diff options
| -rw-r--r-- | .gitattributes | 3 | ||||
| -rw-r--r-- | 32796-0.txt | 5633 | ||||
| -rw-r--r-- | 32796-0.zip | bin | 0 -> 92289 bytes | |||
| -rw-r--r-- | LICENSE.txt | 11 | ||||
| -rw-r--r-- | README.md | 2 |
5 files changed, 5649 insertions, 0 deletions
diff --git a/.gitattributes b/.gitattributes new file mode 100644 index 0000000..6833f05 --- /dev/null +++ b/.gitattributes @@ -0,0 +1,3 @@ +* text=auto +*.txt text +*.md text diff --git a/32796-0.txt b/32796-0.txt new file mode 100644 index 0000000..6089c2c --- /dev/null +++ b/32796-0.txt @@ -0,0 +1,5633 @@ +Project Gutenberg's The Two Testimonies, by Polyvios Dimitrakopoulos + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + + +Title: The Two Testimonies + +Author: Polyvios Dimitrakopoulos + +Release Date: June 13, 2010 [EBook #32796] + +Language: Greek + +Character set encoding: UTF-8 + +*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK THE TWO TESTIMONIES *** + + + + +Produced by Sophia Canoni + + + + +Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. +The spelling of the book has not been changed otherwise. Words in +italics have been included in _. A correction indicated at the end +of the book has been incorporated in the text. + +Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε +μονοτονικό. Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως έχει. +Λέξεις με πλάγιους χαρακτήρες έχουν περικλειστεί σε _. Το κείμενο +διορθώθηκε βάσει ενός παροράματος που αναφέρεται στο τέλος του βιβλίου. + + + + +ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ + +ΑΙ ΔΥΟ ΔΙΑΘΗΚΑΙ + + + +ΠΟΛΥΒΙΟΥ Τ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ +ΑΙ ΔΥΟ ΔΙΑΘΗΚΑΙ + +ΚΟΙΝΩΝΙΚΑΙ ΜΕΛΕΤΑΙ + +ΕΙΣΑΓΩΓΗ + +ΥΠΟ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ +ΑΓΓΕΛΟΥ ΒΛΑΧΟΥ + +(Εικόνες τον κ. Φρίξου Αριστέως) + +ΑΘΗΝΑΙ +ΕΚ ΤΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ ΚΤΕΝΑ +1901 + + + +ΤΗ Α. Β. Υ. +ΤΩ ΠΡΙΓΚΙΠΙ +ΝΙΚΟΛΑΩ + + + +ΠΡΟΛΟΓΟΣ + + + +Αναρίθμητοι συμβουλαί εδόθησαν προς τους ανθρώπους και αναρίθμητα +συμπεράσματα εκ της λογικής και της πείρας απορρέουσι καθ’ εκάστην, +τα οποία, όχι μόνον εις όσους τα ήκουσαν, αλλά και εις όσους τα +συνήγαγον, κατ' ουδέν εχρησίμευσαν. + +Τα όντα θα εκλείψωσιν εκ της γης κατ' ουσίαν αμετάβλητα, ο δε +τελευταίος άνθρωπος δεν θα διαφέρη από τον πρώτον, ειμή κατά το +ένδυμα και κατά το όπλον — αμφότερα τελειοποιημένα. + +Ο πρώτος Κάιν εδολοφόνησε τον αδελφόν του. + +Ο τελευταίος Κάιν θ' αυτοκτονήση από ανίαν και πλήξιν, διότι ούτε +αδελφόν θα εύρη δια να δολοφονήση. + +Δια τούτο συμπεράσματά τινα, τα οποία συνήγαγον εκ των πραγμάτων του +κόσμου, θεωρών άχρηστα δια τον εαυτόν μου και άχρηστα διά τους +ανθρώπους, εθεώρησα καταλληλότερον να τα κληροδοτήσω εις τον Πετεινόν +μου. + +Τις οίδεν εις εποχήν, καθ' ην οι έρωτες και οι πόλεμοι διεξάγονται +εντιμώτερον και ιπποτικώτερον παρά τοις πετεινοίς, ή παρά τοις +ανθρώποις, ίσως ευεργετήσω τον Πετεινόν μου διά της αχρήστου +φιλοσοφίας μου. + + + +ΠΟΛ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ + + + +ΕΠΙΣΤΟΛΙΜΑΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ + + + +Φίλε κ. Δημητρακόπουλε + +Γίνεται τωόντι δυστυχής ο άνθρωπος διά της γνώσεως; και πρέπει άρα να +πεινάση η καρδία, διά να τραφή ο νους, όπως πρέπει να μαρανθή το +άνθος, ίνα ωριμάση ο σπόρος; Άλυτον μένει και θα μείνη ίσως πάντοτε +το πρόβλημα, όσον καταφατικώς και αν απαντώσιν οι ποιηταί, όσον +αρνητικώς και αν αποφαίνονται οι επιστήμονες. Τις όμως θ' αρνηθή, ότι +πάσα, και η ελαχίστη γνώσις μας, διαλύει μίαν και μεγάλην πολλάκις +πλάνην, και ότι η μεγίστη πάντως πλάνη του τελείου αυτού, αλλά και +ατελούς συνάμα όντος, όπερ καλείται άνθρωπος, είνε η πλάνη της +επιγείου ευτυχίας; Όλη μας σχεδόν η ζωή αναλίσκεται και φθίνει εις +επιδίωξιν της ευτυχίας ταύτης. Μόλις ανοίγεται κατάπληκτος προς το +φως του βίου ο δειλός ημών οφθαλμός, και βλέπει — νομίζει ότι βλέπει +— μακράν, εις τα βάθη του κυανού ορίζοντος της ζωής, λάμπον το +φαεινόν της ευτυχίας είδωλον. Μακρός φέρει εκεί και τραχύς και +ανάντης ο δρόμος· τι πειράζει; και τι μας μέλει της οδού το μήκος και +η τραχύτης; Είμεθα νέοι, ακμαίοι και σφριγώντες. Γλυκείς, αόριστοι +και ανεπίγνωστοι πόθοι, ογκούσι τα στήθη μας και θερμή σφύζει εντός +της καρδίας ημών η άπληστος ελπίς. Εμπρός, εις κατάκτησιν του ωραίου +ειδώλου! Και τρέχομεν γοργοί και ασθμαίνοντες προς την γόησαν +εκείνην, την τόσον επαγωγόν και οιονεί προσμειδιώσαν και καλούσαν +ημάς φωτατμίδα. — Πώς; Εφθάσαμεν ήδη τόσον πλησίον της; Ναι! έν έτι +βήμα, και την συνελάβομεν εις την πρώτην καμπήν της οδού. Εκτείνομεν +την χείρα. . . την έχομεν, την εδράξαμεν! — Όχι· ηπατώμεθα παράδοξον +οπτικήν απάτην. Το επίχαρι εκείνο και θέλγον φάσμα ήλλαξε μορφήν και +μετέβαλεν όψιν· ουδ' είνε πλέον εγγύς ημών, υπό τους δακτύλους μας +αυτούς, ως επλανώμεθα πιστεύοντες προ μικρού. Απεμακρύνθη, υπεχώρησεν +εις τα βάθη του ορίζοντος, αλλά φέγγει πάντοτε, και προσμειδιά και +μας καλεί. Είνε πάντοτε η ευτυχία! Και αρχίζει πάλιν ο δρόμος ο +ταχύς, και πολλάκις επαναλαμβάνεται, καθ' όσον μεταλλάσσει προ ημών +μορφήν η γοητευτική οπτασία. Αποκάμνομεν πολλάκις τρέχοντες κατόπιν +της, προσοχθούμεν ενίοτε, ολισθαίνομεν άλλοτε και πίπτομεν. Αλλ' +εγειρόμεθα πάλιν ακάματοι και διώκομεν όση δυνάμει το μάγον όραμα, το +πάντοτε προσμειδιών και πάντοτε νέον. Πάντοτε νέον! ενώ ημάς +κατέφθασεν ήδη βραδυπατούν όπισθεν ημών το γήρας, και ήρχισε παραλύον +των ποδών ημών τα νεύρα. Δεν δυνάμεθα πλέον να τρέξωμεν, αλλά +βαδίζομεν όμως, και βαδίζομεν εκεί, εκεί πάντοτε, προς το φωσφορίζον +είδωλον ατενώς εστραμμένοι. Βαίνομεν ήδη, βραδέως, ολονέν βραδύτερον, +συρόμεθα μόλις επί της ατέρμονος οδού, αιμάσσομεν τους πόδας ημών +κατά των πετρών της, εξαντλούμεθα, και καταρρέομεν τέλος λιπόθυμοι εν +μέσω του δρόμου, μετά το έσχατον, ολιγοδρανές ημών βήμα. Μόλις έχει +την δύναμιν το στήθος ημών να εκπνεύση την υστάτην αυτού πνοήν· αλλά +το ύστατον όμως και θνήσκον ημών βλέμμα ατενίζει πάντοτε προς τον +απατηλόν εκείνον αντικατοπτρισμόν, τον ακτινοβολούντα εις τα βάθη του +ορίζοντος. Ω! αν είχομεν έτι δυνάμεις! διότι την πλάνην την έχομεν +πάντοτε, όσον και αν επλανήθημεν. Πόσοι όμως εξ ημών αναγνωρίζουσι +κατά την τελευταίαν εκείνην και μοιραίαν στιγμήν, ότι πλανηθέντες +ηυτύχησαν, ότι αυτή ακριβώς η τοσάκις επαναληφθείσα γοητεία υπήρξεν η +ευτυχία των; Πολλοί, οι πλείστοι, καταρώνται την μοίραν, ότι τους +επλάνησεν, αντί να καταρώνται αυτήν, ότι τους εξήγαγε της πλάνης. Δεν +ενθυμούνται πόσον ηυτύχουν, ότε επίστευον εις έρωτα ψευδή· +ελησμόνησαν, πόσον ήσαν ευδαίμονες, ότε υπελάμβανον αρραγή την +υπόσαθρον αφοσίωσιν ευγλώττου φιλίας, ή ελικνίζοντο υπό των ροδίνων +ονείρων της δόξης, ή ανέπλαττον κενήν μακαρίαν πλούτου και τιμών και +μεγαλείων· ουδέ συλλογίζονται πόσον αρρήτως υπήρξαν δυστυχείς, ότε η +σκυθρωπή αλήθεια ανέστη μαύρη προ των οφθαλμών των, αποκαλύπτουσα της +γυναικός την προδοσίαν, και του φίλου τον δόλον, και της δόξης τον +εμπαιγμόν, και των μεγαλείων την μηδαμινότητα. + +Άλλοι, οι πλούσιοι το πνεύμα, οι περίεργοι, ζητούσι να ανατάμωσι την +στιλπνήν πομφόλυγα, ήτις περιέπεσε τυχόν εις τας σοφάς αυτών χείρας, +και εκρήγνυνται εις αράς και βλασφημίας, όταν εκείνη διαρραγή εις +ατμόν και μηδέν, ως αναλύονται εις κλαυθμούς τα περίεργα νήπια, όταν +σπαράττωσι τα χάρτινά των ανάκτορα, όπως ανεύρωσιν εντός αυτών τον +χρυσοστεφή βασιλέα. Διώκουσι την βασιλείαν των ουρανών, και +λησμονούσιν, ότι μόνον εις τους πτωχούς τω πνεύματι επεφύλαξεν αυτήν +ο Θεός. + +Τας σκέψεις ταύτας μου ανεκίνησεν η ακρόασις των αποσπασμάτων των Δ ύ +ο Δ ι α θ η κ ώ ν σας, όσα είχετε την ευμένειαν να μου αναγνώσετε +πρό τινων ημερών. Συμπίπτουσιν, ως βλέπετε, κατ' ουσίαν προς την +κυρίαν ιδέαν, ήτις σας τας υπηγόρευσε· χαίρων δε παρετήρησα, ότι η +αποφθεγματική μορφή, δι' ης ενεδύσατε τας βαθείας πολλάκις και +πρωτοτύπους παρατηρήσεις σας, — μορφή ακροσφαλής ενίοτε και ανιαρά +εις τον αναγνώστην, τον αποστέργοντα συνήθως την αξιωματικήν διδαχήν +— έχει τουναντίον παρ' υμίν πολλήν την χάριν και την εγκρατή αρτιότα, +χωρίς να παραβλάπτεται εκ της αποφθεγματικής συντομίας η ευκρίνεια +των νοημάτων. + +Αν η πλάνη εκείνη της ευτυχίας, περί ης έλεγον προ μικρού, και περί +της οποίας τόσα διδάσκει ευφυώς ο μαδηθείς πετεινός σας, — ο κατά +Διογένην πλατωνικός άνθρωπος — γίνεται κατ' εξαίρεσιν ενίοτε και +πράγμα, το πράγμα τούτο εύχομαι εις το βιβλίον σας. Αν δε η γνώσις — +ως την εννοεί ο ελληνικός λαός — δεν αποκλείει πάντοτε την ευτυχίαν, +έστω και εμού και υμών ευχή, επ' ευκαιρία του προσεχώς ανατέλλοντος +νέου έτους και νέου αιώνος, να καταπέση τέλος κόκκος ολίγης γνώσεως +εις τους ελέω καθολικής ψηφοφορίας άρχοντας της Ελλάδος, και κόκκος +ολίγης ευτυχίας εις τους εν αυτή ελέω φατρίας αρχομένους. Καιρός +είνε, νομίζω. + +Εν Αθήναις, τη 20 Δεκεμβρίου 1900 + +ΑΓΓΕΛΟΣ ΒΛΑΧΟΣ + + + +ΜΕΡΟΣ Α'. +ΔIΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟΝ +Η ΧΡΥΣΗ ΔΙΑΘΗΚΗ + + + +ΣΥΜΒΟΥΛΑΙ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΕΤΕΙΝΟΝ ΜΟΥ + + + +Άκουσέ με καλώς· απεφάσισα να μη σε φάγω, αλλά να σε καταστήσω σοφόν +μεταξύ των ομογενών σου. Δεν λέγω όμως να σε κάμω και άνθρωπον. +Πρόσεξε· να γίνης σοφός, όσον αρκεί δι' ένα πετεινόν· διότι εάν γίνης +σοφός, όσον αρκεί δι' ένα άνθρωπον, δεν θα βραδύνη η ώρα, όπου θα +βγάλης τα μάτια του διδασκάλου σου. + +2 + +Σε εισάγω εις τον κόσμον και έχεις ανάγκην όπλων, διότι εις έκαστον +βήμα σου θα παλαίσης. Αλλά πρόσεξε μη φανερώσης εις ουδένα του +οπλισμού σου το σύστημα, διότι θα νικηθής δι' αυτού του ιδίου. + +3 + +Θέλεις να γίνης σοφός; μάθε όσα αρκούν διά να δυσπιστής προς την +ιδίαν σου σοφίαν. Πρόσεξε όμως μη τα μάθης όλα, διότι δεν θα πιστεύης +πλέον εις τίποτε. + +4 + +Εφ' όσον βλέπεις, ότι το κράτος του πνεύματος δεν κατισχύει των +προλήψεων και της ύλης, έκαστος δε δεν είνε υπεύθυνος διά τας ιδίας +του μόνον πράξεις, εφ' όσον ο πατήρ ερυθριά διά τον υιόν και ο υιός +διά τον πατέρα, η ευτυχία και η δυστυχία θα ήνε αι μάλλον και +ακροσφαλείς καταστάσεις του βίου. + +5 + +Μη επιδείξης ποτέ την τιμήν σου· είνε πράγμα, το οποίον, όσω +πλειότερον εκθέτεις εις την κοινήν θέαν, τόσω μάλλον καθιστάς την +υπόστασίν του αμφίβολον. + +Επιδεικνύων την τιμήν σου εις τους διαβάτας, είνε ωσάν να λέγης: + + — Βεβαιώσατέ με, χριστιανοί· είνε τάχα τιμή αυτό, που έτυχε να έχω, +ή μήπως είνε τίποτε άλλο και κάμνω λάθος; + +6 + +Μεγαλοποιείς τα προτερήματά σου; δίδεις υπονοίας, ότι έχεις ολιγώτερα +των όσων προσπαθείς να επιδείξης· μεγαλοποιείς τα ελαττώματά σου; +κινδυνεύεις να θεωρηθής ως υποκρύπτων πλειότερα. + +7 + +Όταν ο δαίμων αποφασίζη να σε σύρη προς την καταστροφήν σου, δεν σε +ωθεί προς αυτήν· σε έλκει. + +8 + +Ο άνθρωπος είνε παραδόξως γελοίος· καταναλίσκει ολόκληρον την +σήμερον, διά να σκεφθή τι θα πράξη αύριον. + +*** + +Η αύριον δεν είνε ιδική σου· ανήκει ακόμη εις τον θεόν, ή εις τον +διάβολον. + +9 + +Η ισχύς, εις την μυθολογίαν των αρχαίων εσυμβολίζετο δι' αετού· +σήμερον θα συναντήσης ισχυρούς, οίτινες, εάν είχον ιδιαιτέραν +μυθολογίαν, θα εσυμβόλιζον την ισχύν των διά μικροβίου. + +10 + +Μη ζητήσης να μετρήσης τον έρωτα με το ωρολόγιον· δεν έχει χρόνον +ωρισμένον· όταν πάσχη, η στιγμή είνε αιών· όταν ευδαιμονή, ο αιών +είνε στιγμή. + +Διά του έρωτος μόνον κατορθούται η λύσις του μεγίστου μαθηματικού +προβλήματος· να μετρηθή το απείρως σμικρόν διά του απείρως μεγάλου. +Ε, είνε αρκετόν το θαύμα τούτο, διά να μη ζητήσης και περισσότερα. + +11 + +Θέλεις να μεταβάλης διά μιας την όψιν όλων των πραγμάτων; γίνου +εμπαθής. + +12 + +Βλακεία: το γήρας της νεότητος. Αχρειότης: η νεότης του γήρατος. + +13 + +Όταν βλέπης μίαν υψηλότητα, αποφασίζουσαν να κύψη ολίγον, να την +θεωρής ως ευρισκομένην χαμηλότερον και της ταπεινοτέρας ταπεινότητος. + +14 + +Ο πλούτος δεν είνε πάντοτε πρόοδος· η πρόοδος είνε πάντοτε πλούτος. + +15 + +Αλλοίμονόν σου όταν αρχίσης να ζης με αναμνήσεις· εγήρασες. + +16 + +Ν' απεχθάνεσαι την γυναίκα ως υ π ο κ ε ί μ ε ν ο ν, να την λατρεύης +ως α ν τ ι κ ε ί μ ε ν ο ν, να την υποφέρης ως ρ ή μ α, και να την +καταδικάζης πάντοτε ως κ α τ η γ ο ρ ο ύ μ ε ν ο ν. + +17 + +Να θεωρής τον ανεμοδείκτην ενός ανακτόρου χρησιμότερον ενός βασιλέως +ανικάνου· τουλάχιστον δεν έχει ανάγκην εξόδων, και στρέφεται προς όλα +τα μέρη του βασιλείου. + +18 + +Φοβού τα τελειότερα εκ των θηρίων, και τους ημιτελείς εκ των +ανθρώπων· εκείνα καθιστά θρασύτερα η τελειότης των, τούτους +πανουργοτέρους η ατέλειά των. + +19 + +Λάλησον και εκρίθης. + +20 + +Από τους ανθρώπους, τους έχοντας το συμφέρον εις την θρησκείαν, να +προτιμάς πάντοτε τους έχοντας την θρησκείαν εις το συμφέρον· +τουλάχιστον οι δεύτεροι έχουν μίαν θρησκείαν, ενώ οι πρώτοι δεν έχουν +καμμίαν. + +21 + +Όσον άσημος και αν ήσαι, πρόσεχε και εις το απλούστερον βλέμμα σου· +είνε ικανόν να δημιουργήση ολόκληρον ιστορίαν. + +22 + +Θέλεις να πιστεύσουν ότι είσαι εγωιστής; διακήρυττε πάντοτε ότι είσαι +μετριόφρων. + +23 + +Ανεγνώρισες την αμαρτίαν σου; ημάρτησες κατά το ήμισυ· αποπειράσαι να +την δικαιολογήσης; την εδιπλασίασες. + +24 + +Όταν ίδης άνθρωπον θαυμάζοντα και λατρεύοντα την μορφήν του, γνώριζε +ότι αυτός αγαπάται. + +25 + +Το γήρας δεν άρχεται απ' εκεί, όπου λευκαίνεται η κόμη, αλλ' απ' +εκεί, όπου μαυρίζει η καρδία. + +26 + +Θ' ακούσης να λέγουν ότι ο Θεός είνε άνω, και ο Διάβολος κάτω· πλάνη· +ρίψε έν βλέμμα εντός σου, και θ' ανακαλύψης τον ένα εκ τούτων +κοιμώμενον, και τον έτερον αγρυπνούντα. + +27 + +Το καθήκον δεν είνε λέξις, ήτις να μεταλλάση σημασίας αναλόγως της +ιδιοσυγκρασίας και του χαρακτήρος εκάστου ανθρώπου· είνε συνθήκη +καθιερωμένη διά της συμπράξεως θείου και ανθρωπίνου νόμου, προς +διαιώνισιν της αρμονίας του κόσμου. Εάν δε και ο Θεός ακόμη εφωράτο +παραβαίνων το καθήκον του, θα εδικαιούτο ν' αποδοκιμάση αυτόν και +εκείνος ο σκώληξ της γης, διότι αφού άπαξ τον έπλασε, δεν θα είχε το +δικαίωμα να διαταράξη την ευδαιμονίαν και την ειρήνην του βίου του. + +28 + +Η κακία των ανθρώπων είνε απέραντος και ανεξερεύνητος, ως το χάος· +είνε το αρνητικόν άπειρον του ηθικού κόσμου. + +29 + +Προφύλαττε μετά προσοχής το θερμόμετρον της φιλίας, και έχε το +πάντοτε υπό τας ακτίνας του ηλίου της ευτυχίας· μη το θέσης υπό +σκιάν, διότι θα θραυσθή. + +30 + +Μη πιστεύης ότι θ' αγαπάς ισοβίως· εάν συνέβαινε τούτο, η γη θα ήτο +φωτεινοτέρα και του ηλίου, και θα είχομεν ρόδα και κατά τον χειμώνα. + +31 + +Η ευσυνειδησία του παντοπώλου ζυγίζεται ακριβέστερον μόνον δια της +ιδίας του πλάστιγγος. + +32 + +Όταν σου ομιλούν περί γυναικός πανούργου, πίστευε, χωρίς να την ίδης, +ότι δεν είνε πλέον ωραία. + +33 + +Υπάρχει και κάτι χειρότερον από το σκότος των οφθαλμών· το μίσος, +σκότος της ψυχής. + +34 + +Όταν ίδης άνθρωπον, αρχίζοντα να επιδεικνύη την αξίαν του, μη δίδης +πλέον προσοχήν εις αυτόν· την έχασε. + +35 + +Θα ίδης πολλά μεγαλουργήματα εις την φύσιν, τα οποία θα σε +καταπλήξουν· το άπειρον, ο ήλιος, οι αστέρες εις τον ουρανόν, και εις +την γην. . . η γυνή όταν λέγη ψεύματα. + +36 + +Η στιγμή της πραγματικής ησυχίας σου δεν είνε εκείνη, καθ' ην +κοιμάσαι συ, αλλ' εκείνη, καθ' ην κοιμάται η συνείδησίς σου. + +37 + +Μη σε ενθουσιάζη η πρόωρος πνευματική ανάπτυξις· πλησίον της ίσταται +απειλητικόν το πρόωρον γήρας. + +38 + +Εφ' όσον έχης στόμαχον και σάρκας, η απόλυτος αρετή είνε αυτόχρημα +ουτοπία. + +39 + +Μη πιστεύης ότι η επαγωγότης του λόγου είνε ιδιοφυία μόνον· είνε και +σοφίας είδος, έστω και αν ο λαλών δεν λέγει μεγάλα πράγματα. + +40 + +Μη μακαρίζης πάντοτε την ευτυχίαν· διότι η ευτυχία του ενός, είνε +κατά γενικόν κανόνα απόρροια της δυστυχίας κάποιου άλλου. + +41 + +Να μη υβρίσης ποτέ τον δημοσιογράφον· είνε φιλόπονος εργάτης, σπείρων +δι' ημέρας και νυκτός, και δρέπων εν τέλει καρπούς, πολύ +διαφορετικούς εκείνων, ους έσπειρεν· ανοίγει τους οφθαλμούς άλλων και +χάνει τους ιδικούς του· ελευθερώνει χείρας και τον πνίγουν· παρέχει +τέλος την ευγενεστέραν τροφήν εις τους άλλους, και συνηθέστατα +δειπνεί με την ευτελεστέραν. Μάρτυς αιώνιος, του οποίου και η +αποτυχία είνε μαρτύριον, και ο θρίαμβος μαρτύριον. + +42 + +Αγάπα τον χορόν· είνε η λογική των ποδών. + +43 + +Η τραγωδία μιας αδυναμίας, είνε πολύ υψηλοτέρα και δεινοτέρα από την +τραγωδίαν μιας ανάγκης· ουδείς πόλεμος διεξήχθη πεισματωδέστερον από +τον Τρωικόν, και πολύ συνηθέστερον συνέβη να κομματιασθούν δύο +πεινασμένοι δι' έν βλέμμα, παρά δι' έν καρβέλιον. + +44 + +Έχε εμπιστοσύνην εις την λεγομένην θ ε ί α ν ο ι κ ο ν ο μ ί α ν· +δεν αφίνει τίποτε ίνα χαθή επί της γης· είνε μήτηρ φιλόστοργος, τόσον +διά την διαιώνισιν του χρυσού, όσον και διά την διαιώνισιν των τ ε ν +ε κ έ δ ω ν. + +45 + +Μη παραδεχθής ποτέ ότι η ιστορία διδάσκει· είνε ανόητος ιδέα. Εάν η +ιστορία εδίδασκε, δεν θα ήτον η μία σελίς της αντιγραφή της άλλης. + +46 + +Το παρελθόν είνε κτήμα των παρελθόντων, και το μέλλον είνε κτήμα των +μελλόντων. Το παρόν μόνον είνε ιδικόν σου, εφ' όσον δε έχεις αγρόν +καλλιεργήσιμον, είνε ανοησία να χάνης τον καιρόν σου καταπατών +αγρούς, ανήκοντας εις άλλους. + +47 + +Όταν ακούης αλήθειαν, ήτις, μόλις προφερομένη, αναγνωρίζεται παρ' +όλων, έσο βέβαιος, ότι δεν είνε προωρισμένη να εξασκήση μεγάλην +επιρροήν επί της τύχης της ανθρωπότητος. + +48 + +Μη φοβηθής ποτέ την ειμαρμένην είνε η μάλλον θρασύδειλος θεότης, εξ +όσων εφιλοξένησεν ο ουρανός, ή συνέλαβεν η ανθρωπίνη φαντασία. +Επιτίθεται κατά της αδυναμίας και της δειλίας, και υποχωρεί προ της +δυνάμεως και του θράσους. Η αυθάδεια την καταπλήττει και την τρέπει +εις φυγήν. Ομοιάζει με τον θρασύδειλον κύνα, όστις σου επιτίθεται +άνευ λόγου, αρκεί δε μόνον να προσποιηθής, ότι κύπτεις ίνα λάβης +λίθον εκ της γης, διά να φύγη ουρλιαζόμενος. + +49 + +Προσευχήθητι και οργίασε κατόπιν, διά να εννοήσης τι εστι προσευχή· +οργίασε και προσευχήθητι, διά να εννοήσης τι εστι όργιον. + +50 + +Ουδέποτε ν' αμφιβάλης, ότι η αύριον δεν βραδύνει επί πολύ διά τα +έθνη, τα προωρισμένα να ζήσουν. + +51 + +Μη αποπειραθής ματαίως ν' ανακαλύψης το μυστήριον της Δόξης· είνε +φίλτρον μαγικόν, το οποίον άλλοτε παρασκευάζεται με τα ακριβώτερα +βότανα, και άλλοτε με καθαρό νερό. + +52 + +Απόφευγε την πρώτην λέξιν και επιφύλασσε πάντοτε δια τον εαυτόν σου +την τελευταίαν· ουδέποτε δε να λαλής πριν εξημερώση, όσον και αν ήσαι +βέβαιος ότι και τούτο θα γίνη. + +53 + +Υποπτεύου πάντοτε τον θόρυβον· πίθος πλήρης ουδέποτε θορυβεί· ο +κενός, ορχήστρα ολόκληρος. + +54 + +Μη εμπιστεύεσαι εις την όρασιν του ανθρώπου· σπανιώτατα +αντιλαμβάνεται όπως βλέπει· συνηθέστατα βλέπει όπως αντιλαμβάνεται. + +55 + +Ουδέποτε προς μέτρησιν της ηθικής του άλλου να μεταχειρισθής την +ιδικήν σου· διότι τόσω μείζονα εμπιστοσύνην έχεις εις το μέτρον σου +τούτο, όσω περισσότερον τυγχάνει βεβλαμμένον και ελλειπές. + +56 + +Η ψυχή της μεγάλης τέχνης δεν είνε όγκος, όστις δύναται να προσπέση +εις τας αισθήσεις σου ευθύς αμέσως· είνε έν σημείον ελάχιστον· σου +διέφυγε το σημείον αυτό; σου διέφυγεν ολόκληρος η ψυχή της· δεν +ενόησες τίποτε. + +57 + +Ξεύρεις; αι γυναίκες κλαίουν συνήθως, αλλά μη δίδης εις τούτο +προσοχήν πάντοτε. Εάν οι κροκόδειλοι εγνώριζον πώς κλαίουν αι +γυναίκες, βλέποντες κανένα κλαίοντα μεταξύ αυτών, θα έλεγον προς +χλευασμόν του: + + — Κύτταξε! αυτός ο κροκόδειλος κλαίει σαν γυναίκα. + +58 + +Μη εμπιστεύεσαι εις τας χείρας, όσον επιμελώς και αν εκαθαρίσθησαν +από μιας κηλίδος· + + έφτιασε και το λελέκι + άλλην μια φωληάν παρέκει, + μα δεν πρόφθασε να μείνη + και τη λέρωσε κ' εκείνη! + +59 + +Ν' αγαπήσης άπαξ, είνε αίσθημα· ν' αγαπήσης δις, είνε τέχνη· ν' +αγαπήσης τρις, είνε έξις· τετράκις, ανισορροπία· και πέραν; — ω θεέ +μου!. . . + +60 + +Υπάρχουσι καταπλήξεις, υπάρχουσι κεραυνοβόλα θεάματα, προ των οποίων +δύνασαι να βάλης ένα στεναγμόν. Αλλ' υπάρχουσι και κεραυνοί, οίτινες +σε μεταβάλλουσιν εν ακαρεί εις ψυχρόν και αναίσθητον αυτόματον, +αφαιρούντες εν τέλει και αυτού του άλγους την συναίσθησιν. Το πνεύμα +παύει τότε λειτουργούν, η δε καρδία μεταπίπτει διά της +υπερευαισθησίας εις την εντελή αναισθησίαν. Τη αληθεία όμως, η +τοιαύτη ακαριαία άμβλυνσις του αισθητικού, αποτελεί μεγίστην +ευεργεσίαν εκ μέρους της φύσεως, αποτελεί ασπίδα ισχυράν κατά των +υπολοίπων πληγών, ας δύναται να καταφέρη· εξακολούθητικώς ο αγρίως +διεγερθείς περιβάλλων σε κόσμος, και κηρύξας αμείλικτον πόλεμον κατά +του περιβαλλομένου εν σοι. Εις την περίστασιν ταύτην, η αναισθησία +είνε αληθής ηρωισμός. + +61 + +Τρέμε, δυστυχή, τον ηθικόν θάνατον· είνε τόσον τρομερώτερος του +φυσικού, ώστε η ανάστασις των ζώντων είνε έργον πολύ μεγαλείτερον από +την ανάστασιν των νεκρών· εάν εδοξάσθη ο Ιησούς, εδοξάσθη μόνον διά +το πρώτον. + +62 + +Αληθώς η δυσκολωτέρα γνώσις, είνε η γνώσις σεαυτού. + +Νομίζω μάλιστα, ότι εν όλω τω δικαίω του ηδύνατο να θεωρηθή ως +μεγαλοφυής και ο μωρός ακόμη εκείνος, όστις θα εξύπνα μίαν πρωίαν και +θα έλεγεν εις τον υπηρέτην του: + + — Φίλε μου, σε αποβάλλω της υπηρεσίας μου, διότι, διά να υπηρετής +άνθρωπον σαν εμέ, ή πολύ ανόητος πρέπει να ήσαι, ή πολύ αχρείος! + +63 + +Η καρδία· μέλος των εντοσθίων σου, αιωνίως αιχμάλωτον, σύρον μόνον +σε, και συρόμενον από όλους τους άλλους. + +64 + +Ο Θεός· το ηθικόν στήριγμα της συνειδήσεώς σου, παρά του οποίου +σπανίως ζητείς συγγνώμην διά την χθες, πάντοτε όμως αναθέτεις εις +αυτόν την φροντίδα της αύριον. Με την σήμερον, ο Θεός δεν έχει +καμμίαν σχέσιν. + +65 + +Όταν συναντάς έρωτα πολύ θερμόν και ολίγον ειλικρινή, να του +συμβουλεύης ψυχρολουσίας και νοσοκομείον. + +66 + +Ούτε υπάρχει, ούτε θα υπάρξη εν τω κόσμω ισότης· υπάρχει όμως και +πρέπει να υπάρχη ισορροπία, ήτις, κατά θείαν πρόνοιαν, έχει +διακανονισθή ούτως, ώστε να επιτυγχάνεται και δι' αυτής της +ανισότητος. + +67 + +Όταν βλέπης, ότι ο βασιλεύς κάμνει τον ένα μόνον να μειδιά, έσο +βέβαιος, ότι πέριξ χίλιοι κλαίουν. + +68 + +Απόφευγε όρνιθα την οποίαν δεν αγαπάς· ουδέν ανιαρώτερον από την +αφοσίωσιν και από τα κακαρίσματά της. + +69 + +Σεβάσθητι τα δάκρυα του πρώτου έρωτος υπέρ πάντα τα άλλα· +εμπερικλείουσιν ολόκληρον το μυστήριον της δημιουργίας και της +διαιωνίσεως της ζωικής ύλης· εκείνα λαλούσιν ευγλωττότερον της +γλώσσης, εκείνα ισχύουσιν, όπως καταστήσωσι τον κόσμον αιώνιον και +ευδαίμονα. + +Οι αδάμαντες της γης είνε το πρώτον ερωτικόν δάκρυ των πρωτοπλάστων· +δύναταί τις να είπη, ότι εις το δάκρυ τούτο ρευστοποιείται η ψυχή +ολόκληρος, όπως συνελκύση ασφαλέστερον την ύλην προς την ύλην, όπως +εμφυσήση αληθή ζωήν και σφρίγος εις το τέως αυτόματον, του ανοίξη, ως +διά μαγείας, την χρυσήν πύλην του ναού της φύσεως, και φέρη αυτό +γονυπετές προ του βωμού του Αιωνίου. + +70 + +Ουδεμία πράξις υπάρχει, την οποίαν δεν περιβάλλει κατά συνθήκην έν +ιδεώδες· ουδέ το έγκλημα εξαιρείται. + +71 + +Όταν βλέπης, ότι μία αλήθεια αρχίζει να προκαλή οργήν ή τρόμον, +πίστευε ότι το ήμισυ του προορισμού της έχει ήδη εκπληρωθή. + +72 + +Κατά τα φαινόμενα ούτε ο Θεός ευνοεί πάντοτε τον αθώον, διότι αν +ήθελε να τον σώση από τον κεραυνόν, θα έρριπτεν αυτόν μετά την +βροντήν. Αλλά δεν θέλει· ρίπτει τον κεραυνόν, φονεύει και τον αθώον, +κατόπιν δε βροντά, ως εάν λέγη: + + — Κάπου εφόνευσα άνθρωπον· πηγαίνετε να τον εύρετε και να τον +κλαύσετε! + +73 + +Θέλεις να μετρήσης καλήτερον τους οδόντας του διαβόλου; κάμε τον να +γελάση. + +74 + +Και η απόλυτος αλήθεια καταντά ουτοπία, εφ' όσον χίλιοι έχουν επί του +αυτού αντικειμένου χιλίας ιδέας. Βλέπεις τον ήλιον; την ύπαρξίν του +παραδέχονται όλα τα δισεκατομμύρια των ανθρώπων. Ε, αν και συ ακόμη +αποφασίσης να τον αρνηθής, ο δίσκος του πρέπει να θεωρηθή ηλαττωμένος +κατά το τοσάκις δισεκατομμυριοστόν. + +75 + +Πρόσεχε· δεν είνε ηρωισμός να ρίπτης δυο πτώματα εις έν λεπτόν· +ηρωισμός είνε να τ' ανεγείρης. + +76 + +Φοβού τας πληγάς των φίλων· αυτοί γνωρίζουν που πονείς περισσότερον. +Μη φοβού τας επιδημίας και τους λιμούς· είνε οξείς, αλλά παρέρχονται· +αι χειρότεραι νόσοι είνε αι ενδημικαί. + +77 + +Εάν δυνηθής, αρκέσθητι μόνον εις την ιδέαν της απολαύσεως, είνε η +διαρκεστέρα απόλαυσις. + +78 + +Έχει και η καρδία την