diff options
| -rw-r--r-- | .gitattributes | 3 | ||||
| -rw-r--r-- | 33709-0.txt | 6834 | ||||
| -rw-r--r-- | 33709-0.zip | bin | 0 -> 167111 bytes | |||
| -rw-r--r-- | LICENSE.txt | 11 | ||||
| -rw-r--r-- | README.md | 2 |
5 files changed, 6850 insertions, 0 deletions
diff --git a/.gitattributes b/.gitattributes new file mode 100644 index 0000000..6833f05 --- /dev/null +++ b/.gitattributes @@ -0,0 +1,3 @@ +* text=auto +*.txt text +*.md text diff --git a/33709-0.txt b/33709-0.txt new file mode 100644 index 0000000..bf4a25e --- /dev/null +++ b/33709-0.txt @@ -0,0 +1,6834 @@ +The Project Gutenberg EBook of Short Stories, by Vikelas Demetrios + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + + +Title: Short Stories + +Author: Vikelas Demetrios + +Release Date: September 12, 2010 [EBook #33709] + +Language: Greek + +Character set encoding: UTF-8 + +*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK SHORT STORIES *** + + + + +Produced by Sophia Canoni + + + + +Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic, +otherwise the spelling of the book has not been changed. Bold words +are indicated by &. Words in italics are included in _. A footnote has +been transferred at the end of the book. + +Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε +μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. +Λέξεις με έντονους χαρακτήρες περικλείονται σε &. Λέξεις με πλάγιους +χαρακτήρες περικλείονται σε _. Μια υποσημείωση έχει μεταφερθεί στο +τέλος του βιβλίου. + + + +ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΒΙΚΕΛΑ + + + + +ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ + +ΕΚΔΟΣΙΣ ΝΕΑ +ΜΕΤΑ ΠΟΛΛΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΥΠΟ ΤΩΝ Κ. Κ. ΓΙΑΛΛΙΝΑ, ΓΥΖΗ, ΛΥΤΡΑ, ΙΑΚΩΒΙΔΟΥ, +ΡΑΛΛΗ, ΡΙΖΟΥ ΚΑΙ ΦΩΚΑ + + + +ΕΚΔΟΤΗΣ +ΑΝΕΣΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ + + + +ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ +ΕΚ ΤΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ ΤΩΝ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΩΝ +ΑΝΕΣΤΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ + + + +1897 + + + + + +ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΟΥ + + + +Τα προκείμενα οκτώ Διηγήματα του κ. Δημητρίου Βικέλα εδημοσιεύθησαν κατά +πρώτον εις το περιοδικόν «Εστία». Τα έξ πρώτα ανετυπώθησαν εις +ιδιαίτερον τεύχος, προ πολλού ολοσχερώς εξαντληθέν. Την νέαν ταύτην +έκδοσιν κοσμεί εκατοστύς εικόνων, οφειλομένων εις εξόχους Έλληνας +καλλιτέχνας, τους κ. κ. Γιαλλινάν, Γύζην, Ιακωβίδην, Λύτραν, Ράλλην, +Ρίζον και Φωκάν. + +Πρώτον ήδη παρ' ημίν συνηντήθησαν τόσα ονόματα τοιαύτης αξίας εις τον +τίτλον Ελληνικού βιβλίου. Η συνεργασία των μνησθέντων επιφανών +καλλιτεχνών καθιστά το τεύχος τούτο λεύκωμα, τρόπον τινα, της συγχρόνου +Ελληνικής Ζωγραφικής. + +Ως προς τα διηγήματα αυτά καθ' εαυτά, περιττή πάσα εκ μέρους του εκδότου +σύστασις. Αρκούντως ήδη εξετιμήθησαν παρ' ημίν, αι δε εις πολλάς ξένας +γλώσσας επανειλημμέναι μεταφράσεις τα κατέστησαν, εφαμίλλως προς τον +Λουκήν Λάραν, γνωστά και πέραν των ορίων της Ελλάδος. + +Το κατ' εμέ κατέβαλον πάσαν προσπάθειαν, όπως η έκδοσις αύτη καταστή +αξία του τε κειμένου και των κοσμουσών αυτό ωραίων εικόνων. + + ΑΝΕΣΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ. + + + +ΠΙΝΑΞ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ + +Αι του κ. Γιαλλινά εν σελ. 15, 28,81 88, 96, 102, 117, 126, 151, 194, +202, 214, 238,251,284, 287 + +Αι του κ. Γύζη εν σελ. 125, 128, 130, 131, 132, 134, 136, 137, 139, 141, +143, 146, 149, 150, 152, 154, 155 + +Αι του κ. Ιακωβίδου σελ. 3, 7, 9, 10, 13, 14, 18, 25, 26, 31, 33, 35, +37, 39, 43, 48, 53, 56, 57, 60, 63, 64, 66 + +Αι του κ. Λύτρα σελ. 71, 77, 83, 85, 89, 93, 94 + +Αι του κ. Ράλλη σελ. 160, 161, 162, 177, 178, 180, 183, 185, 186, 191, +196, 229 + +Αι του κ. Ρίζου σελ. 100, 104, 109, 111, 113, 114, 115, 116, 201, 207, +210, 211, 213, 218, 221, 223, 227, 229 + +Αι του κ. Φωκά 236, 243, 253, 265, 274 + + + + + + +ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ + + + +Η άσχημη αδελφή................ Σελ. 3 +Ο παππά Νάρκισσος................» 69 +Ο λυσσασμένος................... » 99 +Φίλιππος Μάρθας................. » 121 +Εις του οφθαλμιάτρου.............» 159 +Ανάμνησις...................... » 189 +Διατί έμεινα δικηγόρος ........ » 205 +Τα δυο αδέλφια.................. » 233 + + + +Η ΑΣΧΗΜΗ ΑΔΕΛΦΗ + + +Α'. + +Ο Κύριος Πλατέας, καθηγητής των Ελληνικών εις το Γυμνάσιον Ερμουπόλεως, +επέστρεφεν από τον τακτικόν απογευματινόν περίπατόν του. Άλλοτε ο +περίπατος ούτος εγίνετο εις τα Βαπόρια. Αλλ' αφού ήρχισεν η χάραξις της +οδού της μελλούσης, ως ελέγετο, ν' απολήξη εις Χρούσα, ο Κύριος +καθηγητής, αντί του τετραπλού καθ' εκάστην γύρου του εις τον +περιωρισμένον και μόνον έως τότε περίπατον εκείνον των Ερμουπολιτών, +έφερε τα βήματά του εις την νέαν οδόν. Παρακολουθών μετά μεγίστου +ενδιαφέροντος την γινομένην εργασίαν, παρεξέτεινεν από εβδομάδα εις +εβδομάδα τον δρόμον του αναλόγως της προοδευούσης οδοποιίας, οι δε +συνάδελφοί του έλεγον περί αυτού ότι θα καταντήση ούτω να περιπατή μέχρι +τέλους έως εις τα Χρούσα, όταν η οδός τελειωθή. Αλλά κατ' εκείνην την +εποχήν (δηλαδή περί το έτος χιλιοστόν οκτακοσιοστόν και πεντηκοστόν) η +συντηρητική των δημοτών μερίς εθεώρει άσκοπον και περιττήν την προς +κατασκευήν της οδού δαπάνην, μη επιτρεπομένης δε της τοιαύτης δαπάνης +και από τα μέσα του δήμου, αι εργασίαι είχον πρό τινων μηνών διακοπή. Η +οδός έφθανε μέχρι του ανοίγματος της πετρώδους φάραγγος του Μάνα, και +μέχρι του σημείου εκείνου περιωρίζετο επί του παρόντος ο καθημερινός του +Κυρίου Πλατέα περίπατος. + +Την άσκησιν ταύτην επέβαλλον εις τον καθηγητήν λόγοι υγιεινής. Αληθώς η +εξωτερική του μορφή δεν εμαρτύρει την ανάγκην πολλής προσοχής περί τα +της διαίτης. Αλλ' αυτή αύτη η πληθώρα υγείας, η εκδηλουμένη διά της +αυξανούσης πολυσαρκίας, ήτο λόγος ανησυχίας δικαιών τα προφυλακτικά +μέτρα του. Το μικρόν του σώματός του ανεδείκνυε μεγαλειτέραν ίσως της +πραγματικότητος την περιφέρειάν του περί τας οσφύς, αλλά και ο τράχηλος +του εξήρχετο μετά τινος στενοχωρίας από τας περιπτύξεις του λαιμοδέτου +του, και αι κόκκιναι ξυρισμέναι παρειαί του προείχον οπωσούν στρογγύλαι +εκατέρωθεν του δασέος μύστακός του. Εν συνόλω ο τεσσαρακοντούτης ήδη Κ. +Πλατέας παρετήρει μετά δυσαρεσκείας ότι το σχήμα του μετεβάλλετο +βαθμηδόν επί το σφαιρικώτερον. Ναι μεν, διετήρει εισέτι την ελαστικότητά +του, αι δε μικραί του κνήμαι έφερον ευκόλως το υπερκείμενον βάρος, αλλ' +ουχ ήττον, οπόταν είχε σύντροφον εις τους περιπάτους του, εφρόντιζε να +φέρη την ομιλίαν εις τρόπον ώστε να ομιλή ο σύντροφος εις τον ανήφορον, +αυτός δε να λαμβάνη τον λόγον εις τον κατήφορον ή επί ομαλού εδάφους. + +Μέχρις ώρας η άσκησις δεν συνετέλεσεν εις ελάττωσιν του πάχους, αλλά +τουλάχιστον έθεσε φραγμόν εις την αύξησίν του. Τούτο εξηκρίβωνεν ο Κ. +Πλατέας διά των κατά μήνα ζυγίσεών του εις την πλάστιγγα του τελωνείου, +όπου η φιλία ενός ελεγκτού τού παρείχε το προνόμιον των τοιούτων +δοκιμών. Παρεκτός του περιπάτου, ο ιατρός είχε συμβουλεύσει και τα +θαλάσσια λουτρά ως μέσον αντιπαχυντικόν. Κατά της τοιαύτης γνώμης +εξανέστησαν οι πλείστοι των γνωρίμων του, ιατρών και μη. Αλλ' ο Κ. +Πλατέας ήτο εξ εκείνων, οίτινες εμμένουν ακλόνητοι εις την άπαξ +ληφθείσαν απόφασιν και εις την άπαξ δοθείσαν εμπιστοσύνην. Ώστε αι +διαμαρτυρήσεις και οι ειρωνικοί υπαινιγμοί των θεωρούντων τα θαλάσσια +λουτρά ως δυναμωτικά, και κατά συνέπειαν παχυντικά, δεν ίσχυσαν να τον +αποτρέψουν. Εξηκολούθησεν επί δύο θερινάς περιόδους την θαλασσολουσίαν +και ήθελε βεβαίως την εξακολουθήσει εφ' όρου ζωής, εάν φοβερόν συμβάν +δεν του ενέπνεε τοσούτον τρόμον, ώστε επροτίμησεν ο άνθρωπος να εκτεθή +μάλλον εις τον κίνδυνον του να διπλασιασθή η περιφέρεια του, ή εις την +επανάληψιν του παθήματος εκ του οποίου διεσώθη χάρις μόνον εις την ρώμην +και την γενναιότητα του πρωτοδίκου Κ. Λιάκου. Άνευ αυτού ο Κ. Πλατέας +επνίγετο και δεν εγράφετο η παρούσα ιστορία. + +Ιδού πώς συνέβη το πράγμα: + +Δεν ήτο κολυμβητής περίφημος ο Κ. Πλατέας, αλλ' ηδύνατο όπως δήποτε να +πλέη, ηρέσκετο δε προπάντων εις το να απλώνη τα νώτα επί των υδάτων. +Ανεπαύετο λοιπόν ούτω μίαν θερινήν ημέραν, πλέων ανάσκελα. Ήτο όλως +αμέριμνος, η δε ευφρόσυνος απόλαυσις της χλιαράς θαλάσσης μετετρέπετο +εις νάρκωσιν νυσταλέαν, ότε αίφνης ησθάνθη κάτωθέν του τα ύδατα +διασχιζόμενα ορμητικώς υπό σώματος ογκώδους, το δε κύμα ωθούμενον προς +τα νώτα του μετά παφλάσματος βιαίου. Η λέξις Καρχαρίας ήλθε διά μιας εις +τον νουν του. Περιεστράφη εν ακαρεί διά να κολυμβήση και να φύγη ει +δυνατόν τον κίνδυνον. Αλλ' είτε εκ του τρόμου, είτε εκ της βίας, είτε εκ +του βάρους του, έχασε στρεφόμενος και ισορροπίαν και δυνάμεις, αντί δε +να πλεύση εβυθίσθη βαρύς εντός της θαλάσσης. + +Ταύτα πάντα αστραπηδόν, εν μια στιγμή. Αλλ' αι τοιαύται στιγμαί είναι ως +αιώνες δια τον διερχόμενον αυτάς, η δε φαντασία υπείκουσα εις του +αίματος τας βιαίας κινήσεις εργάζεται μετά τοσαύτης τότε ταχύτητος, +ώστε, καθώς έλεγε μετέπειτα ο Κ. Πλατέας, εάν επεχείρει να καταγράψη όσα +κατ' εκείνην την στιγμήν επεσωρεύθησαν εις την ενθύμησίν του, ηδύνατο να +συνθέση τόμον ολόκληρον. Σκηναί της παιδικής του ηλικίας, επεισόδια του +ανδρικού βίου του, αι μορφαί των προσφιλεστέρων του μαθητών, η κηδεία +της μητρός του, το τελευταίον πρόγευμά του, τα πάντα ήλθον εις τον νουν +του με αλληλουχίαν τόσον ορμητικήν, ώστε συνεχωνεύοντο όλα ομού, χωρίς +όμως και να συγχέωνται. Συγχρόνως δε, ως ανάκρουσις μουσική συνοδεύουσα +τας νοεράς εκείνας εικόνας, εβόυζον διαρκώς εις τα ώτα του αι λέξεις του +Βαλαωρίτου + + Γκλαν γκλαν το σήμαντρον!... + +Την προτεραίαν είχεν αναγνώσει ο δυστυχής καθηγητής το &Σήμαντρον& του +Λευκαδίου ποιητού· η ποιητικωτάτη περιγραφή του νέου εραστού, όστις +επιστρέφων εις την πατρίδα ρίπτεται εις την θάλασσαν διά να φθάση +ταχύτερον εις την ακτήν, όπου ακούει αντηχούντα τον νεκρώσιμον ήχον και +βλέπει την κηδείαν της μνηστής του, — ενώ δε πλέει απηλπισμένος +καταβροχθίζεται υπό του θηρίου της θαλάσσης, — η ζωηρά απεικόνισις της +φοβεράς εκείνης σκηνής τον είχε τοσούτον συγκινήσει, ώστε εις την +εντύπωσιν των στίχων του ποιητού απέδιδεν ο Κ. Πλατέας το πάθημά του, +δι' ό και διετήρησεν έκτοτε είδος μνησικακίας κατά του Βαλαωρίτου. Εάν +δεν ανεγίνωσκε την προτεραίαν το &Σήμαντρον&, δεν ήθελεν εκλάβει ως +καρχαρίαν το υπ' αυτόν νηχόμενον σώμα. Δεν ήτο η πρώτη αύτη φορά, ότε +νεαρός κολυμβητής επιτηδευόμενος εις τα _μακροβούτια_, διήλθεν ούτω υπό +τα ευρέα νώτα του. Ουδέποτε δε άλλοτε ετρόμαξεν, αλλά κατά την ημέραν +εκείνην η εντύπωσις των στίχων του Βαλαωρίτου παρ' ολίγον εγίνετο αιτία +του προώρου θανάτου του. + +Ευτυχώς ο Κ. Λιάκος ελούετο παρέκει. Ότε είδε τον Κ. Πλατέαν παρά πάσαν +συνήθειάν του βυθιζόμενον εντός της θαλάσσης, τους δε κύκλους +πλατυνομένους περί το σημείον όπου εβυθίσθη, ενόησε τί συμβαίνει. +Διασχίσας βιαίως την θάλασσαν επλησίασε και, καταδυόμενος, ήρπασε τον +πνιγόμενον, τον ανέσυρεν εις την επιφάνειαν και μετά κόπου τον +ερρυμούλκησεν άπνουν και αναίσθητον μέχρι της ακτής. Χάρις εις τας +επικαίρους προσπαθείας των εκεί συνδραμόντων, συνήλθεν εις τον εαυτόν +του ο Κ. Πλατέας, μετά πολλής αληθώς δυσκολίας, αλλ' επί τέλους +συνήλθεν, εκεί δε εις τον αιγιαλόν ωρκίσθη διπλούν όρκον, ποτέ πλέον να +μη κολυμβήση και ποτέ να μη λησμονήση ότι οφείλει την ζωήν εις τον Κ. +Λιάκον. + +Τον όρκον ετήρησεν έκτοτε πιστώς. Τον ετήρει μάλιστα ως προς τον σωτήρα +του μετά τοσαύτης υπερβολής, ώστε ο Κ. Λιάκος, χωρίς βεβαίως να +μετανοήση ότι έσωσε τον καθηγητήν, ελάμβανεν όμως συχνάκις αφορμήν να +λυπηθή, διότι δεν συνέπεσεν αντ' αυτού να ευρεθή άλλος τις κατ' εκείνην +την ώραν λουόμενος εκεί, προς τον οποίον ο Κ. Πλατέας να οφείλη την ζωήν +του. Αι εκδηλώσεις της ευγνωμοσύνης του απέβαινον επί τέλους οχληραί. +Πανταχού εξύμνει τον σωτήρα του· οπόταν τον συνήντα, (τον συνήντα δε +πολλάκις της ημέρας,) τον προσηγόρευεν ενθουσιωδώς, εδράττετο πάσης +ευκαιρίας διά να διακηρύξη ότι μόνη του επιθυμία εφεξής είναι και θα +είναι να παρουσιασθή περίστασις διά ν' αποδείξη εμπράκτως τα αισθήματά +του. — Η ζωή μου σου ανήκει, έλεγε. Σου την έχω αφιερωμένην! — Εις μάτην +ο Κ. Λιάκος διεμαρτύρετο προσπαθών να τον πείση ότι δεν ήξιζε τόσον +λόγον το πράγμα, ότι πας άλλος βλέπων άνθρωπον πνιγόμενον και δυνάμενος +να κολυμβήση θα έπραττεν ό,τι αυτός έπραξεν. Ο σωθείς δεν επείθετο και +εξηκολούθει ανακηρύττων την ευγνωμοσύνην του. Αλλ' εάν εβαρύνετο ενίοτε +διά τούτο τον Κύριον Πλατέαν, δεν ηδύνατο όμως ο Λιάκος να μένη +αναίσθητος εις τοιαύτην λατρείαν. Ο καθηγητής των Ελληνικών προσεκολλήθη +τοσούτον εις τον νέον πρωτοδίκην, ώστε κατήντησε και ο δεύτερος να θεωρή +τον πρώτον ως μέρος αναπόσπαστον της υπάρξεώς του. Η καθημερινή σχέσις +επέφερε φιλίαν, ήτις τους συνέδεσε στενώς, ει και κατά πάντα ανομοίους. + +Επέστρεφε λοιπόν από τον συνήθη περίπατόν του ο Κ. Πλατέας. Ήτο μία εξ +εκείνων των ωραίων ημερών του Φεβρουαρίου, προδρόμων του έαρος, ότε ο +ήλιος θωπεύει διά των ακτίνων του τα πρώτα άνθη των πρωίμων αμυγδαλεών, +και λάμπει η κυανή θάλασσα και γελά ο αίθριος ουρανός της Ελλάδος. Αλλ' +ο ήλιος έκλινε προς την δύσιν του, ο δε προφυλακτικός καθηγητής δεν +επεθύμει να εκτεθή εις την δρόσον της εσπέρας, ενθυμούμενος ότι κατά την +ώραν ταύτην του έτους ο χειμών ανακτά την κυριαρχίαν του άμα ο ήλιος +κρυφθή. Επλησίαζεν ήδη εις το Ναυπηγείον, όπου τότε ετελείωνεν η πόλις, +επεριπάτει δε εισέτι παρά τον αιγιαλόν, ότε είδεν αίφνης μακρόθεν τον +Λιάκον, τον αγαπητόν του Λιάκον, εξερχόμενον της πόλεως. Μειδίαμα +ευχαριστήσεως εφαίδρυνε το στρογγύλον πρόσωπον του Κ. Πλατέα. Ύψωσε και +τας δύο χείρας, η μία των οποίων έφερε στερεάν βακτηρίαν, και μεγάλη τη +φωνή, διά ν' ακουσθή παρά του απέχοντος εισέτι φίλου του, ανεβόησε: + + _Τις δε συ εσσι, φέριστε καταθνητών ανθρώπων;_ + +Διότι ο Κ. Πλατέας είχε την συνήθειαν να παρεισάγη εις την ομιλίαν +στίχους ομηρικούς. Υπήρχεν ως εκ τούτου ιδέα επικρατούσα ότι εγνώριζεν +εκ στήθους ολόκληρον την Ιλιάδα και την Οδύσσειαν. Ο ίδιος απέκρουε +μετριοφρόνως την τοιαύτην περί της Ελληνομαθείας του διάδοσιν, αλλ' ουχ +ήττον συνέτεινον προς ενίσχυσίν της αι συχναί του ομηρικαί ρήσεις. +Αληθώς αι κακαί γλώσσαι έλεγον ότι οι στίχοι δεν εφηρμόζοντο πάντοτε +ακριβώς εις την περίστασιν, αλλ' όμως δεν επεκύρουν την κακολογίαν οι +λοιποί της Ερμουπόλεως Ελληνισταί, ίσως διότι δεν ήσαν εις θέσιν να +εξακριβώσουν το αληθές ή μη αυτής. Εγέλων όμως και ούτοι μετά των άλλων, +ότε ο Κ. Πλατέας, ανυψών την κεφαλήν, απήγγελλε μεγαλοπρεπώς εν μέσω της +κοινής ομιλίας τους ηχηρούς εξαμέτρους του Ομήρου. + +Ότε οι δύο φίλοι επλησίασαν προς αλλήλους, ο Κ. Πλατέας έθλιψε περιχαρής +την χείρα του σωτήρος του και εστάθη απέναντί του. + + — Και δεν μου το έλεγες, αδελφέ, είπεν, ότι είχες όρεξιν διά περίπατον +σήμερον, ώστε να εξέλθωμεν μαζή; Αλλά πώς ήργησες τόσον; Τώρα είναι ώρα +επιστροφής. + + — Ήργησα τω όντι. Ενόμιζα όμως ότι θα σε απαντήσω μακρύτερα. + +Και μετά προσποιητής αδιαφορίας ο Κ. Λιάκος επρόσθεσεν: + + — Είναι πολύς κόσμος έξω; + + — Πολύ ολίγος! Δεν τους γνωρίζεις τους Συριανούς; Προτιμούν να +αλληλοτρίβουν τους αγκώνας των εις την στενήν των πλατείαν. Μόνοι οι +εκλεκτοί ευρίσκουν ευχαρίστησιν «παρά θίνα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης». + + — Και τίνες ήσαν σήμερον οι «εκλεκτοί»; ηρώτησε μειδιών ο Κύριος +Λιάκος. + + — Έπρεπε να είπω εις δυικόν αριθμόν, «τω εκλεκτώ». + +Και εγέλασεν ο Κ. Πλατέας διά την επιτυχίαν του αστεϊσμού του. Εγέλασε +και ο Κ. Λιάκος, αλλ' επεθύμει σαφεστέραν απόκρισιν, ώστε επανέλαβε, +χαριεντιζόμενος δήθεν και αυτός: + + — Αλλ' έχομεν τουλάχιστον μιμητάς ημείς οι δύο; Πόσους και τίνας +απήντησες σήμερον; + + — Τους αυτούς πάντοτε! τον δείνα, τον τάδε... + +Και ήρχισεν ο Κ. Πλατέας απαριθμών εις τα δάκτυλά του τους +περιπατητικούς φιλοσόφους, ως τους απεκάλουν οι θαμώνες της πλατείας, +όσους συνήντησε, γέροντας όλους ή μεσοκόπους, εκτός ενός νεανίου +ρέποντος εις τον ρωμαντισμόν και έχοντος αξιώσεις ποιητού. + + — Κυρίας δε διόλου; ηρώτησε και πάλιν ο Λιάκος. + + + — Και βέβαια! Την Κυρίαν *** με το κοπάδι των μικρών της και τον +έμπορον... πώς τον λέγουν;... τον Κύριον Μητροφάνην, με το ζευγάρι του. + +Ο Κ. Λιάκος έμαθεν ό,τι επεθύμει, χωρίς να προδώση εις τον φίλον του τον +κρύφιον σκοπόν των ερωτήσεών του. Αλλά το κατόρθωμα δεν ήτο μέγα. Ο Κ. +Πλατέας δεν είχε την οξυδέρκειαν του Λυγκέως, συνήθως δε πέρα της αμέσου +περί αυτόν επιφανείας δεν έβλεπεν. Εις τούτο συνετέλει ίσως και η +έμφυτος ευθύτης και αφέλεια του χαρακτήρος του. Μη δυνάμενος να υποκριθή +ή να υποκρύψη αυτός, επίστευεν ευκόλως ό,τι και οι άλλοι έλεγον. Ήτο +παροιμιώδης η ευκολία, με την οποίαν εγίνετο θύμα των φίλων του καθ' +εκάστην πρώτην Απριλίου. Προητοιμάζετο ο άνθρωπος από την παραμονήν, +αλλ' αι προφυλάξεις δεν ωφέλουν. Και εάν υπωπτεύετό τι, αι υποψίαι του +ουδέποτε ελάμβανον την ορθήν διεύθυνσιν. + + — Τι λέγεις; υπέλαβεν ερωτηματικώς ο Κ. Λιάκος. Με συντροφεύεις να +περιπατήσωμεν ολίγον; + + — Αυτήν την ώραν, αδελφέ! + + — Έως εις την στροφήν του δρόμου. + + — Δεν έρχεσαι καλλίτερα εις την οικίαν μου να σου προσφέρω έν ποτηράκι +μοσχάτον; Χθες μου ήλθεν από την Σίφνον. Σου το συνιστώ. + + — Εάν πρόκειται διά κέρασμα, έλα να καθίσωμεν ολίγον εδώ, ν' +αναπνεύσωμεν τον θαλάσσιον αέρα, και έπειτα έρχομαι και δοκιμάζω +ευχαρίστως το προϊόν της πατρίδος σου. + +Και έδειξεν, όπισθεν του Κ. Πλατέα, το ταπεινόν καφενείον, το οποίον +τολμηρός κερδοσκόπος είχε πρό τινων εβδομάδων αυτοσχεδιάσει εκεί, εις +την Άμμον, στήσας δι' ολίγων σανίδων ελαφρόν παράπηγμα καί τινας προ +αυτού τραπέζας. + +Ο Κ. Πλατέας έστρεψε την κεφαλήν προς το καφενείον, ύψωσε το βλέμμα προς +τον δύοντα ήλιον, έσυρεν εκ του θυλακίου το ωρολόγιόν του, είδε την ώραν +και εστέναξεν ελαφρώς. + + — Ό,τι θέλεις με κάμνεις, είπε. + +Β'. + +Οι δύο φίλοι διηυθύνθησαν προς το έρημον καφενείον, προς άκραν +ευχαρίστησιν του ιδιοκτήτου, όστις έδραμε προσφέρων τας υπηρεσίας του. Ο +πρωτοδίκης, προλαβών επιδεξίως, εκάθισεν εις τρόπον ώστε να βλέπη την +προς το Μάνα άγουσαν, ο δε Κ. Πλατέας έλαβε κατοχήν του απέναντι +σκαμνίου, στρέφων τα νώτα προς την εξοχήν, το δε πρόσωπον προς την +πόλιν, όχι όμως και άνευ τινός ανησυχίας διά την επήρειαν του εσπερινού +αέρος, ανησυχίας εκδηλουμένης διά συνεχούς συστολής των ώμων και διά του +μέχρι του λαιμού κουμβώματος του επενδύτου του. + +Και ήρχισαν συνομιλούντες περί αντικειμένων σχετιζομένων προς τας +καθημερινάς ασχολίας των. Ο Λιάκος έδιδεν εντέχνως αφορμήν και ύλην +ομιλίας εις τον φίλον του, ώστε ούτος ήτο ο έχων κυρίως τον λόγον. Και +ωμίλει ο Κ. Πλατέας μετ' αύξοντος ενθουσιασμού, παρεισάγων στίχους +ομηρικούς. Αλλ' όμως παρετήρει ότι ο φίλος του, αντί να τον βλέπη +ομιλούντα, είχε τα βλέμματα διαρκώς εστραμμένα προς τον δρόμον, συχνάκις +δε κλίνων το σώμα έκυπτε διά να ίδη έτι μακρύτερα την από το Μάνα +κάμπτουσαν οδόν. Ακολουθών την διεύθυνσιν των βλεμμάτων του Λιάκου ο Κ. +Πλατέας εστρέφετο ενίοτε και αυτός προς τα οπίσω, εστρέφετο δ' ολόκληρος +διά να ίδη διά μέσου των ομματοϋαλίων του τι επέσυρε την προσοχήν του +σωτήρος του· αλλά τίποτε δεν έβλεπε και εκαλοκάθητο πάλιν εις το +σκαμνίον συνεχίζων την ομιλίαν του. + +Επί τέλους ο Λιάκος είδεν ό,τι επερίμενεν. Έλαμψαν οι οφθαλμοί του, +μετεβλήθη η έκφρασις του προσώπου του, ουδ' επροσπάθει πλέον να φανή ως +προσέχων εις τους λόγους του φίλου του, όστις εκείνην την στιγμήν +αφηγείτο μετά ζέσεως τα επεισόδια προσφάτου γιγαντομαχίας μεταξύ δύο +σοφών καθηγητών του Εθνικού Πανεπιστημίου. Αλλά, βλέπων την προσήλωσιν +του Λιάκου προς την διεύθυνσιν του Μάνα, ο Κ. Πλατέας διέκοψε τον λόγον, +εστήριξε την αριστεράν επί της τραπέζης προς διευκόλυνσιν της +μελετωμένης επί του σκαμνίου περιστροφής του, και ητοιμάζετο να ίδη +πάλιν τι το ελκύον την προσοχήν του Λιάκου, ότε ούτος νοήσας τον σκοπόν +του θέτει ορμητικώς την χείρα επί της παχείας χειρός του φίλου του, και +σφίγγων αυτήν ισχυρώς λέγει ταπεινή τη φωνή, αλλά με ύφος επιτακτικόν: + + — Μη γυρίσης! + +Ο Κ. Πλατέας, κεχηνώς, δεν εγνώριζε τι να υποθέση. Αλλά δεν εστράφη. +Έμενεν ακίνητος, προσηλών εν σιωπή τα βλέμματα εις του Λιάκου τους +οφθαλμούς, προσηλωμένους πάντοτε προς τον δρόμον. Εκ της εκφράσεώς των +ενόησεν ο Πλατέας ότι το αντικείμενον της προσοχής των επλησίαζεν, αλλά +δεν ετόλμα ούτε να κινηθή, ούτε να ομιλήση. + + — Ειπέ τίποτε, ψιθυρίζει αίφνης ο Λιάκος επιτακτικώς. Εξακολούθησε την +ομιλίαν σου! + + — Τι να ειπώ, αδελφέ; Μου έκοψες τας ιδέας μου. + + — Λοιπόν απάγγειλε. + + — Ν' απαγγείλω!... Τι ν' απαγγείλω; + + — Ό,τι θέλεις! Την Ιλιάδα. + + — Δεν μου έρχεται ούτε στίχος εις τον νουν. + + — Ειπέ το Πιστεύω, ειπέ ό,τι θέλεις, αλλά μη σιωπάς! + +Ο δυστυχής καθηγητής ησθάνετο παραλυθείσαν πάσαν θέλησίν του, ήτο ως +αυτόματον υπείκον εις την θέλησιν του Λιάκου, του οποίου η δεξιά +εξηκολούθει πιέζουσα την επί της τραπέζης αριστεράν του. Ήρχισε +μηχανικώς και με φωνήν τραυλίζουσαν την απαγγελίαν. Είπε την πρώτην +περίοδον του Συμβόλου της πίστεως. Αλλ' είτε συναισθανόμενος το +ανευλαβές του πράγματος, είτε απλώς ένεκα της ασυναρτησίας και της +συγχύσεως των ιδεών του, από το Πιστεύω επήδησεν άνευ διακοπής εις το +Άλφα της Ιλιάδος. Η μνήμη του όμως δεν τον εβοήθει. Τι ήθελε πάθει +μαθητής του, εάν ποτε διέστρεφεν ούτως ενώπιόν του την αθάνατον +ραψωδίαν! + +Απήγγελλεν έτι, ότε ο Λιάκος, αφίνων ελευθέραν επί τέλους την χείρα του, +ηγέρθη αίφνης και στρεφόμενος προς τον δρόμον εχαιρέτισεν υποκλινώς. Ο +Κ. Πλατέας έστρεψε τους οφθαλμούς προς τους χαιρετιζομένους και είδε τα +νώτα ενός κυρίου προβεβηκότος την ηλικίαν και δύο κομψών κυριών +εκατέρωθεν αυτού. Δεν εβράδυνε ν' αναγνωρίση την τριάδα και εκ των +όπισθεν. + +Ο Διάκος εκάθισε πάλιν. Ήτο κατακόκκινος. Ο Κ. Πλατέας εστραυροκοπήθη +προς ένδειξιν του θάμβους το οποίον τον κατείχε. + + — Κύριε ελέησον, είπε! Διά τον Κον Μητροφάνην και τας θυγατέρας του ήτο +όλη αυτή η ιστορία! + + — Με συγχωρείς, απεκρίθη ο Λιάκος μετά φωνής προδιδούσης εισέτι την +συγκίνησίν του. Δεν ήθελα να υποθέσουν ότι ομιλούμεν περί αυτών. + + — Μνήσθητί μου, Κύριε! Και δεν μου λέγεις ότι είσαι ερωτευμένος! + + — Ω ναι! Την αγαπώ με όλην μου την ψυχήν! + +Ο Κ. Πλατέας ήκουσε την εξομολόγησιν με αόριστόν τι αίσθημα ηθικής +στενοχωρίας. Ελυπείτο βλέπων την βαθείαν συγκίνησίν του φίλου του, τον +εζήλευεν ίσως ολίγο διά το προξενούν την ταραχήν του αίσθημα, ηπόρει πώς +δεν του εξεμυστηρεύθη προ της σήμερον τον έρωτά του, ηγανάκτει δε κατά +του εαυτού του πώς να μη τον εννοήση και άνευ της εξομολογήσεως. Αλλά +ταύτα πάντα τόσον συγκεχυμένα και δυσδιάκριτα, ώστε βεβαίως δεν ηδύνατο +διά λόγων να τα εκφράση. Μετά τινων στιγμών σιωπήν, ενώ εισέτι αντήχει +εις την ακοήν του η πλήρης πάθους εκφώνησις του φίλου του «Την αγαπώ», +ηρώτησεν αφελώς, χωρίς να σκεφθή τι λέγει: + + — Ποίαν από τας δύο; + +Ο Λιάκος τον ητένισε με απορίαν. Δεν είπε λέξιν, αλλά το βλέμμα του +έλεγε: «Και θέλει ερώτημα;» + +Ο Κ. Πλατέας εκτύπησε το μέτωπόν του διά της ανοικτής παλάμης. + + — Πού έχω τον νουν! ανέκραξε. Με συγχωρείς, αδελφέ. Από τα οπίσω καθώς +τας έβλεπα τώρα, δεν διακρίνονται, και ελησμόνησα ότι της μεγαλειτέρας +το πρόσωπον δεν εμπνέει τον έρωτα. Η μικρά όμως... δεν σου λέγω! Είναι +νοστιμωτάτη! Η εκλογή σου καλή! + +Ο Λιάκος ήκουε σιωπών. + + — Τον βλέπεις εκεί! εξηκολούθησεν ο Κ. Πλατέας, εκδηλών επί τέλους το +παράπονόν του. Να είναι ερωτευμένος και να το έχη κρυφόν από τον φίλον +του! Να μη του εκμυστηρευθή τον πόνον του! Ας ήμην εγώ και έβλεπες. Άλλο +δεν θα ήκουες παρά τους αναστεναγμούς μου! + +Και εξέβαλεν έν Αχ, ερωτικόν δήθεν, από τα ευρέα στήθη του. Η διαπασών +του στεναγμού, ή και μόνη ίσως η ιδέα του Κ. Πλατέα πάσχοντος δεινά +ερωτικά, έφερε το μειδίαμα εις τα κατηφή του Λιάκου χείλη. + + — Πώς δεν μου είπες ποτέ τίποτε; επανέλαβε. + + — Δεν σου είπα, απεκρίθη ο Διάκος, διά να μη σε ζαλίζω. + +Αλλ' ιδών την έκφρασιν θλίψεως συνάμα και επιπλήξεως, η οποία επεχύθη +εις το πρόσωπον του φίλου του, επρόσθεσεν αμέσως: + + — Να σου τα είπω όλα, αφού το επιθυμείς. + +Αλλ' εσιώπησεν, ως διστάζων πόθεν ν' αρχίση. Ο καθηγητής συστείλας τους +ώμους και πάλιν, έστρεψε το βλέμμα προς τον ήλιον και είδεν ότι είχεν +ήδη κρυφθή όπισθεν του βουνού. + + — Δεν τα λέγομεν καλλίτερα περιπατούντες; Ώρα να επιστρέψωμεν πλέον. + +Και ηγέρθη. Ηγέρθη και ο Λιάκος, και οι δυο φίλοι επορεύθησαν προς την +πόλιν. + +Ώ! Ποία καρδία ερώσα δεν συνησθάνθη την ανάγκην να διαχύση την πλήμμυράν +της εις στήθη φιλικά και συμπαθή; Αναχαιτίζει την εξομολόγησιν το σέβας +προς την αγνότητα του αισθήματος, — ο αγαπών προκρίνει να τηρήση ως +μυστικόν εν παραβύστω το μυστήριον του έρωτός του, ή να αποκαλύψη τον +θησαυρόν του εις οφθαλμούς, οι οποίοι ίσως δεν τον εκτιμήσουν, — +διστάζει και αναβάλλει, — αλλά το εκχειλίζον πάθος επί τέλους θα +φανερωθή! Ο Λιάκος όμως είχεν ήδη εκλέξει και εύρει μυστικοσύμβουλον, +ώστε δεν έσπευδε να επωφεληθή της παρούσης ευκαιρίας, και εσιώπα +μετανοών διά την απερισκεψίαν, με την οποίαν υπεσχέθη να είπη όλα εις +τον φίλον του. Όχι ότι δεν ηγάπα και δεν εξετίμα τον Κ. Πλατέαν. Αλλά τη +αληθεία δεν τον εθεώρει αρμόδιον δι' ερωτικάς εξομολογήσεις, δεν τον +ενόμιζεν ικανόν να εννοήση τας λεπτότητας των αισθημάτων του. Παρεκτός +δε τούτου, του εφαίνετο και ως, τρόπον τινά, προδοσία το να ανακοινώση +εις αυτόν τα απόρρητα της καρδίας του, αφού άπαξ εις άλλην ψυχήν τα +ενεπιστεύθη. + +Ο Κ. Πλατέας παρετήρησε τον δισταγμόν, αλλά τον απέδωκεν εις την +συγκίνησιν του φίλου του. Μετά τινα σιωπήν, βλέπων ότι η εξομολόγησις +δεν ήρχετο αφ' εαυτής, ηθέλησε να την προκαλέση δι' ερωτήσεων. Αλλ' αι +αποκρίσεις ήσαν συνοπτικαί, αν και ειλικρινείς. Όπως δήποτε, εξ αυτών +επληροφορήθη ο Κ. Πλατέας ότι ο Κ. Λιάκος ήτο ερωτευμένος προ τριών ήδη +ετών, αφότου δηλαδή ήλθεν εις Σύραν, ότι έκτοτε απεφάσισεν ή την +νεωτέραν θυγατέρα του Κ. Μητροφάνους ν' αποκτήση ως γυναίκα, ή ουδέποτε +να νυμφευθή, ότι μόλις πρό τινων μηνών ηδυνήθη να εννοήση ότι υπάρχει +αμοιβαιότης αισθημάτων, ότε πρώτον κατώρθωσε να ίδη υπό στέγην φιλικής +οικίας την νέαν και να της ομιλήση. + + — Πού συνέβη τούτο; + + — Εις της εξαδέλφης μου. + + — Η εξαδέλφη σου γνωρίζει τας θυγατέρας του Κ. Μητροφάνους; + + — Ω ναι! Ήτο φίλη της μητρός των. + + — Α! τώρα καταλαμβάνω, ανεφώνησεν ο Κ. Πλατέας. Η εξαδέλφη σου ήκουε +τους αναστεναγμούς σου! Εκείνη εγνώριζε το μυστικόν σου. Διά τούτο δεν +μου είπες ποτέ τίποτε εμέ. + +Ο Λιάκος εμειδίασεν, αλλ' ο Κ. Πλατέας ωσάν να ησθάνθη είδος ζηλοτυπίας +διά την δοθείσαν εις την εξαδέλφην προτίμησιν. + + — Αφού την θέλεις και σε θέλει, επανέλαβε μετά τινα διακοπήν των +ερωταποκρίσεων, διατί δεν την ζητείς εις γάμον; + + — Την εζήτησα. Προ μιας εβδομάδος έστειλα την εξαδέλφην μου εις τον Κ. +Μητροφάνην. Αλλά... + + — Τι αλλά; Πού θα εύρη καλλίτερον γαμβρόν; Δεν ηρνήθη! + + — Όχι, δεν ηρνήθη, αλλ' έθεσεν όρον, ο οποίος δεν ειξεύρω πότε θα +εκπληρωθή, και εν τω μεταξύ δεν θέλει να βλεπώμεθα. Προ δέκα ημερών δεν +την είδα, έστω και μακρόθεν. Ώστε εννοείς τώρα διατί σήμερον με τόσην +συγκίνησιν... + + — Τι είναι ο όρος του; υπέλαβεν ο Κος Πλατέας. + + — Να περιμένω μέχρις ου αποκαταστήση την πρωτότοκον θυγατέρα του. Δεν +θέλει να νυμφευθη ή ν' αρραβωνισθή η νεωτέρα προ της μεγαλειτέρας. + + — Κακή δουλειά, φίλε μου! Φοβούμαι ότι θα έχης να περιμένης πολύ. +Δύσκολα θα τον εύρη η μεγάλη. Αλλ' όμως όλα γίνονται, ώστε μη +απελπίζεσαι. + +Ο Διάκος εσιώπησε πλήρης προφανούς μελαγχολίας. + + — Και όμως, επανέλαβε μετ' ολίγον, είναι θησαυρός η νέα, και ας είναι +άσχημη! Δεν υπάρχει επί γης ψυχή αγαθωτέρα! Παρεκάλεσε θερμώς τον πατέρα +της να μετατρέψη την απόφασίν του, τον εβεβαίωσεν ότι δεν θέλει να +υπανδρευθή, ότι άλλο δεν επιθυμεί ή να τον γηροκομήση εκείνον και ν' +αναθρέψη τα τέκνα της αδελφής της. Αλλ' ο γέρων είναι αδυσώπητος. Όταν +βάλη τίποτε εις τον νουν του, ετελείωσε! + +Του Λιάκου η γλώσσα ελύθη. Μεθ' όσης συντομίας απεκρίνετο εις τας +ερωτήσεις του φίλου του λαλών περί του έρωτός του, μετά τοσαύτης ήδη +αφθονίας λόγου παρεξέτεινε το εγκώμιον της πρεσβυτέρας θυγατρός του Κ. +Μητροφάνους. Ίσως ούτως απεζημίωνεν αυτός εαυτόν, καθόσον ομιλών περί +εκείνης, ωμίλει περί της νεωτέρας αδελφής. Έθιγε πλαγίως το +αντικείμενον, περί του οποίου συνεστέλλετο να λαλήση απ' ευθείας. + + — Είναι άγγελος καλοσύνης, εξηκολούθει λέγων. Λατρεύει την αδελφήν της. +Έχει δι' αυτήν και μητρός τρυφερότητα. Πράγματι δε αντικατέστησε την +μητέρα της, αφότου ωρφάνευσαν. Αυτή κυβερνά την οικίαν. Και πώς την +κυβερνά! Η εξαδέλφη μου λέγει ότι δεν είδε ποτέ αλλού τόσην τάξιν, τόσην +ευπρέπειαν... Και μη αμελή τα άλλα χάριν των οικιακών φροντίδων; Ολίγαι +Ελληνίδες ανέγνωσαν και γνωρίζουν όσα αυτή. Α, ως προς τούτο ο Κ. +Μητροφάνης είναι άξιος παντός επαίνου! Ανέθρεψε λαμπρά τας θυγατέρας +του. Δεν πταίει εκείνος, εάν η ωραιότης δεν εμοιράσθη εξ ίσου εις αυτάς, +αλλά το κάλλος της ψυχής το έχουν εξ ίσου και αι δύο... Είναι θησαυρός +και η μεγαλειτέρα! Ευτυχής όστις την αποκτήση σύζυγον! + +Ο Κ. Πλατέας ήκουε κατ' αρχάς με απορίαν την αιφνίδιον του φίλου του +ευγλωττίαν. Βαθμηδόν η απορία μετεβλήθη εις στενοχωρίαν. Συνέλαβε την +ιδέαν μήπως... Αλλά δεν ήτο άνθρωπος να κρύπτη ό,τι ήρχετο εις τον νουν +του. Εστάθη εις το μέσον του δρόμου διακόψας και τον περίπατον και την +ομιλίαν του Λιάκου και στραφείς προς αυτόν, + + — Τι μου τα λέγεις αυτά; τον ηρώτησε. Τι μου την εγκωμιάζεις; Μη έβαλες +εις τον νουν σου να μου την φορτώσης; + +Ο Λιάκος έμεινεν ως εμβρόντητος. Ουδέποτε συνέλαβε τοιαύτην ιδέαν. +Ουδέποτε εσκέφθη ότι ο Κ. Πλατέας ηδύνατο να περιληφθή εις τον κατάλογον +των διά γάμον υποψηφίων. Και όμως διατί όχι; Τι έλειπε του ανθρώπου; Και +διατί να μη σκεφθή ποτε ότι ηδύνατο τω όντι, αυτός να γείνη ο ζητούμενος +σύγγαμβρός του. + +Όλα ταύτα τα εσκέπτετο ομού και συγκεχυμένα, βλέπων ασκαρδαμυκτί τον Κ. +Πλατέαν και μη ευρίσκων τι ν' αποκριθή εις το απροσδόκητον ερώτημά του. +Αλλ' εκείνος εξηκολούθησε σοβαρώς: + + — Άκουσε να σου ειπώ. Σου χρεωστώ την ζωήν, η ύπαρξίς μου σου ανήκει. +Αλλ' εάν ως δείγμα ευγνωμοσύνης μου ζητήσης να νυμφευθώ, προτιμώ να με +οδηγήσης εις την θάλασσαν, και εκεί όπου μ' έσωσες να πνιγώ εμπρός σου +προς εξόφλησιν και απόσβεσιν του προς σε χρέους μου. + +Διατί και πόθεν η δριμεία αύτη δήλωσις; Εμαρτύρει βεβαίως δυσαρέσκειαν, +αλλά προήρχετο η δυσαρέσκεια εκ των πολλών όσα ο φίλος του είπε περί της +μεγάλης αδελφής, ή μάλλον εκ της παντελούς πρότερον σιωπής και εκ της +σημερινής του φειδωλίας εις το να ομιλή περί της μικράς; Τούτο ίσως +ουδαμώς εγνώριζε και ο ίδιος, αλλ' όπως δήποτε ήτο δυσηρεστημένος, την +δε δυσαρέσκειαν εμαρτύρουν και οι λόγοι και ο τρόπος με τον οποίον τους +έλεγε. + +Το ύφος του επείραξε τον Κ. Λιάκον. + + — Κύριε Πλατέα, είπε ξηρά ξηρά. Σου είπα πολλάκις, επαναλαμβάνω δε, — +και το επαναλαμβάνω διά τελευταίαν, ελπίζω, φοράν, — ότι ουδέν δικαίωμα +έχω ούτε θέλω να έχω επί της ευγνωμοσύνης σου. Όσο δε περί γάμου, έσο +βέβαιος ότι ποτέ δεν εσκέφθην να σε παρουσιάσω ως γαμβρόν, ούτε να σου +προμηθεύσω νύμφην, ούτε υπέκρυπτε τοιούτον σκοπόν η εξομολόγησις των +ιδικών μου υποθέσεων, με τας οποίας λυπούμαι ότι τόσην ώραν σε +επονοκεφάλησα. + +Οι δύο φίλοι επανέλαβον τον διακοπέντα δρόμον, αλλ' εν σιωπή και οι δύο. +Εβάδιζον πλησίον ο είς του άλλου, μη βλέποντες αμφότεροι την ώραν να +χωρισθούν ευσχήμως. Ευτυχώς επλησίαζον εις την γωνίαν, όπου έπρεπε ν' +αποχαιρετισθούν, διευθυνόμενοι έκαστος εις την οικίαν του. + +Εκεί ο Κ. Πλατέας επανέλαβε την πρόκλησίν του. + + — Δεν θα έλθης να δοκιμάσης το μοσχάτον μου; + + — Ευχαριστώ. Είναι αργά, έχω δε και κάπου να υπάγω. + + — Εις της εξαδέλφης σου: + + — Ίσως. + +Και επροσπάθησεν ο Λιάκος να μειδιάση. + + — Ελπίζω ότι δεν εθύμωσες, υπέλαβε συνδιαλλακτικώς ο Κ. Πλατέας. + + — Διατί να θυμώσω; + + — Ήσαν περιττά ίσως όσα σου είπα, αφού μάλιστα δεν επεβουλεύθης ποτέ +την ελευθερίαν μου (και εκάγχασεν ο αγαθός καθηγητής), αλλά καλλίτερα να +είναι καθαρά τα πράγματα. + + — Βέβαια, βέβαια! + +Και θλίψας την παχείαν χείρα, την οποίαν ο Κ. Πλατέας έτεινε φιλικώς, +εξηκολούθησεν ο Κ. Λιάκος τον δρόμον του ταχύνας το βήμα, ενώ ο +καθηγητής των Ελληνικών επορεύετο βραδέως προς την οικίαν του. + +Γ'. + +Η οικία του Κ. Πλατέα έκειτο υψηλά, εις την συνοικίαν την οποίαν σήμερον +στολίζει το ορφανοτροφείον. Ολίγιστοι τότε οικίσκοι υπήρχον εις το +απόκεντρον ύψωμα. Η θέα εκείθεν είναι εκτεταμένη και ωραία, αλλά δεν +είλκυσε τούτο τον Κύριον καθηγητήν· τον είλκυσεν η σχετική ευθηνία των +οικοπέδων. Διότι αυτός έκτισε την οικίαν. Οι τοίχοι της αντεπροσώπευον +πολυετείς κόπους του. Ήτο μικρά και ταπεινή η οικοδομή, αλλ' ήτο +ιδιοκτησία του, δεν την εχρεώστει εις ουδένα, δεν ώφειλε πλέον να +πληρώνη ενοίκιον εις ξένον οικοδεσπότην. Το δε γλυκύ αίσθημα της +ανεξαρτησίας ήτο αντιστάθμισις επαρκής του κόπου, με τον οποίον ο +ευτραφής ιδιοκτήτης διεσκέλιζε δις της ημέρας τον ανήφορον του Ποταμού +διά ν' ανέλθη μέχρι της οικίας του. + +Η οδός εκείνη, καθώς γνωρίζουν οι επισκεφθέντες την Ερμούπολιν, λέγεται +Ποταμός, διότι ήτο η κοίτη του χειμάρρου, διά του οποίου τα όμβρια ύδατα +κατήρχοντο εκ του βουνού εις την θάλασσαν. Άλλως δε, και σήμερον έτι +εκείθεν διοχετεύονται τα νερά. Εν καιρώ ραγδαίας βροχής η οδός γίνεται +και πάλιν χείμαρρος, αλλ' αντί κρημνών και πετρών περιορίζεται +εκατέρωθεν υπό οικοδομών, των οποίων αι θύραι υπέρκεινται ικανώς του +εδάφους διά τον φόβον της πλημμύρας. Ώστε η ονομασία της οδού έχει +εισέτι τον λόγον της. Ευτυχώς δεν βρέχει συχνάκις εις Σύραν, αλλ' όταν +τούτο συμβαίνη ο Ποταμός ενίοτε είναι αδιάβατος. Εις τοιαύτας +περιστάσεις ο Κ. Πλατέας ηναγκάζετο να ανέλθη εις την εστίαν του +ελικοειδώς δι' άλλων πλαγίων οδών. Υπήρχον όμως και ημέραι, ότε εκλείετο +εξ ανάγκης εις την οικίαν του, διακοπτομένης εντελώς της συγκοινωνίας. + +Η μεγαλειτέρα ηδονή, την οποίαν διά της οικοδομής εκείνης απέκτησεν ο Κ. +Πλατέας, ήτο η δοθείσα εις την γραίαν μητέρα του ευχαρίστησις του να +διέλθη εν ανέσει τας τελευταίας ημέρας της, μετά τας μακράς στερήσεις +και δοκιμασίας εν μέσω των οποίων ανέθρεψε τον υιόν της και τον είδε +βαθμηδόν υπερνικώντα τας πρώτας δυσχερείας του διδασκαλικού σταδίου. +Εντός της οικίας ταύτης απέθανεν η γραία εν ειρήνη. Έτος είχεν ήδη +παρέλθει έκτοτε, αλλά το δωμάτιόν της έμενεν εισέτι ανέπαφον. Είχεν +ανάγκην αυτού ο καθηγητής προς ανετωτέραν κατάταξιν της αυξανούσης +βιβλιοθήκης του, αλλά το εσέβετο και το ηγάπα και το ήθελεν ούτω κενόν, +ως ενδιαίτημα της μνήμης... της σκιάς της μητρός του. + +Μόνην εξ αυτής κληρονομίαν παρέλαβε την γραίαν υπηρέτριάν της, την +ολιγόλογον Φλουρούν, της οποίας υπέφερεν υπομονητικώς τας γεροντικάς +ιδιοτροπίας, αρκούμενος εις την ατελή υπηρεσίαν της και εις την όχι +συνήθως επιτυχή μαγειρικήν της. Αλλά της Φλουρούς η κυριαρχία +περιωρίζετο εις το ισόγαιον της οικίας. Ο καθηγητής εύρισκε την ησυχίαν +του εις το ανώγαιον, εντός του κοιτώνος του. Εντός αυτού είχε και το +γραφείον του. Εκεί επί της παρά το παράθυρον τραπέζης ειργάζετο, εκεί +προητοίμαζε τας παραδόσεις του, εκεί ανεγίνωσκε τους προσφιλείς του +συγγραφείς, εκεί συχνάκις με τον κάλαμον εις την χείρα, ή το βιβλίον +ανοικτόν ενώπιόν του, εκάθητο βλέπων αφηρημένος, υπεράνω των δωμάτων των +λοιπών Ερμουπολιτών, την θάλασσαν και τας κυανάς γραμμάς των πέριξ +νήσων, — ή κλίνων την κεφαλήν και κλείων τα βλέφαρα δεν έβλεπε τίποτε, +διότι απεκοιμάτο. + +Ηγάπα την οικίαν του ο Κ. Πλατέας. Αφότου την απέκτησε, σπανίως +εξήρχετο, παρεκτός διά τας παραδόσεις και διά τον τακτικόν περίπατόν +του. Μετά νέας δε πάντοτε ευχαριστήσεως έβλεπεν επιστρέφων τους τοίχους +και ήνοιγε την θύραν της. + +Την εσπέραν ταύτην επέστρεψε με μεγαλειτέραν ευχαρίστησιν της συνήθους, +ως εις καταφύγιον μετά τον κίνδυνον του οποίου την υποψίαν υπέκρυπτε το +εγκώμιον της επιδόξου γυναικαδέλφης του Λιάκου. + + — Ωσάν να είναι και αλήθεια, έλεγε μονολογών, αφού εδίπλωσε τον +επενδύτην του, και περιεβλήθη τον παλαιόν κοιτωνίτην του, ενώ περιέδεε +την κεφαλήν με μεταξωτόν μανδήλιον, αντί σκούφου, καθώς συνήθιζε +τακτικώς καθ' εκάστην εσπέραν. + + — Ωσάν να είναι και αλήθεια! Να φέρω εδώ μέσα κυρίαν, να μου +αναποδογυρίση τα πάντα, να με αναγκάζη να εξέρχωμαι όταν θέλω να μένω, +και να μένω όταν θέλω να εξέλθω, να ακούω την φλυαρίαν της όταν επιθυμώ +σιωπήν, να ανοίγω το παράθυρον ενώ κρυώνω, διότι εκείνη ζεσταίνεται, ή +να το κλείω ενώ ζεσταίνομαι διά να μη κρυώση! + +Και ταύτα λέγων έκλεισε το παράθυρον. + + — Ο γάμος είναι ανοησία, εις την οποίαν ημπορεί τις να υποπέση ενόσω +είναι νέος. Αφού πήξη ο νους, δεν συγχωρείται πλέον. Εγώ εις την νεότητά +μου διέφυγα την δουλείαν της συζυγίας, και θα χάσω τώρα την ελευθερίαν +μου! + + Αυτίκα δούλιον ήμαρ εμοί περιμηχανόωντο. + +Ενώ δ' απήγγελλε τον στίχον τούτον, έβλεπε διά της φαντασίας ενώπιόν του +την νύμφην, ήτις προ ετών πολλών του επροξενολογήθη, καθώς την επανείδε +πέρυσιν, ότε επεσκέφθη την πατρίδα του, με πρωίμους λευκάς τρίχας και +ρυτίδας εν τω μέσω μικράς αγέλης τέκνων φωναζόντων, παιζόντων και +εριζόντων. + + — Δόξα τω Θεώ, εξηκολούθησε, σκεπτόμενος μεγαλοφώνως, δεν τα έχω εγώ +εις βάρος μου. + +Ας τα χαίρεται ο αντικαταστάτης μου! + +Η Φλουρού τον διέκοψεν ανοίξασα την θύραν άνευ τινός προειδοποιήσεως. +Έρριψε μετ' απορίας το βλέμμα εις όλας του δωματίου τας γωνίας, αλλ' +ιδούσα ότι ο κύριος της ήτο μόνος και συνωμίλει με τον εαυτόν του, +έσεισε την κεφαλήν και είπε λακωνικώς: + + — Έτοιμο! + + — Καλά, καλά, έρχομαι, απεκρίθη ο καθηγητής, και κατέβη εις το +ισόγαιον, όπου παρά το μαγειρείον υπήρχε δωμάτιον χρησιμεύον και ως +αίθουσα και ως τραπεζαρία. + +Ο Κ. Πλατέας ήρχισε να τρώγη με όρεξιν, αλλά καθόσον ικανοποιείτο η +πείνα του, αι σκέψεις του επανήρχοντο εις τα επεισόδια του σημερινού +περιπάτου του. Αφού αυταρέσκως ενετρύφησε και πάλιν εις την συναίσθησιν +της ελευθερίας του, εσκέφθη περί του Λιάκου και ελεεινολόγησεν από +καρδίας τον σωτήρα του. + + — Την έπαθεν ο δυστυχής, έλεγε καθ' εαυτόν. Αλλ' ο άνθρωπος δεν είναι +υπεύθυνος διά τα αισθήματά του. Δεν το ήθελε να ερωτευθή. Τώρα +ευρίσκεται υπό το κράτος του έρωτος και νομίζει ότι θα εύρη την ευτυχίαν +όπου την ζητεί. Είθε να την εύρη και να μη μεταμεληθή! Ο καθείς όμως +έχει ό,τι αξίζει, του δε καθενός η ευτυχία εξαρτάται από τον τρόπον του +του αισθάνεσθαι και του σκέπτεσθαι. + +Ταύτα σκεπτόμενος ο Κ. Πλατέας ενόμιζεν ότι φιλοσοφεί. Αλλ' η δήθεν +φιλοσοφία του αύτη ουδέν άλλο ήτο ή απόπειρα αυτόματος προς αποδίωξιν +σκέψεων οχληρών. Διότι ανελογίζετο τον Λιάκον συγκινημένον, κατεχόμενον +υπό ανεκλαλήτου αδημονίας, προσπαθούντα να υποκρύψη την ταραχήν της +ψυχής του, πάσχοντα, και ενταυτώ εβασάνιζε τον νουν του η υποψία μη ο +ερωτευμένος φίλος του συνέλαβε τω όντι την ιδέαν του να τον νυμφεύση με +την μέλλουσαν γυναικαδέλφην του και εκ λεπτότητος δεν ετόλμα κατ' αρχάς +να το είπη καθαρώς, έπειτα δε, δυσαρεστηθείς ως εκ των τρόπων του +Πλατέα, ηρνήθη ότι ποτέ εσκέφθη τοιούτο τι. + +Και μη δεν είχεν ο Λιάκος το δικαίωμά του ν' απαιτήση τοιαύτην έστω και +θυσίαν παρ' εκείνου του οποίου έσωσε την ζωήν; Πώς δε ούτος αντήμειψε +τον σωτήρα του; — Όχι μόνον υπεξέφυγεν εκ προκαταβολής την θυσίαν +παρανοήσας την αβρότητα του φίλου του, αλλά και υπέδειξεν ότι τον +βαρύνει η ευγνωμοσύνη, αφού επρότεινε να την εξοφλήση πνιγόμενος μάλλον +ή νυμφευόμενος προς χάριν του Λιάκου! Η τοιαύτη διαγωγή του εφαίνετο ήδη +αδικαιολόγητος, ασύγγνωστος! Ηδύνατο τουλάχιστον και εχρεώστει να +μεταχειρισθη άλλην γλώσσαν προς τον σωτήρα του, αντί να τον δυσαρεστήση +τοιουτοτρόπως. + +Όσον εσκέπτετο ταύτα ο Κ. Πλατέας, τόσον εστενοχωρείτο. Το αίμα +άνέβαινεν εις τας παρειάς του και ανετρέπετο η σειρά των φιλοσοφημάτων +του. Επί τέλους, έσπρωξε βιαίως το πινάκιον, αφού απέφαγε τας τελευταίας +σταφίδας του, επέταξεν επί της τραπέζης το χειρόμακτρόν του, και ανήλθε +συγχυσμένος εις το δωμάτιόν του. + + — Άσχημα έκαμα, έλεγε καθ' εαυτόν. Διατί να τον πειράξω με τα +ασυλλόγιστα λόγια μου; Και τις η ανάγκη να τα είπω; Αλλά πάντοτε αργά +μου έρχεται η σκέψις! + +Και δώσας έν γρονθοκόπημα επί της κεφαλής του, ήρχισε να περιπατή άνω +και κάτω εντός του δωματίου εν μέσω του αυξάνοντος σκότους, μέχρις ου η +Φλουρού εισελθούσα απέθεσε τον λύχνον επί της τραπέζης και εξήλθε πάλιν +εν σιωπή. + +Ο καθηγητής εστάθη προσηλών τα βλέμματα εις το φως του λύχνου. Το φως +εκείνο του υπεδείκνυε το καθήκον του, τον προσεκάλει εις μελέτην, του +έλεγεν ότι πρέπει να προετοιμάση κατά το σύνηθες το αυρινόν μάθημά του. +Αλλά διά πρώτην φοράν εις την ζωήν του ησθάνετο ότι δεν ηδύνατο να +επιστήση την προσοχήν εις τα βιβλία του. Εδίστασεν, ήρχισε και πάλιν τον +εντός του δωματίου περίπατον συλλογιζόμενος συγχρόνως και τον Λιάκον, +και τους μαθητάς του, και τας δύο θυγατέρας του Κ. Μητροφάνους, και τον +γυμνασιάρχην. Αλλ' όμως εις την σύγχυσιν εκείνην των ιδεών υπερίσχυσε το +διδασκαλικόν έμφυτον και καθίσας ενώπιον της τραπέζης κατέταξεν επ' +αυτής τους τρεις τόμους του λεξικού του Γαζή, το συντακτικόν του Ασωπίου +και τα άλλα συνήθη του βοηθήματα, ητοίμασε το μελανοδοχείον και το +σημειωματάριόν του, ήνοιξε την Ιλιάδα, εύρε την σελίδα της αυρινής +παραδόσεως και ήρχισε την μελέτην, σημειών εκάστης λέξεως την +ετυμολογίαν, εκάστης φράσεως την σύνταξιν, και εκάστου εξαμέτρου τας +ρυθμικάς ιδιοτροπίας. Παρέδιδε τότε το Ζ της Ιλιάδος. + +Αλλά παραιτών εντός ολίγου και σύνταξιν και ετυμολογίαν και μετρικήν, +λησμονών και τους μαθητάς του και την ανάγκην της σχολαστικής ανατομίας +του Ομήρου, ανέγνωσεν απ' αρχής μέχρι τέλους το ενώπιόν του χωρίον των +αποχαιρετισμών του Έκτορος και της Ανδρομάχης. Ποτέ άλλοτε δεν είδεν εις +το επεισόδιον εκείνο όσας καλλονάς ήδη ανεκάλυπτεν! Η απαράμιλλος +απεικόνισις συζυγικής αγάπης και πατρικής στοργής, η εξ έρωτος αμοιβαίου +πηγάζουσα ευτυχία, η συμφορά του χωρισμού, ταύτα πάντα ουδέποτε τοσούτον +τον συνεκίνησαν. Ποτέ άλλοτε ο καθηγητής των Ελληνικών ούτε ανέγνωσεν +ούτε απεστήθισεν υπό τοιούτο πνεύμα στίχους της Ιλιάδος! Ενώ δε +ανεγίνωσκεν, ο Έκτωρ ενεσαρκούτο εις την φαντασίαν του υπό την μορφήν +του Λιάκου. Τον Λιάκον εσυλλογίζετο. Ο Λιάκος δοκιμάζει την πικρίαν του +χωρισμού, προτού γευθή την γλυκύτητα της συζυγικής ευδαιμονίας του +Έκτορος! + +Ο Κ. Πλατέας έκλεισε το βιβλίον και ηγέρθη εκ νέου. Μυρίαι σκέψεις τον +εβασάνιζον, ενώ επεριπάτει από την τράπεζαν εις την κλίνην και από την +κλίνην εις την τράπεζαν. + + — Διατί, ανεφώνησε, διατί να μη πιστεύσω τον Λιάκον ότι δεν εσκέφθη +ποτέ να με νυμφεύση; Ανόητος εγώ να το υποθέσω! Μούτρα διά γαμβρός! + +Και εστάθη απέναντι του καθρέπτου πλαγίως φωτιζομένου από το φως του +λύχνου, και είδεν εντός αυτού το ήμισυ του προσώπου με το μανδήλιον επί +κορυφής, ενώ το άλλο ήμισυ έμενεν εις το σκότος, ο δε κόμβος του +μανδηλίου ωρθούτο διακλαδιζόμενος επί του μετώπου του. + + — Μα την αλήθειαν, είπε γελάσας, ωραίον Αστυάνακτα