summaryrefslogtreecommitdiff
diff options
context:
space:
mode:
authorRoger Frank <rfrank@pglaf.org>2025-10-14 20:00:02 -0700
committerRoger Frank <rfrank@pglaf.org>2025-10-14 20:00:02 -0700
commit52afbbc78e179d18d0bf7ea5eb8868658f51e288 (patch)
treedaf9f787b27403dfb72c2e2e48b53c023ddf3360
initial commit of ebook 33709HEADmain
-rw-r--r--.gitattributes3
-rw-r--r--33709-0.txt6834
-rw-r--r--33709-0.zipbin0 -> 167111 bytes
-rw-r--r--LICENSE.txt11
-rw-r--r--README.md2
5 files changed, 6850 insertions, 0 deletions
diff --git a/.gitattributes b/.gitattributes
new file mode 100644
index 0000000..6833f05
--- /dev/null
+++ b/.gitattributes
@@ -0,0 +1,3 @@
+* text=auto
+*.txt text
+*.md text
diff --git a/33709-0.txt b/33709-0.txt
new file mode 100644
index 0000000..bf4a25e
--- /dev/null
+++ b/33709-0.txt
@@ -0,0 +1,6834 @@
+The Project Gutenberg EBook of Short Stories, by Vikelas Demetrios
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+
+Title: Short Stories
+
+Author: Vikelas Demetrios
+
+Release Date: September 12, 2010 [EBook #33709]
+
+Language: Greek
+
+Character set encoding: UTF-8
+
+*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK SHORT STORIES ***
+
+
+
+
+Produced by Sophia Canoni
+
+
+
+
+Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic,
+otherwise the spelling of the book has not been changed. Bold words
+are indicated by &. Words in italics are included in _. A footnote has
+been transferred at the end of the book.
+
+Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε
+μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου.
+Λέξεις με έντονους χαρακτήρες περικλείονται σε &. Λέξεις με πλάγιους
+χαρακτήρες περικλείονται σε _. Μια υποσημείωση έχει μεταφερθεί στο
+τέλος του βιβλίου.
+
+
+
+ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΒΙΚΕΛΑ
+
+
+
+
+ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
+
+ΕΚΔΟΣΙΣ ΝΕΑ
+ΜΕΤΑ ΠΟΛΛΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΥΠΟ ΤΩΝ Κ. Κ. ΓΙΑΛΛΙΝΑ, ΓΥΖΗ, ΛΥΤΡΑ, ΙΑΚΩΒΙΔΟΥ,
+ΡΑΛΛΗ, ΡΙΖΟΥ ΚΑΙ ΦΩΚΑ
+
+
+
+ΕΚΔΟΤΗΣ
+ΑΝΕΣΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ
+
+
+
+ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
+ΕΚ ΤΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ ΤΩΝ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΩΝ
+ΑΝΕΣΤΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ
+
+
+
+1897
+
+
+
+
+
+ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΟΥ
+
+
+
+Τα προκείμενα οκτώ Διηγήματα του κ. Δημητρίου Βικέλα εδημοσιεύθησαν κατά
+πρώτον εις το περιοδικόν «Εστία». Τα έξ πρώτα ανετυπώθησαν εις
+ιδιαίτερον τεύχος, προ πολλού ολοσχερώς εξαντληθέν. Την νέαν ταύτην
+έκδοσιν κοσμεί εκατοστύς εικόνων, οφειλομένων εις εξόχους Έλληνας
+καλλιτέχνας, τους κ. κ. Γιαλλινάν, Γύζην, Ιακωβίδην, Λύτραν, Ράλλην,
+Ρίζον και Φωκάν.
+
+Πρώτον ήδη παρ' ημίν συνηντήθησαν τόσα ονόματα τοιαύτης αξίας εις τον
+τίτλον Ελληνικού βιβλίου. Η συνεργασία των μνησθέντων επιφανών
+καλλιτεχνών καθιστά το τεύχος τούτο λεύκωμα, τρόπον τινα, της συγχρόνου
+Ελληνικής Ζωγραφικής.
+
+Ως προς τα διηγήματα αυτά καθ' εαυτά, περιττή πάσα εκ μέρους του εκδότου
+σύστασις. Αρκούντως ήδη εξετιμήθησαν παρ' ημίν, αι δε εις πολλάς ξένας
+γλώσσας επανειλημμέναι μεταφράσεις τα κατέστησαν, εφαμίλλως προς τον
+Λουκήν Λάραν, γνωστά και πέραν των ορίων της Ελλάδος.
+
+Το κατ' εμέ κατέβαλον πάσαν προσπάθειαν, όπως η έκδοσις αύτη καταστή
+αξία του τε κειμένου και των κοσμουσών αυτό ωραίων εικόνων.
+
+ ΑΝΕΣΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ.
+
+
+
+ΠΙΝΑΞ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ
+
+Αι του κ. Γιαλλινά εν σελ. 15, 28,81 88, 96, 102, 117, 126, 151, 194,
+202, 214, 238,251,284, 287
+
+Αι του κ. Γύζη εν σελ. 125, 128, 130, 131, 132, 134, 136, 137, 139, 141,
+143, 146, 149, 150, 152, 154, 155
+
+Αι του κ. Ιακωβίδου σελ. 3, 7, 9, 10, 13, 14, 18, 25, 26, 31, 33, 35,
+37, 39, 43, 48, 53, 56, 57, 60, 63, 64, 66
+
+Αι του κ. Λύτρα σελ. 71, 77, 83, 85, 89, 93, 94
+
+Αι του κ. Ράλλη σελ. 160, 161, 162, 177, 178, 180, 183, 185, 186, 191,
+196, 229
+
+Αι του κ. Ρίζου σελ. 100, 104, 109, 111, 113, 114, 115, 116, 201, 207,
+210, 211, 213, 218, 221, 223, 227, 229
+
+Αι του κ. Φωκά 236, 243, 253, 265, 274
+
+
+
+
+
+
+ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
+
+
+
+Η άσχημη αδελφή................ Σελ. 3
+Ο παππά Νάρκισσος................» 69
+Ο λυσσασμένος................... » 99
+Φίλιππος Μάρθας................. » 121
+Εις του οφθαλμιάτρου.............» 159
+Ανάμνησις...................... » 189
+Διατί έμεινα δικηγόρος ........ » 205
+Τα δυο αδέλφια.................. » 233
+
+
+
+Η ΑΣΧΗΜΗ ΑΔΕΛΦΗ
+
+
+Α'.
+
+Ο Κύριος Πλατέας, καθηγητής των Ελληνικών εις το Γυμνάσιον Ερμουπόλεως,
+επέστρεφεν από τον τακτικόν απογευματινόν περίπατόν του. Άλλοτε ο
+περίπατος ούτος εγίνετο εις τα Βαπόρια. Αλλ' αφού ήρχισεν η χάραξις της
+οδού της μελλούσης, ως ελέγετο, ν' απολήξη εις Χρούσα, ο Κύριος
+καθηγητής, αντί του τετραπλού καθ' εκάστην γύρου του εις τον
+περιωρισμένον και μόνον έως τότε περίπατον εκείνον των Ερμουπολιτών,
+έφερε τα βήματά του εις την νέαν οδόν. Παρακολουθών μετά μεγίστου
+ενδιαφέροντος την γινομένην εργασίαν, παρεξέτεινεν από εβδομάδα εις
+εβδομάδα τον δρόμον του αναλόγως της προοδευούσης οδοποιίας, οι δε
+συνάδελφοί του έλεγον περί αυτού ότι θα καταντήση ούτω να περιπατή μέχρι
+τέλους έως εις τα Χρούσα, όταν η οδός τελειωθή. Αλλά κατ' εκείνην την
+εποχήν (δηλαδή περί το έτος χιλιοστόν οκτακοσιοστόν και πεντηκοστόν) η
+συντηρητική των δημοτών μερίς εθεώρει άσκοπον και περιττήν την προς
+κατασκευήν της οδού δαπάνην, μη επιτρεπομένης δε της τοιαύτης δαπάνης
+και από τα μέσα του δήμου, αι εργασίαι είχον πρό τινων μηνών διακοπή. Η
+οδός έφθανε μέχρι του ανοίγματος της πετρώδους φάραγγος του Μάνα, και
+μέχρι του σημείου εκείνου περιωρίζετο επί του παρόντος ο καθημερινός του
+Κυρίου Πλατέα περίπατος.
+
+Την άσκησιν ταύτην επέβαλλον εις τον καθηγητήν λόγοι υγιεινής. Αληθώς η
+εξωτερική του μορφή δεν εμαρτύρει την ανάγκην πολλής προσοχής περί τα
+της διαίτης. Αλλ' αυτή αύτη η πληθώρα υγείας, η εκδηλουμένη διά της
+αυξανούσης πολυσαρκίας, ήτο λόγος ανησυχίας δικαιών τα προφυλακτικά
+μέτρα του. Το μικρόν του σώματός του ανεδείκνυε μεγαλειτέραν ίσως της
+πραγματικότητος την περιφέρειάν του περί τας οσφύς, αλλά και ο τράχηλος
+του εξήρχετο μετά τινος στενοχωρίας από τας περιπτύξεις του λαιμοδέτου
+του, και αι κόκκιναι ξυρισμέναι παρειαί του προείχον οπωσούν στρογγύλαι
+εκατέρωθεν του δασέος μύστακός του. Εν συνόλω ο τεσσαρακοντούτης ήδη Κ.
+Πλατέας παρετήρει μετά δυσαρεσκείας ότι το σχήμα του μετεβάλλετο
+βαθμηδόν επί το σφαιρικώτερον. Ναι μεν, διετήρει εισέτι την ελαστικότητά
+του, αι δε μικραί του κνήμαι έφερον ευκόλως το υπερκείμενον βάρος, αλλ'
+ουχ ήττον, οπόταν είχε σύντροφον εις τους περιπάτους του, εφρόντιζε να
+φέρη την ομιλίαν εις τρόπον ώστε να ομιλή ο σύντροφος εις τον ανήφορον,
+αυτός δε να λαμβάνη τον λόγον εις τον κατήφορον ή επί ομαλού εδάφους.
+
+Μέχρις ώρας η άσκησις δεν συνετέλεσεν εις ελάττωσιν του πάχους, αλλά
+τουλάχιστον έθεσε φραγμόν εις την αύξησίν του. Τούτο εξηκρίβωνεν ο Κ.
+Πλατέας διά των κατά μήνα ζυγίσεών του εις την πλάστιγγα του τελωνείου,
+όπου η φιλία ενός ελεγκτού τού παρείχε το προνόμιον των τοιούτων
+δοκιμών. Παρεκτός του περιπάτου, ο ιατρός είχε συμβουλεύσει και τα
+θαλάσσια λουτρά ως μέσον αντιπαχυντικόν. Κατά της τοιαύτης γνώμης
+εξανέστησαν οι πλείστοι των γνωρίμων του, ιατρών και μη. Αλλ' ο Κ.
+Πλατέας ήτο εξ εκείνων, οίτινες εμμένουν ακλόνητοι εις την άπαξ
+ληφθείσαν απόφασιν και εις την άπαξ δοθείσαν εμπιστοσύνην. Ώστε αι
+διαμαρτυρήσεις και οι ειρωνικοί υπαινιγμοί των θεωρούντων τα θαλάσσια
+λουτρά ως δυναμωτικά, και κατά συνέπειαν παχυντικά, δεν ίσχυσαν να τον
+αποτρέψουν. Εξηκολούθησεν επί δύο θερινάς περιόδους την θαλασσολουσίαν
+και ήθελε βεβαίως την εξακολουθήσει εφ' όρου ζωής, εάν φοβερόν συμβάν
+δεν του ενέπνεε τοσούτον τρόμον, ώστε επροτίμησεν ο άνθρωπος να εκτεθή
+μάλλον εις τον κίνδυνον του να διπλασιασθή η περιφέρεια του, ή εις την
+επανάληψιν του παθήματος εκ του οποίου διεσώθη χάρις μόνον εις την ρώμην
+και την γενναιότητα του πρωτοδίκου Κ. Λιάκου. Άνευ αυτού ο Κ. Πλατέας
+επνίγετο και δεν εγράφετο η παρούσα ιστορία.
+
+Ιδού πώς συνέβη το πράγμα:
+
+Δεν ήτο κολυμβητής περίφημος ο Κ. Πλατέας, αλλ' ηδύνατο όπως δήποτε να
+πλέη, ηρέσκετο δε προπάντων εις το να απλώνη τα νώτα επί των υδάτων.
+Ανεπαύετο λοιπόν ούτω μίαν θερινήν ημέραν, πλέων ανάσκελα. Ήτο όλως
+αμέριμνος, η δε ευφρόσυνος απόλαυσις της χλιαράς θαλάσσης μετετρέπετο
+εις νάρκωσιν νυσταλέαν, ότε αίφνης ησθάνθη κάτωθέν του τα ύδατα
+διασχιζόμενα ορμητικώς υπό σώματος ογκώδους, το δε κύμα ωθούμενον προς
+τα νώτα του μετά παφλάσματος βιαίου. Η λέξις Καρχαρίας ήλθε διά μιας εις
+τον νουν του. Περιεστράφη εν ακαρεί διά να κολυμβήση και να φύγη ει
+δυνατόν τον κίνδυνον. Αλλ' είτε εκ του τρόμου, είτε εκ της βίας, είτε εκ
+του βάρους του, έχασε στρεφόμενος και ισορροπίαν και δυνάμεις, αντί δε
+να πλεύση εβυθίσθη βαρύς εντός της θαλάσσης.
+
+Ταύτα πάντα αστραπηδόν, εν μια στιγμή. Αλλ' αι τοιαύται στιγμαί είναι ως
+αιώνες δια τον διερχόμενον αυτάς, η δε φαντασία υπείκουσα εις του
+αίματος τας βιαίας κινήσεις εργάζεται μετά τοσαύτης τότε ταχύτητος,
+ώστε, καθώς έλεγε μετέπειτα ο Κ. Πλατέας, εάν επεχείρει να καταγράψη όσα
+κατ' εκείνην την στιγμήν επεσωρεύθησαν εις την ενθύμησίν του, ηδύνατο να
+συνθέση τόμον ολόκληρον. Σκηναί της παιδικής του ηλικίας, επεισόδια του
+ανδρικού βίου του, αι μορφαί των προσφιλεστέρων του μαθητών, η κηδεία
+της μητρός του, το τελευταίον πρόγευμά του, τα πάντα ήλθον εις τον νουν
+του με αλληλουχίαν τόσον ορμητικήν, ώστε συνεχωνεύοντο όλα ομού, χωρίς
+όμως και να συγχέωνται. Συγχρόνως δε, ως ανάκρουσις μουσική συνοδεύουσα
+τας νοεράς εκείνας εικόνας, εβόυζον διαρκώς εις τα ώτα του αι λέξεις του
+Βαλαωρίτου
+
+ Γκλαν γκλαν το σήμαντρον!...
+
+Την προτεραίαν είχεν αναγνώσει ο δυστυχής καθηγητής το &Σήμαντρον& του
+Λευκαδίου ποιητού· η ποιητικωτάτη περιγραφή του νέου εραστού, όστις
+επιστρέφων εις την πατρίδα ρίπτεται εις την θάλασσαν διά να φθάση
+ταχύτερον εις την ακτήν, όπου ακούει αντηχούντα τον νεκρώσιμον ήχον και
+βλέπει την κηδείαν της μνηστής του, — ενώ δε πλέει απηλπισμένος
+καταβροχθίζεται υπό του θηρίου της θαλάσσης, — η ζωηρά απεικόνισις της
+φοβεράς εκείνης σκηνής τον είχε τοσούτον συγκινήσει, ώστε εις την
+εντύπωσιν των στίχων του ποιητού απέδιδεν ο Κ. Πλατέας το πάθημά του,
+δι' ό και διετήρησεν έκτοτε είδος μνησικακίας κατά του Βαλαωρίτου. Εάν
+δεν ανεγίνωσκε την προτεραίαν το &Σήμαντρον&, δεν ήθελεν εκλάβει ως
+καρχαρίαν το υπ' αυτόν νηχόμενον σώμα. Δεν ήτο η πρώτη αύτη φορά, ότε
+νεαρός κολυμβητής επιτηδευόμενος εις τα _μακροβούτια_, διήλθεν ούτω υπό
+τα ευρέα νώτα του. Ουδέποτε δε άλλοτε ετρόμαξεν, αλλά κατά την ημέραν
+εκείνην η εντύπωσις των στίχων του Βαλαωρίτου παρ' ολίγον εγίνετο αιτία
+του προώρου θανάτου του.
+
+Ευτυχώς ο Κ. Λιάκος ελούετο παρέκει. Ότε είδε τον Κ. Πλατέαν παρά πάσαν
+συνήθειάν του βυθιζόμενον εντός της θαλάσσης, τους δε κύκλους
+πλατυνομένους περί το σημείον όπου εβυθίσθη, ενόησε τί συμβαίνει.
+Διασχίσας βιαίως την θάλασσαν επλησίασε και, καταδυόμενος, ήρπασε τον
+πνιγόμενον, τον ανέσυρεν εις την επιφάνειαν και μετά κόπου τον
+ερρυμούλκησεν άπνουν και αναίσθητον μέχρι της ακτής. Χάρις εις τας
+επικαίρους προσπαθείας των εκεί συνδραμόντων, συνήλθεν εις τον εαυτόν
+του ο Κ. Πλατέας, μετά πολλής αληθώς δυσκολίας, αλλ' επί τέλους
+συνήλθεν, εκεί δε εις τον αιγιαλόν ωρκίσθη διπλούν όρκον, ποτέ πλέον να
+μη κολυμβήση και ποτέ να μη λησμονήση ότι οφείλει την ζωήν εις τον Κ.
+Λιάκον.
+
+Τον όρκον ετήρησεν έκτοτε πιστώς. Τον ετήρει μάλιστα ως προς τον σωτήρα
+του μετά τοσαύτης υπερβολής, ώστε ο Κ. Λιάκος, χωρίς βεβαίως να
+μετανοήση ότι έσωσε τον καθηγητήν, ελάμβανεν όμως συχνάκις αφορμήν να
+λυπηθή, διότι δεν συνέπεσεν αντ' αυτού να ευρεθή άλλος τις κατ' εκείνην
+την ώραν λουόμενος εκεί, προς τον οποίον ο Κ. Πλατέας να οφείλη την ζωήν
+του. Αι εκδηλώσεις της ευγνωμοσύνης του απέβαινον επί τέλους οχληραί.
+Πανταχού εξύμνει τον σωτήρα του· οπόταν τον συνήντα, (τον συνήντα δε
+πολλάκις της ημέρας,) τον προσηγόρευεν ενθουσιωδώς, εδράττετο πάσης
+ευκαιρίας διά να διακηρύξη ότι μόνη του επιθυμία εφεξής είναι και θα
+είναι να παρουσιασθή περίστασις διά ν' αποδείξη εμπράκτως τα αισθήματά
+του. — Η ζωή μου σου ανήκει, έλεγε. Σου την έχω αφιερωμένην! — Εις μάτην
+ο Κ. Λιάκος διεμαρτύρετο προσπαθών να τον πείση ότι δεν ήξιζε τόσον
+λόγον το πράγμα, ότι πας άλλος βλέπων άνθρωπον πνιγόμενον και δυνάμενος
+να κολυμβήση θα έπραττεν ό,τι αυτός έπραξεν. Ο σωθείς δεν επείθετο και
+εξηκολούθει ανακηρύττων την ευγνωμοσύνην του. Αλλ' εάν εβαρύνετο ενίοτε
+διά τούτο τον Κύριον Πλατέαν, δεν ηδύνατο όμως ο Λιάκος να μένη
+αναίσθητος εις τοιαύτην λατρείαν. Ο καθηγητής των Ελληνικών προσεκολλήθη
+τοσούτον εις τον νέον πρωτοδίκην, ώστε κατήντησε και ο δεύτερος να θεωρή
+τον πρώτον ως μέρος αναπόσπαστον της υπάρξεώς του. Η καθημερινή σχέσις
+επέφερε φιλίαν, ήτις τους συνέδεσε στενώς, ει και κατά πάντα ανομοίους.
+
+Επέστρεφε λοιπόν από τον συνήθη περίπατόν του ο Κ. Πλατέας. Ήτο μία εξ
+εκείνων των ωραίων ημερών του Φεβρουαρίου, προδρόμων του έαρος, ότε ο
+ήλιος θωπεύει διά των ακτίνων του τα πρώτα άνθη των πρωίμων αμυγδαλεών,
+και λάμπει η κυανή θάλασσα και γελά ο αίθριος ουρανός της Ελλάδος. Αλλ'
+ο ήλιος έκλινε προς την δύσιν του, ο δε προφυλακτικός καθηγητής δεν
+επεθύμει να εκτεθή εις την δρόσον της εσπέρας, ενθυμούμενος ότι κατά την
+ώραν ταύτην του έτους ο χειμών ανακτά την κυριαρχίαν του άμα ο ήλιος
+κρυφθή. Επλησίαζεν ήδη εις το Ναυπηγείον, όπου τότε ετελείωνεν η πόλις,
+επεριπάτει δε εισέτι παρά τον αιγιαλόν, ότε είδεν αίφνης μακρόθεν τον
+Λιάκον, τον αγαπητόν του Λιάκον, εξερχόμενον της πόλεως. Μειδίαμα
+ευχαριστήσεως εφαίδρυνε το στρογγύλον πρόσωπον του Κ. Πλατέα. Ύψωσε και
+τας δύο χείρας, η μία των οποίων έφερε στερεάν βακτηρίαν, και μεγάλη τη
+φωνή, διά ν' ακουσθή παρά του απέχοντος εισέτι φίλου του, ανεβόησε:
+
+ _Τις δε συ εσσι, φέριστε καταθνητών ανθρώπων;_
+
+Διότι ο Κ. Πλατέας είχε την συνήθειαν να παρεισάγη εις την ομιλίαν
+στίχους ομηρικούς. Υπήρχεν ως εκ τούτου ιδέα επικρατούσα ότι εγνώριζεν
+εκ στήθους ολόκληρον την Ιλιάδα και την Οδύσσειαν. Ο ίδιος απέκρουε
+μετριοφρόνως την τοιαύτην περί της Ελληνομαθείας του διάδοσιν, αλλ' ουχ
+ήττον συνέτεινον προς ενίσχυσίν της αι συχναί του ομηρικαί ρήσεις.
+Αληθώς αι κακαί γλώσσαι έλεγον ότι οι στίχοι δεν εφηρμόζοντο πάντοτε
+ακριβώς εις την περίστασιν, αλλ' όμως δεν επεκύρουν την κακολογίαν οι
+λοιποί της Ερμουπόλεως Ελληνισταί, ίσως διότι δεν ήσαν εις θέσιν να
+εξακριβώσουν το αληθές ή μη αυτής. Εγέλων όμως και ούτοι μετά των άλλων,
+ότε ο Κ. Πλατέας, ανυψών την κεφαλήν, απήγγελλε μεγαλοπρεπώς εν μέσω της
+κοινής ομιλίας τους ηχηρούς εξαμέτρους του Ομήρου.
+
+Ότε οι δύο φίλοι επλησίασαν προς αλλήλους, ο Κ. Πλατέας έθλιψε περιχαρής
+την χείρα του σωτήρος του και εστάθη απέναντί του.
+
+ — Και δεν μου το έλεγες, αδελφέ, είπεν, ότι είχες όρεξιν διά περίπατον
+σήμερον, ώστε να εξέλθωμεν μαζή; Αλλά πώς ήργησες τόσον; Τώρα είναι ώρα
+επιστροφής.
+
+ — Ήργησα τω όντι. Ενόμιζα όμως ότι θα σε απαντήσω μακρύτερα.
+
+Και μετά προσποιητής αδιαφορίας ο Κ. Λιάκος επρόσθεσεν:
+
+ — Είναι πολύς κόσμος έξω;
+
+ — Πολύ ολίγος! Δεν τους γνωρίζεις τους Συριανούς; Προτιμούν να
+αλληλοτρίβουν τους αγκώνας των εις την στενήν των πλατείαν. Μόνοι οι
+εκλεκτοί ευρίσκουν ευχαρίστησιν «παρά θίνα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης».
+
+ — Και τίνες ήσαν σήμερον οι «εκλεκτοί»; ηρώτησε μειδιών ο Κύριος
+Λιάκος.
+
+ — Έπρεπε να είπω εις δυικόν αριθμόν, «τω εκλεκτώ».
+
+Και εγέλασεν ο Κ. Πλατέας διά την επιτυχίαν του αστεϊσμού του. Εγέλασε
+και ο Κ. Λιάκος, αλλ' επεθύμει σαφεστέραν απόκρισιν, ώστε επανέλαβε,
+χαριεντιζόμενος δήθεν και αυτός:
+
+ — Αλλ' έχομεν τουλάχιστον μιμητάς ημείς οι δύο; Πόσους και τίνας
+απήντησες σήμερον;
+
+ — Τους αυτούς πάντοτε! τον δείνα, τον τάδε...
+
+Και ήρχισεν ο Κ. Πλατέας απαριθμών εις τα δάκτυλά του τους
+περιπατητικούς φιλοσόφους, ως τους απεκάλουν οι θαμώνες της πλατείας,
+όσους συνήντησε, γέροντας όλους ή μεσοκόπους, εκτός ενός νεανίου
+ρέποντος εις τον ρωμαντισμόν και έχοντος αξιώσεις ποιητού.
+
+ — Κυρίας δε διόλου; ηρώτησε και πάλιν ο Λιάκος.
+
+
+ — Και βέβαια! Την Κυρίαν *** με το κοπάδι των μικρών της και τον
+έμπορον... πώς τον λέγουν;... τον Κύριον Μητροφάνην, με το ζευγάρι του.
+
+Ο Κ. Λιάκος έμαθεν ό,τι επεθύμει, χωρίς να προδώση εις τον φίλον του τον
+κρύφιον σκοπόν των ερωτήσεών του. Αλλά το κατόρθωμα δεν ήτο μέγα. Ο Κ.
+Πλατέας δεν είχε την οξυδέρκειαν του Λυγκέως, συνήθως δε πέρα της αμέσου
+περί αυτόν επιφανείας δεν έβλεπεν. Εις τούτο συνετέλει ίσως και η
+έμφυτος ευθύτης και αφέλεια του χαρακτήρος του. Μη δυνάμενος να υποκριθή
+ή να υποκρύψη αυτός, επίστευεν ευκόλως ό,τι και οι άλλοι έλεγον. Ήτο
+παροιμιώδης η ευκολία, με την οποίαν εγίνετο θύμα των φίλων του καθ'
+εκάστην πρώτην Απριλίου. Προητοιμάζετο ο άνθρωπος από την παραμονήν,
+αλλ' αι προφυλάξεις δεν ωφέλουν. Και εάν υπωπτεύετό τι, αι υποψίαι του
+ουδέποτε ελάμβανον την ορθήν διεύθυνσιν.
+
+ — Τι λέγεις; υπέλαβεν ερωτηματικώς ο Κ. Λιάκος. Με συντροφεύεις να
+περιπατήσωμεν ολίγον;
+
+ — Αυτήν την ώραν, αδελφέ!
+
+ — Έως εις την στροφήν του δρόμου.
+
+ — Δεν έρχεσαι καλλίτερα εις την οικίαν μου να σου προσφέρω έν ποτηράκι
+μοσχάτον; Χθες μου ήλθεν από την Σίφνον. Σου το συνιστώ.
+
+ — Εάν πρόκειται διά κέρασμα, έλα να καθίσωμεν ολίγον εδώ, ν'
+αναπνεύσωμεν τον θαλάσσιον αέρα, και έπειτα έρχομαι και δοκιμάζω
+ευχαρίστως το προϊόν της πατρίδος σου.
+
+Και έδειξεν, όπισθεν του Κ. Πλατέα, το ταπεινόν καφενείον, το οποίον
+τολμηρός κερδοσκόπος είχε πρό τινων εβδομάδων αυτοσχεδιάσει εκεί, εις
+την Άμμον, στήσας δι' ολίγων σανίδων ελαφρόν παράπηγμα καί τινας προ
+αυτού τραπέζας.
+
+Ο Κ. Πλατέας έστρεψε την κεφαλήν προς το καφενείον, ύψωσε το βλέμμα προς
+τον δύοντα ήλιον, έσυρεν εκ του θυλακίου το ωρολόγιόν του, είδε την ώραν
+και εστέναξεν ελαφρώς.
+
+ — Ό,τι θέλεις με κάμνεις, είπε.
+
+Β'.
+
+Οι δύο φίλοι διηυθύνθησαν προς το έρημον καφενείον, προς άκραν
+ευχαρίστησιν του ιδιοκτήτου, όστις έδραμε προσφέρων τας υπηρεσίας του. Ο
+πρωτοδίκης, προλαβών επιδεξίως, εκάθισεν εις τρόπον ώστε να βλέπη την
+προς το Μάνα άγουσαν, ο δε Κ. Πλατέας έλαβε κατοχήν του απέναντι
+σκαμνίου, στρέφων τα νώτα προς την εξοχήν, το δε πρόσωπον προς την
+πόλιν, όχι όμως και άνευ τινός ανησυχίας διά την επήρειαν του εσπερινού
+αέρος, ανησυχίας εκδηλουμένης διά συνεχούς συστολής των ώμων και διά του
+μέχρι του λαιμού κουμβώματος του επενδύτου του.
+
+Και ήρχισαν συνομιλούντες περί αντικειμένων σχετιζομένων προς τας
+καθημερινάς ασχολίας των. Ο Λιάκος έδιδεν εντέχνως αφορμήν και ύλην
+ομιλίας εις τον φίλον του, ώστε ούτος ήτο ο έχων κυρίως τον λόγον. Και
+ωμίλει ο Κ. Πλατέας μετ' αύξοντος ενθουσιασμού, παρεισάγων στίχους
+ομηρικούς. Αλλ' όμως παρετήρει ότι ο φίλος του, αντί να τον βλέπη
+ομιλούντα, είχε τα βλέμματα διαρκώς εστραμμένα προς τον δρόμον, συχνάκις
+δε κλίνων το σώμα έκυπτε διά να ίδη έτι μακρύτερα την από το Μάνα
+κάμπτουσαν οδόν. Ακολουθών την διεύθυνσιν των βλεμμάτων του Λιάκου ο Κ.
+Πλατέας εστρέφετο ενίοτε και αυτός προς τα οπίσω, εστρέφετο δ' ολόκληρος
+διά να ίδη διά μέσου των ομματοϋαλίων του τι επέσυρε την προσοχήν του
+σωτήρος του· αλλά τίποτε δεν έβλεπε και εκαλοκάθητο πάλιν εις το
+σκαμνίον συνεχίζων την ομιλίαν του.
+
+Επί τέλους ο Λιάκος είδεν ό,τι επερίμενεν. Έλαμψαν οι οφθαλμοί του,
+μετεβλήθη η έκφρασις του προσώπου του, ουδ' επροσπάθει πλέον να φανή ως
+προσέχων εις τους λόγους του φίλου του, όστις εκείνην την στιγμήν
+αφηγείτο μετά ζέσεως τα επεισόδια προσφάτου γιγαντομαχίας μεταξύ δύο
+σοφών καθηγητών του Εθνικού Πανεπιστημίου. Αλλά, βλέπων την προσήλωσιν
+του Λιάκου προς την διεύθυνσιν του Μάνα, ο Κ. Πλατέας διέκοψε τον λόγον,
+εστήριξε την αριστεράν επί της τραπέζης προς διευκόλυνσιν της
+μελετωμένης επί του σκαμνίου περιστροφής του, και ητοιμάζετο να ίδη
+πάλιν τι το ελκύον την προσοχήν του Λιάκου, ότε ούτος νοήσας τον σκοπόν
+του θέτει ορμητικώς την χείρα επί της παχείας χειρός του φίλου του, και
+σφίγγων αυτήν ισχυρώς λέγει ταπεινή τη φωνή, αλλά με ύφος επιτακτικόν:
+
+ — Μη γυρίσης!
+
+Ο Κ. Πλατέας, κεχηνώς, δεν εγνώριζε τι να υποθέση. Αλλά δεν εστράφη.
+Έμενεν ακίνητος, προσηλών εν σιωπή τα βλέμματα εις του Λιάκου τους
+οφθαλμούς, προσηλωμένους πάντοτε προς τον δρόμον. Εκ της εκφράσεώς των
+ενόησεν ο Πλατέας ότι το αντικείμενον της προσοχής των επλησίαζεν, αλλά
+δεν ετόλμα ούτε να κινηθή, ούτε να ομιλήση.
+
+ — Ειπέ τίποτε, ψιθυρίζει αίφνης ο Λιάκος επιτακτικώς. Εξακολούθησε την
+ομιλίαν σου!
+
+ — Τι να ειπώ, αδελφέ; Μου έκοψες τας ιδέας μου.
+
+ — Λοιπόν απάγγειλε.
+
+ — Ν' απαγγείλω!... Τι ν' απαγγείλω;
+
+ — Ό,τι θέλεις! Την Ιλιάδα.
+
+ — Δεν μου έρχεται ούτε στίχος εις τον νουν.
+
+ — Ειπέ το Πιστεύω, ειπέ ό,τι θέλεις, αλλά μη σιωπάς!
+
+Ο δυστυχής καθηγητής ησθάνετο παραλυθείσαν πάσαν θέλησίν του, ήτο ως
+αυτόματον υπείκον εις την θέλησιν του Λιάκου, του οποίου η δεξιά
+εξηκολούθει πιέζουσα την επί της τραπέζης αριστεράν του. Ήρχισε
+μηχανικώς και με φωνήν τραυλίζουσαν την απαγγελίαν. Είπε την πρώτην
+περίοδον του Συμβόλου της πίστεως. Αλλ' είτε συναισθανόμενος το
+ανευλαβές του πράγματος, είτε απλώς ένεκα της ασυναρτησίας και της
+συγχύσεως των ιδεών του, από το Πιστεύω επήδησεν άνευ διακοπής εις το
+Άλφα της Ιλιάδος. Η μνήμη του όμως δεν τον εβοήθει. Τι ήθελε πάθει
+μαθητής του, εάν ποτε διέστρεφεν ούτως ενώπιόν του την αθάνατον
+ραψωδίαν!
+
+Απήγγελλεν έτι, ότε ο Λιάκος, αφίνων ελευθέραν επί τέλους την χείρα του,
+ηγέρθη αίφνης και στρεφόμενος προς τον δρόμον εχαιρέτισεν υποκλινώς. Ο
+Κ. Πλατέας έστρεψε τους οφθαλμούς προς τους χαιρετιζομένους και είδε τα
+νώτα ενός κυρίου προβεβηκότος την ηλικίαν και δύο κομψών κυριών
+εκατέρωθεν αυτού. Δεν εβράδυνε ν' αναγνωρίση την τριάδα και εκ των
+όπισθεν.
+
+Ο Διάκος εκάθισε πάλιν. Ήτο κατακόκκινος. Ο Κ. Πλατέας εστραυροκοπήθη
+προς ένδειξιν του θάμβους το οποίον τον κατείχε.
+
+ — Κύριε ελέησον, είπε! Διά τον Κον Μητροφάνην και τας θυγατέρας του ήτο
+όλη αυτή η ιστορία!
+
+ — Με συγχωρείς, απεκρίθη ο Λιάκος μετά φωνής προδιδούσης εισέτι την
+συγκίνησίν του. Δεν ήθελα να υποθέσουν ότι ομιλούμεν περί αυτών.
+
+ — Μνήσθητί μου, Κύριε! Και δεν μου λέγεις ότι είσαι ερωτευμένος!
+
+ — Ω ναι! Την αγαπώ με όλην μου την ψυχήν!
+
+Ο Κ. Πλατέας ήκουσε την εξομολόγησιν με αόριστόν τι αίσθημα ηθικής
+στενοχωρίας. Ελυπείτο βλέπων την βαθείαν συγκίνησίν του φίλου του, τον
+εζήλευεν ίσως ολίγο διά το προξενούν την ταραχήν του αίσθημα, ηπόρει πώς
+δεν του εξεμυστηρεύθη προ της σήμερον τον έρωτά του, ηγανάκτει δε κατά
+του εαυτού του πώς να μη τον εννοήση και άνευ της εξομολογήσεως. Αλλά
+ταύτα πάντα τόσον συγκεχυμένα και δυσδιάκριτα, ώστε βεβαίως δεν ηδύνατο
+διά λόγων να τα εκφράση. Μετά τινων στιγμών σιωπήν, ενώ εισέτι αντήχει
+εις την ακοήν του η πλήρης πάθους εκφώνησις του φίλου του «Την αγαπώ»,
+ηρώτησεν αφελώς, χωρίς να σκεφθή τι λέγει:
+
+ — Ποίαν από τας δύο;
+
+Ο Λιάκος τον ητένισε με απορίαν. Δεν είπε λέξιν, αλλά το βλέμμα του
+έλεγε: «Και θέλει ερώτημα;»
+
+Ο Κ. Πλατέας εκτύπησε το μέτωπόν του διά της ανοικτής παλάμης.
+
+ — Πού έχω τον νουν! ανέκραξε. Με συγχωρείς, αδελφέ. Από τα οπίσω καθώς
+τας έβλεπα τώρα, δεν διακρίνονται, και ελησμόνησα ότι της μεγαλειτέρας
+το πρόσωπον δεν εμπνέει τον έρωτα. Η μικρά όμως... δεν σου λέγω! Είναι
+νοστιμωτάτη! Η εκλογή σου καλή!
+
+Ο Λιάκος ήκουε σιωπών.
+
+ — Τον βλέπεις εκεί! εξηκολούθησεν ο Κ. Πλατέας, εκδηλών επί τέλους το
+παράπονόν του. Να είναι ερωτευμένος και να το έχη κρυφόν από τον φίλον
+του! Να μη του εκμυστηρευθή τον πόνον του! Ας ήμην εγώ και έβλεπες. Άλλο
+δεν θα ήκουες παρά τους αναστεναγμούς μου!
+
+Και εξέβαλεν έν Αχ, ερωτικόν δήθεν, από τα ευρέα στήθη του. Η διαπασών
+του στεναγμού, ή και μόνη ίσως η ιδέα του Κ. Πλατέα πάσχοντος δεινά
+ερωτικά, έφερε το μειδίαμα εις τα κατηφή του Λιάκου χείλη.
+
+ — Πώς δεν μου είπες ποτέ τίποτε; επανέλαβε.
+
+ — Δεν σου είπα, απεκρίθη ο Διάκος, διά να μη σε ζαλίζω.
+
+Αλλ' ιδών την έκφρασιν θλίψεως συνάμα και επιπλήξεως, η οποία επεχύθη
+εις το πρόσωπον του φίλου του, επρόσθεσεν αμέσως:
+
+ — Να σου τα είπω όλα, αφού το επιθυμείς.
+
+Αλλ' εσιώπησεν, ως διστάζων πόθεν ν' αρχίση. Ο καθηγητής συστείλας τους
+ώμους και πάλιν, έστρεψε το βλέμμα προς τον ήλιον και είδεν ότι είχεν
+ήδη κρυφθή όπισθεν του βουνού.
+
+ — Δεν τα λέγομεν καλλίτερα περιπατούντες; Ώρα να επιστρέψωμεν πλέον.
+
+Και ηγέρθη. Ηγέρθη και ο Λιάκος, και οι δυο φίλοι επορεύθησαν προς την
+πόλιν.
+
+Ώ! Ποία καρδία ερώσα δεν συνησθάνθη την ανάγκην να διαχύση την πλήμμυράν
+της εις στήθη φιλικά και συμπαθή; Αναχαιτίζει την εξομολόγησιν το σέβας
+προς την αγνότητα του αισθήματος, — ο αγαπών προκρίνει να τηρήση ως
+μυστικόν εν παραβύστω το μυστήριον του έρωτός του, ή να αποκαλύψη τον
+θησαυρόν του εις οφθαλμούς, οι οποίοι ίσως δεν τον εκτιμήσουν, —
+διστάζει και αναβάλλει, — αλλά το εκχειλίζον πάθος επί τέλους θα
+φανερωθή! Ο Λιάκος όμως είχεν ήδη εκλέξει και εύρει μυστικοσύμβουλον,
+ώστε δεν έσπευδε να επωφεληθή της παρούσης ευκαιρίας, και εσιώπα
+μετανοών διά την απερισκεψίαν, με την οποίαν υπεσχέθη να είπη όλα εις
+τον φίλον του. Όχι ότι δεν ηγάπα και δεν εξετίμα τον Κ. Πλατέαν. Αλλά τη
+αληθεία δεν τον εθεώρει αρμόδιον δι' ερωτικάς εξομολογήσεις, δεν τον
+ενόμιζεν ικανόν να εννοήση τας λεπτότητας των αισθημάτων του. Παρεκτός
+δε τούτου, του εφαίνετο και ως, τρόπον τινά, προδοσία το να ανακοινώση
+εις αυτόν τα απόρρητα της καρδίας του, αφού άπαξ εις άλλην ψυχήν τα
+ενεπιστεύθη.
+
+Ο Κ. Πλατέας παρετήρησε τον δισταγμόν, αλλά τον απέδωκεν εις την
+συγκίνησιν του φίλου του. Μετά τινα σιωπήν, βλέπων ότι η εξομολόγησις
+δεν ήρχετο αφ' εαυτής, ηθέλησε να την προκαλέση δι' ερωτήσεων. Αλλ' αι
+αποκρίσεις ήσαν συνοπτικαί, αν και ειλικρινείς. Όπως δήποτε, εξ αυτών
+επληροφορήθη ο Κ. Πλατέας ότι ο Κ. Λιάκος ήτο ερωτευμένος προ τριών ήδη
+ετών, αφότου δηλαδή ήλθεν εις Σύραν, ότι έκτοτε απεφάσισεν ή την
+νεωτέραν θυγατέρα του Κ. Μητροφάνους ν' αποκτήση ως γυναίκα, ή ουδέποτε
+να νυμφευθή, ότι μόλις πρό τινων μηνών ηδυνήθη να εννοήση ότι υπάρχει
+αμοιβαιότης αισθημάτων, ότε πρώτον κατώρθωσε να ίδη υπό στέγην φιλικής
+οικίας την νέαν και να της ομιλήση.
+
+ — Πού συνέβη τούτο;
+
+ — Εις της εξαδέλφης μου.
+
+ — Η εξαδέλφη σου γνωρίζει τας θυγατέρας του Κ. Μητροφάνους;
+
+ — Ω ναι! Ήτο φίλη της μητρός των.
+
+ — Α! τώρα καταλαμβάνω, ανεφώνησεν ο Κ. Πλατέας. Η εξαδέλφη σου ήκουε
+τους αναστεναγμούς σου! Εκείνη εγνώριζε το μυστικόν σου. Διά τούτο δεν
+μου είπες ποτέ τίποτε εμέ.
+
+Ο Λιάκος εμειδίασεν, αλλ' ο Κ. Πλατέας ωσάν να ησθάνθη είδος ζηλοτυπίας
+διά την δοθείσαν εις την εξαδέλφην προτίμησιν.
+
+ — Αφού την θέλεις και σε θέλει, επανέλαβε μετά τινα διακοπήν των
+ερωταποκρίσεων, διατί δεν την ζητείς εις γάμον;
+
+ — Την εζήτησα. Προ μιας εβδομάδος έστειλα την εξαδέλφην μου εις τον Κ.
+Μητροφάνην. Αλλά...
+
+ — Τι αλλά; Πού θα εύρη καλλίτερον γαμβρόν; Δεν ηρνήθη!
+
+ — Όχι, δεν ηρνήθη, αλλ' έθεσεν όρον, ο οποίος δεν ειξεύρω πότε θα
+εκπληρωθή, και εν τω μεταξύ δεν θέλει να βλεπώμεθα. Προ δέκα ημερών δεν
+την είδα, έστω και μακρόθεν. Ώστε εννοείς τώρα διατί σήμερον με τόσην
+συγκίνησιν...
+
+ — Τι είναι ο όρος του; υπέλαβεν ο Κος Πλατέας.
+
+ — Να περιμένω μέχρις ου αποκαταστήση την πρωτότοκον θυγατέρα του. Δεν
+θέλει να νυμφευθη ή ν' αρραβωνισθή η νεωτέρα προ της μεγαλειτέρας.
+
+ — Κακή δουλειά, φίλε μου! Φοβούμαι ότι θα έχης να περιμένης πολύ.
+Δύσκολα θα τον εύρη η μεγάλη. Αλλ' όμως όλα γίνονται, ώστε μη
+απελπίζεσαι.
+
+Ο Διάκος εσιώπησε πλήρης προφανούς μελαγχολίας.
+
+ — Και όμως, επανέλαβε μετ' ολίγον, είναι θησαυρός η νέα, και ας είναι
+άσχημη! Δεν υπάρχει επί γης ψυχή αγαθωτέρα! Παρεκάλεσε θερμώς τον πατέρα
+της να μετατρέψη την απόφασίν του, τον εβεβαίωσεν ότι δεν θέλει να
+υπανδρευθή, ότι άλλο δεν επιθυμεί ή να τον γηροκομήση εκείνον και ν'
+αναθρέψη τα τέκνα της αδελφής της. Αλλ' ο γέρων είναι αδυσώπητος. Όταν
+βάλη τίποτε εις τον νουν του, ετελείωσε!
+
+Του Λιάκου η γλώσσα ελύθη. Μεθ' όσης συντομίας απεκρίνετο εις τας
+ερωτήσεις του φίλου του λαλών περί του έρωτός του, μετά τοσαύτης ήδη
+αφθονίας λόγου παρεξέτεινε το εγκώμιον της πρεσβυτέρας θυγατρός του Κ.
+Μητροφάνους. Ίσως ούτως απεζημίωνεν αυτός εαυτόν, καθόσον ομιλών περί
+εκείνης, ωμίλει περί της νεωτέρας αδελφής. Έθιγε πλαγίως το
+αντικείμενον, περί του οποίου συνεστέλλετο να λαλήση απ' ευθείας.
+
+ — Είναι άγγελος καλοσύνης, εξηκολούθει λέγων. Λατρεύει την αδελφήν της.
+Έχει δι' αυτήν και μητρός τρυφερότητα. Πράγματι δε αντικατέστησε την
+μητέρα της, αφότου ωρφάνευσαν. Αυτή κυβερνά την οικίαν. Και πώς την
+κυβερνά! Η εξαδέλφη μου λέγει ότι δεν είδε ποτέ αλλού τόσην τάξιν, τόσην
+ευπρέπειαν... Και μη αμελή τα άλλα χάριν των οικιακών φροντίδων; Ολίγαι
+Ελληνίδες ανέγνωσαν και γνωρίζουν όσα αυτή. Α, ως προς τούτο ο Κ.
+Μητροφάνης είναι άξιος παντός επαίνου! Ανέθρεψε λαμπρά τας θυγατέρας
+του. Δεν πταίει εκείνος, εάν η ωραιότης δεν εμοιράσθη εξ ίσου εις αυτάς,
+αλλά το κάλλος της ψυχής το έχουν εξ ίσου και αι δύο... Είναι θησαυρός
+και η μεγαλειτέρα! Ευτυχής όστις την αποκτήση σύζυγον!
+
+Ο Κ. Πλατέας ήκουε κατ' αρχάς με απορίαν την αιφνίδιον του φίλου του
+ευγλωττίαν. Βαθμηδόν η απορία μετεβλήθη εις στενοχωρίαν. Συνέλαβε την
+ιδέαν μήπως... Αλλά δεν ήτο άνθρωπος να κρύπτη ό,τι ήρχετο εις τον νουν
+του. Εστάθη εις το μέσον του δρόμου διακόψας και τον περίπατον και την
+ομιλίαν του Λιάκου και στραφείς προς αυτόν,
+
+ — Τι μου τα λέγεις αυτά; τον ηρώτησε. Τι μου την εγκωμιάζεις; Μη έβαλες
+εις τον νουν σου να μου την φορτώσης;
+
+Ο Λιάκος έμεινεν ως εμβρόντητος. Ουδέποτε συνέλαβε τοιαύτην ιδέαν.
+Ουδέποτε εσκέφθη ότι ο Κ. Πλατέας ηδύνατο να περιληφθή εις τον κατάλογον
+των διά γάμον υποψηφίων. Και όμως διατί όχι; Τι έλειπε του ανθρώπου; Και
+διατί να μη σκεφθή ποτε ότι ηδύνατο τω όντι, αυτός να γείνη ο ζητούμενος
+σύγγαμβρός του.
+
+Όλα ταύτα τα εσκέπτετο ομού και συγκεχυμένα, βλέπων ασκαρδαμυκτί τον Κ.
+Πλατέαν και μη ευρίσκων τι ν' αποκριθή εις το απροσδόκητον ερώτημά του.
+Αλλ' εκείνος εξηκολούθησε σοβαρώς:
+
+ — Άκουσε να σου ειπώ. Σου χρεωστώ την ζωήν, η ύπαρξίς μου σου ανήκει.
+Αλλ' εάν ως δείγμα ευγνωμοσύνης μου ζητήσης να νυμφευθώ, προτιμώ να με
+οδηγήσης εις την θάλασσαν, και εκεί όπου μ' έσωσες να πνιγώ εμπρός σου
+προς εξόφλησιν και απόσβεσιν του προς σε χρέους μου.
+
+Διατί και πόθεν η δριμεία αύτη δήλωσις; Εμαρτύρει βεβαίως δυσαρέσκειαν,
+αλλά προήρχετο η δυσαρέσκεια εκ των πολλών όσα ο φίλος του είπε περί της
+μεγάλης αδελφής, ή μάλλον εκ της παντελούς πρότερον σιωπής και εκ της
+σημερινής του φειδωλίας εις το να ομιλή περί της μικράς; Τούτο ίσως
+ουδαμώς εγνώριζε και ο ίδιος, αλλ' όπως δήποτε ήτο δυσηρεστημένος, την
+δε δυσαρέσκειαν εμαρτύρουν και οι λόγοι και ο τρόπος με τον οποίον τους
+έλεγε.
+
+Το ύφος του επείραξε τον Κ. Λιάκον.
+
+ — Κύριε Πλατέα, είπε ξηρά ξηρά. Σου είπα πολλάκις, επαναλαμβάνω δε, —
+και το επαναλαμβάνω διά τελευταίαν, ελπίζω, φοράν, — ότι ουδέν δικαίωμα
+έχω ούτε θέλω να έχω επί της ευγνωμοσύνης σου. Όσο δε περί γάμου, έσο
+βέβαιος ότι ποτέ δεν εσκέφθην να σε παρουσιάσω ως γαμβρόν, ούτε να σου
+προμηθεύσω νύμφην, ούτε υπέκρυπτε τοιούτον σκοπόν η εξομολόγησις των
+ιδικών μου υποθέσεων, με τας οποίας λυπούμαι ότι τόσην ώραν σε
+επονοκεφάλησα.
+
+Οι δύο φίλοι επανέλαβον τον διακοπέντα δρόμον, αλλ' εν σιωπή και οι δύο.
+Εβάδιζον πλησίον ο είς του άλλου, μη βλέποντες αμφότεροι την ώραν να
+χωρισθούν ευσχήμως. Ευτυχώς επλησίαζον εις την γωνίαν, όπου έπρεπε ν'
+αποχαιρετισθούν, διευθυνόμενοι έκαστος εις την οικίαν του.
+
+Εκεί ο Κ. Πλατέας επανέλαβε την πρόκλησίν του.
+
+ — Δεν θα έλθης να δοκιμάσης το μοσχάτον μου;
+
+ — Ευχαριστώ. Είναι αργά, έχω δε και κάπου να υπάγω.
+
+ — Εις της εξαδέλφης σου:
+
+ — Ίσως.
+
+Και επροσπάθησεν ο Λιάκος να μειδιάση.
+
+ — Ελπίζω ότι δεν εθύμωσες, υπέλαβε συνδιαλλακτικώς ο Κ. Πλατέας.
+
+ — Διατί να θυμώσω;
+
+ — Ήσαν περιττά ίσως όσα σου είπα, αφού μάλιστα δεν επεβουλεύθης ποτέ
+την ελευθερίαν μου (και εκάγχασεν ο αγαθός καθηγητής), αλλά καλλίτερα να
+είναι καθαρά τα πράγματα.
+
+ — Βέβαια, βέβαια!
+
+Και θλίψας την παχείαν χείρα, την οποίαν ο Κ. Πλατέας έτεινε φιλικώς,
+εξηκολούθησεν ο Κ. Λιάκος τον δρόμον του ταχύνας το βήμα, ενώ ο
+καθηγητής των Ελληνικών επορεύετο βραδέως προς την οικίαν του.
+
+Γ'.
+
+Η οικία του Κ. Πλατέα έκειτο υψηλά, εις την συνοικίαν την οποίαν σήμερον
+στολίζει το ορφανοτροφείον. Ολίγιστοι τότε οικίσκοι υπήρχον εις το
+απόκεντρον ύψωμα. Η θέα εκείθεν είναι εκτεταμένη και ωραία, αλλά δεν
+είλκυσε τούτο τον Κύριον καθηγητήν· τον είλκυσεν η σχετική ευθηνία των
+οικοπέδων. Διότι αυτός έκτισε την οικίαν. Οι τοίχοι της αντεπροσώπευον
+πολυετείς κόπους του. Ήτο μικρά και ταπεινή η οικοδομή, αλλ' ήτο
+ιδιοκτησία του, δεν την εχρεώστει εις ουδένα, δεν ώφειλε πλέον να
+πληρώνη ενοίκιον εις ξένον οικοδεσπότην. Το δε γλυκύ αίσθημα της
+ανεξαρτησίας ήτο αντιστάθμισις επαρκής του κόπου, με τον οποίον ο
+ευτραφής ιδιοκτήτης διεσκέλιζε δις της ημέρας τον ανήφορον του Ποταμού
+διά ν' ανέλθη μέχρι της οικίας του.
+
+Η οδός εκείνη, καθώς γνωρίζουν οι επισκεφθέντες την Ερμούπολιν, λέγεται
+Ποταμός, διότι ήτο η κοίτη του χειμάρρου, διά του οποίου τα όμβρια ύδατα
+κατήρχοντο εκ του βουνού εις την θάλασσαν. Άλλως δε, και σήμερον έτι
+εκείθεν διοχετεύονται τα νερά. Εν καιρώ ραγδαίας βροχής η οδός γίνεται
+και πάλιν χείμαρρος, αλλ' αντί κρημνών και πετρών περιορίζεται
+εκατέρωθεν υπό οικοδομών, των οποίων αι θύραι υπέρκεινται ικανώς του
+εδάφους διά τον φόβον της πλημμύρας. Ώστε η ονομασία της οδού έχει
+εισέτι τον λόγον της. Ευτυχώς δεν βρέχει συχνάκις εις Σύραν, αλλ' όταν
+τούτο συμβαίνη ο Ποταμός ενίοτε είναι αδιάβατος. Εις τοιαύτας
+περιστάσεις ο Κ. Πλατέας ηναγκάζετο να ανέλθη εις την εστίαν του
+ελικοειδώς δι' άλλων πλαγίων οδών. Υπήρχον όμως και ημέραι, ότε εκλείετο
+εξ ανάγκης εις την οικίαν του, διακοπτομένης εντελώς της συγκοινωνίας.
+
+Η μεγαλειτέρα ηδονή, την οποίαν διά της οικοδομής εκείνης απέκτησεν ο Κ.
+Πλατέας, ήτο η δοθείσα εις την γραίαν μητέρα του ευχαρίστησις του να
+διέλθη εν ανέσει τας τελευταίας ημέρας της, μετά τας μακράς στερήσεις
+και δοκιμασίας εν μέσω των οποίων ανέθρεψε τον υιόν της και τον είδε
+βαθμηδόν υπερνικώντα τας πρώτας δυσχερείας του διδασκαλικού σταδίου.
+Εντός της οικίας ταύτης απέθανεν η γραία εν ειρήνη. Έτος είχεν ήδη
+παρέλθει έκτοτε, αλλά το δωμάτιόν της έμενεν εισέτι ανέπαφον. Είχεν
+ανάγκην αυτού ο καθηγητής προς ανετωτέραν κατάταξιν της αυξανούσης
+βιβλιοθήκης του, αλλά το εσέβετο και το ηγάπα και το ήθελεν ούτω κενόν,
+ως ενδιαίτημα της μνήμης... της σκιάς της μητρός του.
+
+Μόνην εξ αυτής κληρονομίαν παρέλαβε την γραίαν υπηρέτριάν της, την
+ολιγόλογον Φλουρούν, της οποίας υπέφερεν υπομονητικώς τας γεροντικάς
+ιδιοτροπίας, αρκούμενος εις την ατελή υπηρεσίαν της και εις την όχι
+συνήθως επιτυχή μαγειρικήν της. Αλλά της Φλουρούς η κυριαρχία
+περιωρίζετο εις το ισόγαιον της οικίας. Ο καθηγητής εύρισκε την ησυχίαν
+του εις το ανώγαιον, εντός του κοιτώνος του. Εντός αυτού είχε και το
+γραφείον του. Εκεί επί της παρά το παράθυρον τραπέζης ειργάζετο, εκεί
+προητοίμαζε τας παραδόσεις του, εκεί ανεγίνωσκε τους προσφιλείς του
+συγγραφείς, εκεί συχνάκις με τον κάλαμον εις την χείρα, ή το βιβλίον
+ανοικτόν ενώπιόν του, εκάθητο βλέπων αφηρημένος, υπεράνω των δωμάτων των
+λοιπών Ερμουπολιτών, την θάλασσαν και τας κυανάς γραμμάς των πέριξ
+νήσων, — ή κλίνων την κεφαλήν και κλείων τα βλέφαρα δεν έβλεπε τίποτε,
+διότι απεκοιμάτο.
+
+Ηγάπα την οικίαν του ο Κ. Πλατέας. Αφότου την απέκτησε, σπανίως
+εξήρχετο, παρεκτός διά τας παραδόσεις και διά τον τακτικόν περίπατόν
+του. Μετά νέας δε πάντοτε ευχαριστήσεως έβλεπεν επιστρέφων τους τοίχους
+και ήνοιγε την θύραν της.
+
+Την εσπέραν ταύτην επέστρεψε με μεγαλειτέραν ευχαρίστησιν της συνήθους,
+ως εις καταφύγιον μετά τον κίνδυνον του οποίου την υποψίαν υπέκρυπτε το
+εγκώμιον της επιδόξου γυναικαδέλφης του Λιάκου.
+
+ — Ωσάν να είναι και αλήθεια, έλεγε μονολογών, αφού εδίπλωσε τον
+επενδύτην του, και περιεβλήθη τον παλαιόν κοιτωνίτην του, ενώ περιέδεε
+την κεφαλήν με μεταξωτόν μανδήλιον, αντί σκούφου, καθώς συνήθιζε
+τακτικώς καθ' εκάστην εσπέραν.
+
+ — Ωσάν να είναι και αλήθεια! Να φέρω εδώ μέσα κυρίαν, να μου
+αναποδογυρίση τα πάντα, να με αναγκάζη να εξέρχωμαι όταν θέλω να μένω,
+και να μένω όταν θέλω να εξέλθω, να ακούω την φλυαρίαν της όταν επιθυμώ
+σιωπήν, να ανοίγω το παράθυρον ενώ κρυώνω, διότι εκείνη ζεσταίνεται, ή
+να το κλείω ενώ ζεσταίνομαι διά να μη κρυώση!
+
+Και ταύτα λέγων έκλεισε το παράθυρον.
+
+ — Ο γάμος είναι ανοησία, εις την οποίαν ημπορεί τις να υποπέση ενόσω
+είναι νέος. Αφού πήξη ο νους, δεν συγχωρείται πλέον. Εγώ εις την νεότητά
+μου διέφυγα την δουλείαν της συζυγίας, και θα χάσω τώρα την ελευθερίαν
+μου!
+
+ Αυτίκα δούλιον ήμαρ εμοί περιμηχανόωντο.
+
+Ενώ δ' απήγγελλε τον στίχον τούτον, έβλεπε διά της φαντασίας ενώπιόν του
+την νύμφην, ήτις προ ετών πολλών του επροξενολογήθη, καθώς την επανείδε
+πέρυσιν, ότε επεσκέφθη την πατρίδα του, με πρωίμους λευκάς τρίχας και
+ρυτίδας εν τω μέσω μικράς αγέλης τέκνων φωναζόντων, παιζόντων και
+εριζόντων.
+
+ — Δόξα τω Θεώ, εξηκολούθησε, σκεπτόμενος μεγαλοφώνως, δεν τα έχω εγώ
+εις βάρος μου.
+
+Ας τα χαίρεται ο αντικαταστάτης μου!
+
+Η Φλουρού τον διέκοψεν ανοίξασα την θύραν άνευ τινός προειδοποιήσεως.
+Έρριψε μετ' απορίας το βλέμμα εις όλας του δωματίου τας γωνίας, αλλ'
+ιδούσα ότι ο κύριος της ήτο μόνος και συνωμίλει με τον εαυτόν του,
+έσεισε την κεφαλήν και είπε λακωνικώς:
+
+ — Έτοιμο!
+
+ — Καλά, καλά, έρχομαι, απεκρίθη ο καθηγητής, και κατέβη εις το
+ισόγαιον, όπου παρά το μαγειρείον υπήρχε δωμάτιον χρησιμεύον και ως
+αίθουσα και ως τραπεζαρία.
+
+Ο Κ. Πλατέας ήρχισε να τρώγη με όρεξιν, αλλά καθόσον ικανοποιείτο η
+πείνα του, αι σκέψεις του επανήρχοντο εις τα επεισόδια του σημερινού
+περιπάτου του. Αφού αυταρέσκως ενετρύφησε και πάλιν εις την συναίσθησιν
+της ελευθερίας του, εσκέφθη περί του Λιάκου και ελεεινολόγησεν από
+καρδίας τον σωτήρα του.
+
+ — Την έπαθεν ο δυστυχής, έλεγε καθ' εαυτόν. Αλλ' ο άνθρωπος δεν είναι
+υπεύθυνος διά τα αισθήματά του. Δεν το ήθελε να ερωτευθή. Τώρα
+ευρίσκεται υπό το κράτος του έρωτος και νομίζει ότι θα εύρη την ευτυχίαν
+όπου την ζητεί. Είθε να την εύρη και να μη μεταμεληθή! Ο καθείς όμως
+έχει ό,τι αξίζει, του δε καθενός η ευτυχία εξαρτάται από τον τρόπον του
+του αισθάνεσθαι και του σκέπτεσθαι.
+
+Ταύτα σκεπτόμενος ο Κ. Πλατέας ενόμιζεν ότι φιλοσοφεί. Αλλ' η δήθεν
+φιλοσοφία του αύτη ουδέν άλλο ήτο ή απόπειρα αυτόματος προς αποδίωξιν
+σκέψεων οχληρών. Διότι ανελογίζετο τον Λιάκον συγκινημένον, κατεχόμενον
+υπό ανεκλαλήτου αδημονίας, προσπαθούντα να υποκρύψη την ταραχήν της
+ψυχής του, πάσχοντα, και ενταυτώ εβασάνιζε τον νουν του η υποψία μη ο
+ερωτευμένος φίλος του συνέλαβε τω όντι την ιδέαν του να τον νυμφεύση με
+την μέλλουσαν γυναικαδέλφην του και εκ λεπτότητος δεν ετόλμα κατ' αρχάς
+να το είπη καθαρώς, έπειτα δε, δυσαρεστηθείς ως εκ των τρόπων του
+Πλατέα, ηρνήθη ότι ποτέ εσκέφθη τοιούτο τι.
+
+Και μη δεν είχεν ο Λιάκος το δικαίωμά του ν' απαιτήση τοιαύτην έστω και
+θυσίαν παρ' εκείνου του οποίου έσωσε την ζωήν; Πώς δε ούτος αντήμειψε
+τον σωτήρα του; — Όχι μόνον υπεξέφυγεν εκ προκαταβολής την θυσίαν
+παρανοήσας την αβρότητα του φίλου του, αλλά και υπέδειξεν ότι τον
+βαρύνει η ευγνωμοσύνη, αφού επρότεινε να την εξοφλήση πνιγόμενος μάλλον
+ή νυμφευόμενος προς χάριν του Λιάκου! Η τοιαύτη διαγωγή του εφαίνετο ήδη
+αδικαιολόγητος, ασύγγνωστος! Ηδύνατο τουλάχιστον και εχρεώστει να
+μεταχειρισθη άλλην γλώσσαν προς τον σωτήρα του, αντί να τον δυσαρεστήση
+τοιουτοτρόπως.
+
+Όσον εσκέπτετο ταύτα ο Κ. Πλατέας, τόσον εστενοχωρείτο. Το αίμα
+άνέβαινεν εις τας παρειάς του και ανετρέπετο η σειρά των φιλοσοφημάτων
+του. Επί τέλους, έσπρωξε βιαίως το πινάκιον, αφού απέφαγε τας τελευταίας
+σταφίδας του, επέταξεν επί της τραπέζης το χειρόμακτρόν του, και ανήλθε
+συγχυσμένος εις το δωμάτιόν του.
+
+ — Άσχημα έκαμα, έλεγε καθ' εαυτόν. Διατί να τον πειράξω με τα
+ασυλλόγιστα λόγια μου; Και τις η ανάγκη να τα είπω; Αλλά πάντοτε αργά
+μου έρχεται η σκέψις!
+
+Και δώσας έν γρονθοκόπημα επί της κεφαλής του, ήρχισε να περιπατή άνω
+και κάτω εντός του δωματίου εν μέσω του αυξάνοντος σκότους, μέχρις ου η
+Φλουρού εισελθούσα απέθεσε τον λύχνον επί της τραπέζης και εξήλθε πάλιν
+εν σιωπή.
+
+Ο καθηγητής εστάθη προσηλών τα βλέμματα εις το φως του λύχνου. Το φως
+εκείνο του υπεδείκνυε το καθήκον του, τον προσεκάλει εις μελέτην, του
+έλεγεν ότι πρέπει να προετοιμάση κατά το σύνηθες το αυρινόν μάθημά του.
+Αλλά διά πρώτην φοράν εις την ζωήν του ησθάνετο ότι δεν ηδύνατο να
+επιστήση την προσοχήν εις τα βιβλία του. Εδίστασεν, ήρχισε και πάλιν τον
+εντός του δωματίου περίπατον συλλογιζόμενος συγχρόνως και τον Λιάκον,
+και τους μαθητάς του, και τας δύο θυγατέρας του Κ. Μητροφάνους, και τον
+γυμνασιάρχην. Αλλ' όμως εις την σύγχυσιν εκείνην των ιδεών υπερίσχυσε το
+διδασκαλικόν έμφυτον και καθίσας ενώπιον της τραπέζης κατέταξεν επ'
+αυτής τους τρεις τόμους του λεξικού του Γαζή, το συντακτικόν του Ασωπίου
+και τα άλλα συνήθη του βοηθήματα, ητοίμασε το μελανοδοχείον και το
+σημειωματάριόν του, ήνοιξε την Ιλιάδα, εύρε την σελίδα της αυρινής
+παραδόσεως και ήρχισε την μελέτην, σημειών εκάστης λέξεως την
+ετυμολογίαν, εκάστης φράσεως την σύνταξιν, και εκάστου εξαμέτρου τας
+ρυθμικάς ιδιοτροπίας. Παρέδιδε τότε το Ζ της Ιλιάδος.
+
+Αλλά παραιτών εντός ολίγου και σύνταξιν και ετυμολογίαν και μετρικήν,
+λησμονών και τους μαθητάς του και την ανάγκην της σχολαστικής ανατομίας
+του Ομήρου, ανέγνωσεν απ' αρχής μέχρι τέλους το ενώπιόν του χωρίον των
+αποχαιρετισμών του Έκτορος και της Ανδρομάχης. Ποτέ άλλοτε δεν είδεν εις
+το επεισόδιον εκείνο όσας καλλονάς ήδη ανεκάλυπτεν! Η απαράμιλλος
+απεικόνισις συζυγικής αγάπης και πατρικής στοργής, η εξ έρωτος αμοιβαίου
+πηγάζουσα ευτυχία, η συμφορά του χωρισμού, ταύτα πάντα ουδέποτε τοσούτον
+τον συνεκίνησαν. Ποτέ άλλοτε ο καθηγητής των Ελληνικών ούτε ανέγνωσεν
+ούτε απεστήθισεν υπό τοιούτο πνεύμα στίχους της Ιλιάδος! Ενώ δε
+ανεγίνωσκεν, ο Έκτωρ ενεσαρκούτο εις την φαντασίαν του υπό την μορφήν
+του Λιάκου. Τον Λιάκον εσυλλογίζετο. Ο Λιάκος δοκιμάζει την πικρίαν του
+χωρισμού, προτού γευθή την γλυκύτητα της συζυγικής ευδαιμονίας του
+Έκτορος!
