summaryrefslogtreecommitdiff
diff options
context:
space:
mode:
authorRoger Frank <rfrank@pglaf.org>2025-10-14 19:56:10 -0700
committerRoger Frank <rfrank@pglaf.org>2025-10-14 19:56:10 -0700
commit14549ccf9c7aa9788b6747482f520120b3ae0285 (patch)
treeee71385f538e1d7368696fa5f308313b9cb63a31
initial commit of ebook 31653HEADmain
-rw-r--r--.gitattributes3
-rw-r--r--31653-0.txt3146
-rw-r--r--31653-0.zipbin0 -> 76848 bytes
-rw-r--r--31653-h.zipbin0 -> 1096302 bytes
-rw-r--r--31653-h/31653-h.htm2886
-rw-r--r--31653-h/images/0003.jpgbin0 -> 55866 bytes
-rw-r--r--31653-h/images/0010.jpgbin0 -> 192936 bytes
-rw-r--r--31653-h/images/0016.jpgbin0 -> 179939 bytes
-rw-r--r--31653-h/images/0023.jpgbin0 -> 175719 bytes
-rw-r--r--31653-h/images/0041.jpgbin0 -> 130305 bytes
-rw-r--r--31653-h/images/0048.jpgbin0 -> 132207 bytes
-rw-r--r--31653-h/images/cover.jpgbin0 -> 158735 bytes
-rw-r--r--LICENSE.txt11
-rw-r--r--README.md2
-rw-r--r--old/20100315-31653-0.txt3144
-rw-r--r--old/20100315-31653-0.zipbin0 -> 76862 bytes
16 files changed, 9192 insertions, 0 deletions
diff --git a/.gitattributes b/.gitattributes
new file mode 100644
index 0000000..6833f05
--- /dev/null
+++ b/.gitattributes
@@ -0,0 +1,3 @@
+* text=auto
+*.txt text
+*.md text
diff --git a/31653-0.txt b/31653-0.txt
new file mode 100644
index 0000000..c8f1699
--- /dev/null
+++ b/31653-0.txt
@@ -0,0 +1,3146 @@
+Project Gutenberg's Easter Time Short Stories, by Alexandros Papadiamantis
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+
+Title: Easter Time Short Stories
+
+Author: Alexandros Papadiamantis
+
+Release Date: April 28, 2012 [EBook #31653]
+First Posted: March 15, 2010
+
+Language: Greek
+
+Character set encoding: UTF-8
+
+*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK EASTER TIME SHORT STORIES ***
+
+
+
+
+Produced by Sophia Canoni
+
+
+
+
+
+
+
+
+
+Note: The tonic system has been changed from polytonic to
+monotonic. The spelling of the book has not been changed
+otherwise. Bold words have been included in &&. Footnotes
+have been converted to endnotes.
+
+Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε
+μονοτονικό. Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως
+έχει. Λέξεις με έντονους χαρακτήρες έχουν συμπεριληφθεί σε &&.
+Οι υποσημειώσεις έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου.
+
+
+
+ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
+
+ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
+
+ΕΚΔΟΤΗΣ ΗΛΙΑΣ Ν. ΔΙΚΑΙΟΣ
+
+
+
+
+ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
+ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ
+ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
+
+
+
+ΜΕΤ' ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΩΝ
+ΥΠΟ ΦΡΙΞΟΥ ΑΡΙΣΤΕΩΣ
+
+ΕΚΔΟΤΗΣ
+ΗΛΙΑΣ Ν. ΔΙΚΑΙΟΣ
+ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
+1912
+
+
+
+ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑΙ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
+
+
+
+Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης εγεννήθη εις την Σκιάθον την 4 Μαρτίου
+1851. Τα πρώτα γράμματα εδιδάχθη εις την γενέτειραν νήσον. Εκεί
+διήλθε και το Ελληνικόν σχολείον, εξ ου απελύθη το 1863. Μετά
+διακοπήν τεσσάρων ετών ενεγράφη το 1867 εις το εν Χαλκίδι
+γυμνάσιον. Την τρίτην γυμνασιακήν τάξιν διήλθεν εν Πειραεί.
+Διακόψας ύστερον τας σπουδάς του, επανέλαβεν αυτάς το 1873, ελθών
+εις Αθήνας και φοιτήσας εις την τετάρτην γυμνασιακήν τάξιν. Το
+επόμενον έτος ενεγράφη εις την εν τω Εθν. Πανεπιστημίω Φιλοσοφικήν
+Σχολήν, εν η ηκροάτο μαθήματά τινα φιλολογικά, ησχολείτο δε κατ'
+ιδίαν εις την εκμάθησιν ξένων γλωσσών.
+
+Παρά την αταξίαν των σπουδών αυτού, οφειλομένην εις οικονομικάς
+δυσχερείας της οικογενείας του, ο Αλ. Παπαδιαμάντης ήτο
+φιλομαθέστατος. Προικισμένος υπό εξαιρετικής ευφυίας και απεράντου
+μνήμης, διήλθε τα έτη της νεότητος αυτού μελετών απαύστως τας
+αρχαίας κλασσικάς και τας νεωτέρας Ευρωπαϊκάς φιλολογίας. Μέχρι
+τέλους της ζωής αυτού ηδύνατο να απαγγέλλη αποσπάσματα εκ του
+Ομήρου και του Σοφοκλέους, του Βιργιλίου και του Ορατίου, του
+Μίλτωνος ή Σεξπήρου κλπ. Πλην της Αγγλικής και Γαλλικής, εγνώριζεν
+ικανώς και την Ιταλικήν και Γερμανικήν. Υπήρξε δε αυτοδίδακτος
+περί πάντα.
+
+Αλλ' η προσφιλεστάτη αυτού πνευματική ασχολία και τρυφή ήτο η περί
+τα εκκλησιαστικά σπουδή. Υιός ων ευσεβούς ιερέως και ζήσας υπό την
+σκιάν του Αγιωνύμου Όρους, το οποίον είχεν επισκεφθή επί μήνας
+τινάς κατά τους νεανικούς αυτού χρόνους, είχε καταρτισθή δεινός
+γνώστης των ιερών Γραφών (την Παλαιάν Διαθήκην εγνώριζεν εκ
+στήθους), των Πατέρων της Εκκλησίας κλπ. Εγνώριζεν ομοίως άριστα
+την Βυζαντινή Μουσικήν και το Τυπικόν της Εκκλησίας.
+
+Αλλ' αι προσφιλείς αύται ασχολίαι δεν προσεπόριζον εις τον Αλ.
+Παπαδιαμάντην τα προς το ζην. Παρ' όλη την ροπήν αυτού προς τα
+ιερά γράμματα, δεν ήθελε να γίνη ιερεύς. Ομοίως δεν ηγάπα το
+διδασκαλικόν επάγγελμα, αν και, διατριβών εν Αθήναις ως φοιτητής,
+και κατόπιν, εδίδασκεν ιδιωτικώς μαθητάς τινας. Η φυσική αυτού
+διάθεσις και ορμή έφερεν αυτόν προς την δημιουργικήν φιλολογίαν,
+ενώ η γλωσσομάθεια παρείχε τας πρώτας του βιοπορισμού αφορμάς.
+
+Ήρχισε συγγράφων μυθιστορήματα κατ' αρχάς, υπό την επίδρασιν
+ευρισκόμενος των ξένων αναγνώσεων αυτού, συγχρόνως δε μετέφραζεν
+επιφυλλίδας εις εφημερίδας. Τα συγγραφέντα μυθιστορικά αυτού έργα
+είνε δύο ή τρία, έργα μέτρια, εις τα οποία ο συγγραφεύς φαίνεται
+ζητών τον δρόμον αυτού, τον οποίον βραδύτερον ευρίσκει. Το 1882
+εδημοσίευσεν εις το «Μη Χάνεσαι» τον «Έμπορον των Εθνών». Μετά
+ταύτα ήρχισε συγγράφων την εξαισίαν και μακροτάτην σειράν των
+ηθογραφικών διηγημάτων, εις τα οποία η μυστικοπαθής ψυχή του
+συγγραφέως, η λεπτή παρατήρησις της λαϊκής ψυχής, η γνώσις του
+εσωτάτου βίου του έθνους, αδελφούνται μετά του αριστοκρατικού
+ύφους, του απαραμίλλου θελγήτρου της αφηγήσεως και της
+παραστατικής περιγραφής.
+
+Γράφων τα θαυμάσια έργα αυτού ο Παπαδιαμάντης ησχολείτο συγχρόνως
+εις το πεζόν και άχαρι, κατά το πλείστον, μεταφραστικόν εις
+εφημερίδας έργον. Υπό την έποψιν ταύτην υπήρξεν αληθής παρίας ο
+έξοχος συγγραφεύς. Είχε να βοηθήση οικογένειαν προσφιλή και να
+συντηρήση εαυτόν. Βαθμηδόν επέλιπεν αυτόν και ο άθλιος ούτος
+πόρος, ο εκ των μεταφράσεων. Εκ των πρωτοτύπων αυτού έργων
+ελάχιστα εκέρδιζε πάντοτε. Έκτοτε ήρξατο η μαρτυρική ζωή του
+Παπαδιαμάντη.
+
+Τα τελευταία έτη της ζωής αυτού είναι λίαν γνωστά, ώστε να μη
+είναι ανάγκη να ενδιατρίψωμεν λεπτομερώς εις αυτά. Θα ήτο δε και
+λίαν θλιβερόν το έργον τούτο. Ο Παπαδιαμάντης καρτερικώς έφερε το
+άχθος των ατυχημάτων αυτού μέχρι τέλους της ζωής του. Ευσεβέστατος
+ως ήτο, εύρισκε παραμυθίαν εις την θρησκείαν. Ιστορικαί είναι αι
+αγρυπνίαι του παρά τον Παλαιόν Στρατώνα εκκλησιδίου του Αγίου
+Ελισαίου.
+
+Έζησε δε πάντοτε μακράν του κόσμου, αναστρεφόμενος μετ' ανθρώπων
+του λαού και ελαχίστων πιστών φίλων. Περιοδικώς μετέβαινεν εις την
+Σκίαθον, ην υπερηγάπα. Απέθανεν αυτόθι την 3 Ιανουαρίου 1911.
+Ολίγον προ του θανάτου αυτού είχε τιμηθή υπό του αργυρού σταυρού
+του Σωτήρος.
+
+
+
+Α’
+
+
+
+ΕΞΟΧΙΚΗ ΛΑΜΠΡΗ
+
+
+
+Καλά το έλεγεν ο μπάρμπα-Μηλιός, ότι το έτος εκείνο εκινδύνευον να
+μείνουν οι άνθρωποι οι χριστιανοί, οι ξωμερίταις, την ημέραν του
+Πάσχα, αλειτούργητοι. Και ουδέποτε πρόρρησις έφθασε τόσον εγγύς να
+πληρωθή, όσον αυτή· διότι δις εκινδύνευσε να επαληθεύση, αλλ'
+ευτυχώς ο Θεός έδωκε καλήν φώτισιν εις τους αρμοδίους και οι
+πτωχοί χωρικοί, οι γεωργοποιμένες του μέρους εκείνου, ηξιώθησαν
+και αυτοί να ακούσωσι τον καλόν λόγον και να φάγωσι και αυτοί το
+κόκκινο αυγό.
+
+Όλα αυτά διότι το μεν ταχύπλουν, αυτό το προκομμένον πλοίον, το
+οποίον εκτελεί δήθεν την συγκοινωνίαν μεταξύ των ατυχών νήσων και
+της απέναντι αξένου ακτής, σχεδόν τακτικώς δις του έτους, ήτοι
+κατά τας δύο &αλλαξοκαιριαίς&, το φθινόπωρον και το έαρ,
+βυθίζεται, και συνήθως χάνεται αύτανδρον^ είτα γίνεται νέα
+δημοπρασία, και ευρίσκεται τολμητίας τις πτωχός κυβερνήτης, όστις
+δεν σωφρονίζεται από το πάθημά του προκατόχου του, αναλαμβάνων
+εκάστοτε το κινδυνωδέστατον έργον.
+
+Και την φοράν ταύτην, το ταχύπλουν, λήγοντος του Μαρτίου, του
+αποχαιρετισμού του χειμώνος γενομένου, είχε βυθισθή· ο δε παπά-
+Βαγγέλης, ο εφημέριος άμα και ηγούμενος και μόνος αδελφός του
+μονυδρίου του Αγίου Αθανασίου, έχων κατ' εύνοιαν του επισκόπου και
+το αξίωμα του εξάρχου και πνευματικού των απέναντι χωρίων, καίτοι
+γέρων ήδη, έπλεε τετράκις του έτους, ήτοι κατά πάσαν
+τεσσαρακοστήν, εις τας αντικρύ εκτεινομένας ακτάς, όπως
+εξομολογήση και καταρτίση πνευματικώς τους δυστυχείς εκείνους
+δουλοπαροίκους, τους «κουκουβίνους ή κουκκοσκιάχταις», όπως τους
+ωνόμαζον, σπεύδων, κατά την Μεγάλην τεσσαρακοστήν, να επιστρέψη
+εγκαίρως εις την μονήν του όπως εορτάση το Πάσχα.
+
+Αλλά κατ' εκείνο το έτος, το ταχύπλουν είχε βυθισθή, ως είπομεν, η
+συγκοινωνία εκόπη επί τινας ημέρας, και ούτως ο παπά-Βαγγέλης
+έμεινεν ακουσίως, ηναγκασμένος να εορτάση το Πάσχα πέραν της
+πολυκυμάντου και βορεοπλήκτου θαλάσσης, το δε μικρόν ποίμνιόν του,
+οι γείτονες του Αγίου Αθανασίου, οι χωρικοί των Καλυβιών,
+εκινδύνευον να μείνωσιν αλειτούργητοι.
+
+Τινές είπον γνώμην να παραλάβωσι τας γυναίκας και τα τέκνα των και
+να κατέλθωσιν εις την πολίχνην, όπως ακούσωσι την Ανάστασιν και
+λειτουργηθώσιν· αλλ' ο μπάρμπα-Μηλιός, όστις έκαμνε τον προεστόν
+εις τα Καλύβια, και ήθελε να εορτάση το Πάσχα όπως αυτός ενόει, ο
+Φταμηνίτης, όστις δεν ήθελε να εκθέση την γυναίκα του εις τα
+όμματα του πλήθους, και ο μπάρμπ' Αναγνώστης, χωρικός όστις «τα
+είξευρεν απ' έξω όλα τα γράμματα της Λαμπρής», αλλά δεν ηδύνατο ν'
+αναγνώση τίποτε «από μέσα», και επεθύμει να ψάλη το «Σώμα Χριστού
+μεταλάβετε»,—οι τρεις ούτοι επέμειναν, και πολλοί ησπάσθησαν την
+γνώμην των, ότι έπρεπεν εκ παντός τρόπου να πείσωσιν ένα των εν τη
+πόλει εφημερίων ν' ανέλθη εις τα Καλύβια να τους λειτουργήση.
+
+Ο καταλληλότερος δε, κατά την γνώμην πάντων, ιερεύς της πόλεως,
+ήτο ο παπά-Κυριάκος, όστις δεν ήτο «από μεγάλο τζάκι», είχε
+μάλιστα και συγγένειαν μέ τινας των εξωμεριτών, και τους
+κατεδέχετο. Ήτο ολίγον &τσάμης&, καθώς έλεγαν. Δεν έτρεφε
+προλήψεις. Ηκούετο μάλιστα εδώ-εκεί, ότι ο ιερεύς ούτος είχε και
+την συνήθειαν «ν' αποσώνη τα παιδιά» εις τους κόλπους των μητέρων,
+των ενοριτισσών του. Αλλά τούτο το έλεγον οι αστείοι ή οι
+φθονεροί, και μόνον οι ανόητοι το επίστευον. Ο εφημέριος ούτος, ως
+οι πλείστοι του γνησίου ελληνικού κλήρου, πλην μικρού
+ελευθεριασμού, ήτο κατά τα άλλα άμεμπτος.
+
+Τούτο ναι, αληθεύει, αλλ' οι έγγαμοι ιερείς, πενόμενοι και
+δυσπραγούντες, επιτακτικήν έχοντες ανάγκην να θρέψωσι τα τέκνα
+των, φαίνονται ως πλεονέκται, και καταντώσι να μη τρέφωσι πλέον
+εμπιστοσύνην ουδ' εις αυτούς τους συλλειτουργούς των. Τούτο έπασχε
+και ο παπά-Κυριάκος, όστις επεθύμει μεν να υπάγη να κάμη Ανάστασιν
+εις τους χωρικούς, διότι ήτο ανοιχτόκαρδος και ήθελε να χαρή και
+αυτός ολίγην Ανάστασιν και ολίγην άνοιξιν, αλλ' εδυσπίστει εις τον
+συνεφημέριόν του, και έπειτα δεν ήθελε να αφήση την ενορίαν με ένα
+μόνον ιερέα τοιαύτην ημέραν. Αλλ' αυτός ο παπά-Θεοδωρής ο
+Σφοντύλας, ο συνεφημέριός του, τον παρεκίνησε να υπάγη, ειπών ότι
+καλόν ήτο να μη χάσωσι και το εισόδημα των Καλυβιών, αινιττόμενος
+ότι τα τε εκ του ενοριακού ναού έσοδα και τα της εξοχικής
+παροικίας, αμφότερα εξ ίσου θα τα εμοιράζοντο.
+
+Τούτο δεν έπεισε τον παπά-Κυριάκον, τω ενέπνευσε μάλιστα πλείονας
+υποψίας· αλλ' ότε ηρώτησε την γνώμην του συλλειτουργού του, ήτο
+ήδη κατά τα εννέα δέκατα αποφασισμένος να υπάγη· έπειτα υπεχρέωσε
+τον υιόν του Ζάχον, μορφάζοντα και μεμψιμοιρούντα, να παραμείνη εν
+τω ενοριακώ ναώ κατάσκοπος εις το ιερόν βήμα, να παραλάβη το
+μερίδιον των προσφορών και συλλειτουργικών, και μόνον μετά την
+απόλυσιν της λειτουργίας, ότε θα ανέτελλεν ήδη η ημέρα, ν' ανέλθη
+εις τα Καλύβια παρ' αυτώ.
+
+***
+
+Η πούλια ήτο ήδη υψηλά, «τέσσαρες ώραις να φέξη», και ο μπάρμπ'-
+Αναγνώστης, αφού εξύπνισε τον ιερέα κατασκευάσας πρόχειρον
+σήμαντρον, εκ στερεού ξύλου καρυάς και πλήκτρον περιήρχετο τα
+καλύβια θορυβωδώς κρούων όπως εξεγείρη τους χωρικούς.
+
+Εισήλθον εις το μικρόν εξωκκλήσιον του Αγ. Δημητρίου. Είς μετά τον
+άλλον προσήρχοντο οι χωρικοί με τας χωρικάς των και με τα καλά των
+ενδύματα.
+
+Ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν.
+
+Ο μπάρμπ'-Αναγνώστης ήρχισε να τα λέγη όλα απ' έξω, την
+προκαταρκτικήν προσευχήν και τον Κανόνα, το &Κύματι θαλάσσης&.
+
+Ο παπά-Κυριάκος προέκυψεν εις τα βημόθυρα, ψάλλων το &Δεύτε λάβετε
+φως&.
+
+Ήναψαν τας λαμπάδας κ' εξήλθον όλοι εις το ύπαιθρον ν' ακούσωσι
+την Ανάστασιν. Γλυκείαν και κατανυκτικήν Ανάστασιν εν μέσω των
+ανθούντων δένδρων υπό ελαφράς αύρας σειομένων ευωδών θάμνων, και
+των λευκών ανθέων της αγραμπελιάς, «neige odorante du printemps».
+
+Ψαλέντος του &Χριστός ανέστη&, εισήλθον πάντες εις τον ναόν. Θα
+ήσαν το πολύ εβδομήκοντα άνθρωποι, άνδρες, γυναίκες και παίδες.
+
+Ο μπάρμπ'-Αναγνώστης ήρχισε να ψάλλη τον Κανόνα του Πάσχα, ο δε
+ιερεύς, άμα αντιψάλλων αυτώ εξ ανάγκης από του ιερού βήματος,
+ητοιμάζετο «να πάρη καιρόν», και αφού τελέση τον ασπασμόν, να έμβη
+εις την λειτουργίαν.
+
+Αλλά την στιγμήν εκείνην, εισήλθεν ή μάλλον εισώρμησεν εις το
+ναΐδιον, ακολουθούμενος υπό δύο άλλων ομηλίκων του, δωδεκαέτης
+περίπου παις, υψηλός ως προς την ηλικίαν του, ασθμαίνων και εν
+εξάψει. Ήτο ο Ζάχος, ο υιός του παπά-Κυριάκου.
+
+Εισέβαλε πνευστιών εις το ιερόν βήμα και ήρχισε να ομιλή προς τον
+ιερέα. Η φωνή του ηκούετο από του χορού, αλλ' αι λέξεις δεν
+διεκρίνοντο.
+
+Ιδού τι έλεγεν εν τούτοις:
+
+—Παπά, παπά!...
+
+(Τα παπαδόπουλα εκάλουν συνήθως &παπά& τον πατέρα των).
+
+—Παπά, παπά!... ο παπά-Σφοντύλης... απ' την οξώπορτα... της
+λειτουργιαίς... απ' τ' άι-βήμα η πεθερά του.... κ' η παπαδιά...
+κουβαλούν... απ' την οξώπορτα... της λειτουργιαίς... τους είδα...
+απ' την οξώπορτα... της λειτουργιαίς... απ' τ' άι-βήμα... κ' η
+πεθερά του... κ' η παπαδιά...
+
+Μόνος ο παπά-Κυριάκος ήτο ικανός να βγάλη νόημα από τα ασυνάρτητα
+ταύτα και ασθματικά του υιού του. Ιδού δε πώς εξήγησε τα λεγόμενα:
+«Ο παπά-Θοδωρής, ο Σφοντύλης, ο σύντροφός του εις την ενορίαν,
+έκλεπτε τας προσφοράς, μεταβιβάζων αυτάς διά της εξωθύρας του
+ιερού βήματος εις χείρας της συζύγου και της πενθεράς του».
+
+Ίσως το πράγμα δεν θα ήτο τόσον αληθές όσον ο Ζάχος ήθελε να το
+παραστήση. Διότι ούτος αγαπών ως όλοι οι νέοι την εξοχήν και την
+διασκέδασιν, μετά δυσκολίας είχεν υπακούσει εις το πατρικόν
+κέλευσμα, όπως μείνη εις την πόλιν, και αφορμήν θα εζήτει διά να
+το στρήψη και μεταβή εις νυκτερινήν εκδρομήν εις τα Καλύβια, αφού
+μάλιστα ευκόλως εύρισκε συνοδοιπόρους ομήλικας.
+
+Αλλ' ο παπά-Κυριάκος δεν εσυλλογίσθη τίποτε. Εξήφθη αμέσως,
+ηγανάκτησε, δεν εκρατήθη. Ήμαρτεν. Αντί δε να καταφέρη σφοδρόν
+ράπισμα κατά της παρειάς του υιού του, και να εξακολουθήση ήσυχος
+το καθήκον του... απέβαλεν ευθύς το επιτραχήλιον και εξεδύθη το
+φαιλόνιον, και διασχίσας τον ναόν εξήλθεν, αποφεύγων το βλέμμα της
+πρεσβυτέρας του, ήτις τον έβλεπεν έντρομος.
+
+Αλλ' ο μπάρμπα-Μηλιός κάτι υπώπτευσεν εκ των κινημάτων τούτων, και
+εξήλθε κατόπιν του.
+
+Εις πεντήκοντα δε βημάτων απόστασιν από του ναού, μεταξύ τριών
+δένδρων και δύο φρακτών, ο επόμενος διάλογος συνήφθη:
+
+—Παπά, παπά, πού πας;
+
+—Θαρθώ βλογημένε, τώρα, αμέσως πίσω.
+
+Δεν είξευρε τι να είπη. Αλλά το βέβαιον είνε ότι είχεν απόφασιν να
+καταβή εις την πόλιν και ζητήση λόγον δια την κλοπήν από τον
+συνεφημέριόν του! Εις το βάθος δε της συνειδήσεώς του έλεγεν ότι
+είχε καιρόν να επιστρέψη προ της ανατολής του ηλίου, και τελέση
+την λειτουργίαν.
+
+—Πού πας; επέμενεν ο μπάρμπα-Μηλιός.
+
+—Ας διαβάζη ο μπάρμπ'-Αναγνώστης τας &Πράξεις& των Αποστόλων, κ'
+έφθασα.
+
+Ελησμόνει ότι ο μπάρμπ'-Αναγνώστης δεν ηδύνατο ν' αναγνώση άλλα ή
+όσα από στήθους εγνώριζεν.
+
+—Αφήνω και την παπαδιά μου, εδώ, βλογημένε, επανέλαβεν ο παπά-
+Κυριάκος, αμηχανών τι να είπη· σας αφήνω την παπαδιά μου!
+
+Και λέγων έτρεχεν.
+
+Ο μπάρμπα-Μηλιός επανήλθε κατηφής εντός του ναού.
+
+—Καλά το έλεγα εγώ, εψιθύρισε.
+
+***
+
+Μεγίστη απορία επεκράτει εν τω παρεκκλησίω. Οι χωρικοί εκύτταζον
+ερωτηματικώς αλλήλους. Ψιθυρισμοί ηκούοντο.
+
+Αι γυναίκες ηρώτων την παπαδιά να είπη αυταίς τι τρέχει· αλλ' αύτη
+ήτο η ολιγώτερον πάντων των άλλων γνωρίζουσα.
+
+Εν τούτοις ο ιερεύς έτρεχεν, έτρεχεν. Ο ψυχρός αήρ εδρόσισεν
+ολίγον το μέτωπόν του.
+
+—Και πώς να θρέψω εγώ τόσα παιδιά, έλεγεν, οκτώ, με συμπάθειο, κ'
+η παπαδιά εννηά, κ' εγώ δέκα! Ο ένας να σε κλέφτη απ' εδώ, κι' ο
+άλλος απ' εκεί!...
+
+Πεντακόσια βήματα από του ναού, ο δρόμος εκατηφόριζε, και
+κατήρχετό τις εις ωραίαν κοιλάδα. Είς νερόμυλος ευρίσκετο επί της
+κλιτύος εκείνης, παρά την οδόν.
+
+Ακούσας ο ιερεύς τον ηδύν μορμυρισμόν του ρύακος, αισθανθείς επί
+του προσώπου του την δρόσον, ελησμόνησεν ότι είχε να λειτουργήση
+(πώς και πού να λειτουργήση;) και έκυψε να πίη ύδωρ. Αλλά το
+χείλος του δεν είχε βραχή ακόμη, και αίφνης ενθυμήθη, ανένηψεν.
+
+—Εγώ έχω να λειτουργήσω, είπε, και πίνω νερό;...
+
+Και δεν έπιε.
+
+Τότε ήλθεν εις αίσθησιν.
+
+—Τι κάμνω εγώ, είπε, πού πάω;
+
+Και ποιήσας το σημείον του σταυρού:
+
+—Ήμαρτον, Κύριε, είπεν, ήμαρτον! μη με συνερισθής.
+
+Επανέλαβε δε:
+
+—Εάν εκείνος έκλεψεν, ο Θεός ας τον... συγχωρήση... κ' εκείνον κ'
+εμέ. Εγώ πρέπει να κάμω το χρέος μου.
+
+Ησθάνθη δάκρυ βρέχον την παρειάν του.
+
+—Ω Κύριε, είπεν ολοψύχως, ήμαρτον, ήμαρτον! Συ παρεδόθης διά τας
+αμαρτίας μας, και ημείς σε σταυρώνομεν κάθε μέρα.
+
+Και εστράφη προς τον ανήφορον, σπεύδων να επανέλθη εις το
+παρεκκλήσιον, όπως λειτουργήση.
+
+—Και ήθελα να πιώ και νερό, είπε, δεν είμαι άξιος να λειτουργήσω.
+Αλλά πώς να κάμω; Δεν πρέπει να μεταλάβω! Θα λειτουργήσω χωρίς
+μετάληψιν, δεν είμαι άξιος!... «Δεύτε του καινού της αμπέλου
+γεννήματος!...» Εγώ άξιος δεν είμαι!
+
+Και επέστρεψεν εις τον ναόν, όπου μετ' αγαλλιάσεως οι χωρικοί τον
+είδον.
+
+Ετέλεσε την ιεράν μυσταγωγίαν, και μετέδωκεν εις τους πιστούς,
+φροντίσας να καταλύση διά στόματος αυτών όλον το άγιον ποτήριον.
+Αυτός δεν εκοινώνησεν, επιφυλαττόμενος να το είπη εις τον
+πνευματικόν, και πρόθυμος να δεχθή τον κανόνα.
+
+***
+
+Περί την μεσημβρίαν μετά την Β' Ανάστασιν, οι χωρικοί το
+&έστρωσαν& υπό τας πλατάνους, παρά την δροσεράν πηγήν.
+
+Ως τάπητας είχον την χλόην και τα χαμολούλουδα, ως τράπεζαν
+πτέριδας και κλάδους σχοίνων.
+
+Η δροσερά αύρα εκίνει μετά θρου τους κλώνας των δένδρων, και ο
+Φταμηνίτης με την λύραν του αντέδιδε φθόγγους λιγυρούς.
+
+Η ωραία Ξανθή, η σύζυγος του Φταμηνίτου, εκάθητο μεταξύ της μητρός
+της Μελάχρως, και της θειά Κρατήρως, της πενθεράς της, φροντίζουσα
+να έχη εν μέρει τας παρειάς κεκαλυμμένας με την μανδήλαν, και να
+βλέπη μάλλον προς τον κορμόν της γιγαντιαίας πλατάνου, όπως μη την
+κυττάζωσιν οι άνδρες, και ζηλεύη ο σύζυγός της.
+
+Η αδελφή της, το Αθώ, δεκαπεντούτις κόρη άγαμος, άφροντις, ωραία
+και αυτή, ποσάκις δεν την επείραζε λέγουσα: «Αρή, τι τον ήθελες,
+αρή; Δεν τον έπαιρνα, να μου χαρίζανε τον ουρανό με τάστρα...
+Καλλίτερα να γινόμουν καλόγρηα!»
+
+Το βέβαιον ήτο ότι ο Φταμηνίτης δεν διέπρεπεν ούτ' επί κάλλει ούτε
+επί μεγέθει σώματος, αλλ' ανεπλήρου τας ελλείψεις ταύτας δι'
+ευστροφίας σώματος και πνεύματος και διά φαιδρότητος και ευθυμίας.
+
+Ο παπά-Κυριάκος προήδρευε του συμποσίου, έχων απέναντί του την
+παπαδιά, βραχύσωμον, στρογγυλοπρόσωπον, μελαχροινήν, αγαθωτάτην,
+ήτις εν αθωότητι εξεκόλαπτε σχεδόν κατ' έτος εν παπαδόπουλον,
+χωρίς να την μέλη ούτε διά παλληκαροβότανα, ούτε διά στρηφοβότανα,
+περί α τυρβάζουσιν άλλαι γυναίκες.
+
+Δεξιόθεν του ιερέως εκάθητο ο μπάρμπα-Μηλιός, προεστώς άμα και
+πρόθυμος θεράπων της κοινότητος, ηξεύρων να ψήνη ως ουδείς άλλος
+το αρνί, λιανίζων μεθοδικότατα δι' όλους, και τρώγων άμα και
+προπίνων.
+
+Εις τας προπόσεις μάλιστα δεν είχεν εφάμιλλον. Μετά την σύντομον
+και τυπικήν του ιερέως πρόποσιν, εγερθείς ο μπάμπα-Μηλιός, κρατών
+την τσότραν την επταόκαδον, ήρχισε να χαιρετίζη τους πάντας και
+ένα έκαστον ως εξής:
+
+ — Χριστός Ανέστη! αληθινός ο Κύριος! Ζη και βασιλεύει εις πάντας
+τους αιώνας!
+
+Είτα μετά το προίμιον, εισήλθεν εις την ουσίαν:
+
+ — Γεια μας! καλή γεια! διάφορο! καλή καρδιά! Παπά μ', να χαίρεσαι
+το πετραχήλι σ'! Παπαδιά, να χαίρεσαι τον παπά σ' και τα παιδάκια
+σ'! Ξάδερφε Θοδωρή! να ζήσης, να τσ' χαίρεσαι! Κουμπάρε Παναγιώτη!
+όπως έτρεξες με το λάδ' να τρέξης και με το κλήμα! Συμπεθέρα
+Κρατήρω! Να χαίρεσαι, μ' έναν καλόν γαμπρό! Ανηψιέ Γιώργη! Τίμια
+στέφανα! 'στο γάμο σας να χαρούμε! Κουμπάρα Κυπαρισσού! με μια
+καλή νύφη, να ζήσης, να χαρής! εβίβα όλοι! Τέ-περ-τε. Πάντα
+χαρούμενοι! Στην υγειά σας! Συμπεθέρα Ξαθή! καλή λευθεριά! Στην
+υγειά σας! Πάντα χαρούμενοι! Πάντα με το καλό!
+
+Και ανάλογος προς το πρόσωπον υπήρξεν η πόσις.
+
+Αλλά και ο Φταμηνίτης ηθέλησε να προπίη κατ' άλλον όμως στενώτερον
+τρόπον· ηθέλησε να &βρη& την γυναίκα του, και ηνάγκασεν αυτήν ν'
+απαντήση εις το πρόσωπον:
+
+ — Μπρομ!
+
+ — Πιέ κη δο μ'!
+
+ — Με κρασί!
+
+ — Καλώς τ'ν αγάπη μ' τη χρυσή!
+
+Και πιών αυτός, μετεβίβασε την τσότραν εις την ωραίαν Ξανθήν, ήτις
+έβρεξε τα χείλη.
+
+Είτα ήρχισαν τα άσματα. Εν πρώτοις το &Χριστός ανέστη&, ύστερον τα
+θύραθεν. Ο μπάρμπα-Μηλιός θελήσας να ψάλη και αυτός το &Χριστός
+ανέστη&, το εγύριζε πότε εις τον αμανέ και πότε εις το κλέφτικο.
+
+Αλλ' ο ιδιορρυθμότερος πάντων των ψαλτών ήτο ο μπάρμπα-Κίτσος,
+γηραιός χωροφύλαξ, χειμαρριώτης, παλαιός ταχτικός, λησμονημένος
+από της βαυαρικής εποχής εν τη νήσω. Αμφέβαλλε και αυτός αν τον
+είχαν περασμένον εις τα μητρώα, πότε του έστελναν μισθόν, πότε
+όχι. Εφόρει χιτώνα με ανοικτάς θυρίδας, βραχείαν περισκελίδα μέχρι
+του γόνατος και &τουζλούκια&.
+
+Ο δήμαρχος του τόπου (διότι υπήρχε φευ! και δήμαρχος) τον είχε
+στείλει να κάμη Πάσχα εις τα Καλύβια, διά να φυλάξη δήθεν την
+τάξιν, καίτοι ουδεμιάς φυλάξεως ήτο ανάγκη. Το βέβαιον είνε ότι
+τον έστειλε να καλοπεράση πλησίον των ανοιχτοκάρδων εξωμεριτών,
+οίτινες του ήρεσκον του μπάρμπα-Κίτσου, ας τους έλεγον και
+«τσουπλακιαίς» ή «χαλκοδέραις». Εάν έμενεν εν τη πόλει, ο δήμαρχος
+θα ήτο υπόχρεως να τον φιλεύση τον μπάρμπα-Κίτσον, καθώς τον είχαν
+κακομάθει οι προκάτοχοι του, έλεγε, — να τον φιλεύση κουλούραν και
+αυγά. Τι έθιμα!...
+
+Ο μπάρμπα-Κίτσος, αφού ησπάσθη τρις ή τετράκις την τσότραν, ήρχισε
+να ψάλλη το &Χριστός ανέστη& κατ' ιδιάζοντα αυτώ τρόπον, ως εξής:
+
+ Κ 'στό — μπρε — Κ 'στός ανέστη
+ εκ νεκρών &θανάτων&,
+ θάνατον &μπατήσας&
+ κ' &έντοις — έντοις& μνήμασι,
+ ζωήν &παμμακάριστε&!
+
+Και όμως, μεθ' όλην την ιδιορρυθμίαν ταύτην, ουδείς ποτε έψαλλε
+ιερόν άσμα μετά πλείονος χριστιανικού αισθήματος και ενθουσιασμού,
+εξαιρουμένου ίσως του γνωστού εν Αθήναις γηραιού και σεβασμίου
+Κρητός, του ψάλλοντος το &Άλαλα τα χείλη των ασεβών& με την εξής
+προσθήκην: «Άλαλα τα χείλη των ασεβών των μη προσκυνούντων, &οι
+κερατάδες&! την εικόνα σου την σεπτήν....»
+
+Αληθείς ορθόδοξοι Έλληνες!
+
+***
+
+Περί την δείλην είχεν αρχίσει ο χορός, χορός κλέφτικος (διότι αι
+γυναίκες επεφυλάττοντο διά την Δευτέραν και την Τρίτην όπως
+χορεύσωσι τον συρτόν και την &καμάρα&), και ο παπά-Κυριάκος, μετά
+της παπαδιάς και του Ζάχου, όστις εγλύτωσε το ξύλο χάριν της
+ημέρας (διότι ο πατήρ του είχε θυμώσει είτα κατ' αυτού, ως
+γενομένου αιτίου της χασμωδίας εκείνης), αποχαιρετίσαντες την
+συντροφιάν, κατήλθον εις την πολίχνην.
+
+Ο παπά-Κυριάκος έδωκε πλήρες εις τον συνεφημέριόν του το από της
+εξοχής μερίδιον, και ούτε κατεδέχθη να κάμη λόγον περί της
+υποτιθεμένης κλοπής.
+
+Εν τούτοις ο παπά-Θοδωρής οίκοθεν τω είπεν ότι το εκ της ενορίας
+μερίδιόν του ευρίσκετο εν τη οικία αυτού, του παπά-Θοδωρή. Έκρινε
+καλόν, είπε, να μετακομίση διά της εξωθύρας του αγίου βήματος
+οίκαδε και τα δύο μερίδια, διά να μη βλέπουν τινές των άγαν
+επιπολαίων και γλωσσαλγώσιν ότι οι ιερείς έχουν δήθεν πολλά
+εισοδήματα. «Ο κόσμος ξιππάζεται, είπεν, άμα μας ιδή μια καλή μέρα
+να πάρουμε τίποτε λειτουργιαίς, και δεν συλλογίζεται πόσαις
+εβδομάδες και μήνες παρέρχονται άγονοι!»
+
+Εντεύθεν η παρανόησις του Ζάχου.
+
+
+
+B’
+
+
+
+Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΒΑΠΤΙΣΤΙΚΗ
+
+
+
+Αν άλλη τις χρηστή γυνή είδέ ποτε καλά &νοικοκυριά& εις τας ημέρας
+της, αναντιρρήτως είδε τοιαύτα και η θειά-Σοφούλα Κωνσταντινιά,
+σεβασμία οικοδέσποινα εβδομηκονταετής, κάτοικος παραθαλασσίου
+κώμης εις μίαν των νήσων του Αιγαίου.
+
+Την εκάλουν κοινώς Σαραντανού, και πολλοί υπέθετον ότι το επίθετον
+τούτο τη απεδόθη, διότι δήθεν είχεν ίσον με σαράντα γυναικών
+&νουν&, όπερ δεν ενομίζετο υπερβολή. Άλλοι όμως έλεγον, ότι η
+λέξις εσχηματίσθη εκ του &Σαραντανοννού&, ήτοι νοννά με σαράντα
+βαπτιστικούς.
+
+Το βέβαιον είνε, ότι, αν δεν είχε φθάσει εις τον αριθμόν τούτον,
+δυο ή τρεις μονάδες της έλειπον και ήλπιζε προσεχώς να συμπληρώση
+την τεσσαρακοντάδα. Ομολογητέον δε, ότι αυτή κατ' αρχάς είχε
+βαπτίσει οικειοθελώς πέντε ή έξ νήπια των γειτόνων της, όσα και
+πάσα άλλη καλή οικοκυρά βαπτίζει. Αλλ' όταν άπαξ εγνώσθη και
+απεδείχθη, ότι είχε &καλό χέρι&, τότε όλαι αι γειτόνισσαι,
+συγγενείς, παροσυγγενείς, κολλήγισαι ήρχισαν να την πολιορκούν.
+
+Είχε πάρει &καλό όνομα& ότι της &εζούσαν τα παιδιά&, όσα ανεδέχετο
+εκ της κολυμβήθρας. Είνε δε τόσον σπουδαίον να ευρεθή νοννά «&να
+της ζουν τα παιδιά&», όσον και ιερεύς «&να πιάνη το διάβασμά
+του&».
+
+Η θειά-Σοφούλα όμως υπέφερε μετά χάριτος την αγγαρείαν ταύτην.
+Είνε αληθές, ότι τα &φωτίκια& εις την εποχήν εκείνην, χιτών και
+κουκούλιον μετά σταυρού, καθώς και τα &μαρτυριάτικα&, εαρινή βροχή
+λεπτών και διλέπτων διά τους αγυιόπαιδας, εκόστιζαν εν όλω δέκα
+γρόσια.
+
+Η θειά-Σοφούλα ωμοίαζε με την επιμελή ανθοκόμον, ήτις δεν αρκείται
+να φυτεύη μόνον τα άνθη της, αλλά τα περιθάλπει και τα καταρδεύει.
+Ηγάπα τα πνευματικά της τέκνα ως τέκνα της &εγκαρδιακά&, τα
+εθώπευε, τα εφίλευε και τα επαιδαγώγει.
+
+Ο μπάρμπα-Κωνσταντής, ο πρώτος γρινιάρης του χωρίου, δεν
+συνεμερίζετο την αδυναμίαν ταύτην της συζύγου του.
+
+ — Α, μπράβο! φίλευέ τα τ' αναδεξίμια σου, μουρή!... εγόγγυζεν
+εκάστοτε, οσάκις την έβλεπε μεριμνώσαν περί των αναδεκτών της· —
+ηύρες κι' αλωνίζεις, μουρή!...
+
+Η θειά-Σοφούλα ολίγον ανησύχει περί της ιδιοτροπίας ταύτης του
+συζύγου της, όστις ήτο αγαθός άνθρωπος εις τας καλάς του ώρας.
+
+Έπειτα ο μπάρμπα-Κωνσταντής σπανίως εφαίνετο εν τη πολίχνη. Αφότου
+έπαυσε τα θαλάσσια ταξείδια, ησχολείτο αποκλειστικώς εις την
+καλλιέργειαν των κτημάτων του. Κατά πάσαν πρωίαν ίππευεν επί του
+ευρώστου ημιόνου του, ετρέπετο εις τους αγρούς και επανήρχετο μετά
+την δύσιν του ηλίου.
+
+Κατ' εκείνον τον χρόνον, περί τα 184..., η θειά-Σοφούλα είχε
+φθάσει εις το τριακοστόν ένατον βαπτιστικόν. Έν μόνον της έλειπε
+διά να τα κάμη σαράντα προς ανάπαυσιν της συνειδήσεώς της.
+Εβάπτιζεν αδιακρίτως άρρενα και θήλεα, αλλ' εφρόντιζε να δίδη
+ακριβείς σημειώσεις εις τους ιερείς και πνευματικούς, διά να μη
+τυχόν γείνη κανέν συνοικέσιον εις το μέλλον μεταξύ δύο ετεροφύλων
+αναδεκτών και κολασθή η ψυχή της.
+
+Κατ' έτος, την Μεγάλην Πέμπτην, μεγίστη κίνησις εγίνετο εν τη
+ευρυχώρω αυλή της οικίας. Η θειά-Σοφούλα &ανεσφουγγώνετο& μέχρις
+αγκώνων και εζύμωνε μόνη της τας τριάκοντα εννέα αυγοκουλούραις
+διά τους τοσούτους βαπτιστικούς της... Αλλά πλην των βαπτιστικών
+υπήρχον και τα εγγόνια και τα δισέγγονα και ταύτα δεν ήσαν
+ολιγάριθμα.
+
+Εν συνόλω εχρειάζετο εβδομήκοντα και πλέον κοκκώναις δηλ. παιδικάς
+κουλούρας, διά τους βαπτιστικούς, διά τους εγγονούς και τα
+δισέγγονα. Εις τον αριθμόν τούτον δεν συμπεριλαμβάνονται αι
+μεγαλείτεραι κουλούραι, τας οποίας παρεσκεύαζε διά τας
+συντεκνίσσας, διά τας ανεψιάς και δισεξαδέλφας της.
+
+Μέγας δε εβόμβει ο εσμός των αναδεκτών και δισεγγόνων περί τους
+ανθώνας της αυλής κατ' εκείνην την ημέραν. Από της τρίτης ώρας του
+δειλινού, καθ' ην ο μπάρμπα-Κωνσταντής εξηγείρετο του μεσημβρινού
+ύπνου, με δριμείαν επικαθημένην της ρινός την χολήν, και εφόρει το
+τσόχινον βρακίον του, επύργωνεν επί της κεφαλής μεγαλοπρεπές το
+τυνησιακόν φέσι του, ελάμβανεν ως σκήπτρον την μεγάλην
+ηλεκτρόστομον τσιμπούσαν του, ανήρτα από της οσφύος βαθύκολπον την
+μεταξωτήν καπνοσακκούλαν και κατήρχετο εις το καφενείον να
+εισπνεύση την θαλασσίαν αύραν, από της ώρας εκείνης η ευρεία και
+τετράγωνος αυλή παρεδίδετο εξ εφόδου εις την λεηλασίαν των
+βαπτιστικών και των δισεγγόνων.
+
+Μεγίστην ευτυχίαν και ανήκουστον ηδονήν ενόμιζον τότε τα παιδιά
+της γειτονιάς, αν κατώρθωναν να παρεισδύσωσιν εις το προαύλιον της
+θειά-Σοφούλας, όπερ εθεωρείτο ως μυθώδες τι. Πολλά αυτών
+προέτεινον τας κεφαλάς διά των σχισμών της κλειστής αυλείου θύρας,
+ήτις εμοχλεύετο έσωθεν υπό των ζηλοτύπων βαπτιστικών διά τους μη
+έχοντας ένδυμα γάμου. Άλλα παιδία, τολμηρότερα, ανείρπον εις τον
+θριγκόν του τοίχου της αυλής και εύρισκον τρόπον να εισπηδήσωσιν
+εκείθεν εις τα ένδον. Αλλ' αλλοίμονον αν παρετηρούντο υπό των
+άγρυπνων ευνοουμένων. Απεδιώκοντο με τσιμπήματα και με δοντιαίς,
+ως ο κηφήν υπό των μελισσών.
+
+***
+
+Την Μεγάλην Πέμπτην του έτους 185... όλοι οι αναδεκτοί ήσαν
+συνηγμένοι εν τη αυλή της γραίας Σοφούλας. Ο πρεσβύτερος αυτών ήδη
+νεανίας εικοσαετής, το δε νεώτερον ήτο κοράσιον τριετές εις ο η
+νοννά είχε δώσει το όνομά της. Το βρέφος τούτο ήτο το
+τεσσαρακοστόν πνευματικόν γέννημα της θειά-Σοφούλας.
+
+Είχε γεννηθή τέλος το από πολλού προσδοκώμενον τούτο συμπλήρωμα
+του προωρισμένου αριθμού και ήτο το χαδευμένον της θειά-Σοφούλας.
+Η νοννά έτρεφε φιλοδόξους σκοπούς ως προς το μέλλον του θυγατρίου
+τούτου. Αλλά και αυτός ο μπάρμπα-Κωσταντής εξ όλων των αναδεκτών
+μόνον το μικρόν τούτο ηνείχετο. Η στοργή όμως της θειά-Σοφούλας
+προς αυτό έφθανε μέχρι παραφροσύνης.
+
+Την ημέραν εκείνην η θειά-Σοφούλα ήτο κλειστή εις το ισόγειον και
+εζύμωνεν. Εκ των παιδίων τινά την επολιόρκουν έξωθεν της θύρας
+παραμονεύοντα. Τα πλείστα όμως έπαιζον ταραχωδώς περί τον
+υπερμεγέθη ληνόν, πλησίον του ελαιοτριβείου, το &κρυφτάκι&, και
+άλλα εθορύβουν περί τας κιγκλίδας του κήπου και πλησίον του
+φρέατος.
+
+Η μικρά Σοφούλα, ήτις ήτο μόλις τριετής, ως είπομεν, εξέπεμπε
+χαρμοσύνους κραυγάς, εψέλλιζεν ως νεοσσός χελιδόνος και έτρεχε και
+αυτή κατόπιν των άλλων παιδίων. Η νοννά της εζήτησε κατ' αρχάς να
+την κρατήση πλησίον της, αλλ' η μικρά εστενοχωρήθη και απήτησε να
+εξέλθη.
+
+ — Να πάω κι' εγώ να παίξω, νοννά μου;
+
+ — Τι να παίξης εσύ;
+
+ — Το &κλεφτάκι&, νοννά μου! ετραύλισεν η μικρά.
+
+ — Δεν παίζουν τα κορίτσια το κρυφτάκι, είπεν αυστηρώς η νοννά.
+
+Η μικρά δεν εμεμψιμοίρησε μεν, αλλ' εσκυθρώπασεν. Ιδούσα τούτο η
+νοννά, έκραξε την Αθηνιώ, εικοσαετή την ηλικίαν δουλεύτραν της,
+ήτις ήτο και αυτή μία των βαπτιστικών της, και τη ενεπιστεύθη την
+μικράν, συστήσασα αυτή αυστηράν επαγρύπνησιν.
+
+Αλλ' η Αθηνιώ ελησμόνησεν άμα ακούσασα την σύστασιν της κυρίας
+της, και επειδή εις τας πεζούλας εκάθηντο τέσσαρες ή πέντε
+γειτόνισσαι, και γνωρίζομεν πόσον περισπούδαστος είνε η
+συνδιάλεξις των αέργων γυναικών, εκάθησε πλησίον αυτών και άφησε
+την μικράν Σοφούλαν να τρέχη.
+
+Δεν ήρκεσε τούτο, αλλά παραγγελθείσα υπό της κυρίας της να αντλήση
+ύδωρ εκ του φρέατος, εγέμισε μεν την στάμναν, αλλά δεν εφρόντισε
+να κλείση το στόμιον του φρέατος, όπως το εύρε κεκλεισμένον, το
+άφησε δε ανοικτόν. Απροσεξία, εις ην ουδέποτε θα υπέπιπτεν η γραία
+Σοφούλα ή άλλη φρόνιμος γυνή. Μη τις δε αμφιβάλη, ότι την σύστασιν
+ταύτην η γραία έκαμε χιλιάκις εις την δουλεύτραν της, αλλ' η
+Αθηνιώ δεν ήτο εξ εκείνων των γυναικών, αίτινες καθίστανται
+προσεκτικαί.
+
+Εις την ακμήν της πλήρους ενδιαφέροντος συνδιαλέξεώς των, ήκουσαν
+αίφνης αι εις την πεζούλαν καθήμεναι γυναίκες κρότον τινά, ως
+πλατάγησιν σώματος πίπτοντος εις το ύδωρ, και συγχρόνως
+πεπνιγμένην κραυγήν και μετ' αυτήν δευτέραν κραυγήν δυνατωτέραν.
+
+Αι γυναίκες ανωρθώθησαν αυτομάτως.
+
+Αλλά πριν αυταί κινηθώσιν, η θύρα του ισογείου ηνοίχθη μετά
+κρότου, και η θειά-Σοφούλα έντρομος, ανυπόδητος, με ταις κάλτσαις
+μόνον, γυμνώλενος, με τας χείρας ζυμαρωμένας, έτρεξε προς το φρέαρ
+κράζουσα:
+
+ — Το κορίτσι! το κορίτσι!
+
+Διά της εις την στοργήν ιδιαζούσης μαντείας, η θειά-Σοφούλα
+ενόησεν αμέσως ότι η μικρά της βαπτιστική είχε πέσει εντός του
+φρέατος. Και τωόντι δεν ηπατάτο.
+
+Ενώ έτρεχεν η Σοφούλα, ιδούσα το στόμιον του φρέατος ανοικτόν,
+επλησίασε, προσεκολλήθη επί του χθαμαλού ξυλίνου φραγμού, είδεν
+επί του ύδατος εικονιζομένην την αγγελικήν ξανθήν μορφήν της,
+ήρχισε να τη προσμειδιά, έκυψεν υπερμέτρως, ωλίσθησεν επί της
+στιλπνής ως εκ της συχνής προστριβής του σχοινιού σανίδος, και
+έπεσε κατακέφαλα εντός του φρέατος.
+
+Αι άλλαι γυναίκες, και η Αθηνιώ μετ' αυτών, καθ' υπερβολήν
+διαστέλλουσαι τους βραχίονας, έτρεξαν κατόπιν της θειά Σοφούλας.
+
+ — Έναν κουβά! ένα γιουρδέλι! εκραύγαζεν έκφρων η γραία Σοφούλα.
+
+ — Ένα τσιγκέλι! έκραξε και η Αθηνιώ μετ' αυτών &σκοτισμένη& (ως
+να είχε πέσει δηλ. εις το φρέαρ το ιβάνιον, δι' ου αντλούσιν
+ύδωρ).
+
+ — Τα τσιγγέλια να σε τραβούν, σκύλλα! τη έκραξε με κεραυνοβόλον
+βλέμμα η θειά-Σοφούλα. Μου έπνιξες το παιδί.
+
+Η γραία τω όντι δεν εβράδυνε να εννοήση, ότι το δυστύχημα ωφείλετο
+εις την απροσεξίαν της δουλεύτρας της.
+
+ — Να καταιβώ εγώ σ' το πηγάδι, νοννά, τη είπεν η Αθηνιώ.
+
+Επειδή εβράδυνε να φανή πουθενά &κουβάς&, διότι είνε γνωστόν πόσον
+τα χάνουν οι άνθρωποι εις τας δεινάς περιστάσεις, και ενώ μία των
+γυναικών έτρεχεν απ' εκεί, άλλη απ' εδώ και η μικρά εν τω μεταξύ
+επνίγετο, η θειά-Σοφούλα επέτρεψεν εις την Αθηνιώ την χάριν
+ταύτην. Είξευρε δε άλλως ότι εις τούτο, καθώς και εις πάσαν άλλην
+εργασίαν εις τους άνδρας μάλλον αρμόζουσαν, ήτο επιτηδεία.
+
+Η Αθηνιώ λοιπόν εσήκωσε τα φουστάνια της υπεράνω του γόνατος, και
+πατούσα εις τας γνωστάς αυτή εσοχάς του εσωτερικού λιθοκτίστου του
+φρέατος, τας επίτηδες κατασκευαζομένας εις πάσαν ορυχήν φρέατος,
+κατήλθε μέχρι της επιφανείας του ύδατος.
+
+Ουδαμού εφαίνετο η μικρά.
+
+Το βάθος του ύδατος ήτο τρις ίσον με ανάστημα ανδρός, και η Αθηνιώ
+δεν ηδύνατο να προχωρήση κατωτέρω.
+
+Εν τω μεταξύ ευρέθη και ο κουβάς, και κατεβιβάσθη μέχρι των χειρών
+της Αθηνιώς. Αύτη έλαβε το σχοινίον και ήρχισε να περιστρέφη το
+ιβάνιον εντός του ύδατος.
+
+Η θειά-Σοφούλα ωλόλυζε και έσχιζε τας παρειάς της. Η καρδιά της
+δεν ησθάνετο πλέον της ελπίδος την θαλπωρήν....
+
+Τέλος το ιβάνιον προσέκοψεν εις σώμα τι ανερχόμενον. Η μικρά ανέβη
+εις την επιφάνειαν, αλλ' ήτο ήδη πτώμα...
+
+Η κεφαλή της δεινώς μεμωλωπισμένη. Κατενεχθείσα σφοδρώς εις το
+ύδωρ είχε κτυπήσει επί του λίθου, εζαλίσθη, κατέπιε πολύ νερόν,
+και δεν ανήλθε ταχέως εις την επιφάνειαν...
+
+...............................................................
+
+Επί ζωής της δεν επαρηγορήθη η θειά-Σοφούλα διά το οικτρόν τούτο
+ατύχημα. Ίσα ίσα η τελευταία βαπτιστική της!...
+
+Διετήρησε δε την προς την αθώαν νεκράν στοργήν της μέχρι ευσεβούς
+προλήψεως. Ζήσασα επί ικανά έτη ακόμη, κατεσκεύαζεν ανελλιπώς κατ'
+έτος τη Μ. Πέμπτη την κοκκώνα της ατυχούς μικράς και την Κυριακήν
+του Πάσχα, άμα επέστρεφε το πρωί από της λειτουργίας της
+Αναστάσεως, ήνοιγε τότε μόνον, το άχρηστον μείναν φρέαρ και
+έρριπτεν εις το ύδωρ την &κοκκώναν& και τα &κόκκινα αυγά&, της
+μικράς Σοφούλας της.
+
+Εβεβαίου δε η αγαθή γυνή, ότι ανεξήγητος ευωδία ανήρχετο τότε από
+του ύδατος, ως θυμίαμα αθώας ψυχής αναβαίνον προς τον θεάνθρωπον
+Πλάστην.
+
+
+
+Γ’
+
+
+
+ΣΤΗΝ ΑΓΙ' ΑΝΑΣΤΑΣΑ
+
+
+
+Πέντε άνδρες είχον κατέλθει εις το Πρωί, μίαν Κυριακήν του Ιουλίου
+του έτους 1875, και εκ των πέντε τούτων οι τρεις ήσαν αρχαιολόγοι
+με δίοπτρα. Αλλ' εκ των τριών, ο πρώτος απεφαίνετο ότι το
+σωζόμενον εκεί ερείπιον ήτο ναός ειδωλολατρικός, ο δεύτερος
+ισχυρίζετο ότι ήτο χριστιανική εκκλησία, αν δεν ήτο βαλανείον
+ρωμαϊκόν, και ο τρίτος επέμενεν ότι ήτο, το πολύ, αρχοντικόν
+μέγαρον, ήτοι πύργος βενετικός, επικαλούμενος υπέρ της γνώμης του
+και το όνομα Πρωί, όπερ έλεγε σχηματισθέν εκ του &Πυργί&, κατά
+μετάθεσιν γραμμάτων.
+
+Του τελευταίου την γνώμην ησπάζετο απροκαλύπτως, μετέχων της
+εκδρομής, και ο δημοδιδάσκαλος του χωρίου, όστις είχεν
+ανεγνωρισμένην ειδικότητα εις την ετυμολογίαν, «το·&άιντε& είνε
+απ' το &άγε δη&, το &αρή&, κλητικόν επιφώνημα των γυναικών του
+τόπου, είνε απ' το &αρίστη&, το &βρε& είνε απ' το μώρε (μωρέ-μ'ρέ-
+μβρε-μπρε) βρε ». Κ' εξετόξευε κεραυνούς αγανακτήσεως κατ' εκείνων
+οίτινες ζητούσι τουρκικήν παραγωγήν διά τας λέξεις, ενώ είνε τόσον
+εύκολον, έλεγε, ν' ανευρίσκωμεν παντού ρίζαν ελληνικήν.
+
+Ιδού πώς συνέβη το πράγμα. Ο δήμαρχος της πολίχνης, το δεύτερον
+προ έτους εκλεχθείς, είχε φιλοτιμηθή να καλέση εστίασιν, επάνω,
+εις τον Προφήτην Ηλίαν, τους τρεις αρχαιολόγους, μετ' αυτών δε καί
+τινας άλλους φίλους του. Η συνοδεία είχεν ανέλθει επί οναρίων, από
+της αυγής, τον μέγαν ανήφορον, εις εκατοντάδων τινών μέτρων ύψος,
+όστις εφαίνετο εις τους αγαθούς νησιώτας τόσον υψηλός, όσον και ο
+Κίσσαβος.
+
+Έφθασαν εις τον Άγιον Ηλίαν άμα τη ανατολή του ηλίου, και αφού
+εδροσίσθησαν υπό την εξαίσιον φυλλάδα των μεγαλοπρεπών πλατάνων,
+κ' έπιον ύδωρ εκ της αμφιλαφούς κρήνης, της προχεούσης εις όλην
+την μαγευτικήν κοιλάδα τα διαυγή της νάματα, οι μεν άλλοι
+εστρώθησαν υπό τας πλατάνους, και παρηκολούθουν με βλέμμα
+θωπευτικόν το ολονέν ροδίζον αρνί εις την σούβλαν, περιμένοντες
+όσον ούπω ν' απολαύσωσιν ως &προφταστήρια& το ορεκτικόν κοκορέτσι,
+οι δε πέντε εκ της συνοδείας επέβησαν εκ νέου εις τα ονάριά των
+και διευθύνθησαν εις το Πρωί. Ανέβησαν εις το ψήλωμα του βουνού,
+εκείθεν εκατηφόρησαν δεξιά, διέτρεξαν την θέσιν την καλουμένην «τ'
+Μανώλ' η σουφριά», και μετά πορείαν μιας ώρας έφθασαν εις το Πρωί.
+Εστράφησαν δυτικώτερον προς τα αριστερά, οδεύοντες υπό σύσκιον
+δρομίσκον υπό αδελφωμένας δρυς και πτελέας, και τέλος έφθασαν εις
+το παλαιόν ερείπιον.
+
+Ο συνοδίτης των τριών αρχαιολόγων και του δημοδιδασκάλου, ο
+πέμπτος, νεανίας εικοσαετής, είχε, κατά το φαινόμενον, το
+αξιώτερον υποζύγιον υπέρ πάντας τους λοιπούς, υψηλόν όνον,
+εύρωστον, πλατυκόκκαλον, και υποκοκκινίζοντα το αφρόν τρίχωμα. Και
+όμως, αντί να τρέχη πρώτος, ήρχετο τελευταίος πάντων των
+συνοδοιπόρων. Ο όνος εφαίνετο αναίσθητος εις όλους τους κτύπους
+όσους του έδιδεν εις τα νώτα ο αναβάτης, με την ράβδον του πρώτον,
+είτα με αυτό το σχοινίον του καπιστρίου. Εφαίνετο ότι δεν είχε
+φάγει καλά το χόρτον του ή το άχυρόν του, ή ότι ήτο αποφασισμένος
+να πεισμώση εκ παντός τρόπου τον αναβάτην. Όσον ούτος εκτύπα,
+τόσον οκνότερος εγίνετο εκείνος. Ενίοτε εδοκίμαζε να τον ερεθίση
+υπό την κοιλίαν διά των υποδημάτων του. Όλα εις μάτην. Και ήτο
+θαύμα πώς κατώρθωσε να μη χάνη από τους οφθαλμούς τους πολλά
+βήματα προπορευομένους αυτού τεσσάρας άνδρας, ων οι δύο είχον
+ακολουθούντας και τους αγωγιάτας των. Ούτοι δ' έβλεπον αδιάφοροι
+την βάσανον του τελευταίου αναβάτου, όστις άλλως δεν κατεδέχετο να
+κράξη αυτούς εις βοήθειαν. Τέλος έφθασε και ούτος εις το μέρος,
+όπου ήτο το σωζόμενον ερείπιον.
+
+Μετά την γενομένην επίσκεψιν και τας εικασίας, ας εξέφεραν οι
+τρεις σοφοί περί του τι να ήτο και κατά ποίαν εποχήν να είχε
+κτισθή το ερείπιον, οικτείραντες και τους αρμοδίους διατί να μη
+διατάξωσι ν' ανασκαφή ο χώρος εκείνος, η μικρά συνοδεία
+εξεκίνησεν, επιστρέφουσα προς συνάντησιν των λοιπών μελών της
+εξοχικής εκδρομής. Αλλ' οι τρεις αρχαιολόγοι και ο δημοδιδάσκαλος
+είχον φθάσει προ πολλού εις τον Άγιον Ηλίαν, και είχαν φάγει το
+κοκορέτσι, και είχαν πίει ανά δύο μαστίχας, και ήδη μετέβησαν εις
+το σπληνάντερον (ήτο ενδεκάτη ώρα προ της μεσημβρίας), ο δε
+πέμπτος συνοδίτης, μείνας πολύ οπίσω, δεν είχε φανή ακόμη. Παρήλθε
+δε μία ώρα, και είχαν στείλη τους δύο αγωγιάτας οπίσω, προς
+αναζήτησίν του, όταν αίφνης τον βλέπουσι θριαμβευτικώς ελαύνοντα
+επί του όνου του, όστις έτρεχεν ως ατμάμαξα την φοράν ταύτην, και
+ερχόμενον όχι εκ δυσμών, απ' εκεί οπού τον επερίμεναν όλοι να
+εμφανισθή, αλλ' εξ ανατολών, από το αντίθετον μέρος, ως να ήρχετο
+δηλαδή από την πολίχνην.
+
+Ουδέν απιθανώτερον της απλής αληθείας. Όλη η συνοδεία τότε δεν
+ήθελε να πεισθή ότι ο νέος εκείνος δεν το έκαμεν επίτηδες, διά να
+τους εκπλήξη. Και όμως ιδού τι είχε συμβή. Ο εύρωστος όνος,
+εννοήσας, φαίνεται, την αδυναμίαν του αναβάτου, το είχε παρακάμει
+την φοράν ταύτην, αφού μάλιστα ήτο και ανήφορος εις την
+επιστροφήν. Δεν ήθελεν απολύτως να βαδίση. Επήγαινε με βραδύτητα
+χελώνης. Οι τέσσαρες λόγιοι είχαν προπορευθή τόσον, ώστε ο πέμπτος
+συνοδίτης τους έχασε, και δεν τους έβλεπε πλέον ούτε τους ήκουε.
+Πολύ δεν εβράδυνε να εννοήση ότι είχε χάσει τον δρόμον, και είχε
+στραφή, αυτός ή ο όνος του, ανατολικώτερον, προς βαθύ ρεύμα,
+υγρόν, σύδενδρον, σκιερόν, αναμέσον δυο υψηλών κορυφών. Εκεί
+ανεγνώρισε το μέρος. Ήτο το «Κρύο Πηγάδι».
+
+Βαρυνθείς να κτυπά ανωφελώς τον όνον, με τους μηρούς αιμωδιώντας,
+επέζευσε, και κρατών το καπίστρι με την αριστεράν, το ραβδίον με
+την δεξιάν, εδοκίμασεν αν θα ηνάγκαζε τον όνον να βαδίση ελαύνων
+όπισθεν. Εκεί, με το λεπτόν ραβδίον του, ρεμβός, χωρίς να το
+σκεφθή, εκέντησε το ζώον υπό το σάγμα όπισθεν, εις τα νεφρά. Τότε
+διά μιας ο όνος έλαβε τοιούτον απίστευτον δρόμον, ώστε ο νέος
+εξαφνίσθη, και ολίγον έλειψε να του φύγη το καπίστρι από την
+χείρα. Τότε λοιπόν ηύρε «τον σφιγμόν» του οναρίου. Επέβη εκ νέου,
+και «πού σε σφάζ', πού σ' πονεί;» ήρχισε να κεντά, αλύπητα· το
+ονάριον έτρεχεν ως βαποράκι. Αναγνωρίσας δε τον δρόμον, ο αναβάτης
+εστράφη δεξιά, και εντός ολίγων λεπτών, από του ανατολικού μέρους,
+έφθασε καλπάζων εις τον Προφήτην Ηλίαν· έφθασε δε ακριβώς την
+στιγμήν καθ' ην ο Δημήτρης ο Μιχογιάννης περιτέχνως λίαν ελιάνιζε
+το ψητό, κ' εστρώνετο υπό τα πελώρια δένδρα η από φτέραις και
+φυλλάδες πλατάνου ευώδης τράπεζα.
+
+Αλλ' ο Δημήτρης ο Μιχογιάννης δεν ήξευρε μόνον να ψήνη εις την
+σούβλαν και να λιανίζη το σφαχτό· ήξευρε να διηγήται και χρονικά
+τινα εκ του βίου των ποιμένων και των αιπόλων κατά το πρωί, όπου
+εγγύς είχεν ανατραφεί και αυτός.
+
+***
+
+Ο Γιάννης ο Κούτρης, υψηλός, τεσσαρακοντούτης, άτριχος το
+πρόσωπον, αρχίζων ήδη να ρυτιδούται, όμοιος με γρηάν, είχε
+συλλάβει το έτος εκείνο (ήτοι προ δύο σχεδόν μηνών), διά το Πάσχα,
+τολμηρόν σχέδιον. Οι ποιμένες των Καλυβιών, ολόκληρον συνοικίαν
+αποτελούντες, εκκλησιάζοντο εις τον Άι-Γιώργη της Χ'στοδουλίτσας,
+οι αιπόλοι των Καμπιών, της Μυγδαλιάς και του Κουρούπη,
+ελειτουργούντο εις τον Άγιον Χαράλαμπον. Οι άμοιροι βοσκοί της
+Κεχρεάς, τ' Άι-Κωνσταντίνου, Άι-Θανασιού, των Μποστανιών και άλλων
+μερών, ήσαν σκόρπιοι «σαν του λαγού τα τέκνα».
+
+Ο Γιάννης ο Κούτρης, όστις επεκαλείτο και «Γιάννης η Γρηά», (1)
+εζήλευε πολύ τον δεύτερον εξάδελφόν του, Γιάννην τον Λαδίκαν,
+όστις έκαμνε τον επίτροπον εις τον Άι-Γιώργη της Χ'στοδουλίτσας,
+και εις όλα τα εξωκκλήσια όπου ετελούντο πανηγύρεις, αρπάζων από
+τα μανουάλια τα συνημμένα εις ογκώδεις δέσμας ημίκαυστα κηρία,
+πατών αυτά με τα τσαρούχια του διά να τα σβύση, κάτω εις τας
+πλάκας του εδάφους του ναού, προφασιζόμενος ότι ήτο φόβος μη
+λαμπαδιάσουν, αν τα άφηνε ν' αποκαώσι. Ο ίδιος προέτεινε κ'
+έκτακτον δίσκον, περιερχόμενος τας τάξεις των πανηγυριστών,
+συλλέγων εράνους «για να φτιαστούν η εκκλησιαίς». «Ήταν τάχα, Θεός
+να μας σχωρέση, και παστρικά τα χέρια του;»
+
+Όλα ταύτα εκίνουν την αντιζηλίαν του Γιάννη του Κούτρη. Από την
+καθαράν εβδομάδα του είχεν έλθη η ιδέα, και καθ' όλην την
+τεσσαρακοστήν την επώαζεν. Εμελέτα ν' αποσπάση από το εκκλησίασμα
+του Αγ. Χαραλάμπους τον Γιώργη τον Τρυγολόγο, με την φαμήλιαν του,
+τους Μιχαλογιανναίους, πατέρα και υιόν, και τους Μαυροδημαίους,
+τεσσάρας αδελφούς με τας γυναίκας, και τα τέκνα των, όπως τους
+σύρη προς το Πρωί, εις το κατάμερον το ιδικόν του, κ' εκεί μετά
+των υπαρχόντων τριών ή τεσσάρων άλλων αιπόλων, να καλέσωσιν ιερέα,
+όπως εορτάσωσι κατ' ιδίαν το Πάσχα.
+
+***
+
+Όσον δυνατός και αν ήτο εις την ετυμολογίαν ο διδάσκαλος, περί ου
+εμνήσθημεν εν αρχή, έν πράγμα παραδόξως ελησμόνει, ότι το ερείπιον
+εκαλείτο υπό του λαού Αγία Αναστασία. Ανατολικόν ήτο το σωζόμενον
+τμήμα του τοίχου, καμπύλον προς τα έξω και φυσικά το εξελάμβανέ
+τις ως χιβάδα του ιερού βήματος βυζαντινού ναού. Μόνον ότι ήτο εκ
+λίθων μεγάλων, όγκων μαρμάρου οθωνείου σχήματος, λευκών, ομαλώς
+ειργασμένων, και κατά τα άλλα ωμοίαζε με τα λείψανα των πελασγικών
+τειχών. Το τειχίον τούτο, υψηλόν ως ανάστημα ανδρός, ίστατο όρθιον
+ακόμη. Άλλα λείψανα του κτιρίου δεν εφαίνοντο, και δυσκόλως
+ηδύνατό τις να εικάση το σχήμα, το μέγεθος και τον προορισμόν της
+οικοδομής. Εν τοσούτω εκαλείτο Αγία Αναστασία.
+
+Έσωθεν του μικρού τείχους δεν εφαίνετο θυσιαστήριον. Δεν υπήρχεν
+ίχνος επιχρίσματος ή τοιχογραφίας ή άλλο γνώρισμα. Αλλ' εντεύθεν,
+ίσως, προ οκτώ ή δέκα αιώνων, ν' ανεπέμπετο εις τον θρόνον του
+χριστιανικού Θεού ο καπνός του θυμιάματος, και ίσως να προσεφέρετο
+επί βωμού μη σωζομένου, η λογική και άχραντος θυσία, &κατά την
+τάξιν Μελχισεδέκ&, όστις ιερεύς ων του Θεού του Υψίστου «
+εξήνεγκεν άρτους και οίνον», ως λέγει η Γραφή.
+
+Αγία Αναστασιά εκαλείτο. Ίσως το πάλαι να ήτο ναός της Κόρης της
+εξ Άδου ή της Εκάτης της φαρμακίδος, και οι χριστιανοί, οι φυσικοί
+κληρονόμοι της θανούσης ειδωλολατρείας, τον εβάπτισαν
+μετονομάσαντες ναόν της φαρμακολατρίας, κατ' αντίφρασιν, ή της
+Ρωμαίας, απλώς κατά σχέσιν ετυμολογικήν. Και ο παπ' Αγγελής, ον
+είχε παρακαλέσει ο Γιάννης ο Κούτρης να υπάγη να τους λειτουργήση
+την ημέραν του Πάσχα, ηγνόει εις ποτέραν των δύο ομωνύμων ήτο
+καθιερωμένος το πάλαι ο ναός. Διότι υπάρχουσι δύο Άγιαι
+Αναστασίαι, η Ρωμαία και η φαρμακολύτρια.
+
+Αλλά μη βλέπων θυσιαστήριον ούτε κανδήλας ούτε εικόνας, και μη
+γνωρίζων υπαίθριον λειτουργίαν (τόλμημα το οποίον θα του εφαίνετο
+ως απλή εις την ειδωλολατρείαν επάνοδος), εζήτησε δι' αφελούς
+σοφίσματος να πείση τους αξέστους αιπόλους, ότι το καλλίτερον θα
+ήτο να υπάγουν να λειτουργήσωσιν εις την Αγίαν Άνναν, μικρόν
+απέχουσαν. «Κ' η Αγία Άννα, είπεν, είνε μισή Αγία Αναστασία». Αλλ'
+ο Γιάννης ο Κούτρης, πονηρός σπανός, του απήντησεν ότι αυτοί «δεν
+ήθελαν να κάμουν μισή Ανάστασι, αλλ' Ανάστασι σωστή».
+
+Οι αιπόλοι εφρόνουν ότι η Αγία Αναστασία είνε αυτή η Ανάστασις.
+Και βεβαίως δεν ηδύναντο να είνε ευμαθέστεροι του γέροντος εκείνου
+ιερέως, όστις, ερωτηθείς προ χρόνων αν η Αγία Κυριακή ή η
+Μεταμόρφωσις είνε μεγαλειτέρα, απήντησεν αδιστάκτως ότι «η Αγία
+Κυριακή είνε μεγαλείτερη, διότι εορτάζεται καθ' εβδομάδα, ενώ η
+Μεταμόρφωσις μόνον μια φορά τον χρόνον είνε ». Και μήπως πλείστοι
+ακόμη και σήμερον δεν νομίζουν ότι ο περίκλυτος ναός της του Θεού
+Σοφίας είνε εις τιμήν της μεγαλομάρτυρος Αγίας της ΙΖ'
+Σεπτεμβρίου;
+
+***
+
+Ο Γιάννης η γρηά δεν ήθελε μόνον να εορτάση με τους συννομείς του
+χωριστά την Ανάστασιν, εις το κατάμερόν του, αλλ' επεθύμει και να
+τελεσθή η Ανάστασις αύτη όχι εις άλλην εκκλησίαν, αλλ' ωρισμένως
+εις την Άγι' Αναστασά. Αφού το πάλαι ήτο εκκλησία, αφού ο χώρος
+ήτο καθιερωμένος εις λατρείαν Χριστού, διατί τάχα να μη
+λειτουργήται; Μάτην ο παπ' Αγγελής εξώδευεν όλην την ολίγην
+μάθησίν του και την έμφυτον λογικήν του διά να τον πείση ότι
+εζήτει παράλογα. Ο αιπόλος έμεινεν αμετάπειστος.
+
+ — Πώς θα λειτουργήσω, βλοημένε, 'σε ξεσκέπαστο μέρος; του έλεγεν
+ο ιερεύς. Είδες ποτέ σου λειτουργία αποκάτ' απ' ταστέρια;
+
+ — Και μήγαρις η Ανάστασι δεν ψάλλεται παντού στο ξεσκέπαστο;
+αντέλεγεν ο βοσκός· έχουν, ας πούμε, εκκλησιαίς καλοχτισμέναις, με
+πλάκες και με κεραμίδια, και βγαίνουν, κατάλαβες, απ' την εκκλησιά
+όξου για να κάμουν Ανάστασι· κ' ημείς που δεν έχουμ' εκκλησιά, ας
+πούμε, δεν μπορούμε, κατάλαβες, να κάμουμ' Ανάστασι 'ς ένα
+ξεσκέπαστο μέρος, που ήταν μια φορά κ' έναν καιρό, κατά πώς λένε,
+εκκλησία;
+
+Ο ιερεύς τον εκύτταξεν εν αμηχανία προς στιγμήν, είτα το βλέμμα
+του εφωτίσθη, ως να του ήλθεν ιδέα, και είπε.
+
+ — Κάμνουν Ανάστασι όξου απ' της εκκλησιαίς, ναι· μα
+λειτουργία;... πώς θα λειτουργήσουμε;
+
+ — Απάνου στα μάρμαρα, πού ήταν μια τ' άι-δήμα, ας πούμε.
+
+ — Μα δεν είνε Αγία Τράπεζα εγκαινισμένη.
+
+ — Τον παλαιό καιρό, που την είχαν κτίσει, κατάλαβες, δεν ήταν
+συγκαινιασμένη;
+
+ — Το πηδάλιο λέει, όταν βεβηλωθή μία εκκλησία, να μη
+λειτουργιέται, αν δεν ξανακτισθή κ' εγκαινιασθή πάλι.
+
+Επί τέλους ο παπ' Αγγελής ίσως θα τον έπειθε να μεταβώσιν εις την
+Αγ. Άνναν, ήτις δεν απείχε πολύ, και ήτο κι' αυτή, κατά δεύτερον
+λόγον, &γειτόνισσά του&, όπως εκαυχάτο ο αιπόλος λέγων ότι την
+Αγία Αναστασία «την είχε γειτόνισσα». Αλλ' ο αγαθός ιερεύς δεν
+έπειθεν ο ίδιος τον εαυτόν του ότι ηδύνατο ακατακρίτως να
+λειτουργήση και εις την Αγίαν Άνναν.
+
+Ο ναΐσκος ούτος είχε την στέγην του· το θυσιαστήριον, εισέχον
+έγκιστον εις τον τοίχον, και η Πρόθεσις, εκαλύπτοντο από δύο
+σπιθαμάς χώματος και λίθων, πεσόντων από του ύψους της χιβάδος, το
+εικονοστάσιον ήτο ορθόν ακόμη, αλλ' αι θυρίδες του έχασκον έρημοι
+εικόνων, και τα δύο παράθυρα του βορείου και του νοτίου τοίχου
+έφεγγον και αυτά άφρακτα, και ο άνεμος εβόιζεν εισπνέων δι' αυτών
+και εκπνέων. Ωμοίαζε με γραίαν νωδήν, με τας κόγχας κενάς ομμάτων,
+με τα ώτα βομβούντα από ήχους φαιδρών φωνών παιδίων, χλευαζόντων
+σκληρώς την αδυναμίαν της. Δεν υπήρχεν ούτε κανδήλιον ευσεβώς
+αναφθέν εκ ταξίματος ευλαβούς προσκυνητρίας, ούτε μανουάλιον
+διαχέον παρήγορον φως εις τας ημαυρωμένας μορφάς των
+ηκρωτηριασμένων εις τους τοίχους ολίγων αγίων, εις το παρεκκλήσιον
+το αφιερωμένον ποτέ εις το γενέσιον της Θεοτόκου, το οποίον
+εκαλείτο συνήθως Παναγίτσα, υπ' άλλων δε Αγία Άννα. Αλλ' ο παπ'
+Αγγελής εδίσταζεν αν, και με αλλαχόθεν δανειζομένας εικόνας, και
+με αναρτώμενα προχείρως κανδήλια, επετρέπετο να τελέση λειτουργίαν
+εκεί.
+
+Τέλος ο ιερεύς εύρε μέσον τινά όρον, και τον ανεκοίνωσεν εις τον
+Γιάννην τον Κούτρην.
+
+ — Ας ήναι, μπορούμε να κάμωμε Ανάστασι στην Αγία Αναστασιά, είπε,
+και αμέσως παίρνετε όλοι τα πράγματά σας, και της λαμπάδες σας
+αναμμέναις, και πηγαίνομεν κάτου στην Παναγία Δομάν, και σας
+λειτουργώ εκεί.
+
+ — Στην Παναγιά την Δομά;... μα είνε μακρυά.
+
+ — Ως πόσο;... Σε μισή ώρα φθάνουμε.
+
+ — Είνε, νάχω τ'ν ευκή σ', παπά, παραπάνω από μια ώρα.
+
+ — Δεν θα είνε παραπάν' από τρία τέταρτα. Όλ' η νύχτα δική μας
+είνε. Έχουμε καιρό να φθάσουμε.
+
+Ο Γιάννης ο Κούτρης υπεχώρησε, μη έχων άλλως να πράξη.
+
+Ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν εις το ύπαιθρον, φορέσας μαύρον
+επιτραχήλι, και ήρχισε ν' αναγινώσκη την παννυχίδα, και το &Κύματι
+θαλάσσης& όλα διαβαστά. Είτα ανάψας εντός του θυμιατού
+μοσχολίβανον, εθυμίασε τους παρεστώτας όλους, και ποιήσας
+απόλυσιν, έβγαλε το μαύρον επιτραχήλι, εφόρεσεν άλλο ιόχρουν
+μεταξωτόν και λευκόν φαιλόνιον (όλα αυτά τα εξήγαγεν από το
+δισάκκιον το περικλείον τα ιερά του), και ανάψας λαμπάδα, στραφείς
+προς τον λαόν, ήρχισε να ψάλη μελωδικώς το &Δεύτε λάβετε φως&,
+μεθ' ο έψαλε, &Την Ανάστασίν σου Χριστέ σωτήρ&. Και αφού ήναψαν
+τας λαμπάδας όλοι, αναγνούς το Ευαγγέλιον, και δοξάσας την αγίαν
+Τριάδα, ήρχισε μεγάλη και βροντώδει τη φωνή να ψάλη το &Χριστός
+ανέστη&, αντιψάλλοντος και του υιού του, παιδιού δωδεκαετούς,
+όστις τον είχε συνοδεύσει ως συλλειτουργός εις την εκδρομήν.
+
+Ωραία και γλυκεία ήτο η σκηνή εντός του ερειπίου εκείνου, του
+μεγαλομαρμάρου και επιβλητικού εις την όψιν, αγλαϊζομένου από το
+τρέμον, υπό την πνοήν της αύρας της νυκτερινής, φως πεντήκοντα
+λαμπάδων, σκηνή φωτεινή και σκιερά, διαυγής και μυστηριώδης, εν
+μέσω γιγαντιαίων δρυών υψουσών υπερηφάνους τους εις διαδήματα
+κορυφουμένους κραταιούς κλώνους, με τα φρίσσοντα φύλλα μαρμαίροντα
+ως χρυσαί φολίδες υπό την λαμπηδόνα των πυρσών, με σκιάς και
+σκοτεινά κενά εν μέσω των κλάδων, όπου εφαντάζετό τις ελλοχεύοντα
+αόρατα πνεύματα, υπάρξαντα πάλαι ποτέ Δρυάδες εύσωμοι και
+Ορεστιάδες ραδιναί, ελευθέρως ανάσσουσαι ανά τους πυκνούς
+δρυμώνας, και σήμερον μεταμορφωθείσαι εις νυκτερινά τελώνια, και
+μη τολμώσαι να προβάλωσιν εις το φως των αναστασίμων λαμπάδων·
+αναθαρρήσασαι προς καιρόν εκ της φυγαδεύσεως του χριστιανικού Θεού
+από του καλλιμαρμάρου ιδρύματος, και τώρα μετά θάμβους βλέπουσαι
+την αναζωπύρησιν των πασχαλίων πυρσών και οσφραινόμεναι την οσμήν
+του χριστιανικού μοσχολιβάνου εις τα βάθη του δρυμώνος.
+
+***
+
+Ενώ ο ιερεύς έλεγεν ομαλή τη φωνή τα ειρηνικά, και ηύχετο υπέρ της
+ευσταθείας των εκκλησιών, ευφορίας των καρπών της γης, κτλ.
+όπισθεν του πρώτου πελωρίου κορμού της χιλιετούς δρυός, ον τρεις
+άνδρες συνάπτοντες τας οργυιάς, μόλις ηδύναντο ν' αγκαλιάσωσιν,
+ηκούετο βραχύς διάλογος, οίος ο εξής, μεταξύ τριών ή τεσσάρων
+αιπόλων, ων ο πρώτος, Γιάννης ο Κούτρης, έλυεν απαντών τας απορίας
+των άλλων.
+
+ — Ντουγρού, ντουγρού;
+
+ — Ταμάιμα.
+
+ — Μονοκοπανιά;
+
+ — Τα ίσα, ζέρ;
+
+ — Σ'μ Παναϊά τ' Ντομάν;
+
+ — Ντούρμα, παπάς έτσ' είπε.
+
+ — Του ρέμμα-ρέμμα;
+
+ — Δε-δε-πάμι;
+
+ — Δε πάμι, ζερ!
+
+Αλλ' ο διάλογος ούτος διεκόπη υπό της φωνής του ιερέως, όστις εν
+τω μεταξύ απεδύθη τα άμφια, κ' έκραξεν εις το ποίμνιόν του.
