diff options
| author | Roger Frank <rfrank@pglaf.org> | 2025-10-14 19:58:16 -0700 |
|---|---|---|
| committer | Roger Frank <rfrank@pglaf.org> | 2025-10-14 19:58:16 -0700 |
| commit | 1381df9eafe1d7bfda365325fd5493c8031b0fed (patch) | |
| tree | 7754b271a8701d9d4b6fcbb46176d56acfcc8a59 | |
| -rw-r--r-- | .gitattributes | 3 | ||||
| -rw-r--r-- | 32799-0.txt | 3964 | ||||
| -rw-r--r-- | 32799-0.zip | bin | 0 -> 87719 bytes | |||
| -rw-r--r-- | LICENSE.txt | 11 | ||||
| -rw-r--r-- | README.md | 2 |
5 files changed, 3980 insertions, 0 deletions
diff --git a/.gitattributes b/.gitattributes new file mode 100644 index 0000000..6833f05 --- /dev/null +++ b/.gitattributes @@ -0,0 +1,3 @@ +* text=auto +*.txt text +*.md text diff --git a/32799-0.txt b/32799-0.txt new file mode 100644 index 0000000..ba55f9d --- /dev/null +++ b/32799-0.txt @@ -0,0 +1,3964 @@ +Project Gutenberg's Immigration Stories, by Christos Christovasilis + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + + +Title: Immigration Stories + +Author: Christos Christovasilis + +Release Date: June 13, 2010 [EBook #32799] + +Language: Greek + +Character set encoding: UTF-8 + +*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK IMMIGRATION STORIES *** + + + + +Produced by Sophia Canoni + + + + +Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. +The spelling of the book has not been changed otherwise. Bold words +have been included in &&. Words in italics have been included in _ + +Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε +μονοτονικό. Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως έχει. +Λέξεις με έντονους χαρακτήρες έχουν συμπεριληφθεί σε &&. Λέξεις με +πλάγιους χαρακτήρες έχουν συμπεριληφθεί σε _. + + + +Χ. ΧΡΗΣΤΟΒΑΣΙΛΗ + + + +ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ +ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΕΙΑΣ + + + +ΕΚΔΟΤΗΣ ΧΑΡΑΛ. ΑΝΤΡΕΑΔΗΣ + + +ΑΘΗΝΑ +ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ Δ. Γ. ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ 8 — Δρόμος Πραξιτέλη — 8 +1907 + + +Χ. ΧΡΗΣΤΟΒΑΣΙΛΗ + +ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ +ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΕΙΑΣ + + + +ΕΚΔΟΤΗΣ +ΧΑΡΑΛ. ΑΝΤΡΕΑΔΗΣ + + + +ΑΘΗΝΑ +ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ Δ. Γ. ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ 8 — Δρόμος Πραξιτέλη — 8 + + + +ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ + + + +Ο τόπος, όπου γεννηθήκαμε, κι' όπου μας φώτισε πρώτη φορά ο ήλιος με +τες χρυσές του αχτίδες, είναι για τον καθένα μας τόπος ιερός και +αγαπητός, είναι τόπος όπου μαθαίνουμε την αγάπη στη μεγάλη μας +πατρίδα, την ελεύτερη και τη σκλαβωμένη ακόμα Ελλάδα, όπως η +Εκκλησιά είναι ο τόπος όπου μαθαίνουμε την αγάπη στο Θεό. + +Δεν μπορεί να πη κανείς πως έχει πατριωτισμό ξεχνώντας τον τόπο του, +κι' αν τύχη νάναι ο τόπος του όχι μεγάλη πολιτεία, παρά και +μικρούτσικο χωριό ακόμα. + +Με τα «Διηγήματα της ξενιτειάς» του ο μεγάλος διηγηματογράφος μας +και έξοχος ποιητής Χρ. Χρηστοβασίλης δυναμώνει τη λαχτάρα του +καθενός μας για τον τόπο του, κι' ό,τι αισθάνεται ο ίδιος για το +αγαπημένο του χωριό κάνει να το αιστάνεται και για το χωριό του ο +κάθε του αναγνώστης, και ένα που ξέχασε την πατρίδα τον και ζούσε +χρόνια πολλά στη Ρουμανία τον έκανε να τη θυμηθή και να γυρίση πίσω, +μ' ένα του διήγημα στη «Φωνή της Ηπείρου» με τον «Ξενιτεμένο» δηλ. +που τον έχουμε και σ' αυτή τη συλλογή + +Τόχω καμάρι μου που βάζω κοντά στ' όνομα του μεγάλου μας +διηγηματογράφου και το δικό μου όνομα, κ' ευτυχισμένος θα είμαι αν +κατορθώσω με αυτή μου την έκδοση να δώσω νέα δύναμη και νέα ζωή στη +θύμηση και την αγάπη του κάθε ξενιτεμένου αναγνώστη και για τον τόπο +του και για την κοινή μας πατρίδα. + +Ο ΕΚΔΟΤΗΣ + + + +Η ΑΝΙΚΗΤΗ ΕΛΠΙΔΑ + + + +ΣΗΜΕΡΑ τα Φώτα, το δειλινό της παραμονής του Άη-Γιαννιού, η κάκω η +Μήτραινα, σαν όλες της παραμονές του Άη-Γιαννιού, έσφαξε μια παχειά +και μεγάλη κόττα, από τες δέκα-δώδεκα κοττούλες, που είχε στην +πλατύχωρη αυλή της, τη ζεμάτησε, τη μάδησε, και την έβαλε να βράση +ακέρια, μέσα σ' ένα κακκάβι, συγύρισε το σπιτοκάλυβό της, έστρωσε +στην κορφή της παραστιάς τη νυφιάτικη την προκόβα της, έδεσε τη +γκρινιάρα της τη σκύλλα στην κρικέλλα, και περίμενε, σαν όλες τες +παραμονές του Άη-Γιαννιού, νάρθη ο ξενιτεμένος της ο Γιάννης, +ξημερόνοντας του Άη-Γιαννιού. + +Αυτή η ιστορία εξακολουθούσε χρόνια και χρόνια. Είταν ακόμη νεια η +κάκω η Μήτραινα, όταν, χήρα πεντάμορφη και πεντάρφανη, ξεκίνησε τον +μονάκριβο της τον Γιάννη για την έρημη την Ξενιτειά. Δεν είχε ακόμα +άσπρη τρίχα στα κατάμαυρα και σγουρά μαλλιά της, όταν τον φίλησε για +ύστερη φορά, και τον είδε ψηλά από τη ραχούλα, από τ' αγνάντια +απάνω, με δακρυόπνιχτα μάτια, να χάνεται στο μάκρος του δρόμου, και +να γίνεται άφαντος. Χρόνια και χρόνια από τότε η δόλια η κάκω-Μήτραινα +περνούσε τη ζωή της μονάχη στο σπιτοκάλυβό της, έχοντας για +μόνη συντροφιά, της τους τέσσερους τοίχους, το εικόνισμα, τη στια, +μια γίδα, μια γάτα, μια σκύλλα, και καμμιά δεκαριά κόττες, μ' έναν +ώμορφο πετεινό, που της χρησίμευε κάθε πρωί, σαν ωρολόγι, να την +ξυπνάη για ν' ανάβη τη φωτιά της, και ν' αρχινάη το εργόχειρο της: +ρόκα, ή πλέξιμο, ή μπάλωμα, ή για να πηγαίνη στο λόγγο να ζαλκόνεται +και να κουβαλάη ξύλα. + +Τα νειόπαιδα του χωριού πήγαιναν κι' έρχονταν στην ξενιτειά, ποιο σε +τρία, ποιο σε τέσσαρα, και ποιο σε πέντε χρόνια, το βαρύ-βαρύ, αλλ' +ο Γιάννης της κάκως της Μήτραινας ούτε φαίνονταν, ούτε ακούονταν +πουθενά! Όλος ο κόσμος τον θωρούσε χαμένο, και ο προεστός του χωριού +τον ξέγραψε από το δεφτέρι του, για να μη πληρόνη η κακομοίρα η +κάκω-Μήτραινα το χαράτσι του. Και όμως η κάκω η Μήτραινα έσχισε τα +ρούχα της, άμα έμαθε, ότι της ξέγραψε ο προεστός το παιδί της, και +πήγε στο σπίτι του και τον έκανε απ' ασπρού. + + — Ακούς εκεί, έλεγε βγαίνοντας από του προεστού, να μου σβήση το +παιδί μου! Τι τον μέλλ' αυτόν, σαν πληρόνω εγώ; Να σβήσ' το κεφάλι +του ο παλιάνθρωπος! Κακό χρό... να μην έχη! + +Είχε πάντα την καρδιά της γεμάτη ελπίδα, ελπίδα ζουρλή και παράλογη, +και της φαίνονταν, ότι το παιδί της είταν γερό και καλά, ότι +κέρδαινε χρήματα, με το σωρό, ότι απόχτησε χτήματα, κι' ότι +βρίσκεται στο δρόμο νάρχεται. Ζούσε η καημένη με τ' αργατικό, πότε +στ' αμπέλια και πότε στα χωράφια των χωριανών της, κι' ενώ όλος ο +κόσμος τη συμπονιώνταν, αυτή δεν τώβανε κάτω, αλλ' απολογιώνταν με +θυμό: + + — Μπα! και ποιος σας πληρόνει να μου τραβάτε την αγκούσα; Μη σας +πέρασ' από την ιδέα, ότι χάθηκε το παιδί μ' και δε θα μώρθ'; Αυτό ζη +και βασιλεύει, δόξα σ' ο Θεός! + +Έτσι μου λέει η ελπίδα, πώχω εδώ μέσα στην καρδιά μ'! + +Κάθε δειλινάκι, χειμών-καλόκαιρο, όταν έτρεμε ο ήλιος να βασιλέψη, +άφινε την αργατειά της, και γνέθοντας πήγαινε ψηλά στη ραχούλα, στ' +αγνάντια του χωριού, που δίνουν στο μάτι μεγάλο δρόμο, κι' εκεί +κάθονταν, κι' αγνάντευε τη στράτα, ως μια ώρα μακρυά, όσο έκοβε το +μάτι της, και με ανίκητη ελπίδα ακολουθούσε τους διαβάτες, που +έρχονταν, και μοναχοκουβέντιαζε: + + — Να! αυτός είναι! Αυτός ο καβαλλάρης! Κύττα πώς τρέχει το μουλάρι +του! Καλώς ώρισες, παιδί μ'! Καλώς τα μάτια σ' τα δυο! + +Και ξεφώνιζε κι' άνοιγε την αγκαλιά της με άφατη χαρά, και ροβολούσε +δύο-τρία βήματα, αλλ' ο καβαλλάρης εκείνος δεν είταν ο Γιάννης της +κάκως της Μήτραινας, ούτε καν χωριανός της, γιατί, άμα ζύγονε προς +το χωριό, έπαιρνε τον άλλον τον δρόμο, τραβώντας για ξένο χωριό, κι' +η κάκω-Μήτραινα, χαρωπή-χαρωπή, έπαιρνε από κοντά με το βλέμμα της +άλλον καβαλλάρη διαβάτη, για το Γιάννη της, όσο που κι' αυτός +έπαιρνε άλλον δρόμο, και δεν έφευγε από τ' αγνάντια παρά όταν +θόλονε, κι' άρχιζε να χύνεται το σκοτάδι με το σακκί απάνω στη γη. +Τότε γύριζε στο σπιτοκάλυβό της γελαστή και χαρωπή, σαν πάντα, με +την καρδιά της γεμάτη ελπίδα, κουνώντας το κεφάλι της και λέγοντας: + + — Ποιος ξέρ' το μοναχό μ', πού να νυχτώθηκε! Δεν το άφηκε η κούραση +του δρόμου να φτάσ' απόψε! Κι' αύριο μέρα του Θεού ξημερόν'! Αύριο +έρχεται...... + +Αυτή η δουλειά εξακολούθησε χρόνια και χρόνια. Η ελπίδα φώλιαζε +βαθυά στα φυλλοκάρδια της κάκως της Μήτραινας και τίποτε δεν +μπορούσε να την ξεσκαλίση απέκει μέσα. Οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια +περνούσαν μπροστά της, σαν ερμητικό ποτάμι, σαν όνειρο φτερωτό, και +παρέσερναν στο διάβα τους νειάτα, κι' ελπίδες, αλλ' η κάκω η +Μήτραινα δε σκοτίζονταν καθόλου κι' είχε πάντα την καρδιά της +περιβόλι. Όταν δούλευε με την αργατειά, αυτή έσερνε πάντα το +τραγούδι, και τραγουδούσε όλο ξενιτεμένα τραγούδια, για τον +ξενιτεμένο τον γυιό της, που πάντα έρχονταν σε χρυσοκάπουλη μούλα, +και ποτέ δε φαίνονταν! Όλος ο κόσμος, άντρες και γυναίκες, την +ψυχοπονιώνταν την καημένη την κάκω-Μήτραινα, κι' έλεγαν μέσα τους: + + — Ο Θεός να της αυγατάη την ελπίδα της ορφανής! + +Τα λειανόπαιδα όμως του χωριού, όταν η κάκω η Μήτραινα τραβούσε με +την ρόκκα στο ζωνάρι προς τ' αγνάντια, για ν' αγναντέψη τάχα τον +γυιόκα της, που έρχονταν από τα ξένα, την έπαιρναν από το κοντό, κι' +όταν άρχιζε να μοναχοκουβεντιάζη της έλεγαν με παιδιακίσια κακία: + + Όταν ασπρίση ο κόρακας και γένη περιστέρι + Τότε κι' ο Γιάννης σου θ' αρθή, μ' ένα ραβδί στο χέρι. + Χα χα χα χα χα χα χ α χ α χ α α ά! + +Η κάκω η Μήτραινα τες πλειότερες φορές δεν τους απολογιώνταν, αλλ' +όταν την παραφούρκιζαν, τα κακολογούσε: + +— Ουγκζού! Να δαγκάσετε τη γλωσσά σας! Ουγκζού! Κακό χρό..... να μην +έχετε! Έτσι λέτε σεις να μην έλθη ο Γιάννης μου! Μωρέ θάρθη, +παλιόπαιδα, και θα σκάσετε!.... + +Στο τέλος άλλαζε τη φωνή της και τάπιανε με το καλό: + + — Σωπάτε, παιδάκια μ'! Σωπάτε καλημέρα σας! Τι καλούδια θα σας φέρη +ο Γιάνν'ς μου ολωνών, όταν έρθ'!... + +Και τα παιδιά, ακούοντας ότι ο Γιάννης της Μήτραινας. θα τους έφερνε +καλούδια, προντίζονταν και την άφιναν ήσυχη. + +Πέρασαν χρόνια και χρόνια, που εξακολουθούσε η κάκω η Μήτραινα να +ελπίζη, κι' όλο να ελπίζη. Κάθε βράδυ περίμενε το Γιάννη της, και +κάθε βράδυ ξενυχτούσε έρημη και μοναχή στο σπιτοκάλυβό της, χωρίς να +χολιάζη, χωρίς να αδημονάη, χωρίς ν' απελπίζεται, περιμένοντας και +βγαίνοντας στ' αγνάντια. Είχε χάσει τον λογαρισμό πόσα χρόνια είχε ο +Γιάννης της στα Ξένα. Δε θυμώνταν πόσα χρόνια της βάραιναν τη ράχη, +κ' από την ημέρα, που ξεκίνησε το μονάκριβό της, και τ' αγνάντεψε +από τη ραχούλα, ως που τώχασε από τα δακρυόπνιχτα μάτια της, είχε +σκεπάσει τον καθρέφτη της, που είχε κρεμασμένο δεξιά στη θύρα της, +κι' από τότε δεν είχε ιδή το πρόσωπό της! Τα μαλλιά της είχαν +ασπρίσει όλα, τα μούτρα της είχαν ζαρώσει, κι' η ράχη της είχε +κυρτώσει, κ' αυτή δεν το γνώριζε! Τα χρόνια σωρεύονταν το έν' απάνω +στ' άλλο, κι' η κάκω η Μήτραινα δεν το καταλάβαινε, γιατί τα δόντια +της στέκονταν γερά, και κάθε Σάββατο, που λούζουνται, λούζονταν +σύνταχα, στα σκοτεινά στο πρώτο λάλημα του πετεινού της, και πέταζε +τ' αποχτενίδια στη φωτιά, κι' έτσι δε μπορούσε να ιδή τα μαλλιά της +που είχαν γένει άσπρα, σαν βαμπάκι. + +Αν και κάθε δειλινό έβγαινε στ' αγνάντια η κάκω η Μήτραινα, για να +ιδή το παιδί της νάρχεται, όμως ούτε φαγί ετοίμαζε, ούτε την πρόκοβα +έστρωνε, ούτε τη σκύλλα έδενε στην κρικέλλα, για να μην αληχτάη τους +χωριανούς. Μόνο την παραμονή του Άη-Γιαννιού έκανε αυτή τη δουλειά. +Το είχε κομποδεμένο εκείνη την ημέρα, ότι θάρχονταν ο Γιάννης της, +χωρίς άλλο, ξημερόνοντας η γιορτή του, κι' από την παραμονή, χωρίς +να βγη καθόλου στ' αγνάντια, έσφαζε την παχύτερη της την κόττα, τη +ζεματούσε, τη μαδούσε, και την έβανε να βράση, σκούπιζε το σπίτι +καλά καλά, έστρωνε την πρόκοβα της τη νυφιάτικη στην κορφή κι' έδενε +την σκύλλα στην κρικέλλα, για νάνε όλα έτοιμα το πρωί, και να μην +έχη άλλη δουλειά, παρά να πάη μόνο στην εκκλησιά, κι' ούδ' άλλο, κι' +ούδ' άλλο. + +Τόσοι Άη-Γιάννηδες πέρασαν καρτέρει και καρτέρει, που μπορούσαν να +φκιάσουν ακέριο μήνα κι' ο Γιάννης της κάκω Μήτραινας δε φαίνονταν! +— Τι να είχε γείνει ο Γιάννης της κάκως της Μήτραινας; — Χωρίς άλλο +θα έλυωσαν τα κόκκαλά του άβγαλτα κι' ατάραγα, κάτω από το μαύρο +μνήμα, χωρίς κηρί, χωρίς λιβάνι, χωρίς τρισάγιο, χωρίς λουλούδια, +χωρίς δάκρυα! Αλλά, πού περνούσαν αυτά από το νου της κάκως της +Μήτραινας! Μπάξ' ο Θιός να της έκανε κανείς τέτοιον λόγο! Τον έτρωε +με τα σκουτιά!... + + — Τι λέγαμε στην αρχή;... Α! λέγαμε ότι η κάκω η Μήτραινα έσφαξε +την πλειο παχειά της κόττα, τη ζεμάτησε τη μάδησε και την έβαλε να +βράση ακέρια, σιγύρισε το σπιτοκάλυβό της, έστρωσε στην κορφή της +παραστιάς την πρόκοβα της τη νυφιάτικη, έδεσε στην κρικέλλα τη +σκύλλα της και περίμενε να ξημερώση του Άη — Γιαννιού, για νάρθη ο +ξενιτεμένος της.... + +Όταν έβρασε καλά καλά η κόττα, είχε βασιλέψει ο ήλιος. Τότε η κάκω η +Μήτραινα την έβγαλε από τη φωτιά, την απόθεκε ψηλά στο πεζούλι της +στιας, κι' ύστερα έκανε το σταυρό της μπροστά στο εικόνισμα, +παρακαλώντας την Κυρά την Παναγιά και τον Άη — Γιάννη να της φέρουν +το παιδί της γερό και καλά από τα Ξένα, πήρε την τσέργα της, χάλασε +και σκέπασε τη φωτιά, έσβησε το λυχνάρι, και πλάγιασε ψηλά στην +πρόκοβα της τη νυφιάτικη, για να κοιμηθή, γιατί είταν περασμένη η +ώρα. + +Τα πρόσφορα τα είχε έτοιμα από την ημέρα του Σταυρού. Το βαθύ πρωί, +νύχτα ακόμα, πριν λαλήσουν οι πετεινοί, άμα ήκουσε το σήμαντρο της +εκκλησιάς, σηκώθηκε, νύφτηκε, άναψε το καντήλι στο εικόνισμα, έκανε +το σταυρό της, άναψε τη φωτιά, κι' έβαλε ψηλά ένα μεγάλο κούτσουρο· +έφκιασε τρία-τέσσαρα κηριά, από ένα κρουγγί κηρί, που είχε ψηλά σε +μια σκαλοφρύδα, γέμισε το ροΐ της λάδι, πήρε το πρόσφορό της, και +κίνησε για την εκκλησιά, κλειώντας πίσω της τη θύρα μόνον με το +μάνταλο, για να μπορέση να μπη μέσα μονάχο του, το ξενιτευμένο της +το παιδί. Είταν τόσο βέβαιη η κάκω η Μήτραινα, ότι θάρχονταν, χωρίς +άλλο, ο Γιάννης της εκείνο το πρωί, που μπορούσε να στοιχηματίση το +κεφάλι της το ίδιο. Στην εκκλησιά κάθησε από την αρχή της +λειτουργίας ως το τέλος, και, κατά πώς το συνηθούσε πάντα, πήγε στη +θύρα του ιερού πρώτη-πρώτη για να πάρη αντίδωρο μπροστύτερα απ' όλο +τ' άλλο το Χωριό και να πάγη γλήγορα στο σπήτι της, να δεχτή το +παιδί της, που έρχονταν από την Ξενιτειά. Έτσι έκανε πάντα, κι' ο +παπάς, που ήξερε αυτή την αδυναμία της, της έδινε αντίδωρο πρώτα απ' +όλους, κι' αυτή, παίρνοντας τ' αντίδωρο, βγήκε τρεχάτη από την +εκκλησιά, κρατώντας στο χέρι το αδειανό το ροΐ, και τράβησε ίσια γιό +το σπιτοκάλυβό της. + +Και το ότι δεν είχε φέξει καλά, όταν γύριζε, κι' η συννεφιά η +βαρειά, που κρέμονταν στον αιθέρα, έκαναν τον ουρανό μαύρον και +φόβιον. Ο άνεμος τραβούσε δυνατά, κι' η κάκω η Μήτραινα έτρεχε +γλήγορα, πατώντας, όπως λάχαινε, μέσα στες λάσπες, για να φτάση το +γληγορότερο στο σπιτοκάλυβό της και να σφίξη στην αγκαλιά το παιδί +της. Μπαίνοντας μέσα στην αυλή, κύτταξε ολόγυρα για να δοκηθή αν +κλωτσοβροντάη κανένα μουλάρι, και μη δοκιώντας τίποτε, απόθεκε κάπου +το ροΐ της, βγήκε στο δρόμο, και τράβηξε ίσια κατά τ' αγνάντια, κι' +άμα έφτασε στη μεριά, που είχε ξεχωριστή τον Γιάννη της, φώναξε με +μεγάλη φωνή. + + — Ώωωωρε Γιάννηηηηη!!! Γιάννη ούουουουού!!!... + + — Όρσεεεεεε!!!! + +Απολογήθηκε μια φωνή από μακρυά. + + — Χτύπα γλήγορα, παιδάκι μ', γιατί σέφαγε το κρύο! + +Του απολογήθηκε η κάκω η Μήτραινα. + +Σε λίγο το ποδοβολητό του μουλαριού ακούονταν ξαστερώτερα, αλλ' η +κάκω η Μήτραινα δεν το κουνούσε παραπέρα από εκείνη τη μεριά. Τον +περίμενε εκεί τον Γιάννη της, ως που ήρθε. + + — Παιδάκι μ'! και ψυχούλα μ'! + + — Μαννούλα μ'! Ποιος σου πήρε τα σχαρήκια και βγήκες τέτοια ώρα εδώ +να με καρτεράς; + + — Η Ελπίδα μ' ψυχούλα μ'. Η ανίκητη Ελπίδα μ' που φώλιαζε μέσα εδώ +στην καρδιά μ' βαθυά! + +Ο Γιάννης κατέβηκε από το μουλάρι, η κάκω η Μήτραινα άνοιξε την +αγκαλιά, και μάννα και παιδί έγειναν ένα σώμα από το +σφιχταγκάλιασμα. Εκεί στην ίδια μεριά, που αγκαλιάσθηκαν και +φιλήθηκαν μάννα και παιδί το θεόπικρο αγκάλισμα και φίλημα του +ξεχωρισμού εδώ και τόσα χρόνια, εκεί στην ίδια τη μεριά πάλε μάννα +και παιδί ξαναφιλιώνταν και ξαναγκαλιάζονταν το χαρμόσυνο φίλημα κι' +αγκάλιασμα του ερχομού! Κι' έτσι φιλιώντας κι' αγκαλιάζοντας, +έφτασαν στο σπιτοκάλυβο. Μια βαρειά ντουφεκιά έπεσε στον αυλόγυρο +της κάκως της Μήτραινας, που βρόντησε όλο το Χωριό. Η χαρά της κάκως +της Μήτραινας, ούτε γράφεται ούτε μολογιέται! + +*** + + — Μωρέ τι τρέχει; + +Έλεγε ο ένας στον άλλο. + + — Κάποιος ξενιτεμένος θάρθε! + +Απολογιώνταν. + +Σε λίγο όλο το Χωριό έμαθε, ότι ήρθε ο Γιάννης της κάκως της +Μήτραινας από τα Ξένα, κι' έτρεξαν να τον καλωσορίσουν. Το +σπιτοκάλυβο της κάκως της Μήτραινας γέμισε κόσμο κι' αχολογούσε από +φιλήματα, ευκές και καλωσορίσματα. Ο ουρανός είχε φέξει, κι' ο ήλιος +έβγαινε πίσω από τα σύννεφα. + +Κι' όταν ο κόσμος τραβήχτηκε, και τα λειανοπαίδια πήραν τα καλούδια +τους, που τους είταν ταγμένα τόσες φορές κι' έμειναν μάννα και παιδί +μοναχοί τους, τότε η κάκω η Μήτραινα κύτταξε καλά-καλά το Γιάννη +της, και βλέποντας λίγες άσπρες τρίχες στα μουστάκια του, και στα +μαλλιά του, του είπε με κάποιον μελαχολικόν τόνο: + + — Άρχισες να γηράζης, παιδάκι μ', κακό που μ' ηύρε! + + — Αμ τι δα! Μισοκαίριασα, μάννα μ'! + +Της απολογήθηκε ο Γιάννης. + +Της φάνηκε παράξενο της κάκως της Μήτραινας η κουβέντα του Γιάννη +της, γιατί της φαίνονταν, ότι δεν είχαν περάση παρά λίγα χρόνια, +τρία ή τέσσαρα μοναχά, αφόντας τον ξεκίνησε, ολωσδιόλου αμούστακο, +για τα Ξένα. Παράξενο της φαίνονταν, που τον έβλεπε και +μουστακωμένον ακόμα. Σ' αυτό απάνω έπεσε το μάτι της στον καθρέφτη +της ταμπακέρας, πούχε ο Γιάννης τον καπνό του, και της φάνηκε, ότι +είδε ένα ξένο πρόσωπο μέσα. Γύρισε να ιδή και δεν βλέπει κανέναν +άλλον ξένον μέσα στο σπίτι. Τρόμαξε. Είταν αυτή μέσα στον καθρέφτη; +Μα πώς είταν δυνατό! Τότε για να καταλάβη καλύτερα πήγε στο δεξί της +θύρας, σήκωσε το σκέπασμα από τον καθρέφτη και για πρώτη φορά, +αφόντας ξενιτεύτηκε ο Γιάννης της, κύτταξε μέσα το πρόσωπό της. Είδε +τα μαλλιά της κάτασπρα βαμβάκι και το πρόσωπό της, πρόσωπο βάβως! +Όλη η δροσιά του προσώπου της είταν φευγάτη! Αναστέναξε μες από την +καρδιά της, κι' είπε με καημό μεγάλο: + + — Γέρασα η καημένη, και δεν τώξερα! + +Κι' ύστερα από λίγη σιωπή, ξανάειπε: + + — Αφού σ' απόλαψα, παιδάκι μ', το ίδιο κάνει κι' αν γέρασα κι' αν +δε γέρασα! + +Το κύτταγμα μέσα στον καθρέφτη την έκανε να μελαχολήση.....Κρέμασε +τα μούτρα κι' άρχισε να συλλογιέται. + +Συλλογίστηκε, συλλογίστηκε κι' άρχισε να κλαίη, και τα δάκρυα της +κίνησαν κι' έτρεχαν σαν κουμπιά μαργαριτάρι. + +Πλειότερο από τριάντα χρόνια είχαν περάση, που δεν είχαν δακρύσει τα +μάτια της κάκως της Μήτραινας, από την πολλή της την ελπίδα. Έκλαιε, +έκλαιε η κάκω η Μήτραινα, που δεν ήξερε ως τότε τι θα ειπή κλάμα και +πόνος. Έκλαιε τα θαμμένα της τα νειάτα σε τριάντα χρονών και +πλειότερο Ξενιτειά. Όλη η πολύχρονη Ξενιτειά του μοναχογυιού της +έγεινε ένα καταπότι και την κατάπιε μοναμιάς! Τι κλωνισμό που +αισθάνονταν εκείνη τη στιμή μέσα στα τρίσβαθα της καρδιάς της! Όταν +η καρδιά κολυμπάη σε πέλαγο ιερής λύπης, η ψυχή βρίσκεται +σταυροχεριασμένη μπροστά στον Πλάστη της! + +Ο Γιάννης, για να σκορπίση τη λύπη της, είπε, προσπαθώντας να κρύψη +κι' αυτός τη συγκίνηση του και τα δάκρυα του: + + — Δε μας φέρ'ς να φάμε, μάννα; + + — Αλήθεια, παιδάκι μ', μου είσαι πεινασμένο!.... Είπε και σηκώθηκε +τρικλίζοντας, έστρωσε τραπέζι, κι' απόθεκε απάνω τα χουλιάρια, το +ψωμί και το προσφάγι, και κάθησαν να φάνε. + +Ύστερα από το φαγητό ο Γιάννης έδωκε στη μάννα του μια σακκούλα +γεμάτη φλιοριά, να τάχη δικά της, και να δίνη για την ψυχή της, και +της διηγήθηκε την ιστορία της ξενιτειάς του: + + — Φεύγοντας, μαννούλα μ', απέδω, πήγα στο Βουκουρέστι. Την ίδια +μέρα μπήκα σ' έναν αφεντικό, κι' ύστερα από μια βδομάδα ξεκινήσαμε +μαζύ για τη Μολδαβιά, όπου είχε το σπίτι του και τα χτήματά του. +Έδειξε τόση αγάπη και συμπάθεια για μένα, ο αφεντικός μ', που δεν +μολογιέται. Με θεωρούσε σαν παιδί τ'. Εκεί μια μέρα, ύστερα από +λίγον καιρό, μώδωκε ένα γράμμα, και το γράμμα αυτό διαλάβαινε ότι +είχες πεθάνει, εσύ! Μαθόντας αυτήν την είδηση κόπηκα στα κλάματα. +Αυτός κι' η γυναίκα προσπάθησαν με κάθε τρόπο να με παρηγορήσ'ν, και +στα υστερνά μώταξαν να με κάν'ν παιδί τ'ς και να μ' αρραβωνιάσ'ν με +την μοναχοθυγατέρα τ'ς! Δεν είταν βολετό να παντρευτώ ποτέ εγώ στα +ξένα, αλλά ο θάνατος της μάννας μ'.. + + — Στάχτη στη γλώσσα τ'ς, παιδάκι μ'!..... + +Διέκοψε η κάκω η Μήτραινα με θυμό... + + — .... Μ' έκανε να μου φαίνεται φαρμάκι η γλυκύτατη Πατρίδα, να μου +φαίνεται ερημιά! Μέρα με την ημέρα όμως συνήθισα με την ιδέα του +θανάτου σ'... + + — Άλας και ακάρφη στη γλωσσά τ'ς.... + +Ξανάειπε η Μήτραινα. + + — Αλλ' η πατρίδα, όσο γλυκειά κι' αν είναι, χωρίς μάννα, χωρίς +πατέρα, χωρίς αδέρφια, χωρίς πρωτοξάδερφα, όπως είμουν εγώ έρημος, +μου φαίνονταν μαύρη και σκοτεινή, κι' έτσι, ύστερα από τρία χρόνια, +παντρεύτηκα την θυγατέρα του αφεντικού μ'... + + — Παναγιά μ'! Ζουρλάθηκες, παιδί μ'! Τ' είν' αυτά που μου λες; + +Ξεφώνησε απελπιστικά η κάκω η Μήτραινα. + + — ..... κι' απόφευγα να γνωρίζωμαι με πατριώτες, για να μη μου +ανοίγη η πληγή της Πατρίδας, που είχα μέσα μ'. + + — Ούι! παιδάκι μ' τι μου λες. ... Παντρεύτηκες! + +Ξεφώνησε πάλε η κάκω η Μήτραινα, τραβώντας τα μαλλιά της. + + — Σώπα, μάννα, της είπε ο Γιάννης, ν' ακούσης πρώτα την ιστορία, +και ύστερα κρίνε! + + — Λέγε, γυιέ μ'! + + — Πήρα την θυγατέρα τ' αφεντικού μ', αλλά προκοπή τίποτε! + + — Βέβια! βέβια! + +Χαμογέλασε η κάκω η Μήτραινα και της ήρθε η καρδιά στον τόπο. + + — Πέθαναν τα πεθερικά μου γλήγορα, σε δυο χρόνια απάνω, κι' ύστερα +από λίγα χρόνια πάη κι' η γυναίκα μου στη γέννα απανωθιό. + + — Ας είναι! Συ να είσαι καλά παιδί μ'! + + — Μ' άφησε ένα παιδάκι. + + — Τι; Τι; + +Αλλά σ' ένα-δυο μήνες πάη κι' αυτό! + + — Βέβια! Βέβια! + +Τότε πήρα όλο το βιο, που είχαν αφήσει τα πεθερικά μ' και τράβησα +τον ανήφορο μακρύτερα, μέσα στα χιόνια, στην ξακουσμένη Μόσχα της +Ρουσσίας, κι' εκεί ζούσα, σαν έρημος, που είμουν, χωρίς να με ξέρη +κανείς, πούθε κρατάει η σκούφια μ'. Τον περασμένο Μάη γένονταν στη +Μόσχα η Στέψη του Αυτοκράτορα της Ρουσσίας, κι' έτρεξαν από τα +τέσσαρα πέρατα του κόσμου, κόσμος και κοσμάκης. Ανάμεσα στους +πολλούς υπάρχονταν και κάμποσοι πλούσιοι πατριώτες μας κι' η +Βασίλισσα μας, η Όλγα, με το Διάδοχο τον Κωνσταντίνο και το δεύτερο +της παιδί, τον Γεώργιο. Ο πόνος της Πατρίδας με τραβούσε στο παλάτι, +που είταν κονεμένη η Βασίλισσα. Πήγα πολλές φορές, για να βλέπω τη +Βασίλισσα και τα βασιλόπουλα από μακρυά. Εκεί γνωρίστικα μ' έναν +υπηρέτη της βασιλικής συνοδείας. Απ' ομιλία σ' ομιλία μ' αυτόν, και +με το «πούθε είσαι» και «πούθε είμαι», γνωριστήκαμε πατριώτες! και +τι πατριώτες; Χωριανοί! Είταν ο Κώστας της γειτόνισσας μας της +Γιώργαινας! Κι' όταν του είπα, πως είμαι της Μήτραινας του Ζώτου +παιδί με κύτταξε καλά καλά, και μου είπε: + + — «Μωρέ συ είσ' ο Γιάνν'ς ή το φάντασμα τ';» + + — «Εγώ! όλος κι' όλος!» + +Του είπα και άρχισαν να τρέχ'ν τα δάκρυα μ' ποτάμι, κι' η καρδιά μ' +να φουσκόνη, σα βουνό. + + — «Βρε τρισκατάρατε», μου είπε με θυμό, «γιατί δε γράφ'ς της μάννας +σ'; Γιατί δεν της στέλλ'ς χρήματα να ζήση;....... Γιατί τη +λησμόνησες; Γιατί......; Γιατί......; Γιατί.....; » κι' ένα σωρό άλλα. +«γιατί;» + +Μου φάνηκε, πως άνοιξαν τα ουράνια, θαμπώθηκα από το φως, που χύθηκε +μπροστά μου από την είδηση, ότι ζη η μαννούλα μ'. + + — «Βρε αδερφέ, του λέγω, μη με παραπαίρ'ς έτσι! Εγώ έχω γράμμα εδώ +και τριάντα χρόνια, ότι η μάννα μ' είναι πεθαμένη.... θάχης κανένα +λάθος.... » + +«Τον κακό σου τον καιρό! μου είπε. Η μάννα σ', ωρέ μπουμπουνισμένε +ζη και ζαίνεται με τες αργατιές, και συ κάθεσαι στα Ξένα και.... » + + — «Μα, την ξέρ'ς καλά τη μάννα μ';» + +Του είπα. + + — «Μωρέ την κάκω τη Μήτραινα δεν ξέρω, τη γειτόνισσα μ'; Για χαμένο +μ' έχεις;» + +Τότε τον αγκάλιασα σφιχτά και φιλιώντάς τον, του είπα για ύστερη +φορά να βεβαιωθώ καλύτερα: + + — «Αλήθεια, ζη η μάννα μ';» + + — «Ζη και παραζή, σου είπα, και σε καρτεράει κάθε μέρα, και κάθε +ώρα και στιγμή!» + +Μου φάνηκε, ότι κέρδισα ένα βασίλειο. Μου φάνηκε, ότι είμουν πλειο +ευτυχισμένος από όλους, τους βασιλειάδες του κόσμου, κι' όλα τα +βασιλόπουλα, που είταν' μαζωμένα εκεί στη Μόσχα. + + — «Ζη η μάννα μ', είπα μέσα μ', και με καρτεράει, κι' εγώ κάθομαι +στα Ξένα! Να φύγω το γληγορότερο!» + +Κι' έτσι πούλησα ό τι είχα και δεν είχα, έμασα το ένα μ' και το άλλο +μ', κίνησα για εδώ, κι' ήρθα γερός και καλά, δόξα σ' ο Θεός. + +Και λέγοντας αυτά τα λόγια, έκανε τρεις φορές το σταυρό του, με +μεγάλη κατάνυξη. + +Η κάκω η Μήτραινα τον ξαναγκάλιασε πάλι, και τον έσφιξε δυνατά στα +στεγνωμένα στήθια της, λέγοντας του: + + — Καλώς ήρθες, παιδάκι μ'! καλώς ήρθες! + +Ο Γιάννης, εξακολούθησε: + + — Πιστεύω, τον ψεύτικο θάνατό σ' τον έπλασε ο μακαρίτης ο πεθερός +μ', για να με κάνη γαμπρό τ'. Αλλά βλέπ'ς; δεν τώστρεξε το άδικο ο +Θεός! Όπως δούλεψε έτσι απόλαψε, κι' όπως έστρωσε έτσ' πλάγιασε! +Θεός σχωρέσ'τον όμως, ας πούμε τώρα! + +* * * + +Σε λίγο ήρθε κι' ο παπάς να σηκώση το ύψωμα, για τ' όνομα του +Γιάννη. + +Πρώτη φορά, αφόντας ξενιτεύτηκε ο Γιάννης, θρονιάζονταν η χαρά στο +ταπεινό σπιτοκάλυβο της κάκως της Μήτραινας!! + + + +ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΗΣ ΓΡΙΑΣ + + + +Κόντευε το βασίλεμα ήλιου της παραμονής των Χριστουγέννων. Έβρεχε +δυνατά κι' ο καιρός φαίνονταν άγριος. Πυκνή συννεφιά σκέπαζε τον +ουρανό, τόσο που το ηλιοβασίλεμα δεν έδειχνε κανένα χρωματισμό. + +Μια εβδομηντάρα γριά, η πρωτονοικοκυρά του χωριού κάθονταν στην +κορφή του δωματίου, δίπλα στη γωνιά κι' έδινε ορμήνειες στην +υπηρέτρα της, πώς να ζεματήση τες τηγανίτες μην τύχη και το νερό πάη +πλειότερο, ή το μέλι λιγώτερο, ή τα καρύδια λειψά, ενώ η οχτάχρονη +μοναχαγγονιά της, η πολυχαϊδεμένη Μαριανθούλα, πετούσε σα ζαρκάδι +από την κατάστεγνη και φιλόστοργη αγκαλιά της γριάς στα τεψιά, που +είχαν μέσα τες τηγανίτες, κι' από τα τεψιά στην αγκαλιά της γριας, +και πότε αγκάλιαζε και φιλούσε τη βάβω της, που τη χάιδευε δεκάδιπλο +απ' ό τι θα τη χάιδεβε η αγουροθανατισμένη μάννα της, αν ζούσε, κι' +ο πατέρας της, αν δεν έλειπε στην ξενιτειά, και πότε τσιμπούσε +κανένα καρυδότριμμα ψηλά από τες τηγανίτες, ή κανένα φυλί τηγανίτα. +Η γριά όμως, σκρυμπιασμένη από τα χρόνια, καμένη από το Χάρο, γιατί +είχε θάψει τόσους και μαζή με τους πολλούς και τη μονάκριβή της νύφη +— τη μάνα της Μαριανθούλας, — φαρμακωμένη από την ξενιτειά του +μοναχογυιού της, που τον πρόσμενε, μέρα με την μέρα, έλεγε στην +άταχτη και ζωηρή Μαριανθούλα με ξαστενεμένη φωνή: + +Μη, Μαριανθούλα μου, κάνη'ς ζούρλιες και δεν έρχεται ο πατέρας σου +από την Ξενιτειά! + + — Τι ζούρλιες κάνω, βάβω μου; + +Της απολογιώνταν εκείνη και ρίχνονταν απ' εδώ κι' απ' εκεί. + + — Άλλες ζούρλιες; Να που δεν κάθεσαι φρόνιμα! + +Της ξανάλεγε η γριά. + +Σ' αυτό απάνω ήρθαν τρεις-τέσσερες γυναίκες, από τες πλειο +φτωχότερες του χωριού, ζητώντας άλλη μέλι, άλλη καρύδια κι' άλλη +αλεύρι για τες τηγανίτες, γιατί πάντα το ανηλιακό της γριάς είταν +γεμάτο. Η Γριά σηκώθηκε τότε από τη γωνιά της και τρεκλά — τρεκλά +πάη στ' ανηλιακό μαζύ με τες γυναίκες, που ήρθαν, κι' έδωκε της +καθεμιανής απ' ό τι ήθελαν κι' αυτές, φεύγοντας για έξω, της έλεγαν +τη στερεώτυπη ευχή: + + — Σ' πολλά 'τη, Κυραμάννα! Και του χρόνου τέτοια μέρα! Να είσαι +πάντα καλά και να καλοδεχτής!... + +Η γριά, γυρίζοντας από τ' ανηλιακό αγκουσεμένη, έλεγε μοναχή της: + + — Να καλοδεχτώ και να καλοδεχτώ μου λέει πάντα ο κόσμος, κι' ο +γυιόκας μ' δεν ηύρε ακόμα δρόμο νάρθη! + +Κάθησε πάλι σιμά στη γωνιά γονατιστή και ξακολούθησε να κουβεντιάζη +μονάχη της: + + — Μωρέ δε με μέλλ' γι' άλλο, παρά μην τα κλείσω και μείνη αυτό το +άτυχο στους πέντε δρόμ'ς! Ποιος θα μου το συμμάσ' τότε, λέλεμ'; Ποια +θα μου το πλύν'; Ποια θα μου το λούση; Μάννα δεν έχ' τ' άμοιρο εδώ +και τόσα χρόνια, να της λείψ' κι' η βάβω; Αλλοίμονο στην τσιουπούλα +μ'! Θα μου τη φάγη η αναλλαγιά! Δεν την αγαπώ πλειο τη ζωή, γιατί +σύμμασε η ώρα και κατά πώς το λέει κι' ο λόγος: + +«Τα μακρυνά μου κόντιναν, τα δυο μου γίγκαν τρία» και καμμιά προκοπή +δεν έχω, και καμμιά ευχαρίστηση δε βλέπω πλειο, αλλά μόλα ταύτα +ήθελα να ζήσω έξη-εφτά χρόνια ακόμα — αν δεν εύρισκε ως τότε δρόμο ο +πατέρας τ'ς ναρθή — για να πάντρευα αυτή τη μαυρότσιουπρα, κι' +ύστερα θάνοιγα τα χέρια μου κατά τον ουρανό και θάλεγα: + + — «Στείλε θε μ' τον άγγελό σ' να πάρ'ς το πνέμα μ'!» + +Η Μαριανθούλα αφηκράζονταν με προσοχή μεγάλη το μονόλογο της γριάς, +έχασε στη στιγμή τη ζωηράδα της και τα τρελλά της τα παιγνίδια κι' +άρχισε να κλαίη, γυρίζοντας το πρόσωπο της κατά τον τοίχο. + + — Να! καημένη κυρά, τι έκαμες τώρα μ' αυτά τα λόγια! Είπε της γριάς +η υπηρέτρα. + + — Χμ! + + — Κλαίει η Μαριανθούλα, με τα λόγια που της είπες... + + — Έλα δω, μωρή χαμένη! είπε η γριά στη Μαριανθούλα με τρυφεράδα +άρρητη. Μη φοβάσαι, κυρά μου, δεν πεθαίνω εγώ πριν έρθ' ο πατέρας +σ', ή πριν παντρέψω εσένα! θα ζήσω ως τότε, κι' ύστερα ας +παρουσιαστή ο άγγελος του Κυρίου. Πιστεύω να βρη δρόμο κι' ο πατέρας +σ' και να μην πάω με την καρδιά καμένη! Α! Αν πεθάνω, ωρές τσούπρες, +χωρίς να ιδώ το παιδί μ', ή χωρίς να παντρέψω εσένα, μοναχούλα μ' +και ακριβούλα μ', και να σ' αρματώσω νυφούλα με τα χεράκια μ', να το +ξέρετε: Δε θα με φάη το χώμα, και θα με βρήτε άλυωτη, όταν έρθετε να +με ξεχωνιάσετε!. + + — Τ' είν' αυτά τα κακορρίζικα τα λόγια, πού το πας συγκρατούμενο, +καημένη κυρά, είπε πάλε η υπηρέτρα. Σήμερα χρονιάρα μέρα, παραμονή +των Χριστουγέννων, δε θα τα λησμονή'ης αυτά, καμμιά φορά; + + — Είναι καλά τα νειάτα, ωρές τσιούπρες! Είναι καλά τα έρημα! Τα +έρημα τα γεράματα είναι κόλαση. Όταν είμουν νεια, τράβηξα ξενιτειές +και ξενιτειές! Πότε πέντε χρόνια, πότε δέκα, και πότε δέκα πέντε με +τον μακαρίτ' τον γέροντά μου, χωρίς να μου λείψη ποτέ το δάκρυ από +το μάτι, αλλά δεν απελπιζόμουν. Νειάτα τα λεν αυτά! Είχα κορμί γερό, +και πολέμαγα τον πόνο. Η Ξενειτειά του παιδιού είναι βαρύτερη· γιατί +κι' ο πόνος είναι βαθύτερος και πλατύτερος, και το κορμί +αδυνατώτερο ... από τα γεράματα: + +Και κουνιώντας το κεφάλι ξακολούθησε: + +Ωχ! λελέ μ'! Αλλωνών μαννάδων τα παιδιά πάνε κι' έρχονται, και μόνο +το δικό μου, που το λεν όλοι προκομμένο στα γράμματα και στους +λογαριασμούς, δε βρίσκει δρόμο να φανή!.. Δεν είταν να μην είχε όλες +αυτές τες χάρες, και να πάη και νάρχεται κάθε τρία χρόνια; Σ' αυτό +εγώ φταίω! Αυτό καλά αγαπούσε τα γίδια και τα πρόβατα, και πήγαινε +στα λόγγα και στα λειβάδια με τους πιστικούς αλλά εγώ το τρωγόμουν +νύχτα μέρα και του έλεγα: + + — «Πιστικός θα γέν'ς, παιδάκι μ', που δεν αγαπάς τα γράμματα; Σύρε +ψυχούλα μ' στο σκολειό να μάθ'ς γράμματα και να γέν'ς προκομμένος +άνθρωπος!» Στο τέλος που του το πήγαινα συγκρατούμενο «γκιρ-μιρ» μ' +άκουσε, άφησε την κλύτσα και την κάππα, τα γίδια και τα πρόβατα, τες +ράχες και τα βουνόπλαγα, τους λόγγους και τα λακκώματα μπήκε στο +σκολειό, ρίχτηκε με τα μούτρα στα γράμματα, έφυγε, κι' από τότε το +βλέπω κάθε δέκα χρόνια! Να είχα κι' άλλα παιδιά, δε θα χόλιαζα τόσο, +θα παρηγοριώμουν, αλλά τώχω έν' μοναχό! Να είταν μαύρη ώρα, που τ' +ανάγκαζα να μπη στα γράμματα!... + +Λέγοντας αυτά τα πικραμένα τα λόγια η πονεμένη μάννα, έβγαλε το +μαντήλι της από μέσα από το ζωνάρι της και σφούγγισε τα +καταδακρυσμένα τα μάτια της, που είχαν μι' αδιάκοπη κοκκινάδα μέσα, +από τ' ανέλλειπα μητρικά δάκρυα. Η Μαριανθούλα τότε πετάχτηκε από +τον τοίχο, που στέκονταν, και ρίχτηκε στην αγκαλιά της βάβως της, +κι' αφού την αγκάλιασε και τη φίλησε γλυκά, της είπε: + + — Μη βαβούλω μου, κλαις και μη λες τέτοια λόγια! Μη λες πως θα +πεθάν'ς!... Εγώ δε θέλω να πεθάν'ς!.. + +Η γριά την έσφιξε στην αγκαλιά της και της είπε: + + — Καλά ψυχή μ'! Καλά χαδιάρα μ'! Δεν πεθαίνω. Σου είπα πότε θα +πεθάνω. Θα βαστάξω την ψυχή μου στα δόντια, όσο νάρθη ο πατέρας σου, +ή αν δεν έρθη, όσο να σε παντρέψω. Δε σ' αφήνω εγώ έρημη! θα σε βάλω +σε ίσκιο αντρός κι' ύστερα... + + — Εγώ σε θέλω να μη πεθάν'ς..,. + + — Αχ! το ξέρω, ψυχή μ', πως το θέλ'ς και το παρα'θέλ'ς, αλλά.... +είναι ψηλά μας ένας μεγάλος νοικοκύρης, που μας ορίζει όλους και +στέλνει τον άγγελό τ' και μας μαζεύει... Έπειτα, τσιούπρα μ'... εγώ +ζω άδικα πλειο. Είμαι πεθαμένη κι' άθαφτη. Μόνο οι δυο πόθοι με +συγκρατούν και με βαστούν σε τούτον τον κόσμο. Ο καιρός μ' ήρθε από +πολλής. Ούρμασε τ' απίδι και θα πέση κάτω από την απιδιά. Τι; θέλ'ς +να ζήσω ογδοήντα, εννενήντα, εκατό χρόνια, να ξωλαλάω, να μη +γνωρίζω, να μη βλέπω, και να λέγω την ψείρα μπούμπα; Ο Θεός να μη μ' +το χρωστάη! Το καλό μ' είναι να τα κλείσω με τα φρένα μ'!.. + +Εκείνη τη στιγμή μπήκε μια μαύρη κόττα στο δωμάτιο, σήκωσε τα φτερά +της, τα τέντωσε και τα χτύπησε σα να ήθελε να λαλήση. Βλέποντας αυτό +το σημάδι η Μαριανθούλα, είπε χαρούμενη στη βάβω της: + + — Βάβω! βάβω! Είδες, καλημέρα μ'! τι έκαμε η κόττα; Σήκωσε τα φτερά +της και τα χτύπησε, και τεντώθηκε σα να ήθελε τα λαλήσ'!... + + — Ε! κι' ύστερα;.... είπε η γριά, σα με θυμό. + + — Δεν έλεγες, βαβούλω μ', ότι, όταν κάνουν έτς οι κόττες, έρχεται ο +πατέρας μ'; + + — Το έλεγα, τσιούπρα μ', αλλά το είδα τόσες φορές αυτό το σημάδι, +που δεν μου κάν' η καρδιά να το πιστέψω πλειο. Κατά το κοντινό το +γράμμα τ' ο πατέρας σ' λέει, ότι θα είναι εδώ πριν από τα +Χριστούγεννα. Τα Χριστούγεννα ήρθαν κι' αυτός πούναι τος; Πάη +τελείωσε κι' αυτή η μέρα. Πάη, ψυχή μ', κι' αυτή η διορία του πατρός +σ' μαζύ με τες πολλές! Τώρα θα μας ρίξη με κανένα άλλο του γράμμα +στη μεγάλη Πασκαλιά! Ετς πάμε τώρα τόσα χρόνια: Από πασκαλιά σε +πασκαλιά κι' απ' Άη-Γεώργη σ' Άη Δημήτρη!.... + + — Πού το ξέρ'ς, καημένη κυρά; της είπε η υπηρέτρα. Μπορεί νάρθη κι' +απόψε. Η μέρα δε σώθηκε ακόμα! + +Εκείνη τη στιγμή ακούστηκ' ο σήμαντρος της εκκλησιάς, που σήμαινε +τον εσπερινό «τσιγγ τσιαγγ... τσιγγ τσιαγγ» + +Σηκώθηκε η γριά ορθή κι' είπε στη Μαριανθούλα περίλυπα: + + — Να το σήκωμα των φτερών της κόττας! Πάη κι' αυτή η ελπίδα! Το +σημάδι έδειχνε τον ερχομό του παπά, πούρθε από το χωριό τ' να μας +λειτουργήσ' αύριο.. + +Ύστερα σηκώθηκε και πάη μπροστά στο εικονοστάσι, σταυροκοπήθηκε, +σκύβοντας σε κάθε σταυροκόπημα το γέρικο κορμί της, σα χοντρόκορμη +βαλανιδιά, που την κλονίζει η δύναμη του βοριά, κι' αφού τελείωσαν +τα σταυροκοπήματα έβαλε ένα σκαμνί μπροστά στο εικονοστάσι, ανέβηκε +ψηλά με τρεμάμενα ποδάρια, ξεκρέμασε τη σβυστή καντήλα, την κατέβασε +ανάγαλια-ανάγαλια, την έχυσε στο βάθος της στιας, την έπλυνε με +στάχτη, την γέμισε πάλε με καθαρό νερό και την έδωκε της +Μαριανθούλας να την κρατάη, έβγαλε από ένα ξύλινο κουτί καινούριον +αφαλό, πέρασε το φυτήλι στον αφαλό, έρριξε στην καντήλα καθαροκάθαρο +λάδι, άναψε το φυτήλι, απόθηκε τον αφαλό αναμμένο μέσα στο πλεούμενο +λάδι και κρατώντας την αστραφτερή καντήλα με τρεμάμενο χέρι, ξαναπάη +στο σκαμνί, ανέβηκε πάλε ψηλά και την κρέμασε μ' ευλάβεια μπροστά +ατό εικόνισμα· ξανακατέβηκε με προσοχή ανασκήρησε το σκαμνί, +ξανασταυροκοπήθηκε κι' άρχισε να πέφτη στα γόνατα και να κάμη +μετάνοιες μπροστά στην εικόνα της Μάννας του Θεού, που κρατούσε στην +τρυφερή της αγκαλιά το Παιδάκι της, χαρούμενη που τούχε μπροστά της. +Τι πέλαγο θλίψης χτυπούσε μέσα στα κατάστεγνα στήθια της γριάς. + +Το παράδειγμα της Γριάς μιμήθηκαν κι' η Μαριανθούλα με την υπηρέτρα, +και για κάμποση ώρα όλη εκείνη η χριστιανικώτατη τριάδα προσεύχονταν +μπροστά στους εφέστιους θεούς της, ενώ η φωτόλουστη καντήλα πήγαινε +πέρα-δώθε ακόμα μπροστά στες εικόνες, που είταν ζωγραφισμένες σ' ένα +παμπάλαιο τριμόρφι, και μαζύ με την καντήλα πήγαιναν πέρα-δώθε κι' +οι αργυρόχρυσες αχτίδες της κι' έδιναν μιαν άγια όψη παρεκκλησιού σ' +εκείνη τη χριστιανική κατοικία. + +Είχε θολώσει στα καλά πλειο. Οι αγέλες του χωριού συμμαζεύονταν από +τους κάμπους στα κατώγια των σπιτιών ή στες καλύβες, κι' ακούονταν +τα μουγκρητά των βωδιών. Τα σπιτιάρικα τα γίδια έμπαιναν στες +πλατύχωρες αυλές, λαλώντας τα κυπριά τους «γλαν-γλαν», κάθε σπιτιού +κοπή χωριστά, γνωρίζοντας το κατοικειό της. + +Η Μαριανθούλα, η μοσχαναθρεμμένη μοναχαγγονιά της γριάς, άμα ήκουσε +τα κυπριά των γιδιών, που έμπαιναν στην αυλή του σπιτιού, έτρεξε σαν +αστραπή, κατεβαίνοντας τες σκάλες, κι' ανακατεύτηκε με το +καλοβοσκημένο κοπάδι, για να ιδή τα νιογέννητα κατσικάκια, που είχαν +γεννηθή εκείνη την ημέρα στο λόγγο, κι' ενώ το πιστικόπουλο απολούσε +τ' άλλα τα κατσίκια από τον τσάρκο, για να βυζάξουν τα καημένα, αυτή +άρπαξε ένα-ένα τα τρία νιογέννητα κατσικάκια και τα κουβάλησε ψηλά +στη βάβω της, με γέλοια και με χαρές, για να ιδή κι' εκείνη και να +χαρή. + + — Να τα! βάβω μ', της είπε, τα κατσικάκια μας! Δεν σου τώλεγα εγώ +σήμερα, ότι θα γεννήσ' η Νιάγγρα η σκουλαρικάτη, η Γκιώσσα η +πρωτόγεννη κι' η Κανούτα η κουτσοκέρατη; Να! αυτό το παρδαλό είναι +της Κανούτας, το μπάλλιο είναι της Νιάγγρας, και τούτο το μετσένιο +της Γκιώσσας. Τα καημένα! Τι ώμορφα που είναι! Είναι και τα τρία +θηλυκά, καλημέρα μας! + +Αλλ' ενώ η Μαριανθούλα με τη γριά χαίρονταν τα νιογέννητα +κατσικάκια, που αυγατούσαν τη σπιτιάρική τους τη στάνη, οι τρεις +γίδες, η Νιάγγρα η σκουλαρικάτη, η Γκιώσσα η πρωτόγεννη, κι' η +Κανούτα η κουτσοκέρατη, ανέβηκαν τη σκάλα και μπήκαν μέσα στο +δωμάτιο. Η γριά, ακούοντας τον ποδοβολητό, νόμισε ότι είταν ο παπάς +και προσηκώθηκε λέγοντας: + + — Κόπιασε, Δέσποτα μ', στην κορφή... + +Στο προσκάλεσμα της γριάς οι τρεις γίδες αποκρίθηκαν μ' ένα μακρύ +«μεκεκεεέ, » η καθεμιά γυρεύοντας το παιδί της. Η Μαριανθούλα με την +υπηρέτρα άρχισαν να ξεκαρδίζωνται στα γέλοια, κι' η Γριά τους είπε +με παράπονο: + + — Γελάτε με! Γελάτε με! παλιότσουπρες! Εγώ δε θα ξαναγυρίσω αυτού +που είστε σεις, αλλά σεις — ζωή νάχετε — θαρθήτε εδώ που είμαι +εγώ!... + +Οι τσιούπρες όμως δεν έπαβαν τα γέλοια, ως που ανέβηκε τη σκάλα στα +σωστά ο παπάς, και μπήκε στο δωμάτιο, κι' έτσι θέλοντας και μη, +αναγκάστηκαν να λουφάξουν, και να παν να του φιλήσουν το χέρι, +μιμώντας τη γριά, που πρώτη-πρώτη έτρεξε να του το φιλήση. + +Ο παπάς, αφού πρώτα έβγαλε στην άκρη της θύρας τα κουντούρια του, +κάθισε φαρδύς-πλατύς σταυροπόδι δίπλα στην ωμορφοκαμωμένη φωτιά, που +έκαιε σα φούρνος, κι' έπεφταν λαχταριστά από τ' αναμμένα τα +κούτσουρα μεγάλα κάρβουνα φλογιασμένα. Αντίκρυ του παπά, από την +άλλη την κορφή, κάθησε η γριά και δίπλα στη γριά η Μαριάνθη έχοντας +τα τρία τα κατσίκια στην ποδιά της, κι' αυτά μούλοναν ήσυχα-ήσυχα +μέσα εκεί, από τη γλύκα της φωτιάς. Δίπλα στη Μαριάνθη κάθονταν οι +τρεις γιδομάννες, μασσώντας κριθάρι, που τους είχαν βάλει μέσα σ' +ένα γκριμπούρι, για μεγαλύτερη περιποίηση, και για να κατεβάσουνε +πλειότερο γάλα. Η υπηρέτρα άναψε την λάμπα και την κρέμασε στον +τοίχο, κι' έτσι έφεγγε πλειότερο το δωμάτιο, που ως τότε φωτίζονταν +μόνον από το γλυκό και ήμερο φως της καντήλας του εικονοστασίου. + +Ο παπάς ιδόντας τα κατσικάκια και τες γίδες, είπε: + + — Α!.. βλέπω απόψε, Μαριανθούλα, έχετε και φιλινιάδες! + + — Έχομε για! Σήμερα γεννήθηκαν τούτα τα μικρουλάκια... + + — Ε! τα καημένα ξανάειπε ο παπάς, τι ώμορφα και τι μεγάλα και +πρόθυμα που είναι! + + — Φτύσ' τα, παπά μ', του είπε η Μαριανθούλα, για να μη μας τα φας +με το μάτι... + + — Φτου! Φτου! να μη μας βασκαθούν! + +Έφτυσε κι' είπε ο παπάς, αλλά της γριάς της κακοφάνηκε, που του +είπε έτσι η Μαριανθούλα, και της είπε χαμηλά, για να μη τ' ακούση +εκείνος: + + — Αχ! στρίγλα! Αχ! γουρούνα! Ποιόν ορμηνεύω εγώ; Έτσι λεν του +παπά;... + +Η Μαριανθούλα χαμήλωσε τα μεγάλα και μαύρα της μάτια από την εντροπή +της κι' ο παπάς, για να της κάνη την καρδιά, είπε στη γριά: + + — Το μάτι είναι κακό. Έχει κακή έλξη. Κάνει κανείς μ' αυτό το κακό, +χωρίς να το καταλαβαίνη και χωρίς να το θέλη. Έτσι ικανοποιήθηκε η +Μαριανθούλα, σήκωσε το πρόσωπό της το πεντάμοφο και χάηδεψε τα +κατσικάκια, που μούλοναν μέσα στην αγκαλιά της, σαν πουλλάκια στη +φωλιά. + +Η γριά τότε είπε διαταχτικά στη Μαριάνθη και στην υπηρέτρα: + +— Σκωθήτε τσιούπρες μ'! Πάρτε τες γίδες και τα κατσίκια και σύρτε +και κλείστε τες στην αχυροκαλύβα, γιατί απόψε είναι κακοκαιρία, θα +μαζευτούν πολύ τα γίδια στο μαντρί και θα τσαλαπατήσ'ν τα μικρά. +Πέτε και του πιτσικόπουλου ταπόδειπνο να μάσ' τάλλα τα κατσίκια, +στον τσάρκο, χωρίς ναφήση κανένα όξω και να τον κλείση καλά.. + +Η υπηρέτρα με τη Μαριάνθη βγήκαν από το δωμάτιο με τες γίδες και με +τα κατσίκια, κι' η γριά σηκώθηκε, πήγε στο ντουλάπι, πήρε το +μισοκάρικο το παγούρι, που είταν γεμάτο ρακί, και τώδωκε στον παπά, +κατέβασε και το κανίστρι με τα καφοκούτια από τ' αράφι κι' όσο να +φκιάση τον καφέ για τον παπά, με το ζεστό το νερό, που είταν +παραστιάς έτοιμο στο χαλκούτσι, γύρισαν από τη δουλειά η Μαριάνθη με +την υπηρέτρα και κάθησαν κι' αυτές γύρα στη φωτιά. + + — Σ' υγεία, κυρά! Να καλοδεχτής! Και χρόνους πολλούς σαν αύριο... +είπε ο παπάς και τράβησε την πρώτη ρουφησιά. + + — Ευχαριστώ, δέσποτα μ', είπε η γριά ξέκαρδα, καλή ιερωσύνη και +καλόν παράδεισο... + +Ο παπάς, μη γνωρίζοντας, πού ναποδώση τη στενοχώρια της γριάς, τη +ρώτησε: + + — Τ' έπαθες κι' είσαι έτσι χολιασμένη; + + — Τι να μην είμαι, παπά μου! του απολογήθηκε η γριά. Το ξέρ'ς. Έχω +τόσον καιρό, που καρτεράω κι' ακόμα ο γυιός μου δεν ηύρε δρόμο! Γριά +γυναίκα είμαι. Πού ξέρω τι μου ξημερόν'; + +Και λέγοντας αυτά έρριξε τα μάτια δακρυσμένα ψηλά στη Μαριανθούλα, +για να δώση του παπά να νοιώση πλειότερα. + + — Δεν έλαβες άλλο γράμμα; Τη ρώτησε πάλι ο παπάς, από κείνο που σου +έχω διαβάσει εδώ κι' ένα μήνα; + + — Δεν έλαβα άλλο... + + — Τότε θα πη πως μπορεί ναρθή αυτές τες ημέρες.. + + — Πούν' τος, παπά μ'! Αφού δεν ήρθε ως ταπόψε, κόπησαν οι ελπίδες +μ'!... + +Α! κυρά! Μη στενοχωριέσαι έτσι! Δρόμος είν' αυτός! Θάλασσες, +ποτάμια, βροχές χιόνια... + +Η καημένη η γριά δεν μπόρεσε ν' απαντήση άλλο, αλλ' ακούμπησε τες +πλάτες της στον τοίχο κι' αφαιρέθηκε μονάχη της. + +Ο παπάς, μη θέλοντας ν' ανακατέψη πλειότερο τη χολή της καρδιάς της, +ακούμπησε κι' αυτός στο προσκέφαλο κι' άρχιζε να παίζη το κομπολόγι +του «τικ-τακ, τικ-τακ... » κ' η Μαριανθούλα έγειρε στην αγκαλιά της +γριάς με τα μαγουλα κατακόκκινα από την επιρροή της μεγάλης φωτιάς. + +Βάβω κι' αγγονιά, ενωμένες με την απεριόριστη αγάπη, που ενώνει τες +βάβες προς τ' αγγόνια, και τ' αγγόνια προς τες βάβες, μ' ένα άγουρο +μνήμα, που είχεν ανοιχτή στη μαύρη γη, και μια ψυχή, που περίμεναν +και οι δύο μ' ανυπομονησία από την Ξενιτειά, καθισμένες εκεί +παραστιάς η μια κοντά στην άλλη, σαν ονειροφάνταχτη συνέχεια της +δημιουργίας της ανθρωπότητας, σχημάτιζαν ένα από τα πλειο +συγκινητικά και τα πλειο ώμορφα συμπλέγματα, που μπορούσε να πλάση η +φαντασία ενός καλού ζωγράφου. + +Γέρικη και κουφαλιασμένη βαλανιδιά η βάβω, μ' ένα σωρό ξηρά +κλωνάργια: έτοιμη να ξεραθή και να πέση σύρριζα κατά γης για να τη +φάη η σαπήλα και να χαθή, κρουσταλένια κι' αργυρογάργαρη βρυσούλα η +αγγονιά στη ρίζα της βελανιδιάς που έδινε, με το νάμα της, ζωή και +την έκανε να βγάζη φύλλα... Χωρίς τη βαλανιδιά ασκήμιζε κ' +αγιάζονταν η αργυρογάργαρη βρυσούλα, αλλά και χωρίς τη βρυσούλα, +στέγνονε και χάνονταν η γέρικη βαλανιδιά. Βάβω κι' αγγονιά είταν δυο +πράγματα στον κόσμο, που το ένα είχε τόσο την ανάγκη τ' αλλουνού, +που δε μπορούσε να ζήση το ένα χωρίς το άλλο! + +Αχ! δόσε, Θε μου! νερό στην κρουσταλλένια κι' αργυρογάργαρη βρυσούλα +να ποτίζη τη γέρικη και κουφαλιασμένη βαλανιδιά! Αχ! δόσε Θε μ', +δύναμη στη γέρικη και κουφαλιασμένη βαλανιδιά να ισκιόνη, να +προστατεύη και να ομορφαίνη τη βρυσούλα την αργυρογάργαρη και +κρουσταλλένια! + +Άξαφνα ξεπετιέται η γριά, σα να την είχε ξυπνήσει τρομαχτικό όνειρο, +και λέει στη Μαριανθούλα: + + — Σήκου, κυρά μ', καλή μέρα σ', και βάλε τραπέζι να φάμε, γιατί θα +ξυπνήσωμε πολύ ταχυά αύριο, για να πάμε στην εκκλησιά!... + +Στη διαταγή της γριας η Μαριανθούλα κι' η υπηρέτρα κινήθηκαν. +Στρώθηκε το τραπέζι, κάθησαν όλοι γύρα-γύρα, βλόγησε ο παπάς, +σταυροκοπήθησαν, άρχισαν να τρώνε, απόφαγαν, ξαναβλόγησε ο παπάς, +ξανασταυροκοπήθηκαν, κι' έτσι σηκώθηκε το στρογγυλό τραπέζι από τη +μέση και σκούπισε η Μαριανθούλα τα τρίμματα από καταγής, για να μη +πατηθούν και γείνη αμαρτία. Ύστερα από όλα αυτά, ο παπάς καλονύχτησε +τη γριά και τράβηξε για το δωμάτιο, που πήγαινε πάντα ταχτικά και +κοιμώνταν, κάθε φορά, που έρχονταν από το χωριό του, για να +λειτουργήση. Η γριά κατέβηκε τότε να κοιμηθή με τη Μαριανθούλα της +στο ζεστό μαντζάτο, κι' η υπηρέτρα, μένοντας μοναχή της, ξαδέρφωσε +τα δαυλιά της φωτιάς, σκέπασε την αθράκα με κρύα στάχτη, για να +βαστάξουν τα κάρβουνα αναμμένα ως το πρωί, και να μην έχουν άκρα στο +σπίτι τα ισκιώματα, τα φαντάσματα, οι πειρασμοί, οι δαιμόνοι οι +κατσικοποδαραίοι κι' οι καληκαντζάροι, πήρε το προσκέφαλό της και το +σάγισμά της κι' έγειρε παραστιάς να κοιμηθή. + +Ενώ από μια μεριά ο παπάς στο δωμάτιο του, κι' από άλλη η υπηρέτρα +στην τραπεζαρία, έπαιρναν το πρωτοΰπνι, η γριά με τη Μαριανθούλα δεν +είχαν πλαγιάση ακόμα. Έκαναν μετάνοιες και σταυρούς και παρακαλούσαν +μυστικά Παναγιά και το Χριστό, να τους φέρουν από την Ξενιτειά της +μιανής τον γυιό της και της αλληνής τον πατέρα της και μόνον όταν +κόπησαν από την κούραση, μπήκαν κάτω από την φλοκωτή την τσέργα, για +να κοιμηθούν η μια στην αγκαλιά της αλληνής. Κοιμήθηκε στη στιγμή η +Μαριανθούλα με τη γλυκειά ιδέα, πως το πρωί, άμα θα έρθ' από την +εκκλησιά, θάτρωγε γκουλιάστρα, αυγά, τυρί, μανέστρα, και κόττα δύο +λογιών: βραστή και ψητή, αλλ' η καημένη η γριά δε μπορούσε να κλείση +μάτι. Ο νους της πετούσε μακρυά, σαν πουλλί, κι' έφευγε με γληγοράδα +αστραπής, και πήγαινε στην Ξενιτειά τη Χρυσόσπαρτη, για να βρη το +παιδί της, που το καρτερούσε τόσα χρόνια με τα δάκρυα στα μάτια, και +με τη ψυχή στα δόντια, έτοιμη να φτερουγήση. Η νύχτα προχωρούσε +συννεφιασμένη και κατάμαυρη με τα σκοτάδια της, με τα ισκιώματά της, +με τα φαντάσματά της, με τους πειρασμούς της, με τους δαιμόνους της, +με τους κατσιποδιαραίους της, με τους καληκαντζάρους της, με τους +βρυκολάκκους της, με τα στοιχειά της, με τα σκοτεινά της τα +μυστήρια, με τον άγριο τον άνεμό της, που βογγούσε ψηλά στες στέγες, +σαν ψυχή κολασμένου γίγαντα, και με τα τρομαχτικά γαυγίσματα των +σκυλλιών, μέσα στους αυλόγυρους, ή όξω στους δρόμους, κι' η +Μαριανθούλα κοιμώνταν βαρυά-βαρυά, σαν όλα τα παιδάκια, στην αγκαλιά +τη γλυκύτατη της βάβως της, κι' έπλεε σ' ευχισμένα παιδικά όνειρα, +αλλ' η καημένη η γριά ξαγρυπνούσε, μη μπορώντας να κλείση μάτι, και +για να χαλινώση τον νου της και να τον γυρίση πίσω από την Ξενιτειά, +που πλανιώνταν, σαν το έρημο πουλλί, τον έστρεφε πίσω, πολύ πίσω +στον καιρόν που είταν νύφη ακόμα, και γεννούσε το πολυαγαπημένο της +και το μονάκριβο της το παιδί. Θυμώνταν πως το βύζανε, όταν είταν +μικρό, θυμώνταν πώς το κουνούσε στη σαρμανίτσα και πώς το νανούριζε +με ώμορφα και με αγκαιροφκιασμένα τραγουδάκια, θυμώνταν πώς το +ζαλόνονταν, όταν πήγαινε στ' αμπέλι, στο θέρο, στο σκάλο, στα +μαντριά.., θυμώνταν πώς το είχε τάξει στη Μεγαλόχαρη, όταν της είχε +αρρωστήση βαρυά μια φορά, θυμώνταν όταν τώστελνε στο σκολειό. +Θυμώνταν όταν το ξεκίνησε γαμπρό με δυνατό ψίκι, θυμώνταν όταν το +πρωτοξεκίνησε για την Ξενιτειά την έρημη και τη φλογισμένη. + +Τα θυμώνταν όλα, όλα. Όλη η ζωή του καθρεφτίζονταν μέσα στη μνήμη +της καημένης της μάννας σαν πως καθρεφτίζονται μέσα στα κατάργυρα +νερά της λίμνης τα βουνά κι' οι ράχες, που στέκονται ολόγυρά της. + +Ενώ η γριά πάλευε κατ' αυτόν τον τρόπο με τες αναμνήσες της και τον +μητρικό της τον πόνο, κι' ο ύπνος πετούσε μακρυά από τα μάτια της, +και προχωρούσε η συννεφιασμένη και κατάμαυρη νύχτα με τα σκοτάδια +της, με τα ισκιώματά της, με τα φαντάσματά της, με τους πειρασμούς +της, με τους δαιμόνους της, με τους κατσιποδαραίους της, με τους +καληκαντζάρους της, με τους βρυκολάκους της, με τα στοιχειά της, με +τα σκοτεινά της τα μυστήρια, με τον άγριο τον άνεμό της, που +βογγούσε ψηλά στες στέγες, σαν ψυχή κολασμένου γίγαντα, και με τα +τρομαχτικά γαυγίσματα των σκυλλιών, μέσα στους αυλόγυρους ή όξω +στους δρόμους και κοιμώνταν η Μαριανθούλα βαρυά-βαρυά, σαν όλα τα +παιδάκια στην αγκαλιά τη γλυκύτατη της βάβως της, σαν αρνάδα στον +προσήλιο..... + + — « Κικιρίκουουουου» λάλησε μέσα από το κοττέτσι ο μεγάλος ο +πετεινός του σπιτιού, «Κικιρίκουουουου..!» λάλησαν κι' οι άλλοι οι +μικρότεροι «Κικιρίκουουουου!» φώναξαν κι' οι πετεινοί της γειτονιάς +κι' όλου του χωριού. + +Ο παπάς ξεπετάχτηκε αμέσως από τη στρώση του, τράβησε ένα σπίρτο +στον τοίχο, άναψε ένα κηρί, που έβγαλε από τον κόρφο του, βγήκε όξω +στο πεζούλι της κρεβάτας, μουρμουρίζοντας κάτι προσευχές, νίφτηκε, +χτενίστηκε με μια αριά τσατσάρα κι' ύστερα πήρε το ραβδί του, +κατέβηκε τη σκάλα και φτάνοντας όξω από τα μαντζάτα φώναξε: + + — Κυρά! Κυρά! + + — Όρσε, παπά! + +Απολογήθηκε η γριά και πετάχτηκε ορθή. + + — Δος μου το πρόσφορο κι' τ' άναμα, ευλογημένη! της είπε. + +Η γριά, πασπατεύοντας στα σκοτεινά, πήρε την προσφορά, και τ' ανάμα, +που τα είχε μαζύ στη σκαλοφρύδα, έβγαλε και τρεις κόκκινες λαμπάδες +μέσα από μια κασσέλα κι' ανοίγοντας τη θύρα του δωματίου της, του +τάδωκε όλα του παπά, ρωτώντας: + + — Κάνει, δέσποτα μ', να κοινωνήσω, που δεν κοιμήθηκα καθόλου απόψε; + + — Κάνει, ευλογημένη, κάνει, της είπε ο παπάς. Αλλά τι δουλειά +είχες, που δεν κοιμήθηκες; + + — Δεν είχα καμμιά δουλειά, δέσποτα μ', αλλά μ' έτρωγε η συλλογή και +δε μπορούσα να κοιμηθώ... + +Έφυγε ο παπάς και σε λίγο ακούστηκε ο σήμαντρος της εκκλησιάς. Η +γριά ξύπνησε την υπηρέτρα και το πιστικούδι και διέταξε ν' ανάψουν +τη φωτιά για ν' ανεβή απάνω με την τσιούπρα και να περιμείνουν εκεί +ως το δεύτερο το σήμαντρο. Το πιτσικόπουλο πήγε ξύλα από την αυλή, η +υπηρέτρα άναψε τη φωτιά, έχοντας ως προσάναμμα τ' αποδαύλια και η +γριά άρχισε να φωνάζη της τσιούπρας να ξυπνήση. Η Μαριανθούλα +κοιμώνταν βαρυά-βαρυά, σαν όλα τα μικρόπαιδα και δεν ξυπνούσε +εύκολα. + + — Ξύπνα, Μαριανθούλα μ'! Φώναζε η γριά. Ξύπνα και μας καρτεράει ο +παπάς στην εκκλησιά, να μας δώση πασκαλίτσα, και να γυρίσωμε γλήγορα +να φάμε γκουλιάστρα, γάλα, αυγά, τυρί, κόττες και τηγανίτες, που +φάσκιονε η Κυρά μας η Παναγιά το Παιδάκι της το Χριστό, όταν είταν +κι' αυτός μικρός. Σήκου, Μαριανθούλα μ', και μας περιμένει ο παπάς! +Σήκου να πάμε γλήγορα! Σήκου, καμάρι μου! Σήκου, για να γυρίσωμε +γλήγορα και να φάμε γαλατάκι από τες γιδούλες μας! + +Με τα πολλά ξύπνησε η τσούπρα. Άνοιξε τα μάτια της και κύτταξε +κακιωμένα τη βάβω της, δακρύζοντας και λέγοντας: + + — Αχ! μωρή βάβω, και συ τι μώκανες! Αχ! τι μώκαμες, παλιοβάβω! Αχ! +τι μώκανες! + + — Τι σώκανα, ψυχή μ'; Τι σώκανα, καρδούλα μ'! τη ρώτησε με +τρυφεράδα η γριά. + + — Πώς τι μώκανες; Εγώ έγλεπα στον ύπνο τον πατερούλη μ', κι' εκεί +που τον αγκάλιαζα και τον φιλούσα, με ξύπνησες εσύ! Γιατί να με +ξυπνήσης, καημένη βάβω; Αχ! η καημένη, πώς έχασα τον πατέρα μ' μες +από την αγκαλιά μ'! Αχ! γιατί να μη τον αγκαλιάσω πολύ σφιχτά, για +να μη μου φύγη, και να ξυπνήσωμε μαζύ! Αχ! τι ώμορφος, που είταν ο +πατερούλης μ'! Ψηλός, ασπροκόκκινος, μαυρομμάτης, μαυροφρύδης και +μαυρομούστακος. Άγγελος γραμμένος, βαβούλα μ'! Τι πατέρα ώμορφον έχω +η καημένη και δεν το γνώριζα ως τα τώρα! + +Η γριά, ακούοντας τα λόγια της αγγονιάς της, άρχισε να +σταυροκοπιέται, ενώ τα δάκρυα της ανέβαιναν από την καρδιά στα +μάτια, η τσιούπρα στέκονταν κακιωμένη, κι' η υπηρέτρα έφερε τα +μπρικολίγενα να νιφτούν. Νίφτηκε η γριά νίφτηκε κι' η τσιούπρα, κι' +αφού σφουγγίστηκαν, ανέβηκαν στην τραπεζαρία, κάθησαν στην παραστιά, +κι' άπλωσαν τα χέρια κατά τη φωτιά για να πυρωθούν, κι' έμειναν έτσι +κοντά στη φωτιά, ως που χτύπησε κι' ο δεύτερος ο σήμαντρος. + +Τότε η γριά, η Μαριανθούλα κι' η υπηρέτρα ξεκίνησαν για την +εκκλησιά, αφού έκλεισαν την εξώθυρα. Το πιστικούδι πήγαινε μπροστά, +κρατώντας στο δεξί του χέρι μια μεγάλη δαύλα αναμμένη και την έσερνε +πέρα δώθε για να φέγγη τον δρόμο, γιατί τ' ανεμοσούρι δεν άφινε ούτε +λαμπάδα, ούτε δαδί αναμμένο. Κατ' αυτόν τον τρόπο πήγαινε στην +εκκλησιά κι' όλο τ' άλλο Χωριό. Κάθε φαμίλλια έβανε μπροστά έναν +άντρα, ή μια γυναίκα, μένα δαυλί στο χέρι και τραβούσε για την +εκκλησιά. Το είδος αυτό του πηγαιμού στην εκκλησιά, κάθε φορά, που +γίνεται η λειτουργία πολύ νύχτα, δίνει μια καταχθόνια όψη στο χωριό, +όψη, που εξυψόνεται σε πραγματική σκηνή του Άδη, από το σκοτάδι, από +τες άφλογες λάμψες των δαυλιών κι' από τα φοβερά κι' ακατάπαυτα +γαυγίσματα των σκυλλιών, που δεν είναι συνηθισμένα να βλέπουν συχνά +τέτοιο θέαμα. + +Δεν πέρασε πολλή ώρα από τη στιγμή, που βάρεσε ο δεύτερος ο +σήμαντρος κι' η εκκλησιά αγκάλιασε με τους τέσσερους τοίχους της +όλον τον κόσμο του χωριού. Άντρες, γυναίκες, γέροι και παιδιά, όσες +ψυχές βρίσκονταν στο χωριό, εξόν μία λεχώνα κι' ένα βρέφος αβάφτιστο +ακόμα, είταν συμμαζωμένοι μέσα στην ταπεινή εκκλησούλα κι' +ακουρμαίνονταν με κατάνυξη το χαρμόσυνο τροπάρι: «Η γ έ ν ν η σ η +σ ο υ Χ ρ ι σ τ έ ο Θ ε ό ς... » + +Είπε ο παππάς τα γράμματα, τέλειωσε η λειτουργιά κι' άρχισεν ο +κόσμος να μεταλαβαίνουν από τη μια μεριά, κι' από την άλλη να +παίρνουν αντίδωρο από το δίσκο, που τον κρατούσε ένα από τα λίγα +παιδιά του χωριού, που έκαναν τον αναγνώστη της εκκλησιάς. Πρώτη- +πρώτη μετάλαβε η γριά με τη φαμίλλια της, αυτή πήρε πρώτη αντίδωρο +κι' αυτή βγήκε πρώτη από την εκκλησιά και τράβησε για το σπίτι της, +γιατί είταν η πρώτη του χωριού και κανένας άλλος δε μπορούσε να της +πατήση αυτό το δικαίωμα. Άμα μπήκε στο σπίτι η γριά με τη φαμίλλια +της, η υπηρέτρα άναψε τη λάμπα και τη φωτιά, ανασκήρησε το ένα και +το άλλο μες από το δωμάτιο, έβαλε το τραπέζι κι' απόθεκε ψηλά το +τεψί με τες μελοποτισμένες τηγανίτες. Η γριά έβαλε τότε στην +πυροστιά τη χύτρα, γεμάτη ζωμί τετράπαχης όρνιθας, που είταν +καταντεμένη από την άλλη την ημέρα, θέλοντας να φκιάση τη μανέστρα, +όσο νάρθη ο παπάς από την εκκλησιά, το πιστικόπουλο έφερε μια μεγάλη +λίμπα γεμάτη γάλα κι' άλλη μια μικρότερη γεμάτη κουλάστρα, που είχε +αρμέξει εκείνη τη στιγμή από τες γίδες, τες απόθεκε και τες δύο στη +γωνιά, για να χύσουν και το ένα και το άλλο γάλα, σε ιδιαίτερα +αγγειά να βράσουν, κ' η Μαριανθούλα άπλωνε το χέρι της σ' έναν ταβά, +που είχε μέσα μια κόττα ψημένη στη γάστρα, για να τσιμπήση κάτι τι +από μέσα, γιατί είχε αποθυμήσει την αρτυμή ένα σαραντάημερο, αλλά το +άγρυπνο μάτι της γριάς την είδε και: + + — Μη, βλαστάρα μ', της είπε. Μην είσαι λαίμαργη! Να έφτασε ο παπάς +να μας βλογήση το τραπέζι. Γιατί, ψυχούλα μ', να φας αβλόγητο φαγί, +αφού μπορείς να καρτερέσης λίγο ακόμα, και να το φας βλογημένο! + + — Δεν μπορώ, βάβω μ', να βαστάξω πλειότερο! + + — Περίμενε και λίγο ακόμα! Σαράντα μέρες βάσταξες και μια στιγμή δε +βαστάς; Ο παπάς σε λίγο θα είναι εδώ! + +Η Μαριανθούλα, θέλοντας και μη, τραβήχτηκε, και για να μη +σκανταλίζεται βγήκε όξω στο πεζούλι της κρεβάτας, περιμένοντας τον +παπά να φανή στην αυλή. Δεν πέρασε όμως πολλή ώρα κι' ήρθε ο παπάς, +και κάθησε στην κορφή της στιας, κι' αφού τράβησε μια γερή ρακή με +το παγούρι, κι' έπιε και τον καφέ, που του είχεν έτοιμο η γριά, και +κύκλωσαν όλοι το καταφορτωμένο το τραπέζι από χριστουγεννιάτικα +φαγητά, έβαλε το βλογητό: «_Χριστέ ο Θεός ευλόγησον την βρώσιν και +την πόσιν._» αλλά πριν τελειώση το βλογητό του, «μπουμ» ακούστηκε μια +ντουφεκιά στην εξώθυρα. «Μπουμ!» κι' άλλη μια. Αντραλλεύτηκαν τα +σκυλλιά. Πετάχτηκαν όλοι ορθοί και σωρό-κουβάρι κατέβηκαν τη σκάλα +και βγήκαν στην αυλή. + + — Ψυχούλα μ', παιδάκι μ'! φώναξε η γριά με ψυχόπονο. Δόξα σοι ο +Θεός πούρθες γερός και καλά! + + — Ψυχούλα μ', πατερούλη μ'! φώναξε κ' η Μαριανθούλα. Καλώς ώρισες! + +Κατέβηκε ο ξενιτεμένος, ο γυιός της γριάς κι' ο πατέρας της +τσιούπρας, από τ' άλογό του, και μάνα και παιδί, πατέρας και +τσιούπρα και βάβω κι' αγγονιά, εγειναν κι' οι τρεις ένα +δυσκολοχώριστο σύμπλεγμα αγάπης και πόνου, χαράς κι' ευφροσύνης. Η +υπηρέτρα με το πιστικόπουλο τράβησαν το κατακουρασμένο τάλογο, στο +κατώγι να το ξεφορτώσουν και να το σηλαρώσουν, ενώ οι τρεις οι +καλοκαρδισμένοι ανέβηκαν τη σκάλα μαζύ με τον παπά, και μπήκαν στο +δωμάτιο, που είταν το τραπέζι στρωμένο. Οι γάτες είχαν στήσει +πανυγήρι από τη στιγμή, που, πέφτοντας οι ντουφεκιές, πετάχτηκαν οι +άνθρωποι όξω. Είχαν φάγει όλο το γάλα, και τη στιγμή, που έμπαιναν +οι νοικοκυραίοι στο δωμάτιο, ξέσκιζαν τη βραστή την κόττα, την +τετράπαχη! Δεν είχαν λάβει ακόμα καιρό να γγίξουν την κόττα, που +είταν στον ταβά, τη μανέστρα, που είταν στη σουπιέρα, και το τεψί με +τες τηγανίτες. Σπολλάτη! + + — «Τσιτ! τσιτ!» καταραμένες! — φώναξε ο παπάς για να τες διώξη, η +γριά όμως, που σ' άλλη περίσταση θα είταν ικανή να τες σκοτώση, δε +θύμωσε καθόλου, αλλά είπε: + + — Άφς τες, παπά μ'! Ζώα είναι. Έχ'ν κι' αυτές δίκιο σήμερα να κάν'ν +πασκαλιά. + +Κάθησαν τότε γύρα στο τραπέζι, ο παπάς ξαναβλόγησε κι' άρχισαν να +τρώνε. Μόνον η γριά με τη Μαριανθούλα δεν έτρωγαν μ' όρεξη. Η χαρά +τους την είχε κόψει. + +Πριν σηκωθή το τραπέζι ακόμα, ο παπάς είπε στη γριά: + + — Ε! τώρα, κυρά, ετοιμάσου να πεθάνης, όπως έλεγες, γιατί απόλαψες +ό τι ποθούσες! + + — Τι λες, δέσποτα μ'; Τι κουβεντιάζεις; Αμ τώρα θέλω να ζήσω και να +χαρώ! Ε ζωή είναι γλυκή όταν αδερφώνεται με τη χαρά. Ο πόθος +συγκρατάει τη ζωή μας κι' η λύπη τη σβυεί. Τώρα θέλω να ζήσω να +παντρέψω τη Μαριανθούλα μ', να τη νυφοστολίσω με τα χεράκια μ', να +ιδώ κι' ένα-δυο δίγγονα, που λέει ο λόγος, κι' ύστερα ας παρουσιαστή +ο άγγελος να του παραδώσω την παρακαταθήκη, που μου έβαλε ο Θεός. +Και τι κατάλαβα, από τη ζωή, αν δε ζήσω τώρα; + +Ύστερα απ' αυτά τα λόγια σήκωσε το ποτήρι, που είταν γεμάτο κρασί, +έκανε το σταυρό της και τώπιε ως τον πάτο, λέγοντας: + + — Δόξα σοι Θεέ μου! Σ' ευχαριστώ! Καλώς ώρισες, παιδί μ'! + + + +Ο ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΣ + + + +Είταν ένα Σαββάτο βράδυ του χειμώνα του 186... + +Καμμιά δεκαριά γυναίκες του Μικρού Χωριού, που είν' ψηλά στην +_αγκαλιά της ράχης_, έπαιρναν νερό στην άκρη του Καλαμά, που σκίζει +την Ήπειρο από βοριά κατά νοτιά. Κάθε μια απ' αυτές ήθελαν και +_παραήθελαν_ ποιά να γιομίση _πρίτερα_, γιατί είταν η ώρα περασμένη +και μια κατεβασιά μοναχά είταν στον όχτο του ποταμιού, κι' από κει +έπρεπε να γιομίσουν τες βουτσέλλες τους, κατεβαίνοντας μια-μια, +γιατί το μέρος της κατεβασιάς είταν στενό. Οι νύφες όμως κι' οι +τσιούπρες, αν κι' είταν από πολλή ώρα στην άκρη του ποταμού, άφιναν +τες μεγαλύτερες, αν κι' αυτές έρχονταν αργότερα, γιατί η ηλικία +χαίρει πολλά δικαιώματα στον τόπον εκείνον τον μισοάγριο. + +Η μέρα εκείνη, που ψυχορραγούσε, είταν βροχερή. Γι' αυτό και το νερό +του ποταμού είταν θολό. Οι Μικροχωρίτες, αν κι' έχουν γύρα τους άλλα +ποταμάκια και ρεματιές με ξάστερα νερά, πάντοτε παίρνουν νερό από +τον Καλαμά. + +Τα υστερνά σύννεφα, που έκαναν το ηλιοβασίλεμα σα φλωρένιο κάμπο, +λίγο κατ' ολίγο έγειναν μαύρα, φοβερά, κι' έλαβαν χίλιων λογιών +μορφές, κι' η Νύχτα, που άρχισε ν' απλώνη τα φτερά της, έδινε ένα +γλυκό φίλημα στο πρόσωπο της Ημέρας, που έφευγε, γέροντας πίσω από +το φωτεινό όχτο, που φκιάνουν οι κορφές των βουνών, κι' επήγαινε +περίλυπη να θαφτή στην απέραντη νεκρόπολη των περασμένων. + +Ο ποταμός κατρακυλώνταν με θυμό, κι' η φωνή, που έβγαινε από τα νερά +του, έκανε ένα είδος άγριας, περίφανης και μονότονης μουσικής, που +χύνει απέραντο πέλαγο μελαγχολίας στην ψυχή. + +Μια φωνή, ίσως της νιώτερης, από τες γυναίκες πώπαιρναν νερό εκεί, +σηκώθηκε μ' ανυπομονησιά: + + — Ντέτεστε! καμμιά βολά, καημένες!, μας πήραν τα μεσάνυχτα στην +ποταμιά! + +Πρέπει όμως να ξέρη κανένας, ότι μόνο τες παραμονές των γιορτών οι +γυναίκες του Μικρού-Χωριού πηγαίνουν πολύ αργά για νερό εξ αιτίας +που οι παραμονές των γιορτών έχουν πολλές ετοιμασίες και μεγάλες +φροντίδες. + +Στη φωνή αυτή, άλλη φωνή γερασμένης γυναίκας, απάντησε με αδιαφορία: + + — Μη βιάζεστε, τσιούπρες!, γιατί γεράζετε γλήγορα! Δυο δρασκέλες +είναι το χωριό... + +Μια άλλη πάλι φωνή απολογήθηκε λυπητερά: + + — Μ' εγώ, χαλασιά μου, πώχω να διαβάσω και τα σκουτιά του παιδιού +μου. + +Να και μια άλλη σημείωση για τες γυναίκες του Μικρού-Χωριού, όταν +παίρνουν νερό: Όποια έχει να πλύνη σκουτιά απομένει πάντα η κοντινή, +όσο μεγάλη κι' αν είναι, εξόν αν είναι πολύ γριά, αλλά οι γριές δεν +παν ποτέ για νερό. Το νερό είναι έργο εκείνων, πώχουν μαύρα μαλλιά. + +Όσο ξακολουθούσε το γιόμισμα των βουτσελλών, γένονταν στον ανήφορο +μια γραμμή από φορτωμένες γυναίκες βουτσέλλες με νερό. Ανηφορούσαν +αργά-αργά τον δρόμο, που βγαίνει στο Μικρό-Χωριό. Υστερνή είταν η +μικρομάνα εκείνη, πούχε να διαβάση τα σκουτιά του παιδιού της. Το +σκοτάδι είχε αρχίσει να ξαπλώνη τα μαύρα του φτερά στη γη και στον +συννεφιασμένον ουρανό, και οι γυναίκες με το νερό ανέβαιναν τον +ανήφορο, βλέποντας όχι πλειο με τα μάτια, αλλά με τον νου, γιατί +κάθε μια από τες γυναίκες εκείνες, που πήγαιναν η μια πίσω από την +άλλη, σαν άλυσος, είχεν αναιβή και καταιβή χιλιάδες βολές εκείνον το +στενόδρομο. Ενώ η συνοδειά των γυναικών ανέβαινε σκυφτή από το βάρος +του νερού, γλυκός ήχος κυπριού ακούστηκε πίσω τους «τριγκ... +τριγκ... τριγκ... » κι' όσο οι γυναίκες ανέβαιναν άλλο τόσο κι' ο +γλυκός ήχος του κυπριού ακούονταν καθαρώτερα και δυνατώτερα +«τριγκ... τριγκ... τριγκ... » κι' από τα ξηρά και βροντερά πατήματα +πεταλωμένου ζώου φαίνονταν, ότι πίσω τους βρίσκοντον καβαλλάρης. Δεν +πέρασαν πολλές στιγμές κι' ο καβαλλάρης βρίσκονταν πίσω από τες +πλάτες της γυναικός, που είταν παραπίσω απ' όλες. Εκείνη τότε +φώναξε: + + — _Αναμεράστε_, μωρές, να περάση ο άνθρωπος με το μουλάρι!.. + +Από το πολύ σκοτάδι, κι' από τον _βαρυσυννεφιασμένον_ καιρό δεν +είταν δυνατό να καταλάβη αυτή η γυναίκα, αν το ζώο, που καβαλίκευε +εκείνος, πώρχονταν από πίσω της, είταν μουλάρι ή άλογο, αλλά το +γνώριζε, ότι σωστά είταν μουλάρι, γιατί καμμιά φορά ποδάρι αλογινό +δεν είχε πατήση στο Μικρό-Χωριό, κι' εξόν απ' αυτό, μόνο στο λαιμό +των μουλαριών συνηθίζουν να κρεμούν κυπρί, μικρό κουδουνάκι από +μπρούζο, που κάνει «τριγκ... τριγκ... τριγκ... » + +Στο χουγιατό αυτό της γυναικός της υστερνής, όλες οι γυναίκες +εστριμώχτηκαν δεξιά και ζερβιά του μονοπατιού, για να κάνουν τόπο να +διαβή το μουλάρι, πούχε ψηλά του έναν άνθρωπο κουκουλωμένο με +πλατειά και μακρειά καπότα. Έρριξαν όλες τα μάτια τους περίεργα +απάνω του, για να καταλάβουν ποιος είταν εκείνος ο άνθρωπος, που δεν +ώμοιαζε για χωριανός τους, αλλά καμμιά δε μπόρεσε να καταλάβη +τίποτε. + + — Σαν ποιος νάναι, μωρές γυναίκες, αυτός ο άνθρωπος; + +Είπε μια. + + — Ξέρω κι' εγώ; + +Είπε άλλη. + + — Σ' αφίνει το έρμο το σκοτάδι να ιδής; + +Είπε πάλι μι' άλλη. + + — Νάναι τάχα καένας ξενιτεμένος; + +Είπε άλλη μια πάλι. + + — Να είταν ξενιτεμένος· είπε μια άλλη, δε θάρριχνε καένα ντουφέκι, +άμα μπήκε στο σύνορο του χωριού μας; Τι διάτανο; Ντίπου στα κρυφά θα +μας έρχονταν; + + — Καλά λες, είπε η γεροντότερη της συνοδείας, μ' αναστεναγμό, αλλά +να ξεπεζέψη τέτοια ώρα και σαββατόβραδο σε ξένο χωριό δεν πάει! +Θάναι δικός μας αυτός! Θάναι χωρίς άλλο ξενιτεμένος από το χωριό +μας!.. + + — Τι κάθεσαι και λες, κακορρίζικη Κυρά-Κώσταινα, είπε μια γυναίκα, +σαν από μέσα της, αλλά φωναχτά. Τι _καψαπαντοχή έχ'ς_ και νειρεύεσαι +ξενιτεμένους; _Δεν πήρες ακόμη τον απόθωρό σ;_ + + — Τι να σας πω, μωρές τσιούπρες, είπ' η Κώσταινα, και στάθηκε κι' +ακκούμπησε σ' ένα μεγάλο λιθάρι, για ν' ανασάνη. Αλήθεια σαράντα +χρόνια έχω ξενιτεμένη, σαράντα χρόνια έχω, που καρτεράω να ισκιώσ' η +θύρα μ', κι' αυτή η έρμη η μέρα δε φαίνεται νάρθη, αλλά δεν +_απελπίζομαι_. + +Και λέγοντας αυτά τα λόγια, αναστέναξε μες από τα φυλλοκάρδια της, +και σηκώθηκε να τραβήση τον δρόμο. + +Αν κι' είχαν ακουστά όλες οι γυναίκες της συνοδειάς — γιατί είταν +αγέννητες τότε, — ότι ο Κώστας της Κώσταινας έλειπε σαράντα χρόνια +στην Ξενιτειά, πάλι αναστέναξαν, σαν άκουσαν τη φριχτή αλήθεια, — +λέγω φριχτή, γιατί οι πλειότερές τους είχαν άντρες και αδέρφια στην +Ξενιτειά, ποια ένα χρόνο, ποια δυο και ποια τρία. Σταυροκοπήθηκαν +όλες από την τρομάρα τους, εξόν της Κώσταινας, που είταν η αιτία της +συλλογής τους, κι' είπαν η κάθε μια χωριστά: + + — Γλύσε μας, Θε μ'! + + — Τι ζουρλή που είσουν`, καημένη κυρά, και δεν τον μούντζωνες, +(είπε μια), και να πάρ'ς κανέναν άλλο, ν' αποχτή'ης παιδιά.... + + — Αχ! καημένη! (απολογήθηκε με βαθύν αναστεναγμό η κακομοίρα η +Κώσταινα) Πε, καημένη, να σε φυλάξ' ο Θεός! Είναι εύκολο θαρρείς να +ξεχάση μια γυναίκα το πρώτο της το στεφάνι; Αν μάθαινα πως απέθανε, +χωρίς άλλο θάπαιρνα τον απόθωρό μου και θα ξαναπαντρεύομουν, αλλά +ποιος μου είπε πως απέθανε; Ύστερα, πώς να ξεχάσω έναν άντρα, που +δεν τον γνώρισα σαν άντρα, παρά μόνο σαν αδερφό; Ξέρετε τι θα ειπή +αυτό; Μια βδομάδα μοναχά ζήσαμαν αντάμα, σαν αδέρφια αγκαρδιακά, κι' +ύστερα... πάη, πάη, κι' ακόμα πάη!.- + + — Κι' είσαι άγγιχτη ακόμα; + +Είπε μια, η πλειο περίεργη. + + — Ντίπου άγγιχτη! απολογήθηκε η Κώσταινα. Μα τον Θεό, και μα την +πίκρα της Ξενιτειάς! Όταν παντρευτήκαμαν, εγώ είμουν δέκα πέντε +χρονών, κι' εκείνος — νάσκαζα — είταν δώδεκα μοναχά. Δεν τάχε κι' +αυτά σωστά ακόμα, και δεν ήξευρε τίποτε από τα εγκόσμια. Τον είχαν +παντρέψει οι γοναίοι του τόσο μικρόν, γιατί είταν αποφασισμένοι να +τον ξενιτέψουν, κι' εφοβώνταν μη δε γυρίση γλήγορα. Εξόν απ' αυτό, +δεν είχαν κι' άλλο παιδί, ούτε σερκό, ούτε θηλκό, κι' είχαν οι +καημένοι ανάγκη από πηρέτια. Θιός σχωρέσ' την ψυχή τους, κι' άγιο το +χώμα τους! + + +Με τα λόγια αυτά έπαψε η κακομοίρα η Κώσταινα το πικρό της το +ξεμολόγημα. Δυο φλογερά δάκρυα &αυλάκωσαν& τα καταπάρθενα μάγουλά +της, και σε ολίγο όλη η συνοδειά είταν μέσα στο χωριό, όπου άρχισαν +να χωρίζωνται, γιατί η κάθε γυναίκα έμπαινε στο σπίτι της. + +Το Μικρό Χωριό είναι όνομα και πράμμα μικρό χωριό. Έχει το όλο δέκα +μόνο σπίτια, χτισμένα με άσπρο ασβεστολίθι και σκεπασμένα με άσπρες +πλάκες. Κεραμίδια εκεί δεν ξέρουν τι πράμμα είναι. Τα πλειότερα +σπίτια είναι ισόγεια, κι' είναι το ένα κοντά στα άλλο, και δεν +χωρίζονται παρά από κανέναν κήπο. + +Τη βραδειά εκείνη από το χειμωνιάτικο σκοτάδι έφεγγαν οι θύρες και +τα παράθυρά του. Η μεγάλη κοκκινωπή αναλαμπή, που έβγαινε μέσα από +τα σπίτια, δεν είταν από τα πολλά λυχνάρια τους, αλλ' από τα ξηρά +ξύλα, που έβαναν στη στια και για το ζέσταμα των ανθρώπων και για το +φώτισμά τους αντάμα. + +Ο ουρανός λίγο-λίγο θολόνονταν πλειότερο, άστρο κανένα δεν έφεγγε +ψηλά του κι' ο Βοριάς άρχισε να φυσάη πολύ δυνατά. Το Μικρό Χωριό, +αφού δείπνησε και &σιλάρωσε& τα ζωοπράμματά του, έκλεισε τες θύρες +του και τα παράθυρά του κι' ετοιμάστηκε να κλείση τα μάτια του και +να ριχτή στην αγκαλιά του ύπνου, όσο που να βαρέση το πρωινό ο παπάς +το σήμαντρο της εκκλησιάς. Όξω ο λυσσιασμένος Βοριάς κόπασε κι' +άρχισε να χιονίζη. Το χιόνι έπεφτε τόσο πυκνό και πολύ, ώστε όλο +εκείνο το σκοτάδι της συννεφιασμένης νύχτας άλλαξε όψη. + +Μες από τα σπίτια ετοιμάζονταν το Μικρό Χωριό να κοιμηθή, για να +ξυπνήση, όταν βαρέση ο σήμαντρος της εκκλησιάς, όξω από τα σπίτια +χιόνιζε ακατάπαυστα και γαύγιζαν τα σκυλλιά, κι' απάνω σ' αυτό ένας +γλυκός ήχος κυπριού αχολογούσε στο σκοτάδι μελαγχολικά — μελαγχολικά +«τριγκ.... τριγκ.... τριγκ.... τριγκκκ. » + + — Γιατί γαυγίζουν τα σκυλλιά «γκάβου, γκάβου, γκάβου»; Ποιος είν' ο +ξένος που φέρνει γύρα το χωριό τη νύχτα «γκρουπ.. γκρουπ.. γκρουπ» +καβάλλα στο μουλάρι, πώχει το κυπρί που λαλάει γλυκά-γλυκά «τριγκ... +τριγκ... τριγκκκ»; + +Το &φάνισμα& του ξένου τώμαθε το Μικρό Χωριό από τες γυναίκες, που +πήγαν στο ποτάμι για νερό, αλλά πάντεχαν, ότι θάχε κανένα γνώριμο +στο χωριό, κι' ότι πήγε εκεί, αλλά τα γαυγίσματα των σκυλλιών, +«γκάβου.. γκάβου.. γκάβου.. » το ποδοβολητό του μουλαριού «γκρουπ.. +γκρουπ.. γκρουπ.. » και το λάλημα του κυπριού «τριγκ.. τριγκ.. +τριγκκκ.. » έδωσαν εις το Μικρό Χωριό να καταλάβη, ότι ο ξένος δεν +πήγε σε κανένα σπίτι, κι' ότι δεν είχε κανένα γνώριμο στο χωριό. + +Οι θύρες τότες άνοιγαν μια-μια, και μια γλυκή φωνή έβγαινε από μέσα: + + — «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι' ό,τι κι αν +είσαι, θαυρής φωτιά να ζεσταθής, και ψωμί να χορτά'ης.. » + +Αλλ' ο ξένος εχάνονταν σαν ίσκιωμα, χωρίς να δώση απάντηση στο +ευγενικό προσκάλεσμα, από πίσω του ακολουθούσαν μανιωμένα τα +σκυλλιά, γαυγίζοντας, και μοναχά το λάλημα του κυπριού του μουλαριού +του ακούονταν γλυκά και θλιβερά «τριγκ.. τριγκ.. τριγκκκκ». + +Ο αγνώριστος ξένος πέρασε μπροστά απ' όλες τες εξώθυρες, στάθηκε +μπροστά σ' όλες, όλα τα σπίτια του Μικρού Χωριού ένα-ένα τον +προσκάλεσαν: + + — «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι' ό,τι κι' αν +είσαι, θαυρής φωτιά να ζεσταθής και ψωμί να χορτά'ης». + +Αλλ' εκείνος χάνονταν σαν ίσκιωμα, χωρίς να δώση απάντηση στο +ευγενικό προσκάλεσμα, από πίσω του ακολουθούσαν μανιωμένα τα +σκυλλιά, γαυγίζοντας «γκάβου.. γκάβου.. » και μοναχά το λάλημα του +κυπριού του μουλαριού του ακούονταν θλιβερά στο βαθύ σκοτάδι της +νύχτας «τριγκ.. τριγκ.. τριγκκκ.. » + +Μοναχά ενός σπιτιού δεν άνοιξε η θύρα, μοναχά ενός σπιτιού το σκυλλί +δε γαύγισε «γκάβου.. γκάβου.. γκάβου.. » και μοναχά από ένα σπίτι +δεν ακούστηκε το προσκάλεσμα: + + — «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι' ό,τι κι' αν +είσαι, θαυρής φωτιά να ζεσταθής και ψωμί να χορτά'ης». + +Αυτό το σπίτι είταν της Κώσταινας, πούχε τον άντρα της σαράντα +χρόνια στα Ξένα, χωρίς γράμμα και χωρίς αντιλογιά. + +Η Κώσταινα, επειδής είταν μοναχή της, δεν εδέχονταν ξένους χωρίς +γνώρο, αλλ' ακολουθούσε με τ' αυτί το ποδοβολητό του μουλαριού +«γκρουπ... γκρουπ... γκρουπ... » και το γλυκό λάλημα του κυπριού +«τριγκ.. τριγκ.. τριγκ... » + +Ο αγνώριστος ξένος δέκα φορές έφερε το Χωριό άνω κάτω. Ξέταξε όλα τα +σπίτια ένα-ένα, σα νάθελε να βρη καμμιά εξώθυρα γνώριμη, αλλά έχανε +τον κόπο του του κάκου. Δεν μπορούσε ναυρή τίποτε. Όλα του είταν +ξένα. Όλα του είταν άγνωστα. Φαίνονταν, σα να γνώριζε, ότι είταν +μέσα στο Μικρό Χωριό, αλλά το χωριό δεν είταν αυτό. Είχ' αλλάξει +όψη. Τα σπίτια είταν αλλοιώτικα, οι οβοροί αλλοιώτικοι, οι δρόμοι +αλλοιώτικοι, η εκκλησιά αλλοιώτικη: τα όλα αλλοιώτικα, και γι' αυτό, +όταν τον εκυνηγούσαν τα σκυλλιά αληχτώντας «γκάβου.. γκάβου.. +γκάβου» κι' άκουε το σπλαχνικό προσκάλεσμα: + + — «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι' ό,τι κι' αν +είσαι, θαυρής φωτιά να ζεσταθής και ψωμί να χορτά'ης». + +Έφευγε κι' ακόμα έφευγε σαν ίσκιωμα, χωρίς ν' απολογηθή στο ευγενικό +προσκάλεσμα, αφίνοντας οχ πίσω του μοναχά το γλυκό λάλημα του +κυπριού του μουλαριού του « τριγκ... τριγκ... τριγκκκ... » + +Το Μικρό Χωριό, εξόν της Κώσταινας, όλο έγεινε άνω-κάτω, γιατί δε +μπορούσε να καταλάβη, αν ο άνθρωπος, που είταν καβάλλα στο μουλάρι, +κι' έφερνε γύρα το χωριό, είταν άνθρωπος ή ίσκιωμα.... Άνθρωπος δεν +είταν δυνατό να είταν, γιατί, ως άνθρωπος, θα είχεν ανάγκη για +ζέστα, για θροφή και για ύπνο. Κι' επειδής φαίνονταν ότι δεν είχε +ανάγκη απ' όλα αυτά, είταν χωρίς άλλο ίσκιωμα!.. + +Μες από τα σπίτια του Μικρού Χωριού βασίλευε αμολόγητος φόβος, όξω +από τα σπίτια χιόνιζε ακατάπαυτα. Ακούονταν οι αληχτησιές των +σκυλλιών και το κακό το λάλημα του κυπριού «τριγκ... τριγκ... +τριγκκκ... » Γι' αυτό δεν ανοίχτηκε πλειο καμμιά θύρα και καμμιά +σπλαχνική φωνή δεν προσκάλεσε πλειο τον ξένον σαν πριν: + + — «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι ό,τι κι' αν +είσαι, θαυρής φωτιά να ζεσταθής και ψωμί να χορτά'ης». + +Καρδιοχτύπι φοβερό είχε πιάση όλο το Μικρό Χωριό, εξόν της +νυφοκόρης, της Κώσταινας, που περίμενε μ' ανυπομονησιά να χτυπήση το +σήμαντρο της εκκλησιάς και να πάη το ίσκιωμα μαζύ με το μουλάρι του +και με το κυπρί του στ' άφαντα και στα κατακλείδια της γης, όπου +έχει το κατοικειό του, αλλά ο σήμαντρος δεν ακούονταν... + + — Τι νάχη τρέξη τάχα; Μη δεν μπόρεσε να βγη ο παπάς από το χιόνι +κι' από το σκοτάδι; + + — Αχ! τι καλό πράμμα να είχε το καημένο το Μικρό Χωριό τον παπά του +εγκάτοικο, και να μην προσμένη παπά από το γειτονικό χωριό νάρχεται +κάθε γιορτή νύχτα να λειτουργάη; — Κακό χωριό τα λίγα σπίτια! — Τι +κατάρα στο καημένο το Μικρό Χωριό να μην έχη ποτέ δικό του παπά! + + — Κικιρίκουουουουου! + +Λαλούν τ' αρνίθια. Είναι ώρα που τα ισκιώματα της νύχτας +γκρεμοτσακίζονται και φεύγουν από τον απάνω-κόσμο! + +Κοντεύει να