τραυλίζουσα, εν συγκινήσει, με
+δάκρυα:
+
+ — Καλά λες, γυιε μ'! Καλά λες, γυιε μ'! Ο Λαλεμήτρος με την χρυσή
+καδένα!
+
+Και ολολύζουσα ήδη εθρηνολογούσεν η γραία εκ συγκινήσεως και χαράς:
+
+ — Αχ! γυιε μ'! Αχ! γυιε μ'!
+
+Ο Λαλεμήτρος προς τους αιφνιδίους εκείνους θρήνους της γυναικός, εκάμφθη
+εν τρόμω, υπώπτευσε κακόν και ηρώτησε τεταραγμένος:
+
+ — Είναι καλά η Θωμαή! Γιατί κλαις έτσι;
+
+Συγχρόνως τότε και η Θωμαή, ονειρευομένη την στιγμήν εκείνην οπού βαθειά
+εις τον ύπνον της είχεν υπηχήσει ηδέως το όνομα του συζύγου της,
+φαίνεται, είχεν αναταραχθή αποτόμως, και ανακαθίσασα εις τα γόνατά της,
+με το κατάμαυρον σάλι επί της κεφαλής της κουκουλωμένη, ως καλογραία
+κάμνουσα τον κανόνα της τα μεσάνυκτα, εστέναξεν, ως εν κινδύνω, δις
+στεναγμούς ως γόους, ως θρήνους, επάνω εις το όνειρόν της:
+
+ — Λαλεμήτρο μου! Λαλεμήτρο μου!
+
+Και έμεινε πάλιν εις τα γόνατά της εκεί, βωβή, βυθισμένη εις τον ύπνον,
+ως καλογραία, εξακολουθούσα τον κανόνα της.
+
+Ο Λαλεμήτρος τότε ενωτισθείς αίφνης τόνον φωνής προσφιλούς, της Θωμαής
+του την φωνήν, την οποίαν τόσους χρόνους είχε ν' ακούση, και αναγνωρίσας
+πάραυτα την κατατομήν εκείνην την αγαλματώδη του σώματος της συζύγου
+του, έκυψε προς το ωχρόλευκον κοιμώμενον ακόμη πρόσωπόν της. Ανεγνώρισε
+την σύζυγόν του και εναγκαλισθείς κατεφίλησεν αυτήν κράζων:
+
+ — Θωμαή μου! Θωμαή μου!
+
+Εκείνη αφυπνώσασα τότε, και τρέμουσα ως ιχθύς εν μέσω εκείνων των
+αιφνιδίων περιπτύξεων και φιλημάτων, ανεφώνησε με σταυροκοπήματα
+κινδύνου, παγωμένη.
+
+ — Θεια-Αννούσα!
+
+Η γραία, από γλωσσοδέτην καταληφθείσα τώρα, έμεινεν ακίνητος και
+άναυδος. Η δε Θωμαή, ζαλισμένη από την τρομακτικήν εκείνην αφύπνωσιν,
+απώθησε τας χείρας εκείνας αίτινες την περιεπτύχθησαν εις τον ύπνον της,
+τα χείλη εκείνα τα οποία την εφίλησαν εις το όνειρόν της, και εψιθύριζεν
+ακόμη εν ταραχή.
+
+ — Παναγία μου! Πού είμαι;
+
+Αλλά τότε οι οφθαλμοί της, γαληνιάσαντες μικρόν από του αιφνιδίου σάλου,
+προσέπεσον ήρεμοι επί της χρυσής καδένας του Λαλεμήτρου, κ' έκθαμβοι
+εθεώρουν αυτήν, εν τη αμφιβόλω εκείνη της εγρηγόρσεως στιγμή, ενώ η
+θεια-Αννούσα, ανακτήσασα την ψυχικήν ηρεμίαν και την φωνήν της,
+εκραύγαζεν:
+
+ — Ο Λαλεμήτρος, Θωμαή! Ο Λαλεμήτρος, με την χρυσή καδένα! Δεν σ' τώλεγα
+εγώ πως τον είδα εις τον άη-Διονύσιο;
+
+Τότε και η άγκυρα του πλοίου, ανασυρομένη εν δαιμονίω κρότω στροφίγγων,
+αλύσεων και μοχλών προς απόπλουν, εκάλυψε τους περιπαθείς λυγμούς της
+αφάτου χαράς των αναγνωρισθέντων συζύγων.
+
+***
+
+Η Θωμαή όλη χαρά πλέον, με αναλάμψασαν πάλιν και καταυγάζουσαν την
+ωχρόλευκον καλλονήν της, φέρουσα εις τους ώμους της, αντί του πενθίμου
+εκείνου σαλίου, έτερον, ινδικόν. μεταξοΰφαντον, όπερ τώρα εκόμισεν εκ
+των χωρών εκείνων ο σύζυγός της, ήκουε τας περιπετειώδεις διηγήσεις και
+τα δεινά του Λαλεμήτρου παθήματα, αφού αύτη πρότερον είχε μετά πόνου
+αφηγηθή προς αυτόν τας θλίψεις και τας πικρίας, τας οποίας εδοκίμασε
+κατά το οδυνηρόν της απουσίας του διάστημα, και την αιτίαν του ταξειδίου
+της. Εκεί, καθ' όλην την νύκτα επί του καταστρώματος όπου εκάθηντο, παρά
+την πρύμνην, διά να βλέπωσι τον εύμορφον της Ελλάδος κόλπον, ήκουεν η
+Θωμαή, ενώ το ατμόπλοιον, αφού εξημέρωσε πλέον, μαλακά-μαλακά, διέσχιζε
+την γαλανήν του Ευβοϊκού θάλασσαν. Είχε διέλθει τον Εύριπον πλέον, με τα
+φρούριά του ακόμη τα πορφυρόξανθα, κ' έπλεεν ολοταχώς κατ' ευθείαν εις
+Βόλον.
+
+Η θεια-Αννούσα, πάντοτε καθαρά και πάντοτε άμεμπτος, θέλουσα ιδιαιτέρως
+να περιποιηθή τον Λαλεμήτρον — αν και ήτο πειραγμένη μαζί του, διότι
+ηρνείτο τελείως ότι είχεν υπάγει ποτέ εις τον Άγιον Διονύσιον —
+προσεπάθει να ετοιμάση καφέ, εξαγαγούσα, από το καλαθάκι της, έν
+λαμποκοπούν καμινέτο. Ο Λαλεμήτρος είχεν ήδη παραλάβει τας δύο γυναίκας
+κάτω, εις την πρώτην θέσιν, αλλ' επροτίμα και αυτός τον καφέ της θείας
+του, διότι παρεσκευασμένος με τας χείρας της, τω εφαίνετο, θα μυρίζη
+ολίγην πατρίδα.
+
+Καϋμένη πατρίδα! Μόνον εις την ξενιτείαν καταλαμβάνει κανείς τι
+αξίζεις! . . .
+
+Αι πρωιναί αύραι, από των Ευβοϊκών βουνών και των Λοκρικών ακτών,
+συναντώμεναι επί του πλοίου, εδρόσιζον ηδέως μίαν των γλυκυτέρων ημερών
+του φθινοπώρου.
+
+ — Δι' αυτό, ίσα-ίσα, το σφάλμα μου πολύ ετιμωρήθην, Θωμαή μου, είπεν
+αναστενάξας ο Λαλεμήτρος, με ύφος χριστιανού, διελθόντος ήδη τον κανόνα
+του πνευματικού του τον εξιλαστήριον.
+
+Και εξηκολούθησε τας διηγήσεις του. Εκείνη δε τον έβλεπε, τον έβλεπε,
+και δεν εχόρταινε να τον ακούη, σαν εις τα ψεύματα, σαν εις το όνειρόν
+της. Και έτριβεν ενίοτε τους οφθαλμούς της δειλιώσα, ίνα πεισθή ότι δεν
+απατάται, φοβουμένη μη εξαφανισθή τα ευφρόσυνον θέαμα. Και της ήρχετο
+απορία ενίοτε, γλυκεία πλέον εν τη βεβαιότητι:
+
+ — Ο Λαλεμήτρος μου είνε αυτός;
+
+Και πάλιν γελώσα, πεπεισμένη πλέον περί της αληθείας και προσπαίζουσα με
+την απλότητα της θείας της, απέτεινε προς αυτήν πλαγίως την παιγνιώδη
+πείραξιν, ερωτώσα τον άνδρα της:
+
+ — Την είδες λοιπόν την θεια-Αννούσα 'ς τον Άη-Διονύσιο; . .
+
+***
+
+Εκ Βόλου, όπου κατά πρώτον έφθασε, με το κοντόν και χονδρόν κόττερον του
+καπετάν-Ηλία, έκφρων, τρέχων τυφλός εις την καταστροφήν του, διηγείτο ο
+Λαλεμήτρος, ανεχώρησε την ιδίαν ημέραν εις Πειραιά, ίνα μη ανακαλυφθή
+υπό των δανειστών του. Αλλά τι ήθελεν εις Πειραιά; Κατά τον πλουν, εν
+εξάψει ευρεθείς, ωσεί εδιώκετο υπό τινος, απεπειράθη να ριφθή εις την
+θάλασσαν, παρά το Σούνιον, αλλ' εννοηθείς υπό τινος ναύτου, εκρατήθη.
+Μόλις δ' αποβιβασθείς εις Πειραιά, συνήντησεν ένα γλωσσίτην, όστις άρτι
+επανακάμψας εξ Αμερικής, διηγείτο εις όμιλον ναυτικών τα αμύθητα και
+σύντομα κέρδη της Αλάσκας, από των αρτιφανών μεταλλείων της οποίας αυτός
+επέστρεφε πλούσιος, εις το χωρίον του. Τότε, μετά τας διηγήσεις εκείνας,
+η θλίψις του ότι απώλεσε την περιουσίαν του μετεβλήθη εις μανίαν πλέον,
+ήτις βιαίως ως λωρίον δουλευούσης μηχανής, τον παρέσυρε προς εκείνους
+τους κόσμους πάλιν, όχι με πόθον, αλλά με λύσσαν πλέον, να επανακτήση τα
+απολεσθέντα. Δίψα ήδη κατέφλεγε τα σπλάγχνα του, ως να είχε μεθυσθή από
+οίνου. Κ' εθολώθη ο εγκέφαλός του, και απεσβέσθη τελείως η μνήμη του. Κ'
+ελησμόνησε τα πάντα τότε, μέσα εις εκείνην την τρικυμίαν της ψυχής του.
+Και κόσμον και πατρίδα και σύζυγον. Ο ναύτης εκείνος τον έσωσε κατά τον
+πλουν, ελεήσας αυτόν, αλλ' η μοίρα του ανελεήμων, τον ώθει πάλιν εις την
+εξαφάνισιν, διότι δεν θα επανήρχετο εις το χωρίον του, αν δεν εσχημάτιζε
+περιουσίαν τινά εκ νέου. Αγγλικόν ατμόπλοιον τον απεβίβασε τέλος μετά
+καιρόν εις τον Νέον Κόσμον μετά τινων άλλων Λακώνων, και δύο ακόμη
+γλωσσιτών, έχοντα τόσα, όσα τω εχρειάζοντο διά τας πρώτας του δαπάνας.
+Φθάσας δε εις την Αλάσκαν και ιδών ότι αληθή ήσαν, όσα τω έλεγεν εις
+Πειραιά ο γλωσσίτης εκείνος, ερρίφθη εις τα ορυχεία του χρυσού, ως
+ρίπτεται διψασμένον κτήνος εις την πηγήν, ουδέν άλλο ενθυμούμενος εκ του
+παρελθόντος, ειμή ότι κάποιος Λαλεμήτρος, απολέσας λίρας, τας οποίας ως
+σπόγγους είχεν αποσπάσει, μίαν-μίαν, από του πυθμένος της θαλάσσης,
+εβασανίζετο τώρα να τας ανεύρη εις τα βάθη τα ανήλια του μεταλλείου. Και
+αληθώς εβασανίσθη επί πενταετίαν παλαίων με την τρυφηλήν φιλοσαρκίαν
+του, και την υπερβάλλουσαν τραχύτητα του κλίματος. Η θέα τότε του
+χρυσίου, το οποίον απεθησαύρισε, κατά το διάστημα τούτο, ήρχισε να
+καταπραΰνη το εξηγριωμένον πνεύμα του, την δε μανίαν την πρώτην και
+λύσσαν, διεδέχθη ήδη γαλήνη του λογικού, ως να έρριψεν ο χρυσός έλαιον
+εις την τρικυμίαν του νου του. Και τότε εν τη ευδία εκείνη, ήρχισαν να
+επιπλέωσι πάλιν εις την μνήμην του προσφιλείς του παρελθόντος εικόνες,
+το μικρόν χωρίον του και η σύζυγός του.
+
+Ταύτα λέγων ο Λαλεμήτρος εσπόγγισε τους οφθαλμούς του, πληρωθέντας
+δακρύων.
+
+Η Θωμαή ωσαύτως εδάκρυσε.
+
+ — Τότε σου έγραψα το πρώτον γράμμα, είπεν ο Λαλεμήτρος.
+
+ — Δεν λάβαμε γράμμα σου, διέκοψεν η Θωμαή.
+
+ — Δεν λάβαμε, γυιε μ', προσέθηκε και η θεια-Αννούσα, προσφέρουσα τον
+καφέ.
+
+ — Έχετε δίκαιον! είπεν ο Λαλεμήτρος. Το έστειλα με επιβάτην, ο οποίος
+εχάθη, εις ναυάγιον.
+
+Και πίνων ήδη μετά ιδιαιτέρας ευαρεσκείας τον καφέ, εξηκολούθησεν ο
+Λαλεμήτρος την διήγησίν του· και είπεν ότι αμέσως όμως μετά ταύτα, ενώ
+ήτο έτοιμος να επανέλθη εις την Ελλάδα και εις το χωρίον του, με
+περιουσίαν πάλιν, τόσην, ώστε ούτε τους δανειστάς του να φοβήται, ούτε
+τους χωρικούς να εντρέπεται, ησθένησε, καταβληθείς υπό των αφορήτων
+εκείνων μόχθων της σκληράς μεταλλευτικής εργασίας. Ο σύντροφός του
+ησθένησεν ομοίως και απέθανε. Και άλλοι πολλοί απέθανον, υποκύπτοντες
+εις την δριμύτητα του τόπου εκείνου, οπού όλα τα πράγματα είνε χρυσά.
+Και τα κέρδη χρυσά, και τα έξοδα χρυσά. Αλλ' αι ασθένειαι είναι σιδηραί,
+είνε μολύβδιναι. Ολίγοι σηκόνονται όταν πέσουν.
+
+Ταύτα λέγων, έρριψε το βλέμμα του προς τας ένθεν και ένθεν του πλοίου
+καταπρασίνους ακτάς και δακρύων εξ ενθουσιασμού παρετήρησε:
+
+ — Τι ωραίαν πατρίδα οπού έχομεν! Κύτταξε Θωμαή, κύτταξε, θεια! Γελούν η
+ακρογιαλιαίς, θαρρείς, γελούν τα βουνά, οι κάμποι, ο ουρανός, η θάλασσα,
+όλα γελούν, εις την πατρίδα μας!
+
+Αυτός όμως έχει πίστιν εις την δύναμιν την μυστικήν της χρυσής του
+καδένας, εξηκολούθησεν ο Λαλεμήτρος, και ήλπιζε να διασωθή ως και
+άλλοτε, και από τον κίνδυνον τούτον. Αλλ' η θεία χάρις φαίνεται τον
+είχεν εγκαταλίπει πλέον, και έβλεπεν ότι αι δυνάμεις του ολονέν
+κατέπιπτον, με όλα τα μέσα τα θεραπευτικά των ιατρών. Τότε ηθέλησε να
+γράψη πάλιν προς την σύζυγόν του και να ζητήση συγχώρησιν, αλλ' εστάθη
+αδύνατον. Ενώ δε ανέμενε τον θάνατον, εξύπνησε μίαν πρωίαν τυφλός.
+
+ — Οι οφθαλμοί μου είχον εξασθενήσει, είπεν ο Λαλεμήτρος και έχασα το
+φως μου.
+
+ — Λαλεμήτρο μου! έκλαυσεν η Θωμαή.
+
+ — Χειρότερα από θάνατο! εθρήνησε και η γραία, πίνουσα τον καφέ.
+
+ — Πώς να σας διηγηθώ τότε την σκοτίαν, εις την οποίαν έζησα ένα
+ολόκληρον χρόνον; Ήμουν ζωντανός εις τον Άδην.
+
+ — Αλήθεια, γυιε μ'! διέκοψεν η γραία.
+
+Εν τούτοις δεν έπαυσε ποτέ να ελπίζη εις την θαυματουργόν χάριν της
+χρυσής του καδένας, εξηκολούθησεν ο Λαλεμήτρος. Αλλά το παράπτωμά του
+δεν είχεν ακόμη συγχωρηθή. Τω εφαίνετο ενίοτε ότι κατόπιν τόσων
+θεραπευτικών φαρμάκων, τα οποία ματαίως τω έδιδον οι ιατροί, εάν
+κατώρθωνε να ίδη μίαν φοράν εις τον ύπνον του την φαεινήν της συζύγου
+του μορφήν, θα εθεραπεύετο, θα εφωτίζετο πάραυτα. Αλλά τούτο το φάρμακον
+εστάθη αδύνατον να το απολαύση. Πανταχού σκοτία. Τότε περιεφρόνησε πλέον
+τα πάντα και μόνον το πταίσμα του εσυλλογίζετο. «Καλά να πάθω, έλεγεν
+οδυρόμενος, διότι εγκατέλιπον εις το σκότος της απελπισίας μίαν ψυχήν, η
+οποία έν μόνον σφάλμα έπραξε, να συμπαθήση εις ένα τέτοιον άνθρωπον. Και
+παρεκάλει τον Θεόν να μη ζήση πλέον. Υπέμεινεν, εσκέπτετο, τα σκότη της
+θαλάσσης· υπέμεινε τα σκότη της γης· θα υπέμενε δικαίως και τα αιώνια
+σκότη του Άδου. Αλλά τα σκότη της ζωής δεν θα τα υπέμενεν.
+
+ — Είνε άλλο χειρότερο! διέκοψεν η θεια-Αννούσα πάλιν. Ένα ξύλο
+κούτσουρο είνε ο τυφλός.
+
+Η Θωμαή εδιακόπως έκλαιε.
+
+ — Τυφλός, θεέ μου, εκραύγαζα, τι να κάμω εις τον κόσμον; εξηκολούθησεν
+ο Λαλεμήτρος. Να μη βλέπω τον ήλιον να λάμπη την ημέραν, να μη βλέπω την
+σελήνην να φέγγη την νύκτα; Να μη βλέπω τον ουρανόν με τάστρα, την γην
+με τάνθη, την θάλασσαν με τα ψάρια; Να μη βλέπω, Παναγία μου, την εικόνα
+σου, την Ζωοδόχον Πηγήν την ολόφωτον, παρεκάλουν την Θεοτόκον διαρκώς,
+να μη βλέπω την Θωμαήν μου; . . . Και, κατεφίλουν την χρυσήν μου
+καδένα, εις την οποίαν δεν έπαυσα να καταφεύγω πάντοτε ως εις τελευταίαν
+άγκυραν σωτηρίας.
+
+Απελπισθείς όμως τελείως να θεραπευθώ και προτιμών εκεί να τελειώσω τον
+βίον μου, είχον αποφασίσει να σου αποστείλω όσα χρήματα επερίσσευσαν από
+την μακράν νόσον και ήσαν αρκετά, ότε μίαν νύκτα-αχ! μία νυξ συνεχής
+ήσαν τότε αι ημέραι μου όλαι — μίαν νύκτα, επάνω εις το έτος ακριβώς,
+βλέπω εις τον ύπνον μου ένα λαμπροστόλιστον αρχιερέα, ο οποίος έφερεν
+εις τα στήθη του ένα εγκόλπιον από σμάλτον, έχον εζωγραφημένον επ' αυτού
+τον άγιον Γεώργιον, το οποίον εκρέματο από τον λαιμόν του αρχιερέως με
+μίαν ωραίαν χρυσήν αλυσίδα, σαν την χρυσήν καδένα μου απαράλλακτον. Η
+χρυσή καδένα μου! εφώναξε. Κ' εξυπνήσας αμέσως, επέψαυον με πόθον την
+καδένα μου την χρυσήν, θαρρών ότι μου την αφήρεσαν. Δεν εξεύρω πώς, αφού
+εξύπνησα, από όλην την χρυσήν παράστασιν του αρχιερέως απέμεινεν εις την
+ενθύμησίν μου ανεξάλειπτος η χρυσή άλυσις του εγκολπίου του, η οποία μου
+εφαίνετο ότι έλαμπεν ακόμη, μέσα εις την βαθείαν εκείνην νύκτα των
+οφθαλμών μου. Εξύπνησα δε διαφορετικός την πρωίαν εκείνην. Είχα κάποιον
+θάρρος ανακτήσει εις την ψυχήν μου, κάποιαν ανεξήγητον, κρυφήν χαράν.
+
+Έκαμα αμέσως τον σταυρόν μου και ησπάσθην ευλαβώς την χρυσήν μου καδένα
+χωρίς να την βλέπω. Μου εφάνη δε ότι την πρωίαν εκείνην — πρώτην φοράν —
+ευωδίαζε, σαν θυμίαμα, σαν άγιον λείψανον. Ενθυμήθην τότε τον Εβραίον
+πάλιν και έλεγα: Καλά μου έλεγε. Πρώτην φοράν είδα Εβραίον να πη
+αλήθεια. Από εγκόλπιον αρχιερέως θα είνε η καδένα μου, κανενός παλαιού,
+κανενός αγίου ίσως. Η κατασκευή της μ' εβεβαίωνε πάντοτε περί της
+ιερότητός της, αλλά τώρα το ενύπνιον μου εφαίνετο ότι απεκάλυψεν εις εμέ
+την προέλευσίν της την ιεράν, και είχον ακλόνητον πεποίθησιν πλέον ότι
+έφερον επ' εμού κειμήλιον άγιον. Ελθών δε κατόπιν και ο ιατρός, κατά την
+συνήθειαν, έκθαμβος παρετήρησε κάποιαν καλλιτέρευσιν των οφθαλμών μου
+και μου έδωσε νέον θάρρος. Ανέβαλον τότε να σου αποστείλω τα χρήματα,
+διά να τα φέρω μόνος μου, — τόσον θάρρος είχον αποκτήσει — Ούτε σου
+έγραψα, διότι είχα την ελπίδα ότι ταχέως θα θεραπευθώ, και ήθελα έξαφνα
+ένα πρωί να με ιδήτε. Η συνείδησίς μου ήρχιζε και αυτή να καθησυχάζη, η
+ένοχος, και μετά τινας ημέρας ήρχισα να διακρίνω επάνω εις το στήθος
+μου, οπού είχον πάντοτε την χρυσήν μου καδένα, κάτι ως φως, κάτι τι ως
+αναμμένον κηράκι, και μου εφαίνετο ότι ανέπνεα οσμήν μοσχολιβάνου.
+Θάρρος μου έλεγε πάντοτε ο ιατρός, θάρρος μου επανελάμβανε και ο έτερος
+των γλωσσιτών, οπού με υπηρετούσεν ως αδελφός μου. Κατόπιν ήρχισα να σε
+βλέπω εις τον ύπνον μου τακτικά και μου εφαίνετο ότι τούτο πολύ με
+εδυνάμωνε. Πάντοτε μέσα 'ς τα μαύρα 'νδυμένη. Πάντοτε σκεπασμένη με μια
+ολόμαυρη μανδήλα. Κ' επήγαινες τάχα — νύκτα χαράμματα — και άναβες τα
+κανδηλάκια του αγίου Γεωργίου, όπως συνείθιζες πάντοτε. Κ' έτρεχεν απέξω
+τάχα το νεράκι, από το άγιον βήμα της εκκλησίτσας. Και ήθελα τάχα να
+πιω, μα δεν έβλεπα την βρύσι. Μόνον άκουα που έτρεχε το νεράκι
+κελαϊδιστά. Κ' εφώναζα τάχα: Πήγαινέ με 'ς τη βρύσι, Θωμαή μου, να
+νιφθώ, να δροσίσω τα ματάκια μου, να πιώ, να δροσίσω την καρδιά μου!
+Πήγαινέ με 'ς το νεράκι, Θωμαή μου, έλεγα τάχα τυφλός 'ς τα ξυπνητά μου,
+τυφλός και εις τον ύπνον μου.
+
+Η Θωμαή ακούουσα έκλαιεν. Η θεια-Αννούσα έκαμνε τον σταυρόν της.
+
+ — Ύστερα από ολίγας ημέρας πάλιν, εξηκολούθησεν ο Λαλεμήτρος, διέκρινα,
+σαν μέσα στα σύννεφα όμως, ένα εύμορφον καβαλλάρην, σαν τον άγιον
+Γεώργιον, οπού είδα εις το εγκόλπιον του αρχιερέως, ο οποίος, θαμβά-
+θαμβά, ήρχετο κ' εστέκετο εμπρός μου ώραν πολλήν, επάνω εις το άλογο και
+μου έφεγγε τάχα μ' ένα κηράκι και μ' ελιβάνιζε με μοσχολίβανον, οπού
+εγέμιζεν η καρδία μου από την ευωδίαν· κ' εχόρταινα ως να ελάμβανα
+τροφήν κ' εδυνάμωνα. Ύστερα αφού εσώνετο το κηράκι, μ' εσκέπαζε πάλιν η
+μαύρη νύχτα. Έκαμνα τότε τον σταυρόν μου και εφιλούσα την χρυσήν μου
+καδένα, και παρακαλούσα τον άγιον Γεώργιον. Αυτό εξηκολούθησεν ολόκληρον
+ένα σαρανταήμερον, κ' έβλεπα ότι αι δυνάμεις μου επανήρχοντο ημέραν με
+την ημέραν. Μόνον οπού ήμουν ακόμη τυφλός. Αλλά είχα θάρρος εις την
+ψυχήν μου και δεν εσυλλογιζόμην πλέον τον θάνατον. Τότε σηκωνόμενος, με
+την βοήθειαν του καλού γλωσσίτου — τον οποίον εφιλοδώρησα καλά διά την
+αδελφικήν του φροντίδα — και καθήμενος εις το μικρόν προαύλιον της
+κατοικίας μου, με πίστιν τελείαν ότι θα απολαύσω πάλιν το φως μου,
+εσυλλογιζόμουν την επάνοδον κ' έλεγα: Τάχα θα με συγχωρήση η Θωμαή μου;
+Θα μου συγχωρήση τα λόγια που της είπα όταν έφευγα; Με τι μάτια θα την
+ιδώ; Τι θα της ειπώ; θα της ειπώ ότι είχα χάσει τα λογικά μου. Ημπορεί
+ποτε κανείς να μη συγχωρήση ένα τρελλόν; Η σκέψις αύτη με καθησύχαζε. Κ'
+εσχεδίαζα τότε πολλά. Να πληρώσω τα χρέη μου εις τον Βόλον. Να χαρίσω
+ταλεύρια, που μου χρεωστούσαν 'ς το χωριό. Και πλέον να μην κάμω τον
+αλευράν. Ν' αγοράσω κτήματα και να καλλιεργήσω ένα ολόκληρον βουνόν, που
+είνε τόσα βουνά άγρια εις το χωριό μου. Συνείθισα πλέον εις τους κόπους
+του μεταλλείου. Ν' αφήσω τα ακοπίαστα κέρδη και να εργάζωμαι την γην,
+τρώγων τον άρτον με τον ιδρώτα του προσώπου μου και με την ευλογίαν του
+Θεού. Και ήρχετο καθ' ημέραν ο καβαλλάρης μου, πρωί-βράδυ, σωστός
+γιατρός πλέον· πάντα με το κηράκι του και πάντα σκεπασμένος με ομίχλην,
+σαν νάθελε να φυλάξη μυστικόν το καλόν οπού έκαμνε. Την ημέραν όμως που
+ετελείωνε το σαρανταήμερο — θυμούμαι καλά· ο άρρωστος και ο φιλάργυρος
+δεν κάμνουν λάθος εις το μέτρημα — βλέπω κ' έρχεται, καθαρά-καθαρά
+πλέον, την αυγήν, ο άγιος Γεώργιος, 'ς τον ύπνον μου.
+
+ — Άη μ' Γιώργη! Διέκοψεν η Θωμαή, κάμνουσα τον σταυρόν της.
+
+ — Άη μ' Γιώργη! προσέθηκε και η γραία.
+
+ — Βλέπω τον άγιον Γεώργιον, καθώς τον είδα ζωγραφισμένον εις το
+εγκόλπιον του αρχιερέως. Ήτο ένας ροδόξανθος και ροδοκόκκινος νέος.
+Καβάλλα εις άσπρο εύμορφον άλογον, στολισμένον με χρυσαίς φούνταις εις
+το στήθος. Αρματωμένος ο άγιος με όλα τα άρματά του τα ολόχρυσα.
+Χρυσοπράσιναις δόξαις άστραφτεν ο θώρακάς του. Κόκκινη, βασιλική, η
+σέλλα του αλόγου. Με το ασημένιο το κοντάρι του, το μακρύ, μ' ένα
+μαλαμματένιον σταυρόν εις την άκρην επάνω. Τροπαιοφόρος και ρωμαλέος ο
+άγιος. Ήλθε πάλιν με το κηράκι του το αναμμένο κ' εστάθη εμπρός μου και
+μου έφεγγε, και μ' ένα ασημένιο θυμιατό μ' εθυμίαζε με μοσχολίβανον. Σαν
+αλήθεια, σαν όνειρο. Κ' εκεί που επλησίαζε να σωθή τα κηράκι και να καή
+το μοσχολίβανον — ω ανέκφραστη στιγμή! — ακούω και μου φωνάζει με
+ρωμαλέαν φωνήν: — Μη φοβάσαι, Λαλεμήτρο! Ανέβα 'ς τα καπούλια, να σε
+πάγω 'ς την γυναίκα σου! Παναγία μου! σαν να τον βλέπω ακόμη μπροστά
+μου.
+
+Είπε και έκαμε τον σταυρόν του ο Λαλεμήτρος και είτα εξηκολούθησεν
+αμέσως:
+
+ — Εξύπνησα. Στα μάτια μου έλαμψεν ημέρας φως. Είδα τον κόσμον. Είδα τον
+ήλιον, είδα το φως μου.
+
+ — Άη μ' Γιώργη! ανέκραξε πάλιν η Θωμαή, δοξολογούσα. Μεγάλη η χάρις
+σου!
+
+ — Μεγάλη η χάρις σου! προσέθηκε και η θεια-Αννούσα.
+
+ — Καθώς με είδες 'ς τον ύπνο σου Λαλεμήτρο, είπε τότε η Θωμαή. Εγώ
+σαράντα μέραις και σαράντα νύκτες άναβα τα κηράκια 'ς την εκκλησίτσα
+του, και ελιβάνιζα την εικόνα του, σαράντα μέραις και σαράντα νύκτες,
+σαν να μου έλεγε κάποιος ότι κακό θα πάθης, και ο Μεγαλομάρτυς σου τα
+έφερνεν εκεί μπροστά σου, τα κηράκι μου και το λιβάνι μου.
+
+Ο Λαλεμήτρος έμεινεν άναυδος προς την νέαν αυτήν εξομολόγησιν της
+συζύγου του από της συγκινήσεως.
+
+Την στιγμήν αυτήν η χρυσή καδένα του Λαλεμήτρου εφάνη εις την Θωμαήν ότι
+με ουράνιον αίγλην περιεβλήθη. Η δε εξεγερθείσα φαντασία της εκ της
+θαυμαστής διηγήσεως συνεπλήρωσεν, εκεί εμπρός της, ολόκληρον το
+σμάλτινον εγκόλπιον του αρχιερέως, του φανέντος καθ' ύπνους εις τον
+άνδρα της, και ήτο η χρυσή καδένα του Λαλεμήτρου, της εφάνη, η χρυσή του
+εγκολπίου άλυσις, η οποία εβάσταζεν αυτό, όλον απαστράπτον, με τον
+Τροπαιοφόρον επάνω του, ολόφωτον άγιον εγκόλπιον, βασταζόμενον εκεί,
+θαρρείς, υπό αοράτου αγγέλου.
+
+ — Σαν φθάσουμε, με το καλό, στο χωριό, είπεν η Θωμαή τότε, να δώσης
+πίσω 'ς τον Άη Γιώργη την χρυσή του καδένα, γιατί δική του είνε. Δεν
+κάνει να την έχης επάνω σου.
+
+Και μετ' ευλαβείας ασπαζομένη αυτήν και προσψαύουσα, εθεώρει το
+παράδοξόν της σχήμα και την βυζαντινήν της παλαιάν τέχνην, ως να την
+έβλεπε πρώτην φοράν. Το ατμόπλοιον προσήγγιζεν ήδη εις το μικρόν χωρίον.
+
+Η δε θεια-Αννούσα, εννοήσασα τούτο, είχεν αρχίσει να ετοιμάζη την μικράν
+βασταγήν της, μη προσέχουσα πλέον εις την ομιλίαν, με ολόδροσον χαράν,
+την οποίαν της έφερνον εις το γελαστόν πρόσωπον αι αύραι των βουνών του
+σκιερού χωρίου της, ευωδιάζουσαν πατρίδος ευωδίαν· και ηύχετο
+μεγαλοφώνως εις τους περί αυτήν, ως ν' απεβιβάζετο πλέον, από τόσον
+μακράν:
+
+ — Πάντα κατευόδιο!
+
+Οι δύο σύζυγοι, επακουμβώντες επί της κωπαστής έβλεπον και αυτοί μετ'
+ευφροσύνης το θαλασσινόν χωρίον, τα οποίον με τον ταχύν του ατμοπλοίου
+δρόμον, εφαίνετο ότι τους επλησίαζεν ηρέμα, με κομψόν καμάρωμα νύμφης
+προβαίνον, εστολισμένον όλον και πάγκαλον, με τα βουνά του τα
+καταπράσινα, με τους ελαιώνας του τους τεφρούς, με τους αμπελώνας του
+χλοάζοντας ακόμη, με την παραλίαν την αμμώδη και γελαστήν, με τα
+κάτασπρα σπιτάκια του εις τον αιγιαλόν κάτω, ως γλάρους επάνω εις τα
+κύματα, άλλους επάνω εις τον βράχον συσσωρευθέντας όλους μαζί, ως εις
+μίαν φωλεάν, και άλλους, αράδα-αράδα, καραβίζοντας παρά την άμμον.
+
+ — Νά το σπιτάκι μας! ανέκραξεν η Θωμαή. Με τα σφαλισμένα παραθυράκια
+του, σαν λυπημένον, με τα σφαλιστό μαγαζάκι του, σαν έρημο! Τo καϋμένο
+το σπιτάκι μας! Ποιος να του τώλεγε, πως θα τ' ανοίξουμε πάλιν!
+
+Ο Λαλεμήτρος συνεκινήθη από του χαρμοσύνου της πατρίδος του θεάματος και
+έκλαιε τα δάκρυα της χαράς του.
+
+ — Νά και το αμπελάκι μου! ανέκραξε μετ' ολίγον η Θωμαή πάλιν. Και
+καταβιβάσασα την μανδήλαν της προς τους οφθαλμούς, ίνα μη φαίνωνται τα
+δάκρυά της, ηκούσθη ψιθυρίζουσα: Ακλάδευτο! άσκαφο! χολεριασμένο! το
+καϋμένο το αμπελάκι μου! Ποιος να του τώλεγε, πως θα το καλλιεργήσουμε
+πάλι!
+
+Και έβλεπε και έλεγεν ηρέμα, ομιλούσα μόνη της:
+
+ — Μια μαύρη σκιά, μέσα καταμεσής, στέκει, σαν να μοιρολογάη. Κυττάζει
+προς τον ουρανό, σαν να εύχεται, σαν να καταριέται . . . η καϋμένη η
+μαννούλα μου! . . . Ποιος να της τώλεγε, πως θα μας ξαναϊδή πάλι! . . .
+
+Υψώσασα δ' αίφνης την φωνήν της, ως να ελησμόνησεν, ως να ήτο μόνη,
+ανέκραξε:
+
+ — Μη, μαννούλα μου! Δεν κάνει να καταριέσαι. Να εύχεσαι, μαννούλα μου,
+και να μη καταριέσαι, καθώς είπεν ο Χριστός μας.
+
+Οι σιδηροί κρότοι του αγκυροβολήσαντος ατμοπλοίου κατέπνιξαν την κραυγήν
+της και ο Λαλεμήτρος ουδέν ήκουσεν.
+
+Επλημμύρισαν όμως τα δάκρυα τους μαύρους της οφθαλμούς, αδαμάντινα
+δάκρυα, της χαρμολύπης το κλαύμα, το οποίον άσπριζε πλέον, θαρρείς, διά
+παντός, την μαυρισμένην καρδίαν της.
+
+ — Περασμένα-ξεχασμένα! ανεφώνησε τότε η θεια-Αννούσα, ήτις βαστάζουσα
+το καλαθάκι της με την μίαν χείρα και την μικράν βασταγήν της με την
+άλλην, με ανυπόμονον νοσταλγού ανησυχίαν, ήτο έτοιμος να εξέλθη πρώτη-
+πρώτη αυτή.
+
+***
+
+Μίαν πρωίαν μετά δύο ημέρας, νύκτα-νύκτα, υπό τας ελαίας και τας
+κυπαρίσσους και μίαν υψηλόκλαδον πλάτανον, εγλυκόφεγγεν ο μικρός ναΐσκος
+του αγίου Γεωργίου, πέραν εκεί, παρά την άμπελον της Θωμαής. Ετελείτο εν
+αυτώ λειτουργία την πρωίαν εκείνην. Είς γέρων βοσκός, είχε σταματήσει
+απέξω, εις το βουνόν, το ποίμνιόν του, είχεν επακκουμβήσει εις την
+ράβδον του και θα ηκροάτο βεβαίως, εκείνην την ώραν του ωραίου άσματος
+του αγίου: «Ως των αιχμαλώτων ελευθερωτής και των πτωχών υπερασπιστής,
+ασθενούντων ιατρός . . . » όπερ γλυκύτατα εμελωδείτο ένδον από τον
+μπάρμπ'-Αναγνώστην της Περμάχως, του οποίου όσον σκληρόν και άγριον ήτο
+το καποτάκι, ως δορά αγριμίου, τόσον μαλακή και γλυκεία ήτο η φωνή, λεία
+και χρωματιστή, ως τα πτερά του παγωνίου. Με την ανατολήν του ηλίου
+είχεν απολύσει πλέον η θεία Μυσταγωγία. Άρωμα μυστικόν, η ευωδία της
+τελεσθείσης ιερουργίας, επλήρου τον ναΐσκον. Λείψανα λαμπάδων και κηρίων
+έφεγγον ακόμη επί των ξυλίνων μανουαλίων. Ο ιερεύς εκείνος ο γηραλέος
+και σεβάσμιος, ο πνευματικός της Θωμαής, ο Παππά-Γιώργης, απεκδυόμενος
+ήδη τα ιερά άμφια, εδίπλονεν αυτά επιμελώς, επιλέγων, εν εκάστω, στίχους
+έκ τινος αρχαίου άσματος της Θεοτόκου: «Δέσποινα, πάντων Δέσποινα, και
+πάντων υπερτέρα, και πάντων υπερέχουσα των άνω Στρατευμάτων » και τα
+εναπέθετε, χάριν ευλογίας, επί της κεφαλής της γρηά-Κυρατσού, ήτις
+φορούσα το καλό φουστάνι της, οπού εφύλαττε διά την θανήν της, λάμπουσα
+όλη από ευχαρίστησιν, έκυπτε προ της ωραίας Πύλης, εν κατανύξει
+υπερτάτη, την ευλογίαν του ιερέως προσμένουσα, να ζήση τώρα ακόμη.
+Έκυπτεν εκεί ακίνητος, ως να εχειροτονείτο, απορροφώσα με ιεράν ηδονήν
+την από των ευλογημένων αμφίων εκπεμπομένην μυστικήν ευωδίαν, κ'
+επιλέγουσα εις έκαστον στίχον του ιερέως το Αμήν. Η Θωμαή, παραπέρα,
+γονατισμένη ενώπιον της εικόνος του Αγίου Γεωργίου, φέρουσα επ' ώμων το
+χρυσοΰφαντον ινδικόν σάλιον, το καινόν, με μίαν ολοκαίνουργον μανδήλαν,
+πολύτιμον λαχωρί, τα οποίον άπαξ μόνον μετά τον γάμον της εφόρεσε, μίαν
+Κυριακήν των Βαΐων, οπού επήγεν εις την εκκλησίαν να λάβη την
+βαρακωμένην βάγια της, εύχαρις, με το ωχρόλευκον πρόσωπόν της και τα
+μαύρα ακτινοβόλα μάτια της, ως μάρτυς αρχαία των ρωμαϊκών διωγμών, εις
+τας πρώτας στιγμάς της δόξης της, συνεπλήρου την δοξολογίαν της προς τον
+Τροπαιοφόρον Μεγαλομάρτυρα, όστις εικονισμένος ζωηρώς εκεί, θαρρείς κ'
+εσκίρτα από χαράν, διά το επιτευχθέν αγαθόν, ρωμαλέος επί του ίππου του,
+σχεδόν χρεμετίζοντος εξ ευχαριστήσεως. Πλησίον της εγονυπέτει και ο
+σύζυγός της απονέμων τας εγκαρδίους του ευχαριστίας προς τον Άγιον,
+πλήρης χαρμονής. Ήδη ο ιερεύς απέθεσε, διπλωμένα, επί της κεφαλής της
+γρηά-Κυρατσούς την ζώνην την ολόχρυσον με τας μαλαμμοκαπνισμένας της
+αργυράς πόρπας, και τα χρυσοκέντητα επιμάνικα με τον Ευαγγελισμόν εν
+αρχαία βυζαντινή τέχνη, λύσας κ' εξαγαγών αυτά από τας χείρας του, εν
+εκάστω το άσμα της Θεοτόκου πάντοτε επιλέγων και προχωρών:
+
+ — Τους ιερείς ευλόγησον τους σε ιερουργούντας . . .
+
+ — Αμήν! επανέλαβε πάλιν η γραία με όλην την καρδίαν της, επαναδιπλώσασα
+νυν εξ ευχαριστήσεως, αμήν, παπά μου!