+
+«Είστ' έτοιμοι; πάμε!» Δύο των αιπόλων έσπευσαν να φορτώσωσι τα
+ιερά, ως και τα καλάθια των ποιμενίδων τα περικλείοντα εορτάσιμά
+τινα εφόδια, εις πέντε ή έξ ονάρια, ο ιερεύς επέβη εις το έβδομον,
+και οι άλλοι πεζοί, οι μεν κρατούντες τας λαμπάδας των αναμμένας,
+με την αριστεράν, προσπαθούντες, με την δεξιάν, να σκεπάσωσι την
+λαμπήν από της πνοής της απογείου αύρας, οι δε ανάψαντες μικρά
+φαναράκια, χρήσιμα εις τους αιπόλους διά τους νυκτερινούς
+επαυλισμούς και τους αμολγούς των αιγών των, εξεκίνησαν
+κατερχόμενοι προς βορράν, είτα εστράφησαν ανατολικώτερον,
+βαίνοντες διά κακοτοπιάς εφ' ης δεν θ' αντείχον άλλοι πόδες παρά
+τους ιδικούς των, ελαφρά πατούντες με τα τσαρούχια τα περιβάλλοντα
+τους ευκινήτους πόδας των, βιάζοντες τα γαϊδουράκια να τρέχωσι,
+σύροντες μάλλον αυτά εις τον δρόμον, τοποθετούμενοι εξ αριστερών
+ως έμψυχα δίκρανα, προς υποστήριξιν των φορτωμένων υποζυγίων εις
+τα κρημνωδέστερα μέρη. Δύο ή τρεις αυτών, με τας κάπας των,
+ήρχοντο τελευταίοι, μετά συριγμών και ακατανοήτων μονοσυλλάβων,
+άγοντες τα αιπόλιά των, με τα μικρά ερίφια διά χαριεστάτων
+σκιρτημάτων τρέχοντα παρά τας μητέρας των, βελάζοντα ερωτηματικώς,
+εις α αι αίγες απήντων αορίστως, μη έχουσαι πώς να εξηγήσωσι την
+ασυνήθη νυκτοπορίαν.
+
+Η σελήνη είχεν ανατείλει προ του μεσονυκτίου, και ο δίσκος της
+υπέρυθρος ολίγον, εφαίνετο όπισθεν των κορυφών υψηλών δένδρων,
+πότε εκρύπτετο, κατά τους ελιγμούς της πορείας, όπισθεν του
+βουνού. Και οι θάμνοι εσείοντο πανταχού όθεν διέβαινεν η πομπή,
+και τα έντομα εξεγείροντο παράωρα εκ του ύπνου των, καί τινα
+μυιγάρια εξορμώντα επέτων φαιδρώς περί τας ανημμένας λαμπάδας,
+υποβοΐζοντα, καίοντα τας μικύλας πτέρυγάς των ή καταστρέφοντα μετά
+τελευταίου βόμβου την εφήμερον ύπαρξίν των εις την πρόσψαυσιν της
+φλογός.
+
+Τα νυκτοπούλια έφευγον φοβισμένα από σχοίνον εις κόμμαρον, από
+αιμασιάν εις δένδρον, προσθέτοντα τον ελαφρόν θρουν των πτερύγων
+των εις το αβρόν εναρμόνιον φύσημα της αύρας της ορθρίας. Και η
+αγραμπελιά η χιονανθής, η λευκάζουσα και μυροβολούσα εις τους
+φράκτας, λευχείμων μυροφόρος εορτάζουσα την Ανάστασιν, και ο
+κισσός και το αγιόκλημα, πλόκαμοι της Ανοίξεως εξαπλούσης την
+μυροβόλον κόμην της ανά τους αγρούς, διέχυνον ζωηροτέραν εν τη
+νυκτί την ευωδίαν των εις τον αέρα. Και η αργυρά αμμόκονις των
+άστρων ωλιγόστευεν επάνω, καθ' όσον υψούτο η σελήνη, και η αηδών
+ηκούετο μινυρίζουσα βαθειά εις τον μυχόν του δάσους, και ο γκιώνης
+μη δυνάμενος να διαγωνισθή προς την λιγυράν αδελφήν του, έπαυσε
+προς καιρόν το θρηνώδες άσμα του.
+
+***
+
+Είχαν κατέλθει ήδη πολύ βαθειά, κάτω εις το ρεύμα, και αντικρύ
+των, έβλεπον μακράν το πέλαγος, κυανήν οθόνην, αμυδρώς
+επαργυρουμένην από τας ακτίνας της σελήνης. Ηκούσθη δε μετ' ολίγον
+βαθύς παφλασμός ως χειμάρρου καταφερομένου μετά δούπου από των
+βράχων, κρότος συνεχής, ισχυρός, μονότονος. Ήτο το ρεύμα της
+Παναγίας της Δομάν, από των υδάτων του οποίου είκοσι νερόμυλοι
+υδρεύοντο το πάλαι και πολλαί εκατοντάδες στρέμματα κήπων με
+κλιμακωτάς αιμασιάς επιαίνοντο από το δροσερόν νάμα του. Εκεί
+αντικρύ, προέκυπτεν επ' άκρας της θαλάσσης το παλαιόν φρούριον, το
+οποίον ήτό ποτε κατοικία ανθρώπων, πριν γείνη γλαυκών φωλεά και
+λάρων ορμητήριον. Εις το ακένωτον ρεύμα της Παναγίας της Δομάν
+ωφείλετο η ευδοκίμησις πάσης φυτείας και πάσης βλαστήσεως κατά
+τους παλαιούς εκείνους χρόνους.
+
+Ήτο ήδη ως δύο μετά τα μεσάνυκτα, όταν ο παπ' Αγγελής και οι
+αιπόλοι του έφθασαν εις την Παναγίαν της Δομάν. Το μικρόν
+εξωκκλήσιον ήτο κτισμένον υπό συστάδα πελωρίων δένδρων,
+περίβαλλόμενον γραφικώς υπ' αυτών, σκεπαζόμενον φιλοστόργως από
+τους κλώνους των. Ο ναΐσκος ήτο πενιχρός, αλλά διετηρείτο και ήτο
+λειτουργήσιμος. Ήτο δε εν των ολίγων ναϊδίων όσα εσώζοντο όρθια
+από της παλαιάς εποχής. Γείτονες αυτού, χαμηλότερα προς την
+θάλασσαν, ήσαν το πάλαι, εντός της κοιλάδος της συνεχομένης μεταξύ
+δύο ακτών, πάμπολλοι ναΐσκοι, έως τέσσαρες δωδεκάδες. Οι πλείστοι
+ήσαν σήμερον ερείπια. Η Παναγία της Δομάν, απλή αναπαράστασις της
+Ζωοδόχου Πηγής του Βυζαντίου και περιβαλλομένη ως με στέφανον από
+τον αειθαλή κόσμον των πελωρίων δένδρων της, ίστατο ακόμη ορθή, κ'
+εφαίνετο λέγουσα προς τους αδελφούς της, όσοι είχαν γονατίσει,
+καταβληθέντες από τον κάματον της διά τόσων αιώνων πορείας·
+«Παρηγορηθήτε, σας αντιπροσωπεύω εγώ!»
+
+Η ευσεβής τάσις του λαού, ζητούντος, διά του πολλαπλασιασμού των
+εξωκκλησίων ανά τα όρη και τας κοιλάδας, να παρηγορηθή διά την
+στέρησιν των τόσων το πάλαι ιερών και βωμών του, λησμονούντος τους
+παλαιούς θεούς του χάριν των νέων αγίων του, κατίσχυσε της
+αυστηροτέρας και δογματικωτέρας θεωρίας, καθ' ην απηγορεύοντο εις
+τους Χριστιανούς οι αγροτικοί ναοί. Ακριβέστεροι δέ τινες ερμηνείς
+του γράμματος, ιερομόναχοι και ασκητικοί άνδρες, ηρνούντο και να
+λειτουργούσιν εις εξωκκλήσια.
+
+Αλλά το αίσθημα είνε ανώτερον της θεωρίας, και ο λαός, δουλεύων,
+τυραννούμενος, πενόμενος, αγροδίαιτος, διασπειρόμενος κατά κώμας
+και χωρία, μη έχων πόρους να κτίση μεγάλας και λαμπράς εκκλησίας,
+έκτιζε πολλάς και πενιχράς. Ο δε Σωτήρ, συγκαταβατικώτερος των
+επισήμων επί γης διερμηνευτών του, «μνημονεύων των επί γης
+διατριβών», καθώς είπεν ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ενθυμούμενος
+την πενιχράν προσφοράν της χήρας, εδέχετο και του πένητος λαού του
+τον ευσεβή φόρον, καθώς εδέχθη εκείνης τα δύο λεπτά.
+
+***
+
+Εν ριπή οφθαλμού εφωταγωγήθη το παρεκκλήσιον, και αι ποιμενίδες
+ήναψαν πάμπολλα κηρία εις τα δύο μανουάλια, και ανάψασαι πυρ εις
+το υπήνεμον έξω της θύρας στήσασαι μεγάλην χύτραν, παρεσκεύαζον
+την σούπαν. Δύο εξ αυτών νεόνυμφοι εφόρεσαν τα κόκκινα φουστάνια
+των, και τα βαβουκλιά των με τα κεντητά προμάνικα και τα
+τ'λουπάνιά των τα λευκά. Και ο ιερεύς, λαβών καιρόν, εφόρεσεν όλην
+την ιερατικήν του στολήν, και ο υιός του, ο συλλειτουργός έψαλλε
+τον κανόνα.
+
+Ο Γιάννης ο Κούτρης, πραγματοποιήσας το όνειρόν του, του να
+παρίσταται εις την εκκλησίαν ως επίτροπος, επεστάτει εις το άναμμα
+και σβύσιμον των κηρίων, πατών αυτά, ενίοτε με το τσαρούχι του,
+μιμούμενος τον εξάδελφόν του τον Γιάννην τον Λαδίκαν, και όστις
+ίστατο δεξιόθεν εις τον χορόν ως προεστώς με τόσην σοβαρότητα,
+ώστε βλέπων τις αυτόν θα τον ενόμιζε ψάλτην, εξ ιδιοτροπίας
+σιωπώντα. Την στιγμήν δ' εκείνην εισελθούσα εις τον ναΐσκον η
+δωδεκαέτις κόρη του, το Κουμπώ, ισταμένη τέως έξω παρά τον
+παραστάτην, επιστατούσα εις το κάγχασμα της χύτρας, του λέγει εις
+το ους.
+
+ — Αφέντ', έρχουντη κόσμους.
+
+ — Ποιοι και ποιοι; είπεν εξαφνισθείς ο Κούτρης.
+
+ — Έρχοντη ο Δημητράκης τσ' Κότσηνας, μαζύ με τη γυναίκα τ'
+Απ'μηνιώ, και ο Γιάννης τσ' Κ'σττάλους κι' ο μπάρμπα-Γιώργης...
+
+ — Ποιος μπάρμπα-Γιώργης;
+
+ — Ο Γιώργης τ' Παναϊώτ'.
+
+Ως κεραυνός έπεσε το όνομα τούτο εις την ακοήν του Γιάννη του
+Κούτρη.
+
+ — Ο Γιώργης τ' Παναϊώτ'! επανέλαβε μηχανικώς, κ' εξηκολούθησεν,
+ερωτών την θυγατέρα του, ως εάν είξευρεν αύτη.
+
+ — Τι δεν κάμανε Ανάστασ' στουν Άι-Χαράλαμπον;
+
+Διότι ηπόρει πώς εξέπεσε προς τα εδώ, ο Γιώργης τ' Παναϊώτ'. Αυτός
+έκαμνεν αυτοδικαίως τον προεστόν εις τον Άγιον Χαράλαμπον, τι να
+συνέβη τάχα, και διατί δεν επήγεν εις τον ναόν του Αγίου; Μήπως
+του αφήρεσαν το προεστ'λίκι απ' εκεί;
+
+Αυτός, ο Γιάννης ο Κούτρης, διατί ίσα-ίσα έβαλε τα δυνατά του,
+αποφασίσας να κάμη εφέτος χωριστήν Ανάστασιν με τους γείτονάς του,
+εις το κατάμερον το ιδικόν του; Διά ν' απαλλαχθή από το φορτικόν
+θέαμα του δευτέρου εξαδέλφου του, του Γιάννη Λαδίκα, εις τον Άι-
+Γιώργη της Χ'στοδουλίτσας, ή αυτού του Γιώργη τ' Παναγιώτ', εις
+τον Άι-Χαράλαμπον, οίτινες έκαμαν και οι δύο τον προεστόν και τον
+επίτροπον, εκάτερος εις το κατάμερόν του, ανάπτοντες και σβύνοντες
+τα κηρία, ψιθυρίζοντες επιδεικτικώς εις το ους του ιερέως παρά την
+βορείαν θύραν του ιερού βήματος, περιφέροντες ελευθέρως δίσκον, με
+την επωδόν «Το λάδι της εκκλησίας, χριστιανοί!» και κάμνοντες
+«κ'μάντο, 'σε ούλα τα πάντα», εντός κ' εκτός του ναού. Και τώρα,
+αφού κατώρθωσε να ψαλή η Ανάστασις εις την Αγία Αναστασία, εις το
+ύπαιθρον, αφού απέσπασε τόσους βοσκούς από τα κατάμερα τα άλλα,
+αφού τους εκουβάλησε μεσάνυχτα, από την Αγία Αναστασία εις την
+Παναγίαν Δομάν, με τας γυναίκας των, με τα παιδιά των, με τα
+κοπάδια των, με τα κατσικάκια βελάζοντα σπαρακτικώς περί τας
+αίγας, έμμελλε πάλιν να καταδικασθή να υποστή την πρωτοκαθεδρίαν
+αυτού του Γιώργη τ' Παναγιώτ', ως γεροντοτέρου, ως έχοντος τάχα
+δικαιώματα. Ποία δικαιώματα;
+
+Ας έβγαζε ταις μπολλέτταις του να ταις διαβάσουν! Κ' οι δύο, τάχα,
+ας πούμε, γράμματα δεν ήξευραν, αλλ' ήτον ο παπ' Αγγελής εκεί, ν'
+άχουμε την ευχή του, πού θα ταις εδιάβαζε... Η δουλειά του ήτον να
+διαβάζη — Αλλ' όχι! δεν παρεχώρει τα πρωτεία. Θα έκαμνε πως δεν
+τον είδε, και θα εκύταζε, &ντου-γρού, προς το άγιον βήμα, χωρίς να
+στραφή επί στιγμήν προς δυσμάς, ωσάν θεοφοβούμενος πού ήτον, ν'
+ακούση μετά προσοχής την λειτουργίαν του. Ήτο εν τω δικαίω του,
+ευρίσκετο εις το κατάμερόν του... Αλλ' ενταύθα ο Γιάννης ο Κούτρης
+επάγωσεν, ο παλμός εσταμάτησε προς στιγμήν. Δεν ευρίσκετο εις το
+κατάμερόν του! Τουναντίον, είχε πατήσει τα σύνορα, είχε μεταβή εις
+ξένον κατάμερον... Α! κι' αυτός ο παπ' Αγγελής, που επέμενε μη
+θέλων να λειτουργήση εις την Αγ. Αναστασά... Εκεί,
+αδιαφιλονεικήτως, ο Κούτρης θα ήτο εις το κατάμερόν του. Αλλ' εδώ
+εις την Παναγίαν την Δομάν ευρίσκετο ακριβώς εις το κατάμερον του
+Αγίου Χαραλάμπους, εις την δικαιοδοσίαν τ' Γιώργη τ' Παναγιώτ'!
+
+Τι να κάμη; Και αυτός «ο Γιώργης τ' Παναϊώτ'», κατάλαβες, δεν ήτον
+κανείς τυχαίος, εξήσκει ισχύν και γοητείαν επί το πλήθος των
+αιγοβοσκών και των ποιμένων. Και ιδού, εισήλθεν ήδη εις το
+παρεκκλήσιον. Ήτο υψηλός, εύσωμος, ωραίος ανήρ, με εύγραμμον το
+πρόσωπον και με κανονικούς χαρακτήρας. Ήτο ως εξήντα ετών, αλλά
+μόλις ήρχιζαν, εις την πλουσίαν μέλαιναν κόμην του, τρίχες τινές
+να λευκάζωσιν εδώ κ' εκεί. Είχε φθάσει την πρώτην εν αρχή του
+αιώνος εξέγερσιν, την του 1808. Είχεν ομιλήσει με τον Σταθάν, είχε
+προσφέρει με τας ιδίας του χείρας κοκορέτσι εις τον Βλαχάβαν, είχε
+στρατευθή υπό τον Νικοτσάραν. Και όλον το ήθος του, η όψις του οι
+τρόποι του, αι κινήσεις του, και τώρα ακόμη μετά σαράντα έτη, καθ'
+ην στιγμήν εισήρχετο εις τον ναΐσκον, εφαίνετο ότι ήτο εις νεύματα
+και χειρονομίας μετάφρασις ή μιμική παράστασις του παλαιού
+διστίχου:
+
+ Στο Σκιάθο και στο Σκόπελο ποτέ κατής δεν κρένει,
+ γιατί ην, λιμέρι του Σταθά, βίγλα του Νικοτσάρα.
+
+Ο Κούτρης, αισθανθείς αυτόν ότι εισήρχετο, διιδών τον &διακαμόν&
+του εισερχόμενον εις τον ναΐσκον, με όλην του την απόφασιν ην είχε
+να μη στραφή να τον ίδη, έστρεψεν ακουσίως την κεφαλήν, και τα
+βλέμματά των συνηντήθησαν. Ο Γιώργης τ' Παναγιώτ', αφού ησπάσθη
+τας εικόνας, ήλθε κ' εστάθη όπισθεν του Κούτρη, όστις δεν ηδύνατο
+πλέον να προσποιηθή ότι δεν τον είδεν. Άλλως ο Γιώργης τ'
+Παναγιώτ' δεν του έδωσε καιρόν να σκεφθή, διότι κύψας εις το ους
+του ήρχισε με πονηρόν μειδίαμα να του λέγη.
+
+ — Μ' πήρες απ' του κατάμερου του Γιώργη του Τρυουλόου, μ' πήρες
+κη τσ' Μιχουγιανναίοι, πατέρα κη γυιό, μ' πήρες κη τσ' τέσσιρις
+Μαυρουδ'μαίοι, κι' απουμείναμι λιουστοί στουν άι-Χαράλαμπου. Υ
+παπάς ο άιχαραλαμπίτ'ς λείπ', ξέρ'ς, είνε στουν Κουτκιά μέσα, στα
+χουριά. Υ παπάς απ' μ Παναϊά, κάτου στη χώρα, δε θέλησε ναρθή,
+γιατ' είμαστε λίοι, κη δε μαζουνώμαστε πουλλοί, για να βγάλη τουν
+κόπου τ', ας πούμε. Υ παπάς απ' τουν Άι-Γιάννη τσ' Τρεις Ιεράρχοι,
+ο άλλους είνε φημέριους, γιατί τουν παπ' Αγγελή, πούταν απ' όξου,
+μας τούνε 'πήρις. Κουντέψαμι ν' απουμείνουμι αλειτρούητοι, τέτοια
+μέρα, γιατί δε ξέραμι 'σαί ποιά εκκλησιά θελά-πάτι ν' αναστήσητε.
+Τότις κ' εγώ είπα, ας σ'κουθώ να πάου πίσου, ζ' Κιχριά, μπέλες κη
+τσ' βρω π'θηνά, ση κανένα ξουκκλήσ', κη πηρνώντας απ' ν Δουμάν, σα
+ξαγναντήσου του Κάστρου, θα καταλάβου, μαθέ, σα διώ π'θηνά φέξου,
+ανισώς κ' είνε 'σεί κανένα ρημουκκλήσ' τ' Καστριού κι'
+ανασταίνουνε. Μα δεν ώλπιζα, αλήθεια, πως θελά-ρθήτε τ' Δουμάν,
+μες το κατάμερό μ'!
+
+Εκ της εξηγήσεως ταύτης ενόησεν, ολίγον αργά, ο Γιάννης ο Κούτρης,
+ότι με όλα τα σχέδιά του και τας ενεργείας του, όσον μακρύτερα
+έφευγε τον Γιώργη τ' Παναγιώτ' και την προεστωσύνην του, τόσον
+σιμότερα επήγαινε και εις αυτόν και εις το κατάμερόν του. Διότι
+δεν αρκεί να φεύγη τις, πρέπει και να μη καταδιώκεται, ή
+τουλάχιστον να ηξεύρη προς ποίον μέρος να κατευθυνθή.
+
+Δεν είχεν ή να του παραχωρήση τα πρωτεία, κ' εκείνος άλλως του τα
+επήρε, πριν ούτος του τα παραχωρήση.
+
+***
+
+Περί το λυκαυγές, έληξεν η λειτουργία, και ο ουρανός πορφυρίζων
+εκεί προς ανατολάς έσμιγε με την θάλασσαν κυανήν απλουμένην κάτω,
+η δε σελήνη ωχρίασε και τα ολίγα άστρα ανά έν έσβυναν τρέμοντα εις
+τον αιθέρα. Και η Ηώς ανέτειλε με όλην την πορφυράν αίγλην
+καλλωπίζουσα με γλυκύ ερύθημα βουνά, κοιλάδας και δάση. Εφάνη δε
+τότε, αποβαλούσα την μυστηριώδη της νυκτός περιβολήν, εν όλη τη
+καλλονή της, η μαγευτική θέσις της Παναγίας Δομάν. Δεξιά το
+υψηλόν, βραχώδες και τεμνόμενον από ευθαλείς χαράδρας βουνόν το
+απολήγον εις την κρημνώδη ακτήν του Κουρούα. Αριστερά λόφοι
+κοιλάδες, και δάση γραφικώς εναλλάσσονται εις το βλέμμα. Αντικρύ ο
+γυμνός και άγριον μεγαλείον αποπνέων βράχος του Κάστρου, με τα δύο
+προ αυτού πετρώδη νησίδια, και πέραν πέλαγος αχανές, φωσφορίζον
+εις τας πρώτας ακτίνας του υποφώσκοντος ηλίου.
+
+Εις το βάθος δε του ορίζοντος, προς βορράν η Χαλκιδική με τους
+τρεις λαγμούς της, υπέρ ους εξέχει ως βαθμίς κεραυνωθείσης
+τιτανείου κλίμακος προς ανάβασιν εις τον ουρανόν, ο λευκόφαιος
+κώνος του Άθω με την κορυφήν εις τα σύννεφα, προς δυσμάς το Πήλιον
+με τας αναριθμήτους κοιλάδας του και με τη θεσπεσίαν του βλάστην,
+και πέραν αυτού η κορυφή του Κισσάβου, ως κεφαλή εμπηγμένη επί
+κορμού ξένου. Και το ρεύμα της Παναγίας Δομάν δεν κατεφέρετο πλέον
+ως πριν μετά βαθέος παφλασμού εις την βραχώδη κοιλάδα, αλλ' άμα τη
+ανατολή της ημέρας το νερόν έρρεε μορμυρίζον μαλακώς κυλιόμενον
+επάνω εις τα βρύα και εις τα αγριοσέλινα, διότι εξύπνησαν της
+ημέρας οι πολλοί και προσφιλείς κρότοι.
+
+Τέλος εφάνη του ηλίου η πρώτη ακτίς, και ανέθορεν από της θαλάσσης
+μία πυρίνη παμφαής γραμμή του πανεκλάμπρου φωστήρος. Και την ιδίαν
+στιγμήν ηκούσθη πρώτη μεγάλη κ' επιβλητική φωνή, ο κλαγγασμός του
+αετού, χαιρετίσαντος την ανατολήν του ηλίου επάνω εις το βουνόν,
+από της αφθάστου και απατήτου επί των απορρώγων βράχων καλιάς του.
+Και δευτέρα χαιρετιστήριος φωνή ηκούσθη ο κακκαβισμός του ιέρακος,
+ο κρωγμός του ιέρακος επάνω εις το βουνόν, εις μίαν υψηλήν
+χαράδραν του ιλιγγιώδους βουνού του Κουρούπη, εκεί επάνω. Και
+τρίτη φωνή κλιμακηδόν εχαιρέτισε το παμφαές άστρον της ημέρας, ο
+τιτυβισμός της πέρδικος και της τριγόνος εις το μεσοϋψές της
+κοιλάδος.
+
+Και τελευταία αμέσως εχαιρέτισε διά του μινυρισμού της την
+ανατολήν του ηλίου η γλυκεία χελιδών, η επανευρούσα κ' εφέτος την
+φωλεάν της άθικτον εις τα ιερά σκηνώματα, εις τον οίκον του
+Κυρίου, ως και εις τα καλύβια των χωρικών, και εις τας οικίας των
+αγαθών ανδρών της πόλεως. Και ακροτελεύτιοι δειλοί μινυρισμοί
+ηκούσθησαν των μικρών στρουθίων επί των θάμνων, ων το έν μόλις
+υποψελλίζον, ίστατο αποφασιστικώς προσκολλημένον με τους λεπτούς
+πόδας του επί του κλαδίου, ενώ το άλλο, ψάλλον προς αυτό τον έρωτά
+του, επέτα ολόγυρά του, ίστατο προς στιγμήν επί του κλαδίου, ώρμα
+προς αυτό, το εφίλει, το παρεκάλει, κελαδούν, εκλιπαρούν και πάλιν
+κελαδούν.
+
+Τότε και τα κατσικάκια, αισθανθέντα το θάλπος της ημέρας, ήρχισαν
+τα σκιρτήματά των, ευφραινόμενα εις την επαφήν του χόρτου,
+προσπαίζοντα περί τας μητέρας των, υποβάλλοντα το μικκύλον ρύγχος
+εις τον μαστόν — και δεν ήξευρον, ότι η λεπίς του σφαγέως έστιλβε
+και αυτή προς τον ανατέλλοντα ήλιον.
+
+***
+
+Εκεί, υπό τα υψηλά δένδρα των οποίων οι κλώνοι με βόμβυκας και με
+θυσσάνους τριχοειδών φύλλων κοσμούμενοι, εσείοντο υπό της πρωινής
+αύρας, άνω του ρεύματος, του κυλίοντος μετά ψιθύρου το διαυγές
+νάμα του κάτω εις την κοιλάδα, εκάθησαν ηδονικώς όλοι οι βοσκοί με
+τας ποιμενίδας και τας βοσκοπούλας των, στρώσαντες αφθόνους
+πτέρεις και παχείας φυλλάδας, και ήρχισαν να διαμελίζωσι τα
+ευωδιάζοντα επί της σούβλας αρνία και τα ερίφια.
+
+Έφαγον και ηυφράνθησαν όλοι και αφού ο παπ' Αγγελής ευλόγησεν, ως
+έδει, την φλάσκαν, την μετεβίβασε, μεγάλην, υπόχλωρον ακόμη, δι'
+ερυθράς δερματίνης λωρίδος κρατουμένην, κλώζουσαν και φυσώσαν
+ακαταλήπτους ήχους ένδοθεν, εις χείρας του εκ δεξιών του καθημένου
+προεστώτος της ομάδος, του Γεώργη τ' Παναγιώτ', όστις εγερθείς,
+προσηγόρευσε διά μακρών την ομήγυριν.
+
+ — Κ'στός ανέστ'· βρε παιδιά! Αληθ'νός ου Κύριους! Ζη κη
+βασιλεύει! — Γεια μας! καλή γεια! διάφουρου! καλή καρδιά! καλή
+γερουσύνη, όλοι μας! Χρόνους πολλούς! Κη τ' χρόν' νάμαστε καλά.
+Καλή χρονιά σας! Πολλά τα έτ'! Παπά μ'! να χαίρηση το πετραχήλι
+σ'!
+
+Είτα, στραφείς προς τον Κούτρην.
+
+ — Γιάννη, πάντα καλώς να σας βρίσκου!
+
+Ίσως η φράσις αύτη ήτο υπαινιγμός προς τα προηγούμενα συμβάντα.
+Αλλ' ο Κούτρης απήντησε μεθ' ετοιμότητος.
+
+ — Κη πάντα καλώς ναρχήση, μπάρμπα-Γιώργη!
+
+Ο πάπ' Αγγελής δεν ηδυνήθη να μη γελάση, και οι άλλοι τον
+εμιμήθησαν. Ο Γιώργης τ' Παναγιώτ' μετεβίβασε την φλάσκαν εις τον
+αντικρύ του καθήμενον, τον Κούτρην, και ούτος έπιε χαιρετίσας διά
+βραχέων. Μετά την τρίτην δε περίοδον της φλάσκας, ουδεμίαν πλέον
+ησθάνετο αντιπάθειαν προς τον Γεώργην, αλλ' ηδελφώθησαν όλοι των.
+Και ο Γιώργης τ' Παναγιώτ' εις ον αι πολεμικαί αναμνήσεις
+επανήρχοντο εναργέστεραι μετά το γεύμα, ήρχισε να διηγήται εις την
+ομήγυριν τον ηρωικόν θάνατον του Νικοτσάρα.
+
+«Τρία καράβια ήτανε, στα νερά της Κασσάνδρας με τα φουσσάτα του
+Νικοτσάρα και του Σταθά. Του Σταθά το καράβι ήτον ολόμαυρο,
+μαύραις η πάνταις, μαύρα τα ξάρτια, μαύρα τα πανιά· το είχε
+τάξιμο, να μην τ' ασπρίση, πριν εμβή νικητής μέσα στη Σαλονίκη.
+Όλη μέρα ήταν μπονάτσα καραντί, τα τρία καράβια δεν μπορούσαν ούτε
+μπρος να παν, ούτε πίσου να γυρίσουν για ν' αράξουνε. Η αρμάδα η
+τουρκική ηύρε το ρέμμα της θάλασσας, και το ρέμμα-ρέμμα, δω τους
+είχε, κει τους είχε, τους έφτασε απ' το πλάι.
+
+«Ως τόσο οι καπεταναίοι οι δυο τους αντρειώθησαν. Ήταν παλλικάρια,
+που δεν πιστεύω να εστάθησαν άλλοι, τους εγνώρισα εγώ πολύ καλά. Ο
+καπετάν Σταθάς μου εχάρισε ένα μαμί κεχριμπαρένιο να φουμάρω το
+τσιμπ'κάκι μου, για να τον θυμώμαι καμμιά φορά· κι' ο καπετάν
+Νικοτσάρας, μια φορά που του έδωκα κοκορέτσι, με τα ίδια μου τα
+χέρια φτιασμένο, του άρεσε τόσο, που πολλούς μήνες ύστερα όπου μ'
+εύρισκε, μώλεγε: «Τι έχουμε ωρέ Γιώργη, δεν έχεις τίποτε
+κοκορέτσι;» «Όρεξι νάχης, καπετάνε μου, τώλεγα εγώ· θέλεις να σου
+φτιάσω;» Και τρεις φοραίς εθυσίασα τρία πρόβατα, μόνο και μόνο για
+να του φτιάσω κοκορέτσι. Ύστερα, σαν εβγήκανε να πάνε κατά την
+Κασσάνδρα, οι άλλοι σύντροφοί τους, γιατί ήτανε πολλά καράβια, μ'
+εφτά καπεταναίους πολεμάρχους, έλειπαν, είχαν μιλημένα να παν
+ύστερα να τους βρούνε. Και την ημέρα που τους έφτασε η αρμάδα με
+το τούρκικο τ' ασκέρι ήταν μοναχοί ο Νικοτσάρας κι' ο Σταθάς.
+
+Σαν τους έρριξαν οι τούρκοι τρεις κανονιαίς, άναψε το τουφέκι, κι'
+άρχισε το τόπη να σαλεύη, το καράβι του Νικοτσάρα επιάστηκε με την
+τούρκικη φεργάδα ξάρτια με ξάρτια, σαν δυο κακαίς γειτόνισσαις που
+μαλώνουν, και πιάνονται μαλλιά με μαλλιά: Μα ο Νικοτσάρας με τον
+μπαλτά του έσπασε τους γάντζους κ' έκοψε τα μπαστούνια του
+Τούρκου, κ' εγλύτωσε το καράβι του απ' τα δόντια του θεριού. Μα
+την τελευταία στιγμή, εκεί που νικούσαν οι δικοί μας, και το
+μπουλούκι το ρωμαίικο εφώναξε βρίζοντας την πίστι των Τούρκων, ένα
+βόλι του ήρθε του Νικοτσάρα, κ' εχώθηκε στην κοιλιά του, και τον
+ελάβωσε βαθειά. Μα το παλλικάρι το καλό, είνε παλλικάρι και στο
+θάνατό του. «Μ' έφαγαν τα σκυλιά», είπε μια, και σφίγγοντας τα
+δόντια, βαστώντας με το χέρι τα σωθικά του, που εχυνόντανε απ' την
+κοιλιά, βαστώντας με τα δόντια την ψυχή του, που του έφευγε απ' το
+στόμα, επρόφτασε κ' είπε· «Συντρόφια! πιάστε με και καθίστε με
+απάνω εκεί στα σκοινιά, κι' ακουμπήστέ με απάνω στο κατάρτι....
+για να μην το καταλάβουν τα σκυλιά πως με σκότωσαν και πάρουν
+θάρρος.... για να μην το μάθουν κ' οι δικοί μας και δειλιάσουνε».
+
+Καθώς τους είπε, το κάμανε, και τον ακούμπησαν μισαποθαμένον στο
+κατάρτι.... κ' οι Τούρκοι βλέποντας απ' αντίκρυ, ετρόμαζαν κ'
+ελέγανε. «Τσάρας ρεΐζ! Τσάρας ρεΐζ!» Ο καπετάνιος ο Τσάρας! ο
+καπετάνιος ο Τσάρας! Κ' οι δικοί μας, απ' τ' άλλα τα καράβια, δεν
+το πήραν μυρουδιά κ' εστάθησαν ανδρειωμένοι, κ' έδιωξαν την
+τούρκικη αρμάδα. Κι' όταν η αρμάδα έγεινε άφαντη, τότε το έμαθαν,
+κ' εγύρισαν πίσου στο νησί μας, για να θάψουν το Νικοτσάρα, που
+πέθανε κρατώντας με τα χέρια τ' άντερά του για να μη χυθούν, με τα
+δόντια την ψυχή του διά να μη φύγη. Κ' ήρθαν και τον έθαψαν, κάτου
+στο Λεχούνι, κοντά στην άμμο, στο γιαλό, και τότες του βγάλανε και
+τραγούδι.
+
+ ...Κ' εκείνος που φοβέριζε και όλοι τον ετρέμαν,
+ επήγαν και τον θάψανε στου Λεχουνιού το ρέμμα.
+
+Τοιαύτα τινά, αλλά με πολλάς τροπάς φωνηέντων και συγκοπάς
+συλλαβών διηγήθη, ως είχεν εξ ακοής, ο μπάρμπα-Γεώργης τ'
+Παναγιώτ' και μετά βαθέως στεναγμού κατέστρεψε τον λόγον. Και οι
+αιπόλοι τον ήκουον μετά θαυμασμού, και ο παπ' Αγγελής, ακούων μετά
+συντόνου προσοχής, ησθάνθη δάκρυ υγραίνον την παρειάν του.
+
+***
+
+Αλλ' ο Γιάννης ο Κούτρης, ως διά να παρηγορήση τον μπάρμπα-
+Γεώργην, καθ' ου δεν εμνησικάκει πλέον, διότι του επήρε τα
+πρωτεία, ηγέρθη και λύσας το ονάριον του, το οποίον έβοσκεν ησύχως
+εις το λιβάδιον, ήρχισε να κάμνη κάτι παιγνίδια ιδικά του.
+Συγχρόνως δε ο υιός του ο Θοδωρής, δεκαπεντούτης, ως διά να
+συνοδεύση με μουσικήν τους αγώνας του πατρός του, έλαβε το
+σουραύλι του, και ήρχισε να συρίζη απλούν και μονότονον ήχον.
+
+Εν τω μεταξύ ο Γιάννης ο Κούτρης είχεν αναβή επί του όνου υποβαλών
+σάγισμα αντί σέλλας και βαίνων αργά, δήθεν μετά σοβαρότητος,
+επέβαλλεν εις το ζώον να κάμνη κάτι βηματισμούς, κατά μίμησιν και
+παρωδίαν των πολεμικών ίππων. Και ο Γιάννης ο Κούτρης πότε ίστατο
+γονατιστός επί του σαγίσματος, πότε υπτιάζετο επί της ράχεως του
+ζώου, πότε εκρατείτο εκ της χαίτης με τον ένα πόδα επάνω, με τον
+άλλον κάτω εις την γην, πότε εχάνετο υπό την κοιλίαν του ζώου,
+πότε έπιπτε από κεφαλής μέχρι γονάτων μεταξύ των τεσσάρων ποδών
+του όνου, κ' ενώ έλεγες ότι τώρα έπεσε, και ότι ο όνος θα τον
+πατήση, αίφνης, εν ριπή οφθαλμού ευρίσκετο πάλιν επί της ράχεως
+του ζώου. Τοιούτους τινάς μιμικούς αγώνας ήξευρε να εκτελή ο
+Γιάννης ο Κούτρης. Τίποτε περισσότερον δεν εχρειάζετο διά να
+καγχάζη επί πολλήν ώραν εν ευθυμία η ομήγυρις όλη.
+
+***
+
+Τέλος ο Γιάννης ο Κούτρης αφήκε τον όνον του ήσυχον, και ο
+μπάρμπα-Γεώργης τ' Παναγιώτ' ως διά να ευχαριστήση τον μιμικόν,
+εξέφερε προς αυτόν ιδίως αποτεινόμενος, προς επισφράγισιν του
+συμποσίου, την τελευταίαν της ημέρας πρόποσίν του, ήτις ήχησεν
+υπόκωφος, ως να εξήλθεν από τον πάτον της φλάσκας, πλέον να κλώζη
+και να φυσά.
+
+ — Κη τ' χρον' με του καλό να σας βρω!
+
+Ο Γιάννης ο Κούτρης απήντησε.
+
+ — Καλώς ναρθής, μπάρμπα-Γιώργη μ'!
+
+
+
+Δ’
+
+
+
+ΛΑΜΠΡΙΑΤΙΚΟΣ ΨΑΛΤΗΣ
+
+
+
+Εάν ο ήρως του παρόντος διηγήματος ήτο αυτούσιος ο γράφων, τότε ο
+επί κεφαλής τίτλος, θα είχε μάλλον τροπικήν και αλληγορικήν
+σημασίαν. Διότι, ναι μεν, ευδοκία της θείας προνοίας, είνε αληθές
+ότι και χάρις εις την φιλάδελφον προθυμίαν του χωρικού και
+αρχοντικού φίλου μου κυρ Γιάννη Πεντελιώτου, αξιούμαι σχεδόν κατ'
+έτος ανελλιπώς, κατά τας περιδόξους, ταύτας ημέρας να συμβάλλω
+εναμίλλως μετ' αυτού, υποβαστάζοντος διά της χειρός τα γυαλιά του,
+αγαπώντος το πολίτικον ύφος, παρατείνοντος επ' άπειρον τα μουσικά
+κώλα και τας καταλήξεις του, εις τον μικρόν αγροτικόν ναΐσκον του
+χωρίου Θ., όπου μυροβολεί ελισσόμενον εις κυανούς στεφάνους το
+μοσχολίβανον, περιβάλλον ως διά φεύγοντος πλαισίου τους ακτινωτούς
+στεφάνους και τας σεμνάς όψεις των αγίων, και όπου με τας κεντητάς
+ποδιάς των και τα λευκά κολόβια αι νεαραί χωρικαί προσέρχονται
+φέρουσαι αγκαλίδας ρόδων και ίων και θημονίας όλας δενδρολιβάνου,
+καταφορτώνουσαι με λόφους ανθέων τον πενιχρόν επιτάφιον, μη έχοντα
+ανάγκην άλλης πολυτελείας. Εκεί εισβάλλει ουλαμός όλος αυτοσχεδίων
+ψαλτών, κρατούντων ανά έν φυλλάδιον του επιταφίου εις την χείρα,
+οίτινες φιλοτιμούνται να ψάλλωσιν εν σπαρακτική παραφωνία τα
+εγκώμια, καταστρέφοντες διά κωμικών σφαλμάτων και τας ολίγας
+λέξεις, όσαι είνε ορθώς τυπωμέναι εις τα φυλλάδια εκείνα.
+
+Χωρίς να είμαι κύριον μέρος του αυτοσχεδίου τούτου χορού, οφείλω
+να ομολογήσω ότι, καίτοι προσπαθών να συμψάλλω υποφερτά κάπως με
+τον αρχοντικόν και πρόθυμον φίλον μου, ουχ ήττον υστερώ αυτού κατά
+πολλά, και διά τούτο επεκαλέσθην εν αρχή, ως επιείκειαν εκ μέρους
+του αναγνώστου, την τροπικήν του τίτλου εκδοχήν, καθ' ον δηλ.
+τρόπον εις όλους τους ναούς, παρουσιάζονται κατά τας ημέρας
+ταύτας, πολλοί τέως άγνωστοι, μουσόληπτοι εκ του παραχρήμα,
+λαμπριάτικοι ψάλται, ούτω και ο γράφων, ενώ καθ' όλον τον άλλον
+χρόνον σιωπά, παρουσιάζεται, δις του έτους ούτος, τα Χριστούγεννα
+και το Πάσχα, κατ' αποκοπήν διηγηματογράφος. Το πράγμα ήρχισε να
+γίνεται κάπως φορτικόν, και πολλοί μεν εσκανδαλίσθησαν, τινές δε
+και το απεδοκίμασαν. Αρκούσι τόσαι άλλαι μανίαι, τόσοι ξενισμοί.
+Ημείς δεν είμεθα Άγγλοι ούτε Αμερικάνοι. Μη μας σκοτίζης και συ.
+Πόθεν έλαβες αφορμήν να υποθέσης ότι το κοινόν θέλγεται από τας
+αναμνήσεις σου, ή συγκινείται από τα αισθήματά σου; Το έκαμες μίαν
+φοράν ή δύο. Αρκεί. Παύσε πλέον. Δεν βλέπεις ότι το αιώνιον θέμα
+σου εξηντλήθη, και ότι ευρίσκεσαι εις την ανάγκην να προσπαθής βία
+να παρουσιάσης απλήν παραλλαγήν κατ' έτος;
+
+Εν πρώτοις, καλόν θα ήτο να διακρίνωμεν ό,τι είνε πράγματι
+ξενισμός από ό,τι δύναται να είνε, εκ της φύσεως των πραγμάτων,
+κοινόν εις πάντα τα έθνη. Λόγου χάριν, το να εκδίδωνται τα
+περιοδικά κατά Σάββατον ή Κυριακήν είνε ξενισμός; Το να
+δημοσιεύουν αι πολιτικαί εφημερίδες φιλολογικωτέραν ύλην κατά
+Κυριακήν, είνε ξενισμός; Ενί λόγω, το να σχολάζη τις κατά τας
+εορτάς από της τύρβης του κόσμου, ως και από της αναγνώσεως άρθρων
+πολιτικών, και να αισθάνεται την ανάγκην αβροτέρας, τερπνοτέρας,
+αφοσιοτέρας αναγνώσεως είνε ξενισμός; Έστω, αλλά δύνασαι να
+δημοσιεύης εν ημέραις εορτών διηγήματα ή περιγραφάς, χωρίς να
+κάμνης ποσώς λόγον περί των Χριστουγέννων και του Πάσχα.
+
+Ιδού λοιπόν ποίον το αίτιον της δυσφορίας των — και πόσον αφελώς
+το ομολογούσι.... το εξωτερικεύουσι. Να φιλοξενηθής ηγεμονικώς εις
+τα μέγαρα μεγάλου άρχοντος, και να μην προπίης εις τιμήν του
+οικοδεσπότου! Να απολαύσης (ξενίας δεσποτικής και αθανάτου
+τραπέζης) και να μην αποδώσης ευχαριστίαν εις τον εστιάτορα! Αλλ'
+εις τα διηγημάτια, όσα εδημοσίευσε κατά καιρούς ο υποφαινόμενος τα
+Χριστούγεννα ή το Πάσχα, ενεπνεύσθην, αληθώς, από τας αναμνήσεις
+μου και τα αισθηματά μου, τα οποία θέλγουσι και συγκινούσιν εμέ
+αυτόν — ίσως και ολίγους εκλεκτούς αναγνώστας. Ότι δε τοιούτοι
+υπάρχουσιν, αποδεικνύεται εκ τούτου, ότι δύο των εφημερίδων, αι
+κορυφαίαι της πρωτευούσης ως και το μονάκριβον περιοδικόν,
+δεξιούνται τα εορτάσιμα διηγημάτια των ημερών τούτων.
+
+Έπειτα ουδαμού σχεδόν θα εύρητε ότι επεζήτησα βεβιασμένην θέσιν ή
+πλοκήν, όπως γαλβανίσω την περιέργειαν του αναγνώστου. Όπου
+γίνεται λόγος περί ξενιτευμένων, οίτινες επιστρέφουσι μετά μακράν
+απουσίαν ή στέλλουσι γράμματα μετά υλικής παρηγορίας εις τους
+οικείους, ταύτα όλα βασίζονται επί της πραγματικότητος, καθόσον
+όλοι οι ζήσαντες εις παραθαλασσίους και ναυτικούς τόπους της
+Ελλάδος κάλλιστα γνωρίζουσιν ότι, κατά τας παραμονάς ιδίως των
+εορτών, πολλοί ξενιτευμένοι, ενώ συνήθως φαίνονται σκληροί και
+απεσκληρημένοι τον φλοιόν, αίφνης &ενθυμούνται& τους οικείους των,
+ή και επιστρέφουσιν εις τας πατρίδας, ή αν αυτοί κωλύονται υπό
+φιλοτιμίας να κατέλθωσιν ευπροσώπως, όχι σπανίως αποστέλλουσι
+παραμυθίαν εις τας γηραιάς μητέρας και τας αδελφάς των. Εν άλλοις
+λόγοις γίνεται λόγος περί των κοινωνικών και οικογενειακών εθίμων
+των σχετιζομένων με τας εορτάς, και αλλαχού πάλιν η ασθενής πλοκή
+στρέφεται περί νεωτεριστικόν τι φθοροποιόν έθιμον. Τι το απίθανον
+εις όλα ταύτα;
+
+Αλλά τα πλείστα των υπ' εμού γραφέντων εορτασίμων διηγημάτων
+έχουσιν, ας μου επιτραπή ο λατινικός όρος, a priori την υπόθεσιν,
+είνε δηλαδή μάλλον θρησκευτικά. Ποίαν χάριν, σας παρακαλώ, ποίαν
+δύναμιν και πρωτοτυπίαν θα είχε το να λάβη τις τον κόπον να
+περιγράψη λεπτομερώς πώς χωρικός ιερεύς απήλθε να λειτουργήση εις
+εξωκκλήσιον, χάριν μικράς κοινότητος αγροίκων ή βοσκών, ποίοι και
+πόσοι μετέσχον της πανηγύρεως και ποία τινα ήσαν τα ήθη των
+πανηγυριστών; Τούτο θα ήτο όλως ευτελές κατά την γνώμην των
+κριτικών. Το να γράψη τις, ότι γηραιός ανήρ εφόνευσε την συμβίαν
+του, κατ' αυτήν την ημέραν των Χριστουγέννων — χωρίς μήτε ο
+αναγνώστης μήτε ο συγγραφεύς να υποπτεύωσι καν διατί την εφόνευσεν
+—, τούτο είνε υψηλόν και πολυτελές, κατά την εκτίμησιν μερικών.
+Μετά τοιούτον έγκλημα κατ' αυτήν την αγίαν ημέραν, το θέμα
+εξηντλήθη, και όλα τα Χριστουγεννιάτικα και τα πασχαλινά διηγήματα
+δεν πρέπει πλέον να βλέπωσι το φως.
+
+Μη &θρησκευτικά, προς θεού&. Το Ελληνικόν έθνος δεν είνε
+Βυζαντινοί, εννοήσατε; Οι σημερινοί Έλληνες είνε κατ' ευθείαν
+διάδοχοι των αρχαίων. Έπειτα επολιτίσθησαν, προώδευσαν και αυτοί.
+Συμβαδίζουν με τάλλα έθνη. Ποίαν ποίησιν έχει το να γράψης ότι ο
+Χριστός «δέχεται την λατρείαν του πτωχού λαού», και ότι πτωχός
+ιερεύς «προσέφερε τω θεώ θυσίαν αινέσεως;» Και να περιγράφης το
+εσωτερικόν του ναΐσκου, με τας νυσταλέας κανδήλας και τας αμαυράς
+μορφάς των Αγίων ολόγυρα! Δεν τα εννοούμεν αυτά ημείς. Θέλομεν
+διήγημα, το οποίον να είνε όλον ποίησις, όχι πεζή πραγματικότης.
+Συ δε πώς τολμάς να γράφης ομιλών περί Ιουλιανού του Παραβάτου,
+καρφωμένου εις τον τοίχον από την λόγχην του αγίου Μερκουρίου,
+τοιαύτην βλάσφημον φράσιν: «Πελιδνός, ο παράφρων τύραννος....»
+
+Όταν συγγραφεύς άλλος, και άλλης περιωπής, δημοσιεύσας προ ετών
+ιστορικοφανταστικόν δράμα, προέτασσε &χυδαία& αληθώς προλεγόμενα,
+δι' ων ύβριζε βαναύσως την θρησκείαν των πατέρων του — τότε ουδείς
+λόγος ήτο όπως σκανδαλισθή τις διότι το πράγμα ήτο της μόδας. Αλλά
+συ, να τολμάς να εκφράζεσαι με τοιαύτην ασεβή γλώσσαν περί του
+Ιουλιανού εκείνου, του παραβάτου ή αποστάτου καλουμένου — η
+θρασύτης υπερβαίνει παν όριον. Και όμως ο σοφός επικριτής δεν
+ενόησεν ότι η φράσις ήτο εξ αντικειμένου, όπως λέγουσιν αυτοί·
+απέδιδε δηλ. διά λέξεων τα χρώματα του ζωγράφου· και ότι παν
+ζήτημα περί των δοξασιών του γράφοντος (όστις εν τούτοις δεν
+αρνείται ότι συμμερίζεται την γνώμην του Βυζαντινού τοιχογράφου)
+παρέλκει όλως.
+
+Διά να δώσωμεν πέρας εις το προοίμιον αυτό, θα είπωμεν με δύο
+λέξεις ότι: Το σημερινόν έθνος δεν επήγε, δυστυχώς, τόσον εμπρός
+όσον λέγουν αυτοί. Το έθνος το Ελληνικόν, το δούλον τουλάχιστον,
+είνε ακόμη πολύ οπίσω, και το ελεύθερον δεν δύναται να τρέξη
+αρκετά εμπρός, χωρίς το όλον να διασπαραχθή, ως διασπαράσσεται,
+φευ! ήδη. Ο τρέχων πρέπει να περιμένη και τον επόμενον, εάν θέλη
+ασφαλώς να τρέχη· ο ελεύθερος πρέπει να βοηθή τον δεσμώτην ή
+πρέπει να τον ανακουφίζη. Όσον παρέρχεται ο χρόνος, τόσον το
+ελεύθερον έθνος καθίσταται οίμοι! ανικανώτερον όπως δώση χείρα
+βοηθείας εις το δούλον έθνος. Άγγλος ή Γερμανός ή Γάλλος δύναται
+να είνε κοσμοπολίτης ή αναρχικός, ή άθεος ή ό,τι δήποτε. Έκαμε το
+πατριωτικόν χρέος του, έκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα είνε ελεύθερος
+να επαγγέλλεται, χάριν πολυτελείας, την απιστίαν και την
+απαισιοδοξίαν. Αλλά Γραικύλος της σήμερον όστις θέλει να κάμη
+δημοσία τον άθεον ή τον κοσμοπολίτην, ομοιάζει με νάνον
+ανορθούμενον επ' άκρων ονύχων και τανυόμενον να φθάση εις ύψος και
+φανή και αυτός γίγας. Το ελληνικόν έθνος, το δούλον, αλλ' ουδέν
+ήττον και το ελεύθερον, έχει και θα έχη διά παντός ανάγκην της
+θρησκείας του.
+
+Το επ' εμοί, ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω
+πάντοτε, ιδίως δε κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας να υμνώ
+μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ' έρωτος την φύσιν
+και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη. &Εάν
+επιλάθωμαί σου Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου, κολληθείη η
+γλώσσα μου τω λάρυγγί μου, εάν ου μη σου μνησθώ.
+
+***
+
+Αλλ' ο ήρως του παρόντος διηγήματος είνε ο κυρ Κωνσταντός
+Ζμαροχάφτης, τρίτος πάρεδρος του δήμου Λίτης, του χωρίου Αν......,
+όστις υπεσχέθη, ως είχε πάντοτε συνήθειαν ευκόλως να υπόσχεται
+(εις την αρετήν δε ταύτην ίσως ώφειλε και την επιτυχίαν του εις τα
+πολιτικά· διότι ενώ ο α' και ο β' πάρεδρος εις πάσαν εκλογήν,
+εμάχοντο πάντοτε περί της πρώτης τάξεως προς αλλήλους, αυτός,
+μετριόφρων και χωρίς κεράσματα εξελέγετο ασφαλώς τρίτος εκάστοτε,
+μη υπάρχοντος τετάρτου συναγωνιστού), υπεσχέθη, λέγω, να υπάγη να
+συλλειτουργήση τον παπά Διανέλον τον Πρωτέκδικον, έξω, εις το
+παρεκκλήσιον του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Ο ναΐσκος ευρίσκετο
+τρεις ώρας μακράν της πόλεως, και ο παπά Διανέλος ο Πρωτέκδικος
+είχεν απέλθει εκεί από της πρωίας του μεγάλου Σαββάτου, αφού έλαβε
+την υπόσχεσιν του κυρ Κωνσταντού ότι θα έφθανε προς το βράδυ διά
+να ψάλη και συνεορτάσωσιν ομού την Ανάστασιν.
+
+Άλλον βοηθόν ο Παπάς δεν είχεν^ ο νεώτερος υιός του, ετοιμαζόμενος
+εφέτος δι' εξετάσεις εις το Διδασκαλείον, δεν ηδυνήθη να έλθη το
+Πάσχα· ο άλλος έλειπε διαρκώς ναύτης με τα καράβια του. Θυγατέρας,
+το άφθονον τούτο προϊόν του τόπου — και της ιερατικής εγγάμου
+τάξεως μάλιστα — του είχεν αφήσει πλησμονήν η μακαρίτισσα η
+πρεσβυτέρα, πέντε τον αριθμόν, ας είχαν ζωήν, οπού δεν έπαυαν
+αεννάως να μεγαλώνουν, να μην αβασκαθούν· ήσαν τόσον γείτονες την
+ηλικίαν, ώστε δεν επρόφθανε να μεγαλώση η μία, και η άλλη αμέσως
+την έφθανε· όσον εμεγάλωναν τόσον εφαίνοντο, και μάλιστα αι
+μεσαίαι τρεις, ίσαι περίπου εις τα χρόνια, ίσως και εις το
+ανάστημα· και ο παπά Διανέλος, ακούσιος ιερομόναχος, δεν ήτο
+ελεύθερος ούτε εις μοναστήριον να καταφύγη.
+
+Τον τριών ωρών δρόμον από την πολίχνην εις το εξωκκλήσιον είχε
+διανύσει το πρωί, απολείτουργα, ο παπά Διανέλος, ακολουθούμενος
+από τας δύο νεωτέρας θυγατέρας του, κορασίδας δέκα και δώδεκα
+ετών, και από ομάδα επτά ή οκτώ γυναικών φιλεόρτων, προπορευομένου
+του όνου του, φορτωμένου το δισσάκιον με τα &ιερά& του παπά. Ο
+ήλιος ήτον ως δύο καλαμιαίς υψηλά, όταν εξήλθον εις του Γιατρού τ'
+αμπέλι, είτα έφθασαν εις τα Βουρλίδια, είτα ανήλθον ασθμαίνοντες
+εις του Ματαρώνα τον Πεύκον, όστις ίστατο τότε ακόμη εκεί και
+ευηργέτει τους οδοιπόρους με την παρήγορον σκιάν του εις την
+κορυφήν του υψώματος, πριν ασυνείδητος βάρβαρος, τη ανοχή ή τη
+ενοχή εκείνων τους οποίους ο πλέον άτυχος των λαών του κόσμου, εκ
+περιτροπής εκλέγει άρχοντας και προστάτας του, ρίψη ασπλάγχνως το
+περικαλλές δένδρον και απογυμνώση το τοπίον του μοναδικού
+στολισμού του.
+
+Εκείθεν ανήλθον εις το Πετράλωνον και εις του Σταμέλου την
+Βρυσούλαν, και ανέβησαν δι' ανωφερούς οδού εις του Κανάκη την
+Βρύσιν, και διά της Κλινιάς κατήλθον εις του Χαιρημονά το ρέμμα,
+και έφθασαν εις την βόρειον ακτήν της νήσου, εφ' ύψους της οποίας,
+περίοπτος εκ του πελάγους, ακούων τους κτύπους του πλήττοντος τας
+ακτάς κύματος, σιωπηλός και διηγούμενος πέντε αιώνων σπαρακτικήν
+ιστορίαν μαρτυρίου και αίματος, εγείρεται πενιχρός αλλά σεμνός της
+Αποτομής του τιμίου Προδρόμου ο ιερός ναΐσκος.
+
+Εισήλθον εις τον περίβολον του ναού και εξεφόρτωσαν το ονάριον. Αι
+γυναίκες ροδοκόκκινοι, εξαναμέναι εκ της οδοιπορίας, αεννάως
+κελαδούσαι και καγχάζουσαι, ετίναξαν τα ουδόλως κορνιακτισμένα
+κράσπεδά των, και εφόρεσαν επί του κοντού φουστανίου της
+οδοιπορίας τας μακράς και πολυπτύχους εσθήτας. Ο παπάς έρριψε κάτω
+την μίαν άκραν του στακτερού ζωστικού του κ' εφόρεσεν άνωθεν αυτού
+το μαύρον ράσον του. Εισήλθον όλοι εις τον ναόν κ' επροσκύνησαν.
+
+Εκ των γυναικών, αι μεν συνέλεξαν χαμόκλαδα και ήναψαν φωτιάν, διά
+να ψήσωσι καφέν και προσφέρωσιν εις τον ιερέα, αι δε έδρεψαν εκ
+των ευωδών θάμνων δέσμας σχοίνων και πριναρίων και φασκομηλεών,
+και συνέδεσαν προχείρως διά κλωστής σκούπας, και ήρχισαν γοργά και
+στρωτά να σκουπίζωσιν άλλαι το έδαφος του ναού, άλλαι το
+προαύλιον· ο ιερεύς απετέλεσε σκούπαν εκ δάφνης και μύρτου και
+δενδρολιβάνου, και εσάρωσε μόνος του το Θυσιαστήριον, και όλον το
+ιερόν βήμα. Δεν έπαυε δε να γογγύζη και να διαμαρτύρηται εναντίον
+της αβελτηρίας, ως έλεγε, των βοσκών και των αιπόλων, αυτών
+εκείνων οίτινες τον είχον προσκαλέσει να τους κάμη Ανάστασιν εις
+το Βουνόν, και εκ των οποίων κανείς δεν είχε φανή ακόμη. Αυτοί
+προέβαινον ενίοτε μέχρι της βεβηλώσεως τού να εισάγωσιν, ίσως εν
+καιρώ βροχής, τα θρέμματά των εντός των εξωκκλησίων, ως ηδύνατο να
+πεισθή τις εκ της παρουσίας διαφόρων ιχνών της εισβολής, τα οποία
+ουδ' είχον λάβη τον κόπον να εξαλείψωσιν. Ένδοθεν του ιερού
+βήματος, ενώ έκυπτε διά να σκουπίση, ηκούετο από καιρού εις καιρόν
+ψιθυρίζων μετά στεναγμού:
+
+ — Αχ! αλλοίμονο... «Ανθρώπους και κτήνη σώσεις, Κύριε!»
+
+ — Δεν τσάκισε κανείς το ποδαράκι του! έκραξεν απαντώσα έξωθεν εις
+τον στεναγμόν του ιερέως η θειά Σειραϊνώ, η αληθής σημαιοφόρος των
+εξοχικών λειτουργιών και των πανηγυριών.
+
+ — «Ανθρώπους και κτήνη!» εψιθύρισε πάλιν ο ιερεύς.
+
+Είχε παρέλθει ήδη η μεσημβρία, και ο ιερεύς μετά του μικρού
+ποιμνίου εκάθησαν να γευματίσωσιν υπό την ιεράν ελαίαν, εν τω
+περιβόλω του ναΐσκου, εγγύς του παμπαλαίου εκείνου λιθοκτίστου
+κιβουρίου, το οποίον κατ' άλλους ήτο στέρνα ύδατος και κατ' άλλους
+κοιμητήριον ή οστεοθήκη. Η θειά το Μαθηνώ, γηραιά ευλαβής κατά
+τους μεν, ψευτομετάνισσα κατά τους δε, ενάρετος γυνή, αποβλέπουσα
+προς το κτίριον τούτο μετά στεναγμού είπεν:
+
+ — Ημείς τρώμε, κορίτσια· να έχουν τάχα κ' οι φτωχοί, να φάνε!
+
+ — Τρών' οι πεθαμένοι, θειά Μαθηνώ, είπε το Αγλαώ, η δωδεκαέτις
+παιδίσκη του ιερέως.
+
+ — Οι πεθαμμένοι τρώνε κόλλυβα, εγώ το ξέρω, προσέθηκε το
+Καλλιοπώ, η δωδεκαέτις μικρά αδελφή της· και γι' αυτό, ημείς στο
+σπίτι όσα κόλλυβα μας φέρουνε, όλα τα μοιράζουμε ςτους φτωχούς και
+στα παιδιά τα γειτονόπουλα, για να έχη η μάννα μας, η φτωχή, να
+φάη ςτον άλλον κόσμο...
+
+ — Σιωπή, Καλλιοπώ! είπεν ο ιερεύς, θέλων να κρύψη την συγκίνησίν
+του.
+
+Προ δώδεκα και πλέον ετών ο παπά Διανέλος είχε φίλον τινά
+ελληνοδιδάσκαλον, χρηστόν άνδρα, αλλ' όστις είχεν αδυναμίαν εις τα
+ελληνικά ονόματα. Είχε γείνη σύντεκνος του ιερέως, και βαπτίσας
+τας δύο τελευταίας κόρας του είχε δώσει αυταίς αρχαιοπρεπή
+ονόματα, τα οποία όμως, επειδή ευρέθησαν επί ουδετέρου εδάφους,
+εξουδετερώθησαν, ως εικός, και αυτά.
+
+ — Τι! έχει δίκηο το κορίτσι, παπά· ανέκραξεν η θειά το Μαθηνώ,
+ήτις ενθυμήθη τότε τα «πεθαμμένα της», τέσσαρα παιδιά και τον
+άνδρα της, οπού είχε θάψει, μείνασα με δύο θυγατέρας υπάνδρους,
+τας οποίας είχε στήριγμα ακόμη εις τον κόσμο· έχει δίκηο το
+κορίτσι. Ο παπά Θεόφιλος, ο μακαρίτης ηγούμενος της Μεγαλόχαρης
+της Ευαγγελίστρας, το ίδιο μας έλεγε, για έναν που τον είχαν όλοι
+για πεθαμμένον, που η γυναίκα του τού έκαμε τα τρίμερα και τα
+νιάμερα, και ο Άγγελος Κυρίου έπαιρνε το πιάτο με τα κόλλυβα,
+καθώς ήταν σταυρωμένο με της σταφίδες και με τα ρόιδα και το
+επήγαινε εις τον πλακωμένον κ' έτρωγε, δεν ξέρω πόσαις μέραις, κι'
+ανάσαινε από μια τρύπα της γης, θαρρώ, ως που ο άνθρωπος δεν
+απέθανε, κ' εσήκωσε το μάγγανο, και τον ξελευθέρωσεν, δεν είνε
+αλήθεια αυτό παπά;
+
+ — Αλήθεια είνε, βλοημένη, απήντησεν ο παπάς· αλλά τώρα είνε...
+για όσους θέλουν να τα πιστεύσουν.
+
+ — Κι' όσοι δεν τα πιστεύουν;
+
+ — Θα πάνε στην Κόλασι, το ξέρω εγώ, είπε το Καλλιοπώ
+
+ — Μα σαν είν' αλήθεια, παπά, γιατί ο Άγγελος Κυρίου δεν σήκωνε
+μια και καλή το μάγγανο να ξελευθερώση τον άνθρωπο; είπεν η
+Αννούδα, μία των γυναικών.
+
+ — Γιατί ο σκοπός δεν ήτον να δειχθή η παντοδυναμία του θεού, οπού
+είνε αποδειγμένη δι' απείρων θαυμάτων, απήντησεν ο ιερεύς· αλλά να
+φανερωθή μόνον η δύναμις των μνημοσύνων και των διά τους νεκρούς
+προσφορών, και ότι τίποτε το οποίον (προσφέρει) θυσιάζει ο
+άνθρωπος εις τον Θεόν, τίποτε το οποίον δίδει εις τους πτωχούς,
+καμμία καλή πράξις, καμμία αρετή, καμμία υπομονή, κανέν μαρτύριον,
+κανέν δάκρυ, τίποτε δεν χάνεται. Όλα σπείρονται εις γην αγαθήν, ως
+ο κόκκος του σίτου, είπεν ο Κύριος, όπου αν πέση εις την γην και
+αποθάνη (και τοιαύτα είνε τα κόλλυβα, τοιούτοι και οι νεκροί),
+πολύν καρπόν φέρει. «Οι σπείροντες εν δάκρυσιν εν αγαλλιάσει
+θεριούσι». Κείνοι που σπείρουν με δάκρυα, με χαράν και αγαλλίασιν
+θα θερίσουν.
+
+ — Το λέγει αυτό το Εύαγγέλιον;
+
+ — Το λέγει το Ψαλτήρι, αλλά το ίδιο είνε, γιατί και το Ψαλτήρι
+είνε λόγος Θεού, και εμπνευσμένον από το Πνεύμα το Άγιον. Και όταν
+θάπτομεν νεκρόν εν Χριστώ ευσεβώς δύσαντα, είνε ως να σπειρωμένα
+εις την γην κόκκων σίτου... και ο Κύριος θα τον αναστήσει εν τη
+εσχάτη ημέρα, καθώς ο ίδιος ευδόκησε να μας το υποσχεθή.
+
+«Ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη ζήσεται... καγώ αναστήσω αυτόν εν
+τη εσχάτη ημέρα».
+
+ — Αμήν! είπεν η θειά το Μαθηνώ, και τα δάκρυά της, επί τη μνήμη
+του ανδρός και των τεσσάρων παιδιών, ταχέως εξητμίσθησαν ως
+σταγόνες όμβρου μετά θερινόν υετόν, εντός της κοίτης πάλαι
+ξηρανθέντος χειμάρρου.
+
+***
+
+Το δειλινόν εφάνησαν μακρόθεν να κατεβαίνωσι την ράχιν ερχόμεναι
+αι καλυβιώτισσαι γυναίκες, αι ποιμενίδες και βοσκίδες των
+αγροτικών συνοικιών. Ήλθαν φέρουσαι πελωρίους κοφίνους, γεμάτους
+άνθη, λαμπάδας, κηρία και αγγεία με έλαιον, και πρόσφορα και
+μικράς φιαλίδας με &νάμα&, ή οδηγούσαι ονάρια με τα σάγματα
+επεστρωμένα διά κιλιμιών και χραμίων, φορτωμένα τορβάδες και
+δισσάκια με φλάσκας οίνου, με τυρία νωπά, ή ζεματισμένα και
+κόκκινα αυγά. Κατόπιν εφάνησαν σφυρίζοντες αλλοκότως δύο ή τρεις
+βοσκοί με τας αγέλας των, τας οποίας ωδήγησαν παρά τον απότομον
+κρημνόν προς την θάλασσαν. Οι τράγοι επήδων από βράχου εις βράχον,
+από όχθον εις όχθον, από κοίλωμα εις κοίλωμα, ενώ τα ερίφια
+χαριέντως σκιρτώντα έτρεχον κατόπιν των αιγών βελάζοντα,
+αγαλλόμενα προς την νέαν δι' αυτά απόλαυσιν του αγνώστου τούτου
+πράγματος, της ζωής, εκθέτοντα εις τον ήλιον τα στακτερά ή στικτά,
+και λευκά και μαύρα τριχώματά των, ενώ οι βοσκοί, υψηλοί,
+ρωμαλέοι, τραχείς, φριξότριχες, ηλιοκαείς την όψιν, έτρεχον εμπρός
+και οπίσω με τας μακράς, ίσας με το ανάστημά των, καμπύλας την
+λαβήν ράβδους των, σοβούντες μετά πολυήχου συριγμού την δυσάγωγον
+και σκιρτικήν αγέλην.
+
+Τελευταίοι έφθασαν οι ποιμένες άνευ των αμνάδων των, τας οποίας
+είχον αφήσει οπίσω εις τας μάνδρας, κομίσαντες μόνον δυο αρνία
+σφαγμένα. Έφθασαν σιγυρισμένοι, αλλαγμένοι, στολισμένοι όλοι των,
+με καθαρούς χιτώνας, κοντά βρακία και υψηλαίς βλαχόκαλτσαις, με
+πλατέα ζωνάρια κίτρινα, ξυραφισμένοι και με τους λινόχρους ή
+καστανούς μύστακας αγκιστροειδείς.
+
+Ταχέως έκλινεν η ημέρα, και ο ήλιος έδυσεν εις μίαν ράχιν του
+Πηλίου, αντικρύ, αφού επί πέντε λεπτά της ώρας είχε μείνει
+στεφανωμένος με κυάνεα και περιπόρφυρα χρυσαυγή νέφη αντιλαμβάνων
+ο ίδιος όσην απέδιδε δόξαν και λάμψιν και επί δέκα λεπτά ακόμη,
+αφού εβασίλευσεν, αι ακτίνες της στέψεώς του έμειναν χρυσοφαείς,
+πορφυρίζουσαι, κυανίζουσαι βάπτουσαι το βουνόν με ιώδες χρώμα.
+Είτα κατήλθεν η νυξ, ηρέμα επί των πλευρών του όρους, σπείρουσα
+παντού το βαθύ και άρρητον μυστήριόν της, και οι έμψυχοι κρότοι
+και ψίθυροι της φύσεως, εξηγέρθησαν εις τας ράχεις, εις τους
+λόγγους, εις τας φάραγγας, και η οφρύς του βουνού ητμίσθη και
+συνεστάλη υγρά και το βλέφαρον του λόφου κατήλθε, και εκλείσθη εις
+έν βουνόν ρεμματιά και κάμπος. Και ο μπάρμπα-Κωνσταντός ο
+Ζ'μαροχάφτης, τρίτος πάρεδρος του χωρίου, του δήμου Λίτης, δεν
+εφάνη ουδαμόθεν να έρχεται.
+
+Ήτο δε ανήσυχος ο ιερεύς, και φόβος ήτο να μείνωσι χωρίς Ανάστασιν
+και λειτουργίαν. Διότι ευλόγως δεν ηδύνατο άνευ βοηθού να
+ιεροπρακτήση. Λειτουργία χωρίς ένα τουλάχιστον ψάλτην ή αναγνώστην
+δεν γίνεται, οι ποιμένες και οι βοσκοί ήσαν όλοι, ως εικός, ου
+μόνον αγράμματοι, αλλά και αλιβάνιστοι οι κακόμοιροι πολλοί
+τούτων.
+
+ — Τώρα, τι να κάμουμε; — Ορίστε σου υπόσχονται σίγουρα μία
+δουλειά, κ' ύστερα σ' αφήνουν μέσ τη μέση! &Ανθρώπους και κτήνη
+σώσεις Κύριε!&
+
+Ήλπιζεν εν τούτοις ακόμη ότι ο μπάρμπα-Κωνσταντός θα ήρχετο.
+Αργοστόλιστος ήτο πάντοτε, τον ήξευρεν. Αλλά τώρα ήτο σκοτεινή
+ακόμη νυξ και μόνον τα άστρα έλαμπαν άνω, ολίγω ύστερον ανέτελλεν
+η σελήνη, και τότε ελπίς ήτο να έλθη.
+
+Παρήλθον δύο ώραι και η σελήνη ανέτειλε κολωβή από το σκοτεινόν
+βουνόν άνω, ανερχομένη βραδέως εις το στερέωμα, και αι τάξεις των
+άστρων ηραιώθησαν επ' άπειρον και όλα σχεδόν ημαυρώθησαν εις την
+διάβασίν της. Παρήλθεν ακόμη μία ώρα. Ο μπάρμπα-Κωνσταντός δεν
+εφάνη.
+
+Ο ιερεύς ήρχισε ν' αγανακτή.
+
+ — Ο ασυνείδητος! ο μωρός!.... Ήμαρτον κύριε! «Ανθρώπους και
+κτήνη».
+
+Ήθελε να στείλη ένα των ποιμένων εις την πολίχνην, όπως ζητήση και
+εύρη ένα συλλειτουργόν να του φέρη. Αλλ' οι ποιμένες και οι βοσκοί
+όλοι έρεγχον εξηπλωμένοι μεταξύ των σχοίνων και των κομαρεών,
+τυλιγμένοι εις τας κάπας των, ευχαριστημένοι ότι επανήλθεν η
+άνοιξις και εύρισκαν ολιγώτερον παγεράν της γης την υγρασίαν. Και
+αι γυναίκες των πλαγιασμένοι και αυταί, ύπνωττον ολιγώτερον
+ακουστώς όπισθεν του ιερού βήματος, τυλιγμέναι με τα χιράμια και
+τα κιλίμια, τα οποία είχον φέρει επεστρωμένα επί των σαγμάτων των
+όνων. Και αι εκ της πολίχνης ελθούσαι γυναίκες, κύπτουσαι επί των
+καλαθίων των, έξω της θύρας του ναού, υπό τον εστεγασμένον πρόναον
+και εντός της ξύλινης κιγκλίδος, ελαγοκοιμώντο και αυταί. Μόνον ο
+ιερεύς ανησύχει και ήτο άγρυπνος.
+
+ — Τα ξέρω εγώ απ' όξου τα πλειότερα τα γράμματα, παπά, του έλεγεν
+η θειά το Μαθηνώ, διά να του δώση θάρρος· τα κανοναρχώ κειδά στ'
+αυτί του γέρο-Φιλιππή, κι' ο γέρο-Φιλιππής, οπούν θεοφοβούμενος
+άνθρωπος, θα τα λέη κειδά όπως-όπως...
+
+ — Να δα η ώρα να σε κάμουμε και ψάλτη, Μαθηνώ! απήντησε γελάσας ο
+ιερεύς.
+
+ — Ψάλτης δε θα γίνω, μόνε κανονάρχος. Μοναχοί μας θάμαστε...
+Κανένας γραμματισμένος δεν είνε για να μας γελάση.... Η αγιωσύνη
+σ' βρίσκεις τον ήχο του μπάρμπα Φιλιππή, κ' εγώ του λέω τα λόγια
+όσα θυμούμαι. Νάξερα από μέσα απ' το χαρτί να διαβάσω, θαρρώ πώς
+δε θα ήτον αμαρτία να ψάλω και μοναχή μου.
+
+Ως τόσον επλησίαζε μεσονύκτιον, και δεν ήτον ελπίς να έλθη πλέον ο
+μπάρμπα-Κωνσταντός, ο τρίτος πάρεδρος. Ο ιερεύς δεν απεφάσισε να
+εξυπνήση κανένα εκ των βοσκών και τον στείλη εις την πόλιν, ως
+εσκέφθη κατ' αρχάς, διότι ελογάριαζεν ότι τόσαι ολίγαι ώραι έμενον
+έως να ξημερώση, ώστε μέχρι ου υπάγη ο αποσταλησόμενος εις την
+πόλιν, ζητήση και κατορθώση να εύρη ψάλτην, εωσότου πείση και φέρη
+αυτόν και φθάσωσιν ομού εις τον Άγιον Ιωάννην θα ήτο ακριβώς δύο
+ώραις ημέρα.... και η Ανάστασις επρόκειτο να γίνη τα μεσάνυκτα ή
+και βραδύτερον τι.
+
+Ο παπά Διανέλος εσηκώθη στενάζων, εισήλθεν εις τον ναόν, και
+προσεκύνησεν εις τας βαθμίδας του ιερού βήματος. Ευθύς κατόπιν
+έτρεξεν η γρηά Μαθηνώ και η θειά το Σειραϊνώ, η σημαιοφόρος των
+πανηγύρεων. Αι δύο γυναίκες ήρχισαν να αναζωπυρώσι τα φυτύλια, να
+ρίπτωσιν έλαιον εις τας κανδήλας και να κάμνουσιν εγκαρδίους
+σταυρούς. Ησθάνοντο ανέκφραστον χαράν και γλύκαν εις τα σωθικά
+των. Ήτο ανάστασις, Ανάστασις! Το πρόσωπον του Δεσπότου Χριστού
+έλαμπε με άγιον φως, δεξιά της ιεράς πύλης. Η μορφή της Δεσποίνης
+Θεοτόκου ήστραπτεν εξ αφάτου χαράς αριστερόθεν, κρατούσης το θείον
+βρέφος της. Η όψις του τιμίου Προδρόμου, με ένα βόστρυχον της
+κόμης φρίττοντα προς τα άνω, ως να έμεινεν ανωρθωμένος από την
+πρόσψαυσιν του θηριώδους δημίου του αποκόψαντος την σεβάσμιον
+κάραν του μείζονος εξ όσων εγέννησαν κατά φύσιν αι γυναίκες
+ανδρών, εσελαγίζετο εκ μυστικής ευφροσύνης παραπλεύρως εκείνου ου
+την φρικτήν κορυφήν ηξιώθη να χειροθετήση. Και ο αγαπημένος
+μαθητής ήτο ακόμη εκεί, και συνέχαιρεν επί τη Αναστάσει, αν και
+πτυχή τις μερίμνης συνέστελλε το υψηλόν μέτωπόν του, προβλέποντος
+ότι θρασύς ιερόσυλος έμελλε μετ' ου πολύ να τον αρπάση εκ της
+κόγχης του διά να τον μεταφέρη εις Αθήνας και τον καθιδρύση όχι
+εις ναόν και ολοκαύτωμα και θυσιαστήριον, όχι εις τόπον του
+καρπώσαι, αλλ' εις Μουσείον, Ύψιστε Θεέ! εις Μουσείον, ως να είχε
+παύση ν' ασκήται εις τον τόπον αυτόν η χριστιανική λατρεία, και τα
+σκεύη αυτής ν' ανήκον εις θαμμένον παρελθόν, και να ήσαν
+αντικείμενον περιεργείας!.... Ίλεως γενού αυτοίς, Κύριε!
+
+***
+
+Τέλος δεν ήτο ελπίς να έλθη ο κυρ Κωνσταντός και ώφειλον εκ των
+ενόντων να ψάλωσι την ακολουθίαν. Αι εκ της πόλεως γυναίκες, η μία
+μετά την άλλην, αποτινάξασαι την υπνώδη νάρκην, εισήλθον εις τον
+ναΐσκον. Αι εκ των αγρών ποιμενίδες δεν ήργησαν να εξυπνήσωσιν, ο
+δε παπά Διανέλος εξήλθε προς στιγμήν, και λαβών τεμάχιον παλαιάς
+σανίδος και σφυροειδές ξύλον, κατεσκεύασεν αυτοσχέδιον σήμαντρον,
+διότι φευ! δεν υπήρχε προ πολλού κώδων όστις να εξυμνή τους προ
+αιώνων κοιμηθέντας και να συγκινή την κόνιν των από γενεών
+κοιμηθέντων κατοίκων της πάλαι ποτέ υπαρξάσης πόλεως. Διά του
+σημάντρου τούτου ήρχισε να κρούη ο ιερεύς εις τροχαίους πρώτον
+(τον Αδάμ, Αδάμ, Αδάμ,) είτα εις ιάμβους (το τάλαντον, το
+τάλαντον), και να εξυπνή τας μεσονυκτίους ηχούς.
+
+Οι βοσκοί ενωτισθέντες τον μονότονον ήχον ετινάχθησαν διά μιας
+επάνω, επέταξαν τας κάπας των, ενίφθησαν και έτρεξαν εις την
+Εκκλησίαν, κρατούντες τας λαμπάδας των. Ο ιερεύς εβαλεν ευλογητόν,
+έψαλε μόνος του την παννυχίδα, όλον το &Κύματι θαλάσσης&,
+εθυμίασεν, έκαμεν απόλυσιν, είτα φορέσας επιτραχήλιον και
+φελόνιον, ήναψε μεγάλην λαμπάδα, και βαστάζων αυτήν εξήλθεν εις τα
+βημόθυρα και ήρχισε να ψάλλη μεγαλοφώνως το &Δεύτε λάβετε φως&. Οι
+βοσκοί ήναψαν τας λαμπάδας των, ομοίως και αι γυναίκες, κ' εξήλθον
+όλοι εις το προαύλιον, του ιερέως κρατούντος την τε Ανάστασιν και
+το Ευαγγέλιον μετά του θυμιατού, και ψάλλοντος, &Την Ανάστασίν σου
+Σωτήρ&.
+
+Είτα η ιερά εικών και το Ευαγγέλιον, απετέθησαν επί πεζούλας,
+εκπληρούσης χρέη τρισκελίου, εφ' ης αι γυναίκες είχον στρώσει
+μεταξοϋφές μακρόν προσόψιον. Ο ιερεύς ανέγνω αργά το κατά Μάρκον
+&Διαγενομένου του Σαββάτου&, είτα θυμιάσας και εκφωνήσας το &Δόξα
+τη ομοουσίω&, ήρχισε να ψάλλη λαμπρά τη φωνή το &Χριστός Ανέστη&.
+Αφού το έψαλε τρις ο ίδιος, και ανά άπαξ ή δις δύο των βοσκών,
+οίτινες δεν ήσαν μεν πλέον γραμματισμένοι από τους λοιπούς, αλλ'
+είχον ολιγώτερον τραχείαν την προφοράν κ' «εγύριζε κάπως η γλώσσα
+των», έλαβε θάρρος και η θειά Μαθηνώ και το έψαλεν άπαξ, ομοίως
+και η θειά το Σειραϊνώ, ενώ το Καλλιοπώ και το Αγλαώ και η Αννούδα
+και άλλαι γυναίκες έπνιγον τους καγχασμούς των εις τας παλάμας, με
+τας οποίας ως δι' εκουσίου φιμώτρου είχον περιλάβη τα στόματά των.
+
+Τελευταίον εις επισφράγισιν το έψαλε πάλιν ο ιερεύς, και είτα είπε
+τα &Ειρηνικά&. Μεθ' ο, αναλαβών την Ανάστασιν και το Ευαγγέλιον,
+εισήλθεν εις τον ναόν, ακολουθούμενος υπό του λαού. Έψαλε το
+&Αναστάσεως ημέρα& και τα δύο τροπάρια της πρώτης ωδής, ακολούθως
+εισήλθεν εις το ιερόν, και εξελθών πάλιν, έλαβε καιρόν, και πάλιν
+εισήλθε, και ήρχισε να φορή όλην την ιεράν στολήν του. Η ψαλμωδία
+είχε διακοπή εξ ανάγκης. Η θειά Μαθηνώ επλησίασεν εις τον γέρο-
+Φιλιππή πρωτοκάθεδρον της τάξεως των ποιμένων, κ' εδοκίμασε να
+κανοναρχίση προς αυτόν.
+
+ — Ψάλε, γέρο-Φιλιππή, «&Καθαρθώμεν τας αισθήσεις&». Αλλά του
+γέρο-Φιλιππή δεν εγύριζεν η γλώσσα του να είπη «Καθαρθώμεν τας
+αισθήσεις».
+
+Τότε η θειά το Μαθηνώ ήρχισε σιγά-σιγά να ψάλη: «&Καθαρθώμεν τας
+αισθήσεις και οψόμεθα τω απροσίτω φωτί της Αναστάσεως&, κτλ.
+
+Είνε αληθές ότι η ακριβής προφορά εις το στόμα της ήτο Καθαρθώμεν
+τας ησθήσεις κη ουψόμεθα...
+
+ — Αυτό το είπαμε, βλοημένη, έκραξεν ο ιερεύς από του ιερού
+βήματος. &Δεύτε πόμα πίωμεν καινόν&, είνε τώρα.
+
+ — Α! Ναι, έκαμεν η θειά το Μαθηνώ και ήρχισε.
+
+Δεύτε πόμα πίουμειν κηνόν.......
+
+Αλλ' ο ιερεύς όστις εξηκολούθει να ενδύηται, ενόησεν ότι ή την
+προσκομιδήν έπρεπε ν' αναβάλη, ή την ακολουθίαν να διακόψη. Και
+ταύτα μεν επεδέχοντο οικονομίαν, αλλά δεν έβλεπε πώς θα τα
+εκατάφερνον εις την λειτουργίαν.
+
+Εφόρει έν έκαστον των αμφίων κ' εψιθύριζε τα διατεταγμένα λόγια:
+
+«Αγαλλιάσεται η ψυχή μου επί τω Κυρίω, ενέδυσε γαρ με ιμάτιον
+σωτηρίου και χιτώνα ευφροσύνης περιέβαλέ με. Ως νυμφίον περιέβαλε
+με μίτραν και ως νύμφην κατεκόσμησέ με κόσμω.»
+
+Είτα ήρχιζε να ψάλλη τα τροπάρια του Κανόνος:
+
+&Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα
+καταχθόνια......&
+
+Είτα πάλιν, φορών το επιτραχήλιον υπεψιθύριζεν: «Ευλογητός ο Θεός
+ο εκχέων την χάριν αυτού επί τους ιερείς αυτού, ως μύρον επί
+κεφαλής το καταβαίνον επί πώγωνα...»
+
+Και πάλιν έψαλε:
+
+&Χθες συνεθαπτόμην σοι Χριστέ, συνεγείρομαι σήμερον αναστάντι
+σοι......&
+
+Είτα φορών το περιζώννυον, έλεγεν:
+
+»Ευλογητός ο Θεός ο περιζωννύων με δύναμιν, και έθετο άμωμον την
+οδόν μου.» Ή περνών το έν επιμάνικον, απήγγελεν: Η δεξιά σου χειρ
+Κύριε, δεδόξασται εν ισχύι... »
+
+Και διακόπτων τούτο, έψαλλε την καταβασίαν: &Δεύτε πόμα πίωμεν
+καινόν, ουκ εκ πέτρας αγόνου......&
+
+Αφού όμως ενεδύθη την ιερατικήν στολήν όλην, εξήλθεν έξω και
+εχοροστάτησε, κ' έψαλλεν ο ίδιος όλον τον κανόνα, έμελλε δε να
+μεταβή εις τους &Αίνους& και ν' αρχίση τον ασπασμόν, όταν είς των
+βοσκών, όστις είχεν εξέλθη διά να ιδή πώς είχον αι αίγες του,
+επανήλθεν εις τον ναΐσκον και ανήγγειλεν ότι κάποιος φωνάζει
+βοήθειαν μέσα απ' του Χαιρημονά το ρέμμα, και ότι είνε βαθειά κάτω
+και δεν τον είδε, μόνον την φωνήν του ήκουσεν.
