summaryrefslogtreecommitdiff
diff options
context:
space:
mode:
-rw-r--r--.gitattributes3
-rw-r--r--30616-0.txt3582
-rw-r--r--30616-0.zipbin0 -> 80745 bytes
-rw-r--r--30616-h.zipbin0 -> 176038 bytes
-rw-r--r--30616-h/30616-h.htm3600
-rw-r--r--30616-h/images/cover.jpgbin0 -> 87898 bytes
-rw-r--r--LICENSE.txt11
-rw-r--r--README.md2
-rw-r--r--old/20091206-30616-0.txt3571
-rw-r--r--old/20091206-30616-0.zipbin0 -> 80746 bytes
10 files changed, 10769 insertions, 0 deletions
diff --git a/.gitattributes b/.gitattributes
new file mode 100644
index 0000000..6833f05
--- /dev/null
+++ b/.gitattributes
@@ -0,0 +1,3 @@
+* text=auto
+*.txt text
+*.md text
diff --git a/30616-0.txt b/30616-0.txt
new file mode 100644
index 0000000..d4b856c
--- /dev/null
+++ b/30616-0.txt
@@ -0,0 +1,3582 @@
+The Project Gutenberg EBook of Homer's Odyssey, by Homer
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+
+Title: Homer's Odyssey
+ Volume D
+
+Author: Homer
+
+Translator: Iakovos Polylas
+
+Posting Date: March 15, 2012 [EBook #30616]
+First Posted: December 6, 2009
+
+Language: Greek
+
+Character set encoding: UTF-8
+
+*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY ***
+
+
+
+
+Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis
+
+
+
+
+
+
+
+
+
+Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic.
+A few corrections on typing mistakes have been included within brackets.
+
+Σημείωση: Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Μερικές
+τυπογραφικές διορθώσεις σημειώνονται με [].
+
+
+
+
+ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ
+ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
+
+
+
+ΟΜΗΡΟΥ
+ΟΔΥΣΣΕΙΑ
+
+
+
+ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ
+ΙΑΚ. ΠΟΛΥΛΑ
+
+
+
+
+ΤΟΜΟΣ Δ'
+ΡΑΨΩΔΙΑ Τ-Ω
+
+
+
+ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
+ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΦΕΞΗ
+ΟΜΗΡΟΥ
+ΟΔΥΣΣΕΙΑ
+
+
+
+
+Ραψωδία Τ
+
+
+
+Αλλ' έμενε 'ς το μέγαρον ο θείος Οδυσσέας,
+και των μνηστήρων όλεθρο να εύρη εζήτα ο νους του
+με την Αθήνη, κ' είπ' ευθύς γοργά του Τηλεμάχου·
+«Ανάγκ' είναι, Τηλέμαχε, να θέσης τ' άρματ' όλα
+μέσα· κατόπι πλάνεσε με λόγια τους μνηστήραις, 5
+όταν, ενώ τ' αναζητούν, για κείνα σ' εξετάσουν·
+θα ειπής· τα πήρ' απ' τον καπνόν, ότι δεν ήσαν πλέον
+ως ο Οδυσσέας τ' άφινε πριν πάγη 'ς την Τρωάδα,
+και, ως 'πώφθαν' άχνα της φωτιάς, την πρώτη λάμψι χάσαν·
+και άλλο τι μεγαλήτερο θεός 'ς τον νου μου βάζει· 10
+μήπως σας φέρ' εις έριδα, και κτυπηθήτε, η μέθη,
+και το τραπέζι ατιμασθή με αίμα κ' η μνηστεία·
+'ς τον εαυτό του ο σίδηρος σέρνει τον άνδρα μόνος».
+
+Αυτά 'πε· και άκουσ' ο υιός τον ποθητόν πατέρα,
+και την βυζάστρα κάλεσεν Ευρύκλεια και της είπε· 15
+«Ταις κόραις, μάννα, κράτει μου 'ς τα μέγαρ', ως να θέσω
+τα πατρικά μου τ' άρματα 'ς τον θάλαμο, τα ωραία·
+μου τ' αφανίζ' όλα ο καπνός 'ς το σπίτι αμελημένα,
+αφού λείπει ο πατέρας μου· κ' εγώ μικρός τότ' ήμουν·
+θα τα φυλάξω τώρα εκεί 'που λάμπα δεν θα φθάση». 20
+
+Η Ευρύκλεια τότε απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα·
+«Άμποτ', υιέ μου, ν' άρχιζες με πόθο και με γνώσι
+το σπίτι να επιμεληθής και να τηράς το βιο σου.
+αλλά ποια τώρα θα 'λθ', ειπέ, κοντά σου φως να φέρη;
+και η δούλαις, 'που θα σού 'φεγγαν, να βγουν δεν ταις αφίνεις». 25
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος εκείνης αποκρίθη·
+«Τούτος ο ξένος· ότι αργός δεν συγχωρώ να μένη
+'ς το σπίτι μ' όποιος τρέφεται και από τα ξέν' αν ήλθε».
+
+Αυτά 'πε κείνος, και άπτερος 'ς αυτήν ειπώθη ο λόγος,
+και τα θυρόφυλλ' έκλεισε των υψηλών μεγάρων. 30
+τότ' ο Οδυσσέας και ο λαμπρός υιός του κινηθήκαν,
+κ' έφερναν μέσα κόρυθαις, ομφαλωταίς ασπίδαις,
+μυτεραίς λόγχαις· κ' έμπροσθε χρυσόν κρατούσε λύχνον
+κ' εμόρφον' ωραιότατο φως η Παλλάδ' Αθήνη.
+τότ' είπεν ο Τηλέμαχος έξαφνα του πατρός του· 35
+«Θαύμ' είναι αυτό, πατέρα μου, μέγα, 'που βλέπ' εμπρός μου·
+οι τοίχοι, τα μεσόστυλα τα ωραία, των μεγάρων,
+τα πατερά τα ελάτινα, κ' οι στύλοι οπ' αναβαίνουν,
+'ς τα μάτια μ' όλα φανερά φλογώδη λάμψιν έχουν·
+είν' εδώ κάποιος των θεών των ουρανοκατοίκων». 40
+
+Σ' εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·
+«Σίγα, τον νουν σου κράτησε, μηδέ ποσώς ερώτα·
+τούτος ο τρόπος των θεών κατοίκων του Ολύμπου·
+αλλ' άμε συ ν' αναπαυθής, και αυτού θα μείνω μόνος,
+'ς ταις δούλαις, 'ς την μητέρα σου, και άλλην να δώσω αιτία· 45
+θα μ' εξετάση 'ς όλ' αυτή μες το παράπονό της».
+
+Αυτά 'πε· και ο Τηλέμαχος, 'ς την λάμψι των λαμπάδων,
+πέρασ' από το μέγαρο 'ς τον θάλαμο, 'ς το μέρος
+όπ' εκοιμάτ' ότ' έρχονταν 'ς αυτόν ο γλυκός ύπνος·
+πλάγιασε αυτού, την άφθαρτην Ηώ να περιμένη. 50
+αλλ' έμενε 'ς το μέγαρον ο θείος Οδυσσέας,
+και όλεθρο με την Αθηνά ζητούσε των μνηστήρων.
+Απ' τον κοιτώνα η φρόνιμη τότ' ήλθε Πηνελόπη·
+την Άρτεμιν ή την χρυσήν ωμοίαζε Αφροδίτη·
+κ' ευθύς 'ς το πλάγι της φωτιάς της θέσαν το θρονί της, 55
+'που τορνευτό μ' ελέφαντα και ασήμ' είχε ποιήσει
+ο τεχνουργός Ικμάλιος, και του 'συρε υποπόδι
+'ς εκείνο αρμόδιο, και προβειά το σκέπαζε μεγάλη·
+'ς εκείνο τότε η φρόνιμη καθόνταν Πηνελόπη·
+ήλθαν από το μέγαρον η λευκοχέραις κόραις, 60
+κ' ευθύς σηκόναν τ' άφθονο φαγί και τα τραπέζια
+και τα ποτήρια, 'πώπιναν οι απόκοτοι μνηστήρες·
+και απ' τους φανούς κάτ' έρριξαν το πυρ κ' έθεσαν άλλα
+επάνω τους ξύλα πολλά, να δίδουν φως και ζέστη.
+τον Οδυσσέ' η Μελανθώ τότε αποπήρε πάλι· 65
+«Την νύκτ' ακόμα, ξέν', εδώ θε να μας βασανίζης,
+'ς το σπίτι ν' αναστρέφεσαι, ταις κόραις να ματιάζης;
+'ς τον δρόμον έβγ', ελεεινέ, και αρκεί σ' ό,τ' έχεις φάγει,
+ή θα σε βιάσω με δαυλιαίς να πεταχθής 'ς τον δρόμο».
+
+Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος της είπεν Οδυσσέας· 70
+«Με πάθος τόσο, απάνθρωπη, γιατί με κατατρέχεις;
+μη τάχ' ότ' είμαι ανάλειπτος και κακοενδυμένος,
+και 'ς το κοινό ψωμοζητώ, καθώς με βιάζ' η χρεία;
+αύτ' είν' η όψι των πτωχών των περιπλανωμένων.
+ότι κ' εγώ πανευτυχής 'ς τον κόσμον ήμουν κ' είχα 75
+πάμπλουτο σπίτι, και συχνά του πλανωμένου ανθρώπου,
+όποιος και αν ήταν, έδιδα, και όποιαν και αν είχε ανάγκη·
+και δούλους είχ' αμέτρητους και άφθον' αυτά 'που κάμνουν
+να καλοζούν οι άνθρωποι, και υπέρπλουτοι λογιούνται·
+αλλ' όλα μου τ' αφάνισεν η θέλησις του Δία. 80
+όθεν και συ σκέψου, ω γυνή, μή ποτε χάσης όλην
+την λάμψιν, οπ' ανάμεσα 'ς ταις δούλαις σε στολίζει,
+η δέσποινά σου αν σ' οργισθή και σε κακοποιήση,
+ή φθάσ', όπως ελπίζεται, ο θείος Οδυσσέας·
+κ' εάν εχάθη, ως λέγετε, και δεν θα φθάση πλέον, 85
+ανάθρεψεν ο Απόλλωνας, ιδού, τον μονουιόν του
+Τηλέμαχον και αν ανομεί 'ς το σπίτι του καμμία
+των γυναικών, το βλέπει αυτός, και πλειά παιδί δεν είναι».
+
+Αυτά 'πε, και τον άκουσε μακρόθε η Πηνελόπη
+η φρόνιμη, και ωνείδισε την δούλα και της είπε· 90
+«Σε βλέπω, σκύλ' αδιάντροπη, ν' αυθαδιάζης πράξι,
+'που θα σφογγίσης έπειτα συ με την κεφαλή σου·
+ότι καλώς το γνώριζες, είχες ακούσει ότ' είπα
+πως 'ς τα ιδικά μου μέγαρα τον ξένον να εξετάσω
+έμελλα ως προς τον άνδρα μου, ενώ με φθείρ' η λύπη». 95
+
+Είπε και την κελλάρισσα προσφώνησ' Ευρυνόμη·
+«Φέρ', Ευρυνόμη, εδώ θρονί με την προβειά στρωμένο,
+ο ξένος να καθίση αυτού, λόγον να ειπή, ν' ακούση
+λόγον και κείνος απ' εμέ, και θα τον εξετάσω»·
+
+Είπε, και πρόθυμ' έφερε κ' έστησ' ευθύς εκείνη 100
+λαμπρήν καθήκλα, και προβειά της έστρωσεν επάνω·
+εκάθισε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας,
+κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη τότ' άρχισε να λέγη·
+«Ω ξένε, το εξής εγώ θα σ' ερωτήσω πρώτη·
+ποιος είσαι; ποιο το γένος σου; που η πόλις και οι γονείς σου;» 105
+
+Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·
+«'Σ της γης τα πέρατα, ω γυνή, σέ ποιος θνητός θα ψέγη;
+ότι 'ς τον μέγαν ουρανόν η φήμη σ' έχει φθάσει·
+ομοίαν φήμην άπταιστος λαμβάνει βασιλέας,
+αν κυβερνά θεόφοβα λαόν πολύν και ανδρείον, 110
+εις όλα δίκαιος· και η γη σιτοφορεί, τα δένδρα
+γέμουν καρπούς, τα πρόβατα καλογεννούν, και πλήθος
+ψάρια γεννά το πέλαγος, απ' την χαριτωμένη
+την βασιλεία, κ' ευτυχούν τα πλήθη 'ς την σκιά του.
+όθεν τώρα 'ς το σπίτι σου 'ς ό,τι άλλο εξέταζέ με, 115
+αλλά μη την πατρίδα μου, το γένος μου, ερωτήσης
+μήπως η πολυστένακτη ψυχή μου πλημμυρήση
+από πικραίς ενθύμησαις, και μέσα εις σπίτι ξένο
+δεν πρέπει εγώ να μύρωμαι και να βαρυστενάζω·
+και άνθρωπος ατελεύτητα να κλαίη δεν συμφέρει· 120
+μη κάποια δούλα σου, ή και συ, θυμώση και νομίση
+ότι 'ς τα δάκρυα πνίγομαι βαρύς από την μέθη».
+
+Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη·
+«Ω ξέν', όλα τα δώρα μου, το κάλλος και το σώμα
+οι αθάνατοι μου αφάνισαν απ' ότε 'ς την Τρωάδα 125
+με τους Αργείους έπλευσεν ο άνδρας μου Οδυσσέας.
+αχ! την ζωή μου αν έρχονταν να θεραπεύη εκείνος
+και η δόξα μου θε ν' αύξαινε και θα σαν όλα ωραία·
+τώρ' έχω λύπη· τι πολλά μώδωσε πάθ' η μοίρα·
+ότι όσ' υπάρχουν δυνατοί 'ς τα νησιά γύρω, οι πρώτοι 130
+του Δουλιχιού, της Σάμης και της σύδενδρης Ζακύνθου,
+κ' εκείνοι οπού 'ς την ηλιακήν Ιθάκη κατοικούσι,
+εμέ την άθελη ζητούν και όλο το σπίτι φθείρουν
+όθεν 'ς τους ξένους προσοχήν ή 'ς τους ικέταις πλέον
+δεν δίδ', ούτε 'ς τους κήρυκαις, τους λειτουργούς του δήμου, 135
+αλλά μου τήκει την καρδιάν ο πόθος του Οδυσσέα.
+κείνοι τον γάμον βιάζουσι κ' εγώ τους πλέκω δόλους·
+και πρώτα μ' έμπνευσε θεός, πανί μέγ' αφού στήσω
+'ς το δώμα μου, λεπτότατο και απέραντο να υφαίνω
+ύφασμα· κ' ευθύς έπειτα 'ς εκείνους είπα· «Ω νέοι 140
+μνηστήρες μου, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας,
+τον γάμον μη μου βιάζετε, σταθήτ' ως ν' αποκάμω
+το ύφασμ' αυτό, τα γνέματα να μη μου παν χαμένα,
+του Λαέρτ' ήρωα σάβανο, για τον καιρό, 'που η μαύρη
+μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου θα τον πάρη, 145
+των Αχαιίδων μην καμμιά 'ς τον τόπο μ' ονειδίση,
+αν κείτεται ασαβάνωτος αυτός 'που πλούσιος ήταν.
+αυτά 'πα κ' εκατάπεισα την ανδρικήν ψυχή τους·
+και το πανί τότ' ύφαινα, το απέραντο, ολημέρα,
+και νύκτα το ξεΰφαινα 'ς την λάμψι των λαμπάδων. 150
+όθεν από τους Αχαιούς εκρύφθηκα με απάτη
+τρεις χρόνους· αλλ' ότ' έφεραν τον τέταρτον η ώραις,
+ως τα φεγγάρια χάνονταν κ' η 'μέραις επληθύναν,
+η δούλαις, σκύλαις άσπλαχναις, με πρόδωσαν, κ' εκείνοι
+μ' ευρήκαν και μ' ονειδισμούς πικρούς μ' εφοβερίσαν. 155
+ιδού πώς το τελείωσα βιασμένη απ' την ανάγκη.
+τώρα του γάμου αποφυγή δεν είν' ούτ' άλλο ευρίσκω
+τέχνασμα· και να υπανδρευθώ με σπρώχνουν οι γονείς μου·
+και το παιδί μου αγανακτεί 'που τρώγουν το βιο του·
+έχ' ήδη γνώσι, ανδρώθηκε, κ' είν' άξιος να προσέχη 160
+το σπίτι, ως πρέπ' εις άνθρωπον πώχει λαμπρύνει ο Δίας.
+και όμως 'ς εμέ το γένος σου θα ειπής, οπόθεν είσαι·
+το δρυ τ' αρχαιομίλητο δεν σ' έβγαλ' ούτ' η πέτρα».
+
+Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·
+«Του Λαερτιάδη σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα, 165
+την γενεά να μ' ερωτάς δεν θέλει παύσης πλέον·
+θα σου την είπω, αν και μ' αυτό ταις λύπαις μου θ' αυξήσης.
+του ανθρώπου ο τρόπος είναι αυτός, οπότε απ' την πατρίδα
+τόσους καιρούς είναι μακράν, όσο εγώ λείπω τώρα,
+και εις πολλαίς χώραις των θνητών θλιμμένος παραδέρνω. 170
+και όμως εκείνο θα σου ειπώ, 'που μ' ερωτάς να μάθης.
+υπάρχει γη καταμεσής του σκοτεινού πελάγου,
+η Κρήτη, ωραία, κάρπιμη, περίβρεκτη, και μέσα
+είν' άνθρωποι αναρίθμητοι και πόλες ενενήντα.
+και γλώσσαις είν' όσοι λαοί· γένη Αχαιών ο τόπος 175
+και Αυτοκρήτων ψυχερών μέσ' έχει και Κυδώνων
+και Δωριέων τριγενών και Πελασγών των θείων·
+κ' είν' η Κνωσός, πόλις τρανή, 'που ο Μίνως, του μεγάλου
+του Δία συνομιλητής, βασίλευ' έτη εννέα,
+του θείου Δευκαλίωνα πατέρας, του πατρός μου, 180
+'που εμέ και τον πολέμαρχον γέννησ' Ιδομενέα.
+'ς την Ίλιον ακολούθησεν εκείνος τους Ατρείδαις
+με τα κυρτά καράβια του· εμ' Αίθωνα ονομάζουν·
+εγώ νεώτερος, αυτός καλήτερος και πρώτος.
+τότ' είδα εγώ κ' εξένισα εκεί τον Οδυσσέα· 185
+σφοδρός τον έσπρωξ' άνεμος 'ς την Κρήτη απ' τον Μαλέα
+προς την Τρωάδ' ως έπλεε· 'ς τον Αμνισόν, εις τ' άντρο
+της Ειλειθυίας άραξε, 'ς τα δύσκολα λιμάνια,
+και μόλις αυτού ξύφυγεν απ' ταις ανεμοζάλαις.
+'ς την πόλι ανέβη, ερώτησε πού είν' ο Ιδομενέας, 190
+ο σεβαστός του, ως έλεγε, και αγαπητός του ξένος·
+αλλ' ήσαν ήδη δέκ' αυγαίς ή ένδεκ' αφού κείνος
+είχε κινήσει με κυρτά καράβια προς την Τροία.
+'ς το δώμα μου τον πήρα εγώ κ' εκαλοξένισά τον,
+ως είχε απ' όλα τα καλά το σπίτι μου αφθονία· 195
+και αλεύρια, φλογερό κρασί, και βώδια της θυσίας
+απ' το κοινόν εσύναξα κ' εχάρισά τα εκείνου,
+μ' όλη την συνοδία του να ευφραίνεται η ψυχή του.
+δώδεκα ημέραις οι Αχαιοί πρόσμεναν τότε οι θείοι·
+μέγας τους έκλειε Βορηάς, και ουδέ 'ς την γη να μείνουν 200
+τους άφινε· κάποιος θεός εχθρός τον είχε στείλει·
+'ς ταις δεκατρείς, άμ' έπεσεν, εκείνοι εξεκινήσαν».
+
+Έλεγε ψεύματα πολλά, και αλήθειαις ωμοιάζαν·
+και ως άκουε τα δάκρυα της ρέαν κ' η θωριά της
+έλυονε· και ως εις τα υψηλά βουνά λυόνει το χιόνι, 205
+'που αφού το ρίξη ο Ζέφυρος ο Εύρος τ' αναλύει,
+και ως λυόνει εκείνο οι ποταμοί πληθένουν ενώ ρέουν,
+όμοια τα ωραία μάγουλα 'ς τα δάκρυα της ελυόναν,
+ως έκλαιε τον άνδρα της καθήμενον σιμά της·
+και κείνος την γυναίκα του, 'που εθρήνει, εσυμπονούσε· 210
+αλλ' ως κέρατ' ή σίδερο τα μάτι' ασάλευτ' ήσαν,
+'ς τα βλέφαρ' ως αφάνιζε τα δάκρυα του με τέχνη.
+και αφού 'ς τον πολυδάκρυτον θρήνον εκείνη ευφράνθη,
+πάλι 'ς αυτόν απάντησεν, ωμίλησέ του κ' είπε·
+«Αλήθεια, ξένε, τώρα σε, θαρρώ, θα δοκιμάσω, 215
+εάν εκεί τον άνδρα μου με τους λαμπρούς συντρόφους
+εξένισες 'ς το σπίτι σου τωόντι, ως τώρα λέγεις,
+ειπέ μου ποια φορέματα το σώμα του εφορούσε,
+και αυτόν και τους συντρόφους του παράστησε μ' ως ήσαν».
+
+Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· 220
+«Πράγμ' είναι δύσκολ', ω γυνή, να σου τον παραστήσω,
+αφού καιροί μας χώρισαν, κ' ήδ' είν' είκοσι χρόνοι
+απ' ότε κείνος άφησε την γη την πατρική μου.
+αλλ' όμως θα σου τον ειπώ 'ς τον νου μ' ως αναφαίνει.
+πορφυρήν χλαίναν δασερήν ο θείος Οδυσσέας 225
+διπλήν εφόρει με χρυσήν περόνην, 'που 'χε δύο
+αυλούς διδύμους, κ' έμπροσθε τεχνούργημ' ήταν θείο·
+σκύλος ζαρκάδι παρδαλό 'ς τα εμπροσθινά του εκράτει
+κ' εκύττα το 'που σπάραζε· και αυτό θαύμαζαν όλοι
+πώς, ενώ πλάσθηκαν χρυσοί, κυττά και πνίγει ο σκύλος 230
+το ζάρκαδο, και αυτό σπαρνά τα πόδια, να του φύγη.
+χιτών' ακόμη του είδα εγώ λαμπρότατον 'ς το σώμα,
+κ' εγυάλιζ' ως εις το ξερό κρεμμύδι επάνω η φλούδα·
+τόσ' ήταν κείνος μαλακός κ' είχε του ηλιού την λάμψι·
+γυναίκες τον εθαύμασαν πολλαίς οπού τον είδαν. 235
+και εις άλλο ακόμα πρόσεχε· δεν ξεύρ' αν ο Οδυσσέας
+είχεν από το σπίτι του τα ενδύματα, 'που εφόρει,
+ή φίλος αν τα χάρισεν, ότ' έμβαινε 'ς το πλοίο,
+ή ξένος· ότι αγάπησαν πολλοί τον Οδυσσέα,
+επειδή μες τους Αχαιούς ολίγους είχε ομοίους. 240
+κ' εγώ ξίφος ολόχαλκο και πορφυρήν χλαμύδα
+διπλήν ωραίαν του 'δωκα, και μακρυόν χιτώνα,
+και ως τ' εύμορφο καράβι του με σέβας τον επήρα.
+τον ακολούθα κήρυκας ολίγο ανώτερός του
+'ς την ηλικίαν ως και αυτόν θα σου τον παραστήσω· 245
+καμπούρης, μελαψός, σγουρός, κ' είχ' όνομα Ευρυβάτης·
+και αυτόν απ' τους συντρόφους του τιμούσ' ο Οδυσσέας
+εξόχως, ότι εταίριαζε μ' αυτόν εκείνου η γνώμη».
+
+Είπε, και αυτή πλειότερον πόθον του θρήνου αισθάνθη,
+άμα της είπε ασάλευτα γνωρίσματ' ο Οδυσσέας. 250
+και, αφού 'ς τον πολυδάκρυτον θρήνον εκείνη ευφράνθη,
+πάλι 'ς αυτόν απάντησεν, ωμίλησέ του και είπε·
+«Ω ξέν', είχες την λύπη μου και πριν, αλλ' από τώρα
+αγαπητός και σεβαστός 'ς το σπίτι μου συ θα 'σαι·
+τα ενδύματ', ως τ' ανάφερες, μ' αυτά τα χέρια πήρα 255
+κ' εδίπλωσ' απ' τον θάλαμο, και την λαμπρήν περόνην
+εκάρφωσα, καλλώπισμα να έχη αυτός, 'που οπίσω
+δεν θα 'λθη, αχ! να τον δεχθώ, 'ς την ποθητήν πατρίδα·
+μοίρα 'ς το πλοίον έφερε κακή τον Οδυσσέα,
+την Κακοΐλιον να ιδή την τρισκαταραμένην». 260
+
+Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·
+«Του Λαερτιάδη ω σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα,
+μη φθείρης την καλή σου ειδή, μη την καρδιά σου λυόνης
+τον σύντροφό σου κλαίοντας· πλην δεν σε κατακρίνω·
+κ' εάν κάθ' άλλη οδύρεται, τον άνδρα της αν χάση, 265
+'που τέκν' απόλαυσε απ' αυτόν, εσύ πώς να μην κλαίης
+τον Οδυσσέα, 'πώμοιαζε με τους θεούς, ως λέγουν;
+αλλά παύσε τα δάκρυα, τους λόγους μου ν' ακούσης·
+θέλει ομιλήσω αληθινά χωρίς το ουδέν να κρύψω,
+είδησι της επιστροφής πως έχω του Οδυσσέα, 270
+'που ζη σιμά, 'ς των Θεσπρωτών την κάρπιμη την χώρα,
+και πολλούς φέρει θησαυρούς 'που απ' το κοινό συνάζει·
+αλλ' έχασε 'ς τα σκοτεινά πελάγη τους συντρόφους
+με το καράβι, ως έπλεεν από την Θρινακία,
+ότι 'ς αυτόν ωργίσθηκαν ο Ήλιος και ο Δίας 275
+αφού τα βώδια φόνευσαν εκείνου οι σύντροφοί του·
+κείνοι 'ς τον πολυτάραχον πόντον χαθήκαν όλοι,
+και αυτόν, 'που επάνω ανέβηκε 'ς του πλοίου την καρίνα,
+τα κύματ' έβγαλαν 'ς την γη των θεογενών Φαιάκων,
+οπ' ως θεόν τον τίμησαν και τον φιλοδωρήσαν, 280
+και να τον στείλουν άβλαπτον ήθελαν 'ς την πατρίδα.
+και από καιρό θα 'ταν εδώ φθασμένος ο Οδυσσέας,
+αλλ' όμως συμφερώτερο του φάνη 'ς πολλά μέρη
+της γης γυρνώντας πράγματα πολλά να θησαυρίζη.
+τόσο πολλά τεχνάσματα γνωρίζ' ο Οδυσσέας, 285
+ουδέ θνητός ευρίσκεται να μετρηθή μ' εκείνον.
+αυτά μου είπε ο Φείδωνας, οπ' είναι βασιλέας
+των Θεσπρωτών, και ως σπόνδιζε 'ς το σπίτι ωρκίσθη εμπρός μου
+'που το καράβ' είχε ριχθή κ' οι σύντροφοι έτοιμ' ήσαν,
+'που κείνον θα οδηγήσουσι 'ς την ποθητήν πατρίδα. 290
+αλλ' έπεμψε μέ πρότερα, τι Θεσπρωτών καράβι
+έτυχε για το κάρπιμο Δουλίχιο να κινήση.
+και μου 'δειξ' όσους θησαυρούς εσύναξ' ο Οδυσσέας,
+'που αρκούσαν και την δέκατη να θρέψουν γενεά του·
+θησαυρούς τόσους είχε αυτός 'ς τα σπίτια του κυρίου. 295
+και 'ς την Δωδώνην έλεγεν ότ' είχε αυτός περάσει
+απ' του θεού το υψηλό δρυ το θέλημα του Δία
+ν' ακούση, αν ολοφάνερα ή μυστικά θα γύρη,
+τόσους αφού 'λειψε καιρούς, 'ς την ποθητήν πατρίδα.
+ιδού πώς κείνος σώζεται, κ' ήδη θα φθάση κ' είναι 300
+πολύ σιμά, και δεν αργεί να ιδή τους ποθητούς του
+και την πατρίδα· και άκουσε τον όρκο 'που σου δίδω·
+μάρτυς μου ο Δίας, των θεών ο εξαίσιος και πρώτος,
+και η γωνία, πώφθασα, του άπταιστου Οδυσσέα,
+πως όλα τούτα θα συμβούν καθώς τα λέγω τώρα· 305
+ο Οδυσσέας έρχεται τούτος πριν κλείσ' ο χρόνος,
+τούτος ο μήνας άμ' εβγή και άμα πατήσ' ο άλλος».
+
+Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη·
+«Τούτος ο λόγος άμποτε τέλος να λάβη, ω ξένε,
+και τότε την αγάπη μου θα γνώριζες και δώρα 310
+τόσο πολλά, 'π' όποιος σε ιδή θε να σε μακαρίζη.
+αλλ' άκουσ' ό,τι αλάθευτα προαισθάνεται η ψυχή μου·
+ούτ' ο Οδυσσέας θα 'λθη πλειά, προβόδισμ' ούτε θαύρης,
+ότι οδηγοί 'ς το σπίτι μας τέτοιοι δεν είναι πλέον,
+ως ο Οδυσσέας ικανός, αν ποτ' εζούσ', εφάνη, 315
+να δέχωνται, να προβοδούν τους σεβασμίους ξένους.
+τώρα τον ξένον νίψετε, θεράπαιναις, και κλίνην
+στρώσετε με λαμπρότατα παπλώματα και χλαίναις,
+γλυκείαν να 'χη ανάπαυσιν ως 'που να λάμψ' η 'μέρα,
+και αύριο θα τον λούσετε και χρίσετε άμα φέξη, 320
+όπως με τον Τηλέμαχο 'ς την τράπεζαν καθίση,
+'ς το μέγαρο· δεν θα χαρούν με τούτ' όσοι μνηστήρες
+τούτον λυπούν θανάσιμα, και ουδέ 'ς το εξής θα κάμουν
+τίποτ' απ' όσα βούλονται, και αν τρομερά θυμώσουν.
+και πώς συ, ξένε, ως προς εμέ θα μάθης αν των άλλων 325
+των γυναικών ανώτερη 'ς τον νου, 'ς την γνώσιν, είμαι,
+αν άλουστος, κακένδυτος, 'ς τα μέγαρα καθίσης
+'ς την τράπεζα; και των θνητών η ημέραις είν ολίγαις.
+άρ' όποιος δείχνετ' άπονος και άπονην γνώμην έχει,
+οι άνθρωποι όλοι, ενόσω ζη, κακά του καταριώνται, 330
+και απεθαμένον φοβερά τον ονειδίζουν όλοι·
+αλλ' όποιος δείχνετ' άψεγος και άψεγην γνώμην έχει,
+την δόξαν του 'τα πέρατα της γης οι ξένοι απλόνουν,
+και μύρι' ανθρώπων στόματα καλόν τον ονομάζουν».
+
+Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· 335
+«Του Λαερτιάδη σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα,
+έχω μισήσει και λαμπρά παπλώματα και χλαίναις,
+αφού της Κρήτης άφησα τα χιονισμένα όρη,
+κ' εβγήκα με μακρύκουπο καράβι 'ς τα πελάγη.
+τώρ' ας πλαγιάσω, 'ς άυπναις νυκτιαίς συνειθισμένος· 340
+επειδή νύκταις πέρασα πολλαίς 'ς αχρεία κλίνη,
+ως να 'λθη της καθ[λ]όθρονης Ηώς η λάμψ' η θεία
+ουδέ το ποδονίψιμο τώρα η καρδιά μου θέλει·
+ουδέ καμμιά των γυναικών το πόδι μου θα εγγίξη
+απ' όσαις εις το δώμα σου τώρ' έχεις υπηρέτραις, 345
+ειμή κάποια γερόντισσα, χρηστή γυναίκ', αν είναι,
+'που 'ς την καρδιά της να 'παθεν όσ' έχω παθημένα·
+εκείνης δεν θα εμπόδιζα τα πόδια μου να εγγίξη».
+
+Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη·
+«Ακριβέ ξένε —ότι κανείς των ξένων από πέρα 350
+συνετός τόσο και ακριβός 'ς το δώμα μου δεν ήλθε,
+τόσ' είναι σύνεσις πολλή και σκέψις 'ς ό,τι λέγεις,—
+τώρ' έχω εγώ γερόντισσαν, γνώσιν και νουν γεμάτην,
+αυτήν, 'που γλυκανάστησε τον άμοιρον εκείνον,
+και απ' της μητρός του την κοιλιά τα χέρια της τον πιάσαν· 355
+αυτή, και ας είναι αδύναμη, τα πόδια θα σου νίψη.
+Ευρύκλεια φρονιμώτατη, σήκω και του άρχοντά σου
+νίψε τον συνομήλικον και τώρ' ο Οδυσσέας
+'ς τα πόδια και 'ς τα χέρια με τούτον όμοιος είναι,
+ότ' οι θνητοί 'ς ταις συμφοραίς ογρήγορα γεράζουν». 360
+
+Αυτά 'πε και το πρόσωπον εσκέπασεν η γραία,
+κ' έβγαλε δάκρυα θερμά και με παράπον' είπε·
+«Ωιμέ, τέκνο, απελπίσθηκα για σε· σ' ωργίσθη ο Δίας
+ως δεν ωργίσθη άλλον θνητόν, θεόφοβος αν κ' ήσουν·
+ότι κανείς απ' τους θνητούς του χαιρεβρόντη Δία 365
+παχειά μεριά δεν έκαψε κ' εξαίσιαις εκατόμβαις,
+όσαις εσύ του πρόσφερες, ευχόμενος να λάβης
+γήρας καλόν και τον λαμπρόν υιόν σου ν' αναστήσης·
+και τώρα την επιστροφή μόνον εσέν' αρνήθη.
+και κείνον, αχ! 'ς την ξενιτειάν η δούλαις θ' αναπαίζαν, 370
+ότ' επατούσ' ο άμοιρος ς' τα σπίτια των μεγάλων,
+ως αναπαίζουν τώρα σέ τούταις η σκύλαις όλαις.
+των μιαρών τους υβρισμούς μισείς και να σε νίψουν
+δεν στέργεις, ώστ' επρόσταξεν εμέ, 'που πρόθυμ' είμαι,
+η Πηνελόπ' η φρόνιμη του Ικαρίου κόρη. 375
+τα πόδια θα σου νίψω εγώ χάριν της Πηνελόπης
+και χάριν σου, ότι ξύπνησαν 'ς τα βάθη της ψυχής μου
+πόνοι πολλοί· και πρόσεχε 'ς αυτό που θα προφέρω·
+πολλ' ήλθαν ήδη ξένοι εδώ ταλαίπωροι, αλλ' ακόμη
+άνδρα δεν είδα εγώ ποτέ να ομοιάζη του Οδυσσέα, 380
+ως εις το σώμα, 'ς την φωνή, 'ς τα πόδια, συ του ομοιάζεις».
+
+Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·
+«Ω γραία, τούτ' ομολογούν, εμέ και αυτόν όσ' είδαν,
+ότι ομοιότητ' έχουμε πολλήν εμείς οι δύο,
+καθώς και συ το νόησες με καλήν βλέψι κ' είπες». 385
+
+Είπε, κ' η γραία λέβητα, λαμπρόν ποδολουτήρα,
+επήρε, κ' έβαλε πολύ ψυχρό νερό, κατόπι
+ζεστό· κείνος εκάθιζε μακράν απ' την γωνίστρα,
+και προς το σκότος στράφη ευθύς, ότι του εμπήκε φόβος
+μη κείνη, ενώ τον έψαχνε, το λάβωμα γνωρίση 390
+και γνωσθούν όλα· εσίμωσεν η γρηά 'ς τον κύριόν της
+κ' ενόησ', ως τον ένιβε, το λάβωμ', οπού χοίρος
+με λευκό δόντι του 'καμε 'ς τον Παρνασό, 'που νέος
+εβγήκε τον Αυτόλυκο να ιδή, και τους υιούς του,
+μητρικόν πάππον του λαμπρόν, 'ς τον όρκο, 'ς την απάτη, 395
+πρώτον απ' όλους τους θνητούς· τον είχ' ο Ερμής προικίσει,
+επειδή του 'καιεν αρνιών καλά μεριά κ' ερίφων,
+και κείνος τον συνώδευε βοηθός παντού και φίλος.
+επέρασεν ο Αυτόλυκος 'ς την κάρπιμην Ιθάκη,
+και νεογέννητ' εύρηκε παιδί της θυγατρός του. 400
+'ς τα γόνατά του το 'θεσεν, άμ' είχε αποδειπνήσει,
+η Ευρύκλεια, και τον έκραξε κατ' όνομα και του 'πε·
+«Αυτόλυκ', εύρες όνομα συ τώρ' ό, τι θα βάλης
+εις του παιδιού σου το παιδί το πολυαγαπημένο».
+Απάντησεν ο Αυτόλυκος· «Κόρη μου και γαμβρέ μου, 405
+τ' όνομα τούτ', οπού θα ειπώ, βάλετε του παιδιού σας·
+εγώ', που τώρ' εδώ 'φθασα, συχναίς έδωσα οδύναις
+πολλών ανδρών και γυναικών 'ς την γη την πολυθρέπτρα·
+άρα Οδυσσέας όνομα να λάβη απ' ταις οδύναις·
+και οπόταν άνδρας έλθη αυτός 'ς το μέγα της μητρός του 410
+παλάτι, εκεί 'ς τον Παρνασόν, οπ' είναι οι θησαυροί μου,
+θα λάβη μέρος, και φαιδρόν θα τον ξεπροβοδήσω».
+
+Όθεν να λάβη τα λαμπρά χαρίσματ' ο Οδυσσέας
+ανέβη εκεί· και με χαραίς ο Αυτόλυκος τον δέχθη,
+και του Αυτολύκου τα παιδιά· κ' η μάννα της μητρός του 415
+η Αμφιθέα, κλείοντας αυτόν 'ς την αγκαλιά της
+την κεφαλή του φίλησε και τα λαμπρά του μάτια.
+και τα γενναία του παιδιά το γεύμα να ετοιμάσουν
+παράγγειλεν ο Αυτόλυκος' κ' υπάκουσαν εκείνοι,
+και βώδι ευθύς πεντάχρονον, αρσενικόν, εφέραν, 420
+το γδάραν, το συγύρισαν, και, αφού το τεταρτιάσαν,
+με τέχνη το ελιάνισαν, το πέρασαν 'ς ταις σούβλαις,
+και, αφού το ψήσαν εύμορφα, χώρισαν ταις μερίδαις.
+κατόπι τρώγαν κ' έπιναν ολήμερ' ως το δείλι,
+και απ' το τραπέζ' ισόμοιρο καρδιά δεν εστερήθη. 425
+και ο ήλιος άμ' εβύθισε κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα,
+επλάγιασαν να κοιμηθούν κ' εχάρηκαν τον ύπνο.
+εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη
+και του Αυτολύκου τα παιδιά και οι σκύλοι ξεκινήσαν
+εις το κυνήγι και μ' αυτούς ο θείος Οδυσσέας. 430
+το υψηλόν όρος πάτησαν του Παρνασού δασώδες,
+και 'ς τ' ανεμώδη 'πίλακκα δεν άργησαν να φθάσουν.
+κ' ενώ την γην ο ήλιος κτυπούσ' ως εσηκώθη
+απ' τον βαθύν Ωκεανό, 'που σιγανά κυλάει,
+'ς το δάσος μπήκαν οι οδηγοί, κ' εμπρός τους ερευνώντας 435
+τα ίχν' οι σκύλοι βάδιζαν, και οπίσω του Αυτολύκου
+ακολουθούσαν τα παιδιά, και ο θείος Οδυσσέας
+κοντά 'ς τους σκύλους κ' έσειε μακρόσκιο κοντάρι.
+και μέγας χοίρος κείτονταν 'ς το βάθος πυκνού λόγγου·
+κει μέσ' ούτ' άνεμοι φυσούν με την υγρή πνοή τους, 440
+ούτε του ήλιου πότ' έφθασαν οι φωτειναίς ακτίναις,
+ούτε βροχή πότ' έσπασε, τόσο πυκνός ο λόγγος
+ήταν, και φύλλα ευρίσκονταν σωρός αυτού χυμένα.
+και, ως άκουσε ποδοβολή σκύλων και ανδρών, 'που ερχόνταν,
+εμπρός τους στάθη από σιμά μέσ' άπ' τον λόγγ' ο χοίρος, 445
+όλαις ταις τρίχαις ώρθωσε και ως πυρ τα μάτια καίαν.
+απ' όλους πρώτος χύθηκεν επάνω τ' ο Οδυσσέας,
+την λόγχη ανασηκόνοντας με το βαρύ του χέρι
+να τον πληγώση· πρόλαβε να του τραβήση ο χοίρος
+'ς τον γόν' επάν' ως ώρμησε ξυστά, και σάρκα επήρε 450
+πολλήν το δόντι σχίζοντας, το κόκκαλο δεν ηύρε.
+'ς τον δεξιόν ώμο λάβωσε τον χοίρον ο Οδυσσέας
+κ' εβγήκ' η άκρη της λαμπρής λόγχης 'ς τ' αντίκρυ μέρος.
+χάμου βροντώντας έπεσε κ' επέταξ' η πνοή του.
+κείνον επιμελήθηκαν τα τέκνα του Αυτολύκου, 455
+και την πληγή του άπταιστου του θείου Οδυσσέα
+καλόδεσαν και μ' επωδή το μαύρο παύσαν αίμα,
+κ' έφθασαν εις τα δώματα του αγαπητού πατρός των.
+τότ' ο Αυτόλυκος και ομού τα τέκνα του Αυτολύκου,
+αφού καλά τον έγιαναν και τον φιλοδωρήσαν, 460
+φαδροί φαιδρόν τον έστειλαν 'ς την ποθητήν Ιθάκη.
+'ς τον γυρισμό του χάρηκαν οι σεβαστοί γονείς του,
+και πώς το λάβωμ' έλαβε να μάθουν ερωτούσαν·
+και αυτός τους εξιστόρησε πώς 'ς το κυνήγι χοίρος
+με λευκό δόντι ελάβωσεν αυτόν, οπότ' ανέβη 465
+'ς τον Παρνασό, με τους υιούς αντάμα του Αυτολύκου.
+
+Τούτο το λάβωμ' έπιασε κ' εγνώρισεν η γραία,
+κ' ευθύς το πόδι απόλυσε, κ' έπεσ' εκείνο μέσα
+'ς τον λέβητα, κ' εβρόντησε το χάλκινον αγγείο,
+'ς την άλλην έγυρε μεριά, και το νερόν εχύθη. 470
+χαράν και θλίψιν μέσα της συνάμ' αισθάνθη εκείνη,
+τα μάτια δάκρυα γέμισαν κ' εκόπηκ' η φωνή της·
+και το πηγούνι του 'πιασε κ' είπε· «Γλυκό παιδί μου,
+είσ' ο Οδυσσέας άσφαλτα· κι' αχ! δεν σ' έχω γνωρίσει
+πριν ψηλαφήσ' ολόκληρον εγώ τον κύριόν μου». 475
+
+Είπε και το βλέμμ' έστρεψε κατά την Πηνελόπη
+να φανερώσ' ότι έφθασε 'ς το σπίτι ο ποθητός της.
+και αυτή να ιδή δεν δύνονταν αντίκρ' ή να νοήση,
+διότ' η Αθήνη αλλού τον νου της έστρεψε· και κείνος
+απ' τον λαιμό την έπιασε με το δεξί του χέρι, 480
+και με τ' άλλο την έφερε σιμά του και της είπε·
+«Θα μ' αφανίσης, μάννα, συ; και 'ς τούτο το βυζί σου
+συ μ' έφερες· και τώρα εγώ, αφού πολλά 'χω πάθει,
+τον χρόνον έφθασα εικοστόν 'ς την γη την πατρική μου.
+αλλ' αφού συ το νόησες θεόθεν διδαγμένη, 485
+σίγα, μην άλλος άνθρωπος κανείς εδώ το μάθη.
+και άκουσε τώρ' ό,τι θα ειπώ και ο λόγος μου θα γείνη·
+αν μου υποτάξη ένας θεός τους θαυμαστούς μνηστήραις,
+ουδέ σε, την βυζάστρα μου, θα λυπηθώ, την ώρα
+'που 'ς τα ιδικά μου μέγαρα ταις δούλαις θα φονεύσω». 490
+
+Η Ευρύκλεια τότε η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη·
+«Τέκνο, ποιος λόγος σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα;
+ξεύρεις πως είν' ασάλευτη και αδάμαστ' η ψυχή μου,
+και, ως να 'μουν λίθος στερεός ή σίδερο, θα μείνω.
+και άλλο τι ακόμη θα σου ειπώ και βάλε το 'ς τον νου σου· 495
+αν σου υποτάξη ένας θεός τους θαυμαστούς μνηστήραις,
+μίαν προς μίαν θα σου ειπώ 'ς το σπίτι ταις γυναίκαις,
+και αυταίς, 'που σε καταφρονούν, και όσαις δεν έχουν κρίμα».
+
+Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·
+«Μάννα, τι θα ταις είπης συ; φροντίδα σου δεν είναι· 500
+θα ταις νοήσω μόνος μου καλώς, την καθεμία·
+σώπαινε συ, και 'ς των θεών το θέλημ' αναπαύου».
+
+Αυτά 'πε, και το μέγαρον διάβηκεν η γραία
+να φέρη ποδονίψιμο, τι χύθ' όλο το πρώτο·
+και αφού καλά τον ένιψε κ' εμύρωσεν εκείνη, 505
+εις την φωτιά να πυρωθή σίμωσε το θρονί του
+και με τα ράκη σκέπασε το λάβωμ' ο Οδυσσέας·
+τότ' άρχισεν η φρόνιμη να λέγη Πηνελόπη·
+«Ω ξένε, τώρα κάτι εγώ θα σ' ερωτήσω ακόμη·
+ότ' ήδη φθάνει της γλυκειάς ανάπαυσης η ώρα 510
+'ς αυτούς, 'που πιάν' ύπνος γλυκός, μ' όση και αν έχουν θλίψι.
+αλλ' άμετρην διώρισε λύπην 'ς εμένα η μοίρα.
+όσ' είν' ημέρα ευφραίνομαι με στεναγμούς, με θρήνους,
+'ς το σπίτι ενώ τα έργα μου προσέχω και των δούλων·
+αλλ' άμ' η νύκτα καταιβή και όλοι γλυκοκοιμούνται, 515
+'ς την κλίνην, οπού κείτομαι, την έρημη καρδία,
+σκληροί μου σφίγγουν λογισμοί και βιάζουν με να κλαίω.
+και όπως αηδόνα η πράσινη, η κόρη του Πανδάρου,
+γλυκολαλεί, της άνοιξης άμα ο καιρός γυρίση,
+ενώ 'ς των δένδρων κάθεται τα φουντωμένα φύλλα, 520
+και ως χύνει την πολόηχη φωνή της συχναλλάζει,
+τον Ιτυλόν της κλαίοντας, παιδί της, 'που 'χε σφάξει
+άγνωστα εκείνη, τον υιόν του Ζήθου βασιλέα·
+όμοια κ' εμένα εδώ κ' εκεί σαλεύεται η καρδία,
+αν θα σταθώ με το παιδί, και ως είμαι να φυλάγω 525
+το είναι μου, ταις δούλαις μου και το υψηλό παλάτι,
+σέβας της κλίνης νυμφικής και της φωνής του κόσμου,
+ή απ' τους μνηστήραις Αχαιούς ήδη θ' ακολουθήσω
+κείνον οπ' είναι ανώτερος και πλήθια δίδει δώρα.
+και όσ' ήταν άγνωστο παιδί δεν μ' εσυγχώρει ο υιός μου 530
+άνδρα να πάρω αφίνοντας του πρώτου ανδρός το δώμα·
+πλην τώρ' ότ' εμεγάλωσε και παλληκάρι εγίνη,
+λεπείται την ουσία του, 'που τρώγουν οι μνηστήρες,
+και τους θεούς παρακαλεί να υπάγω εις τους γονείς μου.
+αλλ' όνειρο τώρ' άκουσε, και να μου το εξηγήσης· 535
+'ς το σπίτι χήναις είκοσι με μοσκευτό σιτάρι
+εγώ τρέφω, κ' ευφραίνομαι καθώς ταις βλέπω εμπρός μου.
+μέγας αετός κυρτόμυτος απ' τ' όρος εκατέβη
+και τους λαιμούς των έκοψε· νεκραίς επέσαν όλαις
+'ς το μέγαρο, και ο αετός σηκώθη 'ς τον αιθέρα· 540
+κ' εγώ μες τ' όνειρ' έκαμνα ξεφωνητό και κλάψα·
+κ' εμένα η καλοπλέξουδαις κυκλώσαν Αχαιίδες
+ενώ 'κλαια πως αετός μου φόνευσε ταις χήναις·
+γύρισε αυτός κ' εκάθισε 'ς την κορυφή της σκέπης,
+και με φωνήν ανθρώπινη μ' εμπόδιζε να κλαίω· 545
+—θάρρεψε, ω κόρη του γνωστού 'ς τον κόσμον Ικαρίου,
+όχι όνειρον, αλλ' όραμα καλό 'που θ' αληθεύση·
+η χήνες τους μνηστήραις σου δηλούν, κ' εγώ, 'που ως τώρα
+ήμουν αετός, ο άνδρας σου τώρ' είμαι κ' επανήλθα
+να δώσω τέλος άσχημον εις όλους τους μνηστήραις.— 550
+αυτά 'πε κείνος και άφησεν εμένα ο γλυκός ύπνος·
+και όπως τα μάτια γύρισα 'ς το σπίτ' είδα ταις χήναις
+'που τρώγαν σίτον ως προτού τριγύρω 'ς την λεκάνη».
+
+Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·
+«Άλλην εξήγησι, ω γυνή, του ονείρου να ζητήση 555
+κανείς δεν δύνατ', επειδή το τέλος ο Οδυσσέας
+ο ίδιος είπε, και όλεθρος εις τους μνηστήραις όλους
+φανερός είναι και κανείς τον χάρο δεν θα φύγη».
+
+Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη·
+«Ω ξένε, υπάρχουν και άπιαστα όνειρα μωρολόγα, 560
+και όσα ονειρεύονται οι θνητοί δεν αληθεύουν όλα·
+ότι δυο πύλαις έχουμε των ελαφρών ονείρων·
+ελεφαντόπλαστ' είν' η μια κεράτιν' είν' η άλλη·
+και όσ' όνειρ' από τον σχιστόν ελέφαντα διαβαίνουν,
+όλ' απατούν τον άνθρωπον με ρήματα χαμένα, 565
+και όσ' από τα καλόξυστα κέρατα διαβαίνουν
+αληθινά τελεσφορούν 'ς εκείνον 'που τα βλέπει.
+πλην το πικρ' όνειρο, θαρρώ, κείθε 'ς εμέ δεν ήλθε·
+αχ! πόσην θα 'φερνε χαρά 'ς εμέ και 'ς το παιδί μου.
+και άλλο τι ακόμη θα σου ειπώ και βάλε το 'ς τον νου σου· 570
+έρχετ' η αυγή κατάρατη, 'που εμέν' από το σπίτι
+θα πάρη του Οδυσσέα μου· μέλλω να θέσω αγώνα
+αυταίς 'που κείνος έσταινε 'ς τα μέγαρά του αξίναις
+δώδεκα όλαις 'ς την σειράν, ως τα πλευρά των πλοίων,
+και από μακράν τοξεύοντας ταις διαπερνούσεν όλαις· 575
+τέτοιον αγώνα τώρα εγώ θα θέσω των μνηστήρων·
+και αυτόν, οπ' ευκολώτερα το τόξο θα τανύση,
+και όλαις αξίναις δώδεκα περάση, με το βέλος,
+θ' ακολουθήσω, αφίνοντας το δώμα τούτ', οπ' ήλθα
+νεόνυμφη, πανεύμορφο και θησαυρούς γεμάτο, 580
+οπού και μέσα 'ς τ' όνειρο συχνά θα το θυμώμαι».
+
+Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·
+«Του Λαερτιάδη σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα,
+τέτοιον αγώνα σπίτι σου να θέσης μην αργήσης·
+ότι πρώτα ο πολύγνωμος θα φθάση Οδυσσέας, 585
+πριν ή εκείνοι, ψάχνοντας το στιλβωμένο τόξο,
+και την χορδή τανύζοντας, τα σίδερα περάσουν».
+
+Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη·
+«Εάν εδώ καθήμενος εμέ να τέρπης, ξένε,
+ήθελες, δεν θα χύνονταν ύπνος 'ς τα βλέφαρά μου· 590
+αλλ' άυπνοι παντοτινά δεν γίνεται να μένουν
+οι άνθρωποι· και των θνητών εις κάθε πράγμα μέρος
+διώρισαν οι αθάνατοι, 'ς την γη την σιτοδώρα.
+αλλ' εγώ τώρα θ' αναιβώ 'ς τ' ανώγι να πλαγιάσω
+'ς την κλίνην πολυστένακτην, 'που δάκρυα την ποτίζουν 595
+τα μάτια μ' από την στιγμήν οπ' έφυγ' ο Οδυσσέας,
+την Κακοΐλιον να ιδή την τρισκαταραμένην·
+κει θα πλαγιάσω εγώ· και συ 'ς το σπίτι εδώ κοιμήσου·
+ή στρώσε χάμαι ή θέλησε να σου ετοιμάσουν κλίνη».
+
+Αυτά 'πε και 'ς τα υπέρλαμπρα τ' ανώγι' ανέβη εκείνη, 600
+όχι μόν', η θεράπαιναις σιμά την συνωδεύαν·
+και αφού 'ς τ' ανώγι ανέβηκεν εκείνη με ταις κόραις,
+τον ποθητόν της έκλαιεν, ως ότου γλυκόν ύπνο
+'ς τα βλέφαρα της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη.
+
+
+
+Ραψωδία Υ
+
+
+
+'Σ τον πρόδομον επλάγιαζεν ο θείος Οδυσσέας·
+επάνω εις βωδοτόμαρον αμάλακτ' είχε στρώσει
+πολλαίς προβείαις των αρνιών, 'που σφάζαν οι μνηστήρες·
+και, άμ' αναπαύθη, σκέπασμα του έρριξ' η Ευρυνόμη,
+αυτού κινώντας εις τον νουν ολέθρια 'ς τους μνηστήραις 5
+άγρυπνος έμενεν αυτός· και απ' το παλάτ' η κόραις,
+όσαις με κείνους άσεμνα να σμίγουν συνειθούσαν,
+βγαίναν και γέλια και χαραίς έκαμναν μεταξύ των.
+αλλ' εταράζετο η καρδιά 'ς τα σωθικά του εκείνου,
+και διαλογίζονταν πολύ μες της ψυχής τα βάθη, 10
+εάν θα ορμήση θάνατον να δώσ' εις καθεμία,
+ή αφήση με τους προπετείς μνηστήραις να 'χουν σμίξι
+την ύστερή των· και η καρδιά μέσα σφοδρά του αλύκτα.
+και ως σκύλ', οπού τα τρυφερά μικρά της περιτρέχει,
+άνθρωπον ξένον αλυκτά κ' είν' έτοιμη 'ς την μάχη· 15
+όμοια του αλύκτα μέσα του, καθώς αγανακτούσε.
+και την καρδιά του ωνείδισε, τα στήθη του κτυπώντας·
+— βάστα, καρδιά· σκυλίτερον έχεις βαστάσει πόνον,
+όταν ο άγριος Κύκλωπας μου 'τρωγε τους γενναίους
+συντρόφους· και συ βάστασες ως ότου απ' τ' άντρο κείνο, 20
+όπ' έβλεπες τον θάνατον, η γνώσι σ' έφερε έξω.—
+τους λόγους τούτους έλεγε προς την καρδιά του εκείνος·
+τότε 'ς αυτόν υπάκουσε με υπομονή μεγάλη
+μέσα η καρδιά του· πλην αυτός γύριζ' εδώθ' εκείθε·
+και ως ότε απ' αίμα γεμιστήν και απ' άλειμμα κοιλίαν 25
+άνθρωπος στρέφει εδώ κ' εκεί 'ς την φλόγα οπ' έχει ανάψει,
+ότι ποθεί ταχύτατα να την ιδή ψημένην,
+εδώθ' εκείθ' εγύριζε και αυτός κ' εμεριμνούσε
+το πώς τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήση
+μόνος, κ' εκείν' ήσαν πολλοί· τότε 'ς αυτόν η Αθήνη 30
+κατέβη από τον ουρανό κ' είχε θνητής το σχήμα·
+'ς την κεφαλή του στάθηκεν επάνω κ' είπ' εκείνου·
+«Πάλι αγρυπνείς, ο άμοιρος, ως άλλος δεν ευρέθη;
+ιδού, το σπίτι σου, κ' ιδού 'ς το σπίτ' η σύντροφός σου,
+και το παιδί σου, οπ' όμοιον κάθε πατέρας θέλει»· 35
+
+Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·
+«Ναι, τούτ' όσ' είπες, ω θεά, λάθος ποσώς δεν έχουν·
+αλλ' η ψυχή μου μεριμνά 'ς τ' ανήσυχά μου στήθη
+το πώς τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήσω
+μόνος, και πάντοτ' είναι αυτοί 'ς το δώμα συναγμένοι. 40
+και άλλο τι μεγαλήτερο μεριμνά μέσα ο νους μου·
+με του Διός την δύναμι και σέν' αν τους φονεύσω,
+πού θαύρω εγώ καταφυγή; να το σκεφθής ζητώ σε».
+
+Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη.
+«Άθλιε, και 'ς μικρότερον φίλον καθείς θαρρεύει 45
+θνητόν και οπού βουλεύματα τόσο πολλά δεν ξεύρει·
+αλλ' εγώ είμαι αθάνατη θεά, 'που σε φυλάσσω
+πάντοτε εις κάθε αγώνα σου· κ' ιδού τι σου κηρύττω·
+κ' εάν τους δυο μας έζωναν θνητών ανθρώπων λόχοι
+πεντήκοντα, με ορμή πολλή 'ς τον φονικόν αγώνα, 50
+και αυτών ακόμη θα 'παιρνες τα βώδια και τ' αρνία.
+κοιμήσου τώρα· είναι βαρύ πολύ να ολονυκτήσης
+άγρυπνος· και από τα δεινά να βγης δεν θέλει αργήσης».
+
+Αυτά 'πε κ' ύπνον έχυσεν εις τα ματόφυλλά του,
+και πάλ' η ασύγκριτη θεά 'ς τον Όλυμπον ανέβη. 55
+Και ο ύπνος ως τον έπιανε και του 'λυε τα μέλη
+και ταις φροντίδαις, η χρηστή γυναίκα του εξυπνούσε
+κ' εκάθισε και δάκρυζε 'ς την μαλακή της κλίνη·
+και αφού 'ς τους θρήνους χόρτασε την θλιβερή καρδιά της,
+'ς την Άρτεμιν η ασύγκριτη γυναίκα ευχήθη πρώτα· 60
+«Αγία κόρη του Διός, Άρτεμις, άμποτ' ήδη
+το στήθος μου τοξεύοντας να μ' έσβυνες αμέσως,
+ή ας μ' άρπαζεν ανεμική και ας μ' έσερνε μαζή της
+'ς τ' ανήλια περάματα και να με φέρη πέρα
+'ς του οπισθορμήτου Ωκεανού το στόμα να με ρίξη. 65
+και ως σήκωσαν η ανεμικαίς ταις κόραις του Πανδάρου,—
+ταις ωρφανεύσαν οι θεοί, και αφού 'ς το σπίτι εμείναν
+έρημαις, βρεφοκόμησεν αυταίς η Αφροδίτη,
+και με τυρί ταις έτρεφε, κρασί γλυκό, και μέλι.
+η Ήρα ταις εχάρισεν, ως εις θνητήν καμμίαν, 70
+γνώσι και κάλλη, ανάστημα η Άρτεμις η αγία,
+κ' έργα να εργάζωνται λαμπρά ταις δίδαξεν η Αθήνη·
+και ως ν' αναιβή 'ς τον Όλυμπον η Αφροδίτ' η θεία,
+των κορασίδων την χαρά του γάμου να ζητήση
+από τον Δία βροντητή, 'που, των απάντων γνώστης, 75
+την μοίρα και την αμοιριά κάθε θνητού γνωρίζει,
+ταις κόραις σήκωσαν ευθύς η άρπυιαις και ταις δώσαν
+των Εριννύων των φρικτών να ταις περιποιούνται,—
+όμοια κ' εμέ ν' αφάνιζαν οι κάτοικοι του Ολύμπου
+ή και ας μ' εκτύπ' η Άρτεμις, όπως τον Οδυσσέα 80
+'ς τον νου θωρώντας καταιβώ 'ς τον μισημένον Άδη,
+να μην ευφράνω την ψυχήν ανθρώπου κατωτέρου.
+αλλ' ο θλιμμένος δύναται την λύπη να υπομένη
+αν ολημέρα οδύρεται, και οπόταν φθάν' η νύκτα
+τον πάρ' ο ύπνος, ότι αυτός, 'ς τα βλέφαρ' άμα πέση, 85
+και τα καλά και τα κακά 'ς την λησμονιά βυθίζει.
+αλλά 'ς εμέ και ονείρατα κακά μου στέλν' η μοίρα.
+και τούτην πάλι την νυκτιά 'ς το πλάγι μου τον είχα,
+ως ήταν ότ' εκίνησε με τον στρατόν, κ' εχάρην
+όψιν ότ' είδ' αληθινήν, όχι όνειρον, εμπρός μου». 90
+
+Αυτά 'πε, κ' η χρυσόθρονη Ηώ 'ς τον κόσμο εφάνη·
+και οπ' έκλαιε την νόησε μακρόθεν ο Οδυσσέας,
+κ' έμεινε και του φάνη πως τον γνώρισ' ήδη εκείνη
+και του 'στεκε 'ς την κεφαλή· και άρπας' ευθύς την χλαίνα
+και ταις προβειαίς, 'που πλάγιαζε, και απόθεσέ τα εις θρόνον 95
+'ς το μέγαρο, κ' έξ' έφερε τα βώδινο τομάρι.
+και τα χέρια σηκόνοντας είπε· «Πατέρα Δία,
+εάν τωόντ' η αγάπη σας, αφού μ' εβασανίστε,
+από στερηαίς και θάλασσαις μ' ωδήγησε 'ς την γην μου,
+απ' τους θνητούς, οπού ξυπνούν, κάποιος φωνήν ας βγάλη 100
+μέσαθε, κ' έξω του Διός άλλο ας φανή σημείον».
+
+Ευχήθη και τον άκουσεν ο πάνσοφος ο Δίας,
+και απ' τα νεφώδ' υψώματα του ακτινοβόλου Ολύμπου
+βρόντησ' ευθύς· εχάρηκεν ο θείος Οδυσσέας.
+και από το σπίτι πρόβαλε φωνήν γυναίκ' αλέστρα 105
+πλησίον, οπ' ευρίσκονταν οι μύλοι του κυρίου,
+και δώδεκ' αγωνίζονταν γυναίκες να ετοιμάσουν
+κριθάλευρα, σιτάλευρα, μεδούλι των ανθρώπων.
+κ' η άλλαις άμ' απάλεσαν κοιμώνταν· μόνη εκείνη
+άλεθε ακόμ' η αδύναμη· τον μύλον η θλιμμένη 110
+κράτησε, κ' έβγαλε φωνή, σημάδι του κυρίου·
+«Δία πατέρα, 'που εις θεούς και ανθρώπους βασιλεύεις,
+μεγάλα εβρόντησες από τον κάταστρον αιθέρα,
+ούδ' είναι νέφος πουθενά· κάποιο σημείον δείχνεις·
+κ' εμένα τώρα της πτωχής 'ς ό,τ' είπω δόσε τέλος· 115
+ύστερη σήμερα φορά 'ς το σπίτι του Οδυσσέα
+να ευφρανθούν το πρόσχαρο συμπόσιον οι μνηστήρες·
+αυτοί, 'που 'ς τ' άλεσμα βαρύ τα γόνατα μού κόψαν
+και την καρδία, τώρα εδώ να φάγουν το ύστερό τους».
+
+Αυτά 'πε· και απ' τον κλήδονα και απ' την βροντήν του Δία 120
+ο Οδυσσέας θάρρεψε να εκδικηθή τους πταίσταις.
+
+Η άλλαις δούλαις 'ς τα λαμπρά δώματα του Οδυσσέα
+συναθροιζόνταν και άναφταν φωτιάν εις την γωνίστρα·
+εγέρθη και ο Τηλέμαχος, το ισόθεο παλληκάρι,
+ενδύθη και το κοφτερό σπαθί 'ς τον ώμο εζώσθη. 125
+'ς τα λαμπρά πόδια τα καλά προσέδεσε πεδούλια,
+κοντάρι πήρε δυνατό μ' ακονισμένη λόγχη,
+και 'ς το κατώφλι στάθηκε κ' είπε της Ευρυκλείας·
+«Γερόντισσα, ετιμήσετε τον ξένον εις το σπίτι
+με στρώμα και με φαγητόν, ή μένει αμελημένος; 130
+ότ' η μητέρα μου συχνά, μ' όλην την γνώσι 'πώχει,
+ως τύχη, τον χειρότερον απ' τους θνητούς ανθρώπους
+τιμά, και τον καλήτερον καταφρονεί και διώχνει».
+
+Η Ευρύκλεια τότ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη·
+«Ω τέκνο μου, 'ς την άπταιστη μην αποδίδης πταίσμα· 135
+κρασί 'πινε καθήμενος, όσ' ήθελε, αλλά πλέον
+πείναν δεν είχε, ως έλεγε 'ς αυτήν, 'που τον ερώτα.
+και την γλυκειάν ανάπαυσιν ότ' ενθυμήθη εκείνος,
+κλίνην αυτή παράγγειλε ταις δούλαις να του στρώσουν,
+και αυτός ως έρμος άμοιρος δεν έστεργε να πέση 140
+εις κλίναις και παπλώματα, αλλ' εις βωδιού τομάρι
+αμάλακτο και 'ς ταις προβειαίς, 'ς τον πρόδομο, κοιμήθη.
+κατόπιν εμείς σκέπασμα του ρίξαμεν επάνω».
+
+Αυτά 'πε, και ο Τηλέμαχος κρατώντας το κοντάρι
+εβγήκε και γοργόποδες δυο σκύλοι ακολουθούσαν, 145
+και κίνησε 'ς την σύνοδο των Αχαιών να φθάση·
+των δούλων ωστόσ' έλεγεν η θαυμαστή γυναίκα
+Ευρύκλεια, 'που ήταν γέννημα του Ώπα Πεισηνορίδη·
+«Κινείσθε· σεις σαρώσετε και ράνετε το δώμα,
+και 'ς τα καλόφθειαστα θρονιά τους πορφυρούς απλώστε 150
+τάπηταις· σεις, ταις τράπεζαις σφογγίσετ' όλαις γύρω,
+και τους κρατήραις και μαζή τα τεχνικά ποτήρια
+τα δίκουπα καθάρετε· κ' η άλλαις εις την βρύσι
+πάτε, να φέρετε νερό, και αυτού να μην αργείτε·
+ότ' οι μνηστήρες γρήγορα 'ς το μέγαρο θα φθάσουν 155
+πολύ πρωί· τι σήμερον εορτάζει ο κόσμος όλος».
+
+Είπε, και αυταίς υπάκουσαν αμέσως 'ς την φωνή της.
+είκοσι πήγαν απ' αυταίς 'ς την ισκιασμένη βρύσι,
+η άλλαις επιδέξια 'ς τα δώματα ενεργούσαν.
+
+Εμπήκαν και των Αχαιών οι ακόλουθ' υπηρέταις, 160
+και ξύλα σχίσαν τεχνικά· και από την βρύσι φθάσαν
+
+η κόραις· ο χοιροβοσκός και αυτός κατόπιν ήλθε·
+κ' έφερνε τρία διαλεκτά θρεφτάρι' απ' το κοπάδι.
+άφησ' εκείνα 'ς το λαμπρό περίφραγμα να βόσκουν,
+και αυτός γλυκά προσφώνησεν ευθύς τον Οδυσσέα· 165
+«Ξένε, κάπως καλήτερα σε βλέπουν οι μνηστήρες,
+ή ακόμη σε καταφρονούν 'ς τα μέγαρα ωσάν πρώτα;»
+
+'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·
+«Αχ,! οι θεοί, φίλ' Εύμαιε, τ' όνειδος να κτυπούσαν
+οπ' ενεργούν τούτ' οι ασεβείς παράνομοι και αυθάδεις 170
+'ς το ξένο σπίτι, κ' εντροπής μέρος ποσώς δεν έχουν».
+
+Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους.
+ωστόσο και ο γιδοβοσκός Μελάνθιος ήλθε κ' είχε
+δύο βοσκούς κατόπι του, 'που ωδήγαν διαλεμμένα
+ερίφι' απ' όλαις ταις κοπαίς να φάγουν οι μνηστήρες. 175
+εις την βροντερήν αίθουσα τα έδεσε αποκάτω
+και αυτός πικρά προσφώνησεν ευθύς τον Οδυσσέα·
+«Ξένε, 'ς το δώμ' ακόμη εδώ θε να μας βασανίζης,
+ολόγυρα ζητεύοντας, κ' εδώθε δεν θα φύγης;
+την φορά ταύτην άσφαλτο δεν θέλει χωρισθούμε 180
+πριν συγκρουσθούν οι γρόνθοι μας· ότ' είσ' αισχρός ζητιάνος·
+κ' είναι και αλλού των Αχαιών τραπέζια, να πηγαίνης».
+
+Αυτά 'πε και ο πολύγνωμος εσώπαινε Οδυσσέας,
+αλλ' έσεισε την κεφαλή και ολέθρια μελετούσε.
+
+Και τρίτος ο Φιλοίτιος, άρχος ανδρών, τότ' ήλθε, 185
+κ' έφερνε στείραν δάμαλην κ' ερίφια των μνηστήρων.
+απ' την αντίκρυ στερεά τους πέρασαν περάταις,
+'που κροβοδούν κάθ' άνθρωπον οπόταν τους ζητήση.
+εις την βροντερήν αίθουσα τα έδεσε αποκάτω
+κ' επήγε 'ς τον χοιροβοσκό σιμά και τον ερώτα· 190
+«Χοιροβοσκέ, ποιος είν' αυτός ο ξένος, 'που τώρ' ήλθε
+εις το παλάτι μας; και ποιών ανδρών καυχάτ' ότ' είναι
+γέννημ' αυτός; ποιαν γενεάν και ποιαν έχει πατρίδα;
+ο άμοιρος! και φαίνεται 'ς την όψι βασιλέας.
+αλλ' αφανίζουν οι θεοί τους περιπλανωμένους, 195
+όταν τους κλώσουν συμφοραίς, και βασιλείς αν είναι».
+
+Είπε, τον επλησίασε και τον εκαλοδέχθη
+με την δεξιά, και του 'λεγε με λόγια πτερωμένα·
+«Πατέρα ω ξένε, χαίρε μου· καλαίς να ιδής ημέραις
+καν εις το εξής· τώρα πολλά σε βασανίζουν πάθη. 200
+πάτερα Δία, ποιος θεός ολέθριος είν' ως είσαι;
+αφού τους γέννησες εσύ, τους άνδραις δεν λυπείσαι
+και τους βυθίζεις 'ς άμετρη φρικτή ταλαιπωρία.
+ίδρωσα ως σ' είδα, εδάκρυσα, ενώ τον Οδυσσέα
+αμέσως ενθυμήθηκα, διότι, θαρρώ, και κείνος 205
+μ' όμοια ράκη επάνω του 'ς τον κόσμο παραδέρνει,
+αν είναι ακόμη 'ς την ζωή, του ηλιού το φως αν βλέπει·
+και αν εις τον Άδη ευρίσκεται, αχ! ορφανόν μ' αφήκε
+ο ισόθεος Οδυσσέας μου, 'που νέον ταις δαμάλαις
+να επιστατήσω μ' έβαλε 'ς την γη των Κεφαλλήνων· 210
+γίνονται τώρ' αμέτρηταις, ουδέ βοσκός πότ' είδε
+τόσον η πλατυμέτωπαις δαμάλαις να πληθύνουν.
+και προσταγμένος φέρνω ταις να ταις χαρούν οι ξένοι,
+'που το παιδί 'ς το σπίτι του δεν σέβονται, ουδέ τρέμουν
+την θείαν δίκην, ότι αυτοί να μοιρασθούν ζητούσι 215
+του βασιλέα τα καλά τον πολυεξωρισμένου.
+και μες τα βάθη της ψυχής τούτο γυρίζει ο νους μου
+πολύ συχνά· μέγα κακόν, ενώ σώζετ' υιός του,
+να φύγω, να ξενιτευθώ, μαζή με ταις δαμάλαις·
+αλλά πάλι χειρότερο, να μένω αυτού ταις ξέναις 220
+δαμάλαις να φυλάσσω εγώ με πόνο της ψυχής μου.
+θα 'χα προσφύγει από καιρόν εις μέγαν βασιλέα
+άλλον, ότ' είναι αβάστακτα κείνα οπού βλέπω πλέον·
+αλλ' ακόμη τον άμοιρον στοχάζομ', ίσως έλθη
+κάπουθε, και 'ς τα δώματα σκορπίση τους μνηστήραις». 225
+
+'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·
+«Βουκόλε, αφ' ούτε ανόητος ούτε αγενής συ δείχνεις,
+κ' εγώ βλέπ' ότ' η σύνεσις ταις φρέναις σου φωτίζει,
+άκου τι λέγω και φρικτόν όρκον ομόνω ακόμη·
+μάρτυς μου ο Δίας ύψιστος, το ξενικό τραπέζι 230
+και η γωνία, 'πώφθασα, του άπταιστου Οδυσσέα,
+συ δω θα ήσαι και άσφαλτα θα φθάσ' ο Οδυσσέας,
+και με τα μάτια σου θα ιδής, αν θέλης, τους μνηστήραις,
+'που ηγεμονεύουν τώρα εδώ, να πέφτουν σκοτωμένοι».
+
+'Σ εκείνον τότε απάντησεν ο άνδρας ο βουκόλος· 235
+«Α! ξένε, να τελείονεν ό,τ' είπες ο Κρονίδης!
+θα 'βλεπες πώς μ' ακολουθούν τα χέρια μου τ' ανδρεία».
+
+Και ομοίως 'ς όλους τους θεούς ο Εύμαιος ευχήθη
+να φθάση ο πολύνοος 'ς το δώμα του Οδυσσέας.
+
+Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους. 240
+του Τηλεμάχου αφανισμόν ωστόσον οι μνηστήρες
+έπλεκαν· αλλ' αριστερό πουλί 'ς αυτούς εφάνη,
+υψηλοπέτης αετός, 'που εκράτει περιστέραν.
+τους είπε τότ' ο Αμφίνομος^ «Δεν θέλει ορθοποδήση,
+ω φίλοι, ό,τι ωργανίσαμε, του Τηλεμάχου ο φόνος· 245
+αλλά τώρ' ας φροντίσουμε να ετοιμασθή το γεύμα».
+
+Είπε, κ' εις όλους άρεσεν ο λόγος του Αμφινόμου.
+και άμ' έφθασαν 'ς τα δώματα του θείου Οδυσσέα,
+εις ταις καθήκλαις. 'ς τα θρονιά, ταις χλαίναις αποθέσαν·
+κ' έσφαζαν κείνοι αρνιά τρανά κ' ερίφια σαρκωμένα, 250
+χοίρους θρεφτούς και δάμαλην και, αφού τα σπλάχνα ψήσαν,
+τα μοίραζαν και το κρασί συγκέρναν 'ς τους κρατήραις.
+ο χοιροτρόφος έδιδε τριγύρω τα ποτήρια,
+τον σίτον ο Φιλοίτιος, ο άρχος των ανθρώπων,
+μέσα 'ς τα ωραία κάνιστρα· κ' εκέρνα ο Μελανθέας· 255
+και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που εμπρός τους είχαν.
+
+Και δίβουλα ο Τηλέμαχος εκεί τον Οδυσσέα
+έσταινε μες το μέγαρο το στερεό, πλησίον
+'ς το πέτρινο κατώφλιον, αφού μικρό τραπέζι
+του 'θεσε και άπρεπο σκαμνί, κ' έβαλ' εμπρός του σπλάχνα. 260
+και με κρασί του γέμισε χρυσό ποτήρι κ' είπε·
+«Μες τους μνηστήραις άφοβα συ κάθησαι και πίνε·
+και απ' εμπαιγμούς και από κτυπιαίς εγώ θα σε φυλάξω,
+ότι δεν είναι του κοινού το σπίτι τούτο, αλλ' είναι
+του Οδυσσέα και 'ς εμέ το 'χει αποκτήσει εκείνος· 265
+και σεις από τους υβρισμούς απέχετε, ω μνηστήρες,
+και από τα χέρια, μη συμβή πικρή φιλονεικία».
+
+Αυτά 'πε, και όλοι δάγκασαν τα χείλη τους εκείνοι,
+θαύμαζαν τον Τηλέμαχο με θάρρος πώς ωμίλει.
+και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος ανάμεσά τους είπε. 270
+«Αν και πικρός είν' Αχαιοί, του Τηλεμάχου ο λόγος,
+ας τον δεχθούμε· ωμίλησε με τρομερή φοβέρα·
+το στόμα θα του κλείαμεν, αν είχε αφήσει ο Δίας,
+'ς τα μέγαρά του, αν και υψηλά σηκόνει την φωνή του».
+
+Αυτά 'πεν ο Αντίνοος, και αδιαφορούσ' εκείνος. 275
+και από την πόλι 'ς το πυκνό του μακροβόλου Φοίβου
+δάσος έφερναν κήρυκες την θείαν εκατόμβη,
+'ς των κομοφόρων Αχαιών τα συναγμένα πλήθη.
+
+Και αυτοί τα επάνω κρέατα ψημέν' αφού σηκώσαν
+μερίδαις κάμαν και άρχιζαν το θαυμαστό τραπέζι· 280
+τότ' οι υπηρέταις έθεσαν μερίδα του Οδυσσέα
+όσην και κείνοι ελάμβαναν, ως είχε παραγγείλει
+ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα.
+
+Αλλ' η Αθηνά δεν άφινε τους ανδρικούς μνηστήραις
+απ' τους πικρούς ονειδισμούς να παύσουν, όπως κάμη 285
+του Οδυσσέα πλειά βαθειά να 'μπη 'ς τα σπλάχνα ο πόνος.
+και άνδρας, 'που αγάπα τ' άδικα, μες τους μνηστήραις ήταν·
+Κτήσιπτος ωνομάζονταν, 'ς την Σάμη κατοικούσε·
+εις τα περίσσια πλούτη του θαρρώντας, την γυναίκα
+του Οδυσσέα μνήστευε του πολυεξωρισμένου. 290
+εκείνος τότε ωμίλησε των υβριστών μνηστήρων·
+«'Σ ό,τι θα ειπώ προσέξετε, μνηστήρες ανδρειωμένοι·
+ίσην μερίδ' απόλαυσεν ο ξένος, ως αρμόζει·
+καλό δεν είν' ή δίκαιον να στερηθούν οι ξένοι
+του Τηλεμάχου, οπ' έρχονται 'ς το δώμα τούτο ικέταις. 295
+αλλ' ας του δώσω χάρισμα κ' εγώ, να το προσφέρη
+και αυτός εις την λουτράρισσαν, ή 'ς άλλην απ' ταις δούλαις
+'που ευρίσκονται 'ς τα δώματα του θείου Οδυσσέα».
+
+Είπε και πόδι βωδινόν άρπαξε απ' το καλάθι
+και το 'ριξε· την κεφαλή γλυκόγυρ' ο Οδυσσέας 300
+να το ξεφύγη, κ' έβγαλε πικρόγελο η ψυχή του·
+ήλθεν αυτό κ' εκτύπησε τον στερεωμένον τοίχο.
+ωνείδισ' ο Τηλέμαχος τον Κτήσιππο και του 'πε·
+«Το πράγμ' ως ήλθε, Κτήσιππε, να χαίρετ' η ψυχή σου·
+τον ξένον δεν επίτυχες, ότι εφυλάχθη μόνος· 305
+άλλως μ' ακόντι κοφτερό θα σ' άνοιγα τα σπλάχνα·
+τότε ο πατέρας σου ταφή θα ετοίμαζε αντί γάμου
+δω μέσα· και μη κάμετε 'ς το σπίτι μου ασχημίαις·
+ότ' ήδη ο νους μου αισθάνεται, διακρίνει το καθένα,
+και το καλό και το κακό, και πλειά παιδί δεν είμαι. 310
+βλέπουμε, και υποφέρουμε να σφάζονται τ' αρνία
+και τα κρασί να πίνεται, να δαπανάται ο σίτος·
+ότ' είν' έργον βαρύτατον ένας πολλούς να διώξη.
+αλλά να παύσετε 'ς τα εξής σκληρά να μ' αδικήτε·
+και αν να με θανατώσετε σας σπρώχν' ήδ' η ψυχή σας, 315
+το 'θελα εγώ καλήτερα, καλλιάχω ν' αποθάνω,
+παρά να βλέπ' ολοκαιρίς τόσ' έργα εντροπιασμένα,
+να υβρίζουν, να κακοποιούν τους ξένους, και ταις δούλαις
+μέσα 'ς τα ωραία δώματα ξεντροπιαστά να σέρνουν».
+
+Αυτά 'πε, και όλοι εσίγησαν, άφωνοι έμειναν όλοι· 320
+και αργότερ' ο Αγέλαος Δαμαστορίδης είπε·
+«Ω φίλοι, οπόταν ειπωθή λόγος ορθός δεν πρέπει
+ενάντια να λογομαχή κανείς και να θυμόνη.
+τον ξένον μην υβρίζετε, μήτε κανέναν άλλον
+των δούλων εις τα δώματα του θείου Οδυσσέα. 325
+και λόγον εγώ θά 'λεγα γλυκόν του Τηλεμάχου,
+και της μητρός του, αν έστεργαν να τον δεχθούν και οι δύο.
+όσον ελπίδ' απόμενε 'ς τα βάθη της ψυχής σας
+'ς το σπίτι του ο πολύνοος να φθάση Οδυσσέας,
+καλώς τον περιεμένετε, και ακόμη τους μνηστήραις 330
+'ς τα δώματ' είχετ', επειδή τούτο σας ωφελούσε,
+αν 'ς την πατρίδα εγύριζεν από τα ξένα εκείνος·
+αλλ' είναι τώρα φανερό 'που δεν θα γύρη πλέον·
+αλλά συ την μητέρα σου συμβούλευε να πάρη,
+κείνον οπ' είναι ανώτερος και πλειότερα χαρίζει, 335
+εσύ να χαίρεσ' ήσυχος τα πλούτη του πατρός σου
+όλα, και κείνη του άλλου ανδρός το σπίτι να προσέχη».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος· «Αγέλαε, μα τον Δία
+και μα τα πάθη του πατρός, 'που πέρ' απ' την Ιθάκη
+περιπλανάτ' ή χάθηκε, τον γάμο της μητρός μου 340
+δεν αναβάλλω εγώ ποσώς, αλλ' άνδρ' όποιον θελήση
+να πάρη την παρακινώ, και άπειρα δίδω δώρα·
+να την προστάξω εντρέπομαι, χωρίς να το θελήση,
+να φύγη από το μέγαρο· τούτο θεός μη δώση».
+
+Αυτά 'πεν ο Τηλέμαχος· κ' η Αθήνη 'ς τους μνηστήραις 345
+γέννησε γέλωτ' άσβυστον, και εσκότισε τον νουν των·
+και με σαγόνι' αλλότρια γελούσαν ήδη εκείνοι
+και κρέατ' αιματόβρεκτα μασσούσαν, κ' εγεμίσαν
+δάκρυα τα μάτια, και οδυρμούς προέβλεπε η ψυχή τους.
+τότ' είπεν ο θεόμορφος Θεοκλύμενος 'ς εκείνους· 350
+«Α! δύστυχοι! ποια συμφορά σας ηύρε; μαύρη νύκτα
+ταις κεφαλαίς, τα πρόσωπα, τα γόνατα, σας ζώνει·
+άναψε ο θρήνος, δάκρυα 'ς τα μάγουλά σας ρέουν,
+και τα λαμπρά μεσόστυλα και οι τοίχοι στάζουν αίμα.
+πρόθυρο, αυλή, σκιαίς νεκρών γεμίσαν κινημέναις 355
+κατά το ανήλιον Έρεβος· ο ήλιος εσβύσθη
+'ς τον ουρανό, και απλώθη αυτού γύρω κακή μαυρίλα».
+
+Αυτά 'πε, και όλοι εγέλασαν εκείνοι από καρδίας·
+άρχισε τότε ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου·
+«Τρελλός είν' ο νεόφερτος ο ξένος από πέρα· 360
+αλλ' αυτόν οδηγήσετε να φύγη ευθύς, ω νέοι,
+να καταιβή 'ς την αγοράν, αφού δω νύκτα βλέπει».
+
+Απάντησε ο θεόμορφος Θεοκλύμενος εκείνου·
+«Συ να μου δώσης οδηγούς, Ευρύμαχε, δεν θέλω·
+έχ' οφθαλμούς, έχω κι' αυτιά, κ' έχω τα δυο μου πόδια, 365
+και μες τα στήθη μ' είναι νους ως πρέπει μορφωμένος.
+μ' αυτά θα φύγω εδώθ' ενώ βλέπω κακό 'που φθάνει,
+'ς του καθενός την κεφαλή να πέση των μνηστήρων,
+όσοι μέσα 'ς τα δώματα του θείου Οδυσσέα
+υβρίζετ' όλους και φρικταίς εργάζεσθε ανομίαις». 370
+
+Είπε και απ' το καλόκτιστο παλάτι εξήλθ' εκείνος,
+κ' επήγεν εις τον Πείραιον, 'που πρόθυμα τον δέχθη.
+τότ' οι μνηστήρες κύτταζαν ένας τον άλλον και όλοι
+κεντούσαν τον Τηλέμαχον και ανάπαιζαν τους ξένους·
+και κάποιος τότε ωμίλησε των αποτόλμων νέων· 375
+«Τηλέμαχε, κακόξενος, ως είσαι, δεν είν' άλλος·
+τούτον ως έχεις τώρα εδώ τον ρυπαρόν πλανήτην,
+'που τρώγει πίνει αχόρταστος, ούτε 'ς την εργασία
+ούτε 'ς ταις μάχαις έμπειρος, της γης χαμένο βάρος.
+και άλλος σηκώθη πάλι εδώ τον μάντη να σου κάμη· 380
+αλλ' αν μ' ακούσης πλειότερην ωφέλεια θ' αποκτήσης·
+εις κάραβο πολύσκαρμον ας φορτωθούν οι ξένοι
+ν' αποσταλούν 'ς τους Σικελούς, κέρδος καλό να πάρης».
+
+Τούτα οι μνηστήρες έλεγαν και αδιαφορούσ' εκείνος,
+και τον πατέρα του άφωνος εκύττα καρτερώντας 385
+πότε θα πέση να κτυπά τους αναιδείς μνηστήραις.
+
+Και ως είχε στήσει αντίκρυ των το υπέρλαμπρο θρονί της,
+η Πηνελόπ' η φρόνιμη του Ικαρίου κόρη,
+όλ' άκουεν, όσ' έλεγαν οι άνδρες εις το δώμα,
+ενώ με γέλια, με χαραίς, εκάθιζαν 'ς το γεύμα, 390
+το πρόσχαρο, το ευφραντικόν, ότ' είχαν πολλά σφάξει·
+αλλ' άλλος δείπνος άχαρος δεν γίνετ' ως ο δείπνος,
+'πώμελλαν γλήγορα η θεά και ο άνδρας ο γενναίος
+να τους προσφέρουν, ότι αυτοί τον αδικήσαν πρώτοι.
+
+
+
+Ραψωδία Φ
+
+
+
+Τότε 'ς τον νου της έβαλεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη,
+της Πηνελόπης φρόνιμης του Ικαρίου κόρης,
+τόξο και σίδερο λευκό να θέση των μνηστήρων,
+αγώνα και του φόνου αρχήν, 'ς το σπίτι του Οδυσσέα.
+και την υψηλήν κλίμακα του δόμου της ανέβη, 5
+'ς τ' απαλό χέρι το κλειδί πήρε γυρτόν, ωραίο,
+χάλκινο, μ' ελεφάντινο χερούλι εφοδιασμένο.
+'ς τον θάλαμον τον ύστερον εμπήκε με ταις κόραις,
+οπ' ήσαν όλ' οι θησαυροί κρυμμένοι του κυρίου,
+πολυεργασμένο σίδερο, χάλκωμα, και χρυσάφι· 10
+τόξον οπισθοτέντωτον εκ' ήταν και φαρέτρα,
+οπ' είχε μέσα πάμπολλα στεναγμοφόρα βέλη·
+αυτά 'ς την Λακεδαίμονα του 'δωκε δώρα ο ξένος
+ο Ευρυτίδης Ίφιτος, όμοιος των αθανάτων.
+εις την Μεσσήνην έτυχε 'ς το σπίτι του Ορτιλόχου 15
+του φιλομάχου να ευρεθούν^ 'κεί πήγεν ο Οδυσσέας
+να λάβη χρέος 'που 'ς αυτόν χρωστούσε ο τόπος όλος·
+ότι τριακόσια πρόβατα με τους βοσκούς των πήραν
+Μεσσήνιοι 'ς τα πολύσκαρμα καράβι' απ' την Ιθάκη·
+όθεν μακροταξείδευσε, παίδιος ακόμη, εκείνος, 20
+αποσταλμένος του πατρός και των λοιπών γερόντων.
+ναύρη πάλ' ήλθ' ο Ίφιτος φοράδαις, 'που 'χε χάσει,
+δώδεκα, και 'που βύζαιναν φερέπονα μουλάρια,
+οπού κατόπι του 'γειναν φόνος και μαύρη μοίρα,
+ότε 'ς τον λεοντόψυχον ήλθεν υιόν του Δία, 25
+τον Ηρακλέα, των φρικτών κατορθωμάτων γνώστην,
+'που ξένον του 'ς την σκέπη του τον φόνευσ' ούδ' εντράπη,
+ο ανόσιος, την τρέπεζα 'που του 'χε παραθέσει,
+ούτε την δίκη των θεών· αλλ' έσφαξεν εκείνον
+κ' είχε και ταις φοράδαις του· και, αυταίς ενώ ζητούσε, 30
+τον Οδυσσέ' απάντησε και του 'δωκε το τόξο,
+'που εφόρει ο μέγας Εύρυτος, και αυτός πριν αποθάνη
+εις τα υψηλά του μέγαρα του υιού του το 'χε αφήσει.
+και λόγχη του 'δωκε βαρειά και ξίφος ο Οδυσσέας,
+αρχήν ξενίας τρυφερής· αλλά δεν γνωρισθήκαν 35
+και 'ς το τραπέζι, επειδή πριν φόνευσ' ο υιός του Δία
+τον Ευρυτίδην Ίφιτον, όμοιον των αθανάτων,
+οπού το τόξο του 'δωκε· και ο θείος Οδυσσέας,
+'ς τον πόλεμον ότ' έβγαινε μέσα 'ς τα μαύρα πλοία,
+τ' άφινε σπίτι, ενθύμημα του αγαπημένου ξένου, 40
+και μόνον 'ς την πατρίδα του το τόξο εκείνο εφόρει.
+
+Και άμ' έφθασε 'ς τον θάλαμον η θαυμαστή γυναίκα,
+και ανέβηκε το δρύινο κατώφλι, οπού με τέχνη
+ο ξυλουργός καλόξυσε και το 'σιασε 'ς την στάφνη,
+και παραστάταις άρμοσε και θύραις οπ' έλαμπαν, 45
+απ' το λουρί δεν άργησε να λύση την κορώνη,
+έμπασε μέσα το κλειδί και αντίκρ' ηύρε τους σύρταις,
+τους άμπωσε, και ως βόσκοντας εις το λειβάδι ταύρος
+βογγά, ομοίως τα λαμπρά θυρόφυλλα, σπρωγμένα
+από την κλείδα, εβόγγησαν κ' εμπρός της ανοιχθήκαν. 50
+και ανέβηκε 'ς την υψηλή σανίδ', οπ' ήσαν όλα
+τ' αρμάρια με τα ενδύματα τα μοσχοβολισμένα.
+κείθ' άπλωσε και απ' το καρφί ξεκρέμασε το τόξο,
+με το θηκάρι, οπού λαμπρό το περιλάμβαν' όλο.
+εκάθισε, 'ς τα γόνατα το επήρε η μαραμμένη, 55
+και κλαίοντας έξ' έβγαλε το τόξο του κυρίου.
+και αφού 'ς τον πολυδάκρυτον θρήνον εκείνη ευφράνθη,
+πορεύθηκε 'ς το μέγαρο προς τους λαμπρούς μνηστήραις,
+ενώ τ' οπισθοτέντωτο τόξο 'ς το χέρι εκράτει
+και την φαρέτρα με πολλά στεναγμοφόρα βέλη. 60
+σιμά της η θεράπαιναις φέραν καλάθι, οπ' είχε
+χαλκόν και σίδερο πολύ, τα όπλα του κυρίου.
+και ότ' έφθασεν η ασύγκριτη γυναίκα 'ς τους μνηστήραις,
+'ς της στερεοκάμωτης σκεπής σιμά 'ς τον στύλο εστάθη,
+'ς την όψι αντισηκόνοντας τα μαλακά μαντίλια, 65
+και εδώθε της θεράπαινα εστήθη και άλλη εκείθε.
+και προς αυτούς ωμίλησε· «Μνηστήρες ανδρειωμένοι,
+δότε μου τώρ' ακρόασι, σεις, 'που 'ς το δώμα τούτο
+επέσετε, να τρώγετε, να πίνετ', ενώ λείπει
+απ' την πατρίδ' ο άνδρας μου και τόσο αργεί 'ς τα ξένα. 70
+και άλλην να εφεύρη πρόφασιν δεν εδυνήθη ο νους σας
+παρ' ότι εμέ να πάρετε γυναίκα επιποθείτε.
+αλλά, μνηστήρες, έρχεσθε· και ιδού, σας δείχνω αγώνα·
+το μέγα τόξο θέτω εγώ, του θείου Οδυσσέα.
+και αυτόν, οπ' ευκολώτερα τανύση την χορδή του 75
+και αξίναις όλαις δώδεκα περάση με το βέλος,
+θ' ακολουθήσω, αφήνοντας το δώμα τούτ', οπ' ήλθα
+νεόνυμφη, πανεύμορφο και θησαυρούς γεμάτο,
+οπού και μέσα 'ς τ' όνειρο συχνά θα το θυμώμαι».
+
+Αυτά 'πε, και παράγγειλε τον θείον χοιροιρόφον 80
+τόξο και σίδερο λευκό να θέση των μνηστήρων·
+τα 'λαβε κείνος κλαίοντας και απόθεσέ τα χάμαι·
+και άμ' είδε του κυρίου του το τόξο, και ο βουκόλος
+θρηνούσε αλλού· τους ύβρισεν ο Αντίνοος τότε κ' είπε·
+«Άγνωστοι αγρόταις, 'πώχετε τον νουν εις την ημέρα, 85
+δύστυχοι, τι δακρύζετε, και της καρδιάς τα βάθη
+ταράζετε της γυναικός; και άφ' εαυτής εκείνη
+την λύπη τρέφει, οπ' έχασε τον ποθητόν της άνδρα,
+αλλ' ήσυχα καθήμενοι τρώγετε ή δώθ' εβγήτε
+να κλαίετε, και αφήσετε το τόξο τούτο, αγώνα 90
+εις τους μνηστήραις φοβερόν· ότι με δυσκολία
+τούτο, θαρρώ, τανύζεται το στιλβωμένο τόξο·
+διότι απ' όσους βλέπω εδώ κανείς τον Οδυσσέα·
+δεν ομοιάζει 'ς την ανδρειά, τα μάτια μ' ως τον είδαν,
+και το ενθυμούμαι καθαρά, νήπιος ακόμ' αν κ' ήμουν». 95
+
+Αυτά 'πεν όμως την χορδήν εκείνος να τανύση
+έλπιζε και το σίδερο με βέλος να περάση,
+κ' έμελλε πρώτος να αισθανθή το βέλος απ' το χέρι
+τον Οδυσσέα του λαμπρού, 'που κείνος είχε υβρίσει
+'ς το δώμ' αυτού καθήμενος, κ' οι φίλοι τον κατόπι. 100
+
+Και 'ς αυτούς είπε η σεβαστή του Τηλεμάχου ανδρεία·
+«Ο Δίας αχ! μ' εμώρανε! μου λέγ' η αγαπημένη
+μητέρ', αν κ' έχει φρόνησην, ότι απ' αυτό το δώμα
+βούλεται ν' αποξενωθή, να υπάγη μ' άλλον άνδρα,
+κ' εγώ γελώ και τέρπομαι 'ς την άγνωστη ψυχή μου. 105.
+αλλά, μνηστήρες, έρχεσθε· κ' ιδού, σας δείχθη αγώνας,
+γυνή, 'που εις γην Αχαϊκήν άλλη δεν είν' ομοία,
+ούτε 'ς την Πύλο την ιερή, 'ς το Άργος, 'ς την Μυκήνη.