+
+Ο Κ. Πλατέας έκλεισε το βιβλίον και ηγέρθη εκ νέου. Μυρίαι σκέψεις τον
+εβασάνιζον, ενώ επεριπάτει από την τράπεζαν εις την κλίνην και από την
+κλίνην εις την τράπεζαν.
+
+ — Διατί, ανεφώνησε, διατί να μη πιστεύσω τον Λιάκον ότι δεν εσκέφθη
+ποτέ να με νυμφεύση; Ανόητος εγώ να το υποθέσω! Μούτρα διά γαμβρός!
+
+Και εστάθη απέναντι του καθρέπτου πλαγίως φωτιζομένου από το φως του
+λύχνου, και είδεν εντός αυτού το ήμισυ του προσώπου με το μανδήλιον επί
+κορυφής, ενώ το άλλο ήμισυ έμενεν εις το σκότος, ο δε κόμβος του
+μανδηλίου ωρθούτο διακλαδιζόμενος επί του μετώπου του.
+
+ — Μα την αλήθειαν, είπε γελάσας, ωραίον Αστυάνακτα ήθελα καταφέρει, εάν
+την ενυμφευόμην.
+
+Ησυχώτερος ήδη εκάθισε πάλιν ενώπιον του γραφείου του. Αλλ' εκ νέου
+μεταξύ του γραφείου και των οφθαλμών του ήρχισαν να πλανώνται σκηναί και
+μορφαί ουδεμίαν σχέσιν έχουσαι προς την αυρινήν παράδοσιν. Εννοήσας ότι
+αδύνατον να εργασθή σπουδαίως, ο καθηγητής έκρινε φρονιμώτερον να
+πλαγιάση και να κοιμηθή. Ο ύπνος θα τον καθησυχάση, αύριον δε εξυπνών
+ενωρίτερον θα προετοιμάση με νουν καθαρόν το μάθημά του. Κατεκλίθη
+λοιπόν και έσβυσε το φως.
+
+Αλλ' ο ύπνος δεν ήρχετο. Περιεστρέφετο άυπνος επί της κλίνης ο Κ.
+Πλατέας, εν μέσω δε του σκότους και της σιωπής η έντασις του νευρικού
+του συστήματος μετέτρεπεν επί μάλλον και μάλλον τας σκέψεις του εις
+τύψεις συνειδήσεως. Και παρήρχοντο ούτω αι μακραί ώραι της νυκτός. Επί
+τέλους προς τα εξημερώματα απεκοιμήθη. Αλλ' αι ιδέαι του,
+μετασχηματισθείσαι εις όνειρον φοβερόν, τον αφύπνισαν κατάτρομον.
+Ωνειρεύθη ότι το στρώμα του μετεβάλλετο εις θάλασσαν, το προσκέφαλόν του
+εις καρχαρίαν, ότι εβυθίζετο έχων την κεφαλήν εντός του στόματος του
+θηρίου, ότι ο καρχαρίας ελάμβανε βαθμηδόν την μορφήν της πρωτοτόκου
+θυγατρός του Κ. Μητροφάνους και μία φωνή, η φωνή του Λιάκου, εβόυζε καθ'
+όλον το μεταξύ εις την ακοήν του «Γκλαν γκλαν, αχάριστε, γκλαν γκλαν,
+αχάριστε!»
+
+Ανεκάθισεν ιδρωμένος εις το στρώμα του, ενώ δ' έσφιγγε περί το μέτωπον
+το εν τη αγωνία του ονείρου λυθέν μανδήλιον, έλαβεν απόφασιν ηρωικήν.
+
+ — Θα την πάρω, ανέκραξε! Το χρεωστώ εις τον σωτήρα μου. Πρέπει να
+εκτελέσω το καθήκον μου, να καθησυχάσω την συνείδησίν μου!
+
+Και εξηπλώθη πάλιν υπό τα σκεπάσματά του με την καρδίαν ελαφράν και τον
+νουν ήσυχον, ελεύθερος υποψιών και δισταγμών και τύψεων συνειδήσεως.
+
+Ο ήλιος εισερχόμενος απλέτως εις το δωμάτιον τον εξύπνισε μίαν όλην ώραν
+βραδύτερον του συνήθους. Πρώτην φοράν επί ζωής του συνέβαινε τούτο εις
+τον τυπικόν καθηγητήν, προς άκραν απορίαν της Φλουρούς. Η κεφαλή του ήτο
+βαρεία, — έκαιον οι οφθαλμοί του. Εν βία επλύθη, ενεδύθη, έπιε τον
+μαύρον καφέν του και επανέλαβε την χθες την νύκτα διακοπείσαν μελέτην. Ο
+νους του όμως ήτο και σήμερον αλλαχού. Όπως δήποτε, κατά την τακτικήν
+ώραν ευρέθη εις το γυμνάσιον και παρέδωκε το μάθημά του. Αλλά τι μάθημα!
+Οι μαθηταί ηπόρουν κατ' αρχάς βλέποντες χαλαρωθείσαν την συνήθη του
+καθηγητού αυστηρότητα, αλλά δεν ήργησαν να εννοήσουν ότι η επιείκειά του
+ωφείλετο εις την παντελή εκείνου απροσεξίαν, όχι δε ποσώς εις την ιδικήν
+των ακρίβειαν περί την εξήγησιν του κειμένου. Ήτο αφηρημένος, ω του
+θαύματος, ο Κ. Πλατέας! Τότε ενθαρρυνθέντες εφιλοτιμήθησαν να
+επισωρεύσουν ανοησίας επί ανοησιών. Το Ζ της Ιλιάδος κατεστράφη την
+ημέραν εκείνην υπό ετυμολογικήν, συντακτικήν και ρυθμικήν έποψιν. Ο
+καθηγητής έμενεν ανάλγητος μέχρις ου, παρελθούσης της κανονισμένης ώρας,
+οι μεν μαθηταί απελύθησαν σχολιάζοντες αντί του Ομήρου το έκτακτον
+φαινόμενον της μακροθυμίας του Κ. Πλατέα, αυτός δε εξελθών του Γυμνασίου
+επανέλαβε το νήμα των σκέψεών του.
+
+Αφότου εξύπνησεν εσκέπτετο χωρίς να δυνηθή να εύρη τον καταλληλότερον
+τρόπον προς εκτέλεσιν της ληφθείσης αποφάσεως. Το πράγμα δεν ήτο τόσον
+απλούν, όσον χθες την νύκτα εφαντάζετο. Δεν ήρκει η απόφασις μόνη του να
+νυμφευθή την πρωτότοκον θυγατέρα του Κ. Μητροφάνους, πρέπει προς τούτο
+να γίνωσι διαβήματά τινα. Αλλ' οποία;
+
+ — Να απευθυνθή προς τον φίλον του; Αλλά, ύστερον μάλιστα από τα χθες
+μεταξύ των διαμειφθέντα, δεν του ήρχετο να υπάγη προς αυτόν διά να
+είπη... τι; «Ιδού, θυσιάζομαι προς χάριν σου.» — Όχι! — Να προστρέξη
+εις την μεσολάβησιν της εξαδέλφης του Λιάκου; Δύσκολον και τούτο.
+Εγνώριζε μεν και αυτήν και τον σύζυγόν της, εχαιρετώντο καθ' οδόν, αλλ'
+ουδέποτε συνωμίλησε μετ' αυτής, ώστε δεν είχεν ούτε το δικαίωμα ούτε το
+θάρρος να την μεταχειρισθή ως προξενήτριαν.
+
+Ταύτα εσκέπτετο, ενώ διήρχετο την πλατείαν πορευόμενος προς την οικίαν
+του, διότι επλησίαζεν η μεσημβρία, ώρα φαγητού, ότε είδεν αίφνης
+απέναντι του ερχόμενον τον Κ. Μητροφάνην. Η εμφάνισίς του έλυσε διά μιας
+τας απορίας του καθηγητού. Ως έμπνευσις ακαριαία του ήλθεν η ιδέα να
+αποταθή απ' ευθείας προς τον πατέρα της νύμφης. Τι απλούστερον;
+
+Χωρίς να ζυγίση τα υπέρ και τα κατά του διαβήματος, μη έχων άλλως τε τον
+καιρόν να πολυσκεφθή περί τούτου, υπείκων εις της στιγμής την ώθησιν,
+περιχαρής διά την παρουσιαζομένην διέξοδον εκ των δισταγμών όσοι τον
+εβασάνιζον, εχαιρέτησε τον γέροντα και εστάθη καταντικρύ του.
+
+ — Κύριε Μητροφάνη, χαίρω ότι σας απήντησα, διότι έχω να σας είπω δύο
+λέξεις.
+
+ — Ο Κύριος Πλατέας, νομίζω, είπεν ο γέρων αντιχαιρετών ευγενώς.
+
+ — Όλος και όλος.
+
+ — Και τι αγαπάτε, Κύριε Πλατέα;
+
+Ο Κ. Πλατέας ησθάνθη τότε πρώτον δειλίαν τινά, αλλά δεν ήτο πλέον καιρός
+υποχωρήσεως. Ανέλαβε το θάρρος του και εξηκολούθησε:
+
+ — Κύριε Μητροφάνη, χωρίς περιφράσεις, ιδού. Επιθυμώ να γείνω γαμβρός
+σας.
+
+Η απότομος και άνευ οιαςδήποτε προεισαγωγής έκφρασις της επιθυμίας
+ταύτης του καθηγητού εξέπληξε δυσαρέστως μάλλον τον γέροντα. Η αίτησις
+αυτή καθ' εαυτήν δεν τον εξέπληξε, καθόσον η ωραιότης της νεωτέρας των
+θυγατέρων του τον είχε πολλάκις ήδη εκθέσει εις την ανάγκην του ν'
+απορρίψη τοιούτου είδους προτάσεις, ουδέποτε όμως ούτω απ' ευθείας
+υποβληθείσας. Αληθώς, εξ όλων των μέχρι τούδε παρουσιασθέντων μνηστήρων
+ο Κ. Πλατέας εφαίνετο ο ολιγώτερον γαμβροπρεπής και ως προς την ηλικίαν
+και ως προς τα λοιπά προσόντα, αλλά τούτο δεν εβάρυνε πολύ κατ' εκείνην
+την στιγμήν εις τας σκέψεις του γέροντος. Εσκέφθη μόνον καθ' εαυτόν;
+«Και αυτός ακόμη!» Αναβλέψας δε προς τον Κ. Πλατέαν,
+
+ — Η επιθυμία σας αύτη, είπε, με τιμά πολύ, αλλ' είναι ακόμη νέα η μικρά
+μου και δεν σκέπτομαι περί υπανδρείας της.
+
+ — Τι μικρά; Δεν εζήτησα την μικράν. Σας ζητώ την... Ήθελε να είπη το
+όνομά της, αλλ' ανελογίσθη ότι δεν το εγνώριζε.
+
+ — Σας ζητώ την μεγάλην, επανέλαβε.
+
+Εις τούτο ο Κ. Μητροφάνης δεν ηδυνήθη πλέον να υποκρύψη την έκπληξίν
+του. Πρώτην φοράν εζητείτο εις γάμον η πρωτότοκός του.
+
+Επί τινας στιγμάς παρετήρει εν σιωπή τον Κ. Πλατέαν, όστις ήρχισε ν'
+ανυπομονή.
+
+ — Κύριε καθηγητά, είπεν επί τέλους. Ομολογώ ότι η πρότασις μου έρχεται
+ολίγον απροσδοκήτως και κατά τρόπον ασυνήθη. Δεν νομίζετε ότι τα παλαιά
+και πατροπαράδοτα έθιμα έχουν το καλόν των, και ότι τοιούτου είδους
+υποθέσεις συζητούνται καλλίτερα διά τρίτων;
+
+Τούτο ο Κ. Πλατέας δεν το επερίμενεν. Εφαντάζετο ότι ο πενθερός ήθελε
+τον εναγκαλισθή εκεί εις τον δρόμον, περιχαρής διότι ευρέθη επί τέλους ο
+ζητούμενος γαμβρός.
+
+ — Ενόμισα, ετραύλισεν, ότι με γνωρίζετε αρκούντως και ότι το
+απλούστερον ήτο να σας ομιλήσω μόνος μου.
+
+ — Βεβαίως, βεβαίως! Αλλ' εάν ηθέλατε να αναθέσετε εις φίλον σας τινα
+την εντολήν να με ομιλήση... Εάν μου δώσετε ολίγον καιρόν να σκεφθώ, θα
+με υποχρεώσετε.
+
+ — Πολύ καλά. Να σας στείλω τον Κ. Λιάκον.
+
+Ο γέρων συνωφρυώθη.
+
+ — Α! ο Κ. Λιάκος γνωρίζει την υπόθεσιν;
+
+Ο δυστυχής καθηγητής ενόησεν ότι έσφαλεν αναμίξας το όνομα του φίλου του
+εις την διαπραγμάτευσιν. Ητοιμάζετο να είπη τι, και αυτός όμως δεν
+εγνώριζε τι, αλλ' ο Κ. Μητροφάνης προλαβών τον απήλλαξε της δυσκολίας.
+
+ — Καλά, είπε. Στείλατέ μου τον Κ. Λιάκον.
+
+Και χαιρετήσας εξηκολούθησε τον δρόμον του.
+
+Ποτέ άλλοτε ο Κ. Πλατέας δεν υπέστη τοσαύτην ηθικήν στενοχωρίαν όσην από
+χθες το εσπέρας διήρχετο. Ουδ' αυτό το πάθημά του, ότε εκινδύνευσε να
+πνιγή, παρεβάλλετο προς τας παρούσας βασάνους. Τότε ο κίνδυνος επήλθεν
+απροσδόκητος, μόνον δε μετά την παρέλευσίν του συνησθάνθη ο παθών το
+μέγεθός του. Σήμερον η αβεβαιότης του μέλλοντος επιτείνει την αγωνίαν, η
+δε διέξοδος, ενώ εφαίνετο εξευρεθείσα, ιδού πάλιν εξαφανίζεται! Έμενεν
+εκεί εις το μέσον της πλατείας με τας χείρας κρεμαμένας, βλέπων τα νώτα
+του απομακρυνομένου Κ. Μητροφάνους.
+
+ — Πρέπει να ίδω τον Λιάκον, είπε καθ' εαυτόν. Αλλά πού να τον εύρω
+τώρα;
+
+Κατ' εκείνην την στιγμήν ο κώδων της Μεταμορφώσεως εσήμανε τας δώδεκα,
+και ο καθηγητής ενθυμήθη πρώτον μεν ότι τον επερίμενε το πρόγευμα εις
+την οικίαν του, δεύτερον δε ότι ο Λιάκος έτρωγε συνήθως εις ξενοδοχείον
+όπισθεν της πλατείας κείμενον. Επορεύθη λοιπόν προς το ξενοδοχείον και
+πράγματι συνηντήθη προ της θύρας του ξενοδοχείου με τον πρωτοδίκην.
+
+ — Ω αδελφέ, ανεφώνησεν, ω αδελφέ!
+
+ — Τι συμβαίνει; ηρώτησεν ο Λιάκος ανήσυχος. Τι έπαθες:
+
+ — Τι έπαθα; Ό,τι ποτέ δεν επερίμενα! Εζήτησα τον Μητροφάνην να μου δώση
+την κόρην του και αντί να μου...
+
+ — Εζήτησες την κόρην του!
+
+ — Μάλιστα. Τι θαυμάζεις;
+
+ — Δεν μου έλεγες χθες ότι ποτέ...
+
+ — Αι, και τι με τούτο; Εσκέφθην την νύκτα και επείσθην ότι πρέπει να
+νυμφευθώ και ούτε θα εύρω ποτέ καλλιτέραν γυναίκα.
+
+ — Άκουσε, Πλατέα, είπεν ο Λιάκος μετά προφανούς συγκινήσεως. Τι
+εσκέφθης το εννοώ, διότι σε γνωρίζω. Αλλά δεν ημπορώ να δεχθώ εκ μέρους
+σου τοιαύτην θυσίαν.
+
+ — Τι θυσίαν; και ποίος σ' ερωτά να δεχθής ή να μη δεχθής; Απεφάσισα να
+την πάρω, διότι θέλω να νυμφευθώ, και θα την πάρω! Και αν δεν είναι με
+το θέλημα του πατρός της, θα την κλέψω! Ιδού!
+
+Και εξηκολούθησε διηγούμενος μετά ζωηρότητος τον μετά του Κ. Μητροφάνους
+διάλογον. Ο Λιάκος ήκουε μειδιών. Από χθες εσκέπτετο περί του
+συνοικεσίου τούτου, όσον δ' εσκέπτετο τόσον το εύρισκε καλόν και
+αρμοστόν. Εξετάζων δε τον εαυτόν του επείθετο ότι δεν επηρεάζετο εκ της
+επιθυμίας του να υπερνικηθή το εμποδίζον την ιδικήν του ευτυχίαν
+πρόσκομμα, αλλ' ότι πραγματικώς και ο φίλος του και η αδελφή της
+ερωμένης του δεν ηδύναντο ή να ζήσουν ευτυχείς συνενούμενοι. Περί της
+συγκαταθέσεως του Κ. Μητροφάνους δεν είχεν αμφιβολίαν. Το ζήτημα της
+πρεσβείας τον εφόβιζεν ολίγον, ύστερον μάλιστα από την απαρέσκειαν με
+την οποίαν παρεδέχθη την ανάμιξίν του ο πατήρ της νύμφης. Αλλά πώς
+ηδύνατο να μη αναδεχθή την εντολήν; Υπεσχέθη να επισκεφθή αυθημερόν τον
+Κ. Μητροφάνην, το δ' εσπέρας να υπάγη εις την οικίαν του Κ. Πλατέα διά
+να κοινοποιήση το αίσιον αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων.
+
+Δ'.
+
+Είχεν αληθώς τας δυσκολίας της η αποστολή του Λιάκου. Τας ανελογίζετο
+μετ' ανησυχίας, ότε έμεινε μόνος, αναχωρήσαντος του Κ. Πλατέα. Είχε πολύ
+ο ίδιος συμφέρον εις την καλήν έκβασιν της υποθέσεως, ώστε εφοβείτο μη
+δεν θεωρηθή ως αμερόληπτος η μεσολάβησίς του, μη δεν εκληφθή ως πάντη
+ειλικρινής ο εκ μέρους του έπαινος του υποψηφίου γαμβρού. Έπρεπε να
+ανατεθή εις αρμοδιώτερον πρόσωπον η διαπραγμάτευσις. Εάν δεν έσπευδεν ο
+ασυλλόγιστος καθηγητής να ονομάση αυτόν ως αντιπρόσωπον, ηδύναντο να
+συμβουλευθούν περί του πρακτέου την εξαδέλφην του, και μάλιστα να
+εμπιστευθούν εις εκείνην την διεξαγωγήν του πράγματος. Τώρα όμως η
+ανάμιξίς της ηδύνατο να δώση νέαν αφορμήν δυσαρεσκείας εις τον Κ.
+Μητροφάνην. Διατί εν τούτοις να μη ζητηθή η συμβουλή της; Ήτο άνθρωπος
+με νουν και πείραν, και ικανή να εξεύρη τρόπον προς αντιμετώπισιν πάσης
+δυσκολίας. Προς στιγμήν ο Λιάκος απεφάσισε να προστρέξη εις αυτήν. Αλλά
+μετά δευτέραν σκέψιν εθεώρησεν, εν πρώτοις, ως άτοπον το να διακοινώση
+εις τρίτον το μυστικόν του φίλου του, εν αγνοία του, και δεύτερον, ως
+άνανδρον το να μη εκτελέση μετά θάρρους την εις αυτόν ανατεθείσαν
+εντολήν, αφού άπαξ την ανεδέχθη. Εμπρός λοιπόν! Απόφασις! Και επορεύθη ο
+Λιάκος, όχι όμως άνευ ενδομύχου τινός ταραχής, προς το εμπορικόν
+κατάστημα του πατρός της ερωμένης του.
+
+Ο Κ. Μητροφάνης παρελάμβανε κατ' εκείνην την ώραν μερίδα καφέδων. Τα
+κάρρα ήρχοντο κατά σειράν εκ του τελωνείου, οι δε αχθοφόροι μετέφερον
+τους σάκκους από τα κάρρα εντός της αποθήκης. Μετά δυσκολίας ο Λιάκος
+επροχώρησε μέχρι της θύρας.
+
+Η τετράγωνος αποθήκη ήτο ευρεία. Η μία εκ των επί της οδού γωνιών της,
+χωριζομένη διά φραγής εκ σανίδων, εχρησίμευεν ως γραφείον. Τούτο
+εφωτίζετο δι' ενός επί της οδού σιδηροφράκτου παραθύρου. Αλλά το εκείθεν
+και εκ της ανοικτής θύρας εισερχόμενον εις την αποθήκην φως δεν ήτο
+αρκετόν όπως διακρίνη ευκόλως τα εντός αυτής ο έξωθεν ερχόμενος. Ο
+Λιάκος, ιστάμενος επί της εισόδου, δεν έβλεπε τα εντός της αποθήκης,
+αλλ' όμως ένδησεν αμέσως ότι δεν ήλθεν εις στιγμην κατάλληλον. Ζωηρά
+διένεξις εγίνετο εκεί. Το αντικείμενόν της ούτε ηδυνήθη, ούτε εφρόντιζε
+να εξακριβώση. Λόγοι δριμείς αντηλλάσσοντο και υψούντο φωναί οργίλαι,
+μεταξύ δ' αυτών αντέχει επιβλητική και βροντώδης η φωνή του γέροντος
+εμπόρου.
+
+Ο Λιάκος έμενεν έκπληκτος επί της εισόδου. Εγνώριζεν εκ φήμης την
+αυστηρότητα του Κ. Μητροφάνους, αλλά δεν εφαντάζετο ότι η οργή ηδύνατο
+να επιτείνη επί τοσούτον την σοβαράν και συνήθως ήσυχον φωνήν του.
+Εφοβήθη και ηθέλησε ν' αποσυρθή απαρατήρητος, αλλ' αίφνης ο γέρων,
+διακόψας την λογομαχίαν, τον ηρώτησεν αποτόμως εκ του βάθους της
+αποθήκης:
+
+ — Τι αγαπάτε, Κύριε Λιάκε;
+
+ — Επεθύμουν να σας είπω δύο λέξεις, αλλά σας απασχολώ. Έρχομαι άλλην
+ώραν.
+
+ — Περάσετε εις το γραφείον μου. Έρχομαι αμέσως.
+
+Ο Λιάκος διασκελίσας διαφόρους σάκκους εισήλθεν εις το γραφείον και
+εκάθισεν επί της μόνης εκεί διαθεσίμου καθέκλας, παρά την τράπεζαν του
+διευθυντού. Ο περί αυτόν αήρ απέπνεε βαρύ άρωμα συμμίκτων αποικιακών
+ειδών, αντήχει δε η επαναληφθείσα εις την αποθήκην βοή της έριδος, εν
+μέσω της οποίας διέκρινε τας λέξης «βάρος, σάκκοι, τελωνείον,» συχνάκις
+επανερχομένας εις την συζήτησιν. Και ήκουεν ο Λιάκος, αναλογιζόμενος τον
+γέροντα καθώς τον είδε χθες εις τον περίπατον, με τας δύο του θυγατέρας
+εκατέρωθεν, ήρεμον και γαληνιαίον, ενώ σήμερον...
+
+Μετά τινα λεπτά εκόπασεν ο θόρυβος, ανεχώρησαν οι φιλονεικούντες, και ο
+Κ. Μητροφάνης εισήλθεν εις το γραφείον σύνοφρυς εισέτι.
+
+ — Εις κακήν ώραν ήλθα, έλεγε καθ' εαυτόν ο Λιάκος.
+
+ — Έρχεσθε ως αντιπρόσωπος του Κ. Πλατέα, υποθέτω, είπεν ο γέρων με ύφος
+μάλλον ειρωνικόν.
+
+ — Μου είπε την ομιλίαν την οποίαν είχατε το πρωί.
+
+ — Ομολογώ, Κύριε Λιάκε, ότι η αυτόκλητος μέριμνά σας περί
+αποκαταστάσεως της θυγατρός μου μου εφάνη ολίγον παράδοξος.
+
+ — Κύριε Μητροφάνη, πιστεύσατε παρακαλώ ότι η προτασις του Κ. Πλατέα ήτο
+αυθόρμητος και ότι δεν την υπεκίνησα εγώ.
+
+Ο γέρων εμειδίασεν εις ένδειξιν δυσπιστίας.
+
+ — Ως μόνον πταίσμα, εξηκολούθησεν ο Λιάκος, δύναται να μου προσαφθή ότι
+χθες, εις στιγμήν διαχύσεως, διεκοίνωσα εις αυτόν το μυστικόν μου. Αλλά
+ποτέ, βεβαιωθήτε, ποτέ δεν μου ήλθεν εις τον νουν να τον προτρέψω εις το
+σημερινόν του διάβημα, και με αδικείτε μεγάλως αποδίδων αυτό εις ιδικήν
+μου ιδιοτελή υποκίνησιν.
+
+ — Σας πιστεύω, αφού το λέγετε, και δεν θέλω να εξετάσω πώς συνέπεσε να
+μου ζητήση την κόρην μου, χωρίς να την γνωρίζη, ίσα ίσα σήμερον, ύστερον
+από την χθεσινήν σας εξομολόγησιν... Οπωσδήποτε, εξηκολούθησε διακόπτων
+τον Λιάκον, όστις ητοιμάζετο να είπη τι, όπως δήποτε, δεν δύναμαι να σας
+δώσω αμέσως απόκρισιν. Δώσατέ μου τον καιρόν να σκεφθώ. Και μη λάβετε
+τον κόπον να έλθετε, θα σας μηνύσω.
+
+Τας τελευταίας λέξεις επρόφερεν ο γέρων πολύ ξηρά. Ο Λιάκος ανεχώρησεν
+αποσβολωμένος. Δεν ήτο άρνησις καθ' εαυτό, αλλά βεβαίως συγκατάθεσις δεν
+ήτο η ζητηθείσα αναβολή. Το δε χειρότερον ήτο το ύφος, ο τρόπος του Κ.
+Μητροφάνους. Τούτο ηδύνατο ίσως να αποδοθή εις την προγενεστέραν
+δυσαρέσκειάν του, ως εκ της διενέξεως περί των καφέδων, αλλ' ουχ ήττον,
+ιδού, καθώς εφοβείτο, το ίδιον αυτού συμφέρον εις την επιτυχίαν της
+διαπραγματεύσεως επροκάλει την υποψίαν του πενθερού και ταυτοχρόνως του
+έφρασσε το στόμα. Πόσα ηδύνατο να είπη προς τον Κ. Μητροφάνην, και
+εντούτοις δεν ετόλμησε να είπη τίποτε! Συνησθάνετο ότι η μεσολάβησίς του
+έβλαψεν ήδη, και ότι ηδύνατο να επιφέρη μέχρι τέλους βλάβην
+ανεπανόρθωτον. Απητείτο διπλωμάτης επιδεξιώτερος προς διεκπεραίωσιν της
+υποθέσεως. Διατί να μη ακολουθήση την πρώτην του έμπνευσιν και να μη
+προστρέξη εις την εξαδέλφην του; Διατί και τώρα έτι να μη επικαλεσθή την
+βοήθειάν της; Ο Πλατέας δεν θα δυσανασχετήση διά τούτο, εάν μάλιστα
+επέλθη ούτω η επιτυχία. Εν μέσω της παρούσης αμηχανίας ο άνθρωπος είχε
+την ανάγκην ενθαρρύνσεώς τινος και υποστηρίξεως, ενώ δ' εξ ενός εδίσταζε
+σκεπτόμενος καθ' εαυτόν να υπάγη, να μη υπάγη, εξ άλλου οι πόδες του τον
+έφερον αυτομάτως προς την οικίαν της εξαδέλφης του. Ενώπιον της θύρας
+έπαυσε πάσα πλέον αμφιβολία.
+
+Ο Λιάκος εύρε την εξαδέλφην του καταγινομένην εις το να μετασχηματίση το
+περυσινόν φόρεμα του πρωτοτόκου της, πολύ στενόν ήδη δι' εκείνον, εις
+νέον ένδυμα διά τον υστερότοκον, διά τον οποίον το κατεσκεύαζεν, εκ
+προθέσεως, ικανώς και πάλιν πλατύ. Και οι δύο έλειπον εις το σχολείον,
+αι δε μεταξύ των δύο εκείνων αποκτηθείσαι τρεις θυγατέρες εμελέτων τα
+μαθήματά των υπό τους οφθαλμούς της μητρός, λαμβάνουσαι συγχρόνως εκ του
+μητρικού παραδείγματος μάθημα πρακτικόν οικιακής οικονομίας.
+
+Η οξυδερκής μήτηρ δεν εβράδυνε να εννοήση εκ της συμπεριφοράς του Κ.
+Λιάκου, ότι δεν τον ηυχαρίστει μεγάλως η παρουσία των κορασίων και τα
+έστειλε να παίξουν, επισπεύδουσα την αμοιβήν της επιμελείας των.
+
+ — Τι έχομεν πάλιν; ηρώτησεν άμα έμειναν μόνοι. Τι τρέχει;
+
+ — Ποίος είπεν ότι τρέχει τίποτε;
+
+ — Αι δα, ωσάν να μη σε γνωρίζω! Φαίνεται απ' εδώ έως εκεί, ότι έχεις να
+μου είπης κάτι σπουδαίον.
+
+Τον εγνώριζεν αληθώς, όχι μόνον καθό παιδιόθεν μεγαλώσαντα υπό τους
+οφθαλμούς της, αλλά και διότι το γυναικείον διορατικόν της ενεβάθυνεν
+εις τους μυχούς της ερώσης καρδίας του. Ενόμιζε και ο Λιάκος ότι
+γνωρίζει κατά βάθος την εξαδέλφην του. Αλλά πώς λοιπόν δεν εσκέφθη ότι
+δεν θα απελάμβανεν ευκόλως την επικουρίαν της προς τελεσφόρησιν
+διαπραγματεύσεως, της οποίας την πρωτοβουλίαν δεν εφρόντισεν εγκαίρως να
+συμμερισθή μετ' αυτής; Ηγάπα η εξαδέλφη του ν' αναμιγνύηται εις
+υπανδρολογήματα εν γένει, ιδίως δε προκειμένου περί προσώπων προσφιλών,
+αλλ' είχε την αξίωσιν, ουδόλως αδικαιολόγητον, (δοθείσης της περί τα
+τοιαύτα ικανότητός της,) να λαμβάνη μέρος πρωταγωνιστού κατά την
+σύλληψιν και την διεξαγωγήν γαμηλίων συνδυασμών. Αλλέως, ούτε τους
+ενέκρινεν ευκόλως, ούτε εστερείτο διαθέσεως προς ανατροπήν των.
+
+Άνευ της ταραχής, εις την οποίαν έρριψε τον Λιάκον η αποτυχία του εις το
+γραφείον του Κ. Μητροφάνους, θα ελάμβανεν ίσως τα κατάλληλα μέτρα, όπως
+εξευμενίση την εξαδέλφην. Αλλά δεν εσκέφθη περί τούτου, δεν εβράδυνε δε
+να εννοήση το λάθος του.
+
+Ότε, άνευ προοιμίων, είπεν ότι εύρε τον γαμβρόν διά την αδελφήν της
+ερωμένης του, αντί του να εκφράση η ακούουσα την ευχαρίστησιν ή
+τουλάχιστον την περιέργειάν της, εξηκολούθησε το ράψιμον μετά
+προσποιητής αδιαφορίας, και μόνον έν Α! εξήλθε των χειλέων της, εν Α!
+μεταξύ ερωτήματος και επιφωνήματος. Αλλ' είτε απορίαν εξέφραζεν είτε
+ειρωνείαν, το Α! εκείνο επάγωσε τον Λιάκον.
+
+ — Όλα λοιπόν, είπε καθ' εαυτόν, όλα θα μου έρχωνται ανάποδα!
+
+ — Και ποίος είναι αυτός σου ο γαμβρός; υπέλαβεν η εξαδέλφη μετά τινας
+στιγμάς σιωπής, χωρίς να διακόψη την εργασίαν της.
+
+ — Ο Κύριος Πλατέας.
+
+Η εξαδέλφη έπαυσε διά μιας το ράψιμον και ύψωσε προς τον Λιάκον τους
+οφθαλμούς, πλήρεις φαιδράς εκπλήξεως.
+
+ — Ο Κύριος Πλατέας! ανέκραξε.
+
+Και ήρχισε να γελά, να γελά! Ποτέ ο Λιάκος δεν την είδε τόσον εύθυμον.
+
+ — Δεν το βλέπω τόσον αστείον το πράγμα, είπε μετά πολλής σοβαρότητος.
+
+ — Με συγχωρείς, απεκρίθη εκείνη, προσπαθούσα να συγκρατήση τον γέλωτα.
+Με συγχωρείς αν σε προσβάλλω εις το πρόσωπον του φίλου σου, αλλά δεν
+ημπορώ να τον φαντασθώ ως γαμβρόν και να μη γελάσω.
+
+Και ήρχισε πάλιν φαιδρυνομένη. Αλλά βλέπουσα την μεγάλην του Λιάκου
+δυσαρέσκειαν, επανέλαβε σοβαρώτερον·
+
+ — Πώς το εσοφίσθης αυτό το συνοικέσιον;
+
+ — Όχι, υπέλαβεν εκείνος, χωρίς ν' αποκριθή εις την ερώτησιν. Επιθυμώ να
+μου είπης τι του ευρίσκεις το επιλήψιμον.
+
+ — Επιλήψιμον! ανέκραξεν η εξαδέλφη μιμουμένη την φωνήν του. Ο άνθρωπος
+δεν είναι επιλήψιμος, είνε απλώς γελοίος.
+
+ — Ομολογώ ότι το εξωτερικόν του δεν είναι επιβλητικόν.
+
+ — Επιβλητικόν! Όλον μεγάλας λέξεις μου λέγεις! Τώρα θα μου απαγγείλης
+και κανένα στίχον του Ομήρου.
+
+ — Άκουσέ με, επανέλαβεν ο Λιάκος μεταβαλών ύφος. Κ' εγώ κατά πρώτον
+εθεώρησα το πράγμα καθώς συ. Αλλ' αφού εσκέφθην καλλίτερα, επείσθην ότι
+η πρώτη μου εντύπωσις δεν ήτο η ορθή. Ο Πλατέας έχει όλα τα προσόντα
+καλού συζύγου, θα είναι γελοίος, αν θέλης, ως μνηστήρ, θα είναι γελοίος
+την ημέραν του γάμου του με τα στέφανα επί κεφαλής...
+
+Η εξαδέλφη εξεκαρδίσθη, επεχύθη δ' επί τέλους ιλαρότης και εις του
+Λιάκου το πρόσωπον. Αλλ' αφού παρήλθε της ευθυμίας η έκχυσις, επανελήφθη
+σπουδαιότερον η ομιλία, και αφηγήθη καταλεπτώς ο Λιάκος όλας τας
+περιπετείας της υποθέσεως. Καθόσον δ' επροχώρει εις την διήγησιν,
+έβλεπεν ότι διεσκεδάζοντο βαθμηδόν αι προκαταλήψεις της εξαδέλφης του,
+μολονότι εξηκολούθει αντιλέγουσα, ότε ο λόγος κατέληξεν εις την
+ψυχολογικήν ανάλυσιν του υποψηφίου γαμβρού.
+
+ — Είναι υποχονδριακός, έλεγε.
+
+ — Φροντίζει περί της υγείας του, αντέλεγεν ο Λιάκος, διότι δεν έχει
+περί άλλου να φροντίση. Φροντίς του μεθαύριον θα είναι η σύζυγος του,
+καθώς ήτο η μήτηρ του ενόσω έζη, και θα λησμονήση το υποχόνδριόν του.
+
+ — Είναι σχολαστικός.
+
+ — Μικρόν το ελάττωμα διά διδάσκαλον.
+
+Βλέπων τας αντιρρήσεις περιοριζομένας εις τα ηθικά μόνον προσόντα του
+γαμβρού, ο Λιάκος εθεώρει την νίκην εξασφαλισθείσαν ως προς την
+εξαδέλφην του. Το ζήτημα ήτο εάν θα φέρη δυσκολίας η νύμφη.
+
+ — Εκείνη! ανέκραξεν η εξαδέλφη αποκρινομένη εις την περί τούτου
+ερώτησίν του. Όχι τον Πλατέαν, αλλά δεν ηξεύρω ποίον να της προτείνουν,
+θα τον δεχθή! Αφού δεν ημπορεί να μεταπείση τον πατέρα της και να μείνη
+ελευθέρα, θα υπανδρευθή τον πρώτον ο οποίος την ζητήση, διά να μη είναι
+πρόσκομμα εις την ευτυχίαν της αδελφής της. Έχει ψυχήν αγγελικήν,
+εξηκολούθησε μετ' ενθουσιασμού. Δεν γνωρίζει την αξίαν της η ιδία,
+γνωρίζει μόνον ότι δεν είναι ωραία, και εν τη μετριοφροσύνη της
+μεγαλοποιεί την ασχημίαν της. Είναι η αυταπάρνησις προσωποποιημένη. Δεν
+πρέπει όμως διά τούτο και να θυσιασθή!
+
+ — Αλλά νομίζεις ότι θα θυσιασθή υπανδρευομένη τον Πλατέαν;
+
+ — Ηξεύρω κ' εγώ;
+
+Η επιφυλακτική αύτη έκφρασις, αντί του προτέρου γέλωτος, ενεθάρρυνεν έτι
+μάλλον τον Λιάκον.
+
+ — Εάν ήτο αδελφή σου, υπέλαβεν, η κόρη σου, θα την απέτρεπες;
+
+Η ερώτησις την ήγγισε βαθύτερον ή όσον ενόμιζεν ο Λιάκος. Η μία των
+θυγατέρων της, αδικηθείσα από την φύσιν, παρείχεν από τούδε εις την
+μητρικήν καρδίαν της ανησυχίας διά την μέλλουσαν αποκατάστασίν της. Δεν
+εγέλα πλέον. Οι οφθαλμοί της υγράνθησαν, και δεν απεκρίθη.
+
+Ο Λιάκος χωρίς να θελήση να εμβαθύνη εις τα προκαλέσαντα την συγκίνησίν
+της αίτια, ηρκέσθη θεωρών ως συγκατάθεσιν την σιωπήν της.
+
+ — Λοιπόν, εξηκολούθησε, βοήθησέ με να τα καταφέρωμεν.
+
+Και διά να την εξάψη προς την πάλην παρέστησε τας μεγάλας δυσκολίας τας
+οποίας παρείχεν ο χαρακτήρ του Κ. Μητροφάνους, (ομολόγησε την ιδικήν του
+ανικανότητα, ανεκήρυξεν ότι η ανάμιξίς του ηλάττωσε τας πιθανότητας
+επιτυχίας, ότι η διαπραγμάτευσις αποβαίνει ήδη δυσχερεστέρα ή εάν εξ
+αρχής την ανελάμβανε μόνη εκείνη, και διεβεβαίωσεν ότι και πάλιν εκείνη
+μόνη ηδύνατο να επανορθώση τα πράγματα και να φέρη την υπόθεσιν εις
+αίσιον πέρας. Αι υπεκφυγαί και αι αντιρρήσεις της εξησθενούντο επί
+μάλλον και μάλλον. Επί τέλους ο Λιάκος εθριάμβευσε. Μετά τριών ωρών
+αδιάκοπον συνομιλίαν κατώρθωσεν ώστε η εξαδέλφη παράτησε την εργασίαν,
+προς ζημίαν πρόσκαιρον του υστεροτόκου υιού της, ητοιμάσθη, και εξήλθον
+οι δύο ομού της οικίας της, εκείνη μεν διά να συνδιαλεχθή μετά του Κ.
+Μητροφάνους, ο δε Λιάκος προς ανεύρεσιν του Κ. Πλατέα.
+
+Ε'.
+
+Ο πτωχός καθηγητής επερίμενε τον σωτήρα του εναγωνίως.
+
+Ότε ανήλθεν εις την οικίαν του, εύρε το πρόγευμα έτοιμον, την δε
+Φλουρούν ανησυχούσαν διά την όλως ασυνήθη βραδύτητά του. Αι δώδεκα είχον
+σημάνει προ είκοσι λεπτών!
+
+Επείνα ο Κ. Πλατέας και έφαγε με όρεξιν. Εν τούτοις ο νους του ήτο
+πλήρης σκέψεων και ανησυχιών. Ησθάνετο δε την ανάγκην να ομιλή περί
+αυτών και εστενοχωρείτο μη έχων προς τίνα να ομιλήση. Ήθελε να
+διακοινώση εις την Φλουρούν τα διατρέχοντα, αλλ' η γραία υπηρέτρια ούτε
+να λέγη ούτε ν' ακούη πολλά ηρέσκετο. Δεν ήτο αύτη πρόσωπον κατάλληλον
+προς διάλογον. Άλλως δε συνεστέλλετο ο κύριός της να είπη προς αυτήν ότι
+απεφάσισε να νυμφευθή. Το άκουσμα θα ήτο ισοδύναμον προς αγγελίαν
+εκθρονίσεως. Μετά τον θάνατον της μητρός του η Φλουρού εξήσκει εντός της
+οικίας δικαιώματα μονοκρατορίας. Προς τι να την λυπήση προτού τελεσθή το
+γεγονός;
+
+Και όμως δεν ηδύνατο να κρατηθή ο Κ. Πλατέας. Έπρεπε να ομιλήση διά να
+μη σκάση. Αλλά μη τολμών να εκφράση απ' ευθείας το αντικείμενον των
+διαλογισμών του, προσέφυγεν επί το διπλωματικώτερον εις σχέδιον
+περιφραστικόν και εσκέφθη να φέρη εντέχνως τον λόγον εκ του φαγητού εις
+τον γάμον.
+
+ — Φλουρού, είπεν, επαράβρασες το βραστόν.
+
+Η Φλουρού δεν απεκρίθη, αλλ' ύψωσε το βλέμμα εκ του παραθύρου προς τον
+ήλιον, προς υπόδειξιν ότι το λάθος δεν ήτο ιδικόν της, αλλά του κυρίου
+της, όστις ήργησε να έλθη. Η σιωπηλή αύτη απολογία δεν απεθάρρυνε τον
+καθηγητήν.
+
+ — Επί του όλου, επανέλαβε, δεν τρώγεται σήμερον το φαγητόν σου.
+
+ — Να που το έφαγες!
+
+Εις το ακαταμάχητον τούτο επιχείρημα προσέφευγε συνήθως η Φλουρού. Και
+άλλοτε μεν εγέλα ο κύριος της λέγων ότι το έφαγε διότι επείνα, όχι διότι
+ήτο νόστιμον· σήμερον όμως εθύμωσε, εθύμωσε δε όχι διά την απόκρισιν
+αυτήν καθ' εαυτήν, αλλά διότι σήμερον ίσα ίσα δεν είχε λόγον αιτιάσεως
+κατά της μαγειρικής τέχνης της Φλουρούς. Οπωσδήποτε ο θυμός έκοψε το
+νήμα διά του οποίου εσχεδίαζε να έλθη εκ του φαγητού εις τα περί του
+συνοικεσίου του, ώστε απετελείωσε το πρόγευμά του εν σιωπή.
+
+Αλλ' ότε η Φλουρού εσήκωσεν από την τράπεζαν τα πινάκια, ανεκάλυψεν
+αίφνης νέαν αφετηρίαν προς έναρξιν των εκμυστηρεύσεών του. Παρετήρησε
+διά πρώτην φοράν μίαν παλαιάν τρύπαν εις το τραπεζομάνδηλον.
+
+ — Κύτταξε, είπε, θέσας επί της τρύπας τον δάκτυλον. Του κάκου!
+Χρειάζεται νοικοκυρά εδώ. Δεν έχει άλλο! Πρέπει να 'πανδρευθώ.
+
+Η Φλουρού συνέστειλε τους ώμους ωσάν έλεγε: Παραλογίζεται ο κύριός μου.
+
+ — Εκατάλαβες τι είπα; Σκοπεύω να 'πανδρευθώ.
+
+Η Φλουρού εμειδίασε.
+
+ — Τι γελάς; Το απεφάσισα! θα 'πανδρευθώ.
+
+Η γραία τον ητενίσεν απορούσα.
+
+ — Μάλιστα! θα 'πανδρευθώ! θα πάρω γυναίκα!
+
+ — Ποια σε παίρνει, υπέλαβεν η Φλουρού.
+
+ — Ποια με παίρνει! ανέκραξεν ο καθηγητής. Ποια με παίρνει!
+
+Πλήρης αγανακτήσεως διά την προσβλητικήν παρατήρησιν, ηθέλησε να
+κατασυντρίψη διά της ευγλωττίας του την γραίαν, αλλ' η απάθεια της έδεσε
+την γλώσσαν του. Εγερθείς ανήλθεν εις το δωμάτιόν του χωρίς να είπη τι
+επί πλέον. Εκεί η οργή του κατεπραΰνθη, αλλ' εξηκολούθει επαναλαμβάνων
+καθ' εαυτόν τας σκληράς λέξεις της Φλουρούς, καθόσον δε τας
+επανελάμβανε, του εφαίνετο ότι δεν έχει όλως άδικον η υπηρέτριά του. Και
+ανελογίζετο την πρώτην διαβεβαίωσιν του Λιάκου, ότι ουδέποτε τον έλαβεν
+υπ' όψιν ως γαμβρόν, και τας υπεκφυγάς του Κ. Μητροφάνους. Και τώρα,
+ιδού, ο Λιάκος δεν επέστρεψεν εισέτι. Διατί; Εάν η πρότασις έγεινε
+δεκτή, θα ήρχετο αμέσως να φέρη την απόκρισιν. Το πράγμα δεν ήθελε
+πολλήν θεολογίαν. Ναι ή όχι. Βεβαίως η απόκρισις είναι Όχι, και
+συστέλλεται ο Λιάκος να την διακοινώση. Ανόητος αυτός να εκτεθή δωρεάν
+εις άρνησιν! Ανόητος! Τι ήθελε να έμβη εις τοιούτον χορόν; Αλλ' όχι!
+Εξετέλεσε το καθήκον του, απέδειξεν εις τον σωτήρα του την ειλικρίνειαν
+της φιλίας του και την έκτασιν της ευγνωμοσύνης του.....Διατί όμως αργεί
+τόσον ο Λιάκος; Διατί δεν επιστρέφει το ταχύτερον, ώστε να παύση η
+αβεβαιότης υπό της οποίας βασανίζεται;... Και έβλεπεν ανά πάσαν στιγμήν
+το ωρολόγιόν του, και ηπόρει διά την βραδύτητα του ωροδείκτου. Η ώρα δεν
+παρήρχετο! Εσηκώνετο, εκάθητο, έβλεπεν από το παράθυρον, αλλά δεν
+εφαίνετο ο Λιάκος. Επροσπάθει ν' αναγνώση, αλλά δεν ηδύνατο να προσηλώση
+την προσοχήν του εις το βιβλίον και το έκλειε πάλιν. Τι μαρτύριον!
+
+Εν τούτοις ήλθεν η συνήθης ώρα του περιπάτου. Ο Κ. Πλατέας εκάθητο επί
+ακανθών. Δεν ηδύνατο να μείνη πλέον εντός της οικίας περιμένων τον
+Λιάκον. Απεφάσισε να εξέλθη. Αλλά διά να μη απομακρυνθή, θα περιορισθή
+σήμερον εις τον παλαιόν του περίπατον. θα υπάγη εις τα Βαπόρια.
+
+Έκραξε λοιπόν την Φλουρούν και είπε προς αυτήν ότι δεν θ' αργήση να
+επιστρέψη, αλλ' εάν εν τω μεταξύ έλθη ο Κ. Λιάκος, να τον στείλη εις τα
+Βαπόρια. Εξήγησε δε λεπτομερώς διά τίνος οδού θα υπάγη και διά τίνος
+οδού θα επιστρέψη, ώστε αναλόγως να οδηγήση η Φλουρού τον Κ. Λιάκον, μη
+τυχόν δεν συναντηθώσι. Ταύτα πάντα περιττά, καθόσον μεταξύ της οικίας
+του και των Βαπορίων ήτο αδύνατον να μη γείνη η συνάντησις, έκτος εάν εκ
+προθέσεως εκρύπτοντο οι συναντηθησόμενοι. Ουχ ήττον, επέμενε τοσούτον
+εις την τοπογραφικήν εξήγησιν, και τοσάκις επανέλαβε τας οδηγίας του,
+ώστε βαρυνθείσα η γραία ανέκραξε μετ' ανυπομονησίας, «Καλά, καλά!» Ήτο
+δε πράγμα ασύνηθες δι' αυτήν να επαναλάβη δις την αυτήν λέξιν.
+
+Εις τα Βαπόρια δεν υπήρχε ψυχή γεννητή, ώστε ο Κ. Πλατέας ηδυνήθη να
+εξακολουθήση ατάραχος την σειράν των σκέψεών του. Αληθώς πολλήν σειράν
+δεν είχον. Τα αυτά επί τοις αυτοίς πάντοτε! Τοσούτον κατείχετο υπό των
+σκέψεων τούτων, ώστε ούτε έν ημίστιχον ομηρικόν καθ' όλην την ημέραν
+εκείνην απεστήθισεν! Εάν επέπρωτο να διαρκέση η ηθική εκείνη στενοχωρία,
+θα επέφερεν αποτελέσματα δραστικώτερα και της ασκήσεως και της
+ψυχρολουσίας, θα ελίγνευεν ούτω βεβαίως ο πολύσαρκος καθηγητής.
+
+Ο Λιάκος δεν εφαίνετο! Προς στιγμήν απεφάσισεν ο Κ. Πλατέας να υπάγη
+προς ανεύρεσίν του. Αλλά πού; Έπειτα, υπεσχέθη εκείνος ότι θα έλθη, η δε
+Φλουρού διετάχθη να προετοιμάση αναλόγως το δείπνον. Αδύνατον να μη
+έλθη!
+
+ — Αλλά πώς δεν έρχεται; — Εικοσάκις ανήλθε και κατήλθε τα Βαπόρια,
+στρέφων αενάως τα βλέμματα προς την διεύθυνσιν της οικίας του, αλλ' ούτε
+ο Λιάκος εφαίνετο ούτε η σκιά του.
+
+Επί τέλους, επί τέλους τον είδε μακρόθεν ερχόμενον!
+
+ — Αι; Ναι ή όχι; ηρώτησεν άμα επλησίασαν προς αλλήλους.
+
+ — Στάσου, αδελφέ, να πάρω την αναπνοήν μου!
+
+Εκ της εκφράσεως του φίλου του εφοβήθη ο Λιάκος ότι θα ηυχαριστείτο
+περισσότερον ακούων το Όχι, ή το Ναι.
+
+ — Μη μετενόησεν; εσκέφθη καθ' εαυτόν πλήρης νέας ανησυχίας.
+
+Θέσας φιλικώς την χείρα επί του βραχίονος του καθηγητού, τον έστρεψε
+πάλιν οπίσω, προς εξακολούθησιν του περιπάτου, και επροσπάθησε να τον
+δυσωπήση κολακεύων την φιλοτιμίαν του.
+
+ — Μη φοβείσαι και δεν είναι καμμία ανόητη η νέα. Έχει κρίσιν και νουν,
+ώστε να θεωρήση τιμήν της την αίτησίν σου και ευτυχίαν της το ν'
+αποκτήση τοιούτον σύζυγον.
+
+ — Άφησέ τα αυτά, υπέλαβε με ύφος ημερώτερον ο Κ. Πλατέας, και ειπέ μου
+πού ευρίσκεται η υπόθεσις; Τι έκαμες τόσην ώραν;
+
+Ο Λιάκος ήρχισε την διήγησιν, αλλά δεν είπε τα πάντα εις τον γαμβρόν.
+Απεσιώπησε και του Κ. Μητροφάνους την τραχύτητα και της εξαδέλφης του
+την φαιδρότητα, παρέστησε δ' επιδεξίως την ανάγκην της μεσολαβήσεώς της,
+εις τρόπον ώστε ουδεμίαν ως προς τούτο αντίρρησιν επέφερεν ο Κ. Πλατέας.
+Τώρα η υπόθεσις έμενεν εις τας χείρας της εξαδέλφης, η οποία υπεσχέθη να
+μηνύση προς τον Λιάκον, εις την οικίαν του Κ. Πλατέα, το οριστικόν
+αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων.
+
+Ταύτα απετέλουν την ουσίαν της συνομιλίας, αλλ' αι ερωτήσεις του Πλατέα
+και αι λεπτομέρειαι του Λιάκου επαναλαμβανόμεναι αποκατέστησαν μακρόν
+τον διάλογον, ο δε ήλιος έδυεν, ότε οι δύο φίλοι επέστρεψαν εις την
+οικίαν διά να τιμήσωσι το δείπνον της Φλουρούς.
+
+Μόλις είχον απογευθή ότε η θύρα εκρούσθη, η δε Φλουρού εισελθούσα
+ενεχείρισεν εις τον Λιάκον επιστολήν. Ο Κ. Πλατέας ηγέρθη και με το
+χειρόμακτρον εις χείρας, όρθιος όπισθεν του καθημένου φίλου του, έβλεπε
+τας λέξεις, τας οποίας ο Λιάκος μεγαλοφώνως ανεγίνωσκε.
+
+«Φίλτατε εξάδελφε,
+
+«Φέρε μου απόψε τον φίλον σου. Θα είναι και η λεγάμενη εις την οικίαν
+μου. Ελάτε ενωρίς.
+ Η εξαδέλφη σου.»
+
+ — Αι, δεν σου το έλεγα; ανέκραξε περιχαρής ο Λιάκος. Ετοιμάσου να
+πηγαίνωμεν! Ετοιμάσου!
+
+Αλλ' ο Κ. Πλατέας ήτο κατηφής. Τον εφόβιζεν η ιδέα του να συναντηθή με
+την νύμφην. Τι να είπη; Πώς να φερθή; Και έπειτα δεν ήτο εισέτι βέβαιος
+περί της συγκαταθέσεως. — Διατί η εξαδέλφη δεν έγραψε καθαρά Ναι ή όχι;
+Κοντός ψαλμός αλληλούια!
+
+Μετά κόπου πολλού κατώρθωσεν ο Λιάκος να τον πείση ότι η πρόσκλησις
+εσήμαινε Ναι, ότι και αυτός και προ πάντων η εξαδέλφη θα διευκολύνωσι
+κατά πάντα τα της συνεντεύξεως. Εντούτοις αναλαβών χρέη θαλαμηπόλου τον
+εστόλισε, τον εκτένισε, τον εκαλλώπισεν όσον ήτο δυνατόν, και τον έσυρε
+σχεδόν έξω της οικίας. Τι έδιδεν ο πτωχός καθηγητής διά να απαλλαγή από
+το ποτήριον τούτο!
+
+Καθ' οδόν ο Λιάκος επροσπάθει να μεταδώση εις τον Κ. Πλατέαν την
+ευθυμίαν του, αλλ' άνευ επιτυχίας. Ήτο πλήρης φαιδρών ιδεών εκείνος,
+διότι ο γάμος του φίλου του εξησφάλιζε την ιδικήν του ευτυχίαν, διότι
+απόψε εις της εξαδέλφης του, μετά τοσούτων ημερών χωρισμόν, έμελλε να
+ίδη την ερωμένην του συνοδεύουσαν βεβαίως την αδελφήν της. Αλλ' ο
+καθηγητής δεν είχε τους αυτούς λόγους ευχαριστήσεως και εβάδιζε
+σιωπηλός, μόλις προσέχων εις τας αστειότητας του φίλου του. εσκέπτετο τι
+θα είπη προς την νύμφην, και δεν το εύρισκε.
+
+ — Α! ανέκραξεν αίφνης, διακόπτων τον Λιάκον. Πώς την λέγουν;
+
+ — Ποίαν;
+
+ — Την νύμφην. Χθες επροδόθην εις τον πατέρα της ότι δεν εγνώριζα το
+όνομά της. Να μη την πάθω και απόψε.
+
+Ο Λιάκος εξεκαρδίσθη γελών διά το αστείον του πράγματος. Ευρίσκετο εις
+καλήν διάθεσιν ο φίλος και τα πάντα ήσαν αφορμή ευθυμίας δι' αυτόν. Αλλ'
+ο Κ. Πλατέας δεν εγέλα.
+
+ — Πώς την λέγουν; επανέλαβε.
+
+Ο Λιάκος ητοιμάζετο ν' αποκριθή, ότε αίφνης εν μέσω του σκότους ήκουσε
+το όνομά του προφερόμενον από άνθρωπον ερχόμενον προς αυτούς.
+
+ — Λιάκε, συ είσαι;
+
+Ήτο ο σύζυγος της εξαδέλφης φέρων μήνυμα να μη έλθη ο Κ. Λιάκος εις την
+συνέντευξιν. Η προνοητική προξενήτρια εσκέφθη ότι ήτο καλλίτερον να
+είναι μόνοι μετ' αυτής ο γαμβρός και η νύμφη. Άλλως δε η νεωτέρα αδελφή
+δεν θα παρευρίσκεται εις την συνέντευξιν, ώστε όλως περιττή η παρουσία
+του Λιάκου. Η διαταγή ήτο να συνοδεύση ούτος τον σύζυγόν της εις την
+λέσχην.
+
+Εκόπησαν τα ήπατα του Πλατέα! Να υπάγη μόνος! Και πώς θα παρουσιασθή
+ενώπιον των δύο Κυριών; Όχι. Τούτο δεν γίνεται! Αλλ' εξ ενός μέρους ο
+Λιάκος, εξ άλλου ο σύζυγος της εξαδέλφης, συνενούντες τας προτροπάς και
+τας ενθαρρύνσεις των, συνώδευσαν τον δυστυχή γαμβρόν, μέχρις ου έφθασαν
+ενώπιον της οικίας, εκεί δε ανοιχθείσης της θύρας τον ώθησαν εντός
+αυτής, τραυλίζοντα εισέτι διαμαρτυρήσεις, και επορεύθησαν εκείνοι προς
+την λέσχην.
+
+Ο Λιάκος υπέμεινε στωικώς την αποπομπήν του, αφού η ερωμένη του δεν
+συμμετείχε της συνεντεύξεως, αλλ' ουχ ήττον η εσπέρα του εφάνη
+ατελείωτος εις την λέσχην. Περί την δεκάτην ώραν ο υπηρέτης τον
+ειδοποίησεν ότι ο κύριος καθηγητής τον περιμένει κάτω. Κατέβη δρομαίος
+την κλίμακα και εύρε τον φίλον του περιμένοντα έξω, εις την οδόν. Υπό το
+φως του φανού είδεν αμέσως ότι τα πράγματα έβαινον κατ' ευχήν. Εφαίνετο
+άλλος άνθρωπος ο Κ. Πλατέας.
+
+ — Τα ετελείωσες; ηρώτησε μετ' ανυπομονησίας.
+
+ — Δεν είναι διόλου άσχημη, απήντησεν ο καθηγητής, μετ' εμφάσεως μη
+προκαλουμένης εκ της ερωτήσεως του φίλου του. Όταν ομιλή, η φωνή της
+είναι μουσική, η έκφρασίς της γλυκυτάτη! Το δε χεράκι της... Ω, το
+χεράκι της είναι εντέλεια!
+
+ — Το εφίλησες; ηρώτησεν ο Λιάκος.
+
+ — Και βέβαια, το εφίλησα!
+
+ — Και τι σου είπε, τι της είπες;
+
+ — Πού να σου τα λέγω τώρα όλα! Τι δεν της είπα και τι δεν μου είπε!
+
+Και ταπεινώσας την φωνήν.
+
+ — Ηξεύρεις τι μου είπεν; επρόσθεσεν. Ότι είναι ευγνώμων και ευτυχής,
+διότι την ζητώ εις γάμον από αίσθημα φιλίας προς σε, διότι ο καλός φίλος
+θα είναι και καλός σύζυγος. Την παρεκάλεσα να μη το λέγη τούτο, διότι
+τότε κ' εγώ θα λέγω ότι με παίρνει μόνον από αίσθημα αγάπης προς την
+αδελφήν της. — Και διατί όχι; μου απεκρίθη. Πού καλλίτερα ημπορούμεν να
+βασίσωμεν την ευτυχίαν της ζωής μας;
+
+Ο Λιάκος ησθάνθη την συγκίνησιν αναβαίνουσαν εις τον λάρυγγα και τους
+οφθαλμούς του.
+
+ — Πού να σου τα μακρολογώ τώρα, εξηκολούθησεν ο Κ. Πλατέας. Το βέβαιον
+είναι ότι αποκτώ θησαυρόν!
+
+ — Δεν σου το έλεγα;
+
+ — Ναι, αλλά δεν μου είπες το όνομά της, και δεν ετόλμησα να ερωτήσω την
+ιδίαν, πώς την λέγουν.
+
+Ο Λιάκος επλησίασε τα χείλη προς το αυτίον του καθηγητού και εψιθύρισε
+μυστηριωδώς το ζητούμενον όνομα.
+
+ — Ιδού οπού το έμαθες.
+
+ — Επί τέλους! ανέκραξεν ο Κ. Πλατέας.
+
+Και οι δύο φίλοι απεχωρίσθησαν. Ο καθηγητής αναβαίνων τον ανήφορον
+επανελάμβανε καθ' εαυτόν το νεωστί γνωσθέν όνομα, επανελάμβανε δε και ο
+Λιάκος περιπαθώς το προ πολλού λατρευόμενον όνομα της ερωμένης του.
+
+Μετά τινας εβδομάδας, την πρώτην μετά το Πάσχα Κυριακήν, ήτο εορτή και
+πανήγυρις εις την οικίαν του Κ. Μητροφάνους. Ετελούντο συγχρόνως των δύο
+θυγατέρων του οι γάμοι.
+
+Εκ των δύο γαμβρών ο φαιδρότερος κατά την ημέραν εκείνην δεν ήτο ο
+Λιάκος. Η πραγματοποίησις των πόθων του, η απόλαυσις της ευτυχίας,
+επλήρουν γλυκείας ταραχής την ψυχήν του και εδέσμευον την γλώσσαν του.
+Του Κ. Πλατέα η χαρά, απ' εναντίας, εξεχείλιζεν. Η δ' ευθυμία του ήτο,
+ως φαίνεται, μεταδοτική. Οι προσκεκλημένοι όλοι εγέλων μετ' αυτού. Και
+αυτός έτι ο Σεβασμιότατος Σύρου και Τήνου, ο ευλογήσας τον διπλούν
+γάμον, συμμετέχων της γενικής φαιδρότητος, ηθέλησε ν' αστεϊσθή και
+επηυχήθη ομηρικώς εις τον γαμβρόν,
+
+ Σοι δε Θεοί τόσα δοίεν, όσα φρεσί σήσι μενοινάς.
+
+Εις ταύτα ο Κ. Πλατέας απήντησε μεγαλοπρεπώς,
+
+ Είς οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης!
+
+Αλλά το μη εύστοχον της ρήσεως επροκάλεσεν εκ μέρους του Κυρίου
+Γυμνασιάρχου την παρατήρησιν, μυστικώς ψιθυρισθείσαν προς τον σύζυγον
+της εξαδέλφης του Λιάκου, ότι ο Σεβασμιώτατος είναι απειράκις βαθύτερος
+Ομηριστής του κυρίου Καθηγητού των Ελληνικών.
+
+Μετά τον γάμον ο Λιάκος, λαβών τρίμηνον άδειαν απουσίας, μετέβη εις την
+πατρίδα του διά να παρουσιάση την νύμφην εις τους γονείς του. Μετά πόσης
+ανυπομονησίας ανέμενον την επιστροφήν του νεαρού ζεύγους ο Κ. Μητροφάνης
+και ο Κ. και η Κυρία Πλατέα! Ότε δε επί τέλους επανήλθον, μετά πόσης
+χαράς ενηγκαλίσθησαν αλλήλας αι δύο αδελφαί, και πώς έτρεμεν εκ της
+συγκινήσεως ο γέρων πατήρ των!
+
+Άμα οι δύο σύγγαμβροι έμειναν μόνοι, είδον ο είς τον άλλον κατά πρόσωπον
+με βλέμματα εκφράζοντα αμιγή ευχαρίστησιν.
+
+ — Σε ηπάτησα λοιπόν, ότε σου την εγκωμίαζα; ηρώτησεν ο Λιάκος.
+
+ — Θησαυρός, αδελφέ, ανεφώνησεν ο Πλατέας. Θησαυρός! Μετά έξ μήνας,
+εξηκολούθησε, θα σου ζητήσω νέαν εκδούλευσιν. Σε θέλω ανάδοχον του
+ανεψιού σου.
+
+ — Και σεις; υπέλαβεν ο Λιάκος.
+
+ — Α! Και σεις λοιπόν!
+
+Και οι δύο φίλοι ενηγκαλίσθησαν αλλήλους πλήρεις χαράς.
+
+
+
+
+Ο ΠΑΠΠΑ ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ
+
+
+
+Α'.
+
+ — Παππαδιά μου, είπεν ο παππά Νάρκισσος, αφού απέφαγε και έκαμε τον
+σταυρόν του, παππαδιά μου, μου καταιβαίνει ο ύπνος γλυκά γλυκά. Με την
+άδειάν σου θα τον πάρω.
+
+ — Να τον πάρης και να τον καλοπάρης, παππά μου. Σου αξίζει να ησυχάσης
+ύστερα από τόσην κούρασιν σήμερον. Και ούτε θα έλθη κανείς να σε ταράξη
+με αυτό το ηλιοπύρι.
+
+Και ήρχισεν η παππαδιά να μεταφέρη από την τράπεζαν εις τον νεροχύτην τα
+ολίγα πινάκια και τα δύο μαχαιροπήρουνα, διά να τα καθαρίση προτού τα
+τοποθετήση εις την εξέχουσαν επί του τοίχου σανίδα, μεταξύ του νεροχύτου
+και της εστίας. Διότι το δωμάτιον εκείνο ήτο συγχρόνως και μαγειρείον
+και εστιατόριον και αίθουσα. Η τράπεζα επί της οποίας έφαγον το λιτόν
+γεύμα των, τέσσαρες ξύλιναι καθέκλαι και είς ψάθινος καναπές ήσαν τα
+μόνα έπιπλά του. Ο καναπές ήτο άντικρυ της εστίας. Άνωθεν αυτού εκρέματο
+επί του τοίχου, εντός μαύρου ξυλίνου πλαισίου (χωρίς όμως ύαλον),
+λιθογραφία, κιτρίνη εκ της πολυκαιρίας, παριστώσα την άφιξιν του
+βασιλέως Όθωνος εις Ναύπλιον. Απέναντι της εισόδου, εις μεν την προς τα
+δεξιά γωνίαν του τοίχου ήτο η θύρα του κοιτώνος, εις δε την προς
+ταριστερά η θύρα του κήπου. Μεταξύ των δύο θυρών έκειτο κιβώτιον ογκώδες
+πρασίνου χρώματος, επ' αυτού δε τάπης μικρός διπλωμένος εις τέσσαρα. Τον
+τοίχον, άνωθεν του κιβωτίου, εστόλιζεν ετέρα λιθογραφία, άνευ πλαισίου
+αύτη, προσηλωμένη επί του τοίχου διά τεσσάρων μικρών καρφίων, και
+παριστώσα, όχι πολύ εντέχνως, την άποψιν του εν Τήνω ναού της
+Ευαγγελιστρίας· ενθύμημα τούτο, προδήλως, ευλαβούς του οικοδεσπότου
+αποδημίας εις το προσκυνητήριον εκείνο.
