summaryrefslogtreecommitdiff
diff options
context:
space:
mode:
authorRoger Frank <rfrank@pglaf.org>2025-10-14 19:58:16 -0700
committerRoger Frank <rfrank@pglaf.org>2025-10-14 19:58:16 -0700
commit1381df9eafe1d7bfda365325fd5493c8031b0fed (patch)
tree7754b271a8701d9d4b6fcbb46176d56acfcc8a59
initial commit of ebook 32799HEADmain
-rw-r--r--.gitattributes3
-rw-r--r--32799-0.txt3964
-rw-r--r--32799-0.zipbin0 -> 87719 bytes
-rw-r--r--LICENSE.txt11
-rw-r--r--README.md2
5 files changed, 3980 insertions, 0 deletions
diff --git a/.gitattributes b/.gitattributes
new file mode 100644
index 0000000..6833f05
--- /dev/null
+++ b/.gitattributes
@@ -0,0 +1,3 @@
+* text=auto
+*.txt text
+*.md text
diff --git a/32799-0.txt b/32799-0.txt
new file mode 100644
index 0000000..ba55f9d
--- /dev/null
+++ b/32799-0.txt
@@ -0,0 +1,3964 @@
+Project Gutenberg's Immigration Stories, by Christos Christovasilis
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+
+Title: Immigration Stories
+
+Author: Christos Christovasilis
+
+Release Date: June 13, 2010 [EBook #32799]
+
+Language: Greek
+
+Character set encoding: UTF-8
+
+*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK IMMIGRATION STORIES ***
+
+
+
+
+Produced by Sophia Canoni
+
+
+
+
+Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic.
+The spelling of the book has not been changed otherwise. Bold words
+have been included in &&. Words in italics have been included in _
+
+Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε
+μονοτονικό. Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως έχει.
+Λέξεις με έντονους χαρακτήρες έχουν συμπεριληφθεί σε &&. Λέξεις με
+πλάγιους χαρακτήρες έχουν συμπεριληφθεί σε _.
+
+
+
+Χ. ΧΡΗΣΤΟΒΑΣΙΛΗ
+
+
+
+ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
+ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΕΙΑΣ
+
+
+
+ΕΚΔΟΤΗΣ ΧΑΡΑΛ. ΑΝΤΡΕΑΔΗΣ
+
+
+ΑΘΗΝΑ
+ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ Δ. Γ. ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ 8 — Δρόμος Πραξιτέλη — 8
+1907
+
+
+Χ. ΧΡΗΣΤΟΒΑΣΙΛΗ
+
+ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
+ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΕΙΑΣ
+
+
+
+ΕΚΔΟΤΗΣ
+ΧΑΡΑΛ. ΑΝΤΡΕΑΔΗΣ
+
+
+
+ΑΘΗΝΑ
+ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ Δ. Γ. ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ 8 — Δρόμος Πραξιτέλη — 8
+
+
+
+ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ
+
+
+
+Ο τόπος, όπου γεννηθήκαμε, κι' όπου μας φώτισε πρώτη φορά ο ήλιος με
+τες χρυσές του αχτίδες, είναι για τον καθένα μας τόπος ιερός και
+αγαπητός, είναι τόπος όπου μαθαίνουμε την αγάπη στη μεγάλη μας
+πατρίδα, την ελεύτερη και τη σκλαβωμένη ακόμα Ελλάδα, όπως η
+Εκκλησιά είναι ο τόπος όπου μαθαίνουμε την αγάπη στο Θεό.
+
+Δεν μπορεί να πη κανείς πως έχει πατριωτισμό ξεχνώντας τον τόπο του,
+κι' αν τύχη νάναι ο τόπος του όχι μεγάλη πολιτεία, παρά και
+μικρούτσικο χωριό ακόμα.
+
+Με τα «Διηγήματα της ξενιτειάς» του ο μεγάλος διηγηματογράφος μας
+και έξοχος ποιητής Χρ. Χρηστοβασίλης δυναμώνει τη λαχτάρα του
+καθενός μας για τον τόπο του, κι' ό,τι αισθάνεται ο ίδιος για το
+αγαπημένο του χωριό κάνει να το αιστάνεται και για το χωριό του ο
+κάθε του αναγνώστης, και ένα που ξέχασε την πατρίδα τον και ζούσε
+χρόνια πολλά στη Ρουμανία τον έκανε να τη θυμηθή και να γυρίση πίσω,
+μ' ένα του διήγημα στη «Φωνή της Ηπείρου» με τον «Ξενιτεμένο» δηλ.
+που τον έχουμε και σ' αυτή τη συλλογή
+
+Τόχω καμάρι μου που βάζω κοντά στ' όνομα του μεγάλου μας
+διηγηματογράφου και το δικό μου όνομα, κ' ευτυχισμένος θα είμαι αν
+κατορθώσω με αυτή μου την έκδοση να δώσω νέα δύναμη και νέα ζωή στη
+θύμηση και την αγάπη του κάθε ξενιτεμένου αναγνώστη και για τον τόπο
+του και για την κοινή μας πατρίδα.
+
+Ο ΕΚΔΟΤΗΣ
+
+
+
+Η ΑΝΙΚΗΤΗ ΕΛΠΙΔΑ
+
+
+
+ΣΗΜΕΡΑ τα Φώτα, το δειλινό της παραμονής του Άη-Γιαννιού, η κάκω η
+Μήτραινα, σαν όλες της παραμονές του Άη-Γιαννιού, έσφαξε μια παχειά
+και μεγάλη κόττα, από τες δέκα-δώδεκα κοττούλες, που είχε στην
+πλατύχωρη αυλή της, τη ζεμάτησε, τη μάδησε, και την έβαλε να βράση
+ακέρια, μέσα σ' ένα κακκάβι, συγύρισε το σπιτοκάλυβό της, έστρωσε
+στην κορφή της παραστιάς τη νυφιάτικη την προκόβα της, έδεσε τη
+γκρινιάρα της τη σκύλλα στην κρικέλλα, και περίμενε, σαν όλες τες
+παραμονές του Άη-Γιαννιού, νάρθη ο ξενιτεμένος της ο Γιάννης,
+ξημερόνοντας του Άη-Γιαννιού.
+
+Αυτή η ιστορία εξακολουθούσε χρόνια και χρόνια. Είταν ακόμη νεια η
+κάκω η Μήτραινα, όταν, χήρα πεντάμορφη και πεντάρφανη, ξεκίνησε τον
+μονάκριβο της τον Γιάννη για την έρημη την Ξενιτειά. Δεν είχε ακόμα
+άσπρη τρίχα στα κατάμαυρα και σγουρά μαλλιά της, όταν τον φίλησε για
+ύστερη φορά, και τον είδε ψηλά από τη ραχούλα, από τ' αγνάντια
+απάνω, με δακρυόπνιχτα μάτια, να χάνεται στο μάκρος του δρόμου, και
+να γίνεται άφαντος. Χρόνια και χρόνια από τότε η δόλια η κάκω-Μήτραινα
+περνούσε τη ζωή της μονάχη στο σπιτοκάλυβό της, έχοντας για
+μόνη συντροφιά, της τους τέσσερους τοίχους, το εικόνισμα, τη στια,
+μια γίδα, μια γάτα, μια σκύλλα, και καμμιά δεκαριά κόττες, μ' έναν
+ώμορφο πετεινό, που της χρησίμευε κάθε πρωί, σαν ωρολόγι, να την
+ξυπνάη για ν' ανάβη τη φωτιά της, και ν' αρχινάη το εργόχειρο της:
+ρόκα, ή πλέξιμο, ή μπάλωμα, ή για να πηγαίνη στο λόγγο να ζαλκόνεται
+και να κουβαλάη ξύλα.
+
+Τα νειόπαιδα του χωριού πήγαιναν κι' έρχονταν στην ξενιτειά, ποιο σε
+τρία, ποιο σε τέσσαρα, και ποιο σε πέντε χρόνια, το βαρύ-βαρύ, αλλ'
+ο Γιάννης της κάκως της Μήτραινας ούτε φαίνονταν, ούτε ακούονταν
+πουθενά! Όλος ο κόσμος τον θωρούσε χαμένο, και ο προεστός του χωριού
+τον ξέγραψε από το δεφτέρι του, για να μη πληρόνη η κακομοίρα η
+κάκω-Μήτραινα το χαράτσι του. Και όμως η κάκω η Μήτραινα έσχισε τα
+ρούχα της, άμα έμαθε, ότι της ξέγραψε ο προεστός το παιδί της, και
+πήγε στο σπίτι του και τον έκανε απ' ασπρού.
+
+ — Ακούς εκεί, έλεγε βγαίνοντας από του προεστού, να μου σβήση το
+παιδί μου! Τι τον μέλλ' αυτόν, σαν πληρόνω εγώ; Να σβήσ' το κεφάλι
+του ο παλιάνθρωπος! Κακό χρό... να μην έχη!
+
+Είχε πάντα την καρδιά της γεμάτη ελπίδα, ελπίδα ζουρλή και παράλογη,
+και της φαίνονταν, ότι το παιδί της είταν γερό και καλά, ότι
+κέρδαινε χρήματα, με το σωρό, ότι απόχτησε χτήματα, κι' ότι
+βρίσκεται στο δρόμο νάρχεται. Ζούσε η καημένη με τ' αργατικό, πότε
+στ' αμπέλια και πότε στα χωράφια των χωριανών της, κι' ενώ όλος ο
+κόσμος τη συμπονιώνταν, αυτή δεν τώβανε κάτω, αλλ' απολογιώνταν με
+θυμό:
+
+ — Μπα! και ποιος σας πληρόνει να μου τραβάτε την αγκούσα; Μη σας
+πέρασ' από την ιδέα, ότι χάθηκε το παιδί μ' και δε θα μώρθ'; Αυτό ζη
+και βασιλεύει, δόξα σ' ο Θεός!
+
+Έτσι μου λέει η ελπίδα, πώχω εδώ μέσα στην καρδιά μ'!
+
+Κάθε δειλινάκι, χειμών-καλόκαιρο, όταν έτρεμε ο ήλιος να βασιλέψη,
+άφινε την αργατειά της, και γνέθοντας πήγαινε ψηλά στη ραχούλα, στ'
+αγνάντια του χωριού, που δίνουν στο μάτι μεγάλο δρόμο, κι' εκεί
+κάθονταν, κι' αγνάντευε τη στράτα, ως μια ώρα μακρυά, όσο έκοβε το
+μάτι της, και με ανίκητη ελπίδα ακολουθούσε τους διαβάτες, που
+έρχονταν, και μοναχοκουβέντιαζε:
+
+ — Να! αυτός είναι! Αυτός ο καβαλλάρης! Κύττα πώς τρέχει το μουλάρι
+του! Καλώς ώρισες, παιδί μ'! Καλώς τα μάτια σ' τα δυο!
+
+Και ξεφώνιζε κι' άνοιγε την αγκαλιά της με άφατη χαρά, και ροβολούσε
+δύο-τρία βήματα, αλλ' ο καβαλλάρης εκείνος δεν είταν ο Γιάννης της
+κάκως της Μήτραινας, ούτε καν χωριανός της, γιατί, άμα ζύγονε προς
+το χωριό, έπαιρνε τον άλλον τον δρόμο, τραβώντας για ξένο χωριό, κι'
+η κάκω-Μήτραινα, χαρωπή-χαρωπή, έπαιρνε από κοντά με το βλέμμα της
+άλλον καβαλλάρη διαβάτη, για το Γιάννη της, όσο που κι' αυτός
+έπαιρνε άλλον δρόμο, και δεν έφευγε από τ' αγνάντια παρά όταν
+θόλονε, κι' άρχιζε να χύνεται το σκοτάδι με το σακκί απάνω στη γη.
+Τότε γύριζε στο σπιτοκάλυβό της γελαστή και χαρωπή, σαν πάντα, με
+την καρδιά της γεμάτη ελπίδα, κουνώντας το κεφάλι της και λέγοντας:
+
+ — Ποιος ξέρ' το μοναχό μ', πού να νυχτώθηκε! Δεν το άφηκε η κούραση
+του δρόμου να φτάσ' απόψε! Κι' αύριο μέρα του Θεού ξημερόν'! Αύριο
+έρχεται......
+
+Αυτή η δουλειά εξακολούθησε χρόνια και χρόνια. Η ελπίδα φώλιαζε
+βαθυά στα φυλλοκάρδια της κάκως της Μήτραινας και τίποτε δεν
+μπορούσε να την ξεσκαλίση απέκει μέσα. Οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια
+περνούσαν μπροστά της, σαν ερμητικό ποτάμι, σαν όνειρο φτερωτό, και
+παρέσερναν στο διάβα τους νειάτα, κι' ελπίδες, αλλ' η κάκω η
+Μήτραινα δε σκοτίζονταν καθόλου κι' είχε πάντα την καρδιά της
+περιβόλι. Όταν δούλευε με την αργατειά, αυτή έσερνε πάντα το
+τραγούδι, και τραγουδούσε όλο ξενιτεμένα τραγούδια, για τον
+ξενιτεμένο τον γυιό της, που πάντα έρχονταν σε χρυσοκάπουλη μούλα,
+και ποτέ δε φαίνονταν! Όλος ο κόσμος, άντρες και γυναίκες, την
+ψυχοπονιώνταν την καημένη την κάκω-Μήτραινα, κι' έλεγαν μέσα τους:
+
+ — Ο Θεός να της αυγατάη την ελπίδα της ορφανής!
+
+Τα λειανόπαιδα όμως του χωριού, όταν η κάκω η Μήτραινα τραβούσε με
+την ρόκκα στο ζωνάρι προς τ' αγνάντια, για ν' αγναντέψη τάχα τον
+γυιόκα της, που έρχονταν από τα ξένα, την έπαιρναν από το κοντό, κι'
+όταν άρχιζε να μοναχοκουβεντιάζη της έλεγαν με παιδιακίσια κακία:
+
+ Όταν ασπρίση ο κόρακας και γένη περιστέρι
+ Τότε κι' ο Γιάννης σου θ' αρθή, μ' ένα ραβδί στο χέρι.
+ Χα χα χα χα χα χα χ α χ α χ α α ά!
+
+Η κάκω η Μήτραινα τες πλειότερες φορές δεν τους απολογιώνταν, αλλ'
+όταν την παραφούρκιζαν, τα κακολογούσε:
+
+— Ουγκζού! Να δαγκάσετε τη γλωσσά σας! Ουγκζού! Κακό χρό..... να μην
+έχετε! Έτσι λέτε σεις να μην έλθη ο Γιάννης μου! Μωρέ θάρθη,
+παλιόπαιδα, και θα σκάσετε!....
+
+Στο τέλος άλλαζε τη φωνή της και τάπιανε με το καλό:
+
+ — Σωπάτε, παιδάκια μ'! Σωπάτε καλημέρα σας! Τι καλούδια θα σας φέρη
+ο Γιάνν'ς μου ολωνών, όταν έρθ'!...
+
+Και τα παιδιά, ακούοντας ότι ο Γιάννης της Μήτραινας. θα τους έφερνε
+καλούδια, προντίζονταν και την άφιναν ήσυχη.
+
+Πέρασαν χρόνια και χρόνια, που εξακολουθούσε η κάκω η Μήτραινα να
+ελπίζη, κι' όλο να ελπίζη. Κάθε βράδυ περίμενε το Γιάννη της, και
+κάθε βράδυ ξενυχτούσε έρημη και μοναχή στο σπιτοκάλυβό της, χωρίς να
+χολιάζη, χωρίς να αδημονάη, χωρίς ν' απελπίζεται, περιμένοντας και
+βγαίνοντας στ' αγνάντια. Είχε χάσει τον λογαρισμό πόσα χρόνια είχε ο
+Γιάννης της στα Ξένα. Δε θυμώνταν πόσα χρόνια της βάραιναν τη ράχη,
+κ' από την ημέρα, που ξεκίνησε το μονάκριβό της, και τ' αγνάντεψε
+από τη ραχούλα, ως που τώχασε από τα δακρυόπνιχτα μάτια της, είχε
+σκεπάσει τον καθρέφτη της, που είχε κρεμασμένο δεξιά στη θύρα της,
+κι' από τότε δεν είχε ιδή το πρόσωπό της! Τα μαλλιά της είχαν
+ασπρίσει όλα, τα μούτρα της είχαν ζαρώσει, κι' η ράχη της είχε
+κυρτώσει, κ' αυτή δεν το γνώριζε! Τα χρόνια σωρεύονταν το έν' απάνω
+στ' άλλο, κι' η κάκω η Μήτραινα δεν το καταλάβαινε, γιατί τα δόντια
+της στέκονταν γερά, και κάθε Σάββατο, που λούζουνται, λούζονταν
+σύνταχα, στα σκοτεινά στο πρώτο λάλημα του πετεινού της, και πέταζε
+τ' αποχτενίδια στη φωτιά, κι' έτσι δε μπορούσε να ιδή τα μαλλιά της
+που είχαν γένει άσπρα, σαν βαμπάκι.
+
+Αν και κάθε δειλινό έβγαινε στ' αγνάντια η κάκω η Μήτραινα, για να
+ιδή το παιδί της νάρχεται, όμως ούτε φαγί ετοίμαζε, ούτε την πρόκοβα
+έστρωνε, ούτε τη σκύλλα έδενε στην κρικέλλα, για να μην αληχτάη τους
+χωριανούς. Μόνο την παραμονή του Άη-Γιαννιού έκανε αυτή τη δουλειά.
+Το είχε κομποδεμένο εκείνη την ημέρα, ότι θάρχονταν ο Γιάννης της,
+χωρίς άλλο, ξημερόνοντας η γιορτή του, κι' από την παραμονή, χωρίς
+να βγη καθόλου στ' αγνάντια, έσφαζε την παχύτερη της την κόττα, τη
+ζεματούσε, τη μαδούσε, και την έβανε να βράση, σκούπιζε το σπίτι
+καλά καλά, έστρωνε την πρόκοβα της τη νυφιάτικη στην κορφή κι' έδενε
+την σκύλλα στην κρικέλλα, για νάνε όλα έτοιμα το πρωί, και να μην
+έχη άλλη δουλειά, παρά να πάη μόνο στην εκκλησιά, κι' ούδ' άλλο, κι'
+ούδ' άλλο.
+
+Τόσοι Άη-Γιάννηδες πέρασαν καρτέρει και καρτέρει, που μπορούσαν να
+φκιάσουν ακέριο μήνα κι' ο Γιάννης της κάκω Μήτραινας δε φαίνονταν!
+— Τι να είχε γείνει ο Γιάννης της κάκως της Μήτραινας; — Χωρίς άλλο
+θα έλυωσαν τα κόκκαλά του άβγαλτα κι' ατάραγα, κάτω από το μαύρο
+μνήμα, χωρίς κηρί, χωρίς λιβάνι, χωρίς τρισάγιο, χωρίς λουλούδια,
+χωρίς δάκρυα! Αλλά, πού περνούσαν αυτά από το νου της κάκως της
+Μήτραινας! Μπάξ' ο Θιός να της έκανε κανείς τέτοιον λόγο! Τον έτρωε
+με τα σκουτιά!...
+
+ — Τι λέγαμε στην αρχή;... Α! λέγαμε ότι η κάκω η Μήτραινα έσφαξε
+την πλειο παχειά της κόττα, τη ζεμάτησε τη μάδησε και την έβαλε να
+βράση ακέρια, σιγύρισε το σπιτοκάλυβό της, έστρωσε στην κορφή της
+παραστιάς την πρόκοβα της τη νυφιάτικη, έδεσε στην κρικέλλα τη
+σκύλλα της και περίμενε να ξημερώση του Άη — Γιαννιού, για νάρθη ο
+ξενιτεμένος της....
+
+Όταν έβρασε καλά καλά η κόττα, είχε βασιλέψει ο ήλιος. Τότε η κάκω η
+Μήτραινα την έβγαλε από τη φωτιά, την απόθεκε ψηλά στο πεζούλι της
+στιας, κι' ύστερα έκανε το σταυρό της μπροστά στο εικόνισμα,
+παρακαλώντας την Κυρά την Παναγιά και τον Άη — Γιάννη να της φέρουν
+το παιδί της γερό και καλά από τα Ξένα, πήρε την τσέργα της, χάλασε
+και σκέπασε τη φωτιά, έσβησε το λυχνάρι, και πλάγιασε ψηλά στην
+πρόκοβα της τη νυφιάτικη, για να κοιμηθή, γιατί είταν περασμένη η
+ώρα.
+
+Τα πρόσφορα τα είχε έτοιμα από την ημέρα του Σταυρού. Το βαθύ πρωί,
+νύχτα ακόμα, πριν λαλήσουν οι πετεινοί, άμα ήκουσε το σήμαντρο της
+εκκλησιάς, σηκώθηκε, νύφτηκε, άναψε το καντήλι στο εικόνισμα, έκανε
+το σταυρό της, άναψε τη φωτιά, κι' έβαλε ψηλά ένα μεγάλο κούτσουρο·
+έφκιασε τρία-τέσσαρα κηριά, από ένα κρουγγί κηρί, που είχε ψηλά σε
+μια σκαλοφρύδα, γέμισε το ροΐ της λάδι, πήρε το πρόσφορό της, και
+κίνησε για την εκκλησιά, κλειώντας πίσω της τη θύρα μόνον με το
+μάνταλο, για να μπορέση να μπη μέσα μονάχο του, το ξενιτευμένο της
+το παιδί. Είταν τόσο βέβαιη η κάκω η Μήτραινα, ότι θάρχονταν, χωρίς
+άλλο, ο Γιάννης της εκείνο το πρωί, που μπορούσε να στοιχηματίση το
+κεφάλι της το ίδιο. Στην εκκλησιά κάθησε από την αρχή της
+λειτουργίας ως το τέλος, και, κατά πώς το συνηθούσε πάντα, πήγε στη
+θύρα του ιερού πρώτη-πρώτη για να πάρη αντίδωρο μπροστύτερα απ' όλο
+τ' άλλο το Χωριό και να πάγη γλήγορα στο σπήτι της, να δεχτή το
+παιδί της, που έρχονταν από την Ξενιτειά. Έτσι έκανε πάντα, κι' ο
+παπάς, που ήξερε αυτή την αδυναμία της, της έδινε αντίδωρο πρώτα απ'
+όλους, κι' αυτή, παίρνοντας τ' αντίδωρο, βγήκε τρεχάτη από την
+εκκλησιά, κρατώντας στο χέρι το αδειανό το ροΐ, και τράβησε ίσια γιό
+το σπιτοκάλυβό της.
+
+Και το ότι δεν είχε φέξει καλά, όταν γύριζε, κι' η συννεφιά η
+βαρειά, που κρέμονταν στον αιθέρα, έκαναν τον ουρανό μαύρον και
+φόβιον. Ο άνεμος τραβούσε δυνατά, κι' η κάκω η Μήτραινα έτρεχε
+γλήγορα, πατώντας, όπως λάχαινε, μέσα στες λάσπες, για να φτάση το
+γληγορότερο στο σπιτοκάλυβό της και να σφίξη στην αγκαλιά το παιδί
+της. Μπαίνοντας μέσα στην αυλή, κύτταξε ολόγυρα για να δοκηθή αν
+κλωτσοβροντάη κανένα μουλάρι, και μη δοκιώντας τίποτε, απόθεκε κάπου
+το ροΐ της, βγήκε στο δρόμο, και τράβηξε ίσια κατά τ' αγνάντια, κι'
+άμα έφτασε στη μεριά, που είχε ξεχωριστή τον Γιάννη της, φώναξε με
+μεγάλη φωνή.
+
+ — Ώωωωρε Γιάννηηηηη!!! Γιάννη ούουουουού!!!...
+
+ — Όρσεεεεεε!!!!
+
+Απολογήθηκε μια φωνή από μακρυά.
+
+ — Χτύπα γλήγορα, παιδάκι μ', γιατί σέφαγε το κρύο!
+
+Του απολογήθηκε η κάκω η Μήτραινα.
+
+Σε λίγο το ποδοβολητό του μουλαριού ακούονταν ξαστερώτερα, αλλ' η
+κάκω η Μήτραινα δεν το κουνούσε παραπέρα από εκείνη τη μεριά. Τον
+περίμενε εκεί τον Γιάννη της, ως που ήρθε.
+
+ — Παιδάκι μ'! και ψυχούλα μ'!
+
+ — Μαννούλα μ'! Ποιος σου πήρε τα σχαρήκια και βγήκες τέτοια ώρα εδώ
+να με καρτεράς;
+
+ — Η Ελπίδα μ' ψυχούλα μ'. Η ανίκητη Ελπίδα μ' που φώλιαζε μέσα εδώ
+στην καρδιά μ' βαθυά!
+
+Ο Γιάννης κατέβηκε από το μουλάρι, η κάκω η Μήτραινα άνοιξε την
+αγκαλιά, και μάννα και παιδί έγειναν ένα σώμα από το
+σφιχταγκάλιασμα. Εκεί στην ίδια μεριά, που αγκαλιάσθηκαν και
+φιλήθηκαν μάννα και παιδί το θεόπικρο αγκάλισμα και φίλημα του
+ξεχωρισμού εδώ και τόσα χρόνια, εκεί στην ίδια τη μεριά πάλε μάννα
+και παιδί ξαναφιλιώνταν και ξαναγκαλιάζονταν το χαρμόσυνο φίλημα κι'
+αγκάλιασμα του ερχομού! Κι' έτσι φιλιώντας κι' αγκαλιάζοντας,
+έφτασαν στο σπιτοκάλυβο. Μια βαρειά ντουφεκιά έπεσε στον αυλόγυρο
+της κάκως της Μήτραινας, που βρόντησε όλο το Χωριό. Η χαρά της κάκως
+της Μήτραινας, ούτε γράφεται ούτε μολογιέται!
+
+***
+
+ — Μωρέ τι τρέχει;
+
+Έλεγε ο ένας στον άλλο.
+
+ — Κάποιος ξενιτεμένος θάρθε!
+
+Απολογιώνταν.
+
+Σε λίγο όλο το Χωριό έμαθε, ότι ήρθε ο Γιάννης της κάκως της
+Μήτραινας από τα Ξένα, κι' έτρεξαν να τον καλωσορίσουν. Το
+σπιτοκάλυβο της κάκως της Μήτραινας γέμισε κόσμο κι' αχολογούσε από
+φιλήματα, ευκές και καλωσορίσματα. Ο ουρανός είχε φέξει, κι' ο ήλιος
+έβγαινε πίσω από τα σύννεφα.
+
+Κι' όταν ο κόσμος τραβήχτηκε, και τα λειανοπαίδια πήραν τα καλούδια
+τους, που τους είταν ταγμένα τόσες φορές κι' έμειναν μάννα και παιδί
+μοναχοί τους, τότε η κάκω η Μήτραινα κύτταξε καλά-καλά το Γιάννη
+της, και βλέποντας λίγες άσπρες τρίχες στα μουστάκια του, και στα
+μαλλιά του, του είπε με κάποιον μελαχολικόν τόνο:
+
+ — Άρχισες να γηράζης, παιδάκι μ', κακό που μ' ηύρε!
+
+ — Αμ τι δα! Μισοκαίριασα, μάννα μ'!
+
+Της απολογήθηκε ο Γιάννης.
+
+Της φάνηκε παράξενο της κάκως της Μήτραινας η κουβέντα του Γιάννη
+της, γιατί της φαίνονταν, ότι δεν είχαν περάση παρά λίγα χρόνια,
+τρία ή τέσσαρα μοναχά, αφόντας τον ξεκίνησε, ολωσδιόλου αμούστακο,
+για τα Ξένα. Παράξενο της φαίνονταν, που τον έβλεπε και
+μουστακωμένον ακόμα. Σ' αυτό απάνω έπεσε το μάτι της στον καθρέφτη
+της ταμπακέρας, πούχε ο Γιάννης τον καπνό του, και της φάνηκε, ότι
+είδε ένα ξένο πρόσωπο μέσα. Γύρισε να ιδή και δεν βλέπει κανέναν
+άλλον ξένον μέσα στο σπίτι. Τρόμαξε. Είταν αυτή μέσα στον καθρέφτη;
+Μα πώς είταν δυνατό! Τότε για να καταλάβη καλύτερα πήγε στο δεξί της
+θύρας, σήκωσε το σκέπασμα από τον καθρέφτη και για πρώτη φορά,
+αφόντας ξενιτεύτηκε ο Γιάννης της, κύτταξε μέσα το πρόσωπό της. Είδε
+τα μαλλιά της κάτασπρα βαμβάκι και το πρόσωπό της, πρόσωπο βάβως!
+Όλη η δροσιά του προσώπου της είταν φευγάτη! Αναστέναξε μες από την
+καρδιά της, κι' είπε με καημό μεγάλο:
+
+ — Γέρασα η καημένη, και δεν τώξερα!
+
+Κι' ύστερα από λίγη σιωπή, ξανάειπε:
+
+ — Αφού σ' απόλαψα, παιδάκι μ', το ίδιο κάνει κι' αν γέρασα κι' αν
+δε γέρασα!
+
+Το κύτταγμα μέσα στον καθρέφτη την έκανε να μελαχολήση.....Κρέμασε
+τα μούτρα κι' άρχισε να συλλογιέται.
+
+Συλλογίστηκε, συλλογίστηκε κι' άρχισε να κλαίη, και τα δάκρυα της
+κίνησαν κι' έτρεχαν σαν κουμπιά μαργαριτάρι.
+
+Πλειότερο από τριάντα χρόνια είχαν περάση, που δεν είχαν δακρύσει τα
+μάτια της κάκως της Μήτραινας, από την πολλή της την ελπίδα. Έκλαιε,
+έκλαιε η κάκω η Μήτραινα, που δεν ήξερε ως τότε τι θα ειπή κλάμα και
+πόνος. Έκλαιε τα θαμμένα της τα νειάτα σε τριάντα χρονών και
+πλειότερο Ξενιτειά. Όλη η πολύχρονη Ξενιτειά του μοναχογυιού της
+έγεινε ένα καταπότι και την κατάπιε μοναμιάς! Τι κλωνισμό που
+αισθάνονταν εκείνη τη στιμή μέσα στα τρίσβαθα της καρδιάς της! Όταν
+η καρδιά κολυμπάη σε πέλαγο ιερής λύπης, η ψυχή βρίσκεται
+σταυροχεριασμένη μπροστά στον Πλάστη της!
+
+Ο Γιάννης, για να σκορπίση τη λύπη της, είπε, προσπαθώντας να κρύψη
+κι' αυτός τη συγκίνηση του και τα δάκρυα του:
+
+ — Δε μας φέρ'ς να φάμε, μάννα;
+
+ — Αλήθεια, παιδάκι μ', μου είσαι πεινασμένο!.... Είπε και σηκώθηκε
+τρικλίζοντας, έστρωσε τραπέζι, κι' απόθεκε απάνω τα χουλιάρια, το
+ψωμί και το προσφάγι, και κάθησαν να φάνε.
+
+Ύστερα από το φαγητό ο Γιάννης έδωκε στη μάννα του μια σακκούλα
+γεμάτη φλιοριά, να τάχη δικά της, και να δίνη για την ψυχή της, και
+της διηγήθηκε την ιστορία της ξενιτειάς του:
+
+ — Φεύγοντας, μαννούλα μ', απέδω, πήγα στο Βουκουρέστι. Την ίδια
+μέρα μπήκα σ' έναν αφεντικό, κι' ύστερα από μια βδομάδα ξεκινήσαμε
+μαζύ για τη Μολδαβιά, όπου είχε το σπίτι του και τα χτήματά του.
+Έδειξε τόση αγάπη και συμπάθεια για μένα, ο αφεντικός μ', που δεν
+μολογιέται. Με θεωρούσε σαν παιδί τ'. Εκεί μια μέρα, ύστερα από
+λίγον καιρό, μώδωκε ένα γράμμα, και το γράμμα αυτό διαλάβαινε ότι
+είχες πεθάνει, εσύ! Μαθόντας αυτήν την είδηση κόπηκα στα κλάματα.
+Αυτός κι' η γυναίκα προσπάθησαν με κάθε τρόπο να με παρηγορήσ'ν, και
+στα υστερνά μώταξαν να με κάν'ν παιδί τ'ς και να μ' αρραβωνιάσ'ν με
+την μοναχοθυγατέρα τ'ς! Δεν είταν βολετό να παντρευτώ ποτέ εγώ στα
+ξένα, αλλά ο θάνατος της μάννας μ'..
+
+ — Στάχτη στη γλώσσα τ'ς, παιδάκι μ'!.....
+
+Διέκοψε η κάκω η Μήτραινα με θυμό...
+
+ — .... Μ' έκανε να μου φαίνεται φαρμάκι η γλυκύτατη Πατρίδα, να μου
+φαίνεται ερημιά! Μέρα με την ημέρα όμως συνήθισα με την ιδέα του
+θανάτου σ'...
+
+ — Άλας και ακάρφη στη γλωσσά τ'ς....
+
+Ξανάειπε η Μήτραινα.
+
+ — Αλλ' η πατρίδα, όσο γλυκειά κι' αν είναι, χωρίς μάννα, χωρίς
+πατέρα, χωρίς αδέρφια, χωρίς πρωτοξάδερφα, όπως είμουν εγώ έρημος,
+μου φαίνονταν μαύρη και σκοτεινή, κι' έτσι, ύστερα από τρία χρόνια,
+παντρεύτηκα την θυγατέρα του αφεντικού μ'...
+
+ — Παναγιά μ'! Ζουρλάθηκες, παιδί μ'! Τ' είν' αυτά που μου λες;
+
+Ξεφώνησε απελπιστικά η κάκω η Μήτραινα.
+
+ — ..... κι' απόφευγα να γνωρίζωμαι με πατριώτες, για να μη μου
+ανοίγη η πληγή της Πατρίδας, που είχα μέσα μ'.
+
+ — Ούι! παιδάκι μ' τι μου λες. ... Παντρεύτηκες!
+
+Ξεφώνησε πάλε η κάκω η Μήτραινα, τραβώντας τα μαλλιά της.
+
+ — Σώπα, μάννα, της είπε ο Γιάννης, ν' ακούσης πρώτα την ιστορία,
+και ύστερα κρίνε!
+
+ — Λέγε, γυιέ μ'!
+
+ — Πήρα την θυγατέρα τ' αφεντικού μ', αλλά προκοπή τίποτε!
+
+ — Βέβια! βέβια!
+
+Χαμογέλασε η κάκω η Μήτραινα και της ήρθε η καρδιά στον τόπο.
+
+ — Πέθαναν τα πεθερικά μου γλήγορα, σε δυο χρόνια απάνω, κι' ύστερα
+από λίγα χρόνια πάη κι' η γυναίκα μου στη γέννα απανωθιό.
+
+ — Ας είναι! Συ να είσαι καλά παιδί μ'!
+
+ — Μ' άφησε ένα παιδάκι.
+
+ — Τι; Τι;
+
+Αλλά σ' ένα-δυο μήνες πάη κι' αυτό!
+
+ — Βέβια! Βέβια!
+
+Τότε πήρα όλο το βιο, που είχαν αφήσει τα πεθερικά μ' και τράβησα
+τον ανήφορο μακρύτερα, μέσα στα χιόνια, στην ξακουσμένη Μόσχα της
+Ρουσσίας, κι' εκεί ζούσα, σαν έρημος, που είμουν, χωρίς να με ξέρη
+κανείς, πούθε κρατάει η σκούφια μ'. Τον περασμένο Μάη γένονταν στη
+Μόσχα η Στέψη του Αυτοκράτορα της Ρουσσίας, κι' έτρεξαν από τα
+τέσσαρα πέρατα του κόσμου, κόσμος και κοσμάκης. Ανάμεσα στους
+πολλούς υπάρχονταν και κάμποσοι πλούσιοι πατριώτες μας κι' η
+Βασίλισσα μας, η Όλγα, με το Διάδοχο τον Κωνσταντίνο και το δεύτερο
+της παιδί, τον Γεώργιο. Ο πόνος της Πατρίδας με τραβούσε στο παλάτι,
+που είταν κονεμένη η Βασίλισσα. Πήγα πολλές φορές, για να βλέπω τη
+Βασίλισσα και τα βασιλόπουλα από μακρυά. Εκεί γνωρίστικα μ' έναν
+υπηρέτη της βασιλικής συνοδείας. Απ' ομιλία σ' ομιλία μ' αυτόν, και
+με το «πούθε είσαι» και «πούθε είμαι», γνωριστήκαμε πατριώτες! και
+τι πατριώτες; Χωριανοί! Είταν ο Κώστας της γειτόνισσας μας της
+Γιώργαινας! Κι' όταν του είπα, πως είμαι της Μήτραινας του Ζώτου
+παιδί με κύτταξε καλά καλά, και μου είπε:
+
+ — «Μωρέ συ είσ' ο Γιάνν'ς ή το φάντασμα τ';»
+
+ — «Εγώ! όλος κι' όλος!»