+
+Αποκρεμάσας είτα ο γέρων από τον λαιμόν του και το επιτραχήλιον, από
+βαρείαν χρυσοΰφαντον στόφαν, πεποικιλμένον όλον και πάντεχνον,
+διηρημένον εις δύο μακράς δι' αργυρών κωδωνίσκων συνδεδεμένας ταινίας,
+εφ' ων ήσαν κεντημένοι διά χρυσίου και πολυτίμων λίθων σταυροί και
+άγγελοι και συμπτύξας αυτό, απέθεσεν ωσαύτως μετά των άλλων επί της
+κεφαλής της κυπτούσης πάντοτε γραίας και εξ ευλαβείας και εκ του βάρους
+των αμφίων, επιλέγων την συνέχειαν του άσματος:
+
+ — Τους κοσμικούς συμπάθησον, τους σε παρακαλούντας . . .
+
+ — Αμήν! ανεφώνησε πάλιν η γραία.
+
+Τέλος ο ιερεύς, με απαστράπτον το ασκητικόν του πρόσωπον, ωσεί
+αναβαλλόμένος το φως ως ιμάτιον, ασκεπής, με την ολόλευκον κεφαλήν του,
+και φορών πλέον μόνον το κάτασπρον ολοβρόχινον στιχάριον, Λευίτης της
+Νέας με τον ποδήρη χιτώνα της Παλαιάς, απονιφθείς τας χείρας εν τω
+νιπτήρι του Βήματος, ήλθε προς την γραίαν πάλιν και πριν αποσπογγισθή,
+ερράντισε τρις αυτήν κατά πρόσωπον, επιλέγων το τέλος του άσματος:
+
+ — Όταν καθίση ο κριτής κρίναι την οικουμένην . . .
+
+Και λαβών είτα τα ιερά άμφια όλα ομού, ως ήσαν διπλωμένα, από της
+κεφαλής της γραίας, με τας χείρας του, ευωδιάζοντα από θείαν χάριν,
+ηυλόγησε τρις δι' αυτών σταυροειδώς επί της κορυφής την γραίαν,
+κύπτουσαν πάντοτε, και με τας χείρας της προστρίβουσαν επί των οφθαλμών
+της και του προσώπου τα άγια του ιερέως ραντίσματα, όστις επεράτωνεν
+ήδη και τον τελευταίον στίχον του ιερού άσματος:
+
+ — Τότε ημάς βοήθησον, Δέσποινα Παναγία! . . .
+
+Τρις σταυροειδώς ο ιερεύς ηυλόγησε την γραίαν και τρις επανέλαβε τον
+τελευταίον στίχον τρις δε και η γρηά-Κυρατσού, ανοιγοκλείουσα τους
+οφθαλμούς της, εφ' ων έλαμπον ακόμη ως σταγόνες όμβρου οι αγιασμένοι
+ραντισμοί, επείπε τα Αμήν, με ανέκφραστον ευλάβειαν, θαρρούσα ότι εν τη
+λειτουργία εκείνη, εξαναστεφανώθησαν τα τέκνα της, διότι καλέσας ο
+ιερεύς τότε και τους δύο συζύγους ευλόγησε και αυτούς μετ' ευλαβείας
+κύψαντας, κ' επήρεν είτα τα ιερά άμφια εις το άγιον Βήμα.
+
+Ήδη ο μπάρμπ'-Αναγνώστης της Περμάχως, με το σκληρόν εκείνο καποτάκι του
+πάντοτε, ανεγίνωσκε τας τελευταίας ευχάς της Ευχαριστίας, εγγύς του
+δεξιού παραθύρου του ναΐσκου, οπόθεν προσπίπτουσαι φαειναί του ηλίου
+ακτίνες, επράυνον το πρόσωπον του, καθιστώσαι αυτό ιλαρόν, μέσα εις
+εκείνην την κτηνώδη δοράν του επενδύτου του. Αναγνωρίσας πλέον με
+μεγάλην του στενοχωρίαν το λάθος του, είχε πεισθή ότι άλλον αντί του
+Λαλεμήτρου εξέλαβε μέσα εις εκείνην την πολυάνθρωπον Βαβυλώνα, ως
+απεκάλει τας Αθήνας, όπου από τον κορνιαχτό, έλεγε δικαιολογούμενος, οι
+άνθρωποι γίνονται αγνώριστοι, και ήλθεν, επί τούτω εις τον ναΐσκον, να
+συλλειτουργήση τον ιερέα, ίνα συγχωρηθή διά το πταίσιμόν του, αδίκως
+οργισθείς άλλοτε κατά του Λαλεμήτρου, επειδή ενήργησε πάλιν εκείνας τας
+ημέρας να κληρωθή ένορκος και θα εταξείδευε, και δεν ήθελε αυτός, παιδί
+της εκκλησίας, να ταξειδεύση ασυγχώρητος. Ανεγίνωσκεν ο μπάρμπ'-
+Αναγνώστης της Περμάχως ολίγον βιαστικά πλέον τας τελευταίας ευχάς,
+ρίπτων συγχρόνως βλέμματα πλάγια και κρυφά από του παραθύρου, έξω εις το
+προαύλιον το δροσερόν, όπου η θεια-Αννούσα υπό τινα ελαίαν, καθαρά
+πάντοτε και άμεμπτος εις όλα, αλλ' επιμένουσα όμως ακόμη ότι είδε τον
+Λαλεμήτρον εις τον άγιον Διονύσιον, ανάψασα μεγάλην πυράν, προσεπάθει με
+πεταχτήν προθυμίαν να ετοιμάση τον καφέ, παρά την διαυγή πηγήν του
+ύδατος, όπερ ηγιασμένον εξήρχετο από το άγιον Βήμα του ναΐσκου, λαμπρόν
+ως ασημένιο υπό τα δροσόχορτα, αγίασμα καθαρτικόν και της ψυχής των
+ρύπων.
+
+Ο Λαλεμήτρος έκθαμβος από την άρρητον χαράν της επανόδου του, κρατών εις
+χείρας ακόμη το αντίδωρον μετ' ευλαβείας αρχαίου νεοφωτίστου, με τα
+μαύρα τσόχινα ρούχα του, το κάτασπρον υποκάμισόν του, και με την χρυσήν
+καδένα του, αλλά με υπόλευκον πλέον την κόμην, προσηύχετο ακόμη εκεί τας
+τελευταίας προς τον άγιον ευχάς του.
+
+Και αφού ετελείωσε την προσευχήν του, αφαιρέσας αίφνης από το ωρολόγιόν
+του εκείνην την λατρευτήν χρυσήν του καδένα, πλησιάζει μετά δέους προς
+το τέμπλεον και αποκρεμά ταύτην, ως ανάθημα ιερόν από της εικόνος του
+Μεγαλομάρτυρος, βαθέως αναστενάζων εξ ευχαριστήσεως, ως ν' ανεκουφίζετο,
+ως ν' απέβαλλεν από πάνω του βάρος ξένου πράγματος, το οποίον ησθάνετο
+ότι δεν ήτο ιδικόν του πλέον. Και είδες τότε να λάμψη έξαφνα η αγία
+εικών, ολόφωτον και αγγελικήν λάμψιν, ως ν' απέλαβε κάτι τι, το οποίον
+της έλειπε, κάτι τι, το οποίον ήτο ιδικόν της και της το πήραν, και το
+οποίον συνεπλήρωνε τόσον σεπτώς τον πλούσιον στολισμόν της (1).
+
+
+
+
+Ο ΔΕΚΑΤΙΣΤΗΣ
+(1893)
+
+
+
+Ξαβόηθησαν να ξαποστάσουν! (2) Σ' του Βασίλη την βρύσι. Υπό τον μανιτωμένον
+αριόν, εις την σκιάν του οποίου ηδύνατο να σταλιάση ολόκληρον κοπάδι. Ο
+κρουνός, αφανής υπό τα βρύα, υπέσχιζε κόμβους-κόμβους το ύδωρ· υπό δε
+τους πυκνούς κισσούς και το βοστρυχώδες αδίαντον εντός πλινθίνης
+πολίτσας — μικρού κοιλώματος — κατέκειτο δισκάριον κολοκύνθης, όπερ
+εχρησίμευεν ως ποτήριον εις την ερημικήν εκείνην βρύσιν. Ξαβόηθησαν
+εκεί, εις τα ξυρόφυλλα του αριού, τα φορτία των — σακκία πλήρη ελαιών —
+κ' εκάθισαν, ανακλιθείσαι επ' αυτών, αι δύο γραίαι, ως γλαύκες,
+σιωπηλαί, κουρασμέναι, ασθμαίνουσαι. Ήρχοντο από το Μποστάνι — πορείαν
+δίωρον. Ο ήλιος έδυνε πλέον· αι δε τελευταίαι του ακτίνες,
+εξακοντιζόμεναι άνω του σκιερού ρεύματος, εφώτιζον ακόμη, πέραν, την
+κορυφήν του κατέναντι βουνού, με φως αραιόν, υποχωρούν, διαλυόμενον.
+Μοναξιά και σιωπή. Και μόνον οι κόμβοι του ύδατος, καταπίπτοντες εις το
+ισχνόν και βορβορώδες ρυάκιον, επλατάγουν πενθίμως, ως άνθρωπος
+ξηροκαταπίνων.
+
+ — Τρόμαξα να σε προφθάσω! είπεν η ετέρα των γραιών — η μικρά και
+στρογγυλοπρόσωπος ως κορασίς Φουλίτσα — κατευθυνθείσα προς την βρύσιν
+και αρχίσασα εν τω άμα να πλύνη από των υδάτων της γούρνας τα κάθιδρον
+πρόσωπόν της. Η άλλη — η γρηά-Αχτίτσα — ρικνή και ξηρά, επνευστία ακόμη,
+ως εάν ακόμη εβάδιζε. Πεσμένη επί του σακκίου, από του οποίου απέσταζε
+ρυπαρόν έλαιον, συνθλιβομένων των εν αυτώ ελαιών, έβλεπε με τους
+οφθαλμούς ημικλείστους προς το ξηρόν στήθος της, όπερ αναιβοκαταίβαινεν
+από του άσθματος.
+
+ — Θα κάμης πολύ λάδι; Ηρώτησε πάλιν η Φουλίτσα, σπογγίζουσα τα
+ροδίσαντα εκ της πορείας μάγουλά της, με την άκραν της μανδήλας της.
+
+ — Κείνο πώδωσεν ο Θεός! Απήντησε, στενάξασα, η γρηά Αχτίτσα,
+προσπαθούσα να ημιεγερθή από του σακκίου.
+
+ — Έλα τώρα! ήρχισε παραπονουμένη η Φουλίτσα. Πώς να βρέξης το στόμα
+σου! Και απέμεινε κατηφής, ως ει εμέτρει έναν-έναν τους κόμβους, τους
+οποίους τόσον φιλαργύρως, ως να ήσαν αδάμαντες, παρείχεν εις τον διψώντα
+του Βασίλη η βρύσις. Ουχ ήττον παρεμέρισε μετά προσοχής τα νερόχορτα,
+ανεκάλυψε καθαρόν κατασταλαγμένον ύδωρ, λιμνάζον, και με το κοίλον της
+χειρός της έβρεξε το ξηρόν της στόμα. Τότε και η γρηά Αχτίτσα, μικρόν
+ξεκουρασθείσα, εξήγαγεν από το καλαθάκι της ξηρόν παξιμαδάκι, το έβρεξεν
+ολίγον, και ήρχισε να ροκανίζη ξηρά-ξηρά, ως ποντικός, εκεί εντός των
+βάτων και των κισσών.
+
+ — Παραλοΐζει ο άνθρωπος ολ-ημέρα μονάχος του! Υπέλαβεν η Φουλίτσα. Και
+ιδούσα την Αχτίτσαν, ακόμη ασθμαίνουσαν, παρετήρησεν:
+
+ — Εσύ κατασκοτόνεσαι, χριστιανή μ'! Γιατί δεν παίρνεις και το κορίτσι;
+
+ — Μπορεί κ' εκείνο, θαρρείς; Η εληές, βλέπεις, είνε μεγάλο βάσανο. Μια-
+μια να της μαζώξης, να μη αφίσης καμμιά. Διαμάντια νάνε, και πάλι θ'
+αφήσης κανένα.
+
+ — Γι' αυτό ίσα-ίσα, να παίρνης, αδελφή μ, και το κορίτσι. Για συντροφιά
+μπάρεμ!
+
+ — Κάθεται, θαρρείς κ' εκείνο; Όλη-μέρα παλεύει για να ξυφάνη κείνα δα
+τα δίμιτα.
+
+ — Αλήθεια; υπέλαβεν η Φουλίτσα πάλιν. Έμαθα πως το πάντρεψες!
+
+ — Ποιος σου τώπε; Ηπόρησεν η Αχτίτσα.
+
+ — Να, πήρες, λέει, τον μπάρμπα-Θανάση, τον χήρο.
+
+ — Κάλλιο άντρα μ' ένα μάτι, παρά άντρα με παιδί. Το ξέρεις αυτό, γρηά
+Φουλίτσα;
+
+ — Ουφ! κύτταξε! υπεκρίθη η πολυπράγμων Φουλίτσα, άλλο ήθελα να πω, και
+άλλο είπα. Νά, λέει, παίρνεις τον κυρ-Δμάκη, τον δεκατιστή.
+
+ — Να σ' πω, Φουλίτσα, απήντησε μετά τινος αορίστου υπερηφανείας η
+Αχτίτσα, ανύποπτος. Να πούμε και την μαύρ' αλήθεια. Το Ματώ μ' είναι
+ώμορφο. Πολλοί μου το γυρεύουν. Το ξέρει όλος ο κόσμος, θαρρώ. Τον κυρ-
+Δμάκη τον γνωρίζω τώρα χρόνια και ζαμάνια. Να πούμε, τάχατες — η
+Φουλίτσα ροδοκόκκινη και ολοστρόγγυλη, έτεινε τον λαιμόν ως γέρων κύκνος
+— είπε μαθές, να δέσουμε παντρειές.
+
+ — Ο κυρ-Δμάκης; Ηρώτησεν η Φουλίτσα περίεργος.
+
+ — Ναι, μαθές! Ο κυρ-Δμάκης!
+
+ — Καλός, πολύ καλός ο κυρ-Δμάκης. Σμαδγιακός ο δεκατστής. Πολύ καλός.
+Πώς, μαθές; Να πούμε και την αλήθεια. Επανελάμβανε ξηροκαταπίνουσα η
+Φουλίτσα. Ας μ' πήρε πέρσι μισή οκά παραπάν' 'ς το δέκατο, και πρόπερσι
+άλλη μια οκά και αντιπρόπερσι τρεις οκάδες. Ας μ' πήρε. Δε πειράζει. Ο
+Θεός πάλι μου τώδωσε φέτος με το παραπάνω. Δόξα νάχη ο Μεγαλοδύναμος.
+
+Και συνεμαζεύθη πάλιν η Φουλίτσα, ως γέρων κύκνος εντός του στήθους της
+και απέμεινεν ως απαισία γλαυξ πάλιν. Ήτο εκ φθόνου; Ποιος ξεύρει;
+
+ — 'Στον φούρνο, απ' λες, τα λέγανε. Μα δεν πίστεψα, γι' αυτό έτρεχα να
+σε προφθάσω 'ς τον δρόμο.
+
+Eπανέλαβεν η Φουλίτσα και είτα πάλιν ηρώτησε·
+
+ — Δέσατε παντρειές;
+
+ — Τώρα τα Χριστούγεννα. 'Σάν πάρ' τα δέκατα, λέει, ο κυρ-Δμάκης. Τώρα
+δεν αδειάζει, λέει.
+
+ — Ξέρς τίποτα; διέκοψεν η Φουλίτσα μετά τινος φανεράς χαιρεκακίας.
+Φέτος, λένε, θα του τα πάρουν τα δέκατα· θα τα πάρη, λέει, ο καπετάν-
+Παρμάκης. Θα τον χτυπήσ' καλά και καλά, λέει.
+
+ — Δε φοβάται απ' αυτά ο κυρ-Δμάκης. Απήντησε μετά γαλήνης η Αχτίτσα.
+Κείνος τα παίρνει τώρα άμε γύρευε χρόνια· το λογαριάζει το μαξούλι ως
+την οκά, και δεν γελιέται.
+
+ — Δε σ' λέω. Σωστό. Μώφαγε, αλήθεια, μισή οκά πέρσι και μια οκά
+πρόπερσι και τρεις οκάδες αντιπρόπερσι. Μα χαλάλι του. Ας είνε καλά.
+Εμένα μου τώδωσε πάλι ο Μεγαλοδύναμος.
+
+ — Κι' άλλες φορές βγήκανε να τον χτυπήσουν, απ' λες, να του τα πάρουν.
+Μα πάντοτες ο κυρ-Δμάκης και ο κυρ-Δμάκης. Είνε τεχνίτης, Φουλίτσα μ',
+είνε τεχνίτης. Είνε να πούμε καλός εχτιμητής. Πρόπερσι ήρθαν κάτι
+Σκοπελίτες να τον βαρέσουν, μα σαν άκουσαν της χιλιάδες, νά, τους πήγε!
+Φεύγουν κ' ακόμα φεύγουν.
+
+ — Ξέρω κ' εγώ, παιδί μ'; Προχθές περνούσα από του Γιωργή της Θασίτσας
+κ' άκουσα που λέγανε, θα τα πάρη φέτος τα δέκατα ο καπετάν-Παρμάκης.
+Πούλησε, λέει, ξαργού τη σκούνα τ' για να βαρέση τον κυρ-Δμάκη. Τι θα
+πη, λέει, ο κυρ-Δμάκης και ο κυρ-Δμάκης; Και τι είνε, λέει, ο κυρ-
+Δμάκης; Και μας έγεινε άρχοντας ο κυρ-Δμάκης; Ένας ξένος, ένας
+προμυριώτης; Που γδύνει της χήρες, που τρώει της χήρες!
+
+ — Αυτά λέγανε, παιδί μου. Επανέλαβε μετά τινα σιωπήν η Φουλίτσα.
+
+ — Δε βγαίνει τίποτα από λόγια. Υπέλαβεν η Αχτίτσα.
+
+ — Μακάρι να τα πάρη, παιδί μου, για να τον πάρης να 'συχάσης και συ,
+γιατί να πούμε την αλήθεια, βάσανο είνε τα κορίτσια. Και ύστερα θα πας,
+λέει, 'ς τον Γέροντα να καλογερέψης;
+
+ — Ο Θεός ξέρει! Απήντησεν η Αχτίτσα.
+
+Και θέσασα κλαδίσκους μύρτου εις τον ώμον της, ίνα μη ρυπαίνηται από του
+αποστάζοντος βορβορώδους ελαίου, εφορτώθη πάλιν το μικρόν σακκίον της,
+γλοιώδες και ρυπαρόν, διαπεράσασα εις την χείρα της και κομψόν
+καλαθίσκον, εν ώ είχε χαμάδας τινας, θρούμβες, τη εντολή της κόρης της,
+τας οποίας είχε καλύψει με ωραίας δροσεράς ανεμώνας, τας οποίας εύρεν
+υπό τας ελαίας. Επήρε και η Φουλίτσα το ιδικόν της σακκίον, επέρασεν εις
+το χέρι της και το καλαθάκι και κατέβαινε, σπεύδουσα, το σκιερόν ρεύμα,
+μαύρον από τους θάμνους των πρίνων και σχοίνων.
+
+Όπισθέν των, εις τα βάτα και βρύα της ξηροκρήνης, ηκούσθη συρμός και
+πατήματα βιαστικά και βαρέα και θρους προστριβομένων ξηρών φύλλων.
+Αγωγιάτης ήρχετο, μεταφέρων εις τα χωρίον δύο φορτία ελαιών επί δύο
+ζωηρών ημιόνων, οίτινες σπεύδοντες, ως να εννόησαν ότι ενύκτωσεν,
+ελάκτιζον διά των οπισθίων ποδών τας ξηράς εν τη οδώ κλάρας, ταράσσοντες
+τα μικρά πτηνά, τα οποία εισέδυον πλέον εις τας κατοικίας των. Και μόλις
+επρόφθανεν αυτούς ο νεαρός αγωγιάτης, ως αίγαγρος αναπηδών με τα ελαφρά
+τσαρούχια του και βροντών εις τον αέρα λεπτόν αγριελαίας λούρον, όπως
+αναγγέλλη εις τους ημιόνους την παρουσίαν του.
+
+ — Άιντε, κορίτσια, και σας πήρε η νύχτα, και θα σας κλέψη κανένας εδώ
+'ς τα ρέματα. Εχαιρέτισε, προσπαίζων με τας δύο γραίας.
+
+Μετ' ολίγον εισήλθον πλέον αύται εις την μεγάλην οδόν, ήτις ήτο πλήρης
+ζωής και θορύβου, ως πολυανθρώπου πόλεως οδός. Εκ των ελαιώνων
+επανήρχετο εις το χωρίον κόσμος πολύμορφος και πολύθρους, με άσματα και
+με γέλωτας, ο κόσμος των εργατίδων και λοιπών γυναικών, αίτινες τόσους
+τρόπους έχουσιν, ώστε να λησμονώσι τον κάματον της ημέρας, ην διήλθον
+όλην, κύπτουσαι υπό τα κατάκαρπα δένδρα. Η Φουλίτσα, καιομένη υπό της
+επιθυμίας ν' ανακοινώση τα νέα της, ακούσασα τας φωνάς και τους γέλωτας,
+έσπευδε να συναναμιχθή ταχύτερο προς τον φαιδρόν κόσμον.
+
+ — Σταθήτε, σταθήτε να σας πω, σταθήτε να σας πω! Εκραύγαζεν η
+ακριτόμυθος γραία.
+
+Συντροφιές-συντροφιές εβάδιζον εν τη μεγάλη οδώ. Νεάνιδες και ύπανδροι,
+χήραι και γραίαι και μικρά παιδία. Άλλαι φορτωμέναι σάκκους, υπερηφάνως
+υψηλούς — αι φαιδρότεραι και πλέον ανοικτόκαρδαι — άλλαι σακκία,
+πεπιεσμένα προς τα κάτω — αι σιωπηλότεραι και μάλλον εργατικαί — άλλαι
+κόφφας ακανθωτάς, καταπονούσας τους ώμους — αι καταβασανισμέναι χήραι —
+και άλλαι πάλιν μικρούς καλάθους εις την χείρα, πλήρεις λαχάνων και
+μυκήτων — αι φιλόζωοι γραίαι — και συνανεμίγνυντο μετ' αυτών,
+διακόπτοντα τα βήματά των, παιδία φαιδρά, κορασίδες, βαστάζουσαι κλάδους
+μύρτων με τα μαύρα και υαλιστερά ως οφθαλμούς όφεως μούρτα, τον μαύρον
+γυαλιστερόν καρπόν της μύρτου, και κλάδους αγροτικής κομάρου με τα
+κατακόκκινα κούμαρα, και νεανίσκοι κρατούντες από του ποδός μαύρον
+κόσσυφον, τινάσσοντα τα ελαφρά πτερά του, να πετάξη εις τον εγγύς δρυμόν.
+Και εν μέσω των συνοδιών πάλιν ζώα και ημίονοι και όνοι και ίπποι αναμίξ,
+φορτωμένα ελαιοκαρπόν με τους σάκκους, αποστάζοντας εκ της συνθλίψεως.
+Και πανταχού καθ' όλην την γραμμήν βοή και γέλωτες και άσματα, και
+υλακαί κυνών, και βληχήματα αμνάδος ακολουθούσης, και κωδωνισμοί
+αιγιδίου πηδώντος, και φθογγή ποιμενικής λύρας κρουομένης. Εθάρρει
+κανείς ότι εθεώρει, ουχί κατάπονον εργατικόν κόσμον, επανερχόμενον εκ
+του ημερησίου καμάτου, άλλα πομπήν αρχαίας πανηγύρεως εν όλη αυτής τη
+απλοϊκή τάξει και φαιδρότητι, κανηφόρους και καρυάτιδας με τας πλαστικάς
+εκείνας γραμμάς των ανατεινομένων βραχιόνων. Τόσην χάριτος αίγλην
+προσέδιδεν εις το αχθεινόν έργον η εύχαρις και απράγμων αυτών ψυχή! Όταν
+έφθασαν εις τον πεύκον του Ματαρώνα, ανέτειλε και η σελήνη εκ του
+βουνού, μεγάλη, στρογγύλη, πανσέληνος, ως πρόσωπον νεράιδας νυκτερινής.
+
+Κ' εφωτίσθη μετ' ολίγον πραέως και μελιχρώς η οδός, ο κάμπος του
+ελαιώνος πέραν, και κάτω εις την άκραν η πολίχνη, λευκή-λευκή, ως σωρός
+λευκολίθου. Και τότε περισσότερον εφαιδρύνθησαν αι συντροφίαι, αι
+συναντηθείσαι όλαι ομού, και ανύψωσαν τας φωνάς των και περισσότερον
+εποίκιλαν τα άσματά των.
+
+Επτά-οκτώ παιδία τότε, φέροντα επ' ώμων κλάδους ελαίας, διά τα οικόσιτα
+αρνία των, συνεπλήρωσαν αρμονικώτατα την τρυφεράν της ειρηνικής πομπής
+εικόνα, άδοντα εν χορώ το προσόδιον:
+
+ _Φεγγαράκι μου λαμπρό,
+ φέξε μου να περπατώ,
+ να πηγαίνω 'ς της εληές,
+ να γυρίζω απ' της εληές . . ._
+
+ — Σταθήτε να σας πω, σταθήτε, κορίτσια! Ηκούσθη πάλιν η γραία Φουλίτσα.
+
+Αίφνης αι όπισθεν ήρχισαν να κάμουν τόπον, υποχωρούσαι. Εις την πυκνήν
+συντροφίαν εισήλθεν ονάριον ζωηρόν, φέρον επί καινουργούς σάγματος
+άνθρωπον έως τεσσαρακοντούτη, με πρόσωπον ιλαρόν αμνάδος και με οξείς
+οφθαλμούς πτηνού, λάμποντας εις το σεληναίον φως υπό τας μαύρας δασείας
+οφρύς. Οι πόδες του, ανασυρομένου του βρακίου κατήρχοντο ξηροί ως δύο
+κλώνοι ελαίας, με τας λευκάς μαλλίνους περικνημίδας και τα υποδήματα τα
+γεμενιά, εξ απλού εγχωρίου δέρματος, τα λεγόμενα άλλως τομαρίσια.
+Καποτάκι κοντό με κουκούλαν εκάλυπτε την κεφαλήν του και τους ώμους. Με
+την μίαν χείρα εκράτει τα αλυσιδωτά ηνία και με την άλλην εκέντα, επί
+της σπονδυλικής στήλης, το ταχύ ζώον, όπερ χορεύον εισήλθεν ήδη εις την
+μακράν γραμμήν των γυναικών, αίτινες κατά σειράν παραμερίσασαι, άφησαν
+το ονάριον να διέλθη, με χαρίεντας ελιγμούς των νώτων, επισείον την
+ουράν του, χαιρετίζον με τα ώτα του, εν ώ ο επ' αυτού καθήμενος
+εμονολόγει μεγαλοφώνως:
+
+ — Τίποτε φέτος! Άκαιρο το μαξούλι φέτος. Κρίμα 'ς τους κόπους μας!
+
+ — Ο δεκατστής! Ο δεκατστής! Εκραύγασαν τότε αι πρώται γυναίκες,
+αναγνωρίσασαι αυτόν.
+
+ — Είδες ο παμπόνηρος; Ηκούσθη κατόπιν άλλη φωνή. Λέει έτσι δα, για να
+μη βγουν άλλοι και τον χτυπήσουν 'ς τα δέκατα, ως να τα πάρη. Ακούς τον!
+
+ — Ε, κυρ-Δμάκη! Εκραύγασε τότε και η γραία Φουλίτσα, αφήσασα πολύ οπίσω
+την συνοδοιπόρον της. Θα 'ς τα πάρουν φέτος τα δέκατα. Χαιρετίσματα,
+κυρ-Δμάκη! Μου χρωστάς και μισή οκά από πέρσι, που μου πήρες παραπάνω.
+
+ — Και μένα μια οκά! προσέθηκεν άλλη φωνή.
+
+ — Και μένα τρακόσια δράμια!
+
+ — Και μένα τρεις οκάδες!
+
+ — Και μένα εκατό δράμια! Υπέλαβον συγχρόνως πολλαί γυναίκες.
+
+Αλλά το ονάριον ως να επλήγη οδυνηρώς υπό των γυναικείων εκείνων φωνών
+καταπτοηθέν έλαβε ταχέως την κατωφέρειαν, και τρικλίζον έγεινεν άφαντον
+εις τον κάμπον.
+
+ — Το πήρε το Ματώ, κορίτσια, το παίρνει ο κυρ-Δμάκης, ανεκραύγαζεν η
+γραία Φουλίτσα, δυσκόλως αναπνέουσα από τον βιαστικόν δρόμον:
+
+ — Θα δέσουν παντρειές τα Χριστούγεννα, μου το είπεν η μάννα της!
+
+Και μετ' ολίγον εν τη σιγή της νυκτός, υπό το παμφαές φέγγος της
+πανσελήνου του Δεκεμβρίου ηκούετο φαιδρόν άσμα πτερυγίζον εδώ κ' εκεί ως
+να προσέπαιζεν εντός της ομίχλης των ελαιοδένδρων. Όλαι ηκροώντο.
+
+ _Δίψασ' η Πανίτσα
+ και πάει να πιη νερό,
+ κ' η μάννα τς δεν το ξέρει,
+ πως έκαμε γαμπρό.
+
+ Νύσταξ' η Πανίτσα
+ και πάει να κοιμηθή
+ κι' η μάννα τς δεν το ξέρει,
+ πως θα στεφανωθή.
+
+Τα νυκτερινά τρυζωνάκια, τρυπωμένα υπό τους θάμνους του ευώδους
+δριγάνου, συνώδευον αυτό γλυκύτατα διά των τρυγμάτων αυτών, ως
+μονοχόρδου κιθάρας φθόγγων, φθόγγων της νυκτός και των ερήμων αγρών.
+
+ — Είδατε! Δε σας τα είπα εγώ; Ηκούσθη τότε η φωνή της Φουλίτσας, ήτις
+έσπευδεν ν' ανακοινώση εις όλας τα νέα, τα οποία ως ψύλλοι την ηνώχλουν
+τόσην ώραν. Και προσέθηκεν:
+
+ — Νά ο κυρ-Δμάκης το παίρνει το κορίτσι της Αχτίτσας. Τον ακούτε πώς
+τραγδάει; Θα δέσουν της παντρειές, μεθαύριο, τα Χριστούγεννα! Σαν πάρη,
+λέει, τα δέκατα, τώρα δεν αδειάζει.
+
+ — Και σαν δεν τα πάρη; Ηκούσθη φωνή ως από τους κρυφούς της νυκτός
+κόλπους, βραχνή, πένθιμος.
+
+***
+
+Πρωί-πρωί. Χαράματα. Λέμβος υπόσαθρος, αλιάς πολλάκις εμβαλωθείσα,
+ονάριον θαλασσινόν με θραυσμένην την σπονδυλικήν στήλην, προσήγγισε με
+τα κουπάκια εις την αποβάθραν της νήσου. Όπισθέν της, δέσμιος μέγας
+ιχθύς, ορφώς καστανόχρους ανετάρασσε τα ύδατα διά των ισχυρών πτερυγίων
+του και της πλατείας ουράς. Ο λιμενοφύλαξ, ως φάσμα εξελθών από του
+νέφους του εγγύς καφενείου, έλαβε τα χαρτιά από τον γέροντα αλιέα, και
+μετ' ολίγον ένας όγκος μέγας και μαύρος, ως καθεύδουσα προβατίνα,
+σκεπασμένη εντός της κοιλίας της αλιάδος υπό βαρείαν θεσσαλικήν χλαίναν,
+εξεδιπλώθη, μακρός, υψηλός, κ' εφάνη εν τη αποβάθρα ξένος τις, ανδρικής
+ηλικίας, φέρων επ' ώμων την χλαίναν και κρατών εις χείρας δισάκκιον
+ελαφρόν. Το πρόσωπόν του μόνον ωμοίαζε πλέον προς αμνάδος πρόσωπον,
+επίμηκες και παχύ ως φουσκωμένον. Πλην υπό τας πυκνάς και μεγάλας οφρύς
+έλαμπον δύο λυγκέως οφθαλμοί, οξύτατοι, υαλιστεροί. Ο λιμενοφύλαξ
+κυττάζων περιέργως τον ξένον, ηθέλησε διά νεύματος να μάθη παρά του
+αλιέως τις ήτο:
+
+ — Από το Προμύρι!
+
+Ο γέρω-Σταυρής, ανοίγων πρωί-πρωί το καφενείον του, κάτω εκεί εις την
+σκάλαν, διά κάθε ενδεχόμενον, ίστατο επί της θύρας, εισπνέων θορυβωδώς,
+ως άνθρωπος αιωνίως κρυωμένος, θέλων να περιποιηθή τον ξένον. Αλλ'
+εκείνος, χωρίς ν' ατενίση καν προς το καφενείον, με το προβάτειον
+πρόσωπον και τους αποκρύφους οφθαλμούς του, φέρων την βαρείαν χλαίνα και
+βαστάζων το ελαφρόν δισάκκιον, εισήλθεν εις την πρώτην στενωπόν, ως
+άνθρωπος γνωρίζων το χωρίον. Ο γέρω-Σταυρής, θεωρήσας προσβεβλημένον και
+εαυτόν και τον καφέν του, εισέπνευσε θορυβωδώς και είπε:
+
+ — Κάνας καλός!
+
+***
+
+Πλην δεν είχε δίκαιον ο γέρω-Σταυρής να νομίζη, ότι καλοί ήσαν μόνον οι
+πίνοντες τον καφέν του. Ο κυρ-Δημάκης, ο προμυριώτης, ήτο πολύ καλός, κ'
+έγεινεν ακόμη πολύ καλλίτερος. Αναμιγνυόμενος όμως επί έτη εις την
+ενοικίασιν των ελαιοδεκάτων εν τω Πηλίω, είχεν υποστή εσχάτως πολλάς
+ζημίας, ανεξαρτήτως της θελήσεώς του.
+
+ — Τώθελα κ' εγώ; έλεγε. Και ως αναπτύσσων και επεξηγών την ιδέαν του,
+επανελάμβανε.
+
+ — Βλέπεις την εληά, γεμάτη. Να σπάση. Ένα σκουλίκι όμως άξαφνα, σου
+χαλά τα σχέδια. Μια νεροποντή. Ένας κατακλυσμός. Ένα σπάσιμο . . . Κάμε
+με Θεό, λέει ο λόγος, να σε κάμω πλούσιο.
+
+Τέλος, καθυστερών ικανάς δόσεις των ενοικιάσεων, εκινδύνευε να συλληφθή
+υπό της τουρκικής εξουσίας, — Το Πήλιον ήτο υπό την Τουρκίαν ακόμη. — Τι
+να κάμη; Να δραπετεύση εις την αλλοδαπήν.
+
+Μια νύχτα λοιπόν αμέσως, ναυλόνει ένα ψαροκάικο και ιδού πρωί-πρωί εις
+το εξωτερικόν ο κυρ-Δημάκης, με μίαν κάπαν κ' ένα δισάκκι μόνον, εις το
+ελληνικόν έδαφος, τα οποίον αφού προστατεύη τόσους και τόσους, δεν
+ηδύνατο ν' αρνηθή την προστασίαν του και εις τον κυρ-Δημάκην, ο οποίος
+εχρεώστει ενοίκια χωρίς να το θέλη. Αυτό ήτο το μόνον έγκλημά του. Αλλά
+σήμερον είνε τόσον κοινόν τούτο, μάλιστα εις το ελληνικόν κράτος, ώστε
+δεν ήτο δυνατόν να επισκιάση τα προτερήματα του φυγάδος προμυριώτου.
+Πράγματι ο κυρ-Δημάκης ήτο δραστήριος και ικανώτατος άνθρωπος.
+Διεχειρίσθη τόσα χρήματα — όχι, λάδια, θέλομεν να είπωμεν. — Πέρασαν από
+τα χέρια του λάδια και λάδια, φορτία ολόκληρα, τα οποία εφόρτωνεν εις
+την Αγριάν διά τα Δαρδανέλλια. Είχε καταλαδωθή ολόκληρος από κεφαλής
+μέχρι ποδών. Διά τούτο αι φουσκωμέναι παρειαί του εγυάλιζαν πάντοτε, ο
+μύσταξ του ήτο στιλπνότατος ως από μύρων, και όταν αφήρει εν τω ναώ τον
+προσφιλή γιωργούλην του, το κωνικόν πλεκτόν κάλυμμα, η κόμη του μαύρη-
+μαύρη απήστραπτεν εκ της στιλπνότητος, ως πτέρωμα μαύρου πτηνού. Εις
+όλας τας υποθέσεις του, τας τε κοινάς και ιδιωτικάς, συνήθισε να βγαίνη
+πάντοτε _λάδι_. Εις τας δοσοληψίας του, εις τας οφειλάς του, εις τας
+ενοικιάσεις του τέλος, έβγαινε πάντοτε _λάδι_. Πάντοτε _'ς τον αφρό_.
+Αφού πάντοτε είχε να κάμη με λάδια; Μόνον εφάπαξ εκινδύνευσε να βυθισθή
+εις τον πυθμένα — της οθωμανικής ειρκτής του Βόλου — αλλά και πάλιν
+κατώρθωσε να _βγη λάδι_.
+
+Διά τούτο τον είδομεν πρωί-πρωί να φθάση διά της αλιάδος εις την νήσον
+μας απαράλλακτος ο κυρ-Δημάκης του Προμυρίου, στιλπνός, λαδωμένος. Ως
+τοιούτος, ευπροσήγορος, και ευφυής, και πολυπράγμων, εγνωρίσθη ευκόλως
+μετά των νησιωτών, οίτινες ταχέως εξετίμησαν τον λιπαρόν χαρακτήρα του.
+Μόνον ο δημογραμματεύς, νεανίας τετραπέρατος, γεννηθείς, ως λέγεται, με
+την πένναν εις το χέρι, υπενόησε κάτι τι έκτακτον εις την άτακτον
+εκείνην φυγήν του κυρ-Δημάκη και ως προσπαίζων προς αυτόν είπε ποτε εν
+τη αγορά:
+
+ — Μια λαδιά — μια χαρά — τα κατάφερες, κυρ-Δμάκη!
+
+Αλλ' ο κυρ-Δημάκης κατανοήσας το πνεύμα της παρατηρήσεως αυτής, απήντησε
+προχείρως:
+
+ — Κάμε με Θεό, να σε κάμω πλούσιο! Τι να σε κάμω, παιδί μου;
+
+Και διακόψας ηρώτησε χαριέντως:
+
+ — Τώνομά σου, παιδί μου;
+
+ — Θανάσης!
+
+ — Να ζήσης, γυιε μ'! Λοιπόν, κυρ-Θανασάκη μου, να τα βάλω με τον Θεό;
+Εγώ θάβγαινα —
+
+ — Λάδι — συνεπλήρωσεν ο νεαρός δημογραμματεύς.
+
+Αλλ' ο κυρ-Δημάκης, χωρίς να προσέξη εις το πείραγμα, εξηκολούθησεν
+ατάραχος:
+
+ — Εγώ θάβγαινα με τρεις χιλιάδας κέρδος, παιδί μ', Θανασάκη μου. Μα τι
+να σου κάμω, γυιε μου; Ένα κακό, ένας κατακλυσμός! Επήρε το μαξούλι και
+πάει 'ς το καλό!
+
+ — Γλύτωσες εσύ, μπάριμ! Συνεπέρανεν ο νεανίας.
+
+Εν τούτοις πλην του δημογραμματέως όστις επεφυλάσσετο, οι πλείστοι
+εξετίμησαν δεόντως το επιχειρηματικόν πνεύμα του φυγάδος. Ο κυρ-Δημάκης
+ήτο γνωστός εις πολλούς των κατοίκων εξ ακοής κ' εκ φήμης· είχε δε
+επισκεφθή άλλοτε προ χρόνων πολλάκις την νήσον, εις ην είχε και
+συγγενείς· αλλά σήμερον δεν τον ανεγνώρισαν αμέσως. Διότι αυτός ο κυρ-
+Δημάκης κατ' αρχάς απέφευγεν ίσως εκ φόβου μη τον παραδώσωσιν αι αρχαί
+εις την γείτονα εξουσίαν. Διά τούτο περιωρίσθη εν τη οικία απωτέρας
+τινός συγγενούς του, της γραίας Αχτίτσας, προς ην μετέβη άμα ελθών εις
+την νήσον.
+
+ — Θα με έχετε τώρα εδώ. Είπε προς την γραίαν ο κυρ-Δημάκης, χαιρετίζων
+αυτήν, και την νεαράν κόρην της, την ωραίαν Ματώ, στρογγύλην κ' ευτραφή
+μοναχοθυγατέρα, είκοσιν ετών, με μίαν ελήτσαν χαριτωμένην εις την
+αριστεράν παρειάν.
+
+ — Μακάρι! Ηυχήθη η γραία μετά χαράς. Και περιορισθείσα, αυτή και η κόρη
+της εις το σκοτεινόν και αραχνιασμένον κατώγειον, παρεχώρησαν το επάνω
+πάτωμα εις τον κυρ-Δημάκην, ον εθεώρουν πλουσιώτατον. Πλην εις μάτην
+ολοκλήρους νύκτας εξενύκτισαν μήτηρ και κόρη, παραφυλάττουσαι ν'
+ακούσουν τον μεθυστικόν του χρυσίου ήχον. Ο κυρ-Δημάκης ήτο
+προφυλακτικώτατος. Εψώνιζε λιτά τινα προσφαγία, τα οποία εκόμιζεν εις
+την γραίαν μετά πολλής φειδούς. Και όταν ποτε εβιάσθη αύτη να ζητήση
+παρ' αυτού νόμισμά τι προς αγοράν νωπών ιχθύων, ο κυρ-Δημάκης εξαγαγών
+γλοιώδη τινα και καταλαδωμένην σακκούλαν, μόλις και μετά βίας κατώρθωσε
+ν' ανακαλύψη εν αυτή μίαν οθωμανικήν εικοσάραν. Μορφασμός απελπιστικός
+εσχηματίσθη εις τα χείλη της γραίας Αχτίτσας. Και η μαύρη εληά της κόρης
+της εδιπλασιάσθη εκ της αποκαλυφθείσης πενίας του συγγενούς των.
