diff options
| author | Roger Frank <rfrank@pglaf.org> | 2025-10-14 19:54:07 -0700 |
|---|---|---|
| committer | Roger Frank <rfrank@pglaf.org> | 2025-10-14 19:54:07 -0700 |
| commit | cf06de63560119b4cc39958c90d6baec92fdac4a (patch) | |
| tree | d3a56846fe0adba0a563b356eb40011c8f4267df | |
| -rw-r--r-- | .gitattributes | 3 | ||||
| -rw-r--r-- | 30616-0.txt | 3582 | ||||
| -rw-r--r-- | 30616-0.zip | bin | 0 -> 80745 bytes | |||
| -rw-r--r-- | 30616-h.zip | bin | 0 -> 176038 bytes | |||
| -rw-r--r-- | 30616-h/30616-h.htm | 3600 | ||||
| -rw-r--r-- | 30616-h/images/cover.jpg | bin | 0 -> 87898 bytes | |||
| -rw-r--r-- | LICENSE.txt | 11 | ||||
| -rw-r--r-- | README.md | 2 | ||||
| -rw-r--r-- | old/20091206-30616-0.txt | 3571 | ||||
| -rw-r--r-- | old/20091206-30616-0.zip | bin | 0 -> 80746 bytes |
10 files changed, 10769 insertions, 0 deletions
diff --git a/.gitattributes b/.gitattributes new file mode 100644 index 0000000..6833f05 --- /dev/null +++ b/.gitattributes @@ -0,0 +1,3 @@ +* text=auto +*.txt text +*.md text diff --git a/30616-0.txt b/30616-0.txt new file mode 100644 index 0000000..d4b856c --- /dev/null +++ b/30616-0.txt @@ -0,0 +1,3582 @@ +The Project Gutenberg EBook of Homer's Odyssey, by Homer + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + + +Title: Homer's Odyssey + Volume D + +Author: Homer + +Translator: Iakovos Polylas + +Posting Date: March 15, 2012 [EBook #30616] +First Posted: December 6, 2009 + +Language: Greek + +Character set encoding: UTF-8 + +*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY *** + + + + +Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis + + + + + + + + + +Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. +A few corrections on typing mistakes have been included within brackets. + +Σημείωση: Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Μερικές +τυπογραφικές διορθώσεις σημειώνονται με []. + + + + +ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ +ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ + + + +ΟΜΗΡΟΥ +ΟΔΥΣΣΕΙΑ + + + +ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ +ΙΑΚ. ΠΟΛΥΛΑ + + + + +ΤΟΜΟΣ Δ' +ΡΑΨΩΔΙΑ Τ-Ω + + + +ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ +ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΦΕΞΗ +ΟΜΗΡΟΥ +ΟΔΥΣΣΕΙΑ + + + + +Ραψωδία Τ + + + +Αλλ' έμενε 'ς το μέγαρον ο θείος Οδυσσέας, +και των μνηστήρων όλεθρο να εύρη εζήτα ο νους του +με την Αθήνη, κ' είπ' ευθύς γοργά του Τηλεμάχου· +«Ανάγκ' είναι, Τηλέμαχε, να θέσης τ' άρματ' όλα +μέσα· κατόπι πλάνεσε με λόγια τους μνηστήραις, 5 +όταν, ενώ τ' αναζητούν, για κείνα σ' εξετάσουν· +θα ειπής· τα πήρ' απ' τον καπνόν, ότι δεν ήσαν πλέον +ως ο Οδυσσέας τ' άφινε πριν πάγη 'ς την Τρωάδα, +και, ως 'πώφθαν' άχνα της φωτιάς, την πρώτη λάμψι χάσαν· +και άλλο τι μεγαλήτερο θεός 'ς τον νου μου βάζει· 10 +μήπως σας φέρ' εις έριδα, και κτυπηθήτε, η μέθη, +και το τραπέζι ατιμασθή με αίμα κ' η μνηστεία· +'ς τον εαυτό του ο σίδηρος σέρνει τον άνδρα μόνος». + +Αυτά 'πε· και άκουσ' ο υιός τον ποθητόν πατέρα, +και την βυζάστρα κάλεσεν Ευρύκλεια και της είπε· 15 +«Ταις κόραις, μάννα, κράτει μου 'ς τα μέγαρ', ως να θέσω +τα πατρικά μου τ' άρματα 'ς τον θάλαμο, τα ωραία· +μου τ' αφανίζ' όλα ο καπνός 'ς το σπίτι αμελημένα, +αφού λείπει ο πατέρας μου· κ' εγώ μικρός τότ' ήμουν· +θα τα φυλάξω τώρα εκεί 'που λάμπα δεν θα φθάση». 20 + +Η Ευρύκλεια τότε απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα· +«Άμποτ', υιέ μου, ν' άρχιζες με πόθο και με γνώσι +το σπίτι να επιμεληθής και να τηράς το βιο σου. +αλλά ποια τώρα θα 'λθ', ειπέ, κοντά σου φως να φέρη; +και η δούλαις, 'που θα σού 'φεγγαν, να βγουν δεν ταις αφίνεις». 25 + +Και ο συνετός Τηλέμαχος εκείνης αποκρίθη· +«Τούτος ο ξένος· ότι αργός δεν συγχωρώ να μένη +'ς το σπίτι μ' όποιος τρέφεται και από τα ξέν' αν ήλθε». + +Αυτά 'πε κείνος, και άπτερος 'ς αυτήν ειπώθη ο λόγος, +και τα θυρόφυλλ' έκλεισε των υψηλών μεγάρων. 30 +τότ' ο Οδυσσέας και ο λαμπρός υιός του κινηθήκαν, +κ' έφερναν μέσα κόρυθαις, ομφαλωταίς ασπίδαις, +μυτεραίς λόγχαις· κ' έμπροσθε χρυσόν κρατούσε λύχνον +κ' εμόρφον' ωραιότατο φως η Παλλάδ' Αθήνη. +τότ' είπεν ο Τηλέμαχος έξαφνα του πατρός του· 35 +«Θαύμ' είναι αυτό, πατέρα μου, μέγα, 'που βλέπ' εμπρός μου· +οι τοίχοι, τα μεσόστυλα τα ωραία, των μεγάρων, +τα πατερά τα ελάτινα, κ' οι στύλοι οπ' αναβαίνουν, +'ς τα μάτια μ' όλα φανερά φλογώδη λάμψιν έχουν· +είν' εδώ κάποιος των θεών των ουρανοκατοίκων». 40 + +Σ' εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· +«Σίγα, τον νουν σου κράτησε, μηδέ ποσώς ερώτα· +τούτος ο τρόπος των θεών κατοίκων του Ολύμπου· +αλλ' άμε συ ν' αναπαυθής, και αυτού θα μείνω μόνος, +'ς ταις δούλαις, 'ς την μητέρα σου, και άλλην να δώσω αιτία· 45 +θα μ' εξετάση 'ς όλ' αυτή μες το παράπονό της». + +Αυτά 'πε· και ο Τηλέμαχος, 'ς την λάμψι των λαμπάδων, +πέρασ' από το μέγαρο 'ς τον θάλαμο, 'ς το μέρος +όπ' εκοιμάτ' ότ' έρχονταν 'ς αυτόν ο γλυκός ύπνος· +πλάγιασε αυτού, την άφθαρτην Ηώ να περιμένη. 50 +αλλ' έμενε 'ς το μέγαρον ο θείος Οδυσσέας, +και όλεθρο με την Αθηνά ζητούσε των μνηστήρων. +Απ' τον κοιτώνα η φρόνιμη τότ' ήλθε Πηνελόπη· +την Άρτεμιν ή την χρυσήν ωμοίαζε Αφροδίτη· +κ' ευθύς 'ς το πλάγι της φωτιάς της θέσαν το θρονί της, 55 +'που τορνευτό μ' ελέφαντα και ασήμ' είχε ποιήσει +ο τεχνουργός Ικμάλιος, και του 'συρε υποπόδι +'ς εκείνο αρμόδιο, και προβειά το σκέπαζε μεγάλη· +'ς εκείνο τότε η φρόνιμη καθόνταν Πηνελόπη· +ήλθαν από το μέγαρον η λευκοχέραις κόραις, 60 +κ' ευθύς σηκόναν τ' άφθονο φαγί και τα τραπέζια +και τα ποτήρια, 'πώπιναν οι απόκοτοι μνηστήρες· +και απ' τους φανούς κάτ' έρριξαν το πυρ κ' έθεσαν άλλα +επάνω τους ξύλα πολλά, να δίδουν φως και ζέστη. +τον Οδυσσέ' η Μελανθώ τότε αποπήρε πάλι· 65 +«Την νύκτ' ακόμα, ξέν', εδώ θε να μας βασανίζης, +'ς το σπίτι ν' αναστρέφεσαι, ταις κόραις να ματιάζης; +'ς τον δρόμον έβγ', ελεεινέ, και αρκεί σ' ό,τ' έχεις φάγει, +ή θα σε βιάσω με δαυλιαίς να πεταχθής 'ς τον δρόμο». + +Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος της είπεν Οδυσσέας· 70 +«Με πάθος τόσο, απάνθρωπη, γιατί με κατατρέχεις; +μη τάχ' ότ' είμαι ανάλειπτος και κακοενδυμένος, +και 'ς το κοινό ψωμοζητώ, καθώς με βιάζ' η χρεία; +αύτ' είν' η όψι των πτωχών των περιπλανωμένων. +ότι κ' εγώ πανευτυχής 'ς τον κόσμον ήμουν κ' είχα 75 +πάμπλουτο σπίτι, και συχνά του πλανωμένου ανθρώπου, +όποιος και αν ήταν, έδιδα, και όποιαν και αν είχε ανάγκη· +και δούλους είχ' αμέτρητους και άφθον' αυτά 'που κάμνουν +να καλοζούν οι άνθρωποι, και υπέρπλουτοι λογιούνται· +αλλ' όλα μου τ' αφάνισεν η θέλησις του Δία. 80 +όθεν και συ σκέψου, ω γυνή, μή ποτε χάσης όλην +την λάμψιν, οπ' ανάμεσα 'ς ταις δούλαις σε στολίζει, +η δέσποινά σου αν σ' οργισθή και σε κακοποιήση, +ή φθάσ', όπως ελπίζεται, ο θείος Οδυσσέας· +κ' εάν εχάθη, ως λέγετε, και δεν θα φθάση πλέον, 85 +ανάθρεψεν ο Απόλλωνας, ιδού, τον μονουιόν του +Τηλέμαχον και αν ανομεί 'ς το σπίτι του καμμία +των γυναικών, το βλέπει αυτός, και πλειά παιδί δεν είναι». + +Αυτά 'πε, και τον άκουσε μακρόθε η Πηνελόπη +η φρόνιμη, και ωνείδισε την δούλα και της είπε· 90 +«Σε βλέπω, σκύλ' αδιάντροπη, ν' αυθαδιάζης πράξι, +'που θα σφογγίσης έπειτα συ με την κεφαλή σου· +ότι καλώς το γνώριζες, είχες ακούσει ότ' είπα +πως 'ς τα ιδικά μου μέγαρα τον ξένον να εξετάσω +έμελλα ως προς τον άνδρα μου, ενώ με φθείρ' η λύπη». 95 + +Είπε και την κελλάρισσα προσφώνησ' Ευρυνόμη· +«Φέρ', Ευρυνόμη, εδώ θρονί με την προβειά στρωμένο, +ο ξένος να καθίση αυτού, λόγον να ειπή, ν' ακούση +λόγον και κείνος απ' εμέ, και θα τον εξετάσω»· + +Είπε, και πρόθυμ' έφερε κ' έστησ' ευθύς εκείνη 100 +λαμπρήν καθήκλα, και προβειά της έστρωσεν επάνω· +εκάθισε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας, +κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη τότ' άρχισε να λέγη· +«Ω ξένε, το εξής εγώ θα σ' ερωτήσω πρώτη· +ποιος είσαι; ποιο το γένος σου; που η πόλις και οι γονείς σου;» 105 + +Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· +«'Σ της γης τα πέρατα, ω γυνή, σέ ποιος θνητός θα ψέγη; +ότι 'ς τον μέγαν ουρανόν η φήμη σ' έχει φθάσει· +ομοίαν φήμην άπταιστος λαμβάνει βασιλέας, +αν κυβερνά θεόφοβα λαόν πολύν και ανδρείον, 110 +εις όλα δίκαιος· και η γη σιτοφορεί, τα δένδρα +γέμουν καρπούς, τα πρόβατα καλογεννούν, και πλήθος +ψάρια γεννά το πέλαγος, απ' την χαριτωμένη +την βασιλεία, κ' ευτυχούν τα πλήθη 'ς την σκιά του. +όθεν τώρα 'ς το σπίτι σου 'ς ό,τι άλλο εξέταζέ με, 115 +αλλά μη την πατρίδα μου, το γένος μου, ερωτήσης +μήπως η πολυστένακτη ψυχή μου πλημμυρήση +από πικραίς ενθύμησαις, και μέσα εις σπίτι ξένο +δεν πρέπει εγώ να μύρωμαι και να βαρυστενάζω· +και άνθρωπος ατελεύτητα να κλαίη δεν συμφέρει· 120 +μη κάποια δούλα σου, ή και συ, θυμώση και νομίση +ότι 'ς τα δάκρυα πνίγομαι βαρύς από την μέθη». + +Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· +«Ω ξέν', όλα τα δώρα μου, το κάλλος και το σώμα +οι αθάνατοι μου αφάνισαν απ' ότε 'ς την Τρωάδα 125 +με τους Αργείους έπλευσεν ο άνδρας μου Οδυσσέας. +αχ! την ζωή μου αν έρχονταν να θεραπεύη εκείνος +και η δόξα μου θε ν' αύξαινε και θα σαν όλα ωραία· +τώρ' έχω λύπη· τι πολλά μώδωσε πάθ' η μοίρα· +ότι όσ' υπάρχουν δυνατοί 'ς τα νησιά γύρω, οι πρώτοι 130 +του Δουλιχιού, της Σάμης και της σύδενδρης Ζακύνθου, +κ' εκείνοι οπού 'ς την ηλιακήν Ιθάκη κατοικούσι, +εμέ την άθελη ζητούν και όλο το σπίτι φθείρουν +όθεν 'ς τους ξένους προσοχήν ή 'ς τους ικέταις πλέον +δεν δίδ', ούτε 'ς τους κήρυκαις, τους λειτουργούς του δήμου, 135 +αλλά μου τήκει την καρδιάν ο πόθος του Οδυσσέα. +κείνοι τον γάμον βιάζουσι κ' εγώ τους πλέκω δόλους· +και πρώτα μ' έμπνευσε θεός, πανί μέγ' αφού στήσω +'ς το δώμα μου, λεπτότατο και απέραντο να υφαίνω +ύφασμα· κ' ευθύς έπειτα 'ς εκείνους είπα· «Ω νέοι 140 +μνηστήρες μου, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας, +τον γάμον μη μου βιάζετε, σταθήτ' ως ν' αποκάμω +το ύφασμ' αυτό, τα γνέματα να μη μου παν χαμένα, +του Λαέρτ' ήρωα σάβανο, για τον καιρό, 'που η μαύρη +μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου θα τον πάρη, 145 +των Αχαιίδων μην καμμιά 'ς τον τόπο μ' ονειδίση, +αν κείτεται ασαβάνωτος αυτός 'που πλούσιος ήταν. +αυτά 'πα κ' εκατάπεισα την ανδρικήν ψυχή τους· +και το πανί τότ' ύφαινα, το απέραντο, ολημέρα, +και νύκτα το ξεΰφαινα 'ς την λάμψι των λαμπάδων. 150 +όθεν από τους Αχαιούς εκρύφθηκα με απάτη +τρεις χρόνους· αλλ' ότ' έφεραν τον τέταρτον η ώραις, +ως τα φεγγάρια χάνονταν κ' η 'μέραις επληθύναν, +η δούλαις, σκύλαις άσπλαχναις, με πρόδωσαν, κ' εκείνοι +μ' ευρήκαν και μ' ονειδισμούς πικρούς μ' εφοβερίσαν. 155 +ιδού πώς το τελείωσα βιασμένη απ' την ανάγκη. +τώρα του γάμου αποφυγή δεν είν' ούτ' άλλο ευρίσκω +τέχνασμα· και να υπανδρευθώ με σπρώχνουν οι γονείς μου· +και το παιδί μου αγανακτεί 'που τρώγουν το βιο του· +έχ' ήδη γνώσι, ανδρώθηκε, κ' είν' άξιος να προσέχη 160 +το σπίτι, ως πρέπ' εις άνθρωπον πώχει λαμπρύνει ο Δίας. +και όμως 'ς εμέ το γένος σου θα ειπής, οπόθεν είσαι· +το δρυ τ' αρχαιομίλητο δεν σ' έβγαλ' ούτ' η πέτρα». + +Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· +«Του Λαερτιάδη σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα, 165 +την γενεά να μ' ερωτάς δεν θέλει παύσης πλέον· +θα σου την είπω, αν και μ' αυτό ταις λύπαις μου θ' αυξήσης. +του ανθρώπου ο τρόπος είναι αυτός, οπότε απ' την πατρίδα +τόσους καιρούς είναι μακράν, όσο εγώ λείπω τώρα, +και εις πολλαίς χώραις των θνητών θλιμμένος παραδέρνω. 170 +και όμως εκείνο θα σου ειπώ, 'που μ' ερωτάς να μάθης. +υπάρχει γη καταμεσής του σκοτεινού πελάγου, +η Κρήτη, ωραία, κάρπιμη, περίβρεκτη, και μέσα +είν' άνθρωποι αναρίθμητοι και πόλες ενενήντα. +και γλώσσαις είν' όσοι λαοί· γένη Αχαιών ο τόπος 175 +και Αυτοκρήτων ψυχερών μέσ' έχει και Κυδώνων +και Δωριέων τριγενών και Πελασγών των θείων· +κ' είν' η Κνωσός, πόλις τρανή, 'που ο Μίνως, του μεγάλου +του Δία συνομιλητής, βασίλευ' έτη εννέα, +του θείου Δευκαλίωνα πατέρας, του πατρός μου, 180 +'που εμέ και τον πολέμαρχον γέννησ' Ιδομενέα. +'ς την Ίλιον ακολούθησεν εκείνος τους Ατρείδαις +με τα κυρτά καράβια του· εμ' Αίθωνα ονομάζουν· +εγώ νεώτερος, αυτός καλήτερος και πρώτος. +τότ' είδα εγώ κ' εξένισα εκεί τον Οδυσσέα· 185 +σφοδρός τον έσπρωξ' άνεμος 'ς την Κρήτη απ' τον Μαλέα +προς την Τρωάδ' ως έπλεε· 'ς τον Αμνισόν, εις τ' άντρο +της Ειλειθυίας άραξε, 'ς τα δύσκολα λιμάνια, +και μόλις αυτού ξύφυγεν απ' ταις ανεμοζάλαις. +'ς την πόλι ανέβη, ερώτησε πού είν' ο Ιδομενέας, 190 +ο σεβαστός του, ως έλεγε, και αγαπητός του ξένος· +αλλ' ήσαν ήδη δέκ' αυγαίς ή ένδεκ' αφού κείνος +είχε κινήσει με κυρτά καράβια προς την Τροία. +'ς το δώμα μου τον πήρα εγώ κ' εκαλοξένισά τον, +ως είχε απ' όλα τα καλά το σπίτι μου αφθονία· 195 +και αλεύρια, φλογερό κρασί, και βώδια της θυσίας +απ' το κοινόν εσύναξα κ' εχάρισά τα εκείνου, +μ' όλη την συνοδία του να ευφραίνεται η ψυχή του. +δώδεκα ημέραις οι Αχαιοί πρόσμεναν τότε οι θείοι· +μέγας τους έκλειε Βορηάς, και ουδέ 'ς την γη να μείνουν 200 +τους άφινε· κάποιος θεός εχθρός τον είχε στείλει· +'ς ταις δεκατρείς, άμ' έπεσεν, εκείνοι εξεκινήσαν». + +Έλεγε ψεύματα πολλά, και αλήθειαις ωμοιάζαν· +και ως άκουε τα δάκρυα της ρέαν κ' η θωριά της +έλυονε· και ως εις τα υψηλά βουνά λυόνει το χιόνι, 205 +'που αφού το ρίξη ο Ζέφυρος ο Εύρος τ' αναλύει, +και ως λυόνει εκείνο οι ποταμοί πληθένουν ενώ ρέουν, +όμοια τα ωραία μάγουλα 'ς τα δάκρυα της ελυόναν, +ως έκλαιε τον άνδρα της καθήμενον σιμά της· +και κείνος την γυναίκα του, 'που εθρήνει, εσυμπονούσε· 210 +αλλ' ως κέρατ' ή σίδερο τα μάτι' ασάλευτ' ήσαν, +'ς τα βλέφαρ' ως αφάνιζε τα δάκρυα του με τέχνη. +και αφού 'ς τον πολυδάκρυτον θρήνον εκείνη ευφράνθη, +πάλι 'ς αυτόν απάντησεν, ωμίλησέ του κ' είπε· +«Αλήθεια, ξένε, τώρα σε, θαρρώ, θα δοκιμάσω, 215 +εάν εκεί τον άνδρα μου με τους λαμπρούς συντρόφους +εξένισες 'ς το σπίτι σου τωόντι, ως τώρα λέγεις, +ειπέ μου ποια φορέματα το σώμα του εφορούσε, +και αυτόν και τους συντρόφους του παράστησε μ' ως ήσαν». + +Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· 220 +«Πράγμ' είναι δύσκολ', ω γυνή, να σου τον παραστήσω, +αφού καιροί μας χώρισαν, κ' ήδ' είν' είκοσι χρόνοι +απ' ότε κείνος άφησε την γη την πατρική μου. +αλλ' όμως θα σου τον ειπώ 'ς τον νου μ' ως αναφαίνει. +πορφυρήν χλαίναν δασερήν ο θείος Οδυσσέας 225 +διπλήν εφόρει με χρυσήν περόνην, 'που 'χε δύο +αυλούς διδύμους, κ' έμπροσθε τεχνούργημ' ήταν θείο· +σκύλος ζαρκάδι παρδαλό 'ς τα εμπροσθινά του εκράτει +κ' εκύττα το 'που σπάραζε· και αυτό θαύμαζαν όλοι +πώς, ενώ πλάσθηκαν χρυσοί, κυττά και πνίγει ο σκύλος 230 +το ζάρκαδο, και αυτό σπαρνά τα πόδια, να του φύγη. +χιτών' ακόμη του είδα εγώ λαμπρότατον 'ς το σώμα, +κ' εγυάλιζ' ως εις το ξερό κρεμμύδι επάνω η φλούδα· +τόσ' ήταν κείνος μαλακός κ' είχε του ηλιού την λάμψι· +γυναίκες τον εθαύμασαν πολλαίς οπού τον είδαν. 235 +και εις άλλο ακόμα πρόσεχε· δεν ξεύρ' αν ο Οδυσσέας +είχεν από το σπίτι του τα ενδύματα, 'που εφόρει, +ή φίλος αν τα χάρισεν, ότ' έμβαινε 'ς το πλοίο, +ή ξένος· ότι αγάπησαν πολλοί τον Οδυσσέα, +επειδή μες τους Αχαιούς ολίγους είχε ομοίους. 240 +κ' εγώ ξίφος ολόχαλκο και πορφυρήν χλαμύδα +διπλήν ωραίαν του 'δωκα, και μακρυόν χιτώνα, +και ως τ' εύμορφο καράβι του με σέβας τον επήρα. +τον ακολούθα κήρυκας ολίγο ανώτερός του +'ς την ηλικίαν ως και αυτόν θα σου τον παραστήσω· 245 +καμπούρης, μελαψός, σγουρός, κ' είχ' όνομα Ευρυβάτης· +και αυτόν απ' τους συντρόφους του τιμούσ' ο Οδυσσέας +εξόχως, ότι εταίριαζε μ' αυτόν εκείνου η γνώμη». + +Είπε, και αυτή πλειότερον πόθον του θρήνου αισθάνθη, +άμα της είπε ασάλευτα γνωρίσματ' ο Οδυσσέας. 250 +και, αφού 'ς τον πολυδάκρυτον θρήνον εκείνη ευφράνθη, +πάλι 'ς αυτόν απάντησεν, ωμίλησέ του και είπε· +«Ω ξέν', είχες την λύπη μου και πριν, αλλ' από τώρα +αγαπητός και σεβαστός 'ς το σπίτι μου συ θα 'σαι· +τα ενδύματ', ως τ' ανάφερες, μ' αυτά τα χέρια πήρα 255 +κ' εδίπλωσ' απ' τον θάλαμο, και την λαμπρήν περόνην +εκάρφωσα, καλλώπισμα να έχη αυτός, 'που οπίσω +δεν θα 'λθη, αχ! να τον δεχθώ, 'ς την ποθητήν πατρίδα· +μοίρα 'ς το πλοίον έφερε κακή τον Οδυσσέα, +την Κακοΐλιον να ιδή την τρισκαταραμένην». 260 + +Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· +«Του Λαερτιάδη ω σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα, +μη φθείρης την καλή σου ειδή, μη την καρδιά σου λυόνης +τον σύντροφό σου κλαίοντας· πλην δεν σε κατακρίνω· +κ' εάν κάθ' άλλη οδύρεται, τον άνδρα της αν χάση, 265 +'που τέκν' απόλαυσε απ' αυτόν, εσύ πώς να μην κλαίης +τον Οδυσσέα, 'πώμοιαζε με τους θεούς, ως λέγουν; +αλλά παύσε τα δάκρυα, τους λόγους μου ν' ακούσης· +θέλει ομιλήσω αληθινά χωρίς το ουδέν να κρύψω, +είδησι της επιστροφής πως έχω του Οδυσσέα, 270 +'που ζη σιμά, 'ς των Θεσπρωτών την κάρπιμη την χώρα, +και πολλούς φέρει θησαυρούς 'που απ' το κοινό συνάζει· +αλλ' έχασε 'ς τα σκοτεινά πελάγη τους συντρόφους +με το καράβι, ως έπλεεν από την Θρινακία, +ότι 'ς αυτόν ωργίσθηκαν ο Ήλιος και ο Δίας 275 +αφού τα βώδια φόνευσαν εκείνου οι σύντροφοί του· +κείνοι 'ς τον πολυτάραχον πόντον χαθήκαν όλοι, +και αυτόν, 'που επάνω ανέβηκε 'ς του πλοίου την καρίνα, +τα κύματ' έβγαλαν 'ς την γη των θεογενών Φαιάκων, +οπ' ως θεόν τον τίμησαν και τον φιλοδωρήσαν, 280 +και να τον στείλουν άβλαπτον ήθελαν 'ς την πατρίδα. +και από καιρό θα 'ταν εδώ φθασμένος ο Οδυσσέας, +αλλ' όμως συμφερώτερο του φάνη 'ς πολλά μέρη +της γης γυρνώντας πράγματα πολλά να θησαυρίζη. +τόσο πολλά τεχνάσματα γνωρίζ' ο Οδυσσέας, 285 +ουδέ θνητός ευρίσκεται να μετρηθή μ' εκείνον. +αυτά μου είπε ο Φείδωνας, οπ' είναι βασιλέας +των Θεσπρωτών, και ως σπόνδιζε 'ς το σπίτι ωρκίσθη εμπρός μου +'που το καράβ' είχε ριχθή κ' οι σύντροφοι έτοιμ' ήσαν, +'που κείνον θα οδηγήσουσι 'ς την ποθητήν πατρίδα. 290 +αλλ' έπεμψε μέ πρότερα, τι Θεσπρωτών καράβι +έτυχε για το κάρπιμο Δουλίχιο να κινήση. +και μου 'δειξ' όσους θησαυρούς εσύναξ' ο Οδυσσέας, +'που αρκούσαν και την δέκατη να θρέψουν γενεά του· +θησαυρούς τόσους είχε αυτός 'ς τα σπίτια του κυρίου. 295 +και 'ς την Δωδώνην έλεγεν ότ' είχε αυτός περάσει +απ' του θεού το υψηλό δρυ το θέλημα του Δία +ν' ακούση, αν ολοφάνερα ή μυστικά θα γύρη, +τόσους αφού 'λειψε καιρούς, 'ς την ποθητήν πατρίδα. +ιδού πώς κείνος σώζεται, κ' ήδη θα φθάση κ' είναι 300 +πολύ σιμά, και δεν αργεί να ιδή τους ποθητούς του +και την πατρίδα· και άκουσε τον όρκο 'που σου δίδω· +μάρτυς μου ο Δίας, των θεών ο εξαίσιος και πρώτος, +και η γωνία, πώφθασα, του άπταιστου Οδυσσέα, +πως όλα τούτα θα συμβούν καθώς τα λέγω τώρα· 305 +ο Οδυσσέας έρχεται τούτος πριν κλείσ' ο χρόνος, +τούτος ο μήνας άμ' εβγή και άμα πατήσ' ο άλλος». + +Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· +«Τούτος ο λόγος άμποτε τέλος να λάβη, ω ξένε, +και τότε την αγάπη μου θα γνώριζες και δώρα 310 +τόσο πολλά, 'π' όποιος σε ιδή θε να σε μακαρίζη. +αλλ' άκουσ' ό,τι αλάθευτα προαισθάνεται η ψυχή μου· +ούτ' ο Οδυσσέας θα 'λθη πλειά, προβόδισμ' ούτε θαύρης, +ότι οδηγοί 'ς το σπίτι μας τέτοιοι δεν είναι πλέον, +ως ο Οδυσσέας ικανός, αν ποτ' εζούσ', εφάνη, 315 +να δέχωνται, να προβοδούν τους σεβασμίους ξένους. +τώρα τον ξένον νίψετε, θεράπαιναις, και κλίνην +στρώσετε με λαμπρότατα παπλώματα και χλαίναις, +γλυκείαν να 'χη ανάπαυσιν ως 'που να λάμψ' η 'μέρα, +και αύριο θα τον λούσετε και χρίσετε άμα φέξη, 320 +όπως με τον Τηλέμαχο 'ς την τράπεζαν καθίση, +'ς το μέγαρο· δεν θα χαρούν με τούτ' όσοι μνηστήρες +τούτον λυπούν θανάσιμα, και ουδέ 'ς το εξής θα κάμουν +τίποτ' απ' όσα βούλονται, και αν τρομερά θυμώσουν. +και πώς συ, ξένε, ως προς εμέ θα μάθης αν των άλλων 325 +των γυναικών ανώτερη 'ς τον νου, 'ς την γνώσιν, είμαι, +αν άλουστος, κακένδυτος, 'ς τα μέγαρα καθίσης +'ς την τράπεζα; και των θνητών η ημέραις είν ολίγαις. +άρ' όποιος δείχνετ' άπονος και άπονην γνώμην έχει, +οι άνθρωποι όλοι, ενόσω ζη, κακά του καταριώνται, 330 +και απεθαμένον φοβερά τον ονειδίζουν όλοι· +αλλ' όποιος δείχνετ' άψεγος και άψεγην γνώμην έχει, +την δόξαν του 'τα πέρατα της γης οι ξένοι απλόνουν, +και μύρι' ανθρώπων στόματα καλόν τον ονομάζουν». + +Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· 335 +«Του Λαερτιάδη σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα, +έχω μισήσει και λαμπρά παπλώματα και χλαίναις, +αφού της Κρήτης άφησα τα χιονισμένα όρη, +κ' εβγήκα με μακρύκουπο καράβι 'ς τα πελάγη. +τώρ' ας πλαγιάσω, 'ς άυπναις νυκτιαίς συνειθισμένος· 340 +επειδή νύκταις πέρασα πολλαίς 'ς αχρεία κλίνη, +ως να 'λθη της καθ[λ]όθρονης Ηώς η λάμψ' η θεία +ουδέ το ποδονίψιμο τώρα η καρδιά μου θέλει· +ουδέ καμμιά των γυναικών το πόδι μου θα εγγίξη +απ' όσαις εις το δώμα σου τώρ' έχεις υπηρέτραις, 345 +ειμή κάποια γερόντισσα, χρηστή γυναίκ', αν είναι, +'που 'ς την καρδιά της να 'παθεν όσ' έχω παθημένα· +εκείνης δεν θα εμπόδιζα τα πόδια μου να εγγίξη». + +Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· +«Ακριβέ ξένε —ότι κανείς των ξένων από πέρα 350 +συνετός τόσο και ακριβός 'ς το δώμα μου δεν ήλθε, +τόσ' είναι σύνεσις πολλή και σκέψις 'ς ό,τι λέγεις,— +τώρ' έχω εγώ γερόντισσαν, γνώσιν και νουν γεμάτην, +αυτήν, 'που γλυκανάστησε τον άμοιρον εκείνον, +και απ' της μητρός του την κοιλιά τα χέρια της τον πιάσαν· 355 +αυτή, και ας είναι αδύναμη, τα πόδια θα σου νίψη. +Ευρύκλεια φρονιμώτατη, σήκω και του άρχοντά σου +νίψε τον συνομήλικον και τώρ' ο Οδυσσέας +'ς τα πόδια και 'ς τα χέρια με τούτον όμοιος είναι, +ότ' οι θνητοί 'ς ταις συμφοραίς ογρήγορα γεράζουν». 360 + +Αυτά 'πε και το πρόσωπον εσκέπασεν η γραία, +κ' έβγαλε δάκρυα θερμά και με παράπον' είπε· +«Ωιμέ, τέκνο, απελπίσθηκα για σε· σ' ωργίσθη ο Δίας +ως δεν ωργίσθη άλλον θνητόν, θεόφοβος αν κ' ήσουν· +ότι κανείς απ' τους θνητούς του χαιρεβρόντη Δία 365 +παχειά μεριά δεν έκαψε κ' εξαίσιαις εκατόμβαις, +όσαις εσύ του πρόσφερες, ευχόμενος να λάβης +γήρας καλόν και τον λαμπρόν υιόν σου ν' αναστήσης· +και τώρα την επιστροφή μόνον εσέν' αρνήθη. +και κείνον, αχ! 'ς την ξενιτειάν η δούλαις θ' αναπαίζαν, 370 +ότ' επατούσ' ο άμοιρος ς' τα σπίτια των μεγάλων, +ως αναπαίζουν τώρα σέ τούταις η σκύλαις όλαις. +των μιαρών τους υβρισμούς μισείς και να σε νίψουν +δεν στέργεις, ώστ' επρόσταξεν εμέ, 'που πρόθυμ' είμαι, +η Πηνελόπ' η φρόνιμη του Ικαρίου κόρη. 375 +τα πόδια θα σου νίψω εγώ χάριν της Πηνελόπης +και χάριν σου, ότι ξύπνησαν 'ς τα βάθη της ψυχής μου +πόνοι πολλοί· και πρόσεχε 'ς αυτό που θα προφέρω· +πολλ' ήλθαν ήδη ξένοι εδώ ταλαίπωροι, αλλ' ακόμη +άνδρα δεν είδα εγώ ποτέ να ομοιάζη του Οδυσσέα, 380 +ως εις το σώμα, 'ς την φωνή, 'ς τα πόδια, συ του ομοιάζεις». + +Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· +«Ω γραία, τούτ' ομολογούν, εμέ και αυτόν όσ' είδαν, +ότι ομοιότητ' έχουμε πολλήν εμείς οι δύο, +καθώς και συ το νόησες με καλήν βλέψι κ' είπες». 385 + +Είπε, κ' η γραία λέβητα, λαμπρόν ποδολουτήρα, +επήρε, κ' έβαλε πολύ ψυχρό νερό, κατόπι +ζεστό· κείνος εκάθιζε μακράν απ' την γωνίστρα, +και προς το σκότος στράφη ευθύς, ότι του εμπήκε φόβος +μη κείνη, ενώ τον έψαχνε, το λάβωμα γνωρίση 390 +και γνωσθούν όλα· εσίμωσεν η γρηά 'ς τον κύριόν της +κ' ενόησ', ως τον ένιβε, το λάβωμ', οπού χοίρος +με λευκό δόντι του 'καμε 'ς τον Παρνασό, 'που νέος +εβγήκε τον Αυτόλυκο να ιδή, και τους υιούς του, +μητρικόν πάππον του λαμπρόν, 'ς τον όρκο, 'ς την απάτη, 395 +πρώτον απ' όλους τους θνητούς· τον είχ' ο Ερμής προικίσει, +επειδή του 'καιεν αρνιών καλά μεριά κ' ερίφων, +και κείνος τον συνώδευε βοηθός παντού και φίλος. +επέρασεν ο Αυτόλυκος 'ς την κάρπιμην Ιθάκη, +και νεογέννητ' εύρηκε παιδί της θυγατρός του. 400 +'ς τα γόνατά του το 'θεσεν, άμ' είχε αποδειπνήσει, +η Ευρύκλεια, και τον έκραξε κατ' όνομα και του 'πε· +«Αυτόλυκ', εύρες όνομα συ τώρ' ό, τι θα βάλης +εις του παιδιού σου το παιδί το πολυαγαπημένο». +Απάντησεν ο Αυτόλυκος· «Κόρη μου και γαμβρέ μου, 405 +τ' όνομα τούτ', οπού θα ειπώ, βάλετε του παιδιού σας· +εγώ', που τώρ' εδώ 'φθασα, συχναίς έδωσα οδύναις +πολλών ανδρών και γυναικών 'ς την γη την πολυθρέπτρα· +άρα Οδυσσέας όνομα να λάβη απ' ταις οδύναις· +και οπόταν άνδρας έλθη αυτός 'ς το μέγα της μητρός του 410 +παλάτι, εκεί 'ς τον Παρνασόν, οπ' είναι οι θησαυροί μου, +θα λάβη μέρος, και φαιδρόν θα τον ξεπροβοδήσω». + +Όθεν να λάβη τα λαμπρά χαρίσματ' ο Οδυσσέας +ανέβη εκεί· και με χαραίς ο Αυτόλυκος τον δέχθη, +και του Αυτολύκου τα παιδιά· κ' η μάννα της μητρός του 415 +η Αμφιθέα, κλείοντας αυτόν 'ς την αγκαλιά της +την κεφαλή του φίλησε και τα λαμπρά του μάτια. +και τα γενναία του παιδιά το γεύμα να ετοιμάσουν +παράγγειλεν ο Αυτόλυκος' κ' υπάκουσαν εκείνοι, +και βώδι ευθύς πεντάχρονον, αρσενικόν, εφέραν, 420 +το γδάραν, το συγύρισαν, και, αφού το τεταρτιάσαν, +με τέχνη το ελιάνισαν, το πέρασαν 'ς ταις σούβλαις, +και, αφού το ψήσαν εύμορφα, χώρισαν ταις μερίδαις. +κατόπι τρώγαν κ' έπιναν ολήμερ' ως το δείλι, +και απ' το τραπέζ' ισόμοιρο καρδιά δεν εστερήθη. 425 +και ο ήλιος άμ' εβύθισε κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα, +επλάγιασαν να κοιμηθούν κ' εχάρηκαν τον ύπνο. +εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη +και του Αυτολύκου τα παιδιά και οι σκύλοι ξεκινήσαν +εις το κυνήγι και μ' αυτούς ο θείος Οδυσσέας. 430 +το υψηλόν όρος πάτησαν του Παρνασού δασώδες, +και 'ς τ' ανεμώδη 'πίλακκα δεν άργησαν να φθάσουν. +κ' ενώ την γην ο ήλιος κτυπούσ' ως εσηκώθη +απ' τον βαθύν Ωκεανό, 'που σιγανά κυλάει, +'ς το δάσος μπήκαν οι οδηγοί, κ' εμπρός τους ερευνώντας 435 +τα ίχν' οι σκύλοι βάδιζαν, και οπίσω του Αυτολύκου +ακολουθούσαν τα παιδιά, και ο θείος Οδυσσέας +κοντά 'ς τους σκύλους κ' έσειε μακρόσκιο κοντάρι. +και μέγας χοίρος κείτονταν 'ς το βάθος πυκνού λόγγου· +κει μέσ' ούτ' άνεμοι φυσούν με την υγρή πνοή τους, 440 +ούτε του ήλιου πότ' έφθασαν οι φωτειναίς ακτίναις, +ούτε βροχή πότ' έσπασε, τόσο πυκνός ο λόγγος +ήταν, και φύλλα ευρίσκονταν σωρός αυτού χυμένα. +και, ως άκουσε ποδοβολή σκύλων και ανδρών, 'που ερχόνταν, +εμπρός τους στάθη από σιμά μέσ' άπ' τον λόγγ' ο χοίρος, 445 +όλαις ταις τρίχαις ώρθωσε και ως πυρ τα μάτια καίαν. +απ' όλους πρώτος χύθηκεν επάνω τ' ο Οδυσσέας, +την λόγχη ανασηκόνοντας με το βαρύ του χέρι +να τον πληγώση· πρόλαβε να του τραβήση ο χοίρος +'ς τον γόν' επάν' ως ώρμησε ξυστά, και σάρκα επήρε 450 +πολλήν το δόντι σχίζοντας, το κόκκαλο δεν ηύρε. +'ς τον δεξιόν ώμο λάβωσε τον χοίρον ο Οδυσσέας +κ' εβγήκ' η άκρη της λαμπρής λόγχης 'ς τ' αντίκρυ μέρος. +χάμου βροντώντας έπεσε κ' επέταξ' η πνοή του. +κείνον επιμελήθηκαν τα τέκνα του Αυτολύκου, 455 +και την πληγή του άπταιστου του θείου Οδυσσέα +καλόδεσαν και μ' επωδή το μαύρο παύσαν αίμα, +κ' έφθασαν εις τα δώματα του αγαπητού πατρός των. +τότ' ο Αυτόλυκος και ομού τα τέκνα του Αυτολύκου, +αφού καλά τον έγιαναν και τον φιλοδωρήσαν, 460 +φαδροί φαιδρόν τον έστειλαν 'ς την ποθητήν Ιθάκη. +'ς τον γυρισμό του χάρηκαν οι σεβαστοί γονείς του, +και πώς το λάβωμ' έλαβε να μάθουν ερωτούσαν· +και αυτός τους εξιστόρησε πώς 'ς το κυνήγι χοίρος +με λευκό δόντι ελάβωσεν αυτόν, οπότ' ανέβη 465 +'ς τον Παρνασό, με τους υιούς αντάμα του Αυτολύκου. + +Τούτο το λάβωμ' έπιασε κ' εγνώρισεν η γραία, +κ' ευθύς το πόδι απόλυσε, κ' έπεσ' εκείνο μέσα +'ς τον λέβητα, κ' εβρόντησε το χάλκινον αγγείο, +'ς την άλλην έγυρε μεριά, και το νερόν εχύθη. 470 +χαράν και θλίψιν μέσα της συνάμ' αισθάνθη εκείνη, +τα μάτια δάκρυα γέμισαν κ' εκόπηκ' η φωνή της· +και το πηγούνι του 'πιασε κ' είπε· «Γλυκό παιδί μου, +είσ' ο Οδυσσέας άσφαλτα· κι' αχ! δεν σ' έχω γνωρίσει +πριν ψηλαφήσ' ολόκληρον εγώ τον κύριόν μου». 475 + +Είπε και το βλέμμ' έστρεψε κατά την Πηνελόπη +να φανερώσ' ότι έφθασε 'ς το σπίτι ο ποθητός της. +και αυτή να ιδή δεν δύνονταν αντίκρ' ή να νοήση, +διότ' η Αθήνη αλλού τον νου της έστρεψε· και κείνος +απ' τον λαιμό την έπιασε με το δεξί του χέρι, 480 +και με τ' άλλο την έφερε σιμά του και της είπε· +«Θα μ' αφανίσης, μάννα, συ; και 'ς τούτο το βυζί σου +συ μ' έφερες· και τώρα εγώ, αφού πολλά 'χω πάθει, +τον χρόνον έφθασα εικοστόν 'ς την γη την πατρική μου. +αλλ' αφού συ το νόησες θεόθεν διδαγμένη, 485 +σίγα, μην άλλος άνθρωπος κανείς εδώ το μάθη. +και άκουσε τώρ' ό,τι θα ειπώ και ο λόγος μου θα γείνη· +αν μου υποτάξη ένας θεός τους θαυμαστούς μνηστήραις, +ουδέ σε, την βυζάστρα μου, θα λυπηθώ, την ώρα +'που 'ς τα ιδικά μου μέγαρα ταις δούλαις θα φονεύσω». 490 + +Η Ευρύκλεια τότε η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· +«Τέκνο, ποιος λόγος σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα; +ξεύρεις πως είν' ασάλευτη και αδάμαστ' η ψυχή μου, +και, ως να 'μουν λίθος στερεός ή σίδερο, θα μείνω. +και άλλο τι ακόμη θα σου ειπώ και βάλε το 'ς τον νου σου· 495 +αν σου υποτάξη ένας θεός τους θαυμαστούς μνηστήραις, +μίαν προς μίαν θα σου ειπώ 'ς το σπίτι ταις γυναίκαις, +και αυταίς, 'που σε καταφρονούν, και όσαις δεν έχουν κρίμα». + +Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· +«Μάννα, τι θα ταις είπης συ; φροντίδα σου δεν είναι· 500 +θα ταις νοήσω μόνος μου καλώς, την καθεμία· +σώπαινε συ, και 'ς των θεών το θέλημ' αναπαύου». + +Αυτά 'πε, και το μέγαρον διάβηκεν η γραία +να φέρη ποδονίψιμο, τι χύθ' όλο το πρώτο· +και αφού καλά τον ένιψε κ' εμύρωσεν εκείνη, 505 +εις την φωτιά να πυρωθή σίμωσε το θρονί του +και με τα ράκη σκέπασε το λάβωμ' ο Οδυσσέας· +τότ' άρχισεν η φρόνιμη να λέγη Πηνελόπη· +«Ω ξένε, τώρα κάτι εγώ θα σ' ερωτήσω ακόμη· +ότ' ήδη φθάνει της γλυκειάς ανάπαυσης η ώρα 510 +'ς αυτούς, 'που πιάν' ύπνος γλυκός, μ' όση και αν έχουν θλίψι. +αλλ' άμετρην διώρισε λύπην 'ς εμένα η μοίρα. +όσ' είν' ημέρα ευφραίνομαι με στεναγμούς, με θρήνους, +'ς το σπίτι ενώ τα έργα μου προσέχω και των δούλων· +αλλ' άμ' η νύκτα καταιβή και όλοι γλυκοκοιμούνται, 515 +'ς την κλίνην, οπού κείτομαι, την έρημη καρδία, +σκληροί μου σφίγγουν λογισμοί και βιάζουν με να κλαίω. +και όπως αηδόνα η πράσινη, η κόρη του Πανδάρου, +γλυκολαλεί, της άνοιξης άμα ο καιρός γυρίση, +ενώ 'ς των δένδρων κάθεται τα φουντωμένα φύλλα, 520 +και ως χύνει την πολόηχη φωνή της συχναλλάζει, +τον Ιτυλόν της κλαίοντας, παιδί της, 'που 'χε σφάξει +άγνωστα εκείνη, τον υιόν του Ζήθου βασιλέα· +όμοια κ' εμένα εδώ κ' εκεί σαλεύεται η καρδία, +αν θα σταθώ με το παιδί, και ως είμαι να φυλάγω 525 +το είναι μου, ταις δούλαις μου και το υψηλό παλάτι, +σέβας της κλίνης νυμφικής και της φωνής του κόσμου, +ή απ' τους μνηστήραις Αχαιούς ήδη θ' ακολουθήσω +κείνον οπ' είναι ανώτερος και πλήθια δίδει δώρα. +και όσ' ήταν άγνωστο παιδί δεν μ' εσυγχώρει ο υιός μου 530 +άνδρα να πάρω αφίνοντας του πρώτου ανδρός το δώμα· +πλην τώρ' ότ' εμεγάλωσε και παλληκάρι εγίνη, +λεπείται την ουσία του, 'που τρώγουν οι μνηστήρες, +και τους θεούς παρακαλεί να υπάγω εις τους γονείς μου. +αλλ' όνειρο τώρ' άκουσε, και να μου το εξηγήσης· 535 +'ς το σπίτι χήναις είκοσι με μοσκευτό σιτάρι +εγώ τρέφω, κ' ευφραίνομαι καθώς ταις βλέπω εμπρός μου. +μέγας αετός κυρτόμυτος απ' τ' όρος εκατέβη +και τους λαιμούς των έκοψε· νεκραίς επέσαν όλαις +'ς το μέγαρο, και ο αετός σηκώθη 'ς τον αιθέρα· 540 +κ' εγώ μες τ' όνειρ' έκαμνα ξεφωνητό και κλάψα· +κ' εμένα η καλοπλέξουδαις κυκλώσαν Αχαιίδες +ενώ 'κλαια πως αετός μου φόνευσε ταις χήναις· +γύρισε αυτός κ' εκάθισε 'ς την κορυφή της σκέπης, +και με φωνήν ανθρώπινη μ' εμπόδιζε να κλαίω· 545 +—θάρρεψε, ω κόρη του γνωστού 'ς τον κόσμον Ικαρίου, +όχι όνειρον, αλλ' όραμα καλό 'που θ' αληθεύση· +η χήνες τους μνηστήραις σου δηλούν, κ' εγώ, 'που ως τώρα +ήμουν αετός, ο άνδρας σου τώρ' είμαι κ' επανήλθα +να δώσω τέλος άσχημον εις όλους τους μνηστήραις.— 550 +αυτά 'πε κείνος και άφησεν εμένα ο γλυκός ύπνος· +και όπως τα μάτια γύρισα 'ς το σπίτ' είδα ταις χήναις +'που τρώγαν σίτον ως προτού τριγύρω 'ς την λεκάνη». + +Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· +«Άλλην εξήγησι, ω γυνή, του ονείρου να ζητήση 555 +κανείς δεν δύνατ', επειδή το τέλος ο Οδυσσέας +ο ίδιος είπε, και όλεθρος εις τους μνηστήραις όλους +φανερός είναι και κανείς τον χάρο δεν θα φύγη». + +Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· +«Ω ξένε, υπάρχουν και άπιαστα όνειρα μωρολόγα, 560 +και όσα ονειρεύονται οι θνητοί δεν αληθεύουν όλα· +ότι δυο πύλαις έχουμε των ελαφρών ονείρων· +ελεφαντόπλαστ' είν' η μια κεράτιν' είν' η άλλη· +και όσ' όνειρ' από τον σχιστόν ελέφαντα διαβαίνουν, +όλ' απατούν τον άνθρωπον με ρήματα χαμένα, 565 +και όσ' από τα καλόξυστα κέρατα διαβαίνουν +αληθινά τελεσφορούν 'ς εκείνον 'που τα βλέπει. +πλην το πικρ' όνειρο, θαρρώ, κείθε 'ς εμέ δεν ήλθε· +αχ! πόσην θα 'φερνε χαρά 'ς εμέ και 'ς το παιδί μου. +και άλλο τι ακόμη θα σου ειπώ και βάλε το 'ς τον νου σου· 570 +έρχετ' η αυγή κατάρατη, 'που εμέν' από το σπίτι +θα πάρη του Οδυσσέα μου· μέλλω να θέσω αγώνα +αυταίς 'που κείνος έσταινε 'ς τα μέγαρά του αξίναις +δώδεκα όλαις 'ς την σειράν, ως τα πλευρά των πλοίων, +και από μακράν τοξεύοντας ταις διαπερνούσεν όλαις· 575 +τέτοιον αγώνα τώρα εγώ θα θέσω των μνηστήρων· +και αυτόν, οπ' ευκολώτερα το τόξο θα τανύση, +και όλαις αξίναις δώδεκα περάση, με το βέλος, +θ' ακολουθήσω, αφίνοντας το δώμα τούτ', οπ' ήλθα +νεόνυμφη, πανεύμορφο και θησαυρούς γεμάτο, 580 +οπού και μέσα 'ς τ' όνειρο συχνά θα το θυμώμαι». + +Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· +«Του Λαερτιάδη σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα, +τέτοιον αγώνα σπίτι σου να θέσης μην αργήσης· +ότι πρώτα ο πολύγνωμος θα φθάση Οδυσσέας, 585 +πριν ή εκείνοι, ψάχνοντας το στιλβωμένο τόξο, +και την χορδή τανύζοντας, τα σίδερα περάσουν». + +Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· +«Εάν εδώ καθήμενος εμέ να τέρπης, ξένε, +ήθελες, δεν θα χύνονταν ύπνος 'ς τα βλέφαρά μου· 590 +αλλ' άυπνοι παντοτινά δεν γίνεται να μένουν +οι άνθρωποι· και των θνητών εις κάθε πράγμα μέρος +διώρισαν οι αθάνατοι, 'ς την γη την σιτοδώρα. +αλλ' εγώ τώρα θ' αναιβώ 'ς τ' ανώγι να πλαγιάσω +'ς την κλίνην πολυστένακτην, 'που δάκρυα την ποτίζουν 595 +τα μάτια μ' από την στιγμήν οπ' έφυγ' ο Οδυσσέας, +την Κακοΐλιον να ιδή την τρισκαταραμένην· +κει θα πλαγιάσω εγώ· και συ 'ς το σπίτι εδώ κοιμήσου· +ή στρώσε χάμαι ή θέλησε να σου ετοιμάσουν κλίνη». + +Αυτά 'πε και 'ς τα υπέρλαμπρα τ' ανώγι' ανέβη εκείνη, 600 +όχι μόν', η θεράπαιναις σιμά την συνωδεύαν· +και αφού 'ς τ' ανώγι ανέβηκεν εκείνη με ταις κόραις, +τον ποθητόν της έκλαιεν, ως ότου γλυκόν ύπνο +'ς τα βλέφαρα της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη. + + + +Ραψωδία Υ + + + +'Σ τον πρόδομον επλάγιαζεν ο θείος Οδυσσέας· +επάνω εις βωδοτόμαρον αμάλακτ' είχε στρώσει +πολλαίς προβείαις των αρνιών, 'που σφάζαν οι μνηστήρες· +και, άμ' αναπαύθη, σκέπασμα του έρριξ' η Ευρυνόμη, +αυτού κινώντας εις τον νουν ολέθρια 'ς τους μνηστήραις 5 +άγρυπνος έμενεν αυτός· και απ' το παλάτ' η κόραις, +όσαις με κείνους άσεμνα να σμίγουν συνειθούσαν, +βγαίναν και γέλια και χαραίς έκαμναν μεταξύ των. +αλλ' εταράζετο η καρδιά 'ς τα σωθικά του εκείνου, +και διαλογίζονταν πολύ μες της ψυχής τα βάθη, 10 +εάν θα ορμήση θάνατον να δώσ' εις καθεμία, +ή αφήση με τους προπετείς μνηστήραις να 'χουν σμίξι +την ύστερή των· και η καρδιά μέσα σφοδρά του αλύκτα. +και ως σκύλ', οπού τα τρυφερά μικρά της περιτρέχει, +άνθρωπον ξένον αλυκτά κ' είν' έτοιμη 'ς την μάχη· 15 +όμοια του αλύκτα μέσα του, καθώς αγανακτούσε. +και την καρδιά του ωνείδισε, τα στήθη του κτυπώντας· +— βάστα, καρδιά· σκυλίτερον έχεις βαστάσει πόνον, +όταν ο άγριος Κύκλωπας μου 'τρωγε τους γενναίους +συντρόφους· και συ βάστασες ως ότου απ' τ' άντρο κείνο, 20 +όπ' έβλεπες τον θάνατον, η γνώσι σ' έφερε έξω.