+
+Του είπα και άρχισαν να τρέχ'ν τα δάκρυα μ' ποτάμι, κι' η καρδιά μ'
+να φουσκόνη, σα βουνό.
+
+ — «Βρε τρισκατάρατε», μου είπε με θυμό, «γιατί δε γράφ'ς της μάννας
+σ'; Γιατί δεν της στέλλ'ς χρήματα να ζήση;....... Γιατί τη
+λησμόνησες; Γιατί......; Γιατί......; Γιατί.....; » κι' ένα σωρό άλλα.
+«γιατί;»
+
+Μου φάνηκε, πως άνοιξαν τα ουράνια, θαμπώθηκα από το φως, που χύθηκε
+μπροστά μου από την είδηση, ότι ζη η μαννούλα μ'.
+
+ — «Βρε αδερφέ, του λέγω, μη με παραπαίρ'ς έτσι! Εγώ έχω γράμμα εδώ
+και τριάντα χρόνια, ότι η μάννα μ' είναι πεθαμένη.... θάχης κανένα
+λάθος.... »
+
+«Τον κακό σου τον καιρό! μου είπε. Η μάννα σ', ωρέ μπουμπουνισμένε
+ζη και ζαίνεται με τες αργατιές, και συ κάθεσαι στα Ξένα και.... »
+
+ — «Μα, την ξέρ'ς καλά τη μάννα μ';»
+
+Του είπα.
+
+ — «Μωρέ την κάκω τη Μήτραινα δεν ξέρω, τη γειτόνισσα μ'; Για χαμένο
+μ' έχεις;»
+
+Τότε τον αγκάλιασα σφιχτά και φιλιώντάς τον, του είπα για ύστερη
+φορά να βεβαιωθώ καλύτερα:
+
+ — «Αλήθεια, ζη η μάννα μ';»
+
+ — «Ζη και παραζή, σου είπα, και σε καρτεράει κάθε μέρα, και κάθε
+ώρα και στιγμή!»
+
+Μου φάνηκε, ότι κέρδισα ένα βασίλειο. Μου φάνηκε, ότι είμουν πλειο
+ευτυχισμένος από όλους, τους βασιλειάδες του κόσμου, κι' όλα τα
+βασιλόπουλα, που είταν' μαζωμένα εκεί στη Μόσχα.
+
+ — «Ζη η μάννα μ', είπα μέσα μ', και με καρτεράει, κι' εγώ κάθομαι
+στα Ξένα! Να φύγω το γληγορότερο!»
+
+Κι' έτσι πούλησα ό τι είχα και δεν είχα, έμασα το ένα μ' και το άλλο
+μ', κίνησα για εδώ, κι' ήρθα γερός και καλά, δόξα σ' ο Θεός.
+
+Και λέγοντας αυτά τα λόγια, έκανε τρεις φορές το σταυρό του, με
+μεγάλη κατάνυξη.
+
+Η κάκω η Μήτραινα τον ξαναγκάλιασε πάλι, και τον έσφιξε δυνατά στα
+στεγνωμένα στήθια της, λέγοντας του:
+
+ — Καλώς ήρθες, παιδάκι μ'! καλώς ήρθες!
+
+Ο Γιάννης, εξακολούθησε:
+
+ — Πιστεύω, τον ψεύτικο θάνατό σ' τον έπλασε ο μακαρίτης ο πεθερός
+μ', για να με κάνη γαμπρό τ'. Αλλά βλέπ'ς; δεν τώστρεξε το άδικο ο
+Θεός! Όπως δούλεψε έτσι απόλαψε, κι' όπως έστρωσε έτσ' πλάγιασε!
+Θεός σχωρέσ'τον όμως, ας πούμε τώρα!
+
+* * *
+
+Σε λίγο ήρθε κι' ο παπάς να σηκώση το ύψωμα, για τ' όνομα του
+Γιάννη.
+
+Πρώτη φορά, αφόντας ξενιτεύτηκε ο Γιάννης, θρονιάζονταν η χαρά στο
+ταπεινό σπιτοκάλυβο της κάκως της Μήτραινας!!
+
+
+
+ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΗΣ ΓΡΙΑΣ
+
+
+
+Κόντευε το βασίλεμα ήλιου της παραμονής των Χριστουγέννων. Έβρεχε
+δυνατά κι' ο καιρός φαίνονταν άγριος. Πυκνή συννεφιά σκέπαζε τον
+ουρανό, τόσο που το ηλιοβασίλεμα δεν έδειχνε κανένα χρωματισμό.
+
+Μια εβδομηντάρα γριά, η πρωτονοικοκυρά του χωριού κάθονταν στην
+κορφή του δωματίου, δίπλα στη γωνιά κι' έδινε ορμήνειες στην
+υπηρέτρα της, πώς να ζεματήση τες τηγανίτες μην τύχη και το νερό πάη
+πλειότερο, ή το μέλι λιγώτερο, ή τα καρύδια λειψά, ενώ η οχτάχρονη
+μοναχαγγονιά της, η πολυχαϊδεμένη Μαριανθούλα, πετούσε σα ζαρκάδι
+από την κατάστεγνη και φιλόστοργη αγκαλιά της γριάς στα τεψιά, που
+είχαν μέσα τες τηγανίτες, κι' από τα τεψιά στην αγκαλιά της γριας,
+και πότε αγκάλιαζε και φιλούσε τη βάβω της, που τη χάιδευε δεκάδιπλο
+απ' ό τι θα τη χάιδεβε η αγουροθανατισμένη μάννα της, αν ζούσε, κι'
+ο πατέρας της, αν δεν έλειπε στην ξενιτειά, και πότε τσιμπούσε
+κανένα καρυδότριμμα ψηλά από τες τηγανίτες, ή κανένα φυλί τηγανίτα.
+Η γριά όμως, σκρυμπιασμένη από τα χρόνια, καμένη από το Χάρο, γιατί
+είχε θάψει τόσους και μαζή με τους πολλούς και τη μονάκριβή της νύφη
+— τη μάνα της Μαριανθούλας, — φαρμακωμένη από την ξενιτειά του
+μοναχογυιού της, που τον πρόσμενε, μέρα με την μέρα, έλεγε στην
+άταχτη και ζωηρή Μαριανθούλα με ξαστενεμένη φωνή:
+
+Μη, Μαριανθούλα μου, κάνη'ς ζούρλιες και δεν έρχεται ο πατέρας σου
+από την Ξενιτειά!
+
+ — Τι ζούρλιες κάνω, βάβω μου;
+
+Της απολογιώνταν εκείνη και ρίχνονταν απ' εδώ κι' απ' εκεί.
+
+ — Άλλες ζούρλιες; Να που δεν κάθεσαι φρόνιμα!
+
+Της ξανάλεγε η γριά.
+
+Σ' αυτό απάνω ήρθαν τρεις-τέσσερες γυναίκες, από τες πλειο
+φτωχότερες του χωριού, ζητώντας άλλη μέλι, άλλη καρύδια κι' άλλη
+αλεύρι για τες τηγανίτες, γιατί πάντα το ανηλιακό της γριάς είταν
+γεμάτο. Η Γριά σηκώθηκε τότε από τη γωνιά της και τρεκλά — τρεκλά
+πάη στ' ανηλιακό μαζύ με τες γυναίκες, που ήρθαν, κι' έδωκε της
+καθεμιανής απ' ό τι ήθελαν κι' αυτές, φεύγοντας για έξω, της έλεγαν
+τη στερεώτυπη ευχή:
+
+ — Σ' πολλά 'τη, Κυραμάννα! Και του χρόνου τέτοια μέρα! Να είσαι
+πάντα καλά και να καλοδεχτής!...
+
+Η γριά, γυρίζοντας από τ' ανηλιακό αγκουσεμένη, έλεγε μοναχή της:
+
+ — Να καλοδεχτώ και να καλοδεχτώ μου λέει πάντα ο κόσμος, κι' ο
+γυιόκας μ' δεν ηύρε ακόμα δρόμο νάρθη!
+
+Κάθησε πάλι σιμά στη γωνιά γονατιστή και ξακολούθησε να κουβεντιάζη
+μονάχη της:
+
+ — Μωρέ δε με μέλλ' γι' άλλο, παρά μην τα κλείσω και μείνη αυτό το
+άτυχο στους πέντε δρόμ'ς! Ποιος θα μου το συμμάσ' τότε, λέλεμ'; Ποια
+θα μου το πλύν'; Ποια θα μου το λούση; Μάννα δεν έχ' τ' άμοιρο εδώ
+και τόσα χρόνια, να της λείψ' κι' η βάβω; Αλλοίμονο στην τσιουπούλα
+μ'! Θα μου τη φάγη η αναλλαγιά! Δεν την αγαπώ πλειο τη ζωή, γιατί
+σύμμασε η ώρα και κατά πώς το λέει κι' ο λόγος:
+
+«Τα μακρυνά μου κόντιναν, τα δυο μου γίγκαν τρία» και καμμιά προκοπή
+δεν έχω, και καμμιά ευχαρίστηση δε βλέπω πλειο, αλλά μόλα ταύτα
+ήθελα να ζήσω έξη-εφτά χρόνια ακόμα — αν δεν εύρισκε ως τότε δρόμο ο
+πατέρας τ'ς ναρθή — για να πάντρευα αυτή τη μαυρότσιουπρα, κι'
+ύστερα θάνοιγα τα χέρια μου κατά τον ουρανό και θάλεγα:
+
+ — «Στείλε θε μ' τον άγγελό σ' να πάρ'ς το πνέμα μ'!»
+
+Η Μαριανθούλα αφηκράζονταν με προσοχή μεγάλη το μονόλογο της γριάς,
+έχασε στη στιγμή τη ζωηράδα της και τα τρελλά της τα παιγνίδια κι'
+άρχισε να κλαίη, γυρίζοντας το πρόσωπο της κατά τον τοίχο.
+
+ — Να! καημένη κυρά, τι έκαμες τώρα μ' αυτά τα λόγια! Είπε της γριάς
+η υπηρέτρα.
+
+ — Χμ!
+
+ — Κλαίει η Μαριανθούλα, με τα λόγια που της είπες...
+
+ — Έλα δω, μωρή χαμένη! είπε η γριά στη Μαριανθούλα με τρυφεράδα
+άρρητη. Μη φοβάσαι, κυρά μου, δεν πεθαίνω εγώ πριν έρθ' ο πατέρας
+σ', ή πριν παντρέψω εσένα! θα ζήσω ως τότε, κι' ύστερα ας
+παρουσιαστή ο άγγελος του Κυρίου. Πιστεύω να βρη δρόμο κι' ο πατέρας
+σ' και να μην πάω με την καρδιά καμένη! Α! Αν πεθάνω, ωρές τσούπρες,
+χωρίς να ιδώ το παιδί μ', ή χωρίς να παντρέψω εσένα, μοναχούλα μ'
+και ακριβούλα μ', και να σ' αρματώσω νυφούλα με τα χεράκια μ', να το
+ξέρετε: Δε θα με φάη το χώμα, και θα με βρήτε άλυωτη, όταν έρθετε να
+με ξεχωνιάσετε!.
+
+ — Τ' είν' αυτά τα κακορρίζικα τα λόγια, πού το πας συγκρατούμενο,
+καημένη κυρά, είπε πάλε η υπηρέτρα. Σήμερα χρονιάρα μέρα, παραμονή
+των Χριστουγέννων, δε θα τα λησμονή'ης αυτά, καμμιά φορά;
+
+ — Είναι καλά τα νειάτα, ωρές τσιούπρες! Είναι καλά τα έρημα! Τα
+έρημα τα γεράματα είναι κόλαση. Όταν είμουν νεια, τράβηξα ξενιτειές
+και ξενιτειές! Πότε πέντε χρόνια, πότε δέκα, και πότε δέκα πέντε με
+τον μακαρίτ' τον γέροντά μου, χωρίς να μου λείψη ποτέ το δάκρυ από
+το μάτι, αλλά δεν απελπιζόμουν. Νειάτα τα λεν αυτά! Είχα κορμί γερό,
+και πολέμαγα τον πόνο. Η Ξενειτειά του παιδιού είναι βαρύτερη· γιατί
+κι' ο πόνος είναι βαθύτερος και πλατύτερος, και το κορμί
+αδυνατώτερο ... από τα γεράματα:
+
+Και κουνιώντας το κεφάλι ξακολούθησε:
+
+Ωχ! λελέ μ'! Αλλωνών μαννάδων τα παιδιά πάνε κι' έρχονται, και μόνο
+το δικό μου, που το λεν όλοι προκομμένο στα γράμματα και στους
+λογαριασμούς, δε βρίσκει δρόμο να φανή!.. Δεν είταν να μην είχε όλες
+αυτές τες χάρες, και να πάη και νάρχεται κάθε τρία χρόνια; Σ' αυτό
+εγώ φταίω! Αυτό καλά αγαπούσε τα γίδια και τα πρόβατα, και πήγαινε
+στα λόγγα και στα λειβάδια με τους πιστικούς αλλά εγώ το τρωγόμουν
+νύχτα μέρα και του έλεγα:
+
+ — «Πιστικός θα γέν'ς, παιδάκι μ', που δεν αγαπάς τα γράμματα; Σύρε
+ψυχούλα μ' στο σκολειό να μάθ'ς γράμματα και να γέν'ς προκομμένος
+άνθρωπος!» Στο τέλος που του το πήγαινα συγκρατούμενο «γκιρ-μιρ» μ'
+άκουσε, άφησε την κλύτσα και την κάππα, τα γίδια και τα πρόβατα, τες
+ράχες και τα βουνόπλαγα, τους λόγγους και τα λακκώματα μπήκε στο
+σκολειό, ρίχτηκε με τα μούτρα στα γράμματα, έφυγε, κι' από τότε το
+βλέπω κάθε δέκα χρόνια! Να είχα κι' άλλα παιδιά, δε θα χόλιαζα τόσο,
+θα παρηγοριώμουν, αλλά τώχω έν' μοναχό! Να είταν μαύρη ώρα, που τ'
+ανάγκαζα να μπη στα γράμματα!...
+
+Λέγοντας αυτά τα πικραμένα τα λόγια η πονεμένη μάννα, έβγαλε το
+μαντήλι της από μέσα από το ζωνάρι της και σφούγγισε τα
+καταδακρυσμένα τα μάτια της, που είχαν μι' αδιάκοπη κοκκινάδα μέσα,
+από τ' ανέλλειπα μητρικά δάκρυα. Η Μαριανθούλα τότε πετάχτηκε από
+τον τοίχο, που στέκονταν, και ρίχτηκε στην αγκαλιά της βάβως της,
+κι' αφού την αγκάλιασε και τη φίλησε γλυκά, της είπε:
+
+ — Μη βαβούλω μου, κλαις και μη λες τέτοια λόγια! Μη λες πως θα
+πεθάν'ς!... Εγώ δε θέλω να πεθάν'ς!..
+
+Η γριά την έσφιξε στην αγκαλιά της και της είπε:
+
+ — Καλά ψυχή μ'! Καλά χαδιάρα μ'! Δεν πεθαίνω. Σου είπα πότε θα
+πεθάνω. Θα βαστάξω την ψυχή μου στα δόντια, όσο νάρθη ο πατέρας σου,
+ή αν δεν έρθη, όσο να σε παντρέψω. Δε σ' αφήνω εγώ έρημη! θα σε βάλω
+σε ίσκιο αντρός κι' ύστερα...
+
+ — Εγώ σε θέλω να μη πεθάν'ς..,.
+
+ — Αχ! το ξέρω, ψυχή μ', πως το θέλ'ς και το παρα'θέλ'ς, αλλά....
+είναι ψηλά μας ένας μεγάλος νοικοκύρης, που μας ορίζει όλους και
+στέλνει τον άγγελό τ' και μας μαζεύει... Έπειτα, τσιούπρα μ'... εγώ
+ζω άδικα πλειο. Είμαι πεθαμένη κι' άθαφτη. Μόνο οι δυο πόθοι με
+συγκρατούν και με βαστούν σε τούτον τον κόσμο. Ο καιρός μ' ήρθε από
+πολλής. Ούρμασε τ' απίδι και θα πέση κάτω από την απιδιά. Τι; θέλ'ς
+να ζήσω ογδοήντα, εννενήντα, εκατό χρόνια, να ξωλαλάω, να μη
+γνωρίζω, να μη βλέπω, και να λέγω την ψείρα μπούμπα; Ο Θεός να μη μ'
+το χρωστάη! Το καλό μ' είναι να τα κλείσω με τα φρένα μ'!..
+
+Εκείνη τη στιγμή μπήκε μια μαύρη κόττα στο δωμάτιο, σήκωσε τα φτερά
+της, τα τέντωσε και τα χτύπησε σα να ήθελε να λαλήση. Βλέποντας αυτό
+το σημάδι η Μαριανθούλα, είπε χαρούμενη στη βάβω της:
+
+ — Βάβω! βάβω! Είδες, καλημέρα μ'! τι έκαμε η κόττα; Σήκωσε τα φτερά
+της και τα χτύπησε, και τεντώθηκε σα να ήθελε τα λαλήσ'!...
+
+ — Ε! κι' ύστερα;.... είπε η γριά, σα με θυμό.
+
+ — Δεν έλεγες, βαβούλω μ', ότι, όταν κάνουν έτς οι κόττες, έρχεται ο
+πατέρας μ';
+
+ — Το έλεγα, τσιούπρα μ', αλλά το είδα τόσες φορές αυτό το σημάδι,
+που δεν μου κάν' η καρδιά να το πιστέψω πλειο. Κατά το κοντινό το
+γράμμα τ' ο πατέρας σ' λέει, ότι θα είναι εδώ πριν από τα
+Χριστούγεννα. Τα Χριστούγεννα ήρθαν κι' αυτός πούναι τος; Πάη
+τελείωσε κι' αυτή η μέρα. Πάη, ψυχή μ', κι' αυτή η διορία του πατρός
+σ' μαζύ με τες πολλές! Τώρα θα μας ρίξη με κανένα άλλο του γράμμα
+στη μεγάλη Πασκαλιά! Ετς πάμε τώρα τόσα χρόνια: Από πασκαλιά σε
+πασκαλιά κι' απ' Άη-Γεώργη σ' Άη Δημήτρη!....
+
+ — Πού το ξέρ'ς, καημένη κυρά; της είπε η υπηρέτρα. Μπορεί νάρθη κι'
+απόψε. Η μέρα δε σώθηκε ακόμα!
+
+Εκείνη τη στιγμή ακούστηκ' ο σήμαντρος της εκκλησιάς, που σήμαινε
+τον εσπερινό «τσιγγ τσιαγγ... τσιγγ τσιαγγ»
+
+Σηκώθηκε η γριά ορθή κι' είπε στη Μαριανθούλα περίλυπα:
+
+ — Να το σήκωμα των φτερών της κόττας! Πάη κι' αυτή η ελπίδα! Το
+σημάδι έδειχνε τον ερχομό του παπά, πούρθε από το χωριό τ' να μας
+λειτουργήσ' αύριο..
+
+Ύστερα σηκώθηκε και πάη μπροστά στο εικονοστάσι, σταυροκοπήθηκε,
+σκύβοντας σε κάθε σταυροκόπημα το γέρικο κορμί της, σα χοντρόκορμη
+βαλανιδιά, που την κλονίζει η δύναμη του βοριά, κι' αφού τελείωσαν
+τα σταυροκοπήματα έβαλε ένα σκαμνί μπροστά στο εικονοστάσι, ανέβηκε
+ψηλά με τρεμάμενα ποδάρια, ξεκρέμασε τη σβυστή καντήλα, την κατέβασε
+ανάγαλια-ανάγαλια, την έχυσε στο βάθος της στιας, την έπλυνε με
+στάχτη, την γέμισε πάλε με καθαρό νερό και την έδωκε της
+Μαριανθούλας να την κρατάη, έβγαλε από ένα ξύλινο κουτί καινούριον
+αφαλό, πέρασε το φυτήλι στον αφαλό, έρριξε στην καντήλα καθαροκάθαρο
+λάδι, άναψε το φυτήλι, απόθηκε τον αφαλό αναμμένο μέσα στο πλεούμενο
+λάδι και κρατώντας την αστραφτερή καντήλα με τρεμάμενο χέρι, ξαναπάη
+στο σκαμνί, ανέβηκε πάλε ψηλά και την κρέμασε μ' ευλάβεια μπροστά
+ατό εικόνισμα· ξανακατέβηκε με προσοχή ανασκήρησε το σκαμνί,
+ξανασταυροκοπήθηκε κι' άρχισε να πέφτη στα γόνατα και να κάμη
+μετάνοιες μπροστά στην εικόνα της Μάννας του Θεού, που κρατούσε στην
+τρυφερή της αγκαλιά το Παιδάκι της, χαρούμενη που τούχε μπροστά της.
+Τι πέλαγο θλίψης χτυπούσε μέσα στα κατάστεγνα στήθια της γριάς.
+
+Το παράδειγμα της Γριάς μιμήθηκαν κι' η Μαριανθούλα με την υπηρέτρα,
+και για κάμποση ώρα όλη εκείνη η χριστιανικώτατη τριάδα προσεύχονταν
+μπροστά στους εφέστιους θεούς της, ενώ η φωτόλουστη καντήλα πήγαινε
+πέρα-δώθε ακόμα μπροστά στες εικόνες, που είταν ζωγραφισμένες σ' ένα
+παμπάλαιο τριμόρφι, και μαζύ με την καντήλα πήγαιναν πέρα-δώθε κι'
+οι αργυρόχρυσες αχτίδες της κι' έδιναν μιαν άγια όψη παρεκκλησιού σ'
+εκείνη τη χριστιανική κατοικία.
+
+Είχε θολώσει στα καλά πλειο. Οι αγέλες του χωριού συμμαζεύονταν από
+τους κάμπους στα κατώγια των σπιτιών ή στες καλύβες, κι' ακούονταν
+τα μουγκρητά των βωδιών. Τα σπιτιάρικα τα γίδια έμπαιναν στες
+πλατύχωρες αυλές, λαλώντας τα κυπριά τους «γλαν-γλαν», κάθε σπιτιού
+κοπή χωριστά, γνωρίζοντας το κατοικειό της.
+
+Η Μαριανθούλα, η μοσχαναθρεμμένη μοναχαγγονιά της γριάς, άμα ήκουσε
+τα κυπριά των γιδιών, που έμπαιναν στην αυλή του σπιτιού, έτρεξε σαν
+αστραπή, κατεβαίνοντας τες σκάλες, κι' ανακατεύτηκε με το
+καλοβοσκημένο κοπάδι, για να ιδή τα νιογέννητα κατσικάκια, που είχαν
+γεννηθή εκείνη την ημέρα στο λόγγο, κι' ενώ το πιστικόπουλο απολούσε
+τ' άλλα τα κατσίκια από τον τσάρκο, για να βυζάξουν τα καημένα, αυτή
+άρπαξε ένα-ένα τα τρία νιογέννητα κατσικάκια και τα κουβάλησε ψηλά
+στη βάβω της, με γέλοια και με χαρές, για να ιδή κι' εκείνη και να
+χαρή.
+
+ — Να τα! βάβω μ', της είπε, τα κατσικάκια μας! Δεν σου τώλεγα εγώ
+σήμερα, ότι θα γεννήσ' η Νιάγγρα η σκουλαρικάτη, η Γκιώσσα η
+πρωτόγεννη κι' η Κανούτα η κουτσοκέρατη; Να! αυτό το παρδαλό είναι
+της Κανούτας, το μπάλλιο είναι της Νιάγγρας, και τούτο το μετσένιο
+της Γκιώσσας. Τα καημένα! Τι ώμορφα που είναι! Είναι και τα τρία
+θηλυκά, καλημέρα μας!
+
+Αλλ' ενώ η Μαριανθούλα με τη γριά χαίρονταν τα νιογέννητα
+κατσικάκια, που αυγατούσαν τη σπιτιάρική τους τη στάνη, οι τρεις
+γίδες, η Νιάγγρα η σκουλαρικάτη, η Γκιώσσα η πρωτόγεννη, κι' η
+Κανούτα η κουτσοκέρατη, ανέβηκαν τη σκάλα και μπήκαν μέσα στο
+δωμάτιο. Η γριά, ακούοντας τον ποδοβολητό, νόμισε ότι είταν ο παπάς
+και προσηκώθηκε λέγοντας:
+
+ — Κόπιασε, Δέσποτα μ', στην κορφή...
+
+Στο προσκάλεσμα της γριάς οι τρεις γίδες αποκρίθηκαν μ' ένα μακρύ
+«μεκεκεεέ, » η καθεμιά γυρεύοντας το παιδί της. Η Μαριανθούλα με την
+υπηρέτρα άρχισαν να ξεκαρδίζωνται στα γέλοια, κι' η Γριά τους είπε
+με παράπονο:
+
+ — Γελάτε με! Γελάτε με! παλιότσουπρες! Εγώ δε θα ξαναγυρίσω αυτού
+που είστε σεις, αλλά σεις — ζωή νάχετε — θαρθήτε εδώ που είμαι
+εγώ!...
+
+Οι τσιούπρες όμως δεν έπαβαν τα γέλοια, ως που ανέβηκε τη σκάλα στα
+σωστά ο παπάς, και μπήκε στο δωμάτιο, κι' έτσι θέλοντας και μη,
+αναγκάστηκαν να λουφάξουν, και να παν να του φιλήσουν το χέρι,
+μιμώντας τη γριά, που πρώτη-πρώτη έτρεξε να του το φιλήση.
+
+Ο παπάς, αφού πρώτα έβγαλε στην άκρη της θύρας τα κουντούρια του,
+κάθισε φαρδύς-πλατύς σταυροπόδι δίπλα στην ωμορφοκαμωμένη φωτιά, που
+έκαιε σα φούρνος, κι' έπεφταν λαχταριστά από τ' αναμμένα τα
+κούτσουρα μεγάλα κάρβουνα φλογιασμένα. Αντίκρυ του παπά, από την
+άλλη την κορφή, κάθησε η γριά και δίπλα στη γριά η Μαριάνθη έχοντας
+τα τρία τα κατσίκια στην ποδιά της, κι' αυτά μούλοναν ήσυχα-ήσυχα
+μέσα εκεί, από τη γλύκα της φωτιάς. Δίπλα στη Μαριάνθη κάθονταν οι
+τρεις γιδομάννες, μασσώντας κριθάρι, που τους είχαν βάλει μέσα σ'
+ένα γκριμπούρι, για μεγαλύτερη περιποίηση, και για να κατεβάσουνε
+πλειότερο γάλα. Η υπηρέτρα άναψε την λάμπα και την κρέμασε στον
+τοίχο, κι' έτσι έφεγγε πλειότερο το δωμάτιο, που ως τότε φωτίζονταν
+μόνον από το γλυκό και ήμερο φως της καντήλας του εικονοστασίου.
+
+Ο παπάς ιδόντας τα κατσικάκια και τες γίδες, είπε:
+
+ — Α!.. βλέπω απόψε, Μαριανθούλα, έχετε και φιλινιάδες!
+
+ — Έχομε για! Σήμερα γεννήθηκαν τούτα τα μικρουλάκια...
+
+ — Ε! τα καημένα ξανάειπε ο παπάς, τι ώμορφα και τι μεγάλα και
+πρόθυμα που είναι!
+
+ — Φτύσ' τα, παπά μ', του είπε η Μαριανθούλα, για να μη μας τα φας
+με το μάτι...
+
+ — Φτου! Φτου! να μη μας βασκαθούν!
+
+Έφτυσε κι' είπε ο παπάς, αλλά της γριάς της κακοφάνηκε, που του
+είπε έτσι η Μαριανθούλα, και της είπε χαμηλά, για να μη τ' ακούση
+εκείνος:
+
+ — Αχ! στρίγλα! Αχ! γουρούνα! Ποιόν ορμηνεύω εγώ; Έτσι λεν του
+παπά;...
+
+Η Μαριανθούλα χαμήλωσε τα μεγάλα και μαύρα της μάτια από την εντροπή
+της κι' ο παπάς, για να της κάνη την καρδιά, είπε στη γριά:
+
+ — Το μάτι είναι κακό. Έχει κακή έλξη. Κάνει κανείς μ' αυτό το κακό,
+χωρίς να το καταλαβαίνη και χωρίς να το θέλη. Έτσι ικανοποιήθηκε η
+Μαριανθούλα, σήκωσε το πρόσωπό της το πεντάμοφο και χάηδεψε τα
+κατσικάκια, που μούλοναν μέσα στην αγκαλιά της, σαν πουλλάκια στη
+φωλιά.
+
+Η γριά τότε είπε διαταχτικά στη Μαριάνθη και στην υπηρέτρα:
+
+— Σκωθήτε τσιούπρες μ'! Πάρτε τες γίδες και τα κατσίκια και σύρτε
+και κλείστε τες στην αχυροκαλύβα, γιατί απόψε είναι κακοκαιρία, θα
+μαζευτούν πολύ τα γίδια στο μαντρί και θα τσαλαπατήσ'ν τα μικρά.
+Πέτε και του πιτσικόπουλου ταπόδειπνο να μάσ' τάλλα τα κατσίκια,
+στον τσάρκο, χωρίς ναφήση κανένα όξω και να τον κλείση καλά..
+
+Η υπηρέτρα με τη Μαριάνθη βγήκαν από το δωμάτιο με τες γίδες και με
+τα κατσίκια, κι' η γριά σηκώθηκε, πήγε στο ντουλάπι, πήρε το
+μισοκάρικο το παγούρι, που είταν γεμάτο ρακί, και τώδωκε στον παπά,
+κατέβασε και το κανίστρι με τα καφοκούτια από τ' αράφι κι' όσο να
+φκιάση τον καφέ για τον παπά, με το ζεστό το νερό, που είταν
+παραστιάς έτοιμο στο χαλκούτσι, γύρισαν από τη δουλειά η Μαριάνθη με
+την υπηρέτρα και κάθησαν κι' αυτές γύρα στη φωτιά.
+
+ — Σ' υγεία, κυρά! Να καλοδεχτής! Και χρόνους πολλούς σαν αύριο...
+είπε ο παπάς και τράβησε την πρώτη ρουφησιά.
+
+ — Ευχαριστώ, δέσποτα μ', είπε η γριά ξέκαρδα, καλή ιερωσύνη και
+καλόν παράδεισο...
+
+Ο παπάς, μη γνωρίζοντας, πού ναποδώση τη στενοχώρια της γριάς, τη
+ρώτησε:
+
+ — Τ' έπαθες κι' είσαι έτσι χολιασμένη;
+
+ — Τι να μην είμαι, παπά μου! του απολογήθηκε η γριά. Το ξέρ'ς. Έχω
+τόσον καιρό, που καρτεράω κι' ακόμα ο γυιός μου δεν ηύρε δρόμο! Γριά
+γυναίκα είμαι. Πού ξέρω τι μου ξημερόν';
+
+Και λέγοντας αυτά έρριξε τα μάτια δακρυσμένα ψηλά στη Μαριανθούλα,
+για να δώση του παπά να νοιώση πλειότερα.
+
+ — Δεν έλαβες άλλο γράμμα; Τη ρώτησε πάλι ο παπάς, από κείνο που σου
+έχω διαβάσει εδώ κι' ένα μήνα;
+
+ — Δεν έλαβα άλλο...
+
+ — Τότε θα πη πως μπορεί ναρθή αυτές τες ημέρες..
+
+ — Πούν' τος, παπά μ'! Αφού δεν ήρθε ως ταπόψε, κόπησαν οι ελπίδες
+μ'!...
+
+Α! κυρά! Μη στενοχωριέσαι έτσι! Δρόμος είν' αυτός! Θάλασσες,
+ποτάμια, βροχές χιόνια...
+
+Η καημένη η γριά δεν μπόρεσε ν' απαντήση άλλο, αλλ' ακούμπησε τες
+πλάτες της στον τοίχο κι' αφαιρέθηκε μονάχη της.
+
+Ο παπάς, μη θέλοντας ν' ανακατέψη πλειότερο τη χολή της καρδιάς της,
+ακούμπησε κι' αυτός στο προσκέφαλο κι' άρχιζε να παίζη το κομπολόγι
+του «τικ-τακ, τικ-τακ... » κ' η Μαριανθούλα έγειρε στην αγκαλιά της
+γριάς με τα μαγουλα κατακόκκινα από την επιρροή της μεγάλης φωτιάς.
+
+Βάβω κι' αγγονιά, ενωμένες με την απεριόριστη αγάπη, που ενώνει τες
+βάβες προς τ' αγγόνια, και τ' αγγόνια προς τες βάβες, μ' ένα άγουρο
+μνήμα, που είχεν ανοιχτή στη μαύρη γη, και μια ψυχή, που περίμεναν
+και οι δύο μ' ανυπομονησία από την Ξενιτειά, καθισμένες εκεί
+παραστιάς η μια κοντά στην άλλη, σαν ονειροφάνταχτη συνέχεια της
+δημιουργίας της ανθρωπότητας, σχημάτιζαν ένα από τα πλειο
+συγκινητικά και τα πλειο ώμορφα συμπλέγματα, που μπορούσε να πλάση η
+φαντασία ενός καλού ζωγράφου.
+
+Γέρικη και κουφαλιασμένη βαλανιδιά η βάβω, μ' ένα σωρό ξηρά
+κλωνάργια: έτοιμη να ξεραθή και να πέση σύρριζα κατά γης για να τη
+φάη η σαπήλα και να χαθή, κρουσταλένια κι' αργυρογάργαρη βρυσούλα η
+αγγονιά στη ρίζα της βελανιδιάς που έδινε, με το νάμα της, ζωή και
+την έκανε να βγάζη φύλλα... Χωρίς τη βαλανιδιά ασκήμιζε κ'
+αγιάζονταν η αργυρογάργαρη βρυσούλα, αλλά και χωρίς τη βρυσούλα,
+στέγνονε και χάνονταν η γέρικη βαλανιδιά. Βάβω κι' αγγονιά είταν δυο
+πράγματα στον κόσμο, που το ένα είχε τόσο την ανάγκη τ' αλλουνού,
+που δε μπορούσε να ζήση το ένα χωρίς το άλλο!
+
+Αχ! δόσε, Θε μου! νερό στην κρουσταλλένια κι' αργυρογάργαρη βρυσούλα
+να ποτίζη τη γέρικη και κουφαλιασμένη βαλανιδιά! Αχ! δόσε Θε μ',
+δύναμη στη γέρικη και κουφαλιασμένη βαλανιδιά να ισκιόνη, να
+προστατεύη και να ομορφαίνη τη βρυσούλα την αργυρογάργαρη και
+κρουσταλλένια!
+
+Άξαφνα ξεπετιέται η γριά, σα να την είχε ξυπνήσει τρομαχτικό όνειρο,
+και λέει στη Μαριανθούλα:
+
+ — Σήκου, κυρά μ', καλή μέρα σ', και βάλε τραπέζι να φάμε, γιατί θα
+ξυπνήσωμε πολύ ταχυά αύριο, για να πάμε στην εκκλησιά!...
+
+Στη διαταγή της γριας η Μαριανθούλα κι' η υπηρέτρα κινήθηκαν.
+Στρώθηκε το τραπέζι, κάθησαν όλοι γύρα-γύρα, βλόγησε ο παπάς,
+σταυροκοπήθησαν, άρχισαν να τρώνε, απόφαγαν, ξαναβλόγησε ο παπάς,
+ξανασταυροκοπήθηκαν, κι' έτσι σηκώθηκε το στρογγυλό τραπέζι από τη
+μέση και σκούπισε η Μαριανθούλα τα τρίμματα από καταγής, για να μη
+πατηθούν και γείνη αμαρτία. Ύστερα από όλα αυτά, ο παπάς καλονύχτησε
+τη γριά και τράβηξε για το δωμάτιο, που πήγαινε πάντα ταχτικά και
+κοιμώνταν, κάθε φορά, που έρχονταν από το χωριό του, για να
+λειτουργήση. Η γριά κατέβηκε τότε να κοιμηθή με τη Μαριανθούλα της
+στο ζεστό μαντζάτο, κι' η υπηρέτρα, μένοντας μοναχή της, ξαδέρφωσε
+τα δαυλιά της φωτιάς, σκέπασε την αθράκα με κρύα στάχτη, για να
+βαστάξουν τα κάρβουνα αναμμένα ως το πρωί, και να μην έχουν άκρα στο
+σπίτι τα ισκιώματα, τα φαντάσματα, οι πειρασμοί, οι δαιμόνοι οι
+κατσικοποδαραίοι κι' οι καληκαντζάροι, πήρε το προσκέφαλό της και το
+σάγισμά της κι' έγειρε παραστιάς να κοιμηθή.