φιλοσοφίαν της, — ο οίκτος· έχει και την +ποίησίν της — ο έρως· έχει και την παραφροσύνην της, — το μίσος. + +79 + +Και η υπερβολή της ηδονής σου, γλυκεία οδύνη· και η υπερβολή της +οδύνης σου, ηδονή πικρά. + +80 + +Ο ευγενέστερος προορισμός του θάλπους είνε, όταν το έχης, να το +παρέχης και εις τους άλλους· διότι εάν ο ήλιος εκράτει την θερμότητα +και το φως δι' εαυτόν, και ήτο τόσον εγωιστής, ουδέν ον θα ευρίσκετο +σήμερον διά ν' ανυψώση προς αυτόν το βλέμμα, διά να τον θαυμάση και +του αναγνωρίση την ευεργεσίαν. + +81 + +Παρά να δύνασαι να πράξης το καλόν και να μη θέλης, είνε προτιμώτερον +να θέλης και να μη δύνασαι. + +82 + +Ασφαλεστέραν θεώρει την στέγην της καλύβης σου, επί θεμελίου ιδικού +σου, παρά την στέγην του μεγάρου σου, επί θεμελίου δανεικού. + +83 + +Κεφαλή γυμνή έξωθεν, ημπορεί και να μη προδοθή· αλλά κεφαλή γυμνή +έσωθεν, όσον και αν κρυφθή, θα προδοθή. + +Η κεφαλή είνε το μόνον πράγμα εν τω κόσμω, του οποίου τα έσω +φαίνονται καλήτερον από τα έξω. + +84 + +Η γη δεν ενέκλεισεν εις τους κόλπους της αδάμαντα πολυτιμώτερον, ούτε +η θάλασσα μαργαρίτην, από το δάκρυ, το κυλιόμενον εκ των οφθαλμών +ευτυχούς ανθρώπου διά την δυστυχίαν του άλλου. + +85 + +Εάν ακούσης να λέγουν, ότι η τιμή είνε και χρήμα και πλούτος, μη το +πιστεύσης· πλούτος, είνε δι' εκείνους πού την έχουν· χρήμα, δι' +εκείνους που την έχασαν. + +86 + +Εις δύο περιστάσεις δεν επιτρέπεται η δειλία· εις τον πόλεμον και εις +τον έρωτα. + +87 + +Η Δουλεία είνε κατάστασις, την οποίαν αισθάνεται βαθύτερον η καρδία, +παρ' όσον την αντιλαμβάνεται ο νους· διά τούτο γεννά περισσότερα +αισθήματα, παρά ιδέας. + +88 + +Μία μεγάλη γυνή, επιβάλλεται πλειότερον από ένα μέγαν άνδρα εις +πνεύμα, και ασκεί τόσω μείζονα επί της κρίσεως βαρύτητα, όσω μείζονα +ελαφρότητα ανέμενέ τις εξ αυτής. + +89 + +Εάν ερωτήσης ανθρώπους, τι προτιμούν; να παραδώσουν την ψυχήν των εις +ένα διάβολον με πορφύραν, ή εις ένα άγγελον με κουρέλια; Όλοι τον +διάβολον θα προτιμήσουν. + +90 + +Να βδελύττεσαι και να φοβήσαι ολιγώτερον τον αχρείον, που είνε και +δεν φαίνεται, από τον αχρείον, που είνε και φαίνεται. + +91 + +Θαύμαζε τους καλούς τρόπους, αλλά μη τους εμπιστεύεσαι πάντοτε· εις +το τρυφερώτερον πόδι απαντώνται συνήθως οι σκληρότεροι κάλοι. + +92 + +Η νυξ είνε καλός σύμβουλος, αλλά διά τους έχοντας εις την ψυχήν των +ημέραν· διά τους έχοντας όμως και εις την ψυχήν των νύκτα, είνε +ολέθριος σύμβουλος. + +93 + +Μη υποχρεώσης την ψυχήν σου να αισθανθή ακούσιον αίσθημα· ζητείς να +διεγείρης τρικυμίαν εις ένα ωκεανόν με τον δάκτυλον. + +94 + +Και καθήμενος και μηδέν πράττων ακόμη, κουράζεις τους άλλους· θέλεις +να μη τους κουράζης ποτέ; ύβριζε. + +95 + +Από την αλήθειαν, ήτις λέγεται όταν δεν πρέπει, να προτιμάς και αυτό +το ψεύδος, το οποίον λέγεται όταν πρέπει. + +96 + +Αυτό θα ειπή αγών της ζωής· ζητείς κάτι επιμόνως από τον ουρανόν, +καθ' ην στιγμήν ευρίσκεται προ των ποδών σου, και σκοντάπτων επ' +αυτού, ή το συντρίβεις, ή συντρίβεσαι ο ίδιος. + +97 + +Ο χρυσός είνε ο ισχυρότερος μαγνήτης, όστις έλκει ό,τι αντικρύση προς +αυτόν. Να ήσαι βέβαιος, ότι εάν ο ήλιος δεν είχε το χρώμα του, +ηλιακόν σύστημα δεν θα υπήρχεν· ουδείς πλανήτης θα τον υπήκουε και θα +εστρέφετο περί αυτόν. + +98 + +Αίσχος· το μόνον αθάνατον, το οποίον δημιουργεί ο θνητός. + +99 + +Ουδείς υπάρχει πράγματι δυστυχής· όλοι, όσοι φαίνονται τοιούτοι, +νομίζουν πρώτον ότι είνε, και κατόπιν γίνονται. + +100 + +Φοβού τους όνυχας και ρόδα φέροντας. + + + +Β'. + + + +101 + +Δύναται και η ουρά σου ν' απαστράπτη εις τον ήλιον, και το στέμμα σου +να θαυμάζεται· εφ' όσον έτι δεν ελάλησες, δεν έδειξες τι πετεινός +είσαι. + +102 + +Οσάκις συναντήσης σοφόν καθ' οδόν, σταμάτησέ τον και ερώτα: + +Τι προετίμας, ω σοφέ; να σου δώσω 100 χιλιάδας νέων δραχμών, ή να σου +εμπνεύσω 100 χιλιάδας νέων ιδεών; Ή ακόμη τι προετίμας; να +εσφετερίζεσο έν εκατομμύριον δραχμών από ένα τραπεζίτην, ή έν +εκατομμύριον ξένων ιδεών από ένα φιλόσοφον, με την βεβαιότητα, ότι +δεν θα σε εννοήση κανείς;. . . . Μη λαμβάνης τον κόπον ν' απαντήσης, +διότι την απάντησίν σου την μαντεύω· ποσάκις δεν επώλησες ιδέας αντί +δραχμών, και ποσάκις δεν παρεκάλεσες τον Θεόν, ίνα σου εμβάλη εις την +κεφαλήν εκατομμύρια ιδεών, διά να τας πωλήσης αντί ολίγων δεκάδων +δραχμών, αφού δεν έστερξεν εις τας ικεσίας σου, ίνα εμβάλη εις τα +θηλάκιά σου εκατομμύρια δραχμών, και να μη σου αφήση εις την κεφαλήν +ουδεμίαν άλλην ιδέαν, ειμή την ιδέαν μόνον. . . .ότι είσαι +εκατομμυριούχος! Βλέπεις λοιπόν, ω σοφέ, αυτό το χαρτονόμισμα το +ξεσχισμένον, το λερωμένον, το βρωμερόν; η βρώμα του αποτελεί το +ελιξίριον της μακροβιότητος και της αθανασίας· πολλοί εβλάβησαν από +χρήσιν βρωμερών βιβλίων, από χρήσιν όμως βρωμερών χαρτονομισμάτων +ουδείς. Με τούτο ημπορείς, όσον κτήνος και αν ήσαι, να εγείρης ένα +ανδριάντα εις την γελοίαν ύπαρξίν σου, να τον ίδης ζων τοποθετούμενον +εις το άκρον μιας οδού, φερούσης το όνομά σου, και να διαιωνίσης διά +του λίθου ξύλινον ον, μεταξύ του οποίου και σού η μόνη διαφορά +υπάρχει, ότι το ξύλον επλήρωνε και ανηγείρετο ο λίθος! + +103 + +Το Μεγαλείον έχει όρια, πέραν των οποίων, ή γελοίον αποβαίνει, ή +ειδεχθές. + +104 + +Εξέλεγχε πάντοτε την Αιδώ· ομοιάζει με τα πολύτιμα προσόντα· όσω +μάλλον εκλείπει, τόσον και πολλαπλασιάζεται η α π ο μ ί μ η σ ι ς +της. + +105 + +Η φύσις κατέχει και τα αντίδοτα όλων των δηλητηρίων της· το δυστύχημα +όμως είνε, ότι είνε δύσκολος η ανεύρεσις αυτών. + +106 + +Μέγας νους μετά μεγάλης καρδίας, ανέρχεται μέχρι της Αρετής διά να +την φθάση. + +Μέγας νους μετά μικράς καρδίας, ανέρχεται μέχρι της Αρετής· διά να +την κρημνίση. + +Μικρός νους μετά μεγάλης καρδίας, καταβιβάζει την Αρετήν μέχρις +εαυτού διά να την φθάση. + +Μικρός νους μετά μικράς καρδίας, καταβιβάζει την Αρετήν μέχρις εαυτού +διά να την συντρίψη. + +107 + +Θέλεις να κρίνης την εργασίαν του άλλου ασφαλέστερον; δοκίμασε πρώτον +αν ημπορής να την κάμης, και ερώτησε τον εαυτόν σου διατί δεν την +έκαμες. + +108 + +Μη δίδης ποτέ πίστιν εις τα χρώματα· και τα δηλητήρια ανθούσιν, αλλά +τα άνθη των φονεύουσι ταχύτερον. + +109 + +Ουδέποτε θα δυνηθής να εννοήσης και τούτο· πώς υπάρχουν άνθρωποι +αναμιγνυόμενοι εις ξένα όνειρα, μολονότι δεν εξώφλησαν ακόμη με τα +ιδικά των. + +110 + +Ποτέ μη λέγης τι είσαι· δεν θα σε πιστεύση κανείς, ουδ' εάν +κατηγορήσης σεαυτόν. Ο κόσμος τείνει εις το να έχη συνήθως περί σου +πολύ διάφορον ιδέαν της ιδικής σου. + +111 + +Όταν αγαπήσης και ανταγαπηθής, ερώτησε τον εαυτόν σου: — Τι +πλειότερον εγνώρισε και απήλαυσεν ο Μαθουσάλας από το έντομον εκείνο, +το καλούμενον Εφήμερον, του οποίου ο βίος άρχεται με την ανατολήν του +ηλίου και εκλείπτει με την δύσιν του; + +112 + +Όταν σε πάρη ο κατήφορος, και εις τον Παράδεισον αν ταξειδεύσης, θ' +ακούσης περισσοτέρας κακολογίας επανερχόμενος, παρ' όσας θα ήκουες +εάν εταξείδευες εις αυτήν την Κόλασιν. + +113 + +Το μεγαλείτερον ελάττωμα είνε η προσπάθεια προς απόκρυψιν ενός +ελαττώματος· αντί ν' αλλάξης όψιν, παρουσιάζεις αυτήν με έν ελάττωμα +επί πλέον. + +114 + +Και το γελοίον έχει όρια, πέραν των οποίων αποβαίνει συμπαθές. + +115 + +Η γυνή ορκιζομένη, θάπτει ζώντας και εκθάπτει νεκρούς μετά τοσαύτης +ευκολίας, ώστε ο έρως δι' αυτήν καταντά νεκροθάπτης αυτόχρημα. + +116 + +Μη θαυμάζης τον ταώ· έχει χρυσάς πτέρυγας, αλλά μυαουρίζει ως η γάτα· +προτίμησε την γάταν, η οποία δεν μιμείται κανέν άλλο ζώον. + +117 + +Ο ενθουσιασμός είνε σύμπτωμα, μαρτυρούν αναβίωσιν και αναγέννησιν. + +118 + +Ο Γολγοθάς της Τέχνης έχει δυο ατραπούς, οδηγούσας εις την αυτήν +κορυφήν· από την μίαν ανέρχονται διά να σταυρωθούν, κι από την άλλην +διά να πάρουν τον αέρα των· και συμβαίνει συνήθως οι μεν πρώτοι να +σταυρούνται, οι δε δεύτεροι να φαίνωνται εις τον κόσμον +περιβεβλημένοι την αίγλην του αγίου Πνεύματος και τον στέφανον του +μαρτυρίου. + +119 + +Αγάπα τα άνθη· είνε το σιωπηλόν και άγραφον ευαγγέλιον της φύσεως. + +120 + +Δεν υπάρχει θέσις οικτροτέρα δι' ένα άνδρα, από το πλευρόν γυναικός, +παρ' ης δανείζεται το όνομά του, έστω και αν λέγεται «ο σύζυγος της +Βασιλίσσης». Όταν του απονέμεις τον τίτλον του είνε ωσάν να λέγης εις +τους άλλους: + +« — Ησυχάσετε, δεν είνε κ α ν ε ί ς.» + +121 + +Μεσονύκτιον· η τελευταία θωπεία της χθες, και το πρώτον ράπισμα της +αύριον. + +122 + +Μη πιστεύσης ποτέ, ότι η καρδία δεν έχει και ολίγον πνεύμα· το πνεύμα +όμως είνε ανηλεές· δεν έχει ούτε ίχνος καρδίας. + +123 + +Αλλοίμονον εις εκείνον, όστις εσυνείθισε να βλέπη όλα τα πράγματα +ανάποδα· θα καταγγείλη επί εσχάτη προδοσία κατά της φύσεως και τον +εαυτόν του ακόμη, όταν αποφασίση να εννοήση, ότι περιπατεί με την +κεφαλήν άνω και με τους πόδας κάτω. + +124 + +Απόφευγε την αυταπάτην· είνε η οικτροτέρα κωμωδία της ανθρωπίνης +ψυχής. + +125 + +Ο έρως ή αιθήρ θα ήνε, ή βόρβορος. + +126 + +Εις τον κόσμον αυτόν ουδέποτε θα εννοήσης διατί υπάρχουν τόσα +πράγματα απαίσια, περιβαλλόμενα με το αισιώτερον κάλυμμα. + +Και ακόμη δεν θα εννοήσης, διατί ο ήλιος αντανακλάται και εις τον +βόρβορον ούτε διατί ο βόρβορος αποξηραινόμενος, ανέρχεται ως +κονιορτός μέχρι του αιθέρος. + +Και δεν θα εννοήσης ακόμη, ούτε το δάκρυ της χαράς, ούτε το μειδίαμα +της λύπης· ούτε την διαφοράν του στεναγμού της οδύνης από του +στεναγμού της ηδονής. + +Και δεν θα εννοήσης, ούτε διατί η φύσις αποδεικνύεται ενιατού και +προς εαυτήν ανειλικρινής και ψευδομένη· παρουσιάζει ζώα με μοναδικήν +υπόστασιν και ανθρώπους με διπλήν· σε θωπεύουν διά του βλέμματος, +καθ' ην στιγμήν διά της ψυχής των σε καταξεσχίζουν· ωκεανούς, υπό την +λείαν των οποίων και χαρίεσσαν επιφάνειαν, κρύπτεται μαύρη άβυσσος με +μυρίους θανάτους. + +127 + +Ολόκληρος ο βίος είνε έν όνειρον, από το οποίον αφυπνιζόμεθα, όταν +πίπτωμεν ίνα κοιμηθώμεν διά παντός. + +128 + +Την στιγμήν όπου ο διάβολος θα εννοήση ότι έχει κέρατα, τα χερουβείμ +θα του παραχωρήσουν την θέσιν των. + +129 + +Συνήθως καταναλίσκουν οι άνθρωποι τα τρία τέταρτα του βίου των, προς +συντομωτέραν εξόφλησιν του υπολοίπου τετάρτου. + +130 + +Λαοί δούλοι εξιδανίκευσαν την δουλείαν των, και λαοί ελεύθεροι +κατεσπίλωσαν την ελευθερίαν των· εάν εκαλείσο να εκλέξης μεταξύ +τοιαύτης δουλείας και τοιαύτης ελευθερίας, απάντησε ανενδοιάστως, ότι +προτιμάς σκότος μετά συνειδήσεως, παρά φως μετ' ασυνειδησίας. + +131 + +Δύνασαι να ήσαι αχθοφόρος, δύνασαι να ήσαι βασιλεύς· δύνασαι ν' +αποφύγης όλας τας διατάξεις του Ποινικού Νόμου· διά τον Ηθικόν Νόμον +είσαι πάντοτε υπόδικος. + +132 + +Όταν βλέπης λαόν, όστις βαδίζει προς τον θάνατον άδων, πίστευε ότι +βαδίζει προς την ζωήν. + +133 + +Ουδείς θα κηρυχθή πολέμιός σου, εάν πρώτον δεν αναγνωρίση την αξίαν +σου· περί τούτου έσο βέβαιος. + +134 + +Αναγινώσκων διαρκώς περί της ευτυχίας του άλλου θα πλήξης· ουδέποτε +όμως θα κουρασθής παρακολουθών την δυστυχίαν του. + +135 + +Διά την αληθώς ερώσαν γυναίκα ουδέν είνε αδύνατον· είνε ικανή να +ονειρευθή, ότι ανατρέπει και το σύμπαν, διά να ίδη πριν εξυπνήση, ότι +δίδει εις αυτό πνοήν εκ της πνοής του εραστού της, και ότι κατορθώνει +ν' αναφλέξη εκ νέου τον ήλιον με ένα σπινθήρα του έρωτός της. + +136 + +Πρόσεξε και εις τον οκνηρόν· η αργία του είνε έν είδος ηδονής, και +όταν ακόμη συνοδεύεται από τας αναποφεύκτους στενοχωρίας της. + +137 + +Μη επικαλεσθής ματαίως την ψυχράν λογικήν, όπου η ψυχή σου θα λαλήση +ευγλώττως· δεν θα σε υπακούση. + +138 + +Εκ της χαράς του άλλου, προσθέτεις εις την λύπην σου λύπην και εκ της +λύπης του άλλου, εις την λύπην σου χαράν. + +139 + + Όσω στον κόσμον βλέπωμεν ποδόγυρον, + κι' όσω ακόμη έχωμεν πατρίδα, + το ράσσον δεν θα φτιάνη τον καλόγηρον, + ούτε τον μασκαράν η προσωπίδα. + +140 + +Απόφευγε τους εμπόρους των μεγάλων εκδουλεύσεων· είνε λαθρέμποροι +δηλητηρίων. + +141 + +Μάθε και κατά τι διαφέρει η γυνή της γάτας: ότι η μεν γάτα είνε γυνή +με ουράν, η δε γυνή, γάτα χωρίς ουράν. + +142 + +Η σήμερον είνε μία σφην μεταξύ της χθες και της αύριον· είνε δηλαδή +μία στιγμή ελαχίστη, μεταξύ δύο απείρων. + +143 + +Η ηθική δύναμις, αφ' ης εκπηγάζει και εξαρτάται το μεγαλείον, είνε τι +ένθεον, εδρεύον εν τη ψυχή, και απολύτως ανεξάρτητον των μέσων, άτινα +ο εξωτερικός κόσμος διαθέτει προς την ανάπτυξιν και την δράσιν του. + +144 + +Δύο, αντιθέτου φύσεως όντα, δεν στρέφονται όπισθέν των· ο λύκος και ο +αθώος άνθρωπος. Θέλεις να πλήξης επιτυχέστερον; ελθέ εκ των νώτων. + +145 + +Όσω μάλλον πεπωρωμένη είνε μία καρδία, τοσούτον και ιλιγγιά προ της +ιδέας του θανάτου· θα έλεγέ τις, ότι φοβείται μήπως ο θάνατος +αποσβέση το αίσχος της. + +146 + +Ολιγώτερον φαίνεσαι, ολιγώτερον υβρίζεσαι· είς φιλικός χαιρετισμός, +ισοδυναμεί πολλάκις προς δέκα εχθρικάς ύβρεις. + +147 + +Η τύχη σου είνε έργον των χειρών σου· εάν δε συμβαίνη να λαμβάνη +ταχυτέραν ή βραδυτέραν φοράν, τούτο δεν είνε συμπτωματικόν· εξαρτάται +από μυρίας συγκεκριμένας αιτίας, απορρεούσας και ταύτας συνήθως εκ +της ιδίας θελήσεώς σου. + +148 + +Η Ειρήνη είνε το ιλαρόν προσωπείον του Πολέμου· ο Πόλεμος, το +τραγικόν προσωπείον της Ειρήνης. + +149 + +Οι μάρτυρες της ιδέας είνε κατά το μάλλον και ήττον ισότιμοι· +αδιάφορον ποία υπήρξεν η ιδέα των και ποία η επί της ανθρωπότητος +επιρροή της. + +150 + +Όταν ίδης σύζυγον, ανησυχούντα διά την πίστιν της γυναικός του, +λάλησε εις το ους του: — Ηλίθιε! θέλεις να κοιμάσαι ήσυχος; αφαίρεσε +ολίγα πτερά από το καπελλίνον της συζύγου σου, και πρόσθεσε τα εις +την ψυχήν της. + +151 + +Ούτε ο ήλιος τυφλώνει ταχύτερον τους οφθαλμούς σου, από την λάμψιν, +την οποίαν διαβλέπεις εις τον εαυτόν σου. + +152 + +Τα έθνη δεν φονεύονται, ούτε διά της πείνης, ούτε διά των χρεωκοπιών, +ούτε διά της ήττης· φονεύονται διά της ιδέας. + +153 + +Είνε παράδοξος ο έρως, πολύ παράδοξος κατάστασις· μεταφέρει τον +άνθρωπον ακαριαίως εκ της περιωπής του αγγέλου εις την του θηρίου· +κάλλιον ειπείν, συγχέει τας δύο ταύτας ιδιότητας εις βαθμόν +ακατανόητον και επικίνδυνον· προξενεί λύπην και χαίρει· ενίοτε +προξενών χαράν, ευρίσκει ηδονήν μη συμμεριζόμενος αυτήν· πολλάκις +δημιουργεί μόνος την δυστυχίαν, και άλλοτε κενώει την κύλικα της +ευδαιμονίας μέχρι πυθμένος, μόνον και μόνον, όπως αναζητήση εν αυτή +την μυστηριώδη κόκον της δυστυχίας. Είνε είς περιπλανώμενος παράφρων, +όστις ουδέν άλλο ζητεί, ή την εξόντωσιν εαυτού διά παντός μέσου, και +ούτινος η γη της επαγγελίας είνε συνήθως το πλησιέστερον +νεκροταφείον. + +154 + +Πιστεύεται, ότι διά του οίνου λησμονεί ο άνθρωπος τας συμφοράς του. +Έσο βέβαιος ότι εάν ο οίνος έλειπεν από τον κόσμον, ουδέποτε ο +άνθρωπος θα είχεν ανάγκην αυτού, διά να λησμονήση τας συμφοράς του. + +155 + +Το μέγα ονόμαζε μέγα, και το μικρόν ονόμαζε μικρόν· μη επιχειρήσης +όμως να τα περιγράψης, διότι θα σμικρύνης το πολύ μέγα, και θα +μεγαλώσης το πολύ μικρόν. + +156 + +Η αυτοκτονία δεν είναι αποτέλεσμα δειλίας και απελπισίας· είνε το +θάρρος των δειλών, και η ελπίς των απηλπισμένων. + +157 + +Ο ανήρ φαινομενικώς είνε ο σύζυγος της γυναικός· κυρίως είνε το υ π +ο σ υ ζ ύ γ ι ον της. + +158 + +Το κάλλος υπήρξε πάντοτε η ασφαλεστέρα παγίς του ανθρωπίνου +πνεύματος, ταυτοχρόνως δε και το ταχύτερον όχημα, όπερ έσυρεν αυτό +διά δρόμου καταπληκτικού επί της οδού της προόδου. + +159 + +Το κακόν είνε μία άβυσσος απύθμενος, εις τα χείλη της οποίας φύονται +τα μεθυστικότερα και περικαλλέστερα άνθη. + +160 + +Καλλονή άνευ πνεύματος, θέλγει διαβαίνουσα· πνεύμα άνευ καλλονής, +θέλγει παραμένον. + +161 + +Σοφός εβραίος παραβάλλει τον οίνον προς τον φίλον, υποστηρίζων ότι ο +παλαιότερος είνε και ο καλήτερος. Δεν προσέθηκεν όμως, ότι οι +παλαιότεροι φίλοι γίνονται και οι ασπονδότεροι εχθροί μας, όπως ο +παλαιότερος οίνος μεταβάλλεται εις το δριμύτερον όξος, όταν ο +διάβολος αποφασίση να βουτήση την ουράν του εις το βαρέλιον του +οινοπώλου + +162 + +Από της αναγνωρίσεως μιας αληθείας, μέχρι της επικρατήσεως αυτής, +εμεσολάβησε πάντοτε χάος, όπερ, ουχί σπανίως, επληρώθη διά πτωμάτων. + +163 + +Μη εμπιστεύεσαι εις όλα τα τελείως δικαιολογημένα πράγματα· συμβαίνει +και το δίκαιον να μη ήνε πάντοτε τελείως δικαιολογημένον, και το +δικαιολογημένον να μη ήνε τελείως δίκαιον. + +164 + +Όταν ακούης τοκογλύφον, τρέμε· ουδεμία πληγή δύναται να συγκριθή προς +αυτόν. Αι επτά πληγαί της Αιγύπτου, κατέστρεψαν τα επ' αυτής, αλλ' +αφήκαν την Αίγυπτον. Ο Θεός ελησμόνησε τον τοκογλύφον· ούτος θα +κατέτρωγε και αυτήν την Αίγυπτον, και θα κατέπινε τον Νείλον διά να +την χωνεύση. + +165 + +Η αληθής σοφία παρουσιάζει τόσον παραδόξους ιδιοτροπίας, ώστε +αναγκάζεσαι να πιστεύης ότι, άνευ αυτών, ουδέν δικαίωμα θα είχεν επί +του τίτλου της. + +166 + +Η αφροσύνη ως αδυναμία, είνέ τι οικτρόν· αλλ' η αφροσύνη ως δύναμις, +είνε πράγμα τρομερόν. + +167 + +Έσο μεγαλόψυχυς και μη απελπίζεσαι ποτέ· διά τας μεγάλας ψυχάς +υπάρχει πανταχού στάδιον αναγνωρίσεως και νίκης. + +168 + +Και από τον σίδηρον και από τον μόλυβδον ακόμη, ο χρυσός επήνεγκε τας +ασφαλεστέρας και ταχυτέρας καταστροφάς επί της γης. + + +169 + +Μη λαβάνης υπ' όψιν σου τους εραστάς· έχουσι πολύ μαραδόξους ιδέας· +εάν ηδύναντο να πλάσωσι τον κόσμον εκ δευτέρου, θα έπλαττον αντί +ανθρώπου μίαν γιγάντιον καρδίαν, και άνωθεν αυτής θα προσεκόλλων μιαν +κεφαλήν, έχουσαν μόνον οφθαλμούς διά να βλέπη, και χείλη διά να φιλή. + +170 + +Το κακόν δεν έχει απόλυτον βάρος· ζυγίζεται διά της χειρός του +διαπράξαντος αυτό. + +171 + +Όταν ο Θεός κλείη τους οφθαλμούς, ο Διάβολος ανοίγει τους ιδικούς +του. Τούτο είνε βεβαιωμένον· αμφίβολον μόνον είνε το ζήτημα της +προτεραιότητος· κοιμάται ο Θεός, διότι γνωρίζει ότι θα αγρυπνήση ο +Διάβολος, ή βλέπει ο Διάβολος, διότι κοιμάται ο Θεός; θα μου επιτραπή +να πιστεύσω εις το πρώτον. + +172 + +Όταν ίδης άνδρα, αποφασίζοντα να π ρ ο σ θ έ σ η εις την πλευράν του +το ελλείπον μέρος της, πείσθητι ότι συνέλαβε την χειρίστην έννοιαν +της π ρ ο σ θ έ σ ε ω ς. + +173 + +Δεν υπάρχει υψηλότερον αίσθημα από την μετάνοιαν και την συγγνώμην· +τελείται μία μεταμόρφωσις εν τη ψυχή ένθεος, την οποίαν εν τη φύσει +συμβολίζει η μεταμόρφωσις της κάμπης εις χρυσαλίδα, ήτις, +αναλαμβάνουσα αιθερίας πτέρυγας, σπεύδει και καταφιλεί ικέτις το +άνθος, του οποίου το φύλλον είχε καταφάγη, η δε χρυσαλίς της σήμερον +ζητεί συγγνώμην διά τον σκώληκα της χθες. + +174 + +Αγωνίζου, κοπίαζε, μαρτύρει εν ανάγκη· αλλά τρέμε την απόλυτον +ανάπαυσιν και την ησυχίαν, διότι και ταύτα ονομάζονται θάνατος· ο δε +θάνατος, όταν καταβάλλη διά του απλέτου φωτός, είνε τρομερώτερος, +παρ' όταν καταβάλλη διά του σκότους. + +175 + +Η πύλη του Παραδείσου και η οπή της Κολάσεως ευρίσκονται πλειότερον +συνορεύουσαι, παρ' όσον συνήθως τας φαντάζονται οι άνθρωποι. + +176 + +Η ψυχή είνε ακόρεστος εις την συναίσθησιν του ιδανικού, πάντοτε δε +ζητεί ν' αντλή αυτό και εκεί ακόμη, ένθα γνωρίζει ότι πράγματι δεν +υπάρχει. + +177 + +Ουδέποτε ν' αποπειραθής, όπως καταστής ακριβής τιμητής της αρετής και +της κακίας, ουδέ να βάλης πρώτος του αναθέματος τον λίθον· διότι ο +λίθος ούτος ευρίσκεται μεν ευκόλως εις την γωνίαν εκάστης οδού, αλλά +πλησίον αυτού ευρίσκεται πάντοτε και μία πέτρα σκανδάλου. Υπάρχει δε +τοιαύτη ομοιότης μεταξύ των δύο τούτων, ώστε πολλάκις αντί να ρίψης +τον λίθον, ρίπτεις την πέτραν, ήτις έχει την ελαστικότητα, +πίπτουσα,να επανέρχεται συνήθως κατά της ιδίας κεφαλής σου. + +178 + +Όταν η πατρίς ευρίσκεται εν πενία, ο πλούτος σου μηδέν· όταν η πατρίς +ευπορή, και η πενία σου θησαυρός. + +179 + +Πρόσεχε εις τας χείρας των κυβερνώντων· είνε το κάτοπτρον της +καταστάσεως της χώρας. + +180 + +Περιόριζε το βλέμμα σου εις το να βλέπης όπου βαδίζεις· διότι, όταν +το σώμα σου βαίνη προς τα εμπρός και η κεφαλή σου στρέφεται προς τα +οπίσω, αλλοίμονον και εις το σώμα και εις την κεφαλήν. + +181 + +Λόγος στηλώνει την ψυχήν και λόγος την κρημνίζει. + +182 + +Μη περιφρονής την στέγην σου· είνε ολόκληρος βιβλιοθήκη· έκαστον +κεραμίδι αυτής αποτελεί ανά έν μυθιστόρημα της οικίας σου. + +183 + +Όσω πλειότερον δυστυχείς είμεθα, τόσω μάλλον πιστεύομεν, ότι η +ευτυχία προωρίσθη δι' ημάς. + +184 + +Και η ισχυρά κρίσις, όταν συμβαίνη να οδηγή εις τα άκρα, καθίσταται +πολυτέλεια ανωφελής. + +Ο ορθολογισμός και η ουτοπία τόσον παραλλήλως βαίνουσιν, ώστε η +ελαχίστη παρεκτροπή αρκεί ίνα ρίψη τούτον εις την τροχιάν εκείνης. + +185 + +Ο Θεός δεν σε αφίνει ποτέ να χαθής· τούτο είνε αληθές· αλλά την +υποχρέωσιν ανταποδίδεις ίσην, διότι και συ δεν αφίνεις ποτέ ίνα χαθή +ο Θεός σου. + +Μεταξύ Θεού και όντων υπάρχει μία ηθική αλληλεγγύη· όταν αύτη +εκλείψη, και τα όντα μένουσιν άνευ θεού, αλλά και ο θεός άνευ όντων. + +186 + +Όταν διαψεύδωνται τα όνειρά σου, τότε τα αναπολείς λεπτομερέστερον· +όταν πραγματοποιούνται τα λησμονείς όλα. + +187 + +Και αυτό το σμικρόν μεγαλώνει αρκετά, όταν γνωρίζη να εκτιμήση το +μέγα. + +188 + +Δεν ηδυνήθην ποτέ να εννοήσω τον επί πατραγαθία εγωισμόν· απορώ δε +πώς ευρίσκονται άνθρωποι, αναπαυόμενοι επί δαφνών ξηρών και ανηκουσών +εις άλλους, χωρίς να τας αισθάνωνται ενοχλητικώς τριζούσας και +διαμαρτυρομένας υπό την ράχην των. + +189 + +Φρονήσεως δείγμα είνε και το να γελάσης πρώτος διά την αφροσύνην σου, +πριν γελάσουν οι άλλοι. + +190 + +Δύνασαι να ήσαι όσον θέλεις σοφός, όσον θέλεις μέγας διά τον εαυτόν +σου, όσον θέλεις σιδηρούς· δύνασαι να αισθάνεσαι κόσμον ολόκληρον +εντός σου, απειλούντα να διαρρήξη της ψυχής σου το περίβλημα και να +κατακτήση τον κόσμον, όστις σε περιβάλλει· δύναται η γη να διατηρή +επί σειράν χιλιετηρίδων κεκρυμμένον εις τα σπλάγχνα της τον σκληρόν +και άκαμπτον σίδηρον· εφ' όσον η σκαπάνη δεν διασχίζει το κέλυφός +της, και δεν εκθάπτει αυτόν, ο σίδηρος θα παραμείνη αιωνίως αφανής +και ακατέργαστος και άχρηστος διά τον κόσμον. Η ώθησις είνε το παν· +δόσε τοιαύτην και ενίκησες και τον κόσμον και την φύσιν. + +191 + +Η θετικωτέρα εκδήλωσις της σοφίας του Θεού, δεν είνε ούτε ο έρως, +ούτε η φιλία, ούτε η μνημοσύνη· είνε η λήθη. + +192 + +Προτίμα ν' αγωνίζεσαι ισοβίως διά να φθάσης την Αρετήν, παρά να την +καταβιβάζης, και ιππεύων επί των νώτων της, να την μεταχειρίζεσαι ως +υποζύγιον κατά τας ορέξεις και τας ανάγκας σου. + +193 + +Υπερηφάνεια: έπαρσις υπό μορφήν υποφερτήν· έπαρσις: υπερηφάνεια υπό +μορφήν ανυπόφορον. + +194 + +Ο συκοφάντης ομοιάζει με τον σκύλλον εκείνον, όστις εν ώρα νυκτός +υλακτεί σκιάς εις το μέσον ενός χωρίου· μετά τινας στιγμάς όλοι οι +σκύλλοι ευρίσκονται επί ποδός. + +195 + +Οι άνθρωποι, προβαίνοντες επί τα πρόσω, κρατούν δύο σκαπάνας· με την +μίαν ανοίγουν τον δρόμον, όπου θα πατήσουν, με την άλλην μεταβάλλουν +εις χάος τον δρόμον, όπου επάτησαν. Ιδού διατί πάσα οπισθοδρόμησις +αποτελεί κατακρημνισμόν. + +196 + +Η ευτυχία και η δυστυχία είνε τόσον ακατανόητοι, ώστε συνήθως +επιβάλλονται και κυριεύουσι της ψυχής διά του μυστηρίου των μάλλον, +παρά διά της ουσίας των. + +197 + +Να ήσαι βέβαιος, ότι το απόλυτον βάρος της κεφαλής είνε πάντοτε το +αυτό, ουδέν δε προσθέτει ο Διάβολος επί πλέον εις το μέτωπον ενός +συζύγου· ό,τι φαίνεται ότι προσθέτει εκεί, το έχει αφαιρέση +απλούστατα εκ του εγκεφάλου. + +198 + +Ομιλούν περί ανθρώπων πωλούντων την συνείδησίν των· ουτοπία· — είνε +εμπόρευμα η συνείδησις, το οποίον τότε επώλησεν ο άνθρωπος, ότε +έπαυσε να το έχη. + +199 + +Ολόκληρος η φύσις είνε έρως· και ο δημιουργός θεός είνε έρως και η +ζωή εξ έρωτος πηγάζει, αλλά και ο θάνατος θα κατενικάτο άνευ του +έρωτος. + +200 + +Πάσα ανθρωπίνη πράξις, όσον μεγάλη και αν ήνε, δεν θέλει τίποτε άλλο +διά να εξευτελισθή, παρά μίαν επανάληψιν. + + + +Γ'. + + + +201 + +Εάν εύρης τινάς εκ των σκέψεών μου, ή και όλας ταύτας ανοήτους, μη +τας απορρίψης ασυζητητεί. Διά του ψεύδους ερευνάται ασφαλέστερον η +αλήθεια. + +*** + +Δίδε προσοχήν πάντοτε και εις την μεγαλειτέραν ανοησίαν. Ο Νεύτων από +την πτώσιν ενός σάπιου μήλου ανεκάλυψε τον παγκόσμιον νόμον· βλέπεις +λοιπόν, ότι έν σάπιον μήλον κατώρθωσεν, ό,τι δεν θα κατώρθωνον όλα τα +γερά μαζευμένα. + +202 + +Η αγαθοεργία είνε ευρύτατον πλαίσιον, υπό το οποίον δύνασαι να +περάσης οίαν δήποτε εικόνα θέλης. + +203 + +Αρετή επιδεικνυομένη, είνε εύσχημον προσωπείον της χειρίστης κακίας· +όταν συναντηθής μετ' αυτής, προσκύνησέ την ως αρετήν, και φεύγε +μίλια. + +*** + +Αληθής