— +τους λόγους τούτους έλεγε προς την καρδιά του εκείνος· +τότε 'ς αυτόν υπάκουσε με υπομονή μεγάλη +μέσα η καρδιά του· πλην αυτός γύριζ' εδώθ' εκείθε· +και ως ότε απ' αίμα γεμιστήν και απ' άλειμμα κοιλίαν 25 +άνθρωπος στρέφει εδώ κ' εκεί 'ς την φλόγα οπ' έχει ανάψει, +ότι ποθεί ταχύτατα να την ιδή ψημένην, +εδώθ' εκείθ' εγύριζε και αυτός κ' εμεριμνούσε +το πώς τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήση +μόνος, κ' εκείν' ήσαν πολλοί· τότε 'ς αυτόν η Αθήνη 30 +κατέβη από τον ουρανό κ' είχε θνητής το σχήμα· +'ς την κεφαλή του στάθηκεν επάνω κ' είπ' εκείνου· +«Πάλι αγρυπνείς, ο άμοιρος, ως άλλος δεν ευρέθη; +ιδού, το σπίτι σου, κ' ιδού 'ς το σπίτ' η σύντροφός σου, +και το παιδί σου, οπ' όμοιον κάθε πατέρας θέλει»· 35 + +Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· +«Ναι, τούτ' όσ' είπες, ω θεά, λάθος ποσώς δεν έχουν· +αλλ' η ψυχή μου μεριμνά 'ς τ' ανήσυχά μου στήθη +το πώς τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήσω +μόνος, και πάντοτ' είναι αυτοί 'ς το δώμα συναγμένοι. 40 +και άλλο τι μεγαλήτερο μεριμνά μέσα ο νους μου· +με του Διός την δύναμι και σέν' αν τους φονεύσω, +πού θαύρω εγώ καταφυγή; να το σκεφθής ζητώ σε». + +Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη. +«Άθλιε, και 'ς μικρότερον φίλον καθείς θαρρεύει 45 +θνητόν και οπού βουλεύματα τόσο πολλά δεν ξεύρει· +αλλ' εγώ είμαι αθάνατη θεά, 'που σε φυλάσσω +πάντοτε εις κάθε αγώνα σου· κ' ιδού τι σου κηρύττω· +κ' εάν τους δυο μας έζωναν θνητών ανθρώπων λόχοι +πεντήκοντα, με ορμή πολλή 'ς τον φονικόν αγώνα, 50 +και αυτών ακόμη θα 'παιρνες τα βώδια και τ' αρνία. +κοιμήσου τώρα· είναι βαρύ πολύ να ολονυκτήσης +άγρυπνος· και από τα δεινά να βγης δεν θέλει αργήσης». + +Αυτά 'πε κ' ύπνον έχυσεν εις τα ματόφυλλά του, +και πάλ' η ασύγκριτη θεά 'ς τον Όλυμπον ανέβη. 55 +Και ο ύπνος ως τον έπιανε και του 'λυε τα μέλη +και ταις φροντίδαις, η χρηστή γυναίκα του εξυπνούσε +κ' εκάθισε και δάκρυζε 'ς την μαλακή της κλίνη· +και αφού 'ς τους θρήνους χόρτασε την θλιβερή καρδιά της, +'ς την Άρτεμιν η ασύγκριτη γυναίκα ευχήθη πρώτα· 60 +«Αγία κόρη του Διός, Άρτεμις, άμποτ' ήδη +το στήθος μου τοξεύοντας να μ' έσβυνες αμέσως, +ή ας μ' άρπαζεν ανεμική και ας μ' έσερνε μαζή της +'ς τ' ανήλια περάματα και να με φέρη πέρα +'ς του οπισθορμήτου Ωκεανού το στόμα να με ρίξη. 65 +και ως σήκωσαν η ανεμικαίς ταις κόραις του Πανδάρου,— +ταις ωρφανεύσαν οι θεοί, και αφού 'ς το σπίτι εμείναν +έρημαις, βρεφοκόμησεν αυταίς η Αφροδίτη, +και με τυρί ταις έτρεφε, κρασί γλυκό, και μέλι. +η Ήρα ταις εχάρισεν, ως εις θνητήν καμμίαν, 70 +γνώσι και κάλλη, ανάστημα η Άρτεμις η αγία, +κ' έργα να εργάζωνται λαμπρά ταις δίδαξεν η Αθήνη· +και ως ν' αναιβή 'ς τον Όλυμπον η Αφροδίτ' η θεία, +των κορασίδων την χαρά του γάμου να ζητήση +από τον Δία βροντητή, 'που, των απάντων γνώστης, 75 +την μοίρα και την αμοιριά κάθε θνητού γνωρίζει, +ταις κόραις σήκωσαν ευθύς η άρπυιαις και ταις δώσαν +των Εριννύων των φρικτών να ταις περιποιούνται,— +όμοια κ' εμέ ν' αφάνιζαν οι κάτοικοι του Ολύμπου +ή και ας μ' εκτύπ' η Άρτεμις, όπως τον Οδυσσέα 80 +'ς τον νου θωρώντας καταιβώ 'ς τον μισημένον Άδη, +να μην ευφράνω την ψυχήν ανθρώπου κατωτέρου. +αλλ' ο θλιμμένος δύναται την λύπη να υπομένη +αν ολημέρα οδύρεται, και οπόταν φθάν' η νύκτα +τον πάρ' ο ύπνος, ότι αυτός, 'ς τα βλέφαρ' άμα πέση, 85 +και τα καλά και τα κακά 'ς την λησμονιά βυθίζει. +αλλά 'ς εμέ και ονείρατα κακά μου στέλν' η μοίρα. +και τούτην πάλι την νυκτιά 'ς το πλάγι μου τον είχα, +ως ήταν ότ' εκίνησε με τον στρατόν, κ' εχάρην +όψιν ότ' είδ' αληθινήν, όχι όνειρον, εμπρός μου». 90 + +Αυτά 'πε, κ' η χρυσόθρονη Ηώ 'ς τον κόσμο εφάνη· +και οπ' έκλαιε την νόησε μακρόθεν ο Οδυσσέας, +κ' έμεινε και του φάνη πως τον γνώρισ' ήδη εκείνη +και του 'στεκε 'ς την κεφαλή· και άρπας' ευθύς την χλαίνα +και ταις προβειαίς, 'που πλάγιαζε, και απόθεσέ τα εις θρόνον 95 +'ς το μέγαρο, κ' έξ' έφερε τα βώδινο τομάρι. +και τα χέρια σηκόνοντας είπε· «Πατέρα Δία, +εάν τωόντ' η αγάπη σας, αφού μ' εβασανίστε, +από στερηαίς και θάλασσαις μ' ωδήγησε 'ς την γην μου, +απ' τους θνητούς, οπού ξυπνούν, κάποιος φωνήν ας βγάλη 100 +μέσαθε, κ' έξω του Διός άλλο ας φανή σημείον». + +Ευχήθη και τον άκουσεν ο πάνσοφος ο Δίας, +και απ' τα νεφώδ' υψώματα του ακτινοβόλου Ολύμπου +βρόντησ' ευθύς· εχάρηκεν ο θείος Οδυσσέας. +και από το σπίτι πρόβαλε φωνήν γυναίκ' αλέστρα 105 +πλησίον, οπ' ευρίσκονταν οι μύλοι του κυρίου, +και δώδεκ' αγωνίζονταν γυναίκες να ετοιμάσουν +κριθάλευρα, σιτάλευρα, μεδούλι των ανθρώπων. +κ' η άλλαις άμ' απάλεσαν κοιμώνταν· μόνη εκείνη +άλεθε ακόμ' η αδύναμη· τον μύλον η θλιμμένη 110 +κράτησε, κ' έβγαλε φωνή, σημάδι του κυρίου· +«Δία πατέρα, 'που εις θεούς και ανθρώπους βασιλεύεις, +μεγάλα εβρόντησες από τον κάταστρον αιθέρα, +ούδ' είναι νέφος πουθενά· κάποιο σημείον δείχνεις· +κ' εμένα τώρα της πτωχής 'ς ό,τ' είπω δόσε τέλος· 115 +ύστερη σήμερα φορά 'ς το σπίτι του Οδυσσέα +να ευφρανθούν το πρόσχαρο συμπόσιον οι μνηστήρες· +αυτοί, 'που 'ς τ' άλεσμα βαρύ τα γόνατα μού κόψαν +και την καρδία, τώρα εδώ να φάγουν το ύστερό τους». + +Αυτά 'πε· και απ' τον κλήδονα και απ' την βροντήν του Δία 120 +ο Οδυσσέας θάρρεψε να εκδικηθή τους πταίσταις. + +Η άλλαις δούλαις 'ς τα λαμπρά δώματα του Οδυσσέα +συναθροιζόνταν και άναφταν φωτιάν εις την γωνίστρα· +εγέρθη και ο Τηλέμαχος, το ισόθεο παλληκάρι, +ενδύθη και το κοφτερό σπαθί 'ς τον ώμο εζώσθη. 125 +'ς τα λαμπρά πόδια τα καλά προσέδεσε πεδούλια, +κοντάρι πήρε δυνατό μ' ακονισμένη λόγχη, +και 'ς το κατώφλι στάθηκε κ' είπε της Ευρυκλείας· +«Γερόντισσα, ετιμήσετε τον ξένον εις το σπίτι +με στρώμα και με φαγητόν, ή μένει αμελημένος; 130 +ότ' η μητέρα μου συχνά, μ' όλην την γνώσι 'πώχει, +ως τύχη, τον χειρότερον απ' τους θνητούς ανθρώπους +τιμά, και τον καλήτερον καταφρονεί και διώχνει». + +Η Ευρύκλεια τότ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· +«Ω τέκνο μου, 'ς την άπταιστη μην αποδίδης πταίσμα· 135 +κρασί 'πινε καθήμενος, όσ' ήθελε, αλλά πλέον +πείναν δεν είχε, ως έλεγε 'ς αυτήν, 'που τον ερώτα. +και την γλυκειάν ανάπαυσιν ότ' ενθυμήθη εκείνος, +κλίνην αυτή παράγγειλε ταις δούλαις να του στρώσουν, +και αυτός ως έρμος άμοιρος δεν έστεργε να πέση 140 +εις κλίναις και παπλώματα, αλλ' εις βωδιού τομάρι +αμάλακτο και 'ς ταις προβειαίς, 'ς τον πρόδομο, κοιμήθη. +κατόπιν εμείς σκέπασμα του ρίξαμεν επάνω». + +Αυτά 'πε, και ο Τηλέμαχος κρατώντας το κοντάρι +εβγήκε και γοργόποδες δυο σκύλοι ακολουθούσαν, 145 +και κίνησε 'ς την σύνοδο των Αχαιών να φθάση· +των δούλων ωστόσ' έλεγεν η θαυμαστή γυναίκα +Ευρύκλεια, 'που ήταν γέννημα του Ώπα Πεισηνορίδη· +«Κινείσθε· σεις σαρώσετε και ράνετε το δώμα, +και 'ς τα καλόφθειαστα θρονιά τους πορφυρούς απλώστε 150 +τάπηταις· σεις, ταις τράπεζαις σφογγίσετ' όλαις γύρω, +και τους κρατήραις και μαζή τα τεχνικά ποτήρια +τα δίκουπα καθάρετε· κ' η άλλαις εις την βρύσι +πάτε, να φέρετε νερό, και αυτού να μην αργείτε· +ότ' οι μνηστήρες γρήγορα 'ς το μέγαρο θα φθάσουν 155 +πολύ πρωί· τι σήμερον εορτάζει ο κόσμος όλος». + +Είπε, και αυταίς υπάκουσαν αμέσως 'ς την φωνή της. +είκοσι πήγαν απ' αυταίς 'ς την ισκιασμένη βρύσι, +η άλλαις επιδέξια 'ς τα δώματα ενεργούσαν. + +Εμπήκαν και των Αχαιών οι ακόλουθ' υπηρέταις, 160 +και ξύλα σχίσαν τεχνικά· και από την βρύσι φθάσαν + +η κόραις· ο χοιροβοσκός και αυτός κατόπιν ήλθε· +κ' έφερνε τρία διαλεκτά θρεφτάρι' απ' το κοπάδι. +άφησ' εκείνα 'ς το λαμπρό περίφραγμα να βόσκουν, +και αυτός γλυκά προσφώνησεν ευθύς τον Οδυσσέα· 165 +«Ξένε, κάπως καλήτερα σε βλέπουν οι μνηστήρες, +ή ακόμη σε καταφρονούν 'ς τα μέγαρα ωσάν πρώτα;» + +'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· +«Αχ,! οι θεοί, φίλ' Εύμαιε, τ' όνειδος να κτυπούσαν +οπ' ενεργούν τούτ' οι ασεβείς παράνομοι και αυθάδεις 170 +'ς το ξένο σπίτι, κ' εντροπής μέρος ποσώς δεν έχουν». + +Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους. +ωστόσο και ο γιδοβοσκός Μελάνθιος ήλθε κ' είχε +δύο βοσκούς κατόπι του, 'που ωδήγαν διαλεμμένα +ερίφι' απ' όλαις ταις κοπαίς να φάγουν οι μνηστήρες. 175 +εις την βροντερήν αίθουσα τα έδεσε αποκάτω +και αυτός πικρά προσφώνησεν ευθύς τον Οδυσσέα· +«Ξένε, 'ς το δώμ' ακόμη εδώ θε να μας βασανίζης, +ολόγυρα ζητεύοντας, κ' εδώθε δεν θα φύγης; +την φορά ταύτην άσφαλτο δεν θέλει χωρισθούμε 180 +πριν συγκρουσθούν οι γρόνθοι μας· ότ' είσ' αισχρός ζητιάνος· +κ' είναι και αλλού των Αχαιών τραπέζια, να πηγαίνης». + +Αυτά 'πε και ο πολύγνωμος εσώπαινε Οδυσσέας, +αλλ' έσεισε την κεφαλή και ολέθρια μελετούσε. + +Και τρίτος ο Φιλοίτιος, άρχος ανδρών, τότ' ήλθε, 185 +κ' έφερνε στείραν δάμαλην κ' ερίφια των μνηστήρων. +απ' την αντίκρυ στερεά τους πέρασαν περάταις, +'που κροβοδούν κάθ' άνθρωπον οπόταν τους ζητήση. +εις την βροντερήν αίθουσα τα έδεσε αποκάτω +κ' επήγε 'ς τον χοιροβοσκό σιμά και τον ερώτα· 190 +«Χοιροβοσκέ, ποιος είν' αυτός ο ξένος, 'που τώρ' ήλθε +εις το παλάτι μας; και ποιών ανδρών καυχάτ' ότ' είναι +γέννημ' αυτός; ποιαν γενεάν και ποιαν έχει πατρίδα; +ο άμοιρος! και φαίνεται 'ς την όψι βασιλέας. +αλλ' αφανίζουν οι θεοί τους περιπλανωμένους, 195 +όταν τους κλώσουν συμφοραίς, και βασιλείς αν είναι». + +Είπε, τον επλησίασε και τον εκαλοδέχθη +με την δεξιά, και του 'λεγε με λόγια πτερωμένα· +«Πατέρα ω ξένε, χαίρε μου· καλαίς να ιδής ημέραις +καν εις το εξής· τώρα πολλά σε βασανίζουν πάθη. 200 +πάτερα Δία, ποιος θεός ολέθριος είν' ως είσαι; +αφού τους γέννησες εσύ, τους άνδραις δεν λυπείσαι +και τους βυθίζεις 'ς άμετρη φρικτή ταλαιπωρία. +ίδρωσα ως σ' είδα, εδάκρυσα, ενώ τον Οδυσσέα +αμέσως ενθυμήθηκα, διότι, θαρρώ, και κείνος 205 +μ' όμοια ράκη επάνω του 'ς τον κόσμο παραδέρνει, +αν είναι ακόμη 'ς την ζωή, του ηλιού το φως αν βλέπει· +και αν εις τον Άδη ευρίσκεται, αχ! ορφανόν μ' αφήκε +ο ισόθεος Οδυσσέας μου, 'που νέον ταις δαμάλαις +να επιστατήσω μ' έβαλε 'ς την γη των Κεφαλλήνων· 210 +γίνονται τώρ' αμέτρηταις, ουδέ βοσκός πότ' είδε +τόσον η πλατυμέτωπαις δαμάλαις να πληθύνουν. +και προσταγμένος φέρνω ταις να ταις χαρούν οι ξένοι, +'που το παιδί 'ς το σπίτι του δεν σέβονται, ουδέ τρέμουν +την θείαν δίκην, ότι αυτοί να μοιρασθούν ζητούσι 215 +του βασιλέα τα καλά τον πολυεξωρισμένου. +και μες τα βάθη της ψυχής τούτο γυρίζει ο νους μου +πολύ συχνά· μέγα κακόν, ενώ σώζετ' υιός του, +να φύγω, να ξενιτευθώ, μαζή με ταις δαμάλαις· +αλλά πάλι χειρότερο, να μένω αυτού ταις ξέναις 220 +δαμάλαις να φυλάσσω εγώ με πόνο της ψυχής μου. +θα 'χα προσφύγει από καιρόν εις μέγαν βασιλέα +άλλον, ότ' είναι αβάστακτα κείνα οπού βλέπω πλέον· +αλλ' ακόμη τον άμοιρον στοχάζομ', ίσως έλθη +κάπουθε, και 'ς τα δώματα σκορπίση τους μνηστήραις». 225 + +'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· +«Βουκόλε, αφ' ούτε ανόητος ούτε αγενής συ δείχνεις, +κ' εγώ βλέπ' ότ' η σύνεσις ταις φρέναις σου φωτίζει, +άκου τι λέγω και φρικτόν όρκον ομόνω ακόμη· +μάρτυς μου ο Δίας ύψιστος, το ξενικό τραπέζι 230 +και η γωνία, 'πώφθασα, του άπταιστου Οδυσσέα, +συ δω θα ήσαι και άσφαλτα θα φθάσ' ο Οδυσσέας, +και με τα μάτια σου θα ιδής, αν θέλης, τους μνηστήραις, +'που ηγεμονεύουν τώρα εδώ, να πέφτουν σκοτωμένοι». + +'Σ εκείνον τότε απάντησεν ο άνδρας ο βουκόλος· 235 +«Α! ξένε, να τελείονεν ό,τ' είπες ο Κρονίδης! +θα 'βλεπες πώς μ' ακολουθούν τα χέρια μου τ' ανδρεία». + +Και ομοίως 'ς όλους τους θεούς ο Εύμαιος ευχήθη +να φθάση ο πολύνοος 'ς το δώμα του Οδυσσέας. + +Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους. 240 +του Τηλεμάχου αφανισμόν ωστόσον οι μνηστήρες +έπλεκαν· αλλ' αριστερό πουλί 'ς αυτούς εφάνη, +υψηλοπέτης αετός, 'που εκράτει περιστέραν. +τους είπε τότ' ο Αμφίνομος^ «Δεν θέλει ορθοποδήση, +ω φίλοι, ό,τι ωργανίσαμε, του Τηλεμάχου ο φόνος· 245 +αλλά τώρ' ας φροντίσουμε να ετοιμασθή το γεύμα». + +Είπε, κ' εις όλους άρεσεν ο λόγος του Αμφινόμου. +και άμ' έφθασαν 'ς τα δώματα του θείου Οδυσσέα, +εις ταις καθήκλαις. 'ς τα θρονιά, ταις χλαίναις αποθέσαν· +κ' έσφαζαν κείνοι αρνιά τρανά κ' ερίφια σαρκωμένα, 250 +χοίρους θρεφτούς και δάμαλην και, αφού τα σπλάχνα ψήσαν, +τα μοίραζαν και το κρασί συγκέρναν 'ς τους κρατήραις. +ο χοιροτρόφος έδιδε τριγύρω τα ποτήρια, +τον σίτον ο Φιλοίτιος, ο άρχος των ανθρώπων, +μέσα 'ς τα ωραία κάνιστρα· κ' εκέρνα ο Μελανθέας· 255 +και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που εμπρός τους είχαν. + +Και δίβουλα ο Τηλέμαχος εκεί τον Οδυσσέα +έσταινε μες το μέγαρο το στερεό, πλησίον +'ς το πέτρινο κατώφλιον, αφού μικρό τραπέζι +του 'θεσε και άπρεπο σκαμνί, κ' έβαλ' εμπρός του σπλάχνα. 260 +και με κρασί του γέμισε χρυσό ποτήρι κ' είπε· +«Μες τους μνηστήραις άφοβα συ κάθησαι και πίνε· +και απ' εμπαιγμούς και από κτυπιαίς εγώ θα σε φυλάξω, +ότι δεν είναι του κοινού το σπίτι τούτο, αλλ' είναι +του Οδυσσέα και 'ς εμέ το 'χει αποκτήσει εκείνος· 265 +και σεις από τους υβρισμούς απέχετε, ω μνηστήρες, +και από τα χέρια, μη συμβή πικρή φιλονεικία». + +Αυτά 'πε, και όλοι δάγκασαν τα χείλη τους εκείνοι, +θαύμαζαν τον Τηλέμαχο με θάρρος πώς ωμίλει. +και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος ανάμεσά τους είπε. 270 +«Αν και πικρός είν' Αχαιοί, του Τηλεμάχου ο λόγος, +ας τον δεχθούμε· ωμίλησε με τρομερή φοβέρα· +το στόμα θα του κλείαμεν, αν είχε αφήσει ο Δίας, +'ς τα μέγαρά του, αν και υψηλά σηκόνει την φωνή του». + +Αυτά 'πεν ο Αντίνοος, και αδιαφορούσ' εκείνος. 275 +και από την πόλι 'ς το πυκνό του μακροβόλου Φοίβου +δάσος έφερναν κήρυκες την θείαν εκατόμβη, +'ς των κομοφόρων Αχαιών τα συναγμένα πλήθη. + +Και αυτοί τα επάνω κρέατα ψημέν' αφού σηκώσαν +μερίδαις κάμαν και άρχιζαν το θαυμαστό τραπέζι· 280 +τότ' οι υπηρέταις έθεσαν μερίδα του Οδυσσέα +όσην και κείνοι ελάμβαναν, ως είχε παραγγείλει +ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα. + +Αλλ' η Αθηνά δεν άφινε τους ανδρικούς μνηστήραις +απ' τους πικρούς ονειδισμούς να παύσουν, όπως κάμη 285 +του Οδυσσέα πλειά βαθειά να 'μπη 'ς τα σπλάχνα ο πόνος. +και άνδρας, 'που αγάπα τ' άδικα, μες τους μνηστήραις ήταν· +Κτήσιπτος ωνομάζονταν, 'ς την Σάμη κατοικούσε· +εις τα περίσσια πλούτη του θαρρώντας, την γυναίκα +του Οδυσσέα μνήστευε του πολυεξωρισμένου. 290 +εκείνος τότε ωμίλησε των υβριστών μνηστήρων· +«'Σ ό,τι θα ειπώ προσέξετε, μνηστήρες ανδρειωμένοι· +ίσην μερίδ' απόλαυσεν ο ξένος, ως αρμόζει· +καλό δεν είν' ή δίκαιον να στερηθούν οι ξένοι +του Τηλεμάχου, οπ' έρχονται 'ς το δώμα τούτο ικέταις. 295 +αλλ' ας του δώσω χάρισμα κ' εγώ, να το προσφέρη +και αυτός εις την λουτράρισσαν, ή 'ς άλλην απ' ταις δούλαις +'που ευρίσκονται 'ς τα δώματα του θείου Οδυσσέα». + +Είπε και πόδι βωδινόν άρπαξε απ' το καλάθι +και το 'ριξε· την κεφαλή γλυκόγυρ' ο Οδυσσέας 300 +να το ξεφύγη, κ' έβγαλε πικρόγελο η ψυχή του· +ήλθεν αυτό κ' εκτύπησε τον στερεωμένον τοίχο. +ωνείδισ' ο Τηλέμαχος τον Κτήσιππο και του 'πε· +«Το πράγμ' ως ήλθε, Κτήσιππε, να χαίρετ' η ψυχή σου· +τον ξένον δεν επίτυχες, ότι εφυλάχθη μόνος· 305 +άλλως μ' ακόντι κοφτερό θα σ' άνοιγα τα σπλάχνα· +τότε ο πατέρας σου ταφή θα ετοίμαζε αντί γάμου +δω μέσα· και μη κάμετε 'ς το σπίτι μου ασχημίαις· +ότ' ήδη ο νους μου αισθάνεται, διακρίνει το καθένα, +και το καλό και το κακό, και πλειά παιδί δεν είμαι. 310 +βλέπουμε, και υποφέρουμε να σφάζονται τ' αρνία +και τα κρασί να πίνεται, να δαπανάται ο σίτος· +ότ' είν' έργον βαρύτατον ένας πολλούς να διώξη. +αλλά να παύσετε 'ς τα εξής σκληρά να μ' αδικήτε· +και αν να με θανατώσετε σας σπρώχν' ήδ' η ψυχή σας, 315 +το 'θελα εγώ καλήτερα, καλλιάχω ν' αποθάνω, +παρά να βλέπ' ολοκαιρίς τόσ' έργα εντροπιασμένα, +να υβρίζουν, να κακοποιούν τους ξένους, και ταις δούλαις +μέσα 'ς τα ωραία δώματα ξεντροπιαστά να σέρνουν». + +Αυτά 'πε, και όλοι εσίγησαν, άφωνοι έμειναν όλοι· 320 +και αργότερ' ο Αγέλαος Δαμαστορίδης είπε· +«Ω φίλοι, οπόταν ειπωθή λόγος ορθός δεν πρέπει +ενάντια να λογομαχή κανείς και να θυμόνη. +τον ξένον μην υβρίζετε, μήτε κανέναν άλλον +των δούλων εις τα δώματα του θείου Οδυσσέα. 325 +και λόγον εγώ θά 'λεγα γλυκόν του Τηλεμάχου, +και της μητρός του, αν έστεργαν να τον δεχθούν και οι δύο. +όσον ελπίδ' απόμενε 'ς τα βάθη της ψυχής σας +'ς το σπίτι του ο πολύνοος να φθάση Οδυσσέας, +καλώς τον περιεμένετε, και ακόμη τους μνηστήραις 330 +'ς τα δώματ' είχετ', επειδή τούτο σας ωφελούσε, +αν 'ς την πατρίδα εγύριζεν από τα ξένα εκείνος· +αλλ' είναι τώρα φανερό 'που δεν θα γύρη πλέον· +αλλά συ την μητέρα σου συμβούλευε να πάρη, +κείνον οπ' είναι ανώτερος και πλειότερα χαρίζει, 335 +εσύ να χαίρεσ' ήσυχος τα πλούτη του πατρός σου +όλα, και κείνη του άλλου ανδρός το σπίτι να προσέχη». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος· «Αγέλαε, μα τον Δία +και μα τα πάθη του πατρός, 'που πέρ' απ' την Ιθάκη +περιπλανάτ' ή χάθηκε, τον γάμο της μητρός μου 340 +δεν αναβάλλω εγώ ποσώς, αλλ' άνδρ' όποιον θελήση +να πάρη την παρακινώ, και άπειρα δίδω δώρα· +να την προστάξω εντρέπομαι, χωρίς να το θελήση, +να φύγη από το μέγαρο· τούτο θεός μη δώση». + +Αυτά 'πεν ο Τηλέμαχος· κ' η Αθήνη 'ς τους μνηστήραις 345 +γέννησε γέλωτ' άσβυστον, και εσκότισε τον νουν των· +και με σαγόνι' αλλότρια γελούσαν ήδη εκείνοι +και κρέατ' αιματόβρεκτα μασσούσαν, κ' εγεμίσαν +δάκρυα τα μάτια, και οδυρμούς προέβλεπε η ψυχή τους. +τότ' είπεν ο θεόμορφος Θεοκλύμενος 'ς εκείνους· 350 +«Α! δύστυχοι! ποια συμφορά σας ηύρε; μαύρη νύκτα +ταις κεφαλαίς, τα πρόσωπα, τα γόνατα, σας ζώνει· +άναψε ο θρήνος, δάκρυα 'ς τα μάγουλά σας ρέουν, +και τα λαμπρά μεσόστυλα και οι τοίχοι στάζουν αίμα. +πρόθυρο, αυλή, σκιαίς νεκρών γεμίσαν κινημέναις 355 +κατά το ανήλιον Έρεβος· ο ήλιος εσβύσθη +'ς τον ουρανό, και απλώθη αυτού γύρω κακή μαυρίλα». + +Αυτά 'πε, και όλοι εγέλασαν εκείνοι από καρδίας· +άρχισε τότε ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου· +«Τρελλός είν' ο νεόφερτος ο ξένος από πέρα· 360 +αλλ' αυτόν οδηγήσετε να φύγη ευθύς, ω νέοι, +να καταιβή 'ς την αγοράν, αφού δω νύκτα βλέπει». + +Απάντησε ο θεόμορφος Θεοκλύμενος εκείνου· +«Συ να μου δώσης οδηγούς, Ευρύμαχε, δεν θέλω· +έχ' οφθαλμούς, έχω κι' αυτιά, κ' έχω τα δυο μου πόδια, 365 +και μες τα στήθη μ' είναι νους ως πρέπει μορφωμένος. +μ' αυτά θα φύγω εδώθ' ενώ βλέπω κακό 'που φθάνει, +'ς του καθενός την κεφαλή να πέση των μνηστήρων, +όσοι μέσα 'ς τα δώματα του θείου Οδυσσέα +υβρίζετ' όλους και φρικταίς εργάζεσθε ανομίαις». 370 + +Είπε και απ' το καλόκτιστο παλάτι εξήλθ' εκείνος, +κ' επήγεν εις τον Πείραιον, 'που πρόθυμα τον δέχθη. +τότ' οι μνηστήρες κύτταζαν ένας τον άλλον και όλοι +κεντούσαν τον Τηλέμαχον και ανάπαιζαν τους ξένους· +και κάποιος τότε ωμίλησε των αποτόλμων νέων· 375 +«Τηλέμαχε, κακόξενος, ως είσαι, δεν είν' άλλος· +τούτον ως έχεις τώρα εδώ τον ρυπαρόν πλανήτην, +'που τρώγει πίνει αχόρταστος, ούτε 'ς την εργασία +ούτε 'ς ταις μάχαις έμπειρος, της γης χαμένο βάρος. +και άλλος σηκώθη πάλι εδώ τον μάντη να σου κάμη· 380 +αλλ' αν μ' ακούσης πλειότερην ωφέλεια θ' αποκτήσης· +εις κάραβο πολύσκαρμον ας φορτωθούν οι ξένοι +ν' αποσταλούν 'ς τους Σικελούς, κέρδος καλό να πάρης». + +Τούτα οι μνηστήρες έλεγαν και αδιαφορούσ' εκείνος, +και τον πατέρα του άφωνος εκύττα καρτερώντας 385 +πότε θα πέση να κτυπά τους αναιδείς μνηστήραις. + +Και ως είχε στήσει αντίκρυ των το υπέρλαμπρο θρονί της, +η Πηνελόπ' η φρόνιμη του Ικαρίου κόρη, +όλ' άκουεν, όσ' έλεγαν οι άνδρες εις το δώμα, +ενώ με γέλια, με χαραίς, εκάθιζαν 'ς το γεύμα, 390 +το πρόσχαρο, το ευφραντικόν, ότ' είχαν πολλά σφάξει· +αλλ' άλλος δείπνος άχαρος δεν γίνετ' ως ο δείπνος, +'πώμελλαν γλήγορα η θεά και ο άνδρας ο γενναίος +να τους προσφέρουν, ότι αυτοί τον αδικήσαν πρώτοι. + + + +Ραψωδία Φ + + + +Τότε 'ς τον νου της έβαλεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη, +της Πηνελόπης φρόνιμης του Ικαρίου κόρης, +τόξο και σίδερο λευκό να θέση των μνηστήρων, +αγώνα και του φόνου αρχήν, 'ς το σπίτι του Οδυσσέα. +και την υψηλήν κλίμακα του δόμου της ανέβη, 5 +'ς τ' απαλό χέρι το κλειδί πήρε γυρτόν, ωραίο, +χάλκινο, μ' ελεφάντινο χερούλι εφοδιασμένο. +'ς τον θάλαμον τον ύστερον εμπήκε με ταις κόραις, +οπ' ήσαν όλ' οι θησαυροί κρυμμένοι του κυρίου, +πολυεργασμένο σίδερο, χάλκωμα, και χρυσάφι· 10 +τόξον οπισθοτέντωτον εκ' ήταν και φαρέτρα, +οπ' είχε μέσα πάμπολλα στεναγμοφόρα βέλη· +αυτά 'ς την Λακεδαίμονα του 'δωκε δώρα ο ξένος +ο Ευρυτίδης Ίφιτος, όμοιος των αθανάτων. +εις την Μεσσήνην έτυχε 'ς το σπίτι του Ορτιλόχου 15 +του φιλομάχου να ευρεθούν^ 'κεί πήγεν ο Οδυσσέας +να λάβη χρέος 'που 'ς αυτόν χρωστούσε ο τόπος όλος· +ότι τριακόσια πρόβατα με τους βοσκούς των πήραν +Μεσσήνιοι 'ς τα πολύσκαρμα καράβι' απ' την Ιθάκη· +όθεν μακροταξείδευσε, παίδιος ακόμη, εκείνος, 20 +αποσταλμένος του πατρός και των λοιπών γερόντων. +ναύρη πάλ' ήλθ' ο Ίφιτος φοράδαις, 'που 'χε χάσει, +δώδεκα, και 'που βύζαιναν φερέπονα μουλάρια, +οπού κατόπι του 'γειναν φόνος και μαύρη μοίρα, +ότε 'ς τον λεοντόψυχον ήλθεν υιόν του Δία, 25 +τον Ηρακλέα, των φρικτών κατορθωμάτων γνώστην, +'που ξένον του 'ς την σκέπη του τον φόνευσ' ούδ' εντράπη, +ο ανόσιος, την τρέπεζα 'που του 'χε παραθέσει, +ούτε την δίκη των θεών· αλλ' έσφαξεν εκείνον +κ' είχε και ταις φοράδαις του· και, αυταίς ενώ ζητούσε, 30 +τον Οδυσσέ' απάντησε και του 'δωκε το τόξο, +'που εφόρει ο μέγας Εύρυτος, και αυτός πριν αποθάνη +εις τα υψηλά του μέγαρα του υιού του το 'χε αφήσει. +και λόγχη του 'δωκε βαρειά και ξίφος ο Οδυσσέας, +αρχήν ξενίας τρυφερής· αλλά δεν γνωρισθήκαν 35 +και 'ς το τραπέζι, επειδή πριν φόνευσ' ο υιός του Δία +τον Ευρυτίδην Ίφιτον, όμοιον των αθανάτων, +οπού το τόξο του 'δωκε· και ο θείος Οδυσσέας, +'ς τον πόλεμον ότ' έβγαινε μέσα 'ς τα μαύρα πλοία, +τ' άφινε σπίτι, ενθύμημα του αγαπημένου ξένου, 40 +και μόνον 'ς την πατρίδα του το τόξο εκείνο εφόρει. + +Και άμ' έφθασε 'ς τον θάλαμον η θαυμαστή γυναίκα, +και ανέβηκε το δρύινο κατώφλι, οπού με τέχνη +ο ξυλουργός καλόξυσε και το 'σιασε 'ς την στάφνη, +και παραστάταις άρμοσε και θύραις οπ' έλαμπαν, 45 +απ' το λουρί δεν άργησε να λύση την κορώνη, +έμπασε μέσα το κλειδί και αντίκρ' ηύρε τους σύρταις, +τους άμπωσε, και ως βόσκοντας εις το λειβάδι ταύρος +βογγά, ομοίως τα λαμπρά θυρόφυλλα, σπρωγμένα +από την κλείδα, εβόγγησαν κ' εμπρός της ανοιχθήκαν. 50 +και ανέβηκε 'ς την υψηλή σανίδ', οπ' ήσαν όλα +τ' αρμάρια με τα ενδύματα τα μοσχοβολισμένα. +κείθ' άπλωσε και απ' το καρφί ξεκρέμασε το τόξο, +με το θηκάρι, οπού λαμπρό το περιλάμβαν' όλο. +εκάθισε, 'ς τα γόνατα το επήρε η μαραμμένη, 55 +και κλαίοντας έξ' έβγαλε το τόξο του κυρίου. +και αφού 'ς τον πολυδάκρυτον θρήνον εκείνη ευφράνθη, +πορεύθηκε 'ς το μέγαρο προς τους λαμπρούς μνηστήραις, +ενώ τ' οπισθοτέντωτο τόξο 'ς το χέρι εκράτει +και την φαρέτρα με πολλά στεναγμοφόρα βέλη. 60 +σιμά της η θεράπαιναις φέραν καλάθι, οπ' είχε +χαλκόν και σίδερο πολύ, τα όπλα του κυρίου. +και ότ' έφθασεν η ασύγκριτη γυναίκα 'ς τους μνηστήραις, +'ς της στερεοκάμωτης σκεπής σιμά 'ς τον στύλο εστάθη, +'ς την όψι αντισηκόνοντας τα μαλακά μαντίλια, 65 +και εδώθε της θεράπαινα εστήθη και άλλη εκείθε. +και προς αυτούς ωμίλησε· «Μνηστήρες ανδρειωμένοι, +δότε μου τώρ' ακρόασι, σεις, 'που 'ς το δώμα τούτο +επέσετε, να τρώγετε, να πίνετ', ενώ λείπει +απ' την πατρίδ' ο άνδρας μου και τόσο αργεί 'ς τα ξένα. 70 +και άλλην να εφεύρη πρόφασιν δεν εδυνήθη ο νους σας +παρ' ότι εμέ να πάρετε γυναίκα επιποθείτε. +αλλά, μνηστήρες, έρχεσθε· και ιδού, σας δείχνω αγώνα· +το μέγα τόξο θέτω εγώ, του θείου Οδυσσέα. +και αυτόν, οπ' ευκολώτερα τανύση την χορδή του 75 +και αξίναις όλαις δώδεκα περάση με το βέλος, +θ' ακολουθήσω, αφήνοντας το δώμα τούτ', οπ' ήλθα +νεόνυμφη, πανεύμορφο και θησαυρούς γεμάτο, +οπού και μέσα 'ς τ' όνειρο συχνά θα το θυμώμαι». + +Αυτά 'πε, και παράγγειλε τον θείον χοιροιρόφον 80 +τόξο και σίδερο λευκό να θέση των μνηστήρων· +τα 'λαβε κείνος κλαίοντας και απόθεσέ τα χάμαι· +και άμ' είδε του κυρίου του το τόξο, και ο βουκόλος +θρηνούσε αλλού· τους ύβρισεν ο Αντίνοος τότε κ' είπε· +«Άγνωστοι αγρόταις, 'πώχετε τον νουν εις την ημέρα, 85 +δύστυχοι, τι δακρύζετε, και της καρδιάς τα βάθη +ταράζετε της γυναικός; και άφ' εαυτής εκείνη +την λύπη τρέφει, οπ' έχασε τον ποθητόν της άνδρα, +αλλ' ήσυχα καθήμενοι τρώγετε ή δώθ' εβγήτε +να κλαίετε, και αφήσετε το τόξο τούτο, αγώνα 90 +εις τους μνηστήραις φοβερόν· ότι με δυσκολία +τούτο, θαρρώ, τανύζεται το στιλβωμένο τόξο· +διότι απ' όσους βλέπω εδώ κανείς τον Οδυσσέα· +δεν ομοιάζει 'ς την ανδρειά, τα μάτια μ' ως τον είδαν, +και το ενθυμούμαι καθαρά, νήπιος ακόμ' αν κ' ήμουν». 95 + +Αυτά 'πεν όμως την χορδήν εκείνος να τανύση +έλπιζε και το σίδερο με βέλος να περάση, +κ' έμελλε πρώτος να αισθανθή το βέλος απ' το χέρι +τον Οδυσσέα του λαμπρού, 'που κείνος είχε υβρίσει +'ς το δώμ' αυτού καθήμενος, κ' οι φίλοι τον κατόπι. 100 + +Και 'ς αυτούς είπε η σεβαστή του Τηλεμάχου ανδρεία· +«Ο Δίας αχ! μ' εμώρανε! μου λέγ' η αγαπημένη +μητέρ', αν κ' έχει φρόνησην, ότι απ' αυτό το δώμα +βούλεται ν' αποξενωθή, να υπάγη μ' άλλον άνδρα, +κ' εγώ γελώ και τέρπομαι 'ς την άγνωστη ψυχή μου. 105. +αλλά, μνηστήρες, έρχεσθε· κ' ιδού, σας δείχθη αγώνας, +γυνή, 'που εις γην Αχαϊκήν άλλη δεν είν' ομοία, +ούτε 'ς την Πύλο την ιερή, 'ς το Άργος, 'ς την Μυκήνη. +ούτε 'ς την κάρπιμη στερηάν, αλλ' ούτε 'ς την Ιθάκην· +γνωστά σας· της μητρός μου εγώ τον έπαινο θα λέγω; 110 +εμπρός, και 'ς άργητ' αφορμαίς μην εύρετε και πλέον +του τόξου μην ξεφεύγετε την τέντωσι, να ιδούμε. +θα το δοκίμαζα κ' εγώ· και αν τύχη να τανύσω +το τόξο και το σίδερο περάσω με το βέλος, +δεν θα με θλίβ' η σεβαστή μητέρ' αν άλλον άνδρα 115 +πάρη, το σπίτι αφήνοντας, ότι εγώ μέν' οπίσω +άξιος τ' άρματα λαμπρά να φέρω, του πατρός μου». + +Αυτά 'πε, και σηκώθη ορθός, και την πορφυρή χλαίνα +και ομού το ξίφος κοφτερόν εγδύθη από τους ώμους. +λάκκον πρώτ' έσκαψε μακρύν εις ταις αξίναις όλαις 120 +έναν, και αυτού ταις έστησε και αράδιασε με στάφνη, +και γύρω θύτησε την γη· και τον θαυμάζαν όλοι +την τάξι πώς εγνώριζεν ενώ ποτέ δεν είδε. +και ολόρθος 'ς το κατώφλιο δοκίμαζε το τόξο· +τρεις το ελύγισε φοραίς με πόθο να το σύρη, 125 +τρεις τον αφήκε η δύναμις, αλλ' όμως να τανύση +το νεύρο και το σίδερο να διαπεράση εθάρρει· +'ς την τέταρτην, ως το 'συρνε μ' ανδρειά, το 'χε τανύσει, +πλην την ορμή του εμπόδισε με νεύματ' ο Οδυσσέας. +και πάλιν είπε η σεβαστή του Τηλεμάχου ανδρεία· 130 +«Αχ! άνανδρος, αδύναμος, θα μείνω και κατόπι, +ή νέος είμ' εγώ πολύ, και ακόμη δεν θαρρεύω +'ς τα χέρια μου, ν' αντισταθώ 'ς άνδρ' αν μ' υβρίση πρώτος. +αλλ' όσοι με υπερβαίνετε 'ς την δύναμιν, αρχήστε +του τόξου εδώ την δοκιμήν, ο αγώνας να τελειώση». 135 + +Είπε και χάμαι απόθεσε το τόξο και της θύρας +το 'γυρε προς ταις κολληταίς σανίδαις στιλβωμέναις· +το ταχύ βέλος έκλινε προς την λαμπρήν κορώνη, +κ' εγύρισε προς το θρονί, 'που 'χε καθίσι πρώτα. +και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος τότ' είπε προς εκείνους· 140 +«Προς δεξιά σηκόνεσθε με την σειράν, ω φίλοι, +και όθε κερνά ο κεραστής εκείθε αρχή να γείνη». + +Είπεν ο Αντίνοος, και αρεστός 'ς όλους εφάνη ο λόγος. +σηκώθη πρώτος ο υιός του Οίνοπα, ο Λειώδης· +ήταν ιερογνώστης των, και, 'ς τον λαμπρόν κρατήρα 145 +σιμά, κάθιζε ανάμερα, και αυτός εμίσα μόνος +τ' άνομα κ' έτρεφεν οργή προς όλους τους μνηστήραις. +και τότε πρώτος έπιανε το τόξο και το βέλος· +ολόρθος 'ς το κατώφλιο δοκίμαζε το τόξο, +και δεν το ετάνυσεν, αλλά τραβώντας αποκάμαν 150 +τ' απαλά χέρι' αγύμναστα, και των μνηστήρων είπε· +«Δεν το τανύζω, αγαπητοί· τώρ' ας το λάβη και άλλος· +ότι καρδίαν και ζωήν πολλών θα πάρη ανδρείων +τούτο το τόξον, επειδή καλήτερον νομίζω +τον θάνατον, ή ζωντανοί να στερηθούμε κείνο, 155 +'που καρτερούμ' ολοκαιρίς εδώ συναθροισμένοι. +τώρα 'ς τα βάθη της ψυχής κάποιος ελπίζει ακόμη +να νυμφευθή την φρόνιμη γυναίκα του Οδυσσέα, +αλλ' ότι κάμη δοκιμή του τόξου και γνωρίση, +των Αχαιίδων γυναικών τότ' άλλην λαμπροφόραν 160 +με δώρ' αυτός ας μνηστευθή, και ας πάρη αυτή τον άνδρα, +οπού χαρίση πλειότερα και όποιον της στείλ' η μοίρα». + +Είπε και χάμαι απόθεσε το τόξο και της θύρας +το 'γυρε προς ταις κολληταίς σανίδαις στιλβωμέναις· +το ταχύ βέλος έκλινε προς την λαμπρήν κορώνη, 165 +κ' εγύρισε προς το θρονί, 'που 'χε καθίσει πρώτα· +και πικρά τον ωνείδισεν ο Αντίνοος και του 'πε· +«Ποιος λόγος, Λειώδη, σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα, +βαρύς, φρικτός, και ως τ' άκουσα θυμός με κυριεύει, +ότι, αν εσύ δεν δύνασαι το τόξο να τανύσης, 170 +αυτό καρδίαν και ζωήν πολλών θα πάρη ανδρείων. +όχι, δεν σ' έχ' η σεβαστή μητέρα γεννημένον +τόξων συ να 'σαι τραβηκτής και βέλη ν' ακοντίζης· +αλλά μνηστήρες θαυμαυστοί θα το τανύσουν άλλοι». + +Είπε και 'ς τον Μελάνθιον γιδοβοσκόν εστράφη· 175 +«Κινήσου και άναψε φωτιά 'ς το σπίτι, ω Μελανθέα· +θέσε κοντά μέγα θρονί και στρώσε αυτού προβεία· +φέρε από μέσα το χοντρό του αλείμματος τυπάρι, +όπως με πυρ ζεσταίνοντας και αλείφοντας το οι νέοι +το τόξο δοκιμάσουμεν, ο αγώνας να τελειώση». 180 + +Είπε· και πυρ αδάμαστον άναψε ο Μελανθέας, +και το θρονί κοντά 'θεσε κ' έστρωσε αυτού προβεία, +κ' έφερε μέσαθε χοντρόν αλείμματος τοπάρι· +και αφού καλά το ζέσταναν δοκιμάσαν οι νέοι, +χαμένα, και 'ς την δύναμι πολύ κατώτερ' ήσαν. 185 +ο Αντίνοος και ο θεόμορφος Ευρύμαχος εμέναν +ακόμ', οι ανδρειότεροι και των μνηστήρων πρώτοι. + +Τότ' άφησαν το μέγαρο κ' εβγήκαν ο βουκόλος +αντάμα και ο χοιροβοσκός του θείου Οδυσσέα· +εκείνους ακολούθησεν ο θείος Οδυσσέας. 190 +αλλ', απ' την θύρα ξέμακρα και απ' την αυλήν ότ' ήσαν, +με λόγια χλυκομίλητα 'ς αυτούς εστράφη κ' είπε· +«Βουκόλε, και χοιροβοσκέ, θα 'λεγα κάποιον λόγον +ή να το κρύψω; κ' η καρδιά να εξηγηθώ με σπρώχνει· +με ποίαν γνώμη βοηθοί θα ήσθε του Οδυσσέα, 195 +αν κάπουθ' έλθη ξάφνου εδώ κ' ένας θεός τον φέρη; +σεις των μνηστήρων βοηθοί θα ήσθε ή του Οδυσσέα; +ειπήτ' εκείν' οπ' η ψυχή σας λέγει κ' η καρδία». + +Εκείνου τότε απάντησεν ο άνδρας ο βουκόλος· +«Δία πατέρα, τούτον μου τον πόθον τέλειωσέ μου· 200 +ας έλθη εκείνος, ο θεός να τον επαναφέρη· +θα 'βλεπες πώς μ' ακολουθούν μ[τ]α χέρια μου τ' ανδρεία». + +Και ομοίως 'ς όλους τους θεούς ο Εύμαιος ευχήθη +'ς το σπίτι του ο πολύνοος να φθάση Οδυσσέας. +και άδολην ως εγνώρισε την γνώμην των εκείνος, 205 +το στόμα πάλιν άνοιξεν, ωμίλησέ τους κ' είπε· +«Έφθασα, ιδού με, αυτός εγώ, 'που, αφού πολλά 'χω πάθει, +ήλθα τον χρόνον εικοστόν 'ς την γη την πατρική μου. +ξεύρ' ότι από τους δούλους μου 'ς εσάς τους δύο μόνον +έφθασα περιπόθητος· ουδ' άκουσα απ' εκείνους 210 +κανέναν άλλον να ευχηθή να φθάσω 'ς την πατρίδα. +και ό,τι θα γείνη αληθινά 'ς εσάς θα φανερώσω· +αν μου υποτάξη ένας θεός τους θαυμαστούς μνηστήραις, +του καθενός τότε από σας εγώ θα δώσω νύμφην, +κ' εδώ σιμά μου κτήματα και ωραία κατοικία, 215 +και φίλοι θάσθε και αδελφοί του υιού μου Τηλεμάχου, +κ' ιδού, σημάδι φανερό τώρ' άλλο θα σας δείξω, +να με καλογνωρίσετε, να μη διστάζη ο νους σας, +το λάβωμ' οπού μ' άνοιξε με λευκό δόντι χοίρος, +'ς τον Παρνασό, 'που τα παιδιά με πήραν του Αυτολύκου». 220 + +Είπε, το μέγα λάβωμα ξυγύμνωσε απ' τα ράκη, +κ' εκείνοι, αφού θεώρησαν και απ' όλα ελάβαν γνώσι, +'ς ταις αγκαλιαίς των έσφιξαν τον θείον Οδυσσέα, +έκλαιαν και την κεφαλή του εφίλουν και τους ώμους· +τα χέρια και ταις κεφαλαίς τους φίλησε κ' εκείνος. 225 +και ο ήλιος θα βασίλευε και ακόμη αυτοί θα κλαίαν, +αλλά τους ξέκοψεν αυτός και προς εκείνους είπε· +«Από τους θρήνους παύσετε, μη βγη και σας νοήση +κάποιος από το μέγαρο και μέσα τ' αναφέρη. +εμπήτε τώρ', αλλ' όχι ομού, πρώτος εγώ, κατόπι 230 +ανάρηα σεις· και ας διορισθή το ακόλουθο σημάδι· +οπόταν όλ' οι θαυμαστοί μνηστήρες θα φωνάζουν +'ς τα χέρια μου να μη δοθούν το τόξο κ' η φαρέτρα, +θεί' Εύμαιε, το δώμα συ διάβαινε και φέρε +το τόξον εις τα χέρια μου, και πρόσταξε ταις κόραις 235 +τα στερεά θυρόφυλλα να κλείσουν των μεγάρων, +και αν ακουσθή βόγγος ανδρών ή κτύπος εις το δώμα, +ολόκλειστ' οπού θα 'μασθε, να μη προβή καμμία +έξω, αλλ' αυτού 'ς τα έργα τους σιγά να μείνουν όλαις. +κ' εις σε την θύρα της αυλής λέγω, Φιλοίτιε θείε, 240 +με κλείθρο και κομπόδεμα προσεκτικά να κλείσης». + +Είπε και 'ς τα καλόκτιστα δώματα ευθύς εμπήκε, +κ' εγύρισεν εις το θρονί, 'που 'χε καθίσει πρώτα· +κ' οι δούλοι έφθασαν έπειτα του θείου Οδυσσέα. + +Κ' εμάλαζ' ο Ευρύμαχος το τόξο και 'ς την λάμπα 245 +εδώ κ' εκεί το ζέσταινεν, αλλά να το τανύση +δεν εδυνήθη, και βαθειά 'ς την ένδοξη ψυχή του +μ' αδημονία στέναζε, κ' είπε μεγαλοφώνως· +« Τον εαυτό μου πόσ', ωιμέ, και όλους τους άλλους κλαίω· +του γάμου τόσο, αν και δριμύς, δεν με θερίζει ο πόνος· 250 +και άλλαις εις την περίβρεκτην Ιθάκην Αχαιίδες +είναι πολλαίς, είναι και αλλού· με θλίβει ότι μας λείπει +τόσον από την δύναμι του θείου Οδυσσέα, +ώστε να μη τανύζουμεν εμείς το τόξο εκείνου· +αχ! και 'ς ταις άλλαις γεννεαίς θα φθάσ' η καταισχύνη!» 255 + +Ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος απάντησέ του κ' είπε· +« Μη το φοβείσ', Ευρύμαχε· και μόνος σου εννοείς το· +τον θεόν τούτον ευλαβώς ο τόπος εορτάζει +και τόξα θα τανύζουμεν; αλλ' ήσυχα φυλάξτε +το τόξο, και ας αφήσουμε να στέκωντ' η αξίναις 260 +όλαις, ως είναι, ότι κανείς δεν θα 'λθη να ταις πάρη, +θαρρώ, μέσ' απ' το μέγαρο του θείου Οδυσσέα. +τώρ' απαρχαίς ο κεραστής ας δώση 'ς τα ποτήρια, +όπως, αφού γείν' η σπονδή, φυλάξουμε το τόξο· +και ειπέτε 'ς τον γιδοβοσκόν Μελάνθιον, άμα φέξη 265 +να φέρη απ' όλαις ταις κοπαίς ερίφια διαλεμμένα, +όπως, αφού μεριά καούν του λαμπροτόξου Φοίβου, +το τόξο δοκιμάσουμεν, ο αγώνας να τελειώση». + +Αυτά 'πε κείνος και άρεσεν ο λόγος και των άλλων· +και το νερό τους έχυσαν οι κήρυκες 'ς τ' χέρια, 270 +και, αφού κρατήραις με κρασί στεφάνωσαν οι νέοι, +έδωκαν 'ς όλους απαρχή 'ς τα γεμιστά ποτήρια· +και, αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελε η ψυχή τους, +με δόλον ο πολύγνωμος τους είπεν Οδυσσέας· +«Ακούτε με, της θαυμαστής βασίλισσας μνηστήρες, 275 +να φανερώσω εγώ 'ς εσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει. +εξόχως τον Ευρύμαχον και Αντίνοον τον θείον +παρακαλώ, 'που φρόνιμον και αυτόν είπε τον λόγον, +τώρα το τόξο ν' αφεθή και 'ς τους θεούς να ελπίζουν· +αύριο την νίκην ο θεός θα δώσ' εις όποιον θέλη. 280 +αλλά να δώσετε 'ς εμέ το στιλβωμένο τόξο, +τα χέρια και την δύναμι να δοκιμάσω εμπρός σας, +αν ρώμ' υπάρχει ως άλλοτε 'ς τα λυγιστά μου μέλη, +ή χάθη απ' τους παραδαρμούς και απ' την ταλαιπωρία». + +Αυτά 'πε, και αγανάκτησαν υπέρμετρα οι μνηστήρες· 285 +το στιλπνό τόξο μην αυτός τανύση εφοβηθήκαν· +κ' εφώναξ' ο Αντίνοος, ωνείδισέ τον κ' είπε· +«Ω ξέν' ελεεινότατε, φρέναις ποσώς δεν έχεις· +και δεν αρκεί σ' ότ' ήσυχος εις τους υπερηφάνους +εμάς συντρώγεις και άφθονο 'ς τα γεύματ' έχεις μέρος, 290 +και ότι την ομιλία μας, τους λόγους μας ακούεις· +και άλλος τους λόγους μας πτωχός και ξένος δεν ακούει· +σε βλάπτει το γλυκό κρασί, και αυτό ζαλίζει εκείνους +'που το ρουφούν υπέρμετρα· δεν έχει αυτό τυφλώσει +τον λαμπρόν Ευρυτίωνα, τον Κένταυρον, ότ' ήλθε 295 +'ς των Λαπιθών το κάλεσμα, 'ς του ενδόξου Πειριθόου +το μέγαρο; απ' το κρασί τυφλώθη, επάρθη, ο νους του, +και μες το δώμ' ανόμησε φρικτά του Πειριθόου. +κ' οι ήρωες ωργίσθηκαν, τον ποδοσύραν έξω, +αφού μ' άπονη μάχαιρα μύτη και αυτιά του κόψαν, 300 +και αυτός, 'που 'παθε τύφλωσι 'ς τον νουν, επήρε δρόμο +κ' έσερνε με τυφλή ψυχή την μαύρη συμφορά του. +όθεν κατόπ' οι Κένταυροι κ' οι άνδρες πολεμούσαν· +και το κακό ζήτησε αυτός κ' ηύρε απ' την μέθη πρώτος. +και σέν' ομοίαν συμφοράν προλέγω σου αν το τόξο 305 +τανύσης· και 'ς τον τόπο μας προστάτην μη προσμένης· +αλλά σε στέλνουμεν ευθύς μ' ολόμαυρο καράβι +'ς τον βασιλέαν Έχετον αδικητήν του κόσμου, +άφευκτα εκεί ν' αφανισθής^ αλλ' ήσυχα εδώ πίνε +και με τους νεωτέρους σου συ μη φιλονεικήσης». 