+
+Ενώ από μια μεριά ο παπάς στο δωμάτιο του, κι' από άλλη η υπηρέτρα
+στην τραπεζαρία, έπαιρναν το πρωτοΰπνι, η γριά με τη Μαριανθούλα δεν
+είχαν πλαγιάση ακόμα. Έκαναν μετάνοιες και σταυρούς και παρακαλούσαν
+μυστικά Παναγιά και το Χριστό, να τους φέρουν από την Ξενιτειά της
+μιανής τον γυιό της και της αλληνής τον πατέρα της και μόνον όταν
+κόπησαν από την κούραση, μπήκαν κάτω από την φλοκωτή την τσέργα, για
+να κοιμηθούν η μια στην αγκαλιά της αλληνής. Κοιμήθηκε στη στιγμή η
+Μαριανθούλα με τη γλυκειά ιδέα, πως το πρωί, άμα θα έρθ' από την
+εκκλησιά, θάτρωγε γκουλιάστρα, αυγά, τυρί, μανέστρα, και κόττα δύο
+λογιών: βραστή και ψητή, αλλ' η καημένη η γριά δε μπορούσε να κλείση
+μάτι. Ο νους της πετούσε μακρυά, σαν πουλλί, κι' έφευγε με γληγοράδα
+αστραπής, και πήγαινε στην Ξενιτειά τη Χρυσόσπαρτη, για να βρη το
+παιδί της, που το καρτερούσε τόσα χρόνια με τα δάκρυα στα μάτια, και
+με τη ψυχή στα δόντια, έτοιμη να φτερουγήση. Η νύχτα προχωρούσε
+συννεφιασμένη και κατάμαυρη με τα σκοτάδια της, με τα ισκιώματά της,
+με τα φαντάσματά της, με τους πειρασμούς της, με τους δαιμόνους της,
+με τους κατσιποδιαραίους της, με τους καληκαντζάρους της, με τους
+βρυκολάκκους της, με τα στοιχειά της, με τα σκοτεινά της τα
+μυστήρια, με τον άγριο τον άνεμό της, που βογγούσε ψηλά στες στέγες,
+σαν ψυχή κολασμένου γίγαντα, και με τα τρομαχτικά γαυγίσματα των
+σκυλλιών, μέσα στους αυλόγυρους, ή όξω στους δρόμους, κι' η
+Μαριανθούλα κοιμώνταν βαρυά-βαρυά, σαν όλα τα παιδάκια, στην αγκαλιά
+τη γλυκύτατη της βάβως της, κι' έπλεε σ' ευχισμένα παιδικά όνειρα,
+αλλ' η καημένη η γριά ξαγρυπνούσε, μη μπορώντας να κλείση μάτι, και
+για να χαλινώση τον νου της και να τον γυρίση πίσω από την Ξενιτειά,
+που πλανιώνταν, σαν το έρημο πουλλί, τον έστρεφε πίσω, πολύ πίσω
+στον καιρόν που είταν νύφη ακόμα, και γεννούσε το πολυαγαπημένο της
+και το μονάκριβο της το παιδί. Θυμώνταν πως το βύζανε, όταν είταν
+μικρό, θυμώνταν πώς το κουνούσε στη σαρμανίτσα και πώς το νανούριζε
+με ώμορφα και με αγκαιροφκιασμένα τραγουδάκια, θυμώνταν πώς το
+ζαλόνονταν, όταν πήγαινε στ' αμπέλι, στο θέρο, στο σκάλο, στα
+μαντριά.., θυμώνταν πώς το είχε τάξει στη Μεγαλόχαρη, όταν της είχε
+αρρωστήση βαρυά μια φορά, θυμώνταν όταν τώστελνε στο σκολειό.
+Θυμώνταν όταν το ξεκίνησε γαμπρό με δυνατό ψίκι, θυμώνταν όταν το
+πρωτοξεκίνησε για την Ξενιτειά την έρημη και τη φλογισμένη.
+
+Τα θυμώνταν όλα, όλα. Όλη η ζωή του καθρεφτίζονταν μέσα στη μνήμη
+της καημένης της μάννας σαν πως καθρεφτίζονται μέσα στα κατάργυρα
+νερά της λίμνης τα βουνά κι' οι ράχες, που στέκονται ολόγυρά της.
+
+Ενώ η γριά πάλευε κατ' αυτόν τον τρόπο με τες αναμνήσες της και τον
+μητρικό της τον πόνο, κι' ο ύπνος πετούσε μακρυά από τα μάτια της,
+και προχωρούσε η συννεφιασμένη και κατάμαυρη νύχτα με τα σκοτάδια
+της, με τα ισκιώματά της, με τα φαντάσματά της, με τους πειρασμούς
+της, με τους δαιμόνους της, με τους κατσιποδαραίους της, με τους
+καληκαντζάρους της, με τους βρυκολάκους της, με τα στοιχειά της, με
+τα σκοτεινά της τα μυστήρια, με τον άγριο τον άνεμό της, που
+βογγούσε ψηλά στες στέγες, σαν ψυχή κολασμένου γίγαντα, και με τα
+τρομαχτικά γαυγίσματα των σκυλλιών, μέσα στους αυλόγυρους ή όξω
+στους δρόμους και κοιμώνταν η Μαριανθούλα βαρυά-βαρυά, σαν όλα τα
+παιδάκια στην αγκαλιά τη γλυκύτατη της βάβως της, σαν αρνάδα στον
+προσήλιο.....
+
+ — « Κικιρίκουουουου» λάλησε μέσα από το κοττέτσι ο μεγάλος ο
+πετεινός του σπιτιού, «Κικιρίκουουουου..!» λάλησαν κι' οι άλλοι οι
+μικρότεροι «Κικιρίκουουουου!» φώναξαν κι' οι πετεινοί της γειτονιάς
+κι' όλου του χωριού.
+
+Ο παπάς ξεπετάχτηκε αμέσως από τη στρώση του, τράβησε ένα σπίρτο
+στον τοίχο, άναψε ένα κηρί, που έβγαλε από τον κόρφο του, βγήκε όξω
+στο πεζούλι της κρεβάτας, μουρμουρίζοντας κάτι προσευχές, νίφτηκε,
+χτενίστηκε με μια αριά τσατσάρα κι' ύστερα πήρε το ραβδί του,
+κατέβηκε τη σκάλα και φτάνοντας όξω από τα μαντζάτα φώναξε:
+
+ — Κυρά! Κυρά!
+
+ — Όρσε, παπά!
+
+Απολογήθηκε η γριά και πετάχτηκε ορθή.
+
+ — Δος μου το πρόσφορο κι' τ' άναμα, ευλογημένη! της είπε.
+
+Η γριά, πασπατεύοντας στα σκοτεινά, πήρε την προσφορά, και τ' ανάμα,
+που τα είχε μαζύ στη σκαλοφρύδα, έβγαλε και τρεις κόκκινες λαμπάδες
+μέσα από μια κασσέλα κι' ανοίγοντας τη θύρα του δωματίου της, του
+τάδωκε όλα του παπά, ρωτώντας:
+
+ — Κάνει, δέσποτα μ', να κοινωνήσω, που δεν κοιμήθηκα καθόλου απόψε;
+
+ — Κάνει, ευλογημένη, κάνει, της είπε ο παπάς. Αλλά τι δουλειά
+είχες, που δεν κοιμήθηκες;
+
+ — Δεν είχα καμμιά δουλειά, δέσποτα μ', αλλά μ' έτρωγε η συλλογή και
+δε μπορούσα να κοιμηθώ...
+
+Έφυγε ο παπάς και σε λίγο ακούστηκε ο σήμαντρος της εκκλησιάς. Η
+γριά ξύπνησε την υπηρέτρα και το πιστικούδι και διέταξε ν' ανάψουν
+τη φωτιά για ν' ανεβή απάνω με την τσιούπρα και να περιμείνουν εκεί
+ως το δεύτερο το σήμαντρο. Το πιτσικόπουλο πήγε ξύλα από την αυλή, η
+υπηρέτρα άναψε τη φωτιά, έχοντας ως προσάναμμα τ' αποδαύλια και η
+γριά άρχισε να φωνάζη της τσιούπρας να ξυπνήση. Η Μαριανθούλα
+κοιμώνταν βαρυά-βαρυά, σαν όλα τα μικρόπαιδα και δεν ξυπνούσε
+εύκολα.
+
+ — Ξύπνα, Μαριανθούλα μ'! Φώναζε η γριά. Ξύπνα και μας καρτεράει ο
+παπάς στην εκκλησιά, να μας δώση πασκαλίτσα, και να γυρίσωμε γλήγορα
+να φάμε γκουλιάστρα, γάλα, αυγά, τυρί, κόττες και τηγανίτες, που
+φάσκιονε η Κυρά μας η Παναγιά το Παιδάκι της το Χριστό, όταν είταν
+κι' αυτός μικρός. Σήκου, Μαριανθούλα μ', και μας περιμένει ο παπάς!
+Σήκου να πάμε γλήγορα! Σήκου, καμάρι μου! Σήκου, για να γυρίσωμε
+γλήγορα και να φάμε γαλατάκι από τες γιδούλες μας!
+
+Με τα πολλά ξύπνησε η τσούπρα. Άνοιξε τα μάτια της και κύτταξε
+κακιωμένα τη βάβω της, δακρύζοντας και λέγοντας:
+
+ — Αχ! μωρή βάβω, και συ τι μώκανες! Αχ! τι μώκαμες, παλιοβάβω! Αχ!
+τι μώκανες!
+
+ — Τι σώκανα, ψυχή μ'; Τι σώκανα, καρδούλα μ'! τη ρώτησε με
+τρυφεράδα η γριά.
+
+ — Πώς τι μώκανες; Εγώ έγλεπα στον ύπνο τον πατερούλη μ', κι' εκεί
+που τον αγκάλιαζα και τον φιλούσα, με ξύπνησες εσύ! Γιατί να με
+ξυπνήσης, καημένη βάβω; Αχ! η καημένη, πώς έχασα τον πατέρα μ' μες
+από την αγκαλιά μ'! Αχ! γιατί να μη τον αγκαλιάσω πολύ σφιχτά, για
+να μη μου φύγη, και να ξυπνήσωμε μαζύ! Αχ! τι ώμορφος, που είταν ο
+πατερούλης μ'! Ψηλός, ασπροκόκκινος, μαυρομμάτης, μαυροφρύδης και
+μαυρομούστακος. Άγγελος γραμμένος, βαβούλα μ'! Τι πατέρα ώμορφον έχω
+η καημένη και δεν το γνώριζα ως τα τώρα!
+
+Η γριά, ακούοντας τα λόγια της αγγονιάς της, άρχισε να
+σταυροκοπιέται, ενώ τα δάκρυα της ανέβαιναν από την καρδιά στα
+μάτια, η τσιούπρα στέκονταν κακιωμένη, κι' η υπηρέτρα έφερε τα
+μπρικολίγενα να νιφτούν. Νίφτηκε η γριά νίφτηκε κι' η τσιούπρα, κι'
+αφού σφουγγίστηκαν, ανέβηκαν στην τραπεζαρία, κάθησαν στην παραστιά,
+κι' άπλωσαν τα χέρια κατά τη φωτιά για να πυρωθούν, κι' έμειναν έτσι
+κοντά στη φωτιά, ως που χτύπησε κι' ο δεύτερος ο σήμαντρος.
+
+Τότε η γριά, η Μαριανθούλα κι' η υπηρέτρα ξεκίνησαν για την
+εκκλησιά, αφού έκλεισαν την εξώθυρα. Το πιστικούδι πήγαινε μπροστά,
+κρατώντας στο δεξί του χέρι μια μεγάλη δαύλα αναμμένη και την έσερνε
+πέρα δώθε για να φέγγη τον δρόμο, γιατί τ' ανεμοσούρι δεν άφινε ούτε
+λαμπάδα, ούτε δαδί αναμμένο. Κατ' αυτόν τον τρόπο πήγαινε στην
+εκκλησιά κι' όλο τ' άλλο Χωριό. Κάθε φαμίλλια έβανε μπροστά έναν
+άντρα, ή μια γυναίκα, μένα δαυλί στο χέρι και τραβούσε για την
+εκκλησιά. Το είδος αυτό του πηγαιμού στην εκκλησιά, κάθε φορά, που
+γίνεται η λειτουργία πολύ νύχτα, δίνει μια καταχθόνια όψη στο χωριό,
+όψη, που εξυψόνεται σε πραγματική σκηνή του Άδη, από το σκοτάδι, από
+τες άφλογες λάμψες των δαυλιών κι' από τα φοβερά κι' ακατάπαυτα
+γαυγίσματα των σκυλλιών, που δεν είναι συνηθισμένα να βλέπουν συχνά
+τέτοιο θέαμα.
+
+Δεν πέρασε πολλή ώρα από τη στιγμή, που βάρεσε ο δεύτερος ο
+σήμαντρος κι' η εκκλησιά αγκάλιασε με τους τέσσερους τοίχους της
+όλον τον κόσμο του χωριού. Άντρες, γυναίκες, γέροι και παιδιά, όσες
+ψυχές βρίσκονταν στο χωριό, εξόν μία λεχώνα κι' ένα βρέφος αβάφτιστο
+ακόμα, είταν συμμαζωμένοι μέσα στην ταπεινή εκκλησούλα κι'
+ακουρμαίνονταν με κατάνυξη το χαρμόσυνο τροπάρι: «Η γ έ ν ν η σ η
+σ ο υ Χ ρ ι σ τ έ ο Θ ε ό ς... »
+
+Είπε ο παππάς τα γράμματα, τέλειωσε η λειτουργιά κι' άρχισεν ο
+κόσμος να μεταλαβαίνουν από τη μια μεριά, κι' από την άλλη να
+παίρνουν αντίδωρο από το δίσκο, που τον κρατούσε ένα από τα λίγα
+παιδιά του χωριού, που έκαναν τον αναγνώστη της εκκλησιάς. Πρώτη-
+πρώτη μετάλαβε η γριά με τη φαμίλλια της, αυτή πήρε πρώτη αντίδωρο
+κι' αυτή βγήκε πρώτη από την εκκλησιά και τράβησε για το σπίτι της,
+γιατί είταν η πρώτη του χωριού και κανένας άλλος δε μπορούσε να της
+πατήση αυτό το δικαίωμα. Άμα μπήκε στο σπίτι η γριά με τη φαμίλλια
+της, η υπηρέτρα άναψε τη λάμπα και τη φωτιά, ανασκήρησε το ένα και
+το άλλο μες από το δωμάτιο, έβαλε το τραπέζι κι' απόθεκε ψηλά το
+τεψί με τες μελοποτισμένες τηγανίτες. Η γριά έβαλε τότε στην
+πυροστιά τη χύτρα, γεμάτη ζωμί τετράπαχης όρνιθας, που είταν
+καταντεμένη από την άλλη την ημέρα, θέλοντας να φκιάση τη μανέστρα,
+όσο νάρθη ο παπάς από την εκκλησιά, το πιστικόπουλο έφερε μια μεγάλη
+λίμπα γεμάτη γάλα κι' άλλη μια μικρότερη γεμάτη κουλάστρα, που είχε
+αρμέξει εκείνη τη στιγμή από τες γίδες, τες απόθεκε και τες δύο στη
+γωνιά, για να χύσουν και το ένα και το άλλο γάλα, σε ιδιαίτερα
+αγγειά να βράσουν, κ' η Μαριανθούλα άπλωνε το χέρι της σ' έναν ταβά,
+που είχε μέσα μια κόττα ψημένη στη γάστρα, για να τσιμπήση κάτι τι
+από μέσα, γιατί είχε αποθυμήσει την αρτυμή ένα σαραντάημερο, αλλά το
+άγρυπνο μάτι της γριάς την είδε και:
+
+ — Μη, βλαστάρα μ', της είπε. Μην είσαι λαίμαργη! Να έφτασε ο παπάς
+να μας βλογήση το τραπέζι. Γιατί, ψυχούλα μ', να φας αβλόγητο φαγί,
+αφού μπορείς να καρτερέσης λίγο ακόμα, και να το φας βλογημένο!
+
+ — Δεν μπορώ, βάβω μ', να βαστάξω πλειότερο!
+
+ — Περίμενε και λίγο ακόμα! Σαράντα μέρες βάσταξες και μια στιγμή δε
+βαστάς; Ο παπάς σε λίγο θα είναι εδώ!
+
+Η Μαριανθούλα, θέλοντας και μη, τραβήχτηκε, και για να μη
+σκανταλίζεται βγήκε όξω στο πεζούλι της κρεβάτας, περιμένοντας τον
+παπά να φανή στην αυλή. Δεν πέρασε όμως πολλή ώρα κι' ήρθε ο παπάς,
+και κάθησε στην κορφή της στιας, κι' αφού τράβησε μια γερή ρακή με
+το παγούρι, κι' έπιε και τον καφέ, που του είχεν έτοιμο η γριά, και
+κύκλωσαν όλοι το καταφορτωμένο το τραπέζι από χριστουγεννιάτικα
+φαγητά, έβαλε το βλογητό: «_Χριστέ ο Θεός ευλόγησον την βρώσιν και
+την πόσιν._» αλλά πριν τελειώση το βλογητό του, «μπουμ» ακούστηκε μια
+ντουφεκιά στην εξώθυρα. «Μπουμ!» κι' άλλη μια. Αντραλλεύτηκαν τα
+σκυλλιά. Πετάχτηκαν όλοι ορθοί και σωρό-κουβάρι κατέβηκαν τη σκάλα
+και βγήκαν στην αυλή.
+
+ — Ψυχούλα μ', παιδάκι μ'! φώναξε η γριά με ψυχόπονο. Δόξα σοι ο
+Θεός πούρθες γερός και καλά!
+
+ — Ψυχούλα μ', πατερούλη μ'! φώναξε κ' η Μαριανθούλα. Καλώς ώρισες!
+
+Κατέβηκε ο ξενιτεμένος, ο γυιός της γριάς κι' ο πατέρας της
+τσιούπρας, από τ' άλογό του, και μάνα και παιδί, πατέρας και
+τσιούπρα και βάβω κι' αγγονιά, εγειναν κι' οι τρεις ένα
+δυσκολοχώριστο σύμπλεγμα αγάπης και πόνου, χαράς κι' ευφροσύνης. Η
+υπηρέτρα με το πιστικόπουλο τράβησαν το κατακουρασμένο τάλογο, στο
+κατώγι να το ξεφορτώσουν και να το σηλαρώσουν, ενώ οι τρεις οι
+καλοκαρδισμένοι ανέβηκαν τη σκάλα μαζύ με τον παπά, και μπήκαν στο
+δωμάτιο, που είταν το τραπέζι στρωμένο. Οι γάτες είχαν στήσει
+πανυγήρι από τη στιγμή, που, πέφτοντας οι ντουφεκιές, πετάχτηκαν οι
+άνθρωποι όξω. Είχαν φάγει όλο το γάλα, και τη στιγμή, που έμπαιναν
+οι νοικοκυραίοι στο δωμάτιο, ξέσκιζαν τη βραστή την κόττα, την
+τετράπαχη! Δεν είχαν λάβει ακόμα καιρό να γγίξουν την κόττα, που
+είταν στον ταβά, τη μανέστρα, που είταν στη σουπιέρα, και το τεψί με
+τες τηγανίτες. Σπολλάτη!
+
+ — «Τσιτ! τσιτ!» καταραμένες! — φώναξε ο παπάς για να τες διώξη, η
+γριά όμως, που σ' άλλη περίσταση θα είταν ικανή να τες σκοτώση, δε
+θύμωσε καθόλου, αλλά είπε:
+
+ — Άφς τες, παπά μ'! Ζώα είναι. Έχ'ν κι' αυτές δίκιο σήμερα να κάν'ν
+πασκαλιά.
+
+Κάθησαν τότε γύρα στο τραπέζι, ο παπάς ξαναβλόγησε κι' άρχισαν να
+τρώνε. Μόνον η γριά με τη Μαριανθούλα δεν έτρωγαν μ' όρεξη. Η χαρά
+τους την είχε κόψει.
+
+Πριν σηκωθή το τραπέζι ακόμα, ο παπάς είπε στη γριά:
+
+ — Ε! τώρα, κυρά, ετοιμάσου να πεθάνης, όπως έλεγες, γιατί απόλαψες
+ό τι ποθούσες!
+
+ — Τι λες, δέσποτα μ'; Τι κουβεντιάζεις; Αμ τώρα θέλω να ζήσω και να
+χαρώ! Ε ζωή είναι γλυκή όταν αδερφώνεται με τη χαρά. Ο πόθος
+συγκρατάει τη ζωή μας κι' η λύπη τη σβυεί. Τώρα θέλω να ζήσω να
+παντρέψω τη Μαριανθούλα μ', να τη νυφοστολίσω με τα χεράκια μ', να
+ιδώ κι' ένα-δυο δίγγονα, που λέει ο λόγος, κι' ύστερα ας παρουσιαστή
+ο άγγελος να του παραδώσω την παρακαταθήκη, που μου έβαλε ο Θεός.
+Και τι κατάλαβα, από τη ζωή, αν δε ζήσω τώρα;
+
+Ύστερα απ' αυτά τα λόγια σήκωσε το ποτήρι, που είταν γεμάτο κρασί,
+έκανε το σταυρό της και τώπιε ως τον πάτο, λέγοντας:
+
+ — Δόξα σοι Θεέ μου! Σ' ευχαριστώ! Καλώς ώρισες, παιδί μ'!
+
+
+
+Ο ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΣ
+
+
+
+Είταν ένα Σαββάτο βράδυ του χειμώνα του 186...
+
+Καμμιά δεκαριά γυναίκες του Μικρού Χωριού, που είν' ψηλά στην
+_αγκαλιά της ράχης_, έπαιρναν νερό στην άκρη του Καλαμά, που σκίζει
+την Ήπειρο από βοριά κατά νοτιά. Κάθε μια απ' αυτές ήθελαν και
+_παραήθελαν_ ποιά να γιομίση _πρίτερα_, γιατί είταν η ώρα περασμένη
+και μια κατεβασιά μοναχά είταν στον όχτο του ποταμιού, κι' από κει
+έπρεπε να γιομίσουν τες βουτσέλλες τους, κατεβαίνοντας μια-μια,
+γιατί το μέρος της κατεβασιάς είταν στενό. Οι νύφες όμως κι' οι
+τσιούπρες, αν κι' είταν από πολλή ώρα στην άκρη του ποταμού, άφιναν
+τες μεγαλύτερες, αν κι' αυτές έρχονταν αργότερα, γιατί η ηλικία
+χαίρει πολλά δικαιώματα στον τόπον εκείνον τον μισοάγριο.
+
+Η μέρα εκείνη, που ψυχορραγούσε, είταν βροχερή. Γι' αυτό και το νερό
+του ποταμού είταν θολό. Οι Μικροχωρίτες, αν κι' έχουν γύρα τους άλλα
+ποταμάκια και ρεματιές με ξάστερα νερά, πάντοτε παίρνουν νερό από
+τον Καλαμά.
+
+Τα υστερνά σύννεφα, που έκαναν το ηλιοβασίλεμα σα φλωρένιο κάμπο,
+λίγο κατ' ολίγο έγειναν μαύρα, φοβερά, κι' έλαβαν χίλιων λογιών
+μορφές, κι' η Νύχτα, που άρχισε ν' απλώνη τα φτερά της, έδινε ένα
+γλυκό φίλημα στο πρόσωπο της Ημέρας, που έφευγε, γέροντας πίσω από
+το φωτεινό όχτο, που φκιάνουν οι κορφές των βουνών, κι' επήγαινε
+περίλυπη να θαφτή στην απέραντη νεκρόπολη των περασμένων.
+
+Ο ποταμός κατρακυλώνταν με θυμό, κι' η φωνή, που έβγαινε από τα νερά
+του, έκανε ένα είδος άγριας, περίφανης και μονότονης μουσικής, που
+χύνει απέραντο πέλαγο μελαγχολίας στην ψυχή.
+
+Μια φωνή, ίσως της νιώτερης, από τες γυναίκες πώπαιρναν νερό εκεί,
+σηκώθηκε μ' ανυπομονησιά:
+
+ — Ντέτεστε! καμμιά βολά, καημένες!, μας πήραν τα μεσάνυχτα στην
+ποταμιά!
+
+Πρέπει όμως να ξέρη κανένας, ότι μόνο τες παραμονές των γιορτών οι
+γυναίκες του Μικρού-Χωριού πηγαίνουν πολύ αργά για νερό εξ αιτίας
+που οι παραμονές των γιορτών έχουν πολλές ετοιμασίες και μεγάλες
+φροντίδες.
+
+Στη φωνή αυτή, άλλη φωνή γερασμένης γυναίκας, απάντησε με αδιαφορία:
+
+ — Μη βιάζεστε, τσιούπρες!, γιατί γεράζετε γλήγορα! Δυο δρασκέλες
+είναι το χωριό...
+
+Μια άλλη πάλι φωνή απολογήθηκε λυπητερά:
+
+ — Μ' εγώ, χαλασιά μου, πώχω να διαβάσω και τα σκουτιά του παιδιού
+μου.
+
+Να και μια άλλη σημείωση για τες γυναίκες του Μικρού-Χωριού, όταν
+παίρνουν νερό: Όποια έχει να πλύνη σκουτιά απομένει πάντα η κοντινή,
+όσο μεγάλη κι' αν είναι, εξόν αν είναι πολύ γριά, αλλά οι γριές δεν
+παν ποτέ για νερό. Το νερό είναι έργο εκείνων, πώχουν μαύρα μαλλιά.
+
+Όσο ξακολουθούσε το γιόμισμα των βουτσελλών, γένονταν στον ανήφορο
+μια γραμμή από φορτωμένες γυναίκες βουτσέλλες με νερό. Ανηφορούσαν
+αργά-αργά τον δρόμο, που βγαίνει στο Μικρό-Χωριό. Υστερνή είταν η
+μικρομάνα εκείνη, πούχε να διαβάση τα σκουτιά του παιδιού της. Το
+σκοτάδι είχε αρχίσει να ξαπλώνη τα μαύρα του φτερά στη γη και στον
+συννεφιασμένον ουρανό, και οι γυναίκες με το νερό ανέβαιναν τον
+ανήφορο, βλέποντας όχι πλειο με τα μάτια, αλλά με τον νου, γιατί
+κάθε μια από τες γυναίκες εκείνες, που πήγαιναν η μια πίσω από την
+άλλη, σαν άλυσος, είχεν αναιβή και καταιβή χιλιάδες βολές εκείνον το
+στενόδρομο. Ενώ η συνοδειά των γυναικών ανέβαινε σκυφτή από το βάρος
+του νερού, γλυκός ήχος κυπριού ακούστηκε πίσω τους «τριγκ...
+τριγκ... τριγκ... » κι' όσο οι γυναίκες ανέβαιναν άλλο τόσο κι' ο
+γλυκός ήχος του κυπριού ακούονταν καθαρώτερα και δυνατώτερα
+«τριγκ... τριγκ... τριγκ... » κι' από τα ξηρά και βροντερά πατήματα
+πεταλωμένου ζώου φαίνονταν, ότι πίσω τους βρίσκοντον καβαλλάρης. Δεν
+πέρασαν πολλές στιγμές κι' ο καβαλλάρης βρίσκονταν πίσω από τες
+πλάτες της γυναικός, που είταν παραπίσω απ' όλες. Εκείνη τότε
+φώναξε:
+
+ — _Αναμεράστε_, μωρές, να περάση ο άνθρωπος με το μουλάρι!..
+
+Από το πολύ σκοτάδι, κι' από τον _βαρυσυννεφιασμένον_ καιρό δεν
+είταν δυνατό να καταλάβη αυτή η γυναίκα, αν το ζώο, που καβαλίκευε
+εκείνος, πώρχονταν από πίσω της, είταν μουλάρι ή άλογο, αλλά το
+γνώριζε, ότι σωστά είταν μουλάρι, γιατί καμμιά φορά ποδάρι αλογινό
+δεν είχε πατήση στο Μικρό-Χωριό, κι' εξόν απ' αυτό, μόνο στο λαιμό
+των μουλαριών συνηθίζουν να κρεμούν κυπρί, μικρό κουδουνάκι από
+μπρούζο, που κάνει «τριγκ... τριγκ... τριγκ... »
+
+Στο χουγιατό αυτό της γυναικός της υστερνής, όλες οι γυναίκες
+εστριμώχτηκαν δεξιά και ζερβιά του μονοπατιού, για να κάνουν τόπο να
+διαβή το μουλάρι, πούχε ψηλά του έναν άνθρωπο κουκουλωμένο με
+πλατειά και μακρειά καπότα. Έρριξαν όλες τα μάτια τους περίεργα
+απάνω του, για να καταλάβουν ποιος είταν εκείνος ο άνθρωπος, που δεν
+ώμοιαζε για χωριανός τους, αλλά καμμιά δε μπόρεσε να καταλάβη
+τίποτε.
+
+ — Σαν ποιος νάναι, μωρές γυναίκες, αυτός ο άνθρωπος;
+
+Είπε μια.
+
+ — Ξέρω κι' εγώ;
+
+Είπε άλλη.
+
+ — Σ' αφίνει το έρμο το σκοτάδι να ιδής;
+
+Είπε πάλι μι' άλλη.
+
+ — Νάναι τάχα καένας ξενιτεμένος;
+
+Είπε άλλη μια πάλι.
+
+ — Να είταν ξενιτεμένος· είπε μια άλλη, δε θάρριχνε καένα ντουφέκι,
+άμα μπήκε στο σύνορο του χωριού μας; Τι διάτανο; Ντίπου στα κρυφά θα
+μας έρχονταν;
+
+ — Καλά λες, είπε η γεροντότερη της συνοδείας, μ' αναστεναγμό, αλλά
+να ξεπεζέψη τέτοια ώρα και σαββατόβραδο σε ξένο χωριό δεν πάει!
+Θάναι δικός μας αυτός! Θάναι χωρίς άλλο ξενιτεμένος από το χωριό
+μας!..
+
+ — Τι κάθεσαι και λες, κακορρίζικη Κυρά-Κώσταινα, είπε μια γυναίκα,
+σαν από μέσα της, αλλά φωναχτά. Τι _καψαπαντοχή έχ'ς_ και νειρεύεσαι
+ξενιτεμένους; _Δεν πήρες ακόμη τον απόθωρό σ;_
+
+ — Τι να σας πω, μωρές τσιούπρες, είπ' η Κώσταινα, και στάθηκε κι'
+ακκούμπησε σ' ένα μεγάλο λιθάρι, για ν' ανασάνη. Αλήθεια σαράντα
+χρόνια έχω ξενιτεμένη, σαράντα χρόνια έχω, που καρτεράω να ισκιώσ' η
+θύρα μ', κι' αυτή η έρμη η μέρα δε φαίνεται νάρθη, αλλά δεν
+_απελπίζομαι_.
+
+Και λέγοντας αυτά τα λόγια, αναστέναξε μες από τα φυλλοκάρδια της,
+και σηκώθηκε να τραβήση τον δρόμο.
+
+Αν κι' είχαν ακουστά όλες οι γυναίκες της συνοδειάς — γιατί είταν
+αγέννητες τότε, — ότι ο Κώστας της Κώσταινας έλειπε σαράντα χρόνια
+στην Ξενιτειά, πάλι αναστέναξαν, σαν άκουσαν τη φριχτή αλήθεια, —
+λέγω φριχτή, γιατί οι πλειότερές τους είχαν άντρες και αδέρφια στην
+Ξενιτειά, ποια ένα χρόνο, ποια δυο και ποια τρία. Σταυροκοπήθηκαν
+όλες από την τρομάρα τους, εξόν της Κώσταινας, που είταν η αιτία της
+συλλογής τους, κι' είπαν η κάθε μια χωριστά:
+
+ — Γλύσε μας, Θε μ'!
+
+ — Τι ζουρλή που είσουν`, καημένη κυρά, και δεν τον μούντζωνες,
+(είπε μια), και να πάρ'ς κανέναν άλλο, ν' αποχτή'ης παιδιά....
+
+ — Αχ! καημένη! (απολογήθηκε με βαθύν αναστεναγμό η κακομοίρα η
+Κώσταινα) Πε, καημένη, να σε φυλάξ' ο Θεός! Είναι εύκολο θαρρείς να
+ξεχάση μια γυναίκα το πρώτο της το στεφάνι; Αν μάθαινα πως απέθανε,
+χωρίς άλλο θάπαιρνα τον απόθωρό μου και θα ξαναπαντρεύομουν, αλλά
+ποιος μου είπε πως απέθανε; Ύστερα, πώς να ξεχάσω έναν άντρα, που
+δεν τον γνώρισα σαν άντρα, παρά μόνο σαν αδερφό; Ξέρετε τι θα ειπή
+αυτό; Μια βδομάδα μοναχά ζήσαμαν αντάμα, σαν αδέρφια αγκαρδιακά, κι'
+ύστερα... πάη, πάη, κι' ακόμα πάη!.-
+
+ — Κι' είσαι άγγιχτη ακόμα;
+
+Είπε μια, η πλειο περίεργη.
+
+ — Ντίπου άγγιχτη! απολογήθηκε η Κώσταινα. Μα τον Θεό, και μα την
+πίκρα της Ξενιτειάς! Όταν παντρευτήκαμαν, εγώ είμουν δέκα πέντε
+χρονών, κι' εκείνος — νάσκαζα — είταν δώδεκα μοναχά. Δεν τάχε κι'
+αυτά σωστά ακόμα, και δεν ήξευρε τίποτε από τα εγκόσμια. Τον είχαν
+παντρέψει οι γοναίοι του τόσο μικρόν, γιατί είταν αποφασισμένοι να
+τον ξενιτέψουν, κι' εφοβώνταν μη δε γυρίση γλήγορα. Εξόν απ' αυτό,
+δεν είχαν κι' άλλο παιδί, ούτε σερκό, ούτε θηλκό, κι' είχαν οι
+καημένοι ανάγκη από πηρέτια. Θιός σχωρέσ' την ψυχή τους, κι' άγιο το
+χώμα τους!
+
+
+Με τα λόγια αυτά έπαψε η κακομοίρα η Κώσταινα το πικρό της το
+ξεμολόγημα. Δυο φλογερά δάκρυα &αυλάκωσαν& τα καταπάρθενα μάγουλά
+της, και σε ολίγο όλη η συνοδειά είταν μέσα στο χωριό, όπου άρχισαν
+να χωρίζωνται, γιατί η κάθε γυναίκα έμπαινε στο σπίτι της.
+
+Το Μικρό Χωριό είναι όνομα και πράμμα μικρό χωριό. Έχει το όλο δέκα
+μόνο σπίτια, χτισμένα με άσπρο ασβεστολίθι και σκεπασμένα με άσπρες
+πλάκες. Κεραμίδια εκεί δεν ξέρουν τι πράμμα είναι. Τα πλειότερα
+σπίτια είναι ισόγεια, κι' είναι το ένα κοντά στα άλλο, και δεν
+χωρίζονται παρά από κανέναν κήπο.
+
+Τη βραδειά εκείνη από το χειμωνιάτικο σκοτάδι έφεγγαν οι θύρες και
+τα παράθυρά του. Η μεγάλη κοκκινωπή αναλαμπή, που έβγαινε μέσα από
+τα σπίτια, δεν είταν από τα πολλά λυχνάρια τους, αλλ' από τα ξηρά
+ξύλα, που έβαναν στη στια και για το ζέσταμα των ανθρώπων και για το
+φώτισμά τους αντάμα.
+
+Ο ουρανός λίγο-λίγο θολόνονταν πλειότερο, άστρο κανένα δεν έφεγγε
+ψηλά του κι' ο Βοριάς άρχισε να φυσάη πολύ δυνατά. Το Μικρό Χωριό,
+αφού δείπνησε και &σιλάρωσε& τα ζωοπράμματά του, έκλεισε τες θύρες
+του και τα παράθυρά του κι' ετοιμάστηκε να κλείση τα μάτια του και
+να ριχτή στην αγκαλιά του ύπνου, όσο που να βαρέση το πρωινό ο παπάς
+το σήμαντρο της εκκλησιάς. Όξω ο λυσσιασμένος Βοριάς κόπασε κι'
+άρχισε να χιονίζη. Το χιόνι έπεφτε τόσο πυκνό και πολύ, ώστε όλο
+εκείνο το σκοτάδι της συννεφιασμένης νύχτας άλλαξε όψη.
+
+Μες από τα σπίτια ετοιμάζονταν το Μικρό Χωριό να κοιμηθή, για να
+ξυπνήση, όταν βαρέση ο σήμαντρος της εκκλησιάς, όξω από τα σπίτια
+χιόνιζε ακατάπαυστα και γαύγιζαν τα σκυλλιά, κι' απάνω σ' αυτό ένας
+γλυκός ήχος κυπριού αχολογούσε στο σκοτάδι μελαγχολικά — μελαγχολικά
+«τριγκ.... τριγκ.... τριγκ.... τριγκκκ. »
+
+ — Γιατί γαυγίζουν τα σκυλλιά «γκάβου, γκάβου, γκάβου»; Ποιος είν' ο
+ξένος που φέρνει γύρα το χωριό τη νύχτα «γκρουπ.. γκρουπ.. γκρουπ»
+καβάλλα στο μουλάρι, πώχει το κυπρί που λαλάει γλυκά-γλυκά «τριγκ...