ήθελα καταφέρει, εάν +την ενυμφευόμην. + +Ησυχώτερος ήδη εκάθισε πάλιν ενώπιον του γραφείου του. Αλλ' εκ νέου +μεταξύ του γραφείου και των οφθαλμών του ήρχισαν να πλανώνται σκηναί και +μορφαί ουδεμίαν σχέσιν έχουσαι προς την αυρινήν παράδοσιν. Εννοήσας ότι +αδύνατον να εργασθή σπουδαίως, ο καθηγητής έκρινε φρονιμώτερον να +πλαγιάση και να κοιμηθή. Ο ύπνος θα τον καθησυχάση, αύριον δε εξυπνών +ενωρίτερον θα προετοιμάση με νουν καθαρόν το μάθημά του. Κατεκλίθη +λοιπόν και έσβυσε το φως. + +Αλλ' ο ύπνος δεν ήρχετο. Περιεστρέφετο άυπνος επί της κλίνης ο Κ. +Πλατέας, εν μέσω δε του σκότους και της σιωπής η έντασις του νευρικού +του συστήματος μετέτρεπεν επί μάλλον και μάλλον τας σκέψεις του εις +τύψεις συνειδήσεως. Και παρήρχοντο ούτω αι μακραί ώραι της νυκτός. Επί +τέλους προς τα εξημερώματα απεκοιμήθη. Αλλ' αι ιδέαι του, +μετασχηματισθείσαι εις όνειρον φοβερόν, τον αφύπνισαν κατάτρομον. +Ωνειρεύθη ότι το στρώμα του μετεβάλλετο εις θάλασσαν, το προσκέφαλόν του +εις καρχαρίαν, ότι εβυθίζετο έχων την κεφαλήν εντός του στόματος του +θηρίου, ότι ο καρχαρίας ελάμβανε βαθμηδόν την μορφήν της πρωτοτόκου +θυγατρός του Κ. Μητροφάνους και μία φωνή, η φωνή του Λιάκου, εβόυζε καθ' +όλον το μεταξύ εις την ακοήν του «Γκλαν γκλαν, αχάριστε, γκλαν γκλαν, +αχάριστε!» + +Ανεκάθισεν ιδρωμένος εις το στρώμα του, ενώ δ' έσφιγγε περί το μέτωπον +το εν τη αγωνία του ονείρου λυθέν μανδήλιον, έλαβεν απόφασιν ηρωικήν. + + — Θα την πάρω, ανέκραξε! Το χρεωστώ εις τον σωτήρα μου. Πρέπει να +εκτελέσω το καθήκον μου, να καθησυχάσω την συνείδησίν μου! + +Και εξηπλώθη πάλιν υπό τα σκεπάσματά του με την καρδίαν ελαφράν και τον +νουν ήσυχον, ελεύθερος υποψιών και δισταγμών και τύψεων συνειδήσεως. + +Ο ήλιος εισερχόμενος απλέτως εις το δωμάτιον τον εξύπνισε μίαν όλην ώραν +βραδύτερον του συνήθους. Πρώτην φοράν επί ζωής του συνέβαινε τούτο εις +τον τυπικόν καθηγητήν, προς άκραν απορίαν της Φλουρούς. Η κεφαλή του ήτο +βαρεία, — έκαιον οι οφθαλμοί του. Εν βία επλύθη, ενεδύθη, έπιε τον +μαύρον καφέν του και επανέλαβε την χθες την νύκτα διακοπείσαν μελέτην. Ο +νους του όμως ήτο και σήμερον αλλαχού. Όπως δήποτε, κατά την τακτικήν +ώραν ευρέθη εις το γυμνάσιον και παρέδωκε το μάθημά του. Αλλά τι μάθημα! +Οι μαθηταί ηπόρουν κατ' αρχάς βλέποντες χαλαρωθείσαν την συνήθη του +καθηγητού αυστηρότητα, αλλά δεν ήργησαν να εννοήσουν ότι η επιείκειά του +ωφείλετο εις την παντελή εκείνου απροσεξίαν, όχι δε ποσώς εις την ιδικήν +των ακρίβειαν περί την εξήγησιν του κειμένου. Ήτο αφηρημένος, ω του +θαύματος, ο Κ. Πλατέας! Τότε ενθαρρυνθέντες εφιλοτιμήθησαν να +επισωρεύσουν ανοησίας επί ανοησιών. Το Ζ της Ιλιάδος κατεστράφη την +ημέραν εκείνην υπό ετυμολογικήν, συντακτικήν και ρυθμικήν έποψιν. Ο +καθηγητής έμενεν ανάλγητος μέχρις ου, παρελθούσης της κανονισμένης ώρας, +οι μεν μαθηταί απελύθησαν σχολιάζοντες αντί του Ομήρου το έκτακτον +φαινόμενον της μακροθυμίας του Κ. Πλατέα, αυτός δε εξελθών του Γυμνασίου +επανέλαβε το νήμα των σκέψεών του. + +Αφότου εξύπνησεν εσκέπτετο χωρίς να δυνηθή να εύρη τον καταλληλότερον +τρόπον προς εκτέλεσιν της ληφθείσης αποφάσεως. Το πράγμα δεν ήτο τόσον +απλούν, όσον χθες την νύκτα εφαντάζετο. Δεν ήρκει η απόφασις μόνη του να +νυμφευθή την πρωτότοκον θυγατέρα του Κ. Μητροφάνους, πρέπει προς τούτο +να γίνωσι διαβήματά τινα. Αλλ' οποία; + + — Να απευθυνθή προς τον φίλον του; Αλλά, ύστερον μάλιστα από τα χθες +μεταξύ των διαμειφθέντα, δεν του ήρχετο να υπάγη προς αυτόν διά να +είπη... τι; «Ιδού, θυσιάζομαι προς χάριν σου.» — Όχι! — Να προστρέξη +εις την μεσολάβησιν της εξαδέλφης του Λιάκου; Δύσκολον και τούτο. +Εγνώριζε μεν και αυτήν και τον σύζυγόν της, εχαιρετώντο καθ' οδόν, αλλ' +ουδέποτε συνωμίλησε μετ' αυτής, ώστε δεν είχεν ούτε το δικαίωμα ούτε το +θάρρος να την μεταχειρισθή ως προξενήτριαν. + +Ταύτα εσκέπτετο, ενώ διήρχετο την πλατείαν πορευόμενος προς την οικίαν +του, διότι επλησίαζεν η μεσημβρία, ώρα φαγητού, ότε είδεν αίφνης +απέναντι του ερχόμενον τον Κ. Μητροφάνην. Η εμφάνισίς του έλυσε διά μιας +τας απορίας του καθηγητού. Ως έμπνευσις ακαριαία του ήλθεν η ιδέα να +αποταθή απ' ευθείας προς τον πατέρα της νύμφης. Τι απλούστερον; + +Χωρίς να ζυγίση τα υπέρ και τα κατά του διαβήματος, μη έχων άλλως τε τον +καιρόν να πολυσκεφθή περί τούτου, υπείκων εις της στιγμής την ώθησιν, +περιχαρής διά την παρουσιαζομένην διέξοδον εκ των δισταγμών όσοι τον +εβασάνιζον, εχαιρέτησε τον γέροντα και εστάθη καταντικρύ του. + + — Κύριε Μητροφάνη, χαίρω ότι σας απήντησα, διότι έχω να σας είπω δύο +λέξεις. + + — Ο Κύριος Πλατέας, νομίζω, είπεν ο γέρων αντιχαιρετών ευγενώς. + + — Όλος και όλος. + + — Και τι αγαπάτε, Κύριε Πλατέα; + +Ο Κ. Πλατέας ησθάνθη τότε πρώτον δειλίαν τινά, αλλά δεν ήτο πλέον καιρός +υποχωρήσεως. Ανέλαβε το θάρρος του και εξηκολούθησε: + + — Κύριε Μητροφάνη, χωρίς περιφράσεις, ιδού. Επιθυμώ να γείνω γαμβρός +σας. + +Η απότομος και άνευ οιαςδήποτε προεισαγωγής έκφρασις της επιθυμίας +ταύτης του καθηγητού εξέπληξε δυσαρέστως μάλλον τον γέροντα. Η αίτησις +αυτή καθ' εαυτήν δεν τον εξέπληξε, καθόσον η ωραιότης της νεωτέρας των +θυγατέρων του τον είχε πολλάκις ήδη εκθέσει εις την ανάγκην του ν' +απορρίψη τοιούτου είδους προτάσεις, ουδέποτε όμως ούτω απ' ευθείας +υποβληθείσας. Αληθώς, εξ όλων των μέχρι τούδε παρουσιασθέντων μνηστήρων +ο Κ. Πλατέας εφαίνετο ο ολιγώτερον γαμβροπρεπής και ως προς την ηλικίαν +και ως προς τα λοιπά προσόντα, αλλά τούτο δεν εβάρυνε πολύ κατ' εκείνην +την στιγμήν εις τας σκέψεις του γέροντος. Εσκέφθη μόνον καθ' εαυτόν; +«Και αυτός ακόμη!» Αναβλέψας δε προς τον Κ. Πλατέαν, + + — Η επιθυμία σας αύτη, είπε, με τιμά πολύ, αλλ' είναι ακόμη νέα η μικρά +μου και δεν σκέπτομαι περί υπανδρείας της. + + — Τι μικρά; Δεν εζήτησα την μικράν. Σας ζητώ την... Ήθελε να είπη το +όνομά της, αλλ' ανελογίσθη ότι δεν το εγνώριζε. + + — Σας ζητώ την μεγάλην, επανέλαβε. + +Εις τούτο ο Κ. Μητροφάνης δεν ηδυνήθη πλέον να υποκρύψη την έκπληξίν +του. Πρώτην φοράν εζητείτο εις γάμον η πρωτότοκός του. + +Επί τινας στιγμάς παρετήρει εν σιωπή τον Κ. Πλατέαν, όστις ήρχισε ν' +ανυπομονή. + + — Κύριε καθηγητά, είπεν επί τέλους. Ομολογώ ότι η πρότασις μου έρχεται +ολίγον απροσδοκήτως και κατά τρόπον ασυνήθη. Δεν νομίζετε ότι τα παλαιά +και πατροπαράδοτα έθιμα έχουν το καλόν των, και ότι τοιούτου είδους +υποθέσεις συζητούνται καλλίτερα διά τρίτων; + +Τούτο ο Κ. Πλατέας δεν το επερίμενεν. Εφαντάζετο ότι ο πενθερός ήθελε +τον εναγκαλισθή εκεί εις τον δρόμον, περιχαρής διότι ευρέθη επί τέλους ο +ζητούμενος γαμβρός. + + — Ενόμισα, ετραύλισεν, ότι με γνωρίζετε αρκούντως και ότι το +απλούστερον ήτο να σας ομιλήσω μόνος μου. + + — Βεβαίως, βεβαίως! Αλλ' εάν ηθέλατε να αναθέσετε εις φίλον σας τινα +την εντολήν να με ομιλήση... Εάν μου δώσετε ολίγον καιρόν να σκεφθώ, θα +με υποχρεώσετε. + + — Πολύ καλά. Να σας στείλω τον Κ. Λιάκον. + +Ο γέρων συνωφρυώθη. + + — Α! ο Κ. Λιάκος γνωρίζει την υπόθεσιν; + +Ο δυστυχής καθηγητής ενόησεν ότι έσφαλεν αναμίξας το όνομα του φίλου του +εις την διαπραγμάτευσιν. Ητοιμάζετο να είπη τι, και αυτός όμως δεν +εγνώριζε τι, αλλ' ο Κ. Μητροφάνης προλαβών τον απήλλαξε της δυσκολίας. + + — Καλά, είπε. Στείλατέ μου τον Κ. Λιάκον. + +Και χαιρετήσας εξηκολούθησε τον δρόμον του. + +Ποτέ άλλοτε ο Κ. Πλατέας δεν υπέστη τοσαύτην ηθικήν στενοχωρίαν όσην από +χθες το εσπέρας διήρχετο. Ουδ' αυτό το πάθημά του, ότε εκινδύνευσε να +πνιγή, παρεβάλλετο προς τας παρούσας βασάνους. Τότε ο κίνδυνος επήλθεν +απροσδόκητος, μόνον δε μετά την παρέλευσίν του συνησθάνθη ο παθών το +μέγεθός του. Σήμερον η αβεβαιότης του μέλλοντος επιτείνει την αγωνίαν, η +δε διέξοδος, ενώ εφαίνετο εξευρεθείσα, ιδού πάλιν εξαφανίζεται! Έμενεν +εκεί εις το μέσον της πλατείας με τας χείρας κρεμαμένας, βλέπων τα νώτα +του απομακρυνομένου Κ. Μητροφάνους. + + — Πρέπει να ίδω τον Λιάκον, είπε καθ' εαυτόν. Αλλά πού να τον εύρω +τώρα; + +Κατ' εκείνην την στιγμήν ο κώδων της Μεταμορφώσεως εσήμανε τας δώδεκα, +και ο καθηγητής ενθυμήθη πρώτον μεν ότι τον επερίμενε το πρόγευμα εις +την οικίαν του, δεύτερον δε ότι ο Λιάκος έτρωγε συνήθως εις ξενοδοχείον +όπισθεν της πλατείας κείμενον. Επορεύθη λοιπόν προς το ξενοδοχείον και +πράγματι συνηντήθη προ της θύρας του ξενοδοχείου με τον πρωτοδίκην. + + — Ω αδελφέ, ανεφώνησεν, ω αδελφέ! + + — Τι συμβαίνει; ηρώτησεν ο Λιάκος ανήσυχος. Τι έπαθες: + + — Τι έπαθα; Ό,τι ποτέ δεν επερίμενα! Εζήτησα τον Μητροφάνην να μου δώση +την κόρην του και αντί να μου... + + — Εζήτησες την κόρην του! + + — Μάλιστα. Τι θαυμάζεις; + + — Δεν μου έλεγες χθες ότι ποτέ... + + — Αι, και τι με τούτο; Εσκέφθην την νύκτα και επείσθην ότι πρέπει να +νυμφευθώ και ούτε θα εύρω ποτέ καλλιτέραν γυναίκα. + + — Άκουσε, Πλατέα, είπεν ο Λιάκος μετά προφανούς συγκινήσεως. Τι +εσκέφθης το εννοώ, διότι σε γνωρίζω. Αλλά δεν ημπορώ να δεχθώ εκ μέρους +σου τοιαύτην θυσίαν. + + — Τι θυσίαν; και ποίος σ' ερωτά να δεχθής ή να μη δεχθής; Απεφάσισα να +την πάρω, διότι θέλω να νυμφευθώ, και θα την πάρω! Και αν δεν είναι με +το θέλημα του πατρός της, θα την κλέψω! Ιδού! + +Και εξηκολούθησε διηγούμενος μετά ζωηρότητος τον μετά του Κ. Μητροφάνους +διάλογον. Ο Λιάκος ήκουε μειδιών. Από χθες εσκέπτετο περί του +συνοικεσίου τούτου, όσον δ' εσκέπτετο τόσον το εύρισκε καλόν και +αρμοστόν. Εξετάζων δε τον εαυτόν του επείθετο ότι δεν επηρεάζετο εκ της +επιθυμίας του να υπερνικηθή το εμποδίζον την ιδικήν του ευτυχίαν +πρόσκομμα, αλλ' ότι πραγματικώς και ο φίλος του και η αδελφή της +ερωμένης του δεν ηδύναντο ή να ζήσουν ευτυχείς συνενούμενοι. Περί της +συγκαταθέσεως του Κ. Μητροφάνους δεν είχεν αμφιβολίαν. Το ζήτημα της +πρεσβείας τον εφόβιζεν ολίγον, ύστερον μάλιστα από την απαρέσκειαν με +την οποίαν παρεδέχθη την ανάμιξίν του ο πατήρ της νύμφης. Αλλά πώς +ηδύνατο να μη αναδεχθή την εντολήν; Υπεσχέθη να επισκεφθή αυθημερόν τον +Κ. Μητροφάνην, το δ' εσπέρας να υπάγη εις την οικίαν του Κ. Πλατέα διά +να κοινοποιήση το αίσιον αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων. + +Δ'. + +Είχεν αληθώς τας δυσκολίας της η αποστολή του Λιάκου. Τας ανελογίζετο +μετ' ανησυχίας, ότε έμεινε μόνος, αναχωρήσαντος του Κ. Πλατέα. Είχε πολύ +ο ίδιος συμφέρον εις την καλήν έκβασιν της υποθέσεως, ώστε εφοβείτο μη +δεν θεωρηθή ως αμερόληπτος η μεσολάβησίς του, μη δεν εκληφθή ως πάντη +ειλικρινής ο εκ μέρους του έπαινος του υποψηφίου γαμβρού. Έπρεπε να +ανατεθή εις αρμοδιώτερον πρόσωπον η διαπραγμάτευσις. Εάν δεν έσπευδεν ο +ασυλλόγιστος καθηγητής να ονομάση αυτόν ως αντιπρόσωπον, ηδύναντο να +συμβουλευθούν περί του πρακτέου την εξαδέλφην του, και μάλιστα να +εμπιστευθούν εις εκείνην την διεξαγωγήν του πράγματος. Τώρα όμως η +ανάμιξίς της ηδύνατο να δώση νέαν αφορμήν δυσαρεσκείας εις τον Κ. +Μητροφάνην. Διατί εν τούτοις να μη ζητηθή η συμβουλή της; Ήτο άνθρωπος +με νουν και πείραν, και ικανή να εξεύρη τρόπον προς αντιμετώπισιν πάσης +δυσκολίας. Προς στιγμήν ο Λιάκος απεφάσισε να προστρέξη εις αυτήν. Αλλά +μετά δευτέραν σκέψιν εθεώρησεν, εν πρώτοις, ως άτοπον το να διακοινώση +εις τρίτον το μυστικόν του φίλου του, εν αγνοία του, και δεύτερον, ως +άνανδρον το να μη εκτελέση μετά θάρρους την εις αυτόν ανατεθείσαν +εντολήν, αφού άπαξ την ανεδέχθη. Εμπρός λοιπόν! Απόφασις! Και επορεύθη ο +Λιάκος, όχι όμως άνευ ενδομύχου τινός ταραχής, προς το εμπορικόν +κατάστημα του πατρός της ερωμένης του. + +Ο Κ. Μητροφάνης παρελάμβανε κατ' εκείνην την ώραν μερίδα καφέδων. Τα +κάρρα ήρχοντο κατά σειράν εκ του τελωνείου, οι δε αχθοφόροι μετέφερον +τους σάκκους από τα κάρρα εντός της αποθήκης. Μετά δυσκολίας ο Λιάκος +επροχώρησε μέχρι της θύρας. + +Η τετράγωνος αποθήκη ήτο ευρεία. Η μία εκ των επί της οδού γωνιών της, +χωριζομένη διά φραγής εκ σανίδων, εχρησίμευεν ως γραφείον. Τούτο +εφωτίζετο δι' ενός επί της οδού σιδηροφράκτου παραθύρου. Αλλά το εκείθεν +και εκ της ανοικτής θύρας εισερχόμενον εις την αποθήκην φως δεν ήτο +αρκετόν όπως διακρίνη ευκόλως τα εντός αυτής ο έξωθεν ερχόμενος. Ο +Λιάκος, ιστάμενος επί της εισόδου, δεν έβλεπε τα εντός της αποθήκης, +αλλ' όμως ένδησεν αμέσως ότι δεν ήλθεν εις στιγμην κατάλληλον. Ζωηρά +διένεξις εγίνετο εκεί. Το αντικείμενόν της ούτε ηδυνήθη, ούτε εφρόντιζε +να εξακριβώση. Λόγοι δριμείς αντηλλάσσοντο και υψούντο φωναί οργίλαι, +μεταξύ δ' αυτών αντέχει επιβλητική και βροντώδης η φωνή του γέροντος +εμπόρου. + +Ο Λιάκος έμενεν έκπληκτος επί της εισόδου. Εγνώριζεν εκ φήμης την +αυστηρότητα του Κ. Μητροφάνους, αλλά δεν εφαντάζετο ότι η οργή ηδύνατο +να επιτείνη επί τοσούτον την σοβαράν και συνήθως ήσυχον φωνήν του. +Εφοβήθη και ηθέλησε ν' αποσυρθή απαρατήρητος, αλλ' αίφνης ο γέρων, +διακόψας την λογομαχίαν, τον ηρώτησεν αποτόμως εκ του βάθους της +αποθήκης: + + — Τι αγαπάτε, Κύριε Λιάκε; + + — Επεθύμουν να σας είπω δύο λέξεις, αλλά σας απασχολώ. Έρχομαι άλλην +ώραν. + + — Περάσετε εις το γραφείον μου. Έρχομαι αμέσως. + +Ο Λιάκος διασκελίσας διαφόρους σάκκους εισήλθεν εις το γραφείον και +εκάθισεν επί της μόνης εκεί διαθεσίμου καθέκλας, παρά την τράπεζαν του +διευθυντού. Ο περί αυτόν αήρ απέπνεε βαρύ άρωμα συμμίκτων αποικιακών +ειδών, αντήχει δε η επαναληφθείσα εις την αποθήκην βοή της έριδος, εν +μέσω της οποίας διέκρινε τας λέξης «βάρος, σάκκοι, τελωνείον,» συχνάκις +επανερχομένας εις την συζήτησιν. Και ήκουεν ο Λιάκος, αναλογιζόμενος τον +γέροντα καθώς τον είδε χθες εις τον περίπατον, με τας δύο του θυγατέρας +εκατέρωθεν, ήρεμον και γαληνιαίον, ενώ σήμερον... + +Μετά τινα λεπτά εκόπασεν ο θόρυβος, ανεχώρησαν οι φιλονεικούντες, και ο +Κ. Μητροφάνης εισήλθεν εις το γραφείον σύνοφρυς εισέτι. + + — Εις κακήν ώραν ήλθα, έλεγε καθ' εαυτόν ο Λιάκος. + + — Έρχεσθε ως αντιπρόσωπος του Κ. Πλατέα, υποθέτω, είπεν ο γέρων με ύφος +μάλλον ειρωνικόν. + + — Μου είπε την ομιλίαν την οποίαν είχατε το πρωί. + + — Ομολογώ, Κύριε Λιάκε, ότι η αυτόκλητος μέριμνά σας περί +αποκαταστάσεως της θυγατρός μου μου εφάνη ολίγον παράδοξος. + + — Κύριε Μητροφάνη, πιστεύσατε παρακαλώ ότι η προτασις του Κ. Πλατέα ήτο +αυθόρμητος και ότι δεν την υπεκίνησα εγώ. + +Ο γέρων εμειδίασεν εις ένδειξιν δυσπιστίας. + + — Ως μόνον πταίσμα, εξηκολούθησεν ο Λιάκος, δύναται να μου προσαφθή ότι +χθες, εις στιγμήν διαχύσεως, διεκοίνωσα εις αυτόν το μυστικόν μου. Αλλά +ποτέ, βεβαιωθήτε, ποτέ δεν μου ήλθεν εις τον νουν να τον προτρέψω εις το +σημερινόν του διάβημα, και με αδικείτε μεγάλως αποδίδων αυτό εις ιδικήν +μου ιδιοτελή υποκίνησιν. + + — Σας πιστεύω, αφού το λέγετε, και δεν θέλω να εξετάσω πώς συνέπεσε να +μου ζητήση την κόρην μου, χωρίς να την γνωρίζη, ίσα ίσα σήμερον, ύστερον +από την χθεσινήν σας εξομολόγησιν... Οπωσδήποτε, εξηκολούθησε διακόπτων +τον Λιάκον, όστις ητοιμάζετο να είπη τι, όπως δήποτε, δεν δύναμαι να σας +δώσω αμέσως απόκρισιν. Δώσατέ μου τον καιρόν να σκεφθώ. Και μη λάβετε +τον κόπον να έλθετε, θα σας μηνύσω. + +Τας τελευταίας λέξεις επρόφερεν ο γέρων πολύ ξηρά. Ο Λιάκος ανεχώρησεν +αποσβολωμένος. Δεν ήτο άρνησις καθ' εαυτό, αλλά βεβαίως συγκατάθεσις δεν +ήτο η ζητηθείσα αναβολή. Το δε χειρότερον ήτο το ύφος, ο τρόπος του Κ. +Μητροφάνους. Τούτο ηδύνατο ίσως να αποδοθή εις την προγενεστέραν +δυσαρέσκειάν του, ως εκ της διενέξεως περί των καφέδων, αλλ' ουχ ήττον, +ιδού, καθώς εφοβείτο, το ίδιον αυτού συμφέρον εις την επιτυχίαν της +διαπραγματεύσεως επροκάλει την υποψίαν του πενθερού και ταυτοχρόνως του +έφρασσε το στόμα. Πόσα ηδύνατο να είπη προς τον Κ. Μητροφάνην, και +εντούτοις δεν ετόλμησε να είπη τίποτε! Συνησθάνετο ότι η μεσολάβησίς του +έβλαψεν ήδη, και ότι ηδύνατο να επιφέρη μέχρι τέλους βλάβην +ανεπανόρθωτον. Απητείτο διπλωμάτης επιδεξιώτερος προς διεκπεραίωσιν της +υποθέσεως. Διατί να μη ακολουθήση την πρώτην του έμπνευσιν και να μη +προστρέξη εις την εξαδέλφην του; Διατί και τώρα έτι να μη επικαλεσθή την +βοήθειάν της; Ο Πλατέας δεν θα δυσανασχετήση διά τούτο, εάν μάλιστα +επέλθη ούτω η επιτυχία. Εν μέσω της παρούσης αμηχανίας ο άνθρωπος είχε +την ανάγκην ενθαρρύνσεώς τινος και υποστηρίξεως, ενώ δ' εξ ενός εδίσταζε +σκεπτόμενος καθ' εαυτόν να υπάγη, να μη υπάγη, εξ άλλου οι πόδες του τον +έφερον αυτομάτως προς την οικίαν της εξαδέλφης του. Ενώπιον της θύρας +έπαυσε πάσα πλέον αμφιβολία. + +Ο Λιάκος εύρε την εξαδέλφην του καταγινομένην εις το να μετασχηματίση το +περυσινόν φόρεμα του πρωτοτόκου της, πολύ στενόν ήδη δι' εκείνον, εις +νέον ένδυμα διά τον υστερότοκον, διά τον οποίον το κατεσκεύαζεν, εκ +προθέσεως, ικανώς και πάλιν πλατύ. Και οι δύο έλειπον εις το σχολείον, +αι δε μεταξύ των δύο εκείνων αποκτηθείσαι τρεις θυγατέρες εμελέτων τα +μαθήματά των υπό τους οφθαλμούς της μητρός, λαμβάνουσαι συγχρόνως εκ του +μητρικού παραδείγματος μάθημα πρακτικόν οικιακής οικονομίας. + +Η οξυδερκής μήτηρ δεν εβράδυνε να εννοήση εκ της συμπεριφοράς του Κ. +Λιάκου, ότι δεν τον ηυχαρίστει μεγάλως η παρουσία των κορασίων και τα +έστειλε να παίξουν, επισπεύδουσα την αμοιβήν της επιμελείας των. + + — Τι έχομεν πάλιν; ηρώτησεν άμα έμειναν μόνοι. Τι τρέχει; + + — Ποίος είπεν ότι τρέχει τίποτε; + + — Αι δα, ωσάν να μη σε γνωρίζω! Φαίνεται απ' εδώ έως εκεί, ότι έχεις να +μου είπης κάτι σπουδαίον. + +Τον εγνώριζεν αληθώς, όχι μόνον καθό παιδιόθεν μεγαλώσαντα υπό τους +οφθαλμούς της, αλλά και διότι το γυναικείον διορατικόν της ενεβάθυνεν +εις τους μυχούς της ερώσης καρδίας του. Ενόμιζε και ο Λιάκος ότι +γνωρίζει κατά βάθος την εξαδέλφην του. Αλλά πώς λοιπόν δεν εσκέφθη ότι +δεν θα απελάμβανεν ευκόλως την επικουρίαν της προς τελεσφόρησιν +διαπραγματεύσεως, της οποίας την πρωτοβουλίαν δεν εφρόντισεν εγκαίρως να +συμμερισθή μετ' αυτής; Ηγάπα η εξαδέλφη του ν' αναμιγνύηται εις +υπανδρολογήματα εν γένει, ιδίως δε προκειμένου περί προσώπων προσφιλών, +αλλ' είχε την αξίωσιν, ουδόλως αδικαιολόγητον, (δοθείσης της περί τα +τοιαύτα ικανότητός της,) να λαμβάνη μέρος πρωταγωνιστού κατά την +σύλληψιν και την διεξαγωγήν γαμηλίων συνδυασμών. Αλλέως, ούτε τους +ενέκρινεν ευκόλως, ούτε εστερείτο διαθέσεως προς ανατροπήν των. + +Άνευ της ταραχής, εις την οποίαν έρριψε τον Λιάκον η αποτυχία του εις το +γραφείον του Κ. Μητροφάνους, θα ελάμβανεν ίσως τα κατάλληλα μέτρα, όπως +εξευμενίση την εξαδέλφην. Αλλά δεν εσκέφθη περί τούτου, δεν εβράδυνε δε +να εννοήση το λάθος του. + +Ότε, άνευ προοιμίων, είπεν ότι εύρε τον γαμβρόν διά την αδελφήν της +ερωμένης του, αντί του να εκφράση η ακούουσα την ευχαρίστησιν ή +τουλάχιστον την περιέργειάν της, εξηκολούθησε το ράψιμον μετά +προσποιητής αδιαφορίας, και μόνον έν Α! εξήλθε των χειλέων της, εν Α! +μεταξύ ερωτήματος και επιφωνήματος. Αλλ' είτε απορίαν εξέφραζεν είτε +ειρωνείαν, το Α! εκείνο επάγωσε τον Λιάκον. + + — Όλα λοιπόν, είπε καθ' εαυτόν, όλα θα μου έρχωνται ανάποδα! + + — Και ποίος είναι αυτός σου ο γαμβρός; υπέλαβεν η εξαδέλφη μετά τινας +στιγμάς σιωπής, χωρίς να διακόψη την εργασίαν της. + + — Ο Κύριος Πλατέας. + +Η εξαδέλφη έπαυσε διά μιας το ράψιμον και ύψωσε προς τον Λιάκον τους +οφθαλμούς, πλήρεις φαιδράς εκπλήξεως. + + — Ο Κύριος Πλατέας! ανέκραξε. + +Και ήρχισε να γελά, να γελά! Ποτέ ο Λιάκος δεν την είδε τόσον εύθυμον. + + — Δεν το βλέπω τόσον αστείον το πράγμα, είπε μετά πολλής σοβαρότητος. + + — Με συγχωρείς, απεκρίθη εκείνη, προσπαθούσα να συγκρατήση τον γέλωτα. +Με συγχωρείς αν σε προσβάλλω εις το πρόσωπον του φίλου σου, αλλά δεν +ημπορώ να τον φαντασθώ ως γαμβρόν και να μη γελάσω. + +Και ήρχισε πάλιν φαιδρυνομένη. Αλλά βλέπουσα την μεγάλην του Λιάκου +δυσαρέσκειαν, επανέλαβε σοβαρώτερον· + + — Πώς το εσοφίσθης αυτό το συνοικέσιον; + + — Όχι, υπέλαβεν εκείνος, χωρίς ν' αποκριθή εις την ερώτησιν. Επιθυμώ να +μου είπης τι του ευρίσκεις το επιλήψιμον. + + — Επιλήψιμον! ανέκραξεν η εξαδέλφη μιμουμένη την φωνήν του. Ο άνθρωπος +δεν είναι επιλήψιμος, είνε απλώς γελοίος. + + — Ομολογώ ότι το εξωτερικόν του δεν είναι επιβλητικόν. + + — Επιβλητικόν! Όλον μεγάλας λέξεις μου λέγεις! Τώρα θα μου απαγγείλης +και κανένα στίχον του Ομήρου. + + — Άκουσέ με, επανέλαβεν ο Λιάκος μεταβαλών ύφος. Κ' εγώ κατά πρώτον +εθεώρησα το πράγμα καθώς συ. Αλλ' αφού εσκέφθην καλλίτερα, επείσθην ότι +η πρώτη μου εντύπωσις δεν ήτο η ορθή. Ο Πλατέας έχει όλα τα προσόντα +καλού συζύγου, θα είναι γελοίος, αν θέλης, ως μνηστήρ, θα είναι γελοίος +την ημέραν του γάμου του με τα στέφανα επί κεφαλής... + +Η εξαδέλφη εξεκαρδίσθη, επεχύθη δ' επί τέλους ιλαρότης και εις του +Λιάκου το πρόσωπον. Αλλ' αφού παρήλθε της ευθυμίας η έκχυσις, επανελήφθη +σπουδαιότερον η ομιλία, και αφηγήθη καταλεπτώς ο Λιάκος όλας τας +περιπετείας της υποθέσεως. Καθόσον δ' επροχώρει εις την διήγησιν, +έβλεπεν ότι διεσκεδάζοντο βαθμηδόν αι προκαταλήψεις της εξαδέλφης του, +μολονότι εξηκολούθει αντιλέγουσα, ότε ο λόγος κατέληξεν εις την +ψυχολογικήν ανάλυσιν του υποψηφίου γαμβρού. + + — Είναι υποχονδριακός, έλεγε. + + — Φροντίζει περί της υγείας του, αντέλεγεν ο Λιάκος, διότι δεν έχει +περί άλλου να φροντίση. Φροντίς του μεθαύριον θα είναι η σύζυγος του, +καθώς ήτο η μήτηρ του ενόσω έζη, και θα λησμονήση το υποχόνδριόν του. + + — Είναι σχολαστικός. + + — Μικρόν το ελάττωμα διά διδάσκαλον. + +Βλέπων τας αντιρρήσεις περιοριζομένας εις τα ηθικά μόνον προσόντα του +γαμβρού, ο Λιάκος εθεώρει την νίκην εξασφαλισθείσαν ως προς την +εξαδέλφην του. Το ζήτημα ήτο εάν θα φέρη δυσκολίας η νύμφη. + + — Εκείνη! ανέκραξεν η εξαδέλφη αποκρινομένη εις την περί τούτου +ερώτησίν του. Όχι τον Πλατέαν, αλλά δεν ηξεύρω ποίον να της προτείνουν, +θα τον δεχθή! Αφού δεν ημπορεί να μεταπείση τον πατέρα της και να μείνη +ελευθέρα, θα υπανδρευθή τον πρώτον ο οποίος την ζητήση, διά να μη είναι +πρόσκομμα εις την ευτυχίαν της αδελφής της. Έχει ψυχήν αγγελικήν, +εξηκολούθησε μετ' ενθουσιασμού. Δεν γνωρίζει την αξίαν της η ιδία, +γνωρίζει μόνον ότι δεν είναι ωραία, και εν τη μετριοφροσύνη της +μεγαλοποιεί την ασχημίαν της. Είναι η αυταπάρνησις προσωποποιημένη. Δεν +πρέπει όμως διά τούτο και να θυσιασθή! + + — Αλλά νομίζεις ότι θα θυσιασθή υπανδρευομένη τον Πλατέαν; + + — Ηξεύρω κ' εγώ; + +Η επιφυλακτική αύτη έκφρασις, αντί του προτέρου γέλωτος, ενεθάρρυνεν έτι +μάλλον τον Λιάκον. + + — Εάν ήτο αδελφή σου, υπέλαβεν, η κόρη σου, θα την απέτρεπες; + +Η ερώτησις την ήγγισε βαθύτερον ή όσον ενόμιζεν ο Λιάκος. Η μία των +θυγατέρων της, αδικηθείσα από την φύσιν, παρείχεν από τούδε εις την +μητρικήν καρδίαν της ανησυχίας διά την μέλλουσαν αποκατάστασίν της. Δεν +εγέλα πλέον. Οι οφθαλμοί της υγράνθησαν, και δεν απεκρίθη. + +Ο Λιάκος χωρίς να θελήση να εμβαθύνη εις τα προκαλέσαντα την συγκίνησίν +της αίτια, ηρκέσθη θεωρών ως συγκατάθεσιν την σιωπήν της. + + — Λοιπόν, εξηκολούθησε, βοήθησέ με να τα καταφέρωμεν. + +Και διά να την εξάψη προς την πάλην παρέστησε τας μεγάλας δυσκολίας τας +οποίας παρείχεν ο χαρακτήρ του Κ. Μητροφάνους, (ομολόγησε την ιδικήν του +ανικανότητα, ανεκήρυξεν ότι η ανάμιξίς του ηλάττωσε τας πιθανότητας +επιτυχίας, ότι η διαπραγμάτευσις αποβαίνει ήδη δυσχερεστέρα ή εάν εξ +αρχής την ανελάμβανε μόνη εκείνη, και διεβεβαίωσεν ότι και πάλιν εκείνη +μόνη ηδύνατο να επανορθώση τα πράγματα και να φέρη την υπόθεσιν εις +αίσιον πέρας. Αι υπεκφυγαί και αι αντιρρήσεις της εξησθενούντο επί +μάλλον και μάλλον. Επί τέλους ο Λιάκος εθριάμβευσε. Μετά τριών ωρών +αδιάκοπον συνομιλίαν κατώρθωσεν ώστε η εξαδέλφη παράτησε την εργασίαν, +προς ζημίαν πρόσκαιρον του υστεροτόκου υιού της, ητοιμάσθη, και εξήλθον +οι δύο ομού της οικίας της, εκείνη μεν διά να συνδιαλεχθή μετά του Κ. +Μητροφάνους, ο δε Λιάκος προς ανεύρεσιν του Κ. Πλατέα. + +Ε'. + +Ο πτωχός καθηγητής επερίμενε τον σωτήρα του εναγωνίως. + +Ότε ανήλθεν εις την οικίαν του, εύρε το πρόγευμα έτοιμον, την δε +Φλουρούν ανησυχούσαν διά την όλως ασυνήθη βραδύτητά του. Αι δώδεκα είχον +σημάνει προ είκοσι λεπτών! + +Επείνα ο Κ. Πλατέας και έφαγε με όρεξιν. Εν τούτοις ο νους του ήτο +πλήρης σκέψεων και ανησυχιών. Ησθάνετο δε την ανάγκην να ομιλή περί +αυτών και εστενοχωρείτο μη έχων προς τίνα να ομιλήση. Ήθελε να +διακοινώση εις την Φλουρούν τα διατρέχοντα, αλλ' η γραία υπηρέτρια ούτε +να λέγη ούτε ν' ακούη πολλά ηρέσκετο. Δεν ήτο αύτη πρόσωπον κατάλληλον +προς διάλογον. Άλλως δε συνεστέλλετο ο κύριός της να είπη προς αυτήν ότι +απεφάσισε να νυμφευθή. Το άκουσμα θα ήτο ισοδύναμον προς αγγελίαν +εκθρονίσεως. Μετά τον θάνατον της μητρός του η Φλουρού εξήσκει εντός της +οικίας δικαιώματα μονοκρατορίας. Προς τι να την λυπήση προτού τελεσθή το +γεγονός; + +Και όμως δεν ηδύνατο να κρατηθή ο Κ. Πλατέας. Έπρεπε να ομιλήση διά να +μη σκάση. Αλλά μη τολμών να εκφράση απ' ευθείας το αντικείμενον των +διαλογισμών του, προσέφυγεν επί το διπλωματικώτερον εις σχέδιον +περιφραστικόν και εσκέφθη να φέρη εντέχνως τον λόγον εκ του φαγητού εις +τον γάμον. + + — Φλουρού, είπεν, επαράβρασες το βραστόν. + +Η Φλουρού δεν απεκρίθη, αλλ' ύψωσε το βλέμμα εκ του παραθύρου προς τον +ήλιον, προς υπόδειξιν ότι το λάθος δεν ήτο ιδικόν της, αλλά του κυρίου +της, όστις ήργησε να έλθη. Η σιωπηλή αύτη απολογία δεν απεθάρρυνε τον +καθηγητήν. + + — Επί του όλου, επανέλαβε, δεν τρώγεται σήμερον το φαγητόν σου. + + — Να που το έφαγες! + +Εις το ακαταμάχητον τούτο επιχείρημα προσέφευγε συνήθως η Φλουρού. Και +άλλοτε μεν εγέλα ο κύριος της λέγων ότι το έφαγε διότι επείνα, όχι διότι +ήτο νόστιμον· σήμερον όμως εθύμωσε, εθύμωσε δε όχι διά την απόκρισιν +αυτήν καθ' εαυτήν, αλλά διότι σήμερον ίσα ίσα δεν είχε λόγον αιτιάσεως +κατά της μαγειρικής τέχνης της Φλουρούς. Οπωσδήποτε ο θυμός έκοψε το +νήμα διά του οποίου εσχεδίαζε να έλθη εκ του φαγητού εις τα περί του +συνοικεσίου του, ώστε απετελείωσε το πρόγευμά του εν σιωπή. + +Αλλ' ότε η Φλουρού εσήκωσεν από την τράπεζαν τα πινάκια, ανεκάλυψεν +αίφνης νέαν αφετηρίαν προς έναρξιν των εκμυστηρεύσεών του. Παρετήρησε +διά πρώτην φοράν μίαν παλαιάν τρύπαν εις το τραπεζομάνδηλον. + + — Κύτταξε, είπε, θέσας επί της τρύπας τον δάκτυλον. Του κάκου! +Χρειάζεται νοικοκυρά εδώ. Δεν έχει άλλο! Πρέπει να 'πανδρευθώ. + +Η Φλουρού συνέστειλε τους ώμους ωσάν έλεγε: Παραλογίζεται ο κύριός μου. + + — Εκατάλαβες τι είπα; Σκοπεύω να 'πανδρευθώ. + +Η Φλουρού εμειδίασε. + + — Τι γελάς; Το απεφάσισα! θα 'πανδρευθώ. + +Η γραία τον ητενίσεν απορούσα. + + — Μάλιστα! θα 'πανδρευθώ! θα πάρω γυναίκα! + + — Ποια σε παίρνει, υπέλαβεν η Φλουρού. + + — Ποια με παίρνει! ανέκραξεν ο καθηγητής. Ποια με παίρνει! + +Πλήρης αγανακτήσεως διά την προσβλητικήν παρατήρησιν, ηθέλησε να +κατασυντρίψη διά της ευγλωττίας του την γραίαν, αλλ' η απάθεια της έδεσε +την γλώσσαν του. Εγερθείς ανήλθεν εις το δωμάτιόν του χωρίς να είπη τι +επί πλέον. Εκεί η οργή του κατεπραΰνθη, αλλ' εξηκολούθει επαναλαμβάνων +καθ' εαυτόν τας σκληράς λέξεις της Φλουρούς, καθόσον δε τας +επανελάμβανε, του εφαίνετο ότι δεν έχει όλως άδικον η υπηρέτριά του. Και +ανελογίζετο την πρώτην διαβεβαίωσιν του Λιάκου, ότι ουδέποτε τον έλαβεν +υπ' όψιν ως γαμβρόν, και τας υπεκφυγάς του Κ. Μητροφάνους. Και τώρα, +ιδού, ο Λιάκος δεν επέστρεψεν εισέτι. Διατί; Εάν η πρότασις έγεινε +δεκτή, θα ήρχετο αμέσως να φέρη την απόκρισιν. Το πράγμα δεν ήθελε +πολλήν θεολογίαν. Ναι ή όχι. Βεβαίως η απόκρισις είναι Όχι, και +συστέλλεται ο Λιάκος να την διακοινώση. Ανόητος αυτός να εκτεθή δωρεάν +εις άρνησιν! Ανόητος! Τι ήθελε να έμβη εις τοιούτον χορόν; Αλλ' όχι! +Εξετέλεσε το καθήκον του, απέδειξεν εις τον σωτήρα του την ειλικρίνειαν +της φιλίας του και την έκτασιν της ευγνωμοσύνης του.....Διατί όμως αργεί +τόσον ο Λιάκος; Διατί δεν επιστρέφει το ταχύτερον, ώστε να παύση η +αβεβαιότης υπό της οποίας βασανίζεται;... Και έβλεπεν ανά πάσαν στιγμήν +το ωρολόγιόν του, και ηπόρει διά την βραδύτητα του ωροδείκτου. Η ώρα δεν +παρήρχετο! Εσηκώνετο, εκάθητο, έβλεπεν από το παράθυρον, αλλά δεν +εφαίνετο ο Λιάκος. Επροσπάθει ν' αναγνώση, αλλά δεν ηδύνατο να προσηλώση +την προσοχήν του εις το βιβλίον και το έκλειε πάλιν. Τι μαρτύριον! + +Εν τούτοις ήλθεν η συνήθης ώρα του περιπάτου. Ο Κ. Πλατέας εκάθητο επί +ακανθών. Δεν ηδύνατο να μείνη πλέον εντός της οικίας περιμένων τον +Λιάκον. Απεφάσισε να εξέλθη. Αλλά διά να μη απομακρυνθή, θα περιορισθή +σήμερον εις τον παλαιόν του περίπατον. θα υπάγη εις τα Βαπόρια. + +Έκραξε λοιπόν την Φλουρούν και είπε προς αυτήν ότι δεν θ' αργήση να +επιστρέψη, αλλ' εάν εν τω μεταξύ έλθη ο Κ. Λιάκος, να τον στείλη εις τα +Βαπόρια. Εξήγησε δε λεπτομερώς διά τίνος οδού θα υπάγη και διά τίνος +οδού θα επιστρέψη, ώστε αναλόγως να οδηγήση η Φλουρού τον Κ. Λιάκον, μη +τυχόν δεν συναντηθώσι. Ταύτα πάντα περιττά, καθόσον μεταξύ της οικίας +του και των Βαπορίων ήτο αδύνατον να μη γείνη η συνάντησις, έκτος εάν εκ +προθέσεως εκρύπτοντο οι συναντηθησόμενοι. Ουχ ήττον, επέμενε τοσούτον +εις την τοπογραφικήν εξήγησιν, και τοσάκις επανέλαβε τας οδηγίας του, +ώστε βαρυνθείσα η γραία ανέκραξε μετ' ανυπομονησίας, «Καλά, καλά!» Ήτο +δε πράγμα ασύνηθες δι' αυτήν να επαναλάβη δις την αυτήν λέξιν. + +Εις τα Βαπόρια δεν υπήρχε ψυχή γεννητή, ώστε ο Κ. Πλατέας ηδυνήθη να +εξακολουθήση ατάραχος την σειράν των σκέψεών του. Αληθώς πολλήν σειράν +δεν είχον. Τα αυτά επί τοις αυτοίς πάντοτε! Τοσούτον κατείχετο υπό των +σκέψεων τούτων, ώστε ούτε έν ημίστιχον ομηρικόν καθ' όλην την ημέραν +εκείνην απεστήθισεν! Εάν επέπρωτο να διαρκέση η ηθική εκείνη στενοχωρία, +θα επέφερεν αποτελέσματα δραστικώτερα και της ασκήσεως και της +ψυχρολουσίας, θα ελίγνευεν ούτω βεβαίως ο πολύσαρκος καθηγητής. + +Ο Λιάκος δεν εφαίνετο! Προς στιγμήν απεφάσισεν ο Κ. Πλατέας να υπάγη +προς ανεύρεσίν του. Αλλά πού; Έπειτα, υπεσχέθη εκείνος ότι θα έλθη, η δε +Φλουρού διετάχθη να προετοιμάση αναλόγως το δείπνον. Αδύνατον να μη +έλθη! + + — Αλλά πώς δεν έρχεται; — Εικοσάκις ανήλθε και κατήλθε τα Βαπόρια, +στρέφων αενάως τα βλέμματα προς την διεύθυνσιν της οικίας του, αλλ' ούτε +ο Λιάκος εφαίνετο ούτε η σκιά του. + +Επί τέλους, επί τέλους τον είδε μακρόθεν ερχόμενον! + + — Αι; Ναι ή όχι; ηρώτησεν άμα επλησίασαν προς αλλήλους. + + — Στάσου, αδελφέ, να πάρω την αναπνοήν μου! + +Εκ της εκφράσεως του φίλου του εφοβήθη ο Λιάκος ότι θα ηυχαριστείτο +περισσότερον ακούων το Όχι, ή το Ναι. + + — Μη μετενόησεν; εσκέφθη καθ' εαυτόν πλήρης νέας ανησυχίας. + +Θέσας φιλικώς την χείρα επί του βραχίονος του καθηγητού, τον έστρεψε +πάλιν οπίσω, προς εξακολούθησιν του περιπάτου, και επροσπάθησε να τον +δυσωπήση κολακεύων την φιλοτιμίαν του. + + — Μη φοβείσαι και δεν είναι καμμία ανόητη η νέα. Έχει κρίσιν και νουν, +ώστε να θεωρήση τιμήν της την αίτησίν σου και ευτυχίαν της το ν' +αποκτήση τοιούτον σύζυγον. + + — Άφησέ τα αυτά, υπέλαβε με ύφος ημερώτερον ο Κ. Πλατέας, και ειπέ μου +πού ευρίσκεται η υπόθεσις; Τι έκαμες τόσην ώραν; + +Ο Λιάκος ήρχισε την διήγησιν, αλλά δεν είπε τα πάντα εις τον γαμβρόν. +Απεσιώπησε και του Κ. Μητροφάνους την τραχύτητα και της εξαδέλφης του +την φαιδρότητα, παρέστησε δ' επιδεξίως την ανάγκην της μεσολαβήσεώς της, +εις τρόπον ώστε ουδεμίαν ως προς τούτο αντίρρησιν επέφερεν ο Κ. Πλατέας. +Τώρα η υπόθεσις έμενεν εις τας χείρας της εξαδέλφης, η οποία υπεσχέθη να +μηνύση προς τον Λιάκον, εις την οικίαν του Κ. Πλατέα, το οριστικόν +αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων. + +Ταύτα απετέλουν την ουσίαν της συνομιλίας, αλλ' αι ερωτήσεις του Πλατέα +και αι λεπτομέρειαι του Λιάκου επαναλαμβανόμεναι αποκατέστησαν μακρόν +τον διάλογον, ο δε ήλιος έδυεν, ότε οι δύο φίλοι επέστρεψαν εις την +οικίαν διά να τιμήσωσι το δείπνον της Φλουρούς. + +Μόλις είχον απογευθή ότε η θύρα εκρούσθη, η δε Φλουρού εισελθούσα +ενεχείρισεν εις τον Λιάκον επιστολήν. Ο Κ. Πλατέας ηγέρθη και με το +χειρόμακτρον εις χείρας, όρθιος όπισθεν του καθημένου φίλου του, έβλεπε +τας λέξεις, τας οποίας ο Λιάκος μεγαλοφώνως ανεγίνωσκε. + +«Φίλτατε εξάδελφε, + +«Φέρε μου απόψε τον φίλον σου. Θα είναι και η λεγάμενη εις την οικίαν +μου. Ελάτε ενωρίς. + Η εξαδέλφη σου.» + + — Αι, δεν σου το έλεγα; ανέκραξε περιχαρής ο Λιάκος. Ετοιμάσου να +πηγαίνωμεν! Ετοιμάσου! + +Αλλ' ο Κ. Πλατέας ήτο κατηφής. Τον εφόβιζεν η ιδέα του να συναντηθή με +την νύμφην. Τι να είπη; Πώς να φερθή; Και έπειτα δεν ήτο εισέτι βέβαιος +περί της συγκαταθέσεως. — Διατί η εξαδέλφη δεν έγραψε καθαρά Ναι ή όχι; +Κοντός ψαλμός αλληλούια! + +Μετά κόπου πολλού κατώρθωσεν ο Λιάκος να τον πείση ότι η πρόσκλησις +εσήμαινε Ναι, ότι και αυτός και προ πάντων η εξαδέλφη θα διευκολύνωσι +κατά πάντα τα της συνεντεύξεως. Εντούτοις αναλαβών χρέη θαλαμηπόλου τον +εστόλισε, τον εκτένισε, τον εκαλλώπισεν όσον ήτο δυνατόν, και τον έσυρε +σχεδόν έξω της οικίας. Τι έδιδεν ο πτωχός καθηγητής διά να απαλλαγή από +το ποτήριον τούτο! + +Καθ' οδόν ο Λιάκος επροσπάθει να μεταδώση εις τον Κ. Πλατέαν την +ευθυμίαν του, αλλ' άνευ επιτυχίας. Ήτο πλήρης φαιδρών ιδεών εκείνος, +διότι ο γάμος του φίλου του εξησφάλιζε την ιδικήν του ευτυχίαν, διότι +απόψε εις της εξαδέλφης του, μετά τοσούτων ημερών χωρισμόν, έμελλε να +ίδη την ερωμένην του συνοδεύουσαν βεβαίως την αδελφήν της. Αλλ' ο +καθηγητής δεν είχε τους αυτούς λόγους ευχαριστήσεως και εβάδιζε +σιωπηλός, μόλις προσέχων εις τας αστειότητας του φίλου του. εσκέπτετο τι +θα είπη προς την νύμφην, και δεν το εύρισκε. + + — Α! ανέκραξεν αίφνης, διακόπτων τον Λιάκον. Πώς την λέγουν; + + — Ποίαν; + + — Την νύμφην. Χθες επροδόθην εις τον πατέρα της ότι δεν εγνώριζα το +όνομά της. Να μη την πάθω και απόψε. + +Ο Λιάκος εξεκαρδίσθη γελών διά το αστείον του πράγματος. Ευρίσκετο εις +καλήν διάθεσιν ο φίλος και τα πάντα ήσαν αφορμή ευθυμίας δι' αυτόν. Αλλ' +ο Κ. Πλατέας δεν εγέλα. + + — Πώς την λέγουν; επανέλαβε. + +Ο Λιάκος ητοιμάζετο ν' αποκριθή, ότε αίφνης εν μέσω του σκότους ήκουσε +το όνομά του προφερόμενον από άνθρωπον ερχόμενον προς αυτούς. + + — Λιάκε, συ είσαι; + +Ήτο ο σύζυγος της εξαδέλφης φέρων μήνυμα να μη έλθη ο Κ. Λιάκος εις την +συνέντευξιν. Η προνοητική προξενήτρια εσκέφθη ότι ήτο καλλίτερον να +είναι μόνοι μετ' αυτής ο γαμβρός και η νύμφη. Άλλως δε η νεωτέρα αδελφή +δεν θα παρευρίσκεται εις την συνέντευξιν, ώστε όλως περιττή η παρουσία +του Λιάκου. Η διαταγή ήτο να συνοδεύση ούτος τον σύζυγόν της εις την +λέσχην. + +Εκόπησαν τα ήπατα του Πλατέα! Να υπάγη μόνος! Και πώς θα παρουσιασθή +ενώπιον των δύο Κυριών; Όχι. Τούτο δεν γίνεται! Αλλ' εξ ενός μέρους ο +Λιάκος, εξ άλλου ο σύζυγος της εξαδέλφης, συνενούντες τας προτροπάς και +τας ενθαρρύνσεις των, συνώδευσαν τον δυστυχή γαμβρόν, μέχρις ου έφθασαν +ενώπιον της οικίας, εκεί δε ανοιχθείσης της θύρας τον ώθησαν εντός +αυτής, τραυλίζοντα εισέτι διαμαρτυρήσεις, και επορεύθησαν εκείνοι προς +την λέσχην. + +Ο Λιάκος υπέμεινε στωικώς την αποπομπήν του, αφού η ερωμένη του δεν +συμμετείχε της συνεντεύξεως, αλλ' ουχ ήττον η εσπέρα του εφάνη +ατελείωτος εις την λέσχην. Περί την δεκάτην ώραν ο υπηρέτης τον +ειδοποίησεν ότι ο κύριος καθηγητής τον περιμένει κάτω. Κατέβη δρομαίος +την κλίμακα και εύρε τον φίλον του περιμένοντα έξω, εις την οδόν. Υπό το +φως του φανού είδεν αμέσως ότι τα πράγματα έβαινον κατ' ευχήν. Εφαίνετο +άλλος άνθρωπος ο Κ. Πλατέας. + + — Τα ετελείωσες; ηρώτησε μετ' ανυπομονησίας. + + — Δεν είναι διόλου άσχημη, απήντησεν ο καθηγητής, μετ' εμφάσεως μη +προκαλουμένης εκ της ερωτήσεως του φίλου του. Όταν ομιλή, η φωνή της +είναι μουσική, η έκφρασίς της γλυκυτάτη! Το δε χεράκι της... Ω, το +χεράκι της είναι εντέλεια! + + — Το εφίλησες; ηρώτησεν ο Λιάκος. + + — Και βέβαια, το εφίλησα! + + — Και τι σου είπε, τι της είπες; + + — Πού να σου τα λέγω τώρα όλα! Τι δεν της είπα και τι δεν μου είπε! + +Και ταπεινώσας την φωνήν. + + — Ηξεύρεις τι μου είπεν; επρόσθεσεν. Ότι είναι ευγνώμων και ευτυχής, +διότι την ζητώ εις γάμον από αίσθημα φιλίας προς σε, διότι ο καλός φίλος +θα είναι και καλός σύζυγος. Την παρεκάλεσα να μη το λέγη τούτο, διότι +τότε κ' εγώ θα λέγω ότι με παίρνει μόνον από αίσθημα αγάπης προς την +αδελφήν της. — Και διατί όχι; μου απεκρίθη. Πού καλλίτερα ημπορούμεν να +βασίσωμεν την ευτυχίαν της ζωής μας; + +Ο Λιάκος ησθάνθη την συγκίνησιν αναβαίνουσαν εις τον λάρυγγα και τους +οφθαλμούς του. + + — Πού να σου τα μακρολογώ τώρα, εξηκολούθησεν ο Κ. Πλατέας. Το βέβαιον +είναι ότι αποκτώ θησαυρόν! + + — Δεν σου το έλεγα; + + — Ναι, αλλά δεν μου είπες το όνομά της, και δεν ετόλμησα να ερωτήσω την +ιδίαν, πώς την λέγουν. + +Ο Λιάκος επλησίασε τα χείλη προς το αυτίον του καθηγητού και εψιθύρισε +μυστηριωδώς το ζητούμενον όνομα. + + — Ιδού οπού το έμαθες. + + — Επί τέλους! ανέκραξεν ο Κ. Πλατέας. + +Και οι δύο φίλοι απεχωρίσθησαν. Ο καθηγητής αναβαίνων τον ανήφορον +επανελάμβανε καθ' εαυτόν το νεωστί γνωσθέν όνομα, επανελάμβανε δε και ο +Λιάκος περιπαθώς το προ πολλού λατρευόμενον όνομα της ερωμένης του. + +Μετά τινας εβδομάδας, την πρώτην μετά το Πάσχα Κυριακήν, ήτο εορτή και +πανήγυρις εις την οικίαν του Κ. Μητροφάνους. Ετελούντο συγχρόνως των δύο +θυγατέρων του οι γάμοι. + +Εκ των δύο γαμβρών ο φαιδρότερος κατά την ημέραν εκείνην δεν ήτο ο +Λιάκος. Η πραγματοποίησις των πόθων του, η απόλαυσις της ευτυχίας, +επλήρουν γλυκείας ταραχής την ψυχήν του και εδέσμευον την γλώσσαν του. +Του Κ. Πλατέα η χαρά, απ' εναντίας, εξεχείλιζεν. Η δ' ευθυμία του ήτο, +ως φαίνεται, μεταδοτική. Οι προσκεκλημένοι όλοι εγέλων μετ' αυτού. Και +αυτός έτι ο Σεβασμιότατος Σύρου και Τήνου, ο ευλογήσας τον διπλούν +γάμον, συμμετέχων της γενικής φαιδρότητος, ηθέλησε ν' αστεϊσθή και +επηυχήθη ομηρικώς εις τον γαμβρόν, + + Σοι δε Θεοί τόσα δοίεν, όσα φρεσί σήσι μενοινάς. + +Εις ταύτα ο Κ. Πλατέας απήντησε μεγαλοπρεπώς, + + Είς οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης! + +Αλλά το μη εύστοχον της ρήσεως επροκάλεσεν εκ μέρους του Κυρίου +Γυμνασιάρχου την παρατήρησιν, μυστικώς ψιθυρισθείσαν προς τον σύζυγον +της εξαδέλφης του Λιάκου, ότι ο Σεβασμιώτατος είναι απειράκις βαθύτερος +Ομηριστής του κυρίου Καθηγητού των Ελληνικών. + +Μετά τον γάμον ο Λιάκος, λαβών τρίμηνον άδειαν απουσίας, μετέβη εις την +πατρίδα του διά να παρουσιάση την νύμφην εις τους γονείς του. Μετά πόσης +ανυπομονησίας ανέμενον την επιστροφήν του νεαρού ζεύγους ο Κ. Μητροφάνης +και ο Κ. και η Κυρία Πλατέα! Ότε δε επί τέλους επανήλθον, μετά πόσης +χαράς ενηγκαλίσθησαν αλλήλας αι δύο αδελφαί, και πώς έτρεμεν εκ της +συγκινήσεως ο γέρων πατήρ των! + +Άμα οι δύο σύγγαμβροι έμειναν μόνοι, είδον ο είς τον άλλον κατά πρόσωπον +με βλέμματα εκφράζοντα αμιγή ευχαρίστησιν. + + — Σε ηπάτησα λοιπόν, ότε σου την εγκωμίαζα; ηρώτησεν ο Λιάκος. + + — Θησαυρός, αδελφέ, ανεφώνησεν ο Πλατέας. Θησαυρός! Μετά έξ μήνας, +εξηκολούθησε, θα σου ζητήσω νέαν εκδούλευσιν. Σε θέλω ανάδοχον του +ανεψιού σου. + + — Και σεις; υπέλαβεν ο Λιάκος. + + — Α! Και σεις λοιπόν! + +Και οι δύο φίλοι ενηγκαλίσθησαν αλλήλους πλήρεις χαράς. + + + + +Ο ΠΑΠΠΑ ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ + + + +Α'. + + — Παππαδιά μου, είπεν ο παππά Νάρκισσος, αφού απέφαγε και έκαμε τον +σταυρόν του, παππαδιά μου, μου καταιβαίνει ο ύπνος γλυκά γλυκά. Με την +άδειάν σου θα τον πάρω. + + — Να τον πάρης και να τον καλοπάρης, παππά μου. Σου αξίζει να ησυχάσης +ύστερα από τόσην κούρασιν σήμερον. Και ούτε θα έλθη κανείς να σε ταράξη +με αυτό το ηλιοπύρι. + +Και ήρχισεν η παππαδιά να μεταφέρη από την τράπεζαν εις τον νεροχύτην τα +ολίγα πινάκια και τα δύο μαχαιροπήρουνα, διά να τα καθαρίση προτού τα +τοποθετήση εις την εξέχουσαν επί του τοίχου σανίδα, μεταξύ του νεροχύτου +και της εστίας. Διότι το δωμάτιον εκείνο ήτο συγχρόνως και μαγειρείον +και εστιατόριον και αίθουσα. Η τράπεζα επί της οποίας έφαγον το λιτόν +γεύμα των, τέσσαρες ξύλιναι καθέκλαι και είς ψάθινος καναπές ήσαν τα +μόνα έπιπλά του. Ο καναπές ήτο άντικρυ της εστίας. Άνωθεν αυτού εκρέματο +επί του τοίχου, εντός μαύρου ξυλίνου πλαισίου (χωρίς όμως ύαλον), +λιθογραφία, κιτρίνη εκ της πολυκαιρίας, παριστώσα την άφιξιν του +βασιλέως Όθωνος εις Ναύπλιον. Απέναντι της εισόδου, εις μεν την προς τα +δεξιά γωνίαν του τοίχου ήτο η θύρα του κοιτώνος, εις δε την προς +ταριστερά η θύρα του κήπου. Μεταξύ των δύο θυρών έκειτο κιβώτιον ογκώδες +πρασίνου χρώματος, επ' αυτού δε τάπης μικρός διπλωμένος εις τέσσαρα. Τον +τοίχον, άνωθεν του κιβωτίου, εστόλιζεν ετέρα λιθογραφία, άνευ πλαισίου +αύτη, προσηλωμένη επί του τοίχου διά τεσσάρων μικρών καρφίων, και +παριστώσα, όχι πολύ εντέχνως, την άποψιν του εν Τήνω ναού της +Ευαγγελιστρίας· ενθύμημα τούτο, προδήλως, ευλαβούς του οικοδεσπότου +αποδημίας εις το προσκυνητήριον εκείνο. + +Κατάντικρυ του κιβωτίου ήτο η θύρα της οικίας, εκατέρωθεν δε αυτής δύο +παράθυρα, των οποίων τα φύλλα ήσαν κλειστά. Η θύρα εχωρίζετο οριζοντίως +εις δύο φύλλα, εκ των οποίων το μεν κάτω ήτο κλειστόν, το δε άνω +ανοικτόν προς τον στενόν έξω δρομίσκον, και εισήρχετο δι' αυτού εντός +του δωματίου το άφθονον φως του μεσημβρινού ηλίου. + +Εν τούτοις ο παππά Νάρκισσος εγερθείς εισήλθεν εις τον κοιτώνα, έφερεν +εκείθεν το προσκέφαλόν του, το έθεσεν επί του καναπέ, έκλεισε και το άνω +φύλλον της θύρας διά να γείνη το δωμάτιον σκοτεινόν και δροσερόν, και +εξηπλώθη εις τον καναπέν. Αλλά μετ' ολίγα λεπτά ηγέρθη πάλιν, επήρε τον +επί του κιβωτίου τάπητα, τον εξεδίπλωσε, τον ήπλωσε μετά προσοχής επί +του καναπέ και εστρώθη μετά μεγαλειτέρας ή πρότερον ευχαριστήσεως, ενώ η +παππαδιά εξηκολούθει εν σιωπή την παρά τον νεροχύτην εργασίαν της. + +Εδικαιούτο πράγματι ο παππά Νάρκισσος να θέλη ανάπαυσιν την μεσημβρίαν +της Κυριακής εκείνης. Ήτο επί ποδός από τα εξημερώματα. Εν ελλείψει +άλλου ιερέως, ή διακόνου, ή και αναγνώστου, αυτός ανέγνωσε κατά το +σύνηθες τον όρθρον και ετέλεσε την λειτουργίαν εις την μόνην εκκλησίαν +του μικρού χωρίου του. + +Μετά δε την απόλυσιν της εκκλησίας μετέβη πεζός εις απομεμακρυσμένον +μέρος της νήσου, μετά του ειρηνοδίκου και μαρτύρων, προς εξακρίβωσιν των +ορίων ενός εκεί αγρού του, του οποίου ο γείτων αντεποιείτο μίαν λωρίδα. +Και επέστρεψε μεν ικανοποιηθείς, διότι ανεγνωρίσθη το δίκαιόν του +επισήμως, αλλ' όμως ο δρόμος ήτο μακρός, ο δε καύσων υπερβολικός. Είχε +παρέλθει η συνήθης του γεύματος ώρα ότε επανήλθεν εις την οικίαν του, +όπου η παππαδιά επερίμενεν ανησυχούσα μη χαλάση το φαγητόν. Αλλ' ο +πεινασμένος παππάς το εύρεν εξαίρετον και το ετίμησε κατά κόρον, προς +άκραν της συζύγου του ευχαρίστησιν. Συνετέλεσε δε και τούτο ίσως προς +αύξησιν του βάρους των βλεφάρων του. + +Ο μεσημβρινός καύσων, ευαρέστως μετριαζόμενος από το σκότος του +δωματίου, η άκρα σιωπή, διακοπτομένη από μόνην έξω των τεττίγων την +μονότονον μουσικήν, εντός δε της οικίας από τας ελαφράς κινήσεις της +παππαδιάς τοποθετούσης τα πινάκια εις την θέσιν των, — ο κάματος του +χορτασθέντος παππά, — ο απαλός επί του καναπέ τάπης, τα πάντα +προσεκάλουν τον ύπνον. + + — Με ημίκλειστα τα βλέφαρα ο ιερεύς παρηκολούθει την εργασίαν της +συζύγου του, η δε ξανθή του γενειάς μόλις υπέκρυπτε μειδίαμα αφάτου +αγαλλιάσεως. Εσκέπτετο ότι εντός ολίγων μηνών θα προστεθή κοιτίς βρέφους +εις τον κοιτώνα των. Χθες μόνον έμαθε το χαρμόσυνον μυστικόν. Η παππαδιά +το εξεμυστηρεύθη την νύκτα, εις τα σκοτεινά, συστελλομένη να το είπη εις +το φως της ημέρας. + +Και ενώ εστήριζε τρυφερώς τα νυσταλέα βλέμματα εις την νεαράν του +γυναίκα, διέβαινον ταυτοχρόνως ενώπιον της φαντασίας του σκηναί διάφοροι +του παρελθόντος βίου, προσλαμβάνουσαι βαθμηδόν μορφήν ονείρου και +συναρμολογούμεναι εν τη ταχεία αυτών και νεφελώδει διελίξει με την +ευφρόσυνον