+
+Ούτω λοιπόν έζη άγνωστος. Πρώτος δε πάντων, μετά μήνα ολόκληρον,
+ανεγνώρισεν αυτόν ο γέρων παντοπώλης, ο κυρ-Βαρσαμός, πολλάκις
+ταξειδεύσας εις την απέναντι θεσσαλικήν χώραν του Πηλίου, ίνα προμηθευθή
+πατάτες και σεσηπότα κάστανα, άτινα επώλει εις τα λαίμαργα παιδία, μια
+πεντάρα τρία.
+
+ — Και να βρίσκωνται! Παρετήρει επιβάλλων σιωπήν εις τα παράπονά των.
+
+ — Ορίστε κυρ-Δμάκη! τω λέγει ημέραν τινά ο κυρ-Βαρσαμός, ροφών δύο
+συγχρόνως πρέζας ταμβάκου:
+
+ — Καλώς ώρισες, αδελφέ μου! Πότε με το καλό;
+
+Ο κυρ-Δημάκης θα επροτίμα ν' αποφύγη αυτάς τας περιποιήσεις και
+κολακείας. Αλλ' ήτο αδύνατον να κρυβή πλέον. Τω εξωμολογήθη λοιπόν τα
+πάντα.
+
+ — Αυτά είνε μονάχα; Παρετήρησεν ο κυρ-Βαρσαμός, ροφών άλλας δύο πρέζας.
+Και τείνων προς τον αρχαίον φίλον του την ταμβακέραν:
+
+ — Πάρε, αδελφέ μου, πάρε!
+
+Μήνα ολόκληρον τότε ο κυρ-Δημάκης ειργάζετο εις τακτοποίησιν των
+λογαριασμών του κυρ-Βαρσαμού.
+
+ — Ο Θεός σ' έστειλεν, αδελφέ μου! Δεν εύρισκα άκρη. Αλλ' ο κυρ-Δημάκης
+εύρε τέλος άκρη και τον έβγαλε λάδι τον φίλον του, όστις εκινδύνευε να
+κηρυχθή εις πτώχευσιν.
+
+Κατήντησε μετά ταύτα αυτός ο δήμαρχος να καταφύγη εις την εμπειρίαν του
+φυγάδος, ότε ηθέλησε να καταστρώση τους απολογισμούς τριών ετών,
+καταναγκαζόμενος υπό του νομάρχου.
+
+ — Δυο στο λάδι, μια στο ξύδι, τρεις στο λαδόξυδο! Εφώνησεν ο κυρ-
+Δημάκης, περατώσας τους απολογισμούς του δημάρχου.
+
+ — Αυτό δεν το ήξευρα! Εθαύμαζεν ο δημογραμματεύς; αρχίζων να εκτιμά την
+αξίαν του φυγάδος! Αν ερωτάτε περί του εισπράκτορος; Μετ' αυτού συχνά
+εξεφάντωνε. Ταύτα όμως διά τον κυρ-Δημάκην δεν ήσαν δουλειά. Ο κυρ-
+Δημάκης, περιελθών τον εκτεταμένον ελαιώνα της νήσου, ωσφράνθη εκεί μέσα
+το παρελθόν αυτού το πλούσιον, το αναπαυτικόν, το επικερδές και δεν
+ηδύνατο έκτοτε να ησυχάση.
+
+ — Θ' αγοράσ' εληώνιδες! Εψιθύριζαν προς αλλήλας αι γραίαι, βλέπουσαι
+αυτόν ανερευνώντα τους ελαιώνας. Αφ' ότου έφυγε νύκτα από την πατρίδα
+του, τω εφαίνετο ότι ήτο εκτός του στοιχείου του, ψάρι έξω από το νερό.
+
+ — Γέρω-Βαρσαμέ, λέγει ημέραν τινά προς τον φίλον του παντοπώλην. Ξέρεις
+καμμιά δουλειά π' να γίνεται χωρίς κεφάλαια:
+
+Ο γέρω-Βαρσαμός εσκέπτετο, κτυπών διά του λιχανού την ταμβακέραν του.
+
+ — Εγώ να σ' πω, εγώ να σ' πω. Εξηκολούθησεν ο κυρ-Δημάκης. Και
+πλησιάσας εις το ους, τω λέγει κρυφίως, ως να μη ήθελε να τον ακούση
+κανείς τάχα:
+
+ — Να πάρουμε τα δέκατα!
+
+ — Μα ξέρω 'γώ, μα είνε κίνδυνος, μα να ιδούμεν! Εψέλλιζεν ο κυρ-
+Βαρσαμός, όστις, επειδή ο κυρ-Δημάκης επέμεινε, λέγει τότε:
+
+ — Ξέρεις τίποτα; Εδώ έχουμε και φυλακές!
+
+ — Μη σε μέλει από τέτοια, γέρω Βαρσαμέ. Και μετά σιωπήν, παρατηρών
+αυτόν κατά πρόσωπον, κράζει:
+
+ — Κύτταξέ με καλά!
+
+Ο κυρ-Βαρσαμός τον έβλεπε σιωπηλός, ως να ήθελε να τον ζωγραφίση.
+
+ — Καλά, καλά! φωνάζει ο γέρω-Δημάκης. Μέσα 'ς τα φρύδια!
+
+ — Ο κυρ-Βαρσαμός τότε, αντικρύσας το οξύ βλέμμα του θεσσαλού φυγάδος,
+κεκρυμμένον υπό τας πυκνάς οφρύς, δεν αντέσχε και κατεβίβασε τους
+οφθαλμούς.
+
+ — Ε, μη σε μέλει. Μια υπογραφή σου μόνον, και θάχης κέρδη όσα θέλης.
+
+Μετά δύο-τρεις επισκέψεις εις τους ελαιώνας, ο κυρ-Δημάκης υπελόγιζεν
+ακριβώς το ποσόν της συγκομιδής. Διά τούτο και εις το Πήλιον πάντοτε
+ουδείς ηδύνατο να κτυπήση αυτόν εις τας δημοπρασίας. Απερίγραπτος λοιπόν
+ήτο η χαρά του κυρ-Βαρσαμού, όταν μετά την συγκομιδήν της πρώτης
+ενοικιάσεως ελάμβανε παρά του κυρ-Δημάκη πεντακοσίας δραχμάς, δώρον διά
+την υπογραφήν, ην είχε χορηγήση ως εγγύησιν εις τον τολμηρόν φίλον του,
+εις ον είχον κατακυρωθή τα δέκατα. Τούτο επανελήφθη τρις επί τρία συνεχή
+έτη. Με μεγάλην έκπληξίν των τότε οι άνθρωποι είδαν τον κυρ-Βαρσαμόν να
+επανέρχεται από την Σύρον με φορτίον εμπορευμάτων, κάσσες και κασσέλες
+και αντί γεωμήλων να έχη πλέον καφέδες, και αντί καστάνων και λεμονίων,
+μοσχοκάρυα και χαλβάδες εις το μικρόν μαγαζείον του. Αλλά το τέταρτον
+έτος ο κυρ-Βαρσαμός, συνηθίσας να εργάζεται και κερδίζη άνευ κεφαλαίων,
+εζήτησεν επιμόνως να προσληφθή παρά του κυρ-Δημάκη ως σύντροφος.
+
+ — Καλή δουλειά! έλεγε προς αυτόν, ροφών δύο πρέζας.
+
+ — Τόσον καλή, απήντησεν ο κυρ-Δημάκης, λαμβάνων και αυτός μίαν πρέζαν,
+ώστε δεν έχω ανάγκη πλέον της υπογραφής σου. Και απέκρυψεν υπό τας
+δασείας οφρύς του το οξύ βλέμμα του, παρουσιάσας ενώπιον του
+κερδαλεόφρονος παντοπώλου έν πρόσωπον προβατίνας μόνον, πλαδαρόν,
+στιλπνόν και άκακον. Ο κυρ-Βαρσαμός απέμεινε με την δευτέραν πρέζαν εις
+χείρας απολιθωθείς. Ο Θεσσαλός φυγάς είχεν αποκτήσει κεφάλαια πλέον.
+
+***
+
+Τα έτη εκείνα εγίνετο τακτικώς η ελαιοφορία, πλουσιωτάτη κατά διετίαν.
+Περί τον Μαίον, ότε αι ελαίαι, ανθίζουσαι, απλούνται κατάλευκοι εις την
+πεδιάδα, ως χιονισμέναι, ονάριον παχύ και ζωηρόν, στακτόχρουν, με δύο
+μαυράδια άνω των οφθαλμών, ως τις ιερός Άπις, περιήρχετο χοροπηδούν εκ
+της χαράς από ελαιώνος εις ελαιώνα, φέρον επί του μαλακού σάγματός του
+άνθρωπον, εύμορφα εξυρισμένον, με πλαδαρόν και επίμηκες αμνάδος
+πρόσωπον, λειότατον ως φουσκωμένον, με δύο οξυτάτους λυγκέως οφθαλμούς
+υπό τα μαύρον των οφρύων δάσος, καλύπτοντα την κεφαλήν με της πατρίδος
+του τον καστανόχρουν γεωργούλην και τα νώτα με βαρείαν θεσσαλικήν
+χλαίναν, εν ώ οι πόδες του με τας λευκάς μαλλίνας περικνημίδας εκρέμαντο
+ακίνητοι με τα μαύρα γεμενιά ως δύο ξηρά ξύλα, ανασυρομένου μέχρι
+γονάκων του βρακίου.
+
+Ήτο ο δεκατιστής.
+
+Ούτως επωνόμαζον πλέον οι νησιώται τον κυρ-Δημάκην, συνηθίσαντες τόσον
+εις την παρουσίαν του, ώστε αν ηφανίζετο καμμίαν ημέραν, εφρόνουν ότι θα
+ηφανίζετο μετ' αυτού και η ευφορία των ελαιών. Αυτάς πρώτος, και προ της
+ανθίσεως ακόμη, ότε μόλις εσχηματίζετο ο κάλυξ τον Απρίλιον, έφερεν εις
+το χωρίον την είδησιν:
+
+ — Δείξανε η εληές!
+
+Αυτός πρώτος πάλιν ανέπνεε τα πρώτα αρώματα του λευκού αστερίνου άνθους,
+ανοίξαντος πλέον, κ' εκόμιζε την χαρμόσυνον είδησιν εις το χωρίον κρατών
+συνάμα και μικρόν κλωνίον διηνθισμένον, ως ζωγραφιστόν, μάλλον εύελπις
+και από την περιστεράν εκείνην της Κιβωτού.
+
+ — Ανοίξανε η εληές!
+
+Έκτοτε δεν έπαυε παρακολουθών την ανάπτυξιν και την υγείαν του άνθους
+καθ' όλα τα επικίνδυνα στάδια, ως ιατρός, εξετάζων εκ του σύνεγγυς τας
+σταφυλάς των ανθυλλίων, μη σχηματισθή σκώληξ και έξαφνα μεταβληθώσιν εις
+κεκονιαμένην αράχνην, μη τα καύση ο λίβας, πνέων από της Θεσσαλίας ως
+από φούρνου, μη τα μαδήση ο υετός, ότε τέλος πάντων ηκούετο εσπέραν τινά
+διαλαλών, κήρυξ ευάγγελος:
+
+ — Δέσανε η εληές!
+
+Πλην πόσα στάδια ακόμη, στάδια φόβου κι' ελπίδος, παλμών και αγρυπνιών,
+και της σταφίδος επιφοβωτέρων, έχει να διέλθη ο μικκύλος εκείνος καρπός,
+έως ου αναπτυχθή τελείως, έως ου γείνη καταπράσινος διά στούμπισμα — τ'
+Αηλιά στούμπα εληά — έως ου γείνη ευώδης χαμάδα, έως ου μαυρίση ως της
+ωραίας Ματώς η γλυκεία ελήτσα, έως ου γείνη έλαιον — ω χαρά! έως ου σωθή
+από τους δεκατιστάς και ριφθή ευώδες και διαυγές εις της Σαραφθίας τον
+περιπόθητον καμψάκην! Εις όλα αυτά τα στάδια, ο φοβερός δεκατιστής,
+μυθικός Κένταυρος, αχώριστος του οναρίου του, παρηκολούθει τον
+ελαιοκαρπόν, φέρων εις τους νησιώτας επιμελώς τας ειδήσεις του.
+
+Αλλ' είχε και άλλους συντρόφους εις τας επιθεωρήσεις του τας συνεχείς.
+Την απροστάτευτον χήραν, η οποία εκ του καρπού αυτού αναμένει την
+προστασίαν. Την πτωχήν ορφανήν, η οποία με τον καρπόν αυτόν θ'
+αποκατασταθή εις τον κόσμον. Τον δύσμοιρον κτηματίαν, ο οποίος με τον
+καρπόν αυτόν θα θρέψη τα τέκνα του, αναμένοντα ως τα μικρά μισιργούδια
+εν τη φωλεά των, με ανοικτά τα στόματα:
+
+ — Σκουλίκι έπεσε!
+
+ — Δεν δέσανε καλά!
+
+ — Πέφτουν αλάκερα σταφύλια!
+
+ — Της πήρε το ποτάμι!
+
+Όλα αυτά τα γογγύσματα είνε τόσαι πικρίαι και τόσαι θλίψεις, με τας
+οποίας συνθλίβεται επιπόνως και φαρμακερώς διά τον κόσμον, το έλαιον, το
+γλυκύτατον έλαιον, το ευλογημένον έλαιον, των πτωχών το έλαιον, των
+αγίων το έλαιον!
+
+Αλλ' ο κυρ-Δημάκης είχεν άλλους φόβους καθ' όλον το μετά ταύτα διάστημα
+και άλλαι θλίψεις ετάρασσον το δεκατιστικόν πνεύμα του.
+
+ — Μη έβγη άλλος και τον κτυπήση!
+
+ — Μη πάρη ακριβά τα δέκατα!
+
+ — Μη του τα πάρουν τα δέκατα!
+
+Δια τούτο μέχρις ου κατακυρωθώσιν αυτά επ' ονόματί του, ήτο σφόδρα
+απαισιόδοξος. Είχε καταιβασμένα τα μούτρα ως ο όνος του, όταν ήτο
+νήστις, και σχεδόν από τας οφρύς του απέσταζαν δάκρυα.
+
+ — Τίποτα φέτος!
+
+ — Πέφτει ο καρπός!
+
+ — Κάηκε ο καρπός!
+
+Την δε εσπέραν εις το παντοπωλείον του κυρ-Βαρσαμού, εξάγων με
+αναστεναγμούς από του κόλπου του, επεδείκνυεν ελαίας τινάς εν τη παλάμη
+του, σκωληκοφαγωμένας, βουλωμένας, ξηράς. Οι αντίπαλοι του άπειροι,
+αδαείς, δειλοί, απεσύροντο. Μόνον ο κυρ-Βαρσαμός, τολμήσας ποτέ να τον
+αντιμετωπίση εν τη δημοπρασία εφόβισε τόσον τον κυρ-Δημάκην, ώστε
+ηναγκάσθη να χώση εις την χείρα του πέντε εκατοστάρικα, ίνα αποσυρθή.
+Όπερ συνήθιζεν έκτοτε να πράττη ο πονηρός παντοπώλης, αρεσκόμενος εις τα
+χωρίς κεφαλαίων κέρδη, ότε εκίνει μετά ταύτα τον θαυμασμόν των κατοίκων
+επανερχόμενος εκ της Σύρου, όπου ήνοιξε σημαντικάς πιστώσεις,
+εμπορευόμενος πλέον και πανικά. Και τότε μετά την κατακύρωσιν, ατάραχος
+πλέον ο φοβερός δεκατιστής εμπαινόβγαινεν εις το παντοπωλείον του φίλου
+του, κινών τον φθόνον του δημογραμματέως, όστις με την πένναν εις χείρας
+πάντοτε, πολύ προσεπάθει ν' ανακαλύψη το μυστικόν του κυρ-Δημάκη:
+
+ — Πάλι λάδι ο κυρ-Δμάκης!
+
+Αλλά τότε ήρχιζεν άλλη εργασία ομοίως επίπονος, ταραχώδης, επιμελής:
+
+ — Πουθενά αλλού φέτος λάδια!
+
+ — Θ' ακριβήνη το λάδι!
+
+ — Δυο δραχμάς θα πάη!
+
+Και παρώτρυνε τον κόσμον να επιμελήται σφοδρότερον την συλλογήν.
+Ηγείρετο την αυγήν με το ονάριόν του, και έτρεχε και αυτός εις τους
+ελαιώνας με τας φαιδράς συντροφίας των γυναικών, αίτινες αφού πίωσι
+κανένα σερμπέτι, ή φάγωσι τηγανίτας ή πολτόν εξ αραβοσιτίνου αλεύρου,
+θερμαντικώτατον, εξέρχονται πρωί πρωί, κρατούσαι εις χείρας τας κόφας
+κενάς, και ως χλανίδια θέτουσαι περί την κεφαλήν τους κενούς σάκκους,
+ίνα προφυλάσσωσι τα τρυφερά νώτα των από του χιονώδους βορρά.
+
+ — Ά, να προφθάσουμε, κορίτσια, ηκούετο ο κυρ-Δημάκης πανταχού παρών, κ'
+είνε τώρα μικρή η ημέρα! Και ούτε ανασασμόν δεν έπαιρνον αι νεαραί
+γυναίκες, πολλαί αυτών καθ' οδόν τρώγουσαι τα σύκα των ή την γρήτσαν —
+την μεγάλην τηγανίταν — ηλειμμένην με πετιμέζιον, ίνα μη χάσωσι καιρόν.
+Άλλοτε πάλιν εύρισκεν άλλας συντροφιάς εις τα ρεύμα την μεσημβρίαν,
+καθημένας παρά τον ρύακα επί της χειμερινής πόας, εις το λιτόν γεύμα
+των, εγγύς των μύρτων και των βαΐων, γευομένας ευαρέστως την λαδωμένην
+πλακόπιτταν, ην έψησαν την νύκτα επί πλακός εν τη εστία, και τας ευώδεις
+χαμάδας, ενώ παρέκει ο κόσσυφος κελαδών ετσιμπούσε τα κούμαρα.
+
+ — Ακόμα τρώτε κορίτσια; Πάει ο ήλιος. Προσεφώνει ο φοβερός δεκατιστής.
+
+Καί ποτε τόλμησε να είπη προς τινα συντροφίαν ωραίων νεανίδων,
+γευματιζουσών:
+
+ — Μη τρώτε πολλές χαμάδες, κορίτσια, γιατί θ' ασχημίσητε!
+
+Περί την εσπέραν πάλιν αλλαχού συνήντα εργάτιδας άλλας σπευδούσας εν τη
+συλλογή:
+
+ — Α, κορίτσια, τζάχτι και σας πήρε η νύχτα! Και αι εργάτιδες, κύπτουσαι
+υπό τα κατάκαρπα δένδρα, συνέλεγον μίαν προς μίαν την μαύρην ελαίαν, την
+στιλπνήν, ως τα ματάκια των τα κατάμαυρα ελαίαν, άδουσαι συνάμα είτε
+κατά μόνας είτε κ' εν χορώ, αψηφούσαι των ακανθών τους πικρούς νυγμούς
+και του βορβόρου πολλάκις τον ρύπον, βυθίζουσαι μέχρι αγκώνος τους
+απαλούς των βραχίονας υπό τους φαρμακερούς θάμνους της τρικοκκιάς όπου
+έτυχε να εισδύσωσιν ίσως ελαίαι, τιναχθείσαι εκεί υπό της βιαίας του
+μαΐστρου ριπής.
+
+ — Έτσι μαζόνουν της εληές; Έλεγεν ενίοτε εις καμμίαν χήραν, ελέγχων
+αυτήν, διότι άφησεν ίσως καμμίαν ελαίαν, κυλισθείσαν κάτω, μακράν εις το
+ρεύμα.
+
+ — Ας πάρη και το ρέμα! απήντα η χήρα. Όλες η δεκατιστήδες θα τες
+πάρουν;
+
+Και όταν ενύκτωνε πλέον, και ο κυρ-Δημάκης επανήρχετο εις την πόλιν,
+ακόμη και τότε παρώτρυνε να εργάζωνται εν τη συλλογή του καρπού, αν ήτο
+δυνατόν, να ξενυκτούν εργαζόμεναι αι γυναίκες:
+
+ — Ακόμα δεν βασίλεψε ο ήλιος, κυρά μου!
+
+ — Είνε μεγάλα τα φρύδια σ', κυρ-δεκατιστή μ', και δε θα γλέπς καλά!
+Ετόλμησε να είπη τις των γυναικών πλύνουσα τας χείρας της εις τον
+καθαρόν ρύακα και συγχρόνως καί τινας απαλούς μύκητας τους οποίους,
+συλλέγουσα τον καρπόν, επέτυχεν υπό τινα κόμαρον, ξανθολεύκους,
+ευωδιάζοντας βουνόν.
+
+Αλλ' έβλεπε πολύ καλά, ο κυρ-Δημάκης. Έβλεπε το συμφέρον του να παραχθή
+όσον το δυνατόν περισσότερον έλαιον.
+
+***
+
+Πλην πότε εκοιμάτο αυτός ο άνθρωπος; Όταν ήρχιζεν η έκθλιψις του ελαίου
+εις τα ελαιοτριβεία, ήτο πρώτος. Αντί του οναρίου του είχε τον Γιάννην,
+τον μογιλάλον υπηρέτην του, ευφυέστατον κ' εργατικώτατον άνθρωπον,
+ομιλούντα και συνεννοούμενον διά των νευμάτων και των σχημάτων
+τελειότατα, τη συνδρομή και τίνων μονοσυλλάβων, τα οποία κατώρθωσε να
+διδάξη αυτόν ο κυρ-Δημάκης, όστις ανακαλύψας την ευφυίαν του
+εχρησιμοποίησεν αυτόν εις την συλλογήν των δεκάτων, εμπιστευόμενος εις
+την πονηρίαν του ως εις εαυτόν. Φορών βαρέα ρωσικά υποδήματα ο
+δεκατιστής, με το προβάτινον πάντοτε πρόσωπον και τους αποκρύφους του
+οφθαλμούς, με τον καστανόχρουν γιωργούλην του, και την θεσσαλικήν
+χλαίναν, έχων ανασηκωμένην οπίσω και δεδεμένην περί την οσφύν την σέλλαν
+του βρακιού του, επεθεώρει τα ελαιοτριβεία, ενώ ηκολούθει κατόπιν του
+άφωνος ο Γιάννης, βαστάζων μέγαν ασκόν επ' ώμων, ίνα συλλέγη το δέκατον,
+και το εκ λευκοσιδήρου μέτρον. Τον είχε διατάξει ο αυθέντης του να τον
+εξυπνά εις το πρώτον λάλημα του πετεινού:
+
+ — Στον πρώτον ύπνο! Γιαν! κούκου! Εκραύγαζε κ' ασχεδίαζε διά των
+νευμάτων, έως ου εννοήση ο μογιλάλος.
+
+ — Κιμίκρ; Ηρώτα ο υπηρέτης, δι' αυτής της μόνης δισυλλάβου λέξεώς του,
+εκφράζων όλας τας εννοίας και ονομάζων όλα τα αντικείμενα. Και ακριβώς
+την ώραν εκείνην, μέσα εις τον πρώτον ύπνον του, ήκουεν ο κυρ-Δημάκης
+κρότον ελαφρόν ως κλέπτου, εις την θύραν του κοιτώνος του και την φωνήν
+του μογιλάλου, βάρβαρον, δύσηχον:
+
+ — Κιμίκρ; κου! κου!
+
+ — Κιμίκρ! απήντα έσωθεν ο κυρ-Δημάκης εγειρόμενος πάραυτα, ως λαγωός.
+Και ιδού ηκούετο το πρώτον λάλημα του πετεινού. Η γλυκυτέρα ώρα του
+ύπνου, ώρα καθ' ην φεύγουν τα φαντάσματα και η ψυχή μας αναπαύεται τότε
+εις όνειρα ηδύτερα, μαλακώτερα, πλέον άυλα. Η ώρα, καθ' ηνηγείρετο ο
+τρομερός του χωρίου δεκατιστής. Και έως ου πλυθή και ενδυθή, ο μογιλάλος
+έτοιμος, φέρων εις χείρας τον κενόν ασκόν εύμορφα-εύμορφα συνεπτυγμένον
+και δεδεμένον περί τον λαιμόν, ίνα μη ρυπαίνωσιν αυτόν τα κατασταλάγματα
+του ελαίου, διά των αποκρύφων μονοσυλλάβων του, και των αποκρυφωτέρων
+νευμάτων του, ων όμως την μυστικήν έννοιαν ευκόλως κατενόει ο πανούργος
+δεκατιστής, ανεκοίνου προς αυτόν τας σκέψεις του, τας υπονοίας του περί
+καταχρήσεων εν τοις ελαιοτριβείοις τυχόν, τα σχέδιά του, όλα τακτικά και
+καθαρά, καθαρώτερα ή αν ωμίλει την ωραιοτέραν γλώσσαν.
+
+ — Κιμίκρ! Ηρώτα ο κυρ-Δημάκης, πλέον σύννους και από τον αρχαίον
+έλληνα, τον προσπαθούντα να εξηγήση τον δοθέντα εις αυτόν χρησμόν παρά
+της ομοίως μογιλάλου Πυθίας.
+
+Εξήρχοντο. Το χωρίον εκοιμάτο ακόμη. Νυξ παγερά του Δεκεμβρίου. Γαλήνη
+χιονώδης και κρύα νηνεμία. Ομίχλη ελαιοκαπνού, σύννεφον, σχηματισθέν, ως
+από εστιών απειραρίθμων λουκουμαδοποιείων, κατεκάλυπτε τους οικίσκους
+και τον λιμένα, πυκνωθέν εις μίαν ατμοσφαίραν, όζουσαν ελαίου και
+τηγανίτας. Ο χρυσούς μεσονύκτης, ο Άρης, του μεσονυκτίου το λαμπρότατον
+άστρον, ηκτινοβόλει προς δύσιν αιθερίως, ως μυστηριώδεις πανόπτης
+οφθαλμός. Ήδη τα ελαιοτριβεία είχον αρχίσει την εργασίαν των, εκ των
+πυραύνων των οποίων εξήρχετο ο ελαιώδης καπνός, η πνοή της καιομένης
+πυρήνας. Βαρέα τινά πατήματα ως λαθρεμπόρων, ηκούοντο εις τας στενωπούς,
+αίτινες εβούιζον υποκώφως. Οι εργάται από των οικιών μετεκόμιζον εις τα
+ελαιοτριβεία τας ελαίας προς έκθλιψιν. Φώτα από τινων μικρών θυρίδων,
+ήρχιζον να φέγγουν εδώ κι' εκεί ως κανδήλαι εικονοστασίων. Εις τα
+Κοτρώνια ηκούοντο η Σταύραινες — πέντε-έξ αδελφαί ορφαναί — πρώται-
+πρώται μεταβαίνουσαι εις τα κτήματά των, εύλαλος της Κεχριάς συντροφιά,
+διαχέουσα έξαλλον ζωήν εις την σιωπηλήν εκείνην ερημίαν.
+
+ — Καλημέρα, παιδιά! Εχαιρέτιζε πλυμένος, φαιδρός, ως να εχόρτασεν
+επτάωρον γλυκύν ύπνον, ο δεκατιστής, εισερχόμενος εις το πρώτον
+ελαιοτριβείον και μόλις διακρίνων εν μέσω του καπνού τους περί την
+μηχανήν εργαζομένους.
+
+ — Καλημερούδια, κυρ-Δμάκη! Αντεχαιρέτιζεν ο αρχιεργάτης, με λαδωμένον
+υαλίζοντα ως βαύκαλιν υψηλόν κούκκον και ρυπαράν ποδιάν, απτόμενος
+ελαφρά-ελαφρά του μοχλού — της μακράς δρυίνης μανέλλας, — της
+περιστρεφούσης τον κοχλιώδη σιδηρούν άτρακτον, μόνον ίνα διευθύνη την
+κίνησιν, ενώ τρεις άλλοι νεανίαι ως λαδωμένοι ποντικοί, ακτένιστοι,
+χασμώμενοι, μόλις εγερθέντες — η πρωινή φρουρά — εντός της ομίχλης,
+παραπλεύρως της μηχανής, περιέστρεφον επιμόχθως τον _αργάτην_ τον
+προσέλκοντα τον μοχλόν, την παχείαν μανέλλαν, διά χονδρού καραβοσχοίνου
+περιελισσομένου περί αυτόν. Και ηκούοντο οι τριγμοί του ατράκτου,
+κοχλιουμένου εντός του όγκου του δρυίνου βουρδουναρίου, όπερ ως αρχαίον
+δωρικόν επιστύλιον, με σιδηρούς κρίκους περιεσφιγμένον, επιστεγάζει τους
+δύο κίονας της ελαιοθλιπτικής μηχανής, τριγμοί φοβεροί ως μυκηθμοί
+σφαζομένου ταύρου, θρηνώδεις στεναγμοί ραγιζομένης αιωνοβίου δρυός, να
+πέση να θραυσθή. Και ο άτρακτος κατήρχετο ολονέν συστρεφόμενος εν τω
+κοχλία, συνθλίβων, πιέζων τας υπ' αυτόν τριχίνας πάνας, εικοσιτέσσαρας
+τον αριθμόν, κ' έρρεεν από των αραιών πλεγμάτων αυτών στάγδην το έλαιον,
+ύδατι θερμώ, ανάμικτον. Και όσον συνεθλίβετο το εις τας πάνας ένδον
+περιτυλιγμένον λάμα — η πολτώδης μάζα των συντριβεισών ελαιών — τόσον αι
+σταγόνες μεταβάλλοντο εις ελαιώδεις σταλακτίτας, καστανοξάνθους,
+αναπέμποντας χρυσοπρασίνους μαρμαρυγάς εν τω φωτί, της από του
+επιστυλίου κρεμαμένης μεγάλης λυχνίας, κατασταλάζοντες και πληρούντες τα
+κοίλα χείλη του τετραγώνου βάθρου της μηχανής, έλαιον αχνίζον, ως το
+αίμα εις τους βωμούς των αρχαίων, εισρέον εις την βαθείαν κοπάναν,
+δρυίνην τετράγωνον λεκάνην.
+
+ — Φόρτε! εκέλευσεν ο αρχιεργάτης, όταν συνεπληρώθη η μία στροφή του
+ατράκτου, εκτεθέντος του σχοινίου του μοχλού. Οι νεανίαι έπαυσαν τότε να
+στρέφωνται, ανέκυψαν. Είς εξ αυτών εποτυλίσσει το περί τον αργάτην
+σχοινίον, περιστρέφων αυτόν διά ταχείας κινήσεως ως σβούραν, ο δε
+αρχιεργάτης εκβαλών τον μοχλόν, την μανέλλαν, έθηκεν ήδη αυτήν εις την
+άλλην οπήν του ατράκτου, ίνα πάλιν αρχίση νέα στροφή αυτού μετά
+φοβερωτέρου τριγμού όλης της μηχανής, τριγμού καθελκυομένου εις την
+θάλασσαν πλοίου. Εις το διάστημα τούτο της ελαχίστης αναπαύλας, είς των
+νεανιών εύρε καιρόν να γελάση με τον μογιλάλον, όστις ίστατο εκεί κρατών
+τον κενόν ασκόν με βλέμματα ανακριτού:
+
+ — Γιαν! κιμίκρ!
+
+ — Κιμίκρ! απήντησε και ο μογιλάλος. Και διά νεύματος και σχήματος
+ηρώτησεν αν έκαμαν τηγανίτες.
+
+ — Γιαν! Νά! κιμίκρ! Απήντησεν ο νεανίας. Και έδειξεν εις τον μογιλάλον
+τον πύραυνον του ελαιοτριβείου, μέγαν και φοβερόν, ως της Κολάσεως εν
+ταις αγιογραφίαις, ένθα βράζει η πίσσα. Πράγματι, εν μέσω πυκνοτάτου
+καπνού, χήρα μεσήλιξ, με κατάμαυρην μανδήλαν και κατακόκκινον πρόσωπον,
+παρά το παμφάγον πυρ, ησχολείτο επιμελώς κατασκευάζουσα και ψήνουσα
+τηγανίτας. Αι πυρήναι, — τα λείψανα των εκθλιβομένων ελαιών — δι' ων
+καίωνται των ελαιοτριβείων οι πύραυνοι, εξέπεμπον φλόγας ως κάμινος,
+αίτινες αδηφάγοι πύρινοι γλώσσαι, περιεζώννυον την τεραστίαν χύτραν,
+μεγαλειτέραν και της του μαγειρείου του ρωσσικού μοναστηρίου, εν η
+βράζει το ύδωρ, το χρησιμεύον, ίνα βρέχωνται αι πάναι, και μη απομένη εν
+αυταίς έλαιον άθλιπτον. Εγγύς εκεί, παιδίον υπηρετικόν ήντλει ύδωρ
+φρεάτιον διά σιδηράς αντλίας, πληρούν την φοβεράν χύτραν και συγχρόνως
+εσώρευεν υπ' αυτήν πυρήνας, εν ώ αι φλόγες κροταλίζουσαι, περιεκύκλουν
+όλον τον πύραυνον. Διά τούτο η μαύρη χήρα ολονέν προς τα έξω απέσυρε τας
+παρειάς της και το τηγάνιον, κινδυνεύουσα να περιζωσθή υπό των φλογών.
+Τότε ο μογιλάλος την είδε και είπε σταθείς άνωθέν της:
+
+ — Κιμίκρ!
+
+Όλα τα πράγματα, ως είπομεν, έμψυχά τε και άψυχα, κιμίκρ εκάλει ο
+πονηρός μογιλάλος, καταρτίσας ούτω γλώσσαν απλουστάτην, μονόλεξον.
+
+ — Πας 'ς το παππού μ! Εκραύγασε τότε η χήρα εννοήσασα, ότι ήλθεν ο
+δεκατιστής. Και στραφείσα είπε προς τον κυρ-Δημάκην ιστάμενον κατωτέρω
+υψηλά, επί λόφου πυρήνας, ως κήρυκα, με το πρόσωπόν του το παχύ και
+στιλπνόν, εύχαριν, γαλήνιον ως να εχόρτασεν ύπνον.
+
+ — Βρυκολάκιασες πλεια. Δεν σε κολλάει ο ύπνος, θαπώ; Εσύ μ' αυτά τα
+δέκατα θα ξεμπερδέψης!
+
+ — Οκτώ χιλιάδες εμέτρησα σήμερα, κυρα-χήρα. Την πρώτη δόσι! Τ' ακούς;
+τ' ακούω, πες!
+
+ — Ναι, μα νάχωμαι και νου μας, εξηκολούθησεν η χήρα τηγανίζουσα, το
+μέτρο είνε μεγάλο. Κατάλαβες;
+
+ — Και τι ήθελες, κυρα-χήρα; νάνε ξύγκικο;
+
+ — Είνε, λέει, 10 δράμια μεγαλείτερο από τες πέντε οκάδες, όπως πρέπει
+να είνε το μέτρο.
+
+ — Τόσο καλλίτερα, που είνε μεγαλείτερο.
+
+ — Ναι μα είνε για σένανε όχι για μένανε.
+
+Ο δεκατιστής ιδών ότι η χήρα δεν ηπατάτο, υπέλαβεν:
+
+ — Ου, καϋμένη κυρα-χήρα, δέκα δράμια μεγάλη δουλειά!
+
+ — Δέκα από μένα, δέκα από την άλλη. Κατάλαβες κυρ-Δημάκη; Την στιγμήν
+εκείνην η κάμινος ανέλαμψε φαεινώς, του παιδός σωρεύσαντος νέαν πυρήνα,
+κ' εφάνη υπό το δάσος των οφρύων το οξύ και λάμπον βλέμμα του
+ενοικιαστού, όπερ αισθανθείσα η χήρα επ' αυτής ισχυρώς αντανακλώμενον,
+κατεβίβασε την μανδήλαν της.
+
+ — Νά, αυτός ο μουγγός φταίει κυρα-χήρα! Είπε πραΰνων αυτήν ο κυρ-
+Δημάκης, φοβούμενος μήπως διαδοθή ότι το μέτρον του ήτο πράγματι
+μεγαλείτερον κατά 10 δράμια.
+
+ — Έχω, κατάλαβες, εξηκολούθησε, δυο μέτρα, ένα παληό και ένα
+καινούργιο. Το παληό τα είχα 'ς το Προμύρι.
+
+ — Τότες που θα σε φυλάκωναν και τώστριψες;
+
+ — Κοροφέξαλλα! Πιστεύεις τι λένε; — Λοιπόν του είπα του μουγγού να
+παίρνη τα καινούργιο που είνε σωστό. Μα αυτός όλο λαθεύει και ξεχνά.
+
+ — Κιμίκρ! Εψέλλισεν ο μογιλάλος, εννοήσας ότι περί αυτού ελάλουν, και
+συγχρόνως από μέσα από το παλαιόν μέτρον, όπερ εβάσταζεν εξήγαγε το
+νέον, απαστράπτον, εκ λευκοσιδήρου.
+
+ — Νά, λοιπόν κυρά-χήρα! Να μη παραπονιέσαι. Εμείς δεν θέλομε ν'
+αδικήσωμε κανένα. Και φουσκώσας τας παρειάς του καταυγαζομένας υπό του
+φωτάς είπε:
+
+ — Το άδικον ουκ ευλογείται!
+
+ — Κιμίκρ! Υπέλαβεν επιδοκιμάζων και ο μογιλάλος και ζητών να λάβη μίαν
+τηγανίταν, αίτινες ευωδίαζον εκεί, σωρός, εντός μεγάλου ωοειδούς
+πινακίου.
+
+ — Εμείς 'ς το Προμύρι είχαμε μεγαλείτερο μέτρο, μα αφού εδώ σεις θέλετε
+μικρότερο, μάλιστα, το μικρότερο κυρά-χήρα, να μη παραπονιέσαι. Εγώ δεν
+θέλω να παραπονιέσαι.
+
+ — Αυτά να τα πης 'ςτον κλήδωνα, κυρ-Δμάκη.
+
+Ούτως ο κυρ-Δημάκης ήτο πρόχειρος να διορθόνη τα πάντα, κατά τας
+απαιτήσεις των κτηματιών.
+
+ — Ιδιότροποι! Επανελάμβανε θέλων να καλύψη ούτω την κατάχρησίν του.
+
+Την στιγμήν εκείνην θόρυβος ηκούσθη κάτω εις την κατέναντι γωνίαν του
+ελαιοτριβείου, όπου περιεστρέφετο ο λίθος, ο συνθλίβων τας ελαίας και
+μεταποιών αυτάς εις λάμα. Είχεν αρχίσει την εργασίαν του ο Νικόλας ο
+Κοψαχείλης, διά τρομακτικών φωνών διευθύνων τον ημίονόν του, κυλίοντα το
+μάρμαρον και συνάμα διά του σιδηρού πτύου ωθών υπ' αυτό τας ελαίας.
+
+ — Α! εκραύγαζεν ο Κοψαχείλης, με κομμένον το άνω χείλος, άδων συνάμα
+την «Γιαννούλαν» και ρίπτων λοξά βλέμματα προς την φωταυγή εστίαν, παρά
+την οποίαν η ωραία χήρα κατεσκεύαζε τας τηγανίτας, ίνα κολακεύση την
+λαιμαργίαν των εργατών και αποθλίψωσι κανονικώς το έλαιον αυτής. Έχουσα
+παρ' εαυτή πινάκιον βαθύ, περιέχον τον λευκόν βουτυρώδη πολτόν του
+αλεύρου, έρριπτε κουταλιές-κουταλιές εξ αυτού εντός του τηγανίου,
+πλήρους ελαίου, όπερ τότε οξέως τσιτσιρίζον ακόνιζε την όρεξιν του
+Κοψαχείλη, όστις περιεστρέφετο μεν μετά του ημιόνου του περί το
+ελαιοτριβείον, αλλά δεν έπαυε και από του να παρακολουθή τα ψήσιμον των
+τηγανιτών, τας οποίας διά του πηρουνίου λαμβάνουσα η χήρα έθετεν επί
+άλλου πινακίου εν σωρώ, όστις εμεγεθύνετο αδιακόπως, λευκοκίτρινος,
+ροδισμένος, ενώδης, αχνίζων έλαιον, το οποίον όσον ωσφραίνετο ο
+Κοψαχείλης, τόσον εμελώδει, κομμένην, κατατσακισμένην την φαιδράν και
+χορευτικήν «Γιαννούλαν», εν ώ το μάρμαρον κυλιόμενον ετσάκιζε θλιβερώς
+τας μαύρας ελαίας, ριφθείσας εκεί πλυμένας, καθαράς. Ο κυρ-Δημάκης
+εννοήσας ότι ακόμη δεν ήτο καιρός να μετρήση, ανοίξας την κοπάναν και
+ιδών πόσον έλαιον εν αυτή υπήρχεν, υπολογίσας δε την ώραν καθ' ην θα ήτο
+ανάγκη να λάβη το δέκατον, απήλθεν εις άλλο ελαιοτριβείον, προς μεγάλην
+λύπην του μογιλάλου, εν ώ ήδη οι εργάται, αφού απετίναξαν από τας πάνας
+την ξηράν πυρήναν, συναθροισθέντες εν κύκλω περί τον πύραυνον και την
+χήραν, ήρχισαν να καταβροχθίζωσι δύο-δύο τας απαλάς ως κουκούλια
+τηγανίτας, βυθίζοντες αυτάς εις το κύπελλον του μέλιτος, ως αρπακτικά
+πτηνά.
+
+ — Κιμίκρ! Εμουρμούρισεν απειλητικώς ο μογιλάλος κατά του αυθέντου του,
+μη αναμείναντος, μη δυνάμενος να εκφράση τον πόνον της καρδίας του, κ'
+εξήλθεν, εν ώ οι εργάται, ροφώντες το καυστικόν τσίπουρο διά μεγάλων
+ποτηρίων ηύχοντο προς την φιλότιμον χήραν:
+
+ — Κι' εις άλλα με υγείαν!