+τριγκ... τριγκκκ»;
+
+Το &φάνισμα& του ξένου τώμαθε το Μικρό Χωριό από τες γυναίκες, που
+πήγαν στο ποτάμι για νερό, αλλά πάντεχαν, ότι θάχε κανένα γνώριμο
+στο χωριό, κι' ότι πήγε εκεί, αλλά τα γαυγίσματα των σκυλλιών,
+«γκάβου.. γκάβου.. γκάβου.. » το ποδοβολητό του μουλαριού «γκρουπ..
+γκρουπ.. γκρουπ.. » και το λάλημα του κυπριού «τριγκ.. τριγκ..
+τριγκκκ.. » έδωσαν εις το Μικρό Χωριό να καταλάβη, ότι ο ξένος δεν
+πήγε σε κανένα σπίτι, κι' ότι δεν είχε κανένα γνώριμο στο χωριό.
+
+Οι θύρες τότες άνοιγαν μια-μια, και μια γλυκή φωνή έβγαινε από μέσα:
+
+ — «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι' ό,τι κι αν
+είσαι, θαυρής φωτιά να ζεσταθής, και ψωμί να χορτά'ης.. »
+
+Αλλ' ο ξένος εχάνονταν σαν ίσκιωμα, χωρίς να δώση απάντηση στο
+ευγενικό προσκάλεσμα, από πίσω του ακολουθούσαν μανιωμένα τα
+σκυλλιά, γαυγίζοντας, και μοναχά το λάλημα του κυπριού του μουλαριού
+του ακούονταν γλυκά και θλιβερά «τριγκ.. τριγκ.. τριγκκκκ».
+
+Ο αγνώριστος ξένος πέρασε μπροστά απ' όλες τες εξώθυρες, στάθηκε
+μπροστά σ' όλες, όλα τα σπίτια του Μικρού Χωριού ένα-ένα τον
+προσκάλεσαν:
+
+ — «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι' ό,τι κι' αν
+είσαι, θαυρής φωτιά να ζεσταθής και ψωμί να χορτά'ης».
+
+Αλλ' εκείνος χάνονταν σαν ίσκιωμα, χωρίς να δώση απάντηση στο
+ευγενικό προσκάλεσμα, από πίσω του ακολουθούσαν μανιωμένα τα
+σκυλλιά, γαυγίζοντας «γκάβου.. γκάβου.. » και μοναχά το λάλημα του
+κυπριού του μουλαριού του ακούονταν θλιβερά στο βαθύ σκοτάδι της
+νύχτας «τριγκ.. τριγκ.. τριγκκκ.. »
+
+Μοναχά ενός σπιτιού δεν άνοιξε η θύρα, μοναχά ενός σπιτιού το σκυλλί
+δε γαύγισε «γκάβου.. γκάβου.. γκάβου.. » και μοναχά από ένα σπίτι
+δεν ακούστηκε το προσκάλεσμα:
+
+ — «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι' ό,τι κι' αν
+είσαι, θαυρής φωτιά να ζεσταθής και ψωμί να χορτά'ης».
+
+Αυτό το σπίτι είταν της Κώσταινας, πούχε τον άντρα της σαράντα
+χρόνια στα Ξένα, χωρίς γράμμα και χωρίς αντιλογιά.
+
+Η Κώσταινα, επειδής είταν μοναχή της, δεν εδέχονταν ξένους χωρίς
+γνώρο, αλλ' ακολουθούσε με τ' αυτί το ποδοβολητό του μουλαριού
+«γκρουπ... γκρουπ... γκρουπ... » και το γλυκό λάλημα του κυπριού
+«τριγκ.. τριγκ.. τριγκ... »
+
+Ο αγνώριστος ξένος δέκα φορές έφερε το Χωριό άνω κάτω. Ξέταξε όλα τα
+σπίτια ένα-ένα, σα νάθελε να βρη καμμιά εξώθυρα γνώριμη, αλλά έχανε
+τον κόπο του του κάκου. Δεν μπορούσε ναυρή τίποτε. Όλα του είταν
+ξένα. Όλα του είταν άγνωστα. Φαίνονταν, σα να γνώριζε, ότι είταν
+μέσα στο Μικρό Χωριό, αλλά το χωριό δεν είταν αυτό. Είχ' αλλάξει
+όψη. Τα σπίτια είταν αλλοιώτικα, οι οβοροί αλλοιώτικοι, οι δρόμοι
+αλλοιώτικοι, η εκκλησιά αλλοιώτικη: τα όλα αλλοιώτικα, και γι' αυτό,
+όταν τον εκυνηγούσαν τα σκυλλιά αληχτώντας «γκάβου.. γκάβου..
+γκάβου» κι' άκουε το σπλαχνικό προσκάλεσμα:
+
+ — «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι' ό,τι κι' αν
+είσαι, θαυρής φωτιά να ζεσταθής και ψωμί να χορτά'ης».
+
+Έφευγε κι' ακόμα έφευγε σαν ίσκιωμα, χωρίς ν' απολογηθή στο ευγενικό
+προσκάλεσμα, αφίνοντας οχ πίσω του μοναχά το γλυκό λάλημα του
+κυπριού του μουλαριού του « τριγκ... τριγκ... τριγκκκ... »
+
+Το Μικρό Χωριό, εξόν της Κώσταινας, όλο έγεινε άνω-κάτω, γιατί δε
+μπορούσε να καταλάβη, αν ο άνθρωπος, που είταν καβάλλα στο μουλάρι,
+κι' έφερνε γύρα το χωριό, είταν άνθρωπος ή ίσκιωμα.... Άνθρωπος δεν
+είταν δυνατό να είταν, γιατί, ως άνθρωπος, θα είχεν ανάγκη για
+ζέστα, για θροφή και για ύπνο. Κι' επειδής φαίνονταν ότι δεν είχε
+ανάγκη απ' όλα αυτά, είταν χωρίς άλλο ίσκιωμα!..
+
+Μες από τα σπίτια του Μικρού Χωριού βασίλευε αμολόγητος φόβος, όξω
+από τα σπίτια χιόνιζε ακατάπαυτα. Ακούονταν οι αληχτησιές των
+σκυλλιών και το κακό το λάλημα του κυπριού «τριγκ... τριγκ...
+τριγκκκ... » Γι' αυτό δεν ανοίχτηκε πλειο καμμιά θύρα και καμμιά
+σπλαχνική φωνή δεν προσκάλεσε πλειο τον ξένον σαν πριν:
+
+ — «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι ό,τι κι' αν
+είσαι, θαυρής φωτιά να ζεσταθής και ψωμί να χορτά'ης».
+
+Καρδιοχτύπι φοβερό είχε πιάση όλο το Μικρό Χωριό, εξόν της
+νυφοκόρης, της Κώσταινας, που περίμενε μ' ανυπομονησιά να χτυπήση το
+σήμαντρο της εκκλησιάς και να πάη το ίσκιωμα μαζύ με το μουλάρι του
+και με το κυπρί του στ' άφαντα και στα κατακλείδια της γης, όπου
+έχει το κατοικειό του, αλλά ο σήμαντρος δεν ακούονταν...
+
+ — Τι νάχη τρέξη τάχα; Μη δεν μπόρεσε να βγη ο παπάς από το χιόνι
+κι' από το σκοτάδι;
+
+ — Αχ! τι καλό πράμμα να είχε το καημένο το Μικρό Χωριό τον παπά του
+εγκάτοικο, και να μην προσμένη παπά από το γειτονικό χωριό νάρχεται
+κάθε γιορτή νύχτα να λειτουργάη; — Κακό χωριό τα λίγα σπίτια! — Τι
+κατάρα στο καημένο το Μικρό Χωριό να μην έχη ποτέ δικό του παπά!
+
+ — Κικιρίκουουουουου!
+
+Λαλούν τ' αρνίθια. Είναι ώρα που τα ισκιώματα της νύχτας
+γκρεμοτσακίζονται και φεύγουν από τον απάνω-κόσμο!
+
+Κοντεύει να χαράξη! Κοντεύει να βαρέση ο σήμαντρος!
+
+Το Μικρό Χωριό αναλαβαίνει λίγο θάρρος.
+
+ — Δόξα σοι ο Θεός! Τώρα όπου κι' αν είναι θα βγη ο παπάς και θα
+βαρέση το σήμαντρο! Λάκκισε το ίσκιωμα!
+
+ — Κικιρίκουουουουου!..
+
+Λαλούν τα πετείνια δεύτερη φορά.
+
+ — «Τσιγκ-τσαγκ, τσιγκ-τσαγκ, τσιγκ-τσαγκ!... » Χτυπάει ο σήμαντρος!
+
+Γλυκοχαράζει βαθυά η ανατολή μέρα με ξαστεριά.
+
+Όλο το Μικρό Χωριό ανοίγει τες θύρες του. Πηγαίνει στην εκκλησιά κι'
+είναι βέβαιο, ότι το ίσκιωμα πήρε με την ώρα του το δρόμο του
+ποταμού. Και στα σωστά φαίνονταν ο τορός του μουλαριού ψηλά στο
+χιόνι να καταιβαίνη στον ποταμό.
+
+Η εκκλησιά στη στιγμή γέμισε απ' ανθρώπους, άντρες, γυναίκες και
+παιδιά κι' ο παπάς έλεγε τα γράμματα της λειτουργιάς.
+
+Η μοναχή κουβέντα, πώκαναν μέσα στην εκκλησιά, είταν το φάνισμα του
+ισκιωματιού τη νύχτα μέσα στο χωριό, και τόσο πολύ η κουβέντα αυτή
+έπαιρνε κι' έδινε, ώστε κι' οι άντρες κουβέντιαζαν, πράμμα που μόνον
+οι γυναίκες τώκαναν ως τα τότε, κι' έκαναν πάντα τον παπά να τους
+φωνάζη μες από το γιερό:
+
+ — «Σωπάστε, γυναίκες»!...
+
+Ο καθένας έλεγε τ' αλλουνού σιγανά για το ίσκιωμα, πως το κατάλαβε
+πως είταν, για το μουλάρι του, που είταν καβάλλα, και για το λάλημα
+του κυπριού. Οι γυναίκες π' αγαπούνε φυσικά πολύ την κουβέντα
+λησμόνησαν ότι βρίσκονταν στην εκκλησιά, κι' ούτε άκουγαν τον παπά,
+που τους έλεγε κάθε λίγο με θυμό:
+
+ — «Σωπάστε, καταραμένες»!
+
+Όλον τον νου τους τον είχαν στο ίσκιωμα και πλειότερο εκείνες, που
+πήγαν το βράδυ στον ποταμό για νερό. Η μια έλεγε πως είδε, ότι το
+ίσκιωμα είχε γένεια μακρυά, ως τα γόνατα, η άλλη, ότι είχε κάτι
+νύχια, Παναγιά μου! μακρυά και σουβλερά μια πιθαμή μακρύτερα από τα
+δάχτυλά του, άλλη, ότι το μουλάρι δεν είχε ουρά, κι' εκείνο το
+πράμμα, που φαίνονταν σαν ουρά είταν η ουρά του ισκιωματιού. Άλλες
+πάλε έλεγαν άλλα, σε τρόπο, που μπορούσε κανένας να πιστέψη — αν
+πίστευε τα γυναικίσια λόγια — ότι το ίσκιωμα εκείνο είταν χίλιων
+λογιών, και ότι είταν ο ίδιος ο Ζερζεβούλης.
+
+Μοναχά η Κώσταινα, η νυφοκόρη του χωριού, δεν ανακατεύτηκε στες
+κουβέντες, αλλά στέκονταν κοντά στην εικόνα της Παναγιάς, την
+παρακαλούσε μέσα πο τα φυλλοκάρδια της να κάνη το θάμα της, και να
+φέρη τον Κώστα της, που έλειπε σαράντα χρόνια στην Ξενιτειά. Τον
+φαντάζονταν ακόμη νιόν, αν και της έλειπε μια ζωή, τον φαντάζονταν
+ίσως παιδί ακόμα, σαν που τον είχε ιδεί την κοντινή τη φορά, όταν
+τον ξεκίνησε για τα έρημα τα Ξένα, φορώντας ακόμα τα χρυσά τα τέλια
+στο κεφάλι της. Της έρχονταν στο νου της η ανυπαντροπαντρεμένη ζωή
+σαράντα χρονών, που πέρασε, αφόντας βγήκε από το πατρικό της, σα
+νύφη και σαν παρθένα. Κι' όσο ζούσαν τα πεθερικά της αντιστέκονταν ο
+πόνος, πούχε για τον πολυαγαπημένο της τον Κώστα, στο πρόσωπο
+εκεινών, αλλά ύστερα από το θάνατό τους έμεινε σαν τον κούκκο
+μοναχή, ανάμεσα στους τέσσερους τοίχους, χωρίς γράμμα και χωρίς
+αντιλογιά. Αλλά στην επανάσταση του 1854, όταν μαζύ με άλλα χωριά
+της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Ήπειρως κάηκε και το Μικρό
+Χωριό και μαζύ με το Μικρό Χωριό κάηκε και τ' ώμορφο το σπίτι της,
+έμεινε στους πέντε δρόμους μοναχή, σαν η σταλαμματιά από το δέντρο,
+κι' είδε κι' έπαθε με τα ξενοδούλια, για να μπορέση να βγάλη τα
+έξοδα, για να βάλη μαστόρους να χτίση, όχι σαν το σπίτι, πούχε πρώτα
+με ανώγια και κατώγια, αλλά ένα χαμηλό σπιτάκι, με δυο στιες μονάχα,
+γιατί δεν είχε τίποτε άλλο, παρά πεντέξη γιδούλες και τρία τέσσερα
+προβατάκια για να ντυέται και ν' αρταίνεται.
+
+Επειδή είταν ώμορφη, τίμια και νοικοκυρά, πολλοί πολλές φορές τη
+γύρεψαν να την πάρουν, αλλ' αυτή δε θέλησε ν' ακούση για δεύτερη
+παντρειά. Πρόσμενε πάντα και παρηγορούσε την ερημιά της, μ' ένα
+γράμμα, μοναχό γράμμα, που είχε στείλη ο Κώστας στους γονήδες του,
+άμα έφτασε στα Ξένα. Το γράμμα αυτό το φύλαγε μέσα στο νυφικό της το
+φέσι με τα τέλια τα χρυσά, και κάθε φορά που ήκουεν ότι η τάδε έλαβε
+γράμμα από τον άντρα της, έβγαζε κι' αυτή από τη χιλιοπλουμισμένη
+κασσέλλα της το γράμμα αυτό και πήγαινε στον παπά να της το διαβάση.
+Κατόπι το δίπλονε πάλε με μεγάλη έγνοια και το ξανάβαζε στη
+μοσκομυρισμένη αγκαλιά του νυφικού της του φεσιού με τα χρυσά τα
+τέλια, πούχε μέσα στη χιλιοπλουμισμένη της την κασσέλλα.
+
+Σαράντα χρόνια εκείνο το γράμμα, που αντιπροσώπευε τον πολυαγαπημένο
+τον άντρα της Κώσταινας, εκοιμώνταν μέσα στην μοσκομυρισμένη αγκαλιά
+του νυφιάτικου του φεσιού της, με τα χρυσά τα τέλια, που
+αντιπροσώπευε τες νυφιάτικες τες μέρες της. Αυτά τα δύο πράμματα: το
+γράμμα και το φέσι είταν τα μόνα με την κασσέλλα, που πρωτοσκέφτηκε
+η Κώσταινα να γλυτώση στην επανάσταση του 1854, τότε που τα σπίτια
+μαζύ με το βιο όλου του χωριού έγειναν φλόγες.
+
+Εκεί μπροστά στο εικόνισμα της Παναγιάς θυμώνταν η καημένη η
+Κώσταινα τα λόγια, πούχε μέσα του Κώστα της το γράμμα, που έγραφε
+στους γοναίους του να προσέχουν τη νύφη τους και να μην τη
+μαλλόνουν. Αυτά τα λόγια, που ήκουε ταχτικά, όσες φορές έδινε το
+γράμμα της να της το διαβάση ο παπάς, ξανάνειοναν την υπομονή της
+στα στήθια της, και παίρνοντας καινούργιο θάρρος έλεγε μέσα της:
+
+ — Ο Κώστας μου μ' αγαπάει... δε γίνεται να με λησμονήση! Θάρθη μια
+μέρα!
+
+Αναβάνοντας όλα αυτά η καημένη η Κώσταινα στο νου της, κύτταζε την
+Παναγιά στα μάτια, κι' έχοντας τα δικά της τα μάτια γεμάτα δάκρυ και
+κάνοντας το σταυρό της έλεγε:
+
+ — Παναγίτσα μ', κάνε το θάμα σ'!
+
+Ενώ η Κώσταινα βρίσκονταν μοναχή της, με τες σκέψες της και με όσα
+της θύμιζαν τα σαράντα χρόνια του ζωντανού ξεχωρισμού, κι' η
+λειτουργιά είταν στο «&εξαιρέτως&» ανοίγει απ' έξω η θύρα της
+εκκλησιάς και μπαίνει μέσα με βαρυά πατήματα άνθρωπος ψήλος και
+δασύς, ηλικίας πενήντα χρονών και παραπάνω, με φορέματα ξενιτεμένου,
+κι' από τη θύρα πώμενε πίσω του μισογυρισμένη μπήκε και το φως της
+ημέρας, που άρχισε να ξανοίγη, κι' ακούστηκε το λάλημα του κυπριού
+«τριγκ... τριγκ... τριγκκκκ».
+
+Ο ξένος πήγε ίσια μπροστά στην Παναγιά, κι' ενώ οι Μικροχωρίτες
+έμεναν ξαπορεμένοι, αυτός άναψε μια μεγάλη άσπρη λαμπάδα,
+σταυροκοπήθηκε, προσκύνησε κι' άρχισε ν' ασπάζεται τα εικονίσματα
+του τέμπλου από το Χριστό ως τον Προφήτη-Ηλία, κι' ύστερα τραβήχτηκε
+σ' ένα στασίδι. Όλοι έβλεπαν μ' απορία τον ξένο και με φόβο
+παρατηρούσαν για να βρουν κανένα πράμμα, που να μοιάζη με το ίσκιωμα
+της νύχτας. — Αλλά πάλε μπορεί να μπη ίσκιωμα στην εκκλησιά; Λοιπόν
+αυτός δεν είναι ίσκιωμα!
+
+ — Αλλά ποιος νάναι;
+
+Τέτοιες απάνω-κάτω είταν οι σκέψες του κάθε Μικροχωρίτη, άμα είδαν
+εκείνον τον ξένο, και δεν έβλεπαν την ώρα πότε να σκολάση ο παπάς τη
+λειτουργιά και να τον ρωτήσουν ποιος είναι, πούθε έρχεται και πού
+πάει. Τέλος σ' ένα κομμάτι ώρας σκόλασε η λειτουργία, κι' ο
+προύχοντας του Μικρού Χωριού, κατά το συνήθειο, προσκάλεσε τον ξένο
+στο σπίτι του με την ιδέα να μάθη εκεί ποιος είναι και δεν είναι. Ο
+ξένος, σκεφτικός και μελαγχολικός, έλυσε το μουλάρι του από ένα
+δέντρο, που το είχε δεμένο, κι' ακολούθησε τον προύχοντα, σα χωρίς
+να θέλη. Όλοι οι Μικροχωρίτες έρριξαν τα μάτια στον ξένο, σα να
+είταν κάτι τι περίεργο και αφύσικο, που μπορούσε ν' αγρυπνάη τη
+νύχτα έξω με τα σκυλλιά και με τα σκοτάδια, και να μπαίνη την ημέρα
+στην εκκλησιά και ν' ανταμόνεται με τους ανθρώπους.
+
+Πριν να φτάση ο προύχοντας με τον ξένο στο σπίτι του, πέρασαν
+μπροστά από το σπίτι της νυφοκόρης της Κώσταινας. Αυτή, εκείνη τη
+στιγμή, στέκονταν στην πορειά της, κι' επειδή αιστάνονταν
+λιθοπάτημα, κάθε φορά που έβλεπε άνθρωπο με φορέματα ξενιτεμένα,
+είπε στον προύχοντα ντροπαλά-ντροπαλά, πριν εκείνος της δώση την
+«καλημέρα».
+
+ — Κοπιάστε, αφέντη, από το σπίτι μ' πρώτα, έτσι να ζήσης, να σας
+κεράσω ορθούς ένα ρακί, για να μου ευκηθήτε το να «&καλοδεχτώ&».
+
+Ο προύχοντας, γέροντας σεβάσμιος και γλυκός, δε μπόρεσε να μη δεχτή
+το προσκάλεσμα της δυστυχισμένης εκείνης γυναίκας, που την είχε
+συντρέξη πολλές φορές και με την υπόληψή του και με χρήματα, κι'
+έστριψε να μπη στον αυλόγυρό της. Άμα είδε αυτό η Κώσταινα, με
+γληγοράδα ζαρκαδιού μπήκε μέσα στο σπίτι της, για να στρώση κατά γης
+την καλή της την πρόκοβα και να ρίξη το πλουμισμένο προσκέφαλο. Ο
+προύχοντας κοντοστάθηκε λίγο στην αυλή, και θεώρησε ανάγκη να
+δικαιολογήση την επίσκεψη αυτή:
+
+ — Ας σταθούμε, του είπε, μια στιγμή σ' αυτή τη φτωχή. Είναι
+ξενιτεμένη πολλά χρόνια, δίχως γράμμα και δίχως αντιλογιά, και δεν
+απελπίστηκε ακόμα, περιμένοντας τον άντρα της από τα Ξένα.
+
+Σ' αυτά τα λόγια ο ξένος, σέρνοντας από πίσω του το μουλάρι με το
+κυπρί, που λαλούσε ακατάπαυτα «τριγκ-τριγκ-τριγκκκκ.... » στάθηκε,
+σα να ήθελε να βρη με το μάτι του κάτι τι, ή να θυμηθή κάτι τι.
+Αχτίδα χαράς φώτισε το πρόσωπό του, πούχε κάνει η μελαγχολία
+σκοτεινό, αλλ' η αχτίδα εκείνη ισκιώθηκε κι' έσβυσε στη στιγμή, και
+το πρόσωπο του ξένου ντύθηκε την πρώτη σκυθρωπάδα. Δεν είχαν
+ξεπεράσει ακόμα τη μέση της αυλής ο προύχοντας με τον ξένον, όταν το
+μουλάρι του ξένου χλιμήτρησε, και το σκυλλί της Κώσταινας πετάχτηκε
+από το κουμάσι του και χωρίς ν' αληχτήση περικύκλωσε τον ξένο και
+ρίχνονταν γύρα του περίχαρο. Ο προύχοντας πήρε αυτά τα δυο σημάδια,
+δηλαδή το χλιμήτρημα του μουλαριού και τα πηδήματα του σκυλλιού για
+καλόν οιώνα, και φώναξε δυνατά:
+
+ — Τα σχαρήκια, Κώσταινα...
+
+Ο ξένος είχεν ακούσει, ότι η Κώσταινα είταν ξενιτεμένη πολλά χρόνια,
+χωρίς γράμμα και χωρίς αντιλογιά, ακούοντας τώρα, ότι την έλεγαν και
+Κώσταινα, και τον προύχοντα να φωνάζη «τα σχαρήκια... » κοντοστάθηκε
+λίγο, κλονίστηκε, σαν κυπαρίσσι, που τώχει κόψει τες ρίζες του ο
+ξυλοκόπος, άφησε από τα χέρια του το καπίστρι του μουλαριού,
+γονάτισε και σωριάστηκε κατά γης, ψηλά στο χιόνι. Βλέποντας τούτο ο
+προύχοντας σκιάχτηκε και φώναξε μ' όλα τα δυνατά του:
+
+ — Τρέξ' όξω, σκύλλα Κώσταινα, με τη βουτσέλλα, λιγοθύμησ' ο
+ξένος!...
+
+Η Κώσταινα πετάχτηκε ξυπόλυτη έξω, κρατώντας στα χέρια της τη
+βουτσέλλα γεμάτη νερό κι' άρχισε να την χύνη στο κεφάλι του ξένου.
+Στην στιγμή έτρεξαν κι' οι γειτόνοι, σήκωσαν τον ξένο στα χέρια και
+τον έβαλαν ψηλά στην προκόβα, πούχε στρωμένη η Κώσταινα, και τον
+σκέπασαν με την καινούργια την στέργα, ενώ ο προύχοντας, νομίζοντας
+ότι προσβάλλονταν η φιλοτιμία του, επέμενε να σηκώσουν τον άρρωστο
+και να τον πάνε στο σπίτι του, γιατί είταν προσκαλεσμένος του, και
+να μη τον αφήση να κοιταστή σε άλλο σπίτι, και μάλιστα στης
+φτωχότερης και της ορφανώτερης του χωριού, αλλ' η Κώσταινα δεν
+έστρεγε, και του είπε με μύτη:
+
+ — Εδώ πώπεσε, αφέντη, ο άνθρωπος, εδώ και θα μείνη, κι' αν είμαι
+φτωχή, ο άντρας μ' να ζήσ'... ποιος ξέρ':..
+
+Ένεκα που λιγοθύμησε ο ξένος τόσο ξαφνικά και τόσο ανεπάντεχα,
+έτρεξε όλο το χωριό στο σπίτι της Κώσταινας, για να μάθουν τι και
+πώς έγεινε, αλλά ο ξένος κοίτονταν βουβός και δε μπορούσε να μιλήση.
+Σ' αυτό απάνω κατάφτασε κι' ο παπάς, γιατί είχε μάθει από πριν ότι
+κάποια σχέση είταν ανάμεσα του ισκιωματιού, που φάνηκε τη νύχτα κι'
+εκεινού του ξένου. Πέρασε στη στιγμή το πετραχήλι στο λαιμό κι'
+άρχισε τους ξορκισμούς, που τους ήξερε απ' έξω.
+
+Ο παπάς αυτός ήταν ξακουσμένος για το μνημονικό του, γιατί γνώριζε
+απ' έξω όλα τα βιβλία της εκκλησιάς: Βαγγέλιο, Απόστολο, Ψαλτήρι,
+Χτωήχι, Ρολόγι, Τριώδι, Πεντηκοστάρι και όλα τα γράμματα των
+γιορτών, πώχουν τα Μηναία. Κοντολογία: αυτός ο παπάς είταν το θάμα
+όλων των χωριών, που είταν γύρα στο Μικρό Χωριό, κι' οι Μικροχωρίτες
+τον αγαπούσαν πλειότερο, γιατί έλεγε όλα τα γράμματα, που είναι
+μπροστά από τη λειτουργιά στο δρόμο, από το χωριό του ως το Μικρό
+Χωριό, κι' άμα χτυπούσε το σήμαντρο, έμπαινε αμέσως στη λειτουργιά.
+
+Ο παπάς δεν είχε ειπή δυο-τρεις εξορκισμούς, όταν ο λιγοθυμισμένος
+ξένος άνοιξε τα μάτια του και με φωνή τρεμουλιαστή είπε σ' όλους
+τους ανθρώπους, που βρίσκονταν γύρα του:
+
+ — Καλώς σας ηύρα χωριανοί! Είμαι ο Κώστας! Είμαι ο νοικοκύρης της
+νοικοκυράς....
+
+Ήθελε να ειπή ότ' είταν ο άντρας της Κώσταινας, αλλά το συνήθειο της
+πατρίδας εμποδίζει να λέγωνται στώνομα μπροστά στους άλλους, τ'
+αντρόγυνα. Εξ αιτίας απ' αυτό αναγκάστηκε να το ειπή με άλλα λόγια.
+
+Άμα ήκουσε τα λόγια αυτά η Κώσταινα, τάχασε ολότελα. Δεν ήξερε τι
+έλεγε. Δε μπορούσε να σταθή στα ποδάρια της, ούτε να πάη εκεί που
+ήθελε. Άλλου ήθελε να πάη, κι' άλλου πήγαινε. Ήθελε να δείξη τη χαρά
+της με λόγια, αλλά δε μπορούσε να πη τα λόγια, που ήθελε. Στο τέλος
+της δέθηκε κι' η γλώσσα! Δεν ήξερε τι έκανε. Νους, γλώσσα, χέρια,
+ποδάρια, κορμί είχαν όλα πιαστή από τη χαρά.
+
+Ο παπάς βλέποντας, ότι οι εξορκισμοί του έφεραν ανεπάντεχα καλά,
+έπαψε το διάβασμα, κι' όλοι, όσοι βρίσκονταν εκεί, άντρες και
+γυναίκες και παιδιά, ξεφώνησαν από τη χαρά τους, ενώ το κυπρί του
+μουλαριού ακούονταν, που λαλούσε όξω στην αυλή «τριγκ-τριγκ-τριγκ-
+τριγκκκκ.....»
+
+Αφού κατάπαψε η βοή της χαράς κι' ήρθε στον εαυτό της η Κώσταινα, ο
+Κώστας βήκε όξω, ξεφόρτωσε το μουλάρι, τώδεσε και το σιλάρωσε,
+κατόπι γύρισε μέσα κι' αφού έβαλε τα πράγματά του σε μια γωνιά
+κάθησε σιμά στην παραστιά κι' άρχισε να μολογάη της ξενιτειάς του,
+τα πάθια:
+
+ — «Είμουν, είπε, δώδεκα χρονών παιδί, όταν ξεκίνησα για την
+Ξενιτειά. Πέρασα βουνά, ποτάμια, κάμπους, και θάλασσες. Εκεί μπήκα
+σ' έναν αφεντικό. Σε λίγον καιρό ο αφεντικός μου κατηγορήθηκε ότι
+ήταν ενάντιος του βασιλειά κι' έγεινε εξορία μαζύ με την φαμίλλια
+του. Όλοι οι δούλοι του τον παράτησαν, και μοναχά εγώ πήγα κοντά
+του, γιατί είταν καλός και με αγαπούσε. Μας πήγανε σ' έναν πολύ
+άγριον τόπο, κι' εκεί μας πούλησαν στους κουρσάρους της Μπαρμπαριάς,
+και μας πήγαν δεμένους στην πατρίδα τους. Εκείνοι μας μέρασαν, κι' ο
+καθένας μας πουλήθηκε στο Παζάρι &σκλάβος αλευτέρωτος& σ' άλλους
+ανθρώπους. Ανθρώπους λέγω; Θηρία!!! Εγώ πουλήθηκα πέντε φλωριά. Δεν
+μπορώ να σας μολογήσω της σκλαβιάς τα πάθια και τα βάσανα, φτάνει
+μόνο να σας ειπώ, πως προτιμούσα χίλιες φορές το θάνατο από κείνη τη
+ζωή. Έκαμα τριάντα πέντε χρόνια ακέραια σκλάβος και μέρα νύχτα έκανα
+το σταυρό μου και παρακαλούσα την Παναγιά να με γλυτώση από τα κακά
+χέρια και να γυρίσω στην Πατρίδα μου. Τέλος ο Θεός με λυπήθηκε κι'
+έστειλε ένα κακό θανατικό, που θέρισε όλους εκείνους τους κακούς
+ανθρώπους, που μ' είχαν σκλάβον αλευτέρωτο. Σ' αυτό απάνω ηύρα τον
+καιρό κι' έφυγα. Αφόντας σκλαβωθήκαμαν τι δρόμο πήρε ο αφεντικός μου
+και η φαμίλλια του δεν ξέρω.
+
+ «Αφού γλύτωσα, τράβησα δρόμο κατά τη θάλασσα. Ύστερα από πολλές
+μέρες έφτασα σ' ένα λιμάνι, μπήκα μέσα σ' ένα καράβι φράγκικο και μ'
+έβγαλε στην Αλεξάντρα. Απέκει τράβησα πάρα μέσα. Έκατσα τέσσαρα-
+πέντε χρόνια και, δόξα τον Θεό, απόλαψα πολλά ολίγα χρήματα, και
+κίνησα νάρθω στην Πατρίδα. Δεν γνώριζα αν στέκονταν ορθό το σπίτι
+μου κι' αν η.... δεν πήρε άλλον άντρα. Όσο για τους γοναίους μου,
+είμουν παραβέβαιος ότι είχαν πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια, γιατί
+είταν γερόντοι άνθρωποι και δε μπορούσαν να ζήσουν πλειότερο.
+
+ «Γι' αυτό, ψες ήρθα νύχτα και δεν έρριξα κάνα ντουφέκι σαν
+ξενιτεμένος. Ποιος θα βγη να με δεχτή; (Είπα μέσα μου). Να σας πω
+την αλήθεια; Όταν μπήκα στο σύνορο του χωριού μετάνοιωσα π' άφηκα
+την Ξενιτειά για νάρθω σ' άλλη Ξενιτειά.
+
+Όταν μπήκα στο χωριό, μου φάνηκε πως δεν είταν το χωριό μου, που το
+είχα πάντα στο νου μου σαράντα χρόνια, μαζύ με τους σπιτιακούς μου
+και την πίστη μου. Τρία πράγματα δεν έφυγαν απ' το νου μου σ' όλον
+τον καιρό της κακής μου ξενιτειάς: το χωριό μου, οι σπιτιακοί μου,
+κι' η πίστη μου. Δεν το γνώρισα ολότελα το καημένο μου το χωριό, που
+μου γελούσε πάντα στον ύπνο μου και στα ονείρατά μου. Τα σπίτια μου
+φάνηκαν αλλοιώτικα, οι δρόμοι αλλοιώτικοι, το μεσοχώρι αλλοιώτικο...
+Είναι αλήθεια ότι έφυγα μικρό παιδί και γυρίζω σήμερα γέρος, αλλά
+τόσο θυμούμαι τα πράγματα εδώ, που μου φαίνεται, σαν να έχω φύγει
+χτες. Υπόθεσα ότι έγεινε κανένας χαλασμός από θανατικό, ή από
+επανάσταση, ότι κανένας Μικροχωρίτης δε βρίσκεται εδώ μέσα, κι' ότι
+είστε όλοι φερτικοί από μακρυνόν τόπο.
+
+ — Μας χάλασε η επανάσταση, του είπαν οι χωριανοί.
+
+ — Τι λέτε; Αλήθεια;... Ας είναι. Μου τα λέτε ύστερα..... «Δε μου
+έκανε η καρδιά να χτυπήσω κανενός θύρα κι' αποφάσισα να περάσω όλη
+την νύχτα στο δρόμο, κι' άμα φέξη να ιδώ μια φορά με τα μάτια μου
+το χώμα που πέρασα τα παιδιακάτα μου κι' ύστερα να φύγω, να φύγω,
+κι' εγώ να μην ξέρω πού να πάγω. Να φύγω σε ξένον τόπο και να
+πεθάνω λησμονημένος, χωρίς να ξέρη κανένας πούθε είμαι και ποιος είμαι. Θα το είχα πλειότερο παράπονο να είμαι ξένος στον τόπο μου
+παρά στην Ξενιτειά.
+
+ «Είχα ξεμακρύνει κι' έφυγα με καρδιά βαρειά, πλειο βαρύτερη από το
+βουνό, όταν ακούω το σήμαντρο της εκκλησιάς μας να βαρή, και
+θυμήθηκα πως είχα φέρει τάξιμο μια λαμπάδα για την Παναγιά. Τότες
+είπα μέσα μου:
+
+ «Ας γυρίσω πίσω ν' ανάψω στην Παναγιά τη λαμπάδα που της έφερα,
+χωρίς να ειπώ κανενός ποιος είμαι και ποιος δεν είμαι, κι' ύστερα
+ανοιχτός μου είναι ο δρόμος της Ξενιτειάς... Γύρισα, μπήκα στην
+εκκλησιά κι' άναψα τη λαμπάδα. Τ' άλλα τα ξέρετε! Και πάλε καλώς σας
+ηύρα, χωριανοί μ'. Είμ' ο Κώστας!!! »
+
+Όταν τελείωσε την ιστορία του ο Κώστας, όλοι γύρω του είχαν τα μάτια
+γεμάτα δάκρυα. Ο προύχοντας, θέλοντας να διώξη τη Λύπη, που άνοιξε
+τα φτερά της ψηλά στο πανηγύρι της Χαράς, τη λύπη, που προξένησε η
+ιστορία του Κώστα, είπε στην Κώσταινα:
+
+ — Κώσταινα! εγώ σου είπα πρώτος «τα σχαρήκια!» άμα μπήκα στην αυλή
+σου. Δος μου, λοιπόν τα σχαρήκια μου τώρα! Δεν το κουνάω απέδω χωρίς
+σχαρήκια!...
+
+Κι' η Κώσταινα περίχαρη άνοιξε τη μοσκοβολημένη της την κασσέλλα κι'
+έβγαλε από μέσα καρύδια, σταφύλια, σύκα, συκομαΐδες και μήλα κι'
+έδωκε στον προύχοντα και σ' όλους, όσοι είταν μέσα, ύστερα τους
+έδωκε το παγούρι με το ρακί, κι' αφού έπιαν καθένας από κάνα δύο
+φορές κι' ευκήθηκαν στον Κώστα το «&Καλώς ήρθες από τα ξένα γερός
+και καλά&» και στην Κώσταινα το «&καλώς τον αποδέχτηκες&» έφυγαν,
+κι' έμειναν μοναχοί μέσα στο σπίτι εκείνο, που δεν είχε ιδεί άλλη
+φορά καλή μέρα, η Κώσταινα με τον Κώστα της, πούχε σαράντα χρόνια
+στην Ξενιτειά, χωρίς γράμμα και χωρίς αντιλογιά.