συναίσθησιν της παρούσης ευτυχίας. + +Β'. + +Προ τριών μόνον μηνών απήλαυσεν ο παππά Νάρκισσος την διπλήν τιμήν του +να γείνη ιερεύς και σύζυγος. Παιδιόθεν εφόρει το ράσον, ταχθείς εις την +Εκκλησίαν προτού εισέτι γεννηθή. Εξ αμνημονεύτων χρόνων οι πρωτότοκοι +της μητρικής οικογενείας του εγίνοντο ιερείς, προς εξυπηρέτησιν της +ιδιοκτήτου μικράς εκκλησίας της Υπαπαντής, ήτις ήτο το στόλισμα, το +καύχημα και το προσκυνητήριον της νήσου. Αλλ' ο προκάτοχος του +Ναρκίσσου, και θείος του, ήτο κατ' εξαίρεσιν άτεκνος. Διά τούτο, ότε +ενύμφευσε την νεωτέραν αυτού και μόνην αδελφήν, ετέθη όρος ρητός εις το +προικοσύμφωνον, ότι ο πρώτος υιός της θα γείνη ιερεύς και κληρονόμος +του. + +Η χαρά της οικογενείας, ότε εγεννήθη άρρεν, υπερέβη την συνήθως +εκδηλουμένην εις τοιαύτας περιστάσεις, προς αδικαιολόγητον υποτίμησιν +της αξίας των θηλέων. Ο μικρός Νάρκισσος εθηλάσθη μετά σεβασμού, καθό +μέλλων ιερεύς, παιγνίδια του ήσαν κομβολόγια και σταυροί, ότε δε ήρχισε +να ομιλή, πρώτας λέξεις, μετά τα παγκόσμια _παπά_ και _μαμά_, εδιδάχθη +να ψελλίζη το _Κύριε Ελέησον_. Μόλις ηδύνατο να περιπατή στερεώς, ότε +έλαβε το προνόμιον του να κρατή την λαμπάδα ενώπιον του θείου του +ιερουργούντος. Ούτος εδίδαξεν εις τον μικρόν ανεψιόν του το αλφάβητον +διά των ερυθρών ψηφίων του Ωρολογίου, βραδύτερον δε την ανάγνωσιν διά +της Οκτωήχου. Αλλ' όμως ταύτα πάντα δεν περιέστελλον τας προς το παίζειν +ορμάς του μικρού ιερωμένου, ουδέ τον απήλλασσον χειροτονίας άλλου +είδους, ότε ήρχετο με το ράσον κατεσχισμένον από τας αναρριχήσεις εις +βράχους, ή από διαπληκτισμούς υπέρ το δέον ζωηρούς μετά των συνηλικιωτών +του. + +Άμα εισελθών εις το δωδέκατον έτος της ηλικίας του ο μικρός ρασοφόρος +εξενιτεύθη, διά να μη εξαμβλύνη η πολλή σχέσις το σέβας του ποιμνίου +προς τον επίδοξον ποιμένα του. Εις Άνδρον ιδιώτευε γέρων θείος της +μητρός του, όστις, χρηματίσας επίσκοπος Σαλμαθούντος, παρητήθη του ιερού +αξιώματος, αφού απεθησαύρισε τα αρκούντα όπως ζήση εν ανέσει το λοιπόν +του βίου. Προς τούτον απεστάλη ο Νάρκισσος. Ο Δεσπότης τον προσεδέχθη +ευχαρίστως, παραχωρήσας εις αυτόν την θέσιν και τον τίτλον αναγνώστου. +Προς δικαίωσιν δε του πρώτου τούτου βαθμού της ιερωσύνης, ο Νάρκισσος +εξηκολούθησε τα μαθήματά του όχι μόνον εις το σχολείον της Άνδρου, αλλά +και υπό τον πρωτοσύγκελλον του πρώην Σαλμαθούντος, όστις ιδίως τον +προήλειφεν εις τα εκκλησιαστικά. + +Εντός τοιαύτης προσφυούς ατμοσφαίρας προητοιμάζετο ο νέος διά το στάδιόν +του. Μετά παρέλευσιν ετών τινων ο αναγνώστης επρόκειτο να προχειρισθή +εις διάκονον, ότε ήλθεν εις Άνδρον η είδησις ότι απεβίωσεν ο θείος του, +οι δε συμπολίται του τον προσεκάλουν προς παραλαβήν της ιεράς διαδοχής. +Ήτο νέος εισέτι διά τα καθήκοντα ιερέως, αλλά δεν έπρεπε να περιπέση εις +ξένας χείρας το οικογενειακόν προνόμιον. Ο πρώην Σαλμαθούντος, καίτοι +φέρων βαρέως την στέρησιν του αναγνώστου και μέλλοντος διακόνου του, τον +έστειλε με την ευχήν του εις την πατρίδα προς εύρεσιν νύμφης προ τού τον +χειροτονήση. + +Τούτο ουδαμώς δυσηρέστει ούτε εδυσκόλευε τον Νάρκισσον, καθόσον η εκλογή +ήτο εκ των προτέρων ωρισμένη. Εκ βρεφικής σχεδόν ηλικίας εθεώρει την +Αρετούλαν ως μέλλουσαν γυναίκα του. Οι γονείς των δύο παιδίων επεκύρωσαν +παιδιόθεν το συνοικέσιον, κατά το ήμισυ παίζοντες και κατά το ήμισυ +σπουδάζοντες, αλλ' ο μικρός Νάρκισσος παρεδέχθη εξ αρχής το σπουδαίον +μόνον μέρος της υποθέσεως, ότε δε ανεχώρησεν εις Άνδρον, αντήλλαξε μετά +της μικράς συμπαικτρίας του υπόσχεσιν αμοιβαίας πίστεως. + +Μετά οκτώ ετών απουσίαν εύρε την Αρετούλαν μεταβληθείσαν εις νέαν κομψήν +και ωραίαν, αλλά και η ξανθή κεφαλή του Ναρκίσσου δεν ηλαττούτο +ωραιότητος υπό τον μαύρον σκούφον του αναγνώστου. Ο συνοδεύσας τον +γαμβρόν Δεσπότης ηυλόγησε τον γάμον, εχειροτόνησε τον νεανίαν διάκονον +και πρεσβύτερον, και επέστρεψε πάλιν εις Άνδρον. + +Γ'· + +Προ τριών ήδη μηνών ο Νάρκισσος ήτο ιερεύς, τα πάντα δ' έβαινον κατ' +ευχήν. Οι χωρικοί εφέροντο προς τον εφημέριόν των με σέβας ανώτερον του +οφειλομένου εις την ηλικίαν του, η σύζυγος του προητοίμαζε τον διάδοχον, +οι αγροί του προεμήνυον ευκαρπίαν, αι πρόσοδοι της εκκλησίας δεν +ηλαττώθησαν. Τι άλλο ηδύνατο να επιθυμήση; Και όμως η ευτυχία του δεν +ήτο εντελής. Την επεσκίαζε μία μεγάλη και διαρκής ανησυχία. Ο ιερεύς +παραμυθεί τους ψυχορραγούντας και κηδεύει τους νεκρούς. Τους νεκρούς! +Ιδού η σκέψις η οποία τον εβασάνιζε, το νέφος του οποίου η σκιά εμαύριζε +τον φαιδρόν άλλως ορίζοντα του βίου του. + +Ο τρόμος του θανάτου τον κατείχεν αφότου τον έφερον, μικρόν έτι, ν' +ασπασθή τα κλειστά ψυχρά βλέφαρα του νεκρού πατρός του. Αληθώς παρευρέθη +εις πολλάς κηδείας έκτοτε. Ζων πλησίον ιερέων πάντοτε, ανατραφείς ούτως +ειπείν εντός της εκκλησίας, πώς ηδύνατο να μη παρακολουθή και να μη +λαμβάνη και ούτος το μέρος του εις τας νεκρωσίμους τελετάς; Αλλ' όμως +εύρισκε πάντοτε τον τρόπον να υπεκφεύγη την θέαν του θανάτου. Προσηλών +τα όμματα εις την λαμπάδα ή εις το ψαλτήριον το οποίον εκράτει, +κρυπτόμενος το κατά δύναμιν όπισθεν των υψηλοτέρων ομηλίκων του, ποτέ +δεν ανύψωσε το βλέμμα προς το άπνουν του νεκροκραββάτου φορτίον, ποτέ +δεν υπήκουσεν εις την σπαραξικάρδιον προς τους επιζώντας πρόσκλησιν του +να δώσουν τον τελευταίον ασπασμόν εις την σάρκα, εξ ης απεχωρίσθη η +ψυχή. + +Αλλ' όμως πώς ηδύνατο, γενόμενος ιερεύς, να αποφύγη εφεξής της +αποσυνθέσεως την επαφήν; Ησθάνετο ότι δεν ήτο δυνατόν να εξοικειωθή προς +το απαίσιον θέαμα. Εξωμολόγησεν εις τον Δεσπότην τους φόβους του, +εξεμυστηρεύθη τους ενδοιασμούς του, απεκάλυψε την αδυναμίαν του, αλλ' ο +γέρων τον ενουθέτησε, τον επέπληξε, τον ενεθάρρυνε, τον εβεβαίωσεν ότι +θα συνηθίση και αυτός καθώς τόσοι άλλοι εις την φρίκην του θανάτου, +ανύψωσε το φρόνημά του υποδεικνύων το μεγαλείον της αποστολής του ιερέως +παρά την κοίτην του αποθνήσκοντος και τον λάκκον του τεθνεώτος. Ο +Νάρκισσος επείσθη. Επείσθη, αλλ' ο φόβος δεν εξέλιπεν. Επί τρεις ήδη +μήνας, οψέποτε ήρχετό τις προς επίσκεψίν του, έτρεμε μη έρχεται φέρων +αγγελίαν θανάτου. Μέχρι τούδε διέφυγε την τρομεράν δοκιμασίαν, αλλ' +εσκέπτετο ότι δεν ήτο δυνατόν να παραταθή επί πολύ η μη εμφάνισις του +θανάτου εις την νήσον του. Και τώρα, ενώ κατέβαινε γλυκύς ο ύπνος εις τα +βλέφαρά του, μεταξύ των ευαρέστων εικόνων όσαι επλανώντο ως σκιαί +ονείρων ενώπιόν του, ανεμιγνύοντο και σκηναί οδυνηραί επιθανάτου +εξομολογήσεως. + +Αλλά βαθμηδόν αι εικόνες αύται εθολώθησαν πάσαι και απεσβέσθησαν, τα +ημίκλειστα βλέφαρά του εκλείσθησαν εντελώς, η χειρ έπεσε βαρεία επί του +τάπητος, η παρειά εβυθίσθη εις το προσκέφαλον, και εντός του σκιερού και +ησύχου δωματίου αντήχησεν ισχυρά και ισόχρονος η υγιής αναπνοή του +αποκοιμηθέντος ιερέως. + +Η παππαδιά εντούτοις απετελείωσε την εργασίαν της και, βαίνουσα +ακροποδητί διά να μη ταράξη τον άνδρα της, μετέβη εις τον κοιτώνα και +μετ' ολίγον επανήλθε φέρουσα μικρόν δέμα. Εκάθισεν εις το παρά την +σβεστήν εστίαν σκαμνίον, ήνοιξε το δέμα και ήπλωσεν επί των γονάτων της +το έν μετά το άλλο τα περιεχόμενα. + +Ήσαν βρεφικά ενδύματα, δανεισθέντα ως δείγμα διά τα εργόχειρα, εις τα +οποία εσκόπευε ν' αφοσιωθή εφεξής. Και τα έβλεπεν η παππαδιά μετά πόθου, +και τα παρετήρει μετά βραδύτητος εις την οποίαν υπεκρύπτετο άλλο αίσθημα +ή η περί την επεξεργασίαν των προσοχή. Και διακόπτουσα την εξέτασιν των +ενδυμάτων, έστρεφεν εν τω μεταξύ το βλέμμα και έβλεπε ρεμβάζουσα τον +ησύχως κοιμώμενον σύζυγόν της. + +Δ'. + +Ήχος βημάτων βαρέων προχωρούντων προς την οικίαν διέκοψεν αίφνης την έξω +ησυχίαν. Τα βήματα διεκόπησαν προ της θύρας, και το άνω φύλλον αυτής, +υπείκον εις πίεσιν χειρός ωθούσης έξωθεν, έτριξεν ελαφρώς και ηνοίχθη +κατά το ήμισυ. Το φως εισήλθεν άφθονον εντός του δωματίου, η αναπνοή του +ιερέως μετέβαλε ρυθμόν, αλλ' όμως δεν έπαυσεν αντηχούσα, η δε παππαδιά +στρέψασα την κεφαλήν προς το ανοιχθέν θυρόφυλλον, έθεσε τον δάκτυλον εις +τα χείλη διά να επιβάλη σιωπήν εις τον ανοίξαντα. + +Εντός του φωτερού τετραγώνου, του σχηματισθέντος διά του ανοίγματος του +άνω μέρους της θύρας, προέκυπτε το στήθος και η κεφαλή γέροντος χωρικού. +Το παλαιόν φέσι του περιέδεε μανδήλιον βαμβακερόν, του οποίου αι λευκαί +άκραι εκρέμαντο όπισθεν προς προφύλαξιν του ρυτιδωμένου αυχένος του. Υπό +το φέσι έλαμπον οι ζωηροί οφθαλμοί του σκιαζόμενοι από δασείας πολιάς +οφρύς. Ο ιδρώς έσταζεν από τους κροτάφους του. Διά της δεξιάς χειρός +εκράτει ράβδον στηριζομένην επί του ώμου του, από δε την άκραν της +ράβδου εκρέματο επί των νώτων του καλάθιον σκεπασμένον με φύλλα λαχάνων. + +Η παππαδιά εγερθείσα επλησίασεν αψοφητί προς την θύραν. + + — Καλή 'μέρα, Γεροθανάση, εψιθύρισεν. Ο παππάς κοιμάται. + + — Το βλέπω, παππαδιά μου, απεκρίθη ο γέρων, προσπαθών ανεπιτυχώς να +καταβιβάση εις ψιθυρισμόν και ούτος τον ήχον της βραγχώδους φωνής του. +Το βλέπω, αλλά είναι ανάγκη να 'ξυπνήση. + + — Τι τρέχει; Τι τον θέλεις; + + — Δεν τον θέλω εγώ, δόξα σοι ο Θεός! Ο λεπρός τον θέλει. + + — Κύριε ελέησον! Ο λεπρός! επανέλαβεν η παππαδιά. + +Και ανελογίσθη διά μιας τους φόβους του συζύγου της, — την φρίκην του ν' +αρχίση από τον λεπρόν την εξάσκησιν των δυσχερών καθηκόντων του, — και +την απόστασιν έως εις το άλλο άκρον της νήσου, όπου ο δυστυχής εκείνος +διήρχετο τον έρημον βίον, — και τον πολύν καύσωνα της θερινής εκείνης +ημέρας. + + — Ετελείωσαν, μου φαίνεται, τα ψωμιά του, υπέλαβεν ο χωρικός. + + — Κύριε ελέησον, επανέλαβεν η παππαδιά, μη ευρίσκουσα άλλας λέξεις προς +έκφρασιν της αδημονίας της, και στρέφουσα τα ανήσυχα βλέμματα προς τον +καναπέν. + +Ο ιερεύς ήκουσε τα πάντα, αλλά τα ήκουσεν ως εις όνειρον. Το άνοιγμα της +θύρας διέκοψε τον ύπνον του, αλλ' αι αισθήσεις του έμενον εισέτι εις +νάρκωσιν, αι δε ιδέαι συνωθούντο συγκεχυμέναι και άνευ σειράς εντός της +κεφαλής του. Είδε διά των κλειστών βλεφάρων το χυθέν εντός του δωματίου +φως, ήκουσε την γυναίκα του προσαγορεύουσαν τον Γεροθανάσην, ήκουσεν ότι +ο λεπρός τον θέλει... Αλλ' η τελευταία του γέροντος φράσις και το +δεύτερον της συζύγου του «Κύριε ελέησον» τον αφύπνισαν εντελώς. + +Ανέκυψε την κεφαλήν, κατεβίβασε τους πόδας, και καθήμενος επί του +καναπέ, με τας δύο χείρας στηριζομένας επί του τάπητος, με τα βλέμματα +προσηλωμένα προς την θύραν και τα χείλη ημιανοικτά, έμενεν ακίνητος και +σιωπηλός. Εσκέπτετο άραγε; Όχι, δεν εσκέπτετο, αλλ' εφαντάζετο ότι +βλέπει ενώπιόν του την ελεεινήν καλύβην επί των βράχων, υπεράνω της +θαλάσσης, όπου προ ετών πολλών, ωθούμενος υπό παιδικής περιεργείας, +επλησίασε διά να ίδη τι έστι λεπρός. Εφαντάζετο ότι βλέπει τον δυστυχή +της καλύβης κάτοικον, καθώς τον είδε τότε καθήμενον κατά γης εις την +σκιάν μιας κέδρου, καθαρίζοντα χόρτα άγρια εντός της πηλίνης χύτρας του +και στρέφοντα μετ' απορίας την κεφαλήν προς τον μικρόν ρασοφόρον. +Ανεπόλει πως, ότε είδε την αποτρόπαιον εκείνην μορφήν, ρίγος φρίκης τον +κατέλαβε και έφυγε δρομαίος προς τους συντρόφους του, οίτινες +ατολμότεροι τον επερίμενον μακράν της καλύβης... + + — Να με συμπαθήσης, παππά μου, είπεν ο Γεροθανάσης. Σ' εξύπνησα. Αλλά +ψυχομαχεί ο λεπρός και σε θέλει, και είναι πολύς ο δρόμος έως εκεί. Ίσως +δεν τον προφθάσης. + +Ο παππά Νάρκισσος ηγέρθη. + + — Παππαδιά, είπεν, η δε φωνή του έτρεμεν ολίγον. Το καλυμμαύχι και το +ράσον μου. + +Υπήκουσεν εκείνη σιωπώσα και έφερεν εκ του κοιτώνος τα ζητηθέντα. + + — Δεν θα κάμης πεζός τόσον δρόμον, παππά μου, υπέλαβε θωπευτικώς. + + — Όχι, όχι, είπεν ο Γεροθανάσης. Πηγαίνω να εύρω κτήμα, κ' έρχομαι +αμέσως να τον πάρω. + + — Θα έλθης μαζή μου; ηρώτησεν ο ιερεύς. + + — Και βέβαια! + +Ο γέρων ανεχώρησεν εσπευσμένως προς εύρεσιν κτήματος, ως ονομάζουν +ευφήμως τα κτήνη των οι νησιώται. + + — Ιδέ, έλεγεν ο ιερεύς προς την σύζυγόν του, ενώ ένιπτε τας χείρας και +το πρόσωπον εις τον νεροχύτην. Ιδέ, ο Γεροθανάσης είδε τον λεπρόν και +τον εβοήθησεν, έρχεται πεζός απ' εκεί, και είναι πρόθυμος να κάμη πάλιν +τον δρόμον μαζή μου. Διατί; Χάριν φιλανθρωπίας. Κ' εγώ συλλογίζομαι την +φρίκην του να παρασταθώ εις το ψυχομαχητόν ενός χριστιανού; Θα διστάσω +ενώ πρόκειται περί εκτελέσεως του καθήκοντός μου; + +Η παππαδιά τον ήκουε προσπαθούντα διά των λόγων τούτων να ανυψώση το +θάρρος του, αλλά δεν ετόλμα να προσθέση τι και αύτη προς ενίσχυσίν του. +Επρόσφερεν εν σιωπή το προσόψιον εις τον άνδρα της, εκείνος δε +εσπογγίσθη, εφόρεσε το ράσον, έθεσεν επί κεφαλής το καλυμμαύχιον, +εφίλησε την σύζυγόν του εις το μέτωπον και εξήλθε κρατών εις χείρας τα +κλειδία της Εκκλησίας. + +Η οικία του ιερέως έκειτο, τελευταία και απομονωμένη, εις τους πρόποδας +της αποτόμου κορυφής, της οποίας τα πλευρά κατείχον αι λοιπαί οικοδομαί +του χωρίου, υπερκείμεναι αλλήλων. Εις το μέσον περίπου αυτών ήτο η μικρά +εκκλησία της Υπαπαντής, κτίριον παλαιόν Βυζαντινού ρυθμού, με τρούλον +πυργοειδή υψούμενον υπεράνω των πέριξ ταπεινών οικιών. Από την οικίαν +του ιερέως μέχρι της εκκλησίας η στενή λιθόστρωτος οδός ανέβαινεν +ελικοειδώς, ο δε ήλιος, ακτινοβολών κατά κάθετον, αποκαθίστα κατά την +ώραν εκείνην την ανάβασιν κοπιωδεστέραν του συνήθους. + +Τα παράθυρα των εκατέρωθεν οικίσκων ήσαν κλειστά, πού και πού όμως το +άνω φύλλον της θύρας ήτο ανοικτόν, ο δε οικοδεσπότης, ή και η σύζυγός +του, στηρίζοντες τους βραχίονας επί του κλειστού κάτω φύλλου εφαίνοντο +περιμένοντες την διάβασιν του ιερέως. Ο Γεροθανάσης διαβαίνων διέδωκε +την είδησιν ότι ο λεπρός αποθνήσκει. Και εχαιρέτα ο ιερεύς τους +χωρικούς. «— Καλή 'μέρα, Κυρ Γιάννη. — Ώρα καλή, κυρά Θάναινα. — Η ευχή +σου, παππά μου.» + +Προφανώς είχον πάντες διάθεσιν δι' εκτενεστέραν συνδιάλεξιν, αλλ' ο +παππάς εβιάζετο. Ανήλθεν ιδρωμένος εις την εκκλησίαν, ήνοιξε την θύραν, +εισήλθεν εντός του δροσερού ναού, έλαβεν ευλαβώς εκ του αναιμάκτου +θυσιαστηρίου το ιερόν της θείας μεταλήψεως σκεύος και το ευχολόγιόν του, +τα ετύλιξεν εντός του περιτραχηλίου του, περιέδεσε το περιτραχήλιον +εντός μαύρης λινής οθόνης και εξήλθεν. + +Έκλειε μόλις την θύραν της Εκκλησίας, ότε ήκουσε την φωνήν του +Γεροθανάση παροτρύνοντος το κτήμα. Το ζώο δεν εφαίνετο πρόθυμον εις +εκδρομήν εντός του καύσωνος. Ο ιερεύς προέβη εις προϋπάντησίν του, το +εθώπευσεν, ανέβη εις την ράχιν του, αφού εναπέθεσεν ασφαλώς το δέμα +εντός του κόλπου του, και ήρχισεν η πορεία. Ο γέρων χωρικός παρηκολούθει +πεζός. + +Πλειότεραι θύραι ήσαν ήδη ανοικταί, οι δε ευσεβείς χωρικοί, γνωρίζοντες +τι έφερεν εντός του κόλπου ο ιερεύς, εσταυροκοπούντο, ενώ διήρχετο. Εις +την θύραν της οικίας του επερίμενεν η παππαδιά, σκιάζουσα διά της χειρός +τους οφθαλμούς της. Μειδίαμα ευφρόσυνον επέλαμψεν εις το πρόσωπον του +ιερέως. Εκράτησε το ζώον προ της θύρας και ηθέλησε ν' αποτείνη τον λόγον +προς την σύζυγόν του, αλλά δεν ανήρχοντο αι λέξεις εις τα χείλη του. +Ούτε εκείνη επρόφερε λέξιν, ενώ τον ητένιζε τρυφερώς προσπαθούσα να +μειδιάση. Ο παππά Νάρκισσος εκίνησε την κεφαλήν προς αποχαιρετισμόν, +εκτύπησε τον λαιμόν του όνου διά του σχοινιού, το οποίον εχρησίμευεν +αντί χαλινού, και επροχώρησε μετά του γέροντος. Το βεβιασμένον μειδίαμα +της παππαδιάς εσβέσθη, άμα είδε την συνοδίαν απομακρυνομένην, και διά +του αντίχειρος απέμαξεν έν δάκρυ εκ των βλεφαρίδων της. + +Ε'. + +Ο δρόμος εξηκολούθει καταβαίνων ανά μέσον των εις τους πρόποδας του +χωρίου αγρών και αμπελώνων, έπειτα ανέβαινε πάλιν, διασχίζων πυκνόν +ελαιώνα, μέχρι της κορυφής του απέναντι λόφου, όπου τρεις ανεμόμυλοι +επερίμενον πνοήν αέρος να κινήση τους ήδη αργούς ιστιοφόρους τροχούς +των. Εκείθεν ηπλούτο ευρύ οροπέδιον κατωφερές, απολήγον εις βράχους +αποκρήμνους προς το μεσημβρινόν μέρος της νήσου. Η οδός ήτο τραχεία και +απεριποίητος, αλλά και ο Γεροθανάσης και το κτήμα του εφαίνοντο +συνηθισμένοι εις τας πέτρας, αίτινες επηύξανον το δύσβατον του εδάφους. +Τοίχοι χαμηλοί, ξηροτρόχαλοι, άνευ πηλού ή ασβέστου, εχώριζον εκατέρωθεν +τους αμπελώνας. Καθ' όσον δε η οδός απεμακρύνετο, διεδέχοντο τους +αμπελώνας αγροί θερισθέντες ήδη. Πέρα της καλλιεργημένης εκτάσεως, +αριστερόθεν μεν το οροπέδιον ανυψούμενον εσχημάτιζε σειράν λόφων +θαμνοσκεπών, δεξιόθεν δε έκλινε βαθμιαίως προς την παραλίαν, και η κυανή +του Αιγαίου θάλασσα εξηπλούτο εκείθεν απέραντος, ποικιλλομένη από τα +απέχοντα βουνά των άλλων νήσων. + +Ήτο αληθώς ωραίον το θέαμα, αλλ' ο ιερεύς δεν το έβλεπεν. Ο νους του ήτο +αλλαχού προσηλωμένος. Οι φόβοι τους οποίους η συναίσθησις του καθήκοντος +και το παράδειγμα του Γεροθανάση είχον κατ' αρχάς περιστείλει, +επανήρχοντο και πάλιν εντός της ψυχής του. Αι προ της αναχωρήσεως +προετοιμασίαι, η παρουσία των χωρικών εις τας θύρας των οικιών των, η +θέα της συζύγου του, είχον οπωσδήποτε αναστηλώσει την κλονιζομένην +καρδίαν του. Αλλά τώρα εις την ερημίαν της εξοχής, εν τω μέσω της +σιωπής, την οποίαν εφαίνετο επιτείνων ο διπλούς κρότος των πετάλων του +ζώου και των βημάτων του γέροντος χωρικού, ενώ ο ήλιος έκαιε τους ώμους +του, εικόνες απαίσιοι εξετυλίσσοντο και πάλιν ενώπιον των αφηρημένων +οφθαλμών του. Επροσπάθει διά της σκέψεως να υπερνικήση την φαντασίαν +του, αλλ' η σκέψις δεν ίσχυεν. Εφοβείτο, εφοβείτο ο δυστυχής! + +Δεν είχεν εισέτι ομιλήσει, αλλ' ουδ' ο συνοδοιπόρος του διέκοψε την +σιωπήν. Ότε περιπατεί τις υπό τον ήλιον, επί εδάφους δυσκόλου, ακολουθών +μάλιστα το βάδισμα ζώου ευρώστου, δεν θεωρεί συνήθως την περίστασιν +αρμοδίαν προς συνομιλίαν, και αν έτι δεν έχη την ηλικίαν του Γεροθανάση. +Επί τέλους ο ιερεύς ανέκυψεν εκ των ζοφερών ρεμβασμών του. Ήκουσε τον +γέροντα όπισθέν του ασθμαίνοντα και, σύρας προς το στήθος του το +σχοινίον, εκράτησε τον όνον. Ο χωρικός έσπευσε το βήμα και ήλθε πλησίον +του. + + — Τι έπαθες, παππά μου; Τι στέκεις; + + — θα καταίβω ν' αναίβης συ, και όταν κουρασθώ, αλλάζομεν. + + — Καλέ, τι λόγος! Να καθίσω εγώ και να περιπατής εσύ! + + — Είσαι κουρασμένος, γέρο μου. + + — Εγώ κουρασμένος! Βαστούν ακόμη τα κόκκαλά μου κ' έννοια σου! Πού +ηκούσθη να περιπατή ο παππάς με τα άγια και να πηγαίνη εμπρός ο +αγωγιάτης με το κτήμα! Εμπρός! + +Το πράγμα δεν επεδέχετο περαιτέρω συζήτησιν. Ο όνος υπείκων και εις την +ηθικήν πίεσιν της φωνής του γέροντος και εις την διά του γρόνθου του +επικύρωσιν του εκφωνηθέντος _Εμπρός_, επανέλαβε ζωηρώς την πορείαν. Αλλ' +ο ιερεύς εχαλίνωσε την ορμήν του διά ν' ακολουθή μετά πλειοτέρας ανέσεως +ο πεζός γέρων και διά να επαναλάβη την μετ' αυτού συνομιλίαν. + + — Θα τον προφθάσωμεν ζωντανόν; Τι λέγεις; + + — Τι να σου 'πώ; Ο άνθρωπος είνε εις τα έσχατά του. + + — Πώς τον άφησες; Πώς ήτο; + + — Πώς να είναι; Ωσάν άνθρωπος όπου ψυχομαχεί. + +Τούτο ήθελε να μάθη; Πώς είναι ο άνθρωπος ότε ψυχομαχεί, αλλ' η +απόκρισις του χωρικού δεν τον εφώτισεν. Επεθύμει ν' ακούση +περιγραφόμενον το θέαμα, το οποίον απετροπιάζετο προτού το ίδη. Ήλπιζεν +ότι η εκ των προτέρων περιγραφή ήθελεν εξοικειώσει αυτόν προς ό,τι +παιδιόθεν εφαντάζετο μετά φρίκης. Και επάλαιεν εντός της ψυχής του το +ταπεινόν αίσθημα του φόβου προς το ευγενές αίσθημα του καθήκοντος. Η +αδιαφορία με την οποίαν ο γέρων ωμίλει περί της αγωνίας του θανάτου, η +προθυμία του να επανέλθη προς τον ψυχορραγούντα λεπρόν, επηύξανον την +ενδόμυχον του ιερέως εντροπήν διά την ατολμίαν του. + + — Διατί ήλθες μαζή μου, ηρώτησε μετά τινα σιωπήν. Διά να με +συντροφεύσης; + + — Και διά τούτο. Αλλ' όχι τόσον διά τούτο, όσον διά να τον παρασταθώ +εις τα τέλη του. Εσύ, παππά μου, να τον μεταλάβης και έπειτα να φύγης. +Εγώ θα μείνω. Όλην του την ζωήν την επέρασεν έρημος και μόνος, ας έχη +ένα χριστιανόν εις το πλευρόν του, ενώ αποθνήσκει, ο κακόμοιρος! + + — Είσαι αλήθεια καλός χριστιανός, Γεροθανάση. Ο Θεός να σ' ευλογήση! +Αλλά το χρέος τούτο είναι ιδικόν μου, και θα το εκτελέσω εγώ. Εγώ θα του +κλείσω τα βλέφαρα. + +Και ησθάνθη τον λάρυγγά του στενούμενον υπό συγκινήσεως. + +Εξηκολούθησαν εν σιωπή την οδοιπορίαν. Η οδός δεν εφράσσετο πλέον +εκατέρωθεν υπό τοίχων, αλλά διέσχιζε θάμνους σχοίνων και κομάρων +καταβαίνουσα προς τα απόκρημνα της νήσου παράλια. Εντός ολίγου έκαμψε +προς ταριστερά, παρά τας υπωρείας γυμνού λοφίσκου, και είδε μακρόθεν ο +ιερεύς μίαν κέδρον εκεί μονήρη, υπό δε την σκιάν της τους τοίχους της +καλύβης του λεπρού. + +Προ δεκαπέντε ετών υπό τους κλώνας της κέδρου εκείνης είδεν ο Νάρκισσος +τον δυστυχή ερημίτην, όστις προ πολλών και τότε ετών κατώκει εκεί. Εις +την εσχατιάν εκείνην της νήσου, μόνος, έρημος, μακράν πάσης κοινωνίας +ανθρώπων, διήλθε τον βίον φέρων το βάρος προγονικής συμφοράς, ανεύθυνος +αυτός, ζων άνευ ελπίδος, άνευ παρηγορίας, άνευ σκοπού. Ορφανός, άκληρος, +άπορος, κατελήφθη νεώτατος έτι υπό της βδελυράς νόσου. Οι ομόχωροί του +τον ηνάγκασαν να υποβληθή εις απομόνωσιν, αναλαβόντες την υποχρέωσιν της +συντηρήσεώς του. Δεν ήτο βεβαίως υπέρογκον το βάρος διά την κοινότητα +της νήσου. Ο Γεροθανάσης, του οποίου οι ολίγοι αγροί έκειντο πέρα της +καλύβης του λεπρού, ανεδέχθη την μεταφοράν της εβδομαδιαίας προμηθείας +άρτου. Αλλά δεν περιωρίσθη εις τούτο η αγαθότης του φιλανθρώπου χωρικού. +Εβοήθει τον άθλιον ερημίτην εις την καλλιέργειαν του μικρού κήπου του, +επισκευάζων τα εργαλεία του, προμηθεύων σπόρους, δίδων συμβουλάς. Έμενε +συνομιλών με τον ασθενή, εξοικειωθείς εκ της μακράς συνηθείας προς το +απεχθές νόσημά του. Και τον επερίμενεν ο λεπρός, μετρών τας ημέρας και +τας ώρας μέχρι της προσεχούς επισκέψεως. Ο Γεροθανάσης ήτο ο μόνος +σύνδεσμος μεταξύ αυτού και του λοιπού κόσμου. Ουδείς άλλος τον +επλησίαζεν. Εάν χωρικός τις διέβαινεν εκείθεν, τον προσηγόρευεν ενίοτε +μακρόθεν, εναπέθετεν ίσως επί βράχου απέχοντος την ελεημοσύνην του, αλλ' +ουδείς ετόλμα να τον ίδη και να τον ομιλήση εκ του πλησίον. + +Ο περί την καλύβην κήπος του λεπρού περιεκλείετο διά φραγής εκ σπάρτων +και κομάρων και ροδοδαφνών. Απέναντι της θαλάσσης η φραγή διεκόπτετο, +δύο δε λίθοι ογκώδεις, εν είδει παραστάδων, εσχημάτιζον την είσοδον, +αλλά θύρα μεταξύ των λίθων δεν υπήρχεν. + +Ποσάκις επί των λίθων εκείνων καθήμενος, απέναντι της απεράντου εκτάσεως +του πελάγους, έβλεπε τα κύματα πλήττοντα τους βράχους αγρίως, ή +θωπεύοντα ησύχως την παραλίαν υπό τους πόδας του! Ποσάκις, βλέπων +εκείθεν τας λευκάς πτέρυγας των απεχόντων πλοίων, εζήλευε τους ναύτας, +οι οποίοι, εύρωστοι και ρωμαλέοι, επάλαιον κατά των στοιχείων, +περιφερόμενοι από τόπου εις τόπον και ποθούντες την παραλίαν της +πατρίδος, όπου όντα προσφιλή τους επερίμενον, ενώ αυτός, δέσμιος επί του +βράχου του, έρημος και ελεεινός, επερίμενε τον θάνατον! + +ΣΤ'. + +Εκεί, έμπροσθεν των δύο λίθων, επέζευσεν ο παππά Νάρκισσος. Ο +Γεροθανάσης έδεσε διά του σχοινίου τους δύο εμπροσθίους πόδας του όνου, +προς περιορισμόν της ελευθερίας του, και εισήλθεν εις τον μικρόν +καλλιεργημένον περίβολον, προχωρών προς την καλύβην. Ο ιερεύς τον +παρηκολούθει. Μετ' ολίγα βήματα ο χωρικός εστράφη. + + — Κάθισε ολίγον έξω εκεί εις την πέτραν, παππά μου, να ιδώ πρώτα τι +γίνεται μέσα ο άμοιρος αυτός. + +Ο ιερεύς υπήκουσε σιωπών. Έλαβε το δέμα εκ του κόλπου του, το έλυσε με +τας χείρας τρεμούσας ολίγον, έθεσε το περιτραχήλιον με τα εν αυτώ επί +της πέτρας, απέθεσεν εκεί και το καλυμμαύχιον του, και με γυμνήν την +κεφαλήν, τας χείρας σταυρωμένας επί του στήθους, επερίμενεν όρθιος τον +γέροντα. Ήτο κάτωχρος. Μία ακούσιος ευχή, μία αμαρτωλή επιθυμία +εισέδυσεν αίφνης εις την ψυχήν του. — Ω! Εάν ο γέρων επανερχόμενος +έλεγε: Τετέλεσται! — Αλλ' απεδίωξε μετά ρίγους τον πονηρόν στοχασμόν, +επεκαλέσθη την εξ ύψους βοήθειαν, έκαμε τον σταυρόν του, και λαβών εκ +του διπλωμένου περιτραχηλίου το ευχολόγιον ήρχισε ν' αναγινώσκη τας +ωραίας προσευχάς της νεκρωσίμου ακολουθίας. Ανεγίνωσκε, και όμως ο νους +του ήτο εις την καλύβην. — Διατί αργεί ο Γεροθανάσης; — Ηθέλησε να +πλησιάση προς την θύραν της καλύβης, αλλ' εις το μέσον του περιβόλου +εστάθη διστάζων. Ηθέλησε να ερωτήση εκείθεν τον γέροντα, αλλά δεν +ετόλμησε να υψώση την φωνήν. + +Επί τέλους ο γέρων εξήλθε της καλύβης. Ο ιερεύς τον ητένισε με βλέμμα +ερωτηματικόν. + + — Ήτον εις βύθος. Τον εξύπνησα με κόπον. Μόλις ακούεται η φωνή του. +Έλαμψαν τα σβυσμένα του 'μάτια, όταν ήκουσε ότι είσαι εδώ. Έλα, παππά, +έλα να τον μεταλάβης. + +Ο ιερεύς επέστρεψε προς την είσοδον, περιεβλήθη το περιτραχήλιον, έλαβεν +ευλαβώς εις χείρας τα άγια και επορεύθη προς την καλύβην. Η ωχρότης του +μόνη εμαρτύρει την ταραχήν του. Το βήμα του ήτο στερεόν, αι χείρες του +δεν έτρεμον καθώς πριν, δεν εδίσταζε πλέον. Ενίκησε τους τελευταίους +ενδοιασμούς της δειλίας η συναίσθησις της ιεράς αποστολής του. + +Ότε έφθασεν εις την θύραν, ο γέρων, όστις τον ηκολούθει παρά πόδας, +έθιξεν ελαφρώς το ράσον του. Ο ιερεύς, με τον ένα πόδα επί του +κατωφλίου, εστάθη και έστρεψε την κεφαλήν. Η ξανθή του κόμη εκυμάτιζε +λυτή επί του αυχένος του. + + — Παππά μου, μη εγγίσης το μανδήλι εις το πρόσωπόν του. Εκείνος μου +παρήγγειλε να τον σκεπάσω διά να μη τον ιδής. + + — Καλά, είπεν ο ιερεύς σοβαρώς. Μη έλθης μέσα, εάν δεν σε κράξω. + +Και εισήλθεν εντός της καλύβης. + +Ο Γεροθανάσης εκάθισεν επί της πέτρας παρά την είσοδον και επερίμενεν. +Έμεινεν επί ώραν πολλήν καθήμενος εκεί. Ηπόρει πώς ο ιερεύς ούτε +φαίνεται ούτε ακούεται. Είχε την περιέργειαν να υπάγη προς την καλύβην, +αλλά δεν ετόλμα να παρακούση την διαταγήν. Επερίμενε λοιπόν, βλέπων την +κυανήν θάλασσαν ρυτιδουμένην υπό του ανέμου, όστις εγειρόμενος ήρχιζε να +δροσίζη την ατμοσφαίραν. Οι πέριξ θάμνοι ανέδιδον ευωδίαν ζωογόνον, αι +σιταρήθραι πετώσαι ορμητικώς προς τα ύψη επλήρουν τον αέρα με το +κελάδημά των, η φύσις εφαίνετο φαιδρά όλη και ευτυχής, ενώ ο λεπρός +απέθνησκεν εντός της καλύβης του. + +Αίφνης ο γέρων χωρικός ήκουσε βηματισμόν πλησίον του ελαφρόν. Εστράφη +απορών και είδεν ερχομένην προς την καλύβην την γυναίκα του ιερέως. +Ηγέρθη αμέσως και προέβη εις προϋπάντησίν της. + + — Τι σου ήλθε να κάμης τόσον δρόμον πεζή, παππαδιά; + + — Ενόμιζα ότι θα σας απαντήσω εις τα μισά του δρόμου και ολίγ' ολίγον +ήλθα έως εδώ. Πού είνε ο παππάς; + + — Μέσα, με τον λεπρόν. + + — Ζη ή απέθανε; + + — Ό,τι και αν σου 'πώ, σε γελώ. + + — Δεν πηγαίνεις να ιδής; + + — Μου το έχει εμποδισμένον ο παππάς. + +Η παππαδιά εσιώπησεν επ' ολίγον και έπειτα επανέλαβε μετά τινος +ανησυχίας: + + — Θα νυκτωθήτε εδώ. + + — Δεν πειράζει. Έχει φεγγάρι. Μόνον εσύ, τι ήθελες να έλθης; + + — Έφερα το ράσον. + +Και έδειξε κρεμάμενον επί του βραχίονός της, επιμελώς διπλωμένον, το +καλόν ράσον του παππά Ναρκίσσου. + + — Τι το έφερες; Μη είναι κρύον να τα φορέση επανωτά; + + — Ίσως χρειασθή, είπεν η παππαδιά. + +Και λέγοντες ταύτα έφθασαν εις την είσοδον του περιβόλου. + + — Κάθισ' εδώ παππαδιά, εις την πέτραν. θα είσαι κουρασμένη. + + — Όχι, δεν εκουράσθηκα. Να 'πάγω μέσα, Γεροθανάση; + + — Να μη θυμώση ο παππάς! + +Η παππαδιά εκάθισεν επί της πέτρας. Ανά πάσαν στιγμήν έστρεφε την +κεφαλήν προς την καλύβην. Η ανησυχία εζωγραφίζετο εις το πρόσωπόν της. Ο +γέρων την ελυπήθη, ή συνεμερίζετο ίσως και αυτός την ανυπομονησίαν της. + + — Μη χολοσκάνης, είπε. Πηγαίνω σιγά σιγά να ιδώ. + +Επροχώρησε βραδέως προς την καλύβην τείνων τα ώτα ανά παν βήμα. Δεν +ήκουε τίποτε. Ότε έφθασεν εις την θύραν, εστάθη. Ο ιερεύς έλεγέ τι +ταπεινή τη φωνή. Μόλις ηδύνατο ν' ακούση ο γέρων. Έκυψε την κεφαλήν +εντός της καλύβης. Του λεπρού η κεφαλή δεν εφαίνετο. Την απέκρυπτον τα +νώτα του ιερέως, όστις γονατιστός επί του εδάφους κλίνων τον αυχένα προς +τον λεπρόν, προσηύχετο. Η λευκή οθόνη, διά της οποίας ο Γεροθανάσης είχε +καλύψει το πρόσωπον του ασθενούς, έκειτο εκεί ερριμμένη παρά τους πόδας +του. + +Ο χωρικός απεσύρθη ησύχως και επέστρεψε προς την είσοδον. Η παππαδιά +ακίνητος επί της πέτρας, ακολουθούσα διά των οφθαλμών τας κινήσεις του, +επερίμενε την επιστροφήν του. + + — Τι είδες; ηρώτησε. + + — Τίποτε. + +Κατ' εκείνην την στιγμήν ο ιερεύς εξήλθε της καλύβης και με βήματα αργά +διέσχισε τον κήπον. Δεν εφόρει το ράσον του. Εις τας ανυψωμένας χείρας +εκράτει το ευχολόγιον και το αρτοφόριον. Εβάδιζε με ορθίαν και ακίνητον +την κεφαλήν, με το βλέμμα ήρεμον, ενώ έσειεν ο άνεμος την λυτήν κόμην +του. Εφαίνετο άλλος ήδη άνθρωπος! + +Επλησίασε προς τον γέροντα και προς την σύζυγόν του χωρίς ουδεμίαν να +εκφράση απορίαν διά την έλευσίν της. Αμφότεροι εκείνοι δεν εκινήθησαν +προς προϋπάντησίν του. Τον επερίμενον να έλθη. Δεν απηύθυναν ερώτησιν +προς αυτόν. Επερίμενον να ομιλήση. + + — Ανεπαύθη, είπεν ο ιερεύς. + +Ο Γεροθανάσης και η παππαδιά έκαμαν εν σιωπή τον σταυρόν των. + + — Αύριον το πρωί θα έλθωμεν να τον θάψωμεν, εξηκολούθησεν. + +Η φωνή του είχε τι το σοβαρόν, το επιβάλλον. Ουδέποτε η σύζυγός του τον +ήκουσεν ομιλούντα ούτω. Τον ήκουε και τα δάκρυα ανέβαινον ησύχως εις +τους οφθαλμούς της. Ησθάνετο ότι η δοκιμασία αύτη ενίσχυσε διά παντός +την ψυχήν του. + + — Να μείνω εδώ την νύκτα; ηρώτησεν ο Γεροθανάσης. + + — Μείνε, θα έλθω πολύ πρωί. + +Και βλέπων την σύζυγόν του, ήτις έτεινε προς αυτόν το ράσον, + + — Καλά έκαμες και μου το έφερες, είπεν. Εσκέπασα με το άλλο τον νεκρόν. + +Και βαδίζοντες ο είς παρά τον άλλον επέστρεψαν εις την οικίαν των πεζοί +ο ιερεύς και η σύζυγος του. + + + +Ο ΛΥΣΣΑΣΜΕΝΟΣ + + + +Ο λόγος ήτο περί σκύλων. + +Το δείπνον είχε τελειώσει. Αι κυρίαι εις τον εξώστην εθαύμαζον τα +φλόγινα νέφη της δύσεως, ημείς δε περί την τράπεζαν επίνομεν τον καφέν +καπνίζοντες. Ο Ανδρέας μόνος, ο ανεψιός μου, όστις δεν καπνίζει ακόμη ή +καπνίζει εν τω κρυπτώ, έπαιζεν εις μίαν γωνίαν με τον σκύλον του. Αλλ' η +θορυβώδης εκδήλωσις της αμοιβαίας των δύο τούτων αγάπης δεν συνετέλει +ούτε προς διασκέδασιν, ούτε προς την καλήν χώνευσιν ημών των περί την +τράπεζαν πρεσβυτέρων. Ουδείς παρεπονείτο, διότι ο μεν Ανδρέας ήτο του +οικοδεσπότου ο μονογενής υιός, ο δε σκύλος ήτο ο αγαπητός του Ανδρέα +σύντροφος· δεν εχρειάζετο όμως μεγάλη ευφυίας δόσις διά να εννοήση τις, +ότι οι πλείστοι ηθέλομεν ευχαριστηθή επί τη αποπομπή του ζωηρού +τετραπόδου. Ο γαμβρός μου, όστις δεν εννοεί δυσκόλως, έσπευσε να μας +απαλλάξη της παρουσίας του, προς προφανή του υιού του δυσαρέσκειαν. + +Επανελθούσης της ησυχίας, επανελήφθη ζωηροτέρα περί την τράπεζαν η +συνομιλία, φυσικώ δε τω λόγω, ηρχίσαμεν λαλούντες περί του +αποπεμφθέντος, περί των ποικίλων αρετών του, περί της καταγωγής του και +εν γένει περί σκύλων. Προκειμένου περί σκύλων κατηντήσαμεν από έν εις +άλλο εις το κεφάλαιον της λύσσης. Ο δε Ανδρέας, όστις εφαίνετο πλέον +παντός άλλου ενδιαφερόμενος εις το αντικείμενον τούτο, ηρώτησε τον ιερέα +του χωρίου, μετά του οποίου είχομεν συνδειπνήσει, εάν ήτο συνήθης η +λύσσα εις το χωρίον. + + — Συνήθης όχι, αλλ' όχι και άγνωστος, απεκρίθη ο Παππά-Σεραφείμ και μας +διηγήθη, μεταξύ άλλων, τα της ασθενείας ενός καλού σκύλου του, τον +οποίον είχεν αναγκασθή πρό τινων ετών να φονεύση, αφού εβεβαιώθη ότι +ασθένειά του ήτο η λύσσα. + +Την διήγησιν του ιερέως διέκοπτεν ανά πάσαν στιγμήν ο Ανδρέας, με τας +ερωτήσεις του: Πώς ενόησεν ο Παππά-Σεραφείμ ότι ο σκύλος ήτο +λυσσασμένος, τι τον έκαμε, πού τον έδεσε, πώς τον εφόνευσε; Ο ιερεύς +απεκρίνετο λεπτομερώς, εκ δε των ερωταποκρίσεων εκείνων ομολογώ ότι +έμαθα ουκ ολίγα περί λύσσης την εσπέραν εκείνην. + + — Ομιλούμεν περί σκύλων, είπεν ο γαμβρός μου διακόψας τελευταίαν τινά +του υιού του ερώτησιν. Αλλά τι θα έλεγες, Ανδρέα, εάν ήκουες τον Παππά- +Σεραφείμ να σου διηγηθή ότι είδε και άνθρωπον λυσσασμένον; + + — Άνθρωπον λυσσασμένον! ανεφώνησεν ο Ανδρέας. Όλοι δε μετ' αυτού +ηρχίσαμεν απευθύνοντες ερωτήσεις προς τον ιερέα. Πώς, πού, πότε, τι +συνέβη, τι απέγεινε; + +Αι δασείαι οφρύες του Παππά-Σεραφείμ είχον συσταλή άμα ήκουσε τας +τελευταίας του γαμβρού μου λέξεις. Δεν απεκρίθη εις ουδεμίαν των +αλλεπαλλήλων ερωτήσεών μας· η σιωπή και η κατήφειά του εμαρτύρουν, ότι +αναμνήσεις θλιβεραί επίεζον την καρδίαν του, ότι δεν του ήτο αρεστόν να +τας αναξαίνη. Αλλά βλέπων όλους ημάς περιέργους και ανυπομόνους να τον +ακούσωμεν, ενίκησε τον δισταγμόν του, ανεκάθισεν επί της καθέκλας του, +εσήκωσεν από της κεφαλής το καλυμμαύχιόν του, το απέθεσεν επί της +τραπέζης, έτριψε δις ή τρις το μέτωπον με την δεξιάν παλάμην του, και +στηρίξας το ήρεμον βλέμμα κατά σειράν επί τους οφθαλμούς όλων ημών, +ήρχισεν ως εξής την διήγησίν του: + + — Γνωρίζετε όλοι τα Παλαιά Αλώνια εδώ έξω, προς βορράν του χωρίου. Το +νεκροταφείον μας, καθώς ενθυμείσθε, κείται ολίγον μακρύτερα, προς +δυσμάς. Αμπέλια δεξιά, το βουνόν αριστερά, και ανάμεσα ο δρόμος από τ' +Αλώνια το νεκροταφείον. Εις το μέσον περίπου του δρόμου, προς του βουνού +το μέρος, ίσως παρετηρήσατε έν μεγάλον πεύκον· τα γηρασμένα του κλωνάρια +σχηματίζουν μικράν όασιν σκιάς, όταν ο ήλιος φλογίζη την άδενδρον +εκείνην έκτασιν. Οπόταν διαβαίνω εκείθεν και βλέπω το πεύκον, η καρδία +μου σφίγγεται, ο δε ήχος του μου φαίνεται ωσάν να συλλαβίζη το όνομα του +δυστυχούς Χρήστου. + +Δεκατρία έτη επέρασαν έκτοτε. Ήτο περί τα μέσα Αυγούστου. πρό τινων +ημερών είχεν ακουσθή ότι εφάνη λύκος γύρω του χωρίου. Ο Γερομήτρος, ο +oποίος είχε κτίσει κατ' εκείνο το έτος την καλύβην του πλησίον εις τ' +Aλώνια, διηγείτο ότι αι φωναί του σκύλου του τον εξύπνησαν μίαν νύκτα, +ότι ήνοιξε το παράθυρον και είδεν έξω από τον τοίχον του αυλογύρου του +ένα φοβερόν λύκον, ότι ήρπασε το όπλον του και ετουφέκισεν, αλλά δεν τον +επέτυχε, και τον είδεν εις το φως της σελήνης αποσυρόμενον με την ουράν +χαμηλά και με βήματα ωσάν μεθυσμένου ανθρώπου, και ότι τόσον ετρόμαξεν, +ώστε δεν εσκέφθη να γεμίση και πάλιν το μονόκαννον όπλον του διά να +πυροβολήση εκ δευτέρου. Και από ποιμένας ηκούσθησαν άλλα παραπλήσια, +ώστε διέτρεχε φήμη εις το χωρίον, ότι λύκος επικίνδυνος ήτο πλησίον μας, +οι δε χωρικοί την νύκτα εκοιμώντο με τον ένα οφθαλμόν ανοικτόν, έχοντες +τον νουν εις τα ζώα των. + +Ο κίνδυνος ήτο μεγαλείτερος παρ' όσον εφαντάζοντο, διότι ο εχθρός δεν +ήτο λύκος πεινασμένος, αλλά λυσσασμένη λύκαινα. + +Έν απόγευμα — ήτο Δευτέρα — ο Χρήστος έβοσκε τα πρόβατα του πατρός του +πλησίον εις το πεύκον, περί του οποίου σας έλεγα. Εκάθητο εις την σκιάν +και διώρθωνε μίαν παλαιάν καρδάραν, ότε έξαφνα βλέπει τα πρόβατά του και +έφευγαν καταφοβισμένα, το έν επάνω εις το άλλο. Στρέφει προς το +νεκροταφείον, και τι να ιδή; Εις είκοσι βημάτων απόστασιν η λύκαινα +αγριευμένη, έτοιμη εις επίθεσιν, εδείκνυε τους φοβερούς οδόντας της. +Σηκώνεται αμέσως ο Χρήστος και αρπάζει μίαν πέτραν. Ο λύκος συνήθως +φοβείται τον άνθρωπον και φεύγει. Αλλ' ο Θεός να φυλάγη από λυσσασμένον +ζώον! + +Ο Παππά-Σεραφείμ επήρε μηχανικώς από την τράπεζαν το καλυμμαύχιόν του +και το έθεσεν επί της κεφαλής του. Μετά τινων στιγμών σιωπήν επανέλαβεν· + + — Συγχωρήσατέ με, φίλοι μου, να σας δώσω μίαν συμβουλήν, της οποίας +εύχομαι να μη λάβετε ποτέ ανάγκην. Λύκον λυσσασμένον δεν είναι πιθανόν +να ιδήτε ποτέ. Αλλ' εάν, ό μη γένοιτο, τύχη να oρμήση επάνω σας σκύλος +λυσσασμένος και δεν κρατήτε ή όπλον ή ξύλον αρκετά δυνατόν διά να του +σπάση το καύκαλον, προσέχετε προ παντός άλλου να προφυλάξετε τας χείρας +σας. Αν ζητήσετε με τας χείρας να παλαίσετε προς το ζώον, θα σας τας +δαγκάση. Σεις οι φραγκοφορεμένοι έχετε το καπέλον, εγώ το καλυμμαύχιόν +μου, ο φουστανελλάς το φέσι του. Οπωσδήποτε, έχετε τον νουν σας πώς να +υπερασπίσετε τας γυμνάς χείρας σας, μεταχειριζόμενοι το προφύλαγμά των +ως ασπίδα κατά του ζώου. + +Ο Χρήστος δεν ήτο ούτε εις θέσιν ούτε εις καιρόν να προφυλαχθή. Αντί να +στρέψη τα νώτα η λύκαινα και να φύγη, εξ εναντίας, άμα είδε τον νέον +εγειρόμενον, χύνεται επάνω του, και πριν καν προφθάση ο Χρήστος να ρίψη +την πέτραν, οι εμπρόσθιοι πόδες του θηρίου έσφιγγον το δεξιόν πλευρόν +του και οι οδόντες του εξέσχιζον το στήθος του. + +Η πέτρα έπεσεν από τα δάκτυλά του· αλλ' έμειναν και αι δύο του χείρες +ελεύθεραι. + +Ο Χρήστος ήτο ο υψηλότερος νέος του χωρίου μας, εύρωστος και γενναίος, +σωστόν παλληκάρι. Αλλ' ο κίνδυνος κάμνει και τον δειλόν γενναίον. +Καταιβάζει διά μιας τον δεξιόν του βραχίονα και σφίγγει κάτω από την +μασχάλην τον λαιμόν της λυκαίνης, αρπάζει με την αριστεράν την κεφαλήν +της και προσπαθεί να την πνίξη! Τότε ήρχισε πάλη φοβερά. Οι όνυχες και +οι οδόντες του λυσσασμένου θηρίου κατεξέσχιζαν όλον το δεξιόν πλευρόν +του δυστυχούς νέου. Δεν ηδύνατο να μεταχειρισθή την μάχαιράν του, διότι +διά να την εκβάλη από την ζώνην του έπρεπε να ελευθερώση την κεφαλήν της +λυκαίνης, την οποίαν εκράτει πάντοτε με την αριστεράν χείρα του. Δεν +ηδύνατο να κινήση την δεξιάν και να χαλαρώση την λαβίδα, όπου έμενε +σφιγμένος ο λαιμός του ζώου. Να φωνάξη δεν ετόλμα. Αλλοίμονον εις όποιον +παλαίη, εάν αρχίση να εξοδεύη τας δυνάμεις του φωνάζων! Επί τέλους +πίπτουν κατά γης και οι δύο, χωρίς να διασπασθή ο φρικτός εκείνος +εναγκαλισμός. Ο Χρήστος απ' επάνω, η λύκαινα από κάτω· αλλ' η κεφαλή της +απλάκωτος αντίκρυ του στήθους του Χρήστου, το οποίον κατεσπάρασσε +πάντοτε, αγωνιζομένη ν' απαλλαγή. + +Ο Χρήστος ησθάνετο τας δυνάμεις του εκλειπούσας και ήρχιζε ν' +απελπίζεται, ότε έξαφνα ακούει μακρόθεν μίαν φωνήν, την φωνήν του +Γερομήτρου. + + — Βάστα, Χρήστε, έφθασα! + +Τα πρόβατα του Χρήστου φεύγοντα είχον φθάσει μέχρι της καλύβης του +Γερομήτρου. Εκπλαγείς ο γέρων ήνοιξε την θύραν του και είδε μακρόθεν τον +Χρήστον παλαίοντα με το θηρίον. Αρπάζει αμέσως το όπλον του από τον +τοίχον και τρέχει δρομαίος, όσον το εσυγχώρουν οι γεροντικοί πόδες του. + +Ότε επί τέλους έφθασεν υπό το πεύκον και εστάθη άνω του συμπλέγματος +εκείνου, ευρέθη εις αμηχανίαν. Πώς να πυροβολήση το ζώον χωρίς να βλάψη +τον άνθρωπον; Ο Χρήστος, νέας λαβών δυνάμεις ως εκ της επελθούσης +επικουρίας, σφίγγει την κεφαλήν της λυκαίνης, την κρατεί όσον ηδύνατο +μακράν του στήθους του και φωνάζει: Φωτιά! Ο γέρων, χωρίς να χάση +καιρόν, στηρίζει την κάνναν εις το αυτίον του ζώου και πυροβολεί. Η +λύκαινα έμεινεν εις τον τόπον. + +Ο Παππά-Σεραφείμ εσιώπησεν επ' ολίγον. Ουδείς ημών διετάραξε την σιωπήν +του. Εβλέπομεν ότι είχε και άλλα να μας είπη και επεριμένομεν. + +Ο ήλιος εν τούτοις είχε δύσει· εντός του θαλάμου αι γωνίαι ήρχισαν να +μαυρίζουν· αι κυρίαι έμενον εισέτι εις τον εξώστην και ηκούομεν τας +ζωηράς ομιλίας και τον εύθυμον γέλωτά των. + + — Ηξεύρετε, φίλοι μου, εξηκολούθησεν ο ιερεύς, τι εσκεπτόμην τώρα και +τι συχνάκις σκέπτομαι; Εσκεπτόμην πόσον η αμάθεια μας ζημιώνει, πόσα +δεινά ηθέλομεν αποφεύγει ή μετριάζει, εάν εγνωρίζαμεν πλειότερα +πράγματα. Αλλά ποίος να μας τα διδάξη; Η αλήθεια είναι ότι +καλλιτερεύομεν βαθμηδόν και ολίγον κατ' ολίγον· αλλ' είμεθα ακόμη πολύ +οπίσω. Ηξεύρετε ότι εις όλα εδώ τα χωρία της περιφερείας μας ούτε ιατρός +υπάρχει, ούτε φαρμακείον. Δεν γνωρίζω εάν ετυπώθη ποτέ εις Αθήνας, έως +εδώ όμως δεν έφθασε ποτέ ούτε βιβλίον, ούτε φυλλάδιον με οδηγίας περί +του πώς ν' αποφεύγωμεν ή να θεραπεύωμεν τας κοινοτέρας νόσους, δεν λέγω +την λύσσαν, αλλά τας ασθενείας αι οποίαι θερίζουν αδίκως τα τέκνα μας! +Ας είναι! θα γείνουν όλα με τον καιρόν. + +Ότε επέστρεψεν εις το χωρίον ο Χρήστος, στηριζόμενος εις τον ώμον του +Γερομήτρου, αιματωμένος, πληγωμένος, με τα φορέματα σχισμένα, το χωρίον +ολόκληρον κατεταράχθη. Το έμαθα αμέσως και έτρεξα να τον ίδω. Έζη εις +του πατρός του, εις εκείνην την δίπατον οικίαν παρέκει από το καφενείον, +εις τον δρόμον της εκκλησίας. Κάτω αποθήκη και ελαιοτριβεία, επάνω δύο +μικρά δωμάτια, η δε είσοδός των από μίαν εξωτερικήν κλίμακα εις το +πρόσωπόν της οικίας, επί του δρόμου. + + — Εκεί όπου κατοικεί τώρα ο δημοδιδάσκαλος; ηρώτησεν ο Ανδρέας. + + — Εκεί. Ότε ανέβην, μόλις και μετά βίας κατώρθωσα να φθάσω μέχρι του +Χρήστου. Αι γειτόνισσαι είχον πλημμυρήσει και τα δύο δωμάτια και +περιεκύκλωναν τον νέον, συμπαθείς αλλ' άχρηστοι, αντί βοηθείας φέρουσαι +σύγχυσιν. + +Η πρώτη ανάγκη δεν ήτο να πλυθούν τα αίματα ή να διορθωθούν τα φορέματα +του Χρήστου, αλλά να καυτηριασθούν αι πληγαί του. Ουδείς όμως εκεί +εσκέπτετο περί τούτου. Η σκέψις και η συλλογή ήτο πώς να προμηθευθούν +λυσσόχορτον. Τι δεν είπα διά να τους πείσω να τον στείλουν αμέσως εις +Αθήνας, εις το νοσοκομείον. Δεν ήθελαν να το ακούσουν· Λυσσόχορτον και +πάλιν λυσσόχορτον! Αυτό ήτο η επιθυμητή πανάκεια, αλλά κανείς εις το +χωρίον δεν είχε λυσσόχορτον. + + — Τι χόρτον είναι τούτο; ηρώτησα διακόψας τον ιερέα. + +Οι οφθαλμοί όλων των περί την τράπεζαν εστράφησαν διά μιας προς εμέ και +ησθάνθην ότι ηρυθρίασα υπό τα βλέμματά των. Είδα ότι η διακοπή μου +δυσηρέστησε το ακροατήριον και μετενόησα διά την άκαιρον ερώτησίν μου. +Δεν ήτο κατάλληλος η στιγμή διά βοτανικάς ερεύνας, αλλ' αργά το ενόησα. + + — Δεν ηξεύρω πώς να το περιγράψω, διότι δεν το γνωρίζω, απεκρίθη ο +ιερεύς. Υποθέτω ότι βλαστάνει εις Σαλαμίνα. Είναι μυστικόν και εισόδημα +των καλογήρων της Φανερωμένης. (1) + +Δεν εζήτησα πλειοτέρας διασαφήσεις, αλλ' έκυψα σιωπηλώς την κεφαλήν. Ο +Παππά-Σεραφείμ ενόησε την στενοχωρίαν μου και εξηκολούθησεν ως εξής· + + — Επί τέλους και μετά πολλά έπεισα και τον Χρήστον και τους — ή μάλλον +τας — περί αυτόν, και απεφασίσθη να υπάγη εις Αθήνας. Ήθελε ν' αναχωρήση +την επαύριον. Επέμεινα και επί τέλους κατώρθωσα να φύγη αμέσως, +υποσχεθείς να τον συνοδεύσω. Ανέβημεν εις τα ζώα μας και εξεκινήσαμεν. +Αι γειτόνισσαι μας έδιδον ευχάς εν αφθονία, χωρίς όμως να φαίνωνται +πεπεισμέναι ότι το νοσοκομείον θ' αντικαταστήση του λυσσοχόρτου την +έλλειψιν. Εφθάσαμεν εις Αθήνας πολύ αργά· αφήκα τον Χρήστον εις το +νοσοκομείον και επέστρεψα νύκτα βαθείαν εις το κελλίον μου. + +Ταύτα συνέβησαν, καθώς σας είπα, την Δευτέραν. Την Πέμπτην ο Χρήστος +επέστρεψεν. Υπέφερεν ακόμη από της καυτηριάσεως τους πόνους, αλλά κατά +τα άλλα εφαίνετο καλώς έχων. Μετ' ολίγας ημέρας αι πληγαί του ουλώθησαν +εντελώς. Αλλ' οι χωρικοί δεν είχον εμπιστοσύνην εις την θεραπείαν του +νοσοκομείου. Η υποψία των δεν προήρχετο εκ του ότι εβράδυνεν η +καυτηρίασις, αλλ' εκ του ότι έλειψε το λυσσόχορτον. Πώς ήτο δυνατόν να +προληφθή η λύσσα χωρίς λυσσόχορτον; Όπου λοιπόν εφαίνετο ο Χρήστος, +εξεδηλούτο γύρω του μυστηριώδης φόβος. Αι μητέρες εφρόντιζον αμέσως να +συμμαζεύσουν τα τέκνα των διά να μη ευρίσκωνται πλησίον του. Οι άνδρες +εφέροντο περιποιητικώς ως αν να επροφυλάττοντο μη τυχόν λάβη αφορμήν να +θυμώση. Εν ενί λόγω, το χωρίον όλον ήτο εις προσοχήν. Συνεμερίζετο άρά +γε και αυτός τους φόβους των συγχωρικών του περί της θεραπείας του; Η +συστολή με την οποίαν απεκρίνετο, οπόταν συνέβαινε να τον συναντήσω, το +λοξόν βλέμμα με το οποίον εκύτταζε τους διαβαίνοντας, ενώ συνωμίλουν +μετ' αυτού, ταύτα και άλλα εμαρτύρουν ότι ο δυστυχής είχε τας υποψίας +του. Τον ελυπούμην κατάκαρδα. Φαντασθήτε, φίλοι μου, οποία βάσανος, +οποία αγωνία να φοβήται τις ότι κρύπτει εντός αυτού τοιαύτην ασθένειαν +και να περιμένη από ημέρας εις ημέραν την έκρηξίν της! + + — Το χειρότερον είναι, υπέλαβεν ο γαμβρός μου, ότι ο τοιούτος φόβος +υποτρέφει την ασθένειαν. Ανεγίνωσκα εσχάτως τοιούτον τι εις +επιστημονικόν περιοδικόν. Ο φόβος όστις κατακυριεύει πολλούς, όταν τους +δαγκάση σκύλος, φόβος τον οποίον κρύπτουν, είτε από εντροπήν είτε διά να +μη τον μεταδώσουν εις τους συγγενείς των, αποτελεί αυτός καθ' εαυτόν +ασθένειαν. Η δε τοιαύτη παθολογική κατάστασις επιβαρύνει τας συνεπείας +της πληγής και της καυτηριάσεως. Ταύτα και μόνα δύνανται να προξενήσουν +τέτανον. Η δε υδροφοβία και ο τέτανος ομοιάζουν εις πολλά. Αυτά λέγουν +οι ιατροί. Προς τι όμως μας τα λέγουν, ενόσω δεν μας διδάσκουν και το +μυστικόν, πώς