χαράξη! Κοντεύει να βαρέση ο σήμαντρος! + +Το Μικρό Χωριό αναλαβαίνει λίγο θάρρος. + + — Δόξα σοι ο Θεός! Τώρα όπου κι' αν είναι θα βγη ο παπάς και θα +βαρέση το σήμαντρο! Λάκκισε το ίσκιωμα! + + — Κικιρίκουουουουου!.. + +Λαλούν τα πετείνια δεύτερη φορά. + + — «Τσιγκ-τσαγκ, τσιγκ-τσαγκ, τσιγκ-τσαγκ!... » Χτυπάει ο σήμαντρος! + +Γλυκοχαράζει βαθυά η ανατολή μέρα με ξαστεριά. + +Όλο το Μικρό Χωριό ανοίγει τες θύρες του. Πηγαίνει στην εκκλησιά κι' +είναι βέβαιο, ότι το ίσκιωμα πήρε με την ώρα του το δρόμο του +ποταμού. Και στα σωστά φαίνονταν ο τορός του μουλαριού ψηλά στο +χιόνι να καταιβαίνη στον ποταμό. + +Η εκκλησιά στη στιγμή γέμισε απ' ανθρώπους, άντρες, γυναίκες και +παιδιά κι' ο παπάς έλεγε τα γράμματα της λειτουργιάς. + +Η μοναχή κουβέντα, πώκαναν μέσα στην εκκλησιά, είταν το φάνισμα του +ισκιωματιού τη νύχτα μέσα στο χωριό, και τόσο πολύ η κουβέντα αυτή +έπαιρνε κι' έδινε, ώστε κι' οι άντρες κουβέντιαζαν, πράμμα που μόνον +οι γυναίκες τώκαναν ως τα τότε, κι' έκαναν πάντα τον παπά να τους +φωνάζη μες από το γιερό: + + — «Σωπάστε, γυναίκες»!... + +Ο καθένας έλεγε τ' αλλουνού σιγανά για το ίσκιωμα, πως το κατάλαβε +πως είταν, για το μουλάρι του, που είταν καβάλλα, και για το λάλημα +του κυπριού. Οι γυναίκες π' αγαπούνε φυσικά πολύ την κουβέντα +λησμόνησαν ότι βρίσκονταν στην εκκλησιά, κι' ούτε άκουγαν τον παπά, +που τους έλεγε κάθε λίγο με θυμό: + + — «Σωπάστε, καταραμένες»! + +Όλον τον νου τους τον είχαν στο ίσκιωμα και πλειότερο εκείνες, που +πήγαν το βράδυ στον ποταμό για νερό. Η μια έλεγε πως είδε, ότι το +ίσκιωμα είχε γένεια μακρυά, ως τα γόνατα, η άλλη, ότι είχε κάτι +νύχια, Παναγιά μου! μακρυά και σουβλερά μια πιθαμή μακρύτερα από τα +δάχτυλά του, άλλη, ότι το μουλάρι δεν είχε ουρά, κι' εκείνο το +πράμμα, που φαίνονταν σαν ουρά είταν η ουρά του ισκιωματιού. Άλλες +πάλε έλεγαν άλλα, σε τρόπο, που μπορούσε κανένας να πιστέψη — αν +πίστευε τα γυναικίσια λόγια — ότι το ίσκιωμα εκείνο είταν χίλιων +λογιών, και ότι είταν ο ίδιος ο Ζερζεβούλης. + +Μοναχά η Κώσταινα, η νυφοκόρη του χωριού, δεν ανακατεύτηκε στες +κουβέντες, αλλά στέκονταν κοντά στην εικόνα της Παναγιάς, την +παρακαλούσε μέσα πο τα φυλλοκάρδια της να κάνη το θάμα της, και να +φέρη τον Κώστα της, που έλειπε σαράντα χρόνια στην Ξενιτειά. Τον +φαντάζονταν ακόμη νιόν, αν και της έλειπε μια ζωή, τον φαντάζονταν +ίσως παιδί ακόμα, σαν που τον είχε ιδεί την κοντινή τη φορά, όταν +τον ξεκίνησε για τα έρημα τα Ξένα, φορώντας ακόμα τα χρυσά τα τέλια +στο κεφάλι της. Της έρχονταν στο νου της η ανυπαντροπαντρεμένη ζωή +σαράντα χρονών, που πέρασε, αφόντας βγήκε από το πατρικό της, σα +νύφη και σαν παρθένα. Κι' όσο ζούσαν τα πεθερικά της αντιστέκονταν ο +πόνος, πούχε για τον πολυαγαπημένο της τον Κώστα, στο πρόσωπο +εκεινών, αλλά ύστερα από το θάνατό τους έμεινε σαν τον κούκκο +μοναχή, ανάμεσα στους τέσσερους τοίχους, χωρίς γράμμα και χωρίς +αντιλογιά. Αλλά στην επανάσταση του 1854, όταν μαζύ με άλλα χωριά +της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Ήπειρως κάηκε και το Μικρό +Χωριό και μαζύ με το Μικρό Χωριό κάηκε και τ' ώμορφο το σπίτι της, +έμεινε στους πέντε δρόμους μοναχή, σαν η σταλαμματιά από το δέντρο, +κι' είδε κι' έπαθε με τα ξενοδούλια, για να μπορέση να βγάλη τα +έξοδα, για να βάλη μαστόρους να χτίση, όχι σαν το σπίτι, πούχε πρώτα +με ανώγια και κατώγια, αλλά ένα χαμηλό σπιτάκι, με δυο στιες μονάχα, +γιατί δεν είχε τίποτε άλλο, παρά πεντέξη γιδούλες και τρία τέσσερα +προβατάκια για να ντυέται και ν' αρταίνεται. + +Επειδή είταν ώμορφη, τίμια και νοικοκυρά, πολλοί πολλές φορές τη +γύρεψαν να την πάρουν, αλλ' αυτή δε θέλησε ν' ακούση για δεύτερη +παντρειά. Πρόσμενε πάντα και παρηγορούσε την ερημιά της, μ' ένα +γράμμα, μοναχό γράμμα, που είχε στείλη ο Κώστας στους γονήδες του, +άμα έφτασε στα Ξένα. Το γράμμα αυτό το φύλαγε μέσα στο νυφικό της το +φέσι με τα τέλια τα χρυσά, και κάθε φορά που ήκουεν ότι η τάδε έλαβε +γράμμα από τον άντρα της, έβγαζε κι' αυτή από τη χιλιοπλουμισμένη +κασσέλλα της το γράμμα αυτό και πήγαινε στον παπά να της το διαβάση. +Κατόπι το δίπλονε πάλε με μεγάλη έγνοια και το ξανάβαζε στη +μοσκομυρισμένη αγκαλιά του νυφικού της του φεσιού με τα χρυσά τα +τέλια, πούχε μέσα στη χιλιοπλουμισμένη της την κασσέλλα. + +Σαράντα χρόνια εκείνο το γράμμα, που αντιπροσώπευε τον πολυαγαπημένο +τον άντρα της Κώσταινας, εκοιμώνταν μέσα στην μοσκομυρισμένη αγκαλιά +του νυφιάτικου του φεσιού της, με τα χρυσά τα τέλια, που +αντιπροσώπευε τες νυφιάτικες τες μέρες της. Αυτά τα δύο πράμματα: το +γράμμα και το φέσι είταν τα μόνα με την κασσέλλα, που πρωτοσκέφτηκε +η Κώσταινα να γλυτώση στην επανάσταση του 1854, τότε που τα σπίτια +μαζύ με το βιο όλου του χωριού έγειναν φλόγες. + +Εκεί μπροστά στο εικόνισμα της Παναγιάς θυμώνταν η καημένη η +Κώσταινα τα λόγια, πούχε μέσα του Κώστα της το γράμμα, που έγραφε +στους γοναίους του να προσέχουν τη νύφη τους και να μην τη +μαλλόνουν. Αυτά τα λόγια, που ήκουε ταχτικά, όσες φορές έδινε το +γράμμα της να της το διαβάση ο παπάς, ξανάνειοναν την υπομονή της +στα στήθια της, και παίρνοντας καινούργιο θάρρος έλεγε μέσα της: + + — Ο Κώστας μου μ' αγαπάει... δε γίνεται να με λησμονήση! Θάρθη μια +μέρα! + +Αναβάνοντας όλα αυτά η καημένη η Κώσταινα στο νου της, κύτταζε την +Παναγιά στα μάτια, κι' έχοντας τα δικά της τα μάτια γεμάτα δάκρυ και +κάνοντας το σταυρό της έλεγε: + + — Παναγίτσα μ', κάνε το θάμα σ'! + +Ενώ η Κώσταινα βρίσκονταν μοναχή της, με τες σκέψες της και με όσα +της θύμιζαν τα σαράντα χρόνια του ζωντανού ξεχωρισμού, κι' η +λειτουργιά είταν στο «&εξαιρέτως&» ανοίγει απ' έξω η θύρα της +εκκλησιάς και μπαίνει μέσα με βαρυά πατήματα άνθρωπος ψήλος και +δασύς, ηλικίας πενήντα χρονών και παραπάνω, με φορέματα ξενιτεμένου, +κι' από τη θύρα πώμενε πίσω του μισογυρισμένη μπήκε και το φως της +ημέρας, που άρχισε να ξανοίγη, κι' ακούστηκε το λάλημα του κυπριού +«τριγκ... τριγκ... τριγκκκκ». + +Ο ξένος πήγε ίσια μπροστά στην Παναγιά, κι' ενώ οι Μικροχωρίτες +έμεναν ξαπορεμένοι, αυτός άναψε μια μεγάλη άσπρη λαμπάδα, +σταυροκοπήθηκε, προσκύνησε κι' άρχισε ν' ασπάζεται τα εικονίσματα +του τέμπλου από το Χριστό ως τον Προφήτη-Ηλία, κι' ύστερα τραβήχτηκε +σ' ένα στασίδι. Όλοι έβλεπαν μ' απορία τον ξένο και με φόβο +παρατηρούσαν για να βρουν κανένα πράμμα, που να μοιάζη με το ίσκιωμα +της νύχτας. — Αλλά πάλε μπορεί να μπη ίσκιωμα στην εκκλησιά; Λοιπόν +αυτός δεν είναι ίσκιωμα! + + — Αλλά ποιος νάναι; + +Τέτοιες απάνω-κάτω είταν οι σκέψες του κάθε Μικροχωρίτη, άμα είδαν +εκείνον τον ξένο, και δεν έβλεπαν την ώρα πότε να σκολάση ο παπάς τη +λειτουργιά και να τον ρωτήσουν ποιος είναι, πούθε έρχεται και πού +πάει. Τέλος σ' ένα κομμάτι ώρας σκόλασε η λειτουργία, κι' ο +προύχοντας του Μικρού Χωριού, κατά το συνήθειο, προσκάλεσε τον ξένο +στο σπίτι του με την ιδέα να μάθη εκεί ποιος είναι και δεν είναι. Ο +ξένος, σκεφτικός και μελαγχολικός, έλυσε το μουλάρι του από ένα +δέντρο, που το είχε δεμένο, κι' ακολούθησε τον προύχοντα, σα χωρίς +να θέλη. Όλοι οι Μικροχωρίτες έρριξαν τα μάτια στον ξένο, σα να +είταν κάτι τι περίεργο και αφύσικο, που μπορούσε ν' αγρυπνάη τη +νύχτα έξω με τα σκυλλιά και με τα σκοτάδια, και να μπαίνη την ημέρα +στην εκκλησιά και ν' ανταμόνεται με τους ανθρώπους. + +Πριν να φτάση ο προύχοντας με τον ξένο στο σπίτι του, πέρασαν +μπροστά από το σπίτι της νυφοκόρης της Κώσταινας. Αυτή, εκείνη τη +στιγμή, στέκονταν στην πορειά της, κι' επειδή αιστάνονταν +λιθοπάτημα, κάθε φορά που έβλεπε άνθρωπο με φορέματα ξενιτεμένα, +είπε στον προύχοντα ντροπαλά-ντροπαλά, πριν εκείνος της δώση την +«καλημέρα». + + — Κοπιάστε, αφέντη, από το σπίτι μ' πρώτα, έτσι να ζήσης, να σας +κεράσω ορθούς ένα ρακί, για να μου ευκηθήτε το να «&καλοδεχτώ&». + +Ο προύχοντας, γέροντας σεβάσμιος και γλυκός, δε μπόρεσε να μη δεχτή +το προσκάλεσμα της δυστυχισμένης εκείνης γυναίκας, που την είχε +συντρέξη πολλές φορές και με την υπόληψή του και με χρήματα, κι' +έστριψε να μπη στον αυλόγυρό της. Άμα είδε αυτό η Κώσταινα, με +γληγοράδα ζαρκαδιού μπήκε μέσα στο σπίτι της, για να στρώση κατά γης +την καλή της την πρόκοβα και να ρίξη το πλουμισμένο προσκέφαλο. Ο +προύχοντας κοντοστάθηκε λίγο στην αυλή, και θεώρησε ανάγκη να +δικαιολογήση την επίσκεψη αυτή: + + — Ας σταθούμε, του είπε, μια στιγμή σ' αυτή τη φτωχή. Είναι +ξενιτεμένη πολλά χρόνια, δίχως γράμμα και δίχως αντιλογιά, και δεν +απελπίστηκε ακόμα, περιμένοντας τον άντρα της από τα Ξένα. + +Σ' αυτά τα λόγια ο ξένος, σέρνοντας από πίσω του το μουλάρι με το +κυπρί, που λαλούσε ακατάπαυτα «τριγκ-τριγκ-τριγκκκκ.... » στάθηκε, +σα να ήθελε να βρη με το μάτι του κάτι τι, ή να θυμηθή κάτι τι. +Αχτίδα χαράς φώτισε το πρόσωπό του, πούχε κάνει η μελαγχολία +σκοτεινό, αλλ' η αχτίδα εκείνη ισκιώθηκε κι' έσβυσε στη στιγμή, και +το πρόσωπο του ξένου ντύθηκε την πρώτη σκυθρωπάδα. Δεν είχαν +ξεπεράσει ακόμα τη μέση της αυλής ο προύχοντας με τον ξένον, όταν το +μουλάρι του ξένου χλιμήτρησε, και το σκυλλί της Κώσταινας πετάχτηκε +από το κουμάσι του και χωρίς ν' αληχτήση περικύκλωσε τον ξένο και +ρίχνονταν γύρα του περίχαρο. Ο προύχοντας πήρε αυτά τα δυο σημάδια, +δηλαδή το χλιμήτρημα του μουλαριού και τα πηδήματα του σκυλλιού για +καλόν οιώνα, και φώναξε δυνατά: + + — Τα σχαρήκια, Κώσταινα... + +Ο ξένος είχεν ακούσει, ότι η Κώσταινα είταν ξενιτεμένη πολλά χρόνια, +χωρίς γράμμα και χωρίς αντιλογιά, ακούοντας τώρα, ότι την έλεγαν και +Κώσταινα, και τον προύχοντα να φωνάζη «τα σχαρήκια... » κοντοστάθηκε +λίγο, κλονίστηκε, σαν κυπαρίσσι, που τώχει κόψει τες ρίζες του ο +ξυλοκόπος, άφησε από τα χέρια του το καπίστρι του μουλαριού, +γονάτισε και σωριάστηκε κατά γης, ψηλά στο χιόνι. Βλέποντας τούτο ο +προύχοντας σκιάχτηκε και φώναξε μ' όλα τα δυνατά του: + + — Τρέξ' όξω, σκύλλα Κώσταινα, με τη βουτσέλλα, λιγοθύμησ' ο +ξένος!... + +Η Κώσταινα πετάχτηκε ξυπόλυτη έξω, κρατώντας στα χέρια της τη +βουτσέλλα γεμάτη νερό κι' άρχισε να την χύνη στο κεφάλι του ξένου. +Στην στιγμή έτρεξαν κι' οι γειτόνοι, σήκωσαν τον ξένο στα χέρια και +τον έβαλαν ψηλά στην προκόβα, πούχε στρωμένη η Κώσταινα, και τον +σκέπασαν με την καινούργια την στέργα, ενώ ο προύχοντας, νομίζοντας +ότι προσβάλλονταν η φιλοτιμία του, επέμενε να σηκώσουν τον άρρωστο +και να τον πάνε στο σπίτι του, γιατί είταν προσκαλεσμένος του, και +να μη τον αφήση να κοιταστή σε άλλο σπίτι, και μάλιστα στης +φτωχότερης και της ορφανώτερης του χωριού, αλλ' η Κώσταινα δεν +έστρεγε, και του είπε με μύτη: + + — Εδώ πώπεσε, αφέντη, ο άνθρωπος, εδώ και θα μείνη, κι' αν είμαι +φτωχή, ο άντρας μ' να ζήσ'... ποιος ξέρ':.. + +Ένεκα που λιγοθύμησε ο ξένος τόσο ξαφνικά και τόσο ανεπάντεχα, +έτρεξε όλο το χωριό στο σπίτι της Κώσταινας, για να μάθουν τι και +πώς έγεινε, αλλά ο ξένος κοίτονταν βουβός και δε μπορούσε να μιλήση. +Σ' αυτό απάνω κατάφτασε κι' ο παπάς, γιατί είχε μάθει από πριν ότι +κάποια σχέση είταν ανάμεσα του ισκιωματιού, που φάνηκε τη νύχτα κι' +εκεινού του ξένου. Πέρασε στη στιγμή το πετραχήλι στο λαιμό κι' +άρχισε τους ξορκισμούς, που τους ήξερε απ' έξω. + +Ο παπάς αυτός ήταν ξακουσμένος για το μνημονικό του, γιατί γνώριζε +απ' έξω όλα τα βιβλία της εκκλησιάς: Βαγγέλιο, Απόστολο, Ψαλτήρι, +Χτωήχι, Ρολόγι, Τριώδι, Πεντηκοστάρι και όλα τα γράμματα των +γιορτών, πώχουν τα Μηναία. Κοντολογία: αυτός ο παπάς είταν το θάμα +όλων των χωριών, που είταν γύρα στο Μικρό Χωριό, κι' οι Μικροχωρίτες +τον αγαπούσαν πλειότερο, γιατί έλεγε όλα τα γράμματα, που είναι +μπροστά από τη λειτουργιά στο δρόμο, από το χωριό του ως το Μικρό +Χωριό, κι' άμα χτυπούσε το σήμαντρο, έμπαινε αμέσως στη λειτουργιά. + +Ο παπάς δεν είχε ειπή δυο-τρεις εξορκισμούς, όταν ο λιγοθυμισμένος +ξένος άνοιξε τα μάτια του και με φωνή τρεμουλιαστή είπε σ' όλους +τους ανθρώπους, που βρίσκονταν γύρα του: + + — Καλώς σας ηύρα χωριανοί! Είμαι ο Κώστας! Είμαι ο νοικοκύρης της +νοικοκυράς.... + +Ήθελε να ειπή ότ' είταν ο άντρας της Κώσταινας, αλλά το συνήθειο της +πατρίδας εμποδίζει να λέγωνται στώνομα μπροστά στους άλλους, τ' +αντρόγυνα. Εξ αιτίας απ' αυτό αναγκάστηκε να το ειπή με άλλα λόγια. + +Άμα ήκουσε τα λόγια αυτά η Κώσταινα, τάχασε ολότελα. Δεν ήξερε τι +έλεγε. Δε μπορούσε να σταθή στα ποδάρια της, ούτε να πάη εκεί που +ήθελε. Άλλου ήθελε να πάη, κι' άλλου πήγαινε. Ήθελε να δείξη τη χαρά +της με λόγια, αλλά δε μπορούσε να πη τα λόγια, που ήθελε. Στο τέλος +της δέθηκε κι' η γλώσσα! Δεν ήξερε τι έκανε. Νους, γλώσσα, χέρια, +ποδάρια, κορμί είχαν όλα πιαστή από τη χαρά. + +Ο παπάς βλέποντας, ότι οι εξορκισμοί του έφεραν ανεπάντεχα καλά, +έπαψε το διάβασμα, κι' όλοι, όσοι βρίσκονταν εκεί, άντρες και +γυναίκες και παιδιά, ξεφώνησαν από τη χαρά τους, ενώ το κυπρί του +μουλαριού ακούονταν, που λαλούσε όξω στην αυλή «τριγκ-τριγκ-τριγκ- +τριγκκκκ.....» + +Αφού κατάπαψε η βοή της χαράς κι' ήρθε στον εαυτό της η Κώσταινα, ο +Κώστας βήκε όξω, ξεφόρτωσε το μουλάρι, τώδεσε και το σιλάρωσε, +κατόπι γύρισε μέσα κι' αφού έβαλε τα πράγματά του σε μια γωνιά +κάθησε σιμά στην παραστιά κι' άρχισε να μολογάη της ξενιτειάς του, +τα πάθια: + + — «Είμουν, είπε, δώδεκα χρονών παιδί, όταν ξεκίνησα για την +Ξενιτειά. Πέρασα βουνά, ποτάμια, κάμπους, και θάλασσες. Εκεί μπήκα +σ' έναν αφεντικό. Σε λίγον καιρό ο αφεντικός μου κατηγορήθηκε ότι +ήταν ενάντιος του βασιλειά κι' έγεινε εξορία μαζύ με την φαμίλλια +του. Όλοι οι δούλοι του τον παράτησαν, και μοναχά εγώ πήγα κοντά +του, γιατί είταν καλός και με αγαπούσε. Μας πήγανε σ' έναν πολύ +άγριον τόπο, κι' εκεί μας πούλησαν στους κουρσάρους της Μπαρμπαριάς, +και μας πήγαν δεμένους στην πατρίδα τους. Εκείνοι μας μέρασαν, κι' ο +καθένας μας πουλήθηκε στο Παζάρι &σκλάβος αλευτέρωτος& σ' άλλους +ανθρώπους. Ανθρώπους λέγω; Θηρία!!! Εγώ πουλήθηκα πέντε φλωριά. Δεν +μπορώ να σας μολογήσω της σκλαβιάς τα πάθια και τα βάσανα, φτάνει +μόνο να σας ειπώ, πως προτιμούσα χίλιες φορές το θάνατο από κείνη τη +ζωή. Έκαμα τριάντα πέντε χρόνια ακέραια σκλάβος και μέρα νύχτα έκανα +το σταυρό μου και παρακαλούσα την Παναγιά να με γλυτώση από τα κακά +χέρια και να γυρίσω στην Πατρίδα μου. Τέλος ο Θεός με λυπήθηκε κι' +έστειλε ένα κακό θανατικό, που θέρισε όλους εκείνους τους κακούς +ανθρώπους, που μ' είχαν σκλάβον αλευτέρωτο. Σ' αυτό απάνω ηύρα τον +καιρό κι' έφυγα. Αφόντας σκλαβωθήκαμαν τι δρόμο πήρε ο αφεντικός μου +και η φαμίλλια του δεν ξέρω. + + «Αφού γλύτωσα, τράβησα δρόμο κατά τη θάλασσα. Ύστερα από πολλές +μέρες έφτασα σ' ένα λιμάνι, μπήκα μέσα σ' ένα καράβι φράγκικο και μ' +έβγαλε στην Αλεξάντρα. Απέκει τράβησα πάρα μέσα. Έκατσα τέσσαρα- +πέντε χρόνια και, δόξα τον Θεό, απόλαψα πολλά ολίγα χρήματα, και +κίνησα νάρθω στην Πατρίδα. Δεν γνώριζα αν στέκονταν ορθό το σπίτι +μου κι' αν η.... δεν πήρε άλλον άντρα. Όσο για τους γοναίους μου, +είμουν παραβέβαιος ότι είχαν πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια, γιατί +είταν γερόντοι άνθρωποι και δε μπορούσαν να ζήσουν πλειότερο. + + «Γι' αυτό, ψες ήρθα νύχτα και δεν έρριξα κάνα ντουφέκι σαν +ξενιτεμένος. Ποιος θα βγη να με δεχτή; (Είπα μέσα μου). Να σας πω +την αλήθεια; Όταν μπήκα στο σύνορο του χωριού μετάνοιωσα π' άφηκα +την Ξενιτειά για νάρθω σ' άλλη Ξενιτειά. + +Όταν μπήκα στο χωριό, μου φάνηκε πως δεν είταν το χωριό μου, που το +είχα πάντα στο νου μου σαράντα χρόνια, μαζύ με τους σπιτιακούς μου +και την πίστη μου. Τρία πράγματα δεν έφυγαν απ' το νου μου σ' όλον +τον καιρό της κακής μου ξενιτειάς: το χωριό μου, οι σπιτιακοί μου, +κι' η πίστη μου. Δεν το γνώρισα ολότελα το καημένο μου το χωριό, που +μου γελούσε πάντα στον ύπνο μου και στα ονείρατά μου. Τα σπίτια μου +φάνηκαν αλλοιώτικα, οι δρόμοι αλλοιώτικοι, το μεσοχώρι αλλοιώτικο... +Είναι αλήθεια ότι έφυγα μικρό παιδί και γυρίζω σήμερα γέρος, αλλά +τόσο θυμούμαι τα πράγματα εδώ, που μου φαίνεται, σαν να έχω φύγει +χτες. Υπόθεσα ότι έγεινε κανένας χαλασμός από θανατικό, ή από +επανάσταση, ότι κανένας Μικροχωρίτης δε βρίσκεται εδώ μέσα, κι' ότι +είστε όλοι φερτικοί από μακρυνόν τόπο. + + — Μας χάλασε η επανάσταση, του είπαν οι χωριανοί. + + — Τι λέτε; Αλήθεια;... Ας είναι. Μου τα λέτε ύστερα..... «Δε μου +έκανε η καρδιά να χτυπήσω κανενός θύρα κι' αποφάσισα να περάσω όλη +την νύχτα στο δρόμο, κι' άμα φέξη να ιδώ μια φορά με τα μάτια μου +το χώμα που πέρασα τα παιδιακάτα μου κι' ύστερα να φύγω, να φύγω, +κι' εγώ να μην ξέρω πού να πάγω. Να φύγω σε ξένον τόπο και να +πεθάνω λησμονημένος, χωρίς να ξέρη κανένας πούθε είμαι και ποιος είμαι. Θα το είχα πλειότερο παράπονο να είμαι ξένος στον τόπο μου +παρά στην Ξενιτειά. + + «Είχα ξεμακρύνει κι' έφυγα με καρδιά βαρειά, πλειο βαρύτερη από το +βουνό, όταν ακούω το σήμαντρο της εκκλησιάς μας να βαρή, και +θυμήθηκα πως είχα φέρει τάξιμο μια λαμπάδα για την Παναγιά. Τότες +είπα μέσα μου: + + «Ας γυρίσω πίσω ν' ανάψω στην Παναγιά τη λαμπάδα που της έφερα, +χωρίς να ειπώ κανενός ποιος είμαι και ποιος δεν είμαι, κι' ύστερα +ανοιχτός μου είναι ο δρόμος της Ξενιτειάς... Γύρισα, μπήκα στην +εκκλησιά κι' άναψα τη λαμπάδα. Τ' άλλα τα ξέρετε! Και πάλε καλώς σας +ηύρα, χωριανοί μ'. Είμ' ο Κώστας!!! » + +Όταν τελείωσε την ιστορία του ο Κώστας, όλοι γύρω του είχαν τα μάτια +γεμάτα δάκρυα. Ο προύχοντας, θέλοντας να διώξη τη Λύπη, που άνοιξε +τα φτερά της ψηλά στο πανηγύρι της Χαράς, τη λύπη, που προξένησε η +ιστορία του Κώστα, είπε στην Κώσταινα: + + — Κώσταινα! εγώ σου είπα πρώτος «τα σχαρήκια!» άμα μπήκα στην αυλή +σου. Δος μου, λοιπόν τα σχαρήκια μου τώρα! Δεν το κουνάω απέδω χωρίς +σχαρήκια!... + +Κι' η Κώσταινα περίχαρη άνοιξε τη μοσκοβολημένη της την κασσέλλα κι' +έβγαλε από μέσα καρύδια, σταφύλια, σύκα, συκομαΐδες και μήλα κι' +έδωκε στον προύχοντα και σ' όλους, όσοι είταν μέσα, ύστερα τους +έδωκε το παγούρι με το ρακί, κι' αφού έπιαν καθένας από κάνα δύο +φορές κι' ευκήθηκαν στον Κώστα το «&Καλώς ήρθες από τα ξένα γερός +και καλά&» και στην Κώσταινα το «&καλώς τον αποδέχτηκες&» έφυγαν, +κι' έμειναν μοναχοί μέσα στο σπίτι εκείνο, που δεν είχε ιδεί άλλη +φορά καλή μέρα, η Κώσταινα με τον Κώστα της, πούχε σαράντα χρόνια +στην Ξενιτειά, χωρίς γράμμα και χωρίς αντιλογιά. + + + +Τ' ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΤ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥ + + + +ΞΗΜΕΡΩΝΕ μια μεγάλη γιορτή στο Χωριό. + +«Η μέρα έδειχνε κλεισμένη, η γη είταν ασπρισμένη, ο ουρανός χιόνιζε +και το μάτι δε μπορούσε να ιδή πλειότερο από μια σπορειά τόπο. +Φοβερό αγριοκαίρι. Σαρανταήμερο. Καρδιά του Χειμώνα! + +«Καβάλλα απάνω σ' ένα γερό, ώμορφο και ψηλό άλογο, και +κουκουλωμένος με μια μεγάλη καππότα, έμπαινα με μεγάλη χαρά στα +πολυπόθητα σύνορα του χωριού μου, ύστερα από νυχτοπερπάτημα δέκα +πέντε ωρών, δρόμο δέκα πέντε μερών και ξενιτειά δέκα πέντε χρονών, +μακρυά, πολύ μακρυά, σε ξένα σύνορα και σε ξένα βασίλεια.... + + «Στο ποτάμι, πούναι κάτω από το χωριό μου, πότισα, διαβαίνοντας, το +κατακουρασμένο τ' άλογό μου. Ύστερα τράβησα τον ανήφορο, που βγαίνει +ίσια-μέσα στ' αγαπημένο μου το Χωριό, ανάμεσα από ραϊδιά, από +γκρεμούς, από μεγάλες πέτρες, από δέντρα κι' από λίγ' αμπελοχώραφα. + + «Είταν πολύ πρωί. Στιγμή, που πολεμάει το φως της ημέρας, +πώρχονταν, με το σκοτάδι της νυχτός πώφευγε, και τ' άλογο ανέβαινε +αργά-αργά, και βαρυά-βαρυά τον ανάποδο και κακοτρόχαλο ανήφορο από +τη μεγάλη του την κούραση και από τη μεγάλη του την αποσταμάρα. + + «Έκανε φοβερό κρύο. Άγριος βοριάς φυσούσε, σα λυσσιασμένος, από +πίσω μου, κι' μ' ανασήκωνε από τη σέλλα τ' αλόγου μου. Το χιόνι +προντίζονταν από καταγής, στο μανιωμένο φύσημά του, σαν αλεύρι +κάτασπρο, πότε από τα κάτω προς τ' άνω, πότε ίσια-πέρα, πότε ίσια- +δώθε και πότε με περικύκλωνε ολόγυρα, σαν ανεμοστρόβιλας. Κι' όμως +δεν αιστάνομουν καθόλου κρύο μέσα μου. Μόνο τα δάχτυλα των ποδαριών +μου κρύωναν λίγο, και τα χέρια μου λιγώτερο ακόμα, γιατί κρατούσα, +με το δεξί το βούρδουλα και με το ζερβί τα χαλινάρια του αλόγου. + + «Η καρδιά μου χτυπούσε τικ-τακ, σα λιθοπάτημα από τη συγκίνηση, που +έβλεπα, ότι βρισκόμουν και περπατούσα στον τόπο των ονειρατιών μου, +στον τόπο που γεννήθηκα! + + «Τι γλυκειά στιγμή! Τι πανυγήρι, που έκανε η καρδιά μου! Μου +φαίνονταν, σαν εκείνες τες πλούσιες χαρές, που βλέπει κανείς στον +ύπνο του. + + «Σε κάθε πατημασιά τ' αλόγου μου ξάνοιγα κι' ένα κομμάτι από τα +παιδιακίσια μου. Κομμάτι ζωής χαρωπής, γλυκειάς και πολυαγαπημένης. +Έβλεπα το μεγάλο ραϊδιό που ανέβαινα ψηλά, και, γλυστρώντας ίσια +κάτω, έφτανα ως τον πάτο στο λάκκωμα, είτε με ξεγδάρματα, είτε χωρίς +ξεγδάρματα, στο τρυφερό μου κορμί. Έβλεπα το μεγάλο πουρνάρι, που +ανέβαινα το καλοκαίρι, κι' έπιανα τα πουλλιά μέσα στες φωλίτσες +τους, πριν φτερουγίσουν ακόμα, χωρίς να με μέλλη και χωρίς να με +κόβη και να με νοιάζη για τα τσιουρίσματα των μαννάδων τους, που +φτερούγιζαν ψηλά από το κεφάλι μου, χωρίς νάχουν οι καημένες τη +δύναμη να μου τ' αρπάξουν μες από τα σκληρά μου τα χέρια. Έβλεπα τα +χωράφια μου, που πηδούσα, σαν ζαρκάδι, με τα ομόηλικά μου, κι' +έπαιζα τ' αγαπημένα μου τα παιγνίδια, που δε μπορούσα να τα χορτάσω +ποτέ. Έβλεπα τ' αμπέλι μου, με τη μεγάλη βαλανιδιά στην κορφή του, +που περνούσα τες καλύτερες και τες πλειο ευτυχισμένες ώρες της +παιδιακάτικης ζωής μου, τρώγοντας γλυκύτατα σταφύλια, ωριμώτατα σύκα +και ζουμερώτατα ροδάκινα... Είταν όλα, όπως τα είχα αφήσει εδώ και +δέκα πέντε χρόνια. Όλα στον τόπο τους και στη θέση τους. + + «Το χιόνι ξακολουθούσε να πέφτη, ο βοριάς ξακολουθούσε ν' +αγριοφυσάη, το κρύο ξακολουθούσε ν' αντρειεύεται και τ' άλογο +ξακολουθούσε ν' αναιβαίνη τον ανήφορο αργά αργά «γκρουπ-γκρουπ- +γκρουπππ.... » + + «Είχα σκαπετήσει μια μικρή ραχούλα και δεν μου είχε μείνει, παρά να +σκαπετήσω ακόμα μια, για να μπορέσω ν' αγναντέψω το χωριό μου, που +κάθε σπίτι του καπνίζει αδιάκοπα, χειμώνα-καλοκαίρι, και να ιδώ το +σπίτι μου με τον πλατύχωρο τον αυλόγυρό του και με το μεγάλο το +δέντρο του στη μέση της αυλής του, που χρησιμεύει το καλοκαίρι, κι' +ως κατοικειό, κι' ως τραπεζαρία, κι' ως αίθουσα υποδοχής, κι' ως +τόπος ύπνου, κι' ως ξαποστασιό, κι' ως χωροστάσι, που μαζεύεται το +χωριό, για να κρίνη τες διαφορές του και τα χωριάνικα ζητήματα, +πάντα κατά πως το θέλει ο προεστός, που η γνώμη του πάντα είναι +σύμφωνη με τη γνώμη των πολλών. + + «Μώρχονταν στο νου πόσες φορές ξαπόστασα και ξεκουράστηκα, κάτω από +τον ίσκιο αυτουνού τ' αγαπημένου δέντρου, και πόσες φορές μάλωσα με +τον Κοράκη και με το φτερωτό κοπάδι της μάννας μου, — τες κόττες, — +που ήθελαν να μ' αρπάξουν από τα χέρια το νόστιμο ψωμότυρό μου. + + «Αμέτρητη χαρά πλημμυρούσε την καρδιά μου, επειδή ξανάβλεπα τη γη +των παππούδων μου, τη γη που είδα για πρώτη φορά το γλυκό φως του +ήλιου, και κατάλαβα για πρώτη φορά τον εαυτό μου άνθρωπο. Μώρχονταν +να ξεκαβαλλικέψω, και καταιβαίνοντας ν' αγκαλιάσω και να φιλήσω ό τι +έβλεπα κι' εύρισκα μπροστά μου: χώμα, πέτρες, χαμόκλαδα, δέντρα ..... +αλλ' ο πόθος μου να φτάσω όσο το δυνατό γληγορώτερα στη +ράχη, που είταν μπροστά μου, και μ' εμπόδιζε να ιδώ το Χωριό μου, το +σπίτι μου, δε μ' άφινε, να καταιβώ και να εκτελέσω τούτον τον άγιο +σκοπό. + + — «Αχ! έλεγα μέσα μου, πότε θα φτάσω ψηλά σ' εκείνη τη ράχη, για να +ιδώ απέκει ό τι ωνειρεύομουν δέκα πέντε τόσα χρόνια στα Ξένα, και να +ρίξω το ντουφέκι του ξενιτεμένου, για να μάθη το Χωριό τον ερχομό +μου! + + «Και λέγοντας αυτά, χτυπούσα το κακόμοιρο τ' άλογο με τους +φτερνιστήρές μου, κι' αυτό το καημένο πηδούσε αγκομαχώντας, και μου +φαίνονταν, ότι πηδούσε στα σύννεφα, αλλ' ο δρόμος δεν τελείωνε! + + «Το χιόνι ξακολουθούσε να πέφτη, ο βοριάς ξακολουθούσε ν' +αγριοφυσάη, το κρύο ξακολουθούσε ν' αντρειεύεται και τ' άλογο +ξακολουθούσε ν' αναιβαίνη τον ανήφορο αργά αργά «γκρουπ-γκρουπ- +γκρουππππ... + + «Χίλια δυο πράμματα, γεμάτα γλυκές αναμνήσες του παιδιακίσιου μου +καιρού, σαν αφροστεφανωμένες εικόνες, ζωγραφισμένες με ουράνια +χρώματα, φανίζονταν μπροστά μου κι' άρχισαν να καταπραΰνουν την +ανυπομονησία μου. Εδώ έβλεπα τον εαυτό μου μικρό παιδί, να τρέχω +ξυπόλυτο και στο τρέξιμο να μου μπη στο ποδάρι ένα φοβερό +παλιουρίσιο αγκάθι. Εκεί, έβλεπα για πρώτη φορά, να σκοτώνω