+
+
+
+Τ' ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΤ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥ
+
+
+
+ΞΗΜΕΡΩΝΕ μια μεγάλη γιορτή στο Χωριό.
+
+«Η μέρα έδειχνε κλεισμένη, η γη είταν ασπρισμένη, ο ουρανός χιόνιζε
+και το μάτι δε μπορούσε να ιδή πλειότερο από μια σπορειά τόπο.
+Φοβερό αγριοκαίρι. Σαρανταήμερο. Καρδιά του Χειμώνα!
+
+«Καβάλλα απάνω σ' ένα γερό, ώμορφο και ψηλό άλογο, και
+κουκουλωμένος με μια μεγάλη καππότα, έμπαινα με μεγάλη χαρά στα
+πολυπόθητα σύνορα του χωριού μου, ύστερα από νυχτοπερπάτημα δέκα
+πέντε ωρών, δρόμο δέκα πέντε μερών και ξενιτειά δέκα πέντε χρονών,
+μακρυά, πολύ μακρυά, σε ξένα σύνορα και σε ξένα βασίλεια....
+
+ «Στο ποτάμι, πούναι κάτω από το χωριό μου, πότισα, διαβαίνοντας, το
+κατακουρασμένο τ' άλογό μου. Ύστερα τράβησα τον ανήφορο, που βγαίνει
+ίσια-μέσα στ' αγαπημένο μου το Χωριό, ανάμεσα από ραϊδιά, από
+γκρεμούς, από μεγάλες πέτρες, από δέντρα κι' από λίγ' αμπελοχώραφα.
+
+ «Είταν πολύ πρωί. Στιγμή, που πολεμάει το φως της ημέρας,
+πώρχονταν, με το σκοτάδι της νυχτός πώφευγε, και τ' άλογο ανέβαινε
+αργά-αργά, και βαρυά-βαρυά τον ανάποδο και κακοτρόχαλο ανήφορο από
+τη μεγάλη του την κούραση και από τη μεγάλη του την αποσταμάρα.
+
+ «Έκανε φοβερό κρύο. Άγριος βοριάς φυσούσε, σα λυσσιασμένος, από
+πίσω μου, κι' μ' ανασήκωνε από τη σέλλα τ' αλόγου μου. Το χιόνι
+προντίζονταν από καταγής, στο μανιωμένο φύσημά του, σαν αλεύρι
+κάτασπρο, πότε από τα κάτω προς τ' άνω, πότε ίσια-πέρα, πότε ίσια-
+δώθε και πότε με περικύκλωνε ολόγυρα, σαν ανεμοστρόβιλας. Κι' όμως
+δεν αιστάνομουν καθόλου κρύο μέσα μου. Μόνο τα δάχτυλα των ποδαριών
+μου κρύωναν λίγο, και τα χέρια μου λιγώτερο ακόμα, γιατί κρατούσα,
+με το δεξί το βούρδουλα και με το ζερβί τα χαλινάρια του αλόγου.
+
+ «Η καρδιά μου χτυπούσε τικ-τακ, σα λιθοπάτημα από τη συγκίνηση, που
+έβλεπα, ότι βρισκόμουν και περπατούσα στον τόπο των ονειρατιών μου,
+στον τόπο που γεννήθηκα!
+
+ «Τι γλυκειά στιγμή! Τι πανυγήρι, που έκανε η καρδιά μου! Μου
+φαίνονταν, σαν εκείνες τες πλούσιες χαρές, που βλέπει κανείς στον
+ύπνο του.
+
+ «Σε κάθε πατημασιά τ' αλόγου μου ξάνοιγα κι' ένα κομμάτι από τα
+παιδιακίσια μου. Κομμάτι ζωής χαρωπής, γλυκειάς και πολυαγαπημένης.
+Έβλεπα το μεγάλο ραϊδιό που ανέβαινα ψηλά, και, γλυστρώντας ίσια
+κάτω, έφτανα ως τον πάτο στο λάκκωμα, είτε με ξεγδάρματα, είτε χωρίς
+ξεγδάρματα, στο τρυφερό μου κορμί. Έβλεπα το μεγάλο πουρνάρι, που
+ανέβαινα το καλοκαίρι, κι' έπιανα τα πουλλιά μέσα στες φωλίτσες
+τους, πριν φτερουγίσουν ακόμα, χωρίς να με μέλλη και χωρίς να με
+κόβη και να με νοιάζη για τα τσιουρίσματα των μαννάδων τους, που
+φτερούγιζαν ψηλά από το κεφάλι μου, χωρίς νάχουν οι καημένες τη
+δύναμη να μου τ' αρπάξουν μες από τα σκληρά μου τα χέρια. Έβλεπα τα
+χωράφια μου, που πηδούσα, σαν ζαρκάδι, με τα ομόηλικά μου, κι'
+έπαιζα τ' αγαπημένα μου τα παιγνίδια, που δε μπορούσα να τα χορτάσω
+ποτέ. Έβλεπα τ' αμπέλι μου, με τη μεγάλη βαλανιδιά στην κορφή του,
+που περνούσα τες καλύτερες και τες πλειο ευτυχισμένες ώρες της
+παιδιακάτικης ζωής μου, τρώγοντας γλυκύτατα σταφύλια, ωριμώτατα σύκα
+και ζουμερώτατα ροδάκινα... Είταν όλα, όπως τα είχα αφήσει εδώ και
+δέκα πέντε χρόνια. Όλα στον τόπο τους και στη θέση τους.
+
+ «Το χιόνι ξακολουθούσε να πέφτη, ο βοριάς ξακολουθούσε ν'
+αγριοφυσάη, το κρύο ξακολουθούσε ν' αντρειεύεται και τ' άλογο
+ξακολουθούσε ν' αναιβαίνη τον ανήφορο αργά αργά «γκρουπ-γκρουπ-
+γκρουπππ.... »
+
+ «Είχα σκαπετήσει μια μικρή ραχούλα και δεν μου είχε μείνει, παρά να
+σκαπετήσω ακόμα μια, για να μπορέσω ν' αγναντέψω το χωριό μου, που
+κάθε σπίτι του καπνίζει αδιάκοπα, χειμώνα-καλοκαίρι, και να ιδώ το
+σπίτι μου με τον πλατύχωρο τον αυλόγυρό του και με το μεγάλο το
+δέντρο του στη μέση της αυλής του, που χρησιμεύει το καλοκαίρι, κι'
+ως κατοικειό, κι' ως τραπεζαρία, κι' ως αίθουσα υποδοχής, κι' ως
+τόπος ύπνου, κι' ως ξαποστασιό, κι' ως χωροστάσι, που μαζεύεται το
+χωριό, για να κρίνη τες διαφορές του και τα χωριάνικα ζητήματα,
+πάντα κατά πως το θέλει ο προεστός, που η γνώμη του πάντα είναι
+σύμφωνη με τη γνώμη των πολλών.
+
+ «Μώρχονταν στο νου πόσες φορές ξαπόστασα και ξεκουράστηκα, κάτω από
+τον ίσκιο αυτουνού τ' αγαπημένου δέντρου, και πόσες φορές μάλωσα με
+τον Κοράκη και με το φτερωτό κοπάδι της μάννας μου, — τες κόττες, —
+που ήθελαν να μ' αρπάξουν από τα χέρια το νόστιμο ψωμότυρό μου.
+
+ «Αμέτρητη χαρά πλημμυρούσε την καρδιά μου, επειδή ξανάβλεπα τη γη
+των παππούδων μου, τη γη που είδα για πρώτη φορά το γλυκό φως του
+ήλιου, και κατάλαβα για πρώτη φορά τον εαυτό μου άνθρωπο. Μώρχονταν
+να ξεκαβαλλικέψω, και καταιβαίνοντας ν' αγκαλιάσω και να φιλήσω ό τι
+έβλεπα κι' εύρισκα μπροστά μου: χώμα, πέτρες, χαμόκλαδα, δέντρα .....
+αλλ' ο πόθος μου να φτάσω όσο το δυνατό γληγορώτερα στη
+ράχη, που είταν μπροστά μου, και μ' εμπόδιζε να ιδώ το Χωριό μου, το
+σπίτι μου, δε μ' άφινε, να καταιβώ και να εκτελέσω τούτον τον άγιο
+σκοπό.
+
+ — «Αχ! έλεγα μέσα μου, πότε θα φτάσω ψηλά σ' εκείνη τη ράχη, για να
+ιδώ απέκει ό τι ωνειρεύομουν δέκα πέντε τόσα χρόνια στα Ξένα, και να
+ρίξω το ντουφέκι του ξενιτεμένου, για να μάθη το Χωριό τον ερχομό
+μου!
+
+ «Και λέγοντας αυτά, χτυπούσα το κακόμοιρο τ' άλογο με τους
+φτερνιστήρές μου, κι' αυτό το καημένο πηδούσε αγκομαχώντας, και μου
+φαίνονταν, ότι πηδούσε στα σύννεφα, αλλ' ο δρόμος δεν τελείωνε!
+
+ «Το χιόνι ξακολουθούσε να πέφτη, ο βοριάς ξακολουθούσε ν'
+αγριοφυσάη, το κρύο ξακολουθούσε ν' αντρειεύεται και τ' άλογο
+ξακολουθούσε ν' αναιβαίνη τον ανήφορο αργά αργά «γκρουπ-γκρουπ-
+γκρουππππ...
+
+ «Χίλια δυο πράμματα, γεμάτα γλυκές αναμνήσες του παιδιακίσιου μου
+καιρού, σαν αφροστεφανωμένες εικόνες, ζωγραφισμένες με ουράνια
+χρώματα, φανίζονταν μπροστά μου κι' άρχισαν να καταπραΰνουν την
+ανυπομονησία μου. Εδώ έβλεπα τον εαυτό μου μικρό παιδί, να τρέχω
+ξυπόλυτο και στο τρέξιμο να μου μπη στο ποδάρι ένα φοβερό
+παλιουρίσιο αγκάθι. Εκεί, έβλεπα για πρώτη φορά, να σκοτώνω μια
+πυκνόμαλλη και μαυρονούρα αλεπού, που κράταε ακόμα στο στόμα της την
+ωμορφότερη και βαρύτερη κόττα του χωριού, πώσκουζε η καημένη βραχνά-
+βραχνά, κι' αδύνατα-αδύνατα «κραααά-κραααά-κραααά.... ». Παρέκει,
+πίσω από μια μεγάλη πέτρα, έβλεπα να με πιάνη ο δάσκαλος μου από τ'
+αυτί σφιχτά-σφιχτά, γιατί μ' ηύρε να στήνω πλάκες για να τσακώσω
+κοσσύβια κι' άλλα τσεροπούλλια, πράμμα, που μας το είχε απαγορεμένο,
+και να με τραβάη για να με πάη μπροστά στ' άλλα μαθητούρια του
+χωριού, που κάναμαν σκολειό χειμων-καλόκαιρο στο νάρθηκα της
+εκκλησιάς, όπου το Ψαλτήρι είταν για μεγαλύτερο μάθημα, απ' όλα τα
+μαθήματα. Έβλεπα ν' αναιβοκαταιβαίνω το δρόμο του ποταμού χιλιάδες
+φορές, πότε γκότσι στες πλάτες της μάννας μου, ή της αδερφής μου,
+πότε περβατώντας, και πότε καβάλλα. Έβλεπα σε μια πλαγιά, εκεί πέρα,
+την αδερφή μου να βόσκη ζυγούρια και κατσίκια, και να μου λέγη
+τραγούδια. Μου φαίνονταν πως ήκουα ακόμα την αγγελική της τη φωνή.
+Παραπέρα έβλεπα τη μεριά, που για πρώτη φορά είπα «σ' αγαπώ» στην
+ώμορφη γειτονοπούλα μου. Μ' ένα λόγο, έβλεπα τόσα, που δε μπορούν να
+μπούνε σ' αυτό εδώ για το χαρτί. Νειάτα σπαρμένα καταγής, σα
+λουλούδια απριλιάτικα, σαν άνθια μαγιάτικα, σαν τριαντάφυλλα
+μοσκομυρωδάτα.
+
+ «Το χιόνι ξακολουθούσε να πέφτη, ο βοριάς ξακολουθούσε ν'
+αγριοφυσάη, το κρύο ξακολουθούσε ν' αντρειεύεται και τ' άλογο
+ξακολουθούσε ν' αναιβαίνη αργά-αργά τον ανήφορο «γκρουπ-γκρουπ-
+γκρουπ-π π... ».
+
+Λίγος δρόμος μου είχε απομείνει ακόμα, όσο ν' αναιβώ στη ράχη, αλλά
+δεν τελείωνε ποτέ! Την υπομονή μου διαδέχονταν ανυπομονησιά και την
+ανυπομονησιά μου υπομονή! Εκεί καταστενοχωριώμουν για τ' αργοβάδισμα
+τ' αλόγου μου, για την ορμή του ανέμου, για τες τουλούπες του
+χιονιού, πώδερναν το πρόσωπό μου, για το κρύο π' άρχισε να μ'
+αναιβαίνη, από τα ποδάρια ως την καρδιά, και να μου τρυπάη τα
+κόκκαλα, και για τον ατέλειωτο δρόμο, κι' εκεί βρισκόμουν ήσυχος-
+ήσυχος στη ζεστή και γλυκή αγκαλιά της υπομονής, και στοχαζόμουν τη
+στιγμή, που θάμπαινα στο σπίτι μου, τι χαρά θα έκανε η μαννούλα μου,
+που μώγραφε στο υστερνό της γράμμα, ότι τα συμφώνησε με τον Χάρο να
+την καρτερέση ως να με δεχτή πρώτα από τα Ξένα, κι' ύστερα να του
+παραδώση την ψυχή της. Στοχάζομουν το πανυγήρι, που θάκανε η ορφανή
+μονοθυγατέρα μου, που την είχα αφήσει μικρή, πολύ μικρή βυζανιάρικη,
+σαράντα μερών φώσινο, όταν κίνησα να πάω μακρυά στα Ξένα, να προκόψω
+και να πλουτίσω το σπίτι μου. Στοχαζόμουν τον αναγαλλιασμό της
+αδελφής μου, που την είχα αφήσει μικρούλα και θα την εύρισκα
+παντρεμένη, μ' ένα-δυο παιδάκια τριγύρω της, και την ευχαρίστηση,
+που θα αιστάνονταν οι χωριανοί μου, που, άμα θα μ' έβλεπαν να μπαίνω
+στο αντρορρημαγμένο πατρικό μου, θάτρεχαν να μ' αγκαλιάσουν και να
+με φιλήσουν όλοι, μικροί-μεγάλοι, άντρες και γυναίκες.
+
+ «Όλα αυτά ανακατεύονταν μέσα στο μυελό μου, το ένα κατόπι τ'
+αλλουνού, σαν κύμα που ακολουθάει το κύμα, και μάκραιναν ως χίλιες
+οργυιές την υπομονή μου. Αλλ' άμα έρριχνα τα μάτια μου προς τη ράχη,
+που είταν πάντα μπροστά μου, μου φαίνονταν, ότι έφευγε κι' αυτή με
+την ίδια γληγοράδα, που κυνηγούσα να τη φτάσω, μ' έπιανε η
+στενοχώρια της ανυπομονησιάς, κι' άρχιζα να κεντάω με μανία τα
+πλευρά του κακομοιριασμένου του ζώου, που είχα κατωθιό μου, κι' αυτό
+το δύστυχο, γεμάτο υπακουή σκλάβου, κι' υπομονή Ιώβ, αφίνοντας μικρό
+βογγυτό, μες από τα στήθια του, τραβούσε μπροστά, μ' όση ορμή
+μπορούσε να βάλη, χωρίς να δείξη το παραμικρό κάκιωμα, για τες
+σκληρές και απάνθρωπες κεντησιές, που του τραβούσα στα πλευρά με
+τους φτερνιστήρες μου.
+
+ «Το χιόνι ξακολουθούσε να πέφτη, ο βοριάς ξακολουθούσε ν'
+αγριοφυσάη, το κρύο ξακολουθούσε ν' αντρειεύεται και τ' άλογο
+ξακολουθούσε ν' αναιβαίνη τον ανήφορο αργά-αργά « γκρουπ-γκρουπ-
+γκρουπππ... ».
+
+Λίγες δρασκελιές μου είχαν μείνει ακόμα, ως που να φτάσω στην κορφή
+της ράχης, που έκρυβε το πολυπόθητο χωριό μου, και λίγες ακόμα
+στιγμές, ως που να ρίξω τη χαρμόσυνη ντουφεκιά του ξενιτεμένου, που
+θα έκανε όλες τες καρδιές του Χωριού, να λαχταρήσουν από χαρά και
+λίγες θα είταν οι καλότυχες, που θα δέχονταν ξενιτεμένο, αλλά η
+ανυπομονησιά μου σήκωνε κεφάλι, μέσα στα στήθεια μου πάλι,
+κακομούτσουνη και φοβερή, και μ' έκανε να νομίζω, ότι τα ποδάρια τ'
+αλόγου μου είταν καρφωμένα ψηλά στη γη, και βρίσκομουν από πολλή ώρα
+στην ίδια μεριά. Το χτύπησα τότε τ' άλογο, για ύστερη φορά, με όση
+δύναμη είχα απάνω μου, και σα να έκανε φτερά το καημένο το ζώο,
+βρεθήκαμε στην κορφή της χιλιοπόθητης ράχης! Δόξα σοι ο Θεός!
+
+ «Εκεί το κρύο και το φύσημα του βοριά, και το χιόνι θα είταν
+δυνατώτερα, αλλά το Χωριό μου, που μου έδειχνε το συμπαθητικό
+πρόσωπό του, από μια ντουφεκιά τόπο μακρυά, μ' έκανε να μη
+αιστάνωμαι την αγριάδα τους.
+
+ «Όλο το Χωριό είταν συμμαζεμένο στην πλαγιά του βουνού, σαν κοπάδι
+καλογραικιασμένο. Κάθε σπίτι ώμοιαζε με πρόβατο και κάθε παράσπιτο
+με αρνί. Το σπίτι το δικό μου, μεγαλύτερο απ' όλα τ' άλλα, φαίνονταν
+σα βαρυκούδουνο γκεσέμι, που μπορεί να σύρη πίσω του χίλια κεφάλια
+πρόβατα.
+
+ «Άμα το ξεκάμπισα το Χωριό μου, έρριξα μια βαρυγιόματη ντουφεκιά,
+για να νοιώσουν οι χωριανοί, ότι «ξενιτεμένος έρχεται!» κι' από τον
+πολύν τον βρόντο τρεις φορές αχολόγησαν τα λαδώματα, οι ρεματιές και
+τα βουνόπλαγα.
+
+ «Καρφώνοντας τα μάτια μου στο ταπεινό και συμπαθητικό χωριό μου,
+νόμιζα ότι οι σκεπές του εκείνες, που κάπνιζαν ήσυχα-ήσυχα, οι
+καλύβες του, τ' αυλόδεντρά του, οι αυλόγυροί του, οι φράχτες του, οι
+ριζιμιόπετρές του, που στέκουν σκόρπια, εδώ κι' εκεί, σαν
+απολιθωμένοι γιγάντοι, οι δρόμοι του, οι κήποι του, τα όλα του, ότι
+ζωντάνεψαν, ότι έτρεχαν χαμογελώντας και χοροπηδώντας το ένα κατόπι
+τ' αλλουνού, και προχωρούσαν κατ' απάνω μου, για να μ' αποδεχτούν,
+και να μου πούνε το γλυκό χαιρετισμό:
+
+ — «Καλώς ώρισες από τα Ξένα! Δόξα σοι ο Θεός, πούρθες γερός και
+καλά!»
+
+ «Απέραντο πέλαγο χαράς, κι' αναγαλλιασμού είχε πλημμυρήσει τότε την
+καρδιά μου. Ότι έβλεπα μπροστά μου, είταν μαγευτικό, και μου
+φαίνονταν πως έπλεα μ' ολάνοιχτα πανιά σε πέλαγο δίχως άκρη,
+ευτυχίας ατέλειωτης.
+
+ «Το χιόνι έπαψε να πέφτη πλειο και μεταβάλθηκε σε γλυκή ζεστασιά, ο
+μανιωμένος βοριάς έπαψε να βουίζη πλειο και μεταβάλθηκε σε
+δροσόπνιχτο και μοσκοβολάτο καλοκαιρινό αγεράκι, και τ' άλογο μου
+έπαψε ν' αναιβαίνη πλειο τον ανήφορο αργά-αργά, και βρέθηκε «μπρουφ»
+μέσα στον αυλόγυρο του σπιτιού μου!
+
+ «Στο έμπα μου, έτρεξε πρώτος-πρώτος ο γέρικος σκύλλος του σπιτιού
+μου, ο Κοράκης, και ρίχτηκε, με τα μπροστινά του τα ποδάρια, απάνω
+στη σέλλα τ' αλόγου μου και με κάτι κουνήματα του κεφαλιού του, και
+με κάτι φωνές, που έβγαζε από το στόμα του, ήθελε ν' αποδείξη τη
+μεγάλη χαρά του, για τον ερχομό του ξενιτεμένου αφεντός του. Στα
+μάτια του μέσα, έλαμπε σαν ανοιξιάτικη δροσιά, ανάμεσα σε φύλλα
+τριανταφυλλιού, ένα αναγάλλιασμα, που δεν μπορεί να γραφτή. Εκείνη
+τη στιγμή, που ο Κοράκης είχε ριγμένα τα ποδάρια ψηλά στη σέλλα, και
+παραπονιώνταν μέσα του, γιατί να μη του έχη χαρίσει κι' αυτουνού ο
+Θεός λόγο, για να καλωσορίση τον αφέντη του ανθρωπινά, ο γάτος του
+σπιτιού, ο Λειάρος, πήδησε πίσω από τη στέγη κι' έγεινε καπνός!
+
+«Ύστερα από το σκύλλο, κατάφτασε η μάννα μου κουτσά-κουτσά, από τα
+γερατειά, ξεσκούφωτη από τη χαρά της, και με τα μάτια γεμάτα δάκρυα,
+άγια δάκρυα μητρικά· τρίτη κατάφτασε η θυγατέρα μου, κορίτσι ώμορφο,
+γερό και ασπροκόκκινο, με δύο μεγάλα-μεγάλα και μαύρα-μαύρα μάτια,
+που βρίσκονταν στο σύνορο της ηλικίας του παιδιού και της νύφης·
+τέταρτη κατάφτασε η αδερφή μου με τον άντρα της και τα παιδιά της,
+που έβλεπα για πρώτη φορά, και σα να είμουν άψυχο πράμμα, μ' άρπαξαν
+στην αγκαλιά τους, και μ' έφεραν και μ' απόθεσαν μέσα στον καλό τον
+οντά.
+
+«Έφερα γύρα τα μάτια μου στο σπίτι, κι' είδα πως δεν είχε αλλάξει
+τίποτε από μέσα. Νόμισα, πως έλειπα από τα χτες. Όλα είταν στην ίδια
+τους θέση, όπως τα είχα αφήσει, και μοναχά οι άνθρωποι είχαν αλλάξει
+όλοι. Απ' αυτουνούς, άλλοι από παιδιά έγειναν νύφες, άλλοι από νιοί
+γερόντοι, άλλοι από το Τ ί π ο τ ε φύτρωσαν ανθρώποι, κι' άλλοι
+αλλοίμονο! — έλειψαν ολότελα! Η μια αδελφή μου, ο ένας ο θειος μου,
+η γυναίκα μου, κι' ο πατέρας μου, δε βρίσκονται πλειο στο δεφτέρι
+των ζωντανών, αλλ' είχαν ταξειδέψει για τ' ανεγύριστο ταξείδι του
+Κάτω-Κόσμου, απ' όπου ούτε γυρίζει κανείς ποτέ, ούτε γράμματα ή
+χαιρετίσματα έρχονται!
+
+«Η καρδιά μου εκείνη τη στιγμή, είχε γείνει απέραντο πέλαγο και μέσα
+σ' αυτό το πέλαγο πότε η Λύπη αρμένιζε μ' ολάνοιχτα πανιά και
+σηκόνονταν τα κύματα γύρα της, ως τον ουρανό, πότε η Χαρά έβγαινε
+στη μέση κι' έκανε το νερόχτιστο κάμπο του ήσυχο και μαλακό, σαν
+πρόσωπο απέραντου και κρουσταλλένιου καθρέφτη.
+
+«Αν κι' από πολλά χρόνια είχα μάθει τους σκληρούς θανάτους, πώχουν
+γείνει στο σπίτι μου, κι' ο Γιατρός-Καιρός έχυσε το σωτήριο βάλσαμό
+του στες ανοιγμένες πληγές της καρδιάς μου, πάλι δεν μπορούσα να μην
+αιστανθώ, άλλη μια φορά, όλη τη λύπη ακέρια, για τον παράκαιρο χαμό
+των πολυαγαπημένων μου. Τα δάκρυα μου πλημμύριζαν, σαν ποτάμια, και
+πάσκιζαν να με πνίξουν, αλλ' άμα έρριχνα τα μάτια μου στη μάννα μου,
+που τα γεράματά της, κι' η μητρική της λαχτάρα μου φυσούσαν άγιο
+σέβας, στη θυγατέρα μου, που η αγάπη της, κι' η δροσερή της νιότη
+φύτευαν στη ματωμένη μου καρδιά την πλειο γλυκύτερη χαρά και την
+πλειο μεγαλύτερη ελπίδα, και στην αδερφή μου και στο γαμπρό μου, που
+η αγάπη τους, και η ειλικρινή τους έγνοια μ' έκαναν να γεμίζω
+παρηγοριά, σταματούσαν τα δάκρυα μου και σκορπούσε ο πόνος μου, σαν
+πως σκορπίζονται τα σύννεφα στον ουρανό, όταν φυσάη ο δυνατός
+βοριάς. Πάντα το Τώρα νικάει το Π ρ ι ν.
+
+«Σ' αυτό απάνω κατάφτασαν κι' οι σιμώτεροι γειτόνοι να με
+καλωσορίσουν. Ύστερα απ' αυτουνούς κι' οι μακρυνώτεροι, και λίγο-
+λίγο το σπίτι μου δέχτηκε, μέσα στους κόρφους του, όλο το Χωριό,
+άντρες, γυναίκες και παιδιά, γιατί είναι χρέος άγιο το να τρέχη
+κανείς να χαιρετάη ξενιτεμένο, και να πανηγυρίζη τον ερχομό του.
+
+«Φιλήματα απ' εδώ, αγκαλιάσματα απ' εκεί, αναγαλλιάσματα από τούτη
+τη μεριά, γέλοια από εκείνη, σταυρόνονταν κάθε στιγμή σ' εκείνο το
+χαρούμενο πανηγύρι, που εγώ είμουν αιτία και κέντρο.
+
+«Στην τιμημένη και ποθητή μας Πατρίδα, η Ξενιτειά τα συμπαθάει όλα.
+Ζήλιες, διαφορές, μαλώματα κι' έχτρες, τα λυόνει όλα η Ξενιτειά, σαν
+πως λυόνει η νοτιά το χιόνι. Ο Ξενιτεμένος είναι άγιο πράμμα, που
+σέρνει το σεβασμό και την αγάπη των χωριανών κι' όλου του κόσμου
+πέρα και πέρα.
+
+Τη στιγμή εκείνη το σπίτι μου ώμοιαζε κρινί μελισσιών, στον καιρό
+του καλοκαιριού, που μαζεύονται στη θύρα και μπαινοβγαίνουν τα
+μελίσσια.
+
+«Τέλος η μάννα μου άνοιξε τη νυφική της κασσέλλα, που είχε μέσα
+φυλαγμένα απ' όλα τα πωρικά, που βγαίνουν στο χωριό μου, κι' όλα τα
+γλυκύσματα, που κάνουν εκεί, δηλαδή: σύκα, σταφίδες, μήλα, καρύδια,
+ρόιδια, κυδώνια, μουστόπητες, σιρυμπίκια, και συκομαΐδες, κι' άρχισε
+να τα μοιράζη πολλά-πολλά απόλα στα λειανοπαίδια, που είχαν τρέξει
+όλα, άμα έμαθαν τον ερχομό μου, γνωρίζοντας, ότι θα καλοπλερόνονταν
+ο κόπος τους γι' αυτό. Η αδερφή μου άρχισε να πλάθη πήττα, η
+θυγατέρα μου κερνούσε τους μεγάλους ρακί, με το μισοκάρικο το
+παγούρι, ο γαμπρός μου κάθουνταν σιμά μου καταχαρούμενος, κι' εγώ
+μολογούσα σ' εκείνους, που με ρωτούσαν πώς πέρασα τον καιρό μου στην
+Ξενιτειά, τι είδα, τι ήκουσα, τι έμαθα, τι έκανα, ποιόν πατριώτη
+είδα κι' αντάμωσα, από ποιους και σε ποιους έφερα γράμματα, πώς
+είναι ο τάδες χωριανός μας, τι δουλειά κάνει ο τάδες ο πλησιοχωρίτης
+μας, μ' ένα λόγο έδινα ταχτική αναφορά και ταχτικό λογαριασμό του τι
+έκανα, τι άκουσα, τι είδα και τι έμαθα σ' όλον τον καιρό των δέκα
+πέντε χρονιών, που βρισκόμουν στην Ξενιτειά.
+
+«Ύστερα άρχιζαν να φεύγουν λίγοι-λίγοι οι καλοί χωριανοί μου, κι'
+έμεινα μόνος με τους ανθρώπους του σπιτιού μου. Καθίσαμε όλοι
+σταυροπόδι γύρα στη στια, που έκαιγε σαν καρμοκάνι, περιμένοντας να
+ετοιμαστή το γιώμα, ενώ είταν ξαπλωμένος μπροστά μας ο γάτος ο
+Λειάρος, όλως διόλου αναίστητος και ξένος προς το πανηγύρι του
+σπιτιού, και πίσω μας κάθονταν στα πισινά του ποδάρια ο σκύλλος, ο
+Κοράκης, προσέχοντας στες ομιλίες μας, σαν πως προσέχουν στο
+Βαγγέλιο, βλέποντας μας, κατάματα, όσους δεν του είχαν γυρισμένες
+τες πλάτες, και πλειότερο εμένα, τον νοικοκύρη, και τόσο πολύ
+προσείχε τ' αυτί του, και τόσο πολύ κάρφονε τα μάτια του απάνω μου,
+που μ' έκανε να πιστέψω, ότι θ' ανακατώνονταν στες ομιλίες μας,
+μιλώντας με ανθρώπινη γλώσσα!
+
+«Η ζέστα, η χαρά, τ' αναγάλλιασμα, οι κόποι του δρόμου, η αϋπνία,
+κι' η συγκίνηση νάρκωσαν τόσο πολύ το πνέμα μου και το κορμί μου,
+ώστε, καθώς βρισκόμουν εκεί, γύρισα το κεφάλι μου στη μοσχοβολημένη
+παρθενική αγκαλιά της θυγατρός μου, έκλεισα γλυκά-γλυκά τα μου, κι'
+αποκοιμήθηκα... »
+
+Και.... όταν ξύπνησα, κι' άνοιξα τα μάτια μου, δεν είδα τίποτε
+μπροστά μου! Μάννα, θυγατέρα, αδελφή, σπίτι, χωριό, πατρίδα είταν
+όλα φευγάτα! Βρισκόμουν, και βρίσκομαι ακόμα στα έρημα τα ξένα, κι'
+όλα όσα είδα και σας διηγήθηκα δεν είταν άλλο παρά μια γλυκειά
+οπτασία, ένα ευτυχισμένο όνειρο, που μου δώρησε η αγάπη της Πατρίδας
+μου, που βρίσκεται τόσο μακρυά.
+
+Τι πικρή που θα είταν ακόμα η Ξενιτειά, αν δεν είταν και τα όνειρα!
+
+
+
+ΤΟ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟ ΜΝΗΜΑ
+
+
+
+ΔΩΔΕΚΑ ακέρια χρόνια είταν στην ξενιτειά ο αδερφός του Γιάννη, ο
+Φώτος!
+
+Εννιά χρόνια έστελνε ταχτικά γράμματα και χρήματα, αλλά τα επίλοιπα
+τρία χρόνια ούτε χρήματα, ούτε γράμματα έστελνε, κι' ο Γιάννης δε
+σκέφτονταν, γιατί δε λάβαινε χρήματα, αλλά το γιατί δεν λάβαινε
+γράμματα. Ήθελε να μάθη, ότι ο αδερφός του ζούσε κι' είταν στον
+Απάνω-Κόσμο, κι' ας έλειπαν τα χρήματα. Περίμενε, περίμενε ένα μήνα,
+δυο, τρεις, ένα χρόνο, έγειναν τρία σωστά χρόνια, χωρίς γράμμα και
+χωρίς αντιλογιά! Στο τέλος είδε κι' απόειδε, πήρε ένα σακκούλι στον
+ώμο του, φόρεσε την κάππα του από το ένα το μανίκι και τράβησε για
+την Ξενιτειά, έχοντας για μόνο του σύντροφο ένα μακρύ δικανίκι.
+
+Πλανήθηκε σαράντα μέρες δρόμο, πέρασε σαράντα πολιτείες, και διάβηκε
+κάμπους και βουνά, ποτάμια και θάλασσες, ως που να φτάση στο μέρος
+που ξενειτεύονταν ο αδελφός του. Δε γνώριζε κανένα, ούτε κανένας
+πατριώτης βρίσκονταν εκεί. Είταν μεγάλη Παρασκευή, όταν μπήκε σ'
+αυτήν την πολιτεία, μέσα στην Ανατολή, κοντά στην Κόνια. Τράβησε σ'
+ένα ταπεινό ξενοδοχείο, έφαγε λίγο ψωμί και κρομμύδι, κι' από την
+πολλή του την κούραση έπεσε να κοιμηθή, χωρίς να ειπή τίποτε σε
+κανένα, γιατί ήρθε και ποιόν γυρεύει. Αλλά ένα μαύρο προαίστημα
+του είχε γραπώσει την καρδιά, από τη στιγμή, που πάτησε το ποδάρι
+του εκεί.
+
+Τα μεσάνυκτα άρχισαν οι καμπάνες να βαρούν δυνατά. Ξύπνησαν όλοι,
+όσοι είταν χριστιανοί, ξύπνησε κι' ο Γιάννης, σα χριστιανός που
+είταν κι' αυτός, και πάη μαζί με τους πολλούς, σε μια από τες πολλές
+εκκλησιές της πολιτείας. Παρεκύτταξε όλους τους ανθρώπους, που είταν
+σ' αυτήν την εκκλησιά, αλλά δεν του ώμοιαζε κανένας για τον αδερφό
+του, το Φώτο. Απέκει πάη σ' άλλην εκκλησιά, αλλά κ' εκεί τίποτε. Πάη
+σ' άλλη, και σ' άλλη, και σ' άλλη, αλλά σε καμμιά δεν απάντησε την
+αχτιδόλαμπρη μορφή του αδερφού του!
+
+Στην τελευταία εκκλησιά ηύρε τον Επιτάφιο έτοιμο να βγη. Ο κόσμος
+όλος, που τον ακολουθούσαν είχαν από ένα κερί στο χέρι τους. Αγόρασε
+κι' ο Γιάννης ένα κερί κι' ακολούθησε τον Επιτάφιο. Ύστερα από λίγη
+ώρα, όλοι οι Επιτάφιοι των εκκλησιών της πολιτείας σμίχτηκαν στα
+πρόθυρα του νεκροταφείου. Εκεί όλοι μαζύ έγειναν ένα, και μπήκαν
+μέσα στα μνήματα.
+
+Όλος ο περίβολος του νεκροταφείου φεγγοβολούσε. Μες από τα κουτιά
+των πεθαμένων ξεπετούσε η ήμερη λάμψη του καντηλιού, που είχε ανάψει
+χέρι συγγενικό, ή φιλικό. Νόμιζε κανείς, ότι όλοι εκείνοι οι
+κάτοικοι του Κάτω-Κόσμου ξαγρυπνούσαν, περιμένοντες τον Επιτάφιο. Ο
+Γιάννης χώθηκε ανάμεσα στα μνήματα προσέχοντας μη δρασκελίση κανένα,
+και μη σκοντάψη σε κανένα Σταυρό. Εκεί που πήγαινε, χώρια από το
+πλήθος των Επιταφίων, που έκραζε ακατάπαυτα «Κύριε ελέησον»,
+περβατώντας ανάμεσα στες νεκρικές κατοικίες, απάντησε ένα σβυστό
+μνήμα. Είταν στην άκρη του νεκροταφείου, και στο σαρακωμένο κουτί
+του, που είταν γυρμένο από τον άνεμο και την πολυκαιρία, δεν έφεγγε
+καθόλου καντήλι.