αρετή είνε εκείνη, την οποίαν δεν βλέπεις. + +204 + +Υπάρχουν άνθρωποι, οίτινες προσκυνούντες χλευάζουν, και ασπαζόμενοι +δάκνουν, και μειδιώντες δηλητηριάζουν· τοιαύτα πρόσωπα οι ποιηταί +καλούσι πρόσωπα κυνός, και οι χημικοί καλούσι χάλκινα. + +205 + +Θέλεις να πεισθής εάν σε αγαπά η ερωμένη σου; Ερώτησέ την πόσους +ηγάπησε πριν σε γνωρίση. Όσω πλειοτέρους σού αριθμήση, τόσω και +ειλικρινέστερου σε αγαπά. + +206 + +Είνε μεγαλειτέρα η εντροπή των γονέων, όταν βλέπουν τα τέκνα των +κατώτερά των, παρ' όταν ούτοι δεικνύωνται κατώτεροι αυτών. + +207 + +Ο ανήρ μέχρι των 30 ετών αγαπά την γυναίκα διά τον έρωτα· εκείθεν, +αγαπά τον έρωτα διά την γυναίκα. + +208 + +Έκλεγε την ευτυχίαν σου· ευτυχία, ήτις πνίγεται εις τον κόρον, δεν +είνε ευτυχία. + +209 + +Το συναίσθημα του θαυμασμού και της καταπλήξεως, οφείλεται μάλλον εις +την σπάνην ενός γεγονότος, παρά εις την πραγματικήν του αξίαν. + +Είμαι βέβαιος, ότι και αυτή η μωρία θα ήτο μέγα πράγμα, εάν +διηγκωνίζεσο με τους μεγαλοφυείς, όπως με τους στραγαλατζήδες. + +210 + +Και η μελαγχολία, η ήρεμος και φυσική, ενέχει ηδονάς αρρήτους, από +τας οποίας δύναταί τις ν' αντλήση ολοκλήρων ωρών γοητείαν και +απόλαυσιν. + +211 + +Μη επαναπαύεσαι ποτέ εις την σοφίαν· είνε το επικινδυνωδέστερον όπλον +κατά της ανθρωπότητος, όταν χειρίζεται αδεξίως· λαμπάς, ήτις φωτίζει, +ή κατακαίει. + +212 + +Τόλμη: πτέρυγες διά το μεγαλείον, — βάραθρον διά την σμικρότητα. + +213 + +Δύνασαι να λυτρωθής από τας έξεις της σαρκός, εφ' όσον η σαρξ σου +γηράσκει· εφ' όσον όμως γηράσκει το πνεύμα σου, αι έξεις σου +προσκολλώνται εις αυτό ισχυρώτερον. + +214 + +Η παρατηρουμένη μεταξύ των όντων και των πραγμάτων διαφορά, είνε +εντελώς επιπολαία· η δε λεγομένη ποικιλία της φύσεως είνε απλούστατα +μία αιωνία μονοτονία, την οποίαν δεν προφθάνει ν' αντιληφθή ο +άνθρωπος, διότι είνε τόσον βραχύβιον ον, ώστε, μόλις ανοίγει τους +οφθαλμούς, τους κλείει διά παντός. + +215 + +Δύνασαι να ίδης πίπτοντα τον κεραυνόν, και να είπης: «Μπα! αυτό είνε +όλον;» Ουδέποτε όμως εθεώρησες άνευ δέους την μεμακρυσμένην αστραπήν, +ήτις τον προήγγειλεν. + +216 + +Είνε τόσον περίεργον και τόσον ασύλληπτον πράγμα ο βίος, ώστε και μία +χιόνος νιφάς, πίπτουσα εις το τζάμι του παραθύρου σου και μη πίπτουσα +εις το πλαίσιον, πίπτουσα εδώ και μη πίπτουσα εκεί, δύναται ν' +αποτελέση ακαριαίως συνθήκην, από την οποίαν εξαρτάται η ψυχολογία +μιας στιγμής της ζωής σου. + +217 + +Τρομερόν διά την τύχην ενός λαού, να έχη πόδας παραλύτους και κεφαλήν +υγιά· αλλ' είνε ασυγκρίτως τρομερώτερον, να έχη υγιείς πόδας και +κεφαλήν παράλυτον. + +218 + +Δύο τινά παραμένουν αθάνατα διά τον νουν του ανθρώπου· ο Θεός εις τον +ουρανόν, και η μεγάλη Ιδέα επί της γης· ό,τι δε διετέθη κατ' αυτών, +εις ουδέν άλλο συνέβαλεν, ή εις την ιδίαν εξόντωσίν του. + +219 + +Αι έκτακτοι περιστάσεις γεννώσι τας εκτάκτους φύσεις, και αι συνήθεις +τας συνήθεις· αλλοίμονον δε εις τον άνθρωπον της γαλήνης, όστις +εγεννήθη εν τρικυμία· και εις τον άνθρωπον της τρικυμίας, όστις +εγεννήθη εν γαλήνη· ο πρώτος ασφυκτεί, ο δεύτερος πνίγεται. + +220 + +Η βία είνε μηδέν ως έργον εξοντώσεως, η καταστολής μιας γεννωμένης +ιδέας· η ιδέα μόνον διά της ιδέας καταπολεμείται. + +221 + +Η Ανάγκη είνε ο άξων, περί τον οποίον όλα μεταβάλλουσιν όψιν, +ουδέποτε δε υπό το κράτος αυτής ηδυνήθη να εύρη ηχώ η Αλήθεια, και να +μετρηθή η Αρετή διά του χρυσού μέτρου, το οποίον έρριψε μεν εξ +αγαθότητος ο Θεός εκ του ουρανού, αλλ' ο επί της γης αντίπαλος αυτού +αφήρεσεν επιτηδείως εκ των χειρών του ανθρώπου και έκοψε δι' αυτού +νομίσματα. + +222 + +Το δένδρον της ελευθερίας έχει όρια, άνω των οποίων υψούμενον, +αποβαίνει αυθάδεια προς τον ουρανόν, όστις το ραίνει διά της δρόσου +του, και προς την γην, ήτις το εγέννησε και το βαστάζει εις τους +κόλπους της. + +223 + +Υπάρχουν και αλήθειαι ψευδοφανείς· υπάρχουν και ψεύδη αληθοφανή· η δε +λογική μιας ιδέας, δεν συμβαίνει να ήνε πάντοτε και ιδέα της λογικής. + +224 + +Η αθωότης, και διεφθαρμένη εάν ήνε, δύναται να τύχη συγγνώμης· η +διαφθορά όμως, όσον αθώα και εάν ήνε, ουδέποτε + +225 + +Όταν ο στόμαχος παίζη βιολί, ο εγκέφαλος αρχίζει πολύ κακόν χορόν. + +226 + +Επί εκατόν αυτοχειριών, αι εννενήκοντα εννέα δεν είνε αποτέλεσμα της +επιρροής του περιβάλλοντος ημάς κόσμου, αλλά του περιβαλλομένου εν +ημίν, όστις, ουχί σπανίως, είνε πλειότερον του πρώτου αμείλικτος. + +227 + +Η ώθησις προς την πρόοδον είνε μέγα ευεργέτημα διά τους δυναμένους να +προχωρήσουν· μέγα όμως έγκλημα κατά των μη στηριζομένων καλώς εις +τους πόδας των· θα ίδης πολλούς τοιούτους, πίπτοντας μετά το πρώτον +βήμα των υπό τους γέλωτας του κόσμου. + +228 + +Η επιρροή των μεγάλων ανδρών επί του κόσμου, ουδαμού ασκείται +ισοδυνάμως, εφ' όσον ο κόσμος αποτελεί πλάστιγκα, της οποίας, όταν +ανυψούται ο είς βραχίων, συνεπάγεται την κατάπτωσιν του ετέρου. + +229 + +Η εναλλαγή της ελπίδος με την απελπισίαν εν τη ψυχή, αποτελεί το +δεινότερον των μαρτυρίων· κάποιος μέσος όρος μεταξύ θανάτου και ζωής· +κάποιον νέον είδος ζωής, ή κάποιον νέον είδος θανάτου. + +230 + +Θ' ακούσης να λέγουν, ότι ουχί σπανίως παρουσιάζονται τα πράγματα +εκτοπισμένα και ανακατωμένα εις τον κόσμον· εν τούτοις, μεθ' όλον το +ανακάτωμά των, αργά ή γρήγορα κατορθώνουν να ευρίσκουν την σειράν +των, και την εποχήν των, και τον τόπον των. — εφ' όσον τουλάχιστον η +γη δεν αποφασίζει να μείνη ακίνητος. + +231 + +Ο ευγενέστερος άγριος: άνθρωπος οργιάζων υπό προσωπίδα. + +232 + +Η κοινή γυνή είνε ο μόνος δαίμων αντάρτης, όστις φρουρεί την χρυσήν +πύλην του παραδείσου και προστατεύει την ειρήνην και την ευδαιμονίαν +του. + +233 + +Ν' απεχθάνεσαι τον φιλάργυρον, όσον και τον βδελυρώτερον των +κακούργων· αμφότεροι κάτι θ' αφαιρέσουν από την φύσιν. + +234 + +Οσάκις ακούεις ότι απέθανε φιλάργυρος, να πιστεύης ότι επανεδόθη κάτι +εις τον κόσμον, ότι η γη ελάφρωσεν, ότι εμεγάλωσεν η ημέρα, ότι τα +άνθη ευωδιάζουν περισσότερον, ότι ο ήλιος έγινε θερμότερος, ο ορίζων +διαυγέστερος και αι σκιαί διαφανέστεραι. + +235 + +Η φήμη είνε η γελοιωδεστέρα θεότης, η οποία δύναται να έχη εκατό +στόματα, αλλ' οφθαλμού ούτε ίχνος έχει. Πόσοι γνωρίζουν ποίος +κατεσκεύασε τον εν Εφέσω ναόν της Αρτέμιδος; ελάχιστοι· ποίος όμως +αγνοεί, ότι τον έκαυσεν ο Ηρόστρατος; + +236 + +Όταν γίνεται κακώς η εγχείρησις, αντί να κλείση η πληγή, ανοίγει +μεγαλειτέρα. + +237 + +Όταν η ζηλοτυπία δεν αποτελή φρενολογικόν φαινόμενον, είνε τόσον +υψηλά, ώστε ούτε ο ποιητικώτερος έρως δύναται προς αυτήν να συγκριθή. + +238 + +Συντελούνται πολλάκις επί της γης ολέθρου και καταστροφής έργα, διά +τα οποία θα είπης, ότι και αυτός ακόμη ο Θεός δίδει χείρα βοηθείας +εις τον Σατανάν. + +239 + +Η πραγματική ευτυχία δεν είνε αντικειμενική, είνε υποκειμενική. +Έκαστος άνθρωπος γεννάται με την ευτυχίαν εντός του, και την +τοποθετεί όπου θέλει. Διά τούτο οι δυστυχείς, ή δεν έχουν πλέον εντός +των το πτηνόν αυτό, ή δεν ευρίσκουν πού να το τοποθετήσουν + +240 + +Φοβού τα ακροσφαλή ύψη· από υψηλότερα θα πέσης, εις πλείονα τεμάχια +θα συντριβής. + +241 + +Η φιλελεύθερος φύσις, ο αδαμάντινος χαρακτήρ, η απεριόριστος και +μεγάλη καρδία, μόνον διά των ιδίων δυνάμεων δύνανται ν' +αποκαταστήσωσι την ευδαιμονίαν των εν τω κόσμω τούτω· όταν συνδεθώσι +μετ' άλλης υπάρξεως, και η φύσις δεσμεύεται, και ο χαρακτήρ +αλλοιούται, και η καρδία περιορίζεται και περιστέλλεται. + +242 + +Η γυναικεία καρδία ομοιάζει προς μαλακόν σπόγγον, επί του οποίου +υπάρχει κεκολλημένον τεμάχιον λίθου· ο λίθος προκαλεί εκδοράς, ο +σπόγγος τας θωπεύει μαλακά, πολύ δε αργά κατανοείς, ότι διά της +συνεργασίας αυτής σου αφηρέθη και η τελευταία του αίματος σταγών. + +243 + +Το σπουδαίον δεν είναι πώς να ρίψης κάτω μίαν κεφαλήν χαλασμένην, +αλλά πώς να επαναφέρης αυτήν εις την θέσιν της. + +244 + +Υπάρχει μία περίοδος διά τους ερωτευμένους, καθ' ην οι οφθαλμοί των +ουδέν βλέπουν πέραν του προσφιλούς των όντος, και τα ώτα ουδέν +ακούουν πλειότερον της φωνής του· είνε μία εκ των καταστάσεων +εκείνων, ήτις χαρακτηρίζει τους αγγέλους εν τω ουρανώ, και επί της +γης τους ηλιθίους. Ουδέν εκ των εγκοσμίων προσελκύει την προσοχήν +των, παν δε ό,τι δεν καθηδύνει, ή δεν εκπικραίνει τας στιγμάς των, +παρέρχεται απαρατήρητον, ως πράγμα αφορών εις άλλους κόσμους, +αλλοτρίους εκείνου, εν τω οποίω ζώσι, και εκ του οποίου αντλούσι τας +μικροηδονάς και τας μικροπικρίας των. + +245 + +Ό,τι δεν συγχωρεί η κρίσις, το συγχωρεί το αίσθημα· είνε δύο +δικαστήρια εντός σου, εκ των οποίων συνήθως το έν αναιρεί την +καταδίκην του άλλου. + +246 + +Η φορά των πραγμάτων είνε πολύ δύσκολον να μεταβληθή, πολύ δε μάλλον +όταν τυγχάνη φύσεως κακής· παν πνεύμα, όπερ ήθελε προταχθή, όπως +παρεμποδίση τον ρουν των, συνετρίβη όσον μέγα και ισχυρόν αν ήτον· +αδιάφορον αν μετά ταύτα επεκράτησε και επέτυχε. + +247 + +Ουρανός θυελλώδης και φλεγόμενος εκ των κεραυνών, ωκεανός εν +τρικυμία, με τα κύματα ως όρη, δεν παρέστησαν τρομερώτερον θέαμα, από +την θύελλαν και την τρικυμίαν ενός λαού. + +248 + +Ο χρυσός είνε ο διαβολικότερος φακός, διά του οποίου θεώμενα τα +πράγματα, φαίνονται εις τους οφθαλμούς του ανθρώπου, τα μεν ανάποδα +όρθια, τα δε όρθια κατωκέφαλα. + +249 + +Μη στηρίξης ποτέ τας ελπίδας σου εις τον ουρανόν, αφού και αυτός +ουδαμού στηρίζεται. + +250 + +Αδικείς; ικανοποίει. Όταν βλέπω άνθρωπον πράξαντα κακόν, και +αναβάλλοντα την ικανοποίησιν του αδικηθέντος, ενθυμούμαι τον εαυτόν +μου, όταν αναβάλλω τον καθαρισμόν των υποδημάτων μου από του +βορβόρου, με την ιδέαν ότι μετά δύο βήματα θα τα λερώσω εκ νέου. + +251 + +Δεν υπάρχει παραδοξώτερον εν τη φύσει από τον οργανισμόν του +ανθρώπου· βλέπει μίαν βάσανον καθ' ύπνους, εξυπνά έντρομος· την +υφίσταται εγρηγορών, πίπτει ήσυχα και κοιμάται. + +252 + +Μάθε προσέτι και τούτο: ό,τι άσχημον ίδης, δεν είνε διάβολος· εάν +ούτος ήτο τόσον δυσειδής, όπως τον ζωγραφίζουν οι αγιογράφοι, θα ήτον +ακινδυνότερος και αυτών των Χερουβείμ· δεν θα είχε κανένα οπαδόν. + +253 + +Μεταξύ των ανθρώπων δύο μεγάλοι τύποι υπάρχουσιν, υπέρτεροι πάσης +περιγραφής, προ των οποίων ιλιγγιά η αντίληψις και σκοτίζεται η +κρίσις· ο του εξόχως αγαθού και ο του εξόχως αχρείου. Αποτελούσιν +αμφότεροι δύο άπειρα, εντός των οποίων ούτε ωρισμένη διεύθυνσις +υπάρχει, ούτε σταθμός διά το βλέμμα. + +254 + +Μέγα πράγμα είνε να προχωρής προς τα εμπρός, αλλά μέγιστον να στρέφης +ενίοτε και προς τα οπίσω το βλέμμα σου. + +255 + +Περισσότερον φοβείσαι την συμφοράν, όταν την μετρής διά της φαντασίας +σου, παρ' όταν καταβάλλεσαι υπ' αυτής, παλαίσας σώμα προς σώμα. + +256 + +Δεν αρκεί να δύνασαι διά να πράττης, πρέπει και να θέλης. Μόνον επί +του αξιώματος τούτου στηρίζεται η επιβολή εις τον κόσμον και το +αληθές μεγαλείον. + +257 + +Ουδέν των ανθρωπίνων έμεινέ ποτε άνευ μυστικής τίνος τιμωρίας ή +μυστικής ικανοποιήσεως· η κακία, όσον και αν έζησεν, απέθανεν· η +αρετή, όσον και αν απέθανεν, ανέζησεν. + +258 + +Εάν υπάρχουσι στιγμαί, καθ' ας πρέπει να θαυμάζη τις εαυτόν, είνε +εκείναι, καθ' ας υφίστασαι έν μαρτύριον, χωρίς να παραφρονήσης. Η δε +ιδέα του Σίλλερ, ότι, «όταν εις τοιαύτην περίστασιν δεν χάση τις τον +νουν του, σημαίνει ότι δεν έχει νουν διά να χάση», δεν είνε καθόλου +ορθή. + +259 + +Φρόντισε να έχης αξίαν, αλλά και να σου την αναγνωρίζουν· και ο +ηλιθιότερος των ανθρώπων ημπορεί με μίαν μωρίαν του να σου καταστρέψη +εργασίαν δεκαετηρίδων ολοκλήρων. + +260 + +Ο ασθενής χαρακτήρ και το ασθενές πνεύμα δεν συλλαμβάνουν τίποτε· +επλάσθησαν διά να συλλαμβάνωνται αιωνίως. Τα τοιαύτα όντα έχουσιν +ιδιαιτέραν μυθολογίαν, ένθα εξεικονίζονται οι θεοί των ως υποζύγια, +συρόμενα και τυπτόμενα επί της σπονδυλικής στήλης υπό των παθών των. + +261 + +Η αθεΐα είνε επιστήμη και αυτής της θεολατρείας αψηλοτέρα, άθεος δε, +χωρίς βαθείας θεολογικάς γνώσεις, εξευτελίζει τον τίτλον. + +262 + +Οι άνθρωποι όχι μόνον δεν είνε οι ίδιοι, αλλά διαφέρουσι πολλάκις +κατά τεράστιον λόγον και διίστανται και απόστασιν δυσυπολόγιστον. +Διότι, νομίζω, ουδείς μαθηματικός υπολογισμός δύναται ν' ανεύρη την +διαφοράν μεταξύ δύο ανθρώπων, του ενός μεθυομένου επί τη θέα του +αίματος, και του ετέρου λιποθυμούντος εκ φρίκης. + +263 + +Η ατομική του ανθρώπου ανατροφή, δεν είνε αποτέλεσμα διδασκαλίας, +αλλ' αυτόχρημα λογικής· οι δε επιβαλλόμενοι τύποι, οι αποτελούντες +τους λεγομένους «καλούς τρόπους», είνε συνηθέστατα απόρροια ανησίας, +ασυγγνώστου διά σωφρονούντας ανθρώπους, και μάλιστα όταν επιβάλλωνται +ως κοινωνικαί ανάγκαι. + +264 + +Δεν θα έσφαλέ τις εάν έλεγεν, ότι οι λεγόμενοι «καλοί τρόποι» τόσω +μάλλον θεωρούνται αναγκαίοι, όσω πλειότερον ανόητοι είνε. + +265 + +Η πρόοδος δεν υπήρξε ποτέ από του πρώτου βήματός της επιτυχία· εξ +εναντίας, όσω μείζονας δυσκολίας απήντησε, και όσω τραχυτέραν και +σκολιωτέραν οδόν ηύρυνε, κατά τοσούτον υπήρξε και αξιοθαύμαστος, κατά +τοσούτον και θετικωτέρα. + +266 + +Η ηθική δύναμις, αφ' ης εκπηγάζει το μεγαλείον, είνέ τι ένθεον, +εδρεύον εν τη ψυχή και ουχί εν τω χρηματοκιβωτίω, και απολύτως +ανεξάρτητον των μέσων, άτινα ο εξωτερικός κόσμος διαθέτει προς την +ανάπτυξιν και την δράσιν του. + +267 +Όταν θελήσης να πράξης κάτι μέγα, ουδέποτε σου λείπει η ευκαιρία. + +268 + +Ότι το ήμισυ εκάστης γενεάς είνε ευεργετικόν και αγωνίζεσαι υπέρ του +άλλου ημίσεως, είνε φαινόμενον πασιφανές· αλλ' ότι το παθητικόν +ήμισυ, τείνει πολλάκις εις την ματαίωσιν του ευεργετικού αγώνος του +πρώτου, δεν είνε πασιφανές δι' όλους· από τους μεν δεν συμφέρει να +κατανοηθή, από τους δε διαλανθάνει, και ούτως η δρώσα μερίς ομοιάζει +προς μηχανήν κεκορεσμένην ατμού, ήτις, ή οπισθοδρομεί, ή έχει κάτωθεν +άφρακτον δικλείδα, διά της οποίας ο ατμός ματαίως χάνεται, η δε +μηχανή παραμένει συνήθως αδρανής και ακίνητος. + +269 + +Πολύ περίεργος είνε η διαδοχή των πραγμάτων και των όντων εις τον +κόσμον τούτον, αλλ' είνε φαινομενική μόνον· αλλάσσουσι πράγματι +θέσεις από αιώνος εις αιώνα και από στιγμής εις στιγμήν αλλ' εάν ήτο +δυνατόν να ενσαρκωθώσιν οι αιώνες και να θεωρήσωσιν αλλήλους, +ταχύτατα θ' ανεγνώριζεν ο πατήρ τον υιόν, και ο υιός τον πατέρα. + +270 + +Η τιμή δεν διαφεύγει τόσον εύκολα από τους όνυχας της γυναικός, όταν +ευρίσκεται καλώς εδρεωμένη εκεί, όπου την έταξεν ο Θεός — ή ο +διάβολος, διότι περί τούτου υπάρχουν και κάποιαι αμφιβολίαι. Είνε +ιδέα· το να κλαπή δε μία ιδέα τόσον εύκολα, σημαίνει ότι δεν +ευρίσκεται εντός του κρανίου, αλλά κυματίζει επάνω από τα πτερά του +καπελλίνου. + +271 + +Το καλόν πνεύμα ομοιάζει με το καλόν βιολί· όσω παλαιότερον γίνεται, +τόσω και ωραιότερα παίζει. + +272 + +Όταν ίδης πολύπλοκα συστήματα, να τα θεωρής πάντοτε ως αποτελούντα +κίνδυνον διαλύσεως, παρά συναρμογής. Μη λησμονής, ότι δύο πλάκες +περιείχον τους νόμους των Εβραίων, και δώδεκα πίνακες εν τω +Καπιτωλίω, τους νόμους των Ρωμαίων. + +273 + +Την χαράν τότε θα αισθανθής βαθυτέραν, όταν την εννοήσης ως +βραχυτέραν. + +274 + +Φευ! ποίαν ποινήν φρικτήν επέβαλεν ο Θεός εις τον άνθρωπον. Έδωκεν ως +μέτρον της ηδονής του την στιγμήν, και ως μέτρον της οδύνης του τον +αιώνα. Απαίσιον μετρικόν σύστημα, καθ' ο το απείρως μέγα κέκτηται ως +πολλοστόν το απείρως σμικρόν. + +275 + +Ουδέποτε ο ανήρ εδείχθη τόσον εμφύτως μύστης της αισθητικής, όσον η +γυνή· με την διαφοράν, ότι την κρίσιν αυτής διέπει βαθεία αίσθησις, +όπερ σημαίνει, ότι την αίσθησίν της δεν διέπει βαθεία κρίσις. + +276 + +Μεγαλειτέραν δυσκολίαν θα δοκιμάσης, εάν επιχειρήσης να δείξης ότι +δεν αγαπάς, όταν αγαπάς, παρ' ότι αγαπάς, όταν δεν αγαπάς. + +277 + +Το βιβλίον, και εις όσους δεν ενέκυψαν εις αυτό, και εις όσους δεν το +ήγγισαν, προκαλεί πάντοτε είδος τι σεβασμού, μη προκαλουμένου εις τον +κόσμον, ουδ' απ' αυτό το ακαταγώνιστον μυστήριον του πλούτου και της +ισχύος. + +278 + +Εάν υπάρχη ευγενεστέρα συγγένεια και επαφή μεταξύ των ανθρωπίνων +πνευμάτων, είνε εκείνη, καθ' ην η σοφία του ενός μεταδίδεται εις το +έτερον, καθ' ην το έν εργάζεται και εξαντλείται, όπως καταστήση το +άλλο ακμαιότερον και σοφώτερον, χάριν κοινού σκοπού και κοινής +πατρίδος. + +279 + +Ω, το κακό είνε κρυφό και άγνωστο μυστήριο, +κόκκος μικρός κι' αόρατος, που στην καρδιά μας κρύβεται, +μα σαν ξεσπάση μια φορά αφίνει δηλητήριο, +που κι' ένας κόσμος απ' αυτό χαλιέται και συντρίβεται. + +280 + +Έν παροδικόν και επιπόλαιον συναίσθημα, στηριζόμενον εις μίαν +πτερόεσσαν ανάμνησιν, είνε ικανόν πολλάκις να καθηδύνη και την +πικροτέραν πραγματικότητα. + +281 + +Το μέγα, εν όσω δήποτε ελαχίστω και αν ευρέθη εσφηνωμένον, πάντοτε +εθαυματούργησε και ενίκησεν· η νίκη του ήτον αυτής της φύσεως νίκη, +ουδεμία δε πίεσις ηδυνήθη ποτέ να τα εξισώση. + +282 + +Οσάκις το αγαθόν ερμηνεύθη και εχειρίσθη κακώς, υπήρξε το +μεγαλείτερον όργανον της καταστροφής· κατέστρεψε διά της +εμπιστοσύνης. + +283 + +Απόφευγε τας αβασανίστους πεποιθήσεις· όταν μία τοιαύτη ριζωθή εις +την ψυχήν σου, δεν θ' αποσπασθή, ειμή μετ' αυτής. + +284 + +Η ανθρωπίνη ψυχολογία αναστρέφεται πολλάκις τοσούτον παραδόξως, ώστε +και η υπερβολή της λύπης να εκδηλούται διά γελώτων, και η υπερβολή +της χαράς διά δακρύων. + +285 + +Συμβαίνει πολλάκις να φαντάζεσαι πράγμά τι, και να λέγης: — +«Βεβαίως· αυτό είνε δυνατόν να γίνη». Συμβαίνει δε να το βλέπης +πραγματοποιούμενον, και να λέγης: — «Α, αυτό είνε αδύνατον» + +286 + +Τα ημιτελή έργα καθιστώσιν οικτροτέραν την όψιν του κόσμου· ουδέν δε +ευάρεστον προσθέτουν εις την ποικιλίαν αυτού, ούτε ελαττώνουν τας +ανάγκας του· πολλάκις μάλιστα τας διπλασιάζουν. + +287 + +Θέλεις να σε αγαπήση περισσότερον η ερωμένη σου; κάμε την να +πιστεύση, ότι δυνατόν και να παύσης να την αγαπάς· πρόσεξε όμως μη +σου παίξη το ίδιον παιγνίδιον, διότι την έχασες. + +288 + +Οσάκις ο άνθρωπος το αποφασίση με τα σωστά του, υπερβαίνει και αυτήν +την φύσιν εις το μυστήριον. + +289 + +Εάν ηδύνατο ο ευτυχής να είπη διατί είνε ευτυχής, και ο δυστυχής +διατί είνε δυστυχής, έσο βέβαιος, ότι και η ευτυχία και η δυστυχία θα +ήσαν τόσον γνωσταί εις τον κόσμον, ώστε θα καθίσταντο άγνωστοι εις +αυτόν. Διότι η ευτυχία και η δυστυχία, είνε τα μόνα πράγματα, τα +οποία, όταν γίνουν τελείως γνωστά, είνε ωσάν να μένουν άγνωστα. + +290 + +Δεν ηξεύρω πώς εσκέφθη ο πρώτος άνθρωπος, ο αποφασίσας να καλύψη το +πρόσωπόν του υπό προσωπίδα· όπως δήποτε όμως και αν εσκέφθη, φαίνεται +ότι είχε την αρίστην ιδέαν περί της αξιοπρεπείας και του προορισμού +του ανθρώπου. + +291 + +Όταν και αυτή η τρέλλα είνε αναγκαία δι' όλους, ο πραγματικώς τρελλός +είνε εκείνος που κάμνει τον φρόνιμον. + +292 + +Είνε ευκολώτερον να γεμίσης με χρήμα τα θηλάκια ενός σπατάλου, παρά +ενός επαίτου. + +293 + +Ο προορισμός του μεγαλείου είνε να φαίνεται· μεγαλείον κρυπτόμενον, +θεώρει κατώτερον και της ασημότητος εκείνης, ήτις προσπαθεί να υπερβή +τα ελεεινά όριά της. + +294 + +Και αυτή η ηθική έχει τα όριά της, πέραν των οποίων προβαίνουσα, +περιπίπτει εις άλλην κατηγορίαν, ήτις, δεν ηξεύρωμεν εάν ημπορή να +κληθή ανηθικότης, της αρκεί όμως ότι δεν λέγεται ηθική. + +295 + +Η ηθική δεν θέλει φρουράν· μόλις εννοήση τοιαύτην, δραπετεύει. + +296 + +Η μεγαλειτέρα δύναμις της γυναικός είνε αυτή η αδυναμία της. + +297 + + — Αγαπάς; — Ναι. — Είσαι άγγελος. Και ανταγαπάσαι; + + — Όχι. — Ε, λοιπόν είσαι και κτήνος. + +298 + +Θέλεις να ήσαι ευτυχής; γνώριζε πώς να ήσαι, και τούτο αρκεί διά να +γίνης. + +299 + +Μη αναπτύσσης μακράς θεωρίας περί τιμής εις τους ανθρώπους· +ματαιοπονείς· όσοι έχουν ανάγκην αυτών, δεν θα τας εννοήσουν· όσοι θα +τας εννοήσουν, δεν έχουν την ανάγκην των. + +300 + +Οι λαοί δεν αποθνήσκουν ευκόλως· νεκροφανείας μόνον υφίστανται και +επανέρχονται εις την ζωήν — αρκεί να μη ενταφιασθώσι ζώντες. + + + +Δ'. + + + +301 + +Άκουσον, ω Πετεινέ, και τούτο. Να μη επαίρεσαι ούτε διά το στέμμα +σου, ούτε διά την λαμπρότητα των πτερών σου· η ειμαρμένη είνε συνήθως +τοσούτον ανεπιτηδεία και βιαστική, ώστε, αποσπώσα έν στέμμα από μίαν +κεφαλήν, το αποσπά ενίοτε μαζύ με το δέρμα. + +302 + +Όταν διέλθης από την καλύβην ενός σοφού, και από το μέγαρον ενός +ηλιθίου, και ίδης γίγαντας να εισέρχωνται εις την καλύβην και νάννους +εις το μέγαρον, δύνασαι να κραυγάσης, ως ο Αρχιμήδης: — Εύρον! εύρον! + +Και αν οι διαβάται σ' ερωτήσωσι τι εύρες, δείξε και απάντησε: + + — Το μέγιστον εν τω ελαχίστω, και το ελάχιστον εν τω μεγίστω. + +303 + +Εκτίμα ό,τι έχεις· συνήθως απολαμβάνομεν ενός αγαθού όταν δεν +δυνάμεθα να το εκτιμήσωμεν, και το εκτιμώμεν, όταν δεν δυνάμεθα να το +απολαύσωμεν. + +*** + +Ό,τι έχεις είνε πάντοτε αγαθόν, αρκεί να γνωρίζης πώς να το έχης. + +304 + +Εάν ο έρως δεν εγεννάτο προ των θεών, αναμφιβόλως το θείον θα +συνελάμβανε την ιδέαν της δημιουργίας του, από το σύνολον της εικόνος +εκείνης, την οποίαν επαρουσίασαν στιγμαίως ο Οδυσσεύς και ο Κύκλωψ, ο +είς φερόμενος υπό την κοιλίαν του κριού, ο δ' έτερος ψηλαφών και μη +ευρίσκων τίποτε· εικών πανούργου, γίγαντος και τυφλού. Ιδού ο Έρως. + +305 + +Λέγουν, ότι αι υψηλοτέραι κορυφαί αποσπώσι τον κεραυνόν· είνε αληθές, +αλλά συ μη φοβήσαι ν' ανέλθης. Διά να σου ρίψη ο άλλος τον κεραυνόν, +πρέπει να ήνε υψηλότερον σού· φρόντιζε λοιπόν να τον υπερβής. + +306 + +Το τελειότερον των μέχρι νυν εφευρεθέντων όπλων παρά του ανθρώπου, +είνε η λογική του· είνε το μόνον όπλον, διά του οποίου επιτίθεται +ισχυρότερον, και αμύνεται ασφαλέστερον. + +307 + +Εις ουδεμίαν άλλην περίστασιν δύνασαι να μετρήσης ακριβέστερον του +έρωτός σου το μέγεθος, ειμή όταν λαμβάνης τα μέτρα του, διά να +κατασκευάσης το φέρετρόν σου. + +308 + +Εάν έχης εντός σου τον δαίμονα της μεγαλοφυίας, ουδαμού θα εύρης +θέσιν κατάλληλον διά να σταθής· κ' εάν δεν υπάρχη οδός, διά να σε +ωθήση ούτος προς τα εμπρός, δεν θα ησυχάση πριν σε διαρρήξη. + +309 + +Όταν βλέπης ότι νυκτώνει, τρέμε· δεν παρέρχεται εκάστη νυξ δι' όλους +τους ανθρώπους· είνε αδύνατον να μη παραμείνη επί ενός τουλάχιστον +μετώπου. + +310 + +Η συμφορά είνε φιλοσοφία σιωπηλή. + +311 + +Βεβαίως δεν βασιλεύει επιτυχώς επί ενός λαού, ο μη βασιλεύων εαυτού. + +312 + +Εάν συμβή να εκλέξης μεταξύ ενός, θαυμάζοντος την υπερτέραν της +ιδικής του κακίαν, και ενός, μισούντος την υπερτέραν της ιδικής του +αρετήν, να προτιμήσης πάντοτε τον πρώτον, ως ειλικρινέστερον. + +313 + +Διά πάσαν περίπτωσιν έν και έν κάμνουν δύο· τούτο λέγεται π ρ ό σ θ ε +σ ι ς. Όταν όμως εφαρμόζεται ο αυτός κανών και εις τον γάμον, τούτο +λέγεται δ ι α ί ρ ε σ ι ς. + +314 + +Το ψεύδος ενέχει τόσον γόητρον, ώστε, όταν δειχθή ως αλήθεια, ουδείς +λόγος γίνεται πλέον περί αυτού. + +*** + +Το ψεύδος ενέχει τα μυστήριον της αμφιβολίας, το οποίον δεν έχει μία +πασιφανής αλήθεια· είνε περιβεβλημένον με σκιόφως, το οποίον του +προσδίδει την επιβολήν του κατά τα ήμισυ αγνώστου, και του κατά το +ήμισυ γνωστού. + +315 + +Ο καλήτερος στρατηγός δι' έν στράτευμα είνε η ιδέα. + +316 + +Δεν θα εύρης ελεεινότερον φαινόμενον εις την φύσιν από το παράκαιρον· +εν τούτοις και τούτο επροστατεύθη από την Σοφίαν, ήτις διέπει τον +κόσμον, διότι του εδώρησε την ορμητικότητα εκείνην, ης στερείται το +ομαλώς εξελισσόμενον, το μη φοβούμενον διά την επαύριον, της οποίας +την γονιμότητα έχει εξασφαλίση από της προτεραίας. + +317 + +Και ισόβιοι στρατηγοί απεστρατεύθησαν· ισόβιοι έξεις ουδέποτε. + +318 + +Διά την γυναίκα καλόν είνε ό,τι την ευαρεστεί, κακόν, ό,τι δεν την +κολακεύει. + +319 + +Η τιμή είνε τοσούτον ισχυρά, αλλά και τοσούτον εύθραυστος, ώστε, ενώ +όρος πίπτον επ' αυτής αδυνατεί να την κλονήση, μία θριξ την +καταρρίπτει εις άπειρα τεμάχια. + +320 + +Ουδέποτε να δίδης πολλήν προσοχήν εις τας θεωρίας· η ιστορία των +πραγμάτων είνε πολύ διαφορετική των θεωριών, — αίτινες αυτό τούτο +αποδεικνύουσιν: ότι δεν υπάρχει θεωρίας ανάγκη, όπου τα πράγματα +λαλούσι, και λειτουργούσιν ομαλώς και κανονικώς. + +321 + +Το συναίσθημα της τιμής υπήρξε πάντοτε αιτία μεγίστων κακών· αλλά τα +κακά ταύτα, όσην και αν προεκάλεσαν βλάβην και διατάραξιν εις την +κοινωνικήν ισορροπίαν, κατ' ουσίαν εξησφάλισαν αυτήν πλειότερον. + +322 + +Η ανθρωπίνη διάνοια είνε ωχρόν κάτοπτρον των συναισθημάτων της ψυχής, +μηδέν δυναμένη να εξεικονίση εκ τούτων, διά τούτο, εγκαταλείποντες +την ιστορίαν των θειοτέρων εμπνεύσεων, κατατριβόμεθα συνηθέστατα με +τα