+ούτε 'ς την κάρπιμη στερηάν, αλλ' ούτε 'ς την Ιθάκην·
+γνωστά σας· της μητρός μου εγώ τον έπαινο θα λέγω; 110
+εμπρός, και 'ς άργητ' αφορμαίς μην εύρετε και πλέον
+του τόξου μην ξεφεύγετε την τέντωσι, να ιδούμε.
+θα το δοκίμαζα κ' εγώ· και αν τύχη να τανύσω
+το τόξο και το σίδερο περάσω με το βέλος,
+δεν θα με θλίβ' η σεβαστή μητέρ' αν άλλον άνδρα 115
+πάρη, το σπίτι αφήνοντας, ότι εγώ μέν' οπίσω
+άξιος τ' άρματα λαμπρά να φέρω, του πατρός μου».
+
+Αυτά 'πε, και σηκώθη ορθός, και την πορφυρή χλαίνα
+και ομού το ξίφος κοφτερόν εγδύθη από τους ώμους.
+λάκκον πρώτ' έσκαψε μακρύν εις ταις αξίναις όλαις 120
+έναν, και αυτού ταις έστησε και αράδιασε με στάφνη,
+και γύρω θύτησε την γη· και τον θαυμάζαν όλοι
+την τάξι πώς εγνώριζεν ενώ ποτέ δεν είδε.
+και ολόρθος 'ς το κατώφλιο δοκίμαζε το τόξο·
+τρεις το ελύγισε φοραίς με πόθο να το σύρη, 125
+τρεις τον αφήκε η δύναμις, αλλ' όμως να τανύση
+το νεύρο και το σίδερο να διαπεράση εθάρρει·
+'ς την τέταρτην, ως το 'συρνε μ' ανδρειά, το 'χε τανύσει,
+πλην την ορμή του εμπόδισε με νεύματ' ο Οδυσσέας.
+και πάλιν είπε η σεβαστή του Τηλεμάχου ανδρεία· 130
+«Αχ! άνανδρος, αδύναμος, θα μείνω και κατόπι,
+ή νέος είμ' εγώ πολύ, και ακόμη δεν θαρρεύω
+'ς τα χέρια μου, ν' αντισταθώ 'ς άνδρ' αν μ' υβρίση πρώτος.
+αλλ' όσοι με υπερβαίνετε 'ς την δύναμιν, αρχήστε
+του τόξου εδώ την δοκιμήν, ο αγώνας να τελειώση». 135
+
+Είπε και χάμαι απόθεσε το τόξο και της θύρας
+το 'γυρε προς ταις κολληταίς σανίδαις στιλβωμέναις·
+το ταχύ βέλος έκλινε προς την λαμπρήν κορώνη,
+κ' εγύρισε προς το θρονί, 'που 'χε καθίσι πρώτα.
+και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος τότ' είπε προς εκείνους· 140
+«Προς δεξιά σηκόνεσθε με την σειράν, ω φίλοι,
+και όθε κερνά ο κεραστής εκείθε αρχή να γείνη».
+
+Είπεν ο Αντίνοος, και αρεστός 'ς όλους εφάνη ο λόγος.
+σηκώθη πρώτος ο υιός του Οίνοπα, ο Λειώδης·
+ήταν ιερογνώστης των, και, 'ς τον λαμπρόν κρατήρα 145
+σιμά, κάθιζε ανάμερα, και αυτός εμίσα μόνος
+τ' άνομα κ' έτρεφεν οργή προς όλους τους μνηστήραις.
+και τότε πρώτος έπιανε το τόξο και το βέλος·
+ολόρθος 'ς το κατώφλιο δοκίμαζε το τόξο,
+και δεν το ετάνυσεν, αλλά τραβώντας αποκάμαν 150
+τ' απαλά χέρι' αγύμναστα, και των μνηστήρων είπε·
+«Δεν το τανύζω, αγαπητοί· τώρ' ας το λάβη και άλλος·
+ότι καρδίαν και ζωήν πολλών θα πάρη ανδρείων
+τούτο το τόξον, επειδή καλήτερον νομίζω
+τον θάνατον, ή ζωντανοί να στερηθούμε κείνο, 155
+'που καρτερούμ' ολοκαιρίς εδώ συναθροισμένοι.
+τώρα 'ς τα βάθη της ψυχής κάποιος ελπίζει ακόμη
+να νυμφευθή την φρόνιμη γυναίκα του Οδυσσέα,
+αλλ' ότι κάμη δοκιμή του τόξου και γνωρίση,
+των Αχαιίδων γυναικών τότ' άλλην λαμπροφόραν 160
+με δώρ' αυτός ας μνηστευθή, και ας πάρη αυτή τον άνδρα,
+οπού χαρίση πλειότερα και όποιον της στείλ' η μοίρα».
+
+Είπε και χάμαι απόθεσε το τόξο και της θύρας
+το 'γυρε προς ταις κολληταίς σανίδαις στιλβωμέναις·
+το ταχύ βέλος έκλινε προς την λαμπρήν κορώνη, 165
+κ' εγύρισε προς το θρονί, 'που 'χε καθίσει πρώτα·
+και πικρά τον ωνείδισεν ο Αντίνοος και του 'πε·
+«Ποιος λόγος, Λειώδη, σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα,
+βαρύς, φρικτός, και ως τ' άκουσα θυμός με κυριεύει,
+ότι, αν εσύ δεν δύνασαι το τόξο να τανύσης, 170
+αυτό καρδίαν και ζωήν πολλών θα πάρη ανδρείων.
+όχι, δεν σ' έχ' η σεβαστή μητέρα γεννημένον
+τόξων συ να 'σαι τραβηκτής και βέλη ν' ακοντίζης·
+αλλά μνηστήρες θαυμαυστοί θα το τανύσουν άλλοι».
+
+Είπε και 'ς τον Μελάνθιον γιδοβοσκόν εστράφη· 175
+«Κινήσου και άναψε φωτιά 'ς το σπίτι, ω Μελανθέα·
+θέσε κοντά μέγα θρονί και στρώσε αυτού προβεία·
+φέρε από μέσα το χοντρό του αλείμματος τυπάρι,
+όπως με πυρ ζεσταίνοντας και αλείφοντας το οι νέοι
+το τόξο δοκιμάσουμεν, ο αγώνας να τελειώση». 180
+
+Είπε· και πυρ αδάμαστον άναψε ο Μελανθέας,
+και το θρονί κοντά 'θεσε κ' έστρωσε αυτού προβεία,
+κ' έφερε μέσαθε χοντρόν αλείμματος τοπάρι·
+και αφού καλά το ζέσταναν δοκιμάσαν οι νέοι,
+χαμένα, και 'ς την δύναμι πολύ κατώτερ' ήσαν. 185
+ο Αντίνοος και ο θεόμορφος Ευρύμαχος εμέναν
+ακόμ', οι ανδρειότεροι και των μνηστήρων πρώτοι.
+
+Τότ' άφησαν το μέγαρο κ' εβγήκαν ο βουκόλος
+αντάμα και ο χοιροβοσκός του θείου Οδυσσέα·
+εκείνους ακολούθησεν ο θείος Οδυσσέας. 190
+αλλ', απ' την θύρα ξέμακρα και απ' την αυλήν ότ' ήσαν,
+με λόγια χλυκομίλητα 'ς αυτούς εστράφη κ' είπε·
+«Βουκόλε, και χοιροβοσκέ, θα 'λεγα κάποιον λόγον
+ή να το κρύψω; κ' η καρδιά να εξηγηθώ με σπρώχνει·
+με ποίαν γνώμη βοηθοί θα ήσθε του Οδυσσέα, 195
+αν κάπουθ' έλθη ξάφνου εδώ κ' ένας θεός τον φέρη;
+σεις των μνηστήρων βοηθοί θα ήσθε ή του Οδυσσέα;
+ειπήτ' εκείν' οπ' η ψυχή σας λέγει κ' η καρδία».
+
+Εκείνου τότε απάντησεν ο άνδρας ο βουκόλος·
+«Δία πατέρα, τούτον μου τον πόθον τέλειωσέ μου· 200
+ας έλθη εκείνος, ο θεός να τον επαναφέρη·
+θα 'βλεπες πώς μ' ακολουθούν μ[τ]α χέρια μου τ' ανδρεία».
+
+Και ομοίως 'ς όλους τους θεούς ο Εύμαιος ευχήθη
+'ς το σπίτι του ο πολύνοος να φθάση Οδυσσέας.
+και άδολην ως εγνώρισε την γνώμην των εκείνος, 205
+το στόμα πάλιν άνοιξεν, ωμίλησέ τους κ' είπε·
+«Έφθασα, ιδού με, αυτός εγώ, 'που, αφού πολλά 'χω πάθει,
+ήλθα τον χρόνον εικοστόν 'ς την γη την πατρική μου.
+ξεύρ' ότι από τους δούλους μου 'ς εσάς τους δύο μόνον
+έφθασα περιπόθητος· ουδ' άκουσα απ' εκείνους 210
+κανέναν άλλον να ευχηθή να φθάσω 'ς την πατρίδα.
+και ό,τι θα γείνη αληθινά 'ς εσάς θα φανερώσω·
+αν μου υποτάξη ένας θεός τους θαυμαστούς μνηστήραις,
+του καθενός τότε από σας εγώ θα δώσω νύμφην,
+κ' εδώ σιμά μου κτήματα και ωραία κατοικία, 215
+και φίλοι θάσθε και αδελφοί του υιού μου Τηλεμάχου,
+κ' ιδού, σημάδι φανερό τώρ' άλλο θα σας δείξω,
+να με καλογνωρίσετε, να μη διστάζη ο νους σας,
+το λάβωμ' οπού μ' άνοιξε με λευκό δόντι χοίρος,
+'ς τον Παρνασό, 'που τα παιδιά με πήραν του Αυτολύκου». 220
+
+Είπε, το μέγα λάβωμα ξυγύμνωσε απ' τα ράκη,
+κ' εκείνοι, αφού θεώρησαν και απ' όλα ελάβαν γνώσι,
+'ς ταις αγκαλιαίς των έσφιξαν τον θείον Οδυσσέα,
+έκλαιαν και την κεφαλή του εφίλουν και τους ώμους·
+τα χέρια και ταις κεφαλαίς τους φίλησε κ' εκείνος. 225
+και ο ήλιος θα βασίλευε και ακόμη αυτοί θα κλαίαν,
+αλλά τους ξέκοψεν αυτός και προς εκείνους είπε·
+«Από τους θρήνους παύσετε, μη βγη και σας νοήση
+κάποιος από το μέγαρο και μέσα τ' αναφέρη.
+εμπήτε τώρ', αλλ' όχι ομού, πρώτος εγώ, κατόπι 230
+ανάρηα σεις· και ας διορισθή το ακόλουθο σημάδι·
+οπόταν όλ' οι θαυμαστοί μνηστήρες θα φωνάζουν
+'ς τα χέρια μου να μη δοθούν το τόξο κ' η φαρέτρα,
+θεί' Εύμαιε, το δώμα συ διάβαινε και φέρε
+το τόξον εις τα χέρια μου, και πρόσταξε ταις κόραις 235
+τα στερεά θυρόφυλλα να κλείσουν των μεγάρων,
+και αν ακουσθή βόγγος ανδρών ή κτύπος εις το δώμα,
+ολόκλειστ' οπού θα 'μασθε, να μη προβή καμμία
+έξω, αλλ' αυτού 'ς τα έργα τους σιγά να μείνουν όλαις.
+κ' εις σε την θύρα της αυλής λέγω, Φιλοίτιε θείε, 240
+με κλείθρο και κομπόδεμα προσεκτικά να κλείσης».
+
+Είπε και 'ς τα καλόκτιστα δώματα ευθύς εμπήκε,
+κ' εγύρισεν εις το θρονί, 'που 'χε καθίσει πρώτα·
+κ' οι δούλοι έφθασαν έπειτα του θείου Οδυσσέα.
+
+Κ' εμάλαζ' ο Ευρύμαχος το τόξο και 'ς την λάμπα 245
+εδώ κ' εκεί το ζέσταινεν, αλλά να το τανύση
+δεν εδυνήθη, και βαθειά 'ς την ένδοξη ψυχή του
+μ' αδημονία στέναζε, κ' είπε μεγαλοφώνως·
+« Τον εαυτό μου πόσ', ωιμέ, και όλους τους άλλους κλαίω·
+του γάμου τόσο, αν και δριμύς, δεν με θερίζει ο πόνος· 250
+και άλλαις εις την περίβρεκτην Ιθάκην Αχαιίδες
+είναι πολλαίς, είναι και αλλού· με θλίβει ότι μας λείπει
+τόσον από την δύναμι του θείου Οδυσσέα,
+ώστε να μη τανύζουμεν εμείς το τόξο εκείνου·
+αχ! και 'ς ταις άλλαις γεννεαίς θα φθάσ' η καταισχύνη!» 255
+
+Ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος απάντησέ του κ' είπε·
+« Μη το φοβείσ', Ευρύμαχε· και μόνος σου εννοείς το·
+τον θεόν τούτον ευλαβώς ο τόπος εορτάζει
+και τόξα θα τανύζουμεν; αλλ' ήσυχα φυλάξτε
+το τόξο, και ας αφήσουμε να στέκωντ' η αξίναις 260
+όλαις, ως είναι, ότι κανείς δεν θα 'λθη να ταις πάρη,
+θαρρώ, μέσ' απ' το μέγαρο του θείου Οδυσσέα.
+τώρ' απαρχαίς ο κεραστής ας δώση 'ς τα ποτήρια,
+όπως, αφού γείν' η σπονδή, φυλάξουμε το τόξο·
+και ειπέτε 'ς τον γιδοβοσκόν Μελάνθιον, άμα φέξη 265
+να φέρη απ' όλαις ταις κοπαίς ερίφια διαλεμμένα,
+όπως, αφού μεριά καούν του λαμπροτόξου Φοίβου,
+το τόξο δοκιμάσουμεν, ο αγώνας να τελειώση».
+
+Αυτά 'πε κείνος και άρεσεν ο λόγος και των άλλων·
+και το νερό τους έχυσαν οι κήρυκες 'ς τ' χέρια, 270
+και, αφού κρατήραις με κρασί στεφάνωσαν οι νέοι,
+έδωκαν 'ς όλους απαρχή 'ς τα γεμιστά ποτήρια·
+και, αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελε η ψυχή τους,
+με δόλον ο πολύγνωμος τους είπεν Οδυσσέας·
+«Ακούτε με, της θαυμαστής βασίλισσας μνηστήρες, 275
+να φανερώσω εγώ 'ς εσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει.
+εξόχως τον Ευρύμαχον και Αντίνοον τον θείον
+παρακαλώ, 'που φρόνιμον και αυτόν είπε τον λόγον,
+τώρα το τόξο ν' αφεθή και 'ς τους θεούς να ελπίζουν·
+αύριο την νίκην ο θεός θα δώσ' εις όποιον θέλη. 280
+αλλά να δώσετε 'ς εμέ το στιλβωμένο τόξο,
+τα χέρια και την δύναμι να δοκιμάσω εμπρός σας,
+αν ρώμ' υπάρχει ως άλλοτε 'ς τα λυγιστά μου μέλη,
+ή χάθη απ' τους παραδαρμούς και απ' την ταλαιπωρία».
+
+Αυτά 'πε, και αγανάκτησαν υπέρμετρα οι μνηστήρες· 285
+το στιλπνό τόξο μην αυτός τανύση εφοβηθήκαν·
+κ' εφώναξ' ο Αντίνοος, ωνείδισέ τον κ' είπε·
+«Ω ξέν' ελεεινότατε, φρέναις ποσώς δεν έχεις·
+και δεν αρκεί σ' ότ' ήσυχος εις τους υπερηφάνους
+εμάς συντρώγεις και άφθονο 'ς τα γεύματ' έχεις μέρος, 290
+και ότι την ομιλία μας, τους λόγους μας ακούεις·
+και άλλος τους λόγους μας πτωχός και ξένος δεν ακούει·
+σε βλάπτει το γλυκό κρασί, και αυτό ζαλίζει εκείνους
+'που το ρουφούν υπέρμετρα· δεν έχει αυτό τυφλώσει
+τον λαμπρόν Ευρυτίωνα, τον Κένταυρον, ότ' ήλθε 295
+'ς των Λαπιθών το κάλεσμα, 'ς του ενδόξου Πειριθόου
+το μέγαρο; απ' το κρασί τυφλώθη, επάρθη, ο νους του,
+και μες το δώμ' ανόμησε φρικτά του Πειριθόου.
+κ' οι ήρωες ωργίσθηκαν, τον ποδοσύραν έξω,
+αφού μ' άπονη μάχαιρα μύτη και αυτιά του κόψαν, 300
+και αυτός, 'που 'παθε τύφλωσι 'ς τον νουν, επήρε δρόμο
+κ' έσερνε με τυφλή ψυχή την μαύρη συμφορά του.
+όθεν κατόπ' οι Κένταυροι κ' οι άνδρες πολεμούσαν·
+και το κακό ζήτησε αυτός κ' ηύρε απ' την μέθη πρώτος.
+και σέν' ομοίαν συμφοράν προλέγω σου αν το τόξο 305
+τανύσης· και 'ς τον τόπο μας προστάτην μη προσμένης·
+αλλά σε στέλνουμεν ευθύς μ' ολόμαυρο καράβι
+'ς τον βασιλέαν Έχετον αδικητήν του κόσμου,
+άφευκτα εκεί ν' αφανισθής^ αλλ' ήσυχα εδώ πίνε
+και με τους νεωτέρους σου συ μη φιλονεικήσης». 310
+
+Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη τότ' είπε προς εκείνον·
+Αντίνοε, γίνετ' άδικο, να στερηθούν οι ξένοι
+του Τηλεμάχου, οπ' έρχονται 'ς το δώμα τούτο ικέταις.
+κ' εάν ο ξένος, θαρρετός 'ς την ρώμη των χεριών του,
+το μέγα τόξο ετάνυζε του θείου Οδυσσέα, 315
+φοβείσ' ότι 'ς το σπίτι του νύμφην εμέ θα πάρη;
+αλλ' ουδέ κείνος 'ς την ψυχή παρόμοιαν τρέφει ελπίδα.
+τούτο δεν είν', όχι, αφορμή να σας κακοκαρδίση
+ενώ συμποσιάζετε· δεν πρέπει, δεν αρμόζει».
+
+Απάντησεν ο Ευρύμαχος· «Του Ικαρίου κόρη, 320
+ω Πηνελόπη φρόνιμη, νύμφην εσέ να πάρη
+τούτος, δεν υποψιάζουμε ποσώς· αλλ' ουδ' αρμόζει·
+αλλ' εντρεπόμασθεν ανδρών και γυναικών το στόμα,
+μη κάποιος απ' τους Αχαιούς ουτιδανός πότ' είπη·
+ανδρός λαμπρού την σύντροφον πολύ κατώτεροί του 325
+άνδρες ζητούν, και το στιλπνό τόξο του δεν τανύζουν·
+αλλ' ήλθε πολυπλάνητος πτωχός από τα ξένα,
+το ετάνυσε και πέρασε το σίδερο με βέλος·
+αυτά θα ειπούν και όνειδος 'ς εμάς θα ήναι ο λόγος».
+
+Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· 330
+«Ευρύμαχε, δεν γίνεται 'ς τον τόπο να 'χουν δόξα
+εκείνοι οπού καταφρονούν το σπίτι ανδρός μεγάλου
+και το αφανίζουν και όνειδος 'ς εσάς φαίνοντ' εκείνα;
+αυτός ο ξένος στερεό και μέγ' έχει το σώμα,
+και λέγει ότι γεννήθηκεν απ' ευγενή πατέρα. 335
+τώρ' ας ιδούμε· δώσετε το στιλπνό τόξο εκείνου.
+και ιδού τι λέγω φανερά και ο λόγος μου θα γείνη.
+αν το τανύση και 'ς αυτόν την δόξα δώση ο Φοίβος,
+θα τον ενδύσω μ' εύμορφον χιτώνα και χλαμύδα·
+θα λάβη ακόντι σουβλερό, διώκτην ανδρών και σκύλων, 340
+και ξίφος δίστομο· καλά σανδάλια θα του δώσω,
+και θα τον στείλ' οπού η καρδιά θελήση και η ψυχή του».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της κ' είπε·
+«Άλλος, μητέρα μ', Αχαιός την δύναμι δεν έχει,
+'πώχω να δώσω ή ν' αρνηθώ το τόξο 'ς όποιον θέλω. 345
+όχι, ούδ' όσ' είναι της σκληρής Ιθάκης ή των νήσων
+προς την αλογοβόσκητην την Ήλιδα ηγεμόνες,
+αυτών δεν δύναται κανείς να μ' εμποδίση, αν θέλω,
+το τόξο και μονόφορα του ξένου να χαρίσω.
+αλλ' άμε σπίτι, έχε τον νου 'ς τα έργα τα δικά σου, 350
+την αλακάτη, τ' αργαλειό, και πρόσταξε ταις κόραις
+να εργάζωνται, και άφησ' εδώ του τόξου την φροντίδα
+'ς τους άνδραις κ' έξοχα 'ς εμέ 'που 'μαι 'ς το σπίτι κύριος».
+
+Θαύμασε αυτή κ' εγύρισε 'ς το δώμα, ότι τον λόγον
+του τέκνου της τον φρόνιμον εδέχθη 'ς την καρδία. 355
+και με ταις κόραις έφθασε 'ς τ' ανώγι, αυτού να κλαίη
+πικρά τον Οδυσσέα της, ως ότου γλυκόν ύπνο
+'ς τα βλέφαρά της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη.
+
+Επήρε ωστόσο κ' έφερνε το τόξ' ο χοιροτρόφος,
+κ' ευθύς του σήκωσαν βοή 'ς το δώμ' όλ' οι μνηστήρες, 360
+και κάποιος τότ' εφώναξε των αποτόλμων νέων·
+«Αζήλευτε χοιροβοσκέ, το τόξο πού θα φέρης,
+χαμένε; γλήγορα, θαρρώ, 'ς ταις έρμαις χοιρομάνδραις
+οι γοργοί σκύλοι, θρέμματα δικά σου, θα σε φάγουν,
+αν μας βοηθήσ' ο Απόλλωνας και όλ' οι θεοί του Ολύμπου». 365
+Είπαν και απ' την βοή πολλών ετρώμαξεν εκείνος.
+χάμαι το τόξον έθεσεν αλλ' από τ' άλλο μέρος
+του φώναξε ο Τηλέμαχος· «Πατέρα, εμπρός το τόξο
+φέρε, και δεν θα ωφεληθής αν 'ς όλους υπακούσης,
+μήπως, αν και νεώτερος, σε διώξω με λιθάρια, 370
+εις τον αγρόν ότ' είμ' εγώ 'ς τα χέρι' ανώτερός σου.
+να 'μουν, αχ! τόσο ανώτερος, εις των χεριών την ρώμη,
+όλων αυτών, οπ' είν' εδώ 'ς τα δώματα μνηστήρες,
+με φρικτόν τρόπο θα 'καμνα το σπίτι μου ν' αφήσουν
+ευθύς αυτοί 'που το κακό 'ς τον νου τους οργανίζουν». 375
+
+Αυτά 'πε και όλοι από καρδιάς γελάσαν οι μνηστήρες,
+και, χάρις 'ς τον Τηλέμαχον, ημέρωσ' η οργή τους.
+και ο χοιροτρόφος πέρασε κ' εστήθη του Οδυσσέα
+εμπρός και το τόξ' έβαλε 'ς τα χέρια του γενναίου,
+και την βυζάστρα κάλεσεν Ευρύκλεια και της είπε· 380
+«Προστάζει σε ο Τηλέμαχος, φρόνιμη Ευρύκλεια, τώρα
+τα στερεά θυρόφυλλα να κλείσης των μεγάρων·
+και αν ακουσθή βόγγος ανδρών και κτύπος εις το δώμα,
+ολόκλειστ' οπού θα 'μασθε, να μη προβή κανένας
+έξω, αλλ' αυτού 'ς τα έργα τους σιγά καθείς να μείνη». 385
+
+Αυτά 'πε κείνος και άπτερος 'ς αυτήν ειπώθη ο λόγος·
+κ' έκλεισε τα θυρόφυλλα των υψηλών μεγάρων.
+κ' εξ' ο Φιλοίτιος πήδησεν ήσυχ' από τα δώμα,
+και της καλόφρακτης αυλής έκλεισ' ευθύς την θύρα.
+ήταν 'ς την αίθουσα σχοινί βύβλινο από καράβι, 390
+το πήρεν, έδεσε μ' αυτό την θύρα κ' επανήλθε,
+και οπ' ήταν πρώτα εκάθισε, και προς τον Οδυσσέα
+τους οφθαλμούς προσήλωσε· και αυτός ήδη το τόξο
+γυρίζ' ολούθ' ολόγυρα, να ιδή μήπως σαράκι,
+ο κύριος ενώ 'λειπε, το κέρατ' είχε φθείρει· 395
+και κάποιος τότε ωμίλησε κυττώντας τον πλησίον·
+«Του τόξου αυτός θεωρητής κάπως πανούργος είναι·
+ή τόξ' έχει 'ς το σπίτι του παρόμοια φυλαγμένα
+ή όμοια θα ποιήση αυτός, τόσο πολύ 'ς τα χέρια
+το στρέφει ο πολυπλάνητος κακούργος ψωμοζήτης». 400
+
+Άλλος πάλι τότ' έλεγε των αποτόλμων νέων·
+«Όμοιαν να λάβη απόλαυσιν εις την ζωή του εκείνος,
+καθώς ποτέ θα δυνηθή το τόξο να τανύση».
+
+Έλεγαν και ο πολύγνωμος ωστόσον Οδυσσέας,
+το μέγα τόξο άμ' έπιασε και πανταχόθεν είδε, 405
+ως ο εξαίσιος αοιδός και της κιθάρας γνώστης
+ευθύς τανύζει την χορδή, στριφτάρι αν κ' έχει νέο,
+τάντερο αρνιού καλόστριφτον εις τ' άκρ' αφού προσδέση,
+το μέγα τόξο αβίαστα τάνυσ' ευθύς εκείνος,
+και την νευρή δοκίμασε με το δεξί του χέρι· 410
+ελάλησ', ως την έγγιξεν, ως χελιδόνι εκείνη.
+τότ' οι μνηστήρες τρόμαξαν και άλλαξαν όψιν όλοι·
+και με σημάδι φανερό βαρειά βρόντησ' ο Δίας.
+εχάρηκε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας,
+σημάδι ότ' είδ' απ' τον υιόν του κρυπτοβούλου Κρόνου. 415
+και απ' το τραπέζι αυτού σιμά γοργό βέλος επήρε
+έτοιμο· και μες την βαθειά φαρέτρα εμέναν τ' άλλα,
+αυτά 'που μέλλαν να αισθανθούν ογλήγορα οι μνηστήρες·
+το κράτησε 'ς το κέρατο, και, οθ' ήταν καθισμένος,
+νευρήν, γλυφίδαις, τράβησε, και, αφού σημάδι επήρε, 420
+τόξευσε και όλαις πέρασεν αράδα ταις αξίναις
+από τον πρώτον στελεόν· το χάλκινον ακόντι
+εβγήκε πέρα, κ' είπε αυτός· «Ποσώς δεν σ' ατιμάζει,
+Τηλέμαχε, καθήμενος 'ς τα μέγαρά σου ο ξένος.
+μη το σημείον έσφαλα; μην άργησα με κόπο 425
+το τόξο να τανύσω εγώ; σώζετ' η δύναμίς μου,
+και άδικα με καταφρονούν και ψέγουν οι μνηστήρες.
+κ' είναι καιρός οι Αχαιοί τον δείπνον να ετοιμάσουν
+όσ' είναι φως· διασκέδασι και άλλην κατόπι θα 'χουν
+εις την κιθάρα, 'ς τον χορό, τα δώρα της τραπέζης». 430
+
+Αυτά 'πε κ' εβλεφάρισε· και ακονισμένο ξίφος
+ο ποθητός εζώσθ' υιός του θείου Οδυσσέα,
+κοντάρι εφούκτωσε κ' ευθύς 'ς το πλάγι εκείνου εστήθη,
+σιμά 'ς τον θρόνο, κ' έλαμπε με τ' άρματα ζωσμένος
+
+
+
+Ραψωδία Χ
+
+
+
+Τα ράκη του ο πολύγνωμος τότ' έρριξε Οδυσσέας,
+και 'ς το κατώφλι πήδησε με τόξο και φαρέτρα
+γεμάτην· και όλα σώρευσε τα πτερωτά της βέλη
+εμπρός, αυτού, 'ς τα πόδια του, και των μνηστήρων είπε·
+«Τούτος ο αγώνας φοβερός είν' ήδη τελειωμένος· 5
+σημάδι τώρ', οπού κανείς δεν έχει ρίξει ακόμη,
+θέλω κτυπήσ', ίσως το ευρώ και αν με δοξάση ο Φοίβος».
+
+Είπε και 'ς τον Αντίνοον πικρόν ίσιασε βέλος·
+εκείνος τότε δίχερον εσήκονε ποτήρι
+ολόχρυσο και το 'σφιγγε 'ς τα χέρια, να ρουφήση 10
+κρασί, και φόνου μες τον νου δεν είχε φαντασία·
+και ποίος θα φαντάζονταν, 'ς την μέσην των συνδείπνων,
+απ' έναν μόνον, εις πολλούς ανάμεσ', αν και ανδρείον,
+φαρμακωμένον θάνατον, μαύρην να λάβη μοίραν;
+'ς τον λαιμό τον σημάδευσε κ' επίτυχ' ο Οδυσσέας· 15
+τ' απαλό σνίχι πέρασε και αντίκρυ βγήκε η λόγχη·
+έγυρε αυτός και του 'πεσεν από το χέρ' η κούπα,
+και απ' τα ρουθούνι' ανάβρυσεν αίματος ανθρωπίνου
+κρουνιά χοντρή· κ' έσπρωξε αυτός την τράπεζα μακράν του
+με τα δυο πόδια, κ' έχυσε τα φαγητά 'ς το χώμα, 20
+και τα ψημένα κρέατα και ο σίτος μολυνθήκαν.
+άμα τον άνδρ' είδαν νεκρόν, με τρόμο σηκωθήκαν
+απ' τα θρονιά και αλάλαξαν 'ς τα δώματα οι μνηστήρες,
+και με τα μάτια πανταχού τους τοίχους εξετάζαν,
+αλλ' ουδ' ασπίδα ευρίσκονταν ουδέ βαρύ κοντάρι. 25
+και χολωμένοι ωνείδισαν βαρειά τον Οδυσσέα·
+«Ω ξένε, κακά σκέφθηκες να σημαδεύης άνδραις·
+ύστερος είναι αγώνας σου· μη να σωθής ελπίσης·
+άνδρα συ τώρα εφόνευσες 'που ο πρώτος ήταν νέος
+εις την Ιθάκην· όθε δω γύπες εσέ θα φάγουν». 30
+
+Αυτά 'παν, ότι ελόγιαζαν πως άθελα τον άνδρα
+είχε φονεύσει· και οι μωροί δεν είχαν εννοήσει
+ότι το δίκτ' είχε απλωθή του ολέθρου ολόγυρά των.
+
+Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος τους είπεν Οδυσσέας·
+«Σκυλιά, σεις επιστεύετε πως δεν θα γύρω πλέον 35
+από την Τροία, και άπονα μου τρώγετε το σπίτι,
+φιλούσετε αναγκαστικά ταις δούλαις, κ', ενώ ζούσα,
+άνομα της συντρόφου μου σεις γείνετε μνηστήρες,
+και ούτε θεοί, 'που κατοικούν τα ουράνια σας φοβίζαν,
+ούτε θνητών εκδίκησις μην έλθη αδικημένων· 40
+τώρα το δίκτ' έχει απλωθή του ολέθρου ολόγυρά σας».
+
+Αυτά' 'πε κείνος, κ' έπιασεν αυτούς αχνή τρομάρα,
+και από τον δίεθρο καθείς εκύττα πώς να φύγη.
+μόνος τότ' ο Ευρύμαχος απάντησέ του κ' είπε·
+«Αν ήλθες ο Ιθακήσιος μ' αλήθειαν Οδυσσέας, 45
+δικαίως συ των Αχαιών ταις πράξαις κατακρίνεις,
+'που ανόμησαν 'ς το σπίτι σου πολλά και 'ς τον αγρόν σου.
+αλλ' ήδη κείτεται νεκρός ο πρώτος αίτιος όλων,
+ο Αντίνοος· ότι ωργάνιζε τα έργα τούτα εκείνος.
+και τόσο δεν τον βίαζε του γάμου ανάγκ' ή πόθος, 50
+αλλ' έτρεφ' άλλα 'ς την ψυχή, — κ' εμπόδισε ο Κρονίδης,—
+να γείνη της καλόκτιστης Ιθάκης βασιλέας
+εκείνος και το τέκνο σου με δόλο να φονεύση.
+τώρ', αφού τούτος έπεσεν ως του 'πρεπε, λυπήσου
+συ τον λαόν σου· και απ' εμάς κοινώς όλα θα λάβης, 55
+όσο σου εφαγωθήκαν 'ς το σπίτι κ' επιοθήκαν,
+και πρόστιμ' είκοσι βωδιών καθείς μας θα σου φέρη,
+'ς τόσο χρυσάφι και χαλκόν, η οργή σου να πραΰνη·
+ως τότ', εάν αγανακτείς, κατάκρισιν δεν έχεις».
+
+Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος του απάντησε Οδυσσέας· 60
+«Ευρύμαχε, και αν όλα μου τα πατρικά μου εκείνα
+μου αποδοθούν, μ' όσ' έχετε και μ' όσ' αλλούθ' ευρήτε,
+δεν θα ξεκόψω πότ' εγώ τα χέρια μ' απ' τον φόνο,
+πριν όλα τ' ανομήματα πλερώσουν οι μνηστήρες.
+σεις τώρα προτιμήσετε, να μάχεσθ' ή να φύγη 65
+κάποιος, αν ίσως δυνηθή, την μοίρα του θανάτου.
+αλλ' απ' τον όλεθρο κανείς, θαρρώ, δεν θα λυτρώση».
+
+Είπε και αυτών τα γόνατα κοπήκαν κ' η καρδία·
+και πάλιν είπ' ο Ευρύμαχος· «Ω φίλοι, αυτός ο άνδρας
+τα χέρια τ' απλησίαστα δεν θα κρατήση πλέον, 70
+αλλ', ως το τόξον απ' αρχής και την φαρέτρα πήρε,
+θε να τοξεύη απ' το ξυστό κατώφλι ως να φονεύση
+όλους εμάς· αλλά φαιδροί την μάχη ν' ασπασθούμε.
+σύρετε τα μαχαίρια σας, 'ς τα γοργοφόνα βέλη
+προβάλτε τράπεζαις και ομού 'ς αυτόν ας πέσουμ' όλοι, 75
+και το κατώφλ' ίσως βιασθή ν' αφήση και την θύρα,
+έξω να βγούμε, αλαλαγμός να σηκωθή 'ς την πόλι,
+τούτος να μάθ' ότ' έρριξε το υστερινό του βέλος».
+
+Είπε και δίστομ' έσυρε χαλκόβαπτο μαχαίρι
+και με κραυγήν τρομακτικήν επάνω του επετάχθη· 80
+και, 'ς την στιγμή 'που χύθ' αυτός, ο θείος Οδυσσέας
+'ς το στήθος βέλος του 'ριξεν εις το βυζί πλησίον,
+και μες το σκότι πέρασε τ' ορμητικόν ακόντι.
+την μάχαιρα απόλυσε κ' έπεσε κυρτωμένος
+τρικλίζοντας 'ς την τράπεζα, και τα φαγιά κ' η κούπα 85
+χάμαι σκορπίσαν· εις την γη το μέτωπό του εκτύπα,
+οδύνην είχε 'ς την ψυχή κ' έσπρωχνε το θρονί του
+με τα δυο πόδια, και άπλωσε 'ς τα μάτια του μαυρίλα.
+
+Ο Αμφίνομος 'ς τον ένδοξον τότ' ώρμησε Οδυσσέα
+μ' ακονισμένην μάχαιραν, ίσως από τ[η]υν θύρα 90
+συρθή εμπρός του, αλλ' έγκαιρα με χαλκοφόρο ακόντι
+την πλάτην ο Τηλέμαχος τον πέρασ' ως τα στήθη·
+μ' όλο το μέτωπο 'ς την γην εβρόντησεν εκείνος,
+τ' ακόντι το μακρόσκιο 'ς το σώμα του Αμφινόμου
+άφησεν ο Τηλέμαχος κ' εσύρθ' ότι φοβήθη 95
+μη κάποιος εκ των Αχαιών, εκεί 'που αυτός θ' ανέσπα
+τ' ακόντι το μακρόσκιον, ορμήση με μαχαίρι
+και τον τρυπήσ' ή όπισθε κτυπήση αυτόν σκυμμένον.
+κ' έδραμε κ' έφθασεν ευθύς εις τον αγαπητόν του
+πατέρα, κ' είπε προς αυτόν με λόγια πτερωμένα· 100
+«Πατέρα, θα σου φέρω εγώ κοντάρια δυο και ασπίδα
+και ολόχαλκο περίκρανον, αρμόδιο 'ς το κεφάλι·
+παρόμοια θα φορέσω εγώ, παρόμοια και ο βουκόλος
+θα λάβη και ο χοιροβοσκός· καιρός ν' αρματωθούμε».
+
+Απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας· 105
+«Δράμε και φέρ', ενόσω εδώ βέλ' είναι να παλαίσω,
+μη με κινήσουν, μοναχός ως είμαι, από την θύρα».
+
+Αυτά 'πε· κείνος άκουσε τον ποθητόν πατέρα,
+και, οπ' είχε τα λαμπρ' άρματα, 'ς τον θάλαμο, κατέβη·
+εκείθ' ασπίδαις τέσσεραις επήρε, οκτώ κοντάρια, 110
+τέσσαρα κράνη χάλκινα, μ' αλόγου χήτη ωραία·
+τα 'φερνε και δεν άργησε να φθάση 'ς τον πατέρα.
+κείνος με τα λαμπρ' άρματα το σώμ' έζωσε πρώτος,
+κατόπ' οι δούλοι εζώνονταν και οι τρεις επήραν θέσι
+σιμά 'ς τον πολυμήχανον ανδρείον Οδυσσέα. 115
+και αυτός, όσο του ευρίσκονταν ακόντια να παλαίση,
+'ς το σπίτι του θανάτονε με κάθε βέλος έναν
+απ' τους μνηστήραις, κ' έπεφταν σωρός εκείνοι εμπρός του.
+και άμ' έλειψαν του βασιληά, 'που τόξευε, τα βέλη,
+του στέρεου μεγάρου του 'ς τον θυροπαραστάτη 120
+το τόξον έκλινε αντικρύ των τοίχων φωτοβόλων,
+κ' έζωσ' ευθύς 'ς τους ώμους του τετράδιπλην ασπίδα,
+εις την γενναίαν κεφαλήν καλόν έθεσε κράνος
+μ' αλόγου χήτη, και φρικτά σειόταν επάν' ο λόφος,
+και δύο πήρε δυνατά κοντάρια χαλκοφόρα. 125
+
+Ο τοίχος ο καλόκτιστος ψηλόν είχε αντιθύρι,
+και κάτω απ' το κατώφλιο του στερεού μεγάρου
+'ς τον δρόμο πέρασμ' έβγαινε, κλειστό με καλαίς θύραις.
+κείν' ο Οδυσσέας είχε ειπεί του θείου χοιροτρόφου
+να το προσέχη από σιμά' κ' έν' έμβασμ' είχε μόνον. 130
+ο Αγέλαος τότε ωμίλησε κ' εμπρός εις όλους είπε·
+«Ω φίλοι, δεν θ' ανέβαινε κανείς εις τ' αντιθύρι
+φωνή να ρίξη του λαού κ' ευθύς βοή να γείνη;
+τούτος να μάθ' ότ' έρριξε το υστερινό του βέλος».
+
+Του απάντησε ο Μελάνθιος' «'Σ αυτό δεν είναι τρόπος, 135
+Αγέλαε διόθρεπτε, τι φοβερά κοντά 'ναι
+η αυλόθυρα, και δύσκολο το στόμ' είναι του δρόμου·
+και ανδρείος ένας δύναται 'ς όλους φραγμός να γείνη.
+αλλ' άρματ' απ' τον θάλαμο θα φέρω να ζωσθήτε·
+ότι κει μέσα, και όχι άλλου, τ' άρματα, εγώ νομίζω, 140
+ο Οδυσσέας φύλαξε και ο δοξαστός υιός του».
+
+Αυτά 'πεν ο Μελάνθιος και ανέβη του μεγάρου
+την κλίμακα, 'ς τον θάλαμο να φθάση του Οδυσσέα·
+εκείθ' ασπίδαις δώδεκα πήρε και τόσαις λόγχαις,
+και τόσα κράνη χάλκινα, μ' αλόχου χήτη ωραία, 145
+και ογλήγορ' ήλθε κ' έφερε τα όπλα 'ς τους μνηστήραις.
+του Οδυσσέα γόνατα κοπήκαν και καρδία,
+άμ' είδε ν' αρματόνωνται και τα μακρά κοντάρια
+να σείουν ότι φοβερός του φανερώθη αγώνας.
+κ' είπε προς τον Τηλέμαχο με λόγια πτερωμένα· 150
+«Τηλέμαχ', ή 'ς τα μέγαρα των γυναικών καμμία
+κακόν μας κινεί πόλεμον ή τ' είναι ο Μελανθέας».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε·
+«Πατέρα, 'ς τούτο εγώ 'σφαλα και άλλος δεν είναι πταίστης·
+το στερεό θυρόφυλλον άνοιξα του θαλάμου 155
+κ' ερχόμενος δεν το 'κλεισα και τούτο εγνώσθη απ' άλλον.
+αλλά, θεί' Εύμαιε, πήγαινε, την θύρα του θαλάμου
+κλείσε κ' εξέτασ' αν καμμιά των δούλων τούτα πλέκει,
+ή κείνος, 'που υποπτεύομαι, Μελάνθιος ο Δολίδης».
+
+Τα λόγια τούτα ενώ 'λεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους, 160
+κίνησε προς τον θάλαμο και πάλι ο Μελανθέας,
+να φέρη τα λαμπρ' άρματα· και ο θείος χοιροτρόφος
+τον νόησε και από σιμά τότ' είπε του Οδυσσέα·
+«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,
+ιδού, πάλιν ο πάγκακος, οπ' είχαμε υποπτεύσει, 165
+'ς τον θάλαμο πορεύεται· συ τώρα δίδαξέ με,
+θα του αφαιρέσω την ζωήν, αν τον νικήσω πρώτα,
+ή θέλεις να τον φέρω εδώ να σου πλερώση εκείνος
+ταις τόσαις οπ' ωργάνισε 'ς το σπίτι σου ανομίαις;»
+
+'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· 170
+«Εγώ με τον Τηλέμαχον τους θαυμαστούς μνηστήραις
+'ς το δώμα θα κρατήσουμεν, όσην ορμή και αν δείξουν.
+σεις τώρ' εκείνον ρίξετε 'ς τον θάλαμο με χέρια
+και πόδι' οπισθογύριστα, και δέσετε την θύρα,
+αφού, περνώντας του σχοινί, 'ς την κορυφή του στύλου 175
+τον ανεβάσετε υψηλά τα πατερά να εγγίξη,
+ώστε να ζη πολληώρα εκεί μ' οδύναις του θανάτου».
+
+Είπε, και αυτοί 'ς την προσταγήν υπάκουσαν κ' επήγαν·
+'ς τον θάλαμο τον εύρηκαν χωρίς να τους νοήση·
+εκείνος ζητούσ' άρματα 'ς το βάθος του θαλάμου, 180
+και αυτοί 'ς τα πλάγια στάθηκαν της θύρας κ' εκαρτέρουν,
+και ως πάτησ' ο γιδοβοσκός Μελάνθιος το κατώφλι,—
+και 'ς το 'να χέρ' είχε λαμπρό περίκρανο, πλατείαν
+εις τ' άλλο ασπίδα παλαιάν, και μουχλαραχνιασμένην,
+οπ' ο Λαέρτης ήρωας φορούσ' ότ' ήτο αγόρι, 185
+ριμμένην τώρα, και η ραφαίς λυθήκαν των λουριών της,—
+επάνω τ' ώρμησαν οι δυο και απ' τα μαλλιά τον σύραν
+μέσα, και χάμαι βρόντησαν τον κατατρομασμένον.
+χέρια και πόδια του 'δεσαν αντάμ', αφού με τρόπον
+σκληρόν τα οπισθογύρισαν, ως ο Λαερτιάδης 190
+επρόσταξ' ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας
+και, αφού σχοινί του πέρασαν, 'ς την κορυφή του στύλου
+τον ανεβάσαν υψηλά τα πατερά να εγγίξη.
+και του 'πες με περίγελον, ω Εύμαιε χοιροτρόφε·
+«Τώρ', ως σου πρέπει, μαλακά, Μελάνθιε, πλαγιασμένος 195
+θα ολονυκτήσης έξυπνος, και δεν θα σε ξαφνίση
+ερχόμεν' η χρυσόθρονη του όρθρου θυγατέρα
+απ' ταις ροαίς του Ωκεανού, την ώρα 'που συ φέρνεις
+τα ερίφια μες τα δώματα να φάγουν οι μνηστήρες».
+
+Κείνον αφήκαν 'ς τα φρικτά δεσμά του τεντωμένον, 200
+και αρματωθήκαν, έκλεισαν την στιλβωμένην θύρα,
+κ' ήλθαν 'ς τον πολυμήχανον ανδρείον Οδυσσέα.
+αυτού με στήθος φλογερό στέκονταν, 'ς το κατώφλι
+τέσσερες, και 'ς το μέγαρο πολλοί κ' εκείνοι άνδρείοι·
+η Αθήνη κόρη του Διός 'ς το πλάγι τους τότ' ήλθε, 205
+εις το κορμί και 'ς την φωνή του Μέντορ' όλη ομοία.
+άμ' ο Οδυσσέας είδε την εχάρη και της είπε·
+«Μέντορα, να μη λησμονής 'ς την φοβερήν ανάγκη
+τον φίλον ευεργέτη σου και τον ομήλικόν σου».
+
+Είπε και την πολεμάρχον θεάν είχε νοήσει. 210
+και αλλούθε της εκραύγαζαν 'ς το μέγαρο οι μνηστήρες·
+ο Αγέλαος την ωνείδισε, Δαμαστορίδης, πρώτος·
+«Μέντορα, μη καταπεισθής 'ς τα λόγια του Οδυσσέα,
+βοηθός εκείνου πόλεμον να κάμης των μνηστήρων·
+ότι από τώρα η γνώμη μας το εξής αποφασίζει· 215
+κείνους τους δύο, τον υιόν ομού και τον πατέρα,
+αφού φονεύσουμε, και συ θα πέσης, όπως κείνα,
+'που εδώ να πράξης βούλεσαι, πλερώσ' η κεφαλή σου.
+και αφού σας αφαιρέσουμε την ζήσι με το ξίφος,
+όσ' έχεις μες το σπίτι σου και όσ' έξω, αυτά με κείνα 220
+του Οδυσσέα θα ενωθούν και μες τα μέγαρά σου
+δεν θέλει αφήσουμε να ζουν τ' αγόρια σου κ' η κόραις,
+ουδ' η γυνή σου να γυρνά 'ς την πόλι της Ιθάκης».
+
+Αυτά 'πε, και άναψεν η οργή της Αθηνάς ακόμη·
+και θυμωμένη ωνείδισε πικρά τον Οδυσσέα· 225
+«Μ' άλλην ψυχή, μ' άλλην ανδρειά, σ' εγνώρισ', Οδυσσέα,
+εννέα χρόνους άκοπα να πολεμάς τους Τρώαις,
+χάριν της θεογέννητης Ελένης λευκοχέρας,
+κ' εις δειναίς μάχαις φόνευσες άνδραις πολλούς και ο νους σου
+έρριξε την πλατύδρομην την πόλι του Πριάμου. 230
+πώς τώρα, ενώ 'ς το σπίτι σου και 'ς τα καλά σου φθάνεις,
+πονεί σ' ανδρείος να δειχθής επάνω 'ς τους μνηστήραις;
+στάσου 'ς το πλάγι μου, ω καλέ, κ' έργον ιδέ, να μάθης
+πώς ο Αλκιμίδης Μέντορας, 'ς εχθρούς πολλούς αντίκρυ,
+είναι τα ευεργετήματα καλός ν' ανταποδώση». 235
+
+Είπε, και ακόμη προς αυτούς δεν έκλινε την νίκη,
+αλλ' ήθελε 'ς την δοκιμήν η δύναμις και ανδρεία
+του Οδυσσέα να φανούν και του λαμπρού παιδιού του·
+και 'ς του μεγάρου πέταξε την μαυροκαπνισμένη
+σκέπη κ' εκάθισεν αυτού, με χελιδόνα ομοία. 240
+
+Και τους μνηστήραις κίνησε τότε ο Δαμαστορίδης
+Αγέλαος, ο Ευρύνομος, με τον Πολυκτορίδη
+Πείσανδρον, ο Αμφιμέδοντας, ο Πόλυβος γενναίος,
+και ο Δημοπόλεμος· αυτοί πρωτεύαν 'ς την ανδρεία
+αυτών, 'που ακόμη ζωντανοί να ζήσουν εμαχόνταν· 245
+και τους λοιπούς θανάτωσαν το τόξο και τα βέλη.
+και 'ς όλους είπ' ο Αγέλαος· «Ω φίλοι, αυτός ο άνδρας
+τα χέρια τ' απλησίαστα 'ς ολίγο θα κρατήση·
+του 'φυγεν ήδη ο Μέντορας, αφού μωρεπαινέθη,
+και μόνον κείνοι απόμειναν 'ς της θύρας το κατώφλι· 250
+όθεν μη ρίξετε όλοι ομού τα μακρυά κοντάρια·
+οι έξι σεις κάμετε αρχήν, ίσως μας δώση ο Δίας
+την δόξα να περάσουμε το στήθος του Οδυσσέα·
+άμ' αυτός πέσ', οι επίλοιποι φροντίδα δεν μας δίδουν».
+
+Αυτά 'πε, και, ως παράγγειλε, μ' ορμήν όλοι ακοντίσαν 255
+κ' η Αθηνά κατώρθωσε χαμέν' όλα να πέσουν·
+άλλος τον στύλον κτύπησε του στερεού μεγάρου,
+άλλος την θύρα με πυκναίς σανίδαις αρμοσμένη,
+και άλλου 'ς τον τοίχον έπεσε το φράξο χαλκοφόρο.
+και άμ' όλοι κείνοι ξέφυγαν τ' ακόντια των μνηστήρων, 260
+τους είπεν ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας·
+«Ω φίλοι, κ' εγώ θα 'λεγα κ' εμείς εις των μνηστήρων
+το πλήθος ν' ακοντίσουμεν, αφού σιμά 'ς τα πρώτα,
+όσα μας έκαμαν κακά, διψούν να μας φονεύσουν».
+
+Αυτά' πε, και όλοι ακόντισαν τα λογχοφόρ' ακόντια· 265
+τότε τον Δημοπόλεμον εφόνευσ' ο Οδυσσέας,
+τον Ευρυάδην έστρωσε του Τηλεμάχου η λόγχη,
+τον Έλατον ο Εύμαιος φόνευσε, και ο βουκόλος
+τον Πείσανδρο· και όλοι έπεσαν κ' εδάγκασαν το χώμα.
+τότε οι μνηστήρες σύρθηκαν 'ς το βάθος του μεγάρου, 270
+και ώρμησαν κείνοι κ' έβγαλαν απ' τους νεκρούς ταις λόγχαις.
+
+Πάλ' οι μνηστήρες έρριξαν τα λογχοφόρ' ακόντια,
+κ' η 'Αθηνά κατώρθωσε πολλά να βγουν χαμένα.
+άλλος τον στύλον κτύπησε του στερεού μεγάρου,
+άλλος την θύρα με πυκναίς σανίδαις αρμοσμένη, 275
+και άλλου 'ς τον τοίχον έπεσε το φράξο χαλκοφόρο
+η λόγχη του Αμφιμέδοντα ξυστά το χέρι επήρε
+του Τηλεμάχου, 'ς τον αρμό, και ακρόσχισε το δέρμα.
+απ' την ασπίδ' επάνωθε τον ώμο του Ευμαίου
+χάραξε και χαμαί 'πεσεν η λόγχη του Κτησίππου. 280
+και αυτοί με τον πολύβουλον ανδρείον Οδυσσέα
+ταις λόγχαις πάλι ακόντισαν 'ς το πλήθος των μνηστήρων·
+ο Οδυσσέας πορθητής τον Ευρυδάμαντ' ηύρε,
+κ' ηύρε τον Αμφιμέδοντα του Τηλεμάχου η λόγχη,
+τον Πόλυβον ο Εύμαιος, τον Κτήσιππο 'ς το στήθος 285
+ηύρε ο βουκόλος, και σφικτά κατόπιν εκαυχήθη·
+«Πολυθερσείδη εμπαικτικέ, με την μωρή σου γνώμη
+να μην επαίρεσαι 'ς το εξής, αλλά τους αθανάτους
+άφινε, ότ' είναι ανώτεροι πολύ, ν' αποφασίζουν.
+ιδού, το πόδι οπ' έδωκες του θείου Οδυσσέα, 290
+ότε 'ς το δώμα εζήτευεν, εγώ σου ανταποδίδω».
+
+Τούτα ο βουκόλος έλεγε· και πλήγωσ' ο Οδυσσέας
+εγγύθε τον Αγέλαο με μακρυό κοντάρι·
+κτύπησε τον Λεώκριτο του Τηλεμάχου η λόγχη
+μες το λαγγόνι, και ο χαλκός 'ς το αντίκρυ βγήκε μέρος· 295
+και με το μέτωπ' έπεσεν επίστομος 'ς το χώμα.
+την ανδροφθόρον έδειξεν αιγίδα τότ' η Αθήνη
+από την σκέπην υψηλά· κ' εσπώμαξε η καρδιά τους.
+'ς το μέγαρο σκορπίσθηκαν, ως τρέχουν αγελάδαις
+όταν με κέντημα συχνό ταις συνταράσσ' η μύγα, 300
+εις τον καιρό της άνοιξης, 'που 'ναι μεγάλ' η 'μέρα·
+και, ως χύνονται κυρτώνυχοι, κυρτόμυτοι, πετρίταις
+από τα όρη 'ς τα πουλιά, κ', ενώ τούτ' αποφεύγουν
+τα νέφη, και όλα κρύβονται 'ς το σιάδι, τ' αφανίζουν
+άξαφνα εκείνοι, ώστε φυγή και αντίστασις δεν είναι· 305
+και 'ς το κυνήγι οπού θωρούν οι άνδρες διασκεδάζουν·
+όμοια 'ς το δώμα χύθηκαν εκείνοι 'ς τους μνηστήραις
+κ' εδώ κ' εκεί τους έκρουαν και αυτοί φρικτά βογγούσαν,
+ως κρούονταν η κεφαλαίς, και ο πάτος έβραζ' αίμα.
+
+Τότε ο Λειώδης πρόφθασε να πιάση του Οδυσσέα 310
+τα γόνατα και ικέτευε με λόγια πτερωμένα·
+Α! σ' εξορκίζω, σέβου με, λυπήσου με, Οδυσσέα·
+άνομον έργον απ' εμέ δεν γνώρισε ουδέ λόγον
+άκουσε 'ς το παλάτι σου των γυναικών καμμία·
+και απ' τ' άσχημ' έργα εμπόδιζα τους άλλους τους μνηστήραις, 315
+αλλά 'ς εμέ δεν πείθονταν απ' τα κακά ν' απέχουν.
+κ' ιδού, κακοθανάτισαν απ' τ' ανομήματά των.
+μ' είχαν ιερογνώστην τους, και όμως, αν κ' είμαι αθώος,
+κ' εγώ θα πέσ', ώστε η καλαίς πράξες δεν έχουν χάρι».
+
+Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος του απάντησε Οδυσσέας· 320
+«Και αν ιερογνώστης ήσουν συ 'ς την μέση των μνηστήρων,
+συχνά θα παρακάλεσες, θαρρώ, 'ς τα μέγαρά μου,
+της ποθητής μου επιστροφής η ώρα να μη φθάση,
+και απ' την γλυκειά γυναίκα μου συ τέκνα ν' αποκτήσης·
+όθεν τον πικρόν θάνατον δεν θα ξεφύγης τώρα». 325
+
+Είπε και ξίφος άρπαξε με το δεξί του χέρι,
+'που το 'χε ρίξ' ο Αγέλαος, οπότ' εξεψυχούσε,
+χάμαι· μ' εκείνο του 'κοφτε το σνίχι μες την μέση,
+κ' ενώ 'μιλούσε κύλησε 'ς το χώμα η κεφαλή του.
+
+Την μαύρη μοίρα ξέφυγεν ο αοιδός Τερπιάδης 330
+Φήμιος, 'που βιαζόμενος τραγούδα των μνηστήρων.
+'ς την αντιθύραν έμενε με την γλυκειά κιθάρα
+ς' το χέρι του, κ' εδίσταζεν, αν θα 'βγη από το δώμα
+όπως καθίση 'ς τον βωμόν καλόκτιστον του ερκείου
+μεγαλοδύναμου Διός, 'ς εκείνον, οπού έκαψαν 335
+βωδιών μερία πάμπολλα Λαέρτης και Οδυσσέας,
+ή έξαφνα 'ς τα γόνατα να πέση του Οδυσσέα·
+και τούτο συμφερώτερον ευρήκε τότε ο νους του·
+ως ικέτης τα γόνατα να πιάση του Οδυσσέα.
+τωόντι χάμαι απόθεσε την βαθουλήν κιθάρα 340
+σιμά 'ς τ' ασημοκάρφωτο θρονί και 'ς τον κρατήρα,
+εχύθη και τα γόνατα να πιάση του Οδυσσέα
+επρόφτασε και ικέτευε με λόγια πτερωμένα·
+«Αχ! σ' εξορκίζω σέβου με, λυπήσου με, Οδυσσέα·
+θλίψι και συ θέλει αισθανθής κατόπι, αν με φονεύσης 345
+τον αοιδόν, 'που των θεών και των ανθρώπων ψάλλω.
+κ' είμαι αυτοδίδακτος εγώ και μύρια 'ς την καρδιά μου
+άσματα εγέννησε ο θεός· θαρρώ 'που εμπρός σου ψάλλω
+ως εις θεόν μη θέλης συ να μ' αποκεφαλίσης.
+θα είπη και ο Τηλέμαχος, ο ποθητός υιός σου, 350
+πως άθελα το δώμα σου, χωρίς τι να ζητήσω,
+εσύχναζα να τραγουδώ 'ς τους δείπνους των μνηστήρων·
+ότι πολλοί και δυνατοί μ' ανάγκαζαν εκείνοι».
+
+Είπε' τον άκουσ' η ιερή του Τηλεμάχου ανδρεία,
+και παρευθύς προσφώνησεν εγγύθε τον πατέρα· 355
+«Κρατήσου, μη με το σπαθί τον άπταιστον πληγώσης·
+τον κήρυκα τον Μέδοντα θα σώσουμεν ακόμη,
+οπού μ' επρόσεχε παιδί 'ς το σπίτι μας μ' αγάπη,
+εξ' αν αυτόν ο Εύμαιος εφόνευσ' ή ο βουκόλος,
+ή αν, όταν τρικύμιζες 'ς το δώμ', εμπρός σου ευρέθη». 360
+
+Και ο συνετός ο κήρυκας τον άκουσε, κρυμμένος
+ως ήταν κάτω από θρονί, κ' εσκέπαζε το σώμα
+με νέο δέρμα βώδινο, τον χάρο ν' αποφύγη.
+πετάχθηκ' έξω απ' το θρονί, και το τομάρι εγδύθη,
+του Τηλεμάχου πρόφθασε τα γόνατα να πιάση, 365
+και κείνον προσικέτευσε με λόγια πτερωμένα·
+«Ιδού με, ω φίλε· στάσου εσύ κ' ειπέ και του πατρός σου,
+'ς την περισσή του δύναμι μήπως κ' εμέ πληγώση,
+από χολή 'ς τους βδελυρούς μνηστήραις, 'που αφανίζαν
+τα υπάρχοντά του, και οι μωροί σέν' εκαταφρονούσαν». 370
+
+Εις τούτο χαμογέλασε και του 'πεν ο Οδυσσέας·
+«Θάρρεψε, τούτος σ' έσωσε, και σ' έχει προφυλάξει,
+ώστε η ψυχή σου να αισθανθή, και ειπής εις άλλον, πόσο
+της κακουργίας άμετρα προέχ' η αγαθουργία·
+συ τώρα και ο πολύψαλμος αοιδός έξω να βγήτε, 375
+και 'ς την αυλή καθίσετε μακράν από τους φόνους,
+ως να ενεργήσω τώρα εδώ 'ς το δώμ' ό,τ' είναι χρεία».
+
+Είπε, και από το μέγαρον εκείνοι ευθύς εβγήκαν,
+του μεγαδύναμου Διός προς τον βωμόν καθίσαν,
+κ' εκύτταζαν ολόγυρα και φόνον περιμέναν. 380
+
+Τότ' ο Οδυσσέας κύτταζε 'ς το δώμα του αν κανένας
+'κρύβετο ακόμη ζωντανός από την μαύρη μοίρα·
+και όλους τους είδε κατά γης αιματοκυλισμένους,
+πλήθος μεγάλ', ωσάν ψαριών σωρός, οπ' οι ψαράδες
+από την λευκή θάλασσα 'ς την κολπωμένην άκρη 385
+σύραν με δίκτυ ολότρυπο· και αυτά σωρός χυμένα
+'ς την άμμον όλα επιποθούν το κύμα του πελάγου,
+και την πνοήν ο ήλιος τους παίρνει ο φωτοβόλος.
+όμοια σωρός εκείτονταν 'ς τα χώματα οι μνηστήρες.
+του τέκνου του ο πολύγνωμος τότ' είπεν Οδυσσέας 390
+«Κάλεσε την Ευρύκλειαν, υιέ μου, την βυζάστρα,
+όπως εκείνης είπω εγώ κείν' οπ' ο νους μου θέλει».
+
+Υπάκουσε ο Τηλέμαχος του ποθητού πατρός του,
+και, αφού την θύρα κίνησε, της Ευρυκλείας είπε·
+«Σήκω, έλα δω, γερόντισσα, συ 'που των δούλων όλων, 395
+των γυναικών, 'ς σπίτι μας έφορος είσαι αρχαία·
+έλα, σένα ο πατέρας μου καλεί να σου ομιλήση».
+
+Αυτά π' κείνος, και άπτερος 'ς αυτήν ειπώθη ο λόγος·
+και, αφού την θύραν άνοιξε των υψηλών μεγάρων,
+κίνησε 'ς τον Τηλέμαχον κατόπι, και 'ς την μέση 400
+των σκοτωμένων των νεκρών ηύρε τον Οδυσσέα,
+κατάμαυρον απ' αίματα και σκόνην, ως λεοντάρι,
+οπού βαδίζει, ως χόρτασεν απ' αυλισμένον ταύρο·
+το στήθος όλο και τα δυο σαγόνια στάζουν αίμα,
+και προχωρεί τρομακτικός 'ς την όψι· τότε ομοίως 405
+πατόκορφα κατάμαυρος εφαίνετ' ο Οδυσσέας.
+και ως είδε η γραία τους νεκρούς και το περίσσιον αίμα,
+χαράς αρχίν' αλαλαγμό, 'ς το θαύμα οπ' είχ' εμπρός της,
+αλλ' ευθύς την εκράτησε κ' εμπόδισ' ο Οδυσσέας,
+και κείνην επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα· 410
+«Ω γραία, χαίρου μέσα σου· σιγά, μην αλαλάζης·
+ασεβής ο καυχώμενος 'ς ανθρώπους σκοτωμένους.
+μοίρα θεών τους σύντριψε και τ' άνομά τους έργα·
+ότι κανέναν των θνητών ανθρώπων δεν σεβόνταν,
+όποιος και αν τους πλησίαζε, μικρός ήταν ή μέγας· 415
+και ιδού, κακοθανάτισαν απ' τ' ασεβήματά των.
+ταις κόραις τώρα του σπιτιού συ θα μου φανερώσης,
+και αυταίς 'που με καταφρονούν, και όσαις δεν έχουν κρίμα».
+
+Η Ευρύκλεια τότε απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα·
+«Μ' αλήθειαν όλα, τέκνο μου, θε να σου φανερώσω· 420
+πενήντα μες το σπίτι σου γυναίκαις έχεις δούλαις·
+τα έργα ταις διδάξαμε, και το μαλλί να ξαίνουν,
+και κάθε κόπον δουλικόν με υπομονή να στέργουν·
+δώδεκα έπεσαν απ' αυταίς εις την αναισχυντία,
+κ' εμέ δεν σέβονται ποσώς ή καν την Πηνελόπη. 425
+και μόλις τώρα ανδρώθηκεν ο υιός σου, κ' η μητέρα
+ακόμα δεν τον άφινε ταις δούλαις να προστάζη.
+αλλά 'ς τ' ανώγ' υπέρλαμπρο θ' αναίβω, να γνωρίση
+όλα η γυνή σου, οπού θεός την βύθισε 'ς τον ύπνο».
+
+Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησ' Οδυσσέας· 430
+«Ακόμη να μη την ξυπνάς· συ κάλεσ' εδώ τώρα
+ταις κόραις, 'που τόσ' άπρεπα 'ς το σπίτι μου ενεργούσαν».
+
+Αυτά 'πε, και το μέγαρον εδιάβηκεν η γραία,
+να παραγγείλη γρήγορα 'ς ταις κόραις εκεί να 'λθουν.
+εκείνος τον Τηλέμαχον και ομού τον χοιροτρόφον 435
+και τον βουκόλον κάλεσε σιμά του και τους είπε·
+«Τώρα να παίρνουν τους νεκρούς προστάξετε ταις κόραις·
+κατόπι τα περίλαμπρα θρονιά και τα τραπέζια
+με νερό και μ' ολότρυπα σφογγάρι' ας καθαρίσουν.
+και, άμ' όλο τακτοποιηθή το δώμα εις κάθε μέρος, 440
+σύρετε από το μέγαρο ταις κόραις εις την μέση,
+'που τον λαμπρόν αυλόγυρον χωρίζει από τον θόλο.
+εκεί θα ταις κτυπήσετε μ' ακονισμένα ξίφη,
+ως η ζωή τους να σβυσθή και ν' απολησμονήσουν
+τους έρωταις οπού κρυφά με τους μνηστήραις είχαν». 445
+
+Αυτά 'πε, και όλαις έφθασαν ομάδι τότε η κόραις,
+μ' ελεεινό παράπονο, με δάκρυα πυρωμένα·
+των πεθαμένων τα κορμιά πρώτ' έφερναν και κάτω
+'ς της καλοτείχιστης αυλής την αίθουσα τα βάζαν,
+Το’ να με τάλλο σύνεγγυς· ταις έβιαζ' ο Οδυσσέας, 450
+και κείναις αναγκαστικά τους πεθαμένους φέρναν·
+κατόπι τα περίλαμπρα θρονιά και τα τραπέζια
+με νερό και μ' ολότρυπα σφογγάρια καθαρίσαν.
+οι τρεις τότε, Τηλέμαχος, Εύμαιος και βουκόλος,
+με ξύστραις όλον έτριβαν του τεχνικού μεγάρου 455
+το πάτωμα· κ' έξ' έπαιρναν κ' ερρίχναν η γυναίκες.
+και άμ' όλο τακτοποίησαν το δώμα εις κάθε μέρος,
+ταις κόραις απ' το μέγαρον εσύραν εις την μέση,
+'που τον λαμπρόν αυλόγυρον χωρίζει από τον θόλο·
+εκεί ταις στενοχώρησαν, όθε φυγή δεν είχαν. 460
+και ο φρόνιμος Τηλέμαχος τότε 'ς τους άλλους είπε·
+«Δεν θέλω εγώ με θάνατον αγνόν να ξεψυχήσουν
+αυταίς, 'που καταράσθηκαν συχνά την κεφαλήν μου
+και της μητρός μου, κ' έσμιγαν κρυφά με τους μνηστήραις».
+
+Αυτά 'πε κ' έδεσε σχοινί μελανοπλώρου πλοίου 465
+'ς τον θόλο γύρω τεντωτόν από τον μέγαν στύλο,
+εις ύψος 'που τα πόδια των 'ς την γη να μην εγγίζουν·
+και ως κίχλαις ή περιστεραίς, οπού 'ς το βρόχι πέφτουν,
+στημένο 'ς τα χαμόκλαδα, και, προς το σκήνωμά των
+ενώ κινούν, ελεεινό ταις δέχεται κρεββάτι, 470
+ομοίως είχαν 'ς την σειρά ταις κεφαλαίς η κόραις,
+εις τους λαιμούς των με θηλειαίς, φρικτά να ξεψυχήσουν·
+και ώραν ολίγη σπάραξαν ταις φτέρναις των κ' επαύσαν.
+
+Και 'ς της αυλής το πρόθυρο τον Μελανθέα σύραν·
+αυτιά και μύτη του 'κοφταν μ' αλύπητο μαχαίρι, 475
+και τα κρυφά του ανάσπαστα δώσαν ωμά των σκύλων,
+και μανισμένοι χέρια και σκέλη του συντρίβαν.
+
+Τα χέρια και τα πόδια κατόπιν αφού νιφθήκαν,
+'ς τον Οδυσσέα γύρισαν και όλ' ήσαν τελειωμένα.
+τότ' είπ' εκείνος της καλής βυζάστρας Ευρυκλείας· 480
+«Θειάφην, ιάμα των κακών, και πυρ φέρε μου, γραία,
+το δώμα να θειαφίσω εγώ· και συ την Πηνελόπη
+κάλεσε, και η θεράπαιναις να την ακολουθήσουν·
+και όλαις ταις δούλαις του σπιτιού κίνησ' εδώ να φθάσουν».
+
+Η Ευρύκλεια του απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα· 485
+«Παιδί μου, ο λόγος σου είν' ορθός και λάθος δεν ευρίσκω·
+αλλ' άφες να σου φέρω εγώ χιτώνα και χλαμύδα·
+θα 'χες κατάκρισιν πολλήν οι ώμοι σου οι γενναίοι
+κείνα τα ράκη να φορούν 'ς τα μέγαρα σου ακόμη».
+
+Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· 490
+«Από το πυρ πρώτα έχω εγώ 'ς τα μέγαρά μου χρεία».
+
+Η Ευρύκλεια τον άκουσε η αγαπητή βυζάστρα,
+και θειάφη και πυρ έφερε· τότε το μέγαρ' όλο
+το δώμα ομού και την αυλήν εθειάφισ' ο Οδυσσέας.
+και κείνη από τα υπέρλαμπρα δώματα του Οδυσσέα 495
+βγήκε να ειπή των γυναικών ογλήγορα να φθάσουν·
+και αυταίς από το μέγαρον πρόβαλαν φως βαστώντας·
+'ς τον Οδυσσέα χύθηκαν, τον γλυκοχαιρετούσαν,
+και με χαραίς 'ς την κεφαλή, 'ς τους ώμους, τον εφίλουν,
+και όλαις τα χέρια του 'σφιγγαν πόθον γλυκό αισθάνθη 500
+να κλαίη και ταις γνώρισεν εις την καρδιά του εκείνος.
+
+
+
+Ραψωδία Ψ
+
+
+
+Χαρά γεμάτη ανέβηκε 'ς τ' ανώγια τότε η γραία,
+να είπη της βασίλισσας ότ' ήλθε ο ποθητός της·
+και αν κ' εις τα γόνατ' είχε ορμή, τα πόδια της τρεκλίζαν.
+'ς την κεφαλή της στάθηκεν επάνω και της είπε·
+«Εγείρου, Πηνελόπη μου, παιδί μου, ν' απαντήσουν 5
+τα μάτια σ' ό,τι ολοκαιρίς επόθησε η καρδιά σου.
+ήλθ' ο Οδυσσέας, αν και αργά, 'ς το σπίτι του έχει φθάσει,
+και τους αυθάδεις φόνευσε μνηστήραις, οπού φθείραν
+το σπίτι, την ουσία του, και το παιδί του υβρίζαν.
+
+Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνην αποκρίθη· 10
+«Αχ! οι θεοί σ' εμώραναν, βυζάστρ' αγαπημένη,
+'που και απ' τον γνωστικώτερον την γνώσι ν' αφαιρέσουν
+δύνανται αυτοί, και νόησι να δώσουν του ανοήτου·
+και τώρα κείνοι εσάλευσαν και σε, 'που φρόνιμ' ήσουν.
+τι μ' αναπαίζεις άσπλαχνα, την καταπικραμένην, 15
+με λόγια ξένα, κ' έξαφνα σηκόνεις μ' απ' τον ύπνον,
+οπ' έδεσε κ' εσκέπασε γλυκά τα βλέφαρά μου;
+ύπνον δεν πήρ' ωσάν αυτόν, απ' ότ' ο Οδυσσέας
+'ς την Κακοΐλιον πέρασε την τρισκαταραμένην.
+αλλά καταίβα τώρ' ευθύς 'ς το μέγαρον, όθ' ήλθες, 20
+ότι από ταις θεράπαιναις, οπ' έχω, αν άλλη ερχόνταν
+να μου ειπή τούτα, κ' έξαφνα μ' εσήκονε απ' τον ύπνο,
+με σκληρόν τρόπο θα 'καμνα να φύγη απ' έμπροσθέν μου
+'ς τα μέγαρο· και τώρα συ 'ς το γήρας χάριν έχε».
+
+Η Ευρύκλεια της απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα· 25
+«Δεν σ' αναπαίζω εγώ σκληρά, παιδί μου, αλλά τωόντι
+ήλθ' ο Οδυσσέας, έφθασε 'ς το σπίτι του, ως σου λέγω,
+κείνος ο ξένος οπ' εδώ καταφρονούσαν όλοι·
+τον ήξευρε ο Τηλέμαχος πολύν καιρόν ότ' ήλθε,
+αλλά με γνώσιν έκρυβε ταις γνώμαις του πατρός του, 30
+ως 'που να πάρη εκδίκησι των αυθαδών μνηστήρων».
+
+Είπε· και αυτή περίχαρη πετάχθη από την κλίνη,
+την γραία σφικταγκάλιασε, και από τα βλέφαρά της
+έρριξε δάκρυ κ' είπε αυτής με λόγια πτερωμένα·
+«Έλα, βυζάστρα μου καλή, φανέρωσέ μου τώρα, 35
+αν έφθασεν αληθινά 'ς το σπίτι του, ως μου λέγεις,
+πώς τους αισχρούς κατώρθωσε μνηστήραις να κτυπήση
+μόνος, και κείνοι πάντοτε μέσ' ήσαν ενωμένοι».
+
+Η Ευρύκλεια της απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα·
+«Δεν είδα εγώ, δεν έμαθα· το βόγγημά των μόνον 40
+άκουσα ως εφονεύονταν 'ς τα βάθη των θαλάμων
+κατάκλεισταις, περίφοβαις, καθόμασθε η γυναίκες,
+ως ότου από το μέγαρο μ' εκάλεσεν ο υιός σου,
+κ' εστάλη απ' τον πατέρα του να με καλέση εκείνος.
+και ορθόν 'ς την μέση των νεκρών των σκοτωμένων ηύρα 45.
+τον Οδυσσέα· γύρω του 'ς τον πάτο ξαπλωμένοι
+κείτονταν κείνοι επανωτοί· και θα τον εχαιρόσουν
+να τον ιδής, ως λέοντα, κατάμαυρον 'ς το αίμα.
+τώρα 'ς την θύρα της αυλής σωρός είν' όλοι εκείνοι,
+και αυτός λαμπρό πυρ άναψε και όλο το δώμα ωραίο 50
+θειαφίζει· και τώρ' έστειλεν εμέ να σε καλέσω·
+αλλ' ακολούθησέ μ' ευθύς, να μην αργήτε, οι δύο,
+αφού τόσο στενάξετε, να λάβετε' ευφροσύνη
+ο πόθος κείνος ο μακρύς το τέλος ηύρε πλέον
+και αυτός εις την εστία του ζωντανός ήλθε κ' ηύρε 55
+ζωντανήν σε και το παιδί· και τους μνηστήραις όλους.
+'που τόσο τον αδίκησαν, 'ς το σπίτι του εκδικήθη».
+
+Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνην απαντούσε·
+«Μη χαίρεσαι, βυζάστρα μου, μη καυχηθής ακόμη·
+γνωρίζεις πόσον ασπαστός 'ς το σπίτι του θα ερχόνταν 60
+κείνος εις όλους κ' έξοχα 'ς εμέ και 'ς το παιδί μας·
+αλλά δεν είναι αληθινά τούτ', όσα τώρα λέγεις·
+κάποιος θεός θα φόνευσε τους θαυμαστούς μνηστήραις,
+'που 'ς την σκληράν αυθάδεια, και 'ς τ' άνομ' έργα, ωργίσθη·
+ότι κανέναν των θνητών ανθρώπων δεν σεβόνταν, 65
+όποιος και αν τους πλησίαζε, μικρός ήταν ή μέγας.
+όθεν κ' επάθαν οι ασεβείς· αλλ' ο Οδυσσέας πέρα
+μακράν της γης Αχαϊκής απέθανε 'ς τα ξένα».
+
+Η Ευρύκλεια της απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα·
+«Ποιος λόγος, τέκνο, σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα! 70
+ενώ μέσ' είν' ο άνδρας σου, 'ς το πλάγι της γωνίστρας,
+άπιστη λέγεις ότι πλειά δεν θα 'λθη 'ς την πατρίδα.
+αλλά σημάδι φανερόν άλλο απ' εμέ ν' ακούσης,
+το λάβωμ' οπού του 'καμε με λευκό δόντι χοίρος,
+και ως το 'πλυνα το γνώρισα και να σ' ειδοποιήσω 75
+ήθελ', αλλά τα χέρια του μου απόφραξαν το στόμα,
+ώστε να ειπώ δεν μ' άφινεν, ο μέγας εις την γνώσι.
+αλλ' ακολούθα· την ζωή συ λάβε μου αρραβώνα·
+αν σ' απατήσω, εις θάνατον φρικτόν παράδοσέ με».
+
+Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνην αποκρίθη· 80
+«Βυζάστρα μου, είναι δύσκολον, αν και πολλά γνωρίζεις,
+να πιάση ο νους σου ταις βουλαίς θεών των αιωνίων.
+αλλ' όμως ας πηγαίνουμε κει, 'που 'ναι το παιδί μου,
+και των μνηστήρων τους νεκρούς να ιδώ και τον φονέα».
+
+Και ως είπε αυτά, κατέβαινε κ' εδίσταζ' αν μακρόθεν 85
+τον άνδρα της τον ποθητόν θα εξέταζ' ή σιμά του
+θα 'μενε και την κεφαλή, τα χέρια, θα του εφίλει.
+εισήλθε και, αφού πέρασε το πέτρινο κατώφλι,
+σιμά 'ς τον τοίχον κάθισεν αντίκρυ του Οδυσσέα
+προς την φωτιά^ και αυτός σιμά 'ς τον στύλον καθισμένος 90
+χάμ' έβλεπε και ανέμενε πότε θα του ομιλήση,
+εμπρός της ως τον έβλεπεν, η ασύγκριτη συμβία.
+κείνη πολληώρα σώπαινε και ο νους της απορούσε·
+και πότε κατά πρόσωπον τον βλέπαν οι οφθαλμοί της,
+και πότε δεν τον γνώριζε 'ς τα ράκη οπού φορούσε. 95
+πικρά τότε ο Τηλέμαχος ωνείδισέ την κ' είπε·
+«Μητέρα, γυνή μ' άσπλαχνη ψυχή, κακομητέρα!
+ξένη από τον πατέρα μου πώς μένεις, πώς σιμά του
+δεν κάθεσαι, να του ομιλής και να τον εξετάζης;
+ποι' άλλη γυνή θα 'μενε με τόσην απονία 100
+ανάμερ' απ' τον άνδρα της, 'που, αφού πολλά' χει πάθει,
+τον χρόνον θα 'φθανε εικοστόν 'ς την γην την πατρική του;
+αλλ' έχεις στερεώτερην του λίθου εσύ καρδίαν».
+
+Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη·
+«Παιδί μ', εις τόσην έπεσε το πνεύμα μου απορίαν, 105
+ώστε ομιλία προς αυτόν ή ερώτησι να κάμω
+δεν δύναμ', ή το πρόσωπον εκείνου ν' αντικρύσω.
+και αν ο Οδυσσέας είναι και 'ς το σπίτι του έχει φθάσει,
+να γνωρισθούμ' είν' άσφαλτος ο τρόπος μεταξύ μας·
+κρυμμένα εις άλλους έχουμε 'ς εμάς γνωστά σημεία». 110
+
+Αυτά 'πε· χαμογέλασεν ο θείος Οδυσσέας,
+κ' είπε προς τον Τηλέμαχον με λόγια πτερωμένα·
+«Άφησε την μητέρα σου να δοκιμάζη εμένα
+'ς το σπίτι μου· και ογλήγορα θα ιδή και θα γνωρίση.
+τώρ', ως με βλέπει ρυπαρόν και κακοενδεδυμένον, 115
+καταφρονεί με, δεν θαρρεί τωόντι ότ' είμ' εκείνος,
+και τώρα, πώς θα ευοδωθούν τα πράγματ', ας σκεφθούμε.
+ότι αν κανείς εντόπιον φονεύση κ' έναν μόνον,
+και φίλους δεν έχει πολλούς κατόπι να τον σώσουν,
+φεύγει από την πατρίδα του και από τους συγγενείς του· 120
+κ' εμείς της χώρας την ζωή, τ' αγόρια της Ιθάκης
+τα πρώτα τα εξωλοθρεύσαμε^ συ τούτο σκέψου τώρα».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε·
+«Ο ίδιος τούτα εξέταζε, πατέρ' αγαπημένε,
+ως λέγουν ότ' η γνώσι σου 'ς τον κόσμον είναι η πρώτη, 125
+ώστε προς σε δεν δύναται κανείς ν' αντιπαλαίση.
+θερμοί θ' ακολουθήσουμεν εμείς· και συ δεν θαύρης,
+ελπίζω, ανδρείας έλλειψιν, όσ' είναι η δύναμίς μας».
+
+'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·
+«Κ' εγώ θα είπ' ό,τι καλό μου φαίνεται να γείνη. 130
+λουσθήτε πρώτα και λαμπρούς φορέσετε χιτώναις,
+και η κόραις εις τα μέγαρα να στολισθούν και κείναις·
+κατόπι ο θείος αοιδός με την γλυκειά κιθάρα
+εις τον φιλόγελον χορόν ας μας εμβάση πρώτος,
+ώστε ότι γάμος γίνεται να λέγουν όσοι ακούσουν, 135
+ή διαβάταις 'που περνούν ή γείτονες τριγύρω,
+όπως 'ς την πόλιν η βοή του φόνου των μνηστήρων
+μην απλωθή πριν φθάσουμε εμείς εις τον αγρόν μας
+έξω τον πολυφύτευτον και αυτού θέλει σκεφθούμε
+ό,τι καλόν εφεύρημα 'ς τον νου μας βάλη ο Δίας». 140
+
+Είπε, και κείν' υπάκουσαν και, αφού λουσθήκαν πρώτα,
+χιτώναις φόρεσαν αυτοί κ' ενδύθηκαν και η κόραις.
+επήρ' ο θείος αοιδός την βαθουλήν κιθάρα
+και 'ς την καρδιά τους γέννησε γλυκειάν επιθυμία
+προς τον εξαίσιον χορόν και το τερπνό τραγούδι. 145
+και από το κρούσμα των ποδιών το μέγα δώμα εβρόντα,
+οι νέοι και η καλόζωναις γυναίκες ως χορεύαν,
+και κάποιος είπ', ως άκουσεν απ' έξω από το δώμα·
+«Κάποιος την πολυμνήστευτη βασίλισσα νυμφεύθη·
+αχ! δεν εβάσταξε η κακή 'ς του πρώτου ανδρός να μείνη 150
+το μέγα δώμ', ασάλευτα και όσο να φθάση εκείνος».
+αυτά' λεγαν, και ως έγειναν τα πράγματ', αγνοούσαν.
+
+Ωστόσον εις το σπίτι του τον μέγαν Οδυσσέα
+έλουσε και άλειψε η καλή κελλάρισσα Ευρυνόμη,
+και φόρεμα τον ένδυσεν ωραίον και χιτώνα· 155
+αλλ' η Αθηνά του λάμπρυνε το σώμα, να φαντάζη
+τρανώτερος, παχύτερος, και από την κεφαλή του
+σγουρήν την κόμην έσυρε 'πώμοιαζε ανθούς του κρίνου.
+και, ως όταν εις τον άργυρον χρυσάφι περιχύνη
+τεχνίτης, οπ' ο Ήφαιστος κ' η Αθήν' έχουν διδάξει 160
+μ' εντέλεια να φιλοτεχνή χαριτωμένα έργα,
+όμοια και αυτού 'ς την κεφαλή, 'ς το σώμ', έχυσε χάρι·
+και 'ς την μορφήν ωσάν θεός εβγήκε απ' τον λουτήρα,
+κ' εγύρισεν εις το θρονί 'που 'χε καθίσει πρώτα,
+της γυναικός του απέναντι, και προς εκείνην είπε· 165
+«Ω τρομερή, 'που σού 'πλασαν, 'ς των θηλυκών το γένος,
+την απονώτερην ψυχήν οι κάτοικοι του Ολύμπου·
+ποι' άλλη γυνή θα 'μενε με ασύντριφτην καρδίαν
+ανάμερ' απ' τον άνδρα της, 'που, αφού πολλά 'χει πάθει,
+τον χρόνον θα 'φθανε εικοστόν 'ς την γη την πατρική του; 170
+αλλ' έλα, κλίνην στρώσε μου, βυζάστρα, να πλαγιάσω
+και μόνος· ότι σίδερον έχει 'ς τα σπλάνα εκείνη».
+
+Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη·
+«Τρομερέ, δεν επαίρομαι, και δεν καταφρονώ σε,
+ούτε ξενίζομαι πολύ· καλά σε ξεύρ' ως ήσουν, 175
+καράβι ότε μακρύκουπο σε πήρε απ' την Ιθάκη.
+αλλ' έξω από τον θάλαμο, βυζάστρα, να του στρώσης
+την στερεωμένη κλίνη του, 'που 'χε ποιήσει εκείνος·
+κ' έξω αφού μεταφέρετε την στερεωμένην κλίνη,
+προβειαίς, παπλώματα λαμπρά, και χλαίναις, να μη λείψουν». 180
+
+Αυτά 'πε δοκιμάζοντας τον άνδρα της, και κείνος
+της συνετής του γυναικός με θλίψιν αποκρίθη·
+«Τώρ' είπες λόγον, ω γυνή, 'που την καρδιά μου σχίζει·
+την κλίνη ποιος μου 'φερε αλλού; δύσκολο και τεχνίτης
+καλός θα το κατώρθονε· μόνον θεός αν έλθη 185
+ακόπως θα την έπαιρνεν, αν θέλη, 'ς άλλο μέρος·
+αλλά θνητός δεν την κινεί, και αν άνδρας είναι νέος·
+επειδή μέγα ευρίσκεται 'ς την εργασμένην κλίνη
+θαύμα· κ' εγώ το μόρφωσα με τέχνη, κανείς άλλος,
+μες την αυλήν ήταν φυτό μακρόφυλλης ελαίας, 190
+ολόχλωρ', ολοφούντωτο, και στύλου πάχος είχε.
+ολόγυρά της θάλαμον εσήκωσα κτισμένον
+με πυκνούς λίθους, κ' έθεσα σκέπην επάν' ωραίαν,
+πρόσθεσα και θυρόφυλλα καλά συναρμοσμένα.
+και, αφού την κόμην έκοψα της φουντωτής ελαίας, 195
+με τέχνην τον γυμνόν κορμόν σκεπάρνισ' απ' την ρίζα,
+κ' έπλασ' αυτόν κλινόποδα με στάφνην ισιασμένον,
+και τρύπαις τόρνευσα παντού· και αυτούθ' εγώ την κλίνην
+άρχισα και την μόρφωσα μ' εντέλειαν, ως 'που βγήκε
+όλη ελεφαντοκόλλητη και αργυροχρυσωμένη· 200
+και ταύρου μέσα ετάνυσα λουρί πορφυρωμένο.
+ιδού, σου εφανέρωσα το γνώρισμα και αν μένει
+η κλίνη μ' άσειστη, ω γυνή, δεν ξεύρω, ή της ελαίας
+τον πόδ' αν κάποιος έκοψε και αλλού την έχει φέρει».
+
+Είπε, και αυτής τα γόνατα κοπήκαν κ' η καρδία, 205
+άμα της είπε ασάλευτα γνωρίσματ' ο Οδυσσέας·
+έκλαψεν, έδραμε 'ς αυτόν, κ' έρριξε ταις αγκάλαις
+'ς τον τράχηλόν του, εφίλησε την κεφαλή του κ' είπε·
+«Μη, Οδυσσέα, μ' οργισθής, συ των θνητών ο πρώτος
+εις κάθε σκέψιν· οι θεοί κακά μας εμοιράναν· 210
+οι φθονεροί δεν θέλησαν την νειότη να χαρούμε
+αχώριστοι, ως να φθάσουμε 'ς του γήρατος την θύρα.
+τώρα μη μου χολεύεσαι, 'ς εμέ να μη θυμώσης,
+ότι άμα σ' είδα ταις χαραίς δεν σώκαμ', όπως τώρα·
+ξεύρεις, 'ς τα στήθη πάντοτε μου τρόμαζε η καρδία 215
+μήπως κανένας των θνητών με λόγια μ' απατήση,
+ότι πολλοί σοφίσματα κακόβουλα οργανίζουν·
+ουδ' η Ελέν' η Άργισσα, του Δία θυγατέρα,
+ήθελε πέσει ερωτικά 'ς ανθρώπου ξένου αγκάλαις,
+αν γνώριζ' ότι τ' άφοβα των Αχαιών αγόρια 220
+οπίσω θα την έπαιρναν εις την γλυκειά πατρίδα.
+'ς τ' αχρείον έργον άσφαλτα θεός την έχει σπρώξει,
+και δεν προείδε το κακόν ο νους της τυφλωμένος,
+το φοβερό, 'που βύθισε κ' εμάς 'ς την λύπη πρώτο.
+τώρ', όλ' αφού μου ανάφερες τα καθαρά σημεία 225
+της κλίνης μας, οπού θνητός άλλος ποτέ δεν είδε,
+ή συ κ' εγώ κ' η μοναχή θεράπαιν' Ακτορίδα,
+οπού ο πατέρας μώδιδεν ότε για δω κινούσα,
+και του θαλάμου στερεού μας φύλαγε την θύρα,
+έπεισες την καρδία μου, πολύ σκληρή και αν είναι». 230
+
+Αυτά 'πε, και γλυκύτερα τα δάκρυα του αναβρύζαν,
+ενώ 'χε την αγαπητή και φρόνιμη συμβία,
+μ' όση χαρά την γη θωρούν αυτοί 'που κολυμβούσι,
+αφού 'ς του ανέμου την ορμή και των χοντρών κυμάτων
+τους σύντριψε το δυνατό καράβι ο Ποσειδώνας, 235
+και απ' την αφράτη θάλασσα 'ς την άκρη κολυμβώντας
+βγαίνουν ολίγοι, και πυκνή κολλά 'ς τα σώματ' άρμη,
+και όλοι χαρά την γη πατούν, ως έφυγαν το χάρο·
+με τόσην έβλεπε χαρά τον άνδρα της εκείνη,
+και 'ς τον λαιμόν του κρέμονταν με τα λευκά της χέρια. 240
+κ' η ροδοδάκτυλη Ηώ θαύρισκε αυτούς να κλαίουν,
+αν άλλο δεν σοφίζονταν η γλαυκομμάτ' Αθήνη.
+'ς το τέρμα της εκράτησε την νύκτα, να μακρύνη,
+και την χρυσόθρονην Ηώ 'ς τ' Ωκεανού το χείλος,
+και τα γοργά πουλάρια της, Φαέθοντα και Λάμπον, 245
+'που των θνητών φέρουν το φως, δεν άφησε να ζέψη.
+
+Τότ' είπε ο πολύγνωμος 'ς εκείνην Οδυσσέας·
+«Αχ! ω γυνή, δεν φθάσαμε 'ς την άκρη των αγώνων
+όλων ακόμη· αμέτρητος οπίσω μόχθος μένει,
+πολύς, σκληρός, 'που ολόκληρον εγώ θα τελειώσω. 250
+τούτο προείπε μου η ψυχή του μάντη Τειρεσία,
+'ς του Άδη ότ' εκατέβηκα την κατοικιά, να μάθω
+το πώς με τους συντρόφους μου να φθάσω 'ς την πατρίδα.
+αλλ' ακολούθα με, ω γυνή, 'ς την κλίνη, να χαρούμε
+ήδη τον ύπνον τον γλυκόν αντάμ' αναπαυμένοι». 255
+
+Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη·
+«Την κλίνη θα 'χης πάντοτε την ώρα 'που η καρδιά σου
+θελήση, αφού τώρ' οι θεοί σ' αξίωσαν να φθάσης
+'ς το σπίτι το καλόκτιστο, 'ς την γη την πατρική σου.
+και αφού θεός σου θύμισεν εκείνον τον αγώνα 260
+ειπέ μου τον, και, αν ως θαρρώ, κατόπι θα τον μάθω,
+κακό δεν είναι τώρα ευθύς να μου τον φανερώσης».
+
+Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·
+«Ω τρομερή, πόσο σφοδρά με βιάζεις να τον είπω·
+κ' ιδού τον φανερόνω εγώ, χωρίς το ουδέν να κρύψω, 265
+αλλά ποσώς δεν θα χαρής, καθώς κ' εγώ δεν χαίρω·
+ότ' εις πολλαίς χώραις θνητών παράγγειλε μου εκείνος
+να πάρω δρόμο, φέρνοντας ίσιο κουπί μαζή μου,
+όσο να φθάσω 'ς τους θνητούς 'που θάλασσα δεν ξεύρουν,
+και οπού δεν τρώγουν φαγητό με άλατ' αρτυμένο. 270
+ούτε τα κοκκινόπλωρα καράβι' αυτοί γνωρίζουν,
+ούτε τα ίσια κουπιά, 'που 'ναι πτερά των πλοίων,
+κ' ένα σημάδι φανερό μου είπε, οπού δεν κρύβω·
+'ς τον δρόμον άμ' απαντηθή μ' εμέν' άλλος οδίτης
+και ειπή, 'ς τον λαμπρόν ώμον μου πως έχω λιχνιστήρι, 275
+'ς την γη να στήσω το κουπί, μου είπε, και, αφού κάμω
+του Ποσειδώνα βασιληά καλόδεκταις θυσίαις,
+κριάρι, ταύρον σφάζοντας, και χοίρον αναβάτην,
+να γύρω 'ς την πατρίδα μου και να δώσ' εκατόμβαις
+των αθανάτων, 'πώχουσι των ουρανών τους θόλους, 280
+με την σειρά του καθενός· και θάνατος θα μ' εύρη
+έξω απ' τα πέλαγα ελαφρός, και θα με σβύση αγάλι
+μες τα λαμπρά γεράματα· και ωστόσ' ολόγυρά μου
+θα 'ναι μακάριος ο λαός· τούτ' όλ', είπε, θα γείνουν».
+
+Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· 285
+«Αφού καλήτερο οι θεοί το γήρας σου ετοιμάζουν,
+έχεις ελπίδ' αργότερα τα πάθη σου να παύσουν».
+
+Τα λόγια ταύτα ενώ 'λεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους,
+η Ευρυνόμη ετοίμαζε την κλίνη και η βυζάστρα
+με μαλακά σκεπάσματα, 'ς την λάμψι των λαμπάδων. 290
+και άμ' έστρωσαν με προσοχή την στερεωμένην κλίνην,
+εγύρισ' η γερόντισσα 'ς το σπίτι να πλαγιάση·
+η Ευρυνόμη με το φως εμπρός τους προχωρούσε,
+'ς την κλίνην ενώ πήγαιναν, και, αφού στον θάλαμόν τους
+τους πήγεν, αναχώρησε· και της αρχαίας κλίνης, 295
+με την καρδιά περίχαρη, την θέσι κείνοι ευρήκαν.
+ωστόσο οι τρεις, Τηλέμαχος, Εύμαιος και βουκόλος,
+τον χορό παύσαν, κ' έκαμαν να παύσουν η γυναίκες,
+και 'ς τα ισκιωμένα μέγαρα κατόπι αναπαυθήκαν.
+
+Κ' οι δύο κείνοι, την γλυκειάν αγάπη αφού χαρήκαν, 300
+με ηδονή λόγους πολλούς ελέγαν μεταξύ τους.
+έλεγεν όσα υπόφερε 'ς το σπίτ' η γυνή θεία,
+την πάγκακη συνάθροισι να βλέπη των μνηστήρων,
+οπ' εξ αίτιας της πολλούς μόσχους και αρνιά παχεία
+έσφαζαν και από το κρασί τους πίθους αδειάζαν. 305
+και πάλιν ο διογέννητος της έλεγε Οδυσσέας,
+πόσους ερήμωσε θνητούς και πόσ' έπαθ' εκείνος.
+άκουε κείνη με ηδονή και δεν της έπεφτ' ύπνος
+'ς τα βλέφαρα, πριν όλ' αυτός με τάξιν ιστορήση.