+
+Ο ιερεύς εστράφη.
+
+ — Τι τρέχει;
+
+ — Δε ξέρου τι να είνε, είπεν ο βοσκός... βαθειά κάτ' χουιάζει...
+«πού είσαστε, πού είσαστε;» Να πάρου μια λαμπάδα να πάου να ιδώ;
+
+ — Να πας.
+
+Δύο ή τρεις άλλοι νεαροί βοσκοί και ποιμένες έλαβον αμέσως τας
+λαμπάδας των κι' έτρεξαν έξω.
+
+***
+
+Αφού έφερε γύρω όλην την ημέραν του Μεγάλου Σαββάτου, ο κυρ
+Κωνσταντός ο Σμαροχάφτης, τρίτος πάρεδρος, κτλ., επί τέλους, ως
+δύο ώρας προ της δύσεως του ηλίου, απεφάσισε να εξέλθη εις τα
+Λιβάδια έξω της πόλεως, όπου είχε δεμένον το ονάριον του, διά να
+το λύση, όπως φορτώση επ' αυτού την μικράν αποσκευήν του, και
+εκκινήση διά τον Αγ. Ιωάννην τον Πρόδρομον, καθ' ην είχε δώσει
+υπόσχεσιν εις τον παπά Διανέλον. Αλλά τότε μόνον ενόησεν ότι είχε
+λησμονήσει από το πρωί να το &αλλάξη& ήτοι να το μετατοπίση εις
+άλλην βοσκήν, και το πτωχόν το ονάριον δεν εφαίνετο πολύ χορτάτον,
+όταν ο κύριός του το έλυσεν. Εκ του τρόπου μεθ' ου ανώρθωσεν
+ελαφρώς τα χαμηλωμένα αυτιά του, το ζώον εφαίνετο να ελπίζη ότι ο
+αφέντης του θα το μετέθετε τέλος εις άλλην βοσκήν, αλλ' ο μπάρμπα-
+Κωνσταντός το ωδήγησεν εις την οικίαν του, όπου εφόρτωσεν επάνω
+του ένα πενιχρόν τορβάν, περικλείοντα τρόφιμα, επέστρωσεν επί του
+σάγματος παλαιόν ξεθωριασμένον κιλίμιον, και αναβάς ο ίδιος
+εκάθησε μονόπλευρα επ' αυτού.
+
+Έκαμε τον σταυρόν του κ' εξεκίνησεν. Αλλά δεν ήργησε να καταλάβη
+ότι το ζωντόβολον, ένεκα του γήρατος και της μετρίας τροφής την
+οποίαν είχε λάβει, δεν θ' αντείχε καλώς εις την μακράν οδοιπορίαν,
+και ότι θα ήτο ικανόν να &μαραζώση& τον αναβάτην. Άμα έφθασεν εις
+τον επάνω Άι-Γιαννάκην, ου μακράν της πόλεως, κατέβη και απεφάσισε
+να οδηγή το ονάριον πεζός βαίνων. Αλλά και πάλιν το ζώον δεν
+εβάδιζε καλώς, με όλους τους κτύπους όσους του κατέφερε με μίαν
+λεπτήν βέργαν εις τα οπίσω του. Απεφάσισε λοιπόν ν' απαλλαγή της
+συντροφίας, ήτις θα ήτο μάλλον βάρος ή βοήθεια δι' αυτόν, και να
+δέση κάπου το ζώον διά να το αφήση να βοσκήση. Εζήτησε μέρος
+κατάλληλον διά να το δέση, αλλά δεν εύρεν εις τον επάνω Άι-
+Γιαννάκην πλουσίαν βοσκήν. Κατέβη οπίσω εις τον Κάτω Άι-Γιαννάκην,
+αλλ' αφού κ' εκεί δεν εύρεν ικανόν χόρτον διηυθύνθη απώτερον κάπου
+εις την θέσιν Έρμο Χωριό, κ' εκεί έδεσε τέλος το ζώον εις την
+ρίζαν αγρίου δένδρου, εντός ασπάρτου αγρού και πλησίον εις ένα
+φράκτην. Αυτός δε εφορτώθη εις τον ώμον τον τορβάν και το
+κιλίμιον, έβαλεν όπισθέν του εις την μέσην μικρόν κλαδευτήρι, και
+κρατών την λεπτήν ράβδον του, εξεκίνησε πεζός. Είχε χασομερήσει
+σωστήν μίαν ώραν εις όλας αυτάς τας φροντίδας.
+
+«Τώρα, είπε μέσα του, είνε καιρός να το βάλω στα πόδια, διά να μη
+νυχτώσω (και πάλιν θα νυχτώσω), εκτός εάν απομείνω· αλλά ν'
+απομείνω δεν πρέπει, γιατί έδωκα υπόσχεσιν του παπά.» Ούτως είπε
+και ούτως έκαμε. Και ήρχισε να κόφτη δρόμον με όλα τα εξήκοντα έτη
+του, με όλον το δημογεροντικόν και προεστάδικον της διαίτης και
+του ήθους του, το βραχύ ανάστημα, το ωχρόν λεπτόδερμον και
+καταπονημένον πρόσωπον, και μεθ' όλον το κανονικόν, καίτοι παλαιόν
+και εφθαρμένον της βράκας και του φεσίου. Ήτο παλαιός
+γεωργοκτηματίας από οικογένειαν, με όλα τα κτήματά του ενυπόθηκα,
+εκ των απλοϊκών εκείνων τους οποίους εύρε λείαν εύκολον και καλόν
+έρμαιον η άπληστος και ιδιοτελής πανουργία των παντοπωλών,
+μικρεμπόρων και τοκιστών της χθες, των νεοπλούτων της σήμερον,
+κατά πόλεις και κώμας.
+
+Ο μπάρμπα-Κωνσταντός ανέβη ταις Βίγλαις και έφθασεν εις του
+Κ'φαντώνη το Καλύβι, είτα κατέβη εις το ρέμμα, το συνορεύον προς
+το Λεχούνι, όπου ευρίσκεται ο νερόμυλος του Δήμου του Βλάχου κ'
+εκείθεν ήρχισε ν' αναβαίνη τον μικρόν ανήφορον του Αγίου
+Χαραλάμπους.
+
+Ο ήλιος είχε δύσει, όταν έφθασεν εις την κορυφήν του βουνού, και
+αντικρύ του βραχώδους και αποτόμου όρους, όπου κείται το μικρόν
+διαλυμένον μονύδριον. Ο παπά-Αζαρίας Σύγκελλος, ηγούμενος του
+ερήμου αδελφότητος μοναστηρίου, ουδέν άλλο έχων πνευματικόν
+ποίμνιον ειμή μίαν υπέργηρων καλογραίαν ενενηκοντούτιν και ένα
+άχρηστον υποτακτικόν ηλικιωμένον, ναυαγόν του κόσμου και απόχηρον,
+είχεν εξέλθη εις τα πρόθυρα της μονής, και έβλεπε τας τελευταίας
+ακτίνας του ηλίου επιχρυσούσας διά τινας στιγμάς ακόμη τας κορυφάς
+των ανατολικών απέναντι ορέων, όταν είδε τον μπάρμπα-Κωνσταντόν να
+προκύψη όπισθέν της τελευταίας αιμασιάς, της χαραττούσης
+εκατέρωθεν του δρόμου.
+
+ — Πού 'ς αυτό τον κόσμο, κυρ-Κωνσταντέ;... Σαν τα χιόνια!...
+
+ — Ευλογείτε, πάτερ!... Και ο μπάρμπα-Κωνσταντός, αφού έκαμε τον
+σταυρόν του τρις, αποβλέπων προς το ιερόν του αγ. Χαραλάμπους,
+ήρχισεν ασθμαίνων να διηγήται πώς ο παπά-Διανέλος ο Πρωτέκδικος
+εκλήθη από τους βοσκούς και ποιμένας να κάμη ανάστασιν και να
+λειτουργήση επάνω εις τον Άγ. Ιωάννην τον Πρόδρομον, πώς εκάλεσε
+και αυτόν, τον κυρ-Κωνσταντόν, να υπάγη να τον βοηθήση, πώς ο
+παπάς ευρίσκεται από τη πρωίας, οπίσω, εις τον Άγ. Ιωάννην, χωρίς
+να έχη άλλον βοηθόν ή συλλειτουργόν, πώς αυτός, ο κυρ-Κωνσταντός,
+ηργοπόρησε να εκκινήση, ένεκα του οναρίου του, το οποίον δεν
+αντείχεν εις την οδοιπορίαν, και ήθελε κάθε τόσον άλλαγμα βοσκής
+(και ο Θεός δεν είχε ρίξει το έτος εκείνο άφθονους βροχάς, ώστε να
+υπάρχη δαψίλεια βοσκής εις τα λιβάδια), και τέλος, πώς ο κυρ-
+Κωνσταντός ευρέθη εις την ανάγκην ν' αποφασίση να υπάγη πεζός
+επάνω εις τον Αγ. Ιωάννην διά να μη γελάση τον παπάν, επειδή είχε
+δοσμένον τον λόγον του, να υπάγη να τον βοηθήση.
+
+ — Μα τώρα νύχτωσες... θα νυχτώσης... είπεν ο Άι-Χαραλαμπίτης ο
+ιερεύς· πώς θα πας ως εκεί;.. είνε μιάμιση ώρα δρόμος ακόμα... και
+το φεγγάρι θ' αργήση τρεις ώραις να βγη.... άσ 'βος.
+
+ — Πώς να κάμω; είπεν ο μπάρμπα-Κωνσταντός, όστις ήρχισεν ευθύς να
+οκνή και να διστάζη.
+
+ — Σκοτίδ' άσ'βος (2), επανέλαβεν ο παπά-Αζαρίας, το φεγγάρι θ'
+αργήση τρεις ώραις... πώς θα πας ως εκεί, μοναχός σου;...
+Κακοστρατιά, κλεφτότοπος... θα πέσης 'σε κανένα γκρεμνό να
+κατασκοτωθής.
+
+ — Τι με συμβουλεύεις, γέροντα, να κάμω;... είπε ψοφοδεής ο
+μπάρμπα-Κωνσταντός ο πάρεδρος.
+
+***
+
+Ο παπά-Αζαρίας εσκέφθη προς στιγμήν, αλλ' η όψις του δεν εξέφραζε
+πνευματικόν τι. Ίσως έλεγε μέσα του: «Τι ήθελα, τι γύρευα εγώ να
+του πω τέτοια πράμματα να τον δειλιάσω;... Αυτός είνε έτοιμος...
+αφορμή εγύρευε να μείνη μες τη μέση... και να κάμη Ανάστασι στον
+άγιο Χαράλαμπο».
+
+Είτα είπε μεγαλοφώνως:
+
+ — Τι να σου πω κ' εγώ; Εσείς πάτε και δίνετε υπόσχεσι, κ' ύστερα
+δεν ξέρετε να σηκωθήτε με την ώρα σας τουλάχιστον, να πάτε κει που
+έχετε δώσει λόγο... κι' άλλος ας καρτερή... ένα πράμμα που σου
+είνε κοπιαστικό και δύσκολο, απ' αρχής πρέπει να το συλλογίζεσαι,
+να το μετράς καλά, να μη δίνης το λόγο σου... Τι δουλειά είχες,
+εσύ, νοικοκύρης άνθρωπος, να τρέχης στα κατσάβραχα, απάνω στον Άι-
+Γιάννη, για να κάμης Πάσχα;... Δεν ήξερες ναρθής στον Άι-
+Χαράλαμπο;... Τι σε κάμω εγώ;... Εδώ θελά χρησιμέψης... θελά
+ψάλουμε μαζύ την Ανάστασι, θελά λειτουργηθής μια χαρά, και η
+μυζήθρα και το χλωρό τυρί δεν ήθελε μας λείψη... Έχω κ' εκείνο τον
+αχαΐρευτο τον υποτακτικό μου το Γαβριήλ, όπου δε φελά τίποτε...
+έχω και τη γρηά την Ευπραξία, ένα σωρό κόκκαλα, νάχουμε την ευκή
+της... τρεις κούκκοι! Μα οι βοσκοί, ας είνε καλά, ταις καλαίς
+μέραις έρχονται, μας κάνουν γενιά... μόνον εφέτος που μας πήρε
+τους πλειότερους ο παπά-Διανέλος, πίσω στον Άι-Γιάννη, αλλά μένουν
+κάτι λιγοστοί...»
+
+Ενταύθα ήλθεν εις τον παπά-Αζαρίαν ο πειρασμός να κρατήση τον κυρ-
+Κωνσταντόν εις τον Άγιον Χαράλαμπον, αφίνων τον παπά-Διανέλον άνευ
+βοηθού, διά να τον εκδικηθή διότι του αφήρεσε τους πλείονας των
+βοσκών του. Αλλά δεν το εχώρησεν η συνείδησίς του, και εντονώτερον
+εξηκολούθησε:
+
+ — Τώρα, όπως και να το κάμης, άσχημα είνε... μα το καλλίτερο είνε
+να τραβήξης το δρόμο σου να πας... Έδωκες το λόγο σου... είνε
+μεγάλη αμαρτία ν' αφήσης τον παπά χωρίς βοηθό, τέτοια μεγάλη μέρα.
+
+Ο μπάρμπα Κωνσταντός δεν απέσπα το βλέμμα από τας κυανάς και
+κοκκίνας υάλους της θυρίδος του ιερού βήματος, ήτις εφαίνετο
+προσελκύουσα αυτόν ως μαγνήτης, και νοερώς συνέκρινε την σχετικήν
+ανάπαυσιν ην θα είχεν εις τον Άγιον Χαράλαμπον, όπου θα εύρισκε
+ζεστόν κελλίον με άφθονον πυρ και καφέν προ της Αναστάσεως, με
+γάλα και αυγά μετά την λειτουργίαν, και διπλούν θαλπερόν και
+αναπαυτικόν ύπνον προ και μετά την ακολουθίαν, με την ερημίαν, με
+τους βράχους, τους σχοίνους και τας κομαριάς του Αγ. Ιωάννου του
+Προδρόμου, όπου θα υπήρχε μόνον ύπαιθρον ή ανεπαρκές υπόστεγον και
+παραπολλή δρόσος πρωιμωτέρα ή ώστε να είνε επιθυμητή.
+
+ — Μη στέκεσαι καθόλου, επανέλαβεν ο Αϊχαραλαμπίτης· τράβα, γιατί
+θα νυχτώσης, και θ' αργήση το φεγγάρι να βγη.
+
+ — Τώρα νύχτωσε που νύχτωσε, είπεν αποφασιστικώς ο μπάρμπα-
+Κωνσταντός· καλλίτερα είνε να καθίσω προς ώρα να ξεκουραστώ, ως
+που να βγη το φεγγάρι...
+
+ — Και ύστερα;
+
+ — Ύστερα πηγαίνω με το φεγγάρι.
+
+ — Μα θα πας;
+
+ — Θα πάω.
+
+ — Ξέρεις καλά το δρόμο;
+
+ — Τι θα πη;... Μπορεί να έχω χρόνια να πάω, μα τον δρόμο τον
+θυμούμαι... Κ' έπειτα, αν έρθη κανένας απ' τους ξωμερίταις φίλος
+μου...
+
+ — Ε!...
+
+ — Θα τον παρακαλέσω να με πάη ολίγο παραπάνω, είπεν ο μπάρμπα-
+Κωνσταντός.
+
+ — Ώστε δεν ξέρεις καλά το δρόμο;
+
+ — Όχι αλλά...
+
+ — Φοβάσαι τα στοιχιά; εκάγχασεν ο ιερεύς.
+
+ — Θεός να φυλάη... δεν φοβούμαι τίποτε με την δύναμιν του Θεού...
+μα η συντροφιά είνε πάντα καλλίτερη.
+
+ — Ας είνε, δεν μπορώ να σε διώξω... έμβα μες το κελλί να
+ξεκουραστής, και σα βγη το φεγγάρι, να πας....
+
+ — Ευλόγησον.
+
+Ο μπάρμπα-Κωνσταντός εισήλθεν εις το κελλίον, κ' εξηπλώθη επί του
+χαμηλού επεστρωμένου σοφά, με τους πόδας προς την εστίαν, όπου
+έκαιεν ασθενές πυρ ετοιμόσβεστον. Ο μπάρμπα-Κωνσταντός εσκεπάσθη
+με το κιλίμι το οποίον εκόμιζε, και μετ' ολίγα λεπτά απεκοιμήθη.
+Ήτο δε ήδη νυξ.
+
+***
+
+Το κελλίον όπου είχεν εισέλθη ο μπάρμπα-Κωνσταντός ήτο το έν εκ
+των δύο όσα εκράτει ο ηγούμενος, το οποίον εχρησίμευεν άμα ως
+προθάλαμος, ως μαγειρείον και ως πρόχειρον «αρχονταρίκι». Μόλις
+είχεν αποκοιμηθή ο γηραιός πάρεδρος, και εισήλθεν ο υποτακτικός
+Γαβριήλ, με άσπρον κιουλάρι, με ζωστικόν πάνινον ξεθωριασμένον και
+χωρίς ράσον, κρατών λυχνίαν με την αριστεράν, καυσόξυλα και
+χαμόκλαδα με την δεξιάν.
+
+ — Άλλος μουσαφίρης πάλε! εγόγγυσεν άμα είδε τον κυρ Κωνσταντόν
+κοιμώμενον^ κουτσοί-στραβοί στον Άι-Παντελεήμονα! Ευλόγησον,
+πατέρες!
+
+Εκρέμασε το λυχνάριον επί του πτερυγίου της εστίας, εγονάτισε και
+ήρχισε να ξανάπτη την φωτιάν, και εξηκολούθησεν:
+
+ — Από πού με το καλό, αυτός πάλε! Ας είν' καλά οι χριστιανοί! Τα
+ποτήρια ξεπλύνετε, και οι παίδες ας κερνούν. Ζήτω η
+κρασοκατάνυξις! ευλόγησον πατέρες!
+
+Έκυψεν εις την εστίαν και ήρχισε να φυσά διά φυσητήρος καλάμου.
+Είτα επανέλαβεν:
+
+ — «Έδωκας ηγούμενε, των καλογήρων διακόνημα...»
+
+Έψαλε τούτο εις ήχον τέταρτον, μεθ' ο εις πεζόν λόγον προσέθηκε:
+
+ — Πού τους βρίσκει, ο γέροντάς μου, και τους μαζώνει!
+
+Τρέχα, Γαβριήλ. Καφέδες, Γαβριήλ. Και να έφερναν τίποτε πρόσφορα,
+το ελάχιστο! Μ' αυτοί έρχονται άδεια τα χέρια. «Του κελλάρη έδωκας
+κλειδιά εις τα χέρια του (τούτο το είπε ψαλτά· είτα χύμα)». Βάστα,
+γέρο-Γαβριήλ. Σαν είσ' αββάς, βάστα!
+
+Την στιγμήν εκείνην, ο μπάρμπα-Κωνσταντός έκαμε κίνησίν τινα,
+εμισοξύπνησε, κ' εγύρισεν από το άλλο πλευρόν.
+
+ — Χαλάλι να του γείνη! εγόγγυσεν ο πάτερ-Γαβριήλ. Νυσταγμένος μας
+ήλθε, ο άνθρωπος. Θέλω να ξέρω, αυτοί, κάτω στο χωριό, δεν
+κοιμούνται τάχα, δεν έχουν σπίτια, δεν έχουν κάμαραις; Κινούν δύο
+ώραις δρόμο κ' έρχονται στον Άι-Χαράλαμπο για να κοιμηθούν; Ταμάμ!
+Ευλόγησον, πατέρες....
+
+Και είτα έψαλε:
+
+ — «Δίδει τον οίνον λιγοστόν...»
+
+Αλλ' ο μπάρμπα-Κωνσταντός, καίτοι στραφείς επί του άλλου πλευρού,
+δεν επανεύρε τον ύπνον, αλλ' ανασηκωθείς επί του αγκώνος, εγύρισε
+βλέμμα προς τον μοναχόν και τον ηρώτησε:
+
+ — Τι ώρα είνε, πάτερ;
+
+ — Τι ώρα;... ώρα που νύχτωσε... ώρα που φέγγουν τ' αστέρια....
+
+ — Το φεγγάρι δε βγήκε ακόμα;
+
+ — Τι να σε κάμη το φεγγάρι, χριστιανέ μου;... Το φεγγάρι δεν
+κόβει μονέδα...
+
+ — Περιμένω να βγη το φεγγάρι για να φύγω, και γι 'αυτό σ' ερωτώ,
+είπεν ησύχως ο μπάρμπα-Κωνσταντός.
+
+ — Να φύγης;... για πού, αν θέλη ο Θεός;
+
+ — Δεν ήρθαν τίποτε ξωμερίταις απ' τα καλύβια;
+
+ — Μου κάνουν τη χάρι να μη 'ρθούν, είπεν ο Γαβριήλ. Σου φέρνουν
+ένα πρόσφορο και σου φαρμακώνουν μια κόττα ολάκερη· σου φέρνουν
+ολίγο νάμα, και σου αδειάζουν μια δαμιτζάνα σωστή...
+
+***
+
+Την στιγμήν εκείνην ηκούσθη η φωνή του ηγουμένου από της θύρας του
+κελλίου.
+
+ — Α! ξυπνητός είσαι, κύριε πάρεδρε, έλεγεν ο παπά-Αζαρίας· κ' εγώ
+ενόμισα, ότι ο Γαβριήλ ωμιλούσε πάλι μοναχός του, καθώς το
+συνηθίζει. Καλά που έπιασε κουβέντα με άνθρωπον.
+
+ — Χμ... Γχ... έπνιξε τους γογγυσμούς του μέσα του ο Γαβριήλ. Είτα
+ψιθύρω τη φωνή προσέθηκεν: Ευλόγησον, πατέρες!
+
+ — Δεν εκοιμήθηκα καθόλου, γέροντα, απήντησεν ο μπάρμπα-
+Κωνσταντός, όστις πράγματι δεν ενθυμείτο ποσώς αν είχε κοιμηθή ή
+όχι...
+
+ — Και δεν άκουσες τον Γαβριήλ να μιλή μοναχός του;
+
+ — Δεν τον άκουσα... Ίσως να έκλεψα έναν ύπνον ίσα με ένα
+&Πιστεύω&.
+
+ — Περιμένω τους βοσκούς, όπου είνε έφθασαν, είπεν ο
+Αϊχαραλαμπίτης ιερεύς· άμα έλθουν, εγώ ο ίδιος θα υποχρεώσω έναν
+απ' αυτούς να σε συντροφέψη γι' απάνου...
+
+ — Ευλόγησον, είπεν ο μπάρμπα-Κωνσταντός, όστις δεν το επεθύμει
+διακαώς μέσα του.
+
+ — Ως που να έλθουν, επανέλαβεν ο παπά-Αζαρίας, επειδή συνειθίζω
+και διαβάζω τας &Πράξεις& αποβραδής, κατά το παλαιόν Τυπικόν, να
+πάρουμε έναν καφέ, και να με συντροφέψης, αν αγαπάς, εις την
+εκκλησίαν, διά να με βοηθήσης να διαβάσουμε μαζύ τας Πράξεις (3).
+
+ — Ευχαρίστως, είπεν ο μπάρμπα-Κωνσταντός.
+
+ — Ταις διαβάζω εγώ ταις Πράξεις, εγόγγυσεν ο Γαβριήλ, όστις
+εζήλευεν άμα έβλεπεν έκτακτον βοηθόν ή ψάλτην εν τω ναΐσκω.
+
+ — Εσύ, Γαβριήλ, θα κάμης περισσότερα λάθη από όσαις λέξεις είνε
+τυπωμέναις μες το βιβλίο. Μόνον να μας κάμης δυο καλούς καφέδες,
+ιδιορρυθμίτικους (4), και να μας τους φέρης από 'κεί. Ορίστε, κυρ
+Κωνσταντέ, να περάσουμε στο κελλί το άλλο.
+
+Ο μπάρμπα-Κωνσταντός ηγέρθη, έλαβε την ράβδον του, τον τορβάν και
+το κιλίμι και μετέβη εις το κελλίον του πατρός Αζαρία.
+
+***
+
+Οι τρεις νεαροί βοσκοί, κρατούντες τας λαμπάδας των χαμηλά με την
+αριστεράν, περισκέποντες το φως με την δεξιάν από της προσπνεούσης
+νυκτερινής αύρας, ενώ η σελήνη, υψηλά αναπλέουσα τον ουρανόν, είχε
+κρυφθή εις σύννεφα, έτρεξαν πρώτοι εμπρός, ο δε πρώτος αναγγείλας
+την είδησιν αιπόλος ήρχετο οπίσω. Κατέβησαν κάτω εις το ρεύμα,
+χωρίς ν' ακούωσι φωνάς, και ήρχισαν να υποπτεύωσιν ότι ο πρώτος
+βοσκός ίσως είχεν &αυτιασθή&, και είχεν ακούσει φωνάς μη
+υπαρχούσας πράγματι. Αλλ' ο αιπόλος διεμαρτύρετο λέγων ότι δεν
+ηπατήθη, και ότι είχεν ακούσει ευκρινώς φωνήν λέγουσαν: «Πού
+είσαστε; Πού είσαστε;»
+
+Διά να βεβαιωθή έτι μάλλον αυτός πείθων και τους άλλους, ο βοσκός
+ήρχισε να φωνάζη: Ε! δω είμαστε! Ποιος είνε;»
+
+Ασθενής φωνή απήντησεν. Αλλά δεν διέκριναν τας λέξεις.
+
+Αφού προέβησαν ολίγα βήματα παρεμπρός, οι βοσκοί πάλιν εφώναξαν:
+«Ε! ποιος είσαι; Πού βρίσκεσαι;»
+
+Η φωνή ευκρινέστερον απήντησε:
+
+ — «Δω είμαι!... ελάτε παραδώ...» Και η φωνή επνίγη εις στεναγμόν.
+
+ — Κάποιος θάπεσε κ' εγκρεμοτσακίσθη πουθενά μες το ρέμμα, εσκέφθη
+μεγαλωφώνως ο είς των βοσκών.
+
+Τω όντι, όταν ήκουσαν τον μυρμυρισμόν του ύδατος του μικρού
+χειμάρρου ρέοντος διά μέσου βράχων και αμμωδών χώρων εναλλάξ εις
+το βάθος της κοιλάδος, κ' επλησίασαν εις την ρίζαν ενός βράχου,
+είδον το σώμα ανθρώπου κειμένου εκεί, δίπλα εις το ψιθυρίζον και
+κατερχόμενον εις την θάλασσαν ελικοειδές ρεύμα.
+
+Ήτο αυτός ο κυρ Κωνσταντός, ο τρίτος πάρεδρος.
+
+Τον ανεκίνησαν. Δεν ήτο βαρέως πληγωμένος, αλλ' είχε βαρέσει εις
+την αριστεράν πλευράν, πεσών από ύψος ανδρικού αναστήματος, από
+τον βράχον.
+
+Περί ώραν δεκάτην ευρωπαϊστί, αφού ανέτειλεν η σελήνη, είχεν
+αναχωρήσει από τον Άγ. Χαράλαμπον, όχι τόσον διότι το επεθύμει,
+όσον διότι ο παπά-Αζαρίας, ο υποχρεωτικός και πρόθυμος φίλος όταν
+επρόκειτο ν' αποπέμψη οχληρόν, είχε παρακαλέσει ένα των ελθόντων
+χωρικών, και είχεν επιμείνη ίνα συνοδεύση ούτος τον μπάρμπα
+Κωνσταντόν απερχόμενον εις Αγ. Ιωάννην, όπου είχε δώσει υπόσχεσιν
+να υπάγη.
+
+Ο χωρικός, με προθυμίαν όχι εμφαντικωτέραν της του παπά-Αζαρία,
+μεγαλειτέραν δε της του κυρ Κωνσταντού, συνώδευσε τον πάρεδρον εις
+ικανόν μέρος της οδού έως εις τα Κάμπια, εις το ύψος του βουνού
+οπόθεν έπρεπε να κατηφορίση τις διά να φθάση εις τον ναΐσκον του
+Προδρόμου, κ' εκεί, αφού του έδειξεν ακριβώς τον δρόμον, του
+ευχήθη καλήν Ανάστασιν και τον εγκατέλιπε μόνον.
+
+Ο μπάρμπα-Κωνσταντός ηκολούθησε κατ' αρχάς επί πολύ τον κύριον
+δρόμον, όστις ήτο μοναδικός και ευδιάκριτος υπό το φως της
+σελήνης, μόνην συντροφίαν έχων τους θάμνους, όσοι ίσταντο δεξιά
+και αριστερά διαχαράσσοντες την οδόν, τα δένδρα τα οποία ελάμβανον
+φανταστικά σχήματα ή εσχημάτιζον σκιάς εν μέσω των οποίων το όμμα
+έβλεπε πολλάκις φάσματα και ακινήτους ανθρώπους, τους βράχους
+οίτινες, καθόσον επλησίαζε προς την βόρειον ακτήν, επληθύνοντο κ'
+εξετόπιζον τα δένδρα, το δειλόν κελάδημα ολίγων πτηνών κρυμμένων
+εις τας λόχμας, τον κρότον της αύρας σειούσης τους κλώνας και τας
+κορυφάς των δένδρων, και τον μυστηριώδη θρουν της φυλλάδος τον
+παραγόμενον υπ' αγνώστων νυκτερινών πλασματίων, υπό μικρών
+κατωτέρων πνοών κρυπτουσών την υπαρξίν των εν μέσω του σκότους και
+της μοναξιάς.
+
+Αλλ' όταν έφθασεν εις μέρος όπου η οδός ετέμνετο εις δύο μικρά
+μονοπάτια, το έν ανατολικώτερον, το άλλο βορειοδυτικόν, ευρέθη εις
+αμηχανίαν ποιον μονοπάτι να λάβη. Όσον και αν είνε εντόπιος είς
+άνθρωπος, όστις εκτάκτως, άπαξ κατά δύο ή τρία έτη, εξέρχηται εις
+μακράν σχετικώς εκδρομήν, εις τους μικρούς τόπους, πάντοτε
+ευρίσκεται εις αμηχανίαν, όταν μάλιστα το τοπίον είνε κάπως
+άγριον, και δεν έχη ο ίδιος κτήματα εις το μέρος εκείνο. Οι δρόμοι
+από έτους εις έτος αλλάζουν, πολλάκις παλαιαί οδοί εκχερσούνται ή
+καλλιεργούνται και δεν πατούνται πλέον εκ της πλεονεξίας μικρού
+γαιοκτήμονος, όστις περιφράττει εντός του χωραφιού του έν ή δύο
+στρέμματα γης περισσότερον, και μεταθέτει τον φράκτην μίαν ή δύο
+οργυιάς απωτέρω. Ενίοτε συμβαίνει και το εναντίον·
+αδιαφιλονείκητος ελαιών γνωστού κτηματίου πατείται και γίνεται
+δρόμος, χάριν της ευκολίας των διαβατών. Άλλοτε οι βοσκοί και αι
+αίγες των ανοίγουσι νέον μονοπάτι, διά να &αραδίζουν&, άλλοτε
+εγκαταλείπουσι και αφήνουσι να εκχερσωθή παλαιά και γνώριμος οδός.
+
+Αφού επί πολύ εδίστασεν, ο μπάρμπα Κωνσταντός επροτίμησε τέλος το
+βορειανατολικόν μονοπάτι, και κατέβη ταχέως εις το ρεύμα του
+Χαιρημονά. Αλλ' εκεί δεν δύναται να βαδίση τις, εκτός αν είνε
+δωδεκαετής παις, και ψάχνει διά καβούρια, την ημέραν. Ο δε κυρ
+Κωνσταντός ήτο εξηκοντούτης, ήτο νυξ και δεν εζήτει καβούρια. Το
+ρεύμα της πηγής του Χαιρημονά, ενούμενον κατωτέρω με το ρεύμα της
+Παναγίας Δομάν, σχηματίζει ποτάμιον κατερχόμενον εις την θάλασσαν
+δι' αποτόμου κατωφερείας, διά βράχων και μικρών καταρρακτών.
+Στιγμήν τινα, καθ' ην η σελήνη είχε κρυβή άνω εις νέφος, δεν είδε
+καλά, δεν επάτησε στερεά, ωλίσθησεν από ένα βράχον κ' έπεσε με την
+κεφαλήν και τον κορμόν εις την άμμον, με τους πόδας εις το νερόν.
+Ο μπάρμπα-Κωνσταντός εκτύπησεν ελαφρώς και επόνεσεν, εκ του
+τιναγμού μάλλον και του φόβου, ή εκ του κατάγματος. Ευτυχώς, ολίγω
+πριν, όταν ευρίσκετο εις το ύψωμα, επάνω εις μέγαν υπερκείμενον
+βράχον, είχεν ιδεί την αντιλαμπήν του μικρού ναΐσκου, όπου αρτίως
+είχε ψαλή η Ανάστασις, και είχεν εννοήσει ότι δεν απείχε πλέον
+πολύ από τον Αγ. Ιωάννην. Ζαλισμένος από την πτώσιν, ήρχισε, με
+όσην είχεν ακόμη δύναμιν, να φωνάζη: «Πού είσαστε; πού είσαστε;»
+και την φωνήν ταύτην είχεν ακούσει ο πρώτος βοσκός, όστις είχεν
+εξέλθει προς στιγμήν του ναού διά να ίδη πώς είχον αι αίγες του.
+
+***
+
+Ο κυρ Κωνσταντός εσηκώθη χωλαίνων, ηκολούθησε τους βοσκούς,
+έφθασεν εις τον ναΐσκον, όταν ο ιερεύς είχεν αρχίσει τον
+&ασπασμόν&, επροσκύνησε και έλαβε την θέσιν του εις τον χορόν.
+Έψαλεν εις όλην την λειτουργίαν, με όλον το πέσιμόν του και το
+πόνεμά του.
+
+Έξω υπό το φέγγος της σελήνης, δεξιόθεν του ναΐσκου, έβρεμε
+γενναίον πυρ, και ο μπάρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης ο εκ των
+πλησιοχώρων της πολίχνης ελθών ποιμήν, είχεν οβελίσει ήδη έναν
+αμνόν και τον έψηνε. Δίπλα του πρόθυμος διά να τον βοηθή εκάθητο,
+ακουμβών επ' αυτού του τοίχου της εκκλησίας, ανθρωπίσκος τις εκ
+της πόλεως, όστις δεν είχεν εννοηθή πότε και πώς είχεν έλθη εκεί,
+ο Γιάννης ο Μπουκώσης. Ανάμεσα εις την πυράν και εις τον τοίχον, ο
+μπάρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης, με την κίτρινην ζωνάραν, το
+ξυραφισμένον γένειον και τον αγκιστροειδή μύστακα, είχεν αφήσει το
+μαχαίρι του μετά του θηκαρίου, και ο Γιάννης Μπουκώσης από πολλής
+ώρας δεν είχε παύσει να ρίπτη το βλέμμα εναλλάξ, εις το
+ροδοκοκκινίζον σφαχτόν και εις το μαχαίριον. Αντικρύ, παρά την
+ρίζαν ενός σχοίνου, ίστατο μεγάλη οκταόκαδος φλάσκα. Εκ του τρόπου
+μεθ' ου ίστατο ακουμβημένη εις το κλαδίον του σχοίνου εφαίνετο
+πλήρης οίνου, μοσχάτου και μαύρου μεμιγμένου. Το ροδοκοκκινίζον
+σφαχτόν έκνιζε και έσιζεν εις το πυρ, η φλάσκα, ως άλλη κλώσσα
+καλούσα τους νεοσσούς της υπό τας πτέρυγας, εφαίνετο καλούσα τους
+βοσκούς εις ευωχίαν υπό τους ατμούς της, έτοιμη να κλώξη και να
+φυσήση εις την ελαχίστην επαφήν της χειρός, εις την ελαχίστην
+προσέγγισιν του χείλους εις την θηλήν της.
+
+Δύο χωρικοί όρθιοι, πέντε βήματα μακράν του ψητού, της φλάσκας και
+του σχοίνου, ίσταντο και συνωμίλουν ζωηρώς. Είχαν εύρη την ώραν
+και τον τόπον να λογομαχήσωσι δι' έν χωράφιον τεσσάρων στρεμμάτων,
+περί του οποίου εμάχοντο από ετών.
+
+Αντικρύ, προς μεσημβρίαν, επί του βραχώδους λόφου, ανάμεσα εις
+πέντε βράχους, εις τρία μονοπάτια και εις κρημνόν, ευρίσκετο το
+διαφιλονεικούμενον χωράφιον. Ο είς των χωρικών εχειρονόμει, κ'
+εδείκνυε προς τα εκεί, και ισχυρίζετο ότι το χωράφιον το ιδικόν
+του είχε σύνορον ακριβώς τον τρίτον βράχον προς τα δεξιά.
+
+ — Εγώ το ηύρα παππουδικό μου, έλεγε· δε ρωτάς και το Γιάννη της
+Ψαροδήμαινας, που είμαστε γειτόνοι, εδώ και τριάντα χρόνια...
+
+ — Το σύνορο είνε μες τη μέση, ανάμεσα στον δεύτερο και στον τρίτο
+βράχο, εκεί που βαθουλαίνει ο τόπος, διετείνετο ο άλλος χωρικός·
+φαίνεται ακόμη που ήτον, τον παλαιόν καιρό, αποσκαφή....
+
+ — Κοδζάμ-βράχος, αντέκρουσεν ο πρώτος, κ' εγώ θα πάω να γυρέψω
+ναυρώ την αποσκαφή, για να την κάμω σύνορό μου;....
+
+Ο μπάρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης ήρχισε να γυρίζη αμελέστερον την
+σούβλαν με το σφαχτόν, και η προσοχή του όλη απερροφήθη υπό των
+δύο χωρικών και της λογομαχίας των.
+
+Ο Γιάννης ο Μπουκώσης έλαβε σιγά-σιγά το μαχαίριον το απεγύμνωσεν
+από το θηκάριόν του, έκοψεν επιτηδείως τεμάχιον από τα νεφραιμιά
+του σφαχτού, το οποίον έπαυσε σχεδόν να περιστρέφεται, και το
+κατεβρόχθισεν απλήστως.
+
+Ο μπάρμα-Δημήτρης ουδέ παρετήρησε καν την κλοπήν και την
+λαιμαργίαν του ανθρωπίσκου. Εξηκολούθησε να προσέχη εις τους δύο
+ερίζοντας.
+
+ — Και είνε και μέσα στο μπολέτι καθαρά γραμμένο, έλεγεν ο πρώτος
+των δύο· το πήγα στον παπά-Λευθέρη, που ξέρει να διαβάζη τα παλαιά
+γράμματα, και μου το διάβασε τόσαις φοραίς.
+
+ — Από μπολετιά δεν ιδρώνει εμένα το μάτι μου, αντέλεγεν ο
+δεύτερος· σαν έχης όρεξι, δεν πας στον μπάρμπ' Αναγνώστη τον
+Αγέλαστο, να σου φτιάση όσα ψεύτικα μπολετιά θέλης...
+
+Ο Δημήτρης ο Καμπογιάννης επρόσεχεν όλος εις την λόγομαχίαν των
+δύο αγροτών. Ο Γιάννης ο Μπουκώσης έλαβεν εκ νέου το μαχαίριον, το
+οποίον δεν είχεν επιστρέψει εις το θηκάριόν του, έκοψε δεύτερον,
+γενναιότερον τεμάχιον από το μισοψημένον σφαχτόν, και το κατέπιε
+μονοκόμματον.
+
+Η έρις των δύο χωρικών εξηκολούθει, και η προσοχή μεθ' ης την
+παρηκολούθει ο Καμπογιάννης ήτο αδιάπτωτος. Ο Μπουκώσης, όστις
+ενόει την μυστηριώδη γλώσσαν της φλάσκας, δι' ης αύτη εκάλει τους
+φίλους της, ως η κλώσσα τους νεοσσούς της, έκαμεν έν βήμα με τον
+δεξιόν πόδα, εν σχήματι ορθής γωνίας, δεύτερον βήμα με το
+αριστερόν γόνυ εις το έδαφος, εξηπλώθη τετραποδίζων, επλησίασεν
+εις τον σχοίνον, και λαβών την μεγάλην οινοβριθή φλάσκαν την
+επλησίασεν εις τα χείλη του, και έπιε γενναίαν δόσιν απνευστί.
+
+Είτα, φύσει φρόνιμος και γνωρίζων ότι, αν έκαμνε και τρίτην
+απόπειραν κατά του σφακτού, ήτο φόβος μη φωραθή επί τέλους,
+επέστρεψε παρά τον τοίχον της εκκλησίας, ολίγον τι απώτερον της
+πυράς εμαζεύθη κ' εφαίνετο τόσον άκακος και νήστις, ως να μην είχε
+πασχάσει όλως.
+
+***
+
+Όταν, αφού ο ιερεύς εξήλθε τελευταίος από της λειτουργίας, και
+εστρώθη η τράπεζα εις τα πρόθυρα του ναού (ήτον περί τα
+γλυκοχαράμματα), ο μπάρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης επεχείρησε να
+τεμαχίση το ψητόν, παρετήρησεν ότι κάτι έλειπεν από τα νεφραιμιά,
+αλλ' εκαμώθη ότι δεν εννόησε τίποτε, και αποτεινόμενος προς τον
+Γιάννην τον Μπουκώσην, είπε:
+
+ — Κύτταξε!... Περίεργο... Δεν είνε παράξενο να γεννήθηκε σακάτικο
+αυτό το αρνί, παιδί μου Γιάννη.
+
+Εξηκολούθησεν ησύχως να κατακόπτη το ψητόν, είτα επανέλαβε:
+
+ — Πολλά παράξενα σημεία και θάμματα γίνονται 'ς αυτά τα στερνά τα
+χρόνια... Για βάλε με το νου σου, να φέρω αρνί σακάτικο γεννημένο
+απ' τη μάνα του, και να μην το καταλάβω!.. Τι να γένη, ας έχη δόξα
+ο Θεός!
+
+Ο Γιάννης ο Μπουκώσης δεν είπε γρυ. Αλλά την τελευταίαν στιγμήν,
+καθ' ην παρετίθετο επί της τραπέζης το ψητόν, ο μπάρμπα-Δημήτρης
+έκρυψεν επιτηδείως τας δύο στάμνας του νερού οπού είχεν ακόμη
+γεμάταις, κ' επαρουσίασεν εις την τράπεζαν δύο άδειαις, λέγων ότι
+δυστυχώς είχε λησμονήσει να στείλη εγκαίρως εις του Χαιρημονά την
+βρύσιν να πάρη νερόν, και ήτον ανάγκη να υπάγη τώρα κάποιος.
+
+ — 'Σ εσένα πέφτει ο κλήρος, παιδί μου Γιάννη, είπεν αποτεινόμενος
+προς τον Μπουκώσην. Σύρε να γεμίσης τα δυο σταμνιά, νάχης την ευκή
+του παπά μας, και σε καρτερούμε, δεν τρώμε... Πάρε και μια
+αναμμένη λαμπάδα να βλέπης στο δρόμο, και πάτει γερά, ώμορφα
+ώμορφα... να μη σπάσης τα σταμνιά, και το πάθης σαν το τραγούδι
+που λένε... και μας αφήσης κ' εμάς χωρίς νερό.
+
+Ο Γιάννης ο Μπουκώσης επεθύμει ν' αρνηθή, αλλά δεν ετόλμα.
+Εφορτώθη τα δύο σταμνία κ' εξεκίνησε διά την πηγήν του Χαιρημονά,
+ήτις απείχε περί τα δύο μίλια, και ήτις έτρεχε τόσον φειδωλή ως το
+δάκρυ των εξηντλημένων οφθαλμών. Εχρειάζετο σωστήν μίαν ώραν διά
+να υπάγη να γεμίση τα σταμνία και να επιστρέψη.
+
+Ευθύς ως ανεχώρησεν ούτος, ο μπάρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης,
+έβγαλεν εις το φανερόν τας δύο πλήρεις στάμνας, και επειδή ο
+ιερεύς δεν εννόει, εξηγήθη και είπεν:
+
+ — Είχα νερό, μα ήθελα να τονε παιδέψω, τον αφιλότιμο... Ακούς
+εκεί, να μου κάμη γρουσουζιά χρονιάρα μέρα, να μου κόψη μεζέδες
+απ' το σφαχτό, ενώ το έψηνα, και να μην πάρω κάβο!...
+
+***
+
+Όταν επέστρεψεν από την βρύσιν του Χαιρημονά, φέρων τα δύο σταμνία
+ο Γιάννης ο Μπουκώσης, ήτο ήδη ημέρα, το ψητόν είχε καταβροχθισθή,
+και μόνη η διακριτική φιλαδελφία της θειά Μαθηνώς της
+Ψευτομετάνισσας, και της θειά Σεραΐνας, της σημαιοφόρου των
+πανηγυριών, του είχε φυλάξει ολίγα τεμάχια του αμνού διά να φάγη
+και κάμη Λαμπρήν, ο πειναλέος ανθρωπίσκος.
+
+
+
+ΤΕΛΟΣ
+
+
+
+
+ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΩΝ ΗΛΙΑ Ν. ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
+
+
+
+ΕΡΓΑ
+Α. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
+
+ΕΚΔΟΘΕΝΤΑ
+ΚΑΙ
+ΠΩΛΟΥΜΕΝΑ ΕΝ ΤΩ ΗΜΕΤΕΡΩ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΩ
+
+
+
+ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ · · · · ΔΡΑΧ. 2.50
+ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ « 2.50
+ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ « 2.50
+
+***
+ 1) Κούτρης, (ήτοι κέσφος = κεφαλάς) καλείται παρ' ημίν το
+αβάπτιστον άρρεν, &Κοσσού& δε το θήλυ· &Δράκος& και &Δρακούλα&,
+καλούνται τα βαπτισμένα βρέφη, κατόπιν δυσχερούς τινος ή επιφόβου
+και αντιπαθούς νόσου, οίον σπασμών, επιληψίας, κτλ. λαμβάνοντα την
+προσηγορίαν ταύτην ως αλεξητήριον και φυλακτικόν κατά πάσης
+βασκανίας. Εν τω κειμένω ο Κούτρης = σπανός.
+
+ 2) άσ'βος, άσουβος = άβυσος.
+
+ 3) Αι Πράξεις των Αποστόλων αναγινώσκονται, κατά το αρχαίον
+Τυπικόν, εν τοις ιεροίς μοναστηρίοις αφ' εσπέρας του Μ. Σαββάτου,
+προ της Παννυχίδος δηλ. και του όρθρου του Πάσχα.
+
+ 4) Ιδιόρρυθμα λέγονται τα μοναστήρια όσα δεν είνε Κ ο ι ν ό β ι
+α, δεν τηρούσι δηλ. την αρχαίαν αυστηράν κοινοβιακήν τάξιν.
+
+
+
+
+
+
+
+
+
+
+
+End of the Project Gutenberg EBook of Easter Time Short Stories, by
+Alexandros Papadiamantis
+
+*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK EASTER TIME SHORT STORIES ***
+
+***** This file should be named 31653-0.txt or 31653-0.zip *****
+This and all associated files of various formats will be found in:
+ http://www.gutenberg.org/3/1/6/5/31653/
+
+Produced by Sophia Canoni
+
+Updated editions will replace the previous one--the old editions
+will be renamed.
+
+Creating the works from public domain print editions means that no
+one owns a United States copyright in these works, so the Foundation
+(and you!) can copy and distribute it in the United States without
+permission and without paying copyright royalties. Special rules,
+set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to
+copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to
+protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project
+Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you
+charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you
+do not charge anything for copies of this eBook, complying with the
+rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose
+such as creation of derivative works, reports, performances and
+research. They may be modified and printed and given away--you may do
+practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is
+subject to the trademark license, especially commercial
+redistribution.
+
+
+
+*** START: FULL LICENSE ***
+
+THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE
+PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK
+
+To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free
+distribution of electronic works, by using or distributing this work
+(or any other work associated in any way with the phrase "Project
+Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project
+Gutenberg-tm License available with this file or online at
+ www.gutenberg.org/license.
+
+
+Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm
+electronic works
+
+1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm
+electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to
+and accept all the terms of this license and intellectual property
+(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all
+the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy
+all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession.
+If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project
+Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the
+terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or
+entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8.
+
+1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be
+used on or associated in any way with an electronic work by people who
+agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few
+things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works
+even without complying with the full terms of this agreement. See
+paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project
+Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement
+and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic
+works. See paragraph 1.E below.
+
+1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation"
+or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project
+Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the
+collection are in the public domain in the United States. If an
+individual work is in the public domain in the United States and you are
+located in the United States, we do not claim a right to prevent you from
+copying, distributing, performing, displaying or creating derivative
+works based on the work as long as all references to Project Gutenberg
+are removed. Of course, we hope that you will support the Project
+Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by
+freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of
+this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with
+the work. You can easily comply with the terms of this agreement by
+keeping this work in the same format with its attached full Project
+Gutenberg-tm License when you share it without charge with others.
+
+1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern
+what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in
+a constant state of change. If you are outside the United States, check
+the laws of your country in addition to the terms of this agreement
+before downloading, copying, displaying, performing, distributing or
+creating derivative works based on this work or any other Project
+Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning
+the copyright status of any work in any country outside the United
+States.
+
+1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg:
+
+1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate
+access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently
+whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the
+phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project
+Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed,
+copied or distributed:
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived
+from the public domain (does not contain a notice indicating that it is
+posted with permission of the copyright holder), the work can be copied
+and distributed to anyone in the United States without paying any fees
+or charges. If you are redistributing or providing access to a work
+with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the
+work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1
+through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the
+Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or
+1.E.9.
+
+1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted
+with the permission of the copyright holder, your use and distribution
+must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional
+terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked
+to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the
+permission of the copyright holder found at the beginning of this work.
+
+1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm
+License terms from this work, or any files containing a part of this
+work or any other work associated with Project Gutenberg-tm.
+
+1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this
+electronic work, or any part of this electronic work, without
+prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with
+active links or immediate access to the full terms of the Project
+Gutenberg-tm License.
+
+1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary,
+compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any
+word processing or hypertext form. However, if you provide access to or
+distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than
+"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version
+posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org),
+you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a
+copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon
+request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other
+form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm
+License as specified in paragraph 1.E.1.
+
+1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying,
+performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works
+unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9.
+
+1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing
+access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided
+that
+
+- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from
+ the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method
+ you already use to calculate your applicable taxes. The fee is
+ owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he
+ has agreed to donate royalties under this paragraph to the
+ Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments
+ must be paid within 60 days following each date on which you
+ prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax
+ returns. Royalty payments should be clearly marked as such and
+ sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the
+ address specified in Section 4, "Information about donations to
+ the Project Gutenberg Literary Archive Foundation."
+
+- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies
+ you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he
+ does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm
+ License. You must require such a user to return or
+ destroy all copies of the works possessed in a physical medium
+ and discontinue all use of and all access to other copies of
+ Project Gutenberg-tm works.
+
+- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any
+ money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the
+ electronic work is discovered and reported to you within 90 days
+ of receipt of the work.
+
+- You comply with all other terms of this agreement for free
+ distribution of Project Gutenberg-tm works.
+
+1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm
+electronic work or group of works on different terms than are set
+forth in this agreement, you must obtain permission in writing from
+both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael
+Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the
+Foundation as set forth in Section 3 below.
+
+1.F.
+
+1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable
+effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread
+public domain works in creating the Project Gutenberg-tm
+collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic
+works, and the medium on which they may be stored, may contain
+"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or
+corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual
+property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a
+computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by
+your equipment.
+
+1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right
+of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project
+Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project
+Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all
+liability to you for damages, costs and expenses, including legal
+fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT
+LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE
+PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE
+TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE
+LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR
+INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH
+DAMAGE.
+
+1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a
+defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can
+receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a
+written explanation to the person you received the work from. If you
+received the work on a physical medium, you must return the medium with
+your written explanation. The person or entity that provided you with
+the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a
+refund. If you received the work electronically, the person or entity
+providing it to you may choose to give you a second opportunity to
+receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy
+is also defective, you may demand a refund in writing without further
+opportunities to fix the problem.
+
+1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth
+in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS', WITH NO OTHER
+WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO
+WARRANTIES OF MERCHANTABILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE.
+
+1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied
+warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages.
+If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the
+law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be
+interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by
+the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any
+provision of this agreement shall not void the remaining provisions.
+
+1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the
+trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone
+providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance
+with this agreement, and any volunteers associated with the production,
+promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works,
+harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees,
+that arise directly or indirectly from any of the following which you do
+or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm
+work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any
+Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause.
+
+
+Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm
+
+Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of
+electronic works in formats readable by the widest variety of computers
+including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists
+because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from
+people in all walks of life.
+
+Volunteers and financial support to provide volunteers with the
+assistance they need are critical to reaching Project Gutenberg-tm's
+goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will
+remain freely available for generations to come. In 2001, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure
+and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations.
+To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation
+and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4
+and the Foundation information page at www.gutenberg.org
+
+
+Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive
+Foundation
+
+The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit
+501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the
+state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal
+Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification
+number is 64-6221541. Contributions to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent
+permitted by U.S. federal laws and your state's laws.
+
+The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S.
+Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered
+throughout numerous locations. Its business office is located at 809
+North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887. Email
+contact links and up to date contact information can be found at the
+Foundation's web site and official page at www.gutenberg.org/contact
+
+For additional contact information:
+ Dr. Gregory B. Newby
+ Chief Executive and Director
+ gbnewby@pglaf.org
+
+Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation
+
+Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide
+spread public support and donations to carry out its mission of
+increasing the number of public domain and licensed works that can be
+freely distributed in machine readable form accessible by the widest
+array of equipment including outdated equipment. Many small donations
+($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt
+status with the IRS.
+
+The Foundation is committed to complying with the laws regulating
+charities and charitable donations in all 50 states of the United
+States. Compliance requirements are not uniform and it takes a
+considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up
+with these requirements. We do not solicit donations in locations
+where we have not received written confirmation of compliance. To
+SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any
+particular state visit www.gutenberg.org/donate
+
+While we cannot and do not solicit contributions from states where we
+have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition
+against accepting unsolicited donations from donors in such states who
+approach us with offers to donate.
+
+International donations are gratefully accepted, but we cannot make
+any statements concerning tax treatment of donations received from
+outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff.
+
+Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation
+methods and addresses. Donations are accepted in a number of other
+ways including checks, online payments and credit card donations.
+To donate, please visit: www.gutenberg.org/donate
+
+
+Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic
+works.
+
+Professor Michael S. Hart was the originator of the Project Gutenberg-tm
+concept of a library of electronic works that could be freely shared
+with anyone. For forty years, he produced and distributed Project
+Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support.
+
+Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed
+editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S.
+unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily
+keep eBooks in compliance with any particular paper edition.
+
+Most people start at our Web site which has the main PG search facility:
+
+ www.gutenberg.org
+
+This Web site includes information about Project Gutenberg-tm,
+including how to make donations to the Project Gutenberg Literary
+Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to
+subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks.
diff --git a/31653-0.zip b/31653-0.zip
new file mode 100644
index 0000000..e421943
--- /dev/null
+++ b/31653-0.zip
Binary files differ
diff --git a/31653-h.zip b/31653-h.zip
new file mode 100644
index 0000000..bc92221
--- /dev/null
+++ b/31653-h.zip
Binary files differ
diff --git a/31653-h/31653-h.htm b/31653-h/31653-h.htm
new file mode 100644
index 0000000..4964d2b
--- /dev/null
+++ b/31653-h/31653-h.htm
@@ -0,0 +1,2886 @@
+<?xml version="1.0"?>
+<!DOCTYPE html PUBLIC "-//W3C//DTD XHTML 1.0 Transitional//EN" "http://www.w3.org/TR/xhtml1/DTD/xhtml1-transitional.dtd">
+<html xmlns="http://www.w3.org/1999/xhtml">
+<head>
+<meta http-equiv="Content-Type" content="text/html; charset=utf-8" />
+<meta name="keywords"
+ content="λέξανδρος Παπαδιαμάντης, Πασχαλινά Διηγήματα" />
+
+<title>Πασχαλινά Διηγήματα</title>
+
+<style type="text/css">
+
+body {
+font-family: verdana, geneva, arial, helvetica, sans-serif;
+line-height: 20px;
+margin-left: 5%;
+margin-right: 5%;
+}
+
+p{
+ text-align: justify;
+ margin-top: 1em;
+ margin-bottom: 1em;
+}
+
+hr{
+ width: 65%;
+}
+.poem {
+ FONT-SIZE: 95%; margin-left: 30%;
+}
+</style>
+
+</head>
+<body>
+
+
+<pre>
+
+Project Gutenberg's Easter Time Short Stories, by Alexandros Papadiamantis
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+
+Title: Easter Time Short Stories
+
+Author: Alexandros Papadiamantis
+
+Release Date: April 28, 2012 [EBook #31653]
+First Posted: March 15, 2010
+
+Language: Greek
+
+Character set encoding: UTF-8
+
+*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK EASTER TIME SHORT STORIES ***
+
+
+
+
+Produced by Sophia Canoni
+
+
+
+
+
+</pre>
+
+
+<p style='font-size: small;'>Note: The tonic system has been changed from polytonic to
+monotonic. The spelling of the book has not been changed otherwise. Footnotes have
+been converted to endnotes.//
+
+Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Η
+ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως έχει. Οι υποσημειώσεις έχουν
+μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου. </p>
+<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/cover.jpg" width="435"
+height="650"
+alt="Εξώφυλλο" border="2" /><br /></p>
+
+<h2 style="text-align: center; margin-top: 3em">
+ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ</h2>
+
+<h1 style="text-align: center; margin-top: 5em">ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ</h1>
+
+<h4 style="text-align: center; margin-top: 24em">ΕΚΔΟΤΗΣ ΗΛΙΑΣ Ν. ΔΙΚΑΙΟΣ </h4>
+
+<p style="text-align: center; margin-top: 7em">ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ<br />
+ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ </p>
+
+<p style="text-align: center; margin-top: 5em">
+ΜΕΤ' ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΩΝ<br />ΥΠΟ ΦΡΙΞΟΥ ΑΡΙΣΤΕΩΣ </p>
+
+<p style="text-align: center; margin-top: 5em">ΕΚΔΟΤΗΣ<br />
+ΗΛΙΑΣ Ν. ΔΙΚΑΙΟΣ<br />
+ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ<br />
+1912 </p>
+
+<p style='text-align:center; margin-top: 5em'><br /><img src ="images/0003.jpg"
+width="447" height="204"
+alt="Σκιάθος" border="2" /><br /></p>
+
+<h4 style="text-align: center; margin-top: 4em">ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑΙ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ </h4>
+
+<p>
+<br />
+Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης εγεννήθη εις την Σκιάθον την 4 Μαρτίου 1851. Τα
+πρώτα γράμματα εδιδάχθη εις την γενέτειραν νήσον. Εκεί διήλθε και το Ελληνικόν
+σχολείον, εξ ου απελύθη το 1863. Μετά διακοπήν τεσσάρων ετών ενεγράφη το 1867
+εις το εν Χαλκίδι γυμνάσιον. Την τρίτην γυμνασιακήν τάξιν διήλθεν εν Πειραεί.
+Διακόψας ύστερον τας σπουδάς του, επανέλαβεν αυτάς το 1873, ελθών εις Αθήνας και
+φοιτήσας εις την τετάρτην γυμνασιακήν τάξιν. Το επόμενον έτος ενεγράφη εις την εν
+τω Εθν. Πανεπιστημίω Φιλοσοφικήν Σχολήν, εν η ηκροάτο μαθήματά τινα φιλολογικά,
+ησχολείτο δε κατ' ιδίαν εις την εκμάθησιν ξένων γλωσσών. </p>
+
+<p>Παρά την αταξίαν των σπουδών αυτού, οφειλομένην εις οικονομικάς δυσχερείας
+της οικογενείας του, ο Αλ. Παπαδιαμάντης ήτο φιλομαθέστατος. Προικισμένος υπό
+εξαιρετικής ευφυίας και απεράντου μνήμης, διήλθε τα έτη της νεότητος αυτού
+μελετών απαύστως τας αρχαίας κλασσικάς και τας νεωτέρας Ευρωπαϊκάς φιλολογίας.
+Μέχρι τέλους της ζωής αυτού ηδύνατο να απαγγέλλη αποσπάσματα εκ του Ομήρου
+και του Σοφοκλέους, του Βιργιλίου και του Ορατίου, του Μίλτωνος ή Σεξπήρου κλπ.
+Πλην της Αγγλικής και Γαλλικής, εγνώριζεν ικανώς και την Ιταλικήν και Γερμανικήν.
+Υπήρξε δε αυτοδίδακτος περί πάντα. </p>
+
+<p>Αλλ' η προσφιλεστάτη αυτού πνευματική ασχολία και τρυφή ήτο η περί τα
+εκκλησιαστικά σπουδή. Υιός ων ευσεβούς ιερέως και ζήσας υπό την σκιάν του
+Αγιωνύμου Όρους, το οποίον είχεν επισκεφθή επί μήνας τινάς κατά τους νεανικούς
+αυτού χρόνους, είχε καταρτισθή δεινός γνώστης των ιερών Γραφών (την Παλαιάν
+Διαθήκην εγνώριζεν εκ στήθους), των Πατέρων της Εκκλησίας κλπ. Εγνώριζεν ομοίως
+άριστα την Βυζαντινή Μουσικήν και το Τυπικόν της Εκκλησίας. </p>
+
+<p>Αλλ' αι προσφιλείς αύται ασχολίαι δεν προσεπόριζον εις τον Αλ. Παπαδιαμάντην
+τα προς το ζην. Παρ' όλη την ροπήν αυτού προς τα ιερά γράμματα, δεν ήθελε να γίνη
+ιερεύς. Ομοίως δεν ηγάπα το διδασκαλικόν επάγγελμα, αν και, διατριβών εν Αθήναις
+ως φοιτητής, και κατόπιν, εδίδασκεν ιδιωτικώς μαθητάς τινας. Η φυσική αυτού
+διάθεσις και ορμή έφερεν αυτόν προς την δημιουργικήν φιλολογίαν, ενώ η
+γλωσσομάθεια παρείχε τας πρώτας του βιοπορισμού αφορμάς. </p>
+
+<p>Ήρχισε συγγράφων μυθιστορήματα κατ' αρχάς, υπό την επίδρασιν ευρισκόμενος
+των ξένων αναγνώσεων αυτού, συγχρόνως δε μετέφραζεν επιφυλλίδας εις
+εφημερίδας. Τα συγγραφέντα μυθιστορικά αυτού έργα είνε δύο ή τρία, έργα μέτρια,
+εις τα οποία ο συγγραφεύς φαίνεται ζητών τον δρόμον αυτού, τον οποίον βραδύτερον
+ευρίσκει. Το 1882 εδημοσίευσεν εις το «Μη Χάνεσαι» τον «Έμπορον των Εθνών».
+Μετά ταύτα ήρχισε συγγράφων την εξαισίαν και μακροτάτην σειράν των ηθογραφικών
+διηγημάτων, εις τα οποία η μυστικοπαθής ψυχή του συγγραφέως, η λεπτή
+παρατήρησις της λαϊκής ψυχής, η γνώσις του εσωτάτου βίου του έθνους, αδελφούνται
+μετά του αριστοκρατικού ύφους, του απαραμίλλου θελγήτρου της αφηγήσεως και της
+παραστατικής περιγραφής. </p>
+
+<p>Γράφων τα θαυμάσια έργα αυτού ο Παπαδιαμάντης ησχολείτο συγχρόνως εις το
+πεζόν και άχαρι, κατά το πλείστον, μεταφραστικόν εις εφημερίδας έργον. Υπό την
+έποψιν ταύτην υπήρξεν αληθής παρίας ο έξοχος συγγραφεύς. Είχε να βοηθήση
+οικογένειαν προσφιλή και να συντηρήση εαυτόν. Βαθμηδόν επέλιπεν αυτόν και ο
+άθλιος ούτος πόρος, ο εκ των μεταφράσεων. Εκ των πρωτοτύπων αυτού έργων
+ελάχιστα εκέρδιζε πάντοτε. Έκτοτε ήρξατο η μαρτυρική ζωή του Παπαδιαμάντη. </p>
+
+<p>Τα τελευταία έτη της ζωής αυτού είναι λίαν γνωστά, ώστε να μη είναι ανάγκη να
+ενδιατρίψωμεν λεπτομερώς εις αυτά. Θα ήτο δε και λίαν θλιβερόν το έργον τούτο. Ο
+Παπαδιαμάντης καρτερικώς έφερε το άχθος των ατυχημάτων αυτού μέχρι τέλους της
+ζωής του. Ευσεβέστατος ως ήτο, εύρισκε παραμυθίαν εις την θρησκείαν. Ιστορικαί
+είναι αι αγρυπνίαι του παρά τον Παλαιόν Στρατώνα εκκλησιδίου του Αγίου Ελισαίου.
+</p>
+
+<p>Έζησε δε πάντοτε μακράν του κόσμου, αναστρεφόμενος μετ' ανθρώπων του λαού
+και ελαχίστων πιστών φίλων. Περιοδικώς μετέβαινεν εις την Σκίαθον, ην υπερηγάπα.
+Απέθανεν αυτόθι την 3 Ιανουαρίου 1911. Ολίγον προ του θανάτου αυτού είχε τιμηθή
+υπό του αργυρού σταυρού του Σωτήρος. </p>
+
+<h4 style="text-align: center; margin-top: 4em">Α’<br /><br />
+ΕΞΟΧΙΚΗ ΛΑΜΠΡΗ </h4>
+
+<p>
+<br />
+Καλά το έλεγεν ο μπάρμπα-Μηλιός, ότι το έτος εκείνο εκινδύνευον να μείνουν οι
+άνθρωποι οι χριστιανοί, οι ξωμερίταις, την ημέραν του Πάσχα, αλειτούργητοι. Και
+ουδέποτε πρόρρησις έφθασε τόσον εγγύς να πληρωθή, όσον αυτή· διότι δις
+εκινδύνευσε να επαληθεύση, αλλ' ευτυχώς ο Θεός έδωκε καλήν φώτισιν εις τους
+αρμοδίους και οι πτωχοί χωρικοί, οι γεωργοποιμένες του μέρους εκείνου, ηξιώθησαν
+και αυτοί να ακούσωσι τον καλόν λόγον και να φάγωσι και αυτοί το κόκκινο αυγό.
+</p>
+
+<p>Όλα αυτά διότι το μεν ταχύπλουν, αυτό το προκομμένον πλοίον, το οποίον εκτελεί
+δήθεν την συγκοινωνίαν μεταξύ των ατυχών νήσων και της απέναντι αξένου ακτής,
+σχεδόν τακτικώς δις του έτους, ήτοι κατά τας δύο <b>αλλαξοκαιριαίς</b>, το
+φθινόπωρον και το έαρ, βυθίζεται, και συνήθως χάνεται αύτανδρον^ είτα γίνεται νέα
+δημοπρασία, και ευρίσκεται τολμητίας τις πτωχός κυβερνήτης, όστις δεν σωφρονίζεται
+από το πάθημά του προκατόχου του, αναλαμβάνων εκάστοτε το κινδυνωδέστατον
+έργον. </p>
+
+<p>Και την φοράν ταύτην, το ταχύπλουν, λήγοντος του Μαρτίου, του αποχαιρετισμού
+του χειμώνος γενομένου, είχε βυθισθή· ο δε παπά- Βαγγέλης, ο εφημέριος άμα και
+ηγούμενος και μόνος αδελφός του μονυδρίου του Αγίου Αθανασίου, έχων κατ'
+εύνοιαν του επισκόπου και το αξίωμα του εξάρχου και πνευματικού των απέναντι
+χωρίων, καίτοι γέρων ήδη, έπλεε τετράκις του έτους, ήτοι κατά πάσαν τεσσαρακοστήν,
+εις τας αντικρύ εκτεινομένας ακτάς, όπως εξομολογήση και καταρτίση πνευματικώς
+τους δυστυχείς εκείνους δουλοπαροίκους, τους «κουκουβίνους ή κουκκοσκιάχταις»,
+όπως τους ωνόμαζον, σπεύδων, κατά την Μεγάλην τεσσαρακοστήν, να επιστρέψη
+εγκαίρως εις την μονήν του όπως εορτάση το Πάσχα. </p>
+
+<p>Αλλά κατ' εκείνο το έτος, το ταχύπλουν είχε βυθισθή, ως είπομεν, η συγκοινωνία
+εκόπη επί τινας ημέρας, και ούτως ο παπά-Βαγγέλης έμεινεν ακουσίως, ηναγκασμένος
+να εορτάση το Πάσχα πέραν της πολυκυμάντου και βορεοπλήκτου θαλάσσης, το δε
+μικρόν ποίμνιόν του, οι γείτονες του Αγίου Αθανασίου, οι χωρικοί των Καλυβιών,
+εκινδύνευον να μείνωσιν αλειτούργητοι. </p>
+
+<p>Τινές είπον γνώμην να παραλάβωσι τας γυναίκας και τα τέκνα των και να
+κατέλθωσιν εις την πολίχνην, όπως ακούσωσι την Ανάστασιν και λειτουργηθώσιν·
+αλλ' ο μπάρμπα-Μηλιός, όστις έκαμνε τον προεστόν εις τα Καλύβια, και ήθελε να
+εορτάση το Πάσχα όπως αυτός ενόει, ο Φταμηνίτης, όστις δεν ήθελε να εκθέση την
+γυναίκα του εις τα όμματα του πλήθους, και ο μπάρμπ' Αναγνώστης, χωρικός όστις
+«τα είξευρεν απ' έξω όλα τα γράμματα της Λαμπρής», αλλά δεν ηδύνατο ν' αναγνώση
+τίποτε «από μέσα», και επεθύμει να ψάλη το «Σώμα Χριστού μεταλάβετε», — οι τρεις
+ούτοι επέμειναν, και πολλοί ησπάσθησαν την γνώμην των, ότι έπρεπεν εκ παντός
+τρόπου να πείσωσιν ένα των εν τη πόλει εφημερίων ν' ανέλθη εις τα Καλύβια να τους
+λειτουργήση. </p>
+
+<p>Ο καταλληλότερος δε, κατά την γνώμην πάντων, ιερεύς της πόλεως, ήτο ο παπά-
+Κυριάκος, όστις δεν ήτο «από μεγάλο τζάκι», είχε μάλιστα και συγγένειαν μέ τινας των
+εξωμεριτών, και τους κατεδέχετο. Ήτο ολίγον <b>τσάμης</b>, καθώς έλεγαν. Δεν
+έτρεφε προλήψεις. Ηκούετο μάλιστα εδώ-εκεί, ότι ο ιερεύς ούτος είχε και την
+συνήθειαν «ν' αποσώνη τα παιδιά» εις τους κόλπους των μητέρων, των ενοριτισσών
+του. Αλλά τούτο το έλεγον οι αστείοι ή οι φθονεροί, και μόνον οι ανόητοι το
+επίστευον. Ο εφημέριος ούτος, ως οι πλείστοι του γνησίου ελληνικού κλήρου, πλην
+μικρού ελευθεριασμού, ήτο κατά τα άλλα άμεμπτος. </p>
+
+<p>Τούτο ναι, αληθεύει, αλλ' οι έγγαμοι ιερείς, πενόμενοι και δυσπραγούντες,
+επιτακτικήν έχοντες ανάγκην να θρέψωσι τα τέκνα των, φαίνονται ως πλεονέκται, και
+καταντώσι να μη τρέφωσι πλέον εμπιστοσύνην ουδ' εις αυτούς τους συλλειτουργούς
+των. Τούτο έπασχε και ο παπά-Κυριάκος, όστις επεθύμει μεν να υπάγη να κάμη
+Ανάστασιν εις τους χωρικούς, διότι ήτο ανοιχτόκαρδος και ήθελε να χαρή και αυτός
+ολίγην Ανάστασιν και ολίγην άνοιξιν, αλλ' εδυσπίστει εις τον συνεφημέριόν του, και
+έπειτα δεν ήθελε να αφήση την ενορίαν με ένα μόνον ιερέα τοιαύτην ημέραν. Αλλ'
+αυτός ο παπά-Θεοδωρής ο Σφοντύλας, ο συνεφημέριός του, τον παρεκίνησε να
+υπάγη, ειπών ότι καλόν ήτο να μη χάσωσι και το εισόδημα των Καλυβιών,
+αινιττόμενος ότι τα τε εκ του ενοριακού ναού έσοδα και τα της εξοχικής παροικίας,
+αμφότερα εξ ίσου θα τα εμοιράζοντο. </p>
+
+<p>Τούτο δεν έπεισε τον παπά-Κυριάκον, τω ενέπνευσε μάλιστα πλείονας υποψίας·
+αλλ' ότε ηρώτησε την γνώμην του συλλειτουργού του, ήτο ήδη κατά τα εννέα δέκατα
+αποφασισμένος να υπάγη· έπειτα υπεχρέωσε τον υιόν του Ζάχον, μορφάζοντα και
+μεμψιμοιρούντα, να παραμείνη εν τω ενοριακώ ναώ κατάσκοπος εις το ιερόν βήμα,
+να παραλάβη το μερίδιον των προσφορών και συλλειτουργικών, και μόνον μετά την
+απόλυσιν της λειτουργίας, ότε θα ανέτελλεν ήδη η ημέρα, ν' ανέλθη εις τα Καλύβια
+παρ' αυτώ. </p>
+
+<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p>
+
+<p>Η πούλια ήτο ήδη υψηλά, «τέσσαρες ώραις να φέξη», και ο μπάρμπ'- Αναγνώστης,
+αφού εξύπνισε τον ιερέα κατασκευάσας πρόχειρον σήμαντρον, εκ στερεού ξύλου
+καρυάς και πλήκτρον περιήρχετο τα καλύβια θορυβωδώς κρούων όπως εξεγείρη τους
+χωρικούς. </p>
+
+<p>Εισήλθον εις το μικρόν εξωκκλήσιον του Αγ. Δημητρίου. Είς μετά τον άλλον
+προσήρχοντο οι χωρικοί με τας χωρικάς των και με τα καλά των ενδύματα. </p>
+
+<p>Ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν. </p>
+
+<p>Ο μπάρμπ'-Αναγνώστης ήρχισε να τα λέγη όλα απ' έξω, την προκαταρκτικήν
+προσευχήν και τον Κανόνα, το <b>Κύματι θαλάσσης</b>. </p>
+
+<p>Ο παπά-Κυριάκος προέκυψεν εις τα βημόθυρα, ψάλλων το <b>Δεύτε λάβετε
+φως</b>. </p>
+
+<p>Ήναψαν τας λαμπάδας κ' εξήλθον όλοι εις το ύπαιθρον ν' ακούσωσι την
+Ανάστασιν. Γλυκείαν και κατανυκτικήν Ανάστασιν εν μέσω των ανθούντων δένδρων
+υπό ελαφράς αύρας σειομένων ευωδών θάμνων, και των λευκών ανθέων της
+αγραμπελιάς, «neige odorante du printemps». </p>
+
+<p>Ψαλέντος του <b>Χριστός ανέστη</b>, εισήλθον πάντες εις τον ναόν. Θα ήσαν το
+πολύ εβδομήκοντα άνθρωποι, άνδρες, γυναίκες και παίδες. </p>
+
+<p>Ο μπάρμπ'-Αναγνώστης ήρχισε να ψάλλη τον Κανόνα του Πάσχα, ο δε ιερεύς, άμα
+αντιψάλλων αυτώ εξ ανάγκης από του ιερού βήματος, ητοιμάζετο «να πάρη καιρόν»,
+και αφού τελέση τον ασπασμόν, να έμβη εις την λειτουργίαν. </p>
+
+<p>Αλλά την στιγμήν εκείνην, εισήλθεν ή μάλλον εισώρμησεν εις το ναΐδιον,
+ακολουθούμενος υπό δύο άλλων ομηλίκων του, δωδεκαέτης περίπου παις, υψηλός ως
+προς την ηλικίαν του, ασθμαίνων και εν εξάψει. Ήτο ο Ζάχος, ο υιός του παπά-
+Κυριάκου. </p>
+
+<p>Εισέβαλε πνευστιών εις το ιερόν βήμα και ήρχισε να ομιλή προς τον ιερέα. Η φωνή
+του ηκούετο από του χορού, αλλ' αι λέξεις δεν διεκρίνοντο. </p>
+
+<p>Ιδού τι έλεγεν εν τούτοις: </p>
+
+<p>&nbsp;— Παπά, παπά!... </p>
+
+<p>(Τα παπαδόπουλα εκάλουν συνήθως <b>παπά</b> τον πατέρα των). </p>
+
+<p>&nbsp;— Παπά, παπά!... ο παπά-Σφοντύλης... απ' την οξώπορτα... της
+λειτουργιαίς... απ' τ' άι-βήμα η πεθερά του.... κ' η παπαδιά... κουβαλούν... απ' την
+οξώπορτα... της λειτουργιαίς... τους είδα... απ' την οξώπορτα... της λειτουργιαίς... απ'
+τ' άι-βήμα... κ' η πεθερά του... κ' η παπαδιά... </p>
+
+<p>Μόνος ο παπά-Κυριάκος ήτο ικανός να βγάλη νόημα από τα ασυνάρτητα ταύτα και
+ασθματικά του υιού του. Ιδού δε πώς εξήγησε τα λεγόμενα: «Ο παπά-Θοδωρής, ο
+Σφοντύλης, ο σύντροφός του εις την ενορίαν, έκλεπτε τας προσφοράς, μεταβιβάζων
+αυτάς διά της εξωθύρας του ιερού βήματος εις χείρας της συζύγου και της πενθεράς
+του». </p>
+
+<p>Ίσως το πράγμα δεν θα ήτο τόσον αληθές όσον ο Ζάχος ήθελε να το παραστήση.
+Διότι ούτος αγαπών ως όλοι οι νέοι την εξοχήν και την διασκέδασιν, μετά δυσκολίας
+είχεν υπακούσει εις το πατρικόν κέλευσμα, όπως μείνη εις την πόλιν, και αφορμήν θα
+εζήτει διά να το στρήψη και μεταβή εις νυκτερινήν εκδρομήν εις τα Καλύβια, αφού
+μάλιστα ευκόλως εύρισκε συνοδοιπόρους ομήλικας. </p>
+
+<p>Αλλ' ο παπά-Κυριάκος δεν εσυλλογίσθη τίποτε. Εξήφθη αμέσως, ηγανάκτησε, δεν
+εκρατήθη. Ήμαρτεν. Αντί δε να καταφέρη σφοδρόν ράπισμα κατά της παρειάς του
+υιού του, και να εξακολουθήση ήσυχος το καθήκον του... απέβαλεν ευθύς το
+επιτραχήλιον και εξεδύθη το φαιλόνιον, και διασχίσας τον ναόν εξήλθεν, αποφεύγων
+το βλέμμα της πρεσβυτέρας του, ήτις τον έβλεπεν έντρομος. </p>
+
+<p>Αλλ' ο μπάρμπα-Μηλιός κάτι υπώπτευσεν εκ των κινημάτων τούτων, και εξήλθε
+κατόπιν του. </p>
+
+<p>Εις πεντήκοντα δε βημάτων απόστασιν από του ναού, μεταξύ τριών δένδρων και
+δύο φρακτών, ο επόμενος διάλογος συνήφθη: </p>
+
+<p>&nbsp;— Παπά, παπά, πού πας; </p>
+
+<p>&nbsp;— Θαρθώ βλογημένε, τώρα, αμέσως πίσω. </p>
+
+<p>Δεν είξευρε τι να είπη. Αλλά το βέβαιον είνε ότι είχεν απόφασιν να καταβή εις την
+πόλιν και ζητήση λόγον δια την κλοπήν από τον συνεφημέριόν του! Εις το βάθος δε
+της συνειδήσεώς του έλεγεν ότι είχε καιρόν να επιστρέψη προ της ανατολής του
+ηλίου, και τελέση την λειτουργίαν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πού πας; επέμενεν ο μπάρμπα-Μηλιός. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ας διαβάζη ο μπάρμπ'-Αναγνώστης τας <b>Πράξεις</b> των Αποστόλων,
+κ' έφθασα. </p>
+
+<p>Ελησμόνει ότι ο μπάρμπ'-Αναγνώστης δεν ηδύνατο ν' αναγνώση άλλα ή όσα από
+στήθους εγνώριζεν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αφήνω και την παπαδιά μου, εδώ, βλογημένε, επανέλαβεν ο παπά-
+Κυριάκος, αμηχανών τι να είπη· σας αφήνω την παπαδιά μου! </p>
+
+<p>Και λέγων έτρεχεν. </p>
+
+<p>Ο μπάρμπα-Μηλιός επανήλθε κατηφής εντός του ναού. </p>
+
+<p>&nbsp;— Καλά το έλεγα εγώ, εψιθύρισε. </p>
+
+<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p>
+
+<p>Μεγίστη απορία επεκράτει εν τω παρεκκλησίω. Οι χωρικοί εκύτταζον
+ερωτηματικώς αλλήλους. Ψιθυρισμοί ηκούοντο. </p>
+
+<p>Αι γυναίκες ηρώτων την παπαδιά να είπη αυταίς τι τρέχει· αλλ' αύτη ήτο η
+ολιγώτερον πάντων των άλλων γνωρίζουσα. </p>
+
+<p>Εν τούτοις ο ιερεύς έτρεχεν, έτρεχεν. Ο ψυχρός αήρ εδρόσισεν ολίγον το μέτωπόν
+του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και πώς να θρέψω εγώ τόσα παιδιά, έλεγεν, οκτώ, με συμπάθειο, κ' η
+παπαδιά εννηά, κ' εγώ δέκα! Ο ένας να σε κλέφτη απ' εδώ, κι' ο άλλος απ' εκεί!... </p>
+
+<p>Πεντακόσια βήματα από του ναού, ο δρόμος εκατηφόριζε, και κατήρχετό τις εις
+ωραίαν κοιλάδα. Είς νερόμυλος ευρίσκετο επί της κλιτύος εκείνης, παρά την οδόν.
+</p>
+
+<p>Ακούσας ο ιερεύς τον ηδύν μορμυρισμόν του ρύακος, αισθανθείς επί του
+προσώπου του την δρόσον, ελησμόνησεν ότι είχε να λειτουργήση (πώς και πού να
+λειτουργήση;) και έκυψε να πίη ύδωρ. Αλλά το χείλος του δεν είχε βραχή ακόμη, και
+αίφνης ενθυμήθη, ανένηψεν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εγώ έχω να λειτουργήσω, είπε, και πίνω νερό;... </p>
+
+<p>Και δεν έπιε. </p>
+
+<p>Τότε ήλθεν εις αίσθησιν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι κάμνω εγώ, είπε, πού πάω; </p>
+
+<p>Και ποιήσας το σημείον του σταυρού: </p>
+
+<p>&nbsp;— Ήμαρτον, Κύριε, είπεν, ήμαρτον! μη με συνερισθής. </p>
+
+<p>Επανέλαβε δε: </p>
+
+<p>&nbsp;— Εάν εκείνος έκλεψεν, ο Θεός ας τον... συγχωρήση... κ' εκείνον κ' εμέ. Εγώ
+πρέπει να κάμω το χρέος μου. </p>
+
+<p>Ησθάνθη δάκρυ βρέχον την παρειάν του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ω Κύριε, είπεν ολοψύχως, ήμαρτον, ήμαρτον! Συ παρεδόθης διά τας
+αμαρτίας μας, και ημείς σε σταυρώνομεν κάθε μέρα. </p>
+
+<p>Και εστράφη προς τον ανήφορον, σπεύδων να επανέλθη εις το παρεκκλήσιον,
+όπως λειτουργήση. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και ήθελα να πιώ και νερό, είπε, δεν είμαι άξιος να λειτουργήσω. Αλλά
+πώς να κάμω; Δεν πρέπει να μεταλάβω! Θα λειτουργήσω χωρίς μετάληψιν, δεν είμαι
+άξιος!... «Δεύτε του καινού της αμπέλου γεννήματος!...» Εγώ άξιος δεν είμαι! </p>
+
+<p>Και επέστρεψεν εις τον ναόν, όπου μετ' αγαλλιάσεως οι χωρικοί τον είδον. </p>
+
+<p>Ετέλεσε την ιεράν μυσταγωγίαν, και μετέδωκεν εις τους πιστούς, φροντίσας να
+καταλύση διά στόματος αυτών όλον το άγιον ποτήριον. Αυτός δεν εκοινώνησεν,
+επιφυλαττόμενος να το είπη εις τον πνευματικόν, και πρόθυμος να δεχθή τον κανόνα.
+</p>
+
+<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p>
+
+<p>Περί την μεσημβρίαν μετά την Β' Ανάστασιν, οι χωρικοί το <b>έστρωσαν</b> υπό
+τας πλατάνους, παρά την δροσεράν πηγήν. </p>
+<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/0010.jpg" width="597"
+height="468"
+alt="οι χωρικοί το έστρωσαν υπό τας πλατάνους" border="2" /><br /></p>
+<p>Ως τάπητας είχον την χλόην και τα χαμολούλουδα, ως τράπεζαν πτέριδας και
+κλάδους σχοίνων. </p>
+
+<p>Η δροσερά αύρα εκίνει μετά θρου τους κλώνας των δένδρων, και ο Φταμηνίτης με
+την λύραν του αντέδιδε φθόγγους λιγυρούς. </p>
+
+<p>Η ωραία Ξανθή, η σύζυγος του Φταμηνίτου, εκάθητο μεταξύ της μητρός της
+Μελάχρως, και της θειά Κρατήρως, της πενθεράς της, φροντίζουσα να έχη εν μέρει τας
+παρειάς κεκαλυμμένας με την μανδήλαν, και να βλέπη μάλλον προς τον κορμόν της
+γιγαντιαίας πλατάνου, όπως μη την κυττάζωσιν οι άνδρες, και ζηλεύη ο σύζυγός της.