επεισόδια, αποπειρώμενοι να επιδείξωμεν την δύναμίν μας εκεί, ένθα +μόνον την αδυναμίαν μας αποδεικνύομεν. + +323 + +Εάν σου είνε πεπρωμένον να κινήσης τον οίκτον ή τον γέλωτα του +κόσμου, να προτιμήσης τον οίκτον· καλήτερον θύμα, παρά σαλτιμπάγκος. + +324 + +Και αυτή η ήττα, ηρωικώς υφισταμένη, αναγορεύει τον ηττηθέντα ήρωα, +ίσως υπέρτερον και του νικητού. + +325 + +Νεάζομεν; διευθύνομεν το βλέμμα προς τα εμπρός· γηράσκομεν; στρέφομεν +αυτό προς τα οπίσω· ουδείς βλέπει προ των ποδών του, διά τούτο δε οι +πλείστοι καθ' έκαστον βήμα μας, σκοντάπτομεν και εις τα απλούστερα +πράγματα. + +326 + +Ο έρως είνε η λυδία λίθος της ψυχής. + +327 + +Όταν θ' αρχίσης ν' αγαπάς, πρόσεξε καλώς, και θ' ακούσης εντός σου +μίαν άλλην φωνήν, ήτις θα σου ομιλήση διά πρώτην φοράν πολύ παράδοξα +πράγματα. Είνε αυτός ο έρως, ο οποίος θα σου λέγη: + + — Εγώ είμαι η νόσος σου, και το πάθος σου είμαι εγώ· αλλά σου +περιβάλλω τούτο με τόσην γοητείαν, ώστε ημπορείς ν' απορρίψης πάσαν +άλλην ηδονήν, διά να βασανίζεσαι αιωνίως από την γλυκείαν μου οδύνην, +την οποίαν, ούτε θα θελήσης, εάν δυνηθής, να την αποφύγης, ούτε θα +δυνηθής, εάν το θελήσης. + +328 + +Η γυνή μόνον όταν δεν θέλει δεν απατά τον άνδρα· σπουδαίον μόνον είνε +το πώς να μη θέλη. + +329 + +Δεν είνε τόσον αυτοκτονία το να φονεύης εκουσίως το άτομόν σου, όσον +το να καταβιβάζης αυτό κατωτέρω της αξίας του. + +330 + +Όπου βλέπεις στέφανον δάφνης, αμφίβαλε· όπου βλέπεις ακάνθινον +στέφανον, πίστευε· περισσοτέραι άκανθαι έστεψαν την αληθή δόξαν, παρά +δάφναι. + +331 + +Τα ελευθέρια ήθη είνε οι φρουροί των αυστηρών. + +332 + +Η δας δεν είνε μόνον διά να καίη, αλλά και διά να φωτίζη· το ζήτημα +είνε πώς να γνωρίζη τις από πού να την κρατή. + +33 + +Οσάκις οι φιλόσοφοι έκλαυσαν διά τας συμφοράς του κόσμου, και ο +κόσμος δεν εβράδυνε να κλαύση διά τας ιδικάς των· + +334 + +Ο εγκέφαλος του ανθρώπου είνε τόσον παράδοξος και τόσον εκτός των +φυσικών νόμων, ώστε, ενώ χείμαρρος συμφοράς αδυνατεί να τον κλονήση, +δύναται να κατορθώση τούτο έν απλούστατον δάκρυ. + +335 + +Άνευ του έρωτος, ο ιερεύς δεν έφερε πάντοτε την ευτυχίαν· και άνευ +του ιερέως όμως, την έφερε πάντοτε ο έρως. + +336 + +Οι τύποι και η ουσία των πραγμάτων εναλλάσσουσι τας θέσεις των εις +τοσούτω αισθητόν βαθμόν, ώστε προς τήρησιν τούτων και περιφρόνησιν +εκείνης, καταναλίσκεται όλη η ζωή και όλη η δύναμις του ανθρωπίνου +πνεύματος. + +337 + +Θέλεις να γράφης; όρεξιν να έχης και γράφεις ό,τι θέλεις· ο κόσμος +περιέχει άπειρα ζητήματα, ή, διά να ήμαι ακριβέστερος, ολόκληρος ο +κόσμος είνε ζήτημα. + +338 + +Όπου ακούεις στόμαχον διεγειρόμενον, τρέμε· ο στόμαχος είνε η λογική +των λαών. + +339 + +Η οδύνη, είνε πολύ υψηλοτέρα της ηδονής· η ηδονή είνε ειδύλλιον, αλλ' +η οδύνη είνε εποποιία. + +340 + +Δύναται και η ουσιαστική ελευθερία να καταλυθή, αλλά να ζη το ιδεώδες +της· όταν όμως καταλύεται το ιδεώδες αυτής, η ελευθερία είνε και της +δουλείας χειροτέρα. + +341 + +Όταν βλέπης επαίτην άνευ χειρών, μη ερωτάς ποίος είνε και από πού +έρχεται· ελέει αυτόν αφειδώς· δύο χείρες ολιγώτερον, δύο χιλιάδες +καλά περισσότερον εις τον κόσμον. + +342 + +Θετικώτερον και μάλλον αναμφισβήτητον σύμπτωμα της σήψεως ενός λαού +είνε, ότι εκάστη πληγή, αντί να προκαλή άλγος γίνεται δεκτή +αναισθήτως. + +343 + +Ο πανικός είνε η άρνησις του ενθουσιασμού· μέθη και ο είς, μέθη και ο +έτερος· πτερά ο είς και ταχύτητα θυέλλης, πτερά ο έτερος και ταχύτητα +ανέμου· συντρίμματα ο είς έμπροσθεν, ναυάγια ο έτερος όπισθεν. + +344 + +Η Δουλεία υπήρξε πάντοτε η αχάριστος κόρη της Ελευθερίας, ο δε +άνθρωπος, μόλις αισθάνεται τας χείρας του ελευθέρας, ουδέν άλλο +πράττει, ή να σφυρηλατή, διά παντός υλικού, δεσμά. + +345 + +Όταν η σοφία αρχίζη να λέγεται ανία και πλήξις, είνε μυριάκις +προτιμωτέρα μία μετριότης, ήτις ανακουφίζει το πνεύμα, έστω και αν +διδάσκη ολιγώτερα. + +346 + +Θέλεις να ήσαι βέβαιος ότι θ' αγαπηθής ειλικρινώς από μίαν γυναίκα; +μη την ζητήσης εντός του περιβόλου της ζωής, ανάμεινέ την παρά την +πύλην, εισερχομένην ή εξερχομένην, αδιάφορον· εκεί θ' ανταλλάξητε την +ειλικρινεστέραν χειραψίαν. + +347 + +Μη παραξενευθής διότι το κακόν υπερισχύει εις τον κόσμον· αιτία +τούτου είνε αυτός ο θεός, όστις έχει ακατανόητον αδυναμίαν προς τον +διάβολον και του κάμνει τρομεράς παραχωρήσεις. Πρόσεξε εις τους +εξιλασμούς των θρησκειών· ουδέποτε ηννοήθησαν τοιούτοι, άνευ του +αίματος, ή των δακρύων του αθώου. + +348 + +Είνε κοινώς παραδεδειγμένη η θεωρία, ότι τα έθνη γηράσκουσιν όπως τα +άτομα. + +Πώς συμβαίνει όμως να θεωρήται ως γηραλέον έν έθνος, αποτελούμενον +από νέους ανθρώπους; φαίνεται, ότι η ζωή και το σφρίγος, τα +διαπνέοντα την ψυχήν ενός εκάστου ατόμου, δεν είνε ομοφυή και +ομοούσια με την ζωήν και το σφρίγος του άλλου· συναντώμενα δε εν +κοινή δράσει, παράγουσι κάτι αρνητικόν και αποκρουστικόν, αποτελούν +εν συνόλω διαρκή εξουδετέρωσιν πάσης ενωτικής δυνάμεως· θα έλεγέ τις, +ότι είνε νέφη, ετερωνύμως ηλεκτρισμένα, άτινα, συναντώμενα προς +κοινήν δράσιν, αντί να ρίψωσιν από κοινού σκιάν ευεργετικήν επί του +συνόλου, ρίπτουσιν ένα κεραυνόν. + +Τούτο μαρτυρεί, ότι ο λεγόμενος εκφυλισμός των λαών, έχει μεγάλην +διαφοράν από τον εκφυλισμόν των ατόμων. + +349 + +Η ελευθερία του πολίτου έγκειται εις την ελευθερίαν του πνεύματός +του· δούλος με ελεύθερον πνεύμα, ευρίσκεται εις υψηλοτέραν ηθικήν +σφαίραν, από ελεύθερον με πνεύμα δούλου. + +350 + +Πολιτική με κ ό μ μ α, — έθνος με τ ε λ ε ί α ν. + +351 + +Ο έρως είνε και νόσος και φάρμακον· άλλοτε καθιστά τους υγιείς +ασθενείς, άλλοτε τους ασθενείς υγιείς. + +352 + +Υπάρχουσιν άνθρωποι, μηδέν άλλο πράττοντες, ειμή πώς να παρεμποδίζουν +και ν' απογοητεύουν τους δυναμένους να προχωρήσουν· δύναταί τις να +είπη, ότι τους αναγνωρίζουσι και τους φοβούνται· τους βλέπουσιν +ανατρεπτικούς, με νέας αρχάς, με νέας ιδέας, ετοίμους όπως +κατακρημνίσωσι τας ευρωτιώσας ιδικάς των, και, συσσωματούμενοι εν +ενί, τίθενται προ της οδού των άμα τω πρώτω βήματί των, +δικαιολογούμενοι, ότι οι νεώτεροι δεν εγεννήθησαν τέλειοι, και δεν +εφιλοσόφησαν από των σπαργάνων των. + +Τους ανθρώπους τούτους να τους βδελύττεσαι και να τους πατάσσης· +ζητούν να περισώσωσι τα ελεεινά ναυάγιά των, αποπειρώμενοι κατά της +ανθρωπότητος ολοκλήρου. + +353 + +Ο άνθρωπος δεν έχει ανάγκην μακράς διδασκαλίας διά να εκπολιτισθή· +όταν έχη διάθεσιν προς τούτο, εκπολιτίζεται αφ' εαυτού, μόλις ακούση +ότι υπάρχει πολιτισμός. + +354 + +Μη νομίσης ποτέ, με όσα και αν πάθης κατά τον βίον σου, ότι απέκτησες +την πείραν της ατυχίας· είνε αύτη τοσούτον ανεξάντλητος και ποικίλη, +ώστε συνήθως μία και η αυτή, δύναται να μας εύρη απροκαλύπτους, και +να μας πλήξη εξ εκατόν ακόμη διευθύνσεων, υπό εκατόν μορφάς, δι' +εκατόν τρόπων και εκατοντάκις κατά λεπτόν. + +355 + +Μη λαμβάνης μέτρα, διά να φρουρήσης ηθικήν, μηδόλως κινδυνεύουσαν· +την προσβάλλεις συ πρώτος. + +356 + +Είνε αστεία τα δηλητήρια της γης προ των δηλητηρίων, τα οποία ρέουσι +διά του ιδίου αίματός μας εις τας φλέβας μας. Ελάχιστοι εφονεύθησαν +από τον κεραυνόν των νεφών του ουρανού· πόσοι όμως δεν φονεύονται +καθ' εκάστην, από τον κεραυνόν των νεφών του ιδίου των εγκεφάλου. + +357 + +Να οικτείρης την αρετήν, την εξασκουμένην και προκαλουμένην διά +βραβείων· η πραγματική αρετή δεν έχει ανάγκην βραβείων· είνε και +βραβείον αυτή η ιδία. + +358 + +Όταν ακούης μουσουργόν να τον ονομάζωσι μέγαν νουν, πίστευε ότι η +μεγαλοφυία του δεν εδρεύει εις τον νουν του, αλλά εις την καρδίαν. + +Η μουσική, δεν είνε τόσον αντίληψις του εγκεφάλου, όσον αίσθησις της +καρδίας, και διά τούτο την αισθάνεσαι πρώτον επανερχομένην εις την +κοιτίδα της, και ύστερον την εννοείς. + +359 + +Η ιστορία δεν θα σου αποκαλύψη αγριώτερον τύραννον, ούτε τρομερώτερον +δεσπότην από το Εγώ του ανθρώπου. + +Έκαστος ημών έχει ενθρονίση εν εαυτώ από ένα τύραννον, απαύστως +απαιτούντα, απαύστως κορεννύοντα την δίψαν του από το ίδιον αίμα του, +και συνεπώς απαύστως διψώντα. Σε βεβαιώ, ότι ο Νέρων ήτον ο +δυστυχέστερος των υποτελών του, διότι είχεν εαυτώ έτερον Νέρωνα, +αγριώτερον και θρασύτερον του τυραννούντος την Ρώμην. + +360 + +Η κακία είνε η ασφαλεστέρα συγγένεια μεταξύ των ανθρώπων. + +361 + +Ό έρως είνε μέγιστος, αλλά και ακατανόητος οικονόμος της φύσεως· +δημιουργεί διά του θανάτου, και φονεύει διά της ζωής. + +362 + +Δεν είνε παράδοξον να ίδης και το ελάχιστον, να στενοχωρήται εν τω +μεγίστω πλειότερον, παρ' όσον το μέγιστον εν τω ελαχίστω. + +363 + +Η αμαρτία αρχήν μόνον έχει, τέλος δεν έχει ποτέ. + +364 + +Ούτε αι μεγάλαι δυστυχίαι, ούτε αι μεγάλαι ευτυχίαι, ούτε οι μεγάλοι +έρωτες σβέννυνται από την ανάμνησιν, εφ' όσον δεν εδοκίμασες +μεγαλειτέρους. + +365 + +Και το σκοτεινόν χάος διεπέρασεν η ακτίς του ηλίου και του άστρου η +μαρμαρυγή· το σκότος όμως της ανθρωπίνης ψυχής τίποτε δεν το εφώτισεν +ακόμη. + +366 + +Το ν' αποκρύπτης ελάττωμά σου είνε το μέγιστον των ελαττωμάτων σου· +το ν' αποκρύπτης δε προτέρημά σου είνε το ελάχιστον των προτερημάτων +σου. + +367 + +Είνε τόσον γλυκύ το παρελθόν, και τόσον συμφυές καθίσταται με την +ατομικήν σου ιστορίαν, ώστε θ' αντήλλασσες πολλάκις ευχαρίστως και +μίαν αβεβαίαν πορφύραν του μέλλοντος, αντί ενός ράκους του +παρελθόντος. + +368 + +Όταν τύχη ν' ακούσης εραστάς, λέγοντας ανοησίας, μη γελάσης· η +διάλεκτος του έρωτος είνε τόσον εκφραστική, ώστε και αυτή η +ασυναρτησία της, ισοδυναμεί προς την υψηλοτέραν ποίησιν και προς την +βαθυτέραν φιλοσοφίαν. + +369 + +Ό,τι δεν δύνασαι να λύσης διά του νοός, προσπάθει και το λύεις διά +της καρδίας· ό,τι δεν δύνασαι να κατανοήσης, φρόντιζε να το +αισθάνεσαι. + +370 + +Το πραγματικόν άπειρον εδρεύει εις την καρδίαν μάλλον, παρά εις τον +νουν· διότι υπάρχουν πράγματα, τα οποία αισθάνεσαι, χωρίς να +εννοήσης· ουδέν όμως εννοείς, χωρίς προηγουμένως να το αισθανθής. + +371 + +Ο φόβος και η μοχθηρία είνε οι χειρότεροι φύλακες εαυτών. + +372 + +Από μίαν πασιφανή καλλονήν ημπορείς και να κορεσθής, και να μείνης +αναίσθητος προς την απόλαυσίν της· αλλ' από καλλονήν, της οποίας συ +ανακαλύπτεις το μυστήριον, δεν κορέννυσαι ποτέ. + +373 + +Ο γάμος όταν δεν είνε σ ύ ν δ ε σ μ ο ς, είνε ε π ι φ ώ ν η μ α. + +374 + +Πραγματική πατρίς διά τους ανθρώπους, δεν είνε η περιωρισμένη έκτασις +της γης, την οποίαν κατοικούσιν, ούτε προσέτι η κοινή θρησκεία· είνε +η κοινή γλώσσα και η κοινή ιδέα. + +375 + +Ο ημεροδείκτης του έρωτος αρχίζει πάντοτε από την άνοιξιν· κατόπιν +ακολουθεί αναποφεύκτως θέρος, φθινόπωρον και χειμών· μη επιχειρήσης +ν' αρχίσης πάλιν με νέαν άνοιξιν, διότι θα βαίνης εις νέον έτος με το +καλενδάριον του προηγουμένου. + +376 + +Καρδία 20 ετών, ξίφος κατακτητού. +Καρδία 40 ετών, σκήπτρον βασιλέως. +Καρδία 60 ετών, σαμάριον υποζυγίου. + +377 + +Ασφαλέστερον στηρίζεσαι εις τους πόδας σου, όταν τρέμης από την +γυναίκα, παρ' όσον νομίζεις ότι στηρίζεσαι, όταν εκείνη τρέμει από +σε. + +378 + +Όπου η ατιμία πληρώνεται με χρυσόν, η τιμιότης πληρώνεται με +μόλυβδον. + + + +Σ Υ Μ Π Ε Ρ Α Σ Μ Α + + + + — Και τώρα, τι πλειότερα τούτων να σου είπω, και τίνων να σου +συμβουλεύσω ίνα παραλείψης την εκτέλεσιν; + +Και πολλά είνε όσα ήκουσες, και ολίγιστα. + +Ολίγιστα, διότι ο κόσμος είνε απέραντος· πολλά, διότι ο κόσμος είνε +πανταχού και πάντοτε ο ίδιος. + +Κρατείς τόσας αλήθειας εις τας χείρας σου, τας οποίας τις οίδε και +πόσοι άλλοι εσκέφθησαν προ εμού· αλλά τούτο δεν αρκεί. + +Το δύσκολον είνε πώς να τας αναγνωρίσης. + +Και το δυσκολώτερον είνε πώς να τηρήσης αυτάς. + +Και το πάντων δυσκολώτατον είνε, να πείσης και τους άλλους όπως +αναγνωρίσωσιν αυτάς. + +Αλλ' όχι· δεν θα τας αναγνωρίσουν, διότι και ο κόσμος και η φύσις +ολόκληρος είνε μυστήριον, εις το οποίον ουδείς ουδέποτε κατόρθωσε να +εισδύση, και εξηυτέλισε τούτον εν τη αντιλήψει του ο άνθρωπος, και +παρεξήγησεν εκείνην ανοήτως. + +Αυτή η φύσις, εάν την ερωτήσης, θα σου δώση το πρώτον μάθημα, και θα +σε ποδηγετήση προς την ευτυχίαν. + +Θέλεις να την προσεγγίσης και να την αισθανθής; + +Άφησε την ψυχήν σου ελευθέραν εν μια νυκτί εαρινή, ίνα λουσθή εις το +μυστήριόν της. Θα εννοήσης, ότι η ευωδία του άνθους και του φυτού, +απετέλεσαν το μαγικόν φίλτρον, το οποίον επανέδωκεν εις τον Φαύστον +την νεότητα και την καλλονήν, το οποίον χυνόμενον κατά σταγόνας εις +τα νεκρά της φύσεως στήθη, επαναφέρει τους διαλείποντας παλμούς της, +και φυγαδεύον τον τελευταίον στεναγμόν του παγετώδους Βορρά, με την +χλιαράν και μυροβόλον των Ζεφύρων πνοήν περιλούει ηδέως. + +Εάν κατά την νύκτα εκείνην ηδύνασο να ερωτήσης το άνθος διά της +γλώσσης του, ή εάν η ακοή σου δεν ήτο τοσούτον πεπερασμένη, ή εάν +προς στιγμήν ηδύνασο να περιβάλης το άπειρον διά των ώτων σου και να +κύψης παρά τα φρίσσοντα πέταλα του διανοιγομένου κάλυκος, θα ήκουες +μίαν αλήθειαν άγνωστον και μεγάλην, μάγον και καταπλήττουσαν +αλήθειαν, ήτις θ' απεκάλυπτεν ενώπιον του εσκοτισμένου από τα ταπεινά +πάθη πνεύματός σου, νέον κόσμον πεποιθήσεων και ιδεών, και θα +επαρουσίαζεν ενώπιόν σου την πλάσιν, όπως την ηννόησεν ο δημιουργός +αυτής, και ουχί όπως ο άνθρωπος την αντελήφθη. + + — Τώρα — θα σου έλεγεν ο διανοιγόμενος κάλυξ — ότε των ομμάτων σου η +αχλύς παρεσύρθη υπό του απείρου, τώρα, ότε η ακοή σου απεφράχθη από +τον ανυπέρβλητον του πεπερασμένου φραγμόν, στρέψε γύρωθεν το βλέμμα +σου και αναζήτησε της δημιουργίας το μυστήριον· δεν θα κοπιάσης επί +πολύ· θα το εύρης και εις τον φαλόν του πρώτου άνθους, και εις τον +βλαστόν του πρώτου δένδρου, και εις την χυμώδη ρίζαν του πρώτου +φυτού· τι και αν το φυτόν καλήται κάκτος, ή καλήται ευτελές +χαμαίμηλον, ή ευγενές ρόδον, ή καμέλια περικαλλής; η φύσις +διεμοίρασεν εις ημάς εξ ίσου και φιλοστόργως τας χάριτάς της, και +ό,τι εδώρησεν εις το ταπεινόν φυτόν, εδώρησεν εξ ίσου και εις το +ευωδέστερον άνθος. + +Όχι· δεν είμεθα, ως εκλαμβάνετε ημάς σεις, διηρημένα εις γένη· όχι· +εις της ευδαιμονίας τα μυστήρια είμεθα εξ ίσου μεμυημένοι, και εξ +ίσου απολαύομεν των ζωογόνων του ηλίου φιλημάτων, και υπό την αυτήν +του Βορρά πνοήν αποφυλλιζόμεθα και θνήσκομεν. + +Ο έρως περιίπταται μεταξύ των πετάλων και των φύλλων μας, ανεξαρτήτως +γένους και είδους· η δυσγένεια και η ευγένεια είνε άγνωστοι μεταξύ +ημών· εις τους βλαστούς μας ο αυτός χυμός κυκλοφορεί, και των ανθέων +μας το σπέρμα μετά στοργής ίσης αποθέτει ο Ζέφυρος επί της μητρός +γης. + +Και θα σου προσέθετεν ακόμη: + + — Ύπαγε και ειπέ εις τους ανίσους ανθρώπους, ότι ουδεμία μεταξύ των +όντων και των πραγμάτων διαφορά υπάρχει· ύπαγε και είπε, ότι το +συναίσθημα της ζωής ενυπάρχει παντού, το δε μυστήριον της ευδαιμονίας +του κόσμου, είνε το μύρον, το οποίον κατά την νύκτα ταύτην αναπνέεις· +είνε το χρώμα, τα οποίον καθηδύνει την όρασίν σου· είνε του ηλίου η +ζωογόνος ακτίς· είνε του άστρου η χρυσή μαρμαρυγή, και οι μύχιοι +παλμοί της αναδημιουργίας, ους, βυθισμένος εις τον βόρβορον της ζωής, +δεν ακούεις πλέον· είνε τέλος του θείου έρωτος η φωνή, ήτις μάτην σε +προκαλεί, απόκληρε της ευδαιμονίας, και μάτην εις το πρόσταγμά της +αναπετάννυσιν ενώπιόν σου την χρυσήν πύλην της Ζωής!. . + +Ύπαγε και ειπέ εις εκείνους, ότι εις μάτην θ' αγωνίζωνται· δεν είνε +προωρισμένη η ασθενής χειρ των ίν' ανεγείρη τον μέγαν πέπλον, και ο +άνθρωπος ν' απογυμνώση του μυστηρίου του ένα θεόν!. . . + +*** + +Εάν κατορθώσης ν' ακούσης την φωνήν ταύτην, εάν δεν παρασυρθής από +των ιδίων παθών σου τον χείμαρρον, ως κάρφος αχύρου, η Δ ι α θ ή κ η +αύτη η Χ ρ υ σ ή θα σε φρουρήση πλειότερον, παρ' όσον τείχος +σινικόν, και η αιγίς της Παλλάδος. . . . . + + + +ΜΕΡΟΣ Β'. + + + +ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟΝ +Η +ΣΙΔΗΡΑ ΔΙΑΘΗΚΗ + + + +ΠΕΤΕΙΝΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ + + + +ΠΡΟΛΟΓΟΣ + + + + — Τοκ. . . τοκ. . . τοκ!. . . + +Ήτο κτύπος, όστις αντήχησεν εις την κεκλεισμένην θύραν μου, κτύπος +μυστηριώδης, όστις έφθασε πενθίμως μέχρι των ώτων μου· ήτον ήχος, +μακρότερος από έν απλούν τ ο κ, και μυστηριωδέστερος ακόμη, όστις +εύρεν ευθέως την οδόν της ψυχής μου, και κάτι αφύπνισεν εν αυτή, και +κάτι διήγειρεν εν τω πνεύματί μου. + + — Τοκ. . . τοκ. . . τοκ!. . . + +Επανελήφθη και εκ δευτέρου. + +Αναμφιβόλως ο κρούων, δεν έκρουε δι' ώτα ανθρώπου· έκρουε διά ν' +ακουσθή από κάποιαν ψυχήν, ήτις ουδέποτε εις την ακοήν της απατάται, +ήτις δεν έχει ανάγκην συλλαβών, λογικώς τοποθετημένων, ούτε ρυθμού, +υπαγομένου εις κανόνας, όπως διεγερθή. + +Και ήρκεσεν είς αόριστος ήχος, όστις διά τους άλλους δεν θα έλεγε +τίποτε, ίνα λαλήση εις την ψυχήν μου πολλά. + +Ναι, ον μυστηριώδες έκρουε την θύραν μου, το οποίον μου διήγειρεν +άγνωστον φωνήν, το οποίον συνεκοινώνησε μετά του εν εμοί μυστηρίου +ακαριαίως, και απέσυρεν από του πνεύματός μου του πεπερασμένου τον +φραγμόν. + +Και, χωρίς να γνωρίζω πώς και από πού, από της κεφαλής ή από του +στήθους μου, φωνή, πρωτάκουστος δι' ανθρώπινα ώτα, απέτεινεν ερώτησιν +εις τον άγνωστον της νυκτός επισκέπτην: + +— Τις ει! + +Κτύπος δεν ηκούσθη πλέον. + +Φωνή κλαυθμηρά, συριγμός βραχνός, ως ο του συρίζοντος βορρά, όστις +κατά την αυτήν ώραν εις το παράθυρόν μου εμαίνετο, απήντησεν εις την +ερώτησίν μου, και ρίγος καθ' ολόκληρον το σώμα μου ησθάνθην, και αι +τρίχες της κεφαλής μου ωρθώθησαν, και εις τας φλέβας μου εσταμάτησε +παγωμένον το αίμα. + +Οίμοι! δυστυχής τις έκρουε την θύραν σου, τον οποίον ο βορράς +κατεδίωκε, και εμιμήθη τον στεναγμόν του διά ν' απατήση αυτόν. + +Δυστυχής, τον οποίον έτυπτεν η παγωμένη βροχή, και έχυνεν ίσον ποσόν +δακρύων, διά να θερμανθή με την θέρμην του άλγους του. + +Δυστυχής, τον οποίον είς Θεός άγιος εγκατέλιπεν άνευ στέγης, και +ήρχετο ίνα ζητήση αυτήν από ένα άνθρωπον αμαρτωλόν!. . . + + — Περίμενε! + +Ανετινάχθην εκ της κλίνης μου, ήτις μου εδαψίλευε την ευεργετικήν +θαλπωρήν της. + +Ήμην ο κύριος της θερμότητος εκείνης, και ουδείς ηδύνατο να μου +αμφισβητήση αυτήν — πλην του θανάτου· ήτο ζωή τέλος, από την οποίαν +ουδείς να με απομακρύνη ηδύνατο — πλην της κακίας των ανθρώπων. + +Αλλ' είχον θερμανθή ίσως πολύ, και δύναμίς τις οικονομική, δύναμις εξ +εκείνων, αίτινες επιβάλλουσιν αναπόφευκτον διανομήν των αγαθών της +φύσεως εις τα όντα άπαντα, εξώθησε την ριγούσαν ύπαρξιν προ της θύρας +της υπάρξεως της θερμαινομένης!. . . + + — Είσελθε! + +Και ήνοιξα την θύραν, ήτις αφήρεσεν από του θαλάμου μου αέρα θερμόν, +και ορμητικά κύματα παγερού βορρά μου απέστειλε, παρασύραντα και +κυλίσαντα προ των ποδών μου όγκον σπαίροντα και σφαδάζοντα, άμορφον +όγκον, τον οποίον δεν ηδυνάμην να διακρίνω εν τη σκοτία της νυκτός. + +Θα ήτο δυστυχές ον, αφού ωμίλησε προς την ψυχήν μου και την αφύπνισε· +διότι προς την ψυχήν μόνον η δυστυχία, λαλεί. + +Θα ήτο δυστυχές ον, το οποίον έζη και ως όγκος· ον, του οποίου η +μορφή είχε καταστραφή, αλλ' η εντός αυτού ψυχή, τις οίδε, θα διετήρει +πάντως μίαν μορφήν. + +Τι προς εμέ η όψις του η άμορφος; τόσας είδον όψεις ευμόρφους και +ευρύθμους, αλλ' εγκλειούσας ψυχήν άνευ ουδενός χαρακτήρος και ρυθμού. + +Του ωκεανού του βίου θα ήτο ναυαγός, εξ εκείνων, οίτινες δεν +εξωθούνται προς απορρώγας βράχους, αλλά προς τας θύρας των ανθρώπων· +οίτινες δεν ωθούνται κατά του αμόρφου γρανίτου, αλλά κατά του +καλλιμόρφου μαρμάρου· οίτινες δεν θραύουσι την κεφαλήν κατά βραχώδους +και αλαξεύτου προεξοχής, δημιουργήματος του χρόνου και του κύματος, +αλλά θραύουσιν αυτήν ασφαλέστερον κατά γωνίας μαρμαρίνης, +δημιουργήματος της σμίλης, εφ' ης εκρούσθη επιμόνως της ματαιοδοξίας +η σφύρα. + +Είδον άνθρωπον ωθήσαντα σπαίρουσαν σάρκα διά του ποδός, διά να πεισθή +εάν ζη, και ο πους του εδιπλασίασε τον σπαραγμόν της· και αντί να +επαναδώση εις αυτήν την εκφεύγουσαν ζωήν, εξ ολοκλήρου την αφήρεσεν. + +Είχε λησμονήση ο άνθρωπος, ότι αι χείρες επλάσθησαν διά ν' +ανεγείρουν. + +Και διά τούτο έτεινα τας δύο χείρας, και έλαβον μεταξύ των θερμών +παλαμών μου το βαθμηδόν ψυχραινόμενον σώμα, και έφερον αυτό εις τον +θάλαμον μου, και επί της κλίνης μου εναπέθηκα. + +Ανήψα και το φως, και εφώτισα το ον το εσκοτισμένον. + +Και τότε είδον ενώπιόν μου αγνώστου όψεως πλάσμα, το οποίον με +εθεώρει δι' οφθαλμού δακρύοντος αίμα. + +Και ήκουσα γλώσσαν πρωτάκουστον, ήτις μου ωμίλει διά στεναγμών. + +Και έλεγε: + + — Δεν με αναγνωρίζεις, ω Άνθρωπε; και όμως συ, προ παντός άλλου, να +με αναγνωρίσης ώφειλες, διότι, εάν δεν αναγνώριζες σήμερον το +χθεσινόν δημιούργημα των ιδίων χειρών σου πώς είχες την αξίωσιν να +γνωρίζης τον κόσμον, τον οποίον άλλος εδημιούργησε;. . . τον κόσμον, +όστις αυτός εαυτόν αγνοεί;. . . τον κόσμον τον απέραντον, του οποίου +το άκρον ανεζήτησα και δεν ανεύρον· του οποίου το κέντρον ηρεύνησα +και ουδέν κατώρθωσα να καθορίσω;. . . + +Τι εγνώριζες, εξ όσων μου είπες, ή τι θα γνωρίσης εξ όσων θα σου +είπω; + +Συ πρώτος ωμίλησες, συ πρώτος εξεικόνισες τον κόσμον, και έθεσες εις +την εικόνα του πλαίσιον. Ανόητε! το άπειρον επλαισίωσες και δεν +ηννόησες την πλάνην σου. . . . + +Πόσον άνω ανήλθες, και παρετήρησες τόσον κάτω;. . . Και με ποίας +πτέρυγας ανήλθες, και κατέπεσες, ως ο Ίκαρος, ικανοποιημένος ότι +ευρέθης υπό στέγην και εντός των τεσσάρων τοίχων, εις ους σ' +επανευρίσκω μακαρίως κοιμώμενον;. . . + +Εκπλήττεσαι και σιγάς;. . . + +Σίγα λοιπόν και φέρε την χείρα εις τους οφθαλμούς σου τους τυφλούς, +και όπλισε με αληθείς πτέρυγας την ψυχήν σου, και πέταξε πρώτον +υψηλά, πολύ υψηλά, διά να θεωρήσης καλώς προς τα κάτω· και άφες, εάν +δύνασαι, των οφθαλμών σου την αχλύν, ίνα καταπέση ως φθινοπωρινής +πρωίας ομίχλη, όταν αι ακτίνες του ηλίου εξαποστέλλουσιν αυτήν ως +σκιεράν θεραπείαν εις τα σκότη της νυκτός. . ., + +Ενόμισες ότι εγνώρισες τον κόσμον και μου εδίδαξες την γνώσιν του! + +Αλλοίμονον! δεν κατενόησες, ω Άνθρωπε, ότι είσαι φρουρός του ιδίου +σου μυστηρίου, — φρουρός, αλλά και φρουρούμενος;. . . + +Ακόμη δεν με ανεγνώρισες; + +Αλλά δικαίως· δεν είμαι πλέον ο σφριγών ανόητος και άπειρος της χθες· +είμαι ο συντετριμμένος σοφός και ανάπηρος της σήμερον. . . + +Είχον πτέρυγας και εγώ, απαστράπτουσας εις τον ήλιον, είχον στέμμα, +μαρτυρούν σφρίγος και ζωήν, την οποίαν απελάμβανον, χωρίς να την +γνωρίζω· σήμερον την γνωρίζω, αλλά δεν την απολαμβάνω πλέον. . . + +Οίμοι! είχον κεκλεισμένα τα όμματα εις την σοφίαν, και διά της +αμαθείας μου έβλεπον τον κόσμον· σήμερον έχω ανοικτά εις την σοφίαν +τα όμματα, αλλά τον κόσμον τον έχασα!. . . + +Και ο λαλούν άμορφος όγκος εστέναξε βαθέως από της κλίνης μου, και +εξηκολούθησε πνευστιών: + + — Εάν εγνώριζον και συνηντώμην ποτέ μετά του θεού μου, θα υπέβαλλον +εις αυτόν ερωτήσεις, προ των οποίων και αυτός έτι, αναπολόγητος θα +έμενε· θα του εζήτουν την κλείδα του μυστηρίου του κόσμου, την οποίαν +και ούτος έχει χάση πλέον, διότι το μυστήριον υπερεξεχείλισεν, +αποκρύψαν αυτήν και από τους ιδίους οφθαλμούς του!. . . + +Τι ήμην εγώ; πτωχόν και ασθενές πλάσμα, το οποίον εφαντάσθης να +δημιουργήσης και εδημιούργησες· το οποίον εξαπέστειλες εις τον +κόσμον, πάνοπλον ως την Αθηνάν, ίν' αντιπαραταχθή προς την Κακίαν, +και συμμαχήση με την Αρετήν. . . + +Άφρον! ιδού τ' αποτελέσματα της πείρας της ανθρωπίνης, ιδού τα +άχρηστα ναυάγιά της, συρόμενα επί της κλίνης σου. Δεν με ανεγνώρισες +ακόμη; + + — Όχι. + + — Δεν με συνήντησες ποτέ; + + — Ποτέ. + + — Περίεργον! και όμως συ είσαι εκείνος, όστις μου εγέμισες την ψυχήν +με άφρονα εγωισμόν, και το αμαθές πνεύμα μου διά του φωτός της +γνώσεως μου απετύφλωσες. + +Συ, με εξαπέστειλες εις τον κόσμον, έρμαιον της ματαιοδοξίας μου, +κούφην πομφόλυγα, ήτις, αντικατοπτρίζουσα λαμπρώς τας ακτίνας του +ηλίου, απερροφήθη και απεσβέσθη υπ' αυτών των ιδίων!. . . + +Και ενόμισα ότι τα πάντα πλέον εγνώριζον, και ότι τα πάντα ηδυνάμην +από του μυστηρίου των να γυμνώσω. . + +Και εισήλασα θριαμβευτικώς εις το μυστήριον διά της μεγάλης πύλης, +και εις τα ερέβη του επλανήθην, αλλ' εξήλθον, ολισθήσας διά μαύρης +οπής, από ακάνθας φρουρουμένης, αίτινες με κατεξέσχισαν, ω Διδάσκαλε! + +Ναι· ενόμισα, ότι αι πτέρυγές σου ήσαν ικαναί, ίνα με οδηγήσωσι +πανταχού· επίστευσα, ότι της φαντασίας μου η δύναμις εξήρκει, ίνα με +οδηγήση διά πτερύγων ανέμων εις του κόσμου τα πέρατα, και να +κατανοήσω, και να κατανικήσω, και να κατακτήσω. + +Και έλαβον, ο μωρός, μίαν κλωστήν