+
+Κατάντικρυ του κιβωτίου ήτο η θύρα της οικίας, εκατέρωθεν δε αυτής δύο
+παράθυρα, των οποίων τα φύλλα ήσαν κλειστά. Η θύρα εχωρίζετο οριζοντίως
+εις δύο φύλλα, εκ των οποίων το μεν κάτω ήτο κλειστόν, το δε άνω
+ανοικτόν προς τον στενόν έξω δρομίσκον, και εισήρχετο δι' αυτού εντός
+του δωματίου το άφθονον φως του μεσημβρινού ηλίου.
+
+Εν τούτοις ο παππά Νάρκισσος εγερθείς εισήλθεν εις τον κοιτώνα, έφερεν
+εκείθεν το προσκέφαλόν του, το έθεσεν επί του καναπέ, έκλεισε και το άνω
+φύλλον της θύρας διά να γείνη το δωμάτιον σκοτεινόν και δροσερόν, και
+εξηπλώθη εις τον καναπέν. Αλλά μετ' ολίγα λεπτά ηγέρθη πάλιν, επήρε τον
+επί του κιβωτίου τάπητα, τον εξεδίπλωσε, τον ήπλωσε μετά προσοχής επί
+του καναπέ και εστρώθη μετά μεγαλειτέρας ή πρότερον ευχαριστήσεως, ενώ η
+παππαδιά εξηκολούθει εν σιωπή την παρά τον νεροχύτην εργασίαν της.
+
+Εδικαιούτο πράγματι ο παππά Νάρκισσος να θέλη ανάπαυσιν την μεσημβρίαν
+της Κυριακής εκείνης. Ήτο επί ποδός από τα εξημερώματα. Εν ελλείψει
+άλλου ιερέως, ή διακόνου, ή και αναγνώστου, αυτός ανέγνωσε κατά το
+σύνηθες τον όρθρον και ετέλεσε την λειτουργίαν εις την μόνην εκκλησίαν
+του μικρού χωρίου του.
+
+Μετά δε την απόλυσιν της εκκλησίας μετέβη πεζός εις απομεμακρυσμένον
+μέρος της νήσου, μετά του ειρηνοδίκου και μαρτύρων, προς εξακρίβωσιν των
+ορίων ενός εκεί αγρού του, του οποίου ο γείτων αντεποιείτο μίαν λωρίδα.
+Και επέστρεψε μεν ικανοποιηθείς, διότι ανεγνωρίσθη το δίκαιόν του
+επισήμως, αλλ' όμως ο δρόμος ήτο μακρός, ο δε καύσων υπερβολικός. Είχε
+παρέλθει η συνήθης του γεύματος ώρα ότε επανήλθεν εις την οικίαν του,
+όπου η παππαδιά επερίμενεν ανησυχούσα μη χαλάση το φαγητόν. Αλλ' ο
+πεινασμένος παππάς το εύρεν εξαίρετον και το ετίμησε κατά κόρον, προς
+άκραν της συζύγου του ευχαρίστησιν. Συνετέλεσε δε και τούτο ίσως προς
+αύξησιν του βάρους των βλεφάρων του.
+
+Ο μεσημβρινός καύσων, ευαρέστως μετριαζόμενος από το σκότος του
+δωματίου, η άκρα σιωπή, διακοπτομένη από μόνην έξω των τεττίγων την
+μονότονον μουσικήν, εντός δε της οικίας από τας ελαφράς κινήσεις της
+παππαδιάς τοποθετούσης τα πινάκια εις την θέσιν των, — ο κάματος του
+χορτασθέντος παππά, — ο απαλός επί του καναπέ τάπης, τα πάντα
+προσεκάλουν τον ύπνον.
+
+ — Με ημίκλειστα τα βλέφαρα ο ιερεύς παρηκολούθει την εργασίαν της
+συζύγου του, η δε ξανθή του γενειάς μόλις υπέκρυπτε μειδίαμα αφάτου
+αγαλλιάσεως. Εσκέπτετο ότι εντός ολίγων μηνών θα προστεθή κοιτίς βρέφους
+εις τον κοιτώνα των. Χθες μόνον έμαθε το χαρμόσυνον μυστικόν. Η παππαδιά
+το εξεμυστηρεύθη την νύκτα, εις τα σκοτεινά, συστελλομένη να το είπη εις
+το φως της ημέρας.
+
+Και ενώ εστήριζε τρυφερώς τα νυσταλέα βλέμματα εις την νεαράν του
+γυναίκα, διέβαινον ταυτοχρόνως ενώπιον της φαντασίας του σκηναί διάφοροι
+του παρελθόντος βίου, προσλαμβάνουσαι βαθμηδόν μορφήν ονείρου και
+συναρμολογούμεναι εν τη ταχεία αυτών και νεφελώδει διελίξει με την
+ευφρόσυνον συναίσθησιν της παρούσης ευτυχίας.
+
+Β'.
+
+Προ τριών μόνον μηνών απήλαυσεν ο παππά Νάρκισσος την διπλήν τιμήν του
+να γείνη ιερεύς και σύζυγος. Παιδιόθεν εφόρει το ράσον, ταχθείς εις την
+Εκκλησίαν προτού εισέτι γεννηθή. Εξ αμνημονεύτων χρόνων οι πρωτότοκοι
+της μητρικής οικογενείας του εγίνοντο ιερείς, προς εξυπηρέτησιν της
+ιδιοκτήτου μικράς εκκλησίας της Υπαπαντής, ήτις ήτο το στόλισμα, το
+καύχημα και το προσκυνητήριον της νήσου. Αλλ' ο προκάτοχος του
+Ναρκίσσου, και θείος του, ήτο κατ' εξαίρεσιν άτεκνος. Διά τούτο, ότε
+ενύμφευσε την νεωτέραν αυτού και μόνην αδελφήν, ετέθη όρος ρητός εις το
+προικοσύμφωνον, ότι ο πρώτος υιός της θα γείνη ιερεύς και κληρονόμος
+του.
+
+Η χαρά της οικογενείας, ότε εγεννήθη άρρεν, υπερέβη την συνήθως
+εκδηλουμένην εις τοιαύτας περιστάσεις, προς αδικαιολόγητον υποτίμησιν
+της αξίας των θηλέων. Ο μικρός Νάρκισσος εθηλάσθη μετά σεβασμού, καθό
+μέλλων ιερεύς, παιγνίδια του ήσαν κομβολόγια και σταυροί, ότε δε ήρχισε
+να ομιλή, πρώτας λέξεις, μετά τα παγκόσμια _παπά_ και _μαμά_, εδιδάχθη
+να ψελλίζη το _Κύριε Ελέησον_. Μόλις ηδύνατο να περιπατή στερεώς, ότε
+έλαβε το προνόμιον του να κρατή την λαμπάδα ενώπιον του θείου του
+ιερουργούντος. Ούτος εδίδαξεν εις τον μικρόν ανεψιόν του το αλφάβητον
+διά των ερυθρών ψηφίων του Ωρολογίου, βραδύτερον δε την ανάγνωσιν διά
+της Οκτωήχου. Αλλ' όμως ταύτα πάντα δεν περιέστελλον τας προς το παίζειν
+ορμάς του μικρού ιερωμένου, ουδέ τον απήλλασσον χειροτονίας άλλου
+είδους, ότε ήρχετο με το ράσον κατεσχισμένον από τας αναρριχήσεις εις
+βράχους, ή από διαπληκτισμούς υπέρ το δέον ζωηρούς μετά των συνηλικιωτών
+του.
+
+Άμα εισελθών εις το δωδέκατον έτος της ηλικίας του ο μικρός ρασοφόρος
+εξενιτεύθη, διά να μη εξαμβλύνη η πολλή σχέσις το σέβας του ποιμνίου
+προς τον επίδοξον ποιμένα του. Εις Άνδρον ιδιώτευε γέρων θείος της
+μητρός του, όστις, χρηματίσας επίσκοπος Σαλμαθούντος, παρητήθη του ιερού
+αξιώματος, αφού απεθησαύρισε τα αρκούντα όπως ζήση εν ανέσει το λοιπόν
+του βίου. Προς τούτον απεστάλη ο Νάρκισσος. Ο Δεσπότης τον προσεδέχθη
+ευχαρίστως, παραχωρήσας εις αυτόν την θέσιν και τον τίτλον αναγνώστου.
+Προς δικαίωσιν δε του πρώτου τούτου βαθμού της ιερωσύνης, ο Νάρκισσος
+εξηκολούθησε τα μαθήματά του όχι μόνον εις το σχολείον της Άνδρου, αλλά
+και υπό τον πρωτοσύγκελλον του πρώην Σαλμαθούντος, όστις ιδίως τον
+προήλειφεν εις τα εκκλησιαστικά.
+
+Εντός τοιαύτης προσφυούς ατμοσφαίρας προητοιμάζετο ο νέος διά το στάδιόν
+του. Μετά παρέλευσιν ετών τινων ο αναγνώστης επρόκειτο να προχειρισθή
+εις διάκονον, ότε ήλθεν εις Άνδρον η είδησις ότι απεβίωσεν ο θείος του,
+οι δε συμπολίται του τον προσεκάλουν προς παραλαβήν της ιεράς διαδοχής.
+Ήτο νέος εισέτι διά τα καθήκοντα ιερέως, αλλά δεν έπρεπε να περιπέση εις
+ξένας χείρας το οικογενειακόν προνόμιον. Ο πρώην Σαλμαθούντος, καίτοι
+φέρων βαρέως την στέρησιν του αναγνώστου και μέλλοντος διακόνου του, τον
+έστειλε με την ευχήν του εις την πατρίδα προς εύρεσιν νύμφης προ τού τον
+χειροτονήση.
+
+Τούτο ουδαμώς δυσηρέστει ούτε εδυσκόλευε τον Νάρκισσον, καθόσον η εκλογή
+ήτο εκ των προτέρων ωρισμένη. Εκ βρεφικής σχεδόν ηλικίας εθεώρει την
+Αρετούλαν ως μέλλουσαν γυναίκα του. Οι γονείς των δύο παιδίων επεκύρωσαν
+παιδιόθεν το συνοικέσιον, κατά το ήμισυ παίζοντες και κατά το ήμισυ
+σπουδάζοντες, αλλ' ο μικρός Νάρκισσος παρεδέχθη εξ αρχής το σπουδαίον
+μόνον μέρος της υποθέσεως, ότε δε ανεχώρησεν εις Άνδρον, αντήλλαξε μετά
+της μικράς συμπαικτρίας του υπόσχεσιν αμοιβαίας πίστεως.
+
+Μετά οκτώ ετών απουσίαν εύρε την Αρετούλαν μεταβληθείσαν εις νέαν κομψήν
+και ωραίαν, αλλά και η ξανθή κεφαλή του Ναρκίσσου δεν ηλαττούτο
+ωραιότητος υπό τον μαύρον σκούφον του αναγνώστου. Ο συνοδεύσας τον
+γαμβρόν Δεσπότης ηυλόγησε τον γάμον, εχειροτόνησε τον νεανίαν διάκονον
+και πρεσβύτερον, και επέστρεψε πάλιν εις Άνδρον.
+
+Γ'·
+
+Προ τριών ήδη μηνών ο Νάρκισσος ήτο ιερεύς, τα πάντα δ' έβαινον κατ'
+ευχήν. Οι χωρικοί εφέροντο προς τον εφημέριόν των με σέβας ανώτερον του
+οφειλομένου εις την ηλικίαν του, η σύζυγος του προητοίμαζε τον διάδοχον,
+οι αγροί του προεμήνυον ευκαρπίαν, αι πρόσοδοι της εκκλησίας δεν
+ηλαττώθησαν. Τι άλλο ηδύνατο να επιθυμήση; Και όμως η ευτυχία του δεν
+ήτο εντελής. Την επεσκίαζε μία μεγάλη και διαρκής ανησυχία. Ο ιερεύς
+παραμυθεί τους ψυχορραγούντας και κηδεύει τους νεκρούς. Τους νεκρούς!
+Ιδού η σκέψις η οποία τον εβασάνιζε, το νέφος του οποίου η σκιά εμαύριζε
+τον φαιδρόν άλλως ορίζοντα του βίου του.
+
+Ο τρόμος του θανάτου τον κατείχεν αφότου τον έφερον, μικρόν έτι, ν'
+ασπασθή τα κλειστά ψυχρά βλέφαρα του νεκρού πατρός του. Αληθώς παρευρέθη
+εις πολλάς κηδείας έκτοτε. Ζων πλησίον ιερέων πάντοτε, ανατραφείς ούτως
+ειπείν εντός της εκκλησίας, πώς ηδύνατο να μη παρακολουθή και να μη
+λαμβάνη και ούτος το μέρος του εις τας νεκρωσίμους τελετάς; Αλλ' όμως
+εύρισκε πάντοτε τον τρόπον να υπεκφεύγη την θέαν του θανάτου. Προσηλών
+τα όμματα εις την λαμπάδα ή εις το ψαλτήριον το οποίον εκράτει,
+κρυπτόμενος το κατά δύναμιν όπισθεν των υψηλοτέρων ομηλίκων του, ποτέ
+δεν ανύψωσε το βλέμμα προς το άπνουν του νεκροκραββάτου φορτίον, ποτέ
+δεν υπήκουσεν εις την σπαραξικάρδιον προς τους επιζώντας πρόσκλησιν του
+να δώσουν τον τελευταίον ασπασμόν εις την σάρκα, εξ ης απεχωρίσθη η
+ψυχή.
+
+Αλλ' όμως πώς ηδύνατο, γενόμενος ιερεύς, να αποφύγη εφεξής της
+αποσυνθέσεως την επαφήν; Ησθάνετο ότι δεν ήτο δυνατόν να εξοικειωθή προς
+το απαίσιον θέαμα. Εξωμολόγησεν εις τον Δεσπότην τους φόβους του,
+εξεμυστηρεύθη τους ενδοιασμούς του, απεκάλυψε την αδυναμίαν του, αλλ' ο
+γέρων τον ενουθέτησε, τον επέπληξε, τον ενεθάρρυνε, τον εβεβαίωσεν ότι
+θα συνηθίση και αυτός καθώς τόσοι άλλοι εις την φρίκην του θανάτου,
+ανύψωσε το φρόνημά του υποδεικνύων το μεγαλείον της αποστολής του ιερέως
+παρά την κοίτην του αποθνήσκοντος και τον λάκκον του τεθνεώτος. Ο
+Νάρκισσος επείσθη. Επείσθη, αλλ' ο φόβος δεν εξέλιπεν. Επί τρεις ήδη
+μήνας, οψέποτε ήρχετό τις προς επίσκεψίν του, έτρεμε μη έρχεται φέρων
+αγγελίαν θανάτου. Μέχρι τούδε διέφυγε την τρομεράν δοκιμασίαν, αλλ'
+εσκέπτετο ότι δεν ήτο δυνατόν να παραταθή επί πολύ η μη εμφάνισις του
+θανάτου εις την νήσον του. Και τώρα, ενώ κατέβαινε γλυκύς ο ύπνος εις τα
+βλέφαρά του, μεταξύ των ευαρέστων εικόνων όσαι επλανώντο ως σκιαί
+ονείρων ενώπιόν του, ανεμιγνύοντο και σκηναί οδυνηραί επιθανάτου
+εξομολογήσεως.
+
+Αλλά βαθμηδόν αι εικόνες αύται εθολώθησαν πάσαι και απεσβέσθησαν, τα
+ημίκλειστα βλέφαρά του εκλείσθησαν εντελώς, η χειρ έπεσε βαρεία επί του
+τάπητος, η παρειά εβυθίσθη εις το προσκέφαλον, και εντός του σκιερού και
+ησύχου δωματίου αντήχησεν ισχυρά και ισόχρονος η υγιής αναπνοή του
+αποκοιμηθέντος ιερέως.
+
+Η παππαδιά εντούτοις απετελείωσε την εργασίαν της και, βαίνουσα
+ακροποδητί διά να μη ταράξη τον άνδρα της, μετέβη εις τον κοιτώνα και
+μετ' ολίγον επανήλθε φέρουσα μικρόν δέμα. Εκάθισεν εις το παρά την
+σβεστήν εστίαν σκαμνίον, ήνοιξε το δέμα και ήπλωσεν επί των γονάτων της
+το έν μετά το άλλο τα περιεχόμενα.
+
+Ήσαν βρεφικά ενδύματα, δανεισθέντα ως δείγμα διά τα εργόχειρα, εις τα
+οποία εσκόπευε ν' αφοσιωθή εφεξής. Και τα έβλεπεν η παππαδιά μετά πόθου,
+και τα παρετήρει μετά βραδύτητος εις την οποίαν υπεκρύπτετο άλλο αίσθημα
+ή η περί την επεξεργασίαν των προσοχή. Και διακόπτουσα την εξέτασιν των
+ενδυμάτων, έστρεφεν εν τω μεταξύ το βλέμμα και έβλεπε ρεμβάζουσα τον
+ησύχως κοιμώμενον σύζυγόν της.
+
+Δ'.
+
+Ήχος βημάτων βαρέων προχωρούντων προς την οικίαν διέκοψεν αίφνης την έξω
+ησυχίαν. Τα βήματα διεκόπησαν προ της θύρας, και το άνω φύλλον αυτής,
+υπείκον εις πίεσιν χειρός ωθούσης έξωθεν, έτριξεν ελαφρώς και ηνοίχθη
+κατά το ήμισυ. Το φως εισήλθεν άφθονον εντός του δωματίου, η αναπνοή του
+ιερέως μετέβαλε ρυθμόν, αλλ' όμως δεν έπαυσεν αντηχούσα, η δε παππαδιά
+στρέψασα την κεφαλήν προς το ανοιχθέν θυρόφυλλον, έθεσε τον δάκτυλον εις
+τα χείλη διά να επιβάλη σιωπήν εις τον ανοίξαντα.
+
+Εντός του φωτερού τετραγώνου, του σχηματισθέντος διά του ανοίγματος του
+άνω μέρους της θύρας, προέκυπτε το στήθος και η κεφαλή γέροντος χωρικού.
+Το παλαιόν φέσι του περιέδεε μανδήλιον βαμβακερόν, του οποίου αι λευκαί
+άκραι εκρέμαντο όπισθεν προς προφύλαξιν του ρυτιδωμένου αυχένος του. Υπό
+το φέσι έλαμπον οι ζωηροί οφθαλμοί του σκιαζόμενοι από δασείας πολιάς
+οφρύς. Ο ιδρώς έσταζεν από τους κροτάφους του. Διά της δεξιάς χειρός
+εκράτει ράβδον στηριζομένην επί του ώμου του, από δε την άκραν της
+ράβδου εκρέματο επί των νώτων του καλάθιον σκεπασμένον με φύλλα λαχάνων.
+
+Η παππαδιά εγερθείσα επλησίασεν αψοφητί προς την θύραν.
+
+ — Καλή 'μέρα, Γεροθανάση, εψιθύρισεν. Ο παππάς κοιμάται.
+
+ — Το βλέπω, παππαδιά μου, απεκρίθη ο γέρων, προσπαθών ανεπιτυχώς να
+καταβιβάση εις ψιθυρισμόν και ούτος τον ήχον της βραγχώδους φωνής του.
+Το βλέπω, αλλά είναι ανάγκη να 'ξυπνήση.
+
+ — Τι τρέχει; Τι τον θέλεις;
+
+ — Δεν τον θέλω εγώ, δόξα σοι ο Θεός! Ο λεπρός τον θέλει.
+
+ — Κύριε ελέησον! Ο λεπρός! επανέλαβεν η παππαδιά.
+
+Και ανελογίσθη διά μιας τους φόβους του συζύγου της, — την φρίκην του ν'
+αρχίση από τον λεπρόν την εξάσκησιν των δυσχερών καθηκόντων του, — και
+την απόστασιν έως εις το άλλο άκρον της νήσου, όπου ο δυστυχής εκείνος
+διήρχετο τον έρημον βίον, — και τον πολύν καύσωνα της θερινής εκείνης
+ημέρας.
+
+ — Ετελείωσαν, μου φαίνεται, τα ψωμιά του, υπέλαβεν ο χωρικός.
+
+ — Κύριε ελέησον, επανέλαβεν η παππαδιά, μη ευρίσκουσα άλλας λέξεις προς
+έκφρασιν της αδημονίας της, και στρέφουσα τα ανήσυχα βλέμματα προς τον
+καναπέν.
+
+Ο ιερεύς ήκουσε τα πάντα, αλλά τα ήκουσεν ως εις όνειρον. Το άνοιγμα της
+θύρας διέκοψε τον ύπνον του, αλλ' αι αισθήσεις του έμενον εισέτι εις
+νάρκωσιν, αι δε ιδέαι συνωθούντο συγκεχυμέναι και άνευ σειράς εντός της
+κεφαλής του. Είδε διά των κλειστών βλεφάρων το χυθέν εντός του δωματίου
+φως, ήκουσε την γυναίκα του προσαγορεύουσαν τον Γεροθανάσην, ήκουσεν ότι
+ο λεπρός τον θέλει... Αλλ' η τελευταία του γέροντος φράσις και το
+δεύτερον της συζύγου του «Κύριε ελέησον» τον αφύπνισαν εντελώς.
+
+Ανέκυψε την κεφαλήν, κατεβίβασε τους πόδας, και καθήμενος επί του
+καναπέ, με τας δύο χείρας στηριζομένας επί του τάπητος, με τα βλέμματα
+προσηλωμένα προς την θύραν και τα χείλη ημιανοικτά, έμενεν ακίνητος και
+σιωπηλός. Εσκέπτετο άραγε; Όχι, δεν εσκέπτετο, αλλ' εφαντάζετο ότι
+βλέπει ενώπιόν του την ελεεινήν καλύβην επί των βράχων, υπεράνω της
+θαλάσσης, όπου προ ετών πολλών, ωθούμενος υπό παιδικής περιεργείας,
+επλησίασε διά να ίδη τι έστι λεπρός. Εφαντάζετο ότι βλέπει τον δυστυχή
+της καλύβης κάτοικον, καθώς τον είδε τότε καθήμενον κατά γης εις την
+σκιάν μιας κέδρου, καθαρίζοντα χόρτα άγρια εντός της πηλίνης χύτρας του
+και στρέφοντα μετ' απορίας την κεφαλήν προς τον μικρόν ρασοφόρον.
+Ανεπόλει πως, ότε είδε την αποτρόπαιον εκείνην μορφήν, ρίγος φρίκης τον
+κατέλαβε και έφυγε δρομαίος προς τους συντρόφους του, οίτινες
+ατολμότεροι τον επερίμενον μακράν της καλύβης...
+
+ — Να με συμπαθήσης, παππά μου, είπεν ο Γεροθανάσης. Σ' εξύπνησα. Αλλά
+ψυχομαχεί ο λεπρός και σε θέλει, και είναι πολύς ο δρόμος έως εκεί. Ίσως
+δεν τον προφθάσης.
+
+Ο παππά Νάρκισσος ηγέρθη.
+
+ — Παππαδιά, είπεν, η δε φωνή του έτρεμεν ολίγον. Το καλυμμαύχι και το
+ράσον μου.
+
+Υπήκουσεν εκείνη σιωπώσα και έφερεν εκ του κοιτώνος τα ζητηθέντα.
+
+ — Δεν θα κάμης πεζός τόσον δρόμον, παππά μου, υπέλαβε θωπευτικώς.
+
+ — Όχι, όχι, είπεν ο Γεροθανάσης. Πηγαίνω να εύρω κτήμα, κ' έρχομαι
+αμέσως να τον πάρω.
+
+ — Θα έλθης μαζή μου; ηρώτησεν ο ιερεύς.
+
+ — Και βέβαια!
+
+Ο γέρων ανεχώρησεν εσπευσμένως προς εύρεσιν κτήματος, ως ονομάζουν
+ευφήμως τα κτήνη των οι νησιώται.
+
+ — Ιδέ, έλεγεν ο ιερεύς προς την σύζυγόν του, ενώ ένιπτε τας χείρας και
+το πρόσωπον εις τον νεροχύτην. Ιδέ, ο Γεροθανάσης είδε τον λεπρόν και
+τον εβοήθησεν, έρχεται πεζός απ' εκεί, και είναι πρόθυμος να κάμη πάλιν
+τον δρόμον μαζή μου. Διατί; Χάριν φιλανθρωπίας. Κ' εγώ συλλογίζομαι την
+φρίκην του να παρασταθώ εις το ψυχομαχητόν ενός χριστιανού; Θα διστάσω
+ενώ πρόκειται περί εκτελέσεως του καθήκοντός μου;
+
+Η παππαδιά τον ήκουε προσπαθούντα διά των λόγων τούτων να ανυψώση το
+θάρρος του, αλλά δεν ετόλμα να προσθέση τι και αύτη προς ενίσχυσίν του.
+Επρόσφερεν εν σιωπή το προσόψιον εις τον άνδρα της, εκείνος δε
+εσπογγίσθη, εφόρεσε το ράσον, έθεσεν επί κεφαλής το καλυμμαύχιον,
+εφίλησε την σύζυγόν του εις το μέτωπον και εξήλθε κρατών εις χείρας τα
+κλειδία της Εκκλησίας.
+
+Η οικία του ιερέως έκειτο, τελευταία και απομονωμένη, εις τους πρόποδας
+της αποτόμου κορυφής, της οποίας τα πλευρά κατείχον αι λοιπαί οικοδομαί
+του χωρίου, υπερκείμεναι αλλήλων. Εις το μέσον περίπου αυτών ήτο η μικρά
+εκκλησία της Υπαπαντής, κτίριον παλαιόν Βυζαντινού ρυθμού, με τρούλον
+πυργοειδή υψούμενον υπεράνω των πέριξ ταπεινών οικιών. Από την οικίαν
+του ιερέως μέχρι της εκκλησίας η στενή λιθόστρωτος οδός ανέβαινεν
+ελικοειδώς, ο δε ήλιος, ακτινοβολών κατά κάθετον, αποκαθίστα κατά την
+ώραν εκείνην την ανάβασιν κοπιωδεστέραν του συνήθους.
+
+Τα παράθυρα των εκατέρωθεν οικίσκων ήσαν κλειστά, πού και πού όμως το
+άνω φύλλον της θύρας ήτο ανοικτόν, ο δε οικοδεσπότης, ή και η σύζυγός
+του, στηρίζοντες τους βραχίονας επί του κλειστού κάτω φύλλου εφαίνοντο
+περιμένοντες την διάβασιν του ιερέως. Ο Γεροθανάσης διαβαίνων διέδωκε
+την είδησιν ότι ο λεπρός αποθνήσκει. Και εχαιρέτα ο ιερεύς τους
+χωρικούς. «— Καλή 'μέρα, Κυρ Γιάννη. — Ώρα καλή, κυρά Θάναινα. — Η ευχή
+σου, παππά μου.»
+
+Προφανώς είχον πάντες διάθεσιν δι' εκτενεστέραν συνδιάλεξιν, αλλ' ο
+παππάς εβιάζετο. Ανήλθεν ιδρωμένος εις την εκκλησίαν, ήνοιξε την θύραν,
+εισήλθεν εντός του δροσερού ναού, έλαβεν ευλαβώς εκ του αναιμάκτου
+θυσιαστηρίου το ιερόν της θείας μεταλήψεως σκεύος και το ευχολόγιόν του,
+τα ετύλιξεν εντός του περιτραχηλίου του, περιέδεσε το περιτραχήλιον
+εντός μαύρης λινής οθόνης και εξήλθεν.
+
+Έκλειε μόλις την θύραν της Εκκλησίας, ότε ήκουσε την φωνήν του
+Γεροθανάση παροτρύνοντος το κτήμα. Το ζώο δεν εφαίνετο πρόθυμον εις
+εκδρομήν εντός του καύσωνος. Ο ιερεύς προέβη εις προϋπάντησίν του, το
+εθώπευσεν, ανέβη εις την ράχιν του, αφού εναπέθεσεν ασφαλώς το δέμα
+εντός του κόλπου του, και ήρχισεν η πορεία. Ο γέρων χωρικός παρηκολούθει
+πεζός.
+
+Πλειότεραι θύραι ήσαν ήδη ανοικταί, οι δε ευσεβείς χωρικοί, γνωρίζοντες
+τι έφερεν εντός του κόλπου ο ιερεύς, εσταυροκοπούντο, ενώ διήρχετο. Εις
+την θύραν της οικίας του επερίμενεν η παππαδιά, σκιάζουσα διά της χειρός
+τους οφθαλμούς της. Μειδίαμα ευφρόσυνον επέλαμψεν εις το πρόσωπον του
+ιερέως. Εκράτησε το ζώον προ της θύρας και ηθέλησε ν' αποτείνη τον λόγον
+προς την σύζυγόν του, αλλά δεν ανήρχοντο αι λέξεις εις τα χείλη του.
+Ούτε εκείνη επρόφερε λέξιν, ενώ τον ητένιζε τρυφερώς προσπαθούσα να
+μειδιάση. Ο παππά Νάρκισσος εκίνησε την κεφαλήν προς αποχαιρετισμόν,
+εκτύπησε τον λαιμόν του όνου διά του σχοινιού, το οποίον εχρησίμευεν
+αντί χαλινού, και επροχώρησε μετά του γέροντος. Το βεβιασμένον μειδίαμα
+της παππαδιάς εσβέσθη, άμα είδε την συνοδίαν απομακρυνομένην, και διά
+του αντίχειρος απέμαξεν έν δάκρυ εκ των βλεφαρίδων της.
+
+Ε'.
+
+Ο δρόμος εξηκολούθει καταβαίνων ανά μέσον των εις τους πρόποδας του
+χωρίου αγρών και αμπελώνων, έπειτα ανέβαινε πάλιν, διασχίζων πυκνόν
+ελαιώνα, μέχρι της κορυφής του απέναντι λόφου, όπου τρεις ανεμόμυλοι
+επερίμενον πνοήν αέρος να κινήση τους ήδη αργούς ιστιοφόρους τροχούς
+των. Εκείθεν ηπλούτο ευρύ οροπέδιον κατωφερές, απολήγον εις βράχους
+αποκρήμνους προς το μεσημβρινόν μέρος της νήσου. Η οδός ήτο τραχεία και
+απεριποίητος, αλλά και ο Γεροθανάσης και το κτήμα του εφαίνοντο
+συνηθισμένοι εις τας πέτρας, αίτινες επηύξανον το δύσβατον του εδάφους.
+Τοίχοι χαμηλοί, ξηροτρόχαλοι, άνευ πηλού ή ασβέστου, εχώριζον εκατέρωθεν
+τους αμπελώνας. Καθ' όσον δε η οδός απεμακρύνετο, διεδέχοντο τους
+αμπελώνας αγροί θερισθέντες ήδη. Πέρα της καλλιεργημένης εκτάσεως,
+αριστερόθεν μεν το οροπέδιον ανυψούμενον εσχημάτιζε σειράν λόφων
+θαμνοσκεπών, δεξιόθεν δε έκλινε βαθμιαίως προς την παραλίαν, και η κυανή
+του Αιγαίου θάλασσα εξηπλούτο εκείθεν απέραντος, ποικιλλομένη από τα
+απέχοντα βουνά των άλλων νήσων.
+
+Ήτο αληθώς ωραίον το θέαμα, αλλ' ο ιερεύς δεν το έβλεπεν. Ο νους του ήτο
+αλλαχού προσηλωμένος. Οι φόβοι τους οποίους η συναίσθησις του καθήκοντος
+και το παράδειγμα του Γεροθανάση είχον κατ' αρχάς περιστείλει,
+επανήρχοντο και πάλιν εντός της ψυχής του. Αι προ της αναχωρήσεως
+προετοιμασίαι, η παρουσία των χωρικών εις τας θύρας των οικιών των, η
+θέα της συζύγου του, είχον οπωσδήποτε αναστηλώσει την κλονιζομένην
+καρδίαν του. Αλλά τώρα εις την ερημίαν της εξοχής, εν τω μέσω της
+σιωπής, την οποίαν εφαίνετο επιτείνων ο διπλούς κρότος των πετάλων του
+ζώου και των βημάτων του γέροντος χωρικού, ενώ ο ήλιος έκαιε τους ώμους
+του, εικόνες απαίσιοι εξετυλίσσοντο και πάλιν ενώπιον των αφηρημένων
+οφθαλμών του. Επροσπάθει διά της σκέψεως να υπερνικήση την φαντασίαν
+του, αλλ' η σκέψις δεν ίσχυεν. Εφοβείτο, εφοβείτο ο δυστυχής!
+
+Δεν είχεν εισέτι ομιλήσει, αλλ' ουδ' ο συνοδοιπόρος του διέκοψε την
+σιωπήν. Ότε περιπατεί τις υπό τον ήλιον, επί εδάφους δυσκόλου, ακολουθών
+μάλιστα το βάδισμα ζώου ευρώστου, δεν θεωρεί συνήθως την περίστασιν
+αρμοδίαν προς συνομιλίαν, και αν έτι δεν έχη την ηλικίαν του Γεροθανάση.
+Επί τέλους ο ιερεύς ανέκυψεν εκ των ζοφερών ρεμβασμών του. Ήκουσε τον
+γέροντα όπισθέν του ασθμαίνοντα και, σύρας προς το στήθος του το
+σχοινίον, εκράτησε τον όνον. Ο χωρικός έσπευσε το βήμα και ήλθε πλησίον
+του.
+
+ — Τι έπαθες, παππά μου; Τι στέκεις;
+
+ — θα καταίβω ν' αναίβης συ, και όταν κουρασθώ, αλλάζομεν.
+
+ — Καλέ, τι λόγος! Να καθίσω εγώ και να περιπατής εσύ!
+
+ — Είσαι κουρασμένος, γέρο μου.
+
+ — Εγώ κουρασμένος! Βαστούν ακόμη τα κόκκαλά μου κ' έννοια σου! Πού
+ηκούσθη να περιπατή ο παππάς με τα άγια και να πηγαίνη εμπρός ο
+αγωγιάτης με το κτήμα! Εμπρός!
+
+Το πράγμα δεν επεδέχετο περαιτέρω συζήτησιν. Ο όνος υπείκων και εις την
+ηθικήν πίεσιν της φωνής του γέροντος και εις την διά του γρόνθου του
+επικύρωσιν του εκφωνηθέντος _Εμπρός_, επανέλαβε ζωηρώς την πορείαν. Αλλ'
+ο ιερεύς εχαλίνωσε την ορμήν του διά ν' ακολουθή μετά πλειοτέρας ανέσεως
+ο πεζός γέρων και διά να επαναλάβη την μετ' αυτού συνομιλίαν.
+
+ — Θα τον προφθάσωμεν ζωντανόν; Τι λέγεις;
+
+ — Τι να σου 'πώ; Ο άνθρωπος είνε εις τα έσχατά του.
+
+ — Πώς τον άφησες; Πώς ήτο;
+
+ — Πώς να είναι; Ωσάν άνθρωπος όπου ψυχομαχεί.
+
+Τούτο ήθελε να μάθη; Πώς είναι ο άνθρωπος ότε ψυχομαχεί, αλλ' η
+απόκρισις του χωρικού δεν τον εφώτισεν. Επεθύμει ν' ακούση
+περιγραφόμενον το θέαμα, το οποίον απετροπιάζετο προτού το ίδη. Ήλπιζεν
+ότι η εκ των προτέρων περιγραφή ήθελεν εξοικειώσει αυτόν προς ό,τι
+παιδιόθεν εφαντάζετο μετά φρίκης. Και επάλαιεν εντός της ψυχής του το
+ταπεινόν αίσθημα του φόβου προς το ευγενές αίσθημα του καθήκοντος. Η
+αδιαφορία με την οποίαν ο γέρων ωμίλει περί της αγωνίας του θανάτου, η
+προθυμία του να επανέλθη προς τον ψυχορραγούντα λεπρόν, επηύξανον την
+ενδόμυχον του ιερέως εντροπήν διά την ατολμίαν του.
+
+ — Διατί ήλθες μαζή μου, ηρώτησε μετά τινα σιωπήν. Διά να με
+συντροφεύσης;
+
+ — Και διά τούτο. Αλλ' όχι τόσον διά τούτο, όσον διά να τον παρασταθώ
+εις τα τέλη του. Εσύ, παππά μου, να τον μεταλάβης και έπειτα να φύγης.
+Εγώ θα μείνω. Όλην του την ζωήν την επέρασεν έρημος και μόνος, ας έχη
+ένα χριστιανόν εις το πλευρόν του, ενώ αποθνήσκει, ο κακόμοιρος!
+
+ — Είσαι αλήθεια καλός χριστιανός, Γεροθανάση. Ο Θεός να σ' ευλογήση!
+Αλλά το χρέος τούτο είναι ιδικόν μου, και θα το εκτελέσω εγώ. Εγώ θα του
+κλείσω τα βλέφαρα.
+
+Και ησθάνθη τον λάρυγγά του στενούμενον υπό συγκινήσεως.
+
+Εξηκολούθησαν εν σιωπή την οδοιπορίαν. Η οδός δεν εφράσσετο πλέον
+εκατέρωθεν υπό τοίχων, αλλά διέσχιζε θάμνους σχοίνων και κομάρων
+καταβαίνουσα προς τα απόκρημνα της νήσου παράλια. Εντός ολίγου έκαμψε
+προς ταριστερά, παρά τας υπωρείας γυμνού λοφίσκου, και είδε μακρόθεν ο
+ιερεύς μίαν κέδρον εκεί μονήρη, υπό δε την σκιάν της τους τοίχους της
+καλύβης του λεπρού.
+
+Προ δεκαπέντε ετών υπό τους κλώνας της κέδρου εκείνης είδεν ο Νάρκισσος
+τον δυστυχή ερημίτην, όστις προ πολλών και τότε ετών κατώκει εκεί. Εις
+την εσχατιάν εκείνην της νήσου, μόνος, έρημος, μακράν πάσης κοινωνίας
+ανθρώπων, διήλθε τον βίον φέρων το βάρος προγονικής συμφοράς, ανεύθυνος
+αυτός, ζων άνευ ελπίδος, άνευ παρηγορίας, άνευ σκοπού. Ορφανός, άκληρος,
+άπορος, κατελήφθη νεώτατος έτι υπό της βδελυράς νόσου. Οι ομόχωροί του
+τον ηνάγκασαν να υποβληθή εις απομόνωσιν, αναλαβόντες την υποχρέωσιν της
+συντηρήσεώς του. Δεν ήτο βεβαίως υπέρογκον το βάρος διά την κοινότητα
+της νήσου. Ο Γεροθανάσης, του οποίου οι ολίγοι αγροί έκειντο πέρα της
+καλύβης του λεπρού, ανεδέχθη την μεταφοράν της εβδομαδιαίας προμηθείας
+άρτου. Αλλά δεν περιωρίσθη εις τούτο η αγαθότης του φιλανθρώπου χωρικού.
+Εβοήθει τον άθλιον ερημίτην εις την καλλιέργειαν του μικρού κήπου του,
+επισκευάζων τα εργαλεία του, προμηθεύων σπόρους, δίδων συμβουλάς. Έμενε
+συνομιλών με τον ασθενή, εξοικειωθείς εκ της μακράς συνηθείας προς το
+απεχθές νόσημά του. Και τον επερίμενεν ο λεπρός, μετρών τας ημέρας και
+τας ώρας μέχρι της προσεχούς επισκέψεως. Ο Γεροθανάσης ήτο ο μόνος
+σύνδεσμος μεταξύ αυτού και του λοιπού κόσμου. Ουδείς άλλος τον
+επλησίαζεν. Εάν χωρικός τις διέβαινεν εκείθεν, τον προσηγόρευεν ενίοτε
+μακρόθεν, εναπέθετεν ίσως επί βράχου απέχοντος την ελεημοσύνην του, αλλ'
+ουδείς ετόλμα να τον ίδη και να τον ομιλήση εκ του πλησίον.
+
+Ο περί την καλύβην κήπος του λεπρού περιεκλείετο διά φραγής εκ σπάρτων
+και κομάρων και ροδοδαφνών. Απέναντι της θαλάσσης η φραγή διεκόπτετο,
+δύο δε λίθοι ογκώδεις, εν είδει παραστάδων, εσχημάτιζον την είσοδον,
+αλλά θύρα μεταξύ των λίθων δεν υπήρχεν.
+
+Ποσάκις επί των λίθων εκείνων καθήμενος, απέναντι της απεράντου εκτάσεως
+του πελάγους, έβλεπε τα κύματα πλήττοντα τους βράχους αγρίως, ή
+θωπεύοντα ησύχως την παραλίαν υπό τους πόδας του! Ποσάκις, βλέπων
+εκείθεν τας λευκάς πτέρυγας των απεχόντων πλοίων, εζήλευε τους ναύτας,
+οι οποίοι, εύρωστοι και ρωμαλέοι, επάλαιον κατά των στοιχείων,
+περιφερόμενοι από τόπου εις τόπον και ποθούντες την παραλίαν της
+πατρίδος, όπου όντα προσφιλή τους επερίμενον, ενώ αυτός, δέσμιος επί του
+βράχου του, έρημος και ελεεινός, επερίμενε τον θάνατον!
+
+ΣΤ'.
+
+Εκεί, έμπροσθεν των δύο λίθων, επέζευσεν ο παππά Νάρκισσος. Ο
+Γεροθανάσης έδεσε διά του σχοινίου τους δύο εμπροσθίους πόδας του όνου,
+προς περιορισμόν της ελευθερίας του, και εισήλθεν εις τον μικρόν
+καλλιεργημένον περίβολον, προχωρών προς την καλύβην. Ο ιερεύς τον
+παρηκολούθει. Μετ' ολίγα βήματα ο χωρικός εστράφη.
+
+ — Κάθισε ολίγον έξω εκεί εις την πέτραν, παππά μου, να ιδώ πρώτα τι
+γίνεται μέσα ο άμοιρος αυτός.
+
+Ο ιερεύς υπήκουσε σιωπών. Έλαβε το δέμα εκ του κόλπου του, το έλυσε με
+τας χείρας τρεμούσας ολίγον, έθεσε το περιτραχήλιον με τα εν αυτώ επί
+της πέτρας, απέθεσεν εκεί και το καλυμμαύχιον του, και με γυμνήν την
+κεφαλήν, τας χείρας σταυρωμένας επί του στήθους, επερίμενεν όρθιος τον
+γέροντα. Ήτο κάτωχρος. Μία ακούσιος ευχή, μία αμαρτωλή επιθυμία
+εισέδυσεν αίφνης εις την ψυχήν του. — Ω! Εάν ο γέρων επανερχόμενος
+έλεγε: Τετέλεσται! — Αλλ' απεδίωξε μετά ρίγους τον πονηρόν στοχασμόν,
+επεκαλέσθη την εξ ύψους βοήθειαν, έκαμε τον σταυρόν του, και λαβών εκ
+του διπλωμένου περιτραχηλίου το ευχολόγιον ήρχισε ν' αναγινώσκη τας
+ωραίας προσευχάς της νεκρωσίμου ακολουθίας. Ανεγίνωσκε, και όμως ο νους
+του ήτο εις την καλύβην. — Διατί αργεί ο Γεροθανάσης; — Ηθέλησε να
+πλησιάση προς την θύραν της καλύβης, αλλ' εις το μέσον του περιβόλου
+εστάθη διστάζων. Ηθέλησε να ερωτήση εκείθεν τον γέροντα, αλλά δεν
+ετόλμησε να υψώση την φωνήν.
+
+Επί τέλους ο γέρων εξήλθε της καλύβης. Ο ιερεύς τον ητένισε με βλέμμα
+ερωτηματικόν.
+
+ — Ήτον εις βύθος. Τον εξύπνησα με κόπον. Μόλις ακούεται η φωνή του.
+Έλαμψαν τα σβυσμένα του 'μάτια, όταν ήκουσε ότι είσαι εδώ. Έλα, παππά,
+έλα να τον μεταλάβης.
+
+Ο ιερεύς επέστρεψε προς την είσοδον, περιεβλήθη το περιτραχήλιον, έλαβεν
+ευλαβώς εις χείρας τα άγια και επορεύθη προς την καλύβην. Η ωχρότης του
+μόνη εμαρτύρει την ταραχήν του. Το βήμα του ήτο στερεόν, αι χείρες του
+δεν έτρεμον καθώς πριν, δεν εδίσταζε πλέον. Ενίκησε τους τελευταίους
+ενδοιασμούς της δειλίας η συναίσθησις της ιεράς αποστολής του.
+
+Ότε έφθασεν εις την θύραν, ο γέρων, όστις τον ηκολούθει παρά πόδας,
+έθιξεν ελαφρώς το ράσον του. Ο ιερεύς, με τον ένα πόδα επί του
+κατωφλίου, εστάθη και έστρεψε την κεφαλήν. Η ξανθή του κόμη εκυμάτιζε
+λυτή επί του αυχένος του.
+
+ — Παππά μου, μη εγγίσης το μανδήλι εις το πρόσωπόν του. Εκείνος μου
+παρήγγειλε να τον σκεπάσω διά να μη τον ιδής.
+
+ — Καλά, είπεν ο ιερεύς σοβαρώς. Μη έλθης μέσα, εάν δεν σε κράξω.
+
+Και εισήλθεν εντός της καλύβης.
+
+Ο Γεροθανάσης εκάθισεν επί της πέτρας παρά την είσοδον και επερίμενεν.
+Έμεινεν επί ώραν πολλήν καθήμενος εκεί. Ηπόρει πώς ο ιερεύς ούτε
+φαίνεται ούτε ακούεται. Είχε την περιέργειαν να υπάγη προς την καλύβην,
+αλλά δεν ετόλμα να παρακούση την διαταγήν. Επερίμενε λοιπόν, βλέπων την
+κυανήν θάλασσαν ρυτιδουμένην υπό του ανέμου, όστις εγειρόμενος ήρχιζε να
+δροσίζη την ατμοσφαίραν. Οι πέριξ θάμνοι ανέδιδον ευωδίαν ζωογόνον, αι
+σιταρήθραι πετώσαι ορμητικώς προς τα ύψη επλήρουν τον αέρα με το
+κελάδημά των, η φύσις εφαίνετο φαιδρά όλη και ευτυχής, ενώ ο λεπρός
+απέθνησκεν εντός της καλύβης του.
+
+Αίφνης ο γέρων χωρικός ήκουσε βηματισμόν πλησίον του ελαφρόν. Εστράφη
+απορών και είδεν ερχομένην προς την καλύβην την γυναίκα του ιερέως.
+Ηγέρθη αμέσως και προέβη εις προϋπάντησίν της.
+
+ — Τι σου ήλθε να κάμης τόσον δρόμον πεζή, παππαδιά;
+
+ — Ενόμιζα ότι θα σας απαντήσω εις τα μισά του δρόμου και ολίγ' ολίγον
+ήλθα έως εδώ. Πού είνε ο παππάς;
+
+ — Μέσα, με τον λεπρόν.
+
+ — Ζη ή απέθανε;
+
+ — Ό,τι και αν σου 'πώ, σε γελώ.
+
+ — Δεν πηγαίνεις να ιδής;
+
+ — Μου το έχει εμποδισμένον ο παππάς.
+
+Η παππαδιά εσιώπησεν επ' ολίγον και έπειτα επανέλαβε μετά τινος
+ανησυχίας:
+
+ — Θα νυκτωθήτε εδώ.
+
+ — Δεν πειράζει. Έχει φεγγάρι. Μόνον εσύ, τι ήθελες να έλθης;
+
+ — Έφερα το ράσον.
+
+Και έδειξε κρεμάμενον επί του βραχίονός της, επιμελώς διπλωμένον, το
+καλόν ράσον του παππά Ναρκίσσου.
+
+ — Τι το έφερες; Μη είναι κρύον να τα φορέση επανωτά;
+
+ — Ίσως χρειασθή, είπεν η παππαδιά.
+
+Και λέγοντες ταύτα έφθασαν εις την είσοδον του περιβόλου.
+
+ — Κάθισ' εδώ παππαδιά, εις την πέτραν. θα είσαι κουρασμένη.
+
+ — Όχι, δεν εκουράσθηκα. Να 'πάγω μέσα, Γεροθανάση;
+
+ — Να μη θυμώση ο παππάς!
+
+Η παππαδιά εκάθισεν επί της πέτρας. Ανά πάσαν στιγμήν έστρεφε την
+κεφαλήν προς την καλύβην. Η ανησυχία εζωγραφίζετο εις το πρόσωπόν της. Ο
+γέρων την ελυπήθη, ή συνεμερίζετο ίσως και αυτός την ανυπομονησίαν της.
+
+ — Μη χολοσκάνης, είπε. Πηγαίνω σιγά σιγά να ιδώ.
+
+Επροχώρησε βραδέως προς την καλύβην τείνων τα ώτα ανά παν βήμα. Δεν
+ήκουε τίποτε. Ότε έφθασεν εις την θύραν, εστάθη. Ο ιερεύς έλεγέ τι
+ταπεινή τη φωνή. Μόλις ηδύνατο ν' ακούση ο γέρων. Έκυψε την κεφαλήν
+εντός της καλύβης. Του λεπρού η κεφαλή δεν εφαίνετο. Την απέκρυπτον τα
+νώτα του ιερέως, όστις γονατιστός επί του εδάφους κλίνων τον αυχένα προς
+τον λεπρόν, προσηύχετο. Η λευκή οθόνη, διά της οποίας ο Γεροθανάσης είχε
+καλύψει το πρόσωπον του ασθενούς, έκειτο εκεί ερριμμένη παρά τους πόδας
+του.
+
+Ο χωρικός απεσύρθη ησύχως και επέστρεψε προς την είσοδον. Η παππαδιά
+ακίνητος επί της πέτρας, ακολουθούσα διά των οφθαλμών τας κινήσεις του,
+επερίμενε την επιστροφήν του.
+
+ — Τι είδες; ηρώτησε.
+
+ — Τίποτε.
+
+Κατ' εκείνην την στιγμήν ο ιερεύς εξήλθε της καλύβης και με βήματα αργά
+διέσχισε τον κήπον. Δεν εφόρει το ράσον του. Εις τας ανυψωμένας χείρας
+εκράτει το ευχολόγιον και το αρτοφόριον. Εβάδιζε με ορθίαν και ακίνητον
+την κεφαλήν, με το βλέμμα ήρεμον, ενώ έσειεν ο άνεμος την λυτήν κόμην
+του. Εφαίνετο άλλος ήδη άνθρωπος!
+
+Επλησίασε προς τον γέροντα και προς την σύζυγόν του χωρίς ουδεμίαν να
+εκφράση απορίαν διά την έλευσίν της. Αμφότεροι εκείνοι δεν εκινήθησαν
+προς προϋπάντησίν του. Τον επερίμενον να έλθη. Δεν απηύθυναν ερώτησιν
+προς αυτόν. Επερίμενον να ομιλήση.
+
+ — Ανεπαύθη, είπεν ο ιερεύς.
+
+Ο Γεροθανάσης και η παππαδιά έκαμαν εν σιωπή τον σταυρόν των.
+
+ — Αύριον το πρωί θα έλθωμεν να τον θάψωμεν, εξηκολούθησεν.
+
+Η φωνή του είχε τι το σοβαρόν, το επιβάλλον. Ουδέποτε η σύζυγός του τον
+ήκουσεν ομιλούντα ούτω. Τον ήκουε και τα δάκρυα ανέβαινον ησύχως εις
+τους οφθαλμούς της. Ησθάνετο ότι η δοκιμασία αύτη ενίσχυσε διά παντός
+την ψυχήν του.
+
+ — Να μείνω εδώ την νύκτα; ηρώτησεν ο Γεροθανάσης.
+
+ — Μείνε, θα έλθω πολύ πρωί.
+
+Και βλέπων την σύζυγόν του, ήτις έτεινε προς αυτόν το ράσον,
+
+ — Καλά έκαμες και μου το έφερες, είπεν. Εσκέπασα με το άλλο τον νεκρόν.
+
+Και βαδίζοντες ο είς παρά τον άλλον επέστρεψαν εις την οικίαν των πεζοί
+ο ιερεύς και η σύζυγος του.
+
+
+
+Ο ΛΥΣΣΑΣΜΕΝΟΣ
+
+
+
+Ο λόγος ήτο περί σκύλων.
+
+Το δείπνον είχε τελειώσει. Αι κυρίαι εις τον εξώστην εθαύμαζον τα
+φλόγινα νέφη της δύσεως, ημείς δε περί την τράπεζαν επίνομεν τον καφέν
+καπνίζοντες. Ο Ανδρέας μόνος, ο ανεψιός μου, όστις δεν καπνίζει ακόμη ή
+καπνίζει εν τω κρυπτώ, έπαιζεν εις μίαν γωνίαν με τον σκύλον του. Αλλ' η
+θορυβώδης εκδήλωσις της αμοιβαίας των δύο τούτων αγάπης δεν συνετέλει
+ούτε προς διασκέδασιν, ούτε προς την καλήν χώνευσιν ημών των περί την
+τράπεζαν πρεσβυτέρων. Ουδείς παρεπονείτο, διότι ο μεν Ανδρέας ήτο του
+οικοδεσπότου ο μονογενής υιός, ο δε σκύλος ήτο ο αγαπητός του Ανδρέα
+σύντροφος· δεν εχρειάζετο όμως μεγάλη ευφυίας δόσις διά να εννοήση τις,
+ότι οι πλείστοι ηθέλομεν ευχαριστηθή επί τη αποπομπή του ζωηρού
+τετραπόδου. Ο γαμβρός μου, όστις δεν εννοεί δυσκόλως, έσπευσε να μας
+απαλλάξη της παρουσίας του, προς προφανή του υιού του δυσαρέσκειαν.
+
+Επανελθούσης της ησυχίας, επανελήφθη ζωηροτέρα περί την τράπεζαν η
+συνομιλία, φυσικώ δε τω λόγω, ηρχίσαμεν λαλούντες περί του
+αποπεμφθέντος, περί των ποικίλων αρετών του, περί της καταγωγής του και
+εν γένει περί σκύλων. Προκειμένου περί σκύλων κατηντήσαμεν από έν εις
+άλλο εις το κεφάλαιον της λύσσης. Ο δε Ανδρέας, όστις εφαίνετο πλέον
+παντός άλλου ενδιαφερόμενος εις το αντικείμενον τούτο, ηρώτησε τον ιερέα
+του χωρίου, μετά του οποίου είχομεν συνδειπνήσει, εάν ήτο συνήθης η
+λύσσα εις το χωρίον.
+
+ — Συνήθης όχι, αλλ' όχι και άγνωστος, απεκρίθη ο Παππά-Σεραφείμ και μας
+διηγήθη, μεταξύ άλλων, τα της ασθενείας ενός καλού σκύλου του, τον
+οποίον είχεν αναγκασθή πρό τινων ετών να φονεύση, αφού εβεβαιώθη ότι
+ασθένειά του ήτο η λύσσα.
+
+Την διήγησιν του ιερέως διέκοπτεν ανά πάσαν στιγμήν ο Ανδρέας, με τας
+ερωτήσεις του: Πώς ενόησεν ο Παππά-Σεραφείμ ότι ο σκύλος ήτο
+λυσσασμένος, τι τον έκαμε, πού τον έδεσε, πώς τον εφόνευσε; Ο ιερεύς
+απεκρίνετο λεπτομερώς, εκ δε των ερωταποκρίσεων εκείνων ομολογώ ότι
+έμαθα ουκ ολίγα περί λύσσης την εσπέραν εκείνην.
+
+ — Ομιλούμεν περί σκύλων, είπεν ο γαμβρός μου διακόψας τελευταίαν τινά
+του υιού του ερώτησιν. Αλλά τι θα έλεγες, Ανδρέα, εάν ήκουες τον Παππά-
+Σεραφείμ να σου διηγηθή ότι είδε και άνθρωπον λυσσασμένον;
+
+ — Άνθρωπον λυσσασμένον! ανεφώνησεν ο Ανδρέας. Όλοι δε μετ' αυτού
+ηρχίσαμεν απευθύνοντες ερωτήσεις προς τον ιερέα. Πώς, πού, πότε, τι
+συνέβη, τι απέγεινε;
+
+Αι δασείαι οφρύες του Παππά-Σεραφείμ είχον συσταλή άμα ήκουσε τας
+τελευταίας του γαμβρού μου λέξεις. Δεν απεκρίθη εις ουδεμίαν των
+αλλεπαλλήλων ερωτήσεών μας· η σιωπή και η κατήφειά του εμαρτύρουν, ότι
+αναμνήσεις θλιβεραί επίεζον την καρδίαν του, ότι δεν του ήτο αρεστόν να
+τας αναξαίνη. Αλλά βλέπων όλους ημάς περιέργους και ανυπομόνους να τον
+ακούσωμεν, ενίκησε τον δισταγμόν του, ανεκάθισεν επί της καθέκλας του,
+εσήκωσεν από της κεφαλής το καλυμμαύχιόν του, το απέθεσεν επί της
+τραπέζης, έτριψε δις ή τρις το μέτωπον με την δεξιάν παλάμην του, και
+στηρίξας το ήρεμον βλέμμα κατά σειράν επί τους οφθαλμούς όλων ημών,
+ήρχισεν ως εξής την διήγησίν του:
+
+ — Γνωρίζετε όλοι τα Παλαιά Αλώνια εδώ έξω, προς βορράν του χωρίου. Το
+νεκροταφείον μας, καθώς ενθυμείσθε, κείται ολίγον μακρύτερα, προς
+δυσμάς. Αμπέλια δεξιά, το βουνόν αριστερά, και ανάμεσα ο δρόμος από τ'
+Αλώνια το νεκροταφείον. Εις το μέσον περίπου του δρόμου, προς του βουνού
+το μέρος, ίσως παρετηρήσατε έν μεγάλον πεύκον· τα γηρασμένα του κλωνάρια
+σχηματίζουν μικράν όασιν σκιάς, όταν ο ήλιος φλογίζη την άδενδρον
+εκείνην έκτασιν. Οπόταν διαβαίνω εκείθεν και βλέπω το πεύκον, η καρδία
+μου σφίγγεται, ο δε ήχος του μου φαίνεται ωσάν να συλλαβίζη το όνομα του
+δυστυχούς Χρήστου.
+
+Δεκατρία έτη επέρασαν έκτοτε. Ήτο περί τα μέσα Αυγούστου. πρό τινων
+ημερών είχεν ακουσθή ότι εφάνη λύκος γύρω του χωρίου. Ο Γερομήτρος, ο
+oποίος είχε κτίσει κατ' εκείνο το έτος την καλύβην του πλησίον εις τ'
+Aλώνια, διηγείτο ότι αι φωναί του σκύλου του τον εξύπνησαν μίαν νύκτα,
+ότι ήνοιξε το παράθυρον και είδεν έξω από τον τοίχον του αυλογύρου του
+ένα φοβερόν λύκον, ότι ήρπασε το όπλον του και ετουφέκισεν, αλλά δεν τον
+επέτυχε, και τον είδεν εις το φως της σελήνης αποσυρόμενον με την ουράν
+χαμηλά και με βήματα ωσάν μεθυσμένου ανθρώπου, και ότι τόσον ετρόμαξεν,
+ώστε δεν εσκέφθη να γεμίση και πάλιν το μονόκαννον όπλον του διά να
+πυροβολήση εκ δευτέρου. Και από ποιμένας ηκούσθησαν άλλα παραπλήσια,
+ώστε διέτρεχε φήμη εις το χωρίον, ότι λύκος επικίνδυνος ήτο πλησίον μας,
+οι δε χωρικοί την νύκτα εκοιμώντο με τον ένα οφθαλμόν ανοικτόν, έχοντες
+τον νουν εις τα ζώα των.
+
+Ο κίνδυνος ήτο μεγαλείτερος παρ' όσον εφαντάζοντο, διότι ο εχθρός δεν
+ήτο λύκος πεινασμένος, αλλά λυσσασμένη λύκαινα.
+
+Έν απόγευμα — ήτο Δευτέρα — ο Χρήστος έβοσκε τα πρόβατα του πατρός του
+πλησίον εις το πεύκον, περί του οποίου σας έλεγα. Εκάθητο εις την σκιάν
+και διώρθωνε μίαν παλαιάν καρδάραν, ότε έξαφνα βλέπει τα πρόβατά του και
+έφευγαν καταφοβισμένα, το έν επάνω εις το άλλο. Στρέφει προς το
+νεκροταφείον, και τι να ιδή; Εις είκοσι βημάτων απόστασιν η λύκαινα
+αγριευμένη, έτοιμη εις επίθεσιν, εδείκνυε τους φοβερούς οδόντας της.
+Σηκώνεται αμέσως ο Χρήστος και αρπάζει μίαν πέτραν. Ο λύκος συνήθως
+φοβείται τον άνθρωπον και φεύγει. Αλλ' ο Θεός να φυλάγη από λυσσασμένον
+ζώον!
+
+Ο Παππά-Σεραφείμ επήρε μηχανικώς από την τράπεζαν το καλυμμαύχιόν του
+και το έθεσεν επί της κεφαλής του. Μετά τινων στιγμών σιωπήν επανέλαβεν·
+
+ — Συγχωρήσατέ με, φίλοι μου, να σας δώσω μίαν συμβουλήν, της οποίας
+εύχομαι να μη λάβετε ποτέ ανάγκην. Λύκον λυσσασμένον δεν είναι πιθανόν
+να ιδήτε ποτέ. Αλλ' εάν, ό μη γένοιτο, τύχη να oρμήση επάνω σας σκύλος
+λυσσασμένος και δεν κρατήτε ή όπλον ή ξύλον αρκετά δυνατόν διά να του
+σπάση το καύκαλον, προσέχετε προ παντός άλλου να προφυλάξετε τας χείρας
+σας. Αν ζητήσετε με τας χείρας να παλαίσετε προς το ζώον, θα σας τας
+δαγκάση. Σεις οι φραγκοφορεμένοι έχετε το καπέλον, εγώ το καλυμμαύχιόν
+μου, ο φουστανελλάς το φέσι του. Οπωσδήποτε, έχετε τον νουν σας πώς να
+υπερασπίσετε τας γυμνάς χείρας σας, μεταχειριζόμενοι το προφύλαγμά των
+ως ασπίδα κατά του ζώου.
+
+Ο Χρήστος δεν ήτο ούτε εις θέσιν ούτε εις καιρόν να προφυλαχθή. Αντί να
+στρέψη τα νώτα η λύκαινα και να φύγη, εξ εναντίας, άμα είδε τον νέον
+εγειρόμενον, χύνεται επάνω του, και πριν καν προφθάση ο Χρήστος να ρίψη
+την πέτραν, οι εμπρόσθιοι πόδες του θηρίου έσφιγγον το δεξιόν πλευρόν
+του και οι οδόντες του εξέσχιζον το στήθος του.
+
+Η πέτρα έπεσεν από τα δάκτυλά του· αλλ' έμειναν και αι δύο του χείρες
+ελεύθεραι.
+
+Ο Χρήστος ήτο ο υψηλότερος νέος του χωρίου μας, εύρωστος και γενναίος,
+σωστόν παλληκάρι. Αλλ' ο κίνδυνος κάμνει και τον δειλόν γενναίον.
+Καταιβάζει διά μιας τον δεξιόν του βραχίονα και σφίγγει κάτω από την
+μασχάλην τον λαιμόν της λυκαίνης, αρπάζει με την αριστεράν την κεφαλήν
+της και προσπαθεί να την πνίξη! Τότε ήρχισε πάλη φοβερά. Οι όνυχες και
+οι οδόντες του λυσσασμένου θηρίου κατεξέσχιζαν όλον το δεξιόν πλευρόν
+του δυστυχούς νέου. Δεν ηδύνατο να μεταχειρισθή την μάχαιράν του, διότι
+διά να την εκβάλη από την ζώνην του έπρεπε να ελευθερώση την κεφαλήν της
+λυκαίνης, την οποίαν εκράτει πάντοτε με την αριστεράν χείρα του. Δεν
+ηδύνατο να κινήση την δεξιάν και να χαλαρώση την λαβίδα, όπου έμενε
+σφιγμένος ο λαιμός του ζώου. Να φωνάξη δεν ετόλμα. Αλλοίμονον εις όποιον
+παλαίη, εάν αρχίση να εξοδεύη τας δυνάμεις του φωνάζων! Επί τέλους
+πίπτουν κατά γης και οι δύο, χωρίς να διασπασθή ο φρικτός εκείνος
+εναγκαλισμός. Ο Χρήστος απ' επάνω, η λύκαινα από κάτω· αλλ' η κεφαλή της
+απλάκωτος αντίκρυ του στήθους του Χρήστου, το οποίον κατεσπάρασσε
+πάντοτε, αγωνιζομένη ν' απαλλαγή.
+
+Ο Χρήστος ησθάνετο τας δυνάμεις του εκλειπούσας και ήρχιζε ν'
+απελπίζεται, ότε έξαφνα ακούει μακρόθεν μίαν φωνήν, την φωνήν του
+Γερομήτρου.
+
+ — Βάστα, Χρήστε, έφθασα!
+
+Τα πρόβατα του Χρήστου φεύγοντα είχον φθάσει μέχρι της καλύβης του
+Γερομήτρου. Εκπλαγείς ο γέρων ήνοιξε την θύραν του και είδε μακρόθεν τον
+Χρήστον παλαίοντα με το θηρίον. Αρπάζει αμέσως το όπλον του από τον
+τοίχον και τρέχει δρομαίος, όσον το εσυγχώρουν οι γεροντικοί πόδες του.
+
+Ότε επί τέλους έφθασεν υπό το πεύκον και εστάθη άνω του συμπλέγματος
+εκείνου, ευρέθη εις αμηχανίαν. Πώς να πυροβολήση το ζώον χωρίς να βλάψη
+τον άνθρωπον; Ο Χρήστος, νέας λαβών δυνάμεις ως εκ της επελθούσης
+επικουρίας, σφίγγει την κεφαλήν της λυκαίνης, την κρατεί όσον ηδύνατο
+μακράν του στήθους του και φωνάζει: Φωτιά! Ο γέρων, χωρίς να χάση
+καιρόν, στηρίζει την κάνναν εις το αυτίον του ζώου και πυροβολεί. Η
+λύκαινα έμεινεν εις τον τόπον.
+
+Ο Παππά-Σεραφείμ εσιώπησεν επ' ολίγον. Ουδείς ημών διετάραξε την σιωπήν
+του. Εβλέπομεν ότι είχε και άλλα να μας είπη και επεριμένομεν.
+
+Ο ήλιος εν τούτοις είχε δύσει· εντός του θαλάμου αι γωνίαι ήρχισαν να
+μαυρίζουν· αι κυρίαι έμενον εισέτι εις τον εξώστην και ηκούομεν τας
+ζωηράς ομιλίας και τον εύθυμον γέλωτά των.
+
+ — Ηξεύρετε, φίλοι μου, εξηκολούθησεν ο ιερεύς, τι εσκεπτόμην τώρα και
+τι συχνάκις σκέπτομαι; Εσκεπτόμην πόσον η αμάθεια μας ζημιώνει, πόσα
+δεινά ηθέλομεν αποφεύγει ή μετριάζει, εάν εγνωρίζαμεν πλειότερα
+πράγματα. Αλλά ποίος να μας τα διδάξη; Η αλήθεια είναι ότι
+καλλιτερεύομεν βαθμηδόν και ολίγον κατ' ολίγον· αλλ' είμεθα ακόμη πολύ
+οπίσω. Ηξεύρετε ότι εις όλα εδώ τα χωρία της περιφερείας μας ούτε ιατρός
+υπάρχει, ούτε φαρμακείον. Δεν γνωρίζω εάν ετυπώθη ποτέ εις Αθήνας, έως
+εδώ όμως δεν έφθασε ποτέ ούτε βιβλίον, ούτε φυλλάδιον με οδηγίας περί
+του πώς ν' αποφεύγωμεν ή να θεραπεύωμεν τας κοινοτέρας νόσους, δεν λέγω
+την λύσσαν, αλλά τας ασθενείας αι οποίαι θερίζουν αδίκως τα τέκνα μας!
+Ας είναι! θα γείνουν όλα με τον καιρόν.