+
+***
+
+Το θορυβωδέστερον μαγαζί του χωρίου ήτο το οινοπωλείον του Γεωργή της
+Θασίτσας, εγγύς της παραλίας, εις το σκότος ενός στενού. Κυρίως δεν ήτο
+ούτε οινοπωλείον τακτικόν, ούτε μαγειρείον, ούτε μαγαζί καν. Δεν ήτο
+τίποτε. Η θύρα του η μεγάλη και τετράγωνος, με δύο πλατέα φύλλα, ως
+πυλών πανδοχείου, και το μόνον παράθυρον, ήνοιγον μόνον τας παραμονάς
+των εκλογών, και τας δικασίμους ημέρας των ποινικών, δύο-τρεις φοράς τον
+μήνα. Και όταν καμμιά παρέα είχε «να ψάλη καμμιά συναγρίδα ή να διαβάση
+καμμιά στέρφα γίδα». Τότε ο Γιώργης της Θασίτσας, ένας ολοστρόγγυλος ως
+κρεοπώλης, ξανθός νεανίας, έπαιρνεν από τα σπίτι τα χρειαζόμενα, εγέμιζε
+καμμιά δαμιζάνα μαύρο γλωσσότικο, και καμμιά χιλιάρικη μοσχάτο εντόπιον
+και τότε άνοιγε το οινοπωλείον του. Ομοίως τακτικώς, μετά την
+συνεδρίασιν των ποινικών εν τω ειρηνοδικείω, διεξήγετο εκεί νέα
+συμπληρωτική συνεδρίασις των ποιμένων όλων συναθροιζομένων εν αυτώ, ότε
+εγίνετο εκεί μεγάλη εξόδευσις ούζου, φωνών και ενίοτε και ξύλου. Τότε ο
+Γιωργής της Θασίτσας μποτίλιες-μποτίλιες εκουβαλούσε το τσίπουρο, εν ώ ο
+κυρ-Μάρκος, ο πολυλογώτερος των δικολάβων, υπό τους ατμούς του καίοντος
+ποτού απήγγελλεν αλύπητα εγκώμια υπέρ του φίλου του πταισματοδίκου, αν
+ηθωόνοντο οι πελάται αυτού, ή αράδιαζε φοβερά κατηγορητήρια, αν
+κατεδικάζοντο. Εκεί τότε εγίνετο νέα, πλέον εξηκριβωμένη, εξέτασις των
+μαρτύρων, υπό τους οξείς αλαλαγμούς του ποιμένος Φουσκοδενδριά, άνευ του
+οποίου αδύνατον ήτο να διεκπεραιωθή ποινική δίκη. Εκεί πολλάκις
+ερρυθμίζοντο και αι διεξαγωγαί των πολιτικών υποθέσεων, οριζομένων των
+θεμάτων εις τους διαφόρους μάρτυρας παρά το ατμίζον νεφελώδες ποτόν.
+Ενίοτε όμως ο Γιωργής της Θασίτσας, μεταβαίνων εις την προκυμαίαν
+εκαθάριζε κοντόχονδρον ως τον εαυτόν του βαρέλιον.
+
+ — Ώρες καλές! Τον εχαιρέτιζαν εις την αγοράν. Ήτο σημείον ότι
+προσήγγιζον αι εκλογαί. Τότε, λαμβάνων χρήματα παρά των υποψηφίων να
+κερνά το κόμμα, εθεώρει περιττόν να βάλη το κρασί του καθενός χωριστά.
+Επλήρου λοιπόν ολόκληρον βαρέλιον. Και τότε το μαγαζείον του από
+δικαστήριον ή ποιμνιοστάσιον μετεβάλλετο εις οινοπωλείον πράγματι.
+Ελησμονήσαμεν να προσθέσωμεν ότι ο Γιωργής της Θασίτσας ειργάζετο ακόμη
+άλλην μίαν φοράν κατ' έτος, τας νύκτας του δωδεκαημέρου, όταν τα
+«έκοπταν». Τας νύκτας εκείνας ο Γιωργής της Θασίτσας ήτο πάντοτε . . .
+κλειστός. Τοιουτοτρόπως το τιποτένιο αυτό μαγαζί, ήτο το θορυβωδέστερον
+όλων των μαγαζείων, διότι ειργάζετο πάντοτε, και ανοικτόν και κλειστόν,
+εις επισήμους περιστάσεις του χωρίου.
+
+Διά τούτο ο καπετάν-Παρμάκης, ο νέος υποψήφιος δήμαρχος, μόνον εις αυτό
+εσύχναζε. Βαρυνθείς την θάλασσαν, επώλησε την ωραίαν σκούναν του, την
+ταχείαν και καλοθάλασσον «Ελένην» κ' έγεινε στεργιανός. Πλην συνηθίσας
+εις τας τρικυμίας, δεν ηδύνατο κατ' αρχάς να ζήση εν τη ξηρά. Έχασε τον
+ύπνον. Μόλις παρήρχετο το μεσονύκτιον, ηγείρετο και ήρχιζε τα τσιγάρα,
+μεταβαίνων εις την αίθουσαν του οίκου του και παρατηρών εκ του παραθύρου
+αν ήνοιξε κανέν καφενείον.
+
+ — Αυτό δεν είνε ζωή! Εμουρμούριζεν.
+
+Εκοιμάτο, έτρωγεν, έπαιζε πρέφα, έτρωγε και πάλιν εκοιμάτο. Κατελήφθη
+υπό μελαγχολίας.
+
+ — Μπονάτσα και σήμερα! Επανελάμβανε καθ' εκάστην προς την σύζυγόν του.
+Και αρεσκόμενος να φοιτά εις του Γιωργή της Θασίτσας, όπου μόνον
+ανεμιμνήσκετο, ως έλεγε, των τρικυμιών της θαλάσσης, λέγει ημέραν τινά
+προς τον οινοπώλην.
+
+ — Μωρέ παιδί μου, δεν έχει και καμμιά φουρτούνα, μωρέ Γιωργή μου;
+
+ — Φουρτούνες; Άλλο τίποτα! απήντα ο Γιωργής της Θασίτσας. Τώρα ν' αρθή
+ο κυρ-Μάρκος από το νεροδικείο και να ιδής! Ν' αρθή ο Φουσκοδενδριάς από
+τα μανδρί και ν' ακούσης!
+
+ — Μωρέ παιδί μου, φουρτούνες, μωρέ Γιωργή μου! Αυτά είνε σαγανάκια!
+
+Ο Γιωργής της Θασίτσας, ως πονηρός όπου ήτο, διελογίσθη ημέραν τινά ότι
+το έτος εκείνο έληγεν η δημαρχική περίοδος.
+
+ — Ξέρεις τίποτα, καπετάν-Παρμάκη; Παρετήρησεν ο οινοπώλης, θέλων να
+παρηγορήση τον λυπημένον διά τας νηνεμίας του νέου βίου πλοίαρχον. Θα
+σου βάλω μια κάλπη μεθαύριο. Μια κάλπη, που λες, να ιδής φουρτούνες που
+γυρεύεις! Να λες, αμάν, τι είνε τούτα;
+
+Τωόντι ο Γιωργής της Θασίτσας μετά ταύτα, μίαν πρωίαν, εκαθάριζεν εν τη
+προκυμαία δύο των δέκα βαρέλων βαρέλια, επισύρων τον φθόνον του κυρ
+Βαρσαμού, εις μάτην προσπαθούντος να μαντεύση πού εύρεν ο Γιωργής της
+Θασίτσας τόσα κεφάλαια.
+
+Ούτω λοιπόν ο καπετάν Παρμάκης, τρικυμίας επιθυμών, ερρίφθη πλησίστιος
+με όλην την κάσσα του εις τον εκλογικόν σάλον, σχεδιάζων την επιτυχίαν
+εν κοινώ συμβουλίω μετά του φίλου του, του Γιωργή της Θασίτσας,
+παρισταμένης πάντοτε και παχείας βαυκάλεως, πλήρους από του γαλακτώδους
+εκείνου ποτού. Δις ηγωνίσθη έως τότε τον εκλογικόν αγώνα, αλλ' απέτυχε.
+Πρώτον ως δήμαρχος και δεύτερον ως βουλευτής. Αλλά δεν απηλπίζετο. Εύρε
+μάλιστα μεγάλην ηδονήν ενασχολούμενος να χαιρετίζη, να κερνά, να
+συντρέχη όσον ηδύνατο τους εκλογείς του. Και αντί να τρώγη και να
+κοιμάται μόνος του, έτρωγε πλέον μετά των πολιτικών οπαδών του το
+πλείστον, και ηγρύπνει πολλάκις εις του Γιωργή της Θασίτσας, εργαζόμενος
+υπέρ της επιτυχίας του.
+
+Ήτο Νοέμβριος. Είχεν ήδη προκηρυχθή η δημοπρασία των ελαιοδεκάτων.
+Ημέραν τινά, ο καπετάν-Παρμάκης, πίνων το πρωινόν τσίπουρο — για της
+πρώτες χολές — λέγει κρυφά προς τον Γιωργή της Θασίτσας.
+
+ — Ξέρεις τίποτα, μωρέ παιδί μου; Θα του τα πάρω τα δέκατα, μωρέ Γιωργή
+μου!
+
+ — Του κυρ-Δημάκη;
+
+ — Του κυρ-Δμάκη! Ο Γιωργής της Θασίτσας ήρχισε να γελά.
+
+ — Γιατί, μωρέ παιδί μου, γελάς; Γιατί, μωρέ — Γιωργή μου;
+
+ — Του κυρ-Δμάκη;
+
+Ηρώτησε πάλιν ο Γιωργής της Θασίτσας, θαυμάζων.
+
+ — Θα του τα πάρω σου λέω!
+
+ — Θα πέσης όξω, καπετάν-Παρμάκη! Άκουσε και μένα. Προσέθηκεν ο Γιωργής
+της Θασίτσας, προσφέρων έν ακόμη ποτόν, το δεύτερον — για της δεύτερες
+χολές!
+
+ — Να σ' πω, Γιωργή μου, παιδί μου. Εγώ καθώς πούλησα την «Ελένην μου»
+έτσι κ' έτσι πεσμένος όξω είμαι, θα του τα πάρω, σου λέω!
+
+ — Μα ξέρεις τι θα πη κυρ-Δμάκης; Τον γνωρίζεις τον κυρ-Δμάκη; Ξέρει
+εκείνος, καπετάνιο μου, να λογαριάση και τα φύλλα της εληάς ακόμα!
+
+ — Μωρέ, παιδί μου, σε θέλω νάσαι έξυπνος άνθρωπος, μωρέ Γιωργή μου.
+Εσείς άλλο από το τσίπουρο δεν ξέρετε.
+
+Και ροφήσας ακόμη ένα ποτήριον, εξηκολούθησεν:
+
+ — Εγώ μονομιάς σας έμαθα όλους, τάμαθα όλα κιόλας. Είνε το μόνον μέσον
+για να πάρουμε την εκλογή. Μωρέ παιδί μου, απάνω ς' την εκλογή, μωρέ
+Γιωργή μου, μαθαίνεις τι ζητάει ο κόσμος. Απάνω στην εκλογή σ' ανοίγει ο
+άλλος την καρδιά του και σου ξομολογιέται. Σου γυρεύει πέντε δραχμές; θα
+πη πως πάσχει από φτώχια. Σου γυρεύει καμμιά θεσούλα; θα πη πως πάσχει
+από τεμπελιά! Λοιπόν, μωρέ παιδί μου, η χήρες φωνάζουν. Τες γδύνει, μωρέ
+Γιωργή μου, ο κυρ-Δμάκης τες κλέφτει, μωρέ παιδί μου!
+
+ — Το ξέρουμε αυτό καπετάνιο μου, μα τι να κάμουμε μαθές, τι να κάμουμε;
+
+ — Να πάρουμε τα δέκατα!
+
+ — Δεν τ' αφίνει!
+
+ — Να του τα πάρουμε!
+
+Ο Γιωργής της Θασίτσας σιωπηλός, συλλογισμένος, ως άνθρωπος λησμονήσας
+πού έχωσε τον θησαυρόν του, επλήρωσε δυο ποτήρια μέχρι στεφάνης από την
+αφαίρεσίν του, τα οποία, καθώς τα είχεν εκεί κοντά, τα ερρόφησεν ο
+καπετάν-Παρμάκης και τα δύο, αφαιρεθείς και αυτός εκ συμπαθείας:
+
+ — Εσείς, μωρέ παιδί μου, μόνο τσίπουρο ξέρετε να πίνετε εδώ, μωρέ
+Γεωργή μου!
+
+Αυτά έχουν αι τρικυμίαι της ξηράς!
+
+***
+
+Την κυριακήν, μίαν εβδομάδα κατόπιν, ο καπετάν-Παρμάκης, φορέσας την
+γούναν του με το παχύ δέρμα του λύκου το κεραμόχρουν και τραχύ — ήτο
+χειμών δριμύς — τα ρωσσικά υποδήματά του και τον βαρύν κούκκον εν τη
+κεφαλή, ωργισμένος, κατακόκκινος, αφού έπιε καμμιά δεκαριά τσίπουρα
+πρωί-πρωί μετά την λειτουργίαν, αναιβοκατέβαινεν εν τη μεγάλη οδώ της
+αγοράς, μόνος, κρατών την χονδρήν ράβδον και στρήφων τον άγριον μύστακά
+του, σιωπηλός, πύρινος, ως όταν διεσκέλιζεν, αμίλητος, το κατάστρωμα της
+ωραίας Ελένης του, κλεισμένος, από παρακαιρόν, είς τινα έρημον όρμον της
+Ανατολής.
+
+ — Ο φόρος του ελαιοδεκάτου 15 χιλιάδες! Ηκούετο η φωνή του κήρυκος,
+παρά την θύραν του κεντρικού εν τω χωρίω καφενείου.
+
+Εν αυτώ άνθρωποί τινες έπαιζον πρέφαν. Παρά τινα δε τράπεζαν ογκώδης
+μηλωτή, σωρευμένη, σκληρά, ακίνητος, ο ειρηνοδίκης του χωρίου, διεξήγε
+την δημοπρασίαν των ελαιοδεκάτων. Κατέναντι, εξαγαγών τα υποδήματά του,
+εκάθητο σταυροποδητί επί του ξυλίνου σοφά — αλλά τούρκα — ο κυρ-Δημάκης,
+με το λειότατον, παχύ, ξυρισμένον, επίμηκες πρόσωπον, ήρεμον και πράον
+ως πρόσωπον ημέρου οικοσίτου αμνάδος, με δασείς οφρύς, αποκλειούσας τους
+οφθαλμούς του, φορών τον θεσσαλικόν καστανόχρουν γεωργούλην του. Εκάθητο
+εκεί γαλήνιος, σιωπηλός, αναμετρών το κομβολόγι του ως ηγούμενος
+Αγιορείτης.
+
+ — Ο φόρος του ελαιοκάρπου 15 χιλιάδες, επανέλαβεν η φωνή του κήρυκος
+έξωθεν.
+
+ — Και πεντακόσιες ακόμα! Ηκούσθη τότε ο κυρ-Δημάκης, ακίνητος, ατάραχος
+ως δεμένη αμνάς.
+
+Ο όγκος της μηλωτής ανεσάλευσε. Χειρ εξήλθεν από τινος πτυχής, χειρ ωχρά
+και ασθενής. Συνέλαβε την πένναν η χειρ και εσημείωσε το ποσόν. Μόλις
+όμως ο κήρυξ ανήγγειλε μεγάλη τη φωνή την νέαν προσφοράν, εναρμονίως και
+με χαράν, ως μαθητής αλλάζων το μάθημά του, κ' εμφανισθείς προ της θύρας
+ο καπετάν-Παρμάκης, κατακόκκινος, ωργισμένος, με την ναυτικήν του
+γούναν και τον βαρύν κούκκον, εκραύγασε χωρίς να εισέλθη·
+
+ — Είκοσι χιλιάδες! Κ' έγεινεν άφαντος, επισείων απειλητικώς την βαρείαν
+κεφαλήν του, και την βαρυτέραν ράβδον του.
+
+ — Όχι θα του τ' αφήσω! Ηκούσθη μακρόθεν κραυγή. Ο κυρ-Δημάκης εκινήθη
+ολίγον εν τη θέσει του χωρίς όμως να ξεδιπλώση τους πόδας του, οίτινες
+ήσαν αφανείς υπό τα μαύρον βρακίον του και μετά χάριτος μειδιών είπε:
+
+ — Και πεντακόσιες! Η βαρεία μηλωτή ανεκινήθη και πάλιν και η ασθενής
+χειρ εσημείωσε τα νέον ποσόν, μόλις προφθάσασα να σημειώση το πρώτον.
+Επειδή δε οι παίζοντες την πρέφαν, διάκόψαντες τα παιγνίδιόν των,
+ανέβλεψαν προς τον κυρ-Δημάκην θαυμάζοντες, ούτος εθεώρησε πρέπον να
+δικαιολογήση εαυτόν και είπε:
+
+ — Ψόφια πράματα. Ούτε με 18 δεν βγαίνω, αφεντάδες μου. Μα τι να κάμη
+κανείς!
+
+ — Λοιπόν γιατί προσθέτεις; ηρώτησε φωνή τις,
+
+ — Τι να κάμουμε! απήντησεν ο κυρ-Δημάκης. Βρεθήκαμε. Αυτή είνε η
+δουλειά μας. Να πούμε την αλήθεια. Εφέτος είνε άκαιρο το μαξούλι. Ούτε
+με 18 δεν βγαίνω. Μα τι να κάμω!
+
+Ο κήρυξ χαίρων ετραγώδει την νέαν προσφοράν:
+
+ — Είκοσι χιλιάδες πεντακόσιες, ο φόρος του ελαιοκάρπου! Εις την ξυλίνην
+θύραν του μικρού καφενείου εβρόντησε πάλιν ράβδος βαρεία, ως μοχλός ν'
+αναμοχλεύση όλην την θύραν, η ράβδος του καπετάν-Παρμάκη, όστις μόλις
+προφθάσας να ροφήση έν τσίπουρο, να καταιβούν η χολές, που σταθήκανε 'ς
+τον λαιμόν του από το πρωί, ακούσας κηρυττομένην την νέαν προσφοράν,
+έσπευσεν εις το καφενείον και χωρίς να εισέλθη φωνάζει κατακόκκινος από
+της θύρας:
+
+ — Εικοσιτέσσαρες!
+
+Ο ειρηνοδίκης βλέπων ότι αυξάνει το ποσόν πέραν των ελπίδων του,
+εξήγαγεν από της μηλωτής το κάτωχρον πρόσωπόν του ως από το όστρακον
+χελώνης, και διά της χειρός εσημείωσε την νέαν προσφοράν.
+
+Οι χαρτοπαίζοντες ώκτειραν την απειρίαν του πλοιάρχου, όστις επλειοδότει
+τόσον αποτόμως.
+
+ — Εικοσιτέσσαρες και μισή. Προσθέτει πάραυτα γλυκά-γλυκά ο κυρ-Δημάκης,
+εξακολουθών ν' αναμετρή το κομβολόγι του. Και αποτεινόμενος προς τον
+κόσμον, ως να τον ηρώτησαν, επαναλαμβάνει:
+
+ — Ούτε με 20 δεν βγαίνω!
+
+ — Μα γιατί προσθέτεις λοιπόν, γέρω-πονηρέ; Ερωτά ο δημογραμματεύς,
+περιφερόμενος εκεί με την πένναν εις χείρας πάντοτε.
+
+ — Τι να κάμω, κυρ-θανασάκη μου! Βρεθήκαμε, Ήτανε γραφτό να πεθάνω.
+
+ — 'Σ τη φυλακή! Διακόπτει χλευάζων ο δημογραμματεύς. Αλλ' ο κυρ-Δημάκης
+βήξας, ίνα μη ακουσθή η βαρεία χλεύη, εξακολουθεί τας δικαιολογήσεις
+του:
+
+ — Ήτανε γραφτό να πεθάνουμε καμπόσοι δεκατιστήδες! Στην ψάθα!
+
+ — Εικοσιτέσσαρες πεντακόσιες! Εκήρυττεν ο δημόσιος κήρυξ.
+
+ — Τριάντα! Κραυγάζει αίφνης ο Καπετάν-Παρμάκης, έμπλεως οργής,
+θηριώδης, θαρρών ότι διά της φωνής του εκείνης συνέτριβεν υπό τους
+οδόντας του την μειλίχιον και ειρηνικήν παρειάν του κυρ-Δημάκη.
+
+ — Κιμίκρ! Ελθών, είπεν εις το ους του κυρ-Δημάκη ο μογιλάλος αυτού
+υπηρέτης. Ο κυρ-Δημάκης εννόησεν ότι το φαγητόν ήτο έτοιμον, και φορέσας
+τα υποδήματά του απήλθεν εύχαρις, γελαστός, ως άνθρωπος πεπεισμένος, ότι
+τα δέκατα ήσαν ιδικά του.
+
+Η δημοπρασία έληξεν ούτω την μεσημβρίαν και ο φόρος έμεινεν επ' ονόματι
+του τελευταίου πλειοδότου, του Καπετάν-Παρμάκη, υπό την έγκρισιν της
+Νομαρχίας.
+
+ — Όχι θα του τ' αφήσω! Εκραύγαζεν ωργισμένος ακόμη, ο καπετάν-Παρμάκης,
+ως όταν εις το κατάστρωμα της «Ελένης» του, του έπταιον όλα, διότι
+ηναγκάζετο να μένη ακίνητος εις τον έρημον όρμον ένεκα των εναντίων
+ανέμων.
+
+***
+
+Ακριβώς την επαύριον η γραία Φουλίτσα, ολοστρόγγυλος ως κορασίς,
+συναντήσασα την γραίαν Αχτίτσαν ξηράν ως κορμόν πλατάνου, εις του Βασίλη
+την βρύσιν, ανήγγειλε προς αυτήν, ότι τα δέκατα θα τα πάρη φέτος ο
+καπετάν-Παρμάκης. Είχε διαδοθή το πράγμα εις το χωρίον και πάντες
+έχαιρον μεν διότι ηλευθερούντο από την λαιμαργίαν του αρχαίου
+δεκατιστού, όστις τα τελευταία έτη κατέστη πολύ καταπιεστικός και άρπαξ
+και πλεονέκτης, αλλ' ηπόρουν και εφοβούντο μαθόντες την γενναίαν
+προσφοράν του πλοιάρχου, όστις δεν έκαμνε καλά να τρέχη τόσον. Αλλ' ο
+κυρ-Δημάκης, σκοπεύων δι' αναφοράς του προς το επαρχείον να κάμη νέαν
+προσφοράν, και θέλων να βεβαιωθή καλλίτερον περί της συγκομιδής, εξήλθε
+την επαύριον εις περιοδείαν. Και όταν την νύκτα επέστρεφε με την
+πανσέληνον και προσέπαιζον προς αυτόν αι εργάτιδες, ως είδομεν, ούτος
+ουδέ προσέσχεν εις τα αστεία των, αλλά, τραγουδών, έγεινεν άφαντος υπό
+τα ελαιόδενδρα.
+
+Τωόντι εις τόσον μέγα ποσόν ουδέποτε άλλοτε είχον ανέλθει τα
+ελαιοδέκατα. Αλλ' ουδέποτε άλλοτε ήτο και τόση ευφορία. Όλοι οι ελαιώνες
+της νήσου εις όλας τας θέσεις ήσαν τα έτος εκείνο γεμάτοι. Τα δένδρα όλα
+ήσαν να σπάσουν αν και είχεν εξαχθή έως τώρα αρκετόν έλαιον, οι δε
+ιδιοκτήται καθ' εκάστην ησχολούντο θέτοντες φούρκες — στηρίγματα — υπό
+τα τρυφερώτερα κλωνάρια. Ο ελαιών — δάσος ατελείωτον — ήτο κατάφορτος εκ
+του καρπού, ωριμάσαντος πλέον, ως να επεκάθησαν επ' αυτού σμήνη αγνώστων
+μαύρων ζωυφίων, κατακαλύψαντα και τα φύλλα του ιερού δένδρου. Υποκάτω,
+εντός του καθαρισμένου κύκλου εκάστης ελαίας, σωροί-σωροί εφαίνοντο αι
+πίπτουσαι ελαίαι, μεγάλαι ως κάρυα, τας οποίας ουχί πλέον ανά μίαν διά
+των δακτύλων, αλλά πολλάς ομού εσύναζον αι εργάτιδες, πληρούσαι
+αυτοστιγμεί τα καλάθια και είτα τους σάκκους.
+
+ — Ως το πάσχα! Έλεγον οι κτηματίαι χαίροντες.
+
+Από του Σεπτεμβρίου, ότε πλέον βεβαιούται η εσοδεία, παρερχομένων των
+κινδύνων, οι χωρικοί συχνάζοντες εις του Γεωργή της Θασίτσας συνεζήτουν
+περί του ποσού της συγκομιδής και συγχρόνως παρεσκεύαζον τα της
+συλλογής, άλλοι παραγγέλλοντες ζώα διά την μεταφοράν, άλλοι νέας μηχανάς
+ιδρύοντες, και άλλοι διαλογιζόμενοι την αύξησιν των ημερομισθίων.
+Πολλάκις, προσεπάθουν τότε να φιλοτιμήσωσι τον κυρ-Δημάκην, διερχόμενον
+εκείθεν, ώστε να προδώση την γνώμην του, πλην ούτος περιωρίζετο να
+επαναλαμβάνει το απαίσιον:
+
+ — Ψόφια πράματα!
+
+Ο ίδιος ο έφορος διαταχθείς να εκτιμήση τον καρπόν, ήλθεν εις την νήσον.
+Αλλ' εις μάτην εζήτησε να οδηγηθή κατά τι υπό του μόνου ειδικού εις
+τούτο:
+
+ — Κάμε με έμφορα, να σ' πω. Απέφευγεν ο κυρ-Δημάκης. Διά τούτο και
+πολλάκις ανεβλήθη έως τώρα η κατακύρωσις της δημοπρασίας, διωρίσθησαν δε
+επιστάται, οίτινες, περιερχόμενοι τας μηχανάς, εσημείωνον το ποσόν του
+εκθλιβομένου ελαίου. Ο έπαρχος λαβών τα έγγραφα της τελευταίας
+δημοπρασίας και θαμβωθείς προ των 30 χιλιάδων του καπετάν Παρμάκη, ήτο
+έτοιμος να επικυρώση τα δέκατα επ' ονόματι του τολμηρού πλοιάρχου και
+συνεννοείτο ήδη μετά της Νομαρχίας, ότε λαμβάνει νέαν αίτησιν του κυρ-
+Δημάκη. Συγχρόνως το υπουργείον υποπτεύσαν την ευφορίαν την έκτακτον και
+θέλον να εξασφαλισθή, διέταξε να γείνη μία τελευταία, οριστική όμως
+δημοπρασία, εν τη πρωτευούση της επαρχίας, διότι είχε την ιδέαν, ότι θα
+θελήσωσι και άλλοι να παρουσιασθώσιν ενοικιασταί. Διά τούτο, όταν
+ανεγνώσθη η τελευταία προκήρυξις του επάρχου περί της οριστικής πλέον
+δημοπρασίας, ήτις θα εγίνετο εν Σκοπέλω τη 26 Δεκεμβρίου ημέρα Κυριακή,
+ο καπετάν-Παρμάκης εγέλασε. Και εγέλασε, διότι δεν ηπατήθη εις τους
+υπολογισμούς του.
+
+ — Μωρέ τι έκαμες, καπετάνιο μου, θα σ' τα φορτώση! Επανελάμβανεν ο
+Γιωργής της Θασίτσας, φοβισμένος.
+
+ — Έννοια σου Γιωργή μου, έννοια σου, παιδί μου! Απεκρίνετο ο πρώην
+πλοίαρχος, φοβισμένος όμως ενδομύχως και αυτός και κρυφά τρέμων — να
+είπωμεν την αλήθειαν. — Βεβαίως ο καπετάν-Παρμάκης δεν εγνώριζε να
+υπολογίση μίαν ελαιοκαρπίαν, ως εγνώριζε να υπολογίζη μέχρι μιλίου τας
+αποστάσεις εν θαλάσση. Ουχ ήττον, ως ευφυής ναυτικός, εκ των ησύχων και
+μαλακών προσφορών του κυρ-Δημάκη, επείσθη περίπου περί του όλου ποσού.
+Κάμνων επίτηδες πηδήματα εις τας προσφοράς του, ενόμιζεν ότι θα ηνάγκαζε
+τον φυγάδα προμυριώτην ν' αποσυρθή. Πλην, τουναντίον, εκείνος τα
+πηδήματα του ναυτικού παρηκολούθει δι' ησύχων βηματισμών και κατώρθου να
+τον προφθάνη και μάλιστα να τον υπερβαίνη. Αληθώς όμως το τελευταίον
+πήδημά του ήτο επικίνδυνον, αποτέλεσμα του θυμού του. Το ανεγνώριζε,
+πλην υπεκρίνετο εκ φιλοτιμίας τον τολμητίαν. Διά τούτο ο καπετάν-
+Παρμάκης πληροφορηθείς περί της νέας δημοπρασίας εγέλασεν,
+ευχαριστημένος, διότι επέτυχεν εις τας υποψίας του:
+
+ — Δε σου τώλεγα, μωρέ παιδί μου, δε σου τώλεγα εγώ, μωρέ Γιωργή μου!
+Επανελάμβανε κατόπιν τρατάρων τσίπουρο όλους τους εν τω οινοπωλείω πέρα-
+πέρα.
+
+Ο κυρ-Δημάκης όμως ήτο σύννους μετά ταύτα. Έβλεπεν ότι το κέρδος του
+ηλαττούτο ολονέν διά των νέων προσφορών του πλοιάρχου και δεν ήτο διόλου
+ευχαριστημένος. Δεν ήτο δε και τόσον πλούσιος όσον τον εφαντάζοντο. Ο
+φίλος του, ο κυρ-Βαρσαμός, ο παντοπώλης, μαθών ότι προέτεινε νέαν
+προσφοράν, είπε:
+
+ — Τι κάμνεις, αδελφέ κυρ-Δημάκη; Έχεις σκοπόν να μας φύγης νύχτα πάλιν;
+
+***
+
+Αλλά τι τα έκαμνε τα χρήματα και τα κέρδη του ο φοβερός ενοικιαστής;
+Διεδίδοντο πολλά. Επλήρωνε τα χρέη του εις την πατρίδα του επιθυμών να
+επανίδη τας λεμονέας του Προμυρίου; Έλεγον οι μεν. Ετάιζε τους
+υπαλλήλους να τον διευκολύνωσιν εις τας δημοπρασίας; Προσέθετον οι δε.
+Τον έτρωγεν η γραία Αχτίτσα ως το κόκκαλο; Διέδιδον άλλοι. Το τελευταίον
+εφαίνετο πιθανώτερον, εις τους πάντοτε υπόπτους γείτονας, εν ώ έβλεπον
+την φιλαργυρίαν του δεκατιστού και γλισχρότητα. Η μακρυνή εκείνη
+συγγενής του, εις την οικίαν της οποίας κατώκει τώρα τόσα έτη, είχεν
+ωραίαν, ως είπομεν, ολοστρόγγυλην κόρην, την σεμνήν Ματώ με την μαύρην
+ελήτσα εις την αριστεράν παρειάν, την οποίαν υπεσχέθη, φαίνεται, ο κυρ-
+Δημάκης να λάβη σύζυγον.
+
+ — Αλλά να το φυλάξετε μυστικό, παιδιά μου. Εγώ θα σας πω πότες.
+
+Παρεκάλεσεν ο κυρ-Δημάκης.
+
+Και είδεν ευχαρίστως τότε ότι αι προς αυτόν, τον ξένον και έρημον,
+περιποιήσεις μητρός και κόρης, ηύξησαν, ως ήτο φυσικόν, εις το έπακρον.
+
+Του έπλυνον, του εμαγείρευον, του έστρωνον.
+
+Και μάννα και κόρη το είχον κρυφήν χαράν το μυστικόν των. Όμως
+παρήρχοντο τα έτη και ο κυρ-Δημάκης δεν έκρινε καλόν ν' αποκαλύψη το
+μυστικόν των.
+
+ — Θα σας πω εγώ πότες. Επανελάμβανε πάντοτε.
+
+Η ωραία Ματώ, φιλοτεχνούσα τα προικιά της τας νύκτας του χειμώνος, παρά
+την εστίαν, ηρώτα πολλάκις την μητέρα της.
+
+ — Θα μας πη ο κυρ-Δημάκης, πλαδίτσα μου, θα μας πη, κοτίτσα μου. Έχει
+τα δέκατα τώρα. Δεν αδειάζει· έχει δουλειές! Απήντα η γραία,
+καθησυχάζουσα αυτήν.
+
+Ούτω με τα πότε ο κυρ-Δημάκης έχει τα δέκατα, πότε ο κυρ-Δημάκης θα πάρη
+τα δέκατα, παρήρχοντο τα έτη, και η ωραία Ματώ εμεγάλωνε και μετ' αυτής
+και η μαύρη ελήτσα, την οποίαν είχεν εις την αριστεράν παρειάν.
+
+Πλην επί τέλους απειληθείς ο κυρ-Δμάκης υπό τινων ναυτικών, ιταμών εν τω
+δικαίω των, συγγενών της γραίας Αχτίτσας, ηναγκάσθη να δηλώση ότι τα
+Χριστούγεννα εφέτος θα έδενε παντρειές και θα εστεφανόνετο. Αυτός δεν
+ήτο νέος να παρατείνη τας γλυκείας του αρραβώνος ημέρας.
+
+Και η γραία Αχτίτσα πλέον, μόνη της εμάζονε κ' εκουβαλούσε της εληές από
+το Μποστάνι, τρεις ώραις από το χωριό, προς μεγάλην κατάπληξιν της
+γραίας Φουλίτσας, ήτις παρεξενεύετο εις του Βασίλη την βρύσιν, μη
+βλέπουσα και την ολοστρόγγυλην κόρην της.
+
+Αλλ' η κόρη, επισπεύδουσα, απόσωνε τα προικιά της, νυκτερεύουσα.
+
+Και μαθούσα παρά του κυρ-Δημάκη το προσφιλές του τραγούδι, υπέψαλεν αυτά
+την νύκτα η γλυκεία κόρη, κεντώσα τον καλόν χιτώνα της, παρά την λάμψιν
+της εστίας, κάτω εις το κατώγειον, αόρατος και ημέραν και νύκτα, ενώ η
+γραία Αχτίτσα, κατάκοπος ερχομένη από τον ελαιώνα, έπιπτε ξύλο
+κούτσουρο:
+
+ _Δίψασ' η Πανίτσα
+ και πάει να πιη νερό
+ και η μάννα τς δεν το ξέρει
+ πως ίκαμε γαμπρό._
+
+Εξημέρωνεν η παραμονή των Χριστουγέννων. Ο κυρ-Δημάκης την νύκτα
+εκείνην, ετοιμαζόμενος, ίνα μεταβή την επαύριον εις Σκόπελον, διά την
+δημοπρασίαν, εκάθητο πλησίον του πυρός, σύννους, θερμαινόμενος, ότε
+προσήλθεν ο μογιλάλος, κομίζων αυτώ λαδωμένας τινάς σημειώσεις περί του
+εξαχθέντος την ημέραν εκείνην ελαίου εις τας μηχανάς. Ο κυρ-Δημάκης, έως
+ου γείνη η κατακύρωσις των δεκάτων, ώφειλε να γνωρίζη ακριβώς, όχι μόνον
+το ποσόν του καρπού, του επί των δένδρων, αλλά και το εξαχθέν ήδη
+έλαιον.
+
+Τότε λοιπόν και ούτος εξαγαγών το ιδικόν του σημειωματάριον, ρυπαρόν και
+λαδωμένον ωσαύτως, εσημείωσε τα ποσά, τα οποία τω παρουσίασεν ο
+υπηρέτης, έκαμε σύντομόν τινα λογαριασμόν, εσημείωσε και την άθροισιν,
+κ' εφάνη λίαν ευχαριστημένος.
+
+ — Κιμίκρ; Ηρώτησεν ο υπηρέτης, ως να του έλεγε: — Καλά;
+
+ — Καλά! είπεν ο κυρ Δημάκης. Και διά σημείου τω υπέδειξεν, ότι αύριον
+αναχωρεί.
+
+ — Κιμίκρ; Ερωτά πάλιν ο μογιλάλος, ως να τω λέγη: — Εις την Σκόπελον;
+
+Είχεν εννοήσει ο πονηρός υπηρέτης όλα. Ο κυρ-Δημάκης κατένευσε.
+
+Πλην ο πτωχός μογιλάλος εσκυθρώπασεν αίφνης. Εσυλλογίσθη τα φαιδρά
+Χριστούγεννα, την εορτήν, την ανάπαυσιν, την εστίασιν, την βρώσιν, την
+πόσιν. Και διά των δακτύλων του παρέστησε προς τον αυθέντην του, ζωηρώς,
+διά τριών θλιβερών σχημάτων, μεγάλων και πολυσυνθέτων, πρώτον το
+Χριστόψωμον, και είτα τον οβελόν του χοιρινού, στρεφόμενον εν τη
+ασβεστωμένη εστία, και τέλος το ευφρόσυνον κρασοβόλιον.
+
+Μετά τούτο ο κυρ-Δημάκης, συλλογισμένος πάντοτε, κατηφής και άφωνος ως
+να έγραφε την διαθήκην του, εκάλεσε την Αχτίτσαν, μόλις ξαβοηθήσασαν το
+σακκίον των ελαιών. Δύο-δύο ανήλθεν η γραία τας βαθμίδας από της χαράς,
+πιστεύσασα, ότι ο κυρ-Δημάκης θα ώριζεν αυτή την ημέραν των αρραβώνων
+και των γάμων:
+
+ — Κ' ήθελα παιδί μου, να σε ρωτήσω από τα πρωί, για να ζυμώσωμε τα
+Χριστόψωμα. Να ετοιμάσουμε, μαθές. |
+
+ — Όχι, κυρά-μητέρα! Όχι ακόμα! απήντησε θλιβερώς ο κυρ-Δημάκης·
+
+Η γραία-Αχτίτσα απελιθώθη. Τόσον βέβαιον εθεώρει το πράγμα, αφ' ης
+ημέρας ο κυρ-Δημάκης έδωσε τον λόγον του, ώστε εκοινολόγησε τούτο, ως
+είδομεν, και, χάρις τη γραία Φουλίτσα, τον αρραβώνα εγνώριζε πλέον όλον
+το χωρίον. Διά τούτο τώρα εμαρμάρωσεν η πτωχή μητέρα. Μετά τινας δε
+στιγμάς σιωπής παρετήρησε μετά σεβασμού και συστολής:
+
+ — Είνε αμαρτία, παιδάκι μου! Αμαρτία από τον Θεό!
+
+ — Το βλέπω κ' εγώ, κυρά-μητέρα, πως είνε αμαρτία, μεγάλη, μάλιστα, που
+θέλουν να μου πάρουν τα δέκατα, και αναγκάζουμαι, βλέπεις, τέτοιες μέρες
+να πάγω 'ς το Σκόπελο!
+
+ — Ώστε δεν θα γείνη πάλι ο γάμος;
+
+ — Για γάμο είμαστε, ευλογημένη; Δεν βλέπεις τι φτώχια μας δαίρνει; Δεν
+βλέπεις που με σάστισε αυτός ο καπετάν-Παρμάκης;
+
+ — Να μη τον εύρη ο χρόνος, παιδάκι μου! Ναι!
+
+ — Να μη τον εύρη ο χρόνος, κυρά-μητέρα! Τώρα είπες καλά.
+
+ — Λοιπόν, κυρ-Δημάκη;
+
+ — Θα σας πω εγώ, κυρά-μητέρα, θα σας πω. Τώρα δεν αδειάζω. Σαν γυρίσω
+από το Σκόπελο. Ας περάσωμε τώρα, όπως περάσαμε ως τώρα. Θα σας πω εγώ!
+
+ — Να σ' πη ο παππάς 'ς τ' αυτί. Θεοκατάρατε! Κατηράσθη καθ' εαυτήν η
+γραία Αχτίτσα, αγανακτήσασα πλέον. Και κατήλθε τας βαθμίδας μίαν-μίαν,
+σπογγίζουσα τους οφθαλμούς της με την μανδήλαν της, να μη την ίδη
+κλαίουσαν η ωραία κόρη της και λυπηθή και αυτή, η ορφανή και
+απροστάτευτη.
+
+Συγχρόνως ο μογιλάλος, αποκρεμάσας τα δισάκκιον και την χλαίναν, ετίναξε
+και ητοίμασεν αυτά διά το ταξείδιον.
+
+Μετ' ολίγον, ο κυρ-Δημάκης, πάντοτε σκυθρωπός και συννεφιασμένος, ως
+άνθρωπος μέλλων ν' αυτοκτονήση, απεκοιμήθη, νομίσας ότι καθησύχασεν ούτω
+την γραίαν, ίνα εγερθή την πρωίαν. Κάτω δε εις το κατώγειον φως έλαμπεν
+ακόμη από τας χαραμάδας του πατώματος και φωνή γλυκεία ηκούετο σιγά-σιγά
+άδουσα:
+
+ _Νύσταξ' η Πανίτσα
+ και πάει να κοιμηθεί
+ κ' η μάνα τς δεν το ξέρει
+ πως θα στεφανωθή._
+
+Η ορφανή κόρη απόσωνε τα προικιά της.
+
+***
+
+Ο καπετάν-Παρμάκης εις δύο περιστάσεις ωργίζετο εν τη ζωή του. Ότε
+ηναγκάζετο να ποδίση ένεκα εναντίων ανέμων, και όταν εβλάπτετο τυχόν ο
+εξαρτισμός της ωραίας σκούνας του υπό του μανιακού μαΐστρου. Αλλ'
+ωργίζετο παραφόρως τότε, θεωρών εαυτόν ηττημένον, κ' εφρύαττε κατά των
+αναισθήτων στοιχείων. Ήδη μεταβαλών τρόπον βίου, μετέβαλε και τας
+αφορμάς της οργής του και της μανίας του. Ωργίζετο μόνον κατά τας
+εκλογάς, αλλ' όχι πλέον κατά των ανέμων και των κυμάτων, αλλά κατ'
+άλλων, εμψύχων στοιχείων, του κόσμου, κατά της απάτης, του δόλου και των
+μηχανών, κατά των αντιπάλων του, καθ' εαυτού, κατά του Γιωργή της
+Θασίτσας, όστις τω υπέδειξε τας τρικυμίας της ξηράς:
+
+ — Μα όχι πάλιν τέτοιες φουρτούνες, μωρέ παιδί μου, μωρέ Γιωργή μου!
