summaryrefslogtreecommitdiff
diff options
context:
space:
mode:
-rw-r--r--.gitattributes3
-rw-r--r--32796-0.txt5633
-rw-r--r--32796-0.zipbin0 -> 92289 bytes
-rw-r--r--LICENSE.txt11
-rw-r--r--README.md2
5 files changed, 5649 insertions, 0 deletions
diff --git a/.gitattributes b/.gitattributes
new file mode 100644
index 0000000..6833f05
--- /dev/null
+++ b/.gitattributes
@@ -0,0 +1,3 @@
+* text=auto
+*.txt text
+*.md text
diff --git a/32796-0.txt b/32796-0.txt
new file mode 100644
index 0000000..6089c2c
--- /dev/null
+++ b/32796-0.txt
@@ -0,0 +1,5633 @@
+Project Gutenberg's The Two Testimonies, by Polyvios Dimitrakopoulos
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+
+Title: The Two Testimonies
+
+Author: Polyvios Dimitrakopoulos
+
+Release Date: June 13, 2010 [EBook #32796]
+
+Language: Greek
+
+Character set encoding: UTF-8
+
+*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK THE TWO TESTIMONIES ***
+
+
+
+
+Produced by Sophia Canoni
+
+
+
+
+Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic.
+The spelling of the book has not been changed otherwise. Words in
+italics have been included in _. A correction indicated at the end
+of the book has been incorporated in the text.
+
+Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε
+μονοτονικό. Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως έχει.
+Λέξεις με πλάγιους χαρακτήρες έχουν περικλειστεί σε _. Το κείμενο
+διορθώθηκε βάσει ενός παροράματος που αναφέρεται στο τέλος του βιβλίου.
+
+
+
+
+ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
+
+ΑΙ ΔΥΟ ΔΙΑΘΗΚΑΙ
+
+
+
+ΠΟΛΥΒΙΟΥ Τ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
+ΑΙ ΔΥΟ ΔΙΑΘΗΚΑΙ
+
+ΚΟΙΝΩΝΙΚΑΙ ΜΕΛΕΤΑΙ
+
+ΕΙΣΑΓΩΓΗ
+
+ΥΠΟ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
+ΑΓΓΕΛΟΥ ΒΛΑΧΟΥ
+
+(Εικόνες τον κ. Φρίξου Αριστέως)
+
+ΑΘΗΝΑΙ
+ΕΚ ΤΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ ΚΤΕΝΑ
+1901
+
+
+
+ΤΗ Α. Β. Υ.
+ΤΩ ΠΡΙΓΚΙΠΙ
+ΝΙΚΟΛΑΩ
+
+
+
+ΠΡΟΛΟΓΟΣ
+
+
+
+Αναρίθμητοι συμβουλαί εδόθησαν προς τους ανθρώπους και αναρίθμητα
+συμπεράσματα εκ της λογικής και της πείρας απορρέουσι καθ’ εκάστην,
+τα οποία, όχι μόνον εις όσους τα ήκουσαν, αλλά και εις όσους τα
+συνήγαγον, κατ' ουδέν εχρησίμευσαν.
+
+Τα όντα θα εκλείψωσιν εκ της γης κατ' ουσίαν αμετάβλητα, ο δε
+τελευταίος άνθρωπος δεν θα διαφέρη από τον πρώτον, ειμή κατά το
+ένδυμα και κατά το όπλον — αμφότερα τελειοποιημένα.
+
+Ο πρώτος Κάιν εδολοφόνησε τον αδελφόν του.
+
+Ο τελευταίος Κάιν θ' αυτοκτονήση από ανίαν και πλήξιν, διότι ούτε
+αδελφόν θα εύρη δια να δολοφονήση.
+
+Δια τούτο συμπεράσματά τινα, τα οποία συνήγαγον εκ των πραγμάτων του
+κόσμου, θεωρών άχρηστα δια τον εαυτόν μου και άχρηστα διά τους
+ανθρώπους, εθεώρησα καταλληλότερον να τα κληροδοτήσω εις τον Πετεινόν
+μου.
+
+Τις οίδεν εις εποχήν, καθ' ην οι έρωτες και οι πόλεμοι διεξάγονται
+εντιμώτερον και ιπποτικώτερον παρά τοις πετεινοίς, ή παρά τοις
+ανθρώποις, ίσως ευεργετήσω τον Πετεινόν μου διά της αχρήστου
+φιλοσοφίας μου.
+
+
+
+ΠΟΛ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
+
+
+
+ΕΠΙΣΤΟΛΙΜΑΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ
+
+
+
+Φίλε κ. Δημητρακόπουλε
+
+Γίνεται τωόντι δυστυχής ο άνθρωπος διά της γνώσεως; και πρέπει άρα να
+πεινάση η καρδία, διά να τραφή ο νους, όπως πρέπει να μαρανθή το
+άνθος, ίνα ωριμάση ο σπόρος; Άλυτον μένει και θα μείνη ίσως πάντοτε
+το πρόβλημα, όσον καταφατικώς και αν απαντώσιν οι ποιηταί, όσον
+αρνητικώς και αν αποφαίνονται οι επιστήμονες. Τις όμως θ' αρνηθή, ότι
+πάσα, και η ελαχίστη γνώσις μας, διαλύει μίαν και μεγάλην πολλάκις
+πλάνην, και ότι η μεγίστη πάντως πλάνη του τελείου αυτού, αλλά και
+ατελούς συνάμα όντος, όπερ καλείται άνθρωπος, είνε η πλάνη της
+επιγείου ευτυχίας; Όλη μας σχεδόν η ζωή αναλίσκεται και φθίνει εις
+επιδίωξιν της ευτυχίας ταύτης. Μόλις ανοίγεται κατάπληκτος προς το
+φως του βίου ο δειλός ημών οφθαλμός, και βλέπει — νομίζει ότι βλέπει
+— μακράν, εις τα βάθη του κυανού ορίζοντος της ζωής, λάμπον το
+φαεινόν της ευτυχίας είδωλον. Μακρός φέρει εκεί και τραχύς και
+ανάντης ο δρόμος· τι πειράζει; και τι μας μέλει της οδού το μήκος και
+η τραχύτης; Είμεθα νέοι, ακμαίοι και σφριγώντες. Γλυκείς, αόριστοι
+και ανεπίγνωστοι πόθοι, ογκούσι τα στήθη μας και θερμή σφύζει εντός
+της καρδίας ημών η άπληστος ελπίς. Εμπρός, εις κατάκτησιν του ωραίου
+ειδώλου! Και τρέχομεν γοργοί και ασθμαίνοντες προς την γόησαν
+εκείνην, την τόσον επαγωγόν και οιονεί προσμειδιώσαν και καλούσαν
+ημάς φωτατμίδα. — Πώς; Εφθάσαμεν ήδη τόσον πλησίον της; Ναι! έν έτι
+βήμα, και την συνελάβομεν εις την πρώτην καμπήν της οδού. Εκτείνομεν
+την χείρα. . . την έχομεν, την εδράξαμεν! — Όχι· ηπατώμεθα παράδοξον
+οπτικήν απάτην. Το επίχαρι εκείνο και θέλγον φάσμα ήλλαξε μορφήν και
+μετέβαλεν όψιν· ουδ' είνε πλέον εγγύς ημών, υπό τους δακτύλους μας
+αυτούς, ως επλανώμεθα πιστεύοντες προ μικρού. Απεμακρύνθη, υπεχώρησεν
+εις τα βάθη του ορίζοντος, αλλά φέγγει πάντοτε, και προσμειδιά και
+μας καλεί. Είνε πάντοτε η ευτυχία! Και αρχίζει πάλιν ο δρόμος ο
+ταχύς, και πολλάκις επαναλαμβάνεται, καθ' όσον μεταλλάσσει προ ημών
+μορφήν η γοητευτική οπτασία. Αποκάμνομεν πολλάκις τρέχοντες κατόπιν
+της, προσοχθούμεν ενίοτε, ολισθαίνομεν άλλοτε και πίπτομεν. Αλλ'
+εγειρόμεθα πάλιν ακάματοι και διώκομεν όση δυνάμει το μάγον όραμα, το
+πάντοτε προσμειδιών και πάντοτε νέον. Πάντοτε νέον! ενώ ημάς
+κατέφθασεν ήδη βραδυπατούν όπισθεν ημών το γήρας, και ήρχισε παραλύον
+των ποδών ημών τα νεύρα. Δεν δυνάμεθα πλέον να τρέξωμεν, αλλά
+βαδίζομεν όμως, και βαδίζομεν εκεί, εκεί πάντοτε, προς το φωσφορίζον
+είδωλον ατενώς εστραμμένοι. Βαίνομεν ήδη, βραδέως, ολονέν βραδύτερον,
+συρόμεθα μόλις επί της ατέρμονος οδού, αιμάσσομεν τους πόδας ημών
+κατά των πετρών της, εξαντλούμεθα, και καταρρέομεν τέλος λιπόθυμοι εν
+μέσω του δρόμου, μετά το έσχατον, ολιγοδρανές ημών βήμα. Μόλις έχει
+την δύναμιν το στήθος ημών να εκπνεύση την υστάτην αυτού πνοήν· αλλά
+το ύστατον όμως και θνήσκον ημών βλέμμα ατενίζει πάντοτε προς τον
+απατηλόν εκείνον αντικατοπτρισμόν, τον ακτινοβολούντα εις τα βάθη του
+ορίζοντος. Ω! αν είχομεν έτι δυνάμεις! διότι την πλάνην την έχομεν
+πάντοτε, όσον και αν επλανήθημεν. Πόσοι όμως εξ ημών αναγνωρίζουσι
+κατά την τελευταίαν εκείνην και μοιραίαν στιγμήν, ότι πλανηθέντες
+ηυτύχησαν, ότι αυτή ακριβώς η τοσάκις επαναληφθείσα γοητεία υπήρξεν η
+ευτυχία των; Πολλοί, οι πλείστοι, καταρώνται την μοίραν, ότι τους
+επλάνησεν, αντί να καταρώνται αυτήν, ότι τους εξήγαγε της πλάνης. Δεν
+ενθυμούνται πόσον ηυτύχουν, ότε επίστευον εις έρωτα ψευδή·
+ελησμόνησαν, πόσον ήσαν ευδαίμονες, ότε υπελάμβανον αρραγή την
+υπόσαθρον αφοσίωσιν ευγλώττου φιλίας, ή ελικνίζοντο υπό των ροδίνων
+ονείρων της δόξης, ή ανέπλαττον κενήν μακαρίαν πλούτου και τιμών και
+μεγαλείων· ουδέ συλλογίζονται πόσον αρρήτως υπήρξαν δυστυχείς, ότε η
+σκυθρωπή αλήθεια ανέστη μαύρη προ των οφθαλμών των, αποκαλύπτουσα της
+γυναικός την προδοσίαν, και του φίλου τον δόλον, και της δόξης τον
+εμπαιγμόν, και των μεγαλείων την μηδαμινότητα.
+
+Άλλοι, οι πλούσιοι το πνεύμα, οι περίεργοι, ζητούσι να ανατάμωσι την
+στιλπνήν πομφόλυγα, ήτις περιέπεσε τυχόν εις τας σοφάς αυτών χείρας,
+και εκρήγνυνται εις αράς και βλασφημίας, όταν εκείνη διαρραγή εις
+ατμόν και μηδέν, ως αναλύονται εις κλαυθμούς τα περίεργα νήπια, όταν
+σπαράττωσι τα χάρτινά των ανάκτορα, όπως ανεύρωσιν εντός αυτών τον
+χρυσοστεφή βασιλέα. Διώκουσι την βασιλείαν των ουρανών, και
+λησμονούσιν, ότι μόνον εις τους πτωχούς τω πνεύματι επεφύλαξεν αυτήν
+ο Θεός.
+
+Τας σκέψεις ταύτας μου ανεκίνησεν η ακρόασις των αποσπασμάτων των Δ ύ
+ο Δ ι α θ η κ ώ ν σας, όσα είχετε την ευμένειαν να μου αναγνώσετε
+πρό τινων ημερών. Συμπίπτουσιν, ως βλέπετε, κατ' ουσίαν προς την
+κυρίαν ιδέαν, ήτις σας τας υπηγόρευσε· χαίρων δε παρετήρησα, ότι η
+αποφθεγματική μορφή, δι' ης ενεδύσατε τας βαθείας πολλάκις και
+πρωτοτύπους παρατηρήσεις σας, — μορφή ακροσφαλής ενίοτε και ανιαρά
+εις τον αναγνώστην, τον αποστέργοντα συνήθως την αξιωματικήν διδαχήν
+— έχει τουναντίον παρ' υμίν πολλήν την χάριν και την εγκρατή αρτιότα,
+χωρίς να παραβλάπτεται εκ της αποφθεγματικής συντομίας η ευκρίνεια
+των νοημάτων.
+
+Αν η πλάνη εκείνη της ευτυχίας, περί ης έλεγον προ μικρού, και περί
+της οποίας τόσα διδάσκει ευφυώς ο μαδηθείς πετεινός σας, — ο κατά
+Διογένην πλατωνικός άνθρωπος — γίνεται κατ' εξαίρεσιν ενίοτε και
+πράγμα, το πράγμα τούτο εύχομαι εις το βιβλίον σας. Αν δε η γνώσις —
+ως την εννοεί ο ελληνικός λαός — δεν αποκλείει πάντοτε την ευτυχίαν,
+έστω και εμού και υμών ευχή, επ' ευκαιρία του προσεχώς ανατέλλοντος
+νέου έτους και νέου αιώνος, να καταπέση τέλος κόκκος ολίγης γνώσεως
+εις τους ελέω καθολικής ψηφοφορίας άρχοντας της Ελλάδος, και κόκκος
+ολίγης ευτυχίας εις τους εν αυτή ελέω φατρίας αρχομένους. Καιρός
+είνε, νομίζω.
+
+Εν Αθήναις, τη 20 Δεκεμβρίου 1900
+
+ΑΓΓΕΛΟΣ ΒΛΑΧΟΣ
+
+
+
+ΜΕΡΟΣ Α'.
+ΔIΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟΝ
+Η ΧΡΥΣΗ ΔΙΑΘΗΚΗ
+
+
+
+ΣΥΜΒΟΥΛΑΙ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΕΤΕΙΝΟΝ ΜΟΥ
+
+
+
+Άκουσέ με καλώς· απεφάσισα να μη σε φάγω, αλλά να σε καταστήσω σοφόν
+μεταξύ των ομογενών σου. Δεν λέγω όμως να σε κάμω και άνθρωπον.
+Πρόσεξε· να γίνης σοφός, όσον αρκεί δι' ένα πετεινόν· διότι εάν γίνης
+σοφός, όσον αρκεί δι' ένα άνθρωπον, δεν θα βραδύνη η ώρα, όπου θα
+βγάλης τα μάτια του διδασκάλου σου.
+
+2
+
+Σε εισάγω εις τον κόσμον και έχεις ανάγκην όπλων, διότι εις έκαστον
+βήμα σου θα παλαίσης. Αλλά πρόσεξε μη φανερώσης εις ουδένα του
+οπλισμού σου το σύστημα, διότι θα νικηθής δι' αυτού του ιδίου.
+
+3
+
+Θέλεις να γίνης σοφός; μάθε όσα αρκούν διά να δυσπιστής προς την
+ιδίαν σου σοφίαν. Πρόσεξε όμως μη τα μάθης όλα, διότι δεν θα πιστεύης
+πλέον εις τίποτε.
+
+4
+
+Εφ' όσον βλέπεις, ότι το κράτος του πνεύματος δεν κατισχύει των
+προλήψεων και της ύλης, έκαστος δε δεν είνε υπεύθυνος διά τας ιδίας
+του μόνον πράξεις, εφ' όσον ο πατήρ ερυθριά διά τον υιόν και ο υιός
+διά τον πατέρα, η ευτυχία και η δυστυχία θα ήνε αι μάλλον και
+ακροσφαλείς καταστάσεις του βίου.
+
+5
+
+Μη επιδείξης ποτέ την τιμήν σου· είνε πράγμα, το οποίον, όσω
+πλειότερον εκθέτεις εις την κοινήν θέαν, τόσω μάλλον καθιστάς την
+υπόστασίν του αμφίβολον.
+
+Επιδεικνύων την τιμήν σου εις τους διαβάτας, είνε ωσάν να λέγης:
+
+ — Βεβαιώσατέ με, χριστιανοί· είνε τάχα τιμή αυτό, που έτυχε να έχω,
+ή μήπως είνε τίποτε άλλο και κάμνω λάθος;
+
+6
+
+Μεγαλοποιείς τα προτερήματά σου; δίδεις υπονοίας, ότι έχεις ολιγώτερα
+των όσων προσπαθείς να επιδείξης· μεγαλοποιείς τα ελαττώματά σου;
+κινδυνεύεις να θεωρηθής ως υποκρύπτων πλειότερα.
+
+7
+
+Όταν ο δαίμων αποφασίζη να σε σύρη προς την καταστροφήν σου, δεν σε
+ωθεί προς αυτήν· σε έλκει.
+
+8
+
+Ο άνθρωπος είνε παραδόξως γελοίος· καταναλίσκει ολόκληρον την
+σήμερον, διά να σκεφθή τι θα πράξη αύριον.
+
+***
+
+Η αύριον δεν είνε ιδική σου· ανήκει ακόμη εις τον θεόν, ή εις τον
+διάβολον.
+
+9
+
+Η ισχύς, εις την μυθολογίαν των αρχαίων εσυμβολίζετο δι' αετού·
+σήμερον θα συναντήσης ισχυρούς, οίτινες, εάν είχον ιδιαιτέραν
+μυθολογίαν, θα εσυμβόλιζον την ισχύν των διά μικροβίου.
+
+10
+
+Μη ζητήσης να μετρήσης τον έρωτα με το ωρολόγιον· δεν έχει χρόνον
+ωρισμένον· όταν πάσχη, η στιγμή είνε αιών· όταν ευδαιμονή, ο αιών
+είνε στιγμή.
+
+Διά του έρωτος μόνον κατορθούται η λύσις του μεγίστου μαθηματικού
+προβλήματος· να μετρηθή το απείρως σμικρόν διά του απείρως μεγάλου.
+Ε, είνε αρκετόν το θαύμα τούτο, διά να μη ζητήσης και περισσότερα.
+
+11
+
+Θέλεις να μεταβάλης διά μιας την όψιν όλων των πραγμάτων; γίνου
+εμπαθής.
+
+12
+
+Βλακεία: το γήρας της νεότητος. Αχρειότης: η νεότης του γήρατος.
+
+13
+
+Όταν βλέπης μίαν υψηλότητα, αποφασίζουσαν να κύψη ολίγον, να την
+θεωρής ως ευρισκομένην χαμηλότερον και της ταπεινοτέρας ταπεινότητος.
+
+14
+
+Ο πλούτος δεν είνε πάντοτε πρόοδος· η πρόοδος είνε πάντοτε πλούτος.
+
+15
+
+Αλλοίμονόν σου όταν αρχίσης να ζης με αναμνήσεις· εγήρασες.
+
+16
+
+Ν' απεχθάνεσαι την γυναίκα ως υ π ο κ ε ί μ ε ν ο ν, να την λατρεύης
+ως α ν τ ι κ ε ί μ ε ν ο ν, να την υποφέρης ως ρ ή μ α, και να την
+καταδικάζης πάντοτε ως κ α τ η γ ο ρ ο ύ μ ε ν ο ν.
+
+17
+
+Να θεωρής τον ανεμοδείκτην ενός ανακτόρου χρησιμότερον ενός βασιλέως
+ανικάνου· τουλάχιστον δεν έχει ανάγκην εξόδων, και στρέφεται προς όλα
+τα μέρη του βασιλείου.
+
+18
+
+Φοβού τα τελειότερα εκ των θηρίων, και τους ημιτελείς εκ των
+ανθρώπων· εκείνα καθιστά θρασύτερα η τελειότης των, τούτους
+πανουργοτέρους η ατέλειά των.
+
+19
+
+Λάλησον και εκρίθης.
+
+20
+
+Από τους ανθρώπους, τους έχοντας το συμφέρον εις την θρησκείαν, να
+προτιμάς πάντοτε τους έχοντας την θρησκείαν εις το συμφέρον·
+τουλάχιστον οι δεύτεροι έχουν μίαν θρησκείαν, ενώ οι πρώτοι δεν έχουν
+καμμίαν.
+
+21
+
+Όσον άσημος και αν ήσαι, πρόσεχε και εις το απλούστερον βλέμμα σου·
+είνε ικανόν να δημιουργήση ολόκληρον ιστορίαν.
+
+22
+
+Θέλεις να πιστεύσουν ότι είσαι εγωιστής; διακήρυττε πάντοτε ότι είσαι
+μετριόφρων.
+
+23
+
+Ανεγνώρισες την αμαρτίαν σου; ημάρτησες κατά το ήμισυ· αποπειράσαι να
+την δικαιολογήσης; την εδιπλασίασες.
+
+24
+
+Όταν ίδης άνθρωπον θαυμάζοντα και λατρεύοντα την μορφήν του, γνώριζε
+ότι αυτός αγαπάται.
+
+25
+
+Το γήρας δεν άρχεται απ' εκεί, όπου λευκαίνεται η κόμη, αλλ' απ'
+εκεί, όπου μαυρίζει η καρδία.
+
+26
+
+Θ' ακούσης να λέγουν ότι ο Θεός είνε άνω, και ο Διάβολος κάτω· πλάνη·
+ρίψε έν βλέμμα εντός σου, και θ' ανακαλύψης τον ένα εκ τούτων
+κοιμώμενον, και τον έτερον αγρυπνούντα.
+
+27
+
+Το καθήκον δεν είνε λέξις, ήτις να μεταλλάση σημασίας αναλόγως της
+ιδιοσυγκρασίας και του χαρακτήρος εκάστου ανθρώπου· είνε συνθήκη
+καθιερωμένη διά της συμπράξεως θείου και ανθρωπίνου νόμου, προς
+διαιώνισιν της αρμονίας του κόσμου. Εάν δε και ο Θεός ακόμη εφωράτο
+παραβαίνων το καθήκον του, θα εδικαιούτο ν' αποδοκιμάση αυτόν και
+εκείνος ο σκώληξ της γης, διότι αφού άπαξ τον έπλασε, δεν θα είχε το
+δικαίωμα να διαταράξη την ευδαιμονίαν και την ειρήνην του βίου του.
+
+28
+
+Η κακία των ανθρώπων είνε απέραντος και ανεξερεύνητος, ως το χάος·
+είνε το αρνητικόν άπειρον του ηθικού κόσμου.
+
+29
+
+Προφύλαττε μετά προσοχής το θερμόμετρον της φιλίας, και έχε το
+πάντοτε υπό τας ακτίνας του ηλίου της ευτυχίας· μη το θέσης υπό
+σκιάν, διότι θα θραυσθή.
+
+30
+
+Μη πιστεύης ότι θ' αγαπάς ισοβίως· εάν συνέβαινε τούτο, η γη θα ήτο
+φωτεινοτέρα και του ηλίου, και θα είχομεν ρόδα και κατά τον χειμώνα.
+
+31
+
+Η ευσυνειδησία του παντοπώλου ζυγίζεται ακριβέστερον μόνον δια της
+ιδίας του πλάστιγγος.
+
+32
+
+Όταν σου ομιλούν περί γυναικός πανούργου, πίστευε, χωρίς να την ίδης,
+ότι δεν είνε πλέον ωραία.
+
+33
+
+Υπάρχει και κάτι χειρότερον από το σκότος των οφθαλμών· το μίσος,
+σκότος της ψυχής.
+
+34
+
+Όταν ίδης άνθρωπον, αρχίζοντα να επιδεικνύη την αξίαν του, μη δίδης
+πλέον προσοχήν εις αυτόν· την έχασε.
+
+35
+
+Θα ίδης πολλά μεγαλουργήματα εις την φύσιν, τα οποία θα σε
+καταπλήξουν· το άπειρον, ο ήλιος, οι αστέρες εις τον ουρανόν, και εις
+την γην. . . η γυνή όταν λέγη ψεύματα.
+
+36
+
+Η στιγμή της πραγματικής ησυχίας σου δεν είνε εκείνη, καθ' ην
+κοιμάσαι συ, αλλ' εκείνη, καθ' ην κοιμάται η συνείδησίς σου.
+
+37
+
+Μη σε ενθουσιάζη η πρόωρος πνευματική ανάπτυξις· πλησίον της ίσταται
+απειλητικόν το πρόωρον γήρας.
+
+38
+
+Εφ' όσον έχης στόμαχον και σάρκας, η απόλυτος αρετή είνε αυτόχρημα
+ουτοπία.
+
+39
+
+Μη πιστεύης ότι η επαγωγότης του λόγου είνε ιδιοφυία μόνον· είνε και
+σοφίας είδος, έστω και αν ο λαλών δεν λέγει μεγάλα πράγματα.
+
+40
+
+Μη μακαρίζης πάντοτε την ευτυχίαν· διότι η ευτυχία του ενός, είνε
+κατά γενικόν κανόνα απόρροια της δυστυχίας κάποιου άλλου.
+
+41
+
+Να μη υβρίσης ποτέ τον δημοσιογράφον· είνε φιλόπονος εργάτης, σπείρων
+δι' ημέρας και νυκτός, και δρέπων εν τέλει καρπούς, πολύ
+διαφορετικούς εκείνων, ους έσπειρεν· ανοίγει τους οφθαλμούς άλλων και
+χάνει τους ιδικούς του· ελευθερώνει χείρας και τον πνίγουν· παρέχει
+τέλος την ευγενεστέραν τροφήν εις τους άλλους, και συνηθέστατα
+δειπνεί με την ευτελεστέραν. Μάρτυς αιώνιος, του οποίου και η
+αποτυχία είνε μαρτύριον, και ο θρίαμβος μαρτύριον.
+
+42
+
+Αγάπα τον χορόν· είνε η λογική των ποδών.
+
+43
+
+Η τραγωδία μιας αδυναμίας, είνε πολύ υψηλοτέρα και δεινοτέρα από την
+τραγωδίαν μιας ανάγκης· ουδείς πόλεμος διεξήχθη πεισματωδέστερον από
+τον Τρωικόν, και πολύ συνηθέστερον συνέβη να κομματιασθούν δύο
+πεινασμένοι δι' έν βλέμμα, παρά δι' έν καρβέλιον.
+
+44
+
+Έχε εμπιστοσύνην εις την λεγομένην θ ε ί α ν ο ι κ ο ν ο μ ί α ν·
+δεν αφίνει τίποτε ίνα χαθή επί της γης· είνε μήτηρ φιλόστοργος, τόσον
+διά την διαιώνισιν του χρυσού, όσον και διά την διαιώνισιν των τ ε ν
+ε κ έ δ ω ν.
+
+45
+
+Μη παραδεχθής ποτέ ότι η ιστορία διδάσκει· είνε ανόητος ιδέα. Εάν η
+ιστορία εδίδασκε, δεν θα ήτον η μία σελίς της αντιγραφή της άλλης.
+
+46
+
+Το παρελθόν είνε κτήμα των παρελθόντων, και το μέλλον είνε κτήμα των
+μελλόντων. Το παρόν μόνον είνε ιδικόν σου, εφ' όσον δε έχεις αγρόν
+καλλιεργήσιμον, είνε ανοησία να χάνης τον καιρόν σου καταπατών
+αγρούς, ανήκοντας εις άλλους.
+
+47
+
+Όταν ακούης αλήθειαν, ήτις, μόλις προφερομένη, αναγνωρίζεται παρ'
+όλων, έσο βέβαιος, ότι δεν είνε προωρισμένη να εξασκήση μεγάλην
+επιρροήν επί της τύχης της ανθρωπότητος.
+
+48
+
+Μη φοβηθής ποτέ την ειμαρμένην είνε η μάλλον θρασύδειλος θεότης, εξ
+όσων εφιλοξένησεν ο ουρανός, ή συνέλαβεν η ανθρωπίνη φαντασία.
+Επιτίθεται κατά της αδυναμίας και της δειλίας, και υποχωρεί προ της
+δυνάμεως και του θράσους. Η αυθάδεια την καταπλήττει και την τρέπει
+εις φυγήν. Ομοιάζει με τον θρασύδειλον κύνα, όστις σου επιτίθεται
+άνευ λόγου, αρκεί δε μόνον να προσποιηθής, ότι κύπτεις ίνα λάβης
+λίθον εκ της γης, διά να φύγη ουρλιαζόμενος.
+
+49
+
+Προσευχήθητι και οργίασε κατόπιν, διά να εννοήσης τι εστι προσευχή·
+οργίασε και προσευχήθητι, διά να εννοήσης τι εστι όργιον.
+
+50
+
+Ουδέποτε ν' αμφιβάλης, ότι η αύριον δεν βραδύνει επί πολύ διά τα
+έθνη, τα προωρισμένα να ζήσουν.
+
+51
+
+Μη αποπειραθής ματαίως ν' ανακαλύψης το μυστήριον της Δόξης· είνε
+φίλτρον μαγικόν, το οποίον άλλοτε παρασκευάζεται με τα ακριβώτερα
+βότανα, και άλλοτε με καθαρό νερό.
+
+52
+
+Απόφευγε την πρώτην λέξιν και επιφύλασσε πάντοτε δια τον εαυτόν σου
+την τελευταίαν· ουδέποτε δε να λαλής πριν εξημερώση, όσον και αν ήσαι
+βέβαιος ότι και τούτο θα γίνη.
+
+53
+
+Υποπτεύου πάντοτε τον θόρυβον· πίθος πλήρης ουδέποτε θορυβεί· ο
+κενός, ορχήστρα ολόκληρος.
+
+54
+
+Μη εμπιστεύεσαι εις την όρασιν του ανθρώπου· σπανιώτατα
+αντιλαμβάνεται όπως βλέπει· συνηθέστατα βλέπει όπως αντιλαμβάνεται.
+
+55
+
+Ουδέποτε προς μέτρησιν της ηθικής του άλλου να μεταχειρισθής την
+ιδικήν σου· διότι τόσω μείζονα εμπιστοσύνην έχεις εις το μέτρον σου
+τούτο, όσω περισσότερον τυγχάνει βεβλαμμένον και ελλειπές.
+
+56
+
+Η ψυχή της μεγάλης τέχνης δεν είνε όγκος, όστις δύναται να προσπέση
+εις τας αισθήσεις σου ευθύς αμέσως· είνε έν σημείον ελάχιστον· σου
+διέφυγε το σημείον αυτό; σου διέφυγεν ολόκληρος η ψυχή της· δεν
+ενόησες τίποτε.
+
+57
+
+Ξεύρεις; αι γυναίκες κλαίουν συνήθως, αλλά μη δίδης εις τούτο
+προσοχήν πάντοτε. Εάν οι κροκόδειλοι εγνώριζον πώς κλαίουν αι
+γυναίκες, βλέποντες κανένα κλαίοντα μεταξύ αυτών, θα έλεγον προς
+χλευασμόν του:
+
+ — Κύτταξε! αυτός ο κροκόδειλος κλαίει σαν γυναίκα.
+
+58
+
+Μη εμπιστεύεσαι εις τας χείρας, όσον επιμελώς και αν εκαθαρίσθησαν
+από μιας κηλίδος·
+
+ έφτιασε και το λελέκι
+ άλλην μια φωληάν παρέκει,
+ μα δεν πρόφθασε να μείνη
+ και τη λέρωσε κ' εκείνη!
+
+59
+
+Ν' αγαπήσης άπαξ, είνε αίσθημα· ν' αγαπήσης δις, είνε τέχνη· ν'
+αγαπήσης τρις, είνε έξις· τετράκις, ανισορροπία· και πέραν; — ω θεέ
+μου!. . .
+
+60
+
+Υπάρχουσι καταπλήξεις, υπάρχουσι κεραυνοβόλα θεάματα, προ των οποίων
+δύνασαι να βάλης ένα στεναγμόν. Αλλ' υπάρχουσι και κεραυνοί, οίτινες
+σε μεταβάλλουσιν εν ακαρεί εις ψυχρόν και αναίσθητον αυτόματον,
+αφαιρούντες εν τέλει και αυτού του άλγους την συναίσθησιν. Το πνεύμα
+παύει τότε λειτουργούν, η δε καρδία μεταπίπτει διά της
+υπερευαισθησίας εις την εντελή αναισθησίαν. Τη αληθεία όμως, η
+τοιαύτη ακαριαία άμβλυνσις του αισθητικού, αποτελεί μεγίστην
+ευεργεσίαν εκ μέρους της φύσεως, αποτελεί ασπίδα ισχυράν κατά των
+υπολοίπων πληγών, ας δύναται να καταφέρη· εξακολούθητικώς ο αγρίως
+διεγερθείς περιβάλλων σε κόσμος, και κηρύξας αμείλικτον πόλεμον κατά
+του περιβαλλομένου εν σοι. Εις την περίστασιν ταύτην, η αναισθησία
+είνε αληθής ηρωισμός.
+
+61
+
+Τρέμε, δυστυχή, τον ηθικόν θάνατον· είνε τόσον τρομερώτερος του
+φυσικού, ώστε η ανάστασις των ζώντων είνε έργον πολύ μεγαλείτερον από
+την ανάστασιν των νεκρών· εάν εδοξάσθη ο Ιησούς, εδοξάσθη μόνον διά
+το πρώτον.
+
+62
+
+Αληθώς η δυσκολωτέρα γνώσις, είνε η γνώσις σεαυτού.
+
+Νομίζω μάλιστα, ότι εν όλω τω δικαίω του ηδύνατο να θεωρηθή ως
+μεγαλοφυής και ο μωρός ακόμη εκείνος, όστις θα εξύπνα μίαν πρωίαν και
+θα έλεγεν εις τον υπηρέτην του:
+
+ — Φίλε μου, σε αποβάλλω της υπηρεσίας μου, διότι, διά να υπηρετής
+άνθρωπον σαν εμέ, ή πολύ ανόητος πρέπει να ήσαι, ή πολύ αχρείος!
+
+63
+
+Η καρδία· μέλος των εντοσθίων σου, αιωνίως αιχμάλωτον, σύρον μόνον
+σε, και συρόμενον από όλους τους άλλους.
+
+64
+
+Ο Θεός· το ηθικόν στήριγμα της συνειδήσεώς σου, παρά του οποίου
+σπανίως ζητείς συγγνώμην διά την χθες, πάντοτε όμως αναθέτεις εις
+αυτόν την φροντίδα της αύριον. Με την σήμερον, ο Θεός δεν έχει
+καμμίαν σχέσιν.
+
+65
+
+Όταν συναντάς έρωτα πολύ θερμόν και ολίγον ειλικρινή, να του
+συμβουλεύης ψυχρολουσίας και νοσοκομείον.
+
+66
+
+Ούτε υπάρχει, ούτε θα υπάρξη εν τω κόσμω ισότης· υπάρχει όμως και
+πρέπει να υπάρχη ισορροπία, ήτις, κατά θείαν πρόνοιαν, έχει
+διακανονισθή ούτως, ώστε να επιτυγχάνεται και δι' αυτής της
+ανισότητος.
+
+67
+
+Όταν βλέπης, ότι ο βασιλεύς κάμνει τον ένα μόνον να μειδιά, έσο
+βέβαιος, ότι πέριξ χίλιοι κλαίουν.
+
+68
+
+Απόφευγε όρνιθα την οποίαν δεν αγαπάς· ουδέν ανιαρώτερον από την
+αφοσίωσιν και από τα κακαρίσματά της.
+
+69
+
+Σεβάσθητι τα δάκρυα του πρώτου έρωτος υπέρ πάντα τα άλλα·
+εμπερικλείουσιν ολόκληρον το μυστήριον της δημιουργίας και της
+διαιωνίσεως της ζωικής ύλης· εκείνα λαλούσιν ευγλωττότερον της
+γλώσσης, εκείνα ισχύουσιν, όπως καταστήσωσι τον κόσμον αιώνιον και
+ευδαίμονα.
+
+Οι αδάμαντες της γης είνε το πρώτον ερωτικόν δάκρυ των πρωτοπλάστων·
+δύναταί τις να είπη, ότι εις το δάκρυ τούτο ρευστοποιείται η ψυχή
+ολόκληρος, όπως συνελκύση ασφαλέστερον την ύλην προς την ύλην, όπως
+εμφυσήση αληθή ζωήν και σφρίγος εις το τέως αυτόματον, του ανοίξη, ως
+διά μαγείας, την χρυσήν πύλην του ναού της φύσεως, και φέρη αυτό
+γονυπετές προ του βωμού του Αιωνίου.
+
+70
+
+Ουδεμία πράξις υπάρχει, την οποίαν δεν περιβάλλει κατά συνθήκην έν
+ιδεώδες· ουδέ το έγκλημα εξαιρείται.