+και άρχισε πώς τους Κίκοναις ενίκησε, κατόπι 310
+πώς έφθασε 'ς την κάρπιμη των Λωτοφάγων χώρα,
+πόσ' έπραξεν ο Κύκλωπας, και αυτός πώς εκδικήθη
+'ς τον άσπλαχνον 'που του 'φαγε τους ποθητούς συντρόφους·
+'ς τον Αίολο πώς έφθασε, 'που ολόψυχα τον δέχθη,
+και τον προβόδα 'ς την γλυκειά πατρίδα του, αλλά μοίρα 315
+δεν ήτο ακόμη, και άνεμος σφοδρός τον πήρε πάλι
+εις τα ιχθυοφόρα πέλαγα τον αναστεναγμένον.
+πώς πήγε 'ς την Τηλέπυλη των Λαιστρυγόνον χώρα,
+'που σύντριψαν τα πλοία του και τους λαμπρούς συντρόφους
+όλους· και αυτός μ' ολόμαυρο καράβι εσώθη μόνος· 320
+της είπ' όσα σοφίσματα και δόλους είχε η Κίρκη·
+'ς του Άδη πώς κατέβηκε τ' αραχνιασμένο δώμα,
+να ερωτήση την ψυχή του μάντη Τειρεσία,
+με καράβι πολύσκαρμο κ' είδ' όλους τους συντρόφους,
+και κείνην 'που τον γέννησε και γλυκανάστησέ τον. 325
+το λάλημα πώς άκουσε των ηχηρών Σειρήνων·
+'ς ταις Πλαγκταίς Πέτρας, 'ς την δεινή Χάρυβδι, πώς ευρέθη,
+'ς την Σκύλλα, οπού δεν πέρασε θνητός χωρίς να πάθη·
+οι σύντροφοι πώς φόνευσαν τα βώδια του Ηλίου·
+πώς με φλογώδη κεραυνόν ο υψηλοβρόντης Δίας 330
+του 'σχισε το καράβι του, κ' οι σύντροφ' οι γενναίοι
+χαθήκαν όλοι, κ' έφυγε την μαύρη μοίρα μόνος·
+'ς την Καλυψώ πώς έφθασε, 'ς την νήσον Ωγυγία,
+πώς τον κρατούσε, και άνδρα της επόθει να τον κάμη,
+'ς τα κοίλα σπήλαια, κ' έτρεφεν αυτόν και γνώμην είχε 335
+αθάνατον και αγέραστον αυτόν να καταστήση·
+αλλά ποτέ δεν έπειθε 'ς τα στήθη την ψυχή του·
+πώς έφθασε 'ς τους Φαίακαις, πολύ βασανισμένος·
+πώς ως θεόν ολόψυχα τον τίμησαν εκείνοι,
+και, αφού χρυσάφι, αφού χαλκόν κ' ενδύματα του δόσαν, 340
+με καράβι τον έστειλαν 'ς την ποθητήν πατρίδα.
+και άλλο δεν είπε, ως έπεσε 'ς αυτόν ο γλυκύς ύπνος
+και όλα τα μέλη του 'λυσε και της ψυχής τα πάθη.
+
+Τότ' άλλο πάλι εφεύρηκεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη·
+άμα εστοχάσθη 'που η καρδιά θα ευφράνθη του Οδυσσέα 345
+την κλίνη της συντρόφου του και την ανάπαυσί του,
+κίνησε την χρυσόθρονην Ηώ του όρθρου κόρην
+απ' τον Ωκεανό, το φως να φέρη των ανθρώπων.
+από την κλίνη τότε αυτός σηκώθη κ' είπ' εκείνης·
+«Ήδη χορτάσαμε, ω γυνή, 'ς τα βάσανα κ' οι δύο· 350
+συ έρμη στέναζες εδώ για την επιστροφή μου,
+κ' εμέ 'ς τα πάθη σπέδιζαν όλ' οι θεοί και ο Δίας.
+ενώ να φθάσω εσπούδαζα 'ς την ποθητήν πατρίδα.
+τώρ', αφού πάλιν ηύραμε την πρόσχαρή μας κλίνη,
+τα κτήματ', όσα μώμειναν 'ς το σπίτι θα προσέχης· 355
+και όσα σφακτά μου αφάνισαν οι προπετείς μνηστήρες,
+τόσα θα πάρω μόνος μου, και αλλ' οι Αχαιοί θα δώσουν,
+ως ότου γύρω ταις αυλαίς να μου γεμίσουν όλαις.
+αλλ' εγώ 'ς τον πολύδενδρον αγρόν μου θα πηγαίνω
+'ς τον αγαθόν πατέρα μου, 'που μου ταλαιπωρείται· 360
+και σέν', αν κ' έχης φρόνησιν, ιδού τι παραγγέλλω·
+ο ήλιος άμα σηκωθή, θα προχωρήση ο λόγος
+πώς τους μνηστήραις φόνευσα εγώ 'ς τα μέγαρά μου·
+όθεν 'ς τ' ανώγι αναίβα συ με ταις θεράπαιναίς σου,
+κάθισε αυτού, μην ερωτάς, κανέναν μη κυττάζης». 365
+Είπε και, τ' άρματα λαμπρά 'ς τους ώμους του αφού 'ζώσθη,
+ξύπνησε τον Τηλέμαχον και ομού τον χοιροτρόφον,
+και τον βουκόλον, κ' είπε αυτών όπλα να πάρουν όλοι.
+και ως πρόσταξε, αρματώθηκαν εκείνοι και την θύραν
+άνοιξαν κ' εξεκίνησαν κατόπιν του Οδυσσέα, 370
+ενώ το φως ήταν 'ς την γην αλλ' η Αθηνά τους πήρε
+έξω απ' την πόλι γλήγορα με νύκτα σκεπασμένους.
+
+
+
+Ραψωδία Ω
+
+
+
+Και των μνηστήρων ταις ψυχαίς σιμά του προσκαλούσε
+ο Ερμής Κυλλήνιος· χρυσό ραβδί κρατούσε ωραίο·
+μ' εκείνο ανθρώπου βλέφαρα γλυκά 'ς τον ύπνο κλίνει,
+οπόταν θέλ', ή κ' έξαφνα κοιμώμενον εγείρει.
+μ' εκείνο ταις εκέντησε και αυταίς ακολουθούσαν 5
+τρίζοντας· και, ως πτεροκοπούν 'ς το βάθος άντρου θείου
+η νυκτερίδες τρίζοντας, αν απ' τον βράχο μία
+πέση της όλης αρμαθιάς, και ομού πλεκταίς κρατιούται,
+παρόμοια τρίζαν η ψυχαίς, ενώ ταις ωδηγούσε
+μέσ' από δρόμους σκοτεινούς ο αντίκακος Ερμείας. 10
+τα ρείθρα του Ωκεανού, την πέτρα την Λευκάδα,
+ταις πύλαις του Ηλίου και την χώρα των ονείρων,
+πέρασαν, κ' έφθασαν γοργά 'ς τ' ασφοδελό λειβάδι,
+οπού η ψυχαίς εγκατοικούν, σκιαίς αναπαυμένων.
+κει την ψυχήν απάντησαν του Αχιλλιά Πηλείδη 15
+και του Πατρόκλου ομού μ' αυτόν, του άψεγου Αντιλόχου,
+του Αίαντα, 'που 'ς την μορφή θα ενίκα και 'ς το σώμα
+τους Δαναούς, αν έλειπεν ο ασύγκριτος Πηλείδης.
+και, τούτοι ενώ συνώδευαν οι τρεις τον Αχιλλέα,
+η ψυχή του Αγαμέμνονα, του Ατρείδ' ήλθε σιμά τους 20
+θλιμμένη· και τρυγύρω της συνάχθηκαν η άλλαις,
+όσαις μαζή του απέθαναν 'ς την κατοικιά του Αιγίσθου.
+και του Πηλείωνα η ψυχή πρώτ' είπε προς εκείνον·
+«Ατρείδη, εμείς ελέγαμε πως όλων των ηρώων
+σε θα προτίμα ολοκαιρίς ο χαιρεβρόντης Δίας, 25
+αφού βασίλευες πολλών ανθρώπων και γενναίων,
+όταν 'ς την Τροίαν οι Αχαιοί σκληρόν είχαμ' αγώνα·
+αλλ' όμως πρόκαιρα και σε να εύρ' η πικρή μοίρα
+έμελλ', οπ' άμα γεννηθή θνητός δεν αποφεύγει.
+να σ' είχε πάρει ο θάνατος και η μοίρ', ακόμη ότ' ήσουν 30
+εις την Τρωάδα υπέρλαμπρος των άλλων βασιλέας·
+τάφον τότ' οι Παναχαιοί λαμπρόν θα σου σηκόναν,
+και ωραίαν δόξαν θα 'παιρνες ν' αφήσης του παιδιού σου·
+αλλ' από θάνατον φρικτόν σου 'μέλλετο να πέσης».
+
+Και προς αυτόν απάντησε τότε η ψυχή του Ατρείδη· 35
+«Πηλείδη ω μακάριε, θεόμορφε Αχιλλέα,
+'ς την Τροίαν έπεσες μακράν απ' τ' Άργος, κ' εσφαζόνταν
+ήρωες Τρώαις και Αχαιοί, με πείσμα να σε πάρουν,
+και συ, 'ς το μέσο απέραντος νεκρός, 'ς την πυκνή σκόνη,
+κειτάμενος, τους ιππικούς αγώναις σου ελησμόνεις. 40
+εμείς επολεμούσαμεν ολημέρα, και η μάχη
+δεν έπαυ', αν ανεμικήν δεν είχε στείλει ο Δίας.
+'ς τα πλοί' από τον πόλεμο σ' εφέραμε, 'ς την κλίνη
+σ' εθέσαμε, και με χλιό νερό τ' ωραίο σώμα
+καθάραμε και μ' αλοιφή· και δάκρυα θερμά χύναν 45
+ολόγυρά σου οι Δαναοί κ' εκόψαν τα μαλλιά των.
+και ως τό 'μαθε η μητέρα σου, με ταις θαλάσσιαις κόραις
+ήλθεν από το πέλαγος, και ανάκουστη εσηκώθη
+βοή 'ς τον πόντο, κ' έφριξαν των Αχαιών τα πλήθη.
+και θα ωρμούσαν ν' αναιβούν 'ς τα βαθουλά καράβια, 50
+αλλ' άνδρας τους εκράτησε, πολλών και αρχαίων γνώστης,
+ο Νέστορας, οπ' αρεστήν έδιδε εις όλα γνώμη.
+εκείνος τους αγόρευσε καλόγνωμα και είπε :
+—Αργείοι, Αχαιόπαιδα, μη φεύγετε, σταθήτε·
+από το πέλαγος εδώ με ταις θαλάσσιαις κόραις 55
+έρχεται η μάννα, το νεκρό παιδί της ν' αγκαλιάση.—
+κ' οι μεγαλόψυχοι Αχαιοί τον άκουσαν κ' εμείναν.
+γύρω σου η κόραις στήθηκαν του γέρου της θαλάσσης,
+εμοιρολόγαν, και άφθαρτα φορέματα σ' ενδύσαν.
+καλόφωνα, με την σειράν, η εννέα Μούσαις όλαις 60
+θρηνολογούσαν και άδακρυ δεν ήταν μάτι Αργείου·
+τόσο η γλυκόφωνη βαθειά τους είχ' εγγίξ' η Μούσα.
+κ' ημερονύκτια δεκαεπτά σ' εκλαίαμ' ενωμένοι,
+αντάμ' οι αθάνατοι θεοί με τους θνητούς ανθρώπους.
+σε παραδώσαμε 'ς το πυρ, μες την δεκάτη ογδόη, 65
+και αρνιά παχειά σου σφάξαμε και βώδια στριφοπόδα.
+καιόσουν συ μες των θεών τα ενδύματα με πλήθος
+μέλι γλυκό και μ' αλοιφή· και γύρω εις την πυρά σου
+ήρωες πάμπολλοι Αχαιοί 'ς τα όπλα εταραχθήκαν,
+πεζοί και ιππείς· και αλαλαγμοί σηκώθηκαν και κρότοι· 70
+και, αφού του Ηφαίστου σ' έφαγεν η φλόγα, τα λευκά σου
+κόκκαλα εμείς, το χάραμμα, συνάξαμε, Αχιλλέα,
+'ς αλοιφή και άδολο κρασί, μέσα 'ς τον αμφορέα
+απ' έδωκε η μητέρα σου, του Διονύσου δώρο,
+χρυσόν, και φιλοτέχνημα του δοξασμένου Ηφαίστου. 75
+κει τα λευκά σου κόκκαλα είν', ένδοξε Αχιλλέα,
+με του Πατρόκλου ανάμικτα του προαπεθαμένου,
+και του Αντιλόχου χωριστά, 'που των συντρόφων όλων,
+αφού 'πεσεν ο Πάτροκλος, εξόχως προτιμούσες.
+και ολόγυρά τους θαυμαστόν σηκώσαμε και μέγαν 80
+τάφον, ο ιερός στρατός των λογχιστών Αργείων,
+εις άκραν άκρης, 'ς τον πλατύν Ελλήσποντον επάνω,
+να τον διακρίνουν φανερά μακρόθε απ' τα πελάγη
+όσοι ζουν σήμερα θνητοί και όσοι κατόπι θα 'λθουν.
+και των θεών εζήτησεν η μάννα σου βραβεία 85
+ωραία και τα πρόβαλε 'ς τους πρώτους των Αργείων.
+πολλαίς σου έτυχε τα ιδής ταφαίς ανδρών ηρώων,
+ως, όταν συμβή θάνατος μεγάλου βασιλέα,
+οι νέοι ζώνοντ' άρματα, βραβεία να κερδίσουν·
+αλλ' εκείνα θα θαύμαζες εξόχως τα βραβεία, 90
+'που πρόβαλ' η αργυρόποδη η Θέτις 'ς την ταφή σου·
+ότι πολύ σ' αγάπησαν οι αθάνατοι, Αχιλλέα·
+κ' ιδού τώρ', αν και απέθανες, δεν 'χάθη τ' όνομά σου,
+κ' αιώνια θα δοξάζεσαι 'ς τα γένη των ανθρώπων.
+αλλ' απ' τον πόλεμον εγώ τι κέρδος τώρ' ευρήκα; 95
+'ς την γη μου φρικτόν όλεθρον μ' είχ' ετοιμάσει ο Δίας
+απ' της μιαρής συντρόφου μου τα χέρια και του Αιγίσθου».
+
+Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους·
+τότ' ο αργοφόνος έφθασεν, ο μηνυτής Ερμείας,
+με των μνηστήρων ταις ψυχαίς, 'που φόνευσ' ο Οδυσσέας. 100
+κ' οι δύο κείνοι εθαύμασαν και προς αυτούς κινήσαν·
+του Αγαμέμνονα η ψυχή τον ένδοξον, άμ' είδε,
+εγνώρισε Αμφιμέδοντα, του Μελανέα γόνον,
+'που, της Ιθάκης κάτοικος, δεχθή τον είχε ξένον·
+εκείνον επροσφώνησε τότε η ψυχή του Ατρείδη· 105
+«Τί πάθημ', Αμφιμέδοντα, σας έρριξε 'ς τον Άδη;
+όλοι εκλεκτοί και ομήλικες! οπού 'ς την πόλιν άλλο
+δεν θαύρισκες, αν διάλεγες, όμοιο λογάρι ανδρείων.
+μη μες τα πλοία σύντριψεν εσάς ο Ποσειδώνας
+με κύματα, οπού σήκωσε μακρά και ανεμοζάλη, 110
+ή εχθροί 'ς την γη σας χάλασαν, ενώ βώδια και αρνία
+εσείς αρπάζετε απ' αυτούς, ή ενώ κείνοι την πόλι
+και ταις γυναίκαις από σας να σώσουν πολεμούσαν;
+'ς το ερώτημά μου απάντησε, και ξένος σου καυχώμαι.
+και δεν θυμάσαι σπίτι σου πώς ήλθα με τον θείον 115
+Μενέλαο, να πείσουμεν εμείς τον Οδυσσέα,
+να 'λθη με τα κολόστρωτα καράβια 'ς την Τρωάδα;
+κ' εις ένα μήνα σχίσαμε τα πέλαγ', αφού μόλις
+του Οδυσσέα πορθητή μαλάξαμε την γνώμη».
+
+Και του Αμφιμέδοντα η ψυχή τότ' είπε προς εκείνον· 120
+«Ω Αγαμέμνον' αρχηγέ, τρισένδοξε Ατρείδη,
+όλα ενθυμούμαι, διότροφε, κείνα 'που μνημονεύεις.
+θα σου αναφέρω τώρα εγώ τον τρόπον, πώς εγίνη,
+του θλιβερού θανάτου μας· εμείς μνηστεύαμ' όλοι
+του Οδυσσέα, 'που 'λειπε 'ς τα ξένα, την συμβία. 125
+κείνη τον γάμον μισητόν ν' αρνείτ' ή να τελειόνη
+δεν έστεργ', ενώ σπούδαζε να ευρή τον όλεθρόν μας.
+και νέο τέχνασμα, το εξής, 'ς τον νου της εσοφίσθη·
+πανί μεγάλον έστησε 'ς το μέγαρο, να υφάνη,
+λεπτόν, αμέτρητο, κ' ευθύς προς εμάς είπε· ω νέοι 130
+μνηστήρες μου, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας
+τον γάμον μη μου βιάζετε, σταθήτε, ως ν' αποκάμω
+το ύφασμα αυτό, τα γνέματα να μη μου παν χαμένα,
+του Λαέρτ' ήρωα σάβανο, για τον καιρό, 'που η μαύρη
+μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου θα τον πάρη, 135
+των Αχαιίδων μη καμμιά 'ς τον τόπο μ' ονειδίση,
+αν κείτεται ασαβάνωτος αυτός 'που πλούσιος ήταν.
+αυτά 'πε κ' εκατάπεισε την ανδρική ψυχή μας.
+τότε ολημέρα το πανί τα μέγ' ύφαιν' εκείνη,
+και νύκτα το ξεΰφαινε 'ς την λάμψι των λαμπάδων. 140
+ιδού πώς απ' τους Αχαιούς με δόλο 'κρύφθη εκείνη
+τρεις χρόνους· και τον τέταρτον ότ' έφεραν η ώραις,
+ως τα φεγγάρια χάνονταν κ' η 'μέραις επληθύναν,
+μας το 'πε μια των γυναικών, οπού τα γνώριζ' όλα,
+κ' ηύραμε αυτήν που τ' εύμορφο ξεΰφαινε πανί της· 145
+ιδού πώς το τελείωσε βιασμένη απ' την ανάγκη.
+και το σινδόνι ότ' έφερε 'ς το φως, οπ' είχε υφάνει
+και καθαρίσει, ώστ' έλαμπεν ως ήλιος η σελήνη,
+κακή μας κάπουθ' έφερε τον Οδυσσέα μοίρα
+'ς άκρη εξοχής, όπ' έμεινεν εκείνου ο χοιροτρόφος. 150
+αυτού και ο ποθητός υιός του θείου Οδυσσέα
+με μαύρο πλοίον έφθασεν απ' την αμμώδη Πύλο.
+και, άμ' ωργανίσαν θάνατον κακόν εις τους μνηστήραις,
+'ς την πόλιν εκατεβήκαν, ύστερος ο Οδυσσέας
+και πρώτος ο Τηλέμαχος· εκείνον ωδηγούσε 155
+ο χοιροτρόφος, με κακά φορέματα ενδυμένον,
+παρόμοιον με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτην,
+οπ' ακουμβούσε 'ς το ραβδί και αχρεία ρούχα εφόρει.
+και, ως έξαφνα εφανίσθη αυτός, κανείς να τον γνωρίση
+δεν εδυνήθη και 'ς εμάς ηλικιωμένοι αν ήσαν. 160
+τον εκακοποιούσαμε με λόγια και με κτύπους,
+και αυτός μ' ατάραχην ψυχήν έστεκε να υποφέρη
+κτυπήματα και ονειδισμούς 'ς τα ίδια μέγαρά του.
+αλλ', ότε ο νους τον έγειρε του αιγιδοφόρου Δία,
+αφού με τον Τηλέμαχον τα λαμπρά όπλα επήρε 165
+κ' εφύλαξε 'ς τον θάλαμον, κ' εκλείδωσε την θύραν,
+έσπρωξ' ο ευρετικώτατος την ίδια του συμβία
+τόξο και σίδερο λευκό να θέση των μνηστήρων
+αγώνα και του φόνου αρχήν 'ς εμάς 'που ωργίσθ' η μοίρα.
+του δεινού τόξου την χορδή κανείς μας να τανύση 170
+δεν εδυνήθη, και αρκετή δεν είχαμεν ανδρεία.
+αλλ' ότε να φθάσ' έμελλε 'ς τα χέρια του Οδυσσέα
+το μέγα τόξο, με βοήν εμείς φωνάζαμ' όλοι,
+'ς αυτόν, ό,τι και αν έλεγε, το τόξο να μη δώσουν·
+αλλ' έδωκε ο Τηλέμαχος την προσταγή και μόνος. 175
+και ως το 'λαβε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας,
+την χορδή τάνυσ' εύκολα· και ταις αξίναις όλαις
+πέρασε· τότ' εστήθη ορθός 'ς την θύρα και άδεισ' όλα
+τα βέλη, μ' άγριο βλέφαρο· τον βασιλέ' Αντίνον
+κτύπησε, κ' έπειτ' έρριχνε στεναγμοφόρα βέλη 180
+'ς τους άλλους όλους, κ' έπεφταν σωρός εκείνοι εμπρός του.
+και φανερά κάποιος θεός μ' αυτούς εσυμμαχούσε,
+θάρρος τόσ' είχαν άμετρο 'ς την ρώμη τους, και γύρω
+'ς τα δώματα τους φόνευαν φρικτά κείνοι βογγούσαν
+ως κρούονταν η κεφαλαίς, και ο πάτος έβραζ' αίμα. 185
+Ατρείδ', ιδού πώς πέσαμε, και ακόμη αμελημένα
+τα λείψανά μας κείτονται 'ς το δώμα του Οδυσσέα.
+αν το 'ξευραν 'ς τα σπίτια μας οι ποθητοί θα πλύναν
+απ' το μαύρ' αίμα ταις πληγαίς, 'ς την κλίνη θα μας κλαίαν
+την νεκρικήν, ως πάντοτε τιμούντ' οι απεθαμένοι». 190
+
+Και του Ατρείδ' είπε η ψυχή· «Πόσο σε μακαρίζω,
+σε, του Λαέρτη γέννημα, πολύτεχνε Οδυσσέα,
+ότ' υψηλού φρονήματος απόκτησες συμβία·
+τι γνώμη αγνή 'ς την φρόνιμην εφάνη Πηνελόπη!
+πόσο τον Οδυσσέα της κρατούσε εις την καρδία! 195
+και του ηψηλού φρονήματος η δόξα της θα ζήση,
+και θέλει πλάσσουν οι θεοί τραγούδι αγαπημένο
+εις του θνητούς, την φρόνιμη να λέγη Πηνελόπη.
+εκείνη δεν κακούργησεν ως του Τυνδάρου η κόρη,
+'που φόνευσε τον άνδρα της, και απάνθρωπο τραγούδι 200
+θα 'ναι 'ς τον κόσμο, και άφησε 'ς των θηλυκών το γένος
+φήμην κακήν, ώστε η καλαίς και κείναις να μισούνται».
+
+Τους λόγους τούτους οι νεκροί τότ' έλεγαν, οι δύο,
+'ς τα βάθη ως έστεκαν της γης, 'ς την κατοικιά του Άδη·
+και κείνοι, αφού κατέβηκαν από την πόλι, φθάσαν 205
+'ς τον καλοσύστατον αγρόν ωραίον, του Λαέρτη,
+οπ' είχε κείνος μ' ίδρωτα, με μόχθον, αποκτήσει.
+είχ' εκεί σπίτι, 'ς την αυλήν, ολόγυρα, καλύβαις,
+να κάθωνται, να τρέφωνται, και να κοιμώνται οι δούλοι,
+οι αγορασμένοι, οπού 'ς αυτόν ό,τ' ήθελ' εργαζόνταν. 210
+ήταν και γραία Σικελή, 'που τον γεροκομούσε,
+ως πρέπει, αυτού 'ς την εξοχή, μακράν από την πόλι.
+τότ' ο Οδυσσέας έλεγε των δούλων και του υιού του·
+«Σεις τώρα 'ς την καλόκτιστην εμπήτε κατοικία,
+και χοίρον σφάξετε καλόν, να ετοιμασθή το γεύμα· 215
+αλλ' εγώ τον πατέρα μου θα δοκιμάσω τώρα,
+αν, ως με ιδούν τα μάτια του, μ' αναγνωρίση εκείνος,
+ή αν, αφού μας χώρισαν καιροί, δεν με νοήση».
+
+Είπε και τ' άρματ' έδωκε των δούλων κ' ενώ κείνοι
+'ς το δώμα μέσα επήγαιναν, αυτός μέσα 'ς τον κήπον 220
+πολύδενδρον, την δοκιμή να κάμη, προχωρούσε.
+τον κήπον καταιβαίνοντας δεν ηύρε τον Δολίον,
+ουδέ των δούλων εύρηκε κανένα ή των παιδιών του·
+αναχωρήσ' είχαν αυτοί, λιθάρια να συνάξουν
+φράχτην του κήπου, και οδηγός 'ς αυτούς ο γέρος ήταν. 225
+και μόνον τον πατέρα του 'ς το πρόσχαρο κηπάρι
+ηύρε, οπού κάποιο σκάλιζε φυτό· φορούσε αχρείον
+ραπτόν χιτώνα λιγδερόν, και βωδιναίς κνημίδαις,
+όπως μην αγκαθίζεται, 'ς ταις κνήμαις είχε δέσει·
+από τους βάτους φύλαγε τα χέρια με χειρίδαις, 230
+και, ως έτρεφε την λύπη του, γίδινο εφόρει κράνος.
+τον είδεν ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας
+κομμένον απ' τα γερατειά, 'ς την θλίψι βυθισμένον,
+κ' εις μέγα δένδρον απιδιάς εστάθηκε να κλαίη.
+και να μετρήση εβάλθηκε 'ς του λογισμού τα βάθη, 235
+αν θ' αγκαλιάση τον γλυκόν πατέρα κ' ευθύς όλα
+να του ειπή, πώς έφθασε 'ς την γη την πατρική του,
+ή μ' ερωτήματα πολλά να δοκιμάση πρώτα.
+και τούτο συμφερώτερο του φάνηκε αφού 'σκέφθη,
+με λόγια πρώτα εγγικτικά την δοκιμή να κάμη. 240
+μ' αυτήν την γνώμη σίμωσεν ο θείος Οδυσσέας·
+και το φυτόν ο γέροντας ξελλάκκιζε σκυμμένος·
+'ς το πλάγι τον προσφώνησεν ο ένδοξος υιός του·
+«Ω γέρε, δεν είσ' άτεχνος καλλιεργητής του κήπου·
+περιποιείσ' όλα καλά· 'ς το κλείσμ' αυτό δεν είναι 245
+ένα δενδρούλι, μια συκιά, κλήμ' ένα, μι' ελαία,
+μί' απιδιά, μία βραγιά, μη περιποιημένη.
+και άλλο τι εγώ θε να σου ειπώ, και μη 'ς εμέ θυμώσης·
+συ είσαι απεριποίητος· σιμά 'ς τ' άτερπνο γήρας
+έχεις το σώμα ρυπαρό και φορείς ρούχ' αχρεία· 250
+ο κύριος δεν σ' αμελεί, καλός ως είσ' εργάτης.
+καθόλ' ό,τ' είναι δουλικό με σέ δεν ταιριάζει,
+και από μορφή και ανάστημα συ δείχνεις βασιλέας,
+οποίος είναι, αφού λουσθή και φάγη και πλαγιάση
+εις κλίνην μαλακώτατην, ως πρέπει των γερόντων. 255
+αλλ' έλα τώρα, λέγε με μ' αλήθεια, τίνος είσαι
+δούλος, και τίνος γεωργείς τον κήπον, οπού βλέπω;
+και τούτο ακόμη να μου ειπής, αν είναι αυτή τωόντι
+η Ιθάκη, εδώ 'που φθάσαμεν, ως μου 'πεν από τώρα
+άνθρωπος, 'που μ' απάντησεν, ενώ δω πέρ' ερχόμουν, 260
+όχι πολύ νοητικός, αφού να ειπή, ν' ακούση
+το κάθε τι, δεν έστεργεν, ενώ τον ερωτούσα
+ο ξένος μου τι γίνεται, 'ς τους ζωντανούς αν ήναι,
+ή απέθανε κ' ευρίσκεται 'ς την κατοικιά του Άδη.
+ότι άκου τώρ' ό,τι θα ειπώ και ας το φυλάξη ο νους σου· 265
+άνδρα εγώ ξένισ' άλλοτε, 'ς την γη την πατρική μου,
+οπ' είχε' έλθει 'ς το σπίτι μας· και απ' όσους ξένους είδα
+'ς το δώμα μου ασπαστότερος άλλος θνητός δεν ήλθε·
+απ' την Ιθάκη κήρυττε το γένος και πατέρα
+τον Αρκεισιάδην έλεγεν ότ' είχε, τον Λαέρτη. 270
+'ς το σπίτι μου τον πήρα εγώ κ' εκαλοξένισά τον.
+αφού 'χε απ' όλα τα καλά το δώμα μου αφθονία.
+αρμόδι' ακόμη του 'δωκα φιλοξενίας δώρα·
+επτά του 'δωκα τάλαντα, χρυσόν τεχνουργημένον·
+του χάρισα ολοπλούμιστον ολάργυρον κρατήρα, 275
+και χλαίναις μοναίς δώδεκα, και τάπηταις ομοίως,
+και τόσ' επανωφόρια, τόσους κοντά χιτώναις,
+κ' έξω από τούτα τέσσεραις, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτραις,
+γυναίκαις ωραιόταταις, ως διάλεξεν εκείνος».
+
+Και προς αυτόν δακρύζοντας απάντησε ο πατέρας· 280
+«Ω ξέν', ευρίσκεσαι 'ς την γην, οπ' ερωτάς να μάθης,
+και άνδρες αυθάδεις, ασεβείς, παράνομοι, την έχουν·
+και τ' άπειρ', όσα χάρισες δώρα, χαμένα τα 'χεις,
+εις την Ιθάκη ζωντανόν αν εύρισκες εκείνον,
+θα σ' αντιφιλοξένιζε και θα σε προβοδούσε 285
+με δώρα, ως πρέπει προς αυτόν 'που μας ξενίση πρώτος.
+και τώρα ειπέ μου καθαρά, πόσ' έτ' είν' αφού 'δέχθης
+κείνον τον ξένον έρημον, υιόν μου, άν ποτ' εζούσε,
+άμοιρον, 'που, των ποθητών μακράν και της πατρίδος,
+'ψάρια 'ς τον πόντον έφαγαν ή 'ς την στερηά θηρία 290
+και όρνεα κατασπάραξαν και αχ! δεν τον έχει ενδύσει
+νεκρόν και δεν τον έκλαψεν η μάννα και ο πατέρας,
+εμείς 'που τον γεννήσαμεν και τον αγαπημένον
+άνδρα της η πολύδωρη, φρόνιμη Πηνελόπη,
+ως πρέπει, δεν ξεφώνησε 'ς την ύστερή του κλίνη, 295
+ουδέ τα μάτια του 'κλεισεν, ως των νεκρών αρμόζει.
+και τώρα τούτο λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω,
+ποιος είσαι; ποιο το γένος σου; πού η πόλις και οι γονείς σου;
+πού μένει το καράβι σου, 'που σ' έφερ' εδώ πέρα
+με τους λαμπρούς συντρόφους σου; μη τάχα εις ξένο πλοίο 300
+ήσο επιβάτης κ' έφυγαν εκείνοι αφού σε βγάλαν;»
+
+'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·
+«Εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ τούτ' όλ' όσ' ερωτάς με·
+του Αλύβαντ' είμαι κάτοικος, οπ' έχω το παλάτι·
+του βασιλέ' Αφείδαντα του Πολυπημονίδη 305
+υιός είμαι, κ' Επήριτον με λέγουν, αλλ' η μοίρα
+αθέλητον δω μ' έσπρωξεν από την Σικανία·
+και το καράβι μ' άφησα μακράν από την πόλι.
+ο πέμπτος χρόνος έκλεισεν απ' ότ' ο Οδυσσέας
+πέρασε απ' την πατρίδα μου· καλότυχα του αμοίρου, 310
+δεξιά, φανήκαν τα πουλιά, καθώς αναχωρούσε.
+ώστε και με περίχαρη ψυχή τον προβοδούσα
+κ' έφευγε κείνος με χαρά' κ' ελπίδ' είχαμε πάλι
+να σμίξουμε και με λαμπρά να φιλευθούμε δώρα».
+
+Είπε, τον άλλον σκέπασεν η σκοτεινιά του πόνου, 315
+με τα δυο χέρια φούκτωσε της γης το μαύρο χώμα,
+και το 'χυσε, με βογγητούς, 'ς την άσπρη κεφαλή του.
+κείνου ραΐζετο η καρδιά, και 'ς το ρουθούν' η πίκρα
+του ξέσπασ' ήδη, ως κύτταζε τον ποθητόν πατέρα.
+εχύθηκε, 'ς την αγκαλιά τον έσφιξε και του 'πε· 320
+«Εγώ 'μαι αυτός, 'που αναζητείς, ιδού, πατέρα, εμπρός σου·
+τον χρόνον έφθασα εικοστόν 'ς την γην την πατρική μου.
+αλλά παύσε τα κλάϋματα και το παράπονό σου,
+ν' ακούσης ό,τι θα σου ειπώ· πολύ μας βιάζ' η ανάγκη·
+'ς τα δώματά μας φόνευσα τους ασεβείς μνηστήραις, 325
+και τ' άπρεπα εκδικήθηκα και απάνθρωπά τους έργα».
+
+Και προς αυτόν απάντησι τότ' έδωκε ο Λαέρτης·
+«Αν ο Οδυσσέας έφθασες, τωόντι, το παιδί μου,
+κάποιο σημάδι φανερόν ειπέ μου να πιστεύσω».
+
+'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· 330
+«Και πρώτα ιδέ το λάβωμα συ με τους οφθαλμούς σου,
+'που μώκαμε 'ς τον Παρνασό με λευκό δόντι χοίρος,
+και συ, πατέρα, μ' έστειλες κ' η σεβαστή μητέρα
+εις τον Αυτόλυκον, καλόν πατέρα της μητρός μου,
+να λάβω τα χαρίσματα, 'που μου 'χε τάξει ότ' ήλθε. 335
+τώρα τα δένδρα θα σου ειπώ μες το καλό κηπάρι,
+όσ' άλλοτε μου χάρισες κ' εγώ σου τα ζητούσα,
+μικρό παιδί κατόπι σου 'ς τον κήπο· κ' ένα ένα,
+ανάμεσα ως διαβαίναμε, τα ονόματά τους είπες.
+τότε απιδιαίς δέκα και τρεις, δέκα μηλιαίς ακόμη, 340
+συκαίς σαράντα μου 'δωκες· και, χάρισμά μου πάλι,
+πεντήκοντα μου ωνόμασες αράδαις, πολυτρύγων
+κλημάτων, και παντοειδή σταφύλια φέρουν όλαις,
+αν ζωογόναις άνωθε ταις ώραις στείλη ο Δίας».
+
+Είπε· κείνου τα γόνατα κοπήκαν κ' η καρδία, 345
+άμα του είπε ασάλευτα γνωρίσματ’ ο Οδυσσέας,
+και το παιδί του αγκάλιασε· και, ως ολιγοψυχούσε,
+'ς την αγκαλιά τον έλαβεν ο θείος Οδυσσέας.
+και, ως πήρε ανάσα και η ψυχή 'ς τα στήθη του εσυνάχθη,
+το στόμα πάλιν άνοιξε και προς εκείνον είπε· 350
+«Δία πατέρ', είσθε θεοί 'ς τον Όλυμπον ακόμη,
+αν ήδη την ασέβεια πλέρωσαν οι μνηστήρες,
+αλλά φοβούμαι τρομερά μη των Ιθακησίων
+το πλήθος όλ' ορμήση εδώ, και στείλουν εις ταις χώραις
+των Κεφαλλήνων είδησι, 'ς αυτούς βοηθοί να δράμουν». 355
+
+'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·
+«Θάρρου· ως προς τούτο παντελώς ας μη φροντίση ο νους σου·
+'ς το σπίτι τώρ' ας έμπουμε, 'πού 'ναι σιμά 'ς τον κήπο·
+κει πρώτα τον Τηλέμαχον και ομού τον χοιροτρόφον
+και τον βουκόλον έστειλα, τα γεύμα να ετοιμάσουν». 360
+
+Αυτά 'πε, κ' εξεκίνησαν, και, ως έφθασαν 'ς τα ωραία
+δώματα, τον Τηλέμαχον και ομού τον χοιροτρόφον
+και τον βουκόλον εύρηκαν, 'που κρέατ' ελιανίζαν
+πάμπολλα και το φλογερό, κρασί τους συγκερνούσαν.
+ωστόσο μες το σπίτι του τον ήρωα Λαέρτη 365
+έλουσε η γραία Σικελή, τον άλειψε και ωραίαν
+χλαίναν τον περιέβαλε· κ' ήλθε η Αθηνά σιμά του
+και του ποιμένα των λαών μεγάλυνε τα μέλη,
+ώστε υψηλότερος πολύ, τρανώτερος εφάνη·
+και, απ' τον λουτήρα ως έβγαινε, τον θαύμαζ' ο υιός του, 370
+άμα τον είδε 'ς την μορφήν όμοιον των αθανάτων,
+και κείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα·
+«Πατέρα, κάποιος των θεών, θαρρώ, των αιωνίων
+'ς τ' ανάστημά σου, εις την ειδή, λάμψιν εχάρισ' άλλην».
+
+Και προς αυτόν απάντησεν ο συνετός Λαέρτης· 375
+«Δία πατέρα, και Αθηνά, και Απόλλων·, αχ! με κείνο
+το στήθος, 'πού 'χα ότ' έρριξα τους πύργους της Νηρίκου.
+'ς άκρη θαλάσσης, αρχηγός εγώ των Κεφαλλήνων,
+να ήμουν χθες 'ς το σπίτι μας κοντά σου αρματωμένος,
+πολεμιστής και τιμωρός των ασεβών μνηστήρων, 380
+θα 'βλεπες πόσων απ' αυτούς τα γόνατα να λύω
+αρκετός ήμουν, και χαρά θα λάμβανε η ψυχή σου».
+
+Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους·
+και άμ' απ' τον κόπον έπαυσαν κ' ετοίμασαν το γεύμα,
+εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά, καθίσαν όλοι αράδα. 385
+και ως άπλοναν 'ς το φαγητόν, έφθασεν ο Δολίος,
+ο γέρος, με τα τέκνα του, και από τα έργα εγέρναν
+κοπιασμένοι, ότ' είχε βγη να τους καλέσ' η γραία
+μητέρα τους η Σικελή, 'που αυτούς είχε αναστήσει,
+και τώρα τον Δολίον της γεροκομούσε, ως πρέπει. 390
+και κείνοι, άμ' είδαν κ' ένοιωσαν ευθύς τον Οδυσσέα,
+εσταθήκαν, κ' εθαύμαζαν, 'ς το δώμα· τότε κείνος
+με λόγια γλυκομίλητα 'ς αυτούς εστάθη κ' είπε·
+«Γέρε, 'ς το γεύμα κάθισε· μην απορείτε πλέον·
+απ' ώραν πολλήν πρόθυμα τα χέρια 'ς το φαγί μας 395
+θάχαμε απλώσει· μόνον σεις να ελθήτ' εκαρτερούμε».
+
+Είπε, και ο γέρος μ' ανοικταίς του 'χύθη επάνω αγκάλαις,
+κ' έσφιξε, κατεφίλησε, το χέρι του Οδυσσέα,
+και κείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα·
+«Μας ήλθες περιπόθητος, ω πολυαγαπημένε, 400
+ανέλπιστος μας έφθασες· μόν' οι θεοί σε φέραν·
+γειά σου, χαρά σου, κ' οι θεοί να σε τρισευλογήσουν.
+και τώρα τούτο λέγε μου μ' αλήθεια να γνωρίσω,
+η Πηνελόπ' η φρόνιμη τάχ' έμαθεν ότ' ήλθες
+εις την πατρίδα, ή μηνυτήν ευθύς να στείλω εκείνης;» 405
+
+'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·
+«Ω γέροντ', ήδη το 'μαθε· φροντίδα σου δεν είναι».
+
+Είπε και κείνος κάθισε 'ς το στιλβωτό θρονί του.
+ομοίως εχαιρέτησαν τον θείον Οδυσσέα
+και του Δολίου τα παιδιά και του 'σφίγγαν τα χέρια, 410
+και 'ς τον πατέρα των σιμά κάθισαν, τον Δολίον.
+
+Κ' ενώ κείνοι γευμάτιζαν 'ς το δώμα καθισμένοι,
+'ς την πόλιν όλην γρήγορα μηνύτρα βγήκε η φήμη
+κ' έλεγε, θάνατος φρικτός πως ηύρε τους μνηστήραις.
+κ' έρχονταν όλοι ως τ' άκουσαν, ένας κατόπι τ' άλλου, 415
+με πολλούς θρήνους έμπροσθε 'ς το δώμα του Οδυσσέα.
+τους νεκρούς βγάζαν κ' έθαπτε καθείς τον ιδικόν του·
+και αυτούς, οπ' ήσαν απ' αλλού, τους θέσαν εις τα πλοία,
+κ' οι ναύταις 'ς την πατρίδα του καθέναν επεράσαν.
+κατόπι προς την αγοράν περίλυποι εβαδίζαν· 420
+και, άμ' όλοι αυτού συνάχθηκαν και ομού συναθροισθήκαν,
+ο Ευπείθης εις το μέσο τους σηκώθη να ομιλήση·
+πόνος τον έσφαζε δριμύς του τέκνου του Αντινόου,
+'που πρώτον εθανάτωσεν ο θείος Οδυσσέας·
+γι' αυτόν τότε δακρύζοντας ωμίλησέ τους κ' είπε· 425
+«Μέγα κακό των Αχαιών εργάσθη, ω φίλοι, εκείνος·
+πολλούς και ανδρείους άλλοτε μες τα καράβια πήρε,
+και τα καράβι' αφάνισε και αφάνισε και κείνους·
+και τώρ' άμ' ήλθε φόνευσε τους πρώτους Κεφαλλήναις·
+ελάτε τώρ' ας τρέξουμε πριν φύγη αυτός 'ς την Πύλο, 430
+ή 'ς την αγίαν Ήλιδα των Επειών την χώρα.
+ας πάμε, ειδέ μή θα 'χουμεν αιωνίαν καταισχύνη·
+ότι θα μας καταρασθούν κ' οι απόγονοι, αν ακούσουν
+'που των παιδιών μας τους φονείς και των αυταδελφών μας
+εμείς δεν τιμωρήσαμεν· για με χάρι δεν έχει 435
+όμοια ζωή· και προτιμώ να ευρώ τους πεθαμένους.
+πηγαίνουμε, μη 'ς την στερηά να βγουν προφθάσουν κείνοι».
+
+Αυτά 'πε και όλ' οι Αχαιοί 'ς το κλάμμα του επονούσαν.
+'ς αυτούς ο θείος αοιδός και ο Μέδοντας τότ' ήλθαν
+από τα οδύσσεια δώματα, την κλίνην άμ' αφήσαν· 440
+και, ως έμπροσθέν τους στήθηκαν, απόρησε καθένας.
+ο συνετός ο Μέδοντας τότ' είπε προς εκείνους·
+«Ακούτε μ', Ιθακήσιοι· χωρίς των αθανάτων
+την θέλησι δεν έγειναν τα έργα του Οδυσσέα·
+άφθαρτον είδα εγώ θεόν εις το πλευρό να μένη 445
+του Οδυσσέα, και ώμοιαζε τον Μέντορα 'ς την όψι.
+κείνος ο αθάνατος θεός πότε τον Οδυσσέα
+θάρρευ' εμπρός του φανερός, και πότε τους μνηστήραις
+'ς το μέγαρο ετρικύμιζε, κ' εκείνοι έπεφταν όλοι».
+
+Αυτά 'πε, και όλων έπιασε τα μέλη αχνή τρομάρα. 450
+και ο Μαστορίδης άρχισεν ο ήρως Αλιθέρσης,
+γέρος, 'που μόνος έβλεπε τα εμπρός και τα κατόπι·
+εκείνος τότε ωμίλησε με καλήν γνώμη κ' είπε·
+«Δόστε, Ιθακήσιοι, προσοχήν εις ό,τι θα σας είπω·
+ω φίλοι, απ' την δειλία σας τούτ' όλα εγεννηθήκαν· 455
+χαμένα εγώ και ο Μέντορας, ποιμένας των ανθρώπων,
+να παύσετε σας λέγαμεν από τ' ανόητ' έργα
+τα τέκνα σας, 'που φοβερόν ασέβημα ετολμούσαν,
+ενώ τα κτήματ' έφθειραν και την γυναίκα υβρίζαν
+ανδρός μεγάλου, κ' έλεγαν 'που αυτός δεν θα 'λθη πλέον. 460
+και τώρα ιδού τι να γενή, τους λόγους μ' αν δεχθήτε·
+να μη πηγαίνουμε, κακό μην έλθη ζητημένο».
+
+Αυτά 'πε και με αλαλαγμούς τότε οι μισοί και πλέον
+Σηκωθήκαν^ οι επίλοιποι συναθροισμένοι εμείναν,
+του γέρου ενώ δεν έστεργαν τον λόγον, και του Ευπείθη 465
+επείθονταν· και παρευθύς 'ς τ' άρματα ωρμήσαν όλοι·
+και, άμα με τον θαμπωτικόν χαλκόν το σώμα εζώσαν,
+'ς την πόλι την πλατύχωρην εμπρός εσυναχθήκαν·
+ήταν ο Ευπείθης αρχηγός, 'ς την άκρα του μωρία·
+νόμιζε αυτός να εκδικηθή τον φόνο του παιδιού του, 470
+αλλ' έμελλε να πέση αυτός και πλειά να μη γυρίση.
+
+Τότ' έλεγεν η 'Αθηνά προς τον Κρονίδη Δία·
+«Κρονίδη, ω πατέρα μας, πρώτε των βασιλέων,
+'ς το ερώτημά μου απάντησε· τι μέσα ο νους σου κρύβει;
+εις του πολέμου τα κακά, 'ς το αίμα, θα τους σπρώχνης 475
+ή μεταξύ τους βούλεσαι να στήσης την αγάπη;»
+
+Και ο Δίας της απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης·
+«Ω τέκνο μου, τι μ' ερωτάς 'ς αυτά και μ' εξετάζεις;
+δεν είσαι συ 'που σκέφθηκες η ίδια, να γυρίση
+ο Οδυσσέας και απ' αυτούς εκδίκησι να πάρη; 480
+πράξε όπως θέλεις· και θα ειπώ κείν' οπού τώρ' αρμόζει.
+αφού τους εκδικήθηκεν ο θείος Οδυσσέας,
+ας γείνουν όρκοι στερεοί, να βασιλεύη εκείνος,
+κ' εμείς τον φόνο των παιδιών και των αυταδελφών των
+ας σβύσουμε από ταις καρδιαίς, ως πρώτα ν' αγαπώνται, 485
+και πλούτη ας έχουν άφθονα και ατάραχην ειρήνη».
+
+Είπε και θάρρος έβαλε 'ς την πρόθυμην Αθήνη,
+κ' η θεά 'χύθη απ' ταις κορφαίς του Ολύμπου και κατέβη.
+
+Και αφού κείνοι την όρεξι του γλυκού σίτου εσβύσαν,
+τους είπεν ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας· 490
+«Ας προβή κάποιος να ιδή μην έφθασε το πλήθος».
+Τον άκουσε κ' εβγήκ' ευθύς το τέκνο του Δολίου,
+εις το κατώφλι στάθηκε κ' είδε σιμά το πλήθος,
+και του Οδυσσέα φώναζε με λόγια πτερωμένα·
+«Έφθασαν, ήδ' είναι σιμά· καιρός ν' αρματωθούμε». 495
+
+Είπε και τ' όπλα εζώσθηκαν, εκείνοι του Οδυσσέα
+οι τρεις και αυτός, και ομού τα έξ' αγόρια του Δολίου·
+τότ' ο Λαέρτης ζώσθηκε τα όπλα και ο Δολίος.
+ασπρόμαλλοι πολεμισταίς, ως το καλούσ' η ανάγκη.
+και τ' άρματ' αφού ζώσθηκαν, οπ' έλαμπαν, ανοίξαν 500
+την θύρα κ' εξεκίνησαν κατόπιν του Οδυσσέα.
+
+Η Αθήνη, κόρη του Διός, 'ς το πλάγι τους εφάνη,
+εις το κορμί, και 'ς την φωνή, του Μέντορ' όλη ομοία.
+εχάρηκε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας.
+άμα την είδε, κ' είπ' ευθύς του αγαπητού παιδιού του· 505
+«Τηλέμαχ', ήδη αυτό θα ιδής, τώρ' ότε θα 'μπης πρώτα
+οπού 'ς την μάχη των ανδρών τα παλληκάρια δείχνουν,
+αισχύνην να μη φέρης συ 'ς το γένος των πατέρων,
+οπού 'ς της γης τα πέρατα φημίζεται γενναίο».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε· 510
+«Αν θέλης, τώρα θέλ' ιδής, γλυκέ πατέρ', αν μέλλει
+τούτ' η ψυχή 'ς το γένος σου να φέρη καταισχύνη».
+
+Αυτά πε, και περίχαρος εφώναξ' ο Λαέρτης·
+«Ποιάν είδα ημέραν, ω καλοί θεοί μου! αναγαλλιάζω·
+υιός μου τώρα κ' εγγονός έχουν άγων' ανδρείας». 515
+
+Πλησίασε και του 'λεγεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη·
+«Αρκεισιάδη, φίλε μου και πολυαγαπημένε,
+συ της γλαυκόμματης θεάς και του Διός ευχήσου,
+και τίναξε και ακόντισε το μακρυό κοντάρι».
+
+Είπε και ανδρειά τον γέμισε τότε η Παλλάδ' Αθήνη· 520
+και, άμ' ευχήθη 'ς του Διός την κόρη, του μεγάλου,
+ετίναξε και ακόντισε το μακρυό κοντάρι·
+και τον Ευπείθη κτύπησε 'ς το χάλκινό του κράνος·
+τ' ακόντι αυτό δεν κράτησε, και αντίκρυ βγήκ' η λόγχη·
+εκείνος χάμ' εβρόντησε κ' ηχήσαν τ' άρματά του. 525
+τότ' ο Οδυσσέας ο λαμπρός υιός του 'ς τους προμάχους
+πέσαν κ' εκτύπαν με σπαθιά και δίστομα μαχαίρια,
+και όλους θα τους ξολόθρευαν, κανείς να μη γυρίση,
+αλλ' η Αθήνη, του Διός αιγιδοφόρου η κόρη,
+φοβερήν έσυρε φωνήν κ' εκράτησε τα πλήθη· 530
+«Ω Ιθακήσιοι, παύσατε τον φοβερόν αγώνα
+ογλήγορα, και αναίμακτα να χωρισθήτε πλέον».
+
+Αυτά 'πε κείνη, κ' έπιασεν αυτούς αχνή τρομάρα·
+έτρεμαν και απ' τα χέρια των έφυγαν τ' άρματά των
+καθώς εφώναξε η θεά 'ς την γην επέφταν όλα, 535
+και προς την πόλιν έστρεψαν να σώσουν την ζωή των.
+εβόησ' ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας,
+μαζώχθηκεν, ως αετός εχύθ' υψηλοπέτης.
+τον καπνοβόλον κεραυνόν τότ' έρριξε ο Κρονίδης,
+κ' έπεσ' εμπρός εις την θεάν, κόρην φρικτού πατέρα. 540
+και του Οδυσσέα φώναξεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη·
+«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,
+στάσου, παύε τον πόλεμον, όμοιο κακόν εις όλους,
+μη πέσης ήδη 'ς την οργή του βροντοφώνου Δία».
+
+Είπε· κ' υπάκουσεν αυτός και μέσα του εχαιρόνταν. 545
+κατόπι μ' όρκους στερεούς 'ς τα δύο μέρη αγάπην
+έστησ' η Αθήνη, του Διός αιγιδοφόρου η κόρη,
+εις το κορμί, και 'ς την φωνή, του Μέντορ' όλη ομοία.
+
+
+
+Τ Ε Λ Ο Σ
+
+Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν
+ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορά προσφερόταν
+συστηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η αρχαία ελληνική
+σκέψη (Ιστορία, φιλοσοφία, ποίηση, δράμα, δικανικός και πολιτικός
+λόγος) σε δημιουργικές μεταφορές της, από τους άριστους μεταφραστές
+του τόπου, στην πιο σύγχρονη μορφή που πήρε εξελισσόμενο το γλωσσικό
+της όργανο. Ο Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο
+Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο
+Θεόφραστος, ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ. προσφέρονται
+και σήμερα, στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή,
+Μωραϊτίδη, Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη,
+Καζαντζάκη, Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως,
+Τσοκόπουλου, Σιγούρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ, σε μια σύγχρονη σειρά
+εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα που επίσης γίνεται για πρώτη φορά,
+συστηματικά, στην Ελλάδα.
+
+ΟΔΥΣΣΕΙΑ Το πολυσύνθετο και πολυμερές έπος αυτό του Ομήρου διηγείται
+την δεκάχρονη περιπλάνηση του Οδυσσέα, ύστερα από τον τρωικό πόλεμο,
+επιστρέφοντας στην Ιθάκη. Οι πολιτισμοί, οι θρησκείες, η ιστορία, τα
+ήθη των τότε λαών, καθώς και των μυθολογουμένων περιλαμβάνονται και
+συμπλέκονται στην αριστουργηματική, περιπετειώδη αφήγηση. Η έμμετρη
+μετάφραση, από τις κλασικές πια της νεοελληνικής γραμματολογίας,
+έγινε από τον Ιάκωβο Πολυλά.
+
+Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΑΝΑΤΥΠΩΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ
+ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
+
+ΑΘΗΝΑΙ, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ 36
+ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΤΣΙΜΙΣΚΗ 61
+
+ΤΙΜΗ Α' Β' Γ' Δ' ΤΟΜΟΙ
+ΔΡΑΧΜΕΣ 40
+
+
+
+
+
+
+
+
+
+
+End of the Project Gutenberg EBook of Homer's Odyssey, by Homer
+
+*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY ***
+
+***** This file should be named 30616-0.txt or 30616-0.zip *****
+This and all associated files of various formats will be found in:
+ http://www.gutenberg.org/3/0/6/1/30616/
+
+Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis
+
+Updated editions will replace the previous one--the old editions
+will be renamed.
+
+Creating the works from public domain print editions means that no
+one owns a United States copyright in these works, so the Foundation
+(and you!) can copy and distribute it in the United States without
+permission and without paying copyright royalties. Special rules,
+set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to
+copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to
+protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project
+Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you
+charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you
+do not charge anything for copies of this eBook, complying with the
+rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose
+such as creation of derivative works, reports, performances and
+research. They may be modified and printed and given away--you may do
+practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is
+subject to the trademark license, especially commercial
+redistribution.
+
+
+
+*** START: FULL LICENSE ***
+
+THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE
+PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK
+
+To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free
+distribution of electronic works, by using or distributing this work
+(or any other work associated in any way with the phrase "Project
+Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project
+Gutenberg-tm License (available with this file or online at
+http://gutenberg.org/license).
+
+
+Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm
+electronic works
+
+1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm
+electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to
+and accept all the terms of this license and intellectual property
+(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all
+the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy
+all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession.
+If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project
+Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the
+terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or
+entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8.
+
+1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be
+used on or associated in any way with an electronic work by people who
+agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few
+things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works
+even without complying with the full terms of this agreement. See
+paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project
+Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement
+and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic
+works. See paragraph 1.E below.
+
+1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation"
+or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project
+Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the
+collection are in the public domain in the United States. If an
+individual work is in the public domain in the United States and you are
+located in the United States, we do not claim a right to prevent you from
+copying, distributing, performing, displaying or creating derivative
+works based on the work as long as all references to Project Gutenberg
+are removed. Of course, we hope that you will support the Project
+Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by
+freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of
+this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with
+the work. You can easily comply with the terms of this agreement by
+keeping this work in the same format with its attached full Project
+Gutenberg-tm License when you share it without charge with others.
+
+1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern
+what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in
+a constant state of change. If you are outside the United States, check
+the laws of your country in addition to the terms of this agreement
+before downloading, copying, displaying, performing, distributing or
+creating derivative works based on this work or any other Project
+Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning
+the copyright status of any work in any country outside the United
+States.
+
+1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg:
+
+1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate
+access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently
+whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the
+phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project
+Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed,
+copied or distributed:
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived
+from the public domain (does not contain a notice indicating that it is
+posted with permission of the copyright holder), the work can be copied
+and distributed to anyone in the United States without paying any fees
+or charges. If you are redistributing or providing access to a work
+with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the
+work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1
+through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the
+Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or
+1.E.9.
+
+1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted
+with the permission of the copyright holder, your use and distribution
+must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional
+terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked
+to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the
+permission of the copyright holder found at the beginning of this work.
+
+1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm
+License terms from this work, or any files containing a part of this
+work or any other work associated with Project Gutenberg-tm.
+
+1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this
+electronic work, or any part of this electronic work, without
+prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with
+active links or immediate access to the full terms of the Project
+Gutenberg-tm License.
+
+1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary,
+compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any
+word processing or hypertext form. However, if you provide access to or
+distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than
+"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version
+posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org),
+you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a
+copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon
+request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other
+form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm
+License as specified in paragraph 1.E.1.
+
+1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying,
+performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works
+unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9.
+
+1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing
+access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided
+that
+
+- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from
+ the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method
+ you already use to calculate your applicable taxes. The fee is
+ owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he
+ has agreed to donate royalties under this paragraph to the
+ Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments
+ must be paid within 60 days following each date on which you
+ prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax
+ returns. Royalty payments should be clearly marked as such and
+ sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the
+ address specified in Section 4, "Information about donations to
+ the Project Gutenberg Literary Archive Foundation."
+
+- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies
+ you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he
+ does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm
+ License. You must require such a user to return or
+ destroy all copies of the works possessed in a physical medium
+ and discontinue all use of and all access to other copies of
+ Project Gutenberg-tm works.
+
+- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any
+ money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the
+ electronic work is discovered and reported to you within 90 days
+ of receipt of the work.
+
+- You comply with all other terms of this agreement for free
+ distribution of Project Gutenberg-tm works.
+
+1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm
+electronic work or group of works on different terms than are set
+forth in this agreement, you must obtain permission in writing from
+both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael
+Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the
+Foundation as set forth in Section 3 below.
+
+1.F.
+
+1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable
+effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread
+public domain works in creating the Project Gutenberg-tm
+collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic
+works, and the medium on which they may be stored, may contain
+"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or
+corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual
+property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a
+computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by
+your equipment.
+
+1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right
+of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project
+Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project
+Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all
+liability to you for damages, costs and expenses, including legal
+fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT
+LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE
+PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE
+TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE
+LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR
+INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH
+DAMAGE.
+
+1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a
+defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can
+receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a
+written explanation to the person you received the work from. If you
+received the work on a physical medium, you must return the medium with
+your written explanation. The person or entity that provided you with
+the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a
+refund. If you received the work electronically, the person or entity
+providing it to you may choose to give you a second opportunity to
+receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy
+is also defective, you may demand a refund in writing without further
+opportunities to fix the problem.
+
+1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth
+in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER
+WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO
+WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE.
+
+1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied
+warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages.
+If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the
+law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be
+interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by
+the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any
+provision of this agreement shall not void the remaining provisions.
+
+1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the
+trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone
+providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance
+with this agreement, and any volunteers associated with the production,
+promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works,
+harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees,
+that arise directly or indirectly from any of the following which you do
+or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm
+work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any
+Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause.
+
+
+Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm
+
+Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of
+electronic works in formats readable by the widest variety of computers
+including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists
+because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from
+people in all walks of life.
+
+Volunteers and financial support to provide volunteers with the
+assistance they need are critical to reaching Project Gutenberg-tm's
+goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will
+remain freely available for generations to come. In 2001, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure
+and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations.
+To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation
+and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4
+and the Foundation web page at http://www.pglaf.org.
+
+
+Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive
+Foundation
+
+The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit
+501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the
+state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal
+Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification
+number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at
+http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent
+permitted by U.S. federal laws and your state's laws.
+
+The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S.
+Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered
+throughout numerous locations. Its business office is located at
+809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email
+business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact
+information can be found at the Foundation's web site and official
+page at http://pglaf.org
+
+For additional contact information:
+ Dr. Gregory B. Newby
+ Chief Executive and Director
+ gbnewby@pglaf.org
+
+
+Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation
+
+Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide
+spread public support and donations to carry out its mission of
+increasing the number of public domain and licensed works that can be
+freely distributed in machine readable form accessible by the widest
+array of equipment including outdated equipment. Many small donations
+($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt
+status with the IRS.
+
+The Foundation is committed to complying with the laws regulating
+charities and charitable donations in all 50 states of the United
+States. Compliance requirements are not uniform and it takes a
+considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up
+with these requirements. We do not solicit donations in locations
+where we have not received written confirmation of compliance. To
+SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any
+particular state visit http://pglaf.org
+
+While we cannot and do not solicit contributions from states where we
+have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition
+against accepting unsolicited donations from donors in such states who
+approach us with offers to donate.
+
+International donations are gratefully accepted, but we cannot make
+any statements concerning tax treatment of donations received from
+outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff.
+
+Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation
+methods and addresses. Donations are accepted in a number of other
+ways including checks, online payments and credit card donations.
+To donate, please visit: http://pglaf.org/donate
+
+
+Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic
+works.
+
+Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm
+concept of a library of electronic works that could be freely shared
+with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project
+Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support.
+
+
+Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed
+editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S.
+unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily
+keep eBooks in compliance with any particular paper edition.
+
+
+Most people start at our Web site which has the main PG search facility:
+
+ http://www.gutenberg.org
+
+This Web site includes information about Project Gutenberg-tm,
+including how to make donations to the Project Gutenberg Literary
+Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to
+subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks.
diff --git a/30616-0.zip b/30616-0.zip
new file mode 100644
index 0000000..dc38e2a
--- /dev/null
+++ b/30616-0.zip
Binary files differ
diff --git a/30616-h.zip b/30616-h.zip
new file mode 100644
index 0000000..9a58150
--- /dev/null
+++ b/30616-h.zip
Binary files differ
diff --git a/30616-h/30616-h.htm b/30616-h/30616-h.htm
new file mode 100644
index 0000000..b7933d1
--- /dev/null
+++ b/30616-h/30616-h.htm
@@ -0,0 +1,3600 @@
+<?xml version="1.0"?>
+<!DOCTYPE html PUBLIC "-//W3C//DTD XHTML 1.0 Transitional//EN"
+"http://www.w3.org/TR/xhtml1/DTD/xhtml1-transitional.dtd">
+<html xmlns="http://www.w3.org/1999/xhtml">
+
+<head>
+<meta http-equiv="Content-Type" content="text/html; charset=utf-8" />
+<meta name="keywords"
+ content="Όμηρος, Ιάκωβος Πολυλάς, Οδύσσεια, Τόμος Δ" />
+<title>Οδύσσεια Τόμος Δ</title>
+</head>
+
+<body>
+
+
+<pre>
+
+The Project Gutenberg EBook of Homer's Odyssey, by Homer
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+
+Title: Homer's Odyssey
+ Volume D
+
+Author: Homer
+
+Translator: Iakovos Polylas
+
+Posting Date: March 15, 2012 [EBook #30616]
+First Posted: December 6, 2009
+
+Language: Greek
+
+Character set encoding: UTF-8
+
+*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY ***
+
+
+
+
+Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis
+
+
+
+
+
+</pre>
+
+<img src="images/cover.jpg" hspace="30" width="409" height="601"
+alt="Πρώτη σελίδα" border="2" />
+
+
+<p>Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic.<br />
+A few corrections on typing mistakes have been included within brackets.</p>
+
+<p>Σημείωση: Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Μερικές<br />
+τυπογραφικές διορθώσεις σημειώνονται με [].</p>
+
+<p><b>ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ<br />
+ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ</b></p>
+
+<h2 style="margin-top: 2em">ΟΜΗΡΟΥ</h2>
+<h3 style="margin-top: 1em">ΟΔΥΣΣΕΙΑ</h3>
+
+<h4 style="margin-top: 3em">ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ</h4>
+<h3 style="margin-top: 1em">ΙΑΚΩΒΟΥ ΠΟΛΥΛΑ</h3>
+
+<p>
+</p>
+
+<h4 style="margin-top: 3em">ΤΟΜΟΣ Δ<br /><br />
+ΡΑΨΩΔΙΑ Τ-Ω<br /><br />
+ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ<br /><br />
+ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΦΕΞΗ</h4>
+
+
+
+<h4 style="margin-top: 3em">Ραψωδία Τ</h4>
+
+<table>
+<tr><td>Αλλ' έμενε 'ς το μέγαρον ο θείος Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και των μνηστήρων όλεθρο να εύρη εζήτα ο νους του</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με την Αθήνη, κ' είπ' ευθύς γοργά του Τηλεμάχου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ανάγκ' είναι, Τηλέμαχε, να θέσης τ' άρματ' όλα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μέσα· κατόπι πλάνεσε με λόγια τους μνηστήραις, </td><td align="right"> 5</td></tr>
+<tr><td>όταν, ενώ τ' αναζητούν, για κείνα σ' εξετάσουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα ειπής· τα πήρ' απ' τον καπνόν, ότι δεν ήσαν πλέον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως ο Οδυσσέας τ' άφινε πριν πάγη 'ς την Τρωάδα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και, ως 'πώφθαν' άχνα της φωτιάς, την πρώτη λάμψι χάσαν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άλλο τι μεγαλήτερο θεός 'ς τον νου μου βάζει· </td><td align="right">10</td></tr>
+<tr><td>μήπως σας φέρ' εις έριδα, και κτυπηθήτε, η μέθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και το τραπέζι ατιμασθή με αίμα κ' η μνηστεία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον εαυτό του ο σίδηρος σέρνει τον άνδρα μόνος».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε· και άκουσ' ο υιός τον ποθητόν πατέρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και την βυζάστρα κάλεσεν Ευρύκλεια και της είπε· </td><td align="right">15</td></tr>
+<tr><td>«Ταις κόραις, μάννα, κράτει μου 'ς τα μέγαρ', ως να θέσω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα πατρικά μου τ' άρματα 'ς τον θάλαμο, τα ωραία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μου τ' αφανίζ' όλα ο καπνός 'ς το σπίτι αμελημένα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αφού λείπει ο πατέρας μου· κ' εγώ μικρός τότ' ήμουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα τα φυλάξω τώρα εκεί 'που λάμπα δεν θα φθάση». </td><td align="right">20</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Η Ευρύκλεια τότε απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Άμποτ', υιέ μου, ν' άρχιζες με πόθο και με γνώσι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το σπίτι να επιμεληθής και να τηράς το βιο σου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά ποια τώρα θα 'λθ', ειπέ, κοντά σου φως να φέρη;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και η δούλαις, 'που θα σού 'φεγγαν, να βγουν δεν ταις αφίνεις». </td><td align="right">25</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος εκείνης αποκρίθη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Τούτος ο ξένος· ότι αργός δεν συγχωρώ να μένη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το σπίτι μ' όποιος τρέφεται και από τα ξέν' αν ήλθε».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε κείνος, και άπτερος 'ς αυτήν ειπώθη ο λόγος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τα θυρόφυλλ' έκλεισε των υψηλών μεγάρων. </td><td align="right">30</td></tr>
+<tr><td>τότ' ο Οδυσσέας και ο λαμπρός υιός του κινηθήκαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έφερναν μέσα κόρυθαις, ομφαλωταίς ασπίδαις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μυτεραίς λόγχαις· κ' έμπροσθε χρυσόν κρατούσε λύχνον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εμόρφον' ωραιότατο φως η Παλλάδ' Αθήνη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότ' είπεν ο Τηλέμαχος έξαφνα του πατρός του· </td><td align="right">35</td></tr>
+<tr><td>«Θαύμ' είναι αυτό, πατέρα μου, μέγα, 'που βλέπ' εμπρός μου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οι τοίχοι, τα μεσόστυλα τα ωραία, των μεγάρων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα πατερά τα ελάτινα, κ' οι στύλοι οπ' αναβαίνουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα μάτια μ' όλα φανερά φλογώδη λάμψιν έχουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είν' εδώ κάποιος των θεών των ουρανοκατοίκων». </td><td align="right">40</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Σ' εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Σίγα, τον νουν σου κράτησε, μηδέ ποσώς ερώτα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τούτος ο τρόπος των θεών κατοίκων του Ολύμπου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' άμε συ ν' αναπαυθής, και αυτού θα μείνω μόνος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς ταις δούλαις, 'ς την μητέρα σου, και άλλην να δώσω αιτία· </td><td align="right">45</td></tr>
+<tr><td>θα μ' εξετάση 'ς όλ' αυτή μες το παράπονό της».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε· και ο Τηλέμαχος, 'ς την λάμψι των λαμπάδων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πέρασ' από το μέγαρο 'ς τον θάλαμο, 'ς το μέρος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όπ' εκοιμάτ' ότ' έρχονταν 'ς αυτόν ο γλυκός ύπνος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πλάγιασε αυτού, την άφθαρτην Ηώ να περιμένη. </td><td align="right">50</td></tr>
+<tr><td>αλλ' έμενε 'ς το μέγαρον ο θείος Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όλεθρο με την Αθηνά ζητούσε των μνηστήρων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Απ' τον κοιτώνα η φρόνιμη τότ' ήλθε Πηνελόπη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την Άρτεμιν ή την χρυσήν ωμοίαζε Αφροδίτη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ευθύς 'ς το πλάγι της φωτιάς της θέσαν το θρονί της, </td><td align="right">55</td></tr>
+<tr><td>'που τορνευτό μ' ελέφαντα και ασήμ' είχε ποιήσει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο τεχνουργός Ικμάλιος, και του 'συρε υποπόδι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς εκείνο αρμόδιο, και προβειά το σκέπαζε μεγάλη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς εκείνο τότε η φρόνιμη καθόνταν Πηνελόπη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήλθαν από το μέγαρον η λευκοχέραις κόραις, </td><td align="right">60</td></tr>
+<tr><td>κ' ευθύς σηκόναν τ' άφθονο φαγί και τα τραπέζια</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τα ποτήρια, 'πώπιναν οι απόκοτοι μνηστήρες·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και απ' τους φανούς κάτ' έρριξαν το πυρ κ' έθεσαν άλλα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>επάνω τους ξύλα πολλά, να δίδουν φως και ζέστη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον Οδυσσέ' η Μελανθώ τότε αποπήρε πάλι· </td><td align="right">65</td></tr>
+<tr><td>«Την νύκτ' ακόμα, ξέν', εδώ θε να μας βασανίζης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το σπίτι ν' αναστρέφεσαι, ταις κόραις να ματιάζης;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον δρόμον έβγ', ελεεινέ, και αρκεί σ' ό,τ' έχεις φάγει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή θα σε βιάσω με δαυλιαίς να πεταχθής 'ς τον δρόμο».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος της είπεν Οδυσσέας· </td><td align="right">70</td></tr>
+<tr><td>«Με πάθος τόσο, απάνθρωπη, γιατί με κατατρέχεις;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μη τάχ' ότ' είμαι ανάλειπτος και κακοενδυμένος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και 'ς το κοινό ψωμοζητώ, καθώς με βιάζ' η χρεία;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αύτ' είν' η όψι των πτωχών των περιπλανωμένων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι κ' εγώ πανευτυχής 'ς τον κόσμον ήμουν κ' είχα </td><td align="right">75</td></tr>
+<tr><td>πάμπλουτο σπίτι, και συχνά του πλανωμένου ανθρώπου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όποιος και αν ήταν, έδιδα, και όποιαν και αν είχε ανάγκη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και δούλους είχ' αμέτρητους και άφθον' αυτά 'που κάμνουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να καλοζούν οι άνθρωποι, και υπέρπλουτοι λογιούνται·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' όλα μου τ' αφάνισεν η θέλησις του Δία. </td><td align="right">80</td></tr>
+<tr><td>όθεν και συ σκέψου, ω γυνή, μή ποτε χάσης όλην</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την λάμψιν, οπ' ανάμεσα 'ς ταις δούλαις σε στολίζει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η δέσποινά σου αν σ' οργισθή και σε κακοποιήση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή φθάσ', όπως ελπίζεται, ο θείος Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εάν εχάθη, ως λέγετε, και δεν θα φθάση πλέον, </td><td align="right">85</td></tr>
+<tr><td>ανάθρεψεν ο Απόλλωνας, ιδού, τον μονουιόν του</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τηλέμαχον και αν ανομεί 'ς το σπίτι του καμμία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των γυναικών, το βλέπει αυτός, και πλειά παιδί δεν είναι».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, και τον άκουσε μακρόθε η Πηνελόπη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η φρόνιμη, και ωνείδισε την δούλα και της είπε· </td><td align="right">90</td></tr>
+<tr><td>«Σε βλέπω, σκύλ' αδιάντροπη, ν' αυθαδιάζης πράξι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που θα σφογγίσης έπειτα συ με την κεφαλή σου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι καλώς το γνώριζες, είχες ακούσει ότ' είπα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πως 'ς τα ιδικά μου μέγαρα τον ξένον να εξετάσω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έμελλα ως προς τον άνδρα μου, ενώ με φθείρ' η λύπη». </td><td align="right">95</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε και την κελλάρισσα προσφώνησ' Ευρυνόμη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Φέρ', Ευρυνόμη, εδώ θρονί με την προβειά στρωμένο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο ξένος να καθίση αυτού, λόγον να ειπή, ν' ακούση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>λόγον και κείνος απ' εμέ, και θα τον εξετάσω»·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε, και πρόθυμ' έφερε κ' έστησ' ευθύς εκείνη </td><td align="right">100</td></tr>
+<tr><td>λαμπρήν καθήκλα, και προβειά της έστρωσεν επάνω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκάθισε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη τότ' άρχισε να λέγη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ω ξένε, το εξής εγώ θα σ' ερωτήσω πρώτη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ποιος είσαι; ποιο το γένος σου; που η πόλις και οι γονείς σου;» </td><td align="right">105</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«'Σ της γης τα πέρατα, ω γυνή, σέ ποιος θνητός θα ψέγη;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι 'ς τον μέγαν ουρανόν η φήμη σ' έχει φθάσει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ομοίαν φήμην άπταιστος λαμβάνει βασιλέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν κυβερνά θεόφοβα λαόν πολύν και ανδρείον, </td><td align="right">110</td></tr>
+<tr><td>εις όλα δίκαιος· και η γη σιτοφορεί, τα δένδρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γέμουν καρπούς, τα πρόβατα καλογεννούν, και πλήθος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ψάρια γεννά το πέλαγος, απ' την χαριτωμένη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την βασιλεία, κ' ευτυχούν τα πλήθη 'ς την σκιά του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όθεν τώρα 'ς το σπίτι σου 'ς ό,τι άλλο εξέταζέ με, </td><td align="right">115</td></tr>
+<tr><td>αλλά μη την πατρίδα μου, το γένος μου, ερωτήσης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μήπως η πολυστένακτη ψυχή μου πλημμυρήση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>από πικραίς ενθύμησαις, και μέσα εις σπίτι ξένο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν πρέπει εγώ να μύρωμαι και να βαρυστενάζω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άνθρωπος ατελεύτητα να κλαίη δεν συμφέρει· </td><td align="right">120</td></tr>
+<tr><td>μη κάποια δούλα σου, ή και συ, θυμώση και νομίση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι 'ς τα δάκρυα πνίγομαι βαρύς από την μέθη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ω ξέν', όλα τα δώρα μου, το κάλλος και το σώμα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οι αθάνατοι μου αφάνισαν απ' ότε 'ς την Τρωάδα </td><td align="right">125</td></tr>
+<tr><td>με τους Αργείους έπλευσεν ο άνδρας μου Οδυσσέας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αχ! την ζωή μου αν έρχονταν να θεραπεύη εκείνος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και η δόξα μου θε ν' αύξαινε και θα σαν όλα ωραία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τώρ' έχω λύπη· τι πολλά μώδωσε πάθ' η μοίρα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι όσ' υπάρχουν δυνατοί 'ς τα νησιά γύρω, οι πρώτοι </td><td align="right">130</td></tr>
+<tr><td>του Δουλιχιού, της Σάμης και της σύδενδρης Ζακύνθου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνοι οπού 'ς την ηλιακήν Ιθάκη κατοικούσι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εμέ την άθελη ζητούν και όλο το σπίτι φθείρουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όθεν 'ς τους ξένους προσοχήν ή 'ς τους ικέταις πλέον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν δίδ', ούτε 'ς τους κήρυκαις, τους λειτουργούς του δήμου, </td><td align="right">135</td></tr>
+<tr><td>αλλά μου τήκει την καρδιάν ο πόθος του Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κείνοι τον γάμον βιάζουσι κ' εγώ τους πλέκω δόλους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πρώτα μ' έμπνευσε θεός, πανί μέγ' αφού στήσω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το δώμα μου, λεπτότατο και απέραντο να υφαίνω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ύφασμα· κ' ευθύς έπειτα 'ς εκείνους είπα· «Ω νέοι </td><td align="right">140</td></tr>
+<tr><td>μνηστήρες μου, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον γάμον μη μου βιάζετε, σταθήτ' ως ν' αποκάμω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το ύφασμ' αυτό, τα γνέματα να μη μου παν χαμένα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Λαέρτ' ήρωα σάβανο, για τον καιρό, 'που η μαύρη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου θα τον πάρη, </td><td align="right">145</td></tr>
+<tr><td>των Αχαιίδων μην καμμιά 'ς τον τόπο μ' ονειδίση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν κείτεται ασαβάνωτος αυτός 'που πλούσιος ήταν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτά 'πα κ' εκατάπεισα την ανδρικήν ψυχή τους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και το πανί τότ' ύφαινα, το απέραντο, ολημέρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και νύκτα το ξεΰφαινα 'ς την λάμψι των λαμπάδων. </td><td align="right">150</td></tr>
+<tr><td>όθεν από τους Αχαιούς εκρύφθηκα με απάτη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τρεις χρόνους· αλλ' ότ' έφεραν τον τέταρτον η ώραις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως τα φεγγάρια χάνονταν κ' η 'μέραις επληθύναν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η δούλαις, σκύλαις άσπλαχναις, με πρόδωσαν, κ' εκείνοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' ευρήκαν και μ' ονειδισμούς πικρούς μ' εφοβερίσαν. </td><td align="right">155</td></tr>
+<tr><td>ιδού πώς το τελείωσα βιασμένη απ' την ανάγκη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τώρα του γάμου αποφυγή δεν είν' ούτ' άλλο ευρίσκω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τέχνασμα· και να υπανδρευθώ με σπρώχνουν οι γονείς μου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και το παιδί μου αγανακτεί 'που τρώγουν το βιο του·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έχ' ήδη γνώσι, ανδρώθηκε, κ' είν' άξιος να προσέχη </td><td align="right">160</td></tr>
+<tr><td>το σπίτι, ως πρέπ' εις άνθρωπον πώχει λαμπρύνει ο Δίας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όμως 'ς εμέ το γένος σου θα ειπής, οπόθεν είσαι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το δρυ τ' αρχαιομίλητο δεν σ' έβγαλ' ούτ' η πέτρα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Του Λαερτιάδη σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα, </td><td align="right">165</td></tr>
+<tr><td>την γενεά να μ' ερωτάς δεν θέλει παύσης πλέον·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα σου την είπω, αν και μ' αυτό ταις λύπαις μου θ' αυξήσης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του ανθρώπου ο τρόπος είναι αυτός, οπότε απ' την πατρίδα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τόσους καιρούς είναι μακράν, όσο εγώ λείπω τώρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και εις πολλαίς χώραις των θνητών θλιμμένος παραδέρνω. </td><td align="right">170</td></tr>
+<tr><td>και όμως εκείνο θα σου ειπώ, 'που μ' ερωτάς να μάθης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>υπάρχει γη καταμεσής του σκοτεινού πελάγου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η Κρήτη, ωραία, κάρπιμη, περίβρεκτη, και μέσα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είν' άνθρωποι αναρίθμητοι και πόλες ενενήντα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και γλώσσαις είν' όσοι λαοί· γένη Αχαιών ο τόπος </td><td align="right">175</td></tr>
+<tr><td>και Αυτοκρήτων ψυχερών μέσ' έχει και Κυδώνων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και Δωριέων τριγενών και Πελασγών των θείων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' είν' η Κνωσός, πόλις τρανή, 'που ο Μίνως, του μεγάλου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Δία συνομιλητής, βασίλευ' έτη εννέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του θείου Δευκαλίωνα πατέρας, του πατρός μου, </td><td align="right">180</td></tr>
+<tr><td>'που εμέ και τον πολέμαρχον γέννησ' Ιδομενέα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την Ίλιον ακολούθησεν εκείνος τους Ατρείδαις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με τα κυρτά καράβια του· εμ' Αίθωνα ονομάζουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εγώ νεώτερος, αυτός καλήτερος και πρώτος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότ' είδα εγώ κ' εξένισα εκεί τον Οδυσσέα· </td><td align="right">185</td></tr>
+<tr><td>σφοδρός τον έσπρωξ' άνεμος 'ς την Κρήτη απ' τον Μαλέα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>προς την Τρωάδ' ως έπλεε· 'ς τον Αμνισόν, εις τ' άντρο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>της Ειλειθυίας άραξε, 'ς τα δύσκολα λιμάνια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και μόλις αυτού ξύφυγεν απ' ταις ανεμοζάλαις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την πόλι ανέβη, ερώτησε πού είν' ο Ιδομενέας, </td><td align="right">190</td></tr>
+<tr><td>ο σεβαστός του, ως έλεγε, και αγαπητός του ξένος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ήσαν ήδη δέκ' αυγαίς ή ένδεκ' αφού κείνος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είχε κινήσει με κυρτά καράβια προς την Τροία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το δώμα μου τον πήρα εγώ κ' εκαλοξένισά τον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως είχε απ' όλα τα καλά το σπίτι μου αφθονία· </td><td align="right">195</td></tr>
+<tr><td>και αλεύρια, φλογερό κρασί, και βώδια της θυσίας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' το κοινόν εσύναξα κ' εχάρισά τα εκείνου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' όλη την συνοδία του να ευφραίνεται η ψυχή του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δώδεκα ημέραις οι Αχαιοί πρόσμεναν τότε οι θείοι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μέγας τους έκλειε Βορηάς, και ουδέ 'ς την γη να μείνουν </td><td align="right">200</td></tr>
+<tr><td>τους άφινε· κάποιος θεός εχθρός τον είχε στείλει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς ταις δεκατρείς, άμ' έπεσεν, εκείνοι εξεκινήσαν».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Έλεγε ψεύματα πολλά, και αλήθειαις ωμοιάζαν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως άκουε τα δάκρυα της ρέαν κ' η θωριά της</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έλυονε· και ως εις τα υψηλά βουνά λυόνει το χιόνι, </td><td align="right">205</td></tr>
+<tr><td>'που αφού το ρίξη ο Ζέφυρος ο Εύρος τ' αναλύει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως λυόνει εκείνο οι ποταμοί πληθένουν ενώ ρέουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όμοια τα ωραία μάγουλα 'ς τα δάκρυα της ελυόναν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως έκλαιε τον άνδρα της καθήμενον σιμά της·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και κείνος την γυναίκα του, 'που εθρήνει, εσυμπονούσε· </td><td align="right">210</td></tr>
+<tr><td>αλλ' ως κέρατ' ή σίδερο τα μάτι' ασάλευτ' ήσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα βλέφαρ' ως αφάνιζε τα δάκρυα του με τέχνη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αφού 'ς τον πολυδάκρυτον θρήνον εκείνη ευφράνθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πάλι 'ς αυτόν απάντησεν, ωμίλησέ του κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Αλήθεια, ξένε, τώρα σε, θαρρώ, θα δοκιμάσω, </td><td align="right">215</td></tr>
+<tr><td>εάν εκεί τον άνδρα μου με τους λαμπρούς συντρόφους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εξένισες 'ς το σπίτι σου τωόντι, ως τώρα λέγεις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ειπέ μου ποια φορέματα το σώμα του εφορούσε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτόν και τους συντρόφους του παράστησε μ' ως ήσαν».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· </td><td align="right">220</td></tr>
+<tr><td>«Πράγμ' είναι δύσκολ', ω γυνή, να σου τον παραστήσω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αφού καιροί μας χώρισαν, κ' ήδ' είν' είκοσι χρόνοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' ότε κείνος άφησε την γη την πατρική μου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' όμως θα σου τον ειπώ 'ς τον νου μ' ως αναφαίνει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πορφυρήν χλαίναν δασερήν ο θείος Οδυσσέας </td><td align="right">225</td></tr>
+<tr><td>διπλήν εφόρει με χρυσήν περόνην, 'που 'χε δύο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυλούς διδύμους, κ' έμπροσθε τεχνούργημ' ήταν θείο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σκύλος ζαρκάδι παρδαλό 'ς τα εμπροσθινά του εκράτει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκύττα το 'που σπάραζε· και αυτό θαύμαζαν όλοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πώς, ενώ πλάσθηκαν χρυσοί, κυττά και πνίγει ο σκύλος </td><td align="right">230</td></tr>
+<tr><td>το ζάρκαδο, και αυτό σπαρνά τα πόδια, να του φύγη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χιτών' ακόμη του είδα εγώ λαμπρότατον 'ς το σώμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εγυάλιζ' ως εις το ξερό κρεμμύδι επάνω η φλούδα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τόσ' ήταν κείνος μαλακός κ' είχε του ηλιού την λάμψι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γυναίκες τον εθαύμασαν πολλαίς οπού τον είδαν. </td><td align="right">235</td></tr>
+<tr><td>και εις άλλο ακόμα πρόσεχε· δεν ξεύρ' αν ο Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είχεν από το σπίτι του τα ενδύματα, 'που εφόρει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή φίλος αν τα χάρισεν, ότ' έμβαινε 'ς το πλοίο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή ξένος· ότι αγάπησαν πολλοί τον Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>επειδή μες τους Αχαιούς ολίγους είχε ομοίους. </td><td align="right">240</td></tr>
+<tr><td>κ' εγώ ξίφος ολόχαλκο και πορφυρήν χλαμύδα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>διπλήν ωραίαν του 'δωκα, και μακρυόν χιτώνα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως τ' εύμορφο καράβι του με σέβας τον επήρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον ακολούθα κήρυκας ολίγο ανώτερός του</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την ηλικίαν ως και αυτόν θα σου τον παραστήσω· </td><td align="right">245</td></tr>
+<tr><td>καμπούρης, μελαψός, σγουρός, κ' είχ' όνομα Ευρυβάτης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτόν απ' τους συντρόφους του τιμούσ' ο Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εξόχως, ότι εταίριαζε μ' αυτόν εκείνου η γνώμη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε, και αυτή πλειότερον πόθον του θρήνου αισθάνθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άμα της είπε ασάλευτα γνωρίσματ' ο Οδυσσέας. </td><td align="right">250</td></tr>
+<tr><td>και, αφού 'ς τον πολυδάκρυτον θρήνον εκείνη ευφράνθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πάλι 'ς αυτόν απάντησεν, ωμίλησέ του και είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ω ξέν', είχες την λύπη μου και πριν, αλλ' από τώρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αγαπητός και σεβαστός 'ς το σπίτι μου συ θα 'σαι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα ενδύματ', ως τ' ανάφερες, μ' αυτά τα χέρια πήρα </td><td align="right">255</td></tr>
+<tr><td>κ' εδίπλωσ' απ' τον θάλαμο, και την λαμπρήν περόνην</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκάρφωσα, καλλώπισμα να έχη αυτός, 'που οπίσω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν θα 'λθη, αχ! να τον δεχθώ, 'ς την ποθητήν πατρίδα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μοίρα 'ς το πλοίον έφερε κακή τον Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την Κακοΐλιον να ιδή την τρισκαταραμένην». </td><td align="right">260</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Του Λαερτιάδη ω σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μη φθείρης την καλή σου ειδή, μη την καρδιά σου λυόνης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον σύντροφό σου κλαίοντας· πλην δεν σε κατακρίνω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εάν κάθ' άλλη οδύρεται, τον άνδρα της αν χάση, </td><td align="right">265</td></tr>
+<tr><td>'που τέκν' απόλαυσε απ' αυτόν, εσύ πώς να μην κλαίης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον Οδυσσέα, 'πώμοιαζε με τους θεούς, ως λέγουν;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά παύσε τα δάκρυα, τους λόγους μου ν' ακούσης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θέλει ομιλήσω αληθινά χωρίς το ουδέν να κρύψω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είδησι της επιστροφής πως έχω του Οδυσσέα, </td><td align="right">270</td></tr>
+<tr><td>'που ζη σιμά, 'ς των Θεσπρωτών την κάρπιμη την χώρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πολλούς φέρει θησαυρούς 'που απ' το κοινό συνάζει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' έχασε 'ς τα σκοτεινά πελάγη τους συντρόφους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με το καράβι, ως έπλεεν από την Θρινακία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι 'ς αυτόν ωργίσθηκαν ο Ήλιος και ο Δίας </td><td align="right">275</td></tr>
+<tr><td>αφού τα βώδια φόνευσαν εκείνου οι σύντροφοί του·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κείνοι 'ς τον πολυτάραχον πόντον χαθήκαν όλοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτόν, 'που επάνω ανέβηκε 'ς του πλοίου την καρίνα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα κύματ' έβγαλαν 'ς την γη των θεογενών Φαιάκων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπ' ως θεόν τον τίμησαν και τον φιλοδωρήσαν, </td><td align="right">280</td></tr>
+<tr><td>και να τον στείλουν άβλαπτον ήθελαν 'ς την πατρίδα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και από καιρό θα 'ταν εδώ φθασμένος ο Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' όμως συμφερώτερο του φάνη 'ς πολλά μέρη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>της γης γυρνώντας πράγματα πολλά να θησαυρίζη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τόσο πολλά τεχνάσματα γνωρίζ' ο Οδυσσέας, </td><td align="right">285</td></tr>
+<tr><td>ουδέ θνητός ευρίσκεται να μετρηθή μ' εκείνον.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτά μου είπε ο Φείδωνας, οπ' είναι βασιλέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των Θεσπρωτών, και ως σπόνδιζε 'ς το σπίτι ωρκίσθη εμπρός μου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που το καράβ' είχε ριχθή κ' οι σύντροφοι έτοιμ' ήσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που κείνον θα οδηγήσουσι 'ς την ποθητήν πατρίδα. </td><td align="right">290</td></tr>
+<tr><td>αλλ' έπεμψε μέ πρότερα, τι Θεσπρωτών καράβι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έτυχε για το κάρπιμο Δουλίχιο να κινήση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και μου 'δειξ' όσους θησαυρούς εσύναξ' ο Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που αρκούσαν και την δέκατη να θρέψουν γενεά του·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θησαυρούς τόσους είχε αυτός 'ς τα σπίτια του κυρίου. </td><td align="right">295</td></tr>
+<tr><td>και 'ς την Δωδώνην έλεγεν ότ' είχε αυτός περάσει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' του θεού το υψηλό δρυ το θέλημα του Δία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ν' ακούση, αν ολοφάνερα ή μυστικά θα γύρη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τόσους αφού 'λειψε καιρούς, 'ς την ποθητήν πατρίδα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ιδού πώς κείνος σώζεται, κ' ήδη θα φθάση κ' είναι </td><td align="right">300</td></tr>
+<tr><td>πολύ σιμά, και δεν αργεί να ιδή τους ποθητούς του</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και την πατρίδα· και άκουσε τον όρκο 'που σου δίδω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μάρτυς μου ο Δίας, των θεών ο εξαίσιος και πρώτος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και η γωνία, πώφθασα, του άπταιστου Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πως όλα τούτα θα συμβούν καθώς τα λέγω τώρα· </td><td align="right">305</td></tr>
+<tr><td>ο Οδυσσέας έρχεται τούτος πριν κλείσ' ο χρόνος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τούτος ο μήνας άμ' εβγή και άμα πατήσ' ο άλλος».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Τούτος ο λόγος άμποτε τέλος να λάβη, ω ξένε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τότε την αγάπη μου θα γνώριζες και δώρα </td><td align="right">310</td></tr>
+<tr><td>τόσο πολλά, 'π' όποιος σε ιδή θε να σε μακαρίζη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' άκουσ' ό,τι αλάθευτα προαισθάνεται η ψυχή μου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ούτ' ο Οδυσσέας θα 'λθη πλειά, προβόδισμ' ούτε θαύρης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι οδηγοί 'ς το σπίτι μας τέτοιοι δεν είναι πλέον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως ο Οδυσσέας ικανός, αν ποτ' εζούσ', εφάνη, </td><td align="right">315</td></tr>
+<tr><td>να δέχωνται, να προβοδούν τους σεβασμίους ξένους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τώρα τον ξένον νίψετε, θεράπαιναις, και κλίνην</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>στρώσετε με λαμπρότατα παπλώματα και χλαίναις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γλυκείαν να 'χη ανάπαυσιν ως 'που να λάμψ' η 'μέρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αύριο θα τον λούσετε και χρίσετε άμα φέξη, </td><td align="right">320</td></tr>
+<tr><td>όπως με τον Τηλέμαχο 'ς την τράπεζαν καθίση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το μέγαρο· δεν θα χαρούν με τούτ' όσοι μνηστήρες</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τούτον λυπούν θανάσιμα, και ουδέ 'ς το εξής θα κάμουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τίποτ' απ' όσα βούλονται, και αν τρομερά θυμώσουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πώς συ, ξένε, ως προς εμέ θα μάθης αν των άλλων </td><td align="right">325</td></tr>
+<tr><td>των γυναικών ανώτερη 'ς τον νου, 'ς την γνώσιν, είμαι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν άλουστος, κακένδυτος, 'ς τα μέγαρα καθίσης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την τράπεζα; και των θνητών η ημέραις είν ολίγαις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άρ' όποιος δείχνετ' άπονος και άπονην γνώμην έχει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οι άνθρωποι όλοι, ενόσω ζη, κακά του καταριώνται, </td><td align="right">330</td></tr>
+<tr><td>και απεθαμένον φοβερά τον ονειδίζουν όλοι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' όποιος δείχνετ' άψεγος και άψεγην γνώμην έχει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την δόξαν του 'τα πέρατα της γης οι ξένοι απλόνουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και μύρι' ανθρώπων στόματα καλόν τον ονομάζουν».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· </td><td align="right">335</td></tr>
+<tr><td>«Του Λαερτιάδη σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έχω μισήσει και λαμπρά παπλώματα και χλαίναις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αφού της Κρήτης άφησα τα χιονισμένα όρη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εβγήκα με μακρύκουπο καράβι 'ς τα πελάγη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τώρ' ας πλαγιάσω, 'ς άυπναις νυκτιαίς συνειθισμένος· </td><td align="right">340</td></tr>
+<tr><td>επειδή νύκταις πέρασα πολλαίς 'ς αχρεία κλίνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως να 'λθη της καθ[λ]όθρονης Ηώς η λάμψ' η θεία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ουδέ το ποδονίψιμο τώρα η καρδιά μου θέλει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ουδέ καμμιά των γυναικών το πόδι μου θα εγγίξη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' όσαις εις το δώμα σου τώρ' έχεις υπηρέτραις, </td><td align="right">345</td></tr>
+<tr><td>ειμή κάποια γερόντισσα, χρηστή γυναίκ', αν είναι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που 'ς την καρδιά της να 'παθεν όσ' έχω παθημένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείνης δεν θα εμπόδιζα τα πόδια μου να εγγίξη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ακριβέ ξένε —ότι κανείς των ξένων από πέρα </td><td align="right">350</td></tr>
+<tr><td>συνετός τόσο και ακριβός 'ς το δώμα μου δεν ήλθε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τόσ' είναι σύνεσις πολλή και σκέψις 'ς ό,τι λέγεις,—</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τώρ' έχω εγώ γερόντισσαν, γνώσιν και νουν γεμάτην,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτήν, 'που γλυκανάστησε τον άμοιρον εκείνον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και απ' της μητρός του την κοιλιά τα χέρια της τον πιάσαν· </td><td align="right">355</td></tr>
+<tr><td>αυτή, και ας είναι αδύναμη, τα πόδια θα σου νίψη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Ευρύκλεια φρονιμώτατη, σήκω και του άρχοντά σου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>νίψε τον συνομήλικον και τώρ' ο Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα πόδια και 'ς τα χέρια με τούτον όμοιος είναι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότ' οι θνητοί 'ς ταις συμφοραίς ογρήγορα γεράζουν». </td><td align="right">360</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε και το πρόσωπον εσκέπασεν η γραία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έβγαλε δάκρυα θερμά και με παράπον' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ωιμέ, τέκνο, απελπίσθηκα για σε· σ' ωργίσθη ο Δίας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως δεν ωργίσθη άλλον θνητόν, θεόφοβος αν κ' ήσουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι κανείς απ' τους θνητούς του χαιρεβρόντη Δία </td><td align="right">365</td></tr>
+<tr><td>παχειά μεριά δεν έκαψε κ' εξαίσιαις εκατόμβαις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όσαις εσύ του πρόσφερες, ευχόμενος να λάβης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γήρας καλόν και τον λαμπρόν υιόν σου ν' αναστήσης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τώρα την επιστροφή μόνον εσέν' αρνήθη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και κείνον, αχ! 'ς την ξενιτειάν η δούλαις θ' αναπαίζαν, </td><td align="right">370</td></tr>
+<tr><td>ότ' επατούσ' ο άμοιρος ς' τα σπίτια των μεγάλων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως αναπαίζουν τώρα σέ τούταις η σκύλαις όλαις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των μιαρών τους υβρισμούς μισείς και να σε νίψουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν στέργεις, ώστ' επρόσταξεν εμέ, 'που πρόθυμ' είμαι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η Πηνελόπ' η φρόνιμη του Ικαρίου κόρη. </td><td align="right">375</td></tr>
+<tr><td>τα πόδια θα σου νίψω εγώ χάριν της Πηνελόπης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και χάριν σου, ότι ξύπνησαν 'ς τα βάθη της ψυχής μου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πόνοι πολλοί· και πρόσεχε 'ς αυτό που θα προφέρω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πολλ' ήλθαν ήδη ξένοι εδώ ταλαίπωροι, αλλ' ακόμη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άνδρα δεν είδα εγώ ποτέ να ομοιάζη του Οδυσσέα, </td><td align="right">380</td></tr>
+<tr><td>ως εις το σώμα, 'ς την φωνή, 'ς τα πόδια, συ του ομοιάζεις».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ω γραία, τούτ' ομολογούν, εμέ και αυτόν όσ' είδαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι ομοιότητ' έχουμε πολλήν εμείς οι δύο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καθώς και συ το νόησες με καλήν βλέψι κ' είπες». </td><td align="right">385</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε, κ' η γραία λέβητα, λαμπρόν ποδολουτήρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>επήρε, κ' έβαλε πολύ ψυχρό νερό, κατόπι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ζεστό· κείνος εκάθιζε μακράν απ' την γωνίστρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και προς το σκότος στράφη ευθύς, ότι του εμπήκε φόβος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μη κείνη, ενώ τον έψαχνε, το λάβωμα γνωρίση </td><td align="right">390</td></tr>
+<tr><td>και γνωσθούν όλα· εσίμωσεν η γρηά 'ς τον κύριόν της</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ενόησ', ως τον ένιβε, το λάβωμ', οπού χοίρος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με λευκό δόντι του 'καμε 'ς τον Παρνασό, 'που νέος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εβγήκε τον Αυτόλυκο να ιδή, και τους υιούς του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μητρικόν πάππον του λαμπρόν, 'ς τον όρκο, 'ς την απάτη, </td><td align="right">395</td></tr>
+<tr><td>πρώτον απ' όλους τους θνητούς· τον είχ' ο Ερμής προικίσει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>επειδή του 'καιεν αρνιών καλά μεριά κ' ερίφων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και κείνος τον συνώδευε βοηθός παντού και φίλος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>επέρασεν ο Αυτόλυκος 'ς την κάρπιμην Ιθάκη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και νεογέννητ' εύρηκε παιδί της θυγατρός του. </td><td align="right">400</td></tr>
+<tr><td>'ς τα γόνατά του το 'θεσεν, άμ' είχε αποδειπνήσει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η Ευρύκλεια, και τον έκραξε κατ' όνομα και του 'πε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Αυτόλυκ', εύρες όνομα συ τώρ' ό, τι θα βάλης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις του παιδιού σου το παιδί το πολυαγαπημένο».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Απάντησεν ο Αυτόλυκος· «Κόρη μου και γαμβρέ μου, </td><td align="right">405</td></tr>
+<tr><td>τ' όνομα τούτ', οπού θα ειπώ, βάλετε του παιδιού σας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εγώ', που τώρ' εδώ 'φθασα, συχναίς έδωσα οδύναις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πολλών ανδρών και γυναικών 'ς την γη την πολυθρέπτρα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άρα Οδυσσέας όνομα να λάβη απ' ταις οδύναις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και οπόταν άνδρας έλθη αυτός 'ς το μέγα της μητρός του </td><td align="right">410</td></tr>
+<tr><td>παλάτι, εκεί 'ς τον Παρνασόν, οπ' είναι οι θησαυροί μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα λάβη μέρος, και φαιδρόν θα τον ξεπροβοδήσω».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Όθεν να λάβη τα λαμπρά χαρίσματ' ο Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ανέβη εκεί· και με χαραίς ο Αυτόλυκος τον δέχθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και του Αυτολύκου τα παιδιά· κ' η μάννα της μητρός του </td><td align="right">415</td></tr>
+<tr><td>η Αμφιθέα, κλείοντας αυτόν 'ς την αγκαλιά της</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την κεφαλή του φίλησε και τα λαμπρά του μάτια.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τα γενναία του παιδιά το γεύμα να ετοιμάσουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>παράγγειλεν ο Αυτόλυκος' κ' υπάκουσαν εκείνοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και βώδι ευθύς πεντάχρονον, αρσενικόν, εφέραν, </td><td align="right">420</td></tr>
+<tr><td>το γδάραν, το συγύρισαν, και, αφού το τεταρτιάσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με τέχνη το ελιάνισαν, το πέρασαν 'ς ταις σούβλαις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και, αφού το ψήσαν εύμορφα, χώρισαν ταις μερίδαις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κατόπι τρώγαν κ' έπιναν ολήμερ' ως το δείλι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και απ' το τραπέζ' ισόμοιρο καρδιά δεν εστερήθη. </td><td align="right">425</td></tr>
+<tr><td>και ο ήλιος άμ' εβύθισε κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>επλάγιασαν να κοιμηθούν κ' εχάρηκαν τον ύπνο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και του Αυτολύκου τα παιδιά και οι σκύλοι ξεκινήσαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις το κυνήγι και μ' αυτούς ο θείος Οδυσσέας. </td><td align="right">430</td></tr>
+<tr><td>το υψηλόν όρος πάτησαν του Παρνασού δασώδες,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και 'ς τ' ανεμώδη 'πίλακκα δεν άργησαν να φθάσουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ενώ την γην ο ήλιος κτυπούσ' ως εσηκώθη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' τον βαθύν Ωκεανό, 'που σιγανά κυλάει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το δάσος μπήκαν οι οδηγοί, κ' εμπρός τους ερευνώντας </td><td align="right">435</td></tr>
+<tr><td>τα ίχν' οι σκύλοι βάδιζαν, και οπίσω του Αυτολύκου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ακολουθούσαν τα παιδιά, και ο θείος Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κοντά 'ς τους σκύλους κ' έσειε μακρόσκιο κοντάρι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και μέγας χοίρος κείτονταν 'ς το βάθος πυκνού λόγγου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κει μέσ' ούτ' άνεμοι φυσούν με την υγρή πνοή τους, </td><td align="right">440</td></tr>
+<tr><td>ούτε του ήλιου πότ' έφθασαν οι φωτειναίς ακτίναις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ούτε βροχή πότ' έσπασε, τόσο πυκνός ο λόγγος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήταν, και φύλλα ευρίσκονταν σωρός αυτού χυμένα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και, ως άκουσε ποδοβολή σκύλων και ανδρών, 'που ερχόνταν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εμπρός τους στάθη από σιμά μέσ' άπ' τον λόγγ' ο χοίρος, </td><td align="right">445</td></tr>
+<tr><td>όλαις ταις τρίχαις ώρθωσε και ως πυρ τα μάτια καίαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' όλους πρώτος χύθηκεν επάνω τ' ο Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την λόγχη ανασηκόνοντας με το βαρύ του χέρι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να τον πληγώση· πρόλαβε να του τραβήση ο χοίρος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον γόν' επάν' ως ώρμησε ξυστά, και σάρκα επήρε </td><td align="right">450</td></tr>
+<tr><td>πολλήν το δόντι σχίζοντας, το κόκκαλο δεν ηύρε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον δεξιόν ώμο λάβωσε τον χοίρον ο Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εβγήκ' η άκρη της λαμπρής λόγχης 'ς τ' αντίκρυ μέρος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χάμου βροντώντας έπεσε κ' επέταξ' η πνοή του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κείνον επιμελήθηκαν τα τέκνα του Αυτολύκου, </td><td align="right">455</td></tr>
+<tr><td>και την πληγή του άπταιστου του θείου Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καλόδεσαν και μ' επωδή το μαύρο παύσαν αίμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έφθασαν εις τα δώματα του αγαπητού πατρός των.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότ' ο Αυτόλυκος και ομού τα τέκνα του Αυτολύκου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αφού καλά τον έγιαναν και τον φιλοδωρήσαν, </td><td align="right">460</td></tr>
+<tr><td>φαδροί φαιδρόν τον έστειλαν 'ς την ποθητήν Ιθάκη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον γυρισμό του χάρηκαν οι σεβαστοί γονείς του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πώς το λάβωμ' έλαβε να μάθουν ερωτούσαν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτός τους εξιστόρησε πώς 'ς το κυνήγι χοίρος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με λευκό δόντι ελάβωσεν αυτόν, οπότ' ανέβη </td><td align="right">465</td></tr>
+<tr><td>'ς τον Παρνασό, με τους υιούς αντάμα του Αυτολύκου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τούτο το λάβωμ' έπιασε κ' εγνώρισεν η γραία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ευθύς το πόδι απόλυσε, κ' έπεσ' εκείνο μέσα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον λέβητα, κ' εβρόντησε το χάλκινον αγγείο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την άλλην έγυρε μεριά, και το νερόν εχύθη. </td><td align="right">470</td></tr>
+<tr><td>χαράν και θλίψιν μέσα της συνάμ' αισθάνθη εκείνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα μάτια δάκρυα γέμισαν κ' εκόπηκ' η φωνή της·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και το πηγούνι του 'πιασε κ' είπε· «Γλυκό παιδί μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είσ' ο Οδυσσέας άσφαλτα· κι' αχ! δεν σ' έχω γνωρίσει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πριν ψηλαφήσ' ολόκληρον εγώ τον κύριόν μου». </td><td align="right">475</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε και το βλέμμ' έστρεψε κατά την Πηνελόπη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να φανερώσ' ότι έφθασε 'ς το σπίτι ο ποθητός της.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτή να ιδή δεν δύνονταν αντίκρ' ή να νοήση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>διότ' η Αθήνη αλλού τον νου της έστρεψε· και κείνος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' τον λαιμό την έπιασε με το δεξί του χέρι, </td><td align="right">480</td></tr>
+<tr><td>και με τ' άλλο την έφερε σιμά του και της είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Θα μ' αφανίσης, μάννα, συ; και 'ς τούτο το βυζί σου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>συ μ' έφερες· και τώρα εγώ, αφού πολλά 'χω πάθει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον χρόνον έφθασα εικοστόν 'ς την γη την πατρική μου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' αφού συ το νόησες θεόθεν διδαγμένη, </td><td align="right">485</td></tr>
+<tr><td>σίγα, μην άλλος άνθρωπος κανείς εδώ το μάθη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άκουσε τώρ' ό,τι θα ειπώ και ο λόγος μου θα γείνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν μου υποτάξη ένας θεός τους θαυμαστούς μνηστήραις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ουδέ σε, την βυζάστρα μου, θα λυπηθώ, την ώρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που 'ς τα ιδικά μου μέγαρα ταις δούλαις θα φονεύσω». </td><td align="right">490</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Η Ευρύκλεια τότε η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Τέκνο, ποιος λόγος σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ξεύρεις πως είν' ασάλευτη και αδάμαστ' η ψυχή μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και, ως να 'μουν λίθος στερεός ή σίδερο, θα μείνω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άλλο τι ακόμη θα σου ειπώ και βάλε το 'ς τον νου σου· </td><td align="right">495</td></tr>
+<tr><td>αν σου υποτάξη ένας θεός τους θαυμαστούς μνηστήραις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μίαν προς μίαν θα σου ειπώ 'ς το σπίτι ταις γυναίκαις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυταίς, 'που σε καταφρονούν, και όσαις δεν έχουν κρίμα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Μάννα, τι θα ταις είπης συ; φροντίδα σου δεν είναι· </td><td align="right">500</td></tr>
+<tr><td>θα ταις νοήσω μόνος μου καλώς, την καθεμία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σώπαινε συ, και 'ς των θεών το θέλημ' αναπαύου».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, και το μέγαρον διάβηκεν η γραία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να φέρη ποδονίψιμο, τι χύθ' όλο το πρώτο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αφού καλά τον ένιψε κ' εμύρωσεν εκείνη, </td><td align="right">505</td></tr>
+<tr><td>εις την φωτιά να πυρωθή σίμωσε το θρονί του</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και με τα ράκη σκέπασε το λάβωμ' ο Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότ' άρχισεν η φρόνιμη να λέγη Πηνελόπη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ω ξένε, τώρα κάτι εγώ θα σ' ερωτήσω ακόμη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότ' ήδη φθάνει της γλυκειάς ανάπαυσης η ώρα </td><td align="right">510</td></tr>
+<tr><td>'ς αυτούς, 'που πιάν' ύπνος γλυκός, μ' όση και αν έχουν θλίψι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' άμετρην διώρισε λύπην 'ς εμένα η μοίρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όσ' είν' ημέρα ευφραίνομαι με στεναγμούς, με θρήνους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το σπίτι ενώ τα έργα μου προσέχω και των δούλων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' άμ' η νύκτα καταιβή και όλοι γλυκοκοιμούνται, </td><td align="right">515</td></tr>
+<tr><td>'ς την κλίνην, οπού κείτομαι, την έρημη καρδία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σκληροί μου σφίγγουν λογισμοί και βιάζουν με να κλαίω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όπως αηδόνα η πράσινη, η κόρη του Πανδάρου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γλυκολαλεί, της άνοιξης άμα ο καιρός γυρίση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ενώ 'ς των δένδρων κάθεται τα φουντωμένα φύλλα, </td><td align="right">520</td></tr>
+<tr><td>και ως χύνει την πολόηχη φωνή της συχναλλάζει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον Ιτυλόν της κλαίοντας, παιδί της, 'που 'χε σφάξει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άγνωστα εκείνη, τον υιόν του Ζήθου βασιλέα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όμοια κ' εμένα εδώ κ' εκεί σαλεύεται η καρδία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν θα σταθώ με το παιδί, και ως είμαι να φυλάγω </td><td align="right">525</td></tr>
+<tr><td>το είναι μου, ταις δούλαις μου και το υψηλό παλάτι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σέβας της κλίνης νυμφικής και της φωνής του κόσμου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή απ' τους μνηστήραις Αχαιούς ήδη θ' ακολουθήσω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κείνον οπ' είναι ανώτερος και πλήθια δίδει δώρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όσ' ήταν άγνωστο παιδί δεν μ' εσυγχώρει ο υιός μου </td><td align="right">530</td></tr>
+<tr><td>άνδρα να πάρω αφίνοντας του πρώτου ανδρός το δώμα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πλην τώρ' ότ' εμεγάλωσε και παλληκάρι εγίνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>λεπείται την ουσία του, 'που τρώγουν οι μνηστήρες,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τους θεούς παρακαλεί να υπάγω εις τους γονείς μου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' όνειρο τώρ' άκουσε, και να μου το εξηγήσης· </td><td align="right">535</td></tr>
+<tr><td>'ς το σπίτι χήναις είκοσι με μοσκευτό σιτάρι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εγώ τρέφω, κ' ευφραίνομαι καθώς ταις βλέπω εμπρός μου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μέγας αετός κυρτόμυτος απ' τ' όρος εκατέβη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τους λαιμούς των έκοψε· νεκραίς επέσαν όλαις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το μέγαρο, και ο αετός σηκώθη 'ς τον αιθέρα· </td><td align="right">540</td></tr>
+<tr><td>κ' εγώ μες τ' όνειρ' έκαμνα ξεφωνητό και κλάψα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εμένα η καλοπλέξουδαις κυκλώσαν Αχαιίδες</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ενώ 'κλαια πως αετός μου φόνευσε ταις χήναις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γύρισε αυτός κ' εκάθισε 'ς την κορυφή της σκέπης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και με φωνήν ανθρώπινη μ' εμπόδιζε να κλαίω· </td><td align="right">545</td></tr>
+<tr><td>—θάρρεψε, ω κόρη του γνωστού 'ς τον κόσμον Ικαρίου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όχι όνειρον, αλλ' όραμα καλό 'που θ' αληθεύση·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η χήνες τους μνηστήραις σου δηλούν, κ' εγώ, 'που ως τώρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήμουν αετός, ο άνδρας σου τώρ' είμαι κ' επανήλθα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να δώσω τέλος άσχημον εις όλους τους μνηστήραις.— </td><td align="right">550</td></tr>
+<tr><td>αυτά 'πε κείνος και άφησεν εμένα ο γλυκός ύπνος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όπως τα μάτια γύρισα 'ς το σπίτ' είδα ταις χήναις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που τρώγαν σίτον ως προτού τριγύρω 'ς την λεκάνη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Άλλην εξήγησι, ω γυνή, του ονείρου να ζητήση </td><td align="right">555</td></tr>
+<tr><td>κανείς δεν δύνατ', επειδή το τέλος ο Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο ίδιος είπε, και όλεθρος εις τους μνηστήραις όλους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>φανερός είναι και κανείς τον χάρο δεν θα φύγη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ω ξένε, υπάρχουν και άπιαστα όνειρα μωρολόγα, </td><td align="right">560</td></tr>
+<tr><td>και όσα ονειρεύονται οι θνητοί δεν αληθεύουν όλα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι δυο πύλαις έχουμε των ελαφρών ονείρων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ελεφαντόπλαστ' είν' η μια κεράτιν' είν' η άλλη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όσ' όνειρ' από τον σχιστόν ελέφαντα διαβαίνουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όλ' απατούν τον άνθρωπον με ρήματα χαμένα, </td><td align="right">565</td></tr>
+<tr><td>και όσ' από τα καλόξυστα κέρατα διαβαίνουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αληθινά τελεσφορούν 'ς εκείνον 'που τα βλέπει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πλην το πικρ' όνειρο, θαρρώ, κείθε 'ς εμέ δεν ήλθε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αχ! πόσην θα 'φερνε χαρά 'ς εμέ και 'ς το παιδί μου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άλλο τι ακόμη θα σου ειπώ και βάλε το 'ς τον νου σου· </td><td align="right">570</td></tr>
+<tr><td>έρχετ' η αυγή κατάρατη, 'που εμέν' από το σπίτι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα πάρη του Οδυσσέα μου· μέλλω να θέσω αγώνα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυταίς 'που κείνος έσταινε 'ς τα μέγαρά του αξίναις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δώδεκα όλαις 'ς την σειράν, ως τα πλευρά των πλοίων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και από μακράν τοξεύοντας ταις διαπερνούσεν όλαις· </td><td align="right">575</td></tr>
+<tr><td>τέτοιον αγώνα τώρα εγώ θα θέσω των μνηστήρων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτόν, οπ' ευκολώτερα το τόξο θα τανύση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όλαις αξίναις δώδεκα περάση, με το βέλος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θ' ακολουθήσω, αφίνοντας το δώμα τούτ', οπ' ήλθα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>νεόνυμφη, πανεύμορφο και θησαυρούς γεμάτο, </td><td align="right">580</td></tr>
+<tr><td>οπού και μέσα 'ς τ' όνειρο συχνά θα το θυμώμαι».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Του Λαερτιάδη σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τέτοιον αγώνα σπίτι σου να θέσης μην αργήσης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι πρώτα ο πολύγνωμος θα φθάση Οδυσσέας, </td><td align="right">585</td></tr>
+<tr><td>πριν ή εκείνοι, ψάχνοντας το στιλβωμένο τόξο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και την χορδή τανύζοντας, τα σίδερα περάσουν».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Εάν εδώ καθήμενος εμέ να τέρπης, ξένε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήθελες, δεν θα χύνονταν ύπνος 'ς τα βλέφαρά μου· </td><td align="right">590</td></tr>
+<tr><td>αλλ' άυπνοι παντοτινά δεν γίνεται να μένουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οι άνθρωποι· και των θνητών εις κάθε πράγμα μέρος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>διώρισαν οι αθάνατοι, 'ς την γη την σιτοδώρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' εγώ τώρα θ' αναιβώ 'ς τ' ανώγι να πλαγιάσω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την κλίνην πολυστένακτην, 'που δάκρυα την ποτίζουν </td><td align="right">595</td></tr>
+<tr><td>τα μάτια μ' από την στιγμήν οπ' έφυγ' ο Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την Κακοΐλιον να ιδή την τρισκαταραμένην·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κει θα πλαγιάσω εγώ· και συ 'ς το σπίτι εδώ κοιμήσου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή στρώσε χάμαι ή θέλησε να σου ετοιμάσουν κλίνη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε και 'ς τα υπέρλαμπρα τ' ανώγι' ανέβη εκείνη, </td><td align="right">600</td></tr>