να κυριεύωμεν και να εκριζώνωμεν τους μυστικούς φόβους +μας; Εδώ τους θέλω! Αλλά με συγχωρείτε, πάτερ, σας διέκοψα. + + — Χωρίς ν' αναγνώσω τι περί τούτου, μου ήρχοντο υποψίαι τοιαύται, +επανέλαβεν ο ιερεύς. Εν τούτοις αι εβδομάδες παρήρχοντο και ήρχιζαν οι +χωρικοί να λησμονούν την ιστορίαν αυτήν, ή τουλάχιστον να μη ομιλούν +περί αυτής, ότε, περί τα τέλη του Σεπτεμβρίου, έρχεται μίαν αυγήν ο +πατήρ του Χρήστου και μου λέγει ότι ο υιός του δεν είναι καλά. + + — Τι έχει; — Δεν ηξεύρω. Έχει θέρμην δεν έχει όρεξιν. + +Υπήγα αμέσως να τον ίδω. Τον ηύρα εξηπλωμένον κατά γης εις την κάππαν +του επάνω, Ήτο ήσυχος, αλλ' ωχρός και φοβισμένος. Μου είπεν ότι δεν +ημπορεί να πάρη την αναπνοήν του, ότι του έρχεται κάποτε ωσάν πνίξιμον +εις τον λαιμόν, ότι στενοχωρείται υπερβολικά. Του έδωκα ολίγον γάλα και +τον παρεκίνησα να το πίη. Ανεσηκώθη, επήρε το αγγείον από τας χείρας μου +και ητοιμάσθη να το γευθή. Αλλ' άμα το επλησίασεν εις τα χείλη του, +κατελήφθη υπό ρίγους και αηδίας. Μόλις επρόφθασα να πάρω οπίσω το +αγγείον. Τον κατέλαβον σπασμοί φοβεροί. Ενόμιζα ότι τελειώνει. Μετ' +ολίγον συνήλθεν. + + — Αχ, είπεν, ο γέρος μου τα πταίει. Αν εφρόντιζε να μου φέρη το +λυσσόχορτον, δεν θ' απέθνησκα λυσσασμένος! + +Επροσπάθησα να τον πείσω ότι η ασθένειά του ήτο απλή του στομάχου +ταραχή, είπα όσα ηδυνάμην χωρίς δυστυχώς να τα πιστεύω, και τον αφήκα +υποσχεθείς να τον επισκεφθώ πάλιν το εσπέρας, διότι είχα την ημέραν +εκείνην να τελέσω γάμον εις το πλέον απόκεντρον χωρίον της περιφερείας +μου. Τοιαύτη η ζωή του ιερέως: Από την λύπην εις την χαράν, από τα +στεφανώματα εις την κηδείαν. Ας είναι! + +Το εσπέρας, πριν έτι εισέλθω εις το χωρίον, έμαθα ότι ο Χρήστος ήτο +μανιώδης. Ο πατήρ του μ' επερίμενεν εις το κελλίον μου. Ήθελε την +βοήθειάν μου διά να μεταφέρωμεν τον πάσχοντα εις άλλο οίκημα ισόγειον. +Το απήτουν οι γείτονες. Εφοβούντο μη εξέλθη εις τους δρόμους και αρχίση +να δαγκάνη δεξιά και αριστερά. Εις το ανώγαιον όπου ευρίσκετο δεν ήτο +δυνατόν να εμποδισθή, εάν ήθελε να εξέλθη. Ηδύνατο να πηδήση από τα +παράθυρα. Τον ήθελαν εις το ισόγειον διά να τον φρουρήσουν ευκολώτερον. +Οι χωρικοί ήσαν φοβισμένοι, ο δε φόβος είναι άγριος και σκληρός, και +ενόησα ότι, εάν ο δυστυχής Χρήστος εγίνετο απειλητικός και επικίνδυνος, +θα ετουφεκίζετο. + +Χωρίς να χάσω καιρόν μετέβην εις το ανώγαιον. Ευτυχώς ηύρα τον ασθενή +εις περίοδον ησυχίας. Εκάθητο κατά γης με τους αγκώνας επί των γονάτων +και την κεφαλήν εντός των χειρών. Τα ολίγα έπιπλα του δωματίου ήσαν άνω +κάτω, και σπασμένα εδώ κ' εκεί τρίμματα πηλίνων αγγείων. Σας +εξομολογούμαι ότι την στιγμήν εκείνην με κατέλαβεν αίσθημα φόβου. +Εσκέφθην ότι ήτο ανοησία μου να υπάγω μόνος εκεί. Αλλά δεν ηδυνάμην +πλέον, και αν το ήθελα, να οπισθοχωρήσω. Επλησίασα, έθεσα την χείρα μου +επί της κεφαλής του και είπα μίαν ευχήν μεγαλοφώνως. + +Ότε ετελείωσα, έκαμε τον σταυρόν του και μου εφίλησε την χείρα. + +Δεν είσαι καλά εδώ, Χρήστε μου τω είπα. Έλα να υπάγωμεν εις του θείου +σου. Δεν κατοικεί κανείς εκεί και θα είσαι καλλίτερα και ησυχώτερος. +Ακολούθει με. + +Ηγέρθη εν σιωπή. + + — Δεν θέλω να με ιδή κανείς, είπεν ησύχως. Ειπέ τους όλους να φύγουν +από τον δρόμον μας. + +Ήνοιξε την θύραν και, μολονότι δεν ήτο κανείς έξω εκεί, εφώναξα δυνατά: +Φύγετε όλοι, πηγαίνετε εις τα σπίτια σας. + + — Δεν έμεινε κανείς έξω, Χρήστε. Πηγαίνωμεν. + + — Δεν ημπορώ να βλέπω το φως, πάτερ. Με πειράζει. + +Ο ήλιος επλησίαζεν εις την δύσιν του και αι τελευταίαι ακτίνες του +εχύνοντο διά της ανοικτής θύρας εντός του πενιχρού δωματίου. Επήρεν ο +Χρήστος την κάππαν του, την έθεσεν επί της κεφαλής του, την εχαμήλωσεν +επί του προσώπου του και μοι έτεινε την χείρα. Εγώ εμπρός, εκείνος +κατόπιν, μετέβημεν από το έν οίκημα εις το άλλο. Εκεί έμεινα αρκετήν +ώραν πλησίον του, επροσπάθησα όπως ηδυνάμην να τον παρηγορήσω, και +ανεχώρησα αφού ενύκτωσεν. Ότε ήνοιξα την θύραν διά να εξέλθω, μου εφάνη +ότι είδα εις το σκότος ανθρώπους ωπλισμένους. Έκλεισα την θύραν. Η κλεις +ήτο έξωθεν. Την εκλείδωσα και επροχώρησα. + +Οι χωρικοί με περιεκύκλωσαν αμέσως ερωτώντες περί του ασθενούς. Είπα ότι +αποθνήσκει και τους παρεκάλεσα εν ονόματι του Θεού του Ελέους να τον +αφήσουν ν' αποθάνη εν ειρήνη. Οι δυστυχείς δεν ήσαν αναίσθητοι. +Ελυπούντο εξ όλης καρδίας τον φίλον, τον σύντροφόν των. Αλλά το αίσθημα +της αυτοσυντηρήσεως είναι ανώτερον του ελέους, ο δε φόβος εξεγείρει εις +του αμαθούς την καρδίαν του θηρίου τας ορμάς... + +Εκεί μας διέκοψαν αι Κυρίαι. Η εσπερινή δρόσος τας εδίωξεν από τον +εξώστην. + + — Ακόμη εις τα σκοτεινά κάθησθε, ανέκραξεν η αδελφή μου. Ο Παππά- +Σεραφείμ θα σας λέγη κανέν νόστιμον παραμύθι. Δεν μας το λέγετε και +ημάς, να διασκεδάσωμεν; + +Και διέταξε την υπηρέτριαν να φέρη φώτα. + + — Τι απέγεινεν ο Χρήστος; ηρώτησε σιγά ο Ανδρέας. + +Ο ιερεύς έκλεισε τους οφθαλμούς και εκίνησεν οριζοντίως την χείρα. + +Δεν ενόησα, και ούτε ηθέλησα πλέον να εξετάσω, τι εσήμαινεν η χειρονομία +εκείνη. Απέθανε; τον εφόνευσαν;.... + +Η υπηρέτρια εισήλθε με τα κηρία αναμμένα και ηλλάξαμεν ομιλίαν. + + + +ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΜΑΡΘΑΣ + + + +Οι σημερινοί νέοι δυσκόλως φαντάζονται οποίαι ήσαν, προτού αυτοί +γεννηθούν, αι ήδη ακμάζουσαι πόλεις της Ελλάδος. Ούτως η Σύρα έχει +σήμερον αμαξιτούς οδούς, εις δε την πλατείαν Λεωτσάκου, την κοινώς +_Πλαταίαν_, ευρίσκει τις σταθμευούσας αμάξας με δύο ίππους, και μάλιστα +(ω του θαύματος,) γίνεται λόγος περί κατασκευής σιδηροδρόμου μεταξύ της +πόλεως και των εξοχών της νήσου! Και όμως δύο αδελφοί γνωστοί μου, +πρεσβύται την σήμερον και οι δύο, ενθυμούνται τον θαυμασμόν των ότε, +κατά την παιδικήν των ηλικίαν, μεταβάντες εξ Ερμουπόλεως εις Αθήνας, +συνήντησαν εις τον πρώτον εκεί περίπατόν των την βασίλισσαν Αμαλίαν +έφιππον. + + — Μητέρα, ανεφώνησεν ο νεώτερος, ότε επέστρεψαν εις την οικίαν, μητέρα, +είδα την βασίλισσαν επάνω εις ένα ωραίον γάιδαρον! + + — Δεν ήτο γάιδαρος, υπέλαβε περιφρονητικώς ο μεγαλείτερος· ήτο μουλάρι. + +Δεν ήσαν όλως αξιόμεμπτοι και οι δύο διά την ατέλειαν των γνώσεων των +περί την ζωολογίαν. Ίππος δεν υπήρχε τότε εις Σύραν, δεν είχον δε ίδει +ούτε ζωγραφιστόν τοιούτον, καθόσον οι παίδες τότε δεν ελάμβανον ως δώρα +ούτε βιβλία με εικονογραφίας ούτε παίγνια καλλιτεχνικά, καθώς σήμερον. + +Αλλ' εάν υπελείπετο της πρωτευούσης ως προς ίππους και αμάξας, νομίζω +όμως ότι ουδεμίαν της Ελλάδος πόλιν αδικώ λέγων ότι η Ερμούπολις +προηγήθη των λοιπών εις τον εξευρωπαϊσμόν. Αι Αθήναι ήσαν πλήρεις έτι +φουστανελλοφόρων, ότε πάντες σχεδόν οι Ερμουπολίται, οι οπωσδήποτε +διασκελίσαντες τας πρώτας βαθμίδας της κοινωνικής κλίμακος, εφόρουν +φραγκικά. Το ιστορικόν καφενείον της Ωραίας Ελλάδος ήτο το μόνον +συνεντευκτήριον των κατοίκων της πρωτευούσης, (εκτός των λογίων, οίτινες +κατά προτίμησιν αντήλλασσον τας ιδέας των εντός προνομιούχων τινών +φαρμακείων,) ενώ οι έμποροι της Ερμουπόλεως είχον όχι μίαν μόνην, αλλά +δύο λέσχας αξιολόγους, εις τας οποίας μάλιστα έδιδον και χορούς +πολυκρότους κατά τας αποκρέω. Ώστε ο ερχόμενος εκ των άλλων μερών της +Ελλάδος εις Σύραν, έβλεπεν εκεί εξωτερικά σημεία φραγκισμού, τα οποία +εις μάτην ήθελε τότε αναζητήσει αλλαχού. + +Τούτο εξηγείται ευκόλως. Οι συνοικισταί της Ερμουπόλεως, εκριζωθέντες +των εστιών των από τον ανεμοστρόβιλον της Επαναστάσεως και μεταφερθέντες +επί νέου εδάφους, ηδύναντο δι' αυτό τούτο να μεταβάλωσιν, ευκολώτερον +των άλλων Ελλήνων, τα προγονικά ήθη και έθιμα. Άλλως δε οι πλείστοι +ανήκον εις τας εμπορικάς τάξεις, πολλοί εξ αυτών ή επεσκέφθησαν οι ίδιοι +τα ξένα ή είχον συγγενείς εκεί αποκατασταθέντας, ώστε δεν ήργησαν να +συγκεντρώσουν εις την νήσον εκείνην το εμπόριον της Ελλάδος, και ν' +αποκαταστήσουν την Ερμούπολιν το πρώτον σημείον ενώσεως μεταξύ του +αρτισυστάτου κράτους και της λοιπής Ευρώπης. + +Αληθώς ο αποκτηθείς ούτως εξευρωπαϊσμός έφερε τον διπλούν τύπον και της +βίας με την οποίαν μετηνέχθη έξωθεν, και της ανεπαρκείας των μέσων διά +των οποίων επραγματοποιείτο η εφαρμογή του. Οι νέοι εκείνοι Ευρωπαίοι +εφαίνοντο μη λαβόντες εισέτι τον καιρόν να συνηθίσουν εις τα ξένα ήθη +και εις τα νέα φορέματά των. Η φραγκική των ενδυμασία δεν ήτο πάντοτε +ούτε του νεωτέρου, αλλ' ούτε καν ομοιορρύθμου συρμού· αποτέλεσμα τούτο +είτε της ποικίλης έξωθεν προελεύσεως των ενδυμάτων, είτε της +καλλιτεχνικής ανεξαρτησίας των εγχωρίων ραπτών, είτε επί τέλους της μη +εντελούς εισέτι λήθης των αρχαίων έξεων. Ούτω και εις τας λέσχας +επεκράτει, έστω και κατά τους χορούς, δόσις απλοϊκότητος μεγαλειτέρας +οπωσδήποτε της συμβιβαζομένης με την εθιμοτυπίαν του παρεισάκτου +πολιτισμού. Εν συνόλω, εις την κοινωνίαν εκείνην, της οποίας τα +συστατικά ήσαν ετερογενή και ποικίλα, αι δε περιστάσεις ανώμαλοι και +εισέτι δυσχερείς, υπήρχε τι το ασυνάρτητον, το ιδιόρρυθμον, δος δ' +ειπείν και το αλλόκοτον. + +Το αλλόκοτον τούτο διεφαίνετο κατ' εξοχήν είς τινας τύπους των τότε +Ερμουπολιτών, οίτινες ηδύναντο να δώσουν αφορμήν εις ηθογράφον ή και εις +γελοιογράφου την γραφίδα, εάν δεν εξημβλύνετο η συναίσθησις του γελοίου +εν μέσω της γενικής ακαταστασίας και της προσφάτου έτι μνήμης της +πανωλεθρίας, εκ της οποίας προέκυψεν ο συνοικισμός της Ερμουπόλεως. +Παρεκτός δε τούτου, η συνήθεια εξοικειοί προς παν το έκτακτον. Οι περί +ων ο λόγος ιδιότροποι τύποι κατήντησαν να θεωρώνται ως φυσικοί και να μη +εξεγείρουν ουδόλως την κοινήν περιέργειαν. + +Μεταξύ των προσώπων όσα αι νύξεις μου αύται θ' ανακαλέσουν εις την +μνήμην παλαιών Ερμουπολιτών, θα συγκαταλεχθή, πιστεύω, και το του +Φιλίππου Μάρθα. Πολλοί ελησμόνησαν ίσως το όνομα, αλλά δύσκολον οι +ιδόντες αυτόν άπαξ να ελησμόνησαν τον άνθρωπον. Είχε χαρακτηριστικά +μοναδικά και εντυπούμενα διά παντός εις την μνήμην. Αι τρίχες της +κεφαλής του ήσαν μαύραι εισέτι, αλλ' η μία του οφρύς, η δεξιά, ήτο +λευκή, ο δε δασύς του μύσταξ διηρείτο επίσης εις δύο διακεκριμένα +χρώματα, αλλ' αντιστρόφως των οφρύων ήτο λευκός αριστερόθεν και μαύρος +δεξιόθεν. Η χιαστή αύτη διασταύρωσις των δύο χρωμάτων έδιδεν εις την +φυσιογνωμίαν του έκφρασιν παράδοξον. Εάν έβαφε τας λευκάς τρίχας, +ηδύνατο να θεωρηθή ως εύμορφος μάλλον, αλλ' ότε πρώτον ήλθεν εις Σύραν, +τις εκεί εσκέπτετο περί κομψότητος! Μετέπειτα, καθόσον ησύχαζον τα +πράγματα και ελάμβανον σημασίαν υπερτέραν της αληθούς αξίας των αι +μικραί μέριμναι του βίου, ανεφάνησαν και πωληταί και αγορασταί βαφής εις +Ερμούπολιν. Αλλά τότε θα επέσυρε την έκπληξιν και την ειρωνείαν του +κόσμου ο Μάρθας, εάν ήρχετο εις τον νουν του να επιδιώξη διά τοιούτων +μέσων το ομόχρουν των τριχών του. Τον είχον συνηθίσει όπως ήτο και +ουδείς πλέον τον παρετήρει. Ναι μεν, τινές των άκραν φιλοσκωμμόνων +επέμενον επαναλαμβάνοντες πότε και πότε χαριεντισμόν εγκαινισθέντα προ +ετών υπό Χίου εντριβούς περί τας Γραφάς και εμπνευσθέντος από το +επώνυμον του Φιλίππου. Αλλ' ούτε καν εμειδία ούτος ή επρόσεχεν ότε, κατά +την διάβασίν του, οι τοιούτοι ευφυολόγοι εψιθύριζον το του Ευαγγελίου: +«Μάρθα, Μάρθα, μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά, ενός δε έστι χρεία.» Και +προφέροντες την λέξιν _Ενός_ έστρηβον τον μύστακα ή έτριβον τας οφρύς. + +Το ρητόν ηδύνατο πράγματι να λεχθή προς τον ομώνυμον της Μάρθας, καθόσον +υπήρχε χρεία _ενός χρώματος_, αλλά το πρώτον μέρος της φράσεως βεβαίως +δεν προσηρμόζετο εις αυτόν. Ούτε εμερίμνα, ούτε ετύρβαζε περί πολλά ο +δυστυχής! Απ' εναντίας, μόνη του μέριμνα εφαίνετο η επιμελής εξάσκησις +του έργου του, και τούτο δε τόσον μόνον, όσον εξήρκει προς απόκτησιν του +επιουσίου άρτου. Άλλως, ούτε φίλους είχεν ούτε σχέσεις, ούτε εις +καφενείον τον είδε τις ποτε να καθίση, ούτε εις ξένην οικίαν εισήρχετο. +Ήσυχος, ολιγόλογος, κατηφής, μετέβαινε τακτικώς εκ της οικίας του εις τα +γραφεία των πελατών του και εκείθεν πάλιν οπίσω, πενιχρώς αλλά κοσμίως +και καθαρώς πάντοτε ενδεδυμένος. + +Κατώκει ανέκαθεν εις την παρά την Δυτικήν Εκκλησίαν στενήν οδόν, ήτις +αγνοώ εάν απέκτησε την σήμερον ιδίαν ονομασίαν. Ο έκτοτε κατεδαφισθείς +οικίσκος του περιείχε δύο μικρά δωμάτια και μαγειρείον, εκ της +καπνοδόχης όμως του οποίου αι γειτόνισσαι εβεβαίουν ότι ουδέποτε ανήλθε +καπνός. Κατ' αρχάς τινές εξ αυτών ηθέλησαν εκ συμπαθείας να προσφέρουν +φαγητά, προφασιζόμεναι ποτέ μεν ότι επεθύμουν να δοκιμάση την +επιτυχούσαν πήτταν των, άλλοτε δε ότι ήτο η εορτή του συζύγου ή του υιού +των. + +Αλλ' εκείνος ευγενώς μεν, διά τρόπου όμως μη επιδεχομένου αντίρρησιν, +απεποιείτο την προσφοράν, ώστε αι γειτόνισσαι έπαυσαν η μία μετά την +άλλην τας καλοκαγάθους αποπείρας των. Και εξηκολούθει ο Φίλιππος φέρων +ανά πάσαν ημέραν εντός χάρτου χονδρού ή εντός λαχανοφύλλου την λιτήν +αμαγείρευτον τροφήν του. + +Η σειρά των προς την θάλασσαν οικιών της οδού εκείνης, καθώς ενθυμούνται +οι γνωρίσαντες την Ερμούπολιν, εκτίσθη επί βράχων αποτόμων. Ο οικίσκος +του Μάρθα, χωριζόμενος από την οδόν διά μικρού προαυλίου +περιτειχισμένου, προείχε περισσότερον των άλλων προς τα όπισθεν, ο δε +ξύλινος εξώστης του εφαίνετο κρεμάμενος, τρόπον τινά, υπεράνω των +αποκρήμνων εκεί πετρών. Ότε ο άνεμος έπνεε σφοδρός, οι αφροί των υπό τον +κρημνόν μαινομένων κυμάτων ανήρχοντο ενίοτε μέχρι της οικίας αυτής. + +Τον εξώστην του είχε περικλείσει ο Φίλιππος άνωθεν και εξ εκατέρων των +πλευρών διά σανίδων. Και των παρακειμένων οικιών οι εξώσται +περιεκλείοντο κατά τον αυτόν ή άλλον τρόπον, μετασχηματιζόμενοι εις +κλίνας ευαέρους και δροσεράς κατά τας θερμάς του θέρους νύκτας. Αλλ' ενώ +των λοιπών εξωστών η σκέπη αφηρείτο κατά τον χειμώνα, ο του Φιλίππου +έμενε διαρκώς σκεπαστός, αι δε γειτόνισσαι διετείνοντο ότι εκοιμάτο εκεί +και εν καιρώ χειμώνος. + +Εντός της οικίας εκείνης διήρχετο όσας ώρας δεν απησχόλει η εργασία του. +Τας Κυριακάς ελειτουργείτο τακτικώς εις την εκκλησίαν της Μεταμορφώσεως, +ενίοτε δε μετά την ακολουθίαν οι χωρικοί, ή κυνηγοί επιστρέφοντες εκ της +άγρας, τον συνήντων περιπλανώμενον εις τα πετρώδη της νήσου βουνά, ή +καθήμενον επί βράχου με τα βλέμματα εστραμμένα προς την Τήνον. Αλλ' +ουδέποτε τον είδε τις το εσπέρας έξω της οικίας του. + +Τα προς το ζην επορίζετο επαγγελλόμενος τον διερμηνέα και τον γραμματέα +της Αγγλικής γλώσσης. Δι' αυτού εγίνετο πάσα συνεννόησις μεταξύ των +Άγγλων πλοιάρχων και των παραληπτών των φορτίων των. Εάν έμπορός τις +ελάμβανεν επιστολήν Αγγλικήν, εις τον Φίλιππον προσέφευγε προς +μετάφρασίν της· ότε επρόκειτο περί συντάξεως ναυλοσυμφώνων ή περί +εκδόσεως συναλλάγματος Αγγλιστί, διά των καλλιγραφικών χαρακτήρων του +επληρούντο τα κενά των σχετικών εντύπων. + +Δεν επληρώνετο αδρώς διά ταύτα, αλλ' αι μετά της Αγγλίας εμπορικαί +σχέσεις της Ερμουπόλεως ήσαν τοσαύται, ώστε δεν απέλιπεν εργασία, εξ +άλλου δε αι ανάγκαι του ήσαν τόσον περιωρισμέναι, ώστε εξήρκουν όσα +εκέρδιζεν. + +Αλλά πού και πώς εξέμαθε την Αγγλικήν ο Φίλιππος; Ήτο γνωστόν περί αυτού +ότι κατά την καταστροφήν της Κύπρου περιεσώθη ορφανός εις πλοίον +Αμερικανικόν και ότι μετεφέρθη εις Αμερικήν όπου εξεπαιδεύθη, ανδρωθείς +δε επέστρεψεν εκείθεν εις την Ελλάδα. Κατ' αρχάς μάλιστα ελέγετο ότι +εσπούδασεν εκεί την ιατρικήν, αλλ' επειδή δεν την μετήρχετο, έπαυσε +βαθμηδόν να λέγεται τούτο και ελησμονήθη. + +Ότε κατά πρώτον ήλθεν εις Σύραν, ελέγοντο και άλλα περί αυτού πολλά και +διάφορα. Επί τινα καιρόν διεδίδετο ότι είχε πάθει τας φρένας. Τήνιοι δέ +τινες εκυκλοφόρησαν επεισόδια ποικίλα της φημιζομένης παραφροσύνης του. +Αλλ' ο άνθρωπος εφαίνετο υγιέστατος τον νουν, η δε κατήφεια και η +απομόνωσίς του δεν ήσαν βεβαίως ανεξήγητοι υπό τας γενικάς τότε των +Ελλήνων περιστάσεις, ώστε διεσκεδάσθησαν εντός ολίγου πάσαι αι περί +διαταράξεως των φρενών του υπόνοιαι. Εν συνόλω, οι Ερμουπολίται δεν +ενησχολούντο πλέον περί αυτού. Ουδένα επείραζεν, ουδένα εβάρυνεν, άλλο +δεν επεθύμει και δεν επεδίωκεν ή να διέλθη απαρατήρητος η ύπαρξίς του, +τούτο δ' επί τέλους και επέτυχε. + +Και όμως η μονήρης και άσημος εκείνη ύπαρξις υπέκρυπτεν ιστορίαν +θλιβεράν, υπέκρυπτε πάλην μακράν, πάλην καθημερινήν μεταξύ της καρδίας +και της διανοίας του. Οι βλέποντες αυτόν παραγεμίζοντα ησύχως τας +εντύπους συναλλαγματικάς και φορτωτικάς του δεν ηδύναντο να υποπτεύσουν +οποίας τρικυμίας περιέκλειεν η ψυχή του. + +Το μυστικόν του Φιλίππου Μάρθα θα συναπέθνησκε μετ' αυτού εάν, ως +μνημόσυνον επιπλέον μετά ναυάγιον, δεν περιεσώζοντο ιδιόχειροί τινες +σημειώσεις του. Διατί τας έγραψε; Βεβαίως δεν προέθετο την +διαμνημόνευσιν των της ζωής του. Εγραφε διότι, όταν κατέχηταί τις υπό +μιας μόνης σκέψεως και δεν δύναται να την εκδιώξη, αισθάνεται την +ανάγκην να ελαφρώση την ψυχήν του διατυπών όπως δήποτε διά λέξεων το +άλγος του. Εάν έχη φίλον, θα το διακοινώση εις τον φίλον του· εάν έχη +πίστιν, θα το εκμυστηρευθή εις τον πνευματικόν του, άλλως η υπερχειλής +του καρδία θα εκχυθή εις ασυναρτήτους μονολόγους, — ή, εάν γνωρίζη να +γράφη, θα χαράξη επί του χάρτου τον θλιβερόν μονόλογον του. Ιδού διατί +έγραφεν ο Μάρθας. + +Το τετράδιον εις το οποίον έγραφε τας σκέψεις και αποσπάσματα της +αυτοβιογραφίας του δεν περιέχει ταύτα και μόνον, αλλ' εχρησίμευεν ως +γενικόν σημειωματάριόν του και κατάστιχον. Εις αυτό ενέγραφε μετ' +ακριβείας τας μικράς του δοσοληψίας, ως άνθρωπος φροντίζων να είναι +πάντοτε ενήμερος και απηλλαγμένος πάσης οφειλής. Εκεί επίσης +κατεγράφοντο αι διάφοροι εργασίαι του εις τα γραφεία των πελατών του. +Μεταξύ των τοιούτων σημειώσεων υπάρχουν ενίοτε συνταγαί φαρμακευτικαί, +μαρτυρούσαι ότι δεν είχε λησμονήσει ο Μάρθας την ιατρικήν του, αλλ' +αναγόμεναι άπασαι εις την σκευασίαν ναρκωτικών. Τα συστατικά των δεν +παραλλάσσουν ουσιωδώς, αλλ' αι δόσεις και οι συνδυασμοί ποικίλλουν. +Ηδύνατό τις εξ αυτών να εικάση ότι περί τα αναισθητικά ιδίως +περιεστράφησαν αι μελέται του. Αναμίξ δε και ατάκτως έγραφεν Αγγλιστί +ό,τι εσκέπτετο περί εαυτού ή ό,τι ανεπόλει εκ των επεισοδίων του βίου +του. Ταύτα άνευ σειράς ή χρονολογίας, αλλ' εκ των δοσοληπτικών +σημειώσεων, αίτινες προηγούνται ή έπονται εκάστου αποσπάσματος, δύναταί +τις κατά προσέγγισιν να ορίση εκάστου την ημερομηνίαν. Το όλον του +βιβλίου εγράφη μεταξύ των ετών 1845 και 1847. + +Το βιβλίον τούτο είναι κατάστιχον εμπορικόν εις σχήμα μικρού τετάρτου. +Αι τριπλαί εις εκάστην σελίδα στήλαι διά τας υποδιαιρέσεις της λίρας +στερλίνας μαρτυρούν την Αγλικήν κατασκευήν του. Η διάσωσίς του οφείλεται +προδήλως εις το σχήμα του. Εξελήφθη ως βιβλίον έντυπον και ούτω +περιφυλαχθέν ευρίσκεται εισέτι εις την δημοσίαν της Ερμουπόλεως +βιβλιοθήκην. + +Ομολογώ ότι κατά πρώτον συνέλαβα την ιδέαν του να επωφεληθώ των +σημειώσεων του Φιλίππου Μάρθα προς συγγραφήν διηγήματος επί το +μυθιστορικώτερον. Αλλά σκεφθείς ωριμώτερον επροτίμησα να τας δημοσιεύσω +απαραλλάκτους ως εγράφησαν παρ' αυτού και ν' αφήσω εις τον αναγνώστην +την φροντίδα του να συμπληρώση διά της φαντασίας τα κενά. + +Ιδού αύται. + +Α'. + +«Η Ψαριανή γειτόνισσά μου κάθηται το εσπέρας εις το κατώφλιον της θύρας +της, με το πρωτογέννητόν της εις την αγκάλην, και περιμένει τον άνδρα +της. Ότε επιστρέφων εις την οικίαν μου διέρχομαι εξ ανάγκης έμπροσθέν +της, με καλησπερίζει μειδιώσα και σχεδόν πάντοτε ευρίσκει τρόπον να είπη +τι, ώστε να διακόψω τον δρόμον μου διά ν' αποκριθώ. Ενίοτε θηλάζει το +βρέφος της, καλύπτουσα δια της χειρός το ημιανοικτόν στήθος. Δεν είναι +βεβαίως ωραία η γειτόνισσά μου, αλλ' ότε κλίνουσα την κεφαλήν αναπαύει +ευφροσύνως το βλέμμα εις τους ανοικτούς οφθαλμούς του θηλάζοντος τέκνου +της, με μειδίαμα αφάτου αγάπης εις τα χείλη, τότε μεταμορφούται το +πρόσωπόν της. Την εξωραΐζει η μητρική στοργή! + +Μένω τότε ενώπιόν της και την βλέπω. Αλλά δεν βλέπω εκείνην. Άλλη μορφή +ωραία, μορφή λατρευτή, μου φαίνεται καθημένη εκεί, εις το κατώφλιον της +θύρας. Φαντάζομαι ότι βλέπω την σύζυγόν μου θηλάζουσαν εις την μητρικήν +της αγκάλην το τέκνον μας. Το επί της κεφαλής της Ψαριανής πράσινον +μανδήλιον μεταβάλλεται εις κομψόν Σμυρναϊκόν κεφαλόδεσμον, η μαύρη της +κόμη μεταβάλλεται εις ξανθήν, και δύο γαλανοί οφθαλμοί προσηλούν επ' +εμού απερίγραπτον βλέμμα. + +Αλλ' ενώ ονειρεύομαι ταύτα, αλλάσσει η οπτασία, οι οφθαλμοί εκείνοι +κλείονται διά μιας, η λευκή όψις ωχριά, το βρέφος δεν αναπνέει, και την +βλέπω νεκράν την μητέρα του, νεκράν καθώς την είδα, καθώς την βλέπω +διαρκώς ενώπιόν μου έκτοτε! + +Ω, διατί, το όνειρον δεν επραγματοποιήθη! Διατί; Διότι αι κατηραμέναι +μου χείρες εξωλόθρευσαν την ευτυχίαν μου. Εγώ είμαι ο καταστροφεύς, εγώ +ο ένοχος, εγώ ο φονεύς! + +Β'. + +Σήμερον με συνήντησε καθ' οδόν ο νεωστί ελθών ενταύθα Γερμανός ιατρός. Ο +συνοδεύων αυτόν συμπατριώτης του τον ώθησε διά του αγκώνος, ενώ +διεσταυρούμεθα, ο δε ιατρός έστρεψε προς εμέ το βλέμμα και με ητένισε +μετά περιεργείας. Τον ήκουσα όπισθέν μου λέγοντα: «Συνέπεια βεβαίως +ψυχικής διαταράξεως.» — Δεν υπέθετεν ότι ηδυνάμην να εννοήσω τα +Γερμανικά του, ουδ' ότι εσπούδασα και εγώ την επιστήμην του. + +Η διάγνωσις μαρτυρεί οξυδέρκειαν. Τω όντι το χρώμα των τριχών μου +ηλλοιώθη κατά το δεκάμηνον διάστημα της διαμονής μου εις τα κελλία της +Ευαγγελιστρίας, αλλ' αγνοώ εάν η αλλοίωσις επήλθε διά μιας ή βαθμηδόν. +Ουδέποτε ηρεύνησα περί τούτου. + +Μ' εθεώρουν ως παράφρονα εκεί και ως τοιούτον με μετεχειρίζοντο. Δεν +ηδύναντο να ίδουν τι συνέβαινεν εντός της ψυχής μου, δεν εγνώριζον +οποίον βάρος επίεζε την συνείδησίν μου, δεν έβλεπον εκείνοι καθώς έβλεπα +εγώ αιωνίως ενώπιόν μου το φάσμα της. Και απέδιδον εις διατάραξιν φρενών +την απελπισίαν μου και μ' εβασάνιζον διά να με θεραπεύσουν — και +ενόμισαν ότι μ' εθεράπευσαν! Όχι, δεν παρελογιζόμην. Εάν παρεφρόνουν +τότε, παραφρονώ και τώρα. Διότι και τώρα η αυτή εικών πλανάται αενάως +ενώπιον των οφθαλμών μου, η αυτή απελπισία με κυριεύει, η αυτή με +κατέχει επιθυμία του θανάτου και έφεσις της αυτοτιμωρίας. + +Αλλά τότε εφρόνουν ότι ο θάνατος είναι η μεγίστη των ποινών. Δεν με +εθεράπευσαν εκείνοι· ο γέρων ιερεύς της Τήνου με έπεισεν ότι η ζωή είναι +ποινή βαρυτέρα του θανάτου. Ω, είχε δίκαιον! Του υπεσχέθην ότι θα +παραμείνω μέχρις ου έλθη απρόσκλητος ο θάνατος. Ποσάκις μετενόησα διά +την δοθείσαν υπόσχεσιν, ποσάκις ηθέλησα να πατήσω τον όρκον μου! Αλλ' +όχι! θα τον τηρήσω πιστώς! + +Γ'. + +Ενίοτε απορώ εγώ αυτός πώς εκτελώ ακριβώς και αλανθάστως την γραφικήν +μου εργασίαν, ενώ πλανάται ο νους μου αλλαχού, — πώς συγκεντρούται η +προσοχή μου εις το έργον μου, ενώ η ψυχή μου απουσιάζει. Μη υπάρχουν δύο +άνθρωποι εντός μου, και μοιράζεται εις δύο η ενέργειά των; Εξ ενός ο +δούλος της συνηθείας, η εργαζομένη μηχανή, ο ετεροκίνητος τροχός, — εξ +άλλου η αμετάβλητος σκέψις, η ακατάβλητος οδύνη, η διηνεκής ανάμνησις; +Εξ ενός η θέλησις, εξ άλλου η συνείδησις; Επροσπάθησα να μεταβάλω την +σκέψιν, να καταβάλω την οδύνην, να νικήσω την ανάμνησιν, επάλαισαν επί +πολύ εντός μου τα αντίθετα στοιχεία, αλλ' η θέλησις δεν ισχύει. Ενίκησεν +η συνείδησις! + +Δ'. + +Ο Γερμανός ιατρός θαυματουργεί. Πανταχού ακούω εξυμνούμενα τα +κατορθώματά του. Εθεράπευσε του ενός το χρόνιον και επίμονον νόσημα, +έσωσε τον άλλον, καίτοι καταδικασθέντα παρά των λοιπών ιατρών. Οι +πάσχοντες προσέρχονται σωρηδόν εις την οικίαν του, οι συνάδελφοί του +επιζητούν την αρωγήν του. Αντικείμενον της ομιλίας και του θαυμασμού της +Ερμουπόλεως είναι προ ημερών ο Γερμανός! + +Τοιαύτα επηύχοντο οι συμμαθηταί και οι καθηγηταί εις εμέ, ότε ανεχώρουν +εξ Αμερικής. Τοιούτον μοι επηγγέλλετο το μέλλον ο πρόεδρος της Σχολής, +ότε εντός της αιθούσης επέστεφε διά λατινικής προσλαλιάς την απονομήν +του διπλώματος, το δε συνωθούμενον πλήθος ανευφήμει τον νέον Έλληνα +ιατρόν. + +Διατί αναπολώ ταύτα, και προς τι; Δεν είμαι πλέον ιατρός, αφού η +επιστήμη μου αντί της σωτηρίας επέφερε τον θάνατον, — τον φόνον. Τούτο +επέβαλε τότε η συνείδησίς μου, σήμερον το επιβάλλει και η αμάθεια. Επί +δέκα ήδη έτη απέμαθα την μη εξασκουμένην ιατρικήν. Σήμερον είμαι γραφεύς +της Αγγλικής γλώσσης και ουδέν άλλο, ουδέν περιπλέον! Ουδείς ενταύθα +γνωρίζει ότι ήμην ιατρός, ή και αν το εγνώριζε, το ελησμόνησεν. Αλλ' +ούτε μεταμελούμαι διά τούτο. Ούτως έπρεπε να γείνη και ούτως εγένετο. +Ήδη τετέλεσται! + +E’. + +Πρό τινος μία υποψία, ήτις και άλλοτε μ' εβασάνισε, μου πιέζει συχνάκις +τον νουν. Αμφιβάλλω τότε περί παντός, περί του παρελθόντος, περί του +παρόντος, περί της υπάρξεώς μου αυτής. Σκέπτομαι τότε μη διαφεύγη αληθώς +την θέλησίν μου η ενέργεια της διανοίας, μη τα γεννήματά της στηρίζωνται +επί της σαλευομένης βάσεως πάσχοντος εγκεφάλου, μη και η λύπη μου +αυτή... Διατί σκέπτομαι ταύτα; Διατί αι υποψίαι αύται, αι επιβαρύνουσαι +έτι μάλλον το αφόρητον άχθος του βίου; Όχι! Ο πάσχων τας φρένας δεν έχει +την συνείδησιν του πάθους του. + +Ω! Είθε να ήμην παράφρων! + +ΣΤ'. + +Την νύκτα ότε άυπνος βλέπω τα αναρίθμητα άστρα ακτινοβολούντα εις την +απέραντον γαλήνην του ουρανού, και ακούω υπό τον εξώστην μου τον ήσυχον +φλοίσβον της θαλάσσης, διαπερούν ενίοτε την φαντασίαν μου, ως εικόνες +αλλεπάλληλοι, αι ολίγαι ευχάριστοι αναμνήσεις της ζωής μου. Ενθυμούμαι +τότε τον Αμερικανόν ευεργέτην μου, ενθυμούμαι τον ιερέα της +Ευαγγελιστρίας, ενθυμούμαι την Ψαριανήν γειτόνισσάν μου, ενθυμούμαι όσην +καλοσύνην απήντησα επί γης. Οι άνθρωποι δεν μου ηρνήθησαν ποτέ την +συμπάθειάν των, απ' εναντίας· αλλ' εγώ δεν την θέλω, ούτε ποτέ την +εζήτησα. Ίσως εάν την επεζήτουν δεν την απελάμβανα, διότι αποβαίνει +φορτική η μακρά δυστυχία, η δε φιλανθρωπία προσφέρει την ελεημοσύνην της +συμπαθείας εις δόσεις εφημέρους· δεν υποβάλλεται εις χρόνιον φόρον. + +Δεν θέλω ούτε αγάπην, ούτε συμπάθειαν· θέλω να διέλθω άγνωστος και +απαρατήρητος εν τω μέσω των ανθρώπων, υποφέρων εν κρυπτώ το βάρος της +συμφοράς μου, μέχρις ου έλθη η ποθητή ώρα της απολυτρώσεως, — της +αναπαύσεως. + +Επεθύμουν να γνωρίσω τον Γερμανόν, να τον ερωτήσω περί των γενομένων +ερευνών και προόδων εις την χρήσιν των αναισθητικών, να εξακριβώσω την +ατίαν του θανάτου της. Αλλά προς τι; Κατά τι θα ωφελήση τούτο; Το λάθος +μου δεν διορθώνεται, η νεκρά μου δεν θ' αναζήση. Διατί να διακοινώσω εις +τον ξένον τούτον ό,τι ουδείς γνωρίζει; + +Ότε εν τη απελπισία μου έκραξα ότι εγώ την εφόνευσα, παρεξήγουν πάντες +τους λόγους μου και ενόμιζον ότι παρεφρόνησα εκ της λύπης! Ας μείνη διά +παντός άγνωστον το φρικτόν μυστικόν μου. Μόνος ο ιερεύς της +Ευαγγελιστρίας το εγνώριζεν, αλλ' απέθανεν εκείνος. Δεν θα ερωτήσω τον +Γερμανόν. + +Και όμως ποσάκις έκτοτε εμελέτησα τας αναλογίας και υπελόγισα τα +συστατικά του αιθέρος, διά του οποίου την εφόνευσα. Αλλά ταύτα δι' +υπολογισμών δεν εξακριβούνται. Ανάγκη πειραμάτων, πειράματα δε ούτ' +επεχείρησα ούτ' επιχειρώ πλέον. Πόσα τοιαύτα εδοκίμασα εις Βοστόνην, +πόσα εις Τήνον, και εις τι απέληξαν; Ενόμιζα ο μωρός ότι κατέχω το +μυστήριον της ακινδύνου αναισθησίας, ότι δι' εμού θ' αντανακλασθή εις +την Ελλάδα η δόξα της εφευρέσεως, ότι διά της επιτυχούς χρήσεως του +αιθέρος θ' ανακουφίσω εγώ την πάσχουσαν ανθρωπότητα, και τι κατώρθωσα; +Εθανάτωσα την γυναίκα μου! + +Πώς δεν εκράτησε τότε την χείρα μου αμφιβολία τις; Την έβλεπα αγωνιώσαν, +κινδυνεύουσαν να συναποθάνη με το αγέννητον έτι τέκνον της, και την +απεκοίμισα διά του αιθέρος. Την απεκοίμισα πεποιθώς ότι θ' αφυπνισθή και +θα ίδη ευτυχής και σώα το βρέφος, χάριν του οποίου εκινδύνευεν η ύπαρξίς +της. Δεν αφυπνίσθη εκείνη. Εγώ αφυπνίσθην εκ της απατηλής μου +ματαιοφροσύνης, ότε την είδα νεκράν ενώπιον μου και νεκρόν το τέκνον +μου! + +Πόθεν το λάθος μου; Μη έσφαλα εις την δόσιν; Μη υπερείχεν εις την +σκευασίαν το οξικόν οξύ; Μη επλανήθην ως προς την κράσιν της, ή επήλθεν +αλλοίωσις απρόβλεπτος εις τας σωματικάς ενεργείας; + +Ω της εγκληματικής μωρίας μου! Τις εγώ ο νομίσας ότι ήσαν εις την +εξουσίαν μου της φύσεως τα μυστήρια; Ότε είδα την ωχρότητα του θανάτου +εις το πρόσωπόν της και ήκουσα τους τελευταίους βιαίους παλμούς της +καρδίας της, τότε συνησθάνθην την φρίκην του έργου μου και απηλπισμένος +έτρεξα και ερρίφθην εις την θάλασσαν. Διατί με έσωσαν; Διατί δεν με +αφήκαν να αποθάνω; Τι εκέρδισα ζων; + +Η'. + +Διατί ήλθεν ο Γερμανός ενταύθα; Διατί παρήτησε την πατρίδα του; Μη ώθησε +και τούτον η κακή τύχη να έλθη να ταφή ζων μεταξύ ξένων αγνώστων. Αυτός +όμως εξασκεί το έργον του, ενώ εγώ απηρνήθην την επιστήμην. Αλλ' η +δυστυχία έχει φάσεις ποικίλας και χείρας πολλάς. Του ενός η συμφορά δεν +ομοιάζει προς την του άλλου. Τις οίδε πώς ούτος επλήρωσε τον φόρον του +εις την Ειμαρμένην! Τις οίδεν οποίον βάρος φέρει η συνείδησίς του! + +Θ'. + +Συχνάκις αναπολώ τον πρώτον μετά της μνηστής μου περίπατον. Ο ήλιος είχε +δύσει, αλλ' αι ακτίνες του εφώτιζον εισέτι την εξοχήν. Κατεβαίνομεν το +βουνόν επιστρέφοντες εις την πόλιν. Εκράτει δέσμην ανθών αγρίων εις την +μίαν χείρα, διά της άλλης εστηρίζετο επί της χειρός μου. Η ψυχή μου ήτο +πλήρης ευτυχίας! Διηρχόμεθα τον έμπροσθεν του ανεμομύλου αγρόν εις τα +πρόθυρα της πόλεως. Ο τροχός του δεν εκινείτο, είχον επιδεθή τα ιστία +του. Εις την θύραν της παρακειμένης καλύβης εκάθηντο ο γέρων μυλωνάς και +η σύζυγός του. Ο υιός των επότιζε τον περί τον μύλον κήπον, η νύμφη των +επί χαμηλού σκαμνίου έρραπτεν εισέτι, κύπτουσα διά να βλέπη, τα δε δύο +της τέκνα, οι έγγονοι των δύο γερόντων, έπαιζον εκεί, και αντήχουν οι +γέλωτές των. Ήτο σκηνή αληθούς ευτυχίας εκείνη. Εστάθημεν και εβλέπομεν, +απολαύοντες μακρόθεν την ηδονήν της γαληνιαίας φαιδρότητάς της. Έθλιψα +εν συγκινήσει την χείρα της μνηστής μου. Ω! εψιθύρισα, θα μας αξιώση και +ημάς ο Θεός να γηράσωμεν ούτω περικυκλωμένοι; + +Εμειδίασεν εκείνη. — Πολύ βιάζεσαι, είπεν. Ας χαρώμεν την νεότητα και ας +μη προμελετώμεν το γήρας. + +Δεν εχάρημεν την νεότητα, και δεν θα έλθη το γήρας. Δι' εκείνην βεβαίως +όχι. Είθε όχι και δι' εμέ! + +Ι'. + +Βάσις της ευτυχίας η άγνοια του μέλλοντος. Τις θα έχαιρε ποτέ, εάν +ηδύνατο να προΐδη ότι η παρούσα χαρά θα μετατραπή εις λύπην; Τις θα +ηγάπα, εάν εγνώριζεν οποίους σπαραγμούς μέλλοντας υποκρύπτει η πηγή +οπόθεν αναβρύει σήμερον η ευδαιμονία; Τις θα ήλπιζεν, εάν δεν έμενον +κρυμμένα τα επερχόμενα δεινά; Ενόσω είναι ο άνθρωπος νέος, το στάδιον +του αγνώστου απλούται ευρύτερον ενώπιον της τυφλότητός του, όσον δε +πλειότερον απέχει το μέλλον, τόσον μεγαλειτέρα η εκ της αγνοίας του +πηγάζουσα ευτυχία! + +Αλλ' όταν το δάκτυλον της Ειμαρμένης στηλωθή εις σελίδα υπό της χειρός +της ανοιχθείσαν, όταν ο κρύπτων τα μετέπειτα πέπλος σχισθείς αποκαλύψη +τας όπισθεν αυτού συμφοράς, τότε διαλύεται η πλάνη, τότε επέρχεται +αφύπνισις σκληρά, τα δε όνειρα διαδέχεται η απελπισία. + +Το βλέπω εγώ το δάκτυλον της Ειμαρμένης, βλέπω την σκιάν του επί του +ανοικτού βιβλίου της ζωής μου. Διά του σχισθέντος πέπλου βλέπω +προκεχαραγμένην την τροχιάν μου μέχρι του κρημνού όπου θα καταλήξη! + +Αλλ' όχι! Απατώμαι και ματαιοφρονώ. Ουδ' επί τοσούτον δύναμαι να +καυχηθώ. Ο άνευ ελπίδος ζων γνωρίζει μόνον τι εστερήθη, γνωρίζει ότι +θα διέλθη ημέρας αφωτίστους εκ του φωτός της ευτυχίας, αλλά δεν γνωρίζει +ούτε δύναται να προΐδη τι εισέτι κρύπτεται εντός του έμπροσθεν αυτού +σκότους. + +Αλλ' είναι πλήρες το ποτήριον, δεν χωρεί άλλην πλέον ρανίδα! Και μη +απαιτήται αύξησις ποσού διά ν' αυξήση η πικρία της πικρίας του; Μη δεν +αυξάνη αφ' εαυτής, καθ' όσον ο χρόνος παρέρχεται; + +Ω, το βάρος της ζωής! Ω, η αφόρητος ανία της υπάρξεως! + +ΙΑ'· + +Επί τέλους! η λύσις παρουσιάζεται αφ' εαυτής! Επέρχεται η ποθητή +διέξοδος επί τέλους! + +Την νύκτα, ενώ εσύριζεν ο άνεμος περί την σκέπην του εξώστου μου και η +θάλασσα εβρόντα κάτωθέν μου, ήκουσα αίφνης ξύλου τριγμόν και ησθάνθην +τον εξώστην σεισθέντα υπό την κεφαλήν μου. Το πρώτον μου αίσθημα ήτο +αίσθημα τρόμου. Αλλά διήλθεν ο φόβος ως αστραπή, και επλήσθη χαράς η +καρδία μου. + +Επί τέλους! + +Ανέκυψα και εκάθισα βλέπων κάτωθεν μου την αφρίζουσαν θάλασσαν. Έσεισα +τον εξώστην. Μόνον η προς την κεφαλήν μου πλευρά του ενέδιδεν υπό την +πίεσιν, αλλ' επανήρχετο μετ' ελαστικότητος εις την προτέραν της θέσιν. +Επροσπάθησα να καθησυχάσω τα αισθήματά μου και να κατατάξω τας σκέψεις +μου. Τι έτριξε; Πώς και διατί; + +Δεν κατέβην ποτέ εις τον κρημνόν διά να επεξεργασθώ κάτωθεν τα του +εξώστου μου. Εκ των επί των σανίδων του καρφίων φαίνεται ότι στηρίζεται +επί δύο πασσάλων κτισμένων εντός του τοίχου, αλλ' ούτε το πάχος ούτε την +στερεότητα των πασσάλων δύναται τις άνωθεν να εξακριβώση. Οπωσδήποτε, +φανερόν ότι η υπόκρυφος εργασία της φθοράς εγένετο βαθμιαίως και ήδη το +ξύλον απέκαμεν. Εχωρίσθησαν αι φθαρείσαι ίνες του, αλλ' όχι καθ' +ολοκληρίαν εισέτι. Αλλά και οι δύο πάσσαλοι θα είναι εξ άπαντος της +αυτής προελεύσεως και της αυτής στερεότητος. Διατί δεν έτριξεν επίσης +και δεν σαλεύει και ο υπό τους πόδας μου; Διότι το βάρος εκεί +ολιγώτερον, η δε φθορά κατά συνέπειαν βραδυτέρα. + +Αλλ' εάν ο είς μόνος πάσσαλος θραυσθή, ενώ ο άλλος αντέχει εισέτι, ο +εξώστης θα κρεμασθή χωρίς διά μιας να καταπέση. Και τότε; τι εκέρδισα; +Διά να καταπέση ανάγκη εκ παραλλήλου και ταυτοχρόνως να προβή και των +δύο πασσάλων η φθορά. Και τότε; Τότε υπό το βάρος μου θα συντριβή και θα +πέση μίαν νύκτα ο εξώστης, και λήγει το μαρτύριον! + +Θα μεταβάλω θέσιν επί του εξώστου. Θα τοποθετήσω το προσκέφαλον εκεί +όπου μέχρι τούδε ήσαν οι πόδες μου. + +Παραβαίνω μήπως την δοθείσαν υπόσχεσιν; Όχι. Δεν πηγαίνω εγώ προς τον +θάνατον, αλλ' ιδού ο θάνατος απρόσκλητος έρχεται προς εμέ. — Καλώς να +έλθη! + +ΙΒ'. + +Εβδομάς παρήλθεν ολόκληρος, αντέχει δε στερεώς εισέτι ο άλλος πάσσαλος. +Ουδέ τριγμός ουδέ σάλευμα. Θα περιμείνω με υπομονήν, δεν θα επισπεύσω +την καταστροφήν. θα έλθη αφ' εαυτής, θα έλθη! + +Εδοκίμασα τι θα συμβή οπόταν συντριβή και πέση ο εξώστης. Έρριψα λίθον +ογκώδη κατά κάθετον επί του βράχου. Ο λίθος εκυλίσθη πηδών μέχρι της +άκρας του κρημνού, εκείθεν κατέπεσε, και ήκουσα κάτωθεν την βοήν της +βαθείας θαλάσσης. Έρριψα λιθάριον μικρόν και κατεκρημνίσθη κυλισθέν +επίσης. Ουδεμία επί των βράχων εξοχή ικανή να εμποδίση το κύλισμα +οιουδήποτε βαρέος σώματος. + +ΙΓ'. + +Προσοχή, προσοχή! Σήμερον συνέλαβα τον εαυτόν μου αυτοφώρω μονολογούντα, +— ίσως και χειρονομούντα. + +Ενώ επέστρεφα εις την οικίαν μου, μία γραία εις την καμπήν της οδού +εστάθη διά μιας απέναντί μου, ως τρομάξασα, και με παρετήρει. Συνελθών +εν ακαρεί, ήκουσα τον ήχον της φωνής μου. + +Προσοχή! Εάν προδοθώ, εάν εννοηθούν οι σκοποί μου, ενδέχεται να +εμποδισθή η εκτέλεσίς των. Διά τούτο δεν διέκοψα την εργασίαν μου, αλλ' +εξακολουθώ επισκεπτόμενος τα γραφεία των πελατών μου ως πρότερον. Αλλ' +εάν δεν είμαι κύριος εμαυτού, εάν η φωνή μου εμφαίνη τα διανοήματά μου +χωρίς να το θέλω και χωρίς να το γνωρίζω, τότε τι το όφελος των μέτρων +μου περί τα λοιπά; Προσοχή μη προδοθώ! + +ΙΔ'. + +Σήμερον συνήντησα καθ' οδόν τον Γερμανόν ιατρόν μόλις δυνάμενον να σταθή +εις τους πόδας του. Ήτο μεθυσμένος ως κτήνος! Ήκουσα και άλλοτε ότι το +συνηθίζει, αλλά δεν έτυχε να τον ίδω ποτέ καθώς τον είδα σήμερον. Ήτο +ελεεινός! + +Εννοώ το κινούν αυτόν ελατήριον. Θέλει ο δυστυχής να πνίξη την φωνήν της +συνειδήσεως, θέλει να μη την ακούη. + +Υπάρχουν σκέψεις και αναμνήσεις, εις των οποίων, την βάσανον ο άνθρωπος +δεν αντέχει. Προσπαθεί να τας διώξη, αλλά δεν ημπορεί να τας εξαλείψη, +ούτε να τας διεκφύγη. + +Εάν υποβάλη την διάνοιάν του εις αδιάκοπον εργασίαν, μεταξύ του +αντικειμένου της μελέτης και των οφθαλμών του παρεισδύεται η εικών, την +οποίαν επεθύμει να λησμονήση. Εάν κλείση τους οφθαλμούς, την βλέπει και +πάλιν ζωντανήν ενώπιόν του. Εάν επιζητήση την λήθην εις τας περιπετείας +βίου πλάνητος, δεν θα την εύρη ούτ' εκεί. Όσω μακράν και αν υπάγη, τον +παρακολουθεί αναπόσπαστος η συνείδησίς του και τον συνοδεύει η θλίψις +του. Παραδίδεται τότε εις την μέθην, θέλων και προσπαθών ν' αποκτηνωθή. +Τινές, ευτυχέστεροι, παραφρονούν. + +Θεέ μου, θεέ μου, δεν είναι απλούστερον και προτιμότερον ο θάνατος; + +ΙΕ'. + +Ο εξώστης είναι εισέτι στερεός υπό την κεφαλήν μου, αλλ' υπό τους πόδας +μου τον αισθάνομαι κλονούμενον περισσότερον και ευκολώτερον. Εικάζω ότι +ο πάσσαλος εσχίσθη οριζοντίως, αλλ' όχι καθ' όλον το μήκος του, και διά +τούτο αντέχει εισέτι. Εσκέφθην όμως ότι, αν καταστραφή αυτός, ο εξώστης +θα κρημνισθή και αν έτι διατηρήται στερεός ο άλλος πάσσαλος. Δεν θα +καταπέση ίσως επί των βράχων διά μιας, αλλά θα μείνη κρεμάμενος εκ της +μιας των πλευρών του, τα δ' επ' αυτού θα πέσουν εξ ανάγκης επί του +κρημνού. Αι κιγκλίδες δεν θα εμποδίσουν την πτώσιν του εξώστου. Εξήτασα +καλώς τα ξύλα, τα οποία συνδέουν άνωθεν τας κιγκλίδας. Είναι εκατέρωθεν +προσηλωμένα επί του τοίχου της οικίας, αλλά τόσον ατέχνως και ασθενώς, +ώστε θα ενδώσουν εις την ελαχίστην βίαν ή πίεσιν. Ουδεμία ανάγκη να +περιμένω μέχρις ου τρίξη και διαρραγή και ο άλλος πάσσαλος. Θα +τοποθετήσω και πάλιν το προσκέφαλον εις την σαλευομένην πλευράν του +εξώστου. Ίσως ούτω το τέλος επέλθη ταχύτερον. + +ΙΣΤ'. + +Η Μοίρα προώρισε το πέλαγος ως τάφον της οικογενείας μου. Ανέκαθεν είχα +το προαίσθημα ότι εντός αυτού θα εύρω και εγώ την αιώνιον ανάπαυσιν. +Τους άλλους τρώγει το χώμα, τα ιδικά μας οστά καλύπτονται υπό φυκών και +οστράκων εις τα βάθη της θαλάσσης. + +Εκ της λέμβου του Αμερικανικού πλοίου, εις την οποίαν οι ναύται διά της +βίας μας έσπρωξαν την μητέρα μου κ' εμέ, τον είδα κατά την φρικτήν +εκείνην νύκτα, τον είδα τον δυστυχή μου πατέρα καλυπτόμενον υπό των +υδάτων. + +Οι Τούρκοι ελεηλάτουν και έσφαζον εντός της πόλεως, ενώ ημείς εφεύγομεν +προς την παραλίαν. Η λέμβος επερίμενε πλήρης ήδη προσφύγων. Μας έσπρωξαν +εντός αυτής οι ναύται, την μητέρα μου κ' εμέ, και η λέμβος απεμακρύνθη +της ακτής. Ο πατήρ μου ερρίφθη εις την θάλασσαν και μας ηκολούθει +κολυμβών. Αλλ' οι Τούρκοι ήσαν ήδη επί της παραλίας με τα ξίφη γυμνά, με +τα όπλα απαστράπτοντα υπό το φως της σελήνης. Εκράτουν το φόρεμα της +μητρός μου, ορθίας εντός της λέμβου, βωβός εκ του τρόμου, με τα βλέμματα +προσηλωμένα προς τον πατέρα μου. Αίφνης είδα τας λάμψεις +εκπυρσοκροτήσεων, ήκουσα τουφεκισμούς και είδα τον πατέρα μου υψούντα +τας χείρας, και έπειτα... δεν τον είδα πλέον. + +Η μήτηρ μου έπεσεν ως νεκρά εντός της λέμβου, και ως νεκράν την +μετέφερον οι ναύται επί του πλοίου. Και εγώ εξηκολούθουν κρατών με τας +δύο χείρας το φόρεμά της. Αι φιλάνθρωποι φροντίδες των ξένων την +επανέφερον εις την ζωήν. Αλλά δεν ήτο ζωή εκείνη! Εφαντάζετο διαρκώς ότι +βλέπει τον σύζυγόν της διωκόμενον υπό των Τούρκων, δεν με ανεγνώριζεν, +έκλαιε λέγουσα ότι έσφαξαν και το τέκνον της οι Τούρκοι. Εις μάτην +κατεφίλουν τας χείρας της, εις μάτην έκραζα: + + — Εδώ είμαι μητέρα! + +Παρεφρόνησεν, η τάλαινα. Αλλά το μαρτύριον εκείνης δεν ήτο μακρόν ως το +ιδικόν μου. Συγχρόνως με του νου εξηντλήθησαν και του σώματός της αι +δυνάμεις. Απέθανε! Και εκ του καταστρώματος του πλοίου όπου, αντί +ιερέως, ο πλοίαρχος ανέγνωσεν εις ξένην γλώσσαν τας νεκρωσίμους +προσευχάς, το λείψανόν της σαβανωθέν εντός ιστίου, με σφαίραν βαρείαν +εις τους πόδας, ερρίφθη εις τα βάθη της θαλάσσης. + +Ήμην δεκαετής τότε, ήμην εις ηλικίαν ώστε να αισθανθώ ολόκληρον την +πικρίαν των τραγικών εκείνων περιπετειών. Έκτοτε ενετυπώθη εις την ψυχήν +μου το προαίσθημα ότι τα οστά μου, καθώς τα οστά των γονέων μου, +πέπτωται να κυλίωνται εις τα άδυτα του πελάγους, μέχρις ου η κόνις +ανέλθη εις το φως του ηλίου αναμιγνυομένη με τους αφρούς των κυμάτων. + +ΙΖ'. + +Τέσσαρες εβδομάδες συνεπληρώθησαν σήμερον, ο δε εξώστης αντέχει εισέτι. +Ανά πάσαν εσπέραν προσδοκώ το τέλος, αλλ' ο ήλιος ανατέλλων μου το +αναβάλλει εις την αύριον. Απηύδησα περιμένων. Η κεφαλή μου αλγεί, +βομβούν τα ώτα μου, οι οφθαλμοί μου καίουν, αισθάνομαι ότι δεν δύναμαι +πλέον επί πολύ να κυβερνώ τον νουν μου. Ελπίζω όμως, ελπίζω ότι +προσεγγίζει η καταστροφή. Αι σανίδες του εξώστου τρίζουν και κλονίζονται +επί μάλλον και μάλλον. + +Ο ουρανός είνε σήμερον ζοφερός, ο άνεμος γίνεται σφοδρότερος, καθ' όσον +ο ήλιος καταβαίνει προς την δύσιν του. Εάν μεταβληθή εις τρικυμίαν την +νύκτα, ίσως οι πάσσαλοι επί τέλους συντριβώσιν. + +Ίσως! Χθες προς το λυκαυγές μία λευκή περιστερά ήλθε κ' εκάθισεν επί των +κιγκλίδων του εξώστου άνωθεν της κεφαλής μου, πάλλουσα τας πτέρυγάς της. +Εντός του διαλυομένου σκότους, προτού ανατείλη ο ήλιος, την είδα +προσηλούσαν εις τους οφθαλμούς μου τους λάμποντας οφθαλμούς της. Το +βλέμμα της εξέφραζε θλίψιν άφατον. Εφαντάσθην ότι ήτο η ψυχή της +γυναικός μου και έκλαυσα. Ω, προ πόσου καιρού δεν έχυσα δάκρυα! Έκλαυσα +και ωμίλησα προς την λευκήν περιστεράν. Είπα της ψυχής μου τον πόνον. +Και με ήκουεν η περιστερά και μ' έβλεπε με το θλιβερόν βλέμμα της. Είπα +την ελπίδα μου ότι επέρχεται των δεινών μου η παύσις, ότι θα συνενωθώμεν +και πάλιν. Και ήνοιξε τας λευκάς της πτέρυγας η περιστερά και +απεμακρύνθη προσηλούσα εισέτι επ' εμού το βλέμμα. Μου εδείκνυεν άρά γε +τον δρόμον; Ω ψυχή της γυναικός μου, θα σε ακολουθήσω! Έρχομαι!» + +Ενταύθα λήγουν αι αυτόγραφοι σημειώσεις του Φιλίππου Μάρθα. Δεν +απαιτούνται γνώσεις βαθείαι, ιατρικής, όπως εκ της αναγνώσεώς των +εννοήση πας τις ότι ο δυστυχής κατείχετο υπό της μονομανίας της +αυτοκτονίας. Εις τα αποσπάσματα ταύτα διαφαίνονται πάντα τα παθολογικά +συμπτώματα νοσούσης διανοίας. + +Επί ικανάς ημέρας ηρεύνησα εις τα αρχεία της Ερμουπόλεως προς ανεύρεσιν +εγγράφου οιουδήποτε αναγομένου εις τον θάνατόν του. Επί τέλους ανεκάλυψα +δικαστικήν απόφασιν, διαλαμβάνουσαν ότι μη παρουσιασθέντος συγγενούς +τινος διεκδικούντος την κληρονομίαν του, μήτε δανειστού ουδενός, η +πενιχρά περιουσία του μετεβιβάζετο εις την κυριότητα του δημοσίου. +Επισυνημμένη δε εις την απόφασιν του δικαστηρίου υπήρχεν η σημείωσις της +επί δημοπρασίας εκποιήσεως των ολίγων σκευών του, εκκαθαρισάντων, κατά +λεπτομερή απογραφήν, δραχμάς πεντήκοντα τρεις και λεπτά τριάκοντα. + +Εξ ετέρου εγγράφου, περισωζομένου εις την βιβλιοθήκην Ερμουπόλεως, +εξάγεται ότι τα βιβλία του δεν συμπεριλήφθησαν εις την δημοπρασίαν, αλλ' +εναπετέθησαν εις την δημοσίαν βιβλιοθήκην. Τα πλείστα είναι Αγγλικά και +ύλης ιατρικής, αλλ' υπάρχουν μεταξύ αυτών καί τινες Αγγλικαί εκδόσεις +Ελλήνων συγγραφέων. Το όλον της μικράς βιβλιοθήκης του Μάρθα απετελείτο +εκ τόμων τεσσαράκοντα περίπου. Εννοείται δε ότι δι' εμέ το κειμήλιον της +συλλογής ήτο το ιδιόγραφον σημειωματάριόν του. + +Αλλ' εξ αμφοτέρων των εγγράφων τούτων ουδόλως εφωτίσθην ως προς τα καθ' +έκαστα της αποβιώσεώς του, παρήτησα δε πάσαν ελπίδα του να ικανοποιήσω +την περιέργειάν μου, ότε φυλλολογών, χάριν άλλων μελετών, την εν τη +βιβλιοθήκη Ερμουπόλεως συλλογήν της εφημερίδος «Ο Φανός του Αιγαίου», +ανεκάλυψα εις το υπ' αριθμόν 319 και υπό ημερομηνίαν της 10ης +Σεπτεμβρίου 1847 φύλλον αυτής, μεταξύ των διαφόρων, την εξής παράγραφον: + + — «Πλησίον όσων άλλων καταστροφών επέφερεν η φοβερά τρικυμία της +προχθεσινής νυκτός, έχομεν δυστυχώς να συγκαταριθμήσωμεν και τον θάνατον +του Φιλίππου Μάρθα. Οι γείτονες, μη ιδόντες αυτόν διόλης της ημέρας +χθες, επληροφόρησαν την αστυνομίαν ότι κατέπεσεν ο εξώστης της οικίας +του, κειμένης παρά την δυτικήν Εκκλησίαν. Διαρρηχθείσης της θύρας, +επεκυρώθησαν αι υποψίαι των γειτόνων. Καθ' ας ελάβομεν πληροφορίας, ο +Μάρθας εκοιμάτο συνήθως επί του εξώστου, τον οποίον η βία του ανέμου +κατέρριψεν επί των κατωφερών βράχων. Ο εξώστης και πάντα τα επ' αυτού +κατακυλισθέντα