+
+71
+
+Όταν βλέπης, ότι μία αλήθεια αρχίζει να προκαλή οργήν ή τρόμον,
+πίστευε ότι το ήμισυ του προορισμού της έχει ήδη εκπληρωθή.
+
+72
+
+Κατά τα φαινόμενα ούτε ο Θεός ευνοεί πάντοτε τον αθώον, διότι αν
+ήθελε να τον σώση από τον κεραυνόν, θα έρριπτεν αυτόν μετά την
+βροντήν. Αλλά δεν θέλει· ρίπτει τον κεραυνόν, φονεύει και τον αθώον,
+κατόπιν δε βροντά, ως εάν λέγη:
+
+ — Κάπου εφόνευσα άνθρωπον· πηγαίνετε να τον εύρετε και να τον
+κλαύσετε!
+
+73
+
+Θέλεις να μετρήσης καλήτερον τους οδόντας του διαβόλου; κάμε τον να
+γελάση.
+
+74
+
+Και η απόλυτος αλήθεια καταντά ουτοπία, εφ' όσον χίλιοι έχουν επί του
+αυτού αντικειμένου χιλίας ιδέας. Βλέπεις τον ήλιον; την ύπαρξίν του
+παραδέχονται όλα τα δισεκατομμύρια των ανθρώπων. Ε, αν και συ ακόμη
+αποφασίσης να τον αρνηθής, ο δίσκος του πρέπει να θεωρηθή ηλαττωμένος
+κατά το τοσάκις δισεκατομμυριοστόν.
+
+75
+
+Πρόσεχε· δεν είνε ηρωισμός να ρίπτης δυο πτώματα εις έν λεπτόν·
+ηρωισμός είνε να τ' ανεγείρης.
+
+76
+
+Φοβού τας πληγάς των φίλων· αυτοί γνωρίζουν που πονείς περισσότερον.
+Μη φοβού τας επιδημίας και τους λιμούς· είνε οξείς, αλλά παρέρχονται·
+αι χειρότεραι νόσοι είνε αι ενδημικαί.
+
+77
+
+Εάν δυνηθής, αρκέσθητι μόνον εις την ιδέαν της απολαύσεως, είνε η
+διαρκεστέρα απόλαυσις.
+
+78
+
+Έχει και η καρδία την φιλοσοφίαν της, — ο οίκτος· έχει και την
+ποίησίν της — ο έρως· έχει και την παραφροσύνην της, — το μίσος.
+
+79
+
+Και η υπερβολή της ηδονής σου, γλυκεία οδύνη· και η υπερβολή της
+οδύνης σου, ηδονή πικρά.
+
+80
+
+Ο ευγενέστερος προορισμός του θάλπους είνε, όταν το έχης, να το
+παρέχης και εις τους άλλους· διότι εάν ο ήλιος εκράτει την θερμότητα
+και το φως δι' εαυτόν, και ήτο τόσον εγωιστής, ουδέν ον θα ευρίσκετο
+σήμερον διά ν' ανυψώση προς αυτόν το βλέμμα, διά να τον θαυμάση και
+του αναγνωρίση την ευεργεσίαν.
+
+81
+
+Παρά να δύνασαι να πράξης το καλόν και να μη θέλης, είνε προτιμώτερον
+να θέλης και να μη δύνασαι.
+
+82
+
+Ασφαλεστέραν θεώρει την στέγην της καλύβης σου, επί θεμελίου ιδικού
+σου, παρά την στέγην του μεγάρου σου, επί θεμελίου δανεικού.
+
+83
+
+Κεφαλή γυμνή έξωθεν, ημπορεί και να μη προδοθή· αλλά κεφαλή γυμνή
+έσωθεν, όσον και αν κρυφθή, θα προδοθή.
+
+Η κεφαλή είνε το μόνον πράγμα εν τω κόσμω, του οποίου τα έσω
+φαίνονται καλήτερον από τα έξω.
+
+84
+
+Η γη δεν ενέκλεισεν εις τους κόλπους της αδάμαντα πολυτιμώτερον, ούτε
+η θάλασσα μαργαρίτην, από το δάκρυ, το κυλιόμενον εκ των οφθαλμών
+ευτυχούς ανθρώπου διά την δυστυχίαν του άλλου.
+
+85
+
+Εάν ακούσης να λέγουν, ότι η τιμή είνε και χρήμα και πλούτος, μη το
+πιστεύσης· πλούτος, είνε δι' εκείνους πού την έχουν· χρήμα, δι'
+εκείνους που την έχασαν.
+
+86
+
+Εις δύο περιστάσεις δεν επιτρέπεται η δειλία· εις τον πόλεμον και εις
+τον έρωτα.
+
+87
+
+Η Δουλεία είνε κατάστασις, την οποίαν αισθάνεται βαθύτερον η καρδία,
+παρ' όσον την αντιλαμβάνεται ο νους· διά τούτο γεννά περισσότερα
+αισθήματα, παρά ιδέας.
+
+88
+
+Μία μεγάλη γυνή, επιβάλλεται πλειότερον από ένα μέγαν άνδρα εις
+πνεύμα, και ασκεί τόσω μείζονα επί της κρίσεως βαρύτητα, όσω μείζονα
+ελαφρότητα ανέμενέ τις εξ αυτής.
+
+89
+
+Εάν ερωτήσης ανθρώπους, τι προτιμούν; να παραδώσουν την ψυχήν των εις
+ένα διάβολον με πορφύραν, ή εις ένα άγγελον με κουρέλια; Όλοι τον
+διάβολον θα προτιμήσουν.
+
+90
+
+Να βδελύττεσαι και να φοβήσαι ολιγώτερον τον αχρείον, που είνε και
+δεν φαίνεται, από τον αχρείον, που είνε και φαίνεται.
+
+91
+
+Θαύμαζε τους καλούς τρόπους, αλλά μη τους εμπιστεύεσαι πάντοτε· εις
+το τρυφερώτερον πόδι απαντώνται συνήθως οι σκληρότεροι κάλοι.
+
+92
+
+Η νυξ είνε καλός σύμβουλος, αλλά διά τους έχοντας εις την ψυχήν των
+ημέραν· διά τους έχοντας όμως και εις την ψυχήν των νύκτα, είνε
+ολέθριος σύμβουλος.
+
+93
+
+Μη υποχρεώσης την ψυχήν σου να αισθανθή ακούσιον αίσθημα· ζητείς να
+διεγείρης τρικυμίαν εις ένα ωκεανόν με τον δάκτυλον.
+
+94
+
+Και καθήμενος και μηδέν πράττων ακόμη, κουράζεις τους άλλους· θέλεις
+να μη τους κουράζης ποτέ; ύβριζε.
+
+95
+
+Από την αλήθειαν, ήτις λέγεται όταν δεν πρέπει, να προτιμάς και αυτό
+το ψεύδος, το οποίον λέγεται όταν πρέπει.
+
+96
+
+Αυτό θα ειπή αγών της ζωής· ζητείς κάτι επιμόνως από τον ουρανόν,
+καθ' ην στιγμήν ευρίσκεται προ των ποδών σου, και σκοντάπτων επ'
+αυτού, ή το συντρίβεις, ή συντρίβεσαι ο ίδιος.
+
+97
+
+Ο χρυσός είνε ο ισχυρότερος μαγνήτης, όστις έλκει ό,τι αντικρύση προς
+αυτόν. Να ήσαι βέβαιος, ότι εάν ο ήλιος δεν είχε το χρώμα του,
+ηλιακόν σύστημα δεν θα υπήρχεν· ουδείς πλανήτης θα τον υπήκουε και θα
+εστρέφετο περί αυτόν.
+
+98
+
+Αίσχος· το μόνον αθάνατον, το οποίον δημιουργεί ο θνητός.
+
+99
+
+Ουδείς υπάρχει πράγματι δυστυχής· όλοι, όσοι φαίνονται τοιούτοι,
+νομίζουν πρώτον ότι είνε, και κατόπιν γίνονται.
+
+100
+
+Φοβού τους όνυχας και ρόδα φέροντας.
+
+
+
+Β'.
+
+
+
+101
+
+Δύναται και η ουρά σου ν' απαστράπτη εις τον ήλιον, και το στέμμα σου
+να θαυμάζεται· εφ' όσον έτι δεν ελάλησες, δεν έδειξες τι πετεινός
+είσαι.
+
+102
+
+Οσάκις συναντήσης σοφόν καθ' οδόν, σταμάτησέ τον και ερώτα:
+
+Τι προετίμας, ω σοφέ; να σου δώσω 100 χιλιάδας νέων δραχμών, ή να σου
+εμπνεύσω 100 χιλιάδας νέων ιδεών; Ή ακόμη τι προετίμας; να
+εσφετερίζεσο έν εκατομμύριον δραχμών από ένα τραπεζίτην, ή έν
+εκατομμύριον ξένων ιδεών από ένα φιλόσοφον, με την βεβαιότητα, ότι
+δεν θα σε εννοήση κανείς;. . . . Μη λαμβάνης τον κόπον ν' απαντήσης,
+διότι την απάντησίν σου την μαντεύω· ποσάκις δεν επώλησες ιδέας αντί
+δραχμών, και ποσάκις δεν παρεκάλεσες τον Θεόν, ίνα σου εμβάλη εις την
+κεφαλήν εκατομμύρια ιδεών, διά να τας πωλήσης αντί ολίγων δεκάδων
+δραχμών, αφού δεν έστερξεν εις τας ικεσίας σου, ίνα εμβάλη εις τα
+θηλάκιά σου εκατομμύρια δραχμών, και να μη σου αφήση εις την κεφαλήν
+ουδεμίαν άλλην ιδέαν, ειμή την ιδέαν μόνον. . . .ότι είσαι
+εκατομμυριούχος! Βλέπεις λοιπόν, ω σοφέ, αυτό το χαρτονόμισμα το
+ξεσχισμένον, το λερωμένον, το βρωμερόν; η βρώμα του αποτελεί το
+ελιξίριον της μακροβιότητος και της αθανασίας· πολλοί εβλάβησαν από
+χρήσιν βρωμερών βιβλίων, από χρήσιν όμως βρωμερών χαρτονομισμάτων
+ουδείς. Με τούτο ημπορείς, όσον κτήνος και αν ήσαι, να εγείρης ένα
+ανδριάντα εις την γελοίαν ύπαρξίν σου, να τον ίδης ζων τοποθετούμενον
+εις το άκρον μιας οδού, φερούσης το όνομά σου, και να διαιωνίσης διά
+του λίθου ξύλινον ον, μεταξύ του οποίου και σού η μόνη διαφορά
+υπάρχει, ότι το ξύλον επλήρωνε και ανηγείρετο ο λίθος!
+
+103
+
+Το Μεγαλείον έχει όρια, πέραν των οποίων, ή γελοίον αποβαίνει, ή
+ειδεχθές.
+
+104
+
+Εξέλεγχε πάντοτε την Αιδώ· ομοιάζει με τα πολύτιμα προσόντα· όσω
+μάλλον εκλείπει, τόσον και πολλαπλασιάζεται η α π ο μ ί μ η σ ι ς
+της.
+
+105
+
+Η φύσις κατέχει και τα αντίδοτα όλων των δηλητηρίων της· το δυστύχημα
+όμως είνε, ότι είνε δύσκολος η ανεύρεσις αυτών.
+
+106
+
+Μέγας νους μετά μεγάλης καρδίας, ανέρχεται μέχρι της Αρετής διά να
+την φθάση.
+
+Μέγας νους μετά μικράς καρδίας, ανέρχεται μέχρι της Αρετής· διά να
+την κρημνίση.
+
+Μικρός νους μετά μεγάλης καρδίας, καταβιβάζει την Αρετήν μέχρις
+εαυτού διά να την φθάση.
+
+Μικρός νους μετά μικράς καρδίας, καταβιβάζει την Αρετήν μέχρις εαυτού
+διά να την συντρίψη.
+
+107
+
+Θέλεις να κρίνης την εργασίαν του άλλου ασφαλέστερον; δοκίμασε πρώτον
+αν ημπορής να την κάμης, και ερώτησε τον εαυτόν σου διατί δεν την
+έκαμες.
+
+108
+
+Μη δίδης ποτέ πίστιν εις τα χρώματα· και τα δηλητήρια ανθούσιν, αλλά
+τα άνθη των φονεύουσι ταχύτερον.
+
+109
+
+Ουδέποτε θα δυνηθής να εννοήσης και τούτο· πώς υπάρχουν άνθρωποι
+αναμιγνυόμενοι εις ξένα όνειρα, μολονότι δεν εξώφλησαν ακόμη με τα
+ιδικά των.
+
+110
+
+Ποτέ μη λέγης τι είσαι· δεν θα σε πιστεύση κανείς, ουδ' εάν
+κατηγορήσης σεαυτόν. Ο κόσμος τείνει εις το να έχη συνήθως περί σου
+πολύ διάφορον ιδέαν της ιδικής σου.
+
+111
+
+Όταν αγαπήσης και ανταγαπηθής, ερώτησε τον εαυτόν σου: — Τι
+πλειότερον εγνώρισε και απήλαυσεν ο Μαθουσάλας από το έντομον εκείνο,
+το καλούμενον Εφήμερον, του οποίου ο βίος άρχεται με την ανατολήν του
+ηλίου και εκλείπτει με την δύσιν του;
+
+112
+
+Όταν σε πάρη ο κατήφορος, και εις τον Παράδεισον αν ταξειδεύσης, θ'
+ακούσης περισσοτέρας κακολογίας επανερχόμενος, παρ' όσας θα ήκουες
+εάν εταξείδευες εις αυτήν την Κόλασιν.
+
+113
+
+Το μεγαλείτερον ελάττωμα είνε η προσπάθεια προς απόκρυψιν ενός
+ελαττώματος· αντί ν' αλλάξης όψιν, παρουσιάζεις αυτήν με έν ελάττωμα
+επί πλέον.
+
+114
+
+Και το γελοίον έχει όρια, πέραν των οποίων αποβαίνει συμπαθές.
+
+115
+
+Η γυνή ορκιζομένη, θάπτει ζώντας και εκθάπτει νεκρούς μετά τοσαύτης
+ευκολίας, ώστε ο έρως δι' αυτήν καταντά νεκροθάπτης αυτόχρημα.
+
+116
+
+Μη θαυμάζης τον ταώ· έχει χρυσάς πτέρυγας, αλλά μυαουρίζει ως η γάτα·
+προτίμησε την γάταν, η οποία δεν μιμείται κανέν άλλο ζώον.
+
+117
+
+Ο ενθουσιασμός είνε σύμπτωμα, μαρτυρούν αναβίωσιν και αναγέννησιν.
+
+118
+
+Ο Γολγοθάς της Τέχνης έχει δυο ατραπούς, οδηγούσας εις την αυτήν
+κορυφήν· από την μίαν ανέρχονται διά να σταυρωθούν, κι από την άλλην
+διά να πάρουν τον αέρα των· και συμβαίνει συνήθως οι μεν πρώτοι να
+σταυρούνται, οι δε δεύτεροι να φαίνωνται εις τον κόσμον
+περιβεβλημένοι την αίγλην του αγίου Πνεύματος και τον στέφανον του
+μαρτυρίου.
+
+119
+
+Αγάπα τα άνθη· είνε το σιωπηλόν και άγραφον ευαγγέλιον της φύσεως.
+
+120
+
+Δεν υπάρχει θέσις οικτροτέρα δι' ένα άνδρα, από το πλευρόν γυναικός,
+παρ' ης δανείζεται το όνομά του, έστω και αν λέγεται «ο σύζυγος της
+Βασιλίσσης». Όταν του απονέμεις τον τίτλον του είνε ωσάν να λέγης εις
+τους άλλους:
+
+« — Ησυχάσετε, δεν είνε κ α ν ε ί ς.»
+
+121
+
+Μεσονύκτιον· η τελευταία θωπεία της χθες, και το πρώτον ράπισμα της
+αύριον.
+
+122
+
+Μη πιστεύσης ποτέ, ότι η καρδία δεν έχει και ολίγον πνεύμα· το πνεύμα
+όμως είνε ανηλεές· δεν έχει ούτε ίχνος καρδίας.
+
+123
+
+Αλλοίμονον εις εκείνον, όστις εσυνείθισε να βλέπη όλα τα πράγματα
+ανάποδα· θα καταγγείλη επί εσχάτη προδοσία κατά της φύσεως και τον
+εαυτόν του ακόμη, όταν αποφασίση να εννοήση, ότι περιπατεί με την
+κεφαλήν άνω και με τους πόδας κάτω.
+
+124
+
+Απόφευγε την αυταπάτην· είνε η οικτροτέρα κωμωδία της ανθρωπίνης
+ψυχής.
+
+125
+
+Ο έρως ή αιθήρ θα ήνε, ή βόρβορος.
+
+126
+
+Εις τον κόσμον αυτόν ουδέποτε θα εννοήσης διατί υπάρχουν τόσα
+πράγματα απαίσια, περιβαλλόμενα με το αισιώτερον κάλυμμα.
+
+Και ακόμη δεν θα εννοήσης, διατί ο ήλιος αντανακλάται και εις τον
+βόρβορον ούτε διατί ο βόρβορος αποξηραινόμενος, ανέρχεται ως
+κονιορτός μέχρι του αιθέρος.
+
+Και δεν θα εννοήσης ακόμη, ούτε το δάκρυ της χαράς, ούτε το μειδίαμα
+της λύπης· ούτε την διαφοράν του στεναγμού της οδύνης από του
+στεναγμού της ηδονής.
+
+Και δεν θα εννοήσης, ούτε διατί η φύσις αποδεικνύεται ενιατού και
+προς εαυτήν ανειλικρινής και ψευδομένη· παρουσιάζει ζώα με μοναδικήν
+υπόστασιν και ανθρώπους με διπλήν· σε θωπεύουν διά του βλέμματος,
+καθ' ην στιγμήν διά της ψυχής των σε καταξεσχίζουν· ωκεανούς, υπό την
+λείαν των οποίων και χαρίεσσαν επιφάνειαν, κρύπτεται μαύρη άβυσσος με
+μυρίους θανάτους.
+
+127
+
+Ολόκληρος ο βίος είνε έν όνειρον, από το οποίον αφυπνιζόμεθα, όταν
+πίπτωμεν ίνα κοιμηθώμεν διά παντός.
+
+128
+
+Την στιγμήν όπου ο διάβολος θα εννοήση ότι έχει κέρατα, τα χερουβείμ
+θα του παραχωρήσουν την θέσιν των.
+
+129
+
+Συνήθως καταναλίσκουν οι άνθρωποι τα τρία τέταρτα του βίου των, προς
+συντομωτέραν εξόφλησιν του υπολοίπου τετάρτου.
+
+130
+
+Λαοί δούλοι εξιδανίκευσαν την δουλείαν των, και λαοί ελεύθεροι
+κατεσπίλωσαν την ελευθερίαν των· εάν εκαλείσο να εκλέξης μεταξύ
+τοιαύτης δουλείας και τοιαύτης ελευθερίας, απάντησε ανενδοιάστως, ότι
+προτιμάς σκότος μετά συνειδήσεως, παρά φως μετ' ασυνειδησίας.
+
+131
+
+Δύνασαι να ήσαι αχθοφόρος, δύνασαι να ήσαι βασιλεύς· δύνασαι ν'
+αποφύγης όλας τας διατάξεις του Ποινικού Νόμου· διά τον Ηθικόν Νόμον
+είσαι πάντοτε υπόδικος.
+
+132
+
+Όταν βλέπης λαόν, όστις βαδίζει προς τον θάνατον άδων, πίστευε ότι
+βαδίζει προς την ζωήν.
+
+133
+
+Ουδείς θα κηρυχθή πολέμιός σου, εάν πρώτον δεν αναγνωρίση την αξίαν
+σου· περί τούτου έσο βέβαιος.
+
+134
+
+Αναγινώσκων διαρκώς περί της ευτυχίας του άλλου θα πλήξης· ουδέποτε
+όμως θα κουρασθής παρακολουθών την δυστυχίαν του.
+
+135
+
+Διά την αληθώς ερώσαν γυναίκα ουδέν είνε αδύνατον· είνε ικανή να
+ονειρευθή, ότι ανατρέπει και το σύμπαν, διά να ίδη πριν εξυπνήση, ότι
+δίδει εις αυτό πνοήν εκ της πνοής του εραστού της, και ότι κατορθώνει
+ν' αναφλέξη εκ νέου τον ήλιον με ένα σπινθήρα του έρωτός της.
+
+136
+
+Πρόσεξε και εις τον οκνηρόν· η αργία του είνε έν είδος ηδονής, και
+όταν ακόμη συνοδεύεται από τας αναποφεύκτους στενοχωρίας της.
+
+137
+
+Μη επικαλεσθής ματαίως την ψυχράν λογικήν, όπου η ψυχή σου θα λαλήση
+ευγλώττως· δεν θα σε υπακούση.
+
+138
+
+Εκ της χαράς του άλλου, προσθέτεις εις την λύπην σου λύπην και εκ της
+λύπης του άλλου, εις την λύπην σου χαράν.
+
+139
+
+ Όσω στον κόσμον βλέπωμεν ποδόγυρον,
+ κι' όσω ακόμη έχωμεν πατρίδα,
+ το ράσσον δεν θα φτιάνη τον καλόγηρον,
+ ούτε τον μασκαράν η προσωπίδα.
+
+140
+
+Απόφευγε τους εμπόρους των μεγάλων εκδουλεύσεων· είνε λαθρέμποροι
+δηλητηρίων.
+
+141
+
+Μάθε και κατά τι διαφέρει η γυνή της γάτας: ότι η μεν γάτα είνε γυνή
+με ουράν, η δε γυνή, γάτα χωρίς ουράν.
+
+142
+
+Η σήμερον είνε μία σφην μεταξύ της χθες και της αύριον· είνε δηλαδή
+μία στιγμή ελαχίστη, μεταξύ δύο απείρων.
+
+143
+
+Η ηθική δύναμις, αφ' ης εκπηγάζει και εξαρτάται το μεγαλείον, είνε τι
+ένθεον, εδρεύον εν τη ψυχή, και απολύτως ανεξάρτητον των μέσων, άτινα
+ο εξωτερικός κόσμος διαθέτει προς την ανάπτυξιν και την δράσιν του.
+
+144
+
+Δύο, αντιθέτου φύσεως όντα, δεν στρέφονται όπισθέν των· ο λύκος και ο
+αθώος άνθρωπος. Θέλεις να πλήξης επιτυχέστερον; ελθέ εκ των νώτων.
+
+145
+
+Όσω μάλλον πεπωρωμένη είνε μία καρδία, τοσούτον και ιλιγγιά προ της
+ιδέας του θανάτου· θα έλεγέ τις, ότι φοβείται μήπως ο θάνατος
+αποσβέση το αίσχος της.
+
+146
+
+Ολιγώτερον φαίνεσαι, ολιγώτερον υβρίζεσαι· είς φιλικός χαιρετισμός,
+ισοδυναμεί πολλάκις προς δέκα εχθρικάς ύβρεις.
+
+147
+
+Η τύχη σου είνε έργον των χειρών σου· εάν δε συμβαίνη να λαμβάνη
+ταχυτέραν ή βραδυτέραν φοράν, τούτο δεν είνε συμπτωματικόν· εξαρτάται
+από μυρίας συγκεκριμένας αιτίας, απορρεούσας και ταύτας συνήθως εκ
+της ιδίας θελήσεώς σου.
+
+148
+
+Η Ειρήνη είνε το ιλαρόν προσωπείον του Πολέμου· ο Πόλεμος, το
+τραγικόν προσωπείον της Ειρήνης.
+
+149
+
+Οι μάρτυρες της ιδέας είνε κατά το μάλλον και ήττον ισότιμοι·
+αδιάφορον ποία υπήρξεν η ιδέα των και ποία η επί της ανθρωπότητος
+επιρροή της.
+
+150
+
+Όταν ίδης σύζυγον, ανησυχούντα διά την πίστιν της γυναικός του,
+λάλησε εις το ους του: — Ηλίθιε! θέλεις να κοιμάσαι ήσυχος; αφαίρεσε
+ολίγα πτερά από το καπελλίνον της συζύγου σου, και πρόσθεσε τα εις
+την ψυχήν της.
+
+151
+
+Ούτε ο ήλιος τυφλώνει ταχύτερον τους οφθαλμούς σου, από την λάμψιν,
+την οποίαν διαβλέπεις εις τον εαυτόν σου.
+
+152
+
+Τα έθνη δεν φονεύονται, ούτε διά της πείνης, ούτε διά των χρεωκοπιών,
+ούτε διά της ήττης· φονεύονται διά της ιδέας.
+
+153
+
+Είνε παράδοξος ο έρως, πολύ παράδοξος κατάστασις· μεταφέρει τον
+άνθρωπον ακαριαίως εκ της περιωπής του αγγέλου εις την του θηρίου·
+κάλλιον ειπείν, συγχέει τας δύο ταύτας ιδιότητας εις βαθμόν
+ακατανόητον και επικίνδυνον· προξενεί λύπην και χαίρει· ενίοτε
+προξενών χαράν, ευρίσκει ηδονήν μη συμμεριζόμενος αυτήν· πολλάκις
+δημιουργεί μόνος την δυστυχίαν, και άλλοτε κενώει την κύλικα της
+ευδαιμονίας μέχρι πυθμένος, μόνον και μόνον, όπως αναζητήση εν αυτή
+την μυστηριώδη κόκον της δυστυχίας. Είνε είς περιπλανώμενος παράφρων,
+όστις ουδέν άλλο ζητεί, ή την εξόντωσιν εαυτού διά παντός μέσου, και
+ούτινος η γη της επαγγελίας είνε συνήθως το πλησιέστερον
+νεκροταφείον.
+
+154
+
+Πιστεύεται, ότι διά του οίνου λησμονεί ο άνθρωπος τας συμφοράς του.
+Έσο βέβαιος ότι εάν ο οίνος έλειπεν από τον κόσμον, ουδέποτε ο
+άνθρωπος θα είχεν ανάγκην αυτού, διά να λησμονήση τας συμφοράς του.
+
+155
+
+Το μέγα ονόμαζε μέγα, και το μικρόν ονόμαζε μικρόν· μη επιχειρήσης
+όμως να τα περιγράψης, διότι θα σμικρύνης το πολύ μέγα, και θα
+μεγαλώσης το πολύ μικρόν.
+
+156
+
+Η αυτοκτονία δεν είναι αποτέλεσμα δειλίας και απελπισίας· είνε το
+θάρρος των δειλών, και η ελπίς των απηλπισμένων.
+
+157
+
+Ο ανήρ φαινομενικώς είνε ο σύζυγος της γυναικός· κυρίως είνε το υ π
+ο σ υ ζ ύ γ ι ον της.
+
+158
+
+Το κάλλος υπήρξε πάντοτε η ασφαλεστέρα παγίς του ανθρωπίνου
+πνεύματος, ταυτοχρόνως δε και το ταχύτερον όχημα, όπερ έσυρεν αυτό
+διά δρόμου καταπληκτικού επί της οδού της προόδου.
+
+159
+
+Το κακόν είνε μία άβυσσος απύθμενος, εις τα χείλη της οποίας φύονται
+τα μεθυστικότερα και περικαλλέστερα άνθη.
+
+160
+
+Καλλονή άνευ πνεύματος, θέλγει διαβαίνουσα· πνεύμα άνευ καλλονής,
+θέλγει παραμένον.
+
+161
+
+Σοφός εβραίος παραβάλλει τον οίνον προς τον φίλον, υποστηρίζων ότι ο
+παλαιότερος είνε και ο καλήτερος. Δεν προσέθηκεν όμως, ότι οι
+παλαιότεροι φίλοι γίνονται και οι ασπονδότεροι εχθροί μας, όπως ο
+παλαιότερος οίνος μεταβάλλεται εις το δριμύτερον όξος, όταν ο
+διάβολος αποφασίση να βουτήση την ουράν του εις το βαρέλιον του
+οινοπώλου
+
+162
+
+Από της αναγνωρίσεως μιας αληθείας, μέχρι της επικρατήσεως αυτής,
+εμεσολάβησε πάντοτε χάος, όπερ, ουχί σπανίως, επληρώθη διά πτωμάτων.
+
+163
+
+Μη εμπιστεύεσαι εις όλα τα τελείως δικαιολογημένα πράγματα· συμβαίνει
+και το δίκαιον να μη ήνε πάντοτε τελείως δικαιολογημένον, και το
+δικαιολογημένον να μη ήνε τελείως δίκαιον.
+
+164
+
+Όταν ακούης τοκογλύφον, τρέμε· ουδεμία πληγή δύναται να συγκριθή προς
+αυτόν. Αι επτά πληγαί της Αιγύπτου, κατέστρεψαν τα επ' αυτής, αλλ'
+αφήκαν την Αίγυπτον. Ο Θεός ελησμόνησε τον τοκογλύφον· ούτος θα
+κατέτρωγε και αυτήν την Αίγυπτον, και θα κατέπινε τον Νείλον διά να
+την χωνεύση.
+
+165
+
+Η αληθής σοφία παρουσιάζει τόσον παραδόξους ιδιοτροπίας, ώστε
+αναγκάζεσαι να πιστεύης ότι, άνευ αυτών, ουδέν δικαίωμα θα είχεν επί
+του τίτλου της.
+
+166
+
+Η αφροσύνη ως αδυναμία, είνέ τι οικτρόν· αλλ' η αφροσύνη ως δύναμις,
+είνε πράγμα τρομερόν.
+
+167
+
+Έσο μεγαλόψυχυς και μη απελπίζεσαι ποτέ· διά τας μεγάλας ψυχάς
+υπάρχει πανταχού στάδιον αναγνωρίσεως και νίκης.
+
+168
+
+Και από τον σίδηρον και από τον μόλυβδον ακόμη, ο χρυσός επήνεγκε τας
+ασφαλεστέρας και ταχυτέρας καταστροφάς επί της γης.
+
+
+169
+
+Μη λαβάνης υπ' όψιν σου τους εραστάς· έχουσι πολύ μαραδόξους ιδέας·
+εάν ηδύναντο να πλάσωσι τον κόσμον εκ δευτέρου, θα έπλαττον αντί
+ανθρώπου μίαν γιγάντιον καρδίαν, και άνωθεν αυτής θα προσεκόλλων μιαν
+κεφαλήν, έχουσαν μόνον οφθαλμούς διά να βλέπη, και χείλη διά να φιλή.
+
+170
+
+Το κακόν δεν έχει απόλυτον βάρος· ζυγίζεται διά της χειρός του
+διαπράξαντος αυτό.
+
+171
+
+Όταν ο Θεός κλείη τους οφθαλμούς, ο Διάβολος ανοίγει τους ιδικούς
+του. Τούτο είνε βεβαιωμένον· αμφίβολον μόνον είνε το ζήτημα της
+προτεραιότητος· κοιμάται ο Θεός, διότι γνωρίζει ότι θα αγρυπνήση ο
+Διάβολος, ή βλέπει ο Διάβολος, διότι κοιμάται ο Θεός; θα μου επιτραπή
+να πιστεύσω εις το πρώτον.
+
+172
+
+Όταν ίδης άνδρα, αποφασίζοντα να π ρ ο σ θ έ σ η εις την πλευράν του
+το ελλείπον μέρος της, πείσθητι ότι συνέλαβε την χειρίστην έννοιαν
+της π ρ ο σ θ έ σ ε ω ς.
+
+173
+
+Δεν υπάρχει υψηλότερον αίσθημα από την μετάνοιαν και την συγγνώμην·
+τελείται μία μεταμόρφωσις εν τη ψυχή ένθεος, την οποίαν εν τη φύσει
+συμβολίζει η μεταμόρφωσις της κάμπης εις χρυσαλίδα, ήτις,
+αναλαμβάνουσα αιθερίας πτέρυγας, σπεύδει και καταφιλεί ικέτις το
+άνθος, του οποίου το φύλλον είχε καταφάγη, η δε χρυσαλίς της σήμερον
+ζητεί συγγνώμην διά τον σκώληκα της χθες.
+
+174
+
+Αγωνίζου, κοπίαζε, μαρτύρει εν ανάγκη· αλλά τρέμε την απόλυτον
+ανάπαυσιν και την ησυχίαν, διότι και ταύτα ονομάζονται θάνατος· ο δε
+θάνατος, όταν καταβάλλη διά του απλέτου φωτός, είνε τρομερώτερος,
+παρ' όταν καταβάλλη διά του σκότους.
+
+175
+
+Η πύλη του Παραδείσου και η οπή της Κολάσεως ευρίσκονται πλειότερον
+συνορεύουσαι, παρ' όσον συνήθως τας φαντάζονται οι άνθρωποι.
+
+176
+
+Η ψυχή είνε ακόρεστος εις την συναίσθησιν του ιδανικού, πάντοτε δε
+ζητεί ν' αντλή αυτό και εκεί ακόμη, ένθα γνωρίζει ότι πράγματι δεν
+υπάρχει.
+
+177
+
+Ουδέποτε ν' αποπειραθής, όπως καταστής ακριβής τιμητής της αρετής και
+της κακίας, ουδέ να βάλης πρώτος του αναθέματος τον λίθον· διότι ο
+λίθος ούτος ευρίσκεται μεν ευκόλως εις την γωνίαν εκάστης οδού, αλλά
+πλησίον αυτού ευρίσκεται πάντοτε και μία πέτρα σκανδάλου. Υπάρχει δε
+τοιαύτη ομοιότης μεταξύ των δύο τούτων, ώστε πολλάκις αντί να ρίψης
+τον λίθον, ρίπτεις την πέτραν, ήτις έχει την ελαστικότητα,
+πίπτουσα,να επανέρχεται συνήθως κατά της ιδίας κεφαλής σου.
+
+178
+
+Όταν η πατρίς ευρίσκεται εν πενία, ο πλούτος σου μηδέν· όταν η πατρίς
+ευπορή, και η πενία σου θησαυρός.
+
+179
+
+Πρόσεχε εις τας χείρας των κυβερνώντων· είνε το κάτοπτρον της
+καταστάσεως της χώρας.
+
+180
+
+Περιόριζε το βλέμμα σου εις το να βλέπης όπου βαδίζεις· διότι, όταν
+το σώμα σου βαίνη προς τα εμπρός και η κεφαλή σου στρέφεται προς τα
+οπίσω, αλλοίμονον και εις το σώμα και εις την κεφαλήν.
+
+181
+
+Λόγος στηλώνει την ψυχήν και λόγος την κρημνίζει.
+
+182
+
+Μη περιφρονής την στέγην σου· είνε ολόκληρος βιβλιοθήκη· έκαστον
+κεραμίδι αυτής αποτελεί ανά έν μυθιστόρημα της οικίας σου.
+
+183
+
+Όσω πλειότερον δυστυχείς είμεθα, τόσω μάλλον πιστεύομεν, ότι η
+ευτυχία προωρίσθη δι' ημάς.
+
+184
+
+Και η ισχυρά κρίσις, όταν συμβαίνη να οδηγή εις τα άκρα, καθίσταται
+πολυτέλεια ανωφελής.
+
+Ο ορθολογισμός και η ουτοπία τόσον παραλλήλως βαίνουσιν, ώστε η
+ελαχίστη παρεκτροπή αρκεί ίνα ρίψη τούτον εις την τροχιάν εκείνης.
+
+185
+
+Ο Θεός δεν σε αφίνει ποτέ να χαθής· τούτο είνε αληθές· αλλά την
+υποχρέωσιν ανταποδίδεις ίσην, διότι και συ δεν αφίνεις ποτέ ίνα χαθή
+ο Θεός σου.
+
+Μεταξύ Θεού και όντων υπάρχει μία ηθική αλληλεγγύη· όταν αύτη
+εκλείψη, και τα όντα μένουσιν άνευ θεού, αλλά και ο θεός άνευ όντων.
+
+186
+
+Όταν διαψεύδωνται τα όνειρά σου, τότε τα αναπολείς λεπτομερέστερον·
+όταν πραγματοποιούνται τα λησμονείς όλα.
+
+187
+
+Και αυτό το σμικρόν μεγαλώνει αρκετά, όταν γνωρίζη να εκτιμήση το
+μέγα.
+
+188
+
+Δεν ηδυνήθην ποτέ να εννοήσω τον επί πατραγαθία εγωισμόν· απορώ δε
+πώς ευρίσκονται άνθρωποι, αναπαυόμενοι επί δαφνών ξηρών και ανηκουσών
+εις άλλους, χωρίς να τας αισθάνωνται ενοχλητικώς τριζούσας και
+διαμαρτυρομένας υπό την ράχην των.
+
+189
+
+Φρονήσεως δείγμα είνε και το να γελάσης πρώτος διά την αφροσύνην σου,
+πριν γελάσουν οι άλλοι.
