diff options
| author | Roger Frank <rfrank@pglaf.org> | 2025-10-14 19:56:10 -0700 |
|---|---|---|
| committer | Roger Frank <rfrank@pglaf.org> | 2025-10-14 19:56:10 -0700 |
| commit | 14549ccf9c7aa9788b6747482f520120b3ae0285 (patch) | |
| tree | ee71385f538e1d7368696fa5f308313b9cb63a31 | |
| -rw-r--r-- | .gitattributes | 3 | ||||
| -rw-r--r-- | 31653-0.txt | 3146 | ||||
| -rw-r--r-- | 31653-0.zip | bin | 0 -> 76848 bytes | |||
| -rw-r--r-- | 31653-h.zip | bin | 0 -> 1096302 bytes | |||
| -rw-r--r-- | 31653-h/31653-h.htm | 2886 | ||||
| -rw-r--r-- | 31653-h/images/0003.jpg | bin | 0 -> 55866 bytes | |||
| -rw-r--r-- | 31653-h/images/0010.jpg | bin | 0 -> 192936 bytes | |||
| -rw-r--r-- | 31653-h/images/0016.jpg | bin | 0 -> 179939 bytes | |||
| -rw-r--r-- | 31653-h/images/0023.jpg | bin | 0 -> 175719 bytes | |||
| -rw-r--r-- | 31653-h/images/0041.jpg | bin | 0 -> 130305 bytes | |||
| -rw-r--r-- | 31653-h/images/0048.jpg | bin | 0 -> 132207 bytes | |||
| -rw-r--r-- | 31653-h/images/cover.jpg | bin | 0 -> 158735 bytes | |||
| -rw-r--r-- | LICENSE.txt | 11 | ||||
| -rw-r--r-- | README.md | 2 | ||||
| -rw-r--r-- | old/20100315-31653-0.txt | 3144 | ||||
| -rw-r--r-- | old/20100315-31653-0.zip | bin | 0 -> 76862 bytes |
16 files changed, 9192 insertions, 0 deletions
diff --git a/.gitattributes b/.gitattributes new file mode 100644 index 0000000..6833f05 --- /dev/null +++ b/.gitattributes @@ -0,0 +1,3 @@ +* text=auto +*.txt text +*.md text diff --git a/31653-0.txt b/31653-0.txt new file mode 100644 index 0000000..c8f1699 --- /dev/null +++ b/31653-0.txt @@ -0,0 +1,3146 @@ +Project Gutenberg's Easter Time Short Stories, by Alexandros Papadiamantis + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + + +Title: Easter Time Short Stories + +Author: Alexandros Papadiamantis + +Release Date: April 28, 2012 [EBook #31653] +First Posted: March 15, 2010 + +Language: Greek + +Character set encoding: UTF-8 + +*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK EASTER TIME SHORT STORIES *** + + + + +Produced by Sophia Canoni + + + + + + + + + +Note: The tonic system has been changed from polytonic to +monotonic. The spelling of the book has not been changed +otherwise. Bold words have been included in &&. Footnotes +have been converted to endnotes. + +Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε +μονοτονικό. Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως +έχει. Λέξεις με έντονους χαρακτήρες έχουν συμπεριληφθεί σε &&. +Οι υποσημειώσεις έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου. + + + +ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ + +ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ + +ΕΚΔΟΤΗΣ ΗΛΙΑΣ Ν. ΔΙΚΑΙΟΣ + + + + +ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ +ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ +ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ + + + +ΜΕΤ' ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΩΝ +ΥΠΟ ΦΡΙΞΟΥ ΑΡΙΣΤΕΩΣ + +ΕΚΔΟΤΗΣ +ΗΛΙΑΣ Ν. ΔΙΚΑΙΟΣ +ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ +1912 + + + +ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑΙ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ + + + +Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης εγεννήθη εις την Σκιάθον την 4 Μαρτίου +1851. Τα πρώτα γράμματα εδιδάχθη εις την γενέτειραν νήσον. Εκεί +διήλθε και το Ελληνικόν σχολείον, εξ ου απελύθη το 1863. Μετά +διακοπήν τεσσάρων ετών ενεγράφη το 1867 εις το εν Χαλκίδι +γυμνάσιον. Την τρίτην γυμνασιακήν τάξιν διήλθεν εν Πειραεί. +Διακόψας ύστερον τας σπουδάς του, επανέλαβεν αυτάς το 1873, ελθών +εις Αθήνας και φοιτήσας εις την τετάρτην γυμνασιακήν τάξιν. Το +επόμενον έτος ενεγράφη εις την εν τω Εθν. Πανεπιστημίω Φιλοσοφικήν +Σχολήν, εν η ηκροάτο μαθήματά τινα φιλολογικά, ησχολείτο δε κατ' +ιδίαν εις την εκμάθησιν ξένων γλωσσών. + +Παρά την αταξίαν των σπουδών αυτού, οφειλομένην εις οικονομικάς +δυσχερείας της οικογενείας του, ο Αλ. Παπαδιαμάντης ήτο +φιλομαθέστατος. Προικισμένος υπό εξαιρετικής ευφυίας και απεράντου +μνήμης, διήλθε τα έτη της νεότητος αυτού μελετών απαύστως τας +αρχαίας κλασσικάς και τας νεωτέρας Ευρωπαϊκάς φιλολογίας. Μέχρι +τέλους της ζωής αυτού ηδύνατο να απαγγέλλη αποσπάσματα εκ του +Ομήρου και του Σοφοκλέους, του Βιργιλίου και του Ορατίου, του +Μίλτωνος ή Σεξπήρου κλπ. Πλην της Αγγλικής και Γαλλικής, εγνώριζεν +ικανώς και την Ιταλικήν και Γερμανικήν. Υπήρξε δε αυτοδίδακτος +περί πάντα. + +Αλλ' η προσφιλεστάτη αυτού πνευματική ασχολία και τρυφή ήτο η περί +τα εκκλησιαστικά σπουδή. Υιός ων ευσεβούς ιερέως και ζήσας υπό την +σκιάν του Αγιωνύμου Όρους, το οποίον είχεν επισκεφθή επί μήνας +τινάς κατά τους νεανικούς αυτού χρόνους, είχε καταρτισθή δεινός +γνώστης των ιερών Γραφών (την Παλαιάν Διαθήκην εγνώριζεν εκ +στήθους), των Πατέρων της Εκκλησίας κλπ. Εγνώριζεν ομοίως άριστα +την Βυζαντινή Μουσικήν και το Τυπικόν της Εκκλησίας. + +Αλλ' αι προσφιλείς αύται ασχολίαι δεν προσεπόριζον εις τον Αλ. +Παπαδιαμάντην τα προς το ζην. Παρ' όλη την ροπήν αυτού προς τα +ιερά γράμματα, δεν ήθελε να γίνη ιερεύς. Ομοίως δεν ηγάπα το +διδασκαλικόν επάγγελμα, αν και, διατριβών εν Αθήναις ως φοιτητής, +και κατόπιν, εδίδασκεν ιδιωτικώς μαθητάς τινας. Η φυσική αυτού +διάθεσις και ορμή έφερεν αυτόν προς την δημιουργικήν φιλολογίαν, +ενώ η γλωσσομάθεια παρείχε τας πρώτας του βιοπορισμού αφορμάς. + +Ήρχισε συγγράφων μυθιστορήματα κατ' αρχάς, υπό την επίδρασιν +ευρισκόμενος των ξένων αναγνώσεων αυτού, συγχρόνως δε μετέφραζεν +επιφυλλίδας εις εφημερίδας. Τα συγγραφέντα μυθιστορικά αυτού έργα +είνε δύο ή τρία, έργα μέτρια, εις τα οποία ο συγγραφεύς φαίνεται +ζητών τον δρόμον αυτού, τον οποίον βραδύτερον ευρίσκει. Το 1882 +εδημοσίευσεν εις το «Μη Χάνεσαι» τον «Έμπορον των Εθνών». Μετά +ταύτα ήρχισε συγγράφων την εξαισίαν και μακροτάτην σειράν των +ηθογραφικών διηγημάτων, εις τα οποία η μυστικοπαθής ψυχή του +συγγραφέως, η λεπτή παρατήρησις της λαϊκής ψυχής, η γνώσις του +εσωτάτου βίου του έθνους, αδελφούνται μετά του αριστοκρατικού +ύφους, του απαραμίλλου θελγήτρου της αφηγήσεως και της +παραστατικής περιγραφής. + +Γράφων τα θαυμάσια έργα αυτού ο Παπαδιαμάντης ησχολείτο συγχρόνως +εις το πεζόν και άχαρι, κατά το πλείστον, μεταφραστικόν εις +εφημερίδας έργον. Υπό την έποψιν ταύτην υπήρξεν αληθής παρίας ο +έξοχος συγγραφεύς. Είχε να βοηθήση οικογένειαν προσφιλή και να +συντηρήση εαυτόν. Βαθμηδόν επέλιπεν αυτόν και ο άθλιος ούτος +πόρος, ο εκ των μεταφράσεων. Εκ των πρωτοτύπων αυτού έργων +ελάχιστα εκέρδιζε πάντοτε. Έκτοτε ήρξατο η μαρτυρική ζωή του +Παπαδιαμάντη. + +Τα τελευταία έτη της ζωής αυτού είναι λίαν γνωστά, ώστε να μη +είναι ανάγκη να ενδιατρίψωμεν λεπτομερώς εις αυτά. Θα ήτο δε και +λίαν θλιβερόν το έργον τούτο. Ο Παπαδιαμάντης καρτερικώς έφερε το +άχθος των ατυχημάτων αυτού μέχρι τέλους της ζωής του. Ευσεβέστατος +ως ήτο, εύρισκε παραμυθίαν εις την θρησκείαν. Ιστορικαί είναι αι +αγρυπνίαι του παρά τον Παλαιόν Στρατώνα εκκλησιδίου του Αγίου +Ελισαίου. + +Έζησε δε πάντοτε μακράν του κόσμου, αναστρεφόμενος μετ' ανθρώπων +του λαού και ελαχίστων πιστών φίλων. Περιοδικώς μετέβαινεν εις την +Σκίαθον, ην υπερηγάπα. Απέθανεν αυτόθι την 3 Ιανουαρίου 1911. +Ολίγον προ του θανάτου αυτού είχε τιμηθή υπό του αργυρού σταυρού +του Σωτήρος. + + + +Α’ + + + +ΕΞΟΧΙΚΗ ΛΑΜΠΡΗ + + + +Καλά το έλεγεν ο μπάρμπα-Μηλιός, ότι το έτος εκείνο εκινδύνευον να +μείνουν οι άνθρωποι οι χριστιανοί, οι ξωμερίταις, την ημέραν του +Πάσχα, αλειτούργητοι. Και ουδέποτε πρόρρησις έφθασε τόσον εγγύς να +πληρωθή, όσον αυτή· διότι δις εκινδύνευσε να επαληθεύση, αλλ' +ευτυχώς ο Θεός έδωκε καλήν φώτισιν εις τους αρμοδίους και οι +πτωχοί χωρικοί, οι γεωργοποιμένες του μέρους εκείνου, ηξιώθησαν +και αυτοί να ακούσωσι τον καλόν λόγον και να φάγωσι και αυτοί το +κόκκινο αυγό. + +Όλα αυτά διότι το μεν ταχύπλουν, αυτό το προκομμένον πλοίον, το +οποίον εκτελεί δήθεν την συγκοινωνίαν μεταξύ των ατυχών νήσων και +της απέναντι αξένου ακτής, σχεδόν τακτικώς δις του έτους, ήτοι +κατά τας δύο &αλλαξοκαιριαίς&, το φθινόπωρον και το έαρ, +βυθίζεται, και συνήθως χάνεται αύτανδρον^ είτα γίνεται νέα +δημοπρασία, και ευρίσκεται τολμητίας τις πτωχός κυβερνήτης, όστις +δεν σωφρονίζεται από το πάθημά του προκατόχου του, αναλαμβάνων +εκάστοτε το κινδυνωδέστατον έργον. + +Και την φοράν ταύτην, το ταχύπλουν, λήγοντος του Μαρτίου, του +αποχαιρετισμού του χειμώνος γενομένου, είχε βυθισθή· ο δε παπά- +Βαγγέλης, ο εφημέριος άμα και ηγούμενος και μόνος αδελφός του +μονυδρίου του Αγίου Αθανασίου, έχων κατ' εύνοιαν του επισκόπου και +το αξίωμα του εξάρχου και πνευματικού των απέναντι χωρίων, καίτοι +γέρων ήδη, έπλεε τετράκις του έτους, ήτοι κατά πάσαν +τεσσαρακοστήν, εις τας αντικρύ εκτεινομένας ακτάς, όπως +εξομολογήση και καταρτίση πνευματικώς τους δυστυχείς εκείνους +δουλοπαροίκους, τους «κουκουβίνους ή κουκκοσκιάχταις», όπως τους +ωνόμαζον, σπεύδων, κατά την Μεγάλην τεσσαρακοστήν, να επιστρέψη +εγκαίρως εις την μονήν του όπως εορτάση το Πάσχα. + +Αλλά κατ' εκείνο το έτος, το ταχύπλουν είχε βυθισθή, ως είπομεν, η +συγκοινωνία εκόπη επί τινας ημέρας, και ούτως ο παπά-Βαγγέλης +έμεινεν ακουσίως, ηναγκασμένος να εορτάση το Πάσχα πέραν της +πολυκυμάντου και βορεοπλήκτου θαλάσσης, το δε μικρόν ποίμνιόν του, +οι γείτονες του Αγίου Αθανασίου, οι χωρικοί των Καλυβιών, +εκινδύνευον να μείνωσιν αλειτούργητοι. + +Τινές είπον γνώμην να παραλάβωσι τας γυναίκας και τα τέκνα των και +να κατέλθωσιν εις την πολίχνην, όπως ακούσωσι την Ανάστασιν και +λειτουργηθώσιν· αλλ' ο μπάρμπα-Μηλιός, όστις έκαμνε τον προεστόν +εις τα Καλύβια, και ήθελε να εορτάση το Πάσχα όπως αυτός ενόει, ο +Φταμηνίτης, όστις δεν ήθελε να εκθέση την γυναίκα του εις τα +όμματα του πλήθους, και ο μπάρμπ' Αναγνώστης, χωρικός όστις «τα +είξευρεν απ' έξω όλα τα γράμματα της Λαμπρής», αλλά δεν ηδύνατο ν' +αναγνώση τίποτε «από μέσα», και επεθύμει να ψάλη το «Σώμα Χριστού +μεταλάβετε»,—οι τρεις ούτοι επέμειναν, και πολλοί ησπάσθησαν την +γνώμην των, ότι έπρεπεν εκ παντός τρόπου να πείσωσιν ένα των εν τη +πόλει εφημερίων ν' ανέλθη εις τα Καλύβια να τους λειτουργήση. + +Ο καταλληλότερος δε, κατά την γνώμην πάντων, ιερεύς της πόλεως, +ήτο ο παπά-Κυριάκος, όστις δεν ήτο «από μεγάλο τζάκι», είχε +μάλιστα και συγγένειαν μέ τινας των εξωμεριτών, και τους +κατεδέχετο. Ήτο ολίγον &τσάμης&, καθώς έλεγαν. Δεν έτρεφε +προλήψεις. Ηκούετο μάλιστα εδώ-εκεί, ότι ο ιερεύς ούτος είχε και +την συνήθειαν «ν' αποσώνη τα παιδιά» εις τους κόλπους των μητέρων, +των ενοριτισσών του. Αλλά τούτο το έλεγον οι αστείοι ή οι +φθονεροί, και μόνον οι ανόητοι το επίστευον. Ο εφημέριος ούτος, ως +οι πλείστοι του γνησίου ελληνικού κλήρου, πλην μικρού +ελευθεριασμού, ήτο κατά τα άλλα άμεμπτος. + +Τούτο ναι, αληθεύει, αλλ' οι έγγαμοι ιερείς, πενόμενοι και +δυσπραγούντες, επιτακτικήν έχοντες ανάγκην να θρέψωσι τα τέκνα +των, φαίνονται ως πλεονέκται, και καταντώσι να μη τρέφωσι πλέον +εμπιστοσύνην ουδ' εις αυτούς τους συλλειτουργούς των. Τούτο έπασχε +και ο παπά-Κυριάκος, όστις επεθύμει μεν να υπάγη να κάμη Ανάστασιν +εις τους χωρικούς, διότι ήτο ανοιχτόκαρδος και ήθελε να χαρή και +αυτός ολίγην Ανάστασιν και ολίγην άνοιξιν, αλλ' εδυσπίστει εις τον +συνεφημέριόν του, και έπειτα δεν ήθελε να αφήση την ενορίαν με ένα +μόνον ιερέα τοιαύτην ημέραν. Αλλ' αυτός ο παπά-Θεοδωρής ο +Σφοντύλας, ο συνεφημέριός του, τον παρεκίνησε να υπάγη, ειπών ότι +καλόν ήτο να μη χάσωσι και το εισόδημα των Καλυβιών, αινιττόμενος +ότι τα τε εκ του ενοριακού ναού έσοδα και τα της εξοχικής +παροικίας, αμφότερα εξ ίσου θα τα εμοιράζοντο. + +Τούτο δεν έπεισε τον παπά-Κυριάκον, τω ενέπνευσε μάλιστα πλείονας +υποψίας· αλλ' ότε ηρώτησε την γνώμην του συλλειτουργού του, ήτο +ήδη κατά τα εννέα δέκατα αποφασισμένος να υπάγη· έπειτα υπεχρέωσε +τον υιόν του Ζάχον, μορφάζοντα και μεμψιμοιρούντα, να παραμείνη εν +τω ενοριακώ ναώ κατάσκοπος εις το ιερόν βήμα, να παραλάβη το +μερίδιον των προσφορών και συλλειτουργικών, και μόνον μετά την +απόλυσιν της λειτουργίας, ότε θα ανέτελλεν ήδη η ημέρα, ν' ανέλθη +εις τα Καλύβια παρ' αυτώ. + +*** + +Η πούλια ήτο ήδη υψηλά, «τέσσαρες ώραις να φέξη», και ο μπάρμπ'- +Αναγνώστης, αφού εξύπνισε τον ιερέα κατασκευάσας πρόχειρον +σήμαντρον, εκ στερεού ξύλου καρυάς και πλήκτρον περιήρχετο τα +καλύβια θορυβωδώς κρούων όπως εξεγείρη τους χωρικούς. + +Εισήλθον εις το μικρόν εξωκκλήσιον του Αγ. Δημητρίου. Είς μετά τον +άλλον προσήρχοντο οι χωρικοί με τας χωρικάς των και με τα καλά των +ενδύματα. + +Ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν. + +Ο μπάρμπ'-Αναγνώστης ήρχισε να τα λέγη όλα απ' έξω, την +προκαταρκτικήν προσευχήν και τον Κανόνα, το &Κύματι θαλάσσης&. + +Ο παπά-Κυριάκος προέκυψεν εις τα βημόθυρα, ψάλλων το &Δεύτε λάβετε +φως&. + +Ήναψαν τας λαμπάδας κ' εξήλθον όλοι εις το ύπαιθρον ν' ακούσωσι +την Ανάστασιν. Γλυκείαν και κατανυκτικήν Ανάστασιν εν μέσω των +ανθούντων δένδρων υπό ελαφράς αύρας σειομένων ευωδών θάμνων, και +των λευκών ανθέων της αγραμπελιάς, «neige odorante du printemps». + +Ψαλέντος του &Χριστός ανέστη&, εισήλθον πάντες εις τον ναόν. Θα +ήσαν το πολύ εβδομήκοντα άνθρωποι, άνδρες, γυναίκες και παίδες. + +Ο μπάρμπ'-Αναγνώστης ήρχισε να ψάλλη τον Κανόνα του Πάσχα, ο δε +ιερεύς, άμα αντιψάλλων αυτώ εξ ανάγκης από του ιερού βήματος, +ητοιμάζετο «να πάρη καιρόν», και αφού τελέση τον ασπασμόν, να έμβη +εις την λειτουργίαν. + +Αλλά την στιγμήν εκείνην, εισήλθεν ή μάλλον εισώρμησεν εις το +ναΐδιον, ακολουθούμενος υπό δύο άλλων ομηλίκων του, δωδεκαέτης +περίπου παις, υψηλός ως προς την ηλικίαν του, ασθμαίνων και εν +εξάψει. Ήτο ο Ζάχος, ο υιός του παπά-Κυριάκου. + +Εισέβαλε πνευστιών εις το ιερόν βήμα και ήρχισε να ομιλή προς τον +ιερέα. Η φωνή του ηκούετο από του χορού, αλλ' αι λέξεις δεν +διεκρίνοντο. + +Ιδού τι έλεγεν εν τούτοις: + +—Παπά, παπά!... + +(Τα παπαδόπουλα εκάλουν συνήθως &παπά& τον πατέρα των). + +—Παπά, παπά!... ο παπά-Σφοντύλης... απ' την οξώπορτα... της +λειτουργιαίς... απ' τ' άι-βήμα η πεθερά του.... κ' η παπαδιά... +κουβαλούν... απ' την οξώπορτα... της λειτουργιαίς... τους είδα... +απ' την οξώπορτα... της λειτουργιαίς... απ' τ' άι-βήμα... κ' η +πεθερά του... κ' η παπαδιά... + +Μόνος ο παπά-Κυριάκος ήτο ικανός να βγάλη νόημα από τα ασυνάρτητα +ταύτα και ασθματικά του υιού του. Ιδού δε πώς εξήγησε τα λεγόμενα: +«Ο παπά-Θοδωρής, ο Σφοντύλης, ο σύντροφός του εις την ενορίαν, +έκλεπτε τας προσφοράς, μεταβιβάζων αυτάς διά της εξωθύρας του +ιερού βήματος εις χείρας της συζύγου και της πενθεράς του». + +Ίσως το πράγμα δεν θα ήτο τόσον αληθές όσον ο Ζάχος ήθελε να το +παραστήση. Διότι ούτος αγαπών ως όλοι οι νέοι την εξοχήν και την +διασκέδασιν, μετά δυσκολίας είχεν υπακούσει εις το πατρικόν +κέλευσμα, όπως μείνη εις την πόλιν, και αφορμήν θα εζήτει διά να +το στρήψη και μεταβή εις νυκτερινήν εκδρομήν εις τα Καλύβια, αφού +μάλιστα ευκόλως εύρισκε συνοδοιπόρους ομήλικας. + +Αλλ' ο παπά-Κυριάκος δεν εσυλλογίσθη τίποτε. Εξήφθη αμέσως, +ηγανάκτησε, δεν εκρατήθη. Ήμαρτεν. Αντί δε να καταφέρη σφοδρόν +ράπισμα κατά της παρειάς του υιού του, και να εξακολουθήση ήσυχος +το καθήκον του... απέβαλεν ευθύς το επιτραχήλιον και εξεδύθη το +φαιλόνιον, και διασχίσας τον ναόν εξήλθεν, αποφεύγων το βλέμμα της +πρεσβυτέρας του, ήτις τον έβλεπεν έντρομος. + +Αλλ' ο μπάρμπα-Μηλιός κάτι υπώπτευσεν εκ των κινημάτων τούτων, και +εξήλθε κατόπιν του. + +Εις πεντήκοντα δε βημάτων απόστασιν από του ναού, μεταξύ τριών +δένδρων και δύο φρακτών, ο επόμενος διάλογος συνήφθη: + +—Παπά, παπά, πού πας; + +—Θαρθώ βλογημένε, τώρα, αμέσως πίσω. + +Δεν είξευρε τι να είπη. Αλλά το βέβαιον είνε ότι είχεν απόφασιν να +καταβή εις την πόλιν και ζητήση λόγον δια την κλοπήν από τον +συνεφημέριόν του! Εις το βάθος δε της συνειδήσεώς του έλεγεν ότι +είχε καιρόν να επιστρέψη προ της ανατολής του ηλίου, και τελέση +την λειτουργίαν. + +—Πού πας; επέμενεν ο μπάρμπα-Μηλιός. + +—Ας διαβάζη ο μπάρμπ'-Αναγνώστης τας &Πράξεις& των Αποστόλων, κ' +έφθασα. + +Ελησμόνει ότι ο μπάρμπ'-Αναγνώστης δεν ηδύνατο ν' αναγνώση άλλα ή +όσα από στήθους εγνώριζεν. + +—Αφήνω και την παπαδιά μου, εδώ, βλογημένε, επανέλαβεν ο παπά- +Κυριάκος, αμηχανών τι να είπη· σας αφήνω την παπαδιά μου! + +Και λέγων έτρεχεν. + +Ο μπάρμπα-Μηλιός επανήλθε κατηφής εντός του ναού. + +—Καλά το έλεγα εγώ, εψιθύρισε. + +*** + +Μεγίστη απορία επεκράτει εν τω παρεκκλησίω. Οι χωρικοί εκύτταζον +ερωτηματικώς αλλήλους. Ψιθυρισμοί ηκούοντο. + +Αι γυναίκες ηρώτων την παπαδιά να είπη αυταίς τι τρέχει· αλλ' αύτη +ήτο η ολιγώτερον πάντων των άλλων γνωρίζουσα. + +Εν τούτοις ο ιερεύς έτρεχεν, έτρεχεν. Ο ψυχρός αήρ εδρόσισεν +ολίγον το μέτωπόν του. + +—Και πώς να θρέψω εγώ τόσα παιδιά, έλεγεν, οκτώ, με συμπάθειο, κ' +η παπαδιά εννηά, κ' εγώ δέκα! Ο ένας να σε κλέφτη απ' εδώ, κι' ο +άλλος απ' εκεί!... + +Πεντακόσια βήματα από του ναού, ο δρόμος εκατηφόριζε, και +κατήρχετό τις εις ωραίαν κοιλάδα. Είς νερόμυλος ευρίσκετο επί της +κλιτύος εκείνης, παρά την οδόν. + +Ακούσας ο ιερεύς τον ηδύν μορμυρισμόν του ρύακος, αισθανθείς επί +του προσώπου του την δρόσον, ελησμόνησεν ότι είχε να λειτουργήση +(πώς και πού να λειτουργήση;) και έκυψε να πίη ύδωρ. Αλλά το +χείλος του δεν είχε βραχή ακόμη, και αίφνης ενθυμήθη, ανένηψεν. + +—Εγώ έχω να λειτουργήσω, είπε, και πίνω νερό;... + +Και δεν έπιε. + +Τότε ήλθεν εις αίσθησιν. + +—Τι κάμνω εγώ, είπε, πού πάω; + +Και ποιήσας το σημείον του σταυρού: + +—Ήμαρτον, Κύριε, είπεν, ήμαρτον! μη με συνερισθής. + +Επανέλαβε δε: + +—Εάν εκείνος έκλεψεν, ο Θεός ας τον... συγχωρήση... κ' εκείνον κ' +εμέ. Εγώ πρέπει να κάμω το χρέος μου. + +Ησθάνθη δάκρυ βρέχον την παρειάν του. + +—Ω Κύριε, είπεν ολοψύχως, ήμαρτον, ήμαρτον! Συ παρεδόθης διά τας +αμαρτίας μας, και ημείς σε σταυρώνομεν κάθε μέρα. + +Και εστράφη προς τον ανήφορον, σπεύδων να επανέλθη εις το +παρεκκλήσιον, όπως λειτουργήση. + +—Και ήθελα να πιώ και νερό, είπε, δεν είμαι άξιος να λειτουργήσω. +Αλλά πώς να κάμω; Δεν πρέπει να μεταλάβω! Θα λειτουργήσω χωρίς +μετάληψιν, δεν είμαι άξιος!... «Δεύτε του καινού της αμπέλου +γεννήματος!...» Εγώ άξιος δεν είμαι! + +Και επέστρεψεν εις τον ναόν, όπου μετ' αγαλλιάσεως οι χωρικοί τον +είδον. + +Ετέλεσε την ιεράν μυσταγωγίαν, και μετέδωκεν εις τους πιστούς, +φροντίσας να καταλύση διά στόματος αυτών όλον το άγιον ποτήριον. +Αυτός δεν εκοινώνησεν, επιφυλαττόμενος να το είπη εις τον +πνευματικόν, και πρόθυμος να δεχθή τον κανόνα. + +*** + +Περί την μεσημβρίαν μετά την Β' Ανάστασιν, οι χωρικοί το +&έστρωσαν& υπό τας πλατάνους, παρά την δροσεράν πηγήν. + +Ως τάπητας είχον την χλόην και τα χαμολούλουδα, ως τράπεζαν +πτέριδας και κλάδους σχοίνων. + +Η δροσερά αύρα εκίνει μετά θρου τους κλώνας των δένδρων, και ο +Φταμηνίτης με την λύραν του αντέδιδε φθόγγους λιγυρούς. + +Η ωραία Ξανθή, η σύζυγος του Φταμηνίτου, εκάθητο μεταξύ της μητρός +της Μελάχρως, και της θειά Κρατήρως, της πενθεράς της, φροντίζουσα +να έχη εν μέρει τας παρειάς κεκαλυμμένας με την μανδήλαν, και να +βλέπη μάλλον προς τον κορμόν της γιγαντιαίας πλατάνου, όπως μη την +κυττάζωσιν οι άνδρες, και ζηλεύη ο σύζυγός της. + +Η αδελφή της, το Αθώ, δεκαπεντούτις κόρη άγαμος, άφροντις, ωραία +και αυτή, ποσάκις δεν την επείραζε λέγουσα: «Αρή, τι τον ήθελες, +αρή; Δεν τον έπαιρνα, να μου χαρίζανε τον ουρανό με τάστρα... +Καλλίτερα να γινόμουν καλόγρηα!» + +Το βέβαιον ήτο ότι ο Φταμηνίτης δεν διέπρεπεν ούτ' επί κάλλει ούτε +επί μεγέθει σώματος, αλλ' ανεπλήρου τας ελλείψεις ταύτας δι' +ευστροφίας σώματος και πνεύματος και διά φαιδρότητος και ευθυμίας. + +Ο παπά-Κυριάκος προήδρευε του συμποσίου, έχων απέναντί του την +παπαδιά, βραχύσωμον, στρογγυλοπρόσωπον, μελαχροινήν, αγαθωτάτην, +ήτις εν αθωότητι εξεκόλαπτε σχεδόν κατ' έτος εν παπαδόπουλον, +χωρίς να την μέλη ούτε διά παλληκαροβότανα, ούτε διά στρηφοβότανα, +περί α τυρβάζουσιν άλλαι γυναίκες. + +Δεξιόθεν του ιερέως εκάθητο ο μπάρμπα-Μηλιός, προεστώς άμα και +πρόθυμος θεράπων της κοινότητος, ηξεύρων να ψήνη ως ουδείς άλλος +το αρνί, λιανίζων μεθοδικότατα δι' όλους, και τρώγων άμα και +προπίνων. + +Εις τας προπόσεις μάλιστα δεν είχεν εφάμιλλον. Μετά την σύντομον +και τυπικήν του ιερέως πρόποσιν, εγερθείς ο μπάμπα-Μηλιός, κρατών +την τσότραν την επταόκαδον, ήρχισε να χαιρετίζη τους πάντας και +ένα έκαστον ως εξής: + + — Χριστός Ανέστη! αληθινός ο Κύριος! Ζη και βασιλεύει εις πάντας +τους αιώνας! + +Είτα μετά το προίμιον, εισήλθεν εις την ουσίαν: + + — Γεια μας! καλή γεια! διάφορο! καλή καρδιά! Παπά μ', να χαίρεσαι +το πετραχήλι σ'! Παπαδιά, να χαίρεσαι τον παπά σ' και τα παιδάκια +σ'! Ξάδερφε Θοδωρή! να ζήσης, να τσ' χαίρεσαι! Κουμπάρε Παναγιώτη! +όπως έτρεξες με το λάδ' να τρέξης και με το κλήμα! Συμπεθέρα +Κρατήρω! Να χαίρεσαι, μ' έναν καλόν γαμπρό! Ανηψιέ Γιώργη! Τίμια +στέφανα! 'στο γάμο σας να χαρούμε! Κουμπάρα Κυπαρισσού! με μια +καλή νύφη, να ζήσης, να χαρής! εβίβα όλοι! Τέ-περ-τε. Πάντα +χαρούμενοι! Στην υγειά σας! Συμπεθέρα Ξαθή! καλή λευθεριά! Στην +υγειά σας! Πάντα χαρούμενοι! Πάντα με το καλό! + +Και ανάλογος προς το πρόσωπον υπήρξεν η πόσις. + +Αλλά και ο Φταμηνίτης ηθέλησε να προπίη κατ' άλλον όμως στενώτερον +τρόπον· ηθέλησε να &βρη& την γυναίκα του, και ηνάγκασεν αυτήν ν' +απαντήση εις το πρόσωπον: + + — Μπρομ! + + — Πιέ κη δο μ'! + + — Με κρασί! + + — Καλώς τ'ν αγάπη μ' τη χρυσή! + +Και πιών αυτός, μετεβίβασε την τσότραν εις την ωραίαν Ξανθήν, ήτις +έβρεξε τα χείλη. + +Είτα ήρχισαν τα άσματα. Εν πρώτοις το &Χριστός ανέστη&, ύστερον τα +θύραθεν. Ο μπάρμπα-Μηλιός θελήσας να ψάλη και αυτός το &Χριστός +ανέστη&, το εγύριζε πότε εις τον αμανέ και πότε εις το κλέφτικο. + +Αλλ' ο ιδιορρυθμότερος πάντων των ψαλτών ήτο ο μπάρμπα-Κίτσος, +γηραιός χωροφύλαξ, χειμαρριώτης, παλαιός ταχτικός, λησμονημένος +από της βαυαρικής εποχής εν τη νήσω. Αμφέβαλλε και αυτός αν τον +είχαν περασμένον εις τα μητρώα, πότε του έστελναν μισθόν, πότε +όχι. Εφόρει χιτώνα με ανοικτάς θυρίδας, βραχείαν περισκελίδα μέχρι +του γόνατος και &τουζλούκια&. + +Ο δήμαρχος του τόπου (διότι υπήρχε φευ! και δήμαρχος) τον είχε +στείλει να κάμη Πάσχα εις τα Καλύβια, διά να φυλάξη δήθεν την +τάξιν, καίτοι ουδεμιάς φυλάξεως ήτο ανάγκη. Το βέβαιον είνε ότι +τον έστειλε να καλοπεράση πλησίον των ανοιχτοκάρδων εξωμεριτών, +οίτινες του ήρεσκον του μπάρμπα-Κίτσου, ας τους έλεγον και +«τσουπλακιαίς» ή «χαλκοδέραις». Εάν έμενεν εν τη πόλει, ο δήμαρχος +θα ήτο υπόχρεως να τον φιλεύση τον μπάρμπα-Κίτσον, καθώς τον είχαν +κακομάθει οι προκάτοχοι του, έλεγε, — να τον φιλεύση κουλούραν και +αυγά. Τι έθιμα!... + +Ο μπάρμπα-Κίτσος, αφού ησπάσθη τρις ή τετράκις την τσότραν, ήρχισε +να ψάλλη το &Χριστός ανέστη& κατ' ιδιάζοντα αυτώ τρόπον, ως εξής: + + Κ 'στό — μπρε — Κ 'στός ανέστη + εκ νεκρών &θανάτων&, + θάνατον &μπατήσας& + κ' &έντοις — έντοις& μνήμασι, + ζωήν &παμμακάριστε&! + +Και όμως, μεθ' όλην την ιδιορρυθμίαν ταύτην, ουδείς ποτε έψαλλε +ιερόν άσμα μετά πλείονος χριστιανικού αισθήματος και ενθουσιασμού, +εξαιρουμένου ίσως του γνωστού εν Αθήναις γηραιού και σεβασμίου +Κρητός, του ψάλλοντος το &Άλαλα τα χείλη των ασεβών& με την εξής +προσθήκην: «Άλαλα τα χείλη των ασεβών των μη προσκυνούντων, &οι +κερατάδες&! την εικόνα σου την σεπτήν....» + +Αληθείς ορθόδοξοι Έλληνες! + +*** + +Περί την δείλην είχεν αρχίσει ο χορός, χορός κλέφτικος (διότι αι +γυναίκες επεφυλάττοντο διά την Δευτέραν και την Τρίτην όπως +χορεύσωσι τον συρτόν και την &καμάρα&), και ο παπά-Κυριάκος, μετά +της παπαδιάς και του Ζάχου, όστις εγλύτωσε το ξύλο χάριν της +ημέρας (διότι ο πατήρ του είχε θυμώσει είτα κατ' αυτού, ως +γενομένου αιτίου της χασμωδίας εκείνης), αποχαιρετίσαντες την +συντροφιάν, κατήλθον εις την πολίχνην. + +Ο παπά-Κυριάκος έδωκε πλήρες εις τον συνεφημέριόν του το από της +εξοχής μερίδιον, και ούτε κατεδέχθη να κάμη λόγον περί της +υποτιθεμένης κλοπής. + +Εν τούτοις ο παπά-Θοδωρής οίκοθεν τω είπεν ότι το εκ της ενορίας +μερίδιόν του ευρίσκετο εν τη οικία αυτού, του παπά-Θοδωρή. Έκρινε +καλόν, είπε, να μετακομίση διά της εξωθύρας του αγίου βήματος +οίκαδε και τα δύο μερίδια, διά να μη βλέπουν τινές των άγαν +επιπολαίων και γλωσσαλγώσιν ότι οι ιερείς έχουν δήθεν πολλά +εισοδήματα. «Ο κόσμος ξιππάζεται, είπεν, άμα μας ιδή μια καλή μέρα +να πάρουμε τίποτε λειτουργιαίς, και δεν συλλογίζεται πόσαις +εβδομάδες και μήνες παρέρχονται άγονοι!» + +Εντεύθεν η παρανόησις του Ζάχου. + + + +B’ + + + +Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΒΑΠΤΙΣΤΙΚΗ + + + +Αν άλλη τις χρηστή γυνή είδέ ποτε καλά &νοικοκυριά& εις τας ημέρας +της, αναντιρρήτως είδε τοιαύτα και η θειά-Σοφούλα Κωνσταντινιά, +σεβασμία οικοδέσποινα εβδομηκονταετής, κάτοικος παραθαλασσίου +κώμης εις μίαν των νήσων του Αιγαίου. + +Την εκάλουν κοινώς Σαραντανού, και πολλοί υπέθετον ότι το επίθετον +τούτο τη απεδόθη, διότι δήθεν είχεν ίσον με σαράντα γυναικών +&νουν&, όπερ δεν ενομίζετο υπερβολή. Άλλοι όμως έλεγον, ότι η +λέξις εσχηματίσθη εκ του &Σαραντανοννού&, ήτοι νοννά με σαράντα +βαπτιστικούς. + +Το βέβαιον είνε, ότι, αν δεν είχε φθάσει εις τον αριθμόν τούτον, +δυο ή τρεις μονάδες της έλειπον και ήλπιζε προσεχώς να συμπληρώση +την τεσσαρακοντάδα. Ομολογητέον δε, ότι αυτή κατ' αρχάς είχε +βαπτίσει οικειοθελώς πέντε ή έξ νήπια των γειτόνων της, όσα και +πάσα άλλη καλή οικοκυρά βαπτίζει. Αλλ' όταν άπαξ εγνώσθη και +απεδείχθη, ότι είχε &καλό χέρι&, τότε όλαι αι γειτόνισσαι, +συγγενείς, παροσυγγενείς, κολλήγισαι ήρχισαν να την πολιορκούν. + +Είχε πάρει &καλό όνομα& ότι της &εζούσαν τα παιδιά&, όσα ανεδέχετο +εκ της κολυμβήθρας. Είνε δε τόσον σπουδαίον να ευρεθή νοννά «&να +της ζουν τα παιδιά&», όσον και ιερεύς «&να πιάνη το διάβασμά +του&». + +Η θειά-Σοφούλα όμως υπέφερε μετά χάριτος την αγγαρείαν ταύτην. +Είνε αληθές, ότι τα &φωτίκια& εις την εποχήν εκείνην, χιτών και +κουκούλιον μετά σταυρού, καθώς και τα &μαρτυριάτικα&, εαρινή βροχή +λεπτών και διλέπτων διά τους αγυιόπαιδας, εκόστιζαν εν όλω δέκα +γρόσια. + +Η θειά-Σοφούλα ωμοίαζε με την επιμελή ανθοκόμον, ήτις δεν αρκείται +να φυτεύη μόνον τα άνθη της, αλλά τα περιθάλπει και τα καταρδεύει. +Ηγάπα τα πνευματικά της τέκνα ως τέκνα της &εγκαρδιακά&, τα +εθώπευε, τα εφίλευε και τα επαιδαγώγει. + +Ο μπάρμπα-Κωνσταντής, ο πρώτος γρινιάρης του χωρίου, δεν +συνεμερίζετο την αδυναμίαν ταύτην της συζύγου του. + + — Α, μπράβο! φίλευέ τα τ' αναδεξίμια σου, μουρή!... εγόγγυζεν +εκάστοτε, οσάκις την έβλεπε μεριμνώσαν περί των αναδεκτών της· — +ηύρες κι' αλωνίζεις, μουρή!... + +Η θειά-Σοφούλα ολίγον ανησύχει περί της ιδιοτροπίας ταύτης του +συζύγου της, όστις ήτο αγαθός άνθρωπος εις τας καλάς του ώρας. + +Έπειτα ο μπάρμπα-Κωνσταντής σπανίως εφαίνετο εν τη πολίχνη. Αφότου +έπαυσε τα θαλάσσια ταξείδια, ησχολείτο αποκλειστικώς εις την +καλλιέργειαν των κτημάτων του. Κατά πάσαν πρωίαν ίππευεν επί του +ευρώστου ημιόνου του, ετρέπετο εις τους αγρούς και επανήρχετο μετά +την δύσιν του ηλίου. + +Κατ' εκείνον τον χρόνον, περί τα 184..., η θειά-Σοφούλα είχε +φθάσει εις το τριακοστόν ένατον βαπτιστικόν. Έν μόνον της έλειπε +διά να τα κάμη σαράντα προς ανάπαυσιν της συνειδήσεώς της. +Εβάπτιζεν αδιακρίτως άρρενα και θήλεα, αλλ' εφρόντιζε να δίδη +ακριβείς σημειώσεις εις τους ιερείς και πνευματικούς, διά να μη +τυχόν γείνη κανέν συνοικέσιον εις το μέλλον μεταξύ δύο ετεροφύλων +αναδεκτών και κολασθή η ψυχή της. + +Κατ' έτος, την Μεγάλην Πέμπτην, μεγίστη κίνησις εγίνετο εν τη +ευρυχώρω αυλή της οικίας. Η θειά-Σοφούλα &ανεσφουγγώνετο& μέχρις +αγκώνων και εζύμωνε μόνη της τας τριάκοντα εννέα αυγοκουλούραις +διά τους τοσούτους βαπτιστικούς της... Αλλά πλην των βαπτιστικών +υπήρχον και τα εγγόνια και τα δισέγγονα και ταύτα δεν ήσαν +ολιγάριθμα. + +Εν συνόλω εχρειάζετο εβδομήκοντα και πλέον κοκκώναις δηλ. παιδικάς +κουλούρας, διά τους βαπτιστικούς, διά τους εγγονούς και τα +δισέγγονα. Εις τον αριθμόν τούτον δεν συμπεριλαμβάνονται αι +μεγαλείτεραι κουλούραι, τας οποίας παρεσκεύαζε διά τας +συντεκνίσσας, διά τας ανεψιάς και δισεξαδέλφας της. + +Μέγας δε εβόμβει ο εσμός των αναδεκτών και δισεγγόνων περί τους +ανθώνας της αυλής κατ' εκείνην την ημέραν. Από της τρίτης ώρας του +δειλινού, καθ' ην ο μπάρμπα-Κωνσταντής εξηγείρετο του μεσημβρινού +ύπνου, με δριμείαν επικαθημένην της ρινός την χολήν, και εφόρει το +τσόχινον βρακίον του, επύργωνεν επί της κεφαλής μεγαλοπρεπές το +τυνησιακόν φέσι του, ελάμβανεν ως σκήπτρον την μεγάλην +ηλεκτρόστομον τσιμπούσαν του, ανήρτα από της οσφύος βαθύκολπον την +μεταξωτήν καπνοσακκούλαν και κατήρχετο εις το καφενείον να +εισπνεύση την θαλασσίαν αύραν, από της ώρας εκείνης η ευρεία και +τετράγωνος αυλή παρεδίδετο εξ εφόδου εις την λεηλασίαν των +βαπτιστικών και των δισεγγόνων. + +Μεγίστην ευτυχίαν και ανήκουστον ηδονήν ενόμιζον τότε τα παιδιά +της γειτονιάς, αν κατώρθωναν να παρεισδύσωσιν εις το προαύλιον της +θειά-Σοφούλας, όπερ εθεωρείτο ως μυθώδες τι. Πολλά αυτών +προέτεινον τας κεφαλάς διά των σχισμών της κλειστής αυλείου θύρας, +ήτις εμοχλεύετο έσωθεν υπό των ζηλοτύπων βαπτιστικών διά τους μη +έχοντας ένδυμα γάμου. Άλλα παιδία, τολμηρότερα, ανείρπον εις τον +θριγκόν του τοίχου της αυλής και εύρισκον τρόπον να εισπηδήσωσιν +εκείθεν εις τα ένδον. Αλλ' αλλοίμονον αν παρετηρούντο υπό των +άγρυπνων ευνοουμένων. Απεδιώκοντο με τσιμπήματα και με δοντιαίς, +ως ο κηφήν υπό των μελισσών. + +*** + +Την Μεγάλην Πέμπτην του έτους 185... όλοι οι αναδεκτοί ήσαν +συνηγμένοι εν τη αυλή της γραίας Σοφούλας. Ο πρεσβύτερος αυτών ήδη +νεανίας εικοσαετής, το δε νεώτερον ήτο κοράσιον τριετές εις ο η +νοννά είχε δώσει το όνομά της. Το βρέφος τούτο ήτο το +τεσσαρακοστόν πνευματικόν γέννημα της θειά-Σοφούλας. + +Είχε γεννηθή τέλος το από πολλού προσδοκώμενον τούτο συμπλήρωμα +του προωρισμένου αριθμού και ήτο το χαδευμένον της θειά-Σοφούλας. +Η νοννά έτρεφε φιλοδόξους σκοπούς ως προς το μέλλον του θυγατρίου +τούτου. Αλλά και αυτός ο μπάρμπα-Κωσταντής εξ όλων των αναδεκτών +μόνον το μικρόν τούτο ηνείχετο. Η στοργή όμως της θειά-Σοφούλας +προς αυτό έφθανε μέχρι παραφροσύνης. + +Την ημέραν εκείνην η θειά-Σοφούλα ήτο κλειστή εις το ισόγειον και +εζύμωνεν. Εκ των παιδίων τινά την επολιόρκουν έξωθεν της θύρας +παραμονεύοντα. Τα πλείστα όμως έπαιζον ταραχωδώς περί τον +υπερμεγέθη ληνόν, πλησίον του ελαιοτριβείου, το &κρυφτάκι&, και +άλλα εθορύβουν περί τας κιγκλίδας του κήπου και πλησίον του +φρέατος. + +Η μικρά Σοφούλα, ήτις ήτο μόλις τριετής, ως είπομεν, εξέπεμπε +χαρμοσύνους κραυγάς, εψέλλιζεν ως νεοσσός χελιδόνος και έτρεχε και +αυτή κατόπιν των άλλων παιδίων. Η νοννά της εζήτησε κατ' αρχάς να +την κρατήση πλησίον της, αλλ' η μικρά εστενοχωρήθη και απήτησε να +εξέλθη. + + — Να πάω κι' εγώ να παίξω, νοννά μου; + + — Τι να παίξης εσύ; + + — Το &κλεφτάκι&, νοννά μου! ετραύλισεν η μικρά. + + — Δεν παίζουν τα κορίτσια το κρυφτάκι, είπεν αυστηρώς η νοννά. + +Η μικρά δεν εμεμψιμοίρησε μεν, αλλ' εσκυθρώπασεν. Ιδούσα τούτο η +νοννά, έκραξε την Αθηνιώ, εικοσαετή την ηλικίαν δουλεύτραν της, +ήτις ήτο και αυτή μία των βαπτιστικών της, και τη ενεπιστεύθη την +μικράν, συστήσασα αυτή αυστηράν επαγρύπνησιν. + +Αλλ' η Αθηνιώ ελησμόνησεν άμα ακούσασα την σύστασιν της κυρίας +της, και επειδή εις τας πεζούλας εκάθηντο τέσσαρες ή πέντε +γειτόνισσαι, και γνωρίζομεν πόσον περισπούδαστος είνε η +συνδιάλεξις των αέργων γυναικών, εκάθησε πλησίον αυτών και άφησε +την μικράν Σοφούλαν να τρέχη. + +Δεν ήρκεσε τούτο, αλλά παραγγελθείσα υπό της κυρίας της να αντλήση +ύδωρ εκ του φρέατος, εγέμισε μεν την στάμναν, αλλά δεν εφρόντισε +να κλείση το στόμιον του φρέατος, όπως το εύρε κεκλεισμένον, το +άφησε δε ανοικτόν. Απροσεξία, εις ην ουδέποτε θα υπέπιπτεν η γραία +Σοφούλα ή άλλη φρόνιμος γυνή. Μη τις δε αμφιβάλη, ότι την σύστασιν +ταύτην η γραία έκαμε χιλιάκις εις την δουλεύτραν της, αλλ' η +Αθηνιώ δεν ήτο εξ εκείνων των γυναικών, αίτινες καθίστανται +προσεκτικαί. + +Εις την ακμήν της πλήρους ενδιαφέροντος συνδιαλέξεώς των, ήκουσαν +αίφνης αι εις την πεζούλαν καθήμεναι γυναίκες κρότον τινά, ως +πλατάγησιν σώματος πίπτοντος εις το ύδωρ, και συγχρόνως +πεπνιγμένην κραυγήν και μετ' αυτήν δευτέραν κραυγήν δυνατωτέραν. + +Αι γυναίκες ανωρθώθησαν αυτομάτως. + +Αλλά πριν αυταί κινηθώσιν, η θύρα του ισογείου ηνοίχθη μετά +κρότου, και η θειά-Σοφούλα έντρομος, ανυπόδητος, με ταις κάλτσαις +μόνον, γυμνώλενος, με τας χείρας ζυμαρωμένας, έτρεξε προς το φρέαρ +κράζουσα: + + — Το κορίτσι! το κορίτσι! + +Διά της εις την στοργήν ιδιαζούσης μαντείας, η θειά-Σοφούλα +ενόησεν αμέσως ότι η μικρά της βαπτιστική είχε πέσει εντός του +φρέατος. Και τωόντι δεν ηπατάτο. + +Ενώ έτρεχεν η Σοφούλα, ιδούσα το στόμιον του φρέατος ανοικτόν, +επλησίασε, προσεκολλήθη επί του χθαμαλού ξυλίνου φραγμού, είδεν +επί του ύδατος εικονιζομένην την αγγελικήν ξανθήν μορφήν της, +ήρχισε να τη προσμειδιά, έκυψεν υπερμέτρως, ωλίσθησεν επί της +στιλπνής ως εκ της συχνής προστριβής του σχοινιού σανίδος, και +έπεσε κατακέφαλα εντός του φρέατος. + +Αι άλλαι γυναίκες, και η Αθηνιώ μετ' αυτών, καθ' υπερβολήν +διαστέλλουσαι τους βραχίονας, έτρεξαν κατόπιν της θειά Σοφούλας. + + — Έναν κουβά! ένα γιουρδέλι! εκραύγαζεν έκφρων η γραία Σοφούλα. + + — Ένα τσιγκέλι! έκραξε και η Αθηνιώ μετ' αυτών &σκοτισμένη& (ως +να είχε πέσει δηλ. εις το φρέαρ το ιβάνιον, δι' ου αντλούσιν +ύδωρ). + + — Τα τσιγγέλια να σε τραβούν, σκύλλα! τη έκραξε με κεραυνοβόλον +βλέμμα η θειά-Σοφούλα. Μου έπνιξες το παιδί. + +Η γραία τω όντι δεν εβράδυνε να εννοήση, ότι το δυστύχημα ωφείλετο +εις την απροσεξίαν της δουλεύτρας της. + + — Να καταιβώ εγώ σ' το πηγάδι, νοννά, τη είπεν η Αθηνιώ. + +Επειδή εβράδυνε να φανή πουθενά &κουβάς&, διότι είνε γνωστόν πόσον +τα χάνουν οι άνθρωποι εις τας δεινάς περιστάσεις, και ενώ μία των +γυναικών έτρεχεν απ' εκεί, άλλη απ' εδώ και η μικρά εν τω μεταξύ +επνίγετο, η θειά-Σοφούλα επέτρεψεν εις την Αθηνιώ την χάριν +ταύτην. Είξευρε δε άλλως ότι εις τούτο, καθώς και εις πάσαν άλλην +εργασίαν εις τους άνδρας μάλλον αρμόζουσαν, ήτο επιτηδεία. + +Η Αθηνιώ λοιπόν εσήκωσε τα φουστάνια της υπεράνω του γόνατος, και +πατούσα εις τας γνωστάς αυτή εσοχάς του εσωτερικού λιθοκτίστου του +φρέατος, τας επίτηδες κατασκευαζομένας εις πάσαν ορυχήν φρέατος, +κατήλθε μέχρι της επιφανείας του ύδατος. + +Ουδαμού εφαίνετο η μικρά. + +Το βάθος του ύδατος ήτο τρις ίσον με ανάστημα ανδρός, και η Αθηνιώ +δεν ηδύνατο να προχωρήση κατωτέρω. + +Εν τω μεταξύ ευρέθη και ο κουβάς, και κατεβιβάσθη μέχρι των χειρών +της Αθηνιώς. Αύτη έλαβε το σχοινίον και ήρχισε να περιστρέφη το +ιβάνιον εντός του ύδατος. + +Η θειά-Σοφούλα ωλόλυζε και έσχιζε τας παρειάς της. Η καρδιά της +δεν ησθάνετο πλέον της ελπίδος την θαλπωρήν.... + +Τέλος το ιβάνιον προσέκοψεν εις σώμα τι ανερχόμενον. Η μικρά ανέβη +εις την επιφάνειαν, αλλ' ήτο ήδη πτώμα... + +Η κεφαλή της δεινώς μεμωλωπισμένη. Κατενεχθείσα σφοδρώς εις το +ύδωρ είχε κτυπήσει επί του λίθου, εζαλίσθη, κατέπιε πολύ νερόν, +και δεν ανήλθε ταχέως εις την επιφάνειαν... + +............................................................... + +Επί ζωής της δεν επαρηγορήθη η θειά-Σοφούλα διά το οικτρόν τούτο +ατύχημα. Ίσα ίσα η τελευταία βαπτιστική της!... + +Διετήρησε δε την προς την αθώαν νεκράν στοργήν της μέχρι ευσεβούς +προλήψεως. Ζήσασα επί ικανά έτη ακόμη, κατεσκεύαζεν ανελλιπώς κατ' +έτος τη Μ. Πέμπτη την κοκκώνα της ατυχούς μικράς και την Κυριακήν +του Πάσχα, άμα επέστρεφε το πρωί από της λειτουργίας της +Αναστάσεως, ήνοιγε τότε μόνον, το άχρηστον μείναν φρέαρ και +έρριπτεν εις το ύδωρ την &κοκκώναν& και τα &κόκκινα αυγά&, της +μικράς Σοφούλας της. + +Εβεβαίου δε η αγαθή γυνή, ότι ανεξήγητος ευωδία ανήρχετο τότε από +του ύδατος, ως θυμίαμα αθώας ψυχής αναβαίνον προς τον θεάνθρωπον +Πλάστην. + + + +Γ’ + + + +ΣΤΗΝ ΑΓΙ' ΑΝΑΣΤΑΣΑ + + + +Πέντε άνδρες είχον κατέλθει εις το Πρωί, μίαν Κυριακήν του Ιουλίου +του έτους 1875, και εκ των πέντε τούτων οι τρεις ήσαν αρχαιολόγοι +με δίοπτρα. Αλλ' εκ των τριών, ο πρώτος απεφαίνετο ότι το +σωζόμενον εκεί ερείπιον ήτο ναός ειδωλολατρικός, ο δεύτερος +ισχυρίζετο ότι ήτο χριστιανική εκκλησία, αν δεν ήτο βαλανείον +ρωμαϊκόν, και ο τρίτος επέμενεν ότι ήτο, το πολύ, αρχοντικόν +μέγαρον, ήτοι πύργος βενετικός, επικαλούμενος υπέρ της γνώμης του +και το όνομα Πρωί, όπερ έλεγε σχηματισθέν εκ του &Πυργί&, κατά +μετάθεσιν γραμμάτων. + +Του τελευταίου την γνώμην ησπάζετο απροκαλύπτως, μετέχων της +εκδρομής, και ο δημοδιδάσκαλος του χωρίου, όστις είχεν +ανεγνωρισμένην ειδικότητα εις την ετυμολογίαν, «το·&άιντε& είνε +απ' το &άγε δη&, το &αρή&, κλητικόν επιφώνημα των γυναικών του +τόπου, είνε απ' το &αρίστη&, το &βρε& είνε απ' το μώρε (μωρέ-μ'ρέ- +μβρε-μπρε) βρε ». Κ' εξετόξευε κεραυνούς αγανακτήσεως κατ' εκείνων +οίτινες ζητούσι τουρκικήν παραγωγήν διά τας λέξεις, ενώ είνε τόσον +εύκολον, έλεγε, ν' ανευρίσκωμεν παντού ρίζαν ελληνικήν. + +Ιδού πώς συνέβη το πράγμα. Ο δήμαρχος της πολίχνης, το δεύτερον +προ έτους εκλεχθείς, είχε φιλοτιμηθή να καλέση εστίασιν, επάνω, +εις τον Προφήτην Ηλίαν, τους τρεις αρχαιολόγους, μετ' αυτών δε καί +τινας άλλους φίλους του. Η συνοδεία είχεν ανέλθει επί οναρίων, από +της αυγής, τον μέγαν ανήφορον, εις εκατοντάδων τινών μέτρων ύψος, +όστις εφαίνετο εις τους αγαθούς νησιώτας τόσον υψηλός, όσον και ο +Κίσσαβος. + +Έφθασαν εις τον Άγιον Ηλίαν άμα τη ανατολή του ηλίου, και αφού +εδροσίσθησαν υπό την εξαίσιον φυλλάδα των μεγαλοπρεπών πλατάνων, +κ' έπιον ύδωρ εκ της αμφιλαφούς κρήνης, της προχεούσης εις όλην +την μαγευτικήν κοιλάδα τα διαυγή της νάματα, οι μεν άλλοι +εστρώθησαν υπό τας πλατάνους, και παρηκολούθουν με βλέμμα +θωπευτικόν το ολονέν ροδίζον αρνί εις την σούβλαν, περιμένοντες +όσον ούπω ν' απολαύσωσιν ως &προφταστήρια& το ορεκτικόν κοκορέτσι, +οι δε πέντε εκ της συνοδείας επέβησαν εκ νέου εις τα ονάριά των +και διευθύνθησαν εις το Πρωί. Ανέβησαν εις το ψήλωμα του βουνού, +εκείθεν εκατηφόρησαν δεξιά, διέτρεξαν την θέσιν την καλουμένην «τ' +Μανώλ' η σουφριά», και μετά πορείαν μιας ώρας έφθασαν εις το Πρωί. +Εστράφησαν δυτικώτερον προς τα αριστερά, οδεύοντες υπό σύσκιον +δρομίσκον υπό αδελφωμένας δρυς και πτελέας, και τέλος έφθασαν εις +το παλαιόν ερείπιον. + +Ο συνοδίτης των τριών αρχαιολόγων και του δημοδιδασκάλου, ο +πέμπτος, νεανίας εικοσαετής, είχε, κατά το φαινόμενον, το +αξιώτερον υποζύγιον υπέρ πάντας τους λοιπούς, υψηλόν όνον, +εύρωστον, πλατυκόκκαλον, και υποκοκκινίζοντα το αφρόν τρίχωμα. Και +όμως, αντί να τρέχη πρώτος, ήρχετο τελευταίος πάντων των +συνοδοιπόρων. Ο όνος εφαίνετο αναίσθητος εις όλους τους κτύπους +όσους του έδιδεν εις τα νώτα ο αναβάτης, με την ράβδον του πρώτον, +είτα με αυτό το σχοινίον του καπιστρίου. Εφαίνετο ότι δεν είχε +φάγει καλά το χόρτον του ή το άχυρόν του, ή ότι ήτο αποφασισμένος +να πεισμώση εκ παντός τρόπου τον αναβάτην. Όσον ούτος εκτύπα, +τόσον οκνότερος εγίνετο εκείνος. Ενίοτε εδοκίμαζε να τον ερεθίση +υπό την κοιλίαν διά των υποδημάτων του. Όλα εις μάτην. Και ήτο +θαύμα πώς κατώρθωσε να μη χάνη από τους οφθαλμούς τους πολλά +βήματα προπορευομένους αυτού τεσσάρας άνδρας, ων οι δύο είχον +ακολουθούντας και τους αγωγιάτας των. Ούτοι δ' έβλεπον αδιάφοροι +την βάσανον του τελευταίου αναβάτου, όστις άλλως δεν κατεδέχετο να +κράξη αυτούς εις βοήθειαν. Τέλος έφθασε και ούτος εις το μέρος, +όπου ήτο το σωζόμενον ερείπιον. + +Μετά την γενομένην επίσκεψιν και τας εικασίας, ας εξέφεραν οι +τρεις σοφοί περί του τι να ήτο και κατά ποίαν εποχήν να είχε +κτισθή το ερείπιον, οικτείραντες και τους αρμοδίους διατί να μη +διατάξωσι ν' ανασκαφή ο χώρος εκείνος, η μικρά συνοδεία +εξεκίνησεν, επιστρέφουσα προς συνάντησιν των λοιπών μελών της +εξοχικής εκδρομής. Αλλ' οι τρεις αρχαιολόγοι και ο δημοδιδάσκαλος +είχον φθάσει προ πολλού εις τον Άγιον Ηλίαν, και είχαν φάγει το +κοκορέτσι, και είχαν πίει ανά δύο μαστίχας, και ήδη μετέβησαν εις +το σπληνάντερον (ήτο ενδεκάτη ώρα προ της μεσημβρίας), ο δε +πέμπτος συνοδίτης, μείνας πολύ οπίσω, δεν είχε φανή ακόμη. Παρήλθε +δε μία ώρα, και είχαν στείλη τους δύο αγωγιάτας οπίσω, προς +αναζήτησίν του, όταν αίφνης τον βλέπουσι θριαμβευτικώς ελαύνοντα +επί του όνου του, όστις έτρεχεν ως ατμάμαξα την φοράν ταύτην, και +ερχόμενον όχι εκ δυσμών, απ' εκεί οπού τον επερίμεναν όλοι να +εμφανισθή, αλλ' εξ ανατολών, από το αντίθετον μέρος, ως να ήρχετο +δηλαδή από την πολίχνην. + +Ουδέν απιθανώτερον της απλής αληθείας. Όλη η συνοδεία τότε δεν +ήθελε να πεισθή ότι ο νέος εκείνος δεν το έκαμεν επίτηδες, διά να +τους εκπλήξη. Και όμως ιδού τι είχε συμβή. Ο εύρωστος όνος, +εννοήσας, φαίνεται, την αδυναμίαν του αναβάτου, το είχε παρακάμει +την φοράν ταύτην, αφού μάλιστα ήτο και ανήφορος εις την +επιστροφήν. Δεν ήθελεν απολύτως να βαδίση. Επήγαινε με βραδύτητα +χελώνης. Οι τέσσαρες λόγιοι είχαν προπορευθή τόσον, ώστε ο πέμπτος +συνοδίτης τους έχασε, και δεν τους έβλεπε πλέον ούτε τους ήκουε. +Πολύ δεν εβράδυνε να εννοήση ότι είχε χάσει τον δρόμον, και είχε +στραφή, αυτός ή ο όνος του, ανατολικώτερον, προς βαθύ ρεύμα, +υγρόν, σύδενδρον, σκιερόν, αναμέσον δυο υψηλών κορυφών. Εκεί +ανεγνώρισε το μέρος. Ήτο το «Κρύο Πηγάδι». + +Βαρυνθείς να κτυπά ανωφελώς τον όνον, με τους μηρούς αιμωδιώντας, +επέζευσε, και κρατών το καπίστρι με την αριστεράν, το ραβδίον με +την δεξιάν, εδοκίμασεν αν θα ηνάγκαζε τον όνον να βαδίση ελαύνων +όπισθεν. Εκεί, με το λεπτόν ραβδίον του, ρεμβός, χωρίς να το +σκεφθή, εκέντησε το ζώον υπό το σάγμα όπισθεν, εις τα νεφρά. Τότε +διά μιας ο όνος έλαβε τοιούτον απίστευτον δρόμον, ώστε ο νέος +εξαφνίσθη, και ολίγον έλειψε να του φύγη το καπίστρι από την +χείρα. Τότε λοιπόν ηύρε «τον σφιγμόν» του οναρίου. Επέβη εκ νέου, +και «πού σε σφάζ', πού σ' πονεί;» ήρχισε να κεντά, αλύπητα· το +ονάριον έτρεχεν ως βαποράκι. Αναγνωρίσας δε τον δρόμον, ο αναβάτης +εστράφη δεξιά, και εντός ολίγων λεπτών, από του ανατολικού μέρους, +έφθασε καλπάζων εις τον Προφήτην Ηλίαν· έφθασε δε ακριβώς την +στιγμήν καθ' ην ο Δημήτρης ο Μιχογιάννης περιτέχνως λίαν ελιάνιζε +το ψητό, κ' εστρώνετο υπό τα πελώρια δένδρα η από φτέραις και +φυλλάδες πλατάνου ευώδης τράπεζα. + +Αλλ' ο Δημήτρης ο Μιχογιάννης δεν ήξευρε μόνον να ψήνη εις την +σούβλαν και να λιανίζη το σφαχτό· ήξευρε να διηγήται και χρονικά +τινα εκ του βίου των ποιμένων και των αιπόλων κατά το πρωί, όπου +εγγύς είχεν ανατραφεί και αυτός. + +*** + +Ο Γιάννης ο Κούτρης, υψηλός, τεσσαρακοντούτης, άτριχος το +πρόσωπον, αρχίζων ήδη να ρυτιδούται, όμοιος με γρηάν, είχε +συλλάβει το έτος εκείνο (ήτοι προ δύο σχεδόν μηνών), διά το Πάσχα, +τολμηρόν σχέδιον. Οι ποιμένες των Καλυβιών, ολόκληρον συνοικίαν +αποτελούντες, εκκλησιάζοντο εις τον Άι-Γιώργη της Χ'στοδουλίτσας, +οι αιπόλοι των Καμπιών, της Μυγδαλιάς και του Κουρούπη, +ελειτουργούντο εις τον Άγιον Χαράλαμπον. Οι άμοιροι βοσκοί της +Κεχρεάς, τ' Άι-Κωνσταντίνου, Άι-Θανασιού, των Μποστανιών και άλλων +μερών, ήσαν σκόρπιοι «σαν του λαγού τα τέκνα». + +Ο Γιάννης ο Κούτρης, όστις επεκαλείτο και «Γιάννης η Γρηά», (1) +εζήλευε πολύ τον δεύτερον εξάδελφόν του, Γιάννην τον Λαδίκαν, +όστις έκαμνε τον επίτροπον εις τον Άι-Γιώργη της Χ'στοδουλίτσας, +και εις όλα τα εξωκκλήσια όπου ετελούντο πανηγύρεις, αρπάζων από +τα μανουάλια τα συνημμένα εις ογκώδεις δέσμας ημίκαυστα κηρία, +πατών αυτά με τα τσαρούχια του διά να τα σβύση, κάτω εις τας +πλάκας του εδάφους του ναού, προφασιζόμενος ότι ήτο φόβος μη +λαμπαδιάσουν, αν τα άφηνε ν' αποκαώσι. Ο ίδιος προέτεινε κ' +έκτακτον δίσκον, περιερχόμενος τας τάξεις των πανηγυριστών, +συλλέγων εράνους «για να φτιαστούν η εκκλησιαίς». «Ήταν τάχα, Θεός +να μας σχωρέση, και παστρικά τα χέρια του;» + +Όλα ταύτα εκίνουν την αντιζηλίαν του Γιάννη του Κούτρη. Από την +καθαράν εβδομάδα του είχεν έλθη η ιδέα, και καθ' όλην την +τεσσαρακοστήν την επώαζεν. Εμελέτα ν' αποσπάση από το εκκλησίασμα +του Αγ. Χαραλάμπους τον Γιώργη τον Τρυγολόγο, με την φαμήλιαν του, +τους Μιχαλογιανναίους, πατέρα και υιόν, και τους Μαυροδημαίους, +τεσσάρας αδελφούς με τας γυναίκας, και τα τέκνα των, όπως τους +σύρη προς το Πρωί, εις το κατάμερον το ιδικόν του, κ' εκεί μετά +των υπαρχόντων τριών ή τεσσάρων άλλων αιπόλων, να καλέσωσιν ιερέα, +όπως εορτάσωσι κατ' ιδίαν το Πάσχα. + +*** + +Όσον δυνατός και αν ήτο εις την ετυμολογίαν ο διδάσκαλος, περί ου +εμνήσθημεν εν αρχή, έν πράγμα παραδόξως ελησμόνει, ότι το ερείπιον +εκαλείτο υπό του λαού Αγία Αναστασία. Ανατολικόν ήτο το σωζόμενον +τμήμα του τοίχου, καμπύλον προς τα έξω και φυσικά το εξελάμβανέ +τις ως χιβάδα του ιερού βήματος βυζαντινού ναού. Μόνον ότι ήτο εκ +λίθων μεγάλων, όγκων μαρμάρου οθωνείου σχήματος, λευκών, ομαλώς +ειργασμένων, και κατά τα άλλα ωμοίαζε με τα λείψανα των πελασγικών +τειχών. Το τειχίον τούτο, υψηλόν ως ανάστημα ανδρός, ίστατο όρθιον +ακόμη. Άλλα λείψανα του κτιρίου δεν εφαίνοντο, και δυσκόλως +ηδύνατό τις να εικάση το σχήμα, το μέγεθος και τον προορισμόν της +οικοδομής. Εν τοσούτω εκαλείτο Αγία Αναστασία. + +Έσωθεν του μικρού τείχους δεν εφαίνετο θυσιαστήριον. Δεν υπήρχεν +ίχνος επιχρίσματος ή τοιχογραφίας ή άλλο γνώρισμα. Αλλ' εντεύθεν, +ίσως, προ οκτώ ή δέκα αιώνων, ν' ανεπέμπετο εις τον θρόνον του +χριστιανικού Θεού ο καπνός του θυμιάματος, και ίσως να προσεφέρετο +επί βωμού μη σωζομένου, η λογική και άχραντος θυσία, &κατά την +τάξιν Μελχισεδέκ&, όστις ιερεύς ων του Θεού του Υψίστου « +εξήνεγκεν άρτους και οίνον», ως λέγει η Γραφή. + +Αγία Αναστασιά εκαλείτο. Ίσως το πάλαι να ήτο ναός της Κόρης της +εξ Άδου ή της Εκάτης της φαρμακίδος, και οι χριστιανοί, οι φυσικοί +κληρονόμοι της θανούσης ειδωλολατρείας, τον εβάπτισαν +μετονομάσαντες ναόν της φαρμακολατρίας, κατ' αντίφρασιν, ή της +Ρωμαίας, απλώς κατά σχέσιν ετυμολογικήν. Και ο παπ' Αγγελής, ον +είχε παρακαλέσει ο Γιάννης ο Κούτρης να υπάγη να τους λειτουργήση +την ημέραν του Πάσχα, ηγνόει εις ποτέραν των δύο ομωνύμων ήτο +καθιερωμένος το πάλαι ο ναός. Διότι υπάρχουσι δύο Άγιαι +Αναστασίαι, η Ρωμαία και η φαρμακολύτρια. + +Αλλά μη βλέπων θυσιαστήριον ούτε κανδήλας ούτε εικόνας, και μη +γνωρίζων υπαίθριον λειτουργίαν (τόλμημα το οποίον θα του εφαίνετο +ως απλή εις την ειδωλολατρείαν επάνοδος), εζήτησε δι' αφελούς +σοφίσματος να πείση τους αξέστους αιπόλους, ότι το καλλίτερον θα +ήτο να υπάγουν να λειτουργήσωσιν εις την Αγίαν Άνναν, μικρόν +απέχουσαν. «Κ' η Αγία Άννα, είπεν, είνε μισή Αγία Αναστασία». Αλλ' +ο Γιάννης ο Κούτρης, πονηρός σπανός, του απήντησεν ότι αυτοί «δεν +ήθελαν να κάμουν μισή Ανάστασι, αλλ' Ανάστασι σωστή». + +Οι αιπόλοι εφρόνουν ότι η Αγία Αναστασία είνε αυτή η Ανάστασις. +Και βεβαίως δεν ηδύναντο να είνε ευμαθέστεροι του γέροντος εκείνου +ιερέως, όστις, ερωτηθείς προ χρόνων αν η Αγία Κυριακή ή η +Μεταμόρφωσις είνε μεγαλειτέρα, απήντησεν αδιστάκτως ότι «η Αγία +Κυριακή είνε μεγαλείτερη, διότι εορτάζεται καθ' εβδομάδα, ενώ η +Μεταμόρφωσις μόνον μια φορά τον χρόνον είνε ». Και μήπως πλείστοι +ακόμη και σήμερον δεν νομίζουν ότι ο περίκλυτος ναός της του Θεού +Σοφίας είνε εις τιμήν της μεγαλομάρτυρος Αγίας της ΙΖ' +Σεπτεμβρίου; + +*** + +Ο Γιάννης η γρηά δεν ήθελε μόνον να εορτάση με τους συννομείς του +χωριστά την Ανάστασιν, εις το κατάμερόν του, αλλ' επεθύμει και να +τελεσθή η Ανάστασις αύτη όχι εις άλλην εκκλησίαν, αλλ' ωρισμένως +εις την Άγι' Αναστασά. Αφού το πάλαι ήτο εκκλησία, αφού ο χώρος +ήτο καθιερωμένος εις λατρείαν Χριστού, διατί τάχα να μη +λειτουργήται; Μάτην ο παπ' Αγγελής εξώδευεν όλην την ολίγην +μάθησίν του και την έμφυτον λογικήν του διά να τον πείση ότι +εζήτει παράλογα. Ο αιπόλος έμεινεν αμετάπειστος. + + — Πώς θα λειτουργήσω, βλοημένε, 'σε ξεσκέπαστο μέρος; του έλεγεν +ο ιερεύς. Είδες ποτέ σου λειτουργία αποκάτ' απ' ταστέρια; + + — Και μήγαρις η Ανάστασι δεν ψάλλεται παντού στο ξεσκέπαστο; +αντέλεγεν ο βοσκός· έχουν, ας πούμε, εκκλησιαίς καλοχτισμέναις, με +πλάκες και με κεραμίδια, και βγαίνουν, κατάλαβες, απ' την εκκλησιά +όξου για να κάμουν Ανάστασι· κ' ημείς που δεν έχουμ' εκκλησιά, ας +πούμε, δεν μπορούμε, κατάλαβες, να κάμουμ' Ανάστασι 'ς ένα +ξεσκέπαστο μέρος, που ήταν μια φορά κ' έναν καιρό, κατά πώς λένε, +εκκλησία; + +Ο ιερεύς τον εκύτταξεν εν αμηχανία προς στιγμήν, είτα το βλέμμα +του εφωτίσθη, ως να του ήλθεν ιδέα, και είπε. + + — Κάμνουν Ανάστασι όξου απ' της εκκλησιαίς, ναι· μα +λειτουργία;... πώς θα λειτουργήσουμε; + + — Απάνου στα μάρμαρα, πού ήταν μια τ' άι-δήμα, ας πούμε. + + — Μα δεν είνε Αγία Τράπεζα εγκαινισμένη. + + — Τον παλαιό καιρό, που την είχαν κτίσει, κατάλαβες, δεν ήταν +συγκαινιασμένη; + + — Το πηδάλιο λέει, όταν βεβηλωθή μία εκκλησία, να μη +λειτουργιέται, αν δεν ξανακτισθή κ' εγκαινιασθή πάλι. + +Επί τέλους ο παπ' Αγγελής ίσως θα τον έπειθε να μεταβώσιν εις την +Αγ. Άνναν, ήτις δεν απείχε πολύ, και ήτο κι' αυτή, κατά δεύτερον +λόγον, &γειτόνισσά του&, όπως εκαυχάτο ο αιπόλος λέγων ότι την +Αγία Αναστασία «την είχε γειτόνισσα». Αλλ' ο αγαθός ιερεύς δεν +έπειθεν ο ίδιος τον εαυτόν του ότι ηδύνατο ακατακρίτως να +λειτουργήση και εις την Αγίαν Άνναν. + +Ο ναΐσκος ούτος είχε την στέγην του· το θυσιαστήριον, εισέχον +έγκιστον εις τον τοίχον, και η Πρόθεσις, εκαλύπτοντο από δύο +σπιθαμάς χώματος και λίθων, πεσόντων από του ύψους της χιβάδος, το +εικονοστάσιον ήτο ορθόν ακόμη, αλλ' αι θυρίδες του έχασκον έρημοι +εικόνων, και τα δύο παράθυρα του βορείου και του νοτίου τοίχου +έφεγγον και αυτά άφρακτα, και ο άνεμος εβόιζεν εισπνέων δι' αυτών +και εκπνέων. Ωμοίαζε με γραίαν νωδήν, με τας κόγχας κενάς ομμάτων, +με τα ώτα βομβούντα από ήχους φαιδρών φωνών παιδίων, χλευαζόντων +σκληρώς την αδυναμίαν της. Δεν υπήρχεν ούτε κανδήλιον ευσεβώς +αναφθέν εκ ταξίματος ευλαβούς προσκυνητρίας, ούτε μανουάλιον +διαχέον παρήγορον φως εις τας ημαυρωμένας μορφάς των +ηκρωτηριασμένων εις τους τοίχους ολίγων αγίων, εις το παρεκκλήσιον +το αφιερωμένον ποτέ εις το γενέσιον της Θεοτόκου, το οποίον +εκαλείτο συνήθως Παναγίτσα, υπ' άλλων δε Αγία Άννα. Αλλ' ο παπ' +Αγγελής εδίσταζεν αν, και με αλλαχόθεν δανειζομένας εικόνας, και +με αναρτώμενα προχείρως κανδήλια, επετρέπετο να τελέση λειτουργίαν +εκεί. + +Τέλος ο ιερεύς εύρε μέσον τινά όρον, και τον ανεκοίνωσεν εις τον +Γιάννην τον Κούτρην. + + — Ας ήναι, μπορούμε να κάμωμε Ανάστασι στην Αγία Αναστασιά, είπε, +και αμέσως παίρνετε όλοι τα πράγματά σας, και της λαμπάδες σας +αναμμέναις, και πηγαίνομεν κάτου στην Παναγία Δομάν, και σας +λειτουργώ εκεί. + + — Στην Παναγιά την Δομά;... μα είνε μακρυά. + + — Ως πόσο;... Σε μισή ώρα φθάνουμε. + + — Είνε, νάχω τ'ν ευκή σ', παπά, παραπάνω από μια ώρα. + + — Δεν θα είνε παραπάν' από τρία τέταρτα. Όλ' η νύχτα δική μας +είνε. Έχουμε καιρό να φθάσουμε. + +Ο Γιάννης ο Κούτρης υπεχώρησε, μη έχων άλλως να πράξη. + +Ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν εις το ύπαιθρον, φορέσας μαύρον +επιτραχήλι, και ήρχισε ν' αναγινώσκη την παννυχίδα, και το &Κύματι +θαλάσσης& όλα διαβαστά. Είτα ανάψας εντός του θυμιατού +μοσχολίβανον, εθυμίασε τους παρεστώτας όλους, και ποιήσας +απόλυσιν, έβγαλε το μαύρον επιτραχήλι, εφόρεσεν άλλο ιόχρουν +μεταξωτόν και λευκόν φαιλόνιον (όλα αυτά τα εξήγαγεν από το +δισάκκιον το περικλείον τα ιερά του), και ανάψας λαμπάδα, στραφείς +προς τον λαόν, ήρχισε να ψάλη μελωδικώς το &Δεύτε λάβετε φως&, +μεθ' ο έψαλε, &Την Ανάστασίν σου Χριστέ σωτήρ&. Και αφού ήναψαν +τας λαμπάδας όλοι, αναγνούς το Ευαγγέλιον, και δοξάσας την αγίαν +Τριάδα, ήρχισε μεγάλη και βροντώδει τη φωνή να ψάλη το &Χριστός +ανέστη&, αντιψάλλοντος και του υιού του, παιδιού δωδεκαετούς, +όστις τον είχε συνοδεύσει ως συλλειτουργός εις την εκδρομήν. + +Ωραία και γλυκεία ήτο η σκηνή εντός του ερειπίου εκείνου, του +μεγαλομαρμάρου και επιβλητικού εις την όψιν, αγλαϊζομένου από το +τρέμον, υπό την πνοήν της αύρας της νυκτερινής, φως πεντήκοντα +λαμπάδων, σκηνή φωτεινή και σκιερά, διαυγής και μυστηριώδης, εν +μέσω γιγαντιαίων δρυών υψουσών υπερηφάνους τους εις διαδήματα +κορυφουμένους κραταιούς κλώνους, με τα φρίσσοντα φύλλα μαρμαίροντα +ως χρυσαί φολίδες υπό την λαμπηδόνα των πυρσών, με σκιάς και +σκοτεινά κενά εν μέσω των κλάδων, όπου εφαντάζετό τις ελλοχεύοντα +αόρατα πνεύματα, υπάρξαντα πάλαι ποτέ Δρυάδες εύσωμοι και +Ορεστιάδες ραδιναί, ελευθέρως ανάσσουσαι ανά τους πυκνούς +δρυμώνας, και σήμερον μεταμορφωθείσαι εις νυκτερινά τελώνια, και +μη τολμώσαι να προβάλωσιν εις το φως των αναστασίμων λαμπάδων· +αναθαρρήσασαι προς καιρόν εκ της φυγαδεύσεως του χριστιανικού Θεού +από του καλλιμαρμάρου ιδρύματος, και τώρα μετά θάμβους βλέπουσαι +την αναζωπύρησιν των πασχαλίων πυρσών και οσφραινόμεναι την οσμήν +του χριστιανικού μοσχολιβάνου εις τα βάθη του δρυμώνος. + +*** + +Ενώ ο ιερεύς έλεγεν ομαλή τη φωνή τα ειρηνικά, και ηύχετο υπέρ της +ευσταθείας των εκκλησιών, ευφορίας των καρπών της γης, κτλ. +όπισθεν του πρώτου πελωρίου κορμού της χιλιετούς δρυός, ον τρεις +άνδρες συνάπτοντες τας οργυιάς, μόλις ηδύναντο ν' αγκαλιάσωσιν, +ηκούετο βραχύς διάλογος, οίος ο εξής, μεταξύ τριών ή τεσσάρων +αιπόλων, ων ο πρώτος, Γιάννης ο Κούτρης, έλυεν απαντών τας απορίας +των άλλων. + + — Ντουγρού, ντουγρού; + + — Ταμάιμα. + + — Μονοκοπανιά; + + — Τα ίσα, ζέρ; + + — Σ'μ Παναϊά τ' Ντομάν; + + — Ντούρμα, παπάς έτσ' είπε. + + — Του ρέμμα-ρέμμα; + + — Δε-δε-πάμι; + + — Δε πάμι, ζερ! + +Αλλ' ο διάλογος ούτος διεκόπη υπό της φωνής του ιερέως, όστις εν +τω μεταξύ απεδύθη τα άμφια, κ' έκραξεν εις το ποίμνιόν του. + +«Είστ' έτοιμοι; πάμε!» Δύο των αιπόλων έσπευσαν να φορτώσωσι τα +ιερά, ως και τα καλάθια των ποιμενίδων τα περικλείοντα εορτάσιμά +τινα εφόδια, εις πέντε ή έξ ονάρια, ο ιερεύς επέβη εις το έβδομον, +και οι άλλοι πεζοί, οι μεν κρατούντες τας λαμπάδας των αναμμένας, +με την αριστεράν, προσπαθούντες, με την δεξιάν, να σκεπάσωσι την +λαμπήν από της πνοής της απογείου αύρας, οι δε ανάψαντες μικρά +φαναράκια, χρήσιμα εις τους αιπόλους διά τους νυκτερινούς +επαυλισμούς και τους αμολγούς των αιγών των, εξεκίνησαν +κατερχόμενοι προς βορράν, είτα εστράφησαν ανατολικώτερον, +βαίνοντες διά κακοτοπιάς εφ' ης δεν θ' αντείχον άλλοι πόδες παρά +τους ιδικούς των, ελαφρά πατούντες με τα τσαρούχια τα περιβάλλοντα +τους ευκινήτους πόδας των, βιάζοντες τα γαϊδουράκια να τρέχωσι, +σύροντες μάλλον αυτά εις τον δρόμον, τοποθετούμενοι εξ αριστερών +ως έμψυχα δίκρανα, προς υποστήριξιν των φορτωμένων υποζυγίων εις +τα κρημνωδέστερα μέρη. Δύο ή τρεις αυτών, με τας κάπας των, +ήρχοντο τελευταίοι, μετά συριγμών και ακατανοήτων μονοσυλλάβων, +άγοντες τα αιπόλιά των, με τα μικρά ερίφια διά χαριεστάτων +σκιρτημάτων τρέχοντα παρά τας μητέρας των, βελάζοντα ερωτηματικώς, +εις α αι αίγες απήντων αορίστως, μη έχουσαι πώς να εξηγήσωσι την +ασυνήθη νυκτοπορίαν. + +Η σελήνη είχεν ανατείλει προ του μεσονυκτίου, και ο δίσκος της +υπέρυθρος ολίγον, εφαίνετο όπισθεν των κορυφών υψηλών δένδρων, +πότε εκρύπτετο, κατά τους ελιγμούς της πορείας, όπισθεν του +βουνού. Και οι θάμνοι εσείοντο πανταχού όθεν διέβαινεν η πομπή, +και τα έντομα εξεγείροντο παράωρα εκ του ύπνου των, καί τινα +μυιγάρια εξορμώντα επέτων φαιδρώς περί τας ανημμένας λαμπάδας, +υποβοΐζοντα, καίοντα τας μικύλας πτέρυγάς των ή καταστρέφοντα μετά +τελευταίου βόμβου την εφήμερον ύπαρξίν των εις την πρόσψαυσιν της +φλογός. + +Τα νυκτοπούλια έφευγον φοβισμένα από σχοίνον εις κόμμαρον, από +αιμασιάν εις δένδρον, προσθέτοντα τον ελαφρόν θρουν των πτερύγων +των εις το αβρόν εναρμόνιον φύσημα της αύρας της ορθρίας. Και η +αγραμπελιά η χιονανθής, η λευκάζουσα και μυροβολούσα εις τους +φράκτας, λευχείμων μυροφόρος εορτάζουσα την Ανάστασιν, και ο +κισσός και το αγιόκλημα, πλόκαμοι της Ανοίξεως εξαπλούσης την +μυροβόλον κόμην της ανά τους αγρούς, διέχυνον ζωηροτέραν εν τη +νυκτί την ευωδίαν των εις τον αέρα. Και η αργυρά αμμόκονις των +άστρων ωλιγόστευεν επάνω, καθ' όσον υψούτο η σελήνη, και η αηδών +ηκούετο μινυρίζουσα βαθειά εις τον μυχόν του δάσους, και ο γκιώνης +μη δυνάμενος να διαγωνισθή προς την λιγυράν αδελφήν του, έπαυσε +προς καιρόν το θρηνώδες άσμα του. + +*** + +Είχαν κατέλθει ήδη πολύ βαθειά, κάτω εις το ρεύμα, και αντικρύ +των, έβλεπον μακράν το πέλαγος, κυανήν οθόνην, αμυδρώς +επαργυρουμένην από τας ακτίνας της σελήνης. Ηκούσθη δε μετ' ολίγον +βαθύς παφλασμός ως χειμάρρου καταφερομένου μετά δούπου από των +βράχων, κρότος συνεχής, ισχυρός, μονότονος. Ήτο το ρεύμα της +Παναγίας της Δομάν, από των υδάτων του οποίου είκοσι νερόμυλοι +υδρεύοντο το πάλαι και πολλαί εκατοντάδες στρέμματα κήπων με +κλιμακωτάς αιμασιάς επιαίνοντο από το δροσερόν νάμα του. Εκεί +αντικρύ, προέκυπτεν επ' άκρας της θαλάσσης το παλαιόν φρούριον, το +οποίον ήτό ποτε κατοικία ανθρώπων, πριν γείνη γλαυκών φωλεά και +λάρων ορμητήριον. Εις το ακένωτον ρεύμα της Παναγίας της Δομάν +ωφείλετο η ευδοκίμησις πάσης φυτείας και πάσης βλαστήσεως κατά +τους παλαιούς εκείνους χρόνους. + +Ήτο ήδη ως δύο μετά τα μεσάνυκτα, όταν ο παπ' Αγγελής και οι +αιπόλοι του έφθασαν εις την Παναγίαν της Δομάν. Το μικρόν +εξωκκλήσιον ήτο κτισμένον υπό συστάδα πελωρίων δένδρων, +περίβαλλόμενον γραφικώς υπ' αυτών, σκεπαζόμενον φιλοστόργως από +τους κλώνους των. Ο ναΐσκος ήτο πενιχρός, αλλά διετηρείτο και ήτο +λειτουργήσιμος. Ήτο δε εν των ολίγων ναϊδίων όσα εσώζοντο όρθια +από της παλαιάς εποχής. Γείτονες αυτού, χαμηλότερα προς την +θάλασσαν, ήσαν το πάλαι, εντός της κοιλάδος της συνεχομένης μεταξύ +δύο ακτών, πάμπολλοι ναΐσκοι, έως τέσσαρες δωδεκάδες. Οι πλείστοι +ήσαν σήμερον ερείπια. Η Παναγία της Δομάν, απλή αναπαράστασις της +Ζωοδόχου Πηγής του Βυζαντίου και περιβαλλομένη ως με στέφανον από +τον αειθαλή κόσμον των πελωρίων δένδρων της, ίστατο ακόμη ορθή, κ' +εφαίνετο λέγουσα προς τους αδελφούς της, όσοι είχαν γονατίσει, +καταβληθέντες από τον κάματον της διά τόσων αιώνων πορείας· +«Παρηγορηθήτε, σας αντιπροσωπεύω εγώ!» + +Η ευσεβής τάσις του λαού, ζητούντος, διά του πολλαπλασιασμού των +εξωκκλησίων ανά τα όρη και τας κοιλάδας, να παρηγορηθή διά την +στέρησιν των τόσων το πάλαι ιερών και βωμών του, λησμονούντος τους +παλαιούς θεούς του χάριν των νέων αγίων του, κατίσχυσε της +αυστηροτέρας και δογματικωτέρας θεωρίας, καθ' ην απηγορεύοντο εις +τους Χριστιανούς οι αγροτικοί ναοί. Ακριβέστεροι δέ τινες ερμηνείς +του γράμματος, ιερομόναχοι και ασκητικοί άνδρες, ηρνούντο και να +λειτουργούσιν εις εξωκκλήσια. + +Αλλά το αίσθημα είνε ανώτερον της θεωρίας, και ο λαός, δουλεύων, +τυραννούμενος, πενόμενος, αγροδίαιτος, διασπειρόμενος κατά κώμας +και χωρία, μη έχων πόρους να κτίση μεγάλας και λαμπράς εκκλησίας, +έκτιζε πολλάς