310 + +Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη τότ' είπε προς εκείνον· +Αντίνοε, γίνετ' άδικο, να στερηθούν οι ξένοι +του Τηλεμάχου, οπ' έρχονται 'ς το δώμα τούτο ικέταις. +κ' εάν ο ξένος, θαρρετός 'ς την ρώμη των χεριών του, +το μέγα τόξο ετάνυζε του θείου Οδυσσέα, 315 +φοβείσ' ότι 'ς το σπίτι του νύμφην εμέ θα πάρη; +αλλ' ουδέ κείνος 'ς την ψυχή παρόμοιαν τρέφει ελπίδα. +τούτο δεν είν', όχι, αφορμή να σας κακοκαρδίση +ενώ συμποσιάζετε· δεν πρέπει, δεν αρμόζει». + +Απάντησεν ο Ευρύμαχος· «Του Ικαρίου κόρη, 320 +ω Πηνελόπη φρόνιμη, νύμφην εσέ να πάρη +τούτος, δεν υποψιάζουμε ποσώς· αλλ' ουδ' αρμόζει· +αλλ' εντρεπόμασθεν ανδρών και γυναικών το στόμα, +μη κάποιος απ' τους Αχαιούς ουτιδανός πότ' είπη· +ανδρός λαμπρού την σύντροφον πολύ κατώτεροί του 325 +άνδρες ζητούν, και το στιλπνό τόξο του δεν τανύζουν· +αλλ' ήλθε πολυπλάνητος πτωχός από τα ξένα, +το ετάνυσε και πέρασε το σίδερο με βέλος· +αυτά θα ειπούν και όνειδος 'ς εμάς θα ήναι ο λόγος». + +Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· 330 +«Ευρύμαχε, δεν γίνεται 'ς τον τόπο να 'χουν δόξα +εκείνοι οπού καταφρονούν το σπίτι ανδρός μεγάλου +και το αφανίζουν και όνειδος 'ς εσάς φαίνοντ' εκείνα; +αυτός ο ξένος στερεό και μέγ' έχει το σώμα, +και λέγει ότι γεννήθηκεν απ' ευγενή πατέρα. 335 +τώρ' ας ιδούμε· δώσετε το στιλπνό τόξο εκείνου. +και ιδού τι λέγω φανερά και ο λόγος μου θα γείνη. +αν το τανύση και 'ς αυτόν την δόξα δώση ο Φοίβος, +θα τον ενδύσω μ' εύμορφον χιτώνα και χλαμύδα· +θα λάβη ακόντι σουβλερό, διώκτην ανδρών και σκύλων, 340 +και ξίφος δίστομο· καλά σανδάλια θα του δώσω, +και θα τον στείλ' οπού η καρδιά θελήση και η ψυχή του». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της κ' είπε· +«Άλλος, μητέρα μ', Αχαιός την δύναμι δεν έχει, +'πώχω να δώσω ή ν' αρνηθώ το τόξο 'ς όποιον θέλω. 345 +όχι, ούδ' όσ' είναι της σκληρής Ιθάκης ή των νήσων +προς την αλογοβόσκητην την Ήλιδα ηγεμόνες, +αυτών δεν δύναται κανείς να μ' εμποδίση, αν θέλω, +το τόξο και μονόφορα του ξένου να χαρίσω. +αλλ' άμε σπίτι, έχε τον νου 'ς τα έργα τα δικά σου, 350 +την αλακάτη, τ' αργαλειό, και πρόσταξε ταις κόραις +να εργάζωνται, και άφησ' εδώ του τόξου την φροντίδα +'ς τους άνδραις κ' έξοχα 'ς εμέ 'που 'μαι 'ς το σπίτι κύριος». + +Θαύμασε αυτή κ' εγύρισε 'ς το δώμα, ότι τον λόγον +του τέκνου της τον φρόνιμον εδέχθη 'ς την καρδία. 355 +και με ταις κόραις έφθασε 'ς τ' ανώγι, αυτού να κλαίη +πικρά τον Οδυσσέα της, ως ότου γλυκόν ύπνο +'ς τα βλέφαρά της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη. + +Επήρε ωστόσο κ' έφερνε το τόξ' ο χοιροτρόφος, +κ' ευθύς του σήκωσαν βοή 'ς το δώμ' όλ' οι μνηστήρες, 360 +και κάποιος τότ' εφώναξε των αποτόλμων νέων· +«Αζήλευτε χοιροβοσκέ, το τόξο πού θα φέρης, +χαμένε; γλήγορα, θαρρώ, 'ς ταις έρμαις χοιρομάνδραις +οι γοργοί σκύλοι, θρέμματα δικά σου, θα σε φάγουν, +αν μας βοηθήσ' ο Απόλλωνας και όλ' οι θεοί του Ολύμπου». 365 +Είπαν και απ' την βοή πολλών ετρώμαξεν εκείνος. +χάμαι το τόξον έθεσεν αλλ' από τ' άλλο μέρος +του φώναξε ο Τηλέμαχος· «Πατέρα, εμπρός το τόξο +φέρε, και δεν θα ωφεληθής αν 'ς όλους υπακούσης, +μήπως, αν και νεώτερος, σε διώξω με λιθάρια, 370 +εις τον αγρόν ότ' είμ' εγώ 'ς τα χέρι' ανώτερός σου. +να 'μουν, αχ! τόσο ανώτερος, εις των χεριών την ρώμη, +όλων αυτών, οπ' είν' εδώ 'ς τα δώματα μνηστήρες, +με φρικτόν τρόπο θα 'καμνα το σπίτι μου ν' αφήσουν +ευθύς αυτοί 'που το κακό 'ς τον νου τους οργανίζουν». 375 + +Αυτά 'πε και όλοι από καρδιάς γελάσαν οι μνηστήρες, +και, χάρις 'ς τον Τηλέμαχον, ημέρωσ' η οργή τους. +και ο χοιροτρόφος πέρασε κ' εστήθη του Οδυσσέα +εμπρός και το τόξ' έβαλε 'ς τα χέρια του γενναίου, +και την βυζάστρα κάλεσεν Ευρύκλεια και της είπε· 380 +«Προστάζει σε ο Τηλέμαχος, φρόνιμη Ευρύκλεια, τώρα +τα στερεά θυρόφυλλα να κλείσης των μεγάρων· +και αν ακουσθή βόγγος ανδρών και κτύπος εις το δώμα, +ολόκλειστ' οπού θα 'μασθε, να μη προβή κανένας +έξω, αλλ' αυτού 'ς τα έργα τους σιγά καθείς να μείνη». 385 + +Αυτά 'πε κείνος και άπτερος 'ς αυτήν ειπώθη ο λόγος· +κ' έκλεισε τα θυρόφυλλα των υψηλών μεγάρων. +κ' εξ' ο Φιλοίτιος πήδησεν ήσυχ' από τα δώμα, +και της καλόφρακτης αυλής έκλεισ' ευθύς την θύρα. +ήταν 'ς την αίθουσα σχοινί βύβλινο από καράβι, 390 +το πήρεν, έδεσε μ' αυτό την θύρα κ' επανήλθε, +και οπ' ήταν πρώτα εκάθισε, και προς τον Οδυσσέα +τους οφθαλμούς προσήλωσε· και αυτός ήδη το τόξο +γυρίζ' ολούθ' ολόγυρα, να ιδή μήπως σαράκι, +ο κύριος ενώ 'λειπε, το κέρατ' είχε φθείρει· 395 +και κάποιος τότε ωμίλησε κυττώντας τον πλησίον· +«Του τόξου αυτός θεωρητής κάπως πανούργος είναι· +ή τόξ' έχει 'ς το σπίτι του παρόμοια φυλαγμένα +ή όμοια θα ποιήση αυτός, τόσο πολύ 'ς τα χέρια +το στρέφει ο πολυπλάνητος κακούργος ψωμοζήτης». 400 + +Άλλος πάλι τότ' έλεγε των αποτόλμων νέων· +«Όμοιαν να λάβη απόλαυσιν εις την ζωή του εκείνος, +καθώς ποτέ θα δυνηθή το τόξο να τανύση». + +Έλεγαν και ο πολύγνωμος ωστόσον Οδυσσέας, +το μέγα τόξο άμ' έπιασε και πανταχόθεν είδε, 405 +ως ο εξαίσιος αοιδός και της κιθάρας γνώστης +ευθύς τανύζει την χορδή, στριφτάρι αν κ' έχει νέο, +τάντερο αρνιού καλόστριφτον εις τ' άκρ' αφού προσδέση, +το μέγα τόξο αβίαστα τάνυσ' ευθύς εκείνος, +και την νευρή δοκίμασε με το δεξί του χέρι· 410 +ελάλησ', ως την έγγιξεν, ως χελιδόνι εκείνη. +τότ' οι μνηστήρες τρόμαξαν και άλλαξαν όψιν όλοι· +και με σημάδι φανερό βαρειά βρόντησ' ο Δίας. +εχάρηκε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας, +σημάδι ότ' είδ' απ' τον υιόν του κρυπτοβούλου Κρόνου. 415 +και απ' το τραπέζι αυτού σιμά γοργό βέλος επήρε +έτοιμο· και μες την βαθειά φαρέτρα εμέναν τ' άλλα, +αυτά 'που μέλλαν να αισθανθούν ογλήγορα οι μνηστήρες· +το κράτησε 'ς το κέρατο, και, οθ' ήταν καθισμένος, +νευρήν, γλυφίδαις, τράβησε, και, αφού σημάδι επήρε, 420 +τόξευσε και όλαις πέρασεν αράδα ταις αξίναις +από τον πρώτον στελεόν· το χάλκινον ακόντι +εβγήκε πέρα, κ' είπε αυτός· «Ποσώς δεν σ' ατιμάζει, +Τηλέμαχε, καθήμενος 'ς τα μέγαρά σου ο ξένος. +μη το σημείον έσφαλα; μην άργησα με κόπο 425 +το τόξο να τανύσω εγώ; σώζετ' η δύναμίς μου, +και άδικα με καταφρονούν και ψέγουν οι μνηστήρες. +κ' είναι καιρός οι Αχαιοί τον δείπνον να ετοιμάσουν +όσ' είναι φως· διασκέδασι και άλλην κατόπι θα 'χουν +εις την κιθάρα, 'ς τον χορό, τα δώρα της τραπέζης». 430 + +Αυτά 'πε κ' εβλεφάρισε· και ακονισμένο ξίφος +ο ποθητός εζώσθ' υιός του θείου Οδυσσέα, +κοντάρι εφούκτωσε κ' ευθύς 'ς το πλάγι εκείνου εστήθη, +σιμά 'ς τον θρόνο, κ' έλαμπε με τ' άρματα ζωσμένος + + + +Ραψωδία Χ + + + +Τα ράκη του ο πολύγνωμος τότ' έρριξε Οδυσσέας, +και 'ς το κατώφλι πήδησε με τόξο και φαρέτρα +γεμάτην· και όλα σώρευσε τα πτερωτά της βέλη +εμπρός, αυτού, 'ς τα πόδια του, και των μνηστήρων είπε· +«Τούτος ο αγώνας φοβερός είν' ήδη τελειωμένος· 5 +σημάδι τώρ', οπού κανείς δεν έχει ρίξει ακόμη, +θέλω κτυπήσ', ίσως το ευρώ και αν με δοξάση ο Φοίβος». + +Είπε και 'ς τον Αντίνοον πικρόν ίσιασε βέλος· +εκείνος τότε δίχερον εσήκονε ποτήρι +ολόχρυσο και το 'σφιγγε 'ς τα χέρια, να ρουφήση 10 +κρασί, και φόνου μες τον νου δεν είχε φαντασία· +και ποίος θα φαντάζονταν, 'ς την μέσην των συνδείπνων, +απ' έναν μόνον, εις πολλούς ανάμεσ', αν και ανδρείον, +φαρμακωμένον θάνατον, μαύρην να λάβη μοίραν; +'ς τον λαιμό τον σημάδευσε κ' επίτυχ' ο Οδυσσέας· 15 +τ' απαλό σνίχι πέρασε και αντίκρυ βγήκε η λόγχη· +έγυρε αυτός και του 'πεσεν από το χέρ' η κούπα, +και απ' τα ρουθούνι' ανάβρυσεν αίματος ανθρωπίνου +κρουνιά χοντρή· κ' έσπρωξε αυτός την τράπεζα μακράν του +με τα δυο πόδια, κ' έχυσε τα φαγητά 'ς το χώμα, 20 +και τα ψημένα κρέατα και ο σίτος μολυνθήκαν. +άμα τον άνδρ' είδαν νεκρόν, με τρόμο σηκωθήκαν +απ' τα θρονιά και αλάλαξαν 'ς τα δώματα οι μνηστήρες, +και με τα μάτια πανταχού τους τοίχους εξετάζαν, +αλλ' ουδ' ασπίδα ευρίσκονταν ουδέ βαρύ κοντάρι. 25 +και χολωμένοι ωνείδισαν βαρειά τον Οδυσσέα· +«Ω ξένε, κακά σκέφθηκες να σημαδεύης άνδραις· +ύστερος είναι αγώνας σου· μη να σωθής ελπίσης· +άνδρα συ τώρα εφόνευσες 'που ο πρώτος ήταν νέος +εις την Ιθάκην· όθε δω γύπες εσέ θα φάγουν». 30 + +Αυτά 'παν, ότι ελόγιαζαν πως άθελα τον άνδρα +είχε φονεύσει· και οι μωροί δεν είχαν εννοήσει +ότι το δίκτ' είχε απλωθή του ολέθρου ολόγυρά των. + +Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος τους είπεν Οδυσσέας· +«Σκυλιά, σεις επιστεύετε πως δεν θα γύρω πλέον 35 +από την Τροία, και άπονα μου τρώγετε το σπίτι, +φιλούσετε αναγκαστικά ταις δούλαις, κ', ενώ ζούσα, +άνομα της συντρόφου μου σεις γείνετε μνηστήρες, +και ούτε θεοί, 'που κατοικούν τα ουράνια σας φοβίζαν, +ούτε θνητών εκδίκησις μην έλθη αδικημένων· 40 +τώρα το δίκτ' έχει απλωθή του ολέθρου ολόγυρά σας». + +Αυτά' 'πε κείνος, κ' έπιασεν αυτούς αχνή τρομάρα, +και από τον δίεθρο καθείς εκύττα πώς να φύγη. +μόνος τότ' ο Ευρύμαχος απάντησέ του κ' είπε· +«Αν ήλθες ο Ιθακήσιος μ' αλήθειαν Οδυσσέας, 45 +δικαίως συ των Αχαιών ταις πράξαις κατακρίνεις, +'που ανόμησαν 'ς το σπίτι σου πολλά και 'ς τον αγρόν σου. +αλλ' ήδη κείτεται νεκρός ο πρώτος αίτιος όλων, +ο Αντίνοος· ότι ωργάνιζε τα έργα τούτα εκείνος. +και τόσο δεν τον βίαζε του γάμου ανάγκ' ή πόθος, 50 +αλλ' έτρεφ' άλλα 'ς την ψυχή, — κ' εμπόδισε ο Κρονίδης,— +να γείνη της καλόκτιστης Ιθάκης βασιλέας +εκείνος και το τέκνο σου με δόλο να φονεύση. +τώρ', αφού τούτος έπεσεν ως του 'πρεπε, λυπήσου +συ τον λαόν σου· και απ' εμάς κοινώς όλα θα λάβης, 55 +όσο σου εφαγωθήκαν 'ς το σπίτι κ' επιοθήκαν, +και πρόστιμ' είκοσι βωδιών καθείς μας θα σου φέρη, +'ς τόσο χρυσάφι και χαλκόν, η οργή σου να πραΰνη· +ως τότ', εάν αγανακτείς, κατάκρισιν δεν έχεις». + +Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος του απάντησε Οδυσσέας· 60 +«Ευρύμαχε, και αν όλα μου τα πατρικά μου εκείνα +μου αποδοθούν, μ' όσ' έχετε και μ' όσ' αλλούθ' ευρήτε, +δεν θα ξεκόψω πότ' εγώ τα χέρια μ' απ' τον φόνο, +πριν όλα τ' ανομήματα πλερώσουν οι μνηστήρες. +σεις τώρα προτιμήσετε, να μάχεσθ' ή να φύγη 65 +κάποιος, αν ίσως δυνηθή, την μοίρα του θανάτου. +αλλ' απ' τον όλεθρο κανείς, θαρρώ, δεν θα λυτρώση». + +Είπε και αυτών τα γόνατα κοπήκαν κ' η καρδία· +και πάλιν είπ' ο Ευρύμαχος· «Ω φίλοι, αυτός ο άνδρας +τα χέρια τ' απλησίαστα δεν θα κρατήση πλέον, 70 +αλλ', ως το τόξον απ' αρχής και την φαρέτρα πήρε, +θε να τοξεύη απ' το ξυστό κατώφλι ως να φονεύση +όλους εμάς· αλλά φαιδροί την μάχη ν' ασπασθούμε. +σύρετε τα μαχαίρια σας, 'ς τα γοργοφόνα βέλη +προβάλτε τράπεζαις και ομού 'ς αυτόν ας πέσουμ' όλοι, 75 +και το κατώφλ' ίσως βιασθή ν' αφήση και την θύρα, +έξω να βγούμε, αλαλαγμός να σηκωθή 'ς την πόλι, +τούτος να μάθ' ότ' έρριξε το υστερινό του βέλος». + +Είπε και δίστομ' έσυρε χαλκόβαπτο μαχαίρι +και με κραυγήν τρομακτικήν επάνω του επετάχθη· 80 +και, 'ς την στιγμή 'που χύθ' αυτός, ο θείος Οδυσσέας +'ς το στήθος βέλος του 'ριξεν εις το βυζί πλησίον, +και μες το σκότι πέρασε τ' ορμητικόν ακόντι. +την μάχαιρα απόλυσε κ' έπεσε κυρτωμένος +τρικλίζοντας 'ς την τράπεζα, και τα φαγιά κ' η κούπα 85 +χάμαι σκορπίσαν· εις την γη το μέτωπό του εκτύπα, +οδύνην είχε 'ς την ψυχή κ' έσπρωχνε το θρονί του +με τα δυο πόδια, και άπλωσε 'ς τα μάτια του μαυρίλα. + +Ο Αμφίνομος 'ς τον ένδοξον τότ' ώρμησε Οδυσσέα +μ' ακονισμένην μάχαιραν, ίσως από τ[η]υν θύρα 90 +συρθή εμπρός του, αλλ' έγκαιρα με χαλκοφόρο ακόντι +την πλάτην ο Τηλέμαχος τον πέρασ' ως τα στήθη· +μ' όλο το μέτωπο 'ς την γην εβρόντησεν εκείνος, +τ' ακόντι το μακρόσκιο 'ς το σώμα του Αμφινόμου +άφησεν ο Τηλέμαχος κ' εσύρθ' ότι φοβήθη 95 +μη κάποιος εκ των Αχαιών, εκεί 'που αυτός θ' ανέσπα +τ' ακόντι το μακρόσκιον, ορμήση με μαχαίρι +και τον τρυπήσ' ή όπισθε κτυπήση αυτόν σκυμμένον. +κ' έδραμε κ' έφθασεν ευθύς εις τον αγαπητόν του +πατέρα, κ' είπε προς αυτόν με λόγια πτερωμένα· 100 +«Πατέρα, θα σου φέρω εγώ κοντάρια δυο και ασπίδα +και ολόχαλκο περίκρανον, αρμόδιο 'ς το κεφάλι· +παρόμοια θα φορέσω εγώ, παρόμοια και ο βουκόλος +θα λάβη και ο χοιροβοσκός· καιρός ν' αρματωθούμε». + +Απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας· 105 +«Δράμε και φέρ', ενόσω εδώ βέλ' είναι να παλαίσω, +μη με κινήσουν, μοναχός ως είμαι, από την θύρα». + +Αυτά 'πε· κείνος άκουσε τον ποθητόν πατέρα, +και, οπ' είχε τα λαμπρ' άρματα, 'ς τον θάλαμο, κατέβη· +εκείθ' ασπίδαις τέσσεραις επήρε, οκτώ κοντάρια, 110 +τέσσαρα κράνη χάλκινα, μ' αλόγου χήτη ωραία· +τα 'φερνε και δεν άργησε να φθάση 'ς τον πατέρα. +κείνος με τα λαμπρ' άρματα το σώμ' έζωσε πρώτος, +κατόπ' οι δούλοι εζώνονταν και οι τρεις επήραν θέσι +σιμά 'ς τον πολυμήχανον ανδρείον Οδυσσέα. 115 +και αυτός, όσο του ευρίσκονταν ακόντια να παλαίση, +'ς το σπίτι του θανάτονε με κάθε βέλος έναν +απ' τους μνηστήραις, κ' έπεφταν σωρός εκείνοι εμπρός του. +και άμ' έλειψαν του βασιληά, 'που τόξευε, τα βέλη, +του στέρεου μεγάρου του 'ς τον θυροπαραστάτη 120 +το τόξον έκλινε αντικρύ των τοίχων φωτοβόλων, +κ' έζωσ' ευθύς 'ς τους ώμους του τετράδιπλην ασπίδα, +εις την γενναίαν κεφαλήν καλόν έθεσε κράνος +μ' αλόγου χήτη, και φρικτά σειόταν επάν' ο λόφος, +και δύο πήρε δυνατά κοντάρια χαλκοφόρα. 125 + +Ο τοίχος ο καλόκτιστος ψηλόν είχε αντιθύρι, +και κάτω απ' το κατώφλιο του στερεού μεγάρου +'ς τον δρόμο πέρασμ' έβγαινε, κλειστό με καλαίς θύραις. +κείν' ο Οδυσσέας είχε ειπεί του θείου χοιροτρόφου +να το προσέχη από σιμά' κ' έν' έμβασμ' είχε μόνον. 130 +ο Αγέλαος τότε ωμίλησε κ' εμπρός εις όλους είπε· +«Ω φίλοι, δεν θ' ανέβαινε κανείς εις τ' αντιθύρι +φωνή να ρίξη του λαού κ' ευθύς βοή να γείνη; +τούτος να μάθ' ότ' έρριξε το υστερινό του βέλος». + +Του απάντησε ο Μελάνθιος' «'Σ αυτό δεν είναι τρόπος, 135 +Αγέλαε διόθρεπτε, τι φοβερά κοντά 'ναι +η αυλόθυρα, και δύσκολο το στόμ' είναι του δρόμου· +και ανδρείος ένας δύναται 'ς όλους φραγμός να γείνη. +αλλ' άρματ' απ' τον θάλαμο θα φέρω να ζωσθήτε· +ότι κει μέσα, και όχι άλλου, τ' άρματα, εγώ νομίζω, 140 +ο Οδυσσέας φύλαξε και ο δοξαστός υιός του». + +Αυτά 'πεν ο Μελάνθιος και ανέβη του μεγάρου +την κλίμακα, 'ς τον θάλαμο να φθάση του Οδυσσέα· +εκείθ' ασπίδαις δώδεκα πήρε και τόσαις λόγχαις, +και τόσα κράνη χάλκινα, μ' αλόχου χήτη ωραία, 145 +και ογλήγορ' ήλθε κ' έφερε τα όπλα 'ς τους μνηστήραις. +του Οδυσσέα γόνατα κοπήκαν και καρδία, +άμ' είδε ν' αρματόνωνται και τα μακρά κοντάρια +να σείουν ότι φοβερός του φανερώθη αγώνας. +κ' είπε προς τον Τηλέμαχο με λόγια πτερωμένα· 150 +«Τηλέμαχ', ή 'ς τα μέγαρα των γυναικών καμμία +κακόν μας κινεί πόλεμον ή τ' είναι ο Μελανθέας». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε· +«Πατέρα, 'ς τούτο εγώ 'σφαλα και άλλος δεν είναι πταίστης· +το στερεό θυρόφυλλον άνοιξα του θαλάμου 155 +κ' ερχόμενος δεν το 'κλεισα και τούτο εγνώσθη απ' άλλον. +αλλά, θεί' Εύμαιε, πήγαινε, την θύρα του θαλάμου +κλείσε κ' εξέτασ' αν καμμιά των δούλων τούτα πλέκει, +ή κείνος, 'που υποπτεύομαι, Μελάνθιος ο Δολίδης». + +Τα λόγια τούτα ενώ 'λεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους, 160 +κίνησε προς τον θάλαμο και πάλι ο Μελανθέας, +να φέρη τα λαμπρ' άρματα· και ο θείος χοιροτρόφος +τον νόησε και από σιμά τότ' είπε του Οδυσσέα· +«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, +ιδού, πάλιν ο πάγκακος, οπ' είχαμε υποπτεύσει, 165 +'ς τον θάλαμο πορεύεται· συ τώρα δίδαξέ με, +θα του αφαιρέσω την ζωήν, αν τον νικήσω πρώτα, +ή θέλεις να τον φέρω εδώ να σου πλερώση εκείνος +ταις τόσαις οπ' ωργάνισε 'ς το σπίτι σου ανομίαις;» + +'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· 170 +«Εγώ με τον Τηλέμαχον τους θαυμαστούς μνηστήραις +'ς το δώμα θα κρατήσουμεν, όσην ορμή και αν δείξουν. +σεις τώρ' εκείνον ρίξετε 'ς τον θάλαμο με χέρια +και πόδι' οπισθογύριστα, και δέσετε την θύρα, +αφού, περνώντας του σχοινί, 'ς την κορυφή του στύλου 175 +τον ανεβάσετε υψηλά τα πατερά να εγγίξη, +ώστε να ζη πολληώρα εκεί μ' οδύναις του θανάτου». + +Είπε, και αυτοί 'ς την προσταγήν υπάκουσαν κ' επήγαν· +'ς τον θάλαμο τον εύρηκαν χωρίς να τους νοήση· +εκείνος ζητούσ' άρματα 'ς το βάθος του θαλάμου, 180 +και αυτοί 'ς τα πλάγια στάθηκαν της θύρας κ' εκαρτέρουν, +και ως πάτησ' ο γιδοβοσκός Μελάνθιος το κατώφλι,— +και 'ς το 'να χέρ' είχε λαμπρό περίκρανο, πλατείαν +εις τ' άλλο ασπίδα παλαιάν, και μουχλαραχνιασμένην, +οπ' ο Λαέρτης ήρωας φορούσ' ότ' ήτο αγόρι, 185 +ριμμένην τώρα, και η ραφαίς λυθήκαν των λουριών της,— +επάνω τ' ώρμησαν οι δυο και απ' τα μαλλιά τον σύραν +μέσα, και χάμαι βρόντησαν τον κατατρομασμένον. +χέρια και πόδια του 'δεσαν αντάμ', αφού με τρόπον +σκληρόν τα οπισθογύρισαν, ως ο Λαερτιάδης 190 +επρόσταξ' ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας +και, αφού σχοινί του πέρασαν, 'ς την κορυφή του στύλου +τον ανεβάσαν υψηλά τα πατερά να εγγίξη. +και του 'πες με περίγελον, ω Εύμαιε χοιροτρόφε· +«Τώρ', ως σου πρέπει, μαλακά, Μελάνθιε, πλαγιασμένος 195 +θα ολονυκτήσης έξυπνος, και δεν θα σε ξαφνίση +ερχόμεν' η χρυσόθρονη του όρθρου θυγατέρα +απ' ταις ροαίς του Ωκεανού, την ώρα 'που συ φέρνεις +τα ερίφια μες τα δώματα να φάγουν οι μνηστήρες». + +Κείνον αφήκαν 'ς τα φρικτά δεσμά του τεντωμένον, 200 +και αρματωθήκαν, έκλεισαν την στιλβωμένην θύρα, +κ' ήλθαν 'ς τον πολυμήχανον ανδρείον Οδυσσέα. +αυτού με στήθος φλογερό στέκονταν, 'ς το κατώφλι +τέσσερες, και 'ς το μέγαρο πολλοί κ' εκείνοι άνδρείοι· +η Αθήνη κόρη του Διός 'ς το πλάγι τους τότ' ήλθε, 205 +εις το κορμί και 'ς την φωνή του Μέντορ' όλη ομοία. +άμ' ο Οδυσσέας είδε την εχάρη και της είπε· +«Μέντορα, να μη λησμονής 'ς την φοβερήν ανάγκη +τον φίλον ευεργέτη σου και τον ομήλικόν σου». + +Είπε και την πολεμάρχον θεάν είχε νοήσει. 210 +και αλλούθε της εκραύγαζαν 'ς το μέγαρο οι μνηστήρες· +ο Αγέλαος την ωνείδισε, Δαμαστορίδης, πρώτος· +«Μέντορα, μη καταπεισθής 'ς τα λόγια του Οδυσσέα, +βοηθός εκείνου πόλεμον να κάμης των μνηστήρων· +ότι από τώρα η γνώμη μας το εξής αποφασίζει· 215 +κείνους τους δύο, τον υιόν ομού και τον πατέρα, +αφού φονεύσουμε, και συ θα πέσης, όπως κείνα, +'που εδώ να πράξης βούλεσαι, πλερώσ' η κεφαλή σου. +και αφού σας αφαιρέσουμε την ζήσι με το ξίφος, +όσ' έχεις μες το σπίτι σου και όσ' έξω, αυτά με κείνα 220 +του Οδυσσέα θα ενωθούν και μες τα μέγαρά σου +δεν θέλει αφήσουμε να ζουν τ' αγόρια σου κ' η κόραις, +ουδ' η γυνή σου να γυρνά 'ς την πόλι της Ιθάκης». + +Αυτά 'πε, και άναψεν η οργή της Αθηνάς ακόμη· +και θυμωμένη ωνείδισε πικρά τον Οδυσσέα· 225 +«Μ' άλλην ψυχή, μ' άλλην ανδρειά, σ' εγνώρισ', Οδυσσέα, +εννέα χρόνους άκοπα να πολεμάς τους Τρώαις, +χάριν της θεογέννητης Ελένης λευκοχέρας, +κ' εις δειναίς μάχαις φόνευσες άνδραις πολλούς και ο νους σου +έρριξε την πλατύδρομην την πόλι του Πριάμου. 230 +πώς τώρα, ενώ 'ς το σπίτι σου και 'ς τα καλά σου φθάνεις, +πονεί σ' ανδρείος να δειχθής επάνω 'ς τους μνηστήραις; +στάσου 'ς το πλάγι μου, ω καλέ, κ' έργον ιδέ, να μάθης +πώς ο Αλκιμίδης Μέντορας, 'ς εχθρούς πολλούς αντίκρυ, +είναι τα ευεργετήματα καλός ν' ανταποδώση». 235 + +Είπε, και ακόμη προς αυτούς δεν έκλινε την νίκη, +αλλ' ήθελε 'ς την δοκιμήν η δύναμις και ανδρεία +του Οδυσσέα να φανούν και του λαμπρού παιδιού του· +και 'ς του μεγάρου πέταξε την μαυροκαπνισμένη +σκέπη κ' εκάθισεν αυτού, με χελιδόνα ομοία. 240 + +Και τους μνηστήραις κίνησε τότε ο Δαμαστορίδης +Αγέλαος, ο Ευρύνομος, με τον Πολυκτορίδη +Πείσανδρον, ο Αμφιμέδοντας, ο Πόλυβος γενναίος, +και ο Δημοπόλεμος· αυτοί πρωτεύαν 'ς την ανδρεία +αυτών, 'που ακόμη ζωντανοί να ζήσουν εμαχόνταν· 245 +και τους λοιπούς θανάτωσαν το τόξο και τα βέλη. +και 'ς όλους είπ' ο Αγέλαος· «Ω φίλοι, αυτός ο άνδρας +τα χέρια τ' απλησίαστα 'ς ολίγο θα κρατήση· +του 'φυγεν ήδη ο Μέντορας, αφού μωρεπαινέθη, +και μόνον κείνοι απόμειναν 'ς της θύρας το κατώφλι· 250 +όθεν μη ρίξετε όλοι ομού τα μακρυά κοντάρια· +οι έξι σεις κάμετε αρχήν, ίσως μας δώση ο Δίας +την δόξα να περάσουμε το στήθος του Οδυσσέα· +άμ' αυτός πέσ', οι επίλοιποι φροντίδα δεν μας δίδουν». + +Αυτά 'πε, και, ως παράγγειλε, μ' ορμήν όλοι ακοντίσαν 255 +κ' η Αθηνά κατώρθωσε χαμέν' όλα να πέσουν· +άλλος τον στύλον κτύπησε του στερεού μεγάρου, +άλλος την θύρα με πυκναίς σανίδαις αρμοσμένη, +και άλλου 'ς τον τοίχον έπεσε το φράξο χαλκοφόρο. +και άμ' όλοι κείνοι ξέφυγαν τ' ακόντια των μνηστήρων, 260 +τους είπεν ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας· +«Ω φίλοι, κ' εγώ θα 'λεγα κ' εμείς εις των μνηστήρων +το πλήθος ν' ακοντίσουμεν, αφού σιμά 'ς τα πρώτα, +όσα μας έκαμαν κακά, διψούν να μας φονεύσουν». + +Αυτά' πε, και όλοι ακόντισαν τα λογχοφόρ' ακόντια· 265 +τότε τον Δημοπόλεμον εφόνευσ' ο Οδυσσέας, +τον Ευρυάδην έστρωσε του Τηλεμάχου η λόγχη, +τον Έλατον ο Εύμαιος φόνευσε, και ο βουκόλος +τον Πείσανδρο· και όλοι έπεσαν κ' εδάγκασαν το χώμα. +τότε οι μνηστήρες σύρθηκαν 'ς το βάθος του μεγάρου, 270 +και ώρμησαν κείνοι κ' έβγαλαν απ' τους νεκρούς ταις λόγχαις. + +Πάλ' οι μνηστήρες έρριξαν τα λογχοφόρ' ακόντια, +κ' η 'Αθηνά κατώρθωσε πολλά να βγουν χαμένα. +άλλος τον στύλον κτύπησε του στερεού μεγάρου, +άλλος την θύρα με πυκναίς σανίδαις αρμοσμένη, 275 +και άλλου 'ς τον τοίχον έπεσε το φράξο χαλκοφόρο +η λόγχη του Αμφιμέδοντα ξυστά το χέρι επήρε +του Τηλεμάχου, 'ς τον αρμό, και ακρόσχισε το δέρμα. +απ' την ασπίδ' επάνωθε τον ώμο του Ευμαίου +χάραξε και χαμαί 'πεσεν η λόγχη του Κτησίππου. 280 +και αυτοί με τον πολύβουλον ανδρείον Οδυσσέα +ταις λόγχαις πάλι ακόντισαν 'ς το πλήθος των μνηστήρων· +ο Οδυσσέας πορθητής τον Ευρυδάμαντ' ηύρε, +κ' ηύρε τον Αμφιμέδοντα του Τηλεμάχου η λόγχη, +τον Πόλυβον ο Εύμαιος, τον Κτήσιππο 'ς το στήθος 285 +ηύρε ο βουκόλος, και σφικτά κατόπιν εκαυχήθη· +«Πολυθερσείδη εμπαικτικέ, με την μωρή σου γνώμη +να μην επαίρεσαι 'ς το εξής, αλλά τους αθανάτους +άφινε, ότ' είναι ανώτεροι πολύ, ν' αποφασίζουν. +ιδού, το πόδι οπ' έδωκες του θείου Οδυσσέα, 290 +ότε 'ς το δώμα εζήτευεν, εγώ σου ανταποδίδω». + +Τούτα ο βουκόλος έλεγε· και πλήγωσ' ο Οδυσσέας +εγγύθε τον Αγέλαο με μακρυό κοντάρι· +κτύπησε τον Λεώκριτο του Τηλεμάχου η λόγχη +μες το λαγγόνι, και ο χαλκός 'ς το αντίκρυ βγήκε μέρος· 295 +και με το μέτωπ' έπεσεν επίστομος 'ς το χώμα. +την ανδροφθόρον έδειξεν αιγίδα τότ' η Αθήνη +από την σκέπην υψηλά· κ' εσπώμαξε η καρδιά τους. +'ς το μέγαρο σκορπίσθηκαν, ως τρέχουν αγελάδαις +όταν με κέντημα συχνό ταις συνταράσσ' η μύγα, 300 +εις τον καιρό της άνοιξης, 'που 'ναι μεγάλ' η 'μέρα· +και, ως χύνονται κυρτώνυχοι, κυρτόμυτοι, πετρίταις +από τα όρη 'ς τα πουλιά, κ', ενώ τούτ' αποφεύγουν +τα νέφη, και όλα κρύβονται 'ς το σιάδι, τ' αφανίζουν +άξαφνα εκείνοι, ώστε φυγή και αντίστασις δεν είναι· 305 +και 'ς το κυνήγι οπού θωρούν οι άνδρες διασκεδάζουν· +όμοια 'ς το δώμα χύθηκαν εκείνοι 'ς τους μνηστήραις +κ' εδώ κ' εκεί τους έκρουαν και αυτοί φρικτά βογγούσαν, +ως κρούονταν η κεφαλαίς, και ο πάτος έβραζ' αίμα. + +Τότε ο Λειώδης πρόφθασε να πιάση του Οδυσσέα 310 +τα γόνατα και ικέτευε με λόγια πτερωμένα· +Α! σ' εξορκίζω, σέβου με, λυπήσου με, Οδυσσέα· +άνομον έργον απ' εμέ δεν γνώρισε ουδέ λόγον +άκουσε 'ς το παλάτι σου των γυναικών καμμία· +και απ' τ' άσχημ' έργα εμπόδιζα τους άλλους τους μνηστήραις, 315 +αλλά 'ς εμέ δεν πείθονταν απ' τα κακά ν' απέχουν. +κ' ιδού, κακοθανάτισαν απ' τ' ανομήματά των. +μ' είχαν ιερογνώστην τους, και όμως, αν κ' είμαι αθώος, +κ' εγώ θα πέσ', ώστε η καλαίς πράξες δεν έχουν χάρι». + +Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος του απάντησε Οδυσσέας· 320 +«Και αν ιερογνώστης ήσουν συ 'ς την μέση των μνηστήρων, +συχνά θα παρακάλεσες, θαρρώ, 'ς τα μέγαρά μου, +της ποθητής μου επιστροφής η ώρα να μη φθάση, +και απ' την γλυκειά γυναίκα μου συ τέκνα ν' αποκτήσης· +όθεν τον πικρόν θάνατον δεν θα ξεφύγης τώρα». 325 + +Είπε και ξίφος άρπαξε με το δεξί του χέρι, +'που το 'χε ρίξ' ο Αγέλαος, οπότ' εξεψυχούσε, +χάμαι· μ' εκείνο του 'κοφτε το σνίχι μες την μέση, +κ' ενώ 'μιλούσε κύλησε 'ς το χώμα η κεφαλή του. + +Την μαύρη μοίρα ξέφυγεν ο αοιδός Τερπιάδης 330 +Φήμιος, 'που βιαζόμενος τραγούδα των μνηστήρων. +'ς την αντιθύραν έμενε με την γλυκειά κιθάρα +ς' το χέρι του, κ' εδίσταζεν, αν θα 'βγη από το δώμα +όπως καθίση 'ς τον βωμόν καλόκτιστον του ερκείου +μεγαλοδύναμου Διός, 'ς εκείνον, οπού έκαψαν 335 +βωδιών μερία πάμπολλα Λαέρτης και Οδυσσέας, +ή έξαφνα 'ς τα γόνατα να πέση του Οδυσσέα· +και τούτο συμφερώτερον ευρήκε τότε ο νους του· +ως ικέτης τα γόνατα να πιάση του Οδυσσέα. +τωόντι χάμαι απόθεσε την βαθουλήν κιθάρα 340 +σιμά 'ς τ' ασημοκάρφωτο θρονί και 'ς τον κρατήρα, +εχύθη και τα γόνατα να πιάση του Οδυσσέα +επρόφτασε και ικέτευε με λόγια πτερωμένα· +«Αχ! σ' εξορκίζω σέβου με, λυπήσου με, Οδυσσέα· +θλίψι και συ θέλει αισθανθής κατόπι, αν με φονεύσης 345 +τον αοιδόν, 'που των θεών και των ανθρώπων ψάλλω. +κ' είμαι αυτοδίδακτος εγώ και μύρια 'ς την καρδιά μου +άσματα εγέννησε ο θεός· θαρρώ 'που εμπρός σου ψάλλω +ως εις θεόν μη θέλης συ να μ' αποκεφαλίσης. +θα είπη και ο Τηλέμαχος, ο ποθητός υιός σου, 350 +πως άθελα το δώμα σου, χωρίς τι να ζητήσω, +εσύχναζα να τραγουδώ 'ς τους δείπνους των μνηστήρων· +ότι πολλοί και δυνατοί μ' ανάγκαζαν εκείνοι». + +Είπε' τον άκουσ' η ιερή του Τηλεμάχου ανδρεία, +και παρευθύς προσφώνησεν εγγύθε τον πατέρα· 355 +«Κρατήσου, μη με το σπαθί τον άπταιστον πληγώσης· +τον κήρυκα τον Μέδοντα θα σώσουμεν ακόμη, +οπού μ' επρόσεχε παιδί 'ς το σπίτι μας μ' αγάπη, +εξ' αν αυτόν ο Εύμαιος εφόνευσ' ή ο βουκόλος, +ή αν, όταν τρικύμιζες 'ς το δώμ', εμπρός σου ευρέθη». 360 + +Και ο συνετός ο κήρυκας τον άκουσε, κρυμμένος +ως ήταν κάτω από θρονί, κ' εσκέπαζε το σώμα +με νέο δέρμα βώδινο, τον χάρο ν' αποφύγη. +πετάχθηκ' έξω απ' το θρονί, και το τομάρι εγδύθη, +του Τηλεμάχου πρόφθασε τα γόνατα να πιάση, 365 +και κείνον προσικέτευσε με λόγια πτερωμένα· +«Ιδού με, ω φίλε· στάσου εσύ κ' ειπέ και του πατρός σου, +'ς την περισσή του δύναμι μήπως κ' εμέ πληγώση, +από χολή 'ς τους βδελυρούς μνηστήραις, 'που αφανίζαν +τα υπάρχοντά του, και οι μωροί σέν' εκαταφρονούσαν». 370 + +Εις τούτο χαμογέλασε και του 'πεν ο Οδυσσέας· +«Θάρρεψε, τούτος σ' έσωσε, και σ' έχει προφυλάξει, +ώστε η ψυχή σου να αισθανθή, και ειπής εις άλλον, πόσο +της κακουργίας άμετρα προέχ' η αγαθουργία· +συ τώρα και ο πολύψαλμος αοιδός έξω να βγήτε, 375 +και 'ς την αυλή καθίσετε μακράν από τους φόνους, +ως να ενεργήσω τώρα εδώ 'ς το δώμ' ό,τ' είναι χρεία». + +Είπε, και από το μέγαρον εκείνοι ευθύς εβγήκαν, +του μεγαδύναμου Διός προς τον βωμόν καθίσαν, +κ' εκύτταζαν ολόγυρα και φόνον περιμέναν. 380 + +Τότ' ο Οδυσσέας κύτταζε 'ς το δώμα του αν κανένας +'κρύβετο ακόμη ζωντανός από την μαύρη μοίρα· +και όλους τους είδε κατά γης αιματοκυλισμένους, +πλήθος μεγάλ', ωσάν ψαριών σωρός, οπ' οι ψαράδες +από την λευκή θάλασσα 'ς την κολπωμένην άκρη 385 +σύραν με δίκτυ ολότρυπο· και αυτά σωρός χυμένα +'ς την άμμον όλα επιποθούν το κύμα του πελάγου, +και την πνοήν ο ήλιος τους παίρνει ο φωτοβόλος. +όμοια σωρός εκείτονταν 'ς τα χώματα οι μνηστήρες. +του τέκνου του ο πολύγνωμος τότ' είπεν Οδυσσέας 390 +«Κάλεσε την Ευρύκλειαν, υιέ μου, την βυζάστρα, +όπως εκείνης είπω εγώ κείν' οπ' ο νους μου θέλει». + +Υπάκουσε ο Τηλέμαχος του ποθητού πατρός του, +και, αφού την θύρα κίνησε, της Ευρυκλείας είπε· +«Σήκω, έλα δω, γερόντισσα, συ 'που των δούλων όλων, 395 +των γυναικών, 'ς σπίτι μας έφορος είσαι αρχαία· +έλα, σένα ο πατέρας μου καλεί να σου ομιλήση». + +Αυτά π' κείνος, και άπτερος 'ς αυτήν ειπώθη ο λόγος· +και, αφού την θύραν άνοιξε των υψηλών μεγάρων, +κίνησε 'ς τον Τηλέμαχον κατόπι, και 'ς την μέση 400 +των σκοτωμένων των νεκρών ηύρε τον Οδυσσέα, +κατάμαυρον απ' αίματα και σκόνην, ως λεοντάρι, +οπού βαδίζει, ως χόρτασεν απ' αυλισμένον ταύρο· +το στήθος όλο και τα δυο σαγόνια στάζουν αίμα, +και προχωρεί τρομακτικός 'ς την όψι· τότε ομοίως 405 +πατόκορφα κατάμαυρος εφαίνετ' ο Οδυσσέας. +και ως είδε η γραία τους νεκρούς και το περίσσιον αίμα, +χαράς αρχίν' αλαλαγμό, 'ς το θαύμα οπ' είχ' εμπρός της, +αλλ' ευθύς την εκράτησε κ' εμπόδισ' ο Οδυσσέας, +και κείνην επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα· 410 +«Ω γραία, χαίρου μέσα σου· σιγά, μην αλαλάζης· +ασεβής ο καυχώμενος 'ς ανθρώπους σκοτωμένους. +μοίρα θεών τους σύντριψε και τ' άνομά τους έργα· +ότι κανέναν των θνητών ανθρώπων δεν σεβόνταν, +όποιος και αν τους πλησίαζε, μικρός ήταν ή μέγας· 415 +και ιδού, κακοθανάτισαν απ' τ' ασεβήματά των. +ταις κόραις τώρα του σπιτιού συ θα μου φανερώσης, +και αυταίς 'που με καταφρονούν, και όσαις δεν έχουν κρίμα». + +Η Ευρύκλεια τότε απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα· +«Μ' αλήθειαν όλα, τέκνο μου, θε να σου φανερώσω· 420 +πενήντα μες το σπίτι σου γυναίκαις έχεις δούλαις· +τα έργα ταις διδάξαμε, και το μαλλί να ξαίνουν, +και κάθε κόπον δουλικόν με υπομονή να στέργουν· +δώδεκα έπεσαν απ' αυταίς εις την αναισχυντία, +κ' εμέ δεν σέβονται ποσώς ή καν την Πηνελόπη. 425 +και μόλις τώρα ανδρώθηκεν ο υιός σου, κ' η μητέρα +ακόμα δεν τον άφινε ταις δούλαις να προστάζη. +αλλά 'ς τ' ανώγ' υπέρλαμπρο θ' αναίβω, να γνωρίση +όλα η γυνή σου, οπού θεός την βύθισε 'ς τον ύπνο». + +Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησ' Οδυσσέας· 430 +«Ακόμη να μη την ξυπνάς· συ κάλεσ' εδώ τώρα +ταις κόραις, 'που τόσ' άπρεπα 'ς το σπίτι μου ενεργούσαν». + +Αυτά 'πε, και το μέγαρον εδιάβηκεν η γραία, +να παραγγείλη γρήγορα 'ς ταις κόραις εκεί να 'λθουν. +εκείνος τον Τηλέμαχον και ομού τον χοιροτρόφον 435 +και τον βουκόλον κάλεσε σιμά του και τους είπε· +«Τώρα να παίρνουν τους νεκρούς προστάξετε ταις κόραις· +κατόπι τα περίλαμπρα θρονιά και τα τραπέζια +με νερό και μ' ολότρυπα σφογγάρι' ας καθαρίσουν. +και, άμ' όλο τακτοποιηθή το δώμα εις κάθε μέρος, 440 +σύρετε από το μέγαρο ταις κόραις εις την μέση, +'που τον λαμπρόν αυλόγυρον χωρίζει από τον θόλο. +εκεί θα ταις κτυπήσετε μ' ακονισμένα ξίφη, +ως η ζωή τους να σβυσθή και ν' απολησμονήσουν +τους έρωταις οπού κρυφά με τους μνηστήραις είχαν». 445 + +Αυτά 'πε, και όλαις έφθασαν ομάδι τότε η κόραις, +μ' ελεεινό παράπονο, με δάκρυα πυρωμένα· +των πεθαμένων τα κορμιά πρώτ' έφερναν και κάτω +'ς της καλοτείχιστης αυλής την αίθουσα τα βάζαν, +Το’ να με τάλλο σύνεγγυς· ταις έβιαζ' ο Οδυσσέας, 450 +και κείναις αναγκαστικά τους πεθαμένους φέρναν· +κατόπι τα περίλαμπρα θρονιά και τα τραπέζια +με νερό και μ' ολότρυπα σφογγάρια καθαρίσαν. +οι τρεις τότε, Τηλέμαχος, Εύμαιος και βουκόλος, +με ξύστραις όλον έτριβαν του τεχνικού μεγάρου 455 +το πάτωμα· κ' έξ' έπαιρναν κ' ερρίχναν η γυναίκες. +και άμ' όλο τακτοποίησαν το δώμα εις κάθε μέρος, +ταις κόραις απ' το μέγαρον εσύραν εις την μέση, +'που τον λαμπρόν αυλόγυρον χωρίζει από τον θόλο· +εκεί ταις στενοχώρησαν, όθε φυγή δεν είχαν. 460 +και ο φρόνιμος Τηλέμαχος τότε 'ς τους άλλους είπε· +«Δεν θέλω εγώ με θάνατον αγνόν να ξεψυχήσουν +αυταίς, 'που καταράσθηκαν συχνά την κεφαλήν μου +και της μητρός μου, κ' έσμιγαν κρυφά με τους μνηστήραις». + +Αυτά 'πε κ' έδεσε σχοινί μελανοπλώρου πλοίου 465 +'ς τον θόλο γύρω τεντωτόν από τον μέγαν στύλο, +εις ύψος 'που τα πόδια των 'ς την γη να μην εγγίζουν· +και ως κίχλαις ή περιστεραίς, οπού 'ς το βρόχι πέφτουν, +στημένο 'ς τα χαμόκλαδα, και, προς το σκήνωμά των +ενώ κινούν, ελεεινό ταις δέχεται κρεββάτι, 470 +ομοίως είχαν 'ς την σειρά ταις κεφαλαίς η κόραις, +εις τους λαιμούς των με θηλειαίς, φρικτά να ξεψυχήσουν· +και ώραν ολίγη σπάραξαν ταις φτέρναις των κ' επαύσαν. + +Και 'ς της αυλής το πρόθυρο τον Μελανθέα σύραν· +αυτιά και μύτη του 'κοφταν μ' αλύπητο μαχαίρι, 475 +και τα κρυφά του ανάσπαστα δώσαν ωμά των σκύλων, +και μανισμένοι χέρια και σκέλη του συντρίβαν. + +Τα χέρια και τα πόδια κατόπιν αφού νιφθήκαν, +'ς τον Οδυσσέα γύρισαν και όλ' ήσαν τελειωμένα. +τότ' είπ' εκείνος της καλής βυζάστρας Ευρυκλείας· 480 +«Θειάφην, ιάμα των κακών, και πυρ φέρε μου, γραία, +το δώμα να θειαφίσω εγώ· και συ την Πηνελόπη +κάλεσε, και η θεράπαιναις να την ακολουθήσουν· +και όλαις ταις δούλαις του σπιτιού κίνησ' εδώ να φθάσουν». + +Η Ευρύκλεια του απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα· 485 +«Παιδί μου, ο λόγος σου είν' ορθός και λάθος δεν ευρίσκω· +αλλ' άφες να σου φέρω εγώ χιτώνα και χλαμύδα· +θα 'χες κατάκρισιν πολλήν οι ώμοι σου οι γενναίοι +κείνα τα ράκη να φορούν 'ς τα μέγαρα σου ακόμη». + +Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· 490 +«Από το πυρ πρώτα έχω εγώ 'ς τα μέγαρά μου χρεία». + +Η Ευρύκλεια τον άκουσε η αγαπητή βυζάστρα, +και θειάφη και πυρ έφερε· τότε το μέγαρ' όλο +το δώμα ομού και την αυλήν εθειάφισ' ο Οδυσσέας. +και κείνη από τα υπέρλαμπρα δώματα του Οδυσσέα 495 +βγήκε να ειπή των γυναικών ογλήγορα να φθάσουν· +και αυταίς από το μέγαρον πρόβαλαν φως βαστώντας· +'ς τον Οδυσσέα χύθηκαν, τον γλυκοχαιρετούσαν, +και με χαραίς 'ς την κεφαλή, 'ς τους ώμους, τον εφίλουν, +και όλαις τα χέρια του 'σφιγγαν πόθον γλυκό αισθάνθη 500 +να κλαίη και ταις γνώρισεν εις την καρδιά του εκείνος. + + + +Ραψωδία Ψ + + + +Χαρά γεμάτη ανέβηκε 'ς τ' ανώγια τότε η γραία, +να είπη της βασίλισσας ότ' ήλθε ο ποθητός της· +και αν κ' εις τα γόνατ' είχε ορμή, τα πόδια της τρεκλίζαν. +'ς την κεφαλή της στάθηκεν επάνω και της είπε· +«Εγείρου, Πηνελόπη μου, παιδί μου, ν' απαντήσουν 5 +τα μάτια σ' ό,τι ολοκαιρίς επόθησε η καρδιά σου. +ήλθ' ο Οδυσσέας, αν και αργά, 'ς το σπίτι του έχει φθάσει, +και τους αυθάδεις φόνευσε μνηστήραις, οπού φθείραν +το σπίτι, την ουσία του, και το παιδί του υβρίζαν. + +Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνην αποκρίθη· 10 +«Αχ! οι θεοί σ' εμώραναν, βυζάστρ' αγαπημένη, +'που και απ' τον γνωστικώτερον την γνώσι ν' αφαιρέσουν +δύνανται αυτοί, και νόησι να δώσουν του ανοήτου· +και τώρα κείνοι εσάλευσαν και σε, 'που φρόνιμ' ήσουν. +τι μ' αναπαίζεις άσπλαχνα, την καταπικραμένην, 15 +με λόγια ξένα, κ' έξαφνα σηκόνεις μ' απ' τον ύπνον, +οπ' έδεσε κ' εσκέπασε γλυκά τα βλέφαρά μου; +ύπνον δεν πήρ' ωσάν αυτόν, απ' ότ' ο Οδυσσέας +'ς την Κακοΐλιον πέρασε την τρισκαταραμένην. +αλλά καταίβα τώρ' ευθύς 'ς το μέγαρον, όθ' ήλθες, 20 +ότι από ταις θεράπαιναις, οπ' έχω, αν άλλη ερχόνταν +να μου ειπή τούτα, κ' έξαφνα μ' εσήκονε απ' τον ύπνο, +με σκληρόν τρόπο θα 'καμνα να φύγη απ' έμπροσθέν μου +'ς τα μέγαρο· και τώρα συ 'ς το γήρας χάριν έχε». + +Η Ευρύκλεια της απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα· 25 +«Δεν σ' αναπαίζω εγώ σκληρά, παιδί μου, αλλά τωόντι +ήλθ' ο Οδυσσέας, έφθασε 'ς το σπίτι του, ως σου λέγω, +κείνος ο ξένος οπ' εδώ καταφρονούσαν όλοι· +τον ήξευρε ο Τηλέμαχος πολύν καιρόν ότ' ήλθε, +αλλά με γνώσιν έκρυβε ταις γνώμαις του πατρός του, 30 +ως 'που να πάρη εκδίκησι των αυθαδών μνηστήρων». + +Είπε· και αυτή περίχαρη πετάχθη από την κλίνη, +την γραία σφικταγκάλιασε, και από τα βλέφαρά της +έρριξε δάκρυ κ' είπε αυτής με λόγια πτερωμένα· +«Έλα, βυζάστρα μου καλή, φανέρωσέ μου τώρα, 35 +αν έφθασεν αληθινά 'ς το σπίτι του, ως μου λέγεις, +πώς τους αισχρούς κατώρθωσε μνηστήραις να κτυπήση +μόνος, και κείνοι πάντοτε μέσ' ήσαν ενωμένοι». + +Η Ευρύκλεια της απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα· +«Δεν είδα εγώ, δεν έμαθα· το βόγγημά των μόνον 40 +άκουσα ως εφονεύονταν 'ς τα βάθη των θαλάμων +κατάκλεισταις, περίφοβαις, καθόμασθε η γυναίκες, +ως ότου από το μέγαρο μ' εκάλεσεν ο υιός σου, +κ' εστάλη απ' τον πατέρα του να με καλέση εκείνος. +και ορθόν 'ς την μέση των νεκρών των σκοτωμένων ηύρα 45. +τον Οδυσσέα· γύρω του 'ς τον πάτο ξαπλωμένοι +κείτονταν κείνοι επανωτοί· και θα τον εχαιρόσουν +να τον ιδής, ως λέοντα, κατάμαυρον 'ς το αίμα. +τώρα 'ς την θύρα της αυλής σωρός είν' όλοι εκείνοι, +και αυτός λαμπρό πυρ άναψε και όλο το δώμα ωραίο 50 +θειαφίζει· και τώρ' έστειλεν εμέ να σε καλέσω· +αλλ' ακολούθησέ μ' ευθύς, να μην αργήτε, οι δύο, +αφού τόσο στενάξετε, να λάβετε' ευφροσύνη +ο πόθος κείνος ο μακρύς το τέλος ηύρε πλέον +και αυτός εις την εστία του ζωντανός ήλθε κ' ηύρε 55 +ζωντανήν σε και το παιδί· και τους μνηστήραις όλους. +'που τόσο τον αδίκησαν, 'ς το σπίτι του εκδικήθη». + +Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνην απαντούσε· +«Μη χαίρεσαι, βυζάστρα μου, μη καυχηθής ακόμη· +γνωρίζεις πόσον ασπαστός 'ς το σπίτι του θα ερχόνταν 60 +κείνος εις όλους κ' έξοχα 'ς εμέ και 'ς το παιδί μας· +αλλά δεν είναι αληθινά τούτ', όσα τώρα λέγεις· +κάποιος θεός θα φόνευσε τους θαυμαστούς μνηστήραις, +'που 'ς την σκληράν αυθάδεια, και 'ς τ' άνομ' έργα, ωργίσθη· +ότι κανέναν των θνητών ανθρώπων δεν σεβόνταν, 65 +όποιος και αν τους πλησίαζε, μικρός ήταν ή μέγας. +όθεν κ' επάθαν οι ασεβείς· αλλ' ο Οδυσσέας πέρα +μακράν της γης Αχαϊκής απέθανε 'ς τα ξένα». + +Η Ευρύκλεια της απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα· +«Ποιος λόγος, τέκνο, σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα! 70 +ενώ μέσ' είν' ο άνδρας σου, 'ς το πλάγι της γωνίστρας, +άπιστη λέγεις ότι πλειά δεν θα 'λθη 'ς την πατρίδα. +αλλά σημάδι φανερόν άλλο απ' εμέ ν' ακούσης, +το λάβωμ' οπού του 'καμε με λευκό δόντι χοίρος, +και ως το 'πλυνα το γνώρισα και να σ' ειδοποιήσω 75 +ήθελ', αλλά τα χέρια του μου απόφραξαν το στόμα, +ώστε να ειπώ δεν μ' άφινεν, ο μέγας εις την γνώσι. +αλλ' ακολούθα· την ζωή συ λάβε μου αρραβώνα· +αν σ' απατήσω, εις θάνατον φρικτόν παράδοσέ με». + +Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνην αποκρίθη· 80 +«Βυζάστρα μου, είναι δύσκολον, αν και πολλά γνωρίζεις, +να πιάση ο νους σου ταις βουλαίς θεών των αιωνίων. +αλλ' όμως ας πηγαίνουμε κει, 'που 'ναι το παιδί μου, +και των μνηστήρων τους νεκρούς να ιδώ και τον φονέα». + +Και ως είπε αυτά, κατέβαινε κ' εδίσταζ' αν μακρόθεν 85 +τον άνδρα της τον ποθητόν θα εξέταζ' ή σιμά του +θα 'μενε και την κεφαλή, τα χέρια, θα του εφίλει. +εισήλθε και, αφού πέρασε το πέτρινο κατώφλι, +σιμά 'ς τον τοίχον κάθισεν αντίκρυ του Οδυσσέα +προς την φωτιά^ και αυτός σιμά 'ς τον στύλον καθισμένος 90 +χάμ' έβλεπε και ανέμενε πότε θα του ομιλήση, +εμπρός της ως τον έβλεπεν, η ασύγκριτη συμβία. +κείνη πολληώρα σώπαινε και ο νους της απορούσε· +και πότε κατά πρόσωπον τον βλέπαν οι οφθαλμοί της, +και πότε δεν τον γνώριζε 'ς τα ράκη οπού φορούσε. 