διά να βολιδοσκοπήσω το χάος· και +ελαίου μίαν τρίχα προσφιλούς κεφαλής, διά να σύρω οπίσω μου τους +ηλίους του στερεώματος· και έλαβον μίαν πλάστιγγα ξυλίνην, διά να +ζυγίσω την ύλην, και έν κάτοπτρον, ίνα εγκατοπτρίσω εν αυτώ την ψυχήν +των ανθρώπων. + +Αλλ' απεκόπη η κλωστή, και εκυλίσθην εις το χάος· αλλ απεκόπη η θριξ, +και ευρέθην αιωρημένος, ως αντάρτης τιτάν, από του απείρου· και διά +της πλάστιγγος την μωρίαν μου μόνον εμέτρησα, εν δε τω κατόπτρω +εθεώρησα φρίττων την ιδίαν μόνον μορφήν μου! + +Ναυάγιον και άνω, και κάτω ναυάγιον. + +Επίστευσα, ότι εξηπάτησα τον άνεμον και την τρικυμίαν, αλλ' +ετιμωρήθην διά την ιδέαν μου αυστηρώς. + +Υπέθεσα, ότι ενηγκαλίσθην τον ήλιον της γνώσεως και της αληθείας, +αλλά κατεκάην πριν εις αυτόν προσεγγίσω. + +Και η άγνοιά μου ηυξάνετο, εφ' όσον αι γνώσεις μου επλουτίζοντο, οι +δε οφθαλμοί μου εκλείοντο, εφ' όσον τους ενόμιζον ανοιγομένους. +Ηπόρουν, και η απορία μου εκορυφούτο, εφ' όσον ελύετο· εμάνθανον, και +η αγνωσία επυκνούτο, εφ' όσον ενόμιζον ότι μανθάνω· ήμην τέλος σοφός, +εφ' όσον ηγνόουν, και εφ' όσον επιστάμην, μωρός!. . . + +Ω Διδάσκαλε! ιδού ο κόσμος σου! — + +*** + +Και τέλος, ιδού εγώ, άνευ πτερύγων, άνευ στέμματος, με ένα πόδα +ολιγώτερον, έκτρωμα και άμορφος όγκος. + +Κρύψε με από της φύσεως τα όμματα· θα με ίδη και θα με αποκηρύξη. + +Κρύψε με από του θεού το βλέμμα, διότι θα κεραυνοβολήση τον αντάρτην. +. . + +Σιωπάς;. .! + +Με ανεγνώρισες τώρα και έκπληκτος θεωρείς το δημιούργημά σου το +μωρόν, το οποίον ετάνυσε πτέρυγας και επέταξε προς τον κόσμον πλήρες +ζωής, αλλ' επανήλθεν εξ αυτού συρόμενον, και γεμάτον από θάνατον και +χλεύην!. . + +Ιδού η Χ ρ υ σ ή Δ ι α θ ή κ η σου· την ρίπτω και πάλιν προ των +ποδών σου. + +Ο χρυσός της έκαμε και ήδη το θαύμα του, και ιδού ο κληρονόμος σου +πώς κατήντησε. + +Και τώρα, έλεος! + +Οίκτον διά τον συντετριμμένων νικητήν! + +Οβολόν εις τον Βελισσάριον! + +Είμαι — ο Πετεινός σου! + + +ΑΙ ΔΥΟ Δ1ΑΘΗΚΑΙ + + + +ΜΕΡΟΣ Β'. +Η ΣΙΔΗΡΑ ΔΙΑΘΗΚΗ + + + +ΠΕΤΕΙΝΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ + + + +Α'. + + +Πώς; + +Τοιαύτη επάνοδος, κατόπιν αναχωρήσεως τοσούτον θριαμβευτικής; + +Τόσον σκότος, κατόπιν τόσου φωτός; + +Τόσον στενός ο ορίζων, ώστε η δύσις να συνορεύη με την ανατολήν και ο +βορράς με τον νότον; + +Δεν ήτον ασπίς εκείνη, δι' ης περιέβαλον του πτηνού την ψυχήν; δεν +ήτο δόρυ εκείνο, με το οποίον ώπλισα το πνεύμα του; + +Πού επέταξε; πού επλανήθη; ποίαν μεγάλην οδόν αφήκε και ποίαν ατραπόν +ηκολούθησεν; + +Αφού με πτέρυγας ανεχώρησε, πώς άνευ πτερύγων επανήλθε, και με ράμφος +μόνον, αποστάζον το ίδιον αίμα του; + +Μυστήριον. + +Μυστήριον, του οποίου την λύσιν έπρεπε να ζητήσω από το ον εκείνο το +άμορφον· άγνοια, την οποίαν έπρεπε να φωτίση έν σώμα, στερούμενον +φωτός και οφθαλμών. + +Την σκέψιν μου εμάντευσε· διότι η σκέψις μου και σκέψις ήτον ιδική +του. + +Και πάλιν η φωνή η βαθεία ηκούσθη εντός μου, και πάλιν αφήκεν ηχώ διά +δονήσεων και παλμών: + + — Σβέσε το φως, και του ωρολογίου δέσμευσε τους δείκτας. + +Περί σκοτίας θα ομιλήσω, και τον αιώνα θα εικονίσω. + +Όπλισε την ψυχήν σου με σίδηρον και χαλκόν. + +θα διέλθη ενώπιόν σου θριαμβευτικώς η κακία. + +Άφησε ελευθέρους των δακρύων σου τους καταρράκτας. + +Έχει ανάγκην βαλσάμου και παρηγορίας η αρετή. + +Απέραντον σου ανοίγω βίβλον, της οποίας εκάστη σελίς έν άπειρον είνε, +της οποίας εκάστη έννοια είνε έν χάος. + +Ατελεύτητον σου ανοίγω βιβλίον, — εις το οποίον την πρώτην λέξιν +εχάραξεν ο θεός, τας ακολούθους χαράσσει ο άνθρωπος και την +τελευταίαν ο διάβολος θα χαράξη! + +Απέραντον θ' αναπετάσω εικόνα, εις την οποίαν έκαστος προσθέτει μίαν +γραμμήν, και αφαιρεί προγενεστέραν. + +Καλλιτέχνημα του θεού· τερατούργημα του ανθρώπου. + +Όπου εξεικονίζετο άστρον, προστίθεται νέφος· και νέφος αποξέεται +εκεί, ένθα εφαίνετο πίπτων ο κεραυνός. + +Και ιδού κεραυνός αδικαιολογήτως κατερχόμενος, συνέχεια της +μαρμαρυγής προστεθέντος αστέρος, κεραυνός, τον οποίον ουδείς νόμος +του Αιωνίου δικαιολογεί, και η φύσις αποκηρύττει· του οποίου πηγή +είνε του ουρανού το αζούριον, και τέρμα έν άκακον της φύσεως άνθος. + +Δύο σημεία θαυμαστά και αγνά, το έν φωτοβολούν, το έτερον μυροβόλον, +τα οποία συνδέει αναιτίως πυρίνη οδός. + +Ω, τον αδέξιον ζωγράφον! Ποίαν θείαν εικόνα μετέβαλε και παρεμόρφωσε, +και εις την σοφίαν του μεγάλου καλλιτέχνου αφήρεσε θείαν γραμμήν και +ανθρωπίνην προσέθηκε! + + + +β'. + + + +Λοιπόν, άφες το μωρόν και ανόητον πτηνόν διά τελευταίαν φοράν να +λαλήση. + +Θα σύρη ενώπιον σου την Αλήθειαν, με την γυμνότητα ενδεδυμένην. + +Αλλά διά ταύτης τι θα κερδίσης, ή τι θα μάθης, ή τι θα εννοήσης; + +Ο κόπος είνε μεγαλείτερος του κέρδους. + +Η γλώσσα κινουμένη ουδέν προσθέτει εις τον νουν, και ό,τι από το ους +προστίθεται ποσάκις διά της γλώσσης δεν εχάθη. + +Άνοιξε λοιπόν, πλειότερον από το στόμα σου, τα ώτα σου· αλλά και από +τα δύο ταύτα άνοιξε πλειότερον τους οφθαλμούς σου. + +Και συ ωμίλησες και σοφόν με κατέστησες, — όσον ήρκει δι' ένα +πετεινόν. + +Εάν καθίστας εμέ σοφόν, όσον δι' ένα άνθρωπον ήρκει, θα έβγαζα τα +μάτια τα ιδικά σου, ω Διδάσκαλε, αλλά θα έσωζον τα ιδικά μου. + +Και αν συ δεν έβλεπες, διά να θαυμάσης το έργον σου, θα έβλεπον εγώ +διά να θαυμάσω το ιδικόν μου. + +Τότε συ θα εγνώριζες την Σοφίαν από το σκότος της, και από το φως της +εγώ. + +~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ + +Πού ήτον η Σοφία του ανθρώπου κεκρυμμένη; + +Ουδαμού την συνήντησα. + +Μίαν πάνοπλον Αθηνάν είδον μόνον, αναπηδώσαν εκ των κρανίων των +ανθρώπων, αλλά κινδυνεύουσαν να τυφλώση τον κόσμον με το δόρυ της. + +Και είπον προς αυτήν: + + — Ευλογημένη! Σοφία είσαι συ η πάνοπλος, η σιδηρόφρακτος κατακτητής; +Τι θέλει το δόρυ εις χείρας γυναικός; Αντί να εξέλθης, με κίνδυνον να +τυφλώσης τον κόσμον, προτιμότερον δεν ήτο να έμενες ακόμη εντός του +κρανίου και να έκλωθες την ρόκαν σου; + +Εκλονίσθη η πεποίθησίς της και κατεβίβασε το δόρυ· αλλ' ήταν αργά. + +Φάσμα πελώριου ενώπιον αυτής ανυψώθη και της αφήρεσε το έγχος, +εστράφη δε προς εμέ και είπε: + + — Τούτο θα κατέχω εγώ. Είνε του κόσμου η κλεις, η ανοίγουσα και την +εμπροσθίαν και την οπισθίαν θύραν. Θα ήνοιγεν αύτη την πρώτην· εγώ θ' +ανοίξω την δευτέραν. Πύλην του κόσμου θ' αναπετάσω, αδιάφορον ποίαν +και πώς. + +Και εχάθη και πάλιν ανεφάνη. + +Διότι ήτο και σώμα και φάσμα· ήτο και σαρξ σφριγώσα, και σκιά, άνευ +σώματος· και ύλη απαστράπτουσα, και ατμός πνιγηρός. + +Συνεπτύσσετο, ως σκώληξ, και ανεπτύσσετο, ως αετός, μέχρι των άστρων. + +Είχε δε οφθαλμούς γεμάτους από μαγγανίαν, και γλώσσαν αποστάζουσαν +μέλι. + +Ερωτώ: + + — Ποία είσαι συ, ω σκιά παράδοξος, ήτις αφώπλισες την Σοφίαν, και με +το δόρυ αυτής απειλείς να διαπεράσης τον ήλιον και να αιματώσης την +γην; + +Δεν απαντά· αλλ' εκτείνει δάκτυλον, φέροντα όνυχα μαύρον, και μου +δεικνύει οδόν μακράν και ομαλήν, αλλ' οδόν χωρίς άκρον και τέρμα και +σταθμόν αναψυχής, χανομένην εις του ορίζοντος τα βάθη. + + — Προχώρει, λέγει. Η οδός μου ιδού. Αρχίζεις οδοιπορίαν από του +κόσμου το άκρον, και εις το αυτό θα επανέλθης σημείον, Αλλ' ιδέ επί +του εδάφους ίχνη βημάτων γιγαντώδη· δι' αυτών διήλθον οι Αιώνες και +ηκολούθησεν ο είς τον άλλον. Βλέπεις, εκεί πλαγίως, ίχνη σωμάτων +καταπεσόντων; Όσοι ηθέλησαν να παρεκλίνωσι συνετρίβησαν· αριστερά ο +Σωκράτης, ο Ιησούς δεξιά. + +Δεν με γνωρίζεις; + +Η Κακία είμαι και η οδός μου ιδού. + +Προχώρει! + +Και το Φάντασμα εχάθη προς τα εμπρός, ταχέως διασχίζον το άπειρον της +οδού βάθος, εγώ δε φέρομαι ακατασχέτως επί τα ίχνη αυτού, οδηγούμενος +από αστέρα σκοτεινού, ρίπτοντα υπέρ την κεφαλήν μου παραδόξους +ακτίνας, ώστε το σώμα μου να φαίνεται μαύρον και η σκιά μου λευκή. + +~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ + +Κρατώ ισχυρώς την Χρυσήν Διαθήκην, αλλ' ο αστήρ αντανακλάται, ως εν +κατόπρω, και εις αυτόν στίλβοντα χρυσόν, εις έκαστον δε επί τα πρόσω +βήμα μου, μάτην παλαίω προς τον άνεμον, αρπάζοντα ανά μίαν σελίδα. + +Και ερωτώ αντιθέτως ερχόμενον διαβάτην: + + — Πού βαίνω εγώ, και συ πού βαίνεις; + + — Έρχομαι απ' εκεί, όπου συ μεταβαίνεις, και βαίνω εκεί, όπου θα +φθάσης και συ, Κύκλος είνε η οδός μας, και πολλάκις θ' ανταλλάξωμεν +χαιρετισμόν διαβάτου, εφ' όσον θα έχωμεν πόδας διά να βαστάζωσι τας +κεφαλάς μας, και κεφαλάς διά να βαστάζωσιν οι πόδες μας· και εφ' όσον +δεν αποπειραθώμεν να παρεκκλίνωμεν και ν' ακολουθήσωμεν ανάντεις +οδούς, φρουρουμένας από φάραγγας, και από πτώματα γεμάτας. + +Ερωτώ: + + — Δεν τρομάζεις συ, ακολουθών την οδόν ταύτην; + + — Κατ' αρχάς ετρόμαξα, αλλ' εις έκαστον επί τα πρόσω βήμα μου, +ησθανόμην ότι προσετίθεντο εις τα νεύρα μου νέαι δυνάμεις. Άλλως τε, +ποίος μου είπε να τρομάξω; Και εσκέφθην: οδός πεπατημένη κάπου +οδηγεί. Λοιπόν εμπρός. Όμως ιδέ την ατραπόν εκείνην, την γεμάτην από +αίματα· ακούεις κραυγάς; πρόσεξε μη απατηθής και πλησιάσης. Εκεί +εκρημνίσθη μία μεγάλη Σφιγξ, η οποία αιωνίως ψυχορραγεί, αλλ' +ουδέποτε αποθνήσκει. Μη δώσης ποτέ εις αυτήν χείρα βοηθείας· είνε +αχάριστος ασθενής και κατατρώγει πρώτους τους ιατρούς της. Θα την +κρατήσης σφικτά εν τη αγκάλη σου, εφ' όσον σιωπά. Όταν όμως της δώσης +δύναμιν να κραυγάση, θα φύγης μίλια, θα διακόψης δε και την +συγκοινωνίαν της οδού, διότι οι διαβάται δεν τολμούν προς τα εκεί να +λοξεύσουν. Εγώ την εγνώρισα καλώς την Θεάν. Υπήρξα έμπορος των +ειδώλων της· αλλά την εύρον αχάριστον εμπόρευμα και δι' όσους την +επώλησαν, και δι' όσους την ηγόρασαν. Και τα είδωλά της έρριψα εις το +άκρον της οδού ταύτης, βαδίζω δε, έντιμος δι' εμαυτόν χρεωκόπος, αλλά +διά τους άλλους πάντας χρεωκόπος δόλιος. + + — Πώς; δεν ευρίσκουν γλυκείαν οι άνθρωποι την Θεάν αυτήν, ω Διαβάτα; + + — Πολύ γλυκείαν, εφ' όσον την θεωρούσι ψεύδος· μόλις όμως +αποκαλυφθή, πολύ πικράν. + +Είνε η μόνη θεότης την οποίαν οι άνθρωποι λησμονούσιν εφ' όσον +υπάρχει, και λατρεύουσιν όταν χαθή· θεότης, ακατανοήτως ατυχής, εις +τον βωμόν της οποίας οι ιερείς δεν σφαγιάζουσι κτήνη, αλλά τα κτήνη +σφαγιάζουσιν ιερείς! + +Και ο πρώην πωλητής των ειδώλων της Αληθείας παρήλθε γελών — +αποσπάσας, χάριν αστειότητος, και ολίγα πτερά από την ουράν μου. + +Και εκείνος είχε γίνη κακός. + + + +γ'. + + + +Σύνθημα τότε τρομερόν εδόθη, ω Διδάσκαλε, και η νυξ εβοήθησε την +άρπαγα χείρα. + +Γυνή τρυφερά πλησίον μου διέρχεται, στηριζομένη επί προστάτου +βραχίονος νεαρού ανδρός. + +Και λέγει κρύφα προς εκείνον: + + — Κύτταξε αυτόν τον πετεινόν· τι ωραία πτερά που έχει! μάδησε του +την ουράν· νύκτα είνε, κάνεις δεν θα σε ιδή. + +Επλησίασε τότε ο Άνθρωπος σιγά-σιγά και με εμάδησεν ολόκληρον. + +Υπέστην την ειμαρμένην μου άνευ κραυνής και στεναγμού. + +Την επομένην, το ανδρόγυνον εξήλθεν εις περίπατον επί ωραίας αμάξης, +σχήματος _φαέθωνος_, με ένα άνθρωπον όπισθεν, αντιθέτως προς του +δρόμου την φοράν καθήμενον, η δε Γυνή έφερεν επί της κεφαλής και του +λαιμού τα πτερά μου. + + — Περίεργον, εσκέφθην· ουδέποτε θα επίστευον, ότι τα οπίσθιά μου +είχον τόσον πολύτιμα πράγματα, διά κεφαλήν γυναικός. + +Αλλ' ότε η Γυνή με είδε περιπατούντα και μαδημένον, φαίνεται δεν με +ανεγνώρισε, διότι ήκουσα να λέγη προς τον συνοδόν της: + + — Καλέ, κύτταξε εκεί! τι ελεεινόν πράγμα που είνε, ένας πετεινός, +γυμνός σαν άνθρωπος! + +Τότε είπον κατ' εμαυτόν: + + — Φαίνεται, θα ήνε πολύ ωραίον πράγμα μία γυναίκα, ντυμένη σαν +πετεινός! + +Εν τούτοις ο _φαέθων_ επροχώρησεν, ως αστραπή, απομακρύνων από το +γυμνωθέν σώμα του γυμνού, το περιττόν ένδυμα του ενδεδυμένου, ενώ ο +όπισθεν της αμάξης καθήμενος άνθρωπος με παρετήρει απομακρυνόμενος +διά βλέμματος ηλιθίου. + +Και ερωτώ διαβάτην: + + — Άνθρωπε, εξήγησέ μου· τι σημαίνει άνθρωπος, να προχωρή προς τα +εμπρός, και όμως να βλέπη προς τα οπίσω; + + — Σημαίνει Δούλος. + +Περίεργον! τολμηρός αυθέντης, να κρατή ένα υπηρέτην, εστραμμένον προς +το παρελθόν του! + +Και το παρελθόν του ήμην εγώ. + +Είχε λησμονήση ο Άνθρωπος την ληστείαν της νυκτός. + +Ναι, την είχε λησμονήση· και όμως τους καρπούς του εγκλήματος έφερεν +η Γυνή επί της ιδίας κεφαλής της, — και την ιδέαν του εγκλήματος +εντός αυτής. + +Εμαδήθην και απέμεινα γυμνός. + +Και όμως μόλις ολίγα βήματα είχον προχωρήση εις την Μεγάλην Οδόν. + +Τουλάχιστον δεν εφοβούμην την γυμνότητα πλέον· συμφορά επελθούσα, +κατέλυσε τον φόβον της. + +Προχωρώ. — + +~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ + +Και βλέπω ανθρώπους διερχομένους πλησίον μου και θεωρούντας με διά +βλέμματος γλυκυτάτου, και γεμάτου από συμπάθειαν. + +Περίεργον! Όλοι άγγελοι, και όμως εβάδιζον τόσον κακήν οδόν. + +Μόλις εσκέφθην ούτω, αισθάνομαι αίφνης πληγάς και πόνους εις τα νώτα, +και στρέφομαι περιδεής προς τα οπίσω. + +Τεραστία μεταμόρφωσις! + +Όλοι ήσαν άγγελοι, εφ' όσον ήσαν ενώπιόν μου· όπισθεν μου εγίνοντο +όλοι διάβολοι και με εκτύπων εκ των νώτων. + +Το στήθος μου, Διδάσκαλε, ουδεμίαν πληγήν φέρει. + +Αλλ' ερώτησε την ράχιν μου και θα σου είπη το διατί. + +Όλοι προσέβαλλον εκ των νώτων· τούτο όμως δεν είνε σφάλμα του +διαβόλου· είνε έλλειψις του θεού, όστις δεν προσέθηκεν οφθαλμούς και +ώτα και εις τον αυχένα· θα ήτο πολύ διάφορος και του ανθρώπου η τύχη, +και η όψις του κόσμου. + +~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ + +Τότε εστέναξα διά πρώτην φοράν, και ηρώτησα εμαυτόν: + + — Πόσον ευτυχής ήμην χθες, και πόσον δυστυχής θα ήμαι αύριον; + +Και ιδού η δυστυχεστέρα του βίου στιγμή: + +Να μακαρίζης το παρελθόν, και να τρέμης δια το μέλλον. + +~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ + +Επείνασα τότε και εστάθην εις το άκρον της οδού· και διήλθεν άρχων, +ακολουθούμενος από πληθύν οικετών. + + — Φαίνεσαι ότι πεινάς, μου λέγει ο άρχων. Συ έχεις μικράν κοιλίαν, +αλλ' εγώ δεν έχω μικρά νομίσματα δι' αυτήν· έχω μεγάλα. Τρώγεις +άλλοτε. + +Έκλινα την κεφαλήν ταπεινώς και είπον κατ' εμαυτόν: + + — Ιδού η πενία του πλούτου. + +Ο τελευταίος όμως των οικετών του, ώκτειρεν εμέ, έθεσε δε νόμισμα εις +το ράμφος μου, και είπεν: — Εγώ έχω μικράν κοιλίαν· λάβε μικρόν +νόμισμα διά σήμερον και αύριον — ο Θεός. + +Εμειδίασα αδιοράτως, και είπον πάλιν κατ' εμαυτόν: + + — Ιδού ο πλούτος της πενίας. + +Αλλ' ο οικέτης είχε μείνη πολύ οπίσω εις την Οδόν, διότι οι άλλοι +είχον κερδίση τον χρόνον των· δεν είχον ασχοληθή περί εμού, και +επροχώρουν πολύ. + +Και επέσπευσε το βήμα του διά να φθάση τους άλλους, αλλά +λοξοδρομήσας, ωλίσθησεν εις το άκρον της Οδού και εκρημνίσθη. + +Και δεν τον είδον ν' ανεγερθή πλέον. + +~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ + +Ο οβολός εκείνος παραζάλην μου έφερεν. + +Εφ' όσον επείνων, δεν εσκεπτόμην τίποτε. + +Αφού απέκτησα, εβασανιζόμην από την ιδέαν του τι θα φάγω. + +Και εσκέφθην: + + — Δεν είχον οβολόν, και δεν είχον ανάγκην. Ιδού είς οβολός, όστις +δέκα ανάγκας μου γεννά. Εάν αποκτήσω δέκα οβολούς, θα μου γεννήσουν +εκατόν ανάγκας· και οι εκατόν, θα μου γεννήσουν χιλίας. Τι λοιπόν θα +απογίνω, εάν καταντήσω και εκατομμυριούχος; Βεβαίως δεν θα σκέπτωμαι +τότε άλλο, ειμή πώς να μη αποθάνω από την πείναν! + + + +δ'. + + + +Τότε βλέπω Άνθρωπον, καθήμενον εις το μέσον της Οδού, και +καταβροχθίζοντα απλήστως ατελείωτον τροφήν. + + — Τρώγεις, τρώγεις, λέγω προς αυτόν· δεν βλέπω όμως και να +χορταίνης, αλλ' ούτε και να αισθάνεσαι εις τον στόμαχον βάρος. + +Απαντά, χωρίς να διακόψη το έργον του: + + — Είνε γλυκυτάτη η τροφή μου και δεν την εχόρτασε κανείς. + +Την απάντησιν όμως ταύτην ήκουσεν όμιλος ανθρώπων εξ εκείνων, οίτινες +κατέκειντο ψυχορραγούντες εις τα κατηραμένα άκρα της Οδού. + +Και εκραύγασαν όλοι ομού, ημιεγειρόμενοι επί κατεσκληκότος αγκώνος, +όστις μόλις τους συνεκράτει: + + — Πρόσεξε! αυτός ξεκοκκαλίζει καρπόν κλοπής. + +Και ηκούσθη προσέτι δαιμονιώδης ηχώ πέριξ, επαναλαμβάνουσα: + + — Είνε άτιμος!. . . . είνε άτιμος!. . . . + +Τότε παράδοξον φαινόμενον ενώπιόν μου προέκυψεν. + +Ο Άνθρωπος αισθάνεται αμέσως στομαχικήν επανάστασιν, αρχίζει δε να +εξαιμή την τόσον γλυκείαν και τόσον χωνευτικήν τροφήν. + +Ερωτώ και εγώ: + + — Τι άρά γε συμβαίνει, δυστυχή! έτρωγες δηλητήριον λοιπόν και δεν το +ηννόεις; + +Ιδού και πάλιν τον ακούω να βάλλη κραυγάς ισχυράς και να αισθάνεται +πόνους φρικώδεις. + +Και ν' αποθάνη επερίμενα, ότε αίφνης μ' ερωτά: + + — Έπεσαν εκείνοι πάλιν; + + — Ναι, δεν ακούονται πλέον. Τι συνέβη; διατί ησθάνθης πόνους; ή +διατί δεν απέθανες; + + — Διατί ν' αποθάνω, αφού πάλιν κανείς δεν γνωρίζει τι τρώγω; Να, +φάγε και συ και μη λέγης όσα ήκουσες. + +Έλαβον την δοθείσαν μερίδα και εδοκίμασα να την γευθώ, αλλ' απέπττυσα +αυτήν αμέσως. + + — Είνε πικρά, λέγω, και οξυνή. + + — Δίκαιον έχεις, απαντά. Σου την έδωκα εγώ. Πλησίασε τώρα κρυφίως +και άρπασέ την μόνος όπισθέν μου. Εγώ δεν θα σε ιδώ. + +Πλησιάζω κρυφίως, προτείνω το ράμφος, και τρώγω κλέπτων. + +Ήτον η ιδία τροφή, και όμως ήτο τόσον γλυκεία, και τόσον χωνευτική! + +Τότε ηννόησα την φυσιολογίαν του ανθρωπίνου του στομάχου. + +Εχώνευεν ανενοχλήτως δηλητήριον, και ότε του είπον: — «Τρώγεις +δηλητήριον», τότε ησθάνθη τας αλγηδόνας. + +Ο Άνθρωπος εκείνος, Διδάσκαλε, εάν κατέπινε και πραγματικόν +δηλητήριον, θα το εχώνευε χωρίς ουδεμίαν ενόχλησιν. + +Αρκεί να το είχε κλέψη. + +Και αρκεί να μη του έλεγε κανείς: + + — Άτιμε! το έκλεψες! + + + +Β’. + + + +Τετέλεσται! + +Ήτο καιρός να συρθώ και πάλιν προς τον ορνιθώνα, και πάλιν να θρηνήσω +την πλάνην μου. + +Ήτο καιρός ν' αποφύγω το επίμονον φως του μαύρου αστέρος, όστις +εδέσποζεν εις τον στενόν ορίζοντά μου, και καθίστα μαύρον τα σώμα μου +και την σκιάν μου λευκήν. + +Και εστράφην έντρομος προς τα οπίσω, αναζητών οδόν φυγής, ότε ιδού +και πάλιν το παράδοξον Φάσμα ορθούται ενώπιόν μου υπερήψηλον. + +Και ακούω λαλιάν, από μυστήριον γεμάτην: + + — Πού φεύγεις, πριν ακόμη ακούσης και πριν ίδης; Ελθέ μετ' εμού. Ο +ορνιθών θα ήνε πολύ στενός διά την αμάθειαν σου· μάθε πολλά, και θα +γίνη ευρύς διά την σοφίαν σου. Ακόλουθοι τα βήματά μου και ουδέποτε +θα κουρασθής. Έν άπειρον θα εγκλείσω εις τους οφθαλμούς σου, και έν +ακόμη άπειρον εις τα ώτα σου. Και όμως ουδ' αυτά θα σε βοηθήσουν, διά +να περιβάλης το χάος της ανθρωπίνης ψυχής. Εν τούτοις ακολούθει με. +Ίσως ίδης, και ίσως ακούσης. + +Η μαγγανεία του βλέμματος και της φωνής η γλυκύτατης, με κατέστησαν +του Φάσματος δούλον. + +Η δε γλώσσα μου, της θελήσεώς μου εκφυγούσα, απήντησεν: + + — Εμπρός λοιπόν, σε ακολουθώ, Δαίμων σκότιε, όστις κατέκτησες και +εξευτέλισες το φως. + +Και ιδού αμέσως ενώπιόν μου παράδοξος αγορά, ω Διδάσκαλε. + +Πλήθος ανθρώπων αγοράζει και πωλεί· πλούσιοι και πένητες εις τας +διόδους συνωθούνται. + +Τότε το Φάσμα μου λέγει: + + — Βλέπεις τους πωλούντας; + + — Ναι. + + — Είνε πάντοτε οι πλούσιοι. Βλέπεις και τους αγοράζοντας; + + — Ναι. + + — Είνε πάντοτε οι πτωχοί. + +~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ + +Και θεωρώ άνθρωπον, κρατούντα πήχυν ελαστικόν, και μετρούντα τους +διαβάτας. + + — Τι μετρεί αυτός; ερωτώ. + + — Μετρεί την ηθικήν των άλλων με την ιδικήν του. Αλλ' ο πήχυς είνε +ελαστικός, όταν δε βλέπη ηθικήν ανωτέραν της ιδικής του, εντείνει τα +μέτρον και την αποδεικνύει ελλειπή. Ουδείς εσώθη από το μέτρον του, +και όλοι του έμειναν χρεώσται! + +Έντρομος ητοιμάσθην να φύγω, ότε ρακένδυτος διαβάτης τείνει την χείρα +ενώπιόν μου και λέγει: + + — Έλεος, ω πτηνόν ξένον και αδιάφορον· συ, το οποίον δεν είσαι +άνθρωπος, βεβαίως δεν θα μου αρνηθής τον οβολόν σου. Δος εις εμέ +ολίγην ευτυχίαν. + + — Πώς; όλος ο κόσμος εδώ είνε ευτυχής· πού είνε η ιδική σου ευτυχία; + + — Την εδάνεισα βαθμηδόν ολόκληρον, αλλ' άνευ συναλλαγματικής, και +μου αρνούνται τώρα αυτήν και ως χρέος, και ως ελεημοσύνην. + +Ερωτώ τότε τα Φάσμα: + + — Πώς θα ηδυνάμην να γίνω ευτυχής, εάν το επεθύμουν; + + — Εφ' όσον έχεις τους όνυχας στερεούς, η ευκαιρία ουδέποτε θα σου +λείψη. + + — Περίεργον! Τι είνε λοιπόν ευτυχία και τι είνε δυστυχία; + + — Καταστάσεις, εις τας οποίας συνήθως ευρίσκονται, όσοι δεν τας +αξίζουν. Τώρα θα ίδης και θα πεισθής. + + + +β'. + + + +Και το Φάσμα διά μιας κινήσεως της ατμώδους χειρός του, απεκάλυψεν +ενώπιόν μου δένδρον ξηρόν, παρά την ρίζαν του οποίου ευρίσκετο σωρεία +χρυσού, εφ' ου έπιπτεν επιμόνως η σκιά του δένδρου. + +Επί της κορυφής του δένδρου παράδοξος γυνή, τραγέλαφος τερατώδης, με +κεφαλήν φέρουσαν μυρία στόματα, εσάλπιζε διά μυρίων σαλπίγγων. + +Ούτε οφθαλμούς δε, ούτε ώτα είχε. + +Στόματα μόνον, στόματα, και πάλιν στόματα, διά των οποίων μυριάκις +επαναλάμβανεν: + + — Ο Ζακχαίος ανήλθεν εις την συκομωρέαν! + +Λέγω προς το Φάσμα: + + — Ουδέποτε θα επίστευον, ότι ο Θεός ετόλμησέ ποτε να δημιουργήση +τοιούτον τέρας. Περί τίνος Ζακχαίου ομιλεί; + + — Αύτη είνε η Φήμη των ανθρώπων, την οποίαν κάποιος θεός +εδημιούργησεν εν ώρα μέθης. Βλέπεις το δένδρον εκείνο; είνε αυτή η +συκομωρέα, εφ' ης ανήλθεν ο Ζακχαίος διά να ίδη τον Ιησούν. Ήτο +τελώνης ο Ζακχαίος και πλούσιος, είπε δε προσέτι εις τον Ιησούν το +θαυμάσιον: — «Κύριε, ιδού· τα ημίση των υπαρχόντων μου δίδωμι τοις +πτωχοίς, και εί τινος εσυκοφάντησα, αποδίδωμι τετραπλούν». Ιδού ο +χρυσός, τον οποίον έδωκε, λησμονημένος εις την ρίζαν του δένδρου· δεν +ελησμονήθη όμως και παρεδόθη από γενεάς εις γενεάν, ότι ανήλθεν εις +μίαν συκομωρέαν! Τυχηρός άνθρωπος· εάν ανήρχετο εις κυπάρισσον ή εις +πορτοκαλέαν, τις οίδεν εάν η Φήμη θα εσάλπιζε και εκ της κορυφής +αυτών. Από την συκομωρέαν εκείνην επέτυχε δύο θαυμάσια· είδε τον +Ιησούν, και τον είδεν όλος ο κόσμος! + +Δεν το επίστευσα, μολονότι αι φωναί των σαλπίγγων κατεξέσχιζον τα ώτα +μου και απαύστως επαναλάμβανον: + + — Ο Ζακχαίος ανήλθεν εις την συκομωρέαν! + +Αλλά το Φάσμα προσέθηκε, δαιμονίως καγχάζον: + + — Τώρα θα εννοήσης και θα πιστεύσης. Λάλησε ισχυρώς! + +Και ελάλησα ισχυρώς. + +Με ανεβίβασε κατόπιν εις ύψος, και είπε: + + — Λάλησε και ασθενώς τώρα. + +Και ελάλησα ασθενώς. + +Τότε ηννόησα. — + +Ελάλησα ισχυρώς από πολύ χαμηλά, και δεν με ήκουσε κανείς· όλοι με +περιεφρόνησαν. + +Ελάλησα και ασθενώς από πολύ υψηλά, και με ήκουσαν όλοι· τότε τους +περιεφρόνησα εγώ. + +Ναι· ο Δαίμων είχε δίκαιον. + +Λέγω τότε κατ' εμαυτόν: + + — Και είνε τάχα μηδέν η Αξία; + +Το Φάσμα ενόησε την σκέψιν μου και απήντησε: + + — Βλέπεις εκεί σάκκους ορθίους και υψηλούς, φαινομένους από τόσον +μακράν; Πλησίον αυτών και επί του εδάφους ευρίσκονται άλλοι σάκκοι +κενοί, και ερριμένοι κάτω. Μόλις τους διακρίνεις εκείνους. Και όμως +οι δεύτεροι είνε από πολύτιμον ύφασμα κατεσκευασμένοι, και οι πρώτοι +από καραβόπανον. Μη πλησιάσης τους πρώτους, διότι είνε γεμάτοι από +κόπρον και βρωμούν αλλ' ούτε τους δεύτερους πριν τους γεμίσης. + + — Δεν υπάρχει λοιπόν πραγματικόν ε π ά ν ω εν τη κοινωνία; + +Ο Δαίμων ανεκάγχασε και έδειξεν αλλαχού παράδοξον εικόνα, εν τη οποία +το ε π ά ν ω ήτο συγκεχυμένον με το κ ά τ ω· + +Και τότε είδον ανθρώπους, ανερχομένους πολύ άνω, ενώ ταυτοχρόνως +εμάνθανον να πίπτουν και πολύ κάτω. + +Και είδον την τύχην να ελκύη τον αιθέρα κάτω, εις τον βόρβορον, και +τον βόρβορον επάνω εις τον αιθέρα. + +Έκπληκτος ερωτώ: + + — Λοιπόν, ποίαν σχέσιν έχει η τύχη με την κεφαλήν; + +Εγέλασεν ο Δαίμων και είπεν: + + — Όταν έχης τύχην, την κεφαλήν τι την θέλεις; Καλή κεφαλή και κακή +τύχη, — κακή κεφαλή· κακή κεφαλή και καλή τύχη, — κεφαλή καλή. + + + +γ'. + + + +Ποίος κυκεών διευθύνσεων! + +Και σύγχισις θέσεων, και λέξεων, και εννοιών! + +Και προσωπεία ψευδή από χάρτην, αμιλλώμενα εις το ψεύδος με πρόσωπα +από σάρκα και δέρμα. + +Απόκρεω διαρκής, καταλύουσα και αυτήν την ευωχίαν δι' ανθρωπίνης +σαρκός. + +Ανάμικτα δάκρυα και καγχασμοί· μορφασμοί και μειδιάματα· όργια και +προσευχαί. + +Είδον τον ουρανόν θεράποντα του νικητού, και τύραννον διά τον +ηττημένον. + +Είδον την Αλήθειαν ψυχορραγούσαν και στενάζουσαν, χωρίς ουδείς να +τείνη χείρα προς αυτήν βοηθείας. + +Μου είχες είπη, Διδάσκαλε, ότι ο Νεύτων από έν σάπιον μήλον, +ανεκάλυψε τον παγκόσμιον νόμον. + +Φαίνεται όμως, ότι μόνον τα σάπια μήλα είχον την ιδιότητα να έλκουν +την αλήθειαν. + +Διότι τα σάπια λεμόνια λ. χ. είδον να καταδιώκουν την αλήθειαν, όπου +έτυχε να την συναντήσουν. + +Εν τούτοις και η μηλέα και η λεμονέα ευρίσκοντο εις τον αυτόν κήπον, +και πλησιέστατα αλλήλων. + +Περίεργον! και όμως