+
+190
+
+Δύνασαι να ήσαι όσον θέλεις σοφός, όσον θέλεις μέγας διά τον εαυτόν
+σου, όσον θέλεις σιδηρούς· δύνασαι να αισθάνεσαι κόσμον ολόκληρον
+εντός σου, απειλούντα να διαρρήξη της ψυχής σου το περίβλημα και να
+κατακτήση τον κόσμον, όστις σε περιβάλλει· δύναται η γη να διατηρή
+επί σειράν χιλιετηρίδων κεκρυμμένον εις τα σπλάγχνα της τον σκληρόν
+και άκαμπτον σίδηρον· εφ' όσον η σκαπάνη δεν διασχίζει το κέλυφός
+της, και δεν εκθάπτει αυτόν, ο σίδηρος θα παραμείνη αιωνίως αφανής
+και ακατέργαστος και άχρηστος διά τον κόσμον. Η ώθησις είνε το παν·
+δόσε τοιαύτην και ενίκησες και τον κόσμον και την φύσιν.
+
+191
+
+Η θετικωτέρα εκδήλωσις της σοφίας του Θεού, δεν είνε ούτε ο έρως,
+ούτε η φιλία, ούτε η μνημοσύνη· είνε η λήθη.
+
+192
+
+Προτίμα ν' αγωνίζεσαι ισοβίως διά να φθάσης την Αρετήν, παρά να την
+καταβιβάζης, και ιππεύων επί των νώτων της, να την μεταχειρίζεσαι ως
+υποζύγιον κατά τας ορέξεις και τας ανάγκας σου.
+
+193
+
+Υπερηφάνεια: έπαρσις υπό μορφήν υποφερτήν· έπαρσις: υπερηφάνεια υπό
+μορφήν ανυπόφορον.
+
+194
+
+Ο συκοφάντης ομοιάζει με τον σκύλλον εκείνον, όστις εν ώρα νυκτός
+υλακτεί σκιάς εις το μέσον ενός χωρίου· μετά τινας στιγμάς όλοι οι
+σκύλλοι ευρίσκονται επί ποδός.
+
+195
+
+Οι άνθρωποι, προβαίνοντες επί τα πρόσω, κρατούν δύο σκαπάνας· με την
+μίαν ανοίγουν τον δρόμον, όπου θα πατήσουν, με την άλλην μεταβάλλουν
+εις χάος τον δρόμον, όπου επάτησαν. Ιδού διατί πάσα οπισθοδρόμησις
+αποτελεί κατακρημνισμόν.
+
+196
+
+Η ευτυχία και η δυστυχία είνε τόσον ακατανόητοι, ώστε συνήθως
+επιβάλλονται και κυριεύουσι της ψυχής διά του μυστηρίου των μάλλον,
+παρά διά της ουσίας των.
+
+197
+
+Να ήσαι βέβαιος, ότι το απόλυτον βάρος της κεφαλής είνε πάντοτε το
+αυτό, ουδέν δε προσθέτει ο Διάβολος επί πλέον εις το μέτωπον ενός
+συζύγου· ό,τι φαίνεται ότι προσθέτει εκεί, το έχει αφαιρέση
+απλούστατα εκ του εγκεφάλου.
+
+198
+
+Ομιλούν περί ανθρώπων πωλούντων την συνείδησίν των· ουτοπία· — είνε
+εμπόρευμα η συνείδησις, το οποίον τότε επώλησεν ο άνθρωπος, ότε
+έπαυσε να το έχη.
+
+199
+
+Ολόκληρος η φύσις είνε έρως· και ο δημιουργός θεός είνε έρως και η
+ζωή εξ έρωτος πηγάζει, αλλά και ο θάνατος θα κατενικάτο άνευ του
+έρωτος.
+
+200
+
+Πάσα ανθρωπίνη πράξις, όσον μεγάλη και αν ήνε, δεν θέλει τίποτε άλλο
+διά να εξευτελισθή, παρά μίαν επανάληψιν.
+
+
+
+Γ'.
+
+
+
+201
+
+Εάν εύρης τινάς εκ των σκέψεών μου, ή και όλας ταύτας ανοήτους, μη
+τας απορρίψης ασυζητητεί. Διά του ψεύδους ερευνάται ασφαλέστερον η
+αλήθεια.
+
+***
+
+Δίδε προσοχήν πάντοτε και εις την μεγαλειτέραν ανοησίαν. Ο Νεύτων από
+την πτώσιν ενός σάπιου μήλου ανεκάλυψε τον παγκόσμιον νόμον· βλέπεις
+λοιπόν, ότι έν σάπιον μήλον κατώρθωσεν, ό,τι δεν θα κατώρθωνον όλα τα
+γερά μαζευμένα.
+
+202
+
+Η αγαθοεργία είνε ευρύτατον πλαίσιον, υπό το οποίον δύνασαι να
+περάσης οίαν δήποτε εικόνα θέλης.
+
+203
+
+Αρετή επιδεικνυομένη, είνε εύσχημον προσωπείον της χειρίστης κακίας·
+όταν συναντηθής μετ' αυτής, προσκύνησέ την ως αρετήν, και φεύγε
+μίλια.
+
+***
+
+Αληθής αρετή είνε εκείνη, την οποίαν δεν βλέπεις.
+
+204
+
+Υπάρχουν άνθρωποι, οίτινες προσκυνούντες χλευάζουν, και ασπαζόμενοι
+δάκνουν, και μειδιώντες δηλητηριάζουν· τοιαύτα πρόσωπα οι ποιηταί
+καλούσι πρόσωπα κυνός, και οι χημικοί καλούσι χάλκινα.
+
+205
+
+Θέλεις να πεισθής εάν σε αγαπά η ερωμένη σου; Ερώτησέ την πόσους
+ηγάπησε πριν σε γνωρίση. Όσω πλειοτέρους σού αριθμήση, τόσω και
+ειλικρινέστερου σε αγαπά.
+
+206
+
+Είνε μεγαλειτέρα η εντροπή των γονέων, όταν βλέπουν τα τέκνα των
+κατώτερά των, παρ' όταν ούτοι δεικνύωνται κατώτεροι αυτών.
+
+207
+
+Ο ανήρ μέχρι των 30 ετών αγαπά την γυναίκα διά τον έρωτα· εκείθεν,
+αγαπά τον έρωτα διά την γυναίκα.
+
+208
+
+Έκλεγε την ευτυχίαν σου· ευτυχία, ήτις πνίγεται εις τον κόρον, δεν
+είνε ευτυχία.
+
+209
+
+Το συναίσθημα του θαυμασμού και της καταπλήξεως, οφείλεται μάλλον εις
+την σπάνην ενός γεγονότος, παρά εις την πραγματικήν του αξίαν.
+
+Είμαι βέβαιος, ότι και αυτή η μωρία θα ήτο μέγα πράγμα, εάν
+διηγκωνίζεσο με τους μεγαλοφυείς, όπως με τους στραγαλατζήδες.
+
+210
+
+Και η μελαγχολία, η ήρεμος και φυσική, ενέχει ηδονάς αρρήτους, από
+τας οποίας δύναταί τις ν' αντλήση ολοκλήρων ωρών γοητείαν και
+απόλαυσιν.
+
+211
+
+Μη επαναπαύεσαι ποτέ εις την σοφίαν· είνε το επικινδυνωδέστερον όπλον
+κατά της ανθρωπότητος, όταν χειρίζεται αδεξίως· λαμπάς, ήτις φωτίζει,
+ή κατακαίει.
+
+212
+
+Τόλμη: πτέρυγες διά το μεγαλείον, — βάραθρον διά την σμικρότητα.
+
+213
+
+Δύνασαι να λυτρωθής από τας έξεις της σαρκός, εφ' όσον η σαρξ σου
+γηράσκει· εφ' όσον όμως γηράσκει το πνεύμα σου, αι έξεις σου
+προσκολλώνται εις αυτό ισχυρώτερον.
+
+214
+
+Η παρατηρουμένη μεταξύ των όντων και των πραγμάτων διαφορά, είνε
+εντελώς επιπολαία· η δε λεγομένη ποικιλία της φύσεως είνε απλούστατα
+μία αιωνία μονοτονία, την οποίαν δεν προφθάνει ν' αντιληφθή ο
+άνθρωπος, διότι είνε τόσον βραχύβιον ον, ώστε, μόλις ανοίγει τους
+οφθαλμούς, τους κλείει διά παντός.
+
+215
+
+Δύνασαι να ίδης πίπτοντα τον κεραυνόν, και να είπης: «Μπα! αυτό είνε
+όλον;» Ουδέποτε όμως εθεώρησες άνευ δέους την μεμακρυσμένην αστραπήν,
+ήτις τον προήγγειλεν.
+
+216
+
+Είνε τόσον περίεργον και τόσον ασύλληπτον πράγμα ο βίος, ώστε και μία
+χιόνος νιφάς, πίπτουσα εις το τζάμι του παραθύρου σου και μη πίπτουσα
+εις το πλαίσιον, πίπτουσα εδώ και μη πίπτουσα εκεί, δύναται ν'
+αποτελέση ακαριαίως συνθήκην, από την οποίαν εξαρτάται η ψυχολογία
+μιας στιγμής της ζωής σου.
+
+217
+
+Τρομερόν διά την τύχην ενός λαού, να έχη πόδας παραλύτους και κεφαλήν
+υγιά· αλλ' είνε ασυγκρίτως τρομερώτερον, να έχη υγιείς πόδας και
+κεφαλήν παράλυτον.
+
+218
+
+Δύο τινά παραμένουν αθάνατα διά τον νουν του ανθρώπου· ο Θεός εις τον
+ουρανόν, και η μεγάλη Ιδέα επί της γης· ό,τι δε διετέθη κατ' αυτών,
+εις ουδέν άλλο συνέβαλεν, ή εις την ιδίαν εξόντωσίν του.
+
+219
+
+Αι έκτακτοι περιστάσεις γεννώσι τας εκτάκτους φύσεις, και αι συνήθεις
+τας συνήθεις· αλλοίμονον δε εις τον άνθρωπον της γαλήνης, όστις
+εγεννήθη εν τρικυμία· και εις τον άνθρωπον της τρικυμίας, όστις
+εγεννήθη εν γαλήνη· ο πρώτος ασφυκτεί, ο δεύτερος πνίγεται.
+
+220
+
+Η βία είνε μηδέν ως έργον εξοντώσεως, η καταστολής μιας γεννωμένης
+ιδέας· η ιδέα μόνον διά της ιδέας καταπολεμείται.
+
+221
+
+Η Ανάγκη είνε ο άξων, περί τον οποίον όλα μεταβάλλουσιν όψιν,
+ουδέποτε δε υπό το κράτος αυτής ηδυνήθη να εύρη ηχώ η Αλήθεια, και να
+μετρηθή η Αρετή διά του χρυσού μέτρου, το οποίον έρριψε μεν εξ
+αγαθότητος ο Θεός εκ του ουρανού, αλλ' ο επί της γης αντίπαλος αυτού
+αφήρεσεν επιτηδείως εκ των χειρών του ανθρώπου και έκοψε δι' αυτού
+νομίσματα.
+
+222
+
+Το δένδρον της ελευθερίας έχει όρια, άνω των οποίων υψούμενον,
+αποβαίνει αυθάδεια προς τον ουρανόν, όστις το ραίνει διά της δρόσου
+του, και προς την γην, ήτις το εγέννησε και το βαστάζει εις τους
+κόλπους της.
+
+223
+
+Υπάρχουν και αλήθειαι ψευδοφανείς· υπάρχουν και ψεύδη αληθοφανή· η δε
+λογική μιας ιδέας, δεν συμβαίνει να ήνε πάντοτε και ιδέα της λογικής.
+
+224
+
+Η αθωότης, και διεφθαρμένη εάν ήνε, δύναται να τύχη συγγνώμης· η
+διαφθορά όμως, όσον αθώα και εάν ήνε, ουδέποτε
+
+225
+
+Όταν ο στόμαχος παίζη βιολί, ο εγκέφαλος αρχίζει πολύ κακόν χορόν.
+
+226
+
+Επί εκατόν αυτοχειριών, αι εννενήκοντα εννέα δεν είνε αποτέλεσμα της
+επιρροής του περιβάλλοντος ημάς κόσμου, αλλά του περιβαλλομένου εν
+ημίν, όστις, ουχί σπανίως, είνε πλειότερον του πρώτου αμείλικτος.
+
+227
+
+Η ώθησις προς την πρόοδον είνε μέγα ευεργέτημα διά τους δυναμένους να
+προχωρήσουν· μέγα όμως έγκλημα κατά των μη στηριζομένων καλώς εις
+τους πόδας των· θα ίδης πολλούς τοιούτους, πίπτοντας μετά το πρώτον
+βήμα των υπό τους γέλωτας του κόσμου.
+
+228
+
+Η επιρροή των μεγάλων ανδρών επί του κόσμου, ουδαμού ασκείται
+ισοδυνάμως, εφ' όσον ο κόσμος αποτελεί πλάστιγκα, της οποίας, όταν
+ανυψούται ο είς βραχίων, συνεπάγεται την κατάπτωσιν του ετέρου.
+
+229
+
+Η εναλλαγή της ελπίδος με την απελπισίαν εν τη ψυχή, αποτελεί το
+δεινότερον των μαρτυρίων· κάποιος μέσος όρος μεταξύ θανάτου και ζωής·
+κάποιον νέον είδος ζωής, ή κάποιον νέον είδος θανάτου.
+
+230
+
+Θ' ακούσης να λέγουν, ότι ουχί σπανίως παρουσιάζονται τα πράγματα
+εκτοπισμένα και ανακατωμένα εις τον κόσμον· εν τούτοις, μεθ' όλον το
+ανακάτωμά των, αργά ή γρήγορα κατορθώνουν να ευρίσκουν την σειράν
+των, και την εποχήν των, και τον τόπον των. — εφ' όσον τουλάχιστον η
+γη δεν αποφασίζει να μείνη ακίνητος.
+
+231
+
+Ο ευγενέστερος άγριος: άνθρωπος οργιάζων υπό προσωπίδα.
+
+232
+
+Η κοινή γυνή είνε ο μόνος δαίμων αντάρτης, όστις φρουρεί την χρυσήν
+πύλην του παραδείσου και προστατεύει την ειρήνην και την ευδαιμονίαν
+του.
+
+233
+
+Ν' απεχθάνεσαι τον φιλάργυρον, όσον και τον βδελυρώτερον των
+κακούργων· αμφότεροι κάτι θ' αφαιρέσουν από την φύσιν.
+
+234
+
+Οσάκις ακούεις ότι απέθανε φιλάργυρος, να πιστεύης ότι επανεδόθη κάτι
+εις τον κόσμον, ότι η γη ελάφρωσεν, ότι εμεγάλωσεν η ημέρα, ότι τα
+άνθη ευωδιάζουν περισσότερον, ότι ο ήλιος έγινε θερμότερος, ο ορίζων
+διαυγέστερος και αι σκιαί διαφανέστεραι.
+
+235
+
+Η φήμη είνε η γελοιωδεστέρα θεότης, η οποία δύναται να έχη εκατό
+στόματα, αλλ' οφθαλμού ούτε ίχνος έχει. Πόσοι γνωρίζουν ποίος
+κατεσκεύασε τον εν Εφέσω ναόν της Αρτέμιδος; ελάχιστοι· ποίος όμως
+αγνοεί, ότι τον έκαυσεν ο Ηρόστρατος;
+
+236
+
+Όταν γίνεται κακώς η εγχείρησις, αντί να κλείση η πληγή, ανοίγει
+μεγαλειτέρα.
+
+237
+
+Όταν η ζηλοτυπία δεν αποτελή φρενολογικόν φαινόμενον, είνε τόσον
+υψηλά, ώστε ούτε ο ποιητικώτερος έρως δύναται προς αυτήν να συγκριθή.
+
+238
+
+Συντελούνται πολλάκις επί της γης ολέθρου και καταστροφής έργα, διά
+τα οποία θα είπης, ότι και αυτός ακόμη ο Θεός δίδει χείρα βοηθείας
+εις τον Σατανάν.
+
+239
+
+Η πραγματική ευτυχία δεν είνε αντικειμενική, είνε υποκειμενική.
+Έκαστος άνθρωπος γεννάται με την ευτυχίαν εντός του, και την
+τοποθετεί όπου θέλει. Διά τούτο οι δυστυχείς, ή δεν έχουν πλέον εντός
+των το πτηνόν αυτό, ή δεν ευρίσκουν πού να το τοποθετήσουν
+
+240
+
+Φοβού τα ακροσφαλή ύψη· από υψηλότερα θα πέσης, εις πλείονα τεμάχια
+θα συντριβής.
+
+241
+
+Η φιλελεύθερος φύσις, ο αδαμάντινος χαρακτήρ, η απεριόριστος και
+μεγάλη καρδία, μόνον διά των ιδίων δυνάμεων δύνανται ν'
+αποκαταστήσωσι την ευδαιμονίαν των εν τω κόσμω τούτω· όταν συνδεθώσι
+μετ' άλλης υπάρξεως, και η φύσις δεσμεύεται, και ο χαρακτήρ
+αλλοιούται, και η καρδία περιορίζεται και περιστέλλεται.
+
+242
+
+Η γυναικεία καρδία ομοιάζει προς μαλακόν σπόγγον, επί του οποίου
+υπάρχει κεκολλημένον τεμάχιον λίθου· ο λίθος προκαλεί εκδοράς, ο
+σπόγγος τας θωπεύει μαλακά, πολύ δε αργά κατανοείς, ότι διά της
+συνεργασίας αυτής σου αφηρέθη και η τελευταία του αίματος σταγών.
+
+243
+
+Το σπουδαίον δεν είναι πώς να ρίψης κάτω μίαν κεφαλήν χαλασμένην,
+αλλά πώς να επαναφέρης αυτήν εις την θέσιν της.
+
+244
+
+Υπάρχει μία περίοδος διά τους ερωτευμένους, καθ' ην οι οφθαλμοί των
+ουδέν βλέπουν πέραν του προσφιλούς των όντος, και τα ώτα ουδέν
+ακούουν πλειότερον της φωνής του· είνε μία εκ των καταστάσεων
+εκείνων, ήτις χαρακτηρίζει τους αγγέλους εν τω ουρανώ, και επί της
+γης τους ηλιθίους. Ουδέν εκ των εγκοσμίων προσελκύει την προσοχήν
+των, παν δε ό,τι δεν καθηδύνει, ή δεν εκπικραίνει τας στιγμάς των,
+παρέρχεται απαρατήρητον, ως πράγμα αφορών εις άλλους κόσμους,
+αλλοτρίους εκείνου, εν τω οποίω ζώσι, και εκ του οποίου αντλούσι τας
+μικροηδονάς και τας μικροπικρίας των.
+
+245
+
+Ό,τι δεν συγχωρεί η κρίσις, το συγχωρεί το αίσθημα· είνε δύο
+δικαστήρια εντός σου, εκ των οποίων συνήθως το έν αναιρεί την
+καταδίκην του άλλου.
+
+246
+
+Η φορά των πραγμάτων είνε πολύ δύσκολον να μεταβληθή, πολύ δε μάλλον
+όταν τυγχάνη φύσεως κακής· παν πνεύμα, όπερ ήθελε προταχθή, όπως
+παρεμποδίση τον ρουν των, συνετρίβη όσον μέγα και ισχυρόν αν ήτον·
+αδιάφορον αν μετά ταύτα επεκράτησε και επέτυχε.
+
+247
+
+Ουρανός θυελλώδης και φλεγόμενος εκ των κεραυνών, ωκεανός εν
+τρικυμία, με τα κύματα ως όρη, δεν παρέστησαν τρομερώτερον θέαμα, από
+την θύελλαν και την τρικυμίαν ενός λαού.
+
+248
+
+Ο χρυσός είνε ο διαβολικότερος φακός, διά του οποίου θεώμενα τα
+πράγματα, φαίνονται εις τους οφθαλμούς του ανθρώπου, τα μεν ανάποδα
+όρθια, τα δε όρθια κατωκέφαλα.
+
+249
+
+Μη στηρίξης ποτέ τας ελπίδας σου εις τον ουρανόν, αφού και αυτός
+ουδαμού στηρίζεται.
+
+250
+
+Αδικείς; ικανοποίει. Όταν βλέπω άνθρωπον πράξαντα κακόν, και
+αναβάλλοντα την ικανοποίησιν του αδικηθέντος, ενθυμούμαι τον εαυτόν
+μου, όταν αναβάλλω τον καθαρισμόν των υποδημάτων μου από του
+βορβόρου, με την ιδέαν ότι μετά δύο βήματα θα τα λερώσω εκ νέου.
+
+251
+
+Δεν υπάρχει παραδοξώτερον εν τη φύσει από τον οργανισμόν του
+ανθρώπου· βλέπει μίαν βάσανον καθ' ύπνους, εξυπνά έντρομος· την
+υφίσταται εγρηγορών, πίπτει ήσυχα και κοιμάται.
+
+252
+
+Μάθε προσέτι και τούτο: ό,τι άσχημον ίδης, δεν είνε διάβολος· εάν
+ούτος ήτο τόσον δυσειδής, όπως τον ζωγραφίζουν οι αγιογράφοι, θα ήτον
+ακινδυνότερος και αυτών των Χερουβείμ· δεν θα είχε κανένα οπαδόν.
+
+253
+
+Μεταξύ των ανθρώπων δύο μεγάλοι τύποι υπάρχουσιν, υπέρτεροι πάσης
+περιγραφής, προ των οποίων ιλιγγιά η αντίληψις και σκοτίζεται η
+κρίσις· ο του εξόχως αγαθού και ο του εξόχως αχρείου. Αποτελούσιν
+αμφότεροι δύο άπειρα, εντός των οποίων ούτε ωρισμένη διεύθυνσις
+υπάρχει, ούτε σταθμός διά το βλέμμα.
+
+254
+
+Μέγα πράγμα είνε να προχωρής προς τα εμπρός, αλλά μέγιστον να στρέφης
+ενίοτε και προς τα οπίσω το βλέμμα σου.
+
+255
+
+Περισσότερον φοβείσαι την συμφοράν, όταν την μετρής διά της φαντασίας
+σου, παρ' όταν καταβάλλεσαι υπ' αυτής, παλαίσας σώμα προς σώμα.
+
+256
+
+Δεν αρκεί να δύνασαι διά να πράττης, πρέπει και να θέλης. Μόνον επί
+του αξιώματος τούτου στηρίζεται η επιβολή εις τον κόσμον και το
+αληθές μεγαλείον.
+
+257
+
+Ουδέν των ανθρωπίνων έμεινέ ποτε άνευ μυστικής τίνος τιμωρίας ή
+μυστικής ικανοποιήσεως· η κακία, όσον και αν έζησεν, απέθανεν· η
+αρετή, όσον και αν απέθανεν, ανέζησεν.
+
+258
+
+Εάν υπάρχουσι στιγμαί, καθ' ας πρέπει να θαυμάζη τις εαυτόν, είνε
+εκείναι, καθ' ας υφίστασαι έν μαρτύριον, χωρίς να παραφρονήσης. Η δε
+ιδέα του Σίλλερ, ότι, «όταν εις τοιαύτην περίστασιν δεν χάση τις τον
+νουν του, σημαίνει ότι δεν έχει νουν διά να χάση», δεν είνε καθόλου
+ορθή.
+
+259
+
+Φρόντισε να έχης αξίαν, αλλά και να σου την αναγνωρίζουν· και ο
+ηλιθιότερος των ανθρώπων ημπορεί με μίαν μωρίαν του να σου καταστρέψη
+εργασίαν δεκαετηρίδων ολοκλήρων.
+
+260
+
+Ο ασθενής χαρακτήρ και το ασθενές πνεύμα δεν συλλαμβάνουν τίποτε·
+επλάσθησαν διά να συλλαμβάνωνται αιωνίως. Τα τοιαύτα όντα έχουσιν
+ιδιαιτέραν μυθολογίαν, ένθα εξεικονίζονται οι θεοί των ως υποζύγια,
+συρόμενα και τυπτόμενα επί της σπονδυλικής στήλης υπό των παθών των.
+
+261
+
+Η αθεΐα είνε επιστήμη και αυτής της θεολατρείας αψηλοτέρα, άθεος δε,
+χωρίς βαθείας θεολογικάς γνώσεις, εξευτελίζει τον τίτλον.
+
+262
+
+Οι άνθρωποι όχι μόνον δεν είνε οι ίδιοι, αλλά διαφέρουσι πολλάκις
+κατά τεράστιον λόγον και διίστανται και απόστασιν δυσυπολόγιστον.
+Διότι, νομίζω, ουδείς μαθηματικός υπολογισμός δύναται ν' ανεύρη την
+διαφοράν μεταξύ δύο ανθρώπων, του ενός μεθυομένου επί τη θέα του
+αίματος, και του ετέρου λιποθυμούντος εκ φρίκης.
+
+263
+
+Η ατομική του ανθρώπου ανατροφή, δεν είνε αποτέλεσμα διδασκαλίας,
+αλλ' αυτόχρημα λογικής· οι δε επιβαλλόμενοι τύποι, οι αποτελούντες
+τους λεγομένους «καλούς τρόπους», είνε συνηθέστατα απόρροια ανησίας,
+ασυγγνώστου διά σωφρονούντας ανθρώπους, και μάλιστα όταν επιβάλλωνται
+ως κοινωνικαί ανάγκαι.
+
+264
+
+Δεν θα έσφαλέ τις εάν έλεγεν, ότι οι λεγόμενοι «καλοί τρόποι» τόσω
+μάλλον θεωρούνται αναγκαίοι, όσω πλειότερον ανόητοι είνε.
+
+265
+
+Η πρόοδος δεν υπήρξε ποτέ από του πρώτου βήματός της επιτυχία· εξ
+εναντίας, όσω μείζονας δυσκολίας απήντησε, και όσω τραχυτέραν και
+σκολιωτέραν οδόν ηύρυνε, κατά τοσούτον υπήρξε και αξιοθαύμαστος, κατά
+τοσούτον και θετικωτέρα.
+
+266
+
+Η ηθική δύναμις, αφ' ης εκπηγάζει το μεγαλείον, είνέ τι ένθεον,
+εδρεύον εν τη ψυχή και ουχί εν τω χρηματοκιβωτίω, και απολύτως
+ανεξάρτητον των μέσων, άτινα ο εξωτερικός κόσμος διαθέτει προς την
+ανάπτυξιν και την δράσιν του.
+
+267
+Όταν θελήσης να πράξης κάτι μέγα, ουδέποτε σου λείπει η ευκαιρία.
+
+268
+
+Ότι το ήμισυ εκάστης γενεάς είνε ευεργετικόν και αγωνίζεσαι υπέρ του
+άλλου ημίσεως, είνε φαινόμενον πασιφανές· αλλ' ότι το παθητικόν
+ήμισυ, τείνει πολλάκις εις την ματαίωσιν του ευεργετικού αγώνος του
+πρώτου, δεν είνε πασιφανές δι' όλους· από τους μεν δεν συμφέρει να
+κατανοηθή, από τους δε διαλανθάνει, και ούτως η δρώσα μερίς ομοιάζει
+προς μηχανήν κεκορεσμένην ατμού, ήτις, ή οπισθοδρομεί, ή έχει κάτωθεν
+άφρακτον δικλείδα, διά της οποίας ο ατμός ματαίως χάνεται, η δε
+μηχανή παραμένει συνήθως αδρανής και ακίνητος.
+
+269
+
+Πολύ περίεργος είνε η διαδοχή των πραγμάτων και των όντων εις τον
+κόσμον τούτον, αλλ' είνε φαινομενική μόνον· αλλάσσουσι πράγματι
+θέσεις από αιώνος εις αιώνα και από στιγμής εις στιγμήν αλλ' εάν ήτο
+δυνατόν να ενσαρκωθώσιν οι αιώνες και να θεωρήσωσιν αλλήλους,
+ταχύτατα θ' ανεγνώριζεν ο πατήρ τον υιόν, και ο υιός τον πατέρα.
+
+270
+
+Η τιμή δεν διαφεύγει τόσον εύκολα από τους όνυχας της γυναικός, όταν
+ευρίσκεται καλώς εδρεωμένη εκεί, όπου την έταξεν ο Θεός — ή ο
+διάβολος, διότι περί τούτου υπάρχουν και κάποιαι αμφιβολίαι. Είνε
+ιδέα· το να κλαπή δε μία ιδέα τόσον εύκολα, σημαίνει ότι δεν
+ευρίσκεται εντός του κρανίου, αλλά κυματίζει επάνω από τα πτερά του
+καπελλίνου.
+
+271
+
+Το καλόν πνεύμα ομοιάζει με το καλόν βιολί· όσω παλαιότερον γίνεται,
+τόσω και ωραιότερα παίζει.
+
+272
+
+Όταν ίδης πολύπλοκα συστήματα, να τα θεωρής πάντοτε ως αποτελούντα
+κίνδυνον διαλύσεως, παρά συναρμογής. Μη λησμονής, ότι δύο πλάκες
+περιείχον τους νόμους των Εβραίων, και δώδεκα πίνακες εν τω
+Καπιτωλίω, τους νόμους των Ρωμαίων.
+
+273
+
+Την χαράν τότε θα αισθανθής βαθυτέραν, όταν την εννοήσης ως
+βραχυτέραν.
+
+274
+
+Φευ! ποίαν ποινήν φρικτήν επέβαλεν ο Θεός εις τον άνθρωπον. Έδωκεν ως
+μέτρον της ηδονής του την στιγμήν, και ως μέτρον της οδύνης του τον
+αιώνα. Απαίσιον μετρικόν σύστημα, καθ' ο το απείρως μέγα κέκτηται ως
+πολλοστόν το απείρως σμικρόν.
+
+275
+
+Ουδέποτε ο ανήρ εδείχθη τόσον εμφύτως μύστης της αισθητικής, όσον η
+γυνή· με την διαφοράν, ότι την κρίσιν αυτής διέπει βαθεία αίσθησις,
+όπερ σημαίνει, ότι την αίσθησίν της δεν διέπει βαθεία κρίσις.
+
+276
+
+Μεγαλειτέραν δυσκολίαν θα δοκιμάσης, εάν επιχειρήσης να δείξης ότι
+δεν αγαπάς, όταν αγαπάς, παρ' ότι αγαπάς, όταν δεν αγαπάς.
+
+277
+
+Το βιβλίον, και εις όσους δεν ενέκυψαν εις αυτό, και εις όσους δεν το
+ήγγισαν, προκαλεί πάντοτε είδος τι σεβασμού, μη προκαλουμένου εις τον
+κόσμον, ουδ' απ' αυτό το ακαταγώνιστον μυστήριον του πλούτου και της
+ισχύος.
+
+278
+
+Εάν υπάρχη ευγενεστέρα συγγένεια και επαφή μεταξύ των ανθρωπίνων
+πνευμάτων, είνε εκείνη, καθ' ην η σοφία του ενός μεταδίδεται εις το
+έτερον, καθ' ην το έν εργάζεται και εξαντλείται, όπως καταστήση το
+άλλο ακμαιότερον και σοφώτερον, χάριν κοινού σκοπού και κοινής
+πατρίδος.
+
+279
+
+Ω, το κακό είνε κρυφό και άγνωστο μυστήριο,
+κόκκος μικρός κι' αόρατος, που στην καρδιά μας κρύβεται,
+μα σαν ξεσπάση μια φορά αφίνει δηλητήριο,
+που κι' ένας κόσμος απ' αυτό χαλιέται και συντρίβεται.
+
+280
+
+Έν παροδικόν και επιπόλαιον συναίσθημα, στηριζόμενον εις μίαν
+πτερόεσσαν ανάμνησιν, είνε ικανόν πολλάκις να καθηδύνη και την
+πικροτέραν πραγματικότητα.
+
+281
+
+Το μέγα, εν όσω δήποτε ελαχίστω και αν ευρέθη εσφηνωμένον, πάντοτε
+εθαυματούργησε και ενίκησεν· η νίκη του ήτον αυτής της φύσεως νίκη,
+ουδεμία δε πίεσις ηδυνήθη ποτέ να τα εξισώση.
+
+282
+
+Οσάκις το αγαθόν ερμηνεύθη και εχειρίσθη κακώς, υπήρξε το
+μεγαλείτερον όργανον της καταστροφής· κατέστρεψε διά της
+εμπιστοσύνης.
+
+283
+
+Απόφευγε τας αβασανίστους πεποιθήσεις· όταν μία τοιαύτη ριζωθή εις
+την ψυχήν σου, δεν θ' αποσπασθή, ειμή μετ' αυτής.
+
+284
+
+Η ανθρωπίνη ψυχολογία αναστρέφεται πολλάκις τοσούτον παραδόξως, ώστε
+και η υπερβολή της λύπης να εκδηλούται διά γελώτων, και η υπερβολή
+της χαράς διά δακρύων.
+
+285
+
+Συμβαίνει πολλάκις να φαντάζεσαι πράγμά τι, και να λέγης: —
+«Βεβαίως· αυτό είνε δυνατόν να γίνη». Συμβαίνει δε να το βλέπης
+πραγματοποιούμενον, και να λέγης: — «Α, αυτό είνε αδύνατον»
+
+286
+
+Τα ημιτελή έργα καθιστώσιν οικτροτέραν την όψιν του κόσμου· ουδέν δε
+ευάρεστον προσθέτουν εις την ποικιλίαν αυτού, ούτε ελαττώνουν τας
+ανάγκας του· πολλάκις μάλιστα τας διπλασιάζουν.
+
+287
+
+Θέλεις να σε αγαπήση περισσότερον η ερωμένη σου; κάμε την να
+πιστεύση, ότι δυνατόν και να παύσης να την αγαπάς· πρόσεξε όμως μη
+σου παίξη το ίδιον παιγνίδιον, διότι την έχασες.
+
+288
+
+Οσάκις ο άνθρωπος το αποφασίση με τα σωστά του, υπερβαίνει και αυτήν
+την φύσιν εις το μυστήριον.
+
+289
+
+Εάν ηδύνατο ο ευτυχής να είπη διατί είνε ευτυχής, και ο δυστυχής
+διατί είνε δυστυχής, έσο βέβαιος, ότι και η ευτυχία και η δυστυχία θα
+ήσαν τόσον γνωσταί εις τον κόσμον, ώστε θα καθίσταντο άγνωστοι εις
+αυτόν. Διότι η ευτυχία και η δυστυχία, είνε τα μόνα πράγματα, τα
+οποία, όταν γίνουν τελείως γνωστά, είνε ωσάν να μένουν άγνωστα.
+
+290
+
+Δεν ηξεύρω πώς εσκέφθη ο πρώτος άνθρωπος, ο αποφασίσας να καλύψη το
+πρόσωπόν του υπό προσωπίδα· όπως δήποτε όμως και αν εσκέφθη, φαίνεται
+ότι είχε την αρίστην ιδέαν περί της αξιοπρεπείας και του προορισμού
+του ανθρώπου.
+
+291
+
+Όταν και αυτή η τρέλλα είνε αναγκαία δι' όλους, ο πραγματικώς τρελλός
+είνε εκείνος που κάμνει τον φρόνιμον.
+
+292
+
+Είνε ευκολώτερον να γεμίσης με χρήμα τα θηλάκια ενός σπατάλου, παρά
+ενός επαίτου.
+
+293
+
+Ο προορισμός του μεγαλείου είνε να φαίνεται· μεγαλείον κρυπτόμενον,
+θεώρει κατώτερον και της ασημότητος εκείνης, ήτις προσπαθεί να υπερβή
+τα ελεεινά όριά της.
+
+294
+
+Και αυτή η ηθική έχει τα όριά της, πέραν των οποίων προβαίνουσα,
+περιπίπτει εις άλλην κατηγορίαν, ήτις, δεν ηξεύρωμεν εάν ημπορή να
+κληθή ανηθικότης, της αρκεί όμως ότι δεν λέγεται ηθική.
+
+295
+
+Η ηθική δεν θέλει φρουράν· μόλις εννοήση τοιαύτην, δραπετεύει.
+
+296
+
+Η μεγαλειτέρα δύναμις της γυναικός είνε αυτή η αδυναμία της.
+
+297
+
+ — Αγαπάς; — Ναι. — Είσαι άγγελος. Και ανταγαπάσαι;
+
+ — Όχι. — Ε, λοιπόν είσαι και κτήνος.
+
+298
+
+Θέλεις να ήσαι ευτυχής; γνώριζε πώς να ήσαι, και τούτο αρκεί διά να
+γίνης.
+
+299
+
+Μη αναπτύσσης μακράς θεωρίας περί τιμής εις τους ανθρώπους·
+ματαιοπονείς· όσοι έχουν ανάγκην αυτών, δεν θα τας εννοήσουν· όσοι θα
+τας εννοήσουν, δεν έχουν την ανάγκην των.
+
+300
+
+Οι λαοί δεν αποθνήσκουν ευκόλως· νεκροφανείας μόνον υφίστανται και
+επανέρχονται εις την ζωήν — αρκεί να μη ενταφιασθώσι ζώντες.
+
+
+
+Δ'.