95 +πικρά τότε ο Τηλέμαχος ωνείδισέ την κ' είπε· +«Μητέρα, γυνή μ' άσπλαχνη ψυχή, κακομητέρα! +ξένη από τον πατέρα μου πώς μένεις, πώς σιμά του +δεν κάθεσαι, να του ομιλής και να τον εξετάζης; +ποι' άλλη γυνή θα 'μενε με τόσην απονία 100 +ανάμερ' απ' τον άνδρα της, 'που, αφού πολλά' χει πάθει, +τον χρόνον θα 'φθανε εικοστόν 'ς την γην την πατρική του; +αλλ' έχεις στερεώτερην του λίθου εσύ καρδίαν». + +Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· +«Παιδί μ', εις τόσην έπεσε το πνεύμα μου απορίαν, 105 +ώστε ομιλία προς αυτόν ή ερώτησι να κάμω +δεν δύναμ', ή το πρόσωπον εκείνου ν' αντικρύσω. +και αν ο Οδυσσέας είναι και 'ς το σπίτι του έχει φθάσει, +να γνωρισθούμ' είν' άσφαλτος ο τρόπος μεταξύ μας· +κρυμμένα εις άλλους έχουμε 'ς εμάς γνωστά σημεία». 110 + +Αυτά 'πε· χαμογέλασεν ο θείος Οδυσσέας, +κ' είπε προς τον Τηλέμαχον με λόγια πτερωμένα· +«Άφησε την μητέρα σου να δοκιμάζη εμένα +'ς το σπίτι μου· και ογλήγορα θα ιδή και θα γνωρίση. +τώρ', ως με βλέπει ρυπαρόν και κακοενδεδυμένον, 115 +καταφρονεί με, δεν θαρρεί τωόντι ότ' είμ' εκείνος, +και τώρα, πώς θα ευοδωθούν τα πράγματ', ας σκεφθούμε. +ότι αν κανείς εντόπιον φονεύση κ' έναν μόνον, +και φίλους δεν έχει πολλούς κατόπι να τον σώσουν, +φεύγει από την πατρίδα του και από τους συγγενείς του· 120 +κ' εμείς της χώρας την ζωή, τ' αγόρια της Ιθάκης +τα πρώτα τα εξωλοθρεύσαμε^ συ τούτο σκέψου τώρα». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε· +«Ο ίδιος τούτα εξέταζε, πατέρ' αγαπημένε, +ως λέγουν ότ' η γνώσι σου 'ς τον κόσμον είναι η πρώτη, 125 +ώστε προς σε δεν δύναται κανείς ν' αντιπαλαίση. +θερμοί θ' ακολουθήσουμεν εμείς· και συ δεν θαύρης, +ελπίζω, ανδρείας έλλειψιν, όσ' είναι η δύναμίς μας». + +'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· +«Κ' εγώ θα είπ' ό,τι καλό μου φαίνεται να γείνη. 130 +λουσθήτε πρώτα και λαμπρούς φορέσετε χιτώναις, +και η κόραις εις τα μέγαρα να στολισθούν και κείναις· +κατόπι ο θείος αοιδός με την γλυκειά κιθάρα +εις τον φιλόγελον χορόν ας μας εμβάση πρώτος, +ώστε ότι γάμος γίνεται να λέγουν όσοι ακούσουν, 135 +ή διαβάταις 'που περνούν ή γείτονες τριγύρω, +όπως 'ς την πόλιν η βοή του φόνου των μνηστήρων +μην απλωθή πριν φθάσουμε εμείς εις τον αγρόν μας +έξω τον πολυφύτευτον και αυτού θέλει σκεφθούμε +ό,τι καλόν εφεύρημα 'ς τον νου μας βάλη ο Δίας». 140 + +Είπε, και κείν' υπάκουσαν και, αφού λουσθήκαν πρώτα, +χιτώναις φόρεσαν αυτοί κ' ενδύθηκαν και η κόραις. +επήρ' ο θείος αοιδός την βαθουλήν κιθάρα +και 'ς την καρδιά τους γέννησε γλυκειάν επιθυμία +προς τον εξαίσιον χορόν και το τερπνό τραγούδι. 145 +και από το κρούσμα των ποδιών το μέγα δώμα εβρόντα, +οι νέοι και η καλόζωναις γυναίκες ως χορεύαν, +και κάποιος είπ', ως άκουσεν απ' έξω από το δώμα· +«Κάποιος την πολυμνήστευτη βασίλισσα νυμφεύθη· +αχ! δεν εβάσταξε η κακή 'ς του πρώτου ανδρός να μείνη 150 +το μέγα δώμ', ασάλευτα και όσο να φθάση εκείνος». +αυτά' λεγαν, και ως έγειναν τα πράγματ', αγνοούσαν. + +Ωστόσον εις το σπίτι του τον μέγαν Οδυσσέα +έλουσε και άλειψε η καλή κελλάρισσα Ευρυνόμη, +και φόρεμα τον ένδυσεν ωραίον και χιτώνα· 155 +αλλ' η Αθηνά του λάμπρυνε το σώμα, να φαντάζη +τρανώτερος, παχύτερος, και από την κεφαλή του +σγουρήν την κόμην έσυρε 'πώμοιαζε ανθούς του κρίνου. +και, ως όταν εις τον άργυρον χρυσάφι περιχύνη +τεχνίτης, οπ' ο Ήφαιστος κ' η Αθήν' έχουν διδάξει 160 +μ' εντέλεια να φιλοτεχνή χαριτωμένα έργα, +όμοια και αυτού 'ς την κεφαλή, 'ς το σώμ', έχυσε χάρι· +και 'ς την μορφήν ωσάν θεός εβγήκε απ' τον λουτήρα, +κ' εγύρισεν εις το θρονί 'που 'χε καθίσει πρώτα, +της γυναικός του απέναντι, και προς εκείνην είπε· 165 +«Ω τρομερή, 'που σού 'πλασαν, 'ς των θηλυκών το γένος, +την απονώτερην ψυχήν οι κάτοικοι του Ολύμπου· +ποι' άλλη γυνή θα 'μενε με ασύντριφτην καρδίαν +ανάμερ' απ' τον άνδρα της, 'που, αφού πολλά 'χει πάθει, +τον χρόνον θα 'φθανε εικοστόν 'ς την γη την πατρική του; 170 +αλλ' έλα, κλίνην στρώσε μου, βυζάστρα, να πλαγιάσω +και μόνος· ότι σίδερον έχει 'ς τα σπλάνα εκείνη». + +Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· +«Τρομερέ, δεν επαίρομαι, και δεν καταφρονώ σε, +ούτε ξενίζομαι πολύ· καλά σε ξεύρ' ως ήσουν, 175 +καράβι ότε μακρύκουπο σε πήρε απ' την Ιθάκη. +αλλ' έξω από τον θάλαμο, βυζάστρα, να του στρώσης +την στερεωμένη κλίνη του, 'που 'χε ποιήσει εκείνος· +κ' έξω αφού μεταφέρετε την στερεωμένην κλίνη, +προβειαίς, παπλώματα λαμπρά, και χλαίναις, να μη λείψουν». 180 + +Αυτά 'πε δοκιμάζοντας τον άνδρα της, και κείνος +της συνετής του γυναικός με θλίψιν αποκρίθη· +«Τώρ' είπες λόγον, ω γυνή, 'που την καρδιά μου σχίζει· +την κλίνη ποιος μου 'φερε αλλού; δύσκολο και τεχνίτης +καλός θα το κατώρθονε· μόνον θεός αν έλθη 185 +ακόπως θα την έπαιρνεν, αν θέλη, 'ς άλλο μέρος· +αλλά θνητός δεν την κινεί, και αν άνδρας είναι νέος· +επειδή μέγα ευρίσκεται 'ς την εργασμένην κλίνη +θαύμα· κ' εγώ το μόρφωσα με τέχνη, κανείς άλλος, +μες την αυλήν ήταν φυτό μακρόφυλλης ελαίας, 190 +ολόχλωρ', ολοφούντωτο, και στύλου πάχος είχε. +ολόγυρά της θάλαμον εσήκωσα κτισμένον +με πυκνούς λίθους, κ' έθεσα σκέπην επάν' ωραίαν, +πρόσθεσα και θυρόφυλλα καλά συναρμοσμένα. +και, αφού την κόμην έκοψα της φουντωτής ελαίας, 195 +με τέχνην τον γυμνόν κορμόν σκεπάρνισ' απ' την ρίζα, +κ' έπλασ' αυτόν κλινόποδα με στάφνην ισιασμένον, +και τρύπαις τόρνευσα παντού· και αυτούθ' εγώ την κλίνην +άρχισα και την μόρφωσα μ' εντέλειαν, ως 'που βγήκε +όλη ελεφαντοκόλλητη και αργυροχρυσωμένη· 200 +και ταύρου μέσα ετάνυσα λουρί πορφυρωμένο. +ιδού, σου εφανέρωσα το γνώρισμα και αν μένει +η κλίνη μ' άσειστη, ω γυνή, δεν ξεύρω, ή της ελαίας +τον πόδ' αν κάποιος έκοψε και αλλού την έχει φέρει». + +Είπε, και αυτής τα γόνατα κοπήκαν κ' η καρδία, 205 +άμα της είπε ασάλευτα γνωρίσματ' ο Οδυσσέας· +έκλαψεν, έδραμε 'ς αυτόν, κ' έρριξε ταις αγκάλαις +'ς τον τράχηλόν του, εφίλησε την κεφαλή του κ' είπε· +«Μη, Οδυσσέα, μ' οργισθής, συ των θνητών ο πρώτος +εις κάθε σκέψιν· οι θεοί κακά μας εμοιράναν· 210 +οι φθονεροί δεν θέλησαν την νειότη να χαρούμε +αχώριστοι, ως να φθάσουμε 'ς του γήρατος την θύρα. +τώρα μη μου χολεύεσαι, 'ς εμέ να μη θυμώσης, +ότι άμα σ' είδα ταις χαραίς δεν σώκαμ', όπως τώρα· +ξεύρεις, 'ς τα στήθη πάντοτε μου τρόμαζε η καρδία 215 +μήπως κανένας των θνητών με λόγια μ' απατήση, +ότι πολλοί σοφίσματα κακόβουλα οργανίζουν· +ουδ' η Ελέν' η Άργισσα, του Δία θυγατέρα, +ήθελε πέσει ερωτικά 'ς ανθρώπου ξένου αγκάλαις, +αν γνώριζ' ότι τ' άφοβα των Αχαιών αγόρια 220 +οπίσω θα την έπαιρναν εις την γλυκειά πατρίδα. +'ς τ' αχρείον έργον άσφαλτα θεός την έχει σπρώξει, +και δεν προείδε το κακόν ο νους της τυφλωμένος, +το φοβερό, 'που βύθισε κ' εμάς 'ς την λύπη πρώτο. +τώρ', όλ' αφού μου ανάφερες τα καθαρά σημεία 225 +της κλίνης μας, οπού θνητός άλλος ποτέ δεν είδε, +ή συ κ' εγώ κ' η μοναχή θεράπαιν' Ακτορίδα, +οπού ο πατέρας μώδιδεν ότε για δω κινούσα, +και του θαλάμου στερεού μας φύλαγε την θύρα, +έπεισες την καρδία μου, πολύ σκληρή και αν είναι». 230 + +Αυτά 'πε, και γλυκύτερα τα δάκρυα του αναβρύζαν, +ενώ 'χε την αγαπητή και φρόνιμη συμβία, +μ' όση χαρά την γη θωρούν αυτοί 'που κολυμβούσι, +αφού 'ς του ανέμου την ορμή και των χοντρών κυμάτων +τους σύντριψε το δυνατό καράβι ο Ποσειδώνας, 235 +και απ' την αφράτη θάλασσα 'ς την άκρη κολυμβώντας +βγαίνουν ολίγοι, και πυκνή κολλά 'ς τα σώματ' άρμη, +και όλοι χαρά την γη πατούν, ως έφυγαν το χάρο· +με τόσην έβλεπε χαρά τον άνδρα της εκείνη, +και 'ς τον λαιμόν του κρέμονταν με τα λευκά της χέρια. 240 +κ' η ροδοδάκτυλη Ηώ θαύρισκε αυτούς να κλαίουν, +αν άλλο δεν σοφίζονταν η γλαυκομμάτ' Αθήνη. +'ς το τέρμα της εκράτησε την νύκτα, να μακρύνη, +και την χρυσόθρονην Ηώ 'ς τ' Ωκεανού το χείλος, +και τα γοργά πουλάρια της, Φαέθοντα και Λάμπον, 245 +'που των θνητών φέρουν το φως, δεν άφησε να ζέψη. + +Τότ' είπε ο πολύγνωμος 'ς εκείνην Οδυσσέας· +«Αχ! ω γυνή, δεν φθάσαμε 'ς την άκρη των αγώνων +όλων ακόμη· αμέτρητος οπίσω μόχθος μένει, +πολύς, σκληρός, 'που ολόκληρον εγώ θα τελειώσω. 250 +τούτο προείπε μου η ψυχή του μάντη Τειρεσία, +'ς του Άδη ότ' εκατέβηκα την κατοικιά, να μάθω +το πώς με τους συντρόφους μου να φθάσω 'ς την πατρίδα. +αλλ' ακολούθα με, ω γυνή, 'ς την κλίνη, να χαρούμε +ήδη τον ύπνον τον γλυκόν αντάμ' αναπαυμένοι». 255 + +Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· +«Την κλίνη θα 'χης πάντοτε την ώρα 'που η καρδιά σου +θελήση, αφού τώρ' οι θεοί σ' αξίωσαν να φθάσης +'ς το σπίτι το καλόκτιστο, 'ς την γη την πατρική σου. +και αφού θεός σου θύμισεν εκείνον τον αγώνα 260 +ειπέ μου τον, και, αν ως θαρρώ, κατόπι θα τον μάθω, +κακό δεν είναι τώρα ευθύς να μου τον φανερώσης». + +Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· +«Ω τρομερή, πόσο σφοδρά με βιάζεις να τον είπω· +κ' ιδού τον φανερόνω εγώ, χωρίς το ουδέν να κρύψω, 265 +αλλά ποσώς δεν θα χαρής, καθώς κ' εγώ δεν χαίρω· +ότ' εις πολλαίς χώραις θνητών παράγγειλε μου εκείνος +να πάρω δρόμο, φέρνοντας ίσιο κουπί μαζή μου, +όσο να φθάσω 'ς τους θνητούς 'που θάλασσα δεν ξεύρουν, +και οπού δεν τρώγουν φαγητό με άλατ' αρτυμένο. 270 +ούτε τα κοκκινόπλωρα καράβι' αυτοί γνωρίζουν, +ούτε τα ίσια κουπιά, 'που 'ναι πτερά των πλοίων, +κ' ένα σημάδι φανερό μου είπε, οπού δεν κρύβω· +'ς τον δρόμον άμ' απαντηθή μ' εμέν' άλλος οδίτης +και ειπή, 'ς τον λαμπρόν ώμον μου πως έχω λιχνιστήρι, 275 +'ς την γη να στήσω το κουπί, μου είπε, και, αφού κάμω +του Ποσειδώνα βασιληά καλόδεκταις θυσίαις, +κριάρι, ταύρον σφάζοντας, και χοίρον αναβάτην, +να γύρω 'ς την πατρίδα μου και να δώσ' εκατόμβαις +των αθανάτων, 'πώχουσι των ουρανών τους θόλους, 280 +με την σειρά του καθενός· και θάνατος θα μ' εύρη +έξω απ' τα πέλαγα ελαφρός, και θα με σβύση αγάλι +μες τα λαμπρά γεράματα· και ωστόσ' ολόγυρά μου +θα 'ναι μακάριος ο λαός· τούτ' όλ', είπε, θα γείνουν». + +Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· 285 +«Αφού καλήτερο οι θεοί το γήρας σου ετοιμάζουν, +έχεις ελπίδ' αργότερα τα πάθη σου να παύσουν». + +Τα λόγια ταύτα ενώ 'λεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους, +η Ευρυνόμη ετοίμαζε την κλίνη και η βυζάστρα +με μαλακά σκεπάσματα, 'ς την λάμψι των λαμπάδων. 290 +και άμ' έστρωσαν με προσοχή την στερεωμένην κλίνην, +εγύρισ' η γερόντισσα 'ς το σπίτι να πλαγιάση· +η Ευρυνόμη με το φως εμπρός τους προχωρούσε, +'ς την κλίνην ενώ πήγαιναν, και, αφού στον θάλαμόν τους +τους πήγεν, αναχώρησε· και της αρχαίας κλίνης, 295 +με την καρδιά περίχαρη, την θέσι κείνοι ευρήκαν. +ωστόσο οι τρεις, Τηλέμαχος, Εύμαιος και βουκόλος, +τον χορό παύσαν, κ' έκαμαν να παύσουν η γυναίκες, +και 'ς τα ισκιωμένα μέγαρα κατόπι αναπαυθήκαν. + +Κ' οι δύο κείνοι, την γλυκειάν αγάπη αφού χαρήκαν, 300 +με ηδονή λόγους πολλούς ελέγαν μεταξύ τους. +έλεγεν όσα υπόφερε 'ς το σπίτ' η γυνή θεία, +την πάγκακη συνάθροισι να βλέπη των μνηστήρων, +οπ' εξ αίτιας της πολλούς μόσχους και αρνιά παχεία +έσφαζαν και από το κρασί τους πίθους αδειάζαν. 305 +και πάλιν ο διογέννητος της έλεγε Οδυσσέας, +πόσους ερήμωσε θνητούς και πόσ' έπαθ' εκείνος. +άκουε κείνη με ηδονή και δεν της έπεφτ' ύπνος +'ς τα βλέφαρα, πριν όλ' αυτός με τάξιν ιστορήση. +και άρχισε πώς τους Κίκοναις ενίκησε, κατόπι 310 +πώς έφθασε 'ς την κάρπιμη των Λωτοφάγων χώρα, +πόσ' έπραξεν ο Κύκλωπας, και αυτός πώς εκδικήθη +'ς τον άσπλαχνον 'που του 'φαγε τους ποθητούς συντρόφους· +'ς τον Αίολο πώς έφθασε, 'που ολόψυχα τον δέχθη, +και τον προβόδα 'ς την γλυκειά πατρίδα του, αλλά μοίρα 315 +δεν ήτο ακόμη, και άνεμος σφοδρός τον πήρε πάλι +εις τα ιχθυοφόρα πέλαγα τον αναστεναγμένον. +πώς πήγε 'ς την Τηλέπυλη των Λαιστρυγόνον χώρα, +'που σύντριψαν τα πλοία του και τους λαμπρούς συντρόφους +όλους· και αυτός μ' ολόμαυρο καράβι εσώθη μόνος· 320 +της είπ' όσα σοφίσματα και δόλους είχε η Κίρκη· +'ς του Άδη πώς κατέβηκε τ' αραχνιασμένο δώμα, +να ερωτήση την ψυχή του μάντη Τειρεσία, +με καράβι πολύσκαρμο κ' είδ' όλους τους συντρόφους, +και κείνην 'που τον γέννησε και γλυκανάστησέ τον. 325 +το λάλημα πώς άκουσε των ηχηρών Σειρήνων· +'ς ταις Πλαγκταίς Πέτρας, 'ς την δεινή Χάρυβδι, πώς ευρέθη, +'ς την Σκύλλα, οπού δεν πέρασε θνητός χωρίς να πάθη· +οι σύντροφοι πώς φόνευσαν τα βώδια του Ηλίου· +πώς με φλογώδη κεραυνόν ο υψηλοβρόντης Δίας 330 +του 'σχισε το καράβι του, κ' οι σύντροφ' οι γενναίοι +χαθήκαν όλοι, κ' έφυγε την μαύρη μοίρα μόνος· +'ς την Καλυψώ πώς έφθασε, 'ς την νήσον Ωγυγία, +πώς τον κρατούσε, και άνδρα της επόθει να τον κάμη, +'ς τα κοίλα σπήλαια, κ' έτρεφεν αυτόν και γνώμην είχε 335 +αθάνατον και αγέραστον αυτόν να καταστήση· +αλλά ποτέ δεν έπειθε 'ς τα στήθη την ψυχή του· +πώς έφθασε 'ς τους Φαίακαις, πολύ βασανισμένος· +πώς ως θεόν ολόψυχα τον τίμησαν εκείνοι, +και, αφού χρυσάφι, αφού χαλκόν κ' ενδύματα του δόσαν, 340 +με καράβι τον έστειλαν 'ς την ποθητήν πατρίδα. +και άλλο δεν είπε, ως έπεσε 'ς αυτόν ο γλυκύς ύπνος +και όλα τα μέλη του 'λυσε και της ψυχής τα πάθη. + +Τότ' άλλο πάλι εφεύρηκεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη· +άμα εστοχάσθη 'που η καρδιά θα ευφράνθη του Οδυσσέα 345 +την κλίνη της συντρόφου του και την ανάπαυσί του, +κίνησε την χρυσόθρονην Ηώ του όρθρου κόρην +απ' τον Ωκεανό, το φως να φέρη των ανθρώπων. +από την κλίνη τότε αυτός σηκώθη κ' είπ' εκείνης· +«Ήδη χορτάσαμε, ω γυνή, 'ς τα βάσανα κ' οι δύο· 350 +συ έρμη στέναζες εδώ για την επιστροφή μου, +κ' εμέ 'ς τα πάθη σπέδιζαν όλ' οι θεοί και ο Δίας. +ενώ να φθάσω εσπούδαζα 'ς την ποθητήν πατρίδα. +τώρ', αφού πάλιν ηύραμε την πρόσχαρή μας κλίνη, +τα κτήματ', όσα μώμειναν 'ς το σπίτι θα προσέχης· 355 +και όσα σφακτά μου αφάνισαν οι προπετείς μνηστήρες, +τόσα θα πάρω μόνος μου, και αλλ' οι Αχαιοί θα δώσουν, +ως ότου γύρω ταις αυλαίς να μου γεμίσουν όλαις. +αλλ' εγώ 'ς τον πολύδενδρον αγρόν μου θα πηγαίνω +'ς τον αγαθόν πατέρα μου, 'που μου ταλαιπωρείται· 360 +και σέν', αν κ' έχης φρόνησιν, ιδού τι παραγγέλλω· +ο ήλιος άμα σηκωθή, θα προχωρήση ο λόγος +πώς τους μνηστήραις φόνευσα εγώ 'ς τα μέγαρά μου· +όθεν 'ς τ' ανώγι αναίβα συ με ταις θεράπαιναίς σου, +κάθισε αυτού, μην ερωτάς, κανέναν μη κυττάζης». 365 +Είπε και, τ' άρματα λαμπρά 'ς τους ώμους του αφού 'ζώσθη, +ξύπνησε τον Τηλέμαχον και ομού τον χοιροτρόφον, +και τον βουκόλον, κ' είπε αυτών όπλα να πάρουν όλοι. +και ως πρόσταξε, αρματώθηκαν εκείνοι και την θύραν +άνοιξαν κ' εξεκίνησαν κατόπιν του Οδυσσέα, 370 +ενώ το φως ήταν 'ς την γην αλλ' η Αθηνά τους πήρε +έξω απ' την πόλι γλήγορα με νύκτα σκεπασμένους. + + + +Ραψωδία Ω + + + +Και των μνηστήρων ταις ψυχαίς σιμά του προσκαλούσε +ο Ερμής Κυλλήνιος· χρυσό ραβδί κρατούσε ωραίο· +μ' εκείνο ανθρώπου βλέφαρα γλυκά 'ς τον ύπνο κλίνει, +οπόταν θέλ', ή κ' έξαφνα κοιμώμενον εγείρει. +μ' εκείνο ταις εκέντησε και αυταίς ακολουθούσαν 5 +τρίζοντας· και, ως πτεροκοπούν 'ς το βάθος άντρου θείου +η νυκτερίδες τρίζοντας, αν απ' τον βράχο μία +πέση της όλης αρμαθιάς, και ομού πλεκταίς κρατιούται, +παρόμοια τρίζαν η ψυχαίς, ενώ ταις ωδηγούσε +μέσ' από δρόμους σκοτεινούς ο αντίκακος Ερμείας. 10 +τα ρείθρα του Ωκεανού, την πέτρα την Λευκάδα, +ταις πύλαις του Ηλίου και την χώρα των ονείρων, +πέρασαν, κ' έφθασαν γοργά 'ς τ' ασφοδελό λειβάδι, +οπού η ψυχαίς εγκατοικούν, σκιαίς αναπαυμένων. +κει την ψυχήν απάντησαν του Αχιλλιά Πηλείδη 15 +και του Πατρόκλου ομού μ' αυτόν, του άψεγου Αντιλόχου, +του Αίαντα, 'που 'ς την μορφή θα ενίκα και 'ς το σώμα +τους Δαναούς, αν έλειπεν ο ασύγκριτος Πηλείδης. +και, τούτοι ενώ συνώδευαν οι τρεις τον Αχιλλέα, +η ψυχή του Αγαμέμνονα, του Ατρείδ' ήλθε σιμά τους 20 +θλιμμένη· και τρυγύρω της συνάχθηκαν η άλλαις, +όσαις μαζή του απέθαναν 'ς την κατοικιά του Αιγίσθου. +και του Πηλείωνα η ψυχή πρώτ' είπε προς εκείνον· +«Ατρείδη, εμείς ελέγαμε πως όλων των ηρώων +σε θα προτίμα ολοκαιρίς ο χαιρεβρόντης Δίας, 25 +αφού βασίλευες πολλών ανθρώπων και γενναίων, +όταν 'ς την Τροίαν οι Αχαιοί σκληρόν είχαμ' αγώνα· +αλλ' όμως πρόκαιρα και σε να εύρ' η πικρή μοίρα +έμελλ', οπ' άμα γεννηθή θνητός δεν αποφεύγει. +να σ' είχε πάρει ο θάνατος και η μοίρ', ακόμη ότ' ήσουν 30 +εις την Τρωάδα υπέρλαμπρος των άλλων βασιλέας· +τάφον τότ' οι Παναχαιοί λαμπρόν θα σου σηκόναν, +και ωραίαν δόξαν θα 'παιρνες ν' αφήσης του παιδιού σου· +αλλ' από θάνατον φρικτόν σου 'μέλλετο να πέσης». + +Και προς αυτόν απάντησε τότε η ψυχή του Ατρείδη· 35 +«Πηλείδη ω μακάριε, θεόμορφε Αχιλλέα, +'ς την Τροίαν έπεσες μακράν απ' τ' Άργος, κ' εσφαζόνταν +ήρωες Τρώαις και Αχαιοί, με πείσμα να σε πάρουν, +και συ, 'ς το μέσο απέραντος νεκρός, 'ς την πυκνή σκόνη, +κειτάμενος, τους ιππικούς αγώναις σου ελησμόνεις. 40 +εμείς επολεμούσαμεν ολημέρα, και η μάχη +δεν έπαυ', αν ανεμικήν δεν είχε στείλει ο Δίας. +'ς τα πλοί' από τον πόλεμο σ' εφέραμε, 'ς την κλίνη +σ' εθέσαμε, και με χλιό νερό τ' ωραίο σώμα +καθάραμε και μ' αλοιφή· και δάκρυα θερμά χύναν 45 +ολόγυρά σου οι Δαναοί κ' εκόψαν τα μαλλιά των. +και ως τό 'μαθε η μητέρα σου, με ταις θαλάσσιαις κόραις +ήλθεν από το πέλαγος, και ανάκουστη εσηκώθη +βοή 'ς τον πόντο, κ' έφριξαν των Αχαιών τα πλήθη. +και θα ωρμούσαν ν' αναιβούν 'ς τα βαθουλά καράβια, 50 +αλλ' άνδρας τους εκράτησε, πολλών και αρχαίων γνώστης, +ο Νέστορας, οπ' αρεστήν έδιδε εις όλα γνώμη. +εκείνος τους αγόρευσε καλόγνωμα και είπε : +—Αργείοι, Αχαιόπαιδα, μη φεύγετε, σταθήτε· +από το πέλαγος εδώ με ταις θαλάσσιαις κόραις 55 +έρχεται η μάννα, το νεκρό παιδί της ν' αγκαλιάση.— +κ' οι μεγαλόψυχοι Αχαιοί τον άκουσαν κ' εμείναν. +γύρω σου η κόραις στήθηκαν του γέρου της θαλάσσης, +εμοιρολόγαν, και άφθαρτα φορέματα σ' ενδύσαν. +καλόφωνα, με την σειράν, η εννέα Μούσαις όλαις 60 +θρηνολογούσαν και άδακρυ δεν ήταν μάτι Αργείου· +τόσο η γλυκόφωνη βαθειά τους είχ' εγγίξ' η Μούσα. +κ' ημερονύκτια δεκαεπτά σ' εκλαίαμ' ενωμένοι, +αντάμ' οι αθάνατοι θεοί με τους θνητούς ανθρώπους. +σε παραδώσαμε 'ς το πυρ, μες την δεκάτη ογδόη, 65 +και αρνιά παχειά σου σφάξαμε και βώδια στριφοπόδα. +καιόσουν συ μες των θεών τα ενδύματα με πλήθος +μέλι γλυκό και μ' αλοιφή· και γύρω εις την πυρά σου +ήρωες πάμπολλοι Αχαιοί 'ς τα όπλα εταραχθήκαν, +πεζοί και ιππείς· και αλαλαγμοί σηκώθηκαν και κρότοι· 70 +και, αφού του Ηφαίστου σ' έφαγεν η φλόγα, τα λευκά σου +κόκκαλα εμείς, το χάραμμα, συνάξαμε, Αχιλλέα, +'ς αλοιφή και άδολο κρασί, μέσα 'ς τον αμφορέα +απ' έδωκε η μητέρα σου, του Διονύσου δώρο, +χρυσόν, και φιλοτέχνημα του δοξασμένου Ηφαίστου. 75 +κει τα λευκά σου κόκκαλα είν', ένδοξε Αχιλλέα, +με του Πατρόκλου ανάμικτα του προαπεθαμένου, +και του Αντιλόχου χωριστά, 'που των συντρόφων όλων, +αφού 'πεσεν ο Πάτροκλος, εξόχως προτιμούσες. +και ολόγυρά τους θαυμαστόν σηκώσαμε και μέγαν 80 +τάφον, ο ιερός στρατός των λογχιστών Αργείων, +εις άκραν άκρης, 'ς τον πλατύν Ελλήσποντον επάνω, +να τον διακρίνουν φανερά μακρόθε απ' τα πελάγη +όσοι ζουν σήμερα θνητοί και όσοι κατόπι θα 'λθουν. +και των θεών εζήτησεν η μάννα σου βραβεία 85 +ωραία και τα πρόβαλε 'ς τους πρώτους των Αργείων. +πολλαίς σου έτυχε τα ιδής ταφαίς ανδρών ηρώων, +ως, όταν συμβή θάνατος μεγάλου βασιλέα, +οι νέοι ζώνοντ' άρματα, βραβεία να κερδίσουν· +αλλ' εκείνα θα θαύμαζες εξόχως τα βραβεία, 90 +'που πρόβαλ' η αργυρόποδη η Θέτις 'ς την ταφή σου· +ότι πολύ σ' αγάπησαν οι αθάνατοι, Αχιλλέα· +κ' ιδού τώρ', αν και απέθανες, δεν 'χάθη τ' όνομά σου, +κ' αιώνια θα δοξάζεσαι 'ς τα γένη των ανθρώπων. +αλλ' απ' τον πόλεμον εγώ τι κέρδος τώρ' ευρήκα; 95 +'ς την γη μου φρικτόν όλεθρον μ' είχ' ετοιμάσει ο Δίας +απ' της μιαρής συντρόφου μου τα χέρια και του Αιγίσθου». + +Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους· +τότ' ο αργοφόνος έφθασεν, ο μηνυτής Ερμείας, +με των μνηστήρων ταις ψυχαίς, 'που φόνευσ' ο Οδυσσέας. 100 +κ' οι δύο κείνοι εθαύμασαν και προς αυτούς κινήσαν· +του Αγαμέμνονα η ψυχή τον ένδοξον, άμ' είδε, +εγνώρισε Αμφιμέδοντα, του Μελανέα γόνον, +'που, της Ιθάκης κάτοικος, δεχθή τον είχε ξένον· +εκείνον επροσφώνησε τότε η ψυχή του Ατρείδη· 105 +«Τί πάθημ', Αμφιμέδοντα, σας έρριξε 'ς τον Άδη; +όλοι εκλεκτοί και ομήλικες! οπού 'ς την πόλιν άλλο +δεν θαύρισκες, αν διάλεγες, όμοιο λογάρι ανδρείων. +μη μες τα πλοία σύντριψεν εσάς ο Ποσειδώνας +με κύματα, οπού σήκωσε μακρά και ανεμοζάλη, 110 +ή εχθροί 'ς την γη σας χάλασαν, ενώ βώδια και αρνία +εσείς αρπάζετε απ' αυτούς, ή ενώ κείνοι την πόλι +και ταις γυναίκαις από σας να σώσουν πολεμούσαν; +'ς το ερώτημά μου απάντησε, και ξένος σου καυχώμαι. +και δεν θυμάσαι σπίτι σου πώς ήλθα με τον θείον 115 +Μενέλαο, να πείσουμεν εμείς τον Οδυσσέα, +να 'λθη με τα κολόστρωτα καράβια 'ς την Τρωάδα; +κ' εις ένα μήνα σχίσαμε τα πέλαγ', αφού μόλις +του Οδυσσέα πορθητή μαλάξαμε την γνώμη». + +Και του Αμφιμέδοντα η ψυχή τότ' είπε προς εκείνον· 120 +«Ω Αγαμέμνον' αρχηγέ, τρισένδοξε Ατρείδη, +όλα ενθυμούμαι, διότροφε, κείνα 'που μνημονεύεις. +θα σου αναφέρω τώρα εγώ τον τρόπον, πώς εγίνη, +του θλιβερού θανάτου μας· εμείς μνηστεύαμ' όλοι +του Οδυσσέα, 'που 'λειπε 'ς τα ξένα, την συμβία. 125 +κείνη τον γάμον μισητόν ν' αρνείτ' ή να τελειόνη +δεν έστεργ', ενώ σπούδαζε να ευρή τον όλεθρόν μας. +και νέο τέχνασμα, το εξής, 'ς τον νου της εσοφίσθη· +πανί μεγάλον έστησε 'ς το μέγαρο, να υφάνη, +λεπτόν, αμέτρητο, κ' ευθύς προς εμάς είπε· ω νέοι 130 +μνηστήρες μου, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας +τον γάμον μη μου βιάζετε, σταθήτε, ως ν' αποκάμω +το ύφασμα αυτό, τα γνέματα να μη μου παν χαμένα, +του Λαέρτ' ήρωα σάβανο, για τον καιρό, 'που η μαύρη +μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου θα τον πάρη, 135 +των Αχαιίδων μη καμμιά 'ς τον τόπο μ' ονειδίση, +αν κείτεται ασαβάνωτος αυτός 'που πλούσιος ήταν. +αυτά 'πε κ' εκατάπεισε την ανδρική ψυχή μας. +τότε ολημέρα το πανί τα μέγ' ύφαιν' εκείνη, +και νύκτα το ξεΰφαινε 'ς την λάμψι των λαμπάδων. 140 +ιδού πώς απ' τους Αχαιούς με δόλο 'κρύφθη εκείνη +τρεις χρόνους· και τον τέταρτον ότ' έφεραν η ώραις, +ως τα φεγγάρια χάνονταν κ' η 'μέραις επληθύναν, +μας το 'πε μια των γυναικών, οπού τα γνώριζ' όλα, +κ' ηύραμε αυτήν που τ' εύμορφο ξεΰφαινε πανί της· 145 +ιδού πώς το τελείωσε βιασμένη απ' την ανάγκη. +και το σινδόνι ότ' έφερε 'ς το φως, οπ' είχε υφάνει +και καθαρίσει, ώστ' έλαμπεν ως ήλιος η σελήνη, +κακή μας κάπουθ' έφερε τον Οδυσσέα μοίρα +'ς άκρη εξοχής, όπ' έμεινεν εκείνου ο χοιροτρόφος. 150 +αυτού και ο ποθητός υιός του θείου Οδυσσέα +με μαύρο πλοίον έφθασεν απ' την αμμώδη Πύλο. +και, άμ' ωργανίσαν θάνατον κακόν εις τους μνηστήραις, +'ς την πόλιν εκατεβήκαν, ύστερος ο Οδυσσέας +και πρώτος ο Τηλέμαχος· εκείνον ωδηγούσε 155 +ο χοιροτρόφος, με κακά φορέματα ενδυμένον, +παρόμοιον με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτην, +οπ' ακουμβούσε 'ς το ραβδί και αχρεία ρούχα εφόρει. +και, ως έξαφνα εφανίσθη αυτός, κανείς να τον γνωρίση +δεν εδυνήθη και 'ς εμάς ηλικιωμένοι αν ήσαν. 160 +τον εκακοποιούσαμε με λόγια και με κτύπους, +και αυτός μ' ατάραχην ψυχήν έστεκε να υποφέρη +κτυπήματα και ονειδισμούς 'ς τα ίδια μέγαρά του. +αλλ', ότε ο νους τον έγειρε του αιγιδοφόρου Δία, +αφού με τον Τηλέμαχον τα λαμπρά όπλα επήρε 165 +κ' εφύλαξε 'ς τον θάλαμον, κ' εκλείδωσε την θύραν, +έσπρωξ' ο ευρετικώτατος την ίδια του συμβία +τόξο και σίδερο λευκό να θέση των μνηστήρων +αγώνα και του φόνου αρχήν 'ς εμάς 'που ωργίσθ' η μοίρα. +του δεινού τόξου την χορδή κανείς μας να τανύση 170 +δεν εδυνήθη, και αρκετή δεν είχαμεν ανδρεία. +αλλ' ότε να φθάσ' έμελλε 'ς τα χέρια του Οδυσσέα +το μέγα τόξο, με βοήν εμείς φωνάζαμ' όλοι, +'ς αυτόν, ό,τι και αν έλεγε, το τόξο να μη δώσουν· +αλλ' έδωκε ο Τηλέμαχος την προσταγή και μόνος. 175 +και ως το 'λαβε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας, +την χορδή τάνυσ' εύκολα· και ταις αξίναις όλαις +πέρασε· τότ' εστήθη ορθός 'ς την θύρα και άδεισ' όλα +τα βέλη, μ' άγριο βλέφαρο· τον βασιλέ' Αντίνον +κτύπησε, κ' έπειτ' έρριχνε στεναγμοφόρα βέλη 180 +'ς τους άλλους όλους, κ' έπεφταν σωρός εκείνοι εμπρός του. +και φανερά κάποιος θεός μ' αυτούς εσυμμαχούσε, +θάρρος τόσ' είχαν άμετρο 'ς την ρώμη τους, και γύρω +'ς τα δώματα τους φόνευαν φρικτά κείνοι βογγούσαν +ως κρούονταν η κεφαλαίς, και ο πάτος έβραζ' αίμα. 185 +Ατρείδ', ιδού πώς πέσαμε, και ακόμη αμελημένα +τα λείψανά μας κείτονται 'ς το δώμα του Οδυσσέα. +αν το 'ξευραν 'ς τα σπίτια μας οι ποθητοί θα πλύναν +απ' το μαύρ' αίμα ταις πληγαίς, 'ς την κλίνη θα μας κλαίαν +την νεκρικήν, ως πάντοτε τιμούντ' οι απεθαμένοι». 190 + +Και του Ατρείδ' είπε η ψυχή· «Πόσο σε μακαρίζω, +σε, του Λαέρτη γέννημα, πολύτεχνε Οδυσσέα, +ότ' υψηλού φρονήματος απόκτησες συμβία· +τι γνώμη αγνή 'ς την φρόνιμην εφάνη Πηνελόπη! +πόσο τον Οδυσσέα της κρατούσε εις την καρδία! 195 +και του ηψηλού φρονήματος η δόξα της θα ζήση, +και θέλει πλάσσουν οι θεοί τραγούδι αγαπημένο +εις του θνητούς, την φρόνιμη να λέγη Πηνελόπη. +εκείνη δεν κακούργησεν ως του Τυνδάρου η κόρη, +'που φόνευσε τον άνδρα της, και απάνθρωπο τραγούδι 200 +θα 'ναι 'ς τον κόσμο, και άφησε 'ς των θηλυκών το γένος +φήμην κακήν, ώστε η καλαίς και κείναις να μισούνται». + +Τους λόγους τούτους οι νεκροί τότ' έλεγαν, οι δύο, +'ς τα βάθη ως έστεκαν της γης, 'ς την κατοικιά του Άδη· +και κείνοι, αφού κατέβηκαν από την πόλι, φθάσαν 205 +'ς τον καλοσύστατον αγρόν ωραίον, του Λαέρτη, +οπ' είχε κείνος μ' ίδρωτα, με μόχθον, αποκτήσει. +είχ' εκεί σπίτι, 'ς την αυλήν, ολόγυρα, καλύβαις, +να κάθωνται, να τρέφωνται, και να κοιμώνται οι δούλοι, +οι αγορασμένοι, οπού 'ς αυτόν ό,τ' ήθελ' εργαζόνταν. 210 +ήταν και γραία Σικελή, 'που τον γεροκομούσε, +ως πρέπει, αυτού 'ς την εξοχή, μακράν από την πόλι. +τότ' ο Οδυσσέας έλεγε των δούλων και του υιού του· +«Σεις τώρα 'ς την καλόκτιστην εμπήτε κατοικία, +και χοίρον σφάξετε καλόν, να ετοιμασθή το γεύμα· 215 +αλλ' εγώ τον πατέρα μου θα δοκιμάσω τώρα, +αν, ως με ιδούν τα μάτια του, μ' αναγνωρίση εκείνος, +ή αν, αφού μας χώρισαν καιροί, δεν με νοήση». + +Είπε και τ' άρματ' έδωκε των δούλων κ' ενώ κείνοι +'ς το δώμα μέσα επήγαιναν, αυτός μέσα 'ς τον κήπον 220 +πολύδενδρον, την δοκιμή να κάμη, προχωρούσε. +τον κήπον καταιβαίνοντας δεν ηύρε τον Δολίον, +ουδέ των δούλων εύρηκε κανένα ή των παιδιών του· +αναχωρήσ' είχαν αυτοί, λιθάρια να συνάξουν +φράχτην του κήπου, και οδηγός 'ς αυτούς ο γέρος ήταν. 225 +και μόνον τον πατέρα του 'ς το πρόσχαρο κηπάρι +ηύρε, οπού κάποιο σκάλιζε φυτό· φορούσε αχρείον +ραπτόν χιτώνα λιγδερόν, και βωδιναίς κνημίδαις, +όπως μην αγκαθίζεται, 'ς ταις κνήμαις είχε δέσει· +από τους βάτους φύλαγε τα χέρια με χειρίδαις, 230 +και, ως έτρεφε την λύπη του, γίδινο εφόρει κράνος. +τον είδεν ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας +κομμένον απ' τα γερατειά, 'ς την θλίψι βυθισμένον, +κ' εις μέγα δένδρον απιδιάς εστάθηκε να κλαίη. +και να μετρήση εβάλθηκε 'ς του λογισμού τα βάθη, 235 +αν θ' αγκαλιάση τον γλυκόν πατέρα κ' ευθύς όλα +να του ειπή, πώς έφθασε 'ς την γη την πατρική του, +ή μ' ερωτήματα πολλά να δοκιμάση πρώτα. +και τούτο συμφερώτερο του φάνηκε αφού 'σκέφθη, +με λόγια πρώτα εγγικτικά την δοκιμή να κάμη. 240 +μ' αυτήν την γνώμη σίμωσεν ο θείος Οδυσσέας· +και το φυτόν ο γέροντας ξελλάκκιζε σκυμμένος· +'ς το πλάγι τον προσφώνησεν ο ένδοξος υιός του· +«Ω γέρε, δεν είσ' άτεχνος καλλιεργητής του κήπου· +περιποιείσ' όλα καλά· 'ς το κλείσμ' αυτό δεν είναι 245 +ένα δενδρούλι, μια συκιά, κλήμ' ένα, μι' ελαία, +μί' απιδιά, μία βραγιά, μη περιποιημένη. +και άλλο τι εγώ θε να σου ειπώ, και μη 'ς εμέ θυμώσης· +συ είσαι απεριποίητος· σιμά 'ς τ' άτερπνο γήρας +έχεις το σώμα ρυπαρό και φορείς ρούχ' αχρεία· 250 +ο κύριος δεν σ' αμελεί, καλός ως είσ' εργάτης. +καθόλ' ό,τ' είναι δουλικό με σέ δεν ταιριάζει, +και από μορφή και ανάστημα συ δείχνεις βασιλέας, +οποίος είναι, αφού λουσθή και φάγη και πλαγιάση +εις κλίνην μαλακώτατην, ως πρέπει των γερόντων. 255 +αλλ' έλα τώρα, λέγε με μ' αλήθεια, τίνος είσαι +δούλος, και τίνος γεωργείς τον κήπον, οπού βλέπω; +και τούτο ακόμη να μου ειπής, αν είναι αυτή τωόντι +η Ιθάκη, εδώ 'που φθάσαμεν, ως μου 'πεν από τώρα +άνθρωπος, 'που μ' απάντησεν, ενώ δω πέρ' ερχόμουν, 260 +όχι πολύ νοητικός, αφού να ειπή, ν' ακούση +το κάθε τι, δεν έστεργεν, ενώ τον ερωτούσα +ο ξένος μου τι γίνεται, 'ς τους ζωντανούς αν ήναι, +ή απέθανε κ' ευρίσκεται 'ς την κατοικιά του Άδη. +ότι άκου τώρ' ό,τι θα ειπώ και ας το φυλάξη ο νους σου· 265 +άνδρα εγώ ξένισ' άλλοτε, 'ς την γη την πατρική μου, +οπ' είχε' έλθει 'ς το σπίτι μας· και απ' όσους ξένους είδα +'ς το δώμα μου ασπαστότερος άλλος θνητός δεν ήλθε· +απ' την Ιθάκη κήρυττε το γένος και πατέρα +τον Αρκεισιάδην έλεγεν ότ' είχε, τον Λαέρτη. 270 +'ς το σπίτι μου τον πήρα εγώ κ' εκαλοξένισά τον. +αφού 'χε απ' όλα τα καλά το δώμα μου αφθονία. +αρμόδι' ακόμη του 'δωκα φιλοξενίας δώρα· +επτά του 'δωκα τάλαντα, χρυσόν τεχνουργημένον· +του χάρισα ολοπλούμιστον ολάργυρον κρατήρα, 275 +και χλαίναις μοναίς δώδεκα, και τάπηταις ομοίως, +και τόσ' επανωφόρια, τόσους κοντά χιτώναις, +κ' έξω από τούτα τέσσεραις, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτραις, +γυναίκαις ωραιόταταις, ως διάλεξεν εκείνος». + +Και προς αυτόν δακρύζοντας απάντησε ο πατέρας· 280 +«Ω ξέν', ευρίσκεσαι 'ς την γην, οπ' ερωτάς να μάθης, +και άνδρες αυθάδεις, ασεβείς, παράνομοι, την έχουν· +και τ' άπειρ', όσα χάρισες δώρα, χαμένα τα 'χεις, +εις την Ιθάκη ζωντανόν αν εύρισκες εκείνον, +θα σ' αντιφιλοξένιζε και θα σε προβοδούσε 285 +με δώρα, ως πρέπει προς αυτόν 'που μας ξενίση πρώτος. +και τώρα ειπέ μου καθαρά, πόσ' έτ' είν' αφού 'δέχθης +κείνον τον ξένον έρημον, υιόν μου, άν ποτ' εζούσε, +άμοιρον, 'που, των ποθητών μακράν και της πατρίδος, +'ψάρια 'ς τον πόντον έφαγαν ή 'ς την στερηά θηρία 290 +και όρνεα κατασπάραξαν και αχ! δεν τον έχει ενδύσει +νεκρόν και δεν τον έκλαψεν η μάννα και ο πατέρας, +εμείς 'που τον γεννήσαμεν και τον αγαπημένον +άνδρα της η πολύδωρη, φρόνιμη Πηνελόπη, +ως πρέπει, δεν ξεφώνησε 'ς την ύστερή του κλίνη, 295 +ουδέ τα μάτια του 'κλεισεν, ως των νεκρών αρμόζει. +και τώρα τούτο λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω, +ποιος είσαι; ποιο το γένος σου; πού η πόλις και οι γονείς σου; +πού μένει το καράβι σου, 'που σ' έφερ' εδώ πέρα +με τους λαμπρούς συντρόφους σου; μη τάχα εις ξένο πλοίο 300 +ήσο επιβάτης κ' έφυγαν εκείνοι αφού σε βγάλαν;» + +'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· +«Εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ τούτ' όλ' όσ' ερωτάς με· +του Αλύβαντ' είμαι κάτοικος, οπ' έχω το παλάτι· +του βασιλέ' Αφείδαντα του Πολυπημονίδη 305 +υιός είμαι, κ' Επήριτον με λέγουν, αλλ' η μοίρα +αθέλητον δω μ' έσπρωξεν από την Σικανία· +και το καράβι μ' άφησα μακράν από την πόλι. +ο πέμπτος χρόνος έκλεισεν απ' ότ' ο Οδυσσέας +πέρασε απ' την πατρίδα μου· καλότυχα του αμοίρου, 310 +δεξιά, φανήκαν τα πουλιά, καθώς αναχωρούσε. +ώστε και με περίχαρη ψυχή τον προβοδούσα +κ' έφευγε κείνος με χαρά' κ' ελπίδ' είχαμε πάλι +να σμίξουμε και με λαμπρά να φιλευθούμε δώρα». + +Είπε, τον άλλον σκέπασεν η σκοτεινιά του πόνου, 315 +με τα δυο χέρια φούκτωσε της γης το μαύρο χώμα, +και το 'χυσε, με βογγητούς, 'ς την άσπρη κεφαλή του. +κείνου ραΐζετο η καρδιά, και 'ς το ρουθούν' η πίκρα +του ξέσπασ' ήδη, ως κύτταζε τον ποθητόν πατέρα. +εχύθηκε, 'ς την αγκαλιά τον έσφιξε και του 'πε· 320 +«Εγώ 'μαι αυτός, 'που αναζητείς, ιδού, πατέρα, εμπρός σου· +τον χρόνον έφθασα εικοστόν 'ς την γην την πατρική μου. +αλλά παύσε τα κλάϋματα και το παράπονό σου, +ν' ακούσης ό,τι θα σου ειπώ· πολύ μας βιάζ' η ανάγκη· +'ς τα δώματά μας φόνευσα τους ασεβείς μνηστήραις, 325 +και τ' άπρεπα εκδικήθηκα και απάνθρωπά τους έργα». + +Και προς αυτόν απάντησι τότ' έδωκε ο Λαέρτης· +«Αν ο Οδυσσέας έφθασες, τωόντι, το παιδί μου, +κάποιο σημάδι φανερόν ειπέ μου να πιστεύσω». + +'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· 330 +«Και πρώτα ιδέ το λάβωμα συ με τους οφθαλμούς σου, +'που μώκαμε 'ς τον Παρνασό με λευκό δόντι χοίρος, +και συ, πατέρα, μ' έστειλες κ' η σεβαστή μητέρα +εις τον Αυτόλυκον, καλόν πατέρα της μητρός μου, +να λάβω τα χαρίσματα, 'που μου 'χε τάξει ότ' ήλθε. 335 +τώρα τα δένδρα θα σου ειπώ μες το καλό κηπάρι, +όσ' άλλοτε μου χάρισες κ' εγώ σου τα ζητούσα, +μικρό παιδί κατόπι σου 'ς τον κήπο· κ' ένα ένα, +ανάμεσα ως διαβαίναμε, τα ονόματά τους είπες. +τότε απιδιαίς δέκα και τρεις, δέκα μηλιαίς ακόμη, 340 +συκαίς σαράντα μου 'δωκες· και, χάρισμά μου πάλι, +πεντήκοντα μου ωνόμασες αράδαις, πολυτρύγων +κλημάτων, και παντοειδή σταφύλια φέρουν όλαις, +αν ζωογόναις άνωθε ταις ώραις στείλη ο Δίας». + +Είπε· κείνου τα γόνατα κοπήκαν κ' η καρδία, 345 +άμα του είπε ασάλευτα γνωρίσματ’ ο Οδυσσέας, +και το παιδί του αγκάλιασε· και, ως ολιγοψυχούσε, +'ς την αγκαλιά τον έλαβεν ο θείος Οδυσσέας. +και, ως πήρε ανάσα και η ψυχή 'ς τα στήθη του εσυνάχθη, +το στόμα πάλιν άνοιξε και προς εκείνον είπε· 350 +«Δία πατέρ', είσθε θεοί 'ς τον Όλυμπον ακόμη, +αν ήδη την ασέβεια πλέρωσαν οι μνηστήρες, +αλλά φοβούμαι τρομερά μη των Ιθακησίων +το πλήθος όλ' ορμήση εδώ, και στείλουν εις ταις χώραις +των Κεφαλλήνων είδησι, 'ς αυτούς βοηθοί να δράμουν». 