τα τέκνα των ευρέθησαν εις τόσην απ' αλλήλων +απόστασιν! + +~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ + +Και πάλιν το Φάσμα ελάλησε· + + — Απ' εδώ αρχίζει ο αγών, και ιδού το πρώτον της Οδού μου σημείον. + +Βλέπεις το άγαλμα εκείνο, το ευρισκόμενον επάνω εις τον υψηλόν +οβελίσκον; + + — Όχι· δεν βλέπω τίποτε· βλέπω τον οβελίσκον, αλλά το βλέμμα μου +μέχρι της κορυφής του δεν φθάνει. + + — Εκεί ευρίσκεται τοποθετημένη η Τιμή των ανθρώπων· ο οβελίσκος είνε +κτισμένος από λόγια και θεωρίας· έκαστος δε διερχόμενος, προσθέτει +ανά μίαν θεωρίαν εις την βάσιν αυτού, και η κορυφή διαρκώς υψούται. + +Και διέρχονται οι άνθρωποι κάτωθεν, και βλέπουν προς τα άνω +ιλιγγιώντες, και παρέρχονται λέγοντες: + + — Αυτή είνε η Τιμή: ω! πολύ υψηλά· ποίος τάχα θα ημπορέση να την +φθάση; Ας προσθέσω κ' εγώ ένα λίθον, και ας εξακολουθήσω τον δρόμον +μου. + +Και ο στυλοβάτης ανυψούτο απαύστως, το δε άγαλμα εχάνετο βαθμηδόν εις +τα νέφη. + +Τούτο ελέγετο διά τον κόσμον Τιμή. + +~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ + +Και όμως πάντες περί αυτής ωμίλουν. + +Και έλεγον: + +Τούτο είνε τ ι μ ή· τούτο είνε υ π ό λ η ψ ι ς. + +Αλλά και πάλιν, θεέ μου! ποίος κυκεών! + +Εάν με ηρώτας τι πραγματικώς είνε το έν, και τι το άλλο, θα σου +απήντων, ω Διδάσκαλε: + + — Τιμή: ιδέα, μη προερχομένη πάντοτε από υπόληψιν· υπόληψις: ιδέα, +μη προερχομένη πάντοτε από τιμήν. + +~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ + +Λέγει τότε το Φάσμα: + + — Δεν πιστεύεις εις ό,τι βλέπεις; + +Απαντώ: + + — Υπάρχουσιν αλήθειαι τρομεραί, τας οποίας θα προετίμα κανείς να μη +ήκουεν. + + — Όχι· πρέπει να πιστεύσης διά του ιδίου εαυτού σου. Και με σύρει +διά του βλέμματος πλησίον κιβωτίου κεκλεισμένου + + — Τι είνε εδώ;, ερωτώ. + + — Ο αιώνιος δεσμώτης, όστις, μόλις φαίνεται εις το φως του ηλίου, +φυλακίζεται αμέσως. Αυτός διαπράττει τα μεγαλείτερα κακά· αλλ' είνε +εκ των κακούργων, οι οποίοι εγκληματούσιν εφ' όσον ευρίσκονται εν τη +φυλακή· εάν μίαν ημέραν αφίνετο ελεύθερος εις την οδόν, θα έχανεν +όλην την δύναμίν του, και ούτε τα παιδία θα καταδέχοντο να τον +μεταχειρισθώσιν ως παίγνιόν των. Είνε τέλος μέταλλον πολύτιμον, +φρουρούμενον από τα ευτελέστερα· χρυσός, φυλαττόμενος από σίδηρον και +από τ ε ν ε κ έ δ ε ς. + +Και το Φάσμα ήνοιξε βραδέως του κιβωτίου το πώμα κάτωθεν δε αυτού +απήστραψαν νομίσματα χρυσά. + + — Κλέψε τώρα εξ αυτών, λέγει, εκατόν δραχμάς. + +Έκλεψα εκατόν δραχμάς· αλλά μόλις απεμακρύνθην, ήκουσα φωνάς όπισθεν +μου να λέγουν: + + — Ο άτιμος. . . ο άτιμος!. . . + +Απέρριψα έντρομος το κλαπέν ποσόν. + +Το Φάσμα εγέλασε και επανέλαβε: + + — Πλησίασε πάλιν, και κλέψε εκατόν χιλιάδας δραχμών. Επλησίασα και +έκλεψα αναιδώς χιλιάδας εκατόν. + +Και πάλιν ήκουσα τας φωνάς όπισθέν μου, αλλά την φοράν ταύτην έψαλλον +εν μουσική συμφωνία: + + — Ο μ ε γ ά τ ι μ ο ς!. . . ο μ ε γ ά τ ι μ ο ς!. . . + + — Ακούεις; λέγει το Φάσμα. + + — Ναι, ακούω καλώς· τώρα με υμνούσι βεβαίως. + + — Και όμως δεν ακούεις όσον νομίζεις, ούτε βλέπεις όσα θεωρείς. Λάβε +πάλιν το άπειρον εις το όμμα και το άπειρον εις το ους και προχώρει. +Αλλά κρύψε πρώτον τον θησαυρόν σου, και κατόπιν επίδειξέ τον. + +Έκρυψα τον θησαυρόν μου, και κατόπιν τον επέδειξα + +Ποίον τεράστιον ψεύδος + +Ότε εφαινόμην πτωχός, μ' εχαιρέτων από πολύ μακράν, και έλεγον από +πολύ πλησίον: + + — Α, τον κακομοίρην! + +Ότε εφαινόμην πλούσιος, μ' εχαιρέτων από πολύ πλησίον, και έλεγον από +πολύ μακράν: + + — Α, τον άτιμον! + +Και ήσαν οι ίδιοι εκείνοι, οι οποίοι προ στιγμής με εξύμνουν. + +Και ήμην ο ίδιος και εγώ! + + + +δ'. + + + + — Αλλά τότε πού ευρίσκομαι; ποίους ευρίσκω; και το βιβλίον, όπερ εις +χείρας μου κρατώ, και εις έκαστον βήμα μου από μίαν σελίδα του χάνω, +διά ποίους εγράφη; + + — Άφες με, λέγω, ω δαιμόνιον Φάσμα, να ονειρευθώ ολίγον. + +Θέλω εκείνο, το οποίον εφαντάσθην, να ίδω· όχι τούτο, εις το οποίον +κυλύομαι και σύρομαι. + +Δος μου και πάλιν τας παλαιάς πτέρυγάς μου, ή καν δος μου του ονείρου +τας απατηλάς πτέρυγας, ίνα πετάξω υψηλά, εις της Ιδέας τον κόσμον. + +Ω, πόσον ωραία είνε τα όνειρα! + +Κατασκευάζεις, ως Θεός, όπως θέλεις τον κόσμον· τα πράγματα, όπως τα +εννοείς· τα όντα, όπως σε εννοούν. + +Άφες, ω Δαίμων, να ονειρευθώ. + +Διότι το όνειρον διαρκεί πλειότερον από την πραγματικότητα, και είνε +γλυκύ, διότι και αυτό είνε ψεύδος. + +Ψεύδος και εκείνο, το οποίον θα φαντασθώ· ψεύδος και τούτο, το οποίον +βλέπω + +Ας απολαύσω λοιπόν το ψεύδος, το οποίον θ' αγαπήσω πλειότερον. + +Τι θα ζημιωθή ο κόσμος, από έν ψεύδος επί πλέον; + +Αφαίρεσε λοιπόν το άπειρον από τα ώτα μου, και το πνεύμα μου +περιέβαλε διά τούτου. + +Και άφες, ω Δαίμων, να ονειρευθώ. + +~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ + +Καγχασμός τραχύς εις την ακοήν μου αντήχησε, φωνή δε, άγνωστος ήδη +και αυστηρά, ηκούσθη: + + — Ποίος ζητεί να ονειρευθή; ποίος ζητεί να πλάση κόσμον όπως θέλει, +εδώ, όπου ο κόσμος όπως θέλει πλάττει; + +Τρομερά ήτον η φωνή και εστράφην προς το μέρος, ένθα ηκούσθη. + +Τέρας παράδοξον ενώπιόν μου διήρχετο, με εριννύος κεφαλήν, φέρουσαν +όφεις αντί κόμης, και με σώμα υποζυγίου. + +Άνθρωποι ισχνοί και λιπόσαρκοι, με τρίχας ηνωρθωμένας, και με +βλέμματα άγρια και εστραμμένα κατά της ιδίας ψυχής των, προηγούντο +κλαίοντες. + +Και άνθρωποι παχείς και ευδαίμονες, με γαστέρας προκλητικώς +προτεταμένας, ηκολούθουν γελώντες. + +Ελάχιστοι οι προηγούμενοι· μύριοι οι επόμενοι. + +Ερωτώ το Φάσμα: + + — Ποίον είνε τούτο, το παράδοξον τέρας, το οποίον τόσον ολίγους +τύπτει έμπροσθεν αυτού, και τόσον πολλοί το τύπτουν όπισθεν; + +Απαντά: + + — Είνε η Συνείδησης· τέρας διφυές· εριννύς και υποζύγιον· τους +ολίγους τύπτει, οι πολλοί — την τύπτουν και αυτήν! + +Σκέπτομαι τότε και λέγω: + + — Ποίος λοιπόν εκ τούτων όλων έπραξαν το Καθήκον των; + +Και το Δαιμόνιον απαντά: + + — Ανόητε! ούτε οι μεν, ούτε οι δε· εάν οι τυπτόμενοι το εξετέλουν, +δεν θα ετύπτοντο· εάν το εξετέλουν οι τύπτοντες, δεν θα έτυπτον. + + — Αλλά το καθήκον είνε συνθήκη μεταξύ Θεού και Ανθρώπου. Κώδηξ, +αρχόμενος από το Ζενίθ, και τελειώνων εις το Ναδίρ. + +Λέγει πάλιν το Φάσμα: + + — Ιδού ο Κώδηξ σου. + +Και είδον, ω Διδάσκαλε, ανθρώπους, κρατούντας βιβλίον από κ α ο υ τ σ +ο ύ κ. + +Και οι μεν ετραβούσαν αυτό, και το έκαμνον όσον ήθελον μεγάλον· οι δε +επίεζον, και το έκαμνον όσον ήθελον μικρόν. + +Ο μέγας Κώδηξ ήτο ζήτημα ορέξεως και ισχύος νεύρων. + +~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ + +Περίεργος ηκολούθησα τους ανθρώπους εκείνους εις την Μεγάλην Οδόν. + +Και είδον τον Κώδηκα συστελλόμενον, και εκείνους τασσομένους +εκατέρωθεν εις στίχους, έκαστος δε απεσπάτο εκ του αριστερού, +διήρχετο ενώπιον των άλλων, και προσετίθετο εις το δεξιόν. + +Ο αποσπώμενος διήρχετο σκυθρωπός, εν ώ οι λοιποί εκάγχαζον· και ότε +ίστατο, εκάγχαζε και εκείνος διά τον νεωστί διερχόμενον. + +Ερωτά το Φάσμα: + + — Εννοείς τι συμβαίνει εδώ; + + — Όχι· βλέπω, αλλά δεν εννοώ. + + — Οι ιστάμενοι κρίνουσι τον διερχόμενον· έκαστος ούτω κρίνει όλους +τους άλλους· τον εαυτόν του όμως ποτέ· δεν του μένει πλέον καιρός. + +Και ο Κώδηξ διαρκώς συνεστέλλετο. + +~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ + +Αλλ' ιδού, βλέπω και διαστελλόμενον αυτόν, και δύο τιτάνας, +αναπηδώντας εκ του τεραστίου του όγκου. + +Ο είς ήτο σκότιος, ο δ' έτερος φωτεινός· ο είς εμάχετο με +εγχειρίδιον, και ο έτερος με πέλεκυν· αμφότεροι δε εκυλίοντο εις +δάκρυα και εις αίμα. + + — Ιδού τιτάνες, ωπλισμένοι και οι δυο· ο είς κτυπά εν τω σκότει, +και φρίττοντος του κόσμου, ο δε έτερος υπό το φως του ηλίου, και του +κόσμου χειροκροτούντος. + +Και ανέγνωσα εις το μέτωπον του ενός: — ΕΓΚΛΗΜΑ. + +Και εις το μέτωπον του έτερου: — ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ. + +Αμφότεροι αι λέξεις ήσαν γεγραμμέναι με αρκετόν ιδεώδες και με +αρκετόν αίμα. + +Τότε είπον κατ' εμαυτόν: + + — Αίμα: κάποιον έγκλημα του ανθρώπου· — ιδεώδες: κάποιον έγκλημα του +Θεού + +~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ + +Λέγει ακόμη το Φάσμα: + + — Είδες ποτέ άνθρωπον κρεμασμένον; + + — Όχι· τι σημαίνει κρεμασμένος άνθρωπος; + + — Έν ευτελές τεμάχιον σχοινιού επαναστατεί κατά της έλξεως της ύλης, +ήτις φονεύει ασυνειδήτως έν τέκνον της, έλκουσα αυτό φιλοστόργως εις +την αγκάλην της. Ιδέ λοιπόν ο άνθρωπος· καθιστά και τον παγκόσμιον +νόμον, όστις είνε σοφός, όργανον και εκτελεστήν του ιδικού του, όστις +είνε γελοίος. + +Και βλέπω τότε ενώπιόν μου δύο ανθρώπους, εις τερατώδη ασχολουμένους +εργασίαν. + +Ο εις εκρέμα τον άλλον! + +Λέγω προς τον Δήμιον: + + — Άνθρωπε! διατί κρεμάς ούτω τον όμοιόν σου; Έχει και αυτός δύο +πόδας, διά να βαστάζωσι του σώματός του το βάρος όπως και συ· και +λαιμόν έχει ελεύθερον, διά τον αέρα. Με ποίον τάχα δικαίωμα +μεταβάλλεις συ την φύσιν του άλλου, και μεταθέτεις το βάρος του +σώματος εις τον λαιμόν, αφίνεις δε εις τον αέρα τους πόδας: Ποίαν +σχέσιν έχει με τους πόδας ο αήρ, όταν ο λαιμός δεν έχει τοιαύτην; +Διατί δε δεν εκτελείς πρώτον το πείραμα τούτο επί του ιδίου σου +ατόμου, διά να πεισθής περί της ορθότητος αυτού; + +Στρέφεται ο Δήμιος και απαντά: + + — Υπάρχει πολιτεία, τιμωρούσα τους κακούς· και αυτός είνε κακός· +έκλεψε διά να φάγη. + +Ερωτώ τον κρεμασμένον: + + — Ποίος είπεν εις σε να μη κλέψης; + +Και ο κρεμασμένος απαντά: + + — Ο Νόμος, όστις μόνον διά να περιορίση την φύσιν εγράφη. Είς +άνθρωπος εσκέφθη να φρουρήση του χρυσού του τα πλεόνασμα, διά να +ικανοποιήση ανοήτους εμπνεύσεις· και ο παρευθείς νόμος εγράφη. Πρέπει +όμως να γνωρίζης, ω Διαβάτα, ότι ο χρυσός είνε τοσούτος, ώστε ν' +αρκή, όπως όλοι οι άνθρωποι τρέφωνται επαρκώς δι' αυτού· ήτοι +τοσούτος, ώστε να μη υπάρχη διά κανένα. Αλλ' η διαρπαγή εγένετο κακή, +και επλεόνασεν εδώ, και έλειψεν εκεί· ο δε λεγόμενος νομοθέτης +εσκέφθη, ουχί πώς να διανείμη εξ ίσου, αλλά πώς να περιφρουρήση το +πλεόνασμα, — διότι το αρκούν και φυσικόν δεν έχει ανάγκην φρουρού· +αφ' εαυτού φρουρείται. Και εθέσπισε νόμον τρομερόν, διά του οποίου η +υπερβολή τιμωρεί την έλλειψιν, και ο κόρος την πείναν και ανύψωσεν +αγχόνην, ήτις μεταθέτει εις τον λαιμόν ολόκληρον τα βάρος του σώματος +εκείνου, όπερ ετράφη και εβάρυνε διά τροφής ατυχούς, κλαπείσης δις· +κλαπείσης από τας χείρας ενός κλέπτου, όστις την είχε κλέψη από την +φύσιν — δηλαδή από τον Θεόν. Ο δε κλέπτης του Θεού δεν τιμωρείται· +τιμωρείται μόνον ο κλέπτης του ανθρώπου — και ιδού εγώ κρεμασμένος. +Αλλ' έστω· είμαι τουλάχιστον χορτάτος, και ευχαριστημένος, ότι θ' +αποδώσω εις την φύσιν εκ νέου εκείνο, όπερ είχε δι' εμέ προορίση, +αλλά της το είχε κλέψη ο κατήγορός μου! + +Λέγει τότε το Φάσμα: + + — Ιδού λοιπόν δύο άνθρωποι, χορτάτοι και οι δύο, εκ των οποίων ο είς +φονεύει τον άλλον. Ο είς φονεύεται, διότι ετράφη με το πλεόνασμα του +πλουσίου· ο έτερος φονεύει, τρεφόμενος δια του αίματος ενός πτωχού. + +Έντρομος τότε κράζω προς το Φάσμα: + + — Φύγωμεν! φύγωμεν! Να κλέψης ολίγον χρήμα ενός πλουσίου, είνε +έγκλημα· να κλέψης ολόκληρον την ζωήν ενός πτωχού, είνε Νόμος· +Φύγωμεν! φύγωμεν!. . . + + + +Γ'. + + + +Ό,τι είδον ήτο τρομερόν. + +Οι πόδες μου, βεβαρυμέναι από τον κάματον, μού σημειώνουν: οπίσω. + +Αλλ' η ψυχή μου, βεβαρυμένη και εκείνη, μού σημειώνει: εμπρός. + +Λέγει το Φάσμα. + + — Τίποτε δεν είδες ακόμη και εκουράσθης, ανόητον πλάσμα. Ο κόσμος +δεν έγινε διά σε· αλλ' εκείνοι, διά τους οποίους δεν έγινε, είνε οι +ευτυχέστεροι. + +Και προσθέτει μειδιών: + + — Εις τον κήπον τώρα, εις τον κήπον! + +Περίβολος μέγας εξετάθη ενώπιόν μου, με αναπεπταμένην την πύλην του. + +Παράδοξος πύλη! + +Οι εισερχόμενοι έκυπτον και περίφοβοι εισήρχοντο. + +Οι εξερχόμενοι είχον το σώμα όρθιον και το μέτωπον υψηλά. + +Ερωτώ: + + — Πρέπει να κύψω και εγώ διά να εισέλθω; + + — Όχι· συ δεν θα φυτεύσης τίποτε εις τον κήπον. Προφύλαξε μόνον τους +πόδας σου. + + — Πώς; μήπως εδώ κατοικούυ οι άγριοι, οι οποίοι θα μου φάγουν τους +πόδας; + + — Μη φοβείσαι από τους αγρίους· δεν θα σου αφήσουν πόδας οι ήμεροι, +διά να φθάσης μέχρις αυτών και μη φοβηθής τον μορφασμόν του διαβόλου, +διότι δεν θα τον ίδης ποτέ· θα σε καταφάγη διά του μειδιάματος +ασφαλέστερον. Αλλ' ελθέ υπό την σκιάν μου και τίποτε δεν θα πάθης. + +Και όντως επλησίασα προς το Φάσμα, και με την σκιάν του περιεβλήθην. + +Και ησθάνθην σιδηράς τας κνήμας μου, και την ψυχήν μου χαλυβδίνην. + +~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ + +Άνθρωποι εκράτουν εις τας χείρας των κλάδον δένδρου αγνώστου, ο είς +δε έλεγεν εις τον άλλον: + + — Φύτευσε συ. + + — Όχι συ φύτευσε. + +Και ουδείς ετόλμα να φυτεύση. + +Λέγουν τότε όλοι προς εμέ, προσφέροντες έκαστος τον κλάδον του. + + — Καλώς ώρισες, ξένε. Ιδού κλάδος, φύτευσε συ. + +Ερωτώ το Φάσμα: + + — Τι σημαίνει η προσφορά των; Να φυτεύσω λοιπόν; + +Μου απαντά: + + — Φύτευσε· δεν σημαίνει· εγώ σε βοηθώ. + +Τότε έλαβον ένα κλάδον και τον εφύτευσα· έβαλε δε ρίζας ακαριαίως και +εις δένδρον γιγάντιον ανεπτύχθη, με γλυκυτάτους καρπούς. + +Κραυγή χαράς διεύφυγεν από όλα τα στήθη, πάντες δε έλαβον ράβδους, +και ραβδίσαντες τους κλάδους του δένδρου, εγεύθησαν τους καρπούς του +απλήστως. + +Ερωτώ: + + — Τι δένδρον είνε τούτο, το οποίον καρποφορεί μετά τοσαύτης +ταχύτητος; + +Και το Φάσμα απαντά: + + — Το ιδικόν μου είνε· το δένδρον του Κακού. + +Παράδοξου δένδρον, ω Διδάσκαλε! + +Ουδείς τολμά να το φυτεύση, και όμως πάντες ευαρέστως τους καρπούς +του δρέπουσιν, όταν άπαξ φυτευθή. + +Και το Δαιμόνιου προσθέτει ακόμη: + + — Είδες τους καρπούς, αλλά δεν είδες τας ρίζας του δένδρου, πόσον +παραδόξως λιπαίνουσι το έδαφος. + +Και έδειξε προς εμέ Γεωργόν, όστις έσπειρε με την μίαν χείρα, και με +τας δύο ταυτοχρόνως εθέριζε. + +— Ναι, λέγω· γόνιμον το έδαφος πρέπει να καθιστά αυτό το δένδρον. + +Και λέγω προς τον Γεωργόν: + + — Άνθρωπε, τυχηρέ και ευτυχή· σπείρεις βλέπω ολίγα, αλλά θερίζεις +πολλά. + +Ο Γεωργός εκράτησε το δρέπανον και το άροτρόν του, και απήντησε. + + — Ιδού δέκα κόκκοι εκ της σποράς μου· σπείρε και συ. + +Και έλαβον τους δέκα κόκκους, και τους έσπειρα, αμέσως δε εφύτρωσαν +ένδεκα φυτά, των οποίων αι κορυφαί εστράφησαν κατ' εμού, ως μαστίγια, +και ανηλεώς μου κατερράβδισαν τα νώτα. + +Τότε ο Γεωργός απομακρύνθη κλαίων, το δε Φάσμα λέγει προς εμέ: + + — Ανόητε! δεν ηννόησες τι έσπειρες; έσπειρες δέκα ευεργεσίας και +εφύτρωσαν ένδεκα αχαριστίαι· η δε ενδεκάτη ήτον εκείνη, ήτις και σε +ερράβδισεν ισχυρότερον! + + + +β'. + + + +Λέγω τότε και εγώ: + + — Είδον του δένδρου τους καρπούς, ησθάνθην και τας ρίζας αυτού και +ηννόησα. Αλλά ποία είνε τα άνθη εκείνα, τα οποία αποπνέουν τόσον +γλυκείαν και μεθυστικήν ευωδίαν, βαλσαμώνουσαν τον αέρα του κήπου; + + — Πλησίασε και θα εννοήσης. + +Επλησίασα έν άνθος, και όμως δεν ηννόησα. + +Λέγει το Φάσμα: + + — Λάβε όρασιν οξείαν, ως του αετού, και ιδέ διά μέσου των πετάλων. + +Και ενεφανίσθη τότε ενώπιόν μου πρόσωπον γνωστόν, το οποίον μου +επροξένησε ρίγος. + +Ήτον η Γυνή, ήτις είχε μαδήση τα πτερά μου! + +Ηθέλησα να φύγω έντρομος, αλλά το Φάσμα με συνεκράτησε και είπε: + + — Δεν είνε εκείνη, την οποίαν νομίζεις· αλλά δεν σημαίνει· και αυτή +το ίδιον είνε. Η γυνή είνε παντού γυνή· πολλάκις μάλιστα και κάτι +πλέον· ολιγώτερον όμως ουδέποτε. Περιβάλλω την ψυχήν σου διά σιδήρου, +ώστε να δυνηθής να πλησιάσης, και το πνεύμα σου διά πανουργίας, ώστε +να δυνηθής ν' απομακρυνθής. + +Ιδού εγώ, Διδάσκαλε, ερωτών τότε: + +— Ω άνθος θαυμάσιον! ειπέ μου· βλέπεις τον ουρανόν και τον ήλιον και +τα άστρα; + +Και το άνθος απεκρίθη αφελώς: + + — Δεν τα βλέπω. + +Λέγει τότε το Φάσμα: + + — Ήκουσες; και αυτά ακόμη τα ηρνήθη· εν τούτοις με αυτά προσποιείται +ότι ζη. + +Τότε είδον στρατιάν ερώτων, διευθυνομένην προς του άνθους τα πέταλα. + +Επλησίασεν ο πρώτος και το άνθος ηρυθρίασε, είδον δε διά των πετάλων +αυτού να ρεύση θαλερόν δάκρυ. + +Και είδον να παρέρχεται ο πρώτος και να διέρχεται ο δεύτερος. + +Και ο τρίτος κατόπιν, και ολόκληρος η στρατιά. + +Αλλά δεν είδον πλέον ούτε ερύθυμα, ούτε δάκρυ. + +Προσήγγισε και ο τελευταίος. + +Το άνθος ηρυθρίασεν εκ νέου και προσεπάθει να συγκρατήση αυτόν. + +Και έρως να συγκρατηθή προσεπάθει. + +Αλλ' απεσπάσθη και έφυγε, αφήσας μόνον έν δάκρυ επί των ερυθρών του +άνθους πετάλων, το οποίον παρέσυρε το ερύθημα και εκυλίσθη μετ' αυτού +εις την γην. + +Πλησιάζω και λαμβάνω το πρώτον δάκρυ, και λαμβάνω και το έσχατον. + +Με το πρώτον δάκρυ είχε κλαύση η γυνή τον έρωτα, και με το έσχατον +έκλαυσεν ο έρως την γυναίκα! + +Ουδεμία διαφορά, ειμή μόνον εις το χρώμα! + +~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ + +Ιδού τότε πλησίον μου ανήρ, φαινόμενος δυστυχής. + +Λέγω προς αυτόν. + + — Πλησίον τοιούτου ανθώνος ευρίσκεσαι, ω Άνθρωπε, και δυστυχής +είσαι; Δεν εκλέγεις έν άνθος εξ αυτών, διά να σε μεθύσκη το μύρον του +και το χρώμα του να σε τέρπη; + + — Αυτό έπραξα και την έπαθα, και το άνθος μου απήλθεν. Εννοείς; την +γυναικά μου έχασα, ω Διαβάτα. + +Και ο δυστυχής εκόπτετο και ωδύρετο. + + — Πώς; λέγω. Δεν εμνηστεύθης πριν νυμφευθής, και δεν διέγνωσες τι +άνθος εξέλεγες; + +Ερρίφθη επί λίθου, και απήντησε μειδιών πικρώς: + + — Ω, ήτο πλάσμα θαυμάσιον τότε· ρόδα είχε εις την κεφαλήν και ρόδα +εις το πρόσωπον· τόξα ήσαν αι οφρείς, και τα βλέμματα βέλη. + + — Και μετά τον γάμον; + + — Αλλοίμον! το ανθοκομείον εχρεωκόπησε και διελύθη· το δε +οπλοστάσιον ήλλαξε θέσιν· τα τόξα εις την γλώσσαν ετοποθετήθησαν, τα +δε βέλη εις τους όνυχας! + +Και έκλαιε, και έκλαιε. + +~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ + +Ανοίγω την Διαθήκην την Χρυσήν και λέγω προς τον δυστυχή: + + — Το βιβλίον τούτο θα σε εφρούρει από την συμφοράν. Ο Διδάσκαλος θα +σε εδίδασκε ν' αφαιρέσης και ολίγα πτερά από το καπελλίνον της +συζύγου σου και εις την ψυχήν της να τα προσθέσης. Έπραξες τούτο; + + — Έπραξα και τούτου κάτι πλέον· αφήρεσα όλα του καπελλίνου τα πτερά, +κατέστρεψα δε μάλιστα και το καπελλίνον· αφού δε μετέβαλον την ψυχήν +της εις έν θαυμάσιον πτηνόν, έπεσα και εκοιμήθην ήσυχος. + +Και ο άνθρωπος προσέθηκε κλαίων: + + — Οίμοι! την πρωίαν όμως, ότε αφυπνίσθην, εις μάτην το πτηνόν μου +ανεζήτησα· τα πτερά το είχον βοηθήση εις το να πετάξη ταχύτερον, — +και επέταξε μάλιστα και άνευ καπελλίνου!. . . + +~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ + +Λέγω τότε προς το Φάσμα: + + — Λοιπόν, δείξε μου γυναίκα σοφήν, και άνδρα μωρόν. + +Κινεί και πάλιν την ατμώδη του χείρα, και ιδού ανήρ ηλίθιος, εγγύς +γυναικός σοφωτάτης + +Λέγει δε προς εμέ: + + — Ιδού τα δύο άκρα συναντημένα· η γυνή θαυμάζεται παρά πάντων, ο δε +ανήρ περιφρονείται· εις την λαλιάν ταύτης αποκαλύπτονται, και εις την +λαλιάν εκείνου γελούν. Η γραφή αυτής εκτελεί το γύρον του κόσμου· και +η γραφή τούτου εξευτελίζει τον χάρτην. Αλλά τώρα θα ίδης. + +Και βλέπω αίφνης τον άνδρα και την γυναίκα να πίπτουν κάτω, ως +νεκροί, το δε Φάσμα ν' ανοίγη τα κρανία αμφοτέρων, και ν' ανταλλάσση +τους εγκεφάλους. + +Και εις της γυναικός το κρανίον, θέτει τον εγκέφαλον του ανδρός· εις +δε το κρανίον του ανδρός, της γυναικός τον εγκέφαλον. + +Τα πάντα ετελείωσαν, και οι δύο αναίσθητοι ηγέρθησαν και εξεκίνησαν. + +Και τότε βλέπω τον άνδρα να παρατηρή τους διαβάτας διά βλέματος +παραδόξου· ευρίσκει έν άπνουν πτηνόν, διέπει άνθη του αγρού, και +τοποθετεί αυτά εις τον πίλον του τον ανδρικόν. + +Τον βλέπω ακόμη ν' ανασύρη την περισκελίδα του, διαβαίνων ενώπιόν +μου, και να επιδεικνύη την κνήμην του την αηδή, την οποίαν εθεώρει ως +ωραίαν, και αξίαν ίνα επιδειχθή. + +Βλέπω δε την γυναίκα, αφαιρούσαν τα άνθη του καπελλίνου, +απορρίπτουσαν τα κοσμήματα εις την οδόν, και καταβιβάζουσαν το φόρεμα +μέχρι του άκρου των ποδών της. + +Και βλέπω τους χλευάζοντας τέως τον άνδρα, προς το φρενοκομείου να το +σύρουν τώρα. + +Βλέπω δε ακόμη τους θαυμάζοντας την γυναίκα, να την θαυμάζουυ +πλειότερον. + +Και όμως εκείνος είχεν ήδη πνεύμα σοφόν, εκείνη δε είχε πνεύμα μωρόν. + +Λέγει τότε το δαιμόνιον Φάσμα: + + — Ακολούθει τούτους μετ' εμού. + +Και ακολουθούμεν τον άνδρα, προς το Φρενοκομείον συρόμενον, την δε +γυναίκα ελευθέραν, αλλ' ηλιθίως προς τα εκεί φερομένην· + +Και ανοίγεται τότε του Φρενοκομείου η πύλη, λέγει δε ο θυρωρός προς +τον άνδρα: + +— Είσελθε. + +Ωθώ και εγώ προς αυτόν την ηλιθίαν γυναίκα και λέγω: + + — Κράτησε και αυτήν έχει βεβλαμμένον τον νουν· δεν το βλέπεις; + +Λέγει τότε ο θυρωρός προς εμέ: + + — Αι γυναίκες εδώ αναλογούσι προς τους άνδρας είκοσιν επί εκατόν· +Ηξεύρεις διατί παρατηρείται η δυσαναλογία αυτή; + + — Όχι· περίεργος είμαι να το μάθω. + + — Διότι δεν υπάρχει χώρος, διά να κλεισθούν όλαι. + +Και έκλεισεν ο θυρωρός την θύραν κατά προσώπου της γυναικός της +τρελλής. + + + +γ'. + + + +Ερωτώ τον εαυτόν μου: + + — Αλλά λοιπόν τι είναι τρέλλα; + +Απαντά η Σκιά: + + — Δεν είνε νόσος του περιεχομένου της κεφαλής, αλλά του περιέχοντος +αυτήν. Άφρονες κεφαλαί, περιβεβλημένοι διά στέμματος, εθεωρήθησαν +σοφαί· κεφαλαί σοφαί, κεκαλυμμέναι διά καλύμματος ευτελούς, +εθεωρήθησαν άφρονες. Εις το φρενοκομείον τούτο θα εύρης και +παραφροσύνην χλευαζομένην, η οποία εν τούτοις είνε είδος λογικής· +αλλ' εις το φρενοκομείον εκείνο, — τον Κόσμον — θα εύρης και λογικήν +θριαμβεύουσαν, προ της οποίας και αυτή η παραφροσύνη θα ιλιγγία. Ιδέ +τους παρερχομένους ανθρώπους. + +Και βλέπω ενώπιόν μου ανθρώπους, διερχομένους πλησίον αλλήλων, +οίτινες αντήλλασσον χαιρετισμούς, εξάγοντες δήθεν τα καπέλλα, οι μεν +προς τους δε. + +Κατά γενικήν δε συνθήκην, το παλαιότερον καπέλλον εκινείτο πρώτον και +εχαιρέτα το καινουργέστερον. + +Αδιάφορον αν οι φέροντες ταύτα είχον αντίθετον των καπέλλων ηλικίαν. + +Εσκέφθην: + + — Περίεργον! εδώ ευρίσκω καπέλλων κοινωνίαν, και ουχί ανθρώπων. Αλλά +φαίνεται, ότι μεταξύ του γένους των καπέλλων είνε πολύ περιφρονημένον +το γήρας! + +Αίφνης αισθάνομαι τιναγμόν και ρίπτομαι εντός περιφραγμένου +οικοπέδου, ένθα βλέπω ενώπιόν μου Καπέλλον, στενάζον υπό την βροχήν +και τον ήλιον. + +Το ερωτώ: + + — Πώς ευρέθης συ εδώ, καπέλλον χωρίς κεφάλι; + + — Δικαίως ερωτάς, ω Διαβάτα· είσαι το πρώτον ον, εις το οποίον +εκμυστηρεύομαι τον πόνον μου. Υπήρξα και εγώ νέον, ο δε άνθρωπός μου +είχε στηρίξει επί εμέ ολόκληρον την αξίαν του· τούτο όμως δεν το +ηννόουν εγώ, διότι ενύκτωνε και εξημέρωνε, αυτός δε ήτο πάντοτε ο +ίδιος· δεν έβλεπον να προστίθεται τίποτε επί πλέον εις το κεφάλι του, +το οποίον εκάλυπτον μετά τοσαύτης προσοχής. Φαίνεται όμως, ότι ο +άνθρωπός μου είχε δίκαιον διότι όσον ο χρόνος παρήρχετο και έχανον το +χρώμα μου, παρετήρουν ότι τα άλλα καπέλλα, τα οποία μ' εχαιρέτων καθ' +οδόν, ήρχιζαν να ελαττώνουν του σεβασμού των τας ενδείξεις· μίαν +ημέραν δε ο κύριος μου έχασε την υπομονήν, και είπε προς εμέ με +θυμόν: — Πήγαινε να χαθής πλέον! δεν σε χαιρετά τώρα κανείς και δεν +μου χρειάζεσαι. + +Μετ' ολίγην ώραν ευρέθην εδώ. + +Και το καπέλλον εξηκολούθησεν: + + — Ιδού, ω Διαβάτα, η μαύρη ιστορία μου, — ή μάλλον η ξεθωριασμένη +ιστορία μου, διότι η ιστορία των καπέλλων είνε εντελώς αντίθετος από +την ιστορίαν των ανθρώπων· όσω πλειότερον μαύρη είνε, τόσω και +ευτυχεστέρα. + +Και το δυστυχές Καπέλλον συνεπλήρωσε την λευκήν ιστορίαν του δι' ενός +στεναγμού. + +Έφυγα και εγώ, Διδάσκαλε, περίλυπος εκ της διηγήσεως εκείνης, και +λέγων προς το Φάσμα: + + — Ηννόησα καλώς τώρα· ένα καπέλλον χωρίς κεφάλι είνε αληθώς άχρηστον +πράγμα· φαίνεται όμως, ότι είνε αχρηστότερον πράγμα διά τους +ανθρώπους, ένα κεφάλι χωρίς καπέλλον! + +Ιδού διατί, συναντώνται μεν οι άνθρωποι, αλλά χαιρετώνται πρώτα τα +καπέλλα. + +Λέγει το Φάσμα: + + — Μη εκπλήττεσαι· διότι ολίγα έως τώρα είδες, αλλ' εκ των ολίγων +τούτων θα κρίνης πολλά, εάν έχης νουν εις την κεφαλήν του. Και το +όλον είνε μηδέν, όταν δεν βλέπης αυτό· και το μέρος είνε πολύ, όταν +γνωρίζης πώς να το ίδης. + +Και προσθέτει, μεταφέρον με αλλαχού: + + — Θα βλέπης όλα τα προβλήματα λυόμενα προ των οφθαλμών σου, μέχρις +ότου και οι οφθαλμοί σου τυφλωθούν από της αποκαλύψεώς των το φως. +Αλλά το πρόβλημα τούτο, ουδ' εγώ ηδυνήθην να λύσω. + +Και εκτείναν τον δάχτυλον, έδειξε προς εμέ το Φάσμα παράδοξον εικόνα. + +Γυνή θαυμαστή, του κάλλους της οποίας η ανταύγεια αμιλλάται προς τας +ακτίνας πολυτίμων λίθων και χρυσού, κατέρχεται ταχέως οπισθίαν +κλίμακα μεγάρου πολυτελούς. + +Παρατηρεί δεξιά και αριστερά, — με τον ένα οφθαλμού προδίδοντα φόβον, +και με τον άλλον προδίδοντα θράσος — και προχωρούσα εισέρχεται εις +στρατώνα, ένθα προ στιγμής στρατιώται αποδειπνήσαντες, αφήκαν του +φαγητού των τα αγγεία επί ακαθάρτου τραπέζης. + + — Ιδέ τι κάμνει εκεί, λέγει το Φάσμα. + +Ω! ό,τι είδον, Διδάσκαλε, ήτο τρομερόν και άμα αηδές, και υπεχώρησα +φρίττων. + + — Αυτή η γυνή, λέγω, βουλιμιά· πρέπει να ήνε νηστική προ καιρού. + +Απαντά το Φάσμα γελών: + + — Όχι· προ μιας μόλις στιγμής περιεφρόνησε πλήρες πινάκιον βασιλικής +τραπέζης, διά να γλύψη με όρεξιν την καραβάναν του τελευταίου +φρουρού! + +Λέγω τότε: + + — Ιδού γυνή εγκληματούσα· αλλά τούτο δεν είνε κανών· βλέπω πολλάς +καραβάνας επί της τραπέζης, αλλ' η γλύφουσα αυτάς είνε μία. + +Δείξε μου και γυναίκα μετανοούσαν. + +Με περιβάλλει το Φάσμα διά της σκιάς του, και ιδού κελλίον σκοτεινόν +και στενόν· εις γωνίαν αυτού γυνή λυσίκομος προσεύχεται, τύπτουσα το +στήθος, και προφέρουσα μετά συντριβής εις εκάστην της προσευχής της +στροφήν, φράσιν εις λυγμούς πνιγομένην: + + — Κύριε! ελέησόν με την αμαρτωλήν!. . Υπήρξα εις τον πατέρα μου +άπιστος, χάριν του συζύγου μου· και εις τον σύζυγόν μου υπήρξα +άπιστος, χάριν του πρώτου εραστού μου· και εις τον πρώτον εραστήν μου +υπήρξα άπιστος χάριν του δευτέρου· και εις τους δέκα εραστάς, χάριν +των άλλων δέκα· και εις τον ίδιον εαυτόν μου τέλος υπήρξα άπιστος, +χάριν του όλου αριθμού των εραστών μου. Κύριε! ελέησόν με την +αμαρτωλήν!. . . + +Λέγει το Φάσμα: + + — Ακούεις; μετανοεί και προσεύχεται. + +Έκπληκτος ερωτώ: + + — Εις πόσους θεούς προσεύχεται; + + — Εις ένα. + + — Και θα εξαρκέση άρά γε η αιωνιότης ολόκληρος ενός Θεού, διά να +συγχωρήση τοσαύτας απιστίας; Ενόμιζον ότι επεκαλείτε χιλίους θεούς με +ισαρίθμους αιωνιότητας. + +Απαντά το Φάσμα: + + — Και πάλιν δεν θα ήρκουν· ευτυχώς δι' αυτήν, ότι και ο είς θεός +έχει την αυτήν οξύτητα ακοής και οράσεως με τους χιλίους. Πλησίασε +τώρα και παρετήρησε εις τα βάθη των οφθαλμών της. + +Πλησιάζω αόρατος, και παρατηρώ διά μέσου των δακρύων. + +Και βλέπω έν μέρος ουρανού, και έν μέρος νέφους, και έν μέρος +κεραυνού, και έν μέρος όρους· εκ του ουρανού είς θεός κεραυνοβολεί, +και εκ του όρους είς γιγάντιος άνθρωπος, προτείνει δόρυ αντάρτου. + +Και λέγω υποχωρών μετά τρόμου: + + — Τρομερά μάχη συγκροτείται εδώ μεταξύ ανθρώπου και Θεού. + + — Ναι· τρομερά μάχη, διά της οποίας δεν χάνεται αίμα, αλλά χάνεται +ψυχή. Έτυχέ ποτε ν' ακούσης περί Γιγαντομαχείας; + + — Όχι. + + — Αυτή είνε! + +Σκέπτομαι τότε περίλυπος: + + — Ψυχή πάσχει, η φύσις πταίει. + +Απαντά το Φάσμα: + + — Ουτοπίας σκέπτεσαι· η φύσις είνε σοφή και εις ουδέν πταίει. Αλλ' +οφείλω να προσθέσω και τούτο: + +Ο εγκέφαλος της γυναικός δεν είνε πάντοτε τέλμα· πάντοτε όμως είνε +ευαίσθητος αγωγός αναθυμιάσεως· τέλμα δε είνε ο εγκέφαλος του ανδρός, +— είτε συζύγου, είτε εραστού, είτε πατρός. + +Από κακήν στέγην δεν εκρημνίσθη οίκος· από κακόν θεμέλιον εκρημνίσθη. + +Είσελθε εις το μέγαρον τούτο και άκουσε. + +Και εισέρχομαι εις πλούσιον οίκον. Ο πατήρ εκάθητο προ του γραφείου +του, έναντι δε αυτού ίστατο κόρη αβρά με οφθαλμούς δακρυβρέκτους. + +Και έλεγεν εν οργή ο πατήρ προς την κόρην: + + — Για να σου ειπώ, κυρά εσύ! Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να μου +διαλέξης όποιον θέλεις· θα πάρης εκείνον, που σου ευρήκα εγώ. Εγώ, +δεν έκαμα τους παράδες διά να μου τους φάγη ο καλαμαράς, που +εδιάλεξες, γράφοντας και τυπώνοντας φυλλάδες, που της διαβάζουν +ωρισμένοι άνθρωποι· γιατί, αν εδιάβαζε της ψωροφυλλάδαις τους όλος ο +κόσμος, δεν θα είχεν ανάγκην ο εκλεκτός σου από της δικαίς μου της +πεντάραις. Αν θέλη να πουλήση λουκάνικα, μάλιστα· με την ευχή μου· +λουκάνικα, κορίτσι μου, τρώγει ο κόσμος σήμερα, δεν τρώγει χαρτιά· αν +έτρωγε χαρτιά, θα ετύλιγε τα βιβλία με τα λουκάνικα. Δυστυχώς, +βλέπεις, συμβαίνει το εναντίον. Λοιπόν ετελείωσε· θα πάρης εκείνον, +που βγάζει πράγμα, που τυλίγεται, και όχι εκείνον, που βγάζει πράγμα, +που τυλίγει!. . . + +Και ο μπαμπάς, αφού υπελόγισε με το κονδύλι το εισόδημα το ιδικόν του +και το εισόδημα του γείτονος του μπακάλη, τον ειδοποίησεν αμέσως, ότι +είνε έτοιμος να του ανοίξη την αγκάλην του και να τον κάμη γαμβρόν +του· — περί της αγκάλης της θυγατρός του δεν έκαμε κανένα λόγον! + +Επειδή δε η κόρη ήρχισε να κλαίη, έρριψε το κονδύλιον μετ' οργής ο +πατήρ και εξήλθε. + +Τότε και εγώ, ευρών ευκαιρίαν, ήρπασα το κονδύλιον εις το ράμφος μου +και έφυγα, λαλών κατ' εμαυτόν: + + — Πατρικό κονδύλι, διαβόλου κέρατο· ας το φυλάξω!. . . . . . + + + +δ'. + + + +Λέγει το Φάσμα: + + — Ιδού λοιπόν ο πρόλογος του πατρός· θα ίδης τώρα και της θυγατρός +τον επίλογον· είδες το τέλμα, θα ίδης και της αναθυμιάσεως τον +αγωγόν. + +Και δεικνύει εις δένδρον υψηλόν Αηδόνα, ψάλλουσαν γλυκύτατον άσμα, το +οποίον περισυλλέγει η ηχώ μετά στοργής, και κατακηλοί την ακοήν του +διαβάτου. + + — Ακούεις την αηδόνα ταύτην, πόσον ωραία ψάλλει; Διάκοψε το άσμα +της, και ηρώτησε διατί ψάλλει τοιουτοτρόπως. + +Έρχομαι κάτωθεν του δένδρου του ερημικού, και ερωτώ την Αηδόνα: + + — Με συγχωρείς, ω αδελφή, εάν διακόπτω την διασκέδασίν σου. Αλλά +διατί συ λαλείς τόσον γλυκά; πτηνόν είμαι και εγώ, ουδέποτε όμως +ελάλησα ούτω. Φαίνεται ότι συ είσαι πολύ ευτυχής. + +Διακόπτει το άσμα η Αηδών, και απαντά με φωνήν, από παράπονον +γεμάτην: + + — Όχι, αδελφέ! πολύ δυστυχής είμαι, διά τούτο και ο άνθρωπος +ευρίσκει ηδονήν και τέρψιν εις την φωνήν μου. + + — Αλλά διατί είσαι δυστυχής; τι σου λείπει; σε πρώτην χαιρετά η ηώς, +και της πρωινής αύρας την πνοήν συ πρώτη ηδονικώς αναπνέεις. +Ανεξάρτητος είσαι προσέτι, και όπου θέλεις πετάς. + +Στενάζει η Αηδών και απαντά: + + — Αλλοίμονον! ανεξαρτησία είνε της ψυχής, και ουχί του σώματος αι +πτέρυγες. Άκουσε λοιπόν οδυνηράν ιστορίαν, και θα εννοήσης ότι το +θαυμασιώτερον άσμα, είνε αλληλουχία των περισσοτέρων στεναγμών. . . +Έν άνθος ηγάπησα, άνθος θαυμάσιον, από το χρώμα του οποίου εδανείζετο +ολόκληρος η φύσις, του οποίου το άρωμα παραμένει εις την ψυχήν μου +ακόμη και την μεθύσκει. Αλλά το άνθος εκείνο, αναίσθητου εις το +αίσθημά μου, και εις το άσμα μου αναίσθητον, το οποίον απέστελλον από +τόσον υψηλά, είχε πολύ προς τα κάτω στραφή και ηγάπησε πομπώδη και +επιδεικτικόν Διαβάτην, όστις διήρχετο πλησίον του, συρόμενος επί της +γης. . . + +Τετέλεσται! Ο Διαβάτης κατέκτησε το άνθος μου, και εγώ απέμεινα με το +μέλι εις τον λάρυγγα και με το δηλητήριον εις την καρδίαν. + +Ερωτώ έκπληκτος: + + — Και ποίος ήτον ο Διαβάτης εκείνος, ο τόσον λαμπρός, όστις +υπερέβαλε σε, τον βασιλέα του άσματος και της χαράς; + +Στροφή άσματος αλγεινή την ερώτησίν μου ηκολούθησε, και το πτηνόν +απήντησε με τονισμόν υψίστου πόνου: + + — Ήτον ένας Σ ά λ ι α γ κ α ς, όστις υπερίσχυσεν εμού· εγώ, πτωχός +ψάλτης, έφερον επί της ράχεώς μου ελαφράς μόνον πτέρυγας· εκείνος, +έρπων Διαβάτης, έσυρεν επί της ράχεώς του ολόκληρον σπίτι! Και τον +επροτίμησε το άνθος μου!. . Έφυγα, ω αδελφέ, κατησχημένος ότι +ενικήθην. Περιεπλανήθην πανταχού διά να λησμονήσω· αδύνατον· μετά +χρόνον δε μακρόν, ως οι αιώνες, επανήλθον και πάλιν εις το παλαιόν +μέρος: Ουδεμία μεταβολή· τα πάντα ήσαν εις την θέσιν των, — και το +άνθος μου και ο εκλεκτός του ακόμη. . Εδώ είνε η θέσις και ιδού η +εικών. + +~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ + +Περίεργος εστράφην, ω Διδάσκαλε και ανεζήτησα την παράδοξον εικόνα. + +Θεέ μου! διά την εικόνα εκείνην, το τρομερόν είχε δώσει βοήθειαν εις +το γελοίον. + +Άνθος θαυμάσιον έθαλλε, το δε μύρον του εβαλσάμωνε τον αέρα· αλλ' επί +των πετάλων αυτού αντανεκλάτο ο ήλιος εις αηδές περιδέραιον εκ +σιέλων. + +Κάτωθεν, επί του χώματος, εξηπλούτο μακαρίως είς Σ ά λ α γ κ α ς, +φέρων μεν πάντοτε το αναπόσπαστον σπίτι επί της ράχεως, αλλά και επί +της κεφαλής δύο κέρατα μακρά, τα οποία υπερηφάνως επεδείκνυε προς τον +ανεξίκακον ήλιον. + +Εικών παράδοξος! + +Και εζήτησα να πλησιάσω ακόμη, διά να θαυμάσω το ζεύγος εκείνο, αλλ' +ο Σ ά λ ι α γ κ α ς, ακούσας τον θρουν των πέριξ φυλλωμάτων, έλαβεν +ως πρώτην φροντίδα να προφυλάξη τα κέρατά του. Και είδον να κρύπτη +αυτά ταχέως — miserable visu! — εντός της ιδίας κεφαλής του! + +Λέγει τότε το Φάσμα: + + — Είδες τι έκρυψε; + + — Ναι, είδα· έκρυψε, νομίζω, τα κέρατά του. + + — Τω όντι. Τα έχει, και δεν τον μέλλει· η μόνη φροντίς του είνε, να +μη τα ίδουν οι άλλοι. Ε λοιπόν, εκεί έχει συγκεντρωθή η ευαισθησία +του ολόκληρος!. . . + + + +Ε'. [Δ’.] + + + +Ολίγον ακόμη, Διδάσκαλε, και το πτηνόν διά παντός θα σιγήση. + +Ολίγον ακόμη, διότι η Ηώς θα προαγγείλη το φως διά τον κόσμον, και το +σκότος δι' εμέ. + +Η νυξ μ' εβοήθησε να είπω πολλά· διότι νύκτας πνευμάτων περιγράφω, +και σκότη ψυχών διερευνώ. + +Σύρω μετ' εμού την ανάμνησιν βίου, από πικρίας γεμάτου, περιπλανήσεως +ποικιλομένης από πτώσεις. + +Πληγάς φέρω από χείρας ανθρώπων εις το σώμα, και πληγάς από γλώσσας +ανθρώπων εις την ψυχήν. + +Δεν παρηγορεί πλέον εμέ, ούτε ο ήλιος, ούτε η ημέρα· διότι ημέρα διά +τον τυφλόν δεν υπάρχει. + +Επείγομαι να κοιμηθώ, και να κλείσω εκ νέου οφθαλμούς κεκλεισμένους +και ανοιχθέντας ψευδώς. + +Άφες, ω Άνθρωπε, να κοιμηθώ. + +~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ + +Σου επιστρέφω τον κόσμον σου. + +Όπως τον εύρον τον αφήκα· διότι αι πτέρυγες, τας οποίας μου αφήρεσε, +κατέστησαν αιτία όπως πλειότερον καταπέση. + +Διότι τας έκλεψε. + +Και δεινότερον δι' αυτών τον αγώνα κατέστησε, διότι έκαστος έκλεψε +μόνον δι' εαυτόν, ουχί δε, ως ο Προμηθεύς, διά τον κόσμον. + +Και σαρκός μεν κλοπή, είνε έγκλημα κατά του ανθρώπου· αφαιρείς από +την γην· αλλά πτερύγων κλοπή είνε έγκλημα κατά του Θεού· από τον +ουρανόν αφαιρείς. + +Σφάλμα Θεού, να φρουρήση τον ουρανόν, την δε ψυχήν του ανθρώπου ν' +αφήση αφρούρητον. + +Και ν' αφήση εις έκαστον ιδικήν του ημέραν και ιδικήν του νύκτα να +εκλέγη. + +Και ιδού ό,τι νυξ διά τον ένα, διά τον άλλον ημέρα· και ό,τι σκότος +διά τούτον, δι' εκείνον φως. + +Ποία σύγχισις, ποία σύγκρουσις, ποίος σπαραγμός! + +Αυταπάρνησις, Θρησκεία, Ελευθερία, Δημοκρατία, ακατανόητοι θεότητες, +των οποίων τα είδωλα λατρεύονται, αλλά τοποθετημένα με τους πόδας άνω +και με τας κεφαλάς κάτω. + +Και κατεκρήμνιζεν αυτά διά μιας πνοής του και διά μιας κινήσεως της +ατμώδους χειρός του το κυρίαρχον Φάσμα της Μεγάλης Οδού. + +~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ + +Είδον μέθυσον, πίνοντα εις υγείαν παντός, όστις διήρχετο εκ του +οινοποιείου. + + — Θαυμάσιος άνθρωπος! λέγω. Πόσον αγαπά τους διαβάτας, και εύχεται +υπέρ της υγείας αυτών! + +Μετά τινα ώραν βλέπω αυτόν να καταπίπτη αναίσθητος. + +Λέγω προς το Φάσμα: + + — Ιδού ένας ήρως αυταπαρνήσεσεως· χαίρε, ω γλώσσα μελίρρυτος! +ενεκρώθης ευχομένη τον κόσμον! + +Λακτίζει αυτόν διά του ποδός το Δαιμόνιον, και λέγει καγχάζον: + + — Ναι, είχεν ο μακαρίτης την μόνην ανθρωπίνην αυταπάρνησιν· έπεινε +διαρκώς εις υγείαν των άλλων, μέχρις ου κατέστρεψε την ιδικήν του! + +Και ήτον η μόνη αληθώς α υ τ α π ά ρ ν η σ ι ς, την οποίαν είδον +μεταξύ των ανθρώπων! + +Και το Φάσμα εξακολουθεί: + + — Εις την γλώσσαν του οφείλει την καταστροφήν του· ωμίλει με την +μίαν άκραν, διότι η μέθη του είχε παραλύση την ετέραν. + +Έκπληκτος ερωτώ: + + — Διγλωσσίαν έχει ο άνθρωπος; + +Αισθάνομαι τότε δύναμιν εις την ακοήν, και οδηγούμαι προς δύο +ανθρώπους, κρατούμενος εκ των χειρών, και ανταλλάσσοντας τας +θερμοτέρας του θαυμασμού εκφράσεις. + +Και συνδέομαι διά της δυνάμεως του νου με την ψυχήν εκατέρου, ακούω +δε εντός των άλλας λέξεις, αντιθέτους των λαλουμένων. + +Περίεργον, ω Διδάσκαλε! άλλα έλεγον προς αλλήλους, και άλλα προς +εαυτούς· ενώ δε ελάλουν ωραίους λόγους, κατέπινον τους αθλιεστέρους. + +Φαίνεται ότι προς τον στόμαχόν των είχον την χειρίστην υπόληψιν, αφού +έτρεφον αυτόν με τοιαύτην κόπρον! + + + +β'. + + + +Αίφνης ακούω ύβρεις και δούπον, προερχόμενον από ραβδισμόν συνεχή. + + — Εξήγησέ μου, λέγω προς το Φάσμα· εδώ ήκουσα ύβρεις καταπινομένας, +εκεί ακούω ύβρεις εξαιμουμένας. Τι συμβαίνει; + +Μειδιά το Φάσμα και λέγει: + + — Είνε ο ίδιος άνθρωπος, όστις εξαιμεί ενώπιον αφώνου τετραπόδου, +ό,τι κατέπιεν ενώπιον του διπόδου. + +Και φέρομαι εις αυλήν αγροικίας, ένθα όνος ετύπτετο ανηλεώς υπό του +Ανθρώπου, τον οποίον ήκουσα προ στιγμής να προφέρη τόσον ωραίους +λόγους, και τόσον αθλίους να καταπίνη. + +Πλησιάζω προς τον Όνον και ερωτώ διά φωνής μυστικής: + + — Διατί δεν κραυγάζεις και συ, όταν πονής, ω Αδελφέ, όπως όλα ημείς +τα ζώα; + +Μου απαντά διά του βλέμματος: + + — Σιώπα! άφησε πρώτον να χορτάση ο δίπους από το ξύλον το οποίον +τρώγω εγώ, ο τετράπους, και κατόπιν σου εξηγώ το διατί. + +Και προσέθηκε θεωρών με υπόπτως: + + — Μολονότι δίπους είσαι και συ και δίκαιον έχω να σε φοβούμαι. + +Απαντώ στενάζων: + + — Ναι, δίπους είμαι και εγώ, αλλά τούτο ουδέν σημαίνει. Μη βλέπης +την ομοιότητα των ποδών, αλλά την διαφοράν των κεφαλών. + + — Τω όντι, απαντά· δίκαιον έχεις· αλλ' απομακρύνθητι λοιπόν, διά να +μη πάθης και συ τα ίδια, και δεν αντέχεις. + +Απεσύρθην και εκρύβην όπισθεν φράκτου, εκ φόβου μη ο Άνθρωπος στραφή +και κατ' εμού, παρετήρησα δε καλώς την σκηνήν εκείνην. + +Ο Άνθρωπος έδερεν, και όμως ύβριζε· το ζώον εδέρετο, και όμως εσιώπα. + +Ολίγη ώρα ακόμη, και ο Άνθρωπος έρριπτε το ξύλον κατά γης, και +απεσύρετο συντετριμμένος από τον κόπον. + +Είχε καταβληθή διά της υπομονής. + +Πλησιάζω τότε προς τον Όνον και λέγω: + + — Ιδού εγώ· λάλει, σε ακούω, αδελφέ. + +Έντρομος ερωτά ο Όνος και χωρίς προς τα οπίσω να στραφή: + + — Έφυγεν ο Άνθρωπος; + + — Έφυγεν· είμεθα μόνοι. + + — Παρετήρησε καλά. + + — Έφυγε και είνε μακράν. + + — Λοιπόν άκουσε, διαβάτα· με ηρώτησες διατί δέρομαι και υβρίζομαι +χωρίς να κραυγάζω. Σου απαντώ: το δίπουν δέρει εμέ το τετράπουν, +διότι εγώ δεν έχω δύο χείρας, και αυτό δεν έχει τέσσαρας πόδας. Δεν +εννοείς ακόμη; + + — Όχι, αδελφέ· ομολογώ. . . + + — Τώρα θα εννοήσης. Ιδέ την κεφαλήν μου. + + — Την βλέπω. + + — Βλέπεις και την ιδικήν του; + + — Την βλέπω και αυτήν. + + — Η ιδική μου κεφαλή δεν είνε διπλασία της ιδικής του; + + — Τω όντι, διπλασία είνε. + + — Ε λοιπόν, αδελφέ, — δι' αυτό σιωπώ! + + + +γ'. + + + +Λέγει πάλιν το Φάσμα: + + — Και όμως εάν ηκολούθεις κατά πόδα τον άνθρωπον εκείνον, θα τον +ήκουες κοπτόμενον εις θεωρίας υπέρ της Μεγάλης Δημοκρατίας, δι' ης +έκαστον ον έχει έν σημείον επί της γης, διά να ίσταται, και έν Ζενίθ +εις τον ουρανόν, διά ν' ατενίζη. + +Ερωτώ: + + — Και δεν υπάρχει Δημοκρατία επί της γης; + + — Ναι, υπάρχει μία, αλλά και εκείνη εις μίαν εικόνα. Αι λοιπαί είνε +τερατώδεις της ελευθερίας ειρωνίαι, υπό το προσωπείον των οποίων +οργιάζουσι μοναρχικοί οδόντες, καταξεσχίζοντες πάσαν ελευθερίαν. + +Και ευρίσκομαι ακαριαίως εις μεγάλην Πινακοθήκην, ένθα βλέπω κόσμον +πολύν θεωρούντα εικόνα. + +Άλλοι έλεγον: + + — Τι ωραία χρώματα! + + — Τι ωραίον πλαίσιον! + +Και άλλοι: + + — Τι φυσικόν εκείνο το βώδι! + + — Τι ζωηρός εκείνος ο αστήρ! + + — Τι φυσικά εκείνα τα άχυρα! + +Λέγει τότε το Φάσμα: + + — Ακούεις; Όλοι ούτοι θεωρούν την εικόνα, αλλ' όμως, δεν την βλέπει +κανείς. Ερώτησε και τον πλησίον σου άνθρωπον. + +Και ερωτώ ευγενώς θεατήν λαμπρώς ενδεδυμένον και σύροντα Σκύλλον +όπισθεν του από αλύσεως στιλπνής. + + — Κύριε Άνθρωπε! θα καταδεχθής τάχα να εξηγήσης εις έν αμαθές και +ανόητον πτηνόν τι παριστάνει η θαυμασία αυτή εικών; + +Ο Άνθρωπος εστράφη εις την φωνήν μου, με παρετήρησε περιφρονητικώς +και δεν απήντησε. + +Τότε ο Σκύλλος απήντησεν αντ' αυτού: + + — Ματαίως περιμένεις απάντησιν· αυτός μόνον εις εμέ ομιλεί, και όμως +εγώ δεν του απήντησα ποτέ. Βλέπεις ότι με έχει δεμένον; + + — Πράγματι· δεμένον σε βλέπω δι' αλύσεως. + + — Ε λοιπόν πλανάσαι· αυτός είνε δεμένος παρ' εμού, και τον σύρω όπου +θέλω. + + — Ευτυχής είσαι, να σύρης, ζώον συ, ένα άνθρωπον τόσον λαμπρόν. Αλλά +γνωρίζεις τουλάχιστον τι σημαίνει η εικών αυτή; + + — Ναι· εγώ το γνωρίζω, διότι η θυμοσοφία μου το εξηγεί· αλλ' ο +άνθρωπός μου δεν το γνωρίζει. Παριστάνει τον Χριστόν, τον θεόν των +ανθρώπων, γεννώμενον εντός σταύλου. Βλέπεις τα άχυρα εκείνα; +σημαίνουν ότι γεννάται είς άνθρωπος. Βλέπεις και εκείνο το άστρον; +σημαίνει ότι αναγεννάται είς θεός. + +Και ο Σκύλλος με απεχαιρέτισε. + +Κατόπιν κινεί την άλυσιν διά του λαιμού του μετά πείσματος και +διευθύνεται προς την θύραν, σύρων όπισθεν τον άνθρωπόν του. + +Λέγει τότε το Φάσμα: + + — Ιδέ ο Σκύλλος!. . . Ιδέ ο Άνθρωπος! + +~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ + +Λέγω κατ' εμαυτόν: + + — Όντως, ιδού η μεγάλη και αληθής Δημοκρατία, αλλ' η οποία μόνον διά +μιας εικόνος θα διαιωνίζεται. + +Συνδυασμένα εις αυτήν δύο αντίθετα πράγματα. + +Οι αστέρες εκ του ουρανού, και τα άχυρα εκ της γης. + +Η βαρυτέρα ύλη του σύμπαντος και η ελαφροτέρα· το μέγιστον και +ελάχιστον· το αιώνιου και το στιγμιαίον. + +Το έν χαιρετά το αναγεννώμενον Πνεύμα διά των μαρμαρυγών του· το +έτερον περιθάλπει μετά στοργής το τρυφερόν σώμα, και αποθέτει την +ασθενή του θωπείαν. + +Το έν παρέχει το πρώτον ουράνιον φως· το έτερον παρέχει το πρώτον +επίγειον θάλπος — αδελφωμένα, το ελάχιστον μετά του μεγίστου, το +άχυρον μετά του αστέρος! + +Ιδού η Μεγάλη Δημοκρατία, ω Διδάσκαλε, την οποίαν ουδέποτε θα +εννοήσουν οι συρόμενοι από τους σκύλλους των! + +Λέγω τότε προς το Φάσμα: + + — Μέγα έδειξες πράγμα. Το άχυρον λοιπόν και η πορφύρα είνε τόσον +συγγενή, και όμως ουδείς το έχει εννοήση! + +Και το Δαιμόνιόν μου απαντά μετά χλεύης: + + — Ναι· και ιδού ο λόγος, διά τον οποίον έν άχυρον ευτελές, δύναται +να θεωρήται δικαίως ως πορφύρα, κατά λάθος άβαφος και ιδού ακόμη ο +λόγος, δι' ον μία πορφύρα χωρίς αξίαν, δύναται να θεωρείται ως +άχυρον, ερυθριών από εντροπήν! Και τέλος ιδού το φαινόμενον, ότι +άνθρωπος, ενώ γεννάται ως άλλος θεός, εντός χρυσού και επιστατούσιν +εις την γέννησίν του σοφοί, αποθνήσκει κτήνος· και άνθρωπος, ενώ +γεννάται εντός αχύρων, και επιστατούσιν εις την γέννησίν του κτήνη, +αποθνήσκει θεός!. . . . + + + +δ'. + + + +Ιδού ο Άνθρωπός σου, ω Διδάσκαλε, προς τον οποίον με εξαπέστειλες με +θεωρίας ωπλισμένον. + +Εάν επανηρχόμην νικητής, αυτός θα ενίκα· ηττημένος επανέρχομαι, αυτός +ηττήθη. + +Προς πτώμα με απέστειλες να πολεμήσω, σπαράσσον τας ιδίας του σάρκας, +και εφευρίσκον μέσα όπως ταχύτερον και ασφαλέστερον συντριβή. + +Τον είδον εφευρίσκοντα και ανακαλύπτοντα, πλην διά του ιδίου του +θριάμβου ναυαγούντα. + +Είδον εξηπλωμένας τας επιστήμας, αλλά και τους επιστήμονας +εξηπλωμένους. + +Και είδον εξ άλλου ανθρώπους, εισδύοντας εις τα έγκατα της γης, και +εις τους βυθούς της θαλάσσης, και υπέρ τα νέφη ανερχομένους. + +Ουδέν εκέρδιζον· διότι, μόλις επανήρχοντο επί της επιφανείας της γης, +επανελάμβανον το ταξείδιόν των εκ νέου· και πολλάκις ουδέ καν +επανήρχοντο. + +Ουδείς κατώρθωσε να εννοήση, ότι όπου υπάρχει άνθρωπος, υπάρχει και +άρτος· διότι ο άρτος δεν κατεσκευάζει τον ανθρώπον, αλλ' ο άνθρωπος +τον άρτον. + +Εν τούτοις δεν ηρκέσθη εις το Εδώ, αλλ' ανεζήτησε εις το Εκεί. + +~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ + +Είδον Άνθρωπον παρασκευάζοντα μηχανήν παράδοξον, δι' ατμού +κινουμένην. + +Και ερωτώ αυτόν: + + — Εις τι θα σου χρησιμεύση τούτο; και τους πόδας έχεις υγιείς και +τας χείρας. + +Απαντά: + + — Περίμενε και θα ίδης. + +Και βλέπω αυτόν τοποθετούντα επί ράβδων σιδηρών μηχανήν, +ανυπομονούσαν να εκκινήση και να συρθή προς τα εμπρός επί οδού χωρίς +τέρμα. Και ακόμη βλέπω τον Άνθρωπον, να τοποθετή επ' αυτής τον άρτον +του, τον οποίον εκράτει εις χείρας του ασφαλώς, και ν' αφίνη την +μηχανήν ελευθέραν εις την οδόν την ατέρμονα. + + — Άνθρωπε! λέγω· κατείχες τον άρτον εις χείρας σου, και όμως τον +αφήκες ν' απομακρυνθή τόσον ταχέως από σου. Τώρα τι θα φάγης; + +Δεν ήκουσε τους λόγους μου, διότι ετέραν ετοιμασίαν επέσπευδεν. + +Παρεσκεύασεν άλλην μηχανήν, ομοίαν της πρώτης, και εισελθών εντός +αυτής, ανεχώρησεν αστραπιαίως εις αναζήτησιν του ιδίου του άρτου! + +Και είδον τον πεινώντα τρέχοντα κατόπιν του διαφυγόντος άρτου του, +τας δε δύο μηχανάς, χανομένας εις τα βάθη της οδού, και επ' άπειρον +διωκούσας αλλήλας! + +~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ + +Και ητοιμάσθην να φύγω, κλαίων διά την μωρίαν του κόσμον, ότε ιδού +και έτερος άνθρωπος ενώπιόν μου, εις την αυτήν ασχολούμενος εργασίαν. + +Λέγω προς αυτόν: + + — Θα πράξης και συ το αυτό με τον ανόητον εκείνον; Αλλ' ιδέ ακόμη +δεν συνέλαβε τον διωκόμενον άρτον του. Άλλως τε συ δεν βλέπω να έχης +και δευτέραν εις την διάθεσίν σου μηχανήν. + +Ουδέ με ήκουσε καν· ετοποθέτησε μόνον τον άρτον εντός της μηχανής και +αφήκεν αυτήν ελευθέραν εις την οδόν την σιδηράν. + +Και είδον τον Άνθρωπον να τρέχη όπισθεν, πεζός και ασθμαίνων, την δε +μηχανήν να φεύγη αστραπιαίως, εξαποστέλλουσα μακρόθεν προς τον +βραδύποδα εφευρέτην συριγμούς χλευασμού και ατμώδη καπνόν! + +Και εγέλασα ήδη διά τον Άνθρωπον εκείνον. + +Είχεν ενισχύση διά της σοφίας του την μηχανήν, και την μωρίαν του +εκράτησε προς ενίσχυσιν των ποδών του. + +Η δε μωρία του ήτο πολύ βραδύτερα της σοφίας του, και δεν την έφθανε +ποτέ! + +Είδον ακόμη εις τον αέρα διασταυρούμενα σύρματα σιδηρά, και +διοχετεύοντα σκέψεις ανθρώπων, από μακριάν ανταλλασσομένας, τας +οποίας οι ανεξίκακοι του αέρος κόλποι περιέθαλπον και μετεβίβαζον από +σημείου εις σημείον. + +Και είπε το Φάσμα: + + — Ιδού του ηλεκτρισμού το αληθές ευεργέτημα· ανταλλάσσουν οι +άνθρωποι δι' αυτού τας ανοησίας των μακρόθεν — αλλά πολύ ακριβά και +κάπως συντομωτέρας. Και ουδέν άλλο. + +~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ + +Και όμως ουδείς εκ των ναυαγών του αέρος, και εκ των ναυαγών της +θαλάσσης, και εκ των ναυαγών της ξηράς, έπαυε να επικαλήται την +Πρόοδον, αγωνιών και ψυχορραγών. + +Αστεία η λέξις, ω Διδάσκαλε, όσον και του γένους σου η Ιστορία. + +Πρόοδος, Πρόοδος και πάντοτε Πρόοδος. + +Πάντες περί ταύτης ωμίλουν, και εζήτησα να ίδω την Θεάν. + +Και ιδού ενώπιόν μου πολυκέφαλον και πολύπουν τέρας, γυνή με χείρας +αναριθμήτους, απαύστως εργαζομένας και κινουμένας. + +Η μία χειρ συνέθλιβε τον αέρα, η ετέρα διετρύπα τα όρη, η άλλη +κατέσκαπτε την γην, και υπέτασσε τα νέφη, και τας θαλάσσας +υπεδούλωνεν. + +Η κεφαλή της έφθανε μέχρι των άστρων, αλλ' οι πόδες της εις τον +βόρβορον εκυλίοντο. + +Και είδον ανθρώπους καθαρίζοντας τους πόδας αυτής με ιδρώτα και αίμα, +και πλειότερον σπιλούντας αυτούς. + +Και την είδον ν' αφαιρή από τους χιλίους και να δίδη εις τον ένα· ο +δε είς να σπαταλά, όσα ήρκουν διά να ζήσουν δεκάκις χίλιοι. + +Και την είδον ακόμη μυρίους να φονεύη εις το νεύμα του ενός· και να +εφευρίσκη μέσα του ν' αποκτείνη ταχύτερον ένα κατάδικον — διά λόγους +φιλανθρωπίας και οίκτου! + +Και ακόμη είδον να διευθύνη ειρήνης μάχας και μάχας πολέμων, να +στρέφη δε κατά στηθών ανθρωπίνων πυροβόλον στόμιον, και στόμιον +κάλπης κατά συνειδήσεων και ελευθεριών. + +Στόμια εξ ίσου τρομερά, και εξ ίσου καταλύοντα χώρας — το μεν +εξαιμούν τον μόλυβδον, το δε καταπίνον αυτόν. + +~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ + +Εν τούτοις πάντες έπιπτον και επροσκύνουν αυτήν, και έλεγον προς +αλλήλους, παρερχόμενοι ενώπιόν μου: + + — Πόσον ατυχείς ήσαν οι πατέρες μας! Τι έχασαν! + + — Πόσον ευτυχείς είμεθα ημείς! Τι έχομεν! + + — Πόσον ευδαίμονα θα ήνε τα τέκνα μας! Τι θα ίδουν! + +Και όλοι ταυτοχρόνως ελούοντο εις ιδρώτα και εις αίματα! + +Τούτο ελέγετο Πρόοδος, ω Διδάσκαλε. + +Και προσέτι τούτο ελέγετο Άνθρωπος: + +Ιστορικός, δι' αιώνας παρελθόντας· ποιητής, δι' αιώνας μέλλοντας, και +διά τον ιδικόν του: — + +Κ Ω Μ Ω Δ Ο Σ! +~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ + + + +ΕΠΙΛΟΓΟΣ + + + + — Άφες τώρα, Άνθρωπε, να υποκύψω εις το μοιραίον, και ν' αποθάνω +ταπεινωμένος, εγώ, ο ανελθών επί του κόσμου και κατακτήσας διά της +φαντασίας αυτόν. + +Ω, ποία κωμωδία! και ποία γελοία και ανόητος ικάρειος πτήσις επί +σφαίρας αιωνίως κινουμένης, και αιωνίως μεταβαλλούσης θέσιν, αλλά και +αιωνίως επανερχομένης εις το αυτό. + +Ναι· ποία κωμωδία, διαρκής και μονότονος, με την οποίαν, όσοι την +ανεγνώρισαν