+
+
+
+301
+
+Άκουσον, ω Πετεινέ, και τούτο. Να μη επαίρεσαι ούτε διά το στέμμα
+σου, ούτε διά την λαμπρότητα των πτερών σου· η ειμαρμένη είνε συνήθως
+τοσούτον ανεπιτηδεία και βιαστική, ώστε, αποσπώσα έν στέμμα από μίαν
+κεφαλήν, το αποσπά ενίοτε μαζύ με το δέρμα.
+
+302
+
+Όταν διέλθης από την καλύβην ενός σοφού, και από το μέγαρον ενός
+ηλιθίου, και ίδης γίγαντας να εισέρχωνται εις την καλύβην και νάννους
+εις το μέγαρον, δύνασαι να κραυγάσης, ως ο Αρχιμήδης: — Εύρον! εύρον!
+
+Και αν οι διαβάται σ' ερωτήσωσι τι εύρες, δείξε και απάντησε:
+
+ — Το μέγιστον εν τω ελαχίστω, και το ελάχιστον εν τω μεγίστω.
+
+303
+
+Εκτίμα ό,τι έχεις· συνήθως απολαμβάνομεν ενός αγαθού όταν δεν
+δυνάμεθα να το εκτιμήσωμεν, και το εκτιμώμεν, όταν δεν δυνάμεθα να το
+απολαύσωμεν.
+
+***
+
+Ό,τι έχεις είνε πάντοτε αγαθόν, αρκεί να γνωρίζης πώς να το έχης.
+
+304
+
+Εάν ο έρως δεν εγεννάτο προ των θεών, αναμφιβόλως το θείον θα
+συνελάμβανε την ιδέαν της δημιουργίας του, από το σύνολον της εικόνος
+εκείνης, την οποίαν επαρουσίασαν στιγμαίως ο Οδυσσεύς και ο Κύκλωψ, ο
+είς φερόμενος υπό την κοιλίαν του κριού, ο δ' έτερος ψηλαφών και μη
+ευρίσκων τίποτε· εικών πανούργου, γίγαντος και τυφλού. Ιδού ο Έρως.
+
+305
+
+Λέγουν, ότι αι υψηλοτέραι κορυφαί αποσπώσι τον κεραυνόν· είνε αληθές,
+αλλά συ μη φοβήσαι ν' ανέλθης. Διά να σου ρίψη ο άλλος τον κεραυνόν,
+πρέπει να ήνε υψηλότερον σού· φρόντιζε λοιπόν να τον υπερβής.
+
+306
+
+Το τελειότερον των μέχρι νυν εφευρεθέντων όπλων παρά του ανθρώπου,
+είνε η λογική του· είνε το μόνον όπλον, διά του οποίου επιτίθεται
+ισχυρότερον, και αμύνεται ασφαλέστερον.
+
+307
+
+Εις ουδεμίαν άλλην περίστασιν δύνασαι να μετρήσης ακριβέστερον του
+έρωτός σου το μέγεθος, ειμή όταν λαμβάνης τα μέτρα του, διά να
+κατασκευάσης το φέρετρόν σου.
+
+308
+
+Εάν έχης εντός σου τον δαίμονα της μεγαλοφυίας, ουδαμού θα εύρης
+θέσιν κατάλληλον διά να σταθής· κ' εάν δεν υπάρχη οδός, διά να σε
+ωθήση ούτος προς τα εμπρός, δεν θα ησυχάση πριν σε διαρρήξη.
+
+309
+
+Όταν βλέπης ότι νυκτώνει, τρέμε· δεν παρέρχεται εκάστη νυξ δι' όλους
+τους ανθρώπους· είνε αδύνατον να μη παραμείνη επί ενός τουλάχιστον
+μετώπου.
+
+310
+
+Η συμφορά είνε φιλοσοφία σιωπηλή.
+
+311
+
+Βεβαίως δεν βασιλεύει επιτυχώς επί ενός λαού, ο μη βασιλεύων εαυτού.
+
+312
+
+Εάν συμβή να εκλέξης μεταξύ ενός, θαυμάζοντος την υπερτέραν της
+ιδικής του κακίαν, και ενός, μισούντος την υπερτέραν της ιδικής του
+αρετήν, να προτιμήσης πάντοτε τον πρώτον, ως ειλικρινέστερον.
+
+313
+
+Διά πάσαν περίπτωσιν έν και έν κάμνουν δύο· τούτο λέγεται π ρ ό σ θ ε
+σ ι ς. Όταν όμως εφαρμόζεται ο αυτός κανών και εις τον γάμον, τούτο
+λέγεται δ ι α ί ρ ε σ ι ς.
+
+314
+
+Το ψεύδος ενέχει τόσον γόητρον, ώστε, όταν δειχθή ως αλήθεια, ουδείς
+λόγος γίνεται πλέον περί αυτού.
+
+***
+
+Το ψεύδος ενέχει τα μυστήριον της αμφιβολίας, το οποίον δεν έχει μία
+πασιφανής αλήθεια· είνε περιβεβλημένον με σκιόφως, το οποίον του
+προσδίδει την επιβολήν του κατά τα ήμισυ αγνώστου, και του κατά το
+ήμισυ γνωστού.
+
+315
+
+Ο καλήτερος στρατηγός δι' έν στράτευμα είνε η ιδέα.
+
+316
+
+Δεν θα εύρης ελεεινότερον φαινόμενον εις την φύσιν από το παράκαιρον·
+εν τούτοις και τούτο επροστατεύθη από την Σοφίαν, ήτις διέπει τον
+κόσμον, διότι του εδώρησε την ορμητικότητα εκείνην, ης στερείται το
+ομαλώς εξελισσόμενον, το μη φοβούμενον διά την επαύριον, της οποίας
+την γονιμότητα έχει εξασφαλίση από της προτεραίας.
+
+317
+
+Και ισόβιοι στρατηγοί απεστρατεύθησαν· ισόβιοι έξεις ουδέποτε.
+
+318
+
+Διά την γυναίκα καλόν είνε ό,τι την ευαρεστεί, κακόν, ό,τι δεν την
+κολακεύει.
+
+319
+
+Η τιμή είνε τοσούτον ισχυρά, αλλά και τοσούτον εύθραυστος, ώστε, ενώ
+όρος πίπτον επ' αυτής αδυνατεί να την κλονήση, μία θριξ την
+καταρρίπτει εις άπειρα τεμάχια.
+
+320
+
+Ουδέποτε να δίδης πολλήν προσοχήν εις τας θεωρίας· η ιστορία των
+πραγμάτων είνε πολύ διαφορετική των θεωριών, — αίτινες αυτό τούτο
+αποδεικνύουσιν: ότι δεν υπάρχει θεωρίας ανάγκη, όπου τα πράγματα
+λαλούσι, και λειτουργούσιν ομαλώς και κανονικώς.
+
+321
+
+Το συναίσθημα της τιμής υπήρξε πάντοτε αιτία μεγίστων κακών· αλλά τα
+κακά ταύτα, όσην και αν προεκάλεσαν βλάβην και διατάραξιν εις την
+κοινωνικήν ισορροπίαν, κατ' ουσίαν εξησφάλισαν αυτήν πλειότερον.
+
+322
+
+Η ανθρωπίνη διάνοια είνε ωχρόν κάτοπτρον των συναισθημάτων της ψυχής,
+μηδέν δυναμένη να εξεικονίση εκ τούτων, διά τούτο, εγκαταλείποντες
+την ιστορίαν των θειοτέρων εμπνεύσεων, κατατριβόμεθα συνηθέστατα με
+τα επεισόδια, αποπειρώμενοι να επιδείξωμεν την δύναμίν μας εκεί, ένθα
+μόνον την αδυναμίαν μας αποδεικνύομεν.
+
+323
+
+Εάν σου είνε πεπρωμένον να κινήσης τον οίκτον ή τον γέλωτα του
+κόσμου, να προτιμήσης τον οίκτον· καλήτερον θύμα, παρά σαλτιμπάγκος.
+
+324
+
+Και αυτή η ήττα, ηρωικώς υφισταμένη, αναγορεύει τον ηττηθέντα ήρωα,
+ίσως υπέρτερον και του νικητού.
+
+325
+
+Νεάζομεν; διευθύνομεν το βλέμμα προς τα εμπρός· γηράσκομεν; στρέφομεν
+αυτό προς τα οπίσω· ουδείς βλέπει προ των ποδών του, διά τούτο δε οι
+πλείστοι καθ' έκαστον βήμα μας, σκοντάπτομεν και εις τα απλούστερα
+πράγματα.
+
+326
+
+Ο έρως είνε η λυδία λίθος της ψυχής.
+
+327
+
+Όταν θ' αρχίσης ν' αγαπάς, πρόσεξε καλώς, και θ' ακούσης εντός σου
+μίαν άλλην φωνήν, ήτις θα σου ομιλήση διά πρώτην φοράν πολύ παράδοξα
+πράγματα. Είνε αυτός ο έρως, ο οποίος θα σου λέγη:
+
+ — Εγώ είμαι η νόσος σου, και το πάθος σου είμαι εγώ· αλλά σου
+περιβάλλω τούτο με τόσην γοητείαν, ώστε ημπορείς ν' απορρίψης πάσαν
+άλλην ηδονήν, διά να βασανίζεσαι αιωνίως από την γλυκείαν μου οδύνην,
+την οποίαν, ούτε θα θελήσης, εάν δυνηθής, να την αποφύγης, ούτε θα
+δυνηθής, εάν το θελήσης.
+
+328
+
+Η γυνή μόνον όταν δεν θέλει δεν απατά τον άνδρα· σπουδαίον μόνον είνε
+το πώς να μη θέλη.
+
+329
+
+Δεν είνε τόσον αυτοκτονία το να φονεύης εκουσίως το άτομόν σου, όσον
+το να καταβιβάζης αυτό κατωτέρω της αξίας του.
+
+330
+
+Όπου βλέπεις στέφανον δάφνης, αμφίβαλε· όπου βλέπεις ακάνθινον
+στέφανον, πίστευε· περισσοτέραι άκανθαι έστεψαν την αληθή δόξαν, παρά
+δάφναι.
+
+331
+
+Τα ελευθέρια ήθη είνε οι φρουροί των αυστηρών.
+
+332
+
+Η δας δεν είνε μόνον διά να καίη, αλλά και διά να φωτίζη· το ζήτημα
+είνε πώς να γνωρίζη τις από πού να την κρατή.
+
+33
+
+Οσάκις οι φιλόσοφοι έκλαυσαν διά τας συμφοράς του κόσμου, και ο
+κόσμος δεν εβράδυνε να κλαύση διά τας ιδικάς των·
+
+334
+
+Ο εγκέφαλος του ανθρώπου είνε τόσον παράδοξος και τόσον εκτός των
+φυσικών νόμων, ώστε, ενώ χείμαρρος συμφοράς αδυνατεί να τον κλονήση,
+δύναται να κατορθώση τούτο έν απλούστατον δάκρυ.
+
+335
+
+Άνευ του έρωτος, ο ιερεύς δεν έφερε πάντοτε την ευτυχίαν· και άνευ
+του ιερέως όμως, την έφερε πάντοτε ο έρως.
+
+336
+
+Οι τύποι και η ουσία των πραγμάτων εναλλάσσουσι τας θέσεις των εις
+τοσούτω αισθητόν βαθμόν, ώστε προς τήρησιν τούτων και περιφρόνησιν
+εκείνης, καταναλίσκεται όλη η ζωή και όλη η δύναμις του ανθρωπίνου
+πνεύματος.
+
+337
+
+Θέλεις να γράφης; όρεξιν να έχης και γράφεις ό,τι θέλεις· ο κόσμος
+περιέχει άπειρα ζητήματα, ή, διά να ήμαι ακριβέστερος, ολόκληρος ο
+κόσμος είνε ζήτημα.
+
+338
+
+Όπου ακούεις στόμαχον διεγειρόμενον, τρέμε· ο στόμαχος είνε η λογική
+των λαών.
+
+339
+
+Η οδύνη, είνε πολύ υψηλοτέρα της ηδονής· η ηδονή είνε ειδύλλιον, αλλ'
+η οδύνη είνε εποποιία.
+
+340
+
+Δύναται και η ουσιαστική ελευθερία να καταλυθή, αλλά να ζη το ιδεώδες
+της· όταν όμως καταλύεται το ιδεώδες αυτής, η ελευθερία είνε και της
+δουλείας χειροτέρα.
+
+341
+
+Όταν βλέπης επαίτην άνευ χειρών, μη ερωτάς ποίος είνε και από πού
+έρχεται· ελέει αυτόν αφειδώς· δύο χείρες ολιγώτερον, δύο χιλιάδες
+καλά περισσότερον εις τον κόσμον.
+
+342
+
+Θετικώτερον και μάλλον αναμφισβήτητον σύμπτωμα της σήψεως ενός λαού
+είνε, ότι εκάστη πληγή, αντί να προκαλή άλγος γίνεται δεκτή
+αναισθήτως.
+
+343
+
+Ο πανικός είνε η άρνησις του ενθουσιασμού· μέθη και ο είς, μέθη και ο
+έτερος· πτερά ο είς και ταχύτητα θυέλλης, πτερά ο έτερος και ταχύτητα
+ανέμου· συντρίμματα ο είς έμπροσθεν, ναυάγια ο έτερος όπισθεν.
+
+344
+
+Η Δουλεία υπήρξε πάντοτε η αχάριστος κόρη της Ελευθερίας, ο δε
+άνθρωπος, μόλις αισθάνεται τας χείρας του ελευθέρας, ουδέν άλλο
+πράττει, ή να σφυρηλατή, διά παντός υλικού, δεσμά.
+
+345
+
+Όταν η σοφία αρχίζη να λέγεται ανία και πλήξις, είνε μυριάκις
+προτιμωτέρα μία μετριότης, ήτις ανακουφίζει το πνεύμα, έστω και αν
+διδάσκη ολιγώτερα.
+
+346
+
+Θέλεις να ήσαι βέβαιος ότι θ' αγαπηθής ειλικρινώς από μίαν γυναίκα;
+μη την ζητήσης εντός του περιβόλου της ζωής, ανάμεινέ την παρά την
+πύλην, εισερχομένην ή εξερχομένην, αδιάφορον· εκεί θ' ανταλλάξητε την
+ειλικρινεστέραν χειραψίαν.
+
+347
+
+Μη παραξενευθής διότι το κακόν υπερισχύει εις τον κόσμον· αιτία
+τούτου είνε αυτός ο θεός, όστις έχει ακατανόητον αδυναμίαν προς τον
+διάβολον και του κάμνει τρομεράς παραχωρήσεις. Πρόσεξε εις τους
+εξιλασμούς των θρησκειών· ουδέποτε ηννοήθησαν τοιούτοι, άνευ του
+αίματος, ή των δακρύων του αθώου.
+
+348
+
+Είνε κοινώς παραδεδειγμένη η θεωρία, ότι τα έθνη γηράσκουσιν όπως τα
+άτομα.
+
+Πώς συμβαίνει όμως να θεωρήται ως γηραλέον έν έθνος, αποτελούμενον
+από νέους ανθρώπους; φαίνεται, ότι η ζωή και το σφρίγος, τα
+διαπνέοντα την ψυχήν ενός εκάστου ατόμου, δεν είνε ομοφυή και
+ομοούσια με την ζωήν και το σφρίγος του άλλου· συναντώμενα δε εν
+κοινή δράσει, παράγουσι κάτι αρνητικόν και αποκρουστικόν, αποτελούν
+εν συνόλω διαρκή εξουδετέρωσιν πάσης ενωτικής δυνάμεως· θα έλεγέ τις,
+ότι είνε νέφη, ετερωνύμως ηλεκτρισμένα, άτινα, συναντώμενα προς
+κοινήν δράσιν, αντί να ρίψωσιν από κοινού σκιάν ευεργετικήν επί του
+συνόλου, ρίπτουσιν ένα κεραυνόν.
+
+Τούτο μαρτυρεί, ότι ο λεγόμενος εκφυλισμός των λαών, έχει μεγάλην
+διαφοράν από τον εκφυλισμόν των ατόμων.
+
+349
+
+Η ελευθερία του πολίτου έγκειται εις την ελευθερίαν του πνεύματός
+του· δούλος με ελεύθερον πνεύμα, ευρίσκεται εις υψηλοτέραν ηθικήν
+σφαίραν, από ελεύθερον με πνεύμα δούλου.
+
+350
+
+Πολιτική με κ ό μ μ α, — έθνος με τ ε λ ε ί α ν.
+
+351
+
+Ο έρως είνε και νόσος και φάρμακον· άλλοτε καθιστά τους υγιείς
+ασθενείς, άλλοτε τους ασθενείς υγιείς.
+
+352
+
+Υπάρχουσιν άνθρωποι, μηδέν άλλο πράττοντες, ειμή πώς να παρεμποδίζουν
+και ν' απογοητεύουν τους δυναμένους να προχωρήσουν· δύναταί τις να
+είπη, ότι τους αναγνωρίζουσι και τους φοβούνται· τους βλέπουσιν
+ανατρεπτικούς, με νέας αρχάς, με νέας ιδέας, ετοίμους όπως
+κατακρημνίσωσι τας ευρωτιώσας ιδικάς των, και, συσσωματούμενοι εν
+ενί, τίθενται προ της οδού των άμα τω πρώτω βήματί των,
+δικαιολογούμενοι, ότι οι νεώτεροι δεν εγεννήθησαν τέλειοι, και δεν
+εφιλοσόφησαν από των σπαργάνων των.
+
+Τους ανθρώπους τούτους να τους βδελύττεσαι και να τους πατάσσης·
+ζητούν να περισώσωσι τα ελεεινά ναυάγιά των, αποπειρώμενοι κατά της
+ανθρωπότητος ολοκλήρου.
+
+353
+
+Ο άνθρωπος δεν έχει ανάγκην μακράς διδασκαλίας διά να εκπολιτισθή·
+όταν έχη διάθεσιν προς τούτο, εκπολιτίζεται αφ' εαυτού, μόλις ακούση
+ότι υπάρχει πολιτισμός.
+
+354
+
+Μη νομίσης ποτέ, με όσα και αν πάθης κατά τον βίον σου, ότι απέκτησες
+την πείραν της ατυχίας· είνε αύτη τοσούτον ανεξάντλητος και ποικίλη,
+ώστε συνήθως μία και η αυτή, δύναται να μας εύρη απροκαλύπτους, και
+να μας πλήξη εξ εκατόν ακόμη διευθύνσεων, υπό εκατόν μορφάς, δι'
+εκατόν τρόπων και εκατοντάκις κατά λεπτόν.
+
+355
+
+Μη λαμβάνης μέτρα, διά να φρουρήσης ηθικήν, μηδόλως κινδυνεύουσαν·
+την προσβάλλεις συ πρώτος.
+
+356
+
+Είνε αστεία τα δηλητήρια της γης προ των δηλητηρίων, τα οποία ρέουσι
+διά του ιδίου αίματός μας εις τας φλέβας μας. Ελάχιστοι εφονεύθησαν
+από τον κεραυνόν των νεφών του ουρανού· πόσοι όμως δεν φονεύονται
+καθ' εκάστην, από τον κεραυνόν των νεφών του ιδίου των εγκεφάλου.
+
+357
+
+Να οικτείρης την αρετήν, την εξασκουμένην και προκαλουμένην διά
+βραβείων· η πραγματική αρετή δεν έχει ανάγκην βραβείων· είνε και
+βραβείον αυτή η ιδία.
+
+358
+
+Όταν ακούης μουσουργόν να τον ονομάζωσι μέγαν νουν, πίστευε ότι η
+μεγαλοφυία του δεν εδρεύει εις τον νουν του, αλλά εις την καρδίαν.
+
+Η μουσική, δεν είνε τόσον αντίληψις του εγκεφάλου, όσον αίσθησις της
+καρδίας, και διά τούτο την αισθάνεσαι πρώτον επανερχομένην εις την
+κοιτίδα της, και ύστερον την εννοείς.
+
+359
+
+Η ιστορία δεν θα σου αποκαλύψη αγριώτερον τύραννον, ούτε τρομερώτερον
+δεσπότην από το Εγώ του ανθρώπου.
+
+Έκαστος ημών έχει ενθρονίση εν εαυτώ από ένα τύραννον, απαύστως
+απαιτούντα, απαύστως κορεννύοντα την δίψαν του από το ίδιον αίμα του,
+και συνεπώς απαύστως διψώντα. Σε βεβαιώ, ότι ο Νέρων ήτον ο
+δυστυχέστερος των υποτελών του, διότι είχεν εαυτώ έτερον Νέρωνα,
+αγριώτερον και θρασύτερον του τυραννούντος την Ρώμην.
+
+360
+
+Η κακία είνε η ασφαλεστέρα συγγένεια μεταξύ των ανθρώπων.
+
+361
+
+Ό έρως είνε μέγιστος, αλλά και ακατανόητος οικονόμος της φύσεως·
+δημιουργεί διά του θανάτου, και φονεύει διά της ζωής.
+
+362
+
+Δεν είνε παράδοξον να ίδης και το ελάχιστον, να στενοχωρήται εν τω
+μεγίστω πλειότερον, παρ' όσον το μέγιστον εν τω ελαχίστω.
+
+363
+
+Η αμαρτία αρχήν μόνον έχει, τέλος δεν έχει ποτέ.
+
+364
+
+Ούτε αι μεγάλαι δυστυχίαι, ούτε αι μεγάλαι ευτυχίαι, ούτε οι μεγάλοι
+έρωτες σβέννυνται από την ανάμνησιν, εφ' όσον δεν εδοκίμασες
+μεγαλειτέρους.
+
+365
+
+Και το σκοτεινόν χάος διεπέρασεν η ακτίς του ηλίου και του άστρου η
+μαρμαρυγή· το σκότος όμως της ανθρωπίνης ψυχής τίποτε δεν το εφώτισεν
+ακόμη.
+
+366
+
+Το ν' αποκρύπτης ελάττωμά σου είνε το μέγιστον των ελαττωμάτων σου·
+το ν' αποκρύπτης δε προτέρημά σου είνε το ελάχιστον των προτερημάτων
+σου.
+
+367
+
+Είνε τόσον γλυκύ το παρελθόν, και τόσον συμφυές καθίσταται με την
+ατομικήν σου ιστορίαν, ώστε θ' αντήλλασσες πολλάκις ευχαρίστως και
+μίαν αβεβαίαν πορφύραν του μέλλοντος, αντί ενός ράκους του
+παρελθόντος.
+
+368
+
+Όταν τύχη ν' ακούσης εραστάς, λέγοντας ανοησίας, μη γελάσης· η
+διάλεκτος του έρωτος είνε τόσον εκφραστική, ώστε και αυτή η
+ασυναρτησία της, ισοδυναμεί προς την υψηλοτέραν ποίησιν και προς την
+βαθυτέραν φιλοσοφίαν.
+
+369
+
+Ό,τι δεν δύνασαι να λύσης διά του νοός, προσπάθει και το λύεις διά
+της καρδίας· ό,τι δεν δύνασαι να κατανοήσης, φρόντιζε να το
+αισθάνεσαι.
+
+370
+
+Το πραγματικόν άπειρον εδρεύει εις την καρδίαν μάλλον, παρά εις τον
+νουν· διότι υπάρχουν πράγματα, τα οποία αισθάνεσαι, χωρίς να
+εννοήσης· ουδέν όμως εννοείς, χωρίς προηγουμένως να το αισθανθής.
+
+371
+
+Ο φόβος και η μοχθηρία είνε οι χειρότεροι φύλακες εαυτών.
+
+372
+
+Από μίαν πασιφανή καλλονήν ημπορείς και να κορεσθής, και να μείνης
+αναίσθητος προς την απόλαυσίν της· αλλ' από καλλονήν, της οποίας συ
+ανακαλύπτεις το μυστήριον, δεν κορέννυσαι ποτέ.
+
+373
+
+Ο γάμος όταν δεν είνε σ ύ ν δ ε σ μ ο ς, είνε ε π ι φ ώ ν η μ α.
+
+374
+
+Πραγματική πατρίς διά τους ανθρώπους, δεν είνε η περιωρισμένη έκτασις
+της γης, την οποίαν κατοικούσιν, ούτε προσέτι η κοινή θρησκεία· είνε
+η κοινή γλώσσα και η κοινή ιδέα.
+
+375
+
+Ο ημεροδείκτης του έρωτος αρχίζει πάντοτε από την άνοιξιν· κατόπιν
+ακολουθεί αναποφεύκτως θέρος, φθινόπωρον και χειμών· μη επιχειρήσης
+ν' αρχίσης πάλιν με νέαν άνοιξιν, διότι θα βαίνης εις νέον έτος με το
+καλενδάριον του προηγουμένου.
+
+376
+
+Καρδία 20 ετών, ξίφος κατακτητού.
+Καρδία 40 ετών, σκήπτρον βασιλέως.
+Καρδία 60 ετών, σαμάριον υποζυγίου.
+
+377
+
+Ασφαλέστερον στηρίζεσαι εις τους πόδας σου, όταν τρέμης από την
+γυναίκα, παρ' όσον νομίζεις ότι στηρίζεσαι, όταν εκείνη τρέμει από
+σε.
+
+378
+
+Όπου η ατιμία πληρώνεται με χρυσόν, η τιμιότης πληρώνεται με
+μόλυβδον.
+
+
+
+Σ Υ Μ Π Ε Ρ Α Σ Μ Α
+
+
+
+ — Και τώρα, τι πλειότερα τούτων να σου είπω, και τίνων να σου
+συμβουλεύσω ίνα παραλείψης την εκτέλεσιν;
+
+Και πολλά είνε όσα ήκουσες, και ολίγιστα.
+
+Ολίγιστα, διότι ο κόσμος είνε απέραντος· πολλά, διότι ο κόσμος είνε
+πανταχού και πάντοτε ο ίδιος.
+
+Κρατείς τόσας αλήθειας εις τας χείρας σου, τας οποίας τις οίδε και
+πόσοι άλλοι εσκέφθησαν προ εμού· αλλά τούτο δεν αρκεί.
+
+Το δύσκολον είνε πώς να τας αναγνωρίσης.
+
+Και το δυσκολώτερον είνε πώς να τηρήσης αυτάς.
+
+Και το πάντων δυσκολώτατον είνε, να πείσης και τους άλλους όπως
+αναγνωρίσωσιν αυτάς.
+
+Αλλ' όχι· δεν θα τας αναγνωρίσουν, διότι και ο κόσμος και η φύσις
+ολόκληρος είνε μυστήριον, εις το οποίον ουδείς ουδέποτε κατόρθωσε να
+εισδύση, και εξηυτέλισε τούτον εν τη αντιλήψει του ο άνθρωπος, και
+παρεξήγησεν εκείνην ανοήτως.
+
+Αυτή η φύσις, εάν την ερωτήσης, θα σου δώση το πρώτον μάθημα, και θα
+σε ποδηγετήση προς την ευτυχίαν.
+
+Θέλεις να την προσεγγίσης και να την αισθανθής;
+
+Άφησε την ψυχήν σου ελευθέραν εν μια νυκτί εαρινή, ίνα λουσθή εις το
+μυστήριόν της. Θα εννοήσης, ότι η ευωδία του άνθους και του φυτού,
+απετέλεσαν το μαγικόν φίλτρον, το οποίον επανέδωκεν εις τον Φαύστον
+την νεότητα και την καλλονήν, το οποίον χυνόμενον κατά σταγόνας εις
+τα νεκρά της φύσεως στήθη, επαναφέρει τους διαλείποντας παλμούς της,
+και φυγαδεύον τον τελευταίον στεναγμόν του παγετώδους Βορρά, με την
+χλιαράν και μυροβόλον των Ζεφύρων πνοήν περιλούει ηδέως.
+
+Εάν κατά την νύκτα εκείνην ηδύνασο να ερωτήσης το άνθος διά της
+γλώσσης του, ή εάν η ακοή σου δεν ήτο τοσούτον πεπερασμένη, ή εάν
+προς στιγμήν ηδύνασο να περιβάλης το άπειρον διά των ώτων σου και να
+κύψης παρά τα φρίσσοντα πέταλα του διανοιγομένου κάλυκος, θα ήκουες
+μίαν αλήθειαν άγνωστον και μεγάλην, μάγον και καταπλήττουσαν
+αλήθειαν, ήτις θ' απεκάλυπτεν ενώπιον του εσκοτισμένου από τα ταπεινά
+πάθη πνεύματός σου, νέον κόσμον πεποιθήσεων και ιδεών, και θα
+επαρουσίαζεν ενώπιόν σου την πλάσιν, όπως την ηννόησεν ο δημιουργός
+αυτής, και ουχί όπως ο άνθρωπος την αντελήφθη.
+
+ — Τώρα — θα σου έλεγεν ο διανοιγόμενος κάλυξ — ότε των ομμάτων σου η
+αχλύς παρεσύρθη υπό του απείρου, τώρα, ότε η ακοή σου απεφράχθη από
+τον ανυπέρβλητον του πεπερασμένου φραγμόν, στρέψε γύρωθεν το βλέμμα
+σου και αναζήτησε της δημιουργίας το μυστήριον· δεν θα κοπιάσης επί
+πολύ· θα το εύρης και εις τον φαλόν του πρώτου άνθους, και εις τον
+βλαστόν του πρώτου δένδρου, και εις την χυμώδη ρίζαν του πρώτου
+φυτού· τι και αν το φυτόν καλήται κάκτος, ή καλήται ευτελές
+χαμαίμηλον, ή ευγενές ρόδον, ή καμέλια περικαλλής; η φύσις
+διεμοίρασεν εις ημάς εξ ίσου και φιλοστόργως τας χάριτάς της, και
+ό,τι εδώρησεν εις το ταπεινόν φυτόν, εδώρησεν εξ ίσου και εις το
+ευωδέστερον άνθος.
+
+Όχι· δεν είμεθα, ως εκλαμβάνετε ημάς σεις, διηρημένα εις γένη· όχι·
+εις της ευδαιμονίας τα μυστήρια είμεθα εξ ίσου μεμυημένοι, και εξ
+ίσου απολαύομεν των ζωογόνων του ηλίου φιλημάτων, και υπό την αυτήν
+του Βορρά πνοήν αποφυλλιζόμεθα και θνήσκομεν.
+
+Ο έρως περιίπταται μεταξύ των πετάλων και των φύλλων μας, ανεξαρτήτως
+γένους και είδους· η δυσγένεια και η ευγένεια είνε άγνωστοι μεταξύ
+ημών· εις τους βλαστούς μας ο αυτός χυμός κυκλοφορεί, και των ανθέων
+μας το σπέρμα μετά στοργής ίσης αποθέτει ο Ζέφυρος επί της μητρός
+γης.
+
+Και θα σου προσέθετεν ακόμη:
+
+ — Ύπαγε και ειπέ εις τους ανίσους ανθρώπους, ότι ουδεμία μεταξύ των
+όντων και των πραγμάτων διαφορά υπάρχει· ύπαγε και είπε, ότι το
+συναίσθημα της ζωής ενυπάρχει παντού, το δε μυστήριον της ευδαιμονίας
+του κόσμου, είνε το μύρον, το οποίον κατά την νύκτα ταύτην αναπνέεις·
+είνε το χρώμα, τα οποίον καθηδύνει την όρασίν σου· είνε του ηλίου η
+ζωογόνος ακτίς· είνε του άστρου η χρυσή μαρμαρυγή, και οι μύχιοι
+παλμοί της αναδημιουργίας, ους, βυθισμένος εις τον βόρβορον της ζωής,
+δεν ακούεις πλέον· είνε τέλος του θείου έρωτος η φωνή, ήτις μάτην σε
+προκαλεί, απόκληρε της ευδαιμονίας, και μάτην εις το πρόσταγμά της
+αναπετάννυσιν ενώπιόν σου την χρυσήν πύλην της Ζωής!. .
+
+Ύπαγε και ειπέ εις εκείνους, ότι εις μάτην θ' αγωνίζωνται· δεν είνε
+προωρισμένη η ασθενής χειρ των ίν' ανεγείρη τον μέγαν πέπλον, και ο
+άνθρωπος ν' απογυμνώση του μυστηρίου του ένα θεόν!. . .
+
+***
+
+Εάν κατορθώσης ν' ακούσης την φωνήν ταύτην, εάν δεν παρασυρθής από
+των ιδίων παθών σου τον χείμαρρον, ως κάρφος αχύρου, η Δ ι α θ ή κ η
+αύτη η Χ ρ υ σ ή θα σε φρουρήση πλειότερον, παρ' όσον τείχος
+σινικόν, και η αιγίς της Παλλάδος. . . . .
+
+
+
+ΜΕΡΟΣ Β'.
+
+
+
+ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟΝ
+ΣΙΔΗΡΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
+
+
+
+ΠΕΤΕΙΝΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ
+
+
+
+ΠΡΟΛΟΓΟΣ
+
+
+
+ — Τοκ. . . τοκ. . . τοκ!. . .
+
+Ήτο κτύπος, όστις αντήχησεν εις την κεκλεισμένην θύραν μου, κτύπος
+μυστηριώδης, όστις έφθασε πενθίμως μέχρι των ώτων μου· ήτον ήχος,
+μακρότερος από έν απλούν τ ο κ, και μυστηριωδέστερος ακόμη, όστις
+εύρεν ευθέως την οδόν της ψυχής μου, και κάτι αφύπνισεν εν αυτή, και
+κάτι διήγειρεν εν τω πνεύματί μου.
+
+ — Τοκ. . . τοκ. . . τοκ!. . .
+
+Επανελήφθη και εκ δευτέρου.
+
+Αναμφιβόλως ο κρούων, δεν έκρουε δι' ώτα ανθρώπου· έκρουε διά ν'
+ακουσθή από κάποιαν ψυχήν, ήτις ουδέποτε εις την ακοήν της απατάται,
+ήτις δεν έχει ανάγκην συλλαβών, λογικώς τοποθετημένων, ούτε ρυθμού,
+υπαγομένου εις κανόνας, όπως διεγερθή.
+
+Και ήρκεσεν είς αόριστος ήχος, όστις διά τους άλλους δεν θα έλεγε
+τίποτε, ίνα λαλήση εις την ψυχήν μου πολλά.
+
+Ναι, ον μυστηριώδες έκρουε την θύραν μου, το οποίον μου διήγειρεν
+άγνωστον φωνήν, το οποίον συνεκοινώνησε μετά του εν εμοί μυστηρίου
+ακαριαίως, και απέσυρεν από του πνεύματός μου του πεπερασμένου τον
+φραγμόν.
+
+Και, χωρίς να γνωρίζω πώς και από πού, από της κεφαλής ή από του
+στήθους μου, φωνή, πρωτάκουστος δι' ανθρώπινα ώτα, απέτεινεν ερώτησιν
+εις τον άγνωστον της νυκτός επισκέπτην:
+
+— Τις ει!
+
+Κτύπος δεν ηκούσθη πλέον.
+
+Φωνή κλαυθμηρά, συριγμός βραχνός, ως ο του συρίζοντος βορρά, όστις
+κατά την αυτήν ώραν εις το παράθυρόν μου εμαίνετο, απήντησεν εις την
+ερώτησίν μου, και ρίγος καθ' ολόκληρον το σώμα μου ησθάνθην, και αι
+τρίχες της κεφαλής μου ωρθώθησαν, και εις τας φλέβας μου εσταμάτησε
+παγωμένον το αίμα.
+
+Οίμοι! δυστυχής τις έκρουε την θύραν σου, τον οποίον ο βορράς
+κατεδίωκε, και εμιμήθη τον στεναγμόν του διά ν' απατήση αυτόν.
+
+Δυστυχής, τον οποίον έτυπτεν η παγωμένη βροχή, και έχυνεν ίσον ποσόν
+δακρύων, διά να θερμανθή με την θέρμην του άλγους του.
+
+Δυστυχής, τον οποίον είς Θεός άγιος εγκατέλιπεν άνευ στέγης, και
+ήρχετο ίνα ζητήση αυτήν από ένα άνθρωπον αμαρτωλόν!. . .
+
+ — Περίμενε!
+
+Ανετινάχθην εκ της κλίνης μου, ήτις μου εδαψίλευε την ευεργετικήν
+θαλπωρήν της.
+
+Ήμην ο κύριος της θερμότητος εκείνης, και ουδείς ηδύνατο να μου
+αμφισβητήση αυτήν — πλην του θανάτου· ήτο ζωή τέλος, από την οποίαν
+ουδείς να με απομακρύνη ηδύνατο — πλην της κακίας των ανθρώπων.
+
+Αλλ' είχον θερμανθή ίσως πολύ, και δύναμίς τις οικονομική, δύναμις εξ
+εκείνων, αίτινες επιβάλλουσιν αναπόφευκτον διανομήν των αγαθών της
+φύσεως εις τα όντα άπαντα, εξώθησε την ριγούσαν ύπαρξιν προ της θύρας
+της υπάρξεως της θερμαινομένης!. . .