μια +πυκνόμαλλη και μαυρονούρα αλεπού, που κράταε ακόμα στο στόμα της την +ωμορφότερη και βαρύτερη κόττα του χωριού, πώσκουζε η καημένη βραχνά- +βραχνά, κι' αδύνατα-αδύνατα «κραααά-κραααά-κραααά.... ». Παρέκει, +πίσω από μια μεγάλη πέτρα, έβλεπα να με πιάνη ο δάσκαλος μου από τ' +αυτί σφιχτά-σφιχτά, γιατί μ' ηύρε να στήνω πλάκες για να τσακώσω +κοσσύβια κι' άλλα τσεροπούλλια, πράμμα, που μας το είχε απαγορεμένο, +και να με τραβάη για να με πάη μπροστά στ' άλλα μαθητούρια του +χωριού, που κάναμαν σκολειό χειμων-καλόκαιρο στο νάρθηκα της +εκκλησιάς, όπου το Ψαλτήρι είταν για μεγαλύτερο μάθημα, απ' όλα τα +μαθήματα. Έβλεπα ν' αναιβοκαταιβαίνω το δρόμο του ποταμού χιλιάδες +φορές, πότε γκότσι στες πλάτες της μάννας μου, ή της αδερφής μου, +πότε περβατώντας, και πότε καβάλλα. Έβλεπα σε μια πλαγιά, εκεί πέρα, +την αδερφή μου να βόσκη ζυγούρια και κατσίκια, και να μου λέγη +τραγούδια. Μου φαίνονταν πως ήκουα ακόμα την αγγελική της τη φωνή. +Παραπέρα έβλεπα τη μεριά, που για πρώτη φορά είπα «σ' αγαπώ» στην +ώμορφη γειτονοπούλα μου. Μ' ένα λόγο, έβλεπα τόσα, που δε μπορούν να +μπούνε σ' αυτό εδώ για το χαρτί. Νειάτα σπαρμένα καταγής, σα +λουλούδια απριλιάτικα, σαν άνθια μαγιάτικα, σαν τριαντάφυλλα +μοσκομυρωδάτα. + + «Το χιόνι ξακολουθούσε να πέφτη, ο βοριάς ξακολουθούσε ν' +αγριοφυσάη, το κρύο ξακολουθούσε ν' αντρειεύεται και τ' άλογο +ξακολουθούσε ν' αναιβαίνη αργά-αργά τον ανήφορο «γκρουπ-γκρουπ- +γκρουπ-π π... ». + +Λίγος δρόμος μου είχε απομείνει ακόμα, όσο ν' αναιβώ στη ράχη, αλλά +δεν τελείωνε ποτέ! Την υπομονή μου διαδέχονταν ανυπομονησιά και την +ανυπομονησιά μου υπομονή! Εκεί καταστενοχωριώμουν για τ' αργοβάδισμα +τ' αλόγου μου, για την ορμή του ανέμου, για τες τουλούπες του +χιονιού, πώδερναν το πρόσωπό μου, για το κρύο π' άρχισε να μ' +αναιβαίνη, από τα ποδάρια ως την καρδιά, και να μου τρυπάη τα +κόκκαλα, και για τον ατέλειωτο δρόμο, κι' εκεί βρισκόμουν ήσυχος- +ήσυχος στη ζεστή και γλυκή αγκαλιά της υπομονής, και στοχαζόμουν τη +στιγμή, που θάμπαινα στο σπίτι μου, τι χαρά θα έκανε η μαννούλα μου, +που μώγραφε στο υστερνό της γράμμα, ότι τα συμφώνησε με τον Χάρο να +την καρτερέση ως να με δεχτή πρώτα από τα Ξένα, κι' ύστερα να του +παραδώση την ψυχή της. Στοχάζομουν το πανυγήρι, που θάκανε η ορφανή +μονοθυγατέρα μου, που την είχα αφήσει μικρή, πολύ μικρή βυζανιάρικη, +σαράντα μερών φώσινο, όταν κίνησα να πάω μακρυά στα Ξένα, να προκόψω +και να πλουτίσω το σπίτι μου. Στοχαζόμουν τον αναγαλλιασμό της +αδελφής μου, που την είχα αφήσει μικρούλα και θα την εύρισκα +παντρεμένη, μ' ένα-δυο παιδάκια τριγύρω της, και την ευχαρίστηση, +που θα αιστάνονταν οι χωριανοί μου, που, άμα θα μ' έβλεπαν να μπαίνω +στο αντρορρημαγμένο πατρικό μου, θάτρεχαν να μ' αγκαλιάσουν και να +με φιλήσουν όλοι, μικροί-μεγάλοι, άντρες και γυναίκες. + + «Όλα αυτά ανακατεύονταν μέσα στο μυελό μου, το ένα κατόπι τ' +αλλουνού, σαν κύμα που ακολουθάει το κύμα, και μάκραιναν ως χίλιες +οργυιές την υπομονή μου. Αλλ' άμα έρριχνα τα μάτια μου προς τη ράχη, +που είταν πάντα μπροστά μου, μου φαίνονταν, ότι έφευγε κι' αυτή με +την ίδια γληγοράδα, που κυνηγούσα να τη φτάσω, μ' έπιανε η +στενοχώρια της ανυπομονησιάς, κι' άρχιζα να κεντάω με μανία τα +πλευρά του κακομοιριασμένου του ζώου, που είχα κατωθιό μου, κι' αυτό +το δύστυχο, γεμάτο υπακουή σκλάβου, κι' υπομονή Ιώβ, αφίνοντας μικρό +βογγυτό, μες από τα στήθια του, τραβούσε μπροστά, μ' όση ορμή +μπορούσε να βάλη, χωρίς να δείξη το παραμικρό κάκιωμα, για τες +σκληρές και απάνθρωπες κεντησιές, που του τραβούσα στα πλευρά με +τους φτερνιστήρες μου. + + «Το χιόνι ξακολουθούσε να πέφτη, ο βοριάς ξακολουθούσε ν' +αγριοφυσάη, το κρύο ξακολουθούσε ν' αντρειεύεται και τ' άλογο +ξακολουθούσε ν' αναιβαίνη τον ανήφορο αργά-αργά « γκρουπ-γκρουπ- +γκρουπππ... ». + +Λίγες δρασκελιές μου είχαν μείνει ακόμα, ως που να φτάσω στην κορφή +της ράχης, που έκρυβε το πολυπόθητο χωριό μου, και λίγες ακόμα +στιγμές, ως που να ρίξω τη χαρμόσυνη ντουφεκιά του ξενιτεμένου, που +θα έκανε όλες τες καρδιές του Χωριού, να λαχταρήσουν από χαρά και +λίγες θα είταν οι καλότυχες, που θα δέχονταν ξενιτεμένο, αλλά η +ανυπομονησιά μου σήκωνε κεφάλι, μέσα στα στήθεια μου πάλι, +κακομούτσουνη και φοβερή, και μ' έκανε να νομίζω, ότι τα ποδάρια τ' +αλόγου μου είταν καρφωμένα ψηλά στη γη, και βρίσκομουν από πολλή ώρα +στην ίδια μεριά. Το χτύπησα τότε τ' άλογο, για ύστερη φορά, με όση +δύναμη είχα απάνω μου, και σα να έκανε φτερά το καημένο το ζώο, +βρεθήκαμε στην κορφή της χιλιοπόθητης ράχης! Δόξα σοι ο Θεός! + + «Εκεί το κρύο και το φύσημα του βοριά, και το χιόνι θα είταν +δυνατώτερα, αλλά το Χωριό μου, που μου έδειχνε το συμπαθητικό +πρόσωπό του, από μια ντουφεκιά τόπο μακρυά, μ' έκανε να μη +αιστάνωμαι την αγριάδα τους. + + «Όλο το Χωριό είταν συμμαζεμένο στην πλαγιά του βουνού, σαν κοπάδι +καλογραικιασμένο. Κάθε σπίτι ώμοιαζε με πρόβατο και κάθε παράσπιτο +με αρνί. Το σπίτι το δικό μου, μεγαλύτερο απ' όλα τ' άλλα, φαίνονταν +σα βαρυκούδουνο γκεσέμι, που μπορεί να σύρη πίσω του χίλια κεφάλια +πρόβατα. + + «Άμα το ξεκάμπισα το Χωριό μου, έρριξα μια βαρυγιόματη ντουφεκιά, +για να νοιώσουν οι χωριανοί, ότι «ξενιτεμένος έρχεται!» κι' από τον +πολύν τον βρόντο τρεις φορές αχολόγησαν τα λαδώματα, οι ρεματιές και +τα βουνόπλαγα. + + «Καρφώνοντας τα μάτια μου στο ταπεινό και συμπαθητικό χωριό μου, +νόμιζα ότι οι σκεπές του εκείνες, που κάπνιζαν ήσυχα-ήσυχα, οι +καλύβες του, τ' αυλόδεντρά του, οι αυλόγυροί του, οι φράχτες του, οι +ριζιμιόπετρές του, που στέκουν σκόρπια, εδώ κι' εκεί, σαν +απολιθωμένοι γιγάντοι, οι δρόμοι του, οι κήποι του, τα όλα του, ότι +ζωντάνεψαν, ότι έτρεχαν χαμογελώντας και χοροπηδώντας το ένα κατόπι +τ' αλλουνού, και προχωρούσαν κατ' απάνω μου, για να μ' αποδεχτούν, +και να μου πούνε το γλυκό χαιρετισμό: + + — «Καλώς ώρισες από τα Ξένα! Δόξα σοι ο Θεός, πούρθες γερός και +καλά!» + + «Απέραντο πέλαγο χαράς, κι' αναγαλλιασμού είχε πλημμυρήσει τότε την +καρδιά μου. Ότι έβλεπα μπροστά μου, είταν μαγευτικό, και μου +φαίνονταν πως έπλεα μ' ολάνοιχτα πανιά σε πέλαγο δίχως άκρη, +ευτυχίας ατέλειωτης. + + «Το χιόνι έπαψε να πέφτη πλειο και μεταβάλθηκε σε γλυκή ζεστασιά, ο +μανιωμένος βοριάς έπαψε να βουίζη πλειο και μεταβάλθηκε σε +δροσόπνιχτο και μοσκοβολάτο καλοκαιρινό αγεράκι, και τ' άλογο μου +έπαψε ν' αναιβαίνη πλειο τον ανήφορο αργά-αργά, και βρέθηκε «μπρουφ» +μέσα στον αυλόγυρο του σπιτιού μου! + + «Στο έμπα μου, έτρεξε πρώτος-πρώτος ο γέρικος σκύλλος του σπιτιού +μου, ο Κοράκης, και ρίχτηκε, με τα μπροστινά του τα ποδάρια, απάνω +στη σέλλα τ' αλόγου μου και με κάτι κουνήματα του κεφαλιού του, και +με κάτι φωνές, που έβγαζε από το στόμα του, ήθελε ν' αποδείξη τη +μεγάλη χαρά του, για τον ερχομό του ξενιτεμένου αφεντός του. Στα +μάτια του μέσα, έλαμπε σαν ανοιξιάτικη δροσιά, ανάμεσα σε φύλλα +τριανταφυλλιού, ένα αναγάλλιασμα, που δεν μπορεί να γραφτή. Εκείνη +τη στιγμή, που ο Κοράκης είχε ριγμένα τα ποδάρια ψηλά στη σέλλα, και +παραπονιώνταν μέσα του, γιατί να μη του έχη χαρίσει κι' αυτουνού ο +Θεός λόγο, για να καλωσορίση τον αφέντη του ανθρωπινά, ο γάτος του +σπιτιού, ο Λειάρος, πήδησε πίσω από τη στέγη κι' έγεινε καπνός! + +«Ύστερα από το σκύλλο, κατάφτασε η μάννα μου κουτσά-κουτσά, από τα +γερατειά, ξεσκούφωτη από τη χαρά της, και με τα μάτια γεμάτα δάκρυα, +άγια δάκρυα μητρικά· τρίτη κατάφτασε η θυγατέρα μου, κορίτσι ώμορφο, +γερό και ασπροκόκκινο, με δύο μεγάλα-μεγάλα και μαύρα-μαύρα μάτια, +που βρίσκονταν στο σύνορο της ηλικίας του παιδιού και της νύφης· +τέταρτη κατάφτασε η αδερφή μου με τον άντρα της και τα παιδιά της, +που έβλεπα για πρώτη φορά, και σα να είμουν άψυχο πράμμα, μ' άρπαξαν +στην αγκαλιά τους, και μ' έφεραν και μ' απόθεσαν μέσα στον καλό τον +οντά. + +«Έφερα γύρα τα μάτια μου στο σπίτι, κι' είδα πως δεν είχε αλλάξει +τίποτε από μέσα. Νόμισα, πως έλειπα από τα χτες. Όλα είταν στην ίδια +τους θέση, όπως τα είχα αφήσει, και μοναχά οι άνθρωποι είχαν αλλάξει +όλοι. Απ' αυτουνούς, άλλοι από παιδιά έγειναν νύφες, άλλοι από νιοί +γερόντοι, άλλοι από το Τ ί π ο τ ε φύτρωσαν ανθρώποι, κι' άλλοι +αλλοίμονο! — έλειψαν ολότελα! Η μια αδελφή μου, ο ένας ο θειος μου, +η γυναίκα μου, κι' ο πατέρας μου, δε βρίσκονται πλειο στο δεφτέρι +των ζωντανών, αλλ' είχαν ταξειδέψει για τ' ανεγύριστο ταξείδι του +Κάτω-Κόσμου, απ' όπου ούτε γυρίζει κανείς ποτέ, ούτε γράμματα ή +χαιρετίσματα έρχονται! + +«Η καρδιά μου εκείνη τη στιγμή, είχε γείνει απέραντο πέλαγο και μέσα +σ' αυτό το πέλαγο πότε η Λύπη αρμένιζε μ' ολάνοιχτα πανιά και +σηκόνονταν τα κύματα γύρα της, ως τον ουρανό, πότε η Χαρά έβγαινε +στη μέση κι' έκανε το νερόχτιστο κάμπο του ήσυχο και μαλακό, σαν +πρόσωπο απέραντου και κρουσταλλένιου καθρέφτη. + +«Αν κι' από πολλά χρόνια είχα μάθει τους σκληρούς θανάτους, πώχουν +γείνει στο σπίτι μου, κι' ο Γιατρός-Καιρός έχυσε το σωτήριο βάλσαμό +του στες ανοιγμένες πληγές της καρδιάς μου, πάλι δεν μπορούσα να μην +αιστανθώ, άλλη μια φορά, όλη τη λύπη ακέρια, για τον παράκαιρο χαμό +των πολυαγαπημένων μου. Τα δάκρυα μου πλημμύριζαν, σαν ποτάμια, και +πάσκιζαν να με πνίξουν, αλλ' άμα έρριχνα τα μάτια μου στη μάννα μου, +που τα γεράματά της, κι' η μητρική της λαχτάρα μου φυσούσαν άγιο +σέβας, στη θυγατέρα μου, που η αγάπη της, κι' η δροσερή της νιότη +φύτευαν στη ματωμένη μου καρδιά την πλειο γλυκύτερη χαρά και την +πλειο μεγαλύτερη ελπίδα, και στην αδερφή μου και στο γαμπρό μου, που +η αγάπη τους, και η ειλικρινή τους έγνοια μ' έκαναν να γεμίζω +παρηγοριά, σταματούσαν τα δάκρυα μου και σκορπούσε ο πόνος μου, σαν +πως σκορπίζονται τα σύννεφα στον ουρανό, όταν φυσάη ο δυνατός +βοριάς. Πάντα το Τώρα νικάει το Π ρ ι ν. + +«Σ' αυτό απάνω κατάφτασαν κι' οι σιμώτεροι γειτόνοι να με +καλωσορίσουν. Ύστερα απ' αυτουνούς κι' οι μακρυνώτεροι, και λίγο- +λίγο το σπίτι μου δέχτηκε, μέσα στους κόρφους του, όλο το Χωριό, +άντρες, γυναίκες και παιδιά, γιατί είναι χρέος άγιο το να τρέχη +κανείς να χαιρετάη ξενιτεμένο, και να πανηγυρίζη τον ερχομό του. + +«Φιλήματα απ' εδώ, αγκαλιάσματα απ' εκεί, αναγαλλιάσματα από τούτη +τη μεριά, γέλοια από εκείνη, σταυρόνονταν κάθε στιγμή σ' εκείνο το +χαρούμενο πανηγύρι, που εγώ είμουν αιτία και κέντρο. + +«Στην τιμημένη και ποθητή μας Πατρίδα, η Ξενιτειά τα συμπαθάει όλα. +Ζήλιες, διαφορές, μαλώματα κι' έχτρες, τα λυόνει όλα η Ξενιτειά, σαν +πως λυόνει η νοτιά το χιόνι. Ο Ξενιτεμένος είναι άγιο πράμμα, που +σέρνει το σεβασμό και την αγάπη των χωριανών κι' όλου του κόσμου +πέρα και πέρα. + +Τη στιγμή εκείνη το σπίτι μου ώμοιαζε κρινί μελισσιών, στον καιρό +του καλοκαιριού, που μαζεύονται στη θύρα και μπαινοβγαίνουν τα +μελίσσια. + +«Τέλος η μάννα μου άνοιξε τη νυφική της κασσέλλα, που είχε μέσα +φυλαγμένα απ' όλα τα πωρικά, που βγαίνουν στο χωριό μου, κι' όλα τα +γλυκύσματα, που κάνουν εκεί, δηλαδή: σύκα, σταφίδες, μήλα, καρύδια, +ρόιδια, κυδώνια, μουστόπητες, σιρυμπίκια, και συκομαΐδες, κι' άρχισε +να τα μοιράζη πολλά-πολλά απόλα στα λειανοπαίδια, που είχαν τρέξει +όλα, άμα έμαθαν τον ερχομό μου, γνωρίζοντας, ότι θα καλοπλερόνονταν +ο κόπος τους γι' αυτό. Η αδερφή μου άρχισε να πλάθη πήττα, η +θυγατέρα μου κερνούσε τους μεγάλους ρακί, με το μισοκάρικο το +παγούρι, ο γαμπρός μου κάθουνταν σιμά μου καταχαρούμενος, κι' εγώ +μολογούσα σ' εκείνους, που με ρωτούσαν πώς πέρασα τον καιρό μου στην +Ξενιτειά, τι είδα, τι ήκουσα, τι έμαθα, τι έκανα, ποιόν πατριώτη +είδα κι' αντάμωσα, από ποιους και σε ποιους έφερα γράμματα, πώς +είναι ο τάδες χωριανός μας, τι δουλειά κάνει ο τάδες ο πλησιοχωρίτης +μας, μ' ένα λόγο έδινα ταχτική αναφορά και ταχτικό λογαριασμό του τι +έκανα, τι άκουσα, τι είδα και τι έμαθα σ' όλον τον καιρό των δέκα +πέντε χρονιών, που βρισκόμουν στην Ξενιτειά. + +«Ύστερα άρχιζαν να φεύγουν λίγοι-λίγοι οι καλοί χωριανοί μου, κι' +έμεινα μόνος με τους ανθρώπους του σπιτιού μου. Καθίσαμε όλοι +σταυροπόδι γύρα στη στια, που έκαιγε σαν καρμοκάνι, περιμένοντας να +ετοιμαστή το γιώμα, ενώ είταν ξαπλωμένος μπροστά μας ο γάτος ο +Λειάρος, όλως διόλου αναίστητος και ξένος προς το πανηγύρι του +σπιτιού, και πίσω μας κάθονταν στα πισινά του ποδάρια ο σκύλλος, ο +Κοράκης, προσέχοντας στες ομιλίες μας, σαν πως προσέχουν στο +Βαγγέλιο, βλέποντας μας, κατάματα, όσους δεν του είχαν γυρισμένες +τες πλάτες, και πλειότερο εμένα, τον νοικοκύρη, και τόσο πολύ +προσείχε τ' αυτί του, και τόσο πολύ κάρφονε τα μάτια του απάνω μου, +που μ' έκανε να πιστέψω, ότι θ' ανακατώνονταν στες ομιλίες μας, +μιλώντας με ανθρώπινη γλώσσα! + +«Η ζέστα, η χαρά, τ' αναγάλλιασμα, οι κόποι του δρόμου, η αϋπνία, +κι' η συγκίνηση νάρκωσαν τόσο πολύ το πνέμα μου και το κορμί μου, +ώστε, καθώς βρισκόμουν εκεί, γύρισα το κεφάλι μου στη μοσχοβολημένη +παρθενική αγκαλιά της θυγατρός μου, έκλεισα γλυκά-γλυκά τα μου, κι' +αποκοιμήθηκα... » + +Και.... όταν ξύπνησα, κι' άνοιξα τα μάτια μου, δεν είδα τίποτε +μπροστά μου! Μάννα, θυγατέρα, αδελφή, σπίτι, χωριό, πατρίδα είταν +όλα φευγάτα! Βρισκόμουν, και βρίσκομαι ακόμα στα έρημα τα ξένα, κι' +όλα όσα είδα και σας διηγήθηκα δεν είταν άλλο παρά μια γλυκειά +οπτασία, ένα ευτυχισμένο όνειρο, που μου δώρησε η αγάπη της Πατρίδας +μου, που βρίσκεται τόσο μακρυά. + +Τι πικρή που θα είταν ακόμα η Ξενιτειά, αν δεν είταν και τα όνειρα! + + + +ΤΟ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟ ΜΝΗΜΑ + + + +ΔΩΔΕΚΑ ακέρια χρόνια είταν στην ξενιτειά ο αδερφός του Γιάννη, ο +Φώτος! + +Εννιά χρόνια έστελνε ταχτικά γράμματα και χρήματα, αλλά τα επίλοιπα +τρία χρόνια ούτε χρήματα, ούτε γράμματα έστελνε, κι' ο Γιάννης δε +σκέφτονταν, γιατί δε λάβαινε χρήματα, αλλά το γιατί δεν λάβαινε +γράμματα. Ήθελε να μάθη, ότι ο αδερφός του ζούσε κι' είταν στον +Απάνω-Κόσμο, κι' ας έλειπαν τα χρήματα. Περίμενε, περίμενε ένα μήνα, +δυο, τρεις, ένα χρόνο, έγειναν τρία σωστά χρόνια, χωρίς γράμμα και +χωρίς αντιλογιά! Στο τέλος είδε κι' απόειδε, πήρε ένα σακκούλι στον +ώμο του, φόρεσε την κάππα του από το ένα το μανίκι και τράβησε για +την Ξενιτειά, έχοντας για μόνο του σύντροφο ένα μακρύ δικανίκι. + +Πλανήθηκε σαράντα μέρες δρόμο, πέρασε σαράντα πολιτείες, και διάβηκε +κάμπους και βουνά, ποτάμια και θάλασσες, ως που να φτάση στο μέρος +που ξενειτεύονταν ο αδελφός του. Δε γνώριζε κανένα, ούτε κανένας +πατριώτης βρίσκονταν εκεί. Είταν μεγάλη Παρασκευή, όταν μπήκε σ' +αυτήν την πολιτεία, μέσα στην Ανατολή, κοντά στην Κόνια. Τράβησε σ' +ένα ταπεινό ξενοδοχείο, έφαγε λίγο ψωμί και κρομμύδι, κι' από την +πολλή του την κούραση έπεσε να κοιμηθή, χωρίς να ειπή τίποτε σε +κανένα, γιατί ήρθε και ποιόν γυρεύει. Αλλά ένα μαύρο προαίστημα +του είχε γραπώσει την καρδιά, από τη στιγμή, που πάτησε το ποδάρι +του εκεί. + +Τα μεσάνυκτα άρχισαν οι καμπάνες να βαρούν δυνατά. Ξύπνησαν όλοι, +όσοι είταν χριστιανοί, ξύπνησε κι' ο Γιάννης, σα χριστιανός που +είταν κι' αυτός, και πάη μαζί με τους πολλούς, σε μια από τες πολλές +εκκλησιές της πολιτείας. Παρεκύτταξε όλους τους ανθρώπους, που είταν +σ' αυτήν την εκκλησιά, αλλά δεν του ώμοιαζε κανένας για τον αδερφό +του, το Φώτο. Απέκει πάη σ' άλλην εκκλησιά, αλλά κ' εκεί τίποτε. Πάη +σ' άλλη, και σ' άλλη, και σ' άλλη, αλλά σε καμμιά δεν απάντησε την +αχτιδόλαμπρη μορφή του αδερφού του! + +Στην τελευταία εκκλησιά ηύρε τον Επιτάφιο έτοιμο να βγη. Ο κόσμος +όλος, που τον ακολουθούσαν είχαν από ένα κερί στο χέρι τους. Αγόρασε +κι' ο Γιάννης ένα κερί κι' ακολούθησε τον Επιτάφιο. Ύστερα από λίγη +ώρα, όλοι οι Επιτάφιοι των εκκλησιών της πολιτείας σμίχτηκαν στα +πρόθυρα του νεκροταφείου. Εκεί όλοι μαζύ έγειναν ένα, και μπήκαν +μέσα στα μνήματα. + +Όλος ο περίβολος του νεκροταφείου φεγγοβολούσε. Μες από τα κουτιά +των πεθαμένων ξεπετούσε η ήμερη λάμψη του καντηλιού, που είχε ανάψει +χέρι συγγενικό, ή φιλικό. Νόμιζε κανείς, ότι όλοι εκείνοι οι +κάτοικοι του Κάτω-Κόσμου ξαγρυπνούσαν, περιμένοντες τον Επιτάφιο. Ο +Γιάννης χώθηκε ανάμεσα στα μνήματα προσέχοντας μη δρασκελίση κανένα, +και μη σκοντάψη σε κανένα Σταυρό. Εκεί που πήγαινε, χώρια από το +πλήθος των Επιταφίων, που έκραζε ακατάπαυτα «Κύριε ελέησον», +περβατώντας ανάμεσα στες νεκρικές κατοικίες, απάντησε ένα σβυστό +μνήμα. Είταν στην άκρη του νεκροταφείου, και στο σαρακωμένο κουτί +του, που είταν γυρμένο από τον άνεμο και την πολυκαιρία, δεν έφεγγε +καθόλου καντήλι. + + — Να, που βρίσκονται και στον Κάτω-Κόσμο φτωχοί, (είπε με το νου +του ο Γιάννης), και δεν έχουν ένα καντηλάκι, με λίγο λαδάκι ν' +ανάψουν κι' αυτοί τούτη τη βραδειά, και να πανηγυρίσουν με τους +πολλούς. Κρίμα! Εγώ νόμιζα ως τα τώρα, ότι η φτώχεια μόνο στον +Απάνω-Κόσμο είχε μερδικό! + +Λέγοντας αυτά τα λόγια, έσκυψε με δακρυσμένα μάτια να κολλήση το +κερί, που κρατούσε, ψηλά στο σαρακωμένο και βαγισμένο νεκρικό κουτί, +κι' έτσι να προσφέρη μια μικρή ελεημοσύνη στον φτωχό Κατωκοσμίτη, +που βρίσκονταν στα σκοτεινά, αλλ' εκεί, που κολλούσε το κερί, έπεσε +το μάτι του στα κάτασπρα γράμματα, που είταν γραμμένα ψηλά στο μαύρο +κουτί, κι' έμπηξε ένα μεγάλο ξεφωνητό με όλη τη δύναμη της καρδιάς +του, σα να τον είχε τσιμπήσει στην καρδιά οχιά πικρή, η κακή +μονομερίδα. + + — «Αχ! αδερφούλη μου, Φώτο! Εγώ σε γύρευα ανάμεσα στους ζωντανούς, +και συ βρίσκεσαι ανάμεσα στους πεθαμένους!» + +Λέγοντας αυτά ξαπλώθηκε ψηλά στο χορταριασμένο μνήμα, κλαίοντας και +μύροντας, σα μικρό παιδί. + +Κανένας δε ζύγωσε να τον παρηγορήση, για μια τέτοια μεγάλη δυστυχία. +Έκλαιγαν κι' άλλοι γύρα του σκυμμένοι σε φωτισμένα μνήματα, αλλά +καθένας έκλαιγε τον πόνο του. + +Ύστερα από λίγη ώρα έφυγαν οι Επιτάφιοι, καθένας για την εκκλησιά +του, ο κόσμος τραβήχτηκε για το σπίτι τους, το νεκροταφείο έμεινε +έρημο, και μοναχά ο Γιάννης στριφογύριζε βογγώντας ψηλά στο μνήμα +του αδερφού του, σα λαβωμένο φείδι, κι' όταν ο ήλιος φώτισε τον +Κόσμο μας με τες αργυρόχρυσες αχτίδες του, πήρε τα σύνεργα του +νεκροθάφτη, που είταν χωμένα κάτω από ένα καλυβούτσι, άνοιξε τ' +αδερφικό μνήμα μ' έγνοια, έμασε όλα τα κόκκαλα ένα-ένα, κι' αφού τα +πότισε με καυτερά αδερφικά δάκρυα, τάβαλε μέσα στο σακκούλι του, +σταυροκοπήθηκε κατά ήλιου και ξεκίνησε με την καρδιά καμένη και +φλογισμένη για την έρημη την Πατρίδα, φορτωμένος τ' αδερφικά +κόκκαλα, που έβγαλε από το ξενιτεμένο μνήμα, τα κόκκαλα εκείνα, που +είταν αναστημένα με το ίδιο γάλα, και το ίδιο αίμα, για να τ' +αποθέση στο ταπεινό κοιμητήρι του χωριού του! + +Με τι καρδιά γύριζε ο καημένος στο χωριό του! + + + +Ο ΓΚΕΣΟΥΛΗΣ + + + +ΓΚΕΣΟΥΛΗΣ λέγουνταν εκείνο το λαμπρό σκυλλί! + +Τόνομα του Γκεσούλη έχουν όλα τα σκυλλιά, πούναι στο κορμί μαύρα και +άσπρα στο λαιμό και στην κοιλιά. Αυτό το είδος του χρωματισμού των +σκυλλιών έχει λευκώματα και στα ποδάρια, πότε στα τέσσερα και πότε +σε λιγώτερα, και κάτι καστανές γραμμές κάτω από τα μάτια. Τώρα γιατί +τα σκυλλιά πώχουν αυτόν τον χρωματισμό λέγουνται Γκεσούληδες, δεν +μπορώ να σας το ειπώ, γιατί είναι ξένο προς το θέμα μας, κι' +έρχουμαι στο Γκεσούλη μου. + +Η ιστορία, που θα σας διηγηθώ τώρα έγεινε στην Ήπειρο, και λέγω +ιστορία, γιατί το διήγημα μου είναι αληθινό, κι' ούτε πολλά χρόνια +είναι πώγινε το πράμμα. + +Ο Γκεσούλης, μικρό κουταβάκι, πριν ανοίξη ακόμα τα μάτια του, είχε +ριχτή στο φάραγγα, είδος Κεάδα του χωριού, μ' άλλα έξη-εφτά +ομογέννητα αδερφάκια του, γιατί ο αφέντης της μάννας του, θέλοντας +να δοκιμάση την αξία όλων των κουταβιών πούχε γεννήσει η σκύλλα του +εκείνες τες μέρες, τάβαλε όλα απάνω σ' ένα λυκοτόμαρο, και μόνο δυο +κουτάβια, που απ' όλα συνταράχτηκαν και σήκωσαν τη μύτη τους κι' +έβγαλαν ένα μικρό γουρλητό, αυτά κράτησε, για να βυζαίνουν το γάλα +της σκυλομάννας, γιατί αυτά τα κουτάβια θα γίνουνταν καλύτερα και +φοβερώτερα κι' ως μαντρόσκυλλα κι' ως αυλόσκυλλα, και τάλλα τα +πέταξε στο φάραγγα κρυφά από τη μάννα τους, που τ' αγαπούσε η +καημένη όλα ίσια, κι' είχε για το καθένα ξεχωριστό βυζί στην κοιλιά +της. + +Όταν πέταξαν τα κουτάβια στο φάραγγα, ο Γκεσούλης φαίνεται δεν είχε +πάθει τίποτες από το πέταγμα κάτω στον φοβερό γκρεμό, και κατόρθωσε +να ζήση ένα ολάκαιρο μερονύχτι μέσα στο φάραγγα, όταν ένας κυνηγός, +ο Λέντζος, κυνηγώντας αγρίμια, πέρασε από το μέρος εκείνο, που +βρίσκονταν ριγμένα τα κουτάβια, που μόνον ο Γκεσούλης μας είτανε +ζωντανός ακόμα και γουρλιώνταν το καημένο το ζώο από την πείνα κι' +από το κρύο, και βλέποντάς το να παραδέρνη έτσι μόνο του μέσα στην +ερημιά, το λυπήθηκε και τώμασε από καταγής και τόβαλε μέσα στο +κυνηγοσάκκουλό του. Ύστερα από λίγη ώρα, βρέθηκε σένα μαντρί κοντά, +πούχε γαλάρια γιδοπρόβατα. Εκεί ζήτησε λίγο γάλα κι' ο πιστικός +άρμεξε όλο το βυζί μιανής γίδας στο στόμα, του κατανήστικου +κουταβιού. Άμα το γάλα μπήκε στην κοιλούλα του, το κουτάβι άνοιξε +για πρώτη φορά τα μάτια, και κοίταξε κατάματα τον κυνηγό, κι' έκανε +σα νάθελε κάτι να του ειπή, αλλά τι να του έλεγε ένα τέτοιο άλογο +ζώο; + +Να μην τα πολυλογούμε, σε τρεις-τέσσερους μήνες απανωθιό, ακείνο το +κουταβάκι είχε γείνει ένα ωραίο κι' έξυπνο σκυλλάκι, που είταν ο +μεγαλύτερος φύλακας του σπιτιού. + +Στο σπίτι του κυνηγού είταν πολλοί άντρες, γυναίκες και παιδιά, αλλά +το Γκεσουλάκι, αν κι' αγαπούσε όλη τη φαμίλια κι' όλο το σπίτι, κι' +όλα τα ζώα του σπιτιού, ως και τες κόττες ακόμα, γιατί μια μέρα +ρίχτηκε να ξεσκίση ένα γειτονικόν πετεινό, που κυνηγούσε ένα +πετεινάρι του σπιτιού, και πρόφτασε να του βγάλη μόνο την ουρά, +αγαπούσε όμως πλειότερο απ' όλους κι' απ' όλα τον κυνηγό. + +Όταν έμπαινε ο κυνηγός μέσα στο σπίτι, το Γκεσουλάκι χοροπηδούσε από +τη χαρά του και ρίχνονταν ως απάνω, σα νάχε φτερά. Τέλος από +Γκεσουλάκι έγεινε ένας φοβερός Γκεσούλης, και λέγοντας «Γκεσούλης» +μέσα στο χωριό, εννοούσαν αυτόν. + +Σ' αυτό απάνω ο ευεργέτης του Γκεσούλη, ο πολυαγαπημένος του απ' όλο +το σπίτι, αφίνοντας το ντουφέκι του κυνηγιού, ξεκινούσε ένα πρωί για +την Ξενιτειά. Όλο το σπίτι κι' όλο το χωριό τον συμπροβόδησαν ως το +σύνορο τους, κι' εκεί κάτω από ένα μεγάλο πολύκλαδο και φουντωτό +πουρνάρι, γένονταν ο πολύπικρος ξεχωρισμός! Τι δάκρυα, τι +σιγοκλάμματα, τι αναστεναγμοί, από τη γριά-μάννα του, από +ταδερφοξάδερφά του, κι' από τη γυναίκα του και τι λύπη και τι +κατήφεια απ' όλους τους χωριανούς! Το ύστερο σταυρωτό φίλημα και +σφιχτακάλιασμα είταν της πικραμένης της μάννας του, και το ύστερο +κατευόδιασμα της πανώριας και περίκαλλης γυναίκας του. + +Η ξενιτεμένη συνοδεία τράβησε και χώθηκε πίσω από ένα σκαπέτημα, και +σπιτιακοί, συγγενήδες, γειτόνοι, φίλοι και λοιποί χωριανοί γύρισαν +προς το χωριό.... Αλλά λίγο έλειψε να λησμονήσωμε τον καημένο τον +Γκεσούλη! — ένα σκυλλί. — + +Ο Γκεσούλης στάθηκε στο πουρνάρι, καθισμένος στα δυο του πισινά +ποδάρια κι' έβαλε μάτι για το δρόμο της ξενιτεμένης συνοδείας, ενώ +κάποτε γύριζε και κοίταζε και τους άλλους, που γύριζαν στο χωριό. + +Σε λίγο, που κρύφτηκαν κι' αυτοί πίσω από μια ραχούλα, ο Γκεσούλης +άρχισε να γυρίζη γλήγορα-γλήγορα το κεφάλι του, πότε προς το δρόμο, +που είχε πάρει ο Ξενιτεμένος, και πότε προς το δρόμο του χωριού, σαν +πετροπέρδικα, που φοβάται να μην τη σκιώση το γεράκι. Τέλος έκανε +τίναγμα ξαφνικό και ρούπησε κατά το δρόμο του Ξενιτεμένου! + + +Πέρασαν τέσσερα χρόνια ολάκαιρα από τότε. Ο Ξενιτεμένος, αφού έκανε +γερό _πουγγί_ στην Αθήνα, ως ψωμάς, ξεκίνησε για την πολυπόθητη +πατρίδα, μαζύ με τον αγαπημένο του τον Γκεσούλη. Στο ξεκίνημα του +είχε κολλήσει κ' ένας χωριανός του, που η τύχη δεν τον είχε χαϊδέψει +καθόλου από τη μεγάλη του ακαματιά. Αυτός ο χωριανός του λέγονταν +Φετάνης και γνώριζε πόσο παχύ είταν το πουγγί του Λέντζου. Φτάσανε +μαζύ στην Άρτα. Εκεί ο Λέντζος είδε ένα ώμορφο μουλάρι και το +αγόρασε για το σπίτι, και την άλλη την ημέρα πρωί-πρωί ξεκινήσανε +για τα Γιάννινα: ο Λέντζος καβάλλα κι' ο Φετάνης με τον Γκεσούλη +πεζοί. Ο δρόμος από την Άρτα ως τα Γιάννινα είναι μια ολάκαιρη μέρα, +αλλά για να φτάση κανείς σε μια μέρα από την Άρτα στα Γιάννινα +πρέπει να ξεκινήση πρωί και να μη χασομερήση στο δρόμο. Το χωριό των +ξενιτεμένων είταν άλλες έξη ώρες πέρα από τα Γιάννινα. + +Ο Φετάνης στο δρόμο αρρώστησε από πονόκοιλο και πήγαινε «στάσου εδώ» +και «στάσου εκεί». Ο Λέντζος, κι' επειδή τον λυπήθηκε κ' επειδή +ήθελε να φτάση το βράδυ στα Γιάννινα, κατέβηκε από το μουλάρι κι' +έβαλε τον Φετάνη καβάλλα, αλλ' ο Φετάνης κοντοβαστούσε το μουλάρι, +λέγοντας ότι το γοργοπερπάτημα του μουλαριού του μεγάλονε τον πόνο. +Να μην τα πολυλογούμε, όταν ο ήλιος κοντοβασίλευε, η συντροφιά +βρίσκονταν τρεις ώρες μακρυά από τα Γιάννινα. Είταν Αύγουστος μήνας +και το νυχτοπερπάτημα πλειο ευχάριστο. + +Από λίγο-λίγο ο ήλιος καταίβαινε φλογερός πίσω από το βουνό του +Μακρυαλέξη, σέρνοντας πίσω του ολάκαιρη χρυσή ουράνια λίμνη. Λίγο- +λίγο πάλι εκείνη η χρυσή λίμνη έγινε χάλκινη κι' η χάλκινη +μολυβένια, τ' αστέρια άρχισαν ν' ανάβουν ένα-ένα στον ουρανό, κ' η +Νύχτα αγκάλιασε τον Κόσμο στα κοταμέλανα φτερά της. Τότε ο Φετάνης +γυρίζει και λέγει του Λέντζου, που έρχονταν από πίσω τραγουδώντας: + + — Έλα να καβαλλικέψης εσύ, γιατί μ' άφησ' ο πόνος. + +Σταμάτησε το μουλάρι, ξεκαβαλλήκεψε, και καβαλλήκεψε ο Λέντζος. +Ξακολούθησαν έτσι ως μια ώρα δρόμο, όταν έφτασαν σε μια ράχη, οπούθε +φαίνουνταν τα Γιάννινα μέσα στη σκοτεινιά της νύχτας, με τα πολλά +τους φώσια, σαν απέραντο πάπλωμα, κεντημένο με χρυσά αστέρια. Σ' +αυτή τη μεριά ο Φετάνης λέγει του Λέντζου: + + — Έχ'ς ένα τσιγάρο; + +Ο Λέντζος σταμάτησε το μουλάρι κι' έβγαλε ένα τσιγάρο, κ' ενώ άπλωνε +να το δώση του Φετάνη, αυτός αντί να πάρη το τσιγάρο, του δίνει μια +βαθειά μαχαιριά στα πλευρά! + + — Άπιστο σκυλλί, μ' έφαγες! + +Πρόφτασε μόνο να ειπή ο Λέντζος κι' έπεσε καταγής νεκρός. Ο +Γκεσούλης έτρεξε στην απελπισμένη φωνή τ' αφέντη του, και τη στιγμή +που ο φονιάς άπλωνε το άτιμο χέρι του να βρη τη γεμάτη σακκούλα, το +στόμα του πιστού σκυλλιού του τ' άρπαξε. Σκυλλί και φονιάς πάλαιβαν +ο ένας με το φονικό μαχαίρι κι' ο άλλος με τα δόντια. Ώρες βάσταξε, +το πάλαιμα, κι' ο φονιάς, βλέποντας, ότι δε μπορούσε να βάλη χέρι +στο άψυχο κορμί και ν' αρπάξη τους κόπους και τους ίδρους τεσσάρων +χρόνων, αναγκάστηκε ν' απομακρυνθή και να φύγη. Εννοείται, ότι αν ο +φονιάς είχε ένα πιστόλι, θα ξαπλώνονταν κι' ο Γκεσούλης νεκρό στο +πλάγι τ' αφέντη του. Αλλά οι δολοφόνοι δεν αγαπούν τα βροντερά όπλα +και πάντα προτιμούν το βουβό μαχαίρι. + +Φεύγοντας ο φονιάς, ο πιστός Γκεσούλης ζύγωσε το νεκρό, στρώθηκε +καταγής και βάζοντας το κεφάλι του ανάμεσα στα μπροστινά του τα +πόδια, άρχισε το λυπητερό γουρλητό ως το πρωί, κλαίγοντας τον +πολυαγαπημένο του τον αφέντη κι' ευεργέτη του. + +Εκείνο το πρωί μια συνοδειά χριστιανών από τα πλησιόχωρα, άντρες και +γυναίκες, άλλοι καβάλλα κι' άλλοι πεζοί, πηγαίνοντας για τα +Γιάννινα, έπεσαν απάνω στο σκοτωμένο. Ιδόντας αυτό το φοβερό δράμα, +αποφάσισαν να φορτώσουν τον νεκρό στο μουλάρι του, που βοσκούσε +ξέγνοιαστο εκεί κοντά και να τον παν στη Μητρόπολη. Ο Γκεσούλης δεν +έκανε καμμιάν αντίσταση κι' ακολούθησε τη νεκροπομπή με το κεφάλι +κάτω και την ουρά στα σκέλια, βαδίζοντας στο πλάγι του μουλαριού, +πούχε φορτωμένο τον αφέντη του. + +Στη Μητρόπολη, όπου ξεφόρτωσαν τον νεκρό κι' όπου παραβρέθηκαν κι' +αντιπρόσωποι της Αρχής, έγεινε σωματική έρευνα και βρέθηκαν απάνω +του διακόσες τόσες λίρες κ' ένα γράμμα της γυναίκας του, κι' απ' +αυτό το γράμμα γνωρίστηκε ποιος είταν ο σκοτωμένος κι' από ποιο +χωριό κατάγονταν. + +Αμέσως ειδοποιήθηκαν ταδέρφια του κ' η μαυρισμένη η γυναίκα του, κι' +ήρθαν και πήραν το άψυχο κουφάρι του, με τα χρήματα, το μουλάρι, το +φόρτωμα και τον πιστό το Γκεσούλη και πήγανε στο χωριό να του κάνουν +το ξόδι. + +Δυο-τρεις μέρες υστερώτερα παρουσιάστηκε στο χωριό κι' ο Φετάνης κι' +έκανε πως λυπιώνταν κι' αυτός για το φόνο του Λέντζου. Δεν απόκρυψε +όμως, ότι ξεκίνησαν μαζύ από την Αθήνα, γιατί θα μαθεύονταν, ότι +βγήκανε μαζί στο τούρκικο από της Άρτας το γεφύρι, δηλαδή κι' αυτό +θα μαθεύονταν από πολλούς χωριανούς του, που βρίσκονταν στην Αθήνα +και στην Άρτα, — κι' ότι ενώ ο Λέντζος τράβηξε για τα Γιάννινα +καβάλλα, αυτός λοξοδρόμησε στη Φιλιππιάδα, με την ιδέα να βρη εκεί +καμμιά δουλειά. Όλοι πίστεψαν τα ψεύτικά του τα λόγια, γιατί κανενός +δεν μπορούσε να πέραση από την ιδέα, ότι αυτός είταν ο φονιάς. + +Ύστερα από λίγες μέρες ο Φετάνης, κατά το συνήθειο του τόπου, πήγε +στα Λεντζέικα να παρηγορήση, κι' εκεί που ανέβαινε τες σκάλες τον +λόγιασε ο Γκεσούλης, που κοίτονταν θλιμμένος σε μιαν άκρα της αυλής. +Ώρμησε απάνω του σα μολύβι και του ρίχτηκε με μεγάλη έχτρητα. +Φετάνης και Γκεσούλης κουτρουβαλιάστηκαν στα σκαλοπάτια. Έτρεξαν να +τους χωρίσουν άντρες και γυναίκες από μέσα από το σπίτι, κι' ο +Φετάνης, για να γλυτώση, έβγαλε το φονικό του μαχαίρι να χτυπήση τον +Γκεσούλη, τον μόνο μάρτυρα του κακουργήματός του. Εκείνη τη στιγμή +ένας από τους Λεντζαίους, για να γλυτώση το σκυλλί, αρπάζει το +μαχαίρι, που έφερε ακόμα το αίμα του δολοφονημένου απάνω στο λεπίδι +σκουριασμένο (1). Ο Φετάνης άλλο από την επίθεση του Γκεσούλη, κι' +άλλο από το άρπαγμα του φονικού μαχαιριού, νόμισε, ότι κάποιος τον +είχε προδώσει και φώναξε απελπισμένα: + + — _Ήμαρτον! ήμαρτον! Μη με σκοτώνετε! Σχωράτε με! Εγώ τώκανα και +σεις να μην το κάνετε! + +Οι Λεντζαίοι κατάλαβαν από τα λόγια, του ότι αυτός είταν ο φονιάς +του ανθρώπου τους και τον έπιασαν για καλά. Σε λίγο μαζεύτηκαν οι +γειτόνοι κι' όλο το χωριό. Ο φονιάς παραδόθηκε δεμένος στη +Δημογεροντία, κι' η Δημογεροντία τον έστειλε στον Πασιά στα +Γιάννινα. + +Ο Γκεσούλης, αφού έσωσε την περιουσία των ορφανών, μην αφίνοντας τον +φονιά να πάρη τη σακκούλα του σκοτωμένου, κι' αφού παράδωκε και τον +φονιά, κι' έκαμε τέλεια το χρέος του, ψόφησε απάνω σε σαράντα μέρες! + +Είπαν ότι ψόφησε από τη λύπη του! + +1) Υπάρχει μια λαϊκή πρόληψη, ότι το ανθρώπινο αίμα δεν καθαρίζεται +ποτέ από το σίδηρο και ότι το φονικό μαχαίρι, καθώς και κάθε φονικό +άρματο λιώχνει τους δαιμόνους τη νύχτα. + + + +Η ΔΟΛΙΑ Η ΜΑΝΝΑ + + + +Χαροπάλευε η δόλια η μάννα, η πρωτονοικοκυρά του σπιτιού. Είταν τρία +νυχτόημερα του θανατά. Τρεις νυφάδες, δυο γυιοί, τρεις θυγατέρες, +τρεις γαμπροί και καμμιά δεκαριά αγγόνια, αρσενικά και θηλυκά, +περικύκλοναν το στρώμα της. Όλος αυτός ο κόσμος, που είχε βγη μες +από τα σπλάγχνα της, δε μπορούσε να γεμίση τον τόπο του τρίτου γυιού +της, του Βασίλη, που βρίσκονταν μακρυά στην Ξενιτειά. Χαροπάλευε και +ξωλαλούσε η δόλια η Μάννα, κι' όλα τα ξωλαλήματά της είταν για τον +ξενιτεμένο της το Βασίλη. + + — Την ευχή μου νάχετ' όλοι σας, κι' ο Βασίλης μου την πλειότερη. +Χώματα να πιάνη και μάλαμμα να γίνωνται. + +Από τη δεξιά τη μεριά είχε τη νύφη της τη Βασίλαινα και της κρατούσε +το χέρι. + + — Μου φαίνεται έτσι πως πιάνω τη σάρκα του Βασίλ' μου. + +Έλεγε με πόνο η δόλια η Μάννα. + +Κι' ύστερα από λίγο, άρχισε το τραγούδι του Ξενιτεμένου, που +βουλιέται να γυρίση στην πατρίδα του. + + «Τώρα είν' ο Μάης κι' η άνοιξη, τώρα 'ντό καλοκαίρι, + «Τώρα κι' ο Ξένος βούλεται στον τόπο του να πάη... + «Νύχτα σελώνει τ' άλογο, νύχτα το καλλιγόνει + «Βάνει τα πέταλα χρυσά και τα καρφι’ ασημένια.. » + +Τώλεγε και το ξανάλεγε αυτό το τραγούδι και μέσα στο παραλόγισμα του +θατανά έχανε τους στίχους κι' έλεγε αλλ' άντ' άλλων, κι' έδινε +διαταγές, σαν όταν είταν γερή: + + — «Κώσταινα! Εσύ να πας για ξύλα σήμερα!.... » + + — «Εσύ, Γιώργαινα να μάσης τα σκουτιά και να πας στο πλύμα!.. Ο +Κώστας να πάη στα πρόβατα, κι' ο Γιώργης στο ζευγάρι» + + — «Εσύ, Βασίλαινα να ζυμώ'ης καθάριο και να φκιά'ης πρόσφορα.. Να +φκιά'ης και πήττα!... Τα παιδιά όλα τα προσέχω εγώ.. Σηκωθήτε όλοι +και στες δουλειές σας! Έδωκε ο Θεός τη μέρα του.... τι περιμένετε»; + + — «Ξιουουουού!.. παλιόκοττες που να σας μάση ο μπούφος! μου +λερώνετε την πρόκοβα! Ξιουουουού»! + +Στέκονταν όλοι γύρα στο επιθανάτιο κρεβάτι της δόλιας Μάννας, της +αληθινής μάννας του σπιτιού και περίμεναν το τέλος της, την ύστερη +πνοή της με βαρυοθλιμμένο πρόσωπο και με δάκρυα στα μάτια. Σε λίγο +ήρθε κι' ο παπάς με τ' αρτοφόρι για να τη μεταλάβη. Άμα μπήκε μέσα ο +παπάς, τρέμοντας με την κοινωνιά στα χέρια, η άρρωστη ήρθε στα +λογικά της, σήκωσε τα μάτια της, έκανε το σταυρό της κι' είπε: + + — «Σχωράτε με κι' ο Θεός σχωρέσ' σας»! + +Άνοιξε το στόμα της και δέχτηκε από τη λαβίδα τη μεταλαβιά με μεγάλη +ευχαρίστηση και με μεγάλον αναγαλλιασμό. Ύστερα είπε: + + — «Αν ήξερα, ότι ο Βασίλης μου θάρχονταν σε μια βδομάδα μέσα, θα +βαστούσα στα δόντια μου την ψυχή ως που νάρθη, κι' ύστερα θα πέθαινα +ευχαριστημένη. Μη νομίζετε, ότι δεν σας αγαπώ εσάς τους άλλους, αλλ' +ο πόνος της Ξενιτειάς είναι βαθύτερος και με κάνει να πονώ πλειότερο +αυτήν την ώρα τον Βασίλ' μου, γιατί δεν τον βλέπω μπροστά μ'. Έτσι +λέει και το τραγούδι: + + «Κι' ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει... » + +Ύστερα απ' αυτά τα λόγια, την έπιασε ένα βογγητό, και τη βάσταξε +κάμποση ώρα, κι' ύστερα από το βογγητό άρχισε πάλε τα ξωλαλήματα: + + — Σάμα ήκουσα να πέφτουν δυο-τρία ντουφέκια στην αράδα.. θάναι ο +Βασίλ'ς μου! Ακούω ποδοβολητό αλόγου:. «Πώχει τα πέταλα χρυσά και τα +καρφιά ασημένια... » + +Σηκωθήτε όλοι να τον καρτερέσετε στην αυλή.. Μην του πήτε πως είμαι +του θατανά και σκανιάση... Πέτε του ότ' είμαι λιγάκι άρρωστη... Ότι +με πονεί το κεφάλι...... Όχι, όχι.! Πέτε του καλύτερα, ότι χτύπησα +στο ποδάρι και για αυτό δεν μπόρεσα να βγω να τον καρτερέσω.... Μη +βγαίνετε όμως όλοι έξω... Ας μείνουν κι' ένας-δυο μέσα μ' εμένα, +γιατί φοβούμαι να μείνω μοναχή μου... + +Κι' ενώ έλεγε και ξανάλεγε όλα αυτά τα ξωλαλήματα, τα παιδιά της, +γυιοί της, θυγατέρες της, νυφάδες της, γαμπροί της κι' αγγόνια της, +κάθονταν ολόγυρα στο στρώμα της και περίμεναν με βουρκωμένα μάτια το +τέλος της. Σ' αυτό απάνω, ανασηκώθηκε λιγάκι, ζύγιασε τα μάτια της +κατά τη θύρα κι' είπε: + + — Ανοίξτε τη θύρα κι' αναμεράστε όσοι είστε μπροστά, γιατί μ' +εμποδίζετε να ιδώ. θέλω να τον ιδώ τον ξενιτεμένο μου να μπαίνη μέσα +μ' όλη του τη λεβεντιά.. + +Αναμέρησαν όσοι στέκονταν κατάντικρυ της θύρας κι' άφηκαν ελεύτερο +το μάτι της δόλιας της Μάννας να βλέπη προς τα έξω, κι' αυτή κάρφωσε +τα μάτια της στο έμπα της θύρας για κάμποση ώρα, κι' ύστερα άρχισε +το τραγούδι, σα να είταν γερή. + + «Ξενιτεμένο μου πουλί, γλυκό χελιδονάκι, + «Η Ξενιτειά σε χαίρεται κι' εγώ πίνω φαρμάκι. + + «Ο Ξένος μες στη Ξενιτειά, σαν το πουλί γυρίζει, + «Σαν τον βασιλικόν ανθεί, αλλ' όμως δεν μυρίζει. + + «Ανάθεμα σε, Ξενιτειά, κι' εσέ και τα καλά σου, + «Ούτε τ' άσπρα σου ήθελα, ούτε τα βάσανά σου. + +Ύστερα άλλαξε το σκοπό: + + «Τι να σου στείλω, Ξένε μου, τι να σου προβοδήσω; + «Να στείλω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει, + «Να στείλω σου τα δάκρυα μου σ' ένα χρυσό μαντήλι.. + «Τα δάκρυα μου είναι καφτερά και καίνε το μαντήλι.. + +Και με την ύστερη λέξη αυτού του τραγουδιού έπεσε σε βαθειά νάρκη. +Μια ώρα ακέρια πέρασε, που βαρυοκοιμώνταν στην αγκαλιά του Ύπνου, +που μια τρίχα, τη χώριζε από τον θάνατο. Ανησύχησαν όλοι κι' άρχισαν +με κλάμματα να την κουνούν, για ν' ανοίξη και να ιδούν για ύστερη +φορά τα μάτια της, και ν' ακούσουν για ύστερη φορά τα ευλογημένα της +τα λόγια. + +Η δόλια η Μάννα άνοιξε για ύστερη φορά τα μεγάλα τα μάτια, και +κύτταξε όλους με την αράδα, σα να τους μετρούσε έναν έναν, και τους +έδωκε την ευχή της ολωνών. + + — «Νάχετε όλοι την ευχή μου! Σας την δίδω με όλην μου την καρδιά! +Να ζήσετε καλοκαρδισμένοι και να γεράσετε με παιδιά και μ' αγγόνια, +και σύντομη Ξενιτειά, δυο-τρία χρόνια το πολύ. Οι μικρότεροι να +σέβεστε τους μεγαλύτερους κι' οι γυναίκες τους άντρες. Έτσι να +κάνετε για νάχετε την ευχή μ' ολάκερη. Μην κλέψετε, μην φονέψετε, +μην πορνέψετε, μην ψευτομαρτυρήσετε. Έτσι είπε ο Θεός. Να δίνετε +ελεημοσύνη όσο μπορείτε. Η ελεημοσύνη βγαίνει με το βελόνι και +μπαίνει με το σακκί. Να μην καταφρονήτε κανένα, να κρατάτε το θυμό +σας και να φοβάστε τον Θεό. Κάνοντας αυτά θα ζήσετε καλά στον +κόσμο... Ύστερα από λίγο δε θα είμαι εδώ-κάτω... Παιδιά μου πεθαίνω! + +Όλοι άρχισαν να κλαιν και να της φιλούν το μέτωπο και τα χέρια. +«Μάννα μ'!» φώναξαν όλα τα στόματα του σπιτιού. Τα μάτια της δόλιας +της Μάννας άρχισαν να κλειούνε, να βασιλεύουν, σαν όταν πέφτει ο +ήλιος πίσω από το βουνό, και τα χείλια της να σφαλούν. Η Βασίλαινα η +πλειο μικρή κι' η πλειο αγαπημένη της νύφη άρχισε πρώτη το μυρολόγι. +Ο ήχος του μυρολογιού την ξαναγύρισε τη δόλια Μάννα. Ξανάνοιξε τα +μάτια της και τα χείλια της, κι' είδε για ύστερη φορά τα παιδιά της +και τους είπε τα πλειο υστερινά λόγια: + + — Η Ξενιτειά του Βασίλη μου με στέλλ' στον Κάτω Κόσμο πικρή- +φαρμακωμένη. Χίλια φορτώματα ζάχαρη δε θα μπορούσαν να μου γλυκάνουν +την καρδιά. Μώρχεται πως από την πίκρα της καρδιάς μου θα +ξεφυτρώσουν από το μνήμα μου αλιφασκιές, σπλώνοι και πικραγγουριές. +Σας αφίνω διάτα, όταν έρθ' με το καλό ο Βασίλ'ς μου, όταν σας πάρουν +τα σχαρήκια, νάρθ' ένας σας απάνω στο μνήμα μου, να ρίξ' τρία +βροντερά ντουφέκια και να μου φωνάξ' δυνατά: + + — «Μάννα, ήρθ' ο Βασίλ'ς!» + +Τ' όνομα του Βασίλη είταν η υστερινή της λέξη. Η δόλια η Μάννα δεν +είταν πλειο στη ζωή. Αντήχησαν τα μυρολόγια, δυνατά, κι' όλο το +Χωριό έτρεξε στο χαροχτυπημένο σπίτι. + +Μήνες πέρασαν από το θάνατο της δόλιας της Μάννας, την άνοιξη +δέχτηκε το καλοκαίρι, και το καλοκαίρι ο χινόπωρος, και το χινόπωρο, +ο χειμώνας. Ο ξενιτεμένος ο Βασίλης δεν ακούονταν πουθενά, Τώχουν +σύστημα οι ξενιτεμένοι, όταν βουλιώνται ναρθούν, κόβουν τα γράμματα. +Τον θάνατο της μάννας του δεν του τον είχαν γράψει τ' αδέρφια του +για να μην του φανή πικρότερος στην Ξενιτειά, και τον περίμεναν +ναρθή και να τον μάθη στην αγκαλιά του σπιτιού του. Πέρασε ο Άη- +Δημήτρης, πέρασε των Ταξιαρχών, Γέρασε κι' ο Άη-Νικόλας και ζύγοναν +και τα Χριστούγεννα. + +Ένα απόγευμα πρόβαλε ένας συχαρηκιάρης κι' άρπαξε το μαντήλι από το +κεφάλι της Βασίλαινας! + + — Ο Βασίλ'ς! της είπε λαχανιασμένος. + +Εκείνη η στιγμή είταν η πρώτη χαρούμενη στιγμή, αφόντας είχε πεθάνει +η δόλια η Μάννα, που αιστάνονταν το χαροκαμένο σπίτι. Η Βασίλαινα +για μια στιγμή τάχασε από τη χαρά της, άμα άκουσε το χαρμόσινο +άγγελμα.. ύστερα από λίγο συνήρθε, έτρεξε στην κασσέλλα της, την +άνοιξε, έκοψε ένα μικρό φλωρί από την τραχηλιά της, το έδωκε του +σχαρηκιάρη, κι' ενώ το σπίτι γένονταν άνω κάτω από τη χαρά, και +μικροί-μεγάλοι έτρεχαν τον κατήφορο να δεχτούν τον Ξενιτεμένο, αυτή +ξεκρέμασε το ντουφέκι και τες παλάσκες από τον τοίχο και τράβησε +κατά το νεκροταφείο, στο μνήμα της δόλιας της Μάννας, κι' εκεί απάνω +έρριξε τρία ντουφέκια στην αράδα «μπαμμ!» μπαμμ!» «μπαμμ!» κι' +ύστερα φώναξε με όλη τη δύναμη της: + + — «Μάνναααα! ήρθ' ο Βασίλ'ς!» + + + +Ο ΜΙΚΡΟΣ ΚΡΙΤΗΣ + + + +ΕΙΝΑΙ πολλά χρόνια, αφόντας έγεινε η ιστορία, που θα σας διηγηθώ. Ο +μικρός Κριτής σήμερα είναι γέρος με παιδιά και μ' αγγόνια, και με +δίγγονα, αν κι' η Μοίρα δεν τον αξίωσε να χαϊδέψη δικό του παιδί. +Αλλά το ίδιο πράγμα είναι. Τα παιδιά, τ' αγγόνια και τα δίγγονα +είναι του αδερφού του, μικρότερου του κατά την ηλικία, σαν και δικά +του είναι. + +Ο μικρός Κριτής, Σπύρος λεγόμενος, είταν και δεν είταν δέκα χρονών, +όταν για πρώτη φορά, ακολουθώντας το αναγκαίο έθιμο της πατρίδας +του, ξεκίνησε για την Ξενιτειά, την Κίρκη αυτή του ηπειρώτικου +κόσμου. Ο πατέρας του, ο κυρ-Χρήστος Κριτής λεγόμενος απ' όλη την +επαρχία, γιατί είταν πραγματικώς ο δικαστής της, τον συνώδεψε ως τα +Γιάννινα. Την ώραν του ξεχωρισμού, που ο Ρόβας ο καρβανάρης είχε +έτοιμα τα μουλάρια του και τ' άλογά του, και φώναζε σαν άλλος +δήμιος. « &Το καρβάνι είν' έτοιμο!!!&», όλοι οι συγγενήδες, που +παρακολοθούσαν τους ξενιτεμένους τους, τους ξεμονάχεψαν και τους +έλεγαν τα ύστερα λόγια του ξεχωρισμού. Είταν καμμιά εικοσαριά οι +ξενιτεμένοι. Άλλος είχε μάννα, άλλος πατέρα, άλλος θειο ή θεια, κι' +άλλος μεγαλύτερο αδερφό ή αδερφή. Τι πικρή ώρα, η ώρα του +ξεχωρισμού! Όλο το αίμα μαζόνεται στην καρδιά, το πρόσωπο +σκυθρωπάζει, και τα μάτια βουρκώνουν από τα δάκρυα. + + «Κι' ο ζωντανός ξεχωρισμός παρηγοριά δεν έχει». Λέγει το ηπειρωτικό +τραγούδι. Αλήθεια δεν έχει παρηγοριά ο ζωντανός ο ξεχωρισμός! Χάνει +από τα μάτια του ένα άνθρωπο ζωντανό, κι' εκείνος, που φεύγει και +πάει, κι' εκείνος που μένει πίσω, και δε χάνει έναν πεθαμένο. + +Ο καρβανάρης ο Ρόβας έσχιζε από τη μια την άκρη ως την άλλη την +πλατύχωρη αυλή του χανιού, κι' έλεγε: — + + — «Τελειώστε γλήγορα· πέρασε η ώρα». + +Πώς περνούν γλήγορα οι ώρες του ξεχωρισμού! Οι καρδιές χτυπούσαν +δυνατώτερα, τα μάτια δάκρυζαν και κάπου κάπου ακούονταν και ξεφωνητό +μάννας ή αδερφής. Πώς περνούν γλήγορα οι ώρες του ξεχωρισμού! Και +φτερά αν είχαν, δεν θα περνούσαν, και δεν θάφευγαν γληγορώτερα! + +Τέλος ο καρβανάρης ο Ρόβας καβαλλήκεψε ένα χρυσοκάπουλο μουλάρι και +χτυπώντας το με τους φτερνιστήρες του, πετάχτηκε έξω από την +ορθάνοιχτη θύρα του χανιού, σαν αστραπή. Όλοι οι ξενιτεμένοι +αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν με τους δικούς τους και καβαλλήκεψαν κι' +αυτοί με μάτια θολωμένα από τα δάκρυα του πόνου της πατρίδας, του +σπιτιού, και των δικών τους, κι' έκαναν το σταυρό τους. Τα «έ χ ε τ +ε γ ε ι ά», τα «ώ ρ α κ α λ ή» και τα «κ α λ ή α ν τ ά μ ω σ η +ν α δ ώ σ η ο Θ ε ό ς!», διασταυρόνονταν απ' εδώ και απ' εκεί. +Μια μάννα, πικρόμαννα έστησε μυρολόγι: + + «Ανάθεμα σε ξενιτειά και τρισανάθεμά σε, + Που μου κρατάς τον άντρα μου ακέρια δέκα χρόνια. + Κι' εφέτος μ' αποπλάνεψες μου παίρνεις και το γυιό μου!.. » + +Την ώρα, που ο Σπύρος δρασκελούσε τη θύρα του χανιού, του φώναξε ο +πατέρας του, με παραπονετική φωνή: + + — Σπύρο μου, στάσου, να σου ειπώ δυο λόγια ακόμα... Ο Σπύρος +σταμάτησε το μουλάρι, κι' ο κυρ Χρήστος, μαραμένος από τον πόνο του +ξεχωρισμού του πρώτου παιδιού του, και του πλειο αγαπημένου απ' όλα, +του λέγει: + + — Παιδί μου1 Άμα σκαπετήσης το Μέτσοβο είσαι ή δεν είσαι παιδί μου +είναι το ίδιο. Δεν σε ξέρει κανένας. Αλλά συ να μη λησμονήσης ποτέ +ότι είσαι παιδί μου. Μακρά από ψέμμα, κλεψιά, φονικό και ξένη +γυναίκα! Και στο βάθος της θάλασσας κι' αν βρεθής να μη χάσης την +ελπίδα σου από τον Θεό! Και βασιλειάς αν γένης να μη λησμονήσης την +πατρίδα σου. Τάκουσες παιδί μου; + + — Τάκουσα, πατέρα μου! + + — Ώρα σου καλή τώρα! Ο Θεός κι' η ευχή μου μαζύ σου! + +Το παιδί χτύπησε το μουλάρι του για να φτάση το ξεμακρυσμένο +καρβάνι, κι' ο πατέρας σωριάστηκε στο πεζούλι του χανιού, κι' +άρχισαν να τρέχουν τα μάτια του, σα βρύσες. + +Την άλλη την ημέρα ο κυρ Χρήστος βρίσκονταν στο χωριό του και δίκαζε +τους πατριώτες του, που έτρεχαν σ' αυτόν να βρουν το δίκιο τους, κι' +ο Σπύρος είχε σκαπετήσει το Μέτσοβο κι' όσους απαντούσε στο δρόμο +κανέναν δεν γνώριζε, κι' ούτε τον γνώριζαν! + +Το καρβάνι τραβούσε για την Πόλη, όλο της στερεάς. Είκοσι μέρες +χρειάζονταν τότε για να πάη κανείς από τα Γιάννινα στην Πόλη, αν δεν +τύχαινε στο δρόμο κανένα εμπόδιο. Είχαν περάση δέκα μέρες δρόμο, +πέρασαν την Θεσσαλονίκη, χωρίς να τους τρέξη κανένα κακό. Είταν όλοι +αγαπημένοι, όλοι μια χαρά και περνούσαν τον δρόμο τους τραγουδώντας +και κουβεντιάζοντας σαν αδέρφια. Εκείνη την ημέρα μπήκε ο διάβολος +στη μέση. Του ενός από το καρβάνι είχε πέσει η σακκούλα του με ότι +χρήματα είχε, και την είχε βρη ένας άλλος, από τους είκοσι +συνταξειδιώτες, και του την έδωκε, κρατώντας τα μισά για βρετικά. +Εκείνος που είχε χάσει την σακκούλα γύρευε ακέριο το χρηματικό ποσό, +που είχε μέσα, κι' εκείνος που την είχε βρη δεν τώδινε, λέγοντας, +ότι είχε δικαίωμα να βαστάξη τα μισά για βρετικά, κι' από λόγο σε +λόγο πιάστηκαν, κι' άρχισαν να χτυπιούνται στα γερά, φωνάζοντας: +«βιο μου», ο ένας και «δίκιο μου!» μου ο άλλος. Μπήκαν οι άλλοι να +τους χωρίσουν, αλλά κι' αυτοί χωρίσθηκαν σε δυο: άλλοι με τον έναν +κι άλλοι με τον άλλον. Εκείνος οπού είχε βρη την σακκούλα επέμενε να +βαστάη τα μισά, λέγοντας: Δικαιούμαι να βαστάξω τα μισά, διότι αν +δεν το φανέρονα, ότι ηύρα την σακκούλα, μπορούσα να τα φάω όλα τα +χρήματα, που είχε μέσα. + +Εκείνος πάλι, που την είχε χάσει, επέμενε να τα ζητάη όλα, λέγοντας: + + — Δεν δικαιούσαι να μου βαστάξης τα μισά, διότι δεν είμεστε απ' +άλλο καρβάνι συ κι' απ' άλλο εγώ, αλλ' είμεστε από το ίδιο καρβάνι· +κι' είμεστε σύντροφοι, κι' ως σύντροφοι είμεστε αδέρφια και +υποχρεούμεστε ο ένας να βοηθάη τον άλλο, κι' όχι να κερδίζουμε ο +ένας από τον άλλο. Φιλονικώντας — φιλονικώντας έφτασαν σ' ένα χάνι, +ησύχασαν λίγο, όσο να φαν, κι' άρχισαν πάλι την φιλονικία. Έδωκε +πήρε ο Ρόβας, ο καρβανάρης να τους ειρηνέψη, αλλά δεν μπόρεσε· και +τα δυο τα μέρη είχαν κάποιο δίκαιο, το καθένα για τον εαυτό του. Η +φιλονικία κατάληξε στα χέρια, και μέσα στο μαλλοτράγμα, κάποιος είπε +με πόνον καρδιακό: + + — Ε! και να ξεφύτρωνες, θεέ μου, τον κριτή μας, τον κυρ-Χρήστο, εδώ +πέρα, από καμμιά μεριά, πως θάφευγε ο τρισκατάρατος από τη μέση μας, +και πως θα γένονταν όλα μέλι γάλα + + — Αχ' πούθε να είταν καημένε, είπε ένας άλλος τους, σε μια στιγμή +θα ειρήνευαν τα πάντα. + + — Μούρθε μια ιδέα — είπε ένας άλλος.... + + — Τι; τον ρώτησε τέταρτος. + + — Τι;.... Έχομε το παιδί του εδώ πέρα... + + — Και σαν τώχομε; + + — Να το βάλωμε στη θέση του πατέρα του....... κριτή. + + — Μπρε αλήθεια! Να το βάλωμε κριτή. Αν και μικρό ακόμα, θα ξέρη να +ειπή κάτι, ως παιδί του κριτή μας. + + — Σπύρο — φώναξε — Σπύρο Τι γίνεται ο Σπύρος του κυρ-Χρήστου; + +Ο Σπύρος δεν ακούονταν, τον είχε καταβάλει ο κόπος του δρόμου, κι' +άμα έφαγε, ακούμπησε στον τοίχο κι' αποκοιμήθηκε, έχοντας προσκέφαλο +το δισάκκι του, στρώμα τη βελεντζούλα του και σκέπασμα την κάππα +του. + +Η πρόταση ν' αναθέσουν την κρίση στο παιδί, είχε γείνει δεχτή απ' +όλη τη συνοδεία. + + — Ναι, ναι — ακούονταν ανάμεσα στες κουβέντες τους. — να ξυπνήσωμε +το παιδί να τους κρίνη. Είναι παιδί του πατέρα του.... + +Ο αρχηγός του καρβανιού, ο Ρόβας, ακούοντας, ότι ήθελαν να ξυπνήσουν +το παιδί για να κάμη την κρίση, και παίρνοντας το πράγμα γι' αστείο, +τους είπε: + + — Τι λόγια, ωρέ, είν' αυτά που λέτε; Αφήστε το παιδί να κοιμηθή. Τι +ξέρει αυτό; + + — Όχι! όχι! — εφώναξαν πολλοί — πρέπει να ξυπνήσωμε το παιδί. + +Δύο τρεις άρχισαν να ξυπνούν το παιδί, που κομώνταν βαρυά. Ύπνος +παιδιακίσιος και μάλιστα ύστερα από δρόμο. Του φώναζαν και το +τραβούσαν απ' εδώ κι' απ' εκεί, αλλά δεν μπορούσαν να το ξυπνήσουν. +Τέλος του έβαλαν ταμπάκο στη μύτη κι' έτσι φτερνίστηκε και ξύπνησε. +Το παιδί, άνοιξε τα μάτια του, κύτταξε γύρω γύρω και το πήρε το +παράπονο. + + — Γιατί παραπονιέσαι, ωρέ; — του είπε ο Ρόβας. + + — Έβλεπα στον ύπνο μου, ότι είμουν στο σπίτι μου με τον πατέρα μου +και με ταδέρφια μου... Μάννα δεν είχα. + +Και λέγοντας αυτά άρχισε να κλαίη. — Μπρε κριτή που σου τον +διάλεξαν! Είπε μόνος του ο καρβανάρης. + + — Ξέρ'ς γιατί σε ξυπνήσαμε, Σπύρο; του είπε ένας από εκείνους που +τον ξύπνησαν. + + — Πού να το ξέρω, — είπε ο Σπύρος, τρίβοντας τα μάτια του. + + — Σε ξυπνήσαμε για να μας κάνης την κρίση της φιλονικίας. + +Το παιδί τον κύτταξε με το στόμα ανοιχτό. + + — Μπρε, τι σας έφταιγε το καημένο και του χαλάσατε τ' όνειρο, είπε +ο καρβανάρης. Άιντε παιδί μου, κρίνε τους — είπε ο γεροντότερος +ταξειδιώτης του καρβανιού. — Γνωρίζεις την αιτία. Απ' αυτού θα +καταλάβουμε αν θα γένης σαν τον πατέρα σου. + +Το παιδί καλοκάθησε σταυροπόδι, κι' είπε στους μαλλωμένους με ύφος +αληθινού κριτή: + + — Ελάτε εδώ! + +Πήγαν κι' οι δυο μπροστά του με τα χέρια σταυρωμένα. + + — Ξέρετε που είμεστε; Τους ρώτησε σοβαρά. Ο καρβανάρης άνοιξε τα +μάτια του, προσέχοντας ν' ακούση καλύτερα. Οι μαλλωμένοι δε +μιλούσαν. + +Να σας ειπώ που είμεστε. Είμεστε κακορρίζικοι, δέκα μέρες μακρυά από +τον τόπο μας· είμεστε ξένοι παντάξενοι! Δε μας γνωρίζει κανένας εδώ +γύρα! Η Ξενιτειά μας αδερφόνει όλους... + +Ο καρβανάρης άρχισε ν' αποράη με τη νοημοσύνη του μικρού κριτή και +λέγει μέσα του! + + — Μπρε, το παλιόπαιδο! Αυτό είναι σοφό! + + — Θέλετε να σας κάνω την κρίση; — τους ρώτησε σοβαρά σοβαρά. + + — Θέλομε, — του απολογήθηκαν, — κι' ότι μας πης θ' ακολουθήσωμε. +Έτσι κάναμε και στον πατέρα σου. + + — Για να σας κάνω την κρίση, πρέπει πρώτα ν' αγκαλιασθήτε και να +φιληθήτε κι' ύστερα να σας κρίνω. + +Οι δύο μαλλωμένοι κύτταξαν ο ένας τον άλλον περίλυποι, σα να +ντρέπονταν να κάνουν εκείνο, που τους έλεγε. + +Οι άλλοι, βλέποντας το δισταγμό τους, τους φώναζαν: + + — Κάνετε