+<tr><td>όχι μόν', η θεράπαιναις σιμά την συνωδεύαν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αφού 'ς τ' ανώγι ανέβηκεν εκείνη με ταις κόραις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον ποθητόν της έκλαιεν, ως ότου γλυκόν ύπνο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα βλέφαρα της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td><b>Ραψωδία Υ</b></td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'Σ τον πρόδομον επλάγιαζεν ο θείος Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>επάνω εις βωδοτόμαρον αμάλακτ' είχε στρώσει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πολλαίς προβείαις των αρνιών, 'που σφάζαν οι μνηστήρες·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και, άμ' αναπαύθη, σκέπασμα του έρριξ' η Ευρυνόμη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτού κινώντας εις τον νουν ολέθρια 'ς τους μνηστήραις </td><td align="right"> 5</td></tr>
+<tr><td>άγρυπνος έμενεν αυτός· και απ' το παλάτ' η κόραις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όσαις με κείνους άσεμνα να σμίγουν συνειθούσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>βγαίναν και γέλια και χαραίς έκαμναν μεταξύ των.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' εταράζετο η καρδιά 'ς τα σωθικά του εκείνου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και διαλογίζονταν πολύ μες της ψυχής τα βάθη, </td><td align="right">10</td></tr>
+<tr><td>εάν θα ορμήση θάνατον να δώσ' εις καθεμία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή αφήση με τους προπετείς μνηστήραις να 'χουν σμίξι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την ύστερή των· και η καρδιά μέσα σφοδρά του αλύκτα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως σκύλ', οπού τα τρυφερά μικρά της περιτρέχει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άνθρωπον ξένον αλυκτά κ' είν' έτοιμη 'ς την μάχη· </td><td align="right">15</td></tr>
+<tr><td>όμοια του αλύκτα μέσα του, καθώς αγανακτούσε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και την καρδιά του ωνείδισε, τα στήθη του κτυπώντας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>— βάστα, καρδιά· σκυλίτερον έχεις βαστάσει πόνον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όταν ο άγριος Κύκλωπας μου 'τρωγε τους γενναίους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>συντρόφους· και συ βάστασες ως ότου απ' τ' άντρο κείνο, </td><td align="right">20</td></tr>
+<tr><td>όπ' έβλεπες τον θάνατον, η γνώσι σ' έφερε έξω.—</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους λόγους τούτους έλεγε προς την καρδιά του εκείνος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότε 'ς αυτόν υπάκουσε με υπομονή μεγάλη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μέσα η καρδιά του· πλην αυτός γύριζ' εδώθ' εκείθε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως ότε απ' αίμα γεμιστήν και απ' άλειμμα κοιλίαν </td><td align="right">25</td></tr>
+<tr><td>άνθρωπος στρέφει εδώ κ' εκεί 'ς την φλόγα οπ' έχει ανάψει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι ποθεί ταχύτατα να την ιδή ψημένην,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εδώθ' εκείθ' εγύριζε και αυτός κ' εμεριμνούσε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το πώς τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μόνος, κ' εκείν' ήσαν πολλοί· τότε 'ς αυτόν η Αθήνη </td><td align="right">30</td></tr>
+<tr><td>κατέβη από τον ουρανό κ' είχε θνητής το σχήμα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την κεφαλή του στάθηκεν επάνω κ' είπ' εκείνου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Πάλι αγρυπνείς, ο άμοιρος, ως άλλος δεν ευρέθη;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ιδού, το σπίτι σου, κ' ιδού 'ς το σπίτ' η σύντροφός σου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και το παιδί σου, οπ' όμοιον κάθε πατέρας θέλει»· </td><td align="right">35</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ναι, τούτ' όσ' είπες, ω θεά, λάθος ποσώς δεν έχουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' η ψυχή μου μεριμνά 'ς τ' ανήσυχά μου στήθη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το πώς τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήσω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μόνος, και πάντοτ' είναι αυτοί 'ς το δώμα συναγμένοι. </td><td align="right">40</td></tr>
+<tr><td>και άλλο τι μεγαλήτερο μεριμνά μέσα ο νους μου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με του Διός την δύναμι και σέν' αν τους φονεύσω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πού θαύρω εγώ καταφυγή; να το σκεφθής ζητώ σε».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Άθλιε, και 'ς μικρότερον φίλον καθείς θαρρεύει </td><td align="right">45</td></tr>
+<tr><td>θνητόν και οπού βουλεύματα τόσο πολλά δεν ξεύρει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' εγώ είμαι αθάνατη θεά, 'που σε φυλάσσω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πάντοτε εις κάθε αγώνα σου· κ' ιδού τι σου κηρύττω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εάν τους δυο μας έζωναν θνητών ανθρώπων λόχοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πεντήκοντα, με ορμή πολλή 'ς τον φονικόν αγώνα, </td><td align="right">50</td></tr>
+<tr><td>και αυτών ακόμη θα 'παιρνες τα βώδια και τ' αρνία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κοιμήσου τώρα· είναι βαρύ πολύ να ολονυκτήσης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άγρυπνος· και από τα δεινά να βγης δεν θέλει αργήσης».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε κ' ύπνον έχυσεν εις τα ματόφυλλά του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πάλ' η ασύγκριτη θεά 'ς τον Όλυμπον ανέβη. </td><td align="right">55</td></tr>
+<tr><td>Και ο ύπνος ως τον έπιανε και του 'λυε τα μέλη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ταις φροντίδαις, η χρηστή γυναίκα του εξυπνούσε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκάθισε και δάκρυζε 'ς την μαλακή της κλίνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αφού 'ς τους θρήνους χόρτασε την θλιβερή καρδιά της,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την Άρτεμιν η ασύγκριτη γυναίκα ευχήθη πρώτα· </td><td align="right">60</td></tr>
+<tr><td>«Αγία κόρη του Διός, Άρτεμις, άμποτ' ήδη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το στήθος μου τοξεύοντας να μ' έσβυνες αμέσως,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή ας μ' άρπαζεν ανεμική και ας μ' έσερνε μαζή της</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τ' ανήλια περάματα και να με φέρη πέρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς του οπισθορμήτου Ωκεανού το στόμα να με ρίξη. </td><td align="right">65</td></tr>
+<tr><td>και ως σήκωσαν η ανεμικαίς ταις κόραις του Πανδάρου,—</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ταις ωρφανεύσαν οι θεοί, και αφού 'ς το σπίτι εμείναν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έρημαις, βρεφοκόμησεν αυταίς η Αφροδίτη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και με τυρί ταις έτρεφε, κρασί γλυκό, και μέλι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η Ήρα ταις εχάρισεν, ως εις θνητήν καμμίαν, </td><td align="right">70</td></tr>
+<tr><td>γνώσι και κάλλη, ανάστημα η Άρτεμις η αγία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έργα να εργάζωνται λαμπρά ταις δίδαξεν η Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως ν' αναιβή 'ς τον Όλυμπον η Αφροδίτ' η θεία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των κορασίδων την χαρά του γάμου να ζητήση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>από τον Δία βροντητή, 'που, των απάντων γνώστης, </td><td align="right">75</td></tr>
+<tr><td>την μοίρα και την αμοιριά κάθε θνητού γνωρίζει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ταις κόραις σήκωσαν ευθύς η άρπυιαις και ταις δώσαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των Εριννύων των φρικτών να ταις περιποιούνται,—</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όμοια κ' εμέ ν' αφάνιζαν οι κάτοικοι του Ολύμπου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή και ας μ' εκτύπ' η Άρτεμις, όπως τον Οδυσσέα </td><td align="right">80</td></tr>
+<tr><td>'ς τον νου θωρώντας καταιβώ 'ς τον μισημένον Άδη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να μην ευφράνω την ψυχήν ανθρώπου κατωτέρου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ο θλιμμένος δύναται την λύπη να υπομένη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν ολημέρα οδύρεται, και οπόταν φθάν' η νύκτα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον πάρ' ο ύπνος, ότι αυτός, 'ς τα βλέφαρ' άμα πέση, </td><td align="right">85</td></tr>
+<tr><td>και τα καλά και τα κακά 'ς την λησμονιά βυθίζει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά 'ς εμέ και ονείρατα κακά μου στέλν' η μοίρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τούτην πάλι την νυκτιά 'ς το πλάγι μου τον είχα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως ήταν ότ' εκίνησε με τον στρατόν, κ' εχάρην</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όψιν ότ' είδ' αληθινήν, όχι όνειρον, εμπρός μου». </td><td align="right">90</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, κ' η χρυσόθρονη Ηώ 'ς τον κόσμο εφάνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και οπ' έκλαιε την νόησε μακρόθεν ο Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έμεινε και του φάνη πως τον γνώρισ' ήδη εκείνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και του 'στεκε 'ς την κεφαλή· και άρπας' ευθύς την χλαίνα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ταις προβειαίς, 'που πλάγιαζε, και απόθεσέ τα εις θρόνον </td><td align="right">95</td></tr>
+<tr><td>'ς το μέγαρο, κ' έξ' έφερε τα βώδινο τομάρι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τα χέρια σηκόνοντας είπε· «Πατέρα Δία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εάν τωόντ' η αγάπη σας, αφού μ' εβασανίστε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>από στερηαίς και θάλασσαις μ' ωδήγησε 'ς την γην μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' τους θνητούς, οπού ξυπνούν, κάποιος φωνήν ας βγάλη </td><td align="right">100</td></tr>
+<tr><td>μέσαθε, κ' έξω του Διός άλλο ας φανή σημείον».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Ευχήθη και τον άκουσεν ο πάνσοφος ο Δίας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και απ' τα νεφώδ' υψώματα του ακτινοβόλου Ολύμπου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>βρόντησ' ευθύς· εχάρηκεν ο θείος Οδυσσέας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και από το σπίτι πρόβαλε φωνήν γυναίκ' αλέστρα </td><td align="right">105</td></tr>
+<tr><td>πλησίον, οπ' ευρίσκονταν οι μύλοι του κυρίου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και δώδεκ' αγωνίζονταν γυναίκες να ετοιμάσουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κριθάλευρα, σιτάλευρα, μεδούλι των ανθρώπων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' η άλλαις άμ' απάλεσαν κοιμώνταν· μόνη εκείνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άλεθε ακόμ' η αδύναμη· τον μύλον η θλιμμένη </td><td align="right">110</td></tr>
+<tr><td>κράτησε, κ' έβγαλε φωνή, σημάδι του κυρίου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Δία πατέρα, 'που εις θεούς και ανθρώπους βασιλεύεις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μεγάλα εβρόντησες από τον κάταστρον αιθέρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ούδ' είναι νέφος πουθενά· κάποιο σημείον δείχνεις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εμένα τώρα της πτωχής 'ς ό,τ' είπω δόσε τέλος· </td><td align="right">115</td></tr>
+<tr><td>ύστερη σήμερα φορά 'ς το σπίτι του Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να ευφρανθούν το πρόσχαρο συμπόσιον οι μνηστήρες·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτοί, 'που 'ς τ' άλεσμα βαρύ τα γόνατα μού κόψαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και την καρδία, τώρα εδώ να φάγουν το ύστερό τους».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε· και απ' τον κλήδονα και απ' την βροντήν του Δία </td><td align="right">120</td></tr>
+<tr><td>ο Οδυσσέας θάρρεψε να εκδικηθή τους πταίσταις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Η άλλαις δούλαις 'ς τα λαμπρά δώματα του Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>συναθροιζόνταν και άναφταν φωτιάν εις την γωνίστρα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εγέρθη και ο Τηλέμαχος, το ισόθεο παλληκάρι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ενδύθη και το κοφτερό σπαθί 'ς τον ώμο εζώσθη. </td><td align="right">125</td></tr>
+<tr><td>'ς τα λαμπρά πόδια τα καλά προσέδεσε πεδούλια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κοντάρι πήρε δυνατό μ' ακονισμένη λόγχη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και 'ς το κατώφλι στάθηκε κ' είπε της Ευρυκλείας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Γερόντισσα, ετιμήσετε τον ξένον εις το σπίτι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με στρώμα και με φαγητόν, ή μένει αμελημένος; </td><td align="right">130</td></tr>
+<tr><td>ότ' η μητέρα μου συχνά, μ' όλην την γνώσι 'πώχει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως τύχη, τον χειρότερον απ' τους θνητούς ανθρώπους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τιμά, και τον καλήτερον καταφρονεί και διώχνει».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Η Ευρύκλεια τότ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ω τέκνο μου, 'ς την άπταιστη μην αποδίδης πταίσμα· </td><td align="right">135</td></tr>
+<tr><td>κρασί 'πινε καθήμενος, όσ' ήθελε, αλλά πλέον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πείναν δεν είχε, ως έλεγε 'ς αυτήν, 'που τον ερώτα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και την γλυκειάν ανάπαυσιν ότ' ενθυμήθη εκείνος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κλίνην αυτή παράγγειλε ταις δούλαις να του στρώσουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτός ως έρμος άμοιρος δεν έστεργε να πέση </td><td align="right">140</td></tr>
+<tr><td>εις κλίναις και παπλώματα, αλλ' εις βωδιού τομάρι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αμάλακτο και 'ς ταις προβειαίς, 'ς τον πρόδομο, κοιμήθη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κατόπιν εμείς σκέπασμα του ρίξαμεν επάνω».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, και ο Τηλέμαχος κρατώντας το κοντάρι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εβγήκε και γοργόποδες δυο σκύλοι ακολουθούσαν, </td><td align="right">145</td></tr>
+<tr><td>και κίνησε 'ς την σύνοδο των Αχαιών να φθάση·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των δούλων ωστόσ' έλεγεν η θαυμαστή γυναίκα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Ευρύκλεια, 'που ήταν γέννημα του Ώπα Πεισηνορίδη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Κινείσθε· σεις σαρώσετε και ράνετε το δώμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και 'ς τα καλόφθειαστα θρονιά τους πορφυρούς απλώστε </td><td align="right">150</td></tr>
+<tr><td>τάπηταις· σεις, ταις τράπεζαις σφογγίσετ' όλαις γύρω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τους κρατήραις και μαζή τα τεχνικά ποτήρια</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα δίκουπα καθάρετε· κ' η άλλαις εις την βρύσι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πάτε, να φέρετε νερό, και αυτού να μην αργείτε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότ' οι μνηστήρες γρήγορα 'ς το μέγαρο θα φθάσουν </td><td align="right">155</td></tr>
+<tr><td>πολύ πρωί· τι σήμερον εορτάζει ο κόσμος όλος».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε, και αυταίς υπάκουσαν αμέσως 'ς την φωνή της.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είκοσι πήγαν απ' αυταίς 'ς την ισκιασμένη βρύσι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η άλλαις επιδέξια 'ς τα δώματα ενεργούσαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Εμπήκαν και των Αχαιών οι ακόλουθ' υπηρέταις, </td><td align="right">160</td></tr>
+<tr><td>και ξύλα σχίσαν τεχνικά· και από την βρύσι φθάσαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η κόραις· ο χοιροβοσκός και αυτός κατόπιν ήλθε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έφερνε τρία διαλεκτά θρεφτάρι' απ' το κοπάδι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άφησ' εκείνα 'ς το λαμπρό περίφραγμα να βόσκουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτός γλυκά προσφώνησεν ευθύς τον Οδυσσέα· </td><td align="right">165</td></tr>
+<tr><td>«Ξένε, κάπως καλήτερα σε βλέπουν οι μνηστήρες,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή ακόμη σε καταφρονούν 'ς τα μέγαρα ωσάν πρώτα;»</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Αχ,! οι θεοί, φίλ' Εύμαιε, τ' όνειδος να κτυπούσαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπ' ενεργούν τούτ' οι ασεβείς παράνομοι και αυθάδεις </td><td align="right">170</td></tr>
+<tr><td>'ς το ξένο σπίτι, κ' εντροπής μέρος ποσώς δεν έχουν».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ωστόσο και ο γιδοβοσκός Μελάνθιος ήλθε κ' είχε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δύο βοσκούς κατόπι του, 'που ωδήγαν διαλεμμένα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ερίφι' απ' όλαις ταις κοπαίς να φάγουν οι μνηστήρες. </td><td align="right">175</td></tr>
+<tr><td>εις την βροντερήν αίθουσα τα έδεσε αποκάτω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτός πικρά προσφώνησεν ευθύς τον Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ξένε, 'ς το δώμ' ακόμη εδώ θε να μας βασανίζης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ολόγυρα ζητεύοντας, κ' εδώθε δεν θα φύγης;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την φορά ταύτην άσφαλτο δεν θέλει χωρισθούμε </td><td align="right">180</td></tr>
+<tr><td>πριν συγκρουσθούν οι γρόνθοι μας· ότ' είσ' αισχρός ζητιάνος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' είναι και αλλού των Αχαιών τραπέζια, να πηγαίνης».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε και ο πολύγνωμος εσώπαινε Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' έσεισε την κεφαλή και ολέθρια μελετούσε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και τρίτος ο Φιλοίτιος, άρχος ανδρών, τότ' ήλθε, </td><td align="right">185</td></tr>
+<tr><td>κ' έφερνε στείραν δάμαλην κ' ερίφια των μνηστήρων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' την αντίκρυ στερεά τους πέρασαν περάταις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που κροβοδούν κάθ' άνθρωπον οπόταν τους ζητήση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις την βροντερήν αίθουσα τα έδεσε αποκάτω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' επήγε 'ς τον χοιροβοσκό σιμά και τον ερώτα· </td><td align="right">190</td></tr>
+<tr><td>«Χοιροβοσκέ, ποιος είν' αυτός ο ξένος, 'που τώρ' ήλθε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις το παλάτι μας; και ποιών ανδρών καυχάτ' ότ' είναι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γέννημ' αυτός; ποιαν γενεάν και ποιαν έχει πατρίδα;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο άμοιρος! και φαίνεται 'ς την όψι βασιλέας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' αφανίζουν οι θεοί τους περιπλανωμένους, </td><td align="right">195</td></tr>
+<tr><td>όταν τους κλώσουν συμφοραίς, και βασιλείς αν είναι».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε, τον επλησίασε και τον εκαλοδέχθη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με την δεξιά, και του 'λεγε με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Πατέρα ω ξένε, χαίρε μου· καλαίς να ιδής ημέραις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καν εις το εξής· τώρα πολλά σε βασανίζουν πάθη. </td><td align="right">200</td></tr>
+<tr><td>πάτερα Δία, ποιος θεός ολέθριος είν' ως είσαι;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αφού τους γέννησες εσύ, τους άνδραις δεν λυπείσαι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τους βυθίζεις 'ς άμετρη φρικτή ταλαιπωρία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ίδρωσα ως σ' είδα, εδάκρυσα, ενώ τον Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αμέσως ενθυμήθηκα, διότι, θαρρώ, και κείνος </td><td align="right">205</td></tr>
+<tr><td>μ' όμοια ράκη επάνω του 'ς τον κόσμο παραδέρνει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν είναι ακόμη 'ς την ζωή, του ηλιού το φως αν βλέπει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αν εις τον Άδη ευρίσκεται, αχ! ορφανόν μ' αφήκε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο ισόθεος Οδυσσέας μου, 'που νέον ταις δαμάλαις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να επιστατήσω μ' έβαλε 'ς την γη των Κεφαλλήνων· </td><td align="right">210</td></tr>
+<tr><td>γίνονται τώρ' αμέτρηταις, ουδέ βοσκός πότ' είδε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τόσον η πλατυμέτωπαις δαμάλαις να πληθύνουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και προσταγμένος φέρνω ταις να ταις χαρούν οι ξένοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που το παιδί 'ς το σπίτι του δεν σέβονται, ουδέ τρέμουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την θείαν δίκην, ότι αυτοί να μοιρασθούν ζητούσι </td><td align="right">215</td></tr>
+<tr><td>του βασιλέα τα καλά τον πολυεξωρισμένου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και μες τα βάθη της ψυχής τούτο γυρίζει ο νους μου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πολύ συχνά· μέγα κακόν, ενώ σώζετ' υιός του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να φύγω, να ξενιτευθώ, μαζή με ταις δαμάλαις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά πάλι χειρότερο, να μένω αυτού ταις ξέναις </td><td align="right">220</td></tr>
+<tr><td>δαμάλαις να φυλάσσω εγώ με πόνο της ψυχής μου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα 'χα προσφύγει από καιρόν εις μέγαν βασιλέα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άλλον, ότ' είναι αβάστακτα κείνα οπού βλέπω πλέον·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ακόμη τον άμοιρον στοχάζομ', ίσως έλθη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κάπουθε, και 'ς τα δώματα σκορπίση τους μνηστήραις». </td><td align="right">225</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Βουκόλε, αφ' ούτε ανόητος ούτε αγενής συ δείχνεις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εγώ βλέπ' ότ' η σύνεσις ταις φρέναις σου φωτίζει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άκου τι λέγω και φρικτόν όρκον ομόνω ακόμη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μάρτυς μου ο Δίας ύψιστος, το ξενικό τραπέζι </td><td align="right">230</td></tr>
+<tr><td>και η γωνία, 'πώφθασα, του άπταιστου Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>συ δω θα ήσαι και άσφαλτα θα φθάσ' ο Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και με τα μάτια σου θα ιδής, αν θέλης, τους μνηστήραις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που ηγεμονεύουν τώρα εδώ, να πέφτουν σκοτωμένοι».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'Σ εκείνον τότε απάντησεν ο άνδρας ο βουκόλος· </td><td align="right">235</td></tr>
+<tr><td>«Α! ξένε, να τελείονεν ό,τ' είπες ο Κρονίδης!</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα 'βλεπες πώς μ' ακολουθούν τα χέρια μου τ' ανδρεία».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ομοίως 'ς όλους τους θεούς ο Εύμαιος ευχήθη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να φθάση ο πολύνοος 'ς το δώμα του Οδυσσέας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους. </td><td align="right">240</td></tr>
+<tr><td>του Τηλεμάχου αφανισμόν ωστόσον οι μνηστήρες</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έπλεκαν· αλλ' αριστερό πουλί 'ς αυτούς εφάνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>υψηλοπέτης αετός, 'που εκράτει περιστέραν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους είπε τότ' ο Αμφίνομος^ «Δεν θέλει ορθοποδήση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ω φίλοι, ό,τι ωργανίσαμε, του Τηλεμάχου ο φόνος· </td><td align="right">245</td></tr>
+<tr><td>αλλά τώρ' ας φροντίσουμε να ετοιμασθή το γεύμα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε, κ' εις όλους άρεσεν ο λόγος του Αμφινόμου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άμ' έφθασαν 'ς τα δώματα του θείου Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις ταις καθήκλαις. 'ς τα θρονιά, ταις χλαίναις αποθέσαν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έσφαζαν κείνοι αρνιά τρανά κ' ερίφια σαρκωμένα, </td><td align="right">250</td></tr>
+<tr><td>χοίρους θρεφτούς και δάμαλην και, αφού τα σπλάχνα ψήσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα μοίραζαν και το κρασί συγκέρναν 'ς τους κρατήραις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο χοιροτρόφος έδιδε τριγύρω τα ποτήρια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον σίτον ο Φιλοίτιος, ο άρχος των ανθρώπων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μέσα 'ς τα ωραία κάνιστρα· κ' εκέρνα ο Μελανθέας· </td><td align="right">255</td></tr>
+<tr><td>και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που εμπρός τους είχαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και δίβουλα ο Τηλέμαχος εκεί τον Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έσταινε μες το μέγαρο το στερεό, πλησίον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το πέτρινο κατώφλιον, αφού μικρό τραπέζι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του 'θεσε και άπρεπο σκαμνί, κ' έβαλ' εμπρός του σπλάχνα. </td><td align="right">260</td></tr>
+<tr><td>και με κρασί του γέμισε χρυσό ποτήρι κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Μες τους μνηστήραις άφοβα συ κάθησαι και πίνε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και απ' εμπαιγμούς και από κτυπιαίς εγώ θα σε φυλάξω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι δεν είναι του κοινού το σπίτι τούτο, αλλ' είναι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Οδυσσέα και 'ς εμέ το 'χει αποκτήσει εκείνος· </td><td align="right">265</td></tr>
+<tr><td>και σεις από τους υβρισμούς απέχετε, ω μνηστήρες,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και από τα χέρια, μη συμβή πικρή φιλονεικία».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, και όλοι δάγκασαν τα χείλη τους εκείνοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θαύμαζαν τον Τηλέμαχο με θάρρος πώς ωμίλει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος ανάμεσά τους είπε. </td><td align="right">270</td></tr>
+<tr><td>«Αν και πικρός είν' Αχαιοί, του Τηλεμάχου ο λόγος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ας τον δεχθούμε· ωμίλησε με τρομερή φοβέρα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το στόμα θα του κλείαμεν, αν είχε αφήσει ο Δίας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα μέγαρά του, αν και υψηλά σηκόνει την φωνή του».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πεν ο Αντίνοος, και αδιαφορούσ' εκείνος. </td><td align="right">275</td></tr>
+<tr><td>και από την πόλι 'ς το πυκνό του μακροβόλου Φοίβου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δάσος έφερναν κήρυκες την θείαν εκατόμβη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς των κομοφόρων Αχαιών τα συναγμένα πλήθη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και αυτοί τα επάνω κρέατα ψημέν' αφού σηκώσαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μερίδαις κάμαν και άρχιζαν το θαυμαστό τραπέζι· </td><td align="right">280</td></tr>
+<tr><td>τότ' οι υπηρέταις έθεσαν μερίδα του Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όσην και κείνοι ελάμβαναν, ως είχε παραγγείλει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αλλ' η Αθηνά δεν άφινε τους ανδρικούς μνηστήραις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' τους πικρούς ονειδισμούς να παύσουν, όπως κάμη </td><td align="right">285</td></tr>
+<tr><td>του Οδυσσέα πλειά βαθειά να 'μπη 'ς τα σπλάχνα ο πόνος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άνδρας, 'που αγάπα τ' άδικα, μες τους μνηστήραις ήταν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κτήσιπτος ωνομάζονταν, 'ς την Σάμη κατοικούσε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τα περίσσια πλούτη του θαρρώντας, την γυναίκα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Οδυσσέα μνήστευε του πολυεξωρισμένου. </td><td align="right">290</td></tr>
+<tr><td>εκείνος τότε ωμίλησε των υβριστών μνηστήρων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«'Σ ό,τι θα ειπώ προσέξετε, μνηστήρες ανδρειωμένοι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ίσην μερίδ' απόλαυσεν ο ξένος, ως αρμόζει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καλό δεν είν' ή δίκαιον να στερηθούν οι ξένοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Τηλεμάχου, οπ' έρχονται 'ς το δώμα τούτο ικέταις. </td><td align="right">295</td></tr>
+<tr><td>αλλ' ας του δώσω χάρισμα κ' εγώ, να το προσφέρη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτός εις την λουτράρισσαν, ή 'ς άλλην απ' ταις δούλαις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που ευρίσκονται 'ς τα δώματα του θείου Οδυσσέα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε και πόδι βωδινόν άρπαξε απ' το καλάθι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και το 'ριξε· την κεφαλή γλυκόγυρ' ο Οδυσσέας </td><td align="right">300</td></tr>
+<tr><td>να το ξεφύγη, κ' έβγαλε πικρόγελο η ψυχή του·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήλθεν αυτό κ' εκτύπησε τον στερεωμένον τοίχο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ωνείδισ' ο Τηλέμαχος τον Κτήσιππο και του 'πε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Το πράγμ' ως ήλθε, Κτήσιππε, να χαίρετ' η ψυχή σου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον ξένον δεν επίτυχες, ότι εφυλάχθη μόνος· </td><td align="right">305</td></tr>
+<tr><td>άλλως μ' ακόντι κοφτερό θα σ' άνοιγα τα σπλάχνα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότε ο πατέρας σου ταφή θα ετοίμαζε αντί γάμου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δω μέσα· και μη κάμετε 'ς το σπίτι μου ασχημίαις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότ' ήδη ο νους μου αισθάνεται, διακρίνει το καθένα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και το καλό και το κακό, και πλειά παιδί δεν είμαι. </td><td align="right">310</td></tr>
+<tr><td>βλέπουμε, και υποφέρουμε να σφάζονται τ' αρνία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τα κρασί να πίνεται, να δαπανάται ο σίτος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότ' είν' έργον βαρύτατον ένας πολλούς να διώξη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά να παύσετε 'ς τα εξής σκληρά να μ' αδικήτε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αν να με θανατώσετε σας σπρώχν' ήδ' η ψυχή σας, </td><td align="right">315</td></tr>
+<tr><td>το 'θελα εγώ καλήτερα, καλλιάχω ν' αποθάνω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>παρά να βλέπ' ολοκαιρίς τόσ' έργα εντροπιασμένα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να υβρίζουν, να κακοποιούν τους ξένους, και ταις δούλαις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μέσα 'ς τα ωραία δώματα ξεντροπιαστά να σέρνουν».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, και όλοι εσίγησαν, άφωνοι έμειναν όλοι· </td><td align="right">320</td></tr>
+<tr><td>και αργότερ' ο Αγέλαος Δαμαστορίδης είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ω φίλοι, οπόταν ειπωθή λόγος ορθός δεν πρέπει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ενάντια να λογομαχή κανείς και να θυμόνη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον ξένον μην υβρίζετε, μήτε κανέναν άλλον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των δούλων εις τα δώματα του θείου Οδυσσέα. </td><td align="right">325</td></tr>
+<tr><td>και λόγον εγώ θά 'λεγα γλυκόν του Τηλεμάχου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και της μητρός του, αν έστεργαν να τον δεχθούν και οι δύο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όσον ελπίδ' απόμενε 'ς τα βάθη της ψυχής σας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το σπίτι του ο πολύνοος να φθάση Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καλώς τον περιεμένετε, και ακόμη τους μνηστήραις </td><td align="right">330</td></tr>
+<tr><td>'ς τα δώματ' είχετ', επειδή τούτο σας ωφελούσε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν 'ς την πατρίδα εγύριζεν από τα ξένα εκείνος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' είναι τώρα φανερό 'που δεν θα γύρη πλέον·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά συ την μητέρα σου συμβούλευε να πάρη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κείνον οπ' είναι ανώτερος και πλειότερα χαρίζει, </td><td align="right">335</td></tr>
+<tr><td>εσύ να χαίρεσ' ήσυχος τα πλούτη του πατρός σου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όλα, και κείνη του άλλου ανδρός το σπίτι να προσέχη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος· «Αγέλαε, μα τον Δία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και μα τα πάθη του πατρός, 'που πέρ' απ' την Ιθάκη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>περιπλανάτ' ή χάθηκε, τον γάμο της μητρός μου </td><td align="right">340</td></tr>
+<tr><td>δεν αναβάλλω εγώ ποσώς, αλλ' άνδρ' όποιον θελήση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να πάρη την παρακινώ, και άπειρα δίδω δώρα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να την προστάξω εντρέπομαι, χωρίς να το θελήση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να φύγη από το μέγαρο· τούτο θεός μη δώση».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πεν ο Τηλέμαχος· κ' η Αθήνη 'ς τους μνηστήραις </td><td align="right">345</td></tr>
+<tr><td>γέννησε γέλωτ' άσβυστον, και εσκότισε τον νουν των·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και με σαγόνι' αλλότρια γελούσαν ήδη εκείνοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και κρέατ' αιματόβρεκτα μασσούσαν, κ' εγεμίσαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δάκρυα τα μάτια, και οδυρμούς προέβλεπε η ψυχή τους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότ' είπεν ο θεόμορφος Θεοκλύμενος 'ς εκείνους· </td><td align="right">350</td></tr>
+<tr><td>«Α! δύστυχοι! ποια συμφορά σας ηύρε; μαύρη νύκτα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ταις κεφαλαίς, τα πρόσωπα, τα γόνατα, σας ζώνει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άναψε ο θρήνος, δάκρυα 'ς τα μάγουλά σας ρέουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τα λαμπρά μεσόστυλα και οι τοίχοι στάζουν αίμα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πρόθυρο, αυλή, σκιαίς νεκρών γεμίσαν κινημέναις </td><td align="right">355</td></tr>
+<tr><td>κατά το ανήλιον Έρεβος· ο ήλιος εσβύσθη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον ουρανό, και απλώθη αυτού γύρω κακή μαυρίλα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, και όλοι εγέλασαν εκείνοι από καρδίας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άρχισε τότε ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Τρελλός είν' ο νεόφερτος ο ξένος από πέρα· </td><td align="right">360</td></tr>
+<tr><td>αλλ' αυτόν οδηγήσετε να φύγη ευθύς, ω νέοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να καταιβή 'ς την αγοράν, αφού δω νύκτα βλέπει».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Απάντησε ο θεόμορφος Θεοκλύμενος εκείνου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Συ να μου δώσης οδηγούς, Ευρύμαχε, δεν θέλω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έχ' οφθαλμούς, έχω κι' αυτιά, κ' έχω τα δυο μου πόδια, </td><td align="right">365</td></tr>
+<tr><td>και μες τα στήθη μ' είναι νους ως πρέπει μορφωμένος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' αυτά θα φύγω εδώθ' ενώ βλέπω κακό 'που φθάνει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς του καθενός την κεφαλή να πέση των μνηστήρων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όσοι μέσα 'ς τα δώματα του θείου Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>υβρίζετ' όλους και φρικταίς εργάζεσθε ανομίαις». </td><td align="right">370</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε και απ' το καλόκτιστο παλάτι εξήλθ' εκείνος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' επήγεν εις τον Πείραιον, 'που πρόθυμα τον δέχθη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότ' οι μνηστήρες κύτταζαν ένας τον άλλον και όλοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κεντούσαν τον Τηλέμαχον και ανάπαιζαν τους ξένους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και κάποιος τότε ωμίλησε των αποτόλμων νέων· </td><td align="right">375</td></tr>
+<tr><td>«Τηλέμαχε, κακόξενος, ως είσαι, δεν είν' άλλος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τούτον ως έχεις τώρα εδώ τον ρυπαρόν πλανήτην,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που τρώγει πίνει αχόρταστος, ούτε 'ς την εργασία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ούτε 'ς ταις μάχαις έμπειρος, της γης χαμένο βάρος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άλλος σηκώθη πάλι εδώ τον μάντη να σου κάμη· </td><td align="right">380</td></tr>
+<tr><td>αλλ' αν μ' ακούσης πλειότερην ωφέλεια θ' αποκτήσης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις κάραβο πολύσκαρμον ας φορτωθούν οι ξένοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ν' αποσταλούν 'ς τους Σικελούς, κέρδος καλό να πάρης».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τούτα οι μνηστήρες έλεγαν και αδιαφορούσ' εκείνος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τον πατέρα του άφωνος εκύττα καρτερώντας </td><td align="right">385</td></tr>
+<tr><td>πότε θα πέση να κτυπά τους αναιδείς μνηστήραις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ως είχε στήσει αντίκρυ των το υπέρλαμπρο θρονί της,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η Πηνελόπ' η φρόνιμη του Ικαρίου κόρη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όλ' άκουεν, όσ' έλεγαν οι άνδρες εις το δώμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ενώ με γέλια, με χαραίς, εκάθιζαν 'ς το γεύμα, </td><td align="right">390</td></tr>
+<tr><td>το πρόσχαρο, το ευφραντικόν, ότ' είχαν πολλά σφάξει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' άλλος δείπνος άχαρος δεν γίνετ' ως ο δείπνος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'πώμελλαν γλήγορα η θεά και ο άνδρας ο γενναίος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να τους προσφέρουν, ότι αυτοί τον αδικήσαν πρώτοι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td><b>Ραψωδία Φ</b></td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τότε 'ς τον νου της έβαλεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>της Πηνελόπης φρόνιμης του Ικαρίου κόρης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τόξο και σίδερο λευκό να θέση των μνηστήρων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αγώνα και του φόνου αρχήν, 'ς το σπίτι του Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και την υψηλήν κλίμακα του δόμου της ανέβη, </td><td align="right"> 5</td></tr>
+<tr><td>'ς τ' απαλό χέρι το κλειδί πήρε γυρτόν, ωραίο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χάλκινο, μ' ελεφάντινο χερούλι εφοδιασμένο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον θάλαμον τον ύστερον εμπήκε με ταις κόραις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπ' ήσαν όλ' οι θησαυροί κρυμμένοι του κυρίου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πολυεργασμένο σίδερο, χάλκωμα, και χρυσάφι· </td><td align="right">10</td></tr>
+<tr><td>τόξον οπισθοτέντωτον εκ' ήταν και φαρέτρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπ' είχε μέσα πάμπολλα στεναγμοφόρα βέλη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτά 'ς την Λακεδαίμονα του 'δωκε δώρα ο ξένος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Ευρυτίδης Ίφιτος, όμοιος των αθανάτων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις την Μεσσήνην έτυχε 'ς το σπίτι του Ορτιλόχου </td><td align="right">15</td></tr>
+<tr><td>του φιλομάχου να ευρεθούν^ 'κεί πήγεν ο Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να λάβη χρέος 'που 'ς αυτόν χρωστούσε ο τόπος όλος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι τριακόσια πρόβατα με τους βοσκούς των πήραν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Μεσσήνιοι 'ς τα πολύσκαρμα καράβι' απ' την Ιθάκη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όθεν μακροταξείδευσε, παίδιος ακόμη, εκείνος, </td><td align="right">20</td></tr>
+<tr><td>αποσταλμένος του πατρός και των λοιπών γερόντων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ναύρη πάλ' ήλθ' ο Ίφιτος φοράδαις, 'που 'χε χάσει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δώδεκα, και 'που βύζαιναν φερέπονα μουλάρια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπού κατόπι του 'γειναν φόνος και μαύρη μοίρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότε 'ς τον λεοντόψυχον ήλθεν υιόν του Δία, </td><td align="right">25</td></tr>
+<tr><td>τον Ηρακλέα, των φρικτών κατορθωμάτων γνώστην,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που ξένον του 'ς την σκέπη του τον φόνευσ' ούδ' εντράπη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο ανόσιος, την τρέπεζα 'που του 'χε παραθέσει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ούτε την δίκη των θεών· αλλ' έσφαξεν εκείνον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' είχε και ταις φοράδαις του· και, αυταίς ενώ ζητούσε, </td><td align="right">30</td></tr>
+<tr><td>τον Οδυσσέ' απάντησε και του 'δωκε το τόξο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που εφόρει ο μέγας Εύρυτος, και αυτός πριν αποθάνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τα υψηλά του μέγαρα του υιού του το 'χε αφήσει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και λόγχη του 'δωκε βαρειά και ξίφος ο Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αρχήν ξενίας τρυφερής· αλλά δεν γνωρισθήκαν </td><td align="right">35</td></tr>
+<tr><td>και 'ς το τραπέζι, επειδή πριν φόνευσ' ο υιός του Δία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον Ευρυτίδην Ίφιτον, όμοιον των αθανάτων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπού το τόξο του 'δωκε· και ο θείος Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον πόλεμον ότ' έβγαινε μέσα 'ς τα μαύρα πλοία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τ' άφινε σπίτι, ενθύμημα του αγαπημένου ξένου, </td><td align="right">40</td></tr>
+<tr><td>και μόνον 'ς την πατρίδα του το τόξο εκείνο εφόρει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και άμ' έφθασε 'ς τον θάλαμον η θαυμαστή γυναίκα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ανέβηκε το δρύινο κατώφλι, οπού με τέχνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο ξυλουργός καλόξυσε και το 'σιασε 'ς την στάφνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και παραστάταις άρμοσε και θύραις οπ' έλαμπαν, </td><td align="right">45</td></tr>
+<tr><td>απ' το λουρί δεν άργησε να λύση την κορώνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έμπασε μέσα το κλειδί και αντίκρ' ηύρε τους σύρταις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους άμπωσε, και ως βόσκοντας εις το λειβάδι ταύρος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>βογγά, ομοίως τα λαμπρά θυρόφυλλα, σπρωγμένα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>από την κλείδα, εβόγγησαν κ' εμπρός της ανοιχθήκαν. </td><td align="right">50</td></tr>
+<tr><td>και ανέβηκε 'ς την υψηλή σανίδ', οπ' ήσαν όλα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τ' αρμάρια με τα ενδύματα τα μοσχοβολισμένα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κείθ' άπλωσε και απ' το καρφί ξεκρέμασε το τόξο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με το θηκάρι, οπού λαμπρό το περιλάμβαν' όλο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκάθισε, 'ς τα γόνατα το επήρε η μαραμμένη, </td><td align="right">55</td></tr>
+<tr><td>και κλαίοντας έξ' έβγαλε το τόξο του κυρίου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αφού 'ς τον πολυδάκρυτον θρήνον εκείνη ευφράνθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πορεύθηκε 'ς το μέγαρο προς τους λαμπρούς μνηστήραις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ενώ τ' οπισθοτέντωτο τόξο 'ς το χέρι εκράτει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και την φαρέτρα με πολλά στεναγμοφόρα βέλη. </td><td align="right">60</td></tr>
+<tr><td>σιμά της η θεράπαιναις φέραν καλάθι, οπ' είχε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χαλκόν και σίδερο πολύ, τα όπλα του κυρίου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ότ' έφθασεν η ασύγκριτη γυναίκα 'ς τους μνηστήραις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς της στερεοκάμωτης σκεπής σιμά 'ς τον στύλο εστάθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την όψι αντισηκόνοντας τα μαλακά μαντίλια, </td><td align="right">65</td></tr>
+<tr><td>και εδώθε της θεράπαινα εστήθη και άλλη εκείθε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και προς αυτούς ωμίλησε· «Μνηστήρες ανδρειωμένοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δότε μου τώρ' ακρόασι, σεις, 'που 'ς το δώμα τούτο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>επέσετε, να τρώγετε, να πίνετ', ενώ λείπει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' την πατρίδ' ο άνδρας μου και τόσο αργεί 'ς τα ξένα. </td><td align="right">70</td></tr>
+<tr><td>και άλλην να εφεύρη πρόφασιν δεν εδυνήθη ο νους σας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>παρ' ότι εμέ να πάρετε γυναίκα επιποθείτε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά, μνηστήρες, έρχεσθε· και ιδού, σας δείχνω αγώνα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το μέγα τόξο θέτω εγώ, του θείου Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτόν, οπ' ευκολώτερα τανύση την χορδή του </td><td align="right">75</td></tr>
+<tr><td>και αξίναις όλαις δώδεκα περάση με το βέλος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θ' ακολουθήσω, αφήνοντας το δώμα τούτ', οπ' ήλθα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>νεόνυμφη, πανεύμορφο και θησαυρούς γεμάτο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπού και μέσα 'ς τ' όνειρο συχνά θα το θυμώμαι».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, και παράγγειλε τον θείον χοιροιρόφον </td><td align="right">80</td></tr>
+<tr><td>τόξο και σίδερο λευκό να θέση των μνηστήρων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα 'λαβε κείνος κλαίοντας και απόθεσέ τα χάμαι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άμ' είδε του κυρίου του το τόξο, και ο βουκόλος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θρηνούσε αλλού· τους ύβρισεν ο Αντίνοος τότε κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Άγνωστοι αγρόταις, 'πώχετε τον νουν εις την ημέρα, </td><td align="right">85</td></tr>
+<tr><td>δύστυχοι, τι δακρύζετε, και της καρδιάς τα βάθη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ταράζετε της γυναικός; και άφ' εαυτής εκείνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την λύπη τρέφει, οπ' έχασε τον ποθητόν της άνδρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ήσυχα καθήμενοι τρώγετε ή δώθ' εβγήτε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να κλαίετε, και αφήσετε το τόξο τούτο, αγώνα </td><td align="right">90</td></tr>
+<tr><td>εις τους μνηστήραις φοβερόν· ότι με δυσκολία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τούτο, θαρρώ, τανύζεται το στιλβωμένο τόξο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>διότι απ' όσους βλέπω εδώ κανείς τον Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν ομοιάζει 'ς την ανδρειά, τα μάτια μ' ως τον είδαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και το ενθυμούμαι καθαρά, νήπιος ακόμ' αν κ' ήμουν». </td><td align="right">95</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πεν όμως την χορδήν εκείνος να τανύση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έλπιζε και το σίδερο με βέλος να περάση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έμελλε πρώτος να αισθανθή το βέλος απ' το χέρι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον Οδυσσέα του λαμπρού, 'που κείνος είχε υβρίσει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το δώμ' αυτού καθήμενος, κ' οι φίλοι τον κατόπι. </td><td align="right">100</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και 'ς αυτούς είπε η σεβαστή του Τηλεμάχου ανδρεία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ο Δίας αχ! μ' εμώρανε! μου λέγ' η αγαπημένη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μητέρ', αν κ' έχει φρόνησην, ότι απ' αυτό το δώμα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>βούλεται ν' αποξενωθή, να υπάγη μ' άλλον άνδρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εγώ γελώ και τέρπομαι 'ς την άγνωστη ψυχή μου. </td><td align="right">105</td></tr>
+<tr><td>αλλά, μνηστήρες, έρχεσθε· κ' ιδού, σας δείχθη αγώνας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γυνή, 'που εις γην Αχαϊκήν άλλη δεν είν' ομοία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ούτε 'ς την Πύλο την ιερή, 'ς το Άργος, 'ς την Μυκήνη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ούτε 'ς την κάρπιμη στερηάν, αλλ' ούτε 'ς την Ιθάκην·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γνωστά σας· της μητρός μου εγώ τον έπαινο θα λέγω; </td><td align="right">110</td></tr>
+<tr><td>εμπρός, και 'ς άργητ' αφορμαίς μην εύρετε και πλέον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του τόξου μην ξεφεύγετε την τέντωσι, να ιδούμε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα το δοκίμαζα κ' εγώ· και αν τύχη να τανύσω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το τόξο και το σίδερο περάσω με το βέλος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν θα με θλίβ' η σεβαστή μητέρ' αν άλλον άνδρα </td><td align="right">115</td></tr>
+<tr><td>πάρη, το σπίτι αφήνοντας, ότι εγώ μέν' οπίσω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άξιος τ' άρματα λαμπρά να φέρω, του πατρός μου».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, και σηκώθη ορθός, και την πορφυρή χλαίνα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ομού το ξίφος κοφτερόν εγδύθη από τους ώμους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>λάκκον πρώτ' έσκαψε μακρύν εις ταις αξίναις όλαις </td><td align="right">120</td></tr>
+<tr><td>έναν, και αυτού ταις έστησε και αράδιασε με στάφνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και γύρω θύτησε την γη· και τον θαυμάζαν όλοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την τάξι πώς εγνώριζεν ενώ ποτέ δεν είδε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ολόρθος 'ς το κατώφλιο δοκίμαζε το τόξο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τρεις το ελύγισε φοραίς με πόθο να το σύρη, </td><td align="right">125</td></tr>
+<tr><td>τρεις τον αφήκε η δύναμις, αλλ' όμως να τανύση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το νεύρο και το σίδερο να διαπεράση εθάρρει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την τέταρτην, ως το 'συρνε μ' ανδρειά, το 'χε τανύσει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πλην την ορμή του εμπόδισε με νεύματ' ο Οδυσσέας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πάλιν είπε η σεβαστή του Τηλεμάχου ανδρεία· </td><td align="right">130</td></tr>
+<tr><td>«Αχ! άνανδρος, αδύναμος, θα μείνω και κατόπι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή νέος είμ' εγώ πολύ, και ακόμη δεν θαρρεύω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα χέρια μου, ν' αντισταθώ 'ς άνδρ' αν μ' υβρίση πρώτος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' όσοι με υπερβαίνετε 'ς την δύναμιν, αρχήστε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του τόξου εδώ την δοκιμήν, ο αγώνας να τελειώση». </td><td align="right">135</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε και χάμαι απόθεσε το τόξο και της θύρας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το 'γυρε προς ταις κολληταίς σανίδαις στιλβωμέναις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το ταχύ βέλος έκλινε προς την λαμπρήν κορώνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εγύρισε προς το θρονί, 'που 'χε καθίσι πρώτα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος τότ' είπε προς εκείνους· </td><td align="right">140</td></tr>
+<tr><td>«Προς δεξιά σηκόνεσθε με την σειράν, ω φίλοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όθε κερνά ο κεραστής εκείθε αρχή να γείνη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπεν ο Αντίνοος, και αρεστός 'ς όλους εφάνη ο λόγος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σηκώθη πρώτος ο υιός του Οίνοπα, ο Λειώδης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήταν ιερογνώστης των, και, 'ς τον λαμπρόν κρατήρα </td><td align="right">145</td></tr>
+<tr><td>σιμά, κάθιζε ανάμερα, και αυτός εμίσα μόνος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τ' άνομα κ' έτρεφεν οργή προς όλους τους μνηστήραις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τότε πρώτος έπιανε το τόξο και το βέλος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ολόρθος 'ς το κατώφλιο δοκίμαζε το τόξο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και δεν το ετάνυσεν, αλλά τραβώντας αποκάμαν </td><td align="right">150</td></tr>
+<tr><td>τ' απαλά χέρι' αγύμναστα, και των μνηστήρων είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Δεν το τανύζω, αγαπητοί· τώρ' ας το λάβη και άλλος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι καρδίαν και ζωήν πολλών θα πάρη ανδρείων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τούτο το τόξον, επειδή καλήτερον νομίζω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον θάνατον, ή ζωντανοί να στερηθούμε κείνο, </td><td align="right">155</td></tr>
+<tr><td>'που καρτερούμ' ολοκαιρίς εδώ συναθροισμένοι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τώρα 'ς τα βάθη της ψυχής κάποιος ελπίζει ακόμη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να νυμφευθή την φρόνιμη γυναίκα του Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ότι κάμη δοκιμή του τόξου και γνωρίση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των Αχαιίδων γυναικών τότ' άλλην λαμπροφόραν </td><td align="right">160</td></tr>
+<tr><td>με δώρ' αυτός ας μνηστευθή, και ας πάρη αυτή τον άνδρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπού χαρίση πλειότερα και όποιον της στείλ' η μοίρα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε και χάμαι απόθεσε το τόξο και της θύρας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το 'γυρε προς ταις κολληταίς σανίδαις στιλβωμέναις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το ταχύ βέλος έκλινε προς την λαμπρήν κορώνη, </td><td align="right">165</td></tr>
+<tr><td>κ' εγύρισε προς το θρονί, 'που 'χε καθίσει πρώτα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πικρά τον ωνείδισεν ο Αντίνοος και του 'πε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ποιος λόγος, Λειώδη, σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>βαρύς, φρικτός, και ως τ' άκουσα θυμός με κυριεύει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι, αν εσύ δεν δύνασαι το τόξο να τανύσης, </td><td align="right">170</td></tr>
+<tr><td>αυτό καρδίαν και ζωήν πολλών θα πάρη ανδρείων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όχι, δεν σ' έχ' η σεβαστή μητέρα γεννημένον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τόξων συ να 'σαι τραβηκτής και βέλη ν' ακοντίζης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά μνηστήρες θαυμαυστοί θα το τανύσουν άλλοι».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε και 'ς τον Μελάνθιον γιδοβοσκόν εστράφη· </td><td align="right">175</td></tr>
+<tr><td>«Κινήσου και άναψε φωτιά 'ς το σπίτι, ω Μελανθέα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θέσε κοντά μέγα θρονί και στρώσε αυτού προβεία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>φέρε από μέσα το χοντρό του αλείμματος τυπάρι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όπως με πυρ ζεσταίνοντας και αλείφοντας το οι νέοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το τόξο δοκιμάσουμεν, ο αγώνας να τελειώση». </td><td align="right">180</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε· και πυρ αδάμαστον άναψε ο Μελανθέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και το θρονί κοντά 'θεσε κ' έστρωσε αυτού προβεία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έφερε μέσαθε χοντρόν αλείμματος τοπάρι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αφού καλά το ζέσταναν δοκιμάσαν οι νέοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χαμένα, και 'ς την δύναμι πολύ κατώτερ' ήσαν. </td><td align="right">185</td></tr>
+<tr><td>ο Αντίνοος και ο θεόμορφος Ευρύμαχος εμέναν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ακόμ', οι ανδρειότεροι και των μνηστήρων πρώτοι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τότ' άφησαν το μέγαρο κ' εβγήκαν ο βουκόλος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αντάμα και ο χοιροβοσκός του θείου Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείνους ακολούθησεν ο θείος Οδυσσέας. </td><td align="right">190</td></tr>
+<tr><td>αλλ', απ' την θύρα ξέμακρα και απ' την αυλήν ότ' ήσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με λόγια χλυκομίλητα 'ς αυτούς εστράφη κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Βουκόλε, και χοιροβοσκέ, θα 'λεγα κάποιον λόγον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή να το κρύψω; κ' η καρδιά να εξηγηθώ με σπρώχνει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με ποίαν γνώμη βοηθοί θα ήσθε του Οδυσσέα, </td><td align="right">195</td></tr>
+<tr><td>αν κάπουθ' έλθη ξάφνου εδώ κ' ένας θεός τον φέρη;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σεις των μνηστήρων βοηθοί θα ήσθε ή του Οδυσσέα;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ειπήτ' εκείν' οπ' η ψυχή σας λέγει κ' η καρδία».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Εκείνου τότε απάντησεν ο άνδρας ο βουκόλος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Δία πατέρα, τούτον μου τον πόθον τέλειωσέ μου· </td><td align="right">200</td></tr>
+<tr><td>ας έλθη εκείνος, ο θεός να τον επαναφέρη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα 'βλεπες πώς μ' ακολουθούν μ[τ]α χέρια μου τ' ανδρεία».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ομοίως 'ς όλους τους θεούς ο Εύμαιος ευχήθη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το σπίτι του ο πολύνοος να φθάση Οδυσσέας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άδολην ως εγνώρισε την γνώμην των εκείνος, </td><td align="right">205</td></tr>
+<tr><td>το στόμα πάλιν άνοιξεν, ωμίλησέ τους κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Έφθασα, ιδού με, αυτός εγώ, 'που, αφού πολλά 'χω πάθει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήλθα τον χρόνον εικοστόν 'ς την γη την πατρική μου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ξεύρ' ότι από τους δούλους μου 'ς εσάς τους δύο μόνον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έφθασα περιπόθητος· ουδ' άκουσα απ' εκείνους </td><td align="right">210</td></tr>
+<tr><td>κανέναν άλλον να ευχηθή να φθάσω 'ς την πατρίδα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ό,τι θα γείνη αληθινά 'ς εσάς θα φανερώσω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν μου υποτάξη ένας θεός τους θαυμαστούς μνηστήραις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του καθενός τότε από σας εγώ θα δώσω νύμφην,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εδώ σιμά μου κτήματα και ωραία κατοικία, </td><td align="right">215</td></tr>
+<tr><td>και φίλοι θάσθε και αδελφοί του υιού μου Τηλεμάχου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ιδού, σημάδι φανερό τώρ' άλλο θα σας δείξω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να με καλογνωρίσετε, να μη διστάζη ο νους σας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το λάβωμ' οπού μ' άνοιξε με λευκό δόντι χοίρος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον Παρνασό, 'που τα παιδιά με πήραν του Αυτολύκου». </td><td align="right">220</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε, το μέγα λάβωμα ξυγύμνωσε απ' τα ράκη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνοι, αφού θεώρησαν και απ' όλα ελάβαν γνώσι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς ταις αγκαλιαίς των έσφιξαν τον θείον Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έκλαιαν και την κεφαλή του εφίλουν και τους ώμους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα χέρια και ταις κεφαλαίς τους φίλησε κ' εκείνος. </td><td align="right">225</td></tr>
+<tr><td>και ο ήλιος θα βασίλευε και ακόμη αυτοί θα κλαίαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά τους ξέκοψεν αυτός και προς εκείνους είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Από τους θρήνους παύσετε, μη βγη και σας νοήση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κάποιος από το μέγαρο και μέσα τ' αναφέρη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εμπήτε τώρ', αλλ' όχι ομού, πρώτος εγώ, κατόπι </td><td align="right">230</td></tr>
+<tr><td>ανάρηα σεις· και ας διορισθή το ακόλουθο σημάδι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπόταν όλ' οι θαυμαστοί μνηστήρες θα φωνάζουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα χέρια μου να μη δοθούν το τόξο κ' η φαρέτρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θεί' Εύμαιε, το δώμα συ διάβαινε και φέρε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το τόξον εις τα χέρια μου, και πρόσταξε ταις κόραις </td><td align="right">235</td></tr>
+<tr><td>τα στερεά θυρόφυλλα να κλείσουν των μεγάρων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αν ακουσθή βόγγος ανδρών ή κτύπος εις το δώμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ολόκλειστ' οπού θα 'μασθε, να μη προβή καμμία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έξω, αλλ' αυτού 'ς τα έργα τους σιγά να μείνουν όλαις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εις σε την θύρα της αυλής λέγω, Φιλοίτιε θείε, </td><td align="right">240</td></tr>
+<tr><td>με κλείθρο και κομπόδεμα προσεκτικά να κλείσης».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε και 'ς τα καλόκτιστα δώματα ευθύς εμπήκε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εγύρισεν εις το θρονί, 'που 'χε καθίσει πρώτα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' οι δούλοι έφθασαν έπειτα του θείου Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κ' εμάλαζ' ο Ευρύμαχος το τόξο και 'ς την λάμπα </td><td align="right">245</td></tr>
+<tr><td>εδώ κ' εκεί το ζέσταινεν, αλλά να το τανύση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν εδυνήθη, και βαθειά 'ς την ένδοξη ψυχή του</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' αδημονία στέναζε, κ' είπε μεγαλοφώνως·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>« Τον εαυτό μου πόσ', ωιμέ, και όλους τους άλλους κλαίω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του γάμου τόσο, αν και δριμύς, δεν με θερίζει ο πόνος· </td><td align="right">250</td></tr>
+<tr><td>και άλλαις εις την περίβρεκτην Ιθάκην Αχαιίδες</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είναι πολλαίς, είναι και αλλού· με θλίβει ότι μας λείπει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τόσον από την δύναμι του θείου Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ώστε να μη τανύζουμεν εμείς το τόξο εκείνου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αχ! και 'ς ταις άλλαις γεννεαίς θα φθάσ' η καταισχύνη!» </td><td align="right">255</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος απάντησέ του κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>« Μη το φοβείσ', Ευρύμαχε· και μόνος σου εννοείς το·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον θεόν τούτον ευλαβώς ο τόπος εορτάζει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τόξα θα τανύζουμεν; αλλ' ήσυχα φυλάξτε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το τόξο, και ας αφήσουμε να στέκωντ' η αξίναις </td><td align="right">260</td></tr>
+<tr><td>όλαις, ως είναι, ότι κανείς δεν θα 'λθη να ταις πάρη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θαρρώ, μέσ' απ' το μέγαρο του θείου Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τώρ' απαρχαίς ο κεραστής ας δώση 'ς τα ποτήρια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όπως, αφού γείν' η σπονδή, φυλάξουμε το τόξο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ειπέτε 'ς τον γιδοβοσκόν Μελάνθιον, άμα φέξη </td><td align="right">265</td></tr>
+<tr><td>να φέρη απ' όλαις ταις κοπαίς ερίφια διαλεμμένα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όπως, αφού μεριά καούν του λαμπροτόξου Φοίβου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το τόξο δοκιμάσουμεν, ο αγώνας να τελειώση».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε κείνος και άρεσεν ο λόγος και των άλλων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και το νερό τους έχυσαν οι κήρυκες 'ς τ' χέρια, </td><td align="right">270</td></tr>
+<tr><td>και, αφού κρατήραις με κρασί στεφάνωσαν οι νέοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έδωκαν 'ς όλους απαρχή 'ς τα γεμιστά ποτήρια·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και, αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελε η ψυχή τους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με δόλον ο πολύγνωμος τους είπεν Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ακούτε με, της θαυμαστής βασίλισσας μνηστήρες, </td><td align="right">275</td></tr>
+<tr><td>να φανερώσω εγώ 'ς εσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εξόχως τον Ευρύμαχον και Αντίνοον τον θείον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>παρακαλώ, 'που φρόνιμον και αυτόν είπε τον λόγον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τώρα το τόξο ν' αφεθή και 'ς τους θεούς να ελπίζουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αύριο την νίκην ο θεός θα δώσ' εις όποιον θέλη. </td><td align="right">280</td></tr>
+<tr><td>αλλά να δώσετε 'ς εμέ το στιλβωμένο τόξο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα χέρια και την δύναμι να δοκιμάσω εμπρός σας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν ρώμ' υπάρχει ως άλλοτε 'ς τα λυγιστά μου μέλη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή χάθη απ' τους παραδαρμούς και απ' την ταλαιπωρία».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, και αγανάκτησαν υπέρμετρα οι μνηστήρες· </td><td align="right">285</td></tr>
+<tr><td>το στιλπνό τόξο μην αυτός τανύση εφοβηθήκαν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εφώναξ' ο Αντίνοος, ωνείδισέ τον κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ω ξέν' ελεεινότατε, φρέναις ποσώς δεν έχεις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και δεν αρκεί σ' ότ' ήσυχος εις τους υπερηφάνους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εμάς συντρώγεις και άφθονο 'ς τα γεύματ' έχεις μέρος, </td><td align="right">290</td></tr>
+<tr><td>και ότι την ομιλία μας, τους λόγους μας ακούεις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άλλος τους λόγους μας πτωχός και ξένος δεν ακούει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σε βλάπτει το γλυκό κρασί, και αυτό ζαλίζει εκείνους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που το ρουφούν υπέρμετρα· δεν έχει αυτό τυφλώσει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον λαμπρόν Ευρυτίωνα, τον Κένταυρον, ότ' ήλθε </td><td align="right">295</td></tr>
+<tr><td>'ς των Λαπιθών το κάλεσμα, 'ς του ενδόξου Πειριθόου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το μέγαρο; απ' το κρασί τυφλώθη, επάρθη, ο νους του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και μες το δώμ' ανόμησε φρικτά του Πειριθόου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' οι ήρωες ωργίσθηκαν, τον ποδοσύραν έξω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αφού μ' άπονη μάχαιρα μύτη και αυτιά του κόψαν, </td><td align="right">300</td></tr>
+<tr><td>και αυτός, 'που 'παθε τύφλωσι 'ς τον νουν, επήρε δρόμο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έσερνε με τυφλή ψυχή την μαύρη συμφορά του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όθεν κατόπ' οι Κένταυροι κ' οι άνδρες πολεμούσαν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και το κακό ζήτησε αυτός κ' ηύρε απ' την μέθη πρώτος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και σέν' ομοίαν συμφοράν προλέγω σου αν το τόξο </td><td align="right">305</td></tr>
+<tr><td>τανύσης· και 'ς τον τόπο μας προστάτην μη προσμένης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά σε στέλνουμεν ευθύς μ' ολόμαυρο καράβι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον βασιλέαν Έχετον αδικητήν του κόσμου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άφευκτα εκεί ν' αφανισθής^ αλλ' ήσυχα εδώ πίνε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και με τους νεωτέρους σου συ μη φιλονεικήσης». </td><td align="right">310</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη τότ' είπε προς εκείνον·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αντίνοε, γίνετ' άδικο, να στερηθούν οι ξένοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Τηλεμάχου, οπ' έρχονται 'ς το δώμα τούτο ικέταις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εάν ο ξένος, θαρρετός 'ς την ρώμη των χεριών του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το μέγα τόξο ετάνυζε του θείου Οδυσσέα, </td><td align="right">315</td></tr>
+<tr><td>φοβείσ' ότι 'ς το σπίτι του νύμφην εμέ θα πάρη;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ουδέ κείνος 'ς την ψυχή παρόμοιαν τρέφει ελπίδα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τούτο δεν είν', όχι, αφορμή να σας κακοκαρδίση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ενώ συμποσιάζετε· δεν πρέπει, δεν αρμόζει».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Απάντησεν ο Ευρύμαχος· «Του Ικαρίου κόρη, </td><td align="right">320</td></tr>
+<tr><td>ω Πηνελόπη φρόνιμη, νύμφην εσέ να πάρη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τούτος, δεν υποψιάζουμε ποσώς· αλλ' ουδ' αρμόζει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' εντρεπόμασθεν ανδρών και γυναικών το στόμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μη κάποιος απ' τους Αχαιούς ουτιδανός πότ' είπη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ανδρός λαμπρού την σύντροφον πολύ κατώτεροί του </td><td align="right">325</td></tr>
+<tr><td>άνδρες ζητούν, και το στιλπνό τόξο του δεν τανύζουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ήλθε πολυπλάνητος πτωχός από τα ξένα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το ετάνυσε και πέρασε το σίδερο με βέλος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτά θα ειπούν και όνειδος 'ς εμάς θα ήναι ο λόγος».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· </td><td align="right">330</td></tr>
+<tr><td>«Ευρύμαχε, δεν γίνεται 'ς τον τόπο να 'χουν δόξα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείνοι οπού καταφρονούν το σπίτι ανδρός μεγάλου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και το αφανίζουν και όνειδος 'ς εσάς φαίνοντ' εκείνα;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτός ο ξένος στερεό και μέγ' έχει το σώμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και λέγει ότι γεννήθηκεν απ' ευγενή πατέρα. </td><td align="right">335</td></tr>
+<tr><td>τώρ' ας ιδούμε· δώσετε το στιλπνό τόξο εκείνου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ιδού τι λέγω φανερά και ο λόγος μου θα γείνη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν το τανύση και 'ς αυτόν την δόξα δώση ο Φοίβος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα τον ενδύσω μ' εύμορφον χιτώνα και χλαμύδα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα λάβη ακόντι σουβλερό, διώκτην ανδρών και σκύλων, </td><td align="right">340</td></tr>
+<tr><td>και ξίφος δίστομο· καλά σανδάλια θα του δώσω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και θα τον στείλ' οπού η καρδιά θελήση και η ψυχή του».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Άλλος, μητέρα μ', Αχαιός την δύναμι δεν έχει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'πώχω να δώσω ή ν' αρνηθώ το τόξο 'ς όποιον θέλω. </td><td align="right">345</td></tr>
+<tr><td>όχι, ούδ' όσ' είναι της σκληρής Ιθάκης ή των νήσων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>προς την αλογοβόσκητην την Ήλιδα ηγεμόνες,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτών δεν δύναται κανείς να μ' εμποδίση, αν θέλω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το τόξο και μονόφορα του ξένου να χαρίσω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' άμε σπίτι, έχε τον νου 'ς τα έργα τα δικά σου, </td><td align="right">350</td></tr>
+<tr><td>την αλακάτη, τ' αργαλειό, και πρόσταξε ταις κόραις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να εργάζωνται, και άφησ' εδώ του τόξου την φροντίδα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τους άνδραις κ' έξοχα 'ς εμέ 'που 'μαι 'ς το σπίτι κύριος».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Θαύμασε αυτή κ' εγύρισε 'ς το δώμα, ότι τον λόγον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του τέκνου της τον φρόνιμον εδέχθη 'ς την καρδία. </td><td align="right">355</td></tr>
+<tr><td>και με ταις κόραις έφθασε 'ς τ' ανώγι, αυτού να κλαίη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πικρά τον Οδυσσέα της, ως ότου γλυκόν ύπνο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα βλέφαρά της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Επήρε ωστόσο κ' έφερνε το τόξ' ο χοιροτρόφος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ευθύς του σήκωσαν βοή 'ς το δώμ' όλ' οι μνηστήρες, </td><td align="right">360</td></tr>
+<tr><td>και κάποιος τότ' εφώναξε των αποτόλμων νέων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Αζήλευτε χοιροβοσκέ, το τόξο πού θα φέρης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χαμένε; γλήγορα, θαρρώ, 'ς ταις έρμαις χοιρομάνδραις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οι γοργοί σκύλοι, θρέμματα δικά σου, θα σε φάγουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν μας βοηθήσ' ο Απόλλωνας και όλ' οι θεοί του Ολύμπου». </td><td align="right">365</td></tr>
+<tr><td>Είπαν και απ' την βοή πολλών ετρώμαξεν εκείνος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χάμαι το τόξον έθεσεν αλλ' από τ' άλλο μέρος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του φώναξε ο Τηλέμαχος· «Πατέρα, εμπρός το τόξο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>φέρε, και δεν θα ωφεληθής αν 'ς όλους υπακούσης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μήπως, αν και νεώτερος, σε διώξω με λιθάρια, </td><td align="right">370</td></tr>
+<tr><td>εις τον αγρόν ότ' είμ' εγώ 'ς τα χέρι' ανώτερός σου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να 'μουν, αχ! τόσο ανώτερος, εις των χεριών την ρώμη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όλων αυτών, οπ' είν' εδώ 'ς τα δώματα μνηστήρες,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με φρικτόν τρόπο θα 'καμνα το σπίτι μου ν' αφήσουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ευθύς αυτοί 'που το κακό 'ς τον νου τους οργανίζουν». </td><td align="right">375</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε και όλοι από καρδιάς γελάσαν οι μνηστήρες,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και, χάρις 'ς τον Τηλέμαχον, ημέρωσ' η οργή τους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο χοιροτρόφος πέρασε κ' εστήθη του Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εμπρός και το τόξ' έβαλε 'ς τα χέρια του γενναίου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και την βυζάστρα κάλεσεν Ευρύκλεια και της είπε· </td><td align="right">380</td></tr>
+<tr><td>«Προστάζει σε ο Τηλέμαχος, φρόνιμη Ευρύκλεια, τώρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα στερεά θυρόφυλλα να κλείσης των μεγάρων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αν ακουσθή βόγγος ανδρών και κτύπος εις το δώμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ολόκλειστ' οπού θα 'μασθε, να μη προβή κανένας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έξω, αλλ' αυτού 'ς τα έργα τους σιγά καθείς να μείνη». </td><td align="right">385</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε κείνος και άπτερος 'ς αυτήν ειπώθη ο λόγος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έκλεισε τα θυρόφυλλα των υψηλών μεγάρων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εξ' ο Φιλοίτιος πήδησεν ήσυχ' από τα δώμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και της καλόφρακτης αυλής έκλεισ' ευθύς την θύρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήταν 'ς την αίθουσα σχοινί βύβλινο από καράβι, </td><td align="right">390</td></tr>
+<tr><td>το πήρεν, έδεσε μ' αυτό την θύρα κ' επανήλθε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και οπ' ήταν πρώτα εκάθισε, και προς τον Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους οφθαλμούς προσήλωσε· και αυτός ήδη το τόξο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γυρίζ' ολούθ' ολόγυρα, να ιδή μήπως σαράκι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο κύριος ενώ 'λειπε, το κέρατ' είχε φθείρει· </td><td align="right">395</td></tr>
+<tr><td>και κάποιος τότε ωμίλησε κυττώντας τον πλησίον·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Του τόξου αυτός θεωρητής κάπως πανούργος είναι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή τόξ' έχει 'ς το σπίτι του παρόμοια φυλαγμένα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή όμοια θα ποιήση αυτός, τόσο πολύ 'ς τα χέρια</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το στρέφει ο πολυπλάνητος κακούργος ψωμοζήτης». </td><td align="right">400</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Άλλος πάλι τότ' έλεγε των αποτόλμων νέων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Όμοιαν να λάβη απόλαυσιν εις την ζωή του εκείνος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καθώς ποτέ θα δυνηθή το τόξο να τανύση».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Έλεγαν και ο πολύγνωμος ωστόσον Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το μέγα τόξο άμ' έπιασε και πανταχόθεν είδε, </td><td align="right">405</td></tr>
+<tr><td>ως ο εξαίσιος αοιδός και της κιθάρας γνώστης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ευθύς τανύζει την χορδή, στριφτάρι αν κ' έχει νέο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τάντερο αρνιού καλόστριφτον εις τ' άκρ' αφού προσδέση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το μέγα τόξο αβίαστα τάνυσ' ευθύς εκείνος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και την νευρή δοκίμασε με το δεξί του χέρι· </td><td align="right">410</td></tr>
+<tr><td>ελάλησ', ως την έγγιξεν, ως χελιδόνι εκείνη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότ' οι μνηστήρες τρόμαξαν και άλλαξαν όψιν όλοι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και με σημάδι φανερό βαρειά βρόντησ' ο Δίας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εχάρηκε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σημάδι ότ' είδ' απ' τον υιόν του κρυπτοβούλου Κρόνου. </td><td align="right">415</td></tr>
+<tr><td>και απ' το τραπέζι αυτού σιμά γοργό βέλος επήρε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έτοιμο· και μες την βαθειά φαρέτρα εμέναν τ' άλλα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτά 'που μέλλαν να αισθανθούν ογλήγορα οι μνηστήρες·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το κράτησε 'ς το κέρατο, και, οθ' ήταν καθισμένος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>νευρήν, γλυφίδαις, τράβησε, και, αφού σημάδι επήρε, </td><td align="right">420</td></tr>
+<tr><td>τόξευσε και όλαις πέρασεν αράδα ταις αξίναις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>από τον πρώτον στελεόν· το χάλκινον ακόντι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εβγήκε πέρα, κ' είπε αυτός· «Ποσώς δεν σ' ατιμάζει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τηλέμαχε, καθήμενος 'ς τα μέγαρά σου ο ξένος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μη το σημείον έσφαλα; μην άργησα με κόπο </td><td align="right">425</td></tr>
+<tr><td>το τόξο να τανύσω εγώ; σώζετ' η δύναμίς μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άδικα με καταφρονούν και ψέγουν οι μνηστήρες.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' είναι καιρός οι Αχαιοί τον δείπνον να ετοιμάσουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όσ' είναι φως· διασκέδασι και άλλην κατόπι θα 'χουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις την κιθάρα, 'ς τον χορό, τα δώρα της τραπέζης». </td><td align="right">430</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε κ' εβλεφάρισε· και ακονισμένο ξίφος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο ποθητός εζώσθ' υιός του θείου Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κοντάρι εφούκτωσε κ' ευθύς 'ς το πλάγι εκείνου εστήθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σιμά 'ς τον θρόνο, κ' έλαμπε με τ' άρματα ζωσμένος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td><b>Ραψωδία Χ</b></td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τα ράκη του ο πολύγνωμος τότ' έρριξε Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και 'ς το κατώφλι πήδησε με τόξο και φαρέτρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γεμάτην· και όλα σώρευσε τα πτερωτά της βέλη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εμπρός, αυτού, 'ς τα πόδια του, και των μνηστήρων είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Τούτος ο αγώνας φοβερός είν' ήδη τελειωμένος· </td><td align="right"> 5</td></tr>
+<tr><td>σημάδι τώρ', οπού κανείς δεν έχει ρίξει ακόμη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θέλω κτυπήσ', ίσως το ευρώ και αν με δοξάση ο Φοίβος».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε και 'ς τον Αντίνοον πικρόν ίσιασε βέλος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείνος τότε δίχερον εσήκονε ποτήρι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ολόχρυσο και το 'σφιγγε 'ς τα χέρια, να ρουφήση </td><td align="right">10</td></tr>
+<tr><td>κρασί, και φόνου μες τον νου δεν είχε φαντασία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ποίος θα φαντάζονταν, 'ς την μέσην των συνδείπνων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' έναν μόνον, εις πολλούς ανάμεσ', αν και ανδρείον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>φαρμακωμένον θάνατον, μαύρην να λάβη μοίραν;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον λαιμό τον σημάδευσε κ' επίτυχ' ο Οδυσσέας· </td><td align="right">15</td></tr>
+<tr><td>τ' απαλό σνίχι πέρασε και αντίκρυ βγήκε η λόγχη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έγυρε αυτός και του 'πεσεν από το χέρ' η κούπα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και απ' τα ρουθούνι' ανάβρυσεν αίματος ανθρωπίνου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κρουνιά χοντρή· κ' έσπρωξε αυτός την τράπεζα μακράν του</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με τα δυο πόδια, κ' έχυσε τα φαγητά 'ς το χώμα, </td><td align="right">20</td></tr>
+<tr><td>και τα ψημένα κρέατα και ο σίτος μολυνθήκαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άμα τον άνδρ' είδαν νεκρόν, με τρόμο σηκωθήκαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' τα θρονιά και αλάλαξαν 'ς τα δώματα οι μνηστήρες,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και με τα μάτια πανταχού τους τοίχους εξετάζαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ουδ' ασπίδα ευρίσκονταν ουδέ βαρύ κοντάρι. </td><td align="right">25</td></tr>
+<tr><td>και χολωμένοι ωνείδισαν βαρειά τον Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ω ξένε, κακά σκέφθηκες να σημαδεύης άνδραις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ύστερος είναι αγώνας σου· μη να σωθής ελπίσης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άνδρα συ τώρα εφόνευσες 'που ο πρώτος ήταν νέος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις την Ιθάκην· όθε δω γύπες εσέ θα φάγουν». </td><td align="right">30</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'παν, ότι ελόγιαζαν πως άθελα τον άνδρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είχε φονεύσει· και οι μωροί δεν είχαν εννοήσει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι το δίκτ' είχε απλωθή του ολέθρου ολόγυρά των.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος τους είπεν Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Σκυλιά, σεις επιστεύετε πως δεν θα γύρω πλέον </td><td align="right">35</td></tr>
+<tr><td>από την Τροία, και άπονα μου τρώγετε το σπίτι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>φιλούσετε αναγκαστικά ταις δούλαις, κ', ενώ ζούσα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άνομα της συντρόφου μου σεις γείνετε μνηστήρες,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ούτε θεοί, 'που κατοικούν τα ουράνια σας φοβίζαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ούτε θνητών εκδίκησις μην έλθη αδικημένων· </td><td align="right">40</td></tr>
+<tr><td>τώρα το δίκτ' έχει απλωθή του ολέθρου ολόγυρά σας».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά' 'πε κείνος, κ' έπιασεν αυτούς αχνή τρομάρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και από τον δίεθρο καθείς εκύττα πώς να φύγη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μόνος τότ' ο Ευρύμαχος απάντησέ του κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Αν ήλθες ο Ιθακήσιος μ' αλήθειαν Οδυσσέας, </td><td align="right">45</td></tr>
+<tr><td>δικαίως συ των Αχαιών ταις πράξαις κατακρίνεις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που ανόμησαν 'ς το σπίτι σου πολλά και 'ς τον αγρόν σου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ήδη κείτεται νεκρός ο πρώτος αίτιος όλων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Αντίνοος· ότι ωργάνιζε τα έργα τούτα εκείνος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τόσο δεν τον βίαζε του γάμου ανάγκ' ή πόθος, </td><td align="right">50</td></tr>
+<tr><td>αλλ' έτρεφ' άλλα 'ς την ψυχή, — κ' εμπόδισε ο Κρονίδης,—</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να γείνη της καλόκτιστης Ιθάκης βασιλέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείνος και το τέκνο σου με δόλο να φονεύση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τώρ', αφού τούτος έπεσεν ως του 'πρεπε, λυπήσου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>συ τον λαόν σου· και απ' εμάς κοινώς όλα θα λάβης, </td><td align="right">55</td></tr>
+<tr><td>όσο σου εφαγωθήκαν 'ς το σπίτι κ' επιοθήκαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πρόστιμ' είκοσι βωδιών καθείς μας θα σου φέρη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τόσο χρυσάφι και χαλκόν, η οργή σου να πραΰνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως τότ', εάν αγανακτείς, κατάκρισιν δεν έχεις».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος του απάντησε Οδυσσέας· </td><td align="right">60</td></tr>
+<tr><td>«Ευρύμαχε, και αν όλα μου τα πατρικά μου εκείνα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μου αποδοθούν, μ' όσ' έχετε και μ' όσ' αλλούθ' ευρήτε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν θα ξεκόψω πότ' εγώ τα χέρια μ' απ' τον φόνο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πριν όλα τ' ανομήματα πλερώσουν οι μνηστήρες.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σεις τώρα προτιμήσετε, να μάχεσθ' ή να φύγη </td><td align="right">65</td></tr>
+<tr><td>κάποιος, αν ίσως δυνηθή, την μοίρα του θανάτου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' απ' τον όλεθρο κανείς, θαρρώ, δεν θα λυτρώση».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε και αυτών τα γόνατα κοπήκαν κ' η καρδία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πάλιν είπ' ο Ευρύμαχος· «Ω φίλοι, αυτός ο άνδρας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα χέρια τ' απλησίαστα δεν θα κρατήση πλέον, </td><td align="right">70</td></tr>
+<tr><td>αλλ', ως το τόξον απ' αρχής και την φαρέτρα πήρε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θε να τοξεύη απ' το ξυστό κατώφλι ως να φονεύση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όλους εμάς· αλλά φαιδροί την μάχη ν' ασπασθούμε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σύρετε τα μαχαίρια σας, 'ς τα γοργοφόνα βέλη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>προβάλτε τράπεζαις και ομού 'ς αυτόν ας πέσουμ' όλοι, </td><td align="right">75</td></tr>
+<tr><td>και το κατώφλ' ίσως βιασθή ν' αφήση και την θύρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έξω να βγούμε, αλαλαγμός να σηκωθή 'ς την πόλι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τούτος να μάθ' ότ' έρριξε το υστερινό του βέλος».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε και δίστομ' έσυρε χαλκόβαπτο μαχαίρι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και με κραυγήν τρομακτικήν επάνω του επετάχθη· </td><td align="right">80</td></tr>
+<tr><td>και, 'ς την στιγμή 'που χύθ' αυτός, ο θείος Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το στήθος βέλος του 'ριξεν εις το βυζί πλησίον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και μες το σκότι πέρασε τ' ορμητικόν ακόντι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την μάχαιρα απόλυσε κ' έπεσε κυρτωμένος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τρικλίζοντας 'ς την τράπεζα, και τα φαγιά κ' η κούπα </td><td align="right">85</td></tr>
+<tr><td>χάμαι σκορπίσαν· εις την γη το μέτωπό του εκτύπα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οδύνην είχε 'ς την ψυχή κ' έσπρωχνε το θρονί του</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με τα δυο πόδια, και άπλωσε 'ς τα μάτια του μαυρίλα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Ο Αμφίνομος 'ς τον ένδοξον τότ' ώρμησε Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' ακονισμένην μάχαιραν, ίσως από τ[η]υν θύρα </td><td align="right">90</td></tr>
+<tr><td>συρθή εμπρός του, αλλ' έγκαιρα με χαλκοφόρο ακόντι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την πλάτην ο Τηλέμαχος τον πέρασ' ως τα στήθη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' όλο το μέτωπο 'ς την γην εβρόντησεν εκείνος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τ' ακόντι το μακρόσκιο 'ς το σώμα του Αμφινόμου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άφησεν ο Τηλέμαχος κ' εσύρθ' ότι φοβήθη </td><td align="right">95</td></tr>
+<tr><td>μη κάποιος εκ των Αχαιών, εκεί 'που αυτός θ' ανέσπα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τ' ακόντι το μακρόσκιον, ορμήση με μαχαίρι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τον τρυπήσ' ή όπισθε κτυπήση αυτόν σκυμμένον.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έδραμε κ' έφθασεν ευθύς εις τον αγαπητόν του</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πατέρα, κ' είπε προς αυτόν με λόγια πτερωμένα· </td><td align="right">100</td></tr>
+<tr><td>«Πατέρα, θα σου φέρω εγώ κοντάρια δυο και ασπίδα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ολόχαλκο περίκρανον, αρμόδιο 'ς το κεφάλι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>παρόμοια θα φορέσω εγώ, παρόμοια και ο βουκόλος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα λάβη και ο χοιροβοσκός· καιρός ν' αρματωθούμε».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας· </td><td align="right">105</td></tr>
+<tr><td>«Δράμε και φέρ', ενόσω εδώ βέλ' είναι να παλαίσω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μη με κινήσουν, μοναχός ως είμαι, από την θύρα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε· κείνος άκουσε τον ποθητόν πατέρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και, οπ' είχε τα λαμπρ' άρματα, 'ς τον θάλαμο, κατέβη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείθ' ασπίδαις τέσσεραις επήρε, οκτώ κοντάρια, </td><td align="right">110</td></tr>
+<tr><td>τέσσαρα κράνη χάλκινα, μ' αλόγου χήτη ωραία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα 'φερνε και δεν άργησε να φθάση 'ς τον πατέρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κείνος με τα λαμπρ' άρματα το σώμ' έζωσε πρώτος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κατόπ' οι δούλοι εζώνονταν και οι τρεις επήραν θέσι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σιμά 'ς τον πολυμήχανον ανδρείον Οδυσσέα. </td><td align="right">115</td></tr>
+<tr><td>και αυτός, όσο του ευρίσκονταν ακόντια να παλαίση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το σπίτι του θανάτονε με κάθε βέλος έναν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' τους μνηστήραις, κ' έπεφταν σωρός εκείνοι εμπρός του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άμ' έλειψαν του βασιληά, 'που τόξευε, τα βέλη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του στέρεου μεγάρου του 'ς τον θυροπαραστάτη </td><td align="right">120</td></tr>
+<tr><td>το τόξον έκλινε αντικρύ των τοίχων φωτοβόλων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έζωσ' ευθύς 'ς τους ώμους του τετράδιπλην ασπίδα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις την γενναίαν κεφαλήν καλόν έθεσε κράνος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' αλόγου χήτη, και φρικτά σειόταν επάν' ο λόφος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και δύο πήρε δυνατά κοντάρια χαλκοφόρα. </td><td align="right">125</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Ο τοίχος ο καλόκτιστος ψηλόν είχε αντιθύρι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και κάτω απ' το κατώφλιο του στερεού μεγάρου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον δρόμο πέρασμ' έβγαινε, κλειστό με καλαίς θύραις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κείν' ο Οδυσσέας είχε ειπεί του θείου χοιροτρόφου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να το προσέχη από σιμά' κ' έν' έμβασμ' είχε μόνον. </td><td align="right">130</td></tr>
+<tr><td>ο Αγέλαος τότε ωμίλησε κ' εμπρός εις όλους είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ω φίλοι, δεν θ' ανέβαινε κανείς εις τ' αντιθύρι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>φωνή να ρίξη του λαού κ' ευθύς βοή να γείνη;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τούτος να μάθ' ότ' έρριξε το υστερινό του βέλος».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Του απάντησε ο Μελάνθιος' «'Σ αυτό δεν είναι τρόπος, </td><td align="right">135</td></tr>
+<tr><td>Αγέλαε διόθρεπτε, τι φοβερά κοντά 'ναι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η αυλόθυρα, και δύσκολο το στόμ' είναι του δρόμου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ανδρείος ένας δύναται 'ς όλους φραγμός να γείνη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' άρματ' απ' τον θάλαμο θα φέρω να ζωσθήτε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι κει μέσα, και όχι άλλου, τ' άρματα, εγώ νομίζω, </td><td align="right">140</td></tr>
+<tr><td>ο Οδυσσέας φύλαξε και ο δοξαστός υιός του».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πεν ο Μελάνθιος και ανέβη του μεγάρου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την κλίμακα, 'ς τον θάλαμο να φθάση του Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείθ' ασπίδαις δώδεκα πήρε και τόσαις λόγχαις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τόσα κράνη χάλκινα, μ' αλόχου χήτη ωραία, </td><td align="right">145</td></tr>
+<tr><td>και ογλήγορ' ήλθε κ' έφερε τα όπλα 'ς τους μνηστήραις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Οδυσσέα γόνατα κοπήκαν και καρδία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άμ' είδε ν' αρματόνωνται και τα μακρά κοντάρια</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να σείουν ότι φοβερός του φανερώθη αγώνας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' είπε προς τον Τηλέμαχο με λόγια πτερωμένα· </td><td align="right">150</td></tr>
+<tr><td>«Τηλέμαχ', ή 'ς τα μέγαρα των γυναικών καμμία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κακόν μας κινεί πόλεμον ή τ' είναι ο Μελανθέας».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Πατέρα, 'ς τούτο εγώ 'σφαλα και άλλος δεν είναι πταίστης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το στερεό θυρόφυλλον άνοιξα του θαλάμου </td><td align="right">155</td></tr>
+<tr><td>κ' ερχόμενος δεν το 'κλεισα και τούτο εγνώσθη απ' άλλον.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά, θεί' Εύμαιε, πήγαινε, την θύρα του θαλάμου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κλείσε κ' εξέτασ' αν καμμιά των δούλων τούτα πλέκει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή κείνος, 'που υποπτεύομαι, Μελάνθιος ο Δολίδης».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τα λόγια τούτα ενώ 'λεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους, </td><td align="right">160</td></tr>
+<tr><td>κίνησε προς τον θάλαμο και πάλι ο Μελανθέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να φέρη τα λαμπρ' άρματα· και ο θείος χοιροτρόφος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον νόησε και από σιμά τότ' είπε του Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ιδού, πάλιν ο πάγκακος, οπ' είχαμε υποπτεύσει, </td><td align="right">165</td></tr>
+<tr><td>'ς τον θάλαμο πορεύεται· συ τώρα δίδαξέ με,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα του αφαιρέσω την ζωήν, αν τον νικήσω πρώτα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή θέλεις να τον φέρω εδώ να σου πλερώση εκείνος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ταις τόσαις οπ' ωργάνισε 'ς το σπίτι σου ανομίαις;»</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· </td><td align="right">170</td></tr>
+<tr><td>«Εγώ με τον Τηλέμαχον τους θαυμαστούς μνηστήραις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το δώμα θα κρατήσουμεν, όσην ορμή και αν δείξουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σεις τώρ' εκείνον ρίξετε 'ς τον θάλαμο με χέρια</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πόδι' οπισθογύριστα, και δέσετε την θύρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αφού, περνώντας του σχοινί, 'ς την κορυφή του στύλου </td><td align="right">175</td></tr>
+<tr><td>τον ανεβάσετε υψηλά τα πατερά να εγγίξη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ώστε να ζη πολληώρα εκεί μ' οδύναις του θανάτου».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε, και αυτοί 'ς την προσταγήν υπάκουσαν κ' επήγαν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον θάλαμο τον εύρηκαν χωρίς να τους νοήση·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείνος ζητούσ' άρματα 'ς το βάθος του θαλάμου, </td><td align="right">180</td></tr>
+<tr><td>και αυτοί 'ς τα πλάγια στάθηκαν της θύρας κ' εκαρτέρουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως πάτησ' ο γιδοβοσκός Μελάνθιος το κατώφλι,—</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και 'ς το 'να χέρ' είχε λαμπρό περίκρανο, πλατείαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τ' άλλο ασπίδα παλαιάν, και μουχλαραχνιασμένην,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπ' ο Λαέρτης ήρωας φορούσ' ότ' ήτο αγόρι, </td><td align="right">185</td></tr>
+<tr><td>ριμμένην τώρα, και η ραφαίς λυθήκαν των λουριών της,—</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>επάνω τ' ώρμησαν οι δυο και απ' τα μαλλιά τον σύραν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μέσα, και χάμαι βρόντησαν τον κατατρομασμένον.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χέρια και πόδια του 'δεσαν αντάμ', αφού με τρόπον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σκληρόν τα οπισθογύρισαν, ως ο Λαερτιάδης </td><td align="right">190</td></tr>
+<tr><td>επρόσταξ' ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και, αφού σχοινί του πέρασαν, 'ς την κορυφή του στύλου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον ανεβάσαν υψηλά τα πατερά να εγγίξη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και του 'πες με περίγελον, ω Εύμαιε χοιροτρόφε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Τώρ', ως σου πρέπει, μαλακά, Μελάνθιε, πλαγιασμένος </td><td align="right">195</td></tr>
+<tr><td>θα ολονυκτήσης έξυπνος, και δεν θα σε ξαφνίση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ερχόμεν' η χρυσόθρονη του όρθρου θυγατέρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' ταις ροαίς του Ωκεανού, την ώρα 'που συ φέρνεις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα ερίφια μες τα δώματα να φάγουν οι μνηστήρες».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κείνον αφήκαν 'ς τα φρικτά δεσμά του τεντωμένον, </td><td align="right">200</td></tr>
+<tr><td>και αρματωθήκαν, έκλεισαν την στιλβωμένην θύρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ήλθαν 'ς τον πολυμήχανον ανδρείον Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτού με στήθος φλογερό στέκονταν, 'ς το κατώφλι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τέσσερες, και 'ς το μέγαρο πολλοί κ' εκείνοι άνδρείοι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η Αθήνη κόρη του Διός 'ς το πλάγι τους τότ' ήλθε, </td><td align="right">205</td></tr>
+<tr><td>εις το κορμί και 'ς την φωνή του Μέντορ' όλη ομοία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άμ' ο Οδυσσέας είδε την εχάρη και της είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Μέντορα, να μη λησμονής 'ς την φοβερήν ανάγκη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον φίλον ευεργέτη σου και τον ομήλικόν σου».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε και την πολεμάρχον θεάν είχε νοήσει. </td><td align="right">210</td></tr>
+<tr><td>και αλλούθε της εκραύγαζαν 'ς το μέγαρο οι μνηστήρες·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Αγέλαος την ωνείδισε, Δαμαστορίδης, πρώτος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Μέντορα, μη καταπεισθής 'ς τα λόγια του Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>βοηθός εκείνου πόλεμον να κάμης των μνηστήρων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι από τώρα η γνώμη μας το εξής αποφασίζει· </td><td align="right">215</td></tr>
+<tr><td>κείνους τους δύο, τον υιόν ομού και τον πατέρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αφού φονεύσουμε, και συ θα πέσης, όπως κείνα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που εδώ να πράξης βούλεσαι, πλερώσ' η κεφαλή σου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αφού σας αφαιρέσουμε την ζήσι με το ξίφος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όσ' έχεις μες το σπίτι σου και όσ' έξω, αυτά με κείνα </td><td align="right">220</td></tr>
+<tr><td>του Οδυσσέα θα ενωθούν και μες τα μέγαρά σου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν θέλει αφήσουμε να ζουν τ' αγόρια σου κ' η κόραις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ουδ' η γυνή σου να γυρνά 'ς την πόλι της Ιθάκης».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, και άναψεν η οργή της Αθηνάς ακόμη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και θυμωμένη ωνείδισε πικρά τον Οδυσσέα· </td><td align="right">225</td></tr>
+<tr><td>«Μ' άλλην ψυχή, μ' άλλην ανδρειά, σ' εγνώρισ', Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εννέα χρόνους άκοπα να πολεμάς τους Τρώαις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χάριν της θεογέννητης Ελένης λευκοχέρας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εις δειναίς μάχαις φόνευσες άνδραις πολλούς και ο νους σου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έρριξε την πλατύδρομην την πόλι του Πριάμου. </td><td align="right">230</td></tr>
+<tr><td>πώς τώρα, ενώ 'ς το σπίτι σου και 'ς τα καλά σου φθάνεις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πονεί σ' ανδρείος να δειχθής επάνω 'ς τους μνηστήραις;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>στάσου 'ς το πλάγι μου, ω καλέ, κ' έργον ιδέ, να μάθης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πώς ο Αλκιμίδης Μέντορας, 'ς εχθρούς πολλούς αντίκρυ,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είναι τα ευεργετήματα καλός ν' ανταποδώση». </td><td align="right">235</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε, και ακόμη προς αυτούς δεν έκλινε την νίκη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ήθελε 'ς την δοκιμήν η δύναμις και ανδρεία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Οδυσσέα να φανούν και του λαμπρού παιδιού του·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και 'ς του μεγάρου πέταξε την μαυροκαπνισμένη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σκέπη κ' εκάθισεν αυτού, με χελιδόνα ομοία. </td><td align="right">240</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και τους μνηστήραις κίνησε τότε ο Δαμαστορίδης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αγέλαος, ο Ευρύνομος, με τον Πολυκτορίδη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Πείσανδρον, ο Αμφιμέδοντας, ο Πόλυβος γενναίος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο Δημοπόλεμος· αυτοί πρωτεύαν 'ς την ανδρεία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτών, 'που ακόμη ζωντανοί να ζήσουν εμαχόνταν· </td><td align="right">245</td></tr>
+<tr><td>και τους λοιπούς θανάτωσαν το τόξο και τα βέλη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και 'ς όλους είπ' ο Αγέλαος· «Ω φίλοι, αυτός ο άνδρας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα χέρια τ' απλησίαστα 'ς ολίγο θα κρατήση·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του 'φυγεν ήδη ο Μέντορας, αφού μωρεπαινέθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και μόνον κείνοι απόμειναν 'ς της θύρας το κατώφλι· </td><td align="right">250</td></tr>
+<tr><td>όθεν μη ρίξετε όλοι ομού τα μακρυά κοντάρια·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οι έξι σεις κάμετε αρχήν, ίσως μας δώση ο Δίας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την δόξα να περάσουμε το στήθος του Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άμ' αυτός πέσ', οι επίλοιποι φροντίδα δεν μας δίδουν».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, και, ως παράγγειλε, μ' ορμήν όλοι ακοντίσαν </td><td align="right">255</td></tr>
+<tr><td>κ' η Αθηνά κατώρθωσε χαμέν' όλα να πέσουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άλλος τον στύλον κτύπησε του στερεού μεγάρου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άλλος την θύρα με πυκναίς σανίδαις αρμοσμένη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άλλου 'ς τον τοίχον έπεσε το φράξο χαλκοφόρο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άμ' όλοι κείνοι ξέφυγαν τ' ακόντια των μνηστήρων, </td><td align="right">260</td></tr>
+<tr><td>τους είπεν ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ω φίλοι, κ' εγώ θα 'λεγα κ' εμείς εις των μνηστήρων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το πλήθος ν' ακοντίσουμεν, αφού σιμά 'ς τα πρώτα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όσα μας έκαμαν κακά, διψούν να μας φονεύσουν».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά' πε, και όλοι ακόντισαν τα λογχοφόρ' ακόντια· </td><td align="right">265</td></tr>
+<tr><td>τότε τον Δημοπόλεμον εφόνευσ' ο Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον Ευρυάδην έστρωσε του Τηλεμάχου η λόγχη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον Έλατον ο Εύμαιος φόνευσε, και ο βουκόλος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον Πείσανδρο· και όλοι έπεσαν κ' εδάγκασαν το χώμα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότε οι μνηστήρες σύρθηκαν 'ς το βάθος του μεγάρου, </td><td align="right">270</td></tr>
+<tr><td>και ώρμησαν κείνοι κ' έβγαλαν απ' τους νεκρούς ταις λόγχαις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Πάλ' οι μνηστήρες έρριξαν τα λογχοφόρ' ακόντια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' η 'Αθηνά κατώρθωσε πολλά να βγουν χαμένα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άλλος τον στύλον κτύπησε του στερεού μεγάρου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άλλος την θύρα με πυκναίς σανίδαις αρμοσμένη, </td><td align="right">275</td></tr>
+<tr><td>και άλλου 'ς τον τοίχον έπεσε το φράξο χαλκοφόρο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η λόγχη του Αμφιμέδοντα ξυστά το χέρι επήρε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Τηλεμάχου, 'ς τον αρμό, και ακρόσχισε το δέρμα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' την ασπίδ' επάνωθε τον ώμο του Ευμαίου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χάραξε και χαμαί 'πεσεν η λόγχη του Κτησίππου. </td><td align="right">280</td></tr>
+<tr><td>και αυτοί με τον πολύβουλον ανδρείον Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ταις λόγχαις πάλι ακόντισαν 'ς το πλήθος των μνηστήρων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Οδυσσέας πορθητής τον Ευρυδάμαντ' ηύρε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ηύρε τον Αμφιμέδοντα του Τηλεμάχου η λόγχη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον Πόλυβον ο Εύμαιος, τον Κτήσιππο 'ς το στήθος </td><td align="right">285</td></tr>
+<tr><td>ηύρε ο βουκόλος, και σφικτά κατόπιν εκαυχήθη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Πολυθερσείδη εμπαικτικέ, με την μωρή σου γνώμη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να μην επαίρεσαι 'ς το εξής, αλλά τους αθανάτους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άφινε, ότ' είναι ανώτεροι πολύ, ν' αποφασίζουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ιδού, το πόδι οπ' έδωκες του θείου Οδυσσέα, </td><td align="right">290</td></tr>
+<tr><td>ότε 'ς το δώμα εζήτευεν, εγώ σου ανταποδίδω».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τούτα ο βουκόλος έλεγε· και πλήγωσ' ο Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εγγύθε τον Αγέλαο με μακρυό κοντάρι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κτύπησε τον Λεώκριτο του Τηλεμάχου η λόγχη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μες το λαγγόνι, και ο χαλκός 'ς το αντίκρυ βγήκε μέρος· </td><td align="right">295</td></tr>
+<tr><td>και με το μέτωπ' έπεσεν επίστομος 'ς το χώμα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την ανδροφθόρον έδειξεν αιγίδα τότ' η Αθήνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>από την σκέπην υψηλά· κ' εσπώμαξε η καρδιά τους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το μέγαρο σκορπίσθηκαν, ως τρέχουν αγελάδαις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όταν με κέντημα συχνό ταις συνταράσσ' η μύγα, </td><td align="right">300</td></tr>
+<tr><td>εις τον καιρό της άνοιξης, 'που 'ναι μεγάλ' η 'μέρα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και, ως χύνονται κυρτώνυχοι, κυρτόμυτοι, πετρίταις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>από τα όρη 'ς τα πουλιά, κ', ενώ τούτ' αποφεύγουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα νέφη, και όλα κρύβονται 'ς το σιάδι, τ' αφανίζουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άξαφνα εκείνοι, ώστε φυγή και αντίστασις δεν είναι· </td><td align="right">305</td></tr>