+
+ — Είσελθε!
+
+Και ήνοιξα την θύραν, ήτις αφήρεσεν από του θαλάμου μου αέρα θερμόν,
+και ορμητικά κύματα παγερού βορρά μου απέστειλε, παρασύραντα και
+κυλίσαντα προ των ποδών μου όγκον σπαίροντα και σφαδάζοντα, άμορφον
+όγκον, τον οποίον δεν ηδυνάμην να διακρίνω εν τη σκοτία της νυκτός.
+
+Θα ήτο δυστυχές ον, αφού ωμίλησε προς την ψυχήν μου και την αφύπνισε·
+διότι προς την ψυχήν μόνον η δυστυχία, λαλεί.
+
+Θα ήτο δυστυχές ον, το οποίον έζη και ως όγκος· ον, του οποίου η
+μορφή είχε καταστραφή, αλλ' η εντός αυτού ψυχή, τις οίδε, θα διετήρει
+πάντως μίαν μορφήν.
+
+Τι προς εμέ η όψις του η άμορφος; τόσας είδον όψεις ευμόρφους και
+ευρύθμους, αλλ' εγκλειούσας ψυχήν άνευ ουδενός χαρακτήρος και ρυθμού.
+
+Του ωκεανού του βίου θα ήτο ναυαγός, εξ εκείνων, οίτινες δεν
+εξωθούνται προς απορρώγας βράχους, αλλά προς τας θύρας των ανθρώπων·
+οίτινες δεν ωθούνται κατά του αμόρφου γρανίτου, αλλά κατά του
+καλλιμόρφου μαρμάρου· οίτινες δεν θραύουσι την κεφαλήν κατά βραχώδους
+και αλαξεύτου προεξοχής, δημιουργήματος του χρόνου και του κύματος,
+αλλά θραύουσιν αυτήν ασφαλέστερον κατά γωνίας μαρμαρίνης,
+δημιουργήματος της σμίλης, εφ' ης εκρούσθη επιμόνως της ματαιοδοξίας
+η σφύρα.
+
+Είδον άνθρωπον ωθήσαντα σπαίρουσαν σάρκα διά του ποδός, διά να πεισθή
+εάν ζη, και ο πους του εδιπλασίασε τον σπαραγμόν της· και αντί να
+επαναδώση εις αυτήν την εκφεύγουσαν ζωήν, εξ ολοκλήρου την αφήρεσεν.
+
+Είχε λησμονήση ο άνθρωπος, ότι αι χείρες επλάσθησαν διά ν'
+ανεγείρουν.
+
+Και διά τούτο έτεινα τας δύο χείρας, και έλαβον μεταξύ των θερμών
+παλαμών μου το βαθμηδόν ψυχραινόμενον σώμα, και έφερον αυτό εις τον
+θάλαμον μου, και επί της κλίνης μου εναπέθηκα.
+
+Ανήψα και το φως, και εφώτισα το ον το εσκοτισμένον.
+
+Και τότε είδον ενώπιόν μου αγνώστου όψεως πλάσμα, το οποίον με
+εθεώρει δι' οφθαλμού δακρύοντος αίμα.
+
+Και ήκουσα γλώσσαν πρωτάκουστον, ήτις μου ωμίλει διά στεναγμών.
+
+Και έλεγε:
+
+ — Δεν με αναγνωρίζεις, ω Άνθρωπε; και όμως συ, προ παντός άλλου, να
+με αναγνωρίσης ώφειλες, διότι, εάν δεν αναγνώριζες σήμερον το
+χθεσινόν δημιούργημα των ιδίων χειρών σου πώς είχες την αξίωσιν να
+γνωρίζης τον κόσμον, τον οποίον άλλος εδημιούργησε;. . . τον κόσμον,
+όστις αυτός εαυτόν αγνοεί;. . . τον κόσμον τον απέραντον, του οποίου
+το άκρον ανεζήτησα και δεν ανεύρον· του οποίου το κέντρον ηρεύνησα
+και ουδέν κατώρθωσα να καθορίσω;. . .
+
+Τι εγνώριζες, εξ όσων μου είπες, ή τι θα γνωρίσης εξ όσων θα σου
+είπω;
+
+Συ πρώτος ωμίλησες, συ πρώτος εξεικόνισες τον κόσμον, και έθεσες εις
+την εικόνα του πλαίσιον. Ανόητε! το άπειρον επλαισίωσες και δεν
+ηννόησες την πλάνην σου. . . .
+
+Πόσον άνω ανήλθες, και παρετήρησες τόσον κάτω;. . . Και με ποίας
+πτέρυγας ανήλθες, και κατέπεσες, ως ο Ίκαρος, ικανοποιημένος ότι
+ευρέθης υπό στέγην και εντός των τεσσάρων τοίχων, εις ους σ'
+επανευρίσκω μακαρίως κοιμώμενον;. . .
+
+Εκπλήττεσαι και σιγάς;. . .
+
+Σίγα λοιπόν και φέρε την χείρα εις τους οφθαλμούς σου τους τυφλούς,
+και όπλισε με αληθείς πτέρυγας την ψυχήν σου, και πέταξε πρώτον
+υψηλά, πολύ υψηλά, διά να θεωρήσης καλώς προς τα κάτω· και άφες, εάν
+δύνασαι, των οφθαλμών σου την αχλύν, ίνα καταπέση ως φθινοπωρινής
+πρωίας ομίχλη, όταν αι ακτίνες του ηλίου εξαποστέλλουσιν αυτήν ως
+σκιεράν θεραπείαν εις τα σκότη της νυκτός. . .,
+
+Ενόμισες ότι εγνώρισες τον κόσμον και μου εδίδαξες την γνώσιν του!
+
+Αλλοίμονον! δεν κατενόησες, ω Άνθρωπε, ότι είσαι φρουρός του ιδίου
+σου μυστηρίου, — φρουρός, αλλά και φρουρούμενος;. . .
+
+Ακόμη δεν με ανεγνώρισες;
+
+Αλλά δικαίως· δεν είμαι πλέον ο σφριγών ανόητος και άπειρος της χθες·
+είμαι ο συντετριμμένος σοφός και ανάπηρος της σήμερον. . .
+
+Είχον πτέρυγας και εγώ, απαστράπτουσας εις τον ήλιον, είχον στέμμα,
+μαρτυρούν σφρίγος και ζωήν, την οποίαν απελάμβανον, χωρίς να την
+γνωρίζω· σήμερον την γνωρίζω, αλλά δεν την απολαμβάνω πλέον. . .
+
+Οίμοι! είχον κεκλεισμένα τα όμματα εις την σοφίαν, και διά της
+αμαθείας μου έβλεπον τον κόσμον· σήμερον έχω ανοικτά εις την σοφίαν
+τα όμματα, αλλά τον κόσμον τον έχασα!. . .
+
+Και ο λαλούν άμορφος όγκος εστέναξε βαθέως από της κλίνης μου, και
+εξηκολούθησε πνευστιών:
+
+ — Εάν εγνώριζον και συνηντώμην ποτέ μετά του θεού μου, θα υπέβαλλον
+εις αυτόν ερωτήσεις, προ των οποίων και αυτός έτι, αναπολόγητος θα
+έμενε· θα του εζήτουν την κλείδα του μυστηρίου του κόσμου, την οποίαν
+και ούτος έχει χάση πλέον, διότι το μυστήριον υπερεξεχείλισεν,
+αποκρύψαν αυτήν και από τους ιδίους οφθαλμούς του!. . .
+
+Τι ήμην εγώ; πτωχόν και ασθενές πλάσμα, το οποίον εφαντάσθης να
+δημιουργήσης και εδημιούργησες· το οποίον εξαπέστειλες εις τον
+κόσμον, πάνοπλον ως την Αθηνάν, ίν' αντιπαραταχθή προς την Κακίαν,
+και συμμαχήση με την Αρετήν. . .
+
+Άφρον! ιδού τ' αποτελέσματα της πείρας της ανθρωπίνης, ιδού τα
+άχρηστα ναυάγιά της, συρόμενα επί της κλίνης σου. Δεν με ανεγνώρισες
+ακόμη;
+
+ — Όχι.
+
+ — Δεν με συνήντησες ποτέ;
+
+ — Ποτέ.
+
+ — Περίεργον! και όμως συ είσαι εκείνος, όστις μου εγέμισες την ψυχήν
+με άφρονα εγωισμόν, και το αμαθές πνεύμα μου διά του φωτός της
+γνώσεως μου απετύφλωσες.
+
+Συ, με εξαπέστειλες εις τον κόσμον, έρμαιον της ματαιοδοξίας μου,
+κούφην πομφόλυγα, ήτις, αντικατοπτρίζουσα λαμπρώς τας ακτίνας του
+ηλίου, απερροφήθη και απεσβέσθη υπ' αυτών των ιδίων!. . .
+
+Και ενόμισα ότι τα πάντα πλέον εγνώριζον, και ότι τα πάντα ηδυνάμην
+από του μυστηρίου των να γυμνώσω. .
+
+Και εισήλασα θριαμβευτικώς εις το μυστήριον διά της μεγάλης πύλης,
+και εις τα ερέβη του επλανήθην, αλλ' εξήλθον, ολισθήσας διά μαύρης
+οπής, από ακάνθας φρουρουμένης, αίτινες με κατεξέσχισαν, ω Διδάσκαλε!
+
+Ναι· ενόμισα, ότι αι πτέρυγές σου ήσαν ικαναί, ίνα με οδηγήσωσι
+πανταχού· επίστευσα, ότι της φαντασίας μου η δύναμις εξήρκει, ίνα με
+οδηγήση διά πτερύγων ανέμων εις του κόσμου τα πέρατα, και να
+κατανοήσω, και να κατανικήσω, και να κατακτήσω.
+
+Και έλαβον, ο μωρός, μίαν κλωστήν διά να βολιδοσκοπήσω το χάος· και
+ελαίου μίαν τρίχα προσφιλούς κεφαλής, διά να σύρω οπίσω μου τους
+ηλίους του στερεώματος· και έλαβον μίαν πλάστιγγα ξυλίνην, διά να
+ζυγίσω την ύλην, και έν κάτοπτρον, ίνα εγκατοπτρίσω εν αυτώ την ψυχήν
+των ανθρώπων.
+
+Αλλ' απεκόπη η κλωστή, και εκυλίσθην εις το χάος· αλλ απεκόπη η θριξ,
+και ευρέθην αιωρημένος, ως αντάρτης τιτάν, από του απείρου· και διά
+της πλάστιγγος την μωρίαν μου μόνον εμέτρησα, εν δε τω κατόπτρω
+εθεώρησα φρίττων την ιδίαν μόνον μορφήν μου!
+
+Ναυάγιον και άνω, και κάτω ναυάγιον.
+
+Επίστευσα, ότι εξηπάτησα τον άνεμον και την τρικυμίαν, αλλ'
+ετιμωρήθην διά την ιδέαν μου αυστηρώς.
+
+Υπέθεσα, ότι ενηγκαλίσθην τον ήλιον της γνώσεως και της αληθείας,
+αλλά κατεκάην πριν εις αυτόν προσεγγίσω.
+
+Και η άγνοιά μου ηυξάνετο, εφ' όσον αι γνώσεις μου επλουτίζοντο, οι
+δε οφθαλμοί μου εκλείοντο, εφ' όσον τους ενόμιζον ανοιγομένους.
+Ηπόρουν, και η απορία μου εκορυφούτο, εφ' όσον ελύετο· εμάνθανον, και
+η αγνωσία επυκνούτο, εφ' όσον ενόμιζον ότι μανθάνω· ήμην τέλος σοφός,
+εφ' όσον ηγνόουν, και εφ' όσον επιστάμην, μωρός!. . .
+
+Ω Διδάσκαλε! ιδού ο κόσμος σου! —
+
+***
+
+Και τέλος, ιδού εγώ, άνευ πτερύγων, άνευ στέμματος, με ένα πόδα
+ολιγώτερον, έκτρωμα και άμορφος όγκος.
+
+Κρύψε με από της φύσεως τα όμματα· θα με ίδη και θα με αποκηρύξη.
+
+Κρύψε με από του θεού το βλέμμα, διότι θα κεραυνοβολήση τον αντάρτην.
+. .
+
+Σιωπάς;. .!
+
+Με ανεγνώρισες τώρα και έκπληκτος θεωρείς το δημιούργημά σου το
+μωρόν, το οποίον ετάνυσε πτέρυγας και επέταξε προς τον κόσμον πλήρες
+ζωής, αλλ' επανήλθεν εξ αυτού συρόμενον, και γεμάτον από θάνατον και
+χλεύην!. .
+
+Ιδού η Χ ρ υ σ ή Δ ι α θ ή κ η σου· την ρίπτω και πάλιν προ των
+ποδών σου.
+
+Ο χρυσός της έκαμε και ήδη το θαύμα του, και ιδού ο κληρονόμος σου
+πώς κατήντησε.
+
+Και τώρα, έλεος!
+
+Οίκτον διά τον συντετριμμένων νικητήν!
+
+Οβολόν εις τον Βελισσάριον!
+
+Είμαι — ο Πετεινός σου!
+
+
+ΑΙ ΔΥΟ Δ1ΑΘΗΚΑΙ
+
+
+
+ΜΕΡΟΣ Β'.
+Η ΣΙΔΗΡΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
+
+
+
+ΠΕΤΕΙΝΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ
+
+
+
+Α'.
+
+
+Πώς;
+
+Τοιαύτη επάνοδος, κατόπιν αναχωρήσεως τοσούτον θριαμβευτικής;
+
+Τόσον σκότος, κατόπιν τόσου φωτός;
+
+Τόσον στενός ο ορίζων, ώστε η δύσις να συνορεύη με την ανατολήν και ο
+βορράς με τον νότον;
+
+Δεν ήτον ασπίς εκείνη, δι' ης περιέβαλον του πτηνού την ψυχήν; δεν
+ήτο δόρυ εκείνο, με το οποίον ώπλισα το πνεύμα του;
+
+Πού επέταξε; πού επλανήθη; ποίαν μεγάλην οδόν αφήκε και ποίαν ατραπόν
+ηκολούθησεν;
+
+Αφού με πτέρυγας ανεχώρησε, πώς άνευ πτερύγων επανήλθε, και με ράμφος
+μόνον, αποστάζον το ίδιον αίμα του;
+
+Μυστήριον.
+
+Μυστήριον, του οποίου την λύσιν έπρεπε να ζητήσω από το ον εκείνο το
+άμορφον· άγνοια, την οποίαν έπρεπε να φωτίση έν σώμα, στερούμενον
+φωτός και οφθαλμών.
+
+Την σκέψιν μου εμάντευσε· διότι η σκέψις μου και σκέψις ήτον ιδική
+του.
+
+Και πάλιν η φωνή η βαθεία ηκούσθη εντός μου, και πάλιν αφήκεν ηχώ διά
+δονήσεων και παλμών:
+
+ — Σβέσε το φως, και του ωρολογίου δέσμευσε τους δείκτας.
+
+Περί σκοτίας θα ομιλήσω, και τον αιώνα θα εικονίσω.
+
+Όπλισε την ψυχήν σου με σίδηρον και χαλκόν.
+
+θα διέλθη ενώπιόν σου θριαμβευτικώς η κακία.
+
+Άφησε ελευθέρους των δακρύων σου τους καταρράκτας.
+
+Έχει ανάγκην βαλσάμου και παρηγορίας η αρετή.
+
+Απέραντον σου ανοίγω βίβλον, της οποίας εκάστη σελίς έν άπειρον είνε,
+της οποίας εκάστη έννοια είνε έν χάος.
+
+Ατελεύτητον σου ανοίγω βιβλίον, — εις το οποίον την πρώτην λέξιν
+εχάραξεν ο θεός, τας ακολούθους χαράσσει ο άνθρωπος και την
+τελευταίαν ο διάβολος θα χαράξη!
+
+Απέραντον θ' αναπετάσω εικόνα, εις την οποίαν έκαστος προσθέτει μίαν
+γραμμήν, και αφαιρεί προγενεστέραν.
+
+Καλλιτέχνημα του θεού· τερατούργημα του ανθρώπου.
+
+Όπου εξεικονίζετο άστρον, προστίθεται νέφος· και νέφος αποξέεται
+εκεί, ένθα εφαίνετο πίπτων ο κεραυνός.
+
+Και ιδού κεραυνός αδικαιολογήτως κατερχόμενος, συνέχεια της
+μαρμαρυγής προστεθέντος αστέρος, κεραυνός, τον οποίον ουδείς νόμος
+του Αιωνίου δικαιολογεί, και η φύσις αποκηρύττει· του οποίου πηγή
+είνε του ουρανού το αζούριον, και τέρμα έν άκακον της φύσεως άνθος.
+
+Δύο σημεία θαυμαστά και αγνά, το έν φωτοβολούν, το έτερον μυροβόλον,
+τα οποία συνδέει αναιτίως πυρίνη οδός.
+
+Ω, τον αδέξιον ζωγράφον! Ποίαν θείαν εικόνα μετέβαλε και παρεμόρφωσε,
+και εις την σοφίαν του μεγάλου καλλιτέχνου αφήρεσε θείαν γραμμήν και
+ανθρωπίνην προσέθηκε!
+
+
+
+β'.
+
+
+
+Λοιπόν, άφες το μωρόν και ανόητον πτηνόν διά τελευταίαν φοράν να
+λαλήση.
+
+Θα σύρη ενώπιον σου την Αλήθειαν, με την γυμνότητα ενδεδυμένην.
+
+Αλλά διά ταύτης τι θα κερδίσης, ή τι θα μάθης, ή τι θα εννοήσης;
+
+Ο κόπος είνε μεγαλείτερος του κέρδους.
+
+Η γλώσσα κινουμένη ουδέν προσθέτει εις τον νουν, και ό,τι από το ους
+προστίθεται ποσάκις διά της γλώσσης δεν εχάθη.
+
+Άνοιξε λοιπόν, πλειότερον από το στόμα σου, τα ώτα σου· αλλά και από
+τα δύο ταύτα άνοιξε πλειότερον τους οφθαλμούς σου.
+
+Και συ ωμίλησες και σοφόν με κατέστησες, — όσον ήρκει δι' ένα
+πετεινόν.
+
+Εάν καθίστας εμέ σοφόν, όσον δι' ένα άνθρωπον ήρκει, θα έβγαζα τα
+μάτια τα ιδικά σου, ω Διδάσκαλε, αλλά θα έσωζον τα ιδικά μου.
+
+Και αν συ δεν έβλεπες, διά να θαυμάσης το έργον σου, θα έβλεπον εγώ
+διά να θαυμάσω το ιδικόν μου.
+
+Τότε συ θα εγνώριζες την Σοφίαν από το σκότος της, και από το φως της
+εγώ.
+
+~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
+
+Πού ήτον η Σοφία του ανθρώπου κεκρυμμένη;
+
+Ουδαμού την συνήντησα.
+
+Μίαν πάνοπλον Αθηνάν είδον μόνον, αναπηδώσαν εκ των κρανίων των
+ανθρώπων, αλλά κινδυνεύουσαν να τυφλώση τον κόσμον με το δόρυ της.
+
+Και είπον προς αυτήν:
+
+ — Ευλογημένη! Σοφία είσαι συ η πάνοπλος, η σιδηρόφρακτος κατακτητής;
+Τι θέλει το δόρυ εις χείρας γυναικός; Αντί να εξέλθης, με κίνδυνον να
+τυφλώσης τον κόσμον, προτιμότερον δεν ήτο να έμενες ακόμη εντός του
+κρανίου και να έκλωθες την ρόκαν σου;
+
+Εκλονίσθη η πεποίθησίς της και κατεβίβασε το δόρυ· αλλ' ήταν αργά.
+
+Φάσμα πελώριου ενώπιον αυτής ανυψώθη και της αφήρεσε το έγχος,
+εστράφη δε προς εμέ και είπε:
+
+ — Τούτο θα κατέχω εγώ. Είνε του κόσμου η κλεις, η ανοίγουσα και την
+εμπροσθίαν και την οπισθίαν θύραν. Θα ήνοιγεν αύτη την πρώτην· εγώ θ'
+ανοίξω την δευτέραν. Πύλην του κόσμου θ' αναπετάσω, αδιάφορον ποίαν
+και πώς.
+
+Και εχάθη και πάλιν ανεφάνη.
+
+Διότι ήτο και σώμα και φάσμα· ήτο και σαρξ σφριγώσα, και σκιά, άνευ
+σώματος· και ύλη απαστράπτουσα, και ατμός πνιγηρός.
+
+Συνεπτύσσετο, ως σκώληξ, και ανεπτύσσετο, ως αετός, μέχρι των άστρων.
+
+Είχε δε οφθαλμούς γεμάτους από μαγγανίαν, και γλώσσαν αποστάζουσαν
+μέλι.
+
+Ερωτώ:
+
+ — Ποία είσαι συ, ω σκιά παράδοξος, ήτις αφώπλισες την Σοφίαν, και με
+το δόρυ αυτής απειλείς να διαπεράσης τον ήλιον και να αιματώσης την
+γην;
+
+Δεν απαντά· αλλ' εκτείνει δάκτυλον, φέροντα όνυχα μαύρον, και μου
+δεικνύει οδόν μακράν και ομαλήν, αλλ' οδόν χωρίς άκρον και τέρμα και
+σταθμόν αναψυχής, χανομένην εις του ορίζοντος τα βάθη.
+
+ — Προχώρει, λέγει. Η οδός μου ιδού. Αρχίζεις οδοιπορίαν από του
+κόσμου το άκρον, και εις το αυτό θα επανέλθης σημείον, Αλλ' ιδέ επί
+του εδάφους ίχνη βημάτων γιγαντώδη· δι' αυτών διήλθον οι Αιώνες και
+ηκολούθησεν ο είς τον άλλον. Βλέπεις, εκεί πλαγίως, ίχνη σωμάτων
+καταπεσόντων; Όσοι ηθέλησαν να παρεκλίνωσι συνετρίβησαν· αριστερά ο
+Σωκράτης, ο Ιησούς δεξιά.
+
+Δεν με γνωρίζεις;
+
+Η Κακία είμαι και η οδός μου ιδού.
+
+Προχώρει!
+
+Και το Φάντασμα εχάθη προς τα εμπρός, ταχέως διασχίζον το άπειρον της
+οδού βάθος, εγώ δε φέρομαι ακατασχέτως επί τα ίχνη αυτού, οδηγούμενος
+από αστέρα σκοτεινού, ρίπτοντα υπέρ την κεφαλήν μου παραδόξους
+ακτίνας, ώστε το σώμα μου να φαίνεται μαύρον και η σκιά μου λευκή.
+
+~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
+
+Κρατώ ισχυρώς την Χρυσήν Διαθήκην, αλλ' ο αστήρ αντανακλάται, ως εν
+κατόπρω, και εις αυτόν στίλβοντα χρυσόν, εις έκαστον δε επί τα πρόσω
+βήμα μου, μάτην παλαίω προς τον άνεμον, αρπάζοντα ανά μίαν σελίδα.
+
+Και ερωτώ αντιθέτως ερχόμενον διαβάτην:
+
+ — Πού βαίνω εγώ, και συ πού βαίνεις;
+
+ — Έρχομαι απ' εκεί, όπου συ μεταβαίνεις, και βαίνω εκεί, όπου θα
+φθάσης και συ, Κύκλος είνε η οδός μας, και πολλάκις θ' ανταλλάξωμεν
+χαιρετισμόν διαβάτου, εφ' όσον θα έχωμεν πόδας διά να βαστάζωσι τας
+κεφαλάς μας, και κεφαλάς διά να βαστάζωσιν οι πόδες μας· και εφ' όσον
+δεν αποπειραθώμεν να παρεκκλίνωμεν και ν' ακολουθήσωμεν ανάντεις
+οδούς, φρουρουμένας από φάραγγας, και από πτώματα γεμάτας.
+
+Ερωτώ:
+
+ — Δεν τρομάζεις συ, ακολουθών την οδόν ταύτην;
+
+ — Κατ' αρχάς ετρόμαξα, αλλ' εις έκαστον επί τα πρόσω βήμα μου,
+ησθανόμην ότι προσετίθεντο εις τα νεύρα μου νέαι δυνάμεις. Άλλως τε,
+ποίος μου είπε να τρομάξω; Και εσκέφθην: οδός πεπατημένη κάπου
+οδηγεί. Λοιπόν εμπρός. Όμως ιδέ την ατραπόν εκείνην, την γεμάτην από
+αίματα· ακούεις κραυγάς; πρόσεξε μη απατηθής και πλησιάσης. Εκεί
+εκρημνίσθη μία μεγάλη Σφιγξ, η οποία αιωνίως ψυχορραγεί, αλλ'
+ουδέποτε αποθνήσκει. Μη δώσης ποτέ εις αυτήν χείρα βοηθείας· είνε
+αχάριστος ασθενής και κατατρώγει πρώτους τους ιατρούς της. Θα την
+κρατήσης σφικτά εν τη αγκάλη σου, εφ' όσον σιωπά. Όταν όμως της δώσης
+δύναμιν να κραυγάση, θα φύγης μίλια, θα διακόψης δε και την
+συγκοινωνίαν της οδού, διότι οι διαβάται δεν τολμούν προς τα εκεί να
+λοξεύσουν. Εγώ την εγνώρισα καλώς την Θεάν. Υπήρξα έμπορος των
+ειδώλων της· αλλά την εύρον αχάριστον εμπόρευμα και δι' όσους την
+επώλησαν, και δι' όσους την ηγόρασαν. Και τα είδωλά της έρριψα εις το
+άκρον της οδού ταύτης, βαδίζω δε, έντιμος δι' εμαυτόν χρεωκόπος, αλλά
+διά τους άλλους πάντας χρεωκόπος δόλιος.
+
+ — Πώς; δεν ευρίσκουν γλυκείαν οι άνθρωποι την Θεάν αυτήν, ω Διαβάτα;
+
+ — Πολύ γλυκείαν, εφ' όσον την θεωρούσι ψεύδος· μόλις όμως
+αποκαλυφθή, πολύ πικράν.
+
+Είνε η μόνη θεότης την οποίαν οι άνθρωποι λησμονούσιν εφ' όσον
+υπάρχει, και λατρεύουσιν όταν χαθή· θεότης, ακατανοήτως ατυχής, εις
+τον βωμόν της οποίας οι ιερείς δεν σφαγιάζουσι κτήνη, αλλά τα κτήνη
+σφαγιάζουσιν ιερείς!
+
+Και ο πρώην πωλητής των ειδώλων της Αληθείας παρήλθε γελών —
+αποσπάσας, χάριν αστειότητος, και ολίγα πτερά από την ουράν μου.
+
+Και εκείνος είχε γίνη κακός.
+
+
+
+γ'.
+
+
+
+Σύνθημα τότε τρομερόν εδόθη, ω Διδάσκαλε, και η νυξ εβοήθησε την
+άρπαγα χείρα.
+
+Γυνή τρυφερά πλησίον μου διέρχεται, στηριζομένη επί προστάτου
+βραχίονος νεαρού ανδρός.
+
+Και λέγει κρύφα προς εκείνον:
+
+ — Κύτταξε αυτόν τον πετεινόν· τι ωραία πτερά που έχει! μάδησε του
+την ουράν· νύκτα είνε, κάνεις δεν θα σε ιδή.
+
+Επλησίασε τότε ο Άνθρωπος σιγά-σιγά και με εμάδησεν ολόκληρον.
+
+Υπέστην την ειμαρμένην μου άνευ κραυνής και στεναγμού.
+
+Την επομένην, το ανδρόγυνον εξήλθεν εις περίπατον επί ωραίας αμάξης,
+σχήματος _φαέθωνος_, με ένα άνθρωπον όπισθεν, αντιθέτως προς του
+δρόμου την φοράν καθήμενον, η δε Γυνή έφερεν επί της κεφαλής και του
+λαιμού τα πτερά μου.
+
+ — Περίεργον, εσκέφθην· ουδέποτε θα επίστευον, ότι τα οπίσθιά μου
+είχον τόσον πολύτιμα πράγματα, διά κεφαλήν γυναικός.
+
+Αλλ' ότε η Γυνή με είδε περιπατούντα και μαδημένον, φαίνεται δεν με
+ανεγνώρισε, διότι ήκουσα να λέγη προς τον συνοδόν της:
+
+ — Καλέ, κύτταξε εκεί! τι ελεεινόν πράγμα που είνε, ένας πετεινός,
+γυμνός σαν άνθρωπος!
+
+Τότε είπον κατ' εμαυτόν:
+
+ — Φαίνεται, θα ήνε πολύ ωραίον πράγμα μία γυναίκα, ντυμένη σαν
+πετεινός!
+
+Εν τούτοις ο _φαέθων_ επροχώρησεν, ως αστραπή, απομακρύνων από το
+γυμνωθέν σώμα του γυμνού, το περιττόν ένδυμα του ενδεδυμένου, ενώ ο
+όπισθεν της αμάξης καθήμενος άνθρωπος με παρετήρει απομακρυνόμενος
+διά βλέμματος ηλιθίου.
+
+Και ερωτώ διαβάτην:
+
+ — Άνθρωπε, εξήγησέ μου· τι σημαίνει άνθρωπος, να προχωρή προς τα
+εμπρός, και όμως να βλέπη προς τα οπίσω;
+
+ — Σημαίνει Δούλος.
+
+Περίεργον! τολμηρός αυθέντης, να κρατή ένα υπηρέτην, εστραμμένον προς
+το παρελθόν του!
+
+Και το παρελθόν του ήμην εγώ.
+
+Είχε λησμονήση ο Άνθρωπος την ληστείαν της νυκτός.
+
+Ναι, την είχε λησμονήση· και όμως τους καρπούς του εγκλήματος έφερεν
+η Γυνή επί της ιδίας κεφαλής της, — και την ιδέαν του εγκλήματος
+εντός αυτής.
+
+Εμαδήθην και απέμεινα γυμνός.
+
+Και όμως μόλις ολίγα βήματα είχον προχωρήση εις την Μεγάλην Οδόν.
+
+Τουλάχιστον δεν εφοβούμην την γυμνότητα πλέον· συμφορά επελθούσα,
+κατέλυσε τον φόβον της.
+
+Προχωρώ. —
+
+~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
+
+Και βλέπω ανθρώπους διερχομένους πλησίον μου και θεωρούντας με διά
+βλέμματος γλυκυτάτου, και γεμάτου από συμπάθειαν.
+
+Περίεργον! Όλοι άγγελοι, και όμως εβάδιζον τόσον κακήν οδόν.
+
+Μόλις εσκέφθην ούτω, αισθάνομαι αίφνης πληγάς και πόνους εις τα νώτα,
+και στρέφομαι περιδεής προς τα οπίσω.
+
+Τεραστία μεταμόρφωσις!
+
+Όλοι ήσαν άγγελοι, εφ' όσον ήσαν ενώπιόν μου· όπισθεν μου εγίνοντο
+όλοι διάβολοι και με εκτύπων εκ των νώτων.
+
+Το στήθος μου, Διδάσκαλε, ουδεμίαν πληγήν φέρει.
+
+Αλλ' ερώτησε την ράχιν μου και θα σου είπη το διατί.
+
+Όλοι προσέβαλλον εκ των νώτων· τούτο όμως δεν είνε σφάλμα του
+διαβόλου· είνε έλλειψις του θεού, όστις δεν προσέθηκεν οφθαλμούς και
+ώτα και εις τον αυχένα· θα ήτο πολύ διάφορος και του ανθρώπου η τύχη,
+και η όψις του κόσμου.
+
+~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
+
+Τότε εστέναξα διά πρώτην φοράν, και ηρώτησα εμαυτόν:
+
+ — Πόσον ευτυχής ήμην χθες, και πόσον δυστυχής θα ήμαι αύριον;
+
+Και ιδού η δυστυχεστέρα του βίου στιγμή:
+
+Να μακαρίζης το παρελθόν, και να τρέμης δια το μέλλον.
+
+~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
+
+Επείνασα τότε και εστάθην εις το άκρον της οδού· και διήλθεν άρχων,
+ακολουθούμενος από πληθύν οικετών.
+
+ — Φαίνεσαι ότι πεινάς, μου λέγει ο άρχων. Συ έχεις μικράν κοιλίαν,
+αλλ' εγώ δεν έχω μικρά νομίσματα δι' αυτήν· έχω μεγάλα. Τρώγεις
+άλλοτε.
+
+Έκλινα την κεφαλήν ταπεινώς και είπον κατ' εμαυτόν:
+
+ — Ιδού η πενία του πλούτου.
+
+Ο τελευταίος όμως των οικετών του, ώκτειρεν εμέ, έθεσε δε νόμισμα εις
+το ράμφος μου, και είπεν: — Εγώ έχω μικράν κοιλίαν· λάβε μικρόν
+νόμισμα διά σήμερον και αύριον — ο Θεός.
+
+Εμειδίασα αδιοράτως, και είπον πάλιν κατ' εμαυτόν:
+
+ — Ιδού ο πλούτος της πενίας.
+
+Αλλ' ο οικέτης είχε μείνη πολύ οπίσω εις την Οδόν, διότι οι άλλοι
+είχον κερδίση τον χρόνον των· δεν είχον ασχοληθή περί εμού, και
+επροχώρουν πολύ.
+
+Και επέσπευσε το βήμα του διά να φθάση τους άλλους, αλλά
+λοξοδρομήσας, ωλίσθησεν εις το άκρον της Οδού και εκρημνίσθη.
+
+Και δεν τον είδον ν' ανεγερθή πλέον.
+
+~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
+
+Ο οβολός εκείνος παραζάλην μου έφερεν.
+
+Εφ' όσον επείνων, δεν εσκεπτόμην τίποτε.
+
+Αφού απέκτησα, εβασανιζόμην από την ιδέαν του τι θα φάγω.
+
+Και εσκέφθην:
+
+ — Δεν είχον οβολόν, και δεν είχον ανάγκην. Ιδού είς οβολός, όστις
+δέκα ανάγκας μου γεννά. Εάν αποκτήσω δέκα οβολούς, θα μου γεννήσουν
+εκατόν ανάγκας· και οι εκατόν, θα μου γεννήσουν χιλίας. Τι λοιπόν θα
+απογίνω, εάν καταντήσω και εκατομμυριούχος; Βεβαίως δεν θα σκέπτωμαι
+τότε άλλο, ειμή πώς να μη αποθάνω από την πείναν!
+
+
+
+δ'.
+
+
+
+Τότε βλέπω Άνθρωπον, καθήμενον εις το μέσον της Οδού, και
+καταβροχθίζοντα απλήστως ατελείωτον τροφήν.
+
+ — Τρώγεις, τρώγεις, λέγω προς αυτόν· δεν βλέπω όμως και να
+χορταίνης, αλλ' ούτε και να αισθάνεσαι εις τον στόμαχον βάρος.
+
+Απαντά, χωρίς να διακόψη το έργον του:
+
+ — Είνε γλυκυτάτη η τροφή μου και δεν την εχόρτασε κανείς.
+
+Την απάντησιν όμως ταύτην ήκουσεν όμιλος ανθρώπων εξ εκείνων, οίτινες
+κατέκειντο ψυχορραγούντες εις τα κατηραμένα άκρα της Οδού.
+
+Και εκραύγασαν όλοι ομού, ημιεγειρόμενοι επί κατεσκληκότος αγκώνος,
+όστις μόλις τους συνεκράτει:
+
+ — Πρόσεξε! αυτός ξεκοκκαλίζει καρπόν κλοπής.
+
+Και ηκούσθη προσέτι δαιμονιώδης ηχώ πέριξ, επαναλαμβάνουσα:
+
+ — Είνε άτιμος!. . . . είνε άτιμος!. . . .
+
+Τότε παράδοξον φαινόμενον ενώπιόν μου προέκυψεν.
+
+Ο Άνθρωπος αισθάνεται αμέσως στομαχικήν επανάστασιν, αρχίζει δε να
+εξαιμή την τόσον γλυκείαν και τόσον χωνευτικήν τροφήν.
+
+Ερωτώ και εγώ:
+
+ — Τι άρά γε συμβαίνει, δυστυχή! έτρωγες δηλητήριον λοιπόν και δεν το
+ηννόεις;
+
+Ιδού και πάλιν τον ακούω να βάλλη κραυγάς ισχυράς και να αισθάνεται
+πόνους φρικώδεις.
+
+Και ν' αποθάνη επερίμενα, ότε αίφνης μ' ερωτά:
+
+ — Έπεσαν εκείνοι πάλιν;
+
+ — Ναι, δεν ακούονται πλέον. Τι συνέβη; διατί ησθάνθης πόνους; ή
+διατί δεν απέθανες;
+
+ — Διατί ν' αποθάνω, αφού πάλιν κανείς δεν γνωρίζει τι τρώγω; Να,
+φάγε και συ και μη λέγης όσα ήκουσες.