+
+Ότε επέστρεψεν εις το χωρίον ο Χρήστος, στηριζόμενος εις τον ώμον του
+Γερομήτρου, αιματωμένος, πληγωμένος, με τα φορέματα σχισμένα, το χωρίον
+ολόκληρον κατεταράχθη. Το έμαθα αμέσως και έτρεξα να τον ίδω. Έζη εις
+του πατρός του, εις εκείνην την δίπατον οικίαν παρέκει από το καφενείον,
+εις τον δρόμον της εκκλησίας. Κάτω αποθήκη και ελαιοτριβεία, επάνω δύο
+μικρά δωμάτια, η δε είσοδός των από μίαν εξωτερικήν κλίμακα εις το
+πρόσωπόν της οικίας, επί του δρόμου.
+
+ — Εκεί όπου κατοικεί τώρα ο δημοδιδάσκαλος; ηρώτησεν ο Ανδρέας.
+
+ — Εκεί. Ότε ανέβην, μόλις και μετά βίας κατώρθωσα να φθάσω μέχρι του
+Χρήστου. Αι γειτόνισσαι είχον πλημμυρήσει και τα δύο δωμάτια και
+περιεκύκλωναν τον νέον, συμπαθείς αλλ' άχρηστοι, αντί βοηθείας φέρουσαι
+σύγχυσιν.
+
+Η πρώτη ανάγκη δεν ήτο να πλυθούν τα αίματα ή να διορθωθούν τα φορέματα
+του Χρήστου, αλλά να καυτηριασθούν αι πληγαί του. Ουδείς όμως εκεί
+εσκέπτετο περί τούτου. Η σκέψις και η συλλογή ήτο πώς να προμηθευθούν
+λυσσόχορτον. Τι δεν είπα διά να τους πείσω να τον στείλουν αμέσως εις
+Αθήνας, εις το νοσοκομείον. Δεν ήθελαν να το ακούσουν· Λυσσόχορτον και
+πάλιν λυσσόχορτον! Αυτό ήτο η επιθυμητή πανάκεια, αλλά κανείς εις το
+χωρίον δεν είχε λυσσόχορτον.
+
+ — Τι χόρτον είναι τούτο; ηρώτησα διακόψας τον ιερέα.
+
+Οι οφθαλμοί όλων των περί την τράπεζαν εστράφησαν διά μιας προς εμέ και
+ησθάνθην ότι ηρυθρίασα υπό τα βλέμματά των. Είδα ότι η διακοπή μου
+δυσηρέστησε το ακροατήριον και μετενόησα διά την άκαιρον ερώτησίν μου.
+Δεν ήτο κατάλληλος η στιγμή διά βοτανικάς ερεύνας, αλλ' αργά το ενόησα.
+
+ — Δεν ηξεύρω πώς να το περιγράψω, διότι δεν το γνωρίζω, απεκρίθη ο
+ιερεύς. Υποθέτω ότι βλαστάνει εις Σαλαμίνα. Είναι μυστικόν και εισόδημα
+των καλογήρων της Φανερωμένης. (1)
+
+Δεν εζήτησα πλειοτέρας διασαφήσεις, αλλ' έκυψα σιωπηλώς την κεφαλήν. Ο
+Παππά-Σεραφείμ ενόησε την στενοχωρίαν μου και εξηκολούθησεν ως εξής·
+
+ — Επί τέλους και μετά πολλά έπεισα και τον Χρήστον και τους — ή μάλλον
+τας — περί αυτόν, και απεφασίσθη να υπάγη εις Αθήνας. Ήθελε ν' αναχωρήση
+την επαύριον. Επέμεινα και επί τέλους κατώρθωσα να φύγη αμέσως,
+υποσχεθείς να τον συνοδεύσω. Ανέβημεν εις τα ζώα μας και εξεκινήσαμεν.
+Αι γειτόνισσαι μας έδιδον ευχάς εν αφθονία, χωρίς όμως να φαίνωνται
+πεπεισμέναι ότι το νοσοκομείον θ' αντικαταστήση του λυσσοχόρτου την
+έλλειψιν. Εφθάσαμεν εις Αθήνας πολύ αργά· αφήκα τον Χρήστον εις το
+νοσοκομείον και επέστρεψα νύκτα βαθείαν εις το κελλίον μου.
+
+Ταύτα συνέβησαν, καθώς σας είπα, την Δευτέραν. Την Πέμπτην ο Χρήστος
+επέστρεψεν. Υπέφερεν ακόμη από της καυτηριάσεως τους πόνους, αλλά κατά
+τα άλλα εφαίνετο καλώς έχων. Μετ' ολίγας ημέρας αι πληγαί του ουλώθησαν
+εντελώς. Αλλ' οι χωρικοί δεν είχον εμπιστοσύνην εις την θεραπείαν του
+νοσοκομείου. Η υποψία των δεν προήρχετο εκ του ότι εβράδυνεν η
+καυτηρίασις, αλλ' εκ του ότι έλειψε το λυσσόχορτον. Πώς ήτο δυνατόν να
+προληφθή η λύσσα χωρίς λυσσόχορτον; Όπου λοιπόν εφαίνετο ο Χρήστος,
+εξεδηλούτο γύρω του μυστηριώδης φόβος. Αι μητέρες εφρόντιζον αμέσως να
+συμμαζεύσουν τα τέκνα των διά να μη ευρίσκωνται πλησίον του. Οι άνδρες
+εφέροντο περιποιητικώς ως αν να επροφυλάττοντο μη τυχόν λάβη αφορμήν να
+θυμώση. Εν ενί λόγω, το χωρίον όλον ήτο εις προσοχήν. Συνεμερίζετο άρά
+γε και αυτός τους φόβους των συγχωρικών του περί της θεραπείας του; Η
+συστολή με την οποίαν απεκρίνετο, οπόταν συνέβαινε να τον συναντήσω, το
+λοξόν βλέμμα με το οποίον εκύτταζε τους διαβαίνοντας, ενώ συνωμίλουν
+μετ' αυτού, ταύτα και άλλα εμαρτύρουν ότι ο δυστυχής είχε τας υποψίας
+του. Τον ελυπούμην κατάκαρδα. Φαντασθήτε, φίλοι μου, οποία βάσανος,
+οποία αγωνία να φοβήται τις ότι κρύπτει εντός αυτού τοιαύτην ασθένειαν
+και να περιμένη από ημέρας εις ημέραν την έκρηξίν της!
+
+ — Το χειρότερον είναι, υπέλαβεν ο γαμβρός μου, ότι ο τοιούτος φόβος
+υποτρέφει την ασθένειαν. Ανεγίνωσκα εσχάτως τοιούτον τι εις
+επιστημονικόν περιοδικόν. Ο φόβος όστις κατακυριεύει πολλούς, όταν τους
+δαγκάση σκύλος, φόβος τον οποίον κρύπτουν, είτε από εντροπήν είτε διά να
+μη τον μεταδώσουν εις τους συγγενείς των, αποτελεί αυτός καθ' εαυτόν
+ασθένειαν. Η δε τοιαύτη παθολογική κατάστασις επιβαρύνει τας συνεπείας
+της πληγής και της καυτηριάσεως. Ταύτα και μόνα δύνανται να προξενήσουν
+τέτανον. Η δε υδροφοβία και ο τέτανος ομοιάζουν εις πολλά. Αυτά λέγουν
+οι ιατροί. Προς τι όμως μας τα λέγουν, ενόσω δεν μας διδάσκουν και το
+μυστικόν, πώς να κυριεύωμεν και να εκριζώνωμεν τους μυστικούς φόβους
+μας; Εδώ τους θέλω! Αλλά με συγχωρείτε, πάτερ, σας διέκοψα.
+
+ — Χωρίς ν' αναγνώσω τι περί τούτου, μου ήρχοντο υποψίαι τοιαύται,
+επανέλαβεν ο ιερεύς. Εν τούτοις αι εβδομάδες παρήρχοντο και ήρχιζαν οι
+χωρικοί να λησμονούν την ιστορίαν αυτήν, ή τουλάχιστον να μη ομιλούν
+περί αυτής, ότε, περί τα τέλη του Σεπτεμβρίου, έρχεται μίαν αυγήν ο
+πατήρ του Χρήστου και μου λέγει ότι ο υιός του δεν είναι καλά.
+
+ — Τι έχει; — Δεν ηξεύρω. Έχει θέρμην δεν έχει όρεξιν.
+
+Υπήγα αμέσως να τον ίδω. Τον ηύρα εξηπλωμένον κατά γης εις την κάππαν
+του επάνω, Ήτο ήσυχος, αλλ' ωχρός και φοβισμένος. Μου είπεν ότι δεν
+ημπορεί να πάρη την αναπνοήν του, ότι του έρχεται κάποτε ωσάν πνίξιμον
+εις τον λαιμόν, ότι στενοχωρείται υπερβολικά. Του έδωκα ολίγον γάλα και
+τον παρεκίνησα να το πίη. Ανεσηκώθη, επήρε το αγγείον από τας χείρας μου
+και ητοιμάσθη να το γευθή. Αλλ' άμα το επλησίασεν εις τα χείλη του,
+κατελήφθη υπό ρίγους και αηδίας. Μόλις επρόφθασα να πάρω οπίσω το
+αγγείον. Τον κατέλαβον σπασμοί φοβεροί. Ενόμιζα ότι τελειώνει. Μετ'
+ολίγον συνήλθεν.
+
+ — Αχ, είπεν, ο γέρος μου τα πταίει. Αν εφρόντιζε να μου φέρη το
+λυσσόχορτον, δεν θ' απέθνησκα λυσσασμένος!
+
+Επροσπάθησα να τον πείσω ότι η ασθένειά του ήτο απλή του στομάχου
+ταραχή, είπα όσα ηδυνάμην χωρίς δυστυχώς να τα πιστεύω, και τον αφήκα
+υποσχεθείς να τον επισκεφθώ πάλιν το εσπέρας, διότι είχα την ημέραν
+εκείνην να τελέσω γάμον εις το πλέον απόκεντρον χωρίον της περιφερείας
+μου. Τοιαύτη η ζωή του ιερέως: Από την λύπην εις την χαράν, από τα
+στεφανώματα εις την κηδείαν. Ας είναι!
+
+Το εσπέρας, πριν έτι εισέλθω εις το χωρίον, έμαθα ότι ο Χρήστος ήτο
+μανιώδης. Ο πατήρ του μ' επερίμενεν εις το κελλίον μου. Ήθελε την
+βοήθειάν μου διά να μεταφέρωμεν τον πάσχοντα εις άλλο οίκημα ισόγειον.
+Το απήτουν οι γείτονες. Εφοβούντο μη εξέλθη εις τους δρόμους και αρχίση
+να δαγκάνη δεξιά και αριστερά. Εις το ανώγαιον όπου ευρίσκετο δεν ήτο
+δυνατόν να εμποδισθή, εάν ήθελε να εξέλθη. Ηδύνατο να πηδήση από τα
+παράθυρα. Τον ήθελαν εις το ισόγειον διά να τον φρουρήσουν ευκολώτερον.
+Οι χωρικοί ήσαν φοβισμένοι, ο δε φόβος είναι άγριος και σκληρός, και
+ενόησα ότι, εάν ο δυστυχής Χρήστος εγίνετο απειλητικός και επικίνδυνος,
+θα ετουφεκίζετο.
+
+Χωρίς να χάσω καιρόν μετέβην εις το ανώγαιον. Ευτυχώς ηύρα τον ασθενή
+εις περίοδον ησυχίας. Εκάθητο κατά γης με τους αγκώνας επί των γονάτων
+και την κεφαλήν εντός των χειρών. Τα ολίγα έπιπλα του δωματίου ήσαν άνω
+κάτω, και σπασμένα εδώ κ' εκεί τρίμματα πηλίνων αγγείων. Σας
+εξομολογούμαι ότι την στιγμήν εκείνην με κατέλαβεν αίσθημα φόβου.
+Εσκέφθην ότι ήτο ανοησία μου να υπάγω μόνος εκεί. Αλλά δεν ηδυνάμην
+πλέον, και αν το ήθελα, να οπισθοχωρήσω. Επλησίασα, έθεσα την χείρα μου
+επί της κεφαλής του και είπα μίαν ευχήν μεγαλοφώνως.
+
+Ότε ετελείωσα, έκαμε τον σταυρόν του και μου εφίλησε την χείρα.
+
+Δεν είσαι καλά εδώ, Χρήστε μου τω είπα. Έλα να υπάγωμεν εις του θείου
+σου. Δεν κατοικεί κανείς εκεί και θα είσαι καλλίτερα και ησυχώτερος.
+Ακολούθει με.
+
+Ηγέρθη εν σιωπή.
+
+ — Δεν θέλω να με ιδή κανείς, είπεν ησύχως. Ειπέ τους όλους να φύγουν
+από τον δρόμον μας.
+
+Ήνοιξε την θύραν και, μολονότι δεν ήτο κανείς έξω εκεί, εφώναξα δυνατά:
+Φύγετε όλοι, πηγαίνετε εις τα σπίτια σας.
+
+ — Δεν έμεινε κανείς έξω, Χρήστε. Πηγαίνωμεν.
+
+ — Δεν ημπορώ να βλέπω το φως, πάτερ. Με πειράζει.
+
+Ο ήλιος επλησίαζεν εις την δύσιν του και αι τελευταίαι ακτίνες του
+εχύνοντο διά της ανοικτής θύρας εντός του πενιχρού δωματίου. Επήρεν ο
+Χρήστος την κάππαν του, την έθεσεν επί της κεφαλής του, την εχαμήλωσεν
+επί του προσώπου του και μοι έτεινε την χείρα. Εγώ εμπρός, εκείνος
+κατόπιν, μετέβημεν από το έν οίκημα εις το άλλο. Εκεί έμεινα αρκετήν
+ώραν πλησίον του, επροσπάθησα όπως ηδυνάμην να τον παρηγορήσω, και
+ανεχώρησα αφού ενύκτωσεν. Ότε ήνοιξα την θύραν διά να εξέλθω, μου εφάνη
+ότι είδα εις το σκότος ανθρώπους ωπλισμένους. Έκλεισα την θύραν. Η κλεις
+ήτο έξωθεν. Την εκλείδωσα και επροχώρησα.
+
+Οι χωρικοί με περιεκύκλωσαν αμέσως ερωτώντες περί του ασθενούς. Είπα ότι
+αποθνήσκει και τους παρεκάλεσα εν ονόματι του Θεού του Ελέους να τον
+αφήσουν ν' αποθάνη εν ειρήνη. Οι δυστυχείς δεν ήσαν αναίσθητοι.
+Ελυπούντο εξ όλης καρδίας τον φίλον, τον σύντροφόν των. Αλλά το αίσθημα
+της αυτοσυντηρήσεως είναι ανώτερον του ελέους, ο δε φόβος εξεγείρει εις
+του αμαθούς την καρδίαν του θηρίου τας ορμάς...
+
+Εκεί μας διέκοψαν αι Κυρίαι. Η εσπερινή δρόσος τας εδίωξεν από τον
+εξώστην.
+
+ — Ακόμη εις τα σκοτεινά κάθησθε, ανέκραξεν η αδελφή μου. Ο Παππά-
+Σεραφείμ θα σας λέγη κανέν νόστιμον παραμύθι. Δεν μας το λέγετε και
+ημάς, να διασκεδάσωμεν;
+
+Και διέταξε την υπηρέτριαν να φέρη φώτα.
+
+ — Τι απέγεινεν ο Χρήστος; ηρώτησε σιγά ο Ανδρέας.
+
+Ο ιερεύς έκλεισε τους οφθαλμούς και εκίνησεν οριζοντίως την χείρα.
+
+Δεν ενόησα, και ούτε ηθέλησα πλέον να εξετάσω, τι εσήμαινεν η χειρονομία
+εκείνη. Απέθανε; τον εφόνευσαν;....
+
+Η υπηρέτρια εισήλθε με τα κηρία αναμμένα και ηλλάξαμεν ομιλίαν.
+
+
+
+ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΜΑΡΘΑΣ
+
+
+
+Οι σημερινοί νέοι δυσκόλως φαντάζονται οποίαι ήσαν, προτού αυτοί
+γεννηθούν, αι ήδη ακμάζουσαι πόλεις της Ελλάδος. Ούτως η Σύρα έχει
+σήμερον αμαξιτούς οδούς, εις δε την πλατείαν Λεωτσάκου, την κοινώς
+_Πλαταίαν_, ευρίσκει τις σταθμευούσας αμάξας με δύο ίππους, και μάλιστα
+(ω του θαύματος,) γίνεται λόγος περί κατασκευής σιδηροδρόμου μεταξύ της
+πόλεως και των εξοχών της νήσου! Και όμως δύο αδελφοί γνωστοί μου,
+πρεσβύται την σήμερον και οι δύο, ενθυμούνται τον θαυμασμόν των ότε,
+κατά την παιδικήν των ηλικίαν, μεταβάντες εξ Ερμουπόλεως εις Αθήνας,
+συνήντησαν εις τον πρώτον εκεί περίπατόν των την βασίλισσαν Αμαλίαν
+έφιππον.
+
+ — Μητέρα, ανεφώνησεν ο νεώτερος, ότε επέστρεψαν εις την οικίαν, μητέρα,
+είδα την βασίλισσαν επάνω εις ένα ωραίον γάιδαρον!
+
+ — Δεν ήτο γάιδαρος, υπέλαβε περιφρονητικώς ο μεγαλείτερος· ήτο μουλάρι.
+
+Δεν ήσαν όλως αξιόμεμπτοι και οι δύο διά την ατέλειαν των γνώσεων των
+περί την ζωολογίαν. Ίππος δεν υπήρχε τότε εις Σύραν, δεν είχον δε ίδει
+ούτε ζωγραφιστόν τοιούτον, καθόσον οι παίδες τότε δεν ελάμβανον ως δώρα
+ούτε βιβλία με εικονογραφίας ούτε παίγνια καλλιτεχνικά, καθώς σήμερον.
+
+Αλλ' εάν υπελείπετο της πρωτευούσης ως προς ίππους και αμάξας, νομίζω
+όμως ότι ουδεμίαν της Ελλάδος πόλιν αδικώ λέγων ότι η Ερμούπολις
+προηγήθη των λοιπών εις τον εξευρωπαϊσμόν. Αι Αθήναι ήσαν πλήρεις έτι
+φουστανελλοφόρων, ότε πάντες σχεδόν οι Ερμουπολίται, οι οπωσδήποτε
+διασκελίσαντες τας πρώτας βαθμίδας της κοινωνικής κλίμακος, εφόρουν
+φραγκικά. Το ιστορικόν καφενείον της Ωραίας Ελλάδος ήτο το μόνον
+συνεντευκτήριον των κατοίκων της πρωτευούσης, (εκτός των λογίων, οίτινες
+κατά προτίμησιν αντήλλασσον τας ιδέας των εντός προνομιούχων τινών
+φαρμακείων,) ενώ οι έμποροι της Ερμουπόλεως είχον όχι μίαν μόνην, αλλά
+δύο λέσχας αξιολόγους, εις τας οποίας μάλιστα έδιδον και χορούς
+πολυκρότους κατά τας αποκρέω. Ώστε ο ερχόμενος εκ των άλλων μερών της
+Ελλάδος εις Σύραν, έβλεπεν εκεί εξωτερικά σημεία φραγκισμού, τα οποία
+εις μάτην ήθελε τότε αναζητήσει αλλαχού.
+
+Τούτο εξηγείται ευκόλως. Οι συνοικισταί της Ερμουπόλεως, εκριζωθέντες
+των εστιών των από τον ανεμοστρόβιλον της Επαναστάσεως και μεταφερθέντες
+επί νέου εδάφους, ηδύναντο δι' αυτό τούτο να μεταβάλωσιν, ευκολώτερον
+των άλλων Ελλήνων, τα προγονικά ήθη και έθιμα. Άλλως δε οι πλείστοι
+ανήκον εις τας εμπορικάς τάξεις, πολλοί εξ αυτών ή επεσκέφθησαν οι ίδιοι
+τα ξένα ή είχον συγγενείς εκεί αποκατασταθέντας, ώστε δεν ήργησαν να
+συγκεντρώσουν εις την νήσον εκείνην το εμπόριον της Ελλάδος, και ν'
+αποκαταστήσουν την Ερμούπολιν το πρώτον σημείον ενώσεως μεταξύ του
+αρτισυστάτου κράτους και της λοιπής Ευρώπης.
+
+Αληθώς ο αποκτηθείς ούτως εξευρωπαϊσμός έφερε τον διπλούν τύπον και της
+βίας με την οποίαν μετηνέχθη έξωθεν, και της ανεπαρκείας των μέσων διά
+των οποίων επραγματοποιείτο η εφαρμογή του. Οι νέοι εκείνοι Ευρωπαίοι
+εφαίνοντο μη λαβόντες εισέτι τον καιρόν να συνηθίσουν εις τα ξένα ήθη
+και εις τα νέα φορέματά των. Η φραγκική των ενδυμασία δεν ήτο πάντοτε
+ούτε του νεωτέρου, αλλ' ούτε καν ομοιορρύθμου συρμού· αποτέλεσμα τούτο
+είτε της ποικίλης έξωθεν προελεύσεως των ενδυμάτων, είτε της
+καλλιτεχνικής ανεξαρτησίας των εγχωρίων ραπτών, είτε επί τέλους της μη
+εντελούς εισέτι λήθης των αρχαίων έξεων. Ούτω και εις τας λέσχας
+επεκράτει, έστω και κατά τους χορούς, δόσις απλοϊκότητος μεγαλειτέρας
+οπωσδήποτε της συμβιβαζομένης με την εθιμοτυπίαν του παρεισάκτου
+πολιτισμού. Εν συνόλω, εις την κοινωνίαν εκείνην, της οποίας τα
+συστατικά ήσαν ετερογενή και ποικίλα, αι δε περιστάσεις ανώμαλοι και
+εισέτι δυσχερείς, υπήρχε τι το ασυνάρτητον, το ιδιόρρυθμον, δος δ'
+ειπείν και το αλλόκοτον.
+
+Το αλλόκοτον τούτο διεφαίνετο κατ' εξοχήν είς τινας τύπους των τότε
+Ερμουπολιτών, οίτινες ηδύναντο να δώσουν αφορμήν εις ηθογράφον ή και εις
+γελοιογράφου την γραφίδα, εάν δεν εξημβλύνετο η συναίσθησις του γελοίου
+εν μέσω της γενικής ακαταστασίας και της προσφάτου έτι μνήμης της
+πανωλεθρίας, εκ της οποίας προέκυψεν ο συνοικισμός της Ερμουπόλεως.
+Παρεκτός δε τούτου, η συνήθεια εξοικειοί προς παν το έκτακτον. Οι περί
+ων ο λόγος ιδιότροποι τύποι κατήντησαν να θεωρώνται ως φυσικοί και να μη
+εξεγείρουν ουδόλως την κοινήν περιέργειαν.
+
+Μεταξύ των προσώπων όσα αι νύξεις μου αύται θ' ανακαλέσουν εις την
+μνήμην παλαιών Ερμουπολιτών, θα συγκαταλεχθή, πιστεύω, και το του
+Φιλίππου Μάρθα. Πολλοί ελησμόνησαν ίσως το όνομα, αλλά δύσκολον οι
+ιδόντες αυτόν άπαξ να ελησμόνησαν τον άνθρωπον. Είχε χαρακτηριστικά
+μοναδικά και εντυπούμενα διά παντός εις την μνήμην. Αι τρίχες της
+κεφαλής του ήσαν μαύραι εισέτι, αλλ' η μία του οφρύς, η δεξιά, ήτο
+λευκή, ο δε δασύς του μύσταξ διηρείτο επίσης εις δύο διακεκριμένα
+χρώματα, αλλ' αντιστρόφως των οφρύων ήτο λευκός αριστερόθεν και μαύρος
+δεξιόθεν. Η χιαστή αύτη διασταύρωσις των δύο χρωμάτων έδιδεν εις την
+φυσιογνωμίαν του έκφρασιν παράδοξον. Εάν έβαφε τας λευκάς τρίχας,
+ηδύνατο να θεωρηθή ως εύμορφος μάλλον, αλλ' ότε πρώτον ήλθεν εις Σύραν,
+τις εκεί εσκέπτετο περί κομψότητος! Μετέπειτα, καθόσον ησύχαζον τα
+πράγματα και ελάμβανον σημασίαν υπερτέραν της αληθούς αξίας των αι
+μικραί μέριμναι του βίου, ανεφάνησαν και πωληταί και αγορασταί βαφής εις
+Ερμούπολιν. Αλλά τότε θα επέσυρε την έκπληξιν και την ειρωνείαν του
+κόσμου ο Μάρθας, εάν ήρχετο εις τον νουν του να επιδιώξη διά τοιούτων
+μέσων το ομόχρουν των τριχών του. Τον είχον συνηθίσει όπως ήτο και
+ουδείς πλέον τον παρετήρει. Ναι μεν, τινές των άκραν φιλοσκωμμόνων
+επέμενον επαναλαμβάνοντες πότε και πότε χαριεντισμόν εγκαινισθέντα προ
+ετών υπό Χίου εντριβούς περί τας Γραφάς και εμπνευσθέντος από το
+επώνυμον του Φιλίππου. Αλλ' ούτε καν εμειδία ούτος ή επρόσεχεν ότε, κατά
+την διάβασίν του, οι τοιούτοι ευφυολόγοι εψιθύριζον το του Ευαγγελίου:
+«Μάρθα, Μάρθα, μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά, ενός δε έστι χρεία.» Και
+προφέροντες την λέξιν _Ενός_ έστρηβον τον μύστακα ή έτριβον τας οφρύς.
+
+Το ρητόν ηδύνατο πράγματι να λεχθή προς τον ομώνυμον της Μάρθας, καθόσον
+υπήρχε χρεία _ενός χρώματος_, αλλά το πρώτον μέρος της φράσεως βεβαίως
+δεν προσηρμόζετο εις αυτόν. Ούτε εμερίμνα, ούτε ετύρβαζε περί πολλά ο
+δυστυχής! Απ' εναντίας, μόνη του μέριμνα εφαίνετο η επιμελής εξάσκησις
+του έργου του, και τούτο δε τόσον μόνον, όσον εξήρκει προς απόκτησιν του
+επιουσίου άρτου. Άλλως, ούτε φίλους είχεν ούτε σχέσεις, ούτε εις
+καφενείον τον είδε τις ποτε να καθίση, ούτε εις ξένην οικίαν εισήρχετο.
+Ήσυχος, ολιγόλογος, κατηφής, μετέβαινε τακτικώς εκ της οικίας του εις τα
+γραφεία των πελατών του και εκείθεν πάλιν οπίσω, πενιχρώς αλλά κοσμίως
+και καθαρώς πάντοτε ενδεδυμένος.
+
+Κατώκει ανέκαθεν εις την παρά την Δυτικήν Εκκλησίαν στενήν οδόν, ήτις
+αγνοώ εάν απέκτησε την σήμερον ιδίαν ονομασίαν. Ο έκτοτε κατεδαφισθείς
+οικίσκος του περιείχε δύο μικρά δωμάτια και μαγειρείον, εκ της
+καπνοδόχης όμως του οποίου αι γειτόνισσαι εβεβαίουν ότι ουδέποτε ανήλθε
+καπνός. Κατ' αρχάς τινές εξ αυτών ηθέλησαν εκ συμπαθείας να προσφέρουν
+φαγητά, προφασιζόμεναι ποτέ μεν ότι επεθύμουν να δοκιμάση την
+επιτυχούσαν πήτταν των, άλλοτε δε ότι ήτο η εορτή του συζύγου ή του υιού
+των.
+
+Αλλ' εκείνος ευγενώς μεν, διά τρόπου όμως μη επιδεχομένου αντίρρησιν,
+απεποιείτο την προσφοράν, ώστε αι γειτόνισσαι έπαυσαν η μία μετά την
+άλλην τας καλοκαγάθους αποπείρας των. Και εξηκολούθει ο Φίλιππος φέρων
+ανά πάσαν ημέραν εντός χάρτου χονδρού ή εντός λαχανοφύλλου την λιτήν
+αμαγείρευτον τροφήν του.
+
+Η σειρά των προς την θάλασσαν οικιών της οδού εκείνης, καθώς ενθυμούνται
+οι γνωρίσαντες την Ερμούπολιν, εκτίσθη επί βράχων αποτόμων. Ο οικίσκος
+του Μάρθα, χωριζόμενος από την οδόν διά μικρού προαυλίου
+περιτειχισμένου, προείχε περισσότερον των άλλων προς τα όπισθεν, ο δε
+ξύλινος εξώστης του εφαίνετο κρεμάμενος, τρόπον τινά, υπεράνω των
+αποκρήμνων εκεί πετρών. Ότε ο άνεμος έπνεε σφοδρός, οι αφροί των υπό τον
+κρημνόν μαινομένων κυμάτων ανήρχοντο ενίοτε μέχρι της οικίας αυτής.
+
+Τον εξώστην του είχε περικλείσει ο Φίλιππος άνωθεν και εξ εκατέρων των
+πλευρών διά σανίδων. Και των παρακειμένων οικιών οι εξώσται
+περιεκλείοντο κατά τον αυτόν ή άλλον τρόπον, μετασχηματιζόμενοι εις
+κλίνας ευαέρους και δροσεράς κατά τας θερμάς του θέρους νύκτας. Αλλ' ενώ
+των λοιπών εξωστών η σκέπη αφηρείτο κατά τον χειμώνα, ο του Φιλίππου
+έμενε διαρκώς σκεπαστός, αι δε γειτόνισσαι διετείνοντο ότι εκοιμάτο εκεί
+και εν καιρώ χειμώνος.
+
+Εντός της οικίας εκείνης διήρχετο όσας ώρας δεν απησχόλει η εργασία του.
+Τας Κυριακάς ελειτουργείτο τακτικώς εις την εκκλησίαν της Μεταμορφώσεως,
+ενίοτε δε μετά την ακολουθίαν οι χωρικοί, ή κυνηγοί επιστρέφοντες εκ της
+άγρας, τον συνήντων περιπλανώμενον εις τα πετρώδη της νήσου βουνά, ή
+καθήμενον επί βράχου με τα βλέμματα εστραμμένα προς την Τήνον. Αλλ'
+ουδέποτε τον είδε τις το εσπέρας έξω της οικίας του.
+
+Τα προς το ζην επορίζετο επαγγελλόμενος τον διερμηνέα και τον γραμματέα
+της Αγγλικής γλώσσης. Δι' αυτού εγίνετο πάσα συνεννόησις μεταξύ των
+Άγγλων πλοιάρχων και των παραληπτών των φορτίων των. Εάν έμπορός τις
+ελάμβανεν επιστολήν Αγγλικήν, εις τον Φίλιππον προσέφευγε προς
+μετάφρασίν της· ότε επρόκειτο περί συντάξεως ναυλοσυμφώνων ή περί
+εκδόσεως συναλλάγματος Αγγλιστί, διά των καλλιγραφικών χαρακτήρων του
+επληρούντο τα κενά των σχετικών εντύπων.
+
+Δεν επληρώνετο αδρώς διά ταύτα, αλλ' αι μετά της Αγγλίας εμπορικαί
+σχέσεις της Ερμουπόλεως ήσαν τοσαύται, ώστε δεν απέλιπεν εργασία, εξ
+άλλου δε αι ανάγκαι του ήσαν τόσον περιωρισμέναι, ώστε εξήρκουν όσα
+εκέρδιζεν.
+
+Αλλά πού και πώς εξέμαθε την Αγγλικήν ο Φίλιππος; Ήτο γνωστόν περί αυτού
+ότι κατά την καταστροφήν της Κύπρου περιεσώθη ορφανός εις πλοίον
+Αμερικανικόν και ότι μετεφέρθη εις Αμερικήν όπου εξεπαιδεύθη, ανδρωθείς
+δε επέστρεψεν εκείθεν εις την Ελλάδα. Κατ' αρχάς μάλιστα ελέγετο ότι
+εσπούδασεν εκεί την ιατρικήν, αλλ' επειδή δεν την μετήρχετο, έπαυσε
+βαθμηδόν να λέγεται τούτο και ελησμονήθη.
+
+Ότε κατά πρώτον ήλθεν εις Σύραν, ελέγοντο και άλλα περί αυτού πολλά και
+διάφορα. Επί τινα καιρόν διεδίδετο ότι είχε πάθει τας φρένας. Τήνιοι δέ
+τινες εκυκλοφόρησαν επεισόδια ποικίλα της φημιζομένης παραφροσύνης του.
+Αλλ' ο άνθρωπος εφαίνετο υγιέστατος τον νουν, η δε κατήφεια και η
+απομόνωσίς του δεν ήσαν βεβαίως ανεξήγητοι υπό τας γενικάς τότε των
+Ελλήνων περιστάσεις, ώστε διεσκεδάσθησαν εντός ολίγου πάσαι αι περί
+διαταράξεως των φρενών του υπόνοιαι. Εν συνόλω, οι Ερμουπολίται δεν
+ενησχολούντο πλέον περί αυτού. Ουδένα επείραζεν, ουδένα εβάρυνεν, άλλο
+δεν επεθύμει και δεν επεδίωκεν ή να διέλθη απαρατήρητος η ύπαρξίς του,
+τούτο δ' επί τέλους και επέτυχε.
+
+Και όμως η μονήρης και άσημος εκείνη ύπαρξις υπέκρυπτεν ιστορίαν
+θλιβεράν, υπέκρυπτε πάλην μακράν, πάλην καθημερινήν μεταξύ της καρδίας
+και της διανοίας του. Οι βλέποντες αυτόν παραγεμίζοντα ησύχως τας
+εντύπους συναλλαγματικάς και φορτωτικάς του δεν ηδύναντο να υποπτεύσουν
+οποίας τρικυμίας περιέκλειεν η ψυχή του.
+
+Το μυστικόν του Φιλίππου Μάρθα θα συναπέθνησκε μετ' αυτού εάν, ως
+μνημόσυνον επιπλέον μετά ναυάγιον, δεν περιεσώζοντο ιδιόχειροί τινες
+σημειώσεις του. Διατί τας έγραψε; Βεβαίως δεν προέθετο την
+διαμνημόνευσιν των της ζωής του. Εγραφε διότι, όταν κατέχηταί τις υπό
+μιας μόνης σκέψεως και δεν δύναται να την εκδιώξη, αισθάνεται την
+ανάγκην να ελαφρώση την ψυχήν του διατυπών όπως δήποτε διά λέξεων το
+άλγος του. Εάν έχη φίλον, θα το διακοινώση εις τον φίλον του· εάν έχη
+πίστιν, θα το εκμυστηρευθή εις τον πνευματικόν του, άλλως η υπερχειλής
+του καρδία θα εκχυθή εις ασυναρτήτους μονολόγους, — ή, εάν γνωρίζη να
+γράφη, θα χαράξη επί του χάρτου τον θλιβερόν μονόλογον του. Ιδού διατί
+έγραφεν ο Μάρθας.
+
+Το τετράδιον εις το οποίον έγραφε τας σκέψεις και αποσπάσματα της
+αυτοβιογραφίας του δεν περιέχει ταύτα και μόνον, αλλ' εχρησίμευεν ως
+γενικόν σημειωματάριόν του και κατάστιχον. Εις αυτό ενέγραφε μετ'
+ακριβείας τας μικράς του δοσοληψίας, ως άνθρωπος φροντίζων να είναι
+πάντοτε ενήμερος και απηλλαγμένος πάσης οφειλής. Εκεί επίσης
+κατεγράφοντο αι διάφοροι εργασίαι του εις τα γραφεία των πελατών του.
+Μεταξύ των τοιούτων σημειώσεων υπάρχουν ενίοτε συνταγαί φαρμακευτικαί,
+μαρτυρούσαι ότι δεν είχε λησμονήσει ο Μάρθας την ιατρικήν του, αλλ'
+αναγόμεναι άπασαι εις την σκευασίαν ναρκωτικών. Τα συστατικά των δεν
+παραλλάσσουν ουσιωδώς, αλλ' αι δόσεις και οι συνδυασμοί ποικίλλουν.
+Ηδύνατό τις εξ αυτών να εικάση ότι περί τα αναισθητικά ιδίως
+περιεστράφησαν αι μελέται του. Αναμίξ δε και ατάκτως έγραφεν Αγγλιστί
+ό,τι εσκέπτετο περί εαυτού ή ό,τι ανεπόλει εκ των επεισοδίων του βίου
+του. Ταύτα άνευ σειράς ή χρονολογίας, αλλ' εκ των δοσοληπτικών
+σημειώσεων, αίτινες προηγούνται ή έπονται εκάστου αποσπάσματος, δύναταί
+τις κατά προσέγγισιν να ορίση εκάστου την ημερομηνίαν. Το όλον του
+βιβλίου εγράφη μεταξύ των ετών 1845 και 1847.
+
+Το βιβλίον τούτο είναι κατάστιχον εμπορικόν εις σχήμα μικρού τετάρτου.
+Αι τριπλαί εις εκάστην σελίδα στήλαι διά τας υποδιαιρέσεις της λίρας
+στερλίνας μαρτυρούν την Αγλικήν κατασκευήν του. Η διάσωσίς του οφείλεται
+προδήλως εις το σχήμα του. Εξελήφθη ως βιβλίον έντυπον και ούτω
+περιφυλαχθέν ευρίσκεται εισέτι εις την δημοσίαν της Ερμουπόλεως
+βιβλιοθήκην.
+
+Ομολογώ ότι κατά πρώτον συνέλαβα την ιδέαν του να επωφεληθώ των
+σημειώσεων του Φιλίππου Μάρθα προς συγγραφήν διηγήματος επί το
+μυθιστορικώτερον. Αλλά σκεφθείς ωριμώτερον επροτίμησα να τας δημοσιεύσω
+απαραλλάκτους ως εγράφησαν παρ' αυτού και ν' αφήσω εις τον αναγνώστην
+την φροντίδα του να συμπληρώση διά της φαντασίας τα κενά.
+
+Ιδού αύται.
+
+Α'.
+
+«Η Ψαριανή γειτόνισσά μου κάθηται το εσπέρας εις το κατώφλιον της θύρας
+της, με το πρωτογέννητόν της εις την αγκάλην, και περιμένει τον άνδρα
+της. Ότε επιστρέφων εις την οικίαν μου διέρχομαι εξ ανάγκης έμπροσθέν
+της, με καλησπερίζει μειδιώσα και σχεδόν πάντοτε ευρίσκει τρόπον να είπη
+τι, ώστε να διακόψω τον δρόμον μου διά ν' αποκριθώ. Ενίοτε θηλάζει το
+βρέφος της, καλύπτουσα δια της χειρός το ημιανοικτόν στήθος. Δεν είναι
+βεβαίως ωραία η γειτόνισσά μου, αλλ' ότε κλίνουσα την κεφαλήν αναπαύει
+ευφροσύνως το βλέμμα εις τους ανοικτούς οφθαλμούς του θηλάζοντος τέκνου
+της, με μειδίαμα αφάτου αγάπης εις τα χείλη, τότε μεταμορφούται το
+πρόσωπόν της. Την εξωραΐζει η μητρική στοργή!
+
+Μένω τότε ενώπιόν της και την βλέπω. Αλλά δεν βλέπω εκείνην. Άλλη μορφή
+ωραία, μορφή λατρευτή, μου φαίνεται καθημένη εκεί, εις το κατώφλιον της
+θύρας. Φαντάζομαι ότι βλέπω την σύζυγόν μου θηλάζουσαν εις την μητρικήν
+της αγκάλην το τέκνον μας. Το επί της κεφαλής της Ψαριανής πράσινον
+μανδήλιον μεταβάλλεται εις κομψόν Σμυρναϊκόν κεφαλόδεσμον, η μαύρη της
+κόμη μεταβάλλεται εις ξανθήν, και δύο γαλανοί οφθαλμοί προσηλούν επ'
+εμού απερίγραπτον βλέμμα.
+
+Αλλ' ενώ ονειρεύομαι ταύτα, αλλάσσει η οπτασία, οι οφθαλμοί εκείνοι
+κλείονται διά μιας, η λευκή όψις ωχριά, το βρέφος δεν αναπνέει, και την
+βλέπω νεκράν την μητέρα του, νεκράν καθώς την είδα, καθώς την βλέπω
+διαρκώς ενώπιόν μου έκτοτε!
+
+Ω, διατί, το όνειρον δεν επραγματοποιήθη! Διατί; Διότι αι κατηραμέναι
+μου χείρες εξωλόθρευσαν την ευτυχίαν μου. Εγώ είμαι ο καταστροφεύς, εγώ
+ο ένοχος, εγώ ο φονεύς!
+
+Β'.
+
+Σήμερον με συνήντησε καθ' οδόν ο νεωστί ελθών ενταύθα Γερμανός ιατρός. Ο
+συνοδεύων αυτόν συμπατριώτης του τον ώθησε διά του αγκώνος, ενώ
+διεσταυρούμεθα, ο δε ιατρός έστρεψε προς εμέ το βλέμμα και με ητένισε
+μετά περιεργείας. Τον ήκουσα όπισθέν μου λέγοντα: «Συνέπεια βεβαίως
+ψυχικής διαταράξεως.» — Δεν υπέθετεν ότι ηδυνάμην να εννοήσω τα
+Γερμανικά του, ουδ' ότι εσπούδασα και εγώ την επιστήμην του.
+
+Η διάγνωσις μαρτυρεί οξυδέρκειαν. Τω όντι το χρώμα των τριχών μου
+ηλλοιώθη κατά το δεκάμηνον διάστημα της διαμονής μου εις τα κελλία της
+Ευαγγελιστρίας, αλλ' αγνοώ εάν η αλλοίωσις επήλθε διά μιας ή βαθμηδόν.
+Ουδέποτε ηρεύνησα περί τούτου.
+
+Μ' εθεώρουν ως παράφρονα εκεί και ως τοιούτον με μετεχειρίζοντο. Δεν
+ηδύναντο να ίδουν τι συνέβαινεν εντός της ψυχής μου, δεν εγνώριζον
+οποίον βάρος επίεζε την συνείδησίν μου, δεν έβλεπον εκείνοι καθώς έβλεπα
+εγώ αιωνίως ενώπιόν μου το φάσμα της. Και απέδιδον εις διατάραξιν φρενών
+την απελπισίαν μου και μ' εβασάνιζον διά να με θεραπεύσουν — και
+ενόμισαν ότι μ' εθεράπευσαν! Όχι, δεν παρελογιζόμην. Εάν παρεφρόνουν
+τότε, παραφρονώ και τώρα. Διότι και τώρα η αυτή εικών πλανάται αενάως
+ενώπιον των οφθαλμών μου, η αυτή απελπισία με κυριεύει, η αυτή με
+κατέχει επιθυμία του θανάτου και έφεσις της αυτοτιμωρίας.
+
+Αλλά τότε εφρόνουν ότι ο θάνατος είναι η μεγίστη των ποινών. Δεν με
+εθεράπευσαν εκείνοι· ο γέρων ιερεύς της Τήνου με έπεισεν ότι η ζωή είναι
+ποινή βαρυτέρα του θανάτου. Ω, είχε δίκαιον! Του υπεσχέθην ότι θα
+παραμείνω μέχρις ου έλθη απρόσκλητος ο θάνατος. Ποσάκις μετενόησα διά
+την δοθείσαν υπόσχεσιν, ποσάκις ηθέλησα να πατήσω τον όρκον μου! Αλλ'
+όχι! θα τον τηρήσω πιστώς!
+
+Γ'.
+
+Ενίοτε απορώ εγώ αυτός πώς εκτελώ ακριβώς και αλανθάστως την γραφικήν
+μου εργασίαν, ενώ πλανάται ο νους μου αλλαχού, — πώς συγκεντρούται η
+προσοχή μου εις το έργον μου, ενώ η ψυχή μου απουσιάζει. Μη υπάρχουν δύο
+άνθρωποι εντός μου, και μοιράζεται εις δύο η ενέργειά των; Εξ ενός ο
+δούλος της συνηθείας, η εργαζομένη μηχανή, ο ετεροκίνητος τροχός, — εξ
+άλλου η αμετάβλητος σκέψις, η ακατάβλητος οδύνη, η διηνεκής ανάμνησις;
+Εξ ενός η θέλησις, εξ άλλου η συνείδησις; Επροσπάθησα να μεταβάλω την
+σκέψιν, να καταβάλω την οδύνην, να νικήσω την ανάμνησιν, επάλαισαν επί
+πολύ εντός μου τα αντίθετα στοιχεία, αλλ' η θέλησις δεν ισχύει. Ενίκησεν
+η συνείδησις!
+
+Δ'.
+
+Ο Γερμανός ιατρός θαυματουργεί. Πανταχού ακούω εξυμνούμενα τα
+κατορθώματά του. Εθεράπευσε του ενός το χρόνιον και επίμονον νόσημα,
+έσωσε τον άλλον, καίτοι καταδικασθέντα παρά των λοιπών ιατρών. Οι
+πάσχοντες προσέρχονται σωρηδόν εις την οικίαν του, οι συνάδελφοί του
+επιζητούν την αρωγήν του. Αντικείμενον της ομιλίας και του θαυμασμού της
+Ερμουπόλεως είναι προ ημερών ο Γερμανός!
+
+Τοιαύτα επηύχοντο οι συμμαθηταί και οι καθηγηταί εις εμέ, ότε ανεχώρουν
+εξ Αμερικής. Τοιούτον μοι επηγγέλλετο το μέλλον ο πρόεδρος της Σχολής,
+ότε εντός της αιθούσης επέστεφε διά λατινικής προσλαλιάς την απονομήν
+του διπλώματος, το δε συνωθούμενον πλήθος ανευφήμει τον νέον Έλληνα
+ιατρόν.
+
+Διατί αναπολώ ταύτα, και προς τι; Δεν είμαι πλέον ιατρός, αφού η
+επιστήμη μου αντί της σωτηρίας επέφερε τον θάνατον, — τον φόνον. Τούτο
+επέβαλε τότε η συνείδησίς μου, σήμερον το επιβάλλει και η αμάθεια. Επί
+δέκα ήδη έτη απέμαθα την μη εξασκουμένην ιατρικήν. Σήμερον είμαι γραφεύς
+της Αγγλικής γλώσσης και ουδέν άλλο, ουδέν περιπλέον! Ουδείς ενταύθα
+γνωρίζει ότι ήμην ιατρός, ή και αν το εγνώριζε, το ελησμόνησεν. Αλλ'
+ούτε μεταμελούμαι διά τούτο. Ούτως έπρεπε να γείνη και ούτως εγένετο.
+Ήδη τετέλεσται!
+
+E’.
+
+Πρό τινος μία υποψία, ήτις και άλλοτε μ' εβασάνισε, μου πιέζει συχνάκις
+τον νουν. Αμφιβάλλω τότε περί παντός, περί του παρελθόντος, περί του
+παρόντος, περί της υπάρξεώς μου αυτής. Σκέπτομαι τότε μη διαφεύγη αληθώς
+την θέλησίν μου η ενέργεια της διανοίας, μη τα γεννήματά της στηρίζωνται
+επί της σαλευομένης βάσεως πάσχοντος εγκεφάλου, μη και η λύπη μου
+αυτή... Διατί σκέπτομαι ταύτα; Διατί αι υποψίαι αύται, αι επιβαρύνουσαι
+έτι μάλλον το αφόρητον άχθος του βίου; Όχι! Ο πάσχων τας φρένας δεν έχει
+την συνείδησιν του πάθους του.
+
+Ω! Είθε να ήμην παράφρων!
+
+ΣΤ'.
+
+Την νύκτα ότε άυπνος βλέπω τα αναρίθμητα άστρα ακτινοβολούντα εις την
+απέραντον γαλήνην του ουρανού, και ακούω υπό τον εξώστην μου τον ήσυχον
+φλοίσβον της θαλάσσης, διαπερούν ενίοτε την φαντασίαν μου, ως εικόνες
+αλλεπάλληλοι, αι ολίγαι ευχάριστοι αναμνήσεις της ζωής μου. Ενθυμούμαι
+τότε τον Αμερικανόν ευεργέτην μου, ενθυμούμαι τον ιερέα της
+Ευαγγελιστρίας, ενθυμούμαι την Ψαριανήν γειτόνισσάν μου, ενθυμούμαι όσην
+καλοσύνην απήντησα επί γης. Οι άνθρωποι δεν μου ηρνήθησαν ποτέ την
+συμπάθειάν των, απ' εναντίας· αλλ' εγώ δεν την θέλω, ούτε ποτέ την
+εζήτησα. Ίσως εάν την επεζήτουν δεν την απελάμβανα, διότι αποβαίνει
+φορτική η μακρά δυστυχία, η δε φιλανθρωπία προσφέρει την ελεημοσύνην της
+συμπαθείας εις δόσεις εφημέρους· δεν υποβάλλεται εις χρόνιον φόρον.
+
+Δεν θέλω ούτε αγάπην, ούτε συμπάθειαν· θέλω να διέλθω άγνωστος και
+απαρατήρητος εν τω μέσω των ανθρώπων, υποφέρων εν κρυπτώ το βάρος της
+συμφοράς μου, μέχρις ου έλθη η ποθητή ώρα της απολυτρώσεως, — της
+αναπαύσεως.
+
+Επεθύμουν να γνωρίσω τον Γερμανόν, να τον ερωτήσω περί των γενομένων
+ερευνών και προόδων εις την χρήσιν των αναισθητικών, να εξακριβώσω την
+ατίαν του θανάτου της. Αλλά προς τι; Κατά τι θα ωφελήση τούτο; Το λάθος
+μου δεν διορθώνεται, η νεκρά μου δεν θ' αναζήση. Διατί να διακοινώσω εις
+τον ξένον τούτον ό,τι ουδείς γνωρίζει;
+
+Ότε εν τη απελπισία μου έκραξα ότι εγώ την εφόνευσα, παρεξήγουν πάντες
+τους λόγους μου και ενόμιζον ότι παρεφρόνησα εκ της λύπης! Ας μείνη διά
+παντός άγνωστον το φρικτόν μυστικόν μου. Μόνος ο ιερεύς της
+Ευαγγελιστρίας το εγνώριζεν, αλλ' απέθανεν εκείνος. Δεν θα ερωτήσω τον
+Γερμανόν.
+
+Και όμως ποσάκις έκτοτε εμελέτησα τας αναλογίας και υπελόγισα τα
+συστατικά του αιθέρος, διά του οποίου την εφόνευσα. Αλλά ταύτα δι'
+υπολογισμών δεν εξακριβούνται. Ανάγκη πειραμάτων, πειράματα δε ούτ'
+επεχείρησα ούτ' επιχειρώ πλέον. Πόσα τοιαύτα εδοκίμασα εις Βοστόνην,
+πόσα εις Τήνον, και εις τι απέληξαν; Ενόμιζα ο μωρός ότι κατέχω το
+μυστήριον της ακινδύνου αναισθησίας, ότι δι' εμού θ' αντανακλασθή εις
+την Ελλάδα η δόξα της εφευρέσεως, ότι διά της επιτυχούς χρήσεως του
+αιθέρος θ' ανακουφίσω εγώ την πάσχουσαν ανθρωπότητα, και τι κατώρθωσα;
+Εθανάτωσα την γυναίκα μου!
+
+Πώς δεν εκράτησε τότε την χείρα μου αμφιβολία τις; Την έβλεπα αγωνιώσαν,
+κινδυνεύουσαν να συναποθάνη με το αγέννητον έτι τέκνον της, και την
+απεκοίμισα διά του αιθέρος. Την απεκοίμισα πεποιθώς ότι θ' αφυπνισθή και
+θα ίδη ευτυχής και σώα το βρέφος, χάριν του οποίου εκινδύνευεν η ύπαρξίς
+της. Δεν αφυπνίσθη εκείνη. Εγώ αφυπνίσθην εκ της απατηλής μου
+ματαιοφροσύνης, ότε την είδα νεκράν ενώπιον μου και νεκρόν το τέκνον
+μου!
+
+Πόθεν το λάθος μου; Μη έσφαλα εις την δόσιν; Μη υπερείχεν εις την
+σκευασίαν το οξικόν οξύ; Μη επλανήθην ως προς την κράσιν της, ή επήλθεν
+αλλοίωσις απρόβλεπτος εις τας σωματικάς ενεργείας;
+
+Ω της εγκληματικής μωρίας μου! Τις εγώ ο νομίσας ότι ήσαν εις την
+εξουσίαν μου της φύσεως τα μυστήρια; Ότε είδα την ωχρότητα του θανάτου
+εις το πρόσωπόν της και ήκουσα τους τελευταίους βιαίους παλμούς της
+καρδίας της, τότε συνησθάνθην την φρίκην του έργου μου και απηλπισμένος
+έτρεξα και ερρίφθην εις την θάλασσαν. Διατί με έσωσαν; Διατί δεν με
+αφήκαν να αποθάνω; Τι εκέρδισα ζων;
+
+Η'.
+
+Διατί ήλθεν ο Γερμανός ενταύθα; Διατί παρήτησε την πατρίδα του; Μη ώθησε
+και τούτον η κακή τύχη να έλθη να ταφή ζων μεταξύ ξένων αγνώστων. Αυτός
+όμως εξασκεί το έργον του, ενώ εγώ απηρνήθην την επιστήμην. Αλλ' η
+δυστυχία έχει φάσεις ποικίλας και χείρας πολλάς. Του ενός η συμφορά δεν
+ομοιάζει προς την του άλλου. Τις οίδε πώς ούτος επλήρωσε τον φόρον του
+εις την Ειμαρμένην! Τις οίδεν οποίον βάρος φέρει η συνείδησίς του!
+
+Θ'.
+
+Συχνάκις αναπολώ τον πρώτον μετά της μνηστής μου περίπατον. Ο ήλιος είχε
+δύσει, αλλ' αι ακτίνες του εφώτιζον εισέτι την εξοχήν. Κατεβαίνομεν το
+βουνόν επιστρέφοντες εις την πόλιν. Εκράτει δέσμην ανθών αγρίων εις την
+μίαν χείρα, διά της άλλης εστηρίζετο επί της χειρός μου. Η ψυχή μου ήτο
+πλήρης ευτυχίας! Διηρχόμεθα τον έμπροσθεν του ανεμομύλου αγρόν εις τα
+πρόθυρα της πόλεως. Ο τροχός του δεν εκινείτο, είχον επιδεθή τα ιστία
+του. Εις την θύραν της παρακειμένης καλύβης εκάθηντο ο γέρων μυλωνάς και
+η σύζυγός του. Ο υιός των επότιζε τον περί τον μύλον κήπον, η νύμφη των
+επί χαμηλού σκαμνίου έρραπτεν εισέτι, κύπτουσα διά να βλέπη, τα δε δύο
+της τέκνα, οι έγγονοι των δύο γερόντων, έπαιζον εκεί, και αντήχουν οι
+γέλωτές των. Ήτο σκηνή αληθούς ευτυχίας εκείνη. Εστάθημεν και εβλέπομεν,
+απολαύοντες μακρόθεν την ηδονήν της γαληνιαίας φαιδρότητάς της. Έθλιψα
+εν συγκινήσει την χείρα της μνηστής μου. Ω! εψιθύρισα, θα μας αξιώση και
+ημάς ο Θεός να γηράσωμεν ούτω περικυκλωμένοι;
+
+Εμειδίασεν εκείνη. — Πολύ βιάζεσαι, είπεν. Ας χαρώμεν την νεότητα και ας
+μη προμελετώμεν το γήρας.
+
+Δεν εχάρημεν την νεότητα, και δεν θα έλθη το γήρας. Δι' εκείνην βεβαίως
+όχι. Είθε όχι και δι' εμέ!
+
+Ι'.
+
+Βάσις της ευτυχίας η άγνοια του μέλλοντος. Τις θα έχαιρε ποτέ, εάν
+ηδύνατο να προΐδη ότι η παρούσα χαρά θα μετατραπή εις λύπην; Τις θα
+ηγάπα, εάν εγνώριζεν οποίους σπαραγμούς μέλλοντας υποκρύπτει η πηγή
+οπόθεν αναβρύει σήμερον η ευδαιμονία; Τις θα ήλπιζεν, εάν δεν έμενον
+κρυμμένα τα επερχόμενα δεινά; Ενόσω είναι ο άνθρωπος νέος, το στάδιον
+του αγνώστου απλούται ευρύτερον ενώπιον της τυφλότητός του, όσον δε
+πλειότερον απέχει το μέλλον, τόσον μεγαλειτέρα η εκ της αγνοίας του
+πηγάζουσα ευτυχία!
+
+Αλλ' όταν το δάκτυλον της Ειμαρμένης στηλωθή εις σελίδα υπό της χειρός
+της ανοιχθείσαν, όταν ο κρύπτων τα μετέπειτα πέπλος σχισθείς αποκαλύψη
+τας όπισθεν αυτού συμφοράς, τότε διαλύεται η πλάνη, τότε επέρχεται
+αφύπνισις σκληρά, τα δε όνειρα διαδέχεται η απελπισία.
+
+Το βλέπω εγώ το δάκτυλον της Ειμαρμένης, βλέπω την σκιάν του επί του
+ανοικτού βιβλίου της ζωής μου. Διά του σχισθέντος πέπλου βλέπω
+προκεχαραγμένην την τροχιάν μου μέχρι του κρημνού όπου θα καταλήξη!
+
+Αλλ' όχι! Απατώμαι και ματαιοφρονώ. Ουδ' επί τοσούτον δύναμαι να
+καυχηθώ. Ο άνευ ελπίδος ζων γνωρίζει μόνον τι εστερήθη, γνωρίζει ότι
+θα διέλθη ημέρας αφωτίστους εκ του φωτός της ευτυχίας, αλλά δεν γνωρίζει
+ούτε δύναται να προΐδη τι εισέτι κρύπτεται εντός του έμπροσθεν αυτού
+σκότους.
+
+Αλλ' είναι πλήρες το ποτήριον, δεν χωρεί άλλην πλέον ρανίδα! Και μη
+απαιτήται αύξησις ποσού διά ν' αυξήση η πικρία της πικρίας του; Μη δεν
+αυξάνη αφ' εαυτής, καθ' όσον ο χρόνος παρέρχεται;
+
+Ω, το βάρος της ζωής! Ω, η αφόρητος ανία της υπάρξεως!
+
+ΙΑ'·
+
+Επί τέλους! η λύσις παρουσιάζεται αφ' εαυτής! Επέρχεται η ποθητή
+διέξοδος επί τέλους!
+
+Την νύκτα, ενώ εσύριζεν ο άνεμος περί την σκέπην του εξώστου μου και η
+θάλασσα εβρόντα κάτωθέν μου, ήκουσα αίφνης ξύλου τριγμόν και ησθάνθην
+τον εξώστην σεισθέντα υπό την κεφαλήν μου. Το πρώτον μου αίσθημα ήτο
+αίσθημα τρόμου. Αλλά διήλθεν ο φόβος ως αστραπή, και επλήσθη χαράς η
+καρδία μου.
+
+Επί τέλους!
+
+Ανέκυψα και εκάθισα βλέπων κάτωθεν μου την αφρίζουσαν θάλασσαν. Έσεισα
+τον εξώστην. Μόνον η προς την κεφαλήν μου πλευρά του ενέδιδεν υπό την
+πίεσιν, αλλ' επανήρχετο μετ' ελαστικότητος εις την προτέραν της θέσιν.
+Επροσπάθησα να καθησυχάσω τα αισθήματά μου και να κατατάξω τας σκέψεις
+μου. Τι έτριξε; Πώς και διατί;
+
+Δεν κατέβην ποτέ εις τον κρημνόν διά να επεξεργασθώ κάτωθεν τα του
+εξώστου μου. Εκ των επί των σανίδων του καρφίων φαίνεται ότι στηρίζεται
+επί δύο πασσάλων κτισμένων εντός του τοίχου, αλλ' ούτε το πάχος ούτε την
+στερεότητα των πασσάλων δύναται τις άνωθεν να εξακριβώση. Οπωσδήποτε,
+φανερόν ότι η υπόκρυφος εργασία της φθοράς εγένετο βαθμιαίως και ήδη το
+ξύλον απέκαμεν. Εχωρίσθησαν αι φθαρείσαι ίνες του, αλλ' όχι καθ'
+ολοκληρίαν εισέτι. Αλλά και οι δύο πάσσαλοι θα είναι εξ άπαντος της
+αυτής προελεύσεως και της αυτής στερεότητος. Διατί δεν έτριξεν επίσης
+και δεν σαλεύει και ο υπό τους πόδας μου; Διότι το βάρος εκεί
+ολιγώτερον, η δε φθορά κατά συνέπειαν βραδυτέρα.
+
+Αλλ' εάν ο είς μόνος πάσσαλος θραυσθή, ενώ ο άλλος αντέχει εισέτι, ο
+εξώστης θα κρεμασθή χωρίς διά μιας να καταπέση. Και τότε; τι εκέρδισα;
+Διά να καταπέση ανάγκη εκ παραλλήλου και ταυτοχρόνως να προβή και των
+δύο πασσάλων η φθορά. Και τότε; Τότε υπό το βάρος μου θα συντριβή και θα
+πέση μίαν νύκτα ο εξώστης, και λήγει το μαρτύριον!
+
+Θα μεταβάλω θέσιν επί του εξώστου. Θα τοποθετήσω το προσκέφαλον εκεί
+όπου μέχρι τούδε ήσαν οι πόδες μου.
+
+Παραβαίνω μήπως την δοθείσαν υπόσχεσιν; Όχι. Δεν πηγαίνω εγώ προς τον
+θάνατον, αλλ' ιδού ο θάνατος απρόσκλητος έρχεται προς εμέ. — Καλώς να
+έλθη!
+
+ΙΒ'.
+
+Εβδομάς παρήλθεν ολόκληρος, αντέχει δε στερεώς εισέτι ο άλλος πάσσαλος.
+Ουδέ τριγμός ουδέ σάλευμα. Θα περιμείνω με υπομονήν, δεν θα επισπεύσω
+την καταστροφήν. θα έλθη αφ' εαυτής, θα έλθη!
+
+Εδοκίμασα τι θα συμβή οπόταν συντριβή και πέση ο εξώστης. Έρριψα λίθον
+ογκώδη κατά κάθετον επί του βράχου. Ο λίθος εκυλίσθη πηδών μέχρι της
+άκρας του κρημνού, εκείθεν κατέπεσε, και ήκουσα κάτωθεν την βοήν της
+βαθείας θαλάσσης. Έρριψα λιθάριον μικρόν και κατεκρημνίσθη κυλισθέν
+επίσης. Ουδεμία επί των βράχων εξοχή ικανή να εμποδίση το κύλισμα
+οιουδήποτε βαρέος σώματος.
+
+ΙΓ'.
+
+Προσοχή, προσοχή! Σήμερον συνέλαβα τον εαυτόν μου αυτοφώρω μονολογούντα,
+— ίσως και χειρονομούντα.
+
+Ενώ επέστρεφα εις την οικίαν μου, μία γραία εις την καμπήν της οδού
+εστάθη διά μιας απέναντί μου, ως τρομάξασα, και με παρετήρει. Συνελθών
+εν ακαρεί, ήκουσα τον ήχον της φωνής μου.
+
+Προσοχή! Εάν προδοθώ, εάν εννοηθούν οι σκοποί μου, ενδέχεται να
+εμποδισθή η εκτέλεσίς των. Διά τούτο δεν διέκοψα την εργασίαν μου, αλλ'
+εξακολουθώ επισκεπτόμενος τα γραφεία των πελατών μου ως πρότερον. Αλλ'
+εάν δεν είμαι κύριος εμαυτού, εάν η φωνή μου εμφαίνη τα διανοήματά μου
+χωρίς να το θέλω και χωρίς να το γνωρίζω, τότε τι το όφελος των μέτρων
+μου περί τα λοιπά; Προσοχή μη προδοθώ!
+
+ΙΔ'.
+
+Σήμερον συνήντησα καθ' οδόν τον Γερμανόν ιατρόν μόλις δυνάμενον να σταθή
+εις τους πόδας του. Ήτο μεθυσμένος ως κτήνος! Ήκουσα και άλλοτε ότι το
+συνηθίζει, αλλά δεν έτυχε να τον ίδω ποτέ καθώς τον είδα σήμερον. Ήτο
+ελεεινός!
+
+Εννοώ το κινούν αυτόν ελατήριον. Θέλει ο δυστυχής να πνίξη την φωνήν της
+συνειδήσεως, θέλει να μη την ακούη.
+
+Υπάρχουν σκέψεις και αναμνήσεις, εις των οποίων, την βάσανον ο άνθρωπος
+δεν αντέχει. Προσπαθεί να τας διώξη, αλλά δεν ημπορεί να τας εξαλείψη,
+ούτε να τας διεκφύγη.
+
+Εάν υποβάλη την διάνοιάν του εις αδιάκοπον εργασίαν, μεταξύ του
+αντικειμένου της μελέτης και των οφθαλμών του παρεισδύεται η εικών, την
+οποίαν επεθύμει να λησμονήση. Εάν κλείση τους οφθαλμούς, την βλέπει και
+πάλιν ζωντανήν ενώπιόν του. Εάν επιζητήση την λήθην εις τας περιπετείας
+βίου πλάνητος, δεν θα την εύρη ούτ' εκεί. Όσω μακράν και αν υπάγη, τον
+παρακολουθεί αναπόσπαστος η συνείδησίς του και τον συνοδεύει η θλίψις
+του. Παραδίδεται τότε εις την μέθην, θέλων και προσπαθών ν' αποκτηνωθή.
+Τινές, ευτυχέστεροι, παραφρονούν.
+
+Θεέ μου, θεέ μου, δεν είναι απλούστερον και προτιμότερον ο θάνατος;
+
+ΙΕ'.
+
+Ο εξώστης είναι εισέτι στερεός υπό την κεφαλήν μου, αλλ' υπό τους πόδας
+μου τον αισθάνομαι κλονούμενον περισσότερον και ευκολώτερον. Εικάζω ότι
+ο πάσσαλος εσχίσθη οριζοντίως, αλλ' όχι καθ' όλον το μήκος του, και διά
+τούτο αντέχει εισέτι. Εσκέφθην όμως ότι, αν καταστραφή αυτός, ο εξώστης
+θα κρημνισθή και αν έτι διατηρήται στερεός ο άλλος πάσσαλος. Δεν θα
+καταπέση ίσως επί των βράχων διά μιας, αλλά θα μείνη κρεμάμενος εκ της
+μιας των πλευρών του, τα δ' επ' αυτού θα πέσουν εξ ανάγκης επί του
+κρημνού. Αι κιγκλίδες δεν θα εμποδίσουν την πτώσιν του εξώστου. Εξήτασα
+καλώς τα ξύλα, τα οποία συνδέουν άνωθεν τας κιγκλίδας. Είναι εκατέρωθεν
+προσηλωμένα επί του τοίχου της οικίας, αλλά τόσον ατέχνως και ασθενώς,
+ώστε θα ενδώσουν εις την ελαχίστην βίαν ή πίεσιν. Ουδεμία ανάγκη να
+περιμένω μέχρις ου τρίξη και διαρραγή και ο άλλος πάσσαλος. Θα
+τοποθετήσω και πάλιν το προσκέφαλον εις την σαλευομένην πλευράν του
+εξώστου. Ίσως ούτω το τέλος επέλθη ταχύτερον.
+
+ΙΣΤ'.
+
+Η Μοίρα προώρισε το πέλαγος ως τάφον της οικογενείας μου. Ανέκαθεν είχα
+το προαίσθημα ότι εντός αυτού θα εύρω και εγώ την αιώνιον ανάπαυσιν.
+Τους άλλους τρώγει το χώμα, τα ιδικά μας οστά καλύπτονται υπό φυκών και
+οστράκων εις τα βάθη της θαλάσσης.
+
+Εκ της λέμβου του Αμερικανικού πλοίου, εις την οποίαν οι ναύται διά της
+βίας μας έσπρωξαν την μητέρα μου κ' εμέ, τον είδα κατά την φρικτήν
+εκείνην νύκτα, τον είδα τον δυστυχή μου πατέρα καλυπτόμενον υπό των
+υδάτων.