+<tr><td>και 'ς το κυνήγι οπού θωρούν οι άνδρες διασκεδάζουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όμοια 'ς το δώμα χύθηκαν εκείνοι 'ς τους μνηστήραις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εδώ κ' εκεί τους έκρουαν και αυτοί φρικτά βογγούσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως κρούονταν η κεφαλαίς, και ο πάτος έβραζ' αίμα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τότε ο Λειώδης πρόφθασε να πιάση του Οδυσσέα </td><td align="right">310</td></tr>
+<tr><td>τα γόνατα και ικέτευε με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Α! σ' εξορκίζω, σέβου με, λυπήσου με, Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άνομον έργον απ' εμέ δεν γνώρισε ουδέ λόγον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άκουσε 'ς το παλάτι σου των γυναικών καμμία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και απ' τ' άσχημ' έργα εμπόδιζα τους άλλους τους μνηστήραις, </td><td align="right">315</td></tr>
+<tr><td>αλλά 'ς εμέ δεν πείθονταν απ' τα κακά ν' απέχουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ιδού, κακοθανάτισαν απ' τ' ανομήματά των.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' είχαν ιερογνώστην τους, και όμως, αν κ' είμαι αθώος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εγώ θα πέσ', ώστε η καλαίς πράξες δεν έχουν χάρι».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος του απάντησε Οδυσσέας· </td><td align="right">320</td></tr>
+<tr><td>«Και αν ιερογνώστης ήσουν συ 'ς την μέση των μνηστήρων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>συχνά θα παρακάλεσες, θαρρώ, 'ς τα μέγαρά μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>της ποθητής μου επιστροφής η ώρα να μη φθάση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και απ' την γλυκειά γυναίκα μου συ τέκνα ν' αποκτήσης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όθεν τον πικρόν θάνατον δεν θα ξεφύγης τώρα». </td><td align="right">325</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε και ξίφος άρπαξε με το δεξί του χέρι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που το 'χε ρίξ' ο Αγέλαος, οπότ' εξεψυχούσε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χάμαι· μ' εκείνο του 'κοφτε το σνίχι μες την μέση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ενώ 'μιλούσε κύλησε 'ς το χώμα η κεφαλή του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Την μαύρη μοίρα ξέφυγεν ο αοιδός Τερπιάδης </td><td align="right">330</td></tr>
+<tr><td>Φήμιος, 'που βιαζόμενος τραγούδα των μνηστήρων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την αντιθύραν έμενε με την γλυκειά κιθάρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ς' το χέρι του, κ' εδίσταζεν, αν θα 'βγη από το δώμα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όπως καθίση 'ς τον βωμόν καλόκτιστον του ερκείου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μεγαλοδύναμου Διός, 'ς εκείνον, οπού έκαψαν </td><td align="right">335</td></tr>
+<tr><td>βωδιών μερία πάμπολλα Λαέρτης και Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή έξαφνα 'ς τα γόνατα να πέση του Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τούτο συμφερώτερον ευρήκε τότε ο νους του·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως ικέτης τα γόνατα να πιάση του Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τωόντι χάμαι απόθεσε την βαθουλήν κιθάρα </td><td align="right">340</td></tr>
+<tr><td>σιμά 'ς τ' ασημοκάρφωτο θρονί και 'ς τον κρατήρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εχύθη και τα γόνατα να πιάση του Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>επρόφτασε και ικέτευε με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Αχ! σ' εξορκίζω σέβου με, λυπήσου με, Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θλίψι και συ θέλει αισθανθής κατόπι, αν με φονεύσης </td><td align="right">345</td></tr>
+<tr><td>τον αοιδόν, 'που των θεών και των ανθρώπων ψάλλω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' είμαι αυτοδίδακτος εγώ και μύρια 'ς την καρδιά μου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άσματα εγέννησε ο θεός· θαρρώ 'που εμπρός σου ψάλλω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως εις θεόν μη θέλης συ να μ' αποκεφαλίσης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα είπη και ο Τηλέμαχος, ο ποθητός υιός σου, </td><td align="right">350</td></tr>
+<tr><td>πως άθελα το δώμα σου, χωρίς τι να ζητήσω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εσύχναζα να τραγουδώ 'ς τους δείπνους των μνηστήρων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι πολλοί και δυνατοί μ' ανάγκαζαν εκείνοι».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε' τον άκουσ' η ιερή του Τηλεμάχου ανδρεία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και παρευθύς προσφώνησεν εγγύθε τον πατέρα· </td><td align="right">355</td></tr>
+<tr><td>«Κρατήσου, μη με το σπαθί τον άπταιστον πληγώσης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον κήρυκα τον Μέδοντα θα σώσουμεν ακόμη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπού μ' επρόσεχε παιδί 'ς το σπίτι μας μ' αγάπη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εξ' αν αυτόν ο Εύμαιος εφόνευσ' ή ο βουκόλος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή αν, όταν τρικύμιζες 'ς το δώμ', εμπρός σου ευρέθη». </td><td align="right">360</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο συνετός ο κήρυκας τον άκουσε, κρυμμένος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως ήταν κάτω από θρονί, κ' εσκέπαζε το σώμα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με νέο δέρμα βώδινο, τον χάρο ν' αποφύγη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πετάχθηκ' έξω απ' το θρονί, και το τομάρι εγδύθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Τηλεμάχου πρόφθασε τα γόνατα να πιάση, </td><td align="right">365</td></tr>
+<tr><td>και κείνον προσικέτευσε με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ιδού με, ω φίλε· στάσου εσύ κ' ειπέ και του πατρός σου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την περισσή του δύναμι μήπως κ' εμέ πληγώση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>από χολή 'ς τους βδελυρούς μνηστήραις, 'που αφανίζαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα υπάρχοντά του, και οι μωροί σέν' εκαταφρονούσαν». </td><td align="right">370</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Εις τούτο χαμογέλασε και του 'πεν ο Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Θάρρεψε, τούτος σ' έσωσε, και σ' έχει προφυλάξει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ώστε η ψυχή σου να αισθανθή, και ειπής εις άλλον, πόσο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>της κακουργίας άμετρα προέχ' η αγαθουργία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>συ τώρα και ο πολύψαλμος αοιδός έξω να βγήτε, </td><td align="right">375</td></tr>
+<tr><td>και 'ς την αυλή καθίσετε μακράν από τους φόνους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως να ενεργήσω τώρα εδώ 'ς το δώμ' ό,τ' είναι χρεία».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε, και από το μέγαρον εκείνοι ευθύς εβγήκαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του μεγαδύναμου Διός προς τον βωμόν καθίσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκύτταζαν ολόγυρα και φόνον περιμέναν. </td><td align="right">380</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τότ' ο Οδυσσέας κύτταζε 'ς το δώμα του αν κανένας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'κρύβετο ακόμη ζωντανός από την μαύρη μοίρα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όλους τους είδε κατά γης αιματοκυλισμένους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πλήθος μεγάλ', ωσάν ψαριών σωρός, οπ' οι ψαράδες</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>από την λευκή θάλασσα 'ς την κολπωμένην άκρη </td><td align="right">385</td></tr>
+<tr><td>σύραν με δίκτυ ολότρυπο· και αυτά σωρός χυμένα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την άμμον όλα επιποθούν το κύμα του πελάγου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και την πνοήν ο ήλιος τους παίρνει ο φωτοβόλος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όμοια σωρός εκείτονταν 'ς τα χώματα οι μνηστήρες.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του τέκνου του ο πολύγνωμος τότ' είπεν Οδυσσέας </td><td align="right">390</td></tr>
+<tr><td>«Κάλεσε την Ευρύκλειαν, υιέ μου, την βυζάστρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όπως εκείνης είπω εγώ κείν' οπ' ο νους μου θέλει».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Υπάκουσε ο Τηλέμαχος του ποθητού πατρός του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και, αφού την θύρα κίνησε, της Ευρυκλείας είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Σήκω, έλα δω, γερόντισσα, συ 'που των δούλων όλων, </td><td align="right">395</td></tr>
+<tr><td>των γυναικών, 'ς σπίτι μας έφορος είσαι αρχαία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έλα, σένα ο πατέρας μου καλεί να σου ομιλήση».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά π' κείνος, και άπτερος 'ς αυτήν ειπώθη ο λόγος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και, αφού την θύραν άνοιξε των υψηλών μεγάρων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κίνησε 'ς τον Τηλέμαχον κατόπι, και 'ς την μέση </td><td align="right">400</td></tr>
+<tr><td>των σκοτωμένων των νεκρών ηύρε τον Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κατάμαυρον απ' αίματα και σκόνην, ως λεοντάρι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπού βαδίζει, ως χόρτασεν απ' αυλισμένον ταύρο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το στήθος όλο και τα δυο σαγόνια στάζουν αίμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και προχωρεί τρομακτικός 'ς την όψι· τότε ομοίως </td><td align="right">405</td></tr>
+<tr><td>πατόκορφα κατάμαυρος εφαίνετ' ο Οδυσσέας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως είδε η γραία τους νεκρούς και το περίσσιον αίμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χαράς αρχίν' αλαλαγμό, 'ς το θαύμα οπ' είχ' εμπρός της,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ευθύς την εκράτησε κ' εμπόδισ' ο Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και κείνην επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα· </td><td align="right">410</td></tr>
+<tr><td>«Ω γραία, χαίρου μέσα σου· σιγά, μην αλαλάζης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ασεβής ο καυχώμενος 'ς ανθρώπους σκοτωμένους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μοίρα θεών τους σύντριψε και τ' άνομά τους έργα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι κανέναν των θνητών ανθρώπων δεν σεβόνταν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όποιος και αν τους πλησίαζε, μικρός ήταν ή μέγας· </td><td align="right">415</td></tr>
+<tr><td>και ιδού, κακοθανάτισαν απ' τ' ασεβήματά των.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ταις κόραις τώρα του σπιτιού συ θα μου φανερώσης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυταίς 'που με καταφρονούν, και όσαις δεν έχουν κρίμα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Η Ευρύκλεια τότε απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Μ' αλήθειαν όλα, τέκνο μου, θε να σου φανερώσω· </td><td align="right">420</td></tr>
+<tr><td>πενήντα μες το σπίτι σου γυναίκαις έχεις δούλαις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα έργα ταις διδάξαμε, και το μαλλί να ξαίνουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και κάθε κόπον δουλικόν με υπομονή να στέργουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δώδεκα έπεσαν απ' αυταίς εις την αναισχυντία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εμέ δεν σέβονται ποσώς ή καν την Πηνελόπη. </td><td align="right">425</td></tr>
+<tr><td>και μόλις τώρα ανδρώθηκεν ο υιός σου, κ' η μητέρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ακόμα δεν τον άφινε ταις δούλαις να προστάζη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά 'ς τ' ανώγ' υπέρλαμπρο θ' αναίβω, να γνωρίση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όλα η γυνή σου, οπού θεός την βύθισε 'ς τον ύπνο».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησ' Οδυσσέας· </td><td align="right">430</td></tr>
+<tr><td>«Ακόμη να μη την ξυπνάς· συ κάλεσ' εδώ τώρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ταις κόραις, 'που τόσ' άπρεπα 'ς το σπίτι μου ενεργούσαν».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, και το μέγαρον εδιάβηκεν η γραία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να παραγγείλη γρήγορα 'ς ταις κόραις εκεί να 'λθουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείνος τον Τηλέμαχον και ομού τον χοιροτρόφον </td><td align="right">435</td></tr>
+<tr><td>και τον βουκόλον κάλεσε σιμά του και τους είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Τώρα να παίρνουν τους νεκρούς προστάξετε ταις κόραις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κατόπι τα περίλαμπρα θρονιά και τα τραπέζια</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με νερό και μ' ολότρυπα σφογγάρι' ας καθαρίσουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και, άμ' όλο τακτοποιηθή το δώμα εις κάθε μέρος, </td><td align="right">440</td></tr>
+<tr><td>σύρετε από το μέγαρο ταις κόραις εις την μέση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που τον λαμπρόν αυλόγυρον χωρίζει από τον θόλο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκεί θα ταις κτυπήσετε μ' ακονισμένα ξίφη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως η ζωή τους να σβυσθή και ν' απολησμονήσουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους έρωταις οπού κρυφά με τους μνηστήραις είχαν». </td><td align="right">445</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, και όλαις έφθασαν ομάδι τότε η κόραις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' ελεεινό παράπονο, με δάκρυα πυρωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των πεθαμένων τα κορμιά πρώτ' έφερναν και κάτω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς της καλοτείχιστης αυλής την αίθουσα τα βάζαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Το’ να με τάλλο σύνεγγυς· ταις έβιαζ' ο Οδυσσέας, </td><td align="right">450</td></tr>
+<tr><td>και κείναις αναγκαστικά τους πεθαμένους φέρναν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κατόπι τα περίλαμπρα θρονιά και τα τραπέζια</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με νερό και μ' ολότρυπα σφογγάρια καθαρίσαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οι τρεις τότε, Τηλέμαχος, Εύμαιος και βουκόλος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με ξύστραις όλον έτριβαν του τεχνικού μεγάρου </td><td align="right">455</td></tr>
+<tr><td>το πάτωμα· κ' έξ' έπαιρναν κ' ερρίχναν η γυναίκες.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άμ' όλο τακτοποίησαν το δώμα εις κάθε μέρος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ταις κόραις απ' το μέγαρον εσύραν εις την μέση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που τον λαμπρόν αυλόγυρον χωρίζει από τον θόλο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκεί ταις στενοχώρησαν, όθε φυγή δεν είχαν. </td><td align="right">460</td></tr>
+<tr><td>και ο φρόνιμος Τηλέμαχος τότε 'ς τους άλλους είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Δεν θέλω εγώ με θάνατον αγνόν να ξεψυχήσουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυταίς, 'που καταράσθηκαν συχνά την κεφαλήν μου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και της μητρός μου, κ' έσμιγαν κρυφά με τους μνηστήραις».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε κ' έδεσε σχοινί μελανοπλώρου πλοίου </td><td align="right">465</td></tr>
+<tr><td>'ς τον θόλο γύρω τεντωτόν από τον μέγαν στύλο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις ύψος 'που τα πόδια των 'ς την γη να μην εγγίζουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως κίχλαις ή περιστεραίς, οπού 'ς το βρόχι πέφτουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>στημένο 'ς τα χαμόκλαδα, και, προς το σκήνωμά των</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ενώ κινούν, ελεεινό ταις δέχεται κρεββάτι, </td><td align="right">470</td></tr>
+<tr><td>ομοίως είχαν 'ς την σειρά ταις κεφαλαίς η κόραις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τους λαιμούς των με θηλειαίς, φρικτά να ξεψυχήσουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ώραν ολίγη σπάραξαν ταις φτέρναις των κ' επαύσαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και 'ς της αυλής το πρόθυρο τον Μελανθέα σύραν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτιά και μύτη του 'κοφταν μ' αλύπητο μαχαίρι, </td><td align="right">475</td></tr>
+<tr><td>και τα κρυφά του ανάσπαστα δώσαν ωμά των σκύλων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και μανισμένοι χέρια και σκέλη του συντρίβαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τα χέρια και τα πόδια κατόπιν αφού νιφθήκαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον Οδυσσέα γύρισαν και όλ' ήσαν τελειωμένα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότ' είπ' εκείνος της καλής βυζάστρας Ευρυκλείας· </td><td align="right">480</td></tr>
+<tr><td>«Θειάφην, ιάμα των κακών, και πυρ φέρε μου, γραία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το δώμα να θειαφίσω εγώ· και συ την Πηνελόπη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κάλεσε, και η θεράπαιναις να την ακολουθήσουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όλαις ταις δούλαις του σπιτιού κίνησ' εδώ να φθάσουν».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Η Ευρύκλεια του απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα· </td><td align="right">485</td></tr>
+<tr><td>«Παιδί μου, ο λόγος σου είν' ορθός και λάθος δεν ευρίσκω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' άφες να σου φέρω εγώ χιτώνα και χλαμύδα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα 'χες κατάκρισιν πολλήν οι ώμοι σου οι γενναίοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κείνα τα ράκη να φορούν 'ς τα μέγαρα σου ακόμη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· </td><td align="right">490</td></tr>
+<tr><td>«Από το πυρ πρώτα έχω εγώ 'ς τα μέγαρά μου χρεία».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Η Ευρύκλεια τον άκουσε η αγαπητή βυζάστρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και θειάφη και πυρ έφερε· τότε το μέγαρ' όλο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το δώμα ομού και την αυλήν εθειάφισ' ο Οδυσσέας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και κείνη από τα υπέρλαμπρα δώματα του Οδυσσέα </td><td align="right">495</td></tr>
+<tr><td>βγήκε να ειπή των γυναικών ογλήγορα να φθάσουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυταίς από το μέγαρον πρόβαλαν φως βαστώντας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον Οδυσσέα χύθηκαν, τον γλυκοχαιρετούσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και με χαραίς 'ς την κεφαλή, 'ς τους ώμους, τον εφίλουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όλαις τα χέρια του 'σφιγγαν πόθον γλυκό αισθάνθη </td><td align="right">500</td></tr>
+<tr><td>να κλαίη και ταις γνώρισεν εις την καρδιά του εκείνος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td><b>Ραψωδία Ψ</b></td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Χαρά γεμάτη ανέβηκε 'ς τ' ανώγια τότε η γραία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να είπη της βασίλισσας ότ' ήλθε ο ποθητός της·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αν κ' εις τα γόνατ' είχε ορμή, τα πόδια της τρεκλίζαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την κεφαλή της στάθηκεν επάνω και της είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Εγείρου, Πηνελόπη μου, παιδί μου, ν' απαντήσουν </td><td align="right"> 5</td></tr>
+<tr><td>τα μάτια σ' ό,τι ολοκαιρίς επόθησε η καρδιά σου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήλθ' ο Οδυσσέας, αν και αργά, 'ς το σπίτι του έχει φθάσει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τους αυθάδεις φόνευσε μνηστήραις, οπού φθείραν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το σπίτι, την ουσία του, και το παιδί του υβρίζαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνην αποκρίθη· </td><td align="right">10</td></tr>
+<tr><td>«Αχ! οι θεοί σ' εμώραναν, βυζάστρ' αγαπημένη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που και απ' τον γνωστικώτερον την γνώσι ν' αφαιρέσουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δύνανται αυτοί, και νόησι να δώσουν του ανοήτου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τώρα κείνοι εσάλευσαν και σε, 'που φρόνιμ' ήσουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τι μ' αναπαίζεις άσπλαχνα, την καταπικραμένην, </td><td align="right">15</td></tr>
+<tr><td>με λόγια ξένα, κ' έξαφνα σηκόνεις μ' απ' τον ύπνον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπ' έδεσε κ' εσκέπασε γλυκά τα βλέφαρά μου;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ύπνον δεν πήρ' ωσάν αυτόν, απ' ότ' ο Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την Κακοΐλιον πέρασε την τρισκαταραμένην.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά καταίβα τώρ' ευθύς 'ς το μέγαρον, όθ' ήλθες, </td><td align="right">20</td></tr>
+<tr><td>ότι από ταις θεράπαιναις, οπ' έχω, αν άλλη ερχόνταν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να μου ειπή τούτα, κ' έξαφνα μ' εσήκονε απ' τον ύπνο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με σκληρόν τρόπο θα 'καμνα να φύγη απ' έμπροσθέν μου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα μέγαρο· και τώρα συ 'ς το γήρας χάριν έχε».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Η Ευρύκλεια της απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα· </td><td align="right">25</td></tr>
+<tr><td>«Δεν σ' αναπαίζω εγώ σκληρά, παιδί μου, αλλά τωόντι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήλθ' ο Οδυσσέας, έφθασε 'ς το σπίτι του, ως σου λέγω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κείνος ο ξένος οπ' εδώ καταφρονούσαν όλοι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον ήξευρε ο Τηλέμαχος πολύν καιρόν ότ' ήλθε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά με γνώσιν έκρυβε ταις γνώμαις του πατρός του, </td><td align="right">30</td></tr>
+<tr><td>ως 'που να πάρη εκδίκησι των αυθαδών μνηστήρων».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε· και αυτή περίχαρη πετάχθη από την κλίνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την γραία σφικταγκάλιασε, και από τα βλέφαρά της</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έρριξε δάκρυ κ' είπε αυτής με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Έλα, βυζάστρα μου καλή, φανέρωσέ μου τώρα, </td><td align="right">35</td></tr>
+<tr><td>αν έφθασεν αληθινά 'ς το σπίτι του, ως μου λέγεις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πώς τους αισχρούς κατώρθωσε μνηστήραις να κτυπήση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μόνος, και κείνοι πάντοτε μέσ' ήσαν ενωμένοι».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Η Ευρύκλεια της απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Δεν είδα εγώ, δεν έμαθα· το βόγγημά των μόνον </td><td align="right">40</td></tr>
+<tr><td>άκουσα ως εφονεύονταν 'ς τα βάθη των θαλάμων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κατάκλεισταις, περίφοβαις, καθόμασθε η γυναίκες,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως ότου από το μέγαρο μ' εκάλεσεν ο υιός σου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εστάλη απ' τον πατέρα του να με καλέση εκείνος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ορθόν 'ς την μέση των νεκρών των σκοτωμένων ηύρα </td><td align="right">45</td></tr>
+<tr><td>τον Οδυσσέα· γύρω του 'ς τον πάτο ξαπλωμένοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κείτονταν κείνοι επανωτοί· και θα τον εχαιρόσουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να τον ιδής, ως λέοντα, κατάμαυρον 'ς το αίμα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τώρα 'ς την θύρα της αυλής σωρός είν' όλοι εκείνοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτός λαμπρό πυρ άναψε και όλο το δώμα ωραίο </td><td align="right">50</td></tr>
+<tr><td>θειαφίζει· και τώρ' έστειλεν εμέ να σε καλέσω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ακολούθησέ μ' ευθύς, να μην αργήτε, οι δύο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αφού τόσο στενάξετε, να λάβετε' ευφροσύνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο πόθος κείνος ο μακρύς το τέλος ηύρε πλέον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτός εις την εστία του ζωντανός ήλθε κ' ηύρε </td><td align="right">55</td></tr>
+<tr><td>ζωντανήν σε και το παιδί· και τους μνηστήραις όλους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που τόσο τον αδίκησαν, 'ς το σπίτι του εκδικήθη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνην απαντούσε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Μη χαίρεσαι, βυζάστρα μου, μη καυχηθής ακόμη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γνωρίζεις πόσον ασπαστός 'ς το σπίτι του θα ερχόνταν </td><td align="right">60</td></tr>
+<tr><td>κείνος εις όλους κ' έξοχα 'ς εμέ και 'ς το παιδί μας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά δεν είναι αληθινά τούτ', όσα τώρα λέγεις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κάποιος θεός θα φόνευσε τους θαυμαστούς μνηστήραις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που 'ς την σκληράν αυθάδεια, και 'ς τ' άνομ' έργα, ωργίσθη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι κανέναν των θνητών ανθρώπων δεν σεβόνταν, </td><td align="right">65</td></tr>
+<tr><td>όποιος και αν τους πλησίαζε, μικρός ήταν ή μέγας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όθεν κ' επάθαν οι ασεβείς· αλλ' ο Οδυσσέας πέρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μακράν της γης Αχαϊκής απέθανε 'ς τα ξένα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Η Ευρύκλεια της απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ποιος λόγος, τέκνο, σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα! </td><td align="right">70</td></tr>
+<tr><td>ενώ μέσ' είν' ο άνδρας σου, 'ς το πλάγι της γωνίστρας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άπιστη λέγεις ότι πλειά δεν θα 'λθη 'ς την πατρίδα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά σημάδι φανερόν άλλο απ' εμέ ν' ακούσης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το λάβωμ' οπού του 'καμε με λευκό δόντι χοίρος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως το 'πλυνα το γνώρισα και να σ' ειδοποιήσω </td><td align="right">75</td></tr>
+<tr><td>ήθελ', αλλά τα χέρια του μου απόφραξαν το στόμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ώστε να ειπώ δεν μ' άφινεν, ο μέγας εις την γνώσι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ακολούθα· την ζωή συ λάβε μου αρραβώνα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν σ' απατήσω, εις θάνατον φρικτόν παράδοσέ με».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνην αποκρίθη· </td><td align="right">80</td></tr>
+<tr><td>«Βυζάστρα μου, είναι δύσκολον, αν και πολλά γνωρίζεις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να πιάση ο νους σου ταις βουλαίς θεών των αιωνίων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' όμως ας πηγαίνουμε κει, 'που 'ναι το παιδί μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και των μνηστήρων τους νεκρούς να ιδώ και τον φονέα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ως είπε αυτά, κατέβαινε κ' εδίσταζ' αν μακρόθεν </td><td align="right">85</td></tr>
+<tr><td>τον άνδρα της τον ποθητόν θα εξέταζ' ή σιμά του</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα 'μενε και την κεφαλή, τα χέρια, θα του εφίλει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εισήλθε και, αφού πέρασε το πέτρινο κατώφλι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σιμά 'ς τον τοίχον κάθισεν αντίκρυ του Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>προς την φωτιά^ και αυτός σιμά 'ς τον στύλον καθισμένος </td><td align="right">90</td></tr>
+<tr><td>χάμ' έβλεπε και ανέμενε πότε θα του ομιλήση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εμπρός της ως τον έβλεπεν, η ασύγκριτη συμβία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κείνη πολληώρα σώπαινε και ο νους της απορούσε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πότε κατά πρόσωπον τον βλέπαν οι οφθαλμοί της,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πότε δεν τον γνώριζε 'ς τα ράκη οπού φορούσε. </td><td align="right">95</td></tr>
+<tr><td>πικρά τότε ο Τηλέμαχος ωνείδισέ την κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Μητέρα, γυνή μ' άσπλαχνη ψυχή, κακομητέρα!</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ξένη από τον πατέρα μου πώς μένεις, πώς σιμά του</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν κάθεσαι, να του ομιλής και να τον εξετάζης;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ποι' άλλη γυνή θα 'μενε με τόσην απονία </td><td align="right">100</td></tr>
+<tr><td>ανάμερ' απ' τον άνδρα της, 'που, αφού πολλά' χει πάθει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον χρόνον θα 'φθανε εικοστόν 'ς την γην την πατρική του;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' έχεις στερεώτερην του λίθου εσύ καρδίαν».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Παιδί μ', εις τόσην έπεσε το πνεύμα μου απορίαν, </td><td align="right">105</td></tr>
+<tr><td>ώστε ομιλία προς αυτόν ή ερώτησι να κάμω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν δύναμ', ή το πρόσωπον εκείνου ν' αντικρύσω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αν ο Οδυσσέας είναι και 'ς το σπίτι του έχει φθάσει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να γνωρισθούμ' είν' άσφαλτος ο τρόπος μεταξύ μας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κρυμμένα εις άλλους έχουμε 'ς εμάς γνωστά σημεία». </td><td align="right">110</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε· χαμογέλασεν ο θείος Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' είπε προς τον Τηλέμαχον με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Άφησε την μητέρα σου να δοκιμάζη εμένα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το σπίτι μου· και ογλήγορα θα ιδή και θα γνωρίση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τώρ', ως με βλέπει ρυπαρόν και κακοενδεδυμένον, </td><td align="right">115</td></tr>
+<tr><td>καταφρονεί με, δεν θαρρεί τωόντι ότ' είμ' εκείνος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τώρα, πώς θα ευοδωθούν τα πράγματ', ας σκεφθούμε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι αν κανείς εντόπιον φονεύση κ' έναν μόνον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και φίλους δεν έχει πολλούς κατόπι να τον σώσουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>φεύγει από την πατρίδα του και από τους συγγενείς του· </td><td align="right">120</td></tr>
+<tr><td>κ' εμείς της χώρας την ζωή, τ' αγόρια της Ιθάκης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα πρώτα τα εξωλοθρεύσαμε^ συ τούτο σκέψου τώρα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ο ίδιος τούτα εξέταζε, πατέρ' αγαπημένε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως λέγουν ότ' η γνώσι σου 'ς τον κόσμον είναι η πρώτη, </td><td align="right">125</td></tr>
+<tr><td>ώστε προς σε δεν δύναται κανείς ν' αντιπαλαίση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θερμοί θ' ακολουθήσουμεν εμείς· και συ δεν θαύρης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ελπίζω, ανδρείας έλλειψιν, όσ' είναι η δύναμίς μας».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Κ' εγώ θα είπ' ό,τι καλό μου φαίνεται να γείνη. </td><td align="right">130</td></tr>
+<tr><td>λουσθήτε πρώτα και λαμπρούς φορέσετε χιτώναις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και η κόραις εις τα μέγαρα να στολισθούν και κείναις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κατόπι ο θείος αοιδός με την γλυκειά κιθάρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τον φιλόγελον χορόν ας μας εμβάση πρώτος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ώστε ότι γάμος γίνεται να λέγουν όσοι ακούσουν, </td><td align="right">135</td></tr>
+<tr><td>ή διαβάταις 'που περνούν ή γείτονες τριγύρω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όπως 'ς την πόλιν η βοή του φόνου των μνηστήρων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μην απλωθή πριν φθάσουμε εμείς εις τον αγρόν μας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έξω τον πολυφύτευτον και αυτού θέλει σκεφθούμε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ό,τι καλόν εφεύρημα 'ς τον νου μας βάλη ο Δίας». </td><td align="right">140</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε, και κείν' υπάκουσαν και, αφού λουσθήκαν πρώτα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χιτώναις φόρεσαν αυτοί κ' ενδύθηκαν και η κόραις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>επήρ' ο θείος αοιδός την βαθουλήν κιθάρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και 'ς την καρδιά τους γέννησε γλυκειάν επιθυμία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>προς τον εξαίσιον χορόν και το τερπνό τραγούδι. </td><td align="right">145</td></tr>
+<tr><td>και από το κρούσμα των ποδιών το μέγα δώμα εβρόντα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οι νέοι και η καλόζωναις γυναίκες ως χορεύαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και κάποιος είπ', ως άκουσεν απ' έξω από το δώμα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Κάποιος την πολυμνήστευτη βασίλισσα νυμφεύθη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αχ! δεν εβάσταξε η κακή 'ς του πρώτου ανδρός να μείνη </td><td align="right">150</td></tr>
+<tr><td>το μέγα δώμ', ασάλευτα και όσο να φθάση εκείνος».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτά' λεγαν, και ως έγειναν τα πράγματ', αγνοούσαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Ωστόσον εις το σπίτι του τον μέγαν Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έλουσε και άλειψε η καλή κελλάρισσα Ευρυνόμη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και φόρεμα τον ένδυσεν ωραίον και χιτώνα· </td><td align="right">155</td></tr>
+<tr><td>αλλ' η Αθηνά του λάμπρυνε το σώμα, να φαντάζη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τρανώτερος, παχύτερος, και από την κεφαλή του</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σγουρήν την κόμην έσυρε 'πώμοιαζε ανθούς του κρίνου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και, ως όταν εις τον άργυρον χρυσάφι περιχύνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τεχνίτης, οπ' ο Ήφαιστος κ' η Αθήν' έχουν διδάξει </td><td align="right">160</td></tr>
+<tr><td>μ' εντέλεια να φιλοτεχνή χαριτωμένα έργα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όμοια και αυτού 'ς την κεφαλή, 'ς το σώμ', έχυσε χάρι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και 'ς την μορφήν ωσάν θεός εβγήκε απ' τον λουτήρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εγύρισεν εις το θρονί 'που 'χε καθίσει πρώτα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>της γυναικός του απέναντι, και προς εκείνην είπε· </td><td align="right">165</td></tr>
+<tr><td>«Ω τρομερή, 'που σού 'πλασαν, 'ς των θηλυκών το γένος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την απονώτερην ψυχήν οι κάτοικοι του Ολύμπου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ποι' άλλη γυνή θα 'μενε με ασύντριφτην καρδίαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ανάμερ' απ' τον άνδρα της, 'που, αφού πολλά 'χει πάθει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον χρόνον θα 'φθανε εικοστόν 'ς την γη την πατρική του; </td><td align="right">170</td></tr>
+<tr><td>αλλ' έλα, κλίνην στρώσε μου, βυζάστρα, να πλαγιάσω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και μόνος· ότι σίδερον έχει 'ς τα σπλάνα εκείνη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Τρομερέ, δεν επαίρομαι, και δεν καταφρονώ σε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ούτε ξενίζομαι πολύ· καλά σε ξεύρ' ως ήσουν, </td><td align="right">175</td></tr>
+<tr><td>καράβι ότε μακρύκουπο σε πήρε απ' την Ιθάκη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' έξω από τον θάλαμο, βυζάστρα, να του στρώσης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την στερεωμένη κλίνη του, 'που 'χε ποιήσει εκείνος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έξω αφού μεταφέρετε την στερεωμένην κλίνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>προβειαίς, παπλώματα λαμπρά, και χλαίναις, να μη λείψουν». </td><td align="right">180</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε δοκιμάζοντας τον άνδρα της, και κείνος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>της συνετής του γυναικός με θλίψιν αποκρίθη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Τώρ' είπες λόγον, ω γυνή, 'που την καρδιά μου σχίζει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την κλίνη ποιος μου 'φερε αλλού; δύσκολο και τεχνίτης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καλός θα το κατώρθονε· μόνον θεός αν έλθη </td><td align="right">185</td></tr>
+<tr><td>ακόπως θα την έπαιρνεν, αν θέλη, 'ς άλλο μέρος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά θνητός δεν την κινεί, και αν άνδρας είναι νέος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>επειδή μέγα ευρίσκεται 'ς την εργασμένην κλίνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θαύμα· κ' εγώ το μόρφωσα με τέχνη, κανείς άλλος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μες την αυλήν ήταν φυτό μακρόφυλλης ελαίας, </td><td align="right">190</td></tr>
+<tr><td>ολόχλωρ', ολοφούντωτο, και στύλου πάχος είχε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ολόγυρά της θάλαμον εσήκωσα κτισμένον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με πυκνούς λίθους, κ' έθεσα σκέπην επάν' ωραίαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πρόσθεσα και θυρόφυλλα καλά συναρμοσμένα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και, αφού την κόμην έκοψα της φουντωτής ελαίας, </td><td align="right">195</td></tr>
+<tr><td>με τέχνην τον γυμνόν κορμόν σκεπάρνισ' απ' την ρίζα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έπλασ' αυτόν κλινόποδα με στάφνην ισιασμένον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τρύπαις τόρνευσα παντού· και αυτούθ' εγώ την κλίνην</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άρχισα και την μόρφωσα μ' εντέλειαν, ως 'που βγήκε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όλη ελεφαντοκόλλητη και αργυροχρυσωμένη· </td><td align="right">200</td></tr>
+<tr><td>και ταύρου μέσα ετάνυσα λουρί πορφυρωμένο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ιδού, σου εφανέρωσα το γνώρισμα και αν μένει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η κλίνη μ' άσειστη, ω γυνή, δεν ξεύρω, ή της ελαίας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον πόδ' αν κάποιος έκοψε και αλλού την έχει φέρει».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε, και αυτής τα γόνατα κοπήκαν κ' η καρδία, </td><td align="right">205</td></tr>
+<tr><td>άμα της είπε ασάλευτα γνωρίσματ' ο Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έκλαψεν, έδραμε 'ς αυτόν, κ' έρριξε ταις αγκάλαις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον τράχηλόν του, εφίλησε την κεφαλή του κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Μη, Οδυσσέα, μ' οργισθής, συ των θνητών ο πρώτος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις κάθε σκέψιν· οι θεοί κακά μας εμοιράναν· </td><td align="right">210</td></tr>
+<tr><td>οι φθονεροί δεν θέλησαν την νειότη να χαρούμε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αχώριστοι, ως να φθάσουμε 'ς του γήρατος την θύρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τώρα μη μου χολεύεσαι, 'ς εμέ να μη θυμώσης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι άμα σ' είδα ταις χαραίς δεν σώκαμ', όπως τώρα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ξεύρεις, 'ς τα στήθη πάντοτε μου τρόμαζε η καρδία </td><td align="right">215</td></tr>
+<tr><td>μήπως κανένας των θνητών με λόγια μ' απατήση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι πολλοί σοφίσματα κακόβουλα οργανίζουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ουδ' η Ελέν' η Άργισσα, του Δία θυγατέρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήθελε πέσει ερωτικά 'ς ανθρώπου ξένου αγκάλαις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν γνώριζ' ότι τ' άφοβα των Αχαιών αγόρια </td><td align="right">220</td></tr>
+<tr><td>οπίσω θα την έπαιρναν εις την γλυκειά πατρίδα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τ' αχρείον έργον άσφαλτα θεός την έχει σπρώξει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και δεν προείδε το κακόν ο νους της τυφλωμένος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το φοβερό, 'που βύθισε κ' εμάς 'ς την λύπη πρώτο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τώρ', όλ' αφού μου ανάφερες τα καθαρά σημεία </td><td align="right">225</td></tr>
+<tr><td>της κλίνης μας, οπού θνητός άλλος ποτέ δεν είδε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή συ κ' εγώ κ' η μοναχή θεράπαιν' Ακτορίδα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπού ο πατέρας μώδιδεν ότε για δω κινούσα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και του θαλάμου στερεού μας φύλαγε την θύρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έπεισες την καρδία μου, πολύ σκληρή και αν είναι». </td><td align="right">230</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, και γλυκύτερα τα δάκρυα του αναβρύζαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ενώ 'χε την αγαπητή και φρόνιμη συμβία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' όση χαρά την γη θωρούν αυτοί 'που κολυμβούσι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αφού 'ς του ανέμου την ορμή και των χοντρών κυμάτων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους σύντριψε το δυνατό καράβι ο Ποσειδώνας, </td><td align="right">235</td></tr>
+<tr><td>και απ' την αφράτη θάλασσα 'ς την άκρη κολυμβώντας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>βγαίνουν ολίγοι, και πυκνή κολλά 'ς τα σώματ' άρμη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όλοι χαρά την γη πατούν, ως έφυγαν το χάρο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με τόσην έβλεπε χαρά τον άνδρα της εκείνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και 'ς τον λαιμόν του κρέμονταν με τα λευκά της χέρια. </td><td align="right">240</td></tr>
+<tr><td>κ' η ροδοδάκτυλη Ηώ θαύρισκε αυτούς να κλαίουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν άλλο δεν σοφίζονταν η γλαυκομμάτ' Αθήνη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το τέρμα της εκράτησε την νύκτα, να μακρύνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και την χρυσόθρονην Ηώ 'ς τ' Ωκεανού το χείλος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τα γοργά πουλάρια της, Φαέθοντα και Λάμπον, </td><td align="right">245</td></tr>
+<tr><td>'που των θνητών φέρουν το φως, δεν άφησε να ζέψη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τότ' είπε ο πολύγνωμος 'ς εκείνην Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Αχ! ω γυνή, δεν φθάσαμε 'ς την άκρη των αγώνων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όλων ακόμη· αμέτρητος οπίσω μόχθος μένει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πολύς, σκληρός, 'που ολόκληρον εγώ θα τελειώσω. </td><td align="right">250</td></tr>
+<tr><td>τούτο προείπε μου η ψυχή του μάντη Τειρεσία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς του Άδη ότ' εκατέβηκα την κατοικιά, να μάθω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το πώς με τους συντρόφους μου να φθάσω 'ς την πατρίδα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ακολούθα με, ω γυνή, 'ς την κλίνη, να χαρούμε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήδη τον ύπνον τον γλυκόν αντάμ' αναπαυμένοι». </td><td align="right">255</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Την κλίνη θα 'χης πάντοτε την ώρα 'που η καρδιά σου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θελήση, αφού τώρ' οι θεοί σ' αξίωσαν να φθάσης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το σπίτι το καλόκτιστο, 'ς την γη την πατρική σου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αφού θεός σου θύμισεν εκείνον τον αγώνα </td><td align="right">260</td></tr>
+<tr><td>ειπέ μου τον, και, αν ως θαρρώ, κατόπι θα τον μάθω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κακό δεν είναι τώρα ευθύς να μου τον φανερώσης».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ω τρομερή, πόσο σφοδρά με βιάζεις να τον είπω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ιδού τον φανερόνω εγώ, χωρίς το ουδέν να κρύψω, </td><td align="right">265</td></tr>
+<tr><td>αλλά ποσώς δεν θα χαρής, καθώς κ' εγώ δεν χαίρω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότ' εις πολλαίς χώραις θνητών παράγγειλε μου εκείνος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να πάρω δρόμο, φέρνοντας ίσιο κουπί μαζή μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όσο να φθάσω 'ς τους θνητούς 'που θάλασσα δεν ξεύρουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και οπού δεν τρώγουν φαγητό με άλατ' αρτυμένο. </td><td align="right">270</td></tr>
+<tr><td>ούτε τα κοκκινόπλωρα καράβι' αυτοί γνωρίζουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ούτε τα ίσια κουπιά, 'που 'ναι πτερά των πλοίων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ένα σημάδι φανερό μου είπε, οπού δεν κρύβω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον δρόμον άμ' απαντηθή μ' εμέν' άλλος οδίτης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ειπή, 'ς τον λαμπρόν ώμον μου πως έχω λιχνιστήρι, </td><td align="right">275</td></tr>
+<tr><td>'ς την γη να στήσω το κουπί, μου είπε, και, αφού κάμω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Ποσειδώνα βασιληά καλόδεκταις θυσίαις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κριάρι, ταύρον σφάζοντας, και χοίρον αναβάτην,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να γύρω 'ς την πατρίδα μου και να δώσ' εκατόμβαις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των αθανάτων, 'πώχουσι των ουρανών τους θόλους, </td><td align="right">280</td></tr>
+<tr><td>με την σειρά του καθενός· και θάνατος θα μ' εύρη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έξω απ' τα πέλαγα ελαφρός, και θα με σβύση αγάλι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μες τα λαμπρά γεράματα· και ωστόσ' ολόγυρά μου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα 'ναι μακάριος ο λαός· τούτ' όλ', είπε, θα γείνουν».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· </td><td align="right">285</td></tr>
+<tr><td>«Αφού καλήτερο οι θεοί το γήρας σου ετοιμάζουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έχεις ελπίδ' αργότερα τα πάθη σου να παύσουν».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τα λόγια ταύτα ενώ 'λεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η Ευρυνόμη ετοίμαζε την κλίνη και η βυζάστρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με μαλακά σκεπάσματα, 'ς την λάμψι των λαμπάδων. </td><td align="right">290</td></tr>
+<tr><td>και άμ' έστρωσαν με προσοχή την στερεωμένην κλίνην,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εγύρισ' η γερόντισσα 'ς το σπίτι να πλαγιάση·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η Ευρυνόμη με το φως εμπρός τους προχωρούσε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την κλίνην ενώ πήγαιναν, και, αφού στον θάλαμόν τους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους πήγεν, αναχώρησε· και της αρχαίας κλίνης, </td><td align="right">295</td></tr>
+<tr><td>με την καρδιά περίχαρη, την θέσι κείνοι ευρήκαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ωστόσο οι τρεις, Τηλέμαχος, Εύμαιος και βουκόλος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον χορό παύσαν, κ' έκαμαν να παύσουν η γυναίκες,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και 'ς τα ισκιωμένα μέγαρα κατόπι αναπαυθήκαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κ' οι δύο κείνοι, την γλυκειάν αγάπη αφού χαρήκαν, </td><td align="right">300</td></tr>
+<tr><td>με ηδονή λόγους πολλούς ελέγαν μεταξύ τους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έλεγεν όσα υπόφερε 'ς το σπίτ' η γυνή θεία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την πάγκακη συνάθροισι να βλέπη των μνηστήρων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπ' εξ αίτιας της πολλούς μόσχους και αρνιά παχεία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έσφαζαν και από το κρασί τους πίθους αδειάζαν. </td><td align="right">305</td></tr>
+<tr><td>και πάλιν ο διογέννητος της έλεγε Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πόσους ερήμωσε θνητούς και πόσ' έπαθ' εκείνος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άκουε κείνη με ηδονή και δεν της έπεφτ' ύπνος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα βλέφαρα, πριν όλ' αυτός με τάξιν ιστορήση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άρχισε πώς τους Κίκοναις ενίκησε, κατόπι </td><td align="right">310</td></tr>
+<tr><td>πώς έφθασε 'ς την κάρπιμη των Λωτοφάγων χώρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πόσ' έπραξεν ο Κύκλωπας, και αυτός πώς εκδικήθη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον άσπλαχνον 'που του 'φαγε τους ποθητούς συντρόφους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον Αίολο πώς έφθασε, 'που ολόψυχα τον δέχθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τον προβόδα 'ς την γλυκειά πατρίδα του, αλλά μοίρα </td><td align="right">315</td></tr>
+<tr><td>δεν ήτο ακόμη, και άνεμος σφοδρός τον πήρε πάλι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τα ιχθυοφόρα πέλαγα τον αναστεναγμένον.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πώς πήγε 'ς την Τηλέπυλη των Λαιστρυγόνον χώρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που σύντριψαν τα πλοία του και τους λαμπρούς συντρόφους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όλους· και αυτός μ' ολόμαυρο καράβι εσώθη μόνος· </td><td align="right">320</td></tr>
+<tr><td>της είπ' όσα σοφίσματα και δόλους είχε η Κίρκη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς του Άδη πώς κατέβηκε τ' αραχνιασμένο δώμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να ερωτήση την ψυχή του μάντη Τειρεσία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με καράβι πολύσκαρμο κ' είδ' όλους τους συντρόφους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και κείνην 'που τον γέννησε και γλυκανάστησέ τον. </td><td align="right">325</td></tr>
+<tr><td>το λάλημα πώς άκουσε των ηχηρών Σειρήνων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς ταις Πλαγκταίς Πέτρας, 'ς την δεινή Χάρυβδι, πώς ευρέθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την Σκύλλα, οπού δεν πέρασε θνητός χωρίς να πάθη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οι σύντροφοι πώς φόνευσαν τα βώδια του Ηλίου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πώς με φλογώδη κεραυνόν ο υψηλοβρόντης Δίας </td><td align="right">330</td></tr>
+<tr><td>του 'σχισε το καράβι του, κ' οι σύντροφ' οι γενναίοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χαθήκαν όλοι, κ' έφυγε την μαύρη μοίρα μόνος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την Καλυψώ πώς έφθασε, 'ς την νήσον Ωγυγία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πώς τον κρατούσε, και άνδρα της επόθει να τον κάμη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα κοίλα σπήλαια, κ' έτρεφεν αυτόν και γνώμην είχε </td><td align="right">335</td></tr>
+<tr><td>αθάνατον και αγέραστον αυτόν να καταστήση·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά ποτέ δεν έπειθε 'ς τα στήθη την ψυχή του·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πώς έφθασε 'ς τους Φαίακαις, πολύ βασανισμένος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πώς ως θεόν ολόψυχα τον τίμησαν εκείνοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και, αφού χρυσάφι, αφού χαλκόν κ' ενδύματα του δόσαν, </td><td align="right">340</td></tr>
+<tr><td>με καράβι τον έστειλαν 'ς την ποθητήν πατρίδα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άλλο δεν είπε, ως έπεσε 'ς αυτόν ο γλυκύς ύπνος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όλα τα μέλη του 'λυσε και της ψυχής τα πάθη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τότ' άλλο πάλι εφεύρηκεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άμα εστοχάσθη 'που η καρδιά θα ευφράνθη του Οδυσσέα </td><td align="right">345</td></tr>
+<tr><td>την κλίνη της συντρόφου του και την ανάπαυσί του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κίνησε την χρυσόθρονην Ηώ του όρθρου κόρην</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' τον Ωκεανό, το φως να φέρη των ανθρώπων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>από την κλίνη τότε αυτός σηκώθη κ' είπ' εκείνης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ήδη χορτάσαμε, ω γυνή, 'ς τα βάσανα κ' οι δύο· </td><td align="right">350</td></tr>
+<tr><td>συ έρμη στέναζες εδώ για την επιστροφή μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εμέ 'ς τα πάθη σπέδιζαν όλ' οι θεοί και ο Δίας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ενώ να φθάσω εσπούδαζα 'ς την ποθητήν πατρίδα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τώρ', αφού πάλιν ηύραμε την πρόσχαρή μας κλίνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα κτήματ', όσα μώμειναν 'ς το σπίτι θα προσέχης· </td><td align="right">355</td></tr>
+<tr><td>και όσα σφακτά μου αφάνισαν οι προπετείς μνηστήρες,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τόσα θα πάρω μόνος μου, και αλλ' οι Αχαιοί θα δώσουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως ότου γύρω ταις αυλαίς να μου γεμίσουν όλαις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' εγώ 'ς τον πολύδενδρον αγρόν μου θα πηγαίνω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον αγαθόν πατέρα μου, 'που μου ταλαιπωρείται· </td><td align="right">360</td></tr>
+<tr><td>και σέν', αν κ' έχης φρόνησιν, ιδού τι παραγγέλλω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο ήλιος άμα σηκωθή, θα προχωρήση ο λόγος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πώς τους μνηστήραις φόνευσα εγώ 'ς τα μέγαρά μου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όθεν 'ς τ' ανώγι αναίβα συ με ταις θεράπαιναίς σου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κάθισε αυτού, μην ερωτάς, κανέναν μη κυττάζης». </td><td align="right">365</td></tr>
+<tr><td>Είπε και, τ' άρματα λαμπρά 'ς τους ώμους του αφού 'ζώσθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ξύπνησε τον Τηλέμαχον και ομού τον χοιροτρόφον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τον βουκόλον, κ' είπε αυτών όπλα να πάρουν όλοι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως πρόσταξε, αρματώθηκαν εκείνοι και την θύραν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άνοιξαν κ' εξεκίνησαν κατόπιν του Οδυσσέα, </td><td align="right">370</td></tr>
+<tr><td>ενώ το φως ήταν 'ς την γην αλλ' η Αθηνά τους πήρε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έξω απ' την πόλι γλήγορα με νύκτα σκεπασμένους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td><b>Ραψωδία Ω</b></td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και των μνηστήρων ταις ψυχαίς σιμά του προσκαλούσε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Ερμής Κυλλήνιος· χρυσό ραβδί κρατούσε ωραίο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' εκείνο ανθρώπου βλέφαρα γλυκά 'ς τον ύπνο κλίνει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπόταν θέλ', ή κ' έξαφνα κοιμώμενον εγείρει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' εκείνο ταις εκέντησε και αυταίς ακολουθούσαν </td><td align="right"> 5</td></tr>
+<tr><td>τρίζοντας· και, ως πτεροκοπούν 'ς το βάθος άντρου θείου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η νυκτερίδες τρίζοντας, αν απ' τον βράχο μία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πέση της όλης αρμαθιάς, και ομού πλεκταίς κρατιούται,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>παρόμοια τρίζαν η ψυχαίς, ενώ ταις ωδηγούσε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μέσ' από δρόμους σκοτεινούς ο αντίκακος Ερμείας. </td><td align="right">10</td></tr>
+<tr><td>τα ρείθρα του Ωκεανού, την πέτρα την Λευκάδα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ταις πύλαις του Ηλίου και την χώρα των ονείρων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πέρασαν, κ' έφθασαν γοργά 'ς τ' ασφοδελό λειβάδι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπού η ψυχαίς εγκατοικούν, σκιαίς αναπαυμένων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κει την ψυχήν απάντησαν του Αχιλλιά Πηλείδη </td><td align="right">15</td></tr>
+<tr><td>και του Πατρόκλου ομού μ' αυτόν, του άψεγου Αντιλόχου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Αίαντα, 'που 'ς την μορφή θα ενίκα και 'ς το σώμα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους Δαναούς, αν έλειπεν ο ασύγκριτος Πηλείδης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και, τούτοι ενώ συνώδευαν οι τρεις τον Αχιλλέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η ψυχή του Αγαμέμνονα, του Ατρείδ' ήλθε σιμά τους </td><td align="right">20</td></tr>
+<tr><td>θλιμμένη· και τρυγύρω της συνάχθηκαν η άλλαις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όσαις μαζή του απέθαναν 'ς την κατοικιά του Αιγίσθου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και του Πηλείωνα η ψυχή πρώτ' είπε προς εκείνον·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ατρείδη, εμείς ελέγαμε πως όλων των ηρώων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σε θα προτίμα ολοκαιρίς ο χαιρεβρόντης Δίας, </td><td align="right">25</td></tr>
+<tr><td>αφού βασίλευες πολλών ανθρώπων και γενναίων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όταν 'ς την Τροίαν οι Αχαιοί σκληρόν είχαμ' αγώνα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' όμως πρόκαιρα και σε να εύρ' η πικρή μοίρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έμελλ', οπ' άμα γεννηθή θνητός δεν αποφεύγει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να σ' είχε πάρει ο θάνατος και η μοίρ', ακόμη ότ' ήσουν </td><td align="right">30</td></tr>
+<tr><td>εις την Τρωάδα υπέρλαμπρος των άλλων βασιλέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τάφον τότ' οι Παναχαιοί λαμπρόν θα σου σηκόναν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ωραίαν δόξαν θα 'παιρνες ν' αφήσης του παιδιού σου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' από θάνατον φρικτόν σου 'μέλλετο να πέσης».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και προς αυτόν απάντησε τότε η ψυχή του Ατρείδη· </td><td align="right">35</td></tr>
+<tr><td>«Πηλείδη ω μακάριε, θεόμορφε Αχιλλέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την Τροίαν έπεσες μακράν απ' τ' Άργος, κ' εσφαζόνταν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήρωες Τρώαις και Αχαιοί, με πείσμα να σε πάρουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και συ, 'ς το μέσο απέραντος νεκρός, 'ς την πυκνή σκόνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κειτάμενος, τους ιππικούς αγώναις σου ελησμόνεις. </td><td align="right">40</td></tr>
+<tr><td>εμείς επολεμούσαμεν ολημέρα, και η μάχη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν έπαυ', αν ανεμικήν δεν είχε στείλει ο Δίας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα πλοί' από τον πόλεμο σ' εφέραμε, 'ς την κλίνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σ' εθέσαμε, και με χλιό νερό τ' ωραίο σώμα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καθάραμε και μ' αλοιφή· και δάκρυα θερμά χύναν </td><td align="right">45</td></tr>
+<tr><td>ολόγυρά σου οι Δαναοί κ' εκόψαν τα μαλλιά των.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως τό 'μαθε η μητέρα σου, με ταις θαλάσσιαις κόραις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήλθεν από το πέλαγος, και ανάκουστη εσηκώθη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>βοή 'ς τον πόντο, κ' έφριξαν των Αχαιών τα πλήθη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και θα ωρμούσαν ν' αναιβούν 'ς τα βαθουλά καράβια, </td><td align="right">50</td></tr>
+<tr><td>αλλ' άνδρας τους εκράτησε, πολλών και αρχαίων γνώστης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Νέστορας, οπ' αρεστήν έδιδε εις όλα γνώμη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείνος τους αγόρευσε καλόγνωμα και είπε :</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>—Αργείοι, Αχαιόπαιδα, μη φεύγετε, σταθήτε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>από το πέλαγος εδώ με ταις θαλάσσιαις κόραις </td><td align="right">55</td></tr>
+<tr><td>έρχεται η μάννα, το νεκρό παιδί της ν' αγκαλιάση.—</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' οι μεγαλόψυχοι Αχαιοί τον άκουσαν κ' εμείναν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γύρω σου η κόραις στήθηκαν του γέρου της θαλάσσης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εμοιρολόγαν, και άφθαρτα φορέματα σ' ενδύσαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καλόφωνα, με την σειράν, η εννέα Μούσαις όλαις </td><td align="right">60</td></tr>
+<tr><td>θρηνολογούσαν και άδακρυ δεν ήταν μάτι Αργείου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τόσο η γλυκόφωνη βαθειά τους είχ' εγγίξ' η Μούσα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ημερονύκτια δεκαεπτά σ' εκλαίαμ' ενωμένοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αντάμ' οι αθάνατοι θεοί με τους θνητούς ανθρώπους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σε παραδώσαμε 'ς το πυρ, μες την δεκάτη ογδόη, </td><td align="right">65</td></tr>
+<tr><td>και αρνιά παχειά σου σφάξαμε και βώδια στριφοπόδα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καιόσουν συ μες των θεών τα ενδύματα με πλήθος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μέλι γλυκό και μ' αλοιφή· και γύρω εις την πυρά σου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήρωες πάμπολλοι Αχαιοί 'ς τα όπλα εταραχθήκαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πεζοί και ιππείς· και αλαλαγμοί σηκώθηκαν και κρότοι· </td><td align="right">70</td></tr>
+<tr><td>και, αφού του Ηφαίστου σ' έφαγεν η φλόγα, τα λευκά σου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κόκκαλα εμείς, το χάραμμα, συνάξαμε, Αχιλλέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς αλοιφή και άδολο κρασί, μέσα 'ς τον αμφορέα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' έδωκε η μητέρα σου, του Διονύσου δώρο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χρυσόν, και φιλοτέχνημα του δοξασμένου Ηφαίστου. </td><td align="right">75</td></tr>
+<tr><td>κει τα λευκά σου κόκκαλα είν', ένδοξε Αχιλλέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με του Πατρόκλου ανάμικτα του προαπεθαμένου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και του Αντιλόχου χωριστά, 'που των συντρόφων όλων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αφού 'πεσεν ο Πάτροκλος, εξόχως προτιμούσες.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ολόγυρά τους θαυμαστόν σηκώσαμε και μέγαν </td><td align="right">80</td></tr>
+<tr><td>τάφον, ο ιερός στρατός των λογχιστών Αργείων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις άκραν άκρης, 'ς τον πλατύν Ελλήσποντον επάνω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να τον διακρίνουν φανερά μακρόθε απ' τα πελάγη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όσοι ζουν σήμερα θνητοί και όσοι κατόπι θα 'λθουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και των θεών εζήτησεν η μάννα σου βραβεία </td><td align="right">85</td></tr>
+<tr><td>ωραία και τα πρόβαλε 'ς τους πρώτους των Αργείων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πολλαίς σου έτυχε τα ιδής ταφαίς ανδρών ηρώων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως, όταν συμβή θάνατος μεγάλου βασιλέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οι νέοι ζώνοντ' άρματα, βραβεία να κερδίσουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' εκείνα θα θαύμαζες εξόχως τα βραβεία, </td><td align="right">90</td></tr>
+<tr><td>'που πρόβαλ' η αργυρόποδη η Θέτις 'ς την ταφή σου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι πολύ σ' αγάπησαν οι αθάνατοι, Αχιλλέα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ιδού τώρ', αν και απέθανες, δεν 'χάθη τ' όνομά σου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' αιώνια θα δοξάζεσαι 'ς τα γένη των ανθρώπων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' απ' τον πόλεμον εγώ τι κέρδος τώρ' ευρήκα; </td><td align="right">95</td></tr>
+<tr><td>'ς την γη μου φρικτόν όλεθρον μ' είχ' ετοιμάσει ο Δίας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' της μιαρής συντρόφου μου τα χέρια και του Αιγίσθου».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότ' ο αργοφόνος έφθασεν, ο μηνυτής Ερμείας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με των μνηστήρων ταις ψυχαίς, 'που φόνευσ' ο Οδυσσέας. </td><td align="right">100</td></tr>
+<tr><td>κ' οι δύο κείνοι εθαύμασαν και προς αυτούς κινήσαν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Αγαμέμνονα η ψυχή τον ένδοξον, άμ' είδε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εγνώρισε Αμφιμέδοντα, του Μελανέα γόνον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που, της Ιθάκης κάτοικος, δεχθή τον είχε ξένον·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείνον επροσφώνησε τότε η ψυχή του Ατρείδη· </td><td align="right">105</td></tr>
+<tr><td>«Τί πάθημ', Αμφιμέδοντα, σας έρριξε 'ς τον Άδη;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όλοι εκλεκτοί και ομήλικες! οπού 'ς την πόλιν άλλο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν θαύρισκες, αν διάλεγες, όμοιο λογάρι ανδρείων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μη μες τα πλοία σύντριψεν εσάς ο Ποσειδώνας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με κύματα, οπού σήκωσε μακρά και ανεμοζάλη, </td><td align="right">110</td></tr>
+<tr><td>ή εχθροί 'ς την γη σας χάλασαν, ενώ βώδια και αρνία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εσείς αρπάζετε απ' αυτούς, ή ενώ κείνοι την πόλι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ταις γυναίκαις από σας να σώσουν πολεμούσαν;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το ερώτημά μου απάντησε, και ξένος σου καυχώμαι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και δεν θυμάσαι σπίτι σου πώς ήλθα με τον θείον </td><td align="right">115</td></tr>
+<tr><td>Μενέλαο, να πείσουμεν εμείς τον Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να 'λθη με τα κολόστρωτα καράβια 'ς την Τρωάδα;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εις ένα μήνα σχίσαμε τα πέλαγ', αφού μόλις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Οδυσσέα πορθητή μαλάξαμε την γνώμη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και του Αμφιμέδοντα η ψυχή τότ' είπε προς εκείνον· </td><td align="right">120</td></tr>
+<tr><td>«Ω Αγαμέμνον' αρχηγέ, τρισένδοξε Ατρείδη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όλα ενθυμούμαι, διότροφε, κείνα 'που μνημονεύεις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα σου αναφέρω τώρα εγώ τον τρόπον, πώς εγίνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του θλιβερού θανάτου μας· εμείς μνηστεύαμ' όλοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Οδυσσέα, 'που 'λειπε 'ς τα ξένα, την συμβία. </td><td align="right">125</td></tr>
+<tr><td>κείνη τον γάμον μισητόν ν' αρνείτ' ή να τελειόνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν έστεργ', ενώ σπούδαζε να ευρή τον όλεθρόν μας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και νέο τέχνασμα, το εξής, 'ς τον νου της εσοφίσθη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πανί μεγάλον έστησε 'ς το μέγαρο, να υφάνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>λεπτόν, αμέτρητο, κ' ευθύς προς εμάς είπε· ω νέοι </td><td align="right">130</td></tr>
+<tr><td>μνηστήρες μου, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον γάμον μη μου βιάζετε, σταθήτε, ως ν' αποκάμω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το ύφασμα αυτό, τα γνέματα να μη μου παν χαμένα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Λαέρτ' ήρωα σάβανο, για τον καιρό, 'που η μαύρη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου θα τον πάρη, </td><td align="right">135</td></tr>
+<tr><td>των Αχαιίδων μη καμμιά 'ς τον τόπο μ' ονειδίση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν κείτεται ασαβάνωτος αυτός 'που πλούσιος ήταν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτά 'πε κ' εκατάπεισε την ανδρική ψυχή μας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότε ολημέρα το πανί τα μέγ' ύφαιν' εκείνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και νύκτα το ξεΰφαινε 'ς την λάμψι των λαμπάδων. </td><td align="right">140</td></tr>
+<tr><td>ιδού πώς απ' τους Αχαιούς με δόλο 'κρύφθη εκείνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τρεις χρόνους· και τον τέταρτον ότ' έφεραν η ώραις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως τα φεγγάρια χάνονταν κ' η 'μέραις επληθύναν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μας το 'πε μια των γυναικών, οπού τα γνώριζ' όλα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ηύραμε αυτήν που τ' εύμορφο ξεΰφαινε πανί της· </td><td align="right">145</td></tr>
+<tr><td>ιδού πώς το τελείωσε βιασμένη απ' την ανάγκη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και το σινδόνι ότ' έφερε 'ς το φως, οπ' είχε υφάνει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και καθαρίσει, ώστ' έλαμπεν ως ήλιος η σελήνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κακή μας κάπουθ' έφερε τον Οδυσσέα μοίρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς άκρη εξοχής, όπ' έμεινεν εκείνου ο χοιροτρόφος. </td><td align="right">150</td></tr>
+<tr><td>αυτού και ο ποθητός υιός του θείου Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με μαύρο πλοίον έφθασεν απ' την αμμώδη Πύλο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και, άμ' ωργανίσαν θάνατον κακόν εις τους μνηστήραις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την πόλιν εκατεβήκαν, ύστερος ο Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πρώτος ο Τηλέμαχος· εκείνον ωδηγούσε </td><td align="right">155</td></tr>
+<tr><td>ο χοιροτρόφος, με κακά φορέματα ενδυμένον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>παρόμοιον με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτην,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπ' ακουμβούσε 'ς το ραβδί και αχρεία ρούχα εφόρει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και, ως έξαφνα εφανίσθη αυτός, κανείς να τον γνωρίση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν εδυνήθη και 'ς εμάς ηλικιωμένοι αν ήσαν. </td><td align="right">160</td></tr>
+<tr><td>τον εκακοποιούσαμε με λόγια και με κτύπους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτός μ' ατάραχην ψυχήν έστεκε να υποφέρη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κτυπήματα και ονειδισμούς 'ς τα ίδια μέγαρά του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ', ότε ο νους τον έγειρε του αιγιδοφόρου Δία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αφού με τον Τηλέμαχον τα λαμπρά όπλα επήρε </td><td align="right">165</td></tr>
+<tr><td>κ' εφύλαξε 'ς τον θάλαμον, κ' εκλείδωσε την θύραν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έσπρωξ' ο ευρετικώτατος την ίδια του συμβία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τόξο και σίδερο λευκό να θέση των μνηστήρων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αγώνα και του φόνου αρχήν 'ς εμάς 'που ωργίσθ' η μοίρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του δεινού τόξου την χορδή κανείς μας να τανύση </td><td align="right">170</td></tr>
+<tr><td>δεν εδυνήθη, και αρκετή δεν είχαμεν ανδρεία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ότε να φθάσ' έμελλε 'ς τα χέρια του Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το μέγα τόξο, με βοήν εμείς φωνάζαμ' όλοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς αυτόν, ό,τι και αν έλεγε, το τόξο να μη δώσουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' έδωκε ο Τηλέμαχος την προσταγή και μόνος. </td><td align="right">175</td></tr>
+<tr><td>και ως το 'λαβε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την χορδή τάνυσ' εύκολα· και ταις αξίναις όλαις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πέρασε· τότ' εστήθη ορθός 'ς την θύρα και άδεισ' όλα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα βέλη, μ' άγριο βλέφαρο· τον βασιλέ' Αντίνον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κτύπησε, κ' έπειτ' έρριχνε στεναγμοφόρα βέλη </td><td align="right">180</td></tr>
+<tr><td>'ς τους άλλους όλους, κ' έπεφταν σωρός εκείνοι εμπρός του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και φανερά κάποιος θεός μ' αυτούς εσυμμαχούσε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θάρρος τόσ' είχαν άμετρο 'ς την ρώμη τους, και γύρω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα δώματα τους φόνευαν φρικτά κείνοι βογγούσαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως κρούονταν η κεφαλαίς, και ο πάτος έβραζ' αίμα. </td><td align="right">185</td></tr>
+<tr><td>Ατρείδ', ιδού πώς πέσαμε, και ακόμη αμελημένα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα λείψανά μας κείτονται 'ς το δώμα του Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν το 'ξευραν 'ς τα σπίτια μας οι ποθητοί θα πλύναν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' το μαύρ' αίμα ταις πληγαίς, 'ς την κλίνη θα μας κλαίαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την νεκρικήν, ως πάντοτε τιμούντ' οι απεθαμένοι». </td><td align="right">190</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και του Ατρείδ' είπε η ψυχή· «Πόσο σε μακαρίζω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σε, του Λαέρτη γέννημα, πολύτεχνε Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότ' υψηλού φρονήματος απόκτησες συμβία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τι γνώμη αγνή 'ς την φρόνιμην εφάνη Πηνελόπη!</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πόσο τον Οδυσσέα της κρατούσε εις την καρδία! </td><td align="right">195</td></tr>
+<tr><td>και του ηψηλού φρονήματος η δόξα της θα ζήση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και θέλει πλάσσουν οι θεοί τραγούδι αγαπημένο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις του θνητούς, την φρόνιμη να λέγη Πηνελόπη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείνη δεν κακούργησεν ως του Τυνδάρου η κόρη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που φόνευσε τον άνδρα της, και απάνθρωπο τραγούδι </td><td align="right">200</td></tr>
+<tr><td>θα 'ναι 'ς τον κόσμο, και άφησε 'ς των θηλυκών το γένος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>φήμην κακήν, ώστε η καλαίς και κείναις να μισούνται».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τους λόγους τούτους οι νεκροί τότ' έλεγαν, οι δύο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα βάθη ως έστεκαν της γης, 'ς την κατοικιά του Άδη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και κείνοι, αφού κατέβηκαν από την πόλι, φθάσαν </td><td align="right">205</td></tr>
+<tr><td>'ς τον καλοσύστατον αγρόν ωραίον, του Λαέρτη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπ' είχε κείνος μ' ίδρωτα, με μόχθον, αποκτήσει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είχ' εκεί σπίτι, 'ς την αυλήν, ολόγυρα, καλύβαις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να κάθωνται, να τρέφωνται, και να κοιμώνται οι δούλοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οι αγορασμένοι, οπού 'ς αυτόν ό,τ' ήθελ' εργαζόνταν. </td><td align="right">210</td></tr>
+<tr><td>ήταν και γραία Σικελή, 'που τον γεροκομούσε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως πρέπει, αυτού 'ς την εξοχή, μακράν από την πόλι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότ' ο Οδυσσέας έλεγε των δούλων και του υιού του·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Σεις τώρα 'ς την καλόκτιστην εμπήτε κατοικία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και χοίρον σφάξετε καλόν, να ετοιμασθή το γεύμα· </td><td align="right">215</td></tr>
+<tr><td>αλλ' εγώ τον πατέρα μου θα δοκιμάσω τώρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν, ως με ιδούν τα μάτια του, μ' αναγνωρίση εκείνος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή αν, αφού μας χώρισαν καιροί, δεν με νοήση».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε και τ' άρματ' έδωκε των δούλων κ' ενώ κείνοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το δώμα μέσα επήγαιναν, αυτός μέσα 'ς τον κήπον </td><td align="right">220</td></tr>
+<tr><td>πολύδενδρον, την δοκιμή να κάμη, προχωρούσε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον κήπον καταιβαίνοντας δεν ηύρε τον Δολίον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ουδέ των δούλων εύρηκε κανένα ή των παιδιών του·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αναχωρήσ' είχαν αυτοί, λιθάρια να συνάξουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>φράχτην του κήπου, και οδηγός 'ς αυτούς ο γέρος ήταν. </td><td align="right">225</td></tr>
+<tr><td>και μόνον τον πατέρα του 'ς το πρόσχαρο κηπάρι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ηύρε, οπού κάποιο σκάλιζε φυτό· φορούσε αχρείον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ραπτόν χιτώνα λιγδερόν, και βωδιναίς κνημίδαις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όπως μην αγκαθίζεται, 'ς ταις κνήμαις είχε δέσει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>από τους βάτους φύλαγε τα χέρια με χειρίδαις, </td><td align="right">230</td></tr>
+<tr><td>και, ως έτρεφε την λύπη του, γίδινο εφόρει κράνος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον είδεν ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κομμένον απ' τα γερατειά, 'ς την θλίψι βυθισμένον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εις μέγα δένδρον απιδιάς εστάθηκε να κλαίη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και να μετρήση εβάλθηκε 'ς του λογισμού τα βάθη, </td><td align="right">235</td></tr>
+<tr><td>αν θ' αγκαλιάση τον γλυκόν πατέρα κ' ευθύς όλα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να του ειπή, πώς έφθασε 'ς την γη την πατρική του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή μ' ερωτήματα πολλά να δοκιμάση πρώτα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τούτο συμφερώτερο του φάνηκε αφού 'σκέφθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με λόγια πρώτα εγγικτικά την δοκιμή να κάμη. </td><td align="right">240</td></tr>
+<tr><td>μ' αυτήν την γνώμη σίμωσεν ο θείος Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και το φυτόν ο γέροντας ξελλάκκιζε σκυμμένος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το πλάγι τον προσφώνησεν ο ένδοξος υιός του·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ω γέρε, δεν είσ' άτεχνος καλλιεργητής του κήπου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>περιποιείσ' όλα καλά· 'ς το κλείσμ' αυτό δεν είναι </td><td align="right">245</td></tr>
+<tr><td>ένα δενδρούλι, μια συκιά, κλήμ' ένα, μι' ελαία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μί' απιδιά, μία βραγιά, μη περιποιημένη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άλλο τι εγώ θε να σου ειπώ, και μη 'ς εμέ θυμώσης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>συ είσαι απεριποίητος· σιμά 'ς τ' άτερπνο γήρας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έχεις το σώμα ρυπαρό και φορείς ρούχ' αχρεία· </td><td align="right">250</td></tr>
+<tr><td>ο κύριος δεν σ' αμελεί, καλός ως είσ' εργάτης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καθόλ' ό,τ' είναι δουλικό με σέ δεν ταιριάζει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και από μορφή και ανάστημα συ δείχνεις βασιλέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οποίος είναι, αφού λουσθή και φάγη και πλαγιάση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις κλίνην μαλακώτατην, ως πρέπει των γερόντων. </td><td align="right">255</td></tr>
+<tr><td>αλλ' έλα τώρα, λέγε με μ' αλήθεια, τίνος είσαι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δούλος, και τίνος γεωργείς τον κήπον, οπού βλέπω;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τούτο ακόμη να μου ειπής, αν είναι αυτή τωόντι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η Ιθάκη, εδώ 'που φθάσαμεν, ως μου 'πεν από τώρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άνθρωπος, 'που μ' απάντησεν, ενώ δω πέρ' ερχόμουν, </td><td align="right">260</td></tr>
+<tr><td>όχι πολύ νοητικός, αφού να ειπή, ν' ακούση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το κάθε τι, δεν έστεργεν, ενώ τον ερωτούσα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο ξένος μου τι γίνεται, 'ς τους ζωντανούς αν ήναι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή απέθανε κ' ευρίσκεται 'ς την κατοικιά του Άδη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι άκου τώρ' ό,τι θα ειπώ και ας το φυλάξη ο νους σου· </td><td align="right">265</td></tr>
+<tr><td>άνδρα εγώ ξένισ' άλλοτε, 'ς την γη την πατρική μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπ' είχε' έλθει 'ς το σπίτι μας· και απ' όσους ξένους είδα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το δώμα μου ασπαστότερος άλλος θνητός δεν ήλθε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' την Ιθάκη κήρυττε το γένος και πατέρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον Αρκεισιάδην έλεγεν ότ' είχε, τον Λαέρτη. </td><td align="right">270</td></tr>
+<tr><td>'ς το σπίτι μου τον πήρα εγώ κ' εκαλοξένισά τον.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αφού 'χε απ' όλα τα καλά το δώμα μου αφθονία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αρμόδι' ακόμη του 'δωκα φιλοξενίας δώρα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>επτά του 'δωκα τάλαντα, χρυσόν τεχνουργημένον·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του χάρισα ολοπλούμιστον ολάργυρον κρατήρα, </td><td align="right">275</td></tr>
+<tr><td>και χλαίναις μοναίς δώδεκα, και τάπηταις ομοίως,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τόσ' επανωφόρια, τόσους κοντά χιτώναις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έξω από τούτα τέσσεραις, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτραις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γυναίκαις ωραιόταταις, ως διάλεξεν εκείνος».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και προς αυτόν δακρύζοντας απάντησε ο πατέρας· </td><td align="right">280</td></tr>
+<tr><td>«Ω ξέν', ευρίσκεσαι 'ς την γην, οπ' ερωτάς να μάθης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άνδρες αυθάδεις, ασεβείς, παράνομοι, την έχουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τ' άπειρ', όσα χάρισες δώρα, χαμένα τα 'χεις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις την Ιθάκη ζωντανόν αν εύρισκες εκείνον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα σ' αντιφιλοξένιζε και θα σε προβοδούσε </td><td align="right">285</td></tr>
+<tr><td>με δώρα, ως πρέπει προς αυτόν 'που μας ξενίση πρώτος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τώρα ειπέ μου καθαρά, πόσ' έτ' είν' αφού 'δέχθης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κείνον τον ξένον έρημον, υιόν μου, άν ποτ' εζούσε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άμοιρον, 'που, των ποθητών μακράν και της πατρίδος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ψάρια 'ς τον πόντον έφαγαν ή 'ς την στερηά θηρία </td><td align="right">290</td></tr>
+<tr><td>και όρνεα κατασπάραξαν και αχ! δεν τον έχει ενδύσει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>νεκρόν και δεν τον έκλαψεν η μάννα και ο πατέρας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εμείς 'που τον γεννήσαμεν και τον αγαπημένον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άνδρα της η πολύδωρη, φρόνιμη Πηνελόπη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως πρέπει, δεν ξεφώνησε 'ς την ύστερή του κλίνη, </td><td align="right">295</td></tr>
+<tr><td>ουδέ τα μάτια του 'κλεισεν, ως των νεκρών αρμόζει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τώρα τούτο λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ποιος είσαι; ποιο το γένος σου; πού η πόλις και οι γονείς σου;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πού μένει το καράβι σου, 'που σ' έφερ' εδώ πέρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με τους λαμπρούς συντρόφους σου; μη τάχα εις ξένο πλοίο </td><td align="right">300</td></tr>
+<tr><td>ήσο επιβάτης κ' έφυγαν εκείνοι αφού σε βγάλαν;»</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ τούτ' όλ' όσ' ερωτάς με·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Αλύβαντ' είμαι κάτοικος, οπ' έχω το παλάτι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του βασιλέ' Αφείδαντα του Πολυπημονίδη </td><td align="right">305</td></tr>
+<tr><td>υιός είμαι, κ' Επήριτον με λέγουν, αλλ' η μοίρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αθέλητον δω μ' έσπρωξεν από την Σικανία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και το καράβι μ' άφησα μακράν από την πόλι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο πέμπτος χρόνος έκλεισεν απ' ότ' ο Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πέρασε απ' την πατρίδα μου· καλότυχα του αμοίρου, </td><td align="right">310</td></tr>
+<tr><td>δεξιά, φανήκαν τα πουλιά, καθώς αναχωρούσε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ώστε και με περίχαρη ψυχή τον προβοδούσα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έφευγε κείνος με χαρά' κ' ελπίδ' είχαμε πάλι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να σμίξουμε και με λαμπρά να φιλευθούμε δώρα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε, τον άλλον σκέπασεν η σκοτεινιά του πόνου, </td><td align="right">315</td></tr>
+<tr><td>με τα δυο χέρια φούκτωσε της γης το μαύρο χώμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και το 'χυσε, με βογγητούς, 'ς την άσπρη κεφαλή του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κείνου ραΐζετο η καρδιά, και 'ς το ρουθούν' η πίκρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του ξέσπασ' ήδη, ως κύτταζε τον ποθητόν πατέρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εχύθηκε, 'ς την αγκαλιά τον έσφιξε και του 'πε· </td><td align="right">320</td></tr>
+<tr><td>«Εγώ 'μαι αυτός, 'που αναζητείς, ιδού, πατέρα, εμπρός σου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον χρόνον έφθασα εικοστόν 'ς την γην την πατρική μου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά παύσε τα κλάϋματα και το παράπονό σου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ν' ακούσης ό,τι θα σου ειπώ· πολύ μας βιάζ' η ανάγκη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα δώματά μας φόνευσα τους ασεβείς μνηστήραις, </td><td align="right">325</td></tr>
+<tr><td>και τ' άπρεπα εκδικήθηκα και απάνθρωπά τους έργα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και προς αυτόν απάντησι τότ' έδωκε ο Λαέρτης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Αν ο Οδυσσέας έφθασες, τωόντι, το παιδί μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κάποιο σημάδι φανερόν ειπέ μου να πιστεύσω».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· </td><td align="right">330</td></tr>
+<tr><td>«Και πρώτα ιδέ το λάβωμα συ με τους οφθαλμούς σου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που μώκαμε 'ς τον Παρνασό με λευκό δόντι χοίρος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και συ, πατέρα, μ' έστειλες κ' η σεβαστή μητέρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τον Αυτόλυκον, καλόν πατέρα της μητρός μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να λάβω τα χαρίσματα, 'που μου 'χε τάξει ότ' ήλθε. </td><td align="right">335</td></tr>
+<tr><td>τώρα τα δένδρα θα σου ειπώ μες το καλό κηπάρι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όσ' άλλοτε μου χάρισες κ' εγώ σου τα ζητούσα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μικρό παιδί κατόπι σου 'ς τον κήπο· κ' ένα ένα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ανάμεσα ως διαβαίναμε, τα ονόματά τους είπες.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότε απιδιαίς δέκα και τρεις, δέκα μηλιαίς ακόμη, </td><td align="right">340</td></tr>
+<tr><td>συκαίς σαράντα μου 'δωκες· και, χάρισμά μου πάλι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πεντήκοντα μου ωνόμασες αράδαις, πολυτρύγων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κλημάτων, και παντοειδή σταφύλια φέρουν όλαις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν ζωογόναις άνωθε ταις ώραις στείλη ο Δίας».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε· κείνου τα γόνατα κοπήκαν κ' η καρδία, </td><td align="right">345</td></tr>
+<tr><td>άμα του είπε ασάλευτα γνωρίσματ’ ο Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και το παιδί του αγκάλιασε· και, ως ολιγοψυχούσε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την αγκαλιά τον έλαβεν ο θείος Οδυσσέας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και, ως πήρε ανάσα και η ψυχή 'ς τα στήθη του εσυνάχθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το στόμα πάλιν άνοιξε και προς εκείνον είπε· </td><td align="right">350</td></tr>
+<tr><td>«Δία πατέρ', είσθε θεοί 'ς τον Όλυμπον ακόμη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν ήδη την ασέβεια πλέρωσαν οι μνηστήρες,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά φοβούμαι τρομερά μη των Ιθακησίων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το πλήθος όλ' ορμήση εδώ, και στείλουν εις ταις χώραις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των Κεφαλλήνων είδησι, 'ς αυτούς βοηθοί να δράμουν». </td><td align="right">355</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Θάρρου· ως προς τούτο παντελώς ας μη φροντίση ο νους σου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το σπίτι τώρ' ας έμπουμε, 'πού 'ναι σιμά 'ς τον κήπο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κει πρώτα τον Τηλέμαχον και ομού τον χοιροτρόφον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τον βουκόλον έστειλα, τα γεύμα να ετοιμάσουν». </td><td align="right">360</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, κ' εξεκίνησαν, και, ως έφθασαν 'ς τα ωραία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δώματα, τον Τηλέμαχον και ομού τον χοιροτρόφον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τον βουκόλον εύρηκαν, 'που κρέατ' ελιανίζαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πάμπολλα και το φλογερό, κρασί τους συγκερνούσαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ωστόσο μες το σπίτι του τον ήρωα Λαέρτη </td><td align="right">365</td></tr>
+<tr><td>έλουσε η γραία Σικελή, τον άλειψε και ωραίαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χλαίναν τον περιέβαλε· κ' ήλθε η Αθηνά σιμά του</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και του ποιμένα των λαών μεγάλυνε τα μέλη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ώστε υψηλότερος πολύ, τρανώτερος εφάνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και, απ' τον λουτήρα ως έβγαινε, τον θαύμαζ' ο υιός του, </td><td align="right">370</td></tr>
+<tr><td>άμα τον είδε 'ς την μορφήν όμοιον των αθανάτων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και κείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Πατέρα, κάποιος των θεών, θαρρώ, των αιωνίων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τ' ανάστημά σου, εις την ειδή, λάμψιν εχάρισ' άλλην».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και προς αυτόν απάντησεν ο συνετός Λαέρτης· </td><td align="right">375</td></tr>
+<tr><td>«Δία πατέρα, και Αθηνά, και Απόλλων·, αχ! με κείνο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το στήθος, 'πού 'χα ότ' έρριξα τους πύργους της Νηρίκου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς άκρη θαλάσσης, αρχηγός εγώ των Κεφαλλήνων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να ήμουν χθες 'ς το σπίτι μας κοντά σου αρματωμένος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πολεμιστής και τιμωρός των ασεβών μνηστήρων, </td><td align="right">380</td></tr>
+<tr><td>θα 'βλεπες πόσων απ' αυτούς τα γόνατα να λύω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αρκετός ήμουν, και χαρά θα λάμβανε η ψυχή σου».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άμ' απ' τον κόπον έπαυσαν κ' ετοίμασαν το γεύμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά, καθίσαν όλοι αράδα. </td><td align="right">385</td></tr>
+<tr><td>και ως άπλοναν 'ς το φαγητόν, έφθασεν ο Δολίος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο γέρος, με τα τέκνα του, και από τα έργα εγέρναν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κοπιασμένοι, ότ' είχε βγη να τους καλέσ' η γραία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μητέρα τους η Σικελή, 'που αυτούς είχε αναστήσει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τώρα τον Δολίον της γεροκομούσε, ως πρέπει. </td><td align="right">390</td></tr>
+<tr><td>και κείνοι, άμ' είδαν κ' ένοιωσαν ευθύς τον Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εσταθήκαν, κ' εθαύμαζαν, 'ς το δώμα· τότε κείνος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με λόγια γλυκομίλητα 'ς αυτούς εστάθη κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Γέρε, 'ς το γεύμα κάθισε· μην απορείτε πλέον·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' ώραν πολλήν πρόθυμα τα χέρια 'ς το φαγί μας </td><td align="right">395</td></tr>
+<tr><td>θάχαμε απλώσει· μόνον σεις να ελθήτ' εκαρτερούμε».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε, και ο γέρος μ' ανοικταίς του 'χύθη επάνω αγκάλαις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έσφιξε, κατεφίλησε, το χέρι του Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και κείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Μας ήλθες περιπόθητος, ω πολυαγαπημένε, </td><td align="right">400</td></tr>
+<tr><td>ανέλπιστος μας έφθασες· μόν' οι θεοί σε φέραν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γειά σου, χαρά σου, κ' οι θεοί να σε τρισευλογήσουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τώρα τούτο λέγε μου μ' αλήθεια να γνωρίσω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η Πηνελόπ' η φρόνιμη τάχ' έμαθεν ότ' ήλθες</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις την πατρίδα, ή μηνυτήν ευθύς να στείλω εκείνης;» </td><td align="right">405</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ω γέροντ', ήδη το 'μαθε· φροντίδα σου δεν είναι».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε και κείνος κάθισε 'ς το στιλβωτό θρονί του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ομοίως εχαιρέτησαν τον θείον Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και του Δολίου τα παιδιά και του 'σφίγγαν τα χέρια, </td><td align="right">410</td></tr>
+<tr><td>και 'ς τον πατέρα των σιμά κάθισαν, τον Δολίον.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κ' ενώ κείνοι γευμάτιζαν 'ς το δώμα καθισμένοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την πόλιν όλην γρήγορα μηνύτρα βγήκε η φήμη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έλεγε, θάνατος φρικτός πως ηύρε τους μνηστήραις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έρχονταν όλοι ως τ' άκουσαν, ένας κατόπι τ' άλλου, </td><td align="right">415</td></tr>
+<tr><td>με πολλούς θρήνους έμπροσθε 'ς το δώμα του Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους νεκρούς βγάζαν κ' έθαπτε καθείς τον ιδικόν του·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτούς, οπ' ήσαν απ' αλλού, τους θέσαν εις τα πλοία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' οι ναύταις 'ς την πατρίδα του καθέναν επεράσαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κατόπι προς την αγοράν περίλυποι εβαδίζαν· </td><td align="right">420</td></tr>
+<tr><td>και, άμ' όλοι αυτού συνάχθηκαν και ομού συναθροισθήκαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Ευπείθης εις το μέσο τους σηκώθη να ομιλήση·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πόνος τον έσφαζε δριμύς του τέκνου του Αντινόου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που πρώτον εθανάτωσεν ο θείος Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γι' αυτόν τότε δακρύζοντας ωμίλησέ τους κ' είπε· </td><td align="right">425</td></tr>
+<tr><td>«Μέγα κακό των Αχαιών εργάσθη, ω φίλοι, εκείνος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πολλούς και ανδρείους άλλοτε μες τα καράβια πήρε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τα καράβι' αφάνισε και αφάνισε και κείνους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τώρ' άμ' ήλθε φόνευσε τους πρώτους Κεφαλλήναις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ελάτε τώρ' ας τρέξουμε πριν φύγη αυτός 'ς την Πύλο, </td><td align="right">430</td></tr>
+<tr><td>ή 'ς την αγίαν Ήλιδα των Επειών την χώρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ας πάμε, ειδέ μή θα 'χουμεν αιωνίαν καταισχύνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι θα μας καταρασθούν κ' οι απόγονοι, αν ακούσουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που των παιδιών μας τους φονείς και των αυταδελφών μας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εμείς δεν τιμωρήσαμεν· για με χάρι δεν έχει </td><td align="right">435</td></tr>
+<tr><td>όμοια ζωή· και προτιμώ να ευρώ τους πεθαμένους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πηγαίνουμε, μη 'ς την στερηά να βγουν προφθάσουν κείνοι».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε και όλ' οι Αχαιοί 'ς το κλάμμα του επονούσαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς αυτούς ο θείος αοιδός και ο Μέδοντας τότ' ήλθαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>από τα οδύσσεια δώματα, την κλίνην άμ' αφήσαν· </td><td align="right">440</td></tr>
+<tr><td>και, ως έμπροσθέν τους στήθηκαν, απόρησε καθένας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο συνετός ο Μέδοντας τότ' είπε προς εκείνους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ακούτε μ', Ιθακήσιοι· χωρίς των αθανάτων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την θέλησι δεν έγειναν τα έργα του Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άφθαρτον είδα εγώ θεόν εις το πλευρό να μένη </td><td align="right">445</td></tr>
+<tr><td>του Οδυσσέα, και ώμοιαζε τον Μέντορα 'ς την όψι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κείνος ο αθάνατος θεός πότε τον Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θάρρευ' εμπρός του φανερός, και πότε τους μνηστήραις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το μέγαρο ετρικύμιζε, κ' εκείνοι έπεφταν όλοι».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, και όλων έπιασε τα μέλη αχνή τρομάρα. </td><td align="right">450</td></tr>
+<tr><td>και ο Μαστορίδης άρχισεν ο ήρως Αλιθέρσης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γέρος, 'που μόνος έβλεπε τα εμπρός και τα κατόπι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείνος τότε ωμίλησε με καλήν γνώμη κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Δόστε, Ιθακήσιοι, προσοχήν εις ό,τι θα σας είπω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ω φίλοι, απ' την δειλία σας τούτ' όλα εγεννηθήκαν· </td><td align="right">455</td></tr>
+<tr><td>χαμένα εγώ και ο Μέντορας, ποιμένας των ανθρώπων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να παύσετε σας λέγαμεν από τ' ανόητ' έργα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα τέκνα σας, 'που φοβερόν ασέβημα ετολμούσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ενώ τα κτήματ' έφθειραν και την γυναίκα υβρίζαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ανδρός μεγάλου, κ' έλεγαν 'που αυτός δεν θα 'λθη πλέον. </td><td align="right">460</td></tr>
+<tr><td>και τώρα ιδού τι να γενή, τους λόγους μ' αν δεχθήτε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να μη πηγαίνουμε, κακό μην έλθη ζητημένο».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε και με αλαλαγμούς τότε οι μισοί και πλέον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Σηκωθήκαν^ οι επίλοιποι συναθροισμένοι εμείναν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του γέρου ενώ δεν έστεργαν τον λόγον, και του Ευπείθη </td><td align="right">465</td></tr>
+<tr><td>επείθονταν· και παρευθύς 'ς τ' άρματα ωρμήσαν όλοι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και, άμα με τον θαμπωτικόν χαλκόν το σώμα εζώσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την πόλι την πλατύχωρην εμπρός εσυναχθήκαν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήταν ο Ευπείθης αρχηγός, 'ς την άκρα του μωρία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>νόμιζε αυτός να εκδικηθή τον φόνο του παιδιού του, </td><td align="right">470</td></tr>
+<tr><td>αλλ' έμελλε να πέση αυτός και πλειά να μη γυρίση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τότ' έλεγεν η 'Αθηνά προς τον Κρονίδη Δία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Κρονίδη, ω πατέρα μας, πρώτε των βασιλέων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το ερώτημά μου απάντησε· τι μέσα ο νους σου κρύβει;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις του πολέμου τα κακά, 'ς το αίμα, θα τους σπρώχνης </td><td align="right">475</td></tr>
+<tr><td>ή μεταξύ τους βούλεσαι να στήσης την αγάπη;»</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο Δίας της απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ω τέκνο μου, τι μ' ερωτάς 'ς αυτά και μ' εξετάζεις;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν είσαι συ 'που σκέφθηκες η ίδια, να γυρίση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Οδυσσέας και απ' αυτούς εκδίκησι να πάρη; </td><td align="right">480</td></tr>
+<tr><td>πράξε όπως θέλεις· και θα ειπώ κείν' οπού τώρ' αρμόζει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αφού τους εκδικήθηκεν ο θείος Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ας γείνουν όρκοι στερεοί, να βασιλεύη εκείνος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εμείς τον φόνο των παιδιών και των αυταδελφών των</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ας σβύσουμε από ταις καρδιαίς, ως πρώτα ν' αγαπώνται, </td><td align="right">485</td></tr>
+<tr><td>και πλούτη ας έχουν άφθονα και ατάραχην ειρήνη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε και θάρρος έβαλε 'ς την πρόθυμην Αθήνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' η θεά 'χύθη απ' ταις κορφαίς του Ολύμπου και κατέβη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και αφού κείνοι την όρεξι του γλυκού σίτου εσβύσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους είπεν ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας· </td><td align="right">490</td></tr>
+<tr><td>«Ας προβή κάποιος να ιδή μην έφθασε το πλήθος».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τον άκουσε κ' εβγήκ' ευθύς το τέκνο του Δολίου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις το κατώφλι στάθηκε κ' είδε σιμά το πλήθος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και του Οδυσσέα φώναζε με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Έφθασαν, ήδ' είναι σιμά· καιρός ν' αρματωθούμε». </td><td align="right">495</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε και τ' όπλα εζώσθηκαν, εκείνοι του Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οι τρεις και αυτός, και ομού τα έξ' αγόρια του Δολίου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότ' ο Λαέρτης ζώσθηκε τα όπλα και ο Δολίος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ασπρόμαλλοι πολεμισταίς, ως το καλούσ' η ανάγκη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τ' άρματ' αφού ζώσθηκαν, οπ' έλαμπαν, ανοίξαν </td><td align="right">500</td></tr>
+<tr><td>την θύρα κ' εξεκίνησαν κατόπιν του Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Η Αθήνη, κόρη του Διός, 'ς το πλάγι τους εφάνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις το κορμί, και 'ς την φωνή, του Μέντορ' όλη ομοία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εχάρηκε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άμα την είδε, κ' είπ' ευθύς του αγαπητού παιδιού του· </td><td align="right">505</td></tr>
+<tr><td>«Τηλέμαχ', ήδη αυτό θα ιδής, τώρ' ότε θα 'μπης πρώτα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπού 'ς την μάχη των ανδρών τα παλληκάρια δείχνουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αισχύνην να μη φέρης συ 'ς το γένος των πατέρων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπού 'ς της γης τα πέρατα φημίζεται γενναίο».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε· </td><td align="right">510</td></tr>
+<tr><td>«Αν θέλης, τώρα θέλ' ιδής, γλυκέ πατέρ', αν μέλλει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τούτ' η ψυχή 'ς το γένος σου να φέρη καταισχύνη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά πε, και περίχαρος εφώναξ' ο Λαέρτης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ποιάν είδα ημέραν, ω καλοί θεοί μου! αναγαλλιάζω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>υιός μου τώρα κ' εγγονός έχουν άγων' ανδρείας». </td><td align="right">515</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Πλησίασε και του 'λεγεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Αρκεισιάδη, φίλε μου και πολυαγαπημένε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>συ της γλαυκόμματης θεάς και του Διός ευχήσου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τίναξε και ακόντισε το μακρυό κοντάρι».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε και ανδρειά τον γέμισε τότε η Παλλάδ' Αθήνη· </td><td align="right">520</td></tr>
+<tr><td>και, άμ' ευχήθη 'ς του Διός την κόρη, του μεγάλου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ετίναξε και ακόντισε το μακρυό κοντάρι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τον Ευπείθη κτύπησε 'ς το χάλκινό του κράνος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τ' ακόντι αυτό δεν κράτησε, και αντίκρυ βγήκ' η λόγχη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείνος χάμ' εβρόντησε κ' ηχήσαν τ' άρματά του. </td><td align="right">525</td></tr>
+<tr><td>τότ' ο Οδυσσέας ο λαμπρός υιός του 'ς τους προμάχους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πέσαν κ' εκτύπαν με σπαθιά και δίστομα μαχαίρια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όλους θα τους ξολόθρευαν, κανείς να μη γυρίση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' η Αθήνη, του Διός αιγιδοφόρου η κόρη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>φοβερήν έσυρε φωνήν κ' εκράτησε τα πλήθη· </td><td align="right">530</td></tr>
+<tr><td>«Ω Ιθακήσιοι, παύσατε τον φοβερόν αγώνα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ογλήγορα, και αναίμακτα να χωρισθήτε πλέον».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε κείνη, κ' έπιασεν αυτούς αχνή τρομάρα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έτρεμαν και απ' τα χέρια των έφυγαν τ' άρματά των</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καθώς εφώναξε η θεά 'ς την γην επέφταν όλα, </td><td align="right">535</td></tr>
+<tr><td>και προς την πόλιν έστρεψαν να σώσουν την ζωή των.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εβόησ' ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μαζώχθηκεν, ως αετός εχύθ' υψηλοπέτης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον καπνοβόλον κεραυνόν τότ' έρριξε ο Κρονίδης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έπεσ' εμπρός εις την θεάν, κόρην φρικτού πατέρα. </td><td align="right">540</td></tr>
+<tr><td>και του Οδυσσέα φώναξεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>στάσου, παύε τον πόλεμον, όμοιο κακόν εις όλους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μη πέσης ήδη 'ς την οργή του βροντοφώνου Δία».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε· κ' υπάκουσεν αυτός και μέσα του εχαιρόνταν. </td><td align="right">545</td></tr>
+<tr><td>κατόπι μ' όρκους στερεούς 'ς τα δύο μέρη αγάπην</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έστησ' η Αθήνη, του Διός αιγιδοφόρου η κόρη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις το κορμί, και 'ς την φωνή, του Μέντορ' όλη ομοία.</td><td align="right"></td></tr>
+</table>
+
+<p><b>Τ Ε Λ Ο Σ</b></p>
+
+<p>Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν<br />
+ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορά προσφερόταν<br />
+συστηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η αρχαία ελληνική<br />
+σκέψη (Ιστορία, φιλοσοφία, ποίηση, δράμα, δικανικός και πολιτικός<br />
+λόγος) σε δημιουργικές μεταφορές της, από τους άριστους μεταφραστές<br />
+του τόπου, στην πιο σύγχρονη μορφή που πήρε εξελισσόμενο το γλωσσικό<br />
+της όργανο. Ο Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο<br />
+Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο<br />
+Θεόφραστος, ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ. προσφέρονται<br />
+και σήμερα, στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή,<br />
+Μωραϊτίδη, Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη,<br />
+Καζαντζάκη, Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως,<br />
+Τσοκόπουλου, Σιγούρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ, σε μια σύγχρονη σειρά<br />
+εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα που επίσης γίνεται για πρώτη φορά,<br />
+συστηματικά, στην Ελλάδα.</p>
+
+<p><b>ΟΔΥΣΣΕΙΑ</b> Το πολυσύνθετο και πολυμερές έπος αυτό του Ομήρου διηγείται<br />
+την δεκάχρονη περιπλάνηση του Οδυσσέα, ύστερα από τον τρωικό πόλεμο,<br />
+επιστρέφοντας στην Ιθάκη. Οι πολιτισμοί, οι θρησκείες, η ιστορία, τα<br />
+ήθη των τότε λαών, καθώς και των μυθολογουμένων περιλαμβάνονται και<br />
+συμπλέκονται στην αριστουργηματική, περιπετειώδη αφήγηση. Η έμμετρη<br />
+μετάφραση, από τις κλασικές πια της νεοελληνικής γραμματολογίας,<br />
+έγινε από τον Ιάκωβο Πολυλά.</p>
+
+<p>Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΑΝΑΤΥΠΩΘΗΚΕ<br />
+ΑΠΟ ΤΟΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ</p>
+
+<p>ΑΘΗΝΑΙ, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ 36<br />
+ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΤΣΙΜΙΣΚΗ 61</p>
+
+<p>ΤΙΜΗ Α' Β' Γ' Δ' ΤΟΜΟΙ<br />
+ΔΡΑΧΜΕΣ 40</p>
+
+<p>
+</p>
+
+
+
+
+
+
+
+<pre>
+
+
+
+
+
+End of the Project Gutenberg EBook of Homer's Odyssey, by Homer
+
+*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY ***
+
+***** This file should be named 30616-h.htm or 30616-h.zip *****
+This and all associated files of various formats will be found in:
+ http://www.gutenberg.org/3/0/6/1/30616/
+
+Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis
+
+Updated editions will replace the previous one--the old editions
+will be renamed.