+
+Έλαβον την δοθείσαν μερίδα και εδοκίμασα να την γευθώ, αλλ' απέπττυσα
+αυτήν αμέσως.
+
+ — Είνε πικρά, λέγω, και οξυνή.
+
+ — Δίκαιον έχεις, απαντά. Σου την έδωκα εγώ. Πλησίασε τώρα κρυφίως
+και άρπασέ την μόνος όπισθέν μου. Εγώ δεν θα σε ιδώ.
+
+Πλησιάζω κρυφίως, προτείνω το ράμφος, και τρώγω κλέπτων.
+
+Ήτον η ιδία τροφή, και όμως ήτο τόσον γλυκεία, και τόσον χωνευτική!
+
+Τότε ηννόησα την φυσιολογίαν του ανθρωπίνου του στομάχου.
+
+Εχώνευεν ανενοχλήτως δηλητήριον, και ότε του είπον: — «Τρώγεις
+δηλητήριον», τότε ησθάνθη τας αλγηδόνας.
+
+Ο Άνθρωπος εκείνος, Διδάσκαλε, εάν κατέπινε και πραγματικόν
+δηλητήριον, θα το εχώνευε χωρίς ουδεμίαν ενόχλησιν.
+
+Αρκεί να το είχε κλέψη.
+
+Και αρκεί να μη του έλεγε κανείς:
+
+ — Άτιμε! το έκλεψες!
+
+
+
+Β’.
+
+
+
+Τετέλεσται!
+
+Ήτο καιρός να συρθώ και πάλιν προς τον ορνιθώνα, και πάλιν να θρηνήσω
+την πλάνην μου.
+
+Ήτο καιρός ν' αποφύγω το επίμονον φως του μαύρου αστέρος, όστις
+εδέσποζεν εις τον στενόν ορίζοντά μου, και καθίστα μαύρον τα σώμα μου
+και την σκιάν μου λευκήν.
+
+Και εστράφην έντρομος προς τα οπίσω, αναζητών οδόν φυγής, ότε ιδού
+και πάλιν το παράδοξον Φάσμα ορθούται ενώπιόν μου υπερήψηλον.
+
+Και ακούω λαλιάν, από μυστήριον γεμάτην:
+
+ — Πού φεύγεις, πριν ακόμη ακούσης και πριν ίδης; Ελθέ μετ' εμού. Ο
+ορνιθών θα ήνε πολύ στενός διά την αμάθειαν σου· μάθε πολλά, και θα
+γίνη ευρύς διά την σοφίαν σου. Ακόλουθοι τα βήματά μου και ουδέποτε
+θα κουρασθής. Έν άπειρον θα εγκλείσω εις τους οφθαλμούς σου, και έν
+ακόμη άπειρον εις τα ώτα σου. Και όμως ουδ' αυτά θα σε βοηθήσουν, διά
+να περιβάλης το χάος της ανθρωπίνης ψυχής. Εν τούτοις ακολούθει με.
+Ίσως ίδης, και ίσως ακούσης.
+
+Η μαγγανεία του βλέμματος και της φωνής η γλυκύτατης, με κατέστησαν
+του Φάσματος δούλον.
+
+Η δε γλώσσα μου, της θελήσεώς μου εκφυγούσα, απήντησεν:
+
+ — Εμπρός λοιπόν, σε ακολουθώ, Δαίμων σκότιε, όστις κατέκτησες και
+εξευτέλισες το φως.
+
+Και ιδού αμέσως ενώπιόν μου παράδοξος αγορά, ω Διδάσκαλε.
+
+Πλήθος ανθρώπων αγοράζει και πωλεί· πλούσιοι και πένητες εις τας
+διόδους συνωθούνται.
+
+Τότε το Φάσμα μου λέγει:
+
+ — Βλέπεις τους πωλούντας;
+
+ — Ναι.
+
+ — Είνε πάντοτε οι πλούσιοι. Βλέπεις και τους αγοράζοντας;
+
+ — Ναι.
+
+ — Είνε πάντοτε οι πτωχοί.
+
+~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
+
+Και θεωρώ άνθρωπον, κρατούντα πήχυν ελαστικόν, και μετρούντα τους
+διαβάτας.
+
+ — Τι μετρεί αυτός; ερωτώ.
+
+ — Μετρεί την ηθικήν των άλλων με την ιδικήν του. Αλλ' ο πήχυς είνε
+ελαστικός, όταν δε βλέπη ηθικήν ανωτέραν της ιδικής του, εντείνει τα
+μέτρον και την αποδεικνύει ελλειπή. Ουδείς εσώθη από το μέτρον του,
+και όλοι του έμειναν χρεώσται!
+
+Έντρομος ητοιμάσθην να φύγω, ότε ρακένδυτος διαβάτης τείνει την χείρα
+ενώπιόν μου και λέγει:
+
+ — Έλεος, ω πτηνόν ξένον και αδιάφορον· συ, το οποίον δεν είσαι
+άνθρωπος, βεβαίως δεν θα μου αρνηθής τον οβολόν σου. Δος εις εμέ
+ολίγην ευτυχίαν.
+
+ — Πώς; όλος ο κόσμος εδώ είνε ευτυχής· πού είνε η ιδική σου ευτυχία;
+
+ — Την εδάνεισα βαθμηδόν ολόκληρον, αλλ' άνευ συναλλαγματικής, και
+μου αρνούνται τώρα αυτήν και ως χρέος, και ως ελεημοσύνην.
+
+Ερωτώ τότε τα Φάσμα:
+
+ — Πώς θα ηδυνάμην να γίνω ευτυχής, εάν το επεθύμουν;
+
+ — Εφ' όσον έχεις τους όνυχας στερεούς, η ευκαιρία ουδέποτε θα σου
+λείψη.
+
+ — Περίεργον! Τι είνε λοιπόν ευτυχία και τι είνε δυστυχία;
+
+ — Καταστάσεις, εις τας οποίας συνήθως ευρίσκονται, όσοι δεν τας
+αξίζουν. Τώρα θα ίδης και θα πεισθής.
+
+
+
+β'.
+
+
+
+Και το Φάσμα διά μιας κινήσεως της ατμώδους χειρός του, απεκάλυψεν
+ενώπιόν μου δένδρον ξηρόν, παρά την ρίζαν του οποίου ευρίσκετο σωρεία
+χρυσού, εφ' ου έπιπτεν επιμόνως η σκιά του δένδρου.
+
+Επί της κορυφής του δένδρου παράδοξος γυνή, τραγέλαφος τερατώδης, με
+κεφαλήν φέρουσαν μυρία στόματα, εσάλπιζε διά μυρίων σαλπίγγων.
+
+Ούτε οφθαλμούς δε, ούτε ώτα είχε.
+
+Στόματα μόνον, στόματα, και πάλιν στόματα, διά των οποίων μυριάκις
+επαναλάμβανεν:
+
+ — Ο Ζακχαίος ανήλθεν εις την συκομωρέαν!
+
+Λέγω προς το Φάσμα:
+
+ — Ουδέποτε θα επίστευον, ότι ο Θεός ετόλμησέ ποτε να δημιουργήση
+τοιούτον τέρας. Περί τίνος Ζακχαίου ομιλεί;
+
+ — Αύτη είνε η Φήμη των ανθρώπων, την οποίαν κάποιος θεός
+εδημιούργησεν εν ώρα μέθης. Βλέπεις το δένδρον εκείνο; είνε αυτή η
+συκομωρέα, εφ' ης ανήλθεν ο Ζακχαίος διά να ίδη τον Ιησούν. Ήτο
+τελώνης ο Ζακχαίος και πλούσιος, είπε δε προσέτι εις τον Ιησούν το
+θαυμάσιον: — «Κύριε, ιδού· τα ημίση των υπαρχόντων μου δίδωμι τοις
+πτωχοίς, και εί τινος εσυκοφάντησα, αποδίδωμι τετραπλούν». Ιδού ο
+χρυσός, τον οποίον έδωκε, λησμονημένος εις την ρίζαν του δένδρου· δεν
+ελησμονήθη όμως και παρεδόθη από γενεάς εις γενεάν, ότι ανήλθεν εις
+μίαν συκομωρέαν! Τυχηρός άνθρωπος· εάν ανήρχετο εις κυπάρισσον ή εις
+πορτοκαλέαν, τις οίδεν εάν η Φήμη θα εσάλπιζε και εκ της κορυφής
+αυτών. Από την συκομωρέαν εκείνην επέτυχε δύο θαυμάσια· είδε τον
+Ιησούν, και τον είδεν όλος ο κόσμος!
+
+Δεν το επίστευσα, μολονότι αι φωναί των σαλπίγγων κατεξέσχιζον τα ώτα
+μου και απαύστως επαναλάμβανον:
+
+ — Ο Ζακχαίος ανήλθεν εις την συκομωρέαν!
+
+Αλλά το Φάσμα προσέθηκε, δαιμονίως καγχάζον:
+
+ — Τώρα θα εννοήσης και θα πιστεύσης. Λάλησε ισχυρώς!
+
+Και ελάλησα ισχυρώς.
+
+Με ανεβίβασε κατόπιν εις ύψος, και είπε:
+
+ — Λάλησε και ασθενώς τώρα.
+
+Και ελάλησα ασθενώς.
+
+Τότε ηννόησα. —
+
+Ελάλησα ισχυρώς από πολύ χαμηλά, και δεν με ήκουσε κανείς· όλοι με
+περιεφρόνησαν.
+
+Ελάλησα και ασθενώς από πολύ υψηλά, και με ήκουσαν όλοι· τότε τους
+περιεφρόνησα εγώ.
+
+Ναι· ο Δαίμων είχε δίκαιον.
+
+Λέγω τότε κατ' εμαυτόν:
+
+ — Και είνε τάχα μηδέν η Αξία;
+
+Το Φάσμα ενόησε την σκέψιν μου και απήντησε:
+
+ — Βλέπεις εκεί σάκκους ορθίους και υψηλούς, φαινομένους από τόσον
+μακράν; Πλησίον αυτών και επί του εδάφους ευρίσκονται άλλοι σάκκοι
+κενοί, και ερριμένοι κάτω. Μόλις τους διακρίνεις εκείνους. Και όμως
+οι δεύτεροι είνε από πολύτιμον ύφασμα κατεσκευασμένοι, και οι πρώτοι
+από καραβόπανον. Μη πλησιάσης τους πρώτους, διότι είνε γεμάτοι από
+κόπρον και βρωμούν αλλ' ούτε τους δεύτερους πριν τους γεμίσης.
+
+ — Δεν υπάρχει λοιπόν πραγματικόν ε π ά ν ω εν τη κοινωνία;
+
+Ο Δαίμων ανεκάγχασε και έδειξεν αλλαχού παράδοξον εικόνα, εν τη οποία
+το ε π ά ν ω ήτο συγκεχυμένον με το κ ά τ ω·
+
+Και τότε είδον ανθρώπους, ανερχομένους πολύ άνω, ενώ ταυτοχρόνως
+εμάνθανον να πίπτουν και πολύ κάτω.
+
+Και είδον την τύχην να ελκύη τον αιθέρα κάτω, εις τον βόρβορον, και
+τον βόρβορον επάνω εις τον αιθέρα.
+
+Έκπληκτος ερωτώ:
+
+ — Λοιπόν, ποίαν σχέσιν έχει η τύχη με την κεφαλήν;
+
+Εγέλασεν ο Δαίμων και είπεν:
+
+ — Όταν έχης τύχην, την κεφαλήν τι την θέλεις; Καλή κεφαλή και κακή
+τύχη, — κακή κεφαλή· κακή κεφαλή και καλή τύχη, — κεφαλή καλή.
+
+
+
+γ'.
+
+
+
+Ποίος κυκεών διευθύνσεων!
+
+Και σύγχισις θέσεων, και λέξεων, και εννοιών!
+
+Και προσωπεία ψευδή από χάρτην, αμιλλώμενα εις το ψεύδος με πρόσωπα
+από σάρκα και δέρμα.
+
+Απόκρεω διαρκής, καταλύουσα και αυτήν την ευωχίαν δι' ανθρωπίνης
+σαρκός.
+
+Ανάμικτα δάκρυα και καγχασμοί· μορφασμοί και μειδιάματα· όργια και
+προσευχαί.
+
+Είδον τον ουρανόν θεράποντα του νικητού, και τύραννον διά τον
+ηττημένον.
+
+Είδον την Αλήθειαν ψυχορραγούσαν και στενάζουσαν, χωρίς ουδείς να
+τείνη χείρα προς αυτήν βοηθείας.
+
+Μου είχες είπη, Διδάσκαλε, ότι ο Νεύτων από έν σάπιον μήλον,
+ανεκάλυψε τον παγκόσμιον νόμον.
+
+Φαίνεται όμως, ότι μόνον τα σάπια μήλα είχον την ιδιότητα να έλκουν
+την αλήθειαν.
+
+Διότι τα σάπια λεμόνια λ. χ. είδον να καταδιώκουν την αλήθειαν, όπου
+έτυχε να την συναντήσουν.
+
+Εν τούτοις και η μηλέα και η λεμονέα ευρίσκοντο εις τον αυτόν κήπον,
+και πλησιέστατα αλλήλων.
+
+Περίεργον! και όμως τα τέκνα των ευρέθησαν εις τόσην απ' αλλήλων
+απόστασιν!
+
+~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
+
+Και πάλιν το Φάσμα ελάλησε·
+
+ — Απ' εδώ αρχίζει ο αγών, και ιδού το πρώτον της Οδού μου σημείον.
+
+Βλέπεις το άγαλμα εκείνο, το ευρισκόμενον επάνω εις τον υψηλόν
+οβελίσκον;
+
+ — Όχι· δεν βλέπω τίποτε· βλέπω τον οβελίσκον, αλλά το βλέμμα μου
+μέχρι της κορυφής του δεν φθάνει.
+
+ — Εκεί ευρίσκεται τοποθετημένη η Τιμή των ανθρώπων· ο οβελίσκος είνε
+κτισμένος από λόγια και θεωρίας· έκαστος δε διερχόμενος, προσθέτει
+ανά μίαν θεωρίαν εις την βάσιν αυτού, και η κορυφή διαρκώς υψούται.
+
+Και διέρχονται οι άνθρωποι κάτωθεν, και βλέπουν προς τα άνω
+ιλιγγιώντες, και παρέρχονται λέγοντες:
+
+ — Αυτή είνε η Τιμή: ω! πολύ υψηλά· ποίος τάχα θα ημπορέση να την
+φθάση; Ας προσθέσω κ' εγώ ένα λίθον, και ας εξακολουθήσω τον δρόμον
+μου.
+
+Και ο στυλοβάτης ανυψούτο απαύστως, το δε άγαλμα εχάνετο βαθμηδόν εις
+τα νέφη.
+
+Τούτο ελέγετο διά τον κόσμον Τιμή.
+
+~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
+
+Και όμως πάντες περί αυτής ωμίλουν.
+
+Και έλεγον:
+
+Τούτο είνε τ ι μ ή· τούτο είνε υ π ό λ η ψ ι ς.
+
+Αλλά και πάλιν, θεέ μου! ποίος κυκεών!
+
+Εάν με ηρώτας τι πραγματικώς είνε το έν, και τι το άλλο, θα σου
+απήντων, ω Διδάσκαλε:
+
+ — Τιμή: ιδέα, μη προερχομένη πάντοτε από υπόληψιν· υπόληψις: ιδέα,
+μη προερχομένη πάντοτε από τιμήν.
+
+~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
+
+Λέγει τότε το Φάσμα:
+
+ — Δεν πιστεύεις εις ό,τι βλέπεις;
+
+Απαντώ:
+
+ — Υπάρχουσιν αλήθειαι τρομεραί, τας οποίας θα προετίμα κανείς να μη
+ήκουεν.
+
+ — Όχι· πρέπει να πιστεύσης διά του ιδίου εαυτού σου. Και με σύρει
+διά του βλέμματος πλησίον κιβωτίου κεκλεισμένου
+
+ — Τι είνε εδώ;, ερωτώ.
+
+ — Ο αιώνιος δεσμώτης, όστις, μόλις φαίνεται εις το φως του ηλίου,
+φυλακίζεται αμέσως. Αυτός διαπράττει τα μεγαλείτερα κακά· αλλ' είνε
+εκ των κακούργων, οι οποίοι εγκληματούσιν εφ' όσον ευρίσκονται εν τη
+φυλακή· εάν μίαν ημέραν αφίνετο ελεύθερος εις την οδόν, θα έχανεν
+όλην την δύναμίν του, και ούτε τα παιδία θα καταδέχοντο να τον
+μεταχειρισθώσιν ως παίγνιόν των. Είνε τέλος μέταλλον πολύτιμον,
+φρουρούμενον από τα ευτελέστερα· χρυσός, φυλαττόμενος από σίδηρον και
+από τ ε ν ε κ έ δ ε ς.
+
+Και το Φάσμα ήνοιξε βραδέως του κιβωτίου το πώμα κάτωθεν δε αυτού
+απήστραψαν νομίσματα χρυσά.
+
+ — Κλέψε τώρα εξ αυτών, λέγει, εκατόν δραχμάς.
+
+Έκλεψα εκατόν δραχμάς· αλλά μόλις απεμακρύνθην, ήκουσα φωνάς όπισθεν
+μου να λέγουν:
+
+ — Ο άτιμος. . . ο άτιμος!. . .
+
+Απέρριψα έντρομος το κλαπέν ποσόν.
+
+Το Φάσμα εγέλασε και επανέλαβε:
+
+ — Πλησίασε πάλιν, και κλέψε εκατόν χιλιάδας δραχμών. Επλησίασα και
+έκλεψα αναιδώς χιλιάδας εκατόν.
+
+Και πάλιν ήκουσα τας φωνάς όπισθέν μου, αλλά την φοράν ταύτην έψαλλον
+εν μουσική συμφωνία:
+
+ — Ο μ ε γ ά τ ι μ ο ς!. . . ο μ ε γ ά τ ι μ ο ς!. . .
+
+ — Ακούεις; λέγει το Φάσμα.
+
+ — Ναι, ακούω καλώς· τώρα με υμνούσι βεβαίως.
+
+ — Και όμως δεν ακούεις όσον νομίζεις, ούτε βλέπεις όσα θεωρείς. Λάβε
+πάλιν το άπειρον εις το όμμα και το άπειρον εις το ους και προχώρει.
+Αλλά κρύψε πρώτον τον θησαυρόν σου, και κατόπιν επίδειξέ τον.
+
+Έκρυψα τον θησαυρόν μου, και κατόπιν τον επέδειξα
+
+Ποίον τεράστιον ψεύδος
+
+Ότε εφαινόμην πτωχός, μ' εχαιρέτων από πολύ μακράν, και έλεγον από
+πολύ πλησίον:
+
+ — Α, τον κακομοίρην!
+
+Ότε εφαινόμην πλούσιος, μ' εχαιρέτων από πολύ πλησίον, και έλεγον από
+πολύ μακράν:
+
+ — Α, τον άτιμον!
+
+Και ήσαν οι ίδιοι εκείνοι, οι οποίοι προ στιγμής με εξύμνουν.
+
+Και ήμην ο ίδιος και εγώ!
+
+
+
+δ'.
+
+
+
+ — Αλλά τότε πού ευρίσκομαι; ποίους ευρίσκω; και το βιβλίον, όπερ εις
+χείρας μου κρατώ, και εις έκαστον βήμα μου από μίαν σελίδα του χάνω,
+διά ποίους εγράφη;
+
+ — Άφες με, λέγω, ω δαιμόνιον Φάσμα, να ονειρευθώ ολίγον.
+
+Θέλω εκείνο, το οποίον εφαντάσθην, να ίδω· όχι τούτο, εις το οποίον
+κυλύομαι και σύρομαι.
+
+Δος μου και πάλιν τας παλαιάς πτέρυγάς μου, ή καν δος μου του ονείρου
+τας απατηλάς πτέρυγας, ίνα πετάξω υψηλά, εις της Ιδέας τον κόσμον.
+
+Ω, πόσον ωραία είνε τα όνειρα!
+
+Κατασκευάζεις, ως Θεός, όπως θέλεις τον κόσμον· τα πράγματα, όπως τα
+εννοείς· τα όντα, όπως σε εννοούν.
+
+Άφες, ω Δαίμων, να ονειρευθώ.
+
+Διότι το όνειρον διαρκεί πλειότερον από την πραγματικότητα, και είνε
+γλυκύ, διότι και αυτό είνε ψεύδος.
+
+Ψεύδος και εκείνο, το οποίον θα φαντασθώ· ψεύδος και τούτο, το οποίον
+βλέπω
+
+Ας απολαύσω λοιπόν το ψεύδος, το οποίον θ' αγαπήσω πλειότερον.
+
+Τι θα ζημιωθή ο κόσμος, από έν ψεύδος επί πλέον;
+
+Αφαίρεσε λοιπόν το άπειρον από τα ώτα μου, και το πνεύμα μου
+περιέβαλε διά τούτου.
+
+Και άφες, ω Δαίμων, να ονειρευθώ.
+
+~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
+
+Καγχασμός τραχύς εις την ακοήν μου αντήχησε, φωνή δε, άγνωστος ήδη
+και αυστηρά, ηκούσθη:
+
+ — Ποίος ζητεί να ονειρευθή; ποίος ζητεί να πλάση κόσμον όπως θέλει,
+εδώ, όπου ο κόσμος όπως θέλει πλάττει;
+
+Τρομερά ήτον η φωνή και εστράφην προς το μέρος, ένθα ηκούσθη.
+
+Τέρας παράδοξον ενώπιόν μου διήρχετο, με εριννύος κεφαλήν, φέρουσαν
+όφεις αντί κόμης, και με σώμα υποζυγίου.
+
+Άνθρωποι ισχνοί και λιπόσαρκοι, με τρίχας ηνωρθωμένας, και με
+βλέμματα άγρια και εστραμμένα κατά της ιδίας ψυχής των, προηγούντο
+κλαίοντες.
+
+Και άνθρωποι παχείς και ευδαίμονες, με γαστέρας προκλητικώς
+προτεταμένας, ηκολούθουν γελώντες.
+
+Ελάχιστοι οι προηγούμενοι· μύριοι οι επόμενοι.
+
+Ερωτώ το Φάσμα:
+
+ — Ποίον είνε τούτο, το παράδοξον τέρας, το οποίον τόσον ολίγους
+τύπτει έμπροσθεν αυτού, και τόσον πολλοί το τύπτουν όπισθεν;
+
+Απαντά:
+
+ — Είνε η Συνείδησης· τέρας διφυές· εριννύς και υποζύγιον· τους
+ολίγους τύπτει, οι πολλοί — την τύπτουν και αυτήν!
+
+Σκέπτομαι τότε και λέγω:
+
+ — Ποίος λοιπόν εκ τούτων όλων έπραξαν το Καθήκον των;
+
+Και το Δαιμόνιον απαντά:
+
+ — Ανόητε! ούτε οι μεν, ούτε οι δε· εάν οι τυπτόμενοι το εξετέλουν,
+δεν θα ετύπτοντο· εάν το εξετέλουν οι τύπτοντες, δεν θα έτυπτον.
+
+ — Αλλά το καθήκον είνε συνθήκη μεταξύ Θεού και Ανθρώπου. Κώδηξ,
+αρχόμενος από το Ζενίθ, και τελειώνων εις το Ναδίρ.
+
+Λέγει πάλιν το Φάσμα:
+
+ — Ιδού ο Κώδηξ σου.
+
+Και είδον, ω Διδάσκαλε, ανθρώπους, κρατούντας βιβλίον από κ α ο υ τ σ
+ο ύ κ.
+
+Και οι μεν ετραβούσαν αυτό, και το έκαμνον όσον ήθελον μεγάλον· οι δε
+επίεζον, και το έκαμνον όσον ήθελον μικρόν.
+
+Ο μέγας Κώδηξ ήτο ζήτημα ορέξεως και ισχύος νεύρων.
+
+~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
+
+Περίεργος ηκολούθησα τους ανθρώπους εκείνους εις την Μεγάλην Οδόν.
+
+Και είδον τον Κώδηκα συστελλόμενον, και εκείνους τασσομένους
+εκατέρωθεν εις στίχους, έκαστος δε απεσπάτο εκ του αριστερού,
+διήρχετο ενώπιον των άλλων, και προσετίθετο εις το δεξιόν.
+
+Ο αποσπώμενος διήρχετο σκυθρωπός, εν ώ οι λοιποί εκάγχαζον· και ότε
+ίστατο, εκάγχαζε και εκείνος διά τον νεωστί διερχόμενον.
+
+Ερωτά το Φάσμα:
+
+ — Εννοείς τι συμβαίνει εδώ;
+
+ — Όχι· βλέπω, αλλά δεν εννοώ.
+
+ — Οι ιστάμενοι κρίνουσι τον διερχόμενον· έκαστος ούτω κρίνει όλους
+τους άλλους· τον εαυτόν του όμως ποτέ· δεν του μένει πλέον καιρός.
+
+Και ο Κώδηξ διαρκώς συνεστέλλετο.
+
+~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
+
+Αλλ' ιδού, βλέπω και διαστελλόμενον αυτόν, και δύο τιτάνας,
+αναπηδώντας εκ του τεραστίου του όγκου.
+
+Ο είς ήτο σκότιος, ο δ' έτερος φωτεινός· ο είς εμάχετο με
+εγχειρίδιον, και ο έτερος με πέλεκυν· αμφότεροι δε εκυλίοντο εις
+δάκρυα και εις αίμα.
+
+ — Ιδού τιτάνες, ωπλισμένοι και οι δυο· ο είς κτυπά εν τω σκότει,
+και φρίττοντος του κόσμου, ο δε έτερος υπό το φως του ηλίου, και του
+κόσμου χειροκροτούντος.
+
+Και ανέγνωσα εις το μέτωπον του ενός: — ΕΓΚΛΗΜΑ.
+
+Και εις το μέτωπον του έτερου: — ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ.
+
+Αμφότεροι αι λέξεις ήσαν γεγραμμέναι με αρκετόν ιδεώδες και με
+αρκετόν αίμα.
+
+Τότε είπον κατ' εμαυτόν:
+
+ — Αίμα: κάποιον έγκλημα του ανθρώπου· — ιδεώδες: κάποιον έγκλημα του
+Θεού
+
+~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
+
+Λέγει ακόμη το Φάσμα:
+
+ — Είδες ποτέ άνθρωπον κρεμασμένον;
+
+ — Όχι· τι σημαίνει κρεμασμένος άνθρωπος;
+
+ — Έν ευτελές τεμάχιον σχοινιού επαναστατεί κατά της έλξεως της ύλης,
+ήτις φονεύει ασυνειδήτως έν τέκνον της, έλκουσα αυτό φιλοστόργως εις
+την αγκάλην της. Ιδέ λοιπόν ο άνθρωπος· καθιστά και τον παγκόσμιον
+νόμον, όστις είνε σοφός, όργανον και εκτελεστήν του ιδικού του, όστις
+είνε γελοίος.
+
+Και βλέπω τότε ενώπιόν μου δύο ανθρώπους, εις τερατώδη ασχολουμένους
+εργασίαν.
+
+Ο εις εκρέμα τον άλλον!
+
+Λέγω προς τον Δήμιον:
+
+ — Άνθρωπε! διατί κρεμάς ούτω τον όμοιόν σου; Έχει και αυτός δύο
+πόδας, διά να βαστάζωσι του σώματός του το βάρος όπως και συ· και
+λαιμόν έχει ελεύθερον, διά τον αέρα. Με ποίον τάχα δικαίωμα
+μεταβάλλεις συ την φύσιν του άλλου, και μεταθέτεις το βάρος του
+σώματος εις τον λαιμόν, αφίνεις δε εις τον αέρα τους πόδας: Ποίαν
+σχέσιν έχει με τους πόδας ο αήρ, όταν ο λαιμός δεν έχει τοιαύτην;
+Διατί δε δεν εκτελείς πρώτον το πείραμα τούτο επί του ιδίου σου
+ατόμου, διά να πεισθής περί της ορθότητος αυτού;
+
+Στρέφεται ο Δήμιος και απαντά:
+
+ — Υπάρχει πολιτεία, τιμωρούσα τους κακούς· και αυτός είνε κακός·
+έκλεψε διά να φάγη.
+
+Ερωτώ τον κρεμασμένον:
+
+ — Ποίος είπεν εις σε να μη κλέψης;
+
+Και ο κρεμασμένος απαντά:
+
+ — Ο Νόμος, όστις μόνον διά να περιορίση την φύσιν εγράφη. Είς
+άνθρωπος εσκέφθη να φρουρήση του χρυσού του τα πλεόνασμα, διά να
+ικανοποιήση ανοήτους εμπνεύσεις· και ο παρευθείς νόμος εγράφη. Πρέπει
+όμως να γνωρίζης, ω Διαβάτα, ότι ο χρυσός είνε τοσούτος, ώστε ν'
+αρκή, όπως όλοι οι άνθρωποι τρέφωνται επαρκώς δι' αυτού· ήτοι
+τοσούτος, ώστε να μη υπάρχη διά κανένα. Αλλ' η διαρπαγή εγένετο κακή,
+και επλεόνασεν εδώ, και έλειψεν εκεί· ο δε λεγόμενος νομοθέτης
+εσκέφθη, ουχί πώς να διανείμη εξ ίσου, αλλά πώς να περιφρουρήση το
+πλεόνασμα, — διότι το αρκούν και φυσικόν δεν έχει ανάγκην φρουρού·
+αφ' εαυτού φρουρείται. Και εθέσπισε νόμον τρομερόν, διά του οποίου η
+υπερβολή τιμωρεί την έλλειψιν, και ο κόρος την πείναν και ανύψωσεν
+αγχόνην, ήτις μεταθέτει εις τον λαιμόν ολόκληρον τα βάρος του σώματος
+εκείνου, όπερ ετράφη και εβάρυνε διά τροφής ατυχούς, κλαπείσης δις·
+κλαπείσης από τας χείρας ενός κλέπτου, όστις την είχε κλέψη από την
+φύσιν — δηλαδή από τον Θεόν. Ο δε κλέπτης του Θεού δεν τιμωρείται·
+τιμωρείται μόνον ο κλέπτης του ανθρώπου — και ιδού εγώ κρεμασμένος.
+Αλλ' έστω· είμαι τουλάχιστον χορτάτος, και ευχαριστημένος, ότι θ'
+αποδώσω εις την φύσιν εκ νέου εκείνο, όπερ είχε δι' εμέ προορίση,
+αλλά της το είχε κλέψη ο κατήγορός μου!
+
+Λέγει τότε το Φάσμα:
+
+ — Ιδού λοιπόν δύο άνθρωποι, χορτάτοι και οι δύο, εκ των οποίων ο είς
+φονεύει τον άλλον. Ο είς φονεύεται, διότι ετράφη με το πλεόνασμα του
+πλουσίου· ο έτερος φονεύει, τρεφόμενος δια του αίματος ενός πτωχού.
+
+Έντρομος τότε κράζω προς το Φάσμα:
+
+ — Φύγωμεν! φύγωμεν! Να κλέψης ολίγον χρήμα ενός πλουσίου, είνε
+έγκλημα· να κλέψης ολόκληρον την ζωήν ενός πτωχού, είνε Νόμος·
+Φύγωμεν! φύγωμεν!. . .
+
+
+
+Γ'.
+
+
+
+Ό,τι είδον ήτο τρομερόν.
+
+Οι πόδες μου, βεβαρυμέναι από τον κάματον, μού σημειώνουν: οπίσω.
+
+Αλλ' η ψυχή μου, βεβαρυμένη και εκείνη, μού σημειώνει: εμπρός.
+
+Λέγει το Φάσμα.
+
+ — Τίποτε δεν είδες ακόμη και εκουράσθης, ανόητον πλάσμα. Ο κόσμος
+δεν έγινε διά σε· αλλ' εκείνοι, διά τους οποίους δεν έγινε, είνε οι
+ευτυχέστεροι.
+
+Και προσθέτει μειδιών:
+
+ — Εις τον κήπον τώρα, εις τον κήπον!
+
+Περίβολος μέγας εξετάθη ενώπιόν μου, με αναπεπταμένην την πύλην του.
+
+Παράδοξος πύλη!
+
+Οι εισερχόμενοι έκυπτον και περίφοβοι εισήρχοντο.
+
+Οι εξερχόμενοι είχον το σώμα όρθιον και το μέτωπον υψηλά.
+
+Ερωτώ:
+
+ — Πρέπει να κύψω και εγώ διά να εισέλθω;
+
+ — Όχι· συ δεν θα φυτεύσης τίποτε εις τον κήπον. Προφύλαξε μόνον τους
+πόδας σου.
+
+ — Πώς; μήπως εδώ κατοικούυ οι άγριοι, οι οποίοι θα μου φάγουν τους
+πόδας;
+
+ — Μη φοβείσαι από τους αγρίους· δεν θα σου αφήσουν πόδας οι ήμεροι,
+διά να φθάσης μέχρις αυτών και μη φοβηθής τον μορφασμόν του διαβόλου,
+διότι δεν θα τον ίδης ποτέ· θα σε καταφάγη διά του μειδιάματος
+ασφαλέστερον. Αλλ' ελθέ υπό την σκιάν μου και τίποτε δεν θα πάθης.
+
+Και όντως επλησίασα προς το Φάσμα, και με την σκιάν του περιεβλήθην.
+
+Και ησθάνθην σιδηράς τας κνήμας μου, και την ψυχήν μου χαλυβδίνην.
+
+~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
+
+Άνθρωποι εκράτουν εις τας χείρας των κλάδον δένδρου αγνώστου, ο είς
+δε έλεγεν εις τον άλλον:
+
+ — Φύτευσε συ.
+
+ — Όχι συ φύτευσε.
+
+Και ουδείς ετόλμα να φυτεύση.
+
+Λέγουν τότε όλοι προς εμέ, προσφέροντες έκαστος τον κλάδον του.
+
+ — Καλώς ώρισες, ξένε. Ιδού κλάδος, φύτευσε συ.
+
+Ερωτώ το Φάσμα:
+
+ — Τι σημαίνει η προσφορά των; Να φυτεύσω λοιπόν;
+
+Μου απαντά:
+
+ — Φύτευσε· δεν σημαίνει· εγώ σε βοηθώ.
+
+Τότε έλαβον ένα κλάδον και τον εφύτευσα· έβαλε δε ρίζας ακαριαίως και
+εις δένδρον γιγάντιον ανεπτύχθη, με γλυκυτάτους καρπούς.
+
+Κραυγή χαράς διεύφυγεν από όλα τα στήθη, πάντες δε έλαβον ράβδους,
+και ραβδίσαντες τους κλάδους του δένδρου, εγεύθησαν τους καρπούς του
+απλήστως.
+
+Ερωτώ:
+
+ — Τι δένδρον είνε τούτο, το οποίον καρποφορεί μετά τοσαύτης
+ταχύτητος;
+
+Και το Φάσμα απαντά:
+
+ — Το ιδικόν μου είνε· το δένδρον του Κακού.
+
+Παράδοξου δένδρον, ω Διδάσκαλε!
+
+Ουδείς τολμά να το φυτεύση, και όμως πάντες ευαρέστως τους καρπούς
+του δρέπουσιν, όταν άπαξ φυτευθή.
+
+Και το Δαιμόνιου προσθέτει ακόμη:
+
+ — Είδες τους καρπούς, αλλά δεν είδες τας ρίζας του δένδρου, πόσον
+παραδόξως λιπαίνουσι το έδαφος.
+
+Και έδειξε προς εμέ Γεωργόν, όστις έσπειρε με την μίαν χείρα, και με
+τας δύο ταυτοχρόνως εθέριζε.
+
+— Ναι, λέγω· γόνιμον το έδαφος πρέπει να καθιστά αυτό το δένδρον.
+
+Και λέγω προς τον Γεωργόν:
+
+ — Άνθρωπε, τυχηρέ και ευτυχή· σπείρεις βλέπω ολίγα, αλλά θερίζεις
+πολλά.
+
+Ο Γεωργός εκράτησε το δρέπανον και το άροτρόν του, και απήντησε.
+
+ — Ιδού δέκα κόκκοι εκ της σποράς μου· σπείρε και συ.
+
+Και έλαβον τους δέκα κόκκους, και τους έσπειρα, αμέσως δε εφύτρωσαν
+ένδεκα φυτά, των οποίων αι κορυφαί εστράφησαν κατ' εμού, ως μαστίγια,
+και ανηλεώς μου κατερράβδισαν τα νώτα.
+
+Τότε ο Γεωργός απομακρύνθη κλαίων, το δε Φάσμα λέγει προς εμέ:
+
+ — Ανόητε! δεν ηννόησες τι έσπειρες; έσπειρες δέκα ευεργεσίας και
+εφύτρωσαν ένδεκα αχαριστίαι· η δε ενδεκάτη ήτον εκείνη, ήτις και σε
+ερράβδισεν ισχυρότερον!