+
+Οι Τούρκοι ελεηλάτουν και έσφαζον εντός της πόλεως, ενώ ημείς εφεύγομεν
+προς την παραλίαν. Η λέμβος επερίμενε πλήρης ήδη προσφύγων. Μας έσπρωξαν
+εντός αυτής οι ναύται, την μητέρα μου κ' εμέ, και η λέμβος απεμακρύνθη
+της ακτής. Ο πατήρ μου ερρίφθη εις την θάλασσαν και μας ηκολούθει
+κολυμβών. Αλλ' οι Τούρκοι ήσαν ήδη επί της παραλίας με τα ξίφη γυμνά, με
+τα όπλα απαστράπτοντα υπό το φως της σελήνης. Εκράτουν το φόρεμα της
+μητρός μου, ορθίας εντός της λέμβου, βωβός εκ του τρόμου, με τα βλέμματα
+προσηλωμένα προς τον πατέρα μου. Αίφνης είδα τας λάμψεις
+εκπυρσοκροτήσεων, ήκουσα τουφεκισμούς και είδα τον πατέρα μου υψούντα
+τας χείρας, και έπειτα... δεν τον είδα πλέον.
+
+Η μήτηρ μου έπεσεν ως νεκρά εντός της λέμβου, και ως νεκράν την
+μετέφερον οι ναύται επί του πλοίου. Και εγώ εξηκολούθουν κρατών με τας
+δύο χείρας το φόρεμά της. Αι φιλάνθρωποι φροντίδες των ξένων την
+επανέφερον εις την ζωήν. Αλλά δεν ήτο ζωή εκείνη! Εφαντάζετο διαρκώς ότι
+βλέπει τον σύζυγόν της διωκόμενον υπό των Τούρκων, δεν με ανεγνώριζεν,
+έκλαιε λέγουσα ότι έσφαξαν και το τέκνον της οι Τούρκοι. Εις μάτην
+κατεφίλουν τας χείρας της, εις μάτην έκραζα:
+
+ — Εδώ είμαι μητέρα!
+
+Παρεφρόνησεν, η τάλαινα. Αλλά το μαρτύριον εκείνης δεν ήτο μακρόν ως το
+ιδικόν μου. Συγχρόνως με του νου εξηντλήθησαν και του σώματός της αι
+δυνάμεις. Απέθανε! Και εκ του καταστρώματος του πλοίου όπου, αντί
+ιερέως, ο πλοίαρχος ανέγνωσεν εις ξένην γλώσσαν τας νεκρωσίμους
+προσευχάς, το λείψανόν της σαβανωθέν εντός ιστίου, με σφαίραν βαρείαν
+εις τους πόδας, ερρίφθη εις τα βάθη της θαλάσσης.
+
+Ήμην δεκαετής τότε, ήμην εις ηλικίαν ώστε να αισθανθώ ολόκληρον την
+πικρίαν των τραγικών εκείνων περιπετειών. Έκτοτε ενετυπώθη εις την ψυχήν
+μου το προαίσθημα ότι τα οστά μου, καθώς τα οστά των γονέων μου,
+πέπτωται να κυλίωνται εις τα άδυτα του πελάγους, μέχρις ου η κόνις
+ανέλθη εις το φως του ηλίου αναμιγνυομένη με τους αφρούς των κυμάτων.
+
+ΙΖ'.
+
+Τέσσαρες εβδομάδες συνεπληρώθησαν σήμερον, ο δε εξώστης αντέχει εισέτι.
+Ανά πάσαν εσπέραν προσδοκώ το τέλος, αλλ' ο ήλιος ανατέλλων μου το
+αναβάλλει εις την αύριον. Απηύδησα περιμένων. Η κεφαλή μου αλγεί,
+βομβούν τα ώτα μου, οι οφθαλμοί μου καίουν, αισθάνομαι ότι δεν δύναμαι
+πλέον επί πολύ να κυβερνώ τον νουν μου. Ελπίζω όμως, ελπίζω ότι
+προσεγγίζει η καταστροφή. Αι σανίδες του εξώστου τρίζουν και κλονίζονται
+επί μάλλον και μάλλον.
+
+Ο ουρανός είνε σήμερον ζοφερός, ο άνεμος γίνεται σφοδρότερος, καθ' όσον
+ο ήλιος καταβαίνει προς την δύσιν του. Εάν μεταβληθή εις τρικυμίαν την
+νύκτα, ίσως οι πάσσαλοι επί τέλους συντριβώσιν.
+
+Ίσως! Χθες προς το λυκαυγές μία λευκή περιστερά ήλθε κ' εκάθισεν επί των
+κιγκλίδων του εξώστου άνωθεν της κεφαλής μου, πάλλουσα τας πτέρυγάς της.
+Εντός του διαλυομένου σκότους, προτού ανατείλη ο ήλιος, την είδα
+προσηλούσαν εις τους οφθαλμούς μου τους λάμποντας οφθαλμούς της. Το
+βλέμμα της εξέφραζε θλίψιν άφατον. Εφαντάσθην ότι ήτο η ψυχή της
+γυναικός μου και έκλαυσα. Ω, προ πόσου καιρού δεν έχυσα δάκρυα! Έκλαυσα
+και ωμίλησα προς την λευκήν περιστεράν. Είπα της ψυχής μου τον πόνον.
+Και με ήκουεν η περιστερά και μ' έβλεπε με το θλιβερόν βλέμμα της. Είπα
+την ελπίδα μου ότι επέρχεται των δεινών μου η παύσις, ότι θα συνενωθώμεν
+και πάλιν. Και ήνοιξε τας λευκάς της πτέρυγας η περιστερά και
+απεμακρύνθη προσηλούσα εισέτι επ' εμού το βλέμμα. Μου εδείκνυεν άρά γε
+τον δρόμον; Ω ψυχή της γυναικός μου, θα σε ακολουθήσω! Έρχομαι!»
+
+Ενταύθα λήγουν αι αυτόγραφοι σημειώσεις του Φιλίππου Μάρθα. Δεν
+απαιτούνται γνώσεις βαθείαι, ιατρικής, όπως εκ της αναγνώσεώς των
+εννοήση πας τις ότι ο δυστυχής κατείχετο υπό της μονομανίας της
+αυτοκτονίας. Εις τα αποσπάσματα ταύτα διαφαίνονται πάντα τα παθολογικά
+συμπτώματα νοσούσης διανοίας.
+
+Επί ικανάς ημέρας ηρεύνησα εις τα αρχεία της Ερμουπόλεως προς ανεύρεσιν
+εγγράφου οιουδήποτε αναγομένου εις τον θάνατόν του. Επί τέλους ανεκάλυψα
+δικαστικήν απόφασιν, διαλαμβάνουσαν ότι μη παρουσιασθέντος συγγενούς
+τινος διεκδικούντος την κληρονομίαν του, μήτε δανειστού ουδενός, η
+πενιχρά περιουσία του μετεβιβάζετο εις την κυριότητα του δημοσίου.
+Επισυνημμένη δε εις την απόφασιν του δικαστηρίου υπήρχεν η σημείωσις της
+επί δημοπρασίας εκποιήσεως των ολίγων σκευών του, εκκαθαρισάντων, κατά
+λεπτομερή απογραφήν, δραχμάς πεντήκοντα τρεις και λεπτά τριάκοντα.
+
+Εξ ετέρου εγγράφου, περισωζομένου εις την βιβλιοθήκην Ερμουπόλεως,
+εξάγεται ότι τα βιβλία του δεν συμπεριλήφθησαν εις την δημοπρασίαν, αλλ'
+εναπετέθησαν εις την δημοσίαν βιβλιοθήκην. Τα πλείστα είναι Αγγλικά και
+ύλης ιατρικής, αλλ' υπάρχουν μεταξύ αυτών καί τινες Αγγλικαί εκδόσεις
+Ελλήνων συγγραφέων. Το όλον της μικράς βιβλιοθήκης του Μάρθα απετελείτο
+εκ τόμων τεσσαράκοντα περίπου. Εννοείται δε ότι δι' εμέ το κειμήλιον της
+συλλογής ήτο το ιδιόγραφον σημειωματάριόν του.
+
+Αλλ' εξ αμφοτέρων των εγγράφων τούτων ουδόλως εφωτίσθην ως προς τα καθ'
+έκαστα της αποβιώσεώς του, παρήτησα δε πάσαν ελπίδα του να ικανοποιήσω
+την περιέργειάν μου, ότε φυλλολογών, χάριν άλλων μελετών, την εν τη
+βιβλιοθήκη Ερμουπόλεως συλλογήν της εφημερίδος «Ο Φανός του Αιγαίου»,
+ανεκάλυψα εις το υπ' αριθμόν 319 και υπό ημερομηνίαν της 10ης
+Σεπτεμβρίου 1847 φύλλον αυτής, μεταξύ των διαφόρων, την εξής παράγραφον:
+
+ — «Πλησίον όσων άλλων καταστροφών επέφερεν η φοβερά τρικυμία της
+προχθεσινής νυκτός, έχομεν δυστυχώς να συγκαταριθμήσωμεν και τον θάνατον
+του Φιλίππου Μάρθα. Οι γείτονες, μη ιδόντες αυτόν διόλης της ημέρας
+χθες, επληροφόρησαν την αστυνομίαν ότι κατέπεσεν ο εξώστης της οικίας
+του, κειμένης παρά την δυτικήν Εκκλησίαν. Διαρρηχθείσης της θύρας,
+επεκυρώθησαν αι υποψίαι των γειτόνων. Καθ' ας ελάβομεν πληροφορίας, ο
+Μάρθας εκοιμάτο συνήθως επί του εξώστου, τον οποίον η βία του ανέμου
+κατέρριψεν επί των κατωφερών βράχων. Ο εξώστης και πάντα τα επ' αυτού
+κατακυλισθέντα κατεποντίσθησαν εντός της βαθείας εις εκείνο το μέρος
+θαλάσσης. Ο δυστυχής, πεποιθώς εις την στερεότητα του εξώστου, δεν
+επρόφθασε να σωθή αφυπνιζόμενος. Η καταστροφή επήλθεν ακαριαίως ως εκ
+της σφοδρότητος της τρικυμίας. Η εξακολούθησις αυτής δεν επέτρεψεν
+εισέτι την εκεί έρευναν, αλλ' άνωθεν ουδέν φαίνεται επιπλέον, ούτε
+πτώμα, ούτε σανίς, ούτε σινδόνη. Ο άνεμος πνέει νοτιοδυτικός, ώστε κατά
+πάσαν πιθανότητα θα φέρη το λείψανον του πνιγέντος προς τας ακτάς της
+Τήνου».
+
+
+
+ΕΙΣ ΤΟΥ ΟΦΘΑΛΜΙΑΤΡΟΥ
+
+
+
+Α'.
+
+Είχε σχεδόν κενωθή η τραπεζαρία του ιατρού, όπου οι πελάται επερίμενον
+την σειράν των. Ήτο η ενδέκατη προ μεσημβρίας, εδέχετο δε καθ' εκάστην
+από της εννάτης μέχρι της ενδεκάτης και ημισείας. Το πρωί ειργάζετο εις
+το Νοσοκομείον, μετά μεσημβρίαν δε επεσκέπτετο τους ασθενείς του κατ'
+οίκον. Η πελατεία του ήτο πολυάριθμος, ουδέ περιωρίζετο μεταξύ των
+κατοίκων μόνον της πρωτευούσης, καθότι το όνομά του, ως αρίστου
+οφθαλμιατρού, ήτο γνωστόν και εις τας επαρχίας και εις το εξωτερικόν. Οι
+ασθενείς συνέρρεον προς αυτόν πανταχόθεν, διό και οι ερχόμενοι προς
+επίσκεψίν του εφρόντιζον να έλθουν ενωρίς, διά να καταλάβουν όσον ένεστι
+καλλιτέραν σειράν έκαστος. Σπανιώτατον ήτο να έλθη τις μετά τας ένδεκα.
+Ώστε και η μαγείρισσα, ήτις από το εις την αυλήν κείμενον μαγειρείον
+ήνοιγε διά σχοινίου την έξω θύραν και εδείκνυεν εις τους μη ειδότας την
+είσοδον του οικήματος, — άντικρυ του μαγειρείου, — και την τραπεζαρίαν,
+— δεξιά της εισόδου, εις το ισόγειον, — έπαυε κατ' εκείνην την ώραν
+ενασχολουμένη εις τα της υποδοχής των πελατών και επεδίδετο
+αποκλειστικώς εις την προετοιμασίαν του προγεύματος.
+
+Έμενον εισέπεριμένοντες να ίδουν τ ο ν ι α τ ρ ό ν τρεις πελάται, ή
+μάλλον ειπείν τέσσαρες:
+
+Μία κυρία κομψή με την μικράν θυγατέρα της, έχουσαν τους οφθαλμούς
+δεμένους με λευκόν επίδεσμον, — είς κύριος μεσόκοπος φέρων ομματοϋάλια,
+αλλ' υγιής άλλως τους οφθαλμούς, κατά το φαινόμενον τουλάχιστον, — και
+είς νέος.
+
+Ο νέος ήτο φοιτητής της φιλολογίας προπαρασκευαζόμενος διά τας εξετάσεις
+του. Επόνει ο δυστυχής και εκράτει διαρκώς την χείρα επί του αριστερού
+οφθαλμού του. Ήτο η σειρά του ήδη και επερίμενε μετά προφανούς
+ανυπομονησίας, όρθιος, προσηλών τον δεξιόν οφθαλμόν εις την θύραν του
+δωματίου του οφθαλμιατρού.
+
+Ο μεσόκοπος ήτο έπαρχος Θήρας. Επωφελούμενος της εις Αθήνας διαμονής του
+ήλθε να συμβουλευθή τον ιατρόν, δωρεάν, (διότι τον είχε συμβουλευθή προ
+ενός ήδη έτους επί πληρωμή,) εάν δεν ήτο καλόν να προμηθευθή δυνατώτερα
+ομματοϋάλια.
+
+Ο άνθρωπος είχε διάθεσιν να συνάψη ομιλίαν μετά των ευρισκομένων εις την
+τραπεζαρίαν, διά να παρέλθη ευκολώτερον ούτω η ώρα, αλλ' αι προς τούτο
+απόπειραί του εναυάγησαν. Ο φοιτητής απεκρίθη πολύ λακωνικώς, ίσως
+μάλιστα ολίγον αποτόμως, εις την ερώτησίν του εάν πονή κατά συνέπειαν
+της πολλής μελέτης. Η δε κυρία, προσποιηθείσα ότι δεν ήκουσε φράσιν του
+εγκωμιαστικήν διά την υπομονήν του κορασίου, εξηκολούθει συνδιαλεγομένη
+με την μικράν της, αλλά τόσον ησύχως, ώστε μόλις ηκούετο ο ψιθυρισμός
+των.
+
+Απελπισθείς ο έπαρχος εβύθισε την χείρα εις τον κόλπον του και εκλέξας
+διά της αφής μεταξύ πολλών και διαφόρων εγγράφων, εξήγαγε την Εφημερίδα
+της Θήρας, προ ημερών ληφθείσαν, και ήρχισε ν' αναγινώσκη το κύριον
+άρθρον, μολονότι το εγνώριζε πλέον εκ στήθους, λυπούμενος ότι δεν
+ηδύνατο να το αναγνώση υψηλή τη φωνή, εις επήκοον του φοιτητού και της
+κομψής κυρίας.
+
+
+Ιδού τι έλεγε το άρθρον:
+
+«Ο Κ. έπαρχος ανεχώρησε προχθές δι' Αθήνας. Ευχόμεθα να ίδωμεν αυτόν
+προσεχώς επανακάμπτοντα, επ' αγαθώ της νήσου. Και όμως μετά λύπης,
+υπαγορευομένης (το ομολογούμεν) εξ αισθήματος εγωιστικού, αναγράφομεν,
+κατά δημοσιογραφικόν καθήκον, την επ' εσχάτοις διαδοθείσαν εν τη
+πρωτευούση φήμην, ότι προσεκλήθη υπό της Κυβερνήσεως όπως διορισθή εις
+θέσιν υψηλήν, ανταξίαν των μεγάλων αυτού προσόντων.»
+
+Σημειωτέον ότι ταύτα πάντα ήσαν ανακριβή. Πρώτον, ουδεμία περί του
+επάρχου Θήρας φήμη εκυκλοφόρησέ ποτε εν τη πρωτευούση. Δεύτερον, ο Κ.
+έπαρχος δεν προσεκλήθη υπό της Κυβερνήσεως, αλλ' απήλθε δυνάμει αδείας
+μετά κόπου και μόχθου αποκτηθείσης, λόγω δήθεν υγείας. Τρίτον, ουδαμώς
+επρόκειτο περί προβιβασμού, αλλ' απεναντίας υπήρχε φόβος περί παύσεως,
+καθόσον ο προστατεύων τον έπαρχον βουλευτής, δυσαρεστηθείς επί τη
+αρνήσει αιτήσεων τας οποίας το υπουργείον εχαρακτήρισεν ως υπερβολικάς,
+διεπραγματεύετο τους όρους της μεταστάσεώς του εις τας τάξεις της
+αντιπολιτεύσεως. Τούτο μαθών ο έπαρχος έδραμεν εις Αθήνας προς εύρεσιν
+άλλων στηριγμάτων, δυνάμει των σχέσεων της συζύγου του. Ευτυχώς εις το
+μεταξύ η υπόθεσις συνεβιβάσθη δι' αμοιβαίων παραχωρήσεων, και ο μεν
+βουλευτής εξηκολούθησε δίδων την ψήφον του εις το υπουργείον, διαμείνας
+ούτω πιστός εις τας πολιτικάς πεποιθήσεις και εις τα πατριωτικά του
+αισθήματα, ο δ' έπαρχος καθησυχάσας διά την θέσιν του εφρόντιζε περί του
+αριθμού των ομματοϋαλίων του, δικαιών ούτω και την άδειαν απουσίας.
+
+Ταύτα εν παρενθέσει. Η δ' εφημερίς ως εξής:
+
+«Χωρίς ν' αδικήσωμεν τον άγνωστον διάδοχόν του, δυνάμεθα να εκφράσωμεν
+την βαθείαν και ειλικρινή λύπην ημών επί τη επαπειλούμενη απωλεία
+τοιούτου έπαρχου. Η ελπίς ημών είνε ότι εν τη αγάπη του προς την
+ημετέραν νήσον, αγάπη τοσάκις εκδηλωθείση, θ' αποποιηθή πάντα
+προβιβασμόν, όπως εξακολουθήση παρέχων διά της πεφωτισμένης αυτού
+διοικήσεως ευεργεσίας τη ημετέρα νήσω.»
+
+Και εξηκολούθει το άρθρον ανυψούν διά πολλών δοτικών τον έπαρχον μέχρι
+τρίτου ουρανού! Εγνώριζεν ούτος τον αρθρογράφον· ήτο εξάδελφος της
+συζύγου του, διορισθείς διδάσκαλος εις το σχολείον Θήρας, χάρις εις τας
+ενεργείας του προμνησθέντος βουλευτού. Εγνώριζεν ότι τα γραφόμενά του
+ούτε τα αισθήματα των Θηραίων πιστώς διηρμήνευον, ούτε την αλήθειαν
+μόνην και πάσαν έλεγον. Ουχ ήττον ετέρπετο και ηγαλλία βλέπων το όνομά
+του εξυμνούμενον διά του τύπου, ενώ δε ανεγίνωσκεν, εσκέπτετο διά τίνων
+μέσων ηδύνατο να κατορθωθή η αναδημοσίευσις του άρθρου, έστω και εν
+περιλήψει, εις εφημερίδα τινά των Αθηνών, και ανελογίζετο οποίαν
+εντύπωσιν ήθελε το φύλλον εκείνο της πρωτευούσης προξενήσει εις Θήραν,
+ιδίως εις τον δείνα και τον τάδε, τους ηγέτας του αντιθέτου εκεί
+κόμματος.
+
+Β'.
+
+Ανεγίνωσκε λοιπόν, ή μάλλον ειπείν έβλεπε την Εφημερίδα του ο Κ.
+έπαρχος, ενώ η κομψή κυρία και το θυγάτριόν της εψιθύριζον
+ερωταποκρίσεις, ο δε φοιτητής, όρθιος, επερίμενε ν' ανοιχθή η θύρα του
+ιατρού.
+
+Άκρα ησυχία εβασίλευεν εντός της τραπεζαρίας.
+
+Αίφνης ηκούσθη έξωθεν διάλογος οπωσούν ζωηρός. Κατ' αρχάς η συζήτησις
+εγίνετο εις την αυλήν, παρά το μαγειρείον, και δεν διεκρίνετο καλώς το
+αντικείμενόν της, αλλά βαθμηδόν τα πρόσωπα του διαλόγου επλησίασαν εις
+την είσοδον της οικίας. Ηκούοντο δύο φωναί, η της μαγειρίσσης και άλλη
+γυναικεία φωνή. Η δευτέρα αύτη ήτο η ηπιωτέρα των δύο, ο δε ήχος της ήτο
+γλυκύς. Έπρεπε να προσέξη τις διά να εννοήση ότι ήτο γραίας γυναικός
+φωνή.
+
+ — Σου λέγω ότι δεν δέχεται σήμερα, έλεγε μετά δριμύτητος η φωνή της
+μαγειρίσσης.
+
+ — Εμένα μου είπαν ότι δέχεται, απεκρίνετο η γλυκεία φωνή.
+
+ — Δέχεται το πρωί εις το Νοσοκομείον. Πήγαινε εκεί αύριον να τον ιδής.
+
+ — Μου είπαν να τον ιδώ εδώ.
+
+ — Τι σου είπαν και σου 'ξείπαν! Άκουσε τι σου λέγω εγώ.
+
+ — Δεν μου είπες του λόγου σου τώρα ότι είναι επάνω;
+
+ — Μάλιστα, επάνω είναι.
+
+ — Τότε λοιπόν θα μας δεχθή. Είναι καλός άνθρωπος ο ιατρός. Μου το είπαν
+εμένα.
+
+ — Πάλιν σου είπαν! Εγώ σου λέγω να 'πας εις το Νοσοκομείον.
+
+ — Δεν ηξεύρω πού είναι το Νοσοκομείον. Ήθελα να τον ιδώ εδώ.
+
+ — Πώς να σου το 'πώ να καταλάβης, Χριστιανή μου! Εδώ βλέπει όσους
+πληρώνουν.
+
+ — Και ποίος σου είπεν ότι εγώ δεν πληρώνω;
+
+Η απόκρισις έθεσε τέρμα εις τα επιχειρήματα και την αντίστασιν της
+μαγειρίσσης. Αλλ' η υποχώρησίς της εγένετο υπό διαμαρτύρησιν.
+
+ — Αφού δεν θέλεις ν' ακούσης λόγον, είπε, κάμε καλά μαζή του. Να, εκεί
+είναι.
+
+Ο διάλογος έπαυσεν, ηκούσθησαν δε εις την είσοδον και εις τας ολίγας
+μαρμαρίνας βαθμίδας, αίτινες έφερον εις το ισόγαιον της οικίας,
+βηματισμοί βαρείς, μαρτυρούντες την παρουσίαν και ετέρου προσώπου,
+παρεκτός της κατόχου της γλυκείας φωνής.
+
+Εν τούτοις ο έπαρχος είχε παύσει την ανάγνωσιν και με την εφημερίδα
+ανοικτήν επί των γονάτων ήκουε την συζήτησιν, ενόσω διήρκει, και τώρα
+τον βαρύν κρότον των βραδέως πλησιαζόντων βημάτων. Το κοράσιον,
+ανασηκώσαν τον επί των οφθαλμών του επίδεσμον, ηρώτα μετ' ανησυχίας την
+μητέρα του: «Τι τρέχει; Ποίος είναι;» ο δε φοιτητής, όρθιος πάντοτε,
+διακόψας την προσήλωσιν εις την θύραν του δωματίου του ιατρού, έστρεψε
+τον υγιή οφθαλμόν προς την είσοδον της τραπεζαρίας. Όλοι μετά
+περιεργείας επερίμενον την εμφάνισιν των ανερχομένων.
+
+Γ'.
+
+Επί τέλους η θύρα ηνοίχθη. Ηνοίχθη και εισήλθεν εις την τραπεζαρίαν
+γραία χωρική, εξηκοντούτις περίπου, οδηγούσα νησιώτην γεροντότερον έτι.
+
+Η γραία ήτο μικρόσωμος, εφαίνετο δ' έτι μικροτέρα πλησίον του υψηλού
+γέροντος, του οποίου εκράτει την αριστεράν διά της δεξιάς χειρός της.
+Εις την δεξιάν του ο γέρων έφερε ράβδον στιβαράν. Ο τρόπος με τον οποίον
+εψηλάφει διά της ράβδου το έδαφος, κλίνων προς τα οπίσω το στήθος και
+την κεφαλήν, ωσεί φοβούμενος μη προσκρούση εις αόρατον πρόσκομμα, το
+άψυχον βλέμμα των ανοικτών οφθαλμών του, τα πάντα εμαρτύρουν ότι ήτο
+παντελώς τυφλός.
+
+Το φέσι του τυφλού γέροντος και αι βράκαι του είχον χάσει το αρχικόν
+χρώμα των εκ της χρήσεως και της πολυκαιρίας, αι παρειαί του ήσαν προ
+ημερών αξύριστοι, εν συνόλω δε το παρουσιαστικόν του εφανέρωνεν ανέχειαν
+δικαιούσαν την επιμονήν της μαγειρίσσης, θελούσης να τον στείλη εις το
+Νοσοκομείον. Απεναντίας, εκ της περιβολής της γραίας χωρικής εφαίνετο
+ότι δεν ήτο απατηλή καύχησις η διαβεβαίωσις, ότι θα πληρώση τον ιατρόν.
+Τα πένθιμα ενδύματά της ήσαν απλά, αλλά νέα και καλής ποιότητος. Το
+φόρεμά της ήτο ανοικτόν εις το στήθος, αναμέσον δε του ανοίγματος έλαμπε
+το λευκόν μεταξωτόν υποκάμισον, εκ του οποίου εξήρχετο ο ρυτιδωμένος
+λαιμός της. Έφερε μικρόν φέσι μαύρον, μανδήλιον δε του αυτού χρώματος το
+έσφιγγε περί την κεφαλήν της, και εκατέρωθεν εκρέμαντο επί των κροτάφων
+δύο μικροί λευκοί βόστρυχοι. Επί των ώμων έφερε σάλι μαύρον, εν είδει
+παραχωρήσεως εις τους παρεισάκτους νέους συρμούς της Ευρώπης. Επί του
+όλου εφαίνετο ότι έβαλε τα καλά της διά να παρουσιασθή ενώπιον του
+ιατρού.
+
+Άμα εισήλθεν εις την τραπεζαρίαν, οδηγούσα τον τυφλόν, έρριψε το βλέμμα
+περί εαυτήν και εστάθη διστάζουσα. Εις το χωρίον της ο ιατρός δεν είχεν
+αντιθάλαμον, ούτε επερίμενον οι πελάται την σειράν των. Την ετάραξε δ'
+έτι μάλλον η σιωπή των περιεστώτων, οι oποίοι την παρετήρουν μετά
+περιεργείας, χωρίς να φαίνωνται έχοντες ουδεμίαν σχέσιν ο είς προς τον
+άλλον. Κατ ' αρχάς ενόμισεν ότι ο όρθιος φοιτητής ήτο ο ιατρός, και
+ητοιμάζετο να προχωρήση προς αυτόν, σύρουσα τον τυφλόν. Αλλ' εσκέφθη ότι
+είναι πολύ νέος εκείνος δι' ιατρόν και εστράφη προς τον έπαρχον, όστις,
+με την εφημερίδα επί των γονάτων και τα ομματοϋάλια επί των ρωθώνων, την
+έβλεπεν ασκαρδαμυκτί με γυμνούς τους οφθαλμούς. Δεν είχεν ουδ' εκείνος
+ύφος ιατρού καθ' εαυτό, αλλ' όπως δήποτε έπρεπε να λυθή η απορία της.
+
+ — Του λόγου σου είσαι ο ιατρός; ηρώτησε με την γλυκείαν φωνήν της.
+
+ — Όχι, κυρά μου. Ο ιατρός είνε εις το δωμάτιόν του, εκεί μέσα. θα μας
+δεχθή κατά σειράν, πρώτον τον κύριον εδώ, έπειτα την κυρίαν με την
+μικράν της, κατόπιν εμέ, και έπειτα την ευγενείαν σου.
+
+Ο έπαρχος μετά πολλής προθυμίας επωφελήθη της παρουσιασθείσης ευκαιρίας
+προς συνδιάλεξιν.
+
+ — Δεν κάθεσαι; εξηκολούθησε, δεικνύων δύο καθέκλας πλησίον του. Κάθισε
+και συ και του λόγου του, έως ότου να έλθη η σειρά σας. Θα περιμένετε
+αρκετήν ώραν.
+
+Η γραία έστρεψεν επιδεξίως τον τυφλόν με τα νώτα προς την καθέκλαν και
+τον έσπρωξε σιγά σιγά, μέχρις ου ησθάνθη, όπισθέν του το κάθισμα. Άμα
+εκάθισεν ο γέρων, εστέναξεν εκ βάθους καρδίας·
+
+ — Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα σου έλεος!
+
+Η φωνή του ήτο τόσον βροντώδης και θλιβερά συνάμα, ώστε η μικρά εφοβήθη
+και επλησίασεν όσον ηδύνατο περισσότερον εις την μητέρα της, η οποία
+επροσπάθει να την πείση να μη ανασηκώνη τον επίδεσμόν της.
+
+ — Ησύχασε, εψιθύρισεν, ησύχασε. Δεν είναι τίποτε. Πονεί ο καϋμένος!
+
+Η γραία δεν έδωκε κατά το φαινόμενον προσοχήν εις την εκφώνησιν του
+τυφλού. Εκάθισε πλησίον του και στραφείσα προς τον έπαρχον του απέτεινε
+τον λόγον, εκφράζουσα άνευ προοιμίων και άνευ περιφράσεων τα παράπονά
+της κατά της μαγειρίσσης. Ησθάνετο τόσω μάλλον την ανάγκην του ν'
+ανακουφισθή εκχύνουσα εις λόγους την αγανάκτησίν της, καθόσον
+επροσπάθησε να την περιστείλη διαρκούσης της συζητήσεως εις την αυλήν.
+
+ — Χαρά 'ςτο! έλεγε. Να μη θέλη να μ' αφήση να έμβω! Δέχεται όσους
+πληρώνουν, λέγει. Και μήπως εγώ της είπα ότι θέλω να τον ιδώ χάρισμα,
+τον ιατρόν; Ας έχη δόξαν ο Θεός, δεν έχω την ανάγκην της! Ας είμεθα
+μικροί άνθρωποι, δεν είμεθα της ελεημοσύνης. Του λόγου της θαρρεί ότι αν
+δεν φορής φράγκικα και καπελίνι δεν είσαι άνθρωπος! Να 'πάγω, λέγει, 'ς
+το Νοσοκομείον! Όγεσκε, εδώ θα μας ιδή ο ιατρός και ας τον πληρώσω!
+
+Και λέγουσα ταύτα έθεσε την χείρα εις τον κόλπον διά να ψαύση το
+αργύριόν της.
+
+Ο έπαρχος ενόμισε την στιγμήν πρόσφορον όπως λάβη κ' εκείνος τον λόγον,
+αλλ' η γραία δεν τω έδωκε τον αναγκαίον προς τούτο καιρόν.
+
+ — Δεν φορούμεν φράγκικα, εξηκολούθησε, και δεν είμεθα πλούσιοι, αλλά
+κάτι σημαίνομεν και 'μείς 'ς τον τόπον μας. Ας κοπιάση εκεί του λόγου
+της να μάθη αν είναι της ελεημοσύνης η Κυρά Λοξή......
+
+Δ'.
+
+Διέκοψε την γραίαν η θύρα του ιατρού, η οποία ηνοίχθη τρίζουσα. Όλαι αι
+κεφαλαί εστράφησαν προς την θύραν, εκ της οποίας εξήλθεν ο πελάτης και
+μετ' αυτόν ο ιατρός. Ο πελάτης διασχίσας την τραπεζαρίαν ανεχώρησεν, ο
+δε ιατρός, σταθείς εις το κατώφλιον της θύρας του, είδεν ένα προς ένα
+τους περιμένοντας και ένευσε προς τον φοιτητήν, όστις εισήλθεν εν βία
+εις το δωμάτιον.
+
+Η θύρα εκλείσθη και πάλιν.
+
+Η Κυρά Λοξή είχεν εγερθή, άμα είδε την θύραν ανοιχθείσαν. Θέσασα την
+χείρα εις τα βάθη του κόλπου της απέσυρεν από τας πτυχάς του μεταξωτού
+υποκαμίσου επιστολήν και την έτεινε προς τον ιατρόν. Αλλ' ιδούσα ότι ο
+ιατρός δεν επρόσεξεν, εναπέθεσε πάλιν την επιστολήν εις τον κόλπον της
+και εκάθισεν. Εν τούτοις η επελθούσα διακοπή καθησύχασε την αγανάκτησίν
+της.
+
+Ο έπαρχος ήνοιξε το ωρολόγιόν του και είδε την ώραν.
+
+ — Ελπίζω, είπεν, ότι δεν θα χρονίση και αυτός ωσάν τον άλλον.
+
+ — Τον έλεγα με τον νουν μου γεροντότερον, υπέλαβεν η Κυρά Λοξή.
+
+ — Ποίον; ηρώτησεν ο έπαρχος.
+
+ — Τον ιατρόν.
+
+ — Δεν είναι δα και τόσον νέος.
+
+ — Ποτέ να μη 'πεθάνη! επανέλαβεν η γραία.
+
+ — Άξιος ιατρός, επρόσθεσεν ο έπαρχος. Κάμνει θαύματα!
+
+ — Θαύματα αλήθεια! Τόσοι και τόσοι εις το νησί μας του χρεωστούν το φως
+των! Εδώ εις το ξενοδοχείον μ' εφορτώθηκαν να 'πάγω εις ένα άλλον, αλλά
+πού ν' ακούσω εγώ!
+
+ — Ποίον άλλον;
+
+Η κυρά Λοξή είπε το όνομα του άλλου οφθαλμιατρού.
+
+ — Θα συγκριθή εκείνος με τούτον; είπε περιφρονητικώς ο έπαρχος.
+
+ — Πού 'ξεύρω εγώ! Μου εδιάβασαν εις την εφημερίδα τυπωμένα τα
+ευχαριστήρια του ενός και του άλλου οπού τους ιάτρευσε, με ένα σωρόν
+επαίνους.
+
+ — Τας εφημερίδας θα πιστεύσης, κυρά μου! Όλα αυτά είναι πληρωμένα.
+
+Λέγων ταύτα ο έπαρχος είχε προς στιγμήν λησμονήσει την Εφημερίδα της
+Θήρας. Αλλά διά μιας συνησθάνθη ότι δεν είχε το δικαίωμα να εκφέρη
+τοιαύτην άδικον κατηγορίαν κατά του τύπου, και ρίψας το βλέμμα εις το
+ανοικτόν εισέτι επί των γονάτων του φύλλον, το εδίπλωσεν ευλαβώς και το
+ετοποθέτησεν εις τον κόλπον του.
+
+Εν μέσω της βραχείας σιωπής, η οποία συνώδευσε τας περί τύπου ενδομύχους
+σκέψεις του επάρχου, αντήχησεν αίφνης εντός της τραπεζαρίας η πένθιμος
+φωνή του τυφλού·
+
+ — Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα σου έλεος!
+
+Η μικρά ετρόμαξε πάλιν, προς άκραν στενοχωρίαν της μητρός της, η οποία
+επροσπάθησεν εκ νέου να την καθησυχάση, λαβούσα αυτήν επί των γονάτων
+και ψιθυρίζουσα θωπευτικά λόγια.
+
+Η Κυρά Λοξή δεν είπε τίποτε, αλλά διά νευρικής κινήσεως ανέσυρεν επί των
+ώμων το σάλι της.
+
+Ο έπαρχος ανύψωσεν επί της μύτης του τα ομματοϋάλια.
+
+ — Άνδρας σου είναι; ηρώτησεν.
+
+ — Όγεσκε, απεκρίθη η γραία ξηρά ξηρά. Δεν είναι άνδρας μου.
+
+ — Περίεργον πράγμα, εξηκολούθησε λέγουσα. Όλος ο κόσμος εδώ μ' ερωτά·
+«Άνδρας σου είναι; Άνδρας σου είναι;» Έως και η υπηρέτρια κάτω, κοντά
+εις τάλλα, μου το ηρώτησε και τούτο· «Άνδρας σου είναι;» Εδώ, φαίνεται,
+άλλο παρά ανδρόγυνα δεν βλέπει κανείς μαζή.
+
+ — Με συγχωρείς την αδιακρισίαν μου, κυρά μου. Δεν ήθελα να σε πειράξω
+με την ερώτησίν μου.
+
+ — Δεν μ' επείραξες, κύριε, και δεν το έχω παράπονον ότι μου έκαμες την
+ερώτησιν. Το έχει ο κόσμος να θέλη να ερωτά, ας είναι και πράγματα οπού
+δεν τον μέλει.
+
+Μολονότι η κυρά Λοξή εξέθεσε την ιδέαν της αφελώς και χωρίς κακίαν, ο
+έπαρχος εθεώρησεν ως προσβολήν, τρόπον τινά, το μάθημα το οποίον του
+εδόθη. Δυσηρεστήθη δε τόσω μάλλον, καθόσον στραφείς προς την κομψήν
+κυρίαν την είδε μειδιώσαν επιδοκιμαστικώς. Προητοίμαζεν απόκρισιν
+τοιαύτην ώστε να ζεματίση την γραίαν και να την βάλη εις την θέσιν της,
+ότε η θύρα του ιατρού ηνοίχθη εκ νέου.
+
+Ε'.
+
+Ο φοιτητής, καλύπτων τον oφθαλμόν διά της χειρός, και με έκφρασιν
+ανθρώπου υποστάντος καυτηρίασιν, απήλθεν, ενώ η κομψή κυρία, υπείκουσα
+εις σιωπηλήν πρόσκλησιν του ιατρού, εισήρχετο μετά του κορασίου της εις
+το δωμάτιόν του.
+
+Ο έπαρχος ελησμόνησε την προσβολήν ή την εσυγχώρησε, καθόσον μάλιστα δεν
+ήτο παρούσα πλέον η κομψή κυρία. Ανοίξας το ωρολόγιόν του είδε πάλιν την
+ώραν.
+
+ — Τι να έχη άρά γε το παιδάκι της; ηρώτησεν η Κυρά Λοξή.
+
+ — Α! ανεφώνησεν ο έπαρχος πλήρης ευχαριστήσεως. Βλέπεις ότι και συ
+ερωτάς διά πράγματα οπού δεν σε μέλει; Κ ' έπειτα πειράζεσαι και
+θυμώνεις εάν σ' ερωτήσουν! Εγώ δεν ηρώτησα την κυρίαν τι έχει το παιδάκι
+της. Δεν την γνωρίζω.
+
+Η γραία ύψωσε την χείρα της εις τα χείλη και περιστρέφουσα χαριέντως τα
+δάκτυλα περί το στόμα επροσπάθησε να κρύψη το μειδίαμα, το οποίον
+εφανέρωνον οι γελώντες οφθαλμοί της.
+
+Αντί απολογίας απηύθυνε προς τον έπαρχον δευτέραν και διπλήν μάλιστα
+ερώτησίν.
+
+ — Δεν την γνωρίζεις; Ξένη είναι;
+
+ — Ούτε εις τούτο ημπορώ να σε φωτίσω, κυρά μου. Δεν κατοικώ εδώ.
+
+ — Και πού κατοικείς;
+
+ — Είμαι έπαρχος Θήρας.
+
+Και θέσας, μηχανικώς την χείρα εις το θυλάκιόν του έψαυσε την εφημερίδα.
+Ευχαρίστως ήθελε διακοινώσει τα περιεχόμενά της εις την γραίαν, αλλ'
+εσκέφθη ότι η περίστασις δεν ήτο κατάλληλος και απέσυρε την χείρα κενήν.
+
+ — Α! Έπαρχος είσαι του λόγου σου, υπέλαβεν η γραία. Και νομάρχης!
+
+ — Ευχαριστώ, κυρά μου. Απ' το στόμα σου κ' εις του Θεού ταυτί!
+
+ — Και με τι κόμμα είσαι, κύριε έπαρχε;
+
+ — Με την Κυβέρνησιν.
+
+ — Αι, τότε δεν θα γείνης γρήγορα νομάρχης.
+
+ — Πώς τούτο;
+
+ — Θα πέση το υπουργείον· δεν είναι πολλά τα ψωμιά του.
+
+ — Ανακατώνεσαι εις τα πολιτικά, βλέπω, κυρά Λοξή.
+
+ — Αν ημπορής κάμε και αλλέως, Κύριε έπαρχε.
+
+Ο τυφλός διέκοψε την συνδιάλεξιν στενάξας πάλιν εκ βάθους καρδίας·
+
+ — Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα σου έλεος!
+
+Ο έπαρχος προσήλωσεν ερωτηματικώς τους οφθαλμούς εις την γραίαν θέσας
+τον δείκτην επί του μετώπου του και σαλεύσας έπειτα επανειλημμένως την
+ανοικτήν χείρα. Η χειρονομία εσήμαινεν ευκρινώς·
+
+ — Μη δεν είναι εις τα σωστά του;
+
+Η Κυρά Λοξή ένευσεν αρνητικώς την κεφαλήν και έφερε την χείρα πρώτον εις
+τους οφθαλμούς της. τους οποίους έκλεισεν, έπειτα δε επί της καρδίας.
+
+Ο έπαρχος ενόησεν ότι κατέχει τον γέροντα η λύπη, αφότου απώλεσε την
+όρασιν.
+
+Ο σιωπηλός ούτος διάλογος συνεφιλίωσεν εντελώς τον έπαρχον και την
+γραίαν χωρικήν. Εάν διέμενεν έτι υπολανθάνον νέφος τι αναμεταξύ των,
+κατά συνέπειαν των μικρών ακροβολισμών, οίτινες επηκολούθησαν την
+ερώτησιν, εάν ήτο άνδρας της ο τυφλός, διελύθη ήδη και τούτο. Η ομιλία
+επανελήφθη ζωηροτέρα, περιστρεφομένη ιδίως εις τα πολιτικά. Η κυρά Λοξή
+διηγήθη διά μακρών τας περιπετείας του τελευταίου εκλογικού αγώνος εις
+την νήσον της, δεν απέκρυψε δε το ενεργόν μέρος το οποίον έλαβεν υπέρ
+του αποτυχόντος υποψηφίου βουλευτού της αντιπολιτεύσεως, ουδ' απεσιώπησε
+τας ελπίδας της περί προσεχούς ήττης της υπουργικής μερίδος.
+
+Ο έπαρχος ήρχισε να βαρύνεται, καθόσον μάλιστα ηναγκάζετο ν' ακούη
+μόνον, μόλις δυνάμενος πού και πού να είπη ένα λόγον και αυτός,
+διακόπτων την ευγλωττίαν της κυρά-Λοξής. Άλλως δε η προσοχή του ήτο
+εστραμμένη και εις την θύραν του ιατρού, η οποία επί τέλους ηνοίχθη,
+εξελθούσης της κομψής κυρίας με το κοράσιόν της.
+
+Ο Έπαρχος ήρπασε τον πίλον του και σπεύσας ηκολούθησε τον ιατρόν εις το
+δωμάτιόν του διά να τον συμβουλευθή περί του αριθμού των ομματοϋαλίων
+του.
+
+ΣΤ'.
+
+Η Κυρά Λοξή και ο τυφλός έμειναν μόνοι.
+
+ — Ήλθε η αράδα μας, Γιάννη. Τώρα θα μας ιδή ο ιατρός. Ακούς;
+
+Ο τυφλός δεν απεκρίθη. Πρώτην ήδη φοράν τω απηύθυνεν η γραία τον λόγον,
+αφότου εισήλθον εις του οφθαλμιατρού. Η σιωπηλή μελαγχολία του αομμάτου
+γέροντος δεν ανταπεκρίνετο εις την ιδικήν της στωμυλίαν. Αληθώς ηδύνατο
+κάλλιστα εκείνη να ομιλή διά δύο, αλλά προς τούτο ήτο χρεία να έχη
+αντικρύ της ακροατήν δεικνύοντα ότι την ακούει, είτε διά παρατηρήσεώς
+τινος ή διακοπής, είτε διά της εκφράσεως τουλάχιστον των οφθαλμών του. Ο
+γέρων Γιάννης ουδεμίαν των τοιούτων ενθαρρύνσεων παρείχεν. Οι οφθαλμοί
+του δεν είχον βλέμμα, τα δε χείλη του δυσκόλως ηνοίγοντο.
+
+Και όμως ήθελεν η κυρά Λοξή να τον εξυπνίση ολίγον τον δυστυχή, τώρα
+μάλιστα ότε επρόκειτο να τον ίδη ο ιατρός.
+
+ — Είδες πώς τρέχουν οι άνθρωποι από παντού να τον ιδούν, επανέλαβε.
+Τόσην ώραν προσμένομεν!.. Μεγάλος ιατρός, αλήθεια! θα σε ιατρεύση κ'
+εσένα, Γιάννη, πρώτα ο Θεός! Ακούς;
+
+Αντί πάσης απαντήσεως ο γέρων εστέναξεν: Αχ!
+
+ — Μη μου αρχίσης πάλιν εκείνο το _Ελέησόν με ο Θεός_, υπέλαβεν η γραία
+μετά ζωηρότητος. 'Σ την ψυχήν μου κάθεται! Κ' έπειτα σ' ακούει ο κόσμος
+και θαρρούν πώς είσαι αλήθεια του ελέους!
+
+ — Και δεν είμαι του ελέους; είπεν ο τυφλός μελαγχολικώς.
+
+ — Ουφ! Θ' αρχίσης πάλιν τα ίδια και τα ίδια. «Πως μου είσαι βάρος, και
+κρίμα 'ς τα έξοδα, και του κάκου οι ιατροί, και τούτο κ' εκείνο!» Ό,τι
+θέλεις λέγε τώρα, αφού το εκατάφερα να σε φέρω εδώ! Μόνον να το 'ξεύρης
+ότι δεν μου χρεωστείς τίποτε. Σου το είπα και σου το ξαναλέγω. Δεν ήλθα
+εδώ εξ αιτίας σου. Είχα δουλειάν να έλθω.
+
+ — Μάλιστα! Δουλειάν είχες, εψιθύρισεν ο τυφλός.
+
+Η γραία προσεποιήθη ότι δεν ήκουσε την έκφρασιν της δυσπιστίας του.
+
+ — Τι μ' επείραζε λοιπόν, να σε πάρω μαζή μου! Ούτε ναύλον επλήρωσα. Δεν
+ήθελε να πληρωθή ο καραβοκύρης. Το ψωμί που τρώγεις μαζή μου θα
+λογαριάσης; Μου κάμνεις άδικον να τα λέγης αυτά και να τα συλλογίζεσαι,
+Γιάννη. Το κάτω κάτω, έχω χρέος εγώ να μη σε παραιτήσω. Έχω χρέος! Και
+δόξα τω Θεώ, είμαι εις θέσιν να το κάμω, και ούτε αδικώ κανένα κατόπιν
+μου, αν κάμω όσον ζω την ευχαρίστησίν μου. Και τι ευχαρίστησις μου
+απέμεινε της πτωχής, παρά να βοηθώ όσον ημπορώ τους άλλους. Άφησέ τα,
+Γιάννη, αυτά! Να σ' αξιώση ο Θεός να ιδής το φως σου, και τότε θα είμαι
+με το παραπάνω πληρωμένη, αν σου έκαμα και τίποτε!
+
+ — Δεν θα ιδώ το φως μου! εψιθύρισεν ο γέρων.
+
+ — Μην απελπίζεσαι, άνθρωπε! Τόσοι και τόσοι ιατρεύθησαν. Να σου τους
+ονοματίσω πάλιν ένα κ' ένα; Μάτια είχαν κ' εκείνοι, καθώς εσύ. Τα έχασαν
+και τους τα έδωκε πάλιν ο Θεός.
+
+ — Ελέησόν με ο Θεός....
+
+ — Σου είπα, Γιάννη, να μη το λέγης αυτό! Λέγε το μέσα σου και ο Θεός
+τακούει.
+
+ — Θέλω να τακούω κ' εγώ. Ξεθυμαίνω.
+
+ — Λέγε το λοιπόν να ξεθυμαίνης!
+
+Και ηγέρθη η Κυρά Λοξή μετά τινος ανυπομονησίας.
+
+Ηγέρθη όχι μόνον διότι ησθάνετο την ανάγκην να διασκεδάση δι' ολίγης
+κινήσεως την μελαγχολίαν, την οποίαν μετέδιδον και εις αυτήν οι
+αναστεναγμοί του τυφλού, αλλά και διά να περιεργασθή τα έπιπλα της
+τραπεζαρίας. Ιδίως είλκυσε την προσοχήν της η εικών του ιατρού, και την
+παρετήρει μετά προσοχής, ότε ηνοίχθη και πάλιν τρίζουσα η θύρα του
+δωματίου.
+
+Ο έπαρχος εξελθών την εχαιρέτισε φιλικώς, αλλ' η Κυρά Λοξή δεν επρόσεξεν
+εις τον χαιρετισμόν του. Δραμούσα προς τον τυφλόν της τον έλαβεν εκ της
+χειρός, τον ανήγειρε και διηυθύνθη μετ' αυτού προς τον ιατρόν, όστις
+έστεκεν εις το κατώφλιον της θύρας του.
+
+Ζ'.
+
+Κατά την αυτήν εκείνην στιγμήν ήρχισαν να σημαίνουν αι δώδεκα εις την
+παρακειμένην εκκλησίαν, ταυτοχρόνως δε η μαγείρισσα εισήρχετο διά
+πλαγίας θύρας εις την τραπεζαρίαν, φέρουσα δίσκον πλήρη πινακίων και
+ποτηρίων.
+
+ — Με κακοφαίνεται, κυρά μου, είπεν ο ιατρός προχωρών προς την γραίαν,
+αλλά βλέπεις είναι μεσημέρι και έχω να εξέλθω αμέσως μετά το πρόγευμα.
+Έλα αύριον, σε παρακαλώ· ή, καλλίτερα, έλα πρωί πρωί εις το Νοσοκομείον.
+
+ — Τα βλέπεις τώρα, κυρά; υπέλαβεν η μαγείρισσα, ενώ απέθετε τον βαρύν
+της δίσκον επί της τραπέζης.
+
+Και στρεφομένη προς τον κύριόν της,
+
+ — Έβγαλα τον λάρυγγα μου, επρόσθεσε, να της λέγω να 'πάγη 'ς το
+Νοσοκομείον και δεν ήθελε να με ακούση.
+
+Η Κυρά Λοξή ησθάνθη το αίμα αναβαίνον εις την κεφαλήν της, αλλ' εκρατήθη
+και, χωρίς να στραφή προς την μαγείρισσαν, απηύθυνε μειλιχίως τον λόγον
+προς τον ιατρόν:
+
+ — Δεν θα κάμης αυτό το άδικον, ιατρέ μου, εις ανθρώπους που έκαμαν
+τόσον ταξείδι μόνον και μόνον να σε ιδούν. Δεν θα σου πάρη πολλήν ώραν.
+Να, μόνον να τον ιδής θα καταλάβης τι έχει. Σε παρακαλώ, ιατρέ μου!
+
+Ο ιατρός εφαίνετο μαλαχθείς.
+
+ — Παρ' ολίγον να λησμονήσω, εξηκολούθησεν η γραία. Σου έχω γράμμα από
+τον ιατρόν μας.
+
+Και αφήσασα την χείρα του τυφλού απέσυρεν εκ του μεταξωτού υποκαμίσου
+την επιστολήν και την έτεινε προς τον ιατρόν.
+
+ — Μου είπεν εκείνος, εξηκολούθησε, τι καλός που είσαι, και πώς η χρυσή
+σου καρδιά βαλσαμώνει με την καλοσύνην της τους αρρώστους, πριν τους
+ιατρεύση η τέχνη σου.
+
+ — Πλάνα, πλάνα! ανέκραξε μειδιών ο ιατρός· και ανοίγων την επιστολήν
+του συναδέλφου του εστράφη προς το δωμάτιόν του.
+
+Η Κυρά Λοξή σύρουσα τον τυφλόν, έρριψε βλέμμα θριαμβευτικόν επί της
+μαγειρίσσης, και ηκολούθησεν εις το δωμάτιόν του τον ιατρόν
+αναγινώσκοντα την επιστολήν.
+
+Ιδού το περιεχόμενόν της:
+
+«Σεβαστέ μου και φίλε καθηγητά.
+
+«Σας συνιστώ ενθέρμως την επιφέρουσαν το παρόν. Η Κυρά Λοξή είναι η
+καλοσύνη προσωποποιημένη. Ουδείς ευπορώτερός της εις το χωρίον, ίσως δε
+και καθ' όλην την νήσον αλλά ζώσα γλίσχρως, ως χωρική, καταναλίσκει το
+εισόδημα της αγαθοεργούσα και υποθάλπουσα τους έχοντας ανάγκην βοηθείας.
+Γνωρίζει όμως πώς να υπερασπίση τα συμφέροντά της και ούτε επιτρέπει εις
+ουδένα να καταχρασθή την αγαθότητά της, ούτε χωρατεύει εάν θελήση τις να
+την πειράξη. Άλλως είναι αυτόχρημα αγία Ελεούσα, καθώς την αποκαλούν οι
+χωρικοί εδώ. Έμαθα εμπιστευτικώς παρά του συμβολαιογράφου ότι την
+περιουσίαν της διέθεσε μετά θάνατον υπέρ του σχολείου του χωρίου της!
+
+Αλλ' η κυρά Λοξή δεν σκέπτεται μόνον περί ευεργεσιών, ζώσα τε και μετά
+θάνατον. Είναι προς τούτοις και μία δύναμις ενταύθα, εξασκούσα επιρροήν
+ουχί αναξίαν λόγου, ήτις ελπίζω ότι δεν θα μοι είναι άχρηστος κατά τας
+προσεχείς εκλογάς, όποτε, κατά παρακίνησιν πολλών πολιτικών φίλων μου,
+προτίθεμαι, με την ευχήν σας, να εκτεθώ.
+
+Πεποιθώς ότι η υμετέρα δεξίωσις θα μου προσπορίση νέα δικαιώματα επί της
+ευμενείας της αγαθής γραίας,
+ Διατελώ κ. τ. λ.»
+
+Περί του τυφλού ουδέ λέξις! Ο ιατρός δεν έδωκε πολλήν προσοχήν εις την
+αποσιώπησιν ταύτην. Εκ των περιεχομένων της επιστολής το προξενήσαν εις
+αυτόν προ πάντων εντύπωσιν, και εντύπωσιν ουδαμώς ευχάριστον, ήτο η
+πρόθεσις του συναδέλφου του να εκτεθή εις τον βουλευτικόν αγώνα.
+
+ — Ω, τον ανόητον! είπε καθ' εαυτόν, ρίπτων την επιστολήν επί της
+τραπέζης.
+
+Στραφείς δε προς τον τυφλόν τον έλαβεν εκ της χειρός, τον έφερε πλησίον
+του παραθύρου, και ανοίξας διά των δακτύλων τα βλέφαρά του εξήτασεν επί
+μίαν στιγμήν προσεκτικώς τους αφωτίστους οφθαλμούς του. Έπειτα βλέπων
+την γραίαν, ήτις παρηκολούθει ατενώς την εξέτασιν, εκίνησεν οριζοντίως
+την χείρα ως αν έλεγε: τετέλεσται!
+
+Η γραία έθεσε τον δάκτυλον εις τα χείλη και ήνωσε παρακλητικώς τας δύο
+χείρας. Ήθελε να κρύψη από τον γέροντα το ανίατον του πάθους του. Ο
+ιατρός ενόησε την βωβήν παράκλησίν της. Ήτο συνειθισμένος εις το να
+ενθαρρύνη τους πάσχοντας δι' απατηλών παρηγοριών.
+
+ — Προ πόσου καιρού δεν βλέπεις; ηρώτησε τον τυφλόν.
+
+Αντί του ερωτωμένου έλαβεν η κυρά Λοξή τον λόγον.
+
+ — Είναι τώρα τρία χρόνια που ήρχισε να ολιγοστεύη το φως του· Έλειπε ο
+κακόμοιρος 'ς τα ξένα από νέος. Εδούλευε να 'βγάλη το ψωμί του. 'Στά
+ύστερα όλα του τα κέρδη τα εξώδευσε 'ς τους ιατρούς. Είδε κι' αποείδε,
+εγύρισε 'ς την πατρίδα εδώ κ' ένας χρόνος. Έβλεπε ακόμη πότε είνε μέρα
+και πότε νύκτα. Τώρα τρεις μήνες δεν βλέπει τίποτε. Όλα μαύρα, λέγει.
+
+ — Μαύρα, μαύρα, υπέλαβεν ο γέρων με την πένθιμον φωνήν του.
+
+Η γραία έθλιψε τα βλέφαρα με τα δάκτυλά της διά να εμποδίση έν δάκρυ
+έτοιμον να ρεύση.
+
+Ο ιατρός την παρετήρει με βλέμμα πλήρες συμπαθείας.
+
+ — Άνδρας σου είναι; ηρώτησεν.
+
+ — Όγεσκε, απεκρίθη η γραία. Αλλ' η άρνησίς της δεν εξέφραζεν ούτε την
+δυσαρέσκειαν ούτε την ανυπομονησίαν, μετά της οποίας προ ολίγου απεκρίθη
+εις του επάρχου την ερώτησιν.
+
+ — Αδελφός σου,; επανέλαβεν ερωτών ο ιατρός.
+
+ — Όγεσκε.
+
+ — Λοιπόν αγαπητικός σου;
+
+Η Κυρά Λοξή ύψωσε πάλιν την χείρα εις τα χείλη, κρύπτουσα το μειδίαμα με
+την συνήθη χειρονομίαν της.
+
+ — Πατριώτης μου είναι, είπε μετά τινας στιγμάς.
+
+Ο ιατρός την έβλεπε μειδιών.
+
+ — Ο άμοιρος, επανέλαβεν η γραία, δεν έχει κανένα συγγενή, κανένα ιδικόν
+του. Τον γνωρίζω από παιδί. Κ' εγώ που σου μιλώ είμαι ξεκληρισμένη, —
+έρημη και μόνη. Τώρα κοντεύομεν κ' οι δύο 'ς τα τέλη. Αν έβλεπε αυτός κ'
+εγώ δεν είχα μάτια, θα μου έδειχνε τον δρόμον 'ς τον τάφον. Εγώ έχω τα
+μάτια μου ακόμη... Εκατάλαβες.
+
+ — Εκατάλαβα ότι είσαι καλή χριστιανή, απεκρίθη ο ιατρός.
+
+Και αποτεινόμενος προς τον τυφλόν·
+
+ — Να δοξάζης τον Θεόν, επρόσθεσεν, ότι σου επρομήθευσε την βοήθειάν
+της.
+
+ — Δόξα σοι ο Θεός, εστέναξεν ο γέρων.
+
+ — Τι ιατρικόν θα του δώσης, ιατρέ μου; ηρώτησεν η κυρά Λοξή, κλείσασα
+τον ένα οφθαλμόν διά να υποδείξη προς τίνα σκοπόν η ερώτησις.
+
+ — Θα του δώσω κάτι να πλύνη τα 'μάτια του. Αλλά πρέπει και να δουλεύη
+με τα χέρια του.
+
+ — Αυτό του λέγω κ' εγώ, ιατρέ μου! Με τα χέρια σταυρωμένα και τα 'μάτια
+κλειστά σκουριάζει ο νους του ανθρώπου. Του λέγω να πλέκη καλάθια.
+
+ — Σωστά σου λέγει η γερόντισσα και να την ακούης, είπεν ο ιατρός προς
+τον τυφλόν.
+
+Αλλ' εκείνος έσεισε την κεφαλήν, εν σιωπή. Δεν ηπατάτο ο δυστυχής ως
+προς το μέλλον. Εγνώριζεν ότι δεν θα ίδη το φως ενόσω εισέτι έμενεν επί
+της γης!
+
+Ο ιατρός εκάθισε να γράψη την δήθεν συνταγήν, η δε Κυρά Λοξή εν τω
+μεταξύ απέσυρεν εκ του κόλπου το μανδήλι της, έλυσε την άκραν του και
+λαβούσα εκείθεν δύο αργυρά πεντόδραχμα τα απέθεσεν αθορύβως επί της
+τραπέζης, ενώ ο ιατρός της έτεινε την συνταγήν.
+
+ — Τι είναι τούτο; ανεφώνησεν ο ιατρός. Πάρε τα οπίσω! Αυτήν την ώραν
+δεν δέχομαι επισκέψεις, μόνον τους φίλους μου δέχομαι.
+
+Λαβών δε εκ των επί της τραπέζης χρημάτων έν χρυσούν νόμισμα το
+επρόσθεσεν εις τα δύο πεντόδραχμα, τα οποία επέστρεψεν εις την γραίαν.
+
+ — Διά τα καλάθια, εψιθύρισε δεικνύων τον τυφλόν.
+
+ — Μόνον αυτό δεν γίνεται, είπεν η Κυρά Λοξή. Όχι μόνον να μη παίρνης
+αλλά και να δίδης!
+
+Και ηρνήθη αποφασιστικώς την προσφοράν.
+
+ — Δεν μου το είπαν ψεύματα, εξηκολούθησεν, ότι είσαι καλός άνθρωπος.
+
+ — Συ είσαι καλή! Εγώ δεν επήγαινα και να εξοδευθώ και να θαλασσοπνιγώ
+δι' ένα πού δεν τον έχω ούτε άνδρα, ούτε αδελφόν, ούτε αγαπητικόν.
+
+ — Αι, να σου το 'πώ, ιατρέ μου. Και έκρυψε διά της χειρός το μειδίαμά
+της. — Δεν είναι ούτε άνδρας μου, ούτε αδελφός, ούτε αγαπητικός μου. Και
+όμως,.. Πώς να σου το 'πώ; Ένα καιρόν ήτον αγαπητικός μου. Εκατάλαβες;
+Εξ αιτίας μου, εξενιτεύθηκε όταν με 'πάνδρευσαν. Οι γονείς μου δεν τον
+ήθελαν. Ήτον πτωχός. Αν μ' ερωτούσαν κ' εμένα τότε, θα τον επροτιμούσα
+αυτόν που βλέπεις. Ήτον ωραίος νέος και καλός άνθρωπος και πιστός.
+Πιστός, μου το απέδειξεν. Έμεινεν ελεύθερος. Έφυγε νέος και εγύρισε
+γέρος και τυφλός. Κ' ενώ έλειπεν, εγώ έθαψα και τον άνδρα μου και όλα
+μου τα παιδιά. Κ' ευρεθήκαμεν πάλιν, κ' οι δύο δυστυχισμένοι, κοντά ο
+ένας 'ς τον άλλον. Αλλά τι τα θέλεις, η νεότης έφυγε και δεν
+μεταγυρίζει. Εκατάλαβες, ιατρέ μου; Τώρα αν είμαι εγώ έρημη και μόνη,
+αυτός δεν μου πταίει εμένα. Εγώ όμως έχω χρέος να μη τον αφήσω εκείνον
+αβοήθητον 'ς τα μαύρα και τα σκοτεινά. Εκατάλαβες;
+
+ — Μαρία, Μαρία! εφώναξεν ο ιατρός προς την μαγείρισσαν, ανοίγων την
+θύραν. Βάλε δύο πινάκια ακόμη 'ς το τραπέζι.
+
+Και στρεφόμενος προς την Κυρά Λοξήν·
+
+ — Κυρά μου, είπεν, έλα, παρακαλώ, ν' ακούσω την ιστορίαν σου με την
+ησυχίαν μου εις το πρόγευμα, διότι μου αρέσει.
+
+ — Καλέ, πώς γίνεται, ιατρέ μου; 'Σ το τραπέζι σου θα μας καθίσης!
+
+ — Γίνεται και καλογίνεται.
+
+Η Κυρά Λοξή επέμενεν αρνούμενη, αλλ' ενθυμηθείσα την μαγείρισσαν δεν
+ηδυνήθη να ανθέξη εις την ευχαρίστησιν του να την εκδικηθή καθημένη,
+έστω και επί μίαν στιγμήν, εις την τράπεζαν του κυρίου της, ενώ εκείνη
+ήθελε να της κλείση την θύραν του.
+
+ — Αφού το θέλεις, ιατρέ μου, μόνον ένα ποτήρι κρασί εις υγείαν σου και
+φεύγομεν.
+
+Και λαβούσα τον τυφλόν εκ της χειρός ηκολούθησε τον ιατρόν εις την
+τραπεζαρίαν.
+
+ — Ελέησόν με ο Θεός... ήρχισεν ο τυφλός.
+
+ — Σιωπή Γιάννη! Να μη σακούση ο ιατρός!
+
+Ο Γιάννης εσιώπησεν.
+
+ — Ο συνάδελφος μου, έλεγε καθ' εαυτόν ο ιατρός, θα νομίση ότι
+περιποιούμαι την καλήν αυτήν γραίαν, διά να του προμηθεύσω ψήφους! θέλει
+να γείνη βουλευτής! Ας γείνη να ιδή την γλύκαν.
+
+ — Αχ ιατρέ μου, είπεν η Κυρά Λοξή, ενώ ο ιατρός εγέμιζε τα ποτήρια. Ας
+ήθελες να γείνης βουλευτής μας! Τον κόσμον θα έκαμνα άνω κάτω να μην
+αποτύχης!
+
+ — Ευχαριστώ, ευχαριστώ. Δεν το έχω σκοπόν. Αντί εμού, λάβε υπό την
+προστασίαν σου τον συνάδελφόν μου εκεί κάτω, πού το νοστιμεύεται.
+
+Και προσφέρων τα ποτήρια,
+
+ — Εις υγείαν σου, Κυρά Λοξή, και... εις του αγαπητικού σου!
+
+ — Εις υγείαν σου, ιατρέ μου.
+
+
+
+ΑΝΑΜΝΗΣΙΣ
+
+
+
+Α'.
+
+Παρήλθον έτη πολλά έκτοτε. Ήμην νεώτατος, πρώτον δε τότε εταξείδευα
+μόνος. Μετέβαινα εις Γαλλίαν διά της Ιταλίας. Κατ' εκείνην την εποχήν τα
+ταξείδια ήσαν δυσκολώτερα, δαπανηρότερα, ταυτοχρόνως δε και βραδύτερα ή
+την σήμερον. Τα ατμόπλοια δεν διέσχιζον μετά της αυτής ταχύτητος την
+θάλασσαν, ουδ' ήσαν πολυάριθμα ως τώρα, εστάθμευον δε εις πολλούς
+λιμένας δίδοντα καιρόν εις τους επιβάτας προς επίσκεψιν των πόλεων
+οπόθεν διήρχοντο, εάν (εννοείται) είχον διαβατήρια εν τάξει και
+επετρέπετο η ελευθεροκοινωνία. Αλλ' ούτε σιδηρόδρομοι συνέδεον εισέτι
+τας πόλεις της Ευρώπης, συντέμνοντες τας αποστάσεις. Διά ξηράς ως και
+διά θαλάσσης ο περιηγητής μετεφέρετο άνευ βίας, του εδίδετο δε καιρός
+διά να αναπνεύση, να αναπαυθή και να ικανοποιήση την περιέργειάν του.
+
+Και μετά πόσης περιεργείας περιηγείται τις ότε, νέος έτι, βλέπει κατά
+πρώτον νέον και άγνωστον κόσμον! Πώς τα πάντα τότε εξεγείρουν τον
+θαυμασμόν και εξάπτουν την φαντασίαν! Ω, η νεότης! Πόσον καλλύνει τα
+πάντα, ενόσω διαρκεί, και πόσον ταχέως παρέρχεται!