και πενιχράς. Ο δε Σωτήρ, συγκαταβατικώτερος των +επισήμων επί γης διερμηνευτών του, «μνημονεύων των επί γης +διατριβών», καθώς είπεν ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ενθυμούμενος +την πενιχράν προσφοράν της χήρας, εδέχετο και του πένητος λαού του +τον ευσεβή φόρον, καθώς εδέχθη εκείνης τα δύο λεπτά. + +*** + +Εν ριπή οφθαλμού εφωταγωγήθη το παρεκκλήσιον, και αι ποιμενίδες +ήναψαν πάμπολλα κηρία εις τα δύο μανουάλια, και ανάψασαι πυρ εις +το υπήνεμον έξω της θύρας στήσασαι μεγάλην χύτραν, παρεσκεύαζον +την σούπαν. Δύο εξ αυτών νεόνυμφοι εφόρεσαν τα κόκκινα φουστάνια +των, και τα βαβουκλιά των με τα κεντητά προμάνικα και τα +τ'λουπάνιά των τα λευκά. Και ο ιερεύς, λαβών καιρόν, εφόρεσεν όλην +την ιερατικήν του στολήν, και ο υιός του, ο συλλειτουργός έψαλλε +τον κανόνα. + +Ο Γιάννης ο Κούτρης, πραγματοποιήσας το όνειρόν του, του να +παρίσταται εις την εκκλησίαν ως επίτροπος, επεστάτει εις το άναμμα +και σβύσιμον των κηρίων, πατών αυτά, ενίοτε με το τσαρούχι του, +μιμούμενος τον εξάδελφόν του τον Γιάννην τον Λαδίκαν, και όστις +ίστατο δεξιόθεν εις τον χορόν ως προεστώς με τόσην σοβαρότητα, +ώστε βλέπων τις αυτόν θα τον ενόμιζε ψάλτην, εξ ιδιοτροπίας +σιωπώντα. Την στιγμήν δ' εκείνην εισελθούσα εις τον ναΐσκον η +δωδεκαέτις κόρη του, το Κουμπώ, ισταμένη τέως έξω παρά τον +παραστάτην, επιστατούσα εις το κάγχασμα της χύτρας, του λέγει εις +το ους. + + — Αφέντ', έρχουντη κόσμους. + + — Ποιοι και ποιοι; είπεν εξαφνισθείς ο Κούτρης. + + — Έρχοντη ο Δημητράκης τσ' Κότσηνας, μαζύ με τη γυναίκα τ' +Απ'μηνιώ, και ο Γιάννης τσ' Κ'σττάλους κι' ο μπάρμπα-Γιώργης... + + — Ποιος μπάρμπα-Γιώργης; + + — Ο Γιώργης τ' Παναϊώτ'. + +Ως κεραυνός έπεσε το όνομα τούτο εις την ακοήν του Γιάννη του +Κούτρη. + + — Ο Γιώργης τ' Παναϊώτ'! επανέλαβε μηχανικώς, κ' εξηκολούθησεν, +ερωτών την θυγατέρα του, ως εάν είξευρεν αύτη. + + — Τι δεν κάμανε Ανάστασ' στουν Άι-Χαράλαμπον; + +Διότι ηπόρει πώς εξέπεσε προς τα εδώ, ο Γιώργης τ' Παναϊώτ'. Αυτός +έκαμνεν αυτοδικαίως τον προεστόν εις τον Άγιον Χαράλαμπον, τι να +συνέβη τάχα, και διατί δεν επήγεν εις τον ναόν του Αγίου; Μήπως +του αφήρεσαν το προεστ'λίκι απ' εκεί; + +Αυτός, ο Γιάννης ο Κούτρης, διατί ίσα-ίσα έβαλε τα δυνατά του, +αποφασίσας να κάμη εφέτος χωριστήν Ανάστασιν με τους γείτονάς του, +εις το κατάμερον το ιδικόν του; Διά ν' απαλλαχθή από το φορτικόν +θέαμα του δευτέρου εξαδέλφου του, του Γιάννη Λαδίκα, εις τον Άι- +Γιώργη της Χ'στοδουλίτσας, ή αυτού του Γιώργη τ' Παναγιώτ', εις +τον Άι-Χαράλαμπον, οίτινες έκαμαν και οι δύο τον προεστόν και τον +επίτροπον, εκάτερος εις το κατάμερόν του, ανάπτοντες και σβύνοντες +τα κηρία, ψιθυρίζοντες επιδεικτικώς εις το ους του ιερέως παρά την +βορείαν θύραν του ιερού βήματος, περιφέροντες ελευθέρως δίσκον, με +την επωδόν «Το λάδι της εκκλησίας, χριστιανοί!» και κάμνοντες +«κ'μάντο, 'σε ούλα τα πάντα», εντός κ' εκτός του ναού. Και τώρα, +αφού κατώρθωσε να ψαλή η Ανάστασις εις την Αγία Αναστασία, εις το +ύπαιθρον, αφού απέσπασε τόσους βοσκούς από τα κατάμερα τα άλλα, +αφού τους εκουβάλησε μεσάνυχτα, από την Αγία Αναστασία εις την +Παναγίαν Δομάν, με τας γυναίκας των, με τα παιδιά των, με τα +κοπάδια των, με τα κατσικάκια βελάζοντα σπαρακτικώς περί τας +αίγας, έμμελλε πάλιν να καταδικασθή να υποστή την πρωτοκαθεδρίαν +αυτού του Γιώργη τ' Παναγιώτ', ως γεροντοτέρου, ως έχοντος τάχα +δικαιώματα. Ποία δικαιώματα; + +Ας έβγαζε ταις μπολλέτταις του να ταις διαβάσουν! Κ' οι δύο, τάχα, +ας πούμε, γράμματα δεν ήξευραν, αλλ' ήτον ο παπ' Αγγελής εκεί, ν' +άχουμε την ευχή του, πού θα ταις εδιάβαζε... Η δουλειά του ήτον να +διαβάζη — Αλλ' όχι! δεν παρεχώρει τα πρωτεία. Θα έκαμνε πως δεν +τον είδε, και θα εκύταζε, &ντου-γρού, προς το άγιον βήμα, χωρίς να +στραφή επί στιγμήν προς δυσμάς, ωσάν θεοφοβούμενος πού ήτον, ν' +ακούση μετά προσοχής την λειτουργίαν του. Ήτο εν τω δικαίω του, +ευρίσκετο εις το κατάμερόν του... Αλλ' ενταύθα ο Γιάννης ο Κούτρης +επάγωσεν, ο παλμός εσταμάτησε προς στιγμήν. Δεν ευρίσκετο εις το +κατάμερόν του! Τουναντίον, είχε πατήσει τα σύνορα, είχε μεταβή εις +ξένον κατάμερον... Α! κι' αυτός ο παπ' Αγγελής, που επέμενε μη +θέλων να λειτουργήση εις την Αγ. Αναστασά... Εκεί, +αδιαφιλονεικήτως, ο Κούτρης θα ήτο εις το κατάμερόν του. Αλλ' εδώ +εις την Παναγίαν την Δομάν ευρίσκετο ακριβώς εις το κατάμερον του +Αγίου Χαραλάμπους, εις την δικαιοδοσίαν τ' Γιώργη τ' Παναγιώτ'! + +Τι να κάμη; Και αυτός «ο Γιώργης τ' Παναϊώτ'», κατάλαβες, δεν ήτον +κανείς τυχαίος, εξήσκει ισχύν και γοητείαν επί το πλήθος των +αιγοβοσκών και των ποιμένων. Και ιδού, εισήλθεν ήδη εις το +παρεκκλήσιον. Ήτο υψηλός, εύσωμος, ωραίος ανήρ, με εύγραμμον το +πρόσωπον και με κανονικούς χαρακτήρας. Ήτο ως εξήντα ετών, αλλά +μόλις ήρχιζαν, εις την πλουσίαν μέλαιναν κόμην του, τρίχες τινές +να λευκάζωσιν εδώ κ' εκεί. Είχε φθάσει την πρώτην εν αρχή του +αιώνος εξέγερσιν, την του 1808. Είχεν ομιλήσει με τον Σταθάν, είχε +προσφέρει με τας ιδίας του χείρας κοκορέτσι εις τον Βλαχάβαν, είχε +στρατευθή υπό τον Νικοτσάραν. Και όλον το ήθος του, η όψις του οι +τρόποι του, αι κινήσεις του, και τώρα ακόμη μετά σαράντα έτη, καθ' +ην στιγμήν εισήρχετο εις τον ναΐσκον, εφαίνετο ότι ήτο εις νεύματα +και χειρονομίας μετάφρασις ή μιμική παράστασις του παλαιού +διστίχου: + + Στο Σκιάθο και στο Σκόπελο ποτέ κατής δεν κρένει, + γιατί ην, λιμέρι του Σταθά, βίγλα του Νικοτσάρα. + +Ο Κούτρης, αισθανθείς αυτόν ότι εισήρχετο, διιδών τον &διακαμόν& +του εισερχόμενον εις τον ναΐσκον, με όλην του την απόφασιν ην είχε +να μη στραφή να τον ίδη, έστρεψεν ακουσίως την κεφαλήν, και τα +βλέμματά των συνηντήθησαν. Ο Γιώργης τ' Παναγιώτ', αφού ησπάσθη +τας εικόνας, ήλθε κ' εστάθη όπισθεν του Κούτρη, όστις δεν ηδύνατο +πλέον να προσποιηθή ότι δεν τον είδεν. Άλλως ο Γιώργης τ' +Παναγιώτ' δεν του έδωσε καιρόν να σκεφθή, διότι κύψας εις το ους +του ήρχισε με πονηρόν μειδίαμα να του λέγη. + + — Μ' πήρες απ' του κατάμερου του Γιώργη του Τρυουλόου, μ' πήρες +κη τσ' Μιχουγιανναίοι, πατέρα κη γυιό, μ' πήρες κη τσ' τέσσιρις +Μαυρουδ'μαίοι, κι' απουμείναμι λιουστοί στουν άι-Χαράλαμπου. Υ +παπάς ο άιχαραλαμπίτ'ς λείπ', ξέρ'ς, είνε στουν Κουτκιά μέσα, στα +χουριά. Υ παπάς απ' μ Παναϊά, κάτου στη χώρα, δε θέλησε ναρθή, +γιατ' είμαστε λίοι, κη δε μαζουνώμαστε πουλλοί, για να βγάλη τουν +κόπου τ', ας πούμε. Υ παπάς απ' τουν Άι-Γιάννη τσ' Τρεις Ιεράρχοι, +ο άλλους είνε φημέριους, γιατί τουν παπ' Αγγελή, πούταν απ' όξου, +μας τούνε 'πήρις. Κουντέψαμι ν' απουμείνουμι αλειτρούητοι, τέτοια +μέρα, γιατί δε ξέραμι 'σαί ποιά εκκλησιά θελά-πάτι ν' αναστήσητε. +Τότις κ' εγώ είπα, ας σ'κουθώ να πάου πίσου, ζ' Κιχριά, μπέλες κη +τσ' βρω π'θηνά, ση κανένα ξουκκλήσ', κη πηρνώντας απ' ν Δουμάν, σα +ξαγναντήσου του Κάστρου, θα καταλάβου, μαθέ, σα διώ π'θηνά φέξου, +ανισώς κ' είνε 'σεί κανένα ρημουκκλήσ' τ' Καστριού κι' +ανασταίνουνε. Μα δεν ώλπιζα, αλήθεια, πως θελά-ρθήτε τ' Δουμάν, +μες το κατάμερό μ'! + +Εκ της εξηγήσεως ταύτης ενόησεν, ολίγον αργά, ο Γιάννης ο Κούτρης, +ότι με όλα τα σχέδιά του και τας ενεργείας του, όσον μακρύτερα +έφευγε τον Γιώργη τ' Παναγιώτ' και την προεστωσύνην του, τόσον +σιμότερα επήγαινε και εις αυτόν και εις το κατάμερόν του. Διότι +δεν αρκεί να φεύγη τις, πρέπει και να μη καταδιώκεται, ή +τουλάχιστον να ηξεύρη προς ποίον μέρος να κατευθυνθή. + +Δεν είχεν ή να του παραχωρήση τα πρωτεία, κ' εκείνος άλλως του τα +επήρε, πριν ούτος του τα παραχωρήση. + +*** + +Περί το λυκαυγές, έληξεν η λειτουργία, και ο ουρανός πορφυρίζων +εκεί προς ανατολάς έσμιγε με την θάλασσαν κυανήν απλουμένην κάτω, +η δε σελήνη ωχρίασε και τα ολίγα άστρα ανά έν έσβυναν τρέμοντα εις +τον αιθέρα. Και η Ηώς ανέτειλε με όλην την πορφυράν αίγλην +καλλωπίζουσα με γλυκύ ερύθημα βουνά, κοιλάδας και δάση. Εφάνη δε +τότε, αποβαλούσα την μυστηριώδη της νυκτός περιβολήν, εν όλη τη +καλλονή της, η μαγευτική θέσις της Παναγίας Δομάν. Δεξιά το +υψηλόν, βραχώδες και τεμνόμενον από ευθαλείς χαράδρας βουνόν το +απολήγον εις την κρημνώδη ακτήν του Κουρούα. Αριστερά λόφοι +κοιλάδες, και δάση γραφικώς εναλλάσσονται εις το βλέμμα. Αντικρύ ο +γυμνός και άγριον μεγαλείον αποπνέων βράχος του Κάστρου, με τα δύο +προ αυτού πετρώδη νησίδια, και πέραν πέλαγος αχανές, φωσφορίζον +εις τας πρώτας ακτίνας του υποφώσκοντος ηλίου. + +Εις το βάθος δε του ορίζοντος, προς βορράν η Χαλκιδική με τους +τρεις λαγμούς της, υπέρ ους εξέχει ως βαθμίς κεραυνωθείσης +τιτανείου κλίμακος προς ανάβασιν εις τον ουρανόν, ο λευκόφαιος +κώνος του Άθω με την κορυφήν εις τα σύννεφα, προς δυσμάς το Πήλιον +με τας αναριθμήτους κοιλάδας του και με τη θεσπεσίαν του βλάστην, +και πέραν αυτού η κορυφή του Κισσάβου, ως κεφαλή εμπηγμένη επί +κορμού ξένου. Και το ρεύμα της Παναγίας Δομάν δεν κατεφέρετο πλέον +ως πριν μετά βαθέος παφλασμού εις την βραχώδη κοιλάδα, αλλ' άμα τη +ανατολή της ημέρας το νερόν έρρεε μορμυρίζον μαλακώς κυλιόμενον +επάνω εις τα βρύα και εις τα αγριοσέλινα, διότι εξύπνησαν της +ημέρας οι πολλοί και προσφιλείς κρότοι. + +Τέλος εφάνη του ηλίου η πρώτη ακτίς, και ανέθορεν από της θαλάσσης +μία πυρίνη παμφαής γραμμή του πανεκλάμπρου φωστήρος. Και την ιδίαν +στιγμήν ηκούσθη πρώτη μεγάλη κ' επιβλητική φωνή, ο κλαγγασμός του +αετού, χαιρετίσαντος την ανατολήν του ηλίου επάνω εις το βουνόν, +από της αφθάστου και απατήτου επί των απορρώγων βράχων καλιάς του. +Και δευτέρα χαιρετιστήριος φωνή ηκούσθη ο κακκαβισμός του ιέρακος, +ο κρωγμός του ιέρακος επάνω εις το βουνόν, εις μίαν υψηλήν +χαράδραν του ιλιγγιώδους βουνού του Κουρούπη, εκεί επάνω. Και +τρίτη φωνή κλιμακηδόν εχαιρέτισε το παμφαές άστρον της ημέρας, ο +τιτυβισμός της πέρδικος και της τριγόνος εις το μεσοϋψές της +κοιλάδος. + +Και τελευταία αμέσως εχαιρέτισε διά του μινυρισμού της την +ανατολήν του ηλίου η γλυκεία χελιδών, η επανευρούσα κ' εφέτος την +φωλεάν της άθικτον εις τα ιερά σκηνώματα, εις τον οίκον του +Κυρίου, ως και εις τα καλύβια των χωρικών, και εις τας οικίας των +αγαθών ανδρών της πόλεως. Και ακροτελεύτιοι δειλοί μινυρισμοί +ηκούσθησαν των μικρών στρουθίων επί των θάμνων, ων το έν μόλις +υποψελλίζον, ίστατο αποφασιστικώς προσκολλημένον με τους λεπτούς +πόδας του επί του κλαδίου, ενώ το άλλο, ψάλλον προς αυτό τον έρωτά +του, επέτα ολόγυρά του, ίστατο προς στιγμήν επί του κλαδίου, ώρμα +προς αυτό, το εφίλει, το παρεκάλει, κελαδούν, εκλιπαρούν και πάλιν +κελαδούν. + +Τότε και τα κατσικάκια, αισθανθέντα το θάλπος της ημέρας, ήρχισαν +τα σκιρτήματά των, ευφραινόμενα εις την επαφήν του χόρτου, +προσπαίζοντα περί τας μητέρας των, υποβάλλοντα το μικκύλον ρύγχος +εις τον μαστόν — και δεν ήξευρον, ότι η λεπίς του σφαγέως έστιλβε +και αυτή προς τον ανατέλλοντα ήλιον. + +*** + +Εκεί, υπό τα υψηλά δένδρα των οποίων οι κλώνοι με βόμβυκας και με +θυσσάνους τριχοειδών φύλλων κοσμούμενοι, εσείοντο υπό της πρωινής +αύρας, άνω του ρεύματος, του κυλίοντος μετά ψιθύρου το διαυγές +νάμα του κάτω εις την κοιλάδα, εκάθησαν ηδονικώς όλοι οι βοσκοί με +τας ποιμενίδας και τας βοσκοπούλας των, στρώσαντες αφθόνους +πτέρεις και παχείας φυλλάδας, και ήρχισαν να διαμελίζωσι τα +ευωδιάζοντα επί της σούβλας αρνία και τα ερίφια. + +Έφαγον και ηυφράνθησαν όλοι και αφού ο παπ' Αγγελής ευλόγησεν, ως +έδει, την φλάσκαν, την μετεβίβασε, μεγάλην, υπόχλωρον ακόμη, δι' +ερυθράς δερματίνης λωρίδος κρατουμένην, κλώζουσαν και φυσώσαν +ακαταλήπτους ήχους ένδοθεν, εις χείρας του εκ δεξιών του καθημένου +προεστώτος της ομάδος, του Γεώργη τ' Παναγιώτ', όστις εγερθείς, +προσηγόρευσε διά μακρών την ομήγυριν. + + — Κ'στός ανέστ'· βρε παιδιά! Αληθ'νός ου Κύριους! Ζη κη +βασιλεύει! — Γεια μας! καλή γεια! διάφουρου! καλή καρδιά! καλή +γερουσύνη, όλοι μας! Χρόνους πολλούς! Κη τ' χρόν' νάμαστε καλά. +Καλή χρονιά σας! Πολλά τα έτ'! Παπά μ'! να χαίρηση το πετραχήλι +σ'! + +Είτα, στραφείς προς τον Κούτρην. + + — Γιάννη, πάντα καλώς να σας βρίσκου! + +Ίσως η φράσις αύτη ήτο υπαινιγμός προς τα προηγούμενα συμβάντα. +Αλλ' ο Κούτρης απήντησε μεθ' ετοιμότητος. + + — Κη πάντα καλώς ναρχήση, μπάρμπα-Γιώργη! + +Ο πάπ' Αγγελής δεν ηδυνήθη να μη γελάση, και οι άλλοι τον +εμιμήθησαν. Ο Γιώργης τ' Παναγιώτ' μετεβίβασε την φλάσκαν εις τον +αντικρύ του καθήμενον, τον Κούτρην, και ούτος έπιε χαιρετίσας διά +βραχέων. Μετά την τρίτην δε περίοδον της φλάσκας, ουδεμίαν πλέον +ησθάνετο αντιπάθειαν προς τον Γεώργην, αλλ' ηδελφώθησαν όλοι των. +Και ο Γιώργης τ' Παναγιώτ' εις ον αι πολεμικαί αναμνήσεις +επανήρχοντο εναργέστεραι μετά το γεύμα, ήρχισε να διηγήται εις την +ομήγυριν τον ηρωικόν θάνατον του Νικοτσάρα. + +«Τρία καράβια ήτανε, στα νερά της Κασσάνδρας με τα φουσσάτα του +Νικοτσάρα και του Σταθά. Του Σταθά το καράβι ήτον ολόμαυρο, +μαύραις η πάνταις, μαύρα τα ξάρτια, μαύρα τα πανιά· το είχε +τάξιμο, να μην τ' ασπρίση, πριν εμβή νικητής μέσα στη Σαλονίκη. +Όλη μέρα ήταν μπονάτσα καραντί, τα τρία καράβια δεν μπορούσαν ούτε +μπρος να παν, ούτε πίσου να γυρίσουν για ν' αράξουνε. Η αρμάδα η +τουρκική ηύρε το ρέμμα της θάλασσας, και το ρέμμα-ρέμμα, δω τους +είχε, κει τους είχε, τους έφτασε απ' το πλάι. + +«Ως τόσο οι καπεταναίοι οι δυο τους αντρειώθησαν. Ήταν παλλικάρια, +που δεν πιστεύω να εστάθησαν άλλοι, τους εγνώρισα εγώ πολύ καλά. Ο +καπετάν Σταθάς μου εχάρισε ένα μαμί κεχριμπαρένιο να φουμάρω το +τσιμπ'κάκι μου, για να τον θυμώμαι καμμιά φορά· κι' ο καπετάν +Νικοτσάρας, μια φορά που του έδωκα κοκορέτσι, με τα ίδια μου τα +χέρια φτιασμένο, του άρεσε τόσο, που πολλούς μήνες ύστερα όπου μ' +εύρισκε, μώλεγε: «Τι έχουμε ωρέ Γιώργη, δεν έχεις τίποτε +κοκορέτσι;» «Όρεξι νάχης, καπετάνε μου, τώλεγα εγώ· θέλεις να σου +φτιάσω;» Και τρεις φοραίς εθυσίασα τρία πρόβατα, μόνο και μόνο για +να του φτιάσω κοκορέτσι. Ύστερα, σαν εβγήκανε να πάνε κατά την +Κασσάνδρα, οι άλλοι σύντροφοί τους, γιατί ήτανε πολλά καράβια, μ' +εφτά καπεταναίους πολεμάρχους, έλειπαν, είχαν μιλημένα να παν +ύστερα να τους βρούνε. Και την ημέρα που τους έφτασε η αρμάδα με +το τούρκικο τ' ασκέρι ήταν μοναχοί ο Νικοτσάρας κι' ο Σταθάς. + +Σαν τους έρριξαν οι τούρκοι τρεις κανονιαίς, άναψε το τουφέκι, κι' +άρχισε το τόπη να σαλεύη, το καράβι του Νικοτσάρα επιάστηκε με την +τούρκικη φεργάδα ξάρτια με ξάρτια, σαν δυο κακαίς γειτόνισσαις που +μαλώνουν, και πιάνονται μαλλιά με μαλλιά: Μα ο Νικοτσάρας με τον +μπαλτά του έσπασε τους γάντζους κ' έκοψε τα μπαστούνια του +Τούρκου, κ' εγλύτωσε το καράβι του απ' τα δόντια του θεριού. Μα +την τελευταία στιγμή, εκεί που νικούσαν οι δικοί μας, και το +μπουλούκι το ρωμαίικο εφώναξε βρίζοντας την πίστι των Τούρκων, ένα +βόλι του ήρθε του Νικοτσάρα, κ' εχώθηκε στην κοιλιά του, και τον +ελάβωσε βαθειά. Μα το παλλικάρι το καλό, είνε παλλικάρι και στο +θάνατό του. «Μ' έφαγαν τα σκυλιά», είπε μια, και σφίγγοντας τα +δόντια, βαστώντας με το χέρι τα σωθικά του, που εχυνόντανε απ' την +κοιλιά, βαστώντας με τα δόντια την ψυχή του, που του έφευγε απ' το +στόμα, επρόφτασε κ' είπε· «Συντρόφια! πιάστε με και καθίστε με +απάνω εκεί στα σκοινιά, κι' ακουμπήστέ με απάνω στο κατάρτι.... +για να μην το καταλάβουν τα σκυλιά πως με σκότωσαν και πάρουν +θάρρος.... για να μην το μάθουν κ' οι δικοί μας και δειλιάσουνε». + +Καθώς τους είπε, το κάμανε, και τον ακούμπησαν μισαποθαμένον στο +κατάρτι.... κ' οι Τούρκοι βλέποντας απ' αντίκρυ, ετρόμαζαν κ' +ελέγανε. «Τσάρας ρεΐζ! Τσάρας ρεΐζ!» Ο καπετάνιος ο Τσάρας! ο +καπετάνιος ο Τσάρας! Κ' οι δικοί μας, απ' τ' άλλα τα καράβια, δεν +το πήραν μυρουδιά κ' εστάθησαν ανδρειωμένοι, κ' έδιωξαν την +τούρκικη αρμάδα. Κι' όταν η αρμάδα έγεινε άφαντη, τότε το έμαθαν, +κ' εγύρισαν πίσου στο νησί μας, για να θάψουν το Νικοτσάρα, που +πέθανε κρατώντας με τα χέρια τ' άντερά του για να μη χυθούν, με τα +δόντια την ψυχή του διά να μη φύγη. Κ' ήρθαν και τον έθαψαν, κάτου +στο Λεχούνι, κοντά στην άμμο, στο γιαλό, και τότες του βγάλανε και +τραγούδι. + + ...Κ' εκείνος που φοβέριζε και όλοι τον ετρέμαν, + επήγαν και τον θάψανε στου Λεχουνιού το ρέμμα. + +Τοιαύτα τινά, αλλά με πολλάς τροπάς φωνηέντων και συγκοπάς +συλλαβών διηγήθη, ως είχεν εξ ακοής, ο μπάρμπα-Γεώργης τ' +Παναγιώτ' και μετά βαθέως στεναγμού κατέστρεψε τον λόγον. Και οι +αιπόλοι τον ήκουον μετά θαυμασμού, και ο παπ' Αγγελής, ακούων μετά +συντόνου προσοχής, ησθάνθη δάκρυ υγραίνον την παρειάν του. + +*** + +Αλλ' ο Γιάννης ο Κούτρης, ως διά να παρηγορήση τον μπάρμπα- +Γεώργην, καθ' ου δεν εμνησικάκει πλέον, διότι του επήρε τα +πρωτεία, ηγέρθη και λύσας το ονάριον του, το οποίον έβοσκεν ησύχως +εις το λιβάδιον, ήρχισε να κάμνη κάτι παιγνίδια ιδικά του. +Συγχρόνως δε ο υιός του ο Θοδωρής, δεκαπεντούτης, ως διά να +συνοδεύση με μουσικήν τους αγώνας του πατρός του, έλαβε το +σουραύλι του, και ήρχισε να συρίζη απλούν και μονότονον ήχον. + +Εν τω μεταξύ ο Γιάννης ο Κούτρης είχεν αναβή επί του όνου υποβαλών +σάγισμα αντί σέλλας και βαίνων αργά, δήθεν μετά σοβαρότητος, +επέβαλλεν εις το ζώον να κάμνη κάτι βηματισμούς, κατά μίμησιν και +παρωδίαν των πολεμικών ίππων. Και ο Γιάννης ο Κούτρης πότε ίστατο +γονατιστός επί του σαγίσματος, πότε υπτιάζετο επί της ράχεως του +ζώου, πότε εκρατείτο εκ της χαίτης με τον ένα πόδα επάνω, με τον +άλλον κάτω εις την γην, πότε εχάνετο υπό την κοιλίαν του ζώου, +πότε έπιπτε από κεφαλής μέχρι γονάτων μεταξύ των τεσσάρων ποδών +του όνου, κ' ενώ έλεγες ότι τώρα έπεσε, και ότι ο όνος θα τον +πατήση, αίφνης, εν ριπή οφθαλμού ευρίσκετο πάλιν επί της ράχεως +του ζώου. Τοιούτους τινάς μιμικούς αγώνας ήξευρε να εκτελή ο +Γιάννης ο Κούτρης. Τίποτε περισσότερον δεν εχρειάζετο διά να +καγχάζη επί πολλήν ώραν εν ευθυμία η ομήγυρις όλη. + +*** + +Τέλος ο Γιάννης ο Κούτρης αφήκε τον όνον του ήσυχον, και ο +μπάρμπα-Γεώργης τ' Παναγιώτ' ως διά να ευχαριστήση τον μιμικόν, +εξέφερε προς αυτόν ιδίως αποτεινόμενος, προς επισφράγισιν του +συμποσίου, την τελευταίαν της ημέρας πρόποσίν του, ήτις ήχησεν +υπόκωφος, ως να εξήλθεν από τον πάτον της φλάσκας, πλέον να κλώζη +και να φυσά. + + — Κη τ' χρον' με του καλό να σας βρω! + +Ο Γιάννης ο Κούτρης απήντησε. + + — Καλώς ναρθής, μπάρμπα-Γιώργη μ'! + + + +Δ’ + + + +ΛΑΜΠΡΙΑΤΙΚΟΣ ΨΑΛΤΗΣ + + + +Εάν ο ήρως του παρόντος διηγήματος ήτο αυτούσιος ο γράφων, τότε ο +επί κεφαλής τίτλος, θα είχε μάλλον τροπικήν και αλληγορικήν +σημασίαν. Διότι, ναι μεν, ευδοκία της θείας προνοίας, είνε αληθές +ότι και χάρις εις την φιλάδελφον προθυμίαν του χωρικού και +αρχοντικού φίλου μου κυρ Γιάννη Πεντελιώτου, αξιούμαι σχεδόν κατ' +έτος ανελλιπώς, κατά τας περιδόξους, ταύτας ημέρας να συμβάλλω +εναμίλλως μετ' αυτού, υποβαστάζοντος διά της χειρός τα γυαλιά του, +αγαπώντος το πολίτικον ύφος, παρατείνοντος επ' άπειρον τα μουσικά +κώλα και τας καταλήξεις του, εις τον μικρόν αγροτικόν ναΐσκον του +χωρίου Θ., όπου μυροβολεί ελισσόμενον εις κυανούς στεφάνους το +μοσχολίβανον, περιβάλλον ως διά φεύγοντος πλαισίου τους ακτινωτούς +στεφάνους και τας σεμνάς όψεις των αγίων, και όπου με τας κεντητάς +ποδιάς των και τα λευκά κολόβια αι νεαραί χωρικαί προσέρχονται +φέρουσαι αγκαλίδας ρόδων και ίων και θημονίας όλας δενδρολιβάνου, +καταφορτώνουσαι με λόφους ανθέων τον πενιχρόν επιτάφιον, μη έχοντα +ανάγκην άλλης πολυτελείας. Εκεί εισβάλλει ουλαμός όλος αυτοσχεδίων +ψαλτών, κρατούντων ανά έν φυλλάδιον του επιταφίου εις την χείρα, +οίτινες φιλοτιμούνται να ψάλλωσιν εν σπαρακτική παραφωνία τα +εγκώμια, καταστρέφοντες διά κωμικών σφαλμάτων και τας ολίγας +λέξεις, όσαι είνε ορθώς τυπωμέναι εις τα φυλλάδια εκείνα. + +Χωρίς να είμαι κύριον μέρος του αυτοσχεδίου τούτου χορού, οφείλω +να ομολογήσω ότι, καίτοι προσπαθών να συμψάλλω υποφερτά κάπως με +τον αρχοντικόν και πρόθυμον φίλον μου, ουχ ήττον υστερώ αυτού κατά +πολλά, και διά τούτο επεκαλέσθην εν αρχή, ως επιείκειαν εκ μέρους +του αναγνώστου, την τροπικήν του τίτλου εκδοχήν, καθ' ον δηλ. +τρόπον εις όλους τους ναούς, παρουσιάζονται κατά τας ημέρας +ταύτας, πολλοί τέως άγνωστοι, μουσόληπτοι εκ του παραχρήμα, +λαμπριάτικοι ψάλται, ούτω και ο γράφων, ενώ καθ' όλον τον άλλον +χρόνον σιωπά, παρουσιάζεται, δις του έτους ούτος, τα Χριστούγεννα +και το Πάσχα, κατ' αποκοπήν διηγηματογράφος. Το πράγμα ήρχισε να +γίνεται κάπως φορτικόν, και πολλοί μεν εσκανδαλίσθησαν, τινές δε +και το απεδοκίμασαν. Αρκούσι τόσαι άλλαι μανίαι, τόσοι ξενισμοί. +Ημείς δεν είμεθα Άγγλοι ούτε Αμερικάνοι. Μη μας σκοτίζης και συ. +Πόθεν έλαβες αφορμήν να υποθέσης ότι το κοινόν θέλγεται από τας +αναμνήσεις σου, ή συγκινείται από τα αισθήματά σου; Το έκαμες μίαν +φοράν ή δύο. Αρκεί. Παύσε πλέον. Δεν βλέπεις ότι το αιώνιον θέμα +σου εξηντλήθη, και ότι ευρίσκεσαι εις την ανάγκην να προσπαθής βία +να παρουσιάσης απλήν παραλλαγήν κατ' έτος; + +Εν πρώτοις, καλόν θα ήτο να διακρίνωμεν ό,τι είνε πράγματι +ξενισμός από ό,τι δύναται να είνε, εκ της φύσεως των πραγμάτων, +κοινόν εις πάντα τα έθνη. Λόγου χάριν, το να εκδίδωνται τα +περιοδικά κατά Σάββατον ή Κυριακήν είνε ξενισμός; Το να +δημοσιεύουν αι πολιτικαί εφημερίδες φιλολογικωτέραν ύλην κατά +Κυριακήν, είνε ξενισμός; Ενί λόγω, το να σχολάζη τις κατά τας +εορτάς από της τύρβης του κόσμου, ως και από της αναγνώσεως άρθρων +πολιτικών, και να αισθάνεται την ανάγκην αβροτέρας, τερπνοτέρας, +αφοσιοτέρας αναγνώσεως είνε ξενισμός; Έστω, αλλά δύνασαι να +δημοσιεύης εν ημέραις εορτών διηγήματα ή περιγραφάς, χωρίς να +κάμνης ποσώς λόγον περί των Χριστουγέννων και του Πάσχα. + +Ιδού λοιπόν ποίον το αίτιον της δυσφορίας των — και πόσον αφελώς +το ομολογούσι.... το εξωτερικεύουσι. Να φιλοξενηθής ηγεμονικώς εις +τα μέγαρα μεγάλου άρχοντος, και να μην προπίης εις τιμήν του +οικοδεσπότου! Να απολαύσης (ξενίας δεσποτικής και αθανάτου +τραπέζης) και να μην αποδώσης ευχαριστίαν εις τον εστιάτορα! Αλλ' +εις τα διηγημάτια, όσα εδημοσίευσε κατά καιρούς ο υποφαινόμενος τα +Χριστούγεννα ή το Πάσχα, ενεπνεύσθην, αληθώς, από τας αναμνήσεις +μου και τα αισθηματά μου, τα οποία θέλγουσι και συγκινούσιν εμέ +αυτόν — ίσως και ολίγους εκλεκτούς αναγνώστας. Ότι δε τοιούτοι +υπάρχουσιν, αποδεικνύεται εκ τούτου, ότι δύο των εφημερίδων, αι +κορυφαίαι της πρωτευούσης ως και το μονάκριβον περιοδικόν, +δεξιούνται τα εορτάσιμα διηγημάτια των ημερών τούτων. + +Έπειτα ουδαμού σχεδόν θα εύρητε ότι επεζήτησα βεβιασμένην θέσιν ή +πλοκήν, όπως γαλβανίσω την περιέργειαν του αναγνώστου. Όπου +γίνεται λόγος περί ξενιτευμένων, οίτινες επιστρέφουσι μετά μακράν +απουσίαν ή στέλλουσι γράμματα μετά υλικής παρηγορίας εις τους +οικείους, ταύτα όλα βασίζονται επί της πραγματικότητος, καθόσον +όλοι οι ζήσαντες εις παραθαλασσίους και ναυτικούς τόπους της +Ελλάδος κάλλιστα γνωρίζουσιν ότι, κατά τας παραμονάς ιδίως των +εορτών, πολλοί ξενιτευμένοι, ενώ συνήθως φαίνονται σκληροί και +απεσκληρημένοι τον φλοιόν, αίφνης &ενθυμούνται& τους οικείους των, +ή και επιστρέφουσιν εις τας πατρίδας, ή αν αυτοί κωλύονται υπό +φιλοτιμίας να κατέλθωσιν ευπροσώπως, όχι σπανίως αποστέλλουσι +παραμυθίαν εις τας γηραιάς μητέρας και τας αδελφάς των. Εν άλλοις +λόγοις γίνεται λόγος περί των κοινωνικών και οικογενειακών εθίμων +των σχετιζομένων με τας εορτάς, και αλλαχού πάλιν η ασθενής πλοκή +στρέφεται περί νεωτεριστικόν τι φθοροποιόν έθιμον. Τι το απίθανον +εις όλα ταύτα; + +Αλλά τα πλείστα των υπ' εμού γραφέντων εορτασίμων διηγημάτων +έχουσιν, ας μου επιτραπή ο λατινικός όρος, a priori την υπόθεσιν, +είνε δηλαδή μάλλον θρησκευτικά. Ποίαν χάριν, σας παρακαλώ, ποίαν +δύναμιν και πρωτοτυπίαν θα είχε το να λάβη τις τον κόπον να +περιγράψη λεπτομερώς πώς χωρικός ιερεύς απήλθε να λειτουργήση εις +εξωκκλήσιον, χάριν μικράς κοινότητος αγροίκων ή βοσκών, ποίοι και +πόσοι μετέσχον της πανηγύρεως και ποία τινα ήσαν τα ήθη των +πανηγυριστών; Τούτο θα ήτο όλως ευτελές κατά την γνώμην των +κριτικών. Το να γράψη τις, ότι γηραιός ανήρ εφόνευσε την συμβίαν +του, κατ' αυτήν την ημέραν των Χριστουγέννων — χωρίς μήτε ο +αναγνώστης μήτε ο συγγραφεύς να υποπτεύωσι καν διατί την εφόνευσεν +—, τούτο είνε υψηλόν και πολυτελές, κατά την εκτίμησιν μερικών. +Μετά τοιούτον έγκλημα κατ' αυτήν την αγίαν ημέραν, το θέμα +εξηντλήθη, και όλα τα Χριστουγεννιάτικα και τα πασχαλινά διηγήματα +δεν πρέπει πλέον να βλέπωσι το φως. + +Μη &θρησκευτικά, προς θεού&. Το Ελληνικόν έθνος δεν είνε +Βυζαντινοί, εννοήσατε; Οι σημερινοί Έλληνες είνε κατ' ευθείαν +διάδοχοι των αρχαίων. Έπειτα επολιτίσθησαν, προώδευσαν και αυτοί. +Συμβαδίζουν με τάλλα έθνη. Ποίαν ποίησιν έχει το να γράψης ότι ο +Χριστός «δέχεται την λατρείαν του πτωχού λαού», και ότι πτωχός +ιερεύς «προσέφερε τω θεώ θυσίαν αινέσεως;» Και να περιγράφης το +εσωτερικόν του ναΐσκου, με τας νυσταλέας κανδήλας και τας αμαυράς +μορφάς των Αγίων ολόγυρα! Δεν τα εννοούμεν αυτά ημείς. Θέλομεν +διήγημα, το οποίον να είνε όλον ποίησις, όχι πεζή πραγματικότης. +Συ δε πώς τολμάς να γράφης ομιλών περί Ιουλιανού του Παραβάτου, +καρφωμένου εις τον τοίχον από την λόγχην του αγίου Μερκουρίου, +τοιαύτην βλάσφημον φράσιν: «Πελιδνός, ο παράφρων τύραννος....» + +Όταν συγγραφεύς άλλος, και άλλης περιωπής, δημοσιεύσας προ ετών +ιστορικοφανταστικόν δράμα, προέτασσε &χυδαία& αληθώς προλεγόμενα, +δι' ων ύβριζε βαναύσως την θρησκείαν των πατέρων του — τότε ουδείς +λόγος ήτο όπως σκανδαλισθή τις διότι το πράγμα ήτο της μόδας. Αλλά +συ, να τολμάς να εκφράζεσαι με τοιαύτην ασεβή γλώσσαν περί του +Ιουλιανού εκείνου, του παραβάτου ή αποστάτου καλουμένου — η +θρασύτης υπερβαίνει παν όριον. Και όμως ο σοφός επικριτής δεν +ενόησεν ότι η φράσις ήτο εξ αντικειμένου, όπως λέγουσιν αυτοί· +απέδιδε δηλ. διά λέξεων τα χρώματα του ζωγράφου· και ότι παν +ζήτημα περί των δοξασιών του γράφοντος (όστις εν τούτοις δεν +αρνείται ότι συμμερίζεται την γνώμην του Βυζαντινού τοιχογράφου) +παρέλκει όλως. + +Διά να δώσωμεν πέρας εις το προοίμιον αυτό, θα είπωμεν με δύο +λέξεις ότι: Το σημερινόν έθνος δεν επήγε, δυστυχώς, τόσον εμπρός +όσον λέγουν αυτοί. Το έθνος το Ελληνικόν, το δούλον τουλάχιστον, +είνε ακόμη πολύ οπίσω, και το ελεύθερον δεν δύναται να τρέξη +αρκετά εμπρός, χωρίς το όλον να διασπαραχθή, ως διασπαράσσεται, +φευ! ήδη. Ο τρέχων πρέπει να περιμένη και τον επόμενον, εάν θέλη +ασφαλώς να τρέχη· ο ελεύθερος πρέπει να βοηθή τον δεσμώτην ή +πρέπει να τον ανακουφίζη. Όσον παρέρχεται ο χρόνος, τόσον το +ελεύθερον έθνος καθίσταται οίμοι! ανικανώτερον όπως δώση χείρα +βοηθείας εις το δούλον έθνος. Άγγλος ή Γερμανός ή Γάλλος δύναται +να είνε κοσμοπολίτης ή αναρχικός, ή άθεος ή ό,τι δήποτε. Έκαμε το +πατριωτικόν χρέος του, έκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα είνε ελεύθερος +να επαγγέλλεται, χάριν πολυτελείας, την απιστίαν και την +απαισιοδοξίαν. Αλλά Γραικύλος της σήμερον όστις θέλει να κάμη +δημοσία τον άθεον ή τον κοσμοπολίτην, ομοιάζει με νάνον +ανορθούμενον επ' άκρων ονύχων και τανυόμενον να φθάση εις ύψος και +φανή και αυτός γίγας. Το ελληνικόν έθνος, το δούλον, αλλ' ουδέν +ήττον και το ελεύθερον, έχει και θα έχη διά παντός ανάγκην της +θρησκείας του. + +Το επ' εμοί, ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω +πάντοτε, ιδίως δε κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας να υμνώ +μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ' έρωτος την φύσιν +και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη. &Εάν +επιλάθωμαί σου Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου, κολληθείη η +γλώσσα μου τω λάρυγγί μου, εάν ου μη σου μνησθώ. + +*** + +Αλλ' ο ήρως του παρόντος διηγήματος είνε ο κυρ Κωνσταντός +Ζμαροχάφτης, τρίτος πάρεδρος του δήμου Λίτης, του χωρίου Αν......, +όστις υπεσχέθη, ως είχε πάντοτε συνήθειαν ευκόλως να υπόσχεται +(εις την αρετήν δε ταύτην ίσως ώφειλε και την επιτυχίαν του εις τα +πολιτικά· διότι ενώ ο α' και ο β' πάρεδρος εις πάσαν εκλογήν, +εμάχοντο πάντοτε περί της πρώτης τάξεως προς αλλήλους, αυτός, +μετριόφρων και χωρίς κεράσματα εξελέγετο ασφαλώς τρίτος εκάστοτε, +μη υπάρχοντος τετάρτου συναγωνιστού), υπεσχέθη, λέγω, να υπάγη να +συλλειτουργήση τον παπά Διανέλον τον Πρωτέκδικον, έξω, εις το +παρεκκλήσιον του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Ο ναΐσκος ευρίσκετο +τρεις ώρας μακράν της πόλεως, και ο παπά Διανέλος ο Πρωτέκδικος +είχεν απέλθει εκεί από της πρωίας του μεγάλου Σαββάτου, αφού έλαβε +την υπόσχεσιν του κυρ Κωνσταντού ότι θα έφθανε προς το βράδυ διά +να ψάλη και συνεορτάσωσιν ομού την Ανάστασιν. + +Άλλον βοηθόν ο Παπάς δεν είχεν^ ο νεώτερος υιός του, ετοιμαζόμενος +εφέτος δι' εξετάσεις εις το Διδασκαλείον, δεν ηδυνήθη να έλθη το +Πάσχα· ο άλλος έλειπε διαρκώς ναύτης με τα καράβια του. Θυγατέρας, +το άφθονον τούτο προϊόν του τόπου — και της ιερατικής εγγάμου +τάξεως μάλιστα — του είχεν αφήσει πλησμονήν η μακαρίτισσα η +πρεσβυτέρα, πέντε τον αριθμόν, ας είχαν ζωήν, οπού δεν έπαυαν +αεννάως να μεγαλώνουν, να μην αβασκαθούν· ήσαν τόσον γείτονες την +ηλικίαν, ώστε δεν επρόφθανε να μεγαλώση η μία, και η άλλη αμέσως +την έφθανε· όσον εμεγάλωναν τόσον εφαίνοντο, και μάλιστα αι +μεσαίαι τρεις, ίσαι περίπου εις τα χρόνια, ίσως και εις το +ανάστημα· και ο παπά Διανέλος, ακούσιος ιερομόναχος, δεν ήτο +ελεύθερος ούτε εις μοναστήριον να καταφύγη. + +Τον τριών ωρών δρόμον από την πολίχνην εις το εξωκκλήσιον είχε +διανύσει το πρωί, απολείτουργα, ο παπά Διανέλος, ακολουθούμενος +από τας δύο νεωτέρας θυγατέρας του, κορασίδας δέκα και δώδεκα +ετών, και από ομάδα επτά ή οκτώ γυναικών φιλεόρτων, προπορευομένου +του όνου του, φορτωμένου το δισσάκιον με τα &ιερά& του παπά. Ο +ήλιος ήτον ως δύο καλαμιαίς υψηλά, όταν εξήλθον εις του Γιατρού τ' +αμπέλι, είτα έφθασαν εις τα Βουρλίδια, είτα ανήλθον ασθμαίνοντες +εις του Ματαρώνα τον Πεύκον, όστις ίστατο τότε ακόμη εκεί και +ευηργέτει τους οδοιπόρους με την παρήγορον σκιάν του εις την +κορυφήν του υψώματος, πριν ασυνείδητος βάρβαρος, τη ανοχή ή τη +ενοχή εκείνων τους οποίους ο πλέον άτυχος των λαών του κόσμου, εκ +περιτροπής εκλέγει άρχοντας και προστάτας του, ρίψη ασπλάγχνως το +περικαλλές δένδρον και απογυμνώση το τοπίον του μοναδικού +στολισμού του. + +Εκείθεν ανήλθον εις το Πετράλωνον και εις του Σταμέλου την +Βρυσούλαν, και ανέβησαν δι' ανωφερούς οδού εις του Κανάκη την +Βρύσιν, και διά της Κλινιάς κατήλθον εις του Χαιρημονά το ρέμμα, +και έφθασαν εις την βόρειον ακτήν της νήσου, εφ' ύψους της οποίας, +περίοπτος εκ του πελάγους, ακούων τους κτύπους του πλήττοντος τας +ακτάς κύματος, σιωπηλός και διηγούμενος πέντε αιώνων σπαρακτικήν +ιστορίαν μαρτυρίου και αίματος, εγείρεται πενιχρός αλλά σεμνός της +Αποτομής του τιμίου Προδρόμου ο ιερός ναΐσκος. + +Εισήλθον εις τον περίβολον του ναού και εξεφόρτωσαν το ονάριον. Αι +γυναίκες ροδοκόκκινοι, εξαναμέναι εκ της οδοιπορίας, αεννάως +κελαδούσαι και καγχάζουσαι, ετίναξαν τα ουδόλως κορνιακτισμένα +κράσπεδά των, και εφόρεσαν επί του κοντού φουστανίου της +οδοιπορίας τας μακράς και πολυπτύχους εσθήτας. Ο παπάς έρριψε κάτω +την μίαν άκραν του στακτερού ζωστικού του κ' εφόρεσεν άνωθεν αυτού +το μαύρον ράσον του. Εισήλθον όλοι εις τον ναόν κ' επροσκύνησαν. + +Εκ των γυναικών, αι μεν συνέλεξαν χαμόκλαδα και ήναψαν φωτιάν, διά +να ψήσωσι καφέν και προσφέρωσιν εις τον ιερέα, αι δε έδρεψαν εκ +των ευωδών θάμνων δέσμας σχοίνων και πριναρίων και φασκομηλεών, +και συνέδεσαν προχείρως διά κλωστής σκούπας, και ήρχισαν γοργά και +στρωτά να σκουπίζωσιν άλλαι το έδαφος του ναού, άλλαι το +προαύλιον· ο ιερεύς απετέλεσε σκούπαν εκ δάφνης και μύρτου και +δενδρολιβάνου, και εσάρωσε μόνος του το Θυσιαστήριον, και όλον το +ιερόν βήμα. Δεν έπαυε δε να γογγύζη και να διαμαρτύρηται εναντίον +της αβελτηρίας, ως έλεγε, των βοσκών και των αιπόλων, αυτών +εκείνων οίτινες τον είχον προσκαλέσει να τους κάμη Ανάστασιν εις +το Βουνόν, και εκ των οποίων κανείς δεν είχε φανή ακόμη. Αυτοί +προέβαινον ενίοτε μέχρι της βεβηλώσεως τού να εισάγωσιν, ίσως εν +καιρώ βροχής, τα θρέμματά των εντός των εξωκκλησίων, ως ηδύνατο να +πεισθή τις εκ της παρουσίας διαφόρων ιχνών της εισβολής, τα οποία +ουδ' είχον λάβη τον κόπον να εξαλείψωσιν. Ένδοθεν του ιερού +βήματος, ενώ έκυπτε διά να σκουπίση, ηκούετο από καιρού εις καιρόν +ψιθυρίζων μετά στεναγμού: + + — Αχ! αλλοίμονο... «Ανθρώπους και κτήνη σώσεις, Κύριε!» + + — Δεν τσάκισε κανείς το ποδαράκι του! έκραξεν απαντώσα έξωθεν εις +τον στεναγμόν του ιερέως η θειά Σειραϊνώ, η αληθής σημαιοφόρος των +εξοχικών λειτουργιών και των πανηγυριών. + + — «Ανθρώπους και κτήνη!» εψιθύρισε πάλιν ο ιερεύς. + +Είχε παρέλθει ήδη η μεσημβρία, και ο ιερεύς μετά του μικρού +ποιμνίου εκάθησαν να γευματίσωσιν υπό την ιεράν ελαίαν, εν τω +περιβόλω του ναΐσκου, εγγύς του παμπαλαίου εκείνου λιθοκτίστου +κιβουρίου, το οποίον κατ' άλλους ήτο στέρνα ύδατος και κατ' άλλους +κοιμητήριον ή οστεοθήκη. Η θειά το Μαθηνώ, γηραιά ευλαβής κατά +τους μεν, ψευτομετάνισσα κατά τους δε, ενάρετος γυνή, αποβλέπουσα +προς το κτίριον τούτο μετά στεναγμού είπεν: + + — Ημείς τρώμε, κορίτσια· να έχουν τάχα κ' οι φτωχοί, να φάνε! + + — Τρών' οι πεθαμένοι, θειά Μαθηνώ, είπε το Αγλαώ, η δωδεκαέτις +παιδίσκη του ιερέως. + + — Οι πεθαμμένοι τρώνε κόλλυβα, εγώ το ξέρω, προσέθηκε το +Καλλιοπώ, η δωδεκαέτις μικρά αδελφή της· και γι' αυτό, ημείς στο +σπίτι όσα κόλλυβα μας φέρουνε, όλα τα μοιράζουμε ςτους φτωχούς και +στα παιδιά τα γειτονόπουλα, για να έχη η μάννα μας, η φτωχή, να +φάη ςτον άλλον κόσμο... + + — Σιωπή, Καλλιοπώ! είπεν ο ιερεύς, θέλων να κρύψη την συγκίνησίν +του. + +Προ δώδεκα και πλέον ετών ο παπά Διανέλος είχε φίλον τινά +ελληνοδιδάσκαλον, χρηστόν άνδρα, αλλ' όστις είχεν αδυναμίαν εις τα +ελληνικά ονόματα. Είχε γείνη σύντεκνος του ιερέως, και βαπτίσας +τας δύο τελευταίας κόρας του είχε δώσει αυταίς αρχαιοπρεπή +ονόματα, τα οποία όμως, επειδή ευρέθησαν επί ουδετέρου εδάφους, +εξουδετερώθησαν, ως εικός, και αυτά. + + — Τι! έχει δίκηο το κορίτσι, παπά· ανέκραξεν η θειά το Μαθηνώ, +ήτις ενθυμήθη τότε τα «πεθαμμένα της», τέσσαρα παιδιά και τον +άνδρα της, οπού είχε θάψει, μείνασα με δύο θυγατέρας υπάνδρους, +τας οποίας είχε στήριγμα ακόμη εις τον κόσμο· έχει δίκηο το +κορίτσι. Ο παπά Θεόφιλος, ο μακαρίτης ηγούμενος της Μεγαλόχαρης +της Ευαγγελίστρας, το ίδιο μας έλεγε, για έναν που τον είχαν όλοι +για πεθαμμένον, που η γυναίκα του τού έκαμε τα τρίμερα και τα +νιάμερα, και ο Άγγελος Κυρίου έπαιρνε το πιάτο με τα κόλλυβα, +καθώς ήταν σταυρωμένο με της σταφίδες και με τα ρόιδα και το +επήγαινε εις τον πλακωμένον κ' έτρωγε, δεν ξέρω πόσαις μέραις, κι' +ανάσαινε από μια τρύπα της γης, θαρρώ, ως που ο άνθρωπος δεν +απέθανε, κ' εσήκωσε το μάγγανο, και τον ξελευθέρωσεν, δεν είνε +αλήθεια αυτό παπά; + + — Αλήθεια είνε, βλοημένη, απήντησεν ο παπάς· αλλά τώρα είνε... +για όσους θέλουν να τα πιστεύσουν. + + — Κι' όσοι δεν τα πιστεύουν; + + — Θα πάνε στην Κόλασι, το ξέρω εγώ, είπε το Καλλιοπώ + + — Μα σαν είν' αλήθεια, παπά, γιατί ο Άγγελος Κυρίου δεν σήκωνε +μια και καλή το μάγγανο να ξελευθερώση τον άνθρωπο; είπεν η +Αννούδα, μία των γυναικών. + + — Γιατί ο σκοπός δεν ήτον να δειχθή η παντοδυναμία του θεού, οπού +είνε αποδειγμένη δι' απείρων θαυμάτων, απήντησεν ο ιερεύς· αλλά να +φανερωθή μόνον η δύναμις των μνημοσύνων και των διά τους νεκρούς +προσφορών, και ότι τίποτε το οποίον (προσφέρει) θυσιάζει ο +άνθρωπος εις τον Θεόν, τίποτε το οποίον δίδει εις τους πτωχούς, +καμμία καλή πράξις, καμμία αρετή, καμμία υπομονή, κανέν μαρτύριον, +κανέν δάκρυ, τίποτε δεν χάνεται. Όλα σπείρονται εις γην αγαθήν, ως +ο κόκκος του σίτου, είπεν ο Κύριος, όπου αν πέση εις την γην και +αποθάνη (και τοιαύτα είνε τα κόλλυβα, τοιούτοι και οι νεκροί), +πολύν καρπόν φέρει. «Οι σπείροντες εν δάκρυσιν εν αγαλλιάσει +θεριούσι». Κείνοι που σπείρουν με δάκρυα, με χαράν και αγαλλίασιν +θα θερίσουν. + + — Το λέγει αυτό το Εύαγγέλιον; + + — Το λέγει το Ψαλτήρι, αλλά το ίδιο είνε, γιατί και το Ψαλτήρι +είνε λόγος Θεού, και εμπνευσμένον από το Πνεύμα το Άγιον. Και όταν +θάπτομεν νεκρόν εν Χριστώ ευσεβώς δύσαντα, είνε ως να σπειρωμένα +εις την γην κόκκων σίτου... και ο Κύριος θα τον αναστήσει εν τη +εσχάτη ημέρα, καθώς ο ίδιος ευδόκησε να μας το υποσχεθή. + +«Ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη ζήσεται... καγώ αναστήσω αυτόν εν +τη εσχάτη ημέρα». + + — Αμήν! είπεν η θειά το Μαθηνώ, και τα δάκρυά της, επί τη μνήμη +του ανδρός και των τεσσάρων παιδιών, ταχέως εξητμίσθησαν ως +σταγόνες όμβρου μετά θερινόν υετόν, εντός της κοίτης πάλαι +ξηρανθέντος χειμάρρου. + +*** + +Το δειλινόν εφάνησαν μακρόθεν να κατεβαίνωσι την ράχιν ερχόμεναι +αι καλυβιώτισσαι γυναίκες, αι ποιμενίδες και βοσκίδες των +αγροτικών συνοικιών. Ήλθαν φέρουσαι πελωρίους κοφίνους, γεμάτους +άνθη, λαμπάδας, κηρία και αγγεία με έλαιον, και πρόσφορα και +μικράς φιαλίδας με &νάμα&, ή οδηγούσαι ονάρια με τα σάγματα +επεστρωμένα διά κιλιμιών και χραμίων, φορτωμένα τορβάδες και +δισσάκια με φλάσκας οίνου, με τυρία νωπά, ή ζεματισμένα και +κόκκινα αυγά. Κατόπιν εφάνησαν σφυρίζοντες αλλοκότως δύο ή τρεις +βοσκοί με τας αγέλας των, τας οποίας ωδήγησαν παρά τον απότομον +κρημνόν προς την θάλασσαν. Οι τράγοι επήδων από βράχου εις βράχον, +από όχθον εις όχθον, από κοίλωμα εις κοίλωμα, ενώ τα ερίφια +χαριέντως σκιρτώντα έτρεχον κατόπιν των αιγών βελάζοντα, +αγαλλόμενα προς την νέαν δι' αυτά απόλαυσιν του αγνώστου τούτου +πράγματος, της ζωής, εκθέτοντα εις τον ήλιον τα στακτερά ή στικτά, +και λευκά και μαύρα τριχώματά των, ενώ οι βοσκοί, υψηλοί, +ρωμαλέοι, τραχείς, φριξότριχες, ηλιοκαείς την όψιν, έτρεχον εμπρός +και οπίσω με τας μακράς, ίσας με το ανάστημά των, καμπύλας την +λαβήν ράβδους των, σοβούντες μετά πολυήχου συριγμού την δυσάγωγον +και σκιρτικήν αγέλην. + +Τελευταίοι έφθασαν οι ποιμένες άνευ των αμνάδων των, τας οποίας +είχον αφήσει οπίσω εις τας μάνδρας, κομίσαντες μόνον δυο αρνία +σφαγμένα. Έφθασαν σιγυρισμένοι, αλλαγμένοι, στολισμένοι όλοι των, +με καθαρούς χιτώνας, κοντά βρακία και υψηλαίς βλαχόκαλτσαις, με +πλατέα ζωνάρια κίτρινα, ξυραφισμένοι και με τους λινόχρους ή +καστανούς μύστακας αγκιστροειδείς. + +Ταχέως έκλινεν η ημέρα, και ο ήλιος έδυσεν εις μίαν ράχιν του +Πηλίου, αντικρύ, αφού επί πέντε λεπτά της ώρας είχε μείνει +στεφανωμένος με κυάνεα και περιπόρφυρα χρυσαυγή νέφη αντιλαμβάνων +ο ίδιος όσην απέδιδε δόξαν και λάμψιν και επί δέκα λεπτά ακόμη, +αφού εβασίλευσεν, αι ακτίνες της στέψεώς του έμειναν χρυσοφαείς, +πορφυρίζουσαι, κυανίζουσαι βάπτουσαι το βουνόν με ιώδες χρώμα. +Είτα κατήλθεν η νυξ, ηρέμα επί των πλευρών του όρους, σπείρουσα +παντού το βαθύ και άρρητον μυστήριόν της, και οι έμψυχοι κρότοι +και ψίθυροι της φύσεως, εξηγέρθησαν εις τας ράχεις, εις τους +λόγγους, εις τας φάραγγας, και η οφρύς του βουνού ητμίσθη και +συνεστάλη υγρά και το βλέφαρον του λόφου κατήλθε, και εκλείσθη εις +έν βουνόν ρεμματιά και κάμπος. Και ο μπάρμπα-Κωνσταντός ο +Ζ'μαροχάφτης, τρίτος πάρεδρος του χωρίου, του δήμου Λίτης, δεν +εφάνη ουδαμόθεν να έρχεται. + +Ήτο δε ανήσυχος ο ιερεύς, και φόβος ήτο να μείνωσι χωρίς Ανάστασιν +και λειτουργίαν. Διότι ευλόγως δεν ηδύνατο άνευ βοηθού να +ιεροπρακτήση. Λειτουργία χωρίς ένα τουλάχιστον ψάλτην ή αναγνώστην +δεν γίνεται, οι ποιμένες και οι βοσκοί ήσαν όλοι, ως εικός, ου +μόνον αγράμματοι, αλλά και αλιβάνιστοι οι κακόμοιροι πολλοί +τούτων. + + — Τώρα, τι να κάμουμε; — Ορίστε σου υπόσχονται σίγουρα μία +δουλειά, κ' ύστερα σ' αφήνουν μέσ τη μέση! &Ανθρώπους και κτήνη +σώσεις Κύριε!& + +Ήλπιζεν εν τούτοις ακόμη ότι ο μπάρμπα-Κωνσταντός θα ήρχετο. +Αργοστόλιστος ήτο πάντοτε, τον ήξευρεν. Αλλά τώρα ήτο σκοτεινή +ακόμη νυξ και μόνον τα άστρα έλαμπαν άνω, ολίγω ύστερον ανέτελλεν +η σελήνη, και τότε ελπίς ήτο να έλθη. + +Παρήλθον δύο ώραι και η σελήνη ανέτειλε κολωβή από το σκοτεινόν +βουνόν άνω, ανερχομένη βραδέως εις το στερέωμα, και αι τάξεις των +άστρων ηραιώθησαν επ' άπειρον και όλα σχεδόν ημαυρώθησαν εις την +διάβασίν της. Παρήλθεν ακόμη μία ώρα. Ο μπάρμπα-Κωνσταντός δεν +εφάνη. + +Ο ιερεύς ήρχισε ν' αγανακτή. + + — Ο ασυνείδητος! ο μωρός!.... Ήμαρτον κύριε! «Ανθρώπους και +κτήνη». + +Ήθελε να στείλη ένα των ποιμένων εις την πολίχνην, όπως ζητήση και +εύρη ένα συλλειτουργόν να του φέρη. Αλλ' οι ποιμένες και οι βοσκοί +όλοι έρεγχον εξηπλωμένοι μεταξύ των σχοίνων και των κομαρεών, +τυλιγμένοι εις τας κάπας των, ευχαριστημένοι ότι επανήλθεν η +άνοιξις και εύρισκαν ολιγώτερον παγεράν της γης την υγρασίαν. Και +αι γυναίκες των πλαγιασμένοι και αυταί, ύπνωττον ολιγώτερον +ακουστώς όπισθεν του ιερού βήματος, τυλιγμέναι με τα χιράμια και +τα κιλίμια, τα οποία είχον φέρει επεστρωμένα επί των σαγμάτων των +όνων. Και αι εκ της πολίχνης ελθούσαι γυναίκες, κύπτουσαι επί των +καλαθίων των, έξω της θύρας του ναού, υπό τον εστεγασμένον πρόναον +και εντός της ξύλινης κιγκλίδος, ελαγοκοιμώντο και αυταί. Μόνον ο +ιερεύς ανησύχει και ήτο άγρυπνος. + + — Τα ξέρω εγώ απ' όξου τα πλειότερα τα γράμματα, παπά, του έλεγεν +η θειά το Μαθηνώ, διά να του δώση θάρρος· τα κανοναρχώ κειδά στ' +αυτί του γέρο-Φιλιππή, κι' ο γέρο-Φιλιππής, οπούν θεοφοβούμενος +άνθρωπος, θα τα λέη κειδά όπως-όπως... + + — Να δα η ώρα να σε κάμουμε και ψάλτη, Μαθηνώ! απήντησε γελάσας ο +ιερεύς. + + — Ψάλτης δε θα γίνω, μόνε κανονάρχος. Μοναχοί μας θάμαστε... +Κανένας γραμματισμένος δεν είνε για να μας γελάση.... Η αγιωσύνη +σ' βρίσκεις τον ήχο του μπάρμπα Φιλιππή, κ' εγώ του λέω τα λόγια +όσα θυμούμαι. Νάξερα από μέσα απ' το χαρτί να διαβάσω, θαρρώ πώς +δε θα ήτον αμαρτία να ψάλω και μοναχή μου. + +Ως τόσον επλησίαζε μεσονύκτιον, και δεν ήτον ελπίς να έλθη πλέον ο +μπάρμπα-Κωνσταντός, ο τρίτος πάρεδρος. Ο ιερεύς δεν απεφάσισε να +εξυπνήση κανένα εκ των βοσκών και τον στείλη εις την πόλιν, ως +εσκέφθη κατ' αρχάς, διότι ελογάριαζεν ότι τόσαι ολίγαι ώραι έμενον +έως να ξημερώση, ώστε μέχρι ου υπάγη ο αποσταλησόμενος εις την +πόλιν, ζητήση και κατορθώση να εύρη ψάλτην, εωσότου πείση και φέρη +αυτόν και φθάσωσιν ομού εις τον Άγιον Ιωάννην θα ήτο ακριβώς δύο +ώραις ημέρα.... και η Ανάστασις επρόκειτο να γίνη τα μεσάνυκτα ή +και βραδύτερον τι. + +Ο παπά Διανέλος εσηκώθη στενάζων, εισήλθεν εις τον ναόν, και +προσεκύνησεν εις τας βαθμίδας του ιερού βήματος. Ευθύς κατόπιν +έτρεξεν η γρηά Μαθηνώ και η θειά το Σειραϊνώ, η σημαιοφόρος των +πανηγύρεων. Αι δύο γυναίκες ήρχισαν να αναζωπυρώσι τα φυτύλια, να +ρίπτωσιν έλαιον εις τας κανδήλας και να κάμνουσιν εγκαρδίους +σταυρούς. Ησθάνοντο ανέκφραστον χαράν και γλύκαν εις τα σωθικά +των. Ήτο ανάστασις, Ανάστασις! Το πρόσωπον του Δεσπότου Χριστού +έλαμπε με άγιον φως, δεξιά της ιεράς πύλης. Η μορφή της Δεσποίνης +Θεοτόκου ήστραπτεν εξ αφάτου χαράς αριστερόθεν, κρατούσης το θείον +βρέφος της. Η όψις του τιμίου Προδρόμου, με ένα βόστρυχον της +κόμης φρίττοντα προς τα άνω, ως να έμεινεν ανωρθωμένος από την +πρόσψαυσιν του θηριώδους δημίου του αποκόψαντος την σεβάσμιον +κάραν του μείζονος εξ όσων εγέννησαν κατά φύσιν αι γυναίκες +ανδρών, εσελαγίζετο εκ μυστικής ευφροσύνης παραπλεύρως εκείνου ου +την φρικτήν κορυφήν ηξιώθη να χειροθετήση. Και ο αγαπημένος +μαθητής ήτο ακόμη εκεί, και συνέχαιρεν επί τη Αναστάσει, αν και +πτυχή τις μερίμνης συνέστελλε το υψηλόν μέτωπόν του, προβλέποντος +ότι θρασύς ιερόσυλος έμελλε μετ' ου πολύ να τον αρπάση εκ της +κόγχης του διά να τον μεταφέρη εις Αθήνας και τον καθιδρύση όχι +εις ναόν και ολοκαύτωμα και θυσιαστήριον, όχι εις τόπον του +καρπώσαι, αλλ' εις Μουσείον, Ύψιστε Θεέ! εις Μουσείον, ως να είχε +παύση ν' ασκήται εις τον τόπον αυτόν η χριστιανική λατρεία, και τα +σκεύη αυτής ν' ανήκον εις θαμμένον παρελθόν, και να ήσαν +αντικείμενον περιεργείας!.... Ίλεως γενού αυτοίς, Κύριε! + +*** + +Τέλος δεν ήτο ελπίς να έλθη ο κυρ Κωνσταντός και ώφειλον εκ των +ενόντων να ψάλωσι την ακολουθίαν. Αι εκ της πόλεως γυναίκες, η μία +μετά την άλλην, αποτινάξασαι την υπνώδη νάρκην, εισήλθον εις τον +ναΐσκον. Αι εκ των αγρών ποιμενίδες δεν ήργησαν να εξυπνήσωσιν, ο +δε παπά Διανέλος εξήλθε προς στιγμήν, και λαβών τεμάχιον παλαιάς +σανίδος και σφυροειδές ξύλον, κατεσκεύασεν αυτοσχέδιον σήμαντρον, +διότι φευ! δεν υπήρχε προ πολλού κώδων όστις να εξυμνή τους προ +αιώνων κοιμηθέντας και να συγκινή την κόνιν των από γενεών +κοιμηθέντων κατοίκων της πάλαι ποτέ υπαρξάσης πόλεως. Διά του +σημάντρου τούτου ήρχισε να κρούη ο ιερεύς εις τροχαίους πρώτον +(τον Αδάμ, Αδάμ, Αδάμ,) είτα εις ιάμβους (το τάλαντον, το +τάλαντον), και να εξυπνή τας μεσονυκτίους ηχούς. + +Οι βοσκοί ενωτισθέντες τον μονότονον ήχον ετινάχθησαν διά μιας +επάνω, επέταξαν τας κάπας των, ενίφθησαν και έτρεξαν εις την +Εκκλησίαν, κρατούντες τας λαμπάδας των. Ο ιερεύς εβαλεν ευλογητόν, +έψαλε μόνος του την παννυχίδα, όλον το &Κύματι θαλάσσης&, +εθυμίασεν, έκαμεν απόλυσιν, είτα φορέσας επιτραχήλιον και +φελόνιον, ήναψε μεγάλην λαμπάδα, και βαστάζων αυτήν εξήλθεν εις τα +βημόθυρα και ήρχισε να ψάλλη μεγαλοφώνως το &Δεύτε λάβετε φως&. Οι +βοσκοί ήναψαν τας λαμπάδας των, ομοίως και αι γυναίκες, κ' εξήλθον +όλοι εις το προαύλιον, του ιερέως κρατούντος την τε Ανάστασιν και +το Ευαγγέλιον μετά του θυμιατού, και ψάλλοντος, &Την Ανάστασίν σου +Σωτήρ&. + +Είτα η ιερά εικών και το Ευαγγέλιον, απετέθησαν επί πεζούλας, +εκπληρούσης χρέη τρισκελίου, εφ' ης αι γυναίκες είχον στρώσει +μεταξοϋφές μακρόν προσόψιον. Ο ιερεύς ανέγνω αργά το κατά Μάρκον +&Διαγενομένου του Σαββάτου&, είτα θυμιάσας και εκφωνήσας το &Δόξα +τη ομοουσίω&, ήρχισε να ψάλλη λαμπρά τη φωνή το &Χριστός Ανέστη&. +Αφού το έψαλε τρις ο ίδιος, και ανά άπαξ ή δις δύο των βοσκών, +οίτινες δεν ήσαν μεν πλέον γραμματισμένοι από τους λοιπούς, αλλ' +είχον ολιγώτερον τραχείαν την προφοράν κ' «εγύριζε κάπως η γλώσσα +των», έλαβε θάρρος και η θειά Μαθηνώ και το έψαλεν άπαξ, ομοίως +και η θειά το Σειραϊνώ, ενώ το Καλλιοπώ και το Αγλαώ και η Αννούδα +και άλλαι γυναίκες έπνιγον τους καγχασμούς των εις τας παλάμας, με +τας οποίας ως δι' εκουσίου φιμώτρου είχον περιλάβη τα στόματά των. + +Τελευταίον εις επισφράγισιν το έψαλε πάλιν ο ιερεύς, και είτα είπε +τα &Ειρηνικά&. Μεθ' ο, αναλαβών την Ανάστασιν και το Ευαγγέλιον, +εισήλθεν εις τον ναόν, ακολουθούμενος υπό του λαού. Έψαλε το +&Αναστάσεως ημέρα& και τα δύο τροπάρια της πρώτης ωδής, ακολούθως +εισήλθεν εις το ιερόν, και εξελθών πάλιν, έλαβε καιρόν, και πάλιν +εισήλθε, και ήρχισε να φορή όλην την ιεράν στολήν του. Η ψαλμωδία +είχε διακοπή εξ ανάγκης. Η θειά Μαθηνώ επλησίασεν εις τον γέρο- +Φιλιππή πρωτοκάθεδρον της τάξεως των ποιμένων, κ' εδοκίμασε να +κανοναρχίση προς αυτόν. + + — Ψάλε, γέρο-Φιλιππή, «&Καθαρθώμεν τας αισθήσεις&». Αλλά του +γέρο-Φιλιππή δεν εγύριζεν η γλώσσα του να είπη «Καθαρθώμεν τας +αισθήσεις». + +Τότε η θειά το Μαθηνώ ήρχισε σιγά-σιγά να ψάλη: «&Καθαρθώμεν τας +αισθήσεις και οψόμεθα τω απροσίτω φωτί της Αναστάσεως&, κτλ. + +Είνε αληθές ότι η ακριβής προφορά εις το στόμα της ήτο Καθαρθώμεν +τας ησθήσεις κη ουψόμεθα... + + — Αυτό το είπαμε, βλοημένη, έκραξεν ο ιερεύς από του ιερού +βήματος. &Δεύτε πόμα πίωμεν καινόν&, είνε τώρα. + + — Α! Ναι, έκαμεν η θειά το Μαθηνώ και ήρχισε. + +Δεύτε πόμα πίουμειν κηνόν....... + +Αλλ' ο ιερεύς όστις εξηκολούθει να ενδύηται, ενόησεν ότι ή την +προσκομιδήν έπρεπε ν' αναβάλη, ή την ακολουθίαν να διακόψη. Και +ταύτα μεν επεδέχοντο οικονομίαν, αλλά δεν έβλεπε πώς θα τα +εκατάφερνον εις την λειτουργίαν. + +Εφόρει έν έκαστον των αμφίων κ' εψιθύριζε τα διατεταγμένα λόγια: + +«Αγαλλιάσεται η ψυχή μου επί τω Κυρίω, ενέδυσε γαρ με ιμάτιον +σωτηρίου και χιτώνα ευφροσύνης περιέβαλέ με. Ως νυμφίον περιέβαλε +με μίτραν και ως νύμφην κατεκόσμησέ με κόσμω.» + +Είτα ήρχιζε να ψάλλη τα τροπάρια του Κανόνος: + +&Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα +καταχθόνια......& + +Είτα πάλιν, φορών το επιτραχήλιον υπεψιθύριζεν: «Ευλογητός ο Θεός +ο εκχέων την χάριν αυτού επί τους ιερείς αυτού, ως μύρον επί +κεφαλής το καταβαίνον επί πώγωνα...» + +Και πάλιν έψαλε: + +&Χθες συνεθαπτόμην σοι Χριστέ, συνεγείρομαι σήμερον αναστάντι +σοι......& + +Είτα φορών το περιζώννυον, έλεγεν: + +»Ευλογητός ο Θεός ο περιζωννύων με δύναμιν, και έθετο άμωμον την +οδόν μου.» Ή περνών το έν επιμάνικον, απήγγελεν: Η δεξιά σου χειρ +Κύριε, δεδόξασται εν ισχύι... » + +Και διακόπτων τούτο, έψαλλε την καταβασίαν: &Δεύτε πόμα πίωμεν +καινόν, ουκ εκ πέτρας αγόνου......& + +Αφού όμως ενεδύθη την ιερατικήν στολήν όλην, εξήλθεν έξω και +εχοροστάτησε, κ' έψαλλεν ο ίδιος όλον τον κανόνα, έμελλε δε να +μεταβή εις τους &Αίνους& και ν' αρχίση τον ασπασμόν, όταν είς των +βοσκών, όστις είχεν εξέλθη διά να ιδή πώς είχον αι αίγες του, +επανήλθεν εις τον ναΐσκον και ανήγγειλεν ότι κάποιος φωνάζει +βοήθειαν μέσα απ' του Χαιρημονά το ρέμμα, και ότι είνε βαθειά κάτω +και δεν τον είδε, μόνον την φωνήν του ήκουσεν. + +Ο ιερεύς εστράφη. + + — Τι τρέχει; + + — Δε ξέρου τι να είνε, είπεν ο βοσκός... βαθειά κάτ' χουιάζει... +«πού είσαστε, πού είσαστε;» Να πάρου μια λαμπάδα να πάου να ιδώ; + + — Να πας. + +Δύο ή τρεις άλλοι νεαροί βοσκοί και ποιμένες έλαβον αμέσως τας +λαμπάδας των κι' έτρεξαν έξω. + +*** + +Αφού έφερε γύρω όλην την ημέραν του Μεγάλου Σαββάτου, ο κυρ +Κωνσταντός ο Σμαροχάφτης, τρίτος πάρεδρος, κτλ., επί τέλους, ως +δύο ώρας προ της δύσεως του ηλίου, απεφάσισε να εξέλθη εις τα +Λιβάδια έξω της πόλεως, όπου είχε δεμένον το ονάριον του, διά να +το λύση, όπως φορτώση επ' αυτού την μικράν αποσκευήν του, και +εκκινήση διά τον Αγ. Ιωάννην τον Πρόδρομον, καθ' ην είχε δώσει +υπόσχεσιν εις τον παπά Διανέλον. Αλλά τότε μόνον ενόησεν ότι είχε +λησμονήσει από το πρωί να το &αλλάξη& ήτοι να το μετατοπίση εις +άλλην βοσκήν, και το πτωχόν το ονάριον δεν εφαίνετο πολύ χορτάτον, +όταν ο κύριός του το έλυσεν. Εκ του τρόπου μεθ' ου ανώρθωσεν +ελαφρώς τα χαμηλωμένα αυτιά του, το ζώον εφαίνετο να ελπίζη ότι ο +αφέντης του θα το μετέθετε τέλος εις άλλην βοσκήν, αλλ' ο μπάρμπα- +Κωνσταντός το ωδήγησεν εις την οικίαν του, όπου εφόρτωσεν επάνω +του ένα πενιχρόν τορβάν, περικλείοντα τρόφιμα, επέστρωσεν επί του +σάγματος παλαιόν ξεθωριασμένον κιλίμιον, και αναβάς ο ίδιος +εκάθησε μονόπλευρα επ' αυτού. + +Έκαμε τον σταυρόν του κ' εξεκίνησεν. Αλλά δεν ήργησε να καταλάβη +ότι το ζωντόβολον, ένεκα του γήρατος και της μετρίας τροφής την +οποίαν είχε λάβει, δεν θ' αντείχε καλώς εις την μακράν οδοιπορίαν, +και ότι θα ήτο ικανόν να &μαραζώση& τον αναβάτην. Άμα έφθασεν εις +τον επάνω Άι-Γιαννάκην, ου μακράν της πόλεως, κατέβη και απεφάσισε +να οδηγή το ονάριον πεζός βαίνων. Αλλά και πάλιν το ζώον δεν +εβάδιζε καλώς, με όλους τους κτύπους όσους του κατέφερε με μίαν +λεπτήν βέργαν εις τα οπίσω του. Απεφάσισε λοιπόν ν' απαλλαγή της +συντροφίας, ήτις θα ήτο μάλλον βάρος ή βοήθεια δι' αυτόν, και να +δέση κάπου το ζώον διά να το αφήση να βοσκήση. Εζήτησε μέρος +κατάλληλον διά να το δέση, αλλά δεν εύρεν εις τον επάνω Άι- +Γιαννάκην πλουσίαν βοσκήν. Κατέβη οπίσω εις τον Κάτω Άι-Γιαννάκην, +αλλ' αφού κ' εκεί δεν εύρεν ικανόν χόρτον διηυθύνθη απώτερον κάπου +εις την θέσιν Έρμο Χωριό, κ' εκεί έδεσε τέλος το ζώον εις την +ρίζαν αγρίου δένδρου, εντός ασπάρτου αγρού και πλησίον εις ένα +φράκτην. Αυτός δε εφορτώθη εις τον ώμον τον τορβάν και το +κιλίμιον, έβαλεν όπισθέν του εις την μέσην μικρόν κλαδευτήρι, και +κρατών την λεπτήν ράβδον του, εξεκίνησε πεζός. Είχε χασομερήσει +σωστήν μίαν ώραν εις όλας αυτάς τας φροντίδας. + +«Τώρα, είπε μέσα του, είνε καιρός να το βάλω στα πόδια, διά να μη +νυχτώσω (και πάλιν θα νυχτώσω), εκτός εάν απομείνω· αλλά ν' +απομείνω δεν πρέπει, γιατί έδωκα υπόσχεσιν του παπά.» Ούτως είπε +και ούτως έκαμε. Και ήρχισε να κόφτη δρόμον με όλα τα εξήκοντα έτη +του, με όλον το δημογεροντικόν και προεστάδικον της διαίτης και +του ήθους του, το βραχύ ανάστημα, το ωχρόν λεπτόδερμον και +καταπονημένον πρόσωπον, και μεθ' όλον το κανονικόν, καίτοι παλαιόν +και εφθαρμένον της βράκας και του φεσίου. Ήτο παλαιός +γεωργοκτηματίας από οικογένειαν, με όλα τα κτήματά του ενυπόθηκα, +εκ των απλοϊκών εκείνων τους οποίους εύρε λείαν εύκολον και καλόν +έρμαιον η άπληστος και ιδιοτελής πανουργία των παντοπωλών, +μικρεμπόρων και τοκιστών της χθες, των νεοπλούτων της σήμερον, +κατά πόλεις και κώμας. + +Ο μπάρμπα-Κωνσταντός ανέβη ταις Βίγλαις και έφθασεν εις του +Κ'φαντώνη το Καλύβι, είτα κατέβη εις το ρέμμα, το συνορεύον προς +το Λεχούνι, όπου ευρίσκεται ο νερόμυλος του Δήμου του Βλάχου κ' +εκείθεν ήρχισε ν' αναβαίνη τον μικρόν ανήφορον του Αγίου +Χαραλάμπους. + +Ο ήλιος είχε δύσει, όταν έφθασεν εις την κορυφήν του βουνού, και +αντικρύ του βραχώδους και αποτόμου όρους, όπου κείται το μικρόν +διαλυμένον μονύδριον. Ο παπά-Αζαρίας Σύγκελλος, ηγούμενος του +ερήμου αδελφότητος μοναστηρίου, ουδέν άλλο έχων πνευματικόν +ποίμνιον ειμή μίαν υπέργηρων καλογραίαν ενενηκοντούτιν και ένα +άχρηστον υποτακτικόν ηλικιωμένον, ναυαγόν του κόσμου και απόχηρον, +είχεν εξέλθη εις τα πρόθυρα της μονής, και έβλεπε τας τελευταίας +ακτίνας του ηλίου επιχρυσούσας διά τινας στιγμάς ακόμη τας κορυφάς +των ανατολικών απέναντι ορέων, όταν είδε τον μπάρμπα-Κωνσταντόν να +προκύψη όπισθέν της τελευταίας αιμασιάς, της χαραττούσης +εκατέρωθεν του δρόμου. + + — Πού 'ς αυτό τον κόσμο, κυρ-Κωνσταντέ;... Σαν τα χιόνια!... + + — Ευλογείτε, πάτερ!... Και ο μπάρμπα-Κωνσταντός, αφού έκαμε τον +σταυρόν του τρις, αποβλέπων προς το ιερόν του αγ. Χαραλάμπους, +ήρχισεν ασθμαίνων να διηγήται πώς ο παπά-Διανέλος ο Πρωτέκδικος +εκλήθη από τους βοσκούς και ποιμένας να κάμη ανάστασιν και να +λειτουργήση επάνω εις τον Άγ. Ιωάννην τον Πρόδρομον, πώς εκάλεσε +και αυτόν, τον κυρ-Κωνσταντόν, να υπάγη να τον βοηθήση, πώς ο +παπάς ευρίσκεται από τη πρωίας, οπίσω, εις τον Άγ. Ιωάννην, χωρίς +να έχη άλλον βοηθόν ή συλλειτουργόν, πώς αυτός, ο κυρ-Κωνσταντός, +ηργοπόρησε να εκκινήση, ένεκα του οναρίου του, το οποίον δεν +αντείχεν εις την οδοιπορίαν, και ήθελε κάθε τόσον άλλαγμα βοσκής +(και ο Θεός δεν είχε ρίξει το έτος εκείνο άφθονους βροχάς, ώστε να +υπάρχη δαψίλεια βοσκής εις τα λιβάδια), και τέλος, πώς ο κυρ- +Κωνσταντός ευρέθη εις την ανάγκην ν' αποφασίση να υπάγη πεζός +επάνω εις τον Αγ. Ιωάννην διά να μη γελάση τον παπάν, επειδή είχε +δοσμένον τον λόγον του, να υπάγη να τον βοηθήση. + + — Μα τώρα νύχτωσες... θα νυχτώσης... είπεν ο Άι-Χαραλαμπίτης ο +ιερεύς· πώς θα πας ως εκεί;.. είνε μιάμιση ώρα δρόμος ακόμα... και +το φεγγάρι θ' αργήση τρεις ώραις να βγη.... άσ 'βος. + + — Πώς να κάμω; είπεν ο μπάρμπα-Κωνσταντός, όστις ήρχισεν ευθύς να +οκνή και να διστάζη. + + — Σκοτίδ' άσ'βος (2), επανέλαβεν ο παπά-Αζαρίας, το φεγγάρι θ' +αργήση τρεις ώραις... πώς θα πας ως εκεί, μοναχός σου;... +Κακοστρατιά, κλεφτότοπος... θα πέσης 'σε κανένα γκρεμνό να +κατασκοτωθής. + + — Τι με συμβουλεύεις, γέροντα, να κάμω;... είπε ψοφοδεής ο +μπάρμπα-Κωνσταντός ο πάρεδρος. + +*** + +Ο παπά-Αζαρίας εσκέφθη προς στιγμήν, αλλ' η όψις του δεν εξέφραζε +πνευματικόν τι. Ίσως έλεγε μέσα του: «Τι ήθελα, τι γύρευα εγώ να +του πω τέτοια πράμματα να τον δειλιάσω;... Αυτός είνε έτοιμος... +αφορμή εγύρευε να μείνη μες τη μέση... και να κάμη Ανάστασι στον +άγιο Χαράλαμπο». + +Είτα είπε μεγαλοφώνως: + + — Τι να σου πω κ' εγώ; Εσείς πάτε και δίνετε υπόσχεσι, κ' ύστερα +δεν ξέρετε να σηκωθήτε με την ώρα σας τουλάχιστον, να πάτε κει που +έχετε δώσει λόγο... κι' άλλος ας καρτερή... ένα πράμμα που σου +είνε κοπιαστικό και δύσκολο, απ' αρχής πρέπει να το συλλογίζεσαι, +να το μετράς καλά, να μη δίνης το λόγο σου... Τι δουλειά είχες, +εσύ, νοικοκύρης άνθρωπος, να τρέχης στα κατσάβραχα, απάνω στον Άι- +Γιάννη, για να κάμης Πάσχα;... Δεν ήξερες ναρθής στον Άι- +Χαράλαμπο;... Τι σε κάμω εγώ;... Εδώ θελά χρησιμέψης... θελά +ψάλουμε μαζύ την Ανάστασι, θελά λειτουργηθής μια χαρά, και η +μυζήθρα και το χλωρό τυρί δεν ήθελε μας λείψη... Έχω κ' εκείνο τον +αχαΐρευτο τον υποτακτικό μου το Γαβριήλ, όπου δε φελά τίποτε... +έχω και τη γρηά την Ευπραξία, ένα σωρό κόκκαλα, νάχουμε την ευκή +της... τρεις κούκκοι! Μα οι βοσκοί, ας είνε καλά, ταις καλαίς +μέραις έρχονται, μας κάνουν γενιά... μόνον εφέτος που μας πήρε +τους πλειότερους ο παπά-Διανέλος, πίσω στον Άι-Γιάννη, αλλά μένουν +κάτι λιγοστοί...» + +Ενταύθα ήλθεν εις τον παπά-Αζαρίαν ο πειρασμός να κρατήση τον κυρ- +Κωνσταντόν εις τον Άγιον Χαράλαμπον, αφίνων τον παπά-Διανέλον άνευ +βοηθού, διά να τον εκδικηθή διότι του αφήρεσε τους πλείονας των +βοσκών του. Αλλά δεν το εχώρησεν η συνείδησίς του, και εντονώτερον +εξηκολούθησε: + + — Τώρα, όπως και να το κάμης, άσχημα είνε... μα το καλλίτερο είνε +να τραβήξης το δρόμο σου να πας... Έδωκες το λόγο σου... είνε +μεγάλη αμαρτία ν' αφήσης τον παπά χωρίς βοηθό, τέτοια μεγάλη μέρα. + +Ο μπάρμπα Κωνσταντός δεν απέσπα το βλέμμα από τας κυανάς και +κοκκίνας υάλους της θυρίδος του ιερού βήματος, ήτις εφαίνετο +προσελκύουσα αυτόν ως μαγνήτης, και νοερώς συνέκρινε την σχετικήν +ανάπαυσιν ην θα είχεν εις τον Άγιον Χαράλαμπον, όπου θα εύρισκε +ζεστόν κελλίον με άφθονον πυρ και καφέν προ της Αναστάσεως, με +γάλα και αυγά μετά την λειτουργίαν, και διπλούν θαλπερόν και +αναπαυτικόν ύπνον προ και μετά την ακολουθίαν, με την ερημίαν, με +τους βράχους, τους σχοίνους και τας κομαριάς του Αγ. Ιωάννου του +Προδρόμου, όπου θα υπήρχε μόνον ύπαιθρον ή ανεπαρκές υπόστεγον και +παραπολλή δρόσος πρωιμωτέρα ή ώστε να είνε επιθυμητή. + + — Μη στέκεσαι καθόλου, επανέλαβεν ο Αϊχαραλαμπίτης· τράβα, γιατί +θα νυχτώσης, και θ' αργήση το φεγγάρι να βγη. + + — Τώρα νύχτωσε που νύχτωσε, είπεν αποφασιστικώς ο μπάρμπα- +Κωνσταντός· καλλίτερα είνε να καθίσω προς ώρα να ξεκουραστώ, ως +που να βγη το φεγγάρι... + + — Και ύστερα; + + — Ύστερα πηγαίνω με το φεγγάρι. + + — Μα θα πας; + + — Θα πάω. + + — Ξέρεις καλά το δρόμο; + + — Τι θα πη;... Μπορεί να έχω χρόνια να πάω, μα τον δρόμο τον +θυμούμαι... Κ' έπειτα, αν έρθη κανένας απ' τους ξωμερίταις φίλος +μου... + + — Ε!... + + — Θα τον παρακαλέσω να με πάη ολίγο παραπάνω, είπεν ο μπάρμπα- +Κωνσταντός. + + — Ώστε δεν ξέρεις καλά το δρόμο; + + — Όχι αλλά... + + — Φοβάσαι τα στοιχιά; εκάγχασεν ο ιερεύς. + + — Θεός να φυλάη... δεν φοβούμαι τίποτε με την δύναμιν του Θεού... +μα η συντροφιά είνε πάντα καλλίτερη. + + — Ας είνε, δεν μπορώ να σε διώξω... έμβα μες το κελλί να +ξεκουραστής, και σα βγη το φεγγάρι, να πας.... + + — Ευλόγησον. + +Ο μπάρμπα-Κωνσταντός εισήλθεν εις το κελλίον, κ' εξηπλώθη επί του +χαμηλού επεστρωμένου σοφά, με τους πόδας προς την εστίαν, όπου +έκαιεν ασθενές πυρ ετοιμόσβεστον. Ο μπάρμπα-Κωνσταντός εσκεπάσθη +με το κιλίμι το οποίον εκόμιζε, και μετ' ολίγα λεπτά απεκοιμήθη. +Ήτο δε ήδη νυξ. + +*** + +Το κελλίον όπου είχεν εισέλθη ο μπάρμπα-Κωνσταντός ήτο το έν εκ +των δύο όσα εκράτει ο ηγούμενος, το οποίον εχρησίμευεν άμα ως +προθάλαμος, ως μαγειρείον και ως