+
+ — Να, που βρίσκονται και στον Κάτω-Κόσμο φτωχοί, (είπε με το νου
+του ο Γιάννης), και δεν έχουν ένα καντηλάκι, με λίγο λαδάκι ν'
+ανάψουν κι' αυτοί τούτη τη βραδειά, και να πανηγυρίσουν με τους
+πολλούς. Κρίμα! Εγώ νόμιζα ως τα τώρα, ότι η φτώχεια μόνο στον
+Απάνω-Κόσμο είχε μερδικό!
+
+Λέγοντας αυτά τα λόγια, έσκυψε με δακρυσμένα μάτια να κολλήση το
+κερί, που κρατούσε, ψηλά στο σαρακωμένο και βαγισμένο νεκρικό κουτί,
+κι' έτσι να προσφέρη μια μικρή ελεημοσύνη στον φτωχό Κατωκοσμίτη,
+που βρίσκονταν στα σκοτεινά, αλλ' εκεί, που κολλούσε το κερί, έπεσε
+το μάτι του στα κάτασπρα γράμματα, που είταν γραμμένα ψηλά στο μαύρο
+κουτί, κι' έμπηξε ένα μεγάλο ξεφωνητό με όλη τη δύναμη της καρδιάς
+του, σα να τον είχε τσιμπήσει στην καρδιά οχιά πικρή, η κακή
+μονομερίδα.
+
+ — «Αχ! αδερφούλη μου, Φώτο! Εγώ σε γύρευα ανάμεσα στους ζωντανούς,
+και συ βρίσκεσαι ανάμεσα στους πεθαμένους!»
+
+Λέγοντας αυτά ξαπλώθηκε ψηλά στο χορταριασμένο μνήμα, κλαίοντας και
+μύροντας, σα μικρό παιδί.
+
+Κανένας δε ζύγωσε να τον παρηγορήση, για μια τέτοια μεγάλη δυστυχία.
+Έκλαιγαν κι' άλλοι γύρα του σκυμμένοι σε φωτισμένα μνήματα, αλλά
+καθένας έκλαιγε τον πόνο του.
+
+Ύστερα από λίγη ώρα έφυγαν οι Επιτάφιοι, καθένας για την εκκλησιά
+του, ο κόσμος τραβήχτηκε για το σπίτι τους, το νεκροταφείο έμεινε
+έρημο, και μοναχά ο Γιάννης στριφογύριζε βογγώντας ψηλά στο μνήμα
+του αδερφού του, σα λαβωμένο φείδι, κι' όταν ο ήλιος φώτισε τον
+Κόσμο μας με τες αργυρόχρυσες αχτίδες του, πήρε τα σύνεργα του
+νεκροθάφτη, που είταν χωμένα κάτω από ένα καλυβούτσι, άνοιξε τ'
+αδερφικό μνήμα μ' έγνοια, έμασε όλα τα κόκκαλα ένα-ένα, κι' αφού τα
+πότισε με καυτερά αδερφικά δάκρυα, τάβαλε μέσα στο σακκούλι του,
+σταυροκοπήθηκε κατά ήλιου και ξεκίνησε με την καρδιά καμένη και
+φλογισμένη για την έρημη την Πατρίδα, φορτωμένος τ' αδερφικά
+κόκκαλα, που έβγαλε από το ξενιτεμένο μνήμα, τα κόκκαλα εκείνα, που
+είταν αναστημένα με το ίδιο γάλα, και το ίδιο αίμα, για να τ'
+αποθέση στο ταπεινό κοιμητήρι του χωριού του!
+
+Με τι καρδιά γύριζε ο καημένος στο χωριό του!
+
+
+
+Ο ΓΚΕΣΟΥΛΗΣ
+
+
+
+ΓΚΕΣΟΥΛΗΣ λέγουνταν εκείνο το λαμπρό σκυλλί!
+
+Τόνομα του Γκεσούλη έχουν όλα τα σκυλλιά, πούναι στο κορμί μαύρα και
+άσπρα στο λαιμό και στην κοιλιά. Αυτό το είδος του χρωματισμού των
+σκυλλιών έχει λευκώματα και στα ποδάρια, πότε στα τέσσερα και πότε
+σε λιγώτερα, και κάτι καστανές γραμμές κάτω από τα μάτια. Τώρα γιατί
+τα σκυλλιά πώχουν αυτόν τον χρωματισμό λέγουνται Γκεσούληδες, δεν
+μπορώ να σας το ειπώ, γιατί είναι ξένο προς το θέμα μας, κι'
+έρχουμαι στο Γκεσούλη μου.
+
+Η ιστορία, που θα σας διηγηθώ τώρα έγεινε στην Ήπειρο, και λέγω
+ιστορία, γιατί το διήγημα μου είναι αληθινό, κι' ούτε πολλά χρόνια
+είναι πώγινε το πράμμα.
+
+Ο Γκεσούλης, μικρό κουταβάκι, πριν ανοίξη ακόμα τα μάτια του, είχε
+ριχτή στο φάραγγα, είδος Κεάδα του χωριού, μ' άλλα έξη-εφτά
+ομογέννητα αδερφάκια του, γιατί ο αφέντης της μάννας του, θέλοντας
+να δοκιμάση την αξία όλων των κουταβιών πούχε γεννήσει η σκύλλα του
+εκείνες τες μέρες, τάβαλε όλα απάνω σ' ένα λυκοτόμαρο, και μόνο δυο
+κουτάβια, που απ' όλα συνταράχτηκαν και σήκωσαν τη μύτη τους κι'
+έβγαλαν ένα μικρό γουρλητό, αυτά κράτησε, για να βυζαίνουν το γάλα
+της σκυλομάννας, γιατί αυτά τα κουτάβια θα γίνουνταν καλύτερα και
+φοβερώτερα κι' ως μαντρόσκυλλα κι' ως αυλόσκυλλα, και τάλλα τα
+πέταξε στο φάραγγα κρυφά από τη μάννα τους, που τ' αγαπούσε η
+καημένη όλα ίσια, κι' είχε για το καθένα ξεχωριστό βυζί στην κοιλιά
+της.
+
+Όταν πέταξαν τα κουτάβια στο φάραγγα, ο Γκεσούλης φαίνεται δεν είχε
+πάθει τίποτες από το πέταγμα κάτω στον φοβερό γκρεμό, και κατόρθωσε
+να ζήση ένα ολάκαιρο μερονύχτι μέσα στο φάραγγα, όταν ένας κυνηγός,
+ο Λέντζος, κυνηγώντας αγρίμια, πέρασε από το μέρος εκείνο, που
+βρίσκονταν ριγμένα τα κουτάβια, που μόνον ο Γκεσούλης μας είτανε
+ζωντανός ακόμα και γουρλιώνταν το καημένο το ζώο από την πείνα κι'
+από το κρύο, και βλέποντάς το να παραδέρνη έτσι μόνο του μέσα στην
+ερημιά, το λυπήθηκε και τώμασε από καταγής και τόβαλε μέσα στο
+κυνηγοσάκκουλό του. Ύστερα από λίγη ώρα, βρέθηκε σένα μαντρί κοντά,
+πούχε γαλάρια γιδοπρόβατα. Εκεί ζήτησε λίγο γάλα κι' ο πιστικός
+άρμεξε όλο το βυζί μιανής γίδας στο στόμα, του κατανήστικου
+κουταβιού. Άμα το γάλα μπήκε στην κοιλούλα του, το κουτάβι άνοιξε
+για πρώτη φορά τα μάτια, και κοίταξε κατάματα τον κυνηγό, κι' έκανε
+σα νάθελε κάτι να του ειπή, αλλά τι να του έλεγε ένα τέτοιο άλογο
+ζώο;
+
+Να μην τα πολυλογούμε, σε τρεις-τέσσερους μήνες απανωθιό, ακείνο το
+κουταβάκι είχε γείνει ένα ωραίο κι' έξυπνο σκυλλάκι, που είταν ο
+μεγαλύτερος φύλακας του σπιτιού.
+
+Στο σπίτι του κυνηγού είταν πολλοί άντρες, γυναίκες και παιδιά, αλλά
+το Γκεσουλάκι, αν κι' αγαπούσε όλη τη φαμίλια κι' όλο το σπίτι, κι'
+όλα τα ζώα του σπιτιού, ως και τες κόττες ακόμα, γιατί μια μέρα
+ρίχτηκε να ξεσκίση ένα γειτονικόν πετεινό, που κυνηγούσε ένα
+πετεινάρι του σπιτιού, και πρόφτασε να του βγάλη μόνο την ουρά,
+αγαπούσε όμως πλειότερο απ' όλους κι' απ' όλα τον κυνηγό.
+
+Όταν έμπαινε ο κυνηγός μέσα στο σπίτι, το Γκεσουλάκι χοροπηδούσε από
+τη χαρά του και ρίχνονταν ως απάνω, σα νάχε φτερά. Τέλος από
+Γκεσουλάκι έγεινε ένας φοβερός Γκεσούλης, και λέγοντας «Γκεσούλης»
+μέσα στο χωριό, εννοούσαν αυτόν.
+
+Σ' αυτό απάνω ο ευεργέτης του Γκεσούλη, ο πολυαγαπημένος του απ' όλο
+το σπίτι, αφίνοντας το ντουφέκι του κυνηγιού, ξεκινούσε ένα πρωί για
+την Ξενιτειά. Όλο το σπίτι κι' όλο το χωριό τον συμπροβόδησαν ως το
+σύνορο τους, κι' εκεί κάτω από ένα μεγάλο πολύκλαδο και φουντωτό
+πουρνάρι, γένονταν ο πολύπικρος ξεχωρισμός! Τι δάκρυα, τι
+σιγοκλάμματα, τι αναστεναγμοί, από τη γριά-μάννα του, από
+ταδερφοξάδερφά του, κι' από τη γυναίκα του και τι λύπη και τι
+κατήφεια απ' όλους τους χωριανούς! Το ύστερο σταυρωτό φίλημα και
+σφιχτακάλιασμα είταν της πικραμένης της μάννας του, και το ύστερο
+κατευόδιασμα της πανώριας και περίκαλλης γυναίκας του.
+
+Η ξενιτεμένη συνοδεία τράβησε και χώθηκε πίσω από ένα σκαπέτημα, και
+σπιτιακοί, συγγενήδες, γειτόνοι, φίλοι και λοιποί χωριανοί γύρισαν
+προς το χωριό.... Αλλά λίγο έλειψε να λησμονήσωμε τον καημένο τον
+Γκεσούλη! — ένα σκυλλί. —
+
+Ο Γκεσούλης στάθηκε στο πουρνάρι, καθισμένος στα δυο του πισινά
+ποδάρια κι' έβαλε μάτι για το δρόμο της ξενιτεμένης συνοδείας, ενώ
+κάποτε γύριζε και κοίταζε και τους άλλους, που γύριζαν στο χωριό.
+
+Σε λίγο, που κρύφτηκαν κι' αυτοί πίσω από μια ραχούλα, ο Γκεσούλης
+άρχισε να γυρίζη γλήγορα-γλήγορα το κεφάλι του, πότε προς το δρόμο,
+που είχε πάρει ο Ξενιτεμένος, και πότε προς το δρόμο του χωριού, σαν
+πετροπέρδικα, που φοβάται να μην τη σκιώση το γεράκι. Τέλος έκανε
+τίναγμα ξαφνικό και ρούπησε κατά το δρόμο του Ξενιτεμένου!
+
+
+Πέρασαν τέσσερα χρόνια ολάκαιρα από τότε. Ο Ξενιτεμένος, αφού έκανε
+γερό _πουγγί_ στην Αθήνα, ως ψωμάς, ξεκίνησε για την πολυπόθητη
+πατρίδα, μαζύ με τον αγαπημένο του τον Γκεσούλη. Στο ξεκίνημα του
+είχε κολλήσει κ' ένας χωριανός του, που η τύχη δεν τον είχε χαϊδέψει
+καθόλου από τη μεγάλη του ακαματιά. Αυτός ο χωριανός του λέγονταν
+Φετάνης και γνώριζε πόσο παχύ είταν το πουγγί του Λέντζου. Φτάσανε
+μαζύ στην Άρτα. Εκεί ο Λέντζος είδε ένα ώμορφο μουλάρι και το
+αγόρασε για το σπίτι, και την άλλη την ημέρα πρωί-πρωί ξεκινήσανε
+για τα Γιάννινα: ο Λέντζος καβάλλα κι' ο Φετάνης με τον Γκεσούλη
+πεζοί. Ο δρόμος από την Άρτα ως τα Γιάννινα είναι μια ολάκαιρη μέρα,
+αλλά για να φτάση κανείς σε μια μέρα από την Άρτα στα Γιάννινα
+πρέπει να ξεκινήση πρωί και να μη χασομερήση στο δρόμο. Το χωριό των
+ξενιτεμένων είταν άλλες έξη ώρες πέρα από τα Γιάννινα.
+
+Ο Φετάνης στο δρόμο αρρώστησε από πονόκοιλο και πήγαινε «στάσου εδώ»
+και «στάσου εκεί». Ο Λέντζος, κι' επειδή τον λυπήθηκε κ' επειδή
+ήθελε να φτάση το βράδυ στα Γιάννινα, κατέβηκε από το μουλάρι κι'
+έβαλε τον Φετάνη καβάλλα, αλλ' ο Φετάνης κοντοβαστούσε το μουλάρι,
+λέγοντας ότι το γοργοπερπάτημα του μουλαριού του μεγάλονε τον πόνο.
+Να μην τα πολυλογούμε, όταν ο ήλιος κοντοβασίλευε, η συντροφιά
+βρίσκονταν τρεις ώρες μακρυά από τα Γιάννινα. Είταν Αύγουστος μήνας
+και το νυχτοπερπάτημα πλειο ευχάριστο.
+
+Από λίγο-λίγο ο ήλιος καταίβαινε φλογερός πίσω από το βουνό του
+Μακρυαλέξη, σέρνοντας πίσω του ολάκαιρη χρυσή ουράνια λίμνη. Λίγο-
+λίγο πάλι εκείνη η χρυσή λίμνη έγινε χάλκινη κι' η χάλκινη
+μολυβένια, τ' αστέρια άρχισαν ν' ανάβουν ένα-ένα στον ουρανό, κ' η
+Νύχτα αγκάλιασε τον Κόσμο στα κοταμέλανα φτερά της. Τότε ο Φετάνης
+γυρίζει και λέγει του Λέντζου, που έρχονταν από πίσω τραγουδώντας:
+
+ — Έλα να καβαλλικέψης εσύ, γιατί μ' άφησ' ο πόνος.
+
+Σταμάτησε το μουλάρι, ξεκαβαλλήκεψε, και καβαλλήκεψε ο Λέντζος.
+Ξακολούθησαν έτσι ως μια ώρα δρόμο, όταν έφτασαν σε μια ράχη, οπούθε
+φαίνουνταν τα Γιάννινα μέσα στη σκοτεινιά της νύχτας, με τα πολλά
+τους φώσια, σαν απέραντο πάπλωμα, κεντημένο με χρυσά αστέρια. Σ'
+αυτή τη μεριά ο Φετάνης λέγει του Λέντζου:
+
+ — Έχ'ς ένα τσιγάρο;
+
+Ο Λέντζος σταμάτησε το μουλάρι κι' έβγαλε ένα τσιγάρο, κ' ενώ άπλωνε
+να το δώση του Φετάνη, αυτός αντί να πάρη το τσιγάρο, του δίνει μια
+βαθειά μαχαιριά στα πλευρά!
+
+ — Άπιστο σκυλλί, μ' έφαγες!
+
+Πρόφτασε μόνο να ειπή ο Λέντζος κι' έπεσε καταγής νεκρός. Ο
+Γκεσούλης έτρεξε στην απελπισμένη φωνή τ' αφέντη του, και τη στιγμή
+που ο φονιάς άπλωνε το άτιμο χέρι του να βρη τη γεμάτη σακκούλα, το
+στόμα του πιστού σκυλλιού του τ' άρπαξε. Σκυλλί και φονιάς πάλαιβαν
+ο ένας με το φονικό μαχαίρι κι' ο άλλος με τα δόντια. Ώρες βάσταξε,
+το πάλαιμα, κι' ο φονιάς, βλέποντας, ότι δε μπορούσε να βάλη χέρι
+στο άψυχο κορμί και ν' αρπάξη τους κόπους και τους ίδρους τεσσάρων
+χρόνων, αναγκάστηκε ν' απομακρυνθή και να φύγη. Εννοείται, ότι αν ο
+φονιάς είχε ένα πιστόλι, θα ξαπλώνονταν κι' ο Γκεσούλης νεκρό στο
+πλάγι τ' αφέντη του. Αλλά οι δολοφόνοι δεν αγαπούν τα βροντερά όπλα
+και πάντα προτιμούν το βουβό μαχαίρι.
+
+Φεύγοντας ο φονιάς, ο πιστός Γκεσούλης ζύγωσε το νεκρό, στρώθηκε
+καταγής και βάζοντας το κεφάλι του ανάμεσα στα μπροστινά του τα
+πόδια, άρχισε το λυπητερό γουρλητό ως το πρωί, κλαίγοντας τον
+πολυαγαπημένο του τον αφέντη κι' ευεργέτη του.
+
+Εκείνο το πρωί μια συνοδειά χριστιανών από τα πλησιόχωρα, άντρες και
+γυναίκες, άλλοι καβάλλα κι' άλλοι πεζοί, πηγαίνοντας για τα
+Γιάννινα, έπεσαν απάνω στο σκοτωμένο. Ιδόντας αυτό το φοβερό δράμα,
+αποφάσισαν να φορτώσουν τον νεκρό στο μουλάρι του, που βοσκούσε
+ξέγνοιαστο εκεί κοντά και να τον παν στη Μητρόπολη. Ο Γκεσούλης δεν
+έκανε καμμιάν αντίσταση κι' ακολούθησε τη νεκροπομπή με το κεφάλι
+κάτω και την ουρά στα σκέλια, βαδίζοντας στο πλάγι του μουλαριού,
+πούχε φορτωμένο τον αφέντη του.
+
+Στη Μητρόπολη, όπου ξεφόρτωσαν τον νεκρό κι' όπου παραβρέθηκαν κι'
+αντιπρόσωποι της Αρχής, έγεινε σωματική έρευνα και βρέθηκαν απάνω
+του διακόσες τόσες λίρες κ' ένα γράμμα της γυναίκας του, κι' απ'
+αυτό το γράμμα γνωρίστηκε ποιος είταν ο σκοτωμένος κι' από ποιο
+χωριό κατάγονταν.
+
+Αμέσως ειδοποιήθηκαν ταδέρφια του κ' η μαυρισμένη η γυναίκα του, κι'
+ήρθαν και πήραν το άψυχο κουφάρι του, με τα χρήματα, το μουλάρι, το
+φόρτωμα και τον πιστό το Γκεσούλη και πήγανε στο χωριό να του κάνουν
+το ξόδι.
+
+Δυο-τρεις μέρες υστερώτερα παρουσιάστηκε στο χωριό κι' ο Φετάνης κι'
+έκανε πως λυπιώνταν κι' αυτός για το φόνο του Λέντζου. Δεν απόκρυψε
+όμως, ότι ξεκίνησαν μαζύ από την Αθήνα, γιατί θα μαθεύονταν, ότι
+βγήκανε μαζί στο τούρκικο από της Άρτας το γεφύρι, δηλαδή κι' αυτό
+θα μαθεύονταν από πολλούς χωριανούς του, που βρίσκονταν στην Αθήνα
+και στην Άρτα, — κι' ότι ενώ ο Λέντζος τράβηξε για τα Γιάννινα
+καβάλλα, αυτός λοξοδρόμησε στη Φιλιππιάδα, με την ιδέα να βρη εκεί
+καμμιά δουλειά. Όλοι πίστεψαν τα ψεύτικά του τα λόγια, γιατί κανενός
+δεν μπορούσε να πέραση από την ιδέα, ότι αυτός είταν ο φονιάς.
+
+Ύστερα από λίγες μέρες ο Φετάνης, κατά το συνήθειο του τόπου, πήγε
+στα Λεντζέικα να παρηγορήση, κι' εκεί που ανέβαινε τες σκάλες τον
+λόγιασε ο Γκεσούλης, που κοίτονταν θλιμμένος σε μιαν άκρα της αυλής.
+Ώρμησε απάνω του σα μολύβι και του ρίχτηκε με μεγάλη έχτρητα.
+Φετάνης και Γκεσούλης κουτρουβαλιάστηκαν στα σκαλοπάτια. Έτρεξαν να
+τους χωρίσουν άντρες και γυναίκες από μέσα από το σπίτι, κι' ο
+Φετάνης, για να γλυτώση, έβγαλε το φονικό του μαχαίρι να χτυπήση τον
+Γκεσούλη, τον μόνο μάρτυρα του κακουργήματός του. Εκείνη τη στιγμή
+ένας από τους Λεντζαίους, για να γλυτώση το σκυλλί, αρπάζει το
+μαχαίρι, που έφερε ακόμα το αίμα του δολοφονημένου απάνω στο λεπίδι
+σκουριασμένο (1). Ο Φετάνης άλλο από την επίθεση του Γκεσούλη, κι'
+άλλο από το άρπαγμα του φονικού μαχαιριού, νόμισε, ότι κάποιος τον
+είχε προδώσει και φώναξε απελπισμένα:
+
+ — _Ήμαρτον! ήμαρτον! Μη με σκοτώνετε! Σχωράτε με! Εγώ τώκανα και
+σεις να μην το κάνετε!
+
+Οι Λεντζαίοι κατάλαβαν από τα λόγια, του ότι αυτός είταν ο φονιάς
+του ανθρώπου τους και τον έπιασαν για καλά. Σε λίγο μαζεύτηκαν οι
+γειτόνοι κι' όλο το χωριό. Ο φονιάς παραδόθηκε δεμένος στη
+Δημογεροντία, κι' η Δημογεροντία τον έστειλε στον Πασιά στα
+Γιάννινα.
+
+Ο Γκεσούλης, αφού έσωσε την περιουσία των ορφανών, μην αφίνοντας τον
+φονιά να πάρη τη σακκούλα του σκοτωμένου, κι' αφού παράδωκε και τον
+φονιά, κι' έκαμε τέλεια το χρέος του, ψόφησε απάνω σε σαράντα μέρες!
+
+Είπαν ότι ψόφησε από τη λύπη του!
+
+1) Υπάρχει μια λαϊκή πρόληψη, ότι το ανθρώπινο αίμα δεν καθαρίζεται
+ποτέ από το σίδηρο και ότι το φονικό μαχαίρι, καθώς και κάθε φονικό
+άρματο λιώχνει τους δαιμόνους τη νύχτα.
+
+
+
+Η ΔΟΛΙΑ Η ΜΑΝΝΑ
+
+
+
+Χαροπάλευε η δόλια η μάννα, η πρωτονοικοκυρά του σπιτιού. Είταν τρία
+νυχτόημερα του θανατά. Τρεις νυφάδες, δυο γυιοί, τρεις θυγατέρες,
+τρεις γαμπροί και καμμιά δεκαριά αγγόνια, αρσενικά και θηλυκά,
+περικύκλοναν το στρώμα της. Όλος αυτός ο κόσμος, που είχε βγη μες
+από τα σπλάγχνα της, δε μπορούσε να γεμίση τον τόπο του τρίτου γυιού
+της, του Βασίλη, που βρίσκονταν μακρυά στην Ξενιτειά. Χαροπάλευε και
+ξωλαλούσε η δόλια η Μάννα, κι' όλα τα ξωλαλήματά της είταν για τον
+ξενιτεμένο της το Βασίλη.
+
+ — Την ευχή μου νάχετ' όλοι σας, κι' ο Βασίλης μου την πλειότερη.
+Χώματα να πιάνη και μάλαμμα να γίνωνται.
+
+Από τη δεξιά τη μεριά είχε τη νύφη της τη Βασίλαινα και της κρατούσε
+το χέρι.
+
+ — Μου φαίνεται έτσι πως πιάνω τη σάρκα του Βασίλ' μου.
+
+Έλεγε με πόνο η δόλια η Μάννα.
+
+Κι' ύστερα από λίγο, άρχισε το τραγούδι του Ξενιτεμένου, που
+βουλιέται να γυρίση στην πατρίδα του.
+
+ «Τώρα είν' ο Μάης κι' η άνοιξη, τώρα 'ντό καλοκαίρι,
+ «Τώρα κι' ο Ξένος βούλεται στον τόπο του να πάη...
+ «Νύχτα σελώνει τ' άλογο, νύχτα το καλλιγόνει
+ «Βάνει τα πέταλα χρυσά και τα καρφι’ ασημένια.. »
+
+Τώλεγε και το ξανάλεγε αυτό το τραγούδι και μέσα στο παραλόγισμα του
+θατανά έχανε τους στίχους κι' έλεγε αλλ' άντ' άλλων, κι' έδινε
+διαταγές, σαν όταν είταν γερή:
+
+ — «Κώσταινα! Εσύ να πας για ξύλα σήμερα!.... »
+
+ — «Εσύ, Γιώργαινα να μάσης τα σκουτιά και να πας στο πλύμα!.. Ο
+Κώστας να πάη στα πρόβατα, κι' ο Γιώργης στο ζευγάρι»
+
+ — «Εσύ, Βασίλαινα να ζυμώ'ης καθάριο και να φκιά'ης πρόσφορα.. Να
+φκιά'ης και πήττα!... Τα παιδιά όλα τα προσέχω εγώ.. Σηκωθήτε όλοι
+και στες δουλειές σας! Έδωκε ο Θεός τη μέρα του.... τι περιμένετε»;
+
+ — «Ξιουουουού!.. παλιόκοττες που να σας μάση ο μπούφος! μου
+λερώνετε την πρόκοβα! Ξιουουουού»!
+
+Στέκονταν όλοι γύρα στο επιθανάτιο κρεβάτι της δόλιας Μάννας, της
+αληθινής μάννας του σπιτιού και περίμεναν το τέλος της, την ύστερη
+πνοή της με βαρυοθλιμμένο πρόσωπο και με δάκρυα στα μάτια. Σε λίγο
+ήρθε κι' ο παπάς με τ' αρτοφόρι για να τη μεταλάβη. Άμα μπήκε μέσα ο
+παπάς, τρέμοντας με την κοινωνιά στα χέρια, η άρρωστη ήρθε στα
+λογικά της, σήκωσε τα μάτια της, έκανε το σταυρό της κι' είπε:
+
+ — «Σχωράτε με κι' ο Θεός σχωρέσ' σας»!
+
+Άνοιξε το στόμα της και δέχτηκε από τη λαβίδα τη μεταλαβιά με μεγάλη
+ευχαρίστηση και με μεγάλον αναγαλλιασμό. Ύστερα είπε:
+
+ — «Αν ήξερα, ότι ο Βασίλης μου θάρχονταν σε μια βδομάδα μέσα, θα
+βαστούσα στα δόντια μου την ψυχή ως που νάρθη, κι' ύστερα θα πέθαινα
+ευχαριστημένη. Μη νομίζετε, ότι δεν σας αγαπώ εσάς τους άλλους, αλλ'
+ο πόνος της Ξενιτειάς είναι βαθύτερος και με κάνει να πονώ πλειότερο
+αυτήν την ώρα τον Βασίλ' μου, γιατί δεν τον βλέπω μπροστά μ'. Έτσι
+λέει και το τραγούδι:
+
+ «Κι' ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει... »
+
+Ύστερα απ' αυτά τα λόγια, την έπιασε ένα βογγητό, και τη βάσταξε
+κάμποση ώρα, κι' ύστερα από το βογγητό άρχισε πάλε τα ξωλαλήματα:
+
+ — Σάμα ήκουσα να πέφτουν δυο-τρία ντουφέκια στην αράδα.. θάναι ο
+Βασίλ'ς μου! Ακούω ποδοβολητό αλόγου:. «Πώχει τα πέταλα χρυσά και τα
+καρφιά ασημένια... »
+
+Σηκωθήτε όλοι να τον καρτερέσετε στην αυλή.. Μην του πήτε πως είμαι
+του θατανά και σκανιάση... Πέτε του ότ' είμαι λιγάκι άρρωστη... Ότι
+με πονεί το κεφάλι...... Όχι, όχι.! Πέτε του καλύτερα, ότι χτύπησα
+στο ποδάρι και για αυτό δεν μπόρεσα να βγω να τον καρτερέσω.... Μη
+βγαίνετε όμως όλοι έξω... Ας μείνουν κι' ένας-δυο μέσα μ' εμένα,
+γιατί φοβούμαι να μείνω μοναχή μου...
+
+Κι' ενώ έλεγε και ξανάλεγε όλα αυτά τα ξωλαλήματα, τα παιδιά της,
+γυιοί της, θυγατέρες της, νυφάδες της, γαμπροί της κι' αγγόνια της,
+κάθονταν ολόγυρα στο στρώμα της και περίμεναν με βουρκωμένα μάτια το
+τέλος της. Σ' αυτό απάνω, ανασηκώθηκε λιγάκι, ζύγιασε τα μάτια της
+κατά τη θύρα κι' είπε:
+
+ — Ανοίξτε τη θύρα κι' αναμεράστε όσοι είστε μπροστά, γιατί μ'
+εμποδίζετε να ιδώ. θέλω να τον ιδώ τον ξενιτεμένο μου να μπαίνη μέσα
+μ' όλη του τη λεβεντιά..
+
+Αναμέρησαν όσοι στέκονταν κατάντικρυ της θύρας κι' άφηκαν ελεύτερο
+το μάτι της δόλιας της Μάννας να βλέπη προς τα έξω, κι' αυτή κάρφωσε
+τα μάτια της στο έμπα της θύρας για κάμποση ώρα, κι' ύστερα άρχισε
+το τραγούδι, σα να είταν γερή.
+
+ «Ξενιτεμένο μου πουλί, γλυκό χελιδονάκι,
+ «Η Ξενιτειά σε χαίρεται κι' εγώ πίνω φαρμάκι.
+
+ «Ο Ξένος μες στη Ξενιτειά, σαν το πουλί γυρίζει,
+ «Σαν τον βασιλικόν ανθεί, αλλ' όμως δεν μυρίζει.
+
+ «Ανάθεμα σε, Ξενιτειά, κι' εσέ και τα καλά σου,
+ «Ούτε τ' άσπρα σου ήθελα, ούτε τα βάσανά σου.
+
+Ύστερα άλλαξε το σκοπό:
+
+ «Τι να σου στείλω, Ξένε μου, τι να σου προβοδήσω;
+ «Να στείλω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει,
+ «Να στείλω σου τα δάκρυα μου σ' ένα χρυσό μαντήλι..
+ «Τα δάκρυα μου είναι καφτερά και καίνε το μαντήλι..
+
+Και με την ύστερη λέξη αυτού του τραγουδιού έπεσε σε βαθειά νάρκη.
+Μια ώρα ακέρια πέρασε, που βαρυοκοιμώνταν στην αγκαλιά του Ύπνου,
+που μια τρίχα, τη χώριζε από τον θάνατο. Ανησύχησαν όλοι κι' άρχισαν
+με κλάμματα να την κουνούν, για ν' ανοίξη και να ιδούν για ύστερη
+φορά τα μάτια της, και ν' ακούσουν για ύστερη φορά τα ευλογημένα της
+τα λόγια.
+
+Η δόλια η Μάννα άνοιξε για ύστερη φορά τα μεγάλα τα μάτια, και
+κύτταξε όλους με την αράδα, σα να τους μετρούσε έναν έναν, και τους
+έδωκε την ευχή της ολωνών.
+
+ — «Νάχετε όλοι την ευχή μου! Σας την δίδω με όλην μου την καρδιά!
+Να ζήσετε καλοκαρδισμένοι και να γεράσετε με παιδιά και μ' αγγόνια,
+και σύντομη Ξενιτειά, δυο-τρία χρόνια το πολύ. Οι μικρότεροι να
+σέβεστε τους μεγαλύτερους κι' οι γυναίκες τους άντρες. Έτσι να
+κάνετε για νάχετε την ευχή μ' ολάκερη. Μην κλέψετε, μην φονέψετε,
+μην πορνέψετε, μην ψευτομαρτυρήσετε. Έτσι είπε ο Θεός. Να δίνετε
+ελεημοσύνη όσο μπορείτε. Η ελεημοσύνη βγαίνει με το βελόνι και
+μπαίνει με το σακκί. Να μην καταφρονήτε κανένα, να κρατάτε το θυμό
+σας και να φοβάστε τον Θεό. Κάνοντας αυτά θα ζήσετε καλά στον
+κόσμο... Ύστερα από λίγο δε θα είμαι εδώ-κάτω... Παιδιά μου πεθαίνω!
+
+Όλοι άρχισαν να κλαιν και να της φιλούν το μέτωπο και τα χέρια.
+«Μάννα μ'!» φώναξαν όλα τα στόματα του σπιτιού. Τα μάτια της δόλιας
+της Μάννας άρχισαν να κλειούνε, να βασιλεύουν, σαν όταν πέφτει ο
+ήλιος πίσω από το βουνό, και τα χείλια της να σφαλούν. Η Βασίλαινα η
+πλειο μικρή κι' η πλειο αγαπημένη της νύφη άρχισε πρώτη το μυρολόγι.
+Ο ήχος του μυρολογιού την ξαναγύρισε τη δόλια Μάννα. Ξανάνοιξε τα
+μάτια της και τα χείλια της, κι' είδε για ύστερη φορά τα παιδιά της
+και τους είπε τα πλειο υστερινά λόγια:
+
+ — Η Ξενιτειά του Βασίλη μου με στέλλ' στον Κάτω Κόσμο πικρή-
+φαρμακωμένη. Χίλια φορτώματα ζάχαρη δε θα μπορούσαν να μου γλυκάνουν
+την καρδιά. Μώρχεται πως από την πίκρα της καρδιάς μου θα
+ξεφυτρώσουν από το μνήμα μου αλιφασκιές, σπλώνοι και πικραγγουριές.
+Σας αφίνω διάτα, όταν έρθ' με το καλό ο Βασίλ'ς μου, όταν σας πάρουν
+τα σχαρήκια, νάρθ' ένας σας απάνω στο μνήμα μου, να ρίξ' τρία
+βροντερά ντουφέκια και να μου φωνάξ' δυνατά:
+
+ — «Μάννα, ήρθ' ο Βασίλ'ς!»
+
+Τ' όνομα του Βασίλη είταν η υστερινή της λέξη. Η δόλια η Μάννα δεν
+είταν πλειο στη ζωή. Αντήχησαν τα μυρολόγια, δυνατά, κι' όλο το
+Χωριό έτρεξε στο χαροχτυπημένο σπίτι.
+
+Μήνες πέρασαν από το θάνατο της δόλιας της Μάννας, την άνοιξη
+δέχτηκε το καλοκαίρι, και το καλοκαίρι ο χινόπωρος, και το χινόπωρο,
+ο χειμώνας. Ο ξενιτεμένος ο Βασίλης δεν ακούονταν πουθενά, Τώχουν
+σύστημα οι ξενιτεμένοι, όταν βουλιώνται ναρθούν, κόβουν τα γράμματα.
+Τον θάνατο της μάννας του δεν του τον είχαν γράψει τ' αδέρφια του
+για να μην του φανή πικρότερος στην Ξενιτειά, και τον περίμεναν
+ναρθή και να τον μάθη στην αγκαλιά του σπιτιού του. Πέρασε ο Άη-
+Δημήτρης, πέρασε των Ταξιαρχών, Γέρασε κι' ο Άη-Νικόλας και ζύγοναν
+και τα Χριστούγεννα.
+
+Ένα απόγευμα πρόβαλε ένας συχαρηκιάρης κι' άρπαξε το μαντήλι από το
+κεφάλι της Βασίλαινας!
+
+ — Ο Βασίλ'ς! της είπε λαχανιασμένος.
+
+Εκείνη η στιγμή είταν η πρώτη χαρούμενη στιγμή, αφόντας είχε πεθάνει
+η δόλια η Μάννα, που αιστάνονταν το χαροκαμένο σπίτι. Η Βασίλαινα
+για μια στιγμή τάχασε από τη χαρά της, άμα άκουσε το χαρμόσινο
+άγγελμα.. ύστερα από λίγο συνήρθε, έτρεξε στην κασσέλλα της, την
+άνοιξε, έκοψε ένα μικρό φλωρί από την τραχηλιά της, το έδωκε του
+σχαρηκιάρη, κι' ενώ το σπίτι γένονταν άνω κάτω από τη χαρά, και
+μικροί-μεγάλοι έτρεχαν τον κατήφορο να δεχτούν τον Ξενιτεμένο, αυτή
+ξεκρέμασε το ντουφέκι και τες παλάσκες από τον τοίχο και τράβησε
+κατά το νεκροταφείο, στο μνήμα της δόλιας της Μάννας, κι' εκεί απάνω
+έρριξε τρία ντουφέκια στην αράδα «μπαμμ!» μπαμμ!» «μπαμμ!» κι'
+ύστερα φώναξε με όλη τη δύναμη της:
+
+ — «Μάνναααα! ήρθ' ο Βασίλ'ς!»