+
+Μετά εικοσιτεσσάρων ωρών διαμονήν εις Νεάπολιν μετεβαίνομεν εις
+Σιβιταβέκιαν. Αφού επεσκέφθην όσα πλειότερα ηδυνήθην εκ των αξιοθεάτων
+της Νεαπόλεως, επέστρεψα εγκαίρως εις το ατμόπλοιον, προτού ανελκυσθή η
+άγκυρα. Το κατάστρωμα ήτο πλήρες ανθρώπων. Μετά δυσκολίας ηδυνήθην ν'
+ανεύρω μεταξύ του συνωθουμένου πλήθους τους παραμείναντας εκ των εξ
+Ελλάδος συνταξειδιωτών μου. Το σημείον της αναχωρήσεως δεν είχεν εισέτι
+δοθή, ώστε δεν ήτο εύκολον να διακρίνω τίνες εκ των πολλών θα προστεθούν
+εις τους επιβάτας του ατμοπλοίου, και τίνες ήλθον προς αποχαιρετισμόν
+των αναχωρούντων. Καθόσον όμως παρήρχετο η ώρα, οι εναγκαλισμοί, οι
+αποχαιρετισμοί και αι βαθμιαίαι αποχωρήσεις ηραίωσαν την συρροήν
+εκείνην. Οι πωληταί κοραλίων και κτενίων και καθισμάτων και κοσμημάτων,
+τακτοποιούντες τα εμπορεύματά των, ήρχισαν ο είς μετά τον άλλον να
+καταβαίνουν εις τας λέμβους, οι ναύται ετέθησαν εις κίνησιν ανασύροντες
+σχοινία, κλείοντες τας ανοικτάς αποθήκας, εις δε την γενικήν ταραχήν
+προσετέθη και ο συριγμός του ατμού, προαναγγέλλων τον προσεχή απόπλουν.
+
+Εν τούτοις, άμα επιστρέψας εις το ατμόπλοιον, εν μέσω της επικρατούσης
+εισέτι κινήσεως και συγχύσεως, παρετήρησα εις την ησυχωτέραν άκραν της
+πρύμνης καθημένους τρεις, — δύο γυναίκας και ένα άνδρα, — οίτινες
+εφαίνοντο καταλαβόντες προ ώρας ικανής την γωνίαν εκείνην του
+καταστρώματος.
+
+Εκ των δύο γυναικών η μεν, νέα, νεωτάτη, εξηπλωμένη επί μακρού ψαθίνου
+καθίσματος, με προσκέφαλα υποστηρίζοντα το σώμα και την κεφαλήν της,
+παρηκολούθει με βλέμμα μελαγχολικόν την επί του πλοίου ζωηρότητα. Η
+άλλη, προβεβηκυία την ηλικίαν, εκάθητο όπισθεν της νέας επί του γύρω του
+καταστρώματος ξυλίνου θρανίου. Επί δε σκαμνίου χαμηλού, γέρων έχων ύφος
+αρχαίου στρατιωτικού, κρατών βιβλίον εις χείρας, αλλά μη αναγινώσκων,
+επρόσεχε μετά στοργής εις πάσαν της νέας κινήσιν και ενίοτε απηύθυνε
+προς αυτήν ταπεινή τη φωνή τον λόγον.
+
+Προφανώς ήτο πατήρ συνοδεύων θυγατέρα πάσχουσαν, αντί δε μητρός την
+περιέθαλπεν η γραία υπηρέτρια της.
+
+Αι εντυπώσεις της νεότητος είνε αληθώς ανεξάλειπτοι. Μορφαί τινες μένουν
+διά παντός χαραγμέναι εις την μνήμην, — συμβάντα προ ετών πολλών
+διελιχθέντα ενώπιον των οφθαλμών μας διατηρούνται αείποτε ζώντα εις το
+βάθος της φαντασίας και αναπηδούν αίφνης εκείθεν απρόκλητα, χωρίς να
+γνωρίζωμεν το πώς και το διατί. Την νέαν εκείνην μόλις είδα, μόλις
+ήκουσα την ασθενή φωνήν της, δεν γνωρίζω το όνομά της, αλλ' ούτε καν την
+πατρίδα της, επί ώρας μόνον τινάς η παρουσία της επεσκίασε την ψυχήν
+μου, και όμως ποτέ δεν την ελησμόνησα, ούτε ποτέ θα την λησμονήσω!
+
+Ήτο ξανθή, πολύ ξανθή. Εφαίνετο εκ πρώτης όψεως ότι ήτο γέννημα της
+Άρκτου. Εκ των μεταξύ των επιβατών γενομένου μετέπειπα λόγου περί αυτής,
+εσχημάτισα την ιδέαν ότι ήτο Πολωνίς, αλλ' ουδεμίαν έχω βεβαιότητα περί
+τούτου. Τα χαρακτηριστικά της ήσαν κανονικά, αλλ' ήτο ισχνή, ωχρά και
+εξησθενημένη. Οι μεγάλοι γλαυκοί οφθαλμοί της εφαίνοντο μεγαλείτεροι έτι
+ως εκ της ωχρότητος και της αδυναμίας της, το δε βλέμμα της ανεπαύετο
+εις ό,τι ητένιζεν, ως απηυδημένον εκ λύπης αφάτου.
+
+Άμα την είδα με συνεκίνησεν η θέα της. Μου ήλθον εις τον νουν όντα
+αγαπητά, ανεπόλησα την οικογένειαν, την πατρίδα. Η ωχρά εκείνη θελκτική
+μορφή ημαύρωσε διά μιας την φαιδρότητα των πρώτων εντυπώσεων της
+ξενιτείας. Το θλιβερόν της βλέμμα επλημμύρησε θλίψεως την ψυχήν μου.
+Εκάθησα επί του απέναντι θρανίου, παρά την πρύμνην, οπίσω οπίσω, ώστε να
+μη με παρατηρήση ούτε εκείνη ούτε ο πατήρ της, και δεν έβλεπα ούτε
+επρόσεχα εις άλλο ουδέν.
+
+Ο ιατρός του ατμοπλοίου διέκοψε την προσήλωσίν μου δι ευθύμου
+προσαγορεύσεως, ερωτών πώς διεσκέδασα εις Νεάπολιν. Ήτο αγαθώτατος
+άνθρωπος, αγαπών τους αστεϊσμούς και συντελών διά της ζωηρότητός του εις
+την επίσπευσιν της μεταξύ των συνεπιβατών του ενάρξεως φιλικών σχέσεων.
+Με είχε λάβει υπό την προστασίαν του ευθύς εξ αρχής και με μετεχειρίζετο
+ως αρχαίος οικογενειακός φίλος. Ήτα πεντηκοντούτης περίπου, κατ' εκείνην
+δε την περίοδον της ζωής μου εθεώρουν τους πεντηκοντούτεις ως γέροντας·
+αλλ' η ευθυμία του δεν επέβαλεν όσον σέβας προϋπέθετεν η μεταξύ μας
+διαφορά ηλικίας. Απ' εναντίας είχομεν γίνει εντός ολίγου φίλοι, ως
+συνομήλικοι.
+
+Ο ιατρός εκάθισε πλησίον μου προς εξακολούθησιν της συνδιαλέξεως και
+είδε τότε κατά πρώτον τους αντικρύ μου καθημένους ξένους. Η θέα της
+ασθενούς είλκυσε την προσοχήν του. Την έβλεπεν επί ώραν σιωπών. Η
+ευτραπελία του διεκόπη.
+
+ — Τι πάσχει άρά γε; ηρώτησα.
+
+ — Δεν την βλέπεις; Φθισική η δυστυχής!
+
+Και εγερθείς επλησίασε και απέτεινε τον λόγον προς τον γέροντα, μετ'
+ολίγον δε λαβών σκαμνίον εκάθισεν εκεί και μου απέκρυψε με τα ευρέα νώτα
+του την κεφαλήν της πασχούσης.
+
+Φθισική! Εγνώριζα τι σημαίνει φθίσις. Ενθυμήθην αμέσως ένα διδάσκαλον
+του σχολείου μου, νέον ισχνόν, ωχρόν, με κηλίδας ερυθήματος επί των
+κοίλων παρειών του, μετά κόπου ερχόμενον εις το μάθημα, παραδίδοντα μετά
+κόπου, και συχνάκις διακοπτόμενον διά να βήξη. Έπειτα ο διδάσκαλος δεν
+ήρχετο, τα μαθήματα έπαυσαν, εμάθομεν ότι ήτο κλινήρης, και μετ' ολίγας
+εβδομάδας οι μαθηταί του ηκολουθήσαμεν την κηδείαν του. Δεν είχα εισέτι
+ίδει άλλο θύμα της φθίσεως, αλλ' εγνώριζα ότι οι φθισικοί αποθνήσκουν,
+και με τους οφθαλμούς προσηλωμένους εις τα νώτα του ιατρού επανέβλεπα
+διά της φαντασίας την νεκρώσιμον εκείνην συνοδίαν, και τον διδάσκαλόν
+μου φερόμενον υπό τεσσάρων εκ των μεγαλειτέρων μαθητών εντός του
+ανθοσκεπούς νεκροκραββάτου του.
+
+Εντούτοις η άγκυρα ανειλκύσθη, οι τροχοί περιεστράφησαν πλήττοντες
+παταγωδώς την θάλασσαν και ήρχισε το ατμόπλοιον να κινήται. Ηγέρθην τότε
+και στηριχθείς επί της όπισθεν του πηδαλίου σπείρας σχοινίων, έβλεπα την
+ωραίαν πόλιν εκ της οποίας απεμακρυνόμεθα. Η απέραντος έκτασις αιγιαλού,
+την οποίαν καλύπτει διά των οικιών, των παλατίων και των εκκλησιών της,
+απήστραπτεν υπό τας ακτίνας του ηλίου, κλίνοντος προς την δύσιν του. Η
+χλοερά πέριξ ζώνη των καταφύτων λόφων επηύξανε διά της αντιθέσεως του
+πρασίνου της χρώματος την λαμπρότητα των πυκνών οικοδομών. Δεξιόθεν της
+πόλεως ο Βεσούβιος, ανυψών αγερώχως τα τραχέα στέρνα, εμαύριζεν άνωθεν
+του τον κυανούν ουρανόν, επεκτείνων εις νέφος την στήλην των αενάων
+καπνών του.
+
+Ότε το ατμόπλοιον εξήλθε του λιμένος και ήρχισε να γίνηται επαισθητή η
+δρόσος της θαλάσσης, η γραία υπηρέτρια επρόσθεσε μετά θωπευτικής
+φροντίδος σκεπάσματα εις τους πόδας και τα νώτα της εξηπλωμένης νέας. Ο
+καιρός ήτο ωραίος. Αληθώς προς δυσμάς το ζοφερόν του ορίζοντος δεν
+εφαίνετο προαναγγέλλον εξακολούθησιν της γαλήνης, αλλ' η απειλή την
+οποίαν τα νέφη εκείνα υπέκρυπτον ήτο εισέτι μακράν, το δε ατμόπλοιον
+διέσχιζε θάλασσαν ακύμαντον, μόλις ρυτιδουμένην από την πνοήν ελαφρού
+αέρος. Μόνοι οι δύο τροχοί, ταράσσοντες τα νερά, εχάρασσον όπισθεν ημών
+το πέλαγος διά διπλής γραμμής κλιμακωτού αφρού.
+
+Ω! πώς επεθύμουν να πλησιάσω προς την πάσχουσαν, ν' αποτείνω προς αυτήν
+ολίγας λέξεις συμπαθείας, να σύρω το σκέπασμα επί της άκρας του μικρού
+ποδός, τον οποίον έβλεπα μακρόθεν ασκεπή, να υψώσω το προσκέφαλόν της
+ότε έστρεφε το βλέμμα προς την απέχουσαν ήδη ξηράν και προς την κορυφήν
+του καπνίζοντος ηφαιστείου! Ήτο κενόν πλησίον της το σκαμνίον επί του
+οποίου εκάθητο προ ολίγου ο ιατρός, αλλά δεν ετόλμων να πλησιάσω.
+
+Η ώρα βαθμηδόν παρήρχετο, ο ήλιος επλησίαζε προς την δύσιν του και ο αήρ
+εγίνετο δροσερώτερος. Η υπηρέτρια εγερθείσα έκυψε προς την νέαν και
+εψιθύρισε λέξεις τινάς με ταπεινήν ένδειξιν τρυφερότητος. Εκείνη έστρεψε
+βραδέως προς την γραίαν τους οφθαλμούς. Δεν ωμίλησε, αλλά το βλέμμα της
+έλεγεν: Ω, άφες με! θέλω να ίδω ακόμη την θάλασσαν και τον ουρανόν και
+τον δίσκον του δύοντος ηλίου!
+
+ — Αλλ' ο γέρων έθεσε περιπαθώς την χείρα επί της χειρός της και ελάλησε
+προς αυτήν, και ήτο ικετευτικός της φωνής του ο τόνος.
+
+Η νέα ανέκυψε και επροσπάθησε να εγερθή, αλλά δεν ηδύνατο να κινηθή
+μόνη. Ο γέρων και η υπηρέτρια την υπεστήριξαν εκατέρωθεν και εβοήθησαν
+τα βραδέα επί του καταστρώματος βήματά της.
+
+Ενώ ηγείρετο, έπεσεν εκ του φορέματός της απαρατήρητον το χειρόκτιόν
+της. Α! Διατί δεν το εκράτησα! Έκυψα και το επήρα, προχωρήσας δε το
+έδωκα εις την υπηρέτριαν. Η ασθενής με είδε και κλίνασα επιχαρίτως την
+κεφαλήν, με γλυκύ μειδίαμα εις τα κάτωχρα χείλη, επρόφερεν ιταλιστί έν
+ευγενές Ευχαριστώ, και ήρχισε πάλιν να βήχη.
+
+Ο κόπος με τον οποίον έκαμε τα ολίγα εκείνα βήματα, κρεμαμένη σχεδόν από
+τον βραχίονα του πατρός της, ο ξηρός και υπόκωφος εκείνος βηξ,
+εμαρτύρουν, περισσότερον και από την ωχρότητά της, τον βαθμόν της
+εξασθενήσεώς της. Ήτα προωδευμένη, πολύ προωδευμένη η νόσος. Εις μάτην
+από την βόρειον πατρίδα των την έφερεν ο δυστυχής πατήρ προς ανάκτησιν
+ζωής υπό τον ήλιον της μεσημβρίας. Η ζωή κατέλειπε βαθμηδόν το εύχαρι
+σώμα της. Αλλά διατί ανεχώρουν εκ Νεαπόλεως διευθυνόμενοι προς άρκτον;
+Μη ο γέρων απελπισθείς ήθελε να επαναφέρη την θυγατέρα εισέτι ζώσαν εις
+τας αγκάλας μητρός, περιμενούσης εναγωνίως να την επανίδη; Ή μη επεθύμει
+να ίδη την θυγατέρα του αποθνήσκουσαν εκεί όπου η μήτηρ της απέθανε, και
+να την ενταφιάση πλησίον της συζύγου του, εις τον τάφον εντός του οποίου
+ήθελε και αυτός να αναπαυθή;
+
+Β'.
+
+Ο ήλιος επί τέλους έδυσε διασχίζων με τας τελευταίας του ακτίνας τα επί
+μάλλον και μάλλον πυκνούμενα νέφη, η δε αύρα, ήτις μέχρι προ ολίγου μας
+εδρόσιζε, μετεβάλλετο ήδη εις πνοάς διακεκομμένας ανέμου βιαίου. Η
+εσπέρα προσελάμβανεν όψιν αγρίαν. Θα χοροπηδήσωμεν απόψε, έλεγον οι
+ναύται αναμεταξύ των, επεκύρουν δε την πρόρρησιν αι ποικίλαι επί του
+πλοίου προετοιμασίαι του πληρώματος, και κάτω εις την αίθουσαν αι των
+υπηρετών, εξασφαλιζόντων διά σχοινίων τα κινητά σκεύη και έπιπλα.
+
+Έμενα επί του καταστρώματος βλέπων το πυκνούμενον σκότος της νυκτός και
+την επερχομένην τρικυμίαν. Ο αυξάνων πάταγος των θραυομένων κυμάτων, ο
+επιτεινόμενος συριγμός του ανέμου, δεν απέσπων τας σκέψεις μου από την
+άγνωστον νέαν. Πώς είναι άρά γε; Υποφέρει; θα δυνηθή ν' ανθέξη εις τας
+δονήσεις του σκάφους, όταν ο σάλος του δεινωθή υπό την βίαν της
+προσεγγιζούσης καταιγίδος;
+
+Οι επιβάται όλοι απεσύρθησαν ο είς μετά τον άλλον εις τους κοιτωνίσκους
+των. Εκτός των βαρέων υποδημάτων των ναυτών επί των σανίδων του πλοίου,
+άλλος ανθρώπινος κρότος δεν ηκούετο εν μέσω της βοής του ανέμου και της
+θαλάσσης. Ήτο ζοφερά η νυξ. Τα νέφη εκάλυψαν ολόκληρον τον ουρανόν.
+Άστρον δεν εφαίνετο. Μόνος ο φωσφορώδης αφρός των εξηγριωμένων κυμάτων
+απήστραπτεν εντός του σκότους. Και ηύξανεν η ορμή του ανέμου, το δε
+πλοίον εσείετο επί μάλλον και μάλλον, και εκυλίετο ένθεν κακείθεν, και
+επήδα υψούμενον και καταπίπτον.
+
+Στυλωμένος παρά την είσοδον της αιθούσης, προφυλαττόμενος όσω ηδυνάμην
+από την πνοήν του ανέμου και από τους αφρούς των κυμάτων, ανά πάντα
+βίαιον του πλοίου κλονισμόν εσκεπτόμην πώς η εξηντλημένη νέα θα δυνηθή
+διά των ασθενών χειρών να στερεώση το ελαφρόν σώμα εντός της σαλευομένης
+κλίνης της, εσκεπτόμην πώς θα διέλθη τας μακράς ώρας της αγρίας νυκτός,
+και ανεμιγνύετο εις τας σκέψεις μου η θλιβερά ανάμνησις της εκφοράς του
+νεκρού διδασκάλου μου.
+
+Επί τέλους τα κύματα πηδώντα υπεράνω του πλοίου με ηνάγκασαν να καταβώ
+εις την αίθουσαν. Ο μόνος λύχνος όστις την εφώτιζεν, εκκρεμής αναμέσον
+των εκατέρωθεν κυλινδουμένων πλευρών του σκάφους, εδείκνυε μέχρι τίνος
+βαθμού είχε δεινωθή ο σάλος. Αι θύραι των κοιτωνίσκων γύρω ήσαν
+κλεισταί, γόοι δε και οιμωγαί αντήχουν εκ τινων εξ αυτών. Δεν απεφάσιζα
+να εισέλθω εις τον ιδικόν μου, ιδών ότι εις Νεάπολιν απέκτησα ως
+σύνοικον Ιταλόν ευτραφή, μετά του οποίου δεν επεθύμουν να συνάψω
+γνωριμίαν υπό τοιαύτας περιστάσεις. Εκάθισα επί του κύκλω της τραπέζης
+θρανίου, εστήριξα τους βραχίονας επί της τραπέζης, επί δε των βραχιόνων
+την κεφαλήν, και ησθάνθην τον ύπνον καταβαίνοντα εις τα βεβαρημένα
+βλέφαρά μου.
+
+Δεν γνωρίζω εάν εκοιμώμην ή ήμην έξυπνος, ότε ήκουσα αίφνης την θύραν
+του αντικρύ μου κοιτωνίσκου ανοιγομένην. Ήγειρα την κεφαλήν. Ο πατήρ της
+νέας, ανασύρων το όπισθεν της θύρας ερυθρόν παραπέτασμα, πελιδνός,
+έντρομος, έστρεφε τα βλέμματα προς το δωμάτιον της υπηρεσίας.
+
+ — Ημπορώ να σας χρησιμεύσω; ηρώτησα. Τι θέλετε;
+
+ — Τον ιατρόν!... Η κόρη μου...
+
+Ανέβην δρομαίος εις το κατάστρωμα. Του ιατρού το δωμάτιον έκειτο πλησίον
+της μηχανής. Ο άνεμος έπνεε φοβερός, ο αφρός των κυμάτων κατέπιπτεν ως
+ραγδαία βροχή, μετά κόπου ηδυνήθην να φθάσω μέχρι της θύρας του ιατρού.
+Την έκρουσα επανειλημμένως, μέχρις ου επί τέλους ηκούσθη η φωνή του.
+
+ — Ποίος είναι;
+
+ — Μία ασθενής σε ζητεί.
+
+ — Α! Γνωρίζω ποία! Έλα μέσα.
+
+Και ήνοιξε την θύραν. Δεν είχεν εκδυθή. Εφόρεσεν εν βία τον επενδύτην
+του, έλαβεν εκ του γραφείου του κιβώτιον περιέχον φάρμακα και εξήλθομεν
+του δωματίου. Τον συνώδευσα μέχρι της θύρας του κοιτωνίσκου. Ο γέρων
+ήνοιξεν άμα μας ήκουσεν, ήρπασεν εκ της χειρός τον ιατρόν, τον έσυρεν
+εντός του δωματίου και έκλεισε την θύραν.
+
+Εκάθισα εκεί και επερίμενα. Επερίμενα επί ώραν πολλήν. Το σκάφος
+εκυλίετο αδιακόπως. Έτριζον τα ξύλα του, η θάλασσα εβρόντα θραυομένη επί
+των πλευρών του, αναμέσον δε της αγρίας βοής ηκούετο ο τακτικός κτύπος
+της μηχανής, παλαιούσης με τα στοιχεία. Αλλ' ουδέν ήκουα εκ των παρά την
+πάσχουσαν γινομένων.
+
+ — Τι έπαθεν άρά γε; τι έπαθε; Και έσφιγγα εναγωνίως τας χείρας.
+
+Διατί συνεκεντρούτο τόσον εις αυτήν ολόκληρος η ψυχή μου; Διατί μου
+έπνιγε τον λαιμόν η πλημμύρα της λύπης; Τι κοινόν μεταξύ εκείνης κ'
+εμού; Διατί τα θολά βλέμματά μου προσηλούντο εις μόνην της ωχράς της
+μορφής την απούσαν εικόνα;
+
+Ω! πώς ηυχόμην να κοπάση η τρικυμία! Ησθανόμην ότι χάριν της θα έδιδα
+κατ' εκείνην την στιγμήν το παν διά να επέλθη η γαλήνη. Αλλ'
+εξηκολούθουν τα κύματα πλήττοντα μανιωδώς το σκάφος και δεν εμετριάζετο
+ο σάλος.
+
+Και παρήρχετο η ώρα χωρίς να γνωρίζω τι γίνεται όπισθεν του ξυλίνου
+διαφράγματος, το οποίον με εχώριζεν από την κοίτην της, χωρίς ν' ακούω
+ουδεμίαν εκείθεν φωνήν, ουδένα ήχον. Ούτε καν τον ασθενή της βήχα ήκουα.
+Και έτεινα τα ώτα με την ελπίδα ίσως τον ακούσω.
+
+Ήτο γενική η σιωπή εντός της αιθούσης. Ουδέν ηκούετο και εκ των λοιπών
+γύρω κοιτωνίσκων. Ησύχαζον ή εκοιμώντο οι επιβάται. Μόνον εκεί, αντικρύ
+μου, εγνώριζα ότι ούτε ησυχία ούτε ύπνος υπάρχει, και όμως βαθεία κ'
+εκεί σιωπή.
+
+Επί τέλους η θύρα ηνοίχθη. Ηνοίχθη, και είδα την γραίαν υπηρέτριαν, με
+τα δάκρυα ρέοντα εις τας παρειάς της, ανασύρουσαν το ερυθρόν
+παραπέτασμα, και τον ιατρόν με τας οφρύς συνεσταλμένας, με το πρόσωπον
+κατηφές εξερχόμενον του δωματίου.
+
+Δεν απηύθυνα ερώτησίν, δεν επρόφερα λέξιν. Ενόησα ότι επήλθε το τέλος!
+
+ — Τι μένεις εδώ; μου είπεν ησύχως ο ιατρός. Έλα μαζή μου. Και με έσυρεν
+εις το δωμάτιόν του.
+
+Περί μεσημβρίαν ελλιμενίσθημεν εις Σιβιταβέκιαν. Δεν απεβιβάσθην εκεί.
+Έμεινα εντός του πλοίου.
+
+Προς το εσπέρας ο γέρων κρατών εις την αγκάλην το πτώμα της θυγατρός
+του, ως μήτηρ φέρουσα βρέφος κοιμώμενον, κατέβη την κλίμακα του
+ατμοπλοίου. Πέπλος λευκός εκάλυπτε την νεκράν από κεφαλής μέχρι ποδών. Ο
+γέρων δεν έκλαιεν, αλλ' η έκφρασις του προσώπου του εμαρτύρει άλγος
+βαθύτερον ή όσα δάκρυα ηδύνατο να χύση. Ο ιατρός και η υπηρέτρια, ησύχως
+θρηνούσα, τον συνώδευον.
+
+Οι επί του καταστρώματος ολίγοι θεαταί της σπαραξικαρδίου εκφοράς,
+ηκολουθήσαμεν διά των οφθαλμών την νεκροφόρον λέμβον, μέχρις ου την
+απέκρυψαν παρά την προκυμαίαν τα άλλα εντός του λιμένος πλοία.
+
+
+
+ΔΙΑΤΙ ΕΜΕΙΝΑ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
+
+
+
+Είχα φθάσει την νύκτα εις Κρήτην.
+
+Προ δύο ήδη ετών είχα τελειώσει τας σπουδάς μου εις το Πανεπιστήμιον και
+προ μηνών τινων είχα αρχίσει την εξάσκησιν του δικηγορικού επαγγέλματος.
+Είπα ε ξ ά σ κ η σ ιν, αλλά το αληθές είναι ότι η σπάνις πελατών δεν
+μου παρείχε πολλάς αφορμάς προς επίδειξιν της νομομαθείας μου, η δ'
+έλλειψις εργασίας δεν συνετέλει εις αύξησιν του μετρίου ανέκαθεν
+ενθουσιασμού μου διά την νομικήν επιστήμην. Έγεινα νομικός όχι εκ
+κλίσεως, αλλά κατά καθήκον, χαριζόμενος εις τους γονείς μου. Η κλίσις
+μου παιδιόθεν ήτο διά το στρατιωτικόν στάδιον· την ανέπτυξε δ' έτι
+μάλλον μετέπειτα ο σχηματισμός της Πανεπιστημιακής φάλαγγος κατά την
+μεταπολίτευσιν του 1862, — την ε θ ν ο σ ω τ ή ρ ι ο ν μεταπολίτευσιν,
+ως την είχον βαπτίσει οι τότε δημαγωγοί μας. Ένεκα της φάλαγγος
+παρημελήθησαν τα μαθήματα και παρετάθη κατά δύο ολόκληρα έτη η φοίτησίς
+μου εις το Πανεπιστήμιον· αλλ' όμως εν τω μεταξύ έλαβα την ικανοποίησιν
+του να προαχθώ μέχρι του βαθμού του ανθυπολοχαγού, η δε στολή μου, την
+οποίαν ευλαβώς διετήρησα έκτοτε, εκέντα την νεανικήν μου φιλοτιμίαν
+περισσότερον του δυσκόλως αποκτηθέντος διδακτορικού διπλώματος.
+
+Δεν με παρώρμησε μόνη η στολή μου εις το να μεταβώ όπου ηγωνίζοντο οι
+αδελφοί μας. Δεν διατείνομαι ότι ήμην απηλλαγμένος πάσης ματαιότητος,
+αλλ' ελπίζω ότι δεν ήμην χειρότερος των πολλών ομηλίκων μου, όσων τότε
+ηλέκτρισε τας ψυχάς η εξέγερσις της πολυπαθούς νήσου. Πόσοι, και χωρίς
+να έχουν προηγούμενα φαλαγγιτικά, έδραμον εκεί, και πόσοι διά του
+αίματός των εμαρτύρησαν την αγνότητα του ενθουσιασμού των! Οπωσδήποτε,
+ομολογώ ότι μ' επηρέασεν η συναίσθησις ότι ήμην αξιωματικός. Εφανταζόμην
+ότι ηδυνάμην, ως τοιούτος, να φανώ χρησιμώτερος. Άλλως ήμην υγιής,
+άρτιος, εύρωστος· συνηθίσας δε παιδιόθεν να περιφέρωμαι ως κυνηγός εις
+τα βουνά της Αττικής, ενόμιζα ότι ήμην αρκούντως προητοιμασμένος διά ν'
+ανθέξω εις τους κόπους του εκεί βουνοπολέμου. Μόνη η προσδοκία της
+κακοπαθείας των νυκτών με ανησύχει ολίγον, αλλά διά να σκληραγωγηθώ εκ
+προοιμίων δεν εκοιμήθην εις την κλίνην μου επί τρεις εβδομάδας προ της
+αναχωρήσεώς μου. Κατεκλινόμην είτε επί των σανίδων του δωματίου, είτε
+επί των πλακών της υπαίθρου αυλής. Το πράγμα κατ' αρχάς δεν ήτο
+ευχάριστον, βαθμηδόν όμως συνείθισα και ότε, επί τέλους, επεβιβάσθην εις
+το μικρόν μεγαλώνυμον ατμόπλοιον, το δοξασθέν κατ' εκείνην την εποχήν
+«Πανελλήνιον», εθεώρουν εμαυτόν ικανόν προς πάσαν ανδραγαθίαν.
+
+Το ιστορικόν σκάφος μας έφερεν εις τα βάθη σκοτεινής νυκτός εντός
+ορμίσκου, παρά τα μεσημβρινοδυτικά παράλια της νήσου. Το πρωί, υπό την
+οδηγίαν των ενόπλων νησιωτών, οι οποίοι μας επερίμενον και μας
+υπεδέχθησαν αποβιβασθέντας, ανέβημεν εις κώμην κειμένην υψηλά επί του
+βουνού. Εκεί ευρίσκετο σώμα επαναστατών υπό την αρχηγίαν ακριβώς του
+οπλαρχηγού, προς τον οποίον έφερα συστατικήν του θείου μου. Ήτο αρχαίος
+φίλος του ο θείος μου, φαίνεται δε ότι ήσαν ένθερμοι αι υπέρ εμού
+συστάσεις. Προτού ν' ανοίξη την σφραγισμένην επιστολήν ο καπετάνιος,
+(αποσιωπώ το πασίγνωστον άλλως όνομά του), έρριψεν επί της στολής μου
+βλέμμα λοξόν υπό τας δασείας οφρείς του. Δεν είπε λέξιν, αλλ' όμως μ'
+ετάραξε το βλέμμα εκείνο, — ίσως διότι επεξήγουν την σημασίαν του τα
+εκφραστικώτερα βλέμματα των περί εμέ οπλιτών. Τα ενδύματά των ουδέν
+είχον το κοινόν προς την λαμπρότητα της περιβολής μου.
+
+Παρετήρουν τον αρχηγόν ενώ ανεγίνωσκε την επιστολήν.
+
+Κανέν διακριτικόν σημείον δεν τον εξεχώριζεν από τα παλληκάρια του. Ως
+εκείνοι, εφόρει και αυτός την ζωγραφικήν εγχώριον ενδυμασίαν, ήτις ούτε
+νέα ήτο, ούτε υπερμέτρως καθαρά, ενώ η στίλβουσα στολή μου....
+
+Εν τούτοις ανεγίνωσκεν ο καπετάνιος την επιστολήν, όλοι δε γύρω ίσταντο
+σιωπώντες. Η στάσις των αυτή και μόνη και η σιωπή των εμαρτύρουν το
+σέβας και την υποταγήν των προς τον αρχηγόν. Ήτο μεγαλόσωμος, νευρώδης
+και εύκαμπτος. Ο λευκός του μύσταξ και αι ρυτίδες του ηλιοκαούς μετώπου
+του ήσαν ενδείξεις τραναί της προβεβηκυίας ηλικίας του, αλλά το
+παράστημα και αι κινήσεις του ήσαν ανδρός νέου έτι και ακμαίου. Οι
+ζωηροί οφθαλμοί του έλαμπον υπό τας ψαράς οφρύς του. Επερίμενα με
+αίσθημα όχι ανόμοιον φόβου την στιγμήν, ότε ήθελε και πάλιν στυλώσει το
+βλέμμα του επ' εμού, μετά την ανάγνωσιν της επιστολής.
+
+Την ανέγνωσεν επί τέλους και έστρεψε προς εμέ το βλέμμα, αλλά βλέμμα
+ήρεμον και φιλικόν, με μειδίαμα εις τα χείλη.
+
+ — Καλώς ήλθες, μου είπεν. Ο θείος σου μου γράφει ότι δεν σου λείπει η
+όρεξις να κακοπεράσης μαζί μας.
+
+Απεκρίθην φράσεις τινάς εκ των τετριμμένων, περί βωμού της πατρίδος,
+περί τελευταίας σταγόνος του αίματός μου, και τα παρόμοια. Λόγια! λόγια!
+Αλλά καίτοι φέρων στολήν αξιωματικού, ήμην διδάκτωρ του Πανεπιστημίου,
+και δικηγόρος μάλιστα — έστω και άνευ πελατών.
+
+Ο αρχηγός με άφησε να τελειώσω το λογύδριόν μου.
+
+ — Βαστάς 'ς τα πόδια; με ηρώτησεν, αφού ετελείωσα. Και χωρίς να
+περιμένη την απάντησίν μου: Όσον διά την στολήν σου, εξηκολούθησε, θα
+γείνη κουρέλια προτού γυρίσης να ιδής!
+
+Ητοιμαζόμην να είπω ότι προθύμως θα ενδυθώ ως τους άλλους συστρατιώτας
+κ' εγώ, αλλά δεν επρόφθασα.
+
+ — Σε διορίζω υπασπιστήν μου, επρόσθεσεν.
+
+Εχαιρέτισα στρατιωτικώς, ωσάν να εχαιρέτων τον φαλαγγάρχην εις την προ
+του Πανεπιστημίου πλατείαν. Εχάρην ενδομύχως διά τον διορισμόν μου,
+εδίσταζα δε κατ' εμαυτόν, εις τι να τον αποδώσω; Εις τον φαλαγγιτικόν
+βαθμόν μου, ή εις τας συστάσεις του θείου μου;
+
+ — Παιδιά, εξηκολούθησεν ο αρχηγός με φωνήν σοβαρωτέραν, πάρετε τον
+υπασπιστήν να ησυχάση ολίγον, διότι το απόγευμα... Θεός ηξεύρει.
+
+Τα παιδιά με περιεκύκλωσαν φιλοφρόνως και με ωδήγησαν εις καλύβην εκεί
+πλησίον, όπου με υπεδέχθη μητρικώς γραία χωρική. Ήμην κατάκοπος, δεν
+είχα κοιμηθή όλην την νύκτα επί του ατμοπλοίου. Αφήκα εντός της καλύβης
+τον σάκκον και το όπλον μου και εξηπλώθην υπό την σκιάν ελαίας.
+
+Εκοιμώμην βαρέως, ότε ησθάνθην τον βραχίονά μου σειόμενον ελαφρώς.
+Ήνοιξα τους οφθαλμούς μη ενθυμούμενος πού ευρίσκομαι. Γονατιστός ενώπιόν
+μου ο Μίρτος, ο μόνος εκ των νησιωτών του οποίου εγνώριζα ήδη το όνομα,
+εμειδία σείων ακόμη τον βραχίονά μου. Δεν ηξεύρω πώς και διατί
+εφιλιώθημεν αμέσως και διά μιας μετά του Μίρτου. Αυτός προπορευόμενος
+των συντρόφων του με είχεν οδηγήσει εις την καλύβην, μου είχε
+προμηθεύσει λιτόν πρόγευμα, μου είχε δείξει το ομαλώτερον έδαφος υπό την
+σκιερωτέραν ελαίαν, μου είπε το όνομά του και ερωτήσας έμαθε το ιδικόν
+μου, εν ολίγοις, μ' έλαβε τρόπον τινά υπό την προστασίαν του. Εφαίνετο
+εικοσαετής μόλις, ενώ εγώ ήμην κατά πέντε έτη πρεσβύτερος, — ήτο απλούς
+στρατιώτης, εγώ δε ανθυπολοχαγός και υπασπιστής του αρχηγού, — δεν είχε
+ποτέ αποδημήσει της νήσου του, ενώ εγώ ηρχόμην εξ Αθηνών και μάλιστα από
+το Πανεπιστήμιον — αλλ' όμως αντί να τον θεωρήσω ή μεταχειρισθώ ως
+υποδεέστερον, ειλκύσθην εκ της πρώτης στιγμής προς αυτόν, ως εξ
+αδελφικού αισθήματος. Μ' εγοήτευσεν η αφέλεια και η αγαθότης του.
+
+ — Κύριε Γεωργάκη, μου είπε μειδιών, διαταγή του αρχηγού θα κινήσωμεν
+τώρα ευθύς.
+
+ — Διά πού;
+
+ — Δεν μας το είπεν ακόμη.
+
+Ηγέρθην αμέσως και επορεύθημεν προς την καλύβην. Το χωρίον ήτο εις
+κίνησιν. Αι γυναίκες εις τας θύρας των οικίσκων απεχαιρέτων τα
+παλληκάρια, βαδίζοντα ατάκτως με το όπλον επ' ώμου. Εντός της ζώνης,
+μεταξύ των πιστολίων και της μαχαίρας των, έφερον τα ολίγα εφόδιά των.
+Ενόμισα καλόν να τους μιμηθώ, κατά τούτο τουλάχιστον, και μετά βραχύ
+μετά του Μίρτου συμβούλιον αφήκα τον σάκκον μου εις τας χείρας της
+γραίας χωρικής και προμηθευθείς ζώνην εγχώριον την έδεσα περί την στολήν
+μου και έκρυψα εις τας πτυχάς της, παρά το πολύκροτόν μου, ολίγον καπνόν
+και τέσσαρα πέντε παξιμάδια. Ο Μίρτος μου έδειξε την διεύθυνσιν προς την
+συνάθροισιν του σώματος, και ανελήφθη.
+
+Άμα εξελθών του χωρίου είδα τον αρχηγόν. Εκάθητο εις το κατώφλιον της
+θύρας ενός ανεμομύλου, του μόνου εκεί, αργούντος κατ' εκείνην την ώρα —
+. Κατά γης πλησίον του εκάθητο νεαρός νησιώτης. Ο άνθρωπος εφαίνετο ότι
+ήλθε δρομαίος μακρόθεν. Ήτο κατακόκκινος, εκράτει το φέσι του εις την
+μίαν χείρα και με την άλλην έτριβε την κάθυγρον έτι κόμην του. Προφανώς
+αυτός έφερε την αγγελίαν, κατά συνέπειαν της οποίας ανεχωρούμεν. Οι
+ημίσεις περίπου του σώματος είχον κινήσει προπορευόμενοι, οι λοιποί
+επερίμενον τας διαταγάς του αρχηγού περί τον μύλον. Επλησίαζα, ότε ο
+αρχηγός ηγέρθη. Ηγέρθη και ο άλλος, η δε στάσις του εμαρτύρει ότι ήτο
+έτοιμος να διανύση και πάλιν όσον δρόμον διέτρεξεν ήδη ερχόμενος προς
+ημάς.
+
+ — Μας έφερες τύχην, είπεν ο αρχηγός αποτεινόμενος προς εμέ. Ακόμη δεν
+ήλθες και θα ιδής να πέση τουφέκι.
+
+ — Ιδική μου η τύχη, αρχηγέ, απεκρίθην.
+
+ — Αυτό θα φανή, αν είναι. Εμπρός λοιπόν! Υπασπιστά, να μείνης
+οπισθοφυλακή.
+
+Εχαιρέτησα στρατιωτικώς και πάλιν, απορών ολίγον διατί ετασσόμην οπίσω,
+και με το ξίφος γυμνόν έμεινα παρά τον μύλον, ενώ διέβαινον έμπροσθέν
+μου οι στρατιώται, ακολουθούντες τον αρχηγόν. Τους εμέτρησα, ήσαν
+εξήκοντα. Άλλοι τόσοι περίπου ήσαν οι προπορευθέντες.
+
+Αλλ' ο Μίρτος δεν ήτο μεταξύ των εξήκοντα. Επερίμενα να τον ίδω
+ερχόμενον, αλλά δεν εφαίνετο και είχον ήδη διέλθει όλοι οι οπλίται. Ήμην
+όρθιος παραπλεύρως του μύλου. Απέναντί μου, εις μικράν απόστασιν, ήσαν
+δύο οικίσκοι, οι τελευταίοι του χωρίου. Ενθυμούμαι, — του ενός εξ αυτών
+η θύρα και τα παράθυρα ήσαν κλειστά· εις το κατώφλιον της ανοικτής θύρας
+του άλλου εκάθητο χωρικός υπέργηρως, με κατάλευκον γενειάδα. Εφαίνετο
+τυφλός.... Μεταξύ των οικίσκων υπήρχε διάστημα κενόν, διά του οποίου
+εφαίνετο όπισθεν πυκνός ελαιών. Έξαφνα, εις τα βάθη εκεί, αναμέσον των
+δένδρων είδα προχωρούσας βραδέως δύο μορφάς συνεσφιγμένας. Ανεγνώρισα
+μακρόθεν του Μίρτου το ανάστημα. Έφερε το όπλον εις την αριστεράν χείρα,
+και διά του δεξιού βραχίονος εκράτει ενηγκαλισμένην γυναίκα στηρίζουσαν
+την κεφαλήν επί του ώμου του. Έστρεφε προς την σύντροφόν του το
+κεκλιμένον πρόσωπον, ώστε δεν ηδύνατο να με ίδη. Αλλ' εφαίνοντο τόσον
+προσηλωμένοι αμοιβαίως, ώστε και αν εστρέφοντο προς εμέ, δεν θα μ'
+έβλεπον ίσως. Όπισθεν ενός κορμού εστάθησαν και οι δύο. Ω! εκεί
+αντηλλάσσετο μυστικώς ο μακρός, γλυκύς, — γλυκύς και πικρός ασπασμός του
+αποχωρισμού. Επί τέλους αι δύο μορφαί προέβαλον πέραν του κορμού. Είς
+έτι ασπασμός, και η νέα φέρουσα την ποδιάν επί των οφθαλμών της εκρύβη
+και πάλιν όπισθεν του κορμού. Ο Μίρτος κατήλθε προς εμέ, τρέχων αναμέσον
+των δύο οικίσκων.
+
+Ενόησεν άρά γε ο Μίρτος ότι είχα ίδει τον αποχαιρετισμόν των; Το
+πρόσωπόν του εξέφραζε την συγκίνησίν η οποία τον κατείχε. Δεν είπε
+λέξιν. Αλλά κ' εγώ ούτε διά νεύματος οιουδήποτε ούτε δ' υπαινιγμού
+υπέδειξα ότι είχα ανακαλύψει το μυστικόν του. Τι ιερώτερον του πρώτου
+αγνού νεανικού έρωτος! Ενώ έβλεπα τους δύο εκείνους υπό την σκιάν των
+δένδρων, η ψυχή μου ανέτρεχεν οπίσω εις άλλην σκηνήν παρομοίαν.
+Ανεπόλουν τους πρώτους παλμούς της καρδίας μου. Και οι δύο δεν είχομεν
+κατ' εκείνην την στιγμην όρεξιν δι' ομιλίας Ηκολουθήσαμεν σιωπώντες τους
+τελευταίους στρατιώτας της οπισθοφυλακής.
+
+Ήτο ημέρα ωραία. Ο δοοσερός άνεμος εμετρίαζεν εκεί, επί των υψωμάτων,
+την θέρμην του θερινού ηλίου. Κατ' αρχάς η ατραπός ηκολούθει την οφρύν
+βουνού κατωφερούς, απολήγοντος καθέτως προς την θάλασσαν. Πεύκα πυκνά
+εκατέρωθεν, αναδίδοντα το υγιεινόν άρωμά των, εψιθύριζον υπό την πνοήν
+του ανέμου. Τα πεύκα βαθμηδόν αραιούμενα έπαυσαν ολοτελώς μετά τινα ώραν
+και η ατραπός, στρέφουσα προς τα δεξιά, παρηκολούθει εκείθεν την
+παραλίαν επί βράχων γυμνών. Οι βράχοι ήσαν τόσον απόκρημνοι και εις
+τόσον ύψος υπεράνω της θαλάσσης, ώστε η προσοχή μου ολόκληρος
+συνεκεντρούτο εις το πώς να μη ολισθήσω και κατακρημνισθώ. Μου αφήρει η
+τοιαύτη προσοχή και την τέρψιν της ωραίας εκείθεν θέας. Ήτο δε πράγματι
+ωραία η θέα επί της απεράντου θαλάσσης εξ ενός, και εξ άλλου επί των
+βουνών των περικλειόντων την στενήν κοιλάδα, προς την οποίαν
+κατεβαίνομεν.
+
+Ο Μίρτος εβάδιζε πλησίον μου. Η σιωπή μας είχε λυθή επί τέλους, αλλ' η
+συνδιάλεξις δεν διεξήγετο μετά πολλής ζωηρότητος εκατέρωθεν· άλλως δεν
+ήτο και εύκολος ως εκ της φύσεως αυτής του εδάφους. Περιωρίζετο κυρίως
+εις ερωταποκρίσεις περί των μερών τα οποία διηρχόμεθα, και περί
+επεισοδίων πολεμικών συνεχομένων μετ' αυτών. Περί αναμνήσεων τρυφερών
+και αποχαιρετισμών ερωτικών ούτε λόγος.
+
+Εις νέαν καμπήν της ατραπού η κατάβασις έγεινεν αποτομωτέρα και ο Μίρτος
+μου έδειξε κάτω, παρά τον αιγιαλόν, μικρόν ερημοκκλήσιον λευκάζον
+αναμέσον των δένδρων, μου ανήγγειλε δε ότι υπό την σκιάν των δένδρων
+εκείνων θα εύρωμεν πηγήν δροσεράν. Άγγελμα ευφρόσυνον και χαροποιόν!
+Εδίψων φοβερά! Το παστόν χοιρινόν κρέας, το οποίον είχα φάγει το πρωί
+εις την καλύβην, και τα παξιμάδια μου τα καταβροχθισθέντα καθ' οδόν,
+ήσαν αυτά καθ' εαυτά ικανά προς ανάπτυξιν δίψης, μου την εξηρέθισαν δ'
+έτι μάλλον ο μακρός δρόμος και ο ήλιος, όστις δεν είχεν εισέτι κρυβή
+όπισθεν των απέναντι βουνών. Αντείχα εισέτι εις τον κάματον, αλλ' η δίψα
+μ' εβασάνιζεν. Ενόμιζα ότι θα την διασκεδάσω καπνίζων, αλλά δεν
+αντικαθιστά ο καπνός το νερόν. Με ηύφρανεν η προσδοκία ότι θα δροσισθώ
+κάτω εκεί υπό τα δένδρα, προς τα οποία επλησιάζομεν. Άνωθεν έβλεπα
+ολόκληρον το σώμα μας καταβαίνον οφιοειδώς προς τον αιγιαλόν. Οι πρώτοι
+των προπορευομένων προσήγγιζον εις την στενήν επίπεδον κοιλάδα. Ολίγα
+έτι λεπτά και θα είμεθα και ημείς υπό την σκιάν των δένδρων. Η πηγή δεν
+ήτο φόβος να στειρεύση, ο Μίρτος με καθησύχασεν ως προς τούτο· έτρεχεν
+αφθόνως και διαρκώς. Απέλαυα εκ των προτέρων την προσδοκωμένην τέρψιν
+της αναψυχής κάτω εκεί, παρά την πηγήν, υπό την σκιάν των δένδρων.
+
+Αίφνης εκ της ρίζης του απέναντι καταφύτου βουνού τρεις άνδρες εφάνησαν
+τρέχοντες προς ημάς διά της κοιλάδος. Εκίνουν τας χείρας και εφώναζον.
+Ήκουα τας φωνάς των, αλλά δεν διέκρινα τι λέγουν. Οι πρώτοι εκ του
+σώματός μας έτρεξαν προς συνάντησίν των. Ολόκληρος η μακρά μας στήλη
+επέσπευσε το βήμα διά των ελιγμών της κρημνώδους ατραπού, και εβάδιζα
+σπεύδων κ' εγώ — τελευταίος μετά του Μίρτου.
+
+ — Τι συμβαίνει; τον ηρώτησα.
+
+ — Κάτι τρέχει, απεκρίθη λακωνικώς.
+
+Το έβλεπα κ' εγώ ότι κάτι τρέχει, αλλά τι; Δεν ήτο καιρός επεξηγήσεων,
+ενώ εβαδίζομεν τροχάδην πηδώντες επί των βράχων, άλλως δε ήτο πρόδηλον
+ότι δεν εκέρδιζα πολύ ερωτών προτού φθάσωμεν και ημείς εις την
+εκκλησίαν. Αλλά πριν ή έτι φθάσωμεν είδα τους προ ημών αφιχθέντας εις
+κίνησιν πάλιν. Η εμπροσθοφυλακή ανέβαινεν ήδη προς το απέναντι βουνόν
+και ανέβαινε μετά βίας. Η πρώτη μου σκέψις ήτο ότι δεν έλαβον εκείνοι
+καιρόν ν' αναπνεύσουν. Μη πάθωμεν το αυτό και ημείς; Και τότε; Ούτε
+αναψυχή, ούτε ανάπαυσις, ούτε νερόν εκ της πηγής! Και εδίψων, ω! πώς
+εδίψων!
+
+Ότε και ημείς τελευταίοι εφθάσαμεν τρέχοντες υπό τα δένδρα, ο αρχηγός
+ορθός έμπροσθεν της πύλης της εκκλησίας συνωμίλει μυστικώς με τους τρεις
+νεοελθόντας. Εκ των χειρονομιών του εφαίνετο ότι τους ωδήγει πόθεν και
+πώς και πού να διευθυνθούν. Οι τρεις (άνευ στρατιωτικών χαιρετισμών)
+ανεχώρησαν δρομαίοι διά του μέσου της κοιλάδος, ενώ η εμπροσθοφυλακή μας
+ανέβαινε το βουνόν παραλλήλως προς την παραλίαν. Το τι τρέχει δεν
+ηδυνήθην και τότε να το εννοήσω.
+
+Ο καπετάνιος εστράφη προς ημάς.
+
+ — Παιδιά, εφώναξε διά φωνής βροντώδους, ενώ οι στρατιώται προχωρούντες
+συνεσφίγγοντο περί αυτόν ημικυκλικώς. Παιδιά, αν δεν τρέξωμεν, θα μας
+πιάση ο εχθρός τα στενά. Εμπρός, παιδιά! θα ξεδιψάσετε 'ς το ποτάμι
+εκεί. Εμπρός!
+
+Και εξεκίνησεν αμέσως. Τον ηκολουθήσαμεν ρυθμίζοντες το βήμα κατά το
+ιδικόν του. Δεν εγνώριζα περί τίνων στενών πρόκειται. Αλλ' ο καπετάνιος
+απετείνετο προς τους νησιώτας του, οι οποίοι δεν είχον ανάγκην
+επεξηγήσεων διά να τον εννοήσουν. Έν μόνον εγώ επρόφθασα να εννοήσω, ότι
+θα εύρωμεν εκεί ποταμόν. Εκ δε της ταχύτητος της πορείας υπέθεσα ότι η
+υπόσχεσις του αρχηγού θα εκπληρωθή εντός ολίγου, μετά δρόμον όχι μακρόν.
+Εμπρός λοιπόν κ' εγώ! Έστρεψα ολίγον τα βλέμματα αριστερά και δεξιά, διά
+να ίδω τουλάχιστον την πηγήν όπου ήλπιζον να δροσισθώ, αλλά δεν την
+είδα. Έκειτο, φαίνεται, όπισθεν της εκκλησίας. Υπομονή! Θ' αποζημιωθώ
+εις το ποτάμι μετ' ολίγον. Εμπρός!
+
+Το τι σημαίνει η λέξις κούρασις, το ησθάνθην, καθ' όλην του πράγματος
+την έκτασιν, κατά την ανάβασιν του βουνού εκείνου. Οι άλλοι, εβάδιζον
+ό λ ο ι ακμαίοι, ωσάν να είχε τότε μόνον αρχίσει η πορεία. Ήρκει να υψώσω
+την κεφαλήν διά να τους ίδω αναβαίνοντας, ελαφρούς όλους και ζωηρούς.
+Και χωρίς να υψώσω την κεφαλήν, έβλεπα τανυομένας τας ευρώστους κνήμας
+των αμέσως προ εμού βαδιζόντων. Ετάνυα κ' εγώ τας ιδικάς μου, αλλά το
+βουνόν μου εφαίνετο ατελείωτον. Μ' εκέντα προς τα εμπρός αίσθημα
+φιλοτιμίας. Μου ήρχετο πού και πού εις τον νουν η σκέψις: μη ο αρχηγός
+μ' έταξεν εις την οπισθοφυλακήν, προνοήσας ότι δεν θα δυνηθώ ν' ανθέξω
+εις τον κόπον της πορείας; Αλλά πώς να μείνω οπίσω, ενώ οι άλλοι
+πήγαινον εμπρός; ησχυνόμην να φανώ ασθενέστερός των. Ο Μίρτος μόνος
+ευρίσκετο όπισθέν μου. Δεν εφαίνετο κουρασμένος εκείνος, αλλ' έμενε
+πάντοτε τελευταίος. Μη μου τον έταξε και αυτόν ο καπετάνιος επίτηδες ως
+επίκουρον, — υπάσπιστήν του υπασπιστού!
+
+Καθόσον ανέβαινα, ησθανόμην τας δυνάμεις μου εκλειπούσας. Μετά την
+κακοπάθειαν της νυκτός είχα ήδη περιπατήσει επί τέσσαρας ώρας. Είναι
+αληθές ότι μέχρι της εκκλησίας κατεβαίνομεν, αλλά μη και ο κατήφορος δεν
+καταπονή τας κνήμας; Δεν είχα φάγει τίποτε θρεπτικόν δι' όλης της
+ημέρας, δεν είχα πίει· — τούτο προ πάντων ήτο το δεινόν, — δεν είχα
+πίει! Μου έκαιεν ο λάρυγξ, η γλώσσα μου ήτο ξηρά, και με περιέρρεεν ο
+ιδρώς, και εβάδιζα ασθμαίνων, και εκυρίευε την ψυχήν μου η επιθυμία να
+φθάσωμεν εις το τέρμα του δρόμου. Εφανταζόμην ότι εκ της κορυφής η
+κατάβασις εις τον ποταμόν θα ήτο ταχεία και εύκολος και ήλπιζα ότι τέρμα
+της πορείας θα ήτο η όχθη του ποταμού εκείνου. Αλλ' η κορυφή δεν
+εφαίνετο. Ελησμόνουν κατά την ώραν εκείνην και επανάστασιν και εχθρούς
+και βωμόν της πατρίδος, δεν με έμελεν ούτε διά τον Μίρτον, ούτε διά τους
+έρωτάς του! Έν μόνον εσκεπτόμην: πότε θα εύρω υπό τους πόδας μου έδαφος
+ομαλόν και πότε θα ίδω εκ της κορυφής τον ποταμόν, όπου ο αρχηγός μας
+υπεσχέθη ότι θα ξεδιψάσωμεν.
+
+Επί τέλους εφθάσαμεν εις την κορυφήν.
+
+Δεν είχεν εισέτι παύσει η ανάβασις, ότε αντήχησαν δύο τρεις τουφεκισμοί
+πλησίον εκεί, και φωναί συγχρόνως άγριαι, και πάλιν τουφεκισμοί
+πυκνότεροι και κραυγαί, — ταυτοχρόνως δε, αλλ' εξ αποστάσεως
+μεγαλειτέρας, άλλαι φωναί και άλλοι τουφεκισμοί.
+
+ — Πόλεμος, πόλεμος, ανέκραξεν ο Μίρτος, και ταχύνας το βήμα έτρεξε προ
+εμού.
+
+Τον ηκολούθησα τρέχων κ' εγώ.
+
+Πρώτην τότε φοράν ήκουα πυροβολισμούς εις μάχην. Εγνώριζα ότι οι
+πολεμισταί μας, καθώς οι ήρωες του Ομήρου, αντήλλασσον ύβρεις προτού
+έλθουν εις χείρας, αλλά δεν εφανταζόμην πόσον αι τοιαύται βροντώδεις
+προκλήσεις εξάπτουν τα πάθη και ανάπτουν το αίμα. Με κατέλαβε κ' εμέ ο
+ενθουσιασμός, ο κατέχων τους εκεί μαχομένους. Ελησμόνησα διά μιας τον
+κάματόν μου και έτρεχα κ' εγώ ανά μέσον των πεύκων, τα οποία μ'
+εμπόδιζον να ίδω πόθεν έπιπτον οι τουφεκισμοί, και εκραύγαζα κ' εγώ
+κραυγάς ανάρθρους και αγρίας.
+
+Το βουνόν, επί του οποίου ευρισκόμεθα, εχωρίζετο εκ του απέναντι βουνού
+διά φάραγγος βαθυτάτης και στενής, τόσον πολύ στενής προς τα ενδότερα,
+ώστε κάτω εις το βάθος της δεν υπάρχει πάντοτε εκατέρωθεν του ποταμού,
+όστις την διατρέχει, χώρος ικανός διά την ατραπόν, και οι διαβάται
+αναγκάζονται, εν ελλείψει γεφύρας, να ακολουθούν συχνάκις τον δρόμον των
+εντός της κοίτης αυτής του ποταμού. Εις τα άκρα της όμως προς το μέρος
+της θαλάσσης, εκεί δηλαδή όπου ευρισκόμεθα, η φάραγξ ευρύνεται,
+λαμβάνουσα διαστάσεις στενής κοιλάδος· η φάραγξ αύτη είναι η κλεις της
+ορεινής επαρχίας της νήσου, η δε κατάληψίς της υπό του εχθρού ήθελεν
+είναι τραύμα καίριον, ίσως θανατηφόρον. Κατά του κινδύνου τούτου
+ημυνόμεθα. Η ληφθείσα το πρωί πληροφορία ήτο ότι στόλος εχθρικός εφάνη
+πλέων προς το μέρος εκείνο της νήσου. Οι τρεις αγγελιαφόροι εις το
+ερημοκκλήσιον έφερον την είδησιν του αποβιβασμού σώματος εχθρικού.
+Ευτυχώς επροφθάσαμεν να καταλάβωμεν ημείς το αριστερόθεν βουνόν, αλλά το
+δεξιόθεν κατείχετο ήδη υπό του εχθρού. Διά να τον εκδιώξωμεν εκείθεν
+απητείτο να προσβληθή και εκ των όπισθεν. Εν τούτοις η έγκαιρος άφιξίς
+μας απεσόβει τον άμεσον κίνδυνον.
+
+Η στρατηγική αύτη εξήγησις ήτο, νομίζω, αναγκαία διά να εννοήσουν τα
+διατρέξαντα όσοι των νομομαθών συναδέλφων μου, των εχόντων ή μη
+φαλαγγιτικάς παραδόσεις, αναγνώσουν τας σελίδας ταύτας, δελεασθέντες εκ
+της επιγραφής των.
+
+Πώς ευρέθην κ' εγώ εις την πρώτην σειράν των πολεμιστών, επί πόσην ώραν
+έμεινα γεμίζων και κενώνων το όπλον μου, είναι αδύνατον να τα ενθυμηθώ
+ακριβώς. Εκεί, εις την άκραν του βουνού, βράχοι εσπαρμένοι επί του
+γυμνού οροπεδίου μετεσχημάτιζον αυτό εις είδος φρουρίου κυκλωπείου. Αι
+υπερμεγέθεις πέτραι εχρησίμευον ως προμαχώνες ή μετερίζια. Όπισθεν αυτών
+προφυλαττόμενοι οι πολεμισταί εγέμιζον τα όπλα και έπειτα προβάλλοντες
+την κεφαλήν ετουφέκιζον. Το απέναντι ύψωμα δεν είχε βράχους, αλλά τα
+δένδρα εκεί ήσαν πυκνότερα, και όπισθεν αυτών επροφυλάττοντο οι
+αντίπαλοί μας. Όλα ταύτα μένουν εις την μνήμην μου, ως ανάμνησις
+ονείρου. Έν μόνον ενθυμούμαι ζωηρώς: τον ποταμόν κάτω εις την κοιλάδα.
+Τον έβλεπα πλαγίως όπισθεν του βράχου, όστις μ' επροφύλαττεν. Έτρεχον τα
+νερά του, αφρίζοντα όπου το ρεύμα εύρισκε πρόσκομμα επί της βραχώδους
+κοίτης. Η θέα των μ' εταντάλιζεν. Εις εκείνα προσήλωνα τα βλέμματα· και
+γεμίζων και κενώνων το όπλον, τον νουν μου είχα διαρκώς εκεί κάτω. Ήθελα
+να καταβώ, να πίω, να κορέσω την δίψαν μου. Δεν εσκεπτόμην ότι και οι
+άλλοι γύρω μου είχον βαδίσει όσον κ' εγώ χωρίς ν' αναπαυθούν. Και οι
+άλλοι εκραύγαζον πολεμούντες, και έσχιζον τα φυσέκια διά των οδόντων,
+και είχον τα χείλη μαύρα εκ της πυρίτιδος. Η γλώσσα των θα ήτο ξηρά ως η
+ιδική μου και ο λάρυγξ των επίσης φλογισμένος, και όμως αντείχον εις την
+δίψαν εκείνοι και δεν εζήτουν να καταβούν κάτω εις το ρεύμα. Δεν τα
+εσκεπτόμην αυτά. Δεν εσκεπτόμην τίποτε, παρεκτός ότι διψώ. Ήτο είδος
+παραφροσύνης. Ήμην έξω εμαυτού. Επί τέλους δεν ηδυνήθην ν' ανθέξω
+περισσότερον εις τον πειρασμόν όστις μ' εκυρίευε, και στραφείς οπίσω
+επλησίασα τον αρχηγόν.
+
+Εκάθητο όπισθεν ενός βράχου ατενίζων υψηλά προς τον ουρανόν, προς τα
+όπισθεν του απέναντι ημών βουνού. Ήτο σύνοφρυς. Εφανέρωνεν ανησυχίαν η
+έκφρασις του βλέμματος του και αι σπασμωδικαί κινήσεις της αριστεράς
+του, διά της οποίας έτιλλε τας τρίχας του μύστακος του, ως αν ήθελε να
+τας εκριζώση.
+
+Έστρεψε προς εμέ τους οφθαλμούς. Εάν ηδυνάμην κατ' εκείνην την στιγμήν
+να σκεφθώ τι, ήθελα εννοήσει ότι ο στρατηγός παν άλλο είχε κατά νουν ή
+τας συστάσεις του θείου μου.
+
+Τι θέλεις; ηρώτησεν ανυπομόνως.
+
+Στρατηγέ την άδεια να καταβώ'ς το ποτάμι.
+
+Να κάμης τι;
+
+ — Διψώ.
+
+Ο καπετάνιος με παρετήρησεν απορών. Τον εξέπληξεν άρά γε η αίτησίς μου,
+ή η έκφρασις του προσώπου μου;
+
+ — Δεν είναι ακόμη ώρα, είπεν άνευ οργής. Πρόσμενε.
+
+ — Δεν ημπορώ να προσμείνω, απεκρίθην υψών την φωνήν.
+
+Οι οφθαλμοί του γέροντος ήστραψαν. Ηγέρθη διά μιας και η δεξιά του
+κατέπεσεν επί του εγχειριδίου εις την ζώνην του. Τι θα συνέβαινε τότε
+δεν τολμώ ούτε να το φαντασθώ. Ήτο ωργισμένος εκείνος κ' εγώ ήμην έξω
+φρενών. Αλλ' αίφνης η φυσιογνωμία του μετεβλήθη. Δεν έβλεπεν εμέ.
+Υπεράνω της κεφαλής μου το βλέμμα του προσηλούτο εις τον ουρανόν, —
+προσηλούτο μετά τόσης εντάσεως, ώστε απορών εστράφην κ' εγώ προς τα
+οπίσω, ακολουθών διά των οφθαλμών την διεύθυνσιν του βλέμματος του
+αρχηγού. Δεν έβλεπα τίποτε, εκτός του καθαρού ουρανού λαμβάνοντος προς
+ανατολάς χρώμα ροδόχρουν, υπό τας ακτίνας του δύοντος ηλίου. Επί τέλους
+μ' εφάνη ότι διέκρινα μακράν πτηνόν και γραμμήν υπ' αυτό κυματίζουσαν.
+Ήτο όφις; ήτο ταινία; Έβλεπα μετά προσοχής προσπαθών να διακρίνω τι ήτο.
+
+ — Παιδιά, εφώναξε βροντωδώς ο αρχηγός. θέλω πέντε από σας να
+συνοδεύσετε τον υπάσπιστήν κάτω εις το ποτάμι. Ποίος πηγαίνει;
+
+Εστράφην έκθαμβος προς αυτόν. Είκοσι περίπου νέοι έδραμον εις την φωνήν
+του εκ των βράχων, όπου εξηκολούθουν οι τουφεκισμοί και αι κραυγαί.
+
+Μειδίαμα κρυπτόμενον υπό τον μύστακα του γέροντος εφαίδρυνε το πρόσωπόν
+του.
+
+ — Μόνον πέντε είπε. Τραβήξετε τον κόμπον.
+
+Και ενώ οι νέοι συνεμορφούντο με το πρόσταγμά του, ο αρχηγός με ωδήγει
+πόθεν να καταβώμεν, πώς να καταλάβωμεν τον ποταμόν, πώς να κρυφθώμεν υπό
+την προέχουσαν όχθην του, ταύτα δε πάντα άνευ της ελαχίστης μνείας της
+προηγηθείσης μεταξύ μας σκηνής. Την είχεν άρά γε λησμονήσει τόσον
+ταχέως; Δεν ηδυνάμην να εξηγήσω το πράγμα. Πώς παρήλθε διά μιας η δικαία
+οργή του; Πώς μετέβαλε γνώμην και όχι μόνον απεδέχετο την άτοπον και
+αυθάδη αίτησίν μου, αλλά συναπέστελλε μετ' εμού τους πέντε εκείνους,
+εκθέτων αυτούς εις βέβαιον κίνδυνον, χάριν της ιδικής μου δίψης. Όλα
+ταύτα ήρχοντο εις τον νουν μου, αλλά συγκεχυμένα. Ευρισκόμην εις είδος
+παραζάλης, εκ της οποίας όμως ανένηψα βαθμηδόν ως αφυπνιζόμενος εκ της
+ευθύνης, την οποίαν ανελάμβανα, και εκ του ενώπιον ημών κινδύνου. Ότε
+μάλιστα είδα τον Μίρτον μεταξύ των κληρωθέντων πέντε, η διπλή αύτη
+συναίσθησις της ευθύνης μου και του κινδύνου επλημμύρησε την ψυχήν μου.
+Διά της φαντασίας επανείδα το μεταξύ των δύο οικίσκων διάστημα και τας
+δύο συνεσφιγμένας μορφάς, κρυπτομένας όπισθεν του κορμού αναμέσον του
+ελαιώνος. Με κατέλαβεν αόριστός τις επιθυμία να είπω τι, να επιφέρω
+μεταβολήν τινα εις την σύνθεσιν του αποσπάσματος μου, αλλ' ο αρχηγός μάς
+εφώναξεν «Ώρα καλή παιδιά», και ηρχίσαμεν την κατάβασιν.
+
+Η κατάβασις ήρχισεν εκ της προς την θάλασσαν κλιτύος του βουνού, οπόθεν
+εστράφημεν βαθμιαίως προς το μέρος της κοιλάδος. Εκεί, και μέχρι της
+ρίζης του βουνού, τα πυκνά δένδρα μας έκρυπτον και δεν ήτο φόβος να μας
+ανακαλύψη ο εχθρός. Αλλ' η κοιλάς ηπλούτο υπό τους πόδας μας γυμνή
+δένδρων. Ο ποταμός έρρεεν εις το μέσον αυτής. Μέχρι της όχθης του το
+διάστημα δεν ήτο πολύ, δεν υπερέβαινεν ίσως τα εκατόν μέτρα, αλλ' όσον
+δρομαίως και αν το διηρχόμεθα, οι απέναντι εχθροί βεβαίως θα είχον τον
+απαιτούμενον καιρόν διά να μας σημαδεύσουν τρέχοντας. Καθ' όσον
+επλησιάζομεν καταβαίνοντες, η γυμνή κοιλάς μου εφαίνετο πλατυτέρα.