κατεποντίσθησαν εντός της βαθείας εις εκείνο το μέρος +θαλάσσης. Ο δυστυχής, πεποιθώς εις την στερεότητα του εξώστου, δεν +επρόφθασε να σωθή αφυπνιζόμενος. Η καταστροφή επήλθεν ακαριαίως ως εκ +της σφοδρότητος της τρικυμίας. Η εξακολούθησις αυτής δεν επέτρεψεν +εισέτι την εκεί έρευναν, αλλ' άνωθεν ουδέν φαίνεται επιπλέον, ούτε +πτώμα, ούτε σανίς, ούτε σινδόνη. Ο άνεμος πνέει νοτιοδυτικός, ώστε κατά +πάσαν πιθανότητα θα φέρη το λείψανον του πνιγέντος προς τας ακτάς της +Τήνου». + + + +ΕΙΣ ΤΟΥ ΟΦΘΑΛΜΙΑΤΡΟΥ + + + +Α'. + +Είχε σχεδόν κενωθή η τραπεζαρία του ιατρού, όπου οι πελάται επερίμενον +την σειράν των. Ήτο η ενδέκατη προ μεσημβρίας, εδέχετο δε καθ' εκάστην +από της εννάτης μέχρι της ενδεκάτης και ημισείας. Το πρωί ειργάζετο εις +το Νοσοκομείον, μετά μεσημβρίαν δε επεσκέπτετο τους ασθενείς του κατ' +οίκον. Η πελατεία του ήτο πολυάριθμος, ουδέ περιωρίζετο μεταξύ των +κατοίκων μόνον της πρωτευούσης, καθότι το όνομά του, ως αρίστου +οφθαλμιατρού, ήτο γνωστόν και εις τας επαρχίας και εις το εξωτερικόν. Οι +ασθενείς συνέρρεον προς αυτόν πανταχόθεν, διό και οι ερχόμενοι προς +επίσκεψίν του εφρόντιζον να έλθουν ενωρίς, διά να καταλάβουν όσον ένεστι +καλλιτέραν σειράν έκαστος. Σπανιώτατον ήτο να έλθη τις μετά τας ένδεκα. +Ώστε και η μαγείρισσα, ήτις από το εις την αυλήν κείμενον μαγειρείον +ήνοιγε διά σχοινίου την έξω θύραν και εδείκνυεν εις τους μη ειδότας την +είσοδον του οικήματος, — άντικρυ του μαγειρείου, — και την τραπεζαρίαν, +— δεξιά της εισόδου, εις το ισόγειον, — έπαυε κατ' εκείνην την ώραν +ενασχολουμένη εις τα της υποδοχής των πελατών και επεδίδετο +αποκλειστικώς εις την προετοιμασίαν του προγεύματος. + +Έμενον εισέπεριμένοντες να ίδουν τ ο ν ι α τ ρ ό ν τρεις πελάται, ή +μάλλον ειπείν τέσσαρες: + +Μία κυρία κομψή με την μικράν θυγατέρα της, έχουσαν τους οφθαλμούς +δεμένους με λευκόν επίδεσμον, — είς κύριος μεσόκοπος φέρων ομματοϋάλια, +αλλ' υγιής άλλως τους οφθαλμούς, κατά το φαινόμενον τουλάχιστον, — και +είς νέος. + +Ο νέος ήτο φοιτητής της φιλολογίας προπαρασκευαζόμενος διά τας εξετάσεις +του. Επόνει ο δυστυχής και εκράτει διαρκώς την χείρα επί του αριστερού +οφθαλμού του. Ήτο η σειρά του ήδη και επερίμενε μετά προφανούς +ανυπομονησίας, όρθιος, προσηλών τον δεξιόν οφθαλμόν εις την θύραν του +δωματίου του οφθαλμιατρού. + +Ο μεσόκοπος ήτο έπαρχος Θήρας. Επωφελούμενος της εις Αθήνας διαμονής του +ήλθε να συμβουλευθή τον ιατρόν, δωρεάν, (διότι τον είχε συμβουλευθή προ +ενός ήδη έτους επί πληρωμή,) εάν δεν ήτο καλόν να προμηθευθή δυνατώτερα +ομματοϋάλια. + +Ο άνθρωπος είχε διάθεσιν να συνάψη ομιλίαν μετά των ευρισκομένων εις την +τραπεζαρίαν, διά να παρέλθη ευκολώτερον ούτω η ώρα, αλλ' αι προς τούτο +απόπειραί του εναυάγησαν. Ο φοιτητής απεκρίθη πολύ λακωνικώς, ίσως +μάλιστα ολίγον αποτόμως, εις την ερώτησίν του εάν πονή κατά συνέπειαν +της πολλής μελέτης. Η δε κυρία, προσποιηθείσα ότι δεν ήκουσε φράσιν του +εγκωμιαστικήν διά την υπομονήν του κορασίου, εξηκολούθει συνδιαλεγομένη +με την μικράν της, αλλά τόσον ησύχως, ώστε μόλις ηκούετο ο ψιθυρισμός +των. + +Απελπισθείς ο έπαρχος εβύθισε την χείρα εις τον κόλπον του και εκλέξας +διά της αφής μεταξύ πολλών και διαφόρων εγγράφων, εξήγαγε την Εφημερίδα +της Θήρας, προ ημερών ληφθείσαν, και ήρχισε ν' αναγινώσκη το κύριον +άρθρον, μολονότι το εγνώριζε πλέον εκ στήθους, λυπούμενος ότι δεν +ηδύνατο να το αναγνώση υψηλή τη φωνή, εις επήκοον του φοιτητού και της +κομψής κυρίας. + + +Ιδού τι έλεγε το άρθρον: + +«Ο Κ. έπαρχος ανεχώρησε προχθές δι' Αθήνας. Ευχόμεθα να ίδωμεν αυτόν +προσεχώς επανακάμπτοντα, επ' αγαθώ της νήσου. Και όμως μετά λύπης, +υπαγορευομένης (το ομολογούμεν) εξ αισθήματος εγωιστικού, αναγράφομεν, +κατά δημοσιογραφικόν καθήκον, την επ' εσχάτοις διαδοθείσαν εν τη +πρωτευούση φήμην, ότι προσεκλήθη υπό της Κυβερνήσεως όπως διορισθή εις +θέσιν υψηλήν, ανταξίαν των μεγάλων αυτού προσόντων.» + +Σημειωτέον ότι ταύτα πάντα ήσαν ανακριβή. Πρώτον, ουδεμία περί του +επάρχου Θήρας φήμη εκυκλοφόρησέ ποτε εν τη πρωτευούση. Δεύτερον, ο Κ. +έπαρχος δεν προσεκλήθη υπό της Κυβερνήσεως, αλλ' απήλθε δυνάμει αδείας +μετά κόπου και μόχθου αποκτηθείσης, λόγω δήθεν υγείας. Τρίτον, ουδαμώς +επρόκειτο περί προβιβασμού, αλλ' απεναντίας υπήρχε φόβος περί παύσεως, +καθόσον ο προστατεύων τον έπαρχον βουλευτής, δυσαρεστηθείς επί τη +αρνήσει αιτήσεων τας οποίας το υπουργείον εχαρακτήρισεν ως υπερβολικάς, +διεπραγματεύετο τους όρους της μεταστάσεώς του εις τας τάξεις της +αντιπολιτεύσεως. Τούτο μαθών ο έπαρχος έδραμεν εις Αθήνας προς εύρεσιν +άλλων στηριγμάτων, δυνάμει των σχέσεων της συζύγου του. Ευτυχώς εις το +μεταξύ η υπόθεσις συνεβιβάσθη δι' αμοιβαίων παραχωρήσεων, και ο μεν +βουλευτής εξηκολούθησε δίδων την ψήφον του εις το υπουργείον, διαμείνας +ούτω πιστός εις τας πολιτικάς πεποιθήσεις και εις τα πατριωτικά του +αισθήματα, ο δ' έπαρχος καθησυχάσας διά την θέσιν του εφρόντιζε περί του +αριθμού των ομματοϋαλίων του, δικαιών ούτω και την άδειαν απουσίας. + +Ταύτα εν παρενθέσει. Η δ' εφημερίς ως εξής: + +«Χωρίς ν' αδικήσωμεν τον άγνωστον διάδοχόν του, δυνάμεθα να εκφράσωμεν +την βαθείαν και ειλικρινή λύπην ημών επί τη επαπειλούμενη απωλεία +τοιούτου έπαρχου. Η ελπίς ημών είνε ότι εν τη αγάπη του προς την +ημετέραν νήσον, αγάπη τοσάκις εκδηλωθείση, θ' αποποιηθή πάντα +προβιβασμόν, όπως εξακολουθήση παρέχων διά της πεφωτισμένης αυτού +διοικήσεως ευεργεσίας τη ημετέρα νήσω.» + +Και εξηκολούθει το άρθρον ανυψούν διά πολλών δοτικών τον έπαρχον μέχρι +τρίτου ουρανού! Εγνώριζεν ούτος τον αρθρογράφον· ήτο εξάδελφος της +συζύγου του, διορισθείς διδάσκαλος εις το σχολείον Θήρας, χάρις εις τας +ενεργείας του προμνησθέντος βουλευτού. Εγνώριζεν ότι τα γραφόμενά του +ούτε τα αισθήματα των Θηραίων πιστώς διηρμήνευον, ούτε την αλήθειαν +μόνην και πάσαν έλεγον. Ουχ ήττον ετέρπετο και ηγαλλία βλέπων το όνομά +του εξυμνούμενον διά του τύπου, ενώ δε ανεγίνωσκεν, εσκέπτετο διά τίνων +μέσων ηδύνατο να κατορθωθή η αναδημοσίευσις του άρθρου, έστω και εν +περιλήψει, εις εφημερίδα τινά των Αθηνών, και ανελογίζετο οποίαν +εντύπωσιν ήθελε το φύλλον εκείνο της πρωτευούσης προξενήσει εις Θήραν, +ιδίως εις τον δείνα και τον τάδε, τους ηγέτας του αντιθέτου εκεί +κόμματος. + +Β'. + +Ανεγίνωσκε λοιπόν, ή μάλλον ειπείν έβλεπε την Εφημερίδα του ο Κ. +έπαρχος, ενώ η κομψή κυρία και το θυγάτριόν της εψιθύριζον +ερωταποκρίσεις, ο δε φοιτητής, όρθιος, επερίμενε ν' ανοιχθή η θύρα του +ιατρού. + +Άκρα ησυχία εβασίλευεν εντός της τραπεζαρίας. + +Αίφνης ηκούσθη έξωθεν διάλογος οπωσούν ζωηρός. Κατ' αρχάς η συζήτησις +εγίνετο εις την αυλήν, παρά το μαγειρείον, και δεν διεκρίνετο καλώς το +αντικείμενόν της, αλλά βαθμηδόν τα πρόσωπα του διαλόγου επλησίασαν εις +την είσοδον της οικίας. Ηκούοντο δύο φωναί, η της μαγειρίσσης και άλλη +γυναικεία φωνή. Η δευτέρα αύτη ήτο η ηπιωτέρα των δύο, ο δε ήχος της ήτο +γλυκύς. Έπρεπε να προσέξη τις διά να εννοήση ότι ήτο γραίας γυναικός +φωνή. + + — Σου λέγω ότι δεν δέχεται σήμερα, έλεγε μετά δριμύτητος η φωνή της +μαγειρίσσης. + + — Εμένα μου είπαν ότι δέχεται, απεκρίνετο η γλυκεία φωνή. + + — Δέχεται το πρωί εις το Νοσοκομείον. Πήγαινε εκεί αύριον να τον ιδής. + + — Μου είπαν να τον ιδώ εδώ. + + — Τι σου είπαν και σου 'ξείπαν! Άκουσε τι σου λέγω εγώ. + + — Δεν μου είπες του λόγου σου τώρα ότι είναι επάνω; + + — Μάλιστα, επάνω είναι. + + — Τότε λοιπόν θα μας δεχθή. Είναι καλός άνθρωπος ο ιατρός. Μου το είπαν +εμένα. + + — Πάλιν σου είπαν! Εγώ σου λέγω να 'πας εις το Νοσοκομείον. + + — Δεν ηξεύρω πού είναι το Νοσοκομείον. Ήθελα να τον ιδώ εδώ. + + — Πώς να σου το 'πώ να καταλάβης, Χριστιανή μου! Εδώ βλέπει όσους +πληρώνουν. + + — Και ποίος σου είπεν ότι εγώ δεν πληρώνω; + +Η απόκρισις έθεσε τέρμα εις τα επιχειρήματα και την αντίστασιν της +μαγειρίσσης. Αλλ' η υποχώρησίς της εγένετο υπό διαμαρτύρησιν. + + — Αφού δεν θέλεις ν' ακούσης λόγον, είπε, κάμε καλά μαζή του. Να, εκεί +είναι. + +Ο διάλογος έπαυσεν, ηκούσθησαν δε εις την είσοδον και εις τας ολίγας +μαρμαρίνας βαθμίδας, αίτινες έφερον εις το ισόγαιον της οικίας, +βηματισμοί βαρείς, μαρτυρούντες την παρουσίαν και ετέρου προσώπου, +παρεκτός της κατόχου της γλυκείας φωνής. + +Εν τούτοις ο έπαρχος είχε παύσει την ανάγνωσιν και με την εφημερίδα +ανοικτήν επί των γονάτων ήκουε την συζήτησιν, ενόσω διήρκει, και τώρα +τον βαρύν κρότον των βραδέως πλησιαζόντων βημάτων. Το κοράσιον, +ανασηκώσαν τον επί των οφθαλμών του επίδεσμον, ηρώτα μετ' ανησυχίας την +μητέρα του: «Τι τρέχει; Ποίος είναι;» ο δε φοιτητής, όρθιος πάντοτε, +διακόψας την προσήλωσιν εις την θύραν του δωματίου του ιατρού, έστρεψε +τον υγιή οφθαλμόν προς την είσοδον της τραπεζαρίας. Όλοι μετά +περιεργείας επερίμενον την εμφάνισιν των ανερχομένων. + +Γ'. + +Επί τέλους η θύρα ηνοίχθη. Ηνοίχθη και εισήλθεν εις την τραπεζαρίαν +γραία χωρική, εξηκοντούτις περίπου, οδηγούσα νησιώτην γεροντότερον έτι. + +Η γραία ήτο μικρόσωμος, εφαίνετο δ' έτι μικροτέρα πλησίον του υψηλού +γέροντος, του οποίου εκράτει την αριστεράν διά της δεξιάς χειρός της. +Εις την δεξιάν του ο γέρων έφερε ράβδον στιβαράν. Ο τρόπος με τον οποίον +εψηλάφει διά της ράβδου το έδαφος, κλίνων προς τα οπίσω το στήθος και +την κεφαλήν, ωσεί φοβούμενος μη προσκρούση εις αόρατον πρόσκομμα, το +άψυχον βλέμμα των ανοικτών οφθαλμών του, τα πάντα εμαρτύρουν ότι ήτο +παντελώς τυφλός. + +Το φέσι του τυφλού γέροντος και αι βράκαι του είχον χάσει το αρχικόν +χρώμα των εκ της χρήσεως και της πολυκαιρίας, αι παρειαί του ήσαν προ +ημερών αξύριστοι, εν συνόλω δε το παρουσιαστικόν του εφανέρωνεν ανέχειαν +δικαιούσαν την επιμονήν της μαγειρίσσης, θελούσης να τον στείλη εις το +Νοσοκομείον. Απεναντίας, εκ της περιβολής της γραίας χωρικής εφαίνετο +ότι δεν ήτο απατηλή καύχησις η διαβεβαίωσις, ότι θα πληρώση τον ιατρόν. +Τα πένθιμα ενδύματά της ήσαν απλά, αλλά νέα και καλής ποιότητος. Το +φόρεμά της ήτο ανοικτόν εις το στήθος, αναμέσον δε του ανοίγματος έλαμπε +το λευκόν μεταξωτόν υποκάμισον, εκ του οποίου εξήρχετο ο ρυτιδωμένος +λαιμός της. Έφερε μικρόν φέσι μαύρον, μανδήλιον δε του αυτού χρώματος το +έσφιγγε περί την κεφαλήν της, και εκατέρωθεν εκρέμαντο επί των κροτάφων +δύο μικροί λευκοί βόστρυχοι. Επί των ώμων έφερε σάλι μαύρον, εν είδει +παραχωρήσεως εις τους παρεισάκτους νέους συρμούς της Ευρώπης. Επί του +όλου εφαίνετο ότι έβαλε τα καλά της διά να παρουσιασθή ενώπιον του +ιατρού. + +Άμα εισήλθεν εις την τραπεζαρίαν, οδηγούσα τον τυφλόν, έρριψε το βλέμμα +περί εαυτήν και εστάθη διστάζουσα. Εις το χωρίον της ο ιατρός δεν είχεν +αντιθάλαμον, ούτε επερίμενον οι πελάται την σειράν των. Την ετάραξε δ' +έτι μάλλον η σιωπή των περιεστώτων, οι oποίοι την παρετήρουν μετά +περιεργείας, χωρίς να φαίνωνται έχοντες ουδεμίαν σχέσιν ο είς προς τον +άλλον. Κατ ' αρχάς ενόμισεν ότι ο όρθιος φοιτητής ήτο ο ιατρός, και +ητοιμάζετο να προχωρήση προς αυτόν, σύρουσα τον τυφλόν. Αλλ' εσκέφθη ότι +είναι πολύ νέος εκείνος δι' ιατρόν και εστράφη προς τον έπαρχον, όστις, +με την εφημερίδα επί των γονάτων και τα ομματοϋάλια επί των ρωθώνων, την +έβλεπεν ασκαρδαμυκτί με γυμνούς τους οφθαλμούς. Δεν είχεν ουδ' εκείνος +ύφος ιατρού καθ' εαυτό, αλλ' όπως δήποτε έπρεπε να λυθή η απορία της. + + — Του λόγου σου είσαι ο ιατρός; ηρώτησε με την γλυκείαν φωνήν της. + + — Όχι, κυρά μου. Ο ιατρός είνε εις το δωμάτιόν του, εκεί μέσα. θα μας +δεχθή κατά σειράν, πρώτον τον κύριον εδώ, έπειτα την κυρίαν με την +μικράν της, κατόπιν εμέ, και έπειτα την ευγενείαν σου. + +Ο έπαρχος μετά πολλής προθυμίας επωφελήθη της παρουσιασθείσης ευκαιρίας +προς συνδιάλεξιν. + + — Δεν κάθεσαι; εξηκολούθησε, δεικνύων δύο καθέκλας πλησίον του. Κάθισε +και συ και του λόγου του, έως ότου να έλθη η σειρά σας. Θα περιμένετε +αρκετήν ώραν. + +Η γραία έστρεψεν επιδεξίως τον τυφλόν με τα νώτα προς την καθέκλαν και +τον έσπρωξε σιγά σιγά, μέχρις ου ησθάνθη, όπισθέν του το κάθισμα. Άμα +εκάθισεν ο γέρων, εστέναξεν εκ βάθους καρδίας· + + — Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα σου έλεος! + +Η φωνή του ήτο τόσον βροντώδης και θλιβερά συνάμα, ώστε η μικρά εφοβήθη +και επλησίασεν όσον ηδύνατο περισσότερον εις την μητέρα της, η οποία +επροσπάθει να την πείση να μη ανασηκώνη τον επίδεσμόν της. + + — Ησύχασε, εψιθύρισεν, ησύχασε. Δεν είναι τίποτε. Πονεί ο καϋμένος! + +Η γραία δεν έδωκε κατά το φαινόμενον προσοχήν εις την εκφώνησιν του +τυφλού. Εκάθισε πλησίον του και στραφείσα προς τον έπαρχον του απέτεινε +τον λόγον, εκφράζουσα άνευ προοιμίων και άνευ περιφράσεων τα παράπονά +της κατά της μαγειρίσσης. Ησθάνετο τόσω μάλλον την ανάγκην του ν' +ανακουφισθή εκχύνουσα εις λόγους την αγανάκτησίν της, καθόσον +επροσπάθησε να την περιστείλη διαρκούσης της συζητήσεως εις την αυλήν. + + — Χαρά 'ςτο! έλεγε. Να μη θέλη να μ' αφήση να έμβω! Δέχεται όσους +πληρώνουν, λέγει. Και μήπως εγώ της είπα ότι θέλω να τον ιδώ χάρισμα, +τον ιατρόν; Ας έχη δόξαν ο Θεός, δεν έχω την ανάγκην της! Ας είμεθα +μικροί άνθρωποι, δεν είμεθα της ελεημοσύνης. Του λόγου της θαρρεί ότι αν +δεν φορής φράγκικα και καπελίνι δεν είσαι άνθρωπος! Να 'πάγω, λέγει, 'ς +το Νοσοκομείον! Όγεσκε, εδώ θα μας ιδή ο ιατρός και ας τον πληρώσω! + +Και λέγουσα ταύτα έθεσε την χείρα εις τον κόλπον διά να ψαύση το +αργύριόν της. + +Ο έπαρχος ενόμισε την στιγμήν πρόσφορον όπως λάβη κ' εκείνος τον λόγον, +αλλ' η γραία δεν τω έδωκε τον αναγκαίον προς τούτο καιρόν. + + — Δεν φορούμεν φράγκικα, εξηκολούθησε, και δεν είμεθα πλούσιοι, αλλά +κάτι σημαίνομεν και 'μείς 'ς τον τόπον μας. Ας κοπιάση εκεί του λόγου +της να μάθη αν είναι της ελεημοσύνης η Κυρά Λοξή...... + +Δ'. + +Διέκοψε την γραίαν η θύρα του ιατρού, η οποία ηνοίχθη τρίζουσα. Όλαι αι +κεφαλαί εστράφησαν προς την θύραν, εκ της οποίας εξήλθεν ο πελάτης και +μετ' αυτόν ο ιατρός. Ο πελάτης διασχίσας την τραπεζαρίαν ανεχώρησεν, ο +δε ιατρός, σταθείς εις το κατώφλιον της θύρας του, είδεν ένα προς ένα +τους περιμένοντας και ένευσε προς τον φοιτητήν, όστις εισήλθεν εν βία +εις το δωμάτιον. + +Η θύρα εκλείσθη και πάλιν. + +Η Κυρά Λοξή είχεν εγερθή, άμα είδε την θύραν ανοιχθείσαν. Θέσασα την +χείρα εις τα βάθη του κόλπου της απέσυρεν από τας πτυχάς του μεταξωτού +υποκαμίσου επιστολήν και την έτεινε προς τον ιατρόν. Αλλ' ιδούσα ότι ο +ιατρός δεν επρόσεξεν, εναπέθεσε πάλιν την επιστολήν εις τον κόλπον της +και εκάθισεν. Εν τούτοις η επελθούσα διακοπή καθησύχασε την αγανάκτησίν +της. + +Ο έπαρχος ήνοιξε το ωρολόγιόν του και είδε την ώραν. + + — Ελπίζω, είπεν, ότι δεν θα χρονίση και αυτός ωσάν τον άλλον. + + — Τον έλεγα με τον νουν μου γεροντότερον, υπέλαβεν η Κυρά Λοξή. + + — Ποίον; ηρώτησεν ο έπαρχος. + + — Τον ιατρόν. + + — Δεν είναι δα και τόσον νέος. + + — Ποτέ να μη 'πεθάνη! επανέλαβεν η γραία. + + — Άξιος ιατρός, επρόσθεσεν ο έπαρχος. Κάμνει θαύματα! + + — Θαύματα αλήθεια! Τόσοι και τόσοι εις το νησί μας του χρεωστούν το φως +των! Εδώ εις το ξενοδοχείον μ' εφορτώθηκαν να 'πάγω εις ένα άλλον, αλλά +πού ν' ακούσω εγώ! + + — Ποίον άλλον; + +Η κυρά Λοξή είπε το όνομα του άλλου οφθαλμιατρού. + + — Θα συγκριθή εκείνος με τούτον; είπε περιφρονητικώς ο έπαρχος. + + — Πού 'ξεύρω εγώ! Μου εδιάβασαν εις την εφημερίδα τυπωμένα τα +ευχαριστήρια του ενός και του άλλου οπού τους ιάτρευσε, με ένα σωρόν +επαίνους. + + — Τας εφημερίδας θα πιστεύσης, κυρά μου! Όλα αυτά είναι πληρωμένα. + +Λέγων ταύτα ο έπαρχος είχε προς στιγμήν λησμονήσει την Εφημερίδα της +Θήρας. Αλλά διά μιας συνησθάνθη ότι δεν είχε το δικαίωμα να εκφέρη +τοιαύτην άδικον κατηγορίαν κατά του τύπου, και ρίψας το βλέμμα εις το +ανοικτόν εισέτι επί των γονάτων του φύλλον, το εδίπλωσεν ευλαβώς και το +ετοποθέτησεν εις τον κόλπον του. + +Εν μέσω της βραχείας σιωπής, η οποία συνώδευσε τας περί τύπου ενδομύχους +σκέψεις του επάρχου, αντήχησεν αίφνης εντός της τραπεζαρίας η πένθιμος +φωνή του τυφλού· + + — Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα σου έλεος! + +Η μικρά ετρόμαξε πάλιν, προς άκραν στενοχωρίαν της μητρός της, η οποία +επροσπάθησεν εκ νέου να την καθησυχάση, λαβούσα αυτήν επί των γονάτων +και ψιθυρίζουσα θωπευτικά λόγια. + +Η Κυρά Λοξή δεν είπε τίποτε, αλλά διά νευρικής κινήσεως ανέσυρεν επί των +ώμων το σάλι της. + +Ο έπαρχος ανύψωσεν επί της μύτης του τα ομματοϋάλια. + + — Άνδρας σου είναι; ηρώτησεν. + + — Όγεσκε, απεκρίθη η γραία ξηρά ξηρά. Δεν είναι άνδρας μου. + + — Περίεργον πράγμα, εξηκολούθησε λέγουσα. Όλος ο κόσμος εδώ μ' ερωτά· +«Άνδρας σου είναι; Άνδρας σου είναι;» Έως και η υπηρέτρια κάτω, κοντά +εις τάλλα, μου το ηρώτησε και τούτο· «Άνδρας σου είναι;» Εδώ, φαίνεται, +άλλο παρά ανδρόγυνα δεν βλέπει κανείς μαζή. + + — Με συγχωρείς την αδιακρισίαν μου, κυρά μου. Δεν ήθελα να σε πειράξω +με την ερώτησίν μου. + + — Δεν μ' επείραξες, κύριε, και δεν το έχω παράπονον ότι μου έκαμες την +ερώτησιν. Το έχει ο κόσμος να θέλη να ερωτά, ας είναι και πράγματα οπού +δεν τον μέλει. + +Μολονότι η κυρά Λοξή εξέθεσε την ιδέαν της αφελώς και χωρίς κακίαν, ο +έπαρχος εθεώρησεν ως προσβολήν, τρόπον τινά, το μάθημα το οποίον του +εδόθη. Δυσηρεστήθη δε τόσω μάλλον, καθόσον στραφείς προς την κομψήν +κυρίαν την είδε μειδιώσαν επιδοκιμαστικώς. Προητοίμαζεν απόκρισιν +τοιαύτην ώστε να ζεματίση την γραίαν και να την βάλη εις την θέσιν της, +ότε η θύρα του ιατρού ηνοίχθη εκ νέου. + +Ε'. + +Ο φοιτητής, καλύπτων τον oφθαλμόν διά της χειρός, και με έκφρασιν +ανθρώπου υποστάντος καυτηρίασιν, απήλθεν, ενώ η κομψή κυρία, υπείκουσα +εις σιωπηλήν πρόσκλησιν του ιατρού, εισήρχετο μετά του κορασίου της εις +το δωμάτιόν του. + +Ο έπαρχος ελησμόνησε την προσβολήν ή την εσυγχώρησε, καθόσον μάλιστα δεν +ήτο παρούσα πλέον η κομψή κυρία. Ανοίξας το ωρολόγιόν του είδε πάλιν την +ώραν. + + — Τι να έχη άρά γε το παιδάκι της; ηρώτησεν η Κυρά Λοξή. + + — Α! ανεφώνησεν ο έπαρχος πλήρης ευχαριστήσεως. Βλέπεις ότι και συ +ερωτάς διά πράγματα οπού δεν σε μέλει; Κ ' έπειτα πειράζεσαι και +θυμώνεις εάν σ' ερωτήσουν! Εγώ δεν ηρώτησα την κυρίαν τι έχει το παιδάκι +της. Δεν την γνωρίζω. + +Η γραία ύψωσε την χείρα της εις τα χείλη και περιστρέφουσα χαριέντως τα +δάκτυλα περί το στόμα επροσπάθησε να κρύψη το μειδίαμα, το οποίον +εφανέρωνον οι γελώντες οφθαλμοί της. + +Αντί απολογίας απηύθυνε προς τον έπαρχον δευτέραν και διπλήν μάλιστα +ερώτησίν. + + — Δεν την γνωρίζεις; Ξένη είναι; + + — Ούτε εις τούτο ημπορώ να σε φωτίσω, κυρά μου. Δεν κατοικώ εδώ. + + — Και πού κατοικείς; + + — Είμαι έπαρχος Θήρας. + +Και θέσας, μηχανικώς την χείρα εις το θυλάκιόν του έψαυσε την εφημερίδα. +Ευχαρίστως ήθελε διακοινώσει τα περιεχόμενά της εις την γραίαν, αλλ' +εσκέφθη ότι η περίστασις δεν ήτο κατάλληλος και απέσυρε την χείρα κενήν. + + — Α! Έπαρχος είσαι του λόγου σου, υπέλαβεν η γραία. Και νομάρχης! + + — Ευχαριστώ, κυρά μου. Απ' το στόμα σου κ' εις του Θεού ταυτί! + + — Και με τι κόμμα είσαι, κύριε έπαρχε; + + — Με την Κυβέρνησιν. + + — Αι, τότε δεν θα γείνης γρήγορα νομάρχης. + + — Πώς τούτο; + + — Θα πέση το υπουργείον· δεν είναι πολλά τα ψωμιά του. + + — Ανακατώνεσαι εις τα πολιτικά, βλέπω, κυρά Λοξή. + + — Αν ημπορής κάμε και αλλέως, Κύριε έπαρχε. + +Ο τυφλός διέκοψε την συνδιάλεξιν στενάξας πάλιν εκ βάθους καρδίας· + + — Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα σου έλεος! + +Ο έπαρχος προσήλωσεν ερωτηματικώς τους οφθαλμούς εις την γραίαν θέσας +τον δείκτην επί του μετώπου του και σαλεύσας έπειτα επανειλημμένως την +ανοικτήν χείρα. Η χειρονομία εσήμαινεν ευκρινώς· + + — Μη δεν είναι εις τα σωστά του; + +Η Κυρά Λοξή ένευσεν αρνητικώς την κεφαλήν και έφερε την χείρα πρώτον εις +τους οφθαλμούς της. τους οποίους έκλεισεν, έπειτα δε επί της καρδίας. + +Ο έπαρχος ενόησεν ότι κατέχει τον γέροντα η λύπη, αφότου απώλεσε την +όρασιν. + +Ο σιωπηλός ούτος διάλογος συνεφιλίωσεν εντελώς τον έπαρχον και την +γραίαν χωρικήν. Εάν διέμενεν έτι υπολανθάνον νέφος τι αναμεταξύ των, +κατά συνέπειαν των μικρών ακροβολισμών, οίτινες επηκολούθησαν την +ερώτησιν, εάν ήτο άνδρας της ο τυφλός, διελύθη ήδη και τούτο. Η ομιλία +επανελήφθη ζωηροτέρα, περιστρεφομένη ιδίως εις τα πολιτικά. Η κυρά Λοξή +διηγήθη διά μακρών τας περιπετείας του τελευταίου εκλογικού αγώνος εις +την νήσον της, δεν απέκρυψε δε το ενεργόν μέρος το οποίον έλαβεν υπέρ +του αποτυχόντος υποψηφίου βουλευτού της αντιπολιτεύσεως, ουδ' απεσιώπησε +τας ελπίδας της περί προσεχούς ήττης της υπουργικής μερίδος. + +Ο έπαρχος ήρχισε να βαρύνεται, καθόσον μάλιστα ηναγκάζετο ν' ακούη +μόνον, μόλις δυνάμενος πού και πού να είπη ένα λόγον και αυτός, +διακόπτων την ευγλωττίαν της κυρά-Λοξής. Άλλως δε η προσοχή του ήτο +εστραμμένη και εις την θύραν του ιατρού, η οποία επί τέλους ηνοίχθη, +εξελθούσης της κομψής κυρίας με το κοράσιόν της. + +Ο Έπαρχος ήρπασε τον πίλον του και σπεύσας ηκολούθησε τον ιατρόν εις το +δωμάτιόν του διά να τον συμβουλευθή περί του αριθμού των ομματοϋαλίων +του. + +ΣΤ'. + +Η Κυρά Λοξή και ο τυφλός έμειναν μόνοι. + + — Ήλθε η αράδα μας, Γιάννη. Τώρα θα μας ιδή ο ιατρός. Ακούς; + +Ο τυφλός δεν απεκρίθη. Πρώτην ήδη φοράν τω απηύθυνεν η γραία τον λόγον, +αφότου εισήλθον εις του οφθαλμιατρού. Η σιωπηλή μελαγχολία του αομμάτου +γέροντος δεν ανταπεκρίνετο εις την ιδικήν της στωμυλίαν. Αληθώς ηδύνατο +κάλλιστα εκείνη να ομιλή διά δύο, αλλά προς τούτο ήτο χρεία να έχη +αντικρύ της ακροατήν δεικνύοντα ότι την ακούει, είτε διά παρατηρήσεώς +τινος ή διακοπής, είτε διά της εκφράσεως τουλάχιστον των οφθαλμών του. Ο +γέρων Γιάννης ουδεμίαν των τοιούτων ενθαρρύνσεων παρείχεν. Οι οφθαλμοί +του δεν είχον βλέμμα, τα δε χείλη του δυσκόλως ηνοίγοντο. + +Και όμως ήθελεν η κυρά Λοξή να τον εξυπνίση ολίγον τον δυστυχή, τώρα +μάλιστα ότε επρόκειτο να τον ίδη ο ιατρός. + + — Είδες πώς τρέχουν οι άνθρωποι από παντού να τον ιδούν, επανέλαβε. +Τόσην ώραν προσμένομεν!.. Μεγάλος ιατρός, αλήθεια! θα σε ιατρεύση κ' +εσένα, Γιάννη, πρώτα ο Θεός! Ακούς; + +Αντί πάσης απαντήσεως ο γέρων εστέναξεν: Αχ! + + — Μη μου αρχίσης πάλιν εκείνο το _Ελέησόν με ο Θεός_, υπέλαβεν η γραία +μετά ζωηρότητος. 'Σ την ψυχήν μου κάθεται! Κ' έπειτα σ' ακούει ο κόσμος +και θαρρούν πώς είσαι αλήθεια του ελέους! + + — Και δεν είμαι του ελέους; είπεν ο τυφλός μελαγχολικώς. + + — Ουφ! Θ' αρχίσης πάλιν τα ίδια και τα ίδια. «Πως μου είσαι βάρος, και +κρίμα 'ς τα έξοδα, και του κάκου οι ιατροί, και τούτο κ' εκείνο!» Ό,τι +θέλεις λέγε τώρα, αφού το εκατάφερα να σε φέρω εδώ! Μόνον να το 'ξεύρης +ότι δεν μου χρεωστείς τίποτε. Σου το είπα και σου το ξαναλέγω. Δεν ήλθα +εδώ εξ αιτίας σου. Είχα δουλειάν να έλθω. + + — Μάλιστα! Δουλειάν είχες, εψιθύρισεν ο τυφλός. + +Η γραία προσεποιήθη ότι δεν ήκουσε την έκφρασιν της δυσπιστίας του. + + — Τι μ' επείραζε λοιπόν, να σε πάρω μαζή μου! Ούτε ναύλον επλήρωσα. Δεν +ήθελε να πληρωθή ο καραβοκύρης. Το ψωμί που τρώγεις μαζή μου θα +λογαριάσης; Μου κάμνεις άδικον να τα λέγης αυτά και να τα συλλογίζεσαι, +Γιάννη. Το κάτω κάτω, έχω χρέος εγώ να μη σε παραιτήσω. Έχω χρέος! Και +δόξα τω Θεώ, είμαι εις θέσιν να το κάμω, και ούτε αδικώ κανένα κατόπιν +μου, αν κάμω όσον ζω την ευχαρίστησίν μου. Και τι ευχαρίστησις μου +απέμεινε της πτωχής, παρά να βοηθώ όσον ημπορώ τους άλλους. Άφησέ τα, +Γιάννη, αυτά! Να σ' αξιώση ο Θεός να ιδής το φως σου, και τότε θα είμαι +με το παραπάνω πληρωμένη, αν σου έκαμα και τίποτε! + + — Δεν θα ιδώ το φως μου! εψιθύρισεν ο γέρων. + + — Μην απελπίζεσαι, άνθρωπε! Τόσοι και τόσοι ιατρεύθησαν. Να σου τους +ονοματίσω πάλιν ένα κ' ένα; Μάτια είχαν κ' εκείνοι, καθώς εσύ. Τα έχασαν +και τους τα έδωκε πάλιν ο Θεός. + + — Ελέησόν με ο Θεός.... + + — Σου είπα, Γιάννη, να μη το λέγης αυτό! Λέγε το μέσα σου και ο Θεός +τακούει. + + — Θέλω να τακούω κ' εγώ. Ξεθυμαίνω. + + — Λέγε το λοιπόν να ξεθυμαίνης! + +Και ηγέρθη η Κυρά Λοξή μετά τινος ανυπομονησίας. + +Ηγέρθη όχι μόνον διότι ησθάνετο την ανάγκην να διασκεδάση δι' ολίγης +κινήσεως την μελαγχολίαν, την οποίαν μετέδιδον και εις αυτήν οι +αναστεναγμοί του τυφλού, αλλά και διά να περιεργασθή τα έπιπλα της +τραπεζαρίας. Ιδίως είλκυσε την προσοχήν της η εικών του ιατρού, και την +παρετήρει μετά προσοχής, ότε ηνοίχθη και πάλιν τρίζουσα η θύρα του +δωματίου. + +Ο έπαρχος εξελθών την εχαιρέτισε φιλικώς, αλλ' η Κυρά Λοξή δεν επρόσεξεν +εις τον χαιρετισμόν του. Δραμούσα προς τον τυφλόν της τον έλαβεν εκ της +χειρός, τον ανήγειρε και διηυθύνθη μετ' αυτού προς τον ιατρόν, όστις +έστεκεν εις το κατώφλιον της θύρας του. + +Ζ'. + +Κατά την αυτήν εκείνην στιγμήν ήρχισαν να σημαίνουν αι δώδεκα εις την +παρακειμένην εκκλησίαν, ταυτοχρόνως δε η μαγείρισσα εισήρχετο διά +πλαγίας θύρας εις την τραπεζαρίαν, φέρουσα δίσκον πλήρη πινακίων και +ποτηρίων. + + — Με κακοφαίνεται, κυρά μου, είπεν ο ιατρός προχωρών προς την γραίαν, +αλλά βλέπεις είναι μεσημέρι και έχω να εξέλθω αμέσως μετά το πρόγευμα. +Έλα αύριον, σε παρακαλώ· ή, καλλίτερα, έλα πρωί πρωί εις το Νοσοκομείον. + + — Τα βλέπεις τώρα, κυρά; υπέλαβεν η μαγείρισσα, ενώ απέθετε τον βαρύν +της δίσκον επί της τραπέζης. + +Και στρεφομένη προς τον κύριόν της, + + — Έβγαλα τον λάρυγγα μου, επρόσθεσε, να της λέγω να 'πάγη 'ς το +Νοσοκομείον και δεν ήθελε να με ακούση. + +Η Κυρά Λοξή ησθάνθη το αίμα αναβαίνον εις την κεφαλήν της, αλλ' εκρατήθη +και, χωρίς να στραφή προς την μαγείρισσαν, απηύθυνε μειλιχίως τον λόγον +προς τον ιατρόν: + + — Δεν θα κάμης αυτό το άδικον, ιατρέ μου, εις ανθρώπους που έκαμαν +τόσον ταξείδι μόνον και μόνον να σε ιδούν. Δεν θα σου πάρη πολλήν ώραν. +Να, μόνον να τον ιδής θα καταλάβης τι έχει. Σε παρακαλώ, ιατρέ μου! + +Ο ιατρός εφαίνετο μαλαχθείς. + + — Παρ' ολίγον να λησμονήσω, εξηκολούθησεν η γραία. Σου έχω γράμμα από +τον ιατρόν μας. + +Και αφήσασα την χείρα του τυφλού απέσυρεν εκ του μεταξωτού υποκαμίσου +την επιστολήν και την έτεινε προς τον ιατρόν. + + — Μου είπεν εκείνος, εξηκολούθησε, τι καλός που είσαι, και πώς η χρυσή +σου καρδιά βαλσαμώνει με την καλοσύνην της τους αρρώστους, πριν τους +ιατρεύση η τέχνη σου. + + — Πλάνα, πλάνα! ανέκραξε μειδιών ο ιατρός· και ανοίγων την επιστολήν +του συναδέλφου του εστράφη προς το δωμάτιόν του. + +Η Κυρά Λοξή σύρουσα τον τυφλόν, έρριψε βλέμμα θριαμβευτικόν επί της +μαγειρίσσης, και ηκολούθησεν εις το δωμάτιόν του τον ιατρόν +αναγινώσκοντα την επιστολήν. + +Ιδού το περιεχόμενόν της: + +«Σεβαστέ μου και φίλε καθηγητά. + +«Σας συνιστώ ενθέρμως την επιφέρουσαν το παρόν. Η Κυρά Λοξή είναι η +καλοσύνη προσωποποιημένη. Ουδείς ευπορώτερός της εις το χωρίον, ίσως δε +και καθ' όλην την νήσον αλλά ζώσα γλίσχρως, ως χωρική, καταναλίσκει το +εισόδημα της αγαθοεργούσα και υποθάλπουσα τους έχοντας ανάγκην βοηθείας. +Γνωρίζει όμως πώς να υπερασπίση τα συμφέροντά της και ούτε επιτρέπει εις +ουδένα να καταχρασθή την αγαθότητά της, ούτε χωρατεύει εάν θελήση τις να +την πειράξη. Άλλως είναι αυτόχρημα αγία Ελεούσα, καθώς την αποκαλούν οι +χωρικοί εδώ. Έμαθα εμπιστευτικώς παρά του συμβολαιογράφου ότι την +περιουσίαν της διέθεσε μετά θάνατον υπέρ του σχολείου του χωρίου της! + +Αλλ' η κυρά Λοξή δεν σκέπτεται μόνον περί ευεργεσιών, ζώσα τε και μετά +θάνατον. Είναι προς τούτοις και μία δύναμις ενταύθα, εξασκούσα επιρροήν +ουχί αναξίαν λόγου, ήτις ελπίζω ότι δεν θα μοι είναι άχρηστος κατά τας +προσεχείς εκλογάς, όποτε, κατά παρακίνησιν πολλών πολιτικών φίλων μου, +προτίθεμαι, με την ευχήν σας, να εκτεθώ. + +Πεποιθώς ότι η υμετέρα δεξίωσις θα μου προσπορίση νέα δικαιώματα επί της +ευμενείας της αγαθής γραίας, + Διατελώ κ. τ. λ.» + +Περί του τυφλού ουδέ λέξις! Ο ιατρός δεν έδωκε πολλήν προσοχήν εις την +αποσιώπησιν ταύτην. Εκ των περιεχομένων της επιστολής το προξενήσαν εις +αυτόν προ πάντων εντύπωσιν, και εντύπωσιν ουδαμώς ευχάριστον, ήτο η +πρόθεσις του συναδέλφου του να εκτεθή εις τον βουλευτικόν αγώνα. + + — Ω, τον ανόητον! είπε καθ' εαυτόν, ρίπτων την επιστολήν επί της +τραπέζης. + +Στραφείς δε προς τον τυφλόν τον έλαβεν εκ της χειρός, τον έφερε πλησίον +του παραθύρου, και ανοίξας διά των δακτύλων τα βλέφαρά του εξήτασεν επί +μίαν στιγμήν προσεκτικώς τους αφωτίστους οφθαλμούς του. Έπειτα βλέπων +την γραίαν, ήτις παρηκολούθει ατενώς την εξέτασιν, εκίνησεν οριζοντίως +την χείρα ως αν έλεγε: τετέλεσται! + +Η γραία έθεσε τον δάκτυλον εις τα χείλη και ήνωσε παρακλητικώς τας δύο +χείρας. Ήθελε να κρύψη από τον γέροντα το ανίατον του πάθους του. Ο +ιατρός ενόησε την βωβήν παράκλησίν της. Ήτο συνειθισμένος εις το να +ενθαρρύνη τους πάσχοντας δι' απατηλών παρηγοριών. + + — Προ πόσου καιρού δεν βλέπεις; ηρώτησε τον τυφλόν. + +Αντί του ερωτωμένου έλαβεν η κυρά Λοξή τον λόγον. + + — Είναι τώρα τρία χρόνια που ήρχισε να ολιγοστεύη το φως του· Έλειπε ο +κακόμοιρος 'ς τα ξένα από νέος. Εδούλευε να 'βγάλη το ψωμί του. 'Στά +ύστερα όλα του τα κέρδη τα εξώδευσε 'ς τους ιατρούς. Είδε κι' αποείδε, +εγύρισε 'ς την πατρίδα εδώ κ' ένας χρόνος. Έβλεπε ακόμη πότε είνε μέρα +και πότε νύκτα. Τώρα τρεις μήνες δεν βλέπει τίποτε. Όλα μαύρα, λέγει. + + — Μαύρα, μαύρα, υπέλαβεν ο γέρων με την πένθιμον φωνήν του. + +Η γραία έθλιψε τα βλέφαρα με τα δάκτυλά της διά να εμποδίση έν δάκρυ +έτοιμον να ρεύση. + +Ο ιατρός την παρετήρει με βλέμμα πλήρες συμπαθείας. + + — Άνδρας σου είναι; ηρώτησεν. + + — Όγεσκε, απεκρίθη η γραία. Αλλ' η άρνησίς της δεν εξέφραζεν ούτε την +δυσαρέσκειαν ούτε την ανυπομονησίαν, μετά της οποίας προ ολίγου απεκρίθη +εις του επάρχου την ερώτησιν. + + — Αδελφός σου,; επανέλαβεν ερωτών ο ιατρός. + + — Όγεσκε. + + — Λοιπόν αγαπητικός σου; + +Η Κυρά Λοξή ύψωσε πάλιν την χείρα εις τα χείλη, κρύπτουσα το μειδίαμα με +την συνήθη χειρονομίαν της. + + — Πατριώτης μου είναι, είπε μετά τινας στιγμάς. + +Ο ιατρός την έβλεπε μειδιών. + + — Ο άμοιρος, επανέλαβεν η γραία, δεν έχει κανένα συγγενή, κανένα ιδικόν +του. Τον γνωρίζω από παιδί. Κ' εγώ που σου μιλώ είμαι ξεκληρισμένη, — +έρημη και μόνη. Τώρα κοντεύομεν κ' οι δύο 'ς τα τέλη. Αν έβλεπε αυτός κ' +εγώ δεν είχα μάτια, θα μου έδειχνε τον δρόμον 'ς τον τάφον. Εγώ έχω τα +μάτια μου ακόμη... Εκατάλαβες. + + — Εκατάλαβα ότι είσαι καλή χριστιανή, απεκρίθη ο ιατρός. + +Και αποτεινόμενος προς τον τυφλόν· + + — Να δοξάζης τον Θεόν, επρόσθεσεν, ότι σου επρομήθευσε την βοήθειάν +της. + + — Δόξα σοι ο Θεός, εστέναξεν ο γέρων. + + — Τι ιατρικόν θα του δώσης, ιατρέ μου; ηρώτησεν η κυρά Λοξή, κλείσασα +τον ένα οφθαλμόν διά να υποδείξη προς τίνα σκοπόν η ερώτησις. + + — Θα του δώσω κάτι να πλύνη τα 'μάτια του. Αλλά πρέπει και να δουλεύη +με τα χέρια του. + + — Αυτό του λέγω κ' εγώ, ιατρέ μου! Με τα χέρια σταυρωμένα και τα 'μάτια +κλειστά σκουριάζει ο νους του ανθρώπου. Του λέγω να πλέκη καλάθια. + + — Σωστά σου λέγει η γερόντισσα και να την ακούης, είπεν ο ιατρός προς +τον τυφλόν. + +Αλλ' εκείνος έσεισε την κεφαλήν, εν σιωπή. Δεν ηπατάτο ο δυστυχής ως +προς το μέλλον. Εγνώριζεν ότι δεν θα ίδη το φως ενόσω εισέτι έμενεν επί +της γης! + +Ο ιατρός εκάθισε να γράψη την δήθεν συνταγήν, η δε Κυρά Λοξή εν τω +μεταξύ απέσυρεν εκ του κόλπου το μανδήλι της, έλυσε την άκραν του και +λαβούσα εκείθεν δύο αργυρά πεντόδραχμα τα απέθεσεν αθορύβως επί της +τραπέζης, ενώ ο ιατρός της έτεινε την συνταγήν. + + — Τι είναι τούτο; ανεφώνησεν ο ιατρός. Πάρε τα οπίσω! Αυτήν την ώραν +δεν δέχομαι επισκέψεις, μόνον τους φίλους μου δέχομαι. + +Λαβών δε εκ των επί της τραπέζης χρημάτων έν χρυσούν νόμισμα το +επρόσθεσεν εις τα δύο πεντόδραχμα, τα οποία επέστρεψεν εις την γραίαν. + + — Διά τα καλάθια, εψιθύρισε δεικνύων τον τυφλόν. + + — Μόνον αυτό δεν γίνεται, είπεν η Κυρά Λοξή. Όχι μόνον να μη παίρνης +αλλά και να δίδης! + +Και ηρνήθη αποφασιστικώς την προσφοράν. + + — Δεν μου το είπαν ψεύματα, εξηκολούθησεν, ότι είσαι καλός άνθρωπος. + + — Συ είσαι καλή! Εγώ δεν επήγαινα και να εξοδευθώ και να θαλασσοπνιγώ +δι' ένα πού δεν τον έχω ούτε άνδρα, ούτε αδελφόν, ούτε αγαπητικόν. + + — Αι, να σου το 'πώ, ιατρέ μου. Και έκρυψε διά της χειρός το μειδίαμά +της. — Δεν είναι ούτε άνδρας μου, ούτε αδελφός, ούτε αγαπητικός μου. Και +όμως,.. Πώς να σου το 'πώ; Ένα καιρόν ήτον αγαπητικός μου. Εκατάλαβες; +Εξ αιτίας μου, εξενιτεύθηκε όταν με 'πάνδρευσαν. Οι γονείς μου δεν τον +ήθελαν. Ήτον πτωχός. Αν μ' ερωτούσαν κ' εμένα τότε, θα τον επροτιμούσα +αυτόν που βλέπεις. Ήτον ωραίος νέος και καλός άνθρωπος και πιστός. +Πιστός, μου το απέδειξεν. Έμεινεν ελεύθερος. Έφυγε νέος και εγύρισε +γέρος και τυφλός. Κ' ενώ έλειπεν, εγώ έθαψα και τον άνδρα μου και όλα +μου τα παιδιά. Κ' ευρεθήκαμεν πάλιν, κ' οι δύο δυστυχισμένοι, κοντά ο +ένας 'ς τον άλλον. Αλλά τι τα θέλεις, η νεότης έφυγε και δεν +μεταγυρίζει. Εκατάλαβες, ιατρέ μου; Τώρα αν είμαι εγώ έρημη και μόνη, +αυτός δεν μου πταίει εμένα. Εγώ όμως έχω χρέος να μη τον αφήσω εκείνον +αβοήθητον 'ς τα μαύρα και τα σκοτεινά. Εκατάλαβες; + + — Μαρία, Μαρία! εφώναξεν ο ιατρός προς την μαγείρισσαν, ανοίγων την +θύραν. Βάλε δύο πινάκια ακόμη 'ς το τραπέζι. + +Και στρεφόμενος προς την Κυρά Λοξήν· + + — Κυρά μου, είπεν, έλα, παρακαλώ, ν' ακούσω την ιστορίαν σου με την +ησυχίαν μου εις το πρόγευμα, διότι μου αρέσει. + + — Καλέ, πώς γίνεται, ιατρέ μου; 'Σ το τραπέζι σου θα μας καθίσης! + + — Γίνεται και καλογίνεται. + +Η Κυρά Λοξή επέμενεν αρνούμενη, αλλ' ενθυμηθείσα την μαγείρισσαν δεν +ηδυνήθη να ανθέξη εις την ευχαρίστησιν του να την εκδικηθή καθημένη, +έστω και επί μίαν στιγμήν, εις την τράπεζαν του κυρίου της, ενώ εκείνη +ήθελε να της κλείση την θύραν του. + + — Αφού το θέλεις, ιατρέ μου, μόνον ένα ποτήρι κρασί εις υγείαν σου και +φεύγομεν. + +Και λαβούσα τον τυφλόν εκ της χειρός ηκολούθησε τον ιατρόν εις την +τραπεζαρίαν. + + — Ελέησόν με ο Θεός... ήρχισεν ο τυφλός. + + — Σιωπή Γιάννη! Να μη σακούση ο ιατρός! + +Ο Γιάννης εσιώπησεν. + + — Ο συνάδελφος μου, έλεγε καθ' εαυτόν ο ιατρός, θα νομίση ότι +περιποιούμαι την καλήν αυτήν γραίαν, διά να του προμηθεύσω ψήφους! θέλει +να γείνη βουλευτής! Ας γείνη να ιδή την γλύκαν. + + — Αχ ιατρέ μου, είπεν η Κυρά Λοξή, ενώ ο ιατρός εγέμιζε τα ποτήρια. Ας +ήθελες να γείνης βουλευτής μας! Τον κόσμον θα έκαμνα άνω κάτω να μην +αποτύχης! + + — Ευχαριστώ, ευχαριστώ. Δεν το έχω σκοπόν. Αντί εμού, λάβε υπό την +προστασίαν σου τον συνάδελφόν μου εκεί κάτω, πού το νοστιμεύεται. + +Και προσφέρων τα ποτήρια, + + — Εις υγείαν σου, Κυρά Λοξή, και... εις του αγαπητικού σου! + + — Εις υγείαν σου, ιατρέ μου. + + + +ΑΝΑΜΝΗΣΙΣ + + + +Α'. + +Παρήλθον έτη πολλά έκτοτε. Ήμην νεώτατος, πρώτον δε τότε εταξείδευα +μόνος. Μετέβαινα εις Γαλλίαν διά της Ιταλίας. Κατ' εκείνην την εποχήν τα +ταξείδια ήσαν δυσκολώτερα, δαπανηρότερα, ταυτοχρόνως δε και βραδύτερα ή +την σήμερον. Τα ατμόπλοια δεν διέσχιζον μετά της αυτής ταχύτητος την +θάλασσαν, ουδ' ήσαν πολυάριθμα ως τώρα, εστάθμευον δε εις πολλούς +λιμένας δίδοντα καιρόν εις τους επιβάτας προς επίσκεψιν των πόλεων +οπόθεν διήρχοντο, εάν (εννοείται) είχον διαβατήρια εν τάξει και +επετρέπετο η ελευθεροκοινωνία. Αλλ' ούτε σιδηρόδρομοι συνέδεον εισέτι +τας πόλεις της Ευρώπης, συντέμνοντες τας αποστάσεις. Διά ξηράς ως και +διά θαλάσσης ο περιηγητής μετεφέρετο άνευ βίας, του εδίδετο δε καιρός +διά να αναπνεύση, να αναπαυθή και να ικανοποιήση την περιέργειάν του. + +Και μετά πόσης περιεργείας περιηγείται τις ότε, νέος έτι, βλέπει κατά +πρώτον νέον και άγνωστον κόσμον! Πώς τα πάντα τότε εξεγείρουν τον +θαυμασμόν και εξάπτουν την φαντασίαν! Ω, η νεότης! Πόσον καλλύνει τα +πάντα, ενόσω διαρκεί, και πόσον ταχέως παρέρχεται! + +Μετά εικοσιτεσσάρων ωρών διαμονήν εις Νεάπολιν μετεβαίνομεν εις +Σιβιταβέκιαν. Αφού επεσκέφθην όσα πλειότερα ηδυνήθην εκ των αξιοθεάτων +της Νεαπόλεως, επέστρεψα εγκαίρως εις το ατμόπλοιον, προτού ανελκυσθή η +άγκυρα. Το κατάστρωμα ήτο πλήρες ανθρώπων. Μετά δυσκολίας ηδυνήθην ν' +ανεύρω μεταξύ του συνωθουμένου πλήθους τους παραμείναντας εκ των εξ +Ελλάδος συνταξειδιωτών μου. Το σημείον της αναχωρήσεως δεν είχεν εισέτι +δοθή, ώστε δεν ήτο εύκολον να διακρίνω τίνες εκ των πολλών θα προστεθούν +εις τους επιβάτας του ατμοπλοίου, και τίνες ήλθον προς αποχαιρετισμόν +των αναχωρούντων. Καθόσον όμως παρήρχετο η ώρα, οι εναγκαλισμοί, οι +αποχαιρετισμοί και αι βαθμιαίαι αποχωρήσεις ηραίωσαν την συρροήν +εκείνην. Οι πωληταί κοραλίων και κτενίων και καθισμάτων και κοσμημάτων, +τακτοποιούντες τα εμπορεύματά των, ήρχισαν ο είς μετά τον άλλον να +καταβαίνουν εις τας λέμβους, οι ναύται ετέθησαν εις κίνησιν ανασύροντες +σχοινία, κλείοντες τας ανοικτάς αποθήκας, εις δε την γενικήν ταραχήν +προσετέθη και ο συριγμός του ατμού, προαναγγέλλων τον προσεχή απόπλουν. + +Εν τούτοις, άμα επιστρέψας εις το ατμόπλοιον, εν μέσω της επικρατούσης +εισέτι κινήσεως και συγχύσεως, παρετήρησα εις την ησυχωτέραν άκραν της +πρύμνης καθημένους τρεις, — δύο γυναίκας και ένα άνδρα, — οίτινες +εφαίνοντο καταλαβόντες προ ώρας ικανής την γωνίαν εκείνην του +καταστρώματος. + +Εκ των δύο γυναικών η μεν, νέα, νεωτάτη, εξηπλωμένη επί μακρού ψαθίνου +καθίσματος, με προσκέφαλα υποστηρίζοντα το σώμα και την κεφαλήν της, +παρηκολούθει με βλέμμα μελαγχολικόν την επί του πλοίου ζωηρότητα. Η +άλλη, προβεβηκυία την ηλικίαν, εκάθητο όπισθεν της νέας επί του γύρω του +καταστρώματος ξυλίνου θρανίου. Επί δε σκαμνίου χαμηλού, γέρων έχων ύφος +αρχαίου στρατιωτικού, κρατών βιβλίον εις χείρας, αλλά μη αναγινώσκων, +επρόσεχε μετά στοργής εις πάσαν της νέας κινήσιν και ενίοτε απηύθυνε +προς αυτήν ταπεινή τη φωνή τον λόγον. + +Προφανώς ήτο πατήρ συνοδεύων θυγατέρα πάσχουσαν, αντί δε μητρός την +περιέθαλπεν η γραία υπηρέτρια της. + +Αι εντυπώσεις της νεότητος είνε αληθώς ανεξάλειπτοι. Μορφαί τινες μένουν +διά παντός χαραγμέναι εις την μνήμην, — συμβάντα προ ετών πολλών +διελιχθέντα ενώπιον των οφθαλμών μας διατηρούνται αείποτε ζώντα εις το +βάθος της φαντασίας και αναπηδούν αίφνης εκείθεν απρόκλητα, χωρίς να +γνωρίζωμεν το πώς και το διατί. Την νέαν εκείνην μόλις είδα, μόλις +ήκουσα την ασθενή φωνήν της, δεν γνωρίζω το όνομά της, αλλ' ούτε καν την +πατρίδα της, επί ώρας μόνον τινάς η παρουσία της επεσκίασε την ψυχήν +μου, και όμως ποτέ δεν την ελησμόνησα, ούτε ποτέ θα την λησμονήσω! + +Ήτο ξανθή, πολύ ξανθή. Εφαίνετο εκ πρώτης όψεως ότι ήτο γέννημα της +Άρκτου. Εκ των μεταξύ των επιβατών γενομένου μετέπειπα λόγου περί αυτής, +εσχημάτισα την ιδέαν ότι ήτο Πολωνίς, αλλ' ουδεμίαν έχω βεβαιότητα περί +τούτου. Τα χαρακτηριστικά της ήσαν κανονικά, αλλ' ήτο ισχνή, ωχρά και +εξησθενημένη. Οι μεγάλοι γλαυκοί οφθαλμοί της εφαίνοντο μεγαλείτεροι έτι +ως εκ της ωχρότητος και της αδυναμίας της, το δε βλέμμα της ανεπαύετο +εις ό,τι ητένιζεν, ως απηυδημένον εκ λύπης αφάτου. + +Άμα την είδα με συνεκίνησεν η θέα της. Μου ήλθον εις τον νουν όντα +αγαπητά, ανεπόλησα την οικογένειαν, την πατρίδα. Η ωχρά εκείνη θελκτική +μορφή ημαύρωσε διά μιας την φαιδρότητα των πρώτων εντυπώσεων της +ξενιτείας. Το θλιβερόν της βλέμμα επλημμύρησε θλίψεως την ψυχήν μου. +Εκάθησα επί του απέναντι θρανίου, παρά την πρύμνην, οπίσω οπίσω, ώστε να +μη με παρατηρήση ούτε εκείνη ούτε ο πατήρ της, και δεν έβλεπα ούτε +επρόσεχα εις άλλο ουδέν. + +Ο ιατρός του ατμοπλοίου διέκοψε την προσήλωσίν μου δι ευθύμου +προσαγορεύσεως, ερωτών πώς διεσκέδασα εις Νεάπολιν. Ήτο αγαθώτατος +άνθρωπος, αγαπών τους αστεϊσμούς και συντελών διά της ζωηρότητός του εις +την επίσπευσιν της μεταξύ των συνεπιβατών του ενάρξεως φιλικών σχέσεων. +Με είχε λάβει υπό την προστασίαν του ευθύς εξ αρχής και με μετεχειρίζετο +ως αρχαίος οικογενειακός φίλος. Ήτα πεντηκοντούτης περίπου, κατ' εκείνην +δε την περίοδον της ζωής μου εθεώρουν τους πεντηκοντούτεις ως γέροντας· +αλλ' η ευθυμία του δεν επέβαλεν όσον σέβας προϋπέθετεν η μεταξύ μας +διαφορά ηλικίας. Απ' εναντίας είχομεν γίνει εντός ολίγου φίλοι, ως +συνομήλικοι. + +Ο ιατρός εκάθισε πλησίον μου προς εξακολούθησιν της συνδιαλέξεως και +είδε τότε κατά πρώτον τους αντικρύ μου καθημένους ξένους. Η θέα της +ασθενούς είλκυσε την προσοχήν του. Την έβλεπεν επί ώραν σιωπών. Η +ευτραπελία του διεκόπη. + + — Τι πάσχει άρά γε; ηρώτησα. + + — Δεν την βλέπεις; Φθισική η δυστυχής! + +Και εγερθείς επλησίασε και απέτεινε τον λόγον προς τον γέροντα, μετ' +ολίγον δε λαβών σκαμνίον εκάθισεν εκεί και μου απέκρυψε με τα ευρέα νώτα +του την κεφαλήν της πασχούσης. + +Φθισική! Εγνώριζα τι σημαίνει φθίσις. Ενθυμήθην αμέσως ένα διδάσκαλον +του σχολείου μου, νέον ισχνόν, ωχρόν, με κηλίδας ερυθήματος επί των +κοίλων παρειών του, μετά κόπου ερχόμενον εις το μάθημα, παραδίδοντα μετά +κόπου, και συχνάκις διακοπτόμενον διά να βήξη. Έπειτα ο διδάσκαλος δεν +ήρχετο, τα μαθήματα έπαυσαν, εμάθομεν ότι ήτο κλινήρης, και μετ' ολίγας +εβδομάδας οι μαθηταί του ηκολουθήσαμεν την κηδείαν του. Δεν είχα εισέτι +ίδει άλλο θύμα της φθίσεως, αλλ' εγνώριζα ότι οι φθισικοί αποθνήσκουν, +και με τους οφθαλμούς προσηλωμένους εις τα νώτα του ιατρού επανέβλεπα +διά της φαντασίας την νεκρώσιμον εκείνην συνοδίαν, και τον διδάσκαλόν +μου φερόμενον υπό τεσσάρων εκ των μεγαλειτέρων μαθητών εντός του +ανθοσκεπούς νεκροκραββάτου του. + +Εντούτοις η άγκυρα ανειλκύσθη, οι τροχοί περιεστράφησαν πλήττοντες +παταγωδώς την θάλασσαν και ήρχισε το ατμόπλοιον να κινήται. Ηγέρθην τότε +και στηριχθείς επί της όπισθεν του πηδαλίου σπείρας σχοινίων, έβλεπα την +ωραίαν πόλιν εκ της οποίας απεμακρυνόμεθα. Η απέραντος έκτασις αιγιαλού, +την οποίαν καλύπτει διά των οικιών, των παλατίων και των εκκλησιών της, +απήστραπτεν υπό τας ακτίνας του ηλίου, κλίνοντος προς την δύσιν του. Η +χλοερά πέριξ ζώνη των καταφύτων λόφων επηύξανε διά της αντιθέσεως του +πρασίνου της χρώματος την λαμπρότητα των πυκνών οικοδομών. Δεξιόθεν της +πόλεως ο Βεσούβιος, ανυψών αγερώχως τα τραχέα στέρνα, εμαύριζεν άνωθεν +του τον κυανούν ουρανόν, επεκτείνων εις νέφος την στήλην των αενάων +καπνών του. + +Ότε το ατμόπλοιον εξήλθε του λιμένος και ήρχισε να γίνηται επαισθητή η +δρόσος της θαλάσσης, η γραία υπηρέτρια επρόσθεσε μετά θωπευτικής +φροντίδος σκεπάσματα εις τους πόδας και τα νώτα της εξηπλωμένης νέας. Ο +καιρός ήτο ωραίος. Αληθώς προς δυσμάς το ζοφερόν του ορίζοντος δεν +εφαίνετο προαναγγέλλον εξακολούθησιν της γαλήνης, αλλ' η απειλή την +οποίαν τα νέφη εκείνα υπέκρυπτον ήτο εισέτι μακράν, το δε ατμόπλοιον +διέσχιζε θάλασσαν ακύμαντον, μόλις ρυτιδουμένην από την πνοήν ελαφρού +αέρος. Μόνοι οι δύο τροχοί, ταράσσοντες τα νερά, εχάρασσον όπισθεν ημών +το πέλαγος διά διπλής γραμμής κλιμακωτού αφρού. + +Ω! πώς επεθύμουν να πλησιάσω προς την πάσχουσαν, ν' αποτείνω προς αυτήν +ολίγας λέξεις συμπαθείας, να σύρω το σκέπασμα επί της άκρας του μικρού +ποδός, τον οποίον έβλεπα μακρόθεν ασκεπή, να υψώσω το προσκέφαλόν της +ότε έστρεφε το βλέμμα προς την απέχουσαν ήδη ξηράν και προς την κορυφήν +του καπνίζοντος ηφαιστείου! Ήτο κενόν πλησίον της το σκαμνίον επί του +οποίου εκάθητο προ ολίγου ο ιατρός, αλλά δεν ετόλμων να πλησιάσω. + +Η ώρα βαθμηδόν παρήρχετο, ο ήλιος επλησίαζε προς την δύσιν του και ο αήρ +εγίνετο δροσερώτερος. Η υπηρέτρια εγερθείσα έκυψε προς την νέαν και +εψιθύρισε λέξεις τινάς με ταπεινήν ένδειξιν τρυφερότητος. Εκείνη έστρεψε +βραδέως προς την γραίαν τους οφθαλμούς. Δεν ωμίλησε, αλλά το βλέμμα της +έλεγεν: Ω, άφες με! θέλω να ίδω ακόμη την θάλασσαν και τον ουρανόν και +τον δίσκον του δύοντος ηλίου! + + — Αλλ' ο γέρων έθεσε περιπαθώς την χείρα επί της χειρός της και ελάλησε +προς αυτήν, και ήτο ικετευτικός της φωνής του ο τόνος. + +Η νέα ανέκυψε και