355 + +'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· +«Θάρρου· ως προς τούτο παντελώς ας μη φροντίση ο νους σου· +'ς το σπίτι τώρ' ας έμπουμε, 'πού 'ναι σιμά 'ς τον κήπο· +κει πρώτα τον Τηλέμαχον και ομού τον χοιροτρόφον +και τον βουκόλον έστειλα, τα γεύμα να ετοιμάσουν». 360 + +Αυτά 'πε, κ' εξεκίνησαν, και, ως έφθασαν 'ς τα ωραία +δώματα, τον Τηλέμαχον και ομού τον χοιροτρόφον +και τον βουκόλον εύρηκαν, 'που κρέατ' ελιανίζαν +πάμπολλα και το φλογερό, κρασί τους συγκερνούσαν. +ωστόσο μες το σπίτι του τον ήρωα Λαέρτη 365 +έλουσε η γραία Σικελή, τον άλειψε και ωραίαν +χλαίναν τον περιέβαλε· κ' ήλθε η Αθηνά σιμά του +και του ποιμένα των λαών μεγάλυνε τα μέλη, +ώστε υψηλότερος πολύ, τρανώτερος εφάνη· +και, απ' τον λουτήρα ως έβγαινε, τον θαύμαζ' ο υιός του, 370 +άμα τον είδε 'ς την μορφήν όμοιον των αθανάτων, +και κείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα· +«Πατέρα, κάποιος των θεών, θαρρώ, των αιωνίων +'ς τ' ανάστημά σου, εις την ειδή, λάμψιν εχάρισ' άλλην». + +Και προς αυτόν απάντησεν ο συνετός Λαέρτης· 375 +«Δία πατέρα, και Αθηνά, και Απόλλων·, αχ! με κείνο +το στήθος, 'πού 'χα ότ' έρριξα τους πύργους της Νηρίκου. +'ς άκρη θαλάσσης, αρχηγός εγώ των Κεφαλλήνων, +να ήμουν χθες 'ς το σπίτι μας κοντά σου αρματωμένος, +πολεμιστής και τιμωρός των ασεβών μνηστήρων, 380 +θα 'βλεπες πόσων απ' αυτούς τα γόνατα να λύω +αρκετός ήμουν, και χαρά θα λάμβανε η ψυχή σου». + +Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους· +και άμ' απ' τον κόπον έπαυσαν κ' ετοίμασαν το γεύμα, +εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά, καθίσαν όλοι αράδα. 385 +και ως άπλοναν 'ς το φαγητόν, έφθασεν ο Δολίος, +ο γέρος, με τα τέκνα του, και από τα έργα εγέρναν +κοπιασμένοι, ότ' είχε βγη να τους καλέσ' η γραία +μητέρα τους η Σικελή, 'που αυτούς είχε αναστήσει, +και τώρα τον Δολίον της γεροκομούσε, ως πρέπει. 390 +και κείνοι, άμ' είδαν κ' ένοιωσαν ευθύς τον Οδυσσέα, +εσταθήκαν, κ' εθαύμαζαν, 'ς το δώμα· τότε κείνος +με λόγια γλυκομίλητα 'ς αυτούς εστάθη κ' είπε· +«Γέρε, 'ς το γεύμα κάθισε· μην απορείτε πλέον· +απ' ώραν πολλήν πρόθυμα τα χέρια 'ς το φαγί μας 395 +θάχαμε απλώσει· μόνον σεις να ελθήτ' εκαρτερούμε». + +Είπε, και ο γέρος μ' ανοικταίς του 'χύθη επάνω αγκάλαις, +κ' έσφιξε, κατεφίλησε, το χέρι του Οδυσσέα, +και κείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα· +«Μας ήλθες περιπόθητος, ω πολυαγαπημένε, 400 +ανέλπιστος μας έφθασες· μόν' οι θεοί σε φέραν· +γειά σου, χαρά σου, κ' οι θεοί να σε τρισευλογήσουν. +και τώρα τούτο λέγε μου μ' αλήθεια να γνωρίσω, +η Πηνελόπ' η φρόνιμη τάχ' έμαθεν ότ' ήλθες +εις την πατρίδα, ή μηνυτήν ευθύς να στείλω εκείνης;» 405 + +'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· +«Ω γέροντ', ήδη το 'μαθε· φροντίδα σου δεν είναι». + +Είπε και κείνος κάθισε 'ς το στιλβωτό θρονί του. +ομοίως εχαιρέτησαν τον θείον Οδυσσέα +και του Δολίου τα παιδιά και του 'σφίγγαν τα χέρια, 410 +και 'ς τον πατέρα των σιμά κάθισαν, τον Δολίον. + +Κ' ενώ κείνοι γευμάτιζαν 'ς το δώμα καθισμένοι, +'ς την πόλιν όλην γρήγορα μηνύτρα βγήκε η φήμη +κ' έλεγε, θάνατος φρικτός πως ηύρε τους μνηστήραις. +κ' έρχονταν όλοι ως τ' άκουσαν, ένας κατόπι τ' άλλου, 415 +με πολλούς θρήνους έμπροσθε 'ς το δώμα του Οδυσσέα. +τους νεκρούς βγάζαν κ' έθαπτε καθείς τον ιδικόν του· +και αυτούς, οπ' ήσαν απ' αλλού, τους θέσαν εις τα πλοία, +κ' οι ναύταις 'ς την πατρίδα του καθέναν επεράσαν. +κατόπι προς την αγοράν περίλυποι εβαδίζαν· 420 +και, άμ' όλοι αυτού συνάχθηκαν και ομού συναθροισθήκαν, +ο Ευπείθης εις το μέσο τους σηκώθη να ομιλήση· +πόνος τον έσφαζε δριμύς του τέκνου του Αντινόου, +'που πρώτον εθανάτωσεν ο θείος Οδυσσέας· +γι' αυτόν τότε δακρύζοντας ωμίλησέ τους κ' είπε· 425 +«Μέγα κακό των Αχαιών εργάσθη, ω φίλοι, εκείνος· +πολλούς και ανδρείους άλλοτε μες τα καράβια πήρε, +και τα καράβι' αφάνισε και αφάνισε και κείνους· +και τώρ' άμ' ήλθε φόνευσε τους πρώτους Κεφαλλήναις· +ελάτε τώρ' ας τρέξουμε πριν φύγη αυτός 'ς την Πύλο, 430 +ή 'ς την αγίαν Ήλιδα των Επειών την χώρα. +ας πάμε, ειδέ μή θα 'χουμεν αιωνίαν καταισχύνη· +ότι θα μας καταρασθούν κ' οι απόγονοι, αν ακούσουν +'που των παιδιών μας τους φονείς και των αυταδελφών μας +εμείς δεν τιμωρήσαμεν· για με χάρι δεν έχει 435 +όμοια ζωή· και προτιμώ να ευρώ τους πεθαμένους. +πηγαίνουμε, μη 'ς την στερηά να βγουν προφθάσουν κείνοι». + +Αυτά 'πε και όλ' οι Αχαιοί 'ς το κλάμμα του επονούσαν. +'ς αυτούς ο θείος αοιδός και ο Μέδοντας τότ' ήλθαν +από τα οδύσσεια δώματα, την κλίνην άμ' αφήσαν· 440 +και, ως έμπροσθέν τους στήθηκαν, απόρησε καθένας. +ο συνετός ο Μέδοντας τότ' είπε προς εκείνους· +«Ακούτε μ', Ιθακήσιοι· χωρίς των αθανάτων +την θέλησι δεν έγειναν τα έργα του Οδυσσέα· +άφθαρτον είδα εγώ θεόν εις το πλευρό να μένη 445 +του Οδυσσέα, και ώμοιαζε τον Μέντορα 'ς την όψι. +κείνος ο αθάνατος θεός πότε τον Οδυσσέα +θάρρευ' εμπρός του φανερός, και πότε τους μνηστήραις +'ς το μέγαρο ετρικύμιζε, κ' εκείνοι έπεφταν όλοι». + +Αυτά 'πε, και όλων έπιασε τα μέλη αχνή τρομάρα. 450 +και ο Μαστορίδης άρχισεν ο ήρως Αλιθέρσης, +γέρος, 'που μόνος έβλεπε τα εμπρός και τα κατόπι· +εκείνος τότε ωμίλησε με καλήν γνώμη κ' είπε· +«Δόστε, Ιθακήσιοι, προσοχήν εις ό,τι θα σας είπω· +ω φίλοι, απ' την δειλία σας τούτ' όλα εγεννηθήκαν· 455 +χαμένα εγώ και ο Μέντορας, ποιμένας των ανθρώπων, +να παύσετε σας λέγαμεν από τ' ανόητ' έργα +τα τέκνα σας, 'που φοβερόν ασέβημα ετολμούσαν, +ενώ τα κτήματ' έφθειραν και την γυναίκα υβρίζαν +ανδρός μεγάλου, κ' έλεγαν 'που αυτός δεν θα 'λθη πλέον. 460 +και τώρα ιδού τι να γενή, τους λόγους μ' αν δεχθήτε· +να μη πηγαίνουμε, κακό μην έλθη ζητημένο». + +Αυτά 'πε και με αλαλαγμούς τότε οι μισοί και πλέον +Σηκωθήκαν^ οι επίλοιποι συναθροισμένοι εμείναν, +του γέρου ενώ δεν έστεργαν τον λόγον, και του Ευπείθη 465 +επείθονταν· και παρευθύς 'ς τ' άρματα ωρμήσαν όλοι· +και, άμα με τον θαμπωτικόν χαλκόν το σώμα εζώσαν, +'ς την πόλι την πλατύχωρην εμπρός εσυναχθήκαν· +ήταν ο Ευπείθης αρχηγός, 'ς την άκρα του μωρία· +νόμιζε αυτός να εκδικηθή τον φόνο του παιδιού του, 470 +αλλ' έμελλε να πέση αυτός και πλειά να μη γυρίση. + +Τότ' έλεγεν η 'Αθηνά προς τον Κρονίδη Δία· +«Κρονίδη, ω πατέρα μας, πρώτε των βασιλέων, +'ς το ερώτημά μου απάντησε· τι μέσα ο νους σου κρύβει; +εις του πολέμου τα κακά, 'ς το αίμα, θα τους σπρώχνης 475 +ή μεταξύ τους βούλεσαι να στήσης την αγάπη;» + +Και ο Δίας της απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης· +«Ω τέκνο μου, τι μ' ερωτάς 'ς αυτά και μ' εξετάζεις; +δεν είσαι συ 'που σκέφθηκες η ίδια, να γυρίση +ο Οδυσσέας και απ' αυτούς εκδίκησι να πάρη; 480 +πράξε όπως θέλεις· και θα ειπώ κείν' οπού τώρ' αρμόζει. +αφού τους εκδικήθηκεν ο θείος Οδυσσέας, +ας γείνουν όρκοι στερεοί, να βασιλεύη εκείνος, +κ' εμείς τον φόνο των παιδιών και των αυταδελφών των +ας σβύσουμε από ταις καρδιαίς, ως πρώτα ν' αγαπώνται, 485 +και πλούτη ας έχουν άφθονα και ατάραχην ειρήνη». + +Είπε και θάρρος έβαλε 'ς την πρόθυμην Αθήνη, +κ' η θεά 'χύθη απ' ταις κορφαίς του Ολύμπου και κατέβη. + +Και αφού κείνοι την όρεξι του γλυκού σίτου εσβύσαν, +τους είπεν ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας· 490 +«Ας προβή κάποιος να ιδή μην έφθασε το πλήθος». +Τον άκουσε κ' εβγήκ' ευθύς το τέκνο του Δολίου, +εις το κατώφλι στάθηκε κ' είδε σιμά το πλήθος, +και του Οδυσσέα φώναζε με λόγια πτερωμένα· +«Έφθασαν, ήδ' είναι σιμά· καιρός ν' αρματωθούμε». 495 + +Είπε και τ' όπλα εζώσθηκαν, εκείνοι του Οδυσσέα +οι τρεις και αυτός, και ομού τα έξ' αγόρια του Δολίου· +τότ' ο Λαέρτης ζώσθηκε τα όπλα και ο Δολίος. +ασπρόμαλλοι πολεμισταίς, ως το καλούσ' η ανάγκη. +και τ' άρματ' αφού ζώσθηκαν, οπ' έλαμπαν, ανοίξαν 500 +την θύρα κ' εξεκίνησαν κατόπιν του Οδυσσέα. + +Η Αθήνη, κόρη του Διός, 'ς το πλάγι τους εφάνη, +εις το κορμί, και 'ς την φωνή, του Μέντορ' όλη ομοία. +εχάρηκε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας. +άμα την είδε, κ' είπ' ευθύς του αγαπητού παιδιού του· 505 +«Τηλέμαχ', ήδη αυτό θα ιδής, τώρ' ότε θα 'μπης πρώτα +οπού 'ς την μάχη των ανδρών τα παλληκάρια δείχνουν, +αισχύνην να μη φέρης συ 'ς το γένος των πατέρων, +οπού 'ς της γης τα πέρατα φημίζεται γενναίο». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε· 510 +«Αν θέλης, τώρα θέλ' ιδής, γλυκέ πατέρ', αν μέλλει +τούτ' η ψυχή 'ς το γένος σου να φέρη καταισχύνη». + +Αυτά πε, και περίχαρος εφώναξ' ο Λαέρτης· +«Ποιάν είδα ημέραν, ω καλοί θεοί μου! αναγαλλιάζω· +υιός μου τώρα κ' εγγονός έχουν άγων' ανδρείας». 515 + +Πλησίασε και του 'λεγεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη· +«Αρκεισιάδη, φίλε μου και πολυαγαπημένε, +συ της γλαυκόμματης θεάς και του Διός ευχήσου, +και τίναξε και ακόντισε το μακρυό κοντάρι». + +Είπε και ανδρειά τον γέμισε τότε η Παλλάδ' Αθήνη· 520 +και, άμ' ευχήθη 'ς του Διός την κόρη, του μεγάλου, +ετίναξε και ακόντισε το μακρυό κοντάρι· +και τον Ευπείθη κτύπησε 'ς το χάλκινό του κράνος· +τ' ακόντι αυτό δεν κράτησε, και αντίκρυ βγήκ' η λόγχη· +εκείνος χάμ' εβρόντησε κ' ηχήσαν τ' άρματά του. 525 +τότ' ο Οδυσσέας ο λαμπρός υιός του 'ς τους προμάχους +πέσαν κ' εκτύπαν με σπαθιά και δίστομα μαχαίρια, +και όλους θα τους ξολόθρευαν, κανείς να μη γυρίση, +αλλ' η Αθήνη, του Διός αιγιδοφόρου η κόρη, +φοβερήν έσυρε φωνήν κ' εκράτησε τα πλήθη· 530 +«Ω Ιθακήσιοι, παύσατε τον φοβερόν αγώνα +ογλήγορα, και αναίμακτα να χωρισθήτε πλέον». + +Αυτά 'πε κείνη, κ' έπιασεν αυτούς αχνή τρομάρα· +έτρεμαν και απ' τα χέρια των έφυγαν τ' άρματά των +καθώς εφώναξε η θεά 'ς την γην επέφταν όλα, 535 +και προς την πόλιν έστρεψαν να σώσουν την ζωή των. +εβόησ' ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας, +μαζώχθηκεν, ως αετός εχύθ' υψηλοπέτης. +τον καπνοβόλον κεραυνόν τότ' έρριξε ο Κρονίδης, +κ' έπεσ' εμπρός εις την θεάν, κόρην φρικτού πατέρα. 540 +και του Οδυσσέα φώναξεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη· +«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, +στάσου, παύε τον πόλεμον, όμοιο κακόν εις όλους, +μη πέσης ήδη 'ς την οργή του βροντοφώνου Δία». + +Είπε· κ' υπάκουσεν αυτός και μέσα του εχαιρόνταν. 545 +κατόπι μ' όρκους στερεούς 'ς τα δύο μέρη αγάπην +έστησ' η Αθήνη, του Διός αιγιδοφόρου η κόρη, +εις το κορμί, και 'ς την φωνή, του Μέντορ' όλη ομοία. + + + +Τ Ε Λ Ο Σ + +Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν +ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορά προσφερόταν +συστηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η αρχαία ελληνική +σκέψη (Ιστορία, φιλοσοφία, ποίηση, δράμα, δικανικός και πολιτικός +λόγος) σε δημιουργικές μεταφορές της, από τους άριστους μεταφραστές +του τόπου, στην πιο σύγχρονη μορφή που πήρε εξελισσόμενο το γλωσσικό +της όργανο. Ο Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο +Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο +Θεόφραστος, ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ. προσφέρονται +και σήμερα, στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή, +Μωραϊτίδη, Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη, +Καζαντζάκη, Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως, +Τσοκόπουλου, Σιγούρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ, σε μια σύγχρονη σειρά +εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα που επίσης γίνεται για πρώτη φορά, +συστηματικά, στην Ελλάδα. + +ΟΔΥΣΣΕΙΑ Το πολυσύνθετο και πολυμερές έπος αυτό του Ομήρου διηγείται +την δεκάχρονη περιπλάνηση του Οδυσσέα, ύστερα από τον τρωικό πόλεμο, +επιστρέφοντας στην Ιθάκη. Οι πολιτισμοί, οι θρησκείες, η ιστορία, τα +ήθη των τότε λαών, καθώς και των μυθολογουμένων περιλαμβάνονται και +συμπλέκονται στην αριστουργηματική, περιπετειώδη αφήγηση. Η έμμετρη +μετάφραση, από τις κλασικές πια της νεοελληνικής γραμματολογίας, +έγινε από τον Ιάκωβο Πολυλά. + +Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΑΝΑΤΥΠΩΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ +ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ + +ΑΘΗΝΑΙ, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ 36 +ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΤΣΙΜΙΣΚΗ 61 + +ΤΙΜΗ Α' Β' Γ' Δ' ΤΟΜΟΙ +ΔΡΑΧΜΕΣ 40 + + + + + + + + + + +End of the Project Gutenberg EBook of Homer's Odyssey, by Homer + +*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY *** + +***** This file should be named 30616-0.txt or 30616-0.zip ***** +This and all associated files of various formats will be found in: + http://www.gutenberg.org/3/0/6/1/30616/ + +Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis + +Updated editions will replace the previous one--the old editions +will be renamed. + +Creating the works from public domain print editions means that no +one owns a United States copyright in these works, so the Foundation +(and you!) can copy and distribute it in the United States without +permission and without paying copyright royalties. Special rules, +set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to +copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to +protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project +Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you +charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you +do not charge anything for copies of this eBook, complying with the +rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose +such as creation of derivative works, reports, performances and +research. They may be modified and printed and given away--you may do +practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is +subject to the trademark license, especially commercial +redistribution. + + + +*** START: FULL LICENSE *** + +THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE +PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK + +To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free +distribution of electronic works, by using or distributing this work +(or any other work associated in any way with the phrase "Project +Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project +Gutenberg-tm License (available with this file or online at +http://gutenberg.org/license). + + +Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm +electronic works + +1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm +electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to +and accept all the terms of this license and intellectual property +(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all +the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy +all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession. +If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project +Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the +terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or +entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8. + +1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be +used on or associated in any way with an electronic work by people who +agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few +things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works +even without complying with the full terms of this agreement. See +paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project +Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement +and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic +works. See paragraph 1.E below. + +1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation" +or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project +Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the +collection are in the public domain in the United States. If an +individual work is in the public domain in the United States and you are +located in the United States, we do not claim a right to prevent you from +copying, distributing, performing, displaying or creating derivative +works based on the work as long as all references to Project Gutenberg +are removed. Of course, we hope that you will support the Project +Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by +freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of +this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with +the work. You can easily comply with the terms of this agreement by +keeping this work in the same format with its attached full Project +Gutenberg-tm License when you share it without charge with others. + +1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern +what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in +a constant state of change. If you are outside the United States, check +the laws of your country in addition to the terms of this agreement +before downloading, copying, displaying, performing, distributing or +creating derivative works based on this work or any other Project +Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning +the copyright status of any work in any country outside the United +States. + +1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg: + +1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate +access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently +whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the +phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project +Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed, +copied or distributed: + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + +1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived +from the public domain (does not contain a notice indicating that it is +posted with permission of the copyright holder), the work can be copied +and distributed to anyone in the United States without paying any fees +or charges. If you are redistributing or providing access to a work +with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the +work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1 +through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the +Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or +1.E.9. + +1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted +with the permission of the copyright holder, your use and distribution +must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional +terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked +to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the +permission of the copyright holder found at the beginning of this work. + +1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm +License terms from this work, or any files containing a part of this +work or any other work associated with Project Gutenberg-tm. + +1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this +electronic work, or any part of this electronic work, without +prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with +active links or immediate access to the full terms of the Project +Gutenberg-tm License. + +1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary, +compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any +word processing or hypertext form. However, if you provide access to or +distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than +"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version +posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org), +you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a +copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon +request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other +form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm +License as specified in paragraph 1.E.1. + +1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying, +performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works +unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9. + +1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing +access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided +that + +- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from + the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method + you already use to calculate your applicable taxes. The fee is + owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he + has agreed to donate royalties under this paragraph to the + Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments + must be paid within 60 days following each date on which you + prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax + returns. Royalty payments should be clearly marked as such and + sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the + address specified in Section 4, "Information about donations to + the Project Gutenberg Literary Archive Foundation." + +- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies + you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he + does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm + License. You must require such a user to return or + destroy all copies of the works possessed in a physical medium + and discontinue all use of and all access to other copies of + Project Gutenberg-tm works. + +- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any + money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the + electronic work is discovered and reported to you within 90 days + of receipt of the work. + +- You comply with all other terms of this agreement for free + distribution of Project Gutenberg-tm works. + +1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm +electronic work or group of works on different terms than are set +forth in this agreement, you must obtain permission in writing from +both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael +Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the +Foundation as set forth in Section 3 below. + +1.F. + +1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable +effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread +public domain works in creating the Project Gutenberg-tm +collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic +works, and the medium on which they may be stored, may contain +"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or +corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual +property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a +computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by +your equipment. + +1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right +of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project +Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project +Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all +liability to you for damages, costs and expenses, including legal +fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT +LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE +PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE +TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE +LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR +INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH +DAMAGE. + +1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a +defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can +receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a +written explanation to the person you received the work from. If you +received the work on a physical medium, you must return the medium with +your written explanation. The person or entity that provided you with +the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a +refund. If you received the work electronically, the person or entity +providing it to you may choose to give you a second opportunity to +receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy +is also defective, you may demand a refund in writing without further +opportunities to fix the problem. + +1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth +in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER +WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO +WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE. + +1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied +warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages. +If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the +law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be +interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by +the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any +provision of this agreement shall not void the remaining provisions. + +1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the +trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone +providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance +with this agreement, and any volunteers associated with the production, +promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works, +harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees, +that arise directly or indirectly from any of the following which you do +or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm +work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any +Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause. + + +Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm + +Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of +electronic works in formats readable by the widest variety of computers +including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists +because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from +people in all walks of life. + +Volunteers and financial support to provide volunteers with the +assistance they need are critical to reaching Project Gutenberg-tm's +goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will +remain freely available for generations to come. In 2001, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure +and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations. +To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation +and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4 +and the Foundation web page at http://www.pglaf.org. + + +Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive +Foundation + +The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit +501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the +state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal +Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification +number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at +http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent +permitted by U.S. federal laws and your state's laws. + +The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S. +Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered +throughout numerous locations. Its business office is located at +809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email +business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact +information can be found at the Foundation's web site and official +page at http://pglaf.org + +For additional contact information: + Dr. Gregory B. Newby + Chief Executive and Director + gbnewby@pglaf.org + + +Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation + +Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide +spread public support and donations to carry out its mission of +increasing the number of public domain and licensed works that can be +freely distributed in machine readable form accessible by the widest +array of equipment including outdated equipment. Many small donations +($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt +status with the IRS. + +The Foundation is committed to complying with the laws regulating +charities and charitable donations in all 50 states of the United +States. Compliance requirements are not uniform and it takes a +considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up +with these requirements. We do not solicit donations in locations +where we have not received written confirmation of compliance. To +SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any +particular state visit http://pglaf.org + +While we cannot and do not solicit contributions from states where we +have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition +against accepting unsolicited donations from donors in such states who +approach us with offers to donate. + +International donations are gratefully accepted, but we cannot make +any statements concerning tax treatment of donations received from +outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff. + +Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation +methods and addresses. Donations are accepted in a number of other +ways including checks, online payments and credit card donations. +To donate, please visit: http://pglaf.org/donate + + +Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic +works. + +Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm +concept of a library of electronic works that could be freely shared +with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project +Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support. + + +Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed +editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S. +unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily +keep eBooks in compliance with any particular paper edition. + + +Most people start at our Web site which has the main PG search facility: + + http://www.gutenberg.org + +This Web site includes information about Project Gutenberg-tm, +including how to make donations to the Project Gutenberg Literary +Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to +subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks. diff --git a/30616-0.zip b/30616-0.zip Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..dc38e2a --- /dev/null +++ b/30616-0.zip diff --git a/30616-h.zip b/30616-h.zip Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..9a58150 --- /dev/null +++ b/30616-h.zip diff --git a/30616-h/30616-h.htm b/30616-h/30616-h.htm new file mode 100644 index 0000000..b7933d1 --- /dev/null +++ b/30616-h/30616-h.htm @@ -0,0 +1,3600 @@ +<?xml version="1.0"?> +<!DOCTYPE html PUBLIC "-//W3C//DTD XHTML 1.0 Transitional//EN" +"http://www.w3.org/TR/xhtml1/DTD/xhtml1-transitional.dtd"> +<html xmlns="http://www.w3.org/1999/xhtml"> + +<head> +<meta http-equiv="Content-Type" content="text/html; charset=utf-8" /> +<meta name="keywords" + content="Όμηρος, Ιάκωβος Πολυλάς, Οδύσσεια, Τόμος Δ" /> +<title>Οδύσσεια Τόμος Δ</title> +</head> + +<body> + + +<pre> + +The Project Gutenberg EBook of Homer's Odyssey, by Homer + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + + +Title: Homer's Odyssey + Volume D + +Author: Homer + +Translator: Iakovos Polylas + +Posting Date: March 15, 2012 [EBook #30616] +First Posted: December 6, 2009 + +Language: Greek + +Character set encoding: UTF-8 + +*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY *** + + + + +Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis + + + + + +</pre> + +<img src="images/cover.jpg" hspace="30" width="409" height="601" +alt="Πρώτη σελίδα" border="2" /> + + +<p>Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic.<br /> +A few corrections on typing mistakes have been included within brackets.</p> + +<p>Σημείωση: Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Μερικές<br /> +τυπογραφικές διορθώσεις σημειώνονται με [].</p> + +<p><b>ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ<br /> +ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ</b></p> + +<h2 style="margin-top: 2em">ΟΜΗΡΟΥ</h2> +<h3 style="margin-top: 1em">ΟΔΥΣΣΕΙΑ</h3> + +<h4 style="margin-top: 3em">ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ</h4> +<h3 style="margin-top: 1em">ΙΑΚΩΒΟΥ ΠΟΛΥΛΑ</h3> + +<p> +</p> + +<h4 style="margin-top: 3em">ΤΟΜΟΣ Δ<br /><br /> +ΡΑΨΩΔΙΑ Τ-Ω<br /><br /> +ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ<br /><br /> +ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΦΕΞΗ</h4> + + + +<h4 style="margin-top: 3em">Ραψωδία Τ</h4> + +<table> +<tr><td>Αλλ' έμενε 'ς το μέγαρον ο θείος Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και των μνηστήρων όλεθρο να εύρη εζήτα ο νους του</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με την Αθήνη, κ' είπ' ευθύς γοργά του Τηλεμάχου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ανάγκ' είναι, Τηλέμαχε, να θέσης τ' άρματ' όλα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μέσα· κατόπι πλάνεσε με λόγια τους μνηστήραις, </td><td align="right"> 5</td></tr> +<tr><td>όταν, ενώ τ' αναζητούν, για κείνα σ' εξετάσουν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα ειπής· τα πήρ' απ' τον καπνόν, ότι δεν ήσαν πλέον</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως ο Οδυσσέας τ' άφινε πριν πάγη 'ς την Τρωάδα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και, ως 'πώφθαν' άχνα της φωτιάς, την πρώτη λάμψι χάσαν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άλλο τι μεγαλήτερο θεός 'ς τον νου μου βάζει· </td><td align="right">10</td></tr> +<tr><td>μήπως σας φέρ' εις έριδα, και κτυπηθήτε, η μέθη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και το τραπέζι ατιμασθή με αίμα κ' η μνηστεία·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τον εαυτό του ο σίδηρος σέρνει τον άνδρα μόνος».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε· και άκουσ' ο υιός τον ποθητόν πατέρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και την βυζάστρα κάλεσεν Ευρύκλεια και της είπε· </td><td align="right">15</td></tr> +<tr><td>«Ταις κόραις, μάννα, κράτει μου 'ς τα μέγαρ', ως να θέσω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα πατρικά μου τ' άρματα 'ς τον θάλαμο, τα ωραία·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μου τ' αφανίζ' όλα ο καπνός 'ς το σπίτι αμελημένα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αφού λείπει ο πατέρας μου· κ' εγώ μικρός τότ' ήμουν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα τα φυλάξω τώρα εκεί 'που λάμπα δεν θα φθάση». </td><td align="right">20</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Η Ευρύκλεια τότε απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Άμποτ', υιέ μου, ν' άρχιζες με πόθο και με γνώσι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το σπίτι να επιμεληθής και να τηράς το βιο σου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά ποια τώρα θα 'λθ', ειπέ, κοντά σου φως να φέρη;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και η δούλαις, 'που θα σού 'φεγγαν, να βγουν δεν ταις αφίνεις». </td><td align="right">25</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος εκείνης αποκρίθη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Τούτος ο ξένος· ότι αργός δεν συγχωρώ να μένη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το σπίτι μ' όποιος τρέφεται και από τα ξέν' αν ήλθε».