+</p>
+
+<p>Η αδελφή της, το Αθώ, δεκαπεντούτις κόρη άγαμος, άφροντις, ωραία και αυτή,
+ποσάκις δεν την επείραζε λέγουσα: «Αρή, τι τον ήθελες, αρή; Δεν τον έπαιρνα, να μου
+χαρίζανε τον ουρανό με τάστρα... Καλλίτερα να γινόμουν καλόγρηα!» </p>
+
+<p>Το βέβαιον ήτο ότι ο Φταμηνίτης δεν διέπρεπεν ούτ' επί κάλλει ούτε επί μεγέθει
+σώματος, αλλ' ανεπλήρου τας ελλείψεις ταύτας δι' ευστροφίας σώματος και
+πνεύματος και διά φαιδρότητος και ευθυμίας. </p>
+
+<p>Ο παπά-Κυριάκος προήδρευε του συμποσίου, έχων απέναντί του την παπαδιά,
+βραχύσωμον, στρογγυλοπρόσωπον, μελαχροινήν, αγαθωτάτην, ήτις εν αθωότητι
+εξεκόλαπτε σχεδόν κατ' έτος εν παπαδόπουλον, χωρίς να την μέλη ούτε διά
+παλληκαροβότανα, ούτε διά στρηφοβότανα, περί α τυρβάζουσιν άλλαι γυναίκες. </p>
+
+<p>Δεξιόθεν του ιερέως εκάθητο ο μπάρμπα-Μηλιός, προεστώς άμα και πρόθυμος
+θεράπων της κοινότητος, ηξεύρων να ψήνη ως ουδείς άλλος το αρνί, λιανίζων
+μεθοδικότατα δι' όλους, και τρώγων άμα και προπίνων. </p>
+
+<p>Εις τας προπόσεις μάλιστα δεν είχεν εφάμιλλον. Μετά την σύντομον και τυπικήν
+του ιερέως πρόποσιν, εγερθείς ο μπάμπα-Μηλιός, κρατών την τσότραν την
+επταόκαδον, ήρχισε να χαιρετίζη τους πάντας και ένα έκαστον ως εξής: </p>
+
+<p>&nbsp;— Χριστός Ανέστη! αληθινός ο Κύριος! Ζη και βασιλεύει εις πάντας τους
+αιώνας! </p>
+
+<p>Είτα μετά το προίμιον, εισήλθεν εις την ουσίαν: </p>
+
+<p>&nbsp;— Γεια μας! καλή γεια! διάφορο! καλή καρδιά! Παπά μ', να χαίρεσαι το
+πετραχήλι σ'! Παπαδιά, να χαίρεσαι τον παπά σ' και τα παιδάκια σ'! Ξάδερφε Θοδωρή!
+να ζήσης, να τσ' χαίρεσαι! Κουμπάρε Παναγιώτη! όπως έτρεξες με το λάδ' να τρέξης
+και με το κλήμα! Συμπεθέρα Κρατήρω! Να χαίρεσαι, μ' έναν καλόν γαμπρό! Ανηψιέ
+Γιώργη! Τίμια στέφανα! 'στο γάμο σας να χαρούμε! Κουμπάρα Κυπαρισσού! με μια
+καλή νύφη, να ζήσης, να χαρής! εβίβα όλοι! Τέ-περ-τε. Πάντα χαρούμενοι! Στην υγειά
+σας! Συμπεθέρα Ξαθή! καλή λευθεριά! Στην υγειά σας! Πάντα χαρούμενοι! Πάντα με
+το καλό! </p>
+
+<p>Και ανάλογος προς το πρόσωπον υπήρξεν η πόσις. </p>
+
+<p>Αλλά και ο Φταμηνίτης ηθέλησε να προπίη κατ' άλλον όμως στενώτερον τρόπον·
+ηθέλησε να <b>βρη</b> την γυναίκα του, και ηνάγκασεν αυτήν ν' απαντήση εις το
+πρόσωπον: </p>
+
+<p>&nbsp;— Μπρομ! </p>
+
+<p>&nbsp;— Πιέ κη δο μ'! </p>
+
+<p>&nbsp;— Με κρασί! </p>
+
+<p>&nbsp;— Καλώς τ'ν αγάπη μ' τη χρυσή! </p>
+
+<p>Και πιών αυτός, μετεβίβασε την τσότραν εις την ωραίαν Ξανθήν, ήτις έβρεξε τα
+χείλη. </p>
+
+<p>Είτα ήρχισαν τα άσματα. Εν πρώτοις το <b>Χριστός ανέστη</b>, ύστερον τα
+θύραθεν. Ο μπάρμπα-Μηλιός θελήσας να ψάλη και αυτός το <b>Χριστός ανέστη</b>,
+το εγύριζε πότε εις τον αμανέ και πότε εις το κλέφτικο. </p>
+
+<p>Αλλ' ο ιδιορρυθμότερος πάντων των ψαλτών ήτο ο μπάρμπα-Κίτσος, γηραιός
+χωροφύλαξ, χειμαρριώτης, παλαιός ταχτικός, λησμονημένος από της βαυαρικής
+εποχής εν τη νήσω. Αμφέβαλλε και αυτός αν τον είχαν περασμένον εις τα μητρώα,
+πότε του έστελναν μισθόν, πότε όχι. Εφόρει χιτώνα με ανοικτάς θυρίδας, βραχείαν
+περισκελίδα μέχρι του γόνατος και <b>τουζλούκια</b>. </p>
+
+<p>Ο δήμαρχος του τόπου (διότι υπήρχε φευ! και δήμαρχος) τον είχε στείλει να κάμη
+Πάσχα εις τα Καλύβια, διά να φυλάξη δήθεν την τάξιν, καίτοι ουδεμιάς φυλάξεως ήτο
+ανάγκη. Το βέβαιον είνε ότι τον έστειλε να καλοπεράση πλησίον των ανοιχτοκάρδων
+εξωμεριτών, οίτινες του ήρεσκον του μπάρμπα-Κίτσου, ας τους έλεγον και
+«τσουπλακιαίς» ή «χαλκοδέραις». Εάν έμενεν εν τη πόλει, ο δήμαρχος θα ήτο
+υπόχρεως να τον φιλεύση τον μπάρμπα-Κίτσον, καθώς τον είχαν κακομάθει οι
+προκάτοχοι του, έλεγε, — να τον φιλεύση κουλούραν και αυγά. Τι έθιμα!... </p>
+
+<p>Ο μπάρμπα-Κίτσος, αφού ησπάσθη τρις ή τετράκις την τσότραν, ήρχισε να ψάλλη
+το <b>Χριστός ανέστη</b> κατ' ιδιάζοντα αυτώ τρόπον, ως εξής: </p>
+
+<p class="poem">Κ 'στό — μπρε — Κ 'στός ανέστη<br />
+εκ νεκρών <b>θανάτων</b>,<br />
+θάνατον <b>μπατήσας</b><br />
+κ' <b>έντοις — έντοις</b> μνήμασι,<br />
+ζωήν <b>παμμακάριστε</b>! </p>
+
+<p>Και όμως, μεθ' όλην την ιδιορρυθμίαν ταύτην, ουδείς ποτε έψαλλε ιερόν άσμα
+μετά πλείονος χριστιανικού αισθήματος και ενθουσιασμού, εξαιρουμένου ίσως του
+γνωστού εν Αθήναις γηραιού και σεβασμίου Κρητός, του ψάλλοντος το <b>Άλαλα τα
+χείλη των ασεβών</b> με την εξής προσθήκην: «Άλαλα τα χείλη των ασεβών των μη
+προσκυνούντων, <b>οι κερατάδες</b>! την εικόνα σου την σεπτήν....» </p>
+
+<p>Αληθείς ορθόδοξοι Έλληνες! </p>
+
+<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p>
+
+<p>Περί την δείλην είχεν αρχίσει ο χορός, χορός κλέφτικος (διότι αι γυναίκες
+επεφυλάττοντο διά την Δευτέραν και την Τρίτην όπως χορεύσωσι τον συρτόν και την
+<b>καμάρα</b>), και ο παπά-Κυριάκος, μετά της παπαδιάς και του Ζάχου, όστις
+εγλύτωσε το ξύλο χάριν της ημέρας (διότι ο πατήρ του είχε θυμώσει είτα κατ' αυτού,
+ως γενομένου αιτίου της χασμωδίας εκείνης), αποχαιρετίσαντες την συντροφιάν,
+κατήλθον εις την πολίχνην. </p>
+
+<p>Ο παπά-Κυριάκος έδωκε πλήρες εις τον συνεφημέριόν του το από της εξοχής
+μερίδιον, και ούτε κατεδέχθη να κάμη λόγον περί της υποτιθεμένης κλοπής. </p>
+
+<p>Εν τούτοις ο παπά-Θοδωρής οίκοθεν τω είπεν ότι το εκ της ενορίας μερίδιόν του
+ευρίσκετο εν τη οικία αυτού, του παπά-Θοδωρή. Έκρινε καλόν, είπε, να μετακομίση
+διά της εξωθύρας του αγίου βήματος οίκαδε και τα δύο μερίδια, διά να μη βλέπουν
+τινές των άγαν επιπολαίων και γλωσσαλγώσιν ότι οι ιερείς έχουν δήθεν πολλά
+εισοδήματα. «Ο κόσμος ξιππάζεται, είπεν, άμα μας ιδή μια καλή μέρα να πάρουμε
+τίποτε λειτουργιαίς, και δεν συλλογίζεται πόσαις εβδομάδες και μήνες παρέρχονται
+άγονοι!» </p>
+
+<p>Εντεύθεν η παρανόησις του Ζάχου. </p>
+
+<h4 style="text-align: center; margin-top: 4em">B’<br /><br />
+Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΒΑΠΤΙΣΤΙΚΗ </h4>
+
+<p>
+<br />
+Αν άλλη τις χρηστή γυνή είδέ ποτε καλά <b>νοικοκυριά</b> εις τας ημέρας της,
+αναντιρρήτως είδε τοιαύτα και η θειά-Σοφούλα Κωνσταντινιά, σεβασμία
+οικοδέσποινα εβδομηκονταετής, κάτοικος παραθαλασσίου κώμης εις μίαν των νήσων
+του Αιγαίου. </p>
+
+<p>Την εκάλουν κοινώς Σαραντανού, και πολλοί υπέθετον ότι το επίθετον τούτο τη
+απεδόθη, διότι δήθεν είχεν ίσον με σαράντα γυναικών <b>νουν</b>, όπερ δεν
+ενομίζετο υπερβολή. Άλλοι όμως έλεγον, ότι η λέξις εσχηματίσθη εκ του
+<b>Σαραντανοννού</b>, ήτοι νοννά με σαράντα βαπτιστικούς. </p>
+
+<p>Το βέβαιον είνε, ότι, αν δεν είχε φθάσει εις τον αριθμόν τούτον, δυο ή τρεις
+μονάδες της έλειπον και ήλπιζε προσεχώς να συμπληρώση την τεσσαρακοντάδα.
+Ομολογητέον δε, ότι αυτή κατ' αρχάς είχε βαπτίσει οικειοθελώς πέντε ή έξ νήπια των
+γειτόνων της, όσα και πάσα άλλη καλή οικοκυρά βαπτίζει. Αλλ' όταν άπαξ εγνώσθη και
+απεδείχθη, ότι είχε <b>καλό χέρι</b>, τότε όλαι αι γειτόνισσαι, συγγενείς,
+παροσυγγενείς, κολλήγισαι ήρχισαν να την πολιορκούν. </p>
+
+<p>Είχε πάρει <b>καλό όνομα</b> ότι της <b>εζούσαν τα παιδιά</b>, όσα ανεδέχετο
+εκ της κολυμβήθρας. Είνε δε τόσον σπουδαίον να ευρεθή νοννά «<b>να της ζουν τα
+παιδιά</b>», όσον και ιερεύς «<b>να πιάνη το διάβασμά του</b>». </p>
+
+<p>Η θειά-Σοφούλα όμως υπέφερε μετά χάριτος την αγγαρείαν ταύτην. Είνε αληθές,
+ότι τα <b>φωτίκια</b> εις την εποχήν εκείνην, χιτών και κουκούλιον μετά σταυρού,
+καθώς και τα <b>μαρτυριάτικα</b>, εαρινή βροχή λεπτών και διλέπτων διά τους
+αγυιόπαιδας, εκόστιζαν εν όλω δέκα γρόσια. </p>
+
+<p>Η θειά-Σοφούλα ωμοίαζε με την επιμελή ανθοκόμον, ήτις δεν αρκείται να φυτεύη
+μόνον τα άνθη της, αλλά τα περιθάλπει και τα καταρδεύει. Ηγάπα τα πνευματικά της
+τέκνα ως τέκνα της <b>εγκαρδιακά</b>, τα εθώπευε, τα εφίλευε και τα επαιδαγώγει.
+</p>
+
+<p>Ο μπάρμπα-Κωνσταντής, ο πρώτος γρινιάρης του χωρίου, δεν συνεμερίζετο την
+αδυναμίαν ταύτην της συζύγου του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Α, μπράβο! φίλευέ τα τ' αναδεξίμια σου, μουρή!... εγόγγυζεν εκάστοτε,
+οσάκις την έβλεπε μεριμνώσαν περί των αναδεκτών της· — ηύρες κι' αλωνίζεις,
+μουρή!... </p>
+
+<p>Η θειά-Σοφούλα ολίγον ανησύχει περί της ιδιοτροπίας ταύτης του συζύγου της,
+όστις ήτο αγαθός άνθρωπος εις τας καλάς του ώρας. </p>
+
+<p>Έπειτα ο μπάρμπα-Κωνσταντής σπανίως εφαίνετο εν τη πολίχνη. Αφότου έπαυσε
+τα θαλάσσια ταξείδια, ησχολείτο αποκλειστικώς εις την καλλιέργειαν των κτημάτων
+του. Κατά πάσαν πρωίαν ίππευεν επί του ευρώστου ημιόνου του, ετρέπετο εις τους
+αγρούς και επανήρχετο μετά την δύσιν του ηλίου. </p>
+
+<p>Κατ' εκείνον τον χρόνον, περί τα 184..., η θειά-Σοφούλα είχε φθάσει εις το
+τριακοστόν ένατον βαπτιστικόν. Έν μόνον της έλειπε διά να τα κάμη σαράντα προς
+ανάπαυσιν της συνειδήσεώς της. Εβάπτιζεν αδιακρίτως άρρενα και θήλεα, αλλ'
+εφρόντιζε να δίδη ακριβείς σημειώσεις εις τους ιερείς και πνευματικούς, διά να μη
+τυχόν γείνη κανέν συνοικέσιον εις το μέλλον μεταξύ δύο ετεροφύλων αναδεκτών και
+κολασθή η ψυχή της. </p>
+
+<p>Κατ' έτος, την Μεγάλην Πέμπτην, μεγίστη κίνησις εγίνετο εν τη ευρυχώρω αυλή
+της οικίας. Η θειά-Σοφούλα <b>ανεσφουγγώνετο</b> μέχρις αγκώνων και εζύμωνε
+μόνη της τας τριάκοντα εννέα αυγοκουλούραις διά τους τοσούτους βαπτιστικούς της...
+Αλλά πλην των βαπτιστικών υπήρχον και τα εγγόνια και τα δισέγγονα και ταύτα δεν
+ήσαν ολιγάριθμα. </p>
+
+<p>Εν συνόλω εχρειάζετο εβδομήκοντα και πλέον κοκκώναις δηλ. παιδικάς
+κουλούρας, διά τους βαπτιστικούς, διά τους εγγονούς και τα δισέγγονα. Εις τον
+αριθμόν τούτον δεν συμπεριλαμβάνονται αι μεγαλείτεραι κουλούραι, τας οποίας
+παρεσκεύαζε διά τας συντεκνίσσας, διά τας ανεψιάς και δισεξαδέλφας της. </p>
+
+<p>Μέγας δε εβόμβει ο εσμός των αναδεκτών και δισεγγόνων περί τους ανθώνας της
+αυλής κατ' εκείνην την ημέραν. Από της τρίτης ώρας του δειλινού, καθ' ην ο μπάρμπα-
+Κωνσταντής εξηγείρετο του μεσημβρινού ύπνου, με δριμείαν επικαθημένην της ρινός
+την χολήν, και εφόρει το τσόχινον βρακίον του, επύργωνεν επί της κεφαλής
+μεγαλοπρεπές το τυνησιακόν φέσι του, ελάμβανεν ως σκήπτρον την μεγάλην
+ηλεκτρόστομον τσιμπούσαν του, ανήρτα από της οσφύος βαθύκολπον την μεταξωτήν
+καπνοσακκούλαν και κατήρχετο εις το καφενείον να εισπνεύση την θαλασσίαν αύραν,
+από της ώρας εκείνης η ευρεία και τετράγωνος αυλή παρεδίδετο εξ εφόδου εις την
+λεηλασίαν των βαπτιστικών και των δισεγγόνων. </p>
+
+<p>Μεγίστην ευτυχίαν και ανήκουστον ηδονήν ενόμιζον τότε τα παιδιά της γειτονιάς,
+αν κατώρθωναν να παρεισδύσωσιν εις το προαύλιον της θειά-Σοφούλας, όπερ
+εθεωρείτο ως μυθώδες τι. Πολλά αυτών προέτεινον τας κεφαλάς διά των σχισμών της
+κλειστής αυλείου θύρας, ήτις εμοχλεύετο έσωθεν υπό των ζηλοτύπων βαπτιστικών διά
+τους μη έχοντας ένδυμα γάμου. Άλλα παιδία, τολμηρότερα, ανείρπον εις τον θριγκόν
+του τοίχου της αυλής και εύρισκον τρόπον να εισπηδήσωσιν εκείθεν εις τα ένδον. Αλλ'
+αλλοίμονον αν παρετηρούντο υπό των άγρυπνων ευνοουμένων. Απεδιώκοντο με
+τσιμπήματα και με δοντιαίς, ως ο κηφήν υπό των μελισσών. </p>
+
+<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p>
+
+<p>Την Μεγάλην Πέμπτην του έτους 185... όλοι οι αναδεκτοί ήσαν συνηγμένοι εν τη
+αυλή της γραίας Σοφούλας. Ο πρεσβύτερος αυτών ήδη νεανίας εικοσαετής, το δε
+νεώτερον ήτο κοράσιον τριετές εις ο η νοννά είχε δώσει το όνομά της. Το βρέφος
+τούτο ήτο το τεσσαρακοστόν πνευματικόν γέννημα της θειά-Σοφούλας. </p>
+
+<p>Είχε γεννηθή τέλος το από πολλού προσδοκώμενον τούτο συμπλήρωμα του
+προωρισμένου αριθμού και ήτο το χαδευμένον της θειά-Σοφούλας. Η νοννά έτρεφε
+φιλοδόξους σκοπούς ως προς το μέλλον του θυγατρίου τούτου. Αλλά και αυτός ο
+μπάρμπα-Κωσταντής εξ όλων των αναδεκτών μόνον το μικρόν τούτο ηνείχετο. Η
+στοργή όμως της θειά-Σοφούλας προς αυτό έφθανε μέχρι παραφροσύνης. </p>
+
+<p>Την ημέραν εκείνην η θειά-Σοφούλα ήτο κλειστή εις το ισόγειον και εζύμωνεν. Εκ
+των παιδίων τινά την επολιόρκουν έξωθεν της θύρας παραμονεύοντα. Τα πλείστα
+όμως έπαιζον ταραχωδώς περί τον υπερμεγέθη ληνόν, πλησίον του ελαιοτριβείου, το
+<b>κρυφτάκι</b>, και άλλα εθορύβουν περί τας κιγκλίδας του κήπου και πλησίον του
+φρέατος. </p>
+
+<p>Η μικρά Σοφούλα, ήτις ήτο μόλις τριετής, ως είπομεν, εξέπεμπε χαρμοσύνους
+κραυγάς, εψέλλιζεν ως νεοσσός χελιδόνος και έτρεχε και αυτή κατόπιν των άλλων
+παιδίων. Η νοννά της εζήτησε κατ' αρχάς να την κρατήση πλησίον της, αλλ' η μικρά
+εστενοχωρήθη και απήτησε να εξέλθη. </p>
+
+<p>&nbsp;— Να πάω κι' εγώ να παίξω, νοννά μου; </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι να παίξης εσύ; </p>
+
+<p>&nbsp;— Το <b>κλεφτάκι</b>, νοννά μου! ετραύλισεν η μικρά. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν παίζουν τα κορίτσια το κρυφτάκι, είπεν αυστηρώς η νοννά. </p>
+
+<p>Η μικρά δεν εμεμψιμοίρησε μεν, αλλ' εσκυθρώπασεν. Ιδούσα τούτο η νοννά,
+έκραξε την Αθηνιώ, εικοσαετή την ηλικίαν δουλεύτραν της, ήτις ήτο και αυτή μία των
+βαπτιστικών της, και τη ενεπιστεύθη την μικράν, συστήσασα αυτή αυστηράν
+επαγρύπνησιν. </p>
+
+<p>Αλλ' η Αθηνιώ ελησμόνησεν άμα ακούσασα την σύστασιν της κυρίας της, και
+επειδή εις τας πεζούλας εκάθηντο τέσσαρες ή πέντε γειτόνισσαι, και γνωρίζομεν
+πόσον περισπούδαστος είνε η συνδιάλεξις των αέργων γυναικών, εκάθησε πλησίον
+αυτών και άφησε την μικράν Σοφούλαν να τρέχη. </p>
+
+<p>Δεν ήρκεσε τούτο, αλλά παραγγελθείσα υπό της κυρίας της να αντλήση ύδωρ εκ
+του φρέατος, εγέμισε μεν την στάμναν, αλλά δεν εφρόντισε να κλείση το στόμιον του
+φρέατος, όπως το εύρε κεκλεισμένον, το άφησε δε ανοικτόν. Απροσεξία, εις ην
+ουδέποτε θα υπέπιπτεν η γραία Σοφούλα ή άλλη φρόνιμος γυνή. Μη τις δε αμφιβάλη,
+ότι την σύστασιν ταύτην η γραία έκαμε χιλιάκις εις την δουλεύτραν της, αλλ' η Αθηνιώ
+δεν ήτο εξ εκείνων των γυναικών, αίτινες καθίστανται προσεκτικαί. </p>
+
+<p>Εις την ακμήν της πλήρους ενδιαφέροντος συνδιαλέξεώς των, ήκουσαν αίφνης αι
+εις την πεζούλαν καθήμεναι γυναίκες κρότον τινά, ως πλατάγησιν σώματος πίπτοντος
+εις το ύδωρ, και συγχρόνως πεπνιγμένην κραυγήν και μετ' αυτήν δευτέραν κραυγήν
+δυνατωτέραν. </p>
+
+<p>Αι γυναίκες ανωρθώθησαν αυτομάτως. </p>
+
+<p>Αλλά πριν αυταί κινηθώσιν, η θύρα του ισογείου ηνοίχθη μετά κρότου, και η θειά-
+Σοφούλα έντρομος, ανυπόδητος, με ταις κάλτσαις μόνον, γυμνώλενος, με τας χείρας
+ζυμαρωμένας, έτρεξε προς το φρέαρ κράζουσα: </p>
+
+<p>&nbsp;— Το κορίτσι! το κορίτσι! </p>
+
+<p>Διά της εις την στοργήν ιδιαζούσης μαντείας, η θειά-Σοφούλα ενόησεν αμέσως ότι
+η μικρά της βαπτιστική είχε πέσει εντός του φρέατος. Και τωόντι δεν ηπατάτο. </p>
+
+<p>Ενώ έτρεχεν η Σοφούλα, ιδούσα το στόμιον του φρέατος ανοικτόν, επλησίασε,
+προσεκολλήθη επί του χθαμαλού ξυλίνου φραγμού, είδεν επί του ύδατος
+εικονιζομένην την αγγελικήν ξανθήν μορφήν της, ήρχισε να τη προσμειδιά, έκυψεν
+υπερμέτρως, ωλίσθησεν επί της στιλπνής ως εκ της συχνής προστριβής του σχοινιού
+σανίδος, και έπεσε κατακέφαλα εντός του φρέατος. </p>
+
+<p>Αι άλλαι γυναίκες, και η Αθηνιώ μετ' αυτών, καθ' υπερβολήν διαστέλλουσαι τους
+βραχίονας, έτρεξαν κατόπιν της θειά Σοφούλας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Έναν κουβά! ένα γιουρδέλι! εκραύγαζεν έκφρων η γραία Σοφούλα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ένα τσιγκέλι! έκραξε και η Αθηνιώ μετ' αυτών <b>σκοτισμένη</b> (ως να
+είχε πέσει δηλ. εις το φρέαρ το ιβάνιον, δι' ου αντλούσιν ύδωρ). </p>
+
+<p>&nbsp;— Τα τσιγγέλια να σε τραβούν, σκύλλα! τη έκραξε με κεραυνοβόλον
+βλέμμα η θειά-Σοφούλα. Μου έπνιξες το παιδί. </p>
+
+<p>Η γραία τω όντι δεν εβράδυνε να εννοήση, ότι το δυστύχημα ωφείλετο εις την
+απροσεξίαν της δουλεύτρας της. </p>
+
+<p>&nbsp;— Να καταιβώ εγώ σ' το πηγάδι, νοννά, τη είπεν η Αθηνιώ. </p>
+
+<p>Επειδή εβράδυνε να φανή πουθενά <b>κουβάς</b>, διότι είνε γνωστόν πόσον τα
+χάνουν οι άνθρωποι εις τας δεινάς περιστάσεις, και ενώ μία των γυναικών έτρεχεν απ'
+εκεί, άλλη απ' εδώ και η μικρά εν τω μεταξύ επνίγετο, η θειά-Σοφούλα επέτρεψεν εις
+την Αθηνιώ την χάριν ταύτην. Είξευρε δε άλλως ότι εις τούτο, καθώς και εις πάσαν
+άλλην εργασίαν εις τους άνδρας μάλλον αρμόζουσαν, ήτο επιτηδεία. </p>
+
+<p>Η Αθηνιώ λοιπόν εσήκωσε τα φουστάνια της υπεράνω του γόνατος, και πατούσα
+εις τας γνωστάς αυτή εσοχάς του εσωτερικού λιθοκτίστου του φρέατος, τας επίτηδες
+κατασκευαζομένας εις πάσαν ορυχήν φρέατος, κατήλθε μέχρι της επιφανείας του
+ύδατος. </p>
+
+<p>Ουδαμού εφαίνετο η μικρά. </p>
+
+<p>Το βάθος του ύδατος ήτο τρις ίσον με ανάστημα ανδρός, και η Αθηνιώ δεν
+ηδύνατο να προχωρήση κατωτέρω. </p>
+
+<p>Εν τω μεταξύ ευρέθη και ο κουβάς, και κατεβιβάσθη μέχρι των χειρών της
+Αθηνιώς. Αύτη έλαβε το σχοινίον και ήρχισε να περιστρέφη το ιβάνιον εντός του
+ύδατος. </p>
+
+<p>Η θειά-Σοφούλα ωλόλυζε και έσχιζε τας παρειάς της. Η καρδιά της δεν ησθάνετο
+πλέον της ελπίδος την θαλπωρήν.... </p>
+<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/0016.jpg" width="580"
+height="458"
+alt="Η θειά-Σοφούλα ωλόλυζε" border="2" /><br /></p>
+<p>Τέλος το ιβάνιον προσέκοψεν εις σώμα τι ανερχόμενον. Η μικρά ανέβη εις την
+επιφάνειαν, αλλ' ήτο ήδη πτώμα... </p>
+
+<p>Η κεφαλή της δεινώς μεμωλωπισμένη. Κατενεχθείσα σφοδρώς εις το ύδωρ είχε
+κτυπήσει επί του λίθου, εζαλίσθη, κατέπιε πολύ νερόν, και δεν ανήλθε ταχέως εις την
+επιφάνειαν... </p>
+
+<p style='text-align:center;'>............................................................... </p>
+
+<p>Επί ζωής της δεν επαρηγορήθη η θειά-Σοφούλα διά το οικτρόν τούτο ατύχημα. Ίσα
+ίσα η τελευταία βαπτιστική της!... </p>
+
+<p>Διετήρησε δε την προς την αθώαν νεκράν στοργήν της μέχρι ευσεβούς
+προλήψεως. Ζήσασα επί ικανά έτη ακόμη, κατεσκεύαζεν ανελλιπώς κατ' έτος τη Μ.
+Πέμπτη την κοκκώνα της ατυχούς μικράς και την Κυριακήν του Πάσχα, άμα επέστρεφε
+το πρωί από της λειτουργίας της Αναστάσεως, ήνοιγε τότε μόνον, το άχρηστον μείναν
+φρέαρ και έρριπτεν εις το ύδωρ την <b>κοκκώναν</b> και τα <b>κόκκινα αυγά</b>,
+της μικράς Σοφούλας της. </p>
+
+<p>Εβεβαίου δε η αγαθή γυνή, ότι ανεξήγητος ευωδία ανήρχετο τότε από του ύδατος,
+ως θυμίαμα αθώας ψυχής αναβαίνον προς τον θεάνθρωπον Πλάστην. </p>
+
+<h4 style="text-align: center; margin-top: 4em">Γ’<br /><br />
+ΣΤΗΝ ΑΓΙ' ΑΝΑΣΤΑΣΑ </h4>
+
+<p>
+<br />
+Πέντε άνδρες είχον κατέλθει εις το Πρωί, μίαν Κυριακήν του Ιουλίου του έτους 1875,
+και εκ των πέντε τούτων οι τρεις ήσαν αρχαιολόγοι με δίοπτρα. Αλλ' εκ των τριών, ο
+πρώτος απεφαίνετο ότι το σωζόμενον εκεί ερείπιον ήτο ναός ειδωλολατρικός, ο
+δεύτερος ισχυρίζετο ότι ήτο χριστιανική εκκλησία, αν δεν ήτο βαλανείον ρωμαϊκόν, και
+ο τρίτος επέμενεν ότι ήτο, το πολύ, αρχοντικόν μέγαρον, ήτοι πύργος βενετικός,
+επικαλούμενος υπέρ της γνώμης του και το όνομα Πρωί, όπερ έλεγε σχηματισθέν εκ
+του <b>Πυργί</b>, κατά μετάθεσιν γραμμάτων. </p>
+
+<p>Του τελευταίου την γνώμην ησπάζετο απροκαλύπτως, μετέχων της εκδρομής, και ο
+δημοδιδάσκαλος του χωρίου, όστις είχεν ανεγνωρισμένην ειδικότητα εις την
+ετυμολογίαν, «το·<b>άιντε</b> είνε απ' το <b>άγε δη</b>, το <b>αρή</b>, κλητικόν
+επιφώνημα των γυναικών του τόπου, είνε απ' το <b>αρίστη</b>, το <b>βρε</b> είνε
+απ' το μώρε (μωρέ-μ'ρέ- μβρε-μπρε) βρε ». Κ' εξετόξευε κεραυνούς αγανακτήσεως
+κατ' εκείνων οίτινες ζητούσι τουρκικήν παραγωγήν διά τας λέξεις, ενώ είνε τόσον
+εύκολον, έλεγε, ν' ανευρίσκωμεν παντού ρίζαν ελληνικήν. </p>
+
+<p>Ιδού πώς συνέβη το πράγμα. Ο δήμαρχος της πολίχνης, το δεύτερον προ έτους
+εκλεχθείς, είχε φιλοτιμηθή να καλέση εστίασιν, επάνω, εις τον Προφήτην Ηλίαν, τους
+τρεις αρχαιολόγους, μετ' αυτών δε καί τινας άλλους φίλους του. Η συνοδεία είχεν
+ανέλθει επί οναρίων, από της αυγής, τον μέγαν ανήφορον, εις εκατοντάδων τινών
+μέτρων ύψος, όστις εφαίνετο εις τους αγαθούς νησιώτας τόσον υψηλός, όσον και ο
+Κίσσαβος. </p>
+
+<p>Έφθασαν εις τον Άγιον Ηλίαν άμα τη ανατολή του ηλίου, και αφού εδροσίσθησαν
+υπό την εξαίσιον φυλλάδα των μεγαλοπρεπών πλατάνων, κ' έπιον ύδωρ εκ της
+αμφιλαφούς κρήνης, της προχεούσης εις όλην την μαγευτικήν κοιλάδα τα διαυγή της
+νάματα, οι μεν άλλοι εστρώθησαν υπό τας πλατάνους, και παρηκολούθουν με βλέμμα
+θωπευτικόν το ολονέν ροδίζον αρνί εις την σούβλαν, περιμένοντες όσον ούπω ν'
+απολαύσωσιν ως <b>προφταστήρια</b> το ορεκτικόν κοκορέτσι, οι δε πέντε εκ της
+συνοδείας επέβησαν εκ νέου εις τα ονάριά των και διευθύνθησαν εις το Πρωί.
+Ανέβησαν εις το ψήλωμα του βουνού, εκείθεν εκατηφόρησαν δεξιά, διέτρεξαν την
+θέσιν την καλουμένην «τ' Μανώλ' η σουφριά», και μετά πορείαν μιας ώρας έφθασαν
+εις το Πρωί. Εστράφησαν δυτικώτερον προς τα αριστερά, οδεύοντες υπό σύσκιον
+δρομίσκον υπό αδελφωμένας δρυς και πτελέας, και τέλος έφθασαν εις το παλαιόν
+ερείπιον. </p>
+
+<p>Ο συνοδίτης των τριών αρχαιολόγων και του δημοδιδασκάλου, ο πέμπτος, νεανίας
+εικοσαετής, είχε, κατά το φαινόμενον, το αξιώτερον υποζύγιον υπέρ πάντας τους
+λοιπούς, υψηλόν όνον, εύρωστον, πλατυκόκκαλον, και υποκοκκινίζοντα το αφρόν
+τρίχωμα. Και όμως, αντί να τρέχη πρώτος, ήρχετο τελευταίος πάντων των
+συνοδοιπόρων. Ο όνος εφαίνετο αναίσθητος εις όλους τους κτύπους όσους του έδιδεν
+εις τα νώτα ο αναβάτης, με την ράβδον του πρώτον, είτα με αυτό το σχοινίον του
+καπιστρίου. Εφαίνετο ότι δεν είχε φάγει καλά το χόρτον του ή το άχυρόν του, ή ότι ήτο
+αποφασισμένος να πεισμώση εκ παντός τρόπου τον αναβάτην. Όσον ούτος εκτύπα,
+τόσον οκνότερος εγίνετο εκείνος. Ενίοτε εδοκίμαζε να τον ερεθίση υπό την κοιλίαν διά
+των υποδημάτων του. Όλα εις μάτην. Και ήτο θαύμα πώς κατώρθωσε να μη χάνη από
+τους οφθαλμούς τους πολλά βήματα προπορευομένους αυτού τεσσάρας άνδρας, ων
+οι δύο είχον ακολουθούντας και τους αγωγιάτας των. Ούτοι δ' έβλεπον αδιάφοροι την
+βάσανον του τελευταίου αναβάτου, όστις άλλως δεν κατεδέχετο να κράξη αυτούς εις
+βοήθειαν. Τέλος έφθασε και ούτος εις το μέρος, όπου ήτο το σωζόμενον ερείπιον.
+</p>
+
+<p>Μετά την γενομένην επίσκεψιν και τας εικασίας, ας εξέφεραν οι τρεις σοφοί περί
+του τι να ήτο και κατά ποίαν εποχήν να είχε κτισθή το ερείπιον, οικτείραντες και τους
+αρμοδίους διατί να μη διατάξωσι ν' ανασκαφή ο χώρος εκείνος, η μικρά συνοδεία
+εξεκίνησεν, επιστρέφουσα προς συνάντησιν των λοιπών μελών της εξοχικής εκδρομής.
+Αλλ' οι τρεις αρχαιολόγοι και ο δημοδιδάσκαλος είχον φθάσει προ πολλού εις τον
+Άγιον Ηλίαν, και είχαν φάγει το κοκορέτσι, και είχαν πίει ανά δύο μαστίχας, και ήδη
+μετέβησαν εις το σπληνάντερον (ήτο ενδεκάτη ώρα προ της μεσημβρίας), ο δε
+πέμπτος συνοδίτης, μείνας πολύ οπίσω, δεν είχε φανή ακόμη. Παρήλθε δε μία ώρα,
+και είχαν στείλη τους δύο αγωγιάτας οπίσω, προς αναζήτησίν του, όταν αίφνης τον
+βλέπουσι θριαμβευτικώς ελαύνοντα επί του όνου του, όστις έτρεχεν ως ατμάμαξα την
+φοράν ταύτην, και ερχόμενον όχι εκ δυσμών, απ' εκεί οπού τον επερίμεναν όλοι να
+εμφανισθή, αλλ' εξ ανατολών, από το αντίθετον μέρος, ως να ήρχετο δηλαδή από την
+πολίχνην. </p>
+
+<p>Ουδέν απιθανώτερον της απλής αληθείας. Όλη η συνοδεία τότε δεν ήθελε να
+πεισθή ότι ο νέος εκείνος δεν το έκαμεν επίτηδες, διά να τους εκπλήξη. Και όμως ιδού
+τι είχε συμβή. Ο εύρωστος όνος, εννοήσας, φαίνεται, την αδυναμίαν του αναβάτου, το
+είχε παρακάμει την φοράν ταύτην, αφού μάλιστα ήτο και ανήφορος εις την
+επιστροφήν. Δεν ήθελεν απολύτως να βαδίση. Επήγαινε με βραδύτητα χελώνης. Οι
+τέσσαρες λόγιοι είχαν προπορευθή τόσον, ώστε ο πέμπτος συνοδίτης τους έχασε, και
+δεν τους έβλεπε πλέον ούτε τους ήκουε. Πολύ δεν εβράδυνε να εννοήση ότι είχε χάσει
+τον δρόμον, και είχε στραφή, αυτός ή ο όνος του, ανατολικώτερον, προς βαθύ ρεύμα,
+υγρόν, σύδενδρον, σκιερόν, αναμέσον δυο υψηλών κορυφών. Εκεί ανεγνώρισε το
+μέρος. Ήτο το «Κρύο Πηγάδι». </p>
+
+<p>Βαρυνθείς να κτυπά ανωφελώς τον όνον, με τους μηρούς αιμωδιώντας, επέζευσε,
+και κρατών το καπίστρι με την αριστεράν, το ραβδίον με την δεξιάν, εδοκίμασεν αν θα
+ηνάγκαζε τον όνον να βαδίση ελαύνων όπισθεν. Εκεί, με το λεπτόν ραβδίον του,
+ρεμβός, χωρίς να το σκεφθή, εκέντησε το ζώον υπό το σάγμα όπισθεν, εις τα νεφρά.
+Τότε διά μιας ο όνος έλαβε τοιούτον απίστευτον δρόμον, ώστε ο νέος εξαφνίσθη, και
+ολίγον έλειψε να του φύγη το καπίστρι από την χείρα. Τότε λοιπόν ηύρε «τον
+σφιγμόν» του οναρίου. Επέβη εκ νέου, και «πού σε σφάζ', πού σ' πονεί;» ήρχισε να
+κεντά, αλύπητα· το ονάριον έτρεχεν ως βαποράκι. Αναγνωρίσας δε τον δρόμον, ο
+αναβάτης εστράφη δεξιά, και εντός ολίγων λεπτών, από του ανατολικού μέρους,
+έφθασε καλπάζων εις τον Προφήτην Ηλίαν· έφθασε δε ακριβώς την στιγμήν καθ' ην ο
+Δημήτρης ο Μιχογιάννης περιτέχνως λίαν ελιάνιζε το ψητό, κ' εστρώνετο υπό τα
+πελώρια δένδρα η από φτέραις και φυλλάδες πλατάνου ευώδης τράπεζα. </p>
+
+<p>Αλλ' ο Δημήτρης ο Μιχογιάννης δεν ήξευρε μόνον να ψήνη εις την σούβλαν και να
+λιανίζη το σφαχτό· ήξευρε να διηγήται και χρονικά τινα εκ του βίου των ποιμένων και
+των αιπόλων κατά το πρωί, όπου εγγύς είχεν ανατραφεί και αυτός. </p>
+
+<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p>
+
+<p>Ο Γιάννης ο Κούτρης, υψηλός, τεσσαρακοντούτης, άτριχος το πρόσωπον, αρχίζων
+ήδη να ρυτιδούται, όμοιος με γρηάν, είχε συλλάβει το έτος εκείνο (ήτοι προ δύο
+σχεδόν μηνών), διά το Πάσχα, τολμηρόν σχέδιον. Οι ποιμένες των Καλυβιών,
+ολόκληρον συνοικίαν αποτελούντες, εκκλησιάζοντο εις τον Άι-Γιώργη της
+Χ'στοδουλίτσας, οι αιπόλοι των Καμπιών, της Μυγδαλιάς και του Κουρούπη,
+ελειτουργούντο εις τον Άγιον Χαράλαμπον. Οι άμοιροι βοσκοί της Κεχρεάς, τ' Άι-
+Κωνσταντίνου, Άι-Θανασιού, των Μποστανιών και άλλων μερών, ήσαν σκόρπιοι «σαν
+του λαγού τα τέκνα». </p>
+
+<p>Ο Γιάννης ο Κούτρης, όστις επεκαλείτο και «Γιάννης η Γρηά»,
+(<span style='font-size: small;'><a href='#fn1' id='ref1'>1</a></span>)
+ εζήλευε πολύ τον δεύτερον εξάδελφόν του, Γιάννην τον Λαδίκαν, όστις έκαμνε τον
+επίτροπον εις τον Άι-Γιώργη της Χ'στοδουλίτσας, και εις όλα τα εξωκκλήσια όπου
+ετελούντο πανηγύρεις, αρπάζων από τα μανουάλια τα συνημμένα εις ογκώδεις
+δέσμας ημίκαυστα κηρία, πατών αυτά με τα τσαρούχια του διά να τα σβύση, κάτω εις
+τας πλάκας του εδάφους του ναού, προφασιζόμενος ότι ήτο φόβος μη λαμπαδιάσουν,
+αν τα άφηνε ν' αποκαώσι. Ο ίδιος προέτεινε κ' έκτακτον δίσκον, περιερχόμενος τας
+τάξεις των πανηγυριστών, συλλέγων εράνους «για να φτιαστούν η εκκλησιαίς». «Ήταν
+τάχα, Θεός να μας σχωρέση, και παστρικά τα χέρια του;» </p>
+
+<p>Όλα ταύτα εκίνουν την αντιζηλίαν του Γιάννη του Κούτρη. Από την καθαράν
+εβδομάδα του είχεν έλθη η ιδέα, και καθ' όλην την τεσσαρακοστήν την επώαζεν.
+Εμελέτα ν' αποσπάση από το εκκλησίασμα του Αγ. Χαραλάμπους τον Γιώργη τον
+Τρυγολόγο, με την φαμήλιαν του, τους Μιχαλογιανναίους, πατέρα και υιόν, και τους
+Μαυροδημαίους, τεσσάρας αδελφούς με τας γυναίκας, και τα τέκνα των, όπως τους
+σύρη προς το Πρωί, εις το κατάμερον το ιδικόν του, κ' εκεί μετά των υπαρχόντων
+τριών ή τεσσάρων άλλων αιπόλων, να καλέσωσιν ιερέα, όπως εορτάσωσι κατ' ιδίαν το
+Πάσχα. </p>
+
+<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p>
+
+<p>Όσον δυνατός και αν ήτο εις την ετυμολογίαν ο διδάσκαλος, περί ου εμνήσθημεν
+εν αρχή, έν πράγμα παραδόξως ελησμόνει, ότι το ερείπιον εκαλείτο υπό του λαού
+Αγία Αναστασία. Ανατολικόν ήτο το σωζόμενον τμήμα του τοίχου, καμπύλον προς τα
+έξω και φυσικά το εξελάμβανέ τις ως χιβάδα του ιερού βήματος βυζαντινού ναού.
+Μόνον ότι ήτο εκ λίθων μεγάλων, όγκων μαρμάρου οθωνείου σχήματος, λευκών,
+ομαλώς ειργασμένων, και κατά τα άλλα ωμοίαζε με τα λείψανα των πελασγικών
+τειχών. Το τειχίον τούτο, υψηλόν ως ανάστημα ανδρός, ίστατο όρθιον ακόμη. Άλλα
+λείψανα του κτιρίου δεν εφαίνοντο, και δυσκόλως ηδύνατό τις να εικάση το σχήμα, το
+μέγεθος και τον προορισμόν της οικοδομής. Εν τοσούτω εκαλείτο Αγία Αναστασία.
+</p>
+
+<p>Έσωθεν του μικρού τείχους δεν εφαίνετο θυσιαστήριον. Δεν υπήρχεν ίχνος
+επιχρίσματος ή τοιχογραφίας ή άλλο γνώρισμα. Αλλ' εντεύθεν, ίσως, προ οκτώ ή δέκα
+αιώνων, ν' ανεπέμπετο εις τον θρόνον του χριστιανικού Θεού ο καπνός του
+θυμιάματος, και ίσως να προσεφέρετο επί βωμού μη σωζομένου, η λογική και
+άχραντος θυσία, <b>κατά την τάξιν Μελχισεδέκ</b>, όστις ιερεύς ων του Θεού του
+Υψίστου « εξήνεγκεν άρτους και οίνον», ως λέγει η Γραφή. </p>
+
+<p>Αγία Αναστασιά εκαλείτο. Ίσως το πάλαι να ήτο ναός της Κόρης της εξ Άδου ή της
+Εκάτης της φαρμακίδος, και οι χριστιανοί, οι φυσικοί κληρονόμοι της θανούσης
+ειδωλολατρείας, τον εβάπτισαν μετονομάσαντες ναόν της φαρμακολατρίας, κατ'
+αντίφρασιν, ή της Ρωμαίας, απλώς κατά σχέσιν ετυμολογικήν. Και ο παπ' Αγγελής, ον
+είχε παρακαλέσει ο Γιάννης ο Κούτρης να υπάγη να τους λειτουργήση την ημέραν του
+Πάσχα, ηγνόει εις ποτέραν των δύο ομωνύμων ήτο καθιερωμένος το πάλαι ο ναός.
+Διότι υπάρχουσι δύο Άγιαι Αναστασίαι, η Ρωμαία και η φαρμακολύτρια. </p>
+
+<p>Αλλά μη βλέπων θυσιαστήριον ούτε κανδήλας ούτε εικόνας, και μη γνωρίζων
+υπαίθριον λειτουργίαν (τόλμημα το οποίον θα του εφαίνετο ως απλή εις την
+ειδωλολατρείαν επάνοδος), εζήτησε δι' αφελούς σοφίσματος να πείση τους αξέστους
+αιπόλους, ότι το καλλίτερον θα ήτο να υπάγουν να λειτουργήσωσιν εις την Αγίαν
+Άνναν, μικρόν απέχουσαν. «Κ' η Αγία Άννα, είπεν, είνε μισή Αγία Αναστασία». Αλλ' ο
+Γιάννης ο Κούτρης, πονηρός σπανός, του απήντησεν ότι αυτοί «δεν ήθελαν να κάμουν
+μισή Ανάστασι, αλλ' Ανάστασι σωστή». </p>
+
+<p>Οι αιπόλοι εφρόνουν ότι η Αγία Αναστασία είνε αυτή η Ανάστασις. Και βεβαίως
+δεν ηδύναντο να είνε ευμαθέστεροι του γέροντος εκείνου ιερέως, όστις, ερωτηθείς
+προ χρόνων αν η Αγία Κυριακή ή η Μεταμόρφωσις είνε μεγαλειτέρα, απήντησεν
+αδιστάκτως ότι «η Αγία Κυριακή είνε μεγαλείτερη, διότι εορτάζεται καθ' εβδομάδα,
+ενώ η Μεταμόρφωσις μόνον μια φορά τον χρόνον είνε ». Και μήπως πλείστοι ακόμη
+και σήμερον δεν νομίζουν ότι ο περίκλυτος ναός της του Θεού Σοφίας είνε εις τιμήν
+της μεγαλομάρτυρος Αγίας της ΙΖ' Σεπτεμβρίου; </p>
+
+<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p>
+
+<p>Ο Γιάννης η γρηά δεν ήθελε μόνον να εορτάση με τους συννομείς του χωριστά την
+Ανάστασιν, εις το κατάμερόν του, αλλ' επεθύμει και να τελεσθή η Ανάστασις αύτη όχι
+εις άλλην εκκλησίαν, αλλ' ωρισμένως εις την Άγι' Αναστασά. Αφού το πάλαι ήτο
+εκκλησία, αφού ο χώρος ήτο καθιερωμένος εις λατρείαν Χριστού, διατί τάχα να μη
+λειτουργήται; Μάτην ο παπ' Αγγελής εξώδευεν όλην την ολίγην μάθησίν του και την
+έμφυτον λογικήν του διά να τον πείση ότι εζήτει παράλογα. Ο αιπόλος έμεινεν
+αμετάπειστος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πώς θα λειτουργήσω, βλοημένε, 'σε ξεσκέπαστο μέρος; του έλεγεν ο
+ιερεύς. Είδες ποτέ σου λειτουργία αποκάτ' απ' ταστέρια; </p>
+
+<p>&nbsp;— Και μήγαρις η Ανάστασι δεν ψάλλεται παντού στο ξεσκέπαστο;
+αντέλεγεν ο βοσκός· έχουν, ας πούμε, εκκλησιαίς καλοχτισμέναις, με πλάκες και με
+κεραμίδια, και βγαίνουν, κατάλαβες, απ' την εκκλησιά όξου για να κάμουν Ανάστασι·
+κ' ημείς που δεν έχουμ' εκκλησιά, ας πούμε, δεν μπορούμε, κατάλαβες, να κάμουμ'
+Ανάστασι 'ς ένα ξεσκέπαστο μέρος, που ήταν μια φορά κ' έναν καιρό, κατά πώς λένε,
+εκκλησία; </p>
+
+<p>Ο ιερεύς τον εκύτταξεν εν αμηχανία προς στιγμήν, είτα το βλέμμα του εφωτίσθη,
+ως να του ήλθεν ιδέα, και είπε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Κάμνουν Ανάστασι όξου απ' της εκκλησιαίς, ναι· μα λειτουργία;... πώς
+θα λειτουργήσουμε; </p>
+
+<p>&nbsp;— Απάνου στα μάρμαρα, πού ήταν μια τ' άι-δήμα, ας πούμε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μα δεν είνε Αγία Τράπεζα εγκαινισμένη. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τον παλαιό καιρό, που την είχαν κτίσει, κατάλαβες, δεν ήταν
+συγκαινιασμένη; </p>
+
+<p>&nbsp;— Το πηδάλιο λέει, όταν βεβηλωθή μία εκκλησία, να μη λειτουργιέται, αν
+δεν ξανακτισθή κ' εγκαινιασθή πάλι. </p>
+
+<p>Επί τέλους ο παπ' Αγγελής ίσως θα τον έπειθε να μεταβώσιν εις την Αγ. Άνναν, ήτις
+δεν απείχε πολύ, και ήτο κι' αυτή, κατά δεύτερον λόγον, <b>γειτόνισσά του</b>, όπως
+εκαυχάτο ο αιπόλος λέγων ότι την Αγία Αναστασία «την είχε γειτόνισσα». Αλλ' ο
+αγαθός ιερεύς δεν έπειθεν ο ίδιος τον εαυτόν του ότι ηδύνατο ακατακρίτως να
+λειτουργήση και εις την Αγίαν Άνναν. </p>
+
+<p>Ο ναΐσκος ούτος είχε την στέγην του· το θυσιαστήριον, εισέχον έγκιστον εις τον
+τοίχον, και η Πρόθεσις, εκαλύπτοντο από δύο σπιθαμάς χώματος και λίθων, πεσόντων
+από του ύψους της χιβάδος, το εικονοστάσιον ήτο ορθόν ακόμη, αλλ' αι θυρίδες του
+έχασκον έρημοι εικόνων, και τα δύο παράθυρα του βορείου και του νοτίου τοίχου
+έφεγγον και αυτά άφρακτα, και ο άνεμος εβόιζεν εισπνέων δι' αυτών και εκπνέων.
+Ωμοίαζε με γραίαν νωδήν, με τας κόγχας κενάς ομμάτων, με τα ώτα βομβούντα από
+ήχους φαιδρών φωνών παιδίων, χλευαζόντων σκληρώς την αδυναμίαν της. Δεν
+υπήρχεν ούτε κανδήλιον ευσεβώς αναφθέν εκ ταξίματος ευλαβούς προσκυνητρίας,
+ούτε μανουάλιον διαχέον παρήγορον φως εις τας ημαυρωμένας μορφάς των
+ηκρωτηριασμένων εις τους τοίχους ολίγων αγίων, εις το παρεκκλήσιον το
+αφιερωμένον ποτέ εις το γενέσιον της Θεοτόκου, το οποίον εκαλείτο συνήθως
+Παναγίτσα, υπ' άλλων δε Αγία Άννα. Αλλ' ο παπ' Αγγελής εδίσταζεν αν, και με
+αλλαχόθεν δανειζομένας εικόνας, και με αναρτώμενα προχείρως κανδήλια,
+επετρέπετο να τελέση λειτουργίαν εκεί. </p>
+
+<p>Τέλος ο ιερεύς εύρε μέσον τινά όρον, και τον ανεκοίνωσεν εις τον Γιάννην τον
+Κούτρην. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ας ήναι, μπορούμε να κάμωμε Ανάστασι στην Αγία Αναστασιά, είπε, και
+αμέσως παίρνετε όλοι τα πράγματά σας, και της λαμπάδες σας αναμμέναις, και
+πηγαίνομεν κάτου στην Παναγία Δομάν, και σας λειτουργώ εκεί. </p>
+
+<p>&nbsp;— Στην Παναγιά την Δομά;... μα είνε μακρυά. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ως πόσο;... Σε μισή ώρα φθάνουμε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Είνε, νάχω τ'ν ευκή σ', παπά, παραπάνω από μια ώρα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν θα είνε παραπάν' από τρία τέταρτα. Όλ' η νύχτα δική μας είνε.
+Έχουμε καιρό να φθάσουμε. </p>
+
+<p>Ο Γιάννης ο Κούτρης υπεχώρησε, μη έχων άλλως να πράξη. </p>
+
+<p>Ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν εις το ύπαιθρον, φορέσας μαύρον επιτραχήλι, και
+ήρχισε ν' αναγινώσκη την παννυχίδα, και το <b>Κύματι θαλάσσης</b> όλα διαβαστά.
+Είτα ανάψας εντός του θυμιατού μοσχολίβανον, εθυμίασε τους παρεστώτας όλους,
+και ποιήσας απόλυσιν, έβγαλε το μαύρον επιτραχήλι, εφόρεσεν άλλο ιόχρουν
+μεταξωτόν και λευκόν φαιλόνιον (όλα αυτά τα εξήγαγεν από το δισάκκιον το
+περικλείον τα ιερά του), και ανάψας λαμπάδα, στραφείς προς τον λαόν, ήρχισε να
+ψάλη μελωδικώς το <b>Δεύτε λάβετε φως</b>, μεθ' ο έψαλε, <b>Την Ανάστασίν σου
+Χριστέ σωτήρ</b>. Και αφού ήναψαν τας λαμπάδας όλοι, αναγνούς το Ευαγγέλιον, και
+δοξάσας την αγίαν Τριάδα, ήρχισε μεγάλη και βροντώδει τη φωνή να ψάλη το
+<b>Χριστός ανέστη</b>, αντιψάλλοντος και του υιού του, παιδιού δωδεκαετούς, όστις
+τον είχε συνοδεύσει ως συλλειτουργός εις την εκδρομήν. </p>
+<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/0023.jpg" width="551"
+height="423"
+alt="ήρχισε να ψάλη το Χριστός ανέστη" border="2" /><br /></p>
+<p>Ωραία και γλυκεία ήτο η σκηνή εντός του ερειπίου εκείνου, του μεγαλομαρμάρου
+και επιβλητικού εις την όψιν, αγλαϊζομένου από το τρέμον, υπό την πνοήν της αύρας
+της νυκτερινής, φως πεντήκοντα λαμπάδων, σκηνή φωτεινή και σκιερά, διαυγής και
+μυστηριώδης, εν μέσω γιγαντιαίων δρυών υψουσών υπερηφάνους τους εις
+διαδήματα κορυφουμένους κραταιούς κλώνους, με τα φρίσσοντα φύλλα μαρμαίροντα
+ως χρυσαί φολίδες υπό την λαμπηδόνα των πυρσών, με σκιάς και σκοτεινά κενά εν
+μέσω των κλάδων, όπου εφαντάζετό τις ελλοχεύοντα αόρατα πνεύματα, υπάρξαντα
+πάλαι ποτέ Δρυάδες εύσωμοι και Ορεστιάδες ραδιναί, ελευθέρως ανάσσουσαι ανά
+τους πυκνούς δρυμώνας, και σήμερον μεταμορφωθείσαι εις νυκτερινά τελώνια, και μη
+τολμώσαι να προβάλωσιν εις το φως των αναστασίμων λαμπάδων· αναθαρρήσασαι
+προς καιρόν εκ της φυγαδεύσεως του χριστιανικού Θεού από του καλλιμαρμάρου
+ιδρύματος, και τώρα μετά θάμβους βλέπουσαι την αναζωπύρησιν των πασχαλίων
+πυρσών και οσφραινόμεναι την οσμήν του χριστιανικού μοσχολιβάνου εις τα βάθη
+του δρυμώνος. </p>
+
+<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p>
+
+<p>Ενώ ο ιερεύς έλεγεν ομαλή τη φωνή τα ειρηνικά, και ηύχετο υπέρ της ευσταθείας
+των εκκλησιών, ευφορίας των καρπών της γης, κτλ. όπισθεν του πρώτου πελωρίου
+κορμού της χιλιετούς δρυός, ον τρεις άνδρες συνάπτοντες τας οργυιάς, μόλις
+ηδύναντο ν' αγκαλιάσωσιν, ηκούετο βραχύς διάλογος, οίος ο εξής, μεταξύ τριών ή
+τεσσάρων αιπόλων, ων ο πρώτος, Γιάννης ο Κούτρης, έλυεν απαντών τας απορίας των
+άλλων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ντουγρού, ντουγρού; </p>
+
+<p>&nbsp;— Ταμάιμα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μονοκοπανιά; </p>
+
+<p>&nbsp;— Τα ίσα, ζέρ; </p>
+
+<p>&nbsp;— Σ'μ Παναϊά τ' Ντομάν; </p>
+
+<p>&nbsp;— Ντούρμα, παπάς έτσ' είπε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Του ρέμμα-ρέμμα; </p>
+
+<p>&nbsp;— Δε-δε-πάμι; </p>
+
+<p>&nbsp;— Δε πάμι, ζερ! </p>
+
+<p>Αλλ' ο διάλογος ούτος διεκόπη υπό της φωνής του ιερέως, όστις εν τω μεταξύ
+απεδύθη τα άμφια, κ' έκραξεν εις το ποίμνιόν του. </p>
+
+<p>«Είστ' έτοιμοι; πάμε!» Δύο των αιπόλων έσπευσαν να φορτώσωσι τα ιερά, ως και
+τα καλάθια των ποιμενίδων τα περικλείοντα εορτάσιμά τινα εφόδια, εις πέντε ή έξ
+ονάρια, ο ιερεύς επέβη εις το έβδομον, και οι άλλοι πεζοί, οι μεν κρατούντες τας
+λαμπάδας των αναμμένας, με την αριστεράν, προσπαθούντες, με την δεξιάν, να
+σκεπάσωσι την λαμπήν από της πνοής της απογείου αύρας, οι δε ανάψαντες μικρά
+φαναράκια, χρήσιμα εις τους αιπόλους διά τους νυκτερινούς επαυλισμούς και τους
+αμολγούς των αιγών των, εξεκίνησαν κατερχόμενοι προς βορράν, είτα εστράφησαν
+ανατολικώτερον, βαίνοντες διά κακοτοπιάς εφ' ης δεν θ' αντείχον άλλοι πόδες παρά
+τους ιδικούς των, ελαφρά πατούντες με τα τσαρούχια τα περιβάλλοντα τους
+ευκινήτους πόδας των, βιάζοντες τα γαϊδουράκια να τρέχωσι, σύροντες μάλλον αυτά
+εις τον δρόμον, τοποθετούμενοι εξ αριστερών ως έμψυχα δίκρανα, προς υποστήριξιν
+των φορτωμένων υποζυγίων εις τα κρημνωδέστερα μέρη. Δύο ή τρεις αυτών, με τας
+κάπας των, ήρχοντο τελευταίοι, μετά συριγμών και ακατανοήτων μονοσυλλάβων,
+άγοντες τα αιπόλιά των, με τα μικρά ερίφια διά χαριεστάτων σκιρτημάτων τρέχοντα
+παρά τας μητέρας των, βελάζοντα ερωτηματικώς, εις α αι αίγες απήντων αορίστως, μη
+έχουσαι πώς να εξηγήσωσι την ασυνήθη νυκτοπορίαν. </p>
+
+<p>Η σελήνη είχεν ανατείλει προ του μεσονυκτίου, και ο δίσκος της υπέρυθρος
+ολίγον, εφαίνετο όπισθεν των κορυφών υψηλών δένδρων, πότε εκρύπτετο, κατά τους
+ελιγμούς της πορείας, όπισθεν του βουνού. Και οι θάμνοι εσείοντο πανταχού όθεν
+διέβαινεν η πομπή, και τα έντομα εξεγείροντο παράωρα εκ του ύπνου των, καί τινα
+μυιγάρια εξορμώντα επέτων φαιδρώς περί τας ανημμένας λαμπάδας, υποβοΐζοντα,
+καίοντα τας μικύλας πτέρυγάς των ή καταστρέφοντα μετά τελευταίου βόμβου την
+εφήμερον ύπαρξίν των εις την πρόσψαυσιν της φλογός. </p>
+
+<p>Τα νυκτοπούλια έφευγον φοβισμένα από σχοίνον εις κόμμαρον, από αιμασιάν εις
+δένδρον, προσθέτοντα τον ελαφρόν θρουν των πτερύγων των εις το αβρόν εναρμόνιον
+φύσημα της αύρας της ορθρίας. Και η αγραμπελιά η χιονανθής, η λευκάζουσα και
+μυροβολούσα εις τους φράκτας, λευχείμων μυροφόρος εορτάζουσα την Ανάστασιν,
+και ο κισσός και το αγιόκλημα, πλόκαμοι της Ανοίξεως εξαπλούσης την μυροβόλον
+κόμην της ανά τους αγρούς, διέχυνον ζωηροτέραν εν τη νυκτί την ευωδίαν των εις τον
+αέρα. Και η αργυρά αμμόκονις των άστρων ωλιγόστευεν επάνω, καθ' όσον υψούτο η
+σελήνη, και η αηδών ηκούετο μινυρίζουσα βαθειά εις τον μυχόν του δάσους, και ο
+γκιώνης μη δυνάμενος να διαγωνισθή προς την λιγυράν αδελφήν του, έπαυσε προς
+καιρόν το θρηνώδες άσμα του. </p>
+
+<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p>
+
+<p>Είχαν κατέλθει ήδη πολύ βαθειά, κάτω εις το ρεύμα, και αντικρύ των, έβλεπον
+μακράν το πέλαγος, κυανήν οθόνην, αμυδρώς επαργυρουμένην από τας ακτίνας της
+σελήνης. Ηκούσθη δε μετ' ολίγον βαθύς παφλασμός ως χειμάρρου καταφερομένου
+μετά δούπου από των βράχων, κρότος συνεχής, ισχυρός, μονότονος. Ήτο το ρεύμα της
+Παναγίας της Δομάν, από των υδάτων του οποίου είκοσι νερόμυλοι υδρεύοντο το
+πάλαι και πολλαί εκατοντάδες στρέμματα κήπων με κλιμακωτάς αιμασιάς επιαίνοντο
+από το δροσερόν νάμα του. Εκεί αντικρύ, προέκυπτεν επ' άκρας της θαλάσσης το
+παλαιόν φρούριον, το οποίον ήτό ποτε κατοικία ανθρώπων, πριν γείνη γλαυκών
+φωλεά και λάρων ορμητήριον. Εις το ακένωτον ρεύμα της Παναγίας της Δομάν
+ωφείλετο η ευδοκίμησις πάσης φυτείας και πάσης βλαστήσεως κατά τους παλαιούς
+εκείνους χρόνους. </p>
+
+<p>Ήτο ήδη ως δύο μετά τα μεσάνυκτα, όταν ο παπ' Αγγελής και οι αιπόλοι του
+έφθασαν εις την Παναγίαν της Δομάν. Το μικρόν εξωκκλήσιον ήτο κτισμένον υπό
+συστάδα πελωρίων δένδρων, περίβαλλόμενον γραφικώς υπ' αυτών, σκεπαζόμενον
+φιλοστόργως από τους κλώνους των. Ο ναΐσκος ήτο πενιχρός, αλλά διετηρείτο και ήτο
+λειτουργήσιμος. Ήτο δε εν των ολίγων ναϊδίων όσα εσώζοντο όρθια από της παλαιάς
+εποχής. Γείτονες αυτού, χαμηλότερα προς την θάλασσαν, ήσαν το πάλαι, εντός της
+κοιλάδος της συνεχομένης μεταξύ δύο ακτών, πάμπολλοι ναΐσκοι, έως τέσσαρες
+δωδεκάδες. Οι πλείστοι ήσαν σήμερον ερείπια. Η Παναγία της Δομάν, απλή
+αναπαράστασις της Ζωοδόχου Πηγής του Βυζαντίου και περιβαλλομένη ως με
+στέφανον από τον αειθαλή κόσμον των πελωρίων δένδρων της, ίστατο ακόμη ορθή, κ'
+εφαίνετο λέγουσα προς τους αδελφούς της, όσοι είχαν γονατίσει, καταβληθέντες από
+τον κάματον της διά τόσων αιώνων πορείας· «Παρηγορηθήτε, σας αντιπροσωπεύω
+εγώ!» </p>
+
+<p>Η ευσεβής τάσις του λαού, ζητούντος, διά του πολλαπλασιασμού των εξωκκλησίων
+ανά τα όρη και τας κοιλάδας, να παρηγορηθή διά την στέρησιν των τόσων το πάλαι
+ιερών και βωμών του, λησμονούντος τους παλαιούς θεούς του χάριν των νέων αγίων
+του, κατίσχυσε της αυστηροτέρας και δογματικωτέρας θεωρίας, καθ' ην
+απηγορεύοντο εις τους Χριστιανούς οι αγροτικοί ναοί. Ακριβέστεροι δέ τινες ερμηνείς
+του γράμματος, ιερομόναχοι και ασκητικοί άνδρες, ηρνούντο και να λειτουργούσιν εις
+εξωκκλήσια. </p>
+
+<p>Αλλά το αίσθημα είνε ανώτερον της θεωρίας, και ο λαός, δουλεύων,
+τυραννούμενος, πενόμενος, αγροδίαιτος, διασπειρόμενος κατά κώμας και χωρία, μη
+έχων πόρους να κτίση μεγάλας και λαμπράς εκκλησίας, έκτιζε πολλάς και πενιχράς. Ο
+δε Σωτήρ, συγκαταβατικώτερος των επισήμων επί γης διερμηνευτών του,
+«μνημονεύων των επί γης διατριβών», καθώς είπεν ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος,
+ενθυμούμενος την πενιχράν προσφοράν της χήρας, εδέχετο και του πένητος λαού του
+τον ευσεβή φόρον, καθώς εδέχθη εκείνης τα δύο λεπτά. </p>
+
+<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p>
+
+<p>Εν ριπή οφθαλμού εφωταγωγήθη το παρεκκλήσιον, και αι ποιμενίδες ήναψαν
+πάμπολλα κηρία εις τα δύο μανουάλια, και ανάψασαι πυρ εις το υπήνεμον έξω της
+θύρας στήσασαι μεγάλην χύτραν, παρεσκεύαζον την σούπαν. Δύο εξ αυτών νεόνυμφοι
+εφόρεσαν τα κόκκινα φουστάνια των, και τα βαβουκλιά των με τα κεντητά προμάνικα
+και τα τ'λουπάνιά των τα λευκά. Και ο ιερεύς, λαβών καιρόν, εφόρεσεν όλην την
+ιερατικήν του στολήν, και ο υιός του, ο συλλειτουργός έψαλλε τον κανόνα. </p>
+
+<p>Ο Γιάννης ο Κούτρης, πραγματοποιήσας το όνειρόν του, του να παρίσταται εις την
+εκκλησίαν ως επίτροπος, επεστάτει εις το άναμμα και σβύσιμον των κηρίων, πατών
+αυτά, ενίοτε με το τσαρούχι του, μιμούμενος τον εξάδελφόν του τον Γιάννην τον
+Λαδίκαν, και όστις ίστατο δεξιόθεν εις τον χορόν ως προεστώς με τόσην σοβαρότητα,
+ώστε βλέπων τις αυτόν θα τον ενόμιζε ψάλτην, εξ ιδιοτροπίας σιωπώντα. Την στιγμήν
+δ' εκείνην εισελθούσα εις τον ναΐσκον η δωδεκαέτις κόρη του, το Κουμπώ, ισταμένη
+τέως έξω παρά τον παραστάτην, επιστατούσα εις το κάγχασμα της χύτρας, του λέγει
+εις το ους. </p>
+
+<p>&nbsp;— Αφέντ', έρχουντη κόσμους. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ποιοι και ποιοι; είπεν εξαφνισθείς ο Κούτρης. </p>
+
+<p>&nbsp;— Έρχοντη ο Δημητράκης τσ' Κότσηνας, μαζύ με τη γυναίκα τ' Απ'μηνιώ, και
+ο Γιάννης τσ' Κ'σττάλους κι' ο μπάρμπα-Γιώργης... </p>
+
+<p>&nbsp;— Ποιος μπάρμπα-Γιώργης; </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο Γιώργης τ' Παναϊώτ'. </p>
+
+<p>Ως κεραυνός έπεσε το όνομα τούτο εις την ακοήν του Γιάννη του Κούτρη. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο Γιώργης τ' Παναϊώτ'! επανέλαβε μηχανικώς, κ' εξηκολούθησεν,
+ερωτών την θυγατέρα του, ως εάν είξευρεν αύτη. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι δεν κάμανε Ανάστασ' στουν Άι-Χαράλαμπον; </p>
+
+<p>Διότι ηπόρει πώς εξέπεσε προς τα εδώ, ο Γιώργης τ' Παναϊώτ'. Αυτός έκαμνεν
+αυτοδικαίως τον προεστόν εις τον Άγιον Χαράλαμπον, τι να συνέβη τάχα, και διατί δεν
+επήγεν εις τον ναόν του Αγίου; Μήπως του αφήρεσαν το προεστ'λίκι απ' εκεί; </p>
+
+<p>Αυτός, ο Γιάννης ο Κούτρης, διατί ίσα-ίσα έβαλε τα δυνατά του, αποφασίσας να
+κάμη εφέτος χωριστήν Ανάστασιν με τους γείτονάς του, εις το κατάμερον το ιδικόν
+του; Διά ν' απαλλαχθή από το φορτικόν θέαμα του δευτέρου εξαδέλφου του, του
+Γιάννη Λαδίκα, εις τον Άι- Γιώργη της Χ'στοδουλίτσας, ή αυτού του Γιώργη τ'
+Παναγιώτ', εις τον Άι-Χαράλαμπον, οίτινες έκαμαν και οι δύο τον προεστόν και τον
+επίτροπον, εκάτερος εις το κατάμερόν του, ανάπτοντες και σβύνοντες τα κηρία,
+ψιθυρίζοντες επιδεικτικώς εις το ους του ιερέως παρά την βορείαν θύραν του ιερού
+βήματος, περιφέροντες ελευθέρως δίσκον, με την επωδόν «Το λάδι της εκκλησίας,
+χριστιανοί!» και κάμνοντες «κ'μάντο, 'σε ούλα τα πάντα», εντός κ' εκτός του ναού. Και
+τώρα, αφού κατώρθωσε να ψαλή η Ανάστασις εις την Αγία Αναστασία, εις το
+ύπαιθρον, αφού απέσπασε τόσους βοσκούς από τα κατάμερα τα άλλα, αφού τους
+εκουβάλησε μεσάνυχτα, από την Αγία Αναστασία εις την Παναγίαν Δομάν, με τας
+γυναίκας των, με τα παιδιά των, με τα κοπάδια των, με τα κατσικάκια βελάζοντα
+σπαρακτικώς περί τας αίγας, έμμελλε πάλιν να καταδικασθή να υποστή την
+πρωτοκαθεδρίαν αυτού του Γιώργη τ' Παναγιώτ', ως γεροντοτέρου, ως έχοντος τάχα
+δικαιώματα. Ποία δικαιώματα; </p>
+
+<p>Ας έβγαζε ταις μπολλέτταις του να ταις διαβάσουν! Κ' οι δύο, τάχα, ας πούμε,
+γράμματα δεν ήξευραν, αλλ' ήτον ο παπ' Αγγελής εκεί, ν' άχουμε την ευχή του, πού θα
+ταις εδιάβαζε... Η δουλειά του ήτον να διαβάζη — Αλλ' όχι! δεν παρεχώρει τα
+πρωτεία. Θα έκαμνε πως δεν τον είδε, και θα εκύταζε, <b>ντου-γρού</b>, προς το
+άγιον βήμα, χωρίς να στραφή επί στιγμήν προς δυσμάς, ωσάν θεοφοβούμενος πού
+ήτον, ν' ακούση μετά προσοχής την λειτουργίαν του. Ήτο εν τω δικαίω του, ευρίσκετο
+εις το κατάμερόν του... Αλλ' ενταύθα ο Γιάννης ο Κούτρης επάγωσεν, ο παλμός
+εσταμάτησε προς στιγμήν. Δεν ευρίσκετο εις το κατάμερόν του! Τουναντίον, είχε
+πατήσει τα σύνορα, είχε μεταβή εις ξένον κατάμερον... Α! κι' αυτός ο παπ' Αγγελής,
+που επέμενε μη θέλων να λειτουργήση εις την Αγ. Αναστασά... Εκεί,
+αδιαφιλονεικήτως, ο Κούτρης θα ήτο εις το κατάμερόν του. Αλλ' εδώ εις την Παναγίαν
+την Δομάν ευρίσκετο ακριβώς εις το κατάμερον του Αγίου Χαραλάμπους, εις την
+δικαιοδοσίαν τ' Γιώργη τ' Παναγιώτ'! </p>
+
+<p>Τι να κάμη; Και αυτός «ο Γιώργης τ' Παναϊώτ'», κατάλαβες, δεν ήτον κανείς
+τυχαίος, εξήσκει ισχύν και γοητείαν επί το πλήθος των αιγοβοσκών και των ποιμένων.
+Και ιδού, εισήλθεν ήδη εις το παρεκκλήσιον. Ήτο υψηλός, εύσωμος, ωραίος ανήρ, με
+εύγραμμον το πρόσωπον και με κανονικούς χαρακτήρας. Ήτο ως εξήντα ετών, αλλά
+μόλις ήρχιζαν, εις την πλουσίαν μέλαιναν κόμην του, τρίχες τινές να λευκάζωσιν εδώ κ'
+εκεί. Είχε φθάσει την πρώτην εν αρχή του αιώνος εξέγερσιν, την του 1808. Είχεν
+ομιλήσει με τον Σταθάν, είχε προσφέρει με τας ιδίας του χείρας κοκορέτσι εις τον
+Βλαχάβαν, είχε στρατευθή υπό τον Νικοτσάραν. Και όλον το ήθος του, η όψις του οι
+τρόποι του, αι κινήσεις του, και τώρα ακόμη μετά σαράντα έτη, καθ' ην στιγμήν
+εισήρχετο εις τον ναΐσκον, εφαίνετο ότι ήτο εις νεύματα και χειρονομίας μετάφρασις ή
+μιμική παράστασις του παλαιού διστίχου: </p>
+
+<p class="poem">Στο Σκιάθο και στο Σκόπελο ποτέ κατής δεν κρένει,<br />
+γιατί ην, λιμέρι του Σταθά, βίγλα του Νικοτσάρα. </p>
+
+<p>Ο Κούτρης, αισθανθείς αυτόν ότι εισήρχετο, διιδών τον <b>διακαμόν</b> του
+εισερχόμενον εις τον ναΐσκον, με όλην του την απόφασιν ην είχε να μη στραφή να τον
+ίδη, έστρεψεν ακουσίως την κεφαλήν, και τα βλέμματά των συνηντήθησαν. Ο Γιώργης
+τ' Παναγιώτ', αφού ησπάσθη τας εικόνας, ήλθε κ' εστάθη όπισθεν του Κούτρη, όστις
+δεν ηδύνατο πλέον να προσποιηθή ότι δεν τον είδεν. Άλλως ο Γιώργης τ' Παναγιώτ'
+δεν του έδωσε καιρόν να σκεφθή, διότι κύψας εις το ους του ήρχισε με πονηρόν
+μειδίαμα να του λέγη. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μ' πήρες απ' του κατάμερου του Γιώργη του Τρυουλόου, μ' πήρες κη τσ'
+Μιχουγιανναίοι, πατέρα κη γυιό, μ' πήρες κη τσ' τέσσιρις Μαυρουδ'μαίοι, κι'
+απουμείναμι λιουστοί στουν άι-Χαράλαμπου. Υ παπάς ο άιχαραλαμπίτ'ς λείπ', ξέρ'ς,
+είνε στουν Κουτκιά μέσα, στα χουριά. Υ παπάς απ' μ Παναϊά, κάτου στη χώρα, δε
+θέλησε ναρθή, γιατ' είμαστε λίοι, κη δε μαζουνώμαστε πουλλοί, για να βγάλη τουν
+κόπου τ', ας πούμε. Υ παπάς απ' τουν Άι-Γιάννη τσ' Τρεις Ιεράρχοι, ο άλλους είνε
+φημέριους, γιατί τουν παπ' Αγγελή, πούταν απ' όξου, μας τούνε 'πήρις. Κουντέψαμι ν'
+απουμείνουμι αλειτρούητοι, τέτοια μέρα, γιατί δε ξέραμι 'σαί ποιά εκκλησιά θελά-
+πάτι ν' αναστήσητε. Τότις κ' εγώ είπα, ας σ'κουθώ να πάου πίσου, ζ' Κιχριά, μπέλες κη
+τσ' βρω π'θηνά, ση κανένα ξουκκλήσ', κη πηρνώντας απ' ν Δουμάν, σα ξαγναντήσου
+του Κάστρου, θα καταλάβου, μαθέ, σα διώ π'θηνά φέξου, ανισώς κ' είνε 'σεί κανένα
+ρημουκκλήσ' τ' Καστριού κι' ανασταίνουνε. Μα δεν ώλπιζα, αλήθεια, πως θελά-ρθήτε
+τ' Δουμάν, μες το κατάμερό μ'! </p>
+
+<p>Εκ της εξηγήσεως ταύτης ενόησεν, ολίγον αργά, ο Γιάννης ο Κούτρης, ότι με όλα τα
+σχέδιά του και τας ενεργείας του, όσον μακρύτερα έφευγε τον Γιώργη τ' Παναγιώτ' και
+την προεστωσύνην του, τόσον σιμότερα επήγαινε και εις αυτόν και εις το κατάμερόν
+του. Διότι δεν αρκεί να φεύγη τις, πρέπει και να μη καταδιώκεται, ή τουλάχιστον να
+ηξεύρη προς ποίον μέρος να κατευθυνθή. </p>
+
+<p>Δεν είχεν ή να του παραχωρήση τα πρωτεία, κ' εκείνος άλλως του τα επήρε, πριν
+ούτος του τα παραχωρήση. </p>
+
+<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p>
+
+<p>Περί το λυκαυγές, έληξεν η λειτουργία, και ο ουρανός πορφυρίζων εκεί προς
+ανατολάς έσμιγε με την θάλασσαν κυανήν απλουμένην κάτω, η δε σελήνη ωχρίασε
+και τα ολίγα άστρα ανά έν έσβυναν τρέμοντα εις τον αιθέρα. Και η Ηώς ανέτειλε με
+όλην την πορφυράν αίγλην καλλωπίζουσα με γλυκύ ερύθημα βουνά, κοιλάδας και
+δάση. Εφάνη δε τότε, αποβαλούσα την μυστηριώδη της νυκτός περιβολήν, εν όλη τη
+καλλονή της, η μαγευτική θέσις της Παναγίας Δομάν. Δεξιά το υψηλόν, βραχώδες και
+τεμνόμενον από ευθαλείς χαράδρας βουνόν το απολήγον εις την κρημνώδη ακτήν του
+Κουρούα. Αριστερά λόφοι κοιλάδες, και δάση γραφικώς εναλλάσσονται εις το βλέμμα.
+Αντικρύ ο γυμνός και άγριον μεγαλείον αποπνέων βράχος του Κάστρου, με τα δύο προ
+αυτού πετρώδη νησίδια, και πέραν πέλαγος αχανές, φωσφορίζον εις τας πρώτας
+ακτίνας του υποφώσκοντος ηλίου. </p>
+
+<p>Εις το βάθος δε του ορίζοντος, προς βορράν η Χαλκιδική με τους τρεις λαγμούς
+της, υπέρ ους εξέχει ως βαθμίς κεραυνωθείσης τιτανείου κλίμακος προς ανάβασιν εις
+τον ουρανόν, ο λευκόφαιος κώνος του Άθω με την κορυφήν εις τα σύννεφα, προς
+δυσμάς το Πήλιον με τας αναριθμήτους κοιλάδας του και με τη θεσπεσίαν του
+βλάστην, και πέραν αυτού η κορυφή του Κισσάβου, ως κεφαλή εμπηγμένη επί κορμού
+ξένου. Και το ρεύμα της Παναγίας Δομάν δεν κατεφέρετο πλέον ως πριν μετά βαθέος
+παφλασμού εις την βραχώδη κοιλάδα, αλλ' άμα τη ανατολή της ημέρας το νερόν
+έρρεε μορμυρίζον μαλακώς κυλιόμενον επάνω εις τα βρύα και εις τα αγριοσέλινα,
+διότι εξύπνησαν της ημέρας οι πολλοί και προσφιλείς κρότοι. </p>
+
+<p>Τέλος εφάνη του ηλίου η πρώτη ακτίς, και ανέθορεν από της θαλάσσης μία πυρίνη
+παμφαής γραμμή του πανεκλάμπρου φωστήρος. Και την ιδίαν στιγμήν ηκούσθη
+πρώτη μεγάλη κ' επιβλητική φωνή, ο κλαγγασμός του αετού, χαιρετίσαντος την
+ανατολήν του ηλίου επάνω εις το βουνόν, από της αφθάστου και απατήτου επί των
+απορρώγων βράχων καλιάς του. Και δευτέρα χαιρετιστήριος φωνή ηκούσθη ο
+κακκαβισμός του ιέρακος, ο κρωγμός του ιέρακος επάνω εις το βουνόν, εις μίαν
+υψηλήν χαράδραν του ιλιγγιώδους βουνού του Κουρούπη, εκεί επάνω. Και τρίτη
+φωνή κλιμακηδόν εχαιρέτισε το παμφαές άστρον της ημέρας, ο τιτυβισμός της
+πέρδικος και της τριγόνος εις το μεσοϋψές της κοιλάδος. </p>
+
+<p>Και τελευταία αμέσως εχαιρέτισε διά του μινυρισμού της την ανατολήν του ηλίου
+η γλυκεία χελιδών, η επανευρούσα κ' εφέτος την φωλεάν της άθικτον εις τα ιερά
+σκηνώματα, εις τον οίκον του Κυρίου, ως και εις τα καλύβια των χωρικών, και εις τας
+οικίας των αγαθών ανδρών της πόλεως. Και ακροτελεύτιοι δειλοί μινυρισμοί
+ηκούσθησαν των μικρών στρουθίων επί των θάμνων, ων το έν μόλις υποψελλίζον,
+ίστατο αποφασιστικώς προσκολλημένον με τους λεπτούς πόδας του επί του κλαδίου,
+ενώ το άλλο, ψάλλον προς αυτό τον έρωτά του, επέτα ολόγυρά του, ίστατο προς
+στιγμήν επί του κλαδίου, ώρμα προς αυτό, το εφίλει, το παρεκάλει, κελαδούν,
+εκλιπαρούν και πάλιν κελαδούν. </p>
+
+<p>Τότε και τα κατσικάκια, αισθανθέντα το θάλπος της ημέρας, ήρχισαν τα
+σκιρτήματά των, ευφραινόμενα εις την επαφήν του χόρτου, προσπαίζοντα περί τας
+μητέρας των, υποβάλλοντα το μικκύλον ρύγχος εις τον μαστόν — και δεν ήξευρον, ότι
+η λεπίς του σφαγέως έστιλβε και αυτή προς τον ανατέλλοντα ήλιον. </p>
+
+<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p>
+
+<p>Εκεί, υπό τα υψηλά δένδρα των οποίων οι κλώνοι με βόμβυκας και με θυσσάνους
+τριχοειδών φύλλων κοσμούμενοι, εσείοντο υπό της πρωινής αύρας, άνω του
+ρεύματος, του κυλίοντος μετά ψιθύρου το διαυγές νάμα του κάτω εις την κοιλάδα,
+εκάθησαν ηδονικώς όλοι οι βοσκοί με τας ποιμενίδας και τας βοσκοπούλας των,
+στρώσαντες αφθόνους πτέρεις και παχείας φυλλάδας, και ήρχισαν να διαμελίζωσι τα
+ευωδιάζοντα επί της σούβλας αρνία και τα ερίφια. </p>
+
+<p>Έφαγον και ηυφράνθησαν όλοι και αφού ο παπ' Αγγελής ευλόγησεν, ως έδει, την
+φλάσκαν, την μετεβίβασε, μεγάλην, υπόχλωρον ακόμη, δι' ερυθράς δερματίνης
+λωρίδος κρατουμένην, κλώζουσαν και φυσώσαν ακαταλήπτους ήχους ένδοθεν, εις
+χείρας του εκ δεξιών του καθημένου προεστώτος της ομάδος, του Γεώργη τ'
+Παναγιώτ', όστις εγερθείς, προσηγόρευσε διά μακρών την ομήγυριν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Κ'στός ανέστ'· βρε παιδιά! Αληθ'νός ου Κύριους! Ζη κη βασιλεύει! —
+Γεια μας! καλή γεια! διάφουρου! καλή καρδιά! καλή γερουσύνη, όλοι μας! Χρόνους
+πολλούς! Κη τ' χρόν' νάμαστε καλά. Καλή χρονιά σας! Πολλά τα έτ'! Παπά μ'! να
+χαίρηση το πετραχήλι σ'! </p>
+
+<p>Είτα, στραφείς προς τον Κούτρην. </p>
+
+<p>&nbsp;— Γιάννη, πάντα καλώς να σας βρίσκου! </p>
+
+<p>Ίσως η φράσις αύτη ήτο υπαινιγμός προς τα προηγούμενα συμβάντα. Αλλ' ο
+Κούτρης απήντησε μεθ' ετοιμότητος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Κη πάντα καλώς ναρχήση, μπάρμπα-Γιώργη! </p>
+
+<p>Ο πάπ' Αγγελής δεν ηδυνήθη να μη γελάση, και οι άλλοι τον εμιμήθησαν. Ο
+Γιώργης τ' Παναγιώτ' μετεβίβασε την φλάσκαν εις τον αντικρύ του καθήμενον, τον
+Κούτρην, και ούτος έπιε χαιρετίσας διά βραχέων. Μετά την τρίτην δε περίοδον της
+φλάσκας, ουδεμίαν πλέον ησθάνετο αντιπάθειαν προς τον Γεώργην, αλλ'
+ηδελφώθησαν όλοι των. Και ο Γιώργης τ' Παναγιώτ' εις ον αι πολεμικαί αναμνήσεις
+επανήρχοντο εναργέστεραι μετά το γεύμα, ήρχισε να διηγήται εις την ομήγυριν τον
+ηρωικόν θάνατον του Νικοτσάρα. </p>
+
+<p>«Τρία καράβια ήτανε, στα νερά της Κασσάνδρας με τα φουσσάτα του Νικοτσάρα
+και του Σταθά. Του Σταθά το καράβι ήτον ολόμαυρο, μαύραις η πάνταις, μαύρα τα
+ξάρτια, μαύρα τα πανιά· το είχε τάξιμο, να μην τ' ασπρίση, πριν εμβή νικητής μέσα
+στη Σαλονίκη. Όλη μέρα ήταν μπονάτσα καραντί, τα τρία καράβια δεν μπορούσαν
+ούτε μπρος να παν, ούτε πίσου να γυρίσουν για ν' αράξουνε. Η αρμάδα η τουρκική
+ηύρε το ρέμμα της θάλασσας, και το ρέμμα-ρέμμα, δω τους είχε, κει τους είχε, τους
+έφτασε απ' το πλάι. </p>
+
+<p>«Ως τόσο οι καπεταναίοι οι δυο τους αντρειώθησαν. Ήταν παλλικάρια, που δεν
+πιστεύω να εστάθησαν άλλοι, τους εγνώρισα εγώ πολύ καλά. Ο καπετάν Σταθάς μου
+εχάρισε ένα μαμί κεχριμπαρένιο να φουμάρω το τσιμπ'κάκι μου, για να τον θυμώμαι
+καμμιά φορά· κι' ο καπετάν Νικοτσάρας, μια φορά που του έδωκα κοκορέτσι, με τα
+ίδια μου τα χέρια φτιασμένο, του άρεσε τόσο, που πολλούς μήνες ύστερα όπου μ'
+εύρισκε, μώλεγε: «Τι έχουμε ωρέ Γιώργη, δεν έχεις τίποτε κοκορέτσι;» «Όρεξι νάχης,
+καπετάνε μου, τώλεγα εγώ· θέλεις να σου φτιάσω;» Και τρεις φοραίς εθυσίασα τρία
+πρόβατα, μόνο και μόνο για να του φτιάσω κοκορέτσι. Ύστερα, σαν εβγήκανε να πάνε
+κατά την Κασσάνδρα, οι άλλοι σύντροφοί τους, γιατί ήτανε πολλά καράβια, μ' εφτά
+καπεταναίους πολεμάρχους, έλειπαν, είχαν μιλημένα να παν ύστερα να τους βρούνε.