πρόχειρον «αρχονταρίκι». Μόλις +είχεν αποκοιμηθή ο γηραιός πάρεδρος, και εισήλθεν ο υποτακτικός +Γαβριήλ, με άσπρον κιουλάρι, με ζωστικόν πάνινον ξεθωριασμένον και +χωρίς ράσον, κρατών λυχνίαν με την αριστεράν, καυσόξυλα και +χαμόκλαδα με την δεξιάν. + + — Άλλος μουσαφίρης πάλε! εγόγγυσεν άμα είδε τον κυρ Κωνσταντόν +κοιμώμενον^ κουτσοί-στραβοί στον Άι-Παντελεήμονα! Ευλόγησον, +πατέρες! + +Εκρέμασε το λυχνάριον επί του πτερυγίου της εστίας, εγονάτισε και +ήρχισε να ξανάπτη την φωτιάν, και εξηκολούθησεν: + + — Από πού με το καλό, αυτός πάλε! Ας είν' καλά οι χριστιανοί! Τα +ποτήρια ξεπλύνετε, και οι παίδες ας κερνούν. Ζήτω η +κρασοκατάνυξις! ευλόγησον πατέρες! + +Έκυψεν εις την εστίαν και ήρχισε να φυσά διά φυσητήρος καλάμου. +Είτα επανέλαβεν: + + — «Έδωκας ηγούμενε, των καλογήρων διακόνημα...» + +Έψαλε τούτο εις ήχον τέταρτον, μεθ' ο εις πεζόν λόγον προσέθηκε: + + — Πού τους βρίσκει, ο γέροντάς μου, και τους μαζώνει! + +Τρέχα, Γαβριήλ. Καφέδες, Γαβριήλ. Και να έφερναν τίποτε πρόσφορα, +το ελάχιστο! Μ' αυτοί έρχονται άδεια τα χέρια. «Του κελλάρη έδωκας +κλειδιά εις τα χέρια του (τούτο το είπε ψαλτά· είτα χύμα)». Βάστα, +γέρο-Γαβριήλ. Σαν είσ' αββάς, βάστα! + +Την στιγμήν εκείνην, ο μπάρμπα-Κωνσταντός έκαμε κίνησίν τινα, +εμισοξύπνησε, κ' εγύρισεν από το άλλο πλευρόν. + + — Χαλάλι να του γείνη! εγόγγυσεν ο πάτερ-Γαβριήλ. Νυσταγμένος μας +ήλθε, ο άνθρωπος. Θέλω να ξέρω, αυτοί, κάτω στο χωριό, δεν +κοιμούνται τάχα, δεν έχουν σπίτια, δεν έχουν κάμαραις; Κινούν δύο +ώραις δρόμο κ' έρχονται στον Άι-Χαράλαμπο για να κοιμηθούν; Ταμάμ! +Ευλόγησον, πατέρες.... + +Και είτα έψαλε: + + — «Δίδει τον οίνον λιγοστόν...» + +Αλλ' ο μπάρμπα-Κωνσταντός, καίτοι στραφείς επί του άλλου πλευρού, +δεν επανεύρε τον ύπνον, αλλ' ανασηκωθείς επί του αγκώνος, εγύρισε +βλέμμα προς τον μοναχόν και τον ηρώτησε: + + — Τι ώρα είνε, πάτερ; + + — Τι ώρα;... ώρα που νύχτωσε... ώρα που φέγγουν τ' αστέρια.... + + — Το φεγγάρι δε βγήκε ακόμα; + + — Τι να σε κάμη το φεγγάρι, χριστιανέ μου;... Το φεγγάρι δεν +κόβει μονέδα... + + — Περιμένω να βγη το φεγγάρι για να φύγω, και γι 'αυτό σ' ερωτώ, +είπεν ησύχως ο μπάρμπα-Κωνσταντός. + + — Να φύγης;... για πού, αν θέλη ο Θεός; + + — Δεν ήρθαν τίποτε ξωμερίταις απ' τα καλύβια; + + — Μου κάνουν τη χάρι να μη 'ρθούν, είπεν ο Γαβριήλ. Σου φέρνουν +ένα πρόσφορο και σου φαρμακώνουν μια κόττα ολάκερη· σου φέρνουν +ολίγο νάμα, και σου αδειάζουν μια δαμιτζάνα σωστή... + +*** + +Την στιγμήν εκείνην ηκούσθη η φωνή του ηγουμένου από της θύρας του +κελλίου. + + — Α! ξυπνητός είσαι, κύριε πάρεδρε, έλεγεν ο παπά-Αζαρίας· κ' εγώ +ενόμισα, ότι ο Γαβριήλ ωμιλούσε πάλι μοναχός του, καθώς το +συνηθίζει. Καλά που έπιασε κουβέντα με άνθρωπον. + + — Χμ... Γχ... έπνιξε τους γογγυσμούς του μέσα του ο Γαβριήλ. Είτα +ψιθύρω τη φωνή προσέθηκεν: Ευλόγησον, πατέρες! + + — Δεν εκοιμήθηκα καθόλου, γέροντα, απήντησεν ο μπάρμπα- +Κωνσταντός, όστις πράγματι δεν ενθυμείτο ποσώς αν είχε κοιμηθή ή +όχι... + + — Και δεν άκουσες τον Γαβριήλ να μιλή μοναχός του; + + — Δεν τον άκουσα... Ίσως να έκλεψα έναν ύπνον ίσα με ένα +&Πιστεύω&. + + — Περιμένω τους βοσκούς, όπου είνε έφθασαν, είπεν ο +Αϊχαραλαμπίτης ιερεύς· άμα έλθουν, εγώ ο ίδιος θα υποχρεώσω έναν +απ' αυτούς να σε συντροφέψη γι' απάνου... + + — Ευλόγησον, είπεν ο μπάρμπα-Κωνσταντός, όστις δεν το επεθύμει +διακαώς μέσα του. + + — Ως που να έλθουν, επανέλαβεν ο παπά-Αζαρίας, επειδή συνειθίζω +και διαβάζω τας &Πράξεις& αποβραδής, κατά το παλαιόν Τυπικόν, να +πάρουμε έναν καφέ, και να με συντροφέψης, αν αγαπάς, εις την +εκκλησίαν, διά να με βοηθήσης να διαβάσουμε μαζύ τας Πράξεις (3). + + — Ευχαρίστως, είπεν ο μπάρμπα-Κωνσταντός. + + — Ταις διαβάζω εγώ ταις Πράξεις, εγόγγυσεν ο Γαβριήλ, όστις +εζήλευεν άμα έβλεπεν έκτακτον βοηθόν ή ψάλτην εν τω ναΐσκω. + + — Εσύ, Γαβριήλ, θα κάμης περισσότερα λάθη από όσαις λέξεις είνε +τυπωμέναις μες το βιβλίο. Μόνον να μας κάμης δυο καλούς καφέδες, +ιδιορρυθμίτικους (4), και να μας τους φέρης από 'κεί. Ορίστε, κυρ +Κωνσταντέ, να περάσουμε στο κελλί το άλλο. + +Ο μπάρμπα-Κωνσταντός ηγέρθη, έλαβε την ράβδον του, τον τορβάν και +το κιλίμι και μετέβη εις το κελλίον του πατρός Αζαρία. + +*** + +Οι τρεις νεαροί βοσκοί, κρατούντες τας λαμπάδας των χαμηλά με την +αριστεράν, περισκέποντες το φως με την δεξιάν από της προσπνεούσης +νυκτερινής αύρας, ενώ η σελήνη, υψηλά αναπλέουσα τον ουρανόν, είχε +κρυφθή εις σύννεφα, έτρεξαν πρώτοι εμπρός, ο δε πρώτος αναγγείλας +την είδησιν αιπόλος ήρχετο οπίσω. Κατέβησαν κάτω εις το ρεύμα, +χωρίς ν' ακούωσι φωνάς, και ήρχισαν να υποπτεύωσιν ότι ο πρώτος +βοσκός ίσως είχεν &αυτιασθή&, και είχεν ακούσει φωνάς μη +υπαρχούσας πράγματι. Αλλ' ο αιπόλος διεμαρτύρετο λέγων ότι δεν +ηπατήθη, και ότι είχεν ακούσει ευκρινώς φωνήν λέγουσαν: «Πού +είσαστε; Πού είσαστε;» + +Διά να βεβαιωθή έτι μάλλον αυτός πείθων και τους άλλους, ο βοσκός +ήρχισε να φωνάζη: Ε! δω είμαστε! Ποιος είνε;» + +Ασθενής φωνή απήντησεν. Αλλά δεν διέκριναν τας λέξεις. + +Αφού προέβησαν ολίγα βήματα παρεμπρός, οι βοσκοί πάλιν εφώναξαν: +«Ε! ποιος είσαι; Πού βρίσκεσαι;» + +Η φωνή ευκρινέστερον απήντησε: + + — «Δω είμαι!... ελάτε παραδώ...» Και η φωνή επνίγη εις στεναγμόν. + + — Κάποιος θάπεσε κ' εγκρεμοτσακίσθη πουθενά μες το ρέμμα, εσκέφθη +μεγαλωφώνως ο είς των βοσκών. + +Τω όντι, όταν ήκουσαν τον μυρμυρισμόν του ύδατος του μικρού +χειμάρρου ρέοντος διά μέσου βράχων και αμμωδών χώρων εναλλάξ εις +το βάθος της κοιλάδος, κ' επλησίασαν εις την ρίζαν ενός βράχου, +είδον το σώμα ανθρώπου κειμένου εκεί, δίπλα εις το ψιθυρίζον και +κατερχόμενον εις την θάλασσαν ελικοειδές ρεύμα. + +Ήτο αυτός ο κυρ Κωνσταντός, ο τρίτος πάρεδρος. + +Τον ανεκίνησαν. Δεν ήτο βαρέως πληγωμένος, αλλ' είχε βαρέσει εις +την αριστεράν πλευράν, πεσών από ύψος ανδρικού αναστήματος, από +τον βράχον. + +Περί ώραν δεκάτην ευρωπαϊστί, αφού ανέτειλεν η σελήνη, είχεν +αναχωρήσει από τον Άγ. Χαράλαμπον, όχι τόσον διότι το επεθύμει, +όσον διότι ο παπά-Αζαρίας, ο υποχρεωτικός και πρόθυμος φίλος όταν +επρόκειτο ν' αποπέμψη οχληρόν, είχε παρακαλέσει ένα των ελθόντων +χωρικών, και είχεν επιμείνη ίνα συνοδεύση ούτος τον μπάρμπα +Κωνσταντόν απερχόμενον εις Αγ. Ιωάννην, όπου είχε δώσει υπόσχεσιν +να υπάγη. + +Ο χωρικός, με προθυμίαν όχι εμφαντικωτέραν της του παπά-Αζαρία, +μεγαλειτέραν δε της του κυρ Κωνσταντού, συνώδευσε τον πάρεδρον εις +ικανόν μέρος της οδού έως εις τα Κάμπια, εις το ύψος του βουνού +οπόθεν έπρεπε να κατηφορίση τις διά να φθάση εις τον ναΐσκον του +Προδρόμου, κ' εκεί, αφού του έδειξεν ακριβώς τον δρόμον, του +ευχήθη καλήν Ανάστασιν και τον εγκατέλιπε μόνον. + +Ο μπάρμπα-Κωνσταντός ηκολούθησε κατ' αρχάς επί πολύ τον κύριον +δρόμον, όστις ήτο μοναδικός και ευδιάκριτος υπό το φως της +σελήνης, μόνην συντροφίαν έχων τους θάμνους, όσοι ίσταντο δεξιά +και αριστερά διαχαράσσοντες την οδόν, τα δένδρα τα οποία ελάμβανον +φανταστικά σχήματα ή εσχημάτιζον σκιάς εν μέσω των οποίων το όμμα +έβλεπε πολλάκις φάσματα και ακινήτους ανθρώπους, τους βράχους +οίτινες, καθόσον επλησίαζε προς την βόρειον ακτήν, επληθύνοντο κ' +εξετόπιζον τα δένδρα, το δειλόν κελάδημα ολίγων πτηνών κρυμμένων +εις τας λόχμας, τον κρότον της αύρας σειούσης τους κλώνας και τας +κορυφάς των δένδρων, και τον μυστηριώδη θρουν της φυλλάδος τον +παραγόμενον υπ' αγνώστων νυκτερινών πλασματίων, υπό μικρών +κατωτέρων πνοών κρυπτουσών την υπαρξίν των εν μέσω του σκότους και +της μοναξιάς. + +Αλλ' όταν έφθασεν εις μέρος όπου η οδός ετέμνετο εις δύο μικρά +μονοπάτια, το έν ανατολικώτερον, το άλλο βορειοδυτικόν, ευρέθη εις +αμηχανίαν ποιον μονοπάτι να λάβη. Όσον και αν είνε εντόπιος είς +άνθρωπος, όστις εκτάκτως, άπαξ κατά δύο ή τρία έτη, εξέρχηται εις +μακράν σχετικώς εκδρομήν, εις τους μικρούς τόπους, πάντοτε +ευρίσκεται εις αμηχανίαν, όταν μάλιστα το τοπίον είνε κάπως +άγριον, και δεν έχη ο ίδιος κτήματα εις το μέρος εκείνο. Οι δρόμοι +από έτους εις έτος αλλάζουν, πολλάκις παλαιαί οδοί εκχερσούνται ή +καλλιεργούνται και δεν πατούνται πλέον εκ της πλεονεξίας μικρού +γαιοκτήμονος, όστις περιφράττει εντός του χωραφιού του έν ή δύο +στρέμματα γης περισσότερον, και μεταθέτει τον φράκτην μίαν ή δύο +οργυιάς απωτέρω. Ενίοτε συμβαίνει και το εναντίον· +αδιαφιλονείκητος ελαιών γνωστού κτηματίου πατείται και γίνεται +δρόμος, χάριν της ευκολίας των διαβατών. Άλλοτε οι βοσκοί και αι +αίγες των ανοίγουσι νέον μονοπάτι, διά να &αραδίζουν&, άλλοτε +εγκαταλείπουσι και αφήνουσι να εκχερσωθή παλαιά και γνώριμος οδός. + +Αφού επί πολύ εδίστασεν, ο μπάρμπα Κωνσταντός επροτίμησε τέλος το +βορειανατολικόν μονοπάτι, και κατέβη ταχέως εις το ρεύμα του +Χαιρημονά. Αλλ' εκεί δεν δύναται να βαδίση τις, εκτός αν είνε +δωδεκαετής παις, και ψάχνει διά καβούρια, την ημέραν. Ο δε κυρ +Κωνσταντός ήτο εξηκοντούτης, ήτο νυξ και δεν εζήτει καβούρια. Το +ρεύμα της πηγής του Χαιρημονά, ενούμενον κατωτέρω με το ρεύμα της +Παναγίας Δομάν, σχηματίζει ποτάμιον κατερχόμενον εις την θάλασσαν +δι' αποτόμου κατωφερείας, διά βράχων και μικρών καταρρακτών. +Στιγμήν τινα, καθ' ην η σελήνη είχε κρυβή άνω εις νέφος, δεν είδε +καλά, δεν επάτησε στερεά, ωλίσθησεν από ένα βράχον κ' έπεσε με την +κεφαλήν και τον κορμόν εις την άμμον, με τους πόδας εις το νερόν. +Ο μπάρμπα-Κωνσταντός εκτύπησεν ελαφρώς και επόνεσεν, εκ του +τιναγμού μάλλον και του φόβου, ή εκ του κατάγματος. Ευτυχώς, ολίγω +πριν, όταν ευρίσκετο εις το ύψωμα, επάνω εις μέγαν υπερκείμενον +βράχον, είχεν ιδεί την αντιλαμπήν του μικρού ναΐσκου, όπου αρτίως +είχε ψαλή η Ανάστασις, και είχεν εννοήσει ότι δεν απείχε πλέον +πολύ από τον Αγ. Ιωάννην. Ζαλισμένος από την πτώσιν, ήρχισε, με +όσην είχεν ακόμη δύναμιν, να φωνάζη: «Πού είσαστε; πού είσαστε;» +και την φωνήν ταύτην είχεν ακούσει ο πρώτος βοσκός, όστις είχεν +εξέλθει προς στιγμήν του ναού διά να ίδη πώς είχον αι αίγες του. + +*** + +Ο κυρ Κωνσταντός εσηκώθη χωλαίνων, ηκολούθησε τους βοσκούς, +έφθασεν εις τον ναΐσκον, όταν ο ιερεύς είχεν αρχίσει τον +&ασπασμόν&, επροσκύνησε και έλαβε την θέσιν του εις τον χορόν. +Έψαλεν εις όλην την λειτουργίαν, με όλον το πέσιμόν του και το +πόνεμά του. + +Έξω υπό το φέγγος της σελήνης, δεξιόθεν του ναΐσκου, έβρεμε +γενναίον πυρ, και ο μπάρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης ο εκ των +πλησιοχώρων της πολίχνης ελθών ποιμήν, είχεν οβελίσει ήδη έναν +αμνόν και τον έψηνε. Δίπλα του πρόθυμος διά να τον βοηθή εκάθητο, +ακουμβών επ' αυτού του τοίχου της εκκλησίας, ανθρωπίσκος τις εκ +της πόλεως, όστις δεν είχεν εννοηθή πότε και πώς είχεν έλθη εκεί, +ο Γιάννης ο Μπουκώσης. Ανάμεσα εις την πυράν και εις τον τοίχον, ο +μπάρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης, με την κίτρινην ζωνάραν, το +ξυραφισμένον γένειον και τον αγκιστροειδή μύστακα, είχεν αφήσει το +μαχαίρι του μετά του θηκαρίου, και ο Γιάννης Μπουκώσης από πολλής +ώρας δεν είχε παύσει να ρίπτη το βλέμμα εναλλάξ, εις το +ροδοκοκκινίζον σφαχτόν και εις το μαχαίριον. Αντικρύ, παρά την +ρίζαν ενός σχοίνου, ίστατο μεγάλη οκταόκαδος φλάσκα. Εκ του τρόπου +μεθ' ου ίστατο ακουμβημένη εις το κλαδίον του σχοίνου εφαίνετο +πλήρης οίνου, μοσχάτου και μαύρου μεμιγμένου. Το ροδοκοκκινίζον +σφαχτόν έκνιζε και έσιζεν εις το πυρ, η φλάσκα, ως άλλη κλώσσα +καλούσα τους νεοσσούς της υπό τας πτέρυγας, εφαίνετο καλούσα τους +βοσκούς εις ευωχίαν υπό τους ατμούς της, έτοιμη να κλώξη και να +φυσήση εις την ελαχίστην επαφήν της χειρός, εις την ελαχίστην +προσέγγισιν του χείλους εις την θηλήν της. + +Δύο χωρικοί όρθιοι, πέντε βήματα μακράν του ψητού, της φλάσκας και +του σχοίνου, ίσταντο και συνωμίλουν ζωηρώς. Είχαν εύρη την ώραν +και τον τόπον να λογομαχήσωσι δι' έν χωράφιον τεσσάρων στρεμμάτων, +περί του οποίου εμάχοντο από ετών. + +Αντικρύ, προς μεσημβρίαν, επί του βραχώδους λόφου, ανάμεσα εις +πέντε βράχους, εις τρία μονοπάτια και εις κρημνόν, ευρίσκετο το +διαφιλονεικούμενον χωράφιον. Ο είς των χωρικών εχειρονόμει, κ' +εδείκνυε προς τα εκεί, και ισχυρίζετο ότι το χωράφιον το ιδικόν +του είχε σύνορον ακριβώς τον τρίτον βράχον προς τα δεξιά. + + — Εγώ το ηύρα παππουδικό μου, έλεγε· δε ρωτάς και το Γιάννη της +Ψαροδήμαινας, που είμαστε γειτόνοι, εδώ και τριάντα χρόνια... + + — Το σύνορο είνε μες τη μέση, ανάμεσα στον δεύτερο και στον τρίτο +βράχο, εκεί που βαθουλαίνει ο τόπος, διετείνετο ο άλλος χωρικός· +φαίνεται ακόμη που ήτον, τον παλαιόν καιρό, αποσκαφή.... + + — Κοδζάμ-βράχος, αντέκρουσεν ο πρώτος, κ' εγώ θα πάω να γυρέψω +ναυρώ την αποσκαφή, για να την κάμω σύνορό μου;.... + +Ο μπάρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης ήρχισε να γυρίζη αμελέστερον την +σούβλαν με το σφαχτόν, και η προσοχή του όλη απερροφήθη υπό των +δύο χωρικών και της λογομαχίας των. + +Ο Γιάννης ο Μπουκώσης έλαβε σιγά-σιγά το μαχαίριον το απεγύμνωσεν +από το θηκάριόν του, έκοψεν επιτηδείως τεμάχιον από τα νεφραιμιά +του σφαχτού, το οποίον έπαυσε σχεδόν να περιστρέφεται, και το +κατεβρόχθισεν απλήστως. + +Ο μπάρμα-Δημήτρης ουδέ παρετήρησε καν την κλοπήν και την +λαιμαργίαν του ανθρωπίσκου. Εξηκολούθησε να προσέχη εις τους δύο +ερίζοντας. + + — Και είνε και μέσα στο μπολέτι καθαρά γραμμένο, έλεγεν ο πρώτος +των δύο· το πήγα στον παπά-Λευθέρη, που ξέρει να διαβάζη τα παλαιά +γράμματα, και μου το διάβασε τόσαις φοραίς. + + — Από μπολετιά δεν ιδρώνει εμένα το μάτι μου, αντέλεγεν ο +δεύτερος· σαν έχης όρεξι, δεν πας στον μπάρμπ' Αναγνώστη τον +Αγέλαστο, να σου φτιάση όσα ψεύτικα μπολετιά θέλης... + +Ο Δημήτρης ο Καμπογιάννης επρόσεχεν όλος εις την λόγομαχίαν των +δύο αγροτών. Ο Γιάννης ο Μπουκώσης έλαβεν εκ νέου το μαχαίριον, το +οποίον δεν είχεν επιστρέψει εις το θηκάριόν του, έκοψε δεύτερον, +γενναιότερον τεμάχιον από το μισοψημένον σφαχτόν, και το κατέπιε +μονοκόμματον. + +Η έρις των δύο χωρικών εξηκολούθει, και η προσοχή μεθ' ης την +παρηκολούθει ο Καμπογιάννης ήτο αδιάπτωτος. Ο Μπουκώσης, όστις +ενόει την μυστηριώδη γλώσσαν της φλάσκας, δι' ης αύτη εκάλει τους +φίλους της, ως η κλώσσα τους νεοσσούς της, έκαμεν έν βήμα με τον +δεξιόν πόδα, εν σχήματι ορθής γωνίας, δεύτερον βήμα με το +αριστερόν γόνυ εις το έδαφος, εξηπλώθη τετραποδίζων, επλησίασεν +εις τον σχοίνον, και λαβών την μεγάλην οινοβριθή φλάσκαν την +επλησίασεν εις τα χείλη του, και έπιε γενναίαν δόσιν απνευστί. + +Είτα, φύσει φρόνιμος και γνωρίζων ότι, αν έκαμνε και τρίτην +απόπειραν κατά του σφακτού, ήτο φόβος μη φωραθή επί τέλους, +επέστρεψε παρά τον τοίχον της εκκλησίας, ολίγον τι απώτερον της +πυράς εμαζεύθη κ' εφαίνετο τόσον άκακος και νήστις, ως να μην είχε +πασχάσει όλως. + +*** + +Όταν, αφού ο ιερεύς εξήλθε τελευταίος από της λειτουργίας, και +εστρώθη η τράπεζα εις τα πρόθυρα του ναού (ήτον περί τα +γλυκοχαράμματα), ο μπάρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης επεχείρησε να +τεμαχίση το ψητόν, παρετήρησεν ότι κάτι έλειπεν από τα νεφραιμιά, +αλλ' εκαμώθη ότι δεν εννόησε τίποτε, και αποτεινόμενος προς τον +Γιάννην τον Μπουκώσην, είπε: + + — Κύτταξε!... Περίεργο... Δεν είνε παράξενο να γεννήθηκε σακάτικο +αυτό το αρνί, παιδί μου Γιάννη. + +Εξηκολούθησεν ησύχως να κατακόπτη το ψητόν, είτα επανέλαβε: + + — Πολλά παράξενα σημεία και θάμματα γίνονται 'ς αυτά τα στερνά τα +χρόνια... Για βάλε με το νου σου, να φέρω αρνί σακάτικο γεννημένο +απ' τη μάνα του, και να μην το καταλάβω!.. Τι να γένη, ας έχη δόξα +ο Θεός! + +Ο Γιάννης ο Μπουκώσης δεν είπε γρυ. Αλλά την τελευταίαν στιγμήν, +καθ' ην παρετίθετο επί της τραπέζης το ψητόν, ο μπάρμπα-Δημήτρης +έκρυψεν επιτηδείως τας δύο στάμνας του νερού οπού είχεν ακόμη +γεμάταις, κ' επαρουσίασεν εις την τράπεζαν δύο άδειαις, λέγων ότι +δυστυχώς είχε λησμονήσει να στείλη εγκαίρως εις του Χαιρημονά την +βρύσιν να πάρη νερόν, και ήτον ανάγκη να υπάγη τώρα κάποιος. + + — 'Σ εσένα πέφτει ο κλήρος, παιδί μου Γιάννη, είπεν αποτεινόμενος +προς τον Μπουκώσην. Σύρε να γεμίσης τα δυο σταμνιά, νάχης την ευκή +του παπά μας, και σε καρτερούμε, δεν τρώμε... Πάρε και μια +αναμμένη λαμπάδα να βλέπης στο δρόμο, και πάτει γερά, ώμορφα +ώμορφα... να μη σπάσης τα σταμνιά, και το πάθης σαν το τραγούδι +που λένε... και μας αφήσης κ' εμάς χωρίς νερό. + +Ο Γιάννης ο Μπουκώσης επεθύμει ν' αρνηθή, αλλά δεν ετόλμα. +Εφορτώθη τα δύο σταμνία κ' εξεκίνησε διά την πηγήν του Χαιρημονά, +ήτις απείχε περί τα δύο μίλια, και ήτις έτρεχε τόσον φειδωλή ως το +δάκρυ των εξηντλημένων οφθαλμών. Εχρειάζετο σωστήν μίαν ώραν διά +να υπάγη να γεμίση τα σταμνία και να επιστρέψη. + +Ευθύς ως ανεχώρησεν ούτος, ο μπάρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης, +έβγαλεν εις το φανερόν τας δύο πλήρεις στάμνας, και επειδή ο +ιερεύς δεν εννόει, εξηγήθη και είπεν: + + — Είχα νερό, μα ήθελα να τονε παιδέψω, τον αφιλότιμο... Ακούς +εκεί, να μου κάμη γρουσουζιά χρονιάρα μέρα, να μου κόψη μεζέδες +απ' το σφαχτό, ενώ το έψηνα, και να μην πάρω κάβο!... + +*** + +Όταν επέστρεψεν από την βρύσιν του Χαιρημονά, φέρων τα δύο σταμνία +ο Γιάννης ο Μπουκώσης, ήτο ήδη ημέρα, το ψητόν είχε καταβροχθισθή, +και μόνη η διακριτική φιλαδελφία της θειά Μαθηνώς της +Ψευτομετάνισσας, και της θειά Σεραΐνας, της σημαιοφόρου των +πανηγυριών, του είχε φυλάξει ολίγα τεμάχια του αμνού διά να φάγη +και κάμη Λαμπρήν, ο πειναλέος ανθρωπίσκος. + + + +ΤΕΛΟΣ + + + + +ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΩΝ ΗΛΙΑ Ν. ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ + + + +ΕΡΓΑ +Α. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ + +ΕΚΔΟΘΕΝΤΑ +ΚΑΙ +ΠΩΛΟΥΜΕΝΑ ΕΝ ΤΩ ΗΜΕΤΕΡΩ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΩ + + + +ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ · · · · ΔΡΑΧ. 2.50 +ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ « 2.50 +ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ « 2.50 + +*** + 1) Κούτρης, (ήτοι κέσφος = κεφαλάς) καλείται παρ' ημίν το +αβάπτιστον άρρεν, &Κοσσού& δε το θήλυ· &Δράκος& και &Δρακούλα&, +καλούνται τα βαπτισμένα βρέφη, κατόπιν δυσχερούς τινος ή επιφόβου +και αντιπαθούς νόσου, οίον σπασμών, επιληψίας, κτλ. λαμβάνοντα την +προσηγορίαν ταύτην ως αλεξητήριον και φυλακτικόν κατά πάσης +βασκανίας. Εν τω κειμένω ο Κούτρης = σπανός. + + 2) άσ'βος, άσουβος = άβυσος. + + 3) Αι Πράξεις των Αποστόλων αναγινώσκονται, κατά το αρχαίον +Τυπικόν, εν τοις ιεροίς μοναστηρίοις αφ' εσπέρας του Μ. Σαββάτου, +προ της Παννυχίδος δηλ. και του όρθρου του Πάσχα. + + 4) Ιδιόρρυθμα λέγονται τα μοναστήρια όσα δεν είνε Κ ο ι ν ό β ι +α, δεν τηρούσι δηλ. την αρχαίαν αυστηράν κοινοβιακήν τάξιν. + + + + + + + + + + + +End of the Project Gutenberg EBook of Easter Time Short Stories, by +Alexandros Papadiamantis + +*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK EASTER TIME SHORT STORIES *** + +***** This file should be named 31653-0.txt or 31653-0.zip ***** +This and all associated files of various formats will be found in: + http://www.gutenberg.org/3/1/6/5/31653/ + +Produced by Sophia Canoni + +Updated editions will replace the previous one--the old editions +will be renamed. + +Creating the works from public domain print editions means that no +one owns a United States copyright in these works, so the Foundation +(and you!) can copy and distribute it in the United States without +permission and without paying copyright royalties. Special rules, +set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to +copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to +protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project +Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you +charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you +do not charge anything for copies of this eBook, complying with the +rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose +such as creation of derivative works, reports, performances and +research. They may be modified and printed and given away--you may do +practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is +subject to the trademark license, especially commercial +redistribution. + + + +*** START: FULL LICENSE *** + +THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE +PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK + +To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free +distribution of electronic works, by using or distributing this work +(or any other work associated in any way with the phrase "Project +Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project +Gutenberg-tm License available with this file or online at + www.gutenberg.org/license. + + +Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm +electronic works + +1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm +electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to +and accept all the terms of this license and intellectual property +(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all +the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy +all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession. +If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project +Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the +terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or +entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8. + +1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be +used on or associated in any way with an electronic work by people who +agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few +things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works +even without complying with the full terms of this agreement. See +paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project +Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement +and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic +works. See paragraph 1.E below. + +1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation" +or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project +Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the +collection are in the public domain in the United States. If an +individual work is in the public domain in the United States and you are +located in the United States, we do not claim a right to prevent you from +copying, distributing, performing, displaying or creating derivative +works based on the work as long as all references to Project Gutenberg +are removed. Of course, we hope that you will support the Project +Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by +freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of +this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with +the work. You can easily comply with the terms of this agreement by +keeping this work in the same format with its attached full Project +Gutenberg-tm License when you share it without charge with others. + +1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern +what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in +a constant state of change. If you are outside the United States, check +the laws of your country in addition to the terms of this agreement +before downloading, copying, displaying, performing, distributing or +creating derivative works based on this work or any other Project +Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning +the copyright status of any work in any country outside the United +States. + +1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg: + +1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate +access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently +whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the +phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project +Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed, +copied or distributed: + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + +1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived +from the public domain (does not contain a notice indicating that it is +posted with permission of the copyright holder), the work can be copied +and distributed to anyone in the United States without paying any fees +or charges. If you are redistributing or providing access to a work +with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the +work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1 +through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the +Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or +1.E.9. + +1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted +with the permission of the copyright holder, your use and distribution +must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional +terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked +to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the +permission of the copyright holder found at the beginning of this work. + +1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm +License terms from this work, or any files containing a part of this +work or any other work associated with Project Gutenberg-tm. + +1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this +electronic work, or any part of this electronic work, without +prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with +active links or immediate access to the full terms of the Project +Gutenberg-tm License. + +1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary, +compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any +word processing or hypertext form. However, if you provide access to or +distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than +"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version +posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org), +you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a +copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon +request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other +form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm +License as specified in paragraph 1.E.1. + +1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying, +performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works +unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9. + +1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing +access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided +that + +- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from + the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method + you already use to calculate your applicable taxes. The fee is + owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he + has agreed to donate royalties under this paragraph to the + Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments + must be paid within 60 days following each date on which you + prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax + returns. Royalty payments should be clearly marked as such and + sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the + address specified in Section 4, "Information about donations to + the Project Gutenberg Literary Archive Foundation." + +- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies + you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he + does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm + License. You must require such a user to return or + destroy all copies of the works possessed in a physical medium + and discontinue all use of and all access to other copies of + Project Gutenberg-tm works. + +- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any + money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the + electronic work is discovered and reported to you within 90 days + of receipt of the work. + +- You comply with all other terms of this agreement for free + distribution of Project Gutenberg-tm works. + +1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm +electronic work or group of works on different terms than are set +forth in this agreement, you must obtain permission in writing from +both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael +Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the +Foundation as set forth in Section 3 below. + +1.F. + +1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable +effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread +public domain works in creating the Project Gutenberg-tm +collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic +works, and the medium on which they may be stored, may contain +"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or +corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual +property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a +computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by +your equipment. + +1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right +of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project +Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project +Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all +liability to you for damages, costs and expenses, including legal +fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT +LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE +PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE +TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE +LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR +INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH +DAMAGE. + +1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a +defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can +receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a +written explanation to the person you received the work from. If you +received the work on a physical medium, you must return the medium with +your written explanation. The person or entity that provided you with +the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a +refund. If you received the work electronically, the person or entity +providing it to you may choose to give you a second opportunity to +receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy +is also defective, you may demand a refund in writing without further +opportunities to fix the problem. + +1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth +in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS', WITH NO OTHER +WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO +WARRANTIES OF MERCHANTABILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE. + +1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied +warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages. +If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the +law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be +interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by +the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any +provision of this agreement shall not void the remaining provisions. + +1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the +trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone +providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance +with this agreement, and any volunteers associated with the production, +promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works, +harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees, +that arise directly or indirectly from any of the following which you do +or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm +work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any +Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause. + + +Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm + +Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of +electronic works in formats readable by the widest variety of computers +including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists +because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from +people in all walks of life. + +Volunteers and financial support to provide volunteers with the +assistance they need are critical to reaching Project Gutenberg-tm's +goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will +remain freely available for generations to come. In 2001, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure +and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations. +To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation +and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4 +and the Foundation information page at www.gutenberg.org + + +Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive +Foundation + +The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit +501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the +state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal +Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification +number is 64-6221541. Contributions to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent +permitted by U.S. federal laws and your state's laws. + +The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S. +Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered +throughout numerous locations. Its business office is located at 809 +North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887. Email +contact links and up to date contact information can be found at the +Foundation's web site and official page at www.gutenberg.org/contact + +For additional contact information: + Dr. Gregory B. Newby + Chief Executive and Director + gbnewby@pglaf.org + +Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation + +Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide +spread public support and donations to carry out its mission of +increasing the number of public domain and licensed works that can be +freely distributed in machine readable form accessible by the widest +array of equipment including outdated equipment. Many small donations +($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt +status with the IRS. + +The Foundation is committed to complying with the laws regulating +charities and charitable donations in all 50 states of the United +States. Compliance requirements are not uniform and it takes a +considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up +with these requirements. We do not solicit donations in locations +where we have not received written confirmation of compliance. To +SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any +particular state visit www.gutenberg.org/donate + +While we cannot and do not solicit contributions from states where we +have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition +against accepting unsolicited donations from donors in such states who +approach us with offers to donate. + +International donations are gratefully accepted, but we cannot make +any statements concerning tax treatment of donations received from +outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff. + +Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation +methods and addresses. Donations are accepted in a number of other +ways including checks, online payments and credit card donations. +To donate, please visit: www.gutenberg.org/donate + + +Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic +works. + +Professor Michael S. Hart was the originator of the Project Gutenberg-tm +concept of a library of electronic works that could be freely shared +with anyone. For forty years, he produced and distributed Project +Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support. + +Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed +editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S. +unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily +keep eBooks in compliance with any particular paper edition. + +Most people start at our Web site which has the main PG search facility: + + www.gutenberg.org + +This Web site includes information about Project Gutenberg-tm, +including how to make donations to the Project Gutenberg Literary +Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to +subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks. diff --git a/31653-0.zip b/31653-0.zip Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..e421943 --- /dev/null +++ b/31653-0.zip diff --git a/31653-h.zip b/31653-h.zip Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..bc92221 --- /dev/null +++ b/31653-h.zip diff --git a/31653-h/31653-h.htm b/31653-h/31653-h.htm new file mode 100644 index 0000000..4964d2b --- /dev/null +++ b/31653-h/31653-h.htm @@ -0,0 +1,2886 @@ +<?xml version="1.0"?> +<!DOCTYPE html PUBLIC "-//W3C//DTD XHTML 1.0 Transitional//EN" "http://www.w3.org/TR/xhtml1/DTD/xhtml1-transitional.dtd"> +<html xmlns="http://www.w3.org/1999/xhtml"> +<head> +<meta http-equiv="Content-Type" content="text/html; charset=utf-8" /> +<meta name="keywords" + content="λέξανδρος Παπαδιαμάντης, Πασχαλινά Διηγήματα" /> + +<title>Πασχαλινά Διηγήματα</title> + +<style type="text/css"> + +body { +font-family: verdana, geneva, arial, helvetica, sans-serif; +line-height: 20px; +margin-left: 5%; +margin-right: 5%; +} + +p{ + text-align: justify; + margin-top: 1em; + margin-bottom: 1em; +} + +hr{ + width: 65%; +} +.poem { + FONT-SIZE: 95%; margin-left: 30%; +} +</style> + +</head> +<body> + + +<pre> + +Project Gutenberg's Easter Time Short Stories, by Alexandros Papadiamantis + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + + +Title: Easter Time Short Stories + +Author: Alexandros Papadiamantis + +Release Date: April 28, 2012 [EBook #31653] +First Posted: March 15, 2010 + +Language: Greek + +Character set encoding: UTF-8 + +*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK EASTER TIME SHORT STORIES *** + + + + +Produced by Sophia Canoni + + + + + +</pre> + + +<p style='font-size: small;'>Note: The tonic system has been changed from polytonic to +monotonic. The spelling of the book has not been changed otherwise. Footnotes have +been converted to endnotes.// + +Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Η +ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως έχει. Οι υποσημειώσεις έχουν +μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου. </p> +<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/cover.jpg" width="435" +height="650" +alt="Εξώφυλλο" border="2" /><br /></p> + +<h2 style="text-align: center; margin-top: 3em"> +ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ</h2> + +<h1 style="text-align: center; margin-top: 5em">ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ</h1> + +<h4 style="text-align: center; margin-top: 24em">ΕΚΔΟΤΗΣ ΗΛΙΑΣ Ν. ΔΙΚΑΙΟΣ </h4> + +<p style="text-align: center; margin-top: 7em">ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ<br /> +ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ </p> + +<p style="text-align: center; margin-top: 5em"> +ΜΕΤ' ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΩΝ<br />ΥΠΟ ΦΡΙΞΟΥ ΑΡΙΣΤΕΩΣ </p> + +<p style="text-align: center; margin-top: 5em">ΕΚΔΟΤΗΣ<br /> +ΗΛΙΑΣ Ν. ΔΙΚΑΙΟΣ<br /> +ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ<br /> +1912 </p> + +<p style='text-align:center; margin-top: 5em'><br /><img src ="images/0003.jpg" +width="447" height="204" +alt="Σκιάθος" border="2" /><br /></p> + +<h4 style="text-align: center; margin-top: 4em">ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑΙ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ </h4> + +<p> +<br /> +Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης εγεννήθη εις την Σκιάθον την 4 Μαρτίου 1851. Τα +πρώτα γράμματα εδιδάχθη εις την γενέτειραν νήσον. Εκεί διήλθε και το Ελληνικόν +σχολείον, εξ ου απελύθη το 1863. Μετά διακοπήν τεσσάρων ετών ενεγράφη το 1867 +εις το εν Χαλκίδι γυμνάσιον. Την τρίτην γυμνασιακήν τάξιν διήλθεν εν Πειραεί. +Διακόψας ύστερον τας σπουδάς του, επανέλαβεν αυτάς το 1873, ελθών εις Αθήνας και +φοιτήσας εις την τετάρτην γυμνασιακήν τάξιν. Το επόμενον έτος ενεγράφη εις την εν +τω Εθν. Πανεπιστημίω Φιλοσοφικήν Σχολήν, εν η ηκροάτο μαθήματά τινα φιλολογικά, +ησχολείτο δε κατ' ιδίαν εις την εκμάθησιν ξένων γλωσσών. </p> + +<p>Παρά την αταξίαν των σπουδών αυτού, οφειλομένην εις οικονομικάς δυσχερείας +της οικογενείας του, ο Αλ. Παπαδιαμάντης ήτο φιλομαθέστατος. Προικισμένος υπό +εξαιρετικής ευφυίας και απεράντου μνήμης, διήλθε τα έτη της νεότητος αυτού +μελετών απαύστως τας αρχαίας κλασσικάς και τας νεωτέρας Ευρωπαϊκάς φιλολογίας. +Μέχρι τέλους της ζωής αυτού ηδύνατο να απαγγέλλη αποσπάσματα εκ του Ομήρου +και του Σοφοκλέους, του Βιργιλίου και του Ορατίου, του Μίλτωνος ή Σεξπήρου κλπ. +Πλην της Αγγλικής και Γαλλικής, εγνώριζεν ικανώς και την Ιταλικήν και Γερμανικήν. +Υπήρξε δε αυτοδίδακτος περί πάντα. </p> + +<p>Αλλ' η προσφιλεστάτη αυτού πνευματική ασχολία και τρυφή ήτο η περί τα +εκκλησιαστικά σπουδή. Υιός ων ευσεβούς ιερέως και ζήσας υπό την σκιάν του +Αγιωνύμου Όρους, το οποίον είχεν επισκεφθή επί μήνας τινάς κατά τους νεανικούς +αυτού χρόνους, είχε καταρτισθή δεινός γνώστης των ιερών Γραφών (την Παλαιάν +Διαθήκην εγνώριζεν εκ στήθους), των Πατέρων της Εκκλησίας κλπ. Εγνώριζεν ομοίως +άριστα την Βυζαντινή Μουσικήν και το Τυπικόν της Εκκλησίας. </p> + +<p>Αλλ' αι προσφιλείς αύται ασχολίαι δεν προσεπόριζον εις τον Αλ. Παπαδιαμάντην +τα προς το ζην. Παρ' όλη την ροπήν αυτού προς τα ιερά γράμματα, δεν ήθελε να γίνη +ιερεύς. Ομοίως δεν ηγάπα το διδασκαλικόν επάγγελμα, αν και, διατριβών εν Αθήναις +ως φοιτητής, και κατόπιν, εδίδασκεν ιδιωτικώς μαθητάς τινας. Η φυσική αυτού +διάθεσις και ορμή έφερεν αυτόν προς την δημιουργικήν φιλολογίαν, ενώ η +γλωσσομάθεια παρείχε τας πρώτας του βιοπορισμού αφορμάς. </p> + +<p>Ήρχισε συγγράφων μυθιστορήματα κατ' αρχάς, υπό την επίδρασιν ευρισκόμενος +των ξένων αναγνώσεων αυτού, συγχρόνως δε μετέφραζεν επιφυλλίδας εις +εφημερίδας. Τα συγγραφέντα μυθιστορικά αυτού έργα είνε δύο ή τρία, έργα μέτρια, +εις τα οποία ο συγγραφεύς φαίνεται ζητών τον δρόμον αυτού, τον οποίον βραδύτερον +ευρίσκει. Το 1882 εδημοσίευσεν εις το «Μη Χάνεσαι» τον «Έμπορον των Εθνών». +Μετά ταύτα ήρχισε συγγράφων την εξαισίαν και μακροτάτην σειράν των ηθογραφικών +διηγημάτων, εις τα οποία η μυστικοπαθής ψυχή του συγγραφέως, η λεπτή +παρατήρησις της λαϊκής ψυχής, η γνώσις του εσωτάτου βίου του έθνους, αδελφούνται +μετά του αριστοκρατικού ύφους, του απαραμίλλου θελγήτρου της αφηγήσεως και της +παραστατικής περιγραφής. </p> + +<p>Γράφων τα θαυμάσια έργα αυτού ο Παπαδιαμάντης ησχολείτο συγχρόνως εις το +πεζόν και άχαρι, κατά το πλείστον, μεταφραστικόν εις εφημερίδας έργον. Υπό την +έποψιν ταύτην υπήρξεν αληθής παρίας ο έξοχος συγγραφεύς. Είχε να βοηθήση +οικογένειαν προσφιλή και να συντηρήση εαυτόν. Βαθμηδόν επέλιπεν αυτόν και ο +άθλιος ούτος πόρος, ο εκ των μεταφράσεων. Εκ των πρωτοτύπων αυτού έργων +ελάχιστα εκέρδιζε πάντοτε. Έκτοτε ήρξατο η μαρτυρική ζωή του Παπαδιαμάντη. </p> + +<p>Τα τελευταία έτη της ζωής αυτού είναι λίαν γνωστά, ώστε να μη είναι ανάγκη να +ενδιατρίψωμεν λεπτομερώς εις αυτά. Θα ήτο δε και λίαν θλιβερόν το έργον τούτο. Ο +Παπαδιαμάντης καρτερικώς έφερε το άχθος των ατυχημάτων αυτού μέχρι τέλους της +ζωής του. Ευσεβέστατος ως ήτο, εύρισκε παραμυθίαν εις την θρησκείαν. Ιστορικαί +είναι αι αγρυπνίαι του παρά τον Παλαιόν Στρατώνα εκκλησιδίου του Αγίου Ελισαίου. +</p> + +<p>Έζησε δε πάντοτε μακράν του κόσμου, αναστρεφόμενος μετ' ανθρώπων του λαού +και ελαχίστων πιστών φίλων. Περιοδικώς μετέβαινεν εις την Σκίαθον, ην υπερηγάπα. +Απέθανεν αυτόθι την 3 Ιανουαρίου 1911. Ολίγον προ του θανάτου αυτού είχε τιμηθή +υπό του αργυρού σταυρού του Σωτήρος. </p> + +<h4 style="text-align: center; margin-top: 4em">Α’<br /><br /> +ΕΞΟΧΙΚΗ ΛΑΜΠΡΗ </h4> + +<p> +<br /> +Καλά το έλεγεν ο μπάρμπα-Μηλιός, ότι το έτος εκείνο εκινδύνευον να μείνουν οι +άνθρωποι οι χριστιανοί, οι ξωμερίταις, την ημέραν του Πάσχα, αλειτούργητοι. Και +ουδέποτε πρόρρησις έφθασε τόσον εγγύς να πληρωθή, όσον αυτή· διότι δις +εκινδύνευσε να επαληθεύση, αλλ' ευτυχώς ο Θεός έδωκε καλήν φώτισιν εις τους +αρμοδίους και οι πτωχοί χωρικοί, οι γεωργοποιμένες του μέρους εκείνου, ηξιώθησαν +και αυτοί να ακούσωσι τον καλόν λόγον και να φάγωσι και αυτοί το κόκκινο αυγό. +</p> + +<p>Όλα αυτά διότι το μεν ταχύπλουν, αυτό το προκομμένον πλοίον, το οποίον εκτελεί +δήθεν την συγκοινωνίαν μεταξύ των ατυχών νήσων και της απέναντι αξένου ακτής, +σχεδόν τακτικώς δις του έτους, ήτοι κατά τας δύο <b>αλλαξοκαιριαίς</b>, το +φθινόπωρον και το έαρ, βυθίζεται, και συνήθως χάνεται αύτανδρον^ είτα γίνεται νέα +δημοπρασία, και ευρίσκεται τολμητίας τις πτωχός κυβερνήτης, όστις δεν σωφρονίζεται +από το πάθημά του προκατόχου του, αναλαμβάνων εκάστοτε το κινδυνωδέστατον +έργον. </p> + +<p>Και την φοράν ταύτην, το ταχύπλουν, λήγοντος του Μαρτίου, του αποχαιρετισμού +του χειμώνος γενομένου, είχε βυθισθή· ο δε παπά- Βαγγέλης, ο εφημέριος άμα και +ηγούμενος και μόνος αδελφός του μονυδρίου του Αγίου Αθανασίου, έχων κατ' +εύνοιαν του επισκόπου και το αξίωμα του εξάρχου και πνευματικού των απέναντι +χωρίων, καίτοι γέρων ήδη, έπλεε τετράκις του έτους, ήτοι κατά πάσαν τεσσαρακοστήν, +εις τας αντικρύ εκτεινομένας ακτάς, όπως εξομολογήση και καταρτίση πνευματικώς +τους δυστυχείς εκείνους δουλοπαροίκους, τους «κουκουβίνους ή κουκκοσκιάχταις», +όπως τους ωνόμαζον, σπεύδων, κατά την Μεγάλην τεσσαρακοστήν, να επιστρέψη +εγκαίρως εις την μονήν του όπως εορτάση το Πάσχα. </p> + +<p>Αλλά κατ' εκείνο το έτος, το ταχύπλουν είχε βυθισθή, ως είπομεν, η συγκοινωνία +εκόπη επί τινας ημέρας, και ούτως ο παπά-Βαγγέλης έμεινεν ακουσίως, ηναγκασμένος +να εορτάση το Πάσχα πέραν της πολυκυμάντου και βορεοπλήκτου θαλάσσης, το δε +μικρόν ποίμνιόν του, οι γείτονες του Αγίου Αθανασίου, οι χωρικοί των Καλυβιών, +εκινδύνευον να μείνωσιν αλειτούργητοι. </p> + +<p>Τινές είπον γνώμην να παραλάβωσι τας γυναίκας και τα τέκνα των και να +κατέλθωσιν εις την πολίχνην, όπως ακούσωσι την Ανάστασιν και λειτουργηθώσιν· +αλλ' ο μπάρμπα-Μηλιός, όστις έκαμνε τον προεστόν εις τα Καλύβια, και ήθελε να +εορτάση το Πάσχα όπως αυτός ενόει, ο Φταμηνίτης, όστις δεν ήθελε να εκθέση την +γυναίκα του εις τα όμματα του πλήθους, και ο μπάρμπ' Αναγνώστης, χωρικός όστις +«τα είξευρεν απ' έξω όλα τα γράμματα της Λαμπρής», αλλά δεν ηδύνατο ν' αναγνώση +τίποτε «από μέσα», και επεθύμει να ψάλη το «Σώμα Χριστού μεταλάβετε», — οι τρεις +ούτοι επέμειναν, και πολλοί ησπάσθησαν την γνώμην των, ότι έπρεπεν εκ παντός +τρόπου να πείσωσιν ένα των εν τη πόλει εφημερίων ν' ανέλθη εις τα Καλύβια να τους +λειτουργήση. </p> + +<p>Ο καταλληλότερος δε, κατά την γνώμην πάντων, ιερεύς της πόλεως, ήτο ο παπά- +Κυριάκος, όστις δεν ήτο «από μεγάλο τζάκι», είχε μάλιστα και συγγένειαν μέ τινας των +εξωμεριτών, και τους κατεδέχετο. Ήτο ολίγον <b>τσάμης</b>, καθώς έλεγαν. Δεν +έτρεφε προλήψεις. Ηκούετο μάλιστα εδώ-εκεί, ότι ο ιερεύς ούτος είχε και την +συνήθειαν «ν' αποσώνη τα παιδιά» εις τους κόλπους των μητέρων, των ενοριτισσών +του. Αλλά τούτο το έλεγον οι αστείοι ή οι φθονεροί, και μόνον οι ανόητοι το +επίστευον. Ο εφημέριος ούτος, ως οι πλείστοι του γνησίου ελληνικού κλήρου, πλην +μικρού ελευθεριασμού, ήτο κατά τα άλλα άμεμπτος. </p> + +<p>Τούτο ναι, αληθεύει, αλλ' οι έγγαμοι ιερείς, πενόμενοι και δυσπραγούντες, +επιτακτικήν έχοντες ανάγκην να θρέψωσι τα τέκνα των, φαίνονται ως πλεονέκται, και +καταντώσι να μη τρέφωσι πλέον εμπιστοσύνην ουδ' εις αυτούς τους συλλειτουργούς +των. Τούτο έπασχε και ο παπά-Κυριάκος, όστις επεθύμει μεν να υπάγη να κάμη +Ανάστασιν εις τους χωρικούς, διότι ήτο ανοιχτόκαρδος και ήθελε να χαρή και αυτός +ολίγην Ανάστασιν και ολίγην άνοιξιν, αλλ' εδυσπίστει εις τον συνεφημέριόν του, και +έπειτα δεν ήθελε να αφήση την ενορίαν με ένα μόνον ιερέα τοιαύτην ημέραν. Αλλ' +αυτός ο παπά-Θεοδωρής ο Σφοντύλας, ο συνεφημέριός του, τον παρεκίνησε να +υπάγη, ειπών ότι καλόν ήτο να μη χάσωσι και το εισόδημα των Καλυβιών, +αινιττόμενος ότι τα τε εκ του ενοριακού ναού έσοδα και τα της εξοχικής παροικίας, +αμφότερα εξ ίσου θα τα εμοιράζοντο. </p> + +<p>Τούτο δεν έπεισε τον παπά-Κυριάκον, τω ενέπνευσε μάλιστα πλείονας υποψίας· +αλλ' ότε ηρώτησε την γνώμην του συλλειτουργού του, ήτο ήδη κατά τα εννέα δέκατα +αποφασισμένος να υπάγη· έπειτα υπεχρέωσε τον υιόν του Ζάχον, μορφάζοντα και +μεμψιμοιρούντα, να παραμείνη εν τω ενοριακώ ναώ κατάσκοπος εις το ιερόν βήμα, +να παραλάβη το μερίδιον των προσφορών και συλλειτουργικών, και μόνον μετά την +απόλυσιν της λειτουργίας, ότε θα ανέτελλεν ήδη η ημέρα, ν' ανέλθη εις τα Καλύβια +παρ' αυτώ. </p> + +<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p> + +<p>Η πούλια ήτο ήδη υψηλά, «τέσσαρες ώραις να φέξη», και ο μπάρμπ'- Αναγνώστης, +αφού εξύπνισε τον ιερέα κατασκευάσας πρόχειρον σήμαντρον, εκ στερεού ξύλου +καρυάς και πλήκτρον περιήρχετο τα καλύβια θορυβωδώς κρούων όπως εξεγείρη τους +χωρικούς. </p> + +<p>Εισήλθον εις το μικρόν εξωκκλήσιον του Αγ. Δημητρίου. Είς μετά τον άλλον +προσήρχοντο οι χωρικοί με τας χωρικάς των και με τα καλά των ενδύματα. </p> + +<p>Ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν. </p> + +<p>Ο μπάρμπ'-Αναγνώστης ήρχισε να τα λέγη όλα απ' έξω, την προκαταρκτικήν +προσευχήν και τον Κανόνα, το <b>Κύματι θαλάσσης</b>. </p> + +<p>Ο παπά-Κυριάκος προέκυψεν εις τα βημόθυρα, ψάλλων το <b>Δεύτε λάβετε +φως</b>. </p> + +<p>Ήναψαν τας λαμπάδας κ' εξήλθον όλοι εις το ύπαιθρον ν' ακούσωσι την +Ανάστασιν. Γλυκείαν και κατανυκτικήν Ανάστασιν εν μέσω των ανθούντων δένδρων +υπό ελαφράς αύρας σειομένων ευωδών θάμνων, και των λευκών ανθέων της +αγραμπελιάς, «neige odorante du printemps». </p> + +<p>Ψαλέντος του <b>Χριστός ανέστη</b>, εισήλθον πάντες εις τον ναόν. Θα ήσαν το +πολύ εβδομήκοντα άνθρωποι, άνδρες, γυναίκες και παίδες. </p> + +<p>Ο μπάρμπ'-Αναγνώστης ήρχισε να ψάλλη τον Κανόνα του Πάσχα, ο δε ιερεύς, άμα +αντιψάλλων αυτώ εξ ανάγκης από του ιερού βήματος, ητοιμάζετο «να πάρη καιρόν», +και αφού τελέση τον ασπασμόν, να έμβη εις την λειτουργίαν. </p> + +<p>Αλλά την στιγμήν εκείνην, εισήλθεν ή μάλλον εισώρμησεν εις το ναΐδιον, +ακολουθούμενος υπό δύο άλλων ομηλίκων του, δωδεκαέτης περίπου παις, υψηλός ως +προς την ηλικίαν του, ασθμαίνων και εν εξάψει. Ήτο ο Ζάχος, ο υιός του παπά- +Κυριάκου. </p> + +<p>Εισέβαλε πνευστιών εις το ιερόν βήμα και ήρχισε να ομιλή προς τον ιερέα. Η φωνή +του ηκούετο από του χορού, αλλ' αι λέξεις δεν διεκρίνοντο. </p> + +<p>Ιδού τι έλεγεν εν τούτοις: </p> + +<p> — Παπά, παπά!... </p> + +<p>(Τα παπαδόπουλα εκάλουν συνήθως <b>παπά</b> τον πατέρα των). </p> + +<p> — Παπά, παπά!... ο παπά-Σφοντύλης... απ' την οξώπορτα... της +λειτουργιαίς... απ' τ' άι-βήμα η πεθερά του.... κ' η παπαδιά... κουβαλούν... απ' την +οξώπορτα... της λειτουργιαίς... τους είδα... απ' την οξώπορτα... της λειτουργιαίς... απ' +τ' άι-βήμα... κ' η πεθερά του... κ' η παπαδιά... </p> + +<p>Μόνος ο παπά-Κυριάκος ήτο ικανός να βγάλη νόημα από τα ασυνάρτητα ταύτα και +ασθματικά του υιού του. Ιδού δε πώς εξήγησε τα λεγόμενα: «Ο παπά-Θοδωρής, ο +Σφοντύλης, ο σύντροφός του εις την ενορίαν, έκλεπτε τας προσφοράς, μεταβιβάζων +αυτάς διά της εξωθύρας του ιερού βήματος εις χείρας της συζύγου και της πενθεράς +του». </p> + +<p>Ίσως το πράγμα δεν θα ήτο τόσον αληθές όσον ο Ζάχος ήθελε να το παραστήση. +Διότι ούτος αγαπών ως όλοι οι νέοι την εξοχήν και την διασκέδασιν, μετά δυσκολίας +είχεν υπακούσει εις το πατρικόν κέλευσμα, όπως μείνη εις την πόλιν, και αφορμήν θα +εζήτει διά να το στρήψη και μεταβή εις νυκτερινήν εκδρομήν εις τα Καλύβια, αφού +μάλιστα ευκόλως εύρισκε συνοδοιπόρους ομήλικας. </p> + +<p>Αλλ' ο παπά-Κυριάκος δεν εσυλλογίσθη τίποτε. Εξήφθη αμέσως, ηγανάκτησε, δεν +εκρατήθη. Ήμαρτεν. Αντί δε να καταφέρη σφοδρόν ράπισμα κατά της παρειάς του +υιού του, και να εξακολουθήση ήσυχος το καθήκον του... απέβαλεν ευθύς το +επιτραχήλιον και εξεδύθη το φαιλόνιον, και διασχίσας τον ναόν εξήλθεν, αποφεύγων +το βλέμμα της πρεσβυτέρας του, ήτις τον έβλεπεν έντρομος. </p> + +<p>Αλλ' ο μπάρμπα-Μηλιός κάτι υπώπτευσεν εκ των κινημάτων τούτων, και εξήλθε +κατόπιν του. </p> + +<p>Εις πεντήκοντα δε βημάτων απόστασιν από του ναού, μεταξύ τριών δένδρων και +δύο φρακτών, ο επόμενος διάλογος συνήφθη: </p> + +<p> — Παπά, παπά, πού πας; </p> + +<p> — Θαρθώ βλογημένε, τώρα, αμέσως πίσω. </p> + +<p>Δεν είξευρε τι να είπη. Αλλά το βέβαιον είνε ότι είχεν απόφασιν να καταβή εις την +πόλιν και ζητήση λόγον δια την κλοπήν από τον συνεφημέριόν του! Εις το βάθος δε +της συνειδήσεώς του έλεγεν ότι είχε καιρόν να επιστρέψη προ της ανατολής του +ηλίου, και τελέση την λειτουργίαν. </p> + +<p> — Πού πας; επέμενεν ο μπάρμπα-Μηλιός. </p> + +<p> — Ας διαβάζη ο μπάρμπ'-Αναγνώστης τας <b>Πράξεις</b> των Αποστόλων, +κ' έφθασα. </p> + +<p>Ελησμόνει ότι ο μπάρμπ'-Αναγνώστης δεν ηδύνατο ν' αναγνώση άλλα ή όσα από +στήθους εγνώριζεν. </p> + +<p> — Αφήνω και την παπαδιά μου, εδώ, βλογημένε, επανέλαβεν ο παπά- +Κυριάκος, αμηχανών τι να είπη· σας αφήνω την παπαδιά μου! </p> + +<p>Και λέγων έτρεχεν. </p> + +<p>Ο μπάρμπα-Μηλιός επανήλθε κατηφής εντός του ναού. </p> + +<p> — Καλά το έλεγα εγώ, εψιθύρισε. </p> + +<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p> + +<p>Μεγίστη απορία επεκράτει εν τω παρεκκλησίω. Οι χωρικοί εκύτταζον +ερωτηματικώς αλλήλους. Ψιθυρισμοί ηκούοντο. </p> + +<p>Αι γυναίκες ηρώτων την παπαδιά να είπη αυταίς τι τρέχει· αλλ' αύτη ήτο η +ολιγώτερον πάντων των άλλων γνωρίζουσα. </p> + +<p>Εν τούτοις ο ιερεύς έτρεχεν, έτρεχεν. Ο ψυχρός αήρ εδρόσισεν ολίγον το μέτωπόν +του. </p> + +<p> — Και πώς να θρέψω εγώ τόσα παιδιά, έλεγεν, οκτώ, με συμπάθειο, κ' η +παπαδιά εννηά, κ' εγώ δέκα! Ο ένας να σε κλέφτη απ' εδώ, κι' ο άλλος απ' εκεί!... </p> + +<p>Πεντακόσια βήματα από του ναού, ο δρόμος εκατηφόριζε, και κατήρχετό τις εις +ωραίαν κοιλάδα. Είς νερόμυλος ευρίσκετο επί της κλιτύος εκείνης, παρά την οδόν. +</p> + +<p>Ακούσας ο ιερεύς τον ηδύν μορμυρισμόν του ρύακος, αισθανθείς επί του +προσώπου του την δρόσον, ελησμόνησεν ότι είχε να λειτουργήση (πώς και πού να +λειτουργήση;) και έκυψε να πίη ύδωρ. Αλλά το χείλος του δεν είχε βραχή ακόμη, και +αίφνης ενθυμήθη, ανένηψεν. </p> + +<p> — Εγώ έχω να λειτουργήσω, είπε, και πίνω νερό;... </p> + +<p>Και δεν έπιε. </p> + +<p>Τότε ήλθεν εις αίσθησιν. </p> + +<p> — Τι κάμνω εγώ, είπε, πού πάω; </p> + +<p>Και ποιήσας το σημείον του σταυρού: </p> + +<p> — Ήμαρτον, Κύριε, είπεν, ήμαρτον! μη με συνερισθής. </p> + +<p>Επανέλαβε δε: </p> + +<p> — Εάν εκείνος έκλεψεν, ο Θεός ας τον... συγχωρήση... κ' εκείνον κ' εμέ. Εγώ +πρέπει να κάμω το χρέος μου. </p> + +<p>Ησθάνθη δάκρυ βρέχον την παρειάν του. </p> + +<p> — Ω Κύριε, είπεν ολοψύχως, ήμαρτον, ήμαρτον! Συ παρεδόθης διά τας +αμαρτίας μας, και ημείς σε σταυρώνομεν κάθε μέρα. </p> + +<p>Και εστράφη προς τον ανήφορον, σπεύδων να επανέλθη εις το παρεκκλήσιον, +όπως λειτουργήση. </p> + +<p> — Και ήθελα να πιώ και νερό, είπε, δεν είμαι άξιος να λειτουργήσω. Αλλά +πώς να κάμω; Δεν πρέπει να μεταλάβω! Θα λειτουργήσω χωρίς μετάληψιν, δεν είμαι +άξιος!... «Δεύτε του καινού της αμπέλου γεννήματος!...» Εγώ άξιος δεν είμαι! </p> + +<p>Και επέστρεψεν εις τον ναόν, όπου μετ' αγαλλιάσεως οι χωρικοί τον είδον. </p> + +<p>Ετέλεσε την ιεράν μυσταγωγίαν, και μετέδωκεν εις τους πιστούς, φροντίσας να +καταλύση διά στόματος αυτών όλον το άγιον ποτήριον. Αυτός δεν εκοινώνησεν, +επιφυλαττόμενος να το είπη εις τον πνευματικόν, και πρόθυμος να δεχθή τον κανόνα. +</p> + +<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p> + +<p>Περί την μεσημβρίαν μετά την Β' Ανάστασιν, οι χωρικοί το <b>έστρωσαν</b> υπό +τας πλατάνους, παρά την δροσεράν πηγήν. </p> +<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/0010.jpg" width="597" +height="468" +alt="οι χωρικοί το έστρωσαν υπό τας πλατάνους" border="2" /><br /></p> +<p>Ως τάπητας είχον την χλόην και τα χαμολούλουδα, ως τράπεζαν πτέριδας και +κλάδους σχοίνων. </p> + +<p>Η δροσερά αύρα εκίνει μετά θρου τους κλώνας των δένδρων, και ο Φταμηνίτης με +την λύραν του αντέδιδε φθόγγους λιγυρούς. </p> + +<p>Η ωραία Ξανθή, η σύζυγος του Φταμηνίτου, εκάθητο μεταξύ της μητρός της +Μελάχρως, και της θειά Κρατήρως, της πενθεράς της, φροντίζουσα να έχη εν μέρει τας +παρειάς κεκαλυμμένας με την μανδήλαν, και να βλέπη μάλλον προς τον κορμόν της +γιγαντιαίας πλατάνου, όπως μη την κυττάζωσιν οι άνδρες, και ζηλεύη ο σύζυγός της. +</p> + +<p>Η αδελφή της, το Αθώ, δεκαπεντούτις κόρη άγαμος, άφροντις, ωραία και αυτή, +ποσάκις δεν την επείραζε λέγουσα: «Αρή, τι τον ήθελες, αρή; Δεν τον έπαιρνα, να μου +χαρίζανε τον ουρανό με τάστρα... Καλλίτερα να γινόμουν καλόγρηα!» </p> + +<p>Το βέβαιον ήτο ότι ο Φταμηνίτης δεν διέπρεπεν ούτ' επί κάλλει ούτε επί μεγέθει +σώματος, αλλ' ανεπλήρου τας ελλείψεις ταύτας δι' ευστροφίας σώματος και +πνεύματος και διά φαιδρότητος και ευθυμίας. </p> + +<p>Ο παπά-Κυριάκος προήδρευε του συμποσίου, έχων απέναντί του την παπαδιά, +βραχύσωμον, στρογγυλοπρόσωπον, μελαχροινήν, αγαθωτάτην, ήτις εν αθωότητι +εξεκόλαπτε σχεδόν κατ' έτος εν παπαδόπουλον, χωρίς να την μέλη ούτε διά +παλληκαροβότανα, ούτε διά στρηφοβότανα, περί α τυρβάζουσιν άλλαι γυναίκες. </p> + +<p>Δεξιόθεν του ιερέως εκάθητο ο μπάρμπα-Μηλιός, προεστώς άμα και πρόθυμος +θεράπων της κοινότητος, ηξεύρων να ψήνη ως ουδείς άλλος το αρνί, λιανίζων +μεθοδικότατα δι' όλους, και τρώγων άμα και προπίνων. </p> + +<p>Εις τας προπόσεις μάλιστα δεν είχεν εφάμιλλον. Μετά την σύντομον και τυπικήν +του ιερέως πρόποσιν, εγερθείς ο μπάμπα-Μηλιός, κρατών την τσότραν την +επταόκαδον, ήρχισε να χαιρετίζη τους πάντας και ένα έκαστον ως εξής: </p> + +<p> — Χριστός Ανέστη! αληθινός ο Κύριος! Ζη και βασιλεύει εις πάντας τους +αιώνας! </p> + +<p>Είτα μετά το προίμιον, εισήλθεν εις την ουσίαν: </p> + +<p> — Γεια μας! καλή γεια! διάφορο! καλή καρδιά! Παπά μ', να χαίρεσαι το +πετραχήλι σ'! Παπαδιά, να χαίρεσαι τον παπά σ' και τα παιδάκια σ'! Ξάδερφε Θοδωρή! +να ζήσης, να τσ' χαίρεσαι! Κουμπάρε Παναγιώτη! όπως έτρεξες με το λάδ' να τρέξης +και με το κλήμα! Συμπεθέρα Κρατήρω! Να χαίρεσαι, μ' έναν καλόν γαμπρό! Ανηψιέ +Γιώργη! Τίμια στέφανα! 