+
+Ηγανάκτει θραύων την βαύκαλιν του πνιγηρού ποτού, τη επαύριον των
+εκλογικών αποτυχιών του. Πλην όμως μετά ταύτα επραΰνετο. Η τρικυμία
+παρήρχετο. Οι οφθαλμοί του δεν ήσαν πλέον θολοί. Διηύγαζον την χαράν. Αι
+παρειαί του αι κατακόκκινοι, ηθρίαζον φεγγοβολούσαι την φαιδρότητα. Και
+ιδού πάλιν ο καπετάν-Παρμάκης ο ευπροσήγορος, ο φιλόφρων, ο φιλόξενος.
+
+Ούτω και τη επαύριον της δημοπρασίας ο αμίλητος, ο πύρινος, ο δύσπνους,
+ο άγριος καπετάν-Παρμάκης, επραΰνθη, εμειδία και ηστεΐζετο εν τω
+οινοπωλείω του Γιωργή της Θασίτσας. Διελέγετο οικείως και προς αυτόν τον
+αντίπαλόν του, τον κυρ-Δημάκην. Εις Σκόπελον, κατά την οριστικήν
+δημοπρασίαν, είχε καιρόν να εκμανή πάλιν. Συστήματα βλέπετε.
+
+Διά τούτο και ο κυρ-Δημάκης δεν απηξίωσεν, εθεώρησε μάλιστα τιμήν του,
+να συνταξειδεύση μέχρι της πρωτευούσης της επαρχίας μετ' αυτού του
+ασπόνδου αντιπάλου του:
+
+ — Αγάπα με να σ' αγαπώ! Προσεφώνησεν ο καπετάν-Παρμάκης τον κυρ-
+Δημάκην, όστις ήλθε να επιβιβασθή εις την μικράν λέμβον, φέρων επ' ώμων
+την χλαίναν και βαστάζων το ελαφρόν δισάκκιον.
+
+ — Να σ' πω, καπετάνιο, είπεν ο κυρ-Δημάκης, επιβιβαζόμενος, κ' αν δεν
+τα πάρης εσύ τα δέκατα, θα τα πάρω εγώ!
+
+ — Ένας απ' τους δυο μας, κυρ-Δημάκη!
+
+Εκραύγασεν από της λέμβου, ομιλητικώτατος κ' εύχαρις ο πλοίαρχος.
+
+Ήτο πρωία. Εις την αποβάθραν ουδείς εφαίνετο. Μόνος ο Σταυρής, ο
+καφεπώλης, εισπνέων ορμητικώς τον πρωινόν αέρα, ως άνθρωπος αιωνίως
+κρυωμένος, ιστάμενος παρά την θύραν του καφενείου του εψέλλισε με την
+ρίνα:
+
+ — Καλό πνίξιμο, κυρ-Δημάκη!
+
+Την μεσημβρίαν, λέμβος μικρά έπλεε δευτερόπριμα προς την αιπεινήν
+Σκόπελον. Τ' απόκρημνα βουνά της, καταπράσινα εκ των πεύκων,
+εξεδιπλούντο ολονέν εγγύτερον, διανοίγοντα τας πτυχάς των, τας φάραγγας,
+τα ρεύματά των, τους όρμους των, τας χαλικώδεις ακτάς των. Η νήσος όλη
+καμαρωτή προέβαινεν ως πάγκαλος Νηρηίς.
+
+Ο καπετάν-Παρμάκης, εννοήσας ότι ο γέρων αλιεύς, έχων τους οφθαλμούς του
+καρφωμένους εις την από του ιστίου κρεμαμένην μεγάλην φλάσκαν, δεν
+ετιμόνιζε καλά, έλαβεν αυτός το πηδάλιον, καθήσας επί της κωπαστής εν τη
+πρύμνη.
+
+Εμπρός, εν τη πρώρα, ο κυρ-Δημάκης κουκουλωμένος υπό την χλαίναν του ως
+αμνάς γονατισμένη, εθεώρει τον πυθμένα, όστις ήρχιζε να διακρίνηται
+πολύχρωμος, πολυσχιδής, προσεγγιζούσης της λέμβου πρός τινα ξηράν
+νησίδα, πρό τινος ερήμου όρμου άδων το φαιδρόν τραγουδάκι του, ίνα
+μετριάζη την κατήφειαν, ήτις εξηκολούθει να περιβάλη το άκακον πρόσωπόν
+του ως μαύρη σκέπη.
+
+Ο άνεμος ελαττούμενος πρό τινος είχεν εντελώς κοπάσει. Η θάλασσα ήτο
+ακίνητος.
+
+ — Να σταθούμε λίγο να φάμε, όσο να πάρη το μαϊστραλάκι; Ηρώτησεν ο κυρ-
+Δημάκης,
+
+Ο καπετάν-Παρμάκης επεδοκίμασε την πρότασιν, και διηύθυνε την λέμβον
+προς την νησίδα, του αλιέως κωπηλατούντος, ενώ αυτός καταβιβάσας
+εδίπλωνε τα ιστίον, άχρηστον πλέον, θα ήτο δειλινόν.
+
+ — Τρώμε ψωμάκι, υπέλαβεν ο καπετάν-Παρμάκης, και ύστερα με το μαϊστράλι
+τα πριμίζουμε σιγά-σιγά.
+
+Και κατηύθυνε την λέμβον έξω προς την νησίδα, όπως προσδέσωσιν αυτήν από
+της ακτής, ίνα φάγωσι με την ησυχίαν των.
+
+ — Ε, ακρογιαλά! ακρογιαλά και κακό! Ανεκραύγασεν ο κυρ-Δημάκης από της
+πρώρας φαιδρυνθείς αίφνης, διότι εξακολουθών να θεωρή τον κυανοπράσινον
+πυθμένα, είδεν αυτόν κατάστικτον από τους εχίνους, και τους βράχους της
+νησίδος πλήρεις οστρακοδέρμων παντοδαπών, άτινα, ως ξεστά ποικίλματα
+λαμπρώς εστόλιζον τους σκοπέλους και τας υφάλους της μικράς νήσου, εν ώ
+οι καρκίνοι, εξελθόντες από τας χασμάδας των, έπαιζον με τον ελαφρόν του
+κύματος φλοίσβον.
+
+ — Ε, ακρογιλά! ακρογιαλά και κακό!
+
+Επανέλαβεν ο κυρ-Δημάκης έκπληκτος, ούτως αποκαλών κατά το ιδίωμα της
+πατρίδος του τα κοινώς λεγόμενα μεζέδια.
+
+Η μαργαρώδης, η χρυσοπράσινος, η δροσερά του πυθμένος αίγλη απεδίωξε
+πάραυτα την μαύρην από του προσώπου του σκέπην. Γλυκύς ίμερος τον
+συνεκίνησε προς την θέαν των θαλασσινών.
+
+Ήτο δε ομολογουμένως και δεξιός ερευνητής και αλιεύς τούτων ο κυρ-
+Δημάκης. Όταν συνεπληρούτο πλέον η συγκομιδή του ελαίου, οσάκις δεν
+είχεν άλλην τινά εργασίαν εν τω χωρίω, λαμβάνων τριχίνην πήραν, ένα
+γάντζον και κάμακα και μάχαιραν αιχμηράν, απήρχετο εις τας βορειοδυτικάς
+ακτάς πεζή, εν καιρώ γαλήνης, και από της ξηράς, γιαλό-γιαλό χωρών,
+συνέλεγε πλήθος εξ αυτών, βοσκομένων εν τη ακρογιαλιά, με γυμνάς τας
+κνήμας πηδών από βράχου εις βράχον, απομακρυνόμενος, κύπτων,
+εγειρόμενος, ακινητών, εξαφανιζόμενος, συγχεόμενος με την ακτήν,
+ανακινούμενος βράχος.
+
+Ο γέρω-Αρνάκιας, ο βοσκός, ένας τόσος δα ανθρωπάκος, βλέπων από του
+ύψους, από τον Άγιον Ιωάννην του Κάστρου, όπου είχε τα προβατάκια του,
+μίαν προκύπτουσαν προς την θάλασσαν σκιάν, αρχίζουσαν από έν τριγωνικόν
+οξυκόρυφον κάλυμμα και απολήγουσαν εις δύο γυμνάς κνήμας, έλεγε κάμνων
+τον σταυρόν του:
+
+ — Ως και την θάλασσα την δεκατίζει αυτός ο δεκατιστής!
+
+Το βράδυ επανήρχετο ο κυρ-Δημάκης με ευωδιάζουσαν θαλασσίως την τριχίνην
+πήραν, πλήρη παντοειδών οστράκων, αναμίξ κειμένων, και συριζόντων
+συριγμόν τινα δροσερώτατον, ως φλοισβίζοντος κύματος. Κογχύλια
+παμμέγιστα με το επίπτυγμα αυτών πρασινοκίτρινον ως χρυσούν νόμισμα
+επικολλημένον, πεταλίδες ως μικρά πιατάκια, αι βραχωταί, αι οποίαι
+ψήνονται εις την ανθρακιάν, μία-μία, θαύμα ιδέσθαι και πάγκαλαι φαγείν,
+μίδια τα ιώδη και ιόχροα με τα θαλάσσια βρύα κρεμάμενα από της άκρας ως
+ξανθοί κροσσοί, αι λευκοπόρφυροι ως παρθενικά χείλη καλόγνωμαι, αίτινες
+ροφώνται ως το φίλημα, αι μυστικαί φούσκαι, ασκίδια πλήρη θαλασσινής
+ευωδίας, καρκίνοι με τεθραυσμένους τους πόδας ακίνητοι, και πάγουροι
+τετράγωνοι ως μία παλάμη, πληγωμένοι διά της αιχμηράς μαχαίρας, με
+συντετριμμένα τ' απειλητικά αυτών στόματα, όλα ταύτα έκειντο εν τη πήρα.
+Ενίοτε οκτάπους τις φέρων εις τους κολλώδεις πλοκάμους του ορμαθόν
+κογχυλίων προσκολληθέντων, ως διπλούν και τριπλούν κομβολόγιον, και
+πολλάκις σηπία με τον μαύρον ρύπον της, ως χειρ απείρου μαθητού. Όλα
+αυτά εξέρριπτεν από της πήρας του ο κυρ-Δημάκης, κ' επλήρου λεκάνην
+όλην, υπό τα άπληστα βλέμματα της γραίας Αχτίτσας, ήτις άλλα έψηνεν,
+άλλα εμαγείρευε, και άλλα έτρωγεν ωμά.
+
+Πολλάκις όμως ο κυρ-Δημάκης μετέβαινεν «εις τ' ακρογιαλά» και την νύκτα.
+Και τότε φοβερώτερον ήτο το θέαμα εις τους οφθαλμούς του αγραυλούντος
+βοσκού.
+
+Ο γέρω-Αρνάκιας, κουκουλωμένος με την καπίτσαν του εις τον Άγιον Ιωάννην
+σ' το Κάστρο, όπου έβοσκε τ' αρνάκια του, επανειλημμένως έκαμνε τον
+σταυρόν του:
+
+ — Άι Γιάννη μ' τι πράμα νάνε αυτό! τι πράμα νάνε αυτό, Άι Γιάννη μ'!
+Και έβλεπεν ακίνητος, τρέμων από του φόβου:
+
+Υψηλόσωμος άνθρωπος, κουλουριασμένος τοξοειδώς, εις το χείλος αποτόμου
+σκοπέλου, έκλινε προς το κύμα, ως να έπλυνε τους πόδας του. Αι κνήμαι
+του ημιβυθισμέναι εις την θάλασσαν, κρύαν εν τη νυκτί. Φάντασμα,
+λευκαίνον τα φανταστικά ιμάτιά του. Μάγισσα, μαγεύουσα τα εύμορφα
+ναυτόπουλα. Με την μίαν χείρα κρατεί κάμακα και προσπαθεί να καμακίση
+εις το βάθος του σειομένου, του προξενούντος ίλιγγον πυθμένος, πράγμα
+τι, το οποίον βλέπει και πάλιν δεν βλέπει. Με την άλλην κρατεί ελαφρόν
+σιδηρούν πυροφάνιον, εμπεπορπημενον από της οσφύος του, προς το πέλαγος
+τείνον, εν ώ σχίζαι δαδός, καίουσαι, διαχέουσι φαεινόν σέλας, φλογίζον
+λαμπρώς μέγαν κύκλον πέριξ, εντός του οποίου ο μαύρος τοξοειδής εκείνος
+όγκος παλαίει, ως να θέλη να πνιγή και πάλιν ως να μη θέλη. Κινείται,
+τέρας αμφίβιον, κινείται μετ' αυτού και ο φωτεινός κύκλος ηρέμα,
+περιηγούμενος την ακτήν την βραχώδη, αναβαίνων, καταβαίνων, ως μετέωρον
+από του ουρανού καταπεσόν, ως φλοξ από του κύματος αναδύσα, την κύκλω
+βραχώδη ακτήν ζωογονήσασα, ης οι απότομοι σκόπελοι, μετακινούνται,
+θαρρείς, φωσφορίζοντες, δαιμόνια από το επάνω υψούμενον γυμνόν Κουρούπι
+κατακρημνισθέντα, να πνιγώσιν εις τα πέλαγος.
+
+ — Τι πράμα νάνε αυτό, Αϊγιάννη μ'! Αϊγιάννη μ'! τι πράμα νάνε αυτό!
+
+Επανελάμβανεν ο βοσκός, ο γέρω-Αρνάκιας, εις τον άγιον Ιωάννην σ' το
+Κάστρο, φυλάττων τα προβατάκια του, μη γνωρίζων ότι ο κυρ-Δημάκης, καθώς
+ήτο λαμπρός αλιεύς των ακρογιαλών την ημέραν, ούτως ηδύνατο να ήναι και
+την νύκτα.
+
+Τότε ιδίως η αλιεία είνε πλουσιοπάροχος, αλλά και πλέον κοπιώδης. Τότε
+συνέβη πολλάκις ο κυρ-Δημάκης και κέφαλον κοιμώμενον να καμακίση, και
+λαύρακα σπινθηρίζοντα ως εξ αργύρου, και σκορπιόν θεότυφλον. Τότε ουδείς
+πάγουρος διέφευγε τον άσπλαγχνον γάντζον του. Όσα κοιλώματα και αν είχε
+το βαθύ χάραυλον, ο κυρ-Δημάκης είχε την τέχνην να τον εξαγάγη εκείθεν,
+θέλοντα μη θέλοντα. Όταν όμως ο πονηρός πάγουρος εισέδυεν εντός του
+βράχου, αόρατος, αφρούς μόνον εκπέμπων, τότε ο κυρ-Δημάκης, πονηρότερος
+αυτός, εξήγε πρώτον διά της μαχαίρας του το ήμισυ αυτού μέρος, και είτα
+το έτερον ήμισυ.
+
+Εν ανάγκη έθετεν εντός της ζώνης του έν τινι αυτής πτυχή και ικανήν
+ποσότητα λαδιάς, όπως διαβλέπη καθαρώτερον τον πυθμένα.
+
+Ολόκληρος ζωντανή αλιάς αρματωμένη ο κυρ-Δημάκης. Πάνοπλος, με τον
+κάμακα και τον γάντζον και την μάχαιραν, εμπεπηγμένα εν τη ζώνη, με το
+πυροφάνιον εσβεσμένον εις την μίαν χείρα, με μίαν συναγρίδα δεσμίαν εις
+την άλλην, με την πήραν ογκουμένην από του ώμου, επανήρχετο ο κυρ-
+Δημάκης εις την πόλιν.
+
+ — Να κ' ένας ψαράς του βουνού!
+
+Έλεγαν όσοι τον έβλεπαν.
+
+***
+
+Προσέδεσαν λοιπόν την λέμβον από τινος βράχου της νησίδος, ίνα φάγωσιν.
+Ο καπετάν-Παρμάκης έλαβε την πήραν του, υπέστρωσε τράπεζαν και εκέλευσε
+τον αλιέα ν' αποκρεμάση από του ιστού την μεγάλην φλάσκαν, βαρείαν,
+στρογγύλην ως άρτον καλοψημένον.
+
+ — Μια στιγμή, καπετάν-Παρμάκη, μια στιγμή! Διέκοψεν αίφνης ο κυρ-
+Δημάκης. Και πάραυτα, απογυμνώσας τας κνήμας του, επήδησεν επί των
+σκοπέλων της ερημονήσου μαλακώς, ως δορκάς:
+
+ — Να σας βγάλω καμπόσα ακρογιαλά, για να με θυμάσθε! Εις τον καπετάν-
+Παρμάκην, επροξένησεν ευχαρίστησιν η πρότασις, διότι έβλεπε τόσην ώραν
+μεγάλην την φλάσκαν, και έδωσε την άδειαν μάλιστα εις τον αλιέα να
+τραβήξη μια ως ορεκτικόν, επειδή έβλεπεν αυτόν να θεωρή την μακαρίαν
+μετά πολλής τρυφερότητος.
+
+ — Γρήγορα όμως, γιατί πεινάσαμε. Παρήγγειλεν ο καπετάν-Παρμάκης προς
+τον κυρ-Δημάκην, όστις απορρίψας την χλαίναν επί τινος σκοπέλου κ'
+εξαγαγών την μάχαιραν από της ζώνης του, ήρχισε ν' αποσπά από των πετρών
+ευώδη, ευμεγέθη όστρακα παντοδαπά, τα οποία έθετεν εντός μανδηλίου, όπερ
+ως σακκίδιον εκρέμασεν από της ζώνης του.
+
+Ένεκα του χειμώνος από ημερών δεν επεσκέφθησαν φαίνεται αλιείς τη
+νησίδα, και οι βράχοι της ήσαν υπερπληρωμένοι, αγιάλευτοι.
+
+Ο κυρ-Δημάκης, μεθύσας από της αφθόνου πληθύος των οστράκων, και ταχέως
+από υφάλου εις ύφαλον, από σκοπέλου εις σκόπελον διαβαίνων, έγεινεν
+άφαντος μετ' ολίγον εις την όπισθεν της ξηρονήσου πλευράν.
+
+ — Κυρ-Δημάκη!
+
+Εκραύγασε μετά ταύτα ο καπετάν-Παρμάκης, πεινών. Ο κυρ-Δημάκης δεν
+ήκουσεν.
+
+Αλλ' αίφνης, εκεί που ήτο εξαπλωμένος ο καπετάν-Παρμάκης, επί της
+κωπαστής, αφηρημένος προς το πέλαγος, συλλογιζόμενος — τις οίδε — πόσας
+και ποίας τρικυμίας, τας οποίας συνήντησε με την «Ελένην του», ρίπτει το
+τσιγάρον του εις την θάλασσαν, και κτυπά δι' ισχυρού κολάφου το πλατύ
+και ψημένον ως σανίδα μέτωπόν του. Οι οφθαλμοί του απήστραψαν:
+
+ — Λύσε τον κάβο!
+
+Διατάττει αυστηρώς τον αλιέα ο πρώην πλοίαρχος, εγερθείς υψηλός,
+ογκώδης, επί της πρύμνης της χθαμαλής αλιάδος, με την λασσιότριχα
+μηλωτήν, με τον βαρύν κούκκον του, δαίμων των κυμάτων.
+
+Το μαϊστραλάκι ήρχισε να πνέη κρύο-κρύο, παγωμένον.
+
+Κατ αρχάς εμελάνιαζε την κυανήν θάλασσα μ' αιφνίδια, ελαφρά σαγανάκια,
+είτα όμως ανέκτησε την τακτικήν του δύναμιν. Ο πόντος ήρχισε ν' ασπρίζη.
+
+ — Τι; θα τον αφήσουμε τον κυρ-Δημάκη;
+
+Ερώτησεν ο αλιεύς, λύων το σχοινίον.
+
+ — Λύσε τον κάβο!
+
+Επανέλαβε, φοβερώς μειδιών ο καπετάν-Περμάκης και προσέθηκεν, υπολογίζων
+τον άνεμον:
+
+ — Ίσα το πανί! Μόλα φλώκο!
+
+Κ' επειδή ο αλιεύς ήνοιγε πάλιν το στόμα του πλατύ-πλατύ, ως διά να
+λαλήση, ο καπετάν-Παρμάκης απεστόμωσεν αυτόν, προτείνας την γάστρωνα
+φλάσκαν.
+
+ — Μη σε μέλει. Τα χαρτιά είναι εις όνομά μου. Αληθώς τα λιμενικά
+έγγραφα είχον εκδοθή επ' ονόματι του καπετάν-Παρμάκη.
+
+ — Ας κάμη Χριστούγεννα με τους καλογέρους.
+
+Μετ' ολίγον η λέμβος, απομακρυνθείσα της ερημονήσου, έπλεε προς τον
+Αγνώντα, σφοδρώς ωθουμένη υπό του μαΐστρου, εν ώ ο καπετάν-Παρμάκης,
+ανοίξας το κλειδοπίνακόν του, παρέθηκεν άφθονον το γεύμα ενώπιον του
+αλιέως, όστις οσάκις εδοκίμαζε να παραπονεθή, ή ν' αναμνησθή τον κυρ-
+Δημάκην, έβλεπε πάντοτε την μεγάλην φλάσκαν κλείουσαν το στόμα του, ην
+έτεινε προς αυτόν ο πρώην πλοίαρχος:
+
+ — Πιέ, πιέ, γέρω-γαλιέ, και λούφαξε! Και άφησε τους πεθαμένους!
+
+Ο καπετάν-Παρμάκης, τρώγων τεμάχιον ευώδους λαχανόπηττας, διηύθυνε
+συγχρόνως και το πηδάλιον. Το δε ιστίον, κατάλευκον, φουσκωμένον,
+ωμοίαζε μακρόθεν προς αερόστατον, σύρον βιαίως προς τα εμπρός το
+σκαφίδιον ως πτερόν, μόλις, θαρρείς, απτόμενον της επιφανείας της
+θαλάσσης.
+
+Ο κυρ-Δημάκης, εισπεσών έν τινι ορμίσκω αβαθεί, όπου η θάλασσα ήτο ως
+λίμνη προς την εναντίαν της νησίδος πτυχήν, συνήντησεν εκεί μέγαν τινά
+πάγουρον, άγριον, βρυωμένον τετράγωνον, μελανόφαιον. Και μη έχων μεθ'
+εαυτού τον γάντζον, προσεπάθει διά της μαχαίρας, τόσην ώραν, να τον
+αποσπάση από του χάσματος, θεωρών εντροπήν του να τον αφήση. Κύπτων
+ίδρωσε.
+
+Τέλος ηγέρθη κατακόκκινος. Κι' ιδών ότι ο ήλιος έκλινε πολύ προς δύσιν,
+ενθυμήθη τον σκοπόν του ταξειδίου του, τα δέκατα:
+
+ — Να μη φρεσκάρη ο μαΐστρος και κλεισθούμε!
+
+Το μανδήλιόν του ήτο πλέον βαρύ-βαρύ εκ των οστρακοδέρμων. Απεφάσισε να
+επανέλθη εις την λέμβον. Υψηλός, με γυμνάς τας κνήμας, αισθανόμενος
+φρικιάσεις παγεράς εις τα νώτα του, με το πρόσωπον ήσυχον, πράον,
+επίμηκες, από βράχου εις βράχον, επανήρχετο προφυλακτικώς, αποφεύγων
+τους νυγμούς των αιχμηρών, ακανθωτών σκοπέλων.
+
+Πρώτην φοράν απέβαινεν επί της ξηρονήσου ταύτης, ης η περιφέρεια ήτο
+ελαχίστη. Μακρόθεν παρουσίαζε θέαν ισοσκελούς τριγώνου, ου αι πλευραί
+κατεκαλύπτοντο υπό ούλων θάμνων ερίκης και σχοίνου και τίνων αγριελαιών,
+αίτινες προς την κορυφήν ήσαν πυκναί ως τι δασύλλιον. Λησμονήσας προς
+ποίον μέρος είχεν αφήσει την λέμβον, απεφάσισε να επανέλθη, εκ της αυτής
+ακτής, κ' υπέστρεφε λοιπόν ως μονήρης αλκυών, αναπηδών τους
+θαλασσωμένους σκοπέλους. Κάμψας την βορείαν άκραν — ρίπτει το βλέμμα του
+προς νότον, αλλ' ουδαμού διακρίνει την λέμβον. Ουδόλως εταράχθη,
+υποθέσας ότι, μικρά ως ήτο, θ' απεκρύπτετο υπό τινος βράχου. Ουχ ήτον
+εκραύγασε:
+
+ — Καπετάν-Παρμάκη!
+
+ — Καπετάν-Παρμάκη! Απήντησεν η ηχώ, πένθιμος, οδυνηρά, μονήρης.
+
+Προχωρεί τότε έμφοβος και σφαλλόμενος, ατενίζων προς νότον την έρημον
+ακτήν, μετά τρόμου φυγάδος, φοβουμένου μη αντικρύση τον διώκτην. Ουδεμία
+λέμβος εφαίνετο.
+
+ — Καπετάν-Παρμάκη! Κραυγάζει τώρα τρέμων, κινδυνεύων.
+
+ — Καπετάν-Παρμάκη! απήντησεν πάλιν η ηχώ, θρηνώδης, ως βόμβος οικίας,
+κραδαινομένης από σεισμού.
+
+Αίφνης βλέπει την μηλωτήν του ακίνητον, ήσυχον, εκεί επί του βράχου,
+όπου εξελθών προ μικρού είχεν αφήσει αυτήν.
+
+Η καρδία του κτυπά, θαρρείς, να διαρραγή. Θρηνεί, βρυχάται ως λέων:
+
+ — Καπετάν-Παρμάκη!
+
+ — Καπετάν-Παρμάκη! Ηκούσθη πάλιν η ηχώ η έρημος, βρυχωμένη, θνήσκουσα,
+καγχάζουσα την ανθρωπίνην ασθένειαν.
+
+Έκφρων τότε, έχων τους οφθαλμούς του καθηλωμένους επί της ακτής,
+αναζητεί την λέμβον. Περιέρχεται ακόμη άπαξ την νησίδα. Ίσταται εις
+έκαστον σκόπελον, εις εκάστην πτυχήν βράχου ερευνών, ως εάν η λέμβος,
+ήτο αόρατόν τι σημείον. Αφηρημένος, επί τινάς στιγμάς, θεωρεί μίαν
+ύφαλον, μη ήτο η λέμβος του. Κατωτέρω, ασυνειδήτως, ίσταται και
+παρατηρεί ασκαρδαμυκτί καρκίνον, παίζοντα υπό τον αφρόν του κύματος.
+Ολισθαίνει παρακάτω, κινδυνεύων να πέση εις τον βαθύν πόντον. Αλλ'
+ουδαμού η λέμβος. Το βλέμμα του τότε αναμετρούν το πέλαγος προσπίπτει
+κάτω, προς τον Αγνώντα, την μεσημβρινήν άκραν της Σκοπέλου, όπου βλέπει
+λευκόν ιστίον να φεύγη ως παμμέγεθες, ανηπαργμένον υπό του ανέμου,
+πτερόν.
+
+Χωρίς να το αισθάνεται, φέρει την παγωμένην χείρα του προς την καρδίαν.
+
+ — Καπετάν-Παρμάκη! Μυκάται εντός του λάρυγγος αυτού.
+
+Βοή πνιγηρά αντηχεί, στεναγμός πνιγομένου.
+
+Κινεί προς τα εμπρός τας χείρας του. Επιχειρεί να κινήση και τους πόδας
+του, νομίζων ότι το ευρύ πέλαγος είνε η θεσσαλική πεδιάς. Κύμα λευκόν
+τιναχθέν επί του βράχου ραντίζει το πρόσωπόν του. Υποχωρεί, πίπτει επί
+του σκοπέλου, απολλύμενος, έχων τους γυμνούς πόδας του κρεμαμένους εντός
+της θαλάσσης, ήτις κυματίζουσα, αφρίζουσα, απειλεί να τον περιβάλη.
+
+Τσαγανός παμπόνηρος, εξ εκείνων οι οποίοι ταξειδεύουσι και βόσκουσιν εν
+ώρα τρικυμίας, ανέρχεται περιπατών, ατάραχος επί των γυμνών κνημών του,
+ως να θέλη να σκώψη την οικτράν περιπέτειαν του αλιέως των ακρογιαλών.
+
+Συνέρχεται. Κάμνει και τρίτον γύρον. Και τότε επείσθη πλέον ότι ο
+καπετάν-Παρμάκης εξηπάτησεν αυτόν. Εθεώρησε τότε τα πέλαγος μήπως
+διακρίνη άλλην λέμβον πλέουσαν, πλην ο πόντος ηπλούτο άγριος, έρημος. Οι
+οφθαλμοί του έκαμνον άσπρα-άσπρα. Έκλεισεν αυτούς ιλιγγιών. Εσκέφθη τότε
+ότι αύριον ήσαν Χριστούγεννα. Η δημοπρασία θα εγίνετο την άλλην ημέραν.
+Δεν θα έλθη έως αύριον βράδυ καμμία βάρκα;
+
+Επραΰνθη προς την σκέψιν του ταύτην. Και ησθάνθη τότε το ρίγος του
+κρυερού, χιονώδους ανέμου. Με την χλαίναν του εκάλυψε τα νώτα αναλαβών
+αυτήν από του βράχου, και κατεβίβασε το βρακίον, περιενδύσας τας γυμνάς
+κνήμας του. Τας περικνημίδας και τα υποδήματα είχε καταλίπει εις την
+λέμβον.
+
+Εξεσφενδόνισεν εις την θάλασσαν το μανδήλιον και τα όστρακα μετά μίσους
+και αποστροφής, ως τι κατηραμένον πράγμα.
+
+Ο ήλιος μετ' ολίγον έδυεν. Ο πόντος εμαύριζε, τα δε κύματα ελεύκαζον,
+φεύγοντα ως αρνία, κυνηγούμενα υπό ωρυομένων λύκων. Πέραν εγαλάνιζον τα
+χθαμαλά βουνά της Σκιάθου, και όπισθεν της ξηρονήσου υψούντο τα όρη της
+Σκοπέλου, εις τας κορυφάς των οποίων έλαμπον ακόμη αι τελευταίαι του
+ηλίου ακτίνες. Ήλθε κ' εκάθησε κατέναντι, με το πρόσωπον προς την
+Σκόπελον, επίμηκες άπελπι, πρόσωπον αμνάδος δρώσης πενθίμως έναντι τον
+αποκλειόμενον απ' αυτής λειμώνα. Έξω διέκρινε τα Έλος, όρμον της
+Σκοπέλου με το αμμώδες ημικυκλικόν παράλιον.
+
+Έβλεπεν ατραπούς εν τω δάσει. Τω εφάνη ότι είδεν ονάριον.
+
+Έβαλε κραυγάς.
+
+Κ' εξαγαγών τον γιωργούλην του επέσειεν αυτόν εις τον αέρα ως σημαίαν
+κινδύνου λησμονών ότι ήτο νυξ και δεν θα διεκρίνετο.
+
+ — Αν ήξευρα να κολυμβώ!
+
+Εδοκίμασε να πατήση εις την θάλασσαν, αλλά πάραυτα απεσύρθη, καταπλαγείς
+από το βάθος φρικιών.
+
+Εκουκουλώθη εκεί υπό τινα σπηλαιώδη βράχον, ριγών, πάσχων, ως θνήσκουσα
+φώκη. Και εις τον νουν του είχε μόνον την τελειωτικήν δημοπρασίαν των
+ελαιοδεκάτων, τα οποία, μετά μίαν ημέραν, θα κατεκυρόνοντο οριστικώς,
+επ' ονόματι του απατήσαντος αυτόν πονηρού αντιπάλου του.
+
+Απεκοιμήθη.
+
+Περί το μεσονύκτιον έβλεπεν εν ονείρω ότι εκάθητο υπερήφανος εν τη αγορά
+της Σκοπέλου, εν μέσω των προυχόντων της νήσου, οίτινες όλοι με τα υψηλά
+καπέλλα διά την εορτήν, τον εκαμάρονον, συγχαίροντες διά την τόλμην του
+εις τας προσφοράς. Ο φοβερός αυτού αντίπαλος, ο καπετάν-Παρμάκης είχεν
+αποσυρθή. Και ο δημόσιος κήρυξ διαταχθείς από τον έπαρχον, ένα δίπηχυν
+φουστανελοφόρον, εκραύγαζε κτυπών επί της τραπέζης το σφυρίον του.
+
+ — 32 χιλιάδες μία! 32 χιλιάδες δύο! τριάντα δύο χιλιάδες ο φόρος του
+ελαίου! Και μετ' ολίγον προσέθετε:
+
+ — Έχει άλλος; Θα πάρη τέλος. Έχει άλλος; Και πάλιν είτα κροτών
+ισχυρότερα το σφυρίον του επανελάμβανε βροντωδέστερον:
+
+ — Τριάντα δυο χιλιάδες μία! τριάντα δύο χιλιάδες δύο! τριάντα δύο
+χιλιάδες; Ορίστε, κύριοι, θα πάρη τέλος!
+
+Κόσμος πολύς, ο κόσμος της αγοράς, περιεκύκλωσε τον έπαρχον, περίεργος
+διά το αποτέλεσμα, Οι προύχοντες όλοι εκεί με τα υψηλά καπέλλα όρθιοι.
+
+Τω εφάνη τότε ότι ο κήρυξ διαταχθείς εκτύπησε τελειωτικώς το σφυρίον επί
+της τραπέζης, αναφωνήσας!
+
+ — Τριάντα δύο χιλιάδας, τρεις!
+
+Προς τον τρίτον αυτόν κρότον ο κυρ-Δημάκης αφυπνίσθη. Αντί των
+προυχόντων Σκοπελιτών, είδε πελώριον κύμα λευκάζον εν τω σκότει, και
+αντί του σφυρίου του κήρυκος, ήκουσε τωόντι γλυκύτατον ήχον
+μοναστηριακού σημάντρου, όπερ προ τόσης ώρας εκρούετο περιπαθώς,
+εξεγείρον τους λάρους και τας αλκυώνας εις την θείαν υμνωδίαν. Ανεμνήσθη
+ότι εξημέρωνον τα Χριστούγεννα· και θεωρήσας τότε την γυμνότητά του
+έκλαυσεν.
+
+Το σήμαντρον αντήχει ακόμη γλυκύτατα από της κορυφής της ερημονήσου:
+
+ — Το τάλαντον, το τάλαντον, τα τα, τα τα, το τάλαντον!
+
+Και ανεκινείτο αρμονικώς, θαρρείς, η ξηρόνησος προς τα ηχήματα του
+σημάντρου ως να εχόρευεν υπό την ησυχίαν της αστροφεγγούς νυκτός, με
+όλους τους βράχους της, τους καρκίνους της και τους θάμνους. Ο μαΐστρος
+είχε κοπάσει.
+
+ — Θα είνε εδώ καμμία εκκλησία! Διελογίσθη ο κυρ-Δημάκης. Και πάραυτα
+εσκέφθη.
+
+ — Ίσως θα ήλθε καμμία βάρκα! Και είδες το πρόσωπόν του, το πρώην άγριον
+και κατηφές, ως η συννεφιασμένη Ζαγορά, να πραϋνθή εν τω άμα, να
+αιθριάση.
+
+Διά της ατραπού ανήρχετο προς την κορυφήν της νησίδος, οπόθεν ηκούοντο
+του σημάντρου οι ήχοι. Σιγά-σιγά, υπό το φως των αστέρων, αναβαίνων και
+διασκελίζων ως αγρία αιξ τα ξηρόκλαδα και τους θάμνους, ήκουσε τώρα και
+τον ήχον ηδυλάλου κώδωνος:
+
+ — Ντίγκι-νταγκ! ντίγκι-νταγκ! ντίγκι-νταγκ!
+
+Πουλάκια τινά τω εφάνη ότι ετσιτσίρισαν φαιδρώς μέσα εις τας φωλεάς των,
+και τις αλκυώνος σκιά, πεταχτή, ανεκινήθη επί υψηλού σκοπέλου,
+τινάσσουσα τα πτερά της εν χαρά. Και αναβλέψας είδε τα άστρα εν τω
+απλέτω αυτών φωτί, κινούμενα ως προς υποδοχήν και προσκύνησιν του
+Βασιλέως του κόσμου, χορεία παμφαής των ποικιλωνύμων αστερισμών, και
+μονήρεις φεγγοβόλοι πλανήται, υπό την αρχηγίαν του σελαγίζοντος εκπάγλου
+Διός. Μετ' ολίγον διέκρινε τον θόλον του ναΐσκου, πολυχρώμως
+φεγγοβολούντα εν μέσω του δασυλλίου των αγριελαιών. Ερημίτις γέρων, μετά
+δύο νεωτέρων υποτακτικών, έζη εν τη ερημονήσω, ανηκούση είς τινα μονήν
+του αγίου Όρους, κ' ετέλει την νύκτα εκείνην την αγρυπνίαν των
+Χριστουγέννων.
+
+Ο κυρ-Δημάκης διήλθε μικρόν τινα πυλώνα, ον εύρεν ανοικτόν, κ' εισήλθεν
+εις αυλήν πλακόστρωτον, πλαισιουμένην υπό τινων κελλίων. Κατέναντι ήτο ο
+ναΐσκος, μικρός συμμαζευμένος, βυζαντινός.
+
+Ο ερημίτις, γέρων, πολιός, οστεώδης, μαραμμένος, εξήρχετο από τινος
+κελλίου προβαίνων εις τον ναόν. Και ιδών εκ των όπισθεν τον κυρ-Δημάκην,
+ιστάμενον και θεωρούντα προ της θύρας θαμβωμένον, εξεπλάγη, διότι
+ουδεμία λέμβος είχε προσεγγίσει από τινων ημερών ένεκα του χειμώνος.
+Περί την εσπέραν τελών κατά το έθος την λειτουργίαν του Μεγάλου
+Βασιλείου ήκουσε φωνάς, τρις ή τετράκις επαναληφθείσας, και υποπτεύσας
+ναυάγιον, απέστειλε τον έτερον των μαθητών του, ίνα ερευνήση την έρημον
+ακτήν, όστις όμως ουδέν παρατήρησε. Διά τούτο ο γέρων εξεπλάγη νυν. Με
+την μηλωτήν και τον γεωργούλην, ως ήτο ο κυρ-Δημάκης, ανυπόδητος και με
+γυμνάς τας κνήμας, εξέλαβε τούτον ως σατανικήν φαντασίαν κ' εποίησε τρις
+το σημείον του Σταυρού. Επειδή όμως η σκιά εκείνη ίστατο ακίνητος προ
+του ναΐσκου, ο γέρων εννόησεν ότι άνθρωπος ην, και πλησιάσας τον φανόν,
+ον εκράτει, είδε και εχαιρέτισεν αυτόν.
+
+ — Πώς εδώ, ευλογημένε;
+
+ — Μη τα ρωτάς, γέροντά μου! Απήντησεν ο κυρ-Δημάκης, προσκλίνων και
+ασπαζόμενος την οστεώδη του ασκητού χείρα, ριγών, πυρέσσων.
+
+ — Είνε καμμιά βάρκα εδώ; Ερωτά πάραυτα.
+
+ — Τέτοια ώρα, πού να βρεθή βάρκα;
+
+Και προσέθηκεν ο ασκητής.
+
+ — Μήπως επέσατε έξω τέκνον μου;
+
+ — Μ' αφήσανε έξω, γέροντά μου! Απήντησε, θρηνών σχεδόν ο κυρ-Δημάκης·
+και διηγήθη εν συντόμω το συμβάν.
+
+ — Πειρασμός τέκνον μου, πειρασμός! Παρετήρησεν ο ερημίτης· και
+προσεκάλεσε τον ξένον εις το κελλίον, όπως θερμανθή και φορέση
+υποδήματα, διότι έβλεπεν αυτόν τρέμοντα από του ψύχους.
+
+ — Θ' αρθή αύριο καμμιά βάρκα, γέροντα; Ηρώτησεν ο κυρ-Δημάκης
+εισερχόμενος εις τι μικρόν κελλίον.
+
+ — Θ' αρθή τέκνον μου, θ' αρθή. Έχε υπομονήν. Ησύχασε τώρα, και κατόπιν
+έλα εις την εκκλησίαν. Είπεν ο ερημίτης και απήλθε.
+
+ — Λοιπόν θ' αρθή αύριο βάρκα!
+
+Επαναλάμβανεν ο κυρ-Δημάκης, ευαρεστών εις εαυτόν, εξαπλωθείς
+μεγαλόσωμος επί μικρού ξηρού σοφά, εγγύς εστίας αναδιδούσης θερμοτάτην
+φλόγα, ήτις εφώτιζε φαιδρώς μέγαν Εσταυρωμένον εκεί καί τινα βιβλία.
+
+Μετ' ολίγον νεαρός μοναχός εκόμισε προς τον ξένον ζωμόν νηστήσιμον,
+τεμάχιον προσφοράς, σύκα και κάρυα και οίνον μαύρον της Σκοπέλου
+μελιηδέα, άτινα όλα κατεβρόχθισεν ο κυρ-Δημάκης, νήστις και βασανισθείς
+μίαν όλην ημέραν.
+
+ — Θ' αρθή λοιπόν βάρκα αύριο! Ηρώτησε μετά πεποιθήσεως τον νέον μοναχόν
+ο κυρ-Δημάκης, φαιδρύνων το λιτόν και σαρακοστινόν δείπνον του, και
+ετοιμαζόμενος να πίη μέγα κρασοβόλιον.
+
+ — Κατά τον καιρό!
+
+Απήντησε ξηρά-ξηρά ο μοναχός σώφρων, ασκητής.
+
+ — Πώς; εμένα μούπε ο γέροντας πως θαρθή. Ηπόρησεν ο κυρ-Δημάκης μείνας
+με ανοικτόν στόμα, βαστάζων εις χείρας του ποτήριον, εν ώ ηκτινοβόλει ως
+βύσσινον ο μαύρος οίνος.
+
+Ο μοναχός απήλθε χωρίς να προφέρη άλλην λέξιν.
+
+Και είδες πάλιν να σκυθρωπάση ο δεκατιστής.
+
+Και ενώ εσκόπει κατ' αρχάς ν' αναπαυθή ολίγον, διότι ησθάνετο κόπωσιν
+και εξάντλησιν των δυνάμεων, νυν, ταραχθείς, αφήκε πλήρες το ποτήριον,
+ηγέρθη, και συνεχώς έβλεπεν από τινος θυρίδος το πέλαγος.
+
+ — Είδες τι μου έκαμαν τ' ακρογιαλά! Διελογίζετο, ταλανίζων εαυτόν:
+
+ — Τι ήθελες, τι γύρευες κυρ-Δημάκη μου; Δεν εκύτταζες την δουλειά σου;
+Είνε και ντροπή! Όχι άλλο!