+Και την ημέρα που τους έφτασε η αρμάδα με το τούρκικο τ' ασκέρι ήταν μοναχοί ο
+Νικοτσάρας κι' ο Σταθάς. </p>
+
+<p>Σαν τους έρριξαν οι τούρκοι τρεις κανονιαίς, άναψε το τουφέκι, κι' άρχισε το τόπη
+να σαλεύη, το καράβι του Νικοτσάρα επιάστηκε με την τούρκικη φεργάδα ξάρτια με
+ξάρτια, σαν δυο κακαίς γειτόνισσαις που μαλώνουν, και πιάνονται μαλλιά με μαλλιά:
+Μα ο Νικοτσάρας με τον μπαλτά του έσπασε τους γάντζους κ' έκοψε τα μπαστούνια
+του Τούρκου, κ' εγλύτωσε το καράβι του απ' τα δόντια του θεριού. Μα την τελευταία
+στιγμή, εκεί που νικούσαν οι δικοί μας, και το μπουλούκι το ρωμαίικο εφώναξε
+βρίζοντας την πίστι των Τούρκων, ένα βόλι του ήρθε του Νικοτσάρα, κ' εχώθηκε στην
+κοιλιά του, και τον ελάβωσε βαθειά. Μα το παλλικάρι το καλό, είνε παλλικάρι και στο
+θάνατό του. «Μ' έφαγαν τα σκυλιά», είπε μια, και σφίγγοντας τα δόντια, βαστώντας
+με το χέρι τα σωθικά του, που εχυνόντανε απ' την κοιλιά, βαστώντας με τα δόντια την
+ψυχή του, που του έφευγε απ' το στόμα, επρόφτασε κ' είπε· «Συντρόφια! πιάστε με
+και καθίστε με απάνω εκεί στα σκοινιά, κι' ακουμπήστέ με απάνω στο κατάρτι.... για
+να μην το καταλάβουν τα σκυλιά πως με σκότωσαν και πάρουν θάρρος.... για να μην
+το μάθουν κ' οι δικοί μας και δειλιάσουνε». </p>
+
+<p>Καθώς τους είπε, το κάμανε, και τον ακούμπησαν μισαποθαμένον στο κατάρτι.... κ'
+οι Τούρκοι βλέποντας απ' αντίκρυ, ετρόμαζαν κ' ελέγανε. «Τσάρας ρεΐζ! Τσάρας ρεΐζ!»
+Ο καπετάνιος ο Τσάρας! ο καπετάνιος ο Τσάρας! Κ' οι δικοί μας, απ' τ' άλλα τα
+καράβια, δεν το πήραν μυρουδιά κ' εστάθησαν ανδρειωμένοι, κ' έδιωξαν την τούρκικη
+αρμάδα. Κι' όταν η αρμάδα έγεινε άφαντη, τότε το έμαθαν, κ' εγύρισαν πίσου στο νησί
+μας, για να θάψουν το Νικοτσάρα, που πέθανε κρατώντας με τα χέρια τ' άντερά του
+για να μη χυθούν, με τα δόντια την ψυχή του διά να μη φύγη. Κ' ήρθαν και τον
+έθαψαν, κάτου στο Λεχούνι, κοντά στην άμμο, στο γιαλό, και τότες του βγάλανε και
+τραγούδι. </p>
+
+<p class="poem">. . . Κ' εκείνος που φοβέριζε και όλοι τον ετρέμαν,<br />
+επήγαν και τον θάψανε στου Λεχουνιού το ρέμμα. </p>
+
+<p>Τοιαύτα τινά, αλλά με πολλάς τροπάς φωνηέντων και συγκοπάς συλλαβών
+διηγήθη, ως είχεν εξ ακοής, ο μπάρμπα-Γεώργης τ' Παναγιώτ' και μετά βαθέως
+στεναγμού κατέστρεψε τον λόγον. Και οι αιπόλοι τον ήκουον μετά θαυμασμού, και ο
+παπ' Αγγελής, ακούων μετά συντόνου προσοχής, ησθάνθη δάκρυ υγραίνον την
+παρειάν του. </p>
+
+<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p>
+
+<p>Αλλ' ο Γιάννης ο Κούτρης, ως διά να παρηγορήση τον μπάρμπα- Γεώργην, καθ' ου
+δεν εμνησικάκει πλέον, διότι του επήρε τα πρωτεία, ηγέρθη και λύσας το ονάριον του,
+το οποίον έβοσκεν ησύχως εις το λιβάδιον, ήρχισε να κάμνη κάτι παιγνίδια ιδικά του.
+Συγχρόνως δε ο υιός του ο Θοδωρής, δεκαπεντούτης, ως διά να συνοδεύση με
+μουσικήν τους αγώνας του πατρός του, έλαβε το σουραύλι του, και ήρχισε να συρίζη
+απλούν και μονότονον ήχον. </p>
+
+<p>Εν τω μεταξύ ο Γιάννης ο Κούτρης είχεν αναβή επί του όνου υποβαλών σάγισμα
+αντί σέλλας και βαίνων αργά, δήθεν μετά σοβαρότητος, επέβαλλεν εις το ζώον να
+κάμνη κάτι βηματισμούς, κατά μίμησιν και παρωδίαν των πολεμικών ίππων. Και ο
+Γιάννης ο Κούτρης πότε ίστατο γονατιστός επί του σαγίσματος, πότε υπτιάζετο επί της
+ράχεως του ζώου, πότε εκρατείτο εκ της χαίτης με τον ένα πόδα επάνω, με τον άλλον
+κάτω εις την γην, πότε εχάνετο υπό την κοιλίαν του ζώου, πότε έπιπτε από κεφαλής
+μέχρι γονάτων μεταξύ των τεσσάρων ποδών του όνου, κ' ενώ έλεγες ότι τώρα έπεσε,
+και ότι ο όνος θα τον πατήση, αίφνης, εν ριπή οφθαλμού ευρίσκετο πάλιν επί της
+ράχεως του ζώου. Τοιούτους τινάς μιμικούς αγώνας ήξευρε να εκτελή ο Γιάννης ο
+Κούτρης. Τίποτε περισσότερον δεν εχρειάζετο διά να καγχάζη επί πολλήν ώραν εν
+ευθυμία η ομήγυρις όλη. </p>
+
+<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p>
+
+<p>Τέλος ο Γιάννης ο Κούτρης αφήκε τον όνον του ήσυχον, και ο μπάρμπα-Γεώργης τ'
+Παναγιώτ' ως διά να ευχαριστήση τον μιμικόν, εξέφερε προς αυτόν ιδίως
+αποτεινόμενος, προς επισφράγισιν του συμποσίου, την τελευταίαν της ημέρας
+πρόποσίν του, ήτις ήχησεν υπόκωφος, ως να εξήλθεν από τον πάτον της φλάσκας,
+πλέον να κλώζη και να φυσά. </p>
+
+<p>&nbsp;— Κη τ' χρον' με του καλό να σας βρω! </p>
+
+<p>Ο Γιάννης ο Κούτρης απήντησε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Καλώς ναρθής, μπάρμπα-Γιώργη μ'! </p>
+
+<h4 style="text-align: center; margin-top: 4em">Δ’<br /><br />ΛΑΜΠΡΙΑΤΙΚΟΣ ΨΑΛΤΗΣ
+</h4>
+
+<p>
+<br />
+Εάν ο ήρως του παρόντος διηγήματος ήτο αυτούσιος ο γράφων, τότε ο επί κεφαλής
+τίτλος, θα είχε μάλλον τροπικήν και αλληγορικήν σημασίαν. Διότι, ναι μεν, ευδοκία της
+θείας προνοίας, είνε αληθές ότι και χάρις εις την φιλάδελφον προθυμίαν του χωρικού
+και αρχοντικού φίλου μου κυρ Γιάννη Πεντελιώτου, αξιούμαι σχεδόν κατ' έτος
+ανελλιπώς, κατά τας περιδόξους, ταύτας ημέρας να συμβάλλω εναμίλλως μετ' αυτού,
+υποβαστάζοντος διά της χειρός τα γυαλιά του, αγαπώντος το πολίτικον ύφος,
+παρατείνοντος επ' άπειρον τα μουσικά κώλα και τας καταλήξεις του, εις τον μικρόν
+αγροτικόν ναΐσκον του χωρίου Θ., όπου μυροβολεί ελισσόμενον εις κυανούς
+στεφάνους το μοσχολίβανον, περιβάλλον ως διά φεύγοντος πλαισίου τους ακτινωτούς
+στεφάνους και τας σεμνάς όψεις των αγίων, και όπου με τας κεντητάς ποδιάς των και
+τα λευκά κολόβια αι νεαραί χωρικαί προσέρχονται φέρουσαι αγκαλίδας ρόδων και ίων
+και θημονίας όλας δενδρολιβάνου, καταφορτώνουσαι με λόφους ανθέων τον
+πενιχρόν επιτάφιον, μη έχοντα ανάγκην άλλης πολυτελείας. Εκεί εισβάλλει ουλαμός
+όλος αυτοσχεδίων ψαλτών, κρατούντων ανά έν φυλλάδιον του επιταφίου εις την
+χείρα, οίτινες φιλοτιμούνται να ψάλλωσιν εν σπαρακτική παραφωνία τα εγκώμια,
+καταστρέφοντες διά κωμικών σφαλμάτων και τας ολίγας λέξεις, όσαι είνε ορθώς
+τυπωμέναι εις τα φυλλάδια εκείνα. </p>
+
+<p>Χωρίς να είμαι κύριον μέρος του αυτοσχεδίου τούτου χορού, οφείλω να
+ομολογήσω ότι, καίτοι προσπαθών να συμψάλλω υποφερτά κάπως με τον αρχοντικόν
+και πρόθυμον φίλον μου, ουχ ήττον υστερώ αυτού κατά πολλά, και διά τούτο
+επεκαλέσθην εν αρχή, ως επιείκειαν εκ μέρους του αναγνώστου, την τροπικήν του
+τίτλου εκδοχήν, καθ' ον δηλ. τρόπον εις όλους τους ναούς, παρουσιάζονται κατά τας
+ημέρας ταύτας, πολλοί τέως άγνωστοι, μουσόληπτοι εκ του παραχρήμα, λαμπριάτικοι
+ψάλται, ούτω και ο γράφων, ενώ καθ' όλον τον άλλον χρόνον σιωπά, παρουσιάζεται,
+δις του έτους ούτος, τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, κατ' αποκοπήν διηγηματογράφος.
+Το πράγμα ήρχισε να γίνεται κάπως φορτικόν, και πολλοί μεν εσκανδαλίσθησαν, τινές
+δε και το απεδοκίμασαν. Αρκούσι τόσαι άλλαι μανίαι, τόσοι ξενισμοί. Ημείς δεν
+είμεθα Άγγλοι ούτε Αμερικάνοι. Μη μας σκοτίζης και συ. Πόθεν έλαβες αφορμήν να
+υποθέσης ότι το κοινόν θέλγεται από τας αναμνήσεις σου, ή συγκινείται από τα
+αισθήματά σου; Το έκαμες μίαν φοράν ή δύο. Αρκεί. Παύσε πλέον. Δεν βλέπεις ότι το
+αιώνιον θέμα σου εξηντλήθη, και ότι ευρίσκεσαι εις την ανάγκην να προσπαθής βία να
+παρουσιάσης απλήν παραλλαγήν κατ' έτος; </p>
+
+<p>Εν πρώτοις, καλόν θα ήτο να διακρίνωμεν ό,τι είνε πράγματι ξενισμός από ό,τι
+δύναται να είνε, εκ της φύσεως των πραγμάτων, κοινόν εις πάντα τα έθνη. Λόγου
+χάριν, το να εκδίδωνται τα περιοδικά κατά Σάββατον ή Κυριακήν είνε ξενισμός; Το να
+δημοσιεύουν αι πολιτικαί εφημερίδες φιλολογικωτέραν ύλην κατά Κυριακήν, είνε
+ξενισμός; Ενί λόγω, το να σχολάζη τις κατά τας εορτάς από της τύρβης του κόσμου, ως
+και από της αναγνώσεως άρθρων πολιτικών, και να αισθάνεται την ανάγκην
+αβροτέρας, τερπνοτέρας, αφοσιοτέρας αναγνώσεως είνε ξενισμός; Έστω, αλλά
+δύνασαι να δημοσιεύης εν ημέραις εορτών διηγήματα ή περιγραφάς, χωρίς να κάμνης
+ποσώς λόγον περί των Χριστουγέννων και του Πάσχα. </p>
+
+<p>Ιδού λοιπόν ποίον το αίτιον της δυσφορίας των — και πόσον αφελώς το
+ομολογούσι.... το εξωτερικεύουσι. Να φιλοξενηθής ηγεμονικώς εις τα μέγαρα μεγάλου
+άρχοντος, και να μην προπίης εις τιμήν του οικοδεσπότου! Να απολαύσης (ξενίας
+δεσποτικής και αθανάτου τραπέζης) και να μην αποδώσης ευχαριστίαν εις τον
+εστιάτορα! Αλλ' εις τα διηγημάτια, όσα εδημοσίευσε κατά καιρούς ο υποφαινόμενος
+τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα, ενεπνεύσθην, αληθώς, από τας αναμνήσεις μου και τα
+αισθηματά μου, τα οποία θέλγουσι και συγκινούσιν εμέ αυτόν — ίσως και ολίγους
+εκλεκτούς αναγνώστας. Ότι δε τοιούτοι υπάρχουσιν, αποδεικνύεται εκ τούτου, ότι δύο
+των εφημερίδων, αι κορυφαίαι της πρωτευούσης ως και το μονάκριβον περιοδικόν,
+δεξιούνται τα εορτάσιμα διηγημάτια των ημερών τούτων. </p>
+
+<p>Έπειτα ουδαμού σχεδόν θα εύρητε ότι επεζήτησα βεβιασμένην θέσιν ή πλοκήν,
+όπως γαλβανίσω την περιέργειαν του αναγνώστου. Όπου γίνεται λόγος περί
+ξενιτευμένων, οίτινες επιστρέφουσι μετά μακράν απουσίαν ή στέλλουσι γράμματα
+μετά υλικής παρηγορίας εις τους οικείους, ταύτα όλα βασίζονται επί της
+πραγματικότητος, καθόσον όλοι οι ζήσαντες εις παραθαλασσίους και ναυτικούς
+τόπους της Ελλάδος κάλλιστα γνωρίζουσιν ότι, κατά τας παραμονάς ιδίως των εορτών,
+πολλοί ξενιτευμένοι, ενώ συνήθως φαίνονται σκληροί και απεσκληρημένοι τον
+φλοιόν, αίφνης <b>ενθυμούνται</b> τους οικείους των, ή και επιστρέφουσιν εις τας
+πατρίδας, ή αν αυτοί κωλύονται υπό φιλοτιμίας να κατέλθωσιν ευπροσώπως, όχι
+σπανίως αποστέλλουσι παραμυθίαν εις τας γηραιάς μητέρας και τας αδελφάς των. Εν
+άλλοις λόγοις γίνεται λόγος περί των κοινωνικών και οικογενειακών εθίμων των
+σχετιζομένων με τας εορτάς, και αλλαχού πάλιν η ασθενής πλοκή στρέφεται περί
+νεωτεριστικόν τι φθοροποιόν έθιμον. Τι το απίθανον εις όλα ταύτα; </p>
+
+<p>Αλλά τα πλείστα των υπ' εμού γραφέντων εορτασίμων διηγημάτων έχουσιν, ας
+μου επιτραπή ο λατινικός όρος, a priori την υπόθεσιν, είνε δηλαδή μάλλον
+θρησκευτικά. Ποίαν χάριν, σας παρακαλώ, ποίαν δύναμιν και πρωτοτυπίαν θα είχε το
+να λάβη τις τον κόπον να περιγράψη λεπτομερώς πώς χωρικός ιερεύς απήλθε να
+λειτουργήση εις εξωκκλήσιον, χάριν μικράς κοινότητος αγροίκων ή βοσκών, ποίοι και
+πόσοι μετέσχον της πανηγύρεως και ποία τινα ήσαν τα ήθη των πανηγυριστών; Τούτο
+θα ήτο όλως ευτελές κατά την γνώμην των κριτικών. Το να γράψη τις, ότι γηραιός ανήρ
+εφόνευσε την συμβίαν του, κατ' αυτήν την ημέραν των Χριστουγέννων — χωρίς μήτε ο
+αναγνώστης μήτε ο συγγραφεύς να υποπτεύωσι καν διατί την εφόνευσεν — , τούτο
+είνε υψηλόν και πολυτελές, κατά την εκτίμησιν μερικών. Μετά τοιούτον έγκλημα κατ'
+αυτήν την αγίαν ημέραν, το θέμα εξηντλήθη, και όλα τα Χριστουγεννιάτικα και τα
+πασχαλινά διηγήματα δεν πρέπει πλέον να βλέπωσι το φως. </p>
+
+<p>Μη <b>θρησκευτικά, προς θεού</b>. Το Ελληνικόν έθνος δεν είνε Βυζαντινοί,
+εννοήσατε; Οι σημερινοί Έλληνες είνε κατ' ευθείαν διάδοχοι των αρχαίων. Έπειτα
+επολιτίσθησαν, προώδευσαν και αυτοί. Συμβαδίζουν με τάλλα έθνη. Ποίαν ποίησιν
+έχει το να γράψης ότι ο Χριστός «δέχεται την λατρείαν του πτωχού λαού», και ότι
+πτωχός ιερεύς «προσέφερε τω θεώ θυσίαν αινέσεως;» Και να περιγράφης το
+εσωτερικόν του ναΐσκου, με τας νυσταλέας κανδήλας και τας αμαυράς μορφάς των
+Αγίων ολόγυρα! Δεν τα εννοούμεν αυτά ημείς. Θέλομεν διήγημα, το οποίον να είνε
+όλον ποίησις, όχι πεζή πραγματικότης. Συ δε πώς τολμάς να γράφης ομιλών περί
+Ιουλιανού του Παραβάτου, καρφωμένου εις τον τοίχον από την λόγχην του αγίου
+Μερκουρίου, τοιαύτην βλάσφημον φράσιν: «Πελιδνός, ο παράφρων τύραννος....»
+</p>
+
+<p>Όταν συγγραφεύς άλλος, και άλλης περιωπής, δημοσιεύσας προ ετών
+ιστορικοφανταστικόν δράμα, προέτασσε <b>χυδαία</b> αληθώς προλεγόμενα, δι' ων
+ύβριζε βαναύσως την θρησκείαν των πατέρων του — τότε ουδείς λόγος ήτο όπως
+σκανδαλισθή τις διότι το πράγμα ήτο της μόδας. Αλλά συ, να τολμάς να εκφράζεσαι με
+τοιαύτην ασεβή γλώσσαν περί του Ιουλιανού εκείνου, του παραβάτου ή αποστάτου
+καλουμένου — η θρασύτης υπερβαίνει παν όριον. Και όμως ο σοφός επικριτής δεν
+ενόησεν ότι η φράσις ήτο εξ αντικειμένου, όπως λέγουσιν αυτοί· απέδιδε δηλ. διά
+λέξεων τα χρώματα του ζωγράφου· και ότι παν ζήτημα περί των δοξασιών του
+γράφοντος (όστις εν τούτοις δεν αρνείται ότι συμμερίζεται την γνώμην του Βυζαντινού
+τοιχογράφου) παρέλκει όλως. </p>
+
+<p>Διά να δώσωμεν πέρας εις το προοίμιον αυτό, θα είπωμεν με δύο λέξεις ότι: Το
+σημερινόν έθνος δεν επήγε, δυστυχώς, τόσον εμπρός όσον λέγουν αυτοί. Το έθνος το
+Ελληνικόν, το δούλον τουλάχιστον, είνε ακόμη πολύ οπίσω, και το ελεύθερον δεν
+δύναται να τρέξη αρκετά εμπρός, χωρίς το όλον να διασπαραχθή, ως διασπαράσσεται,
+φευ! ήδη. Ο τρέχων πρέπει να περιμένη και τον επόμενον, εάν θέλη ασφαλώς να
+τρέχη· ο ελεύθερος πρέπει να βοηθή τον δεσμώτην ή πρέπει να τον ανακουφίζη.
+Όσον παρέρχεται ο χρόνος, τόσον το ελεύθερον έθνος καθίσταται οίμοι!
+ανικανώτερον όπως δώση χείρα βοηθείας εις το δούλον έθνος. Άγγλος ή Γερμανός ή
+Γάλλος δύναται να είνε κοσμοπολίτης ή αναρχικός, ή άθεος ή ό,τι δήποτε. Έκαμε το
+πατριωτικόν χρέος του, έκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα είνε ελεύθερος να
+επαγγέλλεται, χάριν πολυτελείας, την απιστίαν και την απαισιοδοξίαν. Αλλά Γραικύλος
+της σήμερον όστις θέλει να κάμη δημοσία τον άθεον ή τον κοσμοπολίτην, ομοιάζει με
+νάνον ανορθούμενον επ' άκρων ονύχων και τανυόμενον να φθάση εις ύψος και φανή
+και αυτός γίγας. Το ελληνικόν έθνος, το δούλον, αλλ' ουδέν ήττον και το ελεύθερον,
+έχει και θα έχη διά παντός ανάγκην της θρησκείας του. </p>
+
+<p>Το επ' εμοί, ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε, ιδίως δε
+κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να
+περιγράφω μετ' έρωτος την φύσιν και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά
+ήθη. <b>Εάν επιλάθωμαί σου Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου, κολληθείη η
+γλώσσα μου τω λάρυγγί μου, εάν ου μη σου μνησθώ.</b> </p>
+
+<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p>
+
+<p>Αλλ' ο ήρως του παρόντος διηγήματος είνε ο κυρ Κωνσταντός Ζμαροχάφτης, τρίτος
+πάρεδρος του δήμου Λίτης, του χωρίου Αν......, όστις υπεσχέθη, ως είχε πάντοτε
+συνήθειαν ευκόλως να υπόσχεται (εις την αρετήν δε ταύτην ίσως ώφειλε και την
+επιτυχίαν του εις τα πολιτικά· διότι ενώ ο α' και ο β' πάρεδρος εις πάσαν εκλογήν,
+εμάχοντο πάντοτε περί της πρώτης τάξεως προς αλλήλους, αυτός, μετριόφρων και
+χωρίς κεράσματα εξελέγετο ασφαλώς τρίτος εκάστοτε, μη υπάρχοντος τετάρτου
+συναγωνιστού), υπεσχέθη, λέγω, να υπάγη να συλλειτουργήση τον παπά Διανέλον τον
+Πρωτέκδικον, έξω, εις το παρεκκλήσιον του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Ο ναΐσκος
+ευρίσκετο τρεις ώρας μακράν της πόλεως, και ο παπά Διανέλος ο Πρωτέκδικος είχεν
+απέλθει εκεί από της πρωίας του μεγάλου Σαββάτου, αφού έλαβε την υπόσχεσιν του
+κυρ Κωνσταντού ότι θα έφθανε προς το βράδυ διά να ψάλη και συνεορτάσωσιν ομού
+την Ανάστασιν. </p>
+
+<p>Άλλον βοηθόν ο Παπάς δεν είχεν^ ο νεώτερος υιός του, ετοιμαζόμενος εφέτος δι'
+εξετάσεις εις το Διδασκαλείον, δεν ηδυνήθη να έλθη το Πάσχα· ο άλλος έλειπε
+διαρκώς ναύτης με τα καράβια του. Θυγατέρας, το άφθονον τούτο προϊόν του τόπου
+— και της ιερατικής εγγάμου τάξεως μάλιστα — του είχεν αφήσει πλησμονήν η
+μακαρίτισσα η πρεσβυτέρα, πέντε τον αριθμόν, ας είχαν ζωήν, οπού δεν έπαυαν
+αεννάως να μεγαλώνουν, να μην αβασκαθούν· ήσαν τόσον γείτονες την ηλικίαν, ώστε
+δεν επρόφθανε να μεγαλώση η μία, και η άλλη αμέσως την έφθανε· όσον
+εμεγάλωναν τόσον εφαίνοντο, και μάλιστα αι μεσαίαι τρεις, ίσαι περίπου εις τα
+χρόνια, ίσως και εις το ανάστημα· και ο παπά Διανέλος, ακούσιος ιερομόναχος, δεν
+ήτο ελεύθερος ούτε εις μοναστήριον να καταφύγη. </p>
+
+<p>Τον τριών ωρών δρόμον από την πολίχνην εις το εξωκκλήσιον είχε διανύσει το
+πρωί, απολείτουργα, ο παπά Διανέλος, ακολουθούμενος από τας δύο νεωτέρας
+θυγατέρας του, κορασίδας δέκα και δώδεκα ετών, και από ομάδα επτά ή οκτώ
+γυναικών φιλεόρτων, προπορευομένου του όνου του, φορτωμένου το δισσάκιον με τα
+<b>ιερά</b> του παπά. Ο ήλιος ήτον ως δύο καλαμιαίς υψηλά, όταν εξήλθον εις του
+Γιατρού τ' αμπέλι, είτα έφθασαν εις τα Βουρλίδια, είτα ανήλθον ασθμαίνοντες εις του
+Ματαρώνα τον Πεύκον, όστις ίστατο τότε ακόμη εκεί και ευηργέτει τους οδοιπόρους
+με την παρήγορον σκιάν του εις την κορυφήν του υψώματος, πριν ασυνείδητος
+βάρβαρος, τη ανοχή ή τη ενοχή εκείνων τους οποίους ο πλέον άτυχος των λαών του
+κόσμου, εκ περιτροπής εκλέγει άρχοντας και προστάτας του, ρίψη ασπλάγχνως το
+περικαλλές δένδρον και απογυμνώση το τοπίον του μοναδικού στολισμού του. </p>
+
+<p>Εκείθεν ανήλθον εις το Πετράλωνον και εις του Σταμέλου την Βρυσούλαν, και
+ανέβησαν δι' ανωφερούς οδού εις του Κανάκη την Βρύσιν, και διά της Κλινιάς
+κατήλθον εις του Χαιρημονά το ρέμμα, και έφθασαν εις την βόρειον ακτήν της νήσου,
+εφ' ύψους της οποίας, περίοπτος εκ του πελάγους, ακούων τους κτύπους του
+πλήττοντος τας ακτάς κύματος, σιωπηλός και διηγούμενος πέντε αιώνων σπαρακτικήν
+ιστορίαν μαρτυρίου και αίματος, εγείρεται πενιχρός αλλά σεμνός της Αποτομής του
+τιμίου Προδρόμου ο ιερός ναΐσκος. </p>
+
+<p>Εισήλθον εις τον περίβολον του ναού και εξεφόρτωσαν το ονάριον. Αι γυναίκες
+ροδοκόκκινοι, εξαναμέναι εκ της οδοιπορίας, αεννάως κελαδούσαι και καγχάζουσαι,
+ετίναξαν τα ουδόλως κορνιακτισμένα κράσπεδά των, και εφόρεσαν επί του κοντού
+φουστανίου της οδοιπορίας τας μακράς και πολυπτύχους εσθήτας. Ο παπάς έρριψε
+κάτω την μίαν άκραν του στακτερού ζωστικού του κ' εφόρεσεν άνωθεν αυτού το
+μαύρον ράσον του. Εισήλθον όλοι εις τον ναόν κ' επροσκύνησαν. </p>
+
+<p>Εκ των γυναικών, αι μεν συνέλεξαν χαμόκλαδα και ήναψαν φωτιάν, διά να ψήσωσι
+καφέν και προσφέρωσιν εις τον ιερέα, αι δε έδρεψαν εκ των ευωδών θάμνων δέσμας
+σχοίνων και πριναρίων και φασκομηλεών, και συνέδεσαν προχείρως διά κλωστής
+σκούπας, και ήρχισαν γοργά και στρωτά να σκουπίζωσιν άλλαι το έδαφος του ναού,
+άλλαι το προαύλιον· ο ιερεύς απετέλεσε σκούπαν εκ δάφνης και μύρτου και
+δενδρολιβάνου, και εσάρωσε μόνος του το Θυσιαστήριον, και όλον το ιερόν βήμα. Δεν
+έπαυε δε να γογγύζη και να διαμαρτύρηται εναντίον της αβελτηρίας, ως έλεγε, των
+βοσκών και των αιπόλων, αυτών εκείνων οίτινες τον είχον προσκαλέσει να τους κάμη
+Ανάστασιν εις το Βουνόν, και εκ των οποίων κανείς δεν είχε φανή ακόμη. Αυτοί
+προέβαινον ενίοτε μέχρι της βεβηλώσεως τού να εισάγωσιν, ίσως εν καιρώ βροχής, τα
+θρέμματά των εντός των εξωκκλησίων, ως ηδύνατο να πεισθή τις εκ της παρουσίας
+διαφόρων ιχνών της εισβολής, τα οποία ουδ' είχον λάβη τον κόπον να εξαλείψωσιν.
+Ένδοθεν του ιερού βήματος, ενώ έκυπτε διά να σκουπίση, ηκούετο από καιρού εις
+καιρόν ψιθυρίζων μετά στεναγμού: </p>
+
+<p>&nbsp;— Αχ! αλλοίμονο... «Ανθρώπους και κτήνη σώσεις, Κύριε!» </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν τσάκισε κανείς το ποδαράκι του! έκραξεν απαντώσα έξωθεν εις τον
+στεναγμόν του ιερέως η θειά Σειραϊνώ, η αληθής σημαιοφόρος των εξοχικών
+λειτουργιών και των πανηγυριών. </p>
+
+<p>&nbsp;— «Ανθρώπους και κτήνη!» εψιθύρισε πάλιν ο ιερεύς. </p>
+
+<p>Είχε παρέλθει ήδη η μεσημβρία, και ο ιερεύς μετά του μικρού ποιμνίου εκάθησαν
+να γευματίσωσιν υπό την ιεράν ελαίαν, εν τω περιβόλω του ναΐσκου, εγγύς του
+παμπαλαίου εκείνου λιθοκτίστου κιβουρίου, το οποίον κατ' άλλους ήτο στέρνα ύδατος
+και κατ' άλλους κοιμητήριον ή οστεοθήκη. Η θειά το Μαθηνώ, γηραιά ευλαβής κατά
+τους μεν, ψευτομετάνισσα κατά τους δε, ενάρετος γυνή, αποβλέπουσα προς το
+κτίριον τούτο μετά στεναγμού είπεν: </p>
+
+<p>&nbsp;— Ημείς τρώμε, κορίτσια· να έχουν τάχα κ' οι φτωχοί, να φάνε! </p>
+
+<p>&nbsp;— Τρών' οι πεθαμένοι, θειά Μαθηνώ, είπε το Αγλαώ, η δωδεκαέτις
+παιδίσκη του ιερέως. </p>
+
+<p>&nbsp;— Οι πεθαμμένοι τρώνε κόλλυβα, εγώ το ξέρω, προσέθηκε το Καλλιοπώ, η
+δωδεκαέτις μικρά αδελφή της· και γι' αυτό, ημείς στο σπίτι όσα κόλλυβα μας
+φέρουνε, όλα τα μοιράζουμε ςτους φτωχούς και στα παιδιά τα γειτονόπουλα, για να
+έχη η μάννα μας, η φτωχή, να φάη ςτον άλλον κόσμο... </p>
+
+<p>&nbsp;— Σιωπή, Καλλιοπώ! είπεν ο ιερεύς, θέλων να κρύψη την συγκίνησίν του.
+</p>
+
+<p>Προ δώδεκα και πλέον ετών ο παπά Διανέλος είχε φίλον τινά ελληνοδιδάσκαλον,
+χρηστόν άνδρα, αλλ' όστις είχεν αδυναμίαν εις τα ελληνικά ονόματα. Είχε γείνη
+σύντεκνος του ιερέως, και βαπτίσας τας δύο τελευταίας κόρας του είχε δώσει αυταίς
+αρχαιοπρεπή ονόματα, τα οποία όμως, επειδή ευρέθησαν επί ουδετέρου εδάφους,
+εξουδετερώθησαν, ως εικός, και αυτά. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι! έχει δίκηο το κορίτσι, παπά· ανέκραξεν η θειά το Μαθηνώ, ήτις
+ενθυμήθη τότε τα «πεθαμμένα της», τέσσαρα παιδιά και τον άνδρα της, οπού είχε
+θάψει, μείνασα με δύο θυγατέρας υπάνδρους, τας οποίας είχε στήριγμα ακόμη εις τον
+κόσμο· έχει δίκηο το κορίτσι. Ο παπά Θεόφιλος, ο μακαρίτης ηγούμενος της
+Μεγαλόχαρης της Ευαγγελίστρας, το ίδιο μας έλεγε, για έναν που τον είχαν όλοι για
+πεθαμμένον, που η γυναίκα του τού έκαμε τα τρίμερα και τα νιάμερα, και ο Άγγελος
+Κυρίου έπαιρνε το πιάτο με τα κόλλυβα, καθώς ήταν σταυρωμένο με της σταφίδες και
+με τα ρόιδα και το επήγαινε εις τον πλακωμένον κ' έτρωγε, δεν ξέρω πόσαις μέραις, κι'
+ανάσαινε από μια τρύπα της γης, θαρρώ, ως που ο άνθρωπος δεν απέθανε, κ'
+εσήκωσε το μάγγανο, και τον ξελευθέρωσεν, δεν είνε αλήθεια αυτό παπά; </p>
+
+<p>&nbsp;— Αλήθεια είνε, βλοημένη, απήντησεν ο παπάς· αλλά τώρα είνε... για
+όσους θέλουν να τα πιστεύσουν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Κι' όσοι δεν τα πιστεύουν; </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα πάνε στην Κόλασι, το ξέρω εγώ, είπε το Καλλιοπώ </p>
+
+<p>&nbsp;— Μα σαν είν' αλήθεια, παπά, γιατί ο Άγγελος Κυρίου δεν σήκωνε μια και
+καλή το μάγγανο να ξελευθερώση τον άνθρωπο; είπεν η Αννούδα, μία των γυναικών.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Γιατί ο σκοπός δεν ήτον να δειχθή η παντοδυναμία του θεού, οπού είνε
+αποδειγμένη δι' απείρων θαυμάτων, απήντησεν ο ιερεύς· αλλά να φανερωθή μόνον η
+δύναμις των μνημοσύνων και των διά τους νεκρούς προσφορών, και ότι τίποτε το
+οποίον (προσφέρει) θυσιάζει ο άνθρωπος εις τον Θεόν, τίποτε το οποίον δίδει εις τους
+πτωχούς, καμμία καλή πράξις, καμμία αρετή, καμμία υπομονή, κανέν μαρτύριον,
+κανέν δάκρυ, τίποτε δεν χάνεται. Όλα σπείρονται εις γην αγαθήν, ως ο κόκκος του
+σίτου, είπεν ο Κύριος, όπου αν πέση εις την γην και αποθάνη (και τοιαύτα είνε τα
+κόλλυβα, τοιούτοι και οι νεκροί), πολύν καρπόν φέρει. «Οι σπείροντες εν δάκρυσιν εν
+αγαλλιάσει θεριούσι». Κείνοι που σπείρουν με δάκρυα, με χαράν και αγαλλίασιν θα
+θερίσουν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Το λέγει αυτό το Εύαγγέλιον; </p>
+
+<p>&nbsp;— Το λέγει το Ψαλτήρι, αλλά το ίδιο είνε, γιατί και το Ψαλτήρι είνε λόγος
+Θεού, και εμπνευσμένον από το Πνεύμα το Άγιον. Και όταν θάπτομεν νεκρόν εν
+Χριστώ ευσεβώς δύσαντα, είνε ως να σπειρωμένα εις την γην κόκκων σίτου... και ο
+Κύριος θα τον αναστήσει εν τη εσχάτη ημέρα, καθώς ο ίδιος ευδόκησε να μας το
+υποσχεθή. </p>
+
+<p>«Ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη ζήσεται... καγώ αναστήσω αυτόν εν τη εσχάτη
+ημέρα». </p>
+
+<p>&nbsp;— Αμήν! είπεν η θειά το Μαθηνώ, και τα δάκρυά της, επί τη μνήμη του
+ανδρός και των τεσσάρων παιδιών, ταχέως εξητμίσθησαν ως σταγόνες όμβρου μετά
+θερινόν υετόν, εντός της κοίτης πάλαι ξηρανθέντος χειμάρρου. </p>
+
+<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p>
+
+<p>Το δειλινόν εφάνησαν μακρόθεν να κατεβαίνωσι την ράχιν ερχόμεναι αι
+καλυβιώτισσαι γυναίκες, αι ποιμενίδες και βοσκίδες των αγροτικών συνοικιών. Ήλθαν
+φέρουσαι πελωρίους κοφίνους, γεμάτους άνθη, λαμπάδας, κηρία και αγγεία με
+έλαιον, και πρόσφορα και μικράς φιαλίδας με <b>νάμα</b>, ή οδηγούσαι ονάρια με
+τα σάγματα επεστρωμένα διά κιλιμιών και χραμίων, φορτωμένα τορβάδες και
+δισσάκια με φλάσκας οίνου, με τυρία νωπά, ή ζεματισμένα και κόκκινα αυγά. Κατόπιν
+εφάνησαν σφυρίζοντες αλλοκότως δύο ή τρεις βοσκοί με τας αγέλας των, τας οποίας
+ωδήγησαν παρά τον απότομον κρημνόν προς την θάλασσαν. Οι τράγοι επήδων από
+βράχου εις βράχον, από όχθον εις όχθον, από κοίλωμα εις κοίλωμα, ενώ τα ερίφια
+χαριέντως σκιρτώντα έτρεχον κατόπιν των αιγών βελάζοντα, αγαλλόμενα προς την
+νέαν δι' αυτά απόλαυσιν του αγνώστου τούτου πράγματος, της ζωής, εκθέτοντα εις
+τον ήλιον τα στακτερά ή στικτά, και λευκά και μαύρα τριχώματά των, ενώ οι βοσκοί,
+υψηλοί, ρωμαλέοι, τραχείς, φριξότριχες, ηλιοκαείς την όψιν, έτρεχον εμπρός και
+οπίσω με τας μακράς, ίσας με το ανάστημά των, καμπύλας την λαβήν ράβδους των,
+σοβούντες μετά πολυήχου συριγμού την δυσάγωγον και σκιρτικήν αγέλην. </p>
+
+<p>Τελευταίοι έφθασαν οι ποιμένες άνευ των αμνάδων των, τας οποίας είχον αφήσει
+οπίσω εις τας μάνδρας, κομίσαντες μόνον δυο αρνία σφαγμένα. Έφθασαν
+σιγυρισμένοι, αλλαγμένοι, στολισμένοι όλοι των, με καθαρούς χιτώνας, κοντά βρακία
+και υψηλαίς βλαχόκαλτσαις, με πλατέα ζωνάρια κίτρινα, ξυραφισμένοι και με τους
+λινόχρους ή καστανούς μύστακας αγκιστροειδείς. </p>
+
+<p>Ταχέως έκλινεν η ημέρα, και ο ήλιος έδυσεν εις μίαν ράχιν του Πηλίου, αντικρύ,
+αφού επί πέντε λεπτά της ώρας είχε μείνει στεφανωμένος με κυάνεα και
+περιπόρφυρα χρυσαυγή νέφη αντιλαμβάνων ο ίδιος όσην απέδιδε δόξαν και λάμψιν
+και επί δέκα λεπτά ακόμη, αφού εβασίλευσεν, αι ακτίνες της στέψεώς του έμειναν
+χρυσοφαείς, πορφυρίζουσαι, κυανίζουσαι βάπτουσαι το βουνόν με ιώδες χρώμα. Είτα
+κατήλθεν η νυξ, ηρέμα επί των πλευρών του όρους, σπείρουσα παντού το βαθύ και
+άρρητον μυστήριόν της, και οι έμψυχοι κρότοι και ψίθυροι της φύσεως, εξηγέρθησαν
+εις τας ράχεις, εις τους λόγγους, εις τας φάραγγας, και η οφρύς του βουνού ητμίσθη
+και συνεστάλη υγρά και το βλέφαρον του λόφου κατήλθε, και εκλείσθη εις έν βουνόν
+ρεμματιά και κάμπος. Και ο μπάρμπα-Κωνσταντός ο Ζ'μαροχάφτης, τρίτος πάρεδρος
+του χωρίου, του δήμου Λίτης, δεν εφάνη ουδαμόθεν να έρχεται. </p>
+
+<p>Ήτο δε ανήσυχος ο ιερεύς, και φόβος ήτο να μείνωσι χωρίς Ανάστασιν και
+λειτουργίαν. Διότι ευλόγως δεν ηδύνατο άνευ βοηθού να ιεροπρακτήση. Λειτουργία
+χωρίς ένα τουλάχιστον ψάλτην ή αναγνώστην δεν γίνεται, οι ποιμένες και οι βοσκοί
+ήσαν όλοι, ως εικός, ου μόνον αγράμματοι, αλλά και αλιβάνιστοι οι κακόμοιροι πολλοί
+τούτων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τώρα, τι να κάμουμε; — Ορίστε σου υπόσχονται σίγουρα μία δουλειά, κ'
+ύστερα σ' αφήνουν μέσ τη μέση! <b>Ανθρώπους και κτήνη σώσεις Κύριε!</b> </p>
+
+<p>Ήλπιζεν εν τούτοις ακόμη ότι ο μπάρμπα-Κωνσταντός θα ήρχετο. Αργοστόλιστος
+ήτο πάντοτε, τον ήξευρεν. Αλλά τώρα ήτο σκοτεινή ακόμη νυξ και μόνον τα άστρα
+έλαμπαν άνω, ολίγω ύστερον ανέτελλεν η σελήνη, και τότε ελπίς ήτο να έλθη. </p>
+
+<p>Παρήλθον δύο ώραι και η σελήνη ανέτειλε κολωβή από το σκοτεινόν βουνόν άνω,
+ανερχομένη βραδέως εις το στερέωμα, και αι τάξεις των άστρων ηραιώθησαν επ'
+άπειρον και όλα σχεδόν ημαυρώθησαν εις την διάβασίν της. Παρήλθεν ακόμη μία
+ώρα. Ο μπάρμπα-Κωνσταντός δεν εφάνη. </p>
+
+<p>Ο ιερεύς ήρχισε ν' αγανακτή. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο ασυνείδητος! ο μωρός!.... Ήμαρτον κύριε! «Ανθρώπους και κτήνη».
+</p>
+
+<p>Ήθελε να στείλη ένα των ποιμένων εις την πολίχνην, όπως ζητήση και εύρη ένα
+συλλειτουργόν να του φέρη. Αλλ' οι ποιμένες και οι βοσκοί όλοι έρεγχον εξηπλωμένοι
+μεταξύ των σχοίνων και των κομαρεών, τυλιγμένοι εις τας κάπας των, ευχαριστημένοι
+ότι επανήλθεν η άνοιξις και εύρισκαν ολιγώτερον παγεράν της γης την υγρασίαν. Και
+αι γυναίκες των πλαγιασμένοι και αυταί, ύπνωττον ολιγώτερον ακουστώς όπισθεν του
+ιερού βήματος, τυλιγμέναι με τα χιράμια και τα κιλίμια, τα οποία είχον φέρει
+επεστρωμένα επί των σαγμάτων των όνων. Και αι εκ της πολίχνης ελθούσαι γυναίκες,
+κύπτουσαι επί των καλαθίων των, έξω της θύρας του ναού, υπό τον εστεγασμένον
+πρόναον και εντός της ξύλινης κιγκλίδος, ελαγοκοιμώντο και αυταί. Μόνον ο ιερεύς
+ανησύχει και ήτο άγρυπνος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τα ξέρω εγώ απ' όξου τα πλειότερα τα γράμματα, παπά, του έλεγεν η
+θειά το Μαθηνώ, διά να του δώση θάρρος· τα κανοναρχώ κειδά στ' αυτί του γέρο-
+Φιλιππή, κι' ο γέρο-Φιλιππής, οπούν θεοφοβούμενος άνθρωπος, θα τα λέη κειδά
+όπως-όπως... </p>
+
+<p>&nbsp;— Να δα η ώρα να σε κάμουμε και ψάλτη, Μαθηνώ! απήντησε γελάσας ο
+ιερεύς. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ψάλτης δε θα γίνω, μόνε κανονάρχος. Μοναχοί μας θάμαστε... Κανένας
+γραμματισμένος δεν είνε για να μας γελάση.... Η αγιωσύνη σ' βρίσκεις τον ήχο του
+μπάρμπα Φιλιππή, κ' εγώ του λέω τα λόγια όσα θυμούμαι. Νάξερα από μέσα απ' το
+χαρτί να διαβάσω, θαρρώ πώς δε θα ήτον αμαρτία να ψάλω και μοναχή μου. </p>
+
+<p>Ως τόσον επλησίαζε μεσονύκτιον, και δεν ήτον ελπίς να έλθη πλέον ο μπάρμπα-
+Κωνσταντός, ο τρίτος πάρεδρος. Ο ιερεύς δεν απεφάσισε να εξυπνήση κανένα εκ των
+βοσκών και τον στείλη εις την πόλιν, ως εσκέφθη κατ' αρχάς, διότι ελογάριαζεν ότι
+τόσαι ολίγαι ώραι έμενον έως να ξημερώση, ώστε μέχρι ου υπάγη ο αποσταλησόμενος
+εις την πόλιν, ζητήση και κατορθώση να εύρη ψάλτην, εωσότου πείση και φέρη αυτόν
+και φθάσωσιν ομού εις τον Άγιον Ιωάννην θα ήτο ακριβώς δύο ώραις ημέρα.... και η
+Ανάστασις επρόκειτο να γίνη τα μεσάνυκτα ή και βραδύτερον τι. </p>
+
+<p>Ο παπά Διανέλος εσηκώθη στενάζων, εισήλθεν εις τον ναόν, και προσεκύνησεν εις
+τας βαθμίδας του ιερού βήματος. Ευθύς κατόπιν έτρεξεν η γρηά Μαθηνώ και η θειά το
+Σειραϊνώ, η σημαιοφόρος των πανηγύρεων. Αι δύο γυναίκες ήρχισαν να αναζωπυρώσι
+τα φυτύλια, να ρίπτωσιν έλαιον εις τας κανδήλας και να κάμνουσιν εγκαρδίους
+σταυρούς. Ησθάνοντο ανέκφραστον χαράν και γλύκαν εις τα σωθικά των. Ήτο
+ανάστασις, Ανάστασις! Το πρόσωπον του Δεσπότου Χριστού έλαμπε με άγιον φως,
+δεξιά της ιεράς πύλης. Η μορφή της Δεσποίνης Θεοτόκου ήστραπτεν εξ αφάτου χαράς
+αριστερόθεν, κρατούσης το θείον βρέφος της. Η όψις του τιμίου Προδρόμου, με ένα
+βόστρυχον της κόμης φρίττοντα προς τα άνω, ως να έμεινεν ανωρθωμένος από την
+πρόσψαυσιν του θηριώδους δημίου του αποκόψαντος την σεβάσμιον κάραν του
+μείζονος εξ όσων εγέννησαν κατά φύσιν αι γυναίκες ανδρών, εσελαγίζετο εκ μυστικής
+ευφροσύνης παραπλεύρως εκείνου ου την φρικτήν κορυφήν ηξιώθη να χειροθετήση.
+Και ο αγαπημένος μαθητής ήτο ακόμη εκεί, και συνέχαιρεν επί τη Αναστάσει, αν και
+πτυχή τις μερίμνης συνέστελλε το υψηλόν μέτωπόν του, προβλέποντος ότι θρασύς
+ιερόσυλος έμελλε μετ' ου πολύ να τον αρπάση εκ της κόγχης του διά να τον μεταφέρη
+εις Αθήνας και τον καθιδρύση όχι εις ναόν και ολοκαύτωμα και θυσιαστήριον, όχι εις
+τόπον του καρπώσαι, αλλ' εις Μουσείον, Ύψιστε Θεέ! εις Μουσείον, ως να είχε παύση
+ν' ασκήται εις τον τόπον αυτόν η χριστιανική λατρεία, και τα σκεύη αυτής ν' ανήκον εις
+θαμμένον παρελθόν, και να ήσαν αντικείμενον περιεργείας!.... Ίλεως γενού αυτοίς,
+Κύριε! </p>
+
+<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p>
+
+<p>Τέλος δεν ήτο ελπίς να έλθη ο κυρ Κωνσταντός και ώφειλον εκ των ενόντων να
+ψάλωσι την ακολουθίαν. Αι εκ της πόλεως γυναίκες, η μία μετά την άλλην,
+αποτινάξασαι την υπνώδη νάρκην, εισήλθον εις τον ναΐσκον. Αι εκ των αγρών
+ποιμενίδες δεν ήργησαν να εξυπνήσωσιν, ο δε παπά Διανέλος εξήλθε προς στιγμήν,
+και λαβών τεμάχιον παλαιάς σανίδος και σφυροειδές ξύλον, κατεσκεύασεν
+αυτοσχέδιον σήμαντρον, διότι φευ! δεν υπήρχε προ πολλού κώδων όστις να εξυμνή
+τους προ αιώνων κοιμηθέντας και να συγκινή την κόνιν των από γενεών κοιμηθέντων
+κατοίκων της πάλαι ποτέ υπαρξάσης πόλεως. Διά του σημάντρου τούτου ήρχισε να
+κρούη ο ιερεύς εις τροχαίους πρώτον (τον Αδάμ, Αδάμ, Αδάμ,) είτα εις ιάμβους (το
+τάλαντον, το τάλαντον), και να εξυπνή τας μεσονυκτίους ηχούς. </p>
+
+<p>Οι βοσκοί ενωτισθέντες τον μονότονον ήχον ετινάχθησαν διά μιας επάνω,
+επέταξαν τας κάπας των, ενίφθησαν και έτρεξαν εις την Εκκλησίαν, κρατούντες τας
+λαμπάδας των. Ο ιερεύς εβαλεν ευλογητόν, έψαλε μόνος του την παννυχίδα, όλον το
+<b>Κύματι θαλάσσης</b>, εθυμίασεν, έκαμεν απόλυσιν, είτα φορέσας επιτραχήλιον
+και φελόνιον, ήναψε μεγάλην λαμπάδα, και βαστάζων αυτήν εξήλθεν εις τα βημόθυρα
+και ήρχισε να ψάλλη μεγαλοφώνως το <b>Δεύτε λάβετε φως</b>. Οι βοσκοί ήναψαν
+τας λαμπάδας των, ομοίως και αι γυναίκες, κ' εξήλθον όλοι εις το προαύλιον, του
+ιερέως κρατούντος την τε Ανάστασιν και το Ευαγγέλιον μετά του θυμιατού, και
+ψάλλοντος, <b>Την Ανάστασίν σου Σωτήρ</b>. </p>
+
+<p>Είτα η ιερά εικών και το Ευαγγέλιον, απετέθησαν επί πεζούλας, εκπληρούσης χρέη
+τρισκελίου, εφ' ης αι γυναίκες είχον στρώσει μεταξοϋφές μακρόν προσόψιον. Ο ιερεύς
+ανέγνω αργά το κατά Μάρκον <b>Διαγενομένου του Σαββάτου</b>, είτα θυμιάσας
+και εκφωνήσας το <b>Δόξα τη ομοουσίω</b>, ήρχισε να ψάλλη λαμπρά τη φωνή το
+<b>Χριστός Ανέστη</b>. Αφού το έψαλε τρις ο ίδιος, και ανά άπαξ ή δις δύο των
+βοσκών, οίτινες δεν ήσαν μεν πλέον γραμματισμένοι από τους λοιπούς, αλλ' είχον
+ολιγώτερον τραχείαν την προφοράν κ' «εγύριζε κάπως η γλώσσα των», έλαβε θάρρος
+και η θειά Μαθηνώ και το έψαλεν άπαξ, ομοίως και η θειά το Σειραϊνώ, ενώ το
+Καλλιοπώ και το Αγλαώ και η Αννούδα και άλλαι γυναίκες έπνιγον τους καγχασμούς
+των εις τας παλάμας, με τας οποίας ως δι' εκουσίου φιμώτρου είχον περιλάβη τα
+στόματά των. </p>
+
+<p>Τελευταίον εις επισφράγισιν το έψαλε πάλιν ο ιερεύς, και είτα είπε τα
+<b>Ειρηνικά</b>. Μεθ' ο, αναλαβών την Ανάστασιν και το Ευαγγέλιον, εισήλθεν εις
+τον ναόν, ακολουθούμενος υπό του λαού. Έψαλε το <b>Αναστάσεως ημέρα</b> και
+τα δύο τροπάρια της πρώτης ωδής, ακολούθως εισήλθεν εις το ιερόν, και εξελθών
+πάλιν, έλαβε καιρόν, και πάλιν εισήλθε, και ήρχισε να φορή όλην την ιεράν στολήν
+του. Η ψαλμωδία είχε διακοπή εξ ανάγκης. Η θειά Μαθηνώ επλησίασεν εις τον γέρο-
+Φιλιππή πρωτοκάθεδρον της τάξεως των ποιμένων, κ' εδοκίμασε να κανοναρχίση
+προς αυτόν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ψάλε, γέρο-Φιλιππή, «<b>Καθαρθώμεν τας αισθήσεις</b>». Αλλά του
+γέρο-Φιλιππή δεν εγύριζεν η γλώσσα του να είπη «Καθαρθώμεν τας αισθήσεις». </p>
+
+<p>Τότε η θειά το Μαθηνώ ήρχισε σιγά-σιγά να ψάλη: «<b>Καθαρθώμεν τας
+αισθήσεις και οψόμεθα τω απροσίτω φωτί της Αναστάσεως</b>, κτλ. </p>
+
+<p>Είνε αληθές ότι η ακριβής προφορά εις το στόμα της ήτο Καθαρθώμεν τας
+ησθήσεις κη ουψόμεθα... </p>
+
+<p>&nbsp;— Αυτό το είπαμε, βλοημένη, έκραξεν ο ιερεύς από του ιερού βήματος.
+<b>Δεύτε πόμα πίωμεν καινόν</b>, είνε τώρα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Α! Ναι, έκαμεν η θειά το Μαθηνώ και ήρχισε. </p>
+
+<p>Δεύτε πόμα πίουμειν κηνόν....... </p>
+
+<p>Αλλ' ο ιερεύς όστις εξηκολούθει να ενδύηται, ενόησεν ότι ή την προσκομιδήν
+έπρεπε ν' αναβάλη, ή την ακολουθίαν να διακόψη. Και ταύτα μεν επεδέχοντο
+οικονομίαν, αλλά δεν έβλεπε πώς θα τα εκατάφερνον εις την λειτουργίαν. </p>
+
+<p>Εφόρει έν έκαστον των αμφίων κ' εψιθύριζε τα διατεταγμένα λόγια: </p>
+
+<p>«Αγαλλιάσεται η ψυχή μου επί τω Κυρίω, ενέδυσε γαρ με ιμάτιον σωτηρίου και
+χιτώνα ευφροσύνης περιέβαλέ με. Ως νυμφίον περιέβαλε με μίτραν και ως νύμφην
+κατεκόσμησέ με κόσμω.» </p>
+
+<p>Είτα ήρχιζε να ψάλλη τα τροπάρια του Κανόνος: </p>
+
+<p><b>Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια......</b>
+</p>
+
+<p>Είτα πάλιν, φορών το επιτραχήλιον υπεψιθύριζεν: «Ευλογητός ο Θεός ο εκχέων την
+χάριν αυτού επί τους ιερείς αυτού, ως μύρον επί κεφαλής το καταβαίνον επί
+πώγωνα...» </p>
+
+<p>Και πάλιν έψαλε: </p>
+
+<p><b>Χθες συνεθαπτόμην σοι Χριστέ, συνεγείρομαι σήμερον αναστάντι σοι......</b>
+</p>
+
+<p>Είτα φορών το περιζώννυον, έλεγεν: </p>
+
+<p>»Ευλογητός ο Θεός ο περιζωννύων με δύναμιν, και έθετο άμωμον την οδόν μου.»
+Ή περνών το έν επιμάνικον, απήγγελεν: Η δεξιά σου χειρ Κύριε, δεδόξασται εν ισχύι...
+» </p>
+
+<p>Και διακόπτων τούτο, έψαλλε την καταβασίαν: <b>Δεύτε πόμα πίωμεν καινόν, ουκ
+εκ πέτρας αγόνου......</b> </p>
+
+<p>Αφού όμως ενεδύθη την ιερατικήν στολήν όλην, εξήλθεν έξω και εχοροστάτησε, κ'
+έψαλλεν ο ίδιος όλον τον κανόνα, έμελλε δε να μεταβή εις τους <b>Αίνους</b> και ν'
+αρχίση τον ασπασμόν, όταν είς των βοσκών, όστις είχεν εξέλθη διά να ιδή πώς είχον αι
+αίγες του, επανήλθεν εις τον ναΐσκον και ανήγγειλεν ότι κάποιος φωνάζει βοήθειαν
+μέσα απ' του Χαιρημονά το ρέμμα, και ότι είνε βαθειά κάτω και δεν τον είδε, μόνον
+την φωνήν του ήκουσεν. </p>
+
+<p>Ο ιερεύς εστράφη. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι τρέχει; </p>
+
+<p>&nbsp;— Δε ξέρου τι να είνε, είπεν ο βοσκός... βαθειά κάτ' χουιάζει... «πού
+είσαστε, πού είσαστε;» Να πάρου μια λαμπάδα να πάου να ιδώ; </p>
+
+<p>&nbsp;— Να πας. </p>
+
+<p>Δύο ή τρεις άλλοι νεαροί βοσκοί και ποιμένες έλαβον αμέσως τας λαμπάδας των
+κι' έτρεξαν έξω. </p>
+<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/0041.jpg" width="339"
+height="516"
+alt="έλαβον τας λαμπάδας των κι' έτρεξαν έξω" border="2" /><br /></p>
+<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p>
+
+<p>Αφού έφερε γύρω όλην την ημέραν του Μεγάλου Σαββάτου, ο κυρ Κωνσταντός ο
+Σμαροχάφτης, τρίτος πάρεδρος, κτλ., επί τέλους, ως δύο ώρας προ της δύσεως του
+ηλίου, απεφάσισε να εξέλθη εις τα Λιβάδια έξω της πόλεως, όπου είχε δεμένον το
+ονάριον του, διά να το λύση, όπως φορτώση επ' αυτού την μικράν αποσκευήν του, και
+εκκινήση διά τον Αγ. Ιωάννην τον Πρόδρομον, καθ' ην είχε δώσει υπόσχεσιν εις τον
+παπά Διανέλον. Αλλά τότε μόνον ενόησεν ότι είχε λησμονήσει από το πρωί να το
+<b>αλλάξη</b> ήτοι να το μετατοπίση εις άλλην βοσκήν, και το πτωχόν το ονάριον δεν
+εφαίνετο πολύ χορτάτον, όταν ο κύριός του το έλυσεν. Εκ του τρόπου μεθ' ου
+ανώρθωσεν ελαφρώς τα χαμηλωμένα αυτιά του, το ζώον εφαίνετο να ελπίζη ότι ο
+αφέντης του θα το μετέθετε τέλος εις άλλην βοσκήν, αλλ' ο μπάρμπα- Κωνσταντός το
+ωδήγησεν εις την οικίαν του, όπου εφόρτωσεν επάνω του ένα πενιχρόν τορβάν,
+περικλείοντα τρόφιμα, επέστρωσεν επί του σάγματος παλαιόν ξεθωριασμένον
+κιλίμιον, και αναβάς ο ίδιος εκάθησε μονόπλευρα επ' αυτού. </p>
+
+<p>Έκαμε τον σταυρόν του κ' εξεκίνησεν. Αλλά δεν ήργησε να καταλάβη ότι το
+ζωντόβολον, ένεκα του γήρατος και της μετρίας τροφής την οποίαν είχε λάβει, δεν θ'
+αντείχε καλώς εις την μακράν οδοιπορίαν, και ότι θα ήτο ικανόν να <b>μαραζώση</b>
+τον αναβάτην. Άμα έφθασεν εις τον επάνω Άι-Γιαννάκην, ου μακράν της πόλεως,
+κατέβη και απεφάσισε να οδηγή το ονάριον πεζός βαίνων. Αλλά και πάλιν το ζώον δεν
+εβάδιζε καλώς, με όλους τους κτύπους όσους του κατέφερε με μίαν λεπτήν βέργαν εις
+τα οπίσω του. Απεφάσισε λοιπόν ν' απαλλαγή της συντροφίας, ήτις θα ήτο μάλλον
+βάρος ή βοήθεια δι' αυτόν, και να δέση κάπου το ζώον διά να το αφήση να βοσκήση.
+Εζήτησε μέρος κατάλληλον διά να το δέση, αλλά δεν εύρεν εις τον επάνω Άι-
+Γιαννάκην πλουσίαν βοσκήν. Κατέβη οπίσω εις τον Κάτω Άι-Γιαννάκην, αλλ' αφού κ'
+εκεί δεν εύρεν ικανόν χόρτον διηυθύνθη απώτερον κάπου εις την θέσιν Έρμο Χωριό, κ'
+εκεί έδεσε τέλος το ζώον εις την ρίζαν αγρίου δένδρου, εντός ασπάρτου αγρού και
+πλησίον εις ένα φράκτην. Αυτός δε εφορτώθη εις τον ώμον τον τορβάν και το κιλίμιον,
+έβαλεν όπισθέν του εις την μέσην μικρόν κλαδευτήρι, και κρατών την λεπτήν ράβδον
+του, εξεκίνησε πεζός. Είχε χασομερήσει σωστήν μίαν ώραν εις όλας αυτάς τας
+φροντίδας. </p>
+
+<p>«Τώρα, είπε μέσα του, είνε καιρός να το βάλω στα πόδια, διά να μη νυχτώσω (και
+πάλιν θα νυχτώσω), εκτός εάν απομείνω· αλλά ν' απομείνω δεν πρέπει, γιατί έδωκα
+υπόσχεσιν του παπά.» Ούτως είπε και ούτως έκαμε. Και ήρχισε να κόφτη δρόμον με
+όλα τα εξήκοντα έτη του, με όλον το δημογεροντικόν και προεστάδικον της διαίτης και
+του ήθους του, το βραχύ ανάστημα, το ωχρόν λεπτόδερμον και καταπονημένον
+πρόσωπον, και μεθ' όλον το κανονικόν, καίτοι παλαιόν και εφθαρμένον της βράκας
+και του φεσίου. Ήτο παλαιός γεωργοκτηματίας από οικογένειαν, με όλα τα κτήματά
+του ενυπόθηκα, εκ των απλοϊκών εκείνων τους οποίους εύρε λείαν εύκολον και καλόν
+έρμαιον η άπληστος και ιδιοτελής πανουργία των παντοπωλών, μικρεμπόρων και
+τοκιστών της χθες, των νεοπλούτων της σήμερον, κατά πόλεις και κώμας. </p>
+
+<p>Ο μπάρμπα-Κωνσταντός ανέβη ταις Βίγλαις και έφθασεν εις του Κ'φαντώνη το
+Καλύβι, είτα κατέβη εις το ρέμμα, το συνορεύον προς το Λεχούνι, όπου ευρίσκεται ο
+νερόμυλος του Δήμου του Βλάχου κ' εκείθεν ήρχισε ν' αναβαίνη τον μικρόν ανήφορον
+του Αγίου Χαραλάμπους. </p>
+
+<p>Ο ήλιος είχε δύσει, όταν έφθασεν εις την κορυφήν του βουνού, και αντικρύ του
+βραχώδους και αποτόμου όρους, όπου κείται το μικρόν διαλυμένον μονύδριον. Ο
+παπά-Αζαρίας Σύγκελλος, ηγούμενος του ερήμου αδελφότητος μοναστηρίου, ουδέν
+άλλο έχων πνευματικόν ποίμνιον ειμή μίαν υπέργηρων καλογραίαν ενενηκοντούτιν
+και ένα άχρηστον υποτακτικόν ηλικιωμένον, ναυαγόν του κόσμου και απόχηρον, είχεν
+εξέλθη εις τα πρόθυρα της μονής, και έβλεπε τας τελευταίας ακτίνας του ηλίου
+επιχρυσούσας διά τινας στιγμάς ακόμη τας κορυφάς των ανατολικών απέναντι ορέων,
+όταν είδε τον μπάρμπα-Κωνσταντόν να προκύψη όπισθέν της τελευταίας αιμασιάς,
+της χαραττούσης εκατέρωθεν του δρόμου. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πού 'ς αυτό τον κόσμο, κυρ-Κωνσταντέ;... Σαν τα χιόνια!... </p>
+
+<p>&nbsp;— Ευλογείτε, πάτερ!... Και ο μπάρμπα-Κωνσταντός, αφού έκαμε τον
+σταυρόν του τρις, αποβλέπων προς το ιερόν του αγ. Χαραλάμπους, ήρχισεν
+ασθμαίνων να διηγήται πώς ο παπά-Διανέλος ο Πρωτέκδικος εκλήθη από τους
+βοσκούς και ποιμένας να κάμη ανάστασιν και να λειτουργήση επάνω εις τον Άγ.
+Ιωάννην τον Πρόδρομον, πώς εκάλεσε και αυτόν, τον κυρ-Κωνσταντόν, να υπάγη να
+τον βοηθήση, πώς ο παπάς ευρίσκεται από τη πρωίας, οπίσω, εις τον Άγ. Ιωάννην,
+χωρίς να έχη άλλον βοηθόν ή συλλειτουργόν, πώς αυτός, ο κυρ-Κωνσταντός,
+ηργοπόρησε να εκκινήση, ένεκα του οναρίου του, το οποίον δεν αντείχεν εις την
+οδοιπορίαν, και ήθελε κάθε τόσον άλλαγμα βοσκής (και ο Θεός δεν είχε ρίξει το έτος
+εκείνο άφθονους βροχάς, ώστε να υπάρχη δαψίλεια βοσκής εις τα λιβάδια), και τέλος,
+πώς ο κυρ- Κωνσταντός ευρέθη εις την ανάγκην ν' αποφασίση να υπάγη πεζός επάνω
+εις τον Αγ. Ιωάννην διά να μη γελάση τον παπάν, επειδή είχε δοσμένον τον λόγον του,
+να υπάγη να τον βοηθήση. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μα τώρα νύχτωσες... θα νυχτώσης... είπεν ο Άι-Χαραλαμπίτης ο ιερεύς·
+πώς θα πας ως εκεί;.. είνε μιάμιση ώρα δρόμος ακόμα... και το φεγγάρι θ' αργήση
+τρεις ώραις να βγη.... άσ 'βος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πώς να κάμω; είπεν ο μπάρμπα-Κωνσταντός, όστις ήρχισεν ευθύς να
+οκνή και να διστάζη. </p>
+
+<p>&nbsp;— Σκοτίδ' άσ'βος
+(<span style='font-size: small;'><a href='#fn2' id='ref2'>2</a></span>)
+, επανέλαβεν ο παπά-Αζαρίας, το φεγγάρι θ' αργήση τρεις ώραις... πώς θα πας ως εκεί,
+μοναχός σου;... Κακοστρατιά, κλεφτότοπος... θα πέσης 'σε κανένα γκρεμνό να
+κατασκοτωθής. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι με συμβουλεύεις, γέροντα, να κάμω;... είπε ψοφοδεής ο μπάρμπα-
+Κωνσταντός ο πάρεδρος. </p>
+
+<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p>
+
+<p>Ο παπά-Αζαρίας εσκέφθη προς στιγμήν, αλλ' η όψις του δεν εξέφραζε πνευματικόν
+τι. Ίσως έλεγε μέσα του: «Τι ήθελα, τι γύρευα εγώ να του πω τέτοια πράμματα να τον
+δειλιάσω;... Αυτός είνε έτοιμος... αφορμή εγύρευε να μείνη μες τη μέση... και να κάμη
+Ανάστασι στον άγιο Χαράλαμπο». </p>
+
+<p>Είτα είπε μεγαλοφώνως: </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι να σου πω κ' εγώ; Εσείς πάτε και δίνετε υπόσχεσι, κ' ύστερα δεν
+ξέρετε να σηκωθήτε με την ώρα σας τουλάχιστον, να πάτε κει που έχετε δώσει λόγο...
+κι' άλλος ας καρτερή... ένα πράμμα που σου είνε κοπιαστικό και δύσκολο, απ' αρχής
+πρέπει να το συλλογίζεσαι, να το μετράς καλά, να μη δίνης το λόγο σου... Τι δουλειά
+είχες, εσύ, νοικοκύρης άνθρωπος, να τρέχης στα κατσάβραχα, απάνω στον Άι- Γιάννη,
+για να κάμης Πάσχα;... Δεν ήξερες ναρθής στον Άι- Χαράλαμπο;... Τι σε κάμω εγώ;...
+Εδώ θελά χρησιμέψης... θελά ψάλουμε μαζύ την Ανάστασι, θελά λειτουργηθής μια
+χαρά, και η μυζήθρα και το χλωρό τυρί δεν ήθελε μας λείψη... Έχω κ' εκείνο τον
+αχαΐρευτο τον υποτακτικό μου το Γαβριήλ, όπου δε φελά τίποτε... έχω και τη γρηά την
+Ευπραξία, ένα σωρό κόκκαλα, νάχουμε την ευκή της... τρεις κούκκοι! Μα οι βοσκοί, ας
+είνε καλά, ταις καλαίς μέραις έρχονται, μας κάνουν γενιά... μόνον εφέτος που μας
+πήρε τους πλειότερους ο παπά-Διανέλος, πίσω στον Άι-Γιάννη, αλλά μένουν κάτι
+λιγοστοί...» </p>
+
+<p>Ενταύθα ήλθεν εις τον παπά-Αζαρίαν ο πειρασμός να κρατήση τον κυρ-
+Κωνσταντόν εις τον Άγιον Χαράλαμπον, αφίνων τον παπά-Διανέλον άνευ βοηθού, διά
+να τον εκδικηθή διότι του αφήρεσε τους πλείονας των βοσκών του. Αλλά δεν το
+εχώρησεν η συνείδησίς του, και εντονώτερον εξηκολούθησε: </p>
+
+<p>&nbsp;— Τώρα, όπως και να το κάμης, άσχημα είνε... μα το καλλίτερο είνε να
+τραβήξης το δρόμο σου να πας... Έδωκες το λόγο σου... είνε μεγάλη αμαρτία ν'
+αφήσης τον παπά χωρίς βοηθό, τέτοια μεγάλη μέρα. </p>
+
+<p>Ο μπάρμπα Κωνσταντός δεν απέσπα το βλέμμα από τας κυανάς και κοκκίνας
+υάλους της θυρίδος του ιερού βήματος, ήτις εφαίνετο προσελκύουσα αυτόν ως
+μαγνήτης, και νοερώς συνέκρινε την σχετικήν ανάπαυσιν ην θα είχεν εις τον Άγιον
+Χαράλαμπον, όπου θα εύρισκε ζεστόν κελλίον με άφθονον πυρ και καφέν προ της
+Αναστάσεως, με γάλα και αυγά μετά την λειτουργίαν, και διπλούν θαλπερόν και
+αναπαυτικόν ύπνον προ και μετά την ακολουθίαν, με την ερημίαν, με τους βράχους,
+τους σχοίνους και τας κομαριάς του Αγ. Ιωάννου του Προδρόμου, όπου θα υπήρχε
+μόνον ύπαιθρον ή ανεπαρκές υπόστεγον και παραπολλή δρόσος πρωιμωτέρα ή ώστε
+να είνε επιθυμητή. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μη στέκεσαι καθόλου, επανέλαβεν ο Αϊχαραλαμπίτης· τράβα, γιατί θα
+νυχτώσης, και θ' αργήση το φεγγάρι να βγη. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τώρα νύχτωσε που νύχτωσε, είπεν αποφασιστικώς ο μπάρμπα-
+Κωνσταντός· καλλίτερα είνε να καθίσω προς ώρα να ξεκουραστώ, ως που να βγη το
+φεγγάρι... </p>
+
+<p>&nbsp;— Και ύστερα; </p>
+
+<p>&nbsp;— Ύστερα πηγαίνω με το φεγγάρι. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μα θα πας; </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα πάω. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ξέρεις καλά το δρόμο; </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι θα πη;... Μπορεί να έχω χρόνια να πάω, μα τον δρόμο τον θυμούμαι...
+Κ' έπειτα, αν έρθη κανένας απ' τους ξωμερίταις φίλος μου... </p>
+
+<p>&nbsp;— Ε!... </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα τον παρακαλέσω να με πάη ολίγο παραπάνω, είπεν ο μπάρμπα-
+Κωνσταντός. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ώστε δεν ξέρεις καλά το δρόμο; </p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι αλλά... </p>
+
+<p>&nbsp;— Φοβάσαι τα στοιχιά; εκάγχασεν ο ιερεύς. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θεός να φυλάη... δεν φοβούμαι τίποτε με την δύναμιν του Θεού... μα η
+συντροφιά είνε πάντα καλλίτερη. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ας είνε, δεν μπορώ να σε διώξω... έμβα μες το κελλί να ξεκουραστής, και
+σα βγη το φεγγάρι, να πας.... </p>
+
+<p>&nbsp;— Ευλόγησον. </p>
+
+<p>Ο μπάρμπα-Κωνσταντός εισήλθεν εις το κελλίον, κ' εξηπλώθη επί του χαμηλού
+επεστρωμένου σοφά, με τους πόδας προς την εστίαν, όπου έκαιεν ασθενές πυρ
+ετοιμόσβεστον. Ο μπάρμπα-Κωνσταντός εσκεπάσθη με το κιλίμι το οποίον εκόμιζε, και
+μετ' ολίγα λεπτά απεκοιμήθη. Ήτο δε ήδη νυξ. </p>
+
+<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p>
+
+<p>Το κελλίον όπου είχεν εισέλθη ο μπάρμπα-Κωνσταντός ήτο το έν εκ των δύο όσα
+εκράτει ο ηγούμενος, το οποίον εχρησίμευεν άμα ως προθάλαμος, ως μαγειρείον και
+ως πρόχειρον «αρχονταρίκι». Μόλις είχεν αποκοιμηθή ο γηραιός πάρεδρος, και
+εισήλθεν ο υποτακτικός Γαβριήλ, με άσπρον κιουλάρι, με ζωστικόν πάνινον
+ξεθωριασμένον και χωρίς ράσον, κρατών λυχνίαν με την αριστεράν, καυσόξυλα και
+χαμόκλαδα με την δεξιάν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Άλλος μουσαφίρης πάλε! εγόγγυσεν άμα είδε τον κυρ Κωνσταντόν
+κοιμώμενον^ κουτσοί-στραβοί στον Άι-Παντελεήμονα! Ευλόγησον, πατέρες! </p>
+
+<p>Εκρέμασε το λυχνάριον επί του πτερυγίου της εστίας, εγονάτισε και ήρχισε να
+ξανάπτη την φωτιάν, και εξηκολούθησεν: </p>
+
+<p>&nbsp;— Από πού με το καλό, αυτός πάλε! Ας είν' καλά οι χριστιανοί! Τα ποτήρια
+ξεπλύνετε, και οι παίδες ας κερνούν. Ζήτω η κρασοκατάνυξις! ευλόγησον πατέρες!
+</p>
+
+<p>Έκυψεν εις την εστίαν και ήρχισε να φυσά διά φυσητήρος καλάμου. Είτα
+επανέλαβεν: </p>
+
+<p>&nbsp;— «Έδωκας ηγούμενε, των καλογήρων διακόνημα...» </p>
+
+<p>Έψαλε τούτο εις ήχον τέταρτον, μεθ' ο εις πεζόν λόγον προσέθηκε: </p>
+
+<p>&nbsp;— Πού τους βρίσκει, ο γέροντάς μου, και τους μαζώνει! </p>
+
+<p>Τρέχα, Γαβριήλ. Καφέδες, Γαβριήλ. Και να έφερναν τίποτε πρόσφορα, το ελάχιστο!
+Μ' αυτοί έρχονται άδεια τα χέρια. «Του κελλάρη έδωκας κλειδιά εις τα χέρια του
+(τούτο το είπε ψαλτά· είτα χύμα)». Βάστα, γέρο-Γαβριήλ. Σαν είσ' αββάς, βάστα! </p>
+
+<p>Την στιγμήν εκείνην, ο μπάρμπα-Κωνσταντός έκαμε κίνησίν τινα, εμισοξύπνησε, κ'
+εγύρισεν από το άλλο πλευρόν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Χαλάλι να του γείνη! εγόγγυσεν ο πάτερ-Γαβριήλ. Νυσταγμένος μας
+ήλθε, ο άνθρωπος. Θέλω να ξέρω, αυτοί, κάτω στο χωριό, δεν κοιμούνται τάχα, δεν
+έχουν σπίτια, δεν έχουν κάμαραις; Κινούν δύο ώραις δρόμο κ' έρχονται στον Άι-
+Χαράλαμπο για να κοιμηθούν; Ταμάμ! Ευλόγησον, πατέρες.... </p>
+
+<p>Και είτα έψαλε: </p>
+
+<p>&nbsp;— «Δίδει τον οίνον λιγοστόν...» </p>
+
+<p>Αλλ' ο μπάρμπα-Κωνσταντός, καίτοι στραφείς επί του άλλου πλευρού, δεν
+επανεύρε τον ύπνον, αλλ' ανασηκωθείς επί του αγκώνος, εγύρισε βλέμμα προς τον
+μοναχόν και τον ηρώτησε: </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι ώρα είνε, πάτερ; </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι ώρα;... ώρα που νύχτωσε... ώρα που φέγγουν τ' αστέρια.... </p>
+
+<p>&nbsp;— Το φεγγάρι δε βγήκε ακόμα; </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι να σε κάμη το φεγγάρι, χριστιανέ μου;... Το φεγγάρι δεν κόβει
+μονέδα... </p>
+
+<p>&nbsp;— Περιμένω να βγη το φεγγάρι για να φύγω, και γι 'αυτό σ' ερωτώ, είπεν
+ησύχως ο μπάρμπα-Κωνσταντός. </p>
+
+<p>&nbsp;— Να φύγης;... για πού, αν θέλη ο Θεός; </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν ήρθαν τίποτε ξωμερίταις απ' τα καλύβια; </p>
+
+<p>&nbsp;— Μου κάνουν τη χάρι να μη 'ρθούν, είπεν ο Γαβριήλ. Σου φέρνουν ένα
+πρόσφορο και σου φαρμακώνουν μια κόττα ολάκερη· σου φέρνουν ολίγο νάμα, και
+σου αδειάζουν μια δαμιτζάνα σωστή... </p>
+
+<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p>
+
+<p>Την στιγμήν εκείνην ηκούσθη η φωνή του ηγουμένου από της θύρας του κελλίου.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Α! ξυπνητός είσαι, κύριε πάρεδρε, έλεγεν ο παπά-Αζαρίας· κ' εγώ
+ενόμισα, ότι ο Γαβριήλ ωμιλούσε πάλι μοναχός του, καθώς το συνηθίζει. Καλά που
+έπιασε κουβέντα με άνθρωπον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Χμ... Γχ... έπνιξε τους γογγυσμούς του μέσα του ο Γαβριήλ. Είτα ψιθύρω
+τη φωνή προσέθηκεν: Ευλόγησον, πατέρες! </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν εκοιμήθηκα καθόλου, γέροντα, απήντησεν ο μπάρμπα- Κωνσταντός,
+όστις πράγματι δεν ενθυμείτο ποσώς αν είχε κοιμηθή ή όχι... </p>
+
+<p>&nbsp;— Και δεν άκουσες τον Γαβριήλ να μιλή μοναχός του; </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν τον άκουσα... Ίσως να έκλεψα έναν ύπνον ίσα με ένα
+<b>Πιστεύω</b>. </p>
+
+<p>&nbsp;— Περιμένω τους βοσκούς, όπου είνε έφθασαν, είπεν ο Αϊχαραλαμπίτης
+ιερεύς· άμα έλθουν, εγώ ο ίδιος θα υποχρεώσω έναν απ' αυτούς να σε συντροφέψη
+γι' απάνου... </p>
+
+<p>&nbsp;— Ευλόγησον, είπεν ο μπάρμπα-Κωνσταντός, όστις δεν το επεθύμει
+διακαώς μέσα του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ως που να έλθουν, επανέλαβεν ο παπά-Αζαρίας, επειδή συνειθίζω και
+διαβάζω τας <b>Πράξεις</b> αποβραδής, κατά το παλαιόν Τυπικόν, να πάρουμε έναν
+καφέ, και να με συντροφέψης, αν αγαπάς, εις την εκκλησίαν, διά να με βοηθήσης να
+διαβάσουμε μαζύ τας Πράξεις
+(<span style='font-size: small;'><a href='#fn3' id='ref3'>3</a></span>)
+. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ευχαρίστως, είπεν ο μπάρμπα-Κωνσταντός. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ταις διαβάζω εγώ ταις Πράξεις, εγόγγυσεν ο Γαβριήλ, όστις εζήλευεν
+άμα έβλεπεν έκτακτον βοηθόν ή ψάλτην εν τω ναΐσκω. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εσύ, Γαβριήλ, θα κάμης περισσότερα λάθη από όσαις λέξεις είνε
+τυπωμέναις μες το βιβλίο. Μόνον να μας κάμης δυο καλούς καφέδες,
+ιδιορρυθμίτικους
+(<span style='font-size: small;'><a href='#fn4' id='ref4'>4</a></span>)
+, και να μας τους φέρης από 'κεί. Ορίστε, κυρ Κωνσταντέ, να περάσουμε στο κελλί το
+άλλο. </p>
+
+<p>Ο μπάρμπα-Κωνσταντός ηγέρθη, έλαβε την ράβδον του, τον τορβάν και το κιλίμι
+και μετέβη εις το κελλίον του πατρός Αζαρία. </p>
+
+<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p>
+
+<p>Οι τρεις νεαροί βοσκοί, κρατούντες τας λαμπάδας των χαμηλά με την αριστεράν,
+περισκέποντες το φως με την δεξιάν από της προσπνεούσης νυκτερινής αύρας, ενώ η
+σελήνη, υψηλά αναπλέουσα τον ουρανόν, είχε κρυφθή εις σύννεφα, έτρεξαν πρώτοι
+εμπρός, ο δε πρώτος αναγγείλας την είδησιν αιπόλος ήρχετο οπίσω. Κατέβησαν κάτω
+εις το ρεύμα, χωρίς ν' ακούωσι φωνάς, και ήρχισαν να υποπτεύωσιν ότι ο πρώτος
+βοσκός ίσως είχεν <b>αυτιασθή</b>, και είχεν ακούσει φωνάς μη υπαρχούσας
+πράγματι. Αλλ' ο αιπόλος διεμαρτύρετο λέγων ότι δεν ηπατήθη, και ότι είχεν ακούσει
+ευκρινώς φωνήν λέγουσαν: «Πού είσαστε; Πού είσαστε;» </p>
+
+<p>Διά να βεβαιωθή έτι μάλλον αυτός πείθων και τους άλλους, ο βοσκός ήρχισε να
+φωνάζη: Ε! δω είμαστε! Ποιος είνε;» </p>
+
+<p>Ασθενής φωνή απήντησεν. Αλλά δεν διέκριναν τας λέξεις. </p>
+
+<p>Αφού προέβησαν ολίγα βήματα παρεμπρός, οι βοσκοί πάλιν εφώναξαν: «Ε! ποιος
+είσαι; Πού βρίσκεσαι;» </p>
+
+<p>Η φωνή ευκρινέστερον απήντησε: </p>
+
+<p>&nbsp;— «Δω είμαι!... ελάτε παραδώ...» Και η φωνή επνίγη εις στεναγμόν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Κάποιος θάπεσε κ' εγκρεμοτσακίσθη πουθενά μες το ρέμμα, εσκέφθη
+μεγαλωφώνως ο είς των βοσκών. </p>
+
+<p>Τω όντι, όταν ήκουσαν τον μυρμυρισμόν του ύδατος του μικρού χειμάρρου
+ρέοντος διά μέσου βράχων και αμμωδών χώρων εναλλάξ εις το βάθος της κοιλάδος, κ'
+επλησίασαν εις την ρίζαν ενός βράχου, είδον το σώμα ανθρώπου κειμένου εκεί, δίπλα
+εις το ψιθυρίζον και κατερχόμενον εις την θάλασσαν ελικοειδές ρεύμα. </p>
+
+<p>Ήτο αυτός ο κυρ Κωνσταντός, ο τρίτος πάρεδρος. </p>
+
+<p>Τον ανεκίνησαν. Δεν ήτο βαρέως πληγωμένος, αλλ' είχε βαρέσει εις την αριστεράν
+πλευράν, πεσών από ύψος ανδρικού αναστήματος, από τον βράχον. </p>
+
+<p>Περί ώραν δεκάτην ευρωπαϊστί, αφού ανέτειλεν η σελήνη, είχεν αναχωρήσει από
+τον Άγ. Χαράλαμπον, όχι τόσον διότι το επεθύμει, όσον διότι ο παπά-Αζαρίας, ο
+υποχρεωτικός και πρόθυμος φίλος όταν επρόκειτο ν' αποπέμψη οχληρόν, είχε
+παρακαλέσει ένα των ελθόντων χωρικών, και είχεν επιμείνη ίνα συνοδεύση ούτος τον
+μπάρμπα Κωνσταντόν απερχόμενον εις Αγ. Ιωάννην, όπου είχε δώσει υπόσχεσιν να
+υπάγη. </p>
+
+<p>Ο χωρικός, με προθυμίαν όχι εμφαντικωτέραν της του παπά-Αζαρία, μεγαλειτέραν
+δε της του κυρ Κωνσταντού, συνώδευσε τον πάρεδρον εις ικανόν μέρος της οδού έως
+εις τα Κάμπια, εις το ύψος του βουνού οπόθεν έπρεπε να κατηφορίση τις διά να
+φθάση εις τον ναΐσκον του Προδρόμου, κ' εκεί, αφού του έδειξεν ακριβώς τον δρόμον,
+του ευχήθη καλήν Ανάστασιν και τον εγκατέλιπε μόνον. </p>
+
+<p>Ο μπάρμπα-Κωνσταντός ηκολούθησε κατ' αρχάς επί πολύ τον κύριον δρόμον,
+όστις ήτο μοναδικός και ευδιάκριτος υπό το φως της σελήνης, μόνην συντροφίαν έχων
+τους θάμνους, όσοι ίσταντο δεξιά και αριστερά διαχαράσσοντες την οδόν, τα δένδρα
+τα οποία ελάμβανον φανταστικά σχήματα ή εσχημάτιζον σκιάς εν μέσω των οποίων το
+όμμα έβλεπε πολλάκις φάσματα και ακινήτους ανθρώπους, τους βράχους οίτινες,
+καθόσον επλησίαζε προς την βόρειον ακτήν, επληθύνοντο κ' εξετόπιζον τα δένδρα, το
+δειλόν κελάδημα ολίγων πτηνών κρυμμένων εις τας λόχμας, τον κρότον της αύρας
+σειούσης τους κλώνας και τας κορυφάς των δένδρων, και τον μυστηριώδη θρουν της
+φυλλάδος τον παραγόμενον υπ' αγνώστων νυκτερινών πλασματίων, υπό μικρών
+κατωτέρων πνοών κρυπτουσών την υπαρξίν των εν μέσω του σκότους και της
+μοναξιάς. </p>
+
+<p>Αλλ' όταν έφθασεν εις μέρος όπου η οδός ετέμνετο εις δύο μικρά μονοπάτια, το έν
+ανατολικώτερον, το άλλο βορειοδυτικόν, ευρέθη εις αμηχανίαν ποιον μονοπάτι να
+λάβη. Όσον και αν είνε εντόπιος είς άνθρωπος, όστις εκτάκτως, άπαξ κατά δύο ή τρία
+έτη, εξέρχηται εις μακράν σχετικώς εκδρομήν, εις τους μικρούς τόπους, πάντοτε
+ευρίσκεται εις αμηχανίαν, όταν μάλιστα το τοπίον είνε κάπως άγριον, και δεν έχη ο
+ίδιος κτήματα εις το μέρος εκείνο. Οι δρόμοι από έτους εις έτος αλλάζουν, πολλάκις
+παλαιαί οδοί εκχερσούνται ή καλλιεργούνται και δεν πατούνται πλέον εκ της
+πλεονεξίας μικρού γαιοκτήμονος, όστις περιφράττει εντός του χωραφιού του έν ή δύο
+στρέμματα γης περισσότερον, και μεταθέτει τον φράκτην μίαν ή δύο οργυιάς
+απωτέρω. Ενίοτε συμβαίνει και το εναντίον· αδιαφιλονείκητος ελαιών γνωστού
+κτηματίου πατείται και γίνεται δρόμος, χάριν της ευκολίας των διαβατών. Άλλοτε οι
+βοσκοί και αι αίγες των ανοίγουσι νέον μονοπάτι, διά να <b>αραδίζουν</b>, άλλοτε
+εγκαταλείπουσι και αφήνουσι να εκχερσωθή παλαιά και γνώριμος οδός. </p>
+
+<p>Αφού επί πολύ εδίστασεν, ο μπάρμπα Κωνσταντός επροτίμησε τέλος το
+βορειανατολικόν μονοπάτι, και κατέβη ταχέως εις το ρεύμα του Χαιρημονά. Αλλ' εκεί
+δεν δύναται να βαδίση τις, εκτός αν είνε δωδεκαετής παις, και ψάχνει διά καβούρια,
+την ημέραν. Ο δε κυρ Κωνσταντός ήτο εξηκοντούτης, ήτο νυξ και δεν εζήτει καβούρια.