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε κείνος, και άπτερος 'ς αυτήν ειπώθη ο λόγος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τα θυρόφυλλ' έκλεισε των υψηλών μεγάρων. </td><td align="right">30</td></tr> +<tr><td>τότ' ο Οδυσσέας και ο λαμπρός υιός του κινηθήκαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έφερναν μέσα κόρυθαις, ομφαλωταίς ασπίδαις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μυτεραίς λόγχαις· κ' έμπροσθε χρυσόν κρατούσε λύχνον</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εμόρφον' ωραιότατο φως η Παλλάδ' Αθήνη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότ' είπεν ο Τηλέμαχος έξαφνα του πατρός του· </td><td align="right">35</td></tr> +<tr><td>«Θαύμ' είναι αυτό, πατέρα μου, μέγα, 'που βλέπ' εμπρός μου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οι τοίχοι, τα μεσόστυλα τα ωραία, των μεγάρων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα πατερά τα ελάτινα, κ' οι στύλοι οπ' αναβαίνουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τα μάτια μ' όλα φανερά φλογώδη λάμψιν έχουν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>είν' εδώ κάποιος των θεών των ουρανοκατοίκων». </td><td align="right">40</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Σ' εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Σίγα, τον νουν σου κράτησε, μηδέ ποσώς ερώτα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τούτος ο τρόπος των θεών κατοίκων του Ολύμπου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' άμε συ ν' αναπαυθής, και αυτού θα μείνω μόνος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς ταις δούλαις, 'ς την μητέρα σου, και άλλην να δώσω αιτία· </td><td align="right">45</td></tr> +<tr><td>θα μ' εξετάση 'ς όλ' αυτή μες το παράπονό της».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε· και ο Τηλέμαχος, 'ς την λάμψι των λαμπάδων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πέρασ' από το μέγαρο 'ς τον θάλαμο, 'ς το μέρος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όπ' εκοιμάτ' ότ' έρχονταν 'ς αυτόν ο γλυκός ύπνος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πλάγιασε αυτού, την άφθαρτην Ηώ να περιμένη. </td><td align="right">50</td></tr> +<tr><td>αλλ' έμενε 'ς το μέγαρον ο θείος Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όλεθρο με την Αθηνά ζητούσε των μνηστήρων.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Απ' τον κοιτώνα η φρόνιμη τότ' ήλθε Πηνελόπη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την Άρτεμιν ή την χρυσήν ωμοίαζε Αφροδίτη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ευθύς 'ς το πλάγι της φωτιάς της θέσαν το θρονί της, </td><td align="right">55</td></tr> +<tr><td>'που τορνευτό μ' ελέφαντα και ασήμ' είχε ποιήσει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο τεχνουργός Ικμάλιος, και του 'συρε υποπόδι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς εκείνο αρμόδιο, και προβειά το σκέπαζε μεγάλη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς εκείνο τότε η φρόνιμη καθόνταν Πηνελόπη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ήλθαν από το μέγαρον η λευκοχέραις κόραις, </td><td align="right">60</td></tr> +<tr><td>κ' ευθύς σηκόναν τ' άφθονο φαγί και τα τραπέζια</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τα ποτήρια, 'πώπιναν οι απόκοτοι μνηστήρες·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και απ' τους φανούς κάτ' έρριξαν το πυρ κ' έθεσαν άλλα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>επάνω τους ξύλα πολλά, να δίδουν φως και ζέστη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον Οδυσσέ' η Μελανθώ τότε αποπήρε πάλι· </td><td align="right">65</td></tr> +<tr><td>«Την νύκτ' ακόμα, ξέν', εδώ θε να μας βασανίζης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το σπίτι ν' αναστρέφεσαι, ταις κόραις να ματιάζης;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τον δρόμον έβγ', ελεεινέ, και αρκεί σ' ό,τ' έχεις φάγει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή θα σε βιάσω με δαυλιαίς να πεταχθής 'ς τον δρόμο».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος της είπεν Οδυσσέας· </td><td align="right">70</td></tr> +<tr><td>«Με πάθος τόσο, απάνθρωπη, γιατί με κατατρέχεις;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μη τάχ' ότ' είμαι ανάλειπτος και κακοενδυμένος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και 'ς το κοινό ψωμοζητώ, καθώς με βιάζ' η χρεία;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αύτ' είν' η όψι των πτωχών των περιπλανωμένων.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι κ' εγώ πανευτυχής 'ς τον κόσμον ήμουν κ' είχα </td><td align="right">75</td></tr> +<tr><td>πάμπλουτο σπίτι, και συχνά του πλανωμένου ανθρώπου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όποιος και αν ήταν, έδιδα, και όποιαν και αν είχε ανάγκη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και δούλους είχ' αμέτρητους και άφθον' αυτά 'που κάμνουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να καλοζούν οι άνθρωποι, και υπέρπλουτοι λογιούνται·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' όλα μου τ' αφάνισεν η θέλησις του Δία. </td><td align="right">80</td></tr> +<tr><td>όθεν και συ σκέψου, ω γυνή, μή ποτε χάσης όλην</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την λάμψιν, οπ' ανάμεσα 'ς ταις δούλαις σε στολίζει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η δέσποινά σου αν σ' οργισθή και σε κακοποιήση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή φθάσ', όπως ελπίζεται, ο θείος Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εάν εχάθη, ως λέγετε, και δεν θα φθάση πλέον, </td><td align="right">85</td></tr> +<tr><td>ανάθρεψεν ο Απόλλωνας, ιδού, τον μονουιόν του</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τηλέμαχον και αν ανομεί 'ς το σπίτι του καμμία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>των γυναικών, το βλέπει αυτός, και πλειά παιδί δεν είναι».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε, και τον άκουσε μακρόθε η Πηνελόπη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η φρόνιμη, και ωνείδισε την δούλα και της είπε· </td><td align="right">90</td></tr> +<tr><td>«Σε βλέπω, σκύλ' αδιάντροπη, ν' αυθαδιάζης πράξι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που θα σφογγίσης έπειτα συ με την κεφαλή σου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι καλώς το γνώριζες, είχες ακούσει ότ' είπα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πως 'ς τα ιδικά μου μέγαρα τον ξένον να εξετάσω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έμελλα ως προς τον άνδρα μου, ενώ με φθείρ' η λύπη». </td><td align="right">95</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε και την κελλάρισσα προσφώνησ' Ευρυνόμη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Φέρ', Ευρυνόμη, εδώ θρονί με την προβειά στρωμένο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο ξένος να καθίση αυτού, λόγον να ειπή, ν' ακούση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>λόγον και κείνος απ' εμέ, και θα τον εξετάσω»·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε, και πρόθυμ' έφερε κ' έστησ' ευθύς εκείνη </td><td align="right">100</td></tr> +<tr><td>λαμπρήν καθήκλα, και προβειά της έστρωσεν επάνω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκάθισε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη τότ' άρχισε να λέγη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ω ξένε, το εξής εγώ θα σ' ερωτήσω πρώτη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ποιος είσαι; ποιο το γένος σου; που η πόλις και οι γονείς σου;» </td><td align="right">105</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«'Σ της γης τα πέρατα, ω γυνή, σέ ποιος θνητός θα ψέγη;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι 'ς τον μέγαν ουρανόν η φήμη σ' έχει φθάσει·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ομοίαν φήμην άπταιστος λαμβάνει βασιλέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν κυβερνά θεόφοβα λαόν πολύν και ανδρείον, </td><td align="right">110</td></tr> +<tr><td>εις όλα δίκαιος· και η γη σιτοφορεί, τα δένδρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γέμουν καρπούς, τα πρόβατα καλογεννούν, και πλήθος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ψάρια γεννά το πέλαγος, απ' την χαριτωμένη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την βασιλεία, κ' ευτυχούν τα πλήθη 'ς την σκιά του.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όθεν τώρα 'ς το σπίτι σου 'ς ό,τι άλλο εξέταζέ με, </td><td align="right">115</td></tr> +<tr><td>αλλά μη την πατρίδα μου, το γένος μου, ερωτήσης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μήπως η πολυστένακτη ψυχή μου πλημμυρήση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>από πικραίς ενθύμησαις, και μέσα εις σπίτι ξένο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν πρέπει εγώ να μύρωμαι και να βαρυστενάζω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άνθρωπος ατελεύτητα να κλαίη δεν συμφέρει· </td><td align="right">120</td></tr> +<tr><td>μη κάποια δούλα σου, ή και συ, θυμώση και νομίση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι 'ς τα δάκρυα πνίγομαι βαρύς από την μέθη».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ω ξέν', όλα τα δώρα μου, το κάλλος και το σώμα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οι αθάνατοι μου αφάνισαν απ' ότε 'ς την Τρωάδα </td><td align="right">125</td></tr> +<tr><td>με τους Αργείους έπλευσεν ο άνδρας μου Οδυσσέας.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αχ! την ζωή μου αν έρχονταν να θεραπεύη εκείνος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και η δόξα μου θε ν' αύξαινε και θα σαν όλα ωραία·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τώρ' έχω λύπη· τι πολλά μώδωσε πάθ' η μοίρα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι όσ' υπάρχουν δυνατοί 'ς τα νησιά γύρω, οι πρώτοι </td><td align="right">130</td></tr> +<tr><td>του Δουλιχιού, της Σάμης και της σύδενδρης Ζακύνθου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εκείνοι οπού 'ς την ηλιακήν Ιθάκη κατοικούσι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εμέ την άθελη ζητούν και όλο το σπίτι φθείρουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όθεν 'ς τους ξένους προσοχήν ή 'ς τους ικέταις πλέον</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν δίδ', ούτε 'ς τους κήρυκαις, τους λειτουργούς του δήμου, </td><td align="right">135</td></tr> +<tr><td>αλλά μου τήκει την καρδιάν ο πόθος του Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κείνοι τον γάμον βιάζουσι κ' εγώ τους πλέκω δόλους·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και πρώτα μ' έμπνευσε θεός, πανί μέγ' αφού στήσω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το δώμα μου, λεπτότατο και απέραντο να υφαίνω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ύφασμα· κ' ευθύς έπειτα 'ς εκείνους είπα· «Ω νέοι </td><td align="right">140</td></tr> +<tr><td>μνηστήρες μου, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον γάμον μη μου βιάζετε, σταθήτ' ως ν' αποκάμω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το ύφασμ' αυτό, τα γνέματα να μη μου παν χαμένα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Λαέρτ' ήρωα σάβανο, για τον καιρό, 'που η μαύρη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου θα τον πάρη, </td><td align="right">145</td></tr> +<tr><td>των Αχαιίδων μην καμμιά 'ς τον τόπο μ' ονειδίση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν κείτεται ασαβάνωτος αυτός 'που πλούσιος ήταν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτά 'πα κ' εκατάπεισα την ανδρικήν ψυχή τους·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και το πανί τότ' ύφαινα, το απέραντο, ολημέρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και νύκτα το ξεΰφαινα 'ς την λάμψι των λαμπάδων. </td><td align="right">150</td></tr> +<tr><td>όθεν από τους Αχαιούς εκρύφθηκα με απάτη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τρεις χρόνους· αλλ' ότ' έφεραν τον τέταρτον η ώραις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως τα φεγγάρια χάνονταν κ' η 'μέραις επληθύναν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η δούλαις, σκύλαις άσπλαχναις, με πρόδωσαν, κ' εκείνοι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μ' ευρήκαν και μ' ονειδισμούς πικρούς μ' εφοβερίσαν. </td><td align="right">155</td></tr> +<tr><td>ιδού πώς το τελείωσα βιασμένη απ' την ανάγκη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τώρα του γάμου αποφυγή δεν είν' ούτ' άλλο ευρίσκω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τέχνασμα· και να υπανδρευθώ με σπρώχνουν οι γονείς μου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και το παιδί μου αγανακτεί 'που τρώγουν το βιο του·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έχ' ήδη γνώσι, ανδρώθηκε, κ' είν' άξιος να προσέχη </td><td align="right">160</td></tr> +<tr><td>το σπίτι, ως πρέπ' εις άνθρωπον πώχει λαμπρύνει ο Δίας.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όμως 'ς εμέ το γένος σου θα ειπής, οπόθεν είσαι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το δρυ τ' αρχαιομίλητο δεν σ' έβγαλ' ούτ' η πέτρα».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Του Λαερτιάδη σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα, </td><td align="right">165</td></tr> +<tr><td>την γενεά να μ' ερωτάς δεν θέλει παύσης πλέον·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα σου την είπω, αν και μ' αυτό ταις λύπαις μου θ' αυξήσης.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του ανθρώπου ο τρόπος είναι αυτός, οπότε απ' την πατρίδα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τόσους καιρούς είναι μακράν, όσο εγώ λείπω τώρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και εις πολλαίς χώραις των θνητών θλιμμένος παραδέρνω. </td><td align="right">170</td></tr> +<tr><td>και όμως εκείνο θα σου ειπώ, 'που μ' ερωτάς να μάθης.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>υπάρχει γη καταμεσής του σκοτεινού πελάγου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η Κρήτη, ωραία, κάρπιμη, περίβρεκτη, και μέσα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>είν' άνθρωποι αναρίθμητοι και πόλες ενενήντα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και γλώσσαις είν' όσοι λαοί· γένη Αχαιών ο τόπος </td><td align="right">175</td></tr> +<tr><td>και Αυτοκρήτων ψυχερών μέσ' έχει και Κυδώνων</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και Δωριέων τριγενών και Πελασγών των θείων·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' είν' η Κνωσός, πόλις τρανή, 'που ο Μίνως, του μεγάλου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Δία συνομιλητής, βασίλευ' έτη εννέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του θείου Δευκαλίωνα πατέρας, του πατρός μου, </td><td align="right">180</td></tr> +<tr><td>'που εμέ και τον πολέμαρχον γέννησ' Ιδομενέα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την Ίλιον ακολούθησεν εκείνος τους Ατρείδαις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με τα κυρτά καράβια του· εμ' Αίθωνα ονομάζουν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εγώ νεώτερος, αυτός καλήτερος και πρώτος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότ' είδα εγώ κ' εξένισα εκεί τον Οδυσσέα· </td><td align="right">185</td></tr> +<tr><td>σφοδρός τον έσπρωξ' άνεμος 'ς την Κρήτη απ' τον Μαλέα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>προς την Τρωάδ' ως έπλεε· 'ς τον Αμνισόν, εις τ' άντρο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>της Ειλειθυίας άραξε, 'ς τα δύσκολα λιμάνια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και μόλις αυτού ξύφυγεν απ' ταις ανεμοζάλαις.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την πόλι ανέβη, ερώτησε πού είν' ο Ιδομενέας, </td><td align="right">190</td></tr> +<tr><td>ο σεβαστός του, ως έλεγε, και αγαπητός του ξένος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ήσαν ήδη δέκ' αυγαίς ή ένδεκ' αφού κείνος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>είχε κινήσει με κυρτά καράβια προς την Τροία.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το δώμα μου τον πήρα εγώ κ' εκαλοξένισά τον,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως είχε απ' όλα τα καλά το σπίτι μου αφθονία· </td><td align="right">195</td></tr> +<tr><td>και αλεύρια, φλογερό κρασί, και βώδια της θυσίας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' το κοινόν εσύναξα κ' εχάρισά τα εκείνου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μ' όλη την συνοδία του να ευφραίνεται η ψυχή του.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δώδεκα ημέραις οι Αχαιοί πρόσμεναν τότε οι θείοι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μέγας τους έκλειε Βορηάς, και ουδέ 'ς την γη να μείνουν </td><td align="right">200</td></tr> +<tr><td>τους άφινε· κάποιος θεός εχθρός τον είχε στείλει·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς ταις δεκατρείς, άμ' έπεσεν, εκείνοι εξεκινήσαν».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Έλεγε ψεύματα πολλά, και αλήθειαις ωμοιάζαν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ως άκουε τα δάκρυα της ρέαν κ' η θωριά της</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έλυονε· και ως εις τα υψηλά βουνά λυόνει το χιόνι, </td><td align="right">205</td></tr> +<tr><td>'που αφού το ρίξη ο Ζέφυρος ο Εύρος τ' αναλύει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ως λυόνει εκείνο οι ποταμοί πληθένουν ενώ ρέουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όμοια τα ωραία μάγουλα 'ς τα δάκρυα της ελυόναν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως έκλαιε τον άνδρα της καθήμενον σιμά της·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και κείνος την γυναίκα του, 'που εθρήνει, εσυμπονούσε· </td><td align="right">210</td></tr> +<tr><td>αλλ' ως κέρατ' ή σίδερο τα μάτι' ασάλευτ' ήσαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τα βλέφαρ' ως αφάνιζε τα δάκρυα του με τέχνη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αφού 'ς τον πολυδάκρυτον θρήνον εκείνη ευφράνθη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πάλι 'ς αυτόν απάντησεν, ωμίλησέ του κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Αλήθεια, ξένε, τώρα σε, θαρρώ, θα δοκιμάσω, </td><td align="right">215</td></tr> +<tr><td>εάν εκεί τον άνδρα μου με τους λαμπρούς συντρόφους</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εξένισες 'ς το σπίτι σου τωόντι, ως τώρα λέγεις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ειπέ μου ποια φορέματα το σώμα του εφορούσε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυτόν και τους συντρόφους του παράστησε μ' ως ήσαν».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· </td><td align="right">220</td></tr> +<tr><td>«Πράγμ' είναι δύσκολ', ω γυνή, να σου τον παραστήσω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αφού καιροί μας χώρισαν, κ' ήδ' είν' είκοσι χρόνοι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' ότε κείνος άφησε την γη την πατρική μου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' όμως θα σου τον ειπώ 'ς τον νου μ' ως αναφαίνει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πορφυρήν χλαίναν δασερήν ο θείος Οδυσσέας </td><td align="right">225</td></tr> +<tr><td>διπλήν εφόρει με χρυσήν περόνην, 'που 'χε δύο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυλούς διδύμους, κ' έμπροσθε τεχνούργημ' ήταν θείο·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σκύλος ζαρκάδι παρδαλό 'ς τα εμπροσθινά του εκράτει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εκύττα το 'που σπάραζε· και αυτό θαύμαζαν όλοι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πώς, ενώ πλάσθηκαν χρυσοί, κυττά και πνίγει ο σκύλος </td><td align="right">230</td></tr> +<tr><td>το ζάρκαδο, και αυτό σπαρνά τα πόδια, να του φύγη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χιτών' ακόμη του είδα εγώ λαμπρότατον 'ς το σώμα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εγυάλιζ' ως εις το ξερό κρεμμύδι επάνω η φλούδα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τόσ' ήταν κείνος μαλακός κ' είχε του ηλιού την λάμψι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γυναίκες τον εθαύμασαν πολλαίς οπού τον είδαν. </td><td align="right">235</td></tr> +<tr><td>και εις άλλο ακόμα πρόσεχε· δεν ξεύρ' αν ο Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>είχεν από το σπίτι του τα ενδύματα, 'που εφόρει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή φίλος αν τα χάρισεν, ότ' έμβαινε 'ς το πλοίο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή ξένος· ότι αγάπησαν πολλοί τον Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>επειδή μες τους Αχαιούς ολίγους είχε ομοίους. </td><td align="right">240</td></tr> +<tr><td>κ' εγώ ξίφος ολόχαλκο και πορφυρήν χλαμύδα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>διπλήν ωραίαν του 'δωκα, και μακρυόν χιτώνα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ως τ' εύμορφο καράβι του με σέβας τον επήρα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον ακολούθα κήρυκας ολίγο ανώτερός του</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την ηλικίαν ως και αυτόν θα σου τον παραστήσω· </td><td align="right">245</td></tr> +<tr><td>καμπούρης, μελαψός, σγουρός, κ' είχ' όνομα Ευρυβάτης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυτόν απ' τους συντρόφους του τιμούσ' ο Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εξόχως, ότι εταίριαζε μ' αυτόν εκείνου η γνώμη».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε, και αυτή πλειότερον πόθον του θρήνου αισθάνθη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άμα της είπε ασάλευτα γνωρίσματ' ο Οδυσσέας. </td><td align="right">250</td></tr> +<tr><td>και, αφού 'ς τον πολυδάκρυτον θρήνον εκείνη ευφράνθη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πάλι 'ς αυτόν απάντησεν, ωμίλησέ του και είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ω ξέν', είχες την λύπη μου και πριν, αλλ' από τώρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αγαπητός και σεβαστός 'ς το σπίτι μου συ θα 'σαι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα ενδύματ', ως τ' ανάφερες, μ' αυτά τα χέρια πήρα </td><td align="right">255</td></tr> +<tr><td>κ' εδίπλωσ' απ' τον θάλαμο, και την λαμπρήν περόνην</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκάρφωσα, καλλώπισμα να έχη αυτός, 'που οπίσω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν θα 'λθη, αχ! να τον δεχθώ, 'ς την ποθητήν πατρίδα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μοίρα 'ς το πλοίον έφερε κακή τον Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την Κακοΐλιον να ιδή την τρισκαταραμένην». </td><td align="right">260</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Του Λαερτιάδη ω σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μη φθείρης την καλή σου ειδή, μη την καρδιά σου λυόνης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον σύντροφό σου κλαίοντας· πλην δεν σε κατακρίνω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εάν κάθ' άλλη οδύρεται, τον άνδρα της αν χάση, </td><td align="right">265</td></tr> +<tr><td>'που τέκν' απόλαυσε απ' αυτόν, εσύ πώς να μην κλαίης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον Οδυσσέα, 'πώμοιαζε με τους θεούς, ως λέγουν;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά παύσε τα δάκρυα, τους λόγους μου ν' ακούσης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θέλει ομιλήσω αληθινά χωρίς το ουδέν να κρύψω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>είδησι της επιστροφής πως έχω του Οδυσσέα, </td><td align="right">270</td></tr> +<tr><td>'που ζη σιμά, 'ς των Θεσπρωτών την κάρπιμη την χώρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και πολλούς φέρει θησαυρούς 'που απ' το κοινό συνάζει·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' έχασε 'ς τα σκοτεινά πελάγη τους συντρόφους</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με το καράβι, ως έπλεεν από την Θρινακία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι 'ς αυτόν ωργίσθηκαν ο Ήλιος και ο Δίας </td><td align="right">275</td></tr> +<tr><td>αφού τα βώδια φόνευσαν εκείνου οι σύντροφοί του·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κείνοι 'ς τον πολυτάραχον πόντον χαθήκαν όλοι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυτόν, 'που επάνω ανέβηκε 'ς του πλοίου την καρίνα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα κύματ' έβγαλαν 'ς την γη των θεογενών Φαιάκων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπ' ως θεόν τον τίμησαν και τον φιλοδωρήσαν, </td><td align="right">280</td></tr> +<tr><td>και να τον στείλουν άβλαπτον ήθελαν 'ς την πατρίδα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και από καιρό θα 'ταν εδώ φθασμένος ο Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' όμως συμφερώτερο του φάνη 'ς πολλά μέρη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>της γης γυρνώντας πράγματα πολλά να θησαυρίζη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τόσο πολλά τεχνάσματα γνωρίζ' ο Οδυσσέας, </td><td align="right">285</td></tr> +<tr><td>ουδέ θνητός ευρίσκεται να μετρηθή μ' εκείνον.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτά μου είπε ο Φείδωνας, οπ' είναι βασιλέας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>των Θεσπρωτών, και ως σπόνδιζε 'ς το σπίτι ωρκίσθη εμπρός μου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που το καράβ' είχε ριχθή κ' οι σύντροφοι έτοιμ' ήσαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που κείνον θα οδηγήσουσι 'ς την ποθητήν πατρίδα. </td><td align="right">290</td></tr> +<tr><td>αλλ' έπεμψε μέ πρότερα, τι Θεσπρωτών καράβι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έτυχε για το κάρπιμο Δουλίχιο να κινήση.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και μου 'δειξ' όσους θησαυρούς εσύναξ' ο Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που αρκούσαν και την δέκατη να θρέψουν γενεά του·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θησαυρούς τόσους είχε αυτός 'ς τα σπίτια του κυρίου. </td><td align="right">295</td></tr> +<tr><td>και 'ς την Δωδώνην έλεγεν ότ' είχε αυτός περάσει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' του θεού το υψηλό δρυ το θέλημα του Δία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ν' ακούση, αν ολοφάνερα ή μυστικά θα γύρη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τόσους αφού 'λειψε καιρούς, 'ς την ποθητήν πατρίδα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ιδού πώς κείνος σώζεται, κ' ήδη θα φθάση κ' είναι </td><td align="right">300</td></tr> +<tr><td>πολύ σιμά, και δεν αργεί να ιδή τους ποθητούς του</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και την πατρίδα· και άκουσε τον όρκο 'που σου δίδω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μάρτυς μου ο Δίας, των θεών ο εξαίσιος και πρώτος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και η γωνία, πώφθασα, του άπταιστου Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πως όλα τούτα θα συμβούν καθώς τα λέγω τώρα· </td><td align="right">305</td></tr> +<tr><td>ο Οδυσσέας έρχεται τούτος πριν κλείσ' ο χρόνος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τούτος ο μήνας άμ' εβγή και άμα πατήσ' ο άλλος».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Τούτος ο λόγος άμποτε τέλος να λάβη, ω ξένε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τότε την αγάπη μου θα γνώριζες και δώρα </td><td align="right">310</td></tr> +<tr><td>τόσο πολλά, 'π' όποιος σε ιδή θε να σε μακαρίζη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' άκουσ' ό,τι αλάθευτα προαισθάνεται η ψυχή μου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ούτ' ο Οδυσσέας θα 'λθη πλειά, προβόδισμ' ούτε θαύρης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι οδηγοί 'ς το σπίτι μας τέτοιοι δεν είναι πλέον,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως ο Οδυσσέας ικανός, αν ποτ' εζούσ', εφάνη, </td><td align="right">315</td></tr> +<tr><td>να δέχωνται, να προβοδούν τους σεβασμίους ξένους.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τώρα τον ξένον νίψετε, θεράπαιναις, και κλίνην</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>στρώσετε με λαμπρότατα παπλώματα και χλαίναις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γλυκείαν να 'χη ανάπαυσιν ως 'που να λάμψ' η 'μέρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αύριο θα τον λούσετε και χρίσετε άμα φέξη, </td><td align="right">320</td></tr> +<tr><td>όπως με τον Τηλέμαχο 'ς την τράπεζαν καθίση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το μέγαρο· δεν θα χαρούν με τούτ' όσοι μνηστήρες</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τούτον λυπούν θανάσιμα, και ουδέ 'ς το εξής θα κάμουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τίποτ' απ' όσα βούλονται, και αν τρομερά θυμώσουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και πώς συ, ξένε, ως προς εμέ θα μάθης αν των άλλων </td><td align="right">325</td></tr> +<tr><td>των γυναικών ανώτερη 'ς τον νου, 'ς την γνώσιν, είμαι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν άλουστος, κακένδυτος, 'ς τα μέγαρα καθίσης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την τράπεζα; και των θνητών η ημέραις είν ολίγαις.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άρ' όποιος δείχνετ' άπονος και άπονην γνώμην έχει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οι άνθρωποι όλοι, ενόσω ζη, κακά του καταριώνται, </td><td align="right">330</td></tr> +<tr><td>και απεθαμένον φοβερά τον ονειδίζουν όλοι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' όποιος δείχνετ' άψεγος και άψεγην γνώμην έχει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την δόξαν του 'τα πέρατα της γης οι ξένοι απλόνουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και μύρι' ανθρώπων στόματα καλόν τον ονομάζουν».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· </td><td align="right">335</td></tr> +<tr><td>«Του Λαερτιάδη σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έχω μισήσει και λαμπρά παπλώματα και χλαίναις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αφού της Κρήτης άφησα τα χιονισμένα όρη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εβγήκα με μακρύκουπο καράβι 'ς τα πελάγη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τώρ' ας πλαγιάσω, 'ς άυπναις νυκτιαίς συνειθισμένος· </td><td align="right">340</td></tr> +<tr><td>επειδή νύκταις πέρασα πολλαίς 'ς αχρεία κλίνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως να 'λθη της καθ[λ]όθρονης Ηώς η λάμψ' η θεία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ουδέ το ποδονίψιμο τώρα η καρδιά μου θέλει·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ουδέ καμμιά των γυναικών το πόδι μου θα εγγίξη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' όσαις εις το δώμα σου τώρ' έχεις υπηρέτραις, </td><td align="right">345</td></tr> +<tr><td>ειμή κάποια γερόντισσα, χρηστή γυναίκ', αν είναι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που 'ς την καρδιά της να 'παθεν όσ' έχω παθημένα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκείνης δεν θα εμπόδιζα τα πόδια μου να εγγίξη».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ακριβέ ξένε —ότι κανείς των ξένων από πέρα </td><td align="right">350</td></tr> +<tr><td>συνετός τόσο και ακριβός 'ς το δώμα μου δεν ήλθε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τόσ' είναι σύνεσις πολλή και σκέψις 'ς ό,τι λέγεις,—</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τώρ' έχω εγώ γερόντισσαν, γνώσιν και νουν γεμάτην,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτήν, 'που γλυκανάστησε τον άμοιρον εκείνον,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και απ' της μητρός του την κοιλιά τα χέρια της τον πιάσαν· </td><td align="right">355</td></tr> +<tr><td>αυτή, και ας είναι αδύναμη, τα πόδια θα σου νίψη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Ευρύκλεια φρονιμώτατη, σήκω και του άρχοντά σου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>νίψε τον συνομήλικον και τώρ' ο Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τα πόδια και 'ς τα χέρια με τούτον όμοιος είναι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότ' οι θνητοί 'ς ταις συμφοραίς ογρήγορα γεράζουν». </td><td align="right">360</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε και το πρόσωπον εσκέπασεν η γραία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έβγαλε δάκρυα θερμά και με παράπον' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ωιμέ, τέκνο, απελπίσθηκα για σε· σ' ωργίσθη ο Δίας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως δεν ωργίσθη άλλον θνητόν, θεόφοβος αν κ' ήσουν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι κανείς απ' τους θνητούς του χαιρεβρόντη Δία </td><td align="right">365</td></tr> +<tr><td>παχειά μεριά δεν έκαψε κ' εξαίσιαις εκατόμβαις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όσαις εσύ του πρόσφερες, ευχόμενος να λάβης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γήρας καλόν και τον λαμπρόν υιόν σου ν' αναστήσης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τώρα την επιστροφή μόνον εσέν' αρνήθη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και κείνον, αχ! 'ς την ξενιτειάν η δούλαις θ' αναπαίζαν, </td><td align="right">370</td></tr> +<tr><td>ότ' επατούσ' ο άμοιρος ς' τα σπίτια των μεγάλων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως αναπαίζουν τώρα σέ τούταις η σκύλαις όλαις.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>των μιαρών τους υβρισμούς μισείς και να σε νίψουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν στέργεις, ώστ' επρόσταξεν εμέ, 'που πρόθυμ' είμαι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η Πηνελόπ' η φρόνιμη του Ικαρίου κόρη. </td><td align="right">375</td></tr> +<tr><td>τα πόδια θα σου νίψω εγώ χάριν της Πηνελόπης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και χάριν σου, ότι ξύπνησαν 'ς τα βάθη της ψυχής μου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πόνοι πολλοί· και πρόσεχε 'ς αυτό που θα προφέρω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πολλ' ήλθαν ήδη ξένοι εδώ ταλαίπωροι, αλλ' ακόμη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άνδρα δεν είδα εγώ ποτέ να ομοιάζη του Οδυσσέα, </td><td align="right">380</td></tr> +<tr><td>ως εις το σώμα, 'ς την φωνή, 'ς τα πόδια, συ του ομοιάζεις».