+
+
+
+β'.
+
+
+
+Λέγω τότε και εγώ:
+
+ — Είδον του δένδρου τους καρπούς, ησθάνθην και τας ρίζας αυτού και
+ηννόησα. Αλλά ποία είνε τα άνθη εκείνα, τα οποία αποπνέουν τόσον
+γλυκείαν και μεθυστικήν ευωδίαν, βαλσαμώνουσαν τον αέρα του κήπου;
+
+ — Πλησίασε και θα εννοήσης.
+
+Επλησίασα έν άνθος, και όμως δεν ηννόησα.
+
+Λέγει το Φάσμα:
+
+ — Λάβε όρασιν οξείαν, ως του αετού, και ιδέ διά μέσου των πετάλων.
+
+Και ενεφανίσθη τότε ενώπιόν μου πρόσωπον γνωστόν, το οποίον μου
+επροξένησε ρίγος.
+
+Ήτον η Γυνή, ήτις είχε μαδήση τα πτερά μου!
+
+Ηθέλησα να φύγω έντρομος, αλλά το Φάσμα με συνεκράτησε και είπε:
+
+ — Δεν είνε εκείνη, την οποίαν νομίζεις· αλλά δεν σημαίνει· και αυτή
+το ίδιον είνε. Η γυνή είνε παντού γυνή· πολλάκις μάλιστα και κάτι
+πλέον· ολιγώτερον όμως ουδέποτε. Περιβάλλω την ψυχήν σου διά σιδήρου,
+ώστε να δυνηθής να πλησιάσης, και το πνεύμα σου διά πανουργίας, ώστε
+να δυνηθής ν' απομακρυνθής.
+
+Ιδού εγώ, Διδάσκαλε, ερωτών τότε:
+
+— Ω άνθος θαυμάσιον! ειπέ μου· βλέπεις τον ουρανόν και τον ήλιον και
+τα άστρα;
+
+Και το άνθος απεκρίθη αφελώς:
+
+ — Δεν τα βλέπω.
+
+Λέγει τότε το Φάσμα:
+
+ — Ήκουσες; και αυτά ακόμη τα ηρνήθη· εν τούτοις με αυτά προσποιείται
+ότι ζη.
+
+Τότε είδον στρατιάν ερώτων, διευθυνομένην προς του άνθους τα πέταλα.
+
+Επλησίασεν ο πρώτος και το άνθος ηρυθρίασε, είδον δε διά των πετάλων
+αυτού να ρεύση θαλερόν δάκρυ.
+
+Και είδον να παρέρχεται ο πρώτος και να διέρχεται ο δεύτερος.
+
+Και ο τρίτος κατόπιν, και ολόκληρος η στρατιά.
+
+Αλλά δεν είδον πλέον ούτε ερύθυμα, ούτε δάκρυ.
+
+Προσήγγισε και ο τελευταίος.
+
+Το άνθος ηρυθρίασεν εκ νέου και προσεπάθει να συγκρατήση αυτόν.
+
+Και έρως να συγκρατηθή προσεπάθει.
+
+Αλλ' απεσπάσθη και έφυγε, αφήσας μόνον έν δάκρυ επί των ερυθρών του
+άνθους πετάλων, το οποίον παρέσυρε το ερύθημα και εκυλίσθη μετ' αυτού
+εις την γην.
+
+Πλησιάζω και λαμβάνω το πρώτον δάκρυ, και λαμβάνω και το έσχατον.
+
+Με το πρώτον δάκρυ είχε κλαύση η γυνή τον έρωτα, και με το έσχατον
+έκλαυσεν ο έρως την γυναίκα!
+
+Ουδεμία διαφορά, ειμή μόνον εις το χρώμα!
+
+~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
+
+Ιδού τότε πλησίον μου ανήρ, φαινόμενος δυστυχής.
+
+Λέγω προς αυτόν.
+
+ — Πλησίον τοιούτου ανθώνος ευρίσκεσαι, ω Άνθρωπε, και δυστυχής
+είσαι; Δεν εκλέγεις έν άνθος εξ αυτών, διά να σε μεθύσκη το μύρον του
+και το χρώμα του να σε τέρπη;
+
+ — Αυτό έπραξα και την έπαθα, και το άνθος μου απήλθεν. Εννοείς; την
+γυναικά μου έχασα, ω Διαβάτα.
+
+Και ο δυστυχής εκόπτετο και ωδύρετο.
+
+ — Πώς; λέγω. Δεν εμνηστεύθης πριν νυμφευθής, και δεν διέγνωσες τι
+άνθος εξέλεγες;
+
+Ερρίφθη επί λίθου, και απήντησε μειδιών πικρώς:
+
+ — Ω, ήτο πλάσμα θαυμάσιον τότε· ρόδα είχε εις την κεφαλήν και ρόδα
+εις το πρόσωπον· τόξα ήσαν αι οφρείς, και τα βλέμματα βέλη.
+
+ — Και μετά τον γάμον;
+
+ — Αλλοίμον! το ανθοκομείον εχρεωκόπησε και διελύθη· το δε
+οπλοστάσιον ήλλαξε θέσιν· τα τόξα εις την γλώσσαν ετοποθετήθησαν, τα
+δε βέλη εις τους όνυχας!
+
+Και έκλαιε, και έκλαιε.
+
+~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
+
+Ανοίγω την Διαθήκην την Χρυσήν και λέγω προς τον δυστυχή:
+
+ — Το βιβλίον τούτο θα σε εφρούρει από την συμφοράν. Ο Διδάσκαλος θα
+σε εδίδασκε ν' αφαιρέσης και ολίγα πτερά από το καπελλίνον της
+συζύγου σου και εις την ψυχήν της να τα προσθέσης. Έπραξες τούτο;
+
+ — Έπραξα και τούτου κάτι πλέον· αφήρεσα όλα του καπελλίνου τα πτερά,
+κατέστρεψα δε μάλιστα και το καπελλίνον· αφού δε μετέβαλον την ψυχήν
+της εις έν θαυμάσιον πτηνόν, έπεσα και εκοιμήθην ήσυχος.
+
+Και ο άνθρωπος προσέθηκε κλαίων:
+
+ — Οίμοι! την πρωίαν όμως, ότε αφυπνίσθην, εις μάτην το πτηνόν μου
+ανεζήτησα· τα πτερά το είχον βοηθήση εις το να πετάξη ταχύτερον, —
+και επέταξε μάλιστα και άνευ καπελλίνου!. . .
+
+~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
+
+Λέγω τότε προς το Φάσμα:
+
+ — Λοιπόν, δείξε μου γυναίκα σοφήν, και άνδρα μωρόν.
+
+Κινεί και πάλιν την ατμώδη του χείρα, και ιδού ανήρ ηλίθιος, εγγύς
+γυναικός σοφωτάτης
+
+Λέγει δε προς εμέ:
+
+ — Ιδού τα δύο άκρα συναντημένα· η γυνή θαυμάζεται παρά πάντων, ο δε
+ανήρ περιφρονείται· εις την λαλιάν ταύτης αποκαλύπτονται, και εις την
+λαλιάν εκείνου γελούν. Η γραφή αυτής εκτελεί το γύρον του κόσμου· και
+η γραφή τούτου εξευτελίζει τον χάρτην. Αλλά τώρα θα ίδης.
+
+Και βλέπω αίφνης τον άνδρα και την γυναίκα να πίπτουν κάτω, ως
+νεκροί, το δε Φάσμα ν' ανοίγη τα κρανία αμφοτέρων, και ν' ανταλλάσση
+τους εγκεφάλους.
+
+Και εις της γυναικός το κρανίον, θέτει τον εγκέφαλον του ανδρός· εις
+δε το κρανίον του ανδρός, της γυναικός τον εγκέφαλον.
+
+Τα πάντα ετελείωσαν, και οι δύο αναίσθητοι ηγέρθησαν και εξεκίνησαν.
+
+Και τότε βλέπω τον άνδρα να παρατηρή τους διαβάτας διά βλέματος
+παραδόξου· ευρίσκει έν άπνουν πτηνόν, διέπει άνθη του αγρού, και
+τοποθετεί αυτά εις τον πίλον του τον ανδρικόν.
+
+Τον βλέπω ακόμη ν' ανασύρη την περισκελίδα του, διαβαίνων ενώπιόν
+μου, και να επιδεικνύη την κνήμην του την αηδή, την οποίαν εθεώρει ως
+ωραίαν, και αξίαν ίνα επιδειχθή.
+
+Βλέπω δε την γυναίκα, αφαιρούσαν τα άνθη του καπελλίνου,
+απορρίπτουσαν τα κοσμήματα εις την οδόν, και καταβιβάζουσαν το φόρεμα
+μέχρι του άκρου των ποδών της.
+
+Και βλέπω τους χλευάζοντας τέως τον άνδρα, προς το φρενοκομείου να το
+σύρουν τώρα.
+
+Βλέπω δε ακόμη τους θαυμάζοντας την γυναίκα, να την θαυμάζουυ
+πλειότερον.
+
+Και όμως εκείνος είχεν ήδη πνεύμα σοφόν, εκείνη δε είχε πνεύμα μωρόν.
+
+Λέγει τότε το δαιμόνιον Φάσμα:
+
+ — Ακολούθει τούτους μετ' εμού.
+
+Και ακολουθούμεν τον άνδρα, προς το Φρενοκομείον συρόμενον, την δε
+γυναίκα ελευθέραν, αλλ' ηλιθίως προς τα εκεί φερομένην·
+
+Και ανοίγεται τότε του Φρενοκομείου η πύλη, λέγει δε ο θυρωρός προς
+τον άνδρα:
+
+— Είσελθε.
+
+Ωθώ και εγώ προς αυτόν την ηλιθίαν γυναίκα και λέγω:
+
+ — Κράτησε και αυτήν έχει βεβλαμμένον τον νουν· δεν το βλέπεις;
+
+Λέγει τότε ο θυρωρός προς εμέ:
+
+ — Αι γυναίκες εδώ αναλογούσι προς τους άνδρας είκοσιν επί εκατόν·
+Ηξεύρεις διατί παρατηρείται η δυσαναλογία αυτή;
+
+ — Όχι· περίεργος είμαι να το μάθω.
+
+ — Διότι δεν υπάρχει χώρος, διά να κλεισθούν όλαι.
+
+Και έκλεισεν ο θυρωρός την θύραν κατά προσώπου της γυναικός της
+τρελλής.
+
+
+
+γ'.
+
+
+
+Ερωτώ τον εαυτόν μου:
+
+ — Αλλά λοιπόν τι είναι τρέλλα;
+
+Απαντά η Σκιά:
+
+ — Δεν είνε νόσος του περιεχομένου της κεφαλής, αλλά του περιέχοντος
+αυτήν. Άφρονες κεφαλαί, περιβεβλημένοι διά στέμματος, εθεωρήθησαν
+σοφαί· κεφαλαί σοφαί, κεκαλυμμέναι διά καλύμματος ευτελούς,
+εθεωρήθησαν άφρονες. Εις το φρενοκομείον τούτο θα εύρης και
+παραφροσύνην χλευαζομένην, η οποία εν τούτοις είνε είδος λογικής·
+αλλ' εις το φρενοκομείον εκείνο, — τον Κόσμον — θα εύρης και λογικήν
+θριαμβεύουσαν, προ της οποίας και αυτή η παραφροσύνη θα ιλιγγία. Ιδέ
+τους παρερχομένους ανθρώπους.
+
+Και βλέπω ενώπιόν μου ανθρώπους, διερχομένους πλησίον αλλήλων,
+οίτινες αντήλλασσον χαιρετισμούς, εξάγοντες δήθεν τα καπέλλα, οι μεν
+προς τους δε.
+
+Κατά γενικήν δε συνθήκην, το παλαιότερον καπέλλον εκινείτο πρώτον και
+εχαιρέτα το καινουργέστερον.
+
+Αδιάφορον αν οι φέροντες ταύτα είχον αντίθετον των καπέλλων ηλικίαν.
+
+Εσκέφθην:
+
+ — Περίεργον! εδώ ευρίσκω καπέλλων κοινωνίαν, και ουχί ανθρώπων. Αλλά
+φαίνεται, ότι μεταξύ του γένους των καπέλλων είνε πολύ περιφρονημένον
+το γήρας!
+
+Αίφνης αισθάνομαι τιναγμόν και ρίπτομαι εντός περιφραγμένου
+οικοπέδου, ένθα βλέπω ενώπιόν μου Καπέλλον, στενάζον υπό την βροχήν
+και τον ήλιον.
+
+Το ερωτώ:
+
+ — Πώς ευρέθης συ εδώ, καπέλλον χωρίς κεφάλι;
+
+ — Δικαίως ερωτάς, ω Διαβάτα· είσαι το πρώτον ον, εις το οποίον
+εκμυστηρεύομαι τον πόνον μου. Υπήρξα και εγώ νέον, ο δε άνθρωπός μου
+είχε στηρίξει επί εμέ ολόκληρον την αξίαν του· τούτο όμως δεν το
+ηννόουν εγώ, διότι ενύκτωνε και εξημέρωνε, αυτός δε ήτο πάντοτε ο
+ίδιος· δεν έβλεπον να προστίθεται τίποτε επί πλέον εις το κεφάλι του,
+το οποίον εκάλυπτον μετά τοσαύτης προσοχής. Φαίνεται όμως, ότι ο
+άνθρωπός μου είχε δίκαιον διότι όσον ο χρόνος παρήρχετο και έχανον το
+χρώμα μου, παρετήρουν ότι τα άλλα καπέλλα, τα οποία μ' εχαιρέτων καθ'
+οδόν, ήρχιζαν να ελαττώνουν του σεβασμού των τας ενδείξεις· μίαν
+ημέραν δε ο κύριος μου έχασε την υπομονήν, και είπε προς εμέ με
+θυμόν: — Πήγαινε να χαθής πλέον! δεν σε χαιρετά τώρα κανείς και δεν
+μου χρειάζεσαι.
+
+Μετ' ολίγην ώραν ευρέθην εδώ.
+
+Και το καπέλλον εξηκολούθησεν:
+
+ — Ιδού, ω Διαβάτα, η μαύρη ιστορία μου, — ή μάλλον η ξεθωριασμένη
+ιστορία μου, διότι η ιστορία των καπέλλων είνε εντελώς αντίθετος από
+την ιστορίαν των ανθρώπων· όσω πλειότερον μαύρη είνε, τόσω και
+ευτυχεστέρα.
+
+Και το δυστυχές Καπέλλον συνεπλήρωσε την λευκήν ιστορίαν του δι' ενός
+στεναγμού.
+
+Έφυγα και εγώ, Διδάσκαλε, περίλυπος εκ της διηγήσεως εκείνης, και
+λέγων προς το Φάσμα:
+
+ — Ηννόησα καλώς τώρα· ένα καπέλλον χωρίς κεφάλι είνε αληθώς άχρηστον
+πράγμα· φαίνεται όμως, ότι είνε αχρηστότερον πράγμα διά τους
+ανθρώπους, ένα κεφάλι χωρίς καπέλλον!
+
+Ιδού διατί, συναντώνται μεν οι άνθρωποι, αλλά χαιρετώνται πρώτα τα
+καπέλλα.
+
+Λέγει το Φάσμα:
+
+ — Μη εκπλήττεσαι· διότι ολίγα έως τώρα είδες, αλλ' εκ των ολίγων
+τούτων θα κρίνης πολλά, εάν έχης νουν εις την κεφαλήν του. Και το
+όλον είνε μηδέν, όταν δεν βλέπης αυτό· και το μέρος είνε πολύ, όταν
+γνωρίζης πώς να το ίδης.
+
+Και προσθέτει, μεταφέρον με αλλαχού:
+
+ — Θα βλέπης όλα τα προβλήματα λυόμενα προ των οφθαλμών σου, μέχρις
+ότου και οι οφθαλμοί σου τυφλωθούν από της αποκαλύψεώς των το φως.
+Αλλά το πρόβλημα τούτο, ουδ' εγώ ηδυνήθην να λύσω.
+
+Και εκτείναν τον δάχτυλον, έδειξε προς εμέ το Φάσμα παράδοξον εικόνα.
+
+Γυνή θαυμαστή, του κάλλους της οποίας η ανταύγεια αμιλλάται προς τας
+ακτίνας πολυτίμων λίθων και χρυσού, κατέρχεται ταχέως οπισθίαν
+κλίμακα μεγάρου πολυτελούς.
+
+Παρατηρεί δεξιά και αριστερά, — με τον ένα οφθαλμού προδίδοντα φόβον,
+και με τον άλλον προδίδοντα θράσος — και προχωρούσα εισέρχεται εις
+στρατώνα, ένθα προ στιγμής στρατιώται αποδειπνήσαντες, αφήκαν του
+φαγητού των τα αγγεία επί ακαθάρτου τραπέζης.
+
+ — Ιδέ τι κάμνει εκεί, λέγει το Φάσμα.
+
+Ω! ό,τι είδον, Διδάσκαλε, ήτο τρομερόν και άμα αηδές, και υπεχώρησα
+φρίττων.
+
+ — Αυτή η γυνή, λέγω, βουλιμιά· πρέπει να ήνε νηστική προ καιρού.
+
+Απαντά το Φάσμα γελών:
+
+ — Όχι· προ μιας μόλις στιγμής περιεφρόνησε πλήρες πινάκιον βασιλικής
+τραπέζης, διά να γλύψη με όρεξιν την καραβάναν του τελευταίου
+φρουρού!
+
+Λέγω τότε:
+
+ — Ιδού γυνή εγκληματούσα· αλλά τούτο δεν είνε κανών· βλέπω πολλάς
+καραβάνας επί της τραπέζης, αλλ' η γλύφουσα αυτάς είνε μία.
+
+Δείξε μου και γυναίκα μετανοούσαν.
+
+Με περιβάλλει το Φάσμα διά της σκιάς του, και ιδού κελλίον σκοτεινόν
+και στενόν· εις γωνίαν αυτού γυνή λυσίκομος προσεύχεται, τύπτουσα το
+στήθος, και προφέρουσα μετά συντριβής εις εκάστην της προσευχής της
+στροφήν, φράσιν εις λυγμούς πνιγομένην:
+
+ — Κύριε! ελέησόν με την αμαρτωλήν!. . Υπήρξα εις τον πατέρα μου
+άπιστος, χάριν του συζύγου μου· και εις τον σύζυγόν μου υπήρξα
+άπιστος, χάριν του πρώτου εραστού μου· και εις τον πρώτον εραστήν μου
+υπήρξα άπιστος χάριν του δευτέρου· και εις τους δέκα εραστάς, χάριν
+των άλλων δέκα· και εις τον ίδιον εαυτόν μου τέλος υπήρξα άπιστος,
+χάριν του όλου αριθμού των εραστών μου. Κύριε! ελέησόν με την
+αμαρτωλήν!. . .
+
+Λέγει το Φάσμα:
+
+ — Ακούεις; μετανοεί και προσεύχεται.
+
+Έκπληκτος ερωτώ:
+
+ — Εις πόσους θεούς προσεύχεται;
+
+ — Εις ένα.
+
+ — Και θα εξαρκέση άρά γε η αιωνιότης ολόκληρος ενός Θεού, διά να
+συγχωρήση τοσαύτας απιστίας; Ενόμιζον ότι επεκαλείτε χιλίους θεούς με
+ισαρίθμους αιωνιότητας.
+
+Απαντά το Φάσμα:
+
+ — Και πάλιν δεν θα ήρκουν· ευτυχώς δι' αυτήν, ότι και ο είς θεός
+έχει την αυτήν οξύτητα ακοής και οράσεως με τους χιλίους. Πλησίασε
+τώρα και παρετήρησε εις τα βάθη των οφθαλμών της.
+
+Πλησιάζω αόρατος, και παρατηρώ διά μέσου των δακρύων.
+
+Και βλέπω έν μέρος ουρανού, και έν μέρος νέφους, και έν μέρος
+κεραυνού, και έν μέρος όρους· εκ του ουρανού είς θεός κεραυνοβολεί,
+και εκ του όρους είς γιγάντιος άνθρωπος, προτείνει δόρυ αντάρτου.
+
+Και λέγω υποχωρών μετά τρόμου:
+
+ — Τρομερά μάχη συγκροτείται εδώ μεταξύ ανθρώπου και Θεού.
+
+ — Ναι· τρομερά μάχη, διά της οποίας δεν χάνεται αίμα, αλλά χάνεται
+ψυχή. Έτυχέ ποτε ν' ακούσης περί Γιγαντομαχείας;
+
+ — Όχι.
+
+ — Αυτή είνε!
+
+Σκέπτομαι τότε περίλυπος:
+
+ — Ψυχή πάσχει, η φύσις πταίει.
+
+Απαντά το Φάσμα:
+
+ — Ουτοπίας σκέπτεσαι· η φύσις είνε σοφή και εις ουδέν πταίει. Αλλ'
+οφείλω να προσθέσω και τούτο:
+
+Ο εγκέφαλος της γυναικός δεν είνε πάντοτε τέλμα· πάντοτε όμως είνε
+ευαίσθητος αγωγός αναθυμιάσεως· τέλμα δε είνε ο εγκέφαλος του ανδρός,
+— είτε συζύγου, είτε εραστού, είτε πατρός.
+
+Από κακήν στέγην δεν εκρημνίσθη οίκος· από κακόν θεμέλιον εκρημνίσθη.
+
+Είσελθε εις το μέγαρον τούτο και άκουσε.
+
+Και εισέρχομαι εις πλούσιον οίκον. Ο πατήρ εκάθητο προ του γραφείου
+του, έναντι δε αυτού ίστατο κόρη αβρά με οφθαλμούς δακρυβρέκτους.
+
+Και έλεγεν εν οργή ο πατήρ προς την κόρην:
+
+ — Για να σου ειπώ, κυρά εσύ! Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να μου
+διαλέξης όποιον θέλεις· θα πάρης εκείνον, που σου ευρήκα εγώ. Εγώ,
+δεν έκαμα τους παράδες διά να μου τους φάγη ο καλαμαράς, που
+εδιάλεξες, γράφοντας και τυπώνοντας φυλλάδες, που της διαβάζουν
+ωρισμένοι άνθρωποι· γιατί, αν εδιάβαζε της ψωροφυλλάδαις τους όλος ο
+κόσμος, δεν θα είχεν ανάγκην ο εκλεκτός σου από της δικαίς μου της
+πεντάραις. Αν θέλη να πουλήση λουκάνικα, μάλιστα· με την ευχή μου·
+λουκάνικα, κορίτσι μου, τρώγει ο κόσμος σήμερα, δεν τρώγει χαρτιά· αν
+έτρωγε χαρτιά, θα ετύλιγε τα βιβλία με τα λουκάνικα. Δυστυχώς,
+βλέπεις, συμβαίνει το εναντίον. Λοιπόν ετελείωσε· θα πάρης εκείνον,
+που βγάζει πράγμα, που τυλίγεται, και όχι εκείνον, που βγάζει πράγμα,
+που τυλίγει!. . .
+
+Και ο μπαμπάς, αφού υπελόγισε με το κονδύλι το εισόδημα το ιδικόν του
+και το εισόδημα του γείτονος του μπακάλη, τον ειδοποίησεν αμέσως, ότι
+είνε έτοιμος να του ανοίξη την αγκάλην του και να τον κάμη γαμβρόν
+του· — περί της αγκάλης της θυγατρός του δεν έκαμε κανένα λόγον!
+
+Επειδή δε η κόρη ήρχισε να κλαίη, έρριψε το κονδύλιον μετ' οργής ο
+πατήρ και εξήλθε.
+
+Τότε και εγώ, ευρών ευκαιρίαν, ήρπασα το κονδύλιον εις το ράμφος μου
+και έφυγα, λαλών κατ' εμαυτόν:
+
+ — Πατρικό κονδύλι, διαβόλου κέρατο· ας το φυλάξω!. . . . . .
+
+
+
+δ'.
+
+
+
+Λέγει το Φάσμα:
+
+ — Ιδού λοιπόν ο πρόλογος του πατρός· θα ίδης τώρα και της θυγατρός
+τον επίλογον· είδες το τέλμα, θα ίδης και της αναθυμιάσεως τον
+αγωγόν.
+
+Και δεικνύει εις δένδρον υψηλόν Αηδόνα, ψάλλουσαν γλυκύτατον άσμα, το
+οποίον περισυλλέγει η ηχώ μετά στοργής, και κατακηλοί την ακοήν του
+διαβάτου.
+
+ — Ακούεις την αηδόνα ταύτην, πόσον ωραία ψάλλει; Διάκοψε το άσμα
+της, και ηρώτησε διατί ψάλλει τοιουτοτρόπως.
+
+Έρχομαι κάτωθεν του δένδρου του ερημικού, και ερωτώ την Αηδόνα:
+
+ — Με συγχωρείς, ω αδελφή, εάν διακόπτω την διασκέδασίν σου. Αλλά
+διατί συ λαλείς τόσον γλυκά; πτηνόν είμαι και εγώ, ουδέποτε όμως
+ελάλησα ούτω. Φαίνεται ότι συ είσαι πολύ ευτυχής.
+
+Διακόπτει το άσμα η Αηδών, και απαντά με φωνήν, από παράπονον
+γεμάτην:
+
+ — Όχι, αδελφέ! πολύ δυστυχής είμαι, διά τούτο και ο άνθρωπος
+ευρίσκει ηδονήν και τέρψιν εις την φωνήν μου.
+
+ — Αλλά διατί είσαι δυστυχής; τι σου λείπει; σε πρώτην χαιρετά η ηώς,
+και της πρωινής αύρας την πνοήν συ πρώτη ηδονικώς αναπνέεις.
+Ανεξάρτητος είσαι προσέτι, και όπου θέλεις πετάς.
+
+Στενάζει η Αηδών και απαντά:
+
+ — Αλλοίμονον! ανεξαρτησία είνε της ψυχής, και ουχί του σώματος αι
+πτέρυγες. Άκουσε λοιπόν οδυνηράν ιστορίαν, και θα εννοήσης ότι το
+θαυμασιώτερον άσμα, είνε αλληλουχία των περισσοτέρων στεναγμών. . .
+Έν άνθος ηγάπησα, άνθος θαυμάσιον, από το χρώμα του οποίου εδανείζετο
+ολόκληρος η φύσις, του οποίου το άρωμα παραμένει εις την ψυχήν μου
+ακόμη και την μεθύσκει. Αλλά το άνθος εκείνο, αναίσθητου εις το
+αίσθημά μου, και εις το άσμα μου αναίσθητον, το οποίον απέστελλον από
+τόσον υψηλά, είχε πολύ προς τα κάτω στραφή και ηγάπησε πομπώδη και
+επιδεικτικόν Διαβάτην, όστις διήρχετο πλησίον του, συρόμενος επί της
+γης. . .
+
+Τετέλεσται! Ο Διαβάτης κατέκτησε το άνθος μου, και εγώ απέμεινα με το
+μέλι εις τον λάρυγγα και με το δηλητήριον εις την καρδίαν.
+
+Ερωτώ έκπληκτος:
+
+ — Και ποίος ήτον ο Διαβάτης εκείνος, ο τόσον λαμπρός, όστις
+υπερέβαλε σε, τον βασιλέα του άσματος και της χαράς;
+
+Στροφή άσματος αλγεινή την ερώτησίν μου ηκολούθησε, και το πτηνόν
+απήντησε με τονισμόν υψίστου πόνου:
+
+ — Ήτον ένας Σ ά λ ι α γ κ α ς, όστις υπερίσχυσεν εμού· εγώ, πτωχός
+ψάλτης, έφερον επί της ράχεώς μου ελαφράς μόνον πτέρυγας· εκείνος,
+έρπων Διαβάτης, έσυρεν επί της ράχεώς του ολόκληρον σπίτι! Και τον
+επροτίμησε το άνθος μου!. . Έφυγα, ω αδελφέ, κατησχημένος ότι
+ενικήθην. Περιεπλανήθην πανταχού διά να λησμονήσω· αδύνατον· μετά
+χρόνον δε μακρόν, ως οι αιώνες, επανήλθον και πάλιν εις το παλαιόν
+μέρος: Ουδεμία μεταβολή· τα πάντα ήσαν εις την θέσιν των, — και το
+άνθος μου και ο εκλεκτός του ακόμη. . Εδώ είνε η θέσις και ιδού η
+εικών.
+
+~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
+
+Περίεργος εστράφην, ω Διδάσκαλε και ανεζήτησα την παράδοξον εικόνα.
+
+Θεέ μου! διά την εικόνα εκείνην, το τρομερόν είχε δώσει βοήθειαν εις
+το γελοίον.
+
+Άνθος θαυμάσιον έθαλλε, το δε μύρον του εβαλσάμωνε τον αέρα· αλλ' επί
+των πετάλων αυτού αντανεκλάτο ο ήλιος εις αηδές περιδέραιον εκ
+σιέλων.
+
+Κάτωθεν, επί του χώματος, εξηπλούτο μακαρίως είς Σ ά λ α γ κ α ς,
+φέρων μεν πάντοτε το αναπόσπαστον σπίτι επί της ράχεως, αλλά και επί
+της κεφαλής δύο κέρατα μακρά, τα οποία υπερηφάνως επεδείκνυε προς τον
+ανεξίκακον ήλιον.
+
+Εικών παράδοξος!
+
+Και εζήτησα να πλησιάσω ακόμη, διά να θαυμάσω το ζεύγος εκείνο, αλλ'
+ο Σ ά λ ι α γ κ α ς, ακούσας τον θρουν των πέριξ φυλλωμάτων, έλαβεν
+ως πρώτην φροντίδα να προφυλάξη τα κέρατά του. Και είδον να κρύπτη
+αυτά ταχέως — miserable visu! — εντός της ιδίας κεφαλής του!
+
+Λέγει τότε το Φάσμα:
+
+ — Είδες τι έκρυψε;
+
+ — Ναι, είδα· έκρυψε, νομίζω, τα κέρατά του.
+
+ — Τω όντι. Τα έχει, και δεν τον μέλλει· η μόνη φροντίς του είνε, να
+μη τα ίδουν οι άλλοι. Ε λοιπόν, εκεί έχει συγκεντρωθή η ευαισθησία
+του ολόκληρος!. . .
+
+
+
+Ε'. [Δ’.]
+
+
+
+Ολίγον ακόμη, Διδάσκαλε, και το πτηνόν διά παντός θα σιγήση.
+
+Ολίγον ακόμη, διότι η Ηώς θα προαγγείλη το φως διά τον κόσμον, και το
+σκότος δι' εμέ.
+
+Η νυξ μ' εβοήθησε να είπω πολλά· διότι νύκτας πνευμάτων περιγράφω,
+και σκότη ψυχών διερευνώ.
+
+Σύρω μετ' εμού την ανάμνησιν βίου, από πικρίας γεμάτου, περιπλανήσεως
+ποικιλομένης από πτώσεις.
+
+Πληγάς φέρω από χείρας ανθρώπων εις το σώμα, και πληγάς από γλώσσας
+ανθρώπων εις την ψυχήν.
+
+Δεν παρηγορεί πλέον εμέ, ούτε ο ήλιος, ούτε η ημέρα· διότι ημέρα διά
+τον τυφλόν δεν υπάρχει.
+
+Επείγομαι να κοιμηθώ, και να κλείσω εκ νέου οφθαλμούς κεκλεισμένους
+και ανοιχθέντας ψευδώς.
+
+Άφες, ω Άνθρωπε, να κοιμηθώ.
+
+~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
+
+Σου επιστρέφω τον κόσμον σου.
+
+Όπως τον εύρον τον αφήκα· διότι αι πτέρυγες, τας οποίας μου αφήρεσε,
+κατέστησαν αιτία όπως πλειότερον καταπέση.
+
+Διότι τας έκλεψε.
+
+Και δεινότερον δι' αυτών τον αγώνα κατέστησε, διότι έκαστος έκλεψε
+μόνον δι' εαυτόν, ουχί δε, ως ο Προμηθεύς, διά τον κόσμον.
+
+Και σαρκός μεν κλοπή, είνε έγκλημα κατά του ανθρώπου· αφαιρείς από
+την γην· αλλά πτερύγων κλοπή είνε έγκλημα κατά του Θεού· από τον
+ουρανόν αφαιρείς.
+
+Σφάλμα Θεού, να φρουρήση τον ουρανόν, την δε ψυχήν του ανθρώπου ν'
+αφήση αφρούρητον.
+
+Και ν' αφήση εις έκαστον ιδικήν του ημέραν και ιδικήν του νύκτα να
+εκλέγη.
+
+Και ιδού ό,τι νυξ διά τον ένα, διά τον άλλον ημέρα· και ό,τι σκότος
+διά τούτον, δι' εκείνον φως.
+
+Ποία σύγχισις, ποία σύγκρουσις, ποίος σπαραγμός!
+
+Αυταπάρνησις, Θρησκεία, Ελευθερία, Δημοκρατία, ακατανόητοι θεότητες,
+των οποίων τα είδωλα λατρεύονται, αλλά τοποθετημένα με τους πόδας άνω
+και με τας κεφαλάς κάτω.
+
+Και κατεκρήμνιζεν αυτά διά μιας πνοής του και διά μιας κινήσεως της
+ατμώδους χειρός του το κυρίαρχον Φάσμα της Μεγάλης Οδού.
+
+~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
+
+Είδον μέθυσον, πίνοντα εις υγείαν παντός, όστις διήρχετο εκ του
+οινοποιείου.
+
+ — Θαυμάσιος άνθρωπος! λέγω. Πόσον αγαπά τους διαβάτας, και εύχεται
+υπέρ της υγείας αυτών!
+
+Μετά τινα ώραν βλέπω αυτόν να καταπίπτη αναίσθητος.
+
+Λέγω προς το Φάσμα:
+
+ — Ιδού ένας ήρως αυταπαρνήσεσεως· χαίρε, ω γλώσσα μελίρρυτος!
+ενεκρώθης ευχομένη τον κόσμον!
+
+Λακτίζει αυτόν διά του ποδός το Δαιμόνιον, και λέγει καγχάζον:
+
+ — Ναι, είχεν ο μακαρίτης την μόνην ανθρωπίνην αυταπάρνησιν· έπεινε
+διαρκώς εις υγείαν των άλλων, μέχρις ου κατέστρεψε την ιδικήν του!
+
+Και ήτον η μόνη αληθώς α υ τ α π ά ρ ν η σ ι ς, την οποίαν είδον
+μεταξύ των ανθρώπων!
+
+Και το Φάσμα εξακολουθεί:
+
+ — Εις την γλώσσαν του οφείλει την καταστροφήν του· ωμίλει με την
+μίαν άκραν, διότι η μέθη του είχε παραλύση την ετέραν.
+
+Έκπληκτος ερωτώ:
+
+ — Διγλωσσίαν έχει ο άνθρωπος;
+
+Αισθάνομαι τότε δύναμιν εις την ακοήν, και οδηγούμαι προς δύο
+ανθρώπους, κρατούμενος εκ των χειρών, και ανταλλάσσοντας τας
+θερμοτέρας του θαυμασμού εκφράσεις.
+
+Και συνδέομαι διά της δυνάμεως του νου με την ψυχήν εκατέρου, ακούω
+δε εντός των άλλας λέξεις, αντιθέτους των λαλουμένων.
+
+Περίεργον, ω Διδάσκαλε! άλλα έλεγον προς αλλήλους, και άλλα προς
+εαυτούς· ενώ δε ελάλουν ωραίους λόγους, κατέπινον τους αθλιεστέρους.
+
+Φαίνεται ότι προς τον στόμαχόν των είχον την χειρίστην υπόληψιν, αφού
+έτρεφον αυτόν με τοιαύτην κόπρον!
+
+
+
+β'.
+
+
+
+Αίφνης ακούω ύβρεις και δούπον, προερχόμενον από ραβδισμόν συνεχή.
+
+ — Εξήγησέ μου, λέγω προς το Φάσμα· εδώ ήκουσα ύβρεις καταπινομένας,
+εκεί ακούω ύβρεις εξαιμουμένας. Τι συμβαίνει;
+
+Μειδιά το Φάσμα και λέγει:
+
+ — Είνε ο ίδιος άνθρωπος, όστις εξαιμεί ενώπιον αφώνου τετραπόδου,
+ό,τι κατέπιεν ενώπιον του διπόδου.
+
+Και φέρομαι εις αυλήν αγροικίας, ένθα όνος ετύπτετο ανηλεώς υπό του
+Ανθρώπου, τον οποίον ήκουσα προ στιγμής να προφέρη τόσον ωραίους
+λόγους, και τόσον αθλίους να καταπίνη.