+Το ρεύμα της πηγής του Χαιρημονά, ενούμενον κατωτέρω με το ρεύμα της Παναγίας
+Δομάν, σχηματίζει ποτάμιον κατερχόμενον εις την θάλασσαν δι' αποτόμου
+κατωφερείας, διά βράχων και μικρών καταρρακτών. Στιγμήν τινα, καθ' ην η σελήνη
+είχε κρυβή άνω εις νέφος, δεν είδε καλά, δεν επάτησε στερεά, ωλίσθησεν από ένα
+βράχον κ' έπεσε με την κεφαλήν και τον κορμόν εις την άμμον, με τους πόδας εις το
+νερόν. Ο μπάρμπα-Κωνσταντός εκτύπησεν ελαφρώς και επόνεσεν, εκ του τιναγμού
+μάλλον και του φόβου, ή εκ του κατάγματος. Ευτυχώς, ολίγω πριν, όταν ευρίσκετο εις
+το ύψωμα, επάνω εις μέγαν υπερκείμενον βράχον, είχεν ιδεί την αντιλαμπήν του
+μικρού ναΐσκου, όπου αρτίως είχε ψαλή η Ανάστασις, και είχεν εννοήσει ότι δεν
+απείχε πλέον πολύ από τον Αγ. Ιωάννην. Ζαλισμένος από την πτώσιν, ήρχισε, με όσην
+είχεν ακόμη δύναμιν, να φωνάζη: «Πού είσαστε; πού είσαστε;» και την φωνήν ταύτην
+είχεν ακούσει ο πρώτος βοσκός, όστις είχεν εξέλθει προς στιγμήν του ναού διά να ίδη
+πώς είχον αι αίγες του. </p>
+
+<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p>
+
+<p>Ο κυρ Κωνσταντός εσηκώθη χωλαίνων, ηκολούθησε τους βοσκούς, έφθασεν εις
+τον ναΐσκον, όταν ο ιερεύς είχεν αρχίσει τον <b>ασπασμόν</b>, επροσκύνησε και
+έλαβε την θέσιν του εις τον χορόν. Έψαλεν εις όλην την λειτουργίαν, με όλον το
+πέσιμόν του και το πόνεμά του. </p>
+
+<p>Έξω υπό το φέγγος της σελήνης, δεξιόθεν του ναΐσκου, έβρεμε γενναίον πυρ, και ο
+μπάρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης ο εκ των πλησιοχώρων της πολίχνης ελθών
+ποιμήν, είχεν οβελίσει ήδη έναν αμνόν και τον έψηνε. Δίπλα του πρόθυμος διά να τον
+βοηθή εκάθητο, ακουμβών επ' αυτού του τοίχου της εκκλησίας, ανθρωπίσκος τις εκ
+της πόλεως, όστις δεν είχεν εννοηθή πότε και πώς είχεν έλθη εκεί, ο Γιάννης ο
+Μπουκώσης. Ανάμεσα εις την πυράν και εις τον τοίχον, ο μπάρμπα-Δημήτρης ο
+Καμπογιάννης, με την κίτρινην ζωνάραν, το ξυραφισμένον γένειον και τον
+αγκιστροειδή μύστακα, είχεν αφήσει το μαχαίρι του μετά του θηκαρίου, και ο Γιάννης
+Μπουκώσης από πολλής ώρας δεν είχε παύσει να ρίπτη το βλέμμα εναλλάξ, εις το
+ροδοκοκκινίζον σφαχτόν και εις το μαχαίριον. Αντικρύ, παρά την ρίζαν ενός σχοίνου,
+ίστατο μεγάλη οκταόκαδος φλάσκα. Εκ του τρόπου μεθ' ου ίστατο ακουμβημένη εις το
+κλαδίον του σχοίνου εφαίνετο πλήρης οίνου, μοσχάτου και μαύρου μεμιγμένου. Το
+ροδοκοκκινίζον σφαχτόν έκνιζε και έσιζεν εις το πυρ, η φλάσκα, ως άλλη κλώσσα
+καλούσα τους νεοσσούς της υπό τας πτέρυγας, εφαίνετο καλούσα τους βοσκούς εις
+ευωχίαν υπό τους ατμούς της, έτοιμη να κλώξη και να φυσήση εις την ελαχίστην
+επαφήν της χειρός, εις την ελαχίστην προσέγγισιν του χείλους εις την θηλήν της. </p>
+
+<p>Δύο χωρικοί όρθιοι, πέντε βήματα μακράν του ψητού, της φλάσκας και του
+σχοίνου, ίσταντο και συνωμίλουν ζωηρώς. Είχαν εύρη την ώραν και τον τόπον να
+λογομαχήσωσι δι' έν χωράφιον τεσσάρων στρεμμάτων, περί του οποίου εμάχοντο από
+ετών. </p>
+
+<p>Αντικρύ, προς μεσημβρίαν, επί του βραχώδους λόφου, ανάμεσα εις πέντε
+βράχους, εις τρία μονοπάτια και εις κρημνόν, ευρίσκετο το διαφιλονεικούμενον
+χωράφιον. Ο είς των χωρικών εχειρονόμει, κ' εδείκνυε προς τα εκεί, και ισχυρίζετο ότι
+το χωράφιον το ιδικόν του είχε σύνορον ακριβώς τον τρίτον βράχον προς τα δεξιά.
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Εγώ το ηύρα παππουδικό μου, έλεγε· δε ρωτάς και το Γιάννη της
+Ψαροδήμαινας, που είμαστε γειτόνοι, εδώ και τριάντα χρόνια... </p>
+
+<p>&nbsp;— Το σύνορο είνε μες τη μέση, ανάμεσα στον δεύτερο και στον τρίτο
+βράχο, εκεί που βαθουλαίνει ο τόπος, διετείνετο ο άλλος χωρικός· φαίνεται ακόμη
+που ήτον, τον παλαιόν καιρό, αποσκαφή.... </p>
+
+<p>&nbsp;— Κοδζάμ-βράχος, αντέκρουσεν ο πρώτος, κ' εγώ θα πάω να γυρέψω
+ναυρώ την αποσκαφή, για να την κάμω σύνορό μου;.... </p>
+
+<p>Ο μπάρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης ήρχισε να γυρίζη αμελέστερον την σούβλαν
+με το σφαχτόν, και η προσοχή του όλη απερροφήθη υπό των δύο χωρικών και της
+λογομαχίας των. </p>
+
+<p>Ο Γιάννης ο Μπουκώσης έλαβε σιγά-σιγά το μαχαίριον το απεγύμνωσεν από το
+θηκάριόν του, έκοψεν επιτηδείως τεμάχιον από τα νεφραιμιά του σφαχτού, το οποίον
+έπαυσε σχεδόν να περιστρέφεται, και το κατεβρόχθισεν απλήστως. </p>
+<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/0048.jpg" width="487"
+height="365"
+alt="έκοψεν επιτηδείως τεμάχιον από τα νεφραιμιά " border="2" /><br /></p>
+<p>Ο μπάρμα-Δημήτρης ουδέ παρετήρησε καν την κλοπήν και την λαιμαργίαν του
+ανθρωπίσκου. Εξηκολούθησε να προσέχη εις τους δύο ερίζοντας. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και είνε και μέσα στο μπολέτι καθαρά γραμμένο, έλεγεν ο πρώτος των
+δύο· το πήγα στον παπά-Λευθέρη, που ξέρει να διαβάζη τα παλαιά γράμματα, και
+μου το διάβασε τόσαις φοραίς. </p>
+
+<p>&nbsp;— Από μπολετιά δεν ιδρώνει εμένα το μάτι μου, αντέλεγεν ο δεύτερος·
+σαν έχης όρεξι, δεν πας στον μπάρμπ' Αναγνώστη τον Αγέλαστο, να σου φτιάση όσα
+ψεύτικα μπολετιά θέλης... </p>
+
+<p>Ο Δημήτρης ο Καμπογιάννης επρόσεχεν όλος εις την λόγομαχίαν των δύο
+αγροτών. Ο Γιάννης ο Μπουκώσης έλαβεν εκ νέου το μαχαίριον, το οποίον δεν είχεν
+επιστρέψει εις το θηκάριόν του, έκοψε δεύτερον, γενναιότερον τεμάχιον από το
+μισοψημένον σφαχτόν, και το κατέπιε μονοκόμματον. </p>
+
+<p>Η έρις των δύο χωρικών εξηκολούθει, και η προσοχή μεθ' ης την παρηκολούθει ο
+Καμπογιάννης ήτο αδιάπτωτος. Ο Μπουκώσης, όστις ενόει την μυστηριώδη γλώσσαν
+της φλάσκας, δι' ης αύτη εκάλει τους φίλους της, ως η κλώσσα τους νεοσσούς της,
+έκαμεν έν βήμα με τον δεξιόν πόδα, εν σχήματι ορθής γωνίας, δεύτερον βήμα με το
+αριστερόν γόνυ εις το έδαφος, εξηπλώθη τετραποδίζων, επλησίασεν εις τον σχοίνον,
+και λαβών την μεγάλην οινοβριθή φλάσκαν την επλησίασεν εις τα χείλη του, και έπιε
+γενναίαν δόσιν απνευστί. </p>
+
+<p>Είτα, φύσει φρόνιμος και γνωρίζων ότι, αν έκαμνε και τρίτην απόπειραν κατά του
+σφακτού, ήτο φόβος μη φωραθή επί τέλους, επέστρεψε παρά τον τοίχον της
+εκκλησίας, ολίγον τι απώτερον της πυράς εμαζεύθη κ' εφαίνετο τόσον άκακος και
+νήστις, ως να μην είχε πασχάσει όλως. </p>
+
+<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p>
+
+<p>Όταν, αφού ο ιερεύς εξήλθε τελευταίος από της λειτουργίας, και εστρώθη η
+τράπεζα εις τα πρόθυρα του ναού (ήτον περί τα γλυκοχαράμματα), ο μπάρμπα-
+Δημήτρης ο Καμπογιάννης επεχείρησε να τεμαχίση το ψητόν, παρετήρησεν ότι κάτι
+έλειπεν από τα νεφραιμιά, αλλ' εκαμώθη ότι δεν εννόησε τίποτε, και αποτεινόμενος
+προς τον Γιάννην τον Μπουκώσην, είπε: </p>
+
+<p>&nbsp;— Κύτταξε!... Περίεργο... Δεν είνε παράξενο να γεννήθηκε σακάτικο αυτό το
+αρνί, παιδί μου Γιάννη. </p>
+
+<p>Εξηκολούθησεν ησύχως να κατακόπτη το ψητόν, είτα επανέλαβε: </p>
+
+<p>&nbsp;— Πολλά παράξενα σημεία και θάμματα γίνονται 'ς αυτά τα στερνά τα
+χρόνια... Για βάλε με το νου σου, να φέρω αρνί σακάτικο γεννημένο απ' τη μάνα του,
+και να μην το καταλάβω!.. Τι να γένη, ας έχη δόξα ο Θεός! </p>
+
+<p>Ο Γιάννης ο Μπουκώσης δεν είπε γρυ. Αλλά την τελευταίαν στιγμήν, καθ' ην
+παρετίθετο επί της τραπέζης το ψητόν, ο μπάρμπα-Δημήτρης έκρυψεν επιτηδείως τας
+δύο στάμνας του νερού οπού είχεν ακόμη γεμάταις, κ' επαρουσίασεν εις την τράπεζαν
+δύο άδειαις, λέγων ότι δυστυχώς είχε λησμονήσει να στείλη εγκαίρως εις του
+Χαιρημονά την βρύσιν να πάρη νερόν, και ήτον ανάγκη να υπάγη τώρα κάποιος. </p>
+
+<p>&nbsp;— 'Σ εσένα πέφτει ο κλήρος, παιδί μου Γιάννη, είπεν αποτεινόμενος προς
+τον Μπουκώσην. Σύρε να γεμίσης τα δυο σταμνιά, νάχης την ευκή του παπά μας, και
+σε καρτερούμε, δεν τρώμε... Πάρε και μια αναμμένη λαμπάδα να βλέπης στο δρόμο,
+και πάτει γερά, ώμορφα ώμορφα... να μη σπάσης τα σταμνιά, και το πάθης σαν το
+τραγούδι που λένε... και μας αφήσης κ' εμάς χωρίς νερό. </p>
+
+<p>Ο Γιάννης ο Μπουκώσης επεθύμει ν' αρνηθή, αλλά δεν ετόλμα. Εφορτώθη τα δύο
+σταμνία κ' εξεκίνησε διά την πηγήν του Χαιρημονά, ήτις απείχε περί τα δύο μίλια, και
+ήτις έτρεχε τόσον φειδωλή ως το δάκρυ των εξηντλημένων οφθαλμών. Εχρειάζετο
+σωστήν μίαν ώραν διά να υπάγη να γεμίση τα σταμνία και να επιστρέψη. </p>
+
+<p>Ευθύς ως ανεχώρησεν ούτος, ο μπάρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης, έβγαλεν εις
+το φανερόν τας δύο πλήρεις στάμνας, και επειδή ο ιερεύς δεν εννόει, εξηγήθη και
+είπεν: — Είχα νερό, μα ήθελα να τονε παιδέψω, τον αφιλότιμο... Ακούς εκεί, να μου
+κάμη γρουσουζιά χρονιάρα μέρα, να μου κόψη μεζέδες απ' το σφαχτό, ενώ το έψηνα,
+και να μην πάρω κάβο!... </p>
+
+<p style='text-align:center; margin-top: 2em'>***<br /></p>
+
+<p>Όταν επέστρεψεν από την βρύσιν του Χαιρημονά, φέρων τα δύο σταμνία ο Γιάννης
+ο Μπουκώσης, ήτο ήδη ημέρα, το ψητόν είχε καταβροχθισθή, και μόνη η διακριτική
+φιλαδελφία της θειά Μαθηνώς της Ψευτομετάνισσας, και της θειά Σεραΐνας, της
+σημαιοφόρου των πανηγυριών, του είχε φυλάξει ολίγα τεμάχια του αμνού διά να
+φάγη και κάμη Λαμπρήν, ο πειναλέος ανθρωπίσκος. </p>
+
+<h4 style="text-align: center; margin-top: 4em">ΤΕΛΟΣ</h4>
+
+<hr></hr>
+
+<p>ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΩΝ ΗΛΙΑ Ν. ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ </p>
+
+<p>
+<br />
+ΕΡΓΑ Α. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ </p>
+
+<p>ΕΚΔΟΘΕΝΤΑ ΚΑΙ ΠΩΛΟΥΜΕΝΑ ΕΝ ΤΩ ΗΜΕΤΕΡΩ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΩ </p>
+
+<p>
+<br />
+ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ
+ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;
+&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;ΔΡΑΧ. 2.50 <br />
+ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ
+ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;«&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;2.
+50 <br />
+ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΑ
+ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;«&nbsp;&nbsp;
+&nbsp;&nbsp;2.50 </p>
+
+<hr></hr>
+
+<p id='fn1'><br /><br />1) Κούτρης, (ήτοι κέσφος = κεφαλάς) καλείται παρ'
+ημίν το αβάπτιστον άρρεν, <b>Κοσσού</b> δε το θήλυ· <b>Δράκος
+</b> και <b>Δρακούλα</b>, καλούνται τα βαπτισμένα βρέφη,
+κατόπιν δυσχερούς τινος ή επιφόβου και αντιπαθούς νόσου,
+οίον σπασμών, επιληψίας, κτλ. λαμβάνοντα την προσηγορίαν
+ταύτην ως αλεξητήριον και φυλακτικόν κατά πάσης βασκανίας.
+Εν τω κειμένω ο Κούτρης = σπανός.<a href='#ref1' title='πίσω'>&#8617;</a></p>
+
+<p id='fn2'>2) άσ'βος, άσουβος = άβυσος.<a href='#ref2' title='πίσω'>&#8617;</a></p>
+
+<p id='fn3'>3) Αι Πράξεις των Αποστόλων αναγινώσκονται, κατά το αρχαίον Τυπικόν,
+εν τοις ιεροίς μοναστηρίοις αφ' εσπέρας του Μ. Σαββάτου, προ της Παννυχίδος δηλ.
+και του όρθρου του Πάσχα.<a href='#ref3' title='πίσω'>&#8617;</a></p>
+
+<p id='fn4'>4) Ιδιόρρυθμα λέγονται τα μοναστήρια όσα δεν είνε Κ ο ι ν ό β ι α, δεν
+τηρούσι δηλ. την αρχαίαν αυστηράν κοινοβιακήν τάξιν.<a href='#ref4'
+title='πίσω'>&#8617;</a></p>
+
+
+
+
+
+
+
+
+<pre>
+
+
+
+
+
+End of the Project Gutenberg EBook of Easter Time Short Stories, by
+Alexandros Papadiamantis
+
+*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK EASTER TIME SHORT STORIES ***
+
+***** This file should be named 31653-h.htm or 31653-h.zip *****
+This and all associated files of various formats will be found in:
+ http://www.gutenberg.org/3/1/6/5/31653/
+
+Produced by Sophia Canoni
+
+Updated editions will replace the previous one--the old editions
+will be renamed.
+
+Creating the works from public domain print editions means that no
+one owns a United States copyright in these works, so the Foundation
+(and you!) can copy and distribute it in the United States without
+permission and without paying copyright royalties. Special rules,
+set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to
+copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to
+protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project
+Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you
+charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you
+do not charge anything for copies of this eBook, complying with the
+rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose
+such as creation of derivative works, reports, performances and
+research. They may be modified and printed and given away--you may do
+practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is
+subject to the trademark license, especially commercial
+redistribution.
+
+
+
+*** START: FULL LICENSE ***
+
+THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE
+PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK
+
+To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free
+distribution of electronic works, by using or distributing this work
+(or any other work associated in any way with the phrase "Project
+Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project
+Gutenberg-tm License available with this file or online at
+ www.gutenberg.org/license.
+
+
+Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm
+electronic works
+
+1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm
+electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to
+and accept all the terms of this license and intellectual property
+(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all
+the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy
+all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession.
+If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project
+Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the
+terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or
+entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8.
+
+1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be
+used on or associated in any way with an electronic work by people who
+agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few
+things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works
+even without complying with the full terms of this agreement. See
+paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project
+Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement
+and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic
+works. See paragraph 1.E below.
+
+1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation"
+or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project
+Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the
+collection are in the public domain in the United States. If an
+individual work is in the public domain in the United States and you are
+located in the United States, we do not claim a right to prevent you from
+copying, distributing, performing, displaying or creating derivative
+works based on the work as long as all references to Project Gutenberg
+are removed. Of course, we hope that you will support the Project
+Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by
+freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of
+this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with
+the work. You can easily comply with the terms of this agreement by
+keeping this work in the same format with its attached full Project
+Gutenberg-tm License when you share it without charge with others.
+
+1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern
+what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in
+a constant state of change. If you are outside the United States, check
+the laws of your country in addition to the terms of this agreement
+before downloading, copying, displaying, performing, distributing or
+creating derivative works based on this work or any other Project
+Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning
+the copyright status of any work in any country outside the United
+States.
+
+1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg:
+
+1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate
+access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently
+whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the
+phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project
+Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed,
+copied or distributed:
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived
+from the public domain (does not contain a notice indicating that it is
+posted with permission of the copyright holder), the work can be copied
+and distributed to anyone in the United States without paying any fees
+or charges. If you are redistributing or providing access to a work
+with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the
+work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1
+through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the
+Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or
+1.E.9.
+
+1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted
+with the permission of the copyright holder, your use and distribution
+must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional
+terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked
+to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the
+permission of the copyright holder found at the beginning of this work.
+
+1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm
+License terms from this work, or any files containing a part of this
+work or any other work associated with Project Gutenberg-tm.
+
+1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this
+electronic work, or any part of this electronic work, without
+prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with
+active links or immediate access to the full terms of the Project
+Gutenberg-tm License.
+
+1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary,
+compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any
+word processing or hypertext form. However, if you provide access to or
+distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than
+"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version
+posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org),
+you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a
+copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon
+request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other
+form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm
+License as specified in paragraph 1.E.1.
+
+1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying,
+performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works
+unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9.
+
+1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing
+access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided
+that
+
+- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from
+ the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method
+ you already use to calculate your applicable taxes. The fee is
+ owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he
+ has agreed to donate royalties under this paragraph to the
+ Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments
+ must be paid within 60 days following each date on which you
+ prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax
+ returns. Royalty payments should be clearly marked as such and
+ sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the
+ address specified in Section 4, "Information about donations to
+ the Project Gutenberg Literary Archive Foundation."
+
+- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies
+ you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he
+ does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm
+ License. You must require such a user to return or
+ destroy all copies of the works possessed in a physical medium
+ and discontinue all use of and all access to other copies of
+ Project Gutenberg-tm works.
+
+- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any
+ money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the
+ electronic work is discovered and reported to you within 90 days
+ of receipt of the work.
+
+- You comply with all other terms of this agreement for free
+ distribution of Project Gutenberg-tm works.
+
+1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm
+electronic work or group of works on different terms than are set
+forth in this agreement, you must obtain permission in writing from
+both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael
+Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the
+Foundation as set forth in Section 3 below.
+
+1.F.
+
+1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable
+effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread
+public domain works in creating the Project Gutenberg-tm
+collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic
+works, and the medium on which they may be stored, may contain
+"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or
+corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual
+property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a
+computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by
+your equipment.
+
+1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right
+of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project
+Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project
+Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all
+liability to you for damages, costs and expenses, including legal
+fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT
+LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE
+PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE
+TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE
+LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR
+INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH
+DAMAGE.
+
+1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a
+defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can
+receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a
+written explanation to the person you received the work from. If you
+received the work on a physical medium, you must return the medium with
+your written explanation. The person or entity that provided you with
+the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a
+refund. If you received the work electronically, the person or entity
+providing it to you may choose to give you a second opportunity to
+receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy
+is also defective, you may demand a refund in writing without further
+opportunities to fix the problem.
+
+1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth
+in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS', WITH NO OTHER
+WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO
+WARRANTIES OF MERCHANTABILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE.
+
+1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied
+warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages.
+If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the
+law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be
+interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by
+the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any
+provision of this agreement shall not void the remaining provisions.
+
+1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the
+trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone
+providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance
+with this agreement, and any volunteers associated with the production,
+promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works,
+harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees,
+that arise directly or indirectly from any of the following which you do
+or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm
+work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any
+Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause.
+
+
+Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm
+
+Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of
+electronic works in formats readable by the widest variety of computers
+including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists
+because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from
+people in all walks of life.
+
+Volunteers and financial support to provide volunteers with the
+assistance they need are critical to reaching Project Gutenberg-tm's
+goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will
+remain freely available for generations to come. In 2001, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure
+and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations.
+To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation
+and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4
+and the Foundation information page at www.gutenberg.org
+
+
+Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive
+Foundation
+
+The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit
+501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the
+state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal
+Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification
+number is 64-6221541. Contributions to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent
+permitted by U.S. federal laws and your state's laws.
+
+The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S.
+Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered
+throughout numerous locations. Its business office is located at 809
+North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887. Email
+contact links and up to date contact information can be found at the
+Foundation's web site and official page at www.gutenberg.org/contact
+
+For additional contact information:
+ Dr. Gregory B. Newby
+ Chief Executive and Director
+ gbnewby@pglaf.org
+
+Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation
+
+Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide
+spread public support and donations to carry out its mission of
+increasing the number of public domain and licensed works that can be
+freely distributed in machine readable form accessible by the widest
+array of equipment including outdated equipment. Many small donations
+($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt
+status with the IRS.
+
+The Foundation is committed to complying with the laws regulating
+charities and charitable donations in all 50 states of the United
+States. Compliance requirements are not uniform and it takes a
+considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up
+with these requirements. We do not solicit donations in locations
+where we have not received written confirmation of compliance. To
+SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any
+particular state visit www.gutenberg.org/donate
+
+While we cannot and do not solicit contributions from states where we
+have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition
+against accepting unsolicited donations from donors in such states who
+approach us with offers to donate.
+
+International donations are gratefully accepted, but we cannot make
+any statements concerning tax treatment of donations received from
+outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff.
+
+Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation
+methods and addresses. Donations are accepted in a number of other
+ways including checks, online payments and credit card donations.
+To donate, please visit: www.gutenberg.org/donate
+
+
+Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic
+works.
+
+Professor Michael S. Hart was the originator of the Project Gutenberg-tm
+concept of a library of electronic works that could be freely shared
+with anyone. For forty years, he produced and distributed Project
+Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support.
+
+Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed
+editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S.
+unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily
+keep eBooks in compliance with any particular paper edition.
+
+Most people start at our Web site which has the main PG search facility:
+
+ www.gutenberg.org
+
+This Web site includes information about Project Gutenberg-tm,
+including how to make donations to the Project Gutenberg Literary
+Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to
+subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks.
+
+
+</pre>
+
+</body>
+</html>
+
+
diff --git a/31653-h/images/0003.jpg b/31653-h/images/0003.jpg
new file mode 100644
index 0000000..478394f
--- /dev/null
+++ b/31653-h/images/0003.jpg
Binary files differ
diff --git a/31653-h/images/0010.jpg b/31653-h/images/0010.jpg
new file mode 100644
index 0000000..d5cfcf0
--- /dev/null
+++ b/31653-h/images/0010.jpg
Binary files differ
diff --git a/31653-h/images/0016.jpg b/31653-h/images/0016.jpg
new file mode 100644
index 0000000..7fb4afe
--- /dev/null
+++ b/31653-h/images/0016.jpg
Binary files differ
diff --git a/31653-h/images/0023.jpg b/31653-h/images/0023.jpg
new file mode 100644
index 0000000..274502f
--- /dev/null
+++ b/31653-h/images/0023.jpg
Binary files differ
diff --git a/31653-h/images/0041.jpg b/31653-h/images/0041.jpg
new file mode 100644
index 0000000..cca5dca
--- /dev/null
+++ b/31653-h/images/0041.jpg
Binary files differ
diff --git a/31653-h/images/0048.jpg b/31653-h/images/0048.jpg
new file mode 100644
index 0000000..04e7e77
--- /dev/null
+++ b/31653-h/images/0048.jpg
Binary files differ
diff --git a/31653-h/images/cover.jpg b/31653-h/images/cover.jpg
new file mode 100644
index 0000000..001282c
--- /dev/null
+++ b/31653-h/images/cover.jpg
Binary files differ
diff --git a/LICENSE.txt b/LICENSE.txt
new file mode 100644
index 0000000..6312041
--- /dev/null
+++ b/LICENSE.txt
@@ -0,0 +1,11 @@
+This eBook, including all associated images, markup, improvements,
+metadata, and any other content or labor, has been confirmed to be
+in the PUBLIC DOMAIN IN THE UNITED STATES.
+
+Procedures for determining public domain status are described in
+the "Copyright How-To" at https://www.gutenberg.org.
+
+No investigation has been made concerning possible copyrights in
+jurisdictions other than the United States. Anyone seeking to utilize
+this eBook outside of the United States should confirm copyright
+status under the laws that apply to them.
diff --git a/README.md b/README.md
new file mode 100644
index 0000000..1e2380d
--- /dev/null
+++ b/README.md
@@ -0,0 +1,2 @@
+Project Gutenberg (https://www.gutenberg.org) public repository for
+eBook #31653 (https://www.gutenberg.org/ebooks/31653)
diff --git a/old/20100315-31653-0.txt b/old/20100315-31653-0.txt
new file mode 100644
index 0000000..22a6977
--- /dev/null
+++ b/old/20100315-31653-0.txt
@@ -0,0 +1,3144 @@
+Project Gutenberg's Easter Time Short Stories, by Alexandros Papadiamantis
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.net
+
+
+Title: Easter Time Short Stories
+
+Author: Alexandros Papadiamantis
+
+Release Date: March 15, 2010 [EBook #31653]
+
+Language: Greek
+
+Character set encoding: UTF-8
+
+*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK EASTER TIME SHORT STORIES ***
+
+
+
+
+Produced by Sophia Canoni
+
+
+
+
+Note: The tonic system has been changed from polytonic to
+monotonic. The spelling of the book has not been changed
+otherwise. Bold words have been included in &&. Footnotes
+have been converted to endnotes.
+
+Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε
+μονοτονικό. Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως
+έχει. Λέξεις με έντονους χαρακτήρες έχουν συμπεριληφθεί σε &&.
+Οι υποσημειώσεις έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου.
+
+
+
+ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
+
+ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
+
+ΕΚΔΟΤΗΣ ΗΛΙΑΣ Ν. ΔΙΚΑΙΟΣ
+
+
+
+
+ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
+ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ
+ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
+
+
+
+ΜΕΤ' ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΩΝ
+ΥΠΟ ΦΡΙΞΟΥ ΑΡΙΣΤΕΩΣ
+
+ΕΚΔΟΤΗΣ
+ΗΛΙΑΣ Ν. ΔΙΚΑΙΟΣ
+ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
+1912
+
+
+
+ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑΙ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
+
+
+
+Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης εγεννήθη εις την Σκιάθον την 4 Μαρτίου
+1851. Τα πρώτα γράμματα εδιδάχθη εις την γενέτειραν νήσον. Εκεί
+διήλθε και το Ελληνικόν σχολείον, εξ ου απελύθη το 1863. Μετά
+διακοπήν τεσσάρων ετών ενεγράφη το 1867 εις το εν Χαλκίδι
+γυμνάσιον. Την τρίτην γυμνασιακήν τάξιν διήλθεν εν Πειραεί.
+Διακόψας ύστερον τας σπουδάς του, επανέλαβεν αυτάς το 1873, ελθών
+εις Αθήνας και φοιτήσας εις την τετάρτην γυμνασιακήν τάξιν. Το
+επόμενον έτος ενεγράφη εις την εν τω Εθν. Πανεπιστημίω Φιλοσοφικήν
+Σχολήν, εν η ηκροάτο μαθήματά τινα φιλολογικά, ησχολείτο δε κατ'
+ιδίαν εις την εκμάθησιν ξένων γλωσσών.
+
+Παρά την αταξίαν των σπουδών αυτού, οφειλομένην εις οικονομικάς
+δυσχερείας της οικογενείας του, ο Αλ. Παπαδιαμάντης ήτο
+φιλομαθέστατος. Προικισμένος υπό εξαιρετικής ευφυίας και απεράντου
+μνήμης, διήλθε τα έτη της νεότητος αυτού μελετών απαύστως τας
+αρχαίας κλασσικάς και τας νεωτέρας Ευρωπαϊκάς φιλολογίας. Μέχρι
+τέλους της ζωής αυτού ηδύνατο να απαγγέλλη αποσπάσματα εκ του
+Ομήρου και του Σοφοκλέους, του Βιργιλίου και του Ορατίου, του
+Μίλτωνος ή Σεξπήρου κλπ. Πλην της Αγγλικής και Γαλλικής, εγνώριζεν
+ικανώς και την Ιταλικήν και Γερμανικήν. Υπήρξε δε αυτοδίδακτος
+περί πάντα.
+
+Αλλ' η προσφιλεστάτη αυτού πνευματική ασχολία και τρυφή ήτο η περί
+τα εκκλησιαστικά σπουδή. Υιός ων ευσεβούς ιερέως και ζήσας υπό την
+σκιάν του Αγιωνύμου Όρους, το οποίον είχεν επισκεφθή επί μήνας
+τινάς κατά τους νεανικούς αυτού χρόνους, είχε καταρτισθή δεινός
+γνώστης των ιερών Γραφών (την Παλαιάν Διαθήκην εγνώριζεν εκ
+στήθους), των Πατέρων της Εκκλησίας κλπ. Εγνώριζεν ομοίως άριστα
+την Βυζαντινή Μουσικήν και το Τυπικόν της Εκκλησίας.
+
+Αλλ' αι προσφιλείς αύται ασχολίαι δεν προσεπόριζον εις τον Αλ.
+Παπαδιαμάντην τα προς το ζην. Παρ' όλη την ροπήν αυτού προς τα
+ιερά γράμματα, δεν ήθελε να γίνη ιερεύς. Ομοίως δεν ηγάπα το
+διδασκαλικόν επάγγελμα, αν και, διατριβών εν Αθήναις ως φοιτητής,
+και κατόπιν, εδίδασκεν ιδιωτικώς μαθητάς τινας. Η φυσική αυτού
+διάθεσις και ορμή έφερεν αυτόν προς την δημιουργικήν φιλολογίαν,
+ενώ η γλωσσομάθεια παρείχε τας πρώτας του βιοπορισμού αφορμάς.
+
+Ήρχισε συγγράφων μυθιστορήματα κατ' αρχάς, υπό την επίδρασιν
+ευρισκόμενος των ξένων αναγνώσεων αυτού, συγχρόνως δε μετέφραζεν
+επιφυλλίδας εις εφημερίδας. Τα συγγραφέντα μυθιστορικά αυτού έργα
+είνε δύο ή τρία, έργα μέτρια, εις τα οποία ο συγγραφεύς φαίνεται
+ζητών τον δρόμον αυτού, τον οποίον βραδύτερον ευρίσκει. Το 1882
+εδημοσίευσεν εις το «Μη Χάνεσαι» τον «Έμπορον των Εθνών». Μετά
+ταύτα ήρχισε συγγράφων την εξαισίαν και μακροτάτην σειράν των
+ηθογραφικών διηγημάτων, εις τα οποία η μυστικοπαθής ψυχή του
+συγγραφέως, η λεπτή παρατήρησις της λαϊκής ψυχής, η γνώσις του
+εσωτάτου βίου του έθνους, αδελφούνται μετά του αριστοκρατικού
+ύφους, του απαραμίλλου θελγήτρου της αφηγήσεως και της
+παραστατικής περιγραφής.
+
+Γράφων τα θαυμάσια έργα αυτού ο Παπαδιαμάντης ησχολείτο συγχρόνως
+εις το πεζόν και άχαρι, κατά το πλείστον, μεταφραστικόν εις
+εφημερίδας έργον. Υπό την έποψιν ταύτην υπήρξεν αληθής παρίας ο
+έξοχος συγγραφεύς. Είχε να βοηθήση οικογένειαν προσφιλή και να
+συντηρήση εαυτόν. Βαθμηδόν επέλιπεν αυτόν και ο άθλιος ούτος
+πόρος, ο εκ των μεταφράσεων. Εκ των πρωτοτύπων αυτού έργων
+ελάχιστα εκέρδιζε πάντοτε. Έκτοτε ήρξατο η μαρτυρική ζωή του
+Παπαδιαμάντη.
+
+Τα τελευταία έτη της ζωής αυτού είναι λίαν γνωστά, ώστε να μη
+είναι ανάγκη να ενδιατρίψωμεν λεπτομερώς εις αυτά. Θα ήτο δε και
+λίαν θλιβερόν το έργον τούτο. Ο Παπαδιαμάντης καρτερικώς έφερε το
+άχθος των ατυχημάτων αυτού μέχρι τέλους της ζωής του. Ευσεβέστατος
+ως ήτο, εύρισκε παραμυθίαν εις την θρησκείαν. Ιστορικαί είναι αι
+αγρυπνίαι του παρά τον Παλαιόν Στρατώνα εκκλησιδίου του Αγίου
+Ελισαίου.
+
+Έζησε δε πάντοτε μακράν του κόσμου, αναστρεφόμενος μετ' ανθρώπων
+του λαού και ελαχίστων πιστών φίλων. Περιοδικώς μετέβαινεν εις την
+Σκίαθον, ην υπερηγάπα. Απέθανεν αυτόθι την 3 Ιανουαρίου 1911.
+Ολίγον προ του θανάτου αυτού είχε τιμηθή υπό του αργυρού σταυρού
+του Σωτήρος.
+
+
+
+Α’
+
+
+
+ΕΞΟΧΙΚΗ ΛΑΜΠΡΗ
+
+
+
+Καλά το έλεγεν ο μπάρμπα-Μηλιός, ότι το έτος εκείνο εκινδύνευον να
+μείνουν οι άνθρωποι οι χριστιανοί, οι ξωμερίταις, την ημέραν του
+Πάσχα, αλειτούργητοι. Και ουδέποτε πρόρρησις έφθασε τόσον εγγύς να
+πληρωθή, όσον αυτή· διότι δις εκινδύνευσε να επαληθεύση, αλλ'
+ευτυχώς ο Θεός έδωκε καλήν φώτισιν εις τους αρμοδίους και οι
+πτωχοί χωρικοί, οι γεωργοποιμένες του μέρους εκείνου, ηξιώθησαν
+και αυτοί να ακούσωσι τον καλόν λόγον και να φάγωσι και αυτοί το
+κόκκινο αυγό.
+
+Όλα αυτά διότι το μεν ταχύπλουν, αυτό το προκομμένον πλοίον, το
+οποίον εκτελεί δήθεν την συγκοινωνίαν μεταξύ των ατυχών νήσων και
+της απέναντι αξένου ακτής, σχεδόν τακτικώς δις του έτους, ήτοι
+κατά τας δύο &αλλαξοκαιριαίς&, το φθινόπωρον και το έαρ,
+βυθίζεται, και συνήθως χάνεται αύτανδρον^ είτα γίνεται νέα
+δημοπρασία, και ευρίσκεται τολμητίας τις πτωχός κυβερνήτης, όστις
+δεν σωφρονίζεται από το πάθημά του προκατόχου του, αναλαμβάνων
+εκάστοτε το κινδυνωδέστατον έργον.
+
+Και την φοράν ταύτην, το ταχύπλουν, λήγοντος του Μαρτίου, του
+αποχαιρετισμού του χειμώνος γενομένου, είχε βυθισθή· ο δε παπά-
+Βαγγέλης, ο εφημέριος άμα και ηγούμενος και μόνος αδελφός του
+μονυδρίου του Αγίου Αθανασίου, έχων κατ' εύνοιαν του επισκόπου και
+το αξίωμα του εξάρχου και πνευματικού των απέναντι χωρίων, καίτοι
+γέρων ήδη, έπλεε τετράκις του έτους, ήτοι κατά πάσαν
+τεσσαρακοστήν, εις τας αντικρύ εκτεινομένας ακτάς, όπως
+εξομολογήση και καταρτίση πνευματικώς τους δυστυχείς εκείνους
+δουλοπαροίκους, τους «κουκουβίνους ή κουκκοσκιάχταις», όπως τους
+ωνόμαζον, σπεύδων, κατά την Μεγάλην τεσσαρακοστήν, να επιστρέψη
+εγκαίρως εις την μονήν του όπως εορτάση το Πάσχα.
+
+Αλλά κατ' εκείνο το έτος, το ταχύπλουν είχε βυθισθή, ως είπομεν, η
+συγκοινωνία εκόπη επί τινας ημέρας, και ούτως ο παπά-Βαγγέλης
+έμεινεν ακουσίως, ηναγκασμένος να εορτάση το Πάσχα πέραν της
+πολυκυμάντου και βορεοπλήκτου θαλάσσης, το δε μικρόν ποίμνιόν του,
+οι γείτονες του Αγίου Αθανασίου, οι χωρικοί των Καλυβιών,
+εκινδύνευον να μείνωσιν αλειτούργητοι.
+
+Τινές είπον γνώμην να παραλάβωσι τας γυναίκας και τα τέκνα των και
+να κατέλθωσιν εις την πολίχνην, όπως ακούσωσι την Ανάστασιν και
+λειτουργηθώσιν· αλλ' ο μπάρμπα-Μηλιός, όστις έκαμνε τον προεστόν
+εις τα Καλύβια, και ήθελε να εορτάση το Πάσχα όπως αυτός ενόει, ο
+Φταμηνίτης, όστις δεν ήθελε να εκθέση την γυναίκα του εις τα
+όμματα του πλήθους, και ο μπάρμπ' Αναγνώστης, χωρικός όστις «τα
+είξευρεν απ' έξω όλα τα γράμματα της Λαμπρής», αλλά δεν ηδύνατο ν'
+αναγνώση τίποτε «από μέσα», και επεθύμει να ψάλη το «Σώμα Χριστού
+μεταλάβετε»,—οι τρεις ούτοι επέμειναν, και πολλοί ησπάσθησαν την
+γνώμην των, ότι έπρεπεν εκ παντός τρόπου να πείσωσιν ένα των εν τη
+πόλει εφημερίων ν' ανέλθη εις τα Καλύβια να τους λειτουργήση.
+
+Ο καταλληλότερος δε, κατά την γνώμην πάντων, ιερεύς της πόλεως,
+ήτο ο παπά-Κυριάκος, όστις δεν ήτο «από μεγάλο τζάκι», είχε
+μάλιστα και συγγένειαν μέ τινας των εξωμεριτών, και τους
+κατεδέχετο. Ήτο ολίγον &τσάμης&, καθώς έλεγαν. Δεν έτρεφε
+προλήψεις. Ηκούετο μάλιστα εδώ-εκεί, ότι ο ιερεύς ούτος είχε και
+την συνήθειαν «ν' αποσώνη τα παιδιά» εις τους κόλπους των μητέρων,
+των ενοριτισσών του. Αλλά τούτο το έλεγον οι αστείοι ή οι
+φθονεροί, και μόνον οι ανόητοι το επίστευον. Ο εφημέριος ούτος, ως
+οι πλείστοι του γνησίου ελληνικού κλήρου, πλην μικρού
+ελευθεριασμού, ήτο κατά τα άλλα άμεμπτος.
+
+Τούτο ναι, αληθεύει, αλλ' οι έγγαμοι ιερείς, πενόμενοι και
+δυσπραγούντες, επιτακτικήν έχοντες ανάγκην να θρέψωσι τα τέκνα
+των, φαίνονται ως πλεονέκται, και καταντώσι να μη τρέφωσι πλέον
+εμπιστοσύνην ουδ' εις αυτούς τους συλλειτουργούς των. Τούτο έπασχε
+και ο παπά-Κυριάκος, όστις επεθύμει μεν να υπάγη να κάμη Ανάστασιν
+εις τους χωρικούς, διότι ήτο ανοιχτόκαρδος και ήθελε να χαρή και
+αυτός ολίγην Ανάστασιν και ολίγην άνοιξιν, αλλ' εδυσπίστει εις τον
+συνεφημέριόν του, και έπειτα δεν ήθελε να αφήση την ενορίαν με ένα
+μόνον ιερέα τοιαύτην ημέραν. Αλλ' αυτός ο παπά-Θεοδωρής ο
+Σφοντύλας, ο συνεφημέριός του, τον παρεκίνησε να υπάγη, ειπών ότι
+καλόν ήτο να μη χάσωσι και το εισόδημα των Καλυβιών, αινιττόμενος
+ότι τα τε εκ του ενοριακού ναού έσοδα και τα της εξοχικής
+παροικίας, αμφότερα εξ ίσου θα τα εμοιράζοντο.
+
+Τούτο δεν έπεισε τον παπά-Κυριάκον, τω ενέπνευσε μάλιστα πλείονας
+υποψίας· αλλ' ότε ηρώτησε την γνώμην του συλλειτουργού του, ήτο
+ήδη κατά τα εννέα δέκατα αποφασισμένος να υπάγη· έπειτα υπεχρέωσε
+τον υιόν του Ζάχον, μορφάζοντα και μεμψιμοιρούντα, να παραμείνη εν
+τω ενοριακώ ναώ κατάσκοπος εις το ιερόν βήμα, να παραλάβη το
+μερίδιον των προσφορών και συλλειτουργικών, και μόνον μετά την
+απόλυσιν της λειτουργίας, ότε θα ανέτελλεν ήδη η ημέρα, ν' ανέλθη
+εις τα Καλύβια παρ' αυτώ.
+
+***
+
+Η πούλια ήτο ήδη υψηλά, «τέσσαρες ώραις να φέξη», και ο μπάρμπ'-
+Αναγνώστης, αφού εξύπνισε τον ιερέα κατασκευάσας πρόχειρον
+σήμαντρον, εκ στερεού ξύλου καρυάς και πλήκτρον περιήρχετο τα
+καλύβια θορυβωδώς κρούων όπως εξεγείρη τους χωρικούς.
+
+Εισήλθον εις το μικρόν εξωκκλήσιον του Αγ. Δημητρίου. Είς μετά τον
+άλλον προσήρχοντο οι χωρικοί με τας χωρικάς των και με τα καλά των
+ενδύματα.
+
+Ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν.
+
+Ο μπάρμπ'-Αναγνώστης ήρχισε να τα λέγη όλα απ' έξω, την
+προκαταρκτικήν προσευχήν και τον Κανόνα, το &Κύματι θαλάσσης&.
+
+Ο παπά-Κυριάκος προέκυψεν εις τα βημόθυρα, ψάλλων το &Δεύτε λάβετε
+φως&.
+
+Ήναψαν τας λαμπάδας κ' εξήλθον όλοι εις το ύπαιθρον ν' ακούσωσι
+την Ανάστασιν. Γλυκείαν και κατανυκτικήν Ανάστασιν εν μέσω των
+ανθούντων δένδρων υπό ελαφράς αύρας σειομένων ευωδών θάμνων, και
+των λευκών ανθέων της αγραμπελιάς, «neige odorante du printemps».
+
+Ψαλέντος του &Χριστός ανέστη&, εισήλθον πάντες εις τον ναόν. Θα
+ήσαν το πολύ εβδομήκοντα άνθρωποι, άνδρες, γυναίκες και παίδες.
+
+Ο μπάρμπ'-Αναγνώστης ήρχισε να ψάλλη τον Κανόνα του Πάσχα, ο δε
+ιερεύς, άμα αντιψάλλων αυτώ εξ ανάγκης από του ιερού βήματος,
+ητοιμάζετο «να πάρη καιρόν», και αφού τελέση τον ασπασμόν, να έμβη
+εις την λειτουργίαν.
+
+Αλλά την στιγμήν εκείνην, εισήλθεν ή μάλλον εισώρμησεν εις το
+ναΐδιον, ακολουθούμενος υπό δύο άλλων ομηλίκων του, δωδεκαέτης
+περίπου παις, υψηλός ως προς την ηλικίαν του, ασθμαίνων και εν
+εξάψει. Ήτο ο Ζάχος, ο υιός του παπά-Κυριάκου.
+
+Εισέβαλε πνευστιών εις το ιερόν βήμα και ήρχισε να ομιλή προς τον
+ιερέα. Η φωνή του ηκούετο από του χορού, αλλ' αι λέξεις δεν
+διεκρίνοντο.
+
+Ιδού τι έλεγεν εν τούτοις:
+
+—Παπά, παπά!...
+
+(Τα παπαδόπουλα εκάλουν συνήθως &παπά& τον πατέρα των).
+
+—Παπά, παπά!... ο παπά-Σφοντύλης... απ' την οξώπορτα... της
+λειτουργιαίς... απ' τ' άι-βήμα η πεθερά του.... κ' η παπαδιά...
+κουβαλούν... απ' την οξώπορτα... της λειτουργιαίς... τους είδα...
+απ' την οξώπορτα... της λειτουργιαίς... απ' τ' άι-βήμα... κ' η
+πεθερά του... κ' η παπαδιά...
+
+Μόνος ο παπά-Κυριάκος ήτο ικανός να βγάλη νόημα από τα ασυνάρτητα
+ταύτα και ασθματικά του υιού του. Ιδού δε πώς εξήγησε τα λεγόμενα:
+«Ο παπά-Θοδωρής, ο Σφοντύλης, ο σύντροφός του εις την ενορίαν,
+έκλεπτε τας προσφοράς, μεταβιβάζων αυτάς διά της εξωθύρας του
+ιερού βήματος εις χείρας της συζύγου και της πενθεράς του».
+
+Ίσως το πράγμα δεν θα ήτο τόσον αληθές όσον ο Ζάχος ήθελε να το
+παραστήση. Διότι ούτος αγαπών ως όλοι οι νέοι την εξοχήν και την
+διασκέδασιν, μετά δυσκολίας είχεν υπακούσει εις το πατρικόν
+κέλευσμα, όπως μείνη εις την πόλιν, και αφορμήν θα εζήτει διά να
+το στρήψη και μεταβή εις νυκτερινήν εκδρομήν εις τα Καλύβια, αφού
+μάλιστα ευκόλως εύρισκε συνοδοιπόρους ομήλικας.
+
+Αλλ' ο παπά-Κυριάκος δεν εσυλλογίσθη τίποτε. Εξήφθη αμέσως,
+ηγανάκτησε, δεν εκρατήθη. Ήμαρτεν. Αντί δε να καταφέρη σφοδρόν
+ράπισμα κατά της παρειάς του υιού του, και να εξακολουθήση ήσυχος
+το καθήκον του... απέβαλεν ευθύς το επιτραχήλιον και εξεδύθη το
+φαιλόνιον, και διασχίσας τον ναόν εξήλθεν, αποφεύγων το βλέμμα της
+πρεσβυτέρας του, ήτις τον έβλεπεν έντρομος.
+
+Αλλ' ο μπάρμπα-Μηλιός κάτι υπώπτευσεν εκ των κινημάτων τούτων, και
+εξήλθε κατόπιν του.
+
+Εις πεντήκοντα δε βημάτων απόστασιν από του ναού, μεταξύ τριών
+δένδρων και δύο φρακτών, ο επόμενος διάλογος συνήφθη:
+
+—Παπά, παπά, πού πας;
+
+—Θαρθώ βλογημένε, τώρα, αμέσως πίσω.
+
+Δεν είξευρε τι να είπη. Αλλά το βέβαιον είνε ότι είχεν απόφασιν να
+καταβή εις την πόλιν και ζητήση λόγον δια την κλοπήν από τον
+συνεφημέριόν του! Εις το βάθος δε της συνειδήσεώς του έλεγεν ότι
+είχε καιρόν να επιστρέψη προ της ανατολής του ηλίου, και τελέση
+την λειτουργίαν.
+
+—Πού πας; επέμενεν ο μπάρμπα-Μηλιός.
+
+—Ας διαβάζη ο μπάρμπ'-Αναγνώστης τας &Πράξεις& των Αποστόλων, κ'
+έφθασα.
+
+Ελησμόνει ότι ο μπάρμπ'-Αναγνώστης δεν ηδύνατο ν' αναγνώση άλλα ή
+όσα από στήθους εγνώριζεν.
+
+—Αφήνω και την παπαδιά μου, εδώ, βλογημένε, επανέλαβεν ο παπά-
+Κυριάκος, αμηχανών τι να είπη· σας αφήνω την παπαδιά μου!
+
+Και λέγων έτρεχεν.
+
+Ο μπάρμπα-Μηλιός επανήλθε κατηφής εντός του ναού.
+
+—Καλά το έλεγα εγώ, εψιθύρισε.
+
+***
+
+Μεγίστη απορία επεκράτει εν τω παρεκκλησίω. Οι χωρικοί εκύτταζον
+ερωτηματικώς αλλήλους. Ψιθυρισμοί ηκούοντο.
+
+Αι γυναίκες ηρώτων την παπαδιά να είπη αυταίς τι τρέχει· αλλ' αύτη
+ήτο η ολιγώτερον πάντων των άλλων γνωρίζουσα.
+
+Εν τούτοις ο ιερεύς έτρεχεν, έτρεχεν. Ο ψυχρός αήρ εδρόσισεν
+ολίγον το μέτωπόν του.
+
+—Και πώς να θρέψω εγώ τόσα παιδιά, έλεγεν, οκτώ, με συμπάθειο, κ'
+η παπαδιά εννηά, κ' εγώ δέκα! Ο ένας να σε κλέφτη απ' εδώ, κι' ο
+άλλος απ' εκεί!...
+
+Πεντακόσια βήματα από του ναού, ο δρόμος εκατηφόριζε, και
+κατήρχετό τις εις ωραίαν κοιλάδα. Είς νερόμυλος ευρίσκετο επί της
+κλιτύος εκείνης, παρά την οδόν.
+
+Ακούσας ο ιερεύς τον ηδύν μορμυρισμόν του ρύακος, αισθανθείς επί
+του προσώπου του την δρόσον, ελησμόνησεν ότι είχε να λειτουργήση
+(πώς και πού να λειτουργήση;) και έκυψε να πίη ύδωρ. Αλλά το
+χείλος του δεν είχε βραχή ακόμη, και αίφνης ενθυμήθη, ανένηψεν.
+
+—Εγώ έχω να λειτουργήσω, είπε, και πίνω νερό;...
+
+Και δεν έπιε.
+
+Τότε ήλθεν εις αίσθησιν.
+
+—Τι κάμνω εγώ, είπε, πού πάω;
+
+Και ποιήσας το σημείον του σταυρού:
+
+—Ήμαρτον, Κύριε, είπεν, ήμαρτον! μη με συνερισθής.
+
+Επανέλαβε δε:
+
+—Εάν εκείνος έκλεψεν, ο Θεός ας τον... συγχωρήση... κ' εκείνον κ'
+εμέ. Εγώ πρέπει να κάμω το χρέος μου.
+
+Ησθάνθη δάκρυ βρέχον την παρειάν του.
+
+—Ω Κύριε, είπεν ολοψύχως, ήμαρτον, ήμαρτον! Συ παρεδόθης διά τας
+αμαρτίας μας, και ημείς σε σταυρώνομεν κάθε μέρα.
+
+Και εστράφη προς τον ανήφορον, σπεύδων να επανέλθη εις το
+παρεκκλήσιον, όπως λειτουργήση.
+
+—Και ήθελα να πιώ και νερό, είπε, δεν είμαι άξιος να λειτουργήσω.
+Αλλά πώς να κάμω; Δεν πρέπει να μεταλάβω! Θα λειτουργήσω χωρίς
+μετάληψιν, δεν είμαι άξιος!... «Δεύτε του καινού της αμπέλου
+γεννήματος!...» Εγώ άξιος δεν είμαι!
+
+Και επέστρεψεν εις τον ναόν, όπου μετ' αγαλλιάσεως οι χωρικοί τον
+είδον.
+
+Ετέλεσε την ιεράν μυσταγωγίαν, και μετέδωκεν εις τους πιστούς,
+φροντίσας να καταλύση διά στόματος αυτών όλον το άγιον ποτήριον.
+Αυτός δεν εκοινώνησεν, επιφυλαττόμενος να το είπη εις τον
+πνευματικόν, και πρόθυμος να δεχθή τον κανόνα.
+
+***
+
+Περί την μεσημβρίαν μετά την Β' Ανάστασιν, οι χωρικοί το
+&έστρωσαν& υπό τας πλατάνους, παρά την δροσεράν πηγήν.
+
+Ως τάπητας είχον την χλόην και τα χαμολούλουδα, ως τράπεζαν
+πτέριδας και κλάδους σχοίνων.
+
+Η δροσερά αύρα εκίνει μετά θρου τους κλώνας των δένδρων, και ο
+Φταμηνίτης με την λύραν του αντέδιδε φθόγγους λιγυρούς.
+
+Η ωραία Ξανθή, η σύζυγος του Φταμηνίτου, εκάθητο μεταξύ της μητρός
+της Μελάχρως, και της θειά Κρατήρως, της πενθεράς της, φροντίζουσα
+να έχη εν μέρει τας παρειάς κεκαλυμμένας με την μανδήλαν, και να
+βλέπη μάλλον προς τον κορμόν της γιγαντιαίας πλατάνου, όπως μη την
+κυττάζωσιν οι άνδρες, και ζηλεύη ο σύζυγός της.
+
+Η αδελφή της, το Αθώ, δεκαπεντούτις κόρη άγαμος, άφροντις, ωραία
+και αυτή, ποσάκις δεν την επείραζε λέγουσα: «Αρή, τι τον ήθελες,
+αρή; Δεν τον έπαιρνα, να μου χαρίζανε τον ουρανό με τάστρα...
+Καλλίτερα να γινόμουν καλόγρηα!»
+
+Το βέβαιον ήτο ότι ο Φταμηνίτης δεν διέπρεπεν ούτ' επί κάλλει ούτε
+επί μεγέθει σώματος, αλλ' ανεπλήρου τας ελλείψεις ταύτας δι'
+ευστροφίας σώματος και πνεύματος και διά φαιδρότητος και ευθυμίας.
+
+Ο παπά-Κυριάκος προήδρευε του συμποσίου, έχων απέναντί του την
+παπαδιά, βραχύσωμον, στρογγυλοπρόσωπον, μελαχροινήν, αγαθωτάτην,
+ήτις εν αθωότητι εξεκόλαπτε σχεδόν κατ' έτος εν παπαδόπουλον,
+χωρίς να την μέλη ούτε διά παλληκαροβότανα, ούτε διά στρηφοβότανα,
+περί α τυρβάζουσιν άλλαι γυναίκες.
+
+Δεξιόθεν του ιερέως εκάθητο ο μπάρμπα-Μηλιός, προεστώς άμα και
+πρόθυμος θεράπων της κοινότητος, ηξεύρων να ψήνη ως ουδείς άλλος
+το αρνί, λιανίζων μεθοδικότατα δι' όλους, και τρώγων άμα και
+προπίνων.
+
+Εις τας προπόσεις μάλιστα δεν είχεν εφάμιλλον. Μετά την σύντομον
+και τυπικήν του ιερέως πρόποσιν, εγερθείς ο μπάμπα-Μηλιός, κρατών
+την τσότραν την επταόκαδον, ήρχισε να χαιρετίζη τους πάντας και
+ένα έκαστον ως εξής:
+
+ — Χριστός Ανέστη! αληθινός ο Κύριος! Ζη και βασιλεύει εις πάντας
+τους αιώνας!
+
+Είτα μετά το προίμιον, εισήλθεν εις την ουσίαν:
+
+ — Γεια μας! καλή γεια! διάφορο! καλή καρδιά! Παπά μ', να χαίρεσαι
+το πετραχήλι σ'! Παπαδιά, να χαίρεσαι τον παπά σ' και τα παιδάκια
+σ'! Ξάδερφε Θοδωρή! να ζήσης, να τσ' χαίρεσαι! Κουμπάρε Παναγιώτη!
+όπως έτρεξες με το λάδ' να τρέξης και με το κλήμα! Συμπεθέρα
+Κρατήρω! Να χαίρεσαι, μ' έναν καλόν γαμπρό! Ανηψιέ Γιώργη! Τίμια
+στέφανα! 'στο γάμο σας να χαρούμε! Κουμπάρα Κυπαρισσού! με μια
+καλή νύφη, να ζήσης, να χαρής! εβίβα όλοι! Τέ-περ-τε. Πάντα
+χαρούμενοι! Στην υγειά σας! Συμπεθέρα Ξαθή! καλή λευθεριά! Στην
+υγειά σας! Πάντα χαρούμενοι! Πάντα με το καλό!
+
+Και ανάλογος προς το πρόσωπον υπήρξεν η πόσις.
+
+Αλλά και ο Φταμηνίτης ηθέλησε να προπίη κατ' άλλον όμως στενώτερον
+τρόπον· ηθέλησε να &βρη& την γυναίκα του, και ηνάγκασεν αυτήν ν'
+απαντήση εις το πρόσωπον:
+
+ — Μπρομ!
+
+ — Πιέ κη δο μ'!
+
+ — Με κρασί!
+
+ — Καλώς τ'ν αγάπη μ' τη χρυσή!
+
+Και πιών αυτός, μετεβίβασε την τσότραν εις την ωραίαν Ξανθήν, ήτις
+έβρεξε τα χείλη.
+
+Είτα ήρχισαν τα άσματα. Εν πρώτοις το &Χριστός ανέστη&, ύστερον τα
+θύραθεν. Ο μπάρμπα-Μηλιός θελήσας να ψάλη και αυτός το &Χριστός
+ανέστη&, το εγύριζε πότε εις τον αμανέ και πότε εις το κλέφτικο.
+
+Αλλ' ο ιδιορρυθμότερος πάντων των ψαλτών ήτο ο μπάρμπα-Κίτσος,
+γηραιός χωροφύλαξ, χειμαρριώτης, παλαιός ταχτικός, λησμονημένος
+από της βαυαρικής εποχής εν τη νήσω. Αμφέβαλλε και αυτός αν τον
+είχαν περασμένον εις τα μητρώα, πότε του έστελναν μισθόν, πότε
+όχι. Εφόρει χιτώνα με ανοικτάς θυρίδας, βραχείαν περισκελίδα μέχρι
+του γόνατος και &τουζλούκια&.
+
+Ο δήμαρχος του τόπου (διότι υπήρχε φευ! και δήμαρχος) τον είχε
+στείλει να κάμη Πάσχα εις τα Καλύβια, διά να φυλάξη δήθεν την
+τάξιν, καίτοι ουδεμιάς φυλάξεως ήτο ανάγκη. Το βέβαιον είνε ότι
+τον έστειλε να καλοπεράση πλησίον των ανοιχτοκάρδων εξωμεριτών,
+οίτινες του ήρεσκον του μπάρμπα-Κίτσου, ας τους έλεγον και
+«τσουπλακιαίς» ή «χαλκοδέραις». Εάν έμενεν εν τη πόλει, ο δήμαρχος
+θα ήτο υπόχρεως να τον φιλεύση τον μπάρμπα-Κίτσον, καθώς τον είχαν
+κακομάθει οι προκάτοχοι του, έλεγε, — να τον φιλεύση κουλούραν και
+αυγά. Τι έθιμα!...
+
+Ο μπάρμπα-Κίτσος, αφού ησπάσθη τρις ή τετράκις την τσότραν, ήρχισε
+να ψάλλη το &Χριστός ανέστη& κατ' ιδιάζοντα αυτώ τρόπον, ως εξής:
+
+ Κ 'στό — μπρε — Κ 'στός ανέστη
+ εκ νεκρών &θανάτων&,
+ θάνατον &μπατήσας&
+ κ' &έντοις — έντοις& μνήμασι,
+ ζωήν &παμμακάριστε&!
+
+Και όμως, μεθ' όλην την ιδιορρυθμίαν ταύτην, ουδείς ποτε έψαλλε
+ιερόν άσμα μετά πλείονος χριστιανικού αισθήματος και ενθουσιασμού,
+εξαιρουμένου ίσως του γνωστού εν Αθήναις γηραιού και σεβασμίου
+Κρητός, του ψάλλοντος το &Άλαλα τα χείλη των ασεβών& με την εξής
+προσθήκην: «Άλαλα τα χείλη των ασεβών των μη προσκυνούντων, &οι
+κερατάδες&! την εικόνα σου την σεπτήν....»
+
+Αληθείς ορθόδοξοι Έλληνες!
+
+***
+
+Περί την δείλην είχεν αρχίσει ο χορός, χορός κλέφτικος (διότι αι
+γυναίκες επεφυλάττοντο διά την Δευτέραν και την Τρίτην όπως
+χορεύσωσι τον συρτόν και την &καμάρα&), και ο παπά-Κυριάκος, μετά
+της παπαδιάς και του Ζάχου, όστις εγλύτωσε το ξύλο χάριν της
+ημέρας (διότι ο πατήρ του είχε θυμώσει είτα κατ' αυτού, ως
+γενομένου αιτίου της χασμωδίας εκείνης), αποχαιρετίσαντες την
+συντροφιάν, κατήλθον εις την πολίχνην.
+
+Ο παπά-Κυριάκος έδωκε πλήρες εις τον συνεφημέριόν του το από της
+εξοχής μερίδιον, και ούτε κατεδέχθη να κάμη λόγον περί της
+υποτιθεμένης κλοπής.
+
+Εν τούτοις ο παπά-Θοδωρής οίκοθεν τω είπεν ότι το εκ της ενορίας
+μερίδιόν του ευρίσκετο εν τη οικία αυτού, του παπά-Θοδωρή. Έκρινε
+καλόν, είπε, να μετακομίση διά της εξωθύρας του αγίου βήματος
+οίκαδε και τα δύο μερίδια, διά να μη βλέπουν τινές των άγαν
+επιπολαίων και γλωσσαλγώσιν ότι οι ιερείς έχουν δήθεν πολλά
+εισοδήματα. «Ο κόσμος ξιππάζεται, είπεν, άμα μας ιδή μια καλή μέρα
+να πάρουμε τίποτε λειτουργιαίς, και δεν συλλογίζεται πόσαις
+εβδομάδες και μήνες παρέρχονται άγονοι!»
+
+Εντεύθεν η παρανόησις του Ζάχου.
+
+
+
+B’
+
+
+
+Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΒΑΠΤΙΣΤΙΚΗ
+
+
+
+Αν άλλη τις χρηστή γυνή είδέ ποτε καλά &νοικοκυριά& εις τας ημέρας
+της, αναντιρρήτως είδε τοιαύτα και η θειά-Σοφούλα Κωνσταντινιά,
+σεβασμία οικοδέσποινα εβδομηκονταετής, κάτοικος παραθαλασσίου
+κώμης εις μίαν των νήσων του Αιγαίου.
+
+Την εκάλουν κοινώς Σαραντανού, και πολλοί υπέθετον ότι το επίθετον
+τούτο τη απεδόθη, διότι δήθεν είχεν ίσον με σαράντα γυναικών
+&νουν&, όπερ δεν ενομίζετο υπερβολή. Άλλοι όμως έλεγον, ότι η
+λέξις εσχηματίσθη εκ του &Σαραντανοννού&, ήτοι νοννά με σαράντα
+βαπτιστικούς.
+
+Το βέβαιον είνε, ότι, αν δεν είχε φθάσει εις τον αριθμόν τούτον,
+δυο ή τρεις μονάδες της έλειπον και ήλπιζε προσεχώς να συμπληρώση
+την τεσσαρακοντάδα. Ομολογητέον δε, ότι αυτή κατ' αρχάς είχε
+βαπτίσει οικειοθελώς πέντε ή έξ νήπια των γειτόνων της, όσα και
+πάσα άλλη καλή οικοκυρά βαπτίζει. Αλλ' όταν άπαξ εγνώσθη και
+απεδείχθη, ότι είχε &καλό χέρι&, τότε όλαι αι γειτόνισσαι,
+συγγενείς, παροσυγγενείς, κολλήγισαι ήρχισαν να την πολιορκούν.
+
+Είχε πάρει &καλό όνομα& ότι της &εζούσαν τα παιδιά&, όσα ανεδέχετο
+εκ της κολυμβήθρας. Είνε δε τόσον σπουδαίον να ευρεθή νοννά «&να
+της ζουν τα παιδιά&», όσον και ιερεύς «&να πιάνη το διάβασμά
+του&».
+
+Η θειά-Σοφούλα όμως υπέφερε μετά χάριτος την αγγαρείαν ταύτην.
+Είνε αληθές, ότι τα &φωτίκια& εις την εποχήν εκείνην, χιτών και
+κουκούλιον μετά σταυρού, καθώς και τα &μαρτυριάτικα&, εαρινή βροχή
+λεπτών και διλέπτων διά τους αγυιόπαιδας, εκόστιζαν εν όλω δέκα
+γρόσια.
+
+Η θειά-Σοφούλα ωμοίαζε με την επιμελή ανθοκόμον, ήτις δεν αρκείται
+να φυτεύη μόνον τα άνθη της, αλλά τα περιθάλπει και τα καταρδεύει.
+Ηγάπα τα πνευματικά της τέκνα ως τέκνα της &εγκαρδιακά&, τα
+εθώπευε, τα εφίλευε και τα επαιδαγώγει.
+
+Ο μπάρμπα-Κωνσταντής, ο πρώτος γρινιάρης του χωρίου, δεν
+συνεμερίζετο την αδυναμίαν ταύτην της συζύγου του.
+
+ — Α, μπράβο! φίλευέ τα τ' αναδεξίμια σου, μουρή!... εγόγγυζεν
+εκάστοτε, οσάκις την έβλεπε μεριμνώσαν περί των αναδεκτών της· —
+ηύρες κι' αλωνίζεις, μουρή!...
+
+Η θειά-Σοφούλα ολίγον ανησύχει περί της ιδιοτροπίας ταύτης του
+συζύγου της, όστις ήτο αγαθός άνθρωπος εις τας καλάς του ώρας.
+
+Έπειτα ο μπάρμπα-Κωνσταντής σπανίως εφαίνετο εν τη πολίχνη. Αφότου
+έπαυσε τα θαλάσσια ταξείδια, ησχολείτο αποκλειστικώς εις την
+καλλιέργειαν των κτημάτων του. Κατά πάσαν πρωίαν ίππευεν επί του
+ευρώστου ημιόνου του, ετρέπετο εις τους αγρούς και επανήρχετο μετά
+την δύσιν του ηλίου.
+
+Κατ' εκείνον τον χρόνον, περί τα 184..., η θειά-Σοφούλα είχε
+φθάσει εις το τριακοστόν ένατον βαπτιστικόν. Έν μόνον της έλειπε
+διά να τα κάμη σαράντα προς ανάπαυσιν της συνειδήσεώς της.
+Εβάπτιζεν αδιακρίτως άρρενα και θήλεα, αλλ' εφρόντιζε να δίδη
+ακριβείς σημειώσεις εις τους ιερείς και πνευματικούς, διά να μη
+τυχόν γείνη κανέν συνοικέσιον εις το μέλλον μεταξύ δύο ετεροφύλων
+αναδεκτών και κολασθή η ψυχή της.
+
+Κατ' έτος, την Μεγάλην Πέμπτην, μεγίστη κίνησις εγίνετο εν τη
+ευρυχώρω αυλή της οικίας. Η θειά-Σοφούλα &ανεσφουγγώνετο& μέχρις
+αγκώνων και εζύμωνε μόνη της τας τριάκοντα εννέα αυγοκουλούραις
+διά τους τοσούτους βαπτιστικούς της... Αλλά πλην των βαπτιστικών
+υπήρχον και τα εγγόνια και τα δισέγγονα και ταύτα δεν ήσαν
+ολιγάριθμα.
+
+Εν συνόλω εχρειάζετο εβδομήκοντα και πλέον κοκκώναις δηλ. παιδικάς
+κουλούρας, διά τους βαπτιστικούς, διά τους εγγονούς και τα
+δισέγγονα. Εις τον αριθμόν τούτον δεν συμπεριλαμβάνονται αι
+μεγαλείτεραι κουλούραι, τας οποίας παρεσκεύαζε διά τας
+συντεκνίσσας, διά τας ανεψιάς και δισεξαδέλφας της.
+
+Μέγας δε εβόμβει ο εσμός των αναδεκτών και δισεγγόνων περί τους
+ανθώνας της αυλής κατ' εκείνην την ημέραν. Από της τρίτης ώρας του
+δειλινού, καθ' ην ο μπάρμπα-Κωνσταντής εξηγείρετο του μεσημβρινού
+ύπνου, με δριμείαν επικαθημένην της ρινός την χολήν, και εφόρει το
+τσόχινον βρακίον του, επύργωνεν επί της κεφαλής μεγαλοπρεπές το
+τυνησιακόν φέσι του, ελάμβανεν ως σκήπτρον την μεγάλην
+ηλεκτρόστομον τσιμπούσαν του, ανήρτα από της οσφύος βαθύκολπον την
+μεταξωτήν καπνοσακκούλαν και κατήρχετο εις το καφενείον να
+εισπνεύση την θαλασσίαν αύραν, από της ώρας εκείνης η ευρεία και
+τετράγωνος αυλή παρεδίδετο εξ εφόδου εις την λεηλασίαν των
+βαπτιστικών και των δισεγγόνων.
+
+Μεγίστην ευτυχίαν και ανήκουστον ηδονήν ενόμιζον τότε τα παιδιά
+της γειτονιάς, αν κατώρθωναν να παρεισδύσωσιν εις το προαύλιον της
+θειά-Σοφούλας, όπερ εθεωρείτο ως μυθώδες τι. Πολλά αυτών
+προέτεινον τας κεφαλάς διά των σχισμών της κλειστής αυλείου θύρας,
+ήτις εμοχλεύετο έσωθεν υπό των ζηλοτύπων βαπτιστικών διά τους μη
+έχοντας ένδυμα γάμου. Άλλα παιδία, τολμηρότερα, ανείρπον εις τον
+θριγκόν του τοίχου της αυλής και εύρισκον τρόπον να εισπηδήσωσιν
+εκείθεν εις τα ένδον. Αλλ' αλλοίμονον αν παρετηρούντο υπό των
+άγρυπνων ευνοουμένων. Απεδιώκοντο με τσιμπήματα και με δοντιαίς,
+ως ο κηφήν υπό των μελισσών.
+
+***
+
+Την Μεγάλην Πέμπτην του έτους 185... όλοι οι αναδεκτοί ήσαν
+συνηγμένοι εν τη αυλή της γραίας Σοφούλας. Ο πρεσβύτερος αυτών ήδη
+νεανίας εικοσαετής, το δε νεώτερον ήτο κοράσιον τριετές εις ο η
+νοννά είχε δώσει το όνομά της. Το βρέφος τούτο ήτο το
+τεσσαρακοστόν πνευματικόν γέννημα της θειά-Σοφούλας.
+
+Είχε γεννηθή τέλος το από πολλού προσδοκώμενον τούτο συμπλήρωμα
+του προωρισμένου αριθμού και ήτο το χαδευμένον της θειά-Σοφούλας.
+Η νοννά έτρεφε φιλοδόξους σκοπούς ως προς το μέλλον του θυγατρίου
+τούτου. Αλλά και αυτός ο μπάρμπα-Κωσταντής εξ όλων των αναδεκτών
+μόνον το μικρόν τούτο ηνείχετο. Η στοργή όμως της θειά-Σοφούλας
+προς αυτό έφθανε μέχρι παραφροσύνης.
+
+Την ημέραν εκείνην η θειά-Σοφούλα ήτο κλειστή εις το ισόγειον και
+εζύμωνεν. Εκ των παιδίων τινά την επολιόρκουν έξωθεν της θύρας
+παραμονεύοντα. Τα πλείστα όμως έπαιζον ταραχωδώς περί τον
+υπερμεγέθη ληνόν, πλησίον του ελαιοτριβείου, το &κρυφτάκι&, και
+άλλα εθορύβουν περί τας κιγκλίδας του κήπου και πλησίον του
+φρέατος.
+
+Η μικρά Σοφούλα, ήτις ήτο μόλις τριετής, ως είπομεν, εξέπεμπε
+χαρμοσύνους κραυγάς, εψέλλιζεν ως νεοσσός χελιδόνος και έτρεχε και
+αυτή κατόπιν των άλλων παιδίων. Η νοννά της εζήτησε κατ' αρχάς να
+την κρατήση πλησίον της, αλλ' η μικρά εστενοχωρήθη και απήτησε να
+εξέλθη.
+
+ — Να πάω κι' εγώ να παίξω, νοννά μου;
+
+ — Τι να παίξης εσύ;
+
+ — Το &κλεφτάκι&, νοννά μου! ετραύλισεν η μικρά.
+
+ — Δεν παίζουν τα κορίτσια το κρυφτάκι, είπεν αυστηρώς η νοννά.
+
+Η μικρά δεν εμεμψιμοίρησε μεν, αλλ' εσκυθρώπασεν. Ιδούσα τούτο η
+νοννά, έκραξε την Αθηνιώ, εικοσαετή την ηλικίαν δουλεύτραν της,
+ήτις ήτο και αυτή μία των βαπτιστικών της, και τη ενεπιστεύθη την
+μικράν, συστήσασα αυτή αυστηράν επαγρύπνησιν.
+
+Αλλ' η Αθηνιώ ελησμόνησεν άμα ακούσασα την σύστασιν της κυρίας
+της, και επειδή εις τας πεζούλας εκάθηντο τέσσαρες ή πέντε
+γειτόνισσαι, και γνωρίζομεν πόσον περισπούδαστος είνε η
+συνδιάλεξις των αέργων γυναικών, εκάθησε πλησίον αυτών και άφησε
+την μικράν Σοφούλαν να τρέχη.
+
+Δεν ήρκεσε τούτο, αλλά παραγγελθείσα υπό της κυρίας της να αντλήση
+ύδωρ εκ του φρέατος, εγέμισε μεν την στάμναν, αλλά δεν εφρόντισε
+να κλείση το στόμιον του φρέατος, όπως το εύρε κεκλεισμένον, το
+άφησε δε ανοικτόν. Απροσεξία, εις ην ουδέποτε θα υπέπιπτεν η γραία
+Σοφούλα ή άλλη φρόνιμος γυνή. Μη τις δε αμφιβάλη, ότι την σύστασιν
+ταύτην η γραία έκαμε χιλιάκις εις την δουλεύτραν της, αλλ' η
+Αθηνιώ δεν ήτο εξ εκείνων των γυναικών, αίτινες καθίστανται
+προσεκτικαί.
+
+Εις την ακμήν της πλήρους ενδιαφέροντος συνδιαλέξεώς των, ήκουσαν
+αίφνης αι εις την πεζούλαν καθήμεναι γυναίκες κρότον τινά, ως
+πλατάγησιν σώματος πίπτοντος εις το ύδωρ, και συγχρόνως
+πεπνιγμένην κραυγήν και μετ' αυτήν δευτέραν κραυγήν δυνατωτέραν.
+
+Αι γυναίκες ανωρθώθησαν αυτομάτως.
+
+Αλλά πριν αυταί κινηθώσιν, η θύρα του ισογείου ηνοίχθη μετά
+κρότου, και η θειά-Σοφούλα έντρομος, ανυπόδητος, με ταις κάλτσαις
+μόνον, γυμνώλενος, με τας χείρας ζυμαρωμένας, έτρεξε προς το φρέαρ
+κράζουσα:
+
+ — Το κορίτσι! το κορίτσι!
+
+Διά της εις την στοργήν ιδιαζούσης μαντείας, η θειά-Σοφούλα
+ενόησεν αμέσως ότι η μικρά της βαπτιστική είχε πέσει εντός του
+φρέατος. Και τωόντι δεν ηπατάτο.
+
+Ενώ έτρεχεν η Σοφούλα, ιδούσα το στόμιον του φρέατος ανοικτόν,
+επλησίασε, προσεκολλήθη επί του χθαμαλού ξυλίνου φραγμού, είδεν
+επί του ύδατος εικονιζομένην την αγγελικήν ξανθήν μορφήν της,
+ήρχισε να τη προσμειδιά, έκυψεν υπερμέτρως, ωλίσθησεν επί της
+στιλπνής ως εκ της συχνής προστριβής του σχοινιού σανίδος, και
+έπεσε κατακέφαλα εντός του φρέατος.
+
+Αι άλλαι γυναίκες, και η Αθηνιώ μετ' αυτών, καθ' υπερβολήν
+διαστέλλουσαι τους βραχίονας, έτρεξαν κατόπιν της θειά Σοφούλας.
+
+ — Έναν κουβά! ένα γιουρδέλι! εκραύγαζεν έκφρων η γραία Σοφούλα.
+
+ — Ένα τσιγκέλι! έκραξε και η Αθηνιώ μετ' αυτών &σκοτισμένη& (ως
+να είχε πέσει δηλ. εις το φρέαρ το ιβάνιον, δι' ου αντλούσιν
+ύδωρ).
+
+ — Τα τσιγγέλια να σε τραβούν, σκύλλα! τη έκραξε με κεραυνοβόλον
+βλέμμα η θειά-Σοφούλα. Μου έπνιξες το παιδί.
+
+Η γραία τω όντι δεν εβράδυνε να εννοήση, ότι το δυστύχημα ωφείλετο
+εις την απροσεξίαν της δουλεύτρας της.
+
+ — Να καταιβώ εγώ σ' το πηγάδι, νοννά, τη είπεν η Αθηνιώ.
+
+Επειδή εβράδυνε να φανή πουθενά &κουβάς&, διότι είνε γνωστόν πόσον
+τα χάνουν οι άνθρωποι εις τας δεινάς περιστάσεις, και ενώ μία των
+γυναικών έτρεχεν απ' εκεί, άλλη απ' εδώ και η μικρά εν τω μεταξύ
+επνίγετο, η θειά-Σοφούλα επέτρεψεν εις την Αθηνιώ την χάριν
+ταύτην. Είξευρε δε άλλως ότι εις τούτο, καθώς και εις πάσαν άλλην
+εργασίαν εις τους άνδρας μάλλον αρμόζουσαν, ήτο επιτηδεία.
+
+Η Αθηνιώ λοιπόν εσήκωσε τα φουστάνια της υπεράνω του γόνατος, και
+πατούσα εις τας γνωστάς αυτή εσοχάς του εσωτερικού λιθοκτίστου του
+φρέατος, τας επίτηδες κατασκευαζομένας εις πάσαν ορυχήν φρέατος,
+κατήλθε μέχρι της επιφανείας του ύδατος.
+
+Ουδαμού εφαίνετο η μικρά.
+
+Το βάθος του ύδατος ήτο τρις ίσον με ανάστημα ανδρός, και η Αθηνιώ
+δεν ηδύνατο να προχωρήση κατωτέρω.
+
+Εν τω μεταξύ ευρέθη και ο κουβάς, και κατεβιβάσθη μέχρι των χειρών
+της Αθηνιώς. Αύτη έλαβε το σχοινίον και ήρχισε να περιστρέφη το
+ιβάνιον εντός του ύδατος.