'στο γάμο σας να χαρούμε! Κουμπάρα Κυπαρισσού! με μια +καλή νύφη, να ζήσης, να χαρής! εβίβα όλοι! Τέ-περ-τε. Πάντα χαρούμενοι! Στην υγειά +σας! Συμπεθέρα Ξαθή! καλή λευθεριά! Στην υγειά σας! Πάντα χαρούμενοι! Πάντα με +το καλό! </p> + +<p>Και ανάλογος προς το πρόσωπον υπήρξεν η πόσις. </p> + +<p>Αλλά και ο Φταμηνίτης ηθέλησε να προπίη κατ' άλλον όμως στενώτερον τρόπον· +ηθέλησε να <b>βρη</b> την γυναίκα του, και ηνάγκασεν αυτήν ν' απαντήση εις το +πρόσωπον: </p> + +<p> — Μπρομ! </p> + +<p> — Πιέ κη δο μ'! </p> + +<p> — Με κρασί! </p> + +<p> — Καλώς τ'ν αγάπη μ' τη χρυσή! </p> + +<p>Και πιών αυτός, μετεβίβασε την τσότραν εις την ωραίαν Ξανθήν, ήτις έβρεξε τα +χείλη. </p> + +<p>Είτα ήρχισαν τα άσματα. Εν πρώτοις το <b>Χριστός ανέστη</b>, ύστερον τα +θύραθεν. Ο μπάρμπα-Μηλιός θελήσας να ψάλη και αυτός το <b>Χριστός ανέστη</b>, +το εγύριζε πότε εις τον αμανέ και πότε εις το κλέφτικο. </p> + +<p>Αλλ' ο ιδιορρυθμότερος πάντων των ψαλτών ήτο ο μπάρμπα-Κίτσος, γηραιός +χωροφύλαξ, χειμαρριώτης, παλαιός ταχτικός, λησμονημένος από της βαυαρικής +εποχής εν τη νήσω. Αμφέβαλλε και αυτός αν τον είχαν περασμένον εις τα μητρώα, +πότε του έστελναν μισθόν, πότε όχι. Εφόρει χιτώνα με ανοικτάς θυρίδας, βραχείαν +περισκελίδα μέχρι του γόνατος και <b>τουζλούκια</b>. </p> + +<p>Ο δήμαρχος του τόπου (διότι υπήρχε φευ! και δήμαρχος) τον είχε στείλει να κάμη +Πάσχα εις τα Καλύβια, διά να φυλάξη δήθεν την τάξιν, καίτοι ουδεμιάς φυλάξεως ήτο +ανάγκη. Το βέβαιον είνε ότι τον έστειλε να καλοπεράση πλησίον των ανοιχτοκάρδων +εξωμεριτών, οίτινες του ήρεσκον του μπάρμπα-Κίτσου, ας τους έλεγον και +«τσουπλακιαίς» ή «χαλκοδέραις». Εάν έμενεν εν τη πόλει, ο δήμαρχος θα ήτο +υπόχρεως να τον φιλεύση τον μπάρμπα-Κίτσον, καθώς τον είχαν κακομάθει οι +προκάτοχοι του, έλεγε, — να τον φιλεύση κουλούραν και αυγά. Τι έθιμα!... </p> + +<p>Ο μπάρμπα-Κίτσος, αφού ησπάσθη τρις ή τετράκις την τσότραν, ήρχισε να ψάλλη +το <b>Χριστός ανέστη</b> κατ' ιδιάζοντα αυτώ τρόπον, ως εξής: </p> + +<p class="poem">Κ 'στό — μπρε — Κ 'στός ανέστη<br /> +εκ νεκρών <b>θανάτων</b>,<br /> +θάνατον <b>μπατήσας</b><br /> +κ' <b>έντοις — έντοις</b> μνήμασι,<br /> +ζωήν <b>παμμακάριστε</b>! </p> + +<p>Και όμως, μεθ' όλην την ιδιορρυθμίαν ταύτην, ουδείς ποτε έψαλλε ιερόν άσμα +μετά πλείονος χριστιανικού αισθήματος και ενθουσιασμού, εξαιρουμένου ίσως του +γνωστού εν Αθήναις γηραιού και σεβασμίου Κρητός, του ψάλλοντος το <b>Άλαλα τα +χείλη των ασεβών</b> με την εξής προσθήκην: «Άλαλα τα χείλη των ασεβών των μη +προσκυνούντων, <b>οι κερατάδες</b>! την εικόνα σου την σεπτήν....» </p> + +<p>Αληθείς ορθόδοξοι Έλληνες! </p> + +<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p> + +<p>Περί την δείλην είχεν αρχίσει ο χορός, χορός κλέφτικος (διότι αι γυναίκες +επεφυλάττοντο διά την Δευτέραν και την Τρίτην όπως χορεύσωσι τον συρτόν και την +<b>καμάρα</b>), και ο παπά-Κυριάκος, μετά της παπαδιάς και του Ζάχου, όστις +εγλύτωσε το ξύλο χάριν της ημέρας (διότι ο πατήρ του είχε θυμώσει είτα κατ' αυτού, +ως γενομένου αιτίου της χασμωδίας εκείνης), αποχαιρετίσαντες την συντροφιάν, +κατήλθον εις την πολίχνην. </p> + +<p>Ο παπά-Κυριάκος έδωκε πλήρες εις τον συνεφημέριόν του το από της εξοχής +μερίδιον, και ούτε κατεδέχθη να κάμη λόγον περί της υποτιθεμένης κλοπής. </p> + +<p>Εν τούτοις ο παπά-Θοδωρής οίκοθεν τω είπεν ότι το εκ της ενορίας μερίδιόν του +ευρίσκετο εν τη οικία αυτού, του παπά-Θοδωρή. Έκρινε καλόν, είπε, να μετακομίση +διά της εξωθύρας του αγίου βήματος οίκαδε και τα δύο μερίδια, διά να μη βλέπουν +τινές των άγαν επιπολαίων και γλωσσαλγώσιν ότι οι ιερείς έχουν δήθεν πολλά +εισοδήματα. «Ο κόσμος ξιππάζεται, είπεν, άμα μας ιδή μια καλή μέρα να πάρουμε +τίποτε λειτουργιαίς, και δεν συλλογίζεται πόσαις εβδομάδες και μήνες παρέρχονται +άγονοι!» </p> + +<p>Εντεύθεν η παρανόησις του Ζάχου. </p> + +<h4 style="text-align: center; margin-top: 4em">B’<br /><br /> +Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΒΑΠΤΙΣΤΙΚΗ </h4> + +<p> +<br /> +Αν άλλη τις χρηστή γυνή είδέ ποτε καλά <b>νοικοκυριά</b> εις τας ημέρας της, +αναντιρρήτως είδε τοιαύτα και η θειά-Σοφούλα Κωνσταντινιά, σεβασμία +οικοδέσποινα εβδομηκονταετής, κάτοικος παραθαλασσίου κώμης εις μίαν των νήσων +του Αιγαίου. </p> + +<p>Την εκάλουν κοινώς Σαραντανού, και πολλοί υπέθετον ότι το επίθετον τούτο τη +απεδόθη, διότι δήθεν είχεν ίσον με σαράντα γυναικών <b>νουν</b>, όπερ δεν +ενομίζετο υπερβολή. Άλλοι όμως έλεγον, ότι η λέξις εσχηματίσθη εκ του +<b>Σαραντανοννού</b>, ήτοι νοννά με σαράντα βαπτιστικούς. </p> + +<p>Το βέβαιον είνε, ότι, αν δεν είχε φθάσει εις τον αριθμόν τούτον, δυο ή τρεις +μονάδες της έλειπον και ήλπιζε προσεχώς να συμπληρώση την τεσσαρακοντάδα. +Ομολογητέον δε, ότι αυτή κατ' αρχάς είχε βαπτίσει οικειοθελώς πέντε ή έξ νήπια των +γειτόνων της, όσα και πάσα άλλη καλή οικοκυρά βαπτίζει. Αλλ' όταν άπαξ εγνώσθη και +απεδείχθη, ότι είχε <b>καλό χέρι</b>, τότε όλαι αι γειτόνισσαι, συγγενείς, +παροσυγγενείς, κολλήγισαι ήρχισαν να την πολιορκούν. </p> + +<p>Είχε πάρει <b>καλό όνομα</b> ότι της <b>εζούσαν τα παιδιά</b>, όσα ανεδέχετο +εκ της κολυμβήθρας. Είνε δε τόσον σπουδαίον να ευρεθή νοννά «<b>να της ζουν τα +παιδιά</b>», όσον και ιερεύς «<b>να πιάνη το διάβασμά του</b>». </p> + +<p>Η θειά-Σοφούλα όμως υπέφερε μετά χάριτος την αγγαρείαν ταύτην. Είνε αληθές, +ότι τα <b>φωτίκια</b> εις την εποχήν εκείνην, χιτών και κουκούλιον μετά σταυρού, +καθώς και τα <b>μαρτυριάτικα</b>, εαρινή βροχή λεπτών και διλέπτων διά τους +αγυιόπαιδας, εκόστιζαν εν όλω δέκα γρόσια. </p> + +<p>Η θειά-Σοφούλα ωμοίαζε με την επιμελή ανθοκόμον, ήτις δεν αρκείται να φυτεύη +μόνον τα άνθη της, αλλά τα περιθάλπει και τα καταρδεύει. Ηγάπα τα πνευματικά της +τέκνα ως τέκνα της <b>εγκαρδιακά</b>, τα εθώπευε, τα εφίλευε και τα επαιδαγώγει. +</p> + +<p>Ο μπάρμπα-Κωνσταντής, ο πρώτος γρινιάρης του χωρίου, δεν συνεμερίζετο την +αδυναμίαν ταύτην της συζύγου του. </p> + +<p> — Α, μπράβο! φίλευέ τα τ' αναδεξίμια σου, μουρή!... εγόγγυζεν εκάστοτε, +οσάκις την έβλεπε μεριμνώσαν περί των αναδεκτών της· — ηύρες κι' αλωνίζεις, +μουρή!... </p> + +<p>Η θειά-Σοφούλα ολίγον ανησύχει περί της ιδιοτροπίας ταύτης του συζύγου της, +όστις ήτο αγαθός άνθρωπος εις τας καλάς του ώρας. </p> + +<p>Έπειτα ο μπάρμπα-Κωνσταντής σπανίως εφαίνετο εν τη πολίχνη. Αφότου έπαυσε +τα θαλάσσια ταξείδια, ησχολείτο αποκλειστικώς εις την καλλιέργειαν των κτημάτων +του. Κατά πάσαν πρωίαν ίππευεν επί του ευρώστου ημιόνου του, ετρέπετο εις τους +αγρούς και επανήρχετο μετά την δύσιν του ηλίου. </p> + +<p>Κατ' εκείνον τον χρόνον, περί τα 184..., η θειά-Σοφούλα είχε φθάσει εις το +τριακοστόν ένατον βαπτιστικόν. Έν μόνον της έλειπε διά να τα κάμη σαράντα προς +ανάπαυσιν της συνειδήσεώς της. Εβάπτιζεν αδιακρίτως άρρενα και θήλεα, αλλ' +εφρόντιζε να δίδη ακριβείς σημειώσεις εις τους ιερείς και πνευματικούς, διά να μη +τυχόν γείνη κανέν συνοικέσιον εις το μέλλον μεταξύ δύο ετεροφύλων αναδεκτών και +κολασθή η ψυχή της. </p> + +<p>Κατ' έτος, την Μεγάλην Πέμπτην, μεγίστη κίνησις εγίνετο εν τη ευρυχώρω αυλή +της οικίας. Η θειά-Σοφούλα <b>ανεσφουγγώνετο</b> μέχρις αγκώνων και εζύμωνε +μόνη της τας τριάκοντα εννέα αυγοκουλούραις διά τους τοσούτους βαπτιστικούς της... +Αλλά πλην των βαπτιστικών υπήρχον και τα εγγόνια και τα δισέγγονα και ταύτα δεν +ήσαν ολιγάριθμα. </p> + +<p>Εν συνόλω εχρειάζετο εβδομήκοντα και πλέον κοκκώναις δηλ. παιδικάς +κουλούρας, διά τους βαπτιστικούς, διά τους εγγονούς και τα δισέγγονα. Εις τον +αριθμόν τούτον δεν συμπεριλαμβάνονται αι μεγαλείτεραι κουλούραι, τας οποίας +παρεσκεύαζε διά τας συντεκνίσσας, διά τας ανεψιάς και δισεξαδέλφας της. </p> + +<p>Μέγας δε εβόμβει ο εσμός των αναδεκτών και δισεγγόνων περί τους ανθώνας της +αυλής κατ' εκείνην την ημέραν. Από της τρίτης ώρας του δειλινού, καθ' ην ο μπάρμπα- +Κωνσταντής εξηγείρετο του μεσημβρινού ύπνου, με δριμείαν επικαθημένην της ρινός +την χολήν, και εφόρει το τσόχινον βρακίον του, επύργωνεν επί της κεφαλής +μεγαλοπρεπές το τυνησιακόν φέσι του, ελάμβανεν ως σκήπτρον την μεγάλην +ηλεκτρόστομον τσιμπούσαν του, ανήρτα από της οσφύος βαθύκολπον την μεταξωτήν +καπνοσακκούλαν και κατήρχετο εις το καφενείον να εισπνεύση την θαλασσίαν αύραν, +από της ώρας εκείνης η ευρεία και τετράγωνος αυλή παρεδίδετο εξ εφόδου εις την +λεηλασίαν των βαπτιστικών και των δισεγγόνων. </p> + +<p>Μεγίστην ευτυχίαν και ανήκουστον ηδονήν ενόμιζον τότε τα παιδιά της γειτονιάς, +αν κατώρθωναν να παρεισδύσωσιν εις το προαύλιον της θειά-Σοφούλας, όπερ +εθεωρείτο ως μυθώδες τι. Πολλά αυτών προέτεινον τας κεφαλάς διά των σχισμών της +κλειστής αυλείου θύρας, ήτις εμοχλεύετο έσωθεν υπό των ζηλοτύπων βαπτιστικών διά +τους μη έχοντας ένδυμα γάμου. Άλλα παιδία, τολμηρότερα, ανείρπον εις τον θριγκόν +του τοίχου της αυλής και εύρισκον τρόπον να εισπηδήσωσιν εκείθεν εις τα ένδον. Αλλ' +αλλοίμονον αν παρετηρούντο υπό των άγρυπνων ευνοουμένων. Απεδιώκοντο με +τσιμπήματα και με δοντιαίς, ως ο κηφήν υπό των μελισσών. </p> + +<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p> + +<p>Την Μεγάλην Πέμπτην του έτους 185... όλοι οι αναδεκτοί ήσαν συνηγμένοι εν τη +αυλή της γραίας Σοφούλας. Ο πρεσβύτερος αυτών ήδη νεανίας εικοσαετής, το δε +νεώτερον ήτο κοράσιον τριετές εις ο η νοννά είχε δώσει το όνομά της. Το βρέφος +τούτο ήτο το τεσσαρακοστόν πνευματικόν γέννημα της θειά-Σοφούλας. </p> + +<p>Είχε γεννηθή τέλος το από πολλού προσδοκώμενον τούτο συμπλήρωμα του +προωρισμένου αριθμού και ήτο το χαδευμένον της θειά-Σοφούλας. Η νοννά έτρεφε +φιλοδόξους σκοπούς ως προς το μέλλον του θυγατρίου τούτου. Αλλά και αυτός ο +μπάρμπα-Κωσταντής εξ όλων των αναδεκτών μόνον το μικρόν τούτο ηνείχετο. Η +στοργή όμως της θειά-Σοφούλας προς αυτό έφθανε μέχρι παραφροσύνης. </p> + +<p>Την ημέραν εκείνην η θειά-Σοφούλα ήτο κλειστή εις το ισόγειον και εζύμωνεν. Εκ +των παιδίων τινά την επολιόρκουν έξωθεν της θύρας παραμονεύοντα. Τα πλείστα +όμως έπαιζον ταραχωδώς περί τον υπερμεγέθη ληνόν, πλησίον του ελαιοτριβείου, το +<b>κρυφτάκι</b>, και άλλα εθορύβουν περί τας κιγκλίδας του κήπου και πλησίον του +φρέατος. </p> + +<p>Η μικρά Σοφούλα, ήτις ήτο μόλις τριετής, ως είπομεν, εξέπεμπε χαρμοσύνους +κραυγάς, εψέλλιζεν ως νεοσσός χελιδόνος και έτρεχε και αυτή κατόπιν των άλλων +παιδίων. Η νοννά της εζήτησε κατ' αρχάς να την κρατήση πλησίον της, αλλ' η μικρά +εστενοχωρήθη και απήτησε να εξέλθη. </p> + +<p> — Να πάω κι' εγώ να παίξω, νοννά μου; </p> + +<p> — Τι να παίξης εσύ; </p> + +<p> — Το <b>κλεφτάκι</b>, νοννά μου! ετραύλισεν η μικρά. </p> + +<p> — Δεν παίζουν τα κορίτσια το κρυφτάκι, είπεν αυστηρώς η νοννά. </p> + +<p>Η μικρά δεν εμεμψιμοίρησε μεν, αλλ' εσκυθρώπασεν. Ιδούσα τούτο η νοννά, +έκραξε την Αθηνιώ, εικοσαετή την ηλικίαν δουλεύτραν της, ήτις ήτο και αυτή μία των +βαπτιστικών της, και τη ενεπιστεύθη την μικράν, συστήσασα αυτή αυστηράν +επαγρύπνησιν. </p> + +<p>Αλλ' η Αθηνιώ ελησμόνησεν άμα ακούσασα την σύστασιν της κυρίας της, και +επειδή εις τας πεζούλας εκάθηντο τέσσαρες ή πέντε γειτόνισσαι, και γνωρίζομεν +πόσον περισπούδαστος είνε η συνδιάλεξις των αέργων γυναικών, εκάθησε πλησίον +αυτών και άφησε την μικράν Σοφούλαν να τρέχη. </p> + +<p>Δεν ήρκεσε τούτο, αλλά παραγγελθείσα υπό της κυρίας της να αντλήση ύδωρ εκ +του φρέατος, εγέμισε μεν την στάμναν, αλλά δεν εφρόντισε να κλείση το στόμιον του +φρέατος, όπως το εύρε κεκλεισμένον, το άφησε δε ανοικτόν. Απροσεξία, εις ην +ουδέποτε θα υπέπιπτεν η γραία Σοφούλα ή άλλη φρόνιμος γυνή. Μη τις δε αμφιβάλη, +ότι την σύστασιν ταύτην η γραία έκαμε χιλιάκις εις την δουλεύτραν της, αλλ' η Αθηνιώ +δεν ήτο εξ εκείνων των γυναικών, αίτινες καθίστανται προσεκτικαί. </p> + +<p>Εις την ακμήν της πλήρους ενδιαφέροντος συνδιαλέξεώς των, ήκουσαν αίφνης αι +εις την πεζούλαν καθήμεναι γυναίκες κρότον τινά, ως πλατάγησιν σώματος πίπτοντος +εις το ύδωρ, και συγχρόνως πεπνιγμένην κραυγήν και μετ' αυτήν δευτέραν κραυγήν +δυνατωτέραν. </p> + +<p>Αι γυναίκες ανωρθώθησαν αυτομάτως. </p> + +<p>Αλλά πριν αυταί κινηθώσιν, η θύρα του ισογείου ηνοίχθη μετά κρότου, και η θειά- +Σοφούλα έντρομος, ανυπόδητος, με ταις κάλτσαις μόνον, γυμνώλενος, με τας χείρας +ζυμαρωμένας, έτρεξε προς το φρέαρ κράζουσα: </p> + +<p> — Το κορίτσι! το κορίτσι! </p> + +<p>Διά της εις την στοργήν ιδιαζούσης μαντείας, η θειά-Σοφούλα ενόησεν αμέσως ότι +η μικρά της βαπτιστική είχε πέσει εντός του φρέατος. Και τωόντι δεν ηπατάτο. </p> + +<p>Ενώ έτρεχεν η Σοφούλα, ιδούσα το στόμιον του φρέατος ανοικτόν, επλησίασε, +προσεκολλήθη επί του χθαμαλού ξυλίνου φραγμού, είδεν επί του ύδατος +εικονιζομένην την αγγελικήν ξανθήν μορφήν της, ήρχισε να τη προσμειδιά, έκυψεν +υπερμέτρως, ωλίσθησεν επί της στιλπνής ως εκ της συχνής προστριβής του σχοινιού +σανίδος, και έπεσε κατακέφαλα εντός του φρέατος. </p> + +<p>Αι άλλαι γυναίκες, και η Αθηνιώ μετ' αυτών, καθ' υπερβολήν διαστέλλουσαι τους +βραχίονας, έτρεξαν κατόπιν της θειά Σοφούλας. </p> + +<p> — Έναν κουβά! ένα γιουρδέλι! εκραύγαζεν έκφρων η γραία Σοφούλα. </p> + +<p> — Ένα τσιγκέλι! έκραξε και η Αθηνιώ μετ' αυτών <b>σκοτισμένη</b> (ως να +είχε πέσει δηλ. εις το φρέαρ το ιβάνιον, δι' ου αντλούσιν ύδωρ). </p> + +<p> — Τα τσιγγέλια να σε τραβούν, σκύλλα! τη έκραξε με κεραυνοβόλον +βλέμμα η θειά-Σοφούλα. Μου έπνιξες το παιδί. </p> + +<p>Η γραία τω όντι δεν εβράδυνε να εννοήση, ότι το δυστύχημα ωφείλετο εις την +απροσεξίαν της δουλεύτρας της. </p> + +<p> — Να καταιβώ εγώ σ' το πηγάδι, νοννά, τη είπεν η Αθηνιώ. </p> + +<p>Επειδή εβράδυνε να φανή πουθενά <b>κουβάς</b>, διότι είνε γνωστόν πόσον τα +χάνουν οι άνθρωποι εις τας δεινάς περιστάσεις, και ενώ μία των γυναικών έτρεχεν απ' +εκεί, άλλη απ' εδώ και η μικρά εν τω μεταξύ επνίγετο, η θειά-Σοφούλα επέτρεψεν εις +την Αθηνιώ την χάριν ταύτην. Είξευρε δε άλλως ότι εις τούτο, καθώς και εις πάσαν +άλλην εργασίαν εις τους άνδρας μάλλον αρμόζουσαν, ήτο επιτηδεία. </p> + +<p>Η Αθηνιώ λοιπόν εσήκωσε τα φουστάνια της υπεράνω του γόνατος, και πατούσα +εις τας γνωστάς αυτή εσοχάς του εσωτερικού λιθοκτίστου του φρέατος, τας επίτηδες +κατασκευαζομένας εις πάσαν ορυχήν φρέατος, κατήλθε μέχρι της επιφανείας του +ύδατος. </p> + +<p>Ουδαμού εφαίνετο η μικρά. </p> + +<p>Το βάθος του ύδατος ήτο τρις ίσον με ανάστημα ανδρός, και η Αθηνιώ δεν +ηδύνατο να προχωρήση κατωτέρω. </p> + +<p>Εν τω μεταξύ ευρέθη και ο κουβάς, και κατεβιβάσθη μέχρι των χειρών της +Αθηνιώς. Αύτη έλαβε το σχοινίον και ήρχισε να περιστρέφη το ιβάνιον εντός του +ύδατος. </p> + +<p>Η θειά-Σοφούλα ωλόλυζε και έσχιζε τας παρειάς της. Η καρδιά της δεν ησθάνετο +πλέον της ελπίδος την θαλπωρήν.... </p> +<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/0016.jpg" width="580" +height="458" +alt="Η θειά-Σοφούλα ωλόλυζε" border="2" /><br /></p> +<p>Τέλος το ιβάνιον προσέκοψεν εις σώμα τι ανερχόμενον. Η μικρά ανέβη εις την +επιφάνειαν, αλλ' ήτο ήδη πτώμα... </p> + +<p>Η κεφαλή της δεινώς μεμωλωπισμένη. Κατενεχθείσα σφοδρώς εις το ύδωρ είχε +κτυπήσει επί του λίθου, εζαλίσθη, κατέπιε πολύ νερόν, και δεν ανήλθε ταχέως εις την +επιφάνειαν... </p> + +<p style='text-align:center;'>............................................................... </p> + +<p>Επί ζωής της δεν επαρηγορήθη η θειά-Σοφούλα διά το οικτρόν τούτο ατύχημα. Ίσα +ίσα η τελευταία βαπτιστική της!... </p> + +<p>Διετήρησε δε την προς την αθώαν νεκράν στοργήν της μέχρι ευσεβούς +προλήψεως. Ζήσασα επί ικανά έτη ακόμη, κατεσκεύαζεν ανελλιπώς κατ' έτος τη Μ. +Πέμπτη την κοκκώνα της ατυχούς μικράς και την Κυριακήν του Πάσχα, άμα επέστρεφε +το πρωί από της λειτουργίας της Αναστάσεως, ήνοιγε τότε μόνον, το άχρηστον μείναν +φρέαρ και έρριπτεν εις το ύδωρ την <b>κοκκώναν</b> και τα <b>κόκκινα αυγά</b>, +της μικράς Σοφούλας της. </p> + +<p>Εβεβαίου δε η αγαθή γυνή, ότι ανεξήγητος ευωδία ανήρχετο τότε από του ύδατος, +ως θυμίαμα αθώας ψυχής αναβαίνον προς τον θεάνθρωπον Πλάστην. </p> + +<h4 style="text-align: center; margin-top: 4em">Γ’<br /><br /> +ΣΤΗΝ ΑΓΙ' ΑΝΑΣΤΑΣΑ </h4> + +<p> +<br /> +Πέντε άνδρες είχον κατέλθει εις το Πρωί, μίαν Κυριακήν του Ιουλίου του έτους 1875, +και εκ των πέντε τούτων οι τρεις ήσαν αρχαιολόγοι με δίοπτρα. Αλλ' εκ των τριών, ο +πρώτος απεφαίνετο ότι το σωζόμενον εκεί ερείπιον ήτο ναός ειδωλολατρικός, ο +δεύτερος ισχυρίζετο ότι ήτο χριστιανική εκκλησία, αν δεν ήτο βαλανείον ρωμαϊκόν, και +ο τρίτος επέμενεν ότι ήτο, το πολύ, αρχοντικόν μέγαρον, ήτοι πύργος βενετικός, +επικαλούμενος υπέρ της γνώμης του και το όνομα Πρωί, όπερ έλεγε σχηματισθέν εκ +του <b>Πυργί</b>, κατά μετάθεσιν γραμμάτων. </p> + +<p>Του τελευταίου την γνώμην ησπάζετο απροκαλύπτως, μετέχων της εκδρομής, και ο +δημοδιδάσκαλος του χωρίου, όστις είχεν ανεγνωρισμένην ειδικότητα εις την +ετυμολογίαν, «το·<b>άιντε</b> είνε απ' το <b>άγε δη</b>, το <b>αρή</b>, κλητικόν +επιφώνημα των γυναικών του τόπου, είνε απ' το <b>αρίστη</b>, το <b>βρε</b> είνε +απ' το μώρε (μωρέ-μ'ρέ- μβρε-μπρε) βρε ». Κ' εξετόξευε κεραυνούς αγανακτήσεως +κατ' εκείνων οίτινες ζητούσι τουρκικήν παραγωγήν διά τας λέξεις, ενώ είνε τόσον +εύκολον, έλεγε, ν' ανευρίσκωμεν παντού ρίζαν ελληνικήν. </p> + +<p>Ιδού πώς συνέβη το πράγμα. Ο δήμαρχος της πολίχνης, το δεύτερον προ έτους +εκλεχθείς, είχε φιλοτιμηθή να καλέση εστίασιν, επάνω, εις τον Προφήτην Ηλίαν, τους +τρεις αρχαιολόγους, μετ' αυτών δε καί τινας άλλους φίλους του. Η συνοδεία είχεν +ανέλθει επί οναρίων, από της αυγής, τον μέγαν ανήφορον, εις εκατοντάδων τινών +μέτρων ύψος, όστις εφαίνετο εις τους αγαθούς νησιώτας τόσον υψηλός, όσον και ο +Κίσσαβος. </p> + +<p>Έφθασαν εις τον Άγιον Ηλίαν άμα τη ανατολή του ηλίου, και αφού εδροσίσθησαν +υπό την εξαίσιον φυλλάδα των μεγαλοπρεπών πλατάνων, κ' έπιον ύδωρ εκ της +αμφιλαφούς κρήνης, της προχεούσης εις όλην την μαγευτικήν κοιλάδα τα διαυγή της +νάματα, οι μεν άλλοι εστρώθησαν υπό τας πλατάνους, και παρηκολούθουν με βλέμμα +θωπευτικόν το ολονέν ροδίζον αρνί εις την σούβλαν, περιμένοντες όσον ούπω ν' +απολαύσωσιν ως <b>προφταστήρια</b> το ορεκτικόν κοκορέτσι, οι δε πέντε εκ της +συνοδείας επέβησαν εκ νέου εις τα ονάριά των και διευθύνθησαν εις το Πρωί. +Ανέβησαν εις το ψήλωμα του βουνού, εκείθεν εκατηφόρησαν δεξιά, διέτρεξαν την +θέσιν την καλουμένην «τ' Μανώλ' η σουφριά», και μετά πορείαν μιας ώρας έφθασαν +εις το Πρωί. Εστράφησαν δυτικώτερον προς τα αριστερά, οδεύοντες υπό σύσκιον +δρομίσκον υπό αδελφωμένας δρυς και πτελέας, και τέλος έφθασαν εις το παλαιόν +ερείπιον. </p> + +<p>Ο συνοδίτης των τριών αρχαιολόγων και του δημοδιδασκάλου, ο πέμπτος, νεανίας +εικοσαετής, είχε, κατά το φαινόμενον, το αξιώτερον υποζύγιον υπέρ πάντας τους +λοιπούς, υψηλόν όνον, εύρωστον, πλατυκόκκαλον, και υποκοκκινίζοντα το αφρόν +τρίχωμα. Και όμως, αντί να τρέχη πρώτος, ήρχετο τελευταίος πάντων των +συνοδοιπόρων. Ο όνος εφαίνετο αναίσθητος εις όλους τους κτύπους όσους του έδιδεν +εις τα νώτα ο αναβάτης, με την ράβδον του πρώτον, είτα με αυτό το σχοινίον του +καπιστρίου. Εφαίνετο ότι δεν είχε φάγει καλά το χόρτον του ή το άχυρόν του, ή ότι ήτο +αποφασισμένος να πεισμώση εκ παντός τρόπου τον αναβάτην. Όσον ούτος εκτύπα, +τόσον οκνότερος εγίνετο εκείνος. Ενίοτε εδοκίμαζε να τον ερεθίση υπό την κοιλίαν διά +των υποδημάτων του. Όλα εις μάτην. Και ήτο θαύμα πώς κατώρθωσε να μη χάνη από +τους οφθαλμούς τους πολλά βήματα προπορευομένους αυτού τεσσάρας άνδρας, ων +οι δύο είχον ακολουθούντας και τους αγωγιάτας των. Ούτοι δ' έβλεπον αδιάφοροι την +βάσανον του τελευταίου αναβάτου, όστις άλλως δεν κατεδέχετο να κράξη αυτούς εις +βοήθειαν. Τέλος έφθασε και ούτος εις το μέρος, όπου ήτο το σωζόμενον ερείπιον. +</p> + +<p>Μετά την γενομένην επίσκεψιν και τας εικασίας, ας εξέφεραν οι τρεις σοφοί περί +του τι να ήτο και κατά ποίαν εποχήν να είχε κτισθή το ερείπιον, οικτείραντες και τους +αρμοδίους διατί να μη διατάξωσι ν' ανασκαφή ο χώρος εκείνος, η μικρά συνοδεία +εξεκίνησεν, επιστρέφουσα προς συνάντησιν των λοιπών μελών της εξοχικής εκδρομής. +Αλλ' οι τρεις αρχαιολόγοι και ο δημοδιδάσκαλος είχον φθάσει προ πολλού εις τον +Άγιον Ηλίαν, και είχαν φάγει το κοκορέτσι, και είχαν πίει ανά δύο μαστίχας, και ήδη +μετέβησαν εις το σπληνάντερον (ήτο ενδεκάτη ώρα προ της μεσημβρίας), ο δε +πέμπτος συνοδίτης, μείνας πολύ οπίσω, δεν είχε φανή ακόμη. Παρήλθε δε μία ώρα, +και είχαν στείλη τους δύο αγωγιάτας οπίσω, προς αναζήτησίν του, όταν αίφνης τον +βλέπουσι θριαμβευτικώς ελαύνοντα επί του όνου του, όστις έτρεχεν ως ατμάμαξα την +φοράν ταύτην, και ερχόμενον όχι εκ δυσμών, απ' εκεί οπού τον επερίμεναν όλοι να +εμφανισθή, αλλ' εξ ανατολών, από το αντίθετον μέρος, ως να ήρχετο δηλαδή από την +πολίχνην. </p> + +<p>Ουδέν απιθανώτερον της απλής αληθείας. Όλη η συνοδεία τότε δεν ήθελε να +πεισθή ότι ο νέος εκείνος δεν το έκαμεν επίτηδες, διά να τους εκπλήξη. Και όμως ιδού +τι είχε συμβή. Ο εύρωστος όνος, εννοήσας, φαίνεται, την αδυναμίαν του αναβάτου, το +είχε παρακάμει την φοράν ταύτην, αφού μάλιστα ήτο και ανήφορος εις την +επιστροφήν. Δεν ήθελεν απολύτως να βαδίση. Επήγαινε με βραδύτητα χελώνης. Οι +τέσσαρες λόγιοι είχαν προπορευθή τόσον, ώστε ο πέμπτος συνοδίτης τους έχασε, και +δεν τους έβλεπε πλέον ούτε τους ήκουε. Πολύ δεν εβράδυνε να εννοήση ότι είχε χάσει +τον δρόμον, και είχε στραφή, αυτός ή ο όνος του, ανατολικώτερον, προς βαθύ ρεύμα, +υγρόν, σύδενδρον, σκιερόν, αναμέσον δυο υψηλών κορυφών. Εκεί ανεγνώρισε το +μέρος. Ήτο το «Κρύο Πηγάδι». </p> + +<p>Βαρυνθείς να κτυπά ανωφελώς τον όνον, με τους μηρούς αιμωδιώντας, επέζευσε, +και κρατών το καπίστρι με την αριστεράν, το ραβδίον με την δεξιάν, εδοκίμασεν αν θα +ηνάγκαζε τον όνον να βαδίση ελαύνων όπισθεν. Εκεί, με το λεπτόν ραβδίον του, +ρεμβός, χωρίς να το σκεφθή, εκέντησε το ζώον υπό το σάγμα όπισθεν, εις τα νεφρά. +Τότε διά μιας ο όνος έλαβε τοιούτον απίστευτον δρόμον, ώστε ο νέος εξαφνίσθη, και +ολίγον έλειψε να του φύγη το καπίστρι από την χείρα. Τότε λοιπόν ηύρε «τον +σφιγμόν» του οναρίου. Επέβη εκ νέου, και «πού σε σφάζ', πού σ' πονεί;» ήρχισε να +κεντά, αλύπητα· το ονάριον έτρεχεν ως βαποράκι. Αναγνωρίσας δε τον δρόμον, ο +αναβάτης εστράφη δεξιά, και εντός ολίγων λεπτών, από του ανατολικού μέρους, +έφθασε καλπάζων εις τον Προφήτην Ηλίαν· έφθασε δε ακριβώς την στιγμήν καθ' ην ο +Δημήτρης ο Μιχογιάννης περιτέχνως λίαν ελιάνιζε το ψητό, κ' εστρώνετο υπό τα +πελώρια δένδρα η από φτέραις και φυλλάδες πλατάνου ευώδης τράπεζα. </p> + +<p>Αλλ' ο Δημήτρης ο Μιχογιάννης δεν ήξευρε μόνον να ψήνη εις την σούβλαν και να +λιανίζη το σφαχτό· ήξευρε να διηγήται και χρονικά τινα εκ του βίου των ποιμένων και +των αιπόλων κατά το πρωί, όπου εγγύς είχεν ανατραφεί και αυτός. </p> + +<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p> + +<p>Ο Γιάννης ο Κούτρης, υψηλός, τεσσαρακοντούτης, άτριχος το πρόσωπον, αρχίζων +ήδη να ρυτιδούται, όμοιος με γρηάν, είχε συλλάβει το έτος εκείνο (ήτοι προ δύο +σχεδόν μηνών), διά το Πάσχα, τολμηρόν σχέδιον. Οι ποιμένες των Καλυβιών, +ολόκληρον συνοικίαν αποτελούντες, εκκλησιάζοντο εις τον Άι-Γιώργη της +Χ'στοδουλίτσας, οι αιπόλοι των Καμπιών, της Μυγδαλιάς και του Κουρούπη, +ελειτουργούντο εις τον Άγιον Χαράλαμπον. Οι άμοιροι βοσκοί της Κεχρεάς, τ' Άι- +Κωνσταντίνου, Άι-Θανασιού, των Μποστανιών και άλλων μερών, ήσαν σκόρπιοι «σαν +του λαγού τα τέκνα». </p> + +<p>Ο Γιάννης ο Κούτρης, όστις επεκαλείτο και «Γιάννης η Γρηά», +(<span style='font-size: small;'><a href='#fn1' id='ref1'>1</a></span>) + εζήλευε πολύ τον δεύτερον εξάδελφόν του, Γιάννην τον Λαδίκαν, όστις έκαμνε τον +επίτροπον εις τον Άι-Γιώργη της Χ'στοδουλίτσας, και εις όλα τα εξωκκλήσια όπου +ετελούντο πανηγύρεις, αρπάζων από τα μανουάλια τα συνημμένα εις ογκώδεις +δέσμας ημίκαυστα κηρία, πατών αυτά με τα τσαρούχια του διά να τα σβύση, κάτω εις +τας πλάκας του εδάφους του ναού, προφασιζόμενος ότι ήτο φόβος μη λαμπαδιάσουν, +αν τα άφηνε ν' αποκαώσι. Ο ίδιος προέτεινε κ' έκτακτον δίσκον, περιερχόμενος τας +τάξεις των πανηγυριστών, συλλέγων εράνους «για να φτιαστούν η εκκλησιαίς». «Ήταν +τάχα, Θεός να μας σχωρέση, και παστρικά τα χέρια του;» </p> + +<p>Όλα ταύτα εκίνουν την αντιζηλίαν του Γιάννη του Κούτρη. Από την καθαράν +εβδομάδα του είχεν έλθη η ιδέα, και καθ' όλην την τεσσαρακοστήν την επώαζεν. +Εμελέτα ν' αποσπάση από το εκκλησίασμα του Αγ. Χαραλάμπους τον Γιώργη τον +Τρυγολόγο, με την φαμήλιαν του, τους Μιχαλογιανναίους, πατέρα και υιόν, και τους +Μαυροδημαίους, τεσσάρας αδελφούς με τας γυναίκας, και τα τέκνα των, όπως τους +σύρη προς το Πρωί, εις το κατάμερον το ιδικόν του, κ' εκεί μετά των υπαρχόντων +τριών ή τεσσάρων άλλων αιπόλων, να καλέσωσιν ιερέα, όπως εορτάσωσι κατ' ιδίαν το +Πάσχα. </p> + +<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p> + +<p>Όσον δυνατός και αν ήτο εις την ετυμολογίαν ο διδάσκαλος, περί ου εμνήσθημεν +εν αρχή, έν πράγμα παραδόξως ελησμόνει, ότι το ερείπιον εκαλείτο υπό του λαού +Αγία Αναστασία. Ανατολικόν ήτο το σωζόμενον τμήμα του τοίχου, καμπύλον προς τα +έξω και φυσικά το εξελάμβανέ τις ως χιβάδα του ιερού βήματος βυζαντινού ναού. +Μόνον ότι ήτο εκ λίθων μεγάλων, όγκων μαρμάρου οθωνείου σχήματος, λευκών, +ομαλώς ειργασμένων, και κατά τα άλλα ωμοίαζε με τα λείψανα των πελασγικών +τειχών. Το τειχίον τούτο, υψηλόν ως ανάστημα ανδρός, ίστατο όρθιον ακόμη. Άλλα +λείψανα του κτιρίου δεν εφαίνοντο, και δυσκόλως ηδύνατό τις να εικάση το σχήμα, το +μέγεθος και τον προορισμόν της οικοδομής. Εν τοσούτω εκαλείτο Αγία Αναστασία. +</p> + +<p>Έσωθεν του μικρού τείχους δεν εφαίνετο θυσιαστήριον. Δεν υπήρχεν ίχνος +επιχρίσματος ή τοιχογραφίας ή άλλο γνώρισμα. Αλλ' εντεύθεν, ίσως, προ οκτώ ή δέκα +αιώνων, ν' ανεπέμπετο εις τον θρόνον του χριστιανικού Θεού ο καπνός του +θυμιάματος, και ίσως να προσεφέρετο επί βωμού μη σωζομένου, η λογική και +άχραντος θυσία, <b>κατά την τάξιν Μελχισεδέκ</b>, όστις ιερεύς ων του Θεού του +Υψίστου « εξήνεγκεν άρτους και οίνον», ως λέγει η Γραφή. </p> + +<p>Αγία Αναστασιά εκαλείτο. Ίσως το πάλαι να ήτο ναός της Κόρης της εξ Άδου ή της +Εκάτης της φαρμακίδος, και οι χριστιανοί, οι φυσικοί κληρονόμοι της θανούσης +ειδωλολατρείας, τον εβάπτισαν μετονομάσαντες ναόν της φαρμακολατρίας, κατ' +αντίφρασιν, ή της Ρωμαίας, απλώς κατά σχέσιν ετυμολογικήν. Και ο παπ' Αγγελής, ον +είχε παρακαλέσει ο Γιάννης ο Κούτρης να υπάγη να τους λειτουργήση την ημέραν του +Πάσχα, ηγνόει εις ποτέραν των δύο ομωνύμων ήτο καθιερωμένος το πάλαι ο ναός. +Διότι υπάρχουσι δύο Άγιαι Αναστασίαι, η Ρωμαία και η φαρμακολύτρια. </p> + +<p>Αλλά μη βλέπων θυσιαστήριον ούτε κανδήλας ούτε εικόνας, και μη γνωρίζων +υπαίθριον λειτουργίαν (τόλμημα το οποίον θα του εφαίνετο ως απλή εις την +ειδωλολατρείαν επάνοδος), εζήτησε δι' αφελούς σοφίσματος να πείση τους αξέστους +αιπόλους, ότι το καλλίτερον θα ήτο να υπάγουν να λειτουργήσωσιν εις την Αγίαν +Άνναν, μικρόν απέχουσαν. «Κ' η Αγία Άννα, είπεν, είνε μισή Αγία Αναστασία». Αλλ' ο +Γιάννης ο Κούτρης, πονηρός σπανός, του απήντησεν ότι αυτοί «δεν ήθελαν να κάμουν +μισή Ανάστασι, αλλ' Ανάστασι σωστή». </p> + +<p>Οι αιπόλοι εφρόνουν ότι η Αγία Αναστασία είνε αυτή η Ανάστασις. Και βεβαίως +δεν ηδύναντο να είνε ευμαθέστεροι του γέροντος εκείνου ιερέως, όστις, ερωτηθείς +προ χρόνων αν η Αγία Κυριακή ή η Μεταμόρφωσις είνε μεγαλειτέρα, απήντησεν +αδιστάκτως ότι «η Αγία Κυριακή είνε μεγαλείτερη, διότι εορτάζεται καθ' εβδομάδα, +ενώ η Μεταμόρφωσις μόνον μια φορά τον χρόνον είνε ». Και μήπως πλείστοι ακόμη +και σήμερον δεν νομίζουν ότι ο περίκλυτος ναός της του Θεού Σοφίας είνε εις τιμήν +της μεγαλομάρτυρος Αγίας της ΙΖ' Σεπτεμβρίου; </p> + +<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p> + +<p>Ο Γιάννης η γρηά δεν ήθελε μόνον να εορτάση με τους συννομείς του χωριστά την +Ανάστασιν, εις το κατάμερόν του, αλλ' επεθύμει και να τελεσθή η Ανάστασις αύτη όχι +εις άλλην εκκλησίαν, αλλ' ωρισμένως εις την Άγι' Αναστασά. Αφού το πάλαι ήτο +εκκλησία, αφού ο χώρος ήτο καθιερωμένος εις λατρείαν Χριστού, διατί τάχα να μη +λειτουργήται; Μάτην ο παπ' Αγγελής εξώδευεν όλην την ολίγην μάθησίν του και την +έμφυτον λογικήν του διά να τον πείση ότι εζήτει παράλογα. Ο αιπόλος έμεινεν +αμετάπειστος. </p> + +<p> — Πώς θα λειτουργήσω, βλοημένε, 'σε ξεσκέπαστο μέρος; του έλεγεν ο +ιερεύς. Είδες ποτέ σου λειτουργία αποκάτ' απ' ταστέρια; </p> + +<p> — Και μήγαρις η Ανάστασι δεν ψάλλεται παντού στο ξεσκέπαστο; +αντέλεγεν ο βοσκός· έχουν, ας πούμε, εκκλησιαίς καλοχτισμέναις, με πλάκες και με +κεραμίδια, και βγαίνουν, κατάλαβες, απ' την εκκλησιά όξου για να κάμουν Ανάστασι· +κ' ημείς που δεν έχουμ' εκκλησιά, ας πούμε, δεν μπορούμε, κατάλαβες, να κάμουμ' +Ανάστασι 'ς ένα ξεσκέπαστο μέρος, που ήταν μια φορά κ' έναν καιρό, κατά πώς λένε, +εκκλησία; </p> + +<p>Ο ιερεύς τον εκύτταξεν εν αμηχανία προς στιγμήν, είτα το βλέμμα του εφωτίσθη, +ως να του ήλθεν ιδέα, και είπε. </p> + +<p> — Κάμνουν Ανάστασι όξου απ' της εκκλησιαίς, ναι· μα λειτουργία;... πώς +θα λειτουργήσουμε; </p> + +<p> — Απάνου στα μάρμαρα, πού ήταν μια τ' άι-δήμα, ας πούμε. </p> + +<p> — Μα δεν είνε Αγία Τράπεζα εγκαινισμένη. </p> + +<p> — Τον παλαιό καιρό, που την είχαν κτίσει, κατάλαβες, δεν ήταν +συγκαινιασμένη; </p> + +<p> — Το πηδάλιο λέει, όταν βεβηλωθή μία εκκλησία, να μη λειτουργιέται, αν +δεν ξανακτισθή κ' εγκαινιασθή πάλι. </p> + +<p>Επί τέλους ο παπ' Αγγελής ίσως θα τον έπειθε να μεταβώσιν εις την Αγ. Άνναν, ήτις +δεν απείχε πολύ, και ήτο κι' αυτή, κατά δεύτερον λόγον, <b>γειτόνισσά του</b>, όπως +εκαυχάτο ο αιπόλος λέγων ότι την Αγία Αναστασία «την είχε γειτόνισσα». Αλλ' ο +αγαθός ιερεύς δεν έπειθεν ο ίδιος τον εαυτόν του ότι ηδύνατο ακατακρίτως να +λειτουργήση και εις την Αγίαν Άνναν. </p> + +<p>Ο ναΐσκος ούτος είχε την στέγην του· το θυσιαστήριον, εισέχον έγκιστον εις τον +τοίχον, και η Πρόθεσις, εκαλύπτοντο από δύο σπιθαμάς χώματος και λίθων, πεσόντων +από του ύψους της χιβάδος, το εικονοστάσιον ήτο ορθόν ακόμη, αλλ' αι θυρίδες του +έχασκον έρημοι εικόνων, και τα δύο παράθυρα του βορείου και του νοτίου τοίχου +έφεγγον και αυτά άφρακτα, και ο άνεμος εβόιζεν εισπνέων δι' αυτών και εκπνέων. +Ωμοίαζε με γραίαν νωδήν, με τας κόγχας κενάς ομμάτων, με τα ώτα βομβούντα από +ήχους φαιδρών φωνών παιδίων, χλευαζόντων σκληρώς την αδυναμίαν της. Δεν +υπήρχεν ούτε κανδήλιον ευσεβώς αναφθέν εκ ταξίματος ευλαβούς προσκυνητρίας, +ούτε μανουάλιον διαχέον παρήγορον φως εις τας ημαυρωμένας μορφάς των +ηκρωτηριασμένων εις τους τοίχους ολίγων αγίων, εις το παρεκκλήσιον το +αφιερωμένον ποτέ εις το γενέσιον της Θεοτόκου, το οποίον εκαλείτο συνήθως +Παναγίτσα, υπ' άλλων δε Αγία Άννα. Αλλ' ο παπ' Αγγελής εδίσταζεν αν, και με +αλλαχόθεν δανειζομένας εικόνας, και με αναρτώμενα προχείρως κανδήλια, +επετρέπετο να τελέση λειτουργίαν εκεί. </p> + +<p>Τέλος ο ιερεύς εύρε μέσον τινά όρον, και τον ανεκοίνωσεν εις τον Γιάννην τον +Κούτρην. </p> + +<p> — Ας ήναι, μπορούμε να κάμωμε Ανάστασι στην Αγία Αναστασιά, είπε, και +αμέσως παίρνετε όλοι τα πράγματά σας, και της λαμπάδες σας αναμμέναις, και +πηγαίνομεν κάτου στην Παναγία Δομάν, και σας λειτουργώ εκεί. </p> + +<p> — Στην Παναγιά την Δομά;... μα είνε μακρυά. </p> + +<p> — Ως πόσο;... Σε μισή ώρα φθάνουμε. </p> + +<p> — Είνε, νάχω τ'ν ευκή σ', παπά, παραπάνω από μια ώρα. </p> + +<p> — Δεν θα είνε παραπάν' από τρία τέταρτα. Όλ' η νύχτα δική μας είνε. +Έχουμε καιρό να φθάσουμε. </p> + +<p>Ο Γιάννης ο Κούτρης υπεχώρησε, μη έχων άλλως να πράξη. </p> + +<p>Ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν εις το ύπαιθρον, φορέσας μαύρον επιτραχήλι, και +ήρχισε ν' αναγινώσκη την παννυχίδα, και το <b>Κύματι θαλάσσης</b> όλα διαβαστά. +Είτα ανάψας εντός του θυμιατού μοσχολίβανον, εθυμίασε τους παρεστώτας όλους, +και ποιήσας απόλυσιν, έβγαλε το μαύρον επιτραχήλι, εφόρεσεν άλλο ιόχρουν +μεταξωτόν και λευκόν φαιλόνιον (όλα αυτά τα εξήγαγεν από το δισάκκιον το +περικλείον τα ιερά του), και ανάψας λαμπάδα, στραφείς προς τον λαόν, ήρχισε να +ψάλη μελωδικώς το <b>Δεύτε λάβετε φως</b>, μεθ' ο έψαλε, <b>Την Ανάστασίν σου +Χριστέ σωτήρ</b>. Και αφού ήναψαν τας λαμπάδας όλοι, αναγνούς το Ευαγγέλιον, και +δοξάσας την αγίαν Τριάδα, ήρχισε μεγάλη και βροντώδει τη φωνή να ψάλη το +<b>Χριστός ανέστη</b>, αντιψάλλοντος και του υιού του, παιδιού δωδεκαετούς, όστις +τον είχε συνοδεύσει ως συλλειτουργός εις την εκδρομήν. </p> +<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/0023.jpg" width="551" +height="423" +alt="ήρχισε να ψάλη το Χριστός ανέστη" border="2" /><br /></p> +<p>Ωραία και γλυκεία ήτο η σκηνή εντός του ερειπίου εκείνου, του μεγαλομαρμάρου +και επιβλητικού εις την όψιν, αγλαϊζομένου από το τρέμον, υπό την πνοήν της αύρας +της νυκτερινής, φως πεντήκοντα λαμπάδων, σκηνή φωτεινή και σκιερά, διαυγής και +μυστηριώδης, εν μέσω γιγαντιαίων δρυών υψουσών υπερηφάνους τους εις +διαδήματα κορυφουμένους κραταιούς κλώνους, με τα φρίσσοντα φύλλα μαρμαίροντα +ως χρυσαί φολίδες υπό την λαμπηδόνα των πυρσών, με σκιάς και σκοτεινά κενά εν +μέσω των κλάδων, όπου εφαντάζετό τις ελλοχεύοντα αόρατα πνεύματα, υπάρξαντα +πάλαι ποτέ Δρυάδες εύσωμοι και Ορεστιάδες ραδιναί, ελευθέρως ανάσσουσαι ανά +τους πυκνούς δρυμώνας, και σήμερον μεταμορφωθείσαι εις νυκτερινά τελώνια, και μη +τολμώσαι να προβάλωσιν εις το φως των αναστασίμων λαμπάδων· αναθαρρήσασαι +προς καιρόν εκ της φυγαδεύσεως του χριστιανικού Θεού από του καλλιμαρμάρου +ιδρύματος, και τώρα μετά θάμβους βλέπουσαι την αναζωπύρησιν των πασχαλίων +πυρσών και οσφραινόμεναι την οσμήν του χριστιανικού μοσχολιβάνου εις τα βάθη +του δρυμώνος. </p> + +<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p> + +<p>Ενώ ο ιερεύς έλεγεν ομαλή τη φωνή τα ειρηνικά, και ηύχετο υπέρ της ευσταθείας +των εκκλησιών, ευφορίας των καρπών της γης, κτλ. όπισθεν του πρώτου πελωρίου +κορμού της χιλιετούς δρυός, ον τρεις άνδρες συνάπτοντες τας οργυιάς, μόλις +ηδύναντο ν' αγκαλιάσωσιν, ηκούετο βραχύς διάλογος, οίος ο εξής, μεταξύ τριών ή +τεσσάρων αιπόλων, ων ο πρώτος, Γιάννης ο Κούτρης, έλυεν απαντών τας απορίας των +άλλων. </p> + +<p> — Ντουγρού, ντουγρού; </p> + +<p> — Ταμάιμα. </p> + +<p> — Μονοκοπανιά; </p> + +<p> — Τα ίσα, ζέρ; </p> + +<p> — Σ'μ Παναϊά τ' Ντομάν; </p> + +<p> — Ντούρμα, παπάς έτσ' είπε. </p> + +<p> — Του ρέμμα-ρέμμα; </p> + +<p> — Δε-δε-πάμι; </p> + +<p> — Δε πάμι, ζερ! </p> + +<p>Αλλ' ο διάλογος ούτος διεκόπη υπό της φωνής του ιερέως, όστις εν τω μεταξύ +απεδύθη τα άμφια, κ' έκραξεν εις το ποίμνιόν του. </p> + +<p>«Είστ' έτοιμοι; πάμε!» Δύο των αιπόλων έσπευσαν να φορτώσωσι τα ιερά, ως και +τα καλάθια των ποιμενίδων τα περικλείοντα εορτάσιμά τινα εφόδια, εις πέντε ή έξ +ονάρια, ο ιερεύς επέβη εις το έβδομον, και οι άλλοι πεζοί, οι μεν κρατούντες τας +λαμπάδας των αναμμένας, με την αριστεράν, προσπαθούντες, με την δεξιάν, να +σκεπάσωσι την λαμπήν από της πνοής της απογείου αύρας, οι δε ανάψαντες μικρά +φαναράκια, χρήσιμα εις τους αιπόλους διά τους νυκτερινούς επαυλισμούς και τους +αμολγούς των αιγών των, εξεκίνησαν κατερχόμενοι προς βορράν, είτα εστράφησαν +ανατολικώτερον, βαίνοντες διά κακοτοπιάς εφ' ης δεν θ' αντείχον άλλοι πόδες παρά +τους ιδικούς των, ελαφρά πατούντες με τα τσαρούχια τα περιβάλλοντα τους +ευκινήτους πόδας των, βιάζοντες τα γαϊδουράκια να τρέχωσι, σύροντες μάλλον αυτά +εις τον δρόμον, τοποθετούμενοι εξ αριστερών ως έμψυχα δίκρανα, προς υποστήριξιν +των φορτωμένων υποζυγίων εις τα κρημνωδέστερα μέρη. Δύο ή τρεις αυτών, με τας +κάπας των, ήρχοντο τελευταίοι, μετά συριγμών και ακατανοήτων μονοσυλλάβων, +άγοντες τα αιπόλιά των, με τα μικρά ερίφια διά χαριεστάτων σκιρτημάτων τρέχοντα +παρά τας μητέρας των, βελάζοντα ερωτηματικώς, εις α αι αίγες απήντων αορίστως, μη +έχουσαι πώς να εξηγήσωσι την ασυνήθη νυκτοπορίαν. </p> + +<p>Η σελήνη είχεν ανατείλει προ του μεσονυκτίου, και ο δίσκος της υπέρυθρος +ολίγον, εφαίνετο όπισθεν των κορυφών υψηλών δένδρων, πότε εκρύπτετο, κατά τους +ελιγμούς της πορείας, όπισθεν του βουνού. Και οι θάμνοι εσείοντο πανταχού όθεν +διέβαινεν η πομπή, και τα έντομα εξεγείροντο παράωρα εκ του ύπνου των, καί τινα +μυιγάρια εξορμώντα επέτων φαιδρώς περί τας ανημμένας λαμπάδας, υποβοΐζοντα, +καίοντα τας μικύλας πτέρυγάς των ή καταστρέφοντα μετά τελευταίου βόμβου την +εφήμερον ύπαρξίν των εις την πρόσψαυσιν της φλογός. </p> + +<p>Τα νυκτοπούλια έφευγον φοβισμένα από σχοίνον εις κόμμαρον, από αιμασιάν εις +δένδρον, προσθέτοντα τον ελαφρόν θρουν των πτερύγων των εις το αβρόν εναρμόνιον +φύσημα της αύρας της ορθρίας. Και η αγραμπελιά η χιονανθής, η λευκάζουσα και +μυροβολούσα εις τους φράκτας, λευχείμων μυροφόρος εορτάζουσα την Ανάστασιν, +και ο κισσός και το αγιόκλημα, πλόκαμοι της Ανοίξεως εξαπλούσης την μυροβόλον +κόμην της ανά τους αγρούς, διέχυνον ζωηροτέραν εν τη νυκτί την ευωδίαν των εις τον +αέρα. Και η αργυρά αμμόκονις των άστρων ωλιγόστευεν επάνω, καθ' όσον υψούτο η +σελήνη, και η αηδών ηκούετο μινυρίζουσα βαθειά εις τον μυχόν του δάσους, και ο +γκιώνης μη δυνάμενος να διαγωνισθή προς την λιγυράν αδελφήν του, έπαυσε προς +καιρόν το θρηνώδες άσμα του. </p> + +<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p> + +<p>Είχαν κατέλθει ήδη πολύ βαθειά, κάτω εις το ρεύμα, και αντικρύ των, έβλεπον +μακράν το πέλαγος, κυανήν οθόνην, αμυδρώς επαργυρουμένην από τας ακτίνας της +σελήνης. Ηκούσθη δε μετ' ολίγον βαθύς παφλασμός ως χειμάρρου καταφερομένου +μετά δούπου από των βράχων, κρότος συνεχής, ισχυρός, μονότονος. Ήτο το ρεύμα της +Παναγίας της Δομάν, από των υδάτων του οποίου είκοσι νερόμυλοι υδρεύοντο το +πάλαι και πολλαί εκατοντάδες στρέμματα κήπων με κλιμακωτάς αιμασιάς επιαίνοντο +από το δροσερόν νάμα του. Εκεί αντικρύ, προέκυπτεν επ' άκρας της θαλάσσης το +παλαιόν φρούριον, το οποίον ήτό ποτε κατοικία ανθρώπων, πριν γείνη γλαυκών +φωλεά και λάρων ορμητήριον. Εις το ακένωτον ρεύμα της Παναγίας της Δομάν +ωφείλετο η ευδοκίμησις πάσης φυτείας και πάσης βλαστήσεως κατά τους παλαιούς +εκείνους χρόνους. </p> + +<p>Ήτο ήδη ως δύο μετά τα μεσάνυκτα, όταν ο παπ' Αγγελής και οι αιπόλοι του +έφθασαν εις την Παναγίαν της Δομάν. Το μικρόν εξωκκλήσιον ήτο κτισμένον υπό +συστάδα πελωρίων δένδρων, περίβαλλόμενον γραφικώς υπ' αυτών, σκεπαζόμενον +φιλοστόργως από τους κλώνους των. Ο ναΐσκος ήτο πενιχρός, αλλά διετηρείτο και ήτο +λειτουργήσιμος. Ήτο δε εν των ολίγων ναϊδίων όσα εσώζοντο όρθια από της παλαιάς +εποχής. Γείτονες αυτού, χαμηλότερα προς την θάλασσαν, ήσαν το πάλαι, εντός της +κοιλάδος της συνεχομένης μεταξύ δύο ακτών, πάμπολλοι ναΐσκοι, έως τέσσαρες +δωδεκάδες. Οι πλείστοι ήσαν σήμερον ερείπια. Η Παναγία της Δομάν, απλή +αναπαράστασις της Ζωοδόχου Πηγής του Βυζαντίου και περιβαλλομένη ως με +στέφανον από τον αειθαλή κόσμον των πελωρίων δένδρων της, ίστατο ακόμη ορθή, κ' +εφαίνετο λέγουσα προς τους αδελφούς της, όσοι είχαν γονατίσει, καταβληθέντες από +τον κάματον της διά τόσων αιώνων πορείας· «Παρηγορηθήτε, σας αντιπροσωπεύω +εγώ!» </p> + +<p>Η ευσεβής τάσις του λαού, ζητούντος, διά του πολλαπλασιασμού των εξωκκλησίων +ανά τα όρη και τας κοιλάδας, να παρηγορηθή διά την στέρησιν των τόσων το πάλαι +ιερών και βωμών του, λησμονούντος τους παλαιούς θεούς του χάριν των νέων αγίων +του, κατίσχυσε της αυστηροτέρας και δογματικωτέρας θεωρίας, καθ' ην +απηγορεύοντο εις τους Χριστιανούς οι αγροτικοί ναοί. Ακριβέστεροι δέ τινες ερμηνείς +του γράμματος, ιερομόναχοι και ασκητικοί άνδρες, ηρνούντο και να λειτουργούσιν εις +εξωκκλήσια. </p> + +<p>Αλλά το αίσθημα είνε ανώτερον της θεωρίας, και ο λαός, δουλεύων, +τυραννούμενος, πενόμενος, αγροδίαιτος, διασπειρόμενος κατά κώμας και χωρία, μη +έχων πόρους να κτίση μεγάλας και λαμπράς εκκλησίας, έκτιζε πολλάς και πενιχράς. Ο +δε Σωτήρ, συγκαταβατικώτερος των επισήμων επί γης διερμηνευτών του, +«μνημονεύων των επί γης διατριβών», καθώς είπεν ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, +ενθυμούμενος την πενιχράν προσφοράν της χήρας, εδέχετο και του πένητος λαού του +τον ευσεβή φόρον, καθώς εδέχθη εκείνης τα δύο λεπτά. </p> + +<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p> + +<p>Εν ριπή οφθαλμού εφωταγωγήθη το παρεκκλήσιον, και αι ποιμενίδες ήναψαν +πάμπολλα κηρία εις τα δύο μανουάλια, και ανάψασαι πυρ εις το υπήνεμον έξω της +θύρας στήσασαι μεγάλην χύτραν, παρεσκεύαζον την σούπαν. Δύο εξ αυτών νεόνυμφοι +εφόρεσαν τα κόκκινα φουστάνια των, και τα βαβουκλιά των με τα κεντητά προμάνικα +και τα τ'λουπάνιά των τα λευκά. Και ο ιερεύς, λαβών καιρόν, εφόρεσεν όλην την +ιερατικήν του στολήν, και ο υιός του, ο συλλειτουργός έψαλλε τον κανόνα. </p> + +<p>Ο Γιάννης ο Κούτρης, πραγματοποιήσας το όνειρόν του, του να παρίσταται εις την +εκκλησίαν ως επίτροπος, επεστάτει εις το άναμμα και σβύσιμον των κηρίων, πατών +αυτά, ενίοτε με το τσαρούχι του, μιμούμενος τον εξάδελφόν του τον Γιάννην τον +Λαδίκαν, και όστις ίστατο δεξιόθεν εις τον χορόν ως προεστώς με τόσην σοβαρότητα, +ώστε βλέπων τις αυτόν θα τον ενόμιζε ψάλτην, εξ ιδιοτροπίας σιωπώντα. Την στιγμήν +δ' εκείνην εισελθούσα εις τον ναΐσκον η δωδεκαέτις κόρη του, το Κουμπώ, ισταμένη +τέως έξω παρά τον παραστάτην, επιστατούσα εις το κάγχασμα της χύτρας, του λέγει +εις το ους. </p> + +<p> — Αφέντ', έρχουντη κόσμους. </p> + +<p> — Ποιοι και ποιοι; είπεν εξαφνισθείς ο Κούτρης. </p> + +<p> — Έρχοντη ο Δημητράκης τσ' Κότσηνας, μαζύ με τη γυναίκα τ' Απ'μηνιώ, και +ο Γιάννης τσ' Κ'σττάλους κι' ο μπάρμπα-Γιώργης... </p> + +<p> — Ποιος μπάρμπα-Γιώργης; </p> + +<p> — Ο Γιώργης τ' Παναϊώτ'. </p> + +<p>Ως κεραυνός έπεσε το όνομα τούτο εις την ακοήν του Γιάννη του Κούτρη. </p> + +<p> — Ο Γιώργης τ' Παναϊώτ'! επανέλαβε μηχανικώς, κ' εξηκολούθησεν, +ερωτών την θυγατέρα του, ως εάν είξευρεν αύτη. </p> + +<p> — Τι δεν κάμανε Ανάστασ' στουν Άι-Χαράλαμπον; </p> + +<p>Διότι ηπόρει πώς εξέπεσε προς τα εδώ, ο Γιώργης τ' Παναϊώτ'. Αυτός έκαμνεν +αυτοδικαίως τον προεστόν εις τον Άγιον Χαράλαμπον, τι να συνέβη τάχα, και διατί δεν +επήγεν εις τον ναόν του Αγίου; Μήπως του αφήρεσαν το προεστ'λίκι απ' εκεί; </p> + +<p>Αυτός, ο Γιάννης ο Κούτρης, διατί ίσα-ίσα έβαλε τα δυνατά του, αποφασίσας να +κάμη εφέτος χωριστήν Ανάστασιν με τους γείτονάς του, εις το κατάμερον το ιδικόν +του; Διά ν' απαλλαχθή από το φορτικόν θέαμα του δευτέρου εξαδέλφου του, του +Γιάννη Λαδίκα, εις τον Άι- Γιώργη της Χ'στοδουλίτσας, ή αυτού του Γιώργη τ' +Παναγιώτ', εις τον Άι-Χαράλαμπον, οίτινες έκαμαν και οι δύο τον προεστόν και τον +επίτροπον, εκάτερος εις το κατάμερόν του, ανάπτοντες και σβύνοντες τα κηρία, +ψιθυρίζοντες επιδεικτικώς εις το ους του ιερέως παρά την βορείαν θύραν του ιερού +βήματος, περιφέροντες ελευθέρως δίσκον, με την επωδόν «Το λάδι της εκκλησίας, +χριστιανοί!» και κάμνοντες «κ'μάντο, 'σε ούλα τα πάντα», εντός κ' εκτός του ναού. Και +τώρα, αφού κατώρθωσε να ψαλή η Ανάστασις εις την Αγία Αναστασία, εις το +ύπαιθρον, αφού απέσπασε τόσους βοσκούς από τα κατάμερα τα άλλα, αφού τους +εκουβάλησε μεσάνυχτα, από την Αγία Αναστασία εις την Παναγίαν Δομάν, με τας +γυναίκας των, με τα παιδιά των, με τα κοπάδια των, με τα κατσικάκια βελάζοντα +σπαρακτικώς περί τας αίγας, έμμελλε πάλιν να καταδικασθή να υποστή την +πρωτοκαθεδρίαν αυτού του Γιώργη τ' Παναγιώτ', ως γεροντοτέρου, ως έχοντος τάχα +δικαιώματα. Ποία δικαιώματα; </p> + +<p>Ας έβγαζε ταις μπολλέτταις του να ταις διαβάσουν! Κ' οι δύο, τάχα, ας πούμε, +γράμματα δεν ήξευραν, αλλ' ήτον ο παπ' Αγγελής εκεί, ν' άχουμε την ευχή του, πού θα +ταις εδιάβαζε... Η δουλειά του ήτον να διαβάζη — Αλλ' όχι! δεν παρεχώρει τα +πρωτεία. Θα έκαμνε πως δεν τον είδε, και θα εκύταζε, <b>ντου-γρού</b>, προς το +άγιον βήμα, χωρίς να στραφή επί στιγμήν προς δυσμάς, ωσάν θεοφοβούμενος πού +ήτον, ν' ακούση μετά προσοχής την λειτουργίαν του. Ήτο εν τω δικαίω του, ευρίσκετο +εις το κατάμερόν του... Αλλ' ενταύθα ο Γιάννης ο Κούτρης επάγωσεν, ο παλμός +εσταμάτησε προς στιγμήν. Δεν ευρίσκετο εις το κατάμερόν του! Τουναντίον, είχε +πατήσει τα σύνορα, είχε μεταβή εις ξένον κατάμερον... Α! κι' αυτός ο παπ' Αγγελής, +που επέμενε μη θέλων να λειτουργήση εις την Αγ. Αναστασά... Εκεί, +αδιαφιλονεικήτως, ο Κούτρης θα ήτο εις το κατάμερόν του. Αλλ' εδώ εις την Παναγίαν +την Δομάν ευρίσκετο ακριβώς εις το κατάμερον του Αγίου Χαραλάμπους, εις την +δικαιοδοσίαν τ' Γιώργη τ' Παναγιώτ'! </p> + +<p>Τι να κάμη; Και αυτός «ο Γιώργης τ' Παναϊώτ'», κατάλαβες, δεν ήτον κανείς +τυχαίος, εξήσκει ισχύν και γοητείαν επί το πλήθος των αιγοβοσκών και των ποιμένων. +Και ιδού, εισήλθεν ήδη εις το παρεκκλήσιον. Ήτο υψηλός, εύσωμος, ωραίος ανήρ, με +εύγραμμον το πρόσωπον και με κανονικούς χαρακτήρας. Ήτο ως εξήντα ετών, αλλά +μόλις ήρχιζαν, εις την πλουσίαν μέλαιναν κόμην του, τρίχες τινές να λευκάζωσιν εδώ κ' +εκεί. Είχε φθάσει την πρώτην εν αρχή του αιώνος εξέγερσιν, την του 1808. Είχεν +ομιλήσει με τον Σταθάν, είχε προσφέρει με τας ιδίας του χείρας κοκορέτσι εις τον +Βλαχάβαν, είχε στρατευθή υπό τον Νικοτσάραν. Και όλον το ήθος του, η όψις του οι +τρόποι του, αι κινήσεις του, και τώρα ακόμη μετά σαράντα έτη, καθ' ην στιγμήν +εισήρχετο εις τον ναΐσκον, εφαίνετο ότι ήτο εις νεύματα και χειρονομίας μετάφρασις ή +μιμική παράστασις του παλαιού διστίχου: </p> + +<p class="poem">Στο Σκιάθο και στο Σκόπελο ποτέ κατής δεν κρένει,<br /> +γιατί ην, λιμέρι του Σταθά, βίγλα του Νικοτσάρα. </p> + +<p>Ο Κούτρης, αισθανθείς αυτόν ότι εισήρχετο, διιδών τον <b>διακαμόν</b> του +εισερχόμενον εις τον ναΐσκον, με όλην του την απόφασιν ην είχε να μη στραφή να τον +ίδη, έστρεψεν ακουσίως την κεφαλήν, και τα βλέμματά των συνηντήθησαν. Ο Γιώργης +τ' Παναγιώτ', αφού ησπάσθη τας εικόνας, ήλθε κ' εστάθη όπισθεν του Κούτρη, όστις +δεν ηδύνατο πλέον να προσποιηθή ότι δεν τον είδεν. Άλλως ο Γιώργης τ' Παναγιώτ' +δεν του έδωσε καιρόν να σκεφθή, διότι κύψας εις το ους του ήρχισε με πονηρόν +μειδίαμα να του λέγη. </p> + +<p> — Μ' πήρες απ' του κατάμερου του Γιώργη του Τρυουλόου, μ' πήρες κη τσ' +Μιχουγιανναίοι, πατέρα κη γυιό, μ' πήρες κη τσ' τέσσιρις Μαυρουδ'μαίοι, κι' +απουμείναμι λιουστοί στουν άι-Χαράλαμπου. Υ παπάς ο άιχαραλαμπίτ'ς λείπ', ξέρ'ς, +είνε στουν Κουτκιά μέσα, στα χουριά. Υ παπάς απ' μ Παναϊά, κάτου στη χώρα, δε +θέλησε ναρθή, γιατ' είμαστε λίοι, κη δε μαζουνώμαστε πουλλοί, για να βγάλη τουν +κόπου τ', ας πούμε. Υ παπάς απ' τουν Άι-Γιάννη τσ' Τρεις Ιεράρχοι, ο άλλους είνε +φημέριους, γιατί τουν παπ' Αγγελή, πούταν απ' όξου, μας τούνε 'πήρις. Κουντέψαμι ν' +απουμείνουμι αλειτρούητοι, τέτοια μέρα, γιατί δε ξέραμι 'σαί ποιά εκκλησιά θελά- +πάτι ν' αναστήσητε. Τότις κ' εγώ είπα, ας σ'κουθώ να πάου πίσου, ζ' Κιχριά, μπέλες κη +τσ' βρω π'θηνά, ση κανένα ξουκκλήσ', κη πηρνώντας απ' ν Δουμάν, σα ξαγναντήσου +του Κάστρου, θα καταλάβου, μαθέ, σα διώ π'θηνά φέξου, ανισώς κ' είνε 'σεί κανένα +ρημουκκλήσ' τ' Καστριού κι' ανασταίνουνε. Μα δεν ώλπιζα, αλήθεια, πως θελά-ρθήτε +τ' Δουμάν, μες το κατάμερό μ'! </p> + +<p>Εκ της εξηγήσεως ταύτης ενόησεν, ολίγον αργά, ο Γιάννης ο Κούτρης, ότι με όλα τα +σχέδιά του και τας ενεργείας του, όσον μακρύτερα έφευγε τον Γιώργη τ' Παναγιώτ' και +την προεστωσύνην του, τόσον σιμότερα επήγαινε και εις αυτόν και εις το κατάμερόν +του. Διότι δεν αρκεί να φεύγη τις, πρέπει και να μη καταδιώκεται, ή τουλάχιστον να +ηξεύρη προς ποίον μέρος να κατευθυνθή. </p> + +<p>Δεν είχεν ή να του παραχωρήση τα πρωτεία, κ' εκείνος άλλως του τα επήρε, πριν +ούτος του τα παραχωρήση. </p> + +<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p> + +<p>Περί το λυκαυγές, έληξεν η λειτουργία, και ο ουρανός πορφυρίζων εκεί προς +ανατολάς έσμιγε με την θάλασσαν κυανήν απλουμένην κάτω, η δε σελήνη ωχρίασε +και τα ολίγα άστρα ανά έν έσβυναν τρέμοντα εις τον αιθέρα. Και η Ηώς ανέτειλε με +όλην την πορφυράν αίγλην καλλωπίζουσα με γλυκύ ερύθημα βουνά, κοιλάδας και +δάση. Εφάνη δε τότε, αποβαλούσα την μυστηριώδη της νυκτός περιβολήν, εν όλη τη +καλλονή της, η μαγευτική θέσις της Παναγίας Δομάν. Δεξιά το υψηλόν, βραχώδες και +τεμνόμενον από ευθαλείς χαράδρας βουνόν το απολήγον εις την κρημνώδη ακτήν του +Κουρούα. Αριστερά λόφοι κοιλάδες, και δάση γραφικώς εναλλάσσονται εις το βλέμμα. +Αντικρύ ο γυμνός και άγριον μεγαλείον αποπνέων βράχος του Κάστρου, με τα δύο προ +αυτού πετρώδη νησίδια, και πέραν πέλαγος αχανές, φωσφορίζον εις τας πρώτας +ακτίνας του υποφώσκοντος ηλίου. </p> + +<p>Εις το βάθος δε του ορίζοντος, προς βορράν η Χαλκιδική με τους τρεις λαγμούς +της, υπέρ ους εξέχει ως βαθμίς κεραυνωθείσης τιτανείου κλίμακος προς ανάβασιν εις +τον ουρανόν, ο λευκόφαιος κώνος του Άθω με την κορυφήν εις τα σύννεφα, προς +δυσμάς το Πήλιον με τας αναριθμήτους κοιλάδας του και με τη θεσπεσίαν του +βλάστην, και πέραν αυτού η κορυφή του Κισσάβου, ως κεφαλή εμπηγμένη επί κορμού +ξένου. Και το ρεύμα της Παναγίας Δομάν δεν κατεφέρετο πλέον ως πριν μετά βαθέος +παφλασμού εις την βραχώδη κοιλάδα, αλλ' άμα τη ανατολή της ημέρας το νερόν +έρρεε μορμυρίζον μαλακώς κυλιόμενον επάνω εις τα βρύα και εις τα αγριοσέλινα, +διότι εξύπνησαν της ημέρας οι πολλοί και προσφιλείς κρότοι. </p> + +<p>Τέλος εφάνη του ηλίου η πρώτη ακτίς, και ανέθορεν από της θαλάσσης μία πυρίνη +παμφαής γραμμή του πανεκλάμπρου φωστήρος. Και την ιδίαν στιγμήν ηκούσθη +πρώτη μεγάλη κ' επιβλητική φωνή, ο κλαγγασμός του αετού, χαιρετίσαντος την +ανατολήν του ηλίου επάνω εις το βουνόν, από της αφθάστου και απατήτου επί των +απορρώγων βράχων καλιάς του. Και δευτέρα χαιρετιστήριος φωνή ηκούσθη ο +κακκαβισμός του ιέρακος, ο κρωγμός του ιέρακος επάνω εις το βουνόν, εις μίαν +υψηλήν χαράδραν του ιλιγγιώδους βουνού του Κουρούπη, εκεί επάνω. Και τρίτη +φωνή κλιμακηδόν εχαιρέτισε το παμφαές άστρον της ημέρας, ο τιτυβισμός της +πέρδικος και της τριγόνος εις το μεσοϋψές της κοιλάδος. </p> + +<p>Και τελευταία αμέσως εχαιρέτισε διά του μινυρισμού της την ανατολήν του ηλίου +η γλυκεία χελιδών, η επανευρούσα κ' εφέτος την φωλεάν της άθικτον εις τα ιερά +σκηνώματα, εις τον οίκον του Κυρίου, ως και εις τα καλύβια των χωρικών, και εις τας +οικίας των αγαθών ανδρών της πόλεως. Και ακροτελεύτιοι δειλοί μινυρισμοί +ηκούσθησαν των μικρών στρουθίων επί των θάμνων, ων το έν μόλις υποψελλίζον, +ίστατο αποφασιστικώς προσκολλημένον με τους λεπτούς πόδας του επί του κλαδίου, +ενώ το άλλο, ψάλλον προς αυτό τον έρωτά του, επέτα ολόγυρά του, ίστατο προς +στιγμήν επί του κλαδίου, ώρμα προς αυτό, το εφίλει, το παρεκάλει, κελαδούν, +εκλιπαρούν και πάλιν κελαδούν. </p> + +<p>Τότε και τα κατσικάκια, αισθανθέντα το θάλπος της ημέρας, ήρχισαν τα +σκιρτήματά των, ευφραινόμενα εις την επαφήν του χόρτου, προσπαίζοντα περί τας +μητέρας των, υποβάλλοντα το μικκύλον ρύγχος εις τον μαστόν — και δεν ήξευρον, ότι +η λεπίς του σφαγέως έστιλβε και αυτή προς τον ανατέλλοντα ήλιον. </p> + +<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p> + +<p>Εκεί, υπό τα υψηλά δένδρα των οποίων οι κλώνοι με βόμβυκας και με θυσσάνους +τριχοειδών φύλλων κοσμούμενοι, εσείοντο υπό της πρωινής αύρας, άνω του +ρεύματος, του κυλίοντος μετά ψιθύρου το διαυγές νάμα του κάτω εις την κοιλάδα, +εκάθησαν ηδονικώς όλοι οι βοσκοί με τας ποιμενίδας και τας βοσκοπούλας των, +στρώσαντες αφθόνους πτέρεις και παχείας φυλλάδας, και ήρχισαν να διαμελίζωσι τα +ευωδιάζοντα επί της σούβλας αρνία και τα ερίφια. </p> + +<p>Έφαγον και ηυφράνθησαν όλοι και αφού ο παπ' Αγγελής ευλόγησεν, ως έδει, την +φλάσκαν, την μετεβίβασε, μεγάλην, υπόχλωρον ακόμη, δι' ερυθράς δερματίνης +λωρίδος κρατουμένην, κλώζουσαν και φυσώσαν ακαταλήπτους ήχους ένδοθεν, εις +χείρας του εκ δεξιών του καθημένου προεστώτος της ομάδος, του Γεώργη τ' +Παναγιώτ', όστις εγερθείς, προσηγόρευσε διά μακρών την ομήγυριν. </p> + +<p> — Κ'στός ανέστ'· βρε παιδιά! Αληθ'νός ου Κύριους! Ζη κη βασιλεύει! — +Γεια μας! καλή γεια! διάφουρου! καλή καρδιά! καλή γερουσύνη, όλοι μας! Χρόνους +πολλούς! Κη τ' χρόν' νάμαστε καλά. Καλή χρονιά σας! Πολλά τα έτ'! Παπά μ'! να +χαίρηση το πετραχήλι σ'! </p> + +<p>Είτα, στραφείς προς τον Κούτρην. </p> + +<p> — Γιάννη, πάντα καλώς να σας βρίσκου! </p> + +<p>Ίσως η φράσις αύτη ήτο υπαινιγμός προς τα προηγούμενα συμβάντα. Αλλ' ο +Κούτρης απήντησε μεθ' ετοιμότητος. </p> + +<p> — Κη πάντα καλώς ναρχήση, μπάρμπα-Γιώργη! </p> + +<p>Ο πάπ' Αγγελής δεν ηδυνήθη να μη γελάση, και οι άλλοι τον εμιμήθησαν. Ο +Γιώργης τ' Παναγιώτ' μετεβίβασε την φλάσκαν εις τον αντικρύ του καθήμενον, τον +Κούτρην, και ούτος έπιε χαιρετίσας διά βραχέων. Μετά την τρίτην δε περίοδον της +φλάσκας, ουδεμίαν πλέον ησθάνετο αντιπάθειαν προς τον Γεώργην, αλλ' +ηδελφώθησαν όλοι των. Και ο Γιώργης τ' Παναγιώτ' εις ον αι πολεμικαί αναμνήσεις +επανήρχοντο εναργέστεραι μετά το γεύμα, ήρχισε να διηγήται εις την ομήγυριν τον +ηρωικόν θάνατον του Νικοτσάρα. </p> + +<p>«Τρία καράβια ήτανε, στα νερά της Κασσάνδρας με τα φουσσάτα του Νικοτσάρα +και του Σταθά. Του Σταθά το καράβι ήτον ολόμαυρο, μαύραις η πάνταις, μαύρα τα +ξάρτια, μαύρα τα πανιά· το είχε τάξιμο, να μην τ' ασπρίση, πριν εμβή νικητής μέσα +στη Σαλονίκη. Όλη μέρα ήταν μπονάτσα καραντί, τα τρία καράβια δεν μπορούσαν +ούτε μπρος να παν, ούτε πίσου να γυρίσουν για ν' αράξουνε. Η αρμάδα η τουρκική +ηύρε το ρέμμα της θάλασσας, και το ρέμμα-ρέμμα, δω τους είχε, κει τους είχε, τους +έφτασε απ' το πλάι. </p> + +<p>«Ως τόσο οι καπεταναίοι οι δυο τους αντρειώθησαν. Ήταν παλλικάρια, που δεν +πιστεύω να εστάθησαν άλλοι, τους εγνώρισα εγώ πολύ καλά. Ο καπετάν Σταθάς μου +εχάρισε ένα μαμί κεχριμπαρένιο να φουμάρω το τσιμπ'κάκι μου, για να τον θυμώμαι +καμμιά φορά· κι' ο καπετάν Νικοτσάρας, μια φορά που του έδωκα κοκορέτσι, με τα +ίδια μου τα χέρια φτιασμένο, του άρεσε τόσο, που πολλούς μήνες ύστερα όπου μ' +εύρισκε, μώλεγε: «Τι έχουμε ωρέ Γιώργη, δεν έχεις τίποτε κοκορέτσι;» «Όρεξι νάχης, +καπετάνε μου, τώλεγα εγώ· θέλεις να σου φτιάσω;» Και τρεις φοραίς εθυσίασα τρία +πρόβατα, μόνο και μόνο για να του φτιάσω κοκορέτσι. Ύστερα, σαν εβγήκανε να πάνε +κατά την Κασσάνδρα, οι άλλοι σύντροφοί τους, γιατί ήτανε πολλά καράβια, μ' εφτά +καπεταναίους πολεμάρχους, έλειπαν, είχαν μιλημένα να παν ύστερα να τους βρούνε. +Και την ημέρα που τους έφτασε η αρμάδα με το τούρκικο τ' ασκέρι ήταν μοναχοί ο +Νικοτσάρας κι' ο Σταθάς. </p> + +<p>Σαν τους έρριξαν οι τούρκοι τρεις κανονιαίς, άναψε το τουφέκι, κι' άρχισε το τόπη +να σαλεύη, το καράβι του Νικοτσάρα επιάστηκε με την τούρκικη φεργάδα ξάρτια με +ξάρτια, σαν δυο κακαίς γειτόνισσαις που μαλώνουν, και πιάνονται μαλλιά με μαλλιά: +Μα ο Νικοτσάρας με τον μπαλτά του έσπασε τους γάντζους κ' έκοψε τα μπαστούνια +του Τούρκου, κ' εγλύτωσε το καράβι του απ' τα δόντια του θεριού. Μα την τελευταία +στιγμή, εκεί που νικούσαν οι δικοί μας, και το μπουλούκι το ρωμαίικο εφώναξε +βρίζοντας την πίστι των Τούρκων, ένα βόλι του ήρθε του Νικοτσάρα, κ' εχώθηκε στην +κοιλιά του, και τον ελάβωσε βαθειά. Μα το παλλικάρι το καλό, είνε παλλικάρι και στο +θάνατό του. «Μ' έφαγαν τα σκυλιά», είπε μια, και σφίγγοντας τα δόντια, βαστώντας +με το χέρι τα σωθικά του, που εχυνόντανε απ' την κοιλιά, βαστώντας με τα δόντια την +ψυχή του, που του έφευγε απ' το στόμα, επρόφτασε κ' είπε· «Συντρόφια! πιάστε με +και καθίστε με απάνω εκεί στα σκοινιά, κι' ακουμπήστέ με απάνω στο κατάρτι.... για +να μην το καταλάβουν τα σκυλιά πως με σκότωσαν και πάρουν θάρρος.... για να μην +το μάθουν κ' οι δικοί μας και δειλιάσουνε». </p> + +<p>Καθώς τους είπε, το κάμανε, και τον ακούμπησαν μισαποθαμένον στο κατάρτι.... κ' +οι Τούρκοι βλέποντας απ' αντίκρυ, ετρόμαζαν κ' ελέγανε. «Τσάρας ρεΐζ! Τσάρας ρεΐζ!» +Ο καπετάνιος ο Τσάρας! ο καπετάνιος ο Τσάρας! Κ' οι δικοί μας, απ' τ' άλλα τα +καράβια, δεν το πήραν μυρουδιά κ' εστάθησαν ανδρειωμένοι, κ' έδιωξαν την τούρκικη +αρμάδα. Κι' όταν η αρμάδα έγεινε άφαντη, τότε το έμαθαν, κ' εγύρισαν πίσου στο νησί +μας, για να θάψουν το Νικοτσάρα, που πέθανε κρατώντας με τα χέρια τ' άντερά του +για να μη χυθούν, με τα δόντια την ψυχή του διά να μη φύγη. Κ' ήρθαν και τον +έθαψαν, κάτου στο Λεχούνι, κοντά στην άμμο, στο γιαλό, και τότες του βγάλανε και +τραγούδι. </p> + +<p class="poem">. . . Κ' εκείνος που φοβέριζε και όλοι τον ετρέμαν,<br /> +επήγαν και τον θάψανε στου Λεχουνιού το ρέμμα. </p> + +<p>Τοιαύτα τινά, αλλά με πολλάς τροπάς φωνηέντων και συγκοπάς συλλαβών +διηγήθη, ως είχεν εξ ακοής, ο μπάρμπα-Γεώργης τ' Παναγιώτ' και μετά βαθέως +στεναγμού κατέστρεψε τον λόγον. Και οι αιπόλοι τον ήκουον μετά θαυμασμού, και ο +παπ' Αγγελής, ακούων μετά συντόνου προσοχής, ησθάνθη δάκρυ υγραίνον την +παρειάν του. </p> + +<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p> + +<p>Αλλ' ο Γιάννης ο Κούτρης, ως διά να παρηγορήση τον μπάρμπα- Γεώργην, καθ' ου +δεν εμνησικάκει πλέον, διότι του επήρε τα πρωτεία, ηγέρθη και λύσας το ονάριον του, +το οποίον έβοσκεν ησύχως εις το λιβάδιον, ήρχισε να κάμνη κάτι παιγνίδια ιδικά του. +Συγχρόνως δε ο υιός του ο Θοδωρής, δεκαπεντούτης, ως διά να συνοδεύση με +μουσικήν τους αγώνας του πατρός του, έλαβε το σουραύλι του, και ήρχισε να συρίζη +απλούν και μονότονον ήχον. </p> + +<p>Εν τω μεταξύ ο Γιάννης ο Κούτρης είχεν αναβή επί του όνου υποβαλών σάγισμα +αντί σέλλας και βαίνων αργά, δήθεν μετά σοβαρότητος, επέβαλλεν εις το ζώον να +κάμνη κάτι βηματισμούς, κατά μίμησιν και παρωδίαν των πολεμικών ίππων. Και ο +Γιάννης ο Κούτρης πότε ίστατο γονατιστός επί του σαγίσματος, πότε υπτιάζετο επί της +ράχεως του ζώου, πότε εκρατείτο εκ της χαίτης με τον ένα πόδα επάνω, με τον άλλον +κάτω εις την γην, πότε εχάνετο υπό την κοιλίαν του ζώου, πότε έπιπτε από κεφαλής +μέχρι γονάτων μεταξύ των τεσσάρων ποδών του όνου, κ' ενώ έλεγες ότι τώρα έπεσε, +και ότι ο όνος θα τον πατήση, αίφνης, εν ριπή οφθαλμού ευρίσκετο πάλιν επί της +ράχεως του ζώου. Τοιούτους τινάς μιμικούς αγώνας ήξευρε να εκτελή ο Γιάννης ο +Κούτρης. Τίποτε περισσότερον δεν εχρειάζετο διά να καγχάζη επί πολλήν ώραν εν +ευθυμία η ομήγυρις όλη. </p> + +<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p> + +<p>Τέλος ο Γιάννης ο Κούτρης αφήκε τον όνον του ήσυχον, και ο μπάρμπα-Γεώργης τ' +Παναγιώτ' ως διά να ευχαριστήση τον μιμικόν, εξέφερε προς αυτόν ιδίως +αποτεινόμενος, προς επισφράγισιν του συμποσίου, την τελευταίαν της ημέρας +πρόποσίν του, ήτις ήχησεν υπόκωφος, ως να εξήλθεν από τον πάτον της φλάσκας, +πλέον να κλώζη και να φυσά. </p> + +<p> — Κη τ' χρον' με του καλό να σας βρω! </p> + +<p>Ο Γιάννης ο Κούτρης απήντησε. </p> + +<p> — Καλώς ναρθής, μπάρμπα-Γιώργη μ'! </p> + +<h4 style="text-align: center; margin-top: 4em">Δ’<br /><br />ΛΑΜΠΡΙΑΤΙΚΟΣ ΨΑΛΤΗΣ +</h4> + +<p> +<br /> +Εάν ο ήρως του παρόντος διηγήματος ήτο αυτούσιος ο γράφων, τότε ο επί