επροσπάθησε να εγερθή, αλλά δεν ηδύνατο να κινηθή +μόνη. Ο γέρων και η υπηρέτρια την υπεστήριξαν εκατέρωθεν και εβοήθησαν +τα βραδέα επί του καταστρώματος βήματά της. + +Ενώ ηγείρετο, έπεσεν εκ του φορέματός της απαρατήρητον το χειρόκτιόν +της. Α! Διατί δεν το εκράτησα! Έκυψα και το επήρα, προχωρήσας δε το +έδωκα εις την υπηρέτριαν. Η ασθενής με είδε και κλίνασα επιχαρίτως την +κεφαλήν, με γλυκύ μειδίαμα εις τα κάτωχρα χείλη, επρόφερεν ιταλιστί έν +ευγενές Ευχαριστώ, και ήρχισε πάλιν να βήχη. + +Ο κόπος με τον οποίον έκαμε τα ολίγα εκείνα βήματα, κρεμαμένη σχεδόν από +τον βραχίονα του πατρός της, ο ξηρός και υπόκωφος εκείνος βηξ, +εμαρτύρουν, περισσότερον και από την ωχρότητά της, τον βαθμόν της +εξασθενήσεώς της. Ήτα προωδευμένη, πολύ προωδευμένη η νόσος. Εις μάτην +από την βόρειον πατρίδα των την έφερεν ο δυστυχής πατήρ προς ανάκτησιν +ζωής υπό τον ήλιον της μεσημβρίας. Η ζωή κατέλειπε βαθμηδόν το εύχαρι +σώμα της. Αλλά διατί ανεχώρουν εκ Νεαπόλεως διευθυνόμενοι προς άρκτον; +Μη ο γέρων απελπισθείς ήθελε να επαναφέρη την θυγατέρα εισέτι ζώσαν εις +τας αγκάλας μητρός, περιμενούσης εναγωνίως να την επανίδη; Ή μη επεθύμει +να ίδη την θυγατέρα του αποθνήσκουσαν εκεί όπου η μήτηρ της απέθανε, και +να την ενταφιάση πλησίον της συζύγου του, εις τον τάφον εντός του οποίου +ήθελε και αυτός να αναπαυθή; + +Β'. + +Ο ήλιος επί τέλους έδυσε διασχίζων με τας τελευταίας του ακτίνας τα επί +μάλλον και μάλλον πυκνούμενα νέφη, η δε αύρα, ήτις μέχρι προ ολίγου μας +εδρόσιζε, μετεβάλλετο ήδη εις πνοάς διακεκομμένας ανέμου βιαίου. Η +εσπέρα προσελάμβανεν όψιν αγρίαν. Θα χοροπηδήσωμεν απόψε, έλεγον οι +ναύται αναμεταξύ των, επεκύρουν δε την πρόρρησιν αι ποικίλαι επί του +πλοίου προετοιμασίαι του πληρώματος, και κάτω εις την αίθουσαν αι των +υπηρετών, εξασφαλιζόντων διά σχοινίων τα κινητά σκεύη και έπιπλα. + +Έμενα επί του καταστρώματος βλέπων το πυκνούμενον σκότος της νυκτός και +την επερχομένην τρικυμίαν. Ο αυξάνων πάταγος των θραυομένων κυμάτων, ο +επιτεινόμενος συριγμός του ανέμου, δεν απέσπων τας σκέψεις μου από την +άγνωστον νέαν. Πώς είναι άρά γε; Υποφέρει; θα δυνηθή ν' ανθέξη εις τας +δονήσεις του σκάφους, όταν ο σάλος του δεινωθή υπό την βίαν της +προσεγγιζούσης καταιγίδος; + +Οι επιβάται όλοι απεσύρθησαν ο είς μετά τον άλλον εις τους κοιτωνίσκους +των. Εκτός των βαρέων υποδημάτων των ναυτών επί των σανίδων του πλοίου, +άλλος ανθρώπινος κρότος δεν ηκούετο εν μέσω της βοής του ανέμου και της +θαλάσσης. Ήτο ζοφερά η νυξ. Τα νέφη εκάλυψαν ολόκληρον τον ουρανόν. +Άστρον δεν εφαίνετο. Μόνος ο φωσφορώδης αφρός των εξηγριωμένων κυμάτων +απήστραπτεν εντός του σκότους. Και ηύξανεν η ορμή του ανέμου, το δε +πλοίον εσείετο επί μάλλον και μάλλον, και εκυλίετο ένθεν κακείθεν, και +επήδα υψούμενον και καταπίπτον. + +Στυλωμένος παρά την είσοδον της αιθούσης, προφυλαττόμενος όσω ηδυνάμην +από την πνοήν του ανέμου και από τους αφρούς των κυμάτων, ανά πάντα +βίαιον του πλοίου κλονισμόν εσκεπτόμην πώς η εξηντλημένη νέα θα δυνηθή +διά των ασθενών χειρών να στερεώση το ελαφρόν σώμα εντός της σαλευομένης +κλίνης της, εσκεπτόμην πώς θα διέλθη τας μακράς ώρας της αγρίας νυκτός, +και ανεμιγνύετο εις τας σκέψεις μου η θλιβερά ανάμνησις της εκφοράς του +νεκρού διδασκάλου μου. + +Επί τέλους τα κύματα πηδώντα υπεράνω του πλοίου με ηνάγκασαν να καταβώ +εις την αίθουσαν. Ο μόνος λύχνος όστις την εφώτιζεν, εκκρεμής αναμέσον +των εκατέρωθεν κυλινδουμένων πλευρών του σκάφους, εδείκνυε μέχρι τίνος +βαθμού είχε δεινωθή ο σάλος. Αι θύραι των κοιτωνίσκων γύρω ήσαν +κλεισταί, γόοι δε και οιμωγαί αντήχουν εκ τινων εξ αυτών. Δεν απεφάσιζα +να εισέλθω εις τον ιδικόν μου, ιδών ότι εις Νεάπολιν απέκτησα ως +σύνοικον Ιταλόν ευτραφή, μετά του οποίου δεν επεθύμουν να συνάψω +γνωριμίαν υπό τοιαύτας περιστάσεις. Εκάθισα επί του κύκλω της τραπέζης +θρανίου, εστήριξα τους βραχίονας επί της τραπέζης, επί δε των βραχιόνων +την κεφαλήν, και ησθάνθην τον ύπνον καταβαίνοντα εις τα βεβαρημένα +βλέφαρά μου. + +Δεν γνωρίζω εάν εκοιμώμην ή ήμην έξυπνος, ότε ήκουσα αίφνης την θύραν +του αντικρύ μου κοιτωνίσκου ανοιγομένην. Ήγειρα την κεφαλήν. Ο πατήρ της +νέας, ανασύρων το όπισθεν της θύρας ερυθρόν παραπέτασμα, πελιδνός, +έντρομος, έστρεφε τα βλέμματα προς το δωμάτιον της υπηρεσίας. + + — Ημπορώ να σας χρησιμεύσω; ηρώτησα. Τι θέλετε; + + — Τον ιατρόν!... Η κόρη μου... + +Ανέβην δρομαίος εις το κατάστρωμα. Του ιατρού το δωμάτιον έκειτο πλησίον +της μηχανής. Ο άνεμος έπνεε φοβερός, ο αφρός των κυμάτων κατέπιπτεν ως +ραγδαία βροχή, μετά κόπου ηδυνήθην να φθάσω μέχρι της θύρας του ιατρού. +Την έκρουσα επανειλημμένως, μέχρις ου επί τέλους ηκούσθη η φωνή του. + + — Ποίος είναι; + + — Μία ασθενής σε ζητεί. + + — Α! Γνωρίζω ποία! Έλα μέσα. + +Και ήνοιξε την θύραν. Δεν είχεν εκδυθή. Εφόρεσεν εν βία τον επενδύτην +του, έλαβεν εκ του γραφείου του κιβώτιον περιέχον φάρμακα και εξήλθομεν +του δωματίου. Τον συνώδευσα μέχρι της θύρας του κοιτωνίσκου. Ο γέρων +ήνοιξεν άμα μας ήκουσεν, ήρπασεν εκ της χειρός τον ιατρόν, τον έσυρεν +εντός του δωματίου και έκλεισε την θύραν. + +Εκάθισα εκεί και επερίμενα. Επερίμενα επί ώραν πολλήν. Το σκάφος +εκυλίετο αδιακόπως. Έτριζον τα ξύλα του, η θάλασσα εβρόντα θραυομένη επί +των πλευρών του, αναμέσον δε της αγρίας βοής ηκούετο ο τακτικός κτύπος +της μηχανής, παλαιούσης με τα στοιχεία. Αλλ' ουδέν ήκουα εκ των παρά την +πάσχουσαν γινομένων. + + — Τι έπαθεν άρά γε; τι έπαθε; Και έσφιγγα εναγωνίως τας χείρας. + +Διατί συνεκεντρούτο τόσον εις αυτήν ολόκληρος η ψυχή μου; Διατί μου +έπνιγε τον λαιμόν η πλημμύρα της λύπης; Τι κοινόν μεταξύ εκείνης κ' +εμού; Διατί τα θολά βλέμματά μου προσηλούντο εις μόνην της ωχράς της +μορφής την απούσαν εικόνα; + +Ω! πώς ηυχόμην να κοπάση η τρικυμία! Ησθανόμην ότι χάριν της θα έδιδα +κατ' εκείνην την στιγμήν το παν διά να επέλθη η γαλήνη. Αλλ' +εξηκολούθουν τα κύματα πλήττοντα μανιωδώς το σκάφος και δεν εμετριάζετο +ο σάλος. + +Και παρήρχετο η ώρα χωρίς να γνωρίζω τι γίνεται όπισθεν του ξυλίνου +διαφράγματος, το οποίον με εχώριζεν από την κοίτην της, χωρίς ν' ακούω +ουδεμίαν εκείθεν φωνήν, ουδένα ήχον. Ούτε καν τον ασθενή της βήχα ήκουα. +Και έτεινα τα ώτα με την ελπίδα ίσως τον ακούσω. + +Ήτο γενική η σιωπή εντός της αιθούσης. Ουδέν ηκούετο και εκ των λοιπών +γύρω κοιτωνίσκων. Ησύχαζον ή εκοιμώντο οι επιβάται. Μόνον εκεί, αντικρύ +μου, εγνώριζα ότι ούτε ησυχία ούτε ύπνος υπάρχει, και όμως βαθεία κ' +εκεί σιωπή. + +Επί τέλους η θύρα ηνοίχθη. Ηνοίχθη, και είδα την γραίαν υπηρέτριαν, με +τα δάκρυα ρέοντα εις τας παρειάς της, ανασύρουσαν το ερυθρόν +παραπέτασμα, και τον ιατρόν με τας οφρύς συνεσταλμένας, με το πρόσωπον +κατηφές εξερχόμενον του δωματίου. + +Δεν απηύθυνα ερώτησίν, δεν επρόφερα λέξιν. Ενόησα ότι επήλθε το τέλος! + + — Τι μένεις εδώ; μου είπεν ησύχως ο ιατρός. Έλα μαζή μου. Και με έσυρεν +εις το δωμάτιόν του. + +Περί μεσημβρίαν ελλιμενίσθημεν εις Σιβιταβέκιαν. Δεν απεβιβάσθην εκεί. +Έμεινα εντός του πλοίου. + +Προς το εσπέρας ο γέρων κρατών εις την αγκάλην το πτώμα της θυγατρός +του, ως μήτηρ φέρουσα βρέφος κοιμώμενον, κατέβη την κλίμακα του +ατμοπλοίου. Πέπλος λευκός εκάλυπτε την νεκράν από κεφαλής μέχρι ποδών. Ο +γέρων δεν έκλαιεν, αλλ' η έκφρασις του προσώπου του εμαρτύρει άλγος +βαθύτερον ή όσα δάκρυα ηδύνατο να χύση. Ο ιατρός και η υπηρέτρια, ησύχως +θρηνούσα, τον συνώδευον. + +Οι επί του καταστρώματος ολίγοι θεαταί της σπαραξικαρδίου εκφοράς, +ηκολουθήσαμεν διά των οφθαλμών την νεκροφόρον λέμβον, μέχρις ου την +απέκρυψαν παρά την προκυμαίαν τα άλλα εντός του λιμένος πλοία. + + + +ΔΙΑΤΙ ΕΜΕΙΝΑ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ + + + +Είχα φθάσει την νύκτα εις Κρήτην. + +Προ δύο ήδη ετών είχα τελειώσει τας σπουδάς μου εις το Πανεπιστήμιον και +προ μηνών τινων είχα αρχίσει την εξάσκησιν του δικηγορικού επαγγέλματος. +Είπα ε ξ ά σ κ η σ ιν, αλλά το αληθές είναι ότι η σπάνις πελατών δεν +μου παρείχε πολλάς αφορμάς προς επίδειξιν της νομομαθείας μου, η δ' +έλλειψις εργασίας δεν συνετέλει εις αύξησιν του μετρίου ανέκαθεν +ενθουσιασμού μου διά την νομικήν επιστήμην. Έγεινα νομικός όχι εκ +κλίσεως, αλλά κατά καθήκον, χαριζόμενος εις τους γονείς μου. Η κλίσις +μου παιδιόθεν ήτο διά το στρατιωτικόν στάδιον· την ανέπτυξε δ' έτι +μάλλον μετέπειτα ο σχηματισμός της Πανεπιστημιακής φάλαγγος κατά την +μεταπολίτευσιν του 1862, — την ε θ ν ο σ ω τ ή ρ ι ο ν μεταπολίτευσιν, +ως την είχον βαπτίσει οι τότε δημαγωγοί μας. Ένεκα της φάλαγγος +παρημελήθησαν τα μαθήματα και παρετάθη κατά δύο ολόκληρα έτη η φοίτησίς +μου εις το Πανεπιστήμιον· αλλ' όμως εν τω μεταξύ έλαβα την ικανοποίησιν +του να προαχθώ μέχρι του βαθμού του ανθυπολοχαγού, η δε στολή μου, την +οποίαν ευλαβώς διετήρησα έκτοτε, εκέντα την νεανικήν μου φιλοτιμίαν +περισσότερον του δυσκόλως αποκτηθέντος διδακτορικού διπλώματος. + +Δεν με παρώρμησε μόνη η στολή μου εις το να μεταβώ όπου ηγωνίζοντο οι +αδελφοί μας. Δεν διατείνομαι ότι ήμην απηλλαγμένος πάσης ματαιότητος, +αλλ' ελπίζω ότι δεν ήμην χειρότερος των πολλών ομηλίκων μου, όσων τότε +ηλέκτρισε τας ψυχάς η εξέγερσις της πολυπαθούς νήσου. Πόσοι, και χωρίς +να έχουν προηγούμενα φαλαγγιτικά, έδραμον εκεί, και πόσοι διά του +αίματός των εμαρτύρησαν την αγνότητα του ενθουσιασμού των! Οπωσδήποτε, +ομολογώ ότι μ' επηρέασεν η συναίσθησις ότι ήμην αξιωματικός. Εφανταζόμην +ότι ηδυνάμην, ως τοιούτος, να φανώ χρησιμώτερος. Άλλως ήμην υγιής, +άρτιος, εύρωστος· συνηθίσας δε παιδιόθεν να περιφέρωμαι ως κυνηγός εις +τα βουνά της Αττικής, ενόμιζα ότι ήμην αρκούντως προητοιμασμένος διά ν' +ανθέξω εις τους κόπους του εκεί βουνοπολέμου. Μόνη η προσδοκία της +κακοπαθείας των νυκτών με ανησύχει ολίγον, αλλά διά να σκληραγωγηθώ εκ +προοιμίων δεν εκοιμήθην εις την κλίνην μου επί τρεις εβδομάδας προ της +αναχωρήσεώς μου. Κατεκλινόμην είτε επί των σανίδων του δωματίου, είτε +επί των πλακών της υπαίθρου αυλής. Το πράγμα κατ' αρχάς δεν ήτο +ευχάριστον, βαθμηδόν όμως συνείθισα και ότε, επί τέλους, επεβιβάσθην εις +το μικρόν μεγαλώνυμον ατμόπλοιον, το δοξασθέν κατ' εκείνην την εποχήν +«Πανελλήνιον», εθεώρουν εμαυτόν ικανόν προς πάσαν ανδραγαθίαν. + +Το ιστορικόν σκάφος μας έφερεν εις τα βάθη σκοτεινής νυκτός εντός +ορμίσκου, παρά τα μεσημβρινοδυτικά παράλια της νήσου. Το πρωί, υπό την +οδηγίαν των ενόπλων νησιωτών, οι οποίοι μας επερίμενον και μας +υπεδέχθησαν αποβιβασθέντας, ανέβημεν εις κώμην κειμένην υψηλά επί του +βουνού. Εκεί ευρίσκετο σώμα επαναστατών υπό την αρχηγίαν ακριβώς του +οπλαρχηγού, προς τον οποίον έφερα συστατικήν του θείου μου. Ήτο αρχαίος +φίλος του ο θείος μου, φαίνεται δε ότι ήσαν ένθερμοι αι υπέρ εμού +συστάσεις. Προτού ν' ανοίξη την σφραγισμένην επιστολήν ο καπετάνιος, +(αποσιωπώ το πασίγνωστον άλλως όνομά του), έρριψεν επί της στολής μου +βλέμμα λοξόν υπό τας δασείας οφρείς του. Δεν είπε λέξιν, αλλ' όμως μ' +ετάραξε το βλέμμα εκείνο, — ίσως διότι επεξήγουν την σημασίαν του τα +εκφραστικώτερα βλέμματα των περί εμέ οπλιτών. Τα ενδύματά των ουδέν +είχον το κοινόν προς την λαμπρότητα της περιβολής μου. + +Παρετήρουν τον αρχηγόν ενώ ανεγίνωσκε την επιστολήν. + +Κανέν διακριτικόν σημείον δεν τον εξεχώριζεν από τα παλληκάρια του. Ως +εκείνοι, εφόρει και αυτός την ζωγραφικήν εγχώριον ενδυμασίαν, ήτις ούτε +νέα ήτο, ούτε υπερμέτρως καθαρά, ενώ η στίλβουσα στολή μου.... + +Εν τούτοις ανεγίνωσκεν ο καπετάνιος την επιστολήν, όλοι δε γύρω ίσταντο +σιωπώντες. Η στάσις των αυτή και μόνη και η σιωπή των εμαρτύρουν το +σέβας και την υποταγήν των προς τον αρχηγόν. Ήτο μεγαλόσωμος, νευρώδης +και εύκαμπτος. Ο λευκός του μύσταξ και αι ρυτίδες του ηλιοκαούς μετώπου +του ήσαν ενδείξεις τραναί της προβεβηκυίας ηλικίας του, αλλά το +παράστημα και αι κινήσεις του ήσαν ανδρός νέου έτι και ακμαίου. Οι +ζωηροί οφθαλμοί του έλαμπον υπό τας ψαράς οφρύς του. Επερίμενα με +αίσθημα όχι ανόμοιον φόβου την στιγμήν, ότε ήθελε και πάλιν στυλώσει το +βλέμμα του επ' εμού, μετά την ανάγνωσιν της επιστολής. + +Την ανέγνωσεν επί τέλους και έστρεψε προς εμέ το βλέμμα, αλλά βλέμμα +ήρεμον και φιλικόν, με μειδίαμα εις τα χείλη. + + — Καλώς ήλθες, μου είπεν. Ο θείος σου μου γράφει ότι δεν σου λείπει η +όρεξις να κακοπεράσης μαζί μας. + +Απεκρίθην φράσεις τινάς εκ των τετριμμένων, περί βωμού της πατρίδος, +περί τελευταίας σταγόνος του αίματός μου, και τα παρόμοια. Λόγια! λόγια! +Αλλά καίτοι φέρων στολήν αξιωματικού, ήμην διδάκτωρ του Πανεπιστημίου, +και δικηγόρος μάλιστα — έστω και άνευ πελατών. + +Ο αρχηγός με άφησε να τελειώσω το λογύδριόν μου. + + — Βαστάς 'ς τα πόδια; με ηρώτησεν, αφού ετελείωσα. Και χωρίς να +περιμένη την απάντησίν μου: Όσον διά την στολήν σου, εξηκολούθησε, θα +γείνη κουρέλια προτού γυρίσης να ιδής! + +Ητοιμαζόμην να είπω ότι προθύμως θα ενδυθώ ως τους άλλους συστρατιώτας +κ' εγώ, αλλά δεν επρόφθασα. + + — Σε διορίζω υπασπιστήν μου, επρόσθεσεν. + +Εχαιρέτισα στρατιωτικώς, ωσάν να εχαιρέτων τον φαλαγγάρχην εις την προ +του Πανεπιστημίου πλατείαν. Εχάρην ενδομύχως διά τον διορισμόν μου, +εδίσταζα δε κατ' εμαυτόν, εις τι να τον αποδώσω; Εις τον φαλαγγιτικόν +βαθμόν μου, ή εις τας συστάσεις του θείου μου; + + — Παιδιά, εξηκολούθησεν ο αρχηγός με φωνήν σοβαρωτέραν, πάρετε τον +υπασπιστήν να ησυχάση ολίγον, διότι το απόγευμα... Θεός ηξεύρει. + +Τα παιδιά με περιεκύκλωσαν φιλοφρόνως και με ωδήγησαν εις καλύβην εκεί +πλησίον, όπου με υπεδέχθη μητρικώς γραία χωρική. Ήμην κατάκοπος, δεν +είχα κοιμηθή όλην την νύκτα επί του ατμοπλοίου. Αφήκα εντός της καλύβης +τον σάκκον και το όπλον μου και εξηπλώθην υπό την σκιάν ελαίας. + +Εκοιμώμην βαρέως, ότε ησθάνθην τον βραχίονά μου σειόμενον ελαφρώς. +Ήνοιξα τους οφθαλμούς μη ενθυμούμενος πού ευρίσκομαι. Γονατιστός ενώπιόν +μου ο Μίρτος, ο μόνος εκ των νησιωτών του οποίου εγνώριζα ήδη το όνομα, +εμειδία σείων ακόμη τον βραχίονά μου. Δεν ηξεύρω πώς και διατί +εφιλιώθημεν αμέσως και διά μιας μετά του Μίρτου. Αυτός προπορευόμενος +των συντρόφων του με είχεν οδηγήσει εις την καλύβην, μου είχε +προμηθεύσει λιτόν πρόγευμα, μου είχε δείξει το ομαλώτερον έδαφος υπό την +σκιερωτέραν ελαίαν, μου είπε το όνομά του και ερωτήσας έμαθε το ιδικόν +μου, εν ολίγοις, μ' έλαβε τρόπον τινά υπό την προστασίαν του. Εφαίνετο +εικοσαετής μόλις, ενώ εγώ ήμην κατά πέντε έτη πρεσβύτερος, — ήτο απλούς +στρατιώτης, εγώ δε ανθυπολοχαγός και υπασπιστής του αρχηγού, — δεν είχε +ποτέ αποδημήσει της νήσου του, ενώ εγώ ηρχόμην εξ Αθηνών και μάλιστα από +το Πανεπιστήμιον — αλλ' όμως αντί να τον θεωρήσω ή μεταχειρισθώ ως +υποδεέστερον, ειλκύσθην εκ της πρώτης στιγμής προς αυτόν, ως εξ +αδελφικού αισθήματος. Μ' εγοήτευσεν η αφέλεια και η αγαθότης του. + + — Κύριε Γεωργάκη, μου είπε μειδιών, διαταγή του αρχηγού θα κινήσωμεν +τώρα ευθύς. + + — Διά πού; + + — Δεν μας το είπεν ακόμη. + +Ηγέρθην αμέσως και επορεύθημεν προς την καλύβην. Το χωρίον ήτο εις +κίνησιν. Αι γυναίκες εις τας θύρας των οικίσκων απεχαιρέτων τα +παλληκάρια, βαδίζοντα ατάκτως με το όπλον επ' ώμου. Εντός της ζώνης, +μεταξύ των πιστολίων και της μαχαίρας των, έφερον τα ολίγα εφόδιά των. +Ενόμισα καλόν να τους μιμηθώ, κατά τούτο τουλάχιστον, και μετά βραχύ +μετά του Μίρτου συμβούλιον αφήκα τον σάκκον μου εις τας χείρας της +γραίας χωρικής και προμηθευθείς ζώνην εγχώριον την έδεσα περί την στολήν +μου και έκρυψα εις τας πτυχάς της, παρά το πολύκροτόν μου, ολίγον καπνόν +και τέσσαρα πέντε παξιμάδια. Ο Μίρτος μου έδειξε την διεύθυνσιν προς την +συνάθροισιν του σώματος, και ανελήφθη. + +Άμα εξελθών του χωρίου είδα τον αρχηγόν. Εκάθητο εις το κατώφλιον της +θύρας ενός ανεμομύλου, του μόνου εκεί, αργούντος κατ' εκείνην την ώρα — +. Κατά γης πλησίον του εκάθητο νεαρός νησιώτης. Ο άνθρωπος εφαίνετο ότι +ήλθε δρομαίος μακρόθεν. Ήτο κατακόκκινος, εκράτει το φέσι του εις την +μίαν χείρα και με την άλλην έτριβε την κάθυγρον έτι κόμην του. Προφανώς +αυτός έφερε την αγγελίαν, κατά συνέπειαν της οποίας ανεχωρούμεν. Οι +ημίσεις περίπου του σώματος είχον κινήσει προπορευόμενοι, οι λοιποί +επερίμενον τας διαταγάς του αρχηγού περί τον μύλον. Επλησίαζα, ότε ο +αρχηγός ηγέρθη. Ηγέρθη και ο άλλος, η δε στάσις του εμαρτύρει ότι ήτο +έτοιμος να διανύση και πάλιν όσον δρόμον διέτρεξεν ήδη ερχόμενος προς +ημάς. + + — Μας έφερες τύχην, είπεν ο αρχηγός αποτεινόμενος προς εμέ. Ακόμη δεν +ήλθες και θα ιδής να πέση τουφέκι. + + — Ιδική μου η τύχη, αρχηγέ, απεκρίθην. + + — Αυτό θα φανή, αν είναι. Εμπρός λοιπόν! Υπασπιστά, να μείνης +οπισθοφυλακή. + +Εχαιρέτησα στρατιωτικώς και πάλιν, απορών ολίγον διατί ετασσόμην οπίσω, +και με το ξίφος γυμνόν έμεινα παρά τον μύλον, ενώ διέβαινον έμπροσθέν +μου οι στρατιώται, ακολουθούντες τον αρχηγόν. Τους εμέτρησα, ήσαν +εξήκοντα. Άλλοι τόσοι περίπου ήσαν οι προπορευθέντες. + +Αλλ' ο Μίρτος δεν ήτο μεταξύ των εξήκοντα. Επερίμενα να τον ίδω +ερχόμενον, αλλά δεν εφαίνετο και είχον ήδη διέλθει όλοι οι οπλίται. Ήμην +όρθιος παραπλεύρως του μύλου. Απέναντί μου, εις μικράν απόστασιν, ήσαν +δύο οικίσκοι, οι τελευταίοι του χωρίου. Ενθυμούμαι, — του ενός εξ αυτών +η θύρα και τα παράθυρα ήσαν κλειστά· εις το κατώφλιον της ανοικτής θύρας +του άλλου εκάθητο χωρικός υπέργηρως, με κατάλευκον γενειάδα. Εφαίνετο +τυφλός.... Μεταξύ των οικίσκων υπήρχε διάστημα κενόν, διά του οποίου +εφαίνετο όπισθεν πυκνός ελαιών. Έξαφνα, εις τα βάθη εκεί, αναμέσον των +δένδρων είδα προχωρούσας βραδέως δύο μορφάς συνεσφιγμένας. Ανεγνώρισα +μακρόθεν του Μίρτου το ανάστημα. Έφερε το όπλον εις την αριστεράν χείρα, +και διά του δεξιού βραχίονος εκράτει ενηγκαλισμένην γυναίκα στηρίζουσαν +την κεφαλήν επί του ώμου του. Έστρεφε προς την σύντροφόν του το +κεκλιμένον πρόσωπον, ώστε δεν ηδύνατο να με ίδη. Αλλ' εφαίνοντο τόσον +προσηλωμένοι αμοιβαίως, ώστε και αν εστρέφοντο προς εμέ, δεν θα μ' +έβλεπον ίσως. Όπισθεν ενός κορμού εστάθησαν και οι δύο. Ω! εκεί +αντηλλάσσετο μυστικώς ο μακρός, γλυκύς, — γλυκύς και πικρός ασπασμός του +αποχωρισμού. Επί τέλους αι δύο μορφαί προέβαλον πέραν του κορμού. Είς +έτι ασπασμός, και η νέα φέρουσα την ποδιάν επί των οφθαλμών της εκρύβη +και πάλιν όπισθεν του κορμού. Ο Μίρτος κατήλθε προς εμέ, τρέχων αναμέσον +των δύο οικίσκων. + +Ενόησεν άρά γε ο Μίρτος ότι είχα ίδει τον αποχαιρετισμόν των; Το +πρόσωπόν του εξέφραζε την συγκίνησίν η οποία τον κατείχε. Δεν είπε +λέξιν. Αλλά κ' εγώ ούτε διά νεύματος οιουδήποτε ούτε δ' υπαινιγμού +υπέδειξα ότι είχα ανακαλύψει το μυστικόν του. Τι ιερώτερον του πρώτου +αγνού νεανικού έρωτος! Ενώ έβλεπα τους δύο εκείνους υπό την σκιάν των +δένδρων, η ψυχή μου ανέτρεχεν οπίσω εις άλλην σκηνήν παρομοίαν. +Ανεπόλουν τους πρώτους παλμούς της καρδίας μου. Και οι δύο δεν είχομεν +κατ' εκείνην την στιγμην όρεξιν δι' ομιλίας Ηκολουθήσαμεν σιωπώντες τους +τελευταίους στρατιώτας της οπισθοφυλακής. + +Ήτο ημέρα ωραία. Ο δοοσερός άνεμος εμετρίαζεν εκεί, επί των υψωμάτων, +την θέρμην του θερινού ηλίου. Κατ' αρχάς η ατραπός ηκολούθει την οφρύν +βουνού κατωφερούς, απολήγοντος καθέτως προς την θάλασσαν. Πεύκα πυκνά +εκατέρωθεν, αναδίδοντα το υγιεινόν άρωμά των, εψιθύριζον υπό την πνοήν +του ανέμου. Τα πεύκα βαθμηδόν αραιούμενα έπαυσαν ολοτελώς μετά τινα ώραν +και η ατραπός, στρέφουσα προς τα δεξιά, παρηκολούθει εκείθεν την +παραλίαν επί βράχων γυμνών. Οι βράχοι ήσαν τόσον απόκρημνοι και εις +τόσον ύψος υπεράνω της θαλάσσης, ώστε η προσοχή μου ολόκληρος +συνεκεντρούτο εις το πώς να μη ολισθήσω και κατακρημνισθώ. Μου αφήρει η +τοιαύτη προσοχή και την τέρψιν της ωραίας εκείθεν θέας. Ήτο δε πράγματι +ωραία η θέα επί της απεράντου θαλάσσης εξ ενός, και εξ άλλου επί των +βουνών των περικλειόντων την στενήν κοιλάδα, προς την οποίαν +κατεβαίνομεν. + +Ο Μίρτος εβάδιζε πλησίον μου. Η σιωπή μας είχε λυθή επί τέλους, αλλ' η +συνδιάλεξις δεν διεξήγετο μετά πολλής ζωηρότητος εκατέρωθεν· άλλως δεν +ήτο και εύκολος ως εκ της φύσεως αυτής του εδάφους. Περιωρίζετο κυρίως +εις ερωταποκρίσεις περί των μερών τα οποία διηρχόμεθα, και περί +επεισοδίων πολεμικών συνεχομένων μετ' αυτών. Περί αναμνήσεων τρυφερών +και αποχαιρετισμών ερωτικών ούτε λόγος. + +Εις νέαν καμπήν της ατραπού η κατάβασις έγεινεν αποτομωτέρα και ο Μίρτος +μου έδειξε κάτω, παρά τον αιγιαλόν, μικρόν ερημοκκλήσιον λευκάζον +αναμέσον των δένδρων, μου ανήγγειλε δε ότι υπό την σκιάν των δένδρων +εκείνων θα εύρωμεν πηγήν δροσεράν. Άγγελμα ευφρόσυνον και χαροποιόν! +Εδίψων φοβερά! Το παστόν χοιρινόν κρέας, το οποίον είχα φάγει το πρωί +εις την καλύβην, και τα παξιμάδια μου τα καταβροχθισθέντα καθ' οδόν, +ήσαν αυτά καθ' εαυτά ικανά προς ανάπτυξιν δίψης, μου την εξηρέθισαν δ' +έτι μάλλον ο μακρός δρόμος και ο ήλιος, όστις δεν είχεν εισέτι κρυβή +όπισθεν των απέναντι βουνών. Αντείχα εισέτι εις τον κάματον, αλλ' η δίψα +μ' εβασάνιζεν. Ενόμιζα ότι θα την διασκεδάσω καπνίζων, αλλά δεν +αντικαθιστά ο καπνός το νερόν. Με ηύφρανεν η προσδοκία ότι θα δροσισθώ +κάτω εκεί υπό τα δένδρα, προς τα οποία επλησιάζομεν. Άνωθεν έβλεπα +ολόκληρον το σώμα μας καταβαίνον οφιοειδώς προς τον αιγιαλόν. Οι πρώτοι +των προπορευομένων προσήγγιζον εις την στενήν επίπεδον κοιλάδα. Ολίγα +έτι λεπτά και θα είμεθα και ημείς υπό την σκιάν των δένδρων. Η πηγή δεν +ήτο φόβος να στειρεύση, ο Μίρτος με καθησύχασεν ως προς τούτο· έτρεχεν +αφθόνως και διαρκώς. Απέλαυα εκ των προτέρων την προσδοκωμένην τέρψιν +της αναψυχής κάτω εκεί, παρά την πηγήν, υπό την σκιάν των δένδρων. + +Αίφνης εκ της ρίζης του απέναντι καταφύτου βουνού τρεις άνδρες εφάνησαν +τρέχοντες προς ημάς διά της κοιλάδος. Εκίνουν τας χείρας και εφώναζον. +Ήκουα τας φωνάς των, αλλά δεν διέκρινα τι λέγουν. Οι πρώτοι εκ του +σώματός μας έτρεξαν προς συνάντησίν των. Ολόκληρος η μακρά μας στήλη +επέσπευσε το βήμα διά των ελιγμών της κρημνώδους ατραπού, και εβάδιζα +σπεύδων κ' εγώ — τελευταίος μετά του Μίρτου. + + — Τι συμβαίνει; τον ηρώτησα. + + — Κάτι τρέχει, απεκρίθη λακωνικώς. + +Το έβλεπα κ' εγώ ότι κάτι τρέχει, αλλά τι; Δεν ήτο καιρός επεξηγήσεων, +ενώ εβαδίζομεν τροχάδην πηδώντες επί των βράχων, άλλως δε ήτο πρόδηλον +ότι δεν εκέρδιζα πολύ ερωτών προτού φθάσωμεν και ημείς εις την +εκκλησίαν. Αλλά πριν ή έτι φθάσωμεν είδα τους προ ημών αφιχθέντας εις +κίνησιν πάλιν. Η εμπροσθοφυλακή ανέβαινεν ήδη προς το απέναντι βουνόν +και ανέβαινε μετά βίας. Η πρώτη μου σκέψις ήτο ότι δεν έλαβον εκείνοι +καιρόν ν' αναπνεύσουν. Μη πάθωμεν το αυτό και ημείς; Και τότε; Ούτε +αναψυχή, ούτε ανάπαυσις, ούτε νερόν εκ της πηγής! Και εδίψων, ω! πώς +εδίψων! + +Ότε και ημείς τελευταίοι εφθάσαμεν τρέχοντες υπό τα δένδρα, ο αρχηγός +ορθός έμπροσθεν της πύλης της εκκλησίας συνωμίλει μυστικώς με τους τρεις +νεοελθόντας. Εκ των χειρονομιών του εφαίνετο ότι τους ωδήγει πόθεν και +πώς και πού να διευθυνθούν. Οι τρεις (άνευ στρατιωτικών χαιρετισμών) +ανεχώρησαν δρομαίοι διά του μέσου της κοιλάδος, ενώ η εμπροσθοφυλακή μας +ανέβαινε το βουνόν παραλλήλως προς την παραλίαν. Το τι τρέχει δεν +ηδυνήθην και τότε να το εννοήσω. + +Ο καπετάνιος εστράφη προς ημάς. + + — Παιδιά, εφώναξε διά φωνής βροντώδους, ενώ οι στρατιώται προχωρούντες +συνεσφίγγοντο περί αυτόν ημικυκλικώς. Παιδιά, αν δεν τρέξωμεν, θα μας +πιάση ο εχθρός τα στενά. Εμπρός, παιδιά! θα ξεδιψάσετε 'ς το ποτάμι +εκεί. Εμπρός! + +Και εξεκίνησεν αμέσως. Τον ηκολουθήσαμεν ρυθμίζοντες το βήμα κατά το +ιδικόν του. Δεν εγνώριζα περί τίνων στενών πρόκειται. Αλλ' ο καπετάνιος +απετείνετο προς τους νησιώτας του, οι οποίοι δεν είχον ανάγκην +επεξηγήσεων διά να τον εννοήσουν. Έν μόνον εγώ επρόφθασα να εννοήσω, ότι +θα εύρωμεν εκεί ποταμόν. Εκ δε της ταχύτητος της πορείας υπέθεσα ότι η +υπόσχεσις του αρχηγού θα εκπληρωθή εντός ολίγου, μετά δρόμον όχι μακρόν. +Εμπρός λοιπόν κ' εγώ! Έστρεψα ολίγον τα βλέμματα αριστερά και δεξιά, διά +να ίδω τουλάχιστον την πηγήν όπου ήλπιζον να δροσισθώ, αλλά δεν την +είδα. Έκειτο, φαίνεται, όπισθεν της εκκλησίας. Υπομονή! Θ' αποζημιωθώ +εις το ποτάμι μετ' ολίγον. Εμπρός! + +Το τι σημαίνει η λέξις κούρασις, το ησθάνθην, καθ' όλην του πράγματος +την έκτασιν, κατά την ανάβασιν του βουνού εκείνου. Οι άλλοι, εβάδιζον +ό λ ο ι ακμαίοι, ωσάν να είχε τότε μόνον αρχίσει η πορεία. Ήρκει να υψώσω +την κεφαλήν διά να τους ίδω αναβαίνοντας, ελαφρούς όλους και ζωηρούς. +Και χωρίς να υψώσω την κεφαλήν, έβλεπα τανυομένας τας ευρώστους κνήμας +των αμέσως προ εμού βαδιζόντων. Ετάνυα κ' εγώ τας ιδικάς μου, αλλά το +βουνόν μου εφαίνετο ατελείωτον. Μ' εκέντα προς τα εμπρός αίσθημα +φιλοτιμίας. Μου ήρχετο πού και πού εις τον νουν η σκέψις: μη ο αρχηγός +μ' έταξεν εις την οπισθοφυλακήν, προνοήσας ότι δεν θα δυνηθώ ν' ανθέξω +εις τον κόπον της πορείας; Αλλά πώς να μείνω οπίσω, ενώ οι άλλοι +πήγαινον εμπρός; ησχυνόμην να φανώ ασθενέστερός των. Ο Μίρτος μόνος +ευρίσκετο όπισθέν μου. Δεν εφαίνετο κουρασμένος εκείνος, αλλ' έμενε +πάντοτε τελευταίος. Μη μου τον έταξε και αυτόν ο καπετάνιος επίτηδες ως +επίκουρον, — υπάσπιστήν του υπασπιστού! + +Καθόσον ανέβαινα, ησθανόμην τας δυνάμεις μου εκλειπούσας. Μετά την +κακοπάθειαν της νυκτός είχα ήδη περιπατήσει επί τέσσαρας ώρας. Είναι +αληθές ότι μέχρι της εκκλησίας κατεβαίνομεν, αλλά μη και ο κατήφορος δεν +καταπονή τας κνήμας; Δεν είχα φάγει τίποτε θρεπτικόν δι' όλης της +ημέρας, δεν είχα πίει· — τούτο προ πάντων ήτο το δεινόν, — δεν είχα +πίει! Μου έκαιεν ο λάρυγξ, η γλώσσα μου ήτο ξηρά, και με περιέρρεεν ο +ιδρώς, και εβάδιζα ασθμαίνων, και εκυρίευε την ψυχήν μου η επιθυμία να +φθάσωμεν εις το τέρμα του δρόμου. Εφανταζόμην ότι εκ της κορυφής η +κατάβασις εις τον ποταμόν θα ήτο ταχεία και εύκολος και ήλπιζα ότι τέρμα +της πορείας θα ήτο η όχθη του ποταμού εκείνου. Αλλ' η κορυφή δεν +εφαίνετο. Ελησμόνουν κατά την ώραν εκείνην και επανάστασιν και εχθρούς +και βωμόν της πατρίδος, δεν με έμελεν ούτε διά τον Μίρτον, ούτε διά τους +έρωτάς του! Έν μόνον εσκεπτόμην: πότε θα εύρω υπό τους πόδας μου έδαφος +ομαλόν και πότε θα ίδω εκ της κορυφής τον ποταμόν, όπου ο αρχηγός μας +υπεσχέθη ότι θα ξεδιψάσωμεν. + +Επί τέλους εφθάσαμεν εις την κορυφήν. + +Δεν είχεν εισέτι παύσει η ανάβασις, ότε αντήχησαν δύο τρεις τουφεκισμοί +πλησίον εκεί, και φωναί συγχρόνως άγριαι, και πάλιν τουφεκισμοί +πυκνότεροι και κραυγαί, — ταυτοχρόνως δε, αλλ' εξ αποστάσεως +μεγαλειτέρας, άλλαι φωναί και άλλοι τουφεκισμοί. + + — Πόλεμος, πόλεμος, ανέκραξεν ο Μίρτος, και ταχύνας το βήμα έτρεξε προ +εμού. + +Τον ηκολούθησα τρέχων κ' εγώ. + +Πρώτην τότε φοράν ήκουα πυροβολισμούς εις μάχην. Εγνώριζα ότι οι +πολεμισταί μας, καθώς οι ήρωες του Ομήρου, αντήλλασσον ύβρεις προτού +έλθουν εις χείρας, αλλά δεν εφανταζόμην πόσον αι τοιαύται βροντώδεις +προκλήσεις εξάπτουν τα πάθη και ανάπτουν το αίμα. Με κατέλαβε κ' εμέ ο +ενθουσιασμός, ο κατέχων τους εκεί μαχομένους. Ελησμόνησα διά μιας τον +κάματόν μου και έτρεχα κ' εγώ ανά μέσον των πεύκων, τα οποία μ' +εμπόδιζον να ίδω πόθεν έπιπτον οι τουφεκισμοί, και εκραύγαζα κ' εγώ +κραυγάς ανάρθρους και αγρίας. + +Το βουνόν, επί του οποίου ευρισκόμεθα, εχωρίζετο εκ του απέναντι βουνού +διά φάραγγος βαθυτάτης και στενής, τόσον πολύ στενής προς τα ενδότερα, +ώστε κάτω εις το βάθος της δεν υπάρχει πάντοτε εκατέρωθεν του ποταμού, +όστις την διατρέχει, χώρος ικανός διά την ατραπόν, και οι διαβάται +αναγκάζονται, εν ελλείψει γεφύρας, να ακολουθούν συχνάκις τον δρόμον των +εντός της κοίτης αυτής του ποταμού. Εις τα άκρα της όμως προς το μέρος +της θαλάσσης, εκεί δηλαδή όπου ευρισκόμεθα, η φάραγξ ευρύνεται, +λαμβάνουσα διαστάσεις στενής κοιλάδος· η φάραγξ αύτη είναι η κλεις της +ορεινής επαρχίας της νήσου, η δε κατάληψίς της υπό του εχθρού ήθελεν +είναι τραύμα καίριον, ίσως θανατηφόρον. Κατά του κινδύνου τούτου +ημυνόμεθα. Η ληφθείσα το πρωί πληροφορία ήτο ότι στόλος εχθρικός εφάνη +πλέων προς το μέρος εκείνο της νήσου. Οι τρεις αγγελιαφόροι εις το +ερημοκκλήσιον έφερον την είδησιν του αποβιβασμού σώματος εχθρικού. +Ευτυχώς επροφθάσαμεν να καταλάβωμεν ημείς το αριστερόθεν βουνόν, αλλά το +δεξιόθεν κατείχετο ήδη υπό του εχθρού. Διά να τον εκδιώξωμεν εκείθεν +απητείτο να προσβληθή και εκ των όπισθεν. Εν τούτοις η έγκαιρος άφιξίς +μας απεσόβει τον άμεσον κίνδυνον. + +Η στρατηγική αύτη εξήγησις ήτο, νομίζω, αναγκαία διά να εννοήσουν τα +διατρέξαντα όσοι των νομομαθών συναδέλφων μου, των εχόντων ή μη +φαλαγγιτικάς παραδόσεις, αναγνώσουν τας σελίδας ταύτας, δελεασθέντες εκ +της επιγραφής των. + +Πώς ευρέθην κ' εγώ εις την πρώτην σειράν των πολεμιστών, επί πόσην ώραν +έμεινα γεμίζων και κενώνων το όπλον μου, είναι αδύνατον να τα ενθυμηθώ +ακριβώς. Εκεί, εις την άκραν του βουνού, βράχοι εσπαρμένοι επί του +γυμνού οροπεδίου μετεσχημάτιζον αυτό εις είδος φρουρίου κυκλωπείου. Αι +υπερμεγέθεις πέτραι εχρησίμευον ως προμαχώνες ή μετερίζια. Όπισθεν αυτών +προφυλαττόμενοι οι πολεμισταί εγέμιζον τα όπλα και έπειτα προβάλλοντες +την κεφαλήν ετουφέκιζον. Το απέναντι ύψωμα δεν είχε βράχους, αλλά τα +δένδρα εκεί ήσαν πυκνότερα, και όπισθεν αυτών επροφυλάττοντο οι +αντίπαλοί μας. Όλα ταύτα μένουν εις την μνήμην μου, ως ανάμνησις +ονείρου. Έν μόνον ενθυμούμαι ζωηρώς: τον ποταμόν κάτω εις την κοιλάδα. +Τον έβλεπα πλαγίως όπισθεν του βράχου, όστις μ' επροφύλαττεν. Έτρεχον τα +νερά του, αφρίζοντα όπου το ρεύμα εύρισκε πρόσκομμα επί της βραχώδους +κοίτης. Η θέα των μ' εταντάλιζεν. Εις εκείνα προσήλωνα τα βλέμματα· και +γεμίζων και κενώνων το όπλον, τον νουν μου είχα διαρκώς εκεί κάτω. Ήθελα +να καταβώ, να πίω, να κορέσω την δίψαν μου. Δεν εσκεπτόμην ότι και οι +άλλοι γύρω μου είχον βαδίσει όσον κ' εγώ χωρίς ν' αναπαυθούν. Και οι +άλλοι εκραύγαζον πολεμούντες, και έσχιζον τα φυσέκια διά των οδόντων, +και είχον τα χείλη μαύρα εκ της πυρίτιδος. Η γλώσσα των θα ήτο ξηρά ως η +ιδική μου και ο λάρυγξ των επίσης φλογισμένος, και όμως αντείχον εις την +δίψαν εκείνοι και δεν εζήτουν να καταβούν κάτω εις το ρεύμα. Δεν τα +εσκεπτόμην αυτά. Δεν εσκεπτόμην τίποτε, παρεκτός ότι διψώ. Ήτο είδος +παραφροσύνης. Ήμην έξω εμαυτού. Επί τέλους δεν ηδυνήθην ν' ανθέξω +περισσότερον εις τον πειρασμόν όστις μ' εκυρίευε, και στραφείς οπίσω +επλησίασα τον αρχηγόν. + +Εκάθητο όπισθεν ενός βράχου ατενίζων υψηλά προς τον ουρανόν, προς τα +όπισθεν του απέναντι ημών βουνού. Ήτο σύνοφρυς. Εφανέρωνεν ανησυχίαν η +έκφρασις του βλέμματος του και αι σπασμωδικαί κινήσεις της αριστεράς +του, διά της οποίας έτιλλε τας τρίχας του μύστακος του, ως αν ήθελε να +τας εκριζώση. + +Έστρεψε προς εμέ τους οφθαλμούς. Εάν ηδυνάμην κατ' εκείνην την στιγμήν +να σκεφθώ τι, ήθελα εννοήσει ότι ο στρατηγός παν άλλο είχε κατά νουν ή +τας συστάσεις του θείου μου. + +Τι θέλεις; ηρώτησεν ανυπομόνως. + +Στρατηγέ την άδεια να καταβώ'ς το ποτάμι. + +Να κάμης τι; + + — Διψώ. + +Ο καπετάνιος με παρετήρησεν απορών. Τον εξέπληξεν άρά γε η αίτησίς μου, +ή η έκφρασις του προσώπου μου; + + — Δεν είναι ακόμη ώρα, είπεν άνευ οργής. Πρόσμενε. + + — Δεν ημπορώ να προσμείνω, απεκρίθην υψών την φωνήν. + +Οι οφθαλμοί του γέροντος ήστραψαν. Ηγέρθη διά μιας και η δεξιά του +κατέπεσεν επί του εγχειριδίου εις την ζώνην του. Τι θα συνέβαινε τότε +δεν τολμώ ούτε να το φαντασθώ. Ήτο ωργισμένος εκείνος κ' εγώ ήμην έξω +φρενών. Αλλ' αίφνης η φυσιογνωμία του μετεβλήθη. Δεν έβλεπεν εμέ. +Υπεράνω της κεφαλής μου το βλέμμα του προσηλούτο εις τον ουρανόν, — +προσηλούτο μετά τόσης εντάσεως, ώστε απορών εστράφην κ' εγώ προς τα +οπίσω, ακολουθών διά των οφθαλμών την διεύθυνσιν του βλέμματος του +αρχηγού. Δεν έβλεπα τίποτε, εκτός του καθαρού ουρανού λαμβάνοντος προς +ανατολάς χρώμα ροδόχρουν, υπό τας ακτίνας του δύοντος ηλίου. Επί τέλους +μ' εφάνη ότι διέκρινα μακράν πτηνόν και γραμμήν υπ' αυτό κυματίζουσαν. +Ήτο όφις; ήτο ταινία; Έβλεπα μετά προσοχής προσπαθών να διακρίνω τι ήτο. + + — Παιδιά, εφώναξε βροντωδώς ο αρχηγός. θέλω πέντε από σας να +συνοδεύσετε τον υπάσπιστήν κάτω εις το ποτάμι. Ποίος πηγαίνει; + +Εστράφην έκθαμβος προς αυτόν. Είκοσι περίπου νέοι έδραμον εις την φωνήν +του εκ των βράχων, όπου εξηκολούθουν οι τουφεκισμοί και αι κραυγαί. + +Μειδίαμα κρυπτόμενον υπό τον μύστακα του γέροντος εφαίδρυνε το πρόσωπόν +του. + + — Μόνον πέντε είπε. Τραβήξετε τον κόμπον. + +Και ενώ οι νέοι συνεμορφούντο με το πρόσταγμά του, ο αρχηγός με ωδήγει +πόθεν να καταβώμεν, πώς να καταλάβωμεν τον ποταμόν, πώς να κρυφθώμεν υπό +την προέχουσαν όχθην του, ταύτα δε πάντα άνευ της ελαχίστης μνείας της +προηγηθείσης μεταξύ μας σκηνής. Την είχεν άρά γε λησμονήσει τόσον +ταχέως; Δεν ηδυνάμην να εξηγήσω το πράγμα. Πώς παρήλθε διά μιας η δικαία +οργή του; Πώς μετέβαλε γνώμην και όχι μόνον απεδέχετο την άτοπον και +αυθάδη αίτησίν μου, αλλά συναπέστελλε μετ' εμού τους πέντε εκείνους, +εκθέτων αυτούς εις βέβαιον κίνδυνον, χάριν της ιδικής μου δίψης. Όλα +ταύτα ήρχοντο εις τον νουν μου, αλλά συγκεχυμένα. Ευρισκόμην εις είδος +παραζάλης, εκ της οποίας όμως ανένηψα βαθμηδόν ως αφυπνιζόμενος εκ της +ευθύνης, την οποίαν ανελάμβανα, και εκ του ενώπιον ημών κινδύνου. Ότε +μάλιστα είδα τον Μίρτον μεταξύ των κληρωθέντων πέντε, η διπλή αύτη +συναίσθησις της ευθύνης μου και του κινδύνου επλημμύρησε την ψυχήν μου. +Διά της φαντασίας επανείδα το μεταξύ των δύο οικίσκων διάστημα και τας +δύο συνεσφιγμένας μορφάς, κρυπτομένας όπισθεν του κορμού αναμέσον του +ελαιώνος. Με κατέλαβεν αόριστός τις επιθυμία να είπω τι, να επιφέρω +μεταβολήν τινα εις την σύνθεσιν του αποσπάσματος μου, αλλ' ο αρχηγός μάς +εφώναξεν «Ώρα καλή παιδιά», και ηρχίσαμεν την κατάβασιν. + +Η κατάβασις ήρχισεν εκ της προς την θάλασσαν κλιτύος του βουνού, οπόθεν +εστράφημεν βαθμιαίως προς το μέρος της κοιλάδος. Εκεί, και μέχρι της +ρίζης του βουνού, τα πυκνά δένδρα μας έκρυπτον και δεν ήτο φόβος να μας +ανακαλύψη ο εχθρός. Αλλ' η κοιλάς ηπλούτο υπό τους πόδας μας γυμνή +δένδρων. Ο ποταμός έρρεεν εις το μέσον αυτής. Μέχρι της όχθης του το +διάστημα δεν ήτο πολύ, δεν υπερέβαινεν ίσως τα εκατόν μέτρα, αλλ' όσον +δρομαίως και αν το διηρχόμεθα, οι απέναντι εχθροί βεβαίως θα είχον τον +απαιτούμενον καιρόν διά να μας σημαδεύσουν τρέχοντας. Καθ' όσον +επλησιάζομεν καταβαίνοντες, η γυμνή κοιλάς μου εφαίνετο πλατυτέρα. +Υπελόγιζα την μέχρι της όχθης απόστασιν, την οποίαν έπρεπε να +διατρέξωμεν υπό τας σφαίρας του εχθρού, σκοπεύοντος εκ του υψώματος +άνωθέν μας, και εφανταζόμην ότι βλέπω την νέαν εκείνην, την σύντροφον +του Μίρτου, με την ποδιάν επί των οφθαλμών της, θρηνούσαν, απηλπισμένην. +Ω! ελησμόνησα τότε την δίψαν μου! Ήθελα διά παντός τρόπου να σώσω τον +Μίρτον. Ο κίνδυνος ήτο ίσως δι' όλους ημάς, αλλά δι' εκείνον και μόνον +εσκεπτόμην. Εφοβούμην δι' εκείνον. Ήθελα να τον εμποδίσω από του να με +ακολουθήση. Αλλά πώς; Να τον διατάξω να επιστρέψη οπίσω; Επί τίνι +προφάσει; Επροσπάθουν να εξεύρω τον τρόπον και δεν εύρισκα. Είχομεν +φθάσει υπό την σκέπην των τελευταίων δένδρων. Εκαθίσαμεν εκεί ν' +αναπαυθώμεν, ολίγον προτού διασχίσωμεν την κοιλάδα μέχρι του ποταμού. +Έδειξα εκείθεν εις τους συντρόφους μου το σημείον, όπου έπρεπε να +διευθυνθώμεν, — εκεί όπου η δεξιά όχθη υψουμένη εφαίνετο παρέχουσα ως +πρόχωμα δυνάμενον να μας προφυλάξη από τας εχθρικάς σφαίρας, αφού +πηδήσωμεν εντός της κοίτης. Αλλ' ο Μίρτος;... Μου ήλθε διά μιας ως +έμπνευσις. + + — Μίρτε, και συ φίλε μου, είπα αποτεινόμενος συγχρόνως προς άλλον +ομήλικόν του, τον νεώτερον και των πέντε. Μείνατε σεις οι δύο εδώ και να +έλθετε εις το ποτάμι, όταν σας φωνάξω απ' εκεί. + +Οι δύο νέοι αντήλλαξαν έν βλέμμα. Συνενοήθησαν άνευ λέξεων. + + — Κύριε υπασπιστά, απεκρίθη ο Μίρτος, λαβών εκείνος τον λόγον. Δεν με +προσηγόρευσε με τόνομά μου καθώς πριν. + + — Κύριε υπασπιστά, ο καπετάνιος μας διέταξε να σε ακολουθήσωμεν και οι +πέντε. Δεν μας είπε να μείνωμεν κρυμμένοι οι δύο και να σε ακολουθήσουν +μόνον οι τρεις. + +Με απεστόμωσεν η απάντησίς του. Αλλ' επέμεινα έτι· ηγέρθην και τον +επλησίασα· ηγέρθησαν και οι πέντε συγχρόνως. + + — Μίρτε μου, είπα θέσας την χείρα μου επί του ώμου του, άκουσέ με, διά +την αγάπην εκείνης που 'ξεύρεις. + +Με εκύτταξεν ασκαρδαμυκτί, χωρίς να προφέρη λέξιν. Τι τον παρώργισεν; Η +ανακάλυψις ότι τους είχα ίδει το πρωί, ή η ανάμιξίς μου εις πράγματα +υπερβαίνοντα την δικαιοδοσίαν μου; + + — Κύριε υπασπιστά, επανέλαβε ψυχρώς· εκείνη που 'ξεύρω δεν αγαπά τους +δειλούς. + +Ενόησα ότι ήτο περιττόν να επιμείνω. + + — Καλά, Μίρτε, είπα, και του έτεινα φιλικώς την χείρα. Ο Θεός μαζί σου! + + — Ο Θεός με όλους μας, κυρ Γεωργάκη μου. + + — Εμπρός παιδιά, ανέκραξα, και ηρχίσαμεν να τρέχωμεν. + +Μου εφάνησαν αιώνες τα ολίγα εκείνα λεπτά, μέχρις ου φθάσω εις την +όχθην! Η εμφάνισίς μας εξέπληξε τους εχθρούς και επί τινας στιγμάς δεν +ηκούσθησαν τουφεκισμοί εκ του υψώματός των. + +Αλλ' ήσαν στιγμαί μόνον διακοπής και επηκολούθησε κρότος πυκνός +πυροβολισμών και εκ των δύο πλευρών της φάλαγγος. Δεν ύψωσα τους +οφθαλμούς να ίδω τον καπνόν των εχθρικών τουφεκιών. Τους είχα +προσηλωμένους εις το σημείον της όχθης, όπου έπρεπε να φθάσωμεν. Έτρεχα, +έτρεχα, — αι δε σφαίραι εσύριζον γύρω μου, και έτρεχα και ήκουα αριστερά +και δεξιά όπισθέν μου τον ποδοβολητόν των συντρόφων μου, και αίφνης +ήκουσα κραυγήν φοβεράν και συγχρόνως τον υπόκωφον κρότον σώματος +πίπτοντος κατά γης. Ο Μίρτος, είπα κατά νουν! Αλλά δεν εστράφην οπίσω, +δεν διέκοψα τον δρόμον μου. Έτρεχα και οι πυροβολισμοί εξηκολούθουν +πυκνοί, και εσύριζον αι σφαίραι, και έβλεπα εμπρός μου την όχθην προς +την οποίαν επλησίαζα, και ήκουσα δευτέραν κραυγήν όπισθέν μου... Ήμην +ήδη παρά την όχθην. Έν βήμα ακόμη και επήδων εντός της κοίτης του +ποταμού, ότε ησθάνθην διά μιας κτύπημα και πόνον φρικτόν εις την +αριστεράν μου κνήμην, πόνον όμοιον του οποίου δεν είχα αισθανθή ποτέ, +και αντί να πηδήσω εντός της κοίτης, ενόησα ότι κρημνίζομαι εντός +αυτής... Κατόπιν δεν ενθυμούμαι πλέον τίποτε, μέχρι της στιγμής καθ' ην +εξύπνησα. + +Η πανσέληνος έλαμπεν άνωθέν μου· ήμην εξηπλωμένος κατά γης. Επόνουν +πόνον δριμύν και φλογερόν εις την κνήμην. Δύο άνδρες εξήταζον την πληγήν +μου. Όρθιος άνωθέν μου ο καπετάνιος με εκύτταζε σιωπηλός, και γύρω εις +κύκλον συνεσφίγγοντο οι στρατιώται του. + + — Ο Μίρτος; ηρώτησα. + + — Τους εδιώξαμεν, είπεν ο αρχηγός, χωρίς ν' αποκριθή εις την ερώτησίν +μου. Τώρα, εξηκολούθησε, κύτταξε να γείνης καλά, διά να μη έχω λόγια με +τον θείον σου. + +Ακολούθως έμαθα ότι δεν μας εξαπέστειλεν εις την κοιλάδα χάριν της δίψης +μου, αλλά προς αντιπερισπασμόν κατά του εχθρού, διά να αποσπάσωμεν την +προσοχήν του από το σώμα, το ερχόμενον να τους προσβάλη εκ των νώτων. Το +ταινιοφόρον πτηνόν ήτο το συμφωνηθέν σημείον της προσεγγίσεως του +σώματος εκείνου. Δεν ηδυνήθην να εξακριβώσω εάν είχεν εκ των προτέρων το +σχέδιον του τοιούτου αντιπερισπασμού, ή εάν εκ της δίψης μου συνέλαβε +την ιδέαν... Ο αντιπερισπασμός ωφέλησεν. Η εκ των νώτων προσβολή επέτυχε +πληρέστατα, αλλ' η άγνωστος εκείνη νέα δεν επέπρωτο να επανίδη ζώντα τον +Μίρτον! Ο άλλος πεσών στρατιώτης επληγώθη ελαφρώς. Την δε ιδικήν μου +κνήμην μου την απέκοψε την αυτήν εκείνην νύκτα ο εκτελών χρέη χειρουργού +αληθής υπασπιστής του αρχηγού. + +Ιδού διατί έμεινα, εξ ανάγκης, δικηγόρος. Το πολεμικόν μου στάδιον +διήρκεσε μίαν ημέραν και μόνην. Την τρυπημένην όμως φαλαγγιτικήν στολήν +μου την εκράτησα και την διατηρώ ακόμη. + + + +ΤΑ ΔΥΟ ΑΔΕΛΦΙΑ + + + +Α'. + +Κατά το φθινόπωρον του έτους... (περιττόν να ορίσω ακριβώς την +χρονολογίαν), επεχείρησα, χάριν αναρρώσεως, περιοδείαν εις τας νήσους +του Αιγαίου. Ανελάμβανα εκ νόσου οξείας, οι δε ιατροί εθεώρησαν την +αλλαγήν αέρος και τρόπου ζωής ως το καλλίτερον μέσον προς ανάκτησιν των +προτέρων μου δυνάμεων. Το κατ' εμέ, προ πολλού επεθύμουν να επισκεφθώ +τας Κυκλάδας, ώστε ουδέποτε ήκουσα και παρεδέχθην συμβουλήν ιατρικήν +μετά τοσαύτης ευχαριστήσεως. + +Η μήτηρ μου, μη δυναμένη να με συντροφεύση η ιδία, ως ήθελεν, επέμεινεν +εις το να συνοδευθώ από άνθρωπον της εμπιστοσύνης της. Επροτίμων τη +αληθεία να είμαι μόνος, αλλά δεν ήδυνάμην να την παρακούσω, ούτε ήθελα +να την δυσαρεστήσω, και απεφασίσθη ότι θα συνταξειδεύσω με τον εξάδελφόν +μου Νίκον Μαιμάν. Ο Νίκος ήτο κατά δύο μόλις έτη πρεσβύτερός μου, ώστε +δεν υπηγόρευσεν εις την μητέρα μου την εκλογήν το ώριμον της ηλικίας +του. Είμεθα νέοι και οι δύο, βεβαίως δε σέβας δεν μου ενέπνεεν ο Νίκος. +Το προτέρημά του ήτο ότι, συγγενής αφωσιωμένος, εθυσιάζετο κατά γράμμα +χάριν όσων ηγάπα. Εις τούτο απέβλεψεν η μήτηρ μου, ότε μου τον επέβαλεν +ως συνοδοιπόρον, κατορθώσασα να του δοθή δίμηνος άδεια απουσίας από τον +έμπορον, εις του οποίου το γραφείον ειργάζετο ως υπάλληλος. Κύριος δε +οίδε πόσας και οποίας οδηγίας έδωκε μυστικώς η προβλεπτική μου μήτηρ εις +τον Μέντορά μου. + +Συμμορφούμενος και με άλλην απαίτησίν της, υπεσχέθην να περιορισθώ εντός +του δρομολογίου της Ατμοπλοϊκής Εταιρίας, επισκεπτόμενος τας νήσους +μόνας όπου τα ατμόπλοιά της προσήγγιζον, και να μη εμπιστευθώ την +πολύτιμον ύπαρξίν μου εις τους σκυλοπνίκτας του Αιγαίου. Ο περιορισμός +ούτος με ηνάγκαζε, προς τοις άλλοις, να παρατείνω επί εβδομάδα ολόκληρον +την εις εκάστην νήσον διαμονήν μου. Αλλά προ ολίγου έτι ο γύρος των +Κυκλάδων εγίνετο κατά δεκαπενθημερίαν, η δε εβδομαδιαία των ατμοπλοίων +προσέγγισις εις τας νήσους ήτο πρόσφατον τότε γεγονός, ώστε η σκέψις ότι +δεν θα είμαι δεσμευμένος επί δεκαπέντε ημέρας αποκαθίστα ελαφρότερον τον +επταήμερον περιορισμόν. Άλλως δε ο καιρός τότε είχεν, ή εφαίνετο έχων, +ολιγωτέραν αξίαν ή σήμερον. + +Ούτω κανονισθέντων των πραγμάτων, ανεχωρήσαμεν μετά του Νίκου και +επεσκέφθημεν αλληλοδιαδόχως διαφόρους νήσους. Η πρόθυμος φιλοξενία των +κατοίκων, η ωραιότης της φύσεως, ενιαχού δε και η επίσκεψις των λειψάνων +της αρχαιότητος ή των μνημείων της μεσαιωνικής εποχής, συνετέλουν εις το +να διέρχηται η επί εκάστης νήσου εβδομάς πολύ ταχύτερον ή όσον +εφοβούμην, ότε διέγραφα εκ των προτέρων τα της περιοδείας μου. + +Την έκτην εβδομάδα, περί τα μέσα Οκτωβρίου, αφίχθημεν εις την νήσον, +όπου συνέβησαν όσα προτίθεμαι ήδη να αφηγηθώ. + +Εκ σεβασμού προς πρόσωπα επιζώντα εισέτι αποσιωπώ της νήσου εκείνης το +όνομα. Αληθώς, οι κάτοικοι της, εάν η διήγησις αύτη αναγνωσθή ποτέ υπό +τοιούτων, δεν θα δυσκολευθούν ν' αναγνωρίσουν τα υπό τας πλαστάς μου +ονομασίας υποκρυπτόμενα πρόσωπα και χωρία. Αλλ' οπωσδήποτε, θα μείνη το +μυστικόν εντός οικογενειακού, ούτως ειπείν, κύκλου, οι δε μη εν τοις +πράγμασι δύνανται, εάν θέλουν, να θεωρήσουν ως γέννημα της φαντασίας το +διήγημά μου. + +Μη έχοντες ούτε ο Νίκος ούτ' εγώ εις την νήσον εκείνην φίλον +οικογενειακόν ή γνώριμον, εζητήσαμεν, προ της αναχωρήσεώς μας, +συστατικήν από αρχαίον διδάσκαλόν μας, καθηγητήν του Γυμνασίου, εκείθεν +καταγόμενον αλλά προ ετών πολλών μη επισκεφθέντα την πατρίδα του. Ο +καθηγητής προθύμως απεδέχθη την αίτησιν και εκάθισεν αμέσως να γράψη +ενώπιόν μας την ζητουμένην συστατικήν. + + — Θα σας συστήσω, είπεν, εις τον Κύριον Μελέτην. Θεωρεί ως δικαίωμα και +ως καθήκον του το να φιλοξενή τους επισκεπτομένους την νήσον μας και θα +το εκλάβη ως προσβολήν, εάν σας συστήσω εις άλλον τινά. Αξιόλογος +άνθρωπος, επρόσθεσεν. Αλλά προ πόσων ετών δεν τον είδα! + +Λέγων ταύτα ο καθηγητής ήρχισε να γράφη. Αλλά διά μιας διεκόπη και, με +τον κάλαμον μετέωρον, εφαίνετο ως ανακαλών εις την μνήμην του δυσάρεστόν +τι, προς ώραν λησμονηθέν. Με έβλεπεν ασκαρδαμυκτί, καίτοι προφανώς έχων +αλλού τον νουν. + + — Τι σκέπτεσθε, κύριε