+
+Creating the works from public domain print editions means that no
+one owns a United States copyright in these works, so the Foundation
+(and you!) can copy and distribute it in the United States without
+permission and without paying copyright royalties. Special rules,
+set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to
+copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to
+protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project
+Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you
+charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you
+do not charge anything for copies of this eBook, complying with the
+rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose
+such as creation of derivative works, reports, performances and
+research. They may be modified and printed and given away--you may do
+practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is
+subject to the trademark license, especially commercial
+redistribution.
+
+
+
+*** START: FULL LICENSE ***
+
+THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE
+PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK
+
+To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free
+distribution of electronic works, by using or distributing this work
+(or any other work associated in any way with the phrase "Project
+Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project
+Gutenberg-tm License (available with this file or online at
+http://gutenberg.org/license).
+
+
+Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm
+electronic works
+
+1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm
+electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to
+and accept all the terms of this license and intellectual property
+(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all
+the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy
+all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession.
+If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project
+Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the
+terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or
+entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8.
+
+1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be
+used on or associated in any way with an electronic work by people who
+agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few
+things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works
+even without complying with the full terms of this agreement. See
+paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project
+Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement
+and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic
+works. See paragraph 1.E below.
+
+1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation"
+or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project
+Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the
+collection are in the public domain in the United States. If an
+individual work is in the public domain in the United States and you are
+located in the United States, we do not claim a right to prevent you from
+copying, distributing, performing, displaying or creating derivative
+works based on the work as long as all references to Project Gutenberg
+are removed. Of course, we hope that you will support the Project
+Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by
+freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of
+this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with
+the work. You can easily comply with the terms of this agreement by
+keeping this work in the same format with its attached full Project
+Gutenberg-tm License when you share it without charge with others.
+
+1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern
+what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in
+a constant state of change. If you are outside the United States, check
+the laws of your country in addition to the terms of this agreement
+before downloading, copying, displaying, performing, distributing or
+creating derivative works based on this work or any other Project
+Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning
+the copyright status of any work in any country outside the United
+States.
+
+1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg:
+
+1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate
+access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently
+whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the
+phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project
+Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed,
+copied or distributed:
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived
+from the public domain (does not contain a notice indicating that it is
+posted with permission of the copyright holder), the work can be copied
+and distributed to anyone in the United States without paying any fees
+or charges. If you are redistributing or providing access to a work
+with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the
+work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1
+through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the
+Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or
+1.E.9.
+
+1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted
+with the permission of the copyright holder, your use and distribution
+must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional
+terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked
+to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the
+permission of the copyright holder found at the beginning of this work.
+
+1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm
+License terms from this work, or any files containing a part of this
+work or any other work associated with Project Gutenberg-tm.
+
+1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this
+electronic work, or any part of this electronic work, without
+prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with
+active links or immediate access to the full terms of the Project
+Gutenberg-tm License.
+
+1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary,
+compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any
+word processing or hypertext form. However, if you provide access to or
+distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than
+"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version
+posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org),
+you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a
+copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon
+request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other
+form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm
+License as specified in paragraph 1.E.1.
+
+1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying,
+performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works
+unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9.
+
+1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing
+access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided
+that
+
+- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from
+ the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method
+ you already use to calculate your applicable taxes. The fee is
+ owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he
+ has agreed to donate royalties under this paragraph to the
+ Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments
+ must be paid within 60 days following each date on which you
+ prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax
+ returns. Royalty payments should be clearly marked as such and
+ sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the
+ address specified in Section 4, "Information about donations to
+ the Project Gutenberg Literary Archive Foundation."
+
+- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies
+ you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he
+ does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm
+ License. You must require such a user to return or
+ destroy all copies of the works possessed in a physical medium
+ and discontinue all use of and all access to other copies of
+ Project Gutenberg-tm works.
+
+- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any
+ money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the
+ electronic work is discovered and reported to you within 90 days
+ of receipt of the work.
+
+- You comply with all other terms of this agreement for free
+ distribution of Project Gutenberg-tm works.
+
+1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm
+electronic work or group of works on different terms than are set
+forth in this agreement, you must obtain permission in writing from
+both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael
+Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the
+Foundation as set forth in Section 3 below.
+
+1.F.
+
+1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable
+effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread
+public domain works in creating the Project Gutenberg-tm
+collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic
+works, and the medium on which they may be stored, may contain
+"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or
+corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual
+property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a
+computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by
+your equipment.
+
+1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right
+of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project
+Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project
+Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all
+liability to you for damages, costs and expenses, including legal
+fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT
+LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE
+PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE
+TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE
+LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR
+INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH
+DAMAGE.
+
+1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a
+defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can
+receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a
+written explanation to the person you received the work from. If you
+received the work on a physical medium, you must return the medium with
+your written explanation. The person or entity that provided you with
+the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a
+refund. If you received the work electronically, the person or entity
+providing it to you may choose to give you a second opportunity to
+receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy
+is also defective, you may demand a refund in writing without further
+opportunities to fix the problem.
+
+1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth
+in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER
+WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO
+WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE.
+
+1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied
+warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages.
+If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the
+law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be
+interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by
+the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any
+provision of this agreement shall not void the remaining provisions.
+
+1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the
+trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone
+providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance
+with this agreement, and any volunteers associated with the production,
+promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works,
+harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees,
+that arise directly or indirectly from any of the following which you do
+or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm
+work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any
+Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause.
+
+
+Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm
+
+Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of
+electronic works in formats readable by the widest variety of computers
+including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists
+because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from
+people in all walks of life.
+
+Volunteers and financial support to provide volunteers with the
+assistance they need are critical to reaching Project Gutenberg-tm's
+goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will
+remain freely available for generations to come. In 2001, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure
+and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations.
+To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation
+and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4
+and the Foundation web page at http://www.pglaf.org.
+
+
+Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive
+Foundation
+
+The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit
+501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the
+state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal
+Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification
+number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at
+http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent
+permitted by U.S. federal laws and your state's laws.
+
+The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S.
+Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered
+throughout numerous locations. Its business office is located at
+809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email
+business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact
+information can be found at the Foundation's web site and official
+page at http://pglaf.org
+
+For additional contact information:
+ Dr. Gregory B. Newby
+ Chief Executive and Director
+ gbnewby@pglaf.org
+
+
+Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation
+
+Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide
+spread public support and donations to carry out its mission of
+increasing the number of public domain and licensed works that can be
+freely distributed in machine readable form accessible by the widest
+array of equipment including outdated equipment. Many small donations
+($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt
+status with the IRS.
+
+The Foundation is committed to complying with the laws regulating
+charities and charitable donations in all 50 states of the United
+States. Compliance requirements are not uniform and it takes a
+considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up
+with these requirements. We do not solicit donations in locations
+where we have not received written confirmation of compliance. To
+SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any
+particular state visit http://pglaf.org
+
+While we cannot and do not solicit contributions from states where we
+have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition
+against accepting unsolicited donations from donors in such states who
+approach us with offers to donate.
+
+International donations are gratefully accepted, but we cannot make
+any statements concerning tax treatment of donations received from
+outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff.
+
+Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation
+methods and addresses. Donations are accepted in a number of other
+ways including checks, online payments and credit card donations.
+To donate, please visit: http://pglaf.org/donate
+
+
+Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic
+works.
+
+Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm
+concept of a library of electronic works that could be freely shared
+with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project
+Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support.
+
+
+Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed
+editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S.
+unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily
+keep eBooks in compliance with any particular paper edition.
+
+
+Most people start at our Web site which has the main PG search facility:
+
+ http://www.gutenberg.org
+
+This Web site includes information about Project Gutenberg-tm,
+including how to make donations to the Project Gutenberg Literary
+Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to
+subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks.
+
+
+</pre>
+
+</body>
+</html>
+
+
diff --git a/30616-h/images/cover.jpg b/30616-h/images/cover.jpg
new file mode 100644
index 0000000..3c38638
--- /dev/null
+++ b/30616-h/images/cover.jpg
Binary files differ
diff --git a/LICENSE.txt b/LICENSE.txt
new file mode 100644
index 0000000..6312041
--- /dev/null
+++ b/LICENSE.txt
@@ -0,0 +1,11 @@
+This eBook, including all associated images, markup, improvements,
+metadata, and any other content or labor, has been confirmed to be
+in the PUBLIC DOMAIN IN THE UNITED STATES.
+
+Procedures for determining public domain status are described in
+the "Copyright How-To" at https://www.gutenberg.org.
+
+No investigation has been made concerning possible copyrights in
+jurisdictions other than the United States. Anyone seeking to utilize
+this eBook outside of the United States should confirm copyright
+status under the laws that apply to them.
diff --git a/README.md b/README.md
new file mode 100644
index 0000000..0c8a0f9
--- /dev/null
+++ b/README.md
@@ -0,0 +1,2 @@
+Project Gutenberg (https://www.gutenberg.org) public repository for
+eBook #30616 (https://www.gutenberg.org/ebooks/30616)
diff --git a/old/20091206-30616-0.txt b/old/20091206-30616-0.txt
new file mode 100644
index 0000000..7ba3cfb
--- /dev/null
+++ b/old/20091206-30616-0.txt
@@ -0,0 +1,3571 @@
+The Project Gutenberg EBook of Homer's Odyssey, Volume D, by Homer
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+
+Title: Homer's Odyssey, Volume D
+
+Author: Homer
+
+Translator: Iakovos Polylas
+
+Release Date: December 6, 2009 [EBook #30616]
+
+Language: Greek
+
+Character set encoding: UTF-8
+
+*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY, VOLUME D ***
+
+
+
+
+Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis
+
+
+
+
+Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic.
+A few corrections on typing mistakes have been included within brackets.
+
+Σημείωση: Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Μερικές
+τυπογραφικές διορθώσεις σημειώνονται με [].
+
+
+
+
+ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ
+ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
+
+
+
+ΟΜΗΡΟΥ
+ΟΔΥΣΣΕΙΑ
+
+
+
+ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ
+ΙΑΚ. ΠΟΛΥΛΑ
+
+
+
+
+ΤΟΜΟΣ Δ'
+ΡΑΨΩΔΙΑ Τ-Ω
+
+
+
+ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
+ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΦΕΞΗ
+ΟΜΗΡΟΥ
+ΟΔΥΣΣΕΙΑ
+
+
+
+
+Ραψωδία Τ
+
+
+
+Αλλ' έμενε 'ς το μέγαρον ο θείος Οδυσσέας,
+και των μνηστήρων όλεθρο να εύρη εζήτα ο νους του
+με την Αθήνη, κ' είπ' ευθύς γοργά του Τηλεμάχου·
+«Ανάγκ' είναι, Τηλέμαχε, να θέσης τ' άρματ' όλα
+μέσα· κατόπι πλάνεσε με λόγια τους μνηστήραις, 5
+όταν, ενώ τ' αναζητούν, για κείνα σ' εξετάσουν·
+θα ειπής· τα πήρ' απ' τον καπνόν, ότι δεν ήσαν πλέον
+ως ο Οδυσσέας τ' άφινε πριν πάγη 'ς την Τρωάδα,
+και, ως 'πώφθαν' άχνα της φωτιάς, την πρώτη λάμψι χάσαν·
+και άλλο τι μεγαλήτερο θεός 'ς τον νου μου βάζει· 10
+μήπως σας φέρ' εις έριδα, και κτυπηθήτε, η μέθη,
+και το τραπέζι ατιμασθή με αίμα κ' η μνηστεία·
+'ς τον εαυτό του ο σίδηρος σέρνει τον άνδρα μόνος».
+
+Αυτά 'πε· και άκουσ' ο υιός τον ποθητόν πατέρα,
+και την βυζάστρα κάλεσεν Ευρύκλεια και της είπε· 15
+«Ταις κόραις, μάννα, κράτει μου 'ς τα μέγαρ', ως να θέσω
+τα πατρικά μου τ' άρματα 'ς τον θάλαμο, τα ωραία·
+μου τ' αφανίζ' όλα ο καπνός 'ς το σπίτι αμελημένα,
+αφού λείπει ο πατέρας μου· κ' εγώ μικρός τότ' ήμουν·
+θα τα φυλάξω τώρα εκεί 'που λάμπα δεν θα φθάση». 20
+
+Η Ευρύκλεια τότε απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα·
+«Άμποτ', υιέ μου, ν' άρχιζες με πόθο και με γνώσι
+το σπίτι να επιμεληθής και να τηράς το βιο σου.
+αλλά ποια τώρα θα 'λθ', ειπέ, κοντά σου φως να φέρη;
+και η δούλαις, 'που θα σού 'φεγγαν, να βγουν δεν ταις αφίνεις». 25
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος εκείνης αποκρίθη·
+«Τούτος ο ξένος· ότι αργός δεν συγχωρώ να μένη
+'ς το σπίτι μ' όποιος τρέφεται και από τα ξέν' αν ήλθε».
+
+Αυτά 'πε κείνος, και άπτερος 'ς αυτήν ειπώθη ο λόγος,
+και τα θυρόφυλλ' έκλεισε των υψηλών μεγάρων. 30
+τότ' ο Οδυσσέας και ο λαμπρός υιός του κινηθήκαν,
+κ' έφερναν μέσα κόρυθαις, ομφαλωταίς ασπίδαις,
+μυτεραίς λόγχαις· κ' έμπροσθε χρυσόν κρατούσε λύχνον
+κ' εμόρφον' ωραιότατο φως η Παλλάδ' Αθήνη.
+τότ' είπεν ο Τηλέμαχος έξαφνα του πατρός του· 35
+«Θαύμ' είναι αυτό, πατέρα μου, μέγα, 'που βλέπ' εμπρός μου·
+οι τοίχοι, τα μεσόστυλα τα ωραία, των μεγάρων,
+τα πατερά τα ελάτινα, κ' οι στύλοι οπ' αναβαίνουν,
+'ς τα μάτια μ' όλα φανερά φλογώδη λάμψιν έχουν·
+είν' εδώ κάποιος των θεών των ουρανοκατοίκων». 40
+
+Σ' εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·
+«Σίγα, τον νουν σου κράτησε, μηδέ ποσώς ερώτα·
+τούτος ο τρόπος των θεών κατοίκων του Ολύμπου·
+αλλ' άμε συ ν' αναπαυθής, και αυτού θα μείνω μόνος,
+'ς ταις δούλαις, 'ς την μητέρα σου, και άλλην να δώσω αιτία· 45
+θα μ' εξετάση 'ς όλ' αυτή μες το παράπονό της».
+
+Αυτά 'πε· και ο Τηλέμαχος, 'ς την λάμψι των λαμπάδων,
+πέρασ' από το μέγαρο 'ς τον θάλαμο, 'ς το μέρος
+όπ' εκοιμάτ' ότ' έρχονταν 'ς αυτόν ο γλυκός ύπνος·
+πλάγιασε αυτού, την άφθαρτην Ηώ να περιμένη. 50
+αλλ' έμενε 'ς το μέγαρον ο θείος Οδυσσέας,
+και όλεθρο με την Αθηνά ζητούσε των μνηστήρων.
+Απ' τον κοιτώνα η φρόνιμη τότ' ήλθε Πηνελόπη·
+την Άρτεμιν ή την χρυσήν ωμοίαζε Αφροδίτη·
+κ' ευθύς 'ς το πλάγι της φωτιάς της θέσαν το θρονί της, 55
+'που τορνευτό μ' ελέφαντα και ασήμ' είχε ποιήσει
+ο τεχνουργός Ικμάλιος, και του 'συρε υποπόδι
+'ς εκείνο αρμόδιο, και προβειά το σκέπαζε μεγάλη·
+'ς εκείνο τότε η φρόνιμη καθόνταν Πηνελόπη·
+ήλθαν από το μέγαρον η λευκοχέραις κόραις, 60
+κ' ευθύς σηκόναν τ' άφθονο φαγί και τα τραπέζια
+και τα ποτήρια, 'πώπιναν οι απόκοτοι μνηστήρες·
+και απ' τους φανούς κάτ' έρριξαν το πυρ κ' έθεσαν άλλα
+επάνω τους ξύλα πολλά, να δίδουν φως και ζέστη.
+τον Οδυσσέ' η Μελανθώ τότε αποπήρε πάλι· 65
+«Την νύκτ' ακόμα, ξέν', εδώ θε να μας βασανίζης,
+'ς το σπίτι ν' αναστρέφεσαι, ταις κόραις να ματιάζης;
+'ς τον δρόμον έβγ', ελεεινέ, και αρκεί σ' ό,τ' έχεις φάγει,
+ή θα σε βιάσω με δαυλιαίς να πεταχθής 'ς τον δρόμο».
+
+Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος της είπεν Οδυσσέας· 70
+«Με πάθος τόσο, απάνθρωπη, γιατί με κατατρέχεις;
+μη τάχ' ότ' είμαι ανάλειπτος και κακοενδυμένος,
+και 'ς το κοινό ψωμοζητώ, καθώς με βιάζ' η χρεία;
+αύτ' είν' η όψι των πτωχών των περιπλανωμένων.
+ότι κ' εγώ πανευτυχής 'ς τον κόσμον ήμουν κ' είχα 75
+πάμπλουτο σπίτι, και συχνά του πλανωμένου ανθρώπου,
+όποιος και αν ήταν, έδιδα, και όποιαν και αν είχε ανάγκη·
+και δούλους είχ' αμέτρητους και άφθον' αυτά 'που κάμνουν
+να καλοζούν οι άνθρωποι, και υπέρπλουτοι λογιούνται·
+αλλ' όλα μου τ' αφάνισεν η θέλησις του Δία. 80
+όθεν και συ σκέψου, ω γυνή, μή ποτε χάσης όλην
+την λάμψιν, οπ' ανάμεσα 'ς ταις δούλαις σε στολίζει,
+η δέσποινά σου αν σ' οργισθή και σε κακοποιήση,
+ή φθάσ', όπως ελπίζεται, ο θείος Οδυσσέας·
+κ' εάν εχάθη, ως λέγετε, και δεν θα φθάση πλέον, 85
+ανάθρεψεν ο Απόλλωνας, ιδού, τον μονουιόν του
+Τηλέμαχον και αν ανομεί 'ς το σπίτι του καμμία
+των γυναικών, το βλέπει αυτός, και πλειά παιδί δεν είναι».
+
+Αυτά 'πε, και τον άκουσε μακρόθε η Πηνελόπη
+η φρόνιμη, και ωνείδισε την δούλα και της είπε· 90
+«Σε βλέπω, σκύλ' αδιάντροπη, ν' αυθαδιάζης πράξι,
+'που θα σφογγίσης έπειτα συ με την κεφαλή σου·
+ότι καλώς το γνώριζες, είχες ακούσει ότ' είπα
+πως 'ς τα ιδικά μου μέγαρα τον ξένον να εξετάσω
+έμελλα ως προς τον άνδρα μου, ενώ με φθείρ' η λύπη». 95
+
+Είπε και την κελλάρισσα προσφώνησ' Ευρυνόμη·
+«Φέρ', Ευρυνόμη, εδώ θρονί με την προβειά στρωμένο,
+ο ξένος να καθίση αυτού, λόγον να ειπή, ν' ακούση
+λόγον και κείνος απ' εμέ, και θα τον εξετάσω»·
+
+Είπε, και πρόθυμ' έφερε κ' έστησ' ευθύς εκείνη 100
+λαμπρήν καθήκλα, και προβειά της έστρωσεν επάνω·
+εκάθισε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας,
+κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη τότ' άρχισε να λέγη·
+«Ω ξένε, το εξής εγώ θα σ' ερωτήσω πρώτη·
+ποιος είσαι; ποιο το γένος σου; που η πόλις και οι γονείς σου;» 105
+
+Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·
+«'Σ της γης τα πέρατα, ω γυνή, σέ ποιος θνητός θα ψέγη;
+ότι 'ς τον μέγαν ουρανόν η φήμη σ' έχει φθάσει·
+ομοίαν φήμην άπταιστος λαμβάνει βασιλέας,
+αν κυβερνά θεόφοβα λαόν πολύν και ανδρείον, 110
+εις όλα δίκαιος· και η γη σιτοφορεί, τα δένδρα
+γέμουν καρπούς, τα πρόβατα καλογεννούν, και πλήθος
+ψάρια γεννά το πέλαγος, απ' την χαριτωμένη
+την βασιλεία, κ' ευτυχούν τα πλήθη 'ς την σκιά του.
+όθεν τώρα 'ς το σπίτι σου 'ς ό,τι άλλο εξέταζέ με, 115
+αλλά μη την πατρίδα μου, το γένος μου, ερωτήσης
+μήπως η πολυστένακτη ψυχή μου πλημμυρήση
+από πικραίς ενθύμησαις, και μέσα εις σπίτι ξένο
+δεν πρέπει εγώ να μύρωμαι και να βαρυστενάζω·
+και άνθρωπος ατελεύτητα να κλαίη δεν συμφέρει· 120
+μη κάποια δούλα σου, ή και συ, θυμώση και νομίση
+ότι 'ς τα δάκρυα πνίγομαι βαρύς από την μέθη».
+
+Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη·
+«Ω ξέν', όλα τα δώρα μου, το κάλλος και το σώμα
+οι αθάνατοι μου αφάνισαν απ' ότε 'ς την Τρωάδα 125
+με τους Αργείους έπλευσεν ο άνδρας μου Οδυσσέας.
+αχ! την ζωή μου αν έρχονταν να θεραπεύη εκείνος
+και η δόξα μου θε ν' αύξαινε και θα σαν όλα ωραία·
+τώρ' έχω λύπη· τι πολλά μώδωσε πάθ' η μοίρα·
+ότι όσ' υπάρχουν δυνατοί 'ς τα νησιά γύρω, οι πρώτοι 130
+του Δουλιχιού, της Σάμης και της σύδενδρης Ζακύνθου,
+κ' εκείνοι οπού 'ς την ηλιακήν Ιθάκη κατοικούσι,
+εμέ την άθελη ζητούν και όλο το σπίτι φθείρουν
+όθεν 'ς τους ξένους προσοχήν ή 'ς τους ικέταις πλέον
+δεν δίδ', ούτε 'ς τους κήρυκαις, τους λειτουργούς του δήμου, 135
+αλλά μου τήκει την καρδιάν ο πόθος του Οδυσσέα.
+κείνοι τον γάμον βιάζουσι κ' εγώ τους πλέκω δόλους·
+και πρώτα μ' έμπνευσε θεός, πανί μέγ' αφού στήσω
+'ς το δώμα μου, λεπτότατο και απέραντο να υφαίνω
+ύφασμα· κ' ευθύς έπειτα 'ς εκείνους είπα· «Ω νέοι 140
+μνηστήρες μου, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας,
+τον γάμον μη μου βιάζετε, σταθήτ' ως ν' αποκάμω
+το ύφασμ' αυτό, τα γνέματα να μη μου παν χαμένα,
+του Λαέρτ' ήρωα σάβανο, για τον καιρό, 'που η μαύρη
+μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου θα τον πάρη, 145
+των Αχαιίδων μην καμμιά 'ς τον τόπο μ' ονειδίση,
+αν κείτεται ασαβάνωτος αυτός 'που πλούσιος ήταν.
+αυτά 'πα κ' εκατάπεισα την ανδρικήν ψυχή τους·
+και το πανί τότ' ύφαινα, το απέραντο, ολημέρα,
+και νύκτα το ξεΰφαινα 'ς την λάμψι των λαμπάδων. 150
+όθεν από τους Αχαιούς εκρύφθηκα με απάτη
+τρεις χρόνους· αλλ' ότ' έφεραν τον τέταρτον η ώραις,
+ως τα φεγγάρια χάνονταν κ' η 'μέραις επληθύναν,
+η δούλαις, σκύλαις άσπλαχναις, με πρόδωσαν, κ' εκείνοι
+μ' ευρήκαν και μ' ονειδισμούς πικρούς μ' εφοβερίσαν. 155
+ιδού πώς το τελείωσα βιασμένη απ' την ανάγκη.
+τώρα του γάμου αποφυγή δεν είν' ούτ' άλλο ευρίσκω
+τέχνασμα· και να υπανδρευθώ με σπρώχνουν οι γονείς μου·
+και το παιδί μου αγανακτεί 'που τρώγουν το βιο του·
+έχ' ήδη γνώσι, ανδρώθηκε, κ' είν' άξιος να προσέχη 160
+το σπίτι, ως πρέπ' εις άνθρωπον πώχει λαμπρύνει ο Δίας.
+και όμως 'ς εμέ το γένος σου θα ειπής, οπόθεν είσαι·
+το δρυ τ' αρχαιομίλητο δεν σ' έβγαλ' ούτ' η πέτρα».
+
+Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·
+«Του Λαερτιάδη σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα, 165
+την γενεά να μ' ερωτάς δεν θέλει παύσης πλέον·
+θα σου την είπω, αν και μ' αυτό ταις λύπαις μου θ' αυξήσης.
+του ανθρώπου ο τρόπος είναι αυτός, οπότε απ' την πατρίδα
+τόσους καιρούς είναι μακράν, όσο εγώ λείπω τώρα,
+και εις πολλαίς χώραις των θνητών θλιμμένος παραδέρνω. 170
+και όμως εκείνο θα σου ειπώ, 'που μ' ερωτάς να μάθης.
+υπάρχει γη καταμεσής του σκοτεινού πελάγου,
+η Κρήτη, ωραία, κάρπιμη, περίβρεκτη, και μέσα
+είν' άνθρωποι αναρίθμητοι και πόλες ενενήντα.
+και γλώσσαις είν' όσοι λαοί· γένη Αχαιών ο τόπος 175
+και Αυτοκρήτων ψυχερών μέσ' έχει και Κυδώνων
+και Δωριέων τριγενών και Πελασγών των θείων·
+κ' είν' η Κνωσός, πόλις τρανή, 'που ο Μίνως, του μεγάλου
+του Δία συνομιλητής, βασίλευ' έτη εννέα,
+του θείου Δευκαλίωνα πατέρας, του πατρός μου, 180
+'που εμέ και τον πολέμαρχον γέννησ' Ιδομενέα.
+'ς την Ίλιον ακολούθησεν εκείνος τους Ατρείδαις
+με τα κυρτά καράβια του· εμ' Αίθωνα ονομάζουν·
+εγώ νεώτερος, αυτός καλήτερος και πρώτος.
+τότ' είδα εγώ κ' εξένισα εκεί τον Οδυσσέα· 185
+σφοδρός τον έσπρωξ' άνεμος 'ς την Κρήτη απ' τον Μαλέα
+προς την Τρωάδ' ως έπλεε· 'ς τον Αμνισόν, εις τ' άντρο
+της Ειλειθυίας άραξε, 'ς τα δύσκολα λιμάνια,
+και μόλις αυτού ξύφυγεν απ' ταις ανεμοζάλαις.
+'ς την πόλι ανέβη, ερώτησε πού είν' ο Ιδομενέας, 190
+ο σεβαστός του, ως έλεγε, και αγαπητός του ξένος·
+αλλ' ήσαν ήδη δέκ' αυγαίς ή ένδεκ' αφού κείνος
+είχε κινήσει με κυρτά καράβια προς την Τροία.
+'ς το δώμα μου τον πήρα εγώ κ' εκαλοξένισά τον,
+ως είχε απ' όλα τα καλά το σπίτι μου αφθονία· 195
+και αλεύρια, φλογερό κρασί, και βώδια της θυσίας
+απ' το κοινόν εσύναξα κ' εχάρισά τα εκείνου,
+μ' όλη την συνοδία του να ευφραίνεται η ψυχή του.
+δώδεκα ημέραις οι Αχαιοί πρόσμεναν τότε οι θείοι·
+μέγας τους έκλειε Βορηάς, και ουδέ 'ς την γη να μείνουν 200
+τους άφινε· κάποιος θεός εχθρός τον είχε στείλει·
+'ς ταις δεκατρείς, άμ' έπεσεν, εκείνοι εξεκινήσαν».
+
+Έλεγε ψεύματα πολλά, και αλήθειαις ωμοιάζαν·
+και ως άκουε τα δάκρυα της ρέαν κ' η θωριά της
+έλυονε· και ως εις τα υψηλά βουνά λυόνει το χιόνι, 205
+'που αφού το ρίξη ο Ζέφυρος ο Εύρος τ' αναλύει,
+και ως λυόνει εκείνο οι ποταμοί πληθένουν ενώ ρέουν,
+όμοια τα ωραία μάγουλα 'ς τα δάκρυα της ελυόναν,
+ως έκλαιε τον άνδρα της καθήμενον σιμά της·
+και κείνος την γυναίκα του, 'που εθρήνει, εσυμπονούσε· 210
+αλλ' ως κέρατ' ή σίδερο τα μάτι' ασάλευτ' ήσαν,
+'ς τα βλέφαρ' ως αφάνιζε τα δάκρυα του με τέχνη.
+και αφού 'ς τον πολυδάκρυτον θρήνον εκείνη ευφράνθη,
+πάλι 'ς αυτόν απάντησεν, ωμίλησέ του κ' είπε·
+«Αλήθεια, ξένε, τώρα σε, θαρρώ, θα δοκιμάσω, 215
+εάν εκεί τον άνδρα μου με τους λαμπρούς συντρόφους
+εξένισες 'ς το σπίτι σου τωόντι, ως τώρα λέγεις,
+ειπέ μου ποια φορέματα το σώμα του εφορούσε,
+και αυτόν και τους συντρόφους του παράστησε μ' ως ήσαν».
+
+Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· 220
+«Πράγμ' είναι δύσκολ', ω γυνή, να σου τον παραστήσω,
+αφού καιροί μας χώρισαν, κ' ήδ' είν' είκοσι χρόνοι
+απ' ότε κείνος άφησε την γη την πατρική μου.
+αλλ' όμως θα σου τον ειπώ 'ς τον νου μ' ως αναφαίνει.
+πορφυρήν χλαίναν δασερήν ο θείος Οδυσσέας 225
+διπλήν εφόρει με χρυσήν περόνην, 'που 'χε δύο
+αυλούς διδύμους, κ' έμπροσθε τεχνούργημ' ήταν θείο·
+σκύλος ζαρκάδι παρδαλό 'ς τα εμπροσθινά του εκράτει
+κ' εκύττα το 'που σπάραζε· και αυτό θαύμαζαν όλοι
+πώς, ενώ πλάσθηκαν χρυσοί, κυττά και πνίγει ο σκύλος 230
+το ζάρκαδο, και αυτό σπαρνά τα πόδια, να του φύγη.
+χιτών' ακόμη του είδα εγώ λαμπρότατον 'ς το σώμα,
+κ' εγυάλιζ' ως εις το ξερό κρεμμύδι επάνω η φλούδα·
+τόσ' ήταν κείνος μαλακός κ' είχε του ηλιού την λάμψι·
+γυναίκες τον εθαύμασαν πολλαίς οπού τον είδαν. 235
+και εις άλλο ακόμα πρόσεχε· δεν ξεύρ' αν ο Οδυσσέας
+είχεν από το σπίτι του τα ενδύματα, 'που εφόρει,
+ή φίλος αν τα χάρισεν, ότ' έμβαινε 'ς το πλοίο,
+ή ξένος· ότι αγάπησαν πολλοί τον Οδυσσέα,
+επειδή μες τους Αχαιούς ολίγους είχε ομοίους. 240
+κ' εγώ ξίφος ολόχαλκο και πορφυρήν χλαμύδα
+διπλήν ωραίαν του 'δωκα, και μακρυόν χιτώνα,
+και ως τ' εύμορφο καράβι του με σέβας τον επήρα.
+τον ακολούθα κήρυκας ολίγο ανώτερός του
+'ς την ηλικίαν ως και αυτόν θα σου τον παραστήσω· 245
+καμπούρης, μελαψός, σγουρός, κ' είχ' όνομα Ευρυβάτης·
+και αυτόν απ' τους συντρόφους του τιμούσ' ο Οδυσσέας
+εξόχως, ότι εταίριαζε μ' αυτόν εκείνου η γνώμη».
+
+Είπε, και αυτή πλειότερον πόθον του θρήνου αισθάνθη,
+άμα της είπε ασάλευτα γνωρίσματ' ο Οδυσσέας. 250
+και, αφού 'ς τον πολυδάκρυτον θρήνον εκείνη ευφράνθη,
+πάλι 'ς αυτόν απάντησεν, ωμίλησέ του και είπε·
+«Ω ξέν', είχες την λύπη μου και πριν, αλλ' από τώρα
+αγαπητός και σεβαστός 'ς το σπίτι μου συ θα 'σαι·
+τα ενδύματ', ως τ' ανάφερες, μ' αυτά τα χέρια πήρα 255
+κ' εδίπλωσ' απ' τον θάλαμο, και την λαμπρήν περόνην
+εκάρφωσα, καλλώπισμα να έχη αυτός, 'που οπίσω
+δεν θα 'λθη, αχ! να τον δεχθώ, 'ς την ποθητήν πατρίδα·
+μοίρα 'ς το πλοίον έφερε κακή τον Οδυσσέα,
+την Κακοΐλιον να ιδή την τρισκαταραμένην». 260
+
+Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·
+«Του Λαερτιάδη ω σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα,
+μη φθείρης την καλή σου ειδή, μη την καρδιά σου λυόνης
+τον σύντροφό σου κλαίοντας· πλην δεν σε κατακρίνω·
+κ' εάν κάθ' άλλη οδύρεται, τον άνδρα της αν χάση, 265
+'που τέκν' απόλαυσε απ' αυτόν, εσύ πώς να μην κλαίης
+τον Οδυσσέα, 'πώμοιαζε με τους θεούς, ως λέγουν;
+αλλά παύσε τα δάκρυα, τους λόγους μου ν' ακούσης·
+θέλει ομιλήσω αληθινά χωρίς το ουδέν να κρύψω,
+είδησι της επιστροφής πως έχω του Οδυσσέα, 270
+'που ζη σιμά, 'ς των Θεσπρωτών την κάρπιμη την χώρα,
+και πολλούς φέρει θησαυρούς 'που απ' το κοινό συνάζει·
+αλλ' έχασε 'ς τα σκοτεινά πελάγη τους συντρόφους
+με το καράβι, ως έπλεεν από την Θρινακία,
+ότι 'ς αυτόν ωργίσθηκαν ο Ήλιος και ο Δίας 275
+αφού τα βώδια φόνευσαν εκείνου οι σύντροφοί του·
+κείνοι 'ς τον πολυτάραχον πόντον χαθήκαν όλοι,
+και αυτόν, 'που επάνω ανέβηκε 'ς του πλοίου την καρίνα,
+τα κύματ' έβγαλαν 'ς την γη των θεογενών Φαιάκων,
+οπ' ως θεόν τον τίμησαν και τον φιλοδωρήσαν, 280
+και να τον στείλουν άβλαπτον ήθελαν 'ς την πατρίδα.
+και από καιρό θα 'ταν εδώ φθασμένος ο Οδυσσέας,
+αλλ' όμως συμφερώτερο του φάνη 'ς πολλά μέρη
+της γης γυρνώντας πράγματα πολλά να θησαυρίζη.
+τόσο πολλά τεχνάσματα γνωρίζ' ο Οδυσσέας, 285
+ουδέ θνητός ευρίσκεται να μετρηθή μ' εκείνον.
+αυτά μου είπε ο Φείδωνας, οπ' είναι βασιλέας
+των Θεσπρωτών, και ως σπόνδιζε 'ς το σπίτι ωρκίσθη εμπρός μου
+'που το καράβ' είχε ριχθή κ' οι σύντροφοι έτοιμ' ήσαν,
+'που κείνον θα οδηγήσουσι 'ς την ποθητήν πατρίδα. 290
+αλλ' έπεμψε μέ πρότερα, τι Θεσπρωτών καράβι
+έτυχε για το κάρπιμο Δουλίχιο να κινήση.
+και μου 'δειξ' όσους θησαυρούς εσύναξ' ο Οδυσσέας,
+'που αρκούσαν και την δέκατη να θρέψουν γενεά του·
+θησαυρούς τόσους είχε αυτός 'ς τα σπίτια του κυρίου. 295
+και 'ς την Δωδώνην έλεγεν ότ' είχε αυτός περάσει
+απ' του θεού το υψηλό δρυ το θέλημα του Δία
+ν' ακούση, αν ολοφάνερα ή μυστικά θα γύρη,
+τόσους αφού 'λειψε καιρούς, 'ς την ποθητήν πατρίδα.
+ιδού πώς κείνος σώζεται, κ' ήδη θα φθάση κ' είναι 300
+πολύ σιμά, και δεν αργεί να ιδή τους ποθητούς του
+και την πατρίδα· και άκουσε τον όρκο 'που σου δίδω·
+μάρτυς μου ο Δίας, των θεών ο εξαίσιος και πρώτος,
+και η γωνία, πώφθασα, του άπταιστου Οδυσσέα,
+πως όλα τούτα θα συμβούν καθώς τα λέγω τώρα· 305
+ο Οδυσσέας έρχεται τούτος πριν κλείσ' ο χρόνος,
+τούτος ο μήνας άμ' εβγή και άμα πατήσ' ο άλλος».
+
+Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη·
+«Τούτος ο λόγος άμποτε τέλος να λάβη, ω ξένε,
+και τότε την αγάπη μου θα γνώριζες και δώρα 310
+τόσο πολλά, 'π' όποιος σε ιδή θε να σε μακαρίζη.
+αλλ' άκουσ' ό,τι αλάθευτα προαισθάνεται η ψυχή μου·
+ούτ' ο Οδυσσέας θα 'λθη πλειά, προβόδισμ' ούτε θαύρης,
+ότι οδηγοί 'ς το σπίτι μας τέτοιοι δεν είναι πλέον,
+ως ο Οδυσσέας ικανός, αν ποτ' εζούσ', εφάνη, 315
+να δέχωνται, να προβοδούν τους σεβασμίους ξένους.
+τώρα τον ξένον νίψετε, θεράπαιναις, και κλίνην
+στρώσετε με λαμπρότατα παπλώματα και χλαίναις,
+γλυκείαν να 'χη ανάπαυσιν ως 'που να λάμψ' η 'μέρα,
+και αύριο θα τον λούσετε και χρίσετε άμα φέξη, 320
+όπως με τον Τηλέμαχο 'ς την τράπεζαν καθίση,
+'ς το μέγαρο· δεν θα χαρούν με τούτ' όσοι μνηστήρες
+τούτον λυπούν θανάσιμα, και ουδέ 'ς το εξής θα κάμουν
+τίποτ' απ' όσα βούλονται, και αν τρομερά θυμώσουν.
+και πώς συ, ξένε, ως προς εμέ θα μάθης αν των άλλων 325
+των γυναικών ανώτερη 'ς τον νου, 'ς την γνώσιν, είμαι,
+αν άλουστος, κακένδυτος, 'ς τα μέγαρα καθίσης
+'ς την τράπεζα; και των θνητών η ημέραις είν ολίγαις.
+άρ' όποιος δείχνετ' άπονος και άπονην γνώμην έχει,
+οι άνθρωποι όλοι, ενόσω ζη, κακά του καταριώνται, 330
+και απεθαμένον φοβερά τον ονειδίζουν όλοι·
+αλλ' όποιος δείχνετ' άψεγος και άψεγην γνώμην έχει,
+την δόξαν του 'τα πέρατα της γης οι ξένοι απλόνουν,
+και μύρι' ανθρώπων στόματα καλόν τον ονομάζουν».
+
+Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· 335
+«Του Λαερτιάδη σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα,
+έχω μισήσει και λαμπρά παπλώματα και χλαίναις,
+αφού της Κρήτης άφησα τα χιονισμένα όρη,
+κ' εβγήκα με μακρύκουπο καράβι 'ς τα πελάγη.
+τώρ' ας πλαγιάσω, 'ς άυπναις νυκτιαίς συνειθισμένος· 340
+επειδή νύκταις πέρασα πολλαίς 'ς αχρεία κλίνη,
+ως να 'λθη της καθ[λ]όθρονης Ηώς η λάμψ' η θεία
+ουδέ το ποδονίψιμο τώρα η καρδιά μου θέλει·
+ουδέ καμμιά των γυναικών το πόδι μου θα εγγίξη
+απ' όσαις εις το δώμα σου τώρ' έχεις υπηρέτραις, 345
+ειμή κάποια γερόντισσα, χρηστή γυναίκ', αν είναι,
+'που 'ς την καρδιά της να 'παθεν όσ' έχω παθημένα·
+εκείνης δεν θα εμπόδιζα τα πόδια μου να εγγίξη».
+
+Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη·
+«Ακριβέ ξένε —ότι κανείς των ξένων από πέρα 350
+συνετός τόσο και ακριβός 'ς το δώμα μου δεν ήλθε,
+τόσ' είναι σύνεσις πολλή και σκέψις 'ς ό,τι λέγεις,—
+τώρ' έχω εγώ γερόντισσαν, γνώσιν και νουν γεμάτην,
+αυτήν, 'που γλυκανάστησε τον άμοιρον εκείνον,
+και απ' της μητρός του την κοιλιά τα χέρια της τον πιάσαν· 355
+αυτή, και ας είναι αδύναμη, τα πόδια θα σου νίψη.
+Ευρύκλεια φρονιμώτατη, σήκω και του άρχοντά σου
+νίψε τον συνομήλικον και τώρ' ο Οδυσσέας
+'ς τα πόδια και 'ς τα χέρια με τούτον όμοιος είναι,
+ότ' οι θνητοί 'ς ταις συμφοραίς ογρήγορα γεράζουν». 360
+
+Αυτά 'πε και το πρόσωπον εσκέπασεν η γραία,
+κ' έβγαλε δάκρυα θερμά και με παράπον' είπε·
+«Ωιμέ, τέκνο, απελπίσθηκα για σε· σ' ωργίσθη ο Δίας
+ως δεν ωργίσθη άλλον θνητόν, θεόφοβος αν κ' ήσουν·
+ότι κανείς απ' τους θνητούς του χαιρεβρόντη Δία 365
+παχειά μεριά δεν έκαψε κ' εξαίσιαις εκατόμβαις,
+όσαις εσύ του πρόσφερες, ευχόμενος να λάβης
+γήρας καλόν και τον λαμπρόν υιόν σου ν' αναστήσης·
+και τώρα την επιστροφή μόνον εσέν' αρνήθη.
+και κείνον, αχ! 'ς την ξενιτειάν η δούλαις θ' αναπαίζαν, 370
+ότ' επατούσ' ο άμοιρος ς' τα σπίτια των μεγάλων,
+ως αναπαίζουν τώρα σέ τούταις η σκύλαις όλαις.
+των μιαρών τους υβρισμούς μισείς και να σε νίψουν
+δεν στέργεις, ώστ' επρόσταξεν εμέ, 'που πρόθυμ' είμαι,
+η Πηνελόπ' η φρόνιμη του Ικαρίου κόρη. 375
+τα πόδια θα σου νίψω εγώ χάριν της Πηνελόπης
+και χάριν σου, ότι ξύπνησαν 'ς τα βάθη της ψυχής μου
+πόνοι πολλοί· και πρόσεχε 'ς αυτό που θα προφέρω·
+πολλ' ήλθαν ήδη ξένοι εδώ ταλαίπωροι, αλλ' ακόμη
+άνδρα δεν είδα εγώ ποτέ να ομοιάζη του Οδυσσέα, 380
+ως εις το σώμα, 'ς την φωνή, 'ς τα πόδια, συ του ομοιάζεις».
+
+Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·
+«Ω γραία, τούτ' ομολογούν, εμέ και αυτόν όσ' είδαν,
+ότι ομοιότητ' έχουμε πολλήν εμείς οι δύο,
+καθώς και συ το νόησες με καλήν βλέψι κ' είπες». 385
+
+Είπε, κ' η γραία λέβητα, λαμπρόν ποδολουτήρα,
+επήρε, κ' έβαλε πολύ ψυχρό νερό, κατόπι
+ζεστό· κείνος εκάθιζε μακράν απ' την γωνίστρα,
+και προς το σκότος στράφη ευθύς, ότι του εμπήκε φόβος
+μη κείνη, ενώ τον έψαχνε, το λάβωμα γνωρίση 390
+και γνωσθούν όλα· εσίμωσεν η γρηά 'ς τον κύριόν της
+κ' ενόησ', ως τον ένιβε, το λάβωμ', οπού χοίρος
+με λευκό δόντι του 'καμε 'ς τον Παρνασό, 'που νέος
+εβγήκε τον Αυτόλυκο να ιδή, και τους υιούς του,
+μητρικόν πάππον του λαμπρόν, 'ς τον όρκο, 'ς την απάτη, 395
+πρώτον απ' όλους τους θνητούς· τον είχ' ο Ερμής προικίσει,
+επειδή του 'καιεν αρνιών καλά μεριά κ' ερίφων,
+και κείνος τον συνώδευε βοηθός παντού και φίλος.
+επέρασεν ο Αυτόλυκος 'ς την κάρπιμην Ιθάκη,
+και νεογέννητ' εύρηκε παιδί της θυγατρός του. 400
+'ς τα γόνατά του το 'θεσεν, άμ' είχε αποδειπνήσει,
+η Ευρύκλεια, και τον έκραξε κατ' όνομα και του 'πε·
+«Αυτόλυκ', εύρες όνομα συ τώρ' ό, τι θα βάλης
+εις του παιδιού σου το παιδί το πολυαγαπημένο».
+Απάντησεν ο Αυτόλυκος· «Κόρη μου και γαμβρέ μου, 405
+τ' όνομα τούτ', οπού θα ειπώ, βάλετε του παιδιού σας·
+εγώ', που τώρ' εδώ 'φθασα, συχναίς έδωσα οδύναις
+πολλών ανδρών και γυναικών 'ς την γη την πολυθρέπτρα·
+άρα Οδυσσέας όνομα να λάβη απ' ταις οδύναις·
+και οπόταν άνδρας έλθη αυτός 'ς το μέγα της μητρός του 410
+παλάτι, εκεί 'ς τον Παρνασόν, οπ' είναι οι θησαυροί μου,
+θα λάβη μέρος, και φαιδρόν θα τον ξεπροβοδήσω».
+
+Όθεν να λάβη τα λαμπρά χαρίσματ' ο Οδυσσέας
+ανέβη εκεί· και με χαραίς ο Αυτόλυκος τον δέχθη,
+και του Αυτολύκου τα παιδιά· κ' η μάννα της μητρός του 415
+η Αμφιθέα, κλείοντας αυτόν 'ς την αγκαλιά της
+την κεφαλή του φίλησε και τα λαμπρά του μάτια.
+και τα γενναία του παιδιά το γεύμα να ετοιμάσουν
+παράγγειλεν ο Αυτόλυκος' κ' υπάκουσαν εκείνοι,
+και βώδι ευθύς πεντάχρονον, αρσενικόν, εφέραν, 420
+το γδάραν, το συγύρισαν, και, αφού το τεταρτιάσαν,
+με τέχνη το ελιάνισαν, το πέρασαν 'ς ταις σούβλαις,
+και, αφού το ψήσαν εύμορφα, χώρισαν ταις μερίδαις.
+κατόπι τρώγαν κ' έπιναν ολήμερ' ως το δείλι,
+και απ' το τραπέζ' ισόμοιρο καρδιά δεν εστερήθη. 425
+και ο ήλιος άμ' εβύθισε κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα,
+επλάγιασαν να κοιμηθούν κ' εχάρηκαν τον ύπνο.
+εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη
+και του Αυτολύκου τα παιδιά και οι σκύλοι ξεκινήσαν
+εις το κυνήγι και μ' αυτούς ο θείος Οδυσσέας. 430
+το υψηλόν όρος πάτησαν του Παρνασού δασώδες,
+και 'ς τ' ανεμώδη 'πίλακκα δεν άργησαν να φθάσουν.
+κ' ενώ την γην ο ήλιος κτυπούσ' ως εσηκώθη
+απ' τον βαθύν Ωκεανό, 'που σιγανά κυλάει,
+'ς το δάσος μπήκαν οι οδηγοί, κ' εμπρός τους ερευνώντας 435
+τα ίχν' οι σκύλοι βάδιζαν, και οπίσω του Αυτολύκου
+ακολουθούσαν τα παιδιά, και ο θείος Οδυσσέας
+κοντά 'ς τους σκύλους κ' έσειε μακρόσκιο κοντάρι.
+και μέγας χοίρος κείτονταν 'ς το βάθος πυκνού λόγγου·
+κει μέσ' ούτ' άνεμοι φυσούν με την υγρή πνοή τους, 440
+ούτε του ήλιου πότ' έφθασαν οι φωτειναίς ακτίναις,
+ούτε βροχή πότ' έσπασε, τόσο πυκνός ο λόγγος
+ήταν, και φύλλα ευρίσκονταν σωρός αυτού χυμένα.
+και, ως άκουσε ποδοβολή σκύλων και ανδρών, 'που ερχόνταν,
+εμπρός τους στάθη από σιμά μέσ' άπ' τον λόγγ' ο χοίρος, 445
+όλαις ταις τρίχαις ώρθωσε και ως πυρ τα μάτια καίαν.
+απ' όλους πρώτος χύθηκεν επάνω τ' ο Οδυσσέας,
+την λόγχη ανασηκόνοντας με το βαρύ του χέρι
+να τον πληγώση· πρόλαβε να του τραβήση ο χοίρος
+'ς τον γόν' επάν' ως ώρμησε ξυστά, και σάρκα επήρε 450
+πολλήν το δόντι σχίζοντας, το κόκκαλο δεν ηύρε.
+'ς τον δεξιόν ώμο λάβωσε τον χοίρον ο Οδυσσέας
+κ' εβγήκ' η άκρη της λαμπρής λόγχης 'ς τ' αντίκρυ μέρος.
+χάμου βροντώντας έπεσε κ' επέταξ' η πνοή του.
+κείνον επιμελήθηκαν τα τέκνα του Αυτολύκου, 455
+και την πληγή του άπταιστου του θείου Οδυσσέα
+καλόδεσαν και μ' επωδή το μαύρο παύσαν αίμα,
+κ' έφθασαν εις τα δώματα του αγαπητού πατρός των.
+τότ' ο Αυτόλυκος και ομού τα τέκνα του Αυτολύκου,
+αφού καλά τον έγιαναν και τον φιλοδωρήσαν, 460
+φαδροί φαιδρόν τον έστειλαν 'ς την ποθητήν Ιθάκη.
+'ς τον γυρισμό του χάρηκαν οι σεβαστοί γονείς του,
+και πώς το λάβωμ' έλαβε να μάθουν ερωτούσαν·
+και αυτός τους εξιστόρησε πώς 'ς το κυνήγι χοίρος
+με λευκό δόντι ελάβωσεν αυτόν, οπότ' ανέβη 465
+'ς τον Παρνασό, με τους υιούς αντάμα του Αυτολύκου.
+
+Τούτο το λάβωμ' έπιασε κ' εγνώρισεν η γραία,
+κ' ευθύς το πόδι απόλυσε, κ' έπεσ' εκείνο μέσα
+'ς τον λέβητα, κ' εβρόντησε το χάλκινον αγγείο,
+'ς την άλλην έγυρε μεριά, και το νερόν εχύθη. 470
+χαράν και θλίψιν μέσα της συνάμ' αισθάνθη εκείνη,
+τα μάτια δάκρυα γέμισαν κ' εκόπηκ' η φωνή της·
+και το πηγούνι του 'πιασε κ' είπε· «Γλυκό παιδί μου,
+είσ' ο Οδυσσέας άσφαλτα· κι' αχ! δεν σ' έχω γνωρίσει
+πριν ψηλαφήσ' ολόκληρον εγώ τον κύριόν μου». 475
+
+Είπε και το βλέμμ' έστρεψε κατά την Πηνελόπη
+να φανερώσ' ότι έφθασε 'ς το σπίτι ο ποθητός της.
+και αυτή να ιδή δεν δύνονταν αντίκρ' ή να νοήση,
+διότ' η Αθήνη αλλού τον νου της έστρεψε· και κείνος
+απ' τον λαιμό την έπιασε με το δεξί του χέρι, 480
+και με τ' άλλο την έφερε σιμά του και της είπε·
+«Θα μ' αφανίσης, μάννα, συ; και 'ς τούτο το βυζί σου
+συ μ' έφερες· και τώρα εγώ, αφού πολλά 'χω πάθει,
+τον χρόνον έφθασα εικοστόν 'ς την γη την πατρική μου.
+αλλ' αφού συ το νόησες θεόθεν διδαγμένη, 485
+σίγα, μην άλλος άνθρωπος κανείς εδώ το μάθη.
+και άκουσε τώρ' ό,τι θα ειπώ και ο λόγος μου θα γείνη·
+αν μου υποτάξη ένας θεός τους θαυμαστούς μνηστήραις,
+ουδέ σε, την βυζάστρα μου, θα λυπηθώ, την ώρα
+'που 'ς τα ιδικά μου μέγαρα ταις δούλαις θα φονεύσω». 490
+
+Η Ευρύκλεια τότε η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη·
+«Τέκνο, ποιος λόγος σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα;
+ξεύρεις πως είν' ασάλευτη και αδάμαστ' η ψυχή μου,
+και, ως να 'μουν λίθος στερεός ή σίδερο, θα μείνω.
+και άλλο τι ακόμη θα σου ειπώ και βάλε το 'ς τον νου σου· 495
+αν σου υποτάξη ένας θεός τους θαυμαστούς μνηστήραις,
+μίαν προς μίαν θα σου ειπώ 'ς το σπίτι ταις γυναίκαις,
+και αυταίς, 'που σε καταφρονούν, και όσαις δεν έχουν κρίμα».
+
+Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·
+«Μάννα, τι θα ταις είπης συ; φροντίδα σου δεν είναι· 500
+θα ταις νοήσω μόνος μου καλώς, την καθεμία·
+σώπαινε συ, και 'ς των θεών το θέλημ' αναπαύου».
+
+Αυτά 'πε, και το μέγαρον διάβηκεν η γραία
+να φέρη ποδονίψιμο, τι χύθ' όλο το πρώτο·
+και αφού καλά τον ένιψε κ' εμύρωσεν εκείνη, 505
+εις την φωτιά να πυρωθή σίμωσε το θρονί του
+και με τα ράκη σκέπασε το λάβωμ' ο Οδυσσέας·
+τότ' άρχισεν η φρόνιμη να λέγη Πηνελόπη·
+«Ω ξένε, τώρα κάτι εγώ θα σ' ερωτήσω ακόμη·
+ότ' ήδη φθάνει της γλυκειάς ανάπαυσης η ώρα 510
+'ς αυτούς, 'που πιάν' ύπνος γλυκός, μ' όση και αν έχουν θλίψι.
+αλλ' άμετρην διώρισε λύπην 'ς εμένα η μοίρα.
+όσ' είν' ημέρα ευφραίνομαι με στεναγμούς, με θρήνους,
+'ς το σπίτι ενώ τα έργα μου προσέχω και των δούλων·
+αλλ' άμ' η νύκτα καταιβή και όλοι γλυκοκοιμούνται, 515
+'ς την κλίνην, οπού κείτομαι, την έρημη καρδία,
+σκληροί μου σφίγγουν λογισμοί και βιάζουν με να κλαίω.
+και όπως αηδόνα η πράσινη, η κόρη του Πανδάρου,
+γλυκολαλεί, της άνοιξης άμα ο καιρός γυρίση,
+ενώ 'ς των δένδρων κάθεται τα φουντωμένα φύλλα, 520
+και ως χύνει την πολόηχη φωνή της συχναλλάζει,
+τον Ιτυλόν της κλαίοντας, παιδί της, 'που 'χε σφάξει
+άγνωστα εκείνη, τον υιόν του Ζήθου βασιλέα·
+όμοια κ' εμένα εδώ κ' εκεί σαλεύεται η καρδία,
+αν θα σταθώ με το παιδί, και ως είμαι να φυλάγω 525
+το είναι μου, ταις δούλαις μου και το υψηλό παλάτι,
+σέβας της κλίνης νυμφικής και της φωνής του κόσμου,
+ή απ' τους μνηστήραις Αχαιούς ήδη θ' ακολουθήσω
+κείνον οπ' είναι ανώτερος και πλήθια δίδει δώρα.
+και όσ' ήταν άγνωστο παιδί δεν μ' εσυγχώρει ο υιός μου 530
+άνδρα να πάρω αφίνοντας του πρώτου ανδρός το δώμα·
+πλην τώρ' ότ' εμεγάλωσε και παλληκάρι εγίνη,
+λεπείται την ουσία του, 'που τρώγουν οι μνηστήρες,
+και τους θεούς παρακαλεί να υπάγω εις τους γονείς μου.
+αλλ' όνειρο τώρ' άκουσε, και να μου το εξηγήσης· 535
+'ς το σπίτι χήναις είκοσι με μοσκευτό σιτάρι
+εγώ τρέφω, κ' ευφραίνομαι καθώς ταις βλέπω εμπρός μου.
+μέγας αετός κυρτόμυτος απ' τ' όρος εκατέβη
+και τους λαιμούς των έκοψε· νεκραίς επέσαν όλαις
+'ς το μέγαρο, και ο αετός σηκώθη 'ς τον αιθέρα· 540
+κ' εγώ μες τ' όνειρ' έκαμνα ξεφωνητό και κλάψα·
+κ' εμένα η καλοπλέξουδαις κυκλώσαν Αχαιίδες
+ενώ 'κλαια πως αετός μου φόνευσε ταις χήναις·
+γύρισε αυτός κ' εκάθισε 'ς την κορυφή της σκέπης,
+και με φωνήν ανθρώπινη μ' εμπόδιζε να κλαίω· 545
+—θάρρεψε, ω κόρη του γνωστού 'ς τον κόσμον Ικαρίου,
+όχι όνειρον, αλλ' όραμα καλό 'που θ' αληθεύση·
+η χήνες τους μνηστήραις σου δηλούν, κ' εγώ, 'που ως τώρα
+ήμουν αετός, ο άνδρας σου τώρ' είμαι κ' επανήλθα
+να δώσω τέλος άσχημον εις όλους τους μνηστήραις.— 550
+αυτά 'πε κείνος και άφησεν εμένα ο γλυκός ύπνος·
+και όπως τα μάτια γύρισα 'ς το σπίτ' είδα ταις χήναις
+'που τρώγαν σίτον ως προτού τριγύρω 'ς την λεκάνη».
+
+Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·
+«Άλλην εξήγησι, ω γυνή, του ονείρου να ζητήση 555
+κανείς δεν δύνατ', επειδή το τέλος ο Οδυσσέας
+ο ίδιος είπε, και όλεθρος εις τους μνηστήραις όλους
+φανερός είναι και κανείς τον χάρο δεν θα φύγη».
+
+Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη·
+«Ω ξένε, υπάρχουν και άπιαστα όνειρα μωρολόγα, 560
+και όσα ονειρεύονται οι θνητοί δεν αληθεύουν όλα·
+ότι δυο πύλαις έχουμε των ελαφρών ονείρων·
+ελεφαντόπλαστ' είν' η μια κεράτιν' είν' η άλλη·
+και όσ' όνειρ' από τον σχιστόν ελέφαντα διαβαίνουν,
+όλ' απατούν τον άνθρωπον με ρήματα χαμένα, 565
+και όσ' από τα καλόξυστα κέρατα διαβαίνουν
+αληθινά τελεσφορούν 'ς εκείνον 'που τα βλέπει.
+πλην το πικρ' όνειρο, θαρρώ, κείθε 'ς εμέ δεν ήλθε·
+αχ! πόσην θα 'φερνε χαρά 'ς εμέ και 'ς το παιδί μου.
+και άλλο τι ακόμη θα σου ειπώ και βάλε το 'ς τον νου σου· 570
+έρχετ' η αυγή κατάρατη, 'που εμέν' από το σπίτι
+θα πάρη του Οδυσσέα μου· μέλλω να θέσω αγώνα
+αυταίς 'που κείνος έσταινε 'ς τα μέγαρά του αξίναις
+δώδεκα όλαις 'ς την σειράν, ως τα πλευρά των πλοίων,
+και από μακράν τοξεύοντας ταις διαπερνούσεν όλαις· 575
+τέτοιον αγώνα τώρα εγώ θα θέσω των μνηστήρων·
+και αυτόν, οπ' ευκολώτερα το τόξο θα τανύση,
+και όλαις αξίναις δώδεκα περάση, με το βέλος,
+θ' ακολουθήσω, αφίνοντας το δώμα τούτ', οπ' ήλθα
+νεόνυμφη, πανεύμορφο και θησαυρούς γεμάτο, 580
+οπού και μέσα 'ς τ' όνειρο συχνά θα το θυμώμαι».
+
+Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·
+«Του Λαερτιάδη σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα,
+τέτοιον αγώνα σπίτι σου να θέσης μην αργήσης·
+ότι πρώτα ο πολύγνωμος θα φθάση Οδυσσέας, 585
+πριν ή εκείνοι, ψάχνοντας το στιλβωμένο τόξο,
+και την χορδή τανύζοντας, τα σίδερα περάσουν».
+
+Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη·
+«Εάν εδώ καθήμενος εμέ να τέρπης, ξένε,
+ήθελες, δεν θα χύνονταν ύπνος 'ς τα βλέφαρά μου· 590
+αλλ' άυπνοι παντοτινά δεν γίνεται να μένουν
+οι άνθρωποι· και των θνητών εις κάθε πράγμα μέρος
+διώρισαν οι αθάνατοι, 'ς την γη την σιτοδώρα.
+αλλ' εγώ τώρα θ' αναιβώ 'ς τ' ανώγι να πλαγιάσω
+'ς την κλίνην πολυστένακτην, 'που δάκρυα την ποτίζουν 595
+τα μάτια μ' από την στιγμήν οπ' έφυγ' ο Οδυσσέας,
+την Κακοΐλιον να ιδή την τρισκαταραμένην·
+κει θα πλαγιάσω εγώ· και συ 'ς το σπίτι εδώ κοιμήσου·
+ή στρώσε χάμαι ή θέλησε να σου ετοιμάσουν κλίνη».
+
+Αυτά 'πε και 'ς τα υπέρλαμπρα τ' ανώγι' ανέβη εκείνη, 600
+όχι μόν', η θεράπαιναις σιμά την συνωδεύαν·
+και αφού 'ς τ' ανώγι ανέβηκεν εκείνη με ταις κόραις,
+τον ποθητόν της έκλαιεν, ως ότου γλυκόν ύπνο
+'ς τα βλέφαρα της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη.
+
+
+
+Ραψωδία Υ
+
+
+
+'Σ τον πρόδομον επλάγιαζεν ο θείος Οδυσσέας·
+επάνω εις βωδοτόμαρον αμάλακτ' είχε στρώσει
+πολλαίς προβείαις των αρνιών, 'που σφάζαν οι μνηστήρες·
+και, άμ' αναπαύθη, σκέπασμα του έρριξ' η Ευρυνόμη,
+αυτού κινώντας εις τον νουν ολέθρια 'ς τους μνηστήραις 5
+άγρυπνος έμενεν αυτός· και απ' το παλάτ' η κόραις,
+όσαις με κείνους άσεμνα να σμίγουν συνειθούσαν,
+βγαίναν και γέλια και χαραίς έκαμναν μεταξύ των.
+αλλ' εταράζετο η καρδιά 'ς τα σωθικά του εκείνου,
+και διαλογίζονταν πολύ μες της ψυχής τα βάθη, 10
+εάν θα ορμήση θάνατον να δώσ' εις καθεμία,
+ή αφήση με τους προπετείς μνηστήραις να 'χουν σμίξι
+την ύστερή των· και η καρδιά μέσα σφοδρά του αλύκτα.
+και ως σκύλ', οπού τα τρυφερά μικρά της περιτρέχει,
+άνθρωπον ξένον αλυκτά κ' είν' έτοιμη 'ς την μάχη· 15
+όμοια του αλύκτα μέσα του, καθώς αγανακτούσε.
+και την καρδιά του ωνείδισε, τα στήθη του κτυπώντας·
+— βάστα, καρδιά· σκυλίτερον έχεις βαστάσει πόνον,
+όταν ο άγριος Κύκλωπας μου 'τρωγε τους γενναίους
+συντρόφους· και συ βάστασες ως ότου απ' τ' άντρο κείνο, 20
+όπ' έβλεπες τον θάνατον, η γνώσι σ' έφερε έξω.—
+τους λόγους τούτους έλεγε προς την καρδιά του εκείνος·
+τότε 'ς αυτόν υπάκουσε με υπομονή μεγάλη
+μέσα η καρδιά του· πλην αυτός γύριζ' εδώθ' εκείθε·
+και ως ότε απ' αίμα γεμιστήν και απ' άλειμμα κοιλίαν 25
+άνθρωπος στρέφει εδώ κ' εκεί 'ς την φλόγα οπ' έχει ανάψει,
+ότι ποθεί ταχύτατα να την ιδή ψημένην,
+εδώθ' εκείθ' εγύριζε και αυτός κ' εμεριμνούσε
+το πώς τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήση
+μόνος, κ' εκείν' ήσαν πολλοί· τότε 'ς αυτόν η Αθήνη 30
+κατέβη από τον ουρανό κ' είχε θνητής το σχήμα·
+'ς την κεφαλή του στάθηκεν επάνω κ' είπ' εκείνου·
+«Πάλι αγρυπνείς, ο άμοιρος, ως άλλος δεν ευρέθη;
+ιδού, το σπίτι σου, κ' ιδού 'ς το σπίτ' η σύντροφός σου,
+και το παιδί σου, οπ' όμοιον κάθε πατέρας θέλει»· 35
+
+Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·
+«Ναι, τούτ' όσ' είπες, ω θεά, λάθος ποσώς δεν έχουν·
+αλλ' η ψυχή μου μεριμνά 'ς τ' ανήσυχά μου στήθη
+το πώς τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήσω
+μόνος, και πάντοτ' είναι αυτοί 'ς το δώμα συναγμένοι. 40
+και άλλο τι μεγαλήτερο μεριμνά μέσα ο νους μου·
+με του Διός την δύναμι και σέν' αν τους φονεύσω,
+πού θαύρω εγώ καταφυγή; να το σκεφθής ζητώ σε».
+
+Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη.
+«Άθλιε, και 'ς μικρότερον φίλον καθείς θαρρεύει 45
+θνητόν και οπού βουλεύματα τόσο πολλά δεν ξεύρει·
+αλλ' εγώ είμαι αθάνατη θεά, 'που σε φυλάσσω
+πάντοτε εις κάθε αγώνα σου· κ' ιδού τι σου κηρύττω·
+κ' εάν τους δυο μας έζωναν θνητών ανθρώπων λόχοι
+πεντήκοντα, με ορμή πολλή 'ς τον φονικόν αγώνα, 50
+και αυτών ακόμη θα 'παιρνες τα βώδια και τ' αρνία.
+κοιμήσου τώρα· είναι βαρύ πολύ να ολονυκτήσης
+άγρυπνος· και από τα δεινά να βγης δεν θέλει αργήσης».
+
+Αυτά 'πε κ' ύπνον έχυσεν εις τα ματόφυλλά του,
+και πάλ' η ασύγκριτη θεά 'ς τον Όλυμπον ανέβη. 55
+Και ο ύπνος ως τον έπιανε και του 'λυε τα μέλη
+και ταις φροντίδαις, η χρηστή γυναίκα του εξυπνούσε
+κ' εκάθισε και δάκρυζε 'ς την μαλακή της κλίνη·
+και αφού 'ς τους θρήνους χόρτασε την θλιβερή καρδιά της,
+'ς την Άρτεμιν η ασύγκριτη γυναίκα ευχήθη πρώτα· 60
+«Αγία κόρη του Διός, Άρτεμις, άμποτ' ήδη
+το στήθος μου τοξεύοντας να μ' έσβυνες αμέσως,
+ή ας μ' άρπαζεν ανεμική και ας μ' έσερνε μαζή της
+'ς τ' ανήλια περάματα και να με φέρη πέρα
+'ς του οπισθορμήτου Ωκεανού το στόμα να με ρίξη. 65
+και ως σήκωσαν η ανεμικαίς ταις κόραις του Πανδάρου,—
+ταις ωρφανεύσαν οι θεοί, και αφού 'ς το σπίτι εμείναν
+έρημαις, βρεφοκόμησεν αυταίς η Αφροδίτη,
+και με τυρί ταις έτρεφε, κρασί γλυκό, και μέλι.
+η Ήρα ταις εχάρισεν, ως εις θνητήν καμμίαν, 70
+γνώσι και κάλλη, ανάστημα η Άρτεμις η αγία,
+κ' έργα να εργάζωνται λαμπρά ταις δίδαξεν η Αθήνη·
+και ως ν' αναιβή 'ς τον Όλυμπον η Αφροδίτ' η θεία,
+των κορασίδων την χαρά του γάμου να ζητήση
+από τον Δία βροντητή, 'που, των απάντων γνώστης, 75
+την μοίρα και την αμοιριά κάθε θνητού γνωρίζει,
+ταις κόραις σήκωσαν ευθύς η άρπυιαις και ταις δώσαν
+των Εριννύων των φρικτών να ταις περιποιούνται,—
+όμοια κ' εμέ ν' αφάνιζαν οι κάτοικοι του Ολύμπου
+ή και ας μ' εκτύπ' η Άρτεμις, όπως τον Οδυσσέα 80
+'ς τον νου θωρώντας καταιβώ 'ς τον μισημένον Άδη,
+να μην ευφράνω την ψυχήν ανθρώπου κατωτέρου.
+αλλ' ο θλιμμένος δύναται την λύπη να υπομένη
+αν ολημέρα οδύρεται, και οπόταν φθάν' η νύκτα
+τον πάρ' ο ύπνος, ότι αυτός, 'ς τα βλέφαρ' άμα πέση, 85
+και τα καλά και τα κακά 'ς την λησμονιά βυθίζει.
+αλλά 'ς εμέ και ονείρατα κακά μου στέλν' η μοίρα.
+και τούτην πάλι την νυκτιά 'ς το πλάγι μου τον είχα,
+ως ήταν ότ' εκίνησε με τον στρατόν, κ' εχάρην
+όψιν ότ' είδ' αληθινήν, όχι όνειρον, εμπρός μου». 90
+
+Αυτά 'πε, κ' η χρυσόθρονη Ηώ 'ς τον κόσμο εφάνη·
+και οπ' έκλαιε την νόησε μακρόθεν ο Οδυσσέας,
+κ' έμεινε και του φάνη πως τον γνώρισ' ήδη εκείνη
+και του 'στεκε 'ς την κεφαλή· και άρπας' ευθύς την χλαίνα
+και ταις προβειαίς, 'που πλάγιαζε, και απόθεσέ τα εις θρόνον 95
+'ς το μέγαρο, κ' έξ' έφερε τα βώδινο τομάρι.