κεφαλής +τίτλος, θα είχε μάλλον τροπικήν και αλληγορικήν σημασίαν. Διότι, ναι μεν, ευδοκία της +θείας προνοίας, είνε αληθές ότι και χάρις εις την φιλάδελφον προθυμίαν του χωρικού +και αρχοντικού φίλου μου κυρ Γιάννη Πεντελιώτου, αξιούμαι σχεδόν κατ' έτος +ανελλιπώς, κατά τας περιδόξους, ταύτας ημέρας να συμβάλλω εναμίλλως μετ' αυτού, +υποβαστάζοντος διά της χειρός τα γυαλιά του, αγαπώντος το πολίτικον ύφος, +παρατείνοντος επ' άπειρον τα μουσικά κώλα και τας καταλήξεις του, εις τον μικρόν +αγροτικόν ναΐσκον του χωρίου Θ., όπου μυροβολεί ελισσόμενον εις κυανούς +στεφάνους το μοσχολίβανον, περιβάλλον ως διά φεύγοντος πλαισίου τους ακτινωτούς +στεφάνους και τας σεμνάς όψεις των αγίων, και όπου με τας κεντητάς ποδιάς των και +τα λευκά κολόβια αι νεαραί χωρικαί προσέρχονται φέρουσαι αγκαλίδας ρόδων και ίων +και θημονίας όλας δενδρολιβάνου, καταφορτώνουσαι με λόφους ανθέων τον +πενιχρόν επιτάφιον, μη έχοντα ανάγκην άλλης πολυτελείας. Εκεί εισβάλλει ουλαμός +όλος αυτοσχεδίων ψαλτών, κρατούντων ανά έν φυλλάδιον του επιταφίου εις την +χείρα, οίτινες φιλοτιμούνται να ψάλλωσιν εν σπαρακτική παραφωνία τα εγκώμια, +καταστρέφοντες διά κωμικών σφαλμάτων και τας ολίγας λέξεις, όσαι είνε ορθώς +τυπωμέναι εις τα φυλλάδια εκείνα. </p> + +<p>Χωρίς να είμαι κύριον μέρος του αυτοσχεδίου τούτου χορού, οφείλω να +ομολογήσω ότι, καίτοι προσπαθών να συμψάλλω υποφερτά κάπως με τον αρχοντικόν +και πρόθυμον φίλον μου, ουχ ήττον υστερώ αυτού κατά πολλά, και διά τούτο +επεκαλέσθην εν αρχή, ως επιείκειαν εκ μέρους του αναγνώστου, την τροπικήν του +τίτλου εκδοχήν, καθ' ον δηλ. τρόπον εις όλους τους ναούς, παρουσιάζονται κατά τας +ημέρας ταύτας, πολλοί τέως άγνωστοι, μουσόληπτοι εκ του παραχρήμα, λαμπριάτικοι +ψάλται, ούτω και ο γράφων, ενώ καθ' όλον τον άλλον χρόνον σιωπά, παρουσιάζεται, +δις του έτους ούτος, τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, κατ' αποκοπήν διηγηματογράφος. +Το πράγμα ήρχισε να γίνεται κάπως φορτικόν, και πολλοί μεν εσκανδαλίσθησαν, τινές +δε και το απεδοκίμασαν. Αρκούσι τόσαι άλλαι μανίαι, τόσοι ξενισμοί. Ημείς δεν +είμεθα Άγγλοι ούτε Αμερικάνοι. Μη μας σκοτίζης και συ. Πόθεν έλαβες αφορμήν να +υποθέσης ότι το κοινόν θέλγεται από τας αναμνήσεις σου, ή συγκινείται από τα +αισθήματά σου; Το έκαμες μίαν φοράν ή δύο. Αρκεί. Παύσε πλέον. Δεν βλέπεις ότι το +αιώνιον θέμα σου εξηντλήθη, και ότι ευρίσκεσαι εις την ανάγκην να προσπαθής βία να +παρουσιάσης απλήν παραλλαγήν κατ' έτος; </p> + +<p>Εν πρώτοις, καλόν θα ήτο να διακρίνωμεν ό,τι είνε πράγματι ξενισμός από ό,τι +δύναται να είνε, εκ της φύσεως των πραγμάτων, κοινόν εις πάντα τα έθνη. Λόγου +χάριν, το να εκδίδωνται τα περιοδικά κατά Σάββατον ή Κυριακήν είνε ξενισμός; Το να +δημοσιεύουν αι πολιτικαί εφημερίδες φιλολογικωτέραν ύλην κατά Κυριακήν, είνε +ξενισμός; Ενί λόγω, το να σχολάζη τις κατά τας εορτάς από της τύρβης του κόσμου, ως +και από της αναγνώσεως άρθρων πολιτικών, και να αισθάνεται την ανάγκην +αβροτέρας, τερπνοτέρας, αφοσιοτέρας αναγνώσεως είνε ξενισμός; Έστω, αλλά +δύνασαι να δημοσιεύης εν ημέραις εορτών διηγήματα ή περιγραφάς, χωρίς να κάμνης +ποσώς λόγον περί των Χριστουγέννων και του Πάσχα. </p> + +<p>Ιδού λοιπόν ποίον το αίτιον της δυσφορίας των — και πόσον αφελώς το +ομολογούσι.... το εξωτερικεύουσι. Να φιλοξενηθής ηγεμονικώς εις τα μέγαρα μεγάλου +άρχοντος, και να μην προπίης εις τιμήν του οικοδεσπότου! Να απολαύσης (ξενίας +δεσποτικής και αθανάτου τραπέζης) και να μην αποδώσης ευχαριστίαν εις τον +εστιάτορα! Αλλ' εις τα διηγημάτια, όσα εδημοσίευσε κατά καιρούς ο υποφαινόμενος +τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα, ενεπνεύσθην, αληθώς, από τας αναμνήσεις μου και τα +αισθηματά μου, τα οποία θέλγουσι και συγκινούσιν εμέ αυτόν — ίσως και ολίγους +εκλεκτούς αναγνώστας. Ότι δε τοιούτοι υπάρχουσιν, αποδεικνύεται εκ τούτου, ότι δύο +των εφημερίδων, αι κορυφαίαι της πρωτευούσης ως και το μονάκριβον περιοδικόν, +δεξιούνται τα εορτάσιμα διηγημάτια των ημερών τούτων. </p> + +<p>Έπειτα ουδαμού σχεδόν θα εύρητε ότι επεζήτησα βεβιασμένην θέσιν ή πλοκήν, +όπως γαλβανίσω την περιέργειαν του αναγνώστου. Όπου γίνεται λόγος περί +ξενιτευμένων, οίτινες επιστρέφουσι μετά μακράν απουσίαν ή στέλλουσι γράμματα +μετά υλικής παρηγορίας εις τους οικείους, ταύτα όλα βασίζονται επί της +πραγματικότητος, καθόσον όλοι οι ζήσαντες εις παραθαλασσίους και ναυτικούς +τόπους της Ελλάδος κάλλιστα γνωρίζουσιν ότι, κατά τας παραμονάς ιδίως των εορτών, +πολλοί ξενιτευμένοι, ενώ συνήθως φαίνονται σκληροί και απεσκληρημένοι τον +φλοιόν, αίφνης <b>ενθυμούνται</b> τους οικείους των, ή και επιστρέφουσιν εις τας +πατρίδας, ή αν αυτοί κωλύονται υπό φιλοτιμίας να κατέλθωσιν ευπροσώπως, όχι +σπανίως αποστέλλουσι παραμυθίαν εις τας γηραιάς μητέρας και τας αδελφάς των. Εν +άλλοις λόγοις γίνεται λόγος περί των κοινωνικών και οικογενειακών εθίμων των +σχετιζομένων με τας εορτάς, και αλλαχού πάλιν η ασθενής πλοκή στρέφεται περί +νεωτεριστικόν τι φθοροποιόν έθιμον. Τι το απίθανον εις όλα ταύτα; </p> + +<p>Αλλά τα πλείστα των υπ' εμού γραφέντων εορτασίμων διηγημάτων έχουσιν, ας +μου επιτραπή ο λατινικός όρος, a priori την υπόθεσιν, είνε δηλαδή μάλλον +θρησκευτικά. Ποίαν χάριν, σας παρακαλώ, ποίαν δύναμιν και πρωτοτυπίαν θα είχε το +να λάβη τις τον κόπον να περιγράψη λεπτομερώς πώς χωρικός ιερεύς απήλθε να +λειτουργήση εις εξωκκλήσιον, χάριν μικράς κοινότητος αγροίκων ή βοσκών, ποίοι και +πόσοι μετέσχον της πανηγύρεως και ποία τινα ήσαν τα ήθη των πανηγυριστών; Τούτο +θα ήτο όλως ευτελές κατά την γνώμην των κριτικών. Το να γράψη τις, ότι γηραιός ανήρ +εφόνευσε την συμβίαν του, κατ' αυτήν την ημέραν των Χριστουγέννων — χωρίς μήτε ο +αναγνώστης μήτε ο συγγραφεύς να υποπτεύωσι καν διατί την εφόνευσεν — , τούτο +είνε υψηλόν και πολυτελές, κατά την εκτίμησιν μερικών. Μετά τοιούτον έγκλημα κατ' +αυτήν την αγίαν ημέραν, το θέμα εξηντλήθη, και όλα τα Χριστουγεννιάτικα και τα +πασχαλινά διηγήματα δεν πρέπει πλέον να βλέπωσι το φως. </p> + +<p>Μη <b>θρησκευτικά, προς θεού</b>. Το Ελληνικόν έθνος δεν είνε Βυζαντινοί, +εννοήσατε; Οι σημερινοί Έλληνες είνε κατ' ευθείαν διάδοχοι των αρχαίων. Έπειτα +επολιτίσθησαν, προώδευσαν και αυτοί. Συμβαδίζουν με τάλλα έθνη. Ποίαν ποίησιν +έχει το να γράψης ότι ο Χριστός «δέχεται την λατρείαν του πτωχού λαού», και ότι +πτωχός ιερεύς «προσέφερε τω θεώ θυσίαν αινέσεως;» Και να περιγράφης το +εσωτερικόν του ναΐσκου, με τας νυσταλέας κανδήλας και τας αμαυράς μορφάς των +Αγίων ολόγυρα! Δεν τα εννοούμεν αυτά ημείς. Θέλομεν διήγημα, το οποίον να είνε +όλον ποίησις, όχι πεζή πραγματικότης. Συ δε πώς τολμάς να γράφης ομιλών περί +Ιουλιανού του Παραβάτου, καρφωμένου εις τον τοίχον από την λόγχην του αγίου +Μερκουρίου, τοιαύτην βλάσφημον φράσιν: «Πελιδνός, ο παράφρων τύραννος....» +</p> + +<p>Όταν συγγραφεύς άλλος, και άλλης περιωπής, δημοσιεύσας προ ετών +ιστορικοφανταστικόν δράμα, προέτασσε <b>χυδαία</b> αληθώς προλεγόμενα, δι' ων +ύβριζε βαναύσως την θρησκείαν των πατέρων του — τότε ουδείς λόγος ήτο όπως +σκανδαλισθή τις διότι το πράγμα ήτο της μόδας. Αλλά συ, να τολμάς να εκφράζεσαι με +τοιαύτην ασεβή γλώσσαν περί του Ιουλιανού εκείνου, του παραβάτου ή αποστάτου +καλουμένου — η θρασύτης υπερβαίνει παν όριον. Και όμως ο σοφός επικριτής δεν +ενόησεν ότι η φράσις ήτο εξ αντικειμένου, όπως λέγουσιν αυτοί· απέδιδε δηλ. διά +λέξεων τα χρώματα του ζωγράφου· και ότι παν ζήτημα περί των δοξασιών του +γράφοντος (όστις εν τούτοις δεν αρνείται ότι συμμερίζεται την γνώμην του Βυζαντινού +τοιχογράφου) παρέλκει όλως. </p> + +<p>Διά να δώσωμεν πέρας εις το προοίμιον αυτό, θα είπωμεν με δύο λέξεις ότι: Το +σημερινόν έθνος δεν επήγε, δυστυχώς, τόσον εμπρός όσον λέγουν αυτοί. Το έθνος το +Ελληνικόν, το δούλον τουλάχιστον, είνε ακόμη πολύ οπίσω, και το ελεύθερον δεν +δύναται να τρέξη αρκετά εμπρός, χωρίς το όλον να διασπαραχθή, ως διασπαράσσεται, +φευ! ήδη. Ο τρέχων πρέπει να περιμένη και τον επόμενον, εάν θέλη ασφαλώς να +τρέχη· ο ελεύθερος πρέπει να βοηθή τον δεσμώτην ή πρέπει να τον ανακουφίζη. +Όσον παρέρχεται ο χρόνος, τόσον το ελεύθερον έθνος καθίσταται οίμοι! +ανικανώτερον όπως δώση χείρα βοηθείας εις το δούλον έθνος. Άγγλος ή Γερμανός ή +Γάλλος δύναται να είνε κοσμοπολίτης ή αναρχικός, ή άθεος ή ό,τι δήποτε. Έκαμε το +πατριωτικόν χρέος του, έκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα είνε ελεύθερος να +επαγγέλλεται, χάριν πολυτελείας, την απιστίαν και την απαισιοδοξίαν. Αλλά Γραικύλος +της σήμερον όστις θέλει να κάμη δημοσία τον άθεον ή τον κοσμοπολίτην, ομοιάζει με +νάνον ανορθούμενον επ' άκρων ονύχων και τανυόμενον να φθάση εις ύψος και φανή +και αυτός γίγας. Το ελληνικόν έθνος, το δούλον, αλλ' ουδέν ήττον και το ελεύθερον, +έχει και θα έχη διά παντός ανάγκην της θρησκείας του. </p> + +<p>Το επ' εμοί, ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε, ιδίως δε +κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να +περιγράφω μετ' έρωτος την φύσιν και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά +ήθη. <b>Εάν επιλάθωμαί σου Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου, κολληθείη η +γλώσσα μου τω λάρυγγί μου, εάν ου μη σου μνησθώ.</b> </p> + +<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p> + +<p>Αλλ' ο ήρως του παρόντος διηγήματος είνε ο κυρ Κωνσταντός Ζμαροχάφτης, τρίτος +πάρεδρος του δήμου Λίτης, του χωρίου Αν......, όστις υπεσχέθη, ως είχε πάντοτε +συνήθειαν ευκόλως να υπόσχεται (εις την αρετήν δε ταύτην ίσως ώφειλε και την +επιτυχίαν του εις τα πολιτικά· διότι ενώ ο α' και ο β' πάρεδρος εις πάσαν εκλογήν, +εμάχοντο πάντοτε περί της πρώτης τάξεως προς αλλήλους, αυτός, μετριόφρων και +χωρίς κεράσματα εξελέγετο ασφαλώς τρίτος εκάστοτε, μη υπάρχοντος τετάρτου +συναγωνιστού), υπεσχέθη, λέγω, να υπάγη να συλλειτουργήση τον παπά Διανέλον τον +Πρωτέκδικον, έξω, εις το παρεκκλήσιον του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Ο ναΐσκος +ευρίσκετο τρεις ώρας μακράν της πόλεως, και ο παπά Διανέλος ο Πρωτέκδικος είχεν +απέλθει εκεί από της πρωίας του μεγάλου Σαββάτου, αφού έλαβε την υπόσχεσιν του +κυρ Κωνσταντού ότι θα έφθανε προς το βράδυ διά να ψάλη και συνεορτάσωσιν ομού +την Ανάστασιν. </p> + +<p>Άλλον βοηθόν ο Παπάς δεν είχεν^ ο νεώτερος υιός του, ετοιμαζόμενος εφέτος δι' +εξετάσεις εις το Διδασκαλείον, δεν ηδυνήθη να έλθη το Πάσχα· ο άλλος έλειπε +διαρκώς ναύτης με τα καράβια του. Θυγατέρας, το άφθονον τούτο προϊόν του τόπου +— και της ιερατικής εγγάμου τάξεως μάλιστα — του είχεν αφήσει πλησμονήν η +μακαρίτισσα η πρεσβυτέρα, πέντε τον αριθμόν, ας είχαν ζωήν, οπού δεν έπαυαν +αεννάως να μεγαλώνουν, να μην αβασκαθούν· ήσαν τόσον γείτονες την ηλικίαν, ώστε +δεν επρόφθανε να μεγαλώση η μία, και η άλλη αμέσως την έφθανε· όσον +εμεγάλωναν τόσον εφαίνοντο, και μάλιστα αι μεσαίαι τρεις, ίσαι περίπου εις τα +χρόνια, ίσως και εις το ανάστημα· και ο παπά Διανέλος, ακούσιος ιερομόναχος, δεν +ήτο ελεύθερος ούτε εις μοναστήριον να καταφύγη. </p> + +<p>Τον τριών ωρών δρόμον από την πολίχνην εις το εξωκκλήσιον είχε διανύσει το +πρωί, απολείτουργα, ο παπά Διανέλος, ακολουθούμενος από τας δύο νεωτέρας +θυγατέρας του, κορασίδας δέκα και δώδεκα ετών, και από ομάδα επτά ή οκτώ +γυναικών φιλεόρτων, προπορευομένου του όνου του, φορτωμένου το δισσάκιον με τα +<b>ιερά</b> του παπά. Ο ήλιος ήτον ως δύο καλαμιαίς υψηλά, όταν εξήλθον εις του +Γιατρού τ' αμπέλι, είτα έφθασαν εις τα Βουρλίδια, είτα ανήλθον ασθμαίνοντες εις του +Ματαρώνα τον Πεύκον, όστις ίστατο τότε ακόμη εκεί και ευηργέτει τους οδοιπόρους +με την παρήγορον σκιάν του εις την κορυφήν του υψώματος, πριν ασυνείδητος +βάρβαρος, τη ανοχή ή τη ενοχή εκείνων τους οποίους ο πλέον άτυχος των λαών του +κόσμου, εκ περιτροπής εκλέγει άρχοντας και προστάτας του, ρίψη ασπλάγχνως το +περικαλλές δένδρον και απογυμνώση το τοπίον του μοναδικού στολισμού του. </p> + +<p>Εκείθεν ανήλθον εις το Πετράλωνον και εις του Σταμέλου την Βρυσούλαν, και +ανέβησαν δι' ανωφερούς οδού εις του Κανάκη την Βρύσιν, και διά της Κλινιάς +κατήλθον εις του Χαιρημονά το ρέμμα, και έφθασαν εις την βόρειον ακτήν της νήσου, +εφ' ύψους της οποίας, περίοπτος εκ του πελάγους, ακούων τους κτύπους του +πλήττοντος τας ακτάς κύματος, σιωπηλός και διηγούμενος πέντε αιώνων σπαρακτικήν +ιστορίαν μαρτυρίου και αίματος, εγείρεται πενιχρός αλλά σεμνός της Αποτομής του +τιμίου Προδρόμου ο ιερός ναΐσκος. </p> + +<p>Εισήλθον εις τον περίβολον του ναού και εξεφόρτωσαν το ονάριον. Αι γυναίκες +ροδοκόκκινοι, εξαναμέναι εκ της οδοιπορίας, αεννάως κελαδούσαι και καγχάζουσαι, +ετίναξαν τα ουδόλως κορνιακτισμένα κράσπεδά των, και εφόρεσαν επί του κοντού +φουστανίου της οδοιπορίας τας μακράς και πολυπτύχους εσθήτας. Ο παπάς έρριψε +κάτω την μίαν άκραν του στακτερού ζωστικού του κ' εφόρεσεν άνωθεν αυτού το +μαύρον ράσον του. Εισήλθον όλοι εις τον ναόν κ' επροσκύνησαν. </p> + +<p>Εκ των γυναικών, αι μεν συνέλεξαν χαμόκλαδα και ήναψαν φωτιάν, διά να ψήσωσι +καφέν και προσφέρωσιν εις τον ιερέα, αι δε έδρεψαν εκ των ευωδών θάμνων δέσμας +σχοίνων και πριναρίων και φασκομηλεών, και συνέδεσαν προχείρως διά κλωστής +σκούπας, και ήρχισαν γοργά και στρωτά να σκουπίζωσιν άλλαι το έδαφος του ναού, +άλλαι το προαύλιον· ο ιερεύς απετέλεσε σκούπαν εκ δάφνης και μύρτου και +δενδρολιβάνου, και εσάρωσε μόνος του το Θυσιαστήριον, και όλον το ιερόν βήμα. Δεν +έπαυε δε να γογγύζη και να διαμαρτύρηται εναντίον της αβελτηρίας, ως έλεγε, των +βοσκών και των αιπόλων, αυτών εκείνων οίτινες τον είχον προσκαλέσει να τους κάμη +Ανάστασιν εις το Βουνόν, και εκ των οποίων κανείς δεν είχε φανή ακόμη. Αυτοί +προέβαινον ενίοτε μέχρι της βεβηλώσεως τού να εισάγωσιν, ίσως εν καιρώ βροχής, τα +θρέμματά των εντός των εξωκκλησίων, ως ηδύνατο να πεισθή τις εκ της παρουσίας +διαφόρων ιχνών της εισβολής, τα οποία ουδ' είχον λάβη τον κόπον να εξαλείψωσιν. +Ένδοθεν του ιερού βήματος, ενώ έκυπτε διά να σκουπίση, ηκούετο από καιρού εις +καιρόν ψιθυρίζων μετά στεναγμού: </p> + +<p> — Αχ! αλλοίμονο... «Ανθρώπους και κτήνη σώσεις, Κύριε!» </p> + +<p> — Δεν τσάκισε κανείς το ποδαράκι του! έκραξεν απαντώσα έξωθεν εις τον +στεναγμόν του ιερέως η θειά Σειραϊνώ, η αληθής σημαιοφόρος των εξοχικών +λειτουργιών και των πανηγυριών. </p> + +<p> — «Ανθρώπους και κτήνη!» εψιθύρισε πάλιν ο ιερεύς. </p> + +<p>Είχε παρέλθει ήδη η μεσημβρία, και ο ιερεύς μετά του μικρού ποιμνίου εκάθησαν +να γευματίσωσιν υπό την ιεράν ελαίαν, εν τω περιβόλω του ναΐσκου, εγγύς του +παμπαλαίου εκείνου λιθοκτίστου κιβουρίου, το οποίον κατ' άλλους ήτο στέρνα ύδατος +και κατ' άλλους κοιμητήριον ή οστεοθήκη. Η θειά το Μαθηνώ, γηραιά ευλαβής κατά +τους μεν, ψευτομετάνισσα κατά τους δε, ενάρετος γυνή, αποβλέπουσα προς το +κτίριον τούτο μετά στεναγμού είπεν: </p> + +<p> — Ημείς τρώμε, κορίτσια· να έχουν τάχα κ' οι φτωχοί, να φάνε! </p> + +<p> — Τρών' οι πεθαμένοι, θειά Μαθηνώ, είπε το Αγλαώ, η δωδεκαέτις +παιδίσκη του ιερέως. </p> + +<p> — Οι πεθαμμένοι τρώνε κόλλυβα, εγώ το ξέρω, προσέθηκε το Καλλιοπώ, η +δωδεκαέτις μικρά αδελφή της· και γι' αυτό, ημείς στο σπίτι όσα κόλλυβα μας +φέρουνε, όλα τα μοιράζουμε ςτους φτωχούς και στα παιδιά τα γειτονόπουλα, για να +έχη η μάννα μας, η φτωχή, να φάη ςτον άλλον κόσμο... </p> + +<p> — Σιωπή, Καλλιοπώ! είπεν ο ιερεύς, θέλων να κρύψη την συγκίνησίν του. +</p> + +<p>Προ δώδεκα και πλέον ετών ο παπά Διανέλος είχε φίλον τινά ελληνοδιδάσκαλον, +χρηστόν άνδρα, αλλ' όστις είχεν αδυναμίαν εις τα ελληνικά ονόματα. Είχε γείνη +σύντεκνος του ιερέως, και βαπτίσας τας δύο τελευταίας κόρας του είχε δώσει αυταίς +αρχαιοπρεπή ονόματα, τα οποία όμως, επειδή ευρέθησαν επί ουδετέρου εδάφους, +εξουδετερώθησαν, ως εικός, και αυτά. </p> + +<p> — Τι! έχει δίκηο το κορίτσι, παπά· ανέκραξεν η θειά το Μαθηνώ, ήτις +ενθυμήθη τότε τα «πεθαμμένα της», τέσσαρα παιδιά και τον άνδρα της, οπού είχε +θάψει, μείνασα με δύο θυγατέρας υπάνδρους, τας οποίας είχε στήριγμα ακόμη εις τον +κόσμο· έχει δίκηο το κορίτσι. Ο παπά Θεόφιλος, ο μακαρίτης ηγούμενος της +Μεγαλόχαρης της Ευαγγελίστρας, το ίδιο μας έλεγε, για έναν που τον είχαν όλοι για +πεθαμμένον, που η γυναίκα του τού έκαμε τα τρίμερα και τα νιάμερα, και ο Άγγελος +Κυρίου έπαιρνε το πιάτο με τα κόλλυβα, καθώς ήταν σταυρωμένο με της σταφίδες και +με τα ρόιδα και το επήγαινε εις τον πλακωμένον κ' έτρωγε, δεν ξέρω πόσαις μέραις, κι' +ανάσαινε από μια τρύπα της γης, θαρρώ, ως που ο άνθρωπος δεν απέθανε, κ' +εσήκωσε το μάγγανο, και τον ξελευθέρωσεν, δεν είνε αλήθεια αυτό παπά; </p> + +<p> — Αλήθεια είνε, βλοημένη, απήντησεν ο παπάς· αλλά τώρα είνε... για +όσους θέλουν να τα πιστεύσουν. </p> + +<p> — Κι' όσοι δεν τα πιστεύουν; </p> + +<p> — Θα πάνε στην Κόλασι, το ξέρω εγώ, είπε το Καλλιοπώ </p> + +<p> — Μα σαν είν' αλήθεια, παπά, γιατί ο Άγγελος Κυρίου δεν σήκωνε μια και +καλή το μάγγανο να ξελευθερώση τον άνθρωπο; είπεν η Αννούδα, μία των γυναικών. +</p> + +<p> — Γιατί ο σκοπός δεν ήτον να δειχθή η παντοδυναμία του θεού, οπού είνε +αποδειγμένη δι' απείρων θαυμάτων, απήντησεν ο ιερεύς· αλλά να φανερωθή μόνον η +δύναμις των μνημοσύνων και των διά τους νεκρούς προσφορών, και ότι τίποτε το +οποίον (προσφέρει) θυσιάζει ο άνθρωπος εις τον Θεόν, τίποτε το οποίον δίδει εις τους +πτωχούς, καμμία καλή πράξις, καμμία αρετή, καμμία υπομονή, κανέν μαρτύριον, +κανέν δάκρυ, τίποτε δεν χάνεται. Όλα σπείρονται εις γην αγαθήν, ως ο κόκκος του +σίτου, είπεν ο Κύριος, όπου αν πέση εις την γην και αποθάνη (και τοιαύτα είνε τα +κόλλυβα, τοιούτοι και οι νεκροί), πολύν καρπόν φέρει. «Οι σπείροντες εν δάκρυσιν εν +αγαλλιάσει θεριούσι». Κείνοι που σπείρουν με δάκρυα, με χαράν και αγαλλίασιν θα +θερίσουν. </p> + +<p> — Το λέγει αυτό το Εύαγγέλιον; </p> + +<p> — Το λέγει το Ψαλτήρι, αλλά το ίδιο είνε, γιατί και το Ψαλτήρι είνε λόγος +Θεού, και εμπνευσμένον από το Πνεύμα το Άγιον. Και όταν θάπτομεν νεκρόν εν +Χριστώ ευσεβώς δύσαντα, είνε ως να σπειρωμένα εις την γην κόκκων σίτου... και ο +Κύριος θα τον αναστήσει εν τη εσχάτη ημέρα, καθώς ο ίδιος ευδόκησε να μας το +υποσχεθή. </p> + +<p>«Ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη ζήσεται... καγώ αναστήσω αυτόν εν τη εσχάτη +ημέρα». </p> + +<p> — Αμήν! είπεν η θειά το Μαθηνώ, και τα δάκρυά της, επί τη μνήμη του +ανδρός και των τεσσάρων παιδιών, ταχέως εξητμίσθησαν ως σταγόνες όμβρου μετά +θερινόν υετόν, εντός της κοίτης πάλαι ξηρανθέντος χειμάρρου. </p> + +<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p> + +<p>Το δειλινόν εφάνησαν μακρόθεν να κατεβαίνωσι την ράχιν ερχόμεναι αι +καλυβιώτισσαι γυναίκες, αι ποιμενίδες και βοσκίδες των αγροτικών συνοικιών. Ήλθαν +φέρουσαι πελωρίους κοφίνους, γεμάτους άνθη, λαμπάδας, κηρία και αγγεία με +έλαιον, και πρόσφορα και μικράς φιαλίδας με <b>νάμα</b>, ή οδηγούσαι ονάρια με +τα σάγματα επεστρωμένα διά κιλιμιών και χραμίων, φορτωμένα τορβάδες και +δισσάκια με φλάσκας οίνου, με τυρία νωπά, ή ζεματισμένα και κόκκινα αυγά. Κατόπιν +εφάνησαν σφυρίζοντες αλλοκότως δύο ή τρεις βοσκοί με τας αγέλας των, τας οποίας +ωδήγησαν παρά τον απότομον κρημνόν προς την θάλασσαν. Οι τράγοι επήδων από +βράχου εις βράχον, από όχθον εις όχθον, από κοίλωμα εις κοίλωμα, ενώ τα ερίφια +χαριέντως σκιρτώντα έτρεχον κατόπιν των αιγών βελάζοντα, αγαλλόμενα προς την +νέαν δι' αυτά απόλαυσιν του αγνώστου τούτου πράγματος, της ζωής, εκθέτοντα εις +τον ήλιον τα στακτερά ή στικτά, και λευκά και μαύρα τριχώματά των, ενώ οι βοσκοί, +υψηλοί, ρωμαλέοι, τραχείς, φριξότριχες, ηλιοκαείς την όψιν, έτρεχον εμπρός και +οπίσω με τας μακράς, ίσας με το ανάστημά των, καμπύλας την λαβήν ράβδους των, +σοβούντες μετά πολυήχου συριγμού την δυσάγωγον και σκιρτικήν αγέλην. </p> + +<p>Τελευταίοι έφθασαν οι ποιμένες άνευ των αμνάδων των, τας οποίας είχον αφήσει +οπίσω εις τας μάνδρας, κομίσαντες μόνον δυο αρνία σφαγμένα. Έφθασαν +σιγυρισμένοι, αλλαγμένοι, στολισμένοι όλοι των, με καθαρούς χιτώνας, κοντά βρακία +και υψηλαίς βλαχόκαλτσαις, με πλατέα ζωνάρια κίτρινα, ξυραφισμένοι και με τους +λινόχρους ή καστανούς μύστακας αγκιστροειδείς. </p> + +<p>Ταχέως έκλινεν η ημέρα, και ο ήλιος έδυσεν εις μίαν ράχιν του Πηλίου, αντικρύ, +αφού επί πέντε λεπτά της ώρας είχε μείνει στεφανωμένος με κυάνεα και +περιπόρφυρα χρυσαυγή νέφη αντιλαμβάνων ο ίδιος όσην απέδιδε δόξαν και λάμψιν +και επί δέκα λεπτά ακόμη, αφού εβασίλευσεν, αι ακτίνες της στέψεώς του έμειναν +χρυσοφαείς, πορφυρίζουσαι, κυανίζουσαι βάπτουσαι το βουνόν με ιώδες χρώμα. Είτα +κατήλθεν η νυξ, ηρέμα επί των πλευρών του όρους, σπείρουσα παντού το βαθύ και +άρρητον μυστήριόν της, και οι έμψυχοι κρότοι και ψίθυροι της φύσεως, εξηγέρθησαν +εις τας ράχεις, εις τους λόγγους, εις τας φάραγγας, και η οφρύς του βουνού ητμίσθη +και συνεστάλη υγρά και το βλέφαρον του λόφου κατήλθε, και εκλείσθη εις έν βουνόν +ρεμματιά και κάμπος. Και ο μπάρμπα-Κωνσταντός ο Ζ'μαροχάφτης, τρίτος πάρεδρος +του χωρίου, του δήμου Λίτης, δεν εφάνη ουδαμόθεν να έρχεται. </p> + +<p>Ήτο δε ανήσυχος ο ιερεύς, και φόβος ήτο να μείνωσι χωρίς Ανάστασιν και +λειτουργίαν. Διότι ευλόγως δεν ηδύνατο άνευ βοηθού να ιεροπρακτήση. Λειτουργία +χωρίς ένα τουλάχιστον ψάλτην ή αναγνώστην δεν γίνεται, οι ποιμένες και οι βοσκοί +ήσαν όλοι, ως εικός, ου μόνον αγράμματοι, αλλά και αλιβάνιστοι οι κακόμοιροι πολλοί +τούτων. </p> + +<p> — Τώρα, τι να κάμουμε; — Ορίστε σου υπόσχονται σίγουρα μία δουλειά, κ' +ύστερα σ' αφήνουν μέσ τη μέση! <b>Ανθρώπους και κτήνη σώσεις Κύριε!</b> </p> + +<p>Ήλπιζεν εν τούτοις ακόμη ότι ο μπάρμπα-Κωνσταντός θα ήρχετο. Αργοστόλιστος +ήτο πάντοτε, τον ήξευρεν. Αλλά τώρα ήτο σκοτεινή ακόμη νυξ και μόνον τα άστρα +έλαμπαν άνω, ολίγω ύστερον ανέτελλεν η σελήνη, και τότε ελπίς ήτο να έλθη. </p> + +<p>Παρήλθον δύο ώραι και η σελήνη ανέτειλε κολωβή από το σκοτεινόν βουνόν άνω, +ανερχομένη βραδέως εις το στερέωμα, και αι τάξεις των άστρων ηραιώθησαν επ' +άπειρον και όλα σχεδόν ημαυρώθησαν εις την διάβασίν της. Παρήλθεν ακόμη μία +ώρα. Ο μπάρμπα-Κωνσταντός δεν εφάνη. </p> + +<p>Ο ιερεύς ήρχισε ν' αγανακτή. </p> + +<p> — Ο ασυνείδητος! ο μωρός!.... Ήμαρτον κύριε! «Ανθρώπους και κτήνη». +</p> + +<p>Ήθελε να στείλη ένα των ποιμένων εις την πολίχνην, όπως ζητήση και εύρη ένα +συλλειτουργόν να του φέρη. Αλλ' οι ποιμένες και οι βοσκοί όλοι έρεγχον εξηπλωμένοι +μεταξύ των σχοίνων και των κομαρεών, τυλιγμένοι εις τας κάπας των, ευχαριστημένοι +ότι επανήλθεν η άνοιξις και εύρισκαν ολιγώτερον παγεράν της γης την υγρασίαν. Και +αι γυναίκες των πλαγιασμένοι και αυταί, ύπνωττον ολιγώτερον ακουστώς όπισθεν του +ιερού βήματος, τυλιγμέναι με τα χιράμια και τα κιλίμια, τα οποία είχον φέρει +επεστρωμένα επί των σαγμάτων των όνων. Και αι εκ της πολίχνης ελθούσαι γυναίκες, +κύπτουσαι επί των καλαθίων των, έξω της θύρας του ναού, υπό τον εστεγασμένον +πρόναον και εντός της ξύλινης κιγκλίδος, ελαγοκοιμώντο και αυταί. Μόνον ο ιερεύς +ανησύχει και ήτο άγρυπνος. </p> + +<p> — Τα ξέρω εγώ απ' όξου τα πλειότερα τα γράμματα, παπά, του έλεγεν η +θειά το Μαθηνώ, διά να του δώση θάρρος· τα κανοναρχώ κειδά στ' αυτί του γέρο- +Φιλιππή, κι' ο γέρο-Φιλιππής, οπούν θεοφοβούμενος άνθρωπος, θα τα λέη κειδά +όπως-όπως... </p> + +<p> — Να δα η ώρα να σε κάμουμε και ψάλτη, Μαθηνώ! απήντησε γελάσας ο +ιερεύς. </p> + +<p> — Ψάλτης δε θα γίνω, μόνε κανονάρχος. Μοναχοί μας θάμαστε... Κανένας +γραμματισμένος δεν είνε για να μας γελάση.... Η αγιωσύνη σ' βρίσκεις τον ήχο του +μπάρμπα Φιλιππή, κ' εγώ του λέω τα λόγια όσα θυμούμαι. Νάξερα από μέσα απ' το +χαρτί να διαβάσω, θαρρώ πώς δε θα ήτον αμαρτία να ψάλω και μοναχή μου. </p> + +<p>Ως τόσον επλησίαζε μεσονύκτιον, και δεν ήτον ελπίς να έλθη πλέον ο μπάρμπα- +Κωνσταντός, ο τρίτος πάρεδρος. Ο ιερεύς δεν απεφάσισε να εξυπνήση κανένα εκ των +βοσκών και τον στείλη εις την πόλιν, ως εσκέφθη κατ' αρχάς, διότι ελογάριαζεν ότι +τόσαι ολίγαι ώραι έμενον έως να ξημερώση, ώστε μέχρι ου υπάγη ο αποσταλησόμενος +εις την πόλιν, ζητήση και κατορθώση να εύρη ψάλτην, εωσότου πείση και φέρη αυτόν +και φθάσωσιν ομού εις τον Άγιον Ιωάννην θα ήτο ακριβώς δύο ώραις ημέρα.... και η +Ανάστασις επρόκειτο να γίνη τα μεσάνυκτα ή και βραδύτερον τι. </p> + +<p>Ο παπά Διανέλος εσηκώθη στενάζων, εισήλθεν εις τον ναόν, και προσεκύνησεν εις +τας βαθμίδας του ιερού βήματος. Ευθύς κατόπιν έτρεξεν η γρηά Μαθηνώ και η θειά το +Σειραϊνώ, η σημαιοφόρος των πανηγύρεων. Αι δύο γυναίκες ήρχισαν να αναζωπυρώσι +τα φυτύλια, να ρίπτωσιν έλαιον εις τας κανδήλας και να κάμνουσιν εγκαρδίους +σταυρούς. Ησθάνοντο ανέκφραστον χαράν και γλύκαν εις τα σωθικά των. Ήτο +ανάστασις, Ανάστασις! Το πρόσωπον του Δεσπότου Χριστού έλαμπε με άγιον φως, +δεξιά της ιεράς πύλης. Η μορφή της Δεσποίνης Θεοτόκου ήστραπτεν εξ αφάτου χαράς +αριστερόθεν, κρατούσης το θείον βρέφος της. Η όψις του τιμίου Προδρόμου, με ένα +βόστρυχον της κόμης φρίττοντα προς τα άνω, ως να έμεινεν ανωρθωμένος από την +πρόσψαυσιν του θηριώδους δημίου του αποκόψαντος την σεβάσμιον κάραν του +μείζονος εξ όσων εγέννησαν κατά φύσιν αι γυναίκες ανδρών, εσελαγίζετο εκ μυστικής +ευφροσύνης παραπλεύρως εκείνου ου την φρικτήν κορυφήν ηξιώθη να χειροθετήση. +Και ο αγαπημένος μαθητής ήτο ακόμη εκεί, και συνέχαιρεν επί τη Αναστάσει, αν και +πτυχή τις μερίμνης συνέστελλε το υψηλόν μέτωπόν του, προβλέποντος ότι θρασύς +ιερόσυλος έμελλε μετ' ου πολύ να τον αρπάση εκ της κόγχης του διά να τον μεταφέρη +εις Αθήνας και τον καθιδρύση όχι εις ναόν και ολοκαύτωμα και θυσιαστήριον, όχι εις +τόπον του καρπώσαι, αλλ' εις Μουσείον, Ύψιστε Θεέ! εις Μουσείον, ως να είχε παύση +ν' ασκήται εις τον τόπον αυτόν η χριστιανική λατρεία, και τα σκεύη αυτής ν' ανήκον εις +θαμμένον παρελθόν, και να ήσαν αντικείμενον περιεργείας!.... Ίλεως γενού αυτοίς, +Κύριε! </p> + +<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p> + +<p>Τέλος δεν ήτο ελπίς να έλθη ο κυρ Κωνσταντός και ώφειλον εκ των ενόντων να +ψάλωσι την ακολουθίαν. Αι εκ της πόλεως γυναίκες, η μία μετά την άλλην, +αποτινάξασαι την υπνώδη νάρκην, εισήλθον εις τον ναΐσκον. Αι εκ των αγρών +ποιμενίδες δεν ήργησαν να εξυπνήσωσιν, ο δε παπά Διανέλος εξήλθε προς στιγμήν, +και λαβών τεμάχιον παλαιάς σανίδος και σφυροειδές ξύλον, κατεσκεύασεν +αυτοσχέδιον σήμαντρον, διότι φευ! δεν υπήρχε προ πολλού κώδων όστις να εξυμνή +τους προ αιώνων κοιμηθέντας και να συγκινή την κόνιν των από γενεών κοιμηθέντων +κατοίκων της πάλαι ποτέ υπαρξάσης πόλεως. Διά του σημάντρου τούτου ήρχισε να +κρούη ο ιερεύς εις τροχαίους πρώτον (τον Αδάμ, Αδάμ, Αδάμ,) είτα εις ιάμβους (το +τάλαντον, το τάλαντον), και να εξυπνή τας μεσονυκτίους ηχούς. </p> + +<p>Οι βοσκοί ενωτισθέντες τον μονότονον ήχον ετινάχθησαν διά μιας επάνω, +επέταξαν τας κάπας των, ενίφθησαν και έτρεξαν εις την Εκκλησίαν, κρατούντες τας +λαμπάδας των. Ο ιερεύς εβαλεν ευλογητόν, έψαλε μόνος του την παννυχίδα, όλον το +<b>Κύματι θαλάσσης</b>, εθυμίασεν, έκαμεν απόλυσιν, είτα φορέσας επιτραχήλιον +και φελόνιον, ήναψε μεγάλην λαμπάδα, και βαστάζων αυτήν εξήλθεν εις τα βημόθυρα +και ήρχισε να ψάλλη μεγαλοφώνως το <b>Δεύτε λάβετε φως</b>. Οι βοσκοί ήναψαν +τας λαμπάδας των, ομοίως και αι γυναίκες, κ' εξήλθον όλοι εις το προαύλιον, του +ιερέως κρατούντος την τε Ανάστασιν και το Ευαγγέλιον μετά του θυμιατού, και +ψάλλοντος, <b>Την Ανάστασίν σου Σωτήρ</b>. </p> + +<p>Είτα η ιερά εικών και το Ευαγγέλιον, απετέθησαν επί πεζούλας, εκπληρούσης χρέη +τρισκελίου, εφ' ης αι γυναίκες είχον στρώσει μεταξοϋφές μακρόν προσόψιον. Ο ιερεύς +ανέγνω αργά το κατά Μάρκον <b>Διαγενομένου του Σαββάτου</b>, είτα θυμιάσας +και εκφωνήσας το <b>Δόξα τη ομοουσίω</b>, ήρχισε να ψάλλη λαμπρά τη φωνή το +<b>Χριστός Ανέστη</b>. Αφού το έψαλε τρις ο ίδιος, και ανά άπαξ ή δις δύο των +βοσκών, οίτινες δεν ήσαν μεν πλέον γραμματισμένοι από τους λοιπούς, αλλ' είχον +ολιγώτερον τραχείαν την προφοράν κ' «εγύριζε κάπως η γλώσσα των», έλαβε θάρρος +και η θειά Μαθηνώ και το έψαλεν άπαξ, ομοίως και η θειά το Σειραϊνώ, ενώ το +Καλλιοπώ και το Αγλαώ και η Αννούδα και άλλαι γυναίκες έπνιγον τους καγχασμούς +των εις τας παλάμας, με τας οποίας ως δι' εκουσίου φιμώτρου είχον περιλάβη τα +στόματά των. </p> + +<p>Τελευταίον εις επισφράγισιν το έψαλε πάλιν ο ιερεύς, και είτα είπε τα +<b>Ειρηνικά</b>. Μεθ' ο, αναλαβών την Ανάστασιν και το Ευαγγέλιον, εισήλθεν εις +τον ναόν, ακολουθούμενος υπό του λαού. Έψαλε το <b>Αναστάσεως ημέρα</b> και +τα δύο τροπάρια της πρώτης ωδής, ακολούθως εισήλθεν εις το ιερόν, και εξελθών +πάλιν, έλαβε καιρόν, και πάλιν εισήλθε, και ήρχισε να φορή όλην την ιεράν στολήν +του. Η ψαλμωδία είχε διακοπή εξ ανάγκης. Η θειά Μαθηνώ επλησίασεν εις τον γέρο- +Φιλιππή πρωτοκάθεδρον της τάξεως των ποιμένων, κ' εδοκίμασε να κανοναρχίση +προς αυτόν. </p> + +<p> — Ψάλε, γέρο-Φιλιππή, «<b>Καθαρθώμεν τας αισθήσεις</b>». Αλλά του +γέρο-Φιλιππή δεν εγύριζεν η γλώσσα του να είπη «Καθαρθώμεν τας αισθήσεις». </p> + +<p>Τότε η θειά το Μαθηνώ ήρχισε σιγά-σιγά να ψάλη: «<b>Καθαρθώμεν τας +αισθήσεις και οψόμεθα τω απροσίτω φωτί της Αναστάσεως</b>, κτλ. </p> + +<p>Είνε αληθές ότι η ακριβής προφορά εις το στόμα της ήτο Καθαρθώμεν τας +ησθήσεις κη ουψόμεθα... </p> + +<p> — Αυτό το είπαμε, βλοημένη, έκραξεν ο ιερεύς από του ιερού βήματος. +<b>Δεύτε πόμα πίωμεν καινόν</b>, είνε τώρα. </p> + +<p> — Α! Ναι, έκαμεν η θειά το Μαθηνώ και ήρχισε. </p> + +<p>Δεύτε πόμα πίουμειν κηνόν....... </p> + +<p>Αλλ' ο ιερεύς όστις εξηκολούθει να ενδύηται, ενόησεν ότι ή την προσκομιδήν +έπρεπε ν' αναβάλη, ή την ακολουθίαν να διακόψη. Και ταύτα μεν επεδέχοντο +οικονομίαν, αλλά δεν έβλεπε πώς θα τα εκατάφερνον εις την λειτουργίαν. </p> + +<p>Εφόρει έν έκαστον των αμφίων κ' εψιθύριζε τα διατεταγμένα λόγια: </p> + +<p>«Αγαλλιάσεται η ψυχή μου επί τω Κυρίω, ενέδυσε γαρ με ιμάτιον σωτηρίου και +χιτώνα ευφροσύνης περιέβαλέ με. Ως νυμφίον περιέβαλε με μίτραν και ως νύμφην +κατεκόσμησέ με κόσμω.» </p> + +<p>Είτα ήρχιζε να ψάλλη τα τροπάρια του Κανόνος: </p> + +<p><b>Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια......</b> +</p> + +<p>Είτα πάλιν, φορών το επιτραχήλιον υπεψιθύριζεν: «Ευλογητός ο Θεός ο εκχέων την +χάριν αυτού επί τους ιερείς αυτού, ως μύρον επί κεφαλής το καταβαίνον επί +πώγωνα...» </p> + +<p>Και πάλιν έψαλε: </p> + +<p><b>Χθες συνεθαπτόμην σοι Χριστέ, συνεγείρομαι σήμερον αναστάντι σοι......</b> +</p> + +<p>Είτα φορών το περιζώννυον, έλεγεν: </p> + +<p>»Ευλογητός ο Θεός ο περιζωννύων με δύναμιν, και έθετο άμωμον την οδόν μου.» +Ή περνών το έν επιμάνικον, απήγγελεν: Η δεξιά σου χειρ Κύριε, δεδόξασται εν ισχύι... +» </p> + +<p>Και διακόπτων τούτο, έψαλλε την καταβασίαν: <b>Δεύτε πόμα πίωμεν καινόν, ουκ +εκ πέτρας αγόνου......</b> </p> + +<p>Αφού όμως ενεδύθη την ιερατικήν στολήν όλην, εξήλθεν έξω και εχοροστάτησε, κ' +έψαλλεν ο ίδιος όλον τον κανόνα, έμελλε δε να μεταβή εις τους <b>Αίνους</b> και ν' +αρχίση τον ασπασμόν, όταν είς των βοσκών, όστις είχεν εξέλθη διά να ιδή πώς είχον αι +αίγες του, επανήλθεν εις τον ναΐσκον και ανήγγειλεν ότι κάποιος φωνάζει βοήθειαν +μέσα απ' του Χαιρημονά το ρέμμα, και ότι είνε βαθειά κάτω και δεν τον είδε, μόνον +την φωνήν του ήκουσεν. </p> + +<p>Ο ιερεύς εστράφη. </p> + +<p> — Τι τρέχει; </p> + +<p> — Δε ξέρου τι να είνε, είπεν ο βοσκός... βαθειά κάτ' χουιάζει... «πού +είσαστε, πού είσαστε;» Να πάρου μια λαμπάδα να πάου να ιδώ; </p> + +<p> — Να πας. </p> + +<p>Δύο ή τρεις άλλοι νεαροί βοσκοί και ποιμένες έλαβον αμέσως τας λαμπάδας των +κι' έτρεξαν έξω. </p> +<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/0041.jpg" width="339" +height="516" +alt="έλαβον τας λαμπάδας των κι' έτρεξαν έξω" border="2" /><br /></p> +<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p> + +<p>Αφού έφερε γύρω όλην την ημέραν του Μεγάλου Σαββάτου, ο κυρ Κωνσταντός ο +Σμαροχάφτης, τρίτος πάρεδρος, κτλ., επί τέλους, ως δύο ώρας προ της δύσεως του +ηλίου, απεφάσισε να εξέλθη εις τα Λιβάδια έξω της πόλεως, όπου είχε δεμένον το +ονάριον του, διά να το λύση, όπως φορτώση επ' αυτού την μικράν αποσκευήν του, και +εκκινήση διά τον Αγ. Ιωάννην τον Πρόδρομον, καθ' ην είχε δώσει υπόσχεσιν εις τον +παπά Διανέλον. Αλλά τότε μόνον ενόησεν ότι είχε λησμονήσει από το πρωί να το +<b>αλλάξη</b> ήτοι να το μετατοπίση εις άλλην βοσκήν, και το πτωχόν το ονάριον δεν +εφαίνετο πολύ χορτάτον, όταν ο κύριός του το έλυσεν. Εκ του τρόπου μεθ' ου +ανώρθωσεν ελαφρώς τα χαμηλωμένα αυτιά του, το ζώον εφαίνετο να ελπίζη ότι ο +αφέντης του θα το μετέθετε τέλος εις άλλην βοσκήν, αλλ' ο μπάρμπα- Κωνσταντός το +ωδήγησεν εις την οικίαν του, όπου εφόρτωσεν επάνω του ένα πενιχρόν τορβάν, +περικλείοντα τρόφιμα, επέστρωσεν επί του σάγματος παλαιόν ξεθωριασμένον +κιλίμιον, και αναβάς ο ίδιος εκάθησε μονόπλευρα επ' αυτού. </p> + +<p>Έκαμε τον σταυρόν του κ' εξεκίνησεν. Αλλά δεν ήργησε να καταλάβη ότι το +ζωντόβολον, ένεκα του γήρατος και της μετρίας τροφής την οποίαν είχε λάβει, δεν θ' +αντείχε καλώς εις την μακράν οδοιπορίαν, και ότι θα ήτο ικανόν να <b>μαραζώση</b> +τον αναβάτην. Άμα έφθασεν εις τον επάνω Άι-Γιαννάκην, ου μακράν της πόλεως, +κατέβη και απεφάσισε να οδηγή το ονάριον πεζός βαίνων. Αλλά και πάλιν το ζώον δεν +εβάδιζε καλώς, με όλους τους κτύπους όσους του κατέφερε με μίαν λεπτήν βέργαν εις +τα οπίσω του. Απεφάσισε λοιπόν ν' απαλλαγή της συντροφίας, ήτις θα ήτο μάλλον +βάρος ή βοήθεια δι' αυτόν, και να δέση κάπου το ζώον διά να το αφήση να βοσκήση. +Εζήτησε μέρος κατάλληλον διά να το δέση, αλλά δεν εύρεν εις τον επάνω Άι- +Γιαννάκην πλουσίαν βοσκήν. Κατέβη οπίσω εις τον Κάτω Άι-Γιαννάκην, αλλ' αφού κ' +εκεί δεν εύρεν ικανόν χόρτον διηυθύνθη απώτερον κάπου εις την θέσιν Έρμο Χωριό, κ' +εκεί έδεσε τέλος το ζώον εις την ρίζαν αγρίου δένδρου, εντός ασπάρτου αγρού και +πλησίον εις ένα φράκτην. Αυτός δε εφορτώθη εις τον ώμον τον τορβάν και το κιλίμιον, +έβαλεν όπισθέν του εις την μέσην μικρόν κλαδευτήρι, και κρατών την λεπτήν ράβδον +του, εξεκίνησε πεζός. Είχε χασομερήσει σωστήν μίαν ώραν εις όλας αυτάς τας +φροντίδας. </p> + +<p>«Τώρα, είπε μέσα του, είνε καιρός να το βάλω στα πόδια, διά να μη νυχτώσω (και +πάλιν θα νυχτώσω), εκτός εάν απομείνω· αλλά ν' απομείνω δεν πρέπει, γιατί έδωκα +υπόσχεσιν του παπά.» Ούτως είπε και ούτως έκαμε. Και ήρχισε να κόφτη δρόμον με +όλα τα εξήκοντα έτη του, με όλον το δημογεροντικόν και προεστάδικον της διαίτης και +του ήθους του, το βραχύ ανάστημα, το ωχρόν λεπτόδερμον και καταπονημένον +πρόσωπον, και μεθ' όλον το κανονικόν, καίτοι παλαιόν και εφθαρμένον της βράκας +και του φεσίου. Ήτο παλαιός γεωργοκτηματίας από οικογένειαν, με όλα τα κτήματά +του ενυπόθηκα, εκ των απλοϊκών εκείνων τους οποίους εύρε λείαν εύκολον και καλόν +έρμαιον η άπληστος και ιδιοτελής πανουργία των παντοπωλών, μικρεμπόρων και +τοκιστών της χθες, των νεοπλούτων της σήμερον, κατά πόλεις και κώμας. </p> + +<p>Ο μπάρμπα-Κωνσταντός ανέβη ταις Βίγλαις και έφθασεν εις του Κ'φαντώνη το +Καλύβι, είτα κατέβη εις το ρέμμα, το συνορεύον προς το Λεχούνι, όπου ευρίσκεται ο +νερόμυλος του Δήμου του Βλάχου κ' εκείθεν ήρχισε ν' αναβαίνη τον μικρόν ανήφορον +του Αγίου Χαραλάμπους. </p> + +<p>Ο ήλιος είχε δύσει, όταν έφθασεν εις την κορυφήν του βουνού, και αντικρύ του +βραχώδους και αποτόμου όρους, όπου κείται το μικρόν διαλυμένον μονύδριον. Ο +παπά-Αζαρίας Σύγκελλος, ηγούμενος του ερήμου αδελφότητος μοναστηρίου, ουδέν +άλλο έχων πνευματικόν ποίμνιον ειμή μίαν υπέργηρων καλογραίαν ενενηκοντούτιν +και ένα άχρηστον υποτακτικόν ηλικιωμένον, ναυαγόν του κόσμου και απόχηρον, είχεν +εξέλθη εις τα πρόθυρα της μονής, και έβλεπε τας τελευταίας ακτίνας του ηλίου +επιχρυσούσας διά τινας στιγμάς ακόμη τας κορυφάς των ανατολικών απέναντι ορέων, +όταν είδε τον μπάρμπα-Κωνσταντόν να προκύψη όπισθέν της τελευταίας αιμασιάς, +της χαραττούσης εκατέρωθεν του δρόμου. </p> + +<p> — Πού 'ς αυτό τον κόσμο, κυρ-Κωνσταντέ;... Σαν τα χιόνια!... </p> + +<p> — Ευλογείτε, πάτερ!... Και ο μπάρμπα-Κωνσταντός, αφού έκαμε τον +σταυρόν του τρις, αποβλέπων προς το ιερόν του αγ. Χαραλάμπους, ήρχισεν +ασθμαίνων να διηγήται πώς ο παπά-Διανέλος ο Πρωτέκδικος εκλήθη από τους +βοσκούς και ποιμένας να κάμη ανάστασιν και να λειτουργήση επάνω εις τον Άγ. +Ιωάννην τον Πρόδρομον, πώς εκάλεσε και αυτόν, τον κυρ-Κωνσταντόν, να υπάγη να +τον βοηθήση, πώς ο παπάς ευρίσκεται από τη πρωίας, οπίσω, εις τον Άγ. Ιωάννην, +χωρίς να έχη άλλον βοηθόν ή συλλειτουργόν, πώς αυτός, ο κυρ-Κωνσταντός, +ηργοπόρησε να εκκινήση, ένεκα του οναρίου του, το οποίον δεν αντείχεν εις την +οδοιπορίαν, και ήθελε κάθε τόσον άλλαγμα βοσκής (και ο Θεός δεν είχε ρίξει το έτος +εκείνο άφθονους βροχάς, ώστε να υπάρχη δαψίλεια βοσκής εις τα λιβάδια), και τέλος, +πώς ο κυρ- Κωνσταντός ευρέθη εις την ανάγκην ν' αποφασίση να υπάγη πεζός επάνω +εις τον Αγ. Ιωάννην διά να μη γελάση τον παπάν, επειδή είχε δοσμένον τον λόγον του, +να υπάγη να τον βοηθήση. </p> + +<p> — Μα τώρα νύχτωσες... θα νυχτώσης... είπεν ο Άι-Χαραλαμπίτης ο ιερεύς· +πώς θα πας ως εκεί;.. είνε μιάμιση ώρα δρόμος ακόμα... και το φεγγάρι θ' αργήση +τρεις ώραις να βγη.... άσ 'βος. </p> + +<p> — Πώς να κάμω; είπεν ο μπάρμπα-Κωνσταντός, όστις ήρχισεν ευθύς να +οκνή και να διστάζη. </p> + +<p> — Σκοτίδ' άσ'βος +(<span style='font-size: small;'><a href='#fn2' id='ref2'>2</a></span>) +, επανέλαβεν ο παπά-Αζαρίας, το φεγγάρι θ' αργήση τρεις ώραις... πώς θα πας ως εκεί, +μοναχός σου;... Κακοστρατιά, κλεφτότοπος... θα πέσης 'σε κανένα γκρεμνό να +κατασκοτωθής. </p> + +<p> — Τι με συμβουλεύεις, γέροντα, να κάμω;... είπε ψοφοδεής ο μπάρμπα- +Κωνσταντός ο πάρεδρος. </p> + +<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p> + +<p>Ο παπά-Αζαρίας εσκέφθη προς στιγμήν, αλλ' η όψις του δεν εξέφραζε πνευματικόν +τι. Ίσως έλεγε μέσα του: «Τι ήθελα, τι γύρευα εγώ να του πω τέτοια πράμματα να τον +δειλιάσω;... Αυτός είνε έτοιμος... αφορμή εγύρευε να μείνη μες τη μέση... και να κάμη +Ανάστασι στον άγιο Χαράλαμπο». </p> + +<p>Είτα είπε μεγαλοφώνως: </p> + +<p> — Τι να σου πω κ' εγώ; Εσείς πάτε και δίνετε υπόσχεσι, κ' ύστερα δεν +ξέρετε να σηκωθήτε με την ώρα σας τουλάχιστον, να πάτε κει που έχετε δώσει λόγο... +κι' άλλος ας καρτερή... ένα πράμμα που σου είνε κοπιαστικό και δύσκολο, απ' αρχής +πρέπει να το συλλογίζεσαι, να το μετράς καλά, να μη δίνης το λόγο σου... Τι δουλειά +είχες, εσύ, νοικοκύρης άνθρωπος, να τρέχης στα κατσάβραχα, απάνω στον Άι- Γιάννη, +για να κάμης Πάσχα;... Δεν ήξερες ναρθής στον Άι- Χαράλαμπο;... Τι σε κάμω εγώ;... +Εδώ θελά χρησιμέψης... θελά ψάλουμε μαζύ την Ανάστασι, θελά λειτουργηθής μια +χαρά, και η μυζήθρα και το χλωρό τυρί δεν ήθελε μας λείψη... Έχω κ' εκείνο τον +αχαΐρευτο τον υποτακτικό μου το Γαβριήλ, όπου δε φελά τίποτε... έχω και τη γρηά την +Ευπραξία, ένα σωρό κόκκαλα, νάχουμε την ευκή της... τρεις κούκκοι! Μα οι βοσκοί, ας +είνε καλά, ταις καλαίς μέραις έρχονται, μας κάνουν γενιά... μόνον εφέτος που μας +πήρε τους πλειότερους ο παπά-Διανέλος, πίσω στον Άι-Γιάννη, αλλά μένουν κάτι +λιγοστοί...» </p> + +<p>Ενταύθα ήλθεν εις τον παπά-Αζαρίαν ο πειρασμός να κρατήση τον κυρ- +Κωνσταντόν εις τον Άγιον Χαράλαμπον, αφίνων τον παπά-Διανέλον άνευ βοηθού, διά +να τον εκδικηθή διότι του αφήρεσε τους πλείονας των βοσκών του. Αλλά δεν το +εχώρησεν η συνείδησίς του, και εντονώτερον εξηκολούθησε: </p> + +<p> — Τώρα, όπως και να το κάμης, άσχημα είνε... μα το καλλίτερο είνε να +τραβήξης το δρόμο σου να πας... Έδωκες το λόγο σου... είνε μεγάλη αμαρτία ν' +αφήσης τον παπά χωρίς βοηθό, τέτοια μεγάλη μέρα. </p> + +<p>Ο μπάρμπα Κωνσταντός δεν απέσπα το βλέμμα από τας κυανάς και κοκκίνας +υάλους της θυρίδος του ιερού βήματος, ήτις εφαίνετο προσελκύουσα αυτόν ως +μαγνήτης, και νοερώς συνέκρινε την σχετικήν ανάπαυσιν ην θα είχεν εις τον Άγιον +Χαράλαμπον, όπου θα εύρισκε ζεστόν κελλίον με άφθονον πυρ και καφέν προ της +Αναστάσεως, με γάλα και αυγά μετά την λειτουργίαν, και διπλούν θαλπερόν και +αναπαυτικόν ύπνον προ και μετά την ακολουθίαν, με την ερημίαν, με τους βράχους, +τους σχοίνους και τας κομαριάς του Αγ. Ιωάννου του Προδρόμου, όπου θα υπήρχε +μόνον ύπαιθρον ή ανεπαρκές υπόστεγον και παραπολλή δρόσος πρωιμωτέρα ή ώστε +να είνε επιθυμητή. </p> + +<p> — Μη στέκεσαι καθόλου, επανέλαβεν ο Αϊχαραλαμπίτης· τράβα, γιατί θα +νυχτώσης, και θ' αργήση το φεγγάρι να βγη. </p> + +<p> — Τώρα νύχτωσε που νύχτωσε, είπεν αποφασιστικώς ο μπάρμπα- +Κωνσταντός· καλλίτερα είνε να καθίσω προς ώρα να ξεκουραστώ, ως που να βγη το +φεγγάρι... </p> + +<p> — Και ύστερα; </p> + +<p> — Ύστερα πηγαίνω με το φεγγάρι. </p> + +<p> — Μα θα πας; </p> + +<p> — Θα πάω. </p> + +<p> — Ξέρεις καλά το δρόμο; </p> + +<p> — Τι θα πη;... Μπορεί να έχω χρόνια να πάω, μα τον δρόμο τον θυμούμαι... +Κ' έπειτα, αν έρθη κανένας απ' τους ξωμερίταις φίλος μου... </p> + +<p> — Ε!... </p> + +<p> — Θα τον παρακαλέσω να με πάη ολίγο παραπάνω, είπεν ο μπάρμπα- +Κωνσταντός. </p> + +<p> — Ώστε δεν ξέρεις καλά το δρόμο; </p> + +<p> — Όχι αλλά... </p> + +<p> — Φοβάσαι τα στοιχιά; εκάγχασεν ο ιερεύς. </p> + +<p> — Θεός να φυλάη... δεν φοβούμαι τίποτε με την δύναμιν του Θεού... μα η +συντροφιά είνε πάντα καλλίτερη. </p> + +<p> — Ας είνε, δεν μπορώ να σε διώξω... έμβα μες το κελλί να ξεκουραστής, και +σα βγη το φεγγάρι, να πας.... </p> + +<p> — Ευλόγησον. </p> + +<p>Ο μπάρμπα-Κωνσταντός εισήλθεν εις το κελλίον, κ' εξηπλώθη επί του χαμηλού +επεστρωμένου σοφά, με τους πόδας προς την εστίαν, όπου έκαιεν ασθενές πυρ +ετοιμόσβεστον. Ο μπάρμπα-Κωνσταντός εσκεπάσθη με το κιλίμι το οποίον εκόμιζε, και +μετ' ολίγα λεπτά απεκοιμήθη. Ήτο δε ήδη νυξ. </p> + +<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p> + +<p>Το κελλίον όπου είχεν εισέλθη ο μπάρμπα-Κωνσταντός ήτο το έν εκ των δύο όσα +εκράτει ο ηγούμενος, το οποίον εχρησίμευεν άμα ως προθάλαμος, ως μαγειρείον και +ως πρόχειρον «αρχονταρίκι». Μόλις είχεν αποκοιμηθή ο γηραιός πάρεδρος, και +εισήλθεν ο υποτακτικός Γαβριήλ, με άσπρον κιουλάρι, με ζωστικόν πάνινον +ξεθωριασμένον και χωρίς ράσον, κρατών λυχνίαν με την αριστεράν, καυσόξυλα και +χαμόκλαδα με την δεξιάν. </p> + +<p> — Άλλος μουσαφίρης πάλε! εγόγγυσεν άμα είδε τον κυρ Κωνσταντόν +κοιμώμενον^ κουτσοί-στραβοί στον Άι-Παντελεήμονα! Ευλόγησον, πατέρες! </p> + +<p>Εκρέμασε το λυχνάριον επί του πτερυγίου της εστίας, εγονάτισε και ήρχισε να +ξανάπτη την φωτιάν, και εξηκολούθησεν: </p> + +<p> — Από πού με το καλό, αυτός πάλε! Ας είν' καλά οι χριστιανοί! Τα ποτήρια +ξεπλύνετε, και οι παίδες ας κερνούν. Ζήτω η κρασοκατάνυξις! ευλόγησον πατέρες! +</p> + +<p>Έκυψεν εις την εστίαν και ήρχισε να φυσά διά φυσητήρος καλάμου. Είτα +επανέλαβεν: </p> + +<p> — «Έδωκας ηγούμενε, των καλογήρων διακόνημα...» </p> + +<p>Έψαλε τούτο εις ήχον τέταρτον, μεθ' ο εις πεζόν λόγον προσέθηκε: </p> + +<p> — Πού τους βρίσκει, ο γέροντάς μου, και τους μαζώνει! </p> + +<p>Τρέχα, Γαβριήλ. Καφέδες, Γαβριήλ. Και να έφερναν τίποτε πρόσφορα, το ελάχιστο! +Μ' αυτοί έρχονται άδεια τα χέρια. «Του κελλάρη έδωκας κλειδιά εις τα χέρια του +(τούτο το είπε ψαλτά· είτα χύμα)». Βάστα, γέρο-Γαβριήλ. Σαν είσ' αββάς, βάστα! </p> + +<p>Την στιγμήν εκείνην, ο μπάρμπα-Κωνσταντός έκαμε κίνησίν τινα, εμισοξύπνησε, κ' +εγύρισεν από το άλλο πλευρόν. </p> + +<p> — Χαλάλι να του γείνη! εγόγγυσεν ο πάτερ-Γαβριήλ. Νυσταγμένος μας +ήλθε, ο άνθρωπος. Θέλω να ξέρω, αυτοί, κάτω στο χωριό, δεν κοιμούνται τάχα, δεν +έχουν σπίτια, δεν έχουν κάμαραις; Κινούν δύο ώραις δρόμο κ' έρχονται στον Άι- +Χαράλαμπο για να κοιμηθούν; Ταμάμ! Ευλόγησον, πατέρες.... </p> + +<p>Και είτα έψαλε: </p> + +<p> — «Δίδει τον οίνον λιγοστόν...» </p> + +<p>Αλλ' ο μπάρμπα-Κωνσταντός, καίτοι στραφείς επί του άλλου πλευρού, δεν +επανεύρε τον ύπνον, αλλ' ανασηκωθείς επί του αγκώνος, εγύρισε βλέμμα προς τον +μοναχόν και τον ηρώτησε: </p> + +<p> — Τι ώρα είνε, πάτερ; </p> + +<p> — Τι ώρα;... ώρα που νύχτωσε... ώρα που φέγγουν τ' αστέρια.... </p> + +<p> — Το φεγγάρι δε βγήκε ακόμα; </p> + +<p> — Τι να σε κάμη το φεγγάρι, χριστιανέ μου;... Το φεγγάρι δεν κόβει +μονέδα... </p> + +<p> — Περιμένω να βγη το φεγγάρι για να φύγω, και γι 'αυτό σ' ερωτώ, είπεν +ησύχως ο μπάρμπα-Κωνσταντός. </p> + +<p> — Να φύγης;... για πού, αν θέλη ο Θεός; </p> + +<p> — Δεν ήρθαν τίποτε ξωμερίταις απ' τα καλύβια; </p> + +<p> — Μου κάνουν τη χάρι να μη 'ρθούν, είπεν ο Γαβριήλ. Σου φέρνουν ένα +πρόσφορο και σου φαρμακώνουν μια κόττα ολάκερη· σου φέρνουν ολίγο νάμα, και +σου αδειάζουν μια δαμιτζάνα σωστή... </p> + +<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p> + +<p>Την στιγμήν εκείνην ηκούσθη η φωνή του ηγουμένου από της θύρας του κελλίου. +</p> + +<p> — Α! ξυπνητός είσαι, κύριε πάρεδρε, έλεγεν ο παπά-Αζαρίας· κ' εγώ +ενόμισα, ότι ο Γαβριήλ ωμιλούσε πάλι μοναχός του, καθώς το συνηθίζει. Καλά που +έπιασε κουβέντα με άνθρωπον. </p> + +<p> — Χμ... Γχ... έπνιξε τους γογγυσμούς του μέσα του ο Γαβριήλ. Είτα ψιθύρω +τη φωνή προσέθηκεν: Ευλόγησον, πατέρες! </p> + +<p> — Δεν εκοιμήθηκα καθόλου, γέροντα, απήντησεν ο μπάρμπα- Κωνσταντός, +όστις πράγματι δεν ενθυμείτο ποσώς αν είχε κοιμηθή ή όχι... </p> + +<p> — Και δεν άκουσες τον Γαβριήλ να μιλή μοναχός του; </p> + +<p> — Δεν τον άκουσα... Ίσως να έκλεψα έναν ύπνον ίσα με ένα +<b>Πιστεύω</b>. </p> + +<p> — Περιμένω τους βοσκούς, όπου είνε έφθασαν, είπεν ο Αϊχαραλαμπίτης +ιερεύς· άμα έλθουν, εγώ ο ίδιος θα υποχρεώσω έναν απ' αυτούς να σε συντροφέψη +γι' απάνου... </p> + +<p> — Ευλόγησον, είπεν ο μπάρμπα-Κωνσταντός, όστις δεν το επεθύμει +διακαώς μέσα του. </p> + +<p> — Ως που να έλθουν, επανέλαβεν ο παπά-Αζαρίας, επειδή συνειθίζω και +διαβάζω τας <b>Πράξεις</b> αποβραδής, κατά το παλαιόν Τυπικόν, να πάρουμε έναν +καφέ, και να με συντροφέψης, αν αγαπάς, εις την εκκλησίαν, διά να με βοηθήσης να +διαβάσουμε μαζύ τας Πράξεις +(<span style='font-size: small;'><a href='#fn3' id='ref3'>3</a></span>) +. </p> + +<p> — Ευχαρίστως, είπεν ο μπάρμπα-Κωνσταντός. </p> + +<p> — Ταις διαβάζω εγώ ταις Πράξεις, εγόγγυσεν ο Γαβριήλ, όστις εζήλευεν +άμα έβλεπεν έκτακτον βοηθόν ή ψάλτην εν τω ναΐσκω. </p> + +<p> — Εσύ, Γαβριήλ, θα κάμης περισσότερα λάθη από όσαις λέξεις είνε +τυπωμέναις μες το βιβλίο. Μόνον να μας κάμης δυο καλούς καφέδες, +ιδιορρυθμίτικους +(<span style='font-size: small;'><a href='#fn4' id='ref4'>4</a></span>) +, και να μας τους φέρης από 'κεί. Ορίστε, κυρ Κωνσταντέ, να περάσουμε στο κελλί το +άλλο. </p> + +<p>Ο μπάρμπα-Κωνσταντός ηγέρθη, έλαβε την ράβδον του, τον τορβάν και το κιλίμι +και μετέβη εις το κελλίον του πατρός Αζαρία. </p> + +<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p> + +<p>Οι τρεις νεαροί βοσκοί, κρατούντες τας λαμπάδας των χαμηλά με την αριστεράν, +περισκέποντες το φως με την δεξιάν από της προσπνεούσης νυκτερινής αύρας, ενώ η +σελήνη, υψηλά αναπλέουσα τον ουρανόν, είχε κρυφθή εις σύννεφα, έτρεξαν πρώτοι +εμπρός, ο δε πρώτος αναγγείλας την είδησιν αιπόλος ήρχετο οπίσω. Κατέβησαν κάτω +εις το ρεύμα, χωρίς ν' ακούωσι φωνάς, και ήρχισαν να υποπτεύωσιν ότι ο πρώτος +βοσκός ίσως είχεν <b>αυτιασθή</b>, και είχεν ακούσει φωνάς μη υπαρχούσας +πράγματι. Αλλ' ο αιπόλος διεμαρτύρετο λέγων ότι δεν ηπατήθη, και ότι είχεν ακούσει +ευκρινώς φωνήν λέγουσαν: «Πού είσαστε; Πού είσαστε;» </p> + +<p>Διά να βεβαιωθή έτι μάλλον αυτός πείθων και τους άλλους, ο βοσκός ήρχισε να +φωνάζη: Ε! δω είμαστε! Ποιος είνε;» </p> + +<p>Ασθενής φωνή απήντησεν. Αλλά δεν διέκριναν τας λέξεις. </p> + +<p>Αφού προέβησαν ολίγα βήματα παρεμπρός, οι βοσκοί πάλιν εφώναξαν: «Ε! ποιος +είσαι; Πού βρίσκεσαι;» </p> + +<p>Η φωνή ευκρινέστερον απήντησε: </p> + +<p> — «Δω είμαι!... ελάτε παραδώ...» Και η φωνή επνίγη εις στεναγμόν. </p> + +<p> — Κάποιος θάπεσε κ' εγκρεμοτσακίσθη πουθενά μες το ρέμμα, εσκέφθη +μεγαλωφώνως ο είς των βοσκών. </p> + +<p>Τω όντι, όταν ήκουσαν τον μυρμυρισμόν του ύδατος του μικρού χειμάρρου +ρέοντος διά μέσου βράχων και αμμωδών χώρων εναλλάξ εις το βάθος της κοιλάδος, κ' +επλησίασαν εις την ρίζαν ενός βράχου, είδον το σώμα ανθρώπου κειμένου εκεί, δίπλα +εις το ψιθυρίζον και κατερχόμενον εις την θάλασσαν ελικοειδές ρεύμα. </p> + +<p>Ήτο αυτός ο κυρ Κωνσταντός, ο τρίτος πάρεδρος. </p> + +<p>Τον ανεκίνησαν. Δεν ήτο βαρέως πληγωμένος, αλλ' είχε βαρέσει εις την αριστεράν +πλευράν, πεσών από ύψος ανδρικού αναστήματος, από τον βράχον. </p> + +<p>Περί ώραν δεκάτην ευρωπαϊστί, αφού ανέτειλεν η σελήνη, είχεν αναχωρήσει από +τον Άγ. Χαράλαμπον, όχι τόσον διότι το επεθύμει, όσον διότι ο παπά-Αζαρίας, ο +υποχρεωτικός και πρόθυμος φίλος όταν επρόκειτο ν' αποπέμψη οχληρόν, είχε +παρακαλέσει ένα των ελθόντων χωρικών, και είχεν επιμείνη ίνα συνοδεύση ούτος τον +μπάρμπα Κωνσταντόν απερχόμενον εις Αγ. Ιωάννην, όπου είχε δώσει υπόσχεσιν να +υπάγη. </p> + +<p>Ο χωρικός, με προθυμίαν όχι εμφαντικωτέραν της του παπά-Αζαρία, μεγαλειτέραν +δε της του κυρ Κωνσταντού, συνώδευσε τον πάρεδρον εις ικανόν μέρος της οδού έως +εις τα Κάμπια, εις το ύψος του βουνού οπόθεν έπρεπε να κατηφορίση τις διά να +φθάση εις τον ναΐσκον του Προδρόμου, κ' εκεί, αφού του έδειξεν ακριβώς τον δρόμον, +του ευχήθη καλήν Ανάστασιν και τον εγκατέλιπε μόνον. </p> + +<p>Ο μπάρμπα-Κωνσταντός ηκολούθησε κατ' αρχάς επί πολύ τον κύριον δρόμον, +όστις ήτο μοναδικός και ευδιάκριτος υπό το φως της σελήνης, μόνην συντροφίαν έχων +τους θάμνους, όσοι ίσταντο δεξιά και αριστερά διαχαράσσοντες την οδόν, τα δένδρα +τα οποία ελάμβανον φανταστικά σχήματα ή εσχημάτιζον σκιάς εν μέσω των οποίων το +όμμα έβλεπε πολλάκις φάσματα και ακινήτους ανθρώπους, τους βράχους οίτινες, +καθόσον επλησίαζε προς την βόρειον ακτήν, επληθύνοντο κ' εξετόπιζον τα δένδρα, το +δειλόν κελάδημα ολίγων πτηνών κρυμμένων εις τας λόχμας, τον κρότον της αύρας +σειούσης τους κλώνας και τας κορυφάς των δένδρων, και τον μυστηριώδη θρουν της +φυλλάδος τον παραγόμενον υπ' αγνώστων νυκτερινών πλασματίων, υπό μικρών +κατωτέρων πνοών κρυπτουσών την υπαρξίν των εν μέσω του σκότους και της +μοναξιάς. </p> + +<p>Αλλ' όταν έφθασεν εις μέρος όπου η οδός ετέμνετο εις δύο μικρά μονοπάτια, το έν +ανατολικώτερον, το άλλο βορειοδυτικόν, ευρέθη εις αμηχανίαν ποιον μονοπάτι να +λάβη. Όσον και αν είνε εντόπιος είς άνθρωπος, όστις εκτάκτως, άπαξ κατά δύο ή τρία +έτη, εξέρχηται εις μακράν σχετικώς εκδρομήν, εις τους μικρούς τόπους, πάντοτε +ευρίσκεται εις αμηχανίαν, όταν μάλιστα το τοπίον είνε κάπως άγριον, και δεν έχη ο +ίδιος κτήματα εις το μέρος εκείνο. Οι δρόμοι από έτους εις έτος αλλάζουν, πολλάκις +παλαιαί οδοί εκχερσούνται ή καλλιεργούνται και δεν πατούνται πλέον εκ της +πλεονεξίας μικρού γαιοκτήμονος, όστις περιφράττει εντός του χωραφιού του έν ή δύο +στρέμματα γης περισσότερον, και μεταθέτει τον φράκτην μίαν ή δύο οργυιάς +απωτέρω. Ενίοτε συμβαίνει και το εναντίον· αδιαφιλονείκητος ελαιών γνωστού +κτηματίου πατείται και γίνεται δρόμος, χάριν της ευκολίας των διαβατών. Άλλοτε οι +βοσκοί και αι αίγες των ανοίγουσι νέον μονοπάτι, διά να <b>αραδίζουν</b>, άλλοτε +εγκαταλείπουσι και αφήνουσι να εκχερσωθή παλαιά και γνώριμος οδός. </p> + +<p>Αφού επί πολύ εδίστασεν, ο μπάρμπα Κωνσταντός επροτίμησε τέλος το +βορειανατολικόν μονοπάτι, και κατέβη ταχέως εις το ρεύμα του Χαιρημονά. Αλλ' εκεί +δεν δύναται να βαδίση τις, εκτός αν είνε δωδεκαετής παις, και ψάχνει διά καβούρια, +την ημέραν. Ο δε κυρ Κωνσταντός ήτο εξηκοντούτης, ήτο νυξ και δεν εζήτει καβούρια. +Το ρεύμα της πηγής του Χαιρημονά, ενούμενον κατωτέρω με το ρεύμα της Παναγίας +Δομάν, σχηματίζει ποτάμιον κατερχόμενον εις την θάλασσαν δι' αποτόμου +κατωφερείας, διά βράχων και μικρών καταρρακτών. Στιγμήν τινα, καθ' ην η σελήνη +είχε κρυβή άνω εις νέφος, δεν είδε καλά, δεν επάτησε στερεά, ωλίσθησεν από ένα +βράχον κ' έπεσε με την κεφαλήν και τον κορμόν εις την άμμον, με τους πόδας εις το +νερόν. Ο μπάρμπα-Κωνσταντός εκτύπησεν ελαφρώς και επόνεσεν, εκ του τιναγμού +μάλλον και του φόβου, ή εκ του κατάγματος. Ευτυχώς, ολίγω πριν, όταν ευρίσκετο εις +το ύψωμα, επάνω εις μέγαν υπερκείμενον βράχον, είχεν ιδεί την αντιλαμπήν του +μικρού ναΐσκου, όπου αρτίως είχε ψαλή η Ανάστασις, και είχεν εννοήσει ότι δεν +απείχε πλέον πολύ από τον Αγ. Ιωάννην. Ζαλισμένος από την πτώσιν, ήρχισε, με όσην +είχεν ακόμη δύναμιν, να φωνάζη: «Πού είσαστε; πού είσαστε;» και την φωνήν ταύτην +είχεν ακούσει ο πρώτος βοσκός, όστις είχεν εξέλθει προς στιγμήν του ναού διά να ίδη +πώς είχον αι αίγες του. </p> + +<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p> + +<p>Ο κυρ Κωνσταντός εσηκώθη χωλαίνων, ηκολούθησε τους βοσκούς, έφθασεν εις +τον ναΐσκον, όταν ο ιερεύς είχεν αρχίσει τον <b>ασπασμόν</b>, επροσκύνησε και +έλαβε την θέσιν του εις τον χορόν. Έψαλεν εις όλην την λειτουργίαν, με όλον το +πέσιμόν του και το πόνεμά του. </p> + +<p>Έξω υπό το φέγγος της σελήνης, δεξιόθεν του ναΐσκου, έβρεμε γενναίον πυρ, και ο +μπάρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης ο εκ των πλησιοχώρων της πολίχνης ελθών +ποιμήν, είχεν οβελίσει ήδη έναν αμνόν και τον έψηνε. Δίπλα του πρόθυμος διά να τον +βοηθή εκάθητο, ακουμβών επ' αυτού του τοίχου της εκκλησίας, ανθρωπίσκος τις εκ +της πόλεως, όστις δεν είχεν εννοηθή πότε και πώς είχεν έλθη εκεί, ο Γιάννης ο +Μπουκώσης. Ανάμεσα εις την πυράν και εις τον τοίχον, ο μπάρμπα-Δημήτρης ο +Καμπογιάννης, με την κίτρινην ζωνάραν, το ξυραφισμένον γένειον και τον +αγκιστροειδή μύστακα, είχεν αφήσει το μαχαίρι του μετά του θηκαρίου, και ο Γιάννης +Μπουκώσης από πολλής ώρας δεν είχε παύσει να ρίπτη το βλέμμα εναλλάξ, εις το +ροδοκοκκινίζον σφαχτόν και εις το μαχαίριον. Αντικρύ, παρά την ρίζαν ενός σχοίνου, +ίστατο μεγάλη οκταόκαδος φλάσκα. Εκ του τρόπου μεθ' ου ίστατο ακουμβημένη εις το +κλαδίον του σχοίνου εφαίνετο πλήρης οίνου, μοσχάτου και μαύρου μεμιγμένου. Το +ροδοκοκκινίζον σφαχτόν έκνιζε και έσιζεν εις το πυρ, η φλάσκα, ως άλλη κλώσσα +καλούσα τους νεοσσούς της υπό τας πτέρυγας, εφαίνετο καλούσα τους βοσκούς εις +ευωχίαν υπό τους ατμούς της, έτοιμη να κλώξη και να φυσήση εις την ελαχίστην +επαφήν της χειρός, εις την ελαχίστην προσέγγισιν του χείλους εις την θηλήν της. </p> + +<p>Δύο χωρικοί όρθιοι, πέντε βήματα μακράν του ψητού, της φλάσκας και του +σχοίνου, ίσταντο και συνωμίλουν ζωηρώς. Είχαν εύρη την ώραν και τον τόπον να +λογομαχήσωσι δι' έν χωράφιον τεσσάρων στρεμμάτων, περί του οποίου εμάχοντο από +ετών. </p> + +<p>Αντικρύ, προς μεσημβρίαν, επί του βραχώδους λόφου, ανάμεσα εις πέντε +βράχους, εις τρία μονοπάτια και εις κρημνόν, ευρίσκετο το διαφιλονεικούμενον +χωράφιον. Ο είς των χωρικών εχειρονόμει, κ' εδείκνυε προς τα εκεί, και ισχυρίζετο ότι +το χωράφιον το ιδικόν του είχε σύνορον ακριβώς τον τρίτον βράχον προς τα δεξιά. +</p> + +<p> — Εγώ το ηύρα παππουδικό μου, έλεγε· δε ρωτάς και το Γιάννη της +Ψαροδήμαινας, που είμαστε γειτόνοι, εδώ και τριάντα χρόνια... </p> + +<p> — Το σύνορο είνε μες τη μέση, ανάμεσα στον δεύτερο και στον τρίτο +βράχο, εκεί που βαθουλαίνει ο τόπος, διετείνετο ο άλλος χωρικός· φαίνεται ακόμη +που ήτον, τον παλαιόν καιρό, αποσκαφή.... </p> + +<p> — Κοδζάμ-βράχος, αντέκρουσεν ο πρώτος, κ' εγώ θα πάω να γυρέψω +ναυρώ την αποσκαφή, για να την κάμω σύνορό μου;.... </p> + +<p>Ο μπάρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης ήρχισε να γυρίζη αμελέστερον την σούβλαν +με το σφαχτόν, και η προσοχή του όλη απερροφήθη υπό των δύο χωρικών και της +λογομαχίας των. </p> + +<p>Ο Γιάννης ο Μπουκώσης έλαβε σιγά-σιγά το μαχαίριον το απεγύμνωσεν από το +θηκάριόν του, έκοψεν επιτηδείως τεμάχιον από τα νεφραιμιά του σφαχτού, το οποίον +έπαυσε σχεδόν να περιστρέφεται, και το κατεβρόχθισεν απλήστως. </p> +<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/0048.jpg" width="487" +height="365" +alt="έκοψεν επιτηδείως τεμάχιον από τα νεφραιμιά " border="2" /><br /></p> +<p>Ο μπάρμα-Δημήτρης ουδέ παρετήρησε καν την κλοπήν και την λαιμαργίαν του +ανθρωπίσκου. Εξηκολούθησε να προσέχη εις τους δύο ερίζοντας. </p> + +<p> — Και είνε και μέσα στο μπολέτι καθαρά γραμμένο, έλεγεν ο πρώτος των +δύο· το πήγα στον παπά-Λευθέρη, που ξέρει να διαβάζη τα παλαιά γράμματα, και +μου το διάβασε τόσαις φοραίς. </p> + +<p> — Από μπολετιά δεν ιδρώνει εμένα το μάτι μου, αντέλεγεν ο δεύτερος· +σαν έχης όρεξι, δεν πας στον μπάρμπ' Αναγνώστη τον Αγέλαστο, να σου φτιάση όσα +ψεύτικα μπολετιά θέλης... </p> + +<p>Ο Δημήτρης ο Καμπογιάννης επρόσεχεν όλος εις την λόγομαχίαν των δύο +αγροτών. Ο Γιάννης ο Μπουκώσης έλαβεν εκ νέου το μαχαίριον, το οποίον δεν είχεν +επιστρέψει εις το θηκάριόν του, έκοψε δεύτερον, γενναιότερον τεμάχιον από το +μισοψημένον σφαχτόν, και το κατέπιε μονοκόμματον. </p> + +<p>Η έρις των δύο χωρικών εξηκολούθει, και η προσοχή μεθ' ης την παρηκολούθει ο +Καμπογιάννης ήτο αδιάπτωτος. Ο Μπουκώσης, όστις ενόει την μυστηριώδη γλώσσαν +της φλάσκας, δι' ης αύτη εκάλει τους φίλους της, ως η κλώσσα τους νεοσσούς της, +έκαμεν έν βήμα με τον δεξιόν πόδα, εν σχήματι ορθής γωνίας, δεύτερον βήμα με το +αριστερόν γόνυ εις το έδαφος, εξηπλώθη τετραποδίζων, επλησίασεν εις τον σχοίνον, +και λαβών την μεγάλην οινοβριθή φλάσκαν την επλησίασεν εις τα χείλη του, και έπιε +γενναίαν δόσιν απνευστί. </p> + +<p>Είτα, φύσει φρόνιμος και γνωρίζων ότι, αν έκαμνε και τρίτην απόπειραν κατά του +σφακτού, ήτο φόβος μη φωραθή επί τέλους, επέστρεψε παρά τον τοίχον της +εκκλησίας, ολίγον τι απώτερον της πυράς εμαζεύθη κ' εφαίνετο τόσον άκακος και +νήστις, ως να μην είχε πασχάσει όλως. </p> + +<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p> + +<p>Όταν, αφού ο ιερεύς εξήλθε τελευταίος από της λειτουργίας, και εστρώθη η +τράπεζα εις τα πρόθυρα του ναού (ήτον περί τα γλυκοχαράμματα), ο μπάρμπα- +Δημήτρης ο Καμπογιάννης επεχείρησε να τεμαχίση το ψητόν, παρετήρησεν ότι κάτι +έλειπεν από τα νεφραιμιά, αλλ' εκαμώθη ότι δεν εννόησε τίποτε, και αποτεινόμενος +προς τον Γιάννην τον Μπουκώσην, είπε: </p> + +<p> — Κύτταξε!... Περίεργο... Δεν είνε παράξενο να γεννήθηκε σακάτικο αυτό το +αρνί, παιδί μου Γιάννη. </p> + +<p>Εξηκολούθησεν ησύχως να κατακόπτη το ψητόν, είτα επανέλαβε: </p> + +<p> — Πολλά παράξενα σημεία και θάμματα γίνονται 'ς αυτά τα στερνά τα +χρόνια... Για βάλε με το νου σου, να φέρω αρνί σακάτικο γεννημένο απ' τη μάνα του, +και να μην το καταλάβω!.. Τι να γένη, ας έχη δόξα ο Θεός! </p> + +<p>Ο Γιάννης ο Μπουκώσης δεν είπε γρυ. Αλλά την τελευταίαν στιγμήν, καθ' ην +παρετίθετο επί της τραπέζης το ψητόν, ο μπάρμπα-Δημήτρης έκρυψεν επιτηδείως τας +δύο στάμνας του νερού οπού είχεν ακόμη γεμάταις, κ' επαρουσίασεν εις την τράπεζαν +δύο άδειαις, λέγων ότι δυστυχώς είχε λησμονήσει να στείλη εγκαίρως εις του +Χαιρημονά την βρύσιν να πάρη νερόν, και ήτον ανάγκη να υπάγη τώρα κάποιος. </p> + +<p> — 'Σ εσένα πέφτει ο κλήρος, παιδί μου Γιάννη, είπεν αποτεινόμενος προς +τον Μπουκώσην. Σύρε να γεμίσης τα δυο σταμνιά, νάχης την ευκή του παπά μας, και +σε καρτερούμε, δεν τρώμε... Πάρε και μια αναμμένη λαμπάδα να βλέπης στο δρόμο, +και πάτει γερά, ώμορφα ώμορφα... να μη σπάσης τα σταμνιά, και το πάθης σαν το +τραγούδι που λένε... και μας αφήσης κ' εμάς χωρίς νερό. </p> + +<p>Ο Γιάννης ο Μπουκώσης επεθύμει ν' αρνηθή, αλλά δεν ετόλμα. Εφορτώθη τα δύο +σταμνία κ' εξεκίνησε διά την πηγήν του Χαιρημονά, ήτις απείχε περί τα δύο μίλια, και +ήτις έτρεχε τόσον φειδωλή ως το δάκρυ των εξηντλημένων οφθαλμών. Εχρειάζετο +σωστήν μίαν ώραν διά να υπάγη να γεμίση τα σταμνία και να επιστρέψη. </p> + +<p>Ευθύς ως ανεχώρησεν ούτος, ο μπάρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης, έβγαλεν εις +το φανερόν τας δύο πλήρεις στάμνας, και επειδή ο ιερεύς δεν εννόει, εξηγήθη και +είπεν: — Είχα νερό, μα ήθελα να τονε παιδέψω, τον αφιλότιμο... Ακούς εκεί, να μου +κάμη γρουσουζιά χρονιάρα μέρα, να μου κόψη μεζέδες απ' το σφαχτό, ενώ το έψηνα, +και να μην πάρω κάβο!... </p> + +<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p> + +<p>Όταν επέστρεψεν από την βρύσιν του Χαιρημονά, φέρων τα δύο σταμνία ο Γιάννης +ο Μπουκώσης, ήτο ήδη ημέρα, το ψητόν είχε καταβροχθισθή, και μόνη η διακριτική +φιλαδελφία της θειά Μαθηνώς της Ψευτομετάνισσας, και της θειά Σεραΐνας, της +σημαιοφόρου των πανηγυριών, του είχε φυλάξει ολίγα τεμάχια του αμνού διά να +φάγη και κάμη Λαμπρήν, ο πειναλέος ανθρωπίσκος. </p> + +<h4 style="text-align: center; margin-top: 4em">ΤΕΛΟΣ</h4> + +<hr></hr> + +<p>ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΩΝ ΗΛΙΑ Ν. ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ </p> + +<p> +<br /> +ΕΡΓΑ Α. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ </p> + +<p>ΕΚΔΟΘΕΝΤΑ ΚΑΙ ΠΩΛΟΥΜΕΝΑ ΕΝ ΤΩ ΗΜΕΤΕΡΩ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΩ </p> + +<p> +<br /> +ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ +ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ + ΔΡΑΧ. 2.50 <br /> +ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ +ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ « 2. +50 <br /> +ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΑ +ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ « + 2.50 </p> + +<hr></hr> + +<p id='fn1'><br /><br />1) Κούτρης, (ήτοι κέσφος = κεφαλάς) καλείται παρ' +ημίν το αβάπτιστον άρρεν, <b>Κοσσού</b> δε το θήλυ· <b>Δράκος +</b> και <b>Δρακούλα</b>, καλούνται τα βαπτισμένα βρέφη, +κατόπιν δυσχερούς τινος ή επιφόβου και αντιπαθούς νόσου, +οίον σπασμών, επιληψίας, κτλ. λαμβάνοντα την προσηγορίαν +ταύτην ως αλεξητήριον και φυλακτικόν κατά πάσης βασκανίας. +Εν τω κειμένω ο Κούτρης = σπανός.<a href='#ref1' title='πίσω'>↩</a></p> + +<p id='fn2'>2) άσ'βος, άσουβος = άβυσος.<a href='#ref2' title='πίσω'>↩</a></p> + +<p id='fn3'>3) Αι Πράξεις των Αποστόλων αναγινώσκονται, κατά το αρχαίον Τυπικόν, +εν τοις ιεροίς μοναστηρίοις αφ' εσπέρας του Μ. Σαββάτου, προ της Παννυχίδος δηλ. +και του όρθρου του Πάσχα.<a href='#ref3' title='πίσω'>↩</a></p> + +<p id='fn4'>4) Ιδιόρρυθμα λέγονται τα μοναστήρια όσα δεν είνε Κ ο ι ν ό β ι α, δεν +τηρούσι δηλ. την αρχαίαν αυστηράν κοινοβιακήν τάξιν.<a href='#ref4' +title='πίσω'>↩</a></p> + + + + + + + + +<pre> + + + + + +End of the Project Gutenberg EBook of Easter Time Short Stories, by +Alexandros Papadiamantis + +*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK EASTER TIME SHORT STORIES *** + +***** This file should be named 31653-h.htm or 31653-h.zip ***** +This and all associated files of various formats will be found in: + http://www.gutenberg.org/3/1/6/5/31653/ + +Produced by Sophia Canoni + +Updated editions will replace the previous one--the old editions +will be renamed. + +Creating the works from public domain print editions means that no +one owns a United States copyright in these works, so the Foundation +(and you!) can copy and distribute it in the United States without +permission and without paying copyright royalties. Special rules, +set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to +copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to +protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project +Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you +charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you +do not charge anything for copies of this eBook, complying with the +rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose +such as creation of derivative works, reports, performances and +research. They may be modified and printed and given away--you may do +practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is +subject to the trademark license, especially commercial +redistribution. + + + +*** START: FULL LICENSE *** + +THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE +PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK + +To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free +distribution of electronic works, by using or distributing this work +(or any other work associated in any way with the phrase "Project +Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project +Gutenberg-tm License available with this file or online at + www.gutenberg.org/license. + + +Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm +electronic works + +1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm +electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to +and accept all the terms of this license and intellectual property +(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all +the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy +all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession. +If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project +Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the +terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or +entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8. + +1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be +used on or associated in any way with an electronic work by people who +agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few +things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works +even without complying with the full terms of this agreement. See +paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project +Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement +and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic +works. See paragraph 1.E below. + +1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation" +or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project +Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the +collection are in the public domain in the United States. If an +individual work is in the public domain in the United States and you are +located in the United States, we do not claim a right to prevent you from +copying, distributing, performing, displaying or creating derivative +works based on the work as long as all references to Project Gutenberg +are removed. Of course, we hope that you will support the Project +Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by +freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of +this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with +the work. You can easily comply with the terms of this agreement by +keeping this work in the same format with its attached full Project +Gutenberg-tm License when you share it without charge with others. + +1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern +what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in +a constant state of change. If you are outside the United States, check +the laws of your country in addition to the terms of this agreement +before downloading, copying, displaying, performing, distributing or +creating derivative works based on this work or any other Project +Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning +the copyright status of any work in any country outside the United +States. + +1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg: + +1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate +access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently +whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the +phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project +Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed, +copied or distributed: + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + +1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived +from the public domain (does not contain a notice indicating that it is +posted with permission of the copyright holder), the work can be copied +and distributed to anyone in the United States without paying any fees +or charges. If you are redistributing or providing access to a work +with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the +work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1 +through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the +Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or +1.E.9. + +1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted +with the permission of the copyright holder, your use and distribution +must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional +terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked +to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the +permission of the copyright holder found at the beginning of this work. + +1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm +License terms from this work, or any files containing a part of this +work or any other work associated with Project Gutenberg-tm. + +1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this +electronic work, or any part of this electronic work, without +prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with +active links or immediate access to the full terms of the Project +Gutenberg-tm License. + +1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary, +compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any +word processing or hypertext form. However, if you provide access to or +distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than +"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version +posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org), +you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a +copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon +request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other +form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm +License as specified in paragraph 1.E.1. + +1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying, +performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works +unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9. + +1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing +access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided +that + +- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from + the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method + you already use to calculate your applicable taxes. The fee is + owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he + has agreed to donate royalties under this paragraph to the + Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments + must be paid within 60 days following each date on which you + prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax + returns. Royalty payments should be clearly marked as such and + sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the + address specified in Section 4, "Information about donations to + the Project Gutenberg Literary Archive Foundation." + +- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies + you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he + does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm + License. You must require such a user to return or + destroy all copies of the works possessed in a physical medium + and discontinue all use of and all access to other copies of + Project Gutenberg-tm works. + +- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any + money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the + electronic work is discovered and reported to you within 90 days + of receipt of the work. + +- You comply with all other terms of this agreement for free + distribution of Project Gutenberg-tm works. + +1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm +electronic work or group of works on different terms than are set +forth in this agreement, you must obtain permission in writing from +both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael +Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the +Foundation as set forth in Section 3 below. + +1.F. + +1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable +effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread +public domain works in creating the Project Gutenberg-tm +collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic +works, and the medium on which they may be stored, may contain +"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or +corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual +property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a +computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by +your equipment. + +1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right +of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project +Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project +Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all +liability to you for damages, costs and expenses, including legal +fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT +LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE +PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE +TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE +LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR +INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH +DAMAGE. + +1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a +defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can +receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a +written explanation to the person you received the work from. If you +received the work on a physical medium, you must return the medium with +your written explanation. The person or entity that provided you with +the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a +refund. If you received the work electronically, the person or entity +providing it to you may choose to give you a second opportunity to +receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy +is also defective, you may demand a refund in writing without further +opportunities to fix the problem. + +1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth +in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS', WITH NO OTHER +WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO +WARRANTIES OF MERCHANTABILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE. + +1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied +warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages. +If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the +law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be +interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by +the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any +provision of this agreement shall not void the remaining provisions. + +1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the +trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone +providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance +with this agreement, and any volunteers associated with the production, +promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works, +harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees, +that arise directly or indirectly from any of the following which you do +or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm +work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any +Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause. + + +Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm + +Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of +electronic works in formats readable by the widest variety of computers +including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists +because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from +people in all walks of life. + +Volunteers and financial support to provide volunteers with the +assistance they need are critical to reaching Project Gutenberg-tm's +goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will +remain freely available for generations to come. In 2001, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure +and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations. +To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation +and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4 +and the Foundation information page at www.gutenberg.org + + +Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive +Foundation + +The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit +501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the +state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal +Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification +number is 64-6221541. Contributions to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent +permitted by U.S. federal laws and your state's laws. + +The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S. +Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered +throughout numerous locations. Its business office is located at 809 +North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887. Email +contact links and up to date contact information can be found at the +Foundation's web site and official page at www.gutenberg.org/contact + +For additional contact information: + Dr. Gregory B. Newby + Chief Executive and Director + gbnewby@pglaf.org + +Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation + +Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide +spread public support and donations to carry out its mission of +increasing the number of public domain and licensed works that can be +freely distributed in machine readable form accessible by the widest +array of equipment including outdated equipment. Many small donations +($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt +status with the IRS. + +The Foundation is committed to complying with the laws regulating +charities and charitable donations in all 50 states of the United +States. Compliance requirements are not uniform and it takes a +considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up +with these requirements. We do not solicit donations in locations +where we have not received written confirmation of compliance. To +SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any +particular state visit www.gutenberg.org/donate + +While we cannot and do not solicit contributions from states where we +have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition +against accepting unsolicited donations from donors in such states who +approach us with offers to donate. + +International donations are gratefully accepted, but we cannot make +any statements concerning tax treatment of donations received from +outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff. + +Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation +methods and addresses. Donations are accepted in a number of other +ways including checks, online payments and credit card donations. +To donate, please visit: www.gutenberg.org/donate + + +Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic +works. + +Professor Michael S. Hart was the originator of the Project Gutenberg-tm +concept of a library of electronic works that could be freely shared +with anyone. For forty years, he produced and distributed Project +Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support. + +Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed +editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S. +unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily +keep eBooks in compliance with any particular paper edition. + +Most people start at our Web site which has the main PG search facility: + + www.gutenberg.org + +This Web site includes information about Project Gutenberg-tm, +including how to make donations to the Project Gutenberg Literary +Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to +subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks. + + +</pre> + +</body> +</html> + + diff --git a/31653-h/images/0003.jpg b/31653-h/images/0003.jpg Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..478394f --- /dev/null +++ b/31653-h/images/0003.jpg diff --git a/31653-h/images/0010.jpg b/31653-h/images/0010.jpg Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..d5cfcf0 --- /dev/null +++ b/31653-h/images/0010.jpg diff --git a/31653-h/images/0016.jpg b/31653-h/images/0016.jpg Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..7fb4afe --- /dev/null +++ b/31653-h/images/0016.jpg diff --git a/31653-h/images/0023.jpg b/31653-h/images/0023.jpg Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..274502f --- /dev/null +++ b/31653-h/images/0023.jpg diff --git a/31653-h/images/0041.jpg b/31653-h/images/0041.jpg Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..cca5dca --- /dev/null +++ b/31653-h/images/0041.jpg diff --git a/31653-h/images/0048.jpg b/31653-h/images/0048.jpg Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..04e7e77 --- /dev/null +++ b/31653-h/images/0048.jpg diff --git a/31653-h/images/cover.jpg b/31653-h/images/cover.jpg Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..001282c --- /dev/null +++ b/31653-h/images/cover.jpg diff --git a/LICENSE.txt b/LICENSE.txt new file mode 100644 index 0000000..6312041 --- /dev/null +++ b/LICENSE.txt @@ -0,0 +1,11 @@ +This eBook, including all associated images, markup, improvements, +metadata, and any other content or labor, has been confirmed to be +in the PUBLIC DOMAIN IN THE UNITED STATES. + +Procedures for determining public domain status are described in +the "Copyright How-To" at https://www.gutenberg.org. + +No investigation has been made concerning possible copyrights in +jurisdictions other than the United States. Anyone seeking to utilize +this eBook outside of the United States should confirm copyright +status under the laws that apply to them. diff --git a/README.md b/README.md new file mode 100644 index 0000000..1e2380d --- /dev/null +++ b/README.md @@ -0,0 +1,2 @@ +Project Gutenberg (https://www.gutenberg.org) public repository for +eBook #31653 (https://www.gutenberg.org/ebooks/31653) diff --git a/old/20100315-31653-0.txt b/old/20100315-31653-0.txt new file mode 100644 index 0000000..22a6977 --- /dev/null +++ b/old/20100315-31653-0.txt @@ -0,0 +1,3144 @@ +Project Gutenberg's Easter Time Short Stories, by Alexandros Papadiamantis + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.net + + +Title: Easter Time Short Stories + +Author: Alexandros Papadiamantis + +Release Date: March 15, 2010 [EBook #31653] + +Language: Greek + +Character set encoding: UTF-8 + +*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK EASTER TIME SHORT STORIES *** + + + + +Produced by Sophia Canoni + + + + +Note: The tonic system has been changed from polytonic to +monotonic. The spelling of the book has not been changed +otherwise. Bold words have been included in &&. Footnotes +have been converted to endnotes. + +Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε +μονοτονικό. Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως +έχει. Λέξεις με έντονους χαρακτήρες έχουν συμπεριληφθεί σε &&. +Οι υποσημειώσεις έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου. + + + +ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ + +ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ + +ΕΚΔΟΤΗΣ ΗΛΙΑΣ Ν. ΔΙΚΑΙΟΣ + + + + +ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ +ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ +ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ + + + +ΜΕΤ' ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΩΝ +ΥΠΟ ΦΡΙΞΟΥ ΑΡΙΣΤΕΩΣ + +ΕΚΔΟΤΗΣ +ΗΛΙΑΣ Ν. ΔΙΚΑΙΟΣ +ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ +1912 + + + +ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑΙ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ + + + +Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης εγεννήθη εις την Σκιάθον την 4 Μαρτίου +1851. Τα πρώτα γράμματα εδιδάχθη εις την γενέτειραν νήσον. Εκεί +διήλθε και το Ελληνικόν σχολείον, εξ ου απελύθη το 1863. Μετά +διακοπήν τεσσάρων ετών ενεγράφη το 1867 εις το εν Χαλκίδι +γυμνάσιον. Την τρίτην γυμνασιακήν τάξιν διήλθεν εν Πειραεί. +Διακόψας ύστερον τας σπουδάς του, επανέλαβεν αυτάς το 1873, ελθών +εις Αθήνας και φοιτήσας εις την τετάρτην γυμνασιακήν τάξιν. Το +επόμενον έτος ενεγράφη εις την εν τω Εθν. Πανεπιστημίω Φιλοσοφικήν +Σχολήν, εν η ηκροάτο μαθήματά τινα φιλολογικά, ησχολείτο δε κατ' +ιδίαν εις την εκμάθησιν ξένων γλωσσών. + +Παρά την αταξίαν των σπουδών αυτού, οφειλομένην εις οικονομικάς +δυσχερείας της οικογενείας του, ο Αλ. Παπαδιαμάντης ήτο +φιλομαθέστατος. Προικισμένος υπό εξαιρετικής ευφυίας και απεράντου +μνήμης, διήλθε τα έτη της νεότητος αυτού μελετών απαύστως τας +αρχαίας κλασσικάς και τας νεωτέρας Ευρωπαϊκάς φιλολογίας. Μέχρι +τέλους της ζωής αυτού ηδύνατο να απαγγέλλη αποσπάσματα εκ του +Ομήρου και του Σοφοκλέους, του Βιργιλίου και του Ορατίου, του +Μίλτωνος ή Σεξπήρου κλπ. Πλην της Αγγλικής και Γαλλικής, εγνώριζεν +ικανώς και την Ιταλικήν και Γερμανικήν. Υπήρξε δε αυτοδίδακτος +περί πάντα. + +Αλλ' η προσφιλεστάτη αυτού πνευματική ασχολία και τρυφή ήτο η περί +τα εκκλησιαστικά σπουδή. Υιός ων ευσεβούς ιερέως και ζήσας υπό την +σκιάν του Αγιωνύμου Όρους, το οποίον είχεν επισκεφθή επί μήνας +τινάς κατά τους νεανικούς αυτού χρόνους, είχε καταρτισθή δεινός +γνώστης των ιερών Γραφών (την Παλαιάν Διαθήκην εγνώριζεν εκ +στήθους), των Πατέρων της Εκκλησίας κλπ. Εγνώριζεν ομοίως άριστα +την Βυζαντινή Μουσικήν και το Τυπικόν της Εκκλησίας. + +Αλλ' αι προσφιλείς αύται ασχολίαι δεν προσεπόριζον εις τον Αλ. +Παπαδιαμάντην τα προς το ζην. Παρ' όλη την ροπήν αυτού προς τα +ιερά γράμματα, δεν ήθελε να γίνη ιερεύς. Ομοίως δεν ηγάπα το +διδασκαλικόν επάγγελμα, αν και, διατριβών εν Αθήναις ως φοιτητής, +και κατόπιν, εδίδασκεν ιδιωτικώς μαθητάς τινας. Η φυσική αυτού +διάθεσις και ορμή έφερεν αυτόν προς την δημιουργικήν φιλολογίαν, +ενώ η γλωσσομάθεια παρείχε τας πρώτας του βιοπορισμού αφορμάς. + +Ήρχισε συγγράφων μυθιστορήματα κατ' αρχάς, υπό την επίδρασιν +ευρισκόμενος των ξένων αναγνώσεων αυτού, συγχρόνως δε μετέφραζεν +επιφυλλίδας εις εφημερίδας. Τα συγγραφέντα μυθιστορικά αυτού έργα +είνε δύο ή τρία, έργα μέτρια, εις τα οποία ο συγγραφεύς φαίνεται +ζητών τον δρόμον αυτού, τον οποίον βραδύτερον ευρίσκει. Το 1882 +εδημοσίευσεν εις το «Μη Χάνεσαι» τον «Έμπορον των Εθνών». Μετά +ταύτα ήρχισε συγγράφων την εξαισίαν και μακροτάτην σειράν των +ηθογραφικών διηγημάτων, εις τα οποία η μυστικοπαθής ψυχή του +συγγραφέως, η λεπτή παρατήρησις της λαϊκής ψυχής, η γνώσις του +εσωτάτου βίου του έθνους, αδελφούνται μετά του αριστοκρατικού +ύφους, του απαραμίλλου θελγήτρου της αφηγήσεως και της +παραστατικής περιγραφής. + +Γράφων τα θαυμάσια έργα αυτού ο Παπαδιαμάντης ησχολείτο συγχρόνως +εις το πεζόν και άχαρι, κατά το πλείστον, μεταφραστικόν εις +εφημερίδας έργον. Υπό την έποψιν ταύτην υπήρξεν αληθής παρίας ο +έξοχος συγγραφεύς. Είχε να βοηθήση οικογένειαν προσφιλή και να +συντηρήση εαυτόν. Βαθμηδόν επέλιπεν αυτόν και ο άθλιος ούτος +πόρος, ο εκ των μεταφράσεων. Εκ των πρωτοτύπων αυτού έργων +ελάχιστα εκέρδιζε πάντοτε. Έκτοτε ήρξατο η μαρτυρική ζωή του +Παπαδιαμάντη. + +Τα τελευταία έτη της ζωής αυτού είναι λίαν γνωστά, ώστε να μη +είναι ανάγκη να ενδιατρίψωμεν λεπτομερώς εις αυτά. Θα ήτο δε και +λίαν θλιβερόν το έργον τούτο. Ο Παπαδιαμάντης καρτερικώς έφερε το +άχθος των ατυχημάτων αυτού μέχρι τέλους της ζωής του. Ευσεβέστατος +ως ήτο, εύρισκε παραμυθίαν εις την θρησκείαν. Ιστορικαί είναι αι +αγρυπνίαι του παρά τον Παλαιόν Στρατώνα εκκλησιδίου του Αγίου +Ελισαίου. + +Έζησε δε πάντοτε μακράν του κόσμου, αναστρεφόμενος μετ' ανθρώπων +του λαού και ελαχίστων πιστών φίλων. Περιοδικώς μετέβαινεν εις την +Σκίαθον, ην υπερηγάπα. Απέθανεν αυτόθι την 3 Ιανουαρίου 1911. +Ολίγον προ του θανάτου αυτού είχε τιμηθή υπό του αργυρού σταυρού +του Σωτήρος. + + + +Α’ + + + +ΕΞΟΧΙΚΗ ΛΑΜΠΡΗ + + + +Καλά το έλεγεν ο μπάρμπα-Μηλιός, ότι το έτος εκείνο εκινδύνευον να +μείνουν οι άνθρωποι οι χριστιανοί, οι ξωμερίταις, την ημέραν του +Πάσχα, αλειτούργητοι. Και ουδέποτε πρόρρησις έφθασε τόσον εγγύς να +πληρωθή, όσον αυτή· διότι δις εκινδύνευσε να επαληθεύση, αλλ' +ευτυχώς ο Θεός έδωκε καλήν φώτισιν εις τους αρμοδίους και οι +πτωχοί χωρικοί, οι γεωργοποιμένες του μέρους εκείνου, ηξιώθησαν +και αυτοί να ακούσωσι τον καλόν λόγον και να φάγωσι και αυτοί το +κόκκινο αυγό. + +Όλα αυτά διότι το μεν ταχύπλουν, αυτό το προκομμένον πλοίον, το +οποίον εκτελεί δήθεν την συγκοινωνίαν μεταξύ των ατυχών νήσων και +της απέναντι αξένου ακτής, σχεδόν τακτικώς δις του έτους, ήτοι +κατά τας δύο &αλλαξοκαιριαίς&, το φθινόπωρον και το έαρ, +βυθίζεται, και συνήθως χάνεται αύτανδρον^ είτα γίνεται νέα +δημοπρασία, και ευρίσκεται τολμητίας τις πτωχός κυβερνήτης, όστις +δεν σωφρονίζεται από το πάθημά του προκατόχου του, αναλαμβάνων +εκάστοτε το κινδυνωδέστατον έργον. + +Και την φοράν ταύτην, το ταχύπλουν, λήγοντος του Μαρτίου, του +αποχαιρετισμού του χειμώνος γενομένου, είχε βυθισθή· ο δε παπά- +Βαγγέλης, ο εφημέριος άμα και ηγούμενος και μόνος αδελφός του +μονυδρίου του Αγίου Αθανασίου, έχων κατ' εύνοιαν του επισκόπου και +το αξίωμα του εξάρχου και πνευματικού των απέναντι χωρίων, καίτοι +γέρων ήδη, έπλεε τετράκις του έτους, ήτοι κατά πάσαν +τεσσαρακοστήν, εις τας αντικρύ εκτεινομένας ακτάς, όπως +εξομολογήση και καταρτίση πνευματικώς τους δυστυχείς εκείνους +δουλοπαροίκους, τους «κουκουβίνους ή κουκκοσκιάχταις», όπως τους +ωνόμαζον, σπεύδων, κατά την Μεγάλην τεσσαρακοστήν, να επιστρέψη +εγκαίρως εις την μονήν του όπως εορτάση το Πάσχα. + +Αλλά κατ' εκείνο το έτος, το ταχύπλουν είχε βυθισθή, ως είπομεν, η +συγκοινωνία εκόπη επί τινας ημέρας, και ούτως ο παπά-Βαγγέλης +έμεινεν ακουσίως, ηναγκασμένος να εορτάση το Πάσχα πέραν της +πολυκυμάντου και βορεοπλήκτου θαλάσσης, το δε μικρόν ποίμνιόν του, +οι γείτονες του Αγίου Αθανασίου, οι χωρικοί των Καλυβιών, +εκινδύνευον να μείνωσιν αλειτούργητοι. + +Τινές είπον γνώμην να παραλάβωσι τας γυναίκας και τα τέκνα των και +να κατέλθωσιν εις την πολίχνην, όπως ακούσωσι την Ανάστασιν και +λειτουργηθώσιν· αλλ' ο μπάρμπα-Μηλιός, όστις έκαμνε τον προεστόν +εις τα Καλύβια, και ήθελε να εορτάση το Πάσχα όπως αυτός ενόει, ο +Φταμηνίτης, όστις δεν ήθελε να εκθέση την γυναίκα του εις τα +όμματα του πλήθους, και ο μπάρμπ' Αναγνώστης, χωρικός όστις «τα +είξευρεν απ' έξω όλα τα γράμματα της Λαμπρής», αλλά δεν ηδύνατο ν' +αναγνώση τίποτε «από μέσα», και επεθύμει να ψάλη το «Σώμα Χριστού +μεταλάβετε»,—οι τρεις ούτοι επέμειναν, και πολλοί ησπάσθησαν την +γνώμην των, ότι έπρεπεν εκ παντός τρόπου να πείσωσιν ένα των εν τη +πόλει εφημερίων ν' ανέλθη εις τα Καλύβια να τους λειτουργήση. + +Ο καταλληλότερος δε, κατά την γνώμην πάντων, ιερεύς της πόλεως, +ήτο ο παπά-Κυριάκος, όστις δεν ήτο «από μεγάλο τζάκι», είχε +μάλιστα και συγγένειαν μέ τινας των εξωμεριτών, και τους +κατεδέχετο. Ήτο ολίγον &τσάμης&, καθώς έλεγαν. Δεν έτρεφε +προλήψεις. Ηκούετο μάλιστα εδώ-εκεί, ότι ο ιερεύς ούτος είχε και +την συνήθειαν «ν' αποσώνη τα παιδιά» εις τους κόλπους των μητέρων, +των ενοριτισσών του. Αλλά τούτο το έλεγον οι αστείοι ή οι +φθονεροί, και μόνον οι ανόητοι το επίστευον. Ο εφημέριος ούτος, ως +οι πλείστοι του γνησίου ελληνικού κλήρου, πλην μικρού +ελευθεριασμού, ήτο κατά τα άλλα άμεμπτος. + +Τούτο ναι, αληθεύει, αλλ' οι έγγαμοι ιερείς, πενόμενοι και +δυσπραγούντες, επιτακτικήν έχοντες ανάγκην να θρέψωσι τα τέκνα +των, φαίνονται ως πλεονέκται, και καταντώσι να μη τρέφωσι πλέον +εμπιστοσύνην ουδ' εις αυτούς τους συλλειτουργούς των. Τούτο έπασχε +και ο παπά-Κυριάκος, όστις επεθύμει μεν να υπάγη να κάμη Ανάστασιν +εις τους χωρικούς, διότι ήτο ανοιχτόκαρδος και ήθελε να χαρή και +αυτός ολίγην Ανάστασιν και ολίγην άνοιξιν, αλλ' εδυσπίστει εις τον +συνεφημέριόν του, και έπειτα δεν ήθελε να αφήση την ενορίαν με ένα +μόνον ιερέα τοιαύτην ημέραν. Αλλ' αυτός ο παπά-Θεοδωρής ο +Σφοντύλας, ο συνεφημέριός του, τον παρεκίνησε να υπάγη, ειπών ότι +καλόν ήτο να μη χάσωσι και το εισόδημα των Καλυβιών, αινιττόμενος +ότι τα τε εκ του ενοριακού ναού έσοδα και τα της εξοχικής +παροικίας, αμφότερα εξ ίσου θα τα εμοιράζοντο. + +Τούτο δεν έπεισε τον παπά-Κυριάκον, τω ενέπνευσε μάλιστα πλείονας +υποψίας· αλλ' ότε ηρώτησε την γνώμην του συλλειτουργού του, ήτο +ήδη κατά τα εννέα δέκατα αποφασισμένος να υπάγη· έπειτα υπεχρέωσε +τον υιόν του Ζάχον, μορφάζοντα και μεμψιμοιρούντα, να παραμείνη εν +τω ενοριακώ ναώ κατάσκοπος εις το ιερόν βήμα, να παραλάβη το +μερίδιον των προσφορών και συλλειτουργικών, και μόνον μετά την +απόλυσιν της λειτουργίας, ότε θα ανέτελλεν ήδη η ημέρα, ν' ανέλθη +εις τα Καλύβια παρ' αυτώ. + +*** + +Η πούλια ήτο ήδη υψηλά, «τέσσαρες ώραις να φέξη», και ο μπάρμπ'- +Αναγνώστης, αφού εξύπνισε τον ιερέα κατασκευάσας πρόχειρον +σήμαντρον, εκ στερεού ξύλου καρυάς και πλήκτρον περιήρχετο τα +καλύβια θορυβωδώς κρούων όπως εξεγείρη τους χωρικούς. + +Εισήλθον εις το μικρόν εξωκκλήσιον του Αγ. Δημητρίου. Είς μετά τον +άλλον προσήρχοντο οι χωρικοί με τας χωρικάς των και με τα καλά των +ενδύματα. + +Ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν. + +Ο μπάρμπ'-Αναγνώστης ήρχισε να τα λέγη όλα απ' έξω, την +προκαταρκτικήν προσευχήν και τον Κανόνα, το &Κύματι θαλάσσης&. + +Ο παπά-Κυριάκος προέκυψεν εις τα βημόθυρα, ψάλλων το &Δεύτε λάβετε +φως&. + +Ήναψαν τας λαμπάδας κ' εξήλθον όλοι εις το ύπαιθρον ν' ακούσωσι +την Ανάστασιν. Γλυκείαν και κατανυκτικήν Ανάστασιν εν μέσω των +ανθούντων δένδρων υπό ελαφράς αύρας σειομένων ευωδών θάμνων, και +των λευκών ανθέων της αγραμπελιάς, «neige odorante du printemps». + +Ψαλέντος του &Χριστός ανέστη&, εισήλθον πάντες εις τον ναόν. Θα +ήσαν το πολύ εβδομήκοντα άνθρωποι, άνδρες, γυναίκες και παίδες. + +Ο μπάρμπ'-Αναγνώστης ήρχισε να ψάλλη τον Κανόνα του Πάσχα, ο δε +ιερεύς, άμα αντιψάλλων αυτώ εξ ανάγκης από του ιερού βήματος, +ητοιμάζετο «να πάρη καιρόν», και αφού τελέση τον ασπασμόν, να έμβη +εις την λειτουργίαν. + +Αλλά την στιγμήν εκείνην, εισήλθεν ή μάλλον εισώρμησεν εις το +ναΐδιον, ακολουθούμενος υπό δύο άλλων ομηλίκων του, δωδεκαέτης +περίπου παις, υψηλός ως προς την ηλικίαν του, ασθμαίνων και εν +εξάψει. Ήτο ο Ζάχος, ο υιός του παπά-Κυριάκου. + +Εισέβαλε πνευστιών εις το ιερόν βήμα και ήρχισε να ομιλή προς τον +ιερέα. Η φωνή του ηκούετο από του χορού, αλλ' αι λέξεις δεν +διεκρίνοντο. + +Ιδού τι έλεγεν εν τούτοις: + +—Παπά, παπά!... + +(Τα παπαδόπουλα εκάλουν συνήθως &παπά& τον πατέρα των). + +—Παπά, παπά!... ο παπά-Σφοντύλης... απ' την οξώπορτα... της +λειτουργιαίς... απ' τ' άι-βήμα η πεθερά του.... κ' η παπαδιά... +κουβαλούν... απ' την οξώπορτα... της λειτουργιαίς... τους είδα... +απ' την οξώπορτα... της λειτουργιαίς... απ' τ' άι-βήμα... κ' η +πεθερά του... κ' η παπαδιά... + +Μόνος ο παπά-Κυριάκος ήτο ικανός να βγάλη νόημα από τα ασυνάρτητα +ταύτα και ασθματικά του υιού του. Ιδού δε πώς εξήγησε τα λεγόμενα: +«Ο παπά-Θοδωρής, ο Σφοντύλης, ο σύντροφός του εις την ενορίαν, +έκλεπτε τας προσφοράς, μεταβιβάζων αυτάς διά της εξωθύρας του +ιερού βήματος εις χείρας της συζύγου και της πενθεράς του». + +Ίσως το πράγμα δεν θα ήτο τόσον αληθές όσον ο Ζάχος ήθελε να το +παραστήση. Διότι ούτος αγαπών ως όλοι οι νέοι την εξοχήν και την +διασκέδασιν, μετά δυσκολίας είχεν υπακούσει εις το πατρικόν +κέλευσμα, όπως μείνη εις την πόλιν, και αφορμήν θα εζήτει διά να +το στρήψη και μεταβή εις νυκτερινήν εκδρομήν εις τα Καλύβια, αφού +μάλιστα ευκόλως εύρισκε συνοδοιπόρους ομήλικας. + +Αλλ' ο παπά-Κυριάκος δεν εσυλλογίσθη τίποτε. Εξήφθη αμέσως, +ηγανάκτησε, δεν εκρατήθη. Ήμαρτεν. Αντί δε να καταφέρη σφοδρόν +ράπισμα κατά της παρειάς του υιού του, και να εξακολουθήση ήσυχος +το καθήκον του... απέβαλεν ευθύς το επιτραχήλιον και εξεδύθη το +φαιλόνιον, και διασχίσας τον ναόν εξήλθεν, αποφεύγων το βλέμμα της +πρεσβυτέρας του, ήτις τον έβλεπεν έντρομος. + +Αλλ' ο μπάρμπα-Μηλιός κάτι υπώπτευσεν εκ των κινημάτων τούτων, και +εξήλθε κατόπιν του. + +Εις πεντήκοντα δε βημάτων απόστασιν από του ναού, μεταξύ τριών +δένδρων και δύο φρακτών, ο επόμενος διάλογος συνήφθη: + +—Παπά, παπά, πού πας; + +—Θαρθώ βλογημένε, τώρα, αμέσως πίσω. + +Δεν είξευρε τι να είπη. Αλλά το βέβαιον είνε ότι είχεν απόφασιν να +καταβή εις την πόλιν και ζητήση λόγον δια την κλοπήν από τον +συνεφημέριόν του! Εις το βάθος δε της συνειδήσεώς του έλεγεν ότι +είχε καιρόν να επιστρέψη προ της ανατολής του ηλίου, και τελέση +την λειτουργίαν. + +—Πού πας; επέμενεν ο μπάρμπα-Μηλιός. + +—Ας διαβάζη ο μπάρμπ'-Αναγνώστης τας &Πράξεις& των Αποστόλων, κ' +έφθασα. + +Ελησμόνει ότι ο μπάρμπ'-Αναγνώστης δεν ηδύνατο ν' αναγνώση άλλα ή +όσα από στήθους εγνώριζεν. + +—Αφήνω και την παπαδιά μου, εδώ, βλογημένε, επανέλαβεν ο παπά- +Κυριάκος, αμηχανών τι να είπη· σας αφήνω την παπαδιά μου! + +Και λέγων έτρεχεν. + +Ο μπάρμπα-Μηλιός επανήλθε κατηφής εντός του ναού. + +—Καλά το έλεγα εγώ, εψιθύρισε. + +*** + +Μεγίστη απορία επεκράτει εν τω παρεκκλησίω. Οι χωρικοί εκύτταζον +ερωτηματικώς αλλήλους. Ψιθυρισμοί ηκούοντο. + +Αι γυναίκες ηρώτων την παπαδιά να είπη αυταίς τι τρέχει· αλλ' αύτη +ήτο η ολιγώτερον πάντων των άλλων γνωρίζουσα. + +Εν τούτοις ο ιερεύς έτρεχεν, έτρεχεν. Ο ψυχρός αήρ εδρόσισεν +ολίγον το μέτωπόν του. + +—Και πώς να θρέψω εγώ τόσα παιδιά, έλεγεν, οκτώ, με συμπάθειο, κ' +η παπαδιά εννηά, κ' εγώ δέκα! Ο ένας να σε κλέφτη απ' εδώ, κι' ο +άλλος απ' εκεί!... + +Πεντακόσια βήματα από του ναού, ο δρόμος εκατηφόριζε, και +κατήρχετό τις εις ωραίαν κοιλάδα. Είς νερόμυλος ευρίσκετο επί της +κλιτύος εκείνης, παρά την οδόν. + +Ακούσας ο ιερεύς τον ηδύν μορμυρισμόν του ρύακος, αισθανθείς επί +του προσώπου του την δρόσον, ελησμόνησεν ότι είχε να λειτουργήση +(πώς και πού να λειτουργήση;) και έκυψε να πίη ύδωρ. Αλλά το +χείλος του δεν είχε βραχή ακόμη, και αίφνης ενθυμήθη, ανένηψεν. + +—Εγώ έχω να λειτουργήσω, είπε, και πίνω νερό;... + +Και δεν έπιε. + +Τότε ήλθεν εις αίσθησιν. + +—Τι κάμνω εγώ, είπε, πού πάω; + +Και ποιήσας το σημείον του σταυρού: + +—Ήμαρτον, Κύριε, είπεν, ήμαρτον! μη με συνερισθής. + +Επανέλαβε δε: + +—Εάν εκείνος έκλεψεν, ο Θεός ας τον... συγχωρήση... κ' εκείνον κ' +εμέ. Εγώ πρέπει να κάμω το χρέος μου. + +Ησθάνθη δάκρυ βρέχον την παρειάν του. + +—Ω Κύριε, είπεν ολοψύχως, ήμαρτον, ήμαρτον! Συ παρεδόθης διά τας +αμαρτίας μας, και ημείς σε σταυρώνομεν κάθε μέρα. + +Και εστράφη προς τον ανήφορον, σπεύδων να επανέλθη εις το +παρεκκλήσιον, όπως λειτουργήση. + +—Και ήθελα να πιώ και νερό, είπε, δεν είμαι άξιος να λειτουργήσω. +Αλλά πώς να κάμω; Δεν πρέπει να μεταλάβω! Θα λειτουργήσω χωρίς +μετάληψιν, δεν είμαι άξιος!... «Δεύτε του καινού της αμπέλου +γεννήματος!...» Εγώ άξιος δεν είμαι! + +Και επέστρεψεν εις τον ναόν, όπου μετ' αγαλλιάσεως οι χωρικοί τον +είδον. + +Ετέλεσε την ιεράν μυσταγωγίαν, και μετέδωκεν εις τους πιστούς, +φροντίσας να καταλύση διά στόματος αυτών όλον το άγιον ποτήριον. +Αυτός δεν εκοινώνησεν, επιφυλαττόμενος να το είπη εις τον +πνευματικόν, και πρόθυμος να δεχθή τον κανόνα. + +*** + +Περί την μεσημβρίαν μετά την Β' Ανάστασιν, οι χωρικοί το +&έστρωσαν& υπό τας πλατάνους, παρά την δροσεράν πηγήν. + +Ως τάπητας είχον την χλόην και τα χαμολούλουδα, ως τράπεζαν +πτέριδας και κλάδους σχοίνων. + +Η δροσερά αύρα εκίνει μετά θρου τους κλώνας των δένδρων, και ο +Φταμηνίτης με την λύραν του αντέδιδε φθόγγους λιγυρούς. + +Η ωραία Ξανθή, η σύζυγος του Φταμηνίτου, εκάθητο μεταξύ της μητρός +της Μελάχρως, και της θειά Κρατήρως, της πενθεράς της, φροντίζουσα +να έχη εν μέρει τας παρειάς κεκαλυμμένας με την μανδήλαν, και να +βλέπη μάλλον προς τον κορμόν της γιγαντιαίας πλατάνου, όπως μη την +κυττάζωσιν οι άνδρες, και ζηλεύη ο σύζυγός της. + +Η αδελφή της, το Αθώ, δεκαπεντούτις κόρη άγαμος, άφροντις, ωραία +και αυτή, ποσάκις δεν την επείραζε λέγουσα: «Αρή, τι τον ήθελες, +αρή; Δεν τον έπαιρνα, να μου χαρίζανε τον ουρανό με τάστρα... +Καλλίτερα να γινόμουν καλόγρηα!» + +Το βέβαιον ήτο ότι ο Φταμηνίτης δεν διέπρεπεν ούτ' επί κάλλει ούτε +επί μεγέθει σώματος, αλλ' ανεπλήρου τας ελλείψεις ταύτας δι' +ευστροφίας σώματος και πνεύματος και διά φαιδρότητος και ευθυμίας. + +Ο παπά-Κυριάκος προήδρευε του συμποσίου, έχων απέναντί του την +παπαδιά, βραχύσωμον, στρογγυλοπρόσωπον, μελαχροινήν, αγαθωτάτην, +ήτις εν αθωότητι εξεκόλαπτε σχεδόν κατ' έτος εν παπαδόπουλον, +χωρίς να την μέλη ούτε διά παλληκαροβότανα, ούτε διά στρηφοβότανα, +περί α τυρβάζουσιν άλλαι γυναίκες. + +Δεξιόθεν του ιερέως εκάθητο ο μπάρμπα-Μηλιός, προεστώς άμα και +πρόθυμος θεράπων της κοινότητος, ηξεύρων να ψήνη ως ουδείς άλλος +το αρνί, λιανίζων μεθοδικότατα δι' όλους, και τρώγων άμα και +προπίνων. + +Εις τας προπόσεις μάλιστα δεν είχεν εφάμιλλον. Μετά την σύντομον +και τυπικήν του ιερέως πρόποσιν, εγερθείς ο μπάμπα-Μηλιός, κρατών +την τσότραν την επταόκαδον, ήρχισε να χαιρετίζη τους πάντας και +ένα έκαστον ως εξής: + + — Χριστός Ανέστη! αληθινός ο Κύριος! Ζη και βασιλεύει εις πάντας +τους αιώνας! + +Είτα μετά το προίμιον, εισήλθεν εις την ουσίαν: + + — Γεια μας! καλή γεια! διάφορο! καλή καρδιά! Παπά μ', να χαίρεσαι +το πετραχήλι σ'! Παπαδιά, να χαίρεσαι τον παπά σ' και τα παιδάκια +σ'! Ξάδερφε Θοδωρή! να ζήσης, να τσ' χαίρεσαι! Κουμπάρε Παναγιώτη! +όπως έτρεξες με το λάδ' να τρέξης και με το κλήμα! Συμπεθέρα +Κρατήρω! Να χαίρεσαι, μ' έναν καλόν γαμπρό! Ανηψιέ Γιώργη! Τίμια +στέφανα! 'στο γάμο σας να χαρούμε! Κουμπάρα Κυπαρισσού! με μια +καλή νύφη, να ζήσης, να χαρής! εβίβα όλοι! Τέ-περ-τε. Πάντα +χαρούμενοι! Στην υγειά σας! Συμπεθέρα Ξαθή! καλή λευθεριά! Στην +υγειά σας! Πάντα χαρούμενοι! Πάντα με το καλό! + +Και ανάλογος προς το πρόσωπον υπήρξεν η πόσις. + +Αλλά και ο Φταμηνίτης ηθέλησε να προπίη κατ' άλλον όμως στενώτερον +τρόπον· ηθέλησε να &βρη& την γυναίκα του, και ηνάγκασεν αυτήν ν' +απαντήση εις το πρόσωπον: + + — Μπρομ! + + — Πιέ κη δο μ'! + + — Με κρασί! + + — Καλώς τ'ν αγάπη μ' τη χρυσή! + +Και πιών αυτός, μετεβίβασε την τσότραν εις την ωραίαν Ξανθήν, ήτις +έβρεξε τα χείλη. + +Είτα ήρχισαν τα άσματα. Εν πρώτοις το &Χριστός ανέστη&, ύστερον τα +θύραθεν. Ο μπάρμπα-Μηλιός θελήσας να ψάλη και αυτός το &Χριστός +ανέστη&, το εγύριζε πότε εις τον αμανέ και πότε εις το κλέφτικο. + +Αλλ' ο ιδιορρυθμότερος πάντων των ψαλτών ήτο ο μπάρμπα-Κίτσος, +γηραιός χωροφύλαξ, χειμαρριώτης, παλαιός ταχτικός, λησμονημένος +από της βαυαρικής εποχής εν τη νήσω. Αμφέβαλλε και αυτός αν τον +είχαν περασμένον εις τα μητρώα, πότε του έστελναν μισθόν, πότε +όχι. Εφόρει χιτώνα με ανοικτάς θυρίδας, βραχείαν περισκελίδα μέχρι +του γόνατος και &τουζλούκια&. + +Ο δήμαρχος του τόπου (διότι υπήρχε φευ! και δήμαρχος) τον είχε +στείλει να κάμη Πάσχα εις τα Καλύβια, διά να φυλάξη δήθεν την +τάξιν, καίτοι ουδεμιάς φυλάξεως ήτο ανάγκη. Το βέβαιον είνε ότι +τον έστειλε να καλοπεράση πλησίον των ανοιχτοκάρδων εξωμεριτών, +οίτινες του ήρεσκον του μπάρμπα-Κίτσου, ας τους έλεγον και +«τσουπλακιαίς» ή «χαλκοδέραις». Εάν έμενεν εν τη πόλει, ο δήμαρχος +θα ήτο υπόχρεως να τον φιλεύση τον μπάρμπα-Κίτσον, καθώς τον είχαν +κακομάθει οι προκάτοχοι του, έλεγε, — να τον φιλεύση κουλούραν και +αυγά. Τι έθιμα!... + +Ο μπάρμπα-Κίτσος, αφού ησπάσθη τρις ή τετράκις την τσότραν, ήρχισε +να ψάλλη το &Χριστός ανέστη& κατ' ιδιάζοντα αυτώ τρόπον, ως εξής: + + Κ 'στό — μπρε — Κ 'στός ανέστη + εκ νεκρών &θανάτων&, + θάνατον &μπατήσας& + κ' &έντοις — έντοις& μνήμασι, + ζωήν &παμμακάριστε&! + +Και όμως, μεθ' όλην την ιδιορρυθμίαν ταύτην, ουδείς ποτε έψαλλε +ιερόν άσμα μετά πλείονος χριστιανικού αισθήματος και ενθουσιασμού, +εξαιρουμένου ίσως του γνωστού εν Αθήναις γηραιού και σεβασμίου +Κρητός, του ψάλλοντος το &Άλαλα τα χείλη των ασεβών& με την εξής +προσθήκην: «Άλαλα τα χείλη των ασεβών των μη προσκυνούντων, &οι +κερατάδες&! την εικόνα σου την σεπτήν....» + +Αληθείς ορθόδοξοι Έλληνες! + +*** + +Περί την δείλην είχεν αρχίσει ο χορός, χορός κλέφτικος (διότι αι +γυναίκες επεφυλάττοντο διά την Δευτέραν και την Τρίτην όπως +χορεύσωσι τον συρτόν και την &καμάρα&), και ο παπά-Κυριάκος, μετά +της παπαδιάς και του Ζάχου, όστις εγλύτωσε το ξύλο χάριν της +ημέρας (διότι ο πατήρ του είχε θυμώσει είτα κατ' αυτού, ως +γενομένου αιτίου της χασμωδίας εκείνης), αποχαιρετίσαντες την +συντροφιάν, κατήλθον εις την πολίχνην. + +Ο παπά-Κυριάκος έδωκε πλήρες εις τον συνεφημέριόν του το από της +εξοχής μερίδιον, και ούτε κατεδέχθη να κάμη λόγον περί της +υποτιθεμένης κλοπής. + +Εν τούτοις ο παπά-Θοδωρής οίκοθεν τω είπεν ότι το εκ της ενορίας +μερίδιόν του ευρίσκετο εν τη οικία αυτού, του παπά-Θοδωρή. Έκρινε +καλόν, είπε, να μετακομίση διά της εξωθύρας του αγίου βήματος +οίκαδε και τα δύο μερίδια, διά να μη βλέπουν τινές των άγαν +επιπολαίων και γλωσσαλγώσιν ότι οι ιερείς έχουν δήθεν πολλά +εισοδήματα. «Ο κόσμος ξιππάζεται, είπεν, άμα μας ιδή μια καλή μέρα +να πάρουμε τίποτε λειτουργιαίς, και δεν συλλογίζεται πόσαις +εβδομάδες και μήνες παρέρχονται άγονοι!» + +Εντεύθεν η παρανόησις του Ζάχου. + + + +B’ + + + +Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΒΑΠΤΙΣΤΙΚΗ + + + +Αν άλλη τις χρηστή γυνή είδέ ποτε καλά &νοικοκυριά& εις τας ημέρας +της, αναντιρρήτως είδε τοιαύτα και η θειά-Σοφούλα Κωνσταντινιά, +σεβασμία οικοδέσποινα εβδομηκονταετής, κάτοικος παραθαλασσίου +κώμης εις μίαν των νήσων του Αιγαίου. + +Την εκάλουν κοινώς Σαραντανού, και πολλοί υπέθετον ότι το επίθετον +τούτο τη απεδόθη, διότι δήθεν είχεν ίσον με σαράντα γυναικών +&νουν&, όπερ δεν ενομίζετο υπερβολή. Άλλοι όμως έλεγον, ότι η +λέξις εσχηματίσθη εκ του &Σαραντανοννού&, ήτοι νοννά με σαράντα +βαπτιστικούς. + +Το βέβαιον είνε, ότι, αν δεν είχε φθάσει εις τον αριθμόν τούτον, +δυο ή τρεις μονάδες της έλειπον και ήλπιζε προσεχώς να συμπληρώση +την τεσσαρακοντάδα. Ομολογητέον δε, ότι αυτή κατ' αρχάς είχε +βαπτίσει οικειοθελώς πέντε ή έξ νήπια των γειτόνων της, όσα και +πάσα άλλη καλή οικοκυρά βαπτίζει. Αλλ' όταν άπαξ εγνώσθη και +απεδείχθη, ότι είχε &καλό χέρι&, τότε όλαι αι γειτόνισσαι, +συγγενείς, παροσυγγενείς, κολλήγισαι ήρχισαν να την πολιορκούν. + +Είχε πάρει &καλό όνομα& ότι της &εζούσαν τα παιδιά&, όσα ανεδέχετο +εκ της κολυμβήθρας. Είνε δε τόσον σπουδαίον να ευρεθή νοννά «&να +της ζουν τα παιδιά&», όσον και ιερεύς «&να πιάνη το διάβασμά +του&». + +Η θειά-Σοφούλα όμως υπέφερε μετά χάριτος την αγγαρείαν ταύτην. +Είνε αληθές, ότι τα &φωτίκια& εις την εποχήν εκείνην, χιτών και +κουκούλιον μετά σταυρού, καθώς και τα &μαρτυριάτικα&, εαρινή βροχή +λεπτών και διλέπτων διά τους αγυιόπαιδας, εκόστιζαν εν όλω δέκα +γρόσια. + +Η θειά-Σοφούλα ωμοίαζε με την επιμελή ανθοκόμον, ήτις δεν αρκείται +να φυτεύη μόνον τα άνθη της, αλλά τα περιθάλπει και τα καταρδεύει. +Ηγάπα τα πνευματικά της τέκνα ως τέκνα της &εγκαρδιακά&, τα +εθώπευε, τα εφίλευε και τα επαιδαγώγει. + +Ο μπάρμπα-Κωνσταντής, ο πρώτος γρινιάρης του χωρίου, δεν +συνεμερίζετο την αδυναμίαν ταύτην της συζύγου του. + + — Α, μπράβο! φίλευέ τα τ' αναδεξίμια σου, μουρή!... εγόγγυζεν +εκάστοτε, οσάκις την έβλεπε μεριμνώσαν περί των αναδεκτών της· — +ηύρες κι' αλωνίζεις, μουρή!... + +Η θειά-Σοφούλα ολίγον ανησύχει περί της ιδιοτροπίας ταύτης του +συζύγου της, όστις ήτο αγαθός άνθρωπος εις τας καλάς του ώρας. + +Έπειτα ο μπάρμπα-Κωνσταντής σπανίως εφαίνετο εν τη πολίχνη. Αφότου +έπαυσε τα θαλάσσια ταξείδια, ησχολείτο αποκλειστικώς εις την +καλλιέργειαν των κτημάτων του. Κατά πάσαν πρωίαν ίππευεν επί του +ευρώστου ημιόνου του, ετρέπετο εις τους αγρούς και επανήρχετο μετά +την δύσιν του ηλίου. + +Κατ' εκείνον τον χρόνον, περί τα 184..., η θειά-Σοφούλα είχε +φθάσει εις το τριακοστόν ένατον βαπτιστικόν. Έν μόνον της έλειπε +διά να τα κάμη σαράντα προς ανάπαυσιν της συνειδήσεώς της. +Εβάπτιζεν αδιακρίτως άρρενα και θήλεα, αλλ' εφρόντιζε να δίδη +ακριβείς σημειώσεις εις τους ιερείς και πνευματικούς, διά να μη +τυχόν γείνη κανέν συνοικέσιον εις το μέλλον μεταξύ δύο ετεροφύλων +αναδεκτών και κολασθή η ψυχή της. + +Κατ' έτος, την Μεγάλην Πέμπτην, μεγίστη κίνησις εγίνετο εν τη +ευρυχώρω αυλή της οικίας. Η θειά-Σοφούλα &ανεσφουγγώνετο& μέχρις +αγκώνων και εζύμωνε μόνη της τας τριάκοντα εννέα αυγοκουλούραις +διά τους τοσούτους βαπτιστικούς της... Αλλά πλην των βαπτιστικών +υπήρχον και τα εγγόνια και τα δισέγγονα και ταύτα δεν ήσαν +ολιγάριθμα. + +Εν συνόλω εχρειάζετο εβδομήκοντα και πλέον κοκκώναις δηλ. παιδικάς +κουλούρας, διά τους βαπτιστικούς, διά τους εγγονούς και τα +δισέγγονα. Εις τον αριθμόν τούτον δεν συμπεριλαμβάνονται αι +μεγαλείτεραι κουλούραι, τας οποίας παρεσκεύαζε διά τας +συντεκνίσσας, διά τας ανεψιάς και δισεξαδέλφας της. + +Μέγας δε εβόμβει ο εσμός των αναδεκτών και δισεγγόνων περί τους +ανθώνας της αυλής κατ' εκείνην την ημέραν. Από της τρίτης ώρας του +δειλινού, καθ' ην ο μπάρμπα-Κωνσταντής εξηγείρετο του μεσημβρινού +ύπνου, με δριμείαν επικαθημένην της ρινός την χολήν, και εφόρει το +τσόχινον βρακίον του, επύργωνεν επί της κεφαλής μεγαλοπρεπές το +τυνησιακόν φέσι του, ελάμβανεν ως σκήπτρον την μεγάλην +ηλεκτρόστομον τσιμπούσαν του, ανήρτα από της οσφύος βαθύκολπον την +μεταξωτήν καπνοσακκούλαν και κατήρχετο εις το καφενείον να +εισπνεύση την θαλασσίαν αύραν, από της ώρας εκείνης η ευρεία και +τετράγωνος αυλή παρεδίδετο εξ εφόδου εις την λεηλασίαν των +βαπτιστικών και των δισεγγόνων. + +Μεγίστην ευτυχίαν και ανήκουστον ηδονήν ενόμιζον τότε τα παιδιά +της γειτονιάς, αν κατώρθωναν να παρεισδύσωσιν εις το προαύλιον της +θειά-Σοφούλας, όπερ εθεωρείτο ως μυθώδες τι. Πολλά αυτών +προέτεινον τας κεφαλάς διά των σχισμών της κλειστής αυλείου θύρας, +ήτις εμοχλεύετο έσωθεν υπό των ζηλοτύπων βαπτιστικών διά τους μη +έχοντας ένδυμα γάμου. Άλλα παιδία, τολμηρότερα, ανείρπον εις τον +θριγκόν του τοίχου της αυλής και εύρισκον τρόπον να εισπηδήσωσιν +εκείθεν εις τα ένδον. Αλλ' αλλοίμονον αν παρετηρούντο υπό των +άγρυπνων ευνοουμένων. Απεδιώκοντο με τσιμπήματα και με δοντιαίς, +ως ο κηφήν υπό των μελισσών. + +*** + +Την Μεγάλην Πέμπτην του έτους 185... όλοι οι αναδεκτοί ήσαν +συνηγμένοι εν τη αυλή της γραίας Σοφούλας. Ο πρεσβύτερος αυτών ήδη +νεανίας εικοσαετής, το δε νεώτερον ήτο κοράσιον τριετές εις ο η +νοννά είχε δώσει το όνομά της. Το βρέφος τούτο ήτο το +τεσσαρακοστόν πνευματικόν γέννημα της θειά-Σοφούλας. + +Είχε γεννηθή τέλος το από πολλού προσδοκώμενον τούτο συμπλήρωμα +του προωρισμένου αριθμού και ήτο το χαδευμένον της θειά-Σοφούλας. +Η νοννά έτρεφε φιλοδόξους σκοπούς ως προς το μέλλον του θυγατρίου +τούτου. Αλλά και αυτός ο μπάρμπα-Κωσταντής εξ όλων των αναδεκτών +μόνον το μικρόν τούτο ηνείχετο. Η στοργή όμως της θειά-Σοφούλας +προς αυτό έφθανε μέχρι παραφροσύνης. + +Την ημέραν εκείνην η θειά-Σοφούλα ήτο κλειστή εις το ισόγειον και +εζύμωνεν. Εκ των παιδίων τινά την επολιόρκουν έξωθεν της θύρας +παραμονεύοντα. Τα πλείστα όμως έπαιζον ταραχωδώς περί τον +υπερμεγέθη ληνόν, πλησίον του ελαιοτριβείου, το &κρυφτάκι&, και +άλλα εθορύβουν περί τας κιγκλίδας του κήπου και πλησίον του +φρέατος. + +Η μικρά Σοφούλα, ήτις ήτο μόλις τριετής, ως είπομεν, εξέπεμπε +χαρμοσύνους κραυγάς, εψέλλιζεν ως νεοσσός χελιδόνος και έτρεχε και +αυτή κατόπιν των άλλων παιδίων. Η νοννά της εζήτησε κατ' αρχάς να +την κρατήση πλησίον της, αλλ' η μικρά εστενοχωρήθη και απήτησε να +εξέλθη. + + — Να πάω κι' εγώ να παίξω, νοννά μου; + + — Τι να παίξης εσύ; + + — Το &κλεφτάκι&, νοννά μου! ετραύλισεν η μικρά. + + — Δεν παίζουν τα κορίτσια το κρυφτάκι, είπεν αυστηρώς η νοννά. + +Η μικρά δεν εμεμψιμοίρησε μεν, αλλ' εσκυθρώπασεν. Ιδούσα τούτο η +νοννά, έκραξε την Αθηνιώ, εικοσαετή την ηλικίαν δουλεύτραν της, +ήτις ήτο και αυτή μία των βαπτιστικών της, και τη ενεπιστεύθη την +μικράν, συστήσασα αυτή αυστηράν επαγρύπνησιν. + +Αλλ' η Αθηνιώ ελησμόνησεν άμα ακούσασα την σύστασιν της κυρίας +της, και επειδή εις τας πεζούλας εκάθηντο τέσσαρες ή πέντε +γειτόνισσαι, και γνωρίζομεν πόσον περισπούδαστος είνε η +συνδιάλεξις των αέργων γυναικών, εκάθησε πλησίον αυτών και άφησε +την μικράν Σοφούλαν να τρέχη. + +Δεν ήρκεσε τούτο, αλλά παραγγελθείσα υπό της κυρίας της να αντλήση +ύδωρ εκ του φρέατος, εγέμισε μεν την στάμναν, αλλά δεν εφρόντισε +να κλείση το στόμιον του φρέατος, όπως το εύρε κεκλεισμένον, το +άφησε δε ανοικτόν. Απροσεξία, εις ην ουδέποτε θα υπέπιπτεν η γραία +Σοφούλα ή άλλη φρόνιμος γυνή. Μη τις δε αμφιβάλη, ότι την σύστασιν +ταύτην η γραία έκαμε χιλιάκις εις την δουλεύτραν της, αλλ' η +Αθηνιώ δεν ήτο εξ εκείνων των γυναικών, αίτινες καθίστανται +προσεκτικαί. + +Εις την ακμήν της πλήρους ενδιαφέροντος συνδιαλέξεώς των, ήκουσαν +αίφνης αι εις την πεζούλαν καθήμεναι γυναίκες κρότον τινά, ως +πλατάγησιν σώματος πίπτοντος εις το ύδωρ, και συγχρόνως +πεπνιγμένην κραυγήν και μετ' αυτήν δευτέραν κραυγήν δυνατωτέραν. + +Αι γυναίκες ανωρθώθησαν αυτομάτως. + +Αλλά πριν αυταί κινηθώσιν, η θύρα του ισογείου ηνοίχθη μετά +κρότου, και η θειά-Σοφούλα έντρομος, ανυπόδητος, με ταις κάλτσαις +μόνον, γυμνώλενος, με τας χείρας ζυμαρωμένας, έτρεξε προς το φρέαρ +κράζουσα: + + — Το κορίτσι! το κορίτσι! + +Διά της εις την στοργήν ιδιαζούσης μαντείας, η θειά-Σοφούλα +ενόησεν αμέσως ότι η μικρά της βαπτιστική είχε πέσει εντός του +φρέατος. Και τωόντι δεν ηπατάτο. + +Ενώ έτρεχεν η Σοφούλα, ιδούσα το στόμιον του φρέατος ανοικτόν, +επλησίασε, προσεκολλήθη επί του χθαμαλού ξυλίνου φραγμού, είδεν +επί του ύδατος εικονιζομένην την αγγελικήν ξανθήν μορφήν της, +ήρχισε να τη προσμειδιά, έκυψεν υπερμέτρως, ωλίσθησεν επί της +στιλπνής ως εκ της συχνής προστριβής του σχοινιού σανίδος, και +έπεσε κατακέφαλα εντός του φρέατος. + +Αι άλλαι γυναίκες, και η Αθηνιώ μετ' αυτών, καθ' υπερβολήν +διαστέλλουσαι τους βραχίονας, έτρεξαν κατόπιν της θειά Σοφούλας. + + — Έναν κουβά! ένα γιουρδέλι! εκραύγαζεν έκφρων η γραία Σοφούλα. + + — Ένα τσιγκέλι! έκραξε και η Αθηνιώ μετ' αυτών &σκοτισμένη& (ως +να είχε πέσει δηλ. εις το φρέαρ το ιβάνιον, δι' ου αντλούσιν +ύδωρ). + + — Τα τσιγγέλια να σε τραβούν, σκύλλα! τη έκραξε με κεραυνοβόλον +βλέμμα η θειά-Σοφούλα. Μου έπνιξες το παιδί. + +Η γραία τω όντι δεν εβράδυνε να εννοήση, ότι το δυστύχημα ωφείλετο +εις την απροσεξίαν της δουλεύτρας της. + + — Να καταιβώ εγώ σ' το πηγάδι, νοννά, τη είπεν η Αθηνιώ. + +Επειδή εβράδυνε να φανή πουθενά &κουβάς&, διότι είνε γνωστόν πόσον +τα χάνουν οι άνθρωποι εις τας δεινάς περιστάσεις, και ενώ μία των +γυναικών έτρεχεν απ' εκεί, άλλη απ' εδώ και η μικρά εν τω μεταξύ +επνίγετο, η θειά-Σοφούλα επέτρεψεν εις την Αθηνιώ την χάριν +ταύτην. Είξευρε δε άλλως ότι εις τούτο, καθώς και εις πάσαν άλλην +εργασίαν εις τους άνδρας μάλλον αρμόζουσαν, ήτο επιτηδεία. + +Η Αθηνιώ λοιπόν εσήκωσε τα φουστάνια της υπεράνω του γόνατος, και +πατούσα εις τας γνωστάς αυτή εσοχάς του εσωτερικού λιθοκτίστου του +φρέατος, τας επίτηδες κατασκευαζομένας εις πάσαν ορυχήν φρέατος, +κατήλθε μέχρι της επιφανείας του ύδατος. + +Ουδαμού εφαίνετο η μικρά. + +Το βάθος του ύδατος ήτο τρις ίσον με ανάστημα ανδρός, και η Αθηνιώ +δεν ηδύνατο να προχωρήση κατωτέρω. + +Εν τω μεταξύ ευρέθη και ο κουβάς, και κατεβιβάσθη μέχρι των χειρών +της Αθηνιώς. Αύτη έλαβε το σχοινίον και ήρχισε να περιστρέφη το +ιβάνιον εντός του ύδατος. + +Η θειά-Σοφούλα ωλόλυζε και έσχιζε τας παρειάς της. Η καρδιά της +δεν ησθάνετο πλέον της ελπίδος την θαλπωρήν.... + +Τέλος το ιβάνιον προσέκοψεν εις σώμα τι ανερχόμενον. Η μικρά ανέβη +εις την επιφάνειαν, αλλ' ήτο ήδη πτώμα... + +Η κεφαλή της δεινώς μεμωλωπισμένη. Κατενεχθείσα σφοδρώς εις το +ύδωρ είχε κτυπήσει επί του λίθου, εζαλίσθη, κατέπιε πολύ νερόν, +και δεν ανήλθε ταχέως εις την επιφάνειαν... + +............................................................... + +Επί ζωής της δεν επαρηγορήθη η θειά-Σοφούλα διά το οικτρόν τούτο +ατύχημα. Ίσα ίσα η τελευταία βαπτιστική της!... + +Διετήρησε δε την προς την αθώαν νεκράν στοργήν της μέχρι ευσεβούς +προλήψεως. Ζήσασα επί ικανά έτη ακόμη, κατεσκεύαζεν ανελλιπώς κατ' +έτος τη Μ. Πέμπτη την κοκκώνα της ατυχούς μικράς και την Κυριακήν +του Πάσχα, άμα επέστρεφε το πρωί από της λειτουργίας της +Αναστάσεως, ήνοιγε τότε μόνον, το άχρηστον μείναν φρέαρ και +έρριπτεν εις το ύδωρ την &κοκκώναν& και τα &κόκκινα αυγά&, της +μικράς Σοφούλας της. + +Εβεβαίου δε η αγαθή γυνή, ότι ανεξήγητος ευωδία ανήρχετο τότε από +του ύδατος, ως θυμίαμα αθώας ψυχής αναβαίνον προς τον θεάνθρωπον +Πλάστην. + + + +Γ’ + + + +ΣΤΗΝ ΑΓΙ' ΑΝΑΣΤΑΣΑ + + + +Πέντε άνδρες είχον κατέλθει εις το Πρωί, μίαν Κυριακήν του Ιουλίου +του έτους 1875, και εκ των πέντε τούτων οι τρεις ήσαν αρχαιολόγοι +με δίοπτρα. Αλλ' εκ των τριών, ο πρώτος απεφαίνετο ότι το +σωζόμενον εκεί ερείπιον ήτο ναός ειδωλολατρικός, ο δεύτερος +ισχυρίζετο ότι ήτο χριστιανική εκκλησία, αν δεν ήτο βαλανείον +ρωμαϊκόν, και ο τρίτος επέμενεν ότι ήτο, το πολύ, αρχοντικόν +μέγαρον, ήτοι πύργος βενετικός, επικαλούμενος υπέρ της γνώμης του +και το όνομα Πρωί, όπερ έλεγε σχηματισθέν εκ του &Πυργί&, κατά +μετάθεσιν γραμμάτων. + +Του τελευταίου την γνώμην ησπάζετο απροκαλύπτως, μετέχων της +εκδρομής, και ο δημοδιδάσκαλος του χωρίου, όστις είχεν +ανεγνωρισμένην ειδικότητα εις την ετυμολογίαν, «το·&άιντε& είνε +απ' το &άγε δη&, το &αρή&, κλητικόν επιφώνημα των γυναικών του +τόπου, είνε απ' το &αρίστη&, το &βρε& είνε απ' το μώρε (μωρέ-μ'ρέ- +μβρε-μπρε) βρε ». Κ' εξετόξευε κεραυνούς αγανακτήσεως κατ' εκείνων +οίτινες ζητούσι τουρκικήν παραγωγήν διά τας λέξεις, ενώ είνε τόσον +εύκολον, έλεγε, ν' ανευρίσκωμεν παντού ρίζαν ελληνικήν. + +Ιδού πώς συνέβη το πράγμα. Ο δήμαρχος της πολίχνης, το δεύτερον +προ έτους εκλεχθείς, είχε φιλοτιμηθή να καλέση εστίασιν, επάνω, +εις τον Προφήτην Ηλίαν, τους τρεις αρχαιολόγους, μετ' αυτών δε καί +τινας άλλους φίλους του. Η συνοδεία είχεν ανέλθει επί οναρίων, από +της αυγής, τον μέγαν ανήφορον, εις εκατοντάδων τινών μέτρων ύψος, +όστις εφαίνετο εις τους αγαθούς νησιώτας τόσον υψηλός, όσον και ο +Κίσσαβος. + +Έφθασαν εις τον Άγιον Ηλίαν άμα τη ανατολή του ηλίου, και αφού +εδροσίσθησαν υπό την εξαίσιον φυλλάδα των μεγαλοπρεπών πλατάνων, +κ' έπιον ύδωρ εκ της αμφιλαφούς κρήνης, της προχεούσης εις όλην +την μαγευτικήν κοιλάδα τα διαυγή της νάματα, οι μεν άλλοι +εστρώθησαν υπό τας πλατάνους, και παρηκολούθουν με βλέμμα +θωπευτικόν το ολονέν ροδίζον αρνί εις την σούβλαν, περιμένοντες +όσον ούπω ν' απολαύσωσιν ως &προφταστήρια& το ορεκτικόν κοκορέτσι, +οι δε πέντε εκ της συνοδείας επέβησαν εκ νέου εις τα ονάριά των +και διευθύνθησαν εις το Πρωί. Ανέβησαν εις το ψήλωμα του βουνού, +εκείθεν εκατηφόρησαν δεξιά, διέτρεξαν την θέσιν την καλουμένην «τ' +Μανώλ' η σουφριά», και μετά πορείαν μιας ώρας έφθασαν εις το Πρωί. +Εστράφησαν δυτικώτερον προς τα αριστερά, οδεύοντες υπό σύσκιον +δρομίσκον υπό αδελφωμένας δρυς και πτελέας, και τέλος έφθασαν εις +το παλαιόν ερείπιον. + +Ο συνοδίτης των τριών αρχαιολόγων και του δημοδιδασκάλου, ο +πέμπτος, νεανίας εικοσαετής, είχε, κατά το φαινόμενον, το +αξιώτερον υποζύγιον υπέρ πάντας τους λοιπούς, υψηλόν όνον, +εύρωστον, πλατυκόκκαλον, και υποκοκκινίζοντα το αφρόν τρίχωμα. Και +όμως, αντί να τρέχη πρώτος, ήρχετο τελευταίος πάντων των +συνοδοιπόρων. Ο όνος εφαίνετο αναίσθητος εις όλους τους κτύπους +όσους του έδιδεν εις τα νώτα ο αναβάτης, με την ράβδον του πρώτον, +είτα με αυτό το σχοινίον του καπιστρίου. Εφαίνετο ότι δεν είχε +φάγει καλά το χόρτον του ή το άχυρόν του, ή ότι ήτο αποφασισμένος +να πεισμώση εκ παντός τρόπου τον αναβάτην. Όσον ούτος εκτύπα, +τόσον οκνότερος εγίνετο εκείνος. Ενίοτε εδοκίμαζε να τον ερεθίση +υπό την κοιλίαν διά των υποδημάτων του. Όλα εις μάτην. Και ήτο +θαύμα πώς κατώρθωσε να μη χάνη από τους οφθαλμούς τους πολλά +βήματα προπορευομένους αυτού τεσσάρας άνδρας, ων οι δύο είχον +ακολουθούντας και τους αγωγιάτας των. Ούτοι δ' έβλεπον αδιάφοροι +την βάσανον του τελευταίου αναβάτου, όστις άλλως δεν κατεδέχετο να +κράξη αυτούς εις βοήθειαν. Τέλος έφθασε και ούτος εις το μέρος, +όπου ήτο το σωζόμενον ερείπιον. + +Μετά την γενομένην επίσκεψιν και τας εικασίας, ας εξέφεραν οι +τρεις σοφοί περί του τι να ήτο και κατά ποίαν εποχήν να είχε +κτισθή το ερείπιον, οικτείραντες και τους αρμοδίους διατί να μη +διατάξωσι ν' ανασκαφή ο χώρος εκείνος, η μικρά συνοδεία +εξεκίνησεν, επιστρέφουσα προς συνάντησιν των λοιπών μελών της +εξοχικής εκδρομής. Αλλ' οι τρεις αρχαιολόγοι και ο δημοδιδάσκαλος +είχον φθάσει προ πολλού εις τον Άγιον Ηλίαν, και είχαν φάγει το +κοκορέτσι, και είχαν πίει ανά δύο μαστίχας, και ήδη μετέβησαν εις +το σπληνάντερον (ήτο ενδεκάτη ώρα προ της μεσημβρίας), ο δε +πέμπτος συνοδίτης, μείνας πολύ οπίσω, δεν είχε φανή ακόμη. Παρήλθε +δε μία ώρα, και είχαν στείλη τους δύο αγωγιάτας οπίσω, προς +αναζήτησίν του, όταν αίφνης τον βλέπουσι θριαμβευτικώς ελαύνοντα +επί του όνου του, όστις έτρεχεν ως ατμάμαξα την φοράν ταύτην, και +ερχόμενον όχι εκ δυσμών, απ' εκεί οπού τον επερίμεναν όλοι να +εμφανισθή, αλλ' εξ ανατολών, από το αντίθετον μέρος, ως να ήρχετο +δηλαδή από την πολίχνην. + +Ουδέν απιθανώτερον της απλής αληθείας. Όλη η συνοδεία τότε δεν +ήθελε να πεισθή ότι ο νέος εκείνος δεν το έκαμεν επίτηδες, διά να +τους εκπλήξη. Και όμως ιδού τι είχε συμβή. Ο εύρωστος όνος, +εννοήσας, φαίνεται, την αδυναμίαν του αναβάτου, το είχε παρακάμει +την φοράν ταύτην, αφού μάλιστα ήτο και ανήφορος εις την +επιστροφήν. Δεν ήθελεν απολύτως να βαδίση. Επήγαινε με βραδύτητα +χελώνης. Οι τέσσαρες λόγιοι είχαν προπορευθή τόσον, ώστε ο πέμπτος +συνοδίτης τους έχασε, και δεν τους έβλεπε πλέον ούτε τους ήκουε. +Πολύ δεν εβράδυνε να εννοήση ότι είχε χάσει τον δρόμον, και είχε +στραφή, αυτός ή ο όνος του, ανατολικώτερον, προς βαθύ ρεύμα, +υγρόν, σύδενδρον, σκιερόν, αναμέσον δυο υψηλών κορυφών. Εκεί +ανεγνώρισε το μέρος. Ήτο το «Κρύο Πηγάδι». + +Βαρυνθείς να κτυπά ανωφελώς τον όνον, με τους μηρούς αιμωδιώντας, +επέζευσε, και κρατών το καπίστρι με την αριστεράν, το ραβδίον με +την δεξιάν, εδοκίμασεν αν θα ηνάγκαζε τον όνον να βαδίση ελαύνων +όπισθεν. Εκεί, με το λεπτόν ραβδίον του, ρεμβός, χωρίς να το +σκεφθή, εκέντησε το ζώον υπό το σάγμα όπισθεν, εις τα νεφρά. Τότε +διά μιας ο όνος έλαβε τοιούτον απίστευτον δρόμον, ώστε ο νέος +εξαφνίσθη, και ολίγον έλειψε να του φύγη το καπίστρι από την +χείρα. Τότε λοιπόν ηύρε «τον σφιγμόν» του οναρίου. Επέβη εκ νέου, +και «πού σε σφάζ', πού σ' πονεί;» ήρχισε να κεντά, αλύπητα· το +ονάριον έτρεχεν ως βαποράκι. Αναγνωρίσας δε τον δρόμον, ο αναβάτης +εστράφη δεξιά, και εντός ολίγων λεπτών, από του ανατολικού μέρους, +έφθασε καλπάζων εις τον Προφήτην Ηλίαν· έφθασε δε ακριβώς την +στιγμήν καθ' ην ο Δημήτρης ο Μιχογιάννης περιτέχνως λίαν ελιάνιζε +το ψητό, κ' εστρώνετο υπό τα πελώρια δένδρα η από φτέραις και +φυλλάδες πλατάνου ευώδης τράπεζα. + +Αλλ' ο Δημήτρης ο Μιχογιάννης δεν ήξευρε μόνον να ψήνη εις την +σούβλαν και να λιανίζη το σφαχτό· ήξευρε να διηγήται και χρονικά +τινα εκ του βίου των ποιμένων και των αιπόλων κατά το πρωί, όπου +εγγύς είχεν ανατραφεί και αυτός. + +*** + +Ο Γιάννης ο Κούτρης, υψηλός, τεσσαρακοντούτης, άτριχος το +πρόσωπον, αρχίζων ήδη να ρυτιδούται, όμοιος με γρηάν, είχε +συλλάβει το έτος εκείνο (ήτοι προ δύο σχεδόν μηνών), διά το Πάσχα, +τολμηρόν σχέδιον. Οι ποιμένες των Καλυβιών, ολόκληρον συνοικίαν +αποτελούντες, εκκλησιάζοντο εις τον Άι-Γιώργη της Χ'στοδουλίτσας, +οι αιπόλοι των Καμπιών, της Μυγδαλιάς και του Κουρούπη, +ελειτουργούντο εις τον Άγιον Χαράλαμπον. Οι άμοιροι βοσκοί της +Κεχρεάς, τ' Άι-Κωνσταντίνου, Άι-Θανασιού, των Μποστανιών και άλλων +μερών, ήσαν σκόρπιοι «σαν του λαγού τα τέκνα». + +Ο Γιάννης ο Κούτρης, όστις επεκαλείτο και «Γιάννης η Γρηά», (1) +εζήλευε πολύ τον δεύτερον εξάδελφόν του, Γιάννην τον Λαδίκαν, +όστις έκαμνε τον επίτροπον εις τον Άι-Γιώργη της Χ'στοδουλίτσας, +και εις όλα τα εξωκκλήσια όπου ετελούντο πανηγύρεις, αρπάζων από +τα μανουάλια τα συνημμένα εις ογκώδεις δέσμας ημίκαυστα κηρία, +πατών αυτά με τα τσαρούχια του διά να τα σβύση, κάτω εις τας +πλάκας του εδάφους του ναού, προφασιζόμενος ότι ήτο φόβος μη +λαμπαδιάσουν, αν τα άφηνε ν' αποκαώσι. Ο ίδιος προέτεινε κ' +έκτακτον δίσκον, περιερχόμενος τας τάξεις των πανηγυριστών, +συλλέγων εράνους «για να φτιαστούν η εκκλησιαίς». «Ήταν τάχα, Θεός +να μας σχωρέση, και παστρικά τα χέρια του;» + +Όλα ταύτα εκίνουν την αντιζηλίαν του Γιάννη του Κούτρη. Από την +καθαράν εβδομάδα του είχεν έλθη η ιδέα, και καθ' όλην την +τεσσαρακοστήν την επώαζεν. Εμελέτα ν' αποσπάση από το εκκλησίασμα +του Αγ. Χαραλάμπους τον Γιώργη τον Τρυγολόγο, με την φαμήλιαν του, +τους Μιχαλογιανναίους, πατέρα και υιόν, και τους Μαυροδημαίους, +τεσσάρας αδελφούς με τας γυναίκας, και τα τέκνα των, όπως τους +σύρη προς το Πρωί, εις το κατάμερον το ιδικόν του, κ' εκεί μετά +των υπαρχόντων τριών ή τεσσάρων άλλων αιπόλων, να καλέσωσιν ιερέα, +όπως εορτάσωσι κατ' ιδίαν το Πάσχα. + +*** + +Όσον δυνατός και αν ήτο εις την ετυμολογίαν ο διδάσκαλος, περί ου +εμνήσθημεν εν αρχή, έν πράγμα παραδόξως ελησμόνει, ότι το ερείπιον +εκαλείτο υπό του λαού Αγία Αναστασία. Ανατολικόν ήτο το σωζόμενον +τμήμα του τοίχου, καμπύλον προς τα έξω και φυσικά το εξελάμβανέ +τις ως χιβάδα του ιερού βήματος βυζαντινού ναού. Μόνον ότι ήτο εκ +λίθων μεγάλων, όγκων μαρμάρου οθωνείου σχήματος, λευκών, ομαλώς +ειργασμένων, και κατά τα άλλα ωμοίαζε με τα λείψανα των πελασγικών +τειχών. Το τειχίον τούτο, υψηλόν ως ανάστημα ανδρός, ίστατο όρθιον +ακόμη. Άλλα λείψανα του κτιρίου δεν εφαίνοντο, και δυσκόλως +ηδύνατό τις να εικάση το σχήμα, το μέγεθος και τον προορισμόν της +οικοδομής. Εν τοσούτω εκαλείτο Αγία Αναστασία. + +Έσωθεν του μικρού τείχους δεν εφαίνετο θυσιαστήριον. Δεν υπήρχεν +ίχνος επιχρίσματος ή τοιχογραφίας ή άλλο γνώρισμα. Αλλ' εντεύθεν, +ίσως, προ οκτώ ή δέκα αιώνων, ν' ανεπέμπετο εις τον θρόνον του +χριστιανικού Θεού ο καπνός του θυμιάματος, και ίσως να προσεφέρετο +επί βωμού μη σωζομένου, η λογική και άχραντος θυσία, &κατά την +τάξιν Μελχισεδέκ&, όστις ιερεύς ων του Θεού του Υψίστου « +εξήνεγκεν άρτους και οίνον», ως λέγει η Γραφή. + +Αγία Αναστασιά εκαλείτο. Ίσως το πάλαι να ήτο ναός της Κόρης της +εξ Άδου ή της Εκάτης της φαρμακίδος, και οι χριστιανοί, οι φυσικοί +κληρονόμοι της θανούσης ειδωλολατρείας, τον εβάπτισαν +μετονομάσαντες ναόν της φαρμακολατρίας, κατ' αντίφρασιν, ή της +Ρωμαίας, απλώς κατά σχέσιν ετυμολογικήν. Και ο παπ' Αγγελής, ον +είχε παρακαλέσει ο Γιάννης ο Κούτρης να υπάγη να τους λειτουργήση +την ημέραν του Πάσχα, ηγνόει εις ποτέραν των δύο ομωνύμων ήτο +καθιερωμένος το πάλαι ο ναός. Διότι υπάρχουσι δύο Άγιαι +Αναστασίαι, η Ρωμαία και η φαρμακολύτρια. + +Αλλά μη βλέπων θυσιαστήριον ούτε κανδήλας ούτε εικόνας, και μη +γνωρίζων υπαίθριον λειτουργίαν (τόλμημα το οποίον θα του εφαίνετο +ως απλή εις την ειδωλολατρείαν επάνοδος), εζήτησε δι' αφελούς +σοφίσματος να πείση τους αξέστους αιπόλους, ότι το καλλίτερον θα +ήτο να υπάγουν να λειτουργήσωσιν εις την Αγίαν Άνναν, μικρόν +απέχουσαν. «Κ' η Αγία Άννα, είπεν, είνε μισή Αγία Αναστασία». Αλλ' +ο Γιάννης ο Κούτρης, πονηρός σπανός, του απήντησεν ότι αυτοί «δεν +ήθελαν να κάμουν μισή Ανάστασι, αλλ' Ανάστασι σωστή». + +Οι αιπόλοι εφρόνουν ότι η Αγία Αναστασία είνε αυτή η Ανάστασις. +Και βεβαίως δεν ηδύναντο να είνε ευμαθέστεροι του γέροντος εκείνου +ιερέως, όστις, ερωτηθείς προ χρόνων αν η Αγία Κυριακή ή η +Μεταμόρφωσις είνε μεγαλειτέρα, απήντησεν αδιστάκτως ότι «η Αγία +Κυριακή είνε μεγαλείτερη, διότι εορτάζεται καθ' εβδομάδα, ενώ η +Μεταμόρφωσις μόνον μια φορά τον χρόνον είνε ». Και μήπως πλείστοι +ακόμη και σήμερον δεν νομίζουν ότι ο περίκλυτος ναός της του Θεού +Σοφίας είνε εις τιμήν της μεγαλομάρτυρος Αγίας της ΙΖ' +Σεπτεμβρίου; + +*** + +Ο Γιάννης η γρηά δεν ήθελε μόνον να εορτάση με τους συννομείς του +χωριστά την Ανάστασιν, εις το κατάμερόν του, αλλ' επεθύμει και να +τελεσθή η Ανάστασις αύτη όχι εις άλλην εκκλησίαν, αλλ' ωρισμένως +εις την Άγι' Αναστασά. Αφού το πάλαι ήτο εκκλησία, αφού ο χώρος +ήτο καθιερωμένος εις λατρείαν Χριστού, διατί τάχα να μη +λειτουργήται; Μάτην ο παπ' Αγγελής εξώδευεν όλην την ολίγην +μάθησίν του και την έμφυτον λογικήν του διά να τον πείση ότι +εζήτει παράλογα. Ο αιπόλος έμεινεν αμετάπειστος. + + — Πώς θα λειτουργήσω, βλοημένε, 'σε ξεσκέπαστο μέρος; του έλεγεν +ο ιερεύς. Είδες ποτέ σου λειτουργία αποκάτ' απ' ταστέρια; + + — Και μήγαρις η Ανάστασι δεν ψάλλεται παντού στο ξεσκέπαστο; +αντέλεγεν ο βοσκός· έχουν, ας πούμε, εκκλησιαίς καλοχτισμέναις, με +πλάκες και με κεραμίδια, και βγαίνουν, κατάλαβες, απ' την εκκλησιά +όξου για να κάμουν Ανάστασι· κ' ημείς που δεν έχουμ' εκκλησιά, ας +πούμε, δεν μπορούμε, κατάλαβες, να κάμουμ' Ανάστασι 'ς ένα +ξεσκέπαστο μέρος, που ήταν μια φορά κ' έναν καιρό, κατά πώς λένε, +εκκλησία; + +Ο ιερεύς τον εκύτταξεν εν αμηχανία προς στιγμήν, είτα το βλέμμα +του εφωτίσθη, ως να του ήλθεν ιδέα, και είπε. + + — Κάμνουν Ανάστασι όξου απ' της εκκλησιαίς, ναι· μα +λειτουργία;... πώς θα λειτουργήσουμε; + + — Απάνου στα μάρμαρα, πού ήταν μια τ' άι-δήμα, ας πούμε. + + — Μα δεν είνε Αγία Τράπεζα εγκαινισμένη. + + — Τον παλαιό καιρό, που την είχαν κτίσει, κατάλαβες, δεν ήταν +συγκαινιασμένη; + + — Το πηδάλιο λέει, όταν βεβηλωθή μία εκκλησία, να μη +λειτουργιέται, αν δεν ξανακτισθή κ' εγκαινιασθή πάλι. + +Επί τέλους ο παπ' Αγγελής ίσως θα τον έπειθε να μεταβώσιν εις την +Αγ. Άνναν, ήτις δεν απείχε πολύ, και ήτο κι' αυτή, κατά δεύτερον +λόγον, &γειτόνισσά του&, όπως εκαυχάτο ο αιπόλος λέγων ότι την +Αγία Αναστασία «την είχε γειτόνισσα». Αλλ' ο αγαθός ιερεύς δεν +έπειθεν ο ίδιος τον εαυτόν του ότι ηδύνατο ακατακρίτως να +λειτουργήση και εις την Αγίαν Άνναν. + +Ο ναΐσκος ούτος είχε την στέγην του· το θυσιαστήριον, εισέχον +έγκιστον εις τον τοίχον, και η Πρόθεσις, εκαλύπτοντο από δύο +σπιθαμάς χώματος και λίθων, πεσόντων από του ύψους της χιβάδος, το +εικονοστάσιον ήτο ορθόν ακόμη, αλλ' αι θυρίδες του έχασκον έρημοι +εικόνων, και τα δύο παράθυρα του βορείου και του νοτίου τοίχου +έφεγγον και αυτά άφρακτα, και ο άνεμος εβόιζεν εισπνέων δι' αυτών +και εκπνέων. Ωμοίαζε με γραίαν νωδήν, με τας κόγχας κενάς ομμάτων, +με τα ώτα βομβούντα από ήχους φαιδρών φωνών παιδίων, χλευαζόντων +σκληρώς την αδυναμίαν της. Δεν υπήρχεν ούτε κανδήλιον ευσεβώς +αναφθέν εκ ταξίματος ευλαβούς προσκυνητρίας, ούτε μανουάλιον +διαχέον παρήγορον φως εις τας ημαυρωμένας μορφάς των +ηκρωτηριασμένων εις τους τοίχους ολίγων αγίων, εις το παρεκκλήσιον +το αφιερωμένον ποτέ εις το γενέσιον της Θεοτόκου, το οποίον +εκαλείτο συνήθως Παναγίτσα, υπ' άλλων δε Αγία Άννα. Αλλ' ο παπ' +Αγγελής εδίσταζεν αν, και με αλλαχόθεν δανειζομένας εικόνας, και +με αναρτώμενα προχείρως κανδήλια, επετρέπετο να τελέση λειτουργίαν +εκεί. + +Τέλος ο ιερεύς εύρε μέσον τινά όρον, και τον ανεκοίνωσεν εις τον +Γιάννην τον Κούτρην. + + — Ας ήναι, μπορούμε να κάμωμε Ανάστασι στην Αγία Αναστασιά, είπε, +και αμέσως παίρνετε όλοι τα πράγματά σας, και της λαμπάδες σας +αναμμέναις, και πηγαίνομεν κάτου στην Παναγία Δομάν, και σας +λειτουργώ εκεί. + + — Στην Παναγιά την Δομά;... μα είνε μακρυά. + + — Ως πόσο;... Σε μισή ώρα φθάνουμε. + + — Είνε, νάχω τ'ν ευκή σ', παπά, παραπάνω από μια ώρα. + + — Δεν θα είνε παραπάν' από τρία τέταρτα. Όλ' η νύχτα δική μας +είνε. Έχουμε καιρό να φθάσουμε. + +Ο Γιάννης ο Κούτρης υπεχώρησε, μη έχων άλλως να πράξη. + +Ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν εις το ύπαιθρον, φορέσας μαύρον +επιτραχήλι, και ήρχισε ν' αναγινώσκη την παννυχίδα, και το &Κύματι +θαλάσσης& όλα διαβαστά. Είτα ανάψας εντός του θυμιατού +μοσχολίβανον, εθυμίασε τους παρεστώτας όλους, και ποιήσας +απόλυσιν, έβγαλε το μαύρον επιτραχήλι, εφόρεσεν άλλο ιόχρουν +μεταξωτόν και λευκόν φαιλόνιον (όλα αυτά τα εξήγαγεν από το +δισάκκιον το περικλείον τα ιερά του), και ανάψας λαμπάδα, στραφείς +προς τον λαόν, ήρχισε να ψάλη μελωδικώς το &Δεύτε λάβετε φως&, +μεθ' ο έψαλε, &Την Ανάστασίν σου Χριστέ σωτήρ&. Και αφού ήναψαν +τας λαμπάδας όλοι, αναγνούς το Ευαγγέλιον, και δοξάσας την αγίαν +Τριάδα, ήρχισε μεγάλη και βροντώδει τη φωνή να ψάλη το &Χριστός +ανέστη&, αντιψάλλοντος και του υιού του, παιδιού δωδεκαετούς, +όστις τον είχε συνοδεύσει ως συλλειτουργός εις την εκδρομήν. + +Ωραία και γλυκεία ήτο η σκηνή εντός του ερειπίου εκείνου, του +μεγαλομαρμάρου και επιβλητικού εις την όψιν, αγλαϊζομένου από το +τρέμον, υπό την πνοήν της αύρας της νυκτερινής, φως πεντήκοντα +λαμπάδων, σκηνή φωτεινή και σκιερά, διαυγής και μυστηριώδης, εν +μέσω γιγαντιαίων δρυών υψουσών υπερηφάνους τους εις διαδήματα +κορυφουμένους κραταιούς κλώνους, με τα φρίσσοντα φύλλα μαρμαίροντα +ως χρυσαί φολίδες υπό την λαμπηδόνα των πυρσών, με σκιάς και +σκοτεινά κενά εν μέσω των κλάδων, όπου εφαντάζετό τις ελλοχεύοντα +αόρατα πνεύματα, υπάρξαντα πάλαι ποτέ Δρυάδες εύσωμοι και +Ορεστιάδες ραδιναί, ελευθέρως ανάσσουσαι ανά τους πυκνούς +δρυμώνας, και σήμερον μεταμορφωθείσαι εις νυκτερινά τελώνια, και +μη τολμώσαι να προβάλωσιν εις το φως των αναστασίμων λαμπάδων· +αναθαρρήσασαι προς καιρόν εκ της φυγαδεύσεως του χριστιανικού Θεού +από του καλλιμαρμάρου ιδρύματος, και τώρα μετά θάμβους βλέπουσαι +την αναζωπύρησιν των πασχαλίων πυρσών και οσφραινόμεναι την οσμήν +του χριστιανικού μοσχολιβάνου εις τα βάθη του δρυμώνος. + +*** + +Ενώ ο ιερεύς έλεγεν ομαλή τη φωνή τα ειρηνικά, και ηύχετο υπέρ της +ευσταθείας των εκκλησιών, ευφορίας των καρπών της γης, κτλ. +όπισθεν του πρώτου πελωρίου κορμού της χιλιετούς δρυός, ον τρεις +άνδρες συνάπτοντες τας οργυιάς, μόλις ηδύναντο ν' αγκαλιάσωσιν, +ηκούετο βραχύς διάλογος, οίος ο εξής, μεταξύ τριών ή τεσσάρων +αιπόλων, ων ο πρώτος, Γιάννης ο Κούτρης, έλυεν απαντών τας απορίας +των άλλων. + + — Ντουγρού, ντουγρού; + + — Ταμάιμα. + + — Μονοκοπανιά; + + — Τα ίσα, ζέρ; + + — Σ'μ Παναϊά τ' Ντομάν; + + — Ντούρμα, παπάς έτσ' είπε. + + — Του ρέμμα-ρέμμα; + + — Δε-δε-πάμι; + + — Δε πάμι, ζερ! + +Αλλ' ο διάλογος ούτος διεκόπη υπό της φωνής του ιερέως, όστις εν +τω μεταξύ απεδύθη τα άμφια, κ' έκραξεν εις το ποίμνιόν του. + +«Είστ' έτοιμοι; πάμε!» Δύο των αιπόλων έσπευσαν να φορτώσωσι τα +ιερά, ως και τα καλάθια των ποιμενίδων τα περικλείοντα εορτάσιμά +τινα εφόδια, εις πέντε ή έξ ονάρια, ο ιερεύς επέβη εις το έβδομον, +και οι άλλοι πεζοί, οι μεν κρατούντες τας λαμπάδας των αναμμένας, +με την αριστεράν, προσπαθούντες, με την δεξιάν, να σκεπάσωσι την +λαμπήν από της πνοής της απογείου αύρας, οι δε ανάψαντες μικρά +φαναράκια, χρήσιμα εις τους αιπόλους διά τους νυκτερινούς +επαυλισμούς και τους αμολγούς των αιγών των, εξεκίνησαν +κατερχόμενοι προς βορράν, είτα εστράφησαν ανατολικώτερον, +βαίνοντες διά κακοτοπιάς εφ' ης δεν θ' αντείχον άλλοι πόδες παρά +τους ιδικούς των, ελαφρά πατούντες με τα τσαρούχια τα περιβάλλοντα +τους ευκινήτους πόδας των, βιάζοντες τα γαϊδουράκια να τρέχωσι, +σύροντες μάλλον αυτά εις τον δρόμον, τοποθετούμενοι εξ αριστερών +ως έμψυχα δίκρανα, προς υποστήριξιν των φορτωμένων υποζυγίων εις +τα κρημνωδέστερα μέρη. Δύο ή τρεις αυτών, με τας κάπας των, +ήρχοντο τελευταίοι, μετά συριγμών και ακατανοήτων μονοσυλλάβων, +άγοντες τα αιπόλιά των, με τα μικρά ερίφια διά χαριεστάτων +σκιρτημάτων τρέχοντα παρά τας μητέρας των, βελάζοντα ερωτηματικώς, +εις α αι αίγες απήντων αορίστως, μη έχουσαι πώς να εξηγήσωσι την +ασυνήθη νυκτοπορίαν. + +Η σελήνη είχεν ανατείλει προ του μεσονυκτίου, και ο δίσκος της +υπέρυθρος ολίγον, εφαίνετο όπισθεν των κορυφών υψηλών δένδρων, +πότε εκρύπτετο, κατά τους ελιγμούς της πορείας, όπισθεν του +βουνού. Και οι θάμνοι εσείοντο πανταχού όθεν διέβαινεν η πομπή, +και τα έντομα εξεγείροντο παράωρα εκ του ύπνου των, καί τινα +μυιγάρια εξορμώντα επέτων φαιδρώς περί τας ανημμένας λαμπάδας, +υποβοΐζοντα, καίοντα τας μικύλας πτέρυγάς των ή καταστρέφοντα μετά +τελευταίου βόμβου την εφήμερον ύπαρξίν των εις την πρόσψαυσιν της +φλογός. + +Τα νυκτοπούλια έφευγον φοβισμένα από σχοίνον εις κόμμαρον, από +αιμασιάν εις δένδρον, προσθέτοντα τον ελαφρόν θρουν των πτερύγων +των εις το αβρόν εναρμόνιον φύσημα της αύρας της ορθρίας. Και η +αγραμπελιά η χιονανθής, η λευκάζουσα και μυροβολούσα εις τους +φράκτας, λευχείμων μυροφόρος εορτάζουσα την Ανάστασιν, και ο +κισσός και το αγιόκλημα, πλόκαμοι της Ανοίξεως εξαπλούσης την +μυροβόλον κόμην της ανά τους αγρούς, διέχυνον ζωηροτέραν εν τη +νυκτί την ευωδίαν των εις τον αέρα. Και η αργυρά αμμόκονις των +άστρων ωλιγόστευεν επάνω, καθ' όσον υψούτο η σελήνη, και η αηδών +ηκούετο μινυρίζουσα βαθειά εις τον μυχόν του δάσους, και ο γκιώνης +μη δυνάμενος να διαγωνισθή προς την λιγυράν αδελφήν του, έπαυσε +προς καιρόν το θρηνώδες άσμα του. + +*** + +Είχαν κατέλθει ήδη πολύ βαθειά, κάτω εις το ρεύμα, και αντικρύ +των, έβλεπον μακράν το πέλαγος, κυανήν οθόνην, αμυδρώς +επαργυρουμένην από τας ακτίνας της σελήνης. Ηκούσθη δε μετ' ολίγον +βαθύς παφλασμός ως χειμάρρου καταφερομένου μετά δούπου από των +βράχων, κρότος συνεχής, ισχυρός, μονότονος. Ήτο το ρεύμα της +Παναγίας της Δομάν, από των υδάτων του οποίου είκοσι νερόμυλοι +υδρεύοντο το πάλαι και πολλαί εκατοντάδες στρέμματα κήπων με +κλιμακωτάς αιμασιάς επιαίνοντο από το δροσερόν νάμα του. Εκεί +αντικρύ, προέκυπτεν επ' άκρας της θαλάσσης το παλαιόν φρούριον, το +οποίον ήτό ποτε κατοικία ανθρώπων, πριν γείνη γλαυκών φωλεά και +λάρων ορμητήριον. Εις το ακένωτον ρεύμα της Παναγίας της Δομάν +ωφείλετο η ευδοκίμησις πάσης φυτείας και πάσης βλαστήσεως κατά +τους παλαιούς εκείνους χρόνους. + +Ήτο ήδη ως δύο μετά τα μεσάνυκτα, όταν ο παπ' Αγγελής και οι +αιπόλοι του έφθασαν εις την Παναγίαν της Δομάν. Το μικρόν +εξωκκλήσιον ήτο κτισμένον υπό συστάδα πελωρίων δένδρων, +περίβαλλόμενον γραφικώς υπ' αυτών, σκεπαζόμενον φιλοστόργως από +τους κλώνους των. Ο ναΐσκος ήτο πενιχρός, αλλά διετηρείτο και ήτο +λειτουργήσιμος. Ήτο δε εν των ολίγων ναϊδίων όσα εσώζοντο όρθια +από της παλαιάς εποχής. Γείτονες αυτού, χαμηλότερα προς την +θάλασσαν, ήσαν το πάλαι, εντός της κοιλάδος της συνεχομένης μεταξύ +δύο ακτών, πάμπολλοι ναΐσκοι, έως τέσσαρες δωδεκάδες. Οι πλείστοι +ήσαν σήμερον ερείπια. Η Παναγία της Δομάν, απλή αναπαράστασις της +Ζωοδόχου Πηγής του Βυζαντίου και περιβαλλομένη ως με στέφανον από +τον αειθαλή κόσμον των πελωρίων δένδρων της, ίστατο ακόμη ορθή, κ' +εφαίνετο λέγουσα προς τους αδελφούς της, όσοι είχαν γονατίσει, +καταβληθέντες από τον κάματον της διά τόσων αιώνων πορείας· +«Παρηγορηθήτε, σας αντιπροσωπεύω εγώ!» + +Η ευσεβής τάσις του λαού, ζητούντος, διά του πολλαπλασιασμού των +εξωκκλησίων ανά τα όρη και τας κοιλάδας, να παρηγορηθή διά την +στέρησιν των τόσων το πάλαι ιερών και βωμών του, λησμονούντος τους +παλαιούς θεούς του χάριν των νέων αγίων του, κατίσχυσε της +αυστηροτέρας και δογματικωτέρας θεωρίας, καθ' ην απηγορεύοντο εις +τους Χριστιανούς οι αγροτικοί ναοί. Ακριβέστεροι δέ τινες ερμηνείς +του γράμματος, ιερομόναχοι και ασκητικοί άνδρες, ηρνούντο και να +λειτουργούσιν εις εξωκκλήσια. + +Αλλά το αίσθημα είνε ανώτερον της θεωρίας, και ο λαός, δουλεύων, +τυραννούμενος, πενόμενος, αγροδίαιτος, διασπειρόμενος κατά κώμας +και χωρία, μη έχων πόρους να κτίση μεγάλας και λαμπράς εκκλησίας, +έκτιζε πολλάς και πενιχράς. Ο δε Σωτήρ, συγκαταβατικώτερος των +επισήμων επί γης διερμηνευτών του, «μνημονεύων των επί γης +διατριβών», καθώς είπεν ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ενθυμούμενος +την πενιχράν προσφοράν της χήρας, εδέχετο και του πένητος λαού του +τον ευσεβή φόρον, καθώς εδέχθη εκείνης τα δύο λεπτά. + +*** + +Εν ριπή οφθαλμού εφωταγωγήθη το παρεκκλήσιον, και αι ποιμενίδες +ήναψαν πάμπολλα κηρία εις τα δύο μανουάλια, και ανάψασαι πυρ εις +το υπήνεμον έξω της θύρας στήσασαι μεγάλην χύτραν, παρεσκεύαζον +την σούπαν. Δύο εξ αυτών νεόνυμφοι εφόρεσαν τα κόκκινα φουστάνια +των, και τα βαβουκλιά των με τα κεντητά προμάνικα και τα +τ'λουπάνιά των τα λευκά. Και ο ιερεύς, λαβών καιρόν, εφόρεσεν όλην +την ιερατικήν του στολήν, και ο υιός του, ο συλλειτουργός έψαλλε +τον κανόνα. + +Ο Γιάννης ο Κούτρης, πραγματοποιήσας το όνειρόν του, του να +παρίσταται εις την εκκλησίαν ως επίτροπος, επεστάτει εις το άναμμα +και σβύσιμον των κηρίων, πατών αυτά, ενίοτε με το τσαρούχι του, +μιμούμενος τον εξάδελφόν του τον Γιάννην τον Λαδίκαν, και όστις +ίστατο δεξιόθεν εις τον χορόν ως προεστώς με τόσην σοβαρότητα, +ώστε βλέπων τις αυτόν θα τον ενόμιζε ψάλτην, εξ ιδιοτροπίας +σιωπώντα. Την στιγμήν δ' εκείνην εισελθούσα εις τον ναΐσκον η +δωδεκαέτις κόρη του, το Κουμπώ, ισταμένη τέως έξω παρά τον +παραστάτην, επιστατούσα εις το κάγχασμα της χύτρας, του λέγει εις +το ους. + + — Αφέντ', έρχουντη κόσμους. + + — Ποιοι και ποιοι; είπεν εξαφνισθείς ο Κούτρης. + + — Έρχοντη ο Δημητράκης τσ' Κότσηνας, μαζύ με τη γυναίκα τ' +Απ'μηνιώ, και ο Γιάννης τσ' Κ'σττάλους κι' ο μπάρμπα-Γιώργης... + + — Ποιος μπάρμπα-Γιώργης; + + — Ο Γιώργης τ' Παναϊώτ'. + +Ως κεραυνός έπεσε το όνομα τούτο εις την ακοήν του Γιάννη του +Κούτρη. + + — Ο Γιώργης τ' Παναϊώτ'! επανέλαβε μηχανικώς, κ' εξηκολούθησεν, +ερωτών την θυγατέρα του, ως εάν είξευρεν αύτη. + + — Τι δεν κάμανε Ανάστασ' στουν Άι-Χαράλαμπον; + +Διότι ηπόρει πώς εξέπεσε προς τα εδώ, ο Γιώργης τ' Παναϊώτ'. Αυτός +έκαμνεν αυτοδικαίως τον προεστόν εις τον Άγιον Χαράλαμπον, τι να +συνέβη τάχα, και διατί δεν επήγεν εις τον ναόν του Αγίου; Μήπως +του αφήρεσαν το προεστ'λίκι απ' εκεί; + +Αυτός, ο Γιάννης ο Κούτρης, διατί ίσα-ίσα έβαλε τα δυνατά του, +αποφασίσας να κάμη εφέτος χωριστήν Ανάστασιν με τους γείτονάς του, +εις το κατάμερον το ιδικόν του; Διά ν' απαλλαχθή από το φορτικόν +θέαμα του δευτέρου εξαδέλφου του, του Γιάννη Λαδίκα, εις τον Άι- +Γιώργη της Χ'στοδουλίτσας, ή αυτού του Γιώργη τ' Παναγιώτ', εις +τον Άι-Χαράλαμπον, οίτινες έκαμαν και οι δύο τον προεστόν και τον +επίτροπον, εκάτερος εις το κατάμερόν του, ανάπτοντες και σβύνοντες +τα κηρία, ψιθυρίζοντες επιδεικτικώς εις το ους του ιερέως παρά την +βορείαν θύραν του ιερού βήματος, περιφέροντες ελευθέρως δίσκον, με +την επωδόν «Το λάδι της εκκλησίας, χριστιανοί!» και κάμνοντες +«κ'μάντο, 'σε ούλα τα πάντα», εντός κ' εκτός του ναού. Και τώρα, +αφού κατώρθωσε να ψαλή η Ανάστασις εις την Αγία Αναστασία, εις το +ύπαιθρον, αφού απέσπασε τόσους βοσκούς από τα κατάμερα τα άλλα, +αφού τους εκουβάλησε μεσάνυχτα, από την Αγία Αναστασία εις την +Παναγίαν Δομάν, με τας γυναίκας των, με τα παιδιά των, με τα +κοπάδια των, με τα κατσικάκια βελάζοντα σπαρακτικώς περί τας +αίγας, έμμελλε πάλιν να καταδικασθή να υποστή την πρωτοκαθεδρίαν +αυτού του Γιώργη τ' Παναγιώτ', ως γεροντοτέρου, ως έχοντος τάχα +δικαιώματα. Ποία δικαιώματα; + +Ας έβγαζε ταις μπολλέτταις του να ταις διαβάσουν! Κ' οι δύο, τάχα, +ας πούμε, γράμματα δεν ήξευραν, αλλ' ήτον ο παπ' Αγγελής εκεί, ν' +άχουμε την ευχή του, πού θα ταις εδιάβαζε... Η δουλειά του ήτον να +διαβάζη — Αλλ' όχι! δεν παρεχώρει τα πρωτεία. Θα έκαμνε πως δεν +τον είδε, και θα εκύταζε, &ντου-γρού, προς το άγιον βήμα, χωρίς να +στραφή επί στιγμήν προς δυσμάς, ωσάν θεοφοβούμενος πού ήτον, ν' +ακούση μετά προσοχής την λειτουργίαν του. Ήτο εν τω δικαίω του, +ευρίσκετο εις το κατάμερόν του... Αλλ' ενταύθα ο Γιάννης ο Κούτρης +επάγωσεν, ο παλμός εσταμάτησε προς στιγμήν. Δεν ευρίσκετο εις το +κατάμερόν του! Τουναντίον, είχε πατήσει τα σύνορα, είχε μεταβή εις +ξένον κατάμερον... Α! κι' αυτός ο παπ' Αγγελής, που επέμενε μη +θέλων να λειτουργήση εις την Αγ. Αναστασά... Εκεί, +αδιαφιλονεικήτως, ο Κούτρης θα ήτο εις το κατάμερόν του. Αλλ' εδώ +εις την Παναγίαν την Δομάν ευρίσκετο ακριβώς εις το κατάμερον του +Αγίου Χαραλάμπους, εις την δικαιοδοσίαν τ' Γιώργη τ' Παναγιώτ'! + +Τι να κάμη; Και αυτός «ο Γιώργης τ' Παναϊώτ'», κατάλαβες, δεν ήτον +κανείς τυχαίος, εξήσκει ισχύν και γοητείαν επί το πλήθος των +αιγοβοσκών και των ποιμένων. Και ιδού, εισήλθεν ήδη εις το +παρεκκλήσιον. Ήτο υψηλός, εύσωμος, ωραίος ανήρ, με εύγραμμον το +πρόσωπον και με κανονικούς χαρακτήρας. Ήτο ως εξήντα ετών, αλλά +μόλις ήρχιζαν, εις την πλουσίαν μέλαιναν κόμην του, τρίχες τινές +να λευκάζωσιν εδώ κ' εκεί. Είχε φθάσει την πρώτην εν αρχή του +αιώνος εξέγερσιν, την του 1808. Είχεν ομιλήσει με τον Σταθάν, είχε +προσφέρει με τας ιδίας του χείρας κοκορέτσι εις τον Βλαχάβαν, είχε +στρατευθή υπό τον Νικοτσάραν. Και όλον το ήθος του, η όψις του οι +τρόποι του, αι κινήσεις του, και τώρα ακόμη μετά σαράντα έτη, καθ' +ην στιγμήν εισήρχετο εις τον ναΐσκον, εφαίνετο ότι ήτο εις νεύματα +και χειρονομίας μετάφρασις ή μιμική παράστασις του παλαιού +διστίχου: + + Στο Σκιάθο και στο Σκόπελο ποτέ κατής δεν κρένει, + γιατί ην, λιμέρι του Σταθά, βίγλα του Νικοτσάρα. + +Ο Κούτρης, αισθανθείς αυτόν ότι εισήρχετο, διιδών τον &διακαμόν& +του εισερχόμενον εις τον ναΐσκον, με όλην του την απόφασιν ην είχε +να μη στραφή να τον ίδη, έστρεψεν ακουσίως την κεφαλήν, και τα +βλέμματά των συνηντήθησαν. Ο Γιώργης τ' Παναγιώτ', αφού ησπάσθη +τας εικόνας, ήλθε κ' εστάθη όπισθεν του Κούτρη, όστις δεν ηδύνατο +πλέον να προσποιηθή ότι δεν τον είδεν. Άλλως ο Γιώργης τ' +Παναγιώτ' δεν του έδωσε καιρόν να σκεφθή, διότι κύψας εις το ους +του ήρχισε με πονηρόν μειδίαμα να του λέγη. + + — Μ' πήρες απ' του κατάμερου του Γιώργη του Τρυουλόου, μ' πήρες +κη τσ' Μιχουγιανναίοι, πατέρα κη γυιό, μ' πήρες κη τσ' τέσσιρις +Μαυρουδ'μαίοι, κι' απουμείναμι λιουστοί στουν άι-Χαράλαμπου. Υ +παπάς ο άιχαραλαμπίτ'ς λείπ', ξέρ'ς, είνε στουν Κουτκιά μέσα, στα +χουριά. Υ παπάς απ' μ Παναϊά, κάτου στη χώρα, δε θέλησε ναρθή, +γιατ' είμαστε λίοι, κη δε μαζουνώμαστε πουλλοί, για να βγάλη τουν +κόπου τ', ας πούμε. Υ παπάς απ' τουν Άι-Γιάννη τσ' Τρεις Ιεράρχοι, +ο άλλους είνε φημέριους, γιατί τουν παπ' Αγγελή, πούταν απ' όξου, +μας τούνε 'πήρις. Κουντέψαμι ν' απουμείνουμι αλειτρούητοι, τέτοια +μέρα, γιατί δε ξέραμι 'σαί ποιά εκκλησιά θελά-πάτι ν' αναστήσητε. +Τότις κ' εγώ είπα, ας σ'κουθώ να πάου πίσου, ζ' Κιχριά, μπέλες κη +τσ' βρω π'θηνά, ση κανένα ξουκκλήσ', κη πηρνώντας απ' ν Δουμάν, σα +ξαγναντήσου του Κάστρου, θα καταλάβου, μαθέ, σα διώ π'θηνά φέξου, +ανισώς κ' είνε 'σεί κανένα ρημουκκλήσ' τ' Καστριού κι' +ανασταίνουνε. Μα δεν ώλπιζα, αλήθεια, πως θελά-ρθήτε τ' Δουμάν, +μες το κατάμερό μ'! + +Εκ της εξηγήσεως ταύτης ενόησεν, ολίγον αργά, ο Γιάννης ο Κούτρης, +ότι με όλα τα σχέδιά του και τας ενεργείας του, όσον μακρύτερα +έφευγε τον Γιώργη τ' Παναγιώτ' και την προεστωσύνην του, τόσον +σιμότερα επήγαινε και εις αυτόν και εις το κατάμερόν του. Διότι +δεν αρκεί να φεύγη τις, πρέπει και να μη καταδιώκεται, ή +τουλάχιστον να ηξεύρη προς ποίον μέρος να κατευθυνθή. + +Δεν είχεν ή να του παραχωρήση τα πρωτεία, κ' εκείνος άλλως του τα +επήρε, πριν ούτος του τα παραχωρήση. + +*** + +Περί το λυκαυγές, έληξεν η λειτουργία, και ο ουρανός πορφυρίζων +εκεί προς ανατολάς έσμιγε με την θάλασσαν κυανήν απλουμένην κάτω, +η δε σελήνη ωχρίασε και τα ολίγα άστρα ανά έν έσβυναν τρέμοντα εις +τον αιθέρα. Και η Ηώς ανέτειλε με όλην την πορφυράν αίγλην +καλλωπίζουσα με γλυκύ ερύθημα βουνά, κοιλάδας και δάση. Εφάνη δε +τότε, αποβαλούσα την μυστηριώδη της νυκτός περιβολήν, εν όλη τη +καλλονή της, η μαγευτική θέσις της Παναγίας Δομάν. Δεξιά το +υψηλόν, βραχώδες και τεμνόμενον από ευθαλείς χαράδρας βουνόν το +απολήγον εις την κρημνώδη ακτήν του Κουρούα. Αριστερά λόφοι +κοιλάδες, και δάση γραφικώς εναλλάσσονται εις το βλέμμα. Αντικρύ ο +γυμνός και άγριον μεγαλείον αποπνέων βράχος του Κάστρου, με τα δύο +προ αυτού πετρώδη νησίδια, και πέραν πέλαγος αχανές, φωσφορίζον +εις τας πρώτας ακτίνας του υποφώσκοντος ηλίου. + +Εις το βάθος δε του ορίζοντος, προς βορράν η Χαλκιδική με τους +τρεις λαγμούς της, υπέρ ους εξέχει ως βαθμίς κεραυνωθείσης +τιτανείου κλίμακος προς ανάβασιν εις τον ουρανόν, ο λευκόφαιος +κώνος του Άθω με την κορυφήν εις τα σύννεφα, προς δυσμάς το Πήλιον +με τας αναριθμήτους κοιλάδας του και με τη θεσπεσίαν του βλάστην, +και πέραν αυτού η κορυφή του Κισσάβου, ως κεφαλή εμπηγμένη επί +κορμού ξένου. Και το ρεύμα της Παναγίας Δομάν δεν κατεφέρετο πλέον +ως πριν μετά βαθέος παφλασμού εις την βραχώδη κοιλάδα, αλλ' άμα τη +ανατολή της ημέρας το νερόν έρρεε μορμυρίζον μαλακώς κυλιόμενον +επάνω εις τα βρύα και εις τα αγριοσέλινα, διότι εξύπνησαν της +ημέρας οι πολλοί και προσφιλείς κρότοι. + +Τέλος εφάνη του ηλίου η πρώτη ακτίς, και ανέθορεν από της θαλάσσης +μία πυρίνη παμφαής γραμμή του πανεκλάμπρου φωστήρος. Και την ιδίαν +στιγμήν ηκούσθη πρώτη μεγάλη κ' επιβλητική φωνή, ο κλαγγασμός του +αετού, χαιρετίσαντος την ανατολήν του ηλίου επάνω εις το βουνόν, +από της αφθάστου και απατήτου επί των απορρώγων βράχων καλιάς του. +Και δευτέρα χαιρετιστήριος φωνή ηκούσθη ο κακκαβισμός του ιέρακος, +ο κρωγμός του ιέρακος επάνω εις το βουνόν, εις μίαν υψηλήν +χαράδραν του ιλιγγιώδους βουνού του Κουρούπη, εκεί επάνω. Και +τρίτη φωνή κλιμακηδόν εχαιρέτισε το παμφαές άστρον της ημέρας, ο +τιτυβισμός της πέρδικος και της τριγόνος εις το μεσοϋψές της +κοιλάδος. + +Και τελευταία αμέσως εχαιρέτισε διά του μινυρισμού της την +ανατολήν του ηλίου η γλυκεία χελιδών, η επανευρούσα κ' εφέτος την +φωλεάν της άθικτον εις τα ιερά σκηνώματα, εις τον οίκον του +Κυρίου, ως και εις τα καλύβια των χωρικών, και εις τας οικίας των +αγαθών ανδρών της πόλεως. Και ακροτελεύτιοι δειλοί μινυρισμοί +ηκούσθησαν των μικρών στρουθίων επί των θάμνων, ων το έν μόλις +υποψελλίζον, ίστατο αποφασιστικώς προσκολλημένον με τους λεπτούς +πόδας του επί του κλαδίου, ενώ το άλλο, ψάλλον προς αυτό τον έρωτά +του, επέτα ολόγυρά του, ίστατο προς στιγμήν επί του κλαδίου, ώρμα +προς αυτό, το εφίλει, το παρεκάλει, κελαδούν, εκλιπαρούν και πάλιν +κελαδούν. + +Τότε και τα κατσικάκια, αισθανθέντα το θάλπος της ημέρας, ήρχισαν +τα σκιρτήματά των, ευφραινόμενα εις την επαφήν του χόρτου, +προσπαίζοντα περί τας μητέρας των, υποβάλλοντα το μικκύλον ρύγχος +εις τον μαστόν — και δεν ήξευρον, ότι η λεπίς του σφαγέως έστιλβε +και αυτή προς τον ανατέλλοντα ήλιον. + +*** + +Εκεί, υπό τα υψηλά δένδρα των οποίων οι κλώνοι με βόμβυκας και με +θυσσάνους τριχοειδών φύλλων κοσμούμενοι, εσείοντο υπό της πρωινής +αύρας, άνω του ρεύματος, του κυλίοντος μετά ψιθύρου το διαυγές +νάμα του κάτω εις την κοιλάδα, εκάθησαν ηδονικώς όλοι οι βοσκοί με +τας ποιμενίδας και τας βοσκοπούλας των, στρώσαντες αφθόνους +πτέρεις και παχείας φυλλάδας, και ήρχισαν να διαμελίζωσι τα +ευωδιάζοντα επί της σούβλας αρνία και τα ερίφια. + +Έφαγον και ηυφράνθησαν όλοι και αφού ο παπ' Αγγελής ευλόγησεν, ως +έδει, την φλάσκαν, την μετεβίβασε, μεγάλην, υπόχλωρον ακόμη, δι' +ερυθράς δερματίνης λωρίδος κρατουμένην, κλώζουσαν και φυσώσαν +ακαταλήπτους ήχους ένδοθεν, εις χείρας του εκ δεξιών του καθημένου +προεστώτος της ομάδος, του Γεώργη τ' Παναγιώτ', όστις εγερθείς, +προσηγόρευσε διά μακρών την ομήγυριν. + + — Κ'στός ανέστ'· βρε παιδιά! Αληθ'νός ου Κύριους! Ζη κη +βασιλεύει! — Γεια μας! καλή γεια! διάφουρου! καλή καρδιά! καλή +γερουσύνη, όλοι μας! Χρόνους πολλούς! Κη τ' χρόν' νάμαστε καλά. +Καλή χρονιά σας! Πολλά τα έτ'! Παπά μ'! να χαίρηση το πετραχήλι +σ'! + +Είτα, στραφείς προς τον Κούτρην. + + — Γιάννη, πάντα καλώς να σας βρίσκου! + +Ίσως η φράσις αύτη ήτο υπαινιγμός προς τα προηγούμενα συμβάντα. +Αλλ' ο Κούτρης απήντησε μεθ' ετοιμότητος. + + — Κη πάντα καλώς ναρχήση, μπάρμπα-Γιώργη! + +Ο πάπ' Αγγελής δεν ηδυνήθη να μη γελάση, και οι άλλοι τον +εμιμήθησαν. Ο Γιώργης τ' Παναγιώτ' μετεβίβασε την φλάσκαν εις τον +αντικρύ του καθήμενον, τον Κούτρην, και ούτος έπιε χαιρετίσας διά +βραχέων. Μετά την τρίτην δε περίοδον της φλάσκας, ουδεμίαν πλέον +ησθάνετο αντιπάθειαν προς τον Γεώργην, αλλ' ηδελφώθησαν όλοι των. +Και ο Γιώργης τ' Παναγιώτ' εις ον αι πολεμικαί αναμνήσεις +επανήρχοντο εναργέστεραι μετά το γεύμα, ήρχισε να διηγήται εις την +ομήγυριν τον ηρωικόν θάνατον του Νικοτσάρα. + +«Τρία καράβια ήτανε, στα νερά της Κασσάνδρας με τα φουσσάτα του +Νικοτσάρα και του Σταθά. Του Σταθά το καράβι ήτον ολόμαυρο, +μαύραις η πάνταις, μαύρα τα ξάρτια, μαύρα τα πανιά· το είχε +τάξιμο, να μην τ' ασπρίση, πριν εμβή νικητής μέσα στη Σαλονίκη. +Όλη μέρα ήταν μπονάτσα καραντί, τα τρία καράβια δεν μπορούσαν ούτε +μπρος να παν, ούτε πίσου να γυρίσουν για ν' αράξουνε. Η αρμάδα η +τουρκική ηύρε το ρέμμα της θάλασσας, και το ρέμμα-ρέμμα, δω τους +είχε, κει τους είχε, τους έφτασε απ' το πλάι. + +«Ως τόσο οι καπεταναίοι οι δυο τους αντρειώθησαν. Ήταν παλλικάρια, +που δεν πιστεύω να εστάθησαν άλλοι, τους εγνώρισα εγώ πολύ καλά. Ο +καπετάν Σταθάς μου εχάρισε ένα μαμί κεχριμπαρένιο να φουμάρω το +τσιμπ'κάκι μου, για να τον θυμώμαι καμμιά φορά· κι' ο καπετάν +Νικοτσάρας, μια φορά που του έδωκα κοκορέτσι, με τα ίδια μου τα +χέρια φτιασμένο, του άρεσε τόσο, που πολλούς μήνες ύστερα όπου μ' +εύρισκε, μώλεγε: «Τι έχουμε ωρέ Γιώργη, δεν έχεις τίποτε +κοκορέτσι;» «Όρεξι νάχης, καπετάνε μου, τώλεγα εγώ· θέλεις να σου +φτιάσω;» Και τρεις φοραίς εθυσίασα τρία πρόβατα, μόνο και μόνο για +να του φτιάσω κοκορέτσι. Ύστερα, σαν εβγήκανε να πάνε κατά την +Κασσάνδρα, οι άλλοι σύντροφοί τους, γιατί ήτανε πολλά καράβια, μ' +εφτά καπεταναίους πολεμάρχους, έλειπαν, είχαν μιλημένα να παν +ύστερα να τους βρούνε. Και την ημέρα που τους έφτασε η αρμάδα με +το τούρκικο τ' ασκέρι ήταν μοναχοί ο Νικοτσάρας κι' ο Σταθάς. + +Σαν τους έρριξαν οι τούρκοι τρεις κανονιαίς, άναψε το τουφέκι, κι' +άρχισε το τόπη να σαλεύη, το καράβι του Νικοτσάρα επιάστηκε με την +τούρκικη φεργάδα ξάρτια με ξάρτια, σαν δυο κακαίς γειτόνισσαις που +μαλώνουν, και πιάνονται μαλλιά με μαλλιά: Μα ο Νικοτσάρας με τον +μπαλτά του έσπασε τους γάντζους κ' έκοψε τα μπαστούνια του +Τούρκου, κ' εγλύτωσε το καράβι του απ' τα δόντια του θεριού. Μα +την τελευταία στιγμή, εκεί που νικούσαν οι δικοί μας, και το +μπουλούκι το ρωμαίικο εφώναξε βρίζοντας την πίστι των Τούρκων, ένα +βόλι του ήρθε του Νικοτσάρα, κ' εχώθηκε στην κοιλιά του, και τον +ελάβωσε βαθειά. Μα το παλλικάρι το καλό, είνε παλλικάρι και στο +θάνατό του. «Μ' έφαγαν τα σκυλιά», είπε μια, και σφίγγοντας τα +δόντια, βαστώντας με το χέρι τα σωθικά του, που εχυνόντανε απ' την +κοιλιά, βαστώντας με τα δόντια την ψυχή του, που του έφευγε απ' το +στόμα, επρόφτασε κ' είπε· «Συντρόφια! πιάστε με και καθίστε με +απάνω εκεί στα σκοινιά, κι' ακουμπήστέ με απάνω στο κατάρτι.... +για να μην το καταλάβουν τα σκυλιά πως με σκότωσαν και πάρουν +θάρρος.... για να μην το μάθουν κ' οι δικοί μας και δειλιάσουνε». + +Καθώς τους είπε, το κάμανε, και τον ακούμπησαν μισαποθαμένον στο +κατάρτι.... κ' οι Τούρκοι βλέποντας απ' αντίκρυ, ετρόμαζαν κ' +ελέγανε. «Τσάρας ρεΐζ! Τσάρας ρεΐζ!» Ο καπετάνιος ο Τσάρας! ο +καπετάνιος ο Τσάρας! Κ' οι δικοί μας, απ' τ' άλλα τα καράβια, δεν +το πήραν μυρουδιά κ' εστάθησαν ανδρειωμένοι, κ' έδιωξαν την +τούρκικη αρμάδα. Κι' όταν η αρμάδα έγεινε άφαντη, τότε το έμαθαν, +κ' εγύρισαν πίσου στο νησί μας, για να θάψουν το Νικοτσάρα, που +πέθανε κρατώντας με τα χέρια τ' άντερά του για να μη χυθούν, με τα +δόντια την ψυχή του διά να μη φύγη. Κ' ήρθαν και τον έθαψαν, κάτου +στο Λεχούνι, κοντά στην άμμο, στο γιαλό, και τότες του βγάλανε και +τραγούδι. + + ...Κ' εκείνος που φοβέριζε και όλοι τον ετρέμαν, + επήγαν και τον θάψανε στου Λεχουνιού το ρέμμα. + +Τοιαύτα τινά, αλλά με πολλάς τροπάς φωνηέντων και συγκοπάς +συλλαβών διηγήθη, ως είχεν εξ ακοής, ο μπάρμπα-Γεώργης τ' +Παναγιώτ' και μετά βαθέως στεναγμού κατέστρεψε τον λόγον. Και οι +αιπόλοι τον ήκουον μετά θαυμασμού, και ο παπ' Αγγελής, ακούων μετά +συντόνου προσοχής, ησθάνθη δάκρυ υγραίνον την παρειάν του. + +*** + +Αλλ' ο Γιάννης ο Κούτρης, ως διά να παρηγορήση τον μπάρμπα- +Γεώργην, καθ' ου δεν εμνησικάκει πλέον, διότι του επήρε τα +πρωτεία, ηγέρθη και λύσας το ονάριον του, το οποίον έβοσκεν ησύχως +εις το λιβάδιον, ήρχισε να κάμνη κάτι παιγνίδια ιδικά του. +Συγχρόνως δε ο υιός του ο Θοδωρής, δεκαπεντούτης, ως διά να +συνοδεύση με μουσικήν τους αγώνας του πατρός του, έλαβε το +σουραύλι του, και ήρχισε να συρίζη απλούν και μονότονον ήχον. + +Εν τω μεταξύ ο Γιάννης ο Κούτρης είχεν αναβή επί του όνου υποβαλών +σάγισμα αντί σέλλας και βαίνων αργά, δήθεν μετά σοβαρότητος, +επέβαλλεν εις το ζώον να κάμνη κάτι βηματισμούς, κατά μίμησιν και +παρωδίαν των πολεμικών ίππων. Και ο Γιάννης ο Κούτρης πότε ίστατο +γονατιστός επί του σαγίσματος, πότε υπτιάζετο επί της ράχεως του +ζώου, πότε εκρατείτο εκ της χαίτης με τον ένα πόδα επάνω, με τον +άλλον κάτω εις την γην, πότε εχάνετο υπό την κοιλίαν του ζώου, +πότε έπιπτε από κεφαλής μέχρι γονάτων μεταξύ των τεσσάρων ποδών +του όνου, κ' ενώ έλεγες ότι τώρα έπεσε, και ότι ο όνος θα τον +πατήση, αίφνης, εν ριπή οφθαλμού ευρίσκετο πάλιν επί της ράχεως +του ζώου. Τοιούτους τινάς μιμικούς αγώνας ήξευρε να εκτελή ο +Γιάννης ο Κούτρης. Τίποτε περισσότερον δεν εχρειάζετο διά να +καγχάζη επί πολλήν ώραν εν ευθυμία η ομήγυρις όλη. + +*** + +Τέλος ο Γιάννης ο Κούτρης αφήκε τον όνον του ήσυχον, και ο +μπάρμπα-Γεώργης τ' Παναγιώτ' ως διά να ευχαριστήση τον μιμικόν, +εξέφερε προς αυτόν ιδίως αποτεινόμενος, προς επισφράγισιν του +συμποσίου, την τελευταίαν της ημέρας πρόποσίν του, ήτις ήχησεν +υπόκωφος, ως να εξήλθεν από τον πάτον της φλάσκας, πλέον να κλώζη +και να φυσά. + + — Κη τ' χρον' με του καλό να σας βρω! + +Ο Γιάννης ο Κούτρης απήντησε. + + — Καλώς ναρθής, μπάρμπα-Γιώργη μ'! + + + +Δ’ + + + +ΛΑΜΠΡΙΑΤΙΚΟΣ ΨΑΛΤΗΣ + + + +Εάν ο ήρως του παρόντος διηγήματος ήτο αυτούσιος ο γράφων, τότε ο +επί κεφαλής τίτλος, θα είχε μάλλον τροπικήν και αλληγορικήν +σημασίαν. Διότι, ναι μεν, ευδοκία της θείας προνοίας, είνε αληθές +ότι και χάρις εις την φιλάδελφον προθυμίαν του χωρικού και +αρχοντικού φίλου μου κυρ Γιάννη Πεντελιώτου, αξιούμαι σχεδόν κατ' +έτος ανελλιπώς, κατά τας περιδόξους, ταύτας ημέρας να συμβάλλω +εναμίλλως μετ' αυτού, υποβαστάζοντος διά της χειρός τα γυαλιά του, +αγαπώντος το πολίτικον ύφος, παρατείνοντος επ' άπειρον τα μουσικά +κώλα και τας καταλήξεις του, εις τον μικρόν αγροτικόν ναΐσκον του +χωρίου Θ., όπου μυροβολεί ελισσόμενον εις κυανούς στεφάνους το +μοσχολίβανον, περιβάλλον ως διά φεύγοντος πλαισίου τους ακτινωτούς +στεφάνους και τας σεμνάς όψεις των αγίων, και όπου με τας κεντητάς +ποδιάς των και τα λευκά κολόβια αι νεαραί χωρικαί προσέρχονται +φέρουσαι αγκαλίδας ρόδων και ίων και θημονίας όλας δενδρολιβάνου, +καταφορτώνουσαι με λόφους ανθέων τον πενιχρόν επιτάφιον, μη έχοντα +ανάγκην άλλης πολυτελείας. Εκεί εισβάλλει ουλαμός όλος αυτοσχεδίων +ψαλτών, κρατούντων ανά έν φυλλάδιον του επιταφίου εις την χείρα, +οίτινες φιλοτιμούνται να ψάλλωσιν εν σπαρακτική παραφωνία τα +εγκώμια, καταστρέφοντες διά κωμικών σφαλμάτων και τας ολίγας +λέξεις, όσαι είνε ορθώς τυπωμέναι εις τα φυλλάδια εκείνα. + +Χωρίς να είμαι κύριον μέρος του αυτοσχεδίου τούτου χορού, οφείλω +να ομολογήσω ότι, καίτοι προσπαθών να συμψάλλω υποφερτά κάπως με +τον αρχοντικόν και πρόθυμον φίλον μου, ουχ ήττον υστερώ αυτού κατά +πολλά, και διά τούτο επεκαλέσθην εν αρχή, ως επιείκειαν εκ μέρους +του αναγνώστου, την τροπικήν του τίτλου εκδοχήν, καθ' ον δηλ. +τρόπον εις όλους τους ναούς, παρουσιάζονται κατά τας ημέρας +ταύτας, πολλοί τέως άγνωστοι, μουσόληπτοι εκ του παραχρήμα, +λαμπριάτικοι ψάλται, ούτω και ο γράφων, ενώ καθ' όλον τον άλλον +χρόνον σιωπά, παρουσιάζεται, δις του έτους ούτος, τα Χριστούγεννα +και το Πάσχα, κατ' αποκοπήν διηγηματογράφος. Το πράγμα ήρχισε να +γίνεται κάπως φορτικόν, και πολλοί μεν εσκανδαλίσθησαν, τινές δε +και το απεδοκίμασαν. Αρκούσι τόσαι άλλαι μανίαι, τόσοι ξενισμοί. +Ημείς δεν είμεθα Άγγλοι ούτε Αμερικάνοι. Μη μας σκοτίζης και συ. +Πόθεν έλαβες αφορμήν να υποθέσης ότι το κοινόν θέλγεται από τας +αναμνήσεις σου, ή συγκινείται από τα αισθήματά σου; Το έκαμες μίαν +φοράν ή δύο. Αρκεί. Παύσε πλέον. Δεν βλέπεις ότι το αιώνιον θέμα +σου εξηντλήθη, και ότι ευρίσκεσαι εις την ανάγκην να προσπαθής βία +να παρουσιάσης απλήν παραλλαγήν κατ' έτος; + +Εν πρώτοις, καλόν θα ήτο να διακρίνωμεν ό,τι είνε πράγματι +ξενισμός από ό,τι δύναται να είνε, εκ της φύσεως των πραγμάτων, +κοινόν εις πάντα τα έθνη. Λόγου χάριν, το να εκδίδωνται τα +περιοδικά κατά Σάββατον ή Κυριακήν είνε ξενισμός; Το να +δημοσιεύουν αι πολιτικαί εφημερίδες φιλολογικωτέραν ύλην κατά +Κυριακήν, είνε ξενισμός; Ενί λόγω, το να σχολάζη τις κατά τας +εορτάς από της τύρβης του κόσμου, ως και από της αναγνώσεως άρθρων +πολιτικών, και να αισθάνεται την ανάγκην αβροτέρας, τερπνοτέρας, +αφοσιοτέρας αναγνώσεως είνε ξενισμός; Έστω, αλλά δύνασαι να +δημοσιεύης εν ημέραις εορτών διηγήματα ή περιγραφάς, χωρίς να +κάμνης ποσώς λόγον περί των Χριστουγέννων και του Πάσχα. + +Ιδού λοιπόν ποίον το αίτιον της δυσφορίας των — και πόσον αφελώς +το ομολογούσι.... το εξωτερικεύουσι. Να φιλοξενηθής ηγεμονικώς εις +τα μέγαρα μεγάλου άρχοντος, και να μην προπίης εις τιμήν του +οικοδεσπότου! Να απολαύσης (ξενίας δεσποτικής και αθανάτου +τραπέζης) και να μην αποδώσης ευχαριστίαν εις τον εστιάτορα! Αλλ' +εις τα διηγημάτια, όσα εδημοσίευσε κατά καιρούς ο υποφαινόμενος τα +Χριστούγεννα ή το Πάσχα, ενεπνεύσθην, αληθώς, από τας αναμνήσεις +μου και τα αισθηματά μου, τα οποία θέλγουσι και συγκινούσιν εμέ +αυτόν — ίσως και ολίγους εκλεκτούς αναγνώστας. Ότι δε τοιούτοι +υπάρχουσιν, αποδεικνύεται εκ τούτου, ότι δύο των εφημερίδων, αι +κορυφαίαι της πρωτευούσης ως και το μονάκριβον περιοδικόν, +δεξιούνται τα εορτάσιμα διηγημάτια των ημερών τούτων. + +Έπειτα ουδαμού σχεδόν θα εύρητε ότι επεζήτησα βεβιασμένην θέσιν ή +πλοκήν, όπως γαλβανίσω την περιέργειαν του αναγνώστου. Όπου +γίνεται λόγος περί ξενιτευμένων, οίτινες επιστρέφουσι μετά μακράν +απουσίαν ή στέλλουσι γράμματα μετά υλικής παρηγορίας εις τους +οικείους, ταύτα όλα βασίζονται επί της πραγματικότητος, καθόσον +όλοι οι ζήσαντες εις παραθαλασσίους και ναυτικούς τόπους της +Ελλάδος κάλλιστα γνωρίζουσιν ότι, κατά τας παραμονάς ιδίως των +εορτών, πολλοί ξενιτευμένοι, ενώ συνήθως φαίνονται σκληροί και +απεσκληρημένοι τον φλοιόν, αίφνης &ενθυμούνται& τους οικείους των, +ή και επιστρέφουσιν εις τας πατρίδας, ή αν αυτοί κωλύονται υπό +φιλοτιμίας να κατέλθωσιν ευπροσώπως, όχι σπανίως αποστέλλουσι +παραμυθίαν εις τας γηραιάς μητέρας και τας αδελφάς των. Εν άλλοις +λόγοις γίνεται λόγος περί των κοινωνικών και οικογενειακών εθίμων +των σχετιζομένων με τας εορτάς, και αλλαχού πάλιν η ασθενής πλοκή +στρέφεται περί νεωτεριστικόν τι φθοροποιόν έθιμον. Τι το απίθανον +εις όλα ταύτα; + +Αλλά τα πλείστα των υπ' εμού γραφέντων εορτασίμων διηγημάτων +έχουσιν, ας μου επιτραπή ο λατινικός όρος, a priori την υπόθεσιν, +είνε δηλαδή μάλλον θρησκευτικά. Ποίαν χάριν, σας παρακαλώ, ποίαν +δύναμιν και πρωτοτυπίαν θα είχε το να λάβη τις τον κόπον να +περιγράψη λεπτομερώς πώς χωρικός ιερεύς απήλθε να λειτουργήση εις +εξωκκλήσιον, χάριν μικράς κοινότητος αγροίκων ή βοσκών, ποίοι και +πόσοι μετέσχον της πανηγύρεως και ποία τινα ήσαν τα ήθη των +πανηγυριστών; Τούτο θα ήτο όλως ευτελές κατά την γνώμην των +κριτικών. Το να γράψη τις, ότι γηραιός ανήρ εφόνευσε την συμβίαν +του, κατ' αυτήν την ημέραν των Χριστουγέννων — χωρίς μήτε ο +αναγνώστης μήτε ο συγγραφεύς να υποπτεύωσι καν διατί την εφόνευσεν +—, τούτο είνε υψηλόν και πολυτελές, κατά την εκτίμησιν μερικών. +Μετά τοιούτον έγκλημα κατ' αυτήν την αγίαν ημέραν, το θέμα +εξηντλήθη, και όλα τα Χριστουγεννιάτικα και τα πασχαλινά διηγήματα +δεν πρέπει πλέον να βλέπωσι το φως. + +Μη &θρησκευτικά, προς θεού&. Το Ελληνικόν έθνος δεν είνε +Βυζαντινοί, εννοήσατε; Οι σημερινοί Έλληνες είνε κατ' ευθείαν +διάδοχοι των αρχαίων. Έπειτα επολιτίσθησαν, προώδευσαν και αυτοί. +Συμβαδίζουν με τάλλα έθνη. Ποίαν ποίησιν έχει το να γράψης ότι ο +Χριστός «δέχεται την λατρείαν του πτωχού λαού», και ότι πτωχός +ιερεύς «προσέφερε τω θεώ θυσίαν αινέσεως;» Και να περιγράφης το +εσωτερικόν του ναΐσκου, με τας νυσταλέας κανδήλας και τας αμαυράς +μορφάς των Αγίων ολόγυρα! Δεν τα εννοούμεν αυτά ημείς. Θέλομεν +διήγημα, το οποίον να είνε όλον ποίησις, όχι πεζή πραγματικότης. +Συ δε πώς τολμάς να γράφης ομιλών περί Ιουλιανού του Παραβάτου, +καρφωμένου εις τον τοίχον από την λόγχην του αγίου Μερκουρίου, +τοιαύτην βλάσφημον φράσιν: «Πελιδνός, ο παράφρων τύραννος....» + +Όταν συγγραφεύς άλλος, και άλλης περιωπής, δημοσιεύσας προ ετών +ιστορικοφανταστικόν δράμα, προέτασσε &χυδαία& αληθώς προλεγόμενα, +δι' ων ύβριζε βαναύσως την θρησκείαν των πατέρων του — τότε ουδείς +λόγος ήτο όπως σκανδαλισθή τις διότι το πράγμα ήτο της μόδας. Αλλά +συ, να τολμάς να εκφράζεσαι με τοιαύτην ασεβή γλώσσαν περί του +Ιουλιανού εκείνου, του παραβάτου ή αποστάτου καλουμένου — η +θρασύτης υπερβαίνει παν όριον. Και όμως ο σοφός επικριτής δεν +ενόησεν ότι η φράσις ήτο εξ αντικειμένου, όπως λέγουσιν αυτοί· +απέδιδε δηλ. διά λέξεων τα χρώματα του ζωγράφου· και ότι παν +ζήτημα περί των δοξασιών του γράφοντος (όστις εν τούτοις δεν +αρνείται ότι συμμερίζεται την γνώμην του Βυζαντινού τοιχογράφου) +παρέλκει όλως. + +Διά να δώσωμεν πέρας εις το προοίμιον αυτό, θα είπωμεν με δύο +λέξεις ότι: Το σημερινόν έθνος δεν επήγε, δυστυχώς, τόσον εμπρός +όσον λέγουν αυτοί. Το έθνος το Ελληνικόν, το δούλον τουλάχιστον, +είνε ακόμη πολύ οπίσω, και το ελεύθερον δεν δύναται να τρέξη +αρκετά εμπρός, χωρίς το όλον να διασπαραχθή, ως διασπαράσσεται, +φευ! ήδη. Ο τρέχων πρέπει να περιμένη και τον επόμενον, εάν θέλη +ασφαλώς να τρέχη· ο ελεύθερος πρέπει να βοηθή τον δεσμώτην ή +πρέπει να τον ανακουφίζη. Όσον παρέρχεται ο χρόνος, τόσον το +ελεύθερον έθνος καθίσταται οίμοι! ανικανώτερον όπως δώση χείρα +βοηθείας εις το δούλον έθνος. Άγγλος ή Γερμανός ή Γάλλος δύναται +να είνε κοσμοπολίτης ή αναρχικός, ή άθεος ή ό,τι δήποτε. Έκαμε το +πατριωτικόν χρέος του, έκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα είνε ελεύθερος +να επαγγέλλεται, χάριν πολυτελείας, την απιστίαν και την +απαισιοδοξίαν. Αλλά Γραικύλος της σήμερον όστις θέλει να κάμη +δημοσία τον άθεον ή τον κοσμοπολίτην, ομοιάζει με νάνον +ανορθούμενον επ' άκρων ονύχων και τανυόμενον να φθάση εις ύψος και +φανή και αυτός γίγας. Το ελληνικόν έθνος, το δούλον, αλλ' ουδέν +ήττον και το ελεύθερον, έχει και θα έχη διά παντός ανάγκην της +θρησκείας του. + +Το επ' εμοί, ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω +πάντοτε, ιδίως δε κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας να υμνώ +μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ' έρωτος την φύσιν +και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη. &Εάν +επιλάθωμαί σου Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου, κολληθείη η +γλώσσα μου τω λάρυγγί μου, εάν ου μη σου μνησθώ. + +*** + +Αλλ' ο ήρως του παρόντος διηγήματος είνε ο κυρ Κωνσταντός +Ζμαροχάφτης, τρίτος πάρεδρος του δήμου Λίτης, του χωρίου Αν......, +όστις υπεσχέθη, ως είχε πάντοτε συνήθειαν ευκόλως να υπόσχεται +(εις την αρετήν δε ταύτην ίσως ώφειλε και την επιτυχίαν του εις τα +πολιτικά· διότι ενώ ο α' και ο β' πάρεδρος εις πάσαν εκλογήν, +εμάχοντο πάντοτε περί της πρώτης τάξεως προς αλλήλους, αυτός, +μετριόφρων και χωρίς κεράσματα εξελέγετο ασφαλώς τρίτος εκάστοτε, +μη υπάρχοντος τετάρτου συναγωνιστού), υπεσχέθη, λέγω, να υπάγη να +συλλειτουργήση τον παπά Διανέλον τον Πρωτέκδικον, έξω, εις το +παρεκκλήσιον του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Ο ναΐσκος ευρίσκετο +τρεις ώρας μακράν της πόλεως, και ο παπά Διανέλος ο Πρωτέκδικος +είχεν απέλθει εκεί από της πρωίας του μεγάλου Σαββάτου, αφού έλαβε +την υπόσχεσιν του κυρ Κωνσταντού ότι θα έφθανε προς το βράδυ διά +να ψάλη και συνεορτάσωσιν ομού την Ανάστασιν. + +Άλλον βοηθόν ο Παπάς δεν είχεν^ ο νεώτερος υιός του, ετοιμαζόμενος +εφέτος δι' εξετάσεις εις το Διδασκαλείον, δεν ηδυνήθη να έλθη το +Πάσχα· ο άλλος έλειπε διαρκώς ναύτης με τα καράβια του. Θυγατέρας, +το άφθονον τούτο προϊόν του τόπου — και της ιερατικής εγγάμου +τάξεως μάλιστα — του είχεν αφήσει πλησμονήν η μακαρίτισσα η +πρεσβυτέρα, πέντε τον αριθμόν, ας είχαν ζωήν, οπού δεν έπαυαν +αεννάως να μεγαλώνουν, να μην αβασκαθούν· ήσαν τόσον γείτονες την +ηλικίαν, ώστε δεν επρόφθανε να μεγαλώση η μία, και η άλλη αμέσως +την έφθανε· όσον εμεγάλωναν τόσον εφαίνοντο, και μάλιστα αι +μεσαίαι τρεις, ίσαι περίπου εις τα χρόνια, ίσως και εις το +ανάστημα· και ο παπά Διανέλος, ακούσιος ιερομόναχος, δεν ήτο +ελεύθερος ούτε εις μοναστήριον να καταφύγη. + +Τον τριών ωρών δρόμον από την πολίχνην εις το εξωκκλήσιον είχε +διανύσει το πρωί, απολείτουργα, ο παπά Διανέλος, ακολουθούμενος +από τας δύο νεωτέρας θυγατέρας του, κορασίδας δέκα και δώδεκα +ετών, και από ομάδα επτά ή οκτώ γυναικών φιλεόρτων, προπορευομένου +του όνου του, φορτωμένου το δισσάκιον με τα &ιερά& του παπά. Ο +ήλιος ήτον ως δύο καλαμιαίς υψηλά, όταν εξήλθον εις του Γιατρού τ' +αμπέλι, είτα έφθασαν εις τα Βουρλίδια, είτα ανήλθον ασθμαίνοντες +εις του Ματαρώνα τον Πεύκον, όστις ίστατο τότε ακόμη εκεί και +ευηργέτει τους οδοιπόρους με την παρήγορον σκιάν του εις την +κορυφήν του υψώματος, πριν ασυνείδητος βάρβαρος, τη ανοχή ή τη +ενοχή εκείνων τους οποίους ο πλέον άτυχος των λαών του κόσμου, εκ +περιτροπής εκλέγει άρχοντας και προστάτας του, ρίψη ασπλάγχνως το +περικαλλές δένδρον και απογυμνώση το τοπίον του μοναδικού +στολισμού του. + +Εκείθεν ανήλθον εις το Πετράλωνον και εις του Σταμέλου την +Βρυσούλαν, και ανέβησαν δι' ανωφερούς οδού εις του Κανάκη την +Βρύσιν, και διά της Κλινιάς κατήλθον εις του Χαιρημονά το ρέμμα, +και έφθασαν εις την βόρειον ακτήν της νήσου, εφ' ύψους της οποίας, +περίοπτος εκ του πελάγους, ακούων τους κτύπους του πλήττοντος τας +ακτάς κύματος, σιωπηλός και διηγούμενος πέντε αιώνων σπαρακτικήν +ιστορίαν μαρτυρίου και αίματος, εγείρεται πενιχρός αλλά σεμνός της +Αποτομής του τιμίου Προδρόμου ο ιερός ναΐσκος. + +Εισήλθον εις τον περίβολον του ναού και εξεφόρτωσαν το ονάριον. Αι +γυναίκες ροδοκόκκινοι, εξαναμέναι εκ της οδοιπορίας, αεννάως +κελαδούσαι και καγχάζουσαι, ετίναξαν τα ουδόλως κορνιακτισμένα +κράσπεδά των, και εφόρεσαν επί του κοντού φουστανίου της +οδοιπορίας τας μακράς και πολυπτύχους εσθήτας. Ο παπάς έρριψε κάτω +την μίαν άκραν του στακτερού ζωστικού του κ' εφόρεσεν άνωθεν αυτού +το μαύρον ράσον του. Εισήλθον όλοι εις τον ναόν κ' επροσκύνησαν. + +Εκ των γυναικών, αι μεν συνέλεξαν χαμόκλαδα και ήναψαν φωτιάν, διά +να ψήσωσι καφέν και προσφέρωσιν εις τον ιερέα, αι δε έδρεψαν εκ +των ευωδών θάμνων δέσμας σχοίνων και πριναρίων και φασκομηλεών, +και συνέδεσαν προχείρως διά κλωστής σκούπας, και ήρχισαν γοργά και +στρωτά να σκουπίζωσιν άλλαι το έδαφος του ναού, άλλαι το +προαύλιον· ο ιερεύς απετέλεσε σκούπαν εκ δάφνης και μύρτου και +δενδρολιβάνου, και εσάρωσε μόνος του το Θυσιαστήριον, και όλον το +ιερόν βήμα. Δεν έπαυε δε να γογγύζη και να διαμαρτύρηται εναντίον +της αβελτηρίας, ως έλεγε, των βοσκών και των αιπόλων, αυτών +εκείνων οίτινες τον είχον προσκαλέσει να τους κάμη Ανάστασιν εις +το Βουνόν, και εκ των οποίων κανείς δεν είχε φανή ακόμη. Αυτοί +προέβαινον ενίοτε μέχρι της βεβηλώσεως τού να εισάγωσιν, ίσως εν +καιρώ βροχής, τα θρέμματά των εντός των εξωκκλησίων, ως ηδύνατο να +πεισθή τις εκ της παρουσίας διαφόρων ιχνών της εισβολής, τα οποία +ουδ' είχον λάβη τον κόπον να εξαλείψωσιν. Ένδοθεν του ιερού +βήματος, ενώ έκυπτε διά να σκουπίση, ηκούετο από καιρού εις καιρόν +ψιθυρίζων μετά στεναγμού: + + — Αχ! αλλοίμονο... «Ανθρώπους και κτήνη σώσεις, Κύριε!» + + — Δεν τσάκισε κανείς το ποδαράκι του! έκραξεν απαντώσα έξωθεν εις +τον στεναγμόν του ιερέως η θειά Σειραϊνώ, η αληθής σημαιοφόρος των +εξοχικών λειτουργιών και των πανηγυριών. + + — «Ανθρώπους και κτήνη!» εψιθύρισε πάλιν ο ιερεύς. + +Είχε παρέλθει ήδη η μεσημβρία, και ο ιερεύς μετά του μικρού +ποιμνίου εκάθησαν να γευματίσωσιν υπό την ιεράν ελαίαν, εν τω +περιβόλω του ναΐσκου, εγγύς του παμπαλαίου εκείνου λιθοκτίστου +κιβουρίου, το οποίον κατ' άλλους ήτο στέρνα ύδατος και κατ' άλλους +κοιμητήριον ή οστεοθήκη. Η θειά το Μαθηνώ, γηραιά ευλαβής κατά +τους μεν, ψευτομετάνισσα κατά τους δε, ενάρετος γυνή, αποβλέπουσα +προς το κτίριον τούτο μετά στεναγμού είπεν: + + — Ημείς τρώμε, κορίτσια· να έχουν τάχα κ' οι φτωχοί, να φάνε! + + — Τρών' οι πεθαμένοι, θειά Μαθηνώ, είπε το Αγλαώ, η δωδεκαέτις +παιδίσκη του ιερέως. + + — Οι πεθαμμένοι τρώνε κόλλυβα, εγώ το ξέρω, προσέθηκε το +Καλλιοπώ, η δωδεκαέτις μικρά αδελφή της· και γι' αυτό, ημείς στο +σπίτι όσα κόλλυβα μας φέρουνε, όλα τα μοιράζουμε ςτους φτωχούς και +στα παιδιά τα γειτονόπουλα, για να έχη η μάννα μας, η φτωχή, να +φάη ςτον άλλον κόσμο... + + — Σιωπή, Καλλιοπώ! είπεν ο ιερεύς, θέλων να κρύψη την συγκίνησίν +του. + +Προ δώδεκα και πλέον ετών ο παπά Διανέλος είχε φίλον τινά +ελληνοδιδάσκαλον, χρηστόν άνδρα, αλλ' όστις είχεν αδυναμίαν εις τα +ελληνικά ονόματα. Είχε γείνη σύντεκνος του ιερέως, και βαπτίσας +τας δύο τελευταίας κόρας του είχε δώσει αυταίς αρχαιοπρεπή +ονόματα, τα οποία όμως, επειδή ευρέθησαν επί ουδετέρου εδάφους, +εξουδετερώθησαν, ως εικός, και αυτά. + + — Τι! έχει δίκηο το κορίτσι, παπά· ανέκραξεν η θειά το Μαθηνώ, +ήτις ενθυμήθη τότε τα «πεθαμμένα της», τέσσαρα παιδιά και τον +άνδρα της, οπού είχε θάψει, μείνασα με δύο θυγατέρας υπάνδρους, +τας οποίας είχε στήριγμα ακόμη εις τον κόσμο· έχει δίκηο το +κορίτσι. Ο παπά Θεόφιλος, ο μακαρίτης ηγούμενος της Μεγαλόχαρης +της Ευαγγελίστρας, το ίδιο μας έλεγε, για έναν που τον είχαν όλοι +για πεθαμμένον, που η γυναίκα του τού έκαμε τα τρίμερα και τα +νιάμερα, και ο Άγγελος Κυρίου έπαιρνε το πιάτο με τα κόλλυβα, +καθώς ήταν σταυρωμένο με της σταφίδες και με τα ρόιδα και το +επήγαινε εις τον πλακωμένον κ' έτρωγε, δεν ξέρω πόσαις μέραις, κι' +ανάσαινε από μια τρύπα της γης, θαρρώ, ως που ο άνθρωπος δεν +απέθανε, κ' εσήκωσε το μάγγανο, και τον ξελευθέρωσεν, δεν είνε +αλήθεια αυτό παπά; + + — Αλήθεια είνε, βλοημένη, απήντησεν ο παπάς· αλλά τώρα είνε... +για όσους θέλουν να τα πιστεύσουν. + + — Κι' όσοι δεν τα πιστεύουν; + + — Θα πάνε στην Κόλασι, το ξέρω εγώ, είπε το Καλλιοπώ + + — Μα σαν είν' αλήθεια, παπά, γιατί ο Άγγελος Κυρίου δεν σήκωνε +μια και καλή το μάγγανο να ξελευθερώση τον άνθρωπο; είπεν η +Αννούδα, μία των γυναικών. + + — Γιατί ο σκοπός δεν ήτον να δειχθή η παντοδυναμία του θεού, οπού +είνε αποδειγμένη δι' απείρων θαυμάτων, απήντησεν ο ιερεύς· αλλά να +φανερωθή μόνον η δύναμις των μνημοσύνων και των διά τους νεκρούς +προσφορών, και ότι τίποτε το οποίον (προσφέρει) θυσιάζει ο +άνθρωπος εις τον Θεόν, τίποτε το οποίον δίδει εις τους πτωχούς, +καμμία καλή πράξις, καμμία αρετή, καμμία υπομονή, κανέν μαρτύριον, +κανέν δάκρυ, τίποτε δεν χάνεται. Όλα σπείρονται εις γην αγαθήν, ως +ο κόκκος του σίτου, είπεν ο Κύριος, όπου αν πέση εις την γην και +αποθάνη (και τοιαύτα είνε τα κόλλυβα, τοιούτοι και οι νεκροί), +πολύν καρπόν φέρει. «Οι σπείροντες εν δάκρυσιν εν αγαλλιάσει +θεριούσι». Κείνοι που σπείρουν με δάκρυα, με χαράν και αγαλλίασιν +θα θερίσουν. + + — Το λέγει αυτό το Εύαγγέλιον; + + — Το λέγει το Ψαλτήρι, αλλά το ίδιο είνε, γιατί και το Ψαλτήρι +είνε λόγος Θεού, και εμπνευσμένον από το Πνεύμα το Άγιον. Και όταν +θάπτομεν νεκρόν εν Χριστώ ευσεβώς δύσαντα, είνε ως να σπειρωμένα +εις την γην κόκκων σίτου... και ο Κύριος θα τον αναστήσει εν τη +εσχάτη ημέρα, καθώς ο ίδιος ευδόκησε να μας το υποσχεθή. + +«Ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη ζήσεται... καγώ αναστήσω αυτόν εν +τη εσχάτη ημέρα». + + — Αμήν! είπεν η θειά το Μαθηνώ, και τα δάκρυά της, επί τη μνήμη +του ανδρός και των τεσσάρων παιδιών, ταχέως εξητμίσθησαν ως +σταγόνες όμβρου μετά θερινόν υετόν, εντός της κοίτης πάλαι +ξηρανθέντος χειμάρρου. + +*** + +Το δειλινόν εφάνησαν μακρόθεν να κατεβαίνωσι την ράχιν ερχόμεναι +αι καλυβιώτισσαι γυναίκες, αι ποιμενίδες και βοσκίδες των +αγροτικών συνοικιών. Ήλθαν φέρουσαι πελωρίους κοφίνους, γεμάτους +άνθη, λαμπάδας, κηρία και αγγεία με έλαιον, και πρόσφορα και +μικράς φιαλίδας με &νάμα&, ή οδηγούσαι ονάρια με τα σάγματα +επεστρωμένα διά κιλιμιών και χραμίων, φορτωμένα τορβάδες και +δισσάκια με φλάσκας οίνου, με τυρία νωπά, ή ζεματισμένα και +κόκκινα αυγά. Κατόπιν εφάνησαν σφυρίζοντες αλλοκότως δύο ή τρεις +βοσκοί με τας αγέλας των, τας οποίας ωδήγησαν παρά τον απότομον +κρημνόν προς την θάλασσαν. Οι τράγοι επήδων από βράχου εις βράχον, +από όχθον εις όχθον, από κοίλωμα εις κοίλωμα, ενώ τα ερίφια +χαριέντως σκιρτώντα έτρεχον κατόπιν των αιγών βελάζοντα, +αγαλλόμενα προς την νέαν δι' αυτά απόλαυσιν του αγνώστου τούτου +πράγματος, της ζωής, εκθέτοντα εις τον ήλιον τα στακτερά ή στικτά, +και λευκά και μαύρα τριχώματά των, ενώ οι βοσκοί, υψηλοί, +ρωμαλέοι, τραχείς, φριξότριχες, ηλιοκαείς την όψιν, έτρεχον εμπρός +και οπίσω με τας μακράς, ίσας με το ανάστημά των, καμπύλας την +λαβήν ράβδους των, σοβούντες μετά πολυήχου συριγμού την δυσάγωγον +και σκιρτικήν αγέλην. + +Τελευταίοι έφθασαν οι ποιμένες άνευ των αμνάδων των, τας οποίας +είχον αφήσει οπίσω εις τας μάνδρας, κομίσαντες μόνον δυο αρνία +σφαγμένα. Έφθασαν σιγυρισμένοι, αλλαγμένοι, στολισμένοι όλοι των, +με καθαρούς χιτώνας, κοντά βρακία και υψηλαίς βλαχόκαλτσαις, με +πλατέα ζωνάρια κίτρινα, ξυραφισμένοι και με τους λινόχρους ή +καστανούς μύστακας αγκιστροειδείς. + +Ταχέως έκλινεν η ημέρα, και ο ήλιος έδυσεν εις μίαν ράχιν του +Πηλίου, αντικρύ, αφού επί πέντε λεπτά της ώρας είχε μείνει +στεφανωμένος με κυάνεα και περιπόρφυρα χρυσαυγή νέφη αντιλαμβάνων +ο ίδιος όσην απέδιδε δόξαν και λάμψιν και επί δέκα λεπτά ακόμη, +αφού εβασίλευσεν, αι ακτίνες της στέψεώς του έμειναν χρυσοφαείς, +πορφυρίζουσαι, κυανίζουσαι βάπτουσαι το βουνόν με ιώδες χρώμα. +Είτα κατήλθεν η νυξ, ηρέμα επί των πλευρών του όρους, σπείρουσα +παντού το βαθύ και άρρητον μυστήριόν της, και οι έμψυχοι κρότοι +και ψίθυροι της φύσεως, εξηγέρθησαν εις τας ράχεις, εις τους +λόγγους, εις τας φάραγγας, και η οφρύς του βουνού ητμίσθη και +συνεστάλη υγρά και το βλέφαρον του λόφου κατήλθε, και εκλείσθη εις +έν βουνόν ρεμματιά και κάμπος. Και ο μπάρμπα-Κωνσταντός ο +Ζ'μαροχάφτης, τρίτος πάρεδρος του χωρίου, του δήμου Λίτης, δεν +εφάνη ουδαμόθεν να έρχεται. + +Ήτο δε ανήσυχος ο ιερεύς, και φόβος ήτο να μείνωσι χωρίς Ανάστασιν +και λειτουργίαν. Διότι ευλόγως δεν ηδύνατο άνευ βοηθού να +ιεροπρακτήση. Λειτουργία χωρίς ένα τουλάχιστον ψάλτην ή αναγνώστην +δεν γίνεται, οι ποιμένες και οι βοσκοί ήσαν όλοι, ως εικός, ου +μόνον αγράμματοι, αλλά και αλιβάνιστοι οι κακόμοιροι πολλοί +τούτων. + + — Τώρα, τι να κάμουμε; — Ορίστε σου υπόσχονται σίγουρα μία +δουλειά, κ' ύστερα σ' αφήνουν μέσ τη μέση! &Ανθρώπους και κτήνη +σώσεις Κύριε!