+
+
+
+Ο ΜΙΚΡΟΣ ΚΡΙΤΗΣ
+
+
+
+ΕΙΝΑΙ πολλά χρόνια, αφόντας έγεινε η ιστορία, που θα σας διηγηθώ. Ο
+μικρός Κριτής σήμερα είναι γέρος με παιδιά και μ' αγγόνια, και με
+δίγγονα, αν κι' η Μοίρα δεν τον αξίωσε να χαϊδέψη δικό του παιδί.
+Αλλά το ίδιο πράγμα είναι. Τα παιδιά, τ' αγγόνια και τα δίγγονα
+είναι του αδερφού του, μικρότερου του κατά την ηλικία, σαν και δικά
+του είναι.
+
+Ο μικρός Κριτής, Σπύρος λεγόμενος, είταν και δεν είταν δέκα χρονών,
+όταν για πρώτη φορά, ακολουθώντας το αναγκαίο έθιμο της πατρίδας
+του, ξεκίνησε για την Ξενιτειά, την Κίρκη αυτή του ηπειρώτικου
+κόσμου. Ο πατέρας του, ο κυρ-Χρήστος Κριτής λεγόμενος απ' όλη την
+επαρχία, γιατί είταν πραγματικώς ο δικαστής της, τον συνώδεψε ως τα
+Γιάννινα. Την ώραν του ξεχωρισμού, που ο Ρόβας ο καρβανάρης είχε
+έτοιμα τα μουλάρια του και τ' άλογά του, και φώναζε σαν άλλος
+δήμιος. « &Το καρβάνι είν' έτοιμο!!!&», όλοι οι συγγενήδες, που
+παρακολοθούσαν τους ξενιτεμένους τους, τους ξεμονάχεψαν και τους
+έλεγαν τα ύστερα λόγια του ξεχωρισμού. Είταν καμμιά εικοσαριά οι
+ξενιτεμένοι. Άλλος είχε μάννα, άλλος πατέρα, άλλος θειο ή θεια, κι'
+άλλος μεγαλύτερο αδερφό ή αδερφή. Τι πικρή ώρα, η ώρα του
+ξεχωρισμού! Όλο το αίμα μαζόνεται στην καρδιά, το πρόσωπο
+σκυθρωπάζει, και τα μάτια βουρκώνουν από τα δάκρυα.
+
+ «Κι' ο ζωντανός ξεχωρισμός παρηγοριά δεν έχει». Λέγει το ηπειρωτικό
+τραγούδι. Αλήθεια δεν έχει παρηγοριά ο ζωντανός ο ξεχωρισμός! Χάνει
+από τα μάτια του ένα άνθρωπο ζωντανό, κι' εκείνος, που φεύγει και
+πάει, κι' εκείνος που μένει πίσω, και δε χάνει έναν πεθαμένο.
+
+Ο καρβανάρης ο Ρόβας έσχιζε από τη μια την άκρη ως την άλλη την
+πλατύχωρη αυλή του χανιού, κι' έλεγε: —
+
+ — «Τελειώστε γλήγορα· πέρασε η ώρα».
+
+Πώς περνούν γλήγορα οι ώρες του ξεχωρισμού! Οι καρδιές χτυπούσαν
+δυνατώτερα, τα μάτια δάκρυζαν και κάπου κάπου ακούονταν και ξεφωνητό
+μάννας ή αδερφής. Πώς περνούν γλήγορα οι ώρες του ξεχωρισμού! Και
+φτερά αν είχαν, δεν θα περνούσαν, και δεν θάφευγαν γληγορώτερα!
+
+Τέλος ο καρβανάρης ο Ρόβας καβαλλήκεψε ένα χρυσοκάπουλο μουλάρι και
+χτυπώντας το με τους φτερνιστήρες του, πετάχτηκε έξω από την
+ορθάνοιχτη θύρα του χανιού, σαν αστραπή. Όλοι οι ξενιτεμένοι
+αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν με τους δικούς τους και καβαλλήκεψαν κι'
+αυτοί με μάτια θολωμένα από τα δάκρυα του πόνου της πατρίδας, του
+σπιτιού, και των δικών τους, κι' έκαναν το σταυρό τους. Τα «έ χ ε τ
+ε γ ε ι ά», τα «ώ ρ α κ α λ ή» και τα «κ α λ ή α ν τ ά μ ω σ η
+ν α δ ώ σ η ο Θ ε ό ς!», διασταυρόνονταν απ' εδώ και απ' εκεί.
+Μια μάννα, πικρόμαννα έστησε μυρολόγι:
+
+ «Ανάθεμα σε ξενιτειά και τρισανάθεμά σε,
+ Που μου κρατάς τον άντρα μου ακέρια δέκα χρόνια.
+ Κι' εφέτος μ' αποπλάνεψες μου παίρνεις και το γυιό μου!.. »
+
+Την ώρα, που ο Σπύρος δρασκελούσε τη θύρα του χανιού, του φώναξε ο
+πατέρας του, με παραπονετική φωνή:
+
+ — Σπύρο μου, στάσου, να σου ειπώ δυο λόγια ακόμα... Ο Σπύρος
+σταμάτησε το μουλάρι, κι' ο κυρ Χρήστος, μαραμένος από τον πόνο του
+ξεχωρισμού του πρώτου παιδιού του, και του πλειο αγαπημένου απ' όλα,
+του λέγει:
+
+ — Παιδί μου1 Άμα σκαπετήσης το Μέτσοβο είσαι ή δεν είσαι παιδί μου
+είναι το ίδιο. Δεν σε ξέρει κανένας. Αλλά συ να μη λησμονήσης ποτέ
+ότι είσαι παιδί μου. Μακρά από ψέμμα, κλεψιά, φονικό και ξένη
+γυναίκα! Και στο βάθος της θάλασσας κι' αν βρεθής να μη χάσης την
+ελπίδα σου από τον Θεό! Και βασιλειάς αν γένης να μη λησμονήσης την
+πατρίδα σου. Τάκουσες παιδί μου;
+
+ — Τάκουσα, πατέρα μου!
+
+ — Ώρα σου καλή τώρα! Ο Θεός κι' η ευχή μου μαζύ σου!
+
+Το παιδί χτύπησε το μουλάρι του για να φτάση το ξεμακρυσμένο
+καρβάνι, κι' ο πατέρας σωριάστηκε στο πεζούλι του χανιού, κι'
+άρχισαν να τρέχουν τα μάτια του, σα βρύσες.
+
+Την άλλη την ημέρα ο κυρ Χρήστος βρίσκονταν στο χωριό του και δίκαζε
+τους πατριώτες του, που έτρεχαν σ' αυτόν να βρουν το δίκιο τους, κι'
+ο Σπύρος είχε σκαπετήσει το Μέτσοβο κι' όσους απαντούσε στο δρόμο
+κανέναν δεν γνώριζε, κι' ούτε τον γνώριζαν!
+
+Το καρβάνι τραβούσε για την Πόλη, όλο της στερεάς. Είκοσι μέρες
+χρειάζονταν τότε για να πάη κανείς από τα Γιάννινα στην Πόλη, αν δεν
+τύχαινε στο δρόμο κανένα εμπόδιο. Είχαν περάση δέκα μέρες δρόμο,
+πέρασαν την Θεσσαλονίκη, χωρίς να τους τρέξη κανένα κακό. Είταν όλοι
+αγαπημένοι, όλοι μια χαρά και περνούσαν τον δρόμο τους τραγουδώντας
+και κουβεντιάζοντας σαν αδέρφια. Εκείνη την ημέρα μπήκε ο διάβολος
+στη μέση. Του ενός από το καρβάνι είχε πέσει η σακκούλα του με ότι
+χρήματα είχε, και την είχε βρη ένας άλλος, από τους είκοσι
+συνταξειδιώτες, και του την έδωκε, κρατώντας τα μισά για βρετικά.
+Εκείνος που είχε χάσει την σακκούλα γύρευε ακέριο το χρηματικό ποσό,
+που είχε μέσα, κι' εκείνος που την είχε βρη δεν τώδινε, λέγοντας,
+ότι είχε δικαίωμα να βαστάξη τα μισά για βρετικά, κι' από λόγο σε
+λόγο πιάστηκαν, κι' άρχισαν να χτυπιούνται στα γερά, φωνάζοντας:
+«βιο μου», ο ένας και «δίκιο μου!» μου ο άλλος. Μπήκαν οι άλλοι να
+τους χωρίσουν, αλλά κι' αυτοί χωρίσθηκαν σε δυο: άλλοι με τον έναν
+κι άλλοι με τον άλλον. Εκείνος οπού είχε βρη την σακκούλα επέμενε να
+βαστάη τα μισά, λέγοντας: Δικαιούμαι να βαστάξω τα μισά, διότι αν
+δεν το φανέρονα, ότι ηύρα την σακκούλα, μπορούσα να τα φάω όλα τα
+χρήματα, που είχε μέσα.
+
+Εκείνος πάλι, που την είχε χάσει, επέμενε να τα ζητάη όλα, λέγοντας:
+
+ — Δεν δικαιούσαι να μου βαστάξης τα μισά, διότι δεν είμεστε απ'
+άλλο καρβάνι συ κι' απ' άλλο εγώ, αλλ' είμεστε από το ίδιο καρβάνι·
+κι' είμεστε σύντροφοι, κι' ως σύντροφοι είμεστε αδέρφια και
+υποχρεούμεστε ο ένας να βοηθάη τον άλλο, κι' όχι να κερδίζουμε ο
+ένας από τον άλλο. Φιλονικώντας — φιλονικώντας έφτασαν σ' ένα χάνι,
+ησύχασαν λίγο, όσο να φαν, κι' άρχισαν πάλι την φιλονικία. Έδωκε
+πήρε ο Ρόβας, ο καρβανάρης να τους ειρηνέψη, αλλά δεν μπόρεσε· και
+τα δυο τα μέρη είχαν κάποιο δίκαιο, το καθένα για τον εαυτό του. Η
+φιλονικία κατάληξε στα χέρια, και μέσα στο μαλλοτράγμα, κάποιος είπε
+με πόνον καρδιακό:
+
+ — Ε! και να ξεφύτρωνες, θεέ μου, τον κριτή μας, τον κυρ-Χρήστο, εδώ
+πέρα, από καμμιά μεριά, πως θάφευγε ο τρισκατάρατος από τη μέση μας,
+και πως θα γένονταν όλα μέλι γάλα
+
+ — Αχ' πούθε να είταν καημένε, είπε ένας άλλος τους, σε μια στιγμή
+θα ειρήνευαν τα πάντα.
+
+ — Μούρθε μια ιδέα — είπε ένας άλλος....
+
+ — Τι; τον ρώτησε τέταρτος.
+
+ — Τι;.... Έχομε το παιδί του εδώ πέρα...
+
+ — Και σαν τώχομε;
+
+ — Να το βάλωμε στη θέση του πατέρα του....... κριτή.
+
+ — Μπρε αλήθεια! Να το βάλωμε κριτή. Αν και μικρό ακόμα, θα ξέρη να
+ειπή κάτι, ως παιδί του κριτή μας.
+
+ — Σπύρο — φώναξε — Σπύρο Τι γίνεται ο Σπύρος του κυρ-Χρήστου;
+
+Ο Σπύρος δεν ακούονταν, τον είχε καταβάλει ο κόπος του δρόμου, κι'
+άμα έφαγε, ακούμπησε στον τοίχο κι' αποκοιμήθηκε, έχοντας προσκέφαλο
+το δισάκκι του, στρώμα τη βελεντζούλα του και σκέπασμα την κάππα
+του.
+
+Η πρόταση ν' αναθέσουν την κρίση στο παιδί, είχε γείνει δεχτή απ'
+όλη τη συνοδεία.
+
+ — Ναι, ναι — ακούονταν ανάμεσα στες κουβέντες τους. — να ξυπνήσωμε
+το παιδί να τους κρίνη. Είναι παιδί του πατέρα του....
+
+Ο αρχηγός του καρβανιού, ο Ρόβας, ακούοντας, ότι ήθελαν να ξυπνήσουν
+το παιδί για να κάμη την κρίση, και παίρνοντας το πράγμα γι' αστείο,
+τους είπε:
+
+ — Τι λόγια, ωρέ, είν' αυτά που λέτε; Αφήστε το παιδί να κοιμηθή. Τι
+ξέρει αυτό;
+
+ — Όχι! όχι! — εφώναξαν πολλοί — πρέπει να ξυπνήσωμε το παιδί.
+
+Δύο τρεις άρχισαν να ξυπνούν το παιδί, που κομώνταν βαρυά. Ύπνος
+παιδιακίσιος και μάλιστα ύστερα από δρόμο. Του φώναζαν και το
+τραβούσαν απ' εδώ κι' απ' εκεί, αλλά δεν μπορούσαν να το ξυπνήσουν.
+Τέλος του έβαλαν ταμπάκο στη μύτη κι' έτσι φτερνίστηκε και ξύπνησε.
+Το παιδί, άνοιξε τα μάτια του, κύτταξε γύρω γύρω και το πήρε το
+παράπονο.
+
+ — Γιατί παραπονιέσαι, ωρέ; — του είπε ο Ρόβας.
+
+ — Έβλεπα στον ύπνο μου, ότι είμουν στο σπίτι μου με τον πατέρα μου
+και με ταδέρφια μου... Μάννα δεν είχα.
+
+Και λέγοντας αυτά άρχισε να κλαίη. — Μπρε κριτή που σου τον
+διάλεξαν! Είπε μόνος του ο καρβανάρης.
+
+ — Ξέρ'ς γιατί σε ξυπνήσαμε, Σπύρο; του είπε ένας από εκείνους που
+τον ξύπνησαν.
+
+ — Πού να το ξέρω, — είπε ο Σπύρος, τρίβοντας τα μάτια του.
+
+ — Σε ξυπνήσαμε για να μας κάνης την κρίση της φιλονικίας.
+
+Το παιδί τον κύτταξε με το στόμα ανοιχτό.
+
+ — Μπρε, τι σας έφταιγε το καημένο και του χαλάσατε τ' όνειρο, είπε
+ο καρβανάρης. Άιντε παιδί μου, κρίνε τους — είπε ο γεροντότερος
+ταξειδιώτης του καρβανιού. — Γνωρίζεις την αιτία. Απ' αυτού θα
+καταλάβουμε αν θα γένης σαν τον πατέρα σου.
+
+Το παιδί καλοκάθησε σταυροπόδι, κι' είπε στους μαλλωμένους με ύφος
+αληθινού κριτή:
+
+ — Ελάτε εδώ!
+
+Πήγαν κι' οι δυο μπροστά του με τα χέρια σταυρωμένα.
+
+ — Ξέρετε που είμεστε; Τους ρώτησε σοβαρά. Ο καρβανάρης άνοιξε τα
+μάτια του, προσέχοντας ν' ακούση καλύτερα. Οι μαλλωμένοι δε
+μιλούσαν.
+
+Να σας ειπώ που είμεστε. Είμεστε κακορρίζικοι, δέκα μέρες μακρυά από
+τον τόπο μας· είμεστε ξένοι παντάξενοι! Δε μας γνωρίζει κανένας εδώ
+γύρα! Η Ξενιτειά μας αδερφόνει όλους...
+
+Ο καρβανάρης άρχισε ν' αποράη με τη νοημοσύνη του μικρού κριτή και
+λέγει μέσα του!
+
+ — Μπρε, το παλιόπαιδο! Αυτό είναι σοφό!
+
+ — Θέλετε να σας κάνω την κρίση; — τους ρώτησε σοβαρά σοβαρά.
+
+ — Θέλομε, — του απολογήθηκαν, — κι' ότι μας πης θ' ακολουθήσωμε.
+Έτσι κάναμε και στον πατέρα σου.
+
+ — Για να σας κάνω την κρίση, πρέπει πρώτα ν' αγκαλιασθήτε και να
+φιληθήτε κι' ύστερα να σας κρίνω.
+
+Οι δύο μαλλωμένοι κύτταξαν ο ένας τον άλλον περίλυποι, σα να
+ντρέπονταν να κάνουν εκείνο, που τους έλεγε.
+
+Οι άλλοι, βλέποντας το δισταγμό τους, τους φώναζαν:
+
+ — Κάνετε ωρέ, όπως σας λέγει ο κριτής! Τι καμαρώνετε!
+
+Οι μαλλωμένοι αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν κλαίοντας.
+
+ — Πηγαίνετε τώρα! — είπε το παιδί — Τελείωσε η κρίση σας!
+
+ — Και πώς τελείωσε; — είπαν οι πολλοί — Ο ένας κρατάει κι' ο άλλος
+έχει να λάβη.
+
+ — Τελείωσε, είπε το παιδί. — Η διαφορά τους είταν το μίσος. Αφού
+μπήκε η αγάπη ανάμεσα τους, το μίσος έφυγε και το δίκιο έρχεται μόνο
+του.
+
+Και πραγματικώς εκείνος που βαστούσε τα μισά τα χρήματα, τάβγαλε από
+τον κόρφο του και τάδωσε στον άλλο, που τα ζητούσε, λέγοντας:
+
+ — Πάρ'τα, αδερφέ!
+
+Κι' εκείνος που τα ζητούσε του απολογήθηκε:
+
+ — Όχι, αδερφέ, όλα! Βάστα τα βρετικά σου. Κράτα όσα θέλεις, κράτα
+τα κι' όλα...
+
+ — Όχι! όχι, είναι δικό σου βιο — είπε εκείνος, που τα είχε βρη. —
+Μακρυά από εμένα το άδικο!
+
+ — Πάρ'τα ωρέ, — του φώναξαν οι άλλοι, — αφού σου τα δίνει ο
+άνθρωπος.
+
+Τα πήρε τότε εκείνος και τα έβαλε στη σακκούλα, κι' αφού την έβαλε
+στον κόρφο του, ξαναγκαλιάστηκε και ξαναφιλήθηκε με τον αντίθετό
+του.
+
+ — Εύγε! εύγε Σπύρο — φώναξαν οι άλλοι — είσαι αληθινό παιδί του
+κυρ-Χρήστου! και πήγαν όλοι και το φίλησαν το παιδί, και το
+ευχήθηκαν να προκόψη.
+
+Ο καρβανάρης ο Ρόβας, που κορόιδευε πρώτα τον μικρό κριτή, πήγε και
+τον αγκάλιασε κι' αυτός και τον φίλησε, λέγοντας του:
+
+ — Παιδί μου, να με σχωρέ'ης, Εγώ είμαι μεγάλος στα χρόνια και συ
+μεγάλος στον νου. Μια μέρα θα γείνης αφέντης.
+
+Και πραγματικώς έζησε και πρόκοψε, κι' όλοι οι συνταξειδιώτες του
+έγειναν ύστερα από λίγα χρόνια υπηρέτες του.
+
+
+
+Υ Σ Τ Ε Ρ Α
+ΑΠΟ ΕΙΚΟΣΙ ΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΙΑ
+
+
+
+ΔΕΝ είχε ακόμα φέξει καλά-καλά τα Χριστούγεννα κι' η Τασιούλαινα, η
+ξακουσμένη νοικοκυρά του χωριού με τον μονάκριβο της τον Γεωργάκη,
+άντρα είκοσι πέντε χρονών, με μαύρο μουστάκι στριμμένο, άμα ήρθαν
+από την εκκλησιά, κάθησαν στο τραπέζι, πούχε απάνω μια μεγάλη απλάδα
+κουλάστρα, και μια γαβάθα με κόττα βραστή κι' ένα τεψί με τηγανίτες,
+σπάραγνα του μικρού Χριστού, ζεματισμένες με μέλι. Δεν άρχιζαν όμως
+να φαν, γιατί περίμεναν τον παπά-Νικόλα να τους ευλογήση το τραπέζι
+και να τους ευχηθή μια χαμένη ευχή: «&να καλοδεχτούν&»
+
+Η Τασιούλαινα σαράντα πέντε χρονών γυναίκα, με πρόσωπο στρογγυλό σαν
+το φεγγάρι, με χρώμα σα μήλο κόκκινο, με μάτια μαύρα, σαν ελιές και
+φρύδια μακρυά και καμαρωτά, σαν δοξάρια, ώμοιαζε σα να μην είχε
+φτάσει ακόμα τα τριάντα χρόνια, κι' αν δεν είχε μια αδιάκοπη
+μελαγχολία στο πρόσωπό της θα φαίνονταν ακόμα νιώτερη απ' ό τι
+έδειχνε· κι' ο γυιός της, ο Γεωργάκης, με το δασύ του και κατάμαυρο
+μουστάκι, και με τα χονδρά του τα χαρακτηριστικά έδειχνε, σα να είχε
+περάσει τα τριάντα πέντε χρόνια, και χαριτωμένη μάννα κι'
+ωμορφοκαμωμένο παιδί έσμιγαν στην ηλικία, σαν που σμίγουν δύο
+αγαπημένα στόματα, και φαίνονταν ή σαν αδέρφια ή σαν αντρόγυνο, για
+όσους δεν τους ήξεραν.
+
+Μάννα και γυιός, δυο όντα στον κόσμο, που το ένα ζούσε για το άλλο,
+κάθονταν στην άκρη του τραπεζίου μελαγχολικοί, και περίμεναν τον
+παπά-Νικόλα να ευλογήση και ν' αρχίσουν να φαν, αλλ' ο παπά-Νικόλας
+αργούσε, γιατί ευλογούσε με τη σειρά τα τραπέζια των σπιτιών του
+χωριού, και δεν είχε φτάσει ακόμα στο σπίτι της Τασιούλαινας και του
+Γεωργάκη. Ύστερα από κάμποση ώρα, ακούστηκαν τα σκυλλιά της
+γειτονιάς. Είταν ο παπά-Νικόλας, που έβγαινε από το ένα σπίτι κι'
+έμπαινε στ' άλλο. Σε λίγο ανέβαινε τες σκάλες του σπιτιού και μάννα
+και γυιός σηκώθηκαν να τον υποδεχτούν.
+
+Ο παπάς είπε «καλημέρα» και «χρόνια πολλά» κι' άρχισε να ευλογάη το
+τραπέζι:
+
+ «&Χριστέ ο Θεός, ευλόγησον την βρώσιν και την πόσιν των δούλων σου
+και πάντας ημάς&»
+
+Είπε μηχανικώς κι' άρχισε και το τροπάρι του Χριστού:
+
+ «&Η γέννησις σου Χριστέ ο Θεός, ανέτειλε τω κόσμω το φως το της
+γνώσεως εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες υπό αστέρος
+εδιδάσκοντο σε προσκυνείν τον ήλιον της δικαιοσύνης και σε
+γιγνώσκειν εξ ύψους ανατολήν. Κύριε δόξα σοι.&»
+
+Πήρε ένα φυλλί τηγανίτα, μια χουλιαριά κουλάστρα, ένα μπούτι κόττα,
+άρπαξε ένα ποτήρι γεμάτο κρασί στο χέρι κι' είπε:
+
+ — Να ζήσετε και να καλοδεχτήτε τον Τασιούλα...
+
+Τράβηξε το κρασί και κίνησε να φύγη, ξαναλέγοντας:
+
+ — «Και του χρόνου τα Χριστούγεννα... και του χρόνου με τον άντρα
+σου εσύ, με τον πατέρα σου και με μια καλή νύφη εσύ... εκείνη ντε με
+τα κατσαρά μαλλιά.... τη γειτονοπούλα που ξέρεις....
+
+Και λέγοντας αυτά ο παπάς κατέβαινε γλήγορα τη σκάλα, κρατώντας με
+το δεξί την πατερίτσα του και με το ζερβί το μπούτι της κόττας, και
+πήγαινε βιαστικός να ευλογήση κι' άλλα σπίτια, και να πη κι' άλλα
+«_Χριστέ ο Θεός, ευλόγησον..._» κι' άλλα «_Η γέννησίς σου Χριστέ ο
+Θεός.._» κι' άλλα «_Να ζήσητε και να καλοδεχτήτε..._» κι' άλλα «_Και
+του χρόνου τα Χριστούγεννα..._»
+
+Φεύγοντας ο παπάς, μάννα και γυιός γύρισαν και κάθησαν στο κατάφορτο
+τραπέζι από φαγητά, για να φαν, αλλά ούτε η μάννα, ούτε το παιδί
+έκαναν το σταυρό ν' αρχίσουν να φαν, σαν κάποιον να περίμεναν, που
+είταν η θέση του αδειανή στο κεφαλοτράπεζο, εικοσιπέντε ακέρια
+Χριστούγεννα, κι' άλλους τόσους Άη-Βασίληδες, κι' άλλες τόσες
+Λαμπρές, κι' άλλους τόσους Άη-Γεώργηδες....-Είκοσι πέντε χρόνια
+ξενιτειά, είκοσι πέντε χρόνια μάρα και θλίψη, και δάκρυα και
+κακολογίες δεν είταν μικρό πράμμα για την καημένη την Τασιούλαινα...
+Είκοσι χρονών είταν όταν παντρεύτηκε τον Τασιούλη, παλληκάρι είκοσι
+πέντε χρονών, και δυο-τρεις μήνες ύστερα από το γάμο της ο Τασιούλης
+της ξεκίνησε για τη Βλαχιά με τον Ρόβα τον αγωγιάτη, κι' από τότε
+ούτε γράμμα, ούτε αντιλογιά... Όταν γέννησε το Γεωργάκη της ο κόσμος
+λογάριαζαν στα δάχτυλα τους μήνες,.... αλλά δεν έβγαζαν εκείνο
+πούθελαν, γιατί είταν εννιά μήνες παρά δέκα ακέριες μέρες, αφόντας
+είχε φύγει ο Τασιούλας, κι' ο Γεωργάκης, όχι εφταμηνίτικο, αλλά
+είταν και παράειταν στον καιρό του, ένα παιδί σα σαραντισμένο με τα
+μαλλιά μια παλάμη μακρυά στο κεφάλι του. Κι' όμως υπήρχαν και
+καμπόσες στριγλόγριες, που έλεγαν ότι ο Τασιούλας τάχα δεν είχε
+φύγει αντήμερα του Άη-Γεωργιού, αλλ' αντήμερα του Θωμά, δέκα μέρες
+πρωτύτερα και το παιδί μπορούσε να μην είναι του Τασιούλα, γιατί
+καμμιά φορά οι γυναίκες γεννούν δύο-τρεις μέρες πρωτύτερα από τους
+εννιά μήνες...
+
+Η μάννα, με την καρδιά βαλαντωμένη από τον πόνο άρχισε να λέη στο
+παιδί της:
+
+ — .... Παιδί μου! Είκοσι πέντε Χριστούγεννα σωστά λείπει ο πατέρας
+σου στην Ξενιτειά. Χριστούγεννα, Άη-Βασιλειού και Φώτα δεν έχω κάνει
+μαζύ του. Μόνον αποκριές, Λαμπρή κι' Άη-Γεώργη... Αντήμερα τ' Άη-
+Γεωργιού έφυγε... για να μην ξαναγυρίση!... Τι έχω ακούσει παιδί μ',
+από τον παλιόκοσμο! Τι έχω ακούσει! Φθονούσε τα νειάτα μου, φθονούσε
+την ωμορφιά μου, πάη καλά, αλλά να φθονή και τη δυστυχία μου!
+
+ — Πόσες φορές μου τα είπες, μαννούλα μ' αυτά.... Τα ξέρω... Έλα να
+φάμε και να ευκηθούμε ακόμα μια φορά να τον καλοδεχτούμε, κι' ό τι
+θέλ' ο Θεός ας γένη!
+
+Της απολογήθηκε ο Γεωργάκης.
+
+ — Αν έχει πεθάνει, σχωρεμένος νάναι, κι' άγιο το χώμα του, πούναι
+πεσμένος, αλλ' αν ζη και λησμόνησε τη γυναίκα του — εσένα, παιδί
+μου, δε σε ξέρει, αν ήρθες στον κόσμο — και λησμόνησε το σπίτι του,
+τα υπάρχοντά του, το Χωριό του, την πατρίδα του, από το Θεό να το
+βρη, με την αδικία που μας έχει κάνει των δυονών μας!
+
+Άρχισε να κλαίη. Ο Γεωργάκης την αγκάλιασε, και την μίλησε για να
+την παρηγορήση και να της κάνη την καρδιά, κι' έτσι αγκαλιασμένοι
+έγειραν στο προσκέφαλο της παραστιάς. Η φωτιά έκαιγε γλυκά — γλυκά,
+κι' έπεφταν από τον δαυλοστάτη κόκκινα και χοντρά τα κάρβουνα, το
+τραπέζι στέκονταν μαραμένο με τες μελωμένες τηγανίτες, με την απλάδα
+γεμάτη κουλάστρα και με τη γαβάθα γεμάτη κόττα βραστή, η θύρα κι' η
+οξώθυρα είταν ανοιχτές πέρα-πέρα για τη χρονιάρα την ημέρα και τη
+δεσποτική τη γιορτή, και για τον ξενιτεμένο του σπιτιού. Έξω αγέρας,
+κρύο και χιονόνερο, τα στοιχειά του χειμώνα χόρευαν με μανία, κι' η
+μάννα με το παιδί της κοιμώνταν παραστιάς σφιχταγκαλιασμένοι, σαν
+όταν ο Γεωργάκης είταν εφτά χρονών παιδάκι..
+
+Τι να είχε γείνει ο καημένος ο Τασιούλας; Άλλοι έλεγαν, ότι τον
+καιρό, που πήγαινε στη Βλαχιά είχε πέσει από το μουλάρι στο Δούναβη
+και πνίγηκε, άλλοι πάλι, ότι στο Γιάσι, που καταστάθηκε, τον αγάπησε
+μια Βλάχα για την ομορφιά του και τον παντρεύτηκε, άλλοι ότι είχε
+πεθάνει από αρρώστεια, κι' άλλοι πάλι έλεγαν άλλα. Τελευταία όμως
+ένας Ζαγορίσιος είχε ειπή στα Γιάννινα, και τα λόγια έφτασαν ως το
+χωριό, ότι ο Τασιούλας είχε κατηγορηθή άδικα όταν έφτασε στο Γιάσι,
+ότι είχε σπάσει μια κάσσα και πήρε φλωριά και καταδικάστηκε σε
+είκοσι πέντε χρόνια φυλακή, κι' ότι μες στη φυλακή έκρυβε την
+εντροπή του, μη θέλοντας να ειπή ούτε από ποιο χωριό είταν, ούτε στο
+σπίτι του να γράψη, κι' ότι μέσα στη φυλακή, που βρίσκουνταν,
+έφκιανε διάφορα εργόχειρα και με την οικονομία του είχε κάνει αρκετή
+περιουσία και περίμενε να τελειώση η ποινή του και ναρθή στην
+πατρίδα του. Αλλ' η Τασιούλαινα τ' άκουγε όλα αυτά τα πράγματα και
+τίποτε δεν πίστευε και μόνη της παρηγοριά είχε το παιδάκι της, που
+μεγάλονε ημέρα με την ημέρα, και μόνον τα Χριστούγεννα, τ' Άη-
+Βασιλειού, τη Λαμπρή και τ' Άη-Γεωργίου θυμώνταν πως είταν
+παντρεμμένη και είχε άντρα στην Ξενιτειά.
+
+Ενώ η μάννα και το παιδί κοιμώνταν στου πόνου το προσκεφάλι, ένας
+γουνοφορεμένος ξένος μπήκε καβάλλα στην αυλή. Κατέβηκε, ξεφόρτωσε,
+έδεσε τ' άλογό του στο κατώγι, ανέβηκε τη σκάλα και μπήκε στο
+δωμάτιο, όπου ηύρε τη φωτιά να καίγη γλυκά-γλυκά, το τραπέζι
+φορτωμένο από φαγητά, και τη μάννα και το παιδί να κοιμούνται
+σφιχταγκαλιασμένοι.... Ο ξένος έγεινε αλλοιώτικος και στη στιγμή μια
+μεγάλη δίστομη μαχαίρα άστραψε στο δεξί του χέρι. Μια στιγμή τον
+χώριζε από φρικτό έγκλημα, και μ' άδικη λέξη βούιξε στο στόμα του:
+
+ — Άτιμη!
+
+Μάννα και παιδί πετάχθηκαν από τον βαθύν ύπνο. Ο Γιωργάκης πέταξε
+από το ζωνάρι του άλλη μαχαίρα κι' οι δυο άντρες βρέθηκαν
+αντιμέτωποι κι' έτοιμοι να σκοτώση ο ένας τον άλλο, ενώ η
+Τασιούλαινα έμπηξε τες φωνές και τραβούσε τα μαλλιά της.
+
+ — Ποιος είσαι συ εδώ μέσα!
+
+Φώναξε άγρια άγρια ο ξένος του Γιωργάκη.
+
+ — Είμαι ο νοικοκύρης του σπιτιού! (απολογήθηκε ο Γιωργάκης) Εσύ
+ποιος είσαι που μπήκες εδώ μέσα!
+
+ — Κανένας άλλος από μένα δεν είναι εδώ μέσα νοικοκύρης!
+
+Είπε ουρλιαχτά ο ξένος.
+
+Η Τασιούλαινα ακούοντας αυτά, μπήκε στη μέση των δύο αντρών και
+φώναξε μ' όλα της τα δυνατά:
+
+ — Μη Τασιούλα!!! είναι το παιδί μας! Μη Γιωργάκη μου!!! είν' ο
+πατέρας σου!
+
+Στη στιγμή η δύο μαχαίρες έπεσαν κατά γης. Άντρας και γυναίκα
+πατέρας και παιδί βρέθηκαν κι' οι τρεις αγκαλιασμένοι, και σε λίγο,
+κάθησαν κι' οι τρεις στο τραπέζι και γιώρτασαν μαζύ τα Χριστούγεννα,
+τα πρώτα Χριστούγενα, ύστερα από είκοσι πέντε χρόνια ξενιτειά.
+
+
+
+Η ΤΡΕΙΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ
+
+
+
+Μια φορά κι' έναν καιρό είταν ένας πατέρας, πούχε ένα μοναχοπαίδι
+και τ' αγαπούσε καλύτερα απ' όλον τον κόσμο. Μια μέρα ο πατέρας
+αρρώστησε και στην εβδομάδα απανωθιό έγεινε του θανάτου. Τη στιγμή,
+που θ' απέθνησκε είπε στο παιδί του, που κάθονταν στο προσκέφαλό του
+κι' έκλαιγε:
+
+ — Μην κλαις, παιδί μου! Έτσ' είν' ο κόσμος. Ο γονιός πρέπει να
+πεθαίνη πρωτύτερα από το παιδί του, κι' αυτό είναι το καλύτερο. Αν
+πέθαιναν τα παιδιά πρωτύτερα από τους γονιούς τότε η πλάση θα
+χάνονταν. Άκουσε τι έχω να σου ειπώ στην υστερνή μου ώρα: Δεν έχω
+πλούτη να σ' αφήσω, γιατί η Τύχη δε θέλησε ποτέ να με βοηθήση, θα σ'
+αφήσω όμως τρεις συμβουλές: Η μια είναι: «&Ή μικρός παντρέψου ή
+μικρός καλογερέψου&» Η άλλη: «&Μικρός ξενιτέψου και μεγάλος γύρνα
+σπίτι σου&». Κι' η τρίτη: «&Κάλλιο μια συμβουλή καλή παρά χίλια
+φλωριά&» Αυτές οι τρεις συμβουλές, παιδί μου είναι καλύτερες απ' όλα
+τα πλούτη του κόσμου.
+
+***
+
+Πέθανε ο πατέρας και πάη, και το παιδί άρχισε να σκέφτεται τι θ'
+απογένη: Να παντρεφτή ή να καλογερευτή; Προτίμησε να παντρευτή όσο
+μικρός κι' αν είταν κι' έτσι έκανε την πρώτη συμβουλή του πατρός
+του. Ύστερα από την παντρειά του, μη έχοντας ούτε χωράφια να
+δουλεύη, ούτε γίδια και πρόβατα να βόσκη, ούτε μουλάρι να κάνη τον
+αγωγιάτη, ούτε καμμιά τέχνη για να ζη στον τόπο του, αποφάσισε το
+γληγορώτερο να ξινιτευτή. Αποχαιρέτισε τη γυναίκα του κι' έφυγε, κι'
+αφού πέρασε κάμπους και βουνά, ποτάμια και θάλασσες, έφτασε στην
+Ξενιτειά. Εκεί μπήκε σ' έναν αφεντικό με συμφωνία να δουλέψη εφτά
+χρόνια πιστά κι' ύστερα να πάρη εκατό φλωριά και να γυρίση στον τόπο
+του και στο σπίτι του. Έτσι έκανε και τη δεύτερη συμβουλή του πατρός
+του.