+
+Και έφθανεν εις το μικρόν κελλίον η μελωδία της αγρυπνίας, άρρητος,
+γλυκητάτη. Εψάλλετο η λιτή:
+
+«Ο Ουρανός και η γη σήμερον πνευματικώς ευφραινέσθωσαν».
+
+ — Πρέπει ναρθούν βάρκες! Εψιθύριζεν ο κυρ-Δημάκης, βλέπων το πέλαγος
+ήσυχον.
+
+«Μάγοι, Περσών βασιλείς . . . » αντήχει εναρμονίως το δοξαστικόν.
+
+Αρξαμένου του όρθρου, ο ερημίτης εθεώρησε καλόν να καλέση τον ξένον εις
+την ιεράν ακολουθίαν.
+
+ — Θα πήρε κανένα ύπνον! Εσκέφθη ο ασκητής.
+
+Κ' ελθών σιγά-σιγά, εθαμβήθη ιδών τον ξένον όρθιον, σκεπτικόν, θεωρούντα
+ανήσυχον το πέλαγος.
+
+ — Να πάμε εις την εκκλησίαν, τέκνον μου! Εννοήσας δε την ταραχήν του
+κυρ-Δημάκη, προσέθηκε πραΰνων αυτόν.
+
+ — Θαρθούν αύριον βάρκες! θαρθούν! Και παραλαβών αυτόν εισήγαγεν εις τον
+ναόν, μικρόν, φωτισμένον, στολισμένον, πανηγυρίζοντα.
+
+Ησπάσθη ο κυρ-Δημάκης την «Γέννησιν» ανακειμένην εν μέσω κλαδίσκων
+φασκομηλέας επί χρυσοϋφάντου ποδιάς, επί γλυπτού παλαιού εικονοστασίου·
+και κατέλαβε στασίδιόν τι.
+
+Οι δύο μαθηταί του γέροντος έψαλλον τα καθίσματα δεξιά και αριστερά:
+
+«Δεύτε ίδωμεν πιστοί που εγεννήθη ο Χριστός». Πλην ο κυρ-Δημάκης εις
+μάτην προσεπάθησε να θελχθή, να κατανυγή. Ο νους του όλος πεπωρωμένος,
+αναίσθητος, ήτο εις Σκόπελον, εις τα δέκατα.
+
+Εψάλη ο «πολυέλαιος», τα «αντίφωνα», και ήρχισεν ο μελωδικώτατος
+«Κανών».
+
+Και ενώ κατόπιν ο δεξιός μοναχός έψαλλε την Καταβασίαν «Μυστήριον
+ξένον», προχωρεί σιγά-σιγά ο κυρ-Δημάκης προς αυτόν κ' ερωτά:
+
+ — Το πρωί θα έλθη η βάρκα, ή το βράδυ;
+
+Ο μοναχός, προσηλωμένος εις το θείον μέλος, δεν ήκουσε. Τότε ο κυρ-
+Δημάκης, με την χλαίναν του και τα βαρέα καλογηρικά υποδήματα,
+μεταβαίνει προς τον αριστερόν ψάλτην, κ' επαναλαμβάνει την αυτήν
+κλαυθμηράν ερώτησιν. Αλλά και ούτος, παραλαβών ήδη την Καταβασίαν του
+Ιαμβικού κανόνος «Στέργειν μεν ημάς» ουδ' ήκουσε καν την ιερόσυλον
+διακοπήν.
+
+Ούτως απελπισθείς ο κυρ-Δημάκης εξήλθεν εις την αυλήν. Εις τας Σποράδας
+κύκλω έλαμπον αι πυραί των αγραυλούντων ποιμένων. Το πέλαγος ήτο ήσυχον.
+Μόνον περί το Πήλιον ο ορίζων ήτο κατάμαυρος, πίσσα. Και αφού επί ώραν
+εθεώρει, αλλόφρων, άλλοτε τον ουρανόν, και άλλοτε την θάλασσαν, εισήλθε
+πάλιν εις τον ναΐσκον, ένθα είχεν αρχίσει η ιερά λειτουργία.
+
+Κατ' ευθείαν προχωρεί προς το άγιον βήμα και προκύπτει προς τα ένδον,
+ίνα ερωτήση τον Γέροντα περί της λέμβου. Αλλ' ιδών αυτόν εν μέσω νεφέλης
+θυμιάματος, πολιόν, ολόχρυσον, αιγλήεντα ως φεγγοβολούσαν λαμπάδα,
+κύπτοντα ενώπιον της Αγίας Τραπέζης, κατεπλάγη τόσον υπό ξένου, μυστικού
+φόβου, ώστε δεν τόλμησε να ομιλήση, κ' εισέδυσεν ο ασεβής εις το
+στασίδιόν του, μαύρος Σατανάς, αρχοντικόν δαιμόνιον, παραπλανηθείς εις
+την επέραστον και κρυφήν εκείνην γωνίαν του Παραδείσου, κ' εστέναζε κατά
+διαλείμματα, διακόπτων την θείαν μυσταγωγίαν:
+
+ — Αχ! τι μου έκαμες, καπετάν-Παρμάκη!
+
+Τέλος, την αυγήν, έληξεν η θεία λειτουργία και παρετέθη εν τω κελλίω του
+Γέροντος, ενώπιον του Εσταυρωμένου, η πανηγυρική Τράπεζα, ευωδιάζουσα
+μύρα ασκήσεως και απράγμονος βίου.
+
+Ο κυρ-Δημάκης χωρίς όρεξιν έλαβε μικράν τροφήν, ενδομύχως θρηνών, διότι
+ηδυνάτει να πληρώση την λαίμαργον άλλην επιθυμίαν του, και μόλις
+εξημέρωσε καλά, κατήλθεν εις την ακτήν πικρώς βασανιζόμενος.
+
+Ο μαΐστρος είχεν επαναρχίσει. Βροχή χιονώδης εσχηματίσθη περί την
+Ζαγοράν, ήτις προβαίνουσα ως πυκνός μελανόφαιος καπνός κατεκάλυψε την
+Σκίαθον εν τω χιονοστροβίλω. Αι νιφάδες έφθανον ψυχραί, παγωμέναι, εις
+το στυγνόν πρόσωπον του δεκατιστού, τον οποίον εις μάτην εκάλει ο
+ερημίτης να μη ανησυχή.
+
+Η χιονώδης λαίλαψ, εκ δυσμών προβαίνουσα προς ανατολάς, κατεκάλυψε νυν
+το πέλαγος και την ξηρόνησον αυτήν, ως με άχνην αναβράζοντος ατμού. Ήδη
+εξηφανίζετο και η Σκόπελος, μόλις διακρινομένη ως όπισθεν αραχνοϋφούς
+πέπλου.
+
+Ο καιρός ήτο «εις τον μάστορη» κατά την κοινήν έκφρασιν.
+
+Μέχρι της μεσημβρίας η χιών είχε λευκάνει την νησίδα, ήτις ωμοίαζε προς
+χιονισμένην όρνιθα, κατακαθήσασαν εν μέσω του πελάγους.
+
+Ο κυρ-Δημάκης ουδέν δυνάμενος να διακρίνη πλέον εις το πέλαγος,
+επανήλθεν εις το ασκητήριον, φέρων επάνω του λεπτόν επίστρωμα χιόνος ως
+αλευρωμένος γάτος.
+
+Εκ της απελπισίας του ουδέ ωμίλει.
+
+ — Σου είπα, κατά τον καιρό!
+
+Εδικαιολογείτο ο μοναχός.
+
+***
+
+Εξημέρωσε τέλος η κυριακή, η ημέρα της δημοπρασίας, λευκή, χιονισμένη.
+
+Του ουρανού αιθριάσαντος, αι Σποράδες εφαίνοντο ως τεράστια κήτη
+αναδύσαντα εκ του βυθού, με παλλεύκους χλαίνας.
+
+ — Ας τα πάρουν κι' άλλοι, γέροντά μου, να ιδούν την γλύκα!
+
+Επανελάμβανε τότε ο κυρ-Δημάκης, απολέσας πλέον πάσαν ελπίδα μεταβάσεως
+εις Σκόπελον, και αυτοπαρηγορούμενος.
+
+ — Ναι! Ναι! Επεδοκίμαζεν ο ερημίτης. Τώρα είπες καλά, τέκνον μου.
+
+***
+
+Μετά τρεις ημέρας, βράδυ-βράδυ, σουρούπωμα, ο γέρω Σταυρής ο καφεπώλης
+εκάθητο προ της θύρας του καφενείου του, βιαίως ροφών τον αέρα ως
+άνθρωπος πάντοτε κρυωμένος, ότε αλιάς μικρά προσωρμίζετο εις την
+αποβάθραν έμπροσθεν του καφενείου του. Όγκος μέλας ως καθεύδουσα
+προβατίνα εξεδιπλώθη τότε, κ' εξήλθεν εις την ξηράν άνθρωπος υψηλός,
+μαύρος, πένθιμος, φέρων βαρείαν θεσσαλικήν χλαίναν, περικνημίδας και
+υποδήματα καλογηρικά. Το επίμηκες πρόσωπόν του ωμοίαζε προς πρόσωπον
+αμνάδος, αλλ' υπό τας πυκνάς οφρύς ουδέ ίχνος οφθαλμού διεφαίνετο πλέον.
+
+Ο Σταυρής ο καφεπώλης μαθών τα καθέκαστα παρά του καπετάν-Παρμάκη, προ
+μιας ημέρας επανελθόντος εκ Σκοπέλου, αναγνωρίσας τον κυρ-Δημάκην,
+αναφωνεί με την σκωπτικήν φωνήν του κ' εισπνέων θορυβωδώς τον αέρα:
+
+ — Καλώς ώρισες, κυρ-Δημάκη! Καλά ήτανε τ' ακρογιαλά;
+
+Ο φοβερός δεκατιστής, χωρίς ν' απαντήση ετάχυνε το βήμα του,
+συντετριμμένος, οικτρός.
+
+Και έως ου φθάση εις την οικίαν της χήρας Αχτίτσας, ακούει μουσικήν,
+βιολιά και λαγούτα, άσματα, φωνάς, θόρυβον, γέλωτας. Δύο ημέρας ο
+καπετάν Παρμάκης, ο νέος ενοικιαστής, επανελθών εκ Σκοπέλου, αφού
+κατεκυρώθησαν πλέον επ' ονόματί του τα δέκατα του ελαιοκάρπου, ουδενός
+άλλου πλειοδοτήσαντος, διεσκέδαζεν άδων και χορεύων, συμπαρασύρων όλον
+το χωρίον εις την χαράν, όπερ είχε θεωρήσει αυτόν ελευθερωτήν από του
+επαχθούς δεκατιστού. Χήραι τινες, αι τοσάκις δεκατισθείσαι, ανακαλύψασαι
+το μέτρον του κυρ-Δημάκη το κίβδηλον, δι' ου ο λαίμαργος δέκατιστής
+υπέκλεπτε δέκα δράμια περιπλέον εις τας πέντε οκάδας, παρέδωσαν εις τον
+Γιωργήν της Θασίτσας, όστις συντρίψας, εκρότει αυτό ως αποτυχούσαν
+κάλπην, θορυβών και αλαλάζων εις τας γειτονίας:
+
+ — Και δήμαρχος, καπετάν-Παρμάκη!
+
+Την στιγμήν εκείνην, μαθόντες οι ευθυμούντες παρά του καφεπώλου περί της
+επανόδου του κυρ Δημάκη, έσπευσαν να τον χαιρετίσωσι. Κ' ενώ εκείνος
+εισήρχετο σπεύδων να κλεισθή εις την οικίαν, ο καπετάν-Παρμάκης ηκούσθη
+με φωνήν βραχνήν σβυσμένην από του γαλακτώδους ποτού.
+
+ — Καλά ήταν τ' ακρογιαλά, κυρ Δημάκη;
+
+Όλ' αυτά τα είχε σκεφθή ο κυρ-Δημάκης κατά τον πλουν της επανόδου του,
+πλην εγνώριζεν ότι δεν θα διαρκέσωσι πολύ. Τον ανησύχει μόνον η
+υπόσχεσις ην είχε δώσει να στεφανωθή την κόρην της γραίας Αχτίτσας, ήτις
+διά των ιταμών συγγενών της πολύ θα ηνώχλει αυτόν.
+
+Και ο κυρ-Δημάκης δεν ήτο εις θέσιν να σχηματίση οικογένειαν, ως έλεγε,
+φοβούμενος τα άγνωστον μέλλον. Ήδη είχε ρητώς υποσχεθή, διότι ένεκα της
+εξαιρετικής εσοδείας θα εκέρδιζε πλέον των δεκαπέντε χιλιάδων δραχμών
+κατά τους αλανθάστους υπολογισμούς του, αίτινες τώρα θα εισήρχοντο εις
+το βαλάντιον του καπετάν Παρμάκη, όστις εφάπαξ γλυκανθείς δεν θα παρήτει
+πλέον τα δέκατα, θ' ανεκάλυπτε δ' επί τέλους και το μυστήριον του
+υπολογισμού εκάστης ευφορίας, έχων τας σημειώσεις μιας ενοικιάσεως, κ'
+ενθυμούμενος ασφαλώς τας θέσεις των ελαιώνων και το παραχθέν εξ εκάστης
+ποσόν.
+
+ — Είνε και το μάτι, έλεγε πολλάκις προς τον κυρ-Βαρσαμόν τον παντοπώλην
+ο πρώην πλοίαρχος, αλλά το παν είνε τόλμη, όσο να τα πάρη κανείς μια
+φορά.
+
+Ούτως ο κυρ-Δημάκης δεν θα ηδύνατο πλέον να ζήση εν τη νήσω, χωρίς να
+είνε δεκατιστής.
+
+Τας πρώτας ημέρας εσχεδίασε να ζητήση την ακύρωσιν της δημοπρασίας, υπό
+τοιαύτας περιστάσεις τελεσθείσης, αλλ' εβεβαιώθη παρά των αρχών της
+νήσου, ότι ουδέν θα κατώρθου. Αυτός ο αλιεύς κατέθετεν ότι τρις ο
+καπετάν-Παρμάκης τον εκάλεσεν εν τη ερημονήσω ν' απέλθωσιν, αλλ' ούτος
+ηρνείτο, επιμένων ν' αλιεύη όστρεα, και ότι επειδή εκ του χειμώνος ήτο
+κίνδυνος να συντριβή η λέμβος, ο πλοίαρχος ηναγκάσθη ν' αποπλεύση και
+σωθώσι.
+
+Τελευταίον είχε τας ελπίδας του εις τον ειρηνοδίκην, αλλά και ούτος,
+μαθών κ' ερευνήσας το συμβάν, απήντησεν εκ του βάθους της μηλωτής του:
+
+ — Κ' εγώ ο ίδιος 'ς το δικαστήριο, κυρ-Δημάκη θα σου πω: Καλά ήτανα τ'
+ακρογιαλά;
+
+Έκτοτε δεν εφάνη πλέον εν τη νήσω ο κυρ-Δημάκης, ο φοβερός δεκατιστής,
+ουδέ ηκούσθη τι περί αυτού. Απήλθεν ως ήλθε.
+
+Διά τούτο ο δημογραμματεύς με την πέννα πάντοτε εις χείρας μαθών ότι οι
+συγγενείς της γραίας Αχτίτσας εις μάτην τον ανεζήτουν έχοντες έτοιμον
+τον ιερέα να τον στεφανώσωσι μίαν νύκτα, ανέκραξε:
+
+ — Λάδι πάλιν ο κυρ-Δημάκης!
+
+Παρήλθον έτη και ουδείς ήκουσε περί αυτού, όστις εν ταις ημέραις της
+διαμονής του εν τη ειρηνική νήσω είχεν επαναφέρει εις τον κόσμον τον
+τύπον τον αλησμόνητον του Τελώνου της Γραφής.
+
+Μόνον οι διερχόμενοι ενίοτε από την οικίαν της γραίας Αχτίτσας,
+αποθανούσης μετά τινας μήνας εκ της λύπης της, διότι δεν ηδύνατο να
+βλέπη ανύπανδρον την μοναχοκόρην της, ήκουον πένθιμον φωνήν
+μαυροφορούσης κόρης, ήτις ετραγώδει ως να εμοιρολόγει κάτω εις την
+σκοτίαν και τας αράχνας του κατωγείου.
+
+ _Νύσταξ' η Πανίτσα
+ και πάει να κοιμηθεί
+ κ' η μάννα τσ' δεν το ξέρει
+ πως δε θα σηκωθή . . . _
+
+ — Το τραγούδι του δεκατιστή!
+
+Έλεγον οι διαβάται, συμπονούντες την ούτω σκληρώς δεκατισθείσαν εις τας
+ελπίδας της ωραίαν κόρην με την μαύρην ελήτσα εις την παρειάν, ήτις
+παθούσα υπό μελαγχολίας, δεν επέζησε πολύ.
+
+
+
+
+ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ
+(1896)
+
+
+
+Είχε μήνα σχεδόν _πίσω_ εις τα προς δυσμάς της νήσου πευκόφυτα
+_Κατάμερα_, ο γέρω-Μπαρέκος. Καιρός που γεννούν τα πράματα,
+καταλαμβάνετε. Και θέλουν και αυτά το απάγκιο τους, την φωτιά τους, την
+περιποίησίν τους, τον άνθρωπόν τους. Σαν τους ανθρώπους και αυτά. Και
+όταν ένα πρωί, μετά ταύτα, κληθείς ως μάρτυς εις το ειρηνοδικείον,
+ηναγκάσθη να εισέλθη εις το χωρίον, έκαμνε τον σταυρόν του απάν'-
+πανωτού, βλέπων μίαν παράδοξον μεταβολήν εις αυτό, εις όλας σχεδόν τας
+οικίας, χαραγμένους επί των τοίχων μαύρους, κατάμαυρους σταυρούς,
+μεγάλους-μεγάλους.
+
+Αν ηυτύχει, ο ερημικός και ορεσίβιος γεροντάκος, να επισκεφθή την
+πρωτεύουσαν, θα εγνώριζε τον σκοπόν των μαύρων σταυρών, των ούτως επί
+των τοίχων χαρασσομένων, και δεν θα ευρίσκετο εις την θλιβεράν δι' αυτόν
+ανάγκην, να κάμνη τον σταυρόν του, πρωί-πρωί, αυτός ο οποίος, ως έλεγεν
+εις τον παπα-Μακάριον, απέφευγε να εκκλησιάζεται, μόνον και μόνον, ίνα
+μη, κάμνων τον σταυρόν του, θεωρηθή ως υποκριτής, αν και εβεβαίου μεθ'
+όρκου, την πολλήν του ευλάβειαν. Τις οίδε, ποίον πνεύμα, πνεύμα έξαλλον,
+αθηναϊκόν πνεύμα, συγγενές των επτά δαιμονίων, έπνευσε και μέχρι του
+γερω-πεύκου, υφ' ον κατεσκήνου ο χριστιανός, κ' εθεώρει, και αυτός,
+υποκρισίαν, να εκτελή, ουχί τα υπέρ άνθρωπον, δεν ήτο προς τοιαύτα ο
+ανθρωπάκος, αλλά τα νόμιμα κ' επιβεβλημένα εις τον αξιωθέντα του θείου
+βαπτίσματος.
+
+Και πού να ήξευρες, ανθρωπάκο μου, ότι οι μεγαλείτεροι υποκριταί είνε οι
+αποφεύγοντες δήθεν την υποκρισίαν . . .
+
+Προχωρών εντός της κωμοπόλεως, και βλέπων πάντοτε, εν μακρά μαύρη
+παρατάξει, τους επί των τοίχων σταυρούς, ήρχισε να κατασκευάζη διαφόρους
+συλλογισμούς. Είχε χαράξει καλά πλέον. Αλλ' οι άνθρωποι εκοιμώντο ακόμη
+και ήτο ησυχία σιωπηλή, ουδέ πνοή ανέμου ετάραττε τας σκέψεις του
+ποιμένος:
+
+ — Ο καινούργιος δήμαρχος, καθώς φαίνεται, είνε θεοφοβούμενος άνθρωπος,
+και θέλει, όλοι μας να γείνωμεν σαν αυτόν. — Κατά το Μαστρογιάννη και τα
+κοπέλια του. — Να ήξευρα έτσι, θα σούριχνα ένα άσπρο, μα τον Σταυρό!
+
+Κ' υψών είτα ένδον τον λογισμόν του, εκραύγασεν εν εαυτώ:
+
+ — Αρχή άντρα ρίχνει!
+
+Ήξευρε και ρητά, βλέπετε, και μετεμόρφωνεν αυτά με την πευκίσιαν γλώσσαν
+του πολύ σωστά. Καλλίτερα και από το πρωτότυπον, αν συγκρίνωμεν το
+παρηλλαγμένον ούτω ρητόν του ποιμένος προς την σύγχρονον πολιτικήν μας
+κατάστασιν. Πευκίσιο μυαλό — καταλαμβάνετε — όλο ευωδία και δροσιά . . .
+
+Όταν δε πάλιν έφθασεν επάνω εις το κεφαλοχώρι, σταθείς ανέκραξεν,
+έκπληκτος βλέπων το μαύρον θέαμα:
+
+ — Βρε κακό Σταυροί!
+
+ — Τα βλέπεις, παιδί μ' γέρω-Μπαρέκο, τι πάθαμε;
+
+Διέκοψε την έκπληξιν του ποιμένος γραία, γείτων εκεί, θρηνωδώς
+επιδεικνύουσα τον επί του τοίχου της οικίας της μαύρον σταυρόν.
+
+ — Τι πάθαμε, γρηά μ; Ο σταυρός είνε καλό πράμα, μαθές, φυλαχτό, μαθές.
+Πώς να σ' πω; Ο καινούργιος δήμαρχος έχει σκοπό να καθαρίση το χωριό,
+κι' άρχισεν από τα φαντάσματα. Όξ' από δω!
+
+ — Αχ, παιδί μ' γέρω-Μπαρέκο, επανέλαβεν η γραία γείτων. Πάθαμε τάπαθα.
+Δεν τάμαθες, μαθές;
+
+ — Πού να τα μάθω πίσω 'σ τα πράματα:
+
+ — Πάει το σπιτάκι μου, παιδί μ' γέρω-Μπαρέκο. Το παίρνει ο δρόμος. Τ'
+ακούς αυτά, παιδί μ' γερω-Μπαρέκο; Τακούω, πες. Το παίρνει το σχέδιο. Τα
+ξέρεις αυτά του λόγου σου, που ζης μέσα 'ς τα πεύκα; 'Σ τον καθαρόν
+αέρα; Τα καταλαβαίνεις αυτά του λόγου σου με τα κατσικίσιο το μυαλό; Το
+παίρνει, λέει, το σχέδιο.
+
+Και ωλόλυζε:
+
+ — Μάθαμε τάμαθα, και πάθαμε τάπαθα, με τον καινούργιο τον δήμαρχο. Το
+παίρνει το σχέδιο το σπιτάκι μου!
+
+ — Ποιο σχέδιο, χριστιανή μ;
+
+ — Νά. Ακούς να σ' πω, παιδί μ' γέρω-Μπαρέκο, ακούς να σ' πω. Ο
+καινούργιος ο δήμαρχος, με τη δωδεκάδα, προσκάλεσεν απ' την Χαλκίδα τον
+κυρ-Μαχανικό με τη μαχανή.
+
+ — Α, την κυρά-Μαχανή, την μάγισσα! Καλά έκαμε, διέκοψεν ο ποιμήν.
+
+ — Όχι, χριστιανέ μ'. Ακούς να σ' πω. Τον κυρ-Μαχανικό.
+
+ — Α, τον κυρ Μαχανικό! επανέλαβεν ο γέρων μετά σοβαρότητος. Κατάλαβα!
+
+ — Ναι, εξηκολούθησεν η γραία, Τον κυρ-Μαχανικό, απ' λες, για να φκιάση,
+λέει, το χωριό. Και θα το χαλάση, λέει, παιδί μ' γερω-Μπαρέκο.
+
+Ο γέρω-Μπαρέκος ετίναξε την τραγόκαπα, υψώσας τους ώμους του και τείνας
+τας χείρας ένδον, ως εάν ήθελε να σφάξη αιγίδιον, και έκαμεν άλλην μίαν
+φοράν τον Σταυρόν του, μεγάλον-μεγάλον τώρα, ως ει ευρίσκετο ενώπιον του
+παπά-Διονυσίου, του γέροντα, έως εδάφους.
+
+ — Θ' ανοίξουν δρόμους, εξηκολούθησεν η γραία, θα φκιάσουν πλατέαις, θα
+στρώσουν καλτερίμια ίσια, θα φκιάσουν βρύσαις. Θα φυτέψουν δέντρα, θα
+φέρουν το νερό από δύο ώραις δρόμο, θα φκιάσουν κήπους για το σιεργιάνι.
+Θα φκιάσουν . . . λαγούς με πετραχείλια! . . .
+
+ — Και θα χαλάσουν λοιπόν το χωριό πρώτα, για να φκιάσουν όλα αυτά;
+Γιατί, αν είνε καθώς λες, όλα τα σπίτια έχουν σταυρούς.
+
+ — Είνε για χάλασμα, παιδί μου, γέρω-Μπαρέκο.
+
+ — Βέβαια, επεδοκίμασεν ήδη ο ποιμήν, ξηροβήξας. Εάν δεν χαλάση ένα
+πράμα, δεν φκιάνεται. Καλά τους είπανε χαλασοχώρηδες.
+
+ — Πάει το σπιτάκι μου! Πάει το σπιτάκι μου, παιδί μ' γέρω-Μπαρέκο.
+Κύττα ένα σταυρό μεγάλο που του κάμανε; Σήμερα θ' αρχίσουν να χαλνάνε.
+Είδα εγώ ψες βράδυ τους λοστούς και τα τσαπιά, απ' έξω από την δημαρχία.
+Το παίρνει ο δρόμος το σπιτάκι μου, και θα μ' αφήσουν 'στον δρόμο, απ'
+λες, παιδί μ' γέρω-Μπαρέκο.
+
+Και ήρχισε να τραβά τα μαλλιά της η γραία, ολολύζουσα:
+
+ — Ποιος Θεός να μ' ακούση και ποιος κριτής να με κρίνη! Αφότου έγραψαν
+τον σταυρόν επί του τοίχου του οικίσκου της, δύο ημέρας τώρα, έμεινεν
+άγρυπνος, εξομολογουμένη εις τους διαβάτας τον πόνον της και ζητούσα
+παρηγορίαν η γραία.
+
+ — Τι να σ' πω κ' εγώ χριστιανή μ! Εγώ ήμουνα πίσω 'ς τα πράματα.
+Γεννήσανε καλά φέτος. Δόξα σοι ο Θεός! Τάχω όλα μια χαρά. Μα τώρα πρωί-
+πρωί, μ' αυτά που ακούω, και μ' αυτά που βλέπω, μώρχεται να κάμω τον
+σταυρό μου. Λες να σταυρώσουν και τα πεύκα, κακομοίρα; Γιατί είδα
+σήμερα, που ερχόμουνα, τρεις σταυρωτήδες, με τους μπαλτάδες, που
+τραβούσαν για Πίσω.
+
+Και αίφνης, ρίψας τα μικρούτσικα ματάκια του ο γέρων ποιμήν, επί του
+εγγύς ηρειπωμένου οίκου, αληθούς μεγάρου, σειομένου, θαρρείς, εις την
+πνοήν του ανέμου και απειλούντος να κρημνισθή και να κρημνίση γύρω-γύρω
+πολλά σπιτάκια, τα οποία εν τρόμω έπτησσον περί τα κράσπεδά του ως γαλιά
+περί μαδημένην γαλοπούλαν, και παρατηρήσας καλώς ότι δεν έφερε σταυρόν,
+ανέκραξε, διαμαρτυρόμενος, ως παραμυθών την απαραμύθητον γραίαν:
+
+ — Δεν κάνανε, μπάρεμ, κ' εδώ ένα σταυρό, σ' αυτό το στοιχειό, να φύγουν
+τα στοιχειά, που χορεύουν κάθε βράδυ και τρομάζει ο κόσμος να περάση την
+νύχτα; Δεν είδανε κοτζάμ στοιχειό ενώ, μόν' είδανε την τρύπα την δική
+σου;
+
+ — Σ' το ρημαδιακό σ' να κάμουν σταυρό, θεοκατάρατε!
+
+Απήντησε τότε τραχεία και φοβερά φωνή γραίας άλλης, σωρευμένης ως
+σακκίου επί της σαλευομένης του μαύρου οίκου αυλαίας, υψηλής και μεγάλης
+ως παλατίου, ήτις σεισθείσα επί των σιδηρών στροφίγγων της, έτριξε
+γοερώς, ως να έκλαιε πνιγόμενος.
+
+Ο γέρων μη διακρίνας τον σωρόν εκείνον της γραίας, έστρεψεν επάνω την
+κεφαλήν, προς τα έρημα και ανοικτά παράθυρα του πρώτου πατώματος, από
+του οποίου επίστευσεν ότι κατήλθεν η απειλή εκείνη η φοβερά, δαιμονίου
+απειλή, στοιχειωμένου εκεί από αιώνων.
+
+Συνεμάζευσε την κάπαν του, εκάλυψε την κεφαλήν του με την κουκούλαν και
+απεμακρύνθη, χωρίς ουδέ τον σταυρόν του να κάμη από τον φόβον του.
+
+ — Θεοκατάρατε!
+
+Ανεφώνησεν ακόμη μίαν φοράν η γραία, η σορός, απειλητικώτερον.
+
+Και ο γέρω-Μπαρέκος, αφού απεμακρύνθη έμφοβος, ετάχυνε κατόπιν το βήμα
+και έγεινεν άφαντος. Διηγείτο δε μετ' ολίγον εις το γύφτικον, όπου
+μετέβη να διορθώση μίαν τσάπαν, ότι ησθάνθη εις την ράχιν του βαρύν
+κτύπον λίθου, εκσφενδονισθέντος κατ' αυτού από του υψηλοτέρου παραθύρου
+της στοιχειωμένης οικίας:
+
+ — 'Σπολλάετη που είχα την κάπα, μωρέ γύφτο, αλλέως άσχημα την είχα,
+μέρα-μεσημέρι.
+
+***
+
+Ο καπετάν-Τσούρμας ο Παπαργυρός ήτο υπερήφανος και εις άκρον φιλόδοξος.
+Αποκτήσας δύο παμμέγιστα ιστιοφόρα, ταξειδεύοντα εις τον ωκεανόν,
+έγεινεν ο πρώτος μεταξύ των πλοιάρχων. Μη γνωρίζων δε πώς να δαπανά το
+αργύριον, το οποίον, ως λέγουν, με της κόφαις κουβαλούσαν οι ναύται εις
+τον οίκον του, εις κάθε ταξείδι, όλο και δίστυλα κολωνάτα, διά τον
+οποίον αμύθητον πλούτον του και ωνομάσθη Παπαργυρός, όταν μια χρονιά,
+αγαθοί τέκτονες, τηνιακοί, μετακληθέντες, έκτισαν την μητρόπολιν,
+απεφάσισε να οικοδομήση και αυτός οικίαν, η οποία να διακρίνεται εν όλω
+τω χωρίω, ως διακρίνεται ο τρούλος ναού βυζαντινού.
+
+Τω όντι, επάνω εις την ωραιοτέραν του λιμένος θέσιν, επάνω εις το
+υψηλότερον του χωρίου μέρος, επάνω εις ένα βράχον λευκόν, λευκότερον από
+το κύμα, το οποίον τον έλουεν ημέραν και νύκτα, οι τηνιακοί τέκτονες
+έκτισαν πάλλευκον καλόν μέγαρον, ως εξαφρισθέν εκεί υπό νηρηίδων από του
+βυθού, με δύο ορόφους, με ογκώδη και υψηλήν πύλην, με μεγάλα παράθυρα,
+με μαρμάρινον πάγκαλον εξώστην, όπου καθήμενος ο καπετάν-Τσούρμας ο
+Παπαργυρός εκάπνιζε τα τσιμπούκι του κ' εκαμάρωνε, δίπλα του αραγμένας,
+της δύο σκούναις του, ότε κατέπλεον, περνώσαι μόνον και μόνον ίνα τον
+χαιρετίσουν και τας χαιρετίση, επειδή δεν εταξείδευε πλέον, παραδώσας
+την κυβέρνησίν των εις τον μονογενή αυτού υιόν. Αν ήθελεν, από εκεί όπου
+εκάθητο, κ' ήγγιζον αι κεραίαι των εις τα μαρμάρινα κράσπεδα του
+εξώστου, αν ήθελε, τας εθώπευε τας δύο σκούνας του, ως θωπεύει κανείς
+εύμορφον γαλήν παρά τα γόνατά του. Αν ήθελε, τας εφίλει εις το χρυσωμένο
+κορζέτο, ως φιλεί κανείς εις τα λευκόν μέτωπον πάγκαλον κόρην του.
+
+Και συνήθισε κ' εκάθητο εις τον μαρμάρινον εξώστην από 'πάνω από το
+κύμα, σαν γλάρος του Αιγαίου, με το λευκόν του εσώβρακον, και ότε δεν
+υπήρχον εκεί πλέον τα δύο πλοία του, ταξειδεύοντα. Εκάθητο, καπνίζων
+πάντοτε το τσιμπούκι του, με τον μέγαν κόμβον τον ηλέκτρινον, κ'
+ερρέμβαζε, προς το ευρύ πέλαγος θεωρών, όπου η φαντασία του απεικόνιζε
+τα δύο ιστιοφόρα, τα οποία τάχα μακρά, μαύρα, με άσπρο μπούρδο, με
+υψηλόν και κομψόν εξαρτισμόν, με χρυσά κορζέτα, λάμποντα εις τον ήλιον,
+μ' εξανεμιζομένην την πλατείαν και μακράν σημαίαν, έκαμνον βόλταις, έξω
+από τα νησιά, ζεύγος δελφίνων ολισθηρόν, συνωρίς τρυφερά τριτώνων. Ω!
+πόσον έλαμπεν από της ιμερτής χαράς το πολιόν πρόσωπον του πρεσβύτου, ως
+λάμπει το πρόσωπον πατρός, προπέμποντος εις τον ωκεανόν του Κόσμου το
+τέκνον του, του οποίου προ μικρού ησπάσθη της χαράς τα στέφανα. Και
+ανέπτυσσεν αίφνης, υψηλά κρατών, το λευκόν του μανδήλιον κ' εκίνει αυτά
+εις σημείον χαιρετισμού, χαιρετίζων το ευρύ κενόν του πόντου, ενώ
+αδαμάντινα δύο δάκρυα εκύλιον γλυκά-γλυκά επί των παρειών του, ως
+σταγόνες δρόσου, δάκρυα χαράς, ευγνωμοσύνη προς την καλήν τύχην. Ενίοτε
+τα ινδάλματα αυτά τα κενά της φαντασίας του τόσον ζωηρώς παρίσταντο
+ενώπιον των οφθαλμών του, ώστ' αίφνης, εγειρόμενος από του ξυλίνου
+καθίσματος εκίνει το επίμηκες τσιμπούκι του, με τον μέγαν ηλέκτρινον
+κόμβον, απαστράπτοντα κιτρίνους αστραπάς, επιτάσσων, παρακελεύων
+καθοδηγών προς ευθυποΐαν τον πηδαλιούχον, παροτρύνων τους ναύτας,
+επαινών τον υιόν του, τον ευτυχή κυβερνήτην, παραινών.
+
+Και ύψου την φωνήν, κ' έτεινε τον λαιμόν, και προέτεινε το στήθος,
+ατενώς βλέπων προς το έρημον πέλαγος, και διώρθου τα ιστία, και
+μετέστρεφε το πηδάλιον, κ' εχαλάρου τα σχοινία, και έτεινεν άλλα,
+στερεών τα υψηλότερα πανία άτινα, ως μετέωρα, μετά δεινού πατάγου
+εκτυπούσαν, ως πτέρυγες ορνέων παμμέγισται, του εφαίνοντο. Χωρίς να
+υπάρχουν ενώπιόν του ούτε πλοία, ούτε ιστία, αλλά μόνον η θάλασσα
+γαλανή, ευρεία, σιωπηλή, ως μυστηρίου εικών.
+
+Και όταν, διά των παρακελεύσεών του τούτων, διωρθούντο δήθεν τα μικρά
+σφάλματα του κυβερνήτου, κ' επανήρχετο το πλοίον εις την ευθυπλοΐαν,
+εφιππεύον τα θορυβώδη κύματα, υπερήφανος πτερωτός ίππος, ηγάλλετο τότε
+κι' ηυφραίνετο προς της χαράς του αυτής τα φαντάσματα ο λευκός γέρων, κ'
+εξεδήλου την χαράν του αυτήν τότε, αναπαυόμενος επί της ευρείας
+πολυθρόνας του ως νικητής μετά την ναυμαχίαν, γαλήνιος, εύθυμος,
+εκπέμπων μεγάλας και πυκνάς τολύπας ευώδους καπνού από το μακρόν του
+τσιμπούκι, εξατμίζων την πλημμυρούσαν τα ναυτικά στήθη του χαράν.
+
+Αχ! Πόσον δεν μας ευφραίνουν όλους, πόσον δεν μας καθηδύνουν όλους, της
+χαράς μας αυτά τα φαντάσματα, της ψυχής μας οι παλαιοί αυτοί πόθοι, όταν
+εις την δύσιν του βίου μας εμφανίζωνται, ως όταν είμεθα νέοι, εις τον
+καιρόν μας, πλήρεις ζωής και ακμής, ότε πράγματι τους απηλαύσαμεν τους
+πόθους εκείνους τους γλυκείς, τους μακαρίους εκείνους πόθους, την χαράν
+εκείνην την άρρητον, ότε δεν ήσαν φαντάσματα, αλλά πραγματικαί,
+υπάρχουσαι, ζώσαι εικόνες, ότε, εν τω κυανώ ορίζοντι της ζωής ημών,
+μόνον η ανατολή εδείκνυτο, σβεννυμένης της δύσεως μέσα εις την άφθονον
+του μεσουρανήματος λάμψιν, ότε η ωραία σκούνα μας ήτο παρά το πλευρόν
+μας, με τα χρυσά της κορζέτα, και δεν είχεν αφαρπάση αυτήν ο άνεμος του
+αστάτου πελάγους, όστις, όταν πνεύση, τίποτε δεν αφίνει εις την θέσιν
+του . . .
+
+ — Επάγωσε το φαΐ!
+
+Διέκοπτεν ενίοτε τα όνειρα αυτά η σύζυγος, αγαθή και φιλόστοργος γυνή.
+
+Αλλ' ο καπετάν Τσούρμας ο Παπαργυρός δυσκόλως επείθετο να διακόψη την
+ωραίαν εκείνην σειράν των ινδαλμάτων του, εντρυφών, χορταίνων.
+
+Και όταν υπελόγιζεν ότι ο πλους έληξε, και ότι τα πλοία του θα ήσαν
+αραγμένα, αφηρείτο, θεωρών τότε από του υψηλού εξώστου τον σαπφείρινον
+κάτω υπό τους πόδας του πυθμένα, κ' ηγάλλετο, απαριθμών τας αγέλας των
+κεφάλων, οίτινες διήρχοντο πρωί-πρωί, την άνοιξιν, ως διά να χαιρετίσωσι
+τον πολιόν καπετάνιον, από την αυγήν δροσιζόμενον εκεί, εις τον καθαρόν
+της θαλάσσης αέρα, τον καπετάνιον, όστις τόσον ηγάπα το υγρόν των
+βασίλειον. Και ότε η σκιά της αρχοντικής κεφαλής του εσχηματίζετο επί
+της επιφανείας της ακυμάντου θαλάσσης, αι πέρκαι ίσταντο μετά φόβου
+όπισθεν των μελαψών φωλεών των, προσβλέπουσαι αυτήν μετά σεβασμού. Και
+μία χρύσοφρυς ωραία, παχεία χρύσοφρυς, αργυρά, σχεδόν τον είχεν ερωτευθή
+τον γέροντα και οσάκις, βοσκούσα, διήρχετο κάτωθεν του εξώστου, ίστατο
+κ' έρριπτε προς τον επάνω κόσμον το χρυσούν βλέμμα της να τον ίδη, τον
+ηγαπημένον της, εκεί, επί του εξώστου, ρίπτοντα σωρόν τα ψιχία εις τα
+προσφιλή του κοπάδια. Ένας δε κατακόκκινος ερυθρίνος, ο σατανάς των
+ιχθύων, αν είχε φωνήν, θα εξεφώνει καμμίαν πρωίαν:
+
+ — Έλα λοιπόν κάτω αφού τόσον μας αγαπάς!
+
+Με τόσον σατανικόν βλέμμα, τον έβλεπε τον γέροντα.
+
+Έως ου η τρυφερά αυτή αγάπη εις μανίαν μετετράπη. Ιδίως αφ' ότου,
+παρασυρθείς ο υιός του, τις οίδεν υπό τινων κακών συμβούλων, και είνε
+τόσοι κακοί σύμβουλοι παντού, κ' εν τη ξηρά κ' εν τη θαλάσση, ήρχισε ν'
+απειθή εις τον πατέρα του, ενεργών τα ταξείδια αυτοβούλως χωρίς να γράφη
+καν εις τον καπετάν-Τσούρμαν τον Παπαργυρόν, χωρίς να δίδη λογαριασμούς.
+
+ — Μην ακούς τι λέει ο κόσμος! ετόλμα να δικαιολογή τον υιόν η
+φιλόστοργος μήτηρ.
+
+ — Εγώ δεν ακούω τι λέει ο κόσμος, γυναίκα, παρετήρει τότε ο γέρων, εν
+απαθεία. Εγώ βλέπω τι λένε τα κατάστιχά μου.
+
+Και όντως τα λόγια του κόσμου ήσαν πολύ σύμφωνα με τα κατάστιχα του
+καπετάν Τσούρμα του Παπαργυρού, του οποίου τα όμματα, κατακόκκινα από τα
+δάκρυα, είχον τρία έτη να ίδουν τας δύο σκούνας του, τας οποίας ηγάπα
+πλειότερον του υιού του πλέον, ως θυγατέρας τρυφεράς, τας οποίας απήγαγε
+δόλιος εραστής.
+
+ — Ούτε γράμμα, ούτε απολογία, λογάτε! εθρήνει κρυφά η μήτηρ.