καθηγητά; ηρώτησα. + + — Σκέπτομαι, φίλε μου, ότι, αφότου δεν είδα τον κύριον, Μελέτην, τα +πράγματα μετεβλήθησαν. Η κόρη του.. + +Ο καθηγητής δεν εθεώρησε πρέπον να συμπληρώση την φράσιν του. + + — Δεν είμεθα δα τόσον επικίνδυνοι ούτε ο εξάδελφός μου ούτ' εγώ, +υπέλαβα, μετριοφρόνως μειδιών. + + — Δεν πρόκειται περί τούτου, απεκρίθη σοβαρώς ο καθηγητής, χωρίς να μου +διακοινώση τους ενδομύχους στοχασμούς του. + + — Αλλ' όμως, εξηκολούθησε μετά τινα σκέψιν, παρήλθον τόσα έτη έκτοτε! +Επί τέλους δε, εάν δεν δύναται να σας φιλοξενήση ο ίδιος, θα σας +προμηθεύση εκείνος κατάλυμα αλλαχού. + +Και απετελείωσε την συστατικήν. + +Την έλαβα εκ των χειρών του εκφράσας την ευγνωμοσύνην μου. Δεν απέδωσα +δε μεγάλην βαρύτητα εις τους ενδοιασμούς του, καθόσον εκ των μαθητικών +μου έτι ημερών διετήρουν περί αυτού την ιδέαν ότι λεπτολογεί υπέρ το +δέον περί τα ανάξια λόγου. Έθεσα την επιστολήν εις το χαρτοφυλάκιόν μου +και ούτε εσκέφθην πλέον τι περί του Κυρίου Μελέτη ή περί της θυγατρός +του, μέχρι της ημέρας καθ' ην επεβιβάσθημεν εις το ατμόπλοιον, το οποίον +μας έφερεν εις την νήσον του. + +Β’. + +Ο ήλιος είχε δύσει, ότε προσωρμίσθη το ατμόπλοιον εν τω μέσω κόλπου +ημικυκλικού. + +Υποθέτω ότι, όταν ο ήλιος φωτίζη τους περικλείοντας τον κόλπον εκείνον +υψηλούς λόφους και την αναμεταξύ αυτών κοιλάδα, η άποψις εκ της θαλάσσης +είναι φαιδρά και χαρίεσσα. Αλλά κατ' εκείνην την ώραν αι απότομοι +γραμμαί των εκατέρωθεν βουνών, τα οποία έτι μάλλον εμεγέθυνε το +προβαίνον σκότος, και αι μυστηριώδεις σκιαί, προμακρύνουσαι αορίστως την +απέναντι ημών κοιλάδα, μας επροξένησαν εντύπωσιν όλως διάφορον των +ωραίων νήσων, όσας είχομεν προηγουμένως επισκεφθή. Ο Νίκος ιδίως +συνησθάνθη την διαφοράν. Η μέχρι της ώρας εκείνης ευθυμία του διεκόπη. + + — Άγριον μέρος, έλεγε. Δεν μου αρέσει. + +Ήτο άγριον αληθώς. Ο κόλπος έκειτο προς ανατολάς. Δεξιόθεν, δηλαδή προς +νότον, το βουνόν ανυψούμενον απέληγεν εις κημνόν φοβερόν, βυθιζόμενον +κατά κάθετον εις την θάλασσαν. Το τεράστιον εκείνο ακρωτήριον ενέπνεε +τρόμον. Βλέπων τα σκοτεινά απότομα πλευρά του ανελογιζόμην ακουσίως πόσα +άρά γε πλοία συνετρίβησαν εκεί, πόσαι υπάρξεις εσβέσθησαν εις τα νερά, +τα οποία εμαύριζεν η σκιά του! + +Προς βορράν, εις την απέναντι πλευράν του κόλπου, η σειρά των λόφων +κατέβαινε προς την θάλασσαν διά γραμμής ολιγώτερον αποκρήμνου. Προς τα +άκρα της δε εστεφανούτο υπό βράχου κωνοειδούς, επί του οποίου +διεκρίνοντο εισέτι, φωτιζόμενοι υπό της δείλης, οι τοίχοι των οικιών των +απαρτιζουσών το Κάστρον, την πρωτεύουσαν της νήσου. + +Κάτωθι του Κάστρου, εις τον αιγιαλόν, δύο τρεις ταπειναί οικοδομαί +απετέλουν την Σκάλαν, το επίνειον της νήσου. + +Εκεί απεβιβάσθημεν και εσυμφωνήσαμεν μεθ' ενός αγωγιάτου να μας μεταφέρη +εις το Κάστρον, εις του Κυρίου Μελέτη. + +Εντούτοις, μέχρις ου γείνουν όλα ταύτα, η νυξ είχεν επέλθει εντελώς, η +δε ανάβασις έγεινεν εντός πυκνού σκότους. Κατ' αρχάς η οδός ήτο οπωσούν +ομαλή, αλλά καθόσον απεμακρυνόμεθα της Σκάλας ο ανήφορος εγίνετο +τραχύτερος. Τα κτήνη εβάδιζον ασφαλώς και απροσκόπτως, ακολουθούμενα από +τον αγωγιάτην. Κίνδυνος βεβαίως ουδείς υπήρχε. Και όμως, το δύσβατον του +εδάφους, το περιβάλλον ημάς σκότος, οι κρημνοί τους οποίους εξαίφνης +εβλέπομεν προβάλλοντας ενώπιόν μας εις τους ελιγμούς του ανηφόρου, η +ερημία, τα πάντα ομού συνέστελλον κάπως την καρδίαν. Καθ' όλον τον +δρόμον δεν αντηλλάξαμεν λέξιν με τον Νίκον. Την σιωπήν διέκοπτε μόνος ο +κρότος των πετάλων των ημιόνων μας, και αι άγριαι πού και πού κραυγαί +του αγωγιάτου, παροτρύνοντος τα ζώα του. + +Επί τέλους εισήλθομεν εντός του Κάστρου. + +Τα κάστρα ταύτα εκτίζοντο, ως γνωστόν, επί απροσίτων κορυφών, ότε οι +κάτοικοι των νήσων ήσαν εκτεθειμένοι εις τας προσβολάς των πειρατών, +ενίοτε δε και εις τας των διωκτών των πειρατών. Ήσαν δε αληθή φρούρια. +Τείχη δεν είχον, αλλ' αι οικίαι της εξωτερικής σειράς συνεχόμεναι +απετέλουν κυκλοτερές περιτείχισμα, διακοπτόμενον εις έν ή πλείονα μέρη, +τα οποία εκλείοντο διά πύλης. Την σήμερον η πύλη εξέλιπεν, αφ' ου +ευτυχώς εξέλιπε και η ανάγκη προφυλάξεως και αμύνης. Διά της ανοικτής +των ταύτης πύλης τα Κάστρα ήρχισαν βαθμηδόν να εκκενώνται. Οι κάτοικοί +των καταβαίνουν εις νέους συνοικισμούς ανετωτέρους και ευρυχωροτέρους, +παρά τον αιγιαλόν, μετ' ολίγας δ' έτι γενεάς τα παλαιά των νήσων Κάστρα +θα μετασχηματισθούν εις μεσαιωνικά ερείπια. Τότε και η πρωτεύουσα της +νήσου, εις την οποίαν μετά τοσούτου κόπου και φόβου ανηρχόμεθα κατ' +εκείνην την νύκτα, θα μετατοπισθή επίσης εις το μικρόν ήδη επίνειόν της, +την Σκάλαν. + +Άμα εισήλθομεν εις τας στενάς του Κάστρου οδούς, ο αγωγιάτης προηγηθείς +έλαβε το προπορευόμενον των κτηνών εκ του περί τον λαιμόν του σχοινίου +και μετά τινα βήματα εστάθη ενώπιον μεγάλης οικίας, της οποίας έκρουσε +βαρέως την θύραν. + +Σκότος πανταχού, και εις την οδόν και εις τα κλειστά παράθυρα των πέριξ +οικιών. + +Επεζεύσαμεν τότε και ημείς. Κρατών την συστατικήν εις χείρας, επερίμενα +ενώπιον της θύρας, όπισθεν του αγωγιάτου, σκεπτόμενος ότι ήτο μεγάλη η +αδιακρισία του να διαταράξωμεν εις τοιαύτην ώραν την ησυχίαν ανθρώπων +αγνώστων, οι οποίοι ούτε καν μας επερίμενον. Αλλά πώς άλλως να γείνη; +Ξενοδοχείον δεν υπήρχε· προτού αρχίσωμεν την ανάβασιν, εξέφρασα την +ιδέαν να διανυκτερεύσωμεν εις το καφενείον της Σκάλας, αλλ' ο αγωγιάτης +εξανέστη. + + — Πώς γίνεται! Τι θα 'πή ο Κύριος Μελέτης! + +Άλλως, δεν εφανταζόμην ότι θα διαρκέση τόσην ώραν η ανάβασις. Και ο +Νίκος δε επέμεινε ν' αναβώμεν εις το Κάστρον, διατεινόμενος ότι δήθεν +είχε ανάγκην να καλοκοιμηθή εις κλίνην ανθρωπινήν, ενώ βεβαίως μόνον και +μόνον τας συστάσεις της μητρός μου είχε κατά νουν. Οπωσδήποτε, αφού άπαξ +ευρισκόμεθα εις το Κάστρον, έπρεπε να ζητήσωμεν κάπου φιλοξενίαν, +πανταχού δε θα εγινόμεθα πρόξενοι της αυτής ανησυχίας, χωρίς να είμεθα +τουλάχιστον εφωδιασμένοι με συστατικήν, εάν εκρούομεν άλλην θύραν. +Ανάγκη λοιπόν να διαταράξωμεν τον Κ. Μελέτην και κατά μέρος η εντροπή. + +Επί τέλους ηκούσθησαν βηματισμοί εις την αυλήν και η βαρεία της οικίας +θύρα ηνοίχθη υπό γραίας υπηρετρίας κρατούσης λύχνον, διά του οποίου +εφώτισε το πρόσωπον του αγωγιάτου και το ιδικόν μου. + +Ο Νίκος παρέκει, ψηλαφών εις τα σκοτεινά, κατεγίνετο να εξακριβώση εάν +ήσαν σώα τα πράγματά μας και ανελλιπή επί των ώμων των ημιόνων. + +Η γραία, κρατούσα τον λύχνον της υψηλά, με παρετήρε με βλέμματα +εκφράζοντα απορίαν. + + — Σας ήλθαν ξένοι, υπέλαβεν ο αγωγιάτης προλαβών την ερώτησίν της. + + — Παρακαλώ, είπα, δόσε το γράμμα τούτο εις τον Κύριον Μελέτην. Δεν +επιθυμούμεν να τον ανησυχήσωμεν απόψε. Του λόγου του, επρόσθεσα δεικνύων +τον αγωγιάτην, θα μας εύρη κανέν μέρος, όπου να περάσωμεν την νύκτα. + +Η γραία λαβούσα εν σιωπή την επιστολήν, κατέθεσε τον λύχνον κατά γης, +εντός της αυλής, και έδραμε προς την κλίμακα. + + — Περάσετε μέσα, είπεν ο αγωγιάτης, βέβαιος εκ προοιμίων περί της +προθύμου δεξιώσεως. + +Και επιστρέψας προς τα ζώα του εβοήθει τον Νίκον εις την εξέτασιν των +πραγμάτων μας. + +Δεν επέρασα μέσα, περιμένων επισημοτέραν πρόσκλησιν. Δεν επερίμενα δε +πολύ. Η κλίμαξ ηκούσθη τρίζουσα υπό βήματα ανδρικά. Ο Κ. Μελέτης +ακολουθούμενος υπό της γραίας υπηρετρίας, κατέβαινε προς υποδεξίωσίν +μας. + + — Καλώς ωρίσατε, καλώς ωρίσατε! + +Και έτεινε την φιλόξενον χείρα. + +Επανέλαβα δειλώς τους περί ξενοδοχείου ή καφενείου υπαινιγμούς, ζητών +συγγνώμην διά το ακατάλληλον της ώρας κατά την οποίαν εμφανιζόμεθα, αλλ' +εκείνος, χωρίς καν να με αποκριθή, εξήλθεν εις την οδόν προς ανεύρεσιν +του αγωγιάτου. + + — Ποίος είν' εκεί; ηρώτησεν εις τα σκοτεινά + + — Εγώ, αφέντη. + + — Εσύ Γεώργη, επανέλαβεν ο Κ. Μελέτης, αναγνωρίσας τον αγωγιάτην εκ της +φωνής. Φώναξε τον Παντελήν να σε βοηθήση και ν' αναιβάση τα πράγματα. + +Και ταυτοχρόνως έκραξε δυνατά· + + — Παντελή, Παντελή! + + — Ποίος είναι ο άλλος εκεί; επρόσθεσε, διακρίνας εντός του σκότους την +μορφήν του Νίκου. + +Ο Κ. Μελέτης, προδήλως, δεν είχεν αναγνώσει την συστατικήν του καθηγητού +και δεν ήτο προητοιμασμένος διά την εμφάνισιν και δευτέρου ξένου. Αλλ' +ουδεμίαν έκπληξιν εφανέρωσεν ότε, αντί του αγωγιάτου, απεκρίθην εγώ εις +την ερώτησίν του. + + — Είναι ο εξάδελφος μου, Κύριε Μελέτη, ο Κύριος Μαιμάς. + +Ο Νίκος, παραιτήσας επί τέλους τας ερεύνας του, επλησίασε και εχαιρέτησε +τον γέροντα, όστις χωρίς να τον καλοβλέπη έθλιψε την χείρα του, +επαναλαβών τα φιλόξενά του «Καλώς ωρίσατε». + +Εν τούτοις η θύρα μικρού παραπλεύρου οικήματος ηνοίχθη και νέος χωρικός, +ημικοιμισμένος εισέτι, ο Παντελής, ήλθε να δώση χείρα βοηθείας εις τον +αγωγιάτην. + + — Ορίσατε επάνω, κύριοι, μας είπεν ο οικοδεσπότης, αφού έδωκε τας +οδηγίας του εις τον Παντελήν. Ορίσατε. + +Και προπορευθείς εισήλθεν εντός της ευρείας αυλής, εις το βάθος της +οποίας, επί της τελευταίας βαθμίδος της κλίμακος, ίστατο μορφή γυναικεία +κρατούσα λύχνον εις χείρας. + + — Η κόρη του, είπα κατ' εμαυτόν. + +Δεν εβράδυνα να ίδω ότι ελανθάσθην. Το αμυδρόν του λύχνου φως εντός της +μεγάλης εκείνης σκοτεινής αυλής και η ευσταλής της γυναικός μορφή +εδικαίουν το λάθος μου. + + — Η αδελφή μου, είπεν ο Κ. Μελέτης. — Σοφία, δος μου να φέξω. + +Και λαβών τον λύχνον ήρχισε ν' αναβαίνη, ενώ η Κυρία Σοφία μας έθλιβε +τας χείρας με πολλά και αύτη «Καλώς ωρίσατε». + +Επεμείναμεν αμφότεροι να προηγηθή η Κυρία Σοφία και την ηκολουθήσαμεν. +Ατυχώς ο Νίκος, όστις ήρχετο τελευταίος, εσκόνταψεν εις την πρώτην +βαθμίδα της κλίμακος και έπεσεν. Ανηγέρθη αμέσως, προτού ο Κ. Μελέτης +προφθάση να στρέψη προς ημάς το φως του λύχνου του. Το πράγμα δεν είχε +σημασίαν, αλλ' εγνώριζα πόσον ο Νίκος ήτο προληπτικός, και συνδέσας το +πάθημά του τούτο με τας πρώτας εντυπώσεις του, αφότου προσωρμίσθημεν +εντός του αγρίου της νήσου λιμένος, και με την σιωπήν του καθ' όλην την +διάρκειαν της αναβάσεως, ανελογιζόμην ότι δεν θα είναι ουδαμώς +ευχαριστημένος ο εξάδελφός μου. + +Ανελθόντες εις το υπερώον διεσταυρώσαμεν, βαδίζοντες κατά την αυτήν +σειράν ο είς κατόπιν του άλλου, αίθουσαν ευρυτάτην, πλήρη επίπλων +παλαιών, και εισήλθομεν εις δωμάτιον σκοτεινόν, του οποίου τας τρεις +πλευράς κατείχε σοφάς τουρκικός. + + — Καθίσατε, Κύριοι είπεν ο οικοδεσπότης, αποθέτων τον λύχνον επί της +παρά την θύραν τραπέζης, ενώ η Κυρία Σοφία σκιάζουσα το φως του λύχνου +διά των νώτων της, μας εζήτει εκ προοιμίων συγχώρησιν διά την λιτότητα +του δείπνου, το οποίον θα μας ετοιμάση εκ του προχείρου. Μετά κόπου την +έπεισα ότι γευματίσαντες προ ολίγου επί του ατμοπλοίου, δεν είχομεν +ανάγκην τροφής αλλά μόνον ύπνου. + +Η Κυρία Σοφία απεσύρθη. + +Ο Κ. Μελέτης εφαίνετο νυστάζων, και ημείς δε ήμεθα κατάκοποι, ώστε η +συνδιάλεξις ήτο βεβιασμένη μάλλον, αλλ' ουχ ήττον ηρώτα ο γέρων περί της +υγείας και της οικογενείας του καθηγητού, περί των της περιοδείας μας, +και απεκρινόμην εγώ όπως καλλίτερα ηδυνάμην. Ο Νίκος καθήμενος εις την +σκοτεινοτέραν γωνίαν του σοφά δεν ωμίλει. Δεν είχε διάθεσιν ο άνθρωπος. + +Εν τούτοις έξω εις την αίθουσαν ηκούοντο τα βαρέα βήματα του Παντελή και +αι συρταί εμβάδες της Κυρίας Σοφίας. Ανεβιβάζοντο τα κιβώτιά μας, +μετεκινούντο επίπλα, έως και καρφία ήκουα να καρφώνονται επί των τοίχων. +Η οικία έγεινεν ανάστατος εξ αιτίας μας. Αλλ' όμως ουδείς κρότος +εμαρτύρει την παρουσίαν της θυγατρός του οικοδεσπότου. Η δεσποινίς +Μελέτη ούτε ηκούετο ούτε εφαίνετο. + +Ο μεταξύ του γέροντος και εμού διάλογος εκινδύνευε να παύση ολοσχερώς, +ότε η γραία υπηρέτρια, επικαίρως ελθούσα, έφερε δίσκον περιέχοντα, εκτός +του γλυκού και του καφέ, ζυμαρικά και αμύγδαλα και σύκα. Η Κυρία Σοφία +δεν ηνείχετο να μη πάρωμεν τίποτε μέχρι της αύριον. Το κατ' εμέ δεν +επέδειξα επιμονήν ούτε ακαταδεξίαν. Αλλ' ο Νίκος, εξακολουθών να σιωπά +εις την γωνίαν του, δεν ηθέλησε να γευθή τίποτε εκ των προσφερομένων. + +Μετ' ολίγα λεπτά εισήλθεν εις το δωμάτιον η Κυρία Σοφία. + + — Εάν αγαπάτε ν' αναπαυθήτε, είπεν, είναι έτοιμον το δωμάτιόν σας. Θα +κακοπεράσετε αυτήν την νύκτα, αλλά να μας συμπαθήσετε. Αύριον τα +οικονομούμεν καλλίτερα. + + — Σας εγγυώμαι, κυρία μου, απεκρίθην, ότι θα κοιμηθώμεν περίφημα. + +Και λαβών τον λύχνον από την τράπεζαν, προτού εκείνη προφθάση να τον +λάβη, την ηκολούθησα. Ο Νίκος ήρχετο κατόπιν μου και τελευταίος ο Κος +Μελέτης. + +Γ’. + +Το δωμάτιον εις το οποίον η Κυρία Σοφία μας ωδήγησεν, εκ πρώτης όψεως +και μεθ' όλην την γενομένην εντός αυτού μεταβολήν, εφαίνετο νέας γυναικός +κοιτών. Το διατί δύσκολον να το διασαφήσω, αλλ' αμέσως ενόησα ότι μας +παρεχωρήθη το δωμάτιον της θυγατρός του Κ. Μελέτη. Εννοείται ότι δεν +ετόλμησα να εκφράσω τας περί τούτου σκέψεις μου ενώπιον του πατρός και +της θείας της νέας. + +Εκατέρωθεν του παραθύρου, προς μεν τα δεξιά έκειτο κλίνη σιδηρά +απλουστάτη αλλ' αποπνέουσα παρθενικόν τι άρωμα, αριστερόθεν δε υπήρχεν +άλλη κλίνη, στηθείσα εκ του προχείρου εις τρίποδα. Ότι δε εστήθη εκεί +χάριν της περιστάσεως, εμαρτύρουν τα όπισθεν αυτής ίχνη του ερμαρίου, το +οποίον εξώσθη του δωματίου διά να τοποθετηθή η κλίνη. + + — Πώς θα μοιρασθήτε τας κλίνας; είπε μειδιών ο γέρων, ενώ η αδελφή του +έρριπτε περί εαυτήν το βλέμμα διά να ίδη μη λείπη ή μη ελησμονήθη τι. + + — Θα ρίψωμεν κλήρον, απεκρίθην γελών. Άλλως δε και αι δύο φαίνονται +εξαίρετοι και δεν θα μαλλώσωμεν με τον Νίκον. + +Άμα επρόφερα το όνομα του εξαδέλφου μου, η Κυρία Σοφία εστράφη διά μιας +προς αυτόν. + +Ο Νίκος ίστατο εις το πλευρόν μου, ο δε λύχνος τον οποίον εκράτουν τον +εφώτιζε κατά πρόσωπον. Αφότου εφθάσαμεν, έμενεν εις την σκιάν πάντοτε. +Τότε πρώτον έβλεπε τα χαρακτηριστικά του η Κυρία Σοφία. + +Η όψις της ηλλοιώθη άμα τον είδεν. Εφαίνετο ως εμβρόντητος. Η έκφρασίς +της ήτο αληθής εικών τρόμου. Με τας δύο χείρας τεταμένας προς τον Νίκον, +τα δάκτυλα διεσταλμένα, τα χείλη ημιανοικτά, άφωνος, ωχρά, με τους +οφθαλμούς ατενώς προσηλωμένους εις το πρόσωπον του Νίκου, εβάδισε +κλονιζομένη προς τα οπίσω και εκάθισεν, ή μάλλον κατέπεσεν επί ενός +καθίσματος. + +Ετρόμαξα! Ο λύχνος παρ' ολίγον να πέση εκ της χειρός μου. + +Ο Κ. Μελέτης έδραμε προς την αδελφήν του και ήρπασε την χείρα της. + + — Τι έπαθες; Τι έχεις Σοφία; + +Δεν απεκρίθη εκείνη. Έμενεν υπό το κράτος του τρόμου. Ο Κ. Μελέτης, +ακολουθών την διεύθυνσιν του βλέμματός της εστράφη προς τον Νίκον, τον +οποίον τότε πρώτον έβλεπε και εκείνος εις το φως. + +Η όψις του γέροντος δεν εξέφραοε τον τρόμον ως η της αδελφής του, αλλά +μετ' εκπλήξεως προφανούς παρετήρει και ούτος τον Νίκον. + +Εστράφην τότε κ' εγώ προς τον εξάδελφόν μου. Ο δυστυχής εφαίνετο ως +άνθρωπος μη γνωρίζων τι να υποθέση, τι να σκεφθή, και τι να είπη. Τα επ' +αυτού στυλωμένα τριπλά ζεύγη οφθαλμών, εν μέσω της νεκρικής εκείνης +σιωπής, τον ετάραξαν, τον εφόβισαν και επί τέλους τον παρώργισαν. + + — Δεν μου λέγετε, ανεφώνησε, τι σημαίνει τούτο; + +Η εκφώνησίς του επέφερε σωτήριον αποτέλεσμα. Η φωνή του διέλυσεν, ούτως +ειπείν, τα μάγια, υπό την επήρειαν των οποίων διετέλει η αδελφή του Κ. +Μελέτη. Ανέπνευσε βαθέως στενάξασα, αι χείρες έπεσαν επί των γονάτων +της, οι οφθαλμοί της εκλείσθησαν, το αίμα ανήλθεν εις τας παρειάς της, +αλλά δεν ηδύνατο εισέτι να προφέρη λέξιν. + +Ο Κ. Μελέτης έλαβεν αντ' αυτής τον λόγον. + + — Συγχωρήσατε, παρακαλώ, κύριοι, την αδελφήν μου κ' εμέ δι' αυτήν την +απρεπή ένδειξιν της εκπλήξεώς μας. Το αληθές είνε ότι ο Κ. Μαιμάς +ομοιάζει τόσον ένα νέον, ο οποίος...τον οποίον προ ετών πολλών δεν +είδομεν, ώστε η αδελφή μου .... Σας εντρέπομαι αληθώς, Κύριε Μαιμά.... +Σοφία, τι θα λέγουν οι Κύριοι! Καληνύκτισέ τους. + +Η κυρία Σοφία ηγέρθη, επροσπάθησεν εις μάτην να προφέρη καταληπτάς τινας +λέξεις απολογουμένη, μας εκαληνύκτισε, χωρίς όμως να μας δώση την χείρα, +και εξήλθε του δωματίου. + +Ο Κ. Μελέτης έμεινεν ολίγα εισέτι λεπτά μεθ' ημών, προσπαθών να +διασκεδάση την δυσάρεστον εντύπωσιν, την οποίαν επροξένησεν εις τον +Νίκον η έκστασις της αδελφής του. Αλλά, μολονότι ο εξάδελφός μου +απεκρίνετο με την απαιτουμένην ευγένειαν, ο γέρων ενόησεν ότι το +καλλίτερον ήτο ν' αφήση το πράγμα να παρέλθη και να λησμονηθή αφ' +εαυτού, ώστε, χωρίς να παρατείνη την συνδιάλεξίν, μας ηυχήθη καλόν ύπνον +και μας αφήκε μόνους. + +Ενώ ήνοιγεν εξερχόμενος την θύραν του δωματίου, είδα έξω εις την +αίθουσαν την άκραν του φορέματος της Κυρίας Σοφίας. Επερίμενε τον +αδελφόν της. Έκλεισα την θύραν μετά σπουδής. Εφοβήθην μη την ίδη και ο +Νίκος. + +Διατί και πόθεν η τοιαύτη μου μέριμνα, κ' εγώ δεν ηξεύρω. Αλλ' ο Νίκος +είχεν επίσης ίδει την άκραν της εσθήτος και, δραμών ακροποδητί προς την +θύραν, έκυψε και προσεκόλλησε τον οφθαλμόν του εις την κλειθρίαν. +Ηγανάκτησα διά το άτοπον της πράξεως και επροσπάθησα να τον αποσύρω +εκείθεν, αλλ' ήτο στερεός ως βράχος. Δεν ετόλμων να τον επιπλήξω υψών +την φωνήν, διότι ήκουα έξω τον ψιθυρισμόν των δύο αδελφών. + +Τι έλεγον; + +Το εξομολογούμαι προς αίσχος μου η περιέργεια υπερέβαλε την +χρηστοήθειαν. Επλησίασα κ' εγώ το αυτίον μου εις την χαραμμίδα της +θύρας. + + — Να μη τον ιδή η Ελένη, εψιθύριζεν η Κυρία Σοφία. Δι' όνομα Θεού, να +μη τον ιδή! Θ' αποθάνη! + + — Σιωπή! εψιθύρισεν ο Κ. Μελέτης. + + — Ο ίδιος, απαράλλακτος! Οσάν να εβρυκολάκιασε! + + — Σιωπή, επανέλαβεν ο γέρων, και απεμακρύνθησαν αμφότεροι. + +Ο Νίκος ανωρθώθη. Ήτο κατακόκκινος. + + — Την ήκουσας, είπε. Μ' επήρε διά βρυκόλακα! Και απεπειράθη να γελάση. +Ήτο άγριος ο βεβιασμένος εκείνος γέλως του. + + — Ησύχασε, αδελφέ, δεν είπε τούτο. Αλλά, επρόσθεσα, και αν το είπε, +καλά έκαμε, διά να μάθης άλλην φοράν να γίνεσαι ωτακουστής! + +Ωτακουστής δεν έγεινε μόνος ο Νίκος, αλλά, καθώς συνήθως συμβαίνει, αντί +να επιπλήξω τον εαυτόν μου επέρριπτα εις εκείνον το σφάλμα. Όπως δήποτε, +η ώρα δεν ήτο κατάλληλος διά μαθήματα ηθικής. Τουλάχιστον ο Νίκος ούτε +ακρόασιν ούτε απόκρισιν έδωκεν εις τους λόγους μου, αλλά με τόνον φωνής +μη επιδεχόμενον συζήτησιν: + + — Να φύγωμεν, είπε. Να φύγωμεν απ' εδώ μίαν ώραν αρχήτερα! + + — Καλά, Νίκο! Τώρα να φύγωμεν δεν είναι δυνατόν. Ας περάσωμεν την νύκτα +και αύριον βλέπομεν. Ας πλαγιάσωμεν τώρα. + + — Να πλαγιάσωμεν! Πού ύπνος; + +Μετά κόπου και μόχθου τον έπεισα, όχι να κοιμηθή, αλλά να εκδυθή και να +εξαπλωθή εις το στρώμα, διά να δώσω δε το καλόν παράδειγμα, ήρχισα να +εκδύωμαι. Ανεφύη τότε νέον ζήτημα: Εις ποίαν κλίνην θα κοιμηθώ εγώ. +Ήθελα να λάβη εκείνος την σιδηράν, διότι εφοβούμην μη αι σανίδες της +άλλης χορεύουσαι την νύχτα επάνω εις τα τρίποδά των δώσουν νέαν αφορμήν +ταραχής εις τα αρκούντως ήδη ταραγμένα νεύρα του. Αλλ' ο Νίκος δεν +επείθετο. «Εγώ, ο εις ανάρρωσιν, έπρεπε να λάβω κατοχήν της καλλιτέρας +κλίνης, — και τι θα έλεγεν η μήτηρ μου, — και επί τέλους χρεωστώ να τον +υπακούω διότι ήτο μεγαλείτερος.» Ενέδωσα διά να δοθή πέρας εις την +συζήτησιν, αφού όμως την παρεξέτεινα επίτηδες επί αρκετήν ώραν, επί +σκοπώ να δώσω νέαν διεύθυνσιν εις τας σκέψεις του. Ενόμισα δε ότι το +κατώρθωσα ιδών αυτόν επί τέλους εκθηλυκώνοντα τα κομβία του, και ήρχισα +να ελπίζω ότι θα κοιμηθώμεν. + +Αλλ' αγνοώ υπό τίνος σκέψεως κινούμενος, ο ευλογημένος, διέκοψεν αίφνης +τας προς κατάκλισιν προετοιμασίας και, αφού πρώτον εκλείδωσε την θύραν, +επεδόθη εις λεπτομερή εξέτασιν του δωματίου. Έως και τας κρεμαμένας +σινδόνας ανεσήκωσε διά να ίδη μη κρύπτεταί τι υπό τας κλίνας. Αφού δε +ηρεύνησε τα επί του πατώματος, ήρχισε να εξετάζη και τα επί των τοίχων. +Παρηκολούθουν τας κινήσεις του εν σιωπή, μειδιών λάθρα διά την ανησυχίαν +του. + +Υπεράνω της κλίνης του εκρέμαντο επί του τοίχου τρεις εικόνες· εν τω +μέσω η Παναγία, εκατέρωθεν δε ο άγιος Νικόλαος και ο Αρχάγγελος Μιχαήλ. +Κάτωθεν των εικόνων ήτο καρφωμένον επί του τοίχου, διά τεσσάρων καρφίων +ορειχαλκίνων, ύφασμα επίμηκες κεντητόν. Εφαίνετο ότι ετοποθετήθη εκεί +προς τιμήν των εικόνων υπό γυναικείας φιλαρέσκου χειρός. Το κέντημα δεν +είχε τι το αξιοπερίεργον, αλλ' ο Νίκος το περιειργάζετο μετά πολλής +προσοχής. Κρατών διά της αριστεράς του λύχνον, ανεσήκωνε διά της δεξιάς +την μεταξύ των καρφίων πλευράν του υφάσματος βλέπων το υπό το κέντημα. +Αίφνης γονατίζει επί της κλίνης, πλησιάζει τον λύχνον εις τον τοίχον και +κύπτει την κεφαλήν διά να ίδη καλλίτερα. Έπειτα, χωρίς να προφέρη λέξιν, +προσπαθεί διά των δακτύλων ν' αποσπάση του τοίχου το επί της κάτω γωνίας +καρφίον. + + — Τι κάμνεις εκεί; ηρώτησα πλησιάζων. + +Το καρφίον δεν απεσπάτο ευκόλως. + + — Τι είναι αυτά, Νίκο! Δεν αρκεί ότι ωτακουστούμεν, θ' αρχίσωμεν τώρα +και ν' ανοίγωμεν τους τοίχους! + +Ο Νίκος δεν απεκρίθη, αλλ' εξηκολούθησε την εργασίαν του. Το καρφίον +ενδίδον εις τον κλονισμόν των δακτύλων του εχαλαρώθη βαθμηδόν και εξήχθη +από τον τοίχον και από το κέντημα. Ο Νίκος, γονατιστός επί της κλίνης, +ανεσήκωσε με την μίαν χείρα το ύφασμα, φωτίζων διά της άλλης τα υπ' +αυτό. Ο τοίχος ήτο ζωγραφισμένος. + +Ομολογώ ότι, υπό την πρόσφατον έτι εντύπωσιν του τρόμου και των +ψιθυρισμών της Κας Σοφίας, και του μυστηρίου, του προφανώς αναγομένου +εις την άγνωστον νέαν, της οποίας τον θάλαμον κατείχομεν, — κατά την +ώραν εκείνην της νυκτός, — εν τω μέσω της σιωπής της ευρείας εκείνης +αρχαίας οικίας, — υπό το φως του λύχνου τρέμοντος εις την χείρα του +Νίκου, — ομολογώ ότι δεν έβλεπα με ψυχράν αδιαφορίαν την επί του τοίχου +εικόνα, την οποίαν μετά δέους παρετήρει ο εξάδελφός μου. + +Εντός περιθωρίου εκ σταυρών και κρανίων μικρών, εναλλάξ συνδεομένων εν +είδει αλύσεως, η ζωγραφία παρίστα κτίριον μικρόν, οποίον τα εξοχικά +παρεκκλήσιά μας. Αλλά δεν εφαίνετο απλούν παρεκκλήσιον. Ήτο τάφος. Επί +των δύο φύλλων της θύρας του, υπό δύο σταυρούς, υπήρχε διπλή στήλη +επιτυμβίου επιγραφής, αλλ' ως εκ των μικρών διαστάσεων ο ζωγράφος, μη +δυνηθείς να χαράξη τας λέξεις, απεμιμήθη απλώς την παράστασιν των +ψηφίων. Εκατέρωθεν της θύρας, επί της προσόψεως του μνημείου, ήσαν +ζωγραφισμένοι δύο μεγαλείτεροι σταυροί, υπό έκαστον δε των σταυρών δύο +οστά χιαστί, — κάτωθεν των οστών κρανίον, — και υπό έκαστον κρανίον έν +ψηφίον κεφαλαίον, αριστερόθεν Μ και δεξιόθεν Ν. + +Η εικών δεν ήτο έντεχνος. Είχε ζωγραφισθή επί του λείου εκεί τοίχου διά +μελάνης, υπό χειρός όχι καθ' υπερβολήν εμπείρου. Αλλ' η ατέλεια αυτή της +τέχνης επηύξανε την αγριότητα του απεικονίσματος, ιδίως περί την +παράστασιν των δύο κρανίων. Τα άνισα ανοίγματα των οφθαλμών είχον τι το +υπέρ φύσιν αποτρόπαιον. Αι γυμναί σιαγόνες διεστέλλοντο εις τρόπον ώστε +τα άνευ χειλέων εκείνα στόματα εφαίνοντο γελώντα σατανικόν γέλωτα. Γύρω +γύρω δε τα μεταξύ των σταυρών μικρά κρανία έβλεπον και εκείνα με τους +κενούς των οφθαλμούς και εγέλων με τα άσαρκα στόματά των. + +Η εικών ενέπνεεν αληθώς φρίκην! + +Ο Νίκος δεν ηδύνατο ν' αποσπασθή από την θέαν της. Αλλά κ' εγώ μετά +δυσκολίας εκυρίευσα την ταραχήν μου. + + — Άφησε, είπα επί τέλους. Αρκετά εθαυμάσαμεν το καλλιτέχνημα τούτο. + +Και απέσυρα διά της βίας από τα δάκτυλά του την άκραν του υφάσματος, το +οποίον κατέπεσε και εκάλυψε την φρικώδη ζωγραφίαν. + +Ο Νίκος κατέβη από την κλίνην και εκάθισεν επ’ αυτής. Ήτο κάτωχρος. +Έλαβα εκ της χειρός του τον λύχνον και τον κατέθεσα επί της τραπέζης. +Ήθελα να είπω τι διά να τον καθησυχάσω, αλλ' αι λέξεις δεν ανήρχοντο εις +τα χείλη μου. Έλαβα μηχανικώς το καρφίον, το οποίον είχε πέσει επί της +κλίνης και επροσπάθησα να το βάλω εις την προτέραν θέσιν του. Η εργασία +αύτη με απησχόλησεν επί τινας στιγμάς. + + — Ιδού, είπα, διωρθώθη το πράγμα και δεν θα εννοήσουν αύριον ότι +διεσκεδάσαμεν την νύκτα αποκαλύπτοντες τα μυστικά των. + + — Τι ήθελες να με φέρης εις αυτό το κατηραμένον μέρος! υπέλαβεν ο +Νίκος. Αφότου εφθάσαμεν εις τον άγριον λιμένα του, προησθάνθην ότι κάτι +κακόν μας περιμένει εδώ. Να φύγωμεν! + + — Καλά, Νίκο! Είμεθα σύμφωνοι. Αύριον αναχωρούμεν. + + — Αύριον! Πώς; + + — Θα εύρωμεν κάτω εις την Σκάλαν κανέν καΐκι. Δεν εχάθη ο κόσμος. + + — Καΐκι! Ελησμόνησες την υπόσχεσίν σου προς την μητέρα σου; + + — Λοιπόν πώς να γείνη; + + — Να ζητήσωμεν αλλού φιλοξενίαν. Έχει και άλλα χωρία εις την νήσον. + + — Τούτο δεν γίνεται, Νίκο. θα είναι προσβολή μεγάλη διά τον Κ. Μελέτην. +Ο άνθρωπος μας υπεδέχθη με τόσην καλοσύνην, τόσην προθυμίαν. + +Εξηκολουθήσαμεν σχολιάζοντες επί ώραν πολλήν το πράγμα. Παρεδέχετο και ο +Νίκος το άτοπον του να προσβληθή δωρεάν ο Κ. Μελέτης, αλλ' επ’ ουδενί +λόγιο επείθετο να μείνωμεν μίαν ολόκληρον εβδομάδα εις την οικίαν του. +Εις τούτο δεν αντέτεινα, διά λόγους, τους οποίους εθεώρησα περιττόν να +διακοινώσω εις τον εξάδελφόν μου. Χωρίς να γνωρίζω τι μυστήριον +κρύπτεται υπό την στέγην του Κ. Μελέτη, ήμην αρκούντως πεπεισμένος εξ +όσων είδα και ήκουσα, ότι η παρουσία μας δεν ήτο βεβαίως ευάρεστος εις +τον οικοδεσπότην και εις την αδελφήν του, και ότι η του Νίκου ιδίως ήτο +επικίνδυνος διά την θυγατέρα του φιλοξενούντος ημάς. Έπρεπε ν' +αναχωρήσωμεν, όχι χάριν των προλήψεων και των φόβων του εξαδέλφου μου, +αλλά χάριν της θυγατρός του Κ. Μελέτη. + +Αλλά πώς ν' αναχωρήσωμεν; + +Μετά πολλά ευρέθη η ζητουμένη διέξοδος. Το ατμόπλοιον διά του οποίου +ήλθομεν εις την νήσον επέστρεφεν εκ του γύρου του την νύκτα της +μεθαύριον. Επιβιβαζόμενοι εις αυτό ηθέλομεν, ναι μεν, επανέλθει και +πάλιν εις την νήσον εκ της οποίας σήμερον το πρωί ανεχωρήσαμεν, αλλ' +εκείθεν ηδυνάμεθα την προσεχή εβδομάδα να επαναλάβωμεν την περιοδείαν, +κατά το αρχικόν δρομολόγιόν μας. Θ' απορήσουν οι εκεί φίλοι διά την +απροσδόκητον επάνοδόν μας, αλλά τούτο αδιάφορον. Ευρίσκομεν πρόφασίν +τινα προς εξήγησίν της, χωρίς να εκθέσωμεν την υπόληψιν του Κ. Μελέτη ή +της οικίας του. Το ουσιώδες είναι, έλεγα προς τον Νίκον, ότι ούτε +βρυκόλακες υπάρχουν εκεί, ούτε γυναίκες νευρικαί, ούτε σταυροί και +κρανία επί των τοίχων, και ότι περιορίζεται ούτως εις μόνην μίαν εισέτι +νύκτα η διαμονή μας υπό την στέγην του Κ. Μελέτη. + +Ο Νίκος, βλέπων ότι δεν ήτο δυνατόν να γείνη αλλέως, παρεδέχθη το +σχέδιόν μου, διαμαρτυρόμενος όμως ότι δεν μένει περισσότερον και ότι, +εάν εγώ μετανοήσω, εκείνος θ' αναχωρήση εξ άπαντος. Τούτο εγνώριζα ότι +ήτο απειλή προς εκφόβισίν μου και ότι υπό ουδεμίαν περίστασιν δεν θα με +απεχωρίζετο, αλλά τον εβεβαίωσα, ουχ ήττον, ότι δεν θα μετανοήσω και ότι +μεθαύριον θ' αναχωρήσωμεν αφεύκτως. + + — Τώρα λοιπόν ησύχασε, Νίκο, και κοιμήσου. + + — Πώς θέλεις να κοιμηθώ με αυτά τα κρανία απ' επάνω μου! + + — Όπως θέλεις, εγώ όμως θα κοιμηθώ. + +Εξεδύθην και έπεσα εις τα μαλακά στρώματα της σιδηράς κλίνης, ενώ ο +Νίκος εξηπλώθη με τα ενδύματά του επί της κλίνης του, με απόφασιν να μη +σβύση τον λύχνον και να περιμείνη ούτω την ανατολήν του ηλίου. + +Δ'. + +Δεν έχω την συνήθειαν να κοιμώμαι με τον λύχνον καίοντα, αλλά δεν ήτο +τούτο το εμποδίζον τον ύπνον να κλείση τα βλέφαρά μου. Ο νους μου ήτο +εις την θυγατέρα του Κ. Μελέτη. Περί αυτής εσκεπτόμην. Διατί αν ιδή τον +Νίκον θ' αποθάνη; Και διατί η εικών του Αγίου Νικολάου εις το δωμάτιόν +της; Διατί προ πάντων το κεφαλαίον εκείνο Ν υπό τον σταυρόν και το +κρανίον; + +Επροσπάθουν ν' αναπλάσω διά της φαντασίας το άγνωστον δράμα, το οποίον +υπέκρυπτον οι τρόμοι της Κυρίας Σοφίας και οι λόγοι του αδελφού της και +η υπό το κέντημα εικών, αλλά δεν ηδυνάμην να καταλήξω εις συμπέρασμα +ικανοποιούν την περιέργειάν μου. Αλλ' όμως πρέπει να εξεύρω τρόπον να +διαφωτίσω το μυστήριον. Πώς; — Εσχεδίαζα προς τούτο μυρία σχέδια. +Ενεφανίζοντο αλληλοδιαδόχως ως φάσματα ενώπιον μου η γραία υπηρέτρια, ο +Γεώργης, ο Παντελής. Συλλαμβανόμενοι εις τα έντεχνα δίκτυά μου, +απεκρίνοντο εις τας πλαγίας ερωτήσεις, τας οποίας επιτηδείως έθετα εις +αυτούς· επρόδιδον άκοντες το μυστικόν. Αλλ' αι αποκρίσεις των δεν είχον +σειράν ούτε νόημα και επανηρχόμην εις την αυτήν και πάλιν σύγχυσιν +ιδεών. Ενύσταζα! + +Επί τέλους, διά να καθησυχάσω την φαντασίαν μου, εσκέφθην ότι έχω δύο +ημέρας εισέτι ενώπιόν μου και μίαν νύκτα, και ότι θα παρουσιασθή εις το +διάστημα τούτο ευκαιρία να πληροφορηθώ την αλήθειαν, ώστε κλείσας τα +βλέφαρα απεφάσισα να κοιμηθώ. + +Αλλ' ο ύπνος δεν ήρχετο. Δεν ήρχετο δε διότι, κατά κακήν τύχην και ωσάν +να μη ήρκουν τα άλλα, ηγέρθη αίφνης σφοδρότατος άνεμος και εβόυζε +μαινόμενος περί τους τοίχους της οικίας, και εσύριζε σείων τα κλειστά +παραθυρόφυλλα. Ενίοτε μου εφαίνετο ότι κλονείται η οικία ολόκληρος και η +κλίνη μου συγχρόνως. Ελυπούμην τον δυστυχή Νίκον αναλογιζόμενος οποίαν +εντύπωσιν θα προξενή εις αυτόν η βοή της τρικυμίας. Τον παρετήρουν +κρυφίως ημιανοίγων τα βλέφαρα. Έμενεν ακίνητος επί της κλίνης του, με +τας χείρας σταυρωμένας υπό την κεφαλήν και τους οφθαλμούς ανοικτούς, +προσηλωμένους εις την οροφήν. Δις ή τρις τους έστρεψε προς εμέ και μου +απέτεινε ταπεινή τη φωνή τον λόγον, ερωτών εάν κοιμώμαι. Δεν απεκρίθην, +προσποιούμενος ότι κοιμώμαι. Δεν είχα διάθεσιν διά συνομιλίαν. Και τι να +είπω; Άλλως δε ησθανόμην σφοδρώς την ανάγκην ύπνου. + +Επί τέλους απεκοιμήθην. + +Δεν γνωρίζω προ πόσης ώρας εκοιμώμην ότε, εξαίφνης, ησθάνθην επί του +ώμου μου ψυχράν και βαρείαν χείρα σείουσάν με. Ήνοιξα έντρομος τους +οφθαλμούς και ανεκάθισα επί της κλίνης. Ο Νίκος ίστατο ενώπιον μου με +τον δάκτυλον επί των χειλέων. + + — Σιωπή, εψιθυρισε. Κάτι τρέχει εδώ. Άκουσε! + +Τω όντι ηκούοντο έξω εις την αίθουσαν βηματισμοί ελαφροί και ψιθυρισμοί. +Επήδησα εκ της κλίνης και έδραμα προς την θύραν αψοφητί. + +Δυστυχώς, εις τας ατόπους πράξεις άμα γείνη άπαξ το πρώτον βήμα, +τετέλεσται! πρό τινων ωρών ηγανάκτησα κατά του εξαδέλφου μου, ότε +κατεσκόπευσε τον Κ. Μελέτην και την αδελφήν του, ηγανάκτησα δε και κατά +του εαυτού μου, διότι τον εμιμήθην. Τώρα, εκόλλησα τον οφθαλμόν εις την +κλειθρίαν, χωρίς καν να σκεφθώ ότι παρέβαινα τους κανόνας της +χρηστοηθείας. Η αίθουσα εφωτίζετο υπό των πρώτων ακτίνων της αυγής, ενώ +εντός του κλειστού δωματίου μας ο καίων εισέτι λύχνος διετήρει της +νυκτός την χροιάν. Ο Κ. Μελέτης περιβεβλημένος μακρόν ποδήρες φόρεμα, με +σκούφον νυκτικόν επί κεφαλής, διήρχετο την αίθουσαν επιστρέφων προς το +δωμάτιόν του, εις δε το άκρον της αιθούσης, επί των πρώτων βαθμίδων της +κλίμακος, δύο μορφαί γυναικείαι κατέβαινον. Ανεγνώρισα όπισθεν την +Κυρίαν Σοφίαν. Η άλλη ήτο νέας γυναικός μορφή. Και αι δύο κατάμαυρα +ενδεδυμέναι. Δεν ήσαν βεβαίως φαντάσματα ούτε εξωτικά. Τας ήκουσα +βαθμηδόν απομακρυνομένας, μέχρις ου εκλείσθη μετά κρότου η εξώθυρα της +οικίας. + +Ότε εστράφην προς τα οπίσω, ο Νίκος όρθιος εν τω μέσω του δωματίου, +εσταυροκοπείτο. + +Είχεν αποκοιμηθή επί τέλους και αυτός, αλλά τον ανήσυχον ύπνον του +διέκοψεν η εντός της οικίας κίνησις. Δεν είχεν εισέτι συνέλθει εντελώς +εκ του ύπνου ότε, υπό το κράτος των νυκτερινών εντυπώσεών του, με +εξύπνησε κατάτρομος. Την φοράν ταύτην ηδυνήθην άνευ προσποιήσεως να +γελάσω διά τους φόβους του, βοηθούντος μάλιστα και του φωτός της ημέρας. + +Έσβυσα τον λύχνον και ήνοιξα το παράθυρον διά να εισέλθη εντός του +δωματίου ο καθαρός αήρ της αυγής και αι χαρμόσυνοι ακτίνες του +ανατέλλοντος ηλίου. + +Ο άνεμος είχε κοπάσει, ο δε ουρανός ήτο αίθριος. Ήτο μεγαλοπρεπής και +ωραία η εκ του παραθύρου θέα! Η οικία ήτο εκ των σχηματιζουσών τον +εξωτερικόν περίβολον του Κάστρου, έκειτο δε υπεράνω της κοιλάδος και +απέναντι του αποκρήμνου ακρωτηρίου, το οποίον χθες, εις το φως της +δείλης, μας επροξένησε τόσον πένθιμον εντύπωσιν. Ήδη, βλεπόμενον άνωθεν +και φωτιζόμενον υπό του ηλίου, δεν είχε την χθεσινήν απαισίαν μορφήν +του. Αλλ' ουχ ήττον και σήμερον είχε τι το άγριον και το επιβλητικόν η +απότομος γραμμή την οποίαν διέγραφεν εις τον ουρανόν, βυθιζόμενον εκ +τοσούτου ύψους εντός της θαλάσσης. Επί της κορυφής του ήστραπτε μακρόθεν +υπό τας ακτίνας του ήλιου ταπεινόν τι λευκόν οικοδόμημα, κατά πάσαν +πιθανότητα εξοχικόν παρεκκλήσιον. + +Η καλλιεργημένη κάτω κοιλάς, βαθμηδόν ανυψουμένη, εστενούτο εις φάραγγα +και απέληγεν εις πυκνόν ελαιώνα. Προς τα δεξιά, κάτωθεν του κρημνού επί +του οποίου υπήρχε το Κάστρον, ελεύκαζον αι ολίγαι οικοδομαί της Σκάλας. +Οι οφθαλμοί μου επλανώντο και επανεπαύοντο εις μυρίας χαριέσσας +λεπτομερείας, αλλ' επανήρχοντο και πάλιν εις το φοβερόν απέναντι +ακρωτήριον και εις το λευκόν επί της κορυφής παρεκκλήσιον. + +Πέρα του ακρωτηρίου ηπλούτο η κυανή έκτασις του Αιγαίου, μακράν δε, διά +μέσου της πρωινής ομίχλης, διεκρίνοντο κυαναί επίσης αι κορυφαί των +απεχουσών νήσων. + +Με απέσπασεν εκ της προσοχής, με την οποίαν επεξειργαζόμην το ποικίλον +εκείνο πανόραμα, ήχος φαιδρός κωδώνων εκ παρακειμένης εκκλησίας. Με +ανέμνησεν ότι η ημέρα ήτο Κυριακή. + +Ε’. + +Ότε, αφού ηυτρεπίσθημεν με την ησυχίαν μας, εξήλθομεν από το δωμάτιόν +μας, εύρομεν τον Κ. Μελέτην εις την αίθουσαν, πίνοντα τον καφέν του. Μας +εκαλημέρισε με ευπροσηγορίαν, εις την οποίαν ουδέν διεκρίνετο ίχνος των +χθεσινών επεισοδίων, και κτυπήσας τας παλάμας εφώναξε, «Μαρία, Μαρία». + +Η γραία υπηρέτρια μας έφερε τον καφέν. + + — Πώς είναι η Κυρία Σοφία; ηρώτησα. + + — Πολύ καλά, ευχαριστώ, απεκρίθη ο Κ. Μελέτης μειδιών. Απόδειξις δε, +ότι εξήλθε πρωί πρωί με την θυγατέρα μου. Επήγαν να περάσουν την +Κυριακήν των εις το Μοναστήρι των γυναικών. + +Δεν εχρειάζετο πολύς νους διά να εννοήσω ότι η αποχώρησις αύτη της θείας +και της ανεψιάς συνεβιβάσθη διά να μη ιδή τον Νίκον η Κυρία Ελένη. Το +πράγμα εξοικονομήθη ούτω διά σήμερον. Τι άρά γε θα μηχανευθή διά την +επαύριον; + + — Λοιπόν, υπέλαβα, δεν θα έχωμεν την τιμήν και την ευχαρίστησιν να +ίδωμεν την Κυρίαν θυγατέρα σας; + + — Βεβαίως! Το εσπέρας θα επανέλθη. Με επεφόρτισε να σας ζητήσω +συγγνώμην διά την απουσίαν της, αλλά θ' απολογηθή μόνη της το εσπέρας. + +Το εσπέρας! Ας περιμείνω λοιπόν, εξ ανάγκης, έως το εσπέρας. + +Μετά τον καφέν επορεύθημεν εις την εκκλησίαν, όπου οι Επίτροποι μας +υπεδέχθησαν μετά πάσης τιμής, προσφέροντες και λαμπάδας, κατά το +σύνηθες, επί δίσκου αργυρού, εις τον οποίον εφιλοτιμήθημεν να +καταθέσωμεν τον οβολόν μας, «διά το λάδι της εκκλησίας». + +Μετά την λειτουργίαν ολόκληρος η πρωία κατηναλώθη εις επισκέψεις. Ο Κ. +Μελέτης μας ωδήγησε και μας παρουσίασεν εις όλας τας αρχάς και πάσας τας +επισημότητας της νήσου. + +Η εκτέλεσις του καθήκοντος τούτου με διεσκέδασε πολύ εις όσας άλλας +νήσους επεσκέφθημεν. Μου εδίδετο ούτως αφορμή να γνωρίσω νέα πρόσωπα, +πολλών εξ αυτών η γνωριμία συνετέλεσεν εις το ν' αποκαταστήση λίαν +ευχάριστον την επί της πατρίδος των διαμονήν μας. Αλλ' ενταύθα ουδεμίαν +εύρισκα ηδονήν εις τας χρεωστικάς ταύτας επισκέψεις. Ο νους μου ήτο +αλλού, η δε απόφασις του ν' αναχωρήσωμεν την επαύριον μου αποκαθίστα +όλως αδιαφόρους τας εφημέρους εκείνας γνωριμίας. Προς δε τούτοις +επηύξανε την κακήν μου διάθεσιν και η αϋπνία της νυκτός. Ούτε ο Νίκος +εφαίνετο καλλίτερον διατεθειμένος. Δεν ηδυνάμεθα όμως ν' αποφύγωμεν το +επακόλουθον τούτο της τόσον ευγενώς παρεχομένης φιλοξενίας, ώστε +επεσκέφθημεν αλληλοδιαδόχως τον Έπαρχον, τον Δεσπότην, τον Δήμαρχον, τον +οικονομικόν Έφορον, τον Σχολάρχην, τον Ειρηνοδίκην, τον πρώην βουλευτήν, +την σύζυγόν του απόντος νέου βουλευτού, και διαφόρους άλλους εκ των +προκρίτων της νήσου. + +Ήτο άρά γε όλως αυθόρμητος η ευγένεια του Κυρίου Επάρχου, όστις μας +προσεκάλεσεν εις το δείπνον, διά να διέλθωμεν την εσπέραν εις την οικίαν +του; Ήσαν όλως ειλικρινείς αι διαμαρτυρήσεις του Κ. Μελέτη, επιμένοντος +να μας κρατήση εκείνος; Ο Έπαρχος δεν ενέδωκεν, ο δε Κ. Μελέτης +συγκατετέθη επί τέλους, υποσχεθείς μάλιστα να μας συννοδεύση εις του +Κυρίου Επάρχου. + +Την μεσημβρίαν ο Κ. Μελέτης μας είχε γεύμα πολυτελές, εις το οποίον +παρεκάθισαν καί τινες εξ εκείνων, τους οποίους προ ολίγης ώρας +επεσκέφθημεν. Όλοι άνδρες. Η Μαρία και ο Παντελής υπηρέτουν μετά ζήλου, +μαρτυρούντος διά της υπερβολής του το έκτακτον της περιστάσεως. Ο δε +οικοδεσπότης προήδρευε μετ' αξιοπρεπείας, ως άνθρωπος συνειθισμένος εις +πάσας τας υποχρεώσεις της φιλοξενίας. + +Ήτο καθ' όλα αξιοπρεπής και επιβλητικός ο Κ. Μελέτης. Το παρουσιαστικόν +του, οι τρόποι του, ο τόνος της φωνής του, η ενδυμασία του αυτή, προς δε +και το προς αυτόν σέβας των άλλων νησιωτών, τα πάντα εμαρτύρουν την +αρχοντικήν καταγωγήν του. Ήτο τύπος της ανέκαθεν εξευρωπαϊσμένης +αριστοκρατίας των νήσων μας, όπου η διατήρησις των Βενετικών παραδόσεων +και η συνεχής μετά ξένων επαφή, ως εκ της διά θαλάσσης επικοινωνίας, +εμόρφωσαν ήθη και έθιμα μη ανευρισκόμενα εις την Στερεάν. Τώρα ταύτα +πάντα εκλείπουν βαθμηδόν. Η εξάσκησις των συνταγματικών μας θεσμών και η +επίδρασις του Πανεπιστημίου επιφέρουν ανάμιξιν κοινωνικήν και +ισοπέδωσιν, αίτινες επί μάλλον και μάλλον καταστρέφουν τας παλαιάς — +καλάς ή κακάς — ανισότητας. Ο Κ. Μελέτης ήτο εξηκοντούτης περίπου, +Ισχνός, μετρίου αναστήματος. Τον ανεδείκνυεν όμως μεγαλείτερον το +άκαμπτον του στήθους του και ο όρθιος λαιμός του, τον οποίον περιέδεε +διά πολλών πτυχών ο καλώς εσφιγμένος λαιμοδέτης του. Ήτο ξυρισμένος τον +πώγωνα και τα χείλη. Η όλη περιβολή του συνηρμόζετο προς το σοβαρόν της +εκφράσεώς του και προς τον βαρύν της φωνής του τόνον, ότε ωμίλει εκφέρων +βραδέως τας λέξεις. Δεν τον είδα να γελάση, αλλ', απεναντίας, εμειδία +συχνάκις. Το μειδίαμά του όμως εφαίνετο προερχόμενον όχι εξ ευθυμίας, +αλλ' εξ αβροφροσύνης και ευγενείας. Δεν εμειδίων ομού με τα χείλη και οι +οφθαλμοί του. + +Διαρκούντος του γεύματος η ομιλία περιεστράφη, ως εικός, εις τα περί της +νήσου. Ο Νίκος, όστις ευτυχώς εφαίνετο λησμονήσας τα χθεσινά, εζήτει +πληροφορίας από τον γείτονά του, ανεμίχθησαν δε και οι λοιποί +συνδαιτυμόνες εις την συνομιλίαν και έκαστος προσέθετέ τι εις τον +κατάλογον των αξιοθεάτων, όλοι δε εμεγαλοποίουν, νομίζω εκ πατριωτισμού, +την αξίαν των οικοδομών ή των τοποθεσιών τας οποίας μας συνίστων να +επισκεφθώμεν. + + — Όλα καλά και αξιοπερίεργα, υπέλαβα εις απόκρισιν του τελευταίου +λαλήσαντος, αλλά δυστυχώς δεν θα δυνηθώμεν να επισκεφθώμεν όσα μας +λέγετε, διότι αναχωρούμεν αύριον. + +Νομίζω ότι δεν ηπατήθην ιδών λάμψιν ευχαριστήσεως εις του Κ. Μελέτη τους +οφθαλμούς, τους οποίους έστρεψε διά μιας προς εμέ. Αλλ' όμως μετά πολλής +φυσικότητος προσεποιήθη έκπληξιν δυσάρεστον. + + — Αύριον, ανέκραξε! Τούτο μόνον δεν γίνεται. Δεν σας αφίνομεν! + +Όλοι περί την τράπεζαν επεκύρωσαν εντόνως του οικοδεσπότου τας +διαμαρτυρήσεις. Ο Νίκος κ' εγώ εξεφράσαμεν την λύπην μας διά την μη, εξ +ανάγκης, παράτασιν της διαμονής μας, εδώσαμεν δε πολλάς υποσχέσεις +προσεχούς επανόδου. Η απόφασίς μας δεν εθεωρήθη ως τελειωτική, ουδ' +ημείς δ' αφ' ετέρου ενομίσαμεν αναγκαίον να την διατρανώσωμεν δι' +επισημοτέρου τρόπου. + +Εν τούτοις εσχεδιάσθη το πρόγραμμα εκδρομής διά την αύριον, υπό την +οδηγίαν του Κ. Σπυράκη, ανεψιού του Κ. Μελέτη, αναλαβόντος αυτοκλήτως +και προθύμως τα χρέη ξεναγού. + +Το γεύμα παρετάθη επί ικανήν ώραν. Μόλις δε απετελειώσαμεν, μετέβημεν, +χάριν του καφέ, εις την αίθουσαν, καθό αερικωτέραν, ότε ήρχισαν αι +αντεπισκέψεις όσων επεσκέφθημεν την πρωίαν. Ο Δεσπότης, ο Έπαρχος, ο +οικονομικός Έφορος, ο πρώην βουλευτής, ο Ειρηνοδίκης, ο Δήμαρχος, οι +πρόκριτοι όλοι της νήσου ήλθον να μας αντιχαιρετήσουν. + +Ολόκληρον το απόγευμα κατηναλώθη ούτω. Και όμως ησθανόμεθα την ανάγκην, +ο Νίκος κ' εγώ, να εξέλθωμεν ολίγον, να περιπατήσωμεν, να κινηθώμεν, ν' +αναπνεύσωμεν. Τούτο εννοήσας ο Κ. Μελέτης επρότεινε, περί την δύσιν του +ηλίου, εις τους πληρούντας την αίθουσαν φίλους να μας δείξουν τα ερείπια +αρχαίου οικοδομήματος, εις ημισείας περίπου ώρας απόστασιν. + +Εξήλθομεν λοιπόν πάντες ομού εις περίπατον, ομοιάζοντα ως εκ της πληθύος +της συνοδίας προς εκδρομήν επιστημονικού συλλόγου. Θα ήτο προτιμότερον +να ήμεθα μόνοι και ελεύθεροι, αλλ' η φιλοξενία επιβάλλει καθήκοντα εις +τον δεχόμενον όσον και εις τον παρέχοντα αυτήν. Άλλως δε ο περίπατος ήτο +τερπνός, η εσπέρα ωραία, η θέα μεγαλοπρεπής, ο αήρ ζωογόνος. Και τα +ερείπια δε ήσαν αξιοπερίεργα, μολονότι, καθ' όσον ενθυμούμαι, αι +αρχαιολογικαί διασαφήσεις του Κυρίου Σχολάρχου, όστις ήτο και αυτός εκ +των της συνοδίας, μου εφάνησαν μάλλον φαντασιώδεις. + +Επεστρέψαμεν από τον περίπατον πολύ εξώρας. Ο Κ. Μελέτης έβλεπεν ανά +πάσαν στιγμήν το ωρολόγιόν του. Ότε επλησιάσαμεν εις το Κάστρον, +εξέφρασε τον φόβον, ότι η Κυρία Επαρχίνα θ' ανησυχή, και επρότεινε να +διευθυνθώμεν κατ' ευθείαν εις το Επαρχείον. Φυσικώ τω λόγω, δεν +αντετείναμεν εις τούτο ο Νίκος κ' εγώ, αλλά δεν μου διέφυγεν ο +υποκεκρυμμένος σκοπός του Κου Μελέτη, θέλοντος να μας απομακρύνη της +οικίας του. Ενόησα ότι διά την σήμερον δεν υπάρχει ελπίς να +πραγματοποιήσω τα σχέδιά μου προς εξιχνίασιν του μυστηρίου. Αλλ' αύριον +θα εξευρεθή εξ άπαντος τρόπος προς ικανοποίησιν της περιεργείας μου, την +οποίαν επηύξανε και η γενική πανταχού και παρά πάντων σιωπή ως προς την +θυγατέρα του Κ. Μελέτη. Ούτε κατά τας διαφόρους επισκέψεις και +αντεπισκέψεις, ούτε κατά το γεύμα, ούτε βραδύτερον εις του Επάρχου, +ουδείς ηρώτησε τον Κ. Μελέτην περί της Κυρίας Ελένης. Εφαίνετο ως αν +υπήρχε γενική τις συνεννόησις, όπως μη γείνη λόγος περί αυτής ενώπιόν +μας. + +Η Κυρία Επαρχίνα, ήτις δεν είχε παρουσιασθή κατά την πρωινήν μας +επίσκεψιν, μας υπεδέχθη μετά προθύμου και αφελούς φιλοφροσύνης, μη +αποκρούουσα τους εκ προοιμίων επαίνους των λοιπών προσκεκλημένων διά την +επιτυχίαν της κοτόπηττας, περί την κατασκευήν της οποίας διέπρεπεν, ως +φαίνεται, καθό Ρουμελιώτισσα. Το δείπνον ήτο αξιόλογον, η κοτόπηττα +εδικαίωσε πληρέστατα την φήμην της Κυρίας Επαρχίνας, αι προπόσεις εις +υγείαν παρόντων και απόντων δεν είχον τέλος, αι περί την τράπεζαν +συνομιλίαι ήσαν ζωηραί, και η ώρα παρήλθε, μέχρι βαθείας νυκτός, χωρίς +να το εννοήσωμεν. + +Επί τέλους ο Κ. Μελέτης ευηρεστήθη να μας υποδείξη ότι ηδυνάμεθα να +αναχωρήσωμεν. + +Ο Κ. Σπυράκης υπεσχέθη ότι θα έλθη το πρωί να μας παραλάβη και +συνοδεύση, καθώς συνεφωνήθη, διά να ίδωμεν τα αξιοπερίεργα της νήσου. + +Την θύραν μας ήνοιξε και πάλιν η γραία υπηρέτρια. Η Κυρία Σοφία δεν +εφάνη, έτι δε ολιγώτερον η Κυρία Ελένη. Εις απάντησιν ερωτήσεως του Κ. +Μελέτη, απορούντος δήθεν διά την μη εμφάνισίν των, η Μαρία τον +επληροφόρησεν ότι αι κυρίαι εκοιμήθησαν. + +Το καθ' ημάς, νομίζω ότι θα εκοιμώμεθα την νύκτα εκείνην, και αν έτι +ήρχοντο όλα της νήσου τα εξωτικά να στήσουν χορόν εντός του δωματίου +μας. Τόσον είμεθα νυσταγμένοι! Ο Νίκος, αρυόμενος θάρρος εκ της περί +αναχωρήσεως αποφάσεώς μας, εξηπλώθη υπό τας σινδόνας της κλίνης του και +εντός ολίγου εκοιμώμεθα και οι δύο βαθέως. + +ΣΤ’. + +Το πρωί ο Κ. Σπυράκης ήλθεν από τα εξημερώματα. Έκρουσεν επί αρκετήν +ώραν την θύραν μας, μέχρις ου κατορθώση να μας εξυπνήση και λάβη +απόκρισιν ότι εντός ολίγου θα ήμεθα έτοιμοι. + +Δεν είχομεν εξηγηθή ότι θα έλθη τόσον ενωρίς και δεν δύναμαι να αποκρύψω +ότι, δυσαρεστηθείς διά το πρόωρον εξύπνημα, τον έστειλα εις τον +διάβολον. Ούτε αναλαμβάνω να διαβεβαιώσω ότι δεν συμπεριέλαβα εις την +αποστολήν και το σεβαστόν πρόσωπον του Κ. Μελέτη, διότι ήμην πεπεισμένος +ότι εκείνος διωργάνωσε και τα της εκδρομής ταύτης. Αλλά μη έχων την +ελαχίστην διάθεσιν να υποβληθώ βλακωδώς εις τας μηχανορραφίας του, είχα +σχηματίσει κ' εγώ από χθες το σχέδιόν μου, διά να υποσκάψω το ιδικόν +του. Εννοείται όμως ότι δεν το εξεμυστηρεύθην εις τον εξάδελφόν μου. + + — Νίκο, είπα προς αυτόν, ενώ εγερθείς ήδη επλύνετο και με επέπληττε διά +την οκνηρίαν μου. Δεν είμαι εις τα καλά μου σήμερον. Προτιμώ να μείνω +εδώ. Πήγαινε συ με τον Κύριον Σπυράκην. + +Το να προφασισθώ αδιαθεσίαν, ύστερον από τα