+
+Η θειά-Σοφούλα ωλόλυζε και έσχιζε τας παρειάς της. Η καρδιά της
+δεν ησθάνετο πλέον της ελπίδος την θαλπωρήν....
+
+Τέλος το ιβάνιον προσέκοψεν εις σώμα τι ανερχόμενον. Η μικρά ανέβη
+εις την επιφάνειαν, αλλ' ήτο ήδη πτώμα...
+
+Η κεφαλή της δεινώς μεμωλωπισμένη. Κατενεχθείσα σφοδρώς εις το
+ύδωρ είχε κτυπήσει επί του λίθου, εζαλίσθη, κατέπιε πολύ νερόν,
+και δεν ανήλθε ταχέως εις την επιφάνειαν...
+
+...............................................................
+
+Επί ζωής της δεν επαρηγορήθη η θειά-Σοφούλα διά το οικτρόν τούτο
+ατύχημα. Ίσα ίσα η τελευταία βαπτιστική της!...
+
+Διετήρησε δε την προς την αθώαν νεκράν στοργήν της μέχρι ευσεβούς
+προλήψεως. Ζήσασα επί ικανά έτη ακόμη, κατεσκεύαζεν ανελλιπώς κατ'
+έτος τη Μ. Πέμπτη την κοκκώνα της ατυχούς μικράς και την Κυριακήν
+του Πάσχα, άμα επέστρεφε το πρωί από της λειτουργίας της
+Αναστάσεως, ήνοιγε τότε μόνον, το άχρηστον μείναν φρέαρ και
+έρριπτεν εις το ύδωρ την &κοκκώναν& και τα &κόκκινα αυγά&, της
+μικράς Σοφούλας της.
+
+Εβεβαίου δε η αγαθή γυνή, ότι ανεξήγητος ευωδία ανήρχετο τότε από
+του ύδατος, ως θυμίαμα αθώας ψυχής αναβαίνον προς τον θεάνθρωπον
+Πλάστην.
+
+
+
+Γ’
+
+
+
+ΣΤΗΝ ΑΓΙ' ΑΝΑΣΤΑΣΑ
+
+
+
+Πέντε άνδρες είχον κατέλθει εις το Πρωί, μίαν Κυριακήν του Ιουλίου
+του έτους 1875, και εκ των πέντε τούτων οι τρεις ήσαν αρχαιολόγοι
+με δίοπτρα. Αλλ' εκ των τριών, ο πρώτος απεφαίνετο ότι το
+σωζόμενον εκεί ερείπιον ήτο ναός ειδωλολατρικός, ο δεύτερος
+ισχυρίζετο ότι ήτο χριστιανική εκκλησία, αν δεν ήτο βαλανείον
+ρωμαϊκόν, και ο τρίτος επέμενεν ότι ήτο, το πολύ, αρχοντικόν
+μέγαρον, ήτοι πύργος βενετικός, επικαλούμενος υπέρ της γνώμης του
+και το όνομα Πρωί, όπερ έλεγε σχηματισθέν εκ του &Πυργί&, κατά
+μετάθεσιν γραμμάτων.
+
+Του τελευταίου την γνώμην ησπάζετο απροκαλύπτως, μετέχων της
+εκδρομής, και ο δημοδιδάσκαλος του χωρίου, όστις είχεν
+ανεγνωρισμένην ειδικότητα εις την ετυμολογίαν, «το·&άιντε& είνε
+απ' το &άγε δη&, το &αρή&, κλητικόν επιφώνημα των γυναικών του
+τόπου, είνε απ' το &αρίστη&, το &βρε& είνε απ' το μώρε (μωρέ-μ'ρέ-
+μβρε-μπρε) βρε ». Κ' εξετόξευε κεραυνούς αγανακτήσεως κατ' εκείνων
+οίτινες ζητούσι τουρκικήν παραγωγήν διά τας λέξεις, ενώ είνε τόσον
+εύκολον, έλεγε, ν' ανευρίσκωμεν παντού ρίζαν ελληνικήν.
+
+Ιδού πώς συνέβη το πράγμα. Ο δήμαρχος της πολίχνης, το δεύτερον
+προ έτους εκλεχθείς, είχε φιλοτιμηθή να καλέση εστίασιν, επάνω,
+εις τον Προφήτην Ηλίαν, τους τρεις αρχαιολόγους, μετ' αυτών δε καί
+τινας άλλους φίλους του. Η συνοδεία είχεν ανέλθει επί οναρίων, από
+της αυγής, τον μέγαν ανήφορον, εις εκατοντάδων τινών μέτρων ύψος,
+όστις εφαίνετο εις τους αγαθούς νησιώτας τόσον υψηλός, όσον και ο
+Κίσσαβος.
+
+Έφθασαν εις τον Άγιον Ηλίαν άμα τη ανατολή του ηλίου, και αφού
+εδροσίσθησαν υπό την εξαίσιον φυλλάδα των μεγαλοπρεπών πλατάνων,
+κ' έπιον ύδωρ εκ της αμφιλαφούς κρήνης, της προχεούσης εις όλην
+την μαγευτικήν κοιλάδα τα διαυγή της νάματα, οι μεν άλλοι
+εστρώθησαν υπό τας πλατάνους, και παρηκολούθουν με βλέμμα
+θωπευτικόν το ολονέν ροδίζον αρνί εις την σούβλαν, περιμένοντες
+όσον ούπω ν' απολαύσωσιν ως &προφταστήρια& το ορεκτικόν κοκορέτσι,
+οι δε πέντε εκ της συνοδείας επέβησαν εκ νέου εις τα ονάριά των
+και διευθύνθησαν εις το Πρωί. Ανέβησαν εις το ψήλωμα του βουνού,
+εκείθεν εκατηφόρησαν δεξιά, διέτρεξαν την θέσιν την καλουμένην «τ'
+Μανώλ' η σουφριά», και μετά πορείαν μιας ώρας έφθασαν εις το Πρωί.
+Εστράφησαν δυτικώτερον προς τα αριστερά, οδεύοντες υπό σύσκιον
+δρομίσκον υπό αδελφωμένας δρυς και πτελέας, και τέλος έφθασαν εις
+το παλαιόν ερείπιον.
+
+Ο συνοδίτης των τριών αρχαιολόγων και του δημοδιδασκάλου, ο
+πέμπτος, νεανίας εικοσαετής, είχε, κατά το φαινόμενον, το
+αξιώτερον υποζύγιον υπέρ πάντας τους λοιπούς, υψηλόν όνον,
+εύρωστον, πλατυκόκκαλον, και υποκοκκινίζοντα το αφρόν τρίχωμα. Και
+όμως, αντί να τρέχη πρώτος, ήρχετο τελευταίος πάντων των
+συνοδοιπόρων. Ο όνος εφαίνετο αναίσθητος εις όλους τους κτύπους
+όσους του έδιδεν εις τα νώτα ο αναβάτης, με την ράβδον του πρώτον,
+είτα με αυτό το σχοινίον του καπιστρίου. Εφαίνετο ότι δεν είχε
+φάγει καλά το χόρτον του ή το άχυρόν του, ή ότι ήτο αποφασισμένος
+να πεισμώση εκ παντός τρόπου τον αναβάτην. Όσον ούτος εκτύπα,
+τόσον οκνότερος εγίνετο εκείνος. Ενίοτε εδοκίμαζε να τον ερεθίση
+υπό την κοιλίαν διά των υποδημάτων του. Όλα εις μάτην. Και ήτο
+θαύμα πώς κατώρθωσε να μη χάνη από τους οφθαλμούς τους πολλά
+βήματα προπορευομένους αυτού τεσσάρας άνδρας, ων οι δύο είχον
+ακολουθούντας και τους αγωγιάτας των. Ούτοι δ' έβλεπον αδιάφοροι
+την βάσανον του τελευταίου αναβάτου, όστις άλλως δεν κατεδέχετο να
+κράξη αυτούς εις βοήθειαν. Τέλος έφθασε και ούτος εις το μέρος,
+όπου ήτο το σωζόμενον ερείπιον.
+
+Μετά την γενομένην επίσκεψιν και τας εικασίας, ας εξέφεραν οι
+τρεις σοφοί περί του τι να ήτο και κατά ποίαν εποχήν να είχε
+κτισθή το ερείπιον, οικτείραντες και τους αρμοδίους διατί να μη
+διατάξωσι ν' ανασκαφή ο χώρος εκείνος, η μικρά συνοδεία
+εξεκίνησεν, επιστρέφουσα προς συνάντησιν των λοιπών μελών της
+εξοχικής εκδρομής. Αλλ' οι τρεις αρχαιολόγοι και ο δημοδιδάσκαλος
+είχον φθάσει προ πολλού εις τον Άγιον Ηλίαν, και είχαν φάγει το
+κοκορέτσι, και είχαν πίει ανά δύο μαστίχας, και ήδη μετέβησαν εις
+το σπληνάντερον (ήτο ενδεκάτη ώρα προ της μεσημβρίας), ο δε
+πέμπτος συνοδίτης, μείνας πολύ οπίσω, δεν είχε φανή ακόμη. Παρήλθε
+δε μία ώρα, και είχαν στείλη τους δύο αγωγιάτας οπίσω, προς
+αναζήτησίν του, όταν αίφνης τον βλέπουσι θριαμβευτικώς ελαύνοντα
+επί του όνου του, όστις έτρεχεν ως ατμάμαξα την φοράν ταύτην, και
+ερχόμενον όχι εκ δυσμών, απ' εκεί οπού τον επερίμεναν όλοι να
+εμφανισθή, αλλ' εξ ανατολών, από το αντίθετον μέρος, ως να ήρχετο
+δηλαδή από την πολίχνην.
+
+Ουδέν απιθανώτερον της απλής αληθείας. Όλη η συνοδεία τότε δεν
+ήθελε να πεισθή ότι ο νέος εκείνος δεν το έκαμεν επίτηδες, διά να
+τους εκπλήξη. Και όμως ιδού τι είχε συμβή. Ο εύρωστος όνος,
+εννοήσας, φαίνεται, την αδυναμίαν του αναβάτου, το είχε παρακάμει
+την φοράν ταύτην, αφού μάλιστα ήτο και ανήφορος εις την
+επιστροφήν. Δεν ήθελεν απολύτως να βαδίση. Επήγαινε με βραδύτητα
+χελώνης. Οι τέσσαρες λόγιοι είχαν προπορευθή τόσον, ώστε ο πέμπτος
+συνοδίτης τους έχασε, και δεν τους έβλεπε πλέον ούτε τους ήκουε.
+Πολύ δεν εβράδυνε να εννοήση ότι είχε χάσει τον δρόμον, και είχε
+στραφή, αυτός ή ο όνος του, ανατολικώτερον, προς βαθύ ρεύμα,
+υγρόν, σύδενδρον, σκιερόν, αναμέσον δυο υψηλών κορυφών. Εκεί
+ανεγνώρισε το μέρος. Ήτο το «Κρύο Πηγάδι».
+
+Βαρυνθείς να κτυπά ανωφελώς τον όνον, με τους μηρούς αιμωδιώντας,
+επέζευσε, και κρατών το καπίστρι με την αριστεράν, το ραβδίον με
+την δεξιάν, εδοκίμασεν αν θα ηνάγκαζε τον όνον να βαδίση ελαύνων
+όπισθεν. Εκεί, με το λεπτόν ραβδίον του, ρεμβός, χωρίς να το
+σκεφθή, εκέντησε το ζώον υπό το σάγμα όπισθεν, εις τα νεφρά. Τότε
+διά μιας ο όνος έλαβε τοιούτον απίστευτον δρόμον, ώστε ο νέος
+εξαφνίσθη, και ολίγον έλειψε να του φύγη το καπίστρι από την
+χείρα. Τότε λοιπόν ηύρε «τον σφιγμόν» του οναρίου. Επέβη εκ νέου,
+και «πού σε σφάζ', πού σ' πονεί;» ήρχισε να κεντά, αλύπητα· το
+ονάριον έτρεχεν ως βαποράκι. Αναγνωρίσας δε τον δρόμον, ο αναβάτης
+εστράφη δεξιά, και εντός ολίγων λεπτών, από του ανατολικού μέρους,
+έφθασε καλπάζων εις τον Προφήτην Ηλίαν· έφθασε δε ακριβώς την
+στιγμήν καθ' ην ο Δημήτρης ο Μιχογιάννης περιτέχνως λίαν ελιάνιζε
+το ψητό, κ' εστρώνετο υπό τα πελώρια δένδρα η από φτέραις και
+φυλλάδες πλατάνου ευώδης τράπεζα.
+
+Αλλ' ο Δημήτρης ο Μιχογιάννης δεν ήξευρε μόνον να ψήνη εις την
+σούβλαν και να λιανίζη το σφαχτό· ήξευρε να διηγήται και χρονικά
+τινα εκ του βίου των ποιμένων και των αιπόλων κατά το πρωί, όπου
+εγγύς είχεν ανατραφεί και αυτός.
+
+***
+
+Ο Γιάννης ο Κούτρης, υψηλός, τεσσαρακοντούτης, άτριχος το
+πρόσωπον, αρχίζων ήδη να ρυτιδούται, όμοιος με γρηάν, είχε
+συλλάβει το έτος εκείνο (ήτοι προ δύο σχεδόν μηνών), διά το Πάσχα,
+τολμηρόν σχέδιον. Οι ποιμένες των Καλυβιών, ολόκληρον συνοικίαν
+αποτελούντες, εκκλησιάζοντο εις τον Άι-Γιώργη της Χ'στοδουλίτσας,
+οι αιπόλοι των Καμπιών, της Μυγδαλιάς και του Κουρούπη,
+ελειτουργούντο εις τον Άγιον Χαράλαμπον. Οι άμοιροι βοσκοί της
+Κεχρεάς, τ' Άι-Κωνσταντίνου, Άι-Θανασιού, των Μποστανιών και άλλων
+μερών, ήσαν σκόρπιοι «σαν του λαγού τα τέκνα».
+
+Ο Γιάννης ο Κούτρης, όστις επεκαλείτο και «Γιάννης η Γρηά», (1)
+εζήλευε πολύ τον δεύτερον εξάδελφόν του, Γιάννην τον Λαδίκαν,
+όστις έκαμνε τον επίτροπον εις τον Άι-Γιώργη της Χ'στοδουλίτσας,
+και εις όλα τα εξωκκλήσια όπου ετελούντο πανηγύρεις, αρπάζων από
+τα μανουάλια τα συνημμένα εις ογκώδεις δέσμας ημίκαυστα κηρία,
+πατών αυτά με τα τσαρούχια του διά να τα σβύση, κάτω εις τας
+πλάκας του εδάφους του ναού, προφασιζόμενος ότι ήτο φόβος μη
+λαμπαδιάσουν, αν τα άφηνε ν' αποκαώσι. Ο ίδιος προέτεινε κ'
+έκτακτον δίσκον, περιερχόμενος τας τάξεις των πανηγυριστών,
+συλλέγων εράνους «για να φτιαστούν η εκκλησιαίς». «Ήταν τάχα, Θεός
+να μας σχωρέση, και παστρικά τα χέρια του;»
+
+Όλα ταύτα εκίνουν την αντιζηλίαν του Γιάννη του Κούτρη. Από την
+καθαράν εβδομάδα του είχεν έλθη η ιδέα, και καθ' όλην την
+τεσσαρακοστήν την επώαζεν. Εμελέτα ν' αποσπάση από το εκκλησίασμα
+του Αγ. Χαραλάμπους τον Γιώργη τον Τρυγολόγο, με την φαμήλιαν του,
+τους Μιχαλογιανναίους, πατέρα και υιόν, και τους Μαυροδημαίους,
+τεσσάρας αδελφούς με τας γυναίκας, και τα τέκνα των, όπως τους
+σύρη προς το Πρωί, εις το κατάμερον το ιδικόν του, κ' εκεί μετά
+των υπαρχόντων τριών ή τεσσάρων άλλων αιπόλων, να καλέσωσιν ιερέα,
+όπως εορτάσωσι κατ' ιδίαν το Πάσχα.
+
+***
+
+Όσον δυνατός και αν ήτο εις την ετυμολογίαν ο διδάσκαλος, περί ου
+εμνήσθημεν εν αρχή, έν πράγμα παραδόξως ελησμόνει, ότι το ερείπιον
+εκαλείτο υπό του λαού Αγία Αναστασία. Ανατολικόν ήτο το σωζόμενον
+τμήμα του τοίχου, καμπύλον προς τα έξω και φυσικά το εξελάμβανέ
+τις ως χιβάδα του ιερού βήματος βυζαντινού ναού. Μόνον ότι ήτο εκ
+λίθων μεγάλων, όγκων μαρμάρου οθωνείου σχήματος, λευκών, ομαλώς
+ειργασμένων, και κατά τα άλλα ωμοίαζε με τα λείψανα των πελασγικών
+τειχών. Το τειχίον τούτο, υψηλόν ως ανάστημα ανδρός, ίστατο όρθιον
+ακόμη. Άλλα λείψανα του κτιρίου δεν εφαίνοντο, και δυσκόλως
+ηδύνατό τις να εικάση το σχήμα, το μέγεθος και τον προορισμόν της
+οικοδομής. Εν τοσούτω εκαλείτο Αγία Αναστασία.
+
+Έσωθεν του μικρού τείχους δεν εφαίνετο θυσιαστήριον. Δεν υπήρχεν
+ίχνος επιχρίσματος ή τοιχογραφίας ή άλλο γνώρισμα. Αλλ' εντεύθεν,
+ίσως, προ οκτώ ή δέκα αιώνων, ν' ανεπέμπετο εις τον θρόνον του
+χριστιανικού Θεού ο καπνός του θυμιάματος, και ίσως να προσεφέρετο
+επί βωμού μη σωζομένου, η λογική και άχραντος θυσία, &κατά την
+τάξιν Μελχισεδέκ&, όστις ιερεύς ων του Θεού του Υψίστου «
+εξήνεγκεν άρτους και οίνον», ως λέγει η Γραφή.
+
+Αγία Αναστασιά εκαλείτο. Ίσως το πάλαι να ήτο ναός της Κόρης της
+εξ Άδου ή της Εκάτης της φαρμακίδος, και οι χριστιανοί, οι φυσικοί
+κληρονόμοι της θανούσης ειδωλολατρείας, τον εβάπτισαν
+μετονομάσαντες ναόν της φαρμακολατρίας, κατ' αντίφρασιν, ή της
+Ρωμαίας, απλώς κατά σχέσιν ετυμολογικήν. Και ο παπ' Αγγελής, ον
+είχε παρακαλέσει ο Γιάννης ο Κούτρης να υπάγη να τους λειτουργήση
+την ημέραν του Πάσχα, ηγνόει εις ποτέραν των δύο ομωνύμων ήτο
+καθιερωμένος το πάλαι ο ναός. Διότι υπάρχουσι δύο Άγιαι
+Αναστασίαι, η Ρωμαία και η φαρμακολύτρια.
+
+Αλλά μη βλέπων θυσιαστήριον ούτε κανδήλας ούτε εικόνας, και μη
+γνωρίζων υπαίθριον λειτουργίαν (τόλμημα το οποίον θα του εφαίνετο
+ως απλή εις την ειδωλολατρείαν επάνοδος), εζήτησε δι' αφελούς
+σοφίσματος να πείση τους αξέστους αιπόλους, ότι το καλλίτερον θα
+ήτο να υπάγουν να λειτουργήσωσιν εις την Αγίαν Άνναν, μικρόν
+απέχουσαν. «Κ' η Αγία Άννα, είπεν, είνε μισή Αγία Αναστασία». Αλλ'
+ο Γιάννης ο Κούτρης, πονηρός σπανός, του απήντησεν ότι αυτοί «δεν
+ήθελαν να κάμουν μισή Ανάστασι, αλλ' Ανάστασι σωστή».
+
+Οι αιπόλοι εφρόνουν ότι η Αγία Αναστασία είνε αυτή η Ανάστασις.
+Και βεβαίως δεν ηδύναντο να είνε ευμαθέστεροι του γέροντος εκείνου
+ιερέως, όστις, ερωτηθείς προ χρόνων αν η Αγία Κυριακή ή η
+Μεταμόρφωσις είνε μεγαλειτέρα, απήντησεν αδιστάκτως ότι «η Αγία
+Κυριακή είνε μεγαλείτερη, διότι εορτάζεται καθ' εβδομάδα, ενώ η
+Μεταμόρφωσις μόνον μια φορά τον χρόνον είνε ». Και μήπως πλείστοι
+ακόμη και σήμερον δεν νομίζουν ότι ο περίκλυτος ναός της του Θεού
+Σοφίας είνε εις τιμήν της μεγαλομάρτυρος Αγίας της ΙΖ'
+Σεπτεμβρίου;
+
+***
+
+Ο Γιάννης η γρηά δεν ήθελε μόνον να εορτάση με τους συννομείς του
+χωριστά την Ανάστασιν, εις το κατάμερόν του, αλλ' επεθύμει και να
+τελεσθή η Ανάστασις αύτη όχι εις άλλην εκκλησίαν, αλλ' ωρισμένως
+εις την Άγι' Αναστασά. Αφού το πάλαι ήτο εκκλησία, αφού ο χώρος
+ήτο καθιερωμένος εις λατρείαν Χριστού, διατί τάχα να μη
+λειτουργήται; Μάτην ο παπ' Αγγελής εξώδευεν όλην την ολίγην
+μάθησίν του και την έμφυτον λογικήν του διά να τον πείση ότι
+εζήτει παράλογα. Ο αιπόλος έμεινεν αμετάπειστος.
+
+ — Πώς θα λειτουργήσω, βλοημένε, 'σε ξεσκέπαστο μέρος; του έλεγεν
+ο ιερεύς. Είδες ποτέ σου λειτουργία αποκάτ' απ' ταστέρια;
+
+ — Και μήγαρις η Ανάστασι δεν ψάλλεται παντού στο ξεσκέπαστο;
+αντέλεγεν ο βοσκός· έχουν, ας πούμε, εκκλησιαίς καλοχτισμέναις, με
+πλάκες και με κεραμίδια, και βγαίνουν, κατάλαβες, απ' την εκκλησιά
+όξου για να κάμουν Ανάστασι· κ' ημείς που δεν έχουμ' εκκλησιά, ας
+πούμε, δεν μπορούμε, κατάλαβες, να κάμουμ' Ανάστασι 'ς ένα
+ξεσκέπαστο μέρος, που ήταν μια φορά κ' έναν καιρό, κατά πώς λένε,
+εκκλησία;
+
+Ο ιερεύς τον εκύτταξεν εν αμηχανία προς στιγμήν, είτα το βλέμμα
+του εφωτίσθη, ως να του ήλθεν ιδέα, και είπε.
+
+ — Κάμνουν Ανάστασι όξου απ' της εκκλησιαίς, ναι· μα
+λειτουργία;... πώς θα λειτουργήσουμε;
+
+ — Απάνου στα μάρμαρα, πού ήταν μια τ' άι-δήμα, ας πούμε.
+
+ — Μα δεν είνε Αγία Τράπεζα εγκαινισμένη.
+
+ — Τον παλαιό καιρό, που την είχαν κτίσει, κατάλαβες, δεν ήταν
+συγκαινιασμένη;
+
+ — Το πηδάλιο λέει, όταν βεβηλωθή μία εκκλησία, να μη
+λειτουργιέται, αν δεν ξανακτισθή κ' εγκαινιασθή πάλι.
+
+Επί τέλους ο παπ' Αγγελής ίσως θα τον έπειθε να μεταβώσιν εις την
+Αγ. Άνναν, ήτις δεν απείχε πολύ, και ήτο κι' αυτή, κατά δεύτερον
+λόγον, &γειτόνισσά του&, όπως εκαυχάτο ο αιπόλος λέγων ότι την
+Αγία Αναστασία «την είχε γειτόνισσα». Αλλ' ο αγαθός ιερεύς δεν
+έπειθεν ο ίδιος τον εαυτόν του ότι ηδύνατο ακατακρίτως να
+λειτουργήση και εις την Αγίαν Άνναν.
+
+Ο ναΐσκος ούτος είχε την στέγην του· το θυσιαστήριον, εισέχον
+έγκιστον εις τον τοίχον, και η Πρόθεσις, εκαλύπτοντο από δύο
+σπιθαμάς χώματος και λίθων, πεσόντων από του ύψους της χιβάδος, το
+εικονοστάσιον ήτο ορθόν ακόμη, αλλ' αι θυρίδες του έχασκον έρημοι
+εικόνων, και τα δύο παράθυρα του βορείου και του νοτίου τοίχου
+έφεγγον και αυτά άφρακτα, και ο άνεμος εβόιζεν εισπνέων δι' αυτών
+και εκπνέων. Ωμοίαζε με γραίαν νωδήν, με τας κόγχας κενάς ομμάτων,
+με τα ώτα βομβούντα από ήχους φαιδρών φωνών παιδίων, χλευαζόντων
+σκληρώς την αδυναμίαν της. Δεν υπήρχεν ούτε κανδήλιον ευσεβώς
+αναφθέν εκ ταξίματος ευλαβούς προσκυνητρίας, ούτε μανουάλιον
+διαχέον παρήγορον φως εις τας ημαυρωμένας μορφάς των
+ηκρωτηριασμένων εις τους τοίχους ολίγων αγίων, εις το παρεκκλήσιον
+το αφιερωμένον ποτέ εις το γενέσιον της Θεοτόκου, το οποίον
+εκαλείτο συνήθως Παναγίτσα, υπ' άλλων δε Αγία Άννα. Αλλ' ο παπ'
+Αγγελής εδίσταζεν αν, και με αλλαχόθεν δανειζομένας εικόνας, και
+με αναρτώμενα προχείρως κανδήλια, επετρέπετο να τελέση λειτουργίαν
+εκεί.
+
+Τέλος ο ιερεύς εύρε μέσον τινά όρον, και τον ανεκοίνωσεν εις τον
+Γιάννην τον Κούτρην.
+
+ — Ας ήναι, μπορούμε να κάμωμε Ανάστασι στην Αγία Αναστασιά, είπε,
+και αμέσως παίρνετε όλοι τα πράγματά σας, και της λαμπάδες σας
+αναμμέναις, και πηγαίνομεν κάτου στην Παναγία Δομάν, και σας
+λειτουργώ εκεί.
+
+ — Στην Παναγιά την Δομά;... μα είνε μακρυά.
+
+ — Ως πόσο;... Σε μισή ώρα φθάνουμε.
+
+ — Είνε, νάχω τ'ν ευκή σ', παπά, παραπάνω από μια ώρα.
+
+ — Δεν θα είνε παραπάν' από τρία τέταρτα. Όλ' η νύχτα δική μας
+είνε. Έχουμε καιρό να φθάσουμε.
+
+Ο Γιάννης ο Κούτρης υπεχώρησε, μη έχων άλλως να πράξη.
+
+Ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν εις το ύπαιθρον, φορέσας μαύρον
+επιτραχήλι, και ήρχισε ν' αναγινώσκη την παννυχίδα, και το &Κύματι
+θαλάσσης& όλα διαβαστά. Είτα ανάψας εντός του θυμιατού
+μοσχολίβανον, εθυμίασε τους παρεστώτας όλους, και ποιήσας
+απόλυσιν, έβγαλε το μαύρον επιτραχήλι, εφόρεσεν άλλο ιόχρουν
+μεταξωτόν και λευκόν φαιλόνιον (όλα αυτά τα εξήγαγεν από το
+δισάκκιον το περικλείον τα ιερά του), και ανάψας λαμπάδα, στραφείς
+προς τον λαόν, ήρχισε να ψάλη μελωδικώς το &Δεύτε λάβετε φως&,
+μεθ' ο έψαλε, &Την Ανάστασίν σου Χριστέ σωτήρ&. Και αφού ήναψαν
+τας λαμπάδας όλοι, αναγνούς το Ευαγγέλιον, και δοξάσας την αγίαν
+Τριάδα, ήρχισε μεγάλη και βροντώδει τη φωνή να ψάλη το &Χριστός
+ανέστη&, αντιψάλλοντος και του υιού του, παιδιού δωδεκαετούς,
+όστις τον είχε συνοδεύσει ως συλλειτουργός εις την εκδρομήν.
+
+Ωραία και γλυκεία ήτο η σκηνή εντός του ερειπίου εκείνου, του
+μεγαλομαρμάρου και επιβλητικού εις την όψιν, αγλαϊζομένου από το
+τρέμον, υπό την πνοήν της αύρας της νυκτερινής, φως πεντήκοντα
+λαμπάδων, σκηνή φωτεινή και σκιερά, διαυγής και μυστηριώδης, εν
+μέσω γιγαντιαίων δρυών υψουσών υπερηφάνους τους εις διαδήματα
+κορυφουμένους κραταιούς κλώνους, με τα φρίσσοντα φύλλα μαρμαίροντα
+ως χρυσαί φολίδες υπό την λαμπηδόνα των πυρσών, με σκιάς και
+σκοτεινά κενά εν μέσω των κλάδων, όπου εφαντάζετό τις ελλοχεύοντα
+αόρατα πνεύματα, υπάρξαντα πάλαι ποτέ Δρυάδες εύσωμοι και
+Ορεστιάδες ραδιναί, ελευθέρως ανάσσουσαι ανά τους πυκνούς
+δρυμώνας, και σήμερον μεταμορφωθείσαι εις νυκτερινά τελώνια, και
+μη τολμώσαι να προβάλωσιν εις το φως των αναστασίμων λαμπάδων·
+αναθαρρήσασαι προς καιρόν εκ της φυγαδεύσεως του χριστιανικού Θεού
+από του καλλιμαρμάρου ιδρύματος, και τώρα μετά θάμβους βλέπουσαι
+την αναζωπύρησιν των πασχαλίων πυρσών και οσφραινόμεναι την οσμήν
+του χριστιανικού μοσχολιβάνου εις τα βάθη του δρυμώνος.
+
+***
+
+Ενώ ο ιερεύς έλεγεν ομαλή τη φωνή τα ειρηνικά, και ηύχετο υπέρ της
+ευσταθείας των εκκλησιών, ευφορίας των καρπών της γης, κτλ.
+όπισθεν του πρώτου πελωρίου κορμού της χιλιετούς δρυός, ον τρεις
+άνδρες συνάπτοντες τας οργυιάς, μόλις ηδύναντο ν' αγκαλιάσωσιν,
+ηκούετο βραχύς διάλογος, οίος ο εξής, μεταξύ τριών ή τεσσάρων
+αιπόλων, ων ο πρώτος, Γιάννης ο Κούτρης, έλυεν απαντών τας απορίας
+των άλλων.
+
+ — Ντουγρού, ντουγρού;
+
+ — Ταμάιμα.
+
+ — Μονοκοπανιά;
+
+ — Τα ίσα, ζέρ;
+
+ — Σ'μ Παναϊά τ' Ντομάν;
+
+ — Ντούρμα, παπάς έτσ' είπε.
+
+ — Του ρέμμα-ρέμμα;
+
+ — Δε-δε-πάμι;
+
+ — Δε πάμι, ζερ!
+
+Αλλ' ο διάλογος ούτος διεκόπη υπό της φωνής του ιερέως, όστις εν
+τω μεταξύ απεδύθη τα άμφια, κ' έκραξεν εις το ποίμνιόν του.
+
+«Είστ' έτοιμοι; πάμε!» Δύο των αιπόλων έσπευσαν να φορτώσωσι τα
+ιερά, ως και τα καλάθια των ποιμενίδων τα περικλείοντα εορτάσιμά
+τινα εφόδια, εις πέντε ή έξ ονάρια, ο ιερεύς επέβη εις το έβδομον,
+και οι άλλοι πεζοί, οι μεν κρατούντες τας λαμπάδας των αναμμένας,
+με την αριστεράν, προσπαθούντες, με την δεξιάν, να σκεπάσωσι την
+λαμπήν από της πνοής της απογείου αύρας, οι δε ανάψαντες μικρά
+φαναράκια, χρήσιμα εις τους αιπόλους διά τους νυκτερινούς
+επαυλισμούς και τους αμολγούς των αιγών των, εξεκίνησαν
+κατερχόμενοι προς βορράν, είτα εστράφησαν ανατολικώτερον,
+βαίνοντες διά κακοτοπιάς εφ' ης δεν θ' αντείχον άλλοι πόδες παρά
+τους ιδικούς των, ελαφρά πατούντες με τα τσαρούχια τα περιβάλλοντα
+τους ευκινήτους πόδας των, βιάζοντες τα γαϊδουράκια να τρέχωσι,
+σύροντες μάλλον αυτά εις τον δρόμον, τοποθετούμενοι εξ αριστερών
+ως έμψυχα δίκρανα, προς υποστήριξιν των φορτωμένων υποζυγίων εις
+τα κρημνωδέστερα μέρη. Δύο ή τρεις αυτών, με τας κάπας των,
+ήρχοντο τελευταίοι, μετά συριγμών και ακατανοήτων μονοσυλλάβων,
+άγοντες τα αιπόλιά των, με τα μικρά ερίφια διά χαριεστάτων
+σκιρτημάτων τρέχοντα παρά τας μητέρας των, βελάζοντα ερωτηματικώς,
+εις α αι αίγες απήντων αορίστως, μη έχουσαι πώς να εξηγήσωσι την
+ασυνήθη νυκτοπορίαν.
+
+Η σελήνη είχεν ανατείλει προ του μεσονυκτίου, και ο δίσκος της
+υπέρυθρος ολίγον, εφαίνετο όπισθεν των κορυφών υψηλών δένδρων,
+πότε εκρύπτετο, κατά τους ελιγμούς της πορείας, όπισθεν του
+βουνού. Και οι θάμνοι εσείοντο πανταχού όθεν διέβαινεν η πομπή,
+και τα έντομα εξεγείροντο παράωρα εκ του ύπνου των, καί τινα
+μυιγάρια εξορμώντα επέτων φαιδρώς περί τας ανημμένας λαμπάδας,
+υποβοΐζοντα, καίοντα τας μικύλας πτέρυγάς των ή καταστρέφοντα μετά
+τελευταίου βόμβου την εφήμερον ύπαρξίν των εις την πρόσψαυσιν της
+φλογός.
+
+Τα νυκτοπούλια έφευγον φοβισμένα από σχοίνον εις κόμμαρον, από
+αιμασιάν εις δένδρον, προσθέτοντα τον ελαφρόν θρουν των πτερύγων
+των εις το αβρόν εναρμόνιον φύσημα της αύρας της ορθρίας. Και η
+αγραμπελιά η χιονανθής, η λευκάζουσα και μυροβολούσα εις τους
+φράκτας, λευχείμων μυροφόρος εορτάζουσα την Ανάστασιν, και ο
+κισσός και το αγιόκλημα, πλόκαμοι της Ανοίξεως εξαπλούσης την
+μυροβόλον κόμην της ανά τους αγρούς, διέχυνον ζωηροτέραν εν τη
+νυκτί την ευωδίαν των εις τον αέρα. Και η αργυρά αμμόκονις των
+άστρων ωλιγόστευεν επάνω, καθ' όσον υψούτο η σελήνη, και η αηδών
+ηκούετο μινυρίζουσα βαθειά εις τον μυχόν του δάσους, και ο γκιώνης
+μη δυνάμενος να διαγωνισθή προς την λιγυράν αδελφήν του, έπαυσε
+προς καιρόν το θρηνώδες άσμα του.
+
+***
+
+Είχαν κατέλθει ήδη πολύ βαθειά, κάτω εις το ρεύμα, και αντικρύ
+των, έβλεπον μακράν το πέλαγος, κυανήν οθόνην, αμυδρώς
+επαργυρουμένην από τας ακτίνας της σελήνης. Ηκούσθη δε μετ' ολίγον
+βαθύς παφλασμός ως χειμάρρου καταφερομένου μετά δούπου από των
+βράχων, κρότος συνεχής, ισχυρός, μονότονος. Ήτο το ρεύμα της
+Παναγίας της Δομάν, από των υδάτων του οποίου είκοσι νερόμυλοι
+υδρεύοντο το πάλαι και πολλαί εκατοντάδες στρέμματα κήπων με
+κλιμακωτάς αιμασιάς επιαίνοντο από το δροσερόν νάμα του. Εκεί
+αντικρύ, προέκυπτεν επ' άκρας της θαλάσσης το παλαιόν φρούριον, το
+οποίον ήτό ποτε κατοικία ανθρώπων, πριν γείνη γλαυκών φωλεά και
+λάρων ορμητήριον. Εις το ακένωτον ρεύμα της Παναγίας της Δομάν
+ωφείλετο η ευδοκίμησις πάσης φυτείας και πάσης βλαστήσεως κατά
+τους παλαιούς εκείνους χρόνους.
+
+Ήτο ήδη ως δύο μετά τα μεσάνυκτα, όταν ο παπ' Αγγελής και οι
+αιπόλοι του έφθασαν εις την Παναγίαν της Δομάν. Το μικρόν
+εξωκκλήσιον ήτο κτισμένον υπό συστάδα πελωρίων δένδρων,
+περίβαλλόμενον γραφικώς υπ' αυτών, σκεπαζόμενον φιλοστόργως από
+τους κλώνους των. Ο ναΐσκος ήτο πενιχρός, αλλά διετηρείτο και ήτο
+λειτουργήσιμος. Ήτο δε εν των ολίγων ναϊδίων όσα εσώζοντο όρθια
+από της παλαιάς εποχής. Γείτονες αυτού, χαμηλότερα προς την
+θάλασσαν, ήσαν το πάλαι, εντός της κοιλάδος της συνεχομένης μεταξύ
+δύο ακτών, πάμπολλοι ναΐσκοι, έως τέσσαρες δωδεκάδες. Οι πλείστοι
+ήσαν σήμερον ερείπια. Η Παναγία της Δομάν, απλή αναπαράστασις της
+Ζωοδόχου Πηγής του Βυζαντίου και περιβαλλομένη ως με στέφανον από
+τον αειθαλή κόσμον των πελωρίων δένδρων της, ίστατο ακόμη ορθή, κ'
+εφαίνετο λέγουσα προς τους αδελφούς της, όσοι είχαν γονατίσει,
+καταβληθέντες από τον κάματον της διά τόσων αιώνων πορείας·
+«Παρηγορηθήτε, σας αντιπροσωπεύω εγώ!»
+
+Η ευσεβής τάσις του λαού, ζητούντος, διά του πολλαπλασιασμού των
+εξωκκλησίων ανά τα όρη και τας κοιλάδας, να παρηγορηθή διά την
+στέρησιν των τόσων το πάλαι ιερών και βωμών του, λησμονούντος τους
+παλαιούς θεούς του χάριν των νέων αγίων του, κατίσχυσε της
+αυστηροτέρας και δογματικωτέρας θεωρίας, καθ' ην απηγορεύοντο εις
+τους Χριστιανούς οι αγροτικοί ναοί. Ακριβέστεροι δέ τινες ερμηνείς
+του γράμματος, ιερομόναχοι και ασκητικοί άνδρες, ηρνούντο και να
+λειτουργούσιν εις εξωκκλήσια.
+
+Αλλά το αίσθημα είνε ανώτερον της θεωρίας, και ο λαός, δουλεύων,
+τυραννούμενος, πενόμενος, αγροδίαιτος, διασπειρόμενος κατά κώμας
+και χωρία, μη έχων πόρους να κτίση μεγάλας και λαμπράς εκκλησίας,
+έκτιζε πολλάς και πενιχράς. Ο δε Σωτήρ, συγκαταβατικώτερος των
+επισήμων επί γης διερμηνευτών του, «μνημονεύων των επί γης
+διατριβών», καθώς είπεν ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ενθυμούμενος
+την πενιχράν προσφοράν της χήρας, εδέχετο και του πένητος λαού του
+τον ευσεβή φόρον, καθώς εδέχθη εκείνης τα δύο λεπτά.
+
+***
+
+Εν ριπή οφθαλμού εφωταγωγήθη το παρεκκλήσιον, και αι ποιμενίδες
+ήναψαν πάμπολλα κηρία εις τα δύο μανουάλια, και ανάψασαι πυρ εις
+το υπήνεμον έξω της θύρας στήσασαι μεγάλην χύτραν, παρεσκεύαζον
+την σούπαν. Δύο εξ αυτών νεόνυμφοι εφόρεσαν τα κόκκινα φουστάνια
+των, και τα βαβουκλιά των με τα κεντητά προμάνικα και τα
+τ'λουπάνιά των τα λευκά. Και ο ιερεύς, λαβών καιρόν, εφόρεσεν όλην
+την ιερατικήν του στολήν, και ο υιός του, ο συλλειτουργός έψαλλε
+τον κανόνα.
+
+Ο Γιάννης ο Κούτρης, πραγματοποιήσας το όνειρόν του, του να
+παρίσταται εις την εκκλησίαν ως επίτροπος, επεστάτει εις το άναμμα
+και σβύσιμον των κηρίων, πατών αυτά, ενίοτε με το τσαρούχι του,
+μιμούμενος τον εξάδελφόν του τον Γιάννην τον Λαδίκαν, και όστις
+ίστατο δεξιόθεν εις τον χορόν ως προεστώς με τόσην σοβαρότητα,
+ώστε βλέπων τις αυτόν θα τον ενόμιζε ψάλτην, εξ ιδιοτροπίας
+σιωπώντα. Την στιγμήν δ' εκείνην εισελθούσα εις τον ναΐσκον η
+δωδεκαέτις κόρη του, το Κουμπώ, ισταμένη τέως έξω παρά τον
+παραστάτην, επιστατούσα εις το κάγχασμα της χύτρας, του λέγει εις
+το ους.
+
+ — Αφέντ', έρχουντη κόσμους.
+
+ — Ποιοι και ποιοι; είπεν εξαφνισθείς ο Κούτρης.
+
+ — Έρχοντη ο Δημητράκης τσ' Κότσηνας, μαζύ με τη γυναίκα τ'
+Απ'μηνιώ, και ο Γιάννης τσ' Κ'σττάλους κι' ο μπάρμπα-Γιώργης...
+
+ — Ποιος μπάρμπα-Γιώργης;
+
+ — Ο Γιώργης τ' Παναϊώτ'.
+
+Ως κεραυνός έπεσε το όνομα τούτο εις την ακοήν του Γιάννη του
+Κούτρη.
+
+ — Ο Γιώργης τ' Παναϊώτ'! επανέλαβε μηχανικώς, κ' εξηκολούθησεν,
+ερωτών την θυγατέρα του, ως εάν είξευρεν αύτη.
+
+ — Τι δεν κάμανε Ανάστασ' στουν Άι-Χαράλαμπον;
+
+Διότι ηπόρει πώς εξέπεσε προς τα εδώ, ο Γιώργης τ' Παναϊώτ'. Αυτός
+έκαμνεν αυτοδικαίως τον προεστόν εις τον Άγιον Χαράλαμπον, τι να
+συνέβη τάχα, και διατί δεν επήγεν εις τον ναόν του Αγίου; Μήπως
+του αφήρεσαν το προεστ'λίκι απ' εκεί;
+
+Αυτός, ο Γιάννης ο Κούτρης, διατί ίσα-ίσα έβαλε τα δυνατά του,
+αποφασίσας να κάμη εφέτος χωριστήν Ανάστασιν με τους γείτονάς του,
+εις το κατάμερον το ιδικόν του; Διά ν' απαλλαχθή από το φορτικόν
+θέαμα του δευτέρου εξαδέλφου του, του Γιάννη Λαδίκα, εις τον Άι-
+Γιώργη της Χ'στοδουλίτσας, ή αυτού του Γιώργη τ' Παναγιώτ', εις
+τον Άι-Χαράλαμπον, οίτινες έκαμαν και οι δύο τον προεστόν και τον
+επίτροπον, εκάτερος εις το κατάμερόν του, ανάπτοντες και σβύνοντες
+τα κηρία, ψιθυρίζοντες επιδεικτικώς εις το ους του ιερέως παρά την
+βορείαν θύραν του ιερού βήματος, περιφέροντες ελευθέρως δίσκον, με
+την επωδόν «Το λάδι της εκκλησίας, χριστιανοί!» και κάμνοντες
+«κ'μάντο, 'σε ούλα τα πάντα», εντός κ' εκτός του ναού. Και τώρα,
+αφού κατώρθωσε να ψαλή η Ανάστασις εις την Αγία Αναστασία, εις το
+ύπαιθρον, αφού απέσπασε τόσους βοσκούς από τα κατάμερα τα άλλα,
+αφού τους εκουβάλησε μεσάνυχτα, από την Αγία Αναστασία εις την
+Παναγίαν Δομάν, με τας γυναίκας των, με τα παιδιά των, με τα
+κοπάδια των, με τα κατσικάκια βελάζοντα σπαρακτικώς περί τας
+αίγας, έμμελλε πάλιν να καταδικασθή να υποστή την πρωτοκαθεδρίαν
+αυτού του Γιώργη τ' Παναγιώτ', ως γεροντοτέρου, ως έχοντος τάχα
+δικαιώματα. Ποία δικαιώματα;
+
+Ας έβγαζε ταις μπολλέτταις του να ταις διαβάσουν! Κ' οι δύο, τάχα,
+ας πούμε, γράμματα δεν ήξευραν, αλλ' ήτον ο παπ' Αγγελής εκεί, ν'
+άχουμε την ευχή του, πού θα ταις εδιάβαζε... Η δουλειά του ήτον να
+διαβάζη — Αλλ' όχι! δεν παρεχώρει τα πρωτεία. Θα έκαμνε πως δεν
+τον είδε, και θα εκύταζε, &ντου-γρού, προς το άγιον βήμα, χωρίς να
+στραφή επί στιγμήν προς δυσμάς, ωσάν θεοφοβούμενος πού ήτον, ν'
+ακούση μετά προσοχής την λειτουργίαν του. Ήτο εν τω δικαίω του,
+ευρίσκετο εις το κατάμερόν του... Αλλ' ενταύθα ο Γιάννης ο Κούτρης
+επάγωσεν, ο παλμός εσταμάτησε προς στιγμήν. Δεν ευρίσκετο εις το
+κατάμερόν του! Τουναντίον, είχε πατήσει τα σύνορα, είχε μεταβή εις
+ξένον κατάμερον... Α! κι' αυτός ο παπ' Αγγελής, που επέμενε μη
+θέλων να λειτουργήση εις την Αγ. Αναστασά... Εκεί,
+αδιαφιλονεικήτως, ο Κούτρης θα ήτο εις το κατάμερόν του. Αλλ' εδώ
+εις την Παναγίαν την Δομάν ευρίσκετο ακριβώς εις το κατάμερον του
+Αγίου Χαραλάμπους, εις την δικαιοδοσίαν τ' Γιώργη τ' Παναγιώτ'!
+
+Τι να κάμη; Και αυτός «ο Γιώργης τ' Παναϊώτ'», κατάλαβες, δεν ήτον
+κανείς τυχαίος, εξήσκει ισχύν και γοητείαν επί το πλήθος των
+αιγοβοσκών και των ποιμένων. Και ιδού, εισήλθεν ήδη εις το
+παρεκκλήσιον. Ήτο υψηλός, εύσωμος, ωραίος ανήρ, με εύγραμμον το
+πρόσωπον και με κανονικούς χαρακτήρας. Ήτο ως εξήντα ετών, αλλά
+μόλις ήρχιζαν, εις την πλουσίαν μέλαιναν κόμην του, τρίχες τινές
+να λευκάζωσιν εδώ κ' εκεί. Είχε φθάσει την πρώτην εν αρχή του
+αιώνος εξέγερσιν, την του 1808. Είχεν ομιλήσει με τον Σταθάν, είχε
+προσφέρει με τας ιδίας του χείρας κοκορέτσι εις τον Βλαχάβαν, είχε
+στρατευθή υπό τον Νικοτσάραν. Και όλον το ήθος του, η όψις του οι
+τρόποι του, αι κινήσεις του, και τώρα ακόμη μετά σαράντα έτη, καθ'
+ην στιγμήν εισήρχετο εις τον ναΐσκον, εφαίνετο ότι ήτο εις νεύματα
+και χειρονομίας μετάφρασις ή μιμική παράστασις του παλαιού
+διστίχου:
+
+ Στο Σκιάθο και στο Σκόπελο ποτέ κατής δεν κρένει,
+ γιατί ην, λιμέρι του Σταθά, βίγλα του Νικοτσάρα.
+
+Ο Κούτρης, αισθανθείς αυτόν ότι εισήρχετο, διιδών τον &διακαμόν&
+του εισερχόμενον εις τον ναΐσκον, με όλην του την απόφασιν ην είχε
+να μη στραφή να τον ίδη, έστρεψεν ακουσίως την κεφαλήν, και τα
+βλέμματά των συνηντήθησαν. Ο Γιώργης τ' Παναγιώτ', αφού ησπάσθη
+τας εικόνας, ήλθε κ' εστάθη όπισθεν του Κούτρη, όστις δεν ηδύνατο
+πλέον να προσποιηθή ότι δεν τον είδεν. Άλλως ο Γιώργης τ'
+Παναγιώτ' δεν του έδωσε καιρόν να σκεφθή, διότι κύψας εις το ους
+του ήρχισε με πονηρόν μειδίαμα να του λέγη.
+
+ — Μ' πήρες απ' του κατάμερου του Γιώργη του Τρυουλόου, μ' πήρες
+κη τσ' Μιχουγιανναίοι, πατέρα κη γυιό, μ' πήρες κη τσ' τέσσιρις
+Μαυρουδ'μαίοι, κι' απουμείναμι λιουστοί στουν άι-Χαράλαμπου. Υ
+παπάς ο άιχαραλαμπίτ'ς λείπ', ξέρ'ς, είνε στουν Κουτκιά μέσα, στα
+χουριά. Υ παπάς απ' μ Παναϊά, κάτου στη χώρα, δε θέλησε ναρθή,
+γιατ' είμαστε λίοι, κη δε μαζουνώμαστε πουλλοί, για να βγάλη τουν
+κόπου τ', ας πούμε. Υ παπάς απ' τουν Άι-Γιάννη τσ' Τρεις Ιεράρχοι,
+ο άλλους είνε φημέριους, γιατί τουν παπ' Αγγελή, πούταν απ' όξου,
+μας τούνε 'πήρις. Κουντέψαμι ν' απουμείνουμι αλειτρούητοι, τέτοια
+μέρα, γιατί δε ξέραμι 'σαί ποιά εκκλησιά θελά-πάτι ν' αναστήσητε.
+Τότις κ' εγώ είπα, ας σ'κουθώ να πάου πίσου, ζ' Κιχριά, μπέλες κη
+τσ' βρω π'θηνά, ση κανένα ξουκκλήσ', κη πηρνώντας απ' ν Δουμάν, σα
+ξαγναντήσου του Κάστρου, θα καταλάβου, μαθέ, σα διώ π'θηνά φέξου,
+ανισώς κ' είνε 'σεί κανένα ρημουκκλήσ' τ' Καστριού κι'
+ανασταίνουνε. Μα δεν ώλπιζα, αλήθεια, πως θελά-ρθήτε τ' Δουμάν,
+μες το κατάμερό μ'!
+
+Εκ της εξηγήσεως ταύτης ενόησεν, ολίγον αργά, ο Γιάννης ο Κούτρης,
+ότι με όλα τα σχέδιά του και τας ενεργείας του, όσον μακρύτερα
+έφευγε τον Γιώργη τ' Παναγιώτ' και την προεστωσύνην του, τόσον
+σιμότερα επήγαινε και εις αυτόν και εις το κατάμερόν του. Διότι
+δεν αρκεί να φεύγη τις, πρέπει και να μη καταδιώκεται, ή
+τουλάχιστον να ηξεύρη προς ποίον μέρος να κατευθυνθή.
+
+Δεν είχεν ή να του παραχωρήση τα πρωτεία, κ' εκείνος άλλως του τα
+επήρε, πριν ούτος του τα παραχωρήση.
+
+***
+
+Περί το λυκαυγές, έληξεν η λειτουργία, και ο ουρανός πορφυρίζων
+εκεί προς ανατολάς έσμιγε με την θάλασσαν κυανήν απλουμένην κάτω,
+η δε σελήνη ωχρίασε και τα ολίγα άστρα ανά έν έσβυναν τρέμοντα εις
+τον αιθέρα. Και η Ηώς ανέτειλε με όλην την πορφυράν αίγλην
+καλλωπίζουσα με γλυκύ ερύθημα βουνά, κοιλάδας και δάση. Εφάνη δε
+τότε, αποβαλούσα την μυστηριώδη της νυκτός περιβολήν, εν όλη τη
+καλλονή της, η μαγευτική θέσις της Παναγίας Δομάν. Δεξιά το
+υψηλόν, βραχώδες και τεμνόμενον από ευθαλείς χαράδρας βουνόν το
+απολήγον εις την κρημνώδη ακτήν του Κουρούα. Αριστερά λόφοι
+κοιλάδες, και δάση γραφικώς εναλλάσσονται εις το βλέμμα. Αντικρύ ο
+γυμνός και άγριον μεγαλείον αποπνέων βράχος του Κάστρου, με τα δύο
+προ αυτού πετρώδη νησίδια, και πέραν πέλαγος αχανές, φωσφορίζον
+εις τας πρώτας ακτίνας του υποφώσκοντος ηλίου.
+
+Εις το βάθος δε του ορίζοντος, προς βορράν η Χαλκιδική με τους
+τρεις λαγμούς της, υπέρ ους εξέχει ως βαθμίς κεραυνωθείσης
+τιτανείου κλίμακος προς ανάβασιν εις τον ουρανόν, ο λευκόφαιος
+κώνος του Άθω με την κορυφήν εις τα σύννεφα, προς δυσμάς το Πήλιον
+με τας αναριθμήτους κοιλάδας του και με τη θεσπεσίαν του βλάστην,
+και πέραν αυτού η κορυφή του Κισσάβου, ως κεφαλή εμπηγμένη επί
+κορμού ξένου. Και το ρεύμα της Παναγίας Δομάν δεν κατεφέρετο πλέον
+ως πριν μετά βαθέος παφλασμού εις την βραχώδη κοιλάδα, αλλ' άμα τη
+ανατολή της ημέρας το νερόν έρρεε μορμυρίζον μαλακώς κυλιόμενον
+επάνω εις τα βρύα και εις τα αγριοσέλινα, διότι εξύπνησαν της
+ημέρας οι πολλοί και προσφιλείς κρότοι.
+
+Τέλος εφάνη του ηλίου η πρώτη ακτίς, και ανέθορεν από της θαλάσσης
+μία πυρίνη παμφαής γραμμή του πανεκλάμπρου φωστήρος. Και την ιδίαν
+στιγμήν ηκούσθη πρώτη μεγάλη κ' επιβλητική φωνή, ο κλαγγασμός του
+αετού, χαιρετίσαντος την ανατολήν του ηλίου επάνω εις το βουνόν,
+από της αφθάστου και απατήτου επί των απορρώγων βράχων καλιάς του.
+Και δευτέρα χαιρετιστήριος φωνή ηκούσθη ο κακκαβισμός του ιέρακος,
+ο κρωγμός του ιέρακος επάνω εις το βουνόν, εις μίαν υψηλήν
+χαράδραν του ιλιγγιώδους βουνού του Κουρούπη, εκεί επάνω. Και
+τρίτη φωνή κλιμακηδόν εχαιρέτισε το παμφαές άστρον της ημέρας, ο
+τιτυβισμός της πέρδικος και της τριγόνος εις το μεσοϋψές της
+κοιλάδος.
+
+Και τελευταία αμέσως εχαιρέτισε διά του μινυρισμού της την
+ανατολήν του ηλίου η γλυκεία χελιδών, η επανευρούσα κ' εφέτος την
+φωλεάν της άθικτον εις τα ιερά σκηνώματα, εις τον οίκον του
+Κυρίου, ως και εις τα καλύβια των χωρικών, και εις τας οικίας των
+αγαθών ανδρών της πόλεως. Και ακροτελεύτιοι δειλοί μινυρισμοί
+ηκούσθησαν των μικρών στρουθίων επί των θάμνων, ων το έν μόλις
+υποψελλίζον, ίστατο αποφασιστικώς προσκολλημένον με τους λεπτούς
+πόδας του επί του κλαδίου, ενώ το άλλο, ψάλλον προς αυτό τον έρωτά
+του, επέτα ολόγυρά του, ίστατο προς στιγμήν επί του κλαδίου, ώρμα
+προς αυτό, το εφίλει, το παρεκάλει, κελαδούν, εκλιπαρούν και πάλιν
+κελαδούν.
+
+Τότε και τα κατσικάκια, αισθανθέντα το θάλπος της ημέρας, ήρχισαν
+τα σκιρτήματά των, ευφραινόμενα εις την επαφήν του χόρτου,
+προσπαίζοντα περί τας μητέρας των, υποβάλλοντα το μικκύλον ρύγχος
+εις τον μαστόν — και δεν ήξευρον, ότι η λεπίς του σφαγέως έστιλβε
+και αυτή προς τον ανατέλλοντα ήλιον.
+
+***
+
+Εκεί, υπό τα υψηλά δένδρα των οποίων οι κλώνοι με βόμβυκας και με
+θυσσάνους τριχοειδών φύλλων κοσμούμενοι, εσείοντο υπό της πρωινής
+αύρας, άνω του ρεύματος, του κυλίοντος μετά ψιθύρου το διαυγές
+νάμα του κάτω εις την κοιλάδα, εκάθησαν ηδονικώς όλοι οι βοσκοί με
+τας ποιμενίδας και τας βοσκοπούλας των, στρώσαντες αφθόνους
+πτέρεις και παχείας φυλλάδας, και ήρχισαν να διαμελίζωσι τα
+ευωδιάζοντα επί της σούβλας αρνία και τα ερίφια.
+
+Έφαγον και ηυφράνθησαν όλοι και αφού ο παπ' Αγγελής ευλόγησεν, ως
+έδει, την φλάσκαν, την μετεβίβασε, μεγάλην, υπόχλωρον ακόμη, δι'
+ερυθράς δερματίνης λωρίδος κρατουμένην, κλώζουσαν και φυσώσαν
+ακαταλήπτους ήχους ένδοθεν, εις χείρας του εκ δεξιών του καθημένου
+προεστώτος της ομάδος, του Γεώργη τ' Παναγιώτ', όστις εγερθείς,
+προσηγόρευσε διά μακρών την ομήγυριν.
+
+ — Κ'στός ανέστ'· βρε παιδιά! Αληθ'νός ου Κύριους! Ζη κη
+βασιλεύει! — Γεια μας! καλή γεια! διάφουρου! καλή καρδιά! καλή
+γερουσύνη, όλοι μας! Χρόνους πολλούς! Κη τ' χρόν' νάμαστε καλά.
+Καλή χρονιά σας! Πολλά τα έτ'! Παπά μ'! να χαίρηση το πετραχήλι
+σ'!
+
+Είτα, στραφείς προς τον Κούτρην.
+
+ — Γιάννη, πάντα καλώς να σας βρίσκου!
+
+Ίσως η φράσις αύτη ήτο υπαινιγμός προς τα προηγούμενα συμβάντα.
+Αλλ' ο Κούτρης απήντησε μεθ' ετοιμότητος.
+
+ — Κη πάντα καλώς ναρχήση, μπάρμπα-Γιώργη!
+
+Ο πάπ' Αγγελής δεν ηδυνήθη να μη γελάση, και οι άλλοι τον
+εμιμήθησαν. Ο Γιώργης τ' Παναγιώτ' μετεβίβασε την φλάσκαν εις τον
+αντικρύ του καθήμενον, τον Κούτρην, και ούτος έπιε χαιρετίσας διά
+βραχέων. Μετά την τρίτην δε περίοδον της φλάσκας, ουδεμίαν πλέον
+ησθάνετο αντιπάθειαν προς τον Γεώργην, αλλ' ηδελφώθησαν όλοι των.
+Και ο Γιώργης τ' Παναγιώτ' εις ον αι πολεμικαί αναμνήσεις
+επανήρχοντο εναργέστεραι μετά το γεύμα, ήρχισε να διηγήται εις την
+ομήγυριν τον ηρωικόν θάνατον του Νικοτσάρα.
+
+«Τρία καράβια ήτανε, στα νερά της Κασσάνδρας με τα φουσσάτα του
+Νικοτσάρα και του Σταθά. Του Σταθά το καράβι ήτον ολόμαυρο,
+μαύραις η πάνταις, μαύρα τα ξάρτια, μαύρα τα πανιά· το είχε
+τάξιμο, να μην τ' ασπρίση, πριν εμβή νικητής μέσα στη Σαλονίκη.
+Όλη μέρα ήταν μπονάτσα καραντί, τα τρία καράβια δεν μπορούσαν ούτε
+μπρος να παν, ούτε πίσου να γυρίσουν για ν' αράξουνε. Η αρμάδα η
+τουρκική ηύρε το ρέμμα της θάλασσας, και το ρέμμα-ρέμμα, δω τους
+είχε, κει τους είχε, τους έφτασε απ' το πλάι.
+
+«Ως τόσο οι καπεταναίοι οι δυο τους αντρειώθησαν. Ήταν παλλικάρια,
+που δεν πιστεύω να εστάθησαν άλλοι, τους εγνώρισα εγώ πολύ καλά. Ο
+καπετάν Σταθάς μου εχάρισε ένα μαμί κεχριμπαρένιο να φουμάρω το
+τσιμπ'κάκι μου, για να τον θυμώμαι καμμιά φορά· κι' ο καπετάν
+Νικοτσάρας, μια φορά που του έδωκα κοκορέτσι, με τα ίδια μου τα
+χέρια φτιασμένο, του άρεσε τόσο, που πολλούς μήνες ύστερα όπου μ'
+εύρισκε, μώλεγε: «Τι έχουμε ωρέ Γιώργη, δεν έχεις τίποτε
+κοκορέτσι;» «Όρεξι νάχης, καπετάνε μου, τώλεγα εγώ· θέλεις να σου
+φτιάσω;» Και τρεις φοραίς εθυσίασα τρία πρόβατα, μόνο και μόνο για
+να του φτιάσω κοκορέτσι. Ύστερα, σαν εβγήκανε να πάνε κατά την
+Κασσάνδρα, οι άλλοι σύντροφοί τους, γιατί ήτανε πολλά καράβια, μ'
+εφτά καπεταναίους πολεμάρχους, έλειπαν, είχαν μιλημένα να παν
+ύστερα να τους βρούνε. Και την ημέρα που τους έφτασε η αρμάδα με
+το τούρκικο τ' ασκέρι ήταν μοναχοί ο Νικοτσάρας κι' ο Σταθάς.
+
+Σαν τους έρριξαν οι τούρκοι τρεις κανονιαίς, άναψε το τουφέκι, κι'
+άρχισε το τόπη να σαλεύη, το καράβι του Νικοτσάρα επιάστηκε με την
+τούρκικη φεργάδα ξάρτια με ξάρτια, σαν δυο κακαίς γειτόνισσαις που
+μαλώνουν, και πιάνονται μαλλιά με μαλλιά: Μα ο Νικοτσάρας με τον
+μπαλτά του έσπασε τους γάντζους κ' έκοψε τα μπαστούνια του
+Τούρκου, κ' εγλύτωσε το καράβι του απ' τα δόντια του θεριού. Μα
+την τελευταία στιγμή, εκεί που νικούσαν οι δικοί μας, και το
+μπουλούκι το ρωμαίικο εφώναξε βρίζοντας την πίστι των Τούρκων, ένα
+βόλι του ήρθε του Νικοτσάρα, κ' εχώθηκε στην κοιλιά του, και τον
+ελάβωσε βαθειά. Μα το παλλικάρι το καλό, είνε παλλικάρι και στο
+θάνατό του. «Μ' έφαγαν τα σκυλιά», είπε μια, και σφίγγοντας τα
+δόντια, βαστώντας με το χέρι τα σωθικά του, που εχυνόντανε απ' την
+κοιλιά, βαστώντας με τα δόντια την ψυχή του, που του έφευγε απ' το
+στόμα, επρόφτασε κ' είπε· «Συντρόφια! πιάστε με και καθίστε με
+απάνω εκεί στα σκοινιά, κι' ακουμπήστέ με απάνω στο κατάρτι....
+για να μην το καταλάβουν τα σκυλιά πως με σκότωσαν και πάρουν
+θάρρος.... για να μην το μάθουν κ' οι δικοί μας και δειλιάσουνε».
+
+Καθώς τους είπε, το κάμανε, και τον ακούμπησαν μισαποθαμένον στο
+κατάρτι.... κ' οι Τούρκοι βλέποντας απ' αντίκρυ, ετρόμαζαν κ'
+ελέγανε. «Τσάρας ρεΐζ! Τσάρας ρεΐζ!» Ο καπετάνιος ο Τσάρας! ο
+καπετάνιος ο Τσάρας! Κ' οι δικοί μας, απ' τ' άλλα τα καράβια, δεν
+το πήραν μυρουδιά κ' εστάθησαν ανδρειωμένοι, κ' έδιωξαν την
+τούρκικη αρμάδα. Κι' όταν η αρμάδα έγεινε άφαντη, τότε το έμαθαν,
+κ' εγύρισαν πίσου στο νησί μας, για να θάψουν το Νικοτσάρα, που
+πέθανε κρατώντας με τα χέρια τ' άντερά του για να μη χυθούν, με τα
+δόντια την ψυχή του διά να μη φύγη. Κ' ήρθαν και τον έθαψαν, κάτου
+στο Λεχούνι, κοντά στην άμμο, στο γιαλό, και τότες του βγάλανε και
+τραγούδι.
+
+ ...Κ' εκείνος που φοβέριζε και όλοι τον ετρέμαν,
+ επήγαν και τον θάψανε στου Λεχουνιού το ρέμμα.
+
+Τοιαύτα τινά, αλλά με πολλάς τροπάς φωνηέντων και συγκοπάς
+συλλαβών διηγήθη, ως είχεν εξ ακοής, ο μπάρμπα-Γεώργης τ'
+Παναγιώτ' και μετά βαθέως στεναγμού κατέστρεψε τον λόγον. Και οι
+αιπόλοι τον ήκουον μετά θαυμασμού, και ο παπ' Αγγελής, ακούων μετά
+συντόνου προσοχής, ησθάνθη δάκρυ υγραίνον την παρειάν του.
+
+***
+
+Αλλ' ο Γιάννης ο Κούτρης, ως διά να παρηγορήση τον μπάρμπα-
+Γεώργην, καθ' ου δεν εμνησικάκει πλέον, διότι του επήρε τα
+πρωτεία, ηγέρθη και λύσας το ονάριον του, το οποίον έβοσκεν ησύχως
+εις το λιβάδιον, ήρχισε να κάμνη κάτι παιγνίδια ιδικά του.
+Συγχρόνως δε ο υιός του ο Θοδωρής, δεκαπεντούτης, ως διά να
+συνοδεύση με μουσικήν τους αγώνας του πατρός του, έλαβε το
+σουραύλι του, και ήρχισε να συρίζη απλούν και μονότονον ήχον.
+
+Εν τω μεταξύ ο Γιάννης ο Κούτρης είχεν αναβή επί του όνου υποβαλών
+σάγισμα αντί σέλλας και βαίνων αργά, δήθεν μετά σοβαρότητος,
+επέβαλλεν εις το ζώον να κάμνη κάτι βηματισμούς, κατά μίμησιν και
+παρωδίαν των πολεμικών ίππων. Και ο Γιάννης ο Κούτρης πότε ίστατο
+γονατιστός επί του σαγίσματος, πότε υπτιάζετο επί της ράχεως του
+ζώου, πότε εκρατείτο εκ της χαίτης με τον ένα πόδα επάνω, με τον
+άλλον κάτω εις την γην, πότε εχάνετο υπό την κοιλίαν του ζώου,
+πότε έπιπτε από κεφαλής μέχρι γονάτων μεταξύ των τεσσάρων ποδών
+του όνου, κ' ενώ έλεγες ότι τώρα έπεσε, και ότι ο όνος θα τον
+πατήση, αίφνης, εν ριπή οφθαλμού ευρίσκετο πάλιν επί της ράχεως
+του ζώου. Τοιούτους τινάς μιμικούς αγώνας ήξευρε να εκτελή ο
+Γιάννης ο Κούτρης. Τίποτε περισσότερον δεν εχρειάζετο διά να
+καγχάζη επί πολλήν ώραν εν ευθυμία η ομήγυρις όλη.
+
+***
+
+Τέλος ο Γιάννης ο Κούτρης αφήκε τον όνον του ήσυχον, και ο
+μπάρμπα-Γεώργης τ' Παναγιώτ' ως διά να ευχαριστήση τον μιμικόν,
+εξέφερε προς αυτόν ιδίως αποτεινόμενος, προς επισφράγισιν του
+συμποσίου, την τελευταίαν της ημέρας πρόποσίν του, ήτις ήχησεν
+υπόκωφος, ως να εξήλθεν από τον πάτον της φλάσκας, πλέον να κλώζη
+και να φυσά.
+
+ — Κη τ' χρον' με του καλό να σας βρω!
+
+Ο Γιάννης ο Κούτρης απήντησε.
+
+ — Καλώς ναρθής, μπάρμπα-Γιώργη μ'!
+
+
+
+Δ’
+
+
+
+ΛΑΜΠΡΙΑΤΙΚΟΣ ΨΑΛΤΗΣ
+
+
+
+Εάν ο ήρως του παρόντος διηγήματος ήτο αυτούσιος ο γράφων, τότε ο
+επί κεφαλής τίτλος, θα είχε μάλλον τροπικήν και αλληγορικήν
+σημασίαν. Διότι, ναι μεν, ευδοκία της θείας προνοίας, είνε αληθές
+ότι και χάρις εις την φιλάδελφον προθυμίαν του χωρικού και
+αρχοντικού φίλου μου κυρ Γιάννη Πεντελιώτου, αξιούμαι σχεδόν κατ'
+έτος ανελλιπώς, κατά τας περιδόξους, ταύτας ημέρας να συμβάλλω
+εναμίλλως μετ' αυτού, υποβαστάζοντος διά της χειρός τα γυαλιά του,
+αγαπώντος το πολίτικον ύφος, παρατείνοντος επ' άπειρον τα μουσικά
+κώλα και τας καταλήξεις του, εις τον μικρόν αγροτικόν ναΐσκον του
+χωρίου Θ., όπου μυροβολεί ελισσόμενον εις κυανούς στεφάνους το
+μοσχολίβανον, περιβάλλον ως διά φεύγοντος πλαισίου τους ακτινωτούς
+στεφάνους και τας σεμνάς όψεις των αγίων, και όπου με τας κεντητάς
+ποδιάς των και τα λευκά κολόβια αι νεαραί χωρικαί προσέρχονται
+φέρουσαι αγκαλίδας ρόδων και ίων και θημονίας όλας δενδρολιβάνου,
+καταφορτώνουσαι με λόφους ανθέων τον πενιχρόν επιτάφιον, μη έχοντα
+ανάγκην άλλης πολυτελείας. Εκεί εισβάλλει ουλαμός όλος αυτοσχεδίων
+ψαλτών, κρατούντων ανά έν φυλλάδιον του επιταφίου εις την χείρα,
+οίτινες φιλοτιμούνται να ψάλλωσιν εν σπαρακτική παραφωνία τα
+εγκώμια, καταστρέφοντες διά κωμικών σφαλμάτων και τας ολίγας
+λέξεις, όσαι είνε ορθώς τυπωμέναι εις τα φυλλάδια εκείνα.
+
+Χωρίς να είμαι κύριον μέρος του αυτοσχεδίου τούτου χορού, οφείλω
+να ομολογήσω ότι, καίτοι προσπαθών να συμψάλλω υποφερτά κάπως με
+τον αρχοντικόν και πρόθυμον φίλον μου, ουχ ήττον υστερώ αυτού κατά
+πολλά, και διά τούτο επεκαλέσθην εν αρχή, ως επιείκειαν εκ μέρους
+του αναγνώστου, την τροπικήν του τίτλου εκδοχήν, καθ' ον δηλ.
+τρόπον εις όλους τους ναούς, παρουσιάζονται κατά τας ημέρας
+ταύτας, πολλοί τέως άγνωστοι, μουσόληπτοι εκ του παραχρήμα,
+λαμπριάτικοι ψάλται, ούτω και ο γράφων, ενώ καθ' όλον τον άλλον
+χρόνον σιωπά, παρουσιάζεται, δις του έτους ούτος, τα Χριστούγεννα
+και το Πάσχα, κατ' αποκοπήν διηγηματογράφος. Το πράγμα ήρχισε να
+γίνεται κάπως φορτικόν, και πολλοί μεν εσκανδαλίσθησαν, τινές δε
+και το απεδοκίμασαν. Αρκούσι τόσαι άλλαι μανίαι, τόσοι ξενισμοί.
+Ημείς δεν είμεθα Άγγλοι ούτε Αμερικάνοι. Μη μας σκοτίζης και συ.
+Πόθεν έλαβες αφορμήν να υποθέσης ότι το κοινόν θέλγεται από τας
+αναμνήσεις σου, ή συγκινείται από τα αισθήματά σου; Το έκαμες μίαν
+φοράν ή δύο. Αρκεί. Παύσε πλέον. Δεν βλέπεις ότι το αιώνιον θέμα
+σου εξηντλήθη, και ότι ευρίσκεσαι εις την ανάγκην να προσπαθής βία
+να παρουσιάσης απλήν παραλλαγήν κατ' έτος;
+
+Εν πρώτοις, καλόν θα ήτο να διακρίνωμεν ό,τι είνε πράγματι
+ξενισμός από ό,τι δύναται να είνε, εκ της φύσεως των πραγμάτων,
+κοινόν εις πάντα τα έθνη. Λόγου χάριν, το να εκδίδωνται τα
+περιοδικά κατά Σάββατον ή Κυριακήν είνε ξενισμός; Το να
+δημοσιεύουν αι πολιτικαί εφημερίδες φιλολογικωτέραν ύλην κατά
+Κυριακήν, είνε ξενισμός; Ενί λόγω, το να σχολάζη τις κατά τας
+εορτάς από της τύρβης του κόσμου, ως και από της αναγνώσεως άρθρων
+πολιτικών, και να αισθάνεται την ανάγκην αβροτέρας, τερπνοτέρας,
+αφοσιοτέρας αναγνώσεως είνε ξενισμός; Έστω, αλλά δύνασαι να
+δημοσιεύης εν ημέραις εορτών διηγήματα ή περιγραφάς, χωρίς να
+κάμνης ποσώς λόγον περί των Χριστουγέννων και του Πάσχα.
+
+Ιδού λοιπόν ποίον το αίτιον της δυσφορίας των — και πόσον αφελώς
+το ομολογούσι.... το εξωτερικεύουσι. Να φιλοξενηθής ηγεμονικώς εις
+τα μέγαρα μεγάλου άρχοντος, και να μην προπίης εις τιμήν του
+οικοδεσπότου! Να απολαύσης (ξενίας δεσποτικής και αθανάτου
+τραπέζης) και να μην αποδώσης ευχαριστίαν εις τον εστιάτορα! Αλλ'
+εις τα διηγημάτια, όσα εδημοσίευσε κατά καιρούς ο υποφαινόμενος τα
+Χριστούγεννα ή το Πάσχα, ενεπνεύσθην, αληθώς, από τας αναμνήσεις
+μου και τα αισθηματά μου, τα οποία θέλγουσι και συγκινούσιν εμέ
+αυτόν — ίσως και ολίγους εκλεκτούς αναγνώστας. Ότι δε τοιούτοι
+υπάρχουσιν, αποδεικνύεται εκ τούτου, ότι δύο των εφημερίδων, αι
+κορυφαίαι της πρωτευούσης ως και το μονάκριβον περιοδικόν,
+δεξιούνται τα εορτάσιμα διηγημάτια των ημερών τούτων.
+
+Έπειτα ουδαμού σχεδόν θα εύρητε ότι επεζήτησα βεβιασμένην θέσιν ή
+πλοκήν, όπως γαλβανίσω την περιέργειαν του αναγνώστου. Όπου
+γίνεται λόγος περί ξενιτευμένων, οίτινες επιστρέφουσι μετά μακράν
+απουσίαν ή στέλλουσι γράμματα μετά υλικής παρηγορίας εις τους
+οικείους, ταύτα όλα βασίζονται επί της πραγματικότητος, καθόσον
+όλοι οι ζήσαντες εις παραθαλασσίους και ναυτικούς τόπους της
+Ελλάδος κάλλιστα γνωρίζουσιν ότι, κατά τας παραμονάς ιδίως των
+εορτών, πολλοί ξενιτευμένοι, ενώ συνήθως φαίνονται σκληροί και
+απεσκληρημένοι τον φλοιόν, αίφνης &ενθυμούνται& τους οικείους των,
+ή και επιστρέφουσιν εις τας πατρίδας, ή αν αυτοί κωλύονται υπό
+φιλοτιμίας να κατέλθωσιν ευπροσώπως, όχι σπανίως αποστέλλουσι
+παραμυθίαν εις τας γηραιάς μητέρας και τας αδελφάς των. Εν άλλοις
+λόγοις γίνεται λόγος περί των κοινωνικών και οικογενειακών εθίμων
+των σχετιζομένων με τας εορτάς, και αλλαχού πάλιν η ασθενής πλοκή
+στρέφεται περί νεωτεριστικόν τι φθοροποιόν έθιμον. Τι το απίθανον
+εις όλα ταύτα;
+
+Αλλά τα πλείστα των υπ' εμού γραφέντων εορτασίμων διηγημάτων
+έχουσιν, ας μου επιτραπή ο λατινικός όρος, a priori την υπόθεσιν,
+είνε δηλαδή μάλλον θρησκευτικά. Ποίαν χάριν, σας παρακαλώ, ποίαν
+δύναμιν και πρωτοτυπίαν θα είχε το να λάβη τις τον κόπον να
+περιγράψη λεπτομερώς πώς χωρικός ιερεύς απήλθε να λειτουργήση εις
+εξωκκλήσιον, χάριν μικράς κοινότητος αγροίκων ή βοσκών, ποίοι και
+πόσοι μετέσχον της πανηγύρεως και ποία τινα ήσαν τα ήθη των
+πανηγυριστών; Τούτο θα ήτο όλως ευτελές κατά την γνώμην των
+κριτικών. Το να γράψη τις, ότι γηραιός ανήρ εφόνευσε την συμβίαν
+του, κατ' αυτήν την ημέραν των Χριστουγέννων — χωρίς μήτε ο
+αναγνώστης μήτε ο συγγραφεύς να υποπτεύωσι καν διατί την εφόνευσεν
+—, τούτο είνε υψηλόν και πολυτελές, κατά την εκτίμησιν μερικών.
+Μετά τοιούτον έγκλημα κατ' αυτήν την αγίαν ημέραν, το θέμα
+εξηντλήθη, και όλα τα Χριστουγεννιάτικα και τα πασχαλινά διηγήματα
+δεν πρέπει πλέον να βλέπωσι το φως.
+
+Μη &θρησκευτικά, προς θεού&. Το Ελληνικόν έθνος δεν είνε
+Βυζαντινοί, εννοήσατε; Οι σημερινοί Έλληνες είνε κατ' ευθείαν
+διάδοχοι των αρχαίων. Έπειτα επολιτίσθησαν, προώδευσαν και αυτοί.
+Συμβαδίζουν με τάλλα έθνη. Ποίαν ποίησιν έχει το να γράψης ότι ο
+Χριστός «δέχεται την λατρείαν του πτωχού λαού», και ότι πτωχός
+ιερεύς «προσέφερε τω θεώ θυσίαν αινέσεως;» Και να περιγράφης το
+εσωτερικόν του ναΐσκου, με τας νυσταλέας κανδήλας και τας αμαυράς
+μορφάς των Αγίων ολόγυρα! Δεν τα εννοούμεν αυτά ημείς. Θέλομεν
+διήγημα, το οποίον να είνε όλον ποίησις, όχι πεζή πραγματικότης.
+Συ δε πώς τολμάς να γράφης ομιλών περί Ιουλιανού του Παραβάτου,
+καρφωμένου εις τον τοίχον από την λόγχην του αγίου Μερκουρίου,
+τοιαύτην βλάσφημον φράσιν: «Πελιδνός, ο παράφρων τύραννος....»
+
+Όταν συγγραφεύς άλλος, και άλλης περιωπής, δημοσιεύσας προ ετών
+ιστορικοφανταστικόν δράμα, προέτασσε &χυδαία& αληθώς προλεγόμενα,
+δι' ων ύβριζε βαναύσως την θρησκείαν των πατέρων του — τότε ουδείς
+λόγος ήτο όπως σκανδαλισθή τις διότι το πράγμα ήτο της μόδας. Αλλά
+συ, να τολμάς να εκφράζεσαι με τοιαύτην ασεβή γλώσσαν περί του
+Ιουλιανού εκείνου, του παραβάτου ή αποστάτου καλουμένου — η
+θρασύτης υπερβαίνει παν όριον. Και όμως ο σοφός επικριτής δεν
+ενόησεν ότι η φράσις ήτο εξ αντικειμένου, όπως λέγουσιν αυτοί·
+απέδιδε δηλ. διά λέξεων τα χρώματα του ζωγράφου· και ότι παν
+ζήτημα περί των δοξασιών του γράφοντος (όστις εν τούτοις δεν
+αρνείται ότι συμμερίζεται την γνώμην του Βυζαντινού τοιχογράφου)
+παρέλκει όλως.
+
+Διά να δώσωμεν πέρας εις το προοίμιον αυτό, θα είπωμεν με δύο
+λέξεις ότι: Το σημερινόν έθνος δεν επήγε, δυστυχώς, τόσον εμπρός
+όσον λέγουν αυτοί. Το έθνος το Ελληνικόν, το δούλον τουλάχιστον,
+είνε ακόμη πολύ οπίσω, και το ελεύθερον δεν δύναται να τρέξη
+αρκετά εμπρός, χωρίς το όλον να διασπαραχθή, ως διασπαράσσεται,
+φευ! ήδη. Ο τρέχων πρέπει να περιμένη και τον επόμενον, εάν θέλη
+ασφαλώς να τρέχη· ο ελεύθερος πρέπει να βοηθή τον δεσμώτην ή
+πρέπει να τον ανακουφίζη. Όσον παρέρχεται ο χρόνος, τόσον το
+ελεύθερον έθνος καθίσταται οίμοι! ανικανώτερον όπως δώση χείρα
+βοηθείας εις το δούλον έθνος. Άγγλος ή Γερμανός ή Γάλλος δύναται
+να είνε κοσμοπολίτης ή αναρχικός, ή άθεος ή ό,τι δήποτε. Έκαμε το
+πατριωτικόν χρέος του, έκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα είνε ελεύθερος
+να επαγγέλλεται, χάριν πολυτελείας, την απιστίαν και την
+απαισιοδοξίαν. Αλλά Γραικύλος της σήμερον όστις θέλει να κάμη
+δημοσία τον άθεον ή τον κοσμοπολίτην, ομοιάζει με νάνον
+ανορθούμενον επ' άκρων ονύχων και τανυόμενον να φθάση εις ύψος και
+φανή και αυτός γίγας. Το ελληνικόν έθνος, το δούλον, αλλ' ουδέν
+ήττον και το ελεύθερον, έχει και θα έχη διά παντός ανάγκην της
+θρησκείας του.
+
+Το επ' εμοί, ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω
+πάντοτε, ιδίως δε κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας να υμνώ
+μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ' έρωτος την φύσιν
+και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη. &Εάν
+επιλάθωμαί σου Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου, κολληθείη η
+γλώσσα μου τω λάρυγγί μου, εάν ου μη σου μνησθώ.
+
+***
+
+Αλλ' ο ήρως του παρόντος διηγήματος είνε ο κυρ Κωνσταντός
+Ζμαροχάφτης, τρίτος πάρεδρος του δήμου Λίτης, του χωρίου Αν......,
+όστις υπεσχέθη, ως είχε πάντοτε συνήθειαν ευκόλως να υπόσχεται
+(εις την αρετήν δε ταύτην ίσως ώφειλε και την επιτυχίαν του εις τα
+πολιτικά· διότι ενώ ο α' και ο β' πάρεδρος εις πάσαν εκλογήν,
+εμάχοντο πάντοτε περί της πρώτης τάξεως προς αλλήλους, αυτός,
+μετριόφρων και χωρίς κεράσματα εξελέγετο ασφαλώς τρίτος εκάστοτε,
+μη υπάρχοντος τετάρτου συναγωνιστού), υπεσχέθη, λέγω, να υπάγη να
+συλλειτουργήση τον παπά Διανέλον τον Πρωτέκδικον, έξω, εις το
+παρεκκλήσιον του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Ο ναΐσκος ευρίσκετο
+τρεις ώρας μακράν της πόλεως, και ο παπά Διανέλος ο Πρωτέκδικος
+είχεν απέλθει εκεί από της πρωίας του μεγάλου Σαββάτου, αφού έλαβε
+την υπόσχεσιν του κυρ Κωνσταντού ότι θα έφθανε προς το βράδυ διά
+να ψάλη και συνεορτάσωσιν ομού την Ανάστασιν.
+
+Άλλον βοηθόν ο Παπάς δεν είχεν^ ο νεώτερος υιός του, ετοιμαζόμενος
+εφέτος δι' εξετάσεις εις το Διδασκαλείον, δεν ηδυνήθη να έλθη το
+Πάσχα· ο άλλος έλειπε διαρκώς ναύτης με τα καράβια του. Θυγατέρας,
+το άφθονον τούτο προϊόν του τόπου — και της ιερατικής εγγάμου
+τάξεως μάλιστα — του είχεν αφήσει πλησμονήν η μακαρίτισσα η
+πρεσβυτέρα, πέντε τον αριθμόν, ας είχαν ζωήν, οπού δεν έπαυαν
+αεννάως να μεγαλώνουν, να μην αβασκαθούν· ήσαν τόσον γείτονες την
+ηλικίαν, ώστε δεν επρόφθανε να μεγαλώση η μία, και η άλλη αμέσως
+την έφθανε· όσον εμεγάλωναν τόσον εφαίνοντο, και μάλιστα αι
+μεσαίαι τρεις, ίσαι περίπου εις τα χρόνια, ίσως και εις το
+ανάστημα· και ο παπά Διανέλος, ακούσιος ιερομόναχος, δεν ήτο
+ελεύθερος ούτε εις μοναστήριον να καταφύγη.