+
+Τα μάτια του γέροντος έκαμαν γυαλιά να κυττάζουν το πέλαγος· νύκτας δε
+κατά σειράν πολλάκις εξημέρωνεν επί του εξώστου νήστις, άγρυπνος,
+αναμένων. Προς παν λευκόν ιστίον εξαιφνιάζετο, ως κοιμώμενος λαγωός, και
+προς πάσαν λέμβον, παραπλέουσαν υπό τον εξώστην, απέστελλε την ερώτησιν
+άνωθεν, παρακλητικώς:
+
+ — Μην είδατε της σκούναις μου;
+
+***
+
+Είχε τρεις ημέρας να φάγη και τρεις ημέρας να κοιμηθή, σωστό τριήμερο.
+
+Η όψις του είχε παραλλάξει· το βλέμμα του είχε θολώσει, ως βλέμμα
+απολέσαντος τον ύπνον. Κανένα δεν ήθελε να ίδη, προς ουδένα ήθελε να
+ομιλήση. Η σύζυγός του, περίλυπος, εκάθητο ένδον, εν τη αιθούση, έχουσα
+ημίκλειστον την θύραν του εξώστου και προσέχουσα πάντοτε τον
+μελαγχολικόν σύζυγόν της.
+
+ — Τι κακό που μ' ηύρε! Τι μεγάλο κακό!
+
+Είχον παρέλθει τα μεσάνυχτα· προ μικρού ελάλησεν ο πετεινός. Αίφνης ο
+καπετάν Τσούρμας ο Παπαργυρός εγείρεται αγριωπός, υψηλός, μεγαλόσωμος,
+ανατείνει τον βραχίονά του επιτακτικώς, βαστάζοντα εβεσμένον το
+τσιμπούκιον, και αίρων τα όμματα φλογερά προς τον μελανόν πόντον,
+κραυγάζει στεντορείως:
+
+ — Μόλα μπουρίνα, μωρέ σκυλί!
+
+Ενόμιζες πως ήθελε να πετάξη όλος εις το κενόν, ναύαρχος να ορμήση
+εναέριος, και να κεραυνώση τον πολέμιον, τέρας ουράνιον, σείων τας δύο
+χείρας του ως δύο πτέρυγας, και διαγράφων κύκλους ατάκτους εν τω κενώ με
+το μακρόν τσιμπούκι του· ως το εκτόρειον δόρυ, επί του εξώστου.
+
+Η σύζυγος εξετινάχθη έντρομος εις τα κάθισμά της, κ' έβλεπεν από την
+ημίκλειστον θύραν τον καπετάν Τσούρμαν τον Παπαργυρόν, υψηλότερον παρ'
+ό,τι ήτο, φοβερόν, θηριώδη, τιτάνα. Το βλέμμα του φωτιαίς πετούσε.
+Θαρρείς και ήτο επί της αιπεινής πρύμνης της μεγάλης του σκούνας, εν ώρα
+εσχάτη θυέλλης και καταποντισμού.
+
+ — Μόλα μπουρίνα, τίρα μόλα!
+
+Επαναλαμβάνει πάλιν ο καπετάν Τσούρμας ο Παπαργυρός. Και δευτέραν φοράν,
+αγριώτερον τώρα, ο αντίλαλος της σθεναράς φωνής του αντήχησε, θρηνωδώς
+πλήττων την κατέναντι ξηρόνησον, προς ην έβλεπεν ο γέρων. Από τους
+λευκούς βράχους ο αντίλαλος πάραυτα εκτιναχθείς, ως κρότος τηλεβόλου,
+προσέκρουσε κάτω, προς τας προκυμαίας και τας οικίας της παραλίας και
+επανελήφθη, κάτω βαθειά, ως διά βραχνής σάλπιγγος δαίμονος, εν τη σιωπή
+της νυκτός:
+
+ — Μόλα μπουρίνα, τίρα μόλα!
+
+Ο καπετάν Τσούρμας ο Παπαργυρός εν τω υπερβάλλοντι πόθω του να επανίδη
+τα πλοία του, εφαντάσθη ότι αυτά κατέπλεον, πλην εξ αβλεψίας, είτε του
+υιού του, είτε του πηδαλιούχου, επίστευσεν ότι εκινδύνευον, εν ώ
+εισήρχοντο εις τον λιμένα, να προσαράξουν προς τον απότομον βράχον του
+Μπουρτζίου, όπου βεβαίως θα συνετρίβοντο και τα δύο — θλιβερόν θέαμα — κ'
+εν τη εξεγερθείση τότε φαντασία του, έβαλε την άνω κραυγήν, επιτάσσων να
+τα γυρίσουν, διά ν' αποφύγωσι την σύγκρουσιν.
+
+Τη επαύριον διεδόθη εις το χωρίον, το οποίον έντρομον εξήγειρεν η βραχνή
+του γέροντος φωνή, ότι ο καπετάν Τσούρμας ο Παπαργυρός «τα έχασε!»
+
+***
+
+Και η φήμη αύτη η θλιβερά, επηλήθευσε μετ' ολίγον.
+
+Διότι, κατά σύμπτωσιν φοβεράν, την αυτήν ημέραν ήλθεν η είδησις ότι αι
+δύο εύμορφοι σκούναι του καπετάν Τσούρμα του Παπαργυρού, εν ώ,
+φορτωμέναι, εκ της Αζοφικής, έπλεον ομού προς την Μεσόγειον,
+συνεκρούσθησαν, εν νυκτερινή θυέλλη, παρά το αόρατον στόμιον του
+Βοσπόρου, τα Καβάκια, η μία κατά της άλλης, σύγκρουσιν απάνθρωπον, κ'
+εβυθίσθησαν και αι δύο, εξαφανισθείσαι εις την άβυσσον του σκληρού
+πόντου, ως εξαφανίζεται άχρηστον χαρτίον. Περί του υιού του ουδείς
+εγίνετο λόγος.
+
+Ο καπετάν-Τσούρμας ο Παπαργυρός έπαυσε πλέον να βλέπη προς το πέλαγος,
+από του οποίου ουδέν ανέμενε. Παρήτησε την κόμην του μακράν, κατάλευκον,
+και τον πώγωνα βαμβακερόν, ως του αγίου Νικολάου. Η μορφή του, η ανθηρά,
+εσκυθρώπασε και παρήκμασεν. Οι ώμοι του εκυρτώθησαν· και ως εκάθητο, επί
+του εξώστου, με το τσιμπούκι του το ηλέκτρινον, ωμοίαζεν ερημίτην, εν
+μέσω καπνών νεφελωτών, θρηνούντα του ανθρωπίνου βίου το πρόσκαιρον.
+
+Η δε γραία μήτηρ, η σύζυγός του, παρεξενεύετο ότι εν τη μεγίστη αυτού
+θλίψει ουδέποτε ωμίλησεν ο γέρων περί του αγνοουμένου υιού, όστις, ίσως,
+άκλαυτος ούτως, έγεινε βορά των ιχθύων.
+
+Ενίοτε έτρωγε και ενίοτε εκοιμάτο ο γέρων. Αλλά δεν ωμίλει ποτέ, βλέπων
+ως πρόβατον. Και μόνην ευχαρίστησιν ησθάνετο να διανέμη συνεχώς τα ψιχία
+του άρτου εις τους λαιμάργους κεφάλους, οίτινες ηθροίζοντο, κοπάδια-
+κοπάδια, κάτω από τον εξώστην.
+
+Με τον καιρόν, εξασθενήσας, κιτρινίσας, ζαρώσας, ωμοίαζε ναυαγισμένον
+και ξεπαγιασμένον ναύτην.
+
+Παρήλθον έτη και ουδεμία είδησις περί του υιού έφθασεν ύστερον από την
+μόνην είδησιν όπου έφερεν ο καπετάν Σκινάς ότι τον είδε τον υιόν του
+γέροντος εις το χιώτικο καφενείον του Γαλατά φουμάροντα ναργιλέ με Χίους
+πλοιάρχους φίλους του.
+
+Μίαν νύκτα του Μαΐου μαλακήν και ασέληνον, εζήτησε το πυροφάνιον ο
+πρεσβύτης.
+
+ — Πού θα πας; ηρώτησεν η τεθλιμμένη σύζυγος.
+
+ — Τώρα θα ιδής.
+
+Είπεν ο καπετάν-Τσούρμας ο Παπαργυρός, κ' εστερέωσεν αυτό αναμμένον επί
+των σιδηρών δρυφάκτων του εξώστου. Πάραυτα έλαμψεν ο πυθμήν κάτω και
+πέραν η εγγύς ακτή της ξηρονήσου, ης οι βράχοι μετεκινούντο, θαρρείς,
+εδώ κ' εκεί, ως φώκαι χορεύουσαι. Ήστραπτε και εγυάλιζεν η ομαλή της
+θαλάσσης επιφάνεια ως καθρέπτης. Και ανάψας ο γέρων το τσιμπούκι του και
+λαβών ψιχία ήρχισε να μοιράζη κάτω εις τους ιχθύς. Αλλ' οι ιχθύες
+εκοιμώντο. Η δε λάμψις του πυρσού εις μάτην ανεμόχλευε κάτω τον
+σκοτεινόν πυθμένα. Έβλεπε μόνον ο πρεσβύτης τα σαπφείρινα θαλάμια των
+μουγκρίων, και τας μόλις διακρινομένας φωλεάς του οκτάποδος. Αλλ' αίφνης
+το κατηφές πρόσωπόν του εστολίσθη μ' έν μειδίαμα γλυκύ και τρυφερόν ως
+στολίζεται η δύσις μ' έν χρυσούν συννεφάκι ως βέλο παρθενικής κόρης.
+
+Κινεί τα χείλη του ο λευκός γέρων θέλει να παραστήση της χαράς του το
+φάντασμα τούτο, πλην η φωνή του πιάνεται βαθειά εις τον λάρυγγα. Κύπτει
+προς τα έξω, στηρίζων το στήθος επί του σιδηρού δρυφάκτου, και βλέπει
+κάτω προς το βάθος του πυθμένος, έξαλλος, αγαλλόμενος. Ο πυθμήν
+κατηυγάζετο φαεινώς από της αφθόνου λάμψεως του αναμμένου πυρσού. Και
+μένει εν τη θέσει εκείνη ο γέρων, ακίνητος, αμίλητος, λάμπων από χαράν
+κρυφήν, βλέπων μετά πάθους κάτω, ως ει ήθελε να ροφήση σχεδόν το
+ανέκφραστον θέαμα. Η ηδονή της ψυχής του εκχύνεται όλη επί του πολιού
+του προσώπου, εφ' ου χαρμόσυνος προσπίπτει του πυροφανίου η φωτοβολή.
+Κινεί ολονέν τα χείλη του, μειδιά ηδέως, απολαυστικώς μειδιά, και τέλος
+μέσα εις το μειδίαμά του ψιθυρίζει με τόνον υπερβαλλούσης απόλαύσεως, ως
+να ευρίσκετο εν τω παραδείσω, λέξεις δύο ασυναρτήτους, λέξεις μυστικάς,
+πνιγομένας μέσα εις την ηδονήν και την χαράν. Κ' εντρυφά εις την
+χαρμόσυνον αυτήν φαντασίαν, σιωπών, ευφραινόμενος και τείνει να έλθη
+εγγύτερον προς το περιπόθητον και μυστικόν ίνδαλμά του, και προτείνει το
+πρεσβυτικόν στήθος του προς τα έξω, ακόμη περισσότερον, επιποθών, αν ήτο
+δυνατόν να μεγαλοποιήση τας χείρας του, όχι, να μεταμορφωθή εξαϋλούμενος
+εις ευώδη πνοήν αρωμάτων, και να φθάση, να περιβάλη, ως περιβάλλει ο
+ιερός λίβανος την αγίαν Τράπεζαν, το γλυκύ της χαράς του φάντασμα, το
+οποίον εκαμάρωνεν εις τον λαμπρόν πυθμένα κάτω, με τας απείρους του
+σαπφείου αποχρώσεις, απαλόν, θελκτικόν και πάγκαλον ως εξόπισθεν
+υελοφράκτου παραπετάσματος, ψυχή αγίου, επιστρέφουσα εις τον κόσμον.
+Τέλος κατορθώνει να κράξη:
+
+ — Η σκούναις μου, μωρέ γυναίκα! η σκούναις μου!
+
+Αλλ' εν τη τάσει εκείνη της κάμψεως του σώματός του, απεσπάσθη το
+σιδηρούν δρύφακτον του μαρμαρίνου εξώστου, όπερ καταπεσόν, παρέσυρε προς
+την θάλασσαν και τον καπετάν-Τσούρμαν τον Παπαργυρόν μετά δεινού των
+υδάτων πλαταγισμού.
+
+Η σύζυγος, ήτις παρεφύλαττεν ήδη εν τη αιθούση, είχε καταληφθή υπό του
+ύπνου, τόσας νύκτας πλέον αγρυπνούσα και πονούσα, αλλά προς την φωνήν
+του πρεσβύτου «η σκούναις μου» εξηγέρθη έντρομος και ονειρευομένη, ίσως,
+τον αγνοούμενον υιόν της, εξήλθεν εις τον εξώστην, ψιθυρίζουσα, ως
+ημικοιμωμένη:
+
+ — Παιδάκι μου, καλώς ήλθες!
+
+Αλλ' εκεί ανεμνήσθη αίφνης, ότι εκάθητο ο καπετάν Τσούρμας ο Παπαργυρός.
+Παρατηρεί, τρίβουσα τους οφθαλμούς, τρομασμένη, ως οι φεύγοντες από
+φοβεράς μάχης, και βλέπει την καταστροφήν του εξώστου. Το πυροφάνιον
+έλαμπεν ακόμη, εμπεπηγμένον εκεί, ως πυρσός τάφου, βοΐζον υποκώφως,
+αναρριπιζόμενον υπό ελαφράς του ανέμου πνοής, θεωρεί προς τα κάτω και
+προφθάνει να ίδη τα φως μόνον του τσιμπουκίου του βυθιζομένου συζύγου
+της, όπερ και αυτό, ευθύς εσβέσθη και συνεκαλύφθη υπό τους αφρούς της
+αναταραχθείσης θαλάσσης. Έβαλε κραυγήν γοεράν.
+
+Δύο δε αλιείς, εγγύς εκεί, γιαλεύοντες, με τα πυροφάνια, σπεύσαντες,
+εύρον εν τω πυθμένι νεκρόν τον καπετάν-Τσούρμαν τον Παπαργυρόν, πλην
+γλυκύν και γαλήνιον και μειδιώντα ακόμη, ως να εκοιμάτο, ονειρευόμενος
+τα ηδύτερα των ονείρων, ενώ οι κέφαλοι τον περιετριγύριζον, τον εφίλουν
+σχεδόν εις το γελαστόν πρόσωπον, ως ει ήθελον να ευχαριστήσωσιν αυτόν
+διά την τόσην προς αυτούς αγάπην του. Η δε ασημένια χρύσοφρυς δεν ήθελε
+να τον αποχωρισθή, τον αγαθόν πρεσβύτην, και παρηκολούθει μετά πόνου το
+πτώμα, ανασυρόμενον θλιβερώς υπό των δύο αλιέων, εν ώ ο πονηρός
+ερυθρίνος εχόρευεν από χαράν.
+
+***
+
+Παρήλθον έτη. Η καπετάνισσα, ήτις εφαίνετο ότι ποτέ της δεν θα γηράση,
+εγήρασε πλέον. Το τόσον κάλλος εκείνο, η δροσερά υγεία και ευώδης
+χαρμονή, συνεπτύχθησαν σπαρακτικώς και απωλέσθησαν μέσα εις ένα σακκί
+κόκκαλα. Το μέγαρον εθρήνει και αυτό την σκληράν χηρείαν. Ο απειθής
+εκείνος και άσωτος υιός, εις καμμίαν ίσως της φοβεράς Γαλλίας εσχατιάν,
+θα προσεπάθει να γεμίση την κοιλίαν του από των κερατίων αφ' ων ήσθιον
+οι χοίροι, ουδαμού ακουόμενος, ή ίσως και θα ετελείωσε τας ημέρας του
+εις τα παγερά της Μαρσίλιας σπιτάλια, αν δεν επνίγη τότε. Η καπετάνισσα
+εκείνη, η αρχόντισσα, επεινούσε πλέον, βλέπουσα με κεχηνός το στόμα
+φθειρομένην ματαίως την τόσην του μεγάρου πολυτέλειαν, τα οποίον
+εμαύρισεν από τον πόνον του, θαρρείς, και αυτό, της ασβεστοκονίας του
+αποτριβείσης από τον ήλιον και τας βροχάς. Ο εξώστης, ο μαρμάρινος,
+ουδέποτε επεσκευάσθη· σημείον εύγλωττον της δεινής συμφοράς. Οι υετοί
+ήρχισαν να παρασύρουν έν προς έν του αρχοντικού οίκου τα στολίσματα, τα
+οποία δεν αντικαθίσταντο καθώς τα φεύγοντα του ανθρώπου έτη, το κάλλος
+και η υγεία.
+
+Το μέγαρον εγήρασεν.
+
+Ένας σωρός και αυτό λίθων και πλίνθων και ξύλων.
+
+Ο βορράς εσύριζε τον χειμώνα, εισορμών βιαίως διά των θραυσθέντων
+παραθυροφύλλων. Τα γείσα τα εύμορφα, με την ροδίνην των μαρμαροκονίαν,
+που ήσαν ως να τα εφίλησαν αιθέριαι νύμφαι, ερράγησαν κ' έπεσαν, ως
+πίπτουν οι οδόντες γραίας· τα φατνώματα, τα χρυσά των αιθουσών εξέβαψαν
+και ετρίβησαν ως του λεπρού η αθλία κορυφή. Και όταν έβρεχεν, έτρεχεν
+από του μαρμαρίνου εξώστου ρεύμα ύδατος, εισρέον διά της μετακινηθείσης
+στέγης.
+
+Τότε έλαβον την άδειαν και εισώρμησαν εκεί τα φαντάσματα, ως ο λεγεών
+των δαιμονίων, τω καιρώ εκείνω, εις την αγέλην των χοίρων.
+
+Πού ετόλμα παιδίον να διέλθη προ του κατηραμένου τούτου μεγάρου, το
+οποίον ως κακός εφιάλτης, εβάρυνε επάνω εις την λευκήν πολίχνην.
+
+Κατά κακήν μου τύχην, εκείθεν διήρχετο η οδός, η άγουσα εις την οικίαν
+του μόνου του χωρίου ιατρού.
+
+Ήτο μεσάνυκτα. Η μητέρα μου έκειτο ασθενής και ώφειλον να μεταβώ εις τον
+ιατρόν.
+
+Αχ! φοβερά εκείνη η ώρα. Αισθάνομαι ακόμη παλλομένην την καρδίαν μου.
+Ολόκληρον νεκροκράββατον μακρύ, απαίσιον, εστολισμένον, με τα κηρία
+αναμμένα, με κατεδίωξε καταδίωξιν αποτρόπαιον και παράδοξον. Έτρεχον
+ασθμαίνων, ψιθυρίζων μυστικώς το «Πιστεύω». Όπισθέν μου ήκουον τους
+πενθίμους τριγμούς του διώκοντός με νεκροκραββάτου, ξηρούς, φοβερούς, ως
+τα κτυπήματα της σκαπάνης του νεκροθάπτου, κ' έβλεπον, χωρίς να στρέψω
+οπίσω, έβλεπον, ως να απέκτησα του Άργου τα όμματα, την πένθιμον εκείνην
+παράταξιν, με τους απαισίως φέγγοντας φανούς, καθώς φέγγουν την νύκτα τα
+φαναράκια επάνω εις τους τάφους του κοιμητηρίου του χωρίου.
+
+Και ότε πάλιν την μεγάλην Πέμπτην, με άλλους παίδας, επηδήσαμεν κρυφά,
+την νύκτα, εις την έρημον αυλήν του, να κόψωμεν δενδρολίβανα, διά τους
+Σταυρούς μας, που θα ετραγωδούσαμεν του «Χριστού τα πάθη», ένας αράπης —
+φευ του θεάματος! — υπέρμεγας, κατάμαυρος, με το τσιμπούκι του μακρόν,
+ως μακεδονικήν σάρισσαν, ολίγον έλειψε να θραύση τας κεφαλάς μας, αν δεν
+επρολαμβάνομεν ημείς να θραύσωμεν αυτάς, μόνοι μας, πηδήσαντες από του
+αυλογύρου, σύντρομοι.
+
+Και μίαν άλλην φοράν, ότε μετέβαινον μετά του μακαρίτου πατρός μου εις
+την αγρυπνίαν της Παναγίας — πάλιν εκείθεν διήρχετο η οδός — τον άφησα
+μισοστρατής και εγύρισα οπίσω, εις την οικίαν μας, ασθμαίνων,
+διωκόμενος. Αχ! μ' εκυνήγησεν ένα βωδάκι, μετά βίας και αγριότητος
+λύκου, μυκώμενον, κράζον, φωνάζον, κερατίζον την νύκτα. Ήμην πλέον εντός
+της αυλής μας, ότε έστρεψα να ίδω το βωδάκι, το άγριον, και βλέπω, αντ'
+αυτού, ίππον αφηνιασμένον, και έως ου, έντρομος ακόμη, κλείσω την θύραν,
+βλέπω και ο ίππος μετεμορφώθη εις μίαν υψηλήν και ξηραγκιανήν αραπίναν,
+ης η κεφαλή έφθανε την κορυφήν του γειτονικού κωδωνοστασίου του ναού,
+μέχρι του στήθους γυνή και το λοιπόν ξηρά λεύκη.
+
+Τα είδον όλα αυτά; Ουδέποτε. Τα είδον όμως άλλοι παίδες, οι οποίοι
+ωρκίζοντο «μα το ξο χλιαράκι», ότι τα είδον κ' εφαντάσθην κ' επίστευσα
+κ' εγώ ότι τα είδα.
+
+Το βέβαιον όμως είνε ότι πλούσιος ιδιοκτήτης, επιθυμών ν' αποκτήση το
+έρημον εκείνο μέγαρον, διότι πράγματι ήτο επί της ωραιοτέρας τοποθεσίας,
+αλλά, πλεονέκτης εις άκρον, ίνα το αγοράση «για ένα κομμάτι ψωμί»,
+διέδωκεν επιτηδείως τα περί των φαντασμάτων εις τον μικρότερον υιόν του,
+όστις εκοινολόγησεν, έπειτα, τας τρομεράς διηγήσεις προς άλλους παίδας,
+εις το σχολείον, και ούτως όλοι οι παίδες του χωρίου είχον ίδη πλέον «τα
+στοιχειά» του ερήμου εκείνου οίκου.
+
+Η καπετάνισσα κατ' αρχάς, ακούουσα ταύτα, ήρχισε να φοβήται και αυτή.
+Διότι περί το μεσονύκτιον την εξύπνα άλλοτε μεν φωνή αλώπεκος, άλλοτε
+λύκου ωρυγή, και άλλοτε χρεμετισμός ίππου. Και, όταν μίαν νύκτα ήθελε ν'
+αντλήση ύδωρ από την στέρναν, βροχή λίθων παρ' ολίγον να θραύση την
+κεφαλήν της. Την νύκτα δε της Πρωτομαγιάς, όλην την νύκτα, εις το επάνω
+πάτωμα, εχόρευον την «Καμάραν», τον εύμορφον αλυσιδωτόν χορόν, ελαφραί
+κόραι, πολλαί, πάμπολλαι. Ησθάνετο τους ελαφρούς των βηματισμούς,
+δειλούς, ως των πτηνών, και ήκουε την λεπτήν και γλυκείαν φωνίτσαν των,
+ως την ψελλίζουσαν του καλαμώνος αύραν.
+
+Αλλ' ο αείμνηστος αρχιεπίσκοπος της Χαλκίδος, ο Καλλίνικος, ο εξ Άνδρου,
+Καλλίνικος ο Καμπάνης ένας αρχαιοπρεπής και γλυκύτατος Δεσπότης, με τας
+ωραίας λάμψεις του βλέμματός του τας πατρικάς, και το μειδίαμα της
+πραότητος εις τα χείλη, όστις, μεγαλοπρεπής εις όλα, ήθελε και εις τα
+χωρία ακόμη να επιδεικνύη την αρχοντικήν του παράστασιν επιβάλλουσαν,
+συνήθιζε πάντοτε να καταλύη εν τω στοιχειωμένη τούτω μεγάρω, του οποίου
+δωμάτιά τινα, εν τω κάτω πατώματι, ήσαν κατοικήσιμα.
+
+Καθ' όλας εκείνας τας ημέρας τα στοιχειά εξηφανίζοντο. Όπερ ενεθάρρυνε
+την γραίαν κ' εξηκολούθει να κατοική μέχρις εσχάτων έν τινι μικρώ
+δωματίω, επί της αυλής, καίουσα άσβεστον την κανδήλαν ενώπιον δύο-τριών
+εικονισματίων και θυμιάζουσα συνεχώς. Επειδή δ' εθεώρει ως ύβριν κατά
+της ευσεβείας της και εμπαιγμόν καθ' εαυτής τας διαδόσεις εκείνας περί
+των φαντασμάτων, ωργίζετο και πικρώς ήλεγχε πάντα, τολμώντα να προσβάλη
+την ιερότητα του οίκου της, όστις εφιλοξενει κατ' έτος τον σεβασμιώτατον
+άγιον Χαλκίδος.
+
+Διά τούτο σκληρώς εξύβρισε και τον γερω-Μπαρέκον, ως είδομεν, όταν
+υπέδειξεν, ο ευλογημένος, την οικίαν της, ως στοιχειωμένην.
+
+Αφού δ' ο πλούσιος εκείνος ιδιοκτήτης δεν ηδυνήθη να γείνη κάτοχος του
+μεγάρου διά των περί φαντασμάτων εκείνων διαδόσεων, τελευταίον,
+εκλεχθείς δήμαρχος, απεφάσισε να επιτύχη την εκπλήρωσιν της επιθυμίας
+του, μεταρρυθμίζων το σχέδιον του χωρίου, διά νέας ρυμοτομίας, ελπίζων
+πάντοτε να συμπεριληφθή και το φθονούμενον μέγαρον εν τη μεταβολή ταύτη.
+Κ' ενώ εξ ενός απέστελλε τον μηχανικόν, ίνα χαράξη μαύρον σταυρόν επί
+του τοίχου του μεγάρου, εξ άλλου, κρυφά, εψιθύριζεν εις το ους της
+γραίας:
+
+ — Το δίνεις τριάντα κατοστάρικα;
+
+(Κ' εστοίχισε δεκαπέντε χιλ. δραχμών!)
+
+ — Πας 'στον παππού μ!
+
+Ηγρίευσεν η γραία.
+
+ — Θα σου το πάρη το σχέδιο!
+
+Ηπείλησεν ο δήμαρχος.
+
+ — Το κεφάλι σου να πάρη το σχέδιο! Το σπίτι είνε του παιδιού μου!
+
+Διά των απαντήσεων τούτων εσώθη η γραία από τας παρακλητικάς απειλάς του
+δημάρχου. Από δε του μηχανικού εσώθη, ισταμένη εις την θύραν, με μίαν
+σιδηράν ράβδον, και απειλούσα να θραύση την χείρα παντός, όστις θα ήθελε
+να χαράξη μαύρον σταυρόν επί του οίκου της.
+
+ — Ας κουρεύεται! είπεν επί τέλους ο δήμαρχος εις τον μηχανικόν, ιδών
+ότι η γραία καπετάνισσα δεν ωμοίαζε διόλου προς την επί Ευδοξίας χήραν
+με την άμπελον.
+
+***
+
+Ούτως η φιλόστοργος μήτηρ υπέμεινε βλέπουσα ολονέν κατερειπούμενον το
+μέγαρον, με την ελπίδα την απροσμάχητον ότι θα επανήρχετο μίαν ημέραν ο
+υιός της. Τα καταρριπτόμενα υπό του χρόνου, ξύλα, και πλίνθους και
+σανίδας, εσώρευεν επί της αυλής, να έλθη να τα εύρη ο υιός της, ίσως και
+όλον τον οίκον, σωρόν ερειπίων, και επ' αυτού την γραίαν μητέρα του, ως
+γλαύκα, θρηνούσαν επάνω εις τάφον. Ούτως εσκέπτετο.
+
+Κάθε οκτώ, την αυγήν, βαθειά, μέσα εις τον ύπνον της, ήκουε τους κρότους
+της μηχανής του ατμοπλοίου, όπερ προ της οικίας της παρέπλεε, κ'
+εξήρχετο επί του σεσαθρωμένου και ημικρημνισμένου εξώστου, θεωρούσα τους
+επιβαίνοντας και αναζητούσα τον υιόν της, μαύρη, μικρά, συμμαζευμένη ως
+ηπλωμένον ράκος δακρύβρεκτον να στεγνώση.
+
+Εις το ταχυδρομείον εξημέρωνε αυτή πρώτη απ' έξω.
+
+Άν ποτε εισέπλεε καμμία σκούνα με τους ιστούς της υψηλούς, με τα ιστία
+κατάλευκα, με την σημαίαν κυματίζουσαν, την εκαμάρωνεν ως του υιού της
+την σκούνα.
+
+ — Ας ήρχετο έτσι δα, και ας πέθαινα, Παναγία μου!
+
+Έκαμνε τον σταυρόν της.
+
+Πρωί και βράδυ εκολλούσεν ένα κεράκι προ της εικόνος του τιμίου
+Προδρόμου, εν τω όρθρω και τω εσπερινώ. Γιαννάκην έλεγαν τον υιόν της.
+
+Ήθελε να πηγαίνη και εις την πανήγυριν του αγίου Ιωάννου, έξω εις την
+ερημικήν εκκλησίαν του, εις το Κάστρο, αλλ' η καρδιά της δεν αντείχε να
+βλέπη την χαράν και φαιδρότητα των πανηγυριζόντων. Ουδ' εβάστα πλέον η
+ψυχή της ν' αντικρύζη την θέσιν, όπου άλλοτε, με το παιδάκι της
+κατεσκήνωσεν, εν τη εορτή, όπισθεν ενός χλοερού σχοίνου, μεγάλου,
+δενδροειδούς, σχηματίζοντος υπήνεμον σπηλαιάν. Παρέκει, υπό άλλον
+σχοίνον, εδειπνούσαν άλλοι, και υπό την αγριελαίαν εκείνην, την
+παμμεγίστην, έστρωσαν τα κυλίμια των πέντε όλαι φιλικαί οικογένειαι. Και
+παρακάτω εις τα ερείπια παλαιού οικίσκου παρεσκεύαζον το δείπνον των
+άλλοι, και εις τα πεζούλια του προαυλίου του ναού κατά γραμμήν, ως
+κορώναι, εσιωπούσαν, νήστεις, μαύραι χήραι, αναμένουσαι ν' αρχίση η
+αγρυπνία της εορτής, ενώ ο μπάρμπα-Δημητρός, ζωηρός τότε και εύθυμος
+πάντοτε, ενώπιον ενός παμμεγίστου ανοικτού φλάσκου ήρχισε να ψάλη «τ'
+ανοιξαντάρια» προ του «ευλογητού» ακόμη. Και κάτω εις τα χαμόκλαδα, και
+επάνω εις τας φασκομηλέας άλλαι οικογένειαι, και νύμφαι με τα νυμφικά
+των, και μνηστευμέναι με τα λευκά των, και κόσμος προσκυνητών πέραν και
+από το βουνόν με φανάρια κατήρχοντο, ποιμένες, βραδύναντες, και η κυρά-
+Ασημίτσα, κομίζουσα τους πέντε άρτους εις μίαν βαθείαν κόφαν. Και φωναί,
+και αναζητήσεις και ανακραυγαί και εκπλήξεις και ευχαί και προπόσεις,
+και άσματα και ψαλμωδίαι και βόμβος ως από μυριάδων κυψελών, εκεί εις
+τους σχοίνους, και σμήνη παιδίων, τα οποία εν αλαλαγμώ με τα κηρία
+αναμμένα, έτρεχον εις του Χαιρημωνά να υδρευθώσιν, εν ώ ο Παπα-Μακάριος,
+κατακόκκινος από την κούρασιν — τις οίδεν — έγραφε τα ονόματα έχων
+χαρτίον επί του γόνατος, καθήμενος επί της φλοιάς του ναΐσκου, όστις
+εφεγγοβόλει από την λάμψιν των λαμπάδων και των κηρίων — τον χρόνον μίαν
+φοράν ο καϊμένος — .
+
+Τι έχασε να το εύρη αυτή εις την χαράν εκείνην της εορτής;
+
+Πώς να υπάγη και να μη βλέπη τον υιόν της, τον οποίον τώρα θα εκαμάρωνε
+γαμβρόν περιζήτητον;
+
+Ελιποθύμησεν οπίσω από μίαν κομαριάν, ότε διέπραξε το αλησμόνητον σφάλμα
+να μεταβή. Νεανίσκος τις, εκ των νησιωτών, με το καπέλλο του στραβά, με
+το μεταξωτό ζωνάρι, μ' ένα μανδήλι αλεξανδρινόν επί του λαιμού, ωμοίαζε
+καταπληκτικώς προς τον υιόν της, τον αγνοούμενον. Ήτο αρραβωνισμένος κ'
+εκάθητο παρά τους πόδας της μνηστής του, ως ο Αμλέτος ο δύσερως. Ιδούσα
+η χήρα καπετάνισσα την ποθεινήν εκείνην του ονείρου της εικόνα
+ηλλοφρόνησε. Της εφάνη ότι είδεν εκεί και τον καπετάν-Τσούρμαν τον
+Παπαργυρόν γελαστόν, φαιδρόν, καπνίζοντα το τσιμπούκι του, γυρμένον εις
+ένα παχύν κλώνον του σχοίνου. Η αιφνιδία χαρά του φαντάσματός της έπληξε
+την πονεμένην καρδίαν της κ' έπεσε λιπόθυμος η γραία, την στιγμήν, καθ'
+ην κραυγάζουσα: «παιδάκι μου!» ενηγκαλίσθη ένα ξηρόν ελαίας κορμόν, προ
+των ποδών της. Ευτυχώς ο γέρω-Μπαρέκος, όστις είχε τάμα να πηγαίνη
+πάντοτε εις την πανήγυριν του Προδρόμου, την επρόφθασεν από πίσω από την
+κομαριάν, όπου επήγαινε να κρύψη μίαν προσφοράν που του έδωσεν ο παπα-
+Μακάριος, ανταλλάξας αυτήν με μίαν μιζίθραν, και μίαν τσότραν γεμάτην,
+την οποίαν, ως έλεγεν, εύρεν εις τον δρόμον αδέσποτον.
+
+Εις τον παπα-Μακάριον μόνον έλεγε: Τον Γιαννάκη μου, παπά, μη ξεχάσης!
+
+Αλλ' όταν μίαν φοράν, ο ιερεύς ηρώτησε: 'Σ τα ζωντανά ή 'ς τα πεθαμένα;
+Εφάνη εις την δυστυχή χήραν ως προσβολή, και έκτοτε δεν του ξαναείπε
+τίποτε.
+
+Τα τελευταία έτη η δυστυχία την είχε παρά πολύ καταβάλει την γηραιάν
+καπετάνισσαν. Επ' εσχάτων έπεσαν και τα πάκια της, την ημέραν που έπεσε
+και μια μεγάλη δοκός από του γηραιού ερειπίου, και δεν ημπορούσε πλέον
+να σκύψη παντελώς. Κ' έβλεπεν εις τους αγρούς τα λάχανα λοχερά-λοχερά κ'
+ελάγκευεν η καρδιά της.
+
+ — Το δίνεις πέντε κατοστάρικα;
+
+Ετόλμησε να της είπη τας ημέρας εκείνας ο πλούσιος ιδιοκτήτης, ότε την
+είδε μίαν ημέραν, εις το πηγάδι.
+
+Η γραία δεν ωργίσθη, ως άλλοτε. Μόνον ήγειρε θλιβερώς την κεφαλήν της,
+εκύτταξε τον πλούσιον, φοβερόν ως τον πλεονέκτην, εκύτταξε και τον
+ουρανόν, βαρύν, ως μολύβδινον, κ' εσπόγγισε τα όμματά της, ψιθυρίσασα ως
+παραπονουμένη κατά του αγνώστου:
+
+ — Κοτζάμ-Παλάτι!
+
+Και υψώσασα την σκελετώδη χείρα της, τρέμουσαν, επέδειξεν εκείθεν τον
+μαύρον όγκον του μεγάρου της, βαρύν κ' επαχθή βράχον επάνω εις το στήθος
+της, κινδυνεύοντα να μεταβληθή εις φοβεράν επιτάφιον πλάκα.
+
+***
+
+Ήτο παραμονή των Χριστουγέννων. Εξημέρωνεν η πλέον μεγάλη εορτή της
+εκκλησίας και η πλέον μεγάλη χαρά της οικογενείας. Είνε η μόνη
+πανήγυρις, η οποία απαιτεί τουλάχιστον δύο χριστιανούς εις πανηγυρισμόν
+της, κατά το «όπου εισί δύο ή τρεις . . . » του Ευαγγελίου. Ο μόνος,
+είνε θλιβερόν θέαμα εν τοιαύτη ημέρα. Την ψυχήν του Χριστιανού
+καταπλημμυρούσι, την νύκτα ταύτην την ιεράν, όλα τα περιπαθή επεισόδια
+του υπερφυούς μυστηρίου της θείας ενανθρωπήσεως, άγια, θερμά, μαλακά, ως
+οι άπτιλοι νεοσσοί εν τη αχυροπλόκω φωλεά, γεννώντα υπερβάλλουσαν χαράν,
+ήτις ανάγκη να εκδηλωθή υπό την μορφήν αγάπης, ελπίδος, και πίστεως, επί
+των οποίων ως επί χρυσού τρίποδος στηρίζεται ο οικογενειακός βίος. Οι
+δύο είνε εικών της ζωής, ο είς εικών του θανάτου . . .
+
+Διά τούτο η γραία καπετάνισσα την παραμονήν, απεμακρύνετο από το χωρίον,
+ως το έμβλημα του αφορισμού και της ερημώσεως.
+
+Με ποίους οφθαλμούς θα έβλεπεν αυτή — Στοιχειό επί Στοιχειωμένου οίκου —
+την χαρμόσυνον ετοιμασίαν των ευλογημένων οικογενειών; Τας μητέρας να
+ξεσκονίζουν, τας νέας να ζυμώνουν, τους φούρνους να μοσχοβολούν, και
+τους ευδαίμονας πατέρας ν' αναπαύωνται παρά την εστίαν;
+
+Κουτσώντας-κουτσώντας επήρε τα ματάκια της, κλαμμένα, και απήλθε ν'
+ανάψη τα κανδήλια του αγίου Κωνσταντίνου.
+
+Ένα κοριτσάκι, θυγάτηρ του αρχαίου λοστρόμου των, την συνώδευσε.
+
+Τρεις ώρας έκαμαν ν' αναβώσι τον υψηλόν λόφον. Η ημέρα ήτο ωραία. Αι
+μύρτοι εβόιζον από τα πλήθος του καρπού, τα λάχανα εχλόαζον εις τας
+πρασιάς, και οι σπαρέντες αγροί ήρχισαν να στρώνωνται με τον
+καταπράσινον τάπητα αυτών, τον οποίον η φύσις υφαίνει, πάντοτε τον μήνα
+τούτον, αψηφούσα τον παγετόν και τα βάσανα του χειμώνος, τα φοβερά. Επί
+των ελαιοδένδρων διά μέσου των φύλλων εγυάλιζεν ακόμη καμμία ελαία, ως
+οφθαλμός κατάμαυρος κατασκόπου.
+
+Εις το Κακόρεμα, μίαν βαθείαν και σκοτεινήν κοιλάδα, ο γέρω-Μπαρέκος,
+φέρων σάκκον μέγαν, επλήρου αυτόν, μετά προφυλάξεως υπόπτου, εκ μεγάλων
+κλάδων ελαιών, μετά του καρπού αποσπασθέντων, αναιβασμένος επάνω εις
+μίαν παμπάλαιον ελαίαν, ως αλώπηξ πεινώσα.
+
+ — Κάνα-δυο φουντίτσες για τα παληοκάτσικα!
+
+Διέκοψε την σιωπήν των γυναικών, χωρίς να τον ερωτήσωσιν αύται. Ουδέ τον
+είδον καν, πού ήτο τρυπωμένος.
+
+Έφθασαν εις το ερημοκκλήσιον.
+
+Επί της κορυφής του υψηλού αυτού λόφου, εν μέσω πυκνής συστάδος αγρίων
+δρυών, ως φωλίτσα πτηνού, αόρατον, κρυφόν, ελεύκαζε το εκκλησίδιον, ως
+λευκάζει η πρώτη λάμψις της αυγής εις το βάθος της νυκτός. Χαμηλή,
+μονόφυλλος θύρα, εφώτιζεν αυτόν. Απ' έξω υπήρχε πεζούλιον, προς
+ανάπαυσιν, αλλά διά να ξεκουρασθή κανείς από της επιπόνου οδοιπορίας
+καθήμενος εκεί, έπρεπε να ζητήση την άδειαν από τον Γέρω-Βοριά, όστις με
+αγρίους σφυριγμούς, απεδίωκε τους ξένους.
+
+Αι γυναίκες ήνοιξαν και εισήλθον. Σκότος βαθύ και σιωπή. Ένας
+υπερμεγέθης, ως γαλή, ποντικός, μία παμπόνηρος νυφίτσα έφευγε προς την
+φωλεάν σύρουσα μεθ' εαυτής και ένα φανόν από τα κανδήλια, τα οποία ήσαν
+εσβεσμένα· και μία κέραμος με σβυστούς άνθρακας εχρησίμευεν ως
+θυμιατήριον.
+
+Η νεάνις μετ' ολίγον, τακτοποιήσασα πάντα, ήναψε τας κανδήλας, η γραία
+έρριψε θυμίαμα επί του προχείρου εκείνου θυμιατού, ήναψε τα κηρία οπού
+έφερε μαζί της, και προσηύχετο ενώπιον της εικόνος του Χριστού,
+παραπονουμένη μετά δειλίας πενθίμου:
+
+ — Για πέντε συχνάτσες!