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ω γραία, τούτ' ομολογούν, εμέ και αυτόν όσ' είδαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι ομοιότητ' έχουμε πολλήν εμείς οι δύο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>καθώς και συ το νόησες με καλήν βλέψι κ' είπες». </td><td align="right">385</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε, κ' η γραία λέβητα, λαμπρόν ποδολουτήρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>επήρε, κ' έβαλε πολύ ψυχρό νερό, κατόπι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ζεστό· κείνος εκάθιζε μακράν απ' την γωνίστρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και προς το σκότος στράφη ευθύς, ότι του εμπήκε φόβος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μη κείνη, ενώ τον έψαχνε, το λάβωμα γνωρίση </td><td align="right">390</td></tr> +<tr><td>και γνωσθούν όλα· εσίμωσεν η γρηά 'ς τον κύριόν της</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ενόησ', ως τον ένιβε, το λάβωμ', οπού χοίρος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με λευκό δόντι του 'καμε 'ς τον Παρνασό, 'που νέος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εβγήκε τον Αυτόλυκο να ιδή, και τους υιούς του,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μητρικόν πάππον του λαμπρόν, 'ς τον όρκο, 'ς την απάτη, </td><td align="right">395</td></tr> +<tr><td>πρώτον απ' όλους τους θνητούς· τον είχ' ο Ερμής προικίσει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>επειδή του 'καιεν αρνιών καλά μεριά κ' ερίφων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και κείνος τον συνώδευε βοηθός παντού και φίλος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>επέρασεν ο Αυτόλυκος 'ς την κάρπιμην Ιθάκη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και νεογέννητ' εύρηκε παιδί της θυγατρός του. </td><td align="right">400</td></tr> +<tr><td>'ς τα γόνατά του το 'θεσεν, άμ' είχε αποδειπνήσει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η Ευρύκλεια, και τον έκραξε κατ' όνομα και του 'πε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Αυτόλυκ', εύρες όνομα συ τώρ' ό, τι θα βάλης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις του παιδιού σου το παιδί το πολυαγαπημένο».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Απάντησεν ο Αυτόλυκος· «Κόρη μου και γαμβρέ μου, </td><td align="right">405</td></tr> +<tr><td>τ' όνομα τούτ', οπού θα ειπώ, βάλετε του παιδιού σας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εγώ', που τώρ' εδώ 'φθασα, συχναίς έδωσα οδύναις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πολλών ανδρών και γυναικών 'ς την γη την πολυθρέπτρα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άρα Οδυσσέας όνομα να λάβη απ' ταις οδύναις·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και οπόταν άνδρας έλθη αυτός 'ς το μέγα της μητρός του </td><td align="right">410</td></tr> +<tr><td>παλάτι, εκεί 'ς τον Παρνασόν, οπ' είναι οι θησαυροί μου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα λάβη μέρος, και φαιδρόν θα τον ξεπροβοδήσω».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Όθεν να λάβη τα λαμπρά χαρίσματ' ο Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ανέβη εκεί· και με χαραίς ο Αυτόλυκος τον δέχθη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και του Αυτολύκου τα παιδιά· κ' η μάννα της μητρός του </td><td align="right">415</td></tr> +<tr><td>η Αμφιθέα, κλείοντας αυτόν 'ς την αγκαλιά της</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την κεφαλή του φίλησε και τα λαμπρά του μάτια.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τα γενναία του παιδιά το γεύμα να ετοιμάσουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>παράγγειλεν ο Αυτόλυκος' κ' υπάκουσαν εκείνοι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και βώδι ευθύς πεντάχρονον, αρσενικόν, εφέραν, </td><td align="right">420</td></tr> +<tr><td>το γδάραν, το συγύρισαν, και, αφού το τεταρτιάσαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με τέχνη το ελιάνισαν, το πέρασαν 'ς ταις σούβλαις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και, αφού το ψήσαν εύμορφα, χώρισαν ταις μερίδαις.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κατόπι τρώγαν κ' έπιναν ολήμερ' ως το δείλι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και απ' το τραπέζ' ισόμοιρο καρδιά δεν εστερήθη. </td><td align="right">425</td></tr> +<tr><td>και ο ήλιος άμ' εβύθισε κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>επλάγιασαν να κοιμηθούν κ' εχάρηκαν τον ύπνο.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και του Αυτολύκου τα παιδιά και οι σκύλοι ξεκινήσαν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις το κυνήγι και μ' αυτούς ο θείος Οδυσσέας. </td><td align="right">430</td></tr> +<tr><td>το υψηλόν όρος πάτησαν του Παρνασού δασώδες,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και 'ς τ' ανεμώδη 'πίλακκα δεν άργησαν να φθάσουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ενώ την γην ο ήλιος κτυπούσ' ως εσηκώθη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' τον βαθύν Ωκεανό, 'που σιγανά κυλάει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το δάσος μπήκαν οι οδηγοί, κ' εμπρός τους ερευνώντας </td><td align="right">435</td></tr> +<tr><td>τα ίχν' οι σκύλοι βάδιζαν, και οπίσω του Αυτολύκου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ακολουθούσαν τα παιδιά, και ο θείος Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κοντά 'ς τους σκύλους κ' έσειε μακρόσκιο κοντάρι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και μέγας χοίρος κείτονταν 'ς το βάθος πυκνού λόγγου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κει μέσ' ούτ' άνεμοι φυσούν με την υγρή πνοή τους, </td><td align="right">440</td></tr> +<tr><td>ούτε του ήλιου πότ' έφθασαν οι φωτειναίς ακτίναις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ούτε βροχή πότ' έσπασε, τόσο πυκνός ο λόγγος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ήταν, και φύλλα ευρίσκονταν σωρός αυτού χυμένα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και, ως άκουσε ποδοβολή σκύλων και ανδρών, 'που ερχόνταν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εμπρός τους στάθη από σιμά μέσ' άπ' τον λόγγ' ο χοίρος, </td><td align="right">445</td></tr> +<tr><td>όλαις ταις τρίχαις ώρθωσε και ως πυρ τα μάτια καίαν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' όλους πρώτος χύθηκεν επάνω τ' ο Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την λόγχη ανασηκόνοντας με το βαρύ του χέρι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να τον πληγώση· πρόλαβε να του τραβήση ο χοίρος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τον γόν' επάν' ως ώρμησε ξυστά, και σάρκα επήρε </td><td align="right">450</td></tr> +<tr><td>πολλήν το δόντι σχίζοντας, το κόκκαλο δεν ηύρε.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τον δεξιόν ώμο λάβωσε τον χοίρον ο Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εβγήκ' η άκρη της λαμπρής λόγχης 'ς τ' αντίκρυ μέρος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χάμου βροντώντας έπεσε κ' επέταξ' η πνοή του.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κείνον επιμελήθηκαν τα τέκνα του Αυτολύκου, </td><td align="right">455</td></tr> +<tr><td>και την πληγή του άπταιστου του θείου Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>καλόδεσαν και μ' επωδή το μαύρο παύσαν αίμα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έφθασαν εις τα δώματα του αγαπητού πατρός των.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότ' ο Αυτόλυκος και ομού τα τέκνα του Αυτολύκου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αφού καλά τον έγιαναν και τον φιλοδωρήσαν, </td><td align="right">460</td></tr> +<tr><td>φαδροί φαιδρόν τον έστειλαν 'ς την ποθητήν Ιθάκη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τον γυρισμό του χάρηκαν οι σεβαστοί γονείς του,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και πώς το λάβωμ' έλαβε να μάθουν ερωτούσαν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυτός τους εξιστόρησε πώς 'ς το κυνήγι χοίρος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με λευκό δόντι ελάβωσεν αυτόν, οπότ' ανέβη </td><td align="right">465</td></tr> +<tr><td>'ς τον Παρνασό, με τους υιούς αντάμα του Αυτολύκου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τούτο το λάβωμ' έπιασε κ' εγνώρισεν η γραία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ευθύς το πόδι απόλυσε, κ' έπεσ' εκείνο μέσα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τον λέβητα, κ' εβρόντησε το χάλκινον αγγείο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την άλλην έγυρε μεριά, και το νερόν εχύθη. </td><td align="right">470</td></tr> +<tr><td>χαράν και θλίψιν μέσα της συνάμ' αισθάνθη εκείνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα μάτια δάκρυα γέμισαν κ' εκόπηκ' η φωνή της·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και το πηγούνι του 'πιασε κ' είπε· «Γλυκό παιδί μου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>είσ' ο Οδυσσέας άσφαλτα· κι' αχ! δεν σ' έχω γνωρίσει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πριν ψηλαφήσ' ολόκληρον εγώ τον κύριόν μου». </td><td align="right">475</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε και το βλέμμ' έστρεψε κατά την Πηνελόπη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να φανερώσ' ότι έφθασε 'ς το σπίτι ο ποθητός της.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυτή να ιδή δεν δύνονταν αντίκρ' ή να νοήση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>διότ' η Αθήνη αλλού τον νου της έστρεψε· και κείνος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' τον λαιμό την έπιασε με το δεξί του χέρι, </td><td align="right">480</td></tr> +<tr><td>και με τ' άλλο την έφερε σιμά του και της είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Θα μ' αφανίσης, μάννα, συ; και 'ς τούτο το βυζί σου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>συ μ' έφερες· και τώρα εγώ, αφού πολλά 'χω πάθει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον χρόνον έφθασα εικοστόν 'ς την γη την πατρική μου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' αφού συ το νόησες θεόθεν διδαγμένη, </td><td align="right">485</td></tr> +<tr><td>σίγα, μην άλλος άνθρωπος κανείς εδώ το μάθη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άκουσε τώρ' ό,τι θα ειπώ και ο λόγος μου θα γείνη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν μου υποτάξη ένας θεός τους θαυμαστούς μνηστήραις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ουδέ σε, την βυζάστρα μου, θα λυπηθώ, την ώρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που 'ς τα ιδικά μου μέγαρα ταις δούλαις θα φονεύσω». </td><td align="right">490</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Η Ευρύκλεια τότε η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Τέκνο, ποιος λόγος σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ξεύρεις πως είν' ασάλευτη και αδάμαστ' η ψυχή μου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και, ως να 'μουν λίθος στερεός ή σίδερο, θα μείνω.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άλλο τι ακόμη θα σου ειπώ και βάλε το 'ς τον νου σου· </td><td align="right">495</td></tr> +<tr><td>αν σου υποτάξη ένας θεός τους θαυμαστούς μνηστήραις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μίαν προς μίαν θα σου ειπώ 'ς το σπίτι ταις γυναίκαις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυταίς, 'που σε καταφρονούν, και όσαις δεν έχουν κρίμα».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Μάννα, τι θα ταις είπης συ; φροντίδα σου δεν είναι· </td><td align="right">500</td></tr> +<tr><td>θα ταις νοήσω μόνος μου καλώς, την καθεμία·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σώπαινε συ, και 'ς των θεών το θέλημ' αναπαύου».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε, και το μέγαρον διάβηκεν η γραία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να φέρη ποδονίψιμο, τι χύθ' όλο το πρώτο·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αφού καλά τον ένιψε κ' εμύρωσεν εκείνη, </td><td align="right">505</td></tr> +<tr><td>εις την φωτιά να πυρωθή σίμωσε το θρονί του</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και με τα ράκη σκέπασε το λάβωμ' ο Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότ' άρχισεν η φρόνιμη να λέγη Πηνελόπη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ω ξένε, τώρα κάτι εγώ θα σ' ερωτήσω ακόμη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότ' ήδη φθάνει της γλυκειάς ανάπαυσης η ώρα </td><td align="right">510</td></tr> +<tr><td>'ς αυτούς, 'που πιάν' ύπνος γλυκός, μ' όση και αν έχουν θλίψι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' άμετρην διώρισε λύπην 'ς εμένα η μοίρα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όσ' είν' ημέρα ευφραίνομαι με στεναγμούς, με θρήνους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το σπίτι ενώ τα έργα μου προσέχω και των δούλων·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' άμ' η νύκτα καταιβή και όλοι γλυκοκοιμούνται, </td><td align="right">515</td></tr> +<tr><td>'ς την κλίνην, οπού κείτομαι, την έρημη καρδία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σκληροί μου σφίγγουν λογισμοί και βιάζουν με να κλαίω.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όπως αηδόνα η πράσινη, η κόρη του Πανδάρου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γλυκολαλεί, της άνοιξης άμα ο καιρός γυρίση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ενώ 'ς των δένδρων κάθεται τα φουντωμένα φύλλα, </td><td align="right">520</td></tr> +<tr><td>και ως χύνει την πολόηχη φωνή της συχναλλάζει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον Ιτυλόν της κλαίοντας, παιδί της, 'που 'χε σφάξει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άγνωστα εκείνη, τον υιόν του Ζήθου βασιλέα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όμοια κ' εμένα εδώ κ' εκεί σαλεύεται η καρδία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν θα σταθώ με το παιδί, και ως είμαι να φυλάγω </td><td align="right">525</td></tr> +<tr><td>το είναι μου, ταις δούλαις μου και το υψηλό παλάτι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σέβας της κλίνης νυμφικής και της φωνής του κόσμου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή απ' τους μνηστήραις Αχαιούς ήδη θ' ακολουθήσω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κείνον οπ' είναι ανώτερος και πλήθια δίδει δώρα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όσ' ήταν άγνωστο παιδί δεν μ' εσυγχώρει ο υιός μου </td><td align="right">530</td></tr> +<tr><td>άνδρα να πάρω αφίνοντας του πρώτου ανδρός το δώμα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πλην τώρ' ότ' εμεγάλωσε και παλληκάρι εγίνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>λεπείται την ουσία του, 'που τρώγουν οι μνηστήρες,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τους θεούς παρακαλεί να υπάγω εις τους γονείς μου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' όνειρο τώρ' άκουσε, και να μου το εξηγήσης· </td><td align="right">535</td></tr> +<tr><td>'ς το σπίτι χήναις είκοσι με μοσκευτό σιτάρι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εγώ τρέφω, κ' ευφραίνομαι καθώς ταις βλέπω εμπρός μου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μέγας αετός κυρτόμυτος απ' τ' όρος εκατέβη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τους λαιμούς των έκοψε· νεκραίς επέσαν όλαις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το μέγαρο, και ο αετός σηκώθη 'ς τον αιθέρα· </td><td align="right">540</td></tr> +<tr><td>κ' εγώ μες τ' όνειρ' έκαμνα ξεφωνητό και κλάψα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εμένα η καλοπλέξουδαις κυκλώσαν Αχαιίδες</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ενώ 'κλαια πως αετός μου φόνευσε ταις χήναις·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γύρισε αυτός κ' εκάθισε 'ς την κορυφή της σκέπης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και με φωνήν ανθρώπινη μ' εμπόδιζε να κλαίω· </td><td align="right">545</td></tr> +<tr><td>—θάρρεψε, ω κόρη του γνωστού 'ς τον κόσμον Ικαρίου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όχι όνειρον, αλλ' όραμα καλό 'που θ' αληθεύση·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η χήνες τους μνηστήραις σου δηλούν, κ' εγώ, 'που ως τώρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ήμουν αετός, ο άνδρας σου τώρ' είμαι κ' επανήλθα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να δώσω τέλος άσχημον εις όλους τους μνηστήραις.— </td><td align="right">550</td></tr> +<tr><td>αυτά 'πε κείνος και άφησεν εμένα ο γλυκός ύπνος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όπως τα μάτια γύρισα 'ς το σπίτ' είδα ταις χήναις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που τρώγαν σίτον ως προτού τριγύρω 'ς την λεκάνη».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Άλλην εξήγησι, ω γυνή, του ονείρου να ζητήση </td><td align="right">555</td></tr> +<tr><td>κανείς δεν δύνατ', επειδή το τέλος ο Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο ίδιος είπε, και όλεθρος εις τους μνηστήραις όλους</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>φανερός είναι και κανείς τον χάρο δεν θα φύγη».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ω ξένε, υπάρχουν και άπιαστα όνειρα μωρολόγα, </td><td align="right">560</td></tr> +<tr><td>και όσα ονειρεύονται οι θνητοί δεν αληθεύουν όλα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι δυο πύλαις έχουμε των ελαφρών ονείρων·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ελεφαντόπλαστ' είν' η μια κεράτιν' είν' η άλλη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όσ' όνειρ' από τον σχιστόν ελέφαντα διαβαίνουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όλ' απατούν τον άνθρωπον με ρήματα χαμένα, </td><td align="right">565</td></tr> +<tr><td>και όσ' από τα καλόξυστα κέρατα διαβαίνουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αληθινά τελεσφορούν 'ς εκείνον 'που τα βλέπει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πλην το πικρ' όνειρο, θαρρώ, κείθε 'ς εμέ δεν ήλθε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αχ! πόσην θα 'φερνε χαρά 'ς εμέ και 'ς το παιδί μου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άλλο τι ακόμη θα σου ειπώ και βάλε το 'ς τον νου σου· </td><td align="right">570</td></tr> +<tr><td>έρχετ' η αυγή κατάρατη, 'που εμέν' από το σπίτι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα πάρη του Οδυσσέα μου· μέλλω να θέσω αγώνα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυταίς 'που κείνος έσταινε 'ς τα μέγαρά του αξίναις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δώδεκα όλαις 'ς την σειράν, ως τα πλευρά των πλοίων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και από μακράν τοξεύοντας ταις διαπερνούσεν όλαις· </td><td align="right">575</td></tr> +<tr><td>τέτοιον αγώνα τώρα εγώ θα θέσω των μνηστήρων·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυτόν, οπ' ευκολώτερα το τόξο θα τανύση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όλαις αξίναις δώδεκα περάση, με το βέλος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θ' ακολουθήσω, αφίνοντας το δώμα τούτ', οπ' ήλθα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>νεόνυμφη, πανεύμορφο και θησαυρούς γεμάτο, </td><td align="right">580</td></tr> +<tr><td>οπού και μέσα 'ς τ' όνειρο συχνά θα το θυμώμαι».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Του Λαερτιάδη σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τέτοιον αγώνα σπίτι σου να θέσης μην αργήσης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι πρώτα ο πολύγνωμος θα φθάση Οδυσσέας, </td><td align="right">585</td></tr> +<tr><td>πριν ή εκείνοι, ψάχνοντας το στιλβωμένο τόξο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και την χορδή τανύζοντας, τα σίδερα περάσουν».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Εάν εδώ καθήμενος εμέ να τέρπης, ξένε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ήθελες, δεν θα χύνονταν ύπνος 'ς τα βλέφαρά μου· </td><td align="right">590</td></tr> +<tr><td>αλλ' άυπνοι παντοτινά δεν γίνεται να μένουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οι άνθρωποι· και των θνητών εις κάθε πράγμα μέρος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>διώρισαν οι αθάνατοι, 'ς την γη την σιτοδώρα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' εγώ τώρα θ' αναιβώ 'ς τ' ανώγι να πλαγιάσω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την κλίνην πολυστένακτην, 'που δάκρυα την ποτίζουν </td><td align="right">595</td></tr> +<tr><td>τα μάτια μ' από την στιγμήν οπ' έφυγ' ο Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την Κακοΐλιον να ιδή την τρισκαταραμένην·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κει θα πλαγιάσω εγώ· και συ 'ς το σπίτι εδώ κοιμήσου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή στρώσε χάμαι ή θέλησε να σου ετοιμάσουν κλίνη».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε και 'ς τα υπέρλαμπρα τ' ανώγι' ανέβη εκείνη, </td><td align="right">600</td></tr> +<tr><td>όχι μόν', η θεράπαιναις σιμά την συνωδεύαν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αφού 'ς τ' ανώγι ανέβηκεν εκείνη με ταις κόραις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον ποθητόν της έκλαιεν, ως ότου γλυκόν ύπνο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τα βλέφαρα της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td><b>Ραψωδία Υ</b></td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'Σ τον πρόδομον επλάγιαζεν ο θείος Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>επάνω εις βωδοτόμαρον αμάλακτ' είχε στρώσει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πολλαίς προβείαις των αρνιών, 'που σφάζαν οι μνηστήρες·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και, άμ' αναπαύθη, σκέπασμα του έρριξ' η Ευρυνόμη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτού κινώντας εις τον νουν ολέθρια 'ς τους μνηστήραις </td><td align="right"> 5</td></tr> +<tr><td>άγρυπνος έμενεν αυτός· και απ' το παλάτ' η κόραις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όσαις με κείνους άσεμνα να σμίγουν συνειθούσαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>βγαίναν και γέλια και χαραίς έκαμναν μεταξύ των.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' εταράζετο η καρδιά 'ς τα σωθικά του εκείνου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και διαλογίζονταν πολύ μες της ψυχής τα βάθη, </td><td align="right">10</td></tr> +<tr><td>εάν θα ορμήση θάνατον να δώσ' εις καθεμία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή αφήση με τους προπετείς μνηστήραις να 'χουν σμίξι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την ύστερή των· και η καρδιά μέσα σφοδρά του αλύκτα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ως σκύλ', οπού τα τρυφερά μικρά της περιτρέχει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άνθρωπον ξένον αλυκτά κ' είν' έτοιμη 'ς την μάχη· </td><td align="right">15</td></tr> +<tr><td>όμοια του αλύκτα μέσα του, καθώς αγανακτούσε.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και την καρδιά του ωνείδισε, τα στήθη του κτυπώντας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>— βάστα, καρδιά· σκυλίτερον έχεις βαστάσει πόνον,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όταν ο άγριος Κύκλωπας μου 'τρωγε τους γενναίους</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>συντρόφους· και συ βάστασες ως ότου απ' τ' άντρο κείνο, </td><td align="right">20</td></tr> +<tr><td>όπ' έβλεπες τον θάνατον, η γνώσι σ' έφερε έξω.—</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τους λόγους τούτους έλεγε προς την καρδιά του εκείνος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότε 'ς αυτόν υπάκουσε με υπομονή μεγάλη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μέσα η καρδιά του· πλην αυτός γύριζ' εδώθ' εκείθε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ως ότε απ' αίμα γεμιστήν και απ' άλειμμα κοιλίαν </td><td align="right">25</td></tr> +<tr><td>άνθρωπος στρέφει εδώ κ' εκεί 'ς την φλόγα οπ' έχει ανάψει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι ποθεί ταχύτατα να την ιδή ψημένην,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εδώθ' εκείθ' εγύριζε και αυτός κ' εμεριμνούσε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το πώς τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μόνος, κ' εκείν' ήσαν πολλοί· τότε 'ς αυτόν η Αθήνη </td><td align="right">30</td></tr> +<tr><td>κατέβη από τον ουρανό κ' είχε θνητής το σχήμα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την κεφαλή του στάθηκεν επάνω κ' είπ' εκείνου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Πάλι αγρυπνείς, ο άμοιρος, ως άλλος δεν ευρέθη;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ιδού, το σπίτι σου, κ' ιδού 'ς το σπίτ' η σύντροφός σου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και το παιδί σου, οπ' όμοιον κάθε πατέρας θέλει»· </td><td align="right">35</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ναι, τούτ' όσ' είπες, ω θεά, λάθος ποσώς δεν έχουν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' η ψυχή μου μεριμνά 'ς τ' ανήσυχά μου στήθη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το πώς τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήσω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μόνος, και πάντοτ' είναι αυτοί 'ς το δώμα συναγμένοι. </td><td align="right">40</td></tr> +<tr><td>και άλλο τι μεγαλήτερο μεριμνά μέσα ο νους μου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με του Διός την δύναμι και σέν' αν τους φονεύσω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πού θαύρω εγώ καταφυγή; να το σκεφθής ζητώ σε».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Άθλιε, και 'ς μικρότερον φίλον καθείς θαρρεύει </td><td align="right">45</td></tr> +<tr><td>θνητόν και οπού βουλεύματα τόσο πολλά δεν ξεύρει·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' εγώ είμαι αθάνατη θεά, 'που σε φυλάσσω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πάντοτε εις κάθε αγώνα σου· κ' ιδού τι σου κηρύττω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εάν τους δυο μας έζωναν θνητών ανθρώπων λόχοι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πεντήκοντα, με ορμή πολλή 'ς τον φονικόν αγώνα, </td><td align="right">50</td></tr> +<tr><td>και αυτών ακόμη θα 'παιρνες τα βώδια και τ' αρνία.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κοιμήσου τώρα· είναι βαρύ πολύ να ολονυκτήσης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άγρυπνος· και από τα δεινά να βγης δεν θέλει αργήσης».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε κ' ύπνον έχυσεν εις τα ματόφυλλά του,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και πάλ' η ασύγκριτη θεά 'ς τον Όλυμπον ανέβη. </td><td align="right">55</td></tr> +<tr><td>Και ο ύπνος ως τον έπιανε και του 'λυε τα μέλη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ταις φροντίδαις, η χρηστή γυναίκα του εξυπνούσε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εκάθισε και δάκρυζε 'ς την μαλακή της κλίνη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αφού 'ς τους θρήνους χόρτασε την θλιβερή καρδιά της,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την Άρτεμιν η ασύγκριτη γυναίκα ευχήθη πρώτα· </td><td align="right">60</td></tr> +<tr><td>«Αγία κόρη του Διός, Άρτεμις, άμποτ' ήδη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το στήθος μου τοξεύοντας να μ' έσβυνες αμέσως,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή ας μ' άρπαζεν ανεμική και ας μ' έσερνε μαζή της</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τ' ανήλια περάματα και να με φέρη πέρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς του οπισθορμήτου Ωκεανού το στόμα να με ρίξη. </td><td align="right">65</td></tr> +<tr><td>και ως σήκωσαν η ανεμικαίς ταις κόραις του Πανδάρου,—</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ταις ωρφανεύσαν οι θεοί, και αφού 'ς το σπίτι εμείναν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έρημαις, βρεφοκόμησεν αυταίς η Αφροδίτη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και με τυρί ταις έτρεφε, κρασί γλυκό, και μέλι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η Ήρα ταις εχάρισεν, ως εις θνητήν καμμίαν, </td><td align="right">70</td></tr> +<tr><td>γνώσι και κάλλη, ανάστημα η Άρτεμις η αγία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έργα να εργάζωνται λαμπρά ταις δίδαξεν η Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ως ν' αναιβή 'ς τον Όλυμπον η Αφροδίτ' η θεία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>των κορασίδων την χαρά του γάμου να ζητήση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>από τον Δία βροντητή, 'που, των απάντων γνώστης, </td><td align="right">75</td></tr> +<tr><td>την μοίρα και την αμοιριά κάθε θνητού γνωρίζει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ταις κόραις σήκωσαν ευθύς η άρπυιαις και ταις δώσαν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>των Εριννύων των φρικτών να ταις περιποιούνται,—</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όμοια κ' εμέ ν' αφάνιζαν οι κάτοικοι του Ολύμπου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή και ας μ' εκτύπ' η Άρτεμις, όπως τον Οδυσσέα </td><td align="right">80</td></tr> +<tr><td>'ς τον νου θωρώντας καταιβώ 'ς τον μισημένον Άδη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να μην ευφράνω την ψυχήν ανθρώπου κατωτέρου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ο θλιμμένος δύναται την λύπη να υπομένη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν ολημέρα οδύρεται, και οπόταν φθάν' η νύκτα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον πάρ' ο ύπνος, ότι αυτός, 'ς τα βλέφαρ' άμα πέση, </td><td align="right">85</td></tr> +<tr><td>και τα καλά και τα κακά 'ς την λησμονιά βυθίζει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά 'ς εμέ και ονείρατα κακά μου στέλν' η μοίρα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τούτην πάλι την νυκτιά 'ς το πλάγι μου τον είχα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως ήταν ότ' εκίνησε με τον στρατόν, κ' εχάρην</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όψιν ότ' είδ' αληθινήν, όχι όνειρον, εμπρός μου». </td><td align="right">90</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε, κ' η χρυσόθρονη Ηώ 'ς τον κόσμο εφάνη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και οπ' έκλαιε την νόησε μακρόθεν ο Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έμεινε και του φάνη πως τον γνώρισ' ήδη εκείνη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και του 'στεκε 'ς την κεφαλή· και άρπας' ευθύς την χλαίνα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ταις προβειαίς, 'που πλάγιαζε, και απόθεσέ τα εις θρόνον </td><td align="right">95</td></tr> +<tr><td>'ς το μέγαρο, κ' έξ' έφερε τα βώδινο τομάρι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τα χέρια σηκόνοντας είπε· «Πατέρα Δία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εάν τωόντ' η αγάπη σας, αφού μ' εβασανίστε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>από στερηαίς και θάλασσαις μ' ωδήγησε 'ς την γην μου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' τους θνητούς, οπού ξυπνούν, κάποιος φωνήν ας βγάλη </td><td align="right">100</td></tr> +<tr><td>μέσαθε, κ' έξω του Διός άλλο ας φανή σημείον».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Ευχήθη και τον άκουσεν ο πάνσοφος ο Δίας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και απ' τα νεφώδ' υψώματα του ακτινοβόλου Ολύμπου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>βρόντησ' ευθύς· εχάρηκεν ο θείος Οδυσσέας.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και από το σπίτι πρόβαλε φωνήν γυναίκ' αλέστρα </td><td align="right">105</td></tr> +<tr><td>πλησίον, οπ' ευρίσκονταν οι μύλοι του κυρίου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και δώδεκ' αγωνίζονταν γυναίκες να ετοιμάσουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κριθάλευρα, σιτάλευρα, μεδούλι των ανθρώπων.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' η άλλαις άμ' απάλεσαν κοιμώνταν· μόνη εκείνη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άλεθε ακόμ' η αδύναμη· τον μύλον η θλιμμένη </td><td align="right">110</td></tr> +<tr><td>κράτησε, κ' έβγαλε φωνή, σημάδι του κυρίου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Δία πατέρα, 'που εις θεούς και ανθρώπους βασιλεύεις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μεγάλα εβρόντησες από τον κάταστρον αιθέρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ούδ' είναι νέφος πουθενά· κάποιο σημείον δείχνεις·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εμένα τώρα της πτωχής 'ς ό,τ' είπω δόσε τέλος· </td><td align="right">115</td></tr> +<tr><td>ύστερη σήμερα φορά 'ς το σπίτι του Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να ευφρανθούν το πρόσχαρο συμπόσιον οι μνηστήρες·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτοί, 'που 'ς τ' άλεσμα βαρύ τα γόνατα μού κόψαν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και την καρδία, τώρα εδώ να φάγουν το ύστερό τους».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε· και απ' τον κλήδονα και απ' την βροντήν του Δία </td><td align="right">120</td></tr> +<tr><td>ο Οδυσσέας θάρρεψε να εκδικηθή τους πταίσταις.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Η άλλαις δούλαις 'ς τα λαμπρά δώματα του Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>συναθροιζόνταν και άναφταν φωτιάν εις την γωνίστρα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εγέρθη και ο Τηλέμαχος, το ισόθεο παλληκάρι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ενδύθη και το κοφτερό σπαθί 'ς τον ώμο εζώσθη. </td><td align="right">125</td></tr> +<tr><td>'ς τα λαμπρά πόδια τα καλά προσέδεσε πεδούλια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κοντάρι πήρε δυνατό μ' ακονισμένη λόγχη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και 'ς το κατώφλι στάθηκε κ' είπε της Ευρυκλείας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Γερόντισσα, ετιμήσετε τον ξένον εις το σπίτι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με στρώμα και με φαγητόν, ή μένει αμελημένος; </td><td align="right">130</td></tr> +<tr><td>ότ' η μητέρα μου συχνά, μ' όλην την γνώσι 'πώχει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως τύχη, τον χειρότερον απ' τους θνητούς ανθρώπους</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τιμά, και τον καλήτερον καταφρονεί και διώχνει».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Η Ευρύκλεια τότ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ω τέκνο μου, 'ς την άπταιστη μην αποδίδης πταίσμα· </td><td align="right">135</td></tr> +<tr><td>κρασί 'πινε καθήμενος, όσ' ήθελε, αλλά πλέον</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πείναν δεν είχε, ως έλεγε 'ς αυτήν, 'που τον ερώτα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και την γλυκειάν ανάπαυσιν ότ' ενθυμήθη εκείνος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κλίνην αυτή παράγγειλε ταις δούλαις να του στρώσουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυτός ως έρμος άμοιρος δεν έστεργε να πέση </td><td align="right">140</td></tr> +<tr><td>εις κλίναις και παπλώματα, αλλ' εις βωδιού τομάρι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αμάλακτο και 'ς ταις προβειαίς, 'ς τον πρόδομο, κοιμήθη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κατόπιν εμείς σκέπασμα του ρίξαμεν επάνω».