ωρέ, όπως σας λέγει ο κριτής! Τι καμαρώνετε! + +Οι μαλλωμένοι αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν κλαίοντας. + + — Πηγαίνετε τώρα! — είπε το παιδί — Τελείωσε η κρίση σας! + + — Και πώς τελείωσε; — είπαν οι πολλοί — Ο ένας κρατάει κι' ο άλλος +έχει να λάβη. + + — Τελείωσε, είπε το παιδί. — Η διαφορά τους είταν το μίσος. Αφού +μπήκε η αγάπη ανάμεσα τους, το μίσος έφυγε και το δίκιο έρχεται μόνο +του. + +Και πραγματικώς εκείνος που βαστούσε τα μισά τα χρήματα, τάβγαλε από +τον κόρφο του και τάδωσε στον άλλο, που τα ζητούσε, λέγοντας: + + — Πάρ'τα, αδερφέ! + +Κι' εκείνος που τα ζητούσε του απολογήθηκε: + + — Όχι, αδερφέ, όλα! Βάστα τα βρετικά σου. Κράτα όσα θέλεις, κράτα +τα κι' όλα... + + — Όχι! όχι, είναι δικό σου βιο — είπε εκείνος, που τα είχε βρη. — +Μακρυά από εμένα το άδικο! + + — Πάρ'τα ωρέ, — του φώναξαν οι άλλοι, — αφού σου τα δίνει ο +άνθρωπος. + +Τα πήρε τότε εκείνος και τα έβαλε στη σακκούλα, κι' αφού την έβαλε +στον κόρφο του, ξαναγκαλιάστηκε και ξαναφιλήθηκε με τον αντίθετό +του. + + — Εύγε! εύγε Σπύρο — φώναξαν οι άλλοι — είσαι αληθινό παιδί του +κυρ-Χρήστου! και πήγαν όλοι και το φίλησαν το παιδί, και το +ευχήθηκαν να προκόψη. + +Ο καρβανάρης ο Ρόβας, που κορόιδευε πρώτα τον μικρό κριτή, πήγε και +τον αγκάλιασε κι' αυτός και τον φίλησε, λέγοντας του: + + — Παιδί μου, να με σχωρέ'ης, Εγώ είμαι μεγάλος στα χρόνια και συ +μεγάλος στον νου. Μια μέρα θα γείνης αφέντης. + +Και πραγματικώς έζησε και πρόκοψε, κι' όλοι οι συνταξειδιώτες του +έγειναν ύστερα από λίγα χρόνια υπηρέτες του. + + + +Υ Σ Τ Ε Ρ Α +ΑΠΟ ΕΙΚΟΣΙ ΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΙΑ + + + +ΔΕΝ είχε ακόμα φέξει καλά-καλά τα Χριστούγεννα κι' η Τασιούλαινα, η +ξακουσμένη νοικοκυρά του χωριού με τον μονάκριβο της τον Γεωργάκη, +άντρα είκοσι πέντε χρονών, με μαύρο μουστάκι στριμμένο, άμα ήρθαν +από την εκκλησιά, κάθησαν στο τραπέζι, πούχε απάνω μια μεγάλη απλάδα +κουλάστρα, και μια γαβάθα με κόττα βραστή κι' ένα τεψί με τηγανίτες, +σπάραγνα του μικρού Χριστού, ζεματισμένες με μέλι. Δεν άρχιζαν όμως +να φαν, γιατί περίμεναν τον παπά-Νικόλα να τους ευλογήση το τραπέζι +και να τους ευχηθή μια χαμένη ευχή: «&να καλοδεχτούν&» + +Η Τασιούλαινα σαράντα πέντε χρονών γυναίκα, με πρόσωπο στρογγυλό σαν +το φεγγάρι, με χρώμα σα μήλο κόκκινο, με μάτια μαύρα, σαν ελιές και +φρύδια μακρυά και καμαρωτά, σαν δοξάρια, ώμοιαζε σα να μην είχε +φτάσει ακόμα τα τριάντα χρόνια, κι' αν δεν είχε μια αδιάκοπη +μελαγχολία στο πρόσωπό της θα φαίνονταν ακόμα νιώτερη απ' ό τι +έδειχνε· κι' ο γυιός της, ο Γεωργάκης, με το δασύ του και κατάμαυρο +μουστάκι, και με τα χονδρά του τα χαρακτηριστικά έδειχνε, σα να είχε +περάσει τα τριάντα πέντε χρόνια, και χαριτωμένη μάννα κι' +ωμορφοκαμωμένο παιδί έσμιγαν στην ηλικία, σαν που σμίγουν δύο +αγαπημένα στόματα, και φαίνονταν ή σαν αδέρφια ή σαν αντρόγυνο, για +όσους δεν τους ήξεραν. + +Μάννα και γυιός, δυο όντα στον κόσμο, που το ένα ζούσε για το άλλο, +κάθονταν στην άκρη του τραπεζίου μελαγχολικοί, και περίμεναν τον +παπά-Νικόλα να ευλογήση και ν' αρχίσουν να φαν, αλλ' ο παπά-Νικόλας +αργούσε, γιατί ευλογούσε με τη σειρά τα τραπέζια των σπιτιών του +χωριού, και δεν είχε φτάσει ακόμα στο σπίτι της Τασιούλαινας και του +Γεωργάκη. Ύστερα από κάμποση ώρα, ακούστηκαν τα σκυλλιά της +γειτονιάς. Είταν ο παπά-Νικόλας, που έβγαινε από το ένα σπίτι κι' +έμπαινε στ' άλλο. Σε λίγο ανέβαινε τες σκάλες του σπιτιού και μάννα +και γυιός σηκώθηκαν να τον υποδεχτούν. + +Ο παπάς είπε «καλημέρα» και «χρόνια πολλά» κι' άρχισε να ευλογάη το +τραπέζι: + + «&Χριστέ ο Θεός, ευλόγησον την βρώσιν και την πόσιν των δούλων σου +και πάντας ημάς&» + +Είπε μηχανικώς κι' άρχισε και το τροπάρι του Χριστού: + + «&Η γέννησις σου Χριστέ ο Θεός, ανέτειλε τω κόσμω το φως το της +γνώσεως εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες υπό αστέρος +εδιδάσκοντο σε προσκυνείν τον ήλιον της δικαιοσύνης και σε +γιγνώσκειν εξ ύψους ανατολήν. Κύριε δόξα σοι.&» + +Πήρε ένα φυλλί τηγανίτα, μια χουλιαριά κουλάστρα, ένα μπούτι κόττα, +άρπαξε ένα ποτήρι γεμάτο κρασί στο χέρι κι' είπε: + + — Να ζήσετε και να καλοδεχτήτε τον Τασιούλα... + +Τράβηξε το κρασί και κίνησε να φύγη, ξαναλέγοντας: + + — «Και του χρόνου τα Χριστούγεννα... και του χρόνου με τον άντρα +σου εσύ, με τον πατέρα σου και με μια καλή νύφη εσύ... εκείνη ντε με +τα κατσαρά μαλλιά.... τη γειτονοπούλα που ξέρεις.... + +Και λέγοντας αυτά ο παπάς κατέβαινε γλήγορα τη σκάλα, κρατώντας με +το δεξί την πατερίτσα του και με το ζερβί το μπούτι της κόττας, και +πήγαινε βιαστικός να ευλογήση κι' άλλα σπίτια, και να πη κι' άλλα +«_Χριστέ ο Θεός, ευλόγησον..._» κι' άλλα «_Η γέννησίς σου Χριστέ ο +Θεός.._» κι' άλλα «_Να ζήσητε και να καλοδεχτήτε..._» κι' άλλα «_Και +του χρόνου τα Χριστούγεννα..._» + +Φεύγοντας ο παπάς, μάννα και γυιός γύρισαν και κάθησαν στο κατάφορτο +τραπέζι από φαγητά, για να φαν, αλλά ούτε η μάννα, ούτε το παιδί +έκαναν το σταυρό ν' αρχίσουν να φαν, σαν κάποιον να περίμεναν, που +είταν η θέση του αδειανή στο κεφαλοτράπεζο, εικοσιπέντε ακέρια +Χριστούγεννα, κι' άλλους τόσους Άη-Βασίληδες, κι' άλλες τόσες +Λαμπρές, κι' άλλους τόσους Άη-Γεώργηδες....-Είκοσι πέντε χρόνια +ξενιτειά, είκοσι πέντε χρόνια μάρα και θλίψη, και δάκρυα και +κακολογίες δεν είταν μικρό πράμμα για την καημένη την Τασιούλαινα... +Είκοσι χρονών είταν όταν παντρεύτηκε τον Τασιούλη, παλληκάρι είκοσι +πέντε χρονών, και δυο-τρεις μήνες ύστερα από το γάμο της ο Τασιούλης +της ξεκίνησε για τη Βλαχιά με τον Ρόβα τον αγωγιάτη, κι' από τότε +ούτε γράμμα, ούτε αντιλογιά... Όταν γέννησε το Γεωργάκη της ο κόσμος +λογάριαζαν στα δάχτυλα τους μήνες,.... αλλά δεν έβγαζαν εκείνο +πούθελαν, γιατί είταν εννιά μήνες παρά δέκα ακέριες μέρες, αφόντας +είχε φύγει ο Τασιούλας, κι' ο Γεωργάκης, όχι εφταμηνίτικο, αλλά +είταν και παράειταν στον καιρό του, ένα παιδί σα σαραντισμένο με τα +μαλλιά μια παλάμη μακρυά στο κεφάλι του. Κι' όμως υπήρχαν και +καμπόσες στριγλόγριες, που έλεγαν ότι ο Τασιούλας τάχα δεν είχε +φύγει αντήμερα του Άη-Γεωργιού, αλλ' αντήμερα του Θωμά, δέκα μέρες +πρωτύτερα και το παιδί μπορούσε να μην είναι του Τασιούλα, γιατί +καμμιά φορά οι γυναίκες γεννούν δύο-τρεις μέρες πρωτύτερα από τους +εννιά μήνες... + +Η μάννα, με την καρδιά βαλαντωμένη από τον πόνο άρχισε να λέη στο +παιδί της: + + — .... Παιδί μου! Είκοσι πέντε Χριστούγεννα σωστά λείπει ο πατέρας +σου στην Ξενιτειά. Χριστούγεννα, Άη-Βασιλειού και Φώτα δεν έχω κάνει +μαζύ του. Μόνον αποκριές, Λαμπρή κι' Άη-Γεώργη... Αντήμερα τ' Άη- +Γεωργιού έφυγε... για να μην ξαναγυρίση!... Τι έχω ακούσει παιδί μ', +από τον παλιόκοσμο! Τι έχω ακούσει! Φθονούσε τα νειάτα μου, φθονούσε +την ωμορφιά μου, πάη καλά, αλλά να φθονή και τη δυστυχία μου! + + — Πόσες φορές μου τα είπες, μαννούλα μ' αυτά.... Τα ξέρω... Έλα να +φάμε και να ευκηθούμε ακόμα μια φορά να τον καλοδεχτούμε, κι' ό τι +θέλ' ο Θεός ας γένη! + +Της απολογήθηκε ο Γεωργάκης. + + — Αν έχει πεθάνει, σχωρεμένος νάναι, κι' άγιο το χώμα του, πούναι +πεσμένος, αλλ' αν ζη και λησμόνησε τη γυναίκα του — εσένα, παιδί +μου, δε σε ξέρει, αν ήρθες στον κόσμο — και λησμόνησε το σπίτι του, +τα υπάρχοντά του, το Χωριό του, την πατρίδα του, από το Θεό να το +βρη, με την αδικία που μας έχει κάνει των δυονών μας! + +Άρχισε να κλαίη. Ο Γεωργάκης την αγκάλιασε, και την μίλησε για να +την παρηγορήση και να της κάνη την καρδιά, κι' έτσι αγκαλιασμένοι +έγειραν στο προσκέφαλο της παραστιάς. Η φωτιά έκαιγε γλυκά — γλυκά, +κι' έπεφταν από τον δαυλοστάτη κόκκινα και χοντρά τα κάρβουνα, το +τραπέζι στέκονταν μαραμένο με τες μελωμένες τηγανίτες, με την απλάδα +γεμάτη κουλάστρα και με τη γαβάθα γεμάτη κόττα βραστή, η θύρα κι' η +οξώθυρα είταν ανοιχτές πέρα-πέρα για τη χρονιάρα την ημέρα και τη +δεσποτική τη γιορτή, και για τον ξενιτεμένο του σπιτιού. Έξω αγέρας, +κρύο και χιονόνερο, τα στοιχειά του χειμώνα χόρευαν με μανία, κι' η +μάννα με το παιδί της κοιμώνταν παραστιάς σφιχταγκαλιασμένοι, σαν +όταν ο Γεωργάκης είταν εφτά χρονών παιδάκι.. + +Τι να είχε γείνει ο καημένος ο Τασιούλας; Άλλοι έλεγαν, ότι τον +καιρό, που πήγαινε στη Βλαχιά είχε πέσει από το μουλάρι στο Δούναβη +και πνίγηκε, άλλοι πάλι, ότι στο Γιάσι, που καταστάθηκε, τον αγάπησε +μια Βλάχα για την ομορφιά του και τον παντρεύτηκε, άλλοι ότι είχε +πεθάνει από αρρώστεια, κι' άλλοι πάλι έλεγαν άλλα. Τελευταία όμως +ένας Ζαγορίσιος είχε ειπή στα Γιάννινα, και τα λόγια έφτασαν ως το +χωριό, ότι ο Τασιούλας είχε κατηγορηθή άδικα όταν έφτασε στο Γιάσι, +ότι είχε σπάσει μια κάσσα και πήρε φλωριά και καταδικάστηκε σε +είκοσι πέντε χρόνια φυλακή, κι' ότι μες στη φυλακή έκρυβε την +εντροπή του, μη θέλοντας να ειπή ούτε από ποιο χωριό είταν, ούτε στο +σπίτι του να γράψη, κι' ότι μέσα στη φυλακή, που βρίσκουνταν, +έφκιανε διάφορα εργόχειρα και με την οικονομία του είχε κάνει αρκετή +περιουσία και περίμενε να τελειώση η ποινή του και ναρθή στην +πατρίδα του. Αλλ' η Τασιούλαινα τ' άκουγε όλα αυτά τα πράγματα και +τίποτε δεν πίστευε και μόνη της παρηγοριά είχε το παιδάκι της, που +μεγάλονε ημέρα με την ημέρα, και μόνον τα Χριστούγεννα, τ' Άη- +Βασιλειού, τη Λαμπρή και τ' Άη-Γεωργίου θυμώνταν πως είταν +παντρεμμένη και είχε άντρα στην Ξενιτειά. + +Ενώ η μάννα και το παιδί κοιμώνταν στου πόνου το προσκεφάλι, ένας +γουνοφορεμένος ξένος μπήκε καβάλλα στην αυλή. Κατέβηκε, ξεφόρτωσε, +έδεσε τ' άλογό του στο κατώγι, ανέβηκε τη σκάλα και μπήκε στο +δωμάτιο, όπου ηύρε τη φωτιά να καίγη γλυκά-γλυκά, το τραπέζι +φορτωμένο από φαγητά, και τη μάννα και το παιδί να κοιμούνται +σφιχταγκαλιασμένοι.... Ο ξένος έγεινε αλλοιώτικος και στη στιγμή μια +μεγάλη δίστομη μαχαίρα άστραψε στο δεξί του χέρι. Μια στιγμή τον +χώριζε από φρικτό έγκλημα, και μ' άδικη λέξη βούιξε στο στόμα του: + + — Άτιμη! + +Μάννα και παιδί πετάχθηκαν από τον βαθύν ύπνο. Ο Γιωργάκης πέταξε +από το ζωνάρι του άλλη μαχαίρα κι' οι δυο άντρες βρέθηκαν +αντιμέτωποι κι' έτοιμοι να σκοτώση ο ένας τον άλλο, ενώ η +Τασιούλαινα έμπηξε τες φωνές και τραβούσε τα μαλλιά της. + + — Ποιος είσαι συ εδώ μέσα! + +Φώναξε άγρια άγρια ο ξένος του Γιωργάκη. + + — Είμαι ο νοικοκύρης του σπιτιού! (απολογήθηκε ο Γιωργάκης) Εσύ +ποιος είσαι που μπήκες εδώ μέσα! + + — Κανένας άλλος από μένα δεν είναι εδώ μέσα νοικοκύρης! + +Είπε ουρλιαχτά ο ξένος. + +Η Τασιούλαινα ακούοντας αυτά, μπήκε στη μέση των δύο αντρών και +φώναξε μ' όλα της τα δυνατά: + + — Μη Τασιούλα!!! είναι το παιδί μας! Μη Γιωργάκη μου!!! είν' ο +πατέρας σου! + +Στη στιγμή η δύο μαχαίρες έπεσαν κατά γης. Άντρας και γυναίκα +πατέρας και παιδί βρέθηκαν κι' οι τρεις αγκαλιασμένοι, και σε λίγο, +κάθησαν κι' οι τρεις στο τραπέζι και γιώρτασαν μαζύ τα Χριστούγεννα, +τα πρώτα Χριστούγενα, ύστερα από είκοσι πέντε χρόνια ξενιτειά. + + + +Η ΤΡΕΙΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ + + + +Μια φορά κι' έναν καιρό είταν ένας πατέρας, πούχε ένα μοναχοπαίδι +και τ' αγαπούσε καλύτερα απ' όλον τον κόσμο. Μια μέρα ο πατέρας +αρρώστησε και στην εβδομάδα απανωθιό έγεινε του θανάτου. Τη στιγμή, +που θ' απέθνησκε είπε στο παιδί του, που κάθονταν στο προσκέφαλό του +κι' έκλαιγε: + + — Μην κλαις, παιδί μου! Έτσ' είν' ο κόσμος. Ο γονιός πρέπει να +πεθαίνη πρωτύτερα από το παιδί του, κι' αυτό είναι το καλύτερο. Αν +πέθαιναν τα παιδιά πρωτύτερα από τους γονιούς τότε η πλάση θα +χάνονταν. Άκουσε τι έχω να σου ειπώ στην υστερνή μου ώρα: Δεν έχω +πλούτη να σ' αφήσω, γιατί η Τύχη δε θέλησε ποτέ να με βοηθήση, θα σ' +αφήσω όμως τρεις συμβουλές: Η μια είναι: «&Ή μικρός παντρέψου ή +μικρός καλογερέψου&» Η άλλη: «&Μικρός ξενιτέψου και μεγάλος γύρνα +σπίτι σου&». Κι' η τρίτη: «&Κάλλιο μια συμβουλή καλή παρά χίλια +φλωριά&» Αυτές οι τρεις συμβουλές, παιδί μου είναι καλύτερες απ' όλα +τα πλούτη του κόσμου. + +*** + +Πέθανε ο πατέρας και πάη, και το παιδί άρχισε να σκέφτεται τι θ' +απογένη: Να παντρεφτή ή να καλογερευτή; Προτίμησε να παντρευτή όσο +μικρός κι' αν είταν κι' έτσι έκανε την πρώτη συμβουλή του πατρός +του. Ύστερα από την παντρειά του, μη έχοντας ούτε χωράφια να +δουλεύη, ούτε γίδια και πρόβατα να βόσκη, ούτε μουλάρι να κάνη τον +αγωγιάτη, ούτε καμμιά τέχνη για να ζη στον τόπο του, αποφάσισε το +γληγορώτερο να ξινιτευτή. Αποχαιρέτισε τη γυναίκα του κι' έφυγε, κι' +αφού πέρασε κάμπους και βουνά, ποτάμια και θάλασσες, έφτασε στην +Ξενιτειά. Εκεί μπήκε σ' έναν αφεντικό με συμφωνία να δουλέψη εφτά +χρόνια πιστά κι' ύστερα να πάρη εκατό φλωριά και να γυρίση στον τόπο +του και στο σπίτι του. Έτσι έκανε και τη δεύτερη συμβουλή του πατρός +του. + +*** + +Περνώντας τα εφτά χρόνια, παρουσιάστηκε στον αφεντικό του να πάρη +τον μιστό του και να γυρίση στον τόπο του. Ο αφεντικός του τού +μέτρησε τα εκατό φλωριά, του τάβαλε σε μια σακκούλα, και την +απόθεκε, ύστερα έγραψε κάτι σ' ένα χαρτί, το δίπλωσε, τώβαλε δίπλα +στη σακκούλα και του είπε: + + — Εδώ, παιδί μου (δείχνοντας τη σακκούλα) είναι ο μιστός σου, κι' +εδώ (δείχνοντας το διπλωμένο χαρτί) είναι μια συμβουλή. Όποιο θέλεις +από τα δύο πάρε: θέλεις τα εκατό φλωριά, θέλεις τη συμβουλή. Αν +πάρης τα φλωριά δε θα πάρης τη συμβουλή, κι' αν πάρης τη συμβουλή δε +θα πάρης τα φλωριά. Διάλεξε ένα από τα δύο. + +Αυτός μ' όλη την επιθυμία, πούχε, να πάρη τα φλωριά του και να +γυρίση το γληγορώτερο στον τόπο του και στο σπίτι του, και να ιδή τη +γυναίκα του, που δεν ήξερε τι γένονταν εφτά χρόνια ακέρια, θυμήθηκε +την τρίτη συμβουλή του πατρός του, και προτίμησε τη συμβουλή από τα +εκατό φλωριά. Κάνοντας την απόφαση, ανοίγει το χαρτί και διαβάζει. + + «&Μη βγαίνης ποτέ από τον ίσιο δρόμο&». + +Διαβάζοντας τη συμβουλή, μετάνοιωσε, γιατί την προτίμησε από τα +εκατό φλωριά, αλλά δε μπορούσε να κάνη αλλοιώτικα, και συμφώνησε +πάλι άλλα εφτά χρόνια να ξαναδουλέψη τον αφεντικό του πάλι για εκατό +φλωριά, κι' έτσι ξαναμπήκε πάλι στη δουλειά. + +*** + +Πέρασαν και τα δεύτερα εφτά χρόνια και ξαναπαρουσιάστηκε πάλε στον +αφεντικό του να πάρη τον μιστό του και να γυρίση στον τόπο του και +στο σπίτι του. + +Ο αφεντικός του μέτρησε πάλι εκατό φλωριά, του τάβαλε σε μια +σακκούλα, και την απόθεκε, ύστερα έγραψε πάλι κάτι σένα χαρτί, το +δίπλωσε, τώβαλε πάλι δίπλα στη σακκούλα και του ξανάειπε πάλε τα +ίδια: + + — Εδώ, παιδί μου, (δείχνοντας τη σακκούλα) είναι πάλι ο μιστός σου, +κι' εδώ (δείχνοντας το διπλωμένο χαρτί) είναι πάλι μια συμβουλή. +Όποιο θέλεις πάλε από τα δύο, πάρε: θέλεις τα εκατό φλωριά θέλεις τη +συμβουλή. Αν πάρης τα φλωριά δε θα πάρης τη συμβουλή, κι' αν πάρης +τη συμβουλή, δε θα πάρης τα φλωριά. Διάλεξε πάλι έν' από τα δυο. + +Αυτός πάλι μ' όλη την επιθυμία, πούχε να πάρη τα φλωριά του και να +γυρίση το γληρορώτερο στον τόπο του, και στο σπίτι του και να ιδή τη +γυναίκα του, που δεν ήξερε τι γένονταν δέκα τέσσερα ακέρια χρόνια, +θυμήθηκε πάλι την ίδια συμβουλή του πατρός του και προτίμησε τη +συμβουλή από τα εκατό φλωριά. Κάνοντας την απόφαση, ανοίγει το χαρτί +και διαβάζει: + +«&Μην ανακατεύεσαι ποτέ στες δουλιές του αλλουνού!&» + +Διαβάζοντας τη συμβουλή, μετάνοιωσε πάλι, γιατί την προτίμησε από τα +εκατό φλωριά, αλλά δε μπορούσε να κάνη αλλοιώτικα, και ξανασυμφώνησε +πάλι γι' άλλα εφτά χρόνια να μεταξαναδουλέψη τον αφεντικό του για +εκατό πάλι φλουριά κι' έτσι ματαξαναμπήκε πάλι στη δουλειά.... + +Πέρασαν και τα τρίτα εφτά χρόνια, και ματαξαναπαρουσιάστηκε πάλι +στον αφεντικό του να πάρη τον μιστό του και να γυρίση στον τόπο του +και στο σπίτι του. + +Ηύρε τον αφεντικό του, που τον περίμενε, έχοντας μπροστά του μια +σακκούλα μ' εκατό φλωριά, κι' ένα χαρτί διπλωμένο δίπλα της, κι' άμα +τον είδε του μεταξανάειπε πάλι τα ίδια: + + — Εδώ, παιδί μου (δείχνοντας του τη σακκούλα) είνε ο μιστός σου, +κι' εδώ (δείχνοντας του το διπλωμένο χαρτί) είνε πάλι μια συμβουλή. +Όποιο θέλεις παλιμάτα από τα δύο πάρε: θέλεις τα εκατό φλωριά, +θέλεις παλιμάτα την συμβουλή. Αν πάρης τα φλωριά, δε θα πάρης τη +συμβουλή, κι' αν πάρης παλιμάτα τη συμβουλή δε θα πάρης τα φλωριά. +Ματαξαναδιάλεξε έν' από τα δυο... + +Αυτός παλιμάτα, μ' όλη την επιθυμία πούχε, να πάρη τα φλωριά του +και να γυρίση το γληγορώτερο στον τόπο του και στο σπίτι του και να +ιδή τη γυναίκα του, που δεν ήξερε τι γένονταν είκοσι ακέρια χρόνια, +θυμήθηκε ματαπάλι την συμβουλή του πατρός του και προτίμησε παλιμάτα +τη συμβουλή από τα εκατό φλωριά, και κάνοντας την απόφαση, ανοίγει +το χαρτί και διαβάζει: + + «&Τη δουλειά που θέλεις να κάνης θυμωμένος, άφησε τη γι' αύριο&». + +Κι' έτσι λοιπόν δούλεψε είκοσι ένα χρόνια μακρυά από τον τόπον του, +από το σπίτι του, κι' από τη γυναίκα του, για τρεις συμβουλές! Είταν +πολύ μενανοιωμένος, αλλά τι νάκανε; Σκέφτηκε να ματαξανασυμφωνήση +γι' άλλα εφτά χρόνια και να πάρη τέλος εκατό φλωριά και να γυρίση +στο σπίτι του μια για πάντα, αλλά ακολουθώντας την συμβουλή του +πατρός του, αποφάσισε να γυρίση πριν γεράση κι' έτσι έδωκε το χέρι +να αποχαιρετήση τον αφεντικό του. Εκείνη τη στιγμή ο αφεντικός του +τού είπε: + + — Στάσου μια στιγμή.... + +Και λέγοντας αυτά, άνοιξε μια κασσέλα, έβγαλε τρία ψωμιά και του τα +έδωσε, λέγοντάς του: + + — Σε συμβουλεύω αυτά τα τρία ψωμιά να τα φυλάξης στο δρόμο που θα +πας, και να τα πας σπίτι σου απείραχτα. Εκεί, άμα φτάσης με το καλό, +κόψε και φάτα με την γυναίκα σου. + +Κι' αυτός έβαλε τα τρία ψωμιά στο σακκούλι του, φίλησε το χέρι τ' +αφεντικού του κι' έφυγε, γυρίζοντας στον τόπο του, στη γυναίκα του, +και στο σπίτι του. + +Στο δρόμο ανταμώθηκε με μια μεγάλη συνοδεία. Έκαναν δύο — τρεις +μέρες δρόμο, όταν σ' ένα μέρος τους λεν ότι τους καρτερούσαν οι +κλέφτες να τους πιάσουν. Ακούοντας αυτόν τον λόγο, σκόρπισαν όλοι +από το φόβο τους και μόνον ο Ξενιτεμένος μας έμεινε στο δρόμο του. +Θέλησε και αυτός να παραδρομήση, σαν τους άλλους, αλλά τη στιγμή, +που έκανε να βγη από το δρόμο, τούρθε στο νου η πρώτη συμβουλή: «&Μη +βγαίνης ποτέ από τον ίσιο δρόμο&», κι' είπε μέσα του: + + — Εγώ δούλεψα εφτά χρόνια γι' αυτή τη συμβουλή και να μην την +ακολουθήσω; θα είναι κρίμα. + +Κι' έτσι τράβησε ίσια το δρόμο του. + +Οι κλέφτες, βλέποντας από μακρυά, ότι όλοι σκόρπισαν από το δρόμο +και μόνον αυτός δεν παραδρόμησε είπαν συναμεταξύ τους: + + — Ας κυνηγήσωμεν αυτούς, που σκόρπισαν, διότι, για να φοβηθούν, +χωρίς άλλο θα έχουν χρήματα κι' ας αφήσωμε αυτόν, που πάει το δρόμο +του. Φαίνεται, ότι αυτός απ' ότι έχει κλέφτη δεν φοβάται. + +Κι' έτσι τον άφησαν αυτόν κι' έπιασαν όλους τους άλλους και τους +πήραν ότι κι' αν είχαν. + +Ο Ξενιτεμένος μας τράβησε το δρόμο του, όπως είπαμε, κι' έφτασε το +βράδυ σ' ένα σταθμό. Εκεί έμαθε, ότι οι σύντροφοι του, άλλοι +σκοτώθηκαν κ' άλλοι ληστεύτηκαν και δεν γλύτωσε κανένας από τους +κλέφτες. + +Μανθάνοντας αυτό έκανε το σταυρό του, δόξασε τον Θεό κι' είπε μέσα +του: + + — Να το θάμα της πρώτης συμβουλής! + +Αν δεν την ήξερα όχι εκατό φλωριά, αλλά και χίλια αν είχα θα μου +τάπαιρναν οι κλέφτες. + +Κοιμήθηκε το βράδυ εκεί πέρα και την άλλη μέρα πρωί πρωί ξεκίνησε. +Περπάτησε — περπάτησε και το βράδυ έφτασε σ' έναν άλλο σταθμό. Εκεί +που ετοιμάζονταν να φάγη λαβαίνει κάλεσμα από τον άρχοντα του τόπου, +να πάη στον πύργο του. Θέλοντας και μη, κίνησε και πήγε. Ο άρχοντας +τον δέχτηκε και τον έβαλε στο τραπέζι, που είταν έτοιμο με διάφορα +φαγητά. Τη στιγμή που άρχισαν να τρων, δύο υπηρέτες άρχισαν να +κόφτουν ψωμί. Έκοψαν, έκοψαν, έκοψαν, κι' όλο έκοφταν. Ο Ξενιτεμένος +μας, βλέποντας αυτό το κόψιμο του ψωμιού, που μπορούσαν να φαν +χίλιοι άνθρωποι κι' όχι δύο μοναχά, παραξενεύτηκε, και αν και τούρθε +να ρωτήση τον άρχοντα, για ποια αιτία κόφτουν τόσο ψωμί, ενώ δε +χρειάζονταν πλειότερο από δυο κομμάτια να φαν στο τραπέζι αυτός κι' +εκείνος, αμέσως θυμήθηκε τη δεύτερη συμβουλή: + + «&Μην ανακατεύεσαι ποτέ στες δουλιές του αλλουνού&» κι' είπε μέσα +του: + + — Εγώ δούλεψα εφτά χρόνια γι' αυτή τη συμβουλή και να μην την +ακολουθήσω; Είναι κρίμα. Κι' έτσι έβλεπε το κόψιμο του ψωμιού και +δεν έλεγε τίποτε. Αλλ' ο άρχοντας βλέποντας τον έτσι απερίεργο, τον +ρώτησε: + + — Δεν βλέπεις τίποτε παράξενο εδώ μέσα; + + — Όχι! + +Του απάντησε ο Ξενιτεμένος. + +Πάλι τον ερώτησε το ίδιο ο άρχοντας και πάλι αυτός του απάντησε το +ίδιο. Τον ρώτησε και τρίτη και τετάρτη φορά και την ίδια την +απάντηση λάβαινε. Τέλος ο άρχοντας τον αγκάλιασε και του είπε: + + — Είσαι ο σοφώτερος άνθρωπος απ' όσους έχω ιδεί στον κόσμο. + +Ύστερα του διηγήθηκε την ιστορία του: + + — Εγώ (του είπε) εκληρονόμησα από τον πατέρα μου χιλιάδες φλωριά, +και ζω σαν άρχοντας κι' ορίζω χώρες και χωριά, αλλ' η διαθήκη γράφει +να παίρνω κάθε βράδυ έναν ξένο στο σπίτι μου και να τον φιλεύω και +γύρα μας να γίνεται κάποιο παράξενο, σαν καλή ώρα το κόψιμο των +ψωμιών χωρίς λογαριασμό, κι' όσοι λαβαίνουν την περιέργεια κι' +ερωτούν γι' αυτό το παράξενο, να τους σκοτώνω, κι' όταν θα +βρίσκονταν άνθρωπος, που να μην είχε την περιέργεια να με ρωτήση, +τότε να πάψω τα φονικά και να δώσω σ' αυτόν τον άνθρωπο χίλια +φλωριά. Τον κατέβασε ύστερα στο κατώγι, του έδειξε τα κόκκαλα όλων +εκείνων που είχε σκοτώσει από την περιέργεια, που είχαν ν' +ανακατεύωνται στες δουλειές των αλλωνών, του έδωκε τα χίλια φλωριά, +άρματα για προφύλαξή του κι' ένα μουλάρι και τον ξεπροβόδισε. + +Ο Ξενιτεμένος μας, βλέποντας τι τύχη του έφεραν οι δύο οι συμβουλές, +που η μια τον γλύτωσε από τον θάνατο κι' η άλλη του έδωκε χίλια +φλωριά, έγεινε άλλος από την χαρά του, και συχώρεσε τα πεθαμένα του +αφεντικού του, που του πούλησε τόσο φτηνά τέτοια πολύτιμη συμβουλή. +Τέλος πάντων εξακολούθησε το δρόμο του και σε κάμποσες μέρες έφθασε +στον τόπο του και στο χωριό του. Τράβησε ίσια ατό σπίτι του και εκεί +πέζεψε και ξεφόρτωσε το μουλάρι του. Η γυναίκα του, επειδή δεν είχε +φανή ύστερα από τόσα χρόνια, νόμισε πως είχε πεθάνει, και του έβρασε +το σιτάρι και ζούσε σα χήρα, ώστε, όταν ήρθε, δεν τον γνώρισε +καθόλου. Αλλά κι' αυτός δεν της έδωκε γνωριμία, και της είπεν, ότι +είταν απ' άλλη χώρα κι' ο δρόμος τον έφερε να ξενυχτίση στο σπίτι +της. + +Είταν παραμονή της πρωτοχρονιάς εκείνη τη βραδειά, κι' η γυναίκα +άλλο από λίγο ψωμί αραποσίτικο δεν είχε και στενοχωριώταν. Εκείνη τη +στιγμή μπήκε μέσα κι' ένα παλληκάρι, μίλησε κρυφά με τη γυναίκα, +βγήκε έξω στην αυλή, έπιασε ένα πετεινό, τον έσφαξε και σένα κομμάτι +ώρας τον έβαλαν στη χύτρα να βράση. Όταν έβρασε ο πετεινός και +κάθισαν στο τραπέζι να φαν, ο Ξενιτεμένος μας έβγαλε από το σακκούλι +του τα τρία ψωμιά, που τούχε δώσει ο αφεντικός του, και κόβοντας τα +στη μέση, ηύρε στο καθένα από εκατό φλωριά, ήτοι όλους τους μιστούς +των είκοσι ενός χρόνων πούχε δουλέψει! + +Όταν απόφαγαν, έκαναν το σταυρό τους και πλάγιασαν, ο Ξένος από τη +μια τη μεριά και η γυναίκα του από την άλλη, μαζύ με τον νέο. Ο +Ξενιτεμένος μας, βλέποντας ότι η γυναίκα του κοιμάται με άλλον +άντρα, έγεινε έξω φρενών, σηκώθηκε κρυφά-κρυφά με μια μαχαίρα στο +χέρι για να τους σκοτώση και τους δυο εκεί που κοιμώνταν στο ίδιο +προσκέφαλο, αλλά τη στιγμή, που θα έμπηχνε τη μαχαίρα απάνω τους, +τούρθε η τρίτη συμβουλή στο νου του: + + «&Τη δουλειά, που μέλλεις να κάνης θυμωμένος άφησε τη γι' αύριο&» + +Κι' είπε μέσα του: + + — «Εγώ δούλεψα εφτά χρόνια γι' αυτή τη συμβουλή και να μην την +ακολουθήσω; Είναι κρίμα!» + +Και λέγοντας αυτά, γύρισε πίσω και πάη να κοιμηθή. Αλλά, πού ύπνος! +Παράδερνε ακέριες ώρες, όταν τη στιγμή, που άρχισαν να λαλούν τ' +αρνίθια, τον έκλεψε ο ύπνος και δεν ξύπνησε, παρά όταν λαλούσε ο +σήμαντρος της εκκλησιάς. Εκείνη τη στιγμή η γυναίκα έλεγε στον +παρακοιμώμενό της: + + — Σήκου, παιδί μου, γιατ' έφεξε... + + — Αχ! καημένη μάνα (απολογήθηκε το παιδί) τι ευχαρίστηση μου +έσβυσες! Έβλεπα στον ύπνο μου, πως ήρθε ο πατέρας μου από την +Ξενιτειά... + +Ακούοντας αυτά τα λόγια ο Ξενιτεμένος μας, πετάει τη μαχαίρα πέρα, +και ρίχνεται απάνω στο παιδί του σα ζουρλός, λέγοντας: + + — Αλήθεια είταν τ' όνειρο σου! Ήρθε ο πατέρας σου από τη Ξενιτειά! +Είμαι εγώ! + +Κι' έτσι φανερώθηκε κι' έζησαν αυτοί καλά κι' εμείς καλύτερα. + + + +Δημοτικά τραγούδια + + + +Η ΠΙΣΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ + +Ξενιτεμένη έπλενε στην άκρη στο