ως τοιαύτην, εγέλασαν, και όσοι την εξέλαβον ως δράμα, +έκλαυσαν πολύ. + +Τι πρώτον και τι ύστερον ν' αφηγηθώ· τι ύστερον και τι πρώτον να +ιστορήσω! + +Θέλω να περιβάλω με πτέρυγας αετού τον νουν μου, και θέλω να πετάξω +μίαν φοράν ακόμη, διά να μετρήσω την άβυσσον, εν τη οποία κατέπεσα, +και να ρίψω έν βλέμμα αφ' ύψους εις το δημιούργημα τούτο, το οποίον +τοσούτον εαυτό παρερμηνεύει, ώστε να πιστεύη, ότι είνε το +δυστυχέστερον του Θεού του δημιούργημα! + +Και η ιδέα αυτή είνε η μόνη δημιουργούσα την πραγματικήν του +δυστυχίαν, διότι η φύσις ουδέν ον έπλασε δυστυχές, και ουδεμίαν +ανοησίαν εις τον αιώνα διέπραξεν. Είνε περιβεβλημένη πανταχού με +αίγλην και φέρει εφ' εαυτής την σφραγίδα του Κάλλους του αιωνίου· +είνε γλυκασμός και σοφία, την οποίαν από της πρώτης της γης ημέρας +παρήγαγε θείον σπέρμα, διαρκώς υπό του ανθρώπου καταπατούμενον!. . . + +Από τα πέρατα του κόσμου μία ακτίς κατ' αρχάς έλαμψε διά του +απεράστου ερέβους, και εκείνη ήρκεσεν, ίνα καταλύση το σκότος, και +κατακλύση το σύμπαν από φως και ζωήν· το κύτταρον έλαβε την πρώτην +ώθησιν και προσεκολλήθη εις το κύτταρον, και η προσέγγισις εκείνη +παρήγαγεν αρμονίαν ένθεον και ζωοποιόν, δι' ης ερρυθμίσθη ο αιώνιος +Κώδηξ. + +Μεταξύ των κενών εμεσολάβησε μία Ιδέα, ήτις συνέδεσε τα τέως +ασύνδετα, ήτις παρενετέθη ως κρίκος άρρηκτος εδώ, και απετέθη εκεί ως +σφραγίς μυστηριώδους ουσίας, προκαλούσα τον ίλιγγον εις το πνεύμα, +και την έκτασιν εις την ψυχήν, και εις την καρδίαν τον παλμόν. + +Και παν ό,τι φέρει την σφραγίδα ταύτην, ελκύει ακαταμαχήτως· είνε η +αγχέγονος Ιδέα, η προ αιώνων αγρυπνούσα, ήτις αφυπνίζει νοσταλγίας +προς ιδέας, προ αιώνων κοιμωμέναι· είνε ο παλμός, όστις προκαλεί και +σύρει προς εαυτόν τον παλμόν· είνε η Αρετή η αΐδιος, η εγκατασπαρμένη +πανταχού φωτεινή και αστραπηβόλος· είνε η Πρόοδος, υπό ασύληπτον +μορφήν και έκφρασιν· είνε η ώθησις τέλος προς την Εξέλιξιν, την μέχρι +του Ακαταλήπτου ανιούσαν — + +Είνε το Κάλλος. + +Το Κάλλος — το οποίον, πτωχόν εγώ πτηνόν, κατενόησα και ελάτρευσα· +ασθενές εγώ πλάσμα, επέταξα μέχρι της πηγής του διά της σκέψεως, και +εγονυπέτησα προ του βωμού του. + +Αλλ' ήτον αδύνατου να μείνω πλειότερον, διότι ο περιβάλλων με κόσμος +με συνέθλιβε, με συνέτριβε, και από τα πτερά μου με απεγύμνου. + +Και ιδού εγώ, ανηρτημένος από του αχανούς, ως αντάρτης, και πάλιν +καταπίπτων εντός της ιδίας κεφαλής σου, ως μολύβδινος όγκος. + +Και νυν, σε ζητώ εις μάτην, ω Σοφία, με το βλέμμα μου το τυφλόν, και +εις μάτην η συντριβείσα ψυχή μου ανακύπτει και ζητεί να λουσθή εις τα +ζωογόνα νάματά σου. + +Και σε ζητώ εις μάτην, ω Φως, όπερ έδυσες, του ορίζοντος της ψυχής +μου υποκάτω, — ορίζοντος παραδόξου, με δύσιν άνευ ανατολής. Πού θα σε +εύρω πλέον εις τους κόλπους του ατέρμονος, και ποία εις το εξής ακτίς +θέλει καθοδηγήση εκ νέου εμέ, τον πλανηθέντα διαβάτην, εις την πηγήν +σου την ανεξάντλητον; + +Και σε ζητώ εις μάτην, ω Όνειρε, ίνα περιβάλης καν εκ νέου τον νουν +μου με την ιδέαν την απατηλήν, και τον κόσμον με την αόριστον ομίχλην +σου και το φως το ψευδές. + +Άφες να κλίνω τώρα την συντετριμμένην κεφαλήν επί του ερειπωμένου +ανακτόρου, εις του οποίου τον θρόνον είχον αναβιβάση αναχωρών ευτυχή +βασιλέα, ταφέντα και τούτον υπό τα άμορφα ερείπια. + +Σύνελθε λοιπόν, ω Άνθρωπε, εις σεαυτόν, ρίψε έν βλέμμα εντός των +ιδίων σου στέρνων, και θα ίδης την ψυχήν σου ενδεδυμένην το φως, όπερ +εις μάτην συ ζητείς εκ των άνω. + +Το ταχύ και φευγαλέον του νου σου άρμα, κατέχει δύναμιν υπερκόσμιον, +ην κακώς εχειρίσθης και κακώς δι' αυτού επορεύθης· και οι ίπποι οι +ατίθασσοι παρεξέκλινον της οδού της μεγάλης, ο δε αδέξιος Φαέθων +επυρπόλησεν, αντί να φωτίση, τον κόσμον, και διαρκώς αυτόν πυρπολεί. + +Μεταξύ της στέγης σου ταύτης, — ήτις κρύπτει από των ομμάτων σου +κόσμον ολόκληρον, — και της σαρκός σου, ήτις καλύπτει έτερον κόσμον, +— υπάρχει κλίμαξ, μεγαλειτέρα και της κλίμακος του Ιακώβ, ην ανήλθον +ως βασιλεύς, και κατήλθον ως κλέπτης. + +Και όμως η τιμωρία μου ήτον η άνοδος, και η κάθοδος αμοιβή μου. + +Τιμωρία, — διότι ανήλθον εις κόσμους φωτεινούς, υπερβαίνοντας της +αντιλήψεώς μου τα όρια· αμοιβή — διότι εκυλίσθην εις κόσμους +ερεβώδεις, και επανήλθον εις τον ορνιθώνα, δι' ον επλάσθην και +προωρίσθην. + +Και του Φωτός η πηγή, την οποίαν υπέδειξες εις εμέ διά της Χ ρ υ σ ή +ς σου Δ ι α θ ή κ η ς, κατέστη ερέβους πηγή, ην υποδεικνύω εις σε, +διά της Δ ι α θ ή κ η ς μου της Σ ι δ η ρ ά ς. + +Λάβε τώρα και συ ταύτην ως αντάλλαγμα του κόπου σου, και εύχου, όπως +ο σίδηρος ο ιδικός μου, φρουρήση σε ασφαλέστερον, παρ' όσον +εφρούρησεν εμέ ο ιδικός σου χρυσός!. . . . . . . . + +Είχεν ήδη εξημερώση, + +Και, κλείσας με βαθύν στεναγμόν το αιμόφυρτον στόμα, εκυλίσθη από της +κλίνης μου επί του δαπέδου άψυχος ο Πετεινός μου, ο ατυχής, της +φαντασίας μου το θύμα. + +Και ο αντάρτης αυτός παρατηρητής, — ο αναχωρήσας εκ του ορνιθώνος του +τοσούτον νεαρός και σφριγών και ακμαίος, και επανελθών τοσούτον γέρων +και συντετριμμένος και ναυαγός, — όστις έζη ευτυχής διότι δεν ήξευρε +τίποτε, και απέθανε δυστυχής, διότι ηθέλησε να τα μάθη όλα, — ετάφη +με την ηώ εις μίαν γωνίαν του κήπου μου, συμπαραλαβών εν ώρα ημέρας +εν τη σκοτία του τάφου του άχρηστον το δολοφόνον εκείνο φως, όπερ +ήντλησεν από την ατελεύτητον σκοτίαν του κόσμου! + + + + + +End of Project Gutenberg's The Two Testimonies, by Polyvios Dimitrakopoulos + +*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK THE TWO TESTIMONIES *** + +***** This file should be named 32796-0.txt or 32796-0.zip ***** +This and all associated files of various formats will be found in: + http://www.gutenberg.org/3/2/7/9/32796/ + +Produced by Sophia Canoni + +Updated editions will replace the previous one--the old editions +will be renamed. + +Creating the works from public domain print editions means that no +one owns a United States copyright in these works, so the Foundation +(and you!) can copy and distribute it in the United States without +permission and without paying copyright royalties. Special rules, +set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to +copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to +protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project +Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you +charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you +do not charge anything for copies of this eBook, complying with the +rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose +such as creation of derivative works, reports, performances and +research. They may be modified and printed and given away--you may do +practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is +subject to the trademark license, especially commercial +redistribution. + + + +*** START: FULL LICENSE *** + +THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE +PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK + +To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free +distribution of electronic works, by using or distributing this work +(or any other work associated in any way with the phrase "Project +Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project +Gutenberg-tm License (available with this file or online at +http://gutenberg.org/license). + + +Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm +electronic works + +1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm +electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to +and accept all the terms of this license and intellectual property +(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all +the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy +all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession. +If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project +Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the +terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or +entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8. + +1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be +used on or associated in any way with an electronic work by people who +agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few +things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works +even without complying with the full terms of this agreement. See +paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project +Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement +and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic +works. See paragraph 1.E below. + +1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation" +or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project +Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the +collection are in the public domain in the United States. If an +individual work is in the public domain in the United States and you are +located in the United States, we do not claim a right to prevent you from +copying, distributing, performing, displaying or creating derivative +works based on the work as long as all references to Project Gutenberg +are removed. Of course, we hope that you will support the Project +Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by +freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of +this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with +the work. You can easily comply with the terms of this agreement by +keeping this work in the same format with its attached full Project +Gutenberg-tm License when you share it without charge with others. + +1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern +what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in +a constant state of change. If you are outside the United States, check +the laws of your country in addition to the terms of this agreement +before downloading, copying, displaying, performing, distributing or +creating derivative works based on this work or any other Project +Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning +the copyright status of any work in any country outside the United +States. + +1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg: + +1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate +access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently +whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the +phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project +Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed, +copied or distributed: + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + +1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived +from the public domain (does not contain a notice indicating that it is +posted with permission of the copyright holder), the work can be copied +and distributed to anyone in the United States without paying any fees +or charges. If you are redistributing or providing access to a work +with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the +work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1 +through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the +Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or +1.E.9. + +1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted +with the permission of the copyright holder, your use and distribution +must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional +terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked +to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the +permission of the copyright holder found at the beginning of this work. + +1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm +License terms from this work, or any files containing a part of this +work or any other work associated with Project Gutenberg-tm. + +1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this +electronic work, or any part of this electronic work, without +prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with +active links or immediate access to the full terms of the Project +Gutenberg-tm License. + +1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary, +compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any +word processing or hypertext form. However, if you provide access to or +distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than +"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version +posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org), +you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a +copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon +request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other +form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm +License as specified in paragraph 1.E.1. + +1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying, +performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works +unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9. + +1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing +access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided +that + +- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from + the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method + you already use to calculate your applicable taxes. The fee is + owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he + has agreed to donate royalties under this paragraph to the + Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments + must be paid within 60 days following each date on which you + prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax + returns. Royalty payments should be clearly marked as such and + sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the + address specified in Section 4, "Information about donations to + the Project Gutenberg Literary Archive Foundation." + +- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies + you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he + does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm + License. You must require such a user to return or + destroy all copies of the works possessed in a physical medium + and discontinue all use of and all access to other copies of + Project Gutenberg-tm works. + +- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any + money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the + electronic work is discovered and reported to you within 90 days + of receipt of the work. + +- You comply with all other terms of this agreement for free + distribution of Project Gutenberg-tm works. + +1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm +electronic work or group of works on different terms than are set +forth in this agreement, you must obtain permission in writing from +both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael +Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the +Foundation as set forth in Section 3 below. + +1.F. + +1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable +effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread +public domain works in creating the Project Gutenberg-tm +collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic +works, and the medium on which they may be stored, may contain +"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or +corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual +property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a +computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by +your equipment. + +1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right +of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project +Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project +Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all +liability to you for damages, costs and expenses, including legal +fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT +LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE +PROVIDED IN PARAGRAPH F3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE +TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE +LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR +INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH +DAMAGE. + +1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a +defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can +receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a +written explanation to the person you received the work from. If you +received the work on a physical medium, you must return the medium with +your written explanation. The person or entity that provided you with +the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a +refund. If you received the work electronically, the person or entity +providing it to you may choose to give you a second opportunity to +receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy +is also defective, you may demand a refund in writing without further +opportunities to fix the problem. + +1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth +in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER +WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO +WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE. + +1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied +warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages. +If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the +law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be +interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by +the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any +provision of this agreement shall not void the remaining provisions. + +1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the +trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone +providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance +with this agreement, and any volunteers associated with the production, +promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works, +harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees, +that arise directly or indirectly from any of the following which you do +or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm +work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any +Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause. + + +Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm + +Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of +electronic works in formats readable by the widest variety of computers +including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists +because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from +people in all walks of life. + +Volunteers and financial support to provide volunteers with the +assistance they need, are critical to reaching Project Gutenberg-tm's +goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will +remain freely available for generations to come. In 2001, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure +and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations. +To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation +and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4 +and the Foundation web page at http://www.pglaf.org. + + +Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive +Foundation + +The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit +501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the +state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal +Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification +number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at +http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent +permitted by U.S. federal laws and your state's laws. + +The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S. +Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered +throughout numerous locations. Its business office is located at +809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email +business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact +information can be found at the Foundation's web site and official +page at http://pglaf.org + +For additional contact information: + Dr. Gregory B. Newby + Chief Executive and Director + gbnewby@pglaf.org + + +Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation + +Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide +spread public support and donations to carry out its mission of +increasing the number of public domain and licensed works that can be +freely distributed in machine readable form accessible by the widest +array of equipment including outdated equipment. Many small donations +($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt +status with the IRS. + +The Foundation is committed to complying with the laws regulating +charities and charitable donations in all 50 states of the United +States. Compliance requirements are not uniform and it takes a +considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up +with these requirements. We do not solicit donations in locations +where we have not received written confirmation of compliance. To +SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any +particular state visit http://pglaf.org + +While we cannot and do not solicit contributions from states where we +have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition +against accepting unsolicited donations from donors in such states who +approach us with offers to donate. + +International donations are gratefully accepted, but we cannot make +any statements concerning tax treatment of donations received from +outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff. + +Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation +methods and addresses. Donations are accepted in a number of other +ways including checks, online payments and credit card donations. +To donate, please visit: http://pglaf.org/donate + + +Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic +works. + +Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm +concept of a library of electronic works that could be freely shared +with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project +Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support. + + +Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed +editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S. +unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily +keep eBooks in compliance with any particular paper edition. + + +Most people start at our Web site which has the main PG search facility: + + http://www.gutenberg.org + +This Web site includes information about Project Gutenberg-tm, +including how to make donations to the Project Gutenberg Literary +Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to +subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks. diff --git a/32796-0.zip b/32796-0.zip Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..c445cb3 --- /dev/null +++ b/32796-0.zip diff --git a/LICENSE.txt b/LICENSE.txt new file mode 100644 index 0000000..6312041 --- /dev/null +++ b/LICENSE.txt @@ -0,0 +1,11 @@ +This eBook, including all associated images, markup, improvements, +metadata, and any other content or labor, has been confirmed to be +in the PUBLIC DOMAIN IN THE UNITED STATES. + +Procedures for determining public domain status are described in +the "Copyright How-To" at https://www.gutenberg.org. + +No investigation has been made concerning possible copyrights in +jurisdictions other than the United States. Anyone seeking to utilize +this eBook outside of the United States should confirm copyright +status under the laws that apply to them. diff --git a/README.md b/README.md new file mode 100644 index 0000000..df9844c --- /dev/null +++ b/README.md @@ -0,0 +1,2 @@ +Project Gutenberg (https://www.gutenberg.org) public repository for +eBook #32796 (https://www.gutenberg.org/ebooks/32796) |