+
+Τον τριών ωρών δρόμον από την πολίχνην εις το εξωκκλήσιον είχε
+διανύσει το πρωί, απολείτουργα, ο παπά Διανέλος, ακολουθούμενος
+από τας δύο νεωτέρας θυγατέρας του, κορασίδας δέκα και δώδεκα
+ετών, και από ομάδα επτά ή οκτώ γυναικών φιλεόρτων, προπορευομένου
+του όνου του, φορτωμένου το δισσάκιον με τα &ιερά& του παπά. Ο
+ήλιος ήτον ως δύο καλαμιαίς υψηλά, όταν εξήλθον εις του Γιατρού τ'
+αμπέλι, είτα έφθασαν εις τα Βουρλίδια, είτα ανήλθον ασθμαίνοντες
+εις του Ματαρώνα τον Πεύκον, όστις ίστατο τότε ακόμη εκεί και
+ευηργέτει τους οδοιπόρους με την παρήγορον σκιάν του εις την
+κορυφήν του υψώματος, πριν ασυνείδητος βάρβαρος, τη ανοχή ή τη
+ενοχή εκείνων τους οποίους ο πλέον άτυχος των λαών του κόσμου, εκ
+περιτροπής εκλέγει άρχοντας και προστάτας του, ρίψη ασπλάγχνως το
+περικαλλές δένδρον και απογυμνώση το τοπίον του μοναδικού
+στολισμού του.
+
+Εκείθεν ανήλθον εις το Πετράλωνον και εις του Σταμέλου την
+Βρυσούλαν, και ανέβησαν δι' ανωφερούς οδού εις του Κανάκη την
+Βρύσιν, και διά της Κλινιάς κατήλθον εις του Χαιρημονά το ρέμμα,
+και έφθασαν εις την βόρειον ακτήν της νήσου, εφ' ύψους της οποίας,
+περίοπτος εκ του πελάγους, ακούων τους κτύπους του πλήττοντος τας
+ακτάς κύματος, σιωπηλός και διηγούμενος πέντε αιώνων σπαρακτικήν
+ιστορίαν μαρτυρίου και αίματος, εγείρεται πενιχρός αλλά σεμνός της
+Αποτομής του τιμίου Προδρόμου ο ιερός ναΐσκος.
+
+Εισήλθον εις τον περίβολον του ναού και εξεφόρτωσαν το ονάριον. Αι
+γυναίκες ροδοκόκκινοι, εξαναμέναι εκ της οδοιπορίας, αεννάως
+κελαδούσαι και καγχάζουσαι, ετίναξαν τα ουδόλως κορνιακτισμένα
+κράσπεδά των, και εφόρεσαν επί του κοντού φουστανίου της
+οδοιπορίας τας μακράς και πολυπτύχους εσθήτας. Ο παπάς έρριψε κάτω
+την μίαν άκραν του στακτερού ζωστικού του κ' εφόρεσεν άνωθεν αυτού
+το μαύρον ράσον του. Εισήλθον όλοι εις τον ναόν κ' επροσκύνησαν.
+
+Εκ των γυναικών, αι μεν συνέλεξαν χαμόκλαδα και ήναψαν φωτιάν, διά
+να ψήσωσι καφέν και προσφέρωσιν εις τον ιερέα, αι δε έδρεψαν εκ
+των ευωδών θάμνων δέσμας σχοίνων και πριναρίων και φασκομηλεών,
+και συνέδεσαν προχείρως διά κλωστής σκούπας, και ήρχισαν γοργά και
+στρωτά να σκουπίζωσιν άλλαι το έδαφος του ναού, άλλαι το
+προαύλιον· ο ιερεύς απετέλεσε σκούπαν εκ δάφνης και μύρτου και
+δενδρολιβάνου, και εσάρωσε μόνος του το Θυσιαστήριον, και όλον το
+ιερόν βήμα. Δεν έπαυε δε να γογγύζη και να διαμαρτύρηται εναντίον
+της αβελτηρίας, ως έλεγε, των βοσκών και των αιπόλων, αυτών
+εκείνων οίτινες τον είχον προσκαλέσει να τους κάμη Ανάστασιν εις
+το Βουνόν, και εκ των οποίων κανείς δεν είχε φανή ακόμη. Αυτοί
+προέβαινον ενίοτε μέχρι της βεβηλώσεως τού να εισάγωσιν, ίσως εν
+καιρώ βροχής, τα θρέμματά των εντός των εξωκκλησίων, ως ηδύνατο να
+πεισθή τις εκ της παρουσίας διαφόρων ιχνών της εισβολής, τα οποία
+ουδ' είχον λάβη τον κόπον να εξαλείψωσιν. Ένδοθεν του ιερού
+βήματος, ενώ έκυπτε διά να σκουπίση, ηκούετο από καιρού εις καιρόν
+ψιθυρίζων μετά στεναγμού:
+
+ — Αχ! αλλοίμονο... «Ανθρώπους και κτήνη σώσεις, Κύριε!»
+
+ — Δεν τσάκισε κανείς το ποδαράκι του! έκραξεν απαντώσα έξωθεν εις
+τον στεναγμόν του ιερέως η θειά Σειραϊνώ, η αληθής σημαιοφόρος των
+εξοχικών λειτουργιών και των πανηγυριών.
+
+ — «Ανθρώπους και κτήνη!» εψιθύρισε πάλιν ο ιερεύς.
+
+Είχε παρέλθει ήδη η μεσημβρία, και ο ιερεύς μετά του μικρού
+ποιμνίου εκάθησαν να γευματίσωσιν υπό την ιεράν ελαίαν, εν τω
+περιβόλω του ναΐσκου, εγγύς του παμπαλαίου εκείνου λιθοκτίστου
+κιβουρίου, το οποίον κατ' άλλους ήτο στέρνα ύδατος και κατ' άλλους
+κοιμητήριον ή οστεοθήκη. Η θειά το Μαθηνώ, γηραιά ευλαβής κατά
+τους μεν, ψευτομετάνισσα κατά τους δε, ενάρετος γυνή, αποβλέπουσα
+προς το κτίριον τούτο μετά στεναγμού είπεν:
+
+ — Ημείς τρώμε, κορίτσια· να έχουν τάχα κ' οι φτωχοί, να φάνε!
+
+ — Τρών' οι πεθαμένοι, θειά Μαθηνώ, είπε το Αγλαώ, η δωδεκαέτις
+παιδίσκη του ιερέως.
+
+ — Οι πεθαμμένοι τρώνε κόλλυβα, εγώ το ξέρω, προσέθηκε το
+Καλλιοπώ, η δωδεκαέτις μικρά αδελφή της· και γι' αυτό, ημείς στο
+σπίτι όσα κόλλυβα μας φέρουνε, όλα τα μοιράζουμε ςτους φτωχούς και
+στα παιδιά τα γειτονόπουλα, για να έχη η μάννα μας, η φτωχή, να
+φάη ςτον άλλον κόσμο...
+
+ — Σιωπή, Καλλιοπώ! είπεν ο ιερεύς, θέλων να κρύψη την συγκίνησίν
+του.
+
+Προ δώδεκα και πλέον ετών ο παπά Διανέλος είχε φίλον τινά
+ελληνοδιδάσκαλον, χρηστόν άνδρα, αλλ' όστις είχεν αδυναμίαν εις τα
+ελληνικά ονόματα. Είχε γείνη σύντεκνος του ιερέως, και βαπτίσας
+τας δύο τελευταίας κόρας του είχε δώσει αυταίς αρχαιοπρεπή
+ονόματα, τα οποία όμως, επειδή ευρέθησαν επί ουδετέρου εδάφους,
+εξουδετερώθησαν, ως εικός, και αυτά.
+
+ — Τι! έχει δίκηο το κορίτσι, παπά· ανέκραξεν η θειά το Μαθηνώ,
+ήτις ενθυμήθη τότε τα «πεθαμμένα της», τέσσαρα παιδιά και τον
+άνδρα της, οπού είχε θάψει, μείνασα με δύο θυγατέρας υπάνδρους,
+τας οποίας είχε στήριγμα ακόμη εις τον κόσμο· έχει δίκηο το
+κορίτσι. Ο παπά Θεόφιλος, ο μακαρίτης ηγούμενος της Μεγαλόχαρης
+της Ευαγγελίστρας, το ίδιο μας έλεγε, για έναν που τον είχαν όλοι
+για πεθαμμένον, που η γυναίκα του τού έκαμε τα τρίμερα και τα
+νιάμερα, και ο Άγγελος Κυρίου έπαιρνε το πιάτο με τα κόλλυβα,
+καθώς ήταν σταυρωμένο με της σταφίδες και με τα ρόιδα και το
+επήγαινε εις τον πλακωμένον κ' έτρωγε, δεν ξέρω πόσαις μέραις, κι'
+ανάσαινε από μια τρύπα της γης, θαρρώ, ως που ο άνθρωπος δεν
+απέθανε, κ' εσήκωσε το μάγγανο, και τον ξελευθέρωσεν, δεν είνε
+αλήθεια αυτό παπά;
+
+ — Αλήθεια είνε, βλοημένη, απήντησεν ο παπάς· αλλά τώρα είνε...
+για όσους θέλουν να τα πιστεύσουν.
+
+ — Κι' όσοι δεν τα πιστεύουν;
+
+ — Θα πάνε στην Κόλασι, το ξέρω εγώ, είπε το Καλλιοπώ
+
+ — Μα σαν είν' αλήθεια, παπά, γιατί ο Άγγελος Κυρίου δεν σήκωνε
+μια και καλή το μάγγανο να ξελευθερώση τον άνθρωπο; είπεν η
+Αννούδα, μία των γυναικών.
+
+ — Γιατί ο σκοπός δεν ήτον να δειχθή η παντοδυναμία του θεού, οπού
+είνε αποδειγμένη δι' απείρων θαυμάτων, απήντησεν ο ιερεύς· αλλά να
+φανερωθή μόνον η δύναμις των μνημοσύνων και των διά τους νεκρούς
+προσφορών, και ότι τίποτε το οποίον (προσφέρει) θυσιάζει ο
+άνθρωπος εις τον Θεόν, τίποτε το οποίον δίδει εις τους πτωχούς,
+καμμία καλή πράξις, καμμία αρετή, καμμία υπομονή, κανέν μαρτύριον,
+κανέν δάκρυ, τίποτε δεν χάνεται. Όλα σπείρονται εις γην αγαθήν, ως
+ο κόκκος του σίτου, είπεν ο Κύριος, όπου αν πέση εις την γην και
+αποθάνη (και τοιαύτα είνε τα κόλλυβα, τοιούτοι και οι νεκροί),
+πολύν καρπόν φέρει. «Οι σπείροντες εν δάκρυσιν εν αγαλλιάσει
+θεριούσι». Κείνοι που σπείρουν με δάκρυα, με χαράν και αγαλλίασιν
+θα θερίσουν.
+
+ — Το λέγει αυτό το Εύαγγέλιον;
+
+ — Το λέγει το Ψαλτήρι, αλλά το ίδιο είνε, γιατί και το Ψαλτήρι
+είνε λόγος Θεού, και εμπνευσμένον από το Πνεύμα το Άγιον. Και όταν
+θάπτομεν νεκρόν εν Χριστώ ευσεβώς δύσαντα, είνε ως να σπειρωμένα
+εις την γην κόκκων σίτου... και ο Κύριος θα τον αναστήσει εν τη
+εσχάτη ημέρα, καθώς ο ίδιος ευδόκησε να μας το υποσχεθή.
+
+«Ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη ζήσεται... καγώ αναστήσω αυτόν εν
+τη εσχάτη ημέρα».
+
+ — Αμήν! είπεν η θειά το Μαθηνώ, και τα δάκρυά της, επί τη μνήμη
+του ανδρός και των τεσσάρων παιδιών, ταχέως εξητμίσθησαν ως
+σταγόνες όμβρου μετά θερινόν υετόν, εντός της κοίτης πάλαι
+ξηρανθέντος χειμάρρου.
+
+***
+
+Το δειλινόν εφάνησαν μακρόθεν να κατεβαίνωσι την ράχιν ερχόμεναι
+αι καλυβιώτισσαι γυναίκες, αι ποιμενίδες και βοσκίδες των
+αγροτικών συνοικιών. Ήλθαν φέρουσαι πελωρίους κοφίνους, γεμάτους
+άνθη, λαμπάδας, κηρία και αγγεία με έλαιον, και πρόσφορα και
+μικράς φιαλίδας με &νάμα&, ή οδηγούσαι ονάρια με τα σάγματα
+επεστρωμένα διά κιλιμιών και χραμίων, φορτωμένα τορβάδες και
+δισσάκια με φλάσκας οίνου, με τυρία νωπά, ή ζεματισμένα και
+κόκκινα αυγά. Κατόπιν εφάνησαν σφυρίζοντες αλλοκότως δύο ή τρεις
+βοσκοί με τας αγέλας των, τας οποίας ωδήγησαν παρά τον απότομον
+κρημνόν προς την θάλασσαν. Οι τράγοι επήδων από βράχου εις βράχον,
+από όχθον εις όχθον, από κοίλωμα εις κοίλωμα, ενώ τα ερίφια
+χαριέντως σκιρτώντα έτρεχον κατόπιν των αιγών βελάζοντα,
+αγαλλόμενα προς την νέαν δι' αυτά απόλαυσιν του αγνώστου τούτου
+πράγματος, της ζωής, εκθέτοντα εις τον ήλιον τα στακτερά ή στικτά,
+και λευκά και μαύρα τριχώματά των, ενώ οι βοσκοί, υψηλοί,
+ρωμαλέοι, τραχείς, φριξότριχες, ηλιοκαείς την όψιν, έτρεχον εμπρός
+και οπίσω με τας μακράς, ίσας με το ανάστημά των, καμπύλας την
+λαβήν ράβδους των, σοβούντες μετά πολυήχου συριγμού την δυσάγωγον
+και σκιρτικήν αγέλην.
+
+Τελευταίοι έφθασαν οι ποιμένες άνευ των αμνάδων των, τας οποίας
+είχον αφήσει οπίσω εις τας μάνδρας, κομίσαντες μόνον δυο αρνία
+σφαγμένα. Έφθασαν σιγυρισμένοι, αλλαγμένοι, στολισμένοι όλοι των,
+με καθαρούς χιτώνας, κοντά βρακία και υψηλαίς βλαχόκαλτσαις, με
+πλατέα ζωνάρια κίτρινα, ξυραφισμένοι και με τους λινόχρους ή
+καστανούς μύστακας αγκιστροειδείς.
+
+Ταχέως έκλινεν η ημέρα, και ο ήλιος έδυσεν εις μίαν ράχιν του
+Πηλίου, αντικρύ, αφού επί πέντε λεπτά της ώρας είχε μείνει
+στεφανωμένος με κυάνεα και περιπόρφυρα χρυσαυγή νέφη αντιλαμβάνων
+ο ίδιος όσην απέδιδε δόξαν και λάμψιν και επί δέκα λεπτά ακόμη,
+αφού εβασίλευσεν, αι ακτίνες της στέψεώς του έμειναν χρυσοφαείς,
+πορφυρίζουσαι, κυανίζουσαι βάπτουσαι το βουνόν με ιώδες χρώμα.
+Είτα κατήλθεν η νυξ, ηρέμα επί των πλευρών του όρους, σπείρουσα
+παντού το βαθύ και άρρητον μυστήριόν της, και οι έμψυχοι κρότοι
+και ψίθυροι της φύσεως, εξηγέρθησαν εις τας ράχεις, εις τους
+λόγγους, εις τας φάραγγας, και η οφρύς του βουνού ητμίσθη και
+συνεστάλη υγρά και το βλέφαρον του λόφου κατήλθε, και εκλείσθη εις
+έν βουνόν ρεμματιά και κάμπος. Και ο μπάρμπα-Κωνσταντός ο
+Ζ'μαροχάφτης, τρίτος πάρεδρος του χωρίου, του δήμου Λίτης, δεν
+εφάνη ουδαμόθεν να έρχεται.
+
+Ήτο δε ανήσυχος ο ιερεύς, και φόβος ήτο να μείνωσι χωρίς Ανάστασιν
+και λειτουργίαν. Διότι ευλόγως δεν ηδύνατο άνευ βοηθού να
+ιεροπρακτήση. Λειτουργία χωρίς ένα τουλάχιστον ψάλτην ή αναγνώστην
+δεν γίνεται, οι ποιμένες και οι βοσκοί ήσαν όλοι, ως εικός, ου
+μόνον αγράμματοι, αλλά και αλιβάνιστοι οι κακόμοιροι πολλοί
+τούτων.
+
+ — Τώρα, τι να κάμουμε; — Ορίστε σου υπόσχονται σίγουρα μία
+δουλειά, κ' ύστερα σ' αφήνουν μέσ τη μέση! &Ανθρώπους και κτήνη
+σώσεις Κύριε!&
+
+Ήλπιζεν εν τούτοις ακόμη ότι ο μπάρμπα-Κωνσταντός θα ήρχετο.
+Αργοστόλιστος ήτο πάντοτε, τον ήξευρεν. Αλλά τώρα ήτο σκοτεινή
+ακόμη νυξ και μόνον τα άστρα έλαμπαν άνω, ολίγω ύστερον ανέτελλεν
+η σελήνη, και τότε ελπίς ήτο να έλθη.
+
+Παρήλθον δύο ώραι και η σελήνη ανέτειλε κολωβή από το σκοτεινόν
+βουνόν άνω, ανερχομένη βραδέως εις το στερέωμα, και αι τάξεις των
+άστρων ηραιώθησαν επ' άπειρον και όλα σχεδόν ημαυρώθησαν εις την
+διάβασίν της. Παρήλθεν ακόμη μία ώρα. Ο μπάρμπα-Κωνσταντός δεν
+εφάνη.
+
+Ο ιερεύς ήρχισε ν' αγανακτή.
+
+ — Ο ασυνείδητος! ο μωρός!.... Ήμαρτον κύριε! «Ανθρώπους και
+κτήνη».
+
+Ήθελε να στείλη ένα των ποιμένων εις την πολίχνην, όπως ζητήση και
+εύρη ένα συλλειτουργόν να του φέρη. Αλλ' οι ποιμένες και οι βοσκοί
+όλοι έρεγχον εξηπλωμένοι μεταξύ των σχοίνων και των κομαρεών,
+τυλιγμένοι εις τας κάπας των, ευχαριστημένοι ότι επανήλθεν η
+άνοιξις και εύρισκαν ολιγώτερον παγεράν της γης την υγρασίαν. Και
+αι γυναίκες των πλαγιασμένοι και αυταί, ύπνωττον ολιγώτερον
+ακουστώς όπισθεν του ιερού βήματος, τυλιγμέναι με τα χιράμια και
+τα κιλίμια, τα οποία είχον φέρει επεστρωμένα επί των σαγμάτων των
+όνων. Και αι εκ της πολίχνης ελθούσαι γυναίκες, κύπτουσαι επί των
+καλαθίων των, έξω της θύρας του ναού, υπό τον εστεγασμένον πρόναον
+και εντός της ξύλινης κιγκλίδος, ελαγοκοιμώντο και αυταί. Μόνον ο
+ιερεύς ανησύχει και ήτο άγρυπνος.
+
+ — Τα ξέρω εγώ απ' όξου τα πλειότερα τα γράμματα, παπά, του έλεγεν
+η θειά το Μαθηνώ, διά να του δώση θάρρος· τα κανοναρχώ κειδά στ'
+αυτί του γέρο-Φιλιππή, κι' ο γέρο-Φιλιππής, οπούν θεοφοβούμενος
+άνθρωπος, θα τα λέη κειδά όπως-όπως...
+
+ — Να δα η ώρα να σε κάμουμε και ψάλτη, Μαθηνώ! απήντησε γελάσας ο
+ιερεύς.
+
+ — Ψάλτης δε θα γίνω, μόνε κανονάρχος. Μοναχοί μας θάμαστε...
+Κανένας γραμματισμένος δεν είνε για να μας γελάση.... Η αγιωσύνη
+σ' βρίσκεις τον ήχο του μπάρμπα Φιλιππή, κ' εγώ του λέω τα λόγια
+όσα θυμούμαι. Νάξερα από μέσα απ' το χαρτί να διαβάσω, θαρρώ πώς
+δε θα ήτον αμαρτία να ψάλω και μοναχή μου.
+
+Ως τόσον επλησίαζε μεσονύκτιον, και δεν ήτον ελπίς να έλθη πλέον ο
+μπάρμπα-Κωνσταντός, ο τρίτος πάρεδρος. Ο ιερεύς δεν απεφάσισε να
+εξυπνήση κανένα εκ των βοσκών και τον στείλη εις την πόλιν, ως
+εσκέφθη κατ' αρχάς, διότι ελογάριαζεν ότι τόσαι ολίγαι ώραι έμενον
+έως να ξημερώση, ώστε μέχρι ου υπάγη ο αποσταλησόμενος εις την
+πόλιν, ζητήση και κατορθώση να εύρη ψάλτην, εωσότου πείση και φέρη
+αυτόν και φθάσωσιν ομού εις τον Άγιον Ιωάννην θα ήτο ακριβώς δύο
+ώραις ημέρα.... και η Ανάστασις επρόκειτο να γίνη τα μεσάνυκτα ή
+και βραδύτερον τι.
+
+Ο παπά Διανέλος εσηκώθη στενάζων, εισήλθεν εις τον ναόν, και
+προσεκύνησεν εις τας βαθμίδας του ιερού βήματος. Ευθύς κατόπιν
+έτρεξεν η γρηά Μαθηνώ και η θειά το Σειραϊνώ, η σημαιοφόρος των
+πανηγύρεων. Αι δύο γυναίκες ήρχισαν να αναζωπυρώσι τα φυτύλια, να
+ρίπτωσιν έλαιον εις τας κανδήλας και να κάμνουσιν εγκαρδίους
+σταυρούς. Ησθάνοντο ανέκφραστον χαράν και γλύκαν εις τα σωθικά
+των. Ήτο ανάστασις, Ανάστασις! Το πρόσωπον του Δεσπότου Χριστού
+έλαμπε με άγιον φως, δεξιά της ιεράς πύλης. Η μορφή της Δεσποίνης
+Θεοτόκου ήστραπτεν εξ αφάτου χαράς αριστερόθεν, κρατούσης το θείον
+βρέφος της. Η όψις του τιμίου Προδρόμου, με ένα βόστρυχον της
+κόμης φρίττοντα προς τα άνω, ως να έμεινεν ανωρθωμένος από την
+πρόσψαυσιν του θηριώδους δημίου του αποκόψαντος την σεβάσμιον
+κάραν του μείζονος εξ όσων εγέννησαν κατά φύσιν αι γυναίκες
+ανδρών, εσελαγίζετο εκ μυστικής ευφροσύνης παραπλεύρως εκείνου ου
+την φρικτήν κορυφήν ηξιώθη να χειροθετήση. Και ο αγαπημένος
+μαθητής ήτο ακόμη εκεί, και συνέχαιρεν επί τη Αναστάσει, αν και
+πτυχή τις μερίμνης συνέστελλε το υψηλόν μέτωπόν του, προβλέποντος
+ότι θρασύς ιερόσυλος έμελλε μετ' ου πολύ να τον αρπάση εκ της
+κόγχης του διά να τον μεταφέρη εις Αθήνας και τον καθιδρύση όχι
+εις ναόν και ολοκαύτωμα και θυσιαστήριον, όχι εις τόπον του
+καρπώσαι, αλλ' εις Μουσείον, Ύψιστε Θεέ! εις Μουσείον, ως να είχε
+παύση ν' ασκήται εις τον τόπον αυτόν η χριστιανική λατρεία, και τα
+σκεύη αυτής ν' ανήκον εις θαμμένον παρελθόν, και να ήσαν
+αντικείμενον περιεργείας!.... Ίλεως γενού αυτοίς, Κύριε!
+
+***
+
+Τέλος δεν ήτο ελπίς να έλθη ο κυρ Κωνσταντός και ώφειλον εκ των
+ενόντων να ψάλωσι την ακολουθίαν. Αι εκ της πόλεως γυναίκες, η μία
+μετά την άλλην, αποτινάξασαι την υπνώδη νάρκην, εισήλθον εις τον
+ναΐσκον. Αι εκ των αγρών ποιμενίδες δεν ήργησαν να εξυπνήσωσιν, ο
+δε παπά Διανέλος εξήλθε προς στιγμήν, και λαβών τεμάχιον παλαιάς
+σανίδος και σφυροειδές ξύλον, κατεσκεύασεν αυτοσχέδιον σήμαντρον,
+διότι φευ! δεν υπήρχε προ πολλού κώδων όστις να εξυμνή τους προ
+αιώνων κοιμηθέντας και να συγκινή την κόνιν των από γενεών
+κοιμηθέντων κατοίκων της πάλαι ποτέ υπαρξάσης πόλεως. Διά του
+σημάντρου τούτου ήρχισε να κρούη ο ιερεύς εις τροχαίους πρώτον
+(τον Αδάμ, Αδάμ, Αδάμ,) είτα εις ιάμβους (το τάλαντον, το
+τάλαντον), και να εξυπνή τας μεσονυκτίους ηχούς.
+
+Οι βοσκοί ενωτισθέντες τον μονότονον ήχον ετινάχθησαν διά μιας
+επάνω, επέταξαν τας κάπας των, ενίφθησαν και έτρεξαν εις την
+Εκκλησίαν, κρατούντες τας λαμπάδας των. Ο ιερεύς εβαλεν ευλογητόν,
+έψαλε μόνος του την παννυχίδα, όλον το &Κύματι θαλάσσης&,
+εθυμίασεν, έκαμεν απόλυσιν, είτα φορέσας επιτραχήλιον και
+φελόνιον, ήναψε μεγάλην λαμπάδα, και βαστάζων αυτήν εξήλθεν εις τα
+βημόθυρα και ήρχισε να ψάλλη μεγαλοφώνως το &Δεύτε λάβετε φως&. Οι
+βοσκοί ήναψαν τας λαμπάδας των, ομοίως και αι γυναίκες, κ' εξήλθον
+όλοι εις το προαύλιον, του ιερέως κρατούντος την τε Ανάστασιν και
+το Ευαγγέλιον μετά του θυμιατού, και ψάλλοντος, &Την Ανάστασίν σου
+Σωτήρ&.
+
+Είτα η ιερά εικών και το Ευαγγέλιον, απετέθησαν επί πεζούλας,
+εκπληρούσης χρέη τρισκελίου, εφ' ης αι γυναίκες είχον στρώσει
+μεταξοϋφές μακρόν προσόψιον. Ο ιερεύς ανέγνω αργά το κατά Μάρκον
+&Διαγενομένου του Σαββάτου&, είτα θυμιάσας και εκφωνήσας το &Δόξα
+τη ομοουσίω&, ήρχισε να ψάλλη λαμπρά τη φωνή το &Χριστός Ανέστη&.
+Αφού το έψαλε τρις ο ίδιος, και ανά άπαξ ή δις δύο των βοσκών,
+οίτινες δεν ήσαν μεν πλέον γραμματισμένοι από τους λοιπούς, αλλ'
+είχον ολιγώτερον τραχείαν την προφοράν κ' «εγύριζε κάπως η γλώσσα
+των», έλαβε θάρρος και η θειά Μαθηνώ και το έψαλεν άπαξ, ομοίως
+και η θειά το Σειραϊνώ, ενώ το Καλλιοπώ και το Αγλαώ και η Αννούδα
+και άλλαι γυναίκες έπνιγον τους καγχασμούς των εις τας παλάμας, με
+τας οποίας ως δι' εκουσίου φιμώτρου είχον περιλάβη τα στόματά των.
+
+Τελευταίον εις επισφράγισιν το έψαλε πάλιν ο ιερεύς, και είτα είπε
+τα &Ειρηνικά&. Μεθ' ο, αναλαβών την Ανάστασιν και το Ευαγγέλιον,
+εισήλθεν εις τον ναόν, ακολουθούμενος υπό του λαού. Έψαλε το
+&Αναστάσεως ημέρα& και τα δύο τροπάρια της πρώτης ωδής, ακολούθως
+εισήλθεν εις το ιερόν, και εξελθών πάλιν, έλαβε καιρόν, και πάλιν
+εισήλθε, και ήρχισε να φορή όλην την ιεράν στολήν του. Η ψαλμωδία
+είχε διακοπή εξ ανάγκης. Η θειά Μαθηνώ επλησίασεν εις τον γέρο-
+Φιλιππή πρωτοκάθεδρον της τάξεως των ποιμένων, κ' εδοκίμασε να
+κανοναρχίση προς αυτόν.
+
+ — Ψάλε, γέρο-Φιλιππή, «&Καθαρθώμεν τας αισθήσεις&». Αλλά του
+γέρο-Φιλιππή δεν εγύριζεν η γλώσσα του να είπη «Καθαρθώμεν τας
+αισθήσεις».
+
+Τότε η θειά το Μαθηνώ ήρχισε σιγά-σιγά να ψάλη: «&Καθαρθώμεν τας
+αισθήσεις και οψόμεθα τω απροσίτω φωτί της Αναστάσεως&, κτλ.
+
+Είνε αληθές ότι η ακριβής προφορά εις το στόμα της ήτο Καθαρθώμεν
+τας ησθήσεις κη ουψόμεθα...
+
+ — Αυτό το είπαμε, βλοημένη, έκραξεν ο ιερεύς από του ιερού
+βήματος. &Δεύτε πόμα πίωμεν καινόν&, είνε τώρα.
+
+ — Α! Ναι, έκαμεν η θειά το Μαθηνώ και ήρχισε.
+
+Δεύτε πόμα πίουμειν κηνόν.......
+
+Αλλ' ο ιερεύς όστις εξηκολούθει να ενδύηται, ενόησεν ότι ή την
+προσκομιδήν έπρεπε ν' αναβάλη, ή την ακολουθίαν να διακόψη. Και
+ταύτα μεν επεδέχοντο οικονομίαν, αλλά δεν έβλεπε πώς θα τα
+εκατάφερνον εις την λειτουργίαν.
+
+Εφόρει έν έκαστον των αμφίων κ' εψιθύριζε τα διατεταγμένα λόγια:
+
+«Αγαλλιάσεται η ψυχή μου επί τω Κυρίω, ενέδυσε γαρ με ιμάτιον
+σωτηρίου και χιτώνα ευφροσύνης περιέβαλέ με. Ως νυμφίον περιέβαλε
+με μίτραν και ως νύμφην κατεκόσμησέ με κόσμω.»
+
+Είτα ήρχιζε να ψάλλη τα τροπάρια του Κανόνος:
+
+&Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα
+καταχθόνια......&
+
+Είτα πάλιν, φορών το επιτραχήλιον υπεψιθύριζεν: «Ευλογητός ο Θεός
+ο εκχέων την χάριν αυτού επί τους ιερείς αυτού, ως μύρον επί
+κεφαλής το καταβαίνον επί πώγωνα...»
+
+Και πάλιν έψαλε:
+
+&Χθες συνεθαπτόμην σοι Χριστέ, συνεγείρομαι σήμερον αναστάντι
+σοι......&
+
+Είτα φορών το περιζώννυον, έλεγεν:
+
+»Ευλογητός ο Θεός ο περιζωννύων με δύναμιν, και έθετο άμωμον την
+οδόν μου.» Ή περνών το έν επιμάνικον, απήγγελεν: Η δεξιά σου χειρ
+Κύριε, δεδόξασται εν ισχύι... »
+
+Και διακόπτων τούτο, έψαλλε την καταβασίαν: &Δεύτε πόμα πίωμεν
+καινόν, ουκ εκ πέτρας αγόνου......&
+
+Αφού όμως ενεδύθη την ιερατικήν στολήν όλην, εξήλθεν έξω και
+εχοροστάτησε, κ' έψαλλεν ο ίδιος όλον τον κανόνα, έμελλε δε να
+μεταβή εις τους &Αίνους& και ν' αρχίση τον ασπασμόν, όταν είς των
+βοσκών, όστις είχεν εξέλθη διά να ιδή πώς είχον αι αίγες του,
+επανήλθεν εις τον ναΐσκον και ανήγγειλεν ότι κάποιος φωνάζει
+βοήθειαν μέσα απ' του Χαιρημονά το ρέμμα, και ότι είνε βαθειά κάτω
+και δεν τον είδε, μόνον την φωνήν του ήκουσεν.
+
+Ο ιερεύς εστράφη.
+
+ — Τι τρέχει;
+
+ — Δε ξέρου τι να είνε, είπεν ο βοσκός... βαθειά κάτ' χουιάζει...
+«πού είσαστε, πού είσαστε;» Να πάρου μια λαμπάδα να πάου να ιδώ;
+
+ — Να πας.
+
+Δύο ή τρεις άλλοι νεαροί βοσκοί και ποιμένες έλαβον αμέσως τας
+λαμπάδας των κι' έτρεξαν έξω.
+
+***
+
+Αφού έφερε γύρω όλην την ημέραν του Μεγάλου Σαββάτου, ο κυρ
+Κωνσταντός ο Σμαροχάφτης, τρίτος πάρεδρος, κτλ., επί τέλους, ως
+δύο ώρας προ της δύσεως του ηλίου, απεφάσισε να εξέλθη εις τα
+Λιβάδια έξω της πόλεως, όπου είχε δεμένον το ονάριον του, διά να
+το λύση, όπως φορτώση επ' αυτού την μικράν αποσκευήν του, και
+εκκινήση διά τον Αγ. Ιωάννην τον Πρόδρομον, καθ' ην είχε δώσει
+υπόσχεσιν εις τον παπά Διανέλον. Αλλά τότε μόνον ενόησεν ότι είχε
+λησμονήσει από το πρωί να το &αλλάξη& ήτοι να το μετατοπίση εις
+άλλην βοσκήν, και το πτωχόν το ονάριον δεν εφαίνετο πολύ χορτάτον,
+όταν ο κύριός του το έλυσεν. Εκ του τρόπου μεθ' ου ανώρθωσεν
+ελαφρώς τα χαμηλωμένα αυτιά του, το ζώον εφαίνετο να ελπίζη ότι ο
+αφέντης του θα το μετέθετε τέλος εις άλλην βοσκήν, αλλ' ο μπάρμπα-
+Κωνσταντός το ωδήγησεν εις την οικίαν του, όπου εφόρτωσεν επάνω
+του ένα πενιχρόν τορβάν, περικλείοντα τρόφιμα, επέστρωσεν επί του
+σάγματος παλαιόν ξεθωριασμένον κιλίμιον, και αναβάς ο ίδιος
+εκάθησε μονόπλευρα επ' αυτού.
+
+Έκαμε τον σταυρόν του κ' εξεκίνησεν. Αλλά δεν ήργησε να καταλάβη
+ότι το ζωντόβολον, ένεκα του γήρατος και της μετρίας τροφής την
+οποίαν είχε λάβει, δεν θ' αντείχε καλώς εις την μακράν οδοιπορίαν,
+και ότι θα ήτο ικανόν να &μαραζώση& τον αναβάτην. Άμα έφθασεν εις
+τον επάνω Άι-Γιαννάκην, ου μακράν της πόλεως, κατέβη και απεφάσισε
+να οδηγή το ονάριον πεζός βαίνων. Αλλά και πάλιν το ζώον δεν
+εβάδιζε καλώς, με όλους τους κτύπους όσους του κατέφερε με μίαν
+λεπτήν βέργαν εις τα οπίσω του. Απεφάσισε λοιπόν ν' απαλλαγή της
+συντροφίας, ήτις θα ήτο μάλλον βάρος ή βοήθεια δι' αυτόν, και να
+δέση κάπου το ζώον διά να το αφήση να βοσκήση. Εζήτησε μέρος
+κατάλληλον διά να το δέση, αλλά δεν εύρεν εις τον επάνω Άι-
+Γιαννάκην πλουσίαν βοσκήν. Κατέβη οπίσω εις τον Κάτω Άι-Γιαννάκην,
+αλλ' αφού κ' εκεί δεν εύρεν ικανόν χόρτον διηυθύνθη απώτερον κάπου
+εις την θέσιν Έρμο Χωριό, κ' εκεί έδεσε τέλος το ζώον εις την
+ρίζαν αγρίου δένδρου, εντός ασπάρτου αγρού και πλησίον εις ένα
+φράκτην. Αυτός δε εφορτώθη εις τον ώμον τον τορβάν και το
+κιλίμιον, έβαλεν όπισθέν του εις την μέσην μικρόν κλαδευτήρι, και
+κρατών την λεπτήν ράβδον του, εξεκίνησε πεζός. Είχε χασομερήσει
+σωστήν μίαν ώραν εις όλας αυτάς τας φροντίδας.
+
+«Τώρα, είπε μέσα του, είνε καιρός να το βάλω στα πόδια, διά να μη
+νυχτώσω (και πάλιν θα νυχτώσω), εκτός εάν απομείνω· αλλά ν'
+απομείνω δεν πρέπει, γιατί έδωκα υπόσχεσιν του παπά.» Ούτως είπε
+και ούτως έκαμε. Και ήρχισε να κόφτη δρόμον με όλα τα εξήκοντα έτη
+του, με όλον το δημογεροντικόν και προεστάδικον της διαίτης και
+του ήθους του, το βραχύ ανάστημα, το ωχρόν λεπτόδερμον και
+καταπονημένον πρόσωπον, και μεθ' όλον το κανονικόν, καίτοι παλαιόν
+και εφθαρμένον της βράκας και του φεσίου. Ήτο παλαιός
+γεωργοκτηματίας από οικογένειαν, με όλα τα κτήματά του ενυπόθηκα,
+εκ των απλοϊκών εκείνων τους οποίους εύρε λείαν εύκολον και καλόν
+έρμαιον η άπληστος και ιδιοτελής πανουργία των παντοπωλών,
+μικρεμπόρων και τοκιστών της χθες, των νεοπλούτων της σήμερον,
+κατά πόλεις και κώμας.
+
+Ο μπάρμπα-Κωνσταντός ανέβη ταις Βίγλαις και έφθασεν εις του
+Κ'φαντώνη το Καλύβι, είτα κατέβη εις το ρέμμα, το συνορεύον προς
+το Λεχούνι, όπου ευρίσκεται ο νερόμυλος του Δήμου του Βλάχου κ'
+εκείθεν ήρχισε ν' αναβαίνη τον μικρόν ανήφορον του Αγίου
+Χαραλάμπους.
+
+Ο ήλιος είχε δύσει, όταν έφθασεν εις την κορυφήν του βουνού, και
+αντικρύ του βραχώδους και αποτόμου όρους, όπου κείται το μικρόν
+διαλυμένον μονύδριον. Ο παπά-Αζαρίας Σύγκελλος, ηγούμενος του
+ερήμου αδελφότητος μοναστηρίου, ουδέν άλλο έχων πνευματικόν
+ποίμνιον ειμή μίαν υπέργηρων καλογραίαν ενενηκοντούτιν και ένα
+άχρηστον υποτακτικόν ηλικιωμένον, ναυαγόν του κόσμου και απόχηρον,
+είχεν εξέλθη εις τα πρόθυρα της μονής, και έβλεπε τας τελευταίας
+ακτίνας του ηλίου επιχρυσούσας διά τινας στιγμάς ακόμη τας κορυφάς
+των ανατολικών απέναντι ορέων, όταν είδε τον μπάρμπα-Κωνσταντόν να
+προκύψη όπισθέν της τελευταίας αιμασιάς, της χαραττούσης
+εκατέρωθεν του δρόμου.
+
+ — Πού 'ς αυτό τον κόσμο, κυρ-Κωνσταντέ;... Σαν τα χιόνια!...
+
+ — Ευλογείτε, πάτερ!... Και ο μπάρμπα-Κωνσταντός, αφού έκαμε τον
+σταυρόν του τρις, αποβλέπων προς το ιερόν του αγ. Χαραλάμπους,
+ήρχισεν ασθμαίνων να διηγήται πώς ο παπά-Διανέλος ο Πρωτέκδικος
+εκλήθη από τους βοσκούς και ποιμένας να κάμη ανάστασιν και να
+λειτουργήση επάνω εις τον Άγ. Ιωάννην τον Πρόδρομον, πώς εκάλεσε
+και αυτόν, τον κυρ-Κωνσταντόν, να υπάγη να τον βοηθήση, πώς ο
+παπάς ευρίσκεται από τη πρωίας, οπίσω, εις τον Άγ. Ιωάννην, χωρίς
+να έχη άλλον βοηθόν ή συλλειτουργόν, πώς αυτός, ο κυρ-Κωνσταντός,
+ηργοπόρησε να εκκινήση, ένεκα του οναρίου του, το οποίον δεν
+αντείχεν εις την οδοιπορίαν, και ήθελε κάθε τόσον άλλαγμα βοσκής
+(και ο Θεός δεν είχε ρίξει το έτος εκείνο άφθονους βροχάς, ώστε να
+υπάρχη δαψίλεια βοσκής εις τα λιβάδια), και τέλος, πώς ο κυρ-
+Κωνσταντός ευρέθη εις την ανάγκην ν' αποφασίση να υπάγη πεζός
+επάνω εις τον Αγ. Ιωάννην διά να μη γελάση τον παπάν, επειδή είχε
+δοσμένον τον λόγον του, να υπάγη να τον βοηθήση.
+
+ — Μα τώρα νύχτωσες... θα νυχτώσης... είπεν ο Άι-Χαραλαμπίτης ο
+ιερεύς· πώς θα πας ως εκεί;.. είνε μιάμιση ώρα δρόμος ακόμα... και
+το φεγγάρι θ' αργήση τρεις ώραις να βγη.... άσ 'βος.
+
+ — Πώς να κάμω; είπεν ο μπάρμπα-Κωνσταντός, όστις ήρχισεν ευθύς να
+οκνή και να διστάζη.
+
+ — Σκοτίδ' άσ'βος (2), επανέλαβεν ο παπά-Αζαρίας, το φεγγάρι θ'
+αργήση τρεις ώραις... πώς θα πας ως εκεί, μοναχός σου;...
+Κακοστρατιά, κλεφτότοπος... θα πέσης 'σε κανένα γκρεμνό να
+κατασκοτωθής.
+
+ — Τι με συμβουλεύεις, γέροντα, να κάμω;... είπε ψοφοδεής ο
+μπάρμπα-Κωνσταντός ο πάρεδρος.
+
+***
+
+Ο παπά-Αζαρίας εσκέφθη προς στιγμήν, αλλ' η όψις του δεν εξέφραζε
+πνευματικόν τι. Ίσως έλεγε μέσα του: «Τι ήθελα, τι γύρευα εγώ να
+του πω τέτοια πράμματα να τον δειλιάσω;... Αυτός είνε έτοιμος...
+αφορμή εγύρευε να μείνη μες τη μέση... και να κάμη Ανάστασι στον
+άγιο Χαράλαμπο».
+
+Είτα είπε μεγαλοφώνως:
+
+ — Τι να σου πω κ' εγώ; Εσείς πάτε και δίνετε υπόσχεσι, κ' ύστερα
+δεν ξέρετε να σηκωθήτε με την ώρα σας τουλάχιστον, να πάτε κει που
+έχετε δώσει λόγο... κι' άλλος ας καρτερή... ένα πράμμα που σου
+είνε κοπιαστικό και δύσκολο, απ' αρχής πρέπει να το συλλογίζεσαι,
+να το μετράς καλά, να μη δίνης το λόγο σου... Τι δουλειά είχες,
+εσύ, νοικοκύρης άνθρωπος, να τρέχης στα κατσάβραχα, απάνω στον Άι-
+Γιάννη, για να κάμης Πάσχα;... Δεν ήξερες ναρθής στον Άι-
+Χαράλαμπο;... Τι σε κάμω εγώ;... Εδώ θελά χρησιμέψης... θελά
+ψάλουμε μαζύ την Ανάστασι, θελά λειτουργηθής μια χαρά, και η
+μυζήθρα και το χλωρό τυρί δεν ήθελε μας λείψη... Έχω κ' εκείνο τον
+αχαΐρευτο τον υποτακτικό μου το Γαβριήλ, όπου δε φελά τίποτε...
+έχω και τη γρηά την Ευπραξία, ένα σωρό κόκκαλα, νάχουμε την ευκή
+της... τρεις κούκκοι! Μα οι βοσκοί, ας είνε καλά, ταις καλαίς
+μέραις έρχονται, μας κάνουν γενιά... μόνον εφέτος που μας πήρε
+τους πλειότερους ο παπά-Διανέλος, πίσω στον Άι-Γιάννη, αλλά μένουν
+κάτι λιγοστοί...»
+
+Ενταύθα ήλθεν εις τον παπά-Αζαρίαν ο πειρασμός να κρατήση τον κυρ-
+Κωνσταντόν εις τον Άγιον Χαράλαμπον, αφίνων τον παπά-Διανέλον άνευ
+βοηθού, διά να τον εκδικηθή διότι του αφήρεσε τους πλείονας των
+βοσκών του. Αλλά δεν το εχώρησεν η συνείδησίς του, και εντονώτερον
+εξηκολούθησε:
+
+ — Τώρα, όπως και να το κάμης, άσχημα είνε... μα το καλλίτερο είνε
+να τραβήξης το δρόμο σου να πας... Έδωκες το λόγο σου... είνε
+μεγάλη αμαρτία ν' αφήσης τον παπά χωρίς βοηθό, τέτοια μεγάλη μέρα.
+
+Ο μπάρμπα Κωνσταντός δεν απέσπα το βλέμμα από τας κυανάς και
+κοκκίνας υάλους της θυρίδος του ιερού βήματος, ήτις εφαίνετο
+προσελκύουσα αυτόν ως μαγνήτης, και νοερώς συνέκρινε την σχετικήν
+ανάπαυσιν ην θα είχεν εις τον Άγιον Χαράλαμπον, όπου θα εύρισκε
+ζεστόν κελλίον με άφθονον πυρ και καφέν προ της Αναστάσεως, με
+γάλα και αυγά μετά την λειτουργίαν, και διπλούν θαλπερόν και
+αναπαυτικόν ύπνον προ και μετά την ακολουθίαν, με την ερημίαν, με
+τους βράχους, τους σχοίνους και τας κομαριάς του Αγ. Ιωάννου του
+Προδρόμου, όπου θα υπήρχε μόνον ύπαιθρον ή ανεπαρκές υπόστεγον και
+παραπολλή δρόσος πρωιμωτέρα ή ώστε να είνε επιθυμητή.
+
+ — Μη στέκεσαι καθόλου, επανέλαβεν ο Αϊχαραλαμπίτης· τράβα, γιατί
+θα νυχτώσης, και θ' αργήση το φεγγάρι να βγη.
+
+ — Τώρα νύχτωσε που νύχτωσε, είπεν αποφασιστικώς ο μπάρμπα-
+Κωνσταντός· καλλίτερα είνε να καθίσω προς ώρα να ξεκουραστώ, ως
+που να βγη το φεγγάρι...
+
+ — Και ύστερα;
+
+ — Ύστερα πηγαίνω με το φεγγάρι.
+
+ — Μα θα πας;
+
+ — Θα πάω.
+
+ — Ξέρεις καλά το δρόμο;
+
+ — Τι θα πη;... Μπορεί να έχω χρόνια να πάω, μα τον δρόμο τον
+θυμούμαι... Κ' έπειτα, αν έρθη κανένας απ' τους ξωμερίταις φίλος
+μου...
+
+ — Ε!...
+
+ — Θα τον παρακαλέσω να με πάη ολίγο παραπάνω, είπεν ο μπάρμπα-
+Κωνσταντός.
+
+ — Ώστε δεν ξέρεις καλά το δρόμο;
+
+ — Όχι αλλά...
+
+ — Φοβάσαι τα στοιχιά; εκάγχασεν ο ιερεύς.
+
+ — Θεός να φυλάη... δεν φοβούμαι τίποτε με την δύναμιν του Θεού...
+μα η συντροφιά είνε πάντα καλλίτερη.
+
+ — Ας είνε, δεν μπορώ να σε διώξω... έμβα μες το κελλί να
+ξεκουραστής, και σα βγη το φεγγάρι, να πας....
+
+ — Ευλόγησον.
+
+Ο μπάρμπα-Κωνσταντός εισήλθεν εις το κελλίον, κ' εξηπλώθη επί του
+χαμηλού επεστρωμένου σοφά, με τους πόδας προς την εστίαν, όπου
+έκαιεν ασθενές πυρ ετοιμόσβεστον. Ο μπάρμπα-Κωνσταντός εσκεπάσθη
+με το κιλίμι το οποίον εκόμιζε, και μετ' ολίγα λεπτά απεκοιμήθη.
+Ήτο δε ήδη νυξ.
+
+***
+
+Το κελλίον όπου είχεν εισέλθη ο μπάρμπα-Κωνσταντός ήτο το έν εκ
+των δύο όσα εκράτει ο ηγούμενος, το οποίον εχρησίμευεν άμα ως
+προθάλαμος, ως μαγειρείον και ως πρόχειρον «αρχονταρίκι». Μόλις
+είχεν αποκοιμηθή ο γηραιός πάρεδρος, και εισήλθεν ο υποτακτικός
+Γαβριήλ, με άσπρον κιουλάρι, με ζωστικόν πάνινον ξεθωριασμένον και
+χωρίς ράσον, κρατών λυχνίαν με την αριστεράν, καυσόξυλα και
+χαμόκλαδα με την δεξιάν.
+
+ — Άλλος μουσαφίρης πάλε! εγόγγυσεν άμα είδε τον κυρ Κωνσταντόν
+κοιμώμενον^ κουτσοί-στραβοί στον Άι-Παντελεήμονα! Ευλόγησον,
+πατέρες!
+
+Εκρέμασε το λυχνάριον επί του πτερυγίου της εστίας, εγονάτισε και
+ήρχισε να ξανάπτη την φωτιάν, και εξηκολούθησεν:
+
+ — Από πού με το καλό, αυτός πάλε! Ας είν' καλά οι χριστιανοί! Τα
+ποτήρια ξεπλύνετε, και οι παίδες ας κερνούν. Ζήτω η
+κρασοκατάνυξις! ευλόγησον πατέρες!
+
+Έκυψεν εις την εστίαν και ήρχισε να φυσά διά φυσητήρος καλάμου.
+Είτα επανέλαβεν:
+
+ — «Έδωκας ηγούμενε, των καλογήρων διακόνημα...»
+
+Έψαλε τούτο εις ήχον τέταρτον, μεθ' ο εις πεζόν λόγον προσέθηκε:
+
+ — Πού τους βρίσκει, ο γέροντάς μου, και τους μαζώνει!
+
+Τρέχα, Γαβριήλ. Καφέδες, Γαβριήλ. Και να έφερναν τίποτε πρόσφορα,
+το ελάχιστο! Μ' αυτοί έρχονται άδεια τα χέρια. «Του κελλάρη έδωκας
+κλειδιά εις τα χέρια του (τούτο το είπε ψαλτά· είτα χύμα)». Βάστα,
+γέρο-Γαβριήλ. Σαν είσ' αββάς, βάστα!
+
+Την στιγμήν εκείνην, ο μπάρμπα-Κωνσταντός έκαμε κίνησίν τινα,
+εμισοξύπνησε, κ' εγύρισεν από το άλλο πλευρόν.
+
+ — Χαλάλι να του γείνη! εγόγγυσεν ο πάτερ-Γαβριήλ. Νυσταγμένος μας
+ήλθε, ο άνθρωπος. Θέλω να ξέρω, αυτοί, κάτω στο χωριό, δεν
+κοιμούνται τάχα, δεν έχουν σπίτια, δεν έχουν κάμαραις; Κινούν δύο
+ώραις δρόμο κ' έρχονται στον Άι-Χαράλαμπο για να κοιμηθούν; Ταμάμ!
+Ευλόγησον, πατέρες....
+
+Και είτα έψαλε:
+
+ — «Δίδει τον οίνον λιγοστόν...»
+
+Αλλ' ο μπάρμπα-Κωνσταντός, καίτοι στραφείς επί του άλλου πλευρού,
+δεν επανεύρε τον ύπνον, αλλ' ανασηκωθείς επί του αγκώνος, εγύρισε
+βλέμμα προς τον μοναχόν και τον ηρώτησε:
+
+ — Τι ώρα είνε, πάτερ;
+
+ — Τι ώρα;... ώρα που νύχτωσε... ώρα που φέγγουν τ' αστέρια....
+
+ — Το φεγγάρι δε βγήκε ακόμα;
+
+ — Τι να σε κάμη το φεγγάρι, χριστιανέ μου;... Το φεγγάρι δεν
+κόβει μονέδα...
+
+ — Περιμένω να βγη το φεγγάρι για να φύγω, και γι 'αυτό σ' ερωτώ,
+είπεν ησύχως ο μπάρμπα-Κωνσταντός.
+
+ — Να φύγης;... για πού, αν θέλη ο Θεός;
+
+ — Δεν ήρθαν τίποτε ξωμερίταις απ' τα καλύβια;
+
+ — Μου κάνουν τη χάρι να μη 'ρθούν, είπεν ο Γαβριήλ. Σου φέρνουν
+ένα πρόσφορο και σου φαρμακώνουν μια κόττα ολάκερη· σου φέρνουν
+ολίγο νάμα, και σου αδειάζουν μια δαμιτζάνα σωστή...
+
+***
+
+Την στιγμήν εκείνην ηκούσθη η φωνή του ηγουμένου από της θύρας του
+κελλίου.
+
+ — Α! ξυπνητός είσαι, κύριε πάρεδρε, έλεγεν ο παπά-Αζαρίας· κ' εγώ
+ενόμισα, ότι ο Γαβριήλ ωμιλούσε πάλι μοναχός του, καθώς το
+συνηθίζει. Καλά που έπιασε κουβέντα με άνθρωπον.
+
+ — Χμ... Γχ... έπνιξε τους γογγυσμούς του μέσα του ο Γαβριήλ. Είτα
+ψιθύρω τη φωνή προσέθηκεν: Ευλόγησον, πατέρες!
+
+ — Δεν εκοιμήθηκα καθόλου, γέροντα, απήντησεν ο μπάρμπα-
+Κωνσταντός, όστις πράγματι δεν ενθυμείτο ποσώς αν είχε κοιμηθή ή
+όχι...
+
+ — Και δεν άκουσες τον Γαβριήλ να μιλή μοναχός του;
+
+ — Δεν τον άκουσα... Ίσως να έκλεψα έναν ύπνον ίσα με ένα
+&Πιστεύω&.
+
+ — Περιμένω τους βοσκούς, όπου είνε έφθασαν, είπεν ο
+Αϊχαραλαμπίτης ιερεύς· άμα έλθουν, εγώ ο ίδιος θα υποχρεώσω έναν
+απ' αυτούς να σε συντροφέψη γι' απάνου...
+
+ — Ευλόγησον, είπεν ο μπάρμπα-Κωνσταντός, όστις δεν το επεθύμει
+διακαώς μέσα του.
+
+ — Ως που να έλθουν, επανέλαβεν ο παπά-Αζαρίας, επειδή συνειθίζω
+και διαβάζω τας &Πράξεις& αποβραδής, κατά το παλαιόν Τυπικόν, να
+πάρουμε έναν καφέ, και να με συντροφέψης, αν αγαπάς, εις την
+εκκλησίαν, διά να με βοηθήσης να διαβάσουμε μαζύ τας Πράξεις (3).
+
+ — Ευχαρίστως, είπεν ο μπάρμπα-Κωνσταντός.
+
+ — Ταις διαβάζω εγώ ταις Πράξεις, εγόγγυσεν ο Γαβριήλ, όστις
+εζήλευεν άμα έβλεπεν έκτακτον βοηθόν ή ψάλτην εν τω ναΐσκω.
+
+ — Εσύ, Γαβριήλ, θα κάμης περισσότερα λάθη από όσαις λέξεις είνε
+τυπωμέναις μες το βιβλίο. Μόνον να μας κάμης δυο καλούς καφέδες,
+ιδιορρυθμίτικους (4), και να μας τους φέρης από 'κεί. Ορίστε, κυρ
+Κωνσταντέ, να περάσουμε στο κελλί το άλλο.
+
+Ο μπάρμπα-Κωνσταντός ηγέρθη, έλαβε την ράβδον του, τον τορβάν και
+το κιλίμι και μετέβη εις το κελλίον του πατρός Αζαρία.
+
+***
+
+Οι τρεις νεαροί βοσκοί, κρατούντες τας λαμπάδας των χαμηλά με την
+αριστεράν, περισκέποντες το φως με την δεξιάν από της προσπνεούσης
+νυκτερινής αύρας, ενώ η σελήνη, υψηλά αναπλέουσα τον ουρανόν, είχε
+κρυφθή εις σύννεφα, έτρεξαν πρώτοι εμπρός, ο δε πρώτος αναγγείλας
+την είδησιν αιπόλος ήρχετο οπίσω. Κατέβησαν κάτω εις το ρεύμα,
+χωρίς ν' ακούωσι φωνάς, και ήρχισαν να υποπτεύωσιν ότι ο πρώτος
+βοσκός ίσως είχεν &αυτιασθή&, και είχεν ακούσει φωνάς μη
+υπαρχούσας πράγματι. Αλλ' ο αιπόλος διεμαρτύρετο λέγων ότι δεν
+ηπατήθη, και ότι είχεν ακούσει ευκρινώς φωνήν λέγουσαν: «Πού
+είσαστε; Πού είσαστε;»
+
+Διά να βεβαιωθή έτι μάλλον αυτός πείθων και τους άλλους, ο βοσκός
+ήρχισε να φωνάζη: Ε! δω είμαστε! Ποιος είνε;»
+
+Ασθενής φωνή απήντησεν. Αλλά δεν διέκριναν τας λέξεις.
+
+Αφού προέβησαν ολίγα βήματα παρεμπρός, οι βοσκοί πάλιν εφώναξαν:
+«Ε! ποιος είσαι; Πού βρίσκεσαι;»
+
+Η φωνή ευκρινέστερον απήντησε:
+
+ — «Δω είμαι!... ελάτε παραδώ...» Και η φωνή επνίγη εις στεναγμόν.
+
+ — Κάποιος θάπεσε κ' εγκρεμοτσακίσθη πουθενά μες το ρέμμα, εσκέφθη
+μεγαλωφώνως ο είς των βοσκών.
+
+Τω όντι, όταν ήκουσαν τον μυρμυρισμόν του ύδατος του μικρού
+χειμάρρου ρέοντος διά μέσου βράχων και αμμωδών χώρων εναλλάξ εις
+το βάθος της κοιλάδος, κ' επλησίασαν εις την ρίζαν ενός βράχου,
+είδον το σώμα ανθρώπου κειμένου εκεί, δίπλα εις το ψιθυρίζον και
+κατερχόμενον εις την θάλασσαν ελικοειδές ρεύμα.
+
+Ήτο αυτός ο κυρ Κωνσταντός, ο τρίτος πάρεδρος.
+
+Τον ανεκίνησαν. Δεν ήτο βαρέως πληγωμένος, αλλ' είχε βαρέσει εις
+την αριστεράν πλευράν, πεσών από ύψος ανδρικού αναστήματος, από
+τον βράχον.
+
+Περί ώραν δεκάτην ευρωπαϊστί, αφού ανέτειλεν η σελήνη, είχεν
+αναχωρήσει από τον Άγ. Χαράλαμπον, όχι τόσον διότι το επεθύμει,
+όσον διότι ο παπά-Αζαρίας, ο υποχρεωτικός και πρόθυμος φίλος όταν
+επρόκειτο ν' αποπέμψη οχληρόν, είχε παρακαλέσει ένα των ελθόντων
+χωρικών, και είχεν επιμείνη ίνα συνοδεύση ούτος τον μπάρμπα
+Κωνσταντόν απερχόμενον εις Αγ. Ιωάννην, όπου είχε δώσει υπόσχεσιν
+να υπάγη.
+
+Ο χωρικός, με προθυμίαν όχι εμφαντικωτέραν της του παπά-Αζαρία,
+μεγαλειτέραν δε της του κυρ Κωνσταντού, συνώδευσε τον πάρεδρον εις
+ικανόν μέρος της οδού έως εις τα Κάμπια, εις το ύψος του βουνού
+οπόθεν έπρεπε να κατηφορίση τις διά να φθάση εις τον ναΐσκον του
+Προδρόμου, κ' εκεί, αφού του έδειξεν ακριβώς τον δρόμον, του
+ευχήθη καλήν Ανάστασιν και τον εγκατέλιπε μόνον.
+
+Ο μπάρμπα-Κωνσταντός ηκολούθησε κατ' αρχάς επί πολύ τον κύριον
+δρόμον, όστις ήτο μοναδικός και ευδιάκριτος υπό το φως της
+σελήνης, μόνην συντροφίαν έχων τους θάμνους, όσοι ίσταντο δεξιά
+και αριστερά διαχαράσσοντες την οδόν, τα δένδρα τα οποία ελάμβανον
+φανταστικά σχήματα ή εσχημάτιζον σκιάς εν μέσω των οποίων το όμμα
+έβλεπε πολλάκις φάσματα και ακινήτους ανθρώπους, τους βράχους
+οίτινες, καθόσον επλησίαζε προς την βόρειον ακτήν, επληθύνοντο κ'
+εξετόπιζον τα δένδρα, το δειλόν κελάδημα ολίγων πτηνών κρυμμένων
+εις τας λόχμας, τον κρότον της αύρας σειούσης τους κλώνας και τας
+κορυφάς των δένδρων, και τον μυστηριώδη θρουν της φυλλάδος τον
+παραγόμενον υπ' αγνώστων νυκτερινών πλασματίων, υπό μικρών
+κατωτέρων πνοών κρυπτουσών την υπαρξίν των εν μέσω του σκότους και
+της μοναξιάς.
+
+Αλλ' όταν έφθασεν εις μέρος όπου η οδός ετέμνετο εις δύο μικρά
+μονοπάτια, το έν ανατολικώτερον, το άλλο βορειοδυτικόν, ευρέθη εις
+αμηχανίαν ποιον μονοπάτι να λάβη. Όσον και αν είνε εντόπιος είς
+άνθρωπος, όστις εκτάκτως, άπαξ κατά δύο ή τρία έτη, εξέρχηται εις
+μακράν σχετικώς εκδρομήν, εις τους μικρούς τόπους, πάντοτε
+ευρίσκεται εις αμηχανίαν, όταν μάλιστα το τοπίον είνε κάπως
+άγριον, και δεν έχη ο ίδιος κτήματα εις το μέρος εκείνο. Οι δρόμοι
+από έτους εις έτος αλλάζουν, πολλάκις παλαιαί οδοί εκχερσούνται ή
+καλλιεργούνται και δεν πατούνται πλέον εκ της πλεονεξίας μικρού
+γαιοκτήμονος, όστις περιφράττει εντός του χωραφιού του έν ή δύο
+στρέμματα γης περισσότερον, και μεταθέτει τον φράκτην μίαν ή δύο
+οργυιάς απωτέρω. Ενίοτε συμβαίνει και το εναντίον·
+αδιαφιλονείκητος ελαιών γνωστού κτηματίου πατείται και γίνεται
+δρόμος, χάριν της ευκολίας των διαβατών. Άλλοτε οι βοσκοί και αι
+αίγες των ανοίγουσι νέον μονοπάτι, διά να &αραδίζουν&, άλλοτε
+εγκαταλείπουσι και αφήνουσι να εκχερσωθή παλαιά και γνώριμος οδός.
+
+Αφού επί πολύ εδίστασεν, ο μπάρμπα Κωνσταντός επροτίμησε τέλος το
+βορειανατολικόν μονοπάτι, και κατέβη ταχέως εις το ρεύμα του
+Χαιρημονά. Αλλ' εκεί δεν δύναται να βαδίση τις, εκτός αν είνε
+δωδεκαετής παις, και ψάχνει διά καβούρια, την ημέραν. Ο δε κυρ
+Κωνσταντός ήτο εξηκοντούτης, ήτο νυξ και δεν εζήτει καβούρια. Το
+ρεύμα της πηγής του Χαιρημονά, ενούμενον κατωτέρω με το ρεύμα της
+Παναγίας Δομάν, σχηματίζει ποτάμιον κατερχόμενον εις την θάλασσαν
+δι' αποτόμου κατωφερείας, διά βράχων και μικρών καταρρακτών.
+Στιγμήν τινα, καθ' ην η σελήνη είχε κρυβή άνω εις νέφος, δεν είδε
+καλά, δεν επάτησε στερεά, ωλίσθησεν από ένα βράχον κ' έπεσε με την
+κεφαλήν και τον κορμόν εις την άμμον, με τους πόδας εις το νερόν.
+Ο μπάρμπα-Κωνσταντός εκτύπησεν ελαφρώς και επόνεσεν, εκ του
+τιναγμού μάλλον και του φόβου, ή εκ του κατάγματος. Ευτυχώς, ολίγω
+πριν, όταν ευρίσκετο εις το ύψωμα, επάνω εις μέγαν υπερκείμενον
+βράχον, είχεν ιδεί την αντιλαμπήν του μικρού ναΐσκου, όπου αρτίως
+είχε ψαλή η Ανάστασις, και είχεν εννοήσει ότι δεν απείχε πλέον
+πολύ από τον Αγ. Ιωάννην. Ζαλισμένος από την πτώσιν, ήρχισε, με
+όσην είχεν ακόμη δύναμιν, να φωνάζη: «Πού είσαστε; πού είσαστε;»
+και την φωνήν ταύτην είχεν ακούσει ο πρώτος βοσκός, όστις είχεν
+εξέλθει προς στιγμήν του ναού διά να ίδη πώς είχον αι αίγες του.
+
+***
+
+Ο κυρ Κωνσταντός εσηκώθη χωλαίνων, ηκολούθησε τους βοσκούς,
+έφθασεν εις τον ναΐσκον, όταν ο ιερεύς είχεν αρχίσει τον
+&ασπασμόν&, επροσκύνησε και έλαβε την θέσιν του εις τον χορόν.
+Έψαλεν εις όλην την λειτουργίαν, με όλον το πέσιμόν του και το
+πόνεμά του.
+
+Έξω υπό το φέγγος της σελήνης, δεξιόθεν του ναΐσκου, έβρεμε
+γενναίον πυρ, και ο μπάρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης ο εκ των
+πλησιοχώρων της πολίχνης ελθών ποιμήν, είχεν οβελίσει ήδη έναν
+αμνόν και τον έψηνε. Δίπλα του πρόθυμος διά να τον βοηθή εκάθητο,
+ακουμβών επ' αυτού του τοίχου της εκκλησίας, ανθρωπίσκος τις εκ
+της πόλεως, όστις δεν είχεν εννοηθή πότε και πώς είχεν έλθη εκεί,
+ο Γιάννης ο Μπουκώσης. Ανάμεσα εις την πυράν και εις τον τοίχον, ο
+μπάρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης, με την κίτρινην ζωνάραν, το
+ξυραφισμένον γένειον και τον αγκιστροειδή μύστακα, είχεν αφήσει το
+μαχαίρι του μετά του θηκαρίου, και ο Γιάννης Μπουκώσης από πολλής
+ώρας δεν είχε παύσει να ρίπτη το βλέμμα εναλλάξ, εις το
+ροδοκοκκινίζον σφαχτόν και εις το μαχαίριον. Αντικρύ, παρά την
+ρίζαν ενός σχοίνου, ίστατο μεγάλη οκταόκαδος φλάσκα. Εκ του τρόπου
+μεθ' ου ίστατο ακουμβημένη εις το κλαδίον του σχοίνου εφαίνετο
+πλήρης οίνου, μοσχάτου και μαύρου μεμιγμένου. Το ροδοκοκκινίζον
+σφαχτόν έκνιζε και έσιζεν εις το πυρ, η φλάσκα, ως άλλη κλώσσα
+καλούσα τους νεοσσούς της υπό τας πτέρυγας, εφαίνετο καλούσα τους
+βοσκούς εις ευωχίαν υπό τους ατμούς της, έτοιμη να κλώξη και να
+φυσήση εις την ελαχίστην επαφήν της χειρός, εις την ελαχίστην
+προσέγγισιν του χείλους εις την θηλήν της.
+
+Δύο χωρικοί όρθιοι, πέντε βήματα μακράν του ψητού, της φλάσκας και
+του σχοίνου, ίσταντο και συνωμίλουν ζωηρώς. Είχαν εύρη την ώραν
+και τον τόπον να λογομαχήσωσι δι' έν χωράφιον τεσσάρων στρεμμάτων,
+περί του οποίου εμάχοντο από ετών.
+
+Αντικρύ, προς μεσημβρίαν, επί του βραχώδους λόφου, ανάμεσα εις
+πέντε βράχους, εις τρία μονοπάτια και εις κρημνόν, ευρίσκετο το
+διαφιλονεικούμενον χωράφιον. Ο είς των χωρικών εχειρονόμει, κ'
+εδείκνυε προς τα εκεί, και ισχυρίζετο ότι το χωράφιον το ιδικόν
+του είχε σύνορον ακριβώς τον τρίτον βράχον προς τα δεξιά.
+
+ — Εγώ το ηύρα παππουδικό μου, έλεγε· δε ρωτάς και το Γιάννη της
+Ψαροδήμαινας, που είμαστε γειτόνοι, εδώ και τριάντα χρόνια...
+
+ — Το σύνορο είνε μες τη μέση, ανάμεσα στον δεύτερο και στον τρίτο
+βράχο, εκεί που βαθουλαίνει ο τόπος, διετείνετο ο άλλος χωρικός·
+φαίνεται ακόμη που ήτον, τον παλαιόν καιρό, αποσκαφή....
+
+ — Κοδζάμ-βράχος, αντέκρουσεν ο πρώτος, κ' εγώ θα πάω να γυρέψω
+ναυρώ την αποσκαφή, για να την κάμω σύνορό μου;....
+
+Ο μπάρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης ήρχισε να γυρίζη αμελέστερον την
+σούβλαν με το σφαχτόν, και η προσοχή του όλη απερροφήθη υπό των
+δύο χωρικών και της λογομαχίας των.
+
+Ο Γιάννης ο Μπουκώσης έλαβε σιγά-σιγά το μαχαίριον το απεγύμνωσεν
+από το θηκάριόν του, έκοψεν επιτηδείως τεμάχιον από τα νεφραιμιά
+του σφαχτού, το οποίον έπαυσε σχεδόν να περιστρέφεται, και το
+κατεβρόχθισεν απλήστως.
+
+Ο μπάρμα-Δημήτρης ουδέ παρετήρησε καν την κλοπήν και την
+λαιμαργίαν του ανθρωπίσκου. Εξηκολούθησε να προσέχη εις τους δύο
+ερίζοντας.
+
+ — Και είνε και μέσα στο μπολέτι καθαρά γραμμένο, έλεγεν ο πρώτος
+των δύο· το πήγα στον παπά-Λευθέρη, που ξέρει να διαβάζη τα παλαιά
+γράμματα, και μου το διάβασε τόσαις φοραίς.
+
+ — Από μπολετιά δεν ιδρώνει εμένα το μάτι μου, αντέλεγεν ο
+δεύτερος· σαν έχης όρεξι, δεν πας στον μπάρμπ' Αναγνώστη τον
+Αγέλαστο, να σου φτιάση όσα ψεύτικα μπολετιά θέλης...
+
+Ο Δημήτρης ο Καμπογιάννης επρόσεχεν όλος εις την λόγομαχίαν των
+δύο αγροτών. Ο Γιάννης ο Μπουκώσης έλαβεν εκ νέου το μαχαίριον, το
+οποίον δεν είχεν επιστρέψει εις το θηκάριόν του, έκοψε δεύτερον,
+γενναιότερον τεμάχιον από το μισοψημένον σφαχτόν, και το κατέπιε
+μονοκόμματον.
+
+Η έρις των δύο χωρικών εξηκολούθει, και η προσοχή μεθ' ης την
+παρηκολούθει ο Καμπογιάννης ήτο αδιάπτωτος. Ο Μπουκώσης, όστις
+ενόει την μυστηριώδη γλώσσαν της φλάσκας, δι' ης αύτη εκάλει τους
+φίλους της, ως η κλώσσα τους νεοσσούς της, έκαμεν έν βήμα με τον
+δεξιόν πόδα, εν σχήματι ορθής γωνίας, δεύτερον βήμα με το
+αριστερόν γόνυ εις το έδαφος, εξηπλώθη τετραποδίζων, επλησίασεν
+εις τον σχοίνον, και λαβών την μεγάλην οινοβριθή φλάσκαν την
+επλησίασεν εις τα χείλη του, και έπιε γενναίαν δόσιν απνευστί.
+
+Είτα, φύσει φρόνιμος και γνωρίζων ότι, αν έκαμνε και τρίτην
+απόπειραν κατά του σφακτού, ήτο φόβος μη φωραθή επί τέλους,
+επέστρεψε παρά τον τοίχον της εκκλησίας, ολίγον τι απώτερον της
+πυράς εμαζεύθη κ' εφαίνετο τόσον άκακος και νήστις, ως να μην είχε
+πασχάσει όλως.
+
+***
+
+Όταν, αφού ο ιερεύς εξήλθε τελευταίος από της λειτουργίας, και
+εστρώθη η τράπεζα εις τα πρόθυρα του ναού (ήτον περί τα
+γλυκοχαράμματα), ο μπάρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης επεχείρησε να
+τεμαχίση το ψητόν, παρετήρησεν ότι κάτι έλειπεν από τα νεφραιμιά,
+αλλ' εκαμώθη ότι δεν εννόησε τίποτε, και αποτεινόμενος προς τον
+Γιάννην τον Μπουκώσην, είπε:
+
+ — Κύτταξε!... Περίεργο... Δεν είνε παράξενο να γεννήθηκε σακάτικο
+αυτό το αρνί, παιδί μου Γιάννη.
+
+Εξηκολούθησεν ησύχως να κατακόπτη το ψητόν, είτα επανέλαβε:
+
+ — Πολλά παράξενα σημεία και θάμματα γίνονται 'ς αυτά τα στερνά τα
+χρόνια... Για βάλε με το νου σου, να φέρω αρνί σακάτικο γεννημένο
+απ' τη μάνα του, και να μην το καταλάβω!.. Τι να γένη, ας έχη δόξα
+ο Θεός!
+
+Ο Γιάννης ο Μπουκώσης δεν είπε γρυ. Αλλά την τελευταίαν στιγμήν,
+καθ' ην παρετίθετο επί της τραπέζης το ψητόν, ο μπάρμπα-Δημήτρης
+έκρυψεν επιτηδείως τας δύο στάμνας του νερού οπού είχεν ακόμη
+γεμάταις, κ' επαρουσίασεν εις την τράπεζαν δύο άδειαις, λέγων ότι
+δυστυχώς είχε λησμονήσει να στείλη εγκαίρως εις του Χαιρημονά την
+βρύσιν να πάρη νερόν, και ήτον ανάγκη να υπάγη τώρα κάποιος.
+
+ — 'Σ εσένα πέφτει ο κλήρος, παιδί μου Γιάννη, είπεν αποτεινόμενος
+προς τον Μπουκώσην. Σύρε να γεμίσης τα δυο σταμνιά, νάχης την ευκή
+του παπά μας, και σε καρτερούμε, δεν τρώμε... Πάρε και μια
+αναμμένη λαμπάδα να βλέπης στο δρόμο, και πάτει γερά, ώμορφα
+ώμορφα... να μη σπάσης τα σταμνιά, και το πάθης σαν το τραγούδι
+που λένε... και μας αφήσης κ' εμάς χωρίς νερό.
+
+Ο Γιάννης ο Μπουκώσης επεθύμει ν' αρνηθή, αλλά δεν ετόλμα.
+Εφορτώθη τα δύο σταμνία κ' εξεκίνησε διά την πηγήν του Χαιρημονά,
+ήτις απείχε περί τα δύο μίλια, και ήτις έτρεχε τόσον φειδωλή ως το
+δάκρυ των εξηντλημένων οφθαλμών. Εχρειάζετο σωστήν μίαν ώραν διά
+να υπάγη να γεμίση τα σταμνία και να επιστρέψη.
+
+Ευθύς ως ανεχώρησεν ούτος, ο μπάρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης,
+έβγαλεν εις το φανερόν τας δύο πλήρεις στάμνας, και επειδή ο
+ιερεύς δεν εννόει, εξηγήθη και είπεν:
+
+ — Είχα νερό, μα ήθελα να τονε παιδέψω, τον αφιλότιμο... Ακούς
+εκεί, να μου κάμη γρουσουζιά χρονιάρα μέρα, να μου κόψη μεζέδες
+απ' το σφαχτό, ενώ το έψηνα, και να μην πάρω κάβο!...
+
+***
+
+Όταν επέστρεψεν από την βρύσιν του Χαιρημονά, φέρων τα δύο σταμνία
+ο Γιάννης ο Μπουκώσης, ήτο ήδη ημέρα, το ψητόν είχε καταβροχθισθή,
+και μόνη η διακριτική φιλαδελφία της θειά Μαθηνώς της
+Ψευτομετάνισσας, και της θειά Σεραΐνας, της σημαιοφόρου των
+πανηγυριών, του είχε φυλάξει ολίγα τεμάχια του αμνού διά να φάγη
+και κάμη Λαμπρήν, ο πειναλέος ανθρωπίσκος.
+
+
+
+ΤΕΛΟΣ
+
+
+
+
+ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΩΝ ΗΛΙΑ Ν. ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
+
+
+
+ΕΡΓΑ
+Α. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
+
+ΕΚΔΟΘΕΝΤΑ
+ΚΑΙ
+ΠΩΛΟΥΜΕΝΑ ΕΝ ΤΩ ΗΜΕΤΕΡΩ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΩ
+
+
+
+ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ · · · · ΔΡΑΧ. 2.50
+ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ « 2.50
+ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ « 2.50
+
+***
+ 1) Κούτρης, (ήτοι κέσφος = κεφαλάς) καλείται παρ' ημίν το
+αβάπτιστον άρρεν, &Κοσσού& δε το θήλυ· &Δράκος& και &Δρακούλα&,
+καλούνται τα βαπτισμένα βρέφη, κατόπιν δυσχερούς τινος ή επιφόβου
+και αντιπαθούς νόσου, οίον σπασμών, επιληψίας, κτλ. λαμβάνοντα την
+προσηγορίαν ταύτην ως αλεξητήριον και φυλακτικόν κατά πάσης
+βασκανίας. Εν τω κειμένω ο Κούτρης = σπανός.
+
+ 2) άσ'βος, άσουβος = άβυσος.
+
+ 3) Αι Πράξεις των Αποστόλων αναγινώσκονται, κατά το αρχαίον
+Τυπικόν, εν τοις ιεροίς μοναστηρίοις αφ' εσπέρας του Μ. Σαββάτου,
+προ της Παννυχίδος δηλ. και του όρθρου του Πάσχα.
+
+ 4) Ιδιόρρυθμα λέγονται τα μοναστήρια όσα δεν είνε Κ ο ι ν ό β ι
+α, δεν τηρούσι δηλ. την αρχαίαν αυστηράν κοινοβιακήν τάξιν.
+
+
+
+
+
+
+
+
+
+
+End of the Project Gutenberg EBook of Easter Time Short Stories, by
+Alexandros Papadiamantis
+
+*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK EASTER TIME SHORT STORIES ***
+
+***** This file should be named 31653-0.txt or 31653-0.zip *****
+This and all associated files of various formats will be found in:
+ http://www.gutenberg.org/3/1/6/5/31653/
+
+Produced by Sophia Canoni
+
+Updated editions will replace the previous one--the old editions
+will be renamed.
+
+Creating the works from public domain print editions means that no
+one owns a United States copyright in these works, so the Foundation
+(and you!) can copy and distribute it in the United States without
+permission and without paying copyright royalties. Special rules,
+set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to
+copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to
+protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project
+Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you
+charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you
+do not charge anything for copies of this eBook, complying with the
+rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose
+such as creation of derivative works, reports, performances and
+research. They may be modified and printed and given away--you may do
+practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is
+subject to the trademark license, especially commercial
+redistribution.
+
+
+
+*** START: FULL LICENSE ***
+
+THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE
+PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK
+
+To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free
+distribution of electronic works, by using or distributing this work
+(or any other work associated in any way with the phrase "Project
+Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project
+Gutenberg-tm License (available with this file or online at
+http://gutenberg.net/license).
+
+
+Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm
+electronic works
+
+1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm
+electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to
+and accept all the terms of this license and intellectual property
+(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all
+the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy
+all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession.
+If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project
+Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the
+terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or
+entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8.
+
+1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be
+used on or associated in any way with an electronic work by people who
+agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few
+things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works
+even without complying with the full terms of this agreement. See
+paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project
+Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement
+and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic
+works. See paragraph 1.E below.
+
+1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation"
+or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project
+Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the
+collection are in the public domain in the United States. If an
+individual work is in the public domain in the United States and you are
+located in the United States, we do not claim a right to prevent you from
+copying, distributing, performing, displaying or creating derivative
+works based on the work as long as all references to Project Gutenberg
+are removed. Of course, we hope that you will support the Project
+Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by
+freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of
+this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with
+the work. You can easily comply with the terms of this agreement by
+keeping this work in the same format with its attached full Project
+Gutenberg-tm License when you share it without charge with others.
+
+1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern
+what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in
+a constant state of change. If you are outside the United States, check
+the laws of your country in addition to the terms of this agreement
+before downloading, copying, displaying, performing, distributing or
+creating derivative works based on this work or any other Project
+Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning
+the copyright status of any work in any country outside the United
+States.
+
+1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg:
+
+1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate
+access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently
+whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the
+phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project
+Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed,
+copied or distributed:
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.net
+
+1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived
+from the public domain (does not contain a notice indicating that it is
+posted with permission of the copyright holder), the work can be copied
+and distributed to anyone in the United States without paying any fees
+or charges. If you are redistributing or providing access to a work
+with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the
+work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1
+through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the
+Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or
+1.E.9.
+
+1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted
+with the permission of the copyright holder, your use and distribution
+must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional
+terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked
+to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the
+permission of the copyright holder found at the beginning of this work.
+
+1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm
+License terms from this work, or any files containing a part of this
+work or any other work associated with Project Gutenberg-tm.
+
+1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this
+electronic work, or any part of this electronic work, without
+prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with
+active links or immediate access to the full terms of the Project
+Gutenberg-tm License.
+
+1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary,
+compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any
+word processing or hypertext form. However, if you provide access to or
+distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than
+"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version
+posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.net),
+you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a
+copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon
+request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other
+form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm
+License as specified in paragraph 1.E.1.
+
+1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying,
+performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works
+unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9.
+
+1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing
+access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided
+that
+
+- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from
+ the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method
+ you already use to calculate your applicable taxes. The fee is
+ owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he
+ has agreed to donate royalties under this paragraph to the
+ Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments
+ must be paid within 60 days following each date on which you
+ prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax
+ returns. Royalty payments should be clearly marked as such and
+ sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the
+ address specified in Section 4, "Information about donations to
+ the Project Gutenberg Literary Archive Foundation."
+
+- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies
+ you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he
+ does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm
+ License. You must require such a user to return or
+ destroy all copies of the works possessed in a physical medium
+ and discontinue all use of and all access to other copies of
+ Project Gutenberg-tm works.
+
+- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any
+ money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the
+ electronic work is discovered and reported to you within 90 days
+ of receipt of the work.
+
+- You comply with all other terms of this agreement for free
+ distribution of Project Gutenberg-tm works.
+
+1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm
+electronic work or group of works on different terms than are set
+forth in this agreement, you must obtain permission in writing from
+both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael
+Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the
+Foundation as set forth in Section 3 below.
+
+1.F.
+
+1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable
+effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread
+public domain works in creating the Project Gutenberg-tm
+collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic
+works, and the medium on which they may be stored, may contain
+"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or
+corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual
+property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a
+computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by
+your equipment.
+
+1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right
+of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project
+Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project
+Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all
+liability to you for damages, costs and expenses, including legal
+fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT
+LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE
+PROVIDED IN PARAGRAPH F3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE
+TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE
+LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR
+INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH
+DAMAGE.
+
+1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a
+defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can
+receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a
+written explanation to the person you received the work from. If you
+received the work on a physical medium, you must return the medium with
+your written explanation. The person or entity that provided you with
+the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a
+refund. If you received the work electronically, the person or entity
+providing it to you may choose to give you a second opportunity to
+receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy
+is also defective, you may demand a refund in writing without further
+opportunities to fix the problem.
+
+1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth
+in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER
+WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO
+WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE.
+
+1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied
+warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages.
+If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the
+law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be
+interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by
+the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any
+provision of this agreement shall not void the remaining provisions.
+
+1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the
+trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone
+providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance
+with this agreement, and any volunteers associated with the production,
+promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works,
+harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees,
+that arise directly or indirectly from any of the following which you do
+or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm
+work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any
+Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause.
+
+
+Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm
+
+Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of
+electronic works in formats readable by the widest variety of computers
+including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists
+because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from
+people in all walks of life.
+
+Volunteers and financial support to provide volunteers with the
+assistance they need are critical to reaching Project Gutenberg-tm's
+goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will
+remain freely available for generations to come. In 2001, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure
+and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations.
+To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation
+and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4
+and the Foundation web page at http://www.pglaf.org.
+
+
+Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive
+Foundation
+
+The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit
+501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the
+state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal
+Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification
+number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at
+http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent
+permitted by U.S. federal laws and your state's laws.
+
+The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S.
+Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered
+throughout numerous locations. Its business office is located at
+809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email
+business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact
+information can be found at the Foundation's web site and official
+page at http://pglaf.org
+
+For additional contact information:
+ Dr. Gregory B. Newby
+ Chief Executive and Director
+ gbnewby@pglaf.org
+
+
+Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation
+
+Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide
+spread public support and donations to carry out its mission of
+increasing the number of public domain and licensed works that can be
+freely distributed in machine readable form accessible by the widest
+array of equipment including outdated equipment. Many small donations
+($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt
+status with the IRS.
+
+The Foundation is committed to complying with the laws regulating
+charities and charitable donations in all 50 states of the United
+States. Compliance requirements are not uniform and it takes a
+considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up
+with these requirements. We do not solicit donations in locations
+where we have not received written confirmation of compliance. To
+SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any
+particular state visit http://pglaf.org
+
+While we cannot and do not solicit contributions from states where we
+have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition
+against accepting unsolicited donations from donors in such states who
+approach us with offers to donate.
+
+International donations are gratefully accepted, but we cannot make
+any statements concerning tax treatment of donations received from
+outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff.
+
+Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation
+methods and addresses. Donations are accepted in a number of other
+ways including including checks, online payments and credit card
+donations. To donate, please visit: http://pglaf.org/donate
+
+
+Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic
+works.
+
+Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm
+concept of a library of electronic works that could be freely shared
+with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project
+Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support.
+
+
+Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed
+editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S.
+unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily
+keep eBooks in compliance with any particular paper edition.
+
+
+Most people start at our Web site which has the main PG search facility:
+
+ http://www.gutenberg.net
+
+This Web site includes information about Project Gutenberg-tm,
+including how to make donations to the Project Gutenberg Literary
+Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to
+subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks.
diff --git a/old/20100315-31653-0.zip b/old/20100315-31653-0.zip
new file mode 100644
index 0000000..7d92f9b
--- /dev/null
+++ b/old/20100315-31653-0.zip
Binary files differ