πηγάδι +Κι ένας διαβάτης στάθηκε στο μαύρο του καβάλλα, +Την εχαιρέτισε γλυκά και της μιλάει με πόνο. + — Βγάλε τρεις σίκλους, λιγερή, να πιώ κι' εγώ κι' ο μαύρος, +Και θα σου δώσω μάλαμμα για τον καλό σου κόπο. + — Σου βγάζω ξένε μου νερό, να πιής κι' εσύ κι' ο μαύρος, +Το μάλαμμά σου κράτα το, σ' εμένα δεν περνάει, +Έχω τον άντρα μου μακρυά, στης Ξενιτειάς τα μέρη, +Χρόνους εννιά τον καρτερώ και τρεις θα τον προσμένω, +Κι αν ως τα τότε δεν ερθή, θα κόψω τα μαλλιά μου +Θα βάψω τα σκουτάκια μου και καλογριά θα γένω. + — Απέθανεν ο άντρας σου και μην τον περιμένης. +Δεν τον ελέγαν Κωσταντή, Σένα δε λεν Χρυσάιδω; + — Στην Ξενιτειά δουλεύουνε χιλιάδες Κωσταντήδες, +Πε μου κάνα σημάδι του κι' απέ να σε πιστέψω. + — Είταν ψηλός, είταν λιγνός, είταν και παλληκάρι, +Είχε τα μάτια σαν ελιές, τα φρύδια σα γαϊτάνια +Είχε φωνή σαν τ' αηδονιού, όταν ετραγουδούσε.. +Στο θάνατό του βρέθηκα, κι' εκεί που ξεμαχούσεν +Ένα φιλάκι μούδωκε, και μου είπε να στο δώσω. + — Ξένε μου σύρε στο καλό μαζύ με το φιλί του... +Κάλλια να ιδώ το αίμα μου να τρέχη σαν ποτάμι, +Παρά τα μαγουλάκια μου να τα φιλήση ξένος. + — Δος μου, Χρυσάιδω, το φιλί, για' είμαι ο Κωσταντής σου. +Αν είσ' εσύ ο Κωσταντής, αν είσ' εσύ ο καλός μου, +Πε μου σημάδια του σπιτιού κι' απέ να σε πιστέψω. + — Έχομε σπίτι τρίπατο και κλήμα στην αυλή μας, +Κάνει σταφύλια ροζακιά με ρόγες σαν καρύδια. + — Κάποτ' απ' έξω πέρασες και τα είδες σα διαβάτης· +Πε μου σημάδια του κορμιού κι' απέ να σε πιστέψω. + — Έχεις ελιά στα στήθια σου και στη δεξιά σου πλάτη.. + — Εσ' είσαι ο Κωσταντάκης μου, εσ' είσαι κι ο καλός μου! +Αγκαλιαστήκανε σφιχτά και γλυκοφιληθήκαν, +Και τράβηξαν στο σπίτι τους όλο χαρά και γέλοια. + +*** + +Η ΚΛΕΙΔΩΜΕΝΗ ΚΑΡΔΙΑ + + — Καρδιά με δεκοχτώ κλειδιά, γιατ' είσαι κλειδωμένη; +Άνοιξε, παίξε, γέλασε, σαν που είσουν μαθημένη, +Και χύσε γύρα τη χαρά με δυο γλυκά σου λόγια. + — Και πώς ν' ανοίξω να χαρώ, να παίξω, να γελάσω; +Τα χέρια, που την κλείδωσαν είναι ξενιτεμένα, +Παν τρία χρόνια ολάκαιρα, οπού τα περιμένω, +Ναρθούν να την ανοίξουνε, να παίξω να γελάσω. + — Κι' αν δεν σου ερθούνε, λιγερή; Κλειστή θα μέν' αιώνια; + — Τα χέρια, που την κλείδωναν, πήραν και τα κλειδιά της. + +*** + +ΚΗΔΕΙΑ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥ + +Μα τ' είδαν τα ματάκια μου τους ξένους πώς τους θάφτουν! +Χωρίς λιβάνι και κερί και δίχως ψαλμωδία, +Χωρίς παπά και κόλυβα και δίχως μοιρολόγια +Δεν είδα μάννα να βογγάη, γυναίκα να θρηνάη, +Δεν είδα αδερφοξάδερφα να χύνουν μαύρα δάκρυα, +Παπάδες κι' εξαφτέρυγα και κόσμο ν' ακλουθάη. +Είδα μονάχα τέσσερους με χάχανα και γέλοια +Να κουβαλούνε το νεκρό σαν το σκυλλί στον λάκκο. + +Ο ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΣ + +Αλλοί του, πούν' στην Ξενιτειά και ξενοπαραδέρνει +Δεν έχει μάννα κι' αδερφή κι' εμπιστεμένο ταίρι +Να μαγειρεύουν του να τρώη, να πλένουν τα σκουτιά του +Να στρώνουνε το στρώμα του, να πέφτη να κοιμάται +Κι αν αρρωστήση ο δύστυχος και πέση στο κρεβάτι +Να κλαιν στο προσκεφάλι του, να χύνουν μαύρα δάκρυα. +Ξένες του μαγειρεύουνε, και πλένουν τα σκουτιά του. +Και στρώνουνε το στρώμα του και τα σκεπάσματά του. +Του μαγειρεύουν μια και δυο, του πλένουν τρεις και πέντε +Και στρώνουνε το στρώμα του και τα σκεπάσματά του, +Κι' απέ του λένε με θυμό, του λεν με καταφρόνια. +Φέρε να μαγειρέψωμε, πλέρωσε για το πλύμα, +Πλέρωσε για το στρώμα σου και τα σκεπάσματά σου. + +*** + +Η ΞΕΝΙΤΕΙΑ + +Παρακαλώ σε, Κύριε μου, και προσκυνώ σε, Θε μου, +Του ξένου δος του ξενιτειά, κι αρρώστια μην του δίνεις, +Τι η αρρώστια θέλει στρώματα, θέλει προσκεφαλάδια, +Θέλει μαννούλα στο πλευρό, γυναίκα στο κεφάλι, +Θέλει κι' αρσενικό παιδί κρύο νερό να φέρνη. +'Γώ το είδα με τα μάτια μου σ' έναν απεθαμένον· +τον πήγαν και τον έθαψαν σαν το σκυλλί στο λάκκο, +Δίχως θυμιάμα και κερί, δίχως παπά και ψάλτη + +*** + +Η ΜΑΓΙΣΣΑ + +Κινήσαν τα καράβια τα Ζαγοριανά, +Κίνησε κι' ο καλός μου, πάη στην Ξενιτειά, +Δώδεκα χρόνους χάνει χωρς απολογιά· Κι' +απάν σ' αυτόν τον χρόνο στέλνει απολογιά +Κι ένα χρυσό μαντήλι, μ' είκοσι φλωριά, +Και στο μαντήλι μέσα μια πικρή γραφή: +Κι' έλεγε του καλού μου η πικρή γραφή. + — «Θες, κόρη μου, παντρέψου, θες καλόγρεψε! +Τι εδώ πούμ' ο καημένος επαντρεύτηκα, +Επήρα μια γυναίκα κόρη μάγισσας. +Μαγεύει τα καράβια, δεν κινούν γι' αυτού +Με μάγεψε κι' εμένα, δεν κινώ κι εγώ. +Όντας κινώ για νάρθω, χιόνια και βροχές, +Όντας γυρίζω πίσω, ήλιος ξαστεριά. +Ζώνομαι τ' άρματά μου, πέφτουν κατά γης, +Πιάνω γραφή και γράφω, και ξεγράφεται!» + +*** + +Τ' ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥ + + — Βαρυά κοιμάσαι, κόρη μου, βαρυά είσαι κι' υπνωμένη +Βαρυά κοιμούμαι, αφέντη μου, βαρυά είμαι κι' υπνωμένη, +Είδα έν' όνειρο κακό, που δέλει για τ' εσένα: +Είδα τον μαύρο σου γυμνό τη σέλα τσακισμένη +Και τ' αλαφρό σου το σπαθί στο δρόμο πεταγμένο. + — Μη μου σκανιάζης κόρη μου, και μη βαρυοχολιάζης +Ο μαύρος είναι Ξενιτειά κι' η σέλλα είν ο δρόμος +Και τ' αλαφρό μου το σπαθί ο καλογυρισμός μου. +Λαλούν τ' αρνίθια δυο φορές, λαλούνε τρεις και πέντε, +Φωνάζουνε μες στο χωριό και μες στο χωροστάσι: + — Ποιος είναι για την Ξενιτειά να σηκωθή να φύγη +Η συντροφιά ξεκίνησε και δεν τον καρτεράει. + + + +Τα Διηγήματα της Ξενιτειάς +1 δραχμή + + + + + +End of Project Gutenberg's Immigration Stories, by Christos Christovasilis + +*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK IMMIGRATION STORIES *** + +***** This file should be named 32799-0.txt or 32799-0.zip ***** +This and all associated files of various formats will be found in: + http://www.gutenberg.org/3/2/7/9/32799/ + +Produced by Sophia Canoni + +Updated editions will replace the previous one--the old editions +will be renamed. + +Creating the works from public domain print editions means that no +one owns a United States copyright in these works, so the Foundation +(and you!) can copy and distribute it in the United States without +permission and without paying copyright royalties. Special rules, +set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to +copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to +protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project +Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you +charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you +do not charge anything for copies of this eBook, complying with the +rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose +such as creation of derivative works, reports, performances and +research. They may be modified and printed and given away--you may do +practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is +subject to the trademark license, especially commercial +redistribution. + + + +*** START: FULL LICENSE *** + +THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE +PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK + +To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free +distribution of electronic works, by using or distributing this work +(or any other work associated in any way with the phrase "Project +Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project +Gutenberg-tm License (available with this file or online at +http://gutenberg.org/license). + + +Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm +electronic works + +1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm +electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to +and accept all the terms of this license and intellectual property +(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all +the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy +all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession. +If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project +Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the +terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or +entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8. + +1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be +used on or associated in any way with an electronic work by people who +agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few +things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works +even without complying with the full terms of this agreement. See +paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project +Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement +and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic +works. See paragraph 1.E below. + +1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation" +or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project +Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the +collection are in the public domain in the United States. If an +individual work is in the public domain in the United States and you are +located in the United States, we do not claim a right to prevent you from +copying, distributing, performing, displaying or creating derivative +works based on the work as long as all references to Project Gutenberg +are removed. Of course, we hope that you will support the Project +Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by +freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of +this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with +the work. You can easily comply with the terms of this agreement by +keeping this work in the same format with its attached full Project +Gutenberg-tm License when you share it without charge with others. + +1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern +what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in +a constant state of change. If you are outside the United States, check +the laws of your country in addition to the terms of this agreement +before downloading, copying, displaying, performing, distributing or +creating derivative works based on this work or any other Project +Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning +the copyright status of any work in any country outside the United +States. + +1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg: + +1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate +access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently +whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the +phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project +Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed, +copied or distributed: + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + +1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived +from the public domain (does not contain a notice indicating that it is +posted with permission of the copyright holder), the work can be copied +and distributed to anyone in the United States without paying any fees +or charges. If you are redistributing or providing access to a work +with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the +work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1 +through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the +Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or +1.E.9. + +1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted +with the permission of the copyright holder, your use and distribution +must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional +terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked +to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the +permission of the copyright holder found at the beginning of this work. + +1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm +License terms from this work, or any files containing a part of this +work or any other work associated with Project Gutenberg-tm. + +1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this +electronic work, or any part of this electronic work, without +prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with +active links or immediate access to the full terms of the Project +Gutenberg-tm License. + +1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary, +compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any +word processing or hypertext form. However, if you provide access to or +distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than +"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version +posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org), +you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a +copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon +request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other +form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm +License as specified in paragraph 1.E.1. + +1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying, +performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works +unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9. + +1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing +access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided +that + +- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from + the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method + you already use to calculate your applicable taxes. The fee is + owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he + has agreed to donate royalties under this paragraph to the + Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments + must be paid within 60 days following each date on which you + prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax + returns. Royalty payments should be clearly marked as such and + sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the + address specified in Section 4, "Information about donations to + the Project Gutenberg Literary Archive Foundation." + +- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies + you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he + does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm + License. You must require such a user to return or + destroy all copies of the works possessed in a physical medium + and discontinue all use of and all access to other copies of + Project Gutenberg-tm works. + +- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any + money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the + electronic work is discovered and reported to you within 90 days + of receipt of the work. + +- You comply with all other terms of this agreement for free + distribution of Project Gutenberg-tm works. + +1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm +electronic work or group of works on different terms than are set +forth in this agreement, you must obtain permission in writing from +both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael +Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the +Foundation as set forth in Section 3 below. + +1.F. + +1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable +effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread +public domain works in creating the Project Gutenberg-tm +collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic +works, and the medium on which they may be stored, may contain +"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or +corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual +property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a +computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by +your equipment. + +1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right +of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project +Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project +Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all +liability to you for damages, costs and expenses, including legal +fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT +LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE +PROVIDED IN PARAGRAPH F3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE +TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE +LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR +INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH +DAMAGE. + +1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a +defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can +receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a +written explanation to the person you received the work from. If you +received the work on a physical medium, you must return the medium with +your written explanation. The person or entity that provided you with +the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a +refund. If you received the work electronically, the person or entity +providing it to you may choose to give you a second opportunity to +receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy +is also defective, you may demand a refund in writing without further +opportunities to fix the problem. + +1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth +in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER +WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO +WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE. + +1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied +warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages. +If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the +law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be +interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by +the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any +provision of this agreement shall not void the remaining provisions. + +1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the +trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone +providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance +with this agreement, and any volunteers associated with the production, +promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works, +harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees, +that arise directly or indirectly from any of the following which you do +or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm +work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any +Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause. + + +Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm + +Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of +electronic works in formats readable by the widest variety of computers +including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists +because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from +people in all walks of life. + +Volunteers and financial support to provide volunteers with the +assistance they need, are critical to reaching Project Gutenberg-tm's +goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will +remain freely available for generations to come. In 2001, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure +and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations. +To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation +and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4 +and the Foundation web page at http://www.pglaf.org. + + +Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive +Foundation + +The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit +501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the +state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal +Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification +number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at +http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent +permitted by U.S. federal laws and your state's laws. + +The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S. +Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered +throughout numerous locations. Its business office is located at +809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email +business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact +information can be found at the Foundation's web site and official +page at http://pglaf.org + +For additional contact information: + Dr. Gregory B. Newby + Chief Executive and Director + gbnewby@pglaf.org + + +Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation + +Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide +spread public support and donations to carry out its mission of +increasing the number of public domain and licensed works that can be +freely distributed in machine readable form accessible by the widest +array of equipment including outdated equipment. Many small donations +($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt +status with the IRS. + +The Foundation is committed to complying with the laws regulating +charities and charitable donations in all 50 states of the United +States. Compliance requirements are not uniform and it takes a +considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up +with these requirements. We do not solicit donations in locations +where we have not received written confirmation of compliance. To +SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any +particular state visit http://pglaf.org + +While we cannot and do not solicit contributions from states where we +have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition +against accepting unsolicited donations from donors in such states who +approach us with offers to donate. + +International donations are gratefully accepted, but we cannot make +any statements concerning tax treatment of donations received from +outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff. + +Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation +methods and addresses. Donations are accepted in a number of other +ways including checks, online payments and credit card donations. +To donate, please visit: http://pglaf.org/donate + + +Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic +works. + +Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm +concept of a library of electronic works that could be freely shared +with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project +Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support. + + +Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed +editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S. +unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily +keep eBooks in compliance with any particular paper edition. + + +Most people start at our Web site which has the main PG search facility: + + http://www.gutenberg.org + +This Web site includes information about Project Gutenberg-tm, +including how to make donations to the Project Gutenberg Literary +Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to +subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks. diff --git a/32799-0.zip b/32799-0.zip Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..eb2fe0e --- /dev/null +++ b/32799-0.zip diff --git a/LICENSE.txt b/LICENSE.txt new file mode 100644 index 0000000..6312041 --- /dev/null +++ b/LICENSE.txt @@ -0,0 +1,11 @@ +This eBook, including all associated images, markup, improvements, +metadata, and any other content or labor, has been confirmed to be +in the PUBLIC DOMAIN IN THE UNITED STATES. + +Procedures for determining public domain status are described in +the "Copyright How-To" at https://www.gutenberg.org. + +No investigation has been made concerning possible copyrights in +jurisdictions other than the United States. Anyone seeking to utilize +this eBook outside of the United States should confirm copyright +status under the laws that apply to them. diff --git a/README.md b/README.md new file mode 100644 index 0000000..7e2d2bf --- /dev/null +++ b/README.md @@ -0,0 +1,2 @@ +Project Gutenberg (https://www.gutenberg.org) public repository for +eBook #32799 (https://www.gutenberg.org/ebooks/32799) |