+
+***
+
+Περνώντας τα εφτά χρόνια, παρουσιάστηκε στον αφεντικό του να πάρη
+τον μιστό του και να γυρίση στον τόπο του. Ο αφεντικός του τού
+μέτρησε τα εκατό φλωριά, του τάβαλε σε μια σακκούλα, και την
+απόθεκε, ύστερα έγραψε κάτι σ' ένα χαρτί, το δίπλωσε, τώβαλε δίπλα
+στη σακκούλα και του είπε:
+
+ — Εδώ, παιδί μου (δείχνοντας τη σακκούλα) είναι ο μιστός σου, κι'
+εδώ (δείχνοντας το διπλωμένο χαρτί) είναι μια συμβουλή. Όποιο θέλεις
+από τα δύο πάρε: θέλεις τα εκατό φλωριά, θέλεις τη συμβουλή. Αν
+πάρης τα φλωριά δε θα πάρης τη συμβουλή, κι' αν πάρης τη συμβουλή δε
+θα πάρης τα φλωριά. Διάλεξε ένα από τα δύο.
+
+Αυτός μ' όλη την επιθυμία, πούχε, να πάρη τα φλωριά του και να
+γυρίση το γληγορώτερο στον τόπο του και στο σπίτι του, και να ιδή τη
+γυναίκα του, που δεν ήξερε τι γένονταν εφτά χρόνια ακέρια, θυμήθηκε
+την τρίτη συμβουλή του πατρός του, και προτίμησε τη συμβουλή από τα
+εκατό φλωριά. Κάνοντας την απόφαση, ανοίγει το χαρτί και διαβάζει.
+
+ «&Μη βγαίνης ποτέ από τον ίσιο δρόμο&».
+
+Διαβάζοντας τη συμβουλή, μετάνοιωσε, γιατί την προτίμησε από τα
+εκατό φλωριά, αλλά δε μπορούσε να κάνη αλλοιώτικα, και συμφώνησε
+πάλι άλλα εφτά χρόνια να ξαναδουλέψη τον αφεντικό του πάλι για εκατό
+φλωριά, κι' έτσι ξαναμπήκε πάλι στη δουλειά.
+
+***
+
+Πέρασαν και τα δεύτερα εφτά χρόνια και ξαναπαρουσιάστηκε πάλε στον
+αφεντικό του να πάρη τον μιστό του και να γυρίση στον τόπο του και
+στο σπίτι του.
+
+Ο αφεντικός του μέτρησε πάλι εκατό φλωριά, του τάβαλε σε μια
+σακκούλα, και την απόθεκε, ύστερα έγραψε πάλι κάτι σένα χαρτί, το
+δίπλωσε, τώβαλε πάλι δίπλα στη σακκούλα και του ξανάειπε πάλε τα
+ίδια:
+
+ — Εδώ, παιδί μου, (δείχνοντας τη σακκούλα) είναι πάλι ο μιστός σου,
+κι' εδώ (δείχνοντας το διπλωμένο χαρτί) είναι πάλι μια συμβουλή.
+Όποιο θέλεις πάλε από τα δύο, πάρε: θέλεις τα εκατό φλωριά θέλεις τη
+συμβουλή. Αν πάρης τα φλωριά δε θα πάρης τη συμβουλή, κι' αν πάρης
+τη συμβουλή, δε θα πάρης τα φλωριά. Διάλεξε πάλι έν' από τα δυο.
+
+Αυτός πάλι μ' όλη την επιθυμία, πούχε να πάρη τα φλωριά του και να
+γυρίση το γληρορώτερο στον τόπο του, και στο σπίτι του και να ιδή τη
+γυναίκα του, που δεν ήξερε τι γένονταν δέκα τέσσερα ακέρια χρόνια,
+θυμήθηκε πάλι την ίδια συμβουλή του πατρός του και προτίμησε τη
+συμβουλή από τα εκατό φλωριά. Κάνοντας την απόφαση, ανοίγει το χαρτί
+και διαβάζει:
+
+«&Μην ανακατεύεσαι ποτέ στες δουλιές του αλλουνού!&»
+
+Διαβάζοντας τη συμβουλή, μετάνοιωσε πάλι, γιατί την προτίμησε από τα
+εκατό φλωριά, αλλά δε μπορούσε να κάνη αλλοιώτικα, και ξανασυμφώνησε
+πάλι γι' άλλα εφτά χρόνια να μεταξαναδουλέψη τον αφεντικό του για
+εκατό πάλι φλουριά κι' έτσι ματαξαναμπήκε πάλι στη δουλειά....
+
+Πέρασαν και τα τρίτα εφτά χρόνια, και ματαξαναπαρουσιάστηκε πάλι
+στον αφεντικό του να πάρη τον μιστό του και να γυρίση στον τόπο του
+και στο σπίτι του.
+
+Ηύρε τον αφεντικό του, που τον περίμενε, έχοντας μπροστά του μια
+σακκούλα μ' εκατό φλωριά, κι' ένα χαρτί διπλωμένο δίπλα της, κι' άμα
+τον είδε του μεταξανάειπε πάλι τα ίδια:
+
+ — Εδώ, παιδί μου (δείχνοντας του τη σακκούλα) είνε ο μιστός σου,
+κι' εδώ (δείχνοντας του το διπλωμένο χαρτί) είνε πάλι μια συμβουλή.
+Όποιο θέλεις παλιμάτα από τα δύο πάρε: θέλεις τα εκατό φλωριά,
+θέλεις παλιμάτα την συμβουλή. Αν πάρης τα φλωριά, δε θα πάρης τη
+συμβουλή, κι' αν πάρης παλιμάτα τη συμβουλή δε θα πάρης τα φλωριά.
+Ματαξαναδιάλεξε έν' από τα δυο...
+
+Αυτός παλιμάτα, μ' όλη την επιθυμία πούχε, να πάρη τα φλωριά του
+και να γυρίση το γληγορώτερο στον τόπο του και στο σπίτι του και να
+ιδή τη γυναίκα του, που δεν ήξερε τι γένονταν είκοσι ακέρια χρόνια,
+θυμήθηκε ματαπάλι την συμβουλή του πατρός του και προτίμησε παλιμάτα
+τη συμβουλή από τα εκατό φλωριά, και κάνοντας την απόφαση, ανοίγει
+το χαρτί και διαβάζει:
+
+ «&Τη δουλειά που θέλεις να κάνης θυμωμένος, άφησε τη γι' αύριο&».
+
+Κι' έτσι λοιπόν δούλεψε είκοσι ένα χρόνια μακρυά από τον τόπον του,
+από το σπίτι του, κι' από τη γυναίκα του, για τρεις συμβουλές! Είταν
+πολύ μενανοιωμένος, αλλά τι νάκανε; Σκέφτηκε να ματαξανασυμφωνήση
+γι' άλλα εφτά χρόνια και να πάρη τέλος εκατό φλωριά και να γυρίση
+στο σπίτι του μια για πάντα, αλλά ακολουθώντας την συμβουλή του
+πατρός του, αποφάσισε να γυρίση πριν γεράση κι' έτσι έδωκε το χέρι
+να αποχαιρετήση τον αφεντικό του. Εκείνη τη στιγμή ο αφεντικός του
+τού είπε:
+
+ — Στάσου μια στιγμή....
+
+Και λέγοντας αυτά, άνοιξε μια κασσέλα, έβγαλε τρία ψωμιά και του τα
+έδωσε, λέγοντάς του:
+
+ — Σε συμβουλεύω αυτά τα τρία ψωμιά να τα φυλάξης στο δρόμο που θα
+πας, και να τα πας σπίτι σου απείραχτα. Εκεί, άμα φτάσης με το καλό,
+κόψε και φάτα με την γυναίκα σου.
+
+Κι' αυτός έβαλε τα τρία ψωμιά στο σακκούλι του, φίλησε το χέρι τ'
+αφεντικού του κι' έφυγε, γυρίζοντας στον τόπο του, στη γυναίκα του,
+και στο σπίτι του.
+
+Στο δρόμο ανταμώθηκε με μια μεγάλη συνοδεία. Έκαναν δύο — τρεις
+μέρες δρόμο, όταν σ' ένα μέρος τους λεν ότι τους καρτερούσαν οι
+κλέφτες να τους πιάσουν. Ακούοντας αυτόν τον λόγο, σκόρπισαν όλοι
+από το φόβο τους και μόνον ο Ξενιτεμένος μας έμεινε στο δρόμο του.
+Θέλησε και αυτός να παραδρομήση, σαν τους άλλους, αλλά τη στιγμή,
+που έκανε να βγη από το δρόμο, τούρθε στο νου η πρώτη συμβουλή: «&Μη
+βγαίνης ποτέ από τον ίσιο δρόμο&», κι' είπε μέσα του:
+
+ — Εγώ δούλεψα εφτά χρόνια γι' αυτή τη συμβουλή και να μην την
+ακολουθήσω; θα είναι κρίμα.
+
+Κι' έτσι τράβησε ίσια το δρόμο του.
+
+Οι κλέφτες, βλέποντας από μακρυά, ότι όλοι σκόρπισαν από το δρόμο
+και μόνον αυτός δεν παραδρόμησε είπαν συναμεταξύ τους:
+
+ — Ας κυνηγήσωμεν αυτούς, που σκόρπισαν, διότι, για να φοβηθούν,
+χωρίς άλλο θα έχουν χρήματα κι' ας αφήσωμε αυτόν, που πάει το δρόμο
+του. Φαίνεται, ότι αυτός απ' ότι έχει κλέφτη δεν φοβάται.
+
+Κι' έτσι τον άφησαν αυτόν κι' έπιασαν όλους τους άλλους και τους
+πήραν ότι κι' αν είχαν.
+
+Ο Ξενιτεμένος μας τράβησε το δρόμο του, όπως είπαμε, κι' έφτασε το
+βράδυ σ' ένα σταθμό. Εκεί έμαθε, ότι οι σύντροφοι του, άλλοι
+σκοτώθηκαν κ' άλλοι ληστεύτηκαν και δεν γλύτωσε κανένας από τους
+κλέφτες.
+
+Μανθάνοντας αυτό έκανε το σταυρό του, δόξασε τον Θεό κι' είπε μέσα
+του:
+
+ — Να το θάμα της πρώτης συμβουλής!
+
+Αν δεν την ήξερα όχι εκατό φλωριά, αλλά και χίλια αν είχα θα μου
+τάπαιρναν οι κλέφτες.
+
+Κοιμήθηκε το βράδυ εκεί πέρα και την άλλη μέρα πρωί πρωί ξεκίνησε.
+Περπάτησε — περπάτησε και το βράδυ έφτασε σ' έναν άλλο σταθμό. Εκεί
+που ετοιμάζονταν να φάγη λαβαίνει κάλεσμα από τον άρχοντα του τόπου,
+να πάη στον πύργο του. Θέλοντας και μη, κίνησε και πήγε. Ο άρχοντας
+τον δέχτηκε και τον έβαλε στο τραπέζι, που είταν έτοιμο με διάφορα
+φαγητά. Τη στιγμή που άρχισαν να τρων, δύο υπηρέτες άρχισαν να
+κόφτουν ψωμί. Έκοψαν, έκοψαν, έκοψαν, κι' όλο έκοφταν. Ο Ξενιτεμένος
+μας, βλέποντας αυτό το κόψιμο του ψωμιού, που μπορούσαν να φαν
+χίλιοι άνθρωποι κι' όχι δύο μοναχά, παραξενεύτηκε, και αν και τούρθε
+να ρωτήση τον άρχοντα, για ποια αιτία κόφτουν τόσο ψωμί, ενώ δε
+χρειάζονταν πλειότερο από δυο κομμάτια να φαν στο τραπέζι αυτός κι'
+εκείνος, αμέσως θυμήθηκε τη δεύτερη συμβουλή:
+
+ «&Μην ανακατεύεσαι ποτέ στες δουλιές του αλλουνού&» κι' είπε μέσα
+του:
+
+ — Εγώ δούλεψα εφτά χρόνια γι' αυτή τη συμβουλή και να μην την
+ακολουθήσω; Είναι κρίμα. Κι' έτσι έβλεπε το κόψιμο του ψωμιού και
+δεν έλεγε τίποτε. Αλλ' ο άρχοντας βλέποντας τον έτσι απερίεργο, τον
+ρώτησε:
+
+ — Δεν βλέπεις τίποτε παράξενο εδώ μέσα;
+
+ — Όχι!
+
+Του απάντησε ο Ξενιτεμένος.
+
+Πάλι τον ερώτησε το ίδιο ο άρχοντας και πάλι αυτός του απάντησε το
+ίδιο. Τον ρώτησε και τρίτη και τετάρτη φορά και την ίδια την
+απάντηση λάβαινε. Τέλος ο άρχοντας τον αγκάλιασε και του είπε:
+
+ — Είσαι ο σοφώτερος άνθρωπος απ' όσους έχω ιδεί στον κόσμο.
+
+Ύστερα του διηγήθηκε την ιστορία του:
+
+ — Εγώ (του είπε) εκληρονόμησα από τον πατέρα μου χιλιάδες φλωριά,
+και ζω σαν άρχοντας κι' ορίζω χώρες και χωριά, αλλ' η διαθήκη γράφει
+να παίρνω κάθε βράδυ έναν ξένο στο σπίτι μου και να τον φιλεύω και
+γύρα μας να γίνεται κάποιο παράξενο, σαν καλή ώρα το κόψιμο των
+ψωμιών χωρίς λογαριασμό, κι' όσοι λαβαίνουν την περιέργεια κι'
+ερωτούν γι' αυτό το παράξενο, να τους σκοτώνω, κι' όταν θα
+βρίσκονταν άνθρωπος, που να μην είχε την περιέργεια να με ρωτήση,
+τότε να πάψω τα φονικά και να δώσω σ' αυτόν τον άνθρωπο χίλια
+φλωριά. Τον κατέβασε ύστερα στο κατώγι, του έδειξε τα κόκκαλα όλων
+εκείνων που είχε σκοτώσει από την περιέργεια, που είχαν ν'
+ανακατεύωνται στες δουλειές των αλλωνών, του έδωκε τα χίλια φλωριά,
+άρματα για προφύλαξή του κι' ένα μουλάρι και τον ξεπροβόδισε.
+
+Ο Ξενιτεμένος μας, βλέποντας τι τύχη του έφεραν οι δύο οι συμβουλές,
+που η μια τον γλύτωσε από τον θάνατο κι' η άλλη του έδωκε χίλια
+φλωριά, έγεινε άλλος από την χαρά του, και συχώρεσε τα πεθαμένα του
+αφεντικού του, που του πούλησε τόσο φτηνά τέτοια πολύτιμη συμβουλή.
+Τέλος πάντων εξακολούθησε το δρόμο του και σε κάμποσες μέρες έφθασε
+στον τόπο του και στο χωριό του. Τράβησε ίσια ατό σπίτι του και εκεί
+πέζεψε και ξεφόρτωσε το μουλάρι του. Η γυναίκα του, επειδή δεν είχε
+φανή ύστερα από τόσα χρόνια, νόμισε πως είχε πεθάνει, και του έβρασε
+το σιτάρι και ζούσε σα χήρα, ώστε, όταν ήρθε, δεν τον γνώρισε
+καθόλου. Αλλά κι' αυτός δεν της έδωκε γνωριμία, και της είπεν, ότι
+είταν απ' άλλη χώρα κι' ο δρόμος τον έφερε να ξενυχτίση στο σπίτι
+της.
+
+Είταν παραμονή της πρωτοχρονιάς εκείνη τη βραδειά, κι' η γυναίκα
+άλλο από λίγο ψωμί αραποσίτικο δεν είχε και στενοχωριώταν. Εκείνη τη
+στιγμή μπήκε μέσα κι' ένα παλληκάρι, μίλησε κρυφά με τη γυναίκα,
+βγήκε έξω στην αυλή, έπιασε ένα πετεινό, τον έσφαξε και σένα κομμάτι
+ώρας τον έβαλαν στη χύτρα να βράση. Όταν έβρασε ο πετεινός και
+κάθισαν στο τραπέζι να φαν, ο Ξενιτεμένος μας έβγαλε από το σακκούλι
+του τα τρία ψωμιά, που τούχε δώσει ο αφεντικός του, και κόβοντας τα
+στη μέση, ηύρε στο καθένα από εκατό φλωριά, ήτοι όλους τους μιστούς
+των είκοσι ενός χρόνων πούχε δουλέψει!
+
+Όταν απόφαγαν, έκαναν το σταυρό τους και πλάγιασαν, ο Ξένος από τη
+μια τη μεριά και η γυναίκα του από την άλλη, μαζύ με τον νέο. Ο
+Ξενιτεμένος μας, βλέποντας ότι η γυναίκα του κοιμάται με άλλον
+άντρα, έγεινε έξω φρενών, σηκώθηκε κρυφά-κρυφά με μια μαχαίρα στο
+χέρι για να τους σκοτώση και τους δυο εκεί που κοιμώνταν στο ίδιο
+προσκέφαλο, αλλά τη στιγμή, που θα έμπηχνε τη μαχαίρα απάνω τους,
+τούρθε η τρίτη συμβουλή στο νου του:
+
+ «&Τη δουλειά, που μέλλεις να κάνης θυμωμένος άφησε τη γι' αύριο&»
+
+Κι' είπε μέσα του:
+
+ — «Εγώ δούλεψα εφτά χρόνια γι' αυτή τη συμβουλή και να μην την
+ακολουθήσω; Είναι κρίμα!»
+
+Και λέγοντας αυτά, γύρισε πίσω και πάη να κοιμηθή. Αλλά, πού ύπνος!
+Παράδερνε ακέριες ώρες, όταν τη στιγμή, που άρχισαν να λαλούν τ'
+αρνίθια, τον έκλεψε ο ύπνος και δεν ξύπνησε, παρά όταν λαλούσε ο
+σήμαντρος της εκκλησιάς. Εκείνη τη στιγμή η γυναίκα έλεγε στον
+παρακοιμώμενό της:
+
+ — Σήκου, παιδί μου, γιατ' έφεξε...
+
+ — Αχ! καημένη μάνα (απολογήθηκε το παιδί) τι ευχαρίστηση μου
+έσβυσες! Έβλεπα στον ύπνο μου, πως ήρθε ο πατέρας μου από την
+Ξενιτειά...
+
+Ακούοντας αυτά τα λόγια ο Ξενιτεμένος μας, πετάει τη μαχαίρα πέρα,
+και ρίχνεται απάνω στο παιδί του σα ζουρλός, λέγοντας:
+
+ — Αλήθεια είταν τ' όνειρο σου! Ήρθε ο πατέρας σου από τη Ξενιτειά!
+Είμαι εγώ!
+
+Κι' έτσι φανερώθηκε κι' έζησαν αυτοί καλά κι' εμείς καλύτερα.
+
+
+
+Δημοτικά τραγούδια
+
+
+
+Η ΠΙΣΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
+
+Ξενιτεμένη έπλενε στην άκρη στο πηγάδι
+Κι ένας διαβάτης στάθηκε στο μαύρο του καβάλλα,
+Την εχαιρέτισε γλυκά και της μιλάει με πόνο.
+ — Βγάλε τρεις σίκλους, λιγερή, να πιώ κι' εγώ κι' ο μαύρος,
+Και θα σου δώσω μάλαμμα για τον καλό σου κόπο.
+ — Σου βγάζω ξένε μου νερό, να πιής κι' εσύ κι' ο μαύρος,
+Το μάλαμμά σου κράτα το, σ' εμένα δεν περνάει,
+Έχω τον άντρα μου μακρυά, στης Ξενιτειάς τα μέρη,
+Χρόνους εννιά τον καρτερώ και τρεις θα τον προσμένω,
+Κι αν ως τα τότε δεν ερθή, θα κόψω τα μαλλιά μου
+Θα βάψω τα σκουτάκια μου και καλογριά θα γένω.
+ — Απέθανεν ο άντρας σου και μην τον περιμένης.
+Δεν τον ελέγαν Κωσταντή, Σένα δε λεν Χρυσάιδω;
+ — Στην Ξενιτειά δουλεύουνε χιλιάδες Κωσταντήδες,
+Πε μου κάνα σημάδι του κι' απέ να σε πιστέψω.
+ — Είταν ψηλός, είταν λιγνός, είταν και παλληκάρι,
+Είχε τα μάτια σαν ελιές, τα φρύδια σα γαϊτάνια
+Είχε φωνή σαν τ' αηδονιού, όταν ετραγουδούσε..
+Στο θάνατό του βρέθηκα, κι' εκεί που ξεμαχούσεν
+Ένα φιλάκι μούδωκε, και μου είπε να στο δώσω.
+ — Ξένε μου σύρε στο καλό μαζύ με το φιλί του...
+Κάλλια να ιδώ το αίμα μου να τρέχη σαν ποτάμι,
+Παρά τα μαγουλάκια μου να τα φιλήση ξένος.
+ — Δος μου, Χρυσάιδω, το φιλί, για' είμαι ο Κωσταντής σου.
+Αν είσ' εσύ ο Κωσταντής, αν είσ' εσύ ο καλός μου,
+Πε μου σημάδια του σπιτιού κι' απέ να σε πιστέψω.
+ — Έχομε σπίτι τρίπατο και κλήμα στην αυλή μας,
+Κάνει σταφύλια ροζακιά με ρόγες σαν καρύδια.
+ — Κάποτ' απ' έξω πέρασες και τα είδες σα διαβάτης·
+Πε μου σημάδια του κορμιού κι' απέ να σε πιστέψω.
+ — Έχεις ελιά στα στήθια σου και στη δεξιά σου πλάτη..
+ — Εσ' είσαι ο Κωσταντάκης μου, εσ' είσαι κι ο καλός μου!
+Αγκαλιαστήκανε σφιχτά και γλυκοφιληθήκαν,
+Και τράβηξαν στο σπίτι τους όλο χαρά και γέλοια.
+
+***
+
+Η ΚΛΕΙΔΩΜΕΝΗ ΚΑΡΔΙΑ
+
+ — Καρδιά με δεκοχτώ κλειδιά, γιατ' είσαι κλειδωμένη;
+Άνοιξε, παίξε, γέλασε, σαν που είσουν μαθημένη,
+Και χύσε γύρα τη χαρά με δυο γλυκά σου λόγια.
+ — Και πώς ν' ανοίξω να χαρώ, να παίξω, να γελάσω;
+Τα χέρια, που την κλείδωσαν είναι ξενιτεμένα,
+Παν τρία χρόνια ολάκαιρα, οπού τα περιμένω,
+Ναρθούν να την ανοίξουνε, να παίξω να γελάσω.
+ — Κι' αν δεν σου ερθούνε, λιγερή; Κλειστή θα μέν' αιώνια;
+ — Τα χέρια, που την κλείδωναν, πήραν και τα κλειδιά της.
+
+***
+
+ΚΗΔΕΙΑ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥ
+
+Μα τ' είδαν τα ματάκια μου τους ξένους πώς τους θάφτουν!
+Χωρίς λιβάνι και κερί και δίχως ψαλμωδία,
+Χωρίς παπά και κόλυβα και δίχως μοιρολόγια
+Δεν είδα μάννα να βογγάη, γυναίκα να θρηνάη,
+Δεν είδα αδερφοξάδερφα να χύνουν μαύρα δάκρυα,
+Παπάδες κι' εξαφτέρυγα και κόσμο ν' ακλουθάη.
+Είδα μονάχα τέσσερους με χάχανα και γέλοια
+Να κουβαλούνε το νεκρό σαν το σκυλλί στον λάκκο.
+
+Ο ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΣ
+
+Αλλοί του, πούν' στην Ξενιτειά και ξενοπαραδέρνει
+Δεν έχει μάννα κι' αδερφή κι' εμπιστεμένο ταίρι
+Να μαγειρεύουν του να τρώη, να πλένουν τα σκουτιά του
+Να στρώνουνε το στρώμα του, να πέφτη να κοιμάται
+Κι αν αρρωστήση ο δύστυχος και πέση στο κρεβάτι
+Να κλαιν στο προσκεφάλι του, να χύνουν μαύρα δάκρυα.
+Ξένες του μαγειρεύουνε, και πλένουν τα σκουτιά του.
+Και στρώνουνε το στρώμα του και τα σκεπάσματά του.
+Του μαγειρεύουν μια και δυο, του πλένουν τρεις και πέντε
+Και στρώνουνε το στρώμα του και τα σκεπάσματά του,
+Κι' απέ του λένε με θυμό, του λεν με καταφρόνια.
+Φέρε να μαγειρέψωμε, πλέρωσε για το πλύμα,
+Πλέρωσε για το στρώμα σου και τα σκεπάσματά σου.
+
+***
+
+Η ΞΕΝΙΤΕΙΑ
+
+Παρακαλώ σε, Κύριε μου, και προσκυνώ σε, Θε μου,
+Του ξένου δος του ξενιτειά, κι αρρώστια μην του δίνεις,
+Τι η αρρώστια θέλει στρώματα, θέλει προσκεφαλάδια,
+Θέλει μαννούλα στο πλευρό, γυναίκα στο κεφάλι,
+Θέλει κι' αρσενικό παιδί κρύο νερό να φέρνη.
+'Γώ το είδα με τα μάτια μου σ' έναν απεθαμένον·
+τον πήγαν και τον έθαψαν σαν το σκυλλί στο λάκκο,
+Δίχως θυμιάμα και κερί, δίχως παπά και ψάλτη
+
+***
+
+Η ΜΑΓΙΣΣΑ
+
+Κινήσαν τα καράβια τα Ζαγοριανά,
+Κίνησε κι' ο καλός μου, πάη στην Ξενιτειά,
+Δώδεκα χρόνους χάνει χωρς απολογιά· Κι'
+απάν σ' αυτόν τον χρόνο στέλνει απολογιά
+Κι ένα χρυσό μαντήλι, μ' είκοσι φλωριά,
+Και στο μαντήλι μέσα μια πικρή γραφή:
+Κι' έλεγε του καλού μου η πικρή γραφή.
+ — «Θες, κόρη μου, παντρέψου, θες καλόγρεψε!
+Τι εδώ πούμ' ο καημένος επαντρεύτηκα,
+Επήρα μια γυναίκα κόρη μάγισσας.
+Μαγεύει τα καράβια, δεν κινούν γι' αυτού
+Με μάγεψε κι' εμένα, δεν κινώ κι εγώ.
+Όντας κινώ για νάρθω, χιόνια και βροχές,
+Όντας γυρίζω πίσω, ήλιος ξαστεριά.
+Ζώνομαι τ' άρματά μου, πέφτουν κατά γης,
+Πιάνω γραφή και γράφω, και ξεγράφεται!»
+
+***
+
+Τ' ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥ
+
+ — Βαρυά κοιμάσαι, κόρη μου, βαρυά είσαι κι' υπνωμένη
+Βαρυά κοιμούμαι, αφέντη μου, βαρυά είμαι κι' υπνωμένη,
+Είδα έν' όνειρο κακό, που δέλει για τ' εσένα:
+Είδα τον μαύρο σου γυμνό τη σέλα τσακισμένη
+Και τ' αλαφρό σου το σπαθί στο δρόμο πεταγμένο.
+ — Μη μου σκανιάζης κόρη μου, και μη βαρυοχολιάζης
+Ο μαύρος είναι Ξενιτειά κι' η σέλλα είν ο δρόμος
+Και τ' αλαφρό μου το σπαθί ο καλογυρισμός μου.
+Λαλούν τ' αρνίθια δυο φορές, λαλούνε τρεις και πέντε,
+Φωνάζουνε μες στο χωριό και μες στο χωροστάσι:
+ — Ποιος είναι για την Ξενιτειά να σηκωθή να φύγη
+Η συντροφιά ξεκίνησε και δεν τον καρτεράει.
+
+
+
+Τα Διηγήματα της Ξενιτειάς
+1 δραχμή
+
+
+
+
+
+End of Project Gutenberg's Immigration Stories, by Christos Christovasilis
+
+*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK IMMIGRATION STORIES ***
+
+***** This file should be named 32799-0.txt or 32799-0.zip *****
+This and all associated files of various formats will be found in:
+ http://www.gutenberg.org/3/2/7/9/32799/
+
+Produced by Sophia Canoni
+
+Updated editions will replace the previous one--the old editions
+will be renamed.
+
+Creating the works from public domain print editions means that no
+one owns a United States copyright in these works, so the Foundation
+(and you!) can copy and distribute it in the United States without
+permission and without paying copyright royalties. Special rules,
+set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to
+copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to
+protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project
+Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you
+charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you
+do not charge anything for copies of this eBook, complying with the
+rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose
+such as creation of derivative works, reports, performances and
+research. They may be modified and printed and given away--you may do
+practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is
+subject to the trademark license, especially commercial
+redistribution.
+
+
+
+*** START: FULL LICENSE ***
+
+THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE
+PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK
+
+To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free
+distribution of electronic works, by using or distributing this work
+(or any other work associated in any way with the phrase "Project
+Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project
+Gutenberg-tm License (available with this file or online at
+http://gutenberg.org/license).
+
+
+Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm
+electronic works
+
+1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm
+electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to
+and accept all the terms of this license and intellectual property
+(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all
+the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy
+all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession.
+If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project
+Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the
+terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or
+entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8.
+
+1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be
+used on or associated in any way with an electronic work by people who
+agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few
+things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works
+even without complying with the full terms of this agreement. See
+paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project
+Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement
+and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic
+works. See paragraph 1.E below.
+
+1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation"
+or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project
+Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the
+collection are in the public domain in the United States. If an
+individual work is in the public domain in the United States and you are
+located in the United States, we do not claim a right to prevent you from
+copying, distributing, performing, displaying or creating derivative
+works based on the work as long as all references to Project Gutenberg
+are removed. Of course, we hope that you will support the Project
+Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by
+freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of
+this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with
+the work. You can easily comply with the terms of this agreement by
+keeping this work in the same format with its attached full Project
+Gutenberg-tm License when you share it without charge with others.
+
+1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern
+what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in
+a constant state of change. If you are outside the United States, check
+the laws of your country in addition to the terms of this agreement
+before downloading, copying, displaying, performing, distributing or
+creating derivative works based on this work or any other Project
+Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning
+the copyright status of any work in any country outside the United
+States.
+
+1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg:
+
+1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate
+access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently
+whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the
+phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project
+Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed,
+copied or distributed:
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived
+from the public domain (does not contain a notice indicating that it is
+posted with permission of the copyright holder), the work can be copied
+and distributed to anyone in the United States without paying any fees
+or charges. If you are redistributing or providing access to a work
+with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the
+work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1
+through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the
+Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or
+1.E.9.
+
+1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted
+with the permission of the copyright holder, your use and distribution
+must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional
+terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked
+to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the
+permission of the copyright holder found at the beginning of this work.
+
+1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm
+License terms from this work, or any files containing a part of this
+work or any other work associated with Project Gutenberg-tm.
+
+1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this
+electronic work, or any part of this electronic work, without
+prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with
+active links or immediate access to the full terms of the Project
+Gutenberg-tm License.
+
+1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary,
+compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any
+word processing or hypertext form. However, if you provide access to or
+distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than
+"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version
+posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org),
+you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a
+copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon
+request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other
+form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm
+License as specified in paragraph 1.E.1.
+
+1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying,
+performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works
+unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9.
+
+1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing
+access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided
+that
+
+- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from
+ the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method
+ you already use to calculate your applicable taxes. The fee is
+ owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he
+ has agreed to donate royalties under this paragraph to the
+ Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments
+ must be paid within 60 days following each date on which you
+ prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax
+ returns. Royalty payments should be clearly marked as such and
+ sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the
+ address specified in Section 4, "Information about donations to
+ the Project Gutenberg Literary Archive Foundation."
+
+- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies
+ you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he
+ does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm
+ License. You must require such a user to return or
+ destroy all copies of the works possessed in a physical medium
+ and discontinue all use of and all access to other copies of
+ Project Gutenberg-tm works.
+
+- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any
+ money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the
+ electronic work is discovered and reported to you within 90 days
+ of receipt of the work.
+
+- You comply with all other terms of this agreement for free
+ distribution of Project Gutenberg-tm works.
+
+1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm
+electronic work or group of works on different terms than are set
+forth in this agreement, you must obtain permission in writing from
+both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael
+Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the
+Foundation as set forth in Section 3 below.
+
+1.F.
+
+1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable
+effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread
+public domain works in creating the Project Gutenberg-tm
+collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic
+works, and the medium on which they may be stored, may contain
+"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or
+corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual
+property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a
+computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by
+your equipment.
+
+1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right
+of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project
+Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project
+Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all
+liability to you for damages, costs and expenses, including legal
+fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT
+LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE
+PROVIDED IN PARAGRAPH F3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE
+TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE
+LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR
+INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH
+DAMAGE.
+
+1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a
+defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can
+receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a
+written explanation to the person you received the work from. If you
+received the work on a physical medium, you must return the medium with
+your written explanation. The person or entity that provided you with
+the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a
+refund. If you received the work electronically, the person or entity
+providing it to you may choose to give you a second opportunity to
+receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy
+is also defective, you may demand a refund in writing without further
+opportunities to fix the problem.
+
+1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth
+in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER
+WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO
+WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE.
+
+1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied
+warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages.
+If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the
+law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be
+interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by
+the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any
+provision of this agreement shall not void the remaining provisions.
+
+1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the
+trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone
+providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance
+with this agreement, and any volunteers associated with the production,
+promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works,
+harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees,
+that arise directly or indirectly from any of the following which you do
+or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm
+work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any
+Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause.
+
+
+Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm
+
+Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of
+electronic works in formats readable by the widest variety of computers
+including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists
+because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from
+people in all walks of life.
+
+Volunteers and financial support to provide volunteers with the
+assistance they need, are critical to reaching Project Gutenberg-tm's
+goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will
+remain freely available for generations to come. In 2001, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure
+and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations.
+To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation
+and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4
+and the Foundation web page at http://www.pglaf.org.
+
+
+Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive
+Foundation
+
+The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit
+501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the
+state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal
+Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification
+number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at
+http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent
+permitted by U.S. federal laws and your state's laws.
+
+The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S.
+Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered
+throughout numerous locations. Its business office is located at
+809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email
+business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact
+information can be found at the Foundation's web site and official
+page at http://pglaf.org
+
+For additional contact information:
+ Dr. Gregory B. Newby
+ Chief Executive and Director
+ gbnewby@pglaf.org
+
+
+Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation
+
+Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide
+spread public support and donations to carry out its mission of
+increasing the number of public domain and licensed works that can be
+freely distributed in machine readable form accessible by the widest
+array of equipment including outdated equipment. Many small donations
+($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt
+status with the IRS.
+
+The Foundation is committed to complying with the laws regulating
+charities and charitable donations in all 50 states of the United
+States. Compliance requirements are not uniform and it takes a
+considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up
+with these requirements. We do not solicit donations in locations
+where we have not received written confirmation of compliance. To
+SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any
+particular state visit http://pglaf.org
+
+While we cannot and do not solicit contributions from states where we
+have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition
+against accepting unsolicited donations from donors in such states who
+approach us with offers to donate.
+
+International donations are gratefully accepted, but we cannot make
+any statements concerning tax treatment of donations received from
+outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff.
+
+Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation
+methods and addresses. Donations are accepted in a number of other
+ways including checks, online payments and credit card donations.
+To donate, please visit: http://pglaf.org/donate
+
+
+Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic
+works.
+
+Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm
+concept of a library of electronic works that could be freely shared
+with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project
+Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support.
+
+
+Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed
+editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S.
+unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily
+keep eBooks in compliance with any particular paper edition.
+
+
+Most people start at our Web site which has the main PG search facility:
+
+ http://www.gutenberg.org
+
+This Web site includes information about Project Gutenberg-tm,
+including how to make donations to the Project Gutenberg Literary
+Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to
+subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks.
diff --git a/32799-0.zip b/32799-0.zip
new file mode 100644
index 0000000..eb2fe0e
--- /dev/null
+++ b/32799-0.zip
Binary files differ
diff --git a/LICENSE.txt b/LICENSE.txt
new file mode 100644
index 0000000..6312041
--- /dev/null
+++ b/LICENSE.txt
@@ -0,0 +1,11 @@
+This eBook, including all associated images, markup, improvements,
+metadata, and any other content or labor, has been confirmed to be
+in the PUBLIC DOMAIN IN THE UNITED STATES.
+
+Procedures for determining public domain status are described in
+the "Copyright How-To" at https://www.gutenberg.org.
+
+No investigation has been made concerning possible copyrights in
+jurisdictions other than the United States. Anyone seeking to utilize
+this eBook outside of the United States should confirm copyright
+status under the laws that apply to them.
diff --git a/README.md b/README.md
new file mode 100644
index 0000000..7e2d2bf
--- /dev/null
+++ b/README.md
@@ -0,0 +1,2 @@
+Project Gutenberg (https://www.gutenberg.org) public repository for
+eBook #32799 (https://www.gutenberg.org/ebooks/32799)