+
+Πλησιάζω προς τον Όνον και ερωτώ διά φωνής μυστικής:
+
+ — Διατί δεν κραυγάζεις και συ, όταν πονής, ω Αδελφέ, όπως όλα ημείς
+τα ζώα;
+
+Μου απαντά διά του βλέμματος:
+
+ — Σιώπα! άφησε πρώτον να χορτάση ο δίπους από το ξύλον το οποίον
+τρώγω εγώ, ο τετράπους, και κατόπιν σου εξηγώ το διατί.
+
+Και προσέθηκε θεωρών με υπόπτως:
+
+ — Μολονότι δίπους είσαι και συ και δίκαιον έχω να σε φοβούμαι.
+
+Απαντώ στενάζων:
+
+ — Ναι, δίπους είμαι και εγώ, αλλά τούτο ουδέν σημαίνει. Μη βλέπης
+την ομοιότητα των ποδών, αλλά την διαφοράν των κεφαλών.
+
+ — Τω όντι, απαντά· δίκαιον έχεις· αλλ' απομακρύνθητι λοιπόν, διά να
+μη πάθης και συ τα ίδια, και δεν αντέχεις.
+
+Απεσύρθην και εκρύβην όπισθεν φράκτου, εκ φόβου μη ο Άνθρωπος στραφή
+και κατ' εμού, παρετήρησα δε καλώς την σκηνήν εκείνην.
+
+Ο Άνθρωπος έδερεν, και όμως ύβριζε· το ζώον εδέρετο, και όμως εσιώπα.
+
+Ολίγη ώρα ακόμη, και ο Άνθρωπος έρριπτε το ξύλον κατά γης, και
+απεσύρετο συντετριμμένος από τον κόπον.
+
+Είχε καταβληθή διά της υπομονής.
+
+Πλησιάζω τότε προς τον Όνον και λέγω:
+
+ — Ιδού εγώ· λάλει, σε ακούω, αδελφέ.
+
+Έντρομος ερωτά ο Όνος και χωρίς προς τα οπίσω να στραφή:
+
+ — Έφυγεν ο Άνθρωπος;
+
+ — Έφυγεν· είμεθα μόνοι.
+
+ — Παρετήρησε καλά.
+
+ — Έφυγε και είνε μακράν.
+
+ — Λοιπόν άκουσε, διαβάτα· με ηρώτησες διατί δέρομαι και υβρίζομαι
+χωρίς να κραυγάζω. Σου απαντώ: το δίπουν δέρει εμέ το τετράπουν,
+διότι εγώ δεν έχω δύο χείρας, και αυτό δεν έχει τέσσαρας πόδας. Δεν
+εννοείς ακόμη;
+
+ — Όχι, αδελφέ· ομολογώ. . .
+
+ — Τώρα θα εννοήσης. Ιδέ την κεφαλήν μου.
+
+ — Την βλέπω.
+
+ — Βλέπεις και την ιδικήν του;
+
+ — Την βλέπω και αυτήν.
+
+ — Η ιδική μου κεφαλή δεν είνε διπλασία της ιδικής του;
+
+ — Τω όντι, διπλασία είνε.
+
+ — Ε λοιπόν, αδελφέ, — δι' αυτό σιωπώ!
+
+
+
+γ'.
+
+
+
+Λέγει πάλιν το Φάσμα:
+
+ — Και όμως εάν ηκολούθεις κατά πόδα τον άνθρωπον εκείνον, θα τον
+ήκουες κοπτόμενον εις θεωρίας υπέρ της Μεγάλης Δημοκρατίας, δι' ης
+έκαστον ον έχει έν σημείον επί της γης, διά να ίσταται, και έν Ζενίθ
+εις τον ουρανόν, διά ν' ατενίζη.
+
+Ερωτώ:
+
+ — Και δεν υπάρχει Δημοκρατία επί της γης;
+
+ — Ναι, υπάρχει μία, αλλά και εκείνη εις μίαν εικόνα. Αι λοιπαί είνε
+τερατώδεις της ελευθερίας ειρωνίαι, υπό το προσωπείον των οποίων
+οργιάζουσι μοναρχικοί οδόντες, καταξεσχίζοντες πάσαν ελευθερίαν.
+
+Και ευρίσκομαι ακαριαίως εις μεγάλην Πινακοθήκην, ένθα βλέπω κόσμον
+πολύν θεωρούντα εικόνα.
+
+Άλλοι έλεγον:
+
+ — Τι ωραία χρώματα!
+
+ — Τι ωραίον πλαίσιον!
+
+Και άλλοι:
+
+ — Τι φυσικόν εκείνο το βώδι!
+
+ — Τι ζωηρός εκείνος ο αστήρ!
+
+ — Τι φυσικά εκείνα τα άχυρα!
+
+Λέγει τότε το Φάσμα:
+
+ — Ακούεις; Όλοι ούτοι θεωρούν την εικόνα, αλλ' όμως, δεν την βλέπει
+κανείς. Ερώτησε και τον πλησίον σου άνθρωπον.
+
+Και ερωτώ ευγενώς θεατήν λαμπρώς ενδεδυμένον και σύροντα Σκύλλον
+όπισθεν του από αλύσεως στιλπνής.
+
+ — Κύριε Άνθρωπε! θα καταδεχθής τάχα να εξηγήσης εις έν αμαθές και
+ανόητον πτηνόν τι παριστάνει η θαυμασία αυτή εικών;
+
+Ο Άνθρωπος εστράφη εις την φωνήν μου, με παρετήρησε περιφρονητικώς
+και δεν απήντησε.
+
+Τότε ο Σκύλλος απήντησεν αντ' αυτού:
+
+ — Ματαίως περιμένεις απάντησιν· αυτός μόνον εις εμέ ομιλεί, και όμως
+εγώ δεν του απήντησα ποτέ. Βλέπεις ότι με έχει δεμένον;
+
+ — Πράγματι· δεμένον σε βλέπω δι' αλύσεως.
+
+ — Ε λοιπόν πλανάσαι· αυτός είνε δεμένος παρ' εμού, και τον σύρω όπου
+θέλω.
+
+ — Ευτυχής είσαι, να σύρης, ζώον συ, ένα άνθρωπον τόσον λαμπρόν. Αλλά
+γνωρίζεις τουλάχιστον τι σημαίνει η εικών αυτή;
+
+ — Ναι· εγώ το γνωρίζω, διότι η θυμοσοφία μου το εξηγεί· αλλ' ο
+άνθρωπός μου δεν το γνωρίζει. Παριστάνει τον Χριστόν, τον θεόν των
+ανθρώπων, γεννώμενον εντός σταύλου. Βλέπεις τα άχυρα εκείνα;
+σημαίνουν ότι γεννάται είς άνθρωπος. Βλέπεις και εκείνο το άστρον;
+σημαίνει ότι αναγεννάται είς θεός.
+
+Και ο Σκύλλος με απεχαιρέτισε.
+
+Κατόπιν κινεί την άλυσιν διά του λαιμού του μετά πείσματος και
+διευθύνεται προς την θύραν, σύρων όπισθεν τον άνθρωπόν του.
+
+Λέγει τότε το Φάσμα:
+
+ — Ιδέ ο Σκύλλος!. . . Ιδέ ο Άνθρωπος!
+
+~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
+
+Λέγω κατ' εμαυτόν:
+
+ — Όντως, ιδού η μεγάλη και αληθής Δημοκρατία, αλλ' η οποία μόνον διά
+μιας εικόνος θα διαιωνίζεται.
+
+Συνδυασμένα εις αυτήν δύο αντίθετα πράγματα.
+
+Οι αστέρες εκ του ουρανού, και τα άχυρα εκ της γης.
+
+Η βαρυτέρα ύλη του σύμπαντος και η ελαφροτέρα· το μέγιστον και
+ελάχιστον· το αιώνιου και το στιγμιαίον.
+
+Το έν χαιρετά το αναγεννώμενον Πνεύμα διά των μαρμαρυγών του· το
+έτερον περιθάλπει μετά στοργής το τρυφερόν σώμα, και αποθέτει την
+ασθενή του θωπείαν.
+
+Το έν παρέχει το πρώτον ουράνιον φως· το έτερον παρέχει το πρώτον
+επίγειον θάλπος — αδελφωμένα, το ελάχιστον μετά του μεγίστου, το
+άχυρον μετά του αστέρος!
+
+Ιδού η Μεγάλη Δημοκρατία, ω Διδάσκαλε, την οποίαν ουδέποτε θα
+εννοήσουν οι συρόμενοι από τους σκύλλους των!
+
+Λέγω τότε προς το Φάσμα:
+
+ — Μέγα έδειξες πράγμα. Το άχυρον λοιπόν και η πορφύρα είνε τόσον
+συγγενή, και όμως ουδείς το έχει εννοήση!
+
+Και το Δαιμόνιόν μου απαντά μετά χλεύης:
+
+ — Ναι· και ιδού ο λόγος, διά τον οποίον έν άχυρον ευτελές, δύναται
+να θεωρήται δικαίως ως πορφύρα, κατά λάθος άβαφος και ιδού ακόμη ο
+λόγος, δι' ον μία πορφύρα χωρίς αξίαν, δύναται να θεωρείται ως
+άχυρον, ερυθριών από εντροπήν! Και τέλος ιδού το φαινόμενον, ότι
+άνθρωπος, ενώ γεννάται ως άλλος θεός, εντός χρυσού και επιστατούσιν
+εις την γέννησίν του σοφοί, αποθνήσκει κτήνος· και άνθρωπος, ενώ
+γεννάται εντός αχύρων, και επιστατούσιν εις την γέννησίν του κτήνη,
+αποθνήσκει θεός!. . . .
+
+
+
+δ'.
+
+
+
+Ιδού ο Άνθρωπός σου, ω Διδάσκαλε, προς τον οποίον με εξαπέστειλες με
+θεωρίας ωπλισμένον.
+
+Εάν επανηρχόμην νικητής, αυτός θα ενίκα· ηττημένος επανέρχομαι, αυτός
+ηττήθη.
+
+Προς πτώμα με απέστειλες να πολεμήσω, σπαράσσον τας ιδίας του σάρκας,
+και εφευρίσκον μέσα όπως ταχύτερον και ασφαλέστερον συντριβή.
+
+Τον είδον εφευρίσκοντα και ανακαλύπτοντα, πλην διά του ιδίου του
+θριάμβου ναυαγούντα.
+
+Είδον εξηπλωμένας τας επιστήμας, αλλά και τους επιστήμονας
+εξηπλωμένους.
+
+Και είδον εξ άλλου ανθρώπους, εισδύοντας εις τα έγκατα της γης, και
+εις τους βυθούς της θαλάσσης, και υπέρ τα νέφη ανερχομένους.
+
+Ουδέν εκέρδιζον· διότι, μόλις επανήρχοντο επί της επιφανείας της γης,
+επανελάμβανον το ταξείδιόν των εκ νέου· και πολλάκις ουδέ καν
+επανήρχοντο.
+
+Ουδείς κατώρθωσε να εννοήση, ότι όπου υπάρχει άνθρωπος, υπάρχει και
+άρτος· διότι ο άρτος δεν κατεσκευάζει τον ανθρώπον, αλλ' ο άνθρωπος
+τον άρτον.
+
+Εν τούτοις δεν ηρκέσθη εις το Εδώ, αλλ' ανεζήτησε εις το Εκεί.
+
+~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
+
+Είδον Άνθρωπον παρασκευάζοντα μηχανήν παράδοξον, δι' ατμού
+κινουμένην.
+
+Και ερωτώ αυτόν:
+
+ — Εις τι θα σου χρησιμεύση τούτο; και τους πόδας έχεις υγιείς και
+τας χείρας.
+
+Απαντά:
+
+ — Περίμενε και θα ίδης.
+
+Και βλέπω αυτόν τοποθετούντα επί ράβδων σιδηρών μηχανήν,
+ανυπομονούσαν να εκκινήση και να συρθή προς τα εμπρός επί οδού χωρίς
+τέρμα. Και ακόμη βλέπω τον Άνθρωπον, να τοποθετή επ' αυτής τον άρτον
+του, τον οποίον εκράτει εις χείρας του ασφαλώς, και ν' αφίνη την
+μηχανήν ελευθέραν εις την οδόν την ατέρμονα.
+
+ — Άνθρωπε! λέγω· κατείχες τον άρτον εις χείρας σου, και όμως τον
+αφήκες ν' απομακρυνθή τόσον ταχέως από σου. Τώρα τι θα φάγης;
+
+Δεν ήκουσε τους λόγους μου, διότι ετέραν ετοιμασίαν επέσπευδεν.
+
+Παρεσκεύασεν άλλην μηχανήν, ομοίαν της πρώτης, και εισελθών εντός
+αυτής, ανεχώρησεν αστραπιαίως εις αναζήτησιν του ιδίου του άρτου!
+
+Και είδον τον πεινώντα τρέχοντα κατόπιν του διαφυγόντος άρτου του,
+τας δε δύο μηχανάς, χανομένας εις τα βάθη της οδού, και επ' άπειρον
+διωκούσας αλλήλας!
+
+~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
+
+Και ητοιμάσθην να φύγω, κλαίων διά την μωρίαν του κόσμον, ότε ιδού
+και έτερος άνθρωπος ενώπιόν μου, εις την αυτήν ασχολούμενος εργασίαν.
+
+Λέγω προς αυτόν:
+
+ — Θα πράξης και συ το αυτό με τον ανόητον εκείνον; Αλλ' ιδέ ακόμη
+δεν συνέλαβε τον διωκόμενον άρτον του. Άλλως τε συ δεν βλέπω να έχης
+και δευτέραν εις την διάθεσίν σου μηχανήν.
+
+Ουδέ με ήκουσε καν· ετοποθέτησε μόνον τον άρτον εντός της μηχανής και
+αφήκεν αυτήν ελευθέραν εις την οδόν την σιδηράν.
+
+Και είδον τον Άνθρωπον να τρέχη όπισθεν, πεζός και ασθμαίνων, την δε
+μηχανήν να φεύγη αστραπιαίως, εξαποστέλλουσα μακρόθεν προς τον
+βραδύποδα εφευρέτην συριγμούς χλευασμού και ατμώδη καπνόν!
+
+Και εγέλασα ήδη διά τον Άνθρωπον εκείνον.
+
+Είχεν ενισχύση διά της σοφίας του την μηχανήν, και την μωρίαν του
+εκράτησε προς ενίσχυσιν των ποδών του.
+
+Η δε μωρία του ήτο πολύ βραδύτερα της σοφίας του, και δεν την έφθανε
+ποτέ!
+
+Είδον ακόμη εις τον αέρα διασταυρούμενα σύρματα σιδηρά, και
+διοχετεύοντα σκέψεις ανθρώπων, από μακριάν ανταλλασσομένας, τας
+οποίας οι ανεξίκακοι του αέρος κόλποι περιέθαλπον και μετεβίβαζον από
+σημείου εις σημείον.
+
+Και είπε το Φάσμα:
+
+ — Ιδού του ηλεκτρισμού το αληθές ευεργέτημα· ανταλλάσσουν οι
+άνθρωποι δι' αυτού τας ανοησίας των μακρόθεν — αλλά πολύ ακριβά και
+κάπως συντομωτέρας. Και ουδέν άλλο.
+
+~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
+
+Και όμως ουδείς εκ των ναυαγών του αέρος, και εκ των ναυαγών της
+θαλάσσης, και εκ των ναυαγών της ξηράς, έπαυε να επικαλήται την
+Πρόοδον, αγωνιών και ψυχορραγών.
+
+Αστεία η λέξις, ω Διδάσκαλε, όσον και του γένους σου η Ιστορία.
+
+Πρόοδος, Πρόοδος και πάντοτε Πρόοδος.
+
+Πάντες περί ταύτης ωμίλουν, και εζήτησα να ίδω την Θεάν.
+
+Και ιδού ενώπιόν μου πολυκέφαλον και πολύπουν τέρας, γυνή με χείρας
+αναριθμήτους, απαύστως εργαζομένας και κινουμένας.
+
+Η μία χειρ συνέθλιβε τον αέρα, η ετέρα διετρύπα τα όρη, η άλλη
+κατέσκαπτε την γην, και υπέτασσε τα νέφη, και τας θαλάσσας
+υπεδούλωνεν.
+
+Η κεφαλή της έφθανε μέχρι των άστρων, αλλ' οι πόδες της εις τον
+βόρβορον εκυλίοντο.
+
+Και είδον ανθρώπους καθαρίζοντας τους πόδας αυτής με ιδρώτα και αίμα,
+και πλειότερον σπιλούντας αυτούς.
+
+Και την είδον ν' αφαιρή από τους χιλίους και να δίδη εις τον ένα· ο
+δε είς να σπαταλά, όσα ήρκουν διά να ζήσουν δεκάκις χίλιοι.
+
+Και την είδον ακόμη μυρίους να φονεύη εις το νεύμα του ενός· και να
+εφευρίσκη μέσα του ν' αποκτείνη ταχύτερον ένα κατάδικον — διά λόγους
+φιλανθρωπίας και οίκτου!
+
+Και ακόμη είδον να διευθύνη ειρήνης μάχας και μάχας πολέμων, να
+στρέφη δε κατά στηθών ανθρωπίνων πυροβόλον στόμιον, και στόμιον
+κάλπης κατά συνειδήσεων και ελευθεριών.
+
+Στόμια εξ ίσου τρομερά, και εξ ίσου καταλύοντα χώρας — το μεν
+εξαιμούν τον μόλυβδον, το δε καταπίνον αυτόν.
+
+~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
+
+Εν τούτοις πάντες έπιπτον και επροσκύνουν αυτήν, και έλεγον προς
+αλλήλους, παρερχόμενοι ενώπιόν μου:
+
+ — Πόσον ατυχείς ήσαν οι πατέρες μας! Τι έχασαν!
+
+ — Πόσον ευτυχείς είμεθα ημείς! Τι έχομεν!
+
+ — Πόσον ευδαίμονα θα ήνε τα τέκνα μας! Τι θα ίδουν!
+
+Και όλοι ταυτοχρόνως ελούοντο εις ιδρώτα και εις αίματα!
+
+Τούτο ελέγετο Πρόοδος, ω Διδάσκαλε.
+
+Και προσέτι τούτο ελέγετο Άνθρωπος:
+
+Ιστορικός, δι' αιώνας παρελθόντας· ποιητής, δι' αιώνας μέλλοντας, και
+διά τον ιδικόν του: —
+
+Κ Ω Μ Ω Δ Ο Σ!
+~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
+
+
+
+ΕΠΙΛΟΓΟΣ
+
+
+
+ — Άφες τώρα, Άνθρωπε, να υποκύψω εις το μοιραίον, και ν' αποθάνω
+ταπεινωμένος, εγώ, ο ανελθών επί του κόσμου και κατακτήσας διά της
+φαντασίας αυτόν.
+
+Ω, ποία κωμωδία! και ποία γελοία και ανόητος ικάρειος πτήσις επί
+σφαίρας αιωνίως κινουμένης, και αιωνίως μεταβαλλούσης θέσιν, αλλά και
+αιωνίως επανερχομένης εις το αυτό.
+
+Ναι· ποία κωμωδία, διαρκής και μονότονος, με την οποίαν, όσοι την
+ανεγνώρισαν ως τοιαύτην, εγέλασαν, και όσοι την εξέλαβον ως δράμα,
+έκλαυσαν πολύ.
+
+Τι πρώτον και τι ύστερον ν' αφηγηθώ· τι ύστερον και τι πρώτον να
+ιστορήσω!
+
+Θέλω να περιβάλω με πτέρυγας αετού τον νουν μου, και θέλω να πετάξω
+μίαν φοράν ακόμη, διά να μετρήσω την άβυσσον, εν τη οποία κατέπεσα,
+και να ρίψω έν βλέμμα αφ' ύψους εις το δημιούργημα τούτο, το οποίον
+τοσούτον εαυτό παρερμηνεύει, ώστε να πιστεύη, ότι είνε το
+δυστυχέστερον του Θεού του δημιούργημα!
+
+Και η ιδέα αυτή είνε η μόνη δημιουργούσα την πραγματικήν του
+δυστυχίαν, διότι η φύσις ουδέν ον έπλασε δυστυχές, και ουδεμίαν
+ανοησίαν εις τον αιώνα διέπραξεν. Είνε περιβεβλημένη πανταχού με
+αίγλην και φέρει εφ' εαυτής την σφραγίδα του Κάλλους του αιωνίου·
+είνε γλυκασμός και σοφία, την οποίαν από της πρώτης της γης ημέρας
+παρήγαγε θείον σπέρμα, διαρκώς υπό του ανθρώπου καταπατούμενον!. . .
+
+Από τα πέρατα του κόσμου μία ακτίς κατ' αρχάς έλαμψε διά του
+απεράστου ερέβους, και εκείνη ήρκεσεν, ίνα καταλύση το σκότος, και
+κατακλύση το σύμπαν από φως και ζωήν· το κύτταρον έλαβε την πρώτην
+ώθησιν και προσεκολλήθη εις το κύτταρον, και η προσέγγισις εκείνη
+παρήγαγεν αρμονίαν ένθεον και ζωοποιόν, δι' ης ερρυθμίσθη ο αιώνιος
+Κώδηξ.
+
+Μεταξύ των κενών εμεσολάβησε μία Ιδέα, ήτις συνέδεσε τα τέως
+ασύνδετα, ήτις παρενετέθη ως κρίκος άρρηκτος εδώ, και απετέθη εκεί ως
+σφραγίς μυστηριώδους ουσίας, προκαλούσα τον ίλιγγον εις το πνεύμα,
+και την έκτασιν εις την ψυχήν, και εις την καρδίαν τον παλμόν.
+
+Και παν ό,τι φέρει την σφραγίδα ταύτην, ελκύει ακαταμαχήτως· είνε η
+αγχέγονος Ιδέα, η προ αιώνων αγρυπνούσα, ήτις αφυπνίζει νοσταλγίας
+προς ιδέας, προ αιώνων κοιμωμέναι· είνε ο παλμός, όστις προκαλεί και
+σύρει προς εαυτόν τον παλμόν· είνε η Αρετή η αΐδιος, η εγκατασπαρμένη
+πανταχού φωτεινή και αστραπηβόλος· είνε η Πρόοδος, υπό ασύληπτον
+μορφήν και έκφρασιν· είνε η ώθησις τέλος προς την Εξέλιξιν, την μέχρι
+του Ακαταλήπτου ανιούσαν —
+
+Είνε το Κάλλος.
+
+Το Κάλλος — το οποίον, πτωχόν εγώ πτηνόν, κατενόησα και ελάτρευσα·
+ασθενές εγώ πλάσμα, επέταξα μέχρι της πηγής του διά της σκέψεως, και
+εγονυπέτησα προ του βωμού του.
+
+Αλλ' ήτον αδύνατου να μείνω πλειότερον, διότι ο περιβάλλων με κόσμος
+με συνέθλιβε, με συνέτριβε, και από τα πτερά μου με απεγύμνου.
+
+Και ιδού εγώ, ανηρτημένος από του αχανούς, ως αντάρτης, και πάλιν
+καταπίπτων εντός της ιδίας κεφαλής σου, ως μολύβδινος όγκος.
+
+Και νυν, σε ζητώ εις μάτην, ω Σοφία, με το βλέμμα μου το τυφλόν, και
+εις μάτην η συντριβείσα ψυχή μου ανακύπτει και ζητεί να λουσθή εις τα
+ζωογόνα νάματά σου.
+
+Και σε ζητώ εις μάτην, ω Φως, όπερ έδυσες, του ορίζοντος της ψυχής
+μου υποκάτω, — ορίζοντος παραδόξου, με δύσιν άνευ ανατολής. Πού θα σε
+εύρω πλέον εις τους κόλπους του ατέρμονος, και ποία εις το εξής ακτίς
+θέλει καθοδηγήση εκ νέου εμέ, τον πλανηθέντα διαβάτην, εις την πηγήν
+σου την ανεξάντλητον;
+
+Και σε ζητώ εις μάτην, ω Όνειρε, ίνα περιβάλης καν εκ νέου τον νουν
+μου με την ιδέαν την απατηλήν, και τον κόσμον με την αόριστον ομίχλην
+σου και το φως το ψευδές.
+
+Άφες να κλίνω τώρα την συντετριμμένην κεφαλήν επί του ερειπωμένου
+ανακτόρου, εις του οποίου τον θρόνον είχον αναβιβάση αναχωρών ευτυχή
+βασιλέα, ταφέντα και τούτον υπό τα άμορφα ερείπια.
+
+Σύνελθε λοιπόν, ω Άνθρωπε, εις σεαυτόν, ρίψε έν βλέμμα εντός των
+ιδίων σου στέρνων, και θα ίδης την ψυχήν σου ενδεδυμένην το φως, όπερ
+εις μάτην συ ζητείς εκ των άνω.
+
+Το ταχύ και φευγαλέον του νου σου άρμα, κατέχει δύναμιν υπερκόσμιον,
+ην κακώς εχειρίσθης και κακώς δι' αυτού επορεύθης· και οι ίπποι οι
+ατίθασσοι παρεξέκλινον της οδού της μεγάλης, ο δε αδέξιος Φαέθων
+επυρπόλησεν, αντί να φωτίση, τον κόσμον, και διαρκώς αυτόν πυρπολεί.
+
+Μεταξύ της στέγης σου ταύτης, — ήτις κρύπτει από των ομμάτων σου
+κόσμον ολόκληρον, — και της σαρκός σου, ήτις καλύπτει έτερον κόσμον,
+— υπάρχει κλίμαξ, μεγαλειτέρα και της κλίμακος του Ιακώβ, ην ανήλθον
+ως βασιλεύς, και κατήλθον ως κλέπτης.
+
+Και όμως η τιμωρία μου ήτον η άνοδος, και η κάθοδος αμοιβή μου.
+
+Τιμωρία, — διότι ανήλθον εις κόσμους φωτεινούς, υπερβαίνοντας της
+αντιλήψεώς μου τα όρια· αμοιβή — διότι εκυλίσθην εις κόσμους
+ερεβώδεις, και επανήλθον εις τον ορνιθώνα, δι' ον επλάσθην και
+προωρίσθην.
+
+Και του Φωτός η πηγή, την οποίαν υπέδειξες εις εμέ διά της Χ ρ υ σ ή
+ς σου Δ ι α θ ή κ η ς, κατέστη ερέβους πηγή, ην υποδεικνύω εις σε,
+διά της Δ ι α θ ή κ η ς μου της Σ ι δ η ρ ά ς.
+
+Λάβε τώρα και συ ταύτην ως αντάλλαγμα του κόπου σου, και εύχου, όπως
+ο σίδηρος ο ιδικός μου, φρουρήση σε ασφαλέστερον, παρ' όσον
+εφρούρησεν εμέ ο ιδικός σου χρυσός!. . . . . . . .
+
+Είχεν ήδη εξημερώση,
+
+Και, κλείσας με βαθύν στεναγμόν το αιμόφυρτον στόμα, εκυλίσθη από της
+κλίνης μου επί του δαπέδου άψυχος ο Πετεινός μου, ο ατυχής, της
+φαντασίας μου το θύμα.
+
+Και ο αντάρτης αυτός παρατηρητής, — ο αναχωρήσας εκ του ορνιθώνος του
+τοσούτον νεαρός και σφριγών και ακμαίος, και επανελθών τοσούτον γέρων
+και συντετριμμένος και ναυαγός, — όστις έζη ευτυχής διότι δεν ήξευρε
+τίποτε, και απέθανε δυστυχής, διότι ηθέλησε να τα μάθη όλα, — ετάφη
+με την ηώ εις μίαν γωνίαν του κήπου μου, συμπαραλαβών εν ώρα ημέρας
+εν τη σκοτία του τάφου του άχρηστον το δολοφόνον εκείνο φως, όπερ
+ήντλησεν από την ατελεύτητον σκοτίαν του κόσμου!
+
+
+
+
+
+End of Project Gutenberg's The Two Testimonies, by Polyvios Dimitrakopoulos
+
+*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK THE TWO TESTIMONIES ***
+
+***** This file should be named 32796-0.txt or 32796-0.zip *****
+This and all associated files of various formats will be found in:
+ http://www.gutenberg.org/3/2/7/9/32796/
+
+Produced by Sophia Canoni
+
+Updated editions will replace the previous one--the old editions
+will be renamed.
+
+Creating the works from public domain print editions means that no
+one owns a United States copyright in these works, so the Foundation
+(and you!) can copy and distribute it in the United States without
+permission and without paying copyright royalties. Special rules,
+set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to
+copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to
+protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project
+Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you
+charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you
+do not charge anything for copies of this eBook, complying with the
+rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose
+such as creation of derivative works, reports, performances and
+research. They may be modified and printed and given away--you may do
+practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is
+subject to the trademark license, especially commercial
+redistribution.
+
+
+
+*** START: FULL LICENSE ***
+
+THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE
+PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK
+
+To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free
+distribution of electronic works, by using or distributing this work
+(or any other work associated in any way with the phrase "Project
+Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project
+Gutenberg-tm License (available with this file or online at
+http://gutenberg.org/license).
+
+
+Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm
+electronic works
+
+1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm
+electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to
+and accept all the terms of this license and intellectual property
+(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all
+the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy
+all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession.
+If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project
+Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the
+terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or
+entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8.
+
+1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be
+used on or associated in any way with an electronic work by people who
+agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few
+things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works
+even without complying with the full terms of this agreement. See
+paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project
+Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement
+and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic
+works. See paragraph 1.E below.
+
+1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation"
+or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project
+Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the
+collection are in the public domain in the United States. If an
+individual work is in the public domain in the United States and you are
+located in the United States, we do not claim a right to prevent you from
+copying, distributing, performing, displaying or creating derivative
+works based on the work as long as all references to Project Gutenberg
+are removed. Of course, we hope that you will support the Project
+Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by
+freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of
+this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with
+the work. You can easily comply with the terms of this agreement by
+keeping this work in the same format with its attached full Project
+Gutenberg-tm License when you share it without charge with others.
+
+1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern
+what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in
+a constant state of change. If you are outside the United States, check
+the laws of your country in addition to the terms of this agreement
+before downloading, copying, displaying, performing, distributing or
+creating derivative works based on this work or any other Project
+Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning
+the copyright status of any work in any country outside the United
+States.
+
+1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg:
+
+1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate
+access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently
+whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the
+phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project
+Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed,
+copied or distributed:
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived
+from the public domain (does not contain a notice indicating that it is
+posted with permission of the copyright holder), the work can be copied
+and distributed to anyone in the United States without paying any fees
+or charges. If you are redistributing or providing access to a work
+with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the
+work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1
+through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the
+Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or
+1.E.9.
+
+1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted
+with the permission of the copyright holder, your use and distribution
+must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional
+terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked
+to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the
+permission of the copyright holder found at the beginning of this work.
+
+1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm
+License terms from this work, or any files containing a part of this
+work or any other work associated with Project Gutenberg-tm.
+
+1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this
+electronic work, or any part of this electronic work, without
+prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with
+active links or immediate access to the full terms of the Project
+Gutenberg-tm License.
+
+1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary,
+compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any
+word processing or hypertext form. However, if you provide access to or
+distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than
+"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version
+posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org),
+you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a
+copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon
+request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other
+form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm
+License as specified in paragraph 1.E.1.
+
+1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying,
+performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works
+unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9.
+
+1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing
+access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided
+that
+
+- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from
+ the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method
+ you already use to calculate your applicable taxes. The fee is
+ owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he
+ has agreed to donate royalties under this paragraph to the
+ Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments
+ must be paid within 60 days following each date on which you
+ prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax
+ returns. Royalty payments should be clearly marked as such and
+ sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the
+ address specified in Section 4, "Information about donations to
+ the Project Gutenberg Literary Archive Foundation."
+
+- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies
+ you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he
+ does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm
+ License. You must require such a user to return or
+ destroy all copies of the works possessed in a physical medium
+ and discontinue all use of and all access to other copies of
+ Project Gutenberg-tm works.
+
+- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any
+ money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the
+ electronic work is discovered and reported to you within 90 days
+ of receipt of the work.
+
+- You comply with all other terms of this agreement for free
+ distribution of Project Gutenberg-tm works.
+
+1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm
+electronic work or group of works on different terms than are set
+forth in this agreement, you must obtain permission in writing from
+both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael
+Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the
+Foundation as set forth in Section 3 below.
+
+1.F.
+
+1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable
+effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread
+public domain works in creating the Project Gutenberg-tm
+collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic
+works, and the medium on which they may be stored, may contain
+"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or
+corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual
+property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a
+computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by
+your equipment.
+
+1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right
+of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project
+Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project
+Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all
+liability to you for damages, costs and expenses, including legal
+fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT
+LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE
+PROVIDED IN PARAGRAPH F3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE
+TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE
+LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR
+INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH
+DAMAGE.
+
+1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a
+defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can
+receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a
+written explanation to the person you received the work from. If you
+received the work on a physical medium, you must return the medium with
+your written explanation. The person or entity that provided you with
+the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a
+refund. If you received the work electronically, the person or entity
+providing it to you may choose to give you a second opportunity to
+receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy
+is also defective, you may demand a refund in writing without further
+opportunities to fix the problem.
+
+1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth
+in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER
+WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO
+WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE.
+
+1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied
+warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages.
+If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the
+law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be
+interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by
+the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any
+provision of this agreement shall not void the remaining provisions.
+
+1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the
+trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone
+providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance
+with this agreement, and any volunteers associated with the production,
+promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works,
+harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees,
+that arise directly or indirectly from any of the following which you do
+or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm
+work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any
+Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause.
+
+
+Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm
+
+Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of
+electronic works in formats readable by the widest variety of computers
+including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists
+because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from
+people in all walks of life.
+
+Volunteers and financial support to provide volunteers with the
+assistance they need, are critical to reaching Project Gutenberg-tm's
+goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will
+remain freely available for generations to come. In 2001, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure
+and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations.
+To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation
+and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4
+and the Foundation web page at http://www.pglaf.org.
+
+
+Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive
+Foundation
+
+The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit
+501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the
+state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal
+Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification
+number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at
+http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent
+permitted by U.S. federal laws and your state's laws.
+
+The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S.
+Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered
+throughout numerous locations. Its business office is located at
+809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email
+business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact
+information can be found at the Foundation's web site and official
+page at http://pglaf.org
+
+For additional contact information:
+ Dr. Gregory B. Newby
+ Chief Executive and Director
+ gbnewby@pglaf.org
+
+
+Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation
+
+Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide
+spread public support and donations to carry out its mission of
+increasing the number of public domain and licensed works that can be
+freely distributed in machine readable form accessible by the widest
+array of equipment including outdated equipment. Many small donations
+($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt
+status with the IRS.
+
+The Foundation is committed to complying with the laws regulating
+charities and charitable donations in all 50 states of the United
+States. Compliance requirements are not uniform and it takes a
+considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up
+with these requirements. We do not solicit donations in locations
+where we have not received written confirmation of compliance. To
+SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any
+particular state visit http://pglaf.org
+
+While we cannot and do not solicit contributions from states where we
+have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition
+against accepting unsolicited donations from donors in such states who
+approach us with offers to donate.
+
+International donations are gratefully accepted, but we cannot make
+any statements concerning tax treatment of donations received from
+outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff.
+
+Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation
+methods and addresses. Donations are accepted in a number of other
+ways including checks, online payments and credit card donations.
+To donate, please visit: http://pglaf.org/donate
+
+
+Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic
+works.
+
+Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm
+concept of a library of electronic works that could be freely shared
+with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project
+Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support.
+
+
+Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed
+editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S.
+unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily
+keep eBooks in compliance with any particular paper edition.
+
+
+Most people start at our Web site which has the main PG search facility:
+
+ http://www.gutenberg.org
+
+This Web site includes information about Project Gutenberg-tm,
+including how to make donations to the Project Gutenberg Literary
+Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to
+subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks.
diff --git a/32796-0.zip b/32796-0.zip
new file mode 100644
index 0000000..c445cb3
--- /dev/null
+++ b/32796-0.zip
Binary files differ
diff --git a/LICENSE.txt b/LICENSE.txt
new file mode 100644
index 0000000..6312041
--- /dev/null
+++ b/LICENSE.txt
@@ -0,0 +1,11 @@
+This eBook, including all associated images, markup, improvements,
+metadata, and any other content or labor, has been confirmed to be
+in the PUBLIC DOMAIN IN THE UNITED STATES.
+
+Procedures for determining public domain status are described in
+the "Copyright How-To" at https://www.gutenberg.org.
+
+No investigation has been made concerning possible copyrights in
+jurisdictions other than the United States. Anyone seeking to utilize
+this eBook outside of the United States should confirm copyright
+status under the laws that apply to them.
diff --git a/README.md b/README.md
new file mode 100644
index 0000000..df9844c
--- /dev/null
+++ b/README.md
@@ -0,0 +1,2 @@
+Project Gutenberg (https://www.gutenberg.org) public repository for
+eBook #32796 (https://www.gutenberg.org/ebooks/32796)