+και τα χέρια σηκόνοντας είπε· «Πατέρα Δία,
+εάν τωόντ' η αγάπη σας, αφού μ' εβασανίστε,
+από στερηαίς και θάλασσαις μ' ωδήγησε 'ς την γην μου,
+απ' τους θνητούς, οπού ξυπνούν, κάποιος φωνήν ας βγάλη 100
+μέσαθε, κ' έξω του Διός άλλο ας φανή σημείον».
+
+Ευχήθη και τον άκουσεν ο πάνσοφος ο Δίας,
+και απ' τα νεφώδ' υψώματα του ακτινοβόλου Ολύμπου
+βρόντησ' ευθύς· εχάρηκεν ο θείος Οδυσσέας.
+και από το σπίτι πρόβαλε φωνήν γυναίκ' αλέστρα 105
+πλησίον, οπ' ευρίσκονταν οι μύλοι του κυρίου,
+και δώδεκ' αγωνίζονταν γυναίκες να ετοιμάσουν
+κριθάλευρα, σιτάλευρα, μεδούλι των ανθρώπων.
+κ' η άλλαις άμ' απάλεσαν κοιμώνταν· μόνη εκείνη
+άλεθε ακόμ' η αδύναμη· τον μύλον η θλιμμένη 110
+κράτησε, κ' έβγαλε φωνή, σημάδι του κυρίου·
+«Δία πατέρα, 'που εις θεούς και ανθρώπους βασιλεύεις,
+μεγάλα εβρόντησες από τον κάταστρον αιθέρα,
+ούδ' είναι νέφος πουθενά· κάποιο σημείον δείχνεις·
+κ' εμένα τώρα της πτωχής 'ς ό,τ' είπω δόσε τέλος· 115
+ύστερη σήμερα φορά 'ς το σπίτι του Οδυσσέα
+να ευφρανθούν το πρόσχαρο συμπόσιον οι μνηστήρες·
+αυτοί, 'που 'ς τ' άλεσμα βαρύ τα γόνατα μού κόψαν
+και την καρδία, τώρα εδώ να φάγουν το ύστερό τους».
+
+Αυτά 'πε· και απ' τον κλήδονα και απ' την βροντήν του Δία 120
+ο Οδυσσέας θάρρεψε να εκδικηθή τους πταίσταις.
+
+Η άλλαις δούλαις 'ς τα λαμπρά δώματα του Οδυσσέα
+συναθροιζόνταν και άναφταν φωτιάν εις την γωνίστρα·
+εγέρθη και ο Τηλέμαχος, το ισόθεο παλληκάρι,
+ενδύθη και το κοφτερό σπαθί 'ς τον ώμο εζώσθη. 125
+'ς τα λαμπρά πόδια τα καλά προσέδεσε πεδούλια,
+κοντάρι πήρε δυνατό μ' ακονισμένη λόγχη,
+και 'ς το κατώφλι στάθηκε κ' είπε της Ευρυκλείας·
+«Γερόντισσα, ετιμήσετε τον ξένον εις το σπίτι
+με στρώμα και με φαγητόν, ή μένει αμελημένος; 130
+ότ' η μητέρα μου συχνά, μ' όλην την γνώσι 'πώχει,
+ως τύχη, τον χειρότερον απ' τους θνητούς ανθρώπους
+τιμά, και τον καλήτερον καταφρονεί και διώχνει».
+
+Η Ευρύκλεια τότ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη·
+«Ω τέκνο μου, 'ς την άπταιστη μην αποδίδης πταίσμα· 135
+κρασί 'πινε καθήμενος, όσ' ήθελε, αλλά πλέον
+πείναν δεν είχε, ως έλεγε 'ς αυτήν, 'που τον ερώτα.
+και την γλυκειάν ανάπαυσιν ότ' ενθυμήθη εκείνος,
+κλίνην αυτή παράγγειλε ταις δούλαις να του στρώσουν,
+και αυτός ως έρμος άμοιρος δεν έστεργε να πέση 140
+εις κλίναις και παπλώματα, αλλ' εις βωδιού τομάρι
+αμάλακτο και 'ς ταις προβειαίς, 'ς τον πρόδομο, κοιμήθη.
+κατόπιν εμείς σκέπασμα του ρίξαμεν επάνω».
+
+Αυτά 'πε, και ο Τηλέμαχος κρατώντας το κοντάρι
+εβγήκε και γοργόποδες δυο σκύλοι ακολουθούσαν, 145
+και κίνησε 'ς την σύνοδο των Αχαιών να φθάση·
+των δούλων ωστόσ' έλεγεν η θαυμαστή γυναίκα
+Ευρύκλεια, 'που ήταν γέννημα του Ώπα Πεισηνορίδη·
+«Κινείσθε· σεις σαρώσετε και ράνετε το δώμα,
+και 'ς τα καλόφθειαστα θρονιά τους πορφυρούς απλώστε 150
+τάπηταις· σεις, ταις τράπεζαις σφογγίσετ' όλαις γύρω,
+και τους κρατήραις και μαζή τα τεχνικά ποτήρια
+τα δίκουπα καθάρετε· κ' η άλλαις εις την βρύσι
+πάτε, να φέρετε νερό, και αυτού να μην αργείτε·
+ότ' οι μνηστήρες γρήγορα 'ς το μέγαρο θα φθάσουν 155
+πολύ πρωί· τι σήμερον εορτάζει ο κόσμος όλος».
+
+Είπε, και αυταίς υπάκουσαν αμέσως 'ς την φωνή της.
+είκοσι πήγαν απ' αυταίς 'ς την ισκιασμένη βρύσι,
+η άλλαις επιδέξια 'ς τα δώματα ενεργούσαν.
+
+Εμπήκαν και των Αχαιών οι ακόλουθ' υπηρέταις, 160
+και ξύλα σχίσαν τεχνικά· και από την βρύσι φθάσαν
+
+η κόραις· ο χοιροβοσκός και αυτός κατόπιν ήλθε·
+κ' έφερνε τρία διαλεκτά θρεφτάρι' απ' το κοπάδι.
+άφησ' εκείνα 'ς το λαμπρό περίφραγμα να βόσκουν,
+και αυτός γλυκά προσφώνησεν ευθύς τον Οδυσσέα· 165
+«Ξένε, κάπως καλήτερα σε βλέπουν οι μνηστήρες,
+ή ακόμη σε καταφρονούν 'ς τα μέγαρα ωσάν πρώτα;»
+
+'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·
+«Αχ,! οι θεοί, φίλ' Εύμαιε, τ' όνειδος να κτυπούσαν
+οπ' ενεργούν τούτ' οι ασεβείς παράνομοι και αυθάδεις 170
+'ς το ξένο σπίτι, κ' εντροπής μέρος ποσώς δεν έχουν».
+
+Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους.
+ωστόσο και ο γιδοβοσκός Μελάνθιος ήλθε κ' είχε
+δύο βοσκούς κατόπι του, 'που ωδήγαν διαλεμμένα
+ερίφι' απ' όλαις ταις κοπαίς να φάγουν οι μνηστήρες. 175
+εις την βροντερήν αίθουσα τα έδεσε αποκάτω
+και αυτός πικρά προσφώνησεν ευθύς τον Οδυσσέα·
+«Ξένε, 'ς το δώμ' ακόμη εδώ θε να μας βασανίζης,
+ολόγυρα ζητεύοντας, κ' εδώθε δεν θα φύγης;
+την φορά ταύτην άσφαλτο δεν θέλει χωρισθούμε 180
+πριν συγκρουσθούν οι γρόνθοι μας· ότ' είσ' αισχρός ζητιάνος·
+κ' είναι και αλλού των Αχαιών τραπέζια, να πηγαίνης».
+
+Αυτά 'πε και ο πολύγνωμος εσώπαινε Οδυσσέας,
+αλλ' έσεισε την κεφαλή και ολέθρια μελετούσε.
+
+Και τρίτος ο Φιλοίτιος, άρχος ανδρών, τότ' ήλθε, 185
+κ' έφερνε στείραν δάμαλην κ' ερίφια των μνηστήρων.
+απ' την αντίκρυ στερεά τους πέρασαν περάταις,
+'που κροβοδούν κάθ' άνθρωπον οπόταν τους ζητήση.
+εις την βροντερήν αίθουσα τα έδεσε αποκάτω
+κ' επήγε 'ς τον χοιροβοσκό σιμά και τον ερώτα· 190
+«Χοιροβοσκέ, ποιος είν' αυτός ο ξένος, 'που τώρ' ήλθε
+εις το παλάτι μας; και ποιών ανδρών καυχάτ' ότ' είναι
+γέννημ' αυτός; ποιαν γενεάν και ποιαν έχει πατρίδα;
+ο άμοιρος! και φαίνεται 'ς την όψι βασιλέας.
+αλλ' αφανίζουν οι θεοί τους περιπλανωμένους, 195
+όταν τους κλώσουν συμφοραίς, και βασιλείς αν είναι».
+
+Είπε, τον επλησίασε και τον εκαλοδέχθη
+με την δεξιά, και του 'λεγε με λόγια πτερωμένα·
+«Πατέρα ω ξένε, χαίρε μου· καλαίς να ιδής ημέραις
+καν εις το εξής· τώρα πολλά σε βασανίζουν πάθη. 200
+πάτερα Δία, ποιος θεός ολέθριος είν' ως είσαι;
+αφού τους γέννησες εσύ, τους άνδραις δεν λυπείσαι
+και τους βυθίζεις 'ς άμετρη φρικτή ταλαιπωρία.
+ίδρωσα ως σ' είδα, εδάκρυσα, ενώ τον Οδυσσέα
+αμέσως ενθυμήθηκα, διότι, θαρρώ, και κείνος 205
+μ' όμοια ράκη επάνω του 'ς τον κόσμο παραδέρνει,
+αν είναι ακόμη 'ς την ζωή, του ηλιού το φως αν βλέπει·
+και αν εις τον Άδη ευρίσκεται, αχ! ορφανόν μ' αφήκε
+ο ισόθεος Οδυσσέας μου, 'που νέον ταις δαμάλαις
+να επιστατήσω μ' έβαλε 'ς την γη των Κεφαλλήνων· 210
+γίνονται τώρ' αμέτρηταις, ουδέ βοσκός πότ' είδε
+τόσον η πλατυμέτωπαις δαμάλαις να πληθύνουν.
+και προσταγμένος φέρνω ταις να ταις χαρούν οι ξένοι,
+'που το παιδί 'ς το σπίτι του δεν σέβονται, ουδέ τρέμουν
+την θείαν δίκην, ότι αυτοί να μοιρασθούν ζητούσι 215
+του βασιλέα τα καλά τον πολυεξωρισμένου.
+και μες τα βάθη της ψυχής τούτο γυρίζει ο νους μου
+πολύ συχνά· μέγα κακόν, ενώ σώζετ' υιός του,
+να φύγω, να ξενιτευθώ, μαζή με ταις δαμάλαις·
+αλλά πάλι χειρότερο, να μένω αυτού ταις ξέναις 220
+δαμάλαις να φυλάσσω εγώ με πόνο της ψυχής μου.
+θα 'χα προσφύγει από καιρόν εις μέγαν βασιλέα
+άλλον, ότ' είναι αβάστακτα κείνα οπού βλέπω πλέον·
+αλλ' ακόμη τον άμοιρον στοχάζομ', ίσως έλθη
+κάπουθε, και 'ς τα δώματα σκορπίση τους μνηστήραις». 225
+
+'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·
+«Βουκόλε, αφ' ούτε ανόητος ούτε αγενής συ δείχνεις,
+κ' εγώ βλέπ' ότ' η σύνεσις ταις φρέναις σου φωτίζει,
+άκου τι λέγω και φρικτόν όρκον ομόνω ακόμη·
+μάρτυς μου ο Δίας ύψιστος, το ξενικό τραπέζι 230
+και η γωνία, 'πώφθασα, του άπταιστου Οδυσσέα,
+συ δω θα ήσαι και άσφαλτα θα φθάσ' ο Οδυσσέας,
+και με τα μάτια σου θα ιδής, αν θέλης, τους μνηστήραις,
+'που ηγεμονεύουν τώρα εδώ, να πέφτουν σκοτωμένοι».
+
+'Σ εκείνον τότε απάντησεν ο άνδρας ο βουκόλος· 235
+«Α! ξένε, να τελείονεν ό,τ' είπες ο Κρονίδης!
+θα 'βλεπες πώς μ' ακολουθούν τα χέρια μου τ' ανδρεία».
+
+Και ομοίως 'ς όλους τους θεούς ο Εύμαιος ευχήθη
+να φθάση ο πολύνοος 'ς το δώμα του Οδυσσέας.
+
+Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους. 240
+του Τηλεμάχου αφανισμόν ωστόσον οι μνηστήρες
+έπλεκαν· αλλ' αριστερό πουλί 'ς αυτούς εφάνη,
+υψηλοπέτης αετός, 'που εκράτει περιστέραν.
+τους είπε τότ' ο Αμφίνομος^ «Δεν θέλει ορθοποδήση,
+ω φίλοι, ό,τι ωργανίσαμε, του Τηλεμάχου ο φόνος· 245
+αλλά τώρ' ας φροντίσουμε να ετοιμασθή το γεύμα».
+
+Είπε, κ' εις όλους άρεσεν ο λόγος του Αμφινόμου.
+και άμ' έφθασαν 'ς τα δώματα του θείου Οδυσσέα,
+εις ταις καθήκλαις. 'ς τα θρονιά, ταις χλαίναις αποθέσαν·
+κ' έσφαζαν κείνοι αρνιά τρανά κ' ερίφια σαρκωμένα, 250
+χοίρους θρεφτούς και δάμαλην και, αφού τα σπλάχνα ψήσαν,
+τα μοίραζαν και το κρασί συγκέρναν 'ς τους κρατήραις.
+ο χοιροτρόφος έδιδε τριγύρω τα ποτήρια,
+τον σίτον ο Φιλοίτιος, ο άρχος των ανθρώπων,
+μέσα 'ς τα ωραία κάνιστρα· κ' εκέρνα ο Μελανθέας· 255
+και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που εμπρός τους είχαν.
+
+Και δίβουλα ο Τηλέμαχος εκεί τον Οδυσσέα
+έσταινε μες το μέγαρο το στερεό, πλησίον
+'ς το πέτρινο κατώφλιον, αφού μικρό τραπέζι
+του 'θεσε και άπρεπο σκαμνί, κ' έβαλ' εμπρός του σπλάχνα. 260
+και με κρασί του γέμισε χρυσό ποτήρι κ' είπε·
+«Μες τους μνηστήραις άφοβα συ κάθησαι και πίνε·
+και απ' εμπαιγμούς και από κτυπιαίς εγώ θα σε φυλάξω,
+ότι δεν είναι του κοινού το σπίτι τούτο, αλλ' είναι
+του Οδυσσέα και 'ς εμέ το 'χει αποκτήσει εκείνος· 265
+και σεις από τους υβρισμούς απέχετε, ω μνηστήρες,
+και από τα χέρια, μη συμβή πικρή φιλονεικία».
+
+Αυτά 'πε, και όλοι δάγκασαν τα χείλη τους εκείνοι,
+θαύμαζαν τον Τηλέμαχο με θάρρος πώς ωμίλει.
+και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος ανάμεσά τους είπε. 270
+«Αν και πικρός είν' Αχαιοί, του Τηλεμάχου ο λόγος,
+ας τον δεχθούμε· ωμίλησε με τρομερή φοβέρα·
+το στόμα θα του κλείαμεν, αν είχε αφήσει ο Δίας,
+'ς τα μέγαρά του, αν και υψηλά σηκόνει την φωνή του».
+
+Αυτά 'πεν ο Αντίνοος, και αδιαφορούσ' εκείνος. 275
+και από την πόλι 'ς το πυκνό του μακροβόλου Φοίβου
+δάσος έφερναν κήρυκες την θείαν εκατόμβη,
+'ς των κομοφόρων Αχαιών τα συναγμένα πλήθη.
+
+Και αυτοί τα επάνω κρέατα ψημέν' αφού σηκώσαν
+μερίδαις κάμαν και άρχιζαν το θαυμαστό τραπέζι· 280
+τότ' οι υπηρέταις έθεσαν μερίδα του Οδυσσέα
+όσην και κείνοι ελάμβαναν, ως είχε παραγγείλει
+ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα.
+
+Αλλ' η Αθηνά δεν άφινε τους ανδρικούς μνηστήραις
+απ' τους πικρούς ονειδισμούς να παύσουν, όπως κάμη 285
+του Οδυσσέα πλειά βαθειά να 'μπη 'ς τα σπλάχνα ο πόνος.
+και άνδρας, 'που αγάπα τ' άδικα, μες τους μνηστήραις ήταν·
+Κτήσιπτος ωνομάζονταν, 'ς την Σάμη κατοικούσε·
+εις τα περίσσια πλούτη του θαρρώντας, την γυναίκα
+του Οδυσσέα μνήστευε του πολυεξωρισμένου. 290
+εκείνος τότε ωμίλησε των υβριστών μνηστήρων·
+«'Σ ό,τι θα ειπώ προσέξετε, μνηστήρες ανδρειωμένοι·
+ίσην μερίδ' απόλαυσεν ο ξένος, ως αρμόζει·
+καλό δεν είν' ή δίκαιον να στερηθούν οι ξένοι
+του Τηλεμάχου, οπ' έρχονται 'ς το δώμα τούτο ικέταις. 295
+αλλ' ας του δώσω χάρισμα κ' εγώ, να το προσφέρη
+και αυτός εις την λουτράρισσαν, ή 'ς άλλην απ' ταις δούλαις
+'που ευρίσκονται 'ς τα δώματα του θείου Οδυσσέα».
+
+Είπε και πόδι βωδινόν άρπαξε απ' το καλάθι
+και το 'ριξε· την κεφαλή γλυκόγυρ' ο Οδυσσέας 300
+να το ξεφύγη, κ' έβγαλε πικρόγελο η ψυχή του·
+ήλθεν αυτό κ' εκτύπησε τον στερεωμένον τοίχο.
+ωνείδισ' ο Τηλέμαχος τον Κτήσιππο και του 'πε·
+«Το πράγμ' ως ήλθε, Κτήσιππε, να χαίρετ' η ψυχή σου·
+τον ξένον δεν επίτυχες, ότι εφυλάχθη μόνος· 305
+άλλως μ' ακόντι κοφτερό θα σ' άνοιγα τα σπλάχνα·
+τότε ο πατέρας σου ταφή θα ετοίμαζε αντί γάμου
+δω μέσα· και μη κάμετε 'ς το σπίτι μου ασχημίαις·
+ότ' ήδη ο νους μου αισθάνεται, διακρίνει το καθένα,
+και το καλό και το κακό, και πλειά παιδί δεν είμαι. 310
+βλέπουμε, και υποφέρουμε να σφάζονται τ' αρνία
+και τα κρασί να πίνεται, να δαπανάται ο σίτος·
+ότ' είν' έργον βαρύτατον ένας πολλούς να διώξη.
+αλλά να παύσετε 'ς τα εξής σκληρά να μ' αδικήτε·
+και αν να με θανατώσετε σας σπρώχν' ήδ' η ψυχή σας, 315
+το 'θελα εγώ καλήτερα, καλλιάχω ν' αποθάνω,
+παρά να βλέπ' ολοκαιρίς τόσ' έργα εντροπιασμένα,
+να υβρίζουν, να κακοποιούν τους ξένους, και ταις δούλαις
+μέσα 'ς τα ωραία δώματα ξεντροπιαστά να σέρνουν».
+
+Αυτά 'πε, και όλοι εσίγησαν, άφωνοι έμειναν όλοι· 320
+και αργότερ' ο Αγέλαος Δαμαστορίδης είπε·
+«Ω φίλοι, οπόταν ειπωθή λόγος ορθός δεν πρέπει
+ενάντια να λογομαχή κανείς και να θυμόνη.
+τον ξένον μην υβρίζετε, μήτε κανέναν άλλον
+των δούλων εις τα δώματα του θείου Οδυσσέα. 325
+και λόγον εγώ θά 'λεγα γλυκόν του Τηλεμάχου,
+και της μητρός του, αν έστεργαν να τον δεχθούν και οι δύο.
+όσον ελπίδ' απόμενε 'ς τα βάθη της ψυχής σας
+'ς το σπίτι του ο πολύνοος να φθάση Οδυσσέας,
+καλώς τον περιεμένετε, και ακόμη τους μνηστήραις 330
+'ς τα δώματ' είχετ', επειδή τούτο σας ωφελούσε,
+αν 'ς την πατρίδα εγύριζεν από τα ξένα εκείνος·
+αλλ' είναι τώρα φανερό 'που δεν θα γύρη πλέον·
+αλλά συ την μητέρα σου συμβούλευε να πάρη,
+κείνον οπ' είναι ανώτερος και πλειότερα χαρίζει, 335
+εσύ να χαίρεσ' ήσυχος τα πλούτη του πατρός σου
+όλα, και κείνη του άλλου ανδρός το σπίτι να προσέχη».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος· «Αγέλαε, μα τον Δία
+και μα τα πάθη του πατρός, 'που πέρ' απ' την Ιθάκη
+περιπλανάτ' ή χάθηκε, τον γάμο της μητρός μου 340
+δεν αναβάλλω εγώ ποσώς, αλλ' άνδρ' όποιον θελήση
+να πάρη την παρακινώ, και άπειρα δίδω δώρα·
+να την προστάξω εντρέπομαι, χωρίς να το θελήση,
+να φύγη από το μέγαρο· τούτο θεός μη δώση».
+
+Αυτά 'πεν ο Τηλέμαχος· κ' η Αθήνη 'ς τους μνηστήραις 345
+γέννησε γέλωτ' άσβυστον, και εσκότισε τον νουν των·
+και με σαγόνι' αλλότρια γελούσαν ήδη εκείνοι
+και κρέατ' αιματόβρεκτα μασσούσαν, κ' εγεμίσαν
+δάκρυα τα μάτια, και οδυρμούς προέβλεπε η ψυχή τους.
+τότ' είπεν ο θεόμορφος Θεοκλύμενος 'ς εκείνους· 350
+«Α! δύστυχοι! ποια συμφορά σας ηύρε; μαύρη νύκτα
+ταις κεφαλαίς, τα πρόσωπα, τα γόνατα, σας ζώνει·
+άναψε ο θρήνος, δάκρυα 'ς τα μάγουλά σας ρέουν,
+και τα λαμπρά μεσόστυλα και οι τοίχοι στάζουν αίμα.
+πρόθυρο, αυλή, σκιαίς νεκρών γεμίσαν κινημέναις 355
+κατά το ανήλιον Έρεβος· ο ήλιος εσβύσθη
+'ς τον ουρανό, και απλώθη αυτού γύρω κακή μαυρίλα».
+
+Αυτά 'πε, και όλοι εγέλασαν εκείνοι από καρδίας·
+άρχισε τότε ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου·
+«Τρελλός είν' ο νεόφερτος ο ξένος από πέρα· 360
+αλλ' αυτόν οδηγήσετε να φύγη ευθύς, ω νέοι,
+να καταιβή 'ς την αγοράν, αφού δω νύκτα βλέπει».
+
+Απάντησε ο θεόμορφος Θεοκλύμενος εκείνου·
+«Συ να μου δώσης οδηγούς, Ευρύμαχε, δεν θέλω·
+έχ' οφθαλμούς, έχω κι' αυτιά, κ' έχω τα δυο μου πόδια, 365
+και μες τα στήθη μ' είναι νους ως πρέπει μορφωμένος.
+μ' αυτά θα φύγω εδώθ' ενώ βλέπω κακό 'που φθάνει,
+'ς του καθενός την κεφαλή να πέση των μνηστήρων,
+όσοι μέσα 'ς τα δώματα του θείου Οδυσσέα
+υβρίζετ' όλους και φρικταίς εργάζεσθε ανομίαις». 370
+
+Είπε και απ' το καλόκτιστο παλάτι εξήλθ' εκείνος,
+κ' επήγεν εις τον Πείραιον, 'που πρόθυμα τον δέχθη.
+τότ' οι μνηστήρες κύτταζαν ένας τον άλλον και όλοι
+κεντούσαν τον Τηλέμαχον και ανάπαιζαν τους ξένους·
+και κάποιος τότε ωμίλησε των αποτόλμων νέων· 375
+«Τηλέμαχε, κακόξενος, ως είσαι, δεν είν' άλλος·
+τούτον ως έχεις τώρα εδώ τον ρυπαρόν πλανήτην,
+'που τρώγει πίνει αχόρταστος, ούτε 'ς την εργασία
+ούτε 'ς ταις μάχαις έμπειρος, της γης χαμένο βάρος.
+και άλλος σηκώθη πάλι εδώ τον μάντη να σου κάμη· 380
+αλλ' αν μ' ακούσης πλειότερην ωφέλεια θ' αποκτήσης·
+εις κάραβο πολύσκαρμον ας φορτωθούν οι ξένοι
+ν' αποσταλούν 'ς τους Σικελούς, κέρδος καλό να πάρης».
+
+Τούτα οι μνηστήρες έλεγαν και αδιαφορούσ' εκείνος,
+και τον πατέρα του άφωνος εκύττα καρτερώντας 385
+πότε θα πέση να κτυπά τους αναιδείς μνηστήραις.
+
+Και ως είχε στήσει αντίκρυ των το υπέρλαμπρο θρονί της,
+η Πηνελόπ' η φρόνιμη του Ικαρίου κόρη,
+όλ' άκουεν, όσ' έλεγαν οι άνδρες εις το δώμα,
+ενώ με γέλια, με χαραίς, εκάθιζαν 'ς το γεύμα, 390
+το πρόσχαρο, το ευφραντικόν, ότ' είχαν πολλά σφάξει·
+αλλ' άλλος δείπνος άχαρος δεν γίνετ' ως ο δείπνος,
+'πώμελλαν γλήγορα η θεά και ο άνδρας ο γενναίος
+να τους προσφέρουν, ότι αυτοί τον αδικήσαν πρώτοι.
+
+
+
+Ραψωδία Φ
+
+
+
+Τότε 'ς τον νου της έβαλεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη,
+της Πηνελόπης φρόνιμης του Ικαρίου κόρης,
+τόξο και σίδερο λευκό να θέση των μνηστήρων,
+αγώνα και του φόνου αρχήν, 'ς το σπίτι του Οδυσσέα.
+και την υψηλήν κλίμακα του δόμου της ανέβη, 5
+'ς τ' απαλό χέρι το κλειδί πήρε γυρτόν, ωραίο,
+χάλκινο, μ' ελεφάντινο χερούλι εφοδιασμένο.
+'ς τον θάλαμον τον ύστερον εμπήκε με ταις κόραις,
+οπ' ήσαν όλ' οι θησαυροί κρυμμένοι του κυρίου,
+πολυεργασμένο σίδερο, χάλκωμα, και χρυσάφι· 10
+τόξον οπισθοτέντωτον εκ' ήταν και φαρέτρα,
+οπ' είχε μέσα πάμπολλα στεναγμοφόρα βέλη·
+αυτά 'ς την Λακεδαίμονα του 'δωκε δώρα ο ξένος
+ο Ευρυτίδης Ίφιτος, όμοιος των αθανάτων.
+εις την Μεσσήνην έτυχε 'ς το σπίτι του Ορτιλόχου 15
+του φιλομάχου να ευρεθούν^ 'κεί πήγεν ο Οδυσσέας
+να λάβη χρέος 'που 'ς αυτόν χρωστούσε ο τόπος όλος·
+ότι τριακόσια πρόβατα με τους βοσκούς των πήραν
+Μεσσήνιοι 'ς τα πολύσκαρμα καράβι' απ' την Ιθάκη·
+όθεν μακροταξείδευσε, παίδιος ακόμη, εκείνος, 20
+αποσταλμένος του πατρός και των λοιπών γερόντων.
+ναύρη πάλ' ήλθ' ο Ίφιτος φοράδαις, 'που 'χε χάσει,
+δώδεκα, και 'που βύζαιναν φερέπονα μουλάρια,
+οπού κατόπι του 'γειναν φόνος και μαύρη μοίρα,
+ότε 'ς τον λεοντόψυχον ήλθεν υιόν του Δία, 25
+τον Ηρακλέα, των φρικτών κατορθωμάτων γνώστην,
+'που ξένον του 'ς την σκέπη του τον φόνευσ' ούδ' εντράπη,
+ο ανόσιος, την τρέπεζα 'που του 'χε παραθέσει,
+ούτε την δίκη των θεών· αλλ' έσφαξεν εκείνον
+κ' είχε και ταις φοράδαις του· και, αυταίς ενώ ζητούσε, 30
+τον Οδυσσέ' απάντησε και του 'δωκε το τόξο,
+'που εφόρει ο μέγας Εύρυτος, και αυτός πριν αποθάνη
+εις τα υψηλά του μέγαρα του υιού του το 'χε αφήσει.
+και λόγχη του 'δωκε βαρειά και ξίφος ο Οδυσσέας,
+αρχήν ξενίας τρυφερής· αλλά δεν γνωρισθήκαν 35
+και 'ς το τραπέζι, επειδή πριν φόνευσ' ο υιός του Δία
+τον Ευρυτίδην Ίφιτον, όμοιον των αθανάτων,
+οπού το τόξο του 'δωκε· και ο θείος Οδυσσέας,
+'ς τον πόλεμον ότ' έβγαινε μέσα 'ς τα μαύρα πλοία,
+τ' άφινε σπίτι, ενθύμημα του αγαπημένου ξένου, 40
+και μόνον 'ς την πατρίδα του το τόξο εκείνο εφόρει.
+
+Και άμ' έφθασε 'ς τον θάλαμον η θαυμαστή γυναίκα,
+και ανέβηκε το δρύινο κατώφλι, οπού με τέχνη
+ο ξυλουργός καλόξυσε και το 'σιασε 'ς την στάφνη,
+και παραστάταις άρμοσε και θύραις οπ' έλαμπαν, 45
+απ' το λουρί δεν άργησε να λύση την κορώνη,
+έμπασε μέσα το κλειδί και αντίκρ' ηύρε τους σύρταις,
+τους άμπωσε, και ως βόσκοντας εις το λειβάδι ταύρος
+βογγά, ομοίως τα λαμπρά θυρόφυλλα, σπρωγμένα
+από την κλείδα, εβόγγησαν κ' εμπρός της ανοιχθήκαν. 50
+και ανέβηκε 'ς την υψηλή σανίδ', οπ' ήσαν όλα
+τ' αρμάρια με τα ενδύματα τα μοσχοβολισμένα.
+κείθ' άπλωσε και απ' το καρφί ξεκρέμασε το τόξο,
+με το θηκάρι, οπού λαμπρό το περιλάμβαν' όλο.
+εκάθισε, 'ς τα γόνατα το επήρε η μαραμμένη, 55
+και κλαίοντας έξ' έβγαλε το τόξο του κυρίου.
+και αφού 'ς τον πολυδάκρυτον θρήνον εκείνη ευφράνθη,
+πορεύθηκε 'ς το μέγαρο προς τους λαμπρούς μνηστήραις,
+ενώ τ' οπισθοτέντωτο τόξο 'ς το χέρι εκράτει
+και την φαρέτρα με πολλά στεναγμοφόρα βέλη. 60
+σιμά της η θεράπαιναις φέραν καλάθι, οπ' είχε
+χαλκόν και σίδερο πολύ, τα όπλα του κυρίου.
+και ότ' έφθασεν η ασύγκριτη γυναίκα 'ς τους μνηστήραις,
+'ς της στερεοκάμωτης σκεπής σιμά 'ς τον στύλο εστάθη,
+'ς την όψι αντισηκόνοντας τα μαλακά μαντίλια, 65
+και εδώθε της θεράπαινα εστήθη και άλλη εκείθε.
+και προς αυτούς ωμίλησε· «Μνηστήρες ανδρειωμένοι,
+δότε μου τώρ' ακρόασι, σεις, 'που 'ς το δώμα τούτο
+επέσετε, να τρώγετε, να πίνετ', ενώ λείπει
+απ' την πατρίδ' ο άνδρας μου και τόσο αργεί 'ς τα ξένα. 70
+και άλλην να εφεύρη πρόφασιν δεν εδυνήθη ο νους σας
+παρ' ότι εμέ να πάρετε γυναίκα επιποθείτε.
+αλλά, μνηστήρες, έρχεσθε· και ιδού, σας δείχνω αγώνα·
+το μέγα τόξο θέτω εγώ, του θείου Οδυσσέα.
+και αυτόν, οπ' ευκολώτερα τανύση την χορδή του 75
+και αξίναις όλαις δώδεκα περάση με το βέλος,
+θ' ακολουθήσω, αφήνοντας το δώμα τούτ', οπ' ήλθα
+νεόνυμφη, πανεύμορφο και θησαυρούς γεμάτο,
+οπού και μέσα 'ς τ' όνειρο συχνά θα το θυμώμαι».
+
+Αυτά 'πε, και παράγγειλε τον θείον χοιροιρόφον 80
+τόξο και σίδερο λευκό να θέση των μνηστήρων·
+τα 'λαβε κείνος κλαίοντας και απόθεσέ τα χάμαι·
+και άμ' είδε του κυρίου του το τόξο, και ο βουκόλος
+θρηνούσε αλλού· τους ύβρισεν ο Αντίνοος τότε κ' είπε·
+«Άγνωστοι αγρόταις, 'πώχετε τον νουν εις την ημέρα, 85
+δύστυχοι, τι δακρύζετε, και της καρδιάς τα βάθη
+ταράζετε της γυναικός; και άφ' εαυτής εκείνη
+την λύπη τρέφει, οπ' έχασε τον ποθητόν της άνδρα,
+αλλ' ήσυχα καθήμενοι τρώγετε ή δώθ' εβγήτε
+να κλαίετε, και αφήσετε το τόξο τούτο, αγώνα 90
+εις τους μνηστήραις φοβερόν· ότι με δυσκολία
+τούτο, θαρρώ, τανύζεται το στιλβωμένο τόξο·
+διότι απ' όσους βλέπω εδώ κανείς τον Οδυσσέα·
+δεν ομοιάζει 'ς την ανδρειά, τα μάτια μ' ως τον είδαν,
+και το ενθυμούμαι καθαρά, νήπιος ακόμ' αν κ' ήμουν». 95
+
+Αυτά 'πεν όμως την χορδήν εκείνος να τανύση
+έλπιζε και το σίδερο με βέλος να περάση,
+κ' έμελλε πρώτος να αισθανθή το βέλος απ' το χέρι
+τον Οδυσσέα του λαμπρού, 'που κείνος είχε υβρίσει
+'ς το δώμ' αυτού καθήμενος, κ' οι φίλοι τον κατόπι. 100
+
+Και 'ς αυτούς είπε η σεβαστή του Τηλεμάχου ανδρεία·
+«Ο Δίας αχ! μ' εμώρανε! μου λέγ' η αγαπημένη
+μητέρ', αν κ' έχει φρόνησην, ότι απ' αυτό το δώμα
+βούλεται ν' αποξενωθή, να υπάγη μ' άλλον άνδρα,
+κ' εγώ γελώ και τέρπομαι 'ς την άγνωστη ψυχή μου. 105.
+αλλά, μνηστήρες, έρχεσθε· κ' ιδού, σας δείχθη αγώνας,
+γυνή, 'που εις γην Αχαϊκήν άλλη δεν είν' ομοία,
+ούτε 'ς την Πύλο την ιερή, 'ς το Άργος, 'ς την Μυκήνη.
+ούτε 'ς την κάρπιμη στερηάν, αλλ' ούτε 'ς την Ιθάκην·
+γνωστά σας· της μητρός μου εγώ τον έπαινο θα λέγω; 110
+εμπρός, και 'ς άργητ' αφορμαίς μην εύρετε και πλέον
+του τόξου μην ξεφεύγετε την τέντωσι, να ιδούμε.
+θα το δοκίμαζα κ' εγώ· και αν τύχη να τανύσω
+το τόξο και το σίδερο περάσω με το βέλος,
+δεν θα με θλίβ' η σεβαστή μητέρ' αν άλλον άνδρα 115
+πάρη, το σπίτι αφήνοντας, ότι εγώ μέν' οπίσω
+άξιος τ' άρματα λαμπρά να φέρω, του πατρός μου».
+
+Αυτά 'πε, και σηκώθη ορθός, και την πορφυρή χλαίνα
+και ομού το ξίφος κοφτερόν εγδύθη από τους ώμους.
+λάκκον πρώτ' έσκαψε μακρύν εις ταις αξίναις όλαις 120
+έναν, και αυτού ταις έστησε και αράδιασε με στάφνη,
+και γύρω θύτησε την γη· και τον θαυμάζαν όλοι
+την τάξι πώς εγνώριζεν ενώ ποτέ δεν είδε.
+και ολόρθος 'ς το κατώφλιο δοκίμαζε το τόξο·
+τρεις το ελύγισε φοραίς με πόθο να το σύρη, 125
+τρεις τον αφήκε η δύναμις, αλλ' όμως να τανύση
+το νεύρο και το σίδερο να διαπεράση εθάρρει·
+'ς την τέταρτην, ως το 'συρνε μ' ανδρειά, το 'χε τανύσει,
+πλην την ορμή του εμπόδισε με νεύματ' ο Οδυσσέας.
+και πάλιν είπε η σεβαστή του Τηλεμάχου ανδρεία· 130
+«Αχ! άνανδρος, αδύναμος, θα μείνω και κατόπι,
+ή νέος είμ' εγώ πολύ, και ακόμη δεν θαρρεύω
+'ς τα χέρια μου, ν' αντισταθώ 'ς άνδρ' αν μ' υβρίση πρώτος.
+αλλ' όσοι με υπερβαίνετε 'ς την δύναμιν, αρχήστε
+του τόξου εδώ την δοκιμήν, ο αγώνας να τελειώση». 135
+
+Είπε και χάμαι απόθεσε το τόξο και της θύρας
+το 'γυρε προς ταις κολληταίς σανίδαις στιλβωμέναις·
+το ταχύ βέλος έκλινε προς την λαμπρήν κορώνη,
+κ' εγύρισε προς το θρονί, 'που 'χε καθίσι πρώτα.
+και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος τότ' είπε προς εκείνους· 140
+«Προς δεξιά σηκόνεσθε με την σειράν, ω φίλοι,
+και όθε κερνά ο κεραστής εκείθε αρχή να γείνη».
+
+Είπεν ο Αντίνοος, και αρεστός 'ς όλους εφάνη ο λόγος.
+σηκώθη πρώτος ο υιός του Οίνοπα, ο Λειώδης·
+ήταν ιερογνώστης των, και, 'ς τον λαμπρόν κρατήρα 145
+σιμά, κάθιζε ανάμερα, και αυτός εμίσα μόνος
+τ' άνομα κ' έτρεφεν οργή προς όλους τους μνηστήραις.
+και τότε πρώτος έπιανε το τόξο και το βέλος·
+ολόρθος 'ς το κατώφλιο δοκίμαζε το τόξο,
+και δεν το ετάνυσεν, αλλά τραβώντας αποκάμαν 150
+τ' απαλά χέρι' αγύμναστα, και των μνηστήρων είπε·
+«Δεν το τανύζω, αγαπητοί· τώρ' ας το λάβη και άλλος·
+ότι καρδίαν και ζωήν πολλών θα πάρη ανδρείων
+τούτο το τόξον, επειδή καλήτερον νομίζω
+τον θάνατον, ή ζωντανοί να στερηθούμε κείνο, 155
+'που καρτερούμ' ολοκαιρίς εδώ συναθροισμένοι.
+τώρα 'ς τα βάθη της ψυχής κάποιος ελπίζει ακόμη
+να νυμφευθή την φρόνιμη γυναίκα του Οδυσσέα,
+αλλ' ότι κάμη δοκιμή του τόξου και γνωρίση,
+των Αχαιίδων γυναικών τότ' άλλην λαμπροφόραν 160
+με δώρ' αυτός ας μνηστευθή, και ας πάρη αυτή τον άνδρα,
+οπού χαρίση πλειότερα και όποιον της στείλ' η μοίρα».
+
+Είπε και χάμαι απόθεσε το τόξο και της θύρας
+το 'γυρε προς ταις κολληταίς σανίδαις στιλβωμέναις·
+το ταχύ βέλος έκλινε προς την λαμπρήν κορώνη, 165
+κ' εγύρισε προς το θρονί, 'που 'χε καθίσει πρώτα·
+και πικρά τον ωνείδισεν ο Αντίνοος και του 'πε·
+«Ποιος λόγος, Λειώδη, σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα,
+βαρύς, φρικτός, και ως τ' άκουσα θυμός με κυριεύει,
+ότι, αν εσύ δεν δύνασαι το τόξο να τανύσης, 170
+αυτό καρδίαν και ζωήν πολλών θα πάρη ανδρείων.
+όχι, δεν σ' έχ' η σεβαστή μητέρα γεννημένον
+τόξων συ να 'σαι τραβηκτής και βέλη ν' ακοντίζης·
+αλλά μνηστήρες θαυμαυστοί θα το τανύσουν άλλοι».
+
+Είπε και 'ς τον Μελάνθιον γιδοβοσκόν εστράφη· 175
+«Κινήσου και άναψε φωτιά 'ς το σπίτι, ω Μελανθέα·
+θέσε κοντά μέγα θρονί και στρώσε αυτού προβεία·
+φέρε από μέσα το χοντρό του αλείμματος τυπάρι,
+όπως με πυρ ζεσταίνοντας και αλείφοντας το οι νέοι
+το τόξο δοκιμάσουμεν, ο αγώνας να τελειώση». 180
+
+Είπε· και πυρ αδάμαστον άναψε ο Μελανθέας,
+και το θρονί κοντά 'θεσε κ' έστρωσε αυτού προβεία,
+κ' έφερε μέσαθε χοντρόν αλείμματος τοπάρι·
+και αφού καλά το ζέσταναν δοκιμάσαν οι νέοι,
+χαμένα, και 'ς την δύναμι πολύ κατώτερ' ήσαν. 185
+ο Αντίνοος και ο θεόμορφος Ευρύμαχος εμέναν
+ακόμ', οι ανδρειότεροι και των μνηστήρων πρώτοι.
+
+Τότ' άφησαν το μέγαρο κ' εβγήκαν ο βουκόλος
+αντάμα και ο χοιροβοσκός του θείου Οδυσσέα·
+εκείνους ακολούθησεν ο θείος Οδυσσέας. 190
+αλλ', απ' την θύρα ξέμακρα και απ' την αυλήν ότ' ήσαν,
+με λόγια χλυκομίλητα 'ς αυτούς εστράφη κ' είπε·
+«Βουκόλε, και χοιροβοσκέ, θα 'λεγα κάποιον λόγον
+ή να το κρύψω; κ' η καρδιά να εξηγηθώ με σπρώχνει·
+με ποίαν γνώμη βοηθοί θα ήσθε του Οδυσσέα, 195
+αν κάπουθ' έλθη ξάφνου εδώ κ' ένας θεός τον φέρη;
+σεις των μνηστήρων βοηθοί θα ήσθε ή του Οδυσσέα;
+ειπήτ' εκείν' οπ' η ψυχή σας λέγει κ' η καρδία».
+
+Εκείνου τότε απάντησεν ο άνδρας ο βουκόλος·
+«Δία πατέρα, τούτον μου τον πόθον τέλειωσέ μου· 200
+ας έλθη εκείνος, ο θεός να τον επαναφέρη·
+θα 'βλεπες πώς μ' ακολουθούν μ[τ]α χέρια μου τ' ανδρεία».
+
+Και ομοίως 'ς όλους τους θεούς ο Εύμαιος ευχήθη
+'ς το σπίτι του ο πολύνοος να φθάση Οδυσσέας.
+και άδολην ως εγνώρισε την γνώμην των εκείνος, 205
+το στόμα πάλιν άνοιξεν, ωμίλησέ τους κ' είπε·
+«Έφθασα, ιδού με, αυτός εγώ, 'που, αφού πολλά 'χω πάθει,
+ήλθα τον χρόνον εικοστόν 'ς την γη την πατρική μου.
+ξεύρ' ότι από τους δούλους μου 'ς εσάς τους δύο μόνον
+έφθασα περιπόθητος· ουδ' άκουσα απ' εκείνους 210
+κανέναν άλλον να ευχηθή να φθάσω 'ς την πατρίδα.
+και ό,τι θα γείνη αληθινά 'ς εσάς θα φανερώσω·
+αν μου υποτάξη ένας θεός τους θαυμαστούς μνηστήραις,
+του καθενός τότε από σας εγώ θα δώσω νύμφην,
+κ' εδώ σιμά μου κτήματα και ωραία κατοικία, 215
+και φίλοι θάσθε και αδελφοί του υιού μου Τηλεμάχου,
+κ' ιδού, σημάδι φανερό τώρ' άλλο θα σας δείξω,
+να με καλογνωρίσετε, να μη διστάζη ο νους σας,
+το λάβωμ' οπού μ' άνοιξε με λευκό δόντι χοίρος,
+'ς τον Παρνασό, 'που τα παιδιά με πήραν του Αυτολύκου». 220
+
+Είπε, το μέγα λάβωμα ξυγύμνωσε απ' τα ράκη,
+κ' εκείνοι, αφού θεώρησαν και απ' όλα ελάβαν γνώσι,
+'ς ταις αγκαλιαίς των έσφιξαν τον θείον Οδυσσέα,
+έκλαιαν και την κεφαλή του εφίλουν και τους ώμους·
+τα χέρια και ταις κεφαλαίς τους φίλησε κ' εκείνος. 225
+και ο ήλιος θα βασίλευε και ακόμη αυτοί θα κλαίαν,
+αλλά τους ξέκοψεν αυτός και προς εκείνους είπε·
+«Από τους θρήνους παύσετε, μη βγη και σας νοήση
+κάποιος από το μέγαρο και μέσα τ' αναφέρη.
+εμπήτε τώρ', αλλ' όχι ομού, πρώτος εγώ, κατόπι 230
+ανάρηα σεις· και ας διορισθή το ακόλουθο σημάδι·
+οπόταν όλ' οι θαυμαστοί μνηστήρες θα φωνάζουν
+'ς τα χέρια μου να μη δοθούν το τόξο κ' η φαρέτρα,
+θεί' Εύμαιε, το δώμα συ διάβαινε και φέρε
+το τόξον εις τα χέρια μου, και πρόσταξε ταις κόραις 235
+τα στερεά θυρόφυλλα να κλείσουν των μεγάρων,
+και αν ακουσθή βόγγος ανδρών ή κτύπος εις το δώμα,
+ολόκλειστ' οπού θα 'μασθε, να μη προβή καμμία
+έξω, αλλ' αυτού 'ς τα έργα τους σιγά να μείνουν όλαις.
+κ' εις σε την θύρα της αυλής λέγω, Φιλοίτιε θείε, 240
+με κλείθρο και κομπόδεμα προσεκτικά να κλείσης».
+
+Είπε και 'ς τα καλόκτιστα δώματα ευθύς εμπήκε,
+κ' εγύρισεν εις το θρονί, 'που 'χε καθίσει πρώτα·
+κ' οι δούλοι έφθασαν έπειτα του θείου Οδυσσέα.
+
+Κ' εμάλαζ' ο Ευρύμαχος το τόξο και 'ς την λάμπα 245
+εδώ κ' εκεί το ζέσταινεν, αλλά να το τανύση
+δεν εδυνήθη, και βαθειά 'ς την ένδοξη ψυχή του
+μ' αδημονία στέναζε, κ' είπε μεγαλοφώνως·
+« Τον εαυτό μου πόσ', ωιμέ, και όλους τους άλλους κλαίω·
+του γάμου τόσο, αν και δριμύς, δεν με θερίζει ο πόνος· 250
+και άλλαις εις την περίβρεκτην Ιθάκην Αχαιίδες
+είναι πολλαίς, είναι και αλλού· με θλίβει ότι μας λείπει
+τόσον από την δύναμι του θείου Οδυσσέα,
+ώστε να μη τανύζουμεν εμείς το τόξο εκείνου·
+αχ! και 'ς ταις άλλαις γεννεαίς θα φθάσ' η καταισχύνη!» 255
+
+Ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος απάντησέ του κ' είπε·
+« Μη το φοβείσ', Ευρύμαχε· και μόνος σου εννοείς το·
+τον θεόν τούτον ευλαβώς ο τόπος εορτάζει
+και τόξα θα τανύζουμεν; αλλ' ήσυχα φυλάξτε
+το τόξο, και ας αφήσουμε να στέκωντ' η αξίναις 260
+όλαις, ως είναι, ότι κανείς δεν θα 'λθη να ταις πάρη,
+θαρρώ, μέσ' απ' το μέγαρο του θείου Οδυσσέα.
+τώρ' απαρχαίς ο κεραστής ας δώση 'ς τα ποτήρια,
+όπως, αφού γείν' η σπονδή, φυλάξουμε το τόξο·
+και ειπέτε 'ς τον γιδοβοσκόν Μελάνθιον, άμα φέξη 265
+να φέρη απ' όλαις ταις κοπαίς ερίφια διαλεμμένα,
+όπως, αφού μεριά καούν του λαμπροτόξου Φοίβου,
+το τόξο δοκιμάσουμεν, ο αγώνας να τελειώση».
+
+Αυτά 'πε κείνος και άρεσεν ο λόγος και των άλλων·
+και το νερό τους έχυσαν οι κήρυκες 'ς τ' χέρια, 270
+και, αφού κρατήραις με κρασί στεφάνωσαν οι νέοι,
+έδωκαν 'ς όλους απαρχή 'ς τα γεμιστά ποτήρια·
+και, αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελε η ψυχή τους,
+με δόλον ο πολύγνωμος τους είπεν Οδυσσέας·
+«Ακούτε με, της θαυμαστής βασίλισσας μνηστήρες, 275
+να φανερώσω εγώ 'ς εσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει.
+εξόχως τον Ευρύμαχον και Αντίνοον τον θείον
+παρακαλώ, 'που φρόνιμον και αυτόν είπε τον λόγον,
+τώρα το τόξο ν' αφεθή και 'ς τους θεούς να ελπίζουν·
+αύριο την νίκην ο θεός θα δώσ' εις όποιον θέλη. 280
+αλλά να δώσετε 'ς εμέ το στιλβωμένο τόξο,
+τα χέρια και την δύναμι να δοκιμάσω εμπρός σας,
+αν ρώμ' υπάρχει ως άλλοτε 'ς τα λυγιστά μου μέλη,
+ή χάθη απ' τους παραδαρμούς και απ' την ταλαιπωρία».
+
+Αυτά 'πε, και αγανάκτησαν υπέρμετρα οι μνηστήρες· 285
+το στιλπνό τόξο μην αυτός τανύση εφοβηθήκαν·
+κ' εφώναξ' ο Αντίνοος, ωνείδισέ τον κ' είπε·
+«Ω ξέν' ελεεινότατε, φρέναις ποσώς δεν έχεις·
+και δεν αρκεί σ' ότ' ήσυχος εις τους υπερηφάνους
+εμάς συντρώγεις και άφθονο 'ς τα γεύματ' έχεις μέρος, 290
+και ότι την ομιλία μας, τους λόγους μας ακούεις·
+και άλλος τους λόγους μας πτωχός και ξένος δεν ακούει·
+σε βλάπτει το γλυκό κρασί, και αυτό ζαλίζει εκείνους
+'που το ρουφούν υπέρμετρα· δεν έχει αυτό τυφλώσει
+τον λαμπρόν Ευρυτίωνα, τον Κένταυρον, ότ' ήλθε 295
+'ς των Λαπιθών το κάλεσμα, 'ς του ενδόξου Πειριθόου
+το μέγαρο; απ' το κρασί τυφλώθη, επάρθη, ο νους του,
+και μες το δώμ' ανόμησε φρικτά του Πειριθόου.
+κ' οι ήρωες ωργίσθηκαν, τον ποδοσύραν έξω,
+αφού μ' άπονη μάχαιρα μύτη και αυτιά του κόψαν, 300
+και αυτός, 'που 'παθε τύφλωσι 'ς τον νουν, επήρε δρόμο
+κ' έσερνε με τυφλή ψυχή την μαύρη συμφορά του.
+όθεν κατόπ' οι Κένταυροι κ' οι άνδρες πολεμούσαν·
+και το κακό ζήτησε αυτός κ' ηύρε απ' την μέθη πρώτος.
+και σέν' ομοίαν συμφοράν προλέγω σου αν το τόξο 305
+τανύσης· και 'ς τον τόπο μας προστάτην μη προσμένης·
+αλλά σε στέλνουμεν ευθύς μ' ολόμαυρο καράβι
+'ς τον βασιλέαν Έχετον αδικητήν του κόσμου,
+άφευκτα εκεί ν' αφανισθής^ αλλ' ήσυχα εδώ πίνε
+και με τους νεωτέρους σου συ μη φιλονεικήσης». 310
+
+Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη τότ' είπε προς εκείνον·
+Αντίνοε, γίνετ' άδικο, να στερηθούν οι ξένοι
+του Τηλεμάχου, οπ' έρχονται 'ς το δώμα τούτο ικέταις.
+κ' εάν ο ξένος, θαρρετός 'ς την ρώμη των χεριών του,
+το μέγα τόξο ετάνυζε του θείου Οδυσσέα, 315
+φοβείσ' ότι 'ς το σπίτι του νύμφην εμέ θα πάρη;
+αλλ' ουδέ κείνος 'ς την ψυχή παρόμοιαν τρέφει ελπίδα.
+τούτο δεν είν', όχι, αφορμή να σας κακοκαρδίση
+ενώ συμποσιάζετε· δεν πρέπει, δεν αρμόζει».
+
+Απάντησεν ο Ευρύμαχος· «Του Ικαρίου κόρη, 320
+ω Πηνελόπη φρόνιμη, νύμφην εσέ να πάρη
+τούτος, δεν υποψιάζουμε ποσώς· αλλ' ουδ' αρμόζει·
+αλλ' εντρεπόμασθεν ανδρών και γυναικών το στόμα,
+μη κάποιος απ' τους Αχαιούς ουτιδανός πότ' είπη·
+ανδρός λαμπρού την σύντροφον πολύ κατώτεροί του 325
+άνδρες ζητούν, και το στιλπνό τόξο του δεν τανύζουν·
+αλλ' ήλθε πολυπλάνητος πτωχός από τα ξένα,
+το ετάνυσε και πέρασε το σίδερο με βέλος·
+αυτά θα ειπούν και όνειδος 'ς εμάς θα ήναι ο λόγος».
+
+Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· 330
+«Ευρύμαχε, δεν γίνεται 'ς τον τόπο να 'χουν δόξα
+εκείνοι οπού καταφρονούν το σπίτι ανδρός μεγάλου
+και το αφανίζουν και όνειδος 'ς εσάς φαίνοντ' εκείνα;
+αυτός ο ξένος στερεό και μέγ' έχει το σώμα,
+και λέγει ότι γεννήθηκεν απ' ευγενή πατέρα. 335
+τώρ' ας ιδούμε· δώσετε το στιλπνό τόξο εκείνου.
+και ιδού τι λέγω φανερά και ο λόγος μου θα γείνη.
+αν το τανύση και 'ς αυτόν την δόξα δώση ο Φοίβος,
+θα τον ενδύσω μ' εύμορφον χιτώνα και χλαμύδα·
+θα λάβη ακόντι σουβλερό, διώκτην ανδρών και σκύλων, 340
+και ξίφος δίστομο· καλά σανδάλια θα του δώσω,
+και θα τον στείλ' οπού η καρδιά θελήση και η ψυχή του».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της κ' είπε·
+«Άλλος, μητέρα μ', Αχαιός την δύναμι δεν έχει,
+'πώχω να δώσω ή ν' αρνηθώ το τόξο 'ς όποιον θέλω. 345
+όχι, ούδ' όσ' είναι της σκληρής Ιθάκης ή των νήσων
+προς την αλογοβόσκητην την Ήλιδα ηγεμόνες,
+αυτών δεν δύναται κανείς να μ' εμποδίση, αν θέλω,
+το τόξο και μονόφορα του ξένου να χαρίσω.
+αλλ' άμε σπίτι, έχε τον νου 'ς τα έργα τα δικά σου, 350
+την αλακάτη, τ' αργαλειό, και πρόσταξε ταις κόραις
+να εργάζωνται, και άφησ' εδώ του τόξου την φροντίδα
+'ς τους άνδραις κ' έξοχα 'ς εμέ 'που 'μαι 'ς το σπίτι κύριος».
+
+Θαύμασε αυτή κ' εγύρισε 'ς το δώμα, ότι τον λόγον
+του τέκνου της τον φρόνιμον εδέχθη 'ς την καρδία. 355
+και με ταις κόραις έφθασε 'ς τ' ανώγι, αυτού να κλαίη
+πικρά τον Οδυσσέα της, ως ότου γλυκόν ύπνο
+'ς τα βλέφαρά της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη.
+
+Επήρε ωστόσο κ' έφερνε το τόξ' ο χοιροτρόφος,
+κ' ευθύς του σήκωσαν βοή 'ς το δώμ' όλ' οι μνηστήρες, 360
+και κάποιος τότ' εφώναξε των αποτόλμων νέων·
+«Αζήλευτε χοιροβοσκέ, το τόξο πού θα φέρης,
+χαμένε; γλήγορα, θαρρώ, 'ς ταις έρμαις χοιρομάνδραις
+οι γοργοί σκύλοι, θρέμματα δικά σου, θα σε φάγουν,
+αν μας βοηθήσ' ο Απόλλωνας και όλ' οι θεοί του Ολύμπου». 365
+Είπαν και απ' την βοή πολλών ετρώμαξεν εκείνος.
+χάμαι το τόξον έθεσεν αλλ' από τ' άλλο μέρος
+του φώναξε ο Τηλέμαχος· «Πατέρα, εμπρός το τόξο
+φέρε, και δεν θα ωφεληθής αν 'ς όλους υπακούσης,
+μήπως, αν και νεώτερος, σε διώξω με λιθάρια, 370
+εις τον αγρόν ότ' είμ' εγώ 'ς τα χέρι' ανώτερός σου.
+να 'μουν, αχ! τόσο ανώτερος, εις των χεριών την ρώμη,
+όλων αυτών, οπ' είν' εδώ 'ς τα δώματα μνηστήρες,
+με φρικτόν τρόπο θα 'καμνα το σπίτι μου ν' αφήσουν
+ευθύς αυτοί 'που το κακό 'ς τον νου τους οργανίζουν». 375
+
+Αυτά 'πε και όλοι από καρδιάς γελάσαν οι μνηστήρες,
+και, χάρις 'ς τον Τηλέμαχον, ημέρωσ' η οργή τους.
+και ο χοιροτρόφος πέρασε κ' εστήθη του Οδυσσέα
+εμπρός και το τόξ' έβαλε 'ς τα χέρια του γενναίου,
+και την βυζάστρα κάλεσεν Ευρύκλεια και της είπε· 380
+«Προστάζει σε ο Τηλέμαχος, φρόνιμη Ευρύκλεια, τώρα
+τα στερεά θυρόφυλλα να κλείσης των μεγάρων·
+και αν ακουσθή βόγγος ανδρών και κτύπος εις το δώμα,
+ολόκλειστ' οπού θα 'μασθε, να μη προβή κανένας
+έξω, αλλ' αυτού 'ς τα έργα τους σιγά καθείς να μείνη». 385
+
+Αυτά 'πε κείνος και άπτερος 'ς αυτήν ειπώθη ο λόγος·
+κ' έκλεισε τα θυρόφυλλα των υψηλών μεγάρων.
+κ' εξ' ο Φιλοίτιος πήδησεν ήσυχ' από τα δώμα,
+και της καλόφρακτης αυλής έκλεισ' ευθύς την θύρα.
+ήταν 'ς την αίθουσα σχοινί βύβλινο από καράβι, 390
+το πήρεν, έδεσε μ' αυτό την θύρα κ' επανήλθε,
+και οπ' ήταν πρώτα εκάθισε, και προς τον Οδυσσέα
+τους οφθαλμούς προσήλωσε· και αυτός ήδη το τόξο
+γυρίζ' ολούθ' ολόγυρα, να ιδή μήπως σαράκι,
+ο κύριος ενώ 'λειπε, το κέρατ' είχε φθείρει· 395
+και κάποιος τότε ωμίλησε κυττώντας τον πλησίον·
+«Του τόξου αυτός θεωρητής κάπως πανούργος είναι·
+ή τόξ' έχει 'ς το σπίτι του παρόμοια φυλαγμένα
+ή όμοια θα ποιήση αυτός, τόσο πολύ 'ς τα χέρια
+το στρέφει ο πολυπλάνητος κακούργος ψωμοζήτης». 400
+
+Άλλος πάλι τότ' έλεγε των αποτόλμων νέων·
+«Όμοιαν να λάβη απόλαυσιν εις την ζωή του εκείνος,
+καθώς ποτέ θα δυνηθή το τόξο να τανύση».
+
+Έλεγαν και ο πολύγνωμος ωστόσον Οδυσσέας,
+το μέγα τόξο άμ' έπιασε και πανταχόθεν είδε, 405
+ως ο εξαίσιος αοιδός και της κιθάρας γνώστης
+ευθύς τανύζει την χορδή, στριφτάρι αν κ' έχει νέο,
+τάντερο αρνιού καλόστριφτον εις τ' άκρ' αφού προσδέση,
+το μέγα τόξο αβίαστα τάνυσ' ευθύς εκείνος,
+και την νευρή δοκίμασε με το δεξί του χέρι· 410
+ελάλησ', ως την έγγιξεν, ως χελιδόνι εκείνη.
+τότ' οι μνηστήρες τρόμαξαν και άλλαξαν όψιν όλοι·
+και με σημάδι φανερό βαρειά βρόντησ' ο Δίας.
+εχάρηκε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας,
+σημάδι ότ' είδ' απ' τον υιόν του κρυπτοβούλου Κρόνου. 415
+και απ' το τραπέζι αυτού σιμά γοργό βέλος επήρε
+έτοιμο· και μες την βαθειά φαρέτρα εμέναν τ' άλλα,
+αυτά 'που μέλλαν να αισθανθούν ογλήγορα οι μνηστήρες·
+το κράτησε 'ς το κέρατο, και, οθ' ήταν καθισμένος,
+νευρήν, γλυφίδαις, τράβησε, και, αφού σημάδι επήρε, 420
+τόξευσε και όλαις πέρασεν αράδα ταις αξίναις
+από τον πρώτον στελεόν· το χάλκινον ακόντι
+εβγήκε πέρα, κ' είπε αυτός· «Ποσώς δεν σ' ατιμάζει,
+Τηλέμαχε, καθήμενος 'ς τα μέγαρά σου ο ξένος.
+μη το σημείον έσφαλα; μην άργησα με κόπο 425
+το τόξο να τανύσω εγώ; σώζετ' η δύναμίς μου,
+και άδικα με καταφρονούν και ψέγουν οι μνηστήρες.
+κ' είναι καιρός οι Αχαιοί τον δείπνον να ετοιμάσουν
+όσ' είναι φως· διασκέδασι και άλλην κατόπι θα 'χουν
+εις την κιθάρα, 'ς τον χορό, τα δώρα της τραπέζης». 430
+
+Αυτά 'πε κ' εβλεφάρισε· και ακονισμένο ξίφος
+ο ποθητός εζώσθ' υιός του θείου Οδυσσέα,
+κοντάρι εφούκτωσε κ' ευθύς 'ς το πλάγι εκείνου εστήθη,
+σιμά 'ς τον θρόνο, κ' έλαμπε με τ' άρματα ζωσμένος
+
+
+
+Ραψωδία Χ
+
+
+
+Τα ράκη του ο πολύγνωμος τότ' έρριξε Οδυσσέας,
+και 'ς το κατώφλι πήδησε με τόξο και φαρέτρα
+γεμάτην· και όλα σώρευσε τα πτερωτά της βέλη
+εμπρός, αυτού, 'ς τα πόδια του, και των μνηστήρων είπε·
+«Τούτος ο αγώνας φοβερός είν' ήδη τελειωμένος· 5
+σημάδι τώρ', οπού κανείς δεν έχει ρίξει ακόμη,
+θέλω κτυπήσ', ίσως το ευρώ και αν με δοξάση ο Φοίβος».
+
+Είπε και 'ς τον Αντίνοον πικρόν ίσιασε βέλος·
+εκείνος τότε δίχερον εσήκονε ποτήρι
+ολόχρυσο και το 'σφιγγε 'ς τα χέρια, να ρουφήση 10
+κρασί, και φόνου μες τον νου δεν είχε φαντασία·
+και ποίος θα φαντάζονταν, 'ς την μέσην των συνδείπνων,
+απ' έναν μόνον, εις πολλούς ανάμεσ', αν και ανδρείον,
+φαρμακωμένον θάνατον, μαύρην να λάβη μοίραν;
+'ς τον λαιμό τον σημάδευσε κ' επίτυχ' ο Οδυσσέας· 15
+τ' απαλό σνίχι πέρασε και αντίκρυ βγήκε η λόγχη·
+έγυρε αυτός και του 'πεσεν από το χέρ' η κούπα,
+και απ' τα ρουθούνι' ανάβρυσεν αίματος ανθρωπίνου
+κρουνιά χοντρή· κ' έσπρωξε αυτός την τράπεζα μακράν του
+με τα δυο πόδια, κ' έχυσε τα φαγητά 'ς το χώμα, 20
+και τα ψημένα κρέατα και ο σίτος μολυνθήκαν.
+άμα τον άνδρ' είδαν νεκρόν, με τρόμο σηκωθήκαν
+απ' τα θρονιά και αλάλαξαν 'ς τα δώματα οι μνηστήρες,
+και με τα μάτια πανταχού τους τοίχους εξετάζαν,
+αλλ' ουδ' ασπίδα ευρίσκονταν ουδέ βαρύ κοντάρι. 25
+και χολωμένοι ωνείδισαν βαρειά τον Οδυσσέα·
+«Ω ξένε, κακά σκέφθηκες να σημαδεύης άνδραις·
+ύστερος είναι αγώνας σου· μη να σωθής ελπίσης·
+άνδρα συ τώρα εφόνευσες 'που ο πρώτος ήταν νέος
+εις την Ιθάκην· όθε δω γύπες εσέ θα φάγουν». 30
+
+Αυτά 'παν, ότι ελόγιαζαν πως άθελα τον άνδρα
+είχε φονεύσει· και οι μωροί δεν είχαν εννοήσει
+ότι το δίκτ' είχε απλωθή του ολέθρου ολόγυρά των.
+
+Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος τους είπεν Οδυσσέας·
+«Σκυλιά, σεις επιστεύετε πως δεν θα γύρω πλέον 35
+από την Τροία, και άπονα μου τρώγετε το σπίτι,
+φιλούσετε αναγκαστικά ταις δούλαις, κ', ενώ ζούσα,
+άνομα της συντρόφου μου σεις γείνετε μνηστήρες,
+και ούτε θεοί, 'που κατοικούν τα ουράνια σας φοβίζαν,
+ούτε θνητών εκδίκησις μην έλθη αδικημένων· 40
+τώρα το δίκτ' έχει απλωθή του ολέθρου ολόγυρά σας».
+
+Αυτά' 'πε κείνος, κ' έπιασεν αυτούς αχνή τρομάρα,
+και από τον δίεθρο καθείς εκύττα πώς να φύγη.
+μόνος τότ' ο Ευρύμαχος απάντησέ του κ' είπε·
+«Αν ήλθες ο Ιθακήσιος μ' αλήθειαν Οδυσσέας, 45
+δικαίως συ των Αχαιών ταις πράξαις κατακρίνεις,
+'που ανόμησαν 'ς το σπίτι σου πολλά και 'ς τον αγρόν σου.
+αλλ' ήδη κείτεται νεκρός ο πρώτος αίτιος όλων,
+ο Αντίνοος· ότι ωργάνιζε τα έργα τούτα εκείνος.
+και τόσο δεν τον βίαζε του γάμου ανάγκ' ή πόθος, 50
+αλλ' έτρεφ' άλλα 'ς την ψυχή, — κ' εμπόδισε ο Κρονίδης,—
+να γείνη της καλόκτιστης Ιθάκης βασιλέας
+εκείνος και το τέκνο σου με δόλο να φονεύση.
+τώρ', αφού τούτος έπεσεν ως του 'πρεπε, λυπήσου
+συ τον λαόν σου· και απ' εμάς κοινώς όλα θα λάβης, 55
+όσο σου εφαγωθήκαν 'ς το σπίτι κ' επιοθήκαν,
+και πρόστιμ' είκοσι βωδιών καθείς μας θα σου φέρη,
+'ς τόσο χρυσάφι και χαλκόν, η οργή σου να πραΰνη·
+ως τότ', εάν αγανακτείς, κατάκρισιν δεν έχεις».
+
+Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος του απάντησε Οδυσσέας· 60
+«Ευρύμαχε, και αν όλα μου τα πατρικά μου εκείνα
+μου αποδοθούν, μ' όσ' έχετε και μ' όσ' αλλούθ' ευρήτε,
+δεν θα ξεκόψω πότ' εγώ τα χέρια μ' απ' τον φόνο,
+πριν όλα τ' ανομήματα πλερώσουν οι μνηστήρες.
+σεις τώρα προτιμήσετε, να μάχεσθ' ή να φύγη 65
+κάποιος, αν ίσως δυνηθή, την μοίρα του θανάτου.
+αλλ' απ' τον όλεθρο κανείς, θαρρώ, δεν θα λυτρώση».
+
+Είπε και αυτών τα γόνατα κοπήκαν κ' η καρδία·
+και πάλιν είπ' ο Ευρύμαχος· «Ω φίλοι, αυτός ο άνδρας
+τα χέρια τ' απλησίαστα δεν θα κρατήση πλέον, 70
+αλλ', ως το τόξον απ' αρχής και την φαρέτρα πήρε,
+θε να τοξεύη απ' το ξυστό κατώφλι ως να φονεύση
+όλους εμάς· αλλά φαιδροί την μάχη ν' ασπασθούμε.
+σύρετε τα μαχαίρια σας, 'ς τα γοργοφόνα βέλη
+προβάλτε τράπεζαις και ομού 'ς αυτόν ας πέσουμ' όλοι, 75
+και το κατώφλ' ίσως βιασθή ν' αφήση και την θύρα,
+έξω να βγούμε, αλαλαγμός να σηκωθή 'ς την πόλι,
+τούτος να μάθ' ότ' έρριξε το υστερινό του βέλος».
+
+Είπε και δίστομ' έσυρε χαλκόβαπτο μαχαίρι
+και με κραυγήν τρομακτικήν επάνω του επετάχθη· 80
+και, 'ς την στιγμή 'που χύθ' αυτός, ο θείος Οδυσσέας
+'ς το στήθος βέλος του 'ριξεν εις το βυζί πλησίον,
+και μες το σκότι πέρασε τ' ορμητικόν ακόντι.
+την μάχαιρα απόλυσε κ' έπεσε κυρτωμένος
+τρικλίζοντας 'ς την τράπεζα, και τα φαγιά κ' η κούπα 85
+χάμαι σκορπίσαν· εις την γη το μέτωπό του εκτύπα,
+οδύνην είχε 'ς την ψυχή κ' έσπρωχνε το θρονί του
+με τα δυο πόδια, και άπλωσε 'ς τα μάτια του μαυρίλα.
+
+Ο Αμφίνομος 'ς τον ένδοξον τότ' ώρμησε Οδυσσέα
+μ' ακονισμένην μάχαιραν, ίσως από τ[η]υν θύρα 90
+συρθή εμπρός του, αλλ' έγκαιρα με χαλκοφόρο ακόντι
+την πλάτην ο Τηλέμαχος τον πέρασ' ως τα στήθη·
+μ' όλο το μέτωπο 'ς την γην εβρόντησεν εκείνος,
+τ' ακόντι το μακρόσκιο 'ς το σώμα του Αμφινόμου
+άφησεν ο Τηλέμαχος κ' εσύρθ' ότι φοβήθη 95
+μη κάποιος εκ των Αχαιών, εκεί 'που αυτός θ' ανέσπα
+τ' ακόντι το μακρόσκιον, ορμήση με μαχαίρι
+και τον τρυπήσ' ή όπισθε κτυπήση αυτόν σκυμμένον.
+κ' έδραμε κ' έφθασεν ευθύς εις τον αγαπητόν του
+πατέρα, κ' είπε προς αυτόν με λόγια πτερωμένα· 100
+«Πατέρα, θα σου φέρω εγώ κοντάρια δυο και ασπίδα
+και ολόχαλκο περίκρανον, αρμόδιο 'ς το κεφάλι·
+παρόμοια θα φορέσω εγώ, παρόμοια και ο βουκόλος
+θα λάβη και ο χοιροβοσκός· καιρός ν' αρματωθούμε».
+
+Απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας· 105
+«Δράμε και φέρ', ενόσω εδώ βέλ' είναι να παλαίσω,
+μη με κινήσουν, μοναχός ως είμαι, από την θύρα».
+
+Αυτά 'πε· κείνος άκουσε τον ποθητόν πατέρα,
+και, οπ' είχε τα λαμπρ' άρματα, 'ς τον θάλαμο, κατέβη·
+εκείθ' ασπίδαις τέσσεραις επήρε, οκτώ κοντάρια, 110
+τέσσαρα κράνη χάλκινα, μ' αλόγου χήτη ωραία·
+τα 'φερνε και δεν άργησε να φθάση 'ς τον πατέρα.
+κείνος με τα λαμπρ' άρματα το σώμ' έζωσε πρώτος,
+κατόπ' οι δούλοι εζώνονταν και οι τρεις επήραν θέσι
+σιμά 'ς τον πολυμήχανον ανδρείον Οδυσσέα. 115
+και αυτός, όσο του ευρίσκονταν ακόντια να παλαίση,
+'ς το σπίτι του θανάτονε με κάθε βέλος έναν
+απ' τους μνηστήραις, κ' έπεφταν σωρός εκείνοι εμπρός του.
+και άμ' έλειψαν του βασιληά, 'που τόξευε, τα βέλη,
+του στέρεου μεγάρου του 'ς τον θυροπαραστάτη 120
+το τόξον έκλινε αντικρύ των τοίχων φωτοβόλων,
+κ' έζωσ' ευθύς 'ς τους ώμους του τετράδιπλην ασπίδα,
+εις την γενναίαν κεφαλήν καλόν έθεσε κράνος
+μ' αλόγου χήτη, και φρικτά σειόταν επάν' ο λόφος,
+και δύο πήρε δυνατά κοντάρια χαλκοφόρα. 125
+
+Ο τοίχος ο καλόκτιστος ψηλόν είχε αντιθύρι,
+και κάτω απ' το κατώφλιο του στερεού μεγάρου
+'ς τον δρόμο πέρασμ' έβγαινε, κλειστό με καλαίς θύραις.
+κείν' ο Οδυσσέας είχε ειπεί του θείου χοιροτρόφου
+να το προσέχη από σιμά' κ' έν' έμβασμ' είχε μόνον. 130
+ο Αγέλαος τότε ωμίλησε κ' εμπρός εις όλους είπε·
+«Ω φίλοι, δεν θ' ανέβαινε κανείς εις τ' αντιθύρι
+φωνή να ρίξη του λαού κ' ευθύς βοή να γείνη;
+τούτος να μάθ' ότ' έρριξε το υστερινό του βέλος».
+
+Του απάντησε ο Μελάνθιος' «'Σ αυτό δεν είναι τρόπος, 135
+Αγέλαε διόθρεπτε, τι φοβερά κοντά 'ναι
+η αυλόθυρα, και δύσκολο το στόμ' είναι του δρόμου·
+και ανδρείος ένας δύναται 'ς όλους φραγμός να γείνη.
+αλλ' άρματ' απ' τον θάλαμο θα φέρω να ζωσθήτε·
+ότι κει μέσα, και όχι άλλου, τ' άρματα, εγώ νομίζω, 140
+ο Οδυσσέας φύλαξε και ο δοξαστός υιός του».
+
+Αυτά 'πεν ο Μελάνθιος και ανέβη του μεγάρου
+την κλίμακα, 'ς τον θάλαμο να φθάση του Οδυσσέα·
+εκείθ' ασπίδαις δώδεκα πήρε και τόσαις λόγχαις,
+και τόσα κράνη χάλκινα, μ' αλόχου χήτη ωραία, 145
+και ογλήγορ' ήλθε κ' έφερε τα όπλα 'ς τους μνηστήραις.
+του Οδυσσέα γόνατα κοπήκαν και καρδία,
+άμ' είδε ν' αρματόνωνται και τα μακρά κοντάρια
+να σείουν ότι φοβερός του φανερώθη αγώνας.
+κ' είπε προς τον Τηλέμαχο με λόγια πτερωμένα· 150
+«Τηλέμαχ', ή 'ς τα μέγαρα των γυναικών καμμία
+κακόν μας κινεί πόλεμον ή τ' είναι ο Μελανθέας».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε·
+«Πατέρα, 'ς τούτο εγώ 'σφαλα και άλλος δεν είναι πταίστης·
+το στερεό θυρόφυλλον άνοιξα του θαλάμου 155
+κ' ερχόμενος δεν το 'κλεισα και τούτο εγνώσθη απ' άλλον.
+αλλά, θεί' Εύμαιε, πήγαινε, την θύρα του θαλάμου
+κλείσε κ' εξέτασ' αν καμμιά των δούλων τούτα πλέκει,
+ή κείνος, 'που υποπτεύομαι, Μελάνθιος ο Δολίδης».
+
+Τα λόγια τούτα ενώ 'λεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους, 160
+κίνησε προς τον θάλαμο και πάλι ο Μελανθέας,
+να φέρη τα λαμπρ' άρματα· και ο θείος χοιροτρόφος
+τον νόησε και από σιμά τότ' είπε του Οδυσσέα·
+«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,
+ιδού, πάλιν ο πάγκακος, οπ' είχαμε υποπτεύσει, 165
+'ς τον θάλαμο πορεύεται· συ τώρα δίδαξέ με,
+θα του αφαιρέσω την ζωήν, αν τον νικήσω πρώτα,
+ή θέλεις να τον φέρω εδώ να σου πλερώση εκείνος
+ταις τόσαις οπ' ωργάνισε 'ς το σπίτι σου ανομίαις;»
+
+'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· 170
+«Εγώ με τον Τηλέμαχον τους θαυμαστούς μνηστήραις
+'ς το δώμα θα κρατήσουμεν, όσην ορμή και αν δείξουν.
+σεις τώρ' εκείνον ρίξετε 'ς τον θάλαμο με χέρια
+και πόδι' οπισθογύριστα, και δέσετε την θύρα,
+αφού, περνώντας του σχοινί, 'ς την κορυφή του στύλου 175
+τον ανεβάσετε υψηλά τα πατερά να εγγίξη,
+ώστε να ζη πολληώρα εκεί μ' οδύναις του θανάτου».
+
+Είπε, και αυτοί 'ς την προσταγήν υπάκουσαν κ' επήγαν·
+'ς τον θάλαμο τον εύρηκαν χωρίς να τους νοήση·
+εκείνος ζητούσ' άρματα 'ς το βάθος του θαλάμου, 180
+και αυτοί 'ς τα πλάγια στάθηκαν της θύρας κ' εκαρτέρουν,
+και ως πάτησ' ο γιδοβοσκός Μελάνθιος το κατώφλι,—
+και 'ς το 'να χέρ' είχε λαμπρό περίκρανο, πλατείαν
+εις τ' άλλο ασπίδα παλαιάν, και μουχλαραχνιασμένην,
+οπ' ο Λαέρτης ήρωας φορούσ' ότ' ήτο αγόρι, 185
+ριμμένην τώρα, και η ραφαίς λυθήκαν των λουριών της,—
+επάνω τ' ώρμησαν οι δυο και απ' τα μαλλιά τον σύραν
+μέσα, και χάμαι βρόντησαν τον κατατρομασμένον.
+χέρια και πόδια του 'δεσαν αντάμ', αφού με τρόπον
+σκληρόν τα οπισθογύρισαν, ως ο Λαερτιάδης 190
+επρόσταξ' ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας
+και, αφού σχοινί του πέρασαν, 'ς την κορυφή του στύλου
+τον ανεβάσαν υψηλά τα πατερά να εγγίξη.
+και του 'πες με περίγελον, ω Εύμαιε χοιροτρόφε·
+«Τώρ', ως σου πρέπει, μαλακά, Μελάνθιε, πλαγιασμένος 195
+θα ολονυκτήσης έξυπνος, και δεν θα σε ξαφνίση
+ερχόμεν' η χρυσόθρονη του όρθρου θυγατέρα
+απ' ταις ροαίς του Ωκεανού, την ώρα 'που συ φέρνεις
+τα ερίφια μες τα δώματα να φάγουν οι μνηστήρες».
+
+Κείνον αφήκαν 'ς τα φρικτά δεσμά του τεντωμένον, 200
+και αρματωθήκαν, έκλεισαν την στιλβωμένην θύρα,
+κ' ήλθαν 'ς τον πολυμήχανον ανδρείον Οδυσσέα.
+αυτού με στήθος φλογερό στέκονταν, 'ς το κατώφλι
+τέσσερες, και 'ς το μέγαρο πολλοί κ' εκείνοι άνδρείοι·
+η Αθήνη κόρη του Διός 'ς το πλάγι τους τότ' ήλθε, 205
+εις το κορμί και 'ς την φωνή του Μέντορ' όλη ομοία.
+άμ' ο Οδυσσέας είδε την εχάρη και της είπε·
+«Μέντορα, να μη λησμονής 'ς την φοβερήν ανάγκη
+τον φίλον ευεργέτη σου και τον ομήλικόν σου».
+
+Είπε και την πολεμάρχον θεάν είχε νοήσει. 210
+και αλλούθε της εκραύγαζαν 'ς το μέγαρο οι μνηστήρες·
+ο Αγέλαος την ωνείδισε, Δαμαστορίδης, πρώτος·
+«Μέντορα, μη καταπεισθής 'ς τα λόγια του Οδυσσέα,
+βοηθός εκείνου πόλεμον να κάμης των μνηστήρων·
+ότι από τώρα η γνώμη μας το εξής αποφασίζει· 215
+κείνους τους δύο, τον υιόν ομού και τον πατέρα,
+αφού φονεύσουμε, και συ θα πέσης, όπως κείνα,
+'που εδώ να πράξης βούλεσαι, πλερώσ' η κεφαλή σου.
+και αφού σας αφαιρέσουμε την ζήσι με το ξίφος,
+όσ' έχεις μες το σπίτι σου και όσ' έξω, αυτά με κείνα 220
+του Οδυσσέα θα ενωθούν και μες τα μέγαρά σου
+δεν θέλει αφήσουμε να ζουν τ' αγόρια σου κ' η κόραις,
+ουδ' η γυνή σου να γυρνά 'ς την πόλι της Ιθάκης».
+
+Αυτά 'πε, και άναψεν η οργή της Αθηνάς ακόμη·
+και θυμωμένη ωνείδισε πικρά τον Οδυσσέα· 225
+«Μ' άλλην ψυχή, μ' άλλην ανδρειά, σ' εγνώρισ', Οδυσσέα,
+εννέα χρόνους άκοπα να πολεμάς τους Τρώαις,
+χάριν της θεογέννητης Ελένης λευκοχέρας,
+κ' εις δειναίς μάχαις φόνευσες άνδραις πολλούς και ο νους σου
+έρριξε την πλατύδρομην την πόλι του Πριάμου. 230
+πώς τώρα, ενώ 'ς το σπίτι σου και 'ς τα καλά σου φθάνεις,
+πονεί σ' ανδρείος να δειχθής επάνω 'ς τους μνηστήραις;
+στάσου 'ς το πλάγι μου, ω καλέ, κ' έργον ιδέ, να μάθης
+πώς ο Αλκιμίδης Μέντορας, 'ς εχθρούς πολλούς αντίκρυ,
+είναι τα ευεργετήματα καλός ν' ανταποδώση». 235
+
+Είπε, και ακόμη προς αυτούς δεν έκλινε την νίκη,
+αλλ' ήθελε 'ς την δοκιμήν η δύναμις και ανδρεία
+του Οδυσσέα να φανούν και του λαμπρού παιδιού του·
+και 'ς του μεγάρου πέταξε την μαυροκαπνισμένη
+σκέπη κ' εκάθισεν αυτού, με χελιδόνα ομοία. 240
+
+Και τους μνηστήραις κίνησε τότε ο Δαμαστορίδης
+Αγέλαος, ο Ευρύνομος, με τον Πολυκτορίδη
+Πείσανδρον, ο Αμφιμέδοντας, ο Πόλυβος γενναίος,
+και ο Δημοπόλεμος· αυτοί πρωτεύαν 'ς την ανδρεία
+αυτών, 'που ακόμη ζωντανοί να ζήσουν εμαχόνταν· 245
+και τους λοιπούς θανάτωσαν το τόξο και τα βέλη.
+και 'ς όλους είπ' ο Αγέλαος· «Ω φίλοι, αυτός ο άνδρας
+τα χέρια τ' απλησίαστα 'ς ολίγο θα κρατήση·
+του 'φυγεν ήδη ο Μέντορας, αφού μωρεπαινέθη,
+και μόνον κείνοι απόμειναν 'ς της θύρας το κατώφλι· 250
+όθεν μη ρίξετε όλοι ομού τα μακρυά κοντάρια·
+οι έξι σεις κάμετε αρχήν, ίσως μας δώση ο Δίας
+την δόξα να περάσουμε το στήθος του Οδυσσέα·
+άμ' αυτός πέσ', οι επίλοιποι φροντίδα δεν μας δίδουν».
+
+Αυτά 'πε, και, ως παράγγειλε, μ' ορμήν όλοι ακοντίσαν 255
+κ' η Αθηνά κατώρθωσε χαμέν' όλα να πέσουν·
+άλλος τον στύλον κτύπησε του στερεού μεγάρου,
+άλλος την θύρα με πυκναίς σανίδαις αρμοσμένη,
+και άλλου 'ς τον τοίχον έπεσε το φράξο χαλκοφόρο.
+και άμ' όλοι κείνοι ξέφυγαν τ' ακόντια των μνηστήρων, 260
+τους είπεν ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας·
+«Ω φίλοι, κ' εγώ θα 'λεγα κ' εμείς εις των μνηστήρων
+το πλήθος ν' ακοντίσουμεν, αφού σιμά 'ς τα πρώτα,
+όσα μας έκαμαν κακά, διψούν να μας φονεύσουν».
+
+Αυτά' πε, και όλοι ακόντισαν τα λογχοφόρ' ακόντια· 265
+τότε τον Δημοπόλεμον εφόνευσ' ο Οδυσσέας,
+τον Ευρυάδην έστρωσε του Τηλεμάχου η λόγχη,
+τον Έλατον ο Εύμαιος φόνευσε, και ο βουκόλος
+τον Πείσανδρο· και όλοι έπεσαν κ' εδάγκασαν το χώμα.
+τότε οι μνηστήρες σύρθηκαν 'ς το βάθος του μεγάρου, 270
+και ώρμησαν κείνοι κ' έβγαλαν απ' τους νεκρούς ταις λόγχαις.
+
+Πάλ' οι μνηστήρες έρριξαν τα λογχοφόρ' ακόντια,
+κ' η 'Αθηνά κατώρθωσε πολλά να βγουν χαμένα.
+άλλος τον στύλον κτύπησε του στερεού μεγάρου,
+άλλος την θύρα με πυκναίς σανίδαις αρμοσμένη, 275
+και άλλου 'ς τον τοίχον έπεσε το φράξο χαλκοφόρο
+η λόγχη του Αμφιμέδοντα ξυστά το χέρι επήρε
+του Τηλεμάχου, 'ς τον αρμό, και ακρόσχισε το δέρμα.
+απ' την ασπίδ' επάνωθε τον ώμο του Ευμαίου
+χάραξε και χαμαί 'πεσεν η λόγχη του Κτησίππου. 280
+και αυτοί με τον πολύβουλον ανδρείον Οδυσσέα
+ταις λόγχαις πάλι ακόντισαν 'ς το πλήθος των μνηστήρων·
+ο Οδυσσέας πορθητής τον Ευρυδάμαντ' ηύρε,
+κ' ηύρε τον Αμφιμέδοντα του Τηλεμάχου η λόγχη,
+τον Πόλυβον ο Εύμαιος, τον Κτήσιππο 'ς το στήθος 285
+ηύρε ο βουκόλος, και σφικτά κατόπιν εκαυχήθη·
+«Πολυθερσείδη εμπαικτικέ, με την μωρή σου γνώμη
+να μην επαίρεσαι 'ς το εξής, αλλά τους αθανάτους
+άφινε, ότ' είναι ανώτεροι πολύ, ν' αποφασίζουν.
+ιδού, το πόδι οπ' έδωκες του θείου Οδυσσέα, 290
+ότε 'ς το δώμα εζήτευεν, εγώ σου ανταποδίδω».
+
+Τούτα ο βουκόλος έλεγε· και πλήγωσ' ο Οδυσσέας
+εγγύθε τον Αγέλαο με μακρυό κοντάρι·
+κτύπησε τον Λεώκριτο του Τηλεμάχου η λόγχη
+μες το λαγγόνι, και ο χαλκός 'ς το αντίκρυ βγήκε μέρος· 295
+και με το μέτωπ' έπεσεν επίστομος 'ς το χώμα.
+την ανδροφθόρον έδειξεν αιγίδα τότ' η Αθήνη
+από την σκέπην υψηλά· κ' εσπώμαξε η καρδιά τους.
+'ς το μέγαρο σκορπίσθηκαν, ως τρέχουν αγελάδαις
+όταν με κέντημα συχνό ταις συνταράσσ' η μύγα, 300
+εις τον καιρό της άνοιξης, 'που 'ναι μεγάλ' η 'μέρα·
+και, ως χύνονται κυρτώνυχοι, κυρτόμυτοι, πετρίταις
+από τα όρη 'ς τα πουλιά, κ', ενώ τούτ' αποφεύγουν
+τα νέφη, και όλα κρύβονται 'ς το σιάδι, τ' αφανίζουν
+άξαφνα εκείνοι, ώστε φυγή και αντίστασις δεν είναι· 305
+και 'ς το κυνήγι οπού θωρούν οι άνδρες διασκεδάζουν·
+όμοια 'ς το δώμα χύθηκαν εκείνοι 'ς τους μνηστήραις
+κ' εδώ κ' εκεί τους έκρουαν και αυτοί φρικτά βογγούσαν,
+ως κρούονταν η κεφαλαίς, και ο πάτος έβραζ' αίμα.
+
+Τότε ο Λειώδης πρόφθασε να πιάση του Οδυσσέα 310
+τα γόνατα και ικέτευε με λόγια πτερωμένα·
+Α! σ' εξορκίζω, σέβου με, λυπήσου με, Οδυσσέα·
+άνομον έργον απ' εμέ δεν γνώρισε ουδέ λόγον
+άκουσε 'ς το παλάτι σου των γυναικών καμμία·
+και απ' τ' άσχημ' έργα εμπόδιζα τους άλλους τους μνηστήραις, 315
+αλλά 'ς εμέ δεν πείθονταν απ' τα κακά ν' απέχουν.
+κ' ιδού, κακοθανάτισαν απ' τ' ανομήματά των.
+μ' είχαν ιερογνώστην τους, και όμως, αν κ' είμαι αθώος,
+κ' εγώ θα πέσ', ώστε η καλαίς πράξες δεν έχουν χάρι».
+
+Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος του απάντησε Οδυσσέας· 320
+«Και αν ιερογνώστης ήσουν συ 'ς την μέση των μνηστήρων,
+συχνά θα παρακάλεσες, θαρρώ, 'ς τα μέγαρά μου,
+της ποθητής μου επιστροφής η ώρα να μη φθάση,
+και απ' την γλυκειά γυναίκα μου συ τέκνα ν' αποκτήσης·
+όθεν τον πικρόν θάνατον δεν θα ξεφύγης τώρα». 325
+
+Είπε και ξίφος άρπαξε με το δεξί του χέρι,
+'που το 'χε ρίξ' ο Αγέλαος, οπότ' εξεψυχούσε,
+χάμαι· μ' εκείνο του 'κοφτε το σνίχι μες την μέση,
+κ' ενώ 'μιλούσε κύλησε 'ς το χώμα η κεφαλή του.
+
+Την μαύρη μοίρα ξέφυγεν ο αοιδός Τερπιάδης 330
+Φήμιος, 'που βιαζόμενος τραγούδα των μνηστήρων.
+'ς την αντιθύραν έμενε με την γλυκειά κιθάρα
+ς' το χέρι του, κ' εδίσταζεν, αν θα 'βγη από το δώμα
+όπως καθίση 'ς τον βωμόν καλόκτιστον του ερκείου
+μεγαλοδύναμου Διός, 'ς εκείνον, οπού έκαψαν 335
+βωδιών μερία πάμπολλα Λαέρτης και Οδυσσέας,
+ή έξαφνα 'ς τα γόνατα να πέση του Οδυσσέα·
+και τούτο συμφερώτερον ευρήκε τότε ο νους του·
+ως ικέτης τα γόνατα να πιάση του Οδυσσέα.
+τωόντι χάμαι απόθεσε την βαθουλήν κιθάρα 340
+σιμά 'ς τ' ασημοκάρφωτο θρονί και 'ς τον κρατήρα,
+εχύθη και τα γόνατα να πιάση του Οδυσσέα
+επρόφτασε και ικέτευε με λόγια πτερωμένα·
+«Αχ! σ' εξορκίζω σέβου με, λυπήσου με, Οδυσσέα·
+θλίψι και συ θέλει αισθανθής κατόπι, αν με φονεύσης 345
+τον αοιδόν, 'που των θεών και των ανθρώπων ψάλλω.
+κ' είμαι αυτοδίδακτος εγώ και μύρια 'ς την καρδιά μου
+άσματα εγέννησε ο θεός· θαρρώ 'που εμπρός σου ψάλλω
+ως εις θεόν μη θέλης συ να μ' αποκεφαλίσης.
+θα είπη και ο Τηλέμαχος, ο ποθητός υιός σου, 350
+πως άθελα το δώμα σου, χωρίς τι να ζητήσω,
+εσύχναζα να τραγουδώ 'ς τους δείπνους των μνηστήρων·
+ότι πολλοί και δυνατοί μ' ανάγκαζαν εκείνοι».
+
+Είπε' τον άκουσ' η ιερή του Τηλεμάχου ανδρεία,
+και παρευθύς προσφώνησεν εγγύθε τον πατέρα· 355
+«Κρατήσου, μη με το σπαθί τον άπταιστον πληγώσης·
+τον κήρυκα τον Μέδοντα θα σώσουμεν ακόμη,
+οπού μ' επρόσεχε παιδί 'ς το σπίτι μας μ' αγάπη,
+εξ' αν αυτόν ο Εύμαιος εφόνευσ' ή ο βουκόλος,
+ή αν, όταν τρικύμιζες 'ς το δώμ', εμπρός σου ευρέθη». 360
+
+Και ο συνετός ο κήρυκας τον άκουσε, κρυμμένος
+ως ήταν κάτω από θρονί, κ' εσκέπαζε το σώμα
+με νέο δέρμα βώδινο, τον χάρο ν' αποφύγη.
+πετάχθηκ' έξω απ' το θρονί, και το τομάρι εγδύθη,
+του Τηλεμάχου πρόφθασε τα γόνατα να πιάση, 365
+και κείνον προσικέτευσε με λόγια πτερωμένα·
+«Ιδού με, ω φίλε· στάσου εσύ κ' ειπέ και του πατρός σου,
+'ς την περισσή του δύναμι μήπως κ' εμέ πληγώση,
+από χολή 'ς τους βδελυρούς μνηστήραις, 'που αφανίζαν
+τα υπάρχοντά του, και οι μωροί σέν' εκαταφρονούσαν». 370
+
+Εις τούτο χαμογέλασε και του 'πεν ο Οδυσσέας·
+«Θάρρεψε, τούτος σ' έσωσε, και σ' έχει προφυλάξει,
+ώστε η ψυχή σου να αισθανθή, και ειπής εις άλλον, πόσο
+της κακουργίας άμετρα προέχ' η αγαθουργία·
+συ τώρα και ο πολύψαλμος αοιδός έξω να βγήτε, 375
+και 'ς την αυλή καθίσετε μακράν από τους φόνους,
+ως να ενεργήσω τώρα εδώ 'ς το δώμ' ό,τ' είναι χρεία».
+
+Είπε, και από το μέγαρον εκείνοι ευθύς εβγήκαν,
+του μεγαδύναμου Διός προς τον βωμόν καθίσαν,
+κ' εκύτταζαν ολόγυρα και φόνον περιμέναν. 380
+
+Τότ' ο Οδυσσέας κύτταζε 'ς το δώμα του αν κανένας
+'κρύβετο ακόμη ζωντανός από την μαύρη μοίρα·
+και όλους τους είδε κατά γης αιματοκυλισμένους,
+πλήθος μεγάλ', ωσάν ψαριών σωρός, οπ' οι ψαράδες
+από την λευκή θάλασσα 'ς την κολπωμένην άκρη 385
+σύραν με δίκτυ ολότρυπο· και αυτά σωρός χυμένα
+'ς την άμμον όλα επιποθούν το κύμα του πελάγου,
+και την πνοήν ο ήλιος τους παίρνει ο φωτοβόλος.
+όμοια σωρός εκείτονταν 'ς τα χώματα οι μνηστήρες.
+του τέκνου του ο πολύγνωμος τότ' είπεν Οδυσσέας 390
+«Κάλεσε την Ευρύκλειαν, υιέ μου, την βυζάστρα,
+όπως εκείνης είπω εγώ κείν' οπ' ο νους μου θέλει».
+
+Υπάκουσε ο Τηλέμαχος του ποθητού πατρός του,
+και, αφού την θύρα κίνησε, της Ευρυκλείας είπε·
+«Σήκω, έλα δω, γερόντισσα, συ 'που των δούλων όλων, 395
+των γυναικών, 'ς σπίτι μας έφορος είσαι αρχαία·
+έλα, σένα ο πατέρας μου καλεί να σου ομιλήση».