& + +Ήλπιζεν εν τούτοις ακόμη ότι ο μπάρμπα-Κωνσταντός θα ήρχετο. +Αργοστόλιστος ήτο πάντοτε, τον ήξευρεν. Αλλά τώρα ήτο σκοτεινή +ακόμη νυξ και μόνον τα άστρα έλαμπαν άνω, ολίγω ύστερον ανέτελλεν +η σελήνη, και τότε ελπίς ήτο να έλθη. + +Παρήλθον δύο ώραι και η σελήνη ανέτειλε κολωβή από το σκοτεινόν +βουνόν άνω, ανερχομένη βραδέως εις το στερέωμα, και αι τάξεις των +άστρων ηραιώθησαν επ' άπειρον και όλα σχεδόν ημαυρώθησαν εις την +διάβασίν της. Παρήλθεν ακόμη μία ώρα. Ο μπάρμπα-Κωνσταντός δεν +εφάνη. + +Ο ιερεύς ήρχισε ν' αγανακτή. + + — Ο ασυνείδητος! ο μωρός!.... Ήμαρτον κύριε! «Ανθρώπους και +κτήνη». + +Ήθελε να στείλη ένα των ποιμένων εις την πολίχνην, όπως ζητήση και +εύρη ένα συλλειτουργόν να του φέρη. Αλλ' οι ποιμένες και οι βοσκοί +όλοι έρεγχον εξηπλωμένοι μεταξύ των σχοίνων και των κομαρεών, +τυλιγμένοι εις τας κάπας των, ευχαριστημένοι ότι επανήλθεν η +άνοιξις και εύρισκαν ολιγώτερον παγεράν της γης την υγρασίαν. Και +αι γυναίκες των πλαγιασμένοι και αυταί, ύπνωττον ολιγώτερον +ακουστώς όπισθεν του ιερού βήματος, τυλιγμέναι με τα χιράμια και +τα κιλίμια, τα οποία είχον φέρει επεστρωμένα επί των σαγμάτων των +όνων. Και αι εκ της πολίχνης ελθούσαι γυναίκες, κύπτουσαι επί των +καλαθίων των, έξω της θύρας του ναού, υπό τον εστεγασμένον πρόναον +και εντός της ξύλινης κιγκλίδος, ελαγοκοιμώντο και αυταί. Μόνον ο +ιερεύς ανησύχει και ήτο άγρυπνος. + + — Τα ξέρω εγώ απ' όξου τα πλειότερα τα γράμματα, παπά, του έλεγεν +η θειά το Μαθηνώ, διά να του δώση θάρρος· τα κανοναρχώ κειδά στ' +αυτί του γέρο-Φιλιππή, κι' ο γέρο-Φιλιππής, οπούν θεοφοβούμενος +άνθρωπος, θα τα λέη κειδά όπως-όπως... + + — Να δα η ώρα να σε κάμουμε και ψάλτη, Μαθηνώ! απήντησε γελάσας ο +ιερεύς. + + — Ψάλτης δε θα γίνω, μόνε κανονάρχος. Μοναχοί μας θάμαστε... +Κανένας γραμματισμένος δεν είνε για να μας γελάση.... Η αγιωσύνη +σ' βρίσκεις τον ήχο του μπάρμπα Φιλιππή, κ' εγώ του λέω τα λόγια +όσα θυμούμαι. Νάξερα από μέσα απ' το χαρτί να διαβάσω, θαρρώ πώς +δε θα ήτον αμαρτία να ψάλω και μοναχή μου. + +Ως τόσον επλησίαζε μεσονύκτιον, και δεν ήτον ελπίς να έλθη πλέον ο +μπάρμπα-Κωνσταντός, ο τρίτος πάρεδρος. Ο ιερεύς δεν απεφάσισε να +εξυπνήση κανένα εκ των βοσκών και τον στείλη εις την πόλιν, ως +εσκέφθη κατ' αρχάς, διότι ελογάριαζεν ότι τόσαι ολίγαι ώραι έμενον +έως να ξημερώση, ώστε μέχρι ου υπάγη ο αποσταλησόμενος εις την +πόλιν, ζητήση και κατορθώση να εύρη ψάλτην, εωσότου πείση και φέρη +αυτόν και φθάσωσιν ομού εις τον Άγιον Ιωάννην θα ήτο ακριβώς δύο +ώραις ημέρα.... και η Ανάστασις επρόκειτο να γίνη τα μεσάνυκτα ή +και βραδύτερον τι. + +Ο παπά Διανέλος εσηκώθη στενάζων, εισήλθεν εις τον ναόν, και +προσεκύνησεν εις τας βαθμίδας του ιερού βήματος. Ευθύς κατόπιν +έτρεξεν η γρηά Μαθηνώ και η θειά το Σειραϊνώ, η σημαιοφόρος των +πανηγύρεων. Αι δύο γυναίκες ήρχισαν να αναζωπυρώσι τα φυτύλια, να +ρίπτωσιν έλαιον εις τας κανδήλας και να κάμνουσιν εγκαρδίους +σταυρούς. Ησθάνοντο ανέκφραστον χαράν και γλύκαν εις τα σωθικά +των. Ήτο ανάστασις, Ανάστασις! Το πρόσωπον του Δεσπότου Χριστού +έλαμπε με άγιον φως, δεξιά της ιεράς πύλης. Η μορφή της Δεσποίνης +Θεοτόκου ήστραπτεν εξ αφάτου χαράς αριστερόθεν, κρατούσης το θείον +βρέφος της. Η όψις του τιμίου Προδρόμου, με ένα βόστρυχον της +κόμης φρίττοντα προς τα άνω, ως να έμεινεν ανωρθωμένος από την +πρόσψαυσιν του θηριώδους δημίου του αποκόψαντος την σεβάσμιον +κάραν του μείζονος εξ όσων εγέννησαν κατά φύσιν αι γυναίκες +ανδρών, εσελαγίζετο εκ μυστικής ευφροσύνης παραπλεύρως εκείνου ου +την φρικτήν κορυφήν ηξιώθη να χειροθετήση. Και ο αγαπημένος +μαθητής ήτο ακόμη εκεί, και συνέχαιρεν επί τη Αναστάσει, αν και +πτυχή τις μερίμνης συνέστελλε το υψηλόν μέτωπόν του, προβλέποντος +ότι θρασύς ιερόσυλος έμελλε μετ' ου πολύ να τον αρπάση εκ της +κόγχης του διά να τον μεταφέρη εις Αθήνας και τον καθιδρύση όχι +εις ναόν και ολοκαύτωμα και θυσιαστήριον, όχι εις τόπον του +καρπώσαι, αλλ' εις Μουσείον, Ύψιστε Θεέ! εις Μουσείον, ως να είχε +παύση ν' ασκήται εις τον τόπον αυτόν η χριστιανική λατρεία, και τα +σκεύη αυτής ν' ανήκον εις θαμμένον παρελθόν, και να ήσαν +αντικείμενον περιεργείας!.... Ίλεως γενού αυτοίς, Κύριε! + +*** + +Τέλος δεν ήτο ελπίς να έλθη ο κυρ Κωνσταντός και ώφειλον εκ των +ενόντων να ψάλωσι την ακολουθίαν. Αι εκ της πόλεως γυναίκες, η μία +μετά την άλλην, αποτινάξασαι την υπνώδη νάρκην, εισήλθον εις τον +ναΐσκον. Αι εκ των αγρών ποιμενίδες δεν ήργησαν να εξυπνήσωσιν, ο +δε παπά Διανέλος εξήλθε προς στιγμήν, και λαβών τεμάχιον παλαιάς +σανίδος και σφυροειδές ξύλον, κατεσκεύασεν αυτοσχέδιον σήμαντρον, +διότι φευ! δεν υπήρχε προ πολλού κώδων όστις να εξυμνή τους προ +αιώνων κοιμηθέντας και να συγκινή την κόνιν των από γενεών +κοιμηθέντων κατοίκων της πάλαι ποτέ υπαρξάσης πόλεως. Διά του +σημάντρου τούτου ήρχισε να κρούη ο ιερεύς εις τροχαίους πρώτον +(τον Αδάμ, Αδάμ, Αδάμ,) είτα εις ιάμβους (το τάλαντον, το +τάλαντον), και να εξυπνή τας μεσονυκτίους ηχούς. + +Οι βοσκοί ενωτισθέντες τον μονότονον ήχον ετινάχθησαν διά μιας +επάνω, επέταξαν τας κάπας των, ενίφθησαν και έτρεξαν εις την +Εκκλησίαν, κρατούντες τας λαμπάδας των. Ο ιερεύς εβαλεν ευλογητόν, +έψαλε μόνος του την παννυχίδα, όλον το &Κύματι θαλάσσης&, +εθυμίασεν, έκαμεν απόλυσιν, είτα φορέσας επιτραχήλιον και +φελόνιον, ήναψε μεγάλην λαμπάδα, και βαστάζων αυτήν εξήλθεν εις τα +βημόθυρα και ήρχισε να ψάλλη μεγαλοφώνως το &Δεύτε λάβετε φως&. Οι +βοσκοί ήναψαν τας λαμπάδας των, ομοίως και αι γυναίκες, κ' εξήλθον +όλοι εις το προαύλιον, του ιερέως κρατούντος την τε Ανάστασιν και +το Ευαγγέλιον μετά του θυμιατού, και ψάλλοντος, &Την Ανάστασίν σου +Σωτήρ&. + +Είτα η ιερά εικών και το Ευαγγέλιον, απετέθησαν επί πεζούλας, +εκπληρούσης χρέη τρισκελίου, εφ' ης αι γυναίκες είχον στρώσει +μεταξοϋφές μακρόν προσόψιον. Ο ιερεύς ανέγνω αργά το κατά Μάρκον +&Διαγενομένου του Σαββάτου&, είτα θυμιάσας και εκφωνήσας το &Δόξα +τη ομοουσίω&, ήρχισε να ψάλλη λαμπρά τη φωνή το &Χριστός Ανέστη&. +Αφού το έψαλε τρις ο ίδιος, και ανά άπαξ ή δις δύο των βοσκών, +οίτινες δεν ήσαν μεν πλέον γραμματισμένοι από τους λοιπούς, αλλ' +είχον ολιγώτερον τραχείαν την προφοράν κ' «εγύριζε κάπως η γλώσσα +των», έλαβε θάρρος και η θειά Μαθηνώ και το έψαλεν άπαξ, ομοίως +και η θειά το Σειραϊνώ, ενώ το Καλλιοπώ και το Αγλαώ και η Αννούδα +και άλλαι γυναίκες έπνιγον τους καγχασμούς των εις τας παλάμας, με +τας οποίας ως δι' εκουσίου φιμώτρου είχον περιλάβη τα στόματά των. + +Τελευταίον εις επισφράγισιν το έψαλε πάλιν ο ιερεύς, και είτα είπε +τα &Ειρηνικά&. Μεθ' ο, αναλαβών την Ανάστασιν και το Ευαγγέλιον, +εισήλθεν εις τον ναόν, ακολουθούμενος υπό του λαού. Έψαλε το +&Αναστάσεως ημέρα& και τα δύο τροπάρια της πρώτης ωδής, ακολούθως +εισήλθεν εις το ιερόν, και εξελθών πάλιν, έλαβε καιρόν, και πάλιν +εισήλθε, και ήρχισε να φορή όλην την ιεράν στολήν του. Η ψαλμωδία +είχε διακοπή εξ ανάγκης. Η θειά Μαθηνώ επλησίασεν εις τον γέρο- +Φιλιππή πρωτοκάθεδρον της τάξεως των ποιμένων, κ' εδοκίμασε να +κανοναρχίση προς αυτόν. + + — Ψάλε, γέρο-Φιλιππή, «&Καθαρθώμεν τας αισθήσεις&». Αλλά του +γέρο-Φιλιππή δεν εγύριζεν η γλώσσα του να είπη «Καθαρθώμεν τας +αισθήσεις». + +Τότε η θειά το Μαθηνώ ήρχισε σιγά-σιγά να ψάλη: «&Καθαρθώμεν τας +αισθήσεις και οψόμεθα τω απροσίτω φωτί της Αναστάσεως&, κτλ. + +Είνε αληθές ότι η ακριβής προφορά εις το στόμα της ήτο Καθαρθώμεν +τας ησθήσεις κη ουψόμεθα... + + — Αυτό το είπαμε, βλοημένη, έκραξεν ο ιερεύς από του ιερού +βήματος. &Δεύτε πόμα πίωμεν καινόν&, είνε τώρα. + + — Α! Ναι, έκαμεν η θειά το Μαθηνώ και ήρχισε. + +Δεύτε πόμα πίουμειν κηνόν....... + +Αλλ' ο ιερεύς όστις εξηκολούθει να ενδύηται, ενόησεν ότι ή την +προσκομιδήν έπρεπε ν' αναβάλη, ή την ακολουθίαν να διακόψη. Και +ταύτα μεν επεδέχοντο οικονομίαν, αλλά δεν έβλεπε πώς θα τα +εκατάφερνον εις την λειτουργίαν. + +Εφόρει έν έκαστον των αμφίων κ' εψιθύριζε τα διατεταγμένα λόγια: + +«Αγαλλιάσεται η ψυχή μου επί τω Κυρίω, ενέδυσε γαρ με ιμάτιον +σωτηρίου και χιτώνα ευφροσύνης περιέβαλέ με. Ως νυμφίον περιέβαλε +με μίτραν και ως νύμφην κατεκόσμησέ με κόσμω.» + +Είτα ήρχιζε να ψάλλη τα τροπάρια του Κανόνος: + +&Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα +καταχθόνια......& + +Είτα πάλιν, φορών το επιτραχήλιον υπεψιθύριζεν: «Ευλογητός ο Θεός +ο εκχέων την χάριν αυτού επί τους ιερείς αυτού, ως μύρον επί +κεφαλής το καταβαίνον επί πώγωνα...» + +Και πάλιν έψαλε: + +&Χθες συνεθαπτόμην σοι Χριστέ, συνεγείρομαι σήμερον αναστάντι +σοι......& + +Είτα φορών το περιζώννυον, έλεγεν: + +»Ευλογητός ο Θεός ο περιζωννύων με δύναμιν, και έθετο άμωμον την +οδόν μου.» Ή περνών το έν επιμάνικον, απήγγελεν: Η δεξιά σου χειρ +Κύριε, δεδόξασται εν ισχύι... » + +Και διακόπτων τούτο, έψαλλε την καταβασίαν: &Δεύτε πόμα πίωμεν +καινόν, ουκ εκ πέτρας αγόνου......& + +Αφού όμως ενεδύθη την ιερατικήν στολήν όλην, εξήλθεν έξω και +εχοροστάτησε, κ' έψαλλεν ο ίδιος όλον τον κανόνα, έμελλε δε να +μεταβή εις τους &Αίνους& και ν' αρχίση τον ασπασμόν, όταν είς των +βοσκών, όστις είχεν εξέλθη διά να ιδή πώς είχον αι αίγες του, +επανήλθεν εις τον ναΐσκον και ανήγγειλεν ότι κάποιος φωνάζει +βοήθειαν μέσα απ' του Χαιρημονά το ρέμμα, και ότι είνε βαθειά κάτω +και δεν τον είδε, μόνον την φωνήν του ήκουσεν. + +Ο ιερεύς εστράφη. + + — Τι τρέχει; + + — Δε ξέρου τι να είνε, είπεν ο βοσκός... βαθειά κάτ' χουιάζει... +«πού είσαστε, πού είσαστε;» Να πάρου μια λαμπάδα να πάου να ιδώ; + + — Να πας. + +Δύο ή τρεις άλλοι νεαροί βοσκοί και ποιμένες έλαβον αμέσως τας +λαμπάδας των κι' έτρεξαν έξω. + +*** + +Αφού έφερε γύρω όλην την ημέραν του Μεγάλου Σαββάτου, ο κυρ +Κωνσταντός ο Σμαροχάφτης, τρίτος πάρεδρος, κτλ., επί τέλους, ως +δύο ώρας προ της δύσεως του ηλίου, απεφάσισε να εξέλθη εις τα +Λιβάδια έξω της πόλεως, όπου είχε δεμένον το ονάριον του, διά να +το λύση, όπως φορτώση επ' αυτού την μικράν αποσκευήν του, και +εκκινήση διά τον Αγ. Ιωάννην τον Πρόδρομον, καθ' ην είχε δώσει +υπόσχεσιν εις τον παπά Διανέλον. Αλλά τότε μόνον ενόησεν ότι είχε +λησμονήσει από το πρωί να το &αλλάξη& ήτοι να το μετατοπίση εις +άλλην βοσκήν, και το πτωχόν το ονάριον δεν εφαίνετο πολύ χορτάτον, +όταν ο κύριός του το έλυσεν. Εκ του τρόπου μεθ' ου ανώρθωσεν +ελαφρώς τα χαμηλωμένα αυτιά του, το ζώον εφαίνετο να ελπίζη ότι ο +αφέντης του θα το μετέθετε τέλος εις άλλην βοσκήν, αλλ' ο μπάρμπα- +Κωνσταντός το ωδήγησεν εις την οικίαν του, όπου εφόρτωσεν επάνω +του ένα πενιχρόν τορβάν, περικλείοντα τρόφιμα, επέστρωσεν επί του +σάγματος παλαιόν ξεθωριασμένον κιλίμιον, και αναβάς ο ίδιος +εκάθησε μονόπλευρα επ' αυτού. + +Έκαμε τον σταυρόν του κ' εξεκίνησεν. Αλλά δεν ήργησε να καταλάβη +ότι το ζωντόβολον, ένεκα του γήρατος και της μετρίας τροφής την +οποίαν είχε λάβει, δεν θ' αντείχε καλώς εις την μακράν οδοιπορίαν, +και ότι θα ήτο ικανόν να &μαραζώση& τον αναβάτην. Άμα έφθασεν εις +τον επάνω Άι-Γιαννάκην, ου μακράν της πόλεως, κατέβη και απεφάσισε +να οδηγή το ονάριον πεζός βαίνων. Αλλά και πάλιν το ζώον δεν +εβάδιζε καλώς, με όλους τους κτύπους όσους του κατέφερε με μίαν +λεπτήν βέργαν εις τα οπίσω του. Απεφάσισε λοιπόν ν' απαλλαγή της +συντροφίας, ήτις θα ήτο μάλλον βάρος ή βοήθεια δι' αυτόν, και να +δέση κάπου το ζώον διά να το αφήση να βοσκήση. Εζήτησε μέρος +κατάλληλον διά να το δέση, αλλά δεν εύρεν εις τον επάνω Άι- +Γιαννάκην πλουσίαν βοσκήν. Κατέβη οπίσω εις τον Κάτω Άι-Γιαννάκην, +αλλ' αφού κ' εκεί δεν εύρεν ικανόν χόρτον διηυθύνθη απώτερον κάπου +εις την θέσιν Έρμο Χωριό, κ' εκεί έδεσε τέλος το ζώον εις την +ρίζαν αγρίου δένδρου, εντός ασπάρτου αγρού και πλησίον εις ένα +φράκτην. Αυτός δε εφορτώθη εις τον ώμον τον τορβάν και το +κιλίμιον, έβαλεν όπισθέν του εις την μέσην μικρόν κλαδευτήρι, και +κρατών την λεπτήν ράβδον του, εξεκίνησε πεζός. Είχε χασομερήσει +σωστήν μίαν ώραν εις όλας αυτάς τας φροντίδας. + +«Τώρα, είπε μέσα του, είνε καιρός να το βάλω στα πόδια, διά να μη +νυχτώσω (και πάλιν θα νυχτώσω), εκτός εάν απομείνω· αλλά ν' +απομείνω δεν πρέπει, γιατί έδωκα υπόσχεσιν του παπά.» Ούτως είπε +και ούτως έκαμε. Και ήρχισε να κόφτη δρόμον με όλα τα εξήκοντα έτη +του, με όλον το δημογεροντικόν και προεστάδικον της διαίτης και +του ήθους του, το βραχύ ανάστημα, το ωχρόν λεπτόδερμον και +καταπονημένον πρόσωπον, και μεθ' όλον το κανονικόν, καίτοι παλαιόν +και εφθαρμένον της βράκας και του φεσίου. Ήτο παλαιός +γεωργοκτηματίας από οικογένειαν, με όλα τα κτήματά του ενυπόθηκα, +εκ των απλοϊκών εκείνων τους οποίους εύρε λείαν εύκολον και καλόν +έρμαιον η άπληστος και ιδιοτελής πανουργία των παντοπωλών, +μικρεμπόρων και τοκιστών της χθες, των νεοπλούτων της σήμερον, +κατά πόλεις και κώμας. + +Ο μπάρμπα-Κωνσταντός ανέβη ταις Βίγλαις και έφθασεν εις του +Κ'φαντώνη το Καλύβι, είτα κατέβη εις το ρέμμα, το συνορεύον προς +το Λεχούνι, όπου ευρίσκεται ο νερόμυλος του Δήμου του Βλάχου κ' +εκείθεν ήρχισε ν' αναβαίνη τον μικρόν ανήφορον του Αγίου +Χαραλάμπους. + +Ο ήλιος είχε δύσει, όταν έφθασεν εις την κορυφήν του βουνού, και +αντικρύ του βραχώδους και αποτόμου όρους, όπου κείται το μικρόν +διαλυμένον μονύδριον. Ο παπά-Αζαρίας Σύγκελλος, ηγούμενος του +ερήμου αδελφότητος μοναστηρίου, ουδέν άλλο έχων πνευματικόν +ποίμνιον ειμή μίαν υπέργηρων καλογραίαν ενενηκοντούτιν και ένα +άχρηστον υποτακτικόν ηλικιωμένον, ναυαγόν του κόσμου και απόχηρον, +είχεν εξέλθη εις τα πρόθυρα της μονής, και έβλεπε τας τελευταίας +ακτίνας του ηλίου επιχρυσούσας διά τινας στιγμάς ακόμη τας κορυφάς +των ανατολικών απέναντι ορέων, όταν είδε τον μπάρμπα-Κωνσταντόν να +προκύψη όπισθέν της τελευταίας αιμασιάς, της χαραττούσης +εκατέρωθεν του δρόμου. + + — Πού 'ς αυτό τον κόσμο, κυρ-Κωνσταντέ;... Σαν τα χιόνια!... + + — Ευλογείτε, πάτερ!... Και ο μπάρμπα-Κωνσταντός, αφού έκαμε τον +σταυρόν του τρις, αποβλέπων προς το ιερόν του αγ. Χαραλάμπους, +ήρχισεν ασθμαίνων να διηγήται πώς ο παπά-Διανέλος ο Πρωτέκδικος +εκλήθη από τους βοσκούς και ποιμένας να κάμη ανάστασιν και να +λειτουργήση επάνω εις τον Άγ. Ιωάννην τον Πρόδρομον, πώς εκάλεσε +και αυτόν, τον κυρ-Κωνσταντόν, να υπάγη να τον βοηθήση, πώς ο +παπάς ευρίσκεται από τη πρωίας, οπίσω, εις τον Άγ. Ιωάννην, χωρίς +να έχη άλλον βοηθόν ή συλλειτουργόν, πώς αυτός, ο κυρ-Κωνσταντός, +ηργοπόρησε να εκκινήση, ένεκα του οναρίου του, το οποίον δεν +αντείχεν εις την οδοιπορίαν, και ήθελε κάθε τόσον άλλαγμα βοσκής +(και ο Θεός δεν είχε ρίξει το έτος εκείνο άφθονους βροχάς, ώστε να +υπάρχη δαψίλεια βοσκής εις τα λιβάδια), και τέλος, πώς ο κυρ- +Κωνσταντός ευρέθη εις την ανάγκην ν' αποφασίση να υπάγη πεζός +επάνω εις τον Αγ. Ιωάννην διά να μη γελάση τον παπάν, επειδή είχε +δοσμένον τον λόγον του, να υπάγη να τον βοηθήση. + + — Μα τώρα νύχτωσες... θα νυχτώσης... είπεν ο Άι-Χαραλαμπίτης ο +ιερεύς· πώς θα πας ως εκεί;.. είνε μιάμιση ώρα δρόμος ακόμα... και +το φεγγάρι θ' αργήση τρεις ώραις να βγη.... άσ 'βος. + + — Πώς να κάμω; είπεν ο μπάρμπα-Κωνσταντός, όστις ήρχισεν ευθύς να +οκνή και να διστάζη. + + — Σκοτίδ' άσ'βος (2), επανέλαβεν ο παπά-Αζαρίας, το φεγγάρι θ' +αργήση τρεις ώραις... πώς θα πας ως εκεί, μοναχός σου;... +Κακοστρατιά, κλεφτότοπος... θα πέσης 'σε κανένα γκρεμνό να +κατασκοτωθής. + + — Τι με συμβουλεύεις, γέροντα, να κάμω;... είπε ψοφοδεής ο +μπάρμπα-Κωνσταντός ο πάρεδρος. + +*** + +Ο παπά-Αζαρίας εσκέφθη προς στιγμήν, αλλ' η όψις του δεν εξέφραζε +πνευματικόν τι. Ίσως έλεγε μέσα του: «Τι ήθελα, τι γύρευα εγώ να +του πω τέτοια πράμματα να τον δειλιάσω;... Αυτός είνε έτοιμος... +αφορμή εγύρευε να μείνη μες τη μέση... και να κάμη Ανάστασι στον +άγιο Χαράλαμπο». + +Είτα είπε μεγαλοφώνως: + + — Τι να σου πω κ' εγώ; Εσείς πάτε και δίνετε υπόσχεσι, κ' ύστερα +δεν ξέρετε να σηκωθήτε με την ώρα σας τουλάχιστον, να πάτε κει που +έχετε δώσει λόγο... κι' άλλος ας καρτερή... ένα πράμμα που σου +είνε κοπιαστικό και δύσκολο, απ' αρχής πρέπει να το συλλογίζεσαι, +να το μετράς καλά, να μη δίνης το λόγο σου... Τι δουλειά είχες, +εσύ, νοικοκύρης άνθρωπος, να τρέχης στα κατσάβραχα, απάνω στον Άι- +Γιάννη, για να κάμης Πάσχα;... Δεν ήξερες ναρθής στον Άι- +Χαράλαμπο;... Τι σε κάμω εγώ;... Εδώ θελά χρησιμέψης... θελά +ψάλουμε μαζύ την Ανάστασι, θελά λειτουργηθής μια χαρά, και η +μυζήθρα και το χλωρό τυρί δεν ήθελε μας λείψη... Έχω κ' εκείνο τον +αχαΐρευτο τον υποτακτικό μου το Γαβριήλ, όπου δε φελά τίποτε... +έχω και τη γρηά την Ευπραξία, ένα σωρό κόκκαλα, νάχουμε την ευκή +της... τρεις κούκκοι! Μα οι βοσκοί, ας είνε καλά, ταις καλαίς +μέραις έρχονται, μας κάνουν γενιά... μόνον εφέτος που μας πήρε +τους πλειότερους ο παπά-Διανέλος, πίσω στον Άι-Γιάννη, αλλά μένουν +κάτι λιγοστοί...» + +Ενταύθα ήλθεν εις τον παπά-Αζαρίαν ο πειρασμός να κρατήση τον κυρ- +Κωνσταντόν εις τον Άγιον Χαράλαμπον, αφίνων τον παπά-Διανέλον άνευ +βοηθού, διά να τον εκδικηθή διότι του αφήρεσε τους πλείονας των +βοσκών του. Αλλά δεν το εχώρησεν η συνείδησίς του, και εντονώτερον +εξηκολούθησε: + + — Τώρα, όπως και να το κάμης, άσχημα είνε... μα το καλλίτερο είνε +να τραβήξης το δρόμο σου να πας... Έδωκες το λόγο σου... είνε +μεγάλη αμαρτία ν' αφήσης τον παπά χωρίς βοηθό, τέτοια μεγάλη μέρα. + +Ο μπάρμπα Κωνσταντός δεν απέσπα το βλέμμα από τας κυανάς και +κοκκίνας υάλους της θυρίδος του ιερού βήματος, ήτις εφαίνετο +προσελκύουσα αυτόν ως μαγνήτης, και νοερώς συνέκρινε την σχετικήν +ανάπαυσιν ην θα είχεν εις τον Άγιον Χαράλαμπον, όπου θα εύρισκε +ζεστόν κελλίον με άφθονον πυρ και καφέν προ της Αναστάσεως, με +γάλα και αυγά μετά την λειτουργίαν, και διπλούν θαλπερόν και +αναπαυτικόν ύπνον προ και μετά την ακολουθίαν, με την ερημίαν, με +τους βράχους, τους σχοίνους και τας κομαριάς του Αγ. Ιωάννου του +Προδρόμου, όπου θα υπήρχε μόνον ύπαιθρον ή ανεπαρκές υπόστεγον και +παραπολλή δρόσος πρωιμωτέρα ή ώστε να είνε επιθυμητή. + + — Μη στέκεσαι καθόλου, επανέλαβεν ο Αϊχαραλαμπίτης· τράβα, γιατί +θα νυχτώσης, και θ' αργήση το φεγγάρι να βγη. + + — Τώρα νύχτωσε που νύχτωσε, είπεν αποφασιστικώς ο μπάρμπα- +Κωνσταντός· καλλίτερα είνε να καθίσω προς ώρα να ξεκουραστώ, ως +που να βγη το φεγγάρι... + + — Και ύστερα; + + — Ύστερα πηγαίνω με το φεγγάρι. + + — Μα θα πας; + + — Θα πάω. + + — Ξέρεις καλά το δρόμο; + + — Τι θα πη;... Μπορεί να έχω χρόνια να πάω, μα τον δρόμο τον +θυμούμαι... Κ' έπειτα, αν έρθη κανένας απ' τους ξωμερίταις φίλος +μου... + + — Ε!... + + — Θα τον παρακαλέσω να με πάη ολίγο παραπάνω, είπεν ο μπάρμπα- +Κωνσταντός. + + — Ώστε δεν ξέρεις καλά το δρόμο; + + — Όχι αλλά... + + — Φοβάσαι τα στοιχιά; εκάγχασεν ο ιερεύς. + + — Θεός να φυλάη... δεν φοβούμαι τίποτε με την δύναμιν του Θεού... +μα η συντροφιά είνε πάντα καλλίτερη. + + — Ας είνε, δεν μπορώ να σε διώξω... έμβα μες το κελλί να +ξεκουραστής, και σα βγη το φεγγάρι, να πας.... + + — Ευλόγησον. + +Ο μπάρμπα-Κωνσταντός εισήλθεν εις το κελλίον, κ' εξηπλώθη επί του +χαμηλού επεστρωμένου σοφά, με τους πόδας προς την εστίαν, όπου +έκαιεν ασθενές πυρ ετοιμόσβεστον. Ο μπάρμπα-Κωνσταντός εσκεπάσθη +με το κιλίμι το οποίον εκόμιζε, και μετ' ολίγα λεπτά απεκοιμήθη. +Ήτο δε ήδη νυξ. + +*** + +Το κελλίον όπου είχεν εισέλθη ο μπάρμπα-Κωνσταντός ήτο το έν εκ +των δύο όσα εκράτει ο ηγούμενος, το οποίον εχρησίμευεν άμα ως +προθάλαμος, ως μαγειρείον και ως πρόχειρον «αρχονταρίκι». Μόλις +είχεν αποκοιμηθή ο γηραιός πάρεδρος, και εισήλθεν ο υποτακτικός +Γαβριήλ, με άσπρον κιουλάρι, με ζωστικόν πάνινον ξεθωριασμένον και +χωρίς ράσον, κρατών λυχνίαν με την αριστεράν, καυσόξυλα και +χαμόκλαδα με την δεξιάν. + + — Άλλος μουσαφίρης πάλε! εγόγγυσεν άμα είδε τον κυρ Κωνσταντόν +κοιμώμενον^ κουτσοί-στραβοί στον Άι-Παντελεήμονα! Ευλόγησον, +πατέρες! + +Εκρέμασε το λυχνάριον επί του πτερυγίου της εστίας, εγονάτισε και +ήρχισε να ξανάπτη την φωτιάν, και εξηκολούθησεν: + + — Από πού με το καλό, αυτός πάλε! Ας είν' καλά οι χριστιανοί! Τα +ποτήρια ξεπλύνετε, και οι παίδες ας κερνούν. Ζήτω η +κρασοκατάνυξις! ευλόγησον πατέρες! + +Έκυψεν εις την εστίαν και ήρχισε να φυσά διά φυσητήρος καλάμου. +Είτα επανέλαβεν: + + — «Έδωκας ηγούμενε, των καλογήρων διακόνημα...» + +Έψαλε τούτο εις ήχον τέταρτον, μεθ' ο εις πεζόν λόγον προσέθηκε: + + — Πού τους βρίσκει, ο γέροντάς μου, και τους μαζώνει! + +Τρέχα, Γαβριήλ. Καφέδες, Γαβριήλ. Και να έφερναν τίποτε πρόσφορα, +το ελάχιστο! Μ' αυτοί έρχονται άδεια τα χέρια. «Του κελλάρη έδωκας +κλειδιά εις τα χέρια του (τούτο το είπε ψαλτά· είτα χύμα)». Βάστα, +γέρο-Γαβριήλ. Σαν είσ' αββάς, βάστα! + +Την στιγμήν εκείνην, ο μπάρμπα-Κωνσταντός έκαμε κίνησίν τινα, +εμισοξύπνησε, κ' εγύρισεν από το άλλο πλευρόν. + + — Χαλάλι να του γείνη! εγόγγυσεν ο πάτερ-Γαβριήλ. Νυσταγμένος μας +ήλθε, ο άνθρωπος. Θέλω να ξέρω, αυτοί, κάτω στο χωριό, δεν +κοιμούνται τάχα, δεν έχουν σπίτια, δεν έχουν κάμαραις; Κινούν δύο +ώραις δρόμο κ' έρχονται στον Άι-Χαράλαμπο για να κοιμηθούν; Ταμάμ! +Ευλόγησον, πατέρες.... + +Και είτα έψαλε: + + — «Δίδει τον οίνον λιγοστόν...» + +Αλλ' ο μπάρμπα-Κωνσταντός, καίτοι στραφείς επί του άλλου πλευρού, +δεν επανεύρε τον ύπνον, αλλ' ανασηκωθείς επί του αγκώνος, εγύρισε +βλέμμα προς τον μοναχόν και τον ηρώτησε: + + — Τι ώρα είνε, πάτερ; + + — Τι ώρα;... ώρα που νύχτωσε... ώρα που φέγγουν τ' αστέρια.... + + — Το φεγγάρι δε βγήκε ακόμα; + + — Τι να σε κάμη το φεγγάρι, χριστιανέ μου;... Το φεγγάρι δεν +κόβει μονέδα... + + — Περιμένω να βγη το φεγγάρι για να φύγω, και γι 'αυτό σ' ερωτώ, +είπεν ησύχως ο μπάρμπα-Κωνσταντός. + + — Να φύγης;... για πού, αν θέλη ο Θεός; + + — Δεν ήρθαν τίποτε ξωμερίταις απ' τα καλύβια; + + — Μου κάνουν τη χάρι να μη 'ρθούν, είπεν ο Γαβριήλ. Σου φέρνουν +ένα πρόσφορο και σου φαρμακώνουν μια κόττα ολάκερη· σου φέρνουν +ολίγο νάμα, και σου αδειάζουν μια δαμιτζάνα σωστή... + +*** + +Την στιγμήν εκείνην ηκούσθη η φωνή του ηγουμένου από της θύρας του +κελλίου. + + — Α! ξυπνητός είσαι, κύριε πάρεδρε, έλεγεν ο παπά-Αζαρίας· κ' εγώ +ενόμισα, ότι ο Γαβριήλ ωμιλούσε πάλι μοναχός του, καθώς το +συνηθίζει. Καλά που έπιασε κουβέντα με άνθρωπον. + + — Χμ... Γχ... έπνιξε τους γογγυσμούς του μέσα του ο Γαβριήλ. Είτα +ψιθύρω τη φωνή προσέθηκεν: Ευλόγησον, πατέρες! + + — Δεν εκοιμήθηκα καθόλου, γέροντα, απήντησεν ο μπάρμπα- +Κωνσταντός, όστις πράγματι δεν ενθυμείτο ποσώς αν είχε κοιμηθή ή +όχι... + + — Και δεν άκουσες τον Γαβριήλ να μιλή μοναχός του; + + — Δεν τον άκουσα... Ίσως να έκλεψα έναν ύπνον ίσα με ένα +&Πιστεύω&. + + — Περιμένω τους βοσκούς, όπου είνε έφθασαν, είπεν ο +Αϊχαραλαμπίτης ιερεύς· άμα έλθουν, εγώ ο ίδιος θα υποχρεώσω έναν +απ' αυτούς να σε συντροφέψη γι' απάνου... + + — Ευλόγησον, είπεν ο μπάρμπα-Κωνσταντός, όστις δεν το επεθύμει +διακαώς μέσα του. + + — Ως που να έλθουν, επανέλαβεν ο παπά-Αζαρίας, επειδή συνειθίζω +και διαβάζω τας &Πράξεις& αποβραδής, κατά το παλαιόν Τυπικόν, να +πάρουμε έναν καφέ, και να με συντροφέψης, αν αγαπάς, εις την +εκκλησίαν, διά να με βοηθήσης να διαβάσουμε μαζύ τας Πράξεις (3). + + — Ευχαρίστως, είπεν ο μπάρμπα-Κωνσταντός. + + — Ταις διαβάζω εγώ ταις Πράξεις, εγόγγυσεν ο Γαβριήλ, όστις +εζήλευεν άμα έβλεπεν έκτακτον βοηθόν ή ψάλτην εν τω ναΐσκω. + + — Εσύ, Γαβριήλ, θα κάμης περισσότερα λάθη από όσαις λέξεις είνε +τυπωμέναις μες το βιβλίο. Μόνον να μας κάμης δυο καλούς καφέδες, +ιδιορρυθμίτικους (4), και να μας τους φέρης από 'κεί. Ορίστε, κυρ +Κωνσταντέ, να περάσουμε στο κελλί το άλλο. + +Ο μπάρμπα-Κωνσταντός ηγέρθη, έλαβε την ράβδον του, τον τορβάν και +το κιλίμι και μετέβη εις το κελλίον του πατρός Αζαρία. + +*** + +Οι τρεις νεαροί βοσκοί, κρατούντες τας λαμπάδας των χαμηλά με την +αριστεράν, περισκέποντες το φως με την δεξιάν από της προσπνεούσης +νυκτερινής αύρας, ενώ η σελήνη, υψηλά αναπλέουσα τον ουρανόν, είχε +κρυφθή εις σύννεφα, έτρεξαν πρώτοι εμπρός, ο δε πρώτος αναγγείλας +την είδησιν αιπόλος ήρχετο οπίσω. Κατέβησαν κάτω εις το ρεύμα, +χωρίς ν' ακούωσι φωνάς, και ήρχισαν να υποπτεύωσιν ότι ο πρώτος +βοσκός ίσως είχεν &αυτιασθή&, και είχεν ακούσει φωνάς μη +υπαρχούσας πράγματι. Αλλ' ο αιπόλος διεμαρτύρετο λέγων ότι δεν +ηπατήθη, και ότι είχεν ακούσει ευκρινώς φωνήν λέγουσαν: «Πού +είσαστε; Πού είσαστε;» + +Διά να βεβαιωθή έτι μάλλον αυτός πείθων και τους άλλους, ο βοσκός +ήρχισε να φωνάζη: Ε! δω είμαστε! Ποιος είνε;» + +Ασθενής φωνή απήντησεν. Αλλά δεν διέκριναν τας λέξεις. + +Αφού προέβησαν ολίγα βήματα παρεμπρός, οι βοσκοί πάλιν εφώναξαν: +«Ε! ποιος είσαι; Πού βρίσκεσαι;» + +Η φωνή ευκρινέστερον απήντησε: + + — «Δω είμαι!... ελάτε παραδώ...» Και η φωνή επνίγη εις στεναγμόν. + + — Κάποιος θάπεσε κ' εγκρεμοτσακίσθη πουθενά μες το ρέμμα, εσκέφθη +μεγαλωφώνως ο είς των βοσκών. + +Τω όντι, όταν ήκουσαν τον μυρμυρισμόν του ύδατος του μικρού +χειμάρρου ρέοντος διά μέσου βράχων και αμμωδών χώρων εναλλάξ εις +το βάθος της κοιλάδος, κ' επλησίασαν εις την ρίζαν ενός βράχου, +είδον το σώμα ανθρώπου κειμένου εκεί, δίπλα εις το ψιθυρίζον και +κατερχόμενον εις την θάλασσαν ελικοειδές ρεύμα. + +Ήτο αυτός ο κυρ Κωνσταντός, ο τρίτος πάρεδρος. + +Τον ανεκίνησαν. Δεν ήτο βαρέως πληγωμένος, αλλ' είχε βαρέσει εις +την αριστεράν πλευράν, πεσών από ύψος ανδρικού αναστήματος, από +τον βράχον. + +Περί ώραν δεκάτην ευρωπαϊστί, αφού ανέτειλεν η σελήνη, είχεν +αναχωρήσει από τον Άγ. Χαράλαμπον, όχι τόσον διότι το επεθύμει, +όσον διότι ο παπά-Αζαρίας, ο υποχρεωτικός και πρόθυμος φίλος όταν +επρόκειτο ν' αποπέμψη οχληρόν, είχε παρακαλέσει ένα των ελθόντων +χωρικών, και είχεν επιμείνη ίνα συνοδεύση ούτος τον μπάρμπα +Κωνσταντόν απερχόμενον εις Αγ. Ιωάννην, όπου είχε δώσει υπόσχεσιν +να υπάγη. + +Ο χωρικός, με προθυμίαν όχι εμφαντικωτέραν της του παπά-Αζαρία, +μεγαλειτέραν δε της του κυρ Κωνσταντού, συνώδευσε τον πάρεδρον εις +ικανόν μέρος της οδού έως εις τα Κάμπια, εις το ύψος του βουνού +οπόθεν έπρεπε να κατηφορίση τις διά να φθάση εις τον ναΐσκον του +Προδρόμου, κ' εκεί, αφού του έδειξεν ακριβώς τον δρόμον, του +ευχήθη καλήν Ανάστασιν και τον εγκατέλιπε μόνον. + +Ο μπάρμπα-Κωνσταντός ηκολούθησε κατ' αρχάς επί πολύ τον κύριον +δρόμον, όστις ήτο μοναδικός και ευδιάκριτος υπό το φως της +σελήνης, μόνην συντροφίαν έχων τους θάμνους, όσοι ίσταντο δεξιά +και αριστερά διαχαράσσοντες την οδόν, τα δένδρα τα οποία ελάμβανον +φανταστικά σχήματα ή εσχημάτιζον σκιάς εν μέσω των οποίων το όμμα +έβλεπε πολλάκις φάσματα και ακινήτους ανθρώπους, τους βράχους +οίτινες, καθόσον επλησίαζε προς την βόρειον ακτήν, επληθύνοντο κ' +εξετόπιζον τα δένδρα, το δειλόν κελάδημα ολίγων πτηνών κρυμμένων +εις τας λόχμας, τον κρότον της αύρας σειούσης τους κλώνας και τας +κορυφάς των δένδρων, και τον μυστηριώδη θρουν της φυλλάδος τον +παραγόμενον υπ' αγνώστων νυκτερινών πλασματίων, υπό μικρών +κατωτέρων πνοών κρυπτουσών την υπαρξίν των εν μέσω του σκότους και +της μοναξιάς. + +Αλλ' όταν έφθασεν εις μέρος όπου η οδός ετέμνετο εις δύο μικρά +μονοπάτια, το έν ανατολικώτερον, το άλλο βορειοδυτικόν, ευρέθη εις +αμηχανίαν ποιον μονοπάτι να λάβη. Όσον και αν είνε εντόπιος είς +άνθρωπος, όστις εκτάκτως, άπαξ κατά δύο ή τρία έτη, εξέρχηται εις +μακράν σχετικώς εκδρομήν, εις τους μικρούς τόπους, πάντοτε +ευρίσκεται εις αμηχανίαν, όταν μάλιστα το τοπίον είνε κάπως +άγριον, και δεν έχη ο ίδιος κτήματα εις το μέρος εκείνο. Οι δρόμοι +από έτους εις έτος αλλάζουν, πολλάκις παλαιαί οδοί εκχερσούνται ή +καλλιεργούνται και δεν πατούνται πλέον εκ της πλεονεξίας μικρού +γαιοκτήμονος, όστις περιφράττει εντός του χωραφιού του έν ή δύο +στρέμματα γης περισσότερον, και μεταθέτει τον φράκτην μίαν ή δύο +οργυιάς απωτέρω. Ενίοτε συμβαίνει και το εναντίον· +αδιαφιλονείκητος ελαιών γνωστού κτηματίου πατείται και γίνεται +δρόμος, χάριν της ευκολίας των διαβατών. Άλλοτε οι βοσκοί και αι +αίγες των ανοίγουσι νέον μονοπάτι, διά να &αραδίζουν&, άλλοτε +εγκαταλείπουσι και αφήνουσι να εκχερσωθή παλαιά και γνώριμος οδός. + +Αφού επί πολύ εδίστασεν, ο μπάρμπα Κωνσταντός επροτίμησε τέλος το +βορειανατολικόν μονοπάτι, και κατέβη ταχέως εις το ρεύμα του +Χαιρημονά. Αλλ' εκεί δεν δύναται να βαδίση τις, εκτός αν είνε +δωδεκαετής παις, και ψάχνει διά καβούρια, την ημέραν. Ο δε κυρ +Κωνσταντός ήτο εξηκοντούτης, ήτο νυξ και δεν εζήτει καβούρια. Το +ρεύμα της πηγής του Χαιρημονά, ενούμενον κατωτέρω με το ρεύμα της +Παναγίας Δομάν, σχηματίζει ποτάμιον κατερχόμενον εις την θάλασσαν +δι' αποτόμου κατωφερείας, διά βράχων και μικρών καταρρακτών. +Στιγμήν τινα, καθ' ην η σελήνη είχε κρυβή άνω εις νέφος, δεν είδε +καλά, δεν επάτησε στερεά, ωλίσθησεν από ένα βράχον κ' έπεσε με την +κεφαλήν και τον κορμόν εις την άμμον, με τους πόδας εις το νερόν. +Ο μπάρμπα-Κωνσταντός εκτύπησεν ελαφρώς και επόνεσεν, εκ του +τιναγμού μάλλον και του φόβου, ή εκ του κατάγματος. Ευτυχώς, ολίγω +πριν, όταν ευρίσκετο εις το ύψωμα, επάνω εις μέγαν υπερκείμενον +βράχον, είχεν ιδεί την αντιλαμπήν του μικρού ναΐσκου, όπου αρτίως +είχε ψαλή η Ανάστασις, και είχεν εννοήσει ότι δεν απείχε πλέον +πολύ από τον Αγ. Ιωάννην. Ζαλισμένος από την πτώσιν, ήρχισε, με +όσην είχεν ακόμη δύναμιν, να φωνάζη: «Πού είσαστε; πού είσαστε;» +και την φωνήν ταύτην είχεν ακούσει ο πρώτος βοσκός, όστις είχεν +εξέλθει προς στιγμήν του ναού διά να ίδη πώς είχον αι αίγες του. + +*** + +Ο κυρ Κωνσταντός εσηκώθη χωλαίνων, ηκολούθησε τους βοσκούς, +έφθασεν εις τον ναΐσκον, όταν ο ιερεύς είχεν αρχίσει τον +&ασπασμόν&, επροσκύνησε και έλαβε την θέσιν του εις τον χορόν. +Έψαλεν εις όλην την λειτουργίαν, με όλον το πέσιμόν του και το +πόνεμά του. + +Έξω υπό το φέγγος της σελήνης, δεξιόθεν του ναΐσκου, έβρεμε +γενναίον πυρ, και ο μπάρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης ο εκ των +πλησιοχώρων της πολίχνης ελθών ποιμήν, είχεν οβελίσει ήδη έναν +αμνόν και τον έψηνε. Δίπλα του πρόθυμος διά να τον βοηθή εκάθητο, +ακουμβών επ' αυτού του τοίχου της εκκλησίας, ανθρωπίσκος τις εκ +της πόλεως, όστις δεν είχεν εννοηθή πότε και πώς είχεν έλθη εκεί, +ο Γιάννης ο Μπουκώσης. Ανάμεσα εις την πυράν και εις τον τοίχον, ο +μπάρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης, με την κίτρινην ζωνάραν, το +ξυραφισμένον γένειον και τον αγκιστροειδή μύστακα, είχεν αφήσει το +μαχαίρι του μετά του θηκαρίου, και ο Γιάννης Μπουκώσης από πολλής +ώρας δεν είχε παύσει να ρίπτη το βλέμμα εναλλάξ, εις το +ροδοκοκκινίζον σφαχτόν και εις το μαχαίριον. Αντικρύ, παρά την +ρίζαν ενός σχοίνου, ίστατο μεγάλη οκταόκαδος φλάσκα. Εκ του τρόπου +μεθ' ου ίστατο ακουμβημένη εις το κλαδίον του σχοίνου εφαίνετο +πλήρης οίνου, μοσχάτου και μαύρου μεμιγμένου. Το ροδοκοκκινίζον +σφαχτόν έκνιζε και έσιζεν εις το πυρ, η φλάσκα, ως άλλη κλώσσα +καλούσα τους νεοσσούς της υπό τας πτέρυγας, εφαίνετο καλούσα τους +βοσκούς εις ευωχίαν υπό τους ατμούς της, έτοιμη να κλώξη και να +φυσήση εις την ελαχίστην επαφήν της χειρός, εις την ελαχίστην +προσέγγισιν του χείλους εις την θηλήν της. + +Δύο χωρικοί όρθιοι, πέντε βήματα μακράν του ψητού, της φλάσκας και +του σχοίνου, ίσταντο και συνωμίλουν ζωηρώς. Είχαν εύρη την ώραν +και τον τόπον να λογομαχήσωσι δι' έν χωράφιον τεσσάρων στρεμμάτων, +περί του οποίου εμάχοντο από ετών. + +Αντικρύ, προς μεσημβρίαν, επί του βραχώδους λόφου, ανάμεσα εις +πέντε βράχους, εις τρία μονοπάτια και εις κρημνόν, ευρίσκετο το +διαφιλονεικούμενον χωράφιον. Ο είς των χωρικών εχειρονόμει, κ' +εδείκνυε προς τα εκεί, και ισχυρίζετο ότι το χωράφιον το ιδικόν +του είχε σύνορον ακριβώς τον τρίτον βράχον προς τα δεξιά. + + — Εγώ το ηύρα παππουδικό μου, έλεγε· δε ρωτάς και το Γιάννη της +Ψαροδήμαινας, που είμαστε γειτόνοι, εδώ και τριάντα χρόνια... + + — Το σύνορο είνε μες τη μέση, ανάμεσα στον δεύτερο και στον τρίτο +βράχο, εκεί που βαθουλαίνει ο τόπος, διετείνετο ο άλλος χωρικός· +φαίνεται ακόμη που ήτον, τον παλαιόν καιρό, αποσκαφή.... + + — Κοδζάμ-βράχος, αντέκρουσεν ο πρώτος, κ' εγώ θα πάω να γυρέψω +ναυρώ την αποσκαφή, για να την κάμω σύνορό μου;.... + +Ο μπάρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης ήρχισε να γυρίζη αμελέστερον την +σούβλαν με το σφαχτόν, και η προσοχή του όλη απερροφήθη υπό των +δύο χωρικών και της λογομαχίας των. + +Ο Γιάννης ο Μπουκώσης έλαβε σιγά-σιγά το μαχαίριον το απεγύμνωσεν +από το θηκάριόν του, έκοψεν επιτηδείως τεμάχιον από τα νεφραιμιά +του σφαχτού, το οποίον έπαυσε σχεδόν να περιστρέφεται, και το +κατεβρόχθισεν απλήστως. + +Ο μπάρμα-Δημήτρης ουδέ παρετήρησε καν την κλοπήν και την +λαιμαργίαν του ανθρωπίσκου. Εξηκολούθησε να προσέχη εις τους δύο +ερίζοντας. + + — Και είνε και μέσα στο μπολέτι καθαρά γραμμένο, έλεγεν ο πρώτος +των δύο· το πήγα στον παπά-Λευθέρη, που ξέρει να διαβάζη τα παλαιά +γράμματα, και μου το διάβασε τόσαις φοραίς. + + — Από μπολετιά δεν ιδρώνει εμένα το μάτι μου, αντέλεγεν ο +δεύτερος· σαν έχης όρεξι, δεν πας στον μπάρμπ' Αναγνώστη τον +Αγέλαστο, να σου φτιάση όσα ψεύτικα μπολετιά θέλης... + +Ο Δημήτρης ο Καμπογιάννης επρόσεχεν όλος εις την λόγομαχίαν των +δύο αγροτών. Ο Γιάννης ο Μπουκώσης έλαβεν εκ νέου το μαχαίριον, το +οποίον δεν είχεν επιστρέψει εις το θηκάριόν του, έκοψε δεύτερον, +γενναιότερον τεμάχιον από το μισοψημένον σφαχτόν, και το κατέπιε +μονοκόμματον. + +Η έρις των δύο χωρικών εξηκολούθει, και η προσοχή μεθ' ης την +παρηκολούθει ο Καμπογιάννης ήτο αδιάπτωτος. Ο Μπουκώσης, όστις +ενόει την μυστηριώδη γλώσσαν της φλάσκας, δι' ης αύτη εκάλει τους +φίλους της, ως η κλώσσα τους νεοσσούς της, έκαμεν έν βήμα με τον +δεξιόν πόδα, εν σχήματι ορθής γωνίας, δεύτερον βήμα με το +αριστερόν γόνυ εις το έδαφος, εξηπλώθη τετραποδίζων, επλησίασεν +εις τον σχοίνον, και λαβών την μεγάλην οινοβριθή φλάσκαν την +επλησίασεν εις τα χείλη του, και έπιε γενναίαν δόσιν απνευστί. + +Είτα, φύσει φρόνιμος και γνωρίζων ότι, αν έκαμνε και τρίτην +απόπειραν κατά του σφακτού, ήτο φόβος μη φωραθή επί τέλους, +επέστρεψε παρά τον τοίχον της εκκλησίας, ολίγον τι απώτερον της +πυράς εμαζεύθη κ' εφαίνετο τόσον άκακος και νήστις, ως να μην είχε +πασχάσει όλως. + +*** + +Όταν, αφού ο ιερεύς εξήλθε τελευταίος από της λειτουργίας, και +εστρώθη η τράπεζα εις τα πρόθυρα του ναού (ήτον περί τα +γλυκοχαράμματα), ο μπάρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης επεχείρησε να +τεμαχίση το ψητόν, παρετήρησεν ότι κάτι έλειπεν από τα νεφραιμιά, +αλλ' εκαμώθη ότι δεν εννόησε τίποτε, και αποτεινόμενος προς τον +Γιάννην τον Μπουκώσην, είπε: + + — Κύτταξε!... Περίεργο... Δεν είνε παράξενο να γεννήθηκε σακάτικο +αυτό το αρνί, παιδί μου Γιάννη. + +Εξηκολούθησεν ησύχως να κατακόπτη το ψητόν, είτα επανέλαβε: + + — Πολλά παράξενα σημεία και θάμματα γίνονται 'ς αυτά τα στερνά τα +χρόνια... Για βάλε με το νου σου, να φέρω αρνί σακάτικο γεννημένο +απ' τη μάνα του, και να μην το καταλάβω!.. Τι να γένη, ας έχη δόξα +ο Θεός! + +Ο Γιάννης ο Μπουκώσης δεν είπε γρυ. Αλλά την τελευταίαν στιγμήν, +καθ' ην παρετίθετο επί της τραπέζης το ψητόν, ο μπάρμπα-Δημήτρης +έκρυψεν επιτηδείως τας δύο στάμνας του νερού οπού είχεν ακόμη +γεμάταις, κ' επαρουσίασεν εις την τράπεζαν δύο άδειαις, λέγων ότι +δυστυχώς είχε λησμονήσει να στείλη εγκαίρως εις του Χαιρημονά την +βρύσιν να πάρη νερόν, και ήτον ανάγκη να υπάγη τώρα κάποιος. + + — 'Σ εσένα πέφτει ο κλήρος, παιδί μου Γιάννη, είπεν αποτεινόμενος +προς τον Μπουκώσην. Σύρε να γεμίσης τα δυο σταμνιά, νάχης την ευκή +του παπά μας, και σε καρτερούμε, δεν τρώμε... Πάρε και μια +αναμμένη λαμπάδα να βλέπης στο δρόμο, και πάτει γερά, ώμορφα +ώμορφα... να μη σπάσης τα σταμνιά, και το πάθης σαν το τραγούδι +που λένε... και μας αφήσης κ' εμάς χωρίς νερό. + +Ο Γιάννης ο Μπουκώσης επεθύμει ν' αρνηθή, αλλά δεν ετόλμα. +Εφορτώθη τα δύο σταμνία κ' εξεκίνησε διά την πηγήν του Χαιρημονά, +ήτις απείχε περί τα δύο μίλια, και ήτις έτρεχε τόσον φειδωλή ως το +δάκρυ των εξηντλημένων οφθαλμών. Εχρειάζετο σωστήν μίαν ώραν διά +να υπάγη να γεμίση τα σταμνία και να επιστρέψη. + +Ευθύς ως ανεχώρησεν ούτος, ο μπάρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης, +έβγαλεν εις το φανερόν τας δύο πλήρεις στάμνας, και επειδή ο +ιερεύς δεν εννόει, εξηγήθη και είπεν: + + — Είχα νερό, μα ήθελα να τονε παιδέψω, τον αφιλότιμο... Ακούς +εκεί, να μου κάμη γρουσουζιά χρονιάρα μέρα, να μου κόψη μεζέδες +απ' το σφαχτό, ενώ το έψηνα, και να μην πάρω κάβο!... + +*** + +Όταν επέστρεψεν από την βρύσιν του Χαιρημονά, φέρων τα δύο σταμνία +ο Γιάννης ο Μπουκώσης, ήτο ήδη ημέρα, το ψητόν είχε καταβροχθισθή, +και μόνη η διακριτική φιλαδελφία της θειά Μαθηνώς της +Ψευτομετάνισσας, και της θειά Σεραΐνας, της σημαιοφόρου των +πανηγυριών, του είχε φυλάξει ολίγα τεμάχια του αμνού διά να φάγη +και κάμη Λαμπρήν, ο πειναλέος ανθρωπίσκος. + + + +ΤΕΛΟΣ + + + + +ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΩΝ ΗΛΙΑ Ν. ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ + + + +ΕΡΓΑ +Α. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ + +ΕΚΔΟΘΕΝΤΑ +ΚΑΙ +ΠΩΛΟΥΜΕΝΑ ΕΝ ΤΩ ΗΜΕΤΕΡΩ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΩ + + + +ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ · · · · ΔΡΑΧ. 2.50 +ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ « 2.50 +ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ « 2.50 + +*** + 1) Κούτρης, (ήτοι κέσφος = κεφαλάς) καλείται παρ' ημίν το +αβάπτιστον άρρεν, &Κοσσού& δε το θήλυ· &Δράκος& και &Δρακούλα&, +καλούνται τα βαπτισμένα βρέφη, κατόπιν δυσχερούς τινος ή επιφόβου +και αντιπαθούς νόσου, οίον σπασμών, επιληψίας, κτλ. λαμβάνοντα την +προσηγορίαν ταύτην ως αλεξητήριον και φυλακτικόν κατά πάσης +βασκανίας. Εν τω κειμένω ο Κούτρης = σπανός. + + 2) άσ'βος, άσουβος = άβυσος. + + 3) Αι Πράξεις των Αποστόλων αναγινώσκονται, κατά το αρχαίον +Τυπικόν, εν τοις ιεροίς μοναστηρίοις αφ' εσπέρας του Μ. Σαββάτου, +προ της Παννυχίδος δηλ. και του όρθρου του Πάσχα. + + 4) Ιδιόρρυθμα λέγονται τα μοναστήρια όσα δεν είνε Κ ο ι ν ό β ι +α, δεν τηρούσι δηλ. την αρχαίαν αυστηράν κοινοβιακήν τάξιν. + + + + + + + + + + +End of the Project Gutenberg EBook of Easter Time Short Stories, by +Alexandros Papadiamantis + +*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK EASTER TIME SHORT STORIES *** + +***** This file should be named 31653-0.txt or 31653-0.zip ***** +This and all associated files of various formats will be found in: + http://www.gutenberg.org/3/1/6/5/31653/ + +Produced by Sophia Canoni + +Updated editions will replace the previous one--the old editions +will be renamed. + +Creating the works from public domain print editions means that no +one owns a United States copyright in these works, so the Foundation +(and you!) can copy and distribute it in the United States without +permission and without paying copyright royalties. Special rules, +set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to +copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to +protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project +Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you +charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you +do not charge anything for copies of this eBook, complying with the +rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose +such as creation of derivative works, reports, performances and +research. They may be modified and printed and given away--you may do +practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is +subject to the trademark license, especially commercial +redistribution. + + + +*** START: FULL LICENSE *** + +THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE +PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK + +To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free +distribution of electronic works, by using or distributing this work +(or any other work associated in any way with the phrase "Project +Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project +Gutenberg-tm License (available with this file or online at +http://gutenberg.net/license). + + +Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm +electronic works + +1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm +electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to +and accept all the terms of this license and intellectual property +(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all +the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy +all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession. +If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project +Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the +terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or +entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8. + +1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be +used on or associated in any way with an electronic work by people who +agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few +things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works +even without complying with the full terms of this agreement. See +paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project +Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement +and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic +works. See paragraph 1.E below. + +1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation" +or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project +Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the +collection are in the public domain in the United States. If an +individual work is in the public domain in the United States and you are +located in the United States, we do not claim a right to prevent you from +copying, distributing, performing, displaying or creating derivative +works based on the work as long as all references to Project Gutenberg +are removed. Of course, we hope that you will support the Project +Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by +freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of +this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with +the work. You can easily comply with the terms of this agreement by +keeping this work in the same format with its attached full Project +Gutenberg-tm License when you share it without charge with others. + +1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern +what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in +a constant state of change. If you are outside the United States, check +the laws of your country in addition to the terms of this agreement +before downloading, copying, displaying, performing, distributing or +creating derivative works based on this work or any other Project +Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning +the copyright status of any work in any country outside the United +States. + +1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg: + +1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate +access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently +whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the +phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project +Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed, +copied or distributed: + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.net + +1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived +from the public domain (does not contain a notice indicating that it is +posted with permission of the copyright holder), the work can be copied +and distributed to anyone in the United States without paying any fees +or charges. If you are redistributing or providing access to a work +with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the +work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1 +through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the +Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or +1.E.9. + +1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted +with the permission of the copyright holder, your use and distribution +must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional +terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked +to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the +permission of the copyright holder found at the beginning of this work. + +1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm +License terms from this work, or any files containing a part of this +work or any other work associated with Project Gutenberg-tm. + +1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this +electronic work, or any part of this electronic work, without +prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with +active links or immediate access to the full terms of the Project +Gutenberg-tm License. + +1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary, +compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any +word processing or hypertext form. However, if you provide access to or +distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than +"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version +posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.net), +you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a +copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon +request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other +form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm +License as specified in paragraph 1.E.1. + +1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying, +performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works +unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9. + +1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing +access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided +that + +- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from + the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method + you already use to calculate your applicable taxes. The fee is + owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he + has agreed to donate royalties under this paragraph to the + Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments + must be paid within 60 days following each date on which you + prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax + returns. Royalty payments should be clearly marked as such and + sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the + address specified in Section 4, "Information about donations to + the Project Gutenberg Literary Archive Foundation." + +- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies + you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he + does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm + License. You must require such a user to return or + destroy all copies of the works possessed in a physical medium + and discontinue all use of and all access to other copies of + Project Gutenberg-tm works. + +- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any + money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the + electronic work is discovered and reported to you within 90 days + of receipt of the work. + +- You comply with all other terms of this agreement for free + distribution of Project Gutenberg-tm works. + +1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm +electronic work or group of works on different terms than are set +forth in this agreement, you must obtain permission in writing from +both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael +Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the +Foundation as set forth in Section 3 below. + +1.F. + +1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable +effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread +public domain works in creating the Project Gutenberg-tm +collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic +works, and the medium on which they may be stored, may contain +"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or +corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual +property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a +computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by +your equipment. + +1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right +of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project +Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project +Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all +liability to you for damages, costs and expenses, including legal +fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT +LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE +PROVIDED IN PARAGRAPH F3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE +TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE +LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR +INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH +DAMAGE. + +1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a +defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can +receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a +written explanation to the person you received the work from. If you +received the work on a physical medium, you must return the medium with +your written explanation. The person or entity that provided you with +the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a +refund. If you received the work electronically, the person or entity +providing it to you may choose to give you a second opportunity to +receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy +is also defective, you may demand a refund in writing without further +opportunities to fix the problem. + +1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth +in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER +WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO +WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE. + +1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied +warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages. +If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the +law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be +interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by +the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any +provision of this agreement shall not void the remaining provisions. + +1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the +trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone +providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance +with this agreement, and any volunteers associated with the production, +promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works, +harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees, +that arise directly or indirectly from any of the following which you do +or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm +work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any +Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause. + + +Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm + +Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of +electronic works in formats readable by the widest variety of computers +including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists +because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from +people in all walks of life. + +Volunteers and financial support to provide volunteers with the +assistance they need are critical to reaching Project Gutenberg-tm's +goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will +remain freely available for generations to come. In 2001, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure +and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations. +To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation +and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4 +and the Foundation web page at http://www.pglaf.org. + + +Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive +Foundation + +The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit +501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the +state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal +Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification +number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at +http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent +permitted by U.S. federal laws and your state's laws. + +The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S. +Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered +throughout numerous locations. Its business office is located at +809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email +business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact +information can be found at the Foundation's web site and official +page at http://pglaf.org + +For additional contact information: + Dr. Gregory B. Newby + Chief Executive and Director + gbnewby@pglaf.org + + +Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation + +Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide +spread public support and donations to carry out its mission of +increasing the number of public domain and licensed works that can be +freely distributed in machine readable form accessible by the widest +array of equipment including outdated equipment. Many small donations +($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt +status with the IRS. + +The Foundation is committed to complying with the laws regulating +charities and charitable donations in all 50 states of the United +States. Compliance requirements are not uniform and it takes a +considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up +with these requirements. We do not solicit donations in locations +where we have not received written confirmation of compliance. To +SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any +particular state visit http://pglaf.org + +While we cannot and do not solicit contributions from states where we +have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition +against accepting unsolicited donations from donors in such states who +approach us with offers to donate. + +International donations are gratefully accepted, but we cannot make +any statements concerning tax treatment of donations received from +outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff. + +Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation +methods and addresses. Donations are accepted in a number of other +ways including including checks, online payments and credit card +donations. To donate, please visit: http://pglaf.org/donate + + +Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic +works. + +Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm +concept of a library of electronic works that could be freely shared +with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project +Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support. + + +Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed +editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S. +unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily +keep eBooks in compliance with any particular paper edition. + + +Most people start at our Web site which has the main PG search facility: + + http://www.gutenberg.net + +This Web site includes information about Project Gutenberg-tm, +including how to make donations to the Project Gutenberg Literary +Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to +subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks. diff --git a/old/20100315-31653-0.zip b/old/20100315-31653-0.zip Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..7d92f9b --- /dev/null +++ b/old/20100315-31653-0.zip |