δύο ατελεύτητα χθεσινά +γεύματα, δεν ήτο δύσκολον. Το δύσκολον ήτο να πείσω τον Νίκον να με +αφήση μόνον. Καθ' όλην την διάρκειαν της περιοδείας ουδ' επί στιγμήν με +απεχωρίσθη Είχεν υποσχεθή εις την μητέρα μου να μ' επιβλέπη και προσέχη +διαρκώς. Και να με αφήση τώρα μόνον! Και πού; Εις την κατηραμένην +εκείνην οικίαν! + +Επί τέλους και μετά πολλά τον κατέπεισα, ότε ο Κ. Σπυράκης ηρώτησεν +έξωθεν εάν είμεθα έτοιμοι. Ο Νίκος του ήνοιξε την θύραν και εισήλθε μετά +του Κ. Μελέτη εντός του δωματίου. Ηπόρησαν και οι δύο ιδόντες με εισέτι +κατάκοιτον. Ο οικοδεσπότης μάλιστα μόλις ηδυνήθη να υποκρύψη την +δυσαρέσκειάν του υπό την ευγένειαν των τρόπων του. Η αγγελία ότι ήμην +αδιάθετος τον συνωφρύωσεν. Προσεποιήθη ότι ανησυχεί περί της υγείας μου, +αλλά δεν εξηπατώμην εγώ· εγνώριζα πού ν' αποδώσω την ανησυχίαν του. Διά +να τον καθυσηχάσω έσπευσα να προσθέσω ότι, και άνευ εμού, ο Νίκος θα +περιέλθη την νήσον με τον Κ. Σπυράκην. Το ψυχρόν μειδίαμα του γέροντος +δεν επρόδωσε την ενδόμυχον ευχαρίστησίν του. + + — Αλλ' όμως δεν θ' αναχωρήσετε απόψε, είπε. + + — Λυπούμαι, απεκρίθην, ότι δεν δυνάμεθα να σας ευχαριστήσωμεν ως προς +τούτο. Πρέπει αφεύκτως να φύγωμεν. + +Επανέλαβε τας χθεσινάς διαμαρτυρήσεις, αλλ' ιδών το αμετάθετον της +αποφάσεώς μας, την απεδέχθη μετά λύπης, απαιτών όμως υπόσχεσιν ότι θα +επανέλθωμεν άλλοτε. Έδωκα άνευ δυσκολίας την ζητουμένην υπόσχεσιν, αλλ' +ο Νίκος ετήρησε σιωπήν αξιοπρεπή. + +Εν τούτοις ο Κ. Σπυράκης προέτρεπε τον εξάδελφόν μου να μη βραδύνουν +περισσότερον. Μας απεχαιρέτων δε και οι δύο, ότε ο Κ. Μελέτης +αποτεινόμενος προς τον ανεψιόν του: + + — Αφού, είπεν, οι κύριοι θέλουν και καλά να φύγουν απόψε, προς τι να +λάβη τον κόπον ο Κύριος Μαιμάς να επιστρέψη και πάλιν εις το Κάστρον; Το +απλούστερον είναι να καταβήτε απ' ευθείας εις την Σκάλαν, όπου ερχόμεθα +και ημείς προς συνάντησίν σας. Αντί δε να δειπνήσωμεν εδώ βιαστικά, +στέλλω το δείπνον κάτω εις το καφενείον και τρώγομεν εκεί με την ησυχίαν +μας, χωρίς να έχωμεν τον φόβον μη δεν προφθάσωμεν το ατμόπλοιον. + +Εθαύμασα κατ' εμαυτόν το έντεχνον του νέου τούτου συνδυασμού του Κ. +Μελέτη! + +Ο Νίκος ηρώτησε τότε τον Κ. Σπυράκην κατά ποίαν ώραν υπολογίζει ότι θα +ευρεθούν εις την Σκάλαν. Επανέλαβεν εκείνος λεπτομερώς τα του ήδη +γνωστού προγράμματος, υπολογίζων πόση ώρα απαιτείται από σταθμού εις +σταθμόν, και εβεβαίωσεν ότι θα φθάσουν κάτω εις τον λιμένα προ της +δύσεως του ηλίου. + + — Πόθεν, ηρώτησα, θα καταβήτε εις την Σκάλαν; + +Ο Κ. Σπυράκης εκτείνας την χείρα προς το ανοικτόν παράθυρον απεκρίθη: + + — Από το ακρωτήριον άντικρυ· ο δρόμος δύσκολος, αλλ' εις τον κατήφορον +δεν παίρνει πολλήν ώραν. + + — Και πόσην ώραν θέλει επάνω από τα υψώματα, απ' εδώ έως την άκραν +εκείνην; + + — Μίαν ώραν περίπου. + + — Καλά! Εάν το απόγευμα έχω διάθεσιν διά περίπατον, έρχομαι και σας +ενταμώνω εκεί. Εις τας πέντε· όχι αργότερα. Όποιος φθάση πρώτος +περιμένει τους άλλους. + + — Σύμφωνοι, ανέκραξεν ο Νίκος. + + — Πώς λέγεται το μέρος, διά να ηξεύρω εάν χάσω τον δρόμον; + + — Θα σας δώσω οδηγόν, υπέλαβεν ο Κ. Μελέτης, εάν επιμένετε να υπάγετε +έως εκεί. + + — Ευχαριστώ. Επιθυμώ πολύ να ίδω την θέαν από το ύψωμα εκείνο. + + — Φαίνεται ο κόσμος όλος απ' εκεί, είπε μετά θαυμασμού ο Κ. Σπυράκης. + + — Πώς λέγεται το μέρος; τον ηρώτησα και πάλιν. + +Ο Κ. Σπυράκης έστρεψε το βλέμμα προς τον Κ. Μελέτην προτού αποκριθή εις +την ερώτησίν μου. + + — Τα Δύο Αδέλφια, είπεν. + + — Λοιπόν εις τας πέντε, επανέλαβεν ο Νίκος. + +Οι δύο οδοιπόροι μας απεχαιρέτησαν και μετ' ολίγον ηκούσθη ο κρότος των +ποδών των ημιόνων των επί της στενής λιθοστρώτου οδού. + +Ο Κ. Μελέτης με παρεκίνησε ν' αναπαυθώ όσον θέλω και με επληροφόρησεν +ότι, οπόταν ετοιμασθώ, θα τον εύρω αναγινώσκοντα έξω εις την αίθουσαν. + +Ζ'· + +Πράγματι δεν εβιάσθην. Ο Κ. Μελέτης ανεγίνωσκε μετά προσοχής τας +εφημερίδας των Αθηνών, τας οποίας είχε φέρει προχθές το ατμόπλοιον. Μετά +τας συνήθεις φιλοφρονήσεις και αφού τον διεβεβαίωσα ότι η αδιαθεσία μου +δεν ήτο αξία λόγου, με επρότεινε να εξέλθωμεν εις περίπατον μικρόν, +μέχρις ου ετοιμασθή εντός ολίγου το γεύμα. + + — Δεν θα ίδωμεν τας κυρίας προ του γεύματος; ηρώτησα. + + — Εάν αγαπάτε, βεβαίως, είπεν ο Κ. Μελέτης εγειρόμενος. + +Ηγέρθην κ' εγώ. + + — Με συγχωρείτε, επρόσθεσε, να ίδω εάν είναι εις το δωμάτιόν των. + +Έμεινα μόνος. Επί τέλους το κατώρθωσα, θα την ίδω την μυστηριώδη Κυρίαν +Ελένην! Η επιδεξιότης μου ενίκησε την πονηρίαν του πατρός της! Επερίμενα +την επιστροφήν του αγαλλόμενος κατ' εμαυτόν διά την επιτυχίαν μου. + +Δεν επερίμενα πολλήν ώραν. + + — Ορίσατε, είπεν ο Κ. Μελέτης επιστρέψας εις την αίθουσαν. + + — Θα σας παρακαλέσω μόνον, επρόσθεσε σταθείς εν τω μέσω της αιθούσης, +να μη αναφέρετε ενώπιον της θυγατρός μου το όνομα του εξαδέλφου σας. + +Προτού ανοίξη την θύραν του δωματίου εις το οποίον με ωδήγει, εστάθη και +πάλιν. + + — Θα ιδήτε ότι η κόρη μου δεν είναι πολύ ομιλητική... + +Διεκόπη και εδίστασεν, ως αν ήθελε να είπη πλειότερα, αλλά δεν είπε +τίποτε και ήνοιξε την θύραν. + + — Ορίσατε! + +Εισήλθομεν εντός του δωματίου. + +Η Κ. Σοφία διακόψασα το ράψιμόν της ηγέρθη και ελθούσα προς ημάς μου +έτεινε φιλοφρόνως την χείρα, ερωτώσα μετά πολλού ενδιαφέροντος περί της +υγείας μου. Δεν ηξεύρω τι και πώς απεκρίθην. Οι οφθαλμοί μου ήσαν +προσηλωμένοι εις την νέαν, προς την οποίαν επλησίασεν ο Κ. Μελέτης. + +Εκάθητο πλησίον του παραθύρου, με βιβλίον ανοικτόν επί των γονάτων. +Κύψας την κεφαλήν ο Κ. Μελέτης εψιθύρισέ τι προς αυτήν, έπειτα +στρεφόμενος προς εμέ. + + — Η κόρη μου, είπε. + +Επλησίασα και την εχαιρέτισα. Η νέα ηγέρθη βραδέως, μου έτεινε βραδέως +την χείρα, ως αν ήτο κόπος πάσα της κίνησις, και τα χείλη της βραδέως +επρόφερον: + + — Καλώς ωρίσατε. + +Μόλις ηκούετο η φωνή της. + +Συνέβαλεν άρά γε εις την βαθείαν εντύπωσιν, την οποίαν μου επροξένησεν η +καλλονή της, η άφατος μελαγχολία η απεικονιζομένη εις την όλην μορφήν +της, εις πάσαν της κίνησιν; + +Ήτο απλουστάτη η πένθιμος ενδυμασία της, αλλά δεν απέκρυπτε την χάριν +του ωραίου της αναστήματος. Ήτο υψηλή, οι δε ώμοι της, ως αρχαίου +αγάλματος, χαριέντως προσκλίνοντες από τον ευλύγιστον λαιμόν της μέχρι +των αρμών των βραχιόνων, έδιδον εις το παράστημά της τύπον ευκινησίας +όλως αντιθέτου προς την βραδύτητα των αψύχων κινήσεών της. + +Έφερεν επί κεφαλής μανδήλιον μαύρον αμελώς δεμένον υπό τον πώγωνα, το δε +πένθιμον τούτο περιθώριον περιέκλειε πρόσωπον σιτόχρουν ωοειδές, +κανονικώτατον. Το ήσυχον βλέμμα των μεγάλων μαύρων οφθαλμών της υπό τας +μακράς και πυκνάς βλεφαρίδας των, τα ωχρά άνευ μειδιάματος χείλη της, +εξέφραζον λύπην βαθείαν, αλλά λύπην σιωπηλήν, μη επιζητούσαν παρηγορίαν, +ούτε επιδεκτικήν παρηγορίας, λύπην με την οποίαν ζη τις και με την +οποίαν θ' αποθάνη. + +Μ' εγοήτευσεν η θέα της, καθώς γοητεύει η θέα εικόνος ευσεβούς ή σεμνού +αγάλματος. Η όψις της ενέπνεε την συμπάθειαν και επέβαλε το σέβας. Το +παν περί αυτήν ήτο ως αν έλεγε: Δεν είμαι του κόσμου τούτου! + +Η Κυρία Σοφία επανέλαβε την ομιλίαν, επιδεξίως και μετά πολλής ευχερείας +μεταβαίνουσα από έν αντικείμενον εις άλλο, την υπεβοήθει δε και ο Κ. +Μελέτης, ει και μετρών τας λέξεις κατά την συνήθειάν του. Προσεπάθουν κ' +εγώ επίσης, το κατά δύναμιν, να μη αφήσω την συνδιάλεξιν να διακοπή, +αλλά βεβαίως ούτε σήμερον δύναμαι, ούτε τότε αμέσως θα ηδυνάμην να είπω +περί τίνος ήτο ο λόγος. + +Η Κυρία Ελένη δεν είπε λέξιν, μέχρις ου εγερθείς, διά να προετοιμάσω +δήθεν τα πράγματά μας, απεχαιρέτισα τας κυρίας και εξήλθα του δωματίου. + +Παρηκολούθει άρά γε τας ομιλίας μας; Επρόσεχε; Δεν γνωρίζω. + +Γνωρίζω μόνον ότι εκλείσθην εις το δωμάτιόν μου πλήρης μελαγχολίας, με +την εικόνα της ωραίας εκείνης τεθλιμμένης νέας ανεξαλείπτως εντυπωμένην +εις τον νουν μου. Ησχυνόμην διά την περιέργειάν μου. Τι δικαίωμα είχα +εγώ ν' αναμιχθώ εις την άγνωστον λύπην της σεβασμίας ταύτης οικογενείας; +Διατί ν' αποκαλύψω το μυστικόν της; Η συναίσθησις του ατόπου της +πολυπραγμοσύνης μου μετετρέπετο εις οργήν κατά του καθηγητού, όστις μας +έστειλε να διαταράξωμεν την ησυχίαν της πένθιμου οικίας του Κ. Μελέτη +Μετά πόσης φροντίδας μετά πόσης στοργής και αυτός και η αδελφή του +περιέβαλλον την ύπαρξιν της δυστυχούς νέας, κ' εγώ, αντί να σεβασθώ το +πένθος το οποίον τους επεσκίαζε, μετεβλήθην εις ωτακουστήν και +εμηχανώμην σχέδια προς αποκάλυψιν πραγμάτων, τα οποία επί τέλους ήσαν +ξένα δι' εμέ! + +Εβάδιζα άνω και κάτω εντός του δωματίου, μεμφόμενος την διαγωγήν μου και +καταδικάζων την αδιακρισίαν μου. + +Ήνοιξα το παράθυρον διά να διασκεδάσω τας σκέψεις μου διά της θέας της +φαιδράς κοιλάδος και της κυανής θαλάσσης. Το άγριον απέναντί μου +ακρωτήριον ανεκάλεσεν εις την μνήμην μου την μετά του Κ. Σπυράκη και του +Νίκου συμφωνηθείσαν εκεί συνάντησιν. Ιδού το καλλίτερον μέσον προς +διασκέδασιν της μελαγχολίας, η οποία μ' εκυρίευεν. Ο περίπατος θα με +απασχολήση ευαρέστως, επεσπεύδετο δε ούτω και η αναχώρησίς μου από την +οικίαν, όπου συνησθανόμην ότι, και άνευ του Νίκου, απέβαινεν οχληρά η +παρουσία μου. + +Ητοιμάσθην λοιπόν και εξήλθα του δωματίου προς ανεύρεσιν του Κ. Μελέτη, +ο οποίος ανέλαβεν ευγενώς την φροντίδα να στείλη τα κιβώτιά μας εις την +Σκάλαν. Μεθ' όλας δε τας παρακλήσεις μου να μη ενοχληθή, μου ανήγγειλεν +ότι θα καταβή και ο ίδιος διά να μας φιλεύση και αποχαιρετίση. + +Ηθέλησε να με αποτρέψη από τον περίπατον μέχρι του ακρωτηρίου, προτείνων +να καταβώμεν ομού μετ' ολίγον απ' ευθείας εις την Σκάλαν, αλλ' ιδών ότι +δεν μετεπειθόμην με εσύστησε, τουλάχιστον, να μη υπάγω πεζός διά να μη +κουρασθώ. Ουδ' εις τούτο επείσθην, αλλ' ουχ ήττον ο φιλόξενος γέρων +διέταξε τον Παντελήν να με συνοδεύση, σύρων διά παν ενδεχόμενον και έν +ζώον προς ανάβασιν. + +Η'. + +Η οδός παρηκολούθει την κορυφήν των υψωμάτων, τα οποία, περικυκλούντα +την πεδιάδα, ήρχιζον από το Κάστρον και απέληγον εις το απέναντι αυτού +ακρωτήριον. Καθ' όλον της πορείας το διάστημα έβλεπα κάτωθέν μου την +φαιδράν καλλιεργημένην κοιλάδα και πέραν αυτής την θάλασσαν, εκ δε του +άλλου μέρους εφαίνοντο τα ευρέα της νήσου οροπέδια κλίνοντα βαθμιαίως +προς το πέλαγος. Αι οικίαι δύο χωρίων και μία μεγάλη μονή εφαίνοντο +μακρόθεν, εις ικανήν απόστασιν. + +Ο αήρ της θαλάσσης, το άρωμα των σχίνων, η ταχυτέρα ως εκ της ασκήσεως +κυκλοφορία του αίματος, τα πάντα συνετέλουν εις το να με ζωογονήσουν. +Εβάδιζα ταχέως και απελάμβανα πλήρη την ηδονήν του ωραίου εκείνου +εσπερινού περιπάτου, αι δε μελαγχολικαί εντυπώσεις μου, χωρίς ουδαμώς ν' +αποσβεσθούν, έπαυον όμως να πιέζουν ως πρότερον την φαντασίαν μου. + +Ο Παντελής με παρηκολούθει σύρων το ζώον του. + +Ότε επλησιάσαμεν εις την άκραν, η ομαλή μέχρι τούδε οδός στενουμένη +μετεβλήθη εις ανήφορον επί μάλλον και μάλλον τραχύν και απότομον, +ανερχόμενον λοξοειδώς διά της πλευράς του βράχου μέχρι της κορυφής του. +Μετ' ολίγον διεκλαδούτο καταβαίνουσα, διά κλίσεως καθέτου σχεδόν, εις +την κοιλάδα, προς το μέρος της Σκάλας. Ο ανήφορος εξακολουθών εγίνετο +δύσβατος καθ' υπερβολήν και επικίνδυνος. Η ατραπός παρηκολούθει την +οφρύν του βράχου. Οι κρημνοί κάτωθέν μου ήσαν φοβεροί, εκ δε του ύψους +εκείνου έβλεπα την θάλασσαν αφρίζουσαν εις τους πόδας των και ήκουα τον +ήσυχον ρόχθον της. Ο Παντελής πλησιάσας με επρότεινεν ν' αναβώ εις το +ζώον του, αλλ' ηρνήθην θεωρών ασφαλέστερον να εμπιστευθώ εις τους +ιδικούς μου πόδας ή εις τους πόδας της ημιόνου του. Ανέβαινα ασθμαίνων, +ακουσίως δε ανελογιζόμην ότι ήμην εισέτι εις ανάρρωσιν. Ανά παν βήμα +ήλπιζα ότι θα ίδω την κορυφήν και το επ’ αυτής παρεκκλήσιον, αλλ' ούτε η +κορυφή εφαίνετο εισέτι, ούτε το παρεκκλήσιον, το δε βάδισμά μου εγίνετο +εξ ανάγκης επί μάλλον και μάλλον βραδύτερον. + +Επί τέλους εφάνη η κορυφή, συγχρόνως δε, προς άκραν μου ευχαρίστησιν, +είδα εις μικράν απόστασιν τον Νίκον και τον Κ. Σπυράκην, οι οποίοι, +αναβάντες εκ του αντιθέτου μέρους, ίσταντο ενώπιον του μικρού +παρεκκλησίου. Δεν εστράφησαν προς ημάς. Δεν μας ήκουσαν. Ο νότιος +άνεμος, από τον οποίον μας επροφύλαττον μέχρι τούδε τα πλευρά του +βράχου, εσύριζεν εκεί επάνω ανεμπόδιστος. Ηθέλησα να φωνάξω προς αυτούς, +αλλ' η φωνή δεν εξήρχετο εκ του ασθμαίνοντος στήθους μου. + +Ο Νίκος έβλεπε το παρεκκλήσιον. Τι παρετήρει μετά τόσης προσοχής; + +Ήμεθα όλως διόλου πλησίον, ότε ο Κ. Σπυράκης ακούσας βήματα εστράφη προς +ημάς και ήλθεν εις συνάντησίν μου. Έστρεψε και ο Νίκος την κεφαλήν, αλλά +δεν εσάλευσε. Εξέτεινε την χείρα και με προσεκάλεσε σιωπηλώς να +πλησιάσω. Επλησίασα. Τότε ενόησα διατί η προσήλωσίς του. + +Η επί του τοίχου του δωματίου μας εικών ήτο πιστή παράστασις του +παρεκκλησίου εκείνου. Εκατέρωθεν της θύρας του ήσαν ζωγραφισμένοι διά +μαύρης βαφής δύο μεγάλοι σταυροί, υπό έκαστον σταυρόν δύο οστά χιαστί, +υπό τα οστά κρανίον, υπό δε το κρανίον τα αυτά κεφαλαία γράμματα, Ν +αριστερόθεν και Μ δεξιόθεν. Μόνον το εκ σταυρών και κρανίων περιθώριον +δεν υπήρχεν επί του παρεκκλησίου. Η επί των φύλλων της θύρας επιγραφή, +αποσβεσθείσα εκ της βροχής και των ανέμων, δεν ανεγινώσκετο πλέον. Ιδού +η κλεις του μυστηρίου! Ηδυνάμην επί τέλους ενταύθα να πληροφορηθώ την +αλήθειαν! Αλλά δεν ετόλμων να εκφέρω την ερώτησιν, η οποία μου ήρχετο +εις τα χείλη. + + — Δεν είναι περίεργον το πράγμα; με ηρώτησε ταπεινή τη φωνή ο Νίκος. + +Εκίνησα σιωπηλώς την κεφαλήν. Κατά την ώραν εκείνην ο πλειότερον +συγκεκινημένος εκ των δύο ημών δεν ήτο βεβαίως ο εξάδελφος μου. Ενώπιον +του πρωτοτύπου της επί του τοίχου εικόνος, εφαίνοντο διαλυθέντες οι +προληπτικοί φόβοι του και εξήφθη η περιέργεια του, ενώ άλλαι σκέψεις +εδέσμευον την ιδικήν μου. Στραφείς προς τον Κ. Σπυράκην είπεν αίφνης, +άνευ οιουδήποτε προοιμίου· + + — Δεν μας λέγεις την ιστορίαν αυτού του παρεκκλησίου; + +Ο Κ. Σπυράκης προσεποιήθη ότι δεν ήκουσε και δεν απεκρίθη. Εννοών το +αίτιον της σιωπής του, απέτεινα προς αυτόν τον λόγον. + + — Τον ηγάπα λοιπόν πολύ τον Νίκον η Κυρία Ελένη; ηρώτησα. + +Ο Κ. Σπυράκης με προσέβλεψεν έκπληκτος. + + — Πώς το γνωρίζετε; ηρώτησε. + +Εκίνησα την κεφαλήν και την χείρα ως αν έλεγα· «Το γνωρίζω, και τούτο +αρκεί.» + + — Αχ, κύριοι, επανέλαβε μετά βραχείαν σιωπήν ο Κ. Σπυράκης· εκείνο το +οποίον ημπορώ να σας είπω είναι ότι ο Νίκος την ηγάπα περιπαθώς. Αλλ' +εκράτει μυστικόν τον έρωτά του. Ούτε ο Κύριος Μελέτης τον ενόησεν ούτε ο +πατήρ του. Και όμως ο Νίκος ήτο εδώ πάντοτε, υπό τα βλέμματά των, ενώ ο +αδελφός του έλειπε σπουδάζων εις τα ξένα. Δεν ήτο φυσικόν αυτόν, τον +οποίον παιδιόθεν εγνώριζε, του οποίου ησθάνετο την μυστικήν λατρείαν, +αυτόν ν' ανταγαπά και η Ελένη; Αλλ' οι γέροντες δεν τα βλέπουν αυτά, δεν +τα καταλαμβάνουν! Ο πατήρ αυτών εδώ, — και έδειξε τους δύο σταυρούς, — +ήθελε, κατά την τάξιν, να πρωτονυμφεύση τον Μίχον, τον πρωτότοκον, ο δε +Κύριος Μελέτης ενόμισεν ότι εξασφαλίζει την ευτυχίαν της θυγατρός του +δίδων αυτήν κατά προτίμησιν εις τον επιστήμονα, τον ιατρόν! + +Ο Κ. Σπυράκης διέκοψε τον λόγον. Το συνήθως φαιδρόν πρόσωπόν του +συνωφρυώθη. Θλιβεραί αναμνήσεις επίεζον τον νουν του, εφαίνετο δ' +ευρίσκων ανακούφισιν εις την προς ημάς διακοίνωσιν των στοχασμών του. +Ωμίλει προς ημάς ως προς ειδότας. + + — Εδώ, εξηκολούθησεν, εδώ εις αυτόν τον κρημνόν έγεινε η φρικτή πάλη. +«Ούτ' εγώ ούτ' εκείνος», είπεν ο Νίκος, ότε έμαθεν εξαίφνης την απόφασιν +του πατρός του, ολίγας ημέρας αφού επανήλθεν ο Μίχος με το δίπλωμά του. +Οι αρραβώνες επρόκειτο να γείνουν επισήμως την εσπέραν. Έτρεξεν ο Νίκος +από τον πατέρα του εις τον Κύριον Μελέτην. Κύριος οίδε πώς ηρέθισαν οι +δύο γέροντες τον νέον με τας δριμείας επιπλήξεις των. Κύριος οίδε τι +λόγους οργίλους αντήλλαξαν! Ήτο έξω φρενών ο δυστυχής! «Ούτ' εγώ ούτ' +εκείνος!» και εξήλθεν από το Κάστρον... Αλλά, κύριοι, προς τι σας τα +λέγω αυτά; Το τέλος το γνωρίζετε. + + — Δεν τον ηκολούθησε κανείς; ηρώτησα. + + — Ποίος να φαντασθή τι έμελλε να συμβή! Και ούτε θα εγίνετο γνωστόν το +τι συνέβη, εάν, κατά σύμπτωσιν, δεν ανέβαινε την ώραν εκείνην εδώ, +κατόπιν του Νίκου, ο μόνος μάρτυς αυτόπτης του δράματος, ο Παντελής +αυτός εδώ. + +Εστράφημεν και οι τρεις προς τον Παντελήν. Εκάθητο καταγής, εις ολίγων +βημάτων απόστασιν, στρέφων τους οφθαλμούς προς την θάλασσαν. Εκράτει εκ +του σχοινίου το ζώον του, το οποίον έβοσκε μεταξύ των ακανθών επί της +μικράς τριγώνου εκτάσεως της χωριζούσης το παρεκκλήσιον από το χείλος +του κρημνού, το εκράτει δε σφικτά προσέχων μη το ζώον πλησιάση πέρα του +δέοντος εις την άκραν. + +Ο Κ. Σπυράκης επανέλαβε τον λόγον· + + — Ο Μίχος είχεν έλθει από πρωίας εις τα κτήματα των εδώ πλησίον, +όπισθεν του κρημνού. Προ ολίγου επεράσαμεν απ' εκεί με τον Κύριον +Μαιμάν. Εκεί επήγαινεν ο Νίκος προς ανεύρεσιν του αδελφού του. Ποίος +ηξεύρει τι είχε κατά νουν να ειπή, και πώς να ομιλήση! Δυστυχώς +συνηντήθησαν εδώ! Ο Παντελής αναβαίνων κατόπιν του Νίκου δεν έβλεπεν +ακόμη τον Μίχον. Είδε μόνον τον Νίκον να σταθή έξαφνα εις το τέλος του +ανηφόρου, να σύρη από την ζώνην την μάχαιράν του και να την ρίψη εις την +θάλασσαν! Όσον επλησίαζεν ο Παντελής, ήκουε τας φωνάς των δύο αδελφών, +φωνάς εξηγριωμένας. Έπειτα, διά μιας, σιωπή! Ότε επί τέλους ανέβη εδώ ο +Παντελής, δεν ήτο πλέον εις καιρόν να τους χωρίση. Ενηγκαλισμένοι, εις +αυτήν την στενήν λωρίδα γης, επάλαιον. Ήσαν εις την άκραν του +κρημνού.... Έπεσαν και οι δύο ομού, και ένα μόνον κρότον ήκουσεν ο +Παντελής, ότε εβυθίσθησαν κάτω εις την θάλασσαν... + + — Κυρ Σπυράκη, ανέκραξεν ο Παντελής χωρίς να εγερθή. Βλέπω τον καπνόν. + + — Δεν είναι ακόμη ώρα να φανή το ατμόπλοιον! + + — Το βοηθεί ο άνεμος, επρόσθεσεν ο Παντελής. + +Ο Κ. Σπυράκης, περικλείων τους οφθαλμούς διά των χειρών, παρετήρησε τον +ορίζοντα, όπου οι ιδικοί μας αγύμναστοι οφθαλμοί δεν διέκρινον ούτε +καπνόν, ούτε τίποτε. + + — Πραγματικώς! ανέκραξε. Στρεφόμενος δε προς ημάς, Κύριοι, είπε, θα τα +φέρωμεν ίσα ίσα. Έως ου να καταβώμεν εις την Σκάλαν και να δειπνήσετε, +το ατμόπλοιον θα είναι και φθασμένον. Αν αγαπάτε, πηγαίνωμεν. + + — Εμπρός, ανέκραξεν ο εξάδελφός μου, και ηκολούθησε τον Παντελήν, ο +οποίος προπορευόμενος έσυρε το ζώον του. + +Έστρεψα άπαξ έτι το βλέμμα προς την πρόσοψιν του παρεκκλησίου και +εβάδισα μετά του Κ. Σπυράκη προς τον κατήφορον. + + — Κύριε Σπυράκη, ηρώτησα, τι είδους νέος ήτο ο δυστυχής αυτός Νίκος; + + — Πώς «τι είδους»; + + — Ήτο ξανθός, μαυρειδερός;... Επί τέλους, ωμοίαζε με κανένα από ημάς +εδώ; + +Ο Κ. Σπυράκης εσκέφθη επ’ ολίγον προτού αποκριθή. + + — Μάλλον με τον Κύριον Μαιμάν παρά με σας ή εμέ. + +Ήμεθα ήδη εις το άκρον της κορυφής. + + — Προσοχή εδώ, είπεν ο Κ. Σπυράκης. Η αρχή του κατηφόρου είναι +επικίνδυνος. Παρακάτω δεν έχει φόβον, διότι και αν σκοντάψη κανείς δεν +θα κρημνισθή εις την θάλασσαν. + +Ήτο αληθώς επικίνδυνον το μέρος. Μου εφάνη δε τότε πολύ +επικινδυνωδέστερον ή ότε ανηρχόμην. Αλλ' ουδέν απευκταίον συνέβη και +κατέβημεν ταχέως και σώοι εις την κοιλάδα. + +Ο ήλιος είχε δύσει, ότε εφθάσαμεν εις την Σκάλαν. + +Θ'. + +Ο Κ. Μελέτης μας επερίμενε. Κάτωθεν δεν εφαίνετο ο καπνός του +ατμοπλοίου, κρυπτομένου από το προέχον ακρωτήριον, ώστε δεν εγνώριζον +εισέτι εκεί ότι θα έλθη προ της συνήθους ώρας. Αλλά το δείπνον ήτο +έτοιμον και δεν εβράδυνε να στρωθή η τράπεζα εντός του μικρού καφενείου. + +Δεν αντηλλάξαμεν πολλάς λέξεις κατά το δείπνον. Ετρώγαμεν εν βία, η δε +εντός και εκτός του καφενείου κίνησις απησχόλει και των τριών μας την +προσοχήν. Οι έτοιμοι προς απόπλουν νησιώται, και οι περιμένοντες +επιβάτας, επήγαινον, ήρχοντο, ωμίλουν, εφώναζον, εχώριζον τα πράγματά +των, τα εφόρτονον εντός των ολίγων λέμβων της Σκάλας· εν συνόλω η βοή +και ο θόρυβος δεν μας επέτρεπον να συνομιλήσωμεν ησύχως μετά του Κ. +Μελέτη, και αν έτι είχομεν πολλήν προς τούτο διάθεσιν. + +Αφού απεγεύθημεν, εξήλθομεν του καφενείου. Ο εξάδελφός μου μετά του Κ. +Σπυράκη διηυθύνθησαν προς την λέμβον διά να ίδουν αν ήσαν εν τάξει τα +φορτωθέντα ήδη εντός αυτής κιβώτιά μας. Ο Κ. Μελέτης και εγώ +επεριπατούμεν βραδέως επί της άμμου, απομακρυνόμενοι της παρά το +καφενείον τύρβης. + +Ο γέρων εφαίνετο ότι επεθύμει κάτι να είπη. + +Πράγματι, μετά τινων λεπτών σιωπήν, διέκοψε τον περίπατον και μετά της +μεμετρημένης φράσεως του, + + — Κύριέ μου, είπε, σας χρεωστώ μίαν εξήγησιν. Σας την χρεωστώ τόσον +μάλλον, καθόσον εννοώ κάλλιστα ότι επισπεύδετε την αναχώρησίν σας εκ +λεπτότητος, και σας εντρέπομαι διά τον τρόπον με τον οποίον σας +υπεδέχθην εις την οικίαν μου. + + — Ω, Κύριε Μελέτη! ανέκραξα. Είμεθα ευγνώμονες διά την πρόθυμον και +φιλικήν δεξίωσίν σας, απ' εναντίας δε ημείς χρεωστούμεν να σας ζητήσωμεν +συγγνώμην δι' όσην ενόχλησιν και ανησυχίαν σας επροξενήσαμεν. Αλ' ούτε ο +Μαιμάς ούτ' εγώ εγνωρίζαμεν όσα τώρα γνωρίζομεν. + +Ο γέρων έστρεψε προς εμέ τους οφθαλμούς, αλλ' εξηκολούθησα χωρίς να φανώ +ότι παρετήρησα την απορίαν του· + + — Δεν πταίομεν ημείς Κύριε Μελέτη. Ο Κύριος καθηγητής πταίει, διότι μας +εσύστησεν εις την φιλοξενίαν σας, χωρίς να μας είπη τίποτε. + + — Δεν πταίετε ούτε σείς ούτε εκείνος. Δεν επεσκέφθη προ ετών την +πατρίδα και αγνοεί τα καθέκαστα της θλιβεράς μας υπάρξεως. Η οικία μου +δεν είναι πλέον ανοικτή καθώς άλλοτε. Απέμαθα να δέχωμαι φίλους. Αλλά +την εσπέραν ότε εκρούσατε την θύραν μου, εχάρην. Η πρώτη μου αμέσως +σκέψις ήτο ότι η παρουσία σας ίσως συντελέση εις το να φέρη τροπήν +ευχάριστον εις την κατάστασιν της θυγατρός μου. Ατυχώς η εντύπωσις την +οποίαν επροξένησεν εις την αδελφήν μου η ομοιότης του Κυρίου Μαιμά με +τον δυστυχή εκείνον νέον... + +Ο γέρων εσιώπησε. + + — Λυπούμαι κατάκαρδα, υπέλαβα διά την ατυχή σύμπτωσιν. + + — Και ούτε είναι η ομοιότης τόσον καταπληκτική επί τέλους, επανέλαβεν ο +Κ. Μελέτης. Αλλ' η σύμπτωσις του αυτού ονόματος, αι εξαίφνης αναζήσασαι +αναμνήσεις εντός του δωματίου εκείνου, εξηγούν της πτωχής αδελφής μου +την έκπληξιν. Ομολογώ ότι την συνεμερίσθην κ' εγώ κατ' εκείνην την +στιγμήν. Κατόπιν ηθέλησα να συζητήσω το πράγμα μαζή της. Αλλ' +επιδέχονται τα τοιαύτα συζήτησιν; Ηδυνάμεθα να είμεθα βέβαιοι ότι η +παρουσία του Κυρίου Μαιμά δεν θα προξενήση παρομοίαν εντύπωσιν και εις +την θυγατέρα μου; Οι δε ιατροί μας προείπον ότι ο ελάχιστος τρόμος, η +μικροτέρα συγκίνησις ημπορούν να επιφέρουν συνεπείας ολεθρίας! Την +είδατε σήμερον τόσον ήσυχον. Αλλ' η ησυχία αύτη μόλις πρό τινων μηνών +επήλθεν, ύστερον από ετών πολλών ψυχικόν κλονισμόν... Εννοείτε, Κύριέ +μου...Η ελπίς μας τώρα είναι ότι την παρούσαν κατάστασιν θα διαδεχθή η υγεία. +Με αυτήν την ελπίδα ζώμεν, η αδελφή μου κ' εγώ, και τρέμομεν μη μας την +καταστρέψη απρόβλεπτόν τι... Ιδού η εξήγησις την οποίαν ενόμισα ότι +εχρεώστουν να σας δώσω. + +Η φωνή του γέροντος έτρεμεν. Έθλιψα εν σιωπή την χείρα του. + +Κατ' εκείνην την στιγμήν αντήχησεν αίφνης δριμύς ο συριγμός του +ατμοπλοίου και εφάνησαν εν μέσω του προβαίνοντος σκότους, ως φάσμα, οι +ιστοί και η καπνοδόχος του επί των ησύχων υδάτων του κόλπου. + +Ο Παντελής τρέχων προς ημάς μας προσεκάλει μακρόθεν. + + — Καιρός, Κύριοι, εφώναζεν. + +Επεστρέψαμεν προς την λέμβον. Ο Κ. Σπυράκης ήτο ήδη εντός αυτής διά να +μας συνοδεύση μέχρι του ατμοπλοίου. + +Απεχαιρετίσαμεν μετ' ειλικρινούς συγκινήσεως τον αγαθόν γέροντα. + + — Μη λησμονήσητε, είπεν, ότι υπεσχέθητε να επισκεφθήτε και πάλιν την +νήσον μας. + + — Σας υπόσχομαι, απεκρίθην, ότι μετά χαράς θα επανέλθω άμα με +ειδοποιήσητε ότι επήλθεν εντελώς, καθώς εύχομαι, η υγεία της θυγατρός +σας. + +Δεν έλαβα έκτοτε ειδήσεις του, ουδ' επεσκέφθην πλέον την νήσον του. + + + + +ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΚ ΤΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ ΤΩΝ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΩΝ +ΑΝΕΣΤΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ + + + + + +Κατά μήνα Μάιον του 1897. + + + + + 1) Το διήγημα τούτο εγράφη προ των ανακαλύψεων του Pasteur. Το +αναφερόμενον δε φάρμακον των μοναχών της Σαλαμίνος κατά των λυσσοδήκτων +είναι μίγμα κόνεων εκ των κολεοπτέρων εντόμων μ υ λ α β ρ ι δ ώ ν +(Mylabris) και της ρίζης του φυτού C y n a n c h u m e r e c t u m, +ανήκοντος εις την οικογένειαν των ασκληπιαδών. Κατά Fraas, το φυτόν +τούτο είνε το α π ό κ υ ν ο ν των αρχαίων, ονομαζόμενον και κ υ ν ό μ ο +ρ ο ν και π α ρ δ α λ ι α γ χ έ ς. (Synops. plant, Classicae, σ. 160). +Άλλο όνομα του Cynanchum erectum είνε το Marsdenia erecta. Κοινώς +λέγεται ψ ό φ ι ο ς, ή λ υ σ σ ό χ ο ρ τ ο ν. + + + + + + + + + + +End of the Project Gutenberg EBook of Short Stories, by Vikelas Demetrios + +*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK SHORT STORIES *** + +***** This file should be named 33709-0.txt or 33709-0.zip ***** +This and all associated files of various formats will be found in: + http://www.gutenberg.org/3/3/7/0/33709/ + +Produced by Sophia Canoni + +Updated editions will replace the previous one--the old editions +will be renamed. + +Creating the works from public domain print editions means that no +one owns a United States copyright in these works, so the Foundation +(and you!) can copy and distribute it in the United States without +permission and without paying copyright royalties. Special rules, +set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to +copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to +protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project +Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you +charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you +do not charge anything for copies of this eBook, complying with the +rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose +such as creation of derivative works, reports, performances and +research. They may be modified and printed and given away--you may do +practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is +subject to the trademark license, especially commercial +redistribution. + + + +*** START: FULL LICENSE *** + +THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE +PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK + +To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free +distribution of electronic works, by using or distributing this work +(or any other work associated in any way with the phrase "Project +Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project +Gutenberg-tm License (available with this file or online at +http://gutenberg.org/license). + + +Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm +electronic works + +1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm +electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to +and accept all the terms of this license and intellectual property +(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all +the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy +all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession. +If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project +Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the +terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or +entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8. + +1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be +used on or associated in any way with an electronic work by people who +agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few +things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works +even without complying with the full terms of this agreement. See +paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project +Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement +and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic +works. See paragraph 1.E below. + +1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation" +or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project +Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the +collection are in the public domain in the United States. If an +individual work is in the public domain in the United States and you are +located in the United States, we do not claim a right to prevent you from +copying, distributing, performing, displaying or creating derivative +works based on the work as long as all references to Project Gutenberg +are removed. Of course, we hope that you will support the Project +Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by +freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of +this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with +the work. You can easily comply with the terms of this agreement by +keeping this work in the same format with its attached full Project +Gutenberg-tm License when you share it without charge with others. + +1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern +what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in +a constant state of change. If you are outside the United States, check +the laws of your country in addition to the terms of this agreement +before downloading, copying, displaying, performing, distributing or +creating derivative works based on this work or any other Project +Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning +the copyright status of any work in any country outside the United +States. + +1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg: + +1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate +access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently +whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the +phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project +Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed, +copied or distributed: + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + +1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived +from the public domain (does not contain a notice indicating that it is +posted with permission of the copyright holder), the work can be copied +and distributed to anyone in the United States without paying any fees +or charges. If you are redistributing or providing access to a work +with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the +work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1 +through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the +Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or +1.E.9. + +1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted +with the permission of the copyright holder, your use and distribution +must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional +terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked +to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the +permission of the copyright holder found at the beginning of this work. + +1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm +License terms from this work, or any files containing a part of this +work or any other work associated with Project Gutenberg-tm. + +1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this +electronic work, or any part of this electronic work, without +prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with +active links or immediate access to the full terms of the Project +Gutenberg-tm License. + +1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary, +compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any +word processing or hypertext form. However, if you provide access to or +distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than +"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version +posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org), +you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a +copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon +request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other +form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm +License as specified in paragraph 1.E.1. + +1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying, +performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works +unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9. + +1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing +access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided +that + +- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from + the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method + you already use to calculate your applicable taxes. The fee is + owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he + has agreed to donate royalties under this paragraph to the + Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments + must be paid within 60 days following each date on which you + prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax + returns. Royalty payments should be clearly marked as such and + sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the + address specified in Section 4, "Information about donations to + the Project Gutenberg Literary Archive Foundation." + +- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies + you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he + does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm + License. You must require such a user to return or + destroy all copies of the works possessed in a physical medium + and discontinue all use of and all access to other copies of + Project Gutenberg-tm works. + +- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any + money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the + electronic work is discovered and reported to you within 90 days + of receipt of the work. + +- You comply with all other terms of this agreement for free + distribution of Project Gutenberg-tm works. + +1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm +electronic work or group of works on different terms than are set +forth in this agreement, you must obtain permission in writing from +both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael +Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the +Foundation as set forth in Section 3 below. + +1.F. + +1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable +effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread +public domain works in creating the Project Gutenberg-tm +collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic +works, and the medium on which they may be stored, may contain +"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or +corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual +property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a +computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by +your equipment. + +1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right +of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project +Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project +Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all +liability to you for damages, costs and expenses, including legal +fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT +LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE +PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE +TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE +LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR +INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH +DAMAGE. + +1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a +defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can +receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a +written explanation to the person you received the work from. If you +received the work on a physical medium, you must return the medium with +your written explanation. The person or entity that provided you with +the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a +refund. If you received the work electronically, the person or entity +providing it to you may choose to give you a second opportunity to +receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy +is also defective, you may demand a refund in writing without further +opportunities to fix the problem. + +1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth +in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER +WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO +WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE. + +1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied +warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages. +If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the +law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be +interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by +the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any +provision of this agreement shall not void the remaining provisions. + +1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the +trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone +providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance +with this agreement, and any volunteers associated with the production, +promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works, +harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees, +that arise directly or indirectly from any of the following which you do +or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm +work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any +Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause. + + +Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm + +Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of +electronic works in formats readable by the widest variety of computers +including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists +because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from +people in all walks of life. + +Volunteers and financial support to provide volunteers with the +assistance they need, are critical to reaching Project Gutenberg-tm's +goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will +remain freely available for generations to come. In 2001, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure +and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations. +To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation +and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4 +and the Foundation web page at http://www.pglaf.org. + + +Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive +Foundation + +The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit +501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the +state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal +Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification +number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at +http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent +permitted by U.S. federal laws and your state's laws. + +The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S. +Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered +throughout numerous locations. Its business office is located at +809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email +business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact +information can be found at the Foundation's web site and official +page at http://pglaf.org + +For additional contact information: + Dr. Gregory B. Newby + Chief Executive and Director + gbnewby@pglaf.org + + +Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation + +Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide +spread public support and donations to carry out its mission of +increasing the number of public domain and licensed works that can be +freely distributed in machine readable form accessible by the widest +array of equipment including outdated equipment. Many small donations +($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt +status with the IRS. + +The Foundation is committed to complying with the laws regulating +charities and charitable donations in all 50 states of the United +States. Compliance requirements are not uniform and it takes a +considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up +with these requirements. We do not solicit donations in locations +where we have not received written confirmation of compliance. To +SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any +particular state visit http://pglaf.org + +While we cannot and do not solicit contributions from states where we +have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition +against accepting unsolicited donations from donors in such states who +approach us with offers to donate. + +International donations are gratefully accepted, but we cannot make +any statements concerning tax treatment of donations received from +outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff. + +Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation +methods and addresses. Donations are accepted in a number of other +ways including checks, online payments and credit card donations. +To donate, please visit: http://pglaf.org/donate + + +Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic +works. + +Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm +concept of a library of electronic works that could be freely shared +with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project +Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support. + + +Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed +editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S. +unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily +keep eBooks in compliance with any particular paper edition. + + +Most people start at our Web site which has the main PG search facility: + + http://www.gutenberg.org + +This Web site includes information about Project Gutenberg-tm, +including how to make donations to the Project Gutenberg Literary +Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to +subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks. diff --git a/33709-0.zip b/33709-0.zip Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..27af078 --- /dev/null +++ b/33709-0.zip diff --git a/LICENSE.txt b/LICENSE.txt new file mode 100644 index 0000000..6312041 --- /dev/null +++ b/LICENSE.txt @@ -0,0 +1,11 @@ +This eBook, including all associated images, markup, improvements, +metadata, and any other content or labor, has been confirmed to be +in the PUBLIC DOMAIN IN THE UNITED STATES. + +Procedures for determining public domain status are described in +the "Copyright How-To" at https://www.gutenberg.org. + +No investigation has been made concerning possible copyrights in +jurisdictions other than the United States. Anyone seeking to utilize +this eBook outside of the United States should confirm copyright +status under the laws that apply to them. diff --git a/README.md b/README.md new file mode 100644 index 0000000..7be000e --- /dev/null +++ b/README.md @@ -0,0 +1,2 @@ +Project Gutenberg (https://www.gutenberg.org) public repository for +eBook #33709 (https://www.gutenberg.org/ebooks/33709) |