+Υπελόγιζα την μέχρι της όχθης απόστασιν, την οποίαν έπρεπε να
+διατρέξωμεν υπό τας σφαίρας του εχθρού, σκοπεύοντος εκ του υψώματος
+άνωθέν μας, και εφανταζόμην ότι βλέπω την νέαν εκείνην, την σύντροφον
+του Μίρτου, με την ποδιάν επί των οφθαλμών της, θρηνούσαν, απηλπισμένην.
+Ω! ελησμόνησα τότε την δίψαν μου! Ήθελα διά παντός τρόπου να σώσω τον
+Μίρτον. Ο κίνδυνος ήτο ίσως δι' όλους ημάς, αλλά δι' εκείνον και μόνον
+εσκεπτόμην. Εφοβούμην δι' εκείνον. Ήθελα να τον εμποδίσω από του να με
+ακολουθήση. Αλλά πώς; Να τον διατάξω να επιστρέψη οπίσω; Επί τίνι
+προφάσει; Επροσπάθουν να εξεύρω τον τρόπον και δεν εύρισκα. Είχομεν
+φθάσει υπό την σκέπην των τελευταίων δένδρων. Εκαθίσαμεν εκεί ν'
+αναπαυθώμεν, ολίγον προτού διασχίσωμεν την κοιλάδα μέχρι του ποταμού.
+Έδειξα εκείθεν εις τους συντρόφους μου το σημείον, όπου έπρεπε να
+διευθυνθώμεν, — εκεί όπου η δεξιά όχθη υψουμένη εφαίνετο παρέχουσα ως
+πρόχωμα δυνάμενον να μας προφυλάξη από τας εχθρικάς σφαίρας, αφού
+πηδήσωμεν εντός της κοίτης. Αλλ' ο Μίρτος;... Μου ήλθε διά μιας ως
+έμπνευσις.
+
+ — Μίρτε, και συ φίλε μου, είπα αποτεινόμενος συγχρόνως προς άλλον
+ομήλικόν του, τον νεώτερον και των πέντε. Μείνατε σεις οι δύο εδώ και να
+έλθετε εις το ποτάμι, όταν σας φωνάξω απ' εκεί.
+
+Οι δύο νέοι αντήλλαξαν έν βλέμμα. Συνενοήθησαν άνευ λέξεων.
+
+ — Κύριε υπασπιστά, απεκρίθη ο Μίρτος, λαβών εκείνος τον λόγον. Δεν με
+προσηγόρευσε με τόνομά μου καθώς πριν.
+
+ — Κύριε υπασπιστά, ο καπετάνιος μας διέταξε να σε ακολουθήσωμεν και οι
+πέντε. Δεν μας είπε να μείνωμεν κρυμμένοι οι δύο και να σε ακολουθήσουν
+μόνον οι τρεις.
+
+Με απεστόμωσεν η απάντησίς του. Αλλ' επέμεινα έτι· ηγέρθην και τον
+επλησίασα· ηγέρθησαν και οι πέντε συγχρόνως.
+
+ — Μίρτε μου, είπα θέσας την χείρα μου επί του ώμου του, άκουσέ με, διά
+την αγάπην εκείνης που 'ξεύρεις.
+
+Με εκύτταξεν ασκαρδαμυκτί, χωρίς να προφέρη λέξιν. Τι τον παρώργισεν; Η
+ανακάλυψις ότι τους είχα ίδει το πρωί, ή η ανάμιξίς μου εις πράγματα
+υπερβαίνοντα την δικαιοδοσίαν μου;
+
+ — Κύριε υπασπιστά, επανέλαβε ψυχρώς· εκείνη που 'ξεύρω δεν αγαπά τους
+δειλούς.
+
+Ενόησα ότι ήτο περιττόν να επιμείνω.
+
+ — Καλά, Μίρτε, είπα, και του έτεινα φιλικώς την χείρα. Ο Θεός μαζί σου!
+
+ — Ο Θεός με όλους μας, κυρ Γεωργάκη μου.
+
+ — Εμπρός παιδιά, ανέκραξα, και ηρχίσαμεν να τρέχωμεν.
+
+Μου εφάνησαν αιώνες τα ολίγα εκείνα λεπτά, μέχρις ου φθάσω εις την
+όχθην! Η εμφάνισίς μας εξέπληξε τους εχθρούς και επί τινας στιγμάς δεν
+ηκούσθησαν τουφεκισμοί εκ του υψώματός των.
+
+Αλλ' ήσαν στιγμαί μόνον διακοπής και επηκολούθησε κρότος πυκνός
+πυροβολισμών και εκ των δύο πλευρών της φάλαγγος. Δεν ύψωσα τους
+οφθαλμούς να ίδω τον καπνόν των εχθρικών τουφεκιών. Τους είχα
+προσηλωμένους εις το σημείον της όχθης, όπου έπρεπε να φθάσωμεν. Έτρεχα,
+έτρεχα, — αι δε σφαίραι εσύριζον γύρω μου, και έτρεχα και ήκουα αριστερά
+και δεξιά όπισθέν μου τον ποδοβολητόν των συντρόφων μου, και αίφνης
+ήκουσα κραυγήν φοβεράν και συγχρόνως τον υπόκωφον κρότον σώματος
+πίπτοντος κατά γης. Ο Μίρτος, είπα κατά νουν! Αλλά δεν εστράφην οπίσω,
+δεν διέκοψα τον δρόμον μου. Έτρεχα και οι πυροβολισμοί εξηκολούθουν
+πυκνοί, και εσύριζον αι σφαίραι, και έβλεπα εμπρός μου την όχθην προς
+την οποίαν επλησίαζα, και ήκουσα δευτέραν κραυγήν όπισθέν μου... Ήμην
+ήδη παρά την όχθην. Έν βήμα ακόμη και επήδων εντός της κοίτης του
+ποταμού, ότε ησθάνθην διά μιας κτύπημα και πόνον φρικτόν εις την
+αριστεράν μου κνήμην, πόνον όμοιον του οποίου δεν είχα αισθανθή ποτέ,
+και αντί να πηδήσω εντός της κοίτης, ενόησα ότι κρημνίζομαι εντός
+αυτής... Κατόπιν δεν ενθυμούμαι πλέον τίποτε, μέχρι της στιγμής καθ' ην
+εξύπνησα.
+
+Η πανσέληνος έλαμπεν άνωθέν μου· ήμην εξηπλωμένος κατά γης. Επόνουν
+πόνον δριμύν και φλογερόν εις την κνήμην. Δύο άνδρες εξήταζον την πληγήν
+μου. Όρθιος άνωθέν μου ο καπετάνιος με εκύτταζε σιωπηλός, και γύρω εις
+κύκλον συνεσφίγγοντο οι στρατιώται του.
+
+ — Ο Μίρτος; ηρώτησα.
+
+ — Τους εδιώξαμεν, είπεν ο αρχηγός, χωρίς ν' αποκριθή εις την ερώτησίν
+μου. Τώρα, εξηκολούθησε, κύτταξε να γείνης καλά, διά να μη έχω λόγια με
+τον θείον σου.
+
+Ακολούθως έμαθα ότι δεν μας εξαπέστειλεν εις την κοιλάδα χάριν της δίψης
+μου, αλλά προς αντιπερισπασμόν κατά του εχθρού, διά να αποσπάσωμεν την
+προσοχήν του από το σώμα, το ερχόμενον να τους προσβάλη εκ των νώτων. Το
+ταινιοφόρον πτηνόν ήτο το συμφωνηθέν σημείον της προσεγγίσεως του
+σώματος εκείνου. Δεν ηδυνήθην να εξακριβώσω εάν είχεν εκ των προτέρων το
+σχέδιον του τοιούτου αντιπερισπασμού, ή εάν εκ της δίψης μου συνέλαβε
+την ιδέαν... Ο αντιπερισπασμός ωφέλησεν. Η εκ των νώτων προσβολή επέτυχε
+πληρέστατα, αλλ' η άγνωστος εκείνη νέα δεν επέπρωτο να επανίδη ζώντα τον
+Μίρτον! Ο άλλος πεσών στρατιώτης επληγώθη ελαφρώς. Την δε ιδικήν μου
+κνήμην μου την απέκοψε την αυτήν εκείνην νύκτα ο εκτελών χρέη χειρουργού
+αληθής υπασπιστής του αρχηγού.
+
+Ιδού διατί έμεινα, εξ ανάγκης, δικηγόρος. Το πολεμικόν μου στάδιον
+διήρκεσε μίαν ημέραν και μόνην. Την τρυπημένην όμως φαλαγγιτικήν στολήν
+μου την εκράτησα και την διατηρώ ακόμη.
+
+
+
+ΤΑ ΔΥΟ ΑΔΕΛΦΙΑ
+
+
+
+Α'.
+
+Κατά το φθινόπωρον του έτους... (περιττόν να ορίσω ακριβώς την
+χρονολογίαν), επεχείρησα, χάριν αναρρώσεως, περιοδείαν εις τας νήσους
+του Αιγαίου. Ανελάμβανα εκ νόσου οξείας, οι δε ιατροί εθεώρησαν την
+αλλαγήν αέρος και τρόπου ζωής ως το καλλίτερον μέσον προς ανάκτησιν των
+προτέρων μου δυνάμεων. Το κατ' εμέ, προ πολλού επεθύμουν να επισκεφθώ
+τας Κυκλάδας, ώστε ουδέποτε ήκουσα και παρεδέχθην συμβουλήν ιατρικήν
+μετά τοσαύτης ευχαριστήσεως.
+
+Η μήτηρ μου, μη δυναμένη να με συντροφεύση η ιδία, ως ήθελεν, επέμεινεν
+εις το να συνοδευθώ από άνθρωπον της εμπιστοσύνης της. Επροτίμων τη
+αληθεία να είμαι μόνος, αλλά δεν ήδυνάμην να την παρακούσω, ούτε ήθελα
+να την δυσαρεστήσω, και απεφασίσθη ότι θα συνταξειδεύσω με τον εξάδελφόν
+μου Νίκον Μαιμάν. Ο Νίκος ήτο κατά δύο μόλις έτη πρεσβύτερός μου, ώστε
+δεν υπηγόρευσεν εις την μητέρα μου την εκλογήν το ώριμον της ηλικίας
+του. Είμεθα νέοι και οι δύο, βεβαίως δε σέβας δεν μου ενέπνεεν ο Νίκος.
+Το προτέρημά του ήτο ότι, συγγενής αφωσιωμένος, εθυσιάζετο κατά γράμμα
+χάριν όσων ηγάπα. Εις τούτο απέβλεψεν η μήτηρ μου, ότε μου τον επέβαλεν
+ως συνοδοιπόρον, κατορθώσασα να του δοθή δίμηνος άδεια απουσίας από τον
+έμπορον, εις του οποίου το γραφείον ειργάζετο ως υπάλληλος. Κύριος δε
+οίδε πόσας και οποίας οδηγίας έδωκε μυστικώς η προβλεπτική μου μήτηρ εις
+τον Μέντορά μου.
+
+Συμμορφούμενος και με άλλην απαίτησίν της, υπεσχέθην να περιορισθώ εντός
+του δρομολογίου της Ατμοπλοϊκής Εταιρίας, επισκεπτόμενος τας νήσους
+μόνας όπου τα ατμόπλοιά της προσήγγιζον, και να μη εμπιστευθώ την
+πολύτιμον ύπαρξίν μου εις τους σκυλοπνίκτας του Αιγαίου. Ο περιορισμός
+ούτος με ηνάγκαζε, προς τοις άλλοις, να παρατείνω επί εβδομάδα ολόκληρον
+την εις εκάστην νήσον διαμονήν μου. Αλλά προ ολίγου έτι ο γύρος των
+Κυκλάδων εγίνετο κατά δεκαπενθημερίαν, η δε εβδομαδιαία των ατμοπλοίων
+προσέγγισις εις τας νήσους ήτο πρόσφατον τότε γεγονός, ώστε η σκέψις ότι
+δεν θα είμαι δεσμευμένος επί δεκαπέντε ημέρας αποκαθίστα ελαφρότερον τον
+επταήμερον περιορισμόν. Άλλως δε ο καιρός τότε είχεν, ή εφαίνετο έχων,
+ολιγωτέραν αξίαν ή σήμερον.
+
+Ούτω κανονισθέντων των πραγμάτων, ανεχωρήσαμεν μετά του Νίκου και
+επεσκέφθημεν αλληλοδιαδόχως διαφόρους νήσους. Η πρόθυμος φιλοξενία των
+κατοίκων, η ωραιότης της φύσεως, ενιαχού δε και η επίσκεψις των λειψάνων
+της αρχαιότητος ή των μνημείων της μεσαιωνικής εποχής, συνετέλουν εις το
+να διέρχηται η επί εκάστης νήσου εβδομάς πολύ ταχύτερον ή όσον
+εφοβούμην, ότε διέγραφα εκ των προτέρων τα της περιοδείας μου.
+
+Την έκτην εβδομάδα, περί τα μέσα Οκτωβρίου, αφίχθημεν εις την νήσον,
+όπου συνέβησαν όσα προτίθεμαι ήδη να αφηγηθώ.
+
+Εκ σεβασμού προς πρόσωπα επιζώντα εισέτι αποσιωπώ της νήσου εκείνης το
+όνομα. Αληθώς, οι κάτοικοι της, εάν η διήγησις αύτη αναγνωσθή ποτέ υπό
+τοιούτων, δεν θα δυσκολευθούν ν' αναγνωρίσουν τα υπό τας πλαστάς μου
+ονομασίας υποκρυπτόμενα πρόσωπα και χωρία. Αλλ' οπωσδήποτε, θα μείνη το
+μυστικόν εντός οικογενειακού, ούτως ειπείν, κύκλου, οι δε μη εν τοις
+πράγμασι δύνανται, εάν θέλουν, να θεωρήσουν ως γέννημα της φαντασίας το
+διήγημά μου.
+
+Μη έχοντες ούτε ο Νίκος ούτ' εγώ εις την νήσον εκείνην φίλον
+οικογενειακόν ή γνώριμον, εζητήσαμεν, προ της αναχωρήσεώς μας,
+συστατικήν από αρχαίον διδάσκαλόν μας, καθηγητήν του Γυμνασίου, εκείθεν
+καταγόμενον αλλά προ ετών πολλών μη επισκεφθέντα την πατρίδα του. Ο
+καθηγητής προθύμως απεδέχθη την αίτησιν και εκάθισεν αμέσως να γράψη
+ενώπιόν μας την ζητουμένην συστατικήν.
+
+ — Θα σας συστήσω, είπεν, εις τον Κύριον Μελέτην. Θεωρεί ως δικαίωμα και
+ως καθήκον του το να φιλοξενή τους επισκεπτομένους την νήσον μας και θα
+το εκλάβη ως προσβολήν, εάν σας συστήσω εις άλλον τινά. Αξιόλογος
+άνθρωπος, επρόσθεσεν. Αλλά προ πόσων ετών δεν τον είδα!
+
+Λέγων ταύτα ο καθηγητής ήρχισε να γράφη. Αλλά διά μιας διεκόπη και, με
+τον κάλαμον μετέωρον, εφαίνετο ως ανακαλών εις την μνήμην του δυσάρεστόν
+τι, προς ώραν λησμονηθέν. Με έβλεπεν ασκαρδαμυκτί, καίτοι προφανώς έχων
+αλλού τον νουν.
+
+ — Τι σκέπτεσθε, κύριε καθηγητά; ηρώτησα.
+
+ — Σκέπτομαι, φίλε μου, ότι, αφότου δεν είδα τον κύριον, Μελέτην, τα
+πράγματα μετεβλήθησαν. Η κόρη του..
+
+Ο καθηγητής δεν εθεώρησε πρέπον να συμπληρώση την φράσιν του.
+
+ — Δεν είμεθα δα τόσον επικίνδυνοι ούτε ο εξάδελφός μου ούτ' εγώ,
+υπέλαβα, μετριοφρόνως μειδιών.
+
+ — Δεν πρόκειται περί τούτου, απεκρίθη σοβαρώς ο καθηγητής, χωρίς να μου
+διακοινώση τους ενδομύχους στοχασμούς του.
+
+ — Αλλ' όμως, εξηκολούθησε μετά τινα σκέψιν, παρήλθον τόσα έτη έκτοτε!
+Επί τέλους δε, εάν δεν δύναται να σας φιλοξενήση ο ίδιος, θα σας
+προμηθεύση εκείνος κατάλυμα αλλαχού.
+
+Και απετελείωσε την συστατικήν.
+
+Την έλαβα εκ των χειρών του εκφράσας την ευγνωμοσύνην μου. Δεν απέδωσα
+δε μεγάλην βαρύτητα εις τους ενδοιασμούς του, καθόσον εκ των μαθητικών
+μου έτι ημερών διετήρουν περί αυτού την ιδέαν ότι λεπτολογεί υπέρ το
+δέον περί τα ανάξια λόγου. Έθεσα την επιστολήν εις το χαρτοφυλάκιόν μου
+και ούτε εσκέφθην πλέον τι περί του Κυρίου Μελέτη ή περί της θυγατρός
+του, μέχρι της ημέρας καθ' ην επεβιβάσθημεν εις το ατμόπλοιον, το οποίον
+μας έφερεν εις την νήσον του.
+
+Β’.
+
+Ο ήλιος είχε δύσει, ότε προσωρμίσθη το ατμόπλοιον εν τω μέσω κόλπου
+ημικυκλικού.
+
+Υποθέτω ότι, όταν ο ήλιος φωτίζη τους περικλείοντας τον κόλπον εκείνον
+υψηλούς λόφους και την αναμεταξύ αυτών κοιλάδα, η άποψις εκ της θαλάσσης
+είναι φαιδρά και χαρίεσσα. Αλλά κατ' εκείνην την ώραν αι απότομοι
+γραμμαί των εκατέρωθεν βουνών, τα οποία έτι μάλλον εμεγέθυνε το
+προβαίνον σκότος, και αι μυστηριώδεις σκιαί, προμακρύνουσαι αορίστως την
+απέναντι ημών κοιλάδα, μας επροξένησαν εντύπωσιν όλως διάφορον των
+ωραίων νήσων, όσας είχομεν προηγουμένως επισκεφθή. Ο Νίκος ιδίως
+συνησθάνθη την διαφοράν. Η μέχρι της ώρας εκείνης ευθυμία του διεκόπη.
+
+ — Άγριον μέρος, έλεγε. Δεν μου αρέσει.
+
+Ήτο άγριον αληθώς. Ο κόλπος έκειτο προς ανατολάς. Δεξιόθεν, δηλαδή προς
+νότον, το βουνόν ανυψούμενον απέληγεν εις κημνόν φοβερόν, βυθιζόμενον
+κατά κάθετον εις την θάλασσαν. Το τεράστιον εκείνο ακρωτήριον ενέπνεε
+τρόμον. Βλέπων τα σκοτεινά απότομα πλευρά του ανελογιζόμην ακουσίως πόσα
+άρά γε πλοία συνετρίβησαν εκεί, πόσαι υπάρξεις εσβέσθησαν εις τα νερά,
+τα οποία εμαύριζεν η σκιά του!
+
+Προς βορράν, εις την απέναντι πλευράν του κόλπου, η σειρά των λόφων
+κατέβαινε προς την θάλασσαν διά γραμμής ολιγώτερον αποκρήμνου. Προς τα
+άκρα της δε εστεφανούτο υπό βράχου κωνοειδούς, επί του οποίου
+διεκρίνοντο εισέτι, φωτιζόμενοι υπό της δείλης, οι τοίχοι των οικιών των
+απαρτιζουσών το Κάστρον, την πρωτεύουσαν της νήσου.
+
+Κάτωθι του Κάστρου, εις τον αιγιαλόν, δύο τρεις ταπειναί οικοδομαί
+απετέλουν την Σκάλαν, το επίνειον της νήσου.
+
+Εκεί απεβιβάσθημεν και εσυμφωνήσαμεν μεθ' ενός αγωγιάτου να μας μεταφέρη
+εις το Κάστρον, εις του Κυρίου Μελέτη.
+
+Εντούτοις, μέχρις ου γείνουν όλα ταύτα, η νυξ είχεν επέλθει εντελώς, η
+δε ανάβασις έγεινεν εντός πυκνού σκότους. Κατ' αρχάς η οδός ήτο οπωσούν
+ομαλή, αλλά καθόσον απεμακρυνόμεθα της Σκάλας ο ανήφορος εγίνετο
+τραχύτερος. Τα κτήνη εβάδιζον ασφαλώς και απροσκόπτως, ακολουθούμενα από
+τον αγωγιάτην. Κίνδυνος βεβαίως ουδείς υπήρχε. Και όμως, το δύσβατον του
+εδάφους, το περιβάλλον ημάς σκότος, οι κρημνοί τους οποίους εξαίφνης
+εβλέπομεν προβάλλοντας ενώπιόν μας εις τους ελιγμούς του ανηφόρου, η
+ερημία, τα πάντα ομού συνέστελλον κάπως την καρδίαν. Καθ' όλον τον
+δρόμον δεν αντηλλάξαμεν λέξιν με τον Νίκον. Την σιωπήν διέκοπτε μόνος ο
+κρότος των πετάλων των ημιόνων μας, και αι άγριαι πού και πού κραυγαί
+του αγωγιάτου, παροτρύνοντος τα ζώα του.
+
+Επί τέλους εισήλθομεν εντός του Κάστρου.
+
+Τα κάστρα ταύτα εκτίζοντο, ως γνωστόν, επί απροσίτων κορυφών, ότε οι
+κάτοικοι των νήσων ήσαν εκτεθειμένοι εις τας προσβολάς των πειρατών,
+ενίοτε δε και εις τας των διωκτών των πειρατών. Ήσαν δε αληθή φρούρια.
+Τείχη δεν είχον, αλλ' αι οικίαι της εξωτερικής σειράς συνεχόμεναι
+απετέλουν κυκλοτερές περιτείχισμα, διακοπτόμενον εις έν ή πλείονα μέρη,
+τα οποία εκλείοντο διά πύλης. Την σήμερον η πύλη εξέλιπεν, αφ' ου
+ευτυχώς εξέλιπε και η ανάγκη προφυλάξεως και αμύνης. Διά της ανοικτής
+των ταύτης πύλης τα Κάστρα ήρχισαν βαθμηδόν να εκκενώνται. Οι κάτοικοί
+των καταβαίνουν εις νέους συνοικισμούς ανετωτέρους και ευρυχωροτέρους,
+παρά τον αιγιαλόν, μετ' ολίγας δ' έτι γενεάς τα παλαιά των νήσων Κάστρα
+θα μετασχηματισθούν εις μεσαιωνικά ερείπια. Τότε και η πρωτεύουσα της
+νήσου, εις την οποίαν μετά τοσούτου κόπου και φόβου ανηρχόμεθα κατ'
+εκείνην την νύκτα, θα μετατοπισθή επίσης εις το μικρόν ήδη επίνειόν της,
+την Σκάλαν.
+
+Άμα εισήλθομεν εις τας στενάς του Κάστρου οδούς, ο αγωγιάτης προηγηθείς
+έλαβε το προπορευόμενον των κτηνών εκ του περί τον λαιμόν του σχοινίου
+και μετά τινα βήματα εστάθη ενώπιον μεγάλης οικίας, της οποίας έκρουσε
+βαρέως την θύραν.
+
+Σκότος πανταχού, και εις την οδόν και εις τα κλειστά παράθυρα των πέριξ
+οικιών.
+
+Επεζεύσαμεν τότε και ημείς. Κρατών την συστατικήν εις χείρας, επερίμενα
+ενώπιον της θύρας, όπισθεν του αγωγιάτου, σκεπτόμενος ότι ήτο μεγάλη η
+αδιακρισία του να διαταράξωμεν εις τοιαύτην ώραν την ησυχίαν ανθρώπων
+αγνώστων, οι οποίοι ούτε καν μας επερίμενον. Αλλά πώς άλλως να γείνη;
+Ξενοδοχείον δεν υπήρχε· προτού αρχίσωμεν την ανάβασιν, εξέφρασα την
+ιδέαν να διανυκτερεύσωμεν εις το καφενείον της Σκάλας, αλλ' ο αγωγιάτης
+εξανέστη.
+
+ — Πώς γίνεται! Τι θα 'πή ο Κύριος Μελέτης!
+
+Άλλως, δεν εφανταζόμην ότι θα διαρκέση τόσην ώραν η ανάβασις. Και ο
+Νίκος δε επέμεινε ν' αναβώμεν εις το Κάστρον, διατεινόμενος ότι δήθεν
+είχε ανάγκην να καλοκοιμηθή εις κλίνην ανθρωπινήν, ενώ βεβαίως μόνον και
+μόνον τας συστάσεις της μητρός μου είχε κατά νουν. Οπωσδήποτε, αφού άπαξ
+ευρισκόμεθα εις το Κάστρον, έπρεπε να ζητήσωμεν κάπου φιλοξενίαν,
+πανταχού δε θα εγινόμεθα πρόξενοι της αυτής ανησυχίας, χωρίς να είμεθα
+τουλάχιστον εφωδιασμένοι με συστατικήν, εάν εκρούομεν άλλην θύραν.
+Ανάγκη λοιπόν να διαταράξωμεν τον Κ. Μελέτην και κατά μέρος η εντροπή.
+
+Επί τέλους ηκούσθησαν βηματισμοί εις την αυλήν και η βαρεία της οικίας
+θύρα ηνοίχθη υπό γραίας υπηρετρίας κρατούσης λύχνον, διά του οποίου
+εφώτισε το πρόσωπον του αγωγιάτου και το ιδικόν μου.
+
+Ο Νίκος παρέκει, ψηλαφών εις τα σκοτεινά, κατεγίνετο να εξακριβώση εάν
+ήσαν σώα τα πράγματά μας και ανελλιπή επί των ώμων των ημιόνων.
+
+Η γραία, κρατούσα τον λύχνον της υψηλά, με παρετήρε με βλέμματα
+εκφράζοντα απορίαν.
+
+ — Σας ήλθαν ξένοι, υπέλαβεν ο αγωγιάτης προλαβών την ερώτησίν της.
+
+ — Παρακαλώ, είπα, δόσε το γράμμα τούτο εις τον Κύριον Μελέτην. Δεν
+επιθυμούμεν να τον ανησυχήσωμεν απόψε. Του λόγου του, επρόσθεσα δεικνύων
+τον αγωγιάτην, θα μας εύρη κανέν μέρος, όπου να περάσωμεν την νύκτα.
+
+Η γραία λαβούσα εν σιωπή την επιστολήν, κατέθεσε τον λύχνον κατά γης,
+εντός της αυλής, και έδραμε προς την κλίμακα.
+
+ — Περάσετε μέσα, είπεν ο αγωγιάτης, βέβαιος εκ προοιμίων περί της
+προθύμου δεξιώσεως.
+
+Και επιστρέψας προς τα ζώα του εβοήθει τον Νίκον εις την εξέτασιν των
+πραγμάτων μας.
+
+Δεν επέρασα μέσα, περιμένων επισημοτέραν πρόσκλησιν. Δεν επερίμενα δε
+πολύ. Η κλίμαξ ηκούσθη τρίζουσα υπό βήματα ανδρικά. Ο Κ. Μελέτης
+ακολουθούμενος υπό της γραίας υπηρετρίας, κατέβαινε προς υποδεξίωσίν
+μας.
+
+ — Καλώς ωρίσατε, καλώς ωρίσατε!
+
+Και έτεινε την φιλόξενον χείρα.
+
+Επανέλαβα δειλώς τους περί ξενοδοχείου ή καφενείου υπαινιγμούς, ζητών
+συγγνώμην διά το ακατάλληλον της ώρας κατά την οποίαν εμφανιζόμεθα, αλλ'
+εκείνος, χωρίς καν να με αποκριθή, εξήλθεν εις την οδόν προς ανεύρεσιν
+του αγωγιάτου.
+
+ — Ποίος είν' εκεί; ηρώτησεν εις τα σκοτεινά
+
+ — Εγώ, αφέντη.
+
+ — Εσύ Γεώργη, επανέλαβεν ο Κ. Μελέτης, αναγνωρίσας τον αγωγιάτην εκ της
+φωνής. Φώναξε τον Παντελήν να σε βοηθήση και ν' αναιβάση τα πράγματα.
+
+Και ταυτοχρόνως έκραξε δυνατά·
+
+ — Παντελή, Παντελή!
+
+ — Ποίος είναι ο άλλος εκεί; επρόσθεσε, διακρίνας εντός του σκότους την
+μορφήν του Νίκου.
+
+Ο Κ. Μελέτης, προδήλως, δεν είχεν αναγνώσει την συστατικήν του καθηγητού
+και δεν ήτο προητοιμασμένος διά την εμφάνισιν και δευτέρου ξένου. Αλλ'
+ουδεμίαν έκπληξιν εφανέρωσεν ότε, αντί του αγωγιάτου, απεκρίθην εγώ εις
+την ερώτησίν του.
+
+ — Είναι ο εξάδελφος μου, Κύριε Μελέτη, ο Κύριος Μαιμάς.
+
+Ο Νίκος, παραιτήσας επί τέλους τας ερεύνας του, επλησίασε και εχαιρέτησε
+τον γέροντα, όστις χωρίς να τον καλοβλέπη έθλιψε την χείρα του,
+επαναλαβών τα φιλόξενά του «Καλώς ωρίσατε».
+
+Εν τούτοις η θύρα μικρού παραπλεύρου οικήματος ηνοίχθη και νέος χωρικός,
+ημικοιμισμένος εισέτι, ο Παντελής, ήλθε να δώση χείρα βοηθείας εις τον
+αγωγιάτην.
+
+ — Ορίσατε επάνω, κύριοι, μας είπεν ο οικοδεσπότης, αφού έδωκε τας
+οδηγίας του εις τον Παντελήν. Ορίσατε.
+
+Και προπορευθείς εισήλθεν εντός της ευρείας αυλής, εις το βάθος της
+οποίας, επί της τελευταίας βαθμίδος της κλίμακος, ίστατο μορφή γυναικεία
+κρατούσα λύχνον εις χείρας.
+
+ — Η κόρη του, είπα κατ' εμαυτόν.
+
+Δεν εβράδυνα να ίδω ότι ελανθάσθην. Το αμυδρόν του λύχνου φως εντός της
+μεγάλης εκείνης σκοτεινής αυλής και η ευσταλής της γυναικός μορφή
+εδικαίουν το λάθος μου.
+
+ — Η αδελφή μου, είπεν ο Κ. Μελέτης. — Σοφία, δος μου να φέξω.
+
+Και λαβών τον λύχνον ήρχισε ν' αναβαίνη, ενώ η Κυρία Σοφία μας έθλιβε
+τας χείρας με πολλά και αύτη «Καλώς ωρίσατε».
+
+Επεμείναμεν αμφότεροι να προηγηθή η Κυρία Σοφία και την ηκολουθήσαμεν.
+Ατυχώς ο Νίκος, όστις ήρχετο τελευταίος, εσκόνταψεν εις την πρώτην
+βαθμίδα της κλίμακος και έπεσεν. Ανηγέρθη αμέσως, προτού ο Κ. Μελέτης
+προφθάση να στρέψη προς ημάς το φως του λύχνου του. Το πράγμα δεν είχε
+σημασίαν, αλλ' εγνώριζα πόσον ο Νίκος ήτο προληπτικός, και συνδέσας το
+πάθημά του τούτο με τας πρώτας εντυπώσεις του, αφότου προσωρμίσθημεν
+εντός του αγρίου της νήσου λιμένος, και με την σιωπήν του καθ' όλην την
+διάρκειαν της αναβάσεως, ανελογιζόμην ότι δεν θα είναι ουδαμώς
+ευχαριστημένος ο εξάδελφός μου.
+
+Ανελθόντες εις το υπερώον διεσταυρώσαμεν, βαδίζοντες κατά την αυτήν
+σειράν ο είς κατόπιν του άλλου, αίθουσαν ευρυτάτην, πλήρη επίπλων
+παλαιών, και εισήλθομεν εις δωμάτιον σκοτεινόν, του οποίου τας τρεις
+πλευράς κατείχε σοφάς τουρκικός.
+
+ — Καθίσατε, Κύριοι είπεν ο οικοδεσπότης, αποθέτων τον λύχνον επί της
+παρά την θύραν τραπέζης, ενώ η Κυρία Σοφία σκιάζουσα το φως του λύχνου
+διά των νώτων της, μας εζήτει εκ προοιμίων συγχώρησιν διά την λιτότητα
+του δείπνου, το οποίον θα μας ετοιμάση εκ του προχείρου. Μετά κόπου την
+έπεισα ότι γευματίσαντες προ ολίγου επί του ατμοπλοίου, δεν είχομεν
+ανάγκην τροφής αλλά μόνον ύπνου.
+
+Η Κυρία Σοφία απεσύρθη.
+
+Ο Κ. Μελέτης εφαίνετο νυστάζων, και ημείς δε ήμεθα κατάκοποι, ώστε η
+συνδιάλεξις ήτο βεβιασμένη μάλλον, αλλ' ουχ ήττον ηρώτα ο γέρων περί της
+υγείας και της οικογενείας του καθηγητού, περί των της περιοδείας μας,
+και απεκρινόμην εγώ όπως καλλίτερα ηδυνάμην. Ο Νίκος καθήμενος εις την
+σκοτεινοτέραν γωνίαν του σοφά δεν ωμίλει. Δεν είχε διάθεσιν ο άνθρωπος.
+
+Εν τούτοις έξω εις την αίθουσαν ηκούοντο τα βαρέα βήματα του Παντελή και
+αι συρταί εμβάδες της Κυρίας Σοφίας. Ανεβιβάζοντο τα κιβώτιά μας,
+μετεκινούντο επίπλα, έως και καρφία ήκουα να καρφώνονται επί των τοίχων.
+Η οικία έγεινεν ανάστατος εξ αιτίας μας. Αλλ' όμως ουδείς κρότος
+εμαρτύρει την παρουσίαν της θυγατρός του οικοδεσπότου. Η δεσποινίς
+Μελέτη ούτε ηκούετο ούτε εφαίνετο.
+
+Ο μεταξύ του γέροντος και εμού διάλογος εκινδύνευε να παύση ολοσχερώς,
+ότε η γραία υπηρέτρια, επικαίρως ελθούσα, έφερε δίσκον περιέχοντα, εκτός
+του γλυκού και του καφέ, ζυμαρικά και αμύγδαλα και σύκα. Η Κυρία Σοφία
+δεν ηνείχετο να μη πάρωμεν τίποτε μέχρι της αύριον. Το κατ' εμέ δεν
+επέδειξα επιμονήν ούτε ακαταδεξίαν. Αλλ' ο Νίκος, εξακολουθών να σιωπά
+εις την γωνίαν του, δεν ηθέλησε να γευθή τίποτε εκ των προσφερομένων.
+
+Μετ' ολίγα λεπτά εισήλθεν εις το δωμάτιον η Κυρία Σοφία.
+
+ — Εάν αγαπάτε ν' αναπαυθήτε, είπεν, είναι έτοιμον το δωμάτιόν σας. Θα
+κακοπεράσετε αυτήν την νύκτα, αλλά να μας συμπαθήσετε. Αύριον τα
+οικονομούμεν καλλίτερα.
+
+ — Σας εγγυώμαι, κυρία μου, απεκρίθην, ότι θα κοιμηθώμεν περίφημα.
+
+Και λαβών τον λύχνον από την τράπεζαν, προτού εκείνη προφθάση να τον
+λάβη, την ηκολούθησα. Ο Νίκος ήρχετο κατόπιν μου και τελευταίος ο Κος
+Μελέτης.
+
+Γ’.
+
+Το δωμάτιον εις το οποίον η Κυρία Σοφία μας ωδήγησεν, εκ πρώτης όψεως
+και μεθ' όλην την γενομένην εντός αυτού μεταβολήν, εφαίνετο νέας γυναικός
+κοιτών. Το διατί δύσκολον να το διασαφήσω, αλλ' αμέσως ενόησα ότι μας
+παρεχωρήθη το δωμάτιον της θυγατρός του Κ. Μελέτη. Εννοείται ότι δεν
+ετόλμησα να εκφράσω τας περί τούτου σκέψεις μου ενώπιον του πατρός και
+της θείας της νέας.
+
+Εκατέρωθεν του παραθύρου, προς μεν τα δεξιά έκειτο κλίνη σιδηρά
+απλουστάτη αλλ' αποπνέουσα παρθενικόν τι άρωμα, αριστερόθεν δε υπήρχεν
+άλλη κλίνη, στηθείσα εκ του προχείρου εις τρίποδα. Ότι δε εστήθη εκεί
+χάριν της περιστάσεως, εμαρτύρουν τα όπισθεν αυτής ίχνη του ερμαρίου, το
+οποίον εξώσθη του δωματίου διά να τοποθετηθή η κλίνη.
+
+ — Πώς θα μοιρασθήτε τας κλίνας; είπε μειδιών ο γέρων, ενώ η αδελφή του
+έρριπτε περί εαυτήν το βλέμμα διά να ίδη μη λείπη ή μη ελησμονήθη τι.
+
+ — Θα ρίψωμεν κλήρον, απεκρίθην γελών. Άλλως δε και αι δύο φαίνονται
+εξαίρετοι και δεν θα μαλλώσωμεν με τον Νίκον.
+
+Άμα επρόφερα το όνομα του εξαδέλφου μου, η Κυρία Σοφία εστράφη διά μιας
+προς αυτόν.
+
+Ο Νίκος ίστατο εις το πλευρόν μου, ο δε λύχνος τον οποίον εκράτουν τον
+εφώτιζε κατά πρόσωπον. Αφότου εφθάσαμεν, έμενεν εις την σκιάν πάντοτε.
+Τότε πρώτον έβλεπε τα χαρακτηριστικά του η Κυρία Σοφία.
+
+Η όψις της ηλλοιώθη άμα τον είδεν. Εφαίνετο ως εμβρόντητος. Η έκφρασίς
+της ήτο αληθής εικών τρόμου. Με τας δύο χείρας τεταμένας προς τον Νίκον,
+τα δάκτυλα διεσταλμένα, τα χείλη ημιανοικτά, άφωνος, ωχρά, με τους
+οφθαλμούς ατενώς προσηλωμένους εις το πρόσωπον του Νίκου, εβάδισε
+κλονιζομένη προς τα οπίσω και εκάθισεν, ή μάλλον κατέπεσεν επί ενός
+καθίσματος.
+
+Ετρόμαξα! Ο λύχνος παρ' ολίγον να πέση εκ της χειρός μου.
+
+Ο Κ. Μελέτης έδραμε προς την αδελφήν του και ήρπασε την χείρα της.
+
+ — Τι έπαθες; Τι έχεις Σοφία;
+
+Δεν απεκρίθη εκείνη. Έμενεν υπό το κράτος του τρόμου. Ο Κ. Μελέτης,
+ακολουθών την διεύθυνσιν του βλέμματός της εστράφη προς τον Νίκον, τον
+οποίον τότε πρώτον έβλεπε και εκείνος εις το φως.
+
+Η όψις του γέροντος δεν εξέφραοε τον τρόμον ως η της αδελφής του, αλλά
+μετ' εκπλήξεως προφανούς παρετήρει και ούτος τον Νίκον.
+
+Εστράφην τότε κ' εγώ προς τον εξάδελφόν μου. Ο δυστυχής εφαίνετο ως
+άνθρωπος μη γνωρίζων τι να υποθέση, τι να σκεφθή, και τι να είπη. Τα επ'
+αυτού στυλωμένα τριπλά ζεύγη οφθαλμών, εν μέσω της νεκρικής εκείνης
+σιωπής, τον ετάραξαν, τον εφόβισαν και επί τέλους τον παρώργισαν.
+
+ — Δεν μου λέγετε, ανεφώνησε, τι σημαίνει τούτο;
+
+Η εκφώνησίς του επέφερε σωτήριον αποτέλεσμα. Η φωνή του διέλυσεν, ούτως
+ειπείν, τα μάγια, υπό την επήρειαν των οποίων διετέλει η αδελφή του Κ.
+Μελέτη. Ανέπνευσε βαθέως στενάξασα, αι χείρες έπεσαν επί των γονάτων
+της, οι οφθαλμοί της εκλείσθησαν, το αίμα ανήλθεν εις τας παρειάς της,
+αλλά δεν ηδύνατο εισέτι να προφέρη λέξιν.
+
+Ο Κ. Μελέτης έλαβεν αντ' αυτής τον λόγον.
+
+ — Συγχωρήσατε, παρακαλώ, κύριοι, την αδελφήν μου κ' εμέ δι' αυτήν την
+απρεπή ένδειξιν της εκπλήξεώς μας. Το αληθές είνε ότι ο Κ. Μαιμάς
+ομοιάζει τόσον ένα νέον, ο οποίος...τον οποίον προ ετών πολλών δεν
+είδομεν, ώστε η αδελφή μου .... Σας εντρέπομαι αληθώς, Κύριε Μαιμά....
+Σοφία, τι θα λέγουν οι Κύριοι! Καληνύκτισέ τους.
+
+Η κυρία Σοφία ηγέρθη, επροσπάθησεν εις μάτην να προφέρη καταληπτάς τινας
+λέξεις απολογουμένη, μας εκαληνύκτισε, χωρίς όμως να μας δώση την χείρα,
+και εξήλθε του δωματίου.
+
+Ο Κ. Μελέτης έμεινεν ολίγα εισέτι λεπτά μεθ' ημών, προσπαθών να
+διασκεδάση την δυσάρεστον εντύπωσιν, την οποίαν επροξένησεν εις τον
+Νίκον η έκστασις της αδελφής του. Αλλά, μολονότι ο εξάδελφός μου
+απεκρίνετο με την απαιτουμένην ευγένειαν, ο γέρων ενόησεν ότι το
+καλλίτερον ήτο ν' αφήση το πράγμα να παρέλθη και να λησμονηθή αφ'
+εαυτού, ώστε, χωρίς να παρατείνη την συνδιάλεξίν, μας ηυχήθη καλόν ύπνον
+και μας αφήκε μόνους.
+
+Ενώ ήνοιγεν εξερχόμενος την θύραν του δωματίου, είδα έξω εις την
+αίθουσαν την άκραν του φορέματος της Κυρίας Σοφίας. Επερίμενε τον
+αδελφόν της. Έκλεισα την θύραν μετά σπουδής. Εφοβήθην μη την ίδη και ο
+Νίκος.
+
+Διατί και πόθεν η τοιαύτη μου μέριμνα, κ' εγώ δεν ηξεύρω. Αλλ' ο Νίκος
+είχεν επίσης ίδει την άκραν της εσθήτος και, δραμών ακροποδητί προς την
+θύραν, έκυψε και προσεκόλλησε τον οφθαλμόν του εις την κλειθρίαν.
+Ηγανάκτησα διά το άτοπον της πράξεως και επροσπάθησα να τον αποσύρω
+εκείθεν, αλλ' ήτο στερεός ως βράχος. Δεν ετόλμων να τον επιπλήξω υψών
+την φωνήν, διότι ήκουα έξω τον ψιθυρισμόν των δύο αδελφών.
+
+Τι έλεγον;
+
+Το εξομολογούμαι προς αίσχος μου η περιέργεια υπερέβαλε την
+χρηστοήθειαν. Επλησίασα κ' εγώ το αυτίον μου εις την χαραμμίδα της
+θύρας.
+
+ — Να μη τον ιδή η Ελένη, εψιθύριζεν η Κυρία Σοφία. Δι' όνομα Θεού, να
+μη τον ιδή! Θ' αποθάνη!
+
+ — Σιωπή! εψιθύρισεν ο Κ. Μελέτης.
+
+ — Ο ίδιος, απαράλλακτος! Οσάν να εβρυκολάκιασε!
+
+ — Σιωπή, επανέλαβεν ο γέρων, και απεμακρύνθησαν αμφότεροι.
+
+Ο Νίκος ανωρθώθη. Ήτο κατακόκκινος.
+
+ — Την ήκουσας, είπε. Μ' επήρε διά βρυκόλακα! Και απεπειράθη να γελάση.
+Ήτο άγριος ο βεβιασμένος εκείνος γέλως του.
+
+ — Ησύχασε, αδελφέ, δεν είπε τούτο. Αλλά, επρόσθεσα, και αν το είπε,
+καλά έκαμε, διά να μάθης άλλην φοράν να γίνεσαι ωτακουστής!
+
+Ωτακουστής δεν έγεινε μόνος ο Νίκος, αλλά, καθώς συνήθως συμβαίνει, αντί
+να επιπλήξω τον εαυτόν μου επέρριπτα εις εκείνον το σφάλμα. Όπως δήποτε,
+η ώρα δεν ήτο κατάλληλος διά μαθήματα ηθικής. Τουλάχιστον ο Νίκος ούτε
+ακρόασιν ούτε απόκρισιν έδωκεν εις τους λόγους μου, αλλά με τόνον φωνής
+μη επιδεχόμενον συζήτησιν:
+
+ — Να φύγωμεν, είπε. Να φύγωμεν απ' εδώ μίαν ώραν αρχήτερα!
+
+ — Καλά, Νίκο! Τώρα να φύγωμεν δεν είναι δυνατόν. Ας περάσωμεν την νύκτα
+και αύριον βλέπομεν. Ας πλαγιάσωμεν τώρα.
+
+ — Να πλαγιάσωμεν! Πού ύπνος;
+
+Μετά κόπου και μόχθου τον έπεισα, όχι να κοιμηθή, αλλά να εκδυθή και να
+εξαπλωθή εις το στρώμα, διά να δώσω δε το καλόν παράδειγμα, ήρχισα να
+εκδύωμαι. Ανεφύη τότε νέον ζήτημα: Εις ποίαν κλίνην θα κοιμηθώ εγώ.
+Ήθελα να λάβη εκείνος την σιδηράν, διότι εφοβούμην μη αι σανίδες της
+άλλης χορεύουσαι την νύχτα επάνω εις τα τρίποδά των δώσουν νέαν αφορμήν
+ταραχής εις τα αρκούντως ήδη ταραγμένα νεύρα του. Αλλ' ο Νίκος δεν
+επείθετο. «Εγώ, ο εις ανάρρωσιν, έπρεπε να λάβω κατοχήν της καλλιτέρας
+κλίνης, — και τι θα έλεγεν η μήτηρ μου, — και επί τέλους χρεωστώ να τον
+υπακούω διότι ήτο μεγαλείτερος.» Ενέδωσα διά να δοθή πέρας εις την
+συζήτησιν, αφού όμως την παρεξέτεινα επίτηδες επί αρκετήν ώραν, επί
+σκοπώ να δώσω νέαν διεύθυνσιν εις τας σκέψεις του. Ενόμισα δε ότι το
+κατώρθωσα ιδών αυτόν επί τέλους εκθηλυκώνοντα τα κομβία του, και ήρχισα
+να ελπίζω ότι θα κοιμηθώμεν.
+
+Αλλ' αγνοώ υπό τίνος σκέψεως κινούμενος, ο ευλογημένος, διέκοψεν αίφνης
+τας προς κατάκλισιν προετοιμασίας και, αφού πρώτον εκλείδωσε την θύραν,
+επεδόθη εις λεπτομερή εξέτασιν του δωματίου. Έως και τας κρεμαμένας
+σινδόνας ανεσήκωσε διά να ίδη μη κρύπτεταί τι υπό τας κλίνας. Αφού δε
+ηρεύνησε τα επί του πατώματος, ήρχισε να εξετάζη και τα επί των τοίχων.
+Παρηκολούθουν τας κινήσεις του εν σιωπή, μειδιών λάθρα διά την ανησυχίαν
+του.
+
+Υπεράνω της κλίνης του εκρέμαντο επί του τοίχου τρεις εικόνες· εν τω
+μέσω η Παναγία, εκατέρωθεν δε ο άγιος Νικόλαος και ο Αρχάγγελος Μιχαήλ.
+Κάτωθεν των εικόνων ήτο καρφωμένον επί του τοίχου, διά τεσσάρων καρφίων
+ορειχαλκίνων, ύφασμα επίμηκες κεντητόν. Εφαίνετο ότι ετοποθετήθη εκεί
+προς τιμήν των εικόνων υπό γυναικείας φιλαρέσκου χειρός. Το κέντημα δεν
+είχε τι το αξιοπερίεργον, αλλ' ο Νίκος το περιειργάζετο μετά πολλής
+προσοχής. Κρατών διά της αριστεράς του λύχνον, ανεσήκωνε διά της δεξιάς
+την μεταξύ των καρφίων πλευράν του υφάσματος βλέπων το υπό το κέντημα.
+Αίφνης γονατίζει επί της κλίνης, πλησιάζει τον λύχνον εις τον τοίχον και
+κύπτει την κεφαλήν διά να ίδη καλλίτερα. Έπειτα, χωρίς να προφέρη λέξιν,
+προσπαθεί διά των δακτύλων ν' αποσπάση του τοίχου το επί της κάτω γωνίας
+καρφίον.
+
+ — Τι κάμνεις εκεί; ηρώτησα πλησιάζων.
+
+Το καρφίον δεν απεσπάτο ευκόλως.
+
+ — Τι είναι αυτά, Νίκο! Δεν αρκεί ότι ωτακουστούμεν, θ' αρχίσωμεν τώρα
+και ν' ανοίγωμεν τους τοίχους!
+
+Ο Νίκος δεν απεκρίθη, αλλ' εξηκολούθησε την εργασίαν του. Το καρφίον
+ενδίδον εις τον κλονισμόν των δακτύλων του εχαλαρώθη βαθμηδόν και εξήχθη
+από τον τοίχον και από το κέντημα. Ο Νίκος, γονατιστός επί της κλίνης,
+ανεσήκωσε με την μίαν χείρα το ύφασμα, φωτίζων διά της άλλης τα υπ'
+αυτό. Ο τοίχος ήτο ζωγραφισμένος.
+
+Ομολογώ ότι, υπό την πρόσφατον έτι εντύπωσιν του τρόμου και των
+ψιθυρισμών της Κας Σοφίας, και του μυστηρίου, του προφανώς αναγομένου
+εις την άγνωστον νέαν, της οποίας τον θάλαμον κατείχομεν, — κατά την
+ώραν εκείνην της νυκτός, — εν τω μέσω της σιωπής της ευρείας εκείνης
+αρχαίας οικίας, — υπό το φως του λύχνου τρέμοντος εις την χείρα του
+Νίκου, — ομολογώ ότι δεν έβλεπα με ψυχράν αδιαφορίαν την επί του τοίχου
+εικόνα, την οποίαν μετά δέους παρετήρει ο εξάδελφός μου.
+
+Εντός περιθωρίου εκ σταυρών και κρανίων μικρών, εναλλάξ συνδεομένων εν
+είδει αλύσεως, η ζωγραφία παρίστα κτίριον μικρόν, οποίον τα εξοχικά
+παρεκκλήσιά μας. Αλλά δεν εφαίνετο απλούν παρεκκλήσιον. Ήτο τάφος. Επί
+των δύο φύλλων της θύρας του, υπό δύο σταυρούς, υπήρχε διπλή στήλη
+επιτυμβίου επιγραφής, αλλ' ως εκ των μικρών διαστάσεων ο ζωγράφος, μη
+δυνηθείς να χαράξη τας λέξεις, απεμιμήθη απλώς την παράστασιν των
+ψηφίων. Εκατέρωθεν της θύρας, επί της προσόψεως του μνημείου, ήσαν
+ζωγραφισμένοι δύο μεγαλείτεροι σταυροί, υπό έκαστον δε των σταυρών δύο
+οστά χιαστί, — κάτωθεν των οστών κρανίον, — και υπό έκαστον κρανίον έν
+ψηφίον κεφαλαίον, αριστερόθεν Μ και δεξιόθεν Ν.
+
+Η εικών δεν ήτο έντεχνος. Είχε ζωγραφισθή επί του λείου εκεί τοίχου διά
+μελάνης, υπό χειρός όχι καθ' υπερβολήν εμπείρου. Αλλ' η ατέλεια αυτή της
+τέχνης επηύξανε την αγριότητα του απεικονίσματος, ιδίως περί την
+παράστασιν των δύο κρανίων. Τα άνισα ανοίγματα των οφθαλμών είχον τι το
+υπέρ φύσιν αποτρόπαιον. Αι γυμναί σιαγόνες διεστέλλοντο εις τρόπον ώστε
+τα άνευ χειλέων εκείνα στόματα εφαίνοντο γελώντα σατανικόν γέλωτα. Γύρω
+γύρω δε τα μεταξύ των σταυρών μικρά κρανία έβλεπον και εκείνα με τους
+κενούς των οφθαλμούς και εγέλων με τα άσαρκα στόματά των.
+
+Η εικών ενέπνεεν αληθώς φρίκην!
+
+Ο Νίκος δεν ηδύνατο ν' αποσπασθή από την θέαν της. Αλλά κ' εγώ μετά
+δυσκολίας εκυρίευσα την ταραχήν μου.
+
+ — Άφησε, είπα επί τέλους. Αρκετά εθαυμάσαμεν το καλλιτέχνημα τούτο.
+
+Και απέσυρα διά της βίας από τα δάκτυλά του την άκραν του υφάσματος, το
+οποίον κατέπεσε και εκάλυψε την φρικώδη ζωγραφίαν.
+
+Ο Νίκος κατέβη από την κλίνην και εκάθισεν επ’ αυτής. Ήτο κάτωχρος.
+Έλαβα εκ της χειρός του τον λύχνον και τον κατέθεσα επί της τραπέζης.
+Ήθελα να είπω τι διά να τον καθησυχάσω, αλλ' αι λέξεις δεν ανήρχοντο εις
+τα χείλη μου. Έλαβα μηχανικώς το καρφίον, το οποίον είχε πέσει επί της
+κλίνης και επροσπάθησα να το βάλω εις την προτέραν θέσιν του. Η εργασία
+αύτη με απησχόλησεν επί τινας στιγμάς.
+
+ — Ιδού, είπα, διωρθώθη το πράγμα και δεν θα εννοήσουν αύριον ότι
+διεσκεδάσαμεν την νύκτα αποκαλύπτοντες τα μυστικά των.
+
+ — Τι ήθελες να με φέρης εις αυτό το κατηραμένον μέρος! υπέλαβεν ο
+Νίκος. Αφότου εφθάσαμεν εις τον άγριον λιμένα του, προησθάνθην ότι κάτι
+κακόν μας περιμένει εδώ. Να φύγωμεν!
+
+ — Καλά, Νίκο! Είμεθα σύμφωνοι. Αύριον αναχωρούμεν.
+
+ — Αύριον! Πώς;
+
+ — Θα εύρωμεν κάτω εις την Σκάλαν κανέν καΐκι. Δεν εχάθη ο κόσμος.
+
+ — Καΐκι! Ελησμόνησες την υπόσχεσίν σου προς την μητέρα σου;
+
+ — Λοιπόν πώς να γείνη;
+
+ — Να ζητήσωμεν αλλού φιλοξενίαν. Έχει και άλλα χωρία εις την νήσον.
+
+ — Τούτο δεν γίνεται, Νίκο. θα είναι προσβολή μεγάλη διά τον Κ. Μελέτην.
+Ο άνθρωπος μας υπεδέχθη με τόσην καλοσύνην, τόσην προθυμίαν.
+
+Εξηκολουθήσαμεν σχολιάζοντες επί ώραν πολλήν το πράγμα. Παρεδέχετο και ο
+Νίκος το άτοπον του να προσβληθή δωρεάν ο Κ. Μελέτης, αλλ' επ’ ουδενί
+λόγιο επείθετο να μείνωμεν μίαν ολόκληρον εβδομάδα εις την οικίαν του.
+Εις τούτο δεν αντέτεινα, διά λόγους, τους οποίους εθεώρησα περιττόν να
+διακοινώσω εις τον εξάδελφόν μου. Χωρίς να γνωρίζω τι μυστήριον
+κρύπτεται υπό την στέγην του Κ. Μελέτη, ήμην αρκούντως πεπεισμένος εξ
+όσων είδα και ήκουσα, ότι η παρουσία μας δεν ήτο βεβαίως ευάρεστος εις
+τον οικοδεσπότην και εις την αδελφήν του, και ότι η του Νίκου ιδίως ήτο
+επικίνδυνος διά την θυγατέρα του φιλοξενούντος ημάς. Έπρεπε ν'
+αναχωρήσωμεν, όχι χάριν των προλήψεων και των φόβων του εξαδέλφου μου,
+αλλά χάριν της θυγατρός του Κ. Μελέτη.
+
+Αλλά πώς ν' αναχωρήσωμεν;
+
+Μετά πολλά ευρέθη η ζητουμένη διέξοδος. Το ατμόπλοιον διά του οποίου
+ήλθομεν εις την νήσον επέστρεφεν εκ του γύρου του την νύκτα της
+μεθαύριον. Επιβιβαζόμενοι εις αυτό ηθέλομεν, ναι μεν, επανέλθει και
+πάλιν εις την νήσον εκ της οποίας σήμερον το πρωί ανεχωρήσαμεν, αλλ'
+εκείθεν ηδυνάμεθα την προσεχή εβδομάδα να επαναλάβωμεν την περιοδείαν,
+κατά το αρχικόν δρομολόγιόν μας. Θ' απορήσουν οι εκεί φίλοι διά την
+απροσδόκητον επάνοδόν μας, αλλά τούτο αδιάφορον. Ευρίσκομεν πρόφασίν
+τινα προς εξήγησίν της, χωρίς να εκθέσωμεν την υπόληψιν του Κ. Μελέτη ή
+της οικίας του. Το ουσιώδες είναι, έλεγα προς τον Νίκον, ότι ούτε
+βρυκόλακες υπάρχουν εκεί, ούτε γυναίκες νευρικαί, ούτε σταυροί και
+κρανία επί των τοίχων, και ότι περιορίζεται ούτως εις μόνην μίαν εισέτι
+νύκτα η διαμονή μας υπό την στέγην του Κ. Μελέτη.
+
+Ο Νίκος, βλέπων ότι δεν ήτο δυνατόν να γείνη αλλέως, παρεδέχθη το
+σχέδιόν μου, διαμαρτυρόμενος όμως ότι δεν μένει περισσότερον και ότι,
+εάν εγώ μετανοήσω, εκείνος θ' αναχωρήση εξ άπαντος. Τούτο εγνώριζα ότι
+ήτο απειλή προς εκφόβισίν μου και ότι υπό ουδεμίαν περίστασιν δεν θα με
+απεχωρίζετο, αλλά τον εβεβαίωσα, ουχ ήττον, ότι δεν θα μετανοήσω και ότι
+μεθαύριον θ' αναχωρήσωμεν αφεύκτως.
+
+ — Τώρα λοιπόν ησύχασε, Νίκο, και κοιμήσου.
+
+ — Πώς θέλεις να κοιμηθώ με αυτά τα κρανία απ' επάνω μου!
+
+ — Όπως θέλεις, εγώ όμως θα κοιμηθώ.
+
+Εξεδύθην και έπεσα εις τα μαλακά στρώματα της σιδηράς κλίνης, ενώ ο
+Νίκος εξηπλώθη με τα ενδύματά του επί της κλίνης του, με απόφασιν να μη
+σβύση τον λύχνον και να περιμείνη ούτω την ανατολήν του ηλίου.
+
+Δ'.
+
+Δεν έχω την συνήθειαν να κοιμώμαι με τον λύχνον καίοντα, αλλά δεν ήτο
+τούτο το εμποδίζον τον ύπνον να κλείση τα βλέφαρά μου. Ο νους μου ήτο
+εις την θυγατέρα του Κ. Μελέτη. Περί αυτής εσκεπτόμην. Διατί αν ιδή τον
+Νίκον θ' αποθάνη; Και διατί η εικών του Αγίου Νικολάου εις το δωμάτιόν
+της; Διατί προ πάντων το κεφαλαίον εκείνο Ν υπό τον σταυρόν και το
+κρανίον;
+
+Επροσπάθουν ν' αναπλάσω διά της φαντασίας το άγνωστον δράμα, το οποίον
+υπέκρυπτον οι τρόμοι της Κυρίας Σοφίας και οι λόγοι του αδελφού της και
+η υπό το κέντημα εικών, αλλά δεν ηδυνάμην να καταλήξω εις συμπέρασμα
+ικανοποιούν την περιέργειάν μου. Αλλ' όμως πρέπει να εξεύρω τρόπον να
+διαφωτίσω το μυστήριον. Πώς; — Εσχεδίαζα προς τούτο μυρία σχέδια.
+Ενεφανίζοντο αλληλοδιαδόχως ως φάσματα ενώπιον μου η γραία υπηρέτρια, ο
+Γεώργης, ο Παντελής. Συλλαμβανόμενοι εις τα έντεχνα δίκτυά μου,
+απεκρίνοντο εις τας πλαγίας ερωτήσεις, τας οποίας επιτηδείως έθετα εις
+αυτούς· επρόδιδον άκοντες το μυστικόν. Αλλ' αι αποκρίσεις των δεν είχον
+σειράν ούτε νόημα και επανηρχόμην εις την αυτήν και πάλιν σύγχυσιν
+ιδεών. Ενύσταζα!
+
+Επί τέλους, διά να καθησυχάσω την φαντασίαν μου, εσκέφθην ότι έχω δύο
+ημέρας εισέτι ενώπιόν μου και μίαν νύκτα, και ότι θα παρουσιασθή εις το
+διάστημα τούτο ευκαιρία να πληροφορηθώ την αλήθειαν, ώστε κλείσας τα
+βλέφαρα απεφάσισα να κοιμηθώ.
+
+Αλλ' ο ύπνος δεν ήρχετο. Δεν ήρχετο δε διότι, κατά κακήν τύχην και ωσάν
+να μη ήρκουν τα άλλα, ηγέρθη αίφνης σφοδρότατος άνεμος και εβόυζε
+μαινόμενος περί τους τοίχους της οικίας, και εσύριζε σείων τα κλειστά
+παραθυρόφυλλα. Ενίοτε μου εφαίνετο ότι κλονείται η οικία ολόκληρος και η
+κλίνη μου συγχρόνως. Ελυπούμην τον δυστυχή Νίκον αναλογιζόμενος οποίαν
+εντύπωσιν θα προξενή εις αυτόν η βοή της τρικυμίας. Τον παρετήρουν
+κρυφίως ημιανοίγων τα βλέφαρα. Έμενεν ακίνητος επί της κλίνης του, με
+τας χείρας σταυρωμένας υπό την κεφαλήν και τους οφθαλμούς ανοικτούς,
+προσηλωμένους εις την οροφήν. Δις ή τρις τους έστρεψε προς εμέ και μου
+απέτεινε ταπεινή τη φωνή τον λόγον, ερωτών εάν κοιμώμαι. Δεν απεκρίθην,
+προσποιούμενος ότι κοιμώμαι. Δεν είχα διάθεσιν διά συνομιλίαν. Και τι να
+είπω; Άλλως δε ησθανόμην σφοδρώς την ανάγκην ύπνου.
+
+Επί τέλους απεκοιμήθην.
+
+Δεν γνωρίζω προ πόσης ώρας εκοιμώμην ότε, εξαίφνης, ησθάνθην επί του
+ώμου μου ψυχράν και βαρείαν χείρα σείουσάν με. Ήνοιξα έντρομος τους
+οφθαλμούς και ανεκάθισα επί της κλίνης. Ο Νίκος ίστατο ενώπιον μου με
+τον δάκτυλον επί των χειλέων.
+
+ — Σιωπή, εψιθυρισε. Κάτι τρέχει εδώ. Άκουσε!
+
+Τω όντι ηκούοντο έξω εις την αίθουσαν βηματισμοί ελαφροί και ψιθυρισμοί.
+Επήδησα εκ της κλίνης και έδραμα προς την θύραν αψοφητί.
+
+Δυστυχώς, εις τας ατόπους πράξεις άμα γείνη άπαξ το πρώτον βήμα,
+τετέλεσται! πρό τινων ωρών ηγανάκτησα κατά του εξαδέλφου μου, ότε
+κατεσκόπευσε τον Κ. Μελέτην και την αδελφήν του, ηγανάκτησα δε και κατά
+του εαυτού μου, διότι τον εμιμήθην. Τώρα, εκόλλησα τον οφθαλμόν εις την
+κλειθρίαν, χωρίς καν να σκεφθώ ότι παρέβαινα τους κανόνας της
+χρηστοηθείας. Η αίθουσα εφωτίζετο υπό των πρώτων ακτίνων της αυγής, ενώ
+εντός του κλειστού δωματίου μας ο καίων εισέτι λύχνος διετήρει της
+νυκτός την χροιάν. Ο Κ. Μελέτης περιβεβλημένος μακρόν ποδήρες φόρεμα, με
+σκούφον νυκτικόν επί κεφαλής, διήρχετο την αίθουσαν επιστρέφων προς το
+δωμάτιόν του, εις δε το άκρον της αιθούσης, επί των πρώτων βαθμίδων της
+κλίμακος, δύο μορφαί γυναικείαι κατέβαινον. Ανεγνώρισα όπισθεν την
+Κυρίαν Σοφίαν. Η άλλη ήτο νέας γυναικός μορφή. Και αι δύο κατάμαυρα
+ενδεδυμέναι. Δεν ήσαν βεβαίως φαντάσματα ούτε εξωτικά. Τας ήκουσα
+βαθμηδόν απομακρυνομένας, μέχρις ου εκλείσθη μετά κρότου η εξώθυρα της
+οικίας.
+
+Ότε εστράφην προς τα οπίσω, ο Νίκος όρθιος εν τω μέσω του δωματίου,
+εσταυροκοπείτο.
+
+Είχεν αποκοιμηθή επί τέλους και αυτός, αλλά τον ανήσυχον ύπνον του
+διέκοψεν η εντός της οικίας κίνησις. Δεν είχεν εισέτι συνέλθει εντελώς
+εκ του ύπνου ότε, υπό το κράτος των νυκτερινών εντυπώσεών του, με
+εξύπνησε κατάτρομος. Την φοράν ταύτην ηδυνήθην άνευ προσποιήσεως να
+γελάσω διά τους φόβους του, βοηθούντος μάλιστα και του φωτός της ημέρας.
+
+Έσβυσα τον λύχνον και ήνοιξα το παράθυρον διά να εισέλθη εντός του
+δωματίου ο καθαρός αήρ της αυγής και αι χαρμόσυνοι ακτίνες του
+ανατέλλοντος ηλίου.
+
+Ο άνεμος είχε κοπάσει, ο δε ουρανός ήτο αίθριος. Ήτο μεγαλοπρεπής και
+ωραία η εκ του παραθύρου θέα! Η οικία ήτο εκ των σχηματιζουσών τον
+εξωτερικόν περίβολον του Κάστρου, έκειτο δε υπεράνω της κοιλάδος και
+απέναντι του αποκρήμνου ακρωτηρίου, το οποίον χθες, εις το φως της
+δείλης, μας επροξένησε τόσον πένθιμον εντύπωσιν. Ήδη, βλεπόμενον άνωθεν
+και φωτιζόμενον υπό του ηλίου, δεν είχε την χθεσινήν απαισίαν μορφήν
+του. Αλλ' ουχ ήττον και σήμερον είχε τι το άγριον και το επιβλητικόν η
+απότομος γραμμή την οποίαν διέγραφεν εις τον ουρανόν, βυθιζόμενον εκ
+τοσούτου ύψους εντός της θαλάσσης. Επί της κορυφής του ήστραπτε μακρόθεν
+υπό τας ακτίνας του ήλιου ταπεινόν τι λευκόν οικοδόμημα, κατά πάσαν
+πιθανότητα εξοχικόν παρεκκλήσιον.
+
+Η καλλιεργημένη κάτω κοιλάς, βαθμηδόν ανυψουμένη, εστενούτο εις φάραγγα
+και απέληγεν εις πυκνόν ελαιώνα. Προς τα δεξιά, κάτωθεν του κρημνού επί
+του οποίου υπήρχε το Κάστρον, ελεύκαζον αι ολίγαι οικοδομαί της Σκάλας.
+Οι οφθαλμοί μου επλανώντο και επανεπαύοντο εις μυρίας χαριέσσας
+λεπτομερείας, αλλ' επανήρχοντο και πάλιν εις το φοβερόν απέναντι
+ακρωτήριον και εις το λευκόν επί της κορυφής παρεκκλήσιον.