+
+Αυτά π' κείνος, και άπτερος 'ς αυτήν ειπώθη ο λόγος·
+και, αφού την θύραν άνοιξε των υψηλών μεγάρων,
+κίνησε 'ς τον Τηλέμαχον κατόπι, και 'ς την μέση 400
+των σκοτωμένων των νεκρών ηύρε τον Οδυσσέα,
+κατάμαυρον απ' αίματα και σκόνην, ως λεοντάρι,
+οπού βαδίζει, ως χόρτασεν απ' αυλισμένον ταύρο·
+το στήθος όλο και τα δυο σαγόνια στάζουν αίμα,
+και προχωρεί τρομακτικός 'ς την όψι· τότε ομοίως 405
+πατόκορφα κατάμαυρος εφαίνετ' ο Οδυσσέας.
+και ως είδε η γραία τους νεκρούς και το περίσσιον αίμα,
+χαράς αρχίν' αλαλαγμό, 'ς το θαύμα οπ' είχ' εμπρός της,
+αλλ' ευθύς την εκράτησε κ' εμπόδισ' ο Οδυσσέας,
+και κείνην επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα· 410
+«Ω γραία, χαίρου μέσα σου· σιγά, μην αλαλάζης·
+ασεβής ο καυχώμενος 'ς ανθρώπους σκοτωμένους.
+μοίρα θεών τους σύντριψε και τ' άνομά τους έργα·
+ότι κανέναν των θνητών ανθρώπων δεν σεβόνταν,
+όποιος και αν τους πλησίαζε, μικρός ήταν ή μέγας· 415
+και ιδού, κακοθανάτισαν απ' τ' ασεβήματά των.
+ταις κόραις τώρα του σπιτιού συ θα μου φανερώσης,
+και αυταίς 'που με καταφρονούν, και όσαις δεν έχουν κρίμα».
+
+Η Ευρύκλεια τότε απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα·
+«Μ' αλήθειαν όλα, τέκνο μου, θε να σου φανερώσω· 420
+πενήντα μες το σπίτι σου γυναίκαις έχεις δούλαις·
+τα έργα ταις διδάξαμε, και το μαλλί να ξαίνουν,
+και κάθε κόπον δουλικόν με υπομονή να στέργουν·
+δώδεκα έπεσαν απ' αυταίς εις την αναισχυντία,
+κ' εμέ δεν σέβονται ποσώς ή καν την Πηνελόπη. 425
+και μόλις τώρα ανδρώθηκεν ο υιός σου, κ' η μητέρα
+ακόμα δεν τον άφινε ταις δούλαις να προστάζη.
+αλλά 'ς τ' ανώγ' υπέρλαμπρο θ' αναίβω, να γνωρίση
+όλα η γυνή σου, οπού θεός την βύθισε 'ς τον ύπνο».
+
+Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησ' Οδυσσέας· 430
+«Ακόμη να μη την ξυπνάς· συ κάλεσ' εδώ τώρα
+ταις κόραις, 'που τόσ' άπρεπα 'ς το σπίτι μου ενεργούσαν».
+
+Αυτά 'πε, και το μέγαρον εδιάβηκεν η γραία,
+να παραγγείλη γρήγορα 'ς ταις κόραις εκεί να 'λθουν.
+εκείνος τον Τηλέμαχον και ομού τον χοιροτρόφον 435
+και τον βουκόλον κάλεσε σιμά του και τους είπε·
+«Τώρα να παίρνουν τους νεκρούς προστάξετε ταις κόραις·
+κατόπι τα περίλαμπρα θρονιά και τα τραπέζια
+με νερό και μ' ολότρυπα σφογγάρι' ας καθαρίσουν.
+και, άμ' όλο τακτοποιηθή το δώμα εις κάθε μέρος, 440
+σύρετε από το μέγαρο ταις κόραις εις την μέση,
+'που τον λαμπρόν αυλόγυρον χωρίζει από τον θόλο.
+εκεί θα ταις κτυπήσετε μ' ακονισμένα ξίφη,
+ως η ζωή τους να σβυσθή και ν' απολησμονήσουν
+τους έρωταις οπού κρυφά με τους μνηστήραις είχαν». 445
+
+Αυτά 'πε, και όλαις έφθασαν ομάδι τότε η κόραις,
+μ' ελεεινό παράπονο, με δάκρυα πυρωμένα·
+των πεθαμένων τα κορμιά πρώτ' έφερναν και κάτω
+'ς της καλοτείχιστης αυλής την αίθουσα τα βάζαν,
+Το’ να με τάλλο σύνεγγυς· ταις έβιαζ' ο Οδυσσέας, 450
+και κείναις αναγκαστικά τους πεθαμένους φέρναν·
+κατόπι τα περίλαμπρα θρονιά και τα τραπέζια
+με νερό και μ' ολότρυπα σφογγάρια καθαρίσαν.
+οι τρεις τότε, Τηλέμαχος, Εύμαιος και βουκόλος,
+με ξύστραις όλον έτριβαν του τεχνικού μεγάρου 455
+το πάτωμα· κ' έξ' έπαιρναν κ' ερρίχναν η γυναίκες.
+και άμ' όλο τακτοποίησαν το δώμα εις κάθε μέρος,
+ταις κόραις απ' το μέγαρον εσύραν εις την μέση,
+'που τον λαμπρόν αυλόγυρον χωρίζει από τον θόλο·
+εκεί ταις στενοχώρησαν, όθε φυγή δεν είχαν. 460
+και ο φρόνιμος Τηλέμαχος τότε 'ς τους άλλους είπε·
+«Δεν θέλω εγώ με θάνατον αγνόν να ξεψυχήσουν
+αυταίς, 'που καταράσθηκαν συχνά την κεφαλήν μου
+και της μητρός μου, κ' έσμιγαν κρυφά με τους μνηστήραις».
+
+Αυτά 'πε κ' έδεσε σχοινί μελανοπλώρου πλοίου 465
+'ς τον θόλο γύρω τεντωτόν από τον μέγαν στύλο,
+εις ύψος 'που τα πόδια των 'ς την γη να μην εγγίζουν·
+και ως κίχλαις ή περιστεραίς, οπού 'ς το βρόχι πέφτουν,
+στημένο 'ς τα χαμόκλαδα, και, προς το σκήνωμά των
+ενώ κινούν, ελεεινό ταις δέχεται κρεββάτι, 470
+ομοίως είχαν 'ς την σειρά ταις κεφαλαίς η κόραις,
+εις τους λαιμούς των με θηλειαίς, φρικτά να ξεψυχήσουν·
+και ώραν ολίγη σπάραξαν ταις φτέρναις των κ' επαύσαν.
+
+Και 'ς της αυλής το πρόθυρο τον Μελανθέα σύραν·
+αυτιά και μύτη του 'κοφταν μ' αλύπητο μαχαίρι, 475
+και τα κρυφά του ανάσπαστα δώσαν ωμά των σκύλων,
+και μανισμένοι χέρια και σκέλη του συντρίβαν.
+
+Τα χέρια και τα πόδια κατόπιν αφού νιφθήκαν,
+'ς τον Οδυσσέα γύρισαν και όλ' ήσαν τελειωμένα.
+τότ' είπ' εκείνος της καλής βυζάστρας Ευρυκλείας· 480
+«Θειάφην, ιάμα των κακών, και πυρ φέρε μου, γραία,
+το δώμα να θειαφίσω εγώ· και συ την Πηνελόπη
+κάλεσε, και η θεράπαιναις να την ακολουθήσουν·
+και όλαις ταις δούλαις του σπιτιού κίνησ' εδώ να φθάσουν».
+
+Η Ευρύκλεια του απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα· 485
+«Παιδί μου, ο λόγος σου είν' ορθός και λάθος δεν ευρίσκω·
+αλλ' άφες να σου φέρω εγώ χιτώνα και χλαμύδα·
+θα 'χες κατάκρισιν πολλήν οι ώμοι σου οι γενναίοι
+κείνα τα ράκη να φορούν 'ς τα μέγαρα σου ακόμη».
+
+Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· 490
+«Από το πυρ πρώτα έχω εγώ 'ς τα μέγαρά μου χρεία».
+
+Η Ευρύκλεια τον άκουσε η αγαπητή βυζάστρα,
+και θειάφη και πυρ έφερε· τότε το μέγαρ' όλο
+το δώμα ομού και την αυλήν εθειάφισ' ο Οδυσσέας.
+και κείνη από τα υπέρλαμπρα δώματα του Οδυσσέα 495
+βγήκε να ειπή των γυναικών ογλήγορα να φθάσουν·
+και αυταίς από το μέγαρον πρόβαλαν φως βαστώντας·
+'ς τον Οδυσσέα χύθηκαν, τον γλυκοχαιρετούσαν,
+και με χαραίς 'ς την κεφαλή, 'ς τους ώμους, τον εφίλουν,
+και όλαις τα χέρια του 'σφιγγαν πόθον γλυκό αισθάνθη 500
+να κλαίη και ταις γνώρισεν εις την καρδιά του εκείνος.
+
+
+
+Ραψωδία Ψ
+
+
+
+Χαρά γεμάτη ανέβηκε 'ς τ' ανώγια τότε η γραία,
+να είπη της βασίλισσας ότ' ήλθε ο ποθητός της·
+και αν κ' εις τα γόνατ' είχε ορμή, τα πόδια της τρεκλίζαν.
+'ς την κεφαλή της στάθηκεν επάνω και της είπε·
+«Εγείρου, Πηνελόπη μου, παιδί μου, ν' απαντήσουν 5
+τα μάτια σ' ό,τι ολοκαιρίς επόθησε η καρδιά σου.
+ήλθ' ο Οδυσσέας, αν και αργά, 'ς το σπίτι του έχει φθάσει,
+και τους αυθάδεις φόνευσε μνηστήραις, οπού φθείραν
+το σπίτι, την ουσία του, και το παιδί του υβρίζαν.
+
+Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνην αποκρίθη· 10
+«Αχ! οι θεοί σ' εμώραναν, βυζάστρ' αγαπημένη,
+'που και απ' τον γνωστικώτερον την γνώσι ν' αφαιρέσουν
+δύνανται αυτοί, και νόησι να δώσουν του ανοήτου·
+και τώρα κείνοι εσάλευσαν και σε, 'που φρόνιμ' ήσουν.
+τι μ' αναπαίζεις άσπλαχνα, την καταπικραμένην, 15
+με λόγια ξένα, κ' έξαφνα σηκόνεις μ' απ' τον ύπνον,
+οπ' έδεσε κ' εσκέπασε γλυκά τα βλέφαρά μου;
+ύπνον δεν πήρ' ωσάν αυτόν, απ' ότ' ο Οδυσσέας
+'ς την Κακοΐλιον πέρασε την τρισκαταραμένην.
+αλλά καταίβα τώρ' ευθύς 'ς το μέγαρον, όθ' ήλθες, 20
+ότι από ταις θεράπαιναις, οπ' έχω, αν άλλη ερχόνταν
+να μου ειπή τούτα, κ' έξαφνα μ' εσήκονε απ' τον ύπνο,
+με σκληρόν τρόπο θα 'καμνα να φύγη απ' έμπροσθέν μου
+'ς τα μέγαρο· και τώρα συ 'ς το γήρας χάριν έχε».
+
+Η Ευρύκλεια της απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα· 25
+«Δεν σ' αναπαίζω εγώ σκληρά, παιδί μου, αλλά τωόντι
+ήλθ' ο Οδυσσέας, έφθασε 'ς το σπίτι του, ως σου λέγω,
+κείνος ο ξένος οπ' εδώ καταφρονούσαν όλοι·
+τον ήξευρε ο Τηλέμαχος πολύν καιρόν ότ' ήλθε,
+αλλά με γνώσιν έκρυβε ταις γνώμαις του πατρός του, 30
+ως 'που να πάρη εκδίκησι των αυθαδών μνηστήρων».
+
+Είπε· και αυτή περίχαρη πετάχθη από την κλίνη,
+την γραία σφικταγκάλιασε, και από τα βλέφαρά της
+έρριξε δάκρυ κ' είπε αυτής με λόγια πτερωμένα·
+«Έλα, βυζάστρα μου καλή, φανέρωσέ μου τώρα, 35
+αν έφθασεν αληθινά 'ς το σπίτι του, ως μου λέγεις,
+πώς τους αισχρούς κατώρθωσε μνηστήραις να κτυπήση
+μόνος, και κείνοι πάντοτε μέσ' ήσαν ενωμένοι».
+
+Η Ευρύκλεια της απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα·
+«Δεν είδα εγώ, δεν έμαθα· το βόγγημά των μόνον 40
+άκουσα ως εφονεύονταν 'ς τα βάθη των θαλάμων
+κατάκλεισταις, περίφοβαις, καθόμασθε η γυναίκες,
+ως ότου από το μέγαρο μ' εκάλεσεν ο υιός σου,
+κ' εστάλη απ' τον πατέρα του να με καλέση εκείνος.
+και ορθόν 'ς την μέση των νεκρών των σκοτωμένων ηύρα 45.
+τον Οδυσσέα· γύρω του 'ς τον πάτο ξαπλωμένοι
+κείτονταν κείνοι επανωτοί· και θα τον εχαιρόσουν
+να τον ιδής, ως λέοντα, κατάμαυρον 'ς το αίμα.
+τώρα 'ς την θύρα της αυλής σωρός είν' όλοι εκείνοι,
+και αυτός λαμπρό πυρ άναψε και όλο το δώμα ωραίο 50
+θειαφίζει· και τώρ' έστειλεν εμέ να σε καλέσω·
+αλλ' ακολούθησέ μ' ευθύς, να μην αργήτε, οι δύο,
+αφού τόσο στενάξετε, να λάβετε' ευφροσύνη
+ο πόθος κείνος ο μακρύς το τέλος ηύρε πλέον
+και αυτός εις την εστία του ζωντανός ήλθε κ' ηύρε 55
+ζωντανήν σε και το παιδί· και τους μνηστήραις όλους.
+'που τόσο τον αδίκησαν, 'ς το σπίτι του εκδικήθη».
+
+Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνην απαντούσε·
+«Μη χαίρεσαι, βυζάστρα μου, μη καυχηθής ακόμη·
+γνωρίζεις πόσον ασπαστός 'ς το σπίτι του θα ερχόνταν 60
+κείνος εις όλους κ' έξοχα 'ς εμέ και 'ς το παιδί μας·
+αλλά δεν είναι αληθινά τούτ', όσα τώρα λέγεις·
+κάποιος θεός θα φόνευσε τους θαυμαστούς μνηστήραις,
+'που 'ς την σκληράν αυθάδεια, και 'ς τ' άνομ' έργα, ωργίσθη·
+ότι κανέναν των θνητών ανθρώπων δεν σεβόνταν, 65
+όποιος και αν τους πλησίαζε, μικρός ήταν ή μέγας.
+όθεν κ' επάθαν οι ασεβείς· αλλ' ο Οδυσσέας πέρα
+μακράν της γης Αχαϊκής απέθανε 'ς τα ξένα».
+
+Η Ευρύκλεια της απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα·
+«Ποιος λόγος, τέκνο, σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα! 70
+ενώ μέσ' είν' ο άνδρας σου, 'ς το πλάγι της γωνίστρας,
+άπιστη λέγεις ότι πλειά δεν θα 'λθη 'ς την πατρίδα.
+αλλά σημάδι φανερόν άλλο απ' εμέ ν' ακούσης,
+το λάβωμ' οπού του 'καμε με λευκό δόντι χοίρος,
+και ως το 'πλυνα το γνώρισα και να σ' ειδοποιήσω 75
+ήθελ', αλλά τα χέρια του μου απόφραξαν το στόμα,
+ώστε να ειπώ δεν μ' άφινεν, ο μέγας εις την γνώσι.
+αλλ' ακολούθα· την ζωή συ λάβε μου αρραβώνα·
+αν σ' απατήσω, εις θάνατον φρικτόν παράδοσέ με».
+
+Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνην αποκρίθη· 80
+«Βυζάστρα μου, είναι δύσκολον, αν και πολλά γνωρίζεις,
+να πιάση ο νους σου ταις βουλαίς θεών των αιωνίων.
+αλλ' όμως ας πηγαίνουμε κει, 'που 'ναι το παιδί μου,
+και των μνηστήρων τους νεκρούς να ιδώ και τον φονέα».
+
+Και ως είπε αυτά, κατέβαινε κ' εδίσταζ' αν μακρόθεν 85
+τον άνδρα της τον ποθητόν θα εξέταζ' ή σιμά του
+θα 'μενε και την κεφαλή, τα χέρια, θα του εφίλει.
+εισήλθε και, αφού πέρασε το πέτρινο κατώφλι,
+σιμά 'ς τον τοίχον κάθισεν αντίκρυ του Οδυσσέα
+προς την φωτιά^ και αυτός σιμά 'ς τον στύλον καθισμένος 90
+χάμ' έβλεπε και ανέμενε πότε θα του ομιλήση,
+εμπρός της ως τον έβλεπεν, η ασύγκριτη συμβία.
+κείνη πολληώρα σώπαινε και ο νους της απορούσε·
+και πότε κατά πρόσωπον τον βλέπαν οι οφθαλμοί της,
+και πότε δεν τον γνώριζε 'ς τα ράκη οπού φορούσε. 95
+πικρά τότε ο Τηλέμαχος ωνείδισέ την κ' είπε·
+«Μητέρα, γυνή μ' άσπλαχνη ψυχή, κακομητέρα!
+ξένη από τον πατέρα μου πώς μένεις, πώς σιμά του
+δεν κάθεσαι, να του ομιλής και να τον εξετάζης;
+ποι' άλλη γυνή θα 'μενε με τόσην απονία 100
+ανάμερ' απ' τον άνδρα της, 'που, αφού πολλά' χει πάθει,
+τον χρόνον θα 'φθανε εικοστόν 'ς την γην την πατρική του;
+αλλ' έχεις στερεώτερην του λίθου εσύ καρδίαν».
+
+Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη·
+«Παιδί μ', εις τόσην έπεσε το πνεύμα μου απορίαν, 105
+ώστε ομιλία προς αυτόν ή ερώτησι να κάμω
+δεν δύναμ', ή το πρόσωπον εκείνου ν' αντικρύσω.
+και αν ο Οδυσσέας είναι και 'ς το σπίτι του έχει φθάσει,
+να γνωρισθούμ' είν' άσφαλτος ο τρόπος μεταξύ μας·
+κρυμμένα εις άλλους έχουμε 'ς εμάς γνωστά σημεία». 110
+
+Αυτά 'πε· χαμογέλασεν ο θείος Οδυσσέας,
+κ' είπε προς τον Τηλέμαχον με λόγια πτερωμένα·
+«Άφησε την μητέρα σου να δοκιμάζη εμένα
+'ς το σπίτι μου· και ογλήγορα θα ιδή και θα γνωρίση.
+τώρ', ως με βλέπει ρυπαρόν και κακοενδεδυμένον, 115
+καταφρονεί με, δεν θαρρεί τωόντι ότ' είμ' εκείνος,
+και τώρα, πώς θα ευοδωθούν τα πράγματ', ας σκεφθούμε.
+ότι αν κανείς εντόπιον φονεύση κ' έναν μόνον,
+και φίλους δεν έχει πολλούς κατόπι να τον σώσουν,
+φεύγει από την πατρίδα του και από τους συγγενείς του· 120
+κ' εμείς της χώρας την ζωή, τ' αγόρια της Ιθάκης
+τα πρώτα τα εξωλοθρεύσαμε^ συ τούτο σκέψου τώρα».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε·
+«Ο ίδιος τούτα εξέταζε, πατέρ' αγαπημένε,
+ως λέγουν ότ' η γνώσι σου 'ς τον κόσμον είναι η πρώτη, 125
+ώστε προς σε δεν δύναται κανείς ν' αντιπαλαίση.
+θερμοί θ' ακολουθήσουμεν εμείς· και συ δεν θαύρης,
+ελπίζω, ανδρείας έλλειψιν, όσ' είναι η δύναμίς μας».
+
+'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·
+«Κ' εγώ θα είπ' ό,τι καλό μου φαίνεται να γείνη. 130
+λουσθήτε πρώτα και λαμπρούς φορέσετε χιτώναις,
+και η κόραις εις τα μέγαρα να στολισθούν και κείναις·
+κατόπι ο θείος αοιδός με την γλυκειά κιθάρα
+εις τον φιλόγελον χορόν ας μας εμβάση πρώτος,
+ώστε ότι γάμος γίνεται να λέγουν όσοι ακούσουν, 135
+ή διαβάταις 'που περνούν ή γείτονες τριγύρω,
+όπως 'ς την πόλιν η βοή του φόνου των μνηστήρων
+μην απλωθή πριν φθάσουμε εμείς εις τον αγρόν μας
+έξω τον πολυφύτευτον και αυτού θέλει σκεφθούμε
+ό,τι καλόν εφεύρημα 'ς τον νου μας βάλη ο Δίας». 140
+
+Είπε, και κείν' υπάκουσαν και, αφού λουσθήκαν πρώτα,
+χιτώναις φόρεσαν αυτοί κ' ενδύθηκαν και η κόραις.
+επήρ' ο θείος αοιδός την βαθουλήν κιθάρα
+και 'ς την καρδιά τους γέννησε γλυκειάν επιθυμία
+προς τον εξαίσιον χορόν και το τερπνό τραγούδι. 145
+και από το κρούσμα των ποδιών το μέγα δώμα εβρόντα,
+οι νέοι και η καλόζωναις γυναίκες ως χορεύαν,
+και κάποιος είπ', ως άκουσεν απ' έξω από το δώμα·
+«Κάποιος την πολυμνήστευτη βασίλισσα νυμφεύθη·
+αχ! δεν εβάσταξε η κακή 'ς του πρώτου ανδρός να μείνη 150
+το μέγα δώμ', ασάλευτα και όσο να φθάση εκείνος».
+αυτά' λεγαν, και ως έγειναν τα πράγματ', αγνοούσαν.
+
+Ωστόσον εις το σπίτι του τον μέγαν Οδυσσέα
+έλουσε και άλειψε η καλή κελλάρισσα Ευρυνόμη,
+και φόρεμα τον ένδυσεν ωραίον και χιτώνα· 155
+αλλ' η Αθηνά του λάμπρυνε το σώμα, να φαντάζη
+τρανώτερος, παχύτερος, και από την κεφαλή του
+σγουρήν την κόμην έσυρε 'πώμοιαζε ανθούς του κρίνου.
+και, ως όταν εις τον άργυρον χρυσάφι περιχύνη
+τεχνίτης, οπ' ο Ήφαιστος κ' η Αθήν' έχουν διδάξει 160
+μ' εντέλεια να φιλοτεχνή χαριτωμένα έργα,
+όμοια και αυτού 'ς την κεφαλή, 'ς το σώμ', έχυσε χάρι·
+και 'ς την μορφήν ωσάν θεός εβγήκε απ' τον λουτήρα,
+κ' εγύρισεν εις το θρονί 'που 'χε καθίσει πρώτα,
+της γυναικός του απέναντι, και προς εκείνην είπε· 165
+«Ω τρομερή, 'που σού 'πλασαν, 'ς των θηλυκών το γένος,
+την απονώτερην ψυχήν οι κάτοικοι του Ολύμπου·
+ποι' άλλη γυνή θα 'μενε με ασύντριφτην καρδίαν
+ανάμερ' απ' τον άνδρα της, 'που, αφού πολλά 'χει πάθει,
+τον χρόνον θα 'φθανε εικοστόν 'ς την γη την πατρική του; 170
+αλλ' έλα, κλίνην στρώσε μου, βυζάστρα, να πλαγιάσω
+και μόνος· ότι σίδερον έχει 'ς τα σπλάνα εκείνη».
+
+Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη·
+«Τρομερέ, δεν επαίρομαι, και δεν καταφρονώ σε,
+ούτε ξενίζομαι πολύ· καλά σε ξεύρ' ως ήσουν, 175
+καράβι ότε μακρύκουπο σε πήρε απ' την Ιθάκη.
+αλλ' έξω από τον θάλαμο, βυζάστρα, να του στρώσης
+την στερεωμένη κλίνη του, 'που 'χε ποιήσει εκείνος·
+κ' έξω αφού μεταφέρετε την στερεωμένην κλίνη,
+προβειαίς, παπλώματα λαμπρά, και χλαίναις, να μη λείψουν». 180
+
+Αυτά 'πε δοκιμάζοντας τον άνδρα της, και κείνος
+της συνετής του γυναικός με θλίψιν αποκρίθη·
+«Τώρ' είπες λόγον, ω γυνή, 'που την καρδιά μου σχίζει·
+την κλίνη ποιος μου 'φερε αλλού; δύσκολο και τεχνίτης
+καλός θα το κατώρθονε· μόνον θεός αν έλθη 185
+ακόπως θα την έπαιρνεν, αν θέλη, 'ς άλλο μέρος·
+αλλά θνητός δεν την κινεί, και αν άνδρας είναι νέος·
+επειδή μέγα ευρίσκεται 'ς την εργασμένην κλίνη
+θαύμα· κ' εγώ το μόρφωσα με τέχνη, κανείς άλλος,
+μες την αυλήν ήταν φυτό μακρόφυλλης ελαίας, 190
+ολόχλωρ', ολοφούντωτο, και στύλου πάχος είχε.
+ολόγυρά της θάλαμον εσήκωσα κτισμένον
+με πυκνούς λίθους, κ' έθεσα σκέπην επάν' ωραίαν,
+πρόσθεσα και θυρόφυλλα καλά συναρμοσμένα.
+και, αφού την κόμην έκοψα της φουντωτής ελαίας, 195
+με τέχνην τον γυμνόν κορμόν σκεπάρνισ' απ' την ρίζα,
+κ' έπλασ' αυτόν κλινόποδα με στάφνην ισιασμένον,
+και τρύπαις τόρνευσα παντού· και αυτούθ' εγώ την κλίνην
+άρχισα και την μόρφωσα μ' εντέλειαν, ως 'που βγήκε
+όλη ελεφαντοκόλλητη και αργυροχρυσωμένη· 200
+και ταύρου μέσα ετάνυσα λουρί πορφυρωμένο.
+ιδού, σου εφανέρωσα το γνώρισμα και αν μένει
+η κλίνη μ' άσειστη, ω γυνή, δεν ξεύρω, ή της ελαίας
+τον πόδ' αν κάποιος έκοψε και αλλού την έχει φέρει».
+
+Είπε, και αυτής τα γόνατα κοπήκαν κ' η καρδία, 205
+άμα της είπε ασάλευτα γνωρίσματ' ο Οδυσσέας·
+έκλαψεν, έδραμε 'ς αυτόν, κ' έρριξε ταις αγκάλαις
+'ς τον τράχηλόν του, εφίλησε την κεφαλή του κ' είπε·
+«Μη, Οδυσσέα, μ' οργισθής, συ των θνητών ο πρώτος
+εις κάθε σκέψιν· οι θεοί κακά μας εμοιράναν· 210
+οι φθονεροί δεν θέλησαν την νειότη να χαρούμε
+αχώριστοι, ως να φθάσουμε 'ς του γήρατος την θύρα.
+τώρα μη μου χολεύεσαι, 'ς εμέ να μη θυμώσης,
+ότι άμα σ' είδα ταις χαραίς δεν σώκαμ', όπως τώρα·
+ξεύρεις, 'ς τα στήθη πάντοτε μου τρόμαζε η καρδία 215
+μήπως κανένας των θνητών με λόγια μ' απατήση,
+ότι πολλοί σοφίσματα κακόβουλα οργανίζουν·
+ουδ' η Ελέν' η Άργισσα, του Δία θυγατέρα,
+ήθελε πέσει ερωτικά 'ς ανθρώπου ξένου αγκάλαις,
+αν γνώριζ' ότι τ' άφοβα των Αχαιών αγόρια 220
+οπίσω θα την έπαιρναν εις την γλυκειά πατρίδα.
+'ς τ' αχρείον έργον άσφαλτα θεός την έχει σπρώξει,
+και δεν προείδε το κακόν ο νους της τυφλωμένος,
+το φοβερό, 'που βύθισε κ' εμάς 'ς την λύπη πρώτο.
+τώρ', όλ' αφού μου ανάφερες τα καθαρά σημεία 225
+της κλίνης μας, οπού θνητός άλλος ποτέ δεν είδε,
+ή συ κ' εγώ κ' η μοναχή θεράπαιν' Ακτορίδα,
+οπού ο πατέρας μώδιδεν ότε για δω κινούσα,
+και του θαλάμου στερεού μας φύλαγε την θύρα,
+έπεισες την καρδία μου, πολύ σκληρή και αν είναι». 230
+
+Αυτά 'πε, και γλυκύτερα τα δάκρυα του αναβρύζαν,
+ενώ 'χε την αγαπητή και φρόνιμη συμβία,
+μ' όση χαρά την γη θωρούν αυτοί 'που κολυμβούσι,
+αφού 'ς του ανέμου την ορμή και των χοντρών κυμάτων
+τους σύντριψε το δυνατό καράβι ο Ποσειδώνας, 235
+και απ' την αφράτη θάλασσα 'ς την άκρη κολυμβώντας
+βγαίνουν ολίγοι, και πυκνή κολλά 'ς τα σώματ' άρμη,
+και όλοι χαρά την γη πατούν, ως έφυγαν το χάρο·
+με τόσην έβλεπε χαρά τον άνδρα της εκείνη,
+και 'ς τον λαιμόν του κρέμονταν με τα λευκά της χέρια. 240
+κ' η ροδοδάκτυλη Ηώ θαύρισκε αυτούς να κλαίουν,
+αν άλλο δεν σοφίζονταν η γλαυκομμάτ' Αθήνη.
+'ς το τέρμα της εκράτησε την νύκτα, να μακρύνη,
+και την χρυσόθρονην Ηώ 'ς τ' Ωκεανού το χείλος,
+και τα γοργά πουλάρια της, Φαέθοντα και Λάμπον, 245
+'που των θνητών φέρουν το φως, δεν άφησε να ζέψη.
+
+Τότ' είπε ο πολύγνωμος 'ς εκείνην Οδυσσέας·
+«Αχ! ω γυνή, δεν φθάσαμε 'ς την άκρη των αγώνων
+όλων ακόμη· αμέτρητος οπίσω μόχθος μένει,
+πολύς, σκληρός, 'που ολόκληρον εγώ θα τελειώσω. 250
+τούτο προείπε μου η ψυχή του μάντη Τειρεσία,
+'ς του Άδη ότ' εκατέβηκα την κατοικιά, να μάθω
+το πώς με τους συντρόφους μου να φθάσω 'ς την πατρίδα.
+αλλ' ακολούθα με, ω γυνή, 'ς την κλίνη, να χαρούμε
+ήδη τον ύπνον τον γλυκόν αντάμ' αναπαυμένοι». 255
+
+Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη·
+«Την κλίνη θα 'χης πάντοτε την ώρα 'που η καρδιά σου
+θελήση, αφού τώρ' οι θεοί σ' αξίωσαν να φθάσης
+'ς το σπίτι το καλόκτιστο, 'ς την γη την πατρική σου.
+και αφού θεός σου θύμισεν εκείνον τον αγώνα 260
+ειπέ μου τον, και, αν ως θαρρώ, κατόπι θα τον μάθω,
+κακό δεν είναι τώρα ευθύς να μου τον φανερώσης».
+
+Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·
+«Ω τρομερή, πόσο σφοδρά με βιάζεις να τον είπω·
+κ' ιδού τον φανερόνω εγώ, χωρίς το ουδέν να κρύψω, 265
+αλλά ποσώς δεν θα χαρής, καθώς κ' εγώ δεν χαίρω·
+ότ' εις πολλαίς χώραις θνητών παράγγειλε μου εκείνος
+να πάρω δρόμο, φέρνοντας ίσιο κουπί μαζή μου,
+όσο να φθάσω 'ς τους θνητούς 'που θάλασσα δεν ξεύρουν,
+και οπού δεν τρώγουν φαγητό με άλατ' αρτυμένο. 270
+ούτε τα κοκκινόπλωρα καράβι' αυτοί γνωρίζουν,
+ούτε τα ίσια κουπιά, 'που 'ναι πτερά των πλοίων,
+κ' ένα σημάδι φανερό μου είπε, οπού δεν κρύβω·
+'ς τον δρόμον άμ' απαντηθή μ' εμέν' άλλος οδίτης
+και ειπή, 'ς τον λαμπρόν ώμον μου πως έχω λιχνιστήρι, 275
+'ς την γη να στήσω το κουπί, μου είπε, και, αφού κάμω
+του Ποσειδώνα βασιληά καλόδεκταις θυσίαις,
+κριάρι, ταύρον σφάζοντας, και χοίρον αναβάτην,
+να γύρω 'ς την πατρίδα μου και να δώσ' εκατόμβαις
+των αθανάτων, 'πώχουσι των ουρανών τους θόλους, 280
+με την σειρά του καθενός· και θάνατος θα μ' εύρη
+έξω απ' τα πέλαγα ελαφρός, και θα με σβύση αγάλι
+μες τα λαμπρά γεράματα· και ωστόσ' ολόγυρά μου
+θα 'ναι μακάριος ο λαός· τούτ' όλ', είπε, θα γείνουν».
+
+Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· 285
+«Αφού καλήτερο οι θεοί το γήρας σου ετοιμάζουν,
+έχεις ελπίδ' αργότερα τα πάθη σου να παύσουν».
+
+Τα λόγια ταύτα ενώ 'λεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους,
+η Ευρυνόμη ετοίμαζε την κλίνη και η βυζάστρα
+με μαλακά σκεπάσματα, 'ς την λάμψι των λαμπάδων. 290
+και άμ' έστρωσαν με προσοχή την στερεωμένην κλίνην,
+εγύρισ' η γερόντισσα 'ς το σπίτι να πλαγιάση·
+η Ευρυνόμη με το φως εμπρός τους προχωρούσε,
+'ς την κλίνην ενώ πήγαιναν, και, αφού στον θάλαμόν τους
+τους πήγεν, αναχώρησε· και της αρχαίας κλίνης, 295
+με την καρδιά περίχαρη, την θέσι κείνοι ευρήκαν.
+ωστόσο οι τρεις, Τηλέμαχος, Εύμαιος και βουκόλος,
+τον χορό παύσαν, κ' έκαμαν να παύσουν η γυναίκες,
+και 'ς τα ισκιωμένα μέγαρα κατόπι αναπαυθήκαν.
+
+Κ' οι δύο κείνοι, την γλυκειάν αγάπη αφού χαρήκαν, 300
+με ηδονή λόγους πολλούς ελέγαν μεταξύ τους.
+έλεγεν όσα υπόφερε 'ς το σπίτ' η γυνή θεία,
+την πάγκακη συνάθροισι να βλέπη των μνηστήρων,
+οπ' εξ αίτιας της πολλούς μόσχους και αρνιά παχεία
+έσφαζαν και από το κρασί τους πίθους αδειάζαν. 305
+και πάλιν ο διογέννητος της έλεγε Οδυσσέας,
+πόσους ερήμωσε θνητούς και πόσ' έπαθ' εκείνος.
+άκουε κείνη με ηδονή και δεν της έπεφτ' ύπνος
+'ς τα βλέφαρα, πριν όλ' αυτός με τάξιν ιστορήση.
+και άρχισε πώς τους Κίκοναις ενίκησε, κατόπι 310
+πώς έφθασε 'ς την κάρπιμη των Λωτοφάγων χώρα,
+πόσ' έπραξεν ο Κύκλωπας, και αυτός πώς εκδικήθη
+'ς τον άσπλαχνον 'που του 'φαγε τους ποθητούς συντρόφους·
+'ς τον Αίολο πώς έφθασε, 'που ολόψυχα τον δέχθη,
+και τον προβόδα 'ς την γλυκειά πατρίδα του, αλλά μοίρα 315
+δεν ήτο ακόμη, και άνεμος σφοδρός τον πήρε πάλι
+εις τα ιχθυοφόρα πέλαγα τον αναστεναγμένον.
+πώς πήγε 'ς την Τηλέπυλη των Λαιστρυγόνον χώρα,
+'που σύντριψαν τα πλοία του και τους λαμπρούς συντρόφους
+όλους· και αυτός μ' ολόμαυρο καράβι εσώθη μόνος· 320
+της είπ' όσα σοφίσματα και δόλους είχε η Κίρκη·
+'ς του Άδη πώς κατέβηκε τ' αραχνιασμένο δώμα,
+να ερωτήση την ψυχή του μάντη Τειρεσία,
+με καράβι πολύσκαρμο κ' είδ' όλους τους συντρόφους,
+και κείνην 'που τον γέννησε και γλυκανάστησέ τον. 325
+το λάλημα πώς άκουσε των ηχηρών Σειρήνων·
+'ς ταις Πλαγκταίς Πέτρας, 'ς την δεινή Χάρυβδι, πώς ευρέθη,
+'ς την Σκύλλα, οπού δεν πέρασε θνητός χωρίς να πάθη·
+οι σύντροφοι πώς φόνευσαν τα βώδια του Ηλίου·
+πώς με φλογώδη κεραυνόν ο υψηλοβρόντης Δίας 330
+του 'σχισε το καράβι του, κ' οι σύντροφ' οι γενναίοι
+χαθήκαν όλοι, κ' έφυγε την μαύρη μοίρα μόνος·
+'ς την Καλυψώ πώς έφθασε, 'ς την νήσον Ωγυγία,
+πώς τον κρατούσε, και άνδρα της επόθει να τον κάμη,
+'ς τα κοίλα σπήλαια, κ' έτρεφεν αυτόν και γνώμην είχε 335
+αθάνατον και αγέραστον αυτόν να καταστήση·
+αλλά ποτέ δεν έπειθε 'ς τα στήθη την ψυχή του·
+πώς έφθασε 'ς τους Φαίακαις, πολύ βασανισμένος·
+πώς ως θεόν ολόψυχα τον τίμησαν εκείνοι,
+και, αφού χρυσάφι, αφού χαλκόν κ' ενδύματα του δόσαν, 340
+με καράβι τον έστειλαν 'ς την ποθητήν πατρίδα.
+και άλλο δεν είπε, ως έπεσε 'ς αυτόν ο γλυκύς ύπνος
+και όλα τα μέλη του 'λυσε και της ψυχής τα πάθη.
+
+Τότ' άλλο πάλι εφεύρηκεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη·
+άμα εστοχάσθη 'που η καρδιά θα ευφράνθη του Οδυσσέα 345
+την κλίνη της συντρόφου του και την ανάπαυσί του,
+κίνησε την χρυσόθρονην Ηώ του όρθρου κόρην
+απ' τον Ωκεανό, το φως να φέρη των ανθρώπων.
+από την κλίνη τότε αυτός σηκώθη κ' είπ' εκείνης·
+«Ήδη χορτάσαμε, ω γυνή, 'ς τα βάσανα κ' οι δύο· 350
+συ έρμη στέναζες εδώ για την επιστροφή μου,
+κ' εμέ 'ς τα πάθη σπέδιζαν όλ' οι θεοί και ο Δίας.
+ενώ να φθάσω εσπούδαζα 'ς την ποθητήν πατρίδα.
+τώρ', αφού πάλιν ηύραμε την πρόσχαρή μας κλίνη,
+τα κτήματ', όσα μώμειναν 'ς το σπίτι θα προσέχης· 355
+και όσα σφακτά μου αφάνισαν οι προπετείς μνηστήρες,
+τόσα θα πάρω μόνος μου, και αλλ' οι Αχαιοί θα δώσουν,
+ως ότου γύρω ταις αυλαίς να μου γεμίσουν όλαις.
+αλλ' εγώ 'ς τον πολύδενδρον αγρόν μου θα πηγαίνω
+'ς τον αγαθόν πατέρα μου, 'που μου ταλαιπωρείται· 360
+και σέν', αν κ' έχης φρόνησιν, ιδού τι παραγγέλλω·
+ο ήλιος άμα σηκωθή, θα προχωρήση ο λόγος
+πώς τους μνηστήραις φόνευσα εγώ 'ς τα μέγαρά μου·
+όθεν 'ς τ' ανώγι αναίβα συ με ταις θεράπαιναίς σου,
+κάθισε αυτού, μην ερωτάς, κανέναν μη κυττάζης». 365
+Είπε και, τ' άρματα λαμπρά 'ς τους ώμους του αφού 'ζώσθη,
+ξύπνησε τον Τηλέμαχον και ομού τον χοιροτρόφον,
+και τον βουκόλον, κ' είπε αυτών όπλα να πάρουν όλοι.
+και ως πρόσταξε, αρματώθηκαν εκείνοι και την θύραν
+άνοιξαν κ' εξεκίνησαν κατόπιν του Οδυσσέα, 370
+ενώ το φως ήταν 'ς την γην αλλ' η Αθηνά τους πήρε
+έξω απ' την πόλι γλήγορα με νύκτα σκεπασμένους.
+
+
+
+Ραψωδία Ω
+
+
+
+Και των μνηστήρων ταις ψυχαίς σιμά του προσκαλούσε
+ο Ερμής Κυλλήνιος· χρυσό ραβδί κρατούσε ωραίο·
+μ' εκείνο ανθρώπου βλέφαρα γλυκά 'ς τον ύπνο κλίνει,
+οπόταν θέλ', ή κ' έξαφνα κοιμώμενον εγείρει.
+μ' εκείνο ταις εκέντησε και αυταίς ακολουθούσαν 5
+τρίζοντας· και, ως πτεροκοπούν 'ς το βάθος άντρου θείου
+η νυκτερίδες τρίζοντας, αν απ' τον βράχο μία
+πέση της όλης αρμαθιάς, και ομού πλεκταίς κρατιούται,
+παρόμοια τρίζαν η ψυχαίς, ενώ ταις ωδηγούσε
+μέσ' από δρόμους σκοτεινούς ο αντίκακος Ερμείας. 10
+τα ρείθρα του Ωκεανού, την πέτρα την Λευκάδα,
+ταις πύλαις του Ηλίου και την χώρα των ονείρων,
+πέρασαν, κ' έφθασαν γοργά 'ς τ' ασφοδελό λειβάδι,
+οπού η ψυχαίς εγκατοικούν, σκιαίς αναπαυμένων.
+κει την ψυχήν απάντησαν του Αχιλλιά Πηλείδη 15
+και του Πατρόκλου ομού μ' αυτόν, του άψεγου Αντιλόχου,
+του Αίαντα, 'που 'ς την μορφή θα ενίκα και 'ς το σώμα
+τους Δαναούς, αν έλειπεν ο ασύγκριτος Πηλείδης.
+και, τούτοι ενώ συνώδευαν οι τρεις τον Αχιλλέα,
+η ψυχή του Αγαμέμνονα, του Ατρείδ' ήλθε σιμά τους 20
+θλιμμένη· και τρυγύρω της συνάχθηκαν η άλλαις,
+όσαις μαζή του απέθαναν 'ς την κατοικιά του Αιγίσθου.
+και του Πηλείωνα η ψυχή πρώτ' είπε προς εκείνον·
+«Ατρείδη, εμείς ελέγαμε πως όλων των ηρώων
+σε θα προτίμα ολοκαιρίς ο χαιρεβρόντης Δίας, 25
+αφού βασίλευες πολλών ανθρώπων και γενναίων,
+όταν 'ς την Τροίαν οι Αχαιοί σκληρόν είχαμ' αγώνα·
+αλλ' όμως πρόκαιρα και σε να εύρ' η πικρή μοίρα
+έμελλ', οπ' άμα γεννηθή θνητός δεν αποφεύγει.
+να σ' είχε πάρει ο θάνατος και η μοίρ', ακόμη ότ' ήσουν 30
+εις την Τρωάδα υπέρλαμπρος των άλλων βασιλέας·
+τάφον τότ' οι Παναχαιοί λαμπρόν θα σου σηκόναν,
+και ωραίαν δόξαν θα 'παιρνες ν' αφήσης του παιδιού σου·
+αλλ' από θάνατον φρικτόν σου 'μέλλετο να πέσης».
+
+Και προς αυτόν απάντησε τότε η ψυχή του Ατρείδη· 35
+«Πηλείδη ω μακάριε, θεόμορφε Αχιλλέα,
+'ς την Τροίαν έπεσες μακράν απ' τ' Άργος, κ' εσφαζόνταν
+ήρωες Τρώαις και Αχαιοί, με πείσμα να σε πάρουν,
+και συ, 'ς το μέσο απέραντος νεκρός, 'ς την πυκνή σκόνη,
+κειτάμενος, τους ιππικούς αγώναις σου ελησμόνεις. 40
+εμείς επολεμούσαμεν ολημέρα, και η μάχη
+δεν έπαυ', αν ανεμικήν δεν είχε στείλει ο Δίας.
+'ς τα πλοί' από τον πόλεμο σ' εφέραμε, 'ς την κλίνη
+σ' εθέσαμε, και με χλιό νερό τ' ωραίο σώμα
+καθάραμε και μ' αλοιφή· και δάκρυα θερμά χύναν 45
+ολόγυρά σου οι Δαναοί κ' εκόψαν τα μαλλιά των.
+και ως τό 'μαθε η μητέρα σου, με ταις θαλάσσιαις κόραις
+ήλθεν από το πέλαγος, και ανάκουστη εσηκώθη
+βοή 'ς τον πόντο, κ' έφριξαν των Αχαιών τα πλήθη.
+και θα ωρμούσαν ν' αναιβούν 'ς τα βαθουλά καράβια, 50
+αλλ' άνδρας τους εκράτησε, πολλών και αρχαίων γνώστης,
+ο Νέστορας, οπ' αρεστήν έδιδε εις όλα γνώμη.
+εκείνος τους αγόρευσε καλόγνωμα και είπε :
+—Αργείοι, Αχαιόπαιδα, μη φεύγετε, σταθήτε·
+από το πέλαγος εδώ με ταις θαλάσσιαις κόραις 55
+έρχεται η μάννα, το νεκρό παιδί της ν' αγκαλιάση.—
+κ' οι μεγαλόψυχοι Αχαιοί τον άκουσαν κ' εμείναν.
+γύρω σου η κόραις στήθηκαν του γέρου της θαλάσσης,
+εμοιρολόγαν, και άφθαρτα φορέματα σ' ενδύσαν.
+καλόφωνα, με την σειράν, η εννέα Μούσαις όλαις 60
+θρηνολογούσαν και άδακρυ δεν ήταν μάτι Αργείου·
+τόσο η γλυκόφωνη βαθειά τους είχ' εγγίξ' η Μούσα.
+κ' ημερονύκτια δεκαεπτά σ' εκλαίαμ' ενωμένοι,
+αντάμ' οι αθάνατοι θεοί με τους θνητούς ανθρώπους.
+σε παραδώσαμε 'ς το πυρ, μες την δεκάτη ογδόη, 65
+και αρνιά παχειά σου σφάξαμε και βώδια στριφοπόδα.
+καιόσουν συ μες των θεών τα ενδύματα με πλήθος
+μέλι γλυκό και μ' αλοιφή· και γύρω εις την πυρά σου
+ήρωες πάμπολλοι Αχαιοί 'ς τα όπλα εταραχθήκαν,
+πεζοί και ιππείς· και αλαλαγμοί σηκώθηκαν και κρότοι· 70
+και, αφού του Ηφαίστου σ' έφαγεν η φλόγα, τα λευκά σου
+κόκκαλα εμείς, το χάραμμα, συνάξαμε, Αχιλλέα,
+'ς αλοιφή και άδολο κρασί, μέσα 'ς τον αμφορέα
+απ' έδωκε η μητέρα σου, του Διονύσου δώρο,
+χρυσόν, και φιλοτέχνημα του δοξασμένου Ηφαίστου. 75
+κει τα λευκά σου κόκκαλα είν', ένδοξε Αχιλλέα,
+με του Πατρόκλου ανάμικτα του προαπεθαμένου,
+και του Αντιλόχου χωριστά, 'που των συντρόφων όλων,
+αφού 'πεσεν ο Πάτροκλος, εξόχως προτιμούσες.
+και ολόγυρά τους θαυμαστόν σηκώσαμε και μέγαν 80
+τάφον, ο ιερός στρατός των λογχιστών Αργείων,
+εις άκραν άκρης, 'ς τον πλατύν Ελλήσποντον επάνω,
+να τον διακρίνουν φανερά μακρόθε απ' τα πελάγη
+όσοι ζουν σήμερα θνητοί και όσοι κατόπι θα 'λθουν.
+και των θεών εζήτησεν η μάννα σου βραβεία 85
+ωραία και τα πρόβαλε 'ς τους πρώτους των Αργείων.
+πολλαίς σου έτυχε τα ιδής ταφαίς ανδρών ηρώων,
+ως, όταν συμβή θάνατος μεγάλου βασιλέα,
+οι νέοι ζώνοντ' άρματα, βραβεία να κερδίσουν·
+αλλ' εκείνα θα θαύμαζες εξόχως τα βραβεία, 90
+'που πρόβαλ' η αργυρόποδη η Θέτις 'ς την ταφή σου·
+ότι πολύ σ' αγάπησαν οι αθάνατοι, Αχιλλέα·
+κ' ιδού τώρ', αν και απέθανες, δεν 'χάθη τ' όνομά σου,
+κ' αιώνια θα δοξάζεσαι 'ς τα γένη των ανθρώπων.
+αλλ' απ' τον πόλεμον εγώ τι κέρδος τώρ' ευρήκα; 95
+'ς την γη μου φρικτόν όλεθρον μ' είχ' ετοιμάσει ο Δίας
+απ' της μιαρής συντρόφου μου τα χέρια και του Αιγίσθου».
+
+Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους·
+τότ' ο αργοφόνος έφθασεν, ο μηνυτής Ερμείας,
+με των μνηστήρων ταις ψυχαίς, 'που φόνευσ' ο Οδυσσέας. 100
+κ' οι δύο κείνοι εθαύμασαν και προς αυτούς κινήσαν·
+του Αγαμέμνονα η ψυχή τον ένδοξον, άμ' είδε,
+εγνώρισε Αμφιμέδοντα, του Μελανέα γόνον,
+'που, της Ιθάκης κάτοικος, δεχθή τον είχε ξένον·
+εκείνον επροσφώνησε τότε η ψυχή του Ατρείδη· 105
+«Τί πάθημ', Αμφιμέδοντα, σας έρριξε 'ς τον Άδη;
+όλοι εκλεκτοί και ομήλικες! οπού 'ς την πόλιν άλλο
+δεν θαύρισκες, αν διάλεγες, όμοιο λογάρι ανδρείων.
+μη μες τα πλοία σύντριψεν εσάς ο Ποσειδώνας
+με κύματα, οπού σήκωσε μακρά και ανεμοζάλη, 110
+ή εχθροί 'ς την γη σας χάλασαν, ενώ βώδια και αρνία
+εσείς αρπάζετε απ' αυτούς, ή ενώ κείνοι την πόλι
+και ταις γυναίκαις από σας να σώσουν πολεμούσαν;
+'ς το ερώτημά μου απάντησε, και ξένος σου καυχώμαι.
+και δεν θυμάσαι σπίτι σου πώς ήλθα με τον θείον 115
+Μενέλαο, να πείσουμεν εμείς τον Οδυσσέα,
+να 'λθη με τα κολόστρωτα καράβια 'ς την Τρωάδα;
+κ' εις ένα μήνα σχίσαμε τα πέλαγ', αφού μόλις
+του Οδυσσέα πορθητή μαλάξαμε την γνώμη».
+
+Και του Αμφιμέδοντα η ψυχή τότ' είπε προς εκείνον· 120
+«Ω Αγαμέμνον' αρχηγέ, τρισένδοξε Ατρείδη,
+όλα ενθυμούμαι, διότροφε, κείνα 'που μνημονεύεις.
+θα σου αναφέρω τώρα εγώ τον τρόπον, πώς εγίνη,
+του θλιβερού θανάτου μας· εμείς μνηστεύαμ' όλοι
+του Οδυσσέα, 'που 'λειπε 'ς τα ξένα, την συμβία. 125
+κείνη τον γάμον μισητόν ν' αρνείτ' ή να τελειόνη
+δεν έστεργ', ενώ σπούδαζε να ευρή τον όλεθρόν μας.
+και νέο τέχνασμα, το εξής, 'ς τον νου της εσοφίσθη·
+πανί μεγάλον έστησε 'ς το μέγαρο, να υφάνη,
+λεπτόν, αμέτρητο, κ' ευθύς προς εμάς είπε· ω νέοι 130
+μνηστήρες μου, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας
+τον γάμον μη μου βιάζετε, σταθήτε, ως ν' αποκάμω
+το ύφασμα αυτό, τα γνέματα να μη μου παν χαμένα,
+του Λαέρτ' ήρωα σάβανο, για τον καιρό, 'που η μαύρη
+μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου θα τον πάρη, 135
+των Αχαιίδων μη καμμιά 'ς τον τόπο μ' ονειδίση,
+αν κείτεται ασαβάνωτος αυτός 'που πλούσιος ήταν.
+αυτά 'πε κ' εκατάπεισε την ανδρική ψυχή μας.
+τότε ολημέρα το πανί τα μέγ' ύφαιν' εκείνη,
+και νύκτα το ξεΰφαινε 'ς την λάμψι των λαμπάδων. 140
+ιδού πώς απ' τους Αχαιούς με δόλο 'κρύφθη εκείνη
+τρεις χρόνους· και τον τέταρτον ότ' έφεραν η ώραις,
+ως τα φεγγάρια χάνονταν κ' η 'μέραις επληθύναν,
+μας το 'πε μια των γυναικών, οπού τα γνώριζ' όλα,
+κ' ηύραμε αυτήν που τ' εύμορφο ξεΰφαινε πανί της· 145
+ιδού πώς το τελείωσε βιασμένη απ' την ανάγκη.
+και το σινδόνι ότ' έφερε 'ς το φως, οπ' είχε υφάνει
+και καθαρίσει, ώστ' έλαμπεν ως ήλιος η σελήνη,
+κακή μας κάπουθ' έφερε τον Οδυσσέα μοίρα
+'ς άκρη εξοχής, όπ' έμεινεν εκείνου ο χοιροτρόφος. 150
+αυτού και ο ποθητός υιός του θείου Οδυσσέα
+με μαύρο πλοίον έφθασεν απ' την αμμώδη Πύλο.
+και, άμ' ωργανίσαν θάνατον κακόν εις τους μνηστήραις,
+'ς την πόλιν εκατεβήκαν, ύστερος ο Οδυσσέας
+και πρώτος ο Τηλέμαχος· εκείνον ωδηγούσε 155
+ο χοιροτρόφος, με κακά φορέματα ενδυμένον,
+παρόμοιον με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτην,
+οπ' ακουμβούσε 'ς το ραβδί και αχρεία ρούχα εφόρει.
+και, ως έξαφνα εφανίσθη αυτός, κανείς να τον γνωρίση
+δεν εδυνήθη και 'ς εμάς ηλικιωμένοι αν ήσαν. 160
+τον εκακοποιούσαμε με λόγια και με κτύπους,
+και αυτός μ' ατάραχην ψυχήν έστεκε να υποφέρη
+κτυπήματα και ονειδισμούς 'ς τα ίδια μέγαρά του.
+αλλ', ότε ο νους τον έγειρε του αιγιδοφόρου Δία,
+αφού με τον Τηλέμαχον τα λαμπρά όπλα επήρε 165
+κ' εφύλαξε 'ς τον θάλαμον, κ' εκλείδωσε την θύραν,
+έσπρωξ' ο ευρετικώτατος την ίδια του συμβία
+τόξο και σίδερο λευκό να θέση των μνηστήρων
+αγώνα και του φόνου αρχήν 'ς εμάς 'που ωργίσθ' η μοίρα.
+του δεινού τόξου την χορδή κανείς μας να τανύση 170
+δεν εδυνήθη, και αρκετή δεν είχαμεν ανδρεία.
+αλλ' ότε να φθάσ' έμελλε 'ς τα χέρια του Οδυσσέα
+το μέγα τόξο, με βοήν εμείς φωνάζαμ' όλοι,
+'ς αυτόν, ό,τι και αν έλεγε, το τόξο να μη δώσουν·
+αλλ' έδωκε ο Τηλέμαχος την προσταγή και μόνος. 175
+και ως το 'λαβε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας,
+την χορδή τάνυσ' εύκολα· και ταις αξίναις όλαις
+πέρασε· τότ' εστήθη ορθός 'ς την θύρα και άδεισ' όλα
+τα βέλη, μ' άγριο βλέφαρο· τον βασιλέ' Αντίνον
+κτύπησε, κ' έπειτ' έρριχνε στεναγμοφόρα βέλη 180
+'ς τους άλλους όλους, κ' έπεφταν σωρός εκείνοι εμπρός του.
+και φανερά κάποιος θεός μ' αυτούς εσυμμαχούσε,
+θάρρος τόσ' είχαν άμετρο 'ς την ρώμη τους, και γύρω
+'ς τα δώματα τους φόνευαν φρικτά κείνοι βογγούσαν
+ως κρούονταν η κεφαλαίς, και ο πάτος έβραζ' αίμα. 185
+Ατρείδ', ιδού πώς πέσαμε, και ακόμη αμελημένα
+τα λείψανά μας κείτονται 'ς το δώμα του Οδυσσέα.
+αν το 'ξευραν 'ς τα σπίτια μας οι ποθητοί θα πλύναν
+απ' το μαύρ' αίμα ταις πληγαίς, 'ς την κλίνη θα μας κλαίαν
+την νεκρικήν, ως πάντοτε τιμούντ' οι απεθαμένοι». 190
+
+Και του Ατρείδ' είπε η ψυχή· «Πόσο σε μακαρίζω,
+σε, του Λαέρτη γέννημα, πολύτεχνε Οδυσσέα,
+ότ' υψηλού φρονήματος απόκτησες συμβία·
+τι γνώμη αγνή 'ς την φρόνιμην εφάνη Πηνελόπη!
+πόσο τον Οδυσσέα της κρατούσε εις την καρδία! 195
+και του ηψηλού φρονήματος η δόξα της θα ζήση,
+και θέλει πλάσσουν οι θεοί τραγούδι αγαπημένο
+εις του θνητούς, την φρόνιμη να λέγη Πηνελόπη.
+εκείνη δεν κακούργησεν ως του Τυνδάρου η κόρη,
+'που φόνευσε τον άνδρα της, και απάνθρωπο τραγούδι 200
+θα 'ναι 'ς τον κόσμο, και άφησε 'ς των θηλυκών το γένος
+φήμην κακήν, ώστε η καλαίς και κείναις να μισούνται».
+
+Τους λόγους τούτους οι νεκροί τότ' έλεγαν, οι δύο,
+'ς τα βάθη ως έστεκαν της γης, 'ς την κατοικιά του Άδη·
+και κείνοι, αφού κατέβηκαν από την πόλι, φθάσαν 205
+'ς τον καλοσύστατον αγρόν ωραίον, του Λαέρτη,
+οπ' είχε κείνος μ' ίδρωτα, με μόχθον, αποκτήσει.
+είχ' εκεί σπίτι, 'ς την αυλήν, ολόγυρα, καλύβαις,
+να κάθωνται, να τρέφωνται, και να κοιμώνται οι δούλοι,
+οι αγορασμένοι, οπού 'ς αυτόν ό,τ' ήθελ' εργαζόνταν. 210
+ήταν και γραία Σικελή, 'που τον γεροκομούσε,
+ως πρέπει, αυτού 'ς την εξοχή, μακράν από την πόλι.
+τότ' ο Οδυσσέας έλεγε των δούλων και του υιού του·
+«Σεις τώρα 'ς την καλόκτιστην εμπήτε κατοικία,
+και χοίρον σφάξετε καλόν, να ετοιμασθή το γεύμα· 215
+αλλ' εγώ τον πατέρα μου θα δοκιμάσω τώρα,
+αν, ως με ιδούν τα μάτια του, μ' αναγνωρίση εκείνος,
+ή αν, αφού μας χώρισαν καιροί, δεν με νοήση».
+
+Είπε και τ' άρματ' έδωκε των δούλων κ' ενώ κείνοι
+'ς το δώμα μέσα επήγαιναν, αυτός μέσα 'ς τον κήπον 220
+πολύδενδρον, την δοκιμή να κάμη, προχωρούσε.
+τον κήπον καταιβαίνοντας δεν ηύρε τον Δολίον,
+ουδέ των δούλων εύρηκε κανένα ή των παιδιών του·
+αναχωρήσ' είχαν αυτοί, λιθάρια να συνάξουν
+φράχτην του κήπου, και οδηγός 'ς αυτούς ο γέρος ήταν. 225
+και μόνον τον πατέρα του 'ς το πρόσχαρο κηπάρι
+ηύρε, οπού κάποιο σκάλιζε φυτό· φορούσε αχρείον
+ραπτόν χιτώνα λιγδερόν, και βωδιναίς κνημίδαις,
+όπως μην αγκαθίζεται, 'ς ταις κνήμαις είχε δέσει·
+από τους βάτους φύλαγε τα χέρια με χειρίδαις, 230
+και, ως έτρεφε την λύπη του, γίδινο εφόρει κράνος.
+τον είδεν ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας
+κομμένον απ' τα γερατειά, 'ς την θλίψι βυθισμένον,
+κ' εις μέγα δένδρον απιδιάς εστάθηκε να κλαίη.
+και να μετρήση εβάλθηκε 'ς του λογισμού τα βάθη, 235
+αν θ' αγκαλιάση τον γλυκόν πατέρα κ' ευθύς όλα
+να του ειπή, πώς έφθασε 'ς την γη την πατρική του,
+ή μ' ερωτήματα πολλά να δοκιμάση πρώτα.
+και τούτο συμφερώτερο του φάνηκε αφού 'σκέφθη,
+με λόγια πρώτα εγγικτικά την δοκιμή να κάμη. 240
+μ' αυτήν την γνώμη σίμωσεν ο θείος Οδυσσέας·
+και το φυτόν ο γέροντας ξελλάκκιζε σκυμμένος·
+'ς το πλάγι τον προσφώνησεν ο ένδοξος υιός του·
+«Ω γέρε, δεν είσ' άτεχνος καλλιεργητής του κήπου·
+περιποιείσ' όλα καλά· 'ς το κλείσμ' αυτό δεν είναι 245
+ένα δενδρούλι, μια συκιά, κλήμ' ένα, μι' ελαία,
+μί' απιδιά, μία βραγιά, μη περιποιημένη.
+και άλλο τι εγώ θε να σου ειπώ, και μη 'ς εμέ θυμώσης·
+συ είσαι απεριποίητος· σιμά 'ς τ' άτερπνο γήρας
+έχεις το σώμα ρυπαρό και φορείς ρούχ' αχρεία· 250
+ο κύριος δεν σ' αμελεί, καλός ως είσ' εργάτης.
+καθόλ' ό,τ' είναι δουλικό με σέ δεν ταιριάζει,
+και από μορφή και ανάστημα συ δείχνεις βασιλέας,
+οποίος είναι, αφού λουσθή και φάγη και πλαγιάση
+εις κλίνην μαλακώτατην, ως πρέπει των γερόντων. 255
+αλλ' έλα τώρα, λέγε με μ' αλήθεια, τίνος είσαι
+δούλος, και τίνος γεωργείς τον κήπον, οπού βλέπω;
+και τούτο ακόμη να μου ειπής, αν είναι αυτή τωόντι
+η Ιθάκη, εδώ 'που φθάσαμεν, ως μου 'πεν από τώρα
+άνθρωπος, 'που μ' απάντησεν, ενώ δω πέρ' ερχόμουν, 260
+όχι πολύ νοητικός, αφού να ειπή, ν' ακούση
+το κάθε τι, δεν έστεργεν, ενώ τον ερωτούσα
+ο ξένος μου τι γίνεται, 'ς τους ζωντανούς αν ήναι,
+ή απέθανε κ' ευρίσκεται 'ς την κατοικιά του Άδη.
+ότι άκου τώρ' ό,τι θα ειπώ και ας το φυλάξη ο νους σου· 265
+άνδρα εγώ ξένισ' άλλοτε, 'ς την γη την πατρική μου,
+οπ' είχε' έλθει 'ς το σπίτι μας· και απ' όσους ξένους είδα
+'ς το δώμα μου ασπαστότερος άλλος θνητός δεν ήλθε·
+απ' την Ιθάκη κήρυττε το γένος και πατέρα
+τον Αρκεισιάδην έλεγεν ότ' είχε, τον Λαέρτη. 270
+'ς το σπίτι μου τον πήρα εγώ κ' εκαλοξένισά τον.
+αφού 'χε απ' όλα τα καλά το δώμα μου αφθονία.
+αρμόδι' ακόμη του 'δωκα φιλοξενίας δώρα·
+επτά του 'δωκα τάλαντα, χρυσόν τεχνουργημένον·
+του χάρισα ολοπλούμιστον ολάργυρον κρατήρα, 275
+και χλαίναις μοναίς δώδεκα, και τάπηταις ομοίως,
+και τόσ' επανωφόρια, τόσους κοντά χιτώναις,
+κ' έξω από τούτα τέσσεραις, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτραις,
+γυναίκαις ωραιόταταις, ως διάλεξεν εκείνος».
+
+Και προς αυτόν δακρύζοντας απάντησε ο πατέρας· 280
+«Ω ξέν', ευρίσκεσαι 'ς την γην, οπ' ερωτάς να μάθης,
+και άνδρες αυθάδεις, ασεβείς, παράνομοι, την έχουν·
+και τ' άπειρ', όσα χάρισες δώρα, χαμένα τα 'χεις,
+εις την Ιθάκη ζωντανόν αν εύρισκες εκείνον,
+θα σ' αντιφιλοξένιζε και θα σε προβοδούσε 285
+με δώρα, ως πρέπει προς αυτόν 'που μας ξενίση πρώτος.
+και τώρα ειπέ μου καθαρά, πόσ' έτ' είν' αφού 'δέχθης
+κείνον τον ξένον έρημον, υιόν μου, άν ποτ' εζούσε,
+άμοιρον, 'που, των ποθητών μακράν και της πατρίδος,
+'ψάρια 'ς τον πόντον έφαγαν ή 'ς την στερηά θηρία 290
+και όρνεα κατασπάραξαν και αχ! δεν τον έχει ενδύσει
+νεκρόν και δεν τον έκλαψεν η μάννα και ο πατέρας,
+εμείς 'που τον γεννήσαμεν και τον αγαπημένον
+άνδρα της η πολύδωρη, φρόνιμη Πηνελόπη,
+ως πρέπει, δεν ξεφώνησε 'ς την ύστερή του κλίνη, 295
+ουδέ τα μάτια του 'κλεισεν, ως των νεκρών αρμόζει.
+και τώρα τούτο λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω,
+ποιος είσαι; ποιο το γένος σου; πού η πόλις και οι γονείς σου;
+πού μένει το καράβι σου, 'που σ' έφερ' εδώ πέρα
+με τους λαμπρούς συντρόφους σου; μη τάχα εις ξένο πλοίο 300
+ήσο επιβάτης κ' έφυγαν εκείνοι αφού σε βγάλαν;»
+
+'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·
+«Εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ τούτ' όλ' όσ' ερωτάς με·
+του Αλύβαντ' είμαι κάτοικος, οπ' έχω το παλάτι·
+του βασιλέ' Αφείδαντα του Πολυπημονίδη 305
+υιός είμαι, κ' Επήριτον με λέγουν, αλλ' η μοίρα
+αθέλητον δω μ' έσπρωξεν από την Σικανία·
+και το καράβι μ' άφησα μακράν από την πόλι.
+ο πέμπτος χρόνος έκλεισεν απ' ότ' ο Οδυσσέας
+πέρασε απ' την πατρίδα μου· καλότυχα του αμοίρου, 310
+δεξιά, φανήκαν τα πουλιά, καθώς αναχωρούσε.
+ώστε και με περίχαρη ψυχή τον προβοδούσα
+κ' έφευγε κείνος με χαρά' κ' ελπίδ' είχαμε πάλι
+να σμίξουμε και με λαμπρά να φιλευθούμε δώρα».
+
+Είπε, τον άλλον σκέπασεν η σκοτεινιά του πόνου, 315
+με τα δυο χέρια φούκτωσε της γης το μαύρο χώμα,
+και το 'χυσε, με βογγητούς, 'ς την άσπρη κεφαλή του.
+κείνου ραΐζετο η καρδιά, και 'ς το ρουθούν' η πίκρα
+του ξέσπασ' ήδη, ως κύτταζε τον ποθητόν πατέρα.
+εχύθηκε, 'ς την αγκαλιά τον έσφιξε και του 'πε· 320
+«Εγώ 'μαι αυτός, 'που αναζητείς, ιδού, πατέρα, εμπρός σου·
+τον χρόνον έφθασα εικοστόν 'ς την γην την πατρική μου.
+αλλά παύσε τα κλάϋματα και το παράπονό σου,
+ν' ακούσης ό,τι θα σου ειπώ· πολύ μας βιάζ' η ανάγκη·
+'ς τα δώματά μας φόνευσα τους ασεβείς μνηστήραις, 325
+και τ' άπρεπα εκδικήθηκα και απάνθρωπά τους έργα».
+
+Και προς αυτόν απάντησι τότ' έδωκε ο Λαέρτης·
+«Αν ο Οδυσσέας έφθασες, τωόντι, το παιδί μου,
+κάποιο σημάδι φανερόν ειπέ μου να πιστεύσω».
+
+'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· 330
+«Και πρώτα ιδέ το λάβωμα συ με τους οφθαλμούς σου,
+'που μώκαμε 'ς τον Παρνασό με λευκό δόντι χοίρος,
+και συ, πατέρα, μ' έστειλες κ' η σεβαστή μητέρα
+εις τον Αυτόλυκον, καλόν πατέρα της μητρός μου,
+να λάβω τα χαρίσματα, 'που μου 'χε τάξει ότ' ήλθε. 335
+τώρα τα δένδρα θα σου ειπώ μες το καλό κηπάρι,
+όσ' άλλοτε μου χάρισες κ' εγώ σου τα ζητούσα,
+μικρό παιδί κατόπι σου 'ς τον κήπο· κ' ένα ένα,
+ανάμεσα ως διαβαίναμε, τα ονόματά τους είπες.
+τότε απιδιαίς δέκα και τρεις, δέκα μηλιαίς ακόμη, 340
+συκαίς σαράντα μου 'δωκες· και, χάρισμά μου πάλι,
+πεντήκοντα μου ωνόμασες αράδαις, πολυτρύγων
+κλημάτων, και παντοειδή σταφύλια φέρουν όλαις,
+αν ζωογόναις άνωθε ταις ώραις στείλη ο Δίας».
+
+Είπε· κείνου τα γόνατα κοπήκαν κ' η καρδία, 345
+άμα του είπε ασάλευτα γνωρίσματ’ ο Οδυσσέας,
+και το παιδί του αγκάλιασε· και, ως ολιγοψυχούσε,
+'ς την αγκαλιά τον έλαβεν ο θείος Οδυσσέας.
+και, ως πήρε ανάσα και η ψυχή 'ς τα στήθη του εσυνάχθη,
+το στόμα πάλιν άνοιξε και προς εκείνον είπε· 350
+«Δία πατέρ', είσθε θεοί 'ς τον Όλυμπον ακόμη,
+αν ήδη την ασέβεια πλέρωσαν οι μνηστήρες,
+αλλά φοβούμαι τρομερά μη των Ιθακησίων
+το πλήθος όλ' ορμήση εδώ, και στείλουν εις ταις χώραις
+των Κεφαλλήνων είδησι, 'ς αυτούς βοηθοί να δράμουν». 355
+
+'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·
+«Θάρρου· ως προς τούτο παντελώς ας μη φροντίση ο νους σου·
+'ς το σπίτι τώρ' ας έμπουμε, 'πού 'ναι σιμά 'ς τον κήπο·
+κει πρώτα τον Τηλέμαχον και ομού τον χοιροτρόφον
+και τον βουκόλον έστειλα, τα γεύμα να ετοιμάσουν». 360
+
+Αυτά 'πε, κ' εξεκίνησαν, και, ως έφθασαν 'ς τα ωραία
+δώματα, τον Τηλέμαχον και ομού τον χοιροτρόφον
+και τον βουκόλον εύρηκαν, 'που κρέατ' ελιανίζαν
+πάμπολλα και το φλογερό, κρασί τους συγκερνούσαν.
+ωστόσο μες το σπίτι του τον ήρωα Λαέρτη 365
+έλουσε η γραία Σικελή, τον άλειψε και ωραίαν
+χλαίναν τον περιέβαλε· κ' ήλθε η Αθηνά σιμά του
+και του ποιμένα των λαών μεγάλυνε τα μέλη,
+ώστε υψηλότερος πολύ, τρανώτερος εφάνη·
+και, απ' τον λουτήρα ως έβγαινε, τον θαύμαζ' ο υιός του, 370
+άμα τον είδε 'ς την μορφήν όμοιον των αθανάτων,
+και κείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα·
+«Πατέρα, κάποιος των θεών, θαρρώ, των αιωνίων
+'ς τ' ανάστημά σου, εις την ειδή, λάμψιν εχάρισ' άλλην».
+
+Και προς αυτόν απάντησεν ο συνετός Λαέρτης· 375
+«Δία πατέρα, και Αθηνά, και Απόλλων·, αχ! με κείνο
+το στήθος, 'πού 'χα ότ' έρριξα τους πύργους της Νηρίκου.
+'ς άκρη θαλάσσης, αρχηγός εγώ των Κεφαλλήνων,
+να ήμουν χθες 'ς το σπίτι μας κοντά σου αρματωμένος,
+πολεμιστής και τιμωρός των ασεβών μνηστήρων, 380
+θα 'βλεπες πόσων απ' αυτούς τα γόνατα να λύω
+αρκετός ήμουν, και χαρά θα λάμβανε η ψυχή σου».
+
+Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους·
+και άμ' απ' τον κόπον έπαυσαν κ' ετοίμασαν το γεύμα,
+εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά, καθίσαν όλοι αράδα. 385
+και ως άπλοναν 'ς το φαγητόν, έφθασεν ο Δολίος,
+ο γέρος, με τα τέκνα του, και από τα έργα εγέρναν
+κοπιασμένοι, ότ' είχε βγη να τους καλέσ' η γραία
+μητέρα τους η Σικελή, 'που αυτούς είχε αναστήσει,
+και τώρα τον Δολίον της γεροκομούσε, ως πρέπει. 390
+και κείνοι, άμ' είδαν κ' ένοιωσαν ευθύς τον Οδυσσέα,
+εσταθήκαν, κ' εθαύμαζαν, 'ς το δώμα· τότε κείνος
+με λόγια γλυκομίλητα 'ς αυτούς εστάθη κ' είπε·
+«Γέρε, 'ς το γεύμα κάθισε· μην απορείτε πλέον·
+απ' ώραν πολλήν πρόθυμα τα χέρια 'ς το φαγί μας 395
+θάχαμε απλώσει· μόνον σεις να ελθήτ' εκαρτερούμε».
+
+Είπε, και ο γέρος μ' ανοικταίς του 'χύθη επάνω αγκάλαις,
+κ' έσφιξε, κατεφίλησε, το χέρι του Οδυσσέα,
+και κείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα·
+«Μας ήλθες περιπόθητος, ω πολυαγαπημένε, 400
+ανέλπιστος μας έφθασες· μόν' οι θεοί σε φέραν·
+γειά σου, χαρά σου, κ' οι θεοί να σε τρισευλογήσουν.
+και τώρα τούτο λέγε μου μ' αλήθεια να γνωρίσω,
+η Πηνελόπ' η φρόνιμη τάχ' έμαθεν ότ' ήλθες
+εις την πατρίδα, ή μηνυτήν ευθύς να στείλω εκείνης;» 405
+
+'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·
+«Ω γέροντ', ήδη το 'μαθε· φροντίδα σου δεν είναι».
+
+Είπε και κείνος κάθισε 'ς το στιλβωτό θρονί του.
+ομοίως εχαιρέτησαν τον θείον Οδυσσέα
+και του Δολίου τα παιδιά και του 'σφίγγαν τα χέρια, 410
+και 'ς τον πατέρα των σιμά κάθισαν, τον Δολίον.
+
+Κ' ενώ κείνοι γευμάτιζαν 'ς το δώμα καθισμένοι,
+'ς την πόλιν όλην γρήγορα μηνύτρα βγήκε η φήμη
+κ' έλεγε, θάνατος φρικτός πως ηύρε τους μνηστήραις.
+κ' έρχονταν όλοι ως τ' άκουσαν, ένας κατόπι τ' άλλου, 415
+με πολλούς θρήνους έμπροσθε 'ς το δώμα του Οδυσσέα.
+τους νεκρούς βγάζαν κ' έθαπτε καθείς τον ιδικόν του·
+και αυτούς, οπ' ήσαν απ' αλλού, τους θέσαν εις τα πλοία,
+κ' οι ναύταις 'ς την πατρίδα του καθέναν επεράσαν.
+κατόπι προς την αγοράν περίλυποι εβαδίζαν· 420
+και, άμ' όλοι αυτού συνάχθηκαν και ομού συναθροισθήκαν,
+ο Ευπείθης εις το μέσο τους σηκώθη να ομιλήση·
+πόνος τον έσφαζε δριμύς του τέκνου του Αντινόου,
+'που πρώτον εθανάτωσεν ο θείος Οδυσσέας·
+γι' αυτόν τότε δακρύζοντας ωμίλησέ τους κ' είπε· 425
+«Μέγα κακό των Αχαιών εργάσθη, ω φίλοι, εκείνος·
+πολλούς και ανδρείους άλλοτε μες τα καράβια πήρε,
+και τα καράβι' αφάνισε και αφάνισε και κείνους·
+και τώρ' άμ' ήλθε φόνευσε τους πρώτους Κεφαλλήναις·
+ελάτε τώρ' ας τρέξουμε πριν φύγη αυτός 'ς την Πύλο, 430
+ή 'ς την αγίαν Ήλιδα των Επειών την χώρα.
+ας πάμε, ειδέ μή θα 'χουμεν αιωνίαν καταισχύνη·
+ότι θα μας καταρασθούν κ' οι απόγονοι, αν ακούσουν
+'που των παιδιών μας τους φονείς και των αυταδελφών μας
+εμείς δεν τιμωρήσαμεν· για με χάρι δεν έχει 435
+όμοια ζωή· και προτιμώ να ευρώ τους πεθαμένους.
+πηγαίνουμε, μη 'ς την στερηά να βγουν προφθάσουν κείνοι».
+
+Αυτά 'πε και όλ' οι Αχαιοί 'ς το κλάμμα του επονούσαν.
+'ς αυτούς ο θείος αοιδός και ο Μέδοντας τότ' ήλθαν
+από τα οδύσσεια δώματα, την κλίνην άμ' αφήσαν· 440
+και, ως έμπροσθέν τους στήθηκαν, απόρησε καθένας.
+ο συνετός ο Μέδοντας τότ' είπε προς εκείνους·
+«Ακούτε μ', Ιθακήσιοι· χωρίς των αθανάτων
+την θέλησι δεν έγειναν τα έργα του Οδυσσέα·
+άφθαρτον είδα εγώ θεόν εις το πλευρό να μένη 445
+του Οδυσσέα, και ώμοιαζε τον Μέντορα 'ς την όψι.
+κείνος ο αθάνατος θεός πότε τον Οδυσσέα
+θάρρευ' εμπρός του φανερός, και πότε τους μνηστήραις
+'ς το μέγαρο ετρικύμιζε, κ' εκείνοι έπεφταν όλοι».
+
+Αυτά 'πε, και όλων έπιασε τα μέλη αχνή τρομάρα. 450
+και ο Μαστορίδης άρχισεν ο ήρως Αλιθέρσης,
+γέρος, 'που μόνος έβλεπε τα εμπρός και τα κατόπι·
+εκείνος τότε ωμίλησε με καλήν γνώμη κ' είπε·
+«Δόστε, Ιθακήσιοι, προσοχήν εις ό,τι θα σας είπω·
+ω φίλοι, απ' την δειλία σας τούτ' όλα εγεννηθήκαν· 455
+χαμένα εγώ και ο Μέντορας, ποιμένας των ανθρώπων,
+να παύσετε σας λέγαμεν από τ' ανόητ' έργα
+τα τέκνα σας, 'που φοβερόν ασέβημα ετολμούσαν,
+ενώ τα κτήματ' έφθειραν και την γυναίκα υβρίζαν
+ανδρός μεγάλου, κ' έλεγαν 'που αυτός δεν θα 'λθη πλέον. 460
+και τώρα ιδού τι να γενή, τους λόγους μ' αν δεχθήτε·
+να μη πηγαίνουμε, κακό μην έλθη ζητημένο».
+
+Αυτά 'πε και με αλαλαγμούς τότε οι μισοί και πλέον
+Σηκωθήκαν^ οι επίλοιποι συναθροισμένοι εμείναν,
+του γέρου ενώ δεν έστεργαν τον λόγον, και του Ευπείθη 465
+επείθονταν· και παρευθύς 'ς τ' άρματα ωρμήσαν όλοι·
+και, άμα με τον θαμπωτικόν χαλκόν το σώμα εζώσαν,
+'ς την πόλι την πλατύχωρην εμπρός εσυναχθήκαν·
+ήταν ο Ευπείθης αρχηγός, 'ς την άκρα του μωρία·
+νόμιζε αυτός να εκδικηθή τον φόνο του παιδιού του, 470
+αλλ' έμελλε να πέση αυτός και πλειά να μη γυρίση.
+
+Τότ' έλεγεν η 'Αθηνά προς τον Κρονίδη Δία·
+«Κρονίδη, ω πατέρα μας, πρώτε των βασιλέων,
+'ς το ερώτημά μου απάντησε· τι μέσα ο νους σου κρύβει;
+εις του πολέμου τα κακά, 'ς το αίμα, θα τους σπρώχνης 475
+ή μεταξύ τους βούλεσαι να στήσης την αγάπη;»
+
+Και ο Δίας της απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης·
+«Ω τέκνο μου, τι μ' ερωτάς 'ς αυτά και μ' εξετάζεις;
+δεν είσαι συ 'που σκέφθηκες η ίδια, να γυρίση
+ο Οδυσσέας και απ' αυτούς εκδίκησι να πάρη; 480
+πράξε όπως θέλεις· και θα ειπώ κείν' οπού τώρ' αρμόζει.
+αφού τους εκδικήθηκεν ο θείος Οδυσσέας,
+ας γείνουν όρκοι στερεοί, να βασιλεύη εκείνος,
+κ' εμείς τον φόνο των παιδιών και των αυταδελφών των
+ας σβύσουμε από ταις καρδιαίς, ως πρώτα ν' αγαπώνται, 485
+και πλούτη ας έχουν άφθονα και ατάραχην ειρήνη».
+
+Είπε και θάρρος έβαλε 'ς την πρόθυμην Αθήνη,
+κ' η θεά 'χύθη απ' ταις κορφαίς του Ολύμπου και κατέβη.
+
+Και αφού κείνοι την όρεξι του γλυκού σίτου εσβύσαν,
+τους είπεν ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας· 490
+«Ας προβή κάποιος να ιδή μην έφθασε το πλήθος».
+Τον άκουσε κ' εβγήκ' ευθύς το τέκνο του Δολίου,
+εις το κατώφλι στάθηκε κ' είδε σιμά το πλήθος,
+και του Οδυσσέα φώναζε με λόγια πτερωμένα·
+«Έφθασαν, ήδ' είναι σιμά· καιρός ν' αρματωθούμε». 495
+
+Είπε και τ' όπλα εζώσθηκαν, εκείνοι του Οδυσσέα
+οι τρεις και αυτός, και ομού τα έξ' αγόρια του Δολίου·
+τότ' ο Λαέρτης ζώσθηκε τα όπλα και ο Δολίος.
+ασπρόμαλλοι πολεμισταίς, ως το καλούσ' η ανάγκη.
+και τ' άρματ' αφού ζώσθηκαν, οπ' έλαμπαν, ανοίξαν 500
+την θύρα κ' εξεκίνησαν κατόπιν του Οδυσσέα.
+
+Η Αθήνη, κόρη του Διός, 'ς το πλάγι τους εφάνη,
+εις το κορμί, και 'ς την φωνή, του Μέντορ' όλη ομοία.
+εχάρηκε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας.
+άμα την είδε, κ' είπ' ευθύς του αγαπητού παιδιού του· 505
+«Τηλέμαχ', ήδη αυτό θα ιδής, τώρ' ότε θα 'μπης πρώτα
+οπού 'ς την μάχη των ανδρών τα παλληκάρια δείχνουν,
+αισχύνην να μη φέρης συ 'ς το γένος των πατέρων,
+οπού 'ς της γης τα πέρατα φημίζεται γενναίο».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε· 510
+«Αν θέλης, τώρα θέλ' ιδής, γλυκέ πατέρ', αν μέλλει
+τούτ' η ψυχή 'ς το γένος σου να φέρη καταισχύνη».
+
+Αυτά πε, και περίχαρος εφώναξ' ο Λαέρτης·
+«Ποιάν είδα ημέραν, ω καλοί θεοί μου! αναγαλλιάζω·
+υιός μου τώρα κ' εγγονός έχουν άγων' ανδρείας». 515
+
+Πλησίασε και του 'λεγεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη·
+«Αρκεισιάδη, φίλε μου και πολυαγαπημένε,
+συ της γλαυκόμματης θεάς και του Διός ευχήσου,
+και τίναξε και ακόντισε το μακρυό κοντάρι».
+
+Είπε και ανδρειά τον γέμισε τότε η Παλλάδ' Αθήνη· 520
+και, άμ' ευχήθη 'ς του Διός την κόρη, του μεγάλου,
+ετίναξε και ακόντισε το μακρυό κοντάρι·
+και τον Ευπείθη κτύπησε 'ς το χάλκινό του κράνος·
+τ' ακόντι αυτό δεν κράτησε, και αντίκρυ βγήκ' η λόγχη·
+εκείνος χάμ' εβρόντησε κ' ηχήσαν τ' άρματά του. 525
+τότ' ο Οδυσσέας ο λαμπρός υιός του 'ς τους προμάχους
+πέσαν κ' εκτύπαν με σπαθιά και δίστομα μαχαίρια,
+και όλους θα τους ξολόθρευαν, κανείς να μη γυρίση,
+αλλ' η Αθήνη, του Διός αιγιδοφόρου η κόρη,
+φοβερήν έσυρε φωνήν κ' εκράτησε τα πλήθη· 530
+«Ω Ιθακήσιοι, παύσατε τον φοβερόν αγώνα
+ογλήγορα, και αναίμακτα να χωρισθήτε πλέον».
+
+Αυτά 'πε κείνη, κ' έπιασεν αυτούς αχνή τρομάρα·
+έτρεμαν και απ' τα χέρια των έφυγαν τ' άρματά των
+καθώς εφώναξε η θεά 'ς την γην επέφταν όλα, 535
+και προς την πόλιν έστρεψαν να σώσουν την ζωή των.
+εβόησ' ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας,
+μαζώχθηκεν, ως αετός εχύθ' υψηλοπέτης.
+τον καπνοβόλον κεραυνόν τότ' έρριξε ο Κρονίδης,
+κ' έπεσ' εμπρός εις την θεάν, κόρην φρικτού πατέρα. 540
+και του Οδυσσέα φώναξεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη·
+«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,
+στάσου, παύε τον πόλεμον, όμοιο κακόν εις όλους,
+μη πέσης ήδη 'ς την οργή του βροντοφώνου Δία».
+
+Είπε· κ' υπάκουσεν αυτός και μέσα του εχαιρόνταν. 545
+κατόπι μ' όρκους στερεούς 'ς τα δύο μέρη αγάπην
+έστησ' η Αθήνη, του Διός αιγιδοφόρου η κόρη,
+εις το κορμί, και 'ς την φωνή, του Μέντορ' όλη ομοία.
+
+
+
+Τ Ε Λ Ο Σ
+
+Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν
+ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορά προσφερόταν
+συστηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η αρχαία ελληνική
+σκέψη (Ιστορία, φιλοσοφία, ποίηση, δράμα, δικανικός και πολιτικός
+λόγος) σε δημιουργικές μεταφορές της, από τους άριστους μεταφραστές
+του τόπου, στην πιο σύγχρονη μορφή που πήρε εξελισσόμενο το γλωσσικό
+της όργανο. Ο Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο
+Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο
+Θεόφραστος, ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ. προσφέρονται
+και σήμερα, στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή,
+Μωραϊτίδη, Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη,
+Καζαντζάκη, Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως,
+Τσοκόπουλου, Σιγούρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ, σε μια σύγχρονη σειρά
+εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα που επίσης γίνεται για πρώτη φορά,
+συστηματικά, στην Ελλάδα.
+
+ΟΔΥΣΣΕΙΑ Το πολυσύνθετο και πολυμερές έπος αυτό του Ομήρου διηγείται
+την δεκάχρονη περιπλάνηση του Οδυσσέα, ύστερα από τον τρωικό πόλεμο,
+επιστρέφοντας στην Ιθάκη. Οι πολιτισμοί, οι θρησκείες, η ιστορία, τα
+ήθη των τότε λαών, καθώς και των μυθολογουμένων περιλαμβάνονται και
+συμπλέκονται στην αριστουργηματική, περιπετειώδη αφήγηση. Η έμμετρη
+μετάφραση, από τις κλασικές πια της νεοελληνικής γραμματολογίας,
+έγινε από τον Ιάκωβο Πολυλά.
+
+Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΑΝΑΤΥΠΩΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ
+ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
+
+ΑΘΗΝΑΙ, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ 36
+ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΤΣΙΜΙΣΚΗ 61
+
+ΤΙΜΗ Α' Β' Γ' Δ' ΤΟΜΟΙ
+ΔΡΑΧΜΕΣ 40
+
+
+
+
+
+
+End of the Project Gutenberg EBook of Homer's Odyssey, Volume D, by Homer
+
+*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY, VOLUME D ***
+
+***** This file should be named 30616-0.txt or 30616-0.zip *****
+This and all associated files of various formats will be found in:
+ http://www.gutenberg.org/3/0/6/1/30616/
+
+Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis
+
+Updated editions will replace the previous one--the old editions
+will be renamed.
+
+Creating the works from public domain print editions means that no
+one owns a United States copyright in these works, so the Foundation
+(and you!) can copy and distribute it in the United States without
+permission and without paying copyright royalties. Special rules,
+set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to
+copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to
+protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project
+Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you
+charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you
+do not charge anything for copies of this eBook, complying with the
+rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose
+such as creation of derivative works, reports, performances and
+research. They may be modified and printed and given away--you may do
+practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is
+subject to the trademark license, especially commercial
+redistribution.
+
+
+
+*** START: FULL LICENSE ***
+
+THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE
+PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK
+
+To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free
+distribution of electronic works, by using or distributing this work
+(or any other work associated in any way with the phrase "Project
+Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project
+Gutenberg-tm License (available with this file or online at
+http://gutenberg.org/license).
+
+
+Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm
+electronic works
+
+1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm
+electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to
+and accept all the terms of this license and intellectual property
+(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all
+the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy
+all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession.
+If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project
+Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the
+terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or
+entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8.
+
+1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be
+used on or associated in any way with an electronic work by people who
+agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few
+things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works
+even without complying with the full terms of this agreement. See
+paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project
+Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement
+and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic
+works. See paragraph 1.E below.
+
+1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation"
+or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project
+Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the
+collection are in the public domain in the United States. If an
+individual work is in the public domain in the United States and you are
+located in the United States, we do not claim a right to prevent you from
+copying, distributing, performing, displaying or creating derivative
+works based on the work as long as all references to Project Gutenberg
+are removed. Of course, we hope that you will support the Project
+Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by
+freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of
+this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with
+the work. You can easily comply with the terms of this agreement by
+keeping this work in the same format with its attached full Project
+Gutenberg-tm License when you share it without charge with others.
+
+1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern
+what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in
+a constant state of change. If you are outside the United States, check
+the laws of your country in addition to the terms of this agreement
+before downloading, copying, displaying, performing, distributing or
+creating derivative works based on this work or any other Project
+Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning
+the copyright status of any work in any country outside the United
+States.
+
+1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg:
+
+1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate
+access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently
+whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the
+phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project
+Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed,
+copied or distributed:
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived
+from the public domain (does not contain a notice indicating that it is
+posted with permission of the copyright holder), the work can be copied
+and distributed to anyone in the United States without paying any fees
+or charges. If you are redistributing or providing access to a work
+with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the
+work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1
+through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the
+Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or
+1.E.9.
+
+1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted
+with the permission of the copyright holder, your use and distribution
+must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional
+terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked
+to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the
+permission of the copyright holder found at the beginning of this work.
+
+1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm
+License terms from this work, or any files containing a part of this
+work or any other work associated with Project Gutenberg-tm.
+
+1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this
+electronic work, or any part of this electronic work, without
+prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with
+active links or immediate access to the full terms of the Project
+Gutenberg-tm License.
+
+1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary,
+compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any
+word processing or hypertext form. However, if you provide access to or
+distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than
+"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version
+posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org),
+you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a
+copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon
+request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other
+form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm
+License as specified in paragraph 1.E.1.
+
+1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying,
+performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works
+unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9.
+
+1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing
+access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided
+that
+
+- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from
+ the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method
+ you already use to calculate your applicable taxes. The fee is
+ owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he
+ has agreed to donate royalties under this paragraph to the
+ Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments
+ must be paid within 60 days following each date on which you
+ prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax
+ returns. Royalty payments should be clearly marked as such and
+ sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the
+ address specified in Section 4, "Information about donations to
+ the Project Gutenberg Literary Archive Foundation."
+
+- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies
+ you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he
+ does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm
+ License. You must require such a user to return or
+ destroy all copies of the works possessed in a physical medium
+ and discontinue all use of and all access to other copies of
+ Project Gutenberg-tm works.
+
+- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any
+ money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the
+ electronic work is discovered and reported to you within 90 days
+ of receipt of the work.
+
+- You comply with all other terms of this agreement for free
+ distribution of Project Gutenberg-tm works.
+
+1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm
+electronic work or group of works on different terms than are set
+forth in this agreement, you must obtain permission in writing from
+both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael
+Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the
+Foundation as set forth in Section 3 below.
+
+1.F.
+
+1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable
+effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread
+public domain works in creating the Project Gutenberg-tm
+collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic
+works, and the medium on which they may be stored, may contain
+"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or
+corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual
+property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a
+computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by
+your equipment.
+
+1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right
+of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project
+Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project
+Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all
+liability to you for damages, costs and expenses, including legal
+fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT
+LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE
+PROVIDED IN PARAGRAPH F3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE
+TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE
+LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR
+INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH
+DAMAGE.
+
+1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a
+defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can
+receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a
+written explanation to the person you received the work from. If you
+received the work on a physical medium, you must return the medium with
+your written explanation. The person or entity that provided you with
+the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a
+refund. If you received the work electronically, the person or entity
+providing it to you may choose to give you a second opportunity to
+receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy
+is also defective, you may demand a refund in writing without further
+opportunities to fix the problem.
+
+1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth
+in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER
+WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO
+WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE.
+
+1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied
+warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages.
+If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the
+law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be
+interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by
+the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any
+provision of this agreement shall not void the remaining provisions.
+
+1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the
+trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone
+providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance
+with this agreement, and any volunteers associated with the production,
+promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works,
+harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees,
+that arise directly or indirectly from any of the following which you do
+or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm
+work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any
+Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause.
+
+
+Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm
+
+Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of
+electronic works in formats readable by the widest variety of computers
+including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists
+because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from
+people in all walks of life.
+
+Volunteers and financial support to provide volunteers with the
+assistance they need, are critical to reaching Project Gutenberg-tm's
+goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will
+remain freely available for generations to come. In 2001, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure
+and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations.
+To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation
+and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4
+and the Foundation web page at http://www.pglaf.org.
+
+
+Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive
+Foundation
+
+The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit
+501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the
+state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal
+Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification
+number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at
+http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent
+permitted by U.S. federal laws and your state's laws.
+
+The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S.
+Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered
+throughout numerous locations. Its business office is located at
+809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email
+business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact
+information can be found at the Foundation's web site and official
+page at http://pglaf.org
+
+For additional contact information:
+ Dr. Gregory B. Newby
+ Chief Executive and Director
+ gbnewby@pglaf.org
+
+
+Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation
+
+Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide
+spread public support and donations to carry out its mission of
+increasing the number of public domain and licensed works that can be
+freely distributed in machine readable form accessible by the widest
+array of equipment including outdated equipment. Many small donations
+($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt
+status with the IRS.
+
+The Foundation is committed to complying with the laws regulating
+charities and charitable donations in all 50 states of the United
+States. Compliance requirements are not uniform and it takes a
+considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up
+with these requirements. We do not solicit donations in locations
+where we have not received written confirmation of compliance. To
+SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any
+particular state visit http://pglaf.org
+
+While we cannot and do not solicit contributions from states where we
+have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition
+against accepting unsolicited donations from donors in such states who
+approach us with offers to donate.
+
+International donations are gratefully accepted, but we cannot make
+any statements concerning tax treatment of donations received from
+outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff.
+
+Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation
+methods and addresses. Donations are accepted in a number of other
+ways including checks, online payments and credit card donations.
+To donate, please visit: http://pglaf.org/donate
+
+
+Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic
+works.
+
+Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm
+concept of a library of electronic works that could be freely shared
+with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project
+Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support.
+
+
+Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed
+editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S.
+unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily
+keep eBooks in compliance with any particular paper edition.
+
+
+Most people start at our Web site which has the main PG search facility:
+
+ http://www.gutenberg.org
+
+This Web site includes information about Project Gutenberg-tm,
+including how to make donations to the Project Gutenberg Literary
+Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to
+subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks.
diff --git a/old/20091206-30616-0.zip b/old/20091206-30616-0.zip
new file mode 100644
index 0000000..0823f7b
--- /dev/null
+++ b/old/20091206-30616-0.zip
Binary files differ