+
+Ποία μεταβολή επήλθεν εις τας ιδέας της; Συνεζήτει τάχα, καθ' εαυτήν,
+την πώλησιν του ερειπίου, αυτή η οποία, άλλοτε, προς πάσαν πρότασιν,
+απήντα μετ' αποφάσεως: «Είνε του παιδιού μου;»
+
+Ενίοτε μάλιστα προέβαινε περαιτέρω: Όχι μόνον δεν σου το πωλώ, απήντησε
+μίαν ημέραν προς τον πλούσιον, αλλά, και αφού πεθάνω, θ' αφήσω διαθήκη,
+να χαλάσουν τον βράχο, με τα φουρνέλλα, νάμβη η θάλασσα 'ς το σπιτότοπο,
+ν' αράζουν οι βάρκαις!»
+
+Εθόλωσεν ο ναΐσκος από την ευωδίαν του θυμιάματος. Αι εικόνες έλαμπον
+προ των αναφθέντων κηρίων, και τα εζωγραφημένα πρόσωπα των αγίων
+εμειδίων, θαρρείς, εξ ευχαριστήσεως.
+
+Προσηυχήθησαν ακόμη. Η νεάνις εκόλλησε και μίαν πεντάραν εις την εικόνα
+του αγίου και ο άγιος την εδέχθη. Ησπάσθησαν τας εικόνας, έρριψαν και
+άλλο έλαιον εις τας κανδήλας «να ξενυκτίσουν», τόσον δε πολύ ώστε
+εξεχείλισαν, και εχύνετο κάτω εις της πλάκες, κ' εξήρχοντο.
+
+ — Κ' εκεί οπού εξήρχετο η γραία — η νεάνις είχεν ήδη εξέλθει — ακούει
+βοήν, ως φωνήν ανθρώπου κεκρυμμένου εις βάθος.
+
+ — Να φύγης από τα σπίτι γλήγορα.
+
+Η γραία κατ' αρχάς ενόμισεν ότι έτριξεν η μονόφυλλος παμπάλαιος θύρα,
+κλεισμένη, αλλ' η βοή επανελήφθη ευθύς:
+
+ — Να φύγης από το σπίτι γλήγορα!
+
+Η γραία άφησε την θύραν ανοικτήν πάραυτα, και απεσύρθη κάτωχρος,
+τρέμουσα, παραπαίουσα.
+
+ — Τι έπαθες, μαννού;
+
+Ηρώτησεν η νεάνις, στηρίξασα την κλονιζομένην γραίαν. Και έως ου δυνηθή
+ν' αρθρώση την απάντησίν της η γραία, ηκούσθη το τρίτον η βοή ως εξ
+αποστάσεως:
+
+ — Να φύγης από το σπίτι γλήγορα!
+
+ — Παναγία μου! εψιθύρισε κατακίτρινος η νεάνις. Και έκαμε τον σταυρόν
+της.
+
+ — Πάμε, παιδί μου, πάμε, είπεν η γραία, συγκρούουσα τους οδόντας της ως
+εν πυρετώ.
+
+Και κατήρχοντο από του λόφου, σιωπηλαί, ως κατάδικοι αγόμενοι εις την
+αγχόνην, εν ώ ο γερω-Μπαρέκος, εξελθών από του ναΐσκου, έκλεισεν ήσυχα-
+ήσυχα, ως νοικοκύρης, την μονόφυλλον αυτού θύραν και στερεώσας αυτήν διά
+του λαδωμένου σχοινίου εψιθύρισεν:
+
+ — Τώρα η καπετάνισσα εάν θέλη, ας μη πωλήση το σπίτι της εις τον κυρ-
+δήμαρχον.
+
+Παρακάτω εις την βρύσιν, την πεντάκρουνον, του Προφήτου Ηλιού, εκάθησαν
+αι γυναίκες ν' αναπνεύσουν. Έπιον διαυγές ύδωρ από της αφθόνου πηγής και
+ανέκτησαν το θάρρος των ολίγον και τα χρώμα των. Ήτο ωραίον εκείθεν τα
+εξαπλούμενον έξοχον θαλασσινόν πανόραμα. Ολόκληρος η γαλανή Εύβοια με
+την χιονισμένην της Δίρφυν, αυγόν, κατάλευκον η απότομος γραμμή των
+βουνών της Κύμης· πέραν η σκιά της ερημικής Σκύρου· κ' εγγύτερον από τον
+άλλον λόφον, οι λάμποντες οικίσκοι της Γλώσσης ως λατομείου χαράδραι,
+ωραίου χωρίου της Σκοπέλου, οπόθεν προέρχονται τα καθ' αυτό Σκοπελίτικα
+αχλάδια.
+
+Και είπεν η γραία προς την νεάνιδα, μη δυναμένη ακόμη ν' αποσπάση τον
+νουν της από την προ μικρού συμβάσαν φοβεράν σκηνήν:
+
+ — Πώς να το δώσω, κορίτσι μου, αφού δεν είνε δικό μου; Είνε του παιδιού
+μου. Κάθε βράδυ το γλέπω ς' τον ύπνο μου και μου λέει: θαρθώ μάννα!
+θαρθώ μάννα! Ψες τα βράδυ το είδα πάλι. Είνε μικρό-μικρό, ως οχτώ
+χρονών. Με τον φύλακα ς' τον ώμο, με το καλαμάρι 'ς το ένα χέρι, και μ'
+ένα κομμάτι ψωμί 'ς το άλλο· και μου λέει: θαρθώ μάννα, θαρθώ μάννα! Κ'
+εκεί το χάνω και ξυπνώ.
+
+Και ήρχισε να κλαίη η γραία. Και πάλιν εψιθύρισε: Τ' αυτιά μ' κάμανε.
+Δεν ήταν τίποτε.
+
+Η νεάνις έβλεπε προς την ευρείαν κυανήν θάλασσαν, αφαιρεθείσα εις μίαν
+σκούναν η οποία με όλα τα πανιά, επλησίαζε προς τον λιμένα, κατάπριμα.
+
+ — Μαννού, κύτταξε εκείνο το καράβι!
+
+Διέκοψε την σιωπήν η νεάνις.
+
+Αλλ' η γραία, βυθισμένη εις τας φοβέρας της σκέψεις, δεν ήκουσε.
+
+Και η σκούνα εχάθη οπίσω από τα ερημόνησα του λιμένος.
+
+ — Πάμε, παιδί μου, είπε τέλος η γραία, εγερθείσα και πλύνασα μίαν φοράν
+ακόμη το πρόσωπόν της, τα οποίον ήδη επανέκτησεν ολοτελώς πλέον την
+προτέραν του χροιάν. Και πιούσα ύδωρ κατά κόρον ως διψασμένη, — αχ!
+πόσην δίψαν γεννά της ψυχής ο πυρετός! — ανεστέναξεν εκ βάθους και είπεν
+ως να ωμίλουν τα σπλάγχνα της:
+
+ — Ό,τι κι' αν είνε, δεν το δίνω το σπίτι.
+
+Κατά την επιστροφήν των ουδένα συνήντησαν. Εις το Κακόρεμα τας εύρεν η
+νυξ, οπόθεν διερχόμεναι, είδον ονάριον φορτωμένον, και τον γέρω-
+Μπαρέκον, οδηγούντα αυτό εκ των όπισθεν, όστις χωρίς πάλιν να ερωτηθή
+είπεν:
+
+ — Ολίγο άλεσμα πήρα από τον μύλο!
+
+Ο πονηρός ποιμήν δύο εργασίας έκαμεν εκείνην την ημέραν. Επιτυχών
+ερημίαν — Παραμονή, και οι χριστιανοί δεν εργάζονται — εσύναξεν αρκετούς
+κλάδους ελαιών διά το ποίμνιόν του, τους οποίους, φορτώσας, μετεκόμιζεν
+εις την ποίμνην του, και κατά παραγγελίαν του πλουσίου ιδιοκτήτου, — με
+το αζημίωτόν του, εννοείται — ηθέλησε να φοβίση την γραίαν καπετάνισσαν,
+ίνα πωλήση πλέον τον οίκον της. Διά την τρίτην εργασίαν εψεύδετο, ίνα μη
+απολέση την ημέραν.
+
+Ότε εισήλθεν εις την κωμόπολιν, ήτο βαθεία νυξ. Η γραία επίτηδες
+παρέτεινε την οδοιπορίαν, ίνα μη ακούση μηδέ το άσμα των Χριστουγέννων.
+Της έκαμνε κακό. Εισήλθεν εις τας στενωπούς. Όλαι ήσαν έρημοι και
+σιωπηλαί.
+
+Ούτε το πανηγυρικόν άσμα ηκούετο πουθενά πλέον, αλλ' ουδ' έλαμπε φως εις
+κανέν παράθυρον.
+
+Μετ' ολίγον η γραία ήρχισε παραδόξως να επιβραδύνη έτι μάλλον. Ήρχισε να
+τρέμη.
+
+ — Τι έχεις, μαννού;
+
+Ηρώτησεν η νεάνις.
+
+ — Θαρθώ ς' το σπίτι σας, παιδί μου! Φοβούμαι!
+
+Εν τη θορυβημένη ψυχή της ανεκυκλείτο η τρομακτική σκηνή του ναΐσκου.
+Και να μη πιστεύη κανείς με το στόμα, εν τη ψυχή πάντοτε φοβείται εις
+τοιαύτας περιστάσεις.
+
+Αλλ' αίφνης προχωρήσασα μικράν ακόμη εγείρει τους οφθαλμούς της και
+θεωρεί το φοβερόν και παντέρημον ερείπιόν της, κατάφωτον, απαστράπτον,
+φωταγωγούν τον λιμένα ολόκληρον.
+
+Το δέος καταλαμβάνει αυτήν πλέον πραγματικώς.
+
+Ίσταται αποτόμως και τρίβει τους οφθαλμούς της.
+
+ — Τα μάτια μ' κάνουν έτσ';
+
+ — Τι είνε, μαννού; ερωτά η νεάνις.
+
+Και διά νεύματος οδηγουμένη παρά της γραίας, τρεμούσης, θεωρεί και αυτή
+το ερείπιον φωταγωγημένον.
+
+Και αι δύο γυναίκες σταυροκοπούνται επανειλημμένως.
+
+ — Τα φαντάσματα, μαννού, τα φαντάσματα, κράζει έντρομος η νεάνις.
+
+ — Τάκουα παιδί μ', μα πρώτη φορά τα βλέπω. Είχε δίκαιο ο άγιος που μου
+το είπε σήμερα. Πάμε στο σπίτι σας.
+
+Τα γόνατά των τρέμουν καμπτόμενα. Μόλις δύνανται να εξακολουθήσωσι την
+πορείαν. Προχωρούσι προς την οικίαν της νεάνιδος, εγγύς του
+στοιχειωμένου μεγάρου, και μετά δέους, κρυφά-κρυφά, ρίπτουν τα όμματά
+των προς τον όγκον εκείνον, όστις εξηκολούθει να φωτίζεται εν
+υπερβαλλούση λαμπρότητι. Και συγχρόνως ακούονται γέλωτες χαράς κ'
+ευφροσύνης, ως γάμου βοή. Ίστανται και ακροώνται:
+
+ _Χριστός γεννάται σήμερον
+ εν Βηθλεέμ τη πόλει,
+ οι ουρανοί αγάλλονται
+ χαίρει η κτίσις όλη . . . __
+
+Ψάλλει χορός παιδιών καλλίφωνος εν τω φωτισμένω μεγάρω και όργανα πολλά
+συνοδεύουν τα άσμα. Σκιαί φαίνονται κινούμεναι εν αυτώ και φωναί
+αγαλλιάσεως ασυνάρτητοι, ως είνε αι φωναί της αληθούς χαράς, εξέρχονται
+ολονέν από των χαλασμένων παραθύρων. Δίπλα δε, παρά τον ημικρημνισμένον
+μαρμάρινον εξώστην ένα ζεύγος υψηλών ιστών κινείται κυματοειδώς,
+συμφώνως προς της θαλάσσης τους κυματισμούς. Το δέος της γραίας
+υπεραυξάνει τότε. Αναπαρίσταται ενώπιον των οφθαλμών της πραγματική η
+ανύπαρκτος πλέον ευτυχία της. Και σπεύδει προς τον οικίσκον της
+νεάνιδος, ήτις ρίψασα τελευταίον έμφοβον βλέμμα προς το κατάφωτον
+μέγαρον ψιθυρίζει κάτωχρος:
+
+ — Πω! πω! φαντάσματα και κακό!
+
+Και εκεί που ήτο έτοιμος η γραία να εισέλθη εις τον γειτονικόν οίκον, νά
+ο γέρω-Μπαρέκος, όστις ασθμαίνων, κάθιδρως σχεδόν, εμφανίζεται,
+κραυγάζων μακρόθεν:
+
+ — Κυρά καπετάνισσα! Καλώς τα δεχθήκατε! και μετ' ολίγον προσθέτει
+γελών:
+
+ — Τα φαντάσματα!
+
+Κ έδειξε το μέγαρον, του οποίου έφεγγον πάντοτε λαμπρώς τα κρημνισμένα
+παράθυρα.
+
+Η γραία εντροπιασμένη, φοβισμένη δι' όσα έβλεπε και δι' όσα ήκουσε,
+χωρίς ν' απαντήση εις τον ποιμένα, καλόν ή κακόν λόγον, εισήρχετο, εν ώ
+ο γέρω-Μπαρέκος εμποδίζει αυτήν, προσθέτων:
+
+ — Τα φαντάσματα!
+
+Κ' εξακολουθεί:
+
+ — Καλώς τον δέχθηκες τον καπετάνιο σου, ίδιος ο μακαρίτης είνε ο
+Παπαργυρός. Ήλθεν ο γυιός σου ο ναυαγισμένος, ύστερα από τόσα χρόνια!
+
+Η γραία ίστατο άφωνος ως ανδριάς. Ο δε ποιμήν εξηκολούθει:
+
+ — Με μίαν σκούνα, με μια έμορφη γυναίκα εγγλέζα, ξανθή και ροδοκόκκινη,
+— σπηκ ίγγλισσ; — παρενέβαλε σαρκάζων ο ποιμήν — με δύο παιδάκια — να
+του ζήσουν — ένα αγοράκι και ένα κοριτσάκι — ζευγαράκι — δεν σου
+μοιάζουν διόλου, — ροδοκόκκινα και ξανθά. Καλώς τα δέχθηκες τα
+φαντάσματα, ήλθα ξαργού, να σου το πω και να πάρω τα συχαρίκια, μη τύχη
+και φοβηθήτε πάλιν.
+
+Παρ' ολίγον να προδοθή ο πονηρός, διά το προηγηθέν επεισόδιον του
+ναΐσκου, διά τούτο εις το _πάλιν_ εδάγκασε την γλώσσαν του.
+
+Τωόντι. Η σκούνα, την οποίαν εις το βουνόν είχε παρατηρήσει η συνοδός
+της γραίας, είχε καταπλεύσει, κυβερνωμένη υπό του αγνοουμένου υιού του
+μακαρίτου καπετάν-Τσούρμα-Παπαργυρού και ηγκυροβόλησε κάτω από το
+μέγαρον.
+
+Ο γέρω-Μπαρέκος, κατελθών να λάβη την υπεσχημένην αμοιβήν διά το εν τω
+ναΐσκω κατόρθωμά του, ήκουσε παραδόξως παρά του πλουσίου ιδιοκτήτου ότι
+δεν έχει να τω δώση τίποτε, διότι αν και το σχέδιον του ποιμένος
+επέτυχε, το ιδικόν του όμως είχεν αποτύχει τέλεον, διότι κατέπλευσε
+πλέον ο υιός του καπετάν-Τσούρμα του Παπαργυρού, εις ον ανήκεν ο
+περιζήτητος οίκος, και κατέπλευσε με περιουσίαν κινητήν και ακίνητον,
+και ήτο αδύνατον πλέον να πωλήση η μήτηρ το μέγαρον.
+
+Ο γέρω-Μπαρέκος διεμαρτυρήθη και απήτησε την αμοιβήν του. «Δεν σε
+δούλεψα, βρε αδερφέ!» έλεγε προς τον αποστείλαντα αυτόν. Αλλ' αποτυχών,
+με όλας τας διαμαρτυρίας του, απειληθείς και με φυλάκισιν — διότι ο
+απαιτητής του μεγάρου ήτο και δήμαρχος, έσπευσε να συναντήση την γραίαν
+και λάβη παρ' αυτής τουλάχιστον το εθιζόμενον δώρον της καλής ειδήσεως —
+τα συχαρίκια — γνωρίζων ότι αύτη, σιγά-σιγά, ως εβάδιζε, θα ήτο ακόμη
+καθ' οδόν. Διά τούτο εφρόντισε με όλην την ησυχίαν του και συνέλεξεν
+ικανάς πληροφορίας περί του καταφθάσαντος πλοιάρχου, όσας ημπόρεσεν.
+
+Αλλ' η γραία έμενε βωβή εν τη θύρα της γειτονικής οικίας και κωφή
+σχεδόν. Τα λόγια του ποιμένος τ' απροσδόκητα εβόμβουν, συγκεχυμένα, εις
+τα ώτα αυτής, ως ει προ μικρού είχε λάβει αρκετήν δόσιν κινίνης, ότε
+κατήρχετο και ο παπά-Μακάριος ο πνευματικός της, κατακόκκινος από την
+κούρασιν — τις οίδεν — όστις είχε την ευτυχίαν πρώτος να σπεύση εις την
+αιφνιδίαν της λυπημένης χήρας χαράν:
+
+ — Καλώς τα δέχθηκες, κυρά-Καπετάνισσα! ήλθεν ο καπετάν-Γιαννάκης!
+
+Και έλαβε την χείρα της γραίας, ψυχράν, ως από μολύβδου.
+
+Δεν ήτο εκ των συνήθων η έκπληξις αύτη.
+
+Η γραία, άφωνος πάντοτε, έβλεπεν ετενώς το φωτισμένον μέγαρόν της,
+παρακολουθούσα τας εν αυτώ κινουμένας σκιάς ανθρωπίνων φασμάτων, και
+ψιθυρίζουσα εν απορία: «ο Δεσπότης τάχα ήλθεν;» Αλλά ο γέρων
+πνευματικός, κατακόκκινος από την κούρασιν — τις οίδεν — εξηκολούθει,
+κινών την χείρα της και σείων όλον αυτής τον κορμόν, ως ξύλινον,
+επαναλαμβάνων πυκνώς:
+
+ — Καλώς τα δέχθηκες, κυρά-Καπετάνισσα!
+
+Έως ου, μετά πολλά, συνήλθε τέλος η γραία, εκ της πρώτης μεγάλης
+ταραχής, και, ολίγον κατ' ολίγον, διά των παραινέσεων του ιερέως περί
+χαράς και λύπης και περί μακαρίου πένθους, θείας προνοίας και θείας
+ευλογίας, η γραία ανέκτησε τελείως την αίσθησίν της, και συνοδευομένη
+παρά του γέροντος πνευματικού, εδέχθη ν' αναβή εις τον οίκον της.
+
+ — Μου τα είπεν όλα ο καπετάν-Γιαννάκης, έλεγεν ο σεβάσμιος γέρων, όλος
+χαρά και αγαλλίασις. Το πώς εσώθη από το φοβερόν ναυάγιον της θαλάσσης
+και από το φοβερώτερον ναυάγιον της ξηράς. Ότι εν τη θαλάσση εσώθη,
+επιτυχών το ξύλινον μαγειρείον, όπερ επέπλεεν — όλοι οι άλλοι επνίγησαν
+— εν τη ξηρά δε εσώθη διά της μετανοίας. Η αιφνιδία της τύχης του
+μεταβολή επί το χείρον, έπεισεν αυτόν ότι, ίνα επανέλθη εις την πρώτην
+ακμήν, την οποίαν εύρε συγκεκροτημένην διά των κόπων του πατρός του, και
+κατεπόντισεν εις του Βοσπόρου το αχόρταστον ρεύμα, έπρεπε να εγκαταλίπη
+τον άσωτον βίον και να επιδοθή φιλοτίμως εις την εργασίαν. Όπερ και
+έπραξε. Μου τα είπεν όλα αυτά, επανελάμβανεν ο πνευματικός, και ότι,
+εντρεπόμενος τον πατέρα του, ήθελε να επανέλθη με μίαν τουλάχιστον
+σκούνα, δι' αυτό κ' εβράδυνεν. Όλα τα ήκουσα και το πώς ενυμφεύθη,
+τιμιωτάτην σύζυγον, την οποίαν εβάπτισε προηγουμένως, τα πάθη του, τας
+περιπετείας του, τας θλίψεις του, εργαζόμενος εν Αγγλία· αλλ' είνε τόσον
+ωραία όλα αυτά τα επεισόδια του τρικυμιώδους βίου του, ώστε θα έλθω να
+τα ξανακούσω πάλιν.
+
+Και συνώδευε λοιπόν την γραίαν εις το παμπάλαιον και στοιχειωμένον
+μέγαρον, σταλείς επίτηδες παρά του καπετάν-Γιαννάκη, θέλοντος να προλάβη
+δυστύχημα πιθανόν εις τοιαύτας περιστάσεις, ίνα προετοιμάση ο ιερεύς εν
+ειρήνη ψυχής την μετά της μητρός του πρώτην συνάντησιν — την συνώδευε
+πρόθυμος ο γέρων πνευματικός εκεί όπου την ανέμενον με χαράν τόσα φαιδρά
+πρόσωπα, τέκνα και νύμφη και εγγονοί, της χαράς τα φαντάσματα, των πόθων
+της τα όνειρα, τα οποία εν ταις μυστικαίς βουλαίς του Θεού τόσον
+τρυφερώς ενίοτε πραγματοποιούνται.
+
+Εν τη αυλή υπό το φως μεγάλης λυχνίας, ο μικρός εγγονός, κυνηγών την
+έρημον και μόνην όρνιθα, γοερώς κακαρίζουσαν, κατετρόμαξε την γραίαν
+μάμμην του, της οποίας ο νους, άπαξ ταραχθείς εκ των φαντασμάτων, δεν
+είχε καθησυχάσει ακόμη τελείως. Και όταν πάλιν, ενηγκαλισμένον έχουσα
+και καταφιλούσα τον μονάκριβον υιόν της, τον οποίον, μετά τόσα έτη,
+ανελπίστως έβλεπε, μεγαλόσωμον, σοβαρόν, πολιόν σχεδόν, ως τον καπετάν-
+Τσούρμαν, τον Παπαργυρόν, απαράλλακτον, ακούσασα πατήματα ζωηρά,
+χορευτικά και φωνάς και γέλωτας και χαράν, εν τω άνω πατώματι, όπου τα
+παιδία ανέβησαν να ίδουν το θέαμα του λιμένος και της κώμης, απεσπάσθη
+από τας αγκάλας του υιού της, έντρομος κράζουσα, κ' επάνω βλέπουσα:
+
+ — Τι είνε!
+
+Αλλ' ο γέρων πνευματικός, παρών εκεί, την ενεκαρδίωνε· και όταν κατόπιν
+συνήλθον ομού πάντες οι ταξειδιώται και περιεκύκλωσαν την γραίαν
+καπετάνισσαν, τα δύο εγγονάκια της, ροδοκόκκινα και ξανθά, μετ' απορίας
+παρετήρουν κ' εξήταζον τον κατάμαυρον και ασυνήθη της μάμμης ιματισμόν,
+σύροντα περιέργως τας άκρας της μαύρης μανδήλας της· και ότε η νύμφη της
+η εγγλέζα, διά νευμάτων, αγνοούσα την γλώσσαν, την περιέθαλπε την
+πολύπαθη πενθεράν, τόσον θερμώς και τόσον εκφραστικώς, ως εάν ωμίλει την
+γλώσσαν της και καλλίτερα μάλιστα· και όταν ο υιός της, ο καπετάν-
+Γιαννάκης, ένδακρυς ανελογίζετο το πολυτάραχον παρελθόν κ' εν γένει,
+όταν η γραία Καπετάνισσα ανέκτησεν όλον το θάρρος της και την γαλήνην
+της ψυχής της, και ήρχισε ν' αναπολή και να διηγήται περί του μακαρίτου
+καπετάν-Τσούρμα του Παπαργυρού, και περί του οικτρού αυτού τέλους με
+βαθύτατον της καρδίας της πόνον, ώστε να κλαύσουν όλοι, ο γέρων
+πνευματικός, κατακόκκινος πάντοτε, από την κούρασιν — τις οίδεν —
+δεικνύων και την ωραίαν σκούναν, η οποία μακρά, με χρυσά κορζέτα, αλλά
+χωρίς άσπρο μπούρδο, κατάμαυρος πλέον, εκαμάρωνεν εγγύς του μεγάρου, ενώ
+το κύμα προσκρούον ηρέμα εις τα μαύρα πλευρά της απετέλει ελαφρόν ψόφον
+ως θρήνου ηχώ μακρυνήν, πλην ηδέος θρήνου, ξεκουράζοντος θρήνου, είπεν
+ιεροπρεπώς:
+
+ — Μόνον όποιος πεθάνη, δεν γυρίζει 'πίσω, κυρά-Καπετάνισσα.
+
+Αλλά την στιγμιαίαν αυτήν θλίψιν, την αναπόφευκτον, διέκοψεν αμέσως ο
+γέρω-Μπαρέκος, επανελθών και κομίζων επ' ώμου, ποικιλόστικτον μικρόν
+αιγίδιον, ζωντανόν, ως ο κριοφόρος Ερμής.
+
+Τα ξανθά παιδία έσπευσαν κ' έλαβαν το αιγίδιον, το χριστουγεννιάτικον
+δώρον των, και κυνηγούντα αυτό εις την μεγάλην αίθουσαν, τριζοκοπούσαν
+και από την σαθρότητα και από την χαράν, ηυφραίνοντο, τα ξανθά παιδία,
+και μετ' αυτών ηυφραίνοντο έτι πλέον, οι ευδαίμονες γονείς και η
+πολυπαθής μάμμη, κ' εγέλα, θαρρείς, κ' ηγάλλετο αγαλλίασιν πνευματικήν
+το πένθιμον και κατηφές εκείνο μέγαρον των φαντασμάτων.
+
+ — Δεν σου τώλεγα εγώ, κυρά-Καπετάνισσα; είπεν ο γέρω-Μπαρέκος τότε.
+Σπηκ ίγγλισσ; Νά τα λοιπόν τα φαντάσματα, της χαράς τα φαντάσματα!
+Φίλησέ τα, και μη τα φοβάσαι διόλου τώρα.
+
+
+
+ΙΩΑΝΝΗΣ Ν. ΣΙΔΕΡΗΣ — ΕΚΔΟΤΉΣ — ΑΘΗΝΑΙ
+
+ΕΚΛΕΚΤΑ ΕΡΓΑ
+ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΞΕΝΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
+Ε Κ Δ Ο θ Ε Ν Τ Α
+
+ ΑΝΝΙΝΟΥ ΜΠ. Αττικαί ημέραι (διηγήματα και ευθυμογραφήμ..........Δρ. 5. —
+ — Ζητείται υπηρέτης (κωμωδία μονόπρακτος)................ 1. —
+ ΒΑΒΕΑ Ν. Το Πέραν μας (πρωτότυπον κοινωνικόν έργον από τα
+ παρασκήνια της ζωής) .................................. 5. —
+ ΒΛΑΧΟΥ ΑΓΓ. Ανάλεκτα (κρίσεις και εντυπώσεις 2 τόμ. )............. 8. —
+ — Τραγούδια του Heine (έμμετ. μετάφρ. )
+ ΒΡΑΤΣΑΝΟΥ Μ. Τα κατά τον Θησέα (ιστορική και πολιτική μυθογραφία).. 7. —
+ ΒΙΖΥΗΝΟΥ Γ. Ποίος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου..................... 5. —
+ ΒΟΓΑΣΛΗ Δ. Εκλεκτά χριστουγεννιάτικα και πρωτοχρονιάτικα διηγήματα
+ (εκ του Γαλλ. Γερμαν. και Ρωσικού)................................. 3.50
+ ΓΡΥΠΑΡΗ Ν. I. Σκαραβαίοι και Τερρακόττες........................... 5. —
+ ΔΕΛΗΚΑΤΕΡΙΝΗ I. Ο Λυχνοστάτης (κωμωδία μονόπρακτος) ............... 1. —
+ ΔΡΟΣΙΝΗ Γ. Φωτερά Σκοτάδια (ποιήματα).............................. 5. —
+ — Κλειστά Βλέφαρα (ποιήματα)............................. 5. —
+ — Αμαρυλλίς (διήγημα).................................... 5. —
+ — Αγροτικαί επιστολαί.................................... 5. —
+ — Ο Μπαρμπαδήμος. Διηγήσεις αγωνιστού. Εικόνες Μπισκίνη.. 6. —
+ ΔΑΦΝΗ ΣΤΕΦΑΝ. Το ανοιχτό παράθυρο.................................. 5. —
+ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ Π. Η Σιδηρά Διαθήκη (Κοινωνική Φυσιολογία) ........ 6. —
+ ΔΡΑΓΟΥΜΗ ΙΟΥΛΙΑΣ Στην Κοζάνη (διηγήματα)........................... 5.—
+ — Όλοι μαζί.............................................. 3.50
+ — Ο Βάτραχος που βαριέται................................ 1.40
+ ΔΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΘΕΩΝΗΣ Ελληνικά ποιήματα, κατάλληλα γι απαγγελία. Τόμοι
+ δύο................................................... 10. —
+ ΔΕΛΤΑ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ Τον Καιρό του Βουλγαροκτόνου τόμ. 2............... 12. —
+ — Για την Πατρίδα
+ — Παραμύθι χωρίς όνομα............................,...... 6. —
+ ΔΕΛΤΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ Μύθοι και θρύλοι.................................. 6. —
+ ΔΟΥΜΑ (ΥΙΟΥ) Η Κυρία με τας Καμελίας (μυθιστόρημα)................. 5. —
+ ΘΕΡΟΥ ΑΓ. Δημοτικά τραγούδια (εκλογή)............................. 5. —
+ ΚΟΡΟΜΗΛΑ Γ. Το τελευταίο βράδυ..................................... 5. —
+ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ Μ. Ελληνική Μυθολογία............................... 6.50
+ ΚΩΣΝΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΣ ΚΑΙ ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ Θρύλοι και παραδόσεις μετά
+ πολλών καλλιτεχν. εικόνων.......................................... 3. —
+ ΛΑΜΑΡΤΙΝΟΥ Γκρατσιέλλα............................................. 5. —
+ ΛΙΔΩΡΙΚΗ Μ. Κοντά στη φωτιά(δράμα μονόπρακτον).................... 1. —
+ ΛΥΚΟΥΔΗ ΕΜΜΑΝ. Διηγήματα........................................... 5. —
+ — Το Σπητάκι του γιαλού (Διήγημα) ....................... 5. —
+ ΜΑΛΑΚΑΣΗ Μ. Ασφόδελοι ποιήματα).................................... 5. —
+ ΜΑΡΗ Μ. Το θάρρος της αγνοίας (κωμωδ. μονόπρακτος)................ 1. —
+ ΜΩΡΑΪΤΙΔΗ Α. Διηγήματα τόμ. Α'. Β'. Γ'. έκαστος ................... 6. —
+ ΝΟΡΔΑΟΥ Μ. Τα κατά συνθήκην ψεύδη.................................. 5. —
+ Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΟΘΩΝ Ιστορικόν εράνισμα επί τη 50ετηρίδι του θανάτου του 4. —
+ ΠΑΛΑΜΑ Κ. Τα παράκαιρα (ποιήματα).................................. 5. —
+ — Διηγήματα............................................... 5. —
+ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ — ΛΑΜΠΕΛΕΤ Τα χελιδόνια (ποιήματα για παιδιά τονισμένα)10. —
+ ΠΟΛΕΜΗ I. Σπασμένα μάρμαρα (ποιήματα).............................. 6. —
+ — Παληό βιολί έκδοσις τρίτη............................... 5. —
+ — Βασιληάς Ανήλιαγος έκδοσις τρίτη........................ 5. —
+ — Λύρα (Ανθολογία της νεωτέρας ελλ. ποιήσεως)............. 6. —
+ — Η Γυναίκα (κωμωδία μονόπρακτος)......................... 1. —
+ — Ειρηνικά (ποιήματα)..................................... 3. —
+ ΠΡΟΒΕΛΕΓΓΙΟΥ Α. Η Φαίδρα........................................... 4. —
+ — Φάουστ του Γκαίτε(μετά πολλών εικόνων)
+ — Ποιήματα................................................ 5. —
+ ΣΙΕΓΚΕΒΙΤΣ Quo Vadis (μυθιστόρημα)................................. 5. —
+ ΣΤΡΑΤΗΓΗ Γ. Τραγούδια του νησιού................................... 5. —
+ ΤΑΝΑΓΡΑ ΑΓΓ. Οι σπογγαλιείς του Αιγαίου (διήγημα).................. 5. —
+ — Μακεδονικαί Ραψωδίαι.................................... 4. —
+ — Η Μεγαλόχαρη (διήγημα).................................. 3.50
+ — Άγγελος εξολοθρευτής (πολεμ. διηγήματα 1912-13)......... 5. —
+ — Μαύρες Πεταλούδες....................................... 4. —
+ ΤΣΟΚΟΠΟΥΛΟΥ Γ. Ο Βασιλεύς της Ρέγκας (μονόπρ. ) ................... 1. —
+ — Γυναίκες του Βυζαντίου.................................. 5. —
+ ΦΕΓΙΕ ΟΚΤΑΒ. Ιστορία ενός πτωχού νέου.............................. 5. —
+ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ Κ. Φθινόπωρο (μυθιστόρημα)............................. 5. —
+ — Τραγούδια της Ερημιάς.................................... 3.50
+ — Τα Ελεγεία και τα Ειδύλλια (ποιήματα) ................... 3.50
+ — Απλοί Τρόποι (ποιήματα) ................................. 5. —
+
+
+
+1) Σημ. Το παρόν Διήγημα ανεδημοσιεύθη εις την εφημερίδα &Κήρυκα& των
+Χανίων.
+
+2) Αβοηθώ σημαίνει θέτω τα φορτίον επί του ώμου, υποβοηθούμενος υπό
+τινος ή από υψηλού τινος μέρους. Ξεβοηθώ δε σημαίνει αποθέτω το φορτίον.
+Να ξαποστάσουν = να ξεκουρασθούν.
+
+
+
+
+
+End of Project Gutenberg's Novels, Volumes A to D, by Alexandros Moraitides
+
+*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK NOVELS, VOLUMES A TO D ***
+
+***** This file should be named 37585-0.txt or 37585-0.zip *****
+This and all associated files of various formats will be found in:
+ http://www.gutenberg.org/3/7/5/8/37585/
+
+Produced by Sophia Canoni.  Thanks to George Canonis for
+his major work in proofreading.
+
+
+Updated editions will replace the previous one--the old editions
+will be renamed.
+
+Creating the works from public domain print editions means that no
+one owns a United States copyright in these works, so the Foundation
+(and you!) can copy and distribute it in the United States without
+permission and without paying copyright royalties. Special rules,
+set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to
+copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to
+protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project
+Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you
+charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you
+do not charge anything for copies of this eBook, complying with the
+rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose
+such as creation of derivative works, reports, performances and
+research. They may be modified and printed and given away--you may do
+practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is
+subject to the trademark license, especially commercial
+redistribution.
+
+
+
+*** START: FULL LICENSE ***
+
+THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE
+PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK
+
+To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free
+distribution of electronic works, by using or distributing this work
+(or any other work associated in any way with the phrase "Project
+Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project
+Gutenberg-tm License (available with this file or online at
+http://gutenberg.org/license).
+
+
+Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm
+electronic works
+
+1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm
+electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to
+and accept all the terms of this license and intellectual property
+(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all
+the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy
+all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession.
+If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project
+Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the
+terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or
+entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8.
+
+1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be
+used on or associated in any way with an electronic work by people who
+agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few
+things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works
+even without complying with the full terms of this agreement. See
+paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project
+Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement
+and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic
+works. See paragraph 1.E below.
+
+1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation"
+or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project
+Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the
+collection are in the public domain in the United States. If an
+individual work is in the public domain in the United States and you are
+located in the United States, we do not claim a right to prevent you from
+copying, distributing, performing, displaying or creating derivative
+works based on the work as long as all references to Project Gutenberg
+are removed. Of course, we hope that you will support the Project
+Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by
+freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of
+this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with
+the work. You can easily comply with the terms of this agreement by
+keeping this work in the same format with its attached full Project
+Gutenberg-tm License when you share it without charge with others.
+
+1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern
+what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in
+a constant state of change. If you are outside the United States, check
+the laws of your country in addition to the terms of this agreement
+before downloading, copying, displaying, performing, distributing or
+creating derivative works based on this work or any other Project
+Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning
+the copyright status of any work in any country outside the United
+States.
+
+1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg:
+
+1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate
+access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently
+whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the
+phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project
+Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed,
+copied or distributed:
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived
+from the public domain (does not contain a notice indicating that it is
+posted with permission of the copyright holder), the work can be copied
+and distributed to anyone in the United States without paying any fees
+or charges. If you are redistributing or providing access to a work
+with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the
+work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1
+through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the
+Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or
+1.E.9.
+
+1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted
+with the permission of the copyright holder, your use and distribution
+must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional
+terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked
+to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the
+permission of the copyright holder found at the beginning of this work.
+
+1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm
+License terms from this work, or any files containing a part of this
+work or any other work associated with Project Gutenberg-tm.
+
+1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this
+electronic work, or any part of this electronic work, without
+prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with
+active links or immediate access to the full terms of the Project
+Gutenberg-tm License.
+
+1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary,
+compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any
+word processing or hypertext form. However, if you provide access to or
+distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than
+"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version
+posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org),
+you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a
+copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon
+request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other
+form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm
+License as specified in paragraph 1.E.1.
+
+1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying,
+performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works
+unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9.
+
+1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing
+access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided
+that
+
+- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from
+ the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method
+ you already use to calculate your applicable taxes. The fee is
+ owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he
+ has agreed to donate royalties under this paragraph to the
+ Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments
+ must be paid within 60 days following each date on which you
+ prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax
+ returns. Royalty payments should be clearly marked as such and
+ sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the
+ address specified in Section 4, "Information about donations to
+ the Project Gutenberg Literary Archive Foundation."
+
+- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies
+ you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he
+ does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm
+ License. You must require such a user to return or
+ destroy all copies of the works possessed in a physical medium
+ and discontinue all use of and all access to other copies of
+ Project Gutenberg-tm works.
+
+- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any
+ money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the
+ electronic work is discovered and reported to you within 90 days
+ of receipt of the work.
+
+- You comply with all other terms of this agreement for free
+ distribution of Project Gutenberg-tm works.
+
+1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm
+electronic work or group of works on different terms than are set
+forth in this agreement, you must obtain permission in writing from
+both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael
+Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the
+Foundation as set forth in Section 3 below.
+
+1.F.
+
+1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable
+effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread
+public domain works in creating the Project Gutenberg-tm
+collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic
+works, and the medium on which they may be stored, may contain
+"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or
+corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual
+property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a
+computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by
+your equipment.
+
+1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right
+of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project
+Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project
+Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all
+liability to you for damages, costs and expenses, including legal
+fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT
+LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE
+PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE
+TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE
+LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR
+INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH
+DAMAGE.
+
+1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a
+defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can
+receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a
+written explanation to the person you received the work from. If you
+received the work on a physical medium, you must return the medium with
+your written explanation. The person or entity that provided you with
+the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a
+refund. If you received the work electronically, the person or entity
+providing it to you may choose to give you a second opportunity to
+receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy
+is also defective, you may demand a refund in writing without further
+opportunities to fix the problem.
+
+1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth
+in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER
+WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO
+WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE.
+
+1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied
+warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages.
+If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the
+law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be
+interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by
+the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any
+provision of this agreement shall not void the remaining provisions.
+
+1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the
+trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone
+providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance
+with this agreement, and any volunteers associated with the production,
+promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works,
+harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees,
+that arise directly or indirectly from any of the following which you do
+or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm
+work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any
+Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause.
+
+
+Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm
+
+Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of
+electronic works in formats readable by the widest variety of computers
+including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists
+because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from
+people in all walks of life.
+
+Volunteers and financial support to provide volunteers with the
+assistance they need, are critical to reaching Project Gutenberg-tm's
+goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will
+remain freely available for generations to come. In 2001, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure
+and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations.
+To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation
+and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4
+and the Foundation web page at http://www.pglaf.org.
+
+
+Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive
+Foundation
+
+The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit
+501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the
+state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal
+Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification
+number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at
+http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent
+permitted by U.S. federal laws and your state's laws.
+
+The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S.
+Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered
+throughout numerous locations. Its business office is located at
+809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email
+business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact
+information can be found at the Foundation's web site and official
+page at http://pglaf.org
+
+For additional contact information:
+ Dr. Gregory B. Newby
+ Chief Executive and Director
+ gbnewby@pglaf.org
+
+
+Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation
+
+Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide
+spread public support and donations to carry out its mission of
+increasing the number of public domain and licensed works that can be
+freely distributed in machine readable form accessible by the widest
+array of equipment including outdated equipment. Many small donations
+($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt
+status with the IRS.
+
+The Foundation is committed to complying with the laws regulating
+charities and charitable donations in all 50 states of the United
+States. Compliance requirements are not uniform and it takes a
+considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up
+with these requirements. We do not solicit donations in locations
+where we have not received written confirmation of compliance. To
+SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any
+particular state visit http://pglaf.org
+
+While we cannot and do not solicit contributions from states where we
+have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition
+against accepting unsolicited donations from donors in such states who
+approach us with offers to donate.
+
+International donations are gratefully accepted, but we cannot make
+any statements concerning tax treatment of donations received from
+outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff.
+
+Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation
+methods and addresses. Donations are accepted in a number of other
+ways including checks, online payments and credit card donations.
+To donate, please visit: http://pglaf.org/donate
+
+
+Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic
+works.
+
+Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm
+concept of a library of electronic works that could be freely shared
+with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project
+Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support.
+
+
+Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed
+editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S.
+unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily
+keep eBooks in compliance with any particular paper edition.
+
+
+Most people start at our Web site which has the main PG search facility:
+
+ http://www.gutenberg.org
+
+This Web site includes information about Project Gutenberg-tm,
+including how to make donations to the Project Gutenberg Literary
+Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to
+subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks.
diff --git a/old/20110926-37585-0.zip b/old/20110926-37585-0.zip
new file mode 100644
index 0000000..a73ebcf
--- /dev/null
+++ b/old/20110926-37585-0.zip
Binary files differ