+
+Πέρα του ακρωτηρίου ηπλούτο η κυανή έκτασις του Αιγαίου, μακράν δε, διά
+μέσου της πρωινής ομίχλης, διεκρίνοντο κυαναί επίσης αι κορυφαί των
+απεχουσών νήσων.
+
+Με απέσπασεν εκ της προσοχής, με την οποίαν επεξειργαζόμην το ποικίλον
+εκείνο πανόραμα, ήχος φαιδρός κωδώνων εκ παρακειμένης εκκλησίας. Με
+ανέμνησεν ότι η ημέρα ήτο Κυριακή.
+
+Ε’.
+
+Ότε, αφού ηυτρεπίσθημεν με την ησυχίαν μας, εξήλθομεν από το δωμάτιόν
+μας, εύρομεν τον Κ. Μελέτην εις την αίθουσαν, πίνοντα τον καφέν του. Μας
+εκαλημέρισε με ευπροσηγορίαν, εις την οποίαν ουδέν διεκρίνετο ίχνος των
+χθεσινών επεισοδίων, και κτυπήσας τας παλάμας εφώναξε, «Μαρία, Μαρία».
+
+Η γραία υπηρέτρια μας έφερε τον καφέν.
+
+ — Πώς είναι η Κυρία Σοφία; ηρώτησα.
+
+ — Πολύ καλά, ευχαριστώ, απεκρίθη ο Κ. Μελέτης μειδιών. Απόδειξις δε,
+ότι εξήλθε πρωί πρωί με την θυγατέρα μου. Επήγαν να περάσουν την
+Κυριακήν των εις το Μοναστήρι των γυναικών.
+
+Δεν εχρειάζετο πολύς νους διά να εννοήσω ότι η αποχώρησις αύτη της θείας
+και της ανεψιάς συνεβιβάσθη διά να μη ιδή τον Νίκον η Κυρία Ελένη. Το
+πράγμα εξοικονομήθη ούτω διά σήμερον. Τι άρά γε θα μηχανευθή διά την
+επαύριον;
+
+ — Λοιπόν, υπέλαβα, δεν θα έχωμεν την τιμήν και την ευχαρίστησιν να
+ίδωμεν την Κυρίαν θυγατέρα σας;
+
+ — Βεβαίως! Το εσπέρας θα επανέλθη. Με επεφόρτισε να σας ζητήσω
+συγγνώμην διά την απουσίαν της, αλλά θ' απολογηθή μόνη της το εσπέρας.
+
+Το εσπέρας! Ας περιμείνω λοιπόν, εξ ανάγκης, έως το εσπέρας.
+
+Μετά τον καφέν επορεύθημεν εις την εκκλησίαν, όπου οι Επίτροποι μας
+υπεδέχθησαν μετά πάσης τιμής, προσφέροντες και λαμπάδας, κατά το
+σύνηθες, επί δίσκου αργυρού, εις τον οποίον εφιλοτιμήθημεν να
+καταθέσωμεν τον οβολόν μας, «διά το λάδι της εκκλησίας».
+
+Μετά την λειτουργίαν ολόκληρος η πρωία κατηναλώθη εις επισκέψεις. Ο Κ.
+Μελέτης μας ωδήγησε και μας παρουσίασεν εις όλας τας αρχάς και πάσας τας
+επισημότητας της νήσου.
+
+Η εκτέλεσις του καθήκοντος τούτου με διεσκέδασε πολύ εις όσας άλλας
+νήσους επεσκέφθημεν. Μου εδίδετο ούτως αφορμή να γνωρίσω νέα πρόσωπα,
+πολλών εξ αυτών η γνωριμία συνετέλεσεν εις το ν' αποκαταστήση λίαν
+ευχάριστον την επί της πατρίδος των διαμονήν μας. Αλλ' ενταύθα ουδεμίαν
+εύρισκα ηδονήν εις τας χρεωστικάς ταύτας επισκέψεις. Ο νους μου ήτο
+αλλού, η δε απόφασις του ν' αναχωρήσωμεν την επαύριον μου αποκαθίστα
+όλως αδιαφόρους τας εφημέρους εκείνας γνωριμίας. Προς δε τούτοις
+επηύξανε την κακήν μου διάθεσιν και η αϋπνία της νυκτός. Ούτε ο Νίκος
+εφαίνετο καλλίτερον διατεθειμένος. Δεν ηδυνάμεθα όμως ν' αποφύγωμεν το
+επακόλουθον τούτο της τόσον ευγενώς παρεχομένης φιλοξενίας, ώστε
+επεσκέφθημεν αλληλοδιαδόχως τον Έπαρχον, τον Δεσπότην, τον Δήμαρχον, τον
+οικονομικόν Έφορον, τον Σχολάρχην, τον Ειρηνοδίκην, τον πρώην βουλευτήν,
+την σύζυγόν του απόντος νέου βουλευτού, και διαφόρους άλλους εκ των
+προκρίτων της νήσου.
+
+Ήτο άρά γε όλως αυθόρμητος η ευγένεια του Κυρίου Επάρχου, όστις μας
+προσεκάλεσεν εις το δείπνον, διά να διέλθωμεν την εσπέραν εις την οικίαν
+του; Ήσαν όλως ειλικρινείς αι διαμαρτυρήσεις του Κ. Μελέτη, επιμένοντος
+να μας κρατήση εκείνος; Ο Έπαρχος δεν ενέδωκεν, ο δε Κ. Μελέτης
+συγκατετέθη επί τέλους, υποσχεθείς μάλιστα να μας συννοδεύση εις του
+Κυρίου Επάρχου.
+
+Την μεσημβρίαν ο Κ. Μελέτης μας είχε γεύμα πολυτελές, εις το οποίον
+παρεκάθισαν καί τινες εξ εκείνων, τους οποίους προ ολίγης ώρας
+επεσκέφθημεν. Όλοι άνδρες. Η Μαρία και ο Παντελής υπηρέτουν μετά ζήλου,
+μαρτυρούντος διά της υπερβολής του το έκτακτον της περιστάσεως. Ο δε
+οικοδεσπότης προήδρευε μετ' αξιοπρεπείας, ως άνθρωπος συνειθισμένος εις
+πάσας τας υποχρεώσεις της φιλοξενίας.
+
+Ήτο καθ' όλα αξιοπρεπής και επιβλητικός ο Κ. Μελέτης. Το παρουσιαστικόν
+του, οι τρόποι του, ο τόνος της φωνής του, η ενδυμασία του αυτή, προς δε
+και το προς αυτόν σέβας των άλλων νησιωτών, τα πάντα εμαρτύρουν την
+αρχοντικήν καταγωγήν του. Ήτο τύπος της ανέκαθεν εξευρωπαϊσμένης
+αριστοκρατίας των νήσων μας, όπου η διατήρησις των Βενετικών παραδόσεων
+και η συνεχής μετά ξένων επαφή, ως εκ της διά θαλάσσης επικοινωνίας,
+εμόρφωσαν ήθη και έθιμα μη ανευρισκόμενα εις την Στερεάν. Τώρα ταύτα
+πάντα εκλείπουν βαθμηδόν. Η εξάσκησις των συνταγματικών μας θεσμών και η
+επίδρασις του Πανεπιστημίου επιφέρουν ανάμιξιν κοινωνικήν και
+ισοπέδωσιν, αίτινες επί μάλλον και μάλλον καταστρέφουν τας παλαιάς —
+καλάς ή κακάς — ανισότητας. Ο Κ. Μελέτης ήτο εξηκοντούτης περίπου,
+Ισχνός, μετρίου αναστήματος. Τον ανεδείκνυεν όμως μεγαλείτερον το
+άκαμπτον του στήθους του και ο όρθιος λαιμός του, τον οποίον περιέδεε
+διά πολλών πτυχών ο καλώς εσφιγμένος λαιμοδέτης του. Ήτο ξυρισμένος τον
+πώγωνα και τα χείλη. Η όλη περιβολή του συνηρμόζετο προς το σοβαρόν της
+εκφράσεώς του και προς τον βαρύν της φωνής του τόνον, ότε ωμίλει εκφέρων
+βραδέως τας λέξεις. Δεν τον είδα να γελάση, αλλ', απεναντίας, εμειδία
+συχνάκις. Το μειδίαμά του όμως εφαίνετο προερχόμενον όχι εξ ευθυμίας,
+αλλ' εξ αβροφροσύνης και ευγενείας. Δεν εμειδίων ομού με τα χείλη και οι
+οφθαλμοί του.
+
+Διαρκούντος του γεύματος η ομιλία περιεστράφη, ως εικός, εις τα περί της
+νήσου. Ο Νίκος, όστις ευτυχώς εφαίνετο λησμονήσας τα χθεσινά, εζήτει
+πληροφορίας από τον γείτονά του, ανεμίχθησαν δε και οι λοιποί
+συνδαιτυμόνες εις την συνομιλίαν και έκαστος προσέθετέ τι εις τον
+κατάλογον των αξιοθεάτων, όλοι δε εμεγαλοποίουν, νομίζω εκ πατριωτισμού,
+την αξίαν των οικοδομών ή των τοποθεσιών τας οποίας μας συνίστων να
+επισκεφθώμεν.
+
+ — Όλα καλά και αξιοπερίεργα, υπέλαβα εις απόκρισιν του τελευταίου
+λαλήσαντος, αλλά δυστυχώς δεν θα δυνηθώμεν να επισκεφθώμεν όσα μας
+λέγετε, διότι αναχωρούμεν αύριον.
+
+Νομίζω ότι δεν ηπατήθην ιδών λάμψιν ευχαριστήσεως εις του Κ. Μελέτη τους
+οφθαλμούς, τους οποίους έστρεψε διά μιας προς εμέ. Αλλ' όμως μετά πολλής
+φυσικότητος προσεποιήθη έκπληξιν δυσάρεστον.
+
+ — Αύριον, ανέκραξε! Τούτο μόνον δεν γίνεται. Δεν σας αφίνομεν!
+
+Όλοι περί την τράπεζαν επεκύρωσαν εντόνως του οικοδεσπότου τας
+διαμαρτυρήσεις. Ο Νίκος κ' εγώ εξεφράσαμεν την λύπην μας διά την μη, εξ
+ανάγκης, παράτασιν της διαμονής μας, εδώσαμεν δε πολλάς υποσχέσεις
+προσεχούς επανόδου. Η απόφασίς μας δεν εθεωρήθη ως τελειωτική, ουδ'
+ημείς δ' αφ' ετέρου ενομίσαμεν αναγκαίον να την διατρανώσωμεν δι'
+επισημοτέρου τρόπου.
+
+Εν τούτοις εσχεδιάσθη το πρόγραμμα εκδρομής διά την αύριον, υπό την
+οδηγίαν του Κ. Σπυράκη, ανεψιού του Κ. Μελέτη, αναλαβόντος αυτοκλήτως
+και προθύμως τα χρέη ξεναγού.
+
+Το γεύμα παρετάθη επί ικανήν ώραν. Μόλις δε απετελειώσαμεν, μετέβημεν,
+χάριν του καφέ, εις την αίθουσαν, καθό αερικωτέραν, ότε ήρχισαν αι
+αντεπισκέψεις όσων επεσκέφθημεν την πρωίαν. Ο Δεσπότης, ο Έπαρχος, ο
+οικονομικός Έφορος, ο πρώην βουλευτής, ο Ειρηνοδίκης, ο Δήμαρχος, οι
+πρόκριτοι όλοι της νήσου ήλθον να μας αντιχαιρετήσουν.
+
+Ολόκληρον το απόγευμα κατηναλώθη ούτω. Και όμως ησθανόμεθα την ανάγκην,
+ο Νίκος κ' εγώ, να εξέλθωμεν ολίγον, να περιπατήσωμεν, να κινηθώμεν, ν'
+αναπνεύσωμεν. Τούτο εννοήσας ο Κ. Μελέτης επρότεινε, περί την δύσιν του
+ηλίου, εις τους πληρούντας την αίθουσαν φίλους να μας δείξουν τα ερείπια
+αρχαίου οικοδομήματος, εις ημισείας περίπου ώρας απόστασιν.
+
+Εξήλθομεν λοιπόν πάντες ομού εις περίπατον, ομοιάζοντα ως εκ της πληθύος
+της συνοδίας προς εκδρομήν επιστημονικού συλλόγου. Θα ήτο προτιμότερον
+να ήμεθα μόνοι και ελεύθεροι, αλλ' η φιλοξενία επιβάλλει καθήκοντα εις
+τον δεχόμενον όσον και εις τον παρέχοντα αυτήν. Άλλως δε ο περίπατος ήτο
+τερπνός, η εσπέρα ωραία, η θέα μεγαλοπρεπής, ο αήρ ζωογόνος. Και τα
+ερείπια δε ήσαν αξιοπερίεργα, μολονότι, καθ' όσον ενθυμούμαι, αι
+αρχαιολογικαί διασαφήσεις του Κυρίου Σχολάρχου, όστις ήτο και αυτός εκ
+των της συνοδίας, μου εφάνησαν μάλλον φαντασιώδεις.
+
+Επεστρέψαμεν από τον περίπατον πολύ εξώρας. Ο Κ. Μελέτης έβλεπεν ανά
+πάσαν στιγμήν το ωρολόγιόν του. Ότε επλησιάσαμεν εις το Κάστρον,
+εξέφρασε τον φόβον, ότι η Κυρία Επαρχίνα θ' ανησυχή, και επρότεινε να
+διευθυνθώμεν κατ' ευθείαν εις το Επαρχείον. Φυσικώ τω λόγω, δεν
+αντετείναμεν εις τούτο ο Νίκος κ' εγώ, αλλά δεν μου διέφυγεν ο
+υποκεκρυμμένος σκοπός του Κου Μελέτη, θέλοντος να μας απομακρύνη της
+οικίας του. Ενόησα ότι διά την σήμερον δεν υπάρχει ελπίς να
+πραγματοποιήσω τα σχέδιά μου προς εξιχνίασιν του μυστηρίου. Αλλ' αύριον
+θα εξευρεθή εξ άπαντος τρόπος προς ικανοποίησιν της περιεργείας μου, την
+οποίαν επηύξανε και η γενική πανταχού και παρά πάντων σιωπή ως προς την
+θυγατέρα του Κ. Μελέτη. Ούτε κατά τας διαφόρους επισκέψεις και
+αντεπισκέψεις, ούτε κατά το γεύμα, ούτε βραδύτερον εις του Επάρχου,
+ουδείς ηρώτησε τον Κ. Μελέτην περί της Κυρίας Ελένης. Εφαίνετο ως αν
+υπήρχε γενική τις συνεννόησις, όπως μη γείνη λόγος περί αυτής ενώπιόν
+μας.
+
+Η Κυρία Επαρχίνα, ήτις δεν είχε παρουσιασθή κατά την πρωινήν μας
+επίσκεψιν, μας υπεδέχθη μετά προθύμου και αφελούς φιλοφροσύνης, μη
+αποκρούουσα τους εκ προοιμίων επαίνους των λοιπών προσκεκλημένων διά την
+επιτυχίαν της κοτόπηττας, περί την κατασκευήν της οποίας διέπρεπεν, ως
+φαίνεται, καθό Ρουμελιώτισσα. Το δείπνον ήτο αξιόλογον, η κοτόπηττα
+εδικαίωσε πληρέστατα την φήμην της Κυρίας Επαρχίνας, αι προπόσεις εις
+υγείαν παρόντων και απόντων δεν είχον τέλος, αι περί την τράπεζαν
+συνομιλίαι ήσαν ζωηραί, και η ώρα παρήλθε, μέχρι βαθείας νυκτός, χωρίς
+να το εννοήσωμεν.
+
+Επί τέλους ο Κ. Μελέτης ευηρεστήθη να μας υποδείξη ότι ηδυνάμεθα να
+αναχωρήσωμεν.
+
+Ο Κ. Σπυράκης υπεσχέθη ότι θα έλθη το πρωί να μας παραλάβη και
+συνοδεύση, καθώς συνεφωνήθη, διά να ίδωμεν τα αξιοπερίεργα της νήσου.
+
+Την θύραν μας ήνοιξε και πάλιν η γραία υπηρέτρια. Η Κυρία Σοφία δεν
+εφάνη, έτι δε ολιγώτερον η Κυρία Ελένη. Εις απάντησιν ερωτήσεως του Κ.
+Μελέτη, απορούντος δήθεν διά την μη εμφάνισίν των, η Μαρία τον
+επληροφόρησεν ότι αι κυρίαι εκοιμήθησαν.
+
+Το καθ' ημάς, νομίζω ότι θα εκοιμώμεθα την νύκτα εκείνην, και αν έτι
+ήρχοντο όλα της νήσου τα εξωτικά να στήσουν χορόν εντός του δωματίου
+μας. Τόσον είμεθα νυσταγμένοι! Ο Νίκος, αρυόμενος θάρρος εκ της περί
+αναχωρήσεως αποφάσεώς μας, εξηπλώθη υπό τας σινδόνας της κλίνης του και
+εντός ολίγου εκοιμώμεθα και οι δύο βαθέως.
+
+ΣΤ’.
+
+Το πρωί ο Κ. Σπυράκης ήλθεν από τα εξημερώματα. Έκρουσεν επί αρκετήν
+ώραν την θύραν μας, μέχρις ου κατορθώση να μας εξυπνήση και λάβη
+απόκρισιν ότι εντός ολίγου θα ήμεθα έτοιμοι.
+
+Δεν είχομεν εξηγηθή ότι θα έλθη τόσον ενωρίς και δεν δύναμαι να αποκρύψω
+ότι, δυσαρεστηθείς διά το πρόωρον εξύπνημα, τον έστειλα εις τον
+διάβολον. Ούτε αναλαμβάνω να διαβεβαιώσω ότι δεν συμπεριέλαβα εις την
+αποστολήν και το σεβαστόν πρόσωπον του Κ. Μελέτη, διότι ήμην πεπεισμένος
+ότι εκείνος διωργάνωσε και τα της εκδρομής ταύτης. Αλλά μη έχων την
+ελαχίστην διάθεσιν να υποβληθώ βλακωδώς εις τας μηχανορραφίας του, είχα
+σχηματίσει κ' εγώ από χθες το σχέδιόν μου, διά να υποσκάψω το ιδικόν
+του. Εννοείται όμως ότι δεν το εξεμυστηρεύθην εις τον εξάδελφόν μου.
+
+ — Νίκο, είπα προς αυτόν, ενώ εγερθείς ήδη επλύνετο και με επέπληττε διά
+την οκνηρίαν μου. Δεν είμαι εις τα καλά μου σήμερον. Προτιμώ να μείνω
+εδώ. Πήγαινε συ με τον Κύριον Σπυράκην.
+
+Το να προφασισθώ αδιαθεσίαν, ύστερον από τα δύο ατελεύτητα χθεσινά
+γεύματα, δεν ήτο δύσκολον. Το δύσκολον ήτο να πείσω τον Νίκον να με
+αφήση μόνον. Καθ' όλην την διάρκειαν της περιοδείας ουδ' επί στιγμήν με
+απεχωρίσθη Είχεν υποσχεθή εις την μητέρα μου να μ' επιβλέπη και προσέχη
+διαρκώς. Και να με αφήση τώρα μόνον! Και πού; Εις την κατηραμένην
+εκείνην οικίαν!
+
+Επί τέλους και μετά πολλά τον κατέπεισα, ότε ο Κ. Σπυράκης ηρώτησεν
+έξωθεν εάν είμεθα έτοιμοι. Ο Νίκος του ήνοιξε την θύραν και εισήλθε μετά
+του Κ. Μελέτη εντός του δωματίου. Ηπόρησαν και οι δύο ιδόντες με εισέτι
+κατάκοιτον. Ο οικοδεσπότης μάλιστα μόλις ηδυνήθη να υποκρύψη την
+δυσαρέσκειάν του υπό την ευγένειαν των τρόπων του. Η αγγελία ότι ήμην
+αδιάθετος τον συνωφρύωσεν. Προσεποιήθη ότι ανησυχεί περί της υγείας μου,
+αλλά δεν εξηπατώμην εγώ· εγνώριζα πού ν' αποδώσω την ανησυχίαν του. Διά
+να τον καθυσηχάσω έσπευσα να προσθέσω ότι, και άνευ εμού, ο Νίκος θα
+περιέλθη την νήσον με τον Κ. Σπυράκην. Το ψυχρόν μειδίαμα του γέροντος
+δεν επρόδωσε την ενδόμυχον ευχαρίστησίν του.
+
+ — Αλλ' όμως δεν θ' αναχωρήσετε απόψε, είπε.
+
+ — Λυπούμαι, απεκρίθην, ότι δεν δυνάμεθα να σας ευχαριστήσωμεν ως προς
+τούτο. Πρέπει αφεύκτως να φύγωμεν.
+
+Επανέλαβε τας χθεσινάς διαμαρτυρήσεις, αλλ' ιδών το αμετάθετον της
+αποφάσεώς μας, την απεδέχθη μετά λύπης, απαιτών όμως υπόσχεσιν ότι θα
+επανέλθωμεν άλλοτε. Έδωκα άνευ δυσκολίας την ζητουμένην υπόσχεσιν, αλλ'
+ο Νίκος ετήρησε σιωπήν αξιοπρεπή.
+
+Εν τούτοις ο Κ. Σπυράκης προέτρεπε τον εξάδελφόν μου να μη βραδύνουν
+περισσότερον. Μας απεχαιρέτων δε και οι δύο, ότε ο Κ. Μελέτης
+αποτεινόμενος προς τον ανεψιόν του:
+
+ — Αφού, είπεν, οι κύριοι θέλουν και καλά να φύγουν απόψε, προς τι να
+λάβη τον κόπον ο Κύριος Μαιμάς να επιστρέψη και πάλιν εις το Κάστρον; Το
+απλούστερον είναι να καταβήτε απ' ευθείας εις την Σκάλαν, όπου ερχόμεθα
+και ημείς προς συνάντησίν σας. Αντί δε να δειπνήσωμεν εδώ βιαστικά,
+στέλλω το δείπνον κάτω εις το καφενείον και τρώγομεν εκεί με την ησυχίαν
+μας, χωρίς να έχωμεν τον φόβον μη δεν προφθάσωμεν το ατμόπλοιον.
+
+Εθαύμασα κατ' εμαυτόν το έντεχνον του νέου τούτου συνδυασμού του Κ.
+Μελέτη!
+
+Ο Νίκος ηρώτησε τότε τον Κ. Σπυράκην κατά ποίαν ώραν υπολογίζει ότι θα
+ευρεθούν εις την Σκάλαν. Επανέλαβεν εκείνος λεπτομερώς τα του ήδη
+γνωστού προγράμματος, υπολογίζων πόση ώρα απαιτείται από σταθμού εις
+σταθμόν, και εβεβαίωσεν ότι θα φθάσουν κάτω εις τον λιμένα προ της
+δύσεως του ηλίου.
+
+ — Πόθεν, ηρώτησα, θα καταβήτε εις την Σκάλαν;
+
+Ο Κ. Σπυράκης εκτείνας την χείρα προς το ανοικτόν παράθυρον απεκρίθη:
+
+ — Από το ακρωτήριον άντικρυ· ο δρόμος δύσκολος, αλλ' εις τον κατήφορον
+δεν παίρνει πολλήν ώραν.
+
+ — Και πόσην ώραν θέλει επάνω από τα υψώματα, απ' εδώ έως την άκραν
+εκείνην;
+
+ — Μίαν ώραν περίπου.
+
+ — Καλά! Εάν το απόγευμα έχω διάθεσιν διά περίπατον, έρχομαι και σας
+ενταμώνω εκεί. Εις τας πέντε· όχι αργότερα. Όποιος φθάση πρώτος
+περιμένει τους άλλους.
+
+ — Σύμφωνοι, ανέκραξεν ο Νίκος.
+
+ — Πώς λέγεται το μέρος, διά να ηξεύρω εάν χάσω τον δρόμον;
+
+ — Θα σας δώσω οδηγόν, υπέλαβεν ο Κ. Μελέτης, εάν επιμένετε να υπάγετε
+έως εκεί.
+
+ — Ευχαριστώ. Επιθυμώ πολύ να ίδω την θέαν από το ύψωμα εκείνο.
+
+ — Φαίνεται ο κόσμος όλος απ' εκεί, είπε μετά θαυμασμού ο Κ. Σπυράκης.
+
+ — Πώς λέγεται το μέρος; τον ηρώτησα και πάλιν.
+
+Ο Κ. Σπυράκης έστρεψε το βλέμμα προς τον Κ. Μελέτην προτού αποκριθή εις
+την ερώτησίν μου.
+
+ — Τα Δύο Αδέλφια, είπεν.
+
+ — Λοιπόν εις τας πέντε, επανέλαβεν ο Νίκος.
+
+Οι δύο οδοιπόροι μας απεχαιρέτησαν και μετ' ολίγον ηκούσθη ο κρότος των
+ποδών των ημιόνων των επί της στενής λιθοστρώτου οδού.
+
+Ο Κ. Μελέτης με παρεκίνησε ν' αναπαυθώ όσον θέλω και με επληροφόρησεν
+ότι, οπόταν ετοιμασθώ, θα τον εύρω αναγινώσκοντα έξω εις την αίθουσαν.
+
+Ζ'·
+
+Πράγματι δεν εβιάσθην. Ο Κ. Μελέτης ανεγίνωσκε μετά προσοχής τας
+εφημερίδας των Αθηνών, τας οποίας είχε φέρει προχθές το ατμόπλοιον. Μετά
+τας συνήθεις φιλοφρονήσεις και αφού τον διεβεβαίωσα ότι η αδιαθεσία μου
+δεν ήτο αξία λόγου, με επρότεινε να εξέλθωμεν εις περίπατον μικρόν,
+μέχρις ου ετοιμασθή εντός ολίγου το γεύμα.
+
+ — Δεν θα ίδωμεν τας κυρίας προ του γεύματος; ηρώτησα.
+
+ — Εάν αγαπάτε, βεβαίως, είπεν ο Κ. Μελέτης εγειρόμενος.
+
+Ηγέρθην κ' εγώ.
+
+ — Με συγχωρείτε, επρόσθεσε, να ίδω εάν είναι εις το δωμάτιόν των.
+
+Έμεινα μόνος. Επί τέλους το κατώρθωσα, θα την ίδω την μυστηριώδη Κυρίαν
+Ελένην! Η επιδεξιότης μου ενίκησε την πονηρίαν του πατρός της! Επερίμενα
+την επιστροφήν του αγαλλόμενος κατ' εμαυτόν διά την επιτυχίαν μου.
+
+Δεν επερίμενα πολλήν ώραν.
+
+ — Ορίσατε, είπεν ο Κ. Μελέτης επιστρέψας εις την αίθουσαν.
+
+ — Θα σας παρακαλέσω μόνον, επρόσθεσε σταθείς εν τω μέσω της αιθούσης,
+να μη αναφέρετε ενώπιον της θυγατρός μου το όνομα του εξαδέλφου σας.
+
+Προτού ανοίξη την θύραν του δωματίου εις το οποίον με ωδήγει, εστάθη και
+πάλιν.
+
+ — Θα ιδήτε ότι η κόρη μου δεν είναι πολύ ομιλητική...
+
+Διεκόπη και εδίστασεν, ως αν ήθελε να είπη πλειότερα, αλλά δεν είπε
+τίποτε και ήνοιξε την θύραν.
+
+ — Ορίσατε!
+
+Εισήλθομεν εντός του δωματίου.
+
+Η Κ. Σοφία διακόψασα το ράψιμόν της ηγέρθη και ελθούσα προς ημάς μου
+έτεινε φιλοφρόνως την χείρα, ερωτώσα μετά πολλού ενδιαφέροντος περί της
+υγείας μου. Δεν ηξεύρω τι και πώς απεκρίθην. Οι οφθαλμοί μου ήσαν
+προσηλωμένοι εις την νέαν, προς την οποίαν επλησίασεν ο Κ. Μελέτης.
+
+Εκάθητο πλησίον του παραθύρου, με βιβλίον ανοικτόν επί των γονάτων.
+Κύψας την κεφαλήν ο Κ. Μελέτης εψιθύρισέ τι προς αυτήν, έπειτα
+στρεφόμενος προς εμέ.
+
+ — Η κόρη μου, είπε.
+
+Επλησίασα και την εχαιρέτισα. Η νέα ηγέρθη βραδέως, μου έτεινε βραδέως
+την χείρα, ως αν ήτο κόπος πάσα της κίνησις, και τα χείλη της βραδέως
+επρόφερον:
+
+ — Καλώς ωρίσατε.
+
+Μόλις ηκούετο η φωνή της.
+
+Συνέβαλεν άρά γε εις την βαθείαν εντύπωσιν, την οποίαν μου επροξένησεν η
+καλλονή της, η άφατος μελαγχολία η απεικονιζομένη εις την όλην μορφήν
+της, εις πάσαν της κίνησιν;
+
+Ήτο απλουστάτη η πένθιμος ενδυμασία της, αλλά δεν απέκρυπτε την χάριν
+του ωραίου της αναστήματος. Ήτο υψηλή, οι δε ώμοι της, ως αρχαίου
+αγάλματος, χαριέντως προσκλίνοντες από τον ευλύγιστον λαιμόν της μέχρι
+των αρμών των βραχιόνων, έδιδον εις το παράστημά της τύπον ευκινησίας
+όλως αντιθέτου προς την βραδύτητα των αψύχων κινήσεών της.
+
+Έφερεν επί κεφαλής μανδήλιον μαύρον αμελώς δεμένον υπό τον πώγωνα, το δε
+πένθιμον τούτο περιθώριον περιέκλειε πρόσωπον σιτόχρουν ωοειδές,
+κανονικώτατον. Το ήσυχον βλέμμα των μεγάλων μαύρων οφθαλμών της υπό τας
+μακράς και πυκνάς βλεφαρίδας των, τα ωχρά άνευ μειδιάματος χείλη της,
+εξέφραζον λύπην βαθείαν, αλλά λύπην σιωπηλήν, μη επιζητούσαν παρηγορίαν,
+ούτε επιδεκτικήν παρηγορίας, λύπην με την οποίαν ζη τις και με την
+οποίαν θ' αποθάνη.
+
+Μ' εγοήτευσεν η θέα της, καθώς γοητεύει η θέα εικόνος ευσεβούς ή σεμνού
+αγάλματος. Η όψις της ενέπνεε την συμπάθειαν και επέβαλε το σέβας. Το
+παν περί αυτήν ήτο ως αν έλεγε: Δεν είμαι του κόσμου τούτου!
+
+Η Κυρία Σοφία επανέλαβε την ομιλίαν, επιδεξίως και μετά πολλής ευχερείας
+μεταβαίνουσα από έν αντικείμενον εις άλλο, την υπεβοήθει δε και ο Κ.
+Μελέτης, ει και μετρών τας λέξεις κατά την συνήθειάν του. Προσεπάθουν κ'
+εγώ επίσης, το κατά δύναμιν, να μη αφήσω την συνδιάλεξιν να διακοπή,
+αλλά βεβαίως ούτε σήμερον δύναμαι, ούτε τότε αμέσως θα ηδυνάμην να είπω
+περί τίνος ήτο ο λόγος.
+
+Η Κυρία Ελένη δεν είπε λέξιν, μέχρις ου εγερθείς, διά να προετοιμάσω
+δήθεν τα πράγματά μας, απεχαιρέτισα τας κυρίας και εξήλθα του δωματίου.
+
+Παρηκολούθει άρά γε τας ομιλίας μας; Επρόσεχε; Δεν γνωρίζω.
+
+Γνωρίζω μόνον ότι εκλείσθην εις το δωμάτιόν μου πλήρης μελαγχολίας, με
+την εικόνα της ωραίας εκείνης τεθλιμμένης νέας ανεξαλείπτως εντυπωμένην
+εις τον νουν μου. Ησχυνόμην διά την περιέργειάν μου. Τι δικαίωμα είχα
+εγώ ν' αναμιχθώ εις την άγνωστον λύπην της σεβασμίας ταύτης οικογενείας;
+Διατί ν' αποκαλύψω το μυστικόν της; Η συναίσθησις του ατόπου της
+πολυπραγμοσύνης μου μετετρέπετο εις οργήν κατά του καθηγητού, όστις μας
+έστειλε να διαταράξωμεν την ησυχίαν της πένθιμου οικίας του Κ. Μελέτη
+Μετά πόσης φροντίδας μετά πόσης στοργής και αυτός και η αδελφή του
+περιέβαλλον την ύπαρξιν της δυστυχούς νέας, κ' εγώ, αντί να σεβασθώ το
+πένθος το οποίον τους επεσκίαζε, μετεβλήθην εις ωτακουστήν και
+εμηχανώμην σχέδια προς αποκάλυψιν πραγμάτων, τα οποία επί τέλους ήσαν
+ξένα δι' εμέ!
+
+Εβάδιζα άνω και κάτω εντός του δωματίου, μεμφόμενος την διαγωγήν μου και
+καταδικάζων την αδιακρισίαν μου.
+
+Ήνοιξα το παράθυρον διά να διασκεδάσω τας σκέψεις μου διά της θέας της
+φαιδράς κοιλάδος και της κυανής θαλάσσης. Το άγριον απέναντί μου
+ακρωτήριον ανεκάλεσεν εις την μνήμην μου την μετά του Κ. Σπυράκη και του
+Νίκου συμφωνηθείσαν εκεί συνάντησιν. Ιδού το καλλίτερον μέσον προς
+διασκέδασιν της μελαγχολίας, η οποία μ' εκυρίευεν. Ο περίπατος θα με
+απασχολήση ευαρέστως, επεσπεύδετο δε ούτω και η αναχώρησίς μου από την
+οικίαν, όπου συνησθανόμην ότι, και άνευ του Νίκου, απέβαινεν οχληρά η
+παρουσία μου.
+
+Ητοιμάσθην λοιπόν και εξήλθα του δωματίου προς ανεύρεσιν του Κ. Μελέτη,
+ο οποίος ανέλαβεν ευγενώς την φροντίδα να στείλη τα κιβώτιά μας εις την
+Σκάλαν. Μεθ' όλας δε τας παρακλήσεις μου να μη ενοχληθή, μου ανήγγειλεν
+ότι θα καταβή και ο ίδιος διά να μας φιλεύση και αποχαιρετίση.
+
+Ηθέλησε να με αποτρέψη από τον περίπατον μέχρι του ακρωτηρίου, προτείνων
+να καταβώμεν ομού μετ' ολίγον απ' ευθείας εις την Σκάλαν, αλλ' ιδών ότι
+δεν μετεπειθόμην με εσύστησε, τουλάχιστον, να μη υπάγω πεζός διά να μη
+κουρασθώ. Ουδ' εις τούτο επείσθην, αλλ' ουχ ήττον ο φιλόξενος γέρων
+διέταξε τον Παντελήν να με συνοδεύση, σύρων διά παν ενδεχόμενον και έν
+ζώον προς ανάβασιν.
+
+Η'.
+
+Η οδός παρηκολούθει την κορυφήν των υψωμάτων, τα οποία, περικυκλούντα
+την πεδιάδα, ήρχιζον από το Κάστρον και απέληγον εις το απέναντι αυτού
+ακρωτήριον. Καθ' όλον της πορείας το διάστημα έβλεπα κάτωθέν μου την
+φαιδράν καλλιεργημένην κοιλάδα και πέραν αυτής την θάλασσαν, εκ δε του
+άλλου μέρους εφαίνοντο τα ευρέα της νήσου οροπέδια κλίνοντα βαθμιαίως
+προς το πέλαγος. Αι οικίαι δύο χωρίων και μία μεγάλη μονή εφαίνοντο
+μακρόθεν, εις ικανήν απόστασιν.
+
+Ο αήρ της θαλάσσης, το άρωμα των σχίνων, η ταχυτέρα ως εκ της ασκήσεως
+κυκλοφορία του αίματος, τα πάντα συνετέλουν εις το να με ζωογονήσουν.
+Εβάδιζα ταχέως και απελάμβανα πλήρη την ηδονήν του ωραίου εκείνου
+εσπερινού περιπάτου, αι δε μελαγχολικαί εντυπώσεις μου, χωρίς ουδαμώς ν'
+αποσβεσθούν, έπαυον όμως να πιέζουν ως πρότερον την φαντασίαν μου.
+
+Ο Παντελής με παρηκολούθει σύρων το ζώον του.
+
+Ότε επλησιάσαμεν εις την άκραν, η ομαλή μέχρι τούδε οδός στενουμένη
+μετεβλήθη εις ανήφορον επί μάλλον και μάλλον τραχύν και απότομον,
+ανερχόμενον λοξοειδώς διά της πλευράς του βράχου μέχρι της κορυφής του.
+Μετ' ολίγον διεκλαδούτο καταβαίνουσα, διά κλίσεως καθέτου σχεδόν, εις
+την κοιλάδα, προς το μέρος της Σκάλας. Ο ανήφορος εξακολουθών εγίνετο
+δύσβατος καθ' υπερβολήν και επικίνδυνος. Η ατραπός παρηκολούθει την
+οφρύν του βράχου. Οι κρημνοί κάτωθέν μου ήσαν φοβεροί, εκ δε του ύψους
+εκείνου έβλεπα την θάλασσαν αφρίζουσαν εις τους πόδας των και ήκουα τον
+ήσυχον ρόχθον της. Ο Παντελής πλησιάσας με επρότεινεν ν' αναβώ εις το
+ζώον του, αλλ' ηρνήθην θεωρών ασφαλέστερον να εμπιστευθώ εις τους
+ιδικούς μου πόδας ή εις τους πόδας της ημιόνου του. Ανέβαινα ασθμαίνων,
+ακουσίως δε ανελογιζόμην ότι ήμην εισέτι εις ανάρρωσιν. Ανά παν βήμα
+ήλπιζα ότι θα ίδω την κορυφήν και το επ’ αυτής παρεκκλήσιον, αλλ' ούτε η
+κορυφή εφαίνετο εισέτι, ούτε το παρεκκλήσιον, το δε βάδισμά μου εγίνετο
+εξ ανάγκης επί μάλλον και μάλλον βραδύτερον.
+
+Επί τέλους εφάνη η κορυφή, συγχρόνως δε, προς άκραν μου ευχαρίστησιν,
+είδα εις μικράν απόστασιν τον Νίκον και τον Κ. Σπυράκην, οι οποίοι,
+αναβάντες εκ του αντιθέτου μέρους, ίσταντο ενώπιον του μικρού
+παρεκκλησίου. Δεν εστράφησαν προς ημάς. Δεν μας ήκουσαν. Ο νότιος
+άνεμος, από τον οποίον μας επροφύλαττον μέχρι τούδε τα πλευρά του
+βράχου, εσύριζεν εκεί επάνω ανεμπόδιστος. Ηθέλησα να φωνάξω προς αυτούς,
+αλλ' η φωνή δεν εξήρχετο εκ του ασθμαίνοντος στήθους μου.
+
+Ο Νίκος έβλεπε το παρεκκλήσιον. Τι παρετήρει μετά τόσης προσοχής;
+
+Ήμεθα όλως διόλου πλησίον, ότε ο Κ. Σπυράκης ακούσας βήματα εστράφη προς
+ημάς και ήλθεν εις συνάντησίν μου. Έστρεψε και ο Νίκος την κεφαλήν, αλλά
+δεν εσάλευσε. Εξέτεινε την χείρα και με προσεκάλεσε σιωπηλώς να
+πλησιάσω. Επλησίασα. Τότε ενόησα διατί η προσήλωσίς του.
+
+Η επί του τοίχου του δωματίου μας εικών ήτο πιστή παράστασις του
+παρεκκλησίου εκείνου. Εκατέρωθεν της θύρας του ήσαν ζωγραφισμένοι διά
+μαύρης βαφής δύο μεγάλοι σταυροί, υπό έκαστον σταυρόν δύο οστά χιαστί,
+υπό τα οστά κρανίον, υπό δε το κρανίον τα αυτά κεφαλαία γράμματα, Ν
+αριστερόθεν και Μ δεξιόθεν. Μόνον το εκ σταυρών και κρανίων περιθώριον
+δεν υπήρχεν επί του παρεκκλησίου. Η επί των φύλλων της θύρας επιγραφή,
+αποσβεσθείσα εκ της βροχής και των ανέμων, δεν ανεγινώσκετο πλέον. Ιδού
+η κλεις του μυστηρίου! Ηδυνάμην επί τέλους ενταύθα να πληροφορηθώ την
+αλήθειαν! Αλλά δεν ετόλμων να εκφέρω την ερώτησιν, η οποία μου ήρχετο
+εις τα χείλη.
+
+ — Δεν είναι περίεργον το πράγμα; με ηρώτησε ταπεινή τη φωνή ο Νίκος.
+
+Εκίνησα σιωπηλώς την κεφαλήν. Κατά την ώραν εκείνην ο πλειότερον
+συγκεκινημένος εκ των δύο ημών δεν ήτο βεβαίως ο εξάδελφος μου. Ενώπιον
+του πρωτοτύπου της επί του τοίχου εικόνος, εφαίνοντο διαλυθέντες οι
+προληπτικοί φόβοι του και εξήφθη η περιέργεια του, ενώ άλλαι σκέψεις
+εδέσμευον την ιδικήν μου. Στραφείς προς τον Κ. Σπυράκην είπεν αίφνης,
+άνευ οιουδήποτε προοιμίου·
+
+ — Δεν μας λέγεις την ιστορίαν αυτού του παρεκκλησίου;
+
+Ο Κ. Σπυράκης προσεποιήθη ότι δεν ήκουσε και δεν απεκρίθη. Εννοών το
+αίτιον της σιωπής του, απέτεινα προς αυτόν τον λόγον.
+
+ — Τον ηγάπα λοιπόν πολύ τον Νίκον η Κυρία Ελένη; ηρώτησα.
+
+Ο Κ. Σπυράκης με προσέβλεψεν έκπληκτος.
+
+ — Πώς το γνωρίζετε; ηρώτησε.
+
+Εκίνησα την κεφαλήν και την χείρα ως αν έλεγα· «Το γνωρίζω, και τούτο
+αρκεί.»
+
+ — Αχ, κύριοι, επανέλαβε μετά βραχείαν σιωπήν ο Κ. Σπυράκης· εκείνο το
+οποίον ημπορώ να σας είπω είναι ότι ο Νίκος την ηγάπα περιπαθώς. Αλλ'
+εκράτει μυστικόν τον έρωτά του. Ούτε ο Κύριος Μελέτης τον ενόησεν ούτε ο
+πατήρ του. Και όμως ο Νίκος ήτο εδώ πάντοτε, υπό τα βλέμματά των, ενώ ο
+αδελφός του έλειπε σπουδάζων εις τα ξένα. Δεν ήτο φυσικόν αυτόν, τον
+οποίον παιδιόθεν εγνώριζε, του οποίου ησθάνετο την μυστικήν λατρείαν,
+αυτόν ν' ανταγαπά και η Ελένη; Αλλ' οι γέροντες δεν τα βλέπουν αυτά, δεν
+τα καταλαμβάνουν! Ο πατήρ αυτών εδώ, — και έδειξε τους δύο σταυρούς, —
+ήθελε, κατά την τάξιν, να πρωτονυμφεύση τον Μίχον, τον πρωτότοκον, ο δε
+Κύριος Μελέτης ενόμισεν ότι εξασφαλίζει την ευτυχίαν της θυγατρός του
+δίδων αυτήν κατά προτίμησιν εις τον επιστήμονα, τον ιατρόν!
+
+Ο Κ. Σπυράκης διέκοψε τον λόγον. Το συνήθως φαιδρόν πρόσωπόν του
+συνωφρυώθη. Θλιβεραί αναμνήσεις επίεζον τον νουν του, εφαίνετο δ'
+ευρίσκων ανακούφισιν εις την προς ημάς διακοίνωσιν των στοχασμών του.
+Ωμίλει προς ημάς ως προς ειδότας.
+
+ — Εδώ, εξηκολούθησεν, εδώ εις αυτόν τον κρημνόν έγεινε η φρικτή πάλη.
+«Ούτ' εγώ ούτ' εκείνος», είπεν ο Νίκος, ότε έμαθεν εξαίφνης την απόφασιν
+του πατρός του, ολίγας ημέρας αφού επανήλθεν ο Μίχος με το δίπλωμά του.
+Οι αρραβώνες επρόκειτο να γείνουν επισήμως την εσπέραν. Έτρεξεν ο Νίκος
+από τον πατέρα του εις τον Κύριον Μελέτην. Κύριος οίδε πώς ηρέθισαν οι
+δύο γέροντες τον νέον με τας δριμείας επιπλήξεις των. Κύριος οίδε τι
+λόγους οργίλους αντήλλαξαν! Ήτο έξω φρενών ο δυστυχής! «Ούτ' εγώ ούτ'
+εκείνος!» και εξήλθεν από το Κάστρον... Αλλά, κύριοι, προς τι σας τα
+λέγω αυτά; Το τέλος το γνωρίζετε.
+
+ — Δεν τον ηκολούθησε κανείς; ηρώτησα.
+
+ — Ποίος να φαντασθή τι έμελλε να συμβή! Και ούτε θα εγίνετο γνωστόν το
+τι συνέβη, εάν, κατά σύμπτωσιν, δεν ανέβαινε την ώραν εκείνην εδώ,
+κατόπιν του Νίκου, ο μόνος μάρτυς αυτόπτης του δράματος, ο Παντελής
+αυτός εδώ.
+
+Εστράφημεν και οι τρεις προς τον Παντελήν. Εκάθητο καταγής, εις ολίγων
+βημάτων απόστασιν, στρέφων τους οφθαλμούς προς την θάλασσαν. Εκράτει εκ
+του σχοινίου το ζώον του, το οποίον έβοσκε μεταξύ των ακανθών επί της
+μικράς τριγώνου εκτάσεως της χωριζούσης το παρεκκλήσιον από το χείλος
+του κρημνού, το εκράτει δε σφικτά προσέχων μη το ζώον πλησιάση πέρα του
+δέοντος εις την άκραν.
+
+Ο Κ. Σπυράκης επανέλαβε τον λόγον·
+
+ — Ο Μίχος είχεν έλθει από πρωίας εις τα κτήματα των εδώ πλησίον,
+όπισθεν του κρημνού. Προ ολίγου επεράσαμεν απ' εκεί με τον Κύριον
+Μαιμάν. Εκεί επήγαινεν ο Νίκος προς ανεύρεσιν του αδελφού του. Ποίος
+ηξεύρει τι είχε κατά νουν να ειπή, και πώς να ομιλήση! Δυστυχώς
+συνηντήθησαν εδώ! Ο Παντελής αναβαίνων κατόπιν του Νίκου δεν έβλεπεν
+ακόμη τον Μίχον. Είδε μόνον τον Νίκον να σταθή έξαφνα εις το τέλος του
+ανηφόρου, να σύρη από την ζώνην την μάχαιράν του και να την ρίψη εις την
+θάλασσαν! Όσον επλησίαζεν ο Παντελής, ήκουε τας φωνάς των δύο αδελφών,
+φωνάς εξηγριωμένας. Έπειτα, διά μιας, σιωπή! Ότε επί τέλους ανέβη εδώ ο
+Παντελής, δεν ήτο πλέον εις καιρόν να τους χωρίση. Ενηγκαλισμένοι, εις
+αυτήν την στενήν λωρίδα γης, επάλαιον. Ήσαν εις την άκραν του
+κρημνού.... Έπεσαν και οι δύο ομού, και ένα μόνον κρότον ήκουσεν ο
+Παντελής, ότε εβυθίσθησαν κάτω εις την θάλασσαν...
+
+ — Κυρ Σπυράκη, ανέκραξεν ο Παντελής χωρίς να εγερθή. Βλέπω τον καπνόν.
+
+ — Δεν είναι ακόμη ώρα να φανή το ατμόπλοιον!
+
+ — Το βοηθεί ο άνεμος, επρόσθεσεν ο Παντελής.
+
+Ο Κ. Σπυράκης, περικλείων τους οφθαλμούς διά των χειρών, παρετήρησε τον
+ορίζοντα, όπου οι ιδικοί μας αγύμναστοι οφθαλμοί δεν διέκρινον ούτε
+καπνόν, ούτε τίποτε.
+
+ — Πραγματικώς! ανέκραξε. Στρεφόμενος δε προς ημάς, Κύριοι, είπε, θα τα
+φέρωμεν ίσα ίσα. Έως ου να καταβώμεν εις την Σκάλαν και να δειπνήσετε,
+το ατμόπλοιον θα είναι και φθασμένον. Αν αγαπάτε, πηγαίνωμεν.
+
+ — Εμπρός, ανέκραξεν ο εξάδελφός μου, και ηκολούθησε τον Παντελήν, ο
+οποίος προπορευόμενος έσυρε το ζώον του.
+
+Έστρεψα άπαξ έτι το βλέμμα προς την πρόσοψιν του παρεκκλησίου και
+εβάδισα μετά του Κ. Σπυράκη προς τον κατήφορον.
+
+ — Κύριε Σπυράκη, ηρώτησα, τι είδους νέος ήτο ο δυστυχής αυτός Νίκος;
+
+ — Πώς «τι είδους»;
+
+ — Ήτο ξανθός, μαυρειδερός;... Επί τέλους, ωμοίαζε με κανένα από ημάς
+εδώ;
+
+Ο Κ. Σπυράκης εσκέφθη επ’ ολίγον προτού αποκριθή.
+
+ — Μάλλον με τον Κύριον Μαιμάν παρά με σας ή εμέ.
+
+Ήμεθα ήδη εις το άκρον της κορυφής.
+
+ — Προσοχή εδώ, είπεν ο Κ. Σπυράκης. Η αρχή του κατηφόρου είναι
+επικίνδυνος. Παρακάτω δεν έχει φόβον, διότι και αν σκοντάψη κανείς δεν
+θα κρημνισθή εις την θάλασσαν.
+
+Ήτο αληθώς επικίνδυνον το μέρος. Μου εφάνη δε τότε πολύ
+επικινδυνωδέστερον ή ότε ανηρχόμην. Αλλ' ουδέν απευκταίον συνέβη και
+κατέβημεν ταχέως και σώοι εις την κοιλάδα.
+
+Ο ήλιος είχε δύσει, ότε εφθάσαμεν εις την Σκάλαν.
+
+Θ'.
+
+Ο Κ. Μελέτης μας επερίμενε. Κάτωθεν δεν εφαίνετο ο καπνός του
+ατμοπλοίου, κρυπτομένου από το προέχον ακρωτήριον, ώστε δεν εγνώριζον
+εισέτι εκεί ότι θα έλθη προ της συνήθους ώρας. Αλλά το δείπνον ήτο
+έτοιμον και δεν εβράδυνε να στρωθή η τράπεζα εντός του μικρού καφενείου.
+
+Δεν αντηλλάξαμεν πολλάς λέξεις κατά το δείπνον. Ετρώγαμεν εν βία, η δε
+εντός και εκτός του καφενείου κίνησις απησχόλει και των τριών μας την
+προσοχήν. Οι έτοιμοι προς απόπλουν νησιώται, και οι περιμένοντες
+επιβάτας, επήγαινον, ήρχοντο, ωμίλουν, εφώναζον, εχώριζον τα πράγματά
+των, τα εφόρτονον εντός των ολίγων λέμβων της Σκάλας· εν συνόλω η βοή
+και ο θόρυβος δεν μας επέτρεπον να συνομιλήσωμεν ησύχως μετά του Κ.
+Μελέτη, και αν έτι είχομεν πολλήν προς τούτο διάθεσιν.
+
+Αφού απεγεύθημεν, εξήλθομεν του καφενείου. Ο εξάδελφός μου μετά του Κ.
+Σπυράκη διηυθύνθησαν προς την λέμβον διά να ίδουν αν ήσαν εν τάξει τα
+φορτωθέντα ήδη εντός αυτής κιβώτιά μας. Ο Κ. Μελέτης και εγώ
+επεριπατούμεν βραδέως επί της άμμου, απομακρυνόμενοι της παρά το
+καφενείον τύρβης.
+
+Ο γέρων εφαίνετο ότι επεθύμει κάτι να είπη.
+
+Πράγματι, μετά τινων λεπτών σιωπήν, διέκοψε τον περίπατον και μετά της
+μεμετρημένης φράσεως του,
+
+ — Κύριέ μου, είπε, σας χρεωστώ μίαν εξήγησιν. Σας την χρεωστώ τόσον
+μάλλον, καθόσον εννοώ κάλλιστα ότι επισπεύδετε την αναχώρησίν σας εκ
+λεπτότητος, και σας εντρέπομαι διά τον τρόπον με τον οποίον σας
+υπεδέχθην εις την οικίαν μου.
+
+ — Ω, Κύριε Μελέτη! ανέκραξα. Είμεθα ευγνώμονες διά την πρόθυμον και
+φιλικήν δεξίωσίν σας, απ' εναντίας δε ημείς χρεωστούμεν να σας ζητήσωμεν
+συγγνώμην δι' όσην ενόχλησιν και ανησυχίαν σας επροξενήσαμεν. Αλ' ούτε ο
+Μαιμάς ούτ' εγώ εγνωρίζαμεν όσα τώρα γνωρίζομεν.
+
+Ο γέρων έστρεψε προς εμέ τους οφθαλμούς, αλλ' εξηκολούθησα χωρίς να φανώ
+ότι παρετήρησα την απορίαν του·
+
+ — Δεν πταίομεν ημείς Κύριε Μελέτη. Ο Κύριος καθηγητής πταίει, διότι μας
+εσύστησεν εις την φιλοξενίαν σας, χωρίς να μας είπη τίποτε.
+
+ — Δεν πταίετε ούτε σείς ούτε εκείνος. Δεν επεσκέφθη προ ετών την
+πατρίδα και αγνοεί τα καθέκαστα της θλιβεράς μας υπάρξεως. Η οικία μου
+δεν είναι πλέον ανοικτή καθώς άλλοτε. Απέμαθα να δέχωμαι φίλους. Αλλά
+την εσπέραν ότε εκρούσατε την θύραν μου, εχάρην. Η πρώτη μου αμέσως
+σκέψις ήτο ότι η παρουσία σας ίσως συντελέση εις το να φέρη τροπήν
+ευχάριστον εις την κατάστασιν της θυγατρός μου. Ατυχώς η εντύπωσις την
+οποίαν επροξένησεν εις την αδελφήν μου η ομοιότης του Κυρίου Μαιμά με
+τον δυστυχή εκείνον νέον...
+
+Ο γέρων εσιώπησε.
+
+ — Λυπούμαι κατάκαρδα, υπέλαβα διά την ατυχή σύμπτωσιν.
+
+ — Και ούτε είναι η ομοιότης τόσον καταπληκτική επί τέλους, επανέλαβεν ο
+Κ. Μελέτης. Αλλ' η σύμπτωσις του αυτού ονόματος, αι εξαίφνης αναζήσασαι
+αναμνήσεις εντός του δωματίου εκείνου, εξηγούν της πτωχής αδελφής μου
+την έκπληξιν. Ομολογώ ότι την συνεμερίσθην κ' εγώ κατ' εκείνην την
+στιγμήν. Κατόπιν ηθέλησα να συζητήσω το πράγμα μαζή της. Αλλ'
+επιδέχονται τα τοιαύτα συζήτησιν; Ηδυνάμεθα να είμεθα βέβαιοι ότι η
+παρουσία του Κυρίου Μαιμά δεν θα προξενήση παρομοίαν εντύπωσιν και εις
+την θυγατέρα μου; Οι δε ιατροί μας προείπον ότι ο ελάχιστος τρόμος, η
+μικροτέρα συγκίνησις ημπορούν να επιφέρουν συνεπείας ολεθρίας! Την
+είδατε σήμερον τόσον ήσυχον. Αλλ' η ησυχία αύτη μόλις πρό τινων μηνών
+επήλθεν, ύστερον από ετών πολλών ψυχικόν κλονισμόν... Εννοείτε, Κύριέ
+μου...Η ελπίς μας τώρα είναι ότι την παρούσαν κατάστασιν θα διαδεχθή η υγεία.
+Με αυτήν την ελπίδα ζώμεν, η αδελφή μου κ' εγώ, και τρέμομεν μη μας την
+καταστρέψη απρόβλεπτόν τι... Ιδού η εξήγησις την οποίαν ενόμισα ότι
+εχρεώστουν να σας δώσω.
+
+Η φωνή του γέροντος έτρεμεν. Έθλιψα εν σιωπή την χείρα του.
+
+Κατ' εκείνην την στιγμήν αντήχησεν αίφνης δριμύς ο συριγμός του
+ατμοπλοίου και εφάνησαν εν μέσω του προβαίνοντος σκότους, ως φάσμα, οι
+ιστοί και η καπνοδόχος του επί των ησύχων υδάτων του κόλπου.
+
+Ο Παντελής τρέχων προς ημάς μας προσεκάλει μακρόθεν.
+
+ — Καιρός, Κύριοι, εφώναζεν.
+
+Επεστρέψαμεν προς την λέμβον. Ο Κ. Σπυράκης ήτο ήδη εντός αυτής διά να
+μας συνοδεύση μέχρι του ατμοπλοίου.
+
+Απεχαιρετίσαμεν μετ' ειλικρινούς συγκινήσεως τον αγαθόν γέροντα.
+
+ — Μη λησμονήσητε, είπεν, ότι υπεσχέθητε να επισκεφθήτε και πάλιν την
+νήσον μας.
+
+ — Σας υπόσχομαι, απεκρίθην, ότι μετά χαράς θα επανέλθω άμα με
+ειδοποιήσητε ότι επήλθεν εντελώς, καθώς εύχομαι, η υγεία της θυγατρός
+σας.
+
+Δεν έλαβα έκτοτε ειδήσεις του, ουδ' επεσκέφθην πλέον την νήσον του.
+
+
+
+
+ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΚ ΤΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ ΤΩΝ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΩΝ
+ΑΝΕΣΤΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ
+
+
+
+
+
+Κατά μήνα Μάιον του 1897.
+
+
+
+
+ 1) Το διήγημα τούτο εγράφη προ των ανακαλύψεων του Pasteur. Το
+αναφερόμενον δε φάρμακον των μοναχών της Σαλαμίνος κατά των λυσσοδήκτων
+είναι μίγμα κόνεων εκ των κολεοπτέρων εντόμων μ υ λ α β ρ ι δ ώ ν
+(Mylabris) και της ρίζης του φυτού C y n a n c h u m e r e c t u m,
+ανήκοντος εις την οικογένειαν των ασκληπιαδών. Κατά Fraas, το φυτόν
+τούτο είνε το α π ό κ υ ν ο ν των αρχαίων, ονομαζόμενον και κ υ ν ό μ ο
+ρ ο ν και π α ρ δ α λ ι α γ χ έ ς. (Synops. plant, Classicae, σ. 160).
+Άλλο όνομα του Cynanchum erectum είνε το Marsdenia erecta. Κοινώς
+λέγεται ψ ό φ ι ο ς, ή λ υ σ σ ό χ ο ρ τ ο ν.
+
+
+
+
+
+
+
+
+
+
+End of the Project Gutenberg EBook of Short Stories, by Vikelas Demetrios
+
+*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK SHORT STORIES ***
+
+***** This file should be named 33709-0.txt or 33709-0.zip *****
+This and all associated files of various formats will be found in:
+ http://www.gutenberg.org/3/3/7/0/33709/
+
+Produced by Sophia Canoni
+
+Updated editions will replace the previous one--the old editions
+will be renamed.
+
+Creating the works from public domain print editions means that no
+one owns a United States copyright in these works, so the Foundation
+(and you!) can copy and distribute it in the United States without
+permission and without paying copyright royalties. Special rules,
+set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to
+copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to
+protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project
+Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you
+charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you
+do not charge anything for copies of this eBook, complying with the
+rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose
+such as creation of derivative works, reports, performances and
+research. They may be modified and printed and given away--you may do
+practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is
+subject to the trademark license, especially commercial
+redistribution.
+
+
+
+*** START: FULL LICENSE ***
+
+THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE
+PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK
+
+To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free
+distribution of electronic works, by using or distributing this work
+(or any other work associated in any way with the phrase "Project
+Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project
+Gutenberg-tm License (available with this file or online at
+http://gutenberg.org/license).
+
+
+Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm
+electronic works
+
+1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm
+electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to
+and accept all the terms of this license and intellectual property
+(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all
+the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy
+all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession.
+If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project
+Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the
+terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or
+entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8.
+
+1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be
+used on or associated in any way with an electronic work by people who
+agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few
+things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works
+even without complying with the full terms of this agreement. See
+paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project
+Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement
+and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic
+works. See paragraph 1.E below.
+
+1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation"
+or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project
+Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the
+collection are in the public domain in the United States. If an
+individual work is in the public domain in the United States and you are
+located in the United States, we do not claim a right to prevent you from
+copying, distributing, performing, displaying or creating derivative
+works based on the work as long as all references to Project Gutenberg
+are removed. Of course, we hope that you will support the Project
+Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by
+freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of
+this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with
+the work. You can easily comply with the terms of this agreement by
+keeping this work in the same format with its attached full Project
+Gutenberg-tm License when you share it without charge with others.
+
+1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern
+what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in
+a constant state of change. If you are outside the United States, check
+the laws of your country in addition to the terms of this agreement
+before downloading, copying, displaying, performing, distributing or
+creating derivative works based on this work or any other Project
+Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning
+the copyright status of any work in any country outside the United
+States.
+
+1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg:
+
+1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate
+access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently
+whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the
+phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project
+Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed,
+copied or distributed:
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived
+from the public domain (does not contain a notice indicating that it is
+posted with permission of the copyright holder), the work can be copied
+and distributed to anyone in the United States without paying any fees
+or charges. If you are redistributing or providing access to a work
+with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the
+work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1
+through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the
+Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or
+1.E.9.
+
+1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted
+with the permission of the copyright holder, your use and distribution
+must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional
+terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked
+to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the
+permission of the copyright holder found at the beginning of this work.
+
+1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm
+License terms from this work, or any files containing a part of this
+work or any other work associated with Project Gutenberg-tm.
+
+1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this
+electronic work, or any part of this electronic work, without
+prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with
+active links or immediate access to the full terms of the Project
+Gutenberg-tm License.
+
+1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary,
+compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any
+word processing or hypertext form. However, if you provide access to or
+distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than
+"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version
+posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org),
+you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a
+copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon
+request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other
+form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm
+License as specified in paragraph 1.E.1.
+
+1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying,
+performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works
+unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9.
+
+1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing
+access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided
+that
+
+- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from
+ the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method
+ you already use to calculate your applicable taxes. The fee is
+ owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he
+ has agreed to donate royalties under this paragraph to the
+ Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments
+ must be paid within 60 days following each date on which you
+ prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax
+ returns. Royalty payments should be clearly marked as such and
+ sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the
+ address specified in Section 4, "Information about donations to
+ the Project Gutenberg Literary Archive Foundation."
+
+- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies
+ you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he
+ does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm
+ License. You must require such a user to return or
+ destroy all copies of the works possessed in a physical medium
+ and discontinue all use of and all access to other copies of
+ Project Gutenberg-tm works.
+
+- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any
+ money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the
+ electronic work is discovered and reported to you within 90 days
+ of receipt of the work.
+
+- You comply with all other terms of this agreement for free
+ distribution of Project Gutenberg-tm works.
+
+1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm
+electronic work or group of works on different terms than are set
+forth in this agreement, you must obtain permission in writing from
+both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael
+Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the
+Foundation as set forth in Section 3 below.
+
+1.F.
+
+1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable
+effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread
+public domain works in creating the Project Gutenberg-tm
+collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic
+works, and the medium on which they may be stored, may contain
+"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or
+corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual
+property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a
+computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by
+your equipment.
+
+1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right
+of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project
+Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project
+Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all
+liability to you for damages, costs and expenses, including legal
+fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT
+LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE
+PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE
+TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE
+LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR
+INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH
+DAMAGE.
+
+1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a
+defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can
+receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a
+written explanation to the person you received the work from. If you
+received the work on a physical medium, you must return the medium with
+your written explanation. The person or entity that provided you with
+the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a
+refund. If you received the work electronically, the person or entity
+providing it to you may choose to give you a second opportunity to
+receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy
+is also defective, you may demand a refund in writing without further
+opportunities to fix the problem.
+
+1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth
+in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER
+WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO
+WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE.
+
+1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied
+warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages.
+If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the
+law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be
+interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by
+the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any
+provision of this agreement shall not void the remaining provisions.
+
+1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the
+trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone
+providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance
+with this agreement, and any volunteers associated with the production,
+promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works,
+harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees,
+that arise directly or indirectly from any of the following which you do
+or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm
+work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any
+Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause.
+
+
+Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm
+
+Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of
+electronic works in formats readable by the widest variety of computers
+including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists
+because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from
+people in all walks of life.
+
+Volunteers and financial support to provide volunteers with the
+assistance they need, are critical to reaching Project Gutenberg-tm's
+goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will
+remain freely available for generations to come. In 2001, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure
+and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations.
+To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation
+and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4
+and the Foundation web page at http://www.pglaf.org.
+
+
+Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive
+Foundation
+
+The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit
+501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the
+state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal
+Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification
+number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at
+http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent
+permitted by U.S. federal laws and your state's laws.
+
+The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S.
+Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered
+throughout numerous locations. Its business office is located at
+809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email
+business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact
+information can be found at the Foundation's web site and official
+page at http://pglaf.org
+
+For additional contact information:
+ Dr. Gregory B. Newby
+ Chief Executive and Director
+ gbnewby@pglaf.org
+
+
+Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation
+
+Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide
+spread public support and donations to carry out its mission of
+increasing the number of public domain and licensed works that can be
+freely distributed in machine readable form accessible by the widest
+array of equipment including outdated equipment. Many small donations
+($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt
+status with the IRS.
+
+The Foundation is committed to complying with the laws regulating
+charities and charitable donations in all 50 states of the United
+States. Compliance requirements are not uniform and it takes a
+considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up
+with these requirements. We do not solicit donations in locations
+where we have not received written confirmation of compliance. To
+SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any
+particular state visit http://pglaf.org
+
+While we cannot and do not solicit contributions from states where we
+have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition
+against accepting unsolicited donations from donors in such states who
+approach us with offers to donate.
+
+International donations are gratefully accepted, but we cannot make
+any statements concerning tax treatment of donations received from
+outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff.
+
+Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation
+methods and addresses. Donations are accepted in a number of other
+ways including checks, online payments and credit card donations.
+To donate, please visit: http://pglaf.org/donate
+
+
+Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic
+works.
+
+Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm
+concept of a library of electronic works that could be freely shared
+with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project
+Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support.
+
+
+Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed
+editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S.
+unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily
+keep eBooks in compliance with any particular paper edition.
+
+
+Most people start at our Web site which has the main PG search facility:
+
+ http://www.gutenberg.org
+
+This Web site includes information about Project Gutenberg-tm,
+including how to make donations to the Project Gutenberg Literary
+Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to
+subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks.
diff --git a/33709-0.zip b/33709-0.zip
new file mode 100644
index 0000000..27af078
--- /dev/null
+++ b/33709-0.zip
Binary files differ
diff --git a/LICENSE.txt b/LICENSE.txt
new file mode 100644
index 0000000..6312041
--- /dev/null
+++ b/LICENSE.txt
@@ -0,0 +1,11 @@
+This eBook, including all associated images, markup, improvements,
+metadata, and any other content or labor, has been confirmed to be
+in the PUBLIC DOMAIN IN THE UNITED STATES.
+
+Procedures for determining public domain status are described in
+the "Copyright How-To" at https://www.gutenberg.org.
+
+No investigation has been made concerning possible copyrights in
+jurisdictions other than the United States. Anyone seeking to utilize
+this eBook outside of the United States should confirm copyright
+status under the laws that apply to them.
diff --git a/README.md b/README.md
new file mode 100644
index 0000000..7be000e
--- /dev/null
+++ b/README.md
@@ -0,0 +1,2 @@
+Project Gutenberg (https://www.gutenberg.org) public repository for
+eBook #33709 (https://www.gutenberg.org/ebooks/33709)