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε, και ο Τηλέμαχος κρατώντας το κοντάρι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εβγήκε και γοργόποδες δυο σκύλοι ακολουθούσαν, </td><td align="right">145</td></tr> +<tr><td>και κίνησε 'ς την σύνοδο των Αχαιών να φθάση·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>των δούλων ωστόσ' έλεγεν η θαυμαστή γυναίκα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Ευρύκλεια, 'που ήταν γέννημα του Ώπα Πεισηνορίδη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Κινείσθε· σεις σαρώσετε και ράνετε το δώμα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και 'ς τα καλόφθειαστα θρονιά τους πορφυρούς απλώστε </td><td align="right">150</td></tr> +<tr><td>τάπηταις· σεις, ταις τράπεζαις σφογγίσετ' όλαις γύρω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τους κρατήραις και μαζή τα τεχνικά ποτήρια</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα δίκουπα καθάρετε· κ' η άλλαις εις την βρύσι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πάτε, να φέρετε νερό, και αυτού να μην αργείτε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότ' οι μνηστήρες γρήγορα 'ς το μέγαρο θα φθάσουν </td><td align="right">155</td></tr> +<tr><td>πολύ πρωί· τι σήμερον εορτάζει ο κόσμος όλος».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε, και αυταίς υπάκουσαν αμέσως 'ς την φωνή της.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>είκοσι πήγαν απ' αυταίς 'ς την ισκιασμένη βρύσι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η άλλαις επιδέξια 'ς τα δώματα ενεργούσαν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Εμπήκαν και των Αχαιών οι ακόλουθ' υπηρέταις, </td><td align="right">160</td></tr> +<tr><td>και ξύλα σχίσαν τεχνικά· και από την βρύσι φθάσαν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η κόραις· ο χοιροβοσκός και αυτός κατόπιν ήλθε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έφερνε τρία διαλεκτά θρεφτάρι' απ' το κοπάδι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άφησ' εκείνα 'ς το λαμπρό περίφραγμα να βόσκουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυτός γλυκά προσφώνησεν ευθύς τον Οδυσσέα· </td><td align="right">165</td></tr> +<tr><td>«Ξένε, κάπως καλήτερα σε βλέπουν οι μνηστήρες,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή ακόμη σε καταφρονούν 'ς τα μέγαρα ωσάν πρώτα;»</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Αχ,! οι θεοί, φίλ' Εύμαιε, τ' όνειδος να κτυπούσαν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπ' ενεργούν τούτ' οι ασεβείς παράνομοι και αυθάδεις </td><td align="right">170</td></tr> +<tr><td>'ς το ξένο σπίτι, κ' εντροπής μέρος ποσώς δεν έχουν».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ωστόσο και ο γιδοβοσκός Μελάνθιος ήλθε κ' είχε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δύο βοσκούς κατόπι του, 'που ωδήγαν διαλεμμένα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ερίφι' απ' όλαις ταις κοπαίς να φάγουν οι μνηστήρες. </td><td align="right">175</td></tr> +<tr><td>εις την βροντερήν αίθουσα τα έδεσε αποκάτω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυτός πικρά προσφώνησεν ευθύς τον Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ξένε, 'ς το δώμ' ακόμη εδώ θε να μας βασανίζης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ολόγυρα ζητεύοντας, κ' εδώθε δεν θα φύγης;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την φορά ταύτην άσφαλτο δεν θέλει χωρισθούμε </td><td align="right">180</td></tr> +<tr><td>πριν συγκρουσθούν οι γρόνθοι μας· ότ' είσ' αισχρός ζητιάνος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' είναι και αλλού των Αχαιών τραπέζια, να πηγαίνης».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε και ο πολύγνωμος εσώπαινε Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' έσεισε την κεφαλή και ολέθρια μελετούσε.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και τρίτος ο Φιλοίτιος, άρχος ανδρών, τότ' ήλθε, </td><td align="right">185</td></tr> +<tr><td>κ' έφερνε στείραν δάμαλην κ' ερίφια των μνηστήρων.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' την αντίκρυ στερεά τους πέρασαν περάταις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που κροβοδούν κάθ' άνθρωπον οπόταν τους ζητήση.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις την βροντερήν αίθουσα τα έδεσε αποκάτω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' επήγε 'ς τον χοιροβοσκό σιμά και τον ερώτα· </td><td align="right">190</td></tr> +<tr><td>«Χοιροβοσκέ, ποιος είν' αυτός ο ξένος, 'που τώρ' ήλθε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις το παλάτι μας; και ποιών ανδρών καυχάτ' ότ' είναι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γέννημ' αυτός; ποιαν γενεάν και ποιαν έχει πατρίδα;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο άμοιρος! και φαίνεται 'ς την όψι βασιλέας.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' αφανίζουν οι θεοί τους περιπλανωμένους, </td><td align="right">195</td></tr> +<tr><td>όταν τους κλώσουν συμφοραίς, και βασιλείς αν είναι».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε, τον επλησίασε και τον εκαλοδέχθη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με την δεξιά, και του 'λεγε με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Πατέρα ω ξένε, χαίρε μου· καλαίς να ιδής ημέραις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>καν εις το εξής· τώρα πολλά σε βασανίζουν πάθη. </td><td align="right">200</td></tr> +<tr><td>πάτερα Δία, ποιος θεός ολέθριος είν' ως είσαι;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αφού τους γέννησες εσύ, τους άνδραις δεν λυπείσαι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τους βυθίζεις 'ς άμετρη φρικτή ταλαιπωρία.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ίδρωσα ως σ' είδα, εδάκρυσα, ενώ τον Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αμέσως ενθυμήθηκα, διότι, θαρρώ, και κείνος </td><td align="right">205</td></tr> +<tr><td>μ' όμοια ράκη επάνω του 'ς τον κόσμο παραδέρνει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν είναι ακόμη 'ς την ζωή, του ηλιού το φως αν βλέπει·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αν εις τον Άδη ευρίσκεται, αχ! ορφανόν μ' αφήκε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο ισόθεος Οδυσσέας μου, 'που νέον ταις δαμάλαις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να επιστατήσω μ' έβαλε 'ς την γη των Κεφαλλήνων· </td><td align="right">210</td></tr> +<tr><td>γίνονται τώρ' αμέτρηταις, ουδέ βοσκός πότ' είδε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τόσον η πλατυμέτωπαις δαμάλαις να πληθύνουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και προσταγμένος φέρνω ταις να ταις χαρούν οι ξένοι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που το παιδί 'ς το σπίτι του δεν σέβονται, ουδέ τρέμουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την θείαν δίκην, ότι αυτοί να μοιρασθούν ζητούσι </td><td align="right">215</td></tr> +<tr><td>του βασιλέα τα καλά τον πολυεξωρισμένου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και μες τα βάθη της ψυχής τούτο γυρίζει ο νους μου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πολύ συχνά· μέγα κακόν, ενώ σώζετ' υιός του,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να φύγω, να ξενιτευθώ, μαζή με ταις δαμάλαις·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά πάλι χειρότερο, να μένω αυτού ταις ξέναις </td><td align="right">220</td></tr> +<tr><td>δαμάλαις να φυλάσσω εγώ με πόνο της ψυχής μου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα 'χα προσφύγει από καιρόν εις μέγαν βασιλέα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άλλον, ότ' είναι αβάστακτα κείνα οπού βλέπω πλέον·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ακόμη τον άμοιρον στοχάζομ', ίσως έλθη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κάπουθε, και 'ς τα δώματα σκορπίση τους μνηστήραις». </td><td align="right">225</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Βουκόλε, αφ' ούτε ανόητος ούτε αγενής συ δείχνεις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εγώ βλέπ' ότ' η σύνεσις ταις φρέναις σου φωτίζει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άκου τι λέγω και φρικτόν όρκον ομόνω ακόμη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μάρτυς μου ο Δίας ύψιστος, το ξενικό τραπέζι </td><td align="right">230</td></tr> +<tr><td>και η γωνία, 'πώφθασα, του άπταιστου Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>συ δω θα ήσαι και άσφαλτα θα φθάσ' ο Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και με τα μάτια σου θα ιδής, αν θέλης, τους μνηστήραις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που ηγεμονεύουν τώρα εδώ, να πέφτουν σκοτωμένοι».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'Σ εκείνον τότε απάντησεν ο άνδρας ο βουκόλος· </td><td align="right">235</td></tr> +<tr><td>«Α! ξένε, να τελείονεν ό,τ' είπες ο Κρονίδης!</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα 'βλεπες πώς μ' ακολουθούν τα χέρια μου τ' ανδρεία».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ομοίως 'ς όλους τους θεούς ο Εύμαιος ευχήθη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να φθάση ο πολύνοος 'ς το δώμα του Οδυσσέας.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους. </td><td align="right">240</td></tr> +<tr><td>του Τηλεμάχου αφανισμόν ωστόσον οι μνηστήρες</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έπλεκαν· αλλ' αριστερό πουλί 'ς αυτούς εφάνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>υψηλοπέτης αετός, 'που εκράτει περιστέραν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τους είπε τότ' ο Αμφίνομος^ «Δεν θέλει ορθοποδήση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ω φίλοι, ό,τι ωργανίσαμε, του Τηλεμάχου ο φόνος· </td><td align="right">245</td></tr> +<tr><td>αλλά τώρ' ας φροντίσουμε να ετοιμασθή το γεύμα».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε, κ' εις όλους άρεσεν ο λόγος του Αμφινόμου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άμ' έφθασαν 'ς τα δώματα του θείου Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις ταις καθήκλαις. 'ς τα θρονιά, ταις χλαίναις αποθέσαν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έσφαζαν κείνοι αρνιά τρανά κ' ερίφια σαρκωμένα, </td><td align="right">250</td></tr> +<tr><td>χοίρους θρεφτούς και δάμαλην και, αφού τα σπλάχνα ψήσαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα μοίραζαν και το κρασί συγκέρναν 'ς τους κρατήραις.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο χοιροτρόφος έδιδε τριγύρω τα ποτήρια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον σίτον ο Φιλοίτιος, ο άρχος των ανθρώπων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μέσα 'ς τα ωραία κάνιστρα· κ' εκέρνα ο Μελανθέας· </td><td align="right">255</td></tr> +<tr><td>και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που εμπρός τους είχαν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και δίβουλα ο Τηλέμαχος εκεί τον Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έσταινε μες το μέγαρο το στερεό, πλησίον</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το πέτρινο κατώφλιον, αφού μικρό τραπέζι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του 'θεσε και άπρεπο σκαμνί, κ' έβαλ' εμπρός του σπλάχνα. </td><td align="right">260</td></tr> +<tr><td>και με κρασί του γέμισε χρυσό ποτήρι κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Μες τους μνηστήραις άφοβα συ κάθησαι και πίνε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και απ' εμπαιγμούς και από κτυπιαίς εγώ θα σε φυλάξω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι δεν είναι του κοινού το σπίτι τούτο, αλλ' είναι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Οδυσσέα και 'ς εμέ το 'χει αποκτήσει εκείνος· </td><td align="right">265</td></tr> +<tr><td>και σεις από τους υβρισμούς απέχετε, ω μνηστήρες,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και από τα χέρια, μη συμβή πικρή φιλονεικία».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε, και όλοι δάγκασαν τα χείλη τους εκείνοι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θαύμαζαν τον Τηλέμαχο με θάρρος πώς ωμίλει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος ανάμεσά τους είπε. </td><td align="right">270</td></tr> +<tr><td>«Αν και πικρός είν' Αχαιοί, του Τηλεμάχου ο λόγος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ας τον δεχθούμε· ωμίλησε με τρομερή φοβέρα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το στόμα θα του κλείαμεν, αν είχε αφήσει ο Δίας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τα μέγαρά του, αν και υψηλά σηκόνει την φωνή του».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πεν ο Αντίνοος, και αδιαφορούσ' εκείνος. </td><td align="right">275</td></tr> +<tr><td>και από την πόλι 'ς το πυκνό του μακροβόλου Φοίβου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δάσος έφερναν κήρυκες την θείαν εκατόμβη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς των κομοφόρων Αχαιών τα συναγμένα πλήθη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και αυτοί τα επάνω κρέατα ψημέν' αφού σηκώσαν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μερίδαις κάμαν και άρχιζαν το θαυμαστό τραπέζι· </td><td align="right">280</td></tr> +<tr><td>τότ' οι υπηρέταις έθεσαν μερίδα του Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όσην και κείνοι ελάμβαναν, ως είχε παραγγείλει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αλλ' η Αθηνά δεν άφινε τους ανδρικούς μνηστήραις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' τους πικρούς ονειδισμούς να παύσουν, όπως κάμη </td><td align="right">285</td></tr> +<tr><td>του Οδυσσέα πλειά βαθειά να 'μπη 'ς τα σπλάχνα ο πόνος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άνδρας, 'που αγάπα τ' άδικα, μες τους μνηστήραις ήταν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Κτήσιπτος ωνομάζονταν, 'ς την Σάμη κατοικούσε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις τα περίσσια πλούτη του θαρρώντας, την γυναίκα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Οδυσσέα μνήστευε του πολυεξωρισμένου. </td><td align="right">290</td></tr> +<tr><td>εκείνος τότε ωμίλησε των υβριστών μνηστήρων·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«'Σ ό,τι θα ειπώ προσέξετε, μνηστήρες ανδρειωμένοι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ίσην μερίδ' απόλαυσεν ο ξένος, ως αρμόζει·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>καλό δεν είν' ή δίκαιον να στερηθούν οι ξένοι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Τηλεμάχου, οπ' έρχονται 'ς το δώμα τούτο ικέταις. </td><td align="right">295</td></tr> +<tr><td>αλλ' ας του δώσω χάρισμα κ' εγώ, να το προσφέρη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυτός εις την λουτράρισσαν, ή 'ς άλλην απ' ταις δούλαις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που ευρίσκονται 'ς τα δώματα του θείου Οδυσσέα».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε και πόδι βωδινόν άρπαξε απ' το καλάθι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και το 'ριξε· την κεφαλή γλυκόγυρ' ο Οδυσσέας </td><td align="right">300</td></tr> +<tr><td>να το ξεφύγη, κ' έβγαλε πικρόγελο η ψυχή του·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ήλθεν αυτό κ' εκτύπησε τον στερεωμένον τοίχο.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ωνείδισ' ο Τηλέμαχος τον Κτήσιππο και του 'πε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Το πράγμ' ως ήλθε, Κτήσιππε, να χαίρετ' η ψυχή σου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον ξένον δεν επίτυχες, ότι εφυλάχθη μόνος· </td><td align="right">305</td></tr> +<tr><td>άλλως μ' ακόντι κοφτερό θα σ' άνοιγα τα σπλάχνα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότε ο πατέρας σου ταφή θα ετοίμαζε αντί γάμου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δω μέσα· και μη κάμετε 'ς το σπίτι μου ασχημίαις·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότ' ήδη ο νους μου αισθάνεται, διακρίνει το καθένα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και το καλό και το κακό, και πλειά παιδί δεν είμαι. </td><td align="right">310</td></tr> +<tr><td>βλέπουμε, και υποφέρουμε να σφάζονται τ' αρνία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τα κρασί να πίνεται, να δαπανάται ο σίτος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότ' είν' έργον βαρύτατον ένας πολλούς να διώξη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά να παύσετε 'ς τα εξής σκληρά να μ' αδικήτε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αν να με θανατώσετε σας σπρώχν' ήδ' η ψυχή σας, </td><td align="right">315</td></tr> +<tr><td>το 'θελα εγώ καλήτερα, καλλιάχω ν' αποθάνω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>παρά να βλέπ' ολοκαιρίς τόσ' έργα εντροπιασμένα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να υβρίζουν, να κακοποιούν τους ξένους, και ταις δούλαις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μέσα 'ς τα ωραία δώματα ξεντροπιαστά να σέρνουν».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε, και όλοι εσίγησαν, άφωνοι έμειναν όλοι· </td><td align="right">320</td></tr> +<tr><td>και αργότερ' ο Αγέλαος Δαμαστορίδης είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ω φίλοι, οπόταν ειπωθή λόγος ορθός δεν πρέπει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ενάντια να λογομαχή κανείς και να θυμόνη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον ξένον μην υβρίζετε, μήτε κανέναν άλλον</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>των δούλων εις τα δώματα του θείου Οδυσσέα. </td><td align="right">325</td></tr> +<tr><td>και λόγον εγώ θά 'λεγα γλυκόν του Τηλεμάχου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και της μητρός του, αν έστεργαν να τον δεχθούν και οι δύο.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όσον ελπίδ' απόμενε 'ς τα βάθη της ψυχής σας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το σπίτι του ο πολύνοος να φθάση Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>καλώς τον περιεμένετε, και ακόμη τους μνηστήραις </td><td align="right">330</td></tr> +<tr><td>'ς τα δώματ' είχετ', επειδή τούτο σας ωφελούσε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν 'ς την πατρίδα εγύριζεν από τα ξένα εκείνος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' είναι τώρα φανερό 'που δεν θα γύρη πλέον·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά συ την μητέρα σου συμβούλευε να πάρη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κείνον οπ' είναι ανώτερος και πλειότερα χαρίζει, </td><td align="right">335</td></tr> +<tr><td>εσύ να χαίρεσ' ήσυχος τα πλούτη του πατρός σου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όλα, και κείνη του άλλου ανδρός το σπίτι να προσέχη».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος· «Αγέλαε, μα τον Δία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και μα τα πάθη του πατρός, 'που πέρ' απ' την Ιθάκη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>περιπλανάτ' ή χάθηκε, τον γάμο της μητρός μου </td><td align="right">340</td></tr> +<tr><td>δεν αναβάλλω εγώ ποσώς, αλλ' άνδρ' όποιον θελήση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να πάρη την παρακινώ, και άπειρα δίδω δώρα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να την προστάξω εντρέπομαι, χωρίς να το θελήση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να φύγη από το μέγαρο· τούτο θεός μη δώση».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πεν ο Τηλέμαχος· κ' η Αθήνη 'ς τους μνηστήραις </td><td align="right">345</td></tr> +<tr><td>γέννησε γέλωτ' άσβυστον, και εσκότισε τον νουν των·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και με σαγόνι' αλλότρια γελούσαν ήδη εκείνοι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και κρέατ' αιματόβρεκτα μασσούσαν, κ' εγεμίσαν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δάκρυα τα μάτια, και οδυρμούς προέβλεπε η ψυχή τους.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότ' είπεν ο θεόμορφος Θεοκλύμενος 'ς εκείνους· </td><td align="right">350</td></tr> +<tr><td>«Α! δύστυχοι! ποια συμφορά σας ηύρε; μαύρη νύκτα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ταις κεφαλαίς, τα πρόσωπα, τα γόνατα, σας ζώνει·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άναψε ο θρήνος, δάκρυα 'ς τα μάγουλά σας ρέουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τα λαμπρά μεσόστυλα και οι τοίχοι στάζουν αίμα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πρόθυρο, αυλή, σκιαίς νεκρών γεμίσαν κινημέναις </td><td align="right">355</td></tr> +<tr><td>κατά το ανήλιον Έρεβος· ο ήλιος εσβύσθη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τον ουρανό, και απλώθη αυτού γύρω κακή μαυρίλα».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε, και όλοι εγέλασαν εκείνοι από καρδίας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άρχισε τότε ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Τρελλός είν' ο νεόφερτος ο ξένος από πέρα· </td><td align="right">360</td></tr> +<tr><td>αλλ' αυτόν οδηγήσετε να φύγη ευθύς, ω νέοι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να καταιβή 'ς την αγοράν, αφού δω νύκτα βλέπει».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Απάντησε ο θεόμορφος Θεοκλύμενος εκείνου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Συ να μου δώσης οδηγούς, Ευρύμαχε, δεν θέλω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έχ' οφθαλμούς, έχω κι' αυτιά, κ' έχω τα δυο μου πόδια, </td><td align="right">365</td></tr> +<tr><td>και μες τα στήθη μ' είναι νους ως πρέπει μορφωμένος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μ' αυτά θα φύγω εδώθ' ενώ βλέπω κακό 'που φθάνει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς του καθενός την κεφαλή να πέση των μνηστήρων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όσοι μέσα 'ς τα δώματα του θείου Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>υβρίζετ' όλους και φρικταίς εργάζεσθε ανομίαις». </td><td align="right">370</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε και απ' το καλόκτιστο παλάτι εξήλθ' εκείνος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' επήγεν εις τον Πείραιον, 'που πρόθυμα τον δέχθη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότ' οι μνηστήρες κύτταζαν ένας τον άλλον και όλοι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κεντούσαν τον Τηλέμαχον και ανάπαιζαν τους ξένους·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και κάποιος τότε ωμίλησε των αποτόλμων νέων· </td><td align="right">375</td></tr> +<tr><td>«Τηλέμαχε, κακόξενος, ως είσαι, δεν είν' άλλος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τούτον ως έχεις τώρα εδώ τον ρυπαρόν πλανήτην,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που τρώγει πίνει αχόρταστος, ούτε 'ς την εργασία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ούτε 'ς ταις μάχαις έμπειρος, της γης χαμένο βάρος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άλλος σηκώθη πάλι εδώ τον μάντη να σου κάμη· </td><td align="right">380</td></tr> +<tr><td>αλλ' αν μ' ακούσης πλειότερην ωφέλεια θ' αποκτήσης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις κάραβο πολύσκαρμον ας φορτωθούν οι ξένοι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ν' αποσταλούν 'ς τους Σικελούς, κέρδος καλό να πάρης».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τούτα οι μνηστήρες έλεγαν και αδιαφορούσ' εκείνος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τον πατέρα του άφωνος εκύττα καρτερώντας </td><td align="right">385</td></tr> +<tr><td>πότε θα πέση να κτυπά τους αναιδείς μνηστήραις.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ως είχε στήσει αντίκρυ των το υπέρλαμπρο θρονί της,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η Πηνελόπ' η φρόνιμη του Ικαρίου κόρη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όλ' άκουεν, όσ' έλεγαν οι άνδρες εις το δώμα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ενώ με γέλια, με χαραίς, εκάθιζαν 'ς το γεύμα, </td><td align="right">390</td></tr> +<tr><td>το πρόσχαρο, το ευφραντικόν, ότ' είχαν πολλά σφάξει·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' άλλος δείπνος άχαρος δεν γίνετ' ως ο δείπνος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'πώμελλαν γλήγορα η θεά και ο άνδρας ο γενναίος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να τους προσφέρουν, ότι αυτοί τον αδικήσαν πρώτοι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td><b>Ραψωδία Φ</b></td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τότε 'ς τον νου της έβαλεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>της Πηνελόπης φρόνιμης του Ικαρίου κόρης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τόξο και σίδερο λευκό να θέση των μνηστήρων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αγώνα και του φόνου αρχήν, 'ς το σπίτι του Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και την υψηλήν κλίμακα του δόμου της ανέβη, </td><td align="right"> 5</td></tr> +<tr><td>'ς τ' απαλό χέρι το κλειδί πήρε γυρτόν, ωραίο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χάλκινο, μ' ελεφάντινο χερούλι εφοδιασμένο.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τον θάλαμον τον ύστερον εμπήκε με ταις κόραις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπ' ήσαν όλ' οι θησαυροί κρυμμένοι του κυρίου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πολυεργασμένο σίδερο, χάλκωμα, και χρυσάφι· </td><td align="right">10</td></tr> +<tr><td>τόξον οπισθοτέντωτον εκ' ήταν και φαρέτρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπ' είχε μέσα πάμπολλα στεναγμοφόρα βέλη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτά 'ς την Λακεδαίμονα του 'δωκε δώρα ο ξένος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο Ευρυτίδης Ίφιτος, όμοιος των αθανάτων.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις την Μεσσήνην έτυχε 'ς το σπίτι του Ορτιλόχου </td><td align="right">15</td></tr> +<tr><td>του φιλομάχου να ευρεθούν^ 'κεί πήγεν ο Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να λάβη χρέος 'που 'ς αυτόν χρωστούσε ο τόπος όλος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι τριακόσια πρόβατα με τους βοσκούς των πήραν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Μεσσήνιοι 'ς τα πολύσκαρμα καράβι' απ' την Ιθάκη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όθεν μακροταξείδευσε, παίδιος ακόμη, εκείνος, </td><td align="right">20</td></tr> +<tr><td>αποσταλμένος του πατρός και των λοιπών γερόντων.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ναύρη πάλ' ήλθ' ο Ίφιτος φοράδαις, 'που 'χε χάσει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δώδεκα, και 'που βύζαιναν φερέπονα μουλάρια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπού κατόπι του 'γειναν φόνος και μαύρη μοίρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότε 'ς τον λεοντόψυχον ήλθεν υιόν του Δία, </td><td align="right">25</td></tr> +<tr><td>τον Ηρακλέα, των φρικτών κατορθωμάτων γνώστην,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που ξένον του 'ς την σκέπη του τον φόνευσ' ούδ' εντράπη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο ανόσιος, την τρέπεζα 'που του 'χε παραθέσει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ούτε την δίκη των θεών· αλλ' έσφαξεν εκείνον</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' είχε και ταις φοράδαις του· και, αυταίς ενώ ζητούσε, </td><td align="right">30</td></tr> +<tr><td>τον Οδυσσέ' απάντησε και του 'δωκε το τόξο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που εφόρει ο μέγας Εύρυτος, και αυτός πριν αποθάνη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις τα υψηλά του μέγαρα του υιού του το 'χε αφήσει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και λόγχη του 'δωκε βαρειά και ξίφος ο Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αρχήν ξενίας τρυφερής· αλλά δεν γνωρισθήκαν </td><td align="right">35</td></tr> +<tr><td>και 'ς το τραπέζι, επειδή πριν φόνευσ' ο υιός του Δία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον Ευρυτίδην Ίφιτον, όμοιον των αθανάτων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπού το τόξο του 'δωκε· και ο θείος Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τον πόλεμον ότ' έβγαινε μέσα 'ς τα μαύρα πλοία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τ' άφινε σπίτι, ενθύμημα του αγαπημένου ξένου, </td><td align="right">40</td></tr> +<tr><td>και μόνον 'ς την πατρίδα του το τόξο εκείνο εφόρει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και άμ' έφθασε 'ς τον θάλαμον η θαυμαστή γυναίκα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ανέβηκε το δρύινο κατώφλι, οπού με τέχνη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο ξυλουργός καλόξυσε και το 'σιασε 'ς την στάφνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και παραστάταις άρμοσε και θύραις οπ' έλαμπαν, </td><td align="right">45</td></tr> +<tr><td>απ' το λουρί δεν άργησε να λύση την κορώνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έμπασε μέσα το κλειδί και αντίκρ' ηύρε τους σύρταις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τους άμπωσε, και ως βόσκοντας εις το λειβάδι ταύρος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>βογγά, ομοίως τα λαμπρά θυρόφυλλα, σπρωγμένα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>από την κλείδα, εβόγγησαν κ' εμπρός της ανοιχθήκαν. </td><td align="right">50</td></tr> +<tr><td>και ανέβηκε 'ς την υψηλή σανίδ', οπ' ήσαν όλα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τ' αρμάρια με τα ενδύματα τα μοσχοβολισμένα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κείθ' άπλωσε και απ' το καρφί ξεκρέμασε το τόξο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με το θηκάρι, οπού λαμπρό το περιλάμβαν' όλο.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκάθισε, 'ς τα γόνατα το επήρε η μαραμμένη, </td><td align="right">55</td></tr> +<tr><td>και κλαίοντας έξ' έβγαλε το τόξο του κυρίου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αφού 'ς τον πολυδάκρυτον θρήνον εκείνη ευφράνθη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πορεύθηκε 'ς το μέγαρο προς τους λαμπρούς μνηστήραις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ενώ τ' οπισθοτέντωτο τόξο 'ς το χέρι εκράτει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και την φαρέτρα με πολλά στεναγμοφόρα βέλη. </td><td align="right">60</td></tr> +<tr><td>σιμά της η θεράπαιναις φέραν καλάθι, οπ' είχε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χαλκόν και σίδερο πολύ, τα όπλα του κυρίου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ότ' έφθασεν η ασύγκριτη γυναίκα 'ς τους μνηστήραις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς της στερεοκάμωτης σκεπής σιμά 'ς τον στύλο εστάθη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την όψι αντισηκόνοντας τα μαλακά μαντίλια, </td><td align="right">65</td></tr> +<tr><td>και εδώθε της θεράπαινα εστήθη και άλλη εκείθε.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και προς αυτούς ωμίλησε· «Μνηστήρες ανδρειωμένοι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δότε μου τώρ' ακρόασι, σεις, 'που 'ς το δώμα τούτο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>επέσετε, να τρώγετε, να πίνετ', ενώ λείπει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' την πατρίδ' ο άνδρας μου και τόσο αργεί 'ς τα ξένα. </td><td align="right">70</td></tr> +<tr><td>και άλλην να εφεύρη πρόφασιν δεν εδυνήθη ο νους σας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>παρ' ότι εμέ να πάρετε γυναίκα επιποθείτε.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά, μνηστήρες, έρχεσθε· και ιδού, σας δείχνω αγώνα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το μέγα τόξο θέτω εγώ, του θείου Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυτόν, οπ' ευκολώτερα τανύση την χορδή του </td><td align="right">75</td></tr> +<tr><td>και αξίναις όλαις δώδεκα περάση με το βέλος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θ' ακολουθήσω, αφήνοντας το δώμα τούτ', οπ' ήλθα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>νεόνυμφη, πανεύμορφο και θησαυρούς γεμάτο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπού και μέσα 'ς τ' όνειρο συχνά θα το θυμώμαι».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε, και παράγγειλε τον θείον χοιροιρόφον </td><td align="right">80</td></tr> +<tr><td>τόξο και σίδερο λευκό να θέση των μνηστήρων·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα 'λαβε κείνος κλαίοντας και απόθεσέ τα χάμαι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άμ' είδε του κυρίου του το τόξο, και ο βουκόλος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θρηνούσε αλλού· τους ύβρισεν ο Αντίνοος τότε κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Άγνωστοι αγρόταις, 'πώχετε τον νουν εις την ημέρα, </td><td align="right">85</td></tr> +<tr><td>δύστυχοι, τι δακρύζετε, και της καρδιάς τα βάθη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ταράζετε της γυναικός; και άφ' εαυτής εκείνη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την λύπη τρέφει, οπ' έχασε τον ποθητόν της άνδρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ήσυχα καθήμενοι τρώγετε ή δώθ' εβγήτε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να κλαίετε, και αφήσετε το τόξο τούτο, αγώνα </td><td align="right">90</td></tr> +<tr><td>εις τους μνηστήραις φοβερόν· ότι με δυσκολία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τούτο, θαρρώ, τανύζεται το στιλβωμένο τόξο·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>διότι απ' όσους βλέπω εδώ κανείς τον Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν ομοιάζει 'ς την ανδρειά, τα μάτια μ' ως τον είδαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και το ενθυμούμαι καθαρά, νήπιος ακόμ' αν κ' ήμουν». </td><td align="right">95</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πεν όμως την χορδήν εκείνος να τανύση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έλπιζε και το σίδερο με βέλος να περάση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έμελλε πρώτος να αισθανθή το βέλος απ' το χέρι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον Οδυσσέα του λαμπρού, 'που κείνος είχε υβρίσει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το δώμ' αυτού καθήμενος, κ' οι φίλοι τον κατόπι. </td><td align="right">100</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και 'ς αυτούς είπε η σεβαστή του Τηλεμάχου ανδρεία·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ο Δίας αχ! μ' εμώρανε! μου λέγ' η αγαπημένη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μητέρ', αν κ' έχει φρόνησην, ότι απ' αυτό το δώμα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>βούλεται ν' αποξενωθή, να υπάγη μ' άλλον άνδρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εγώ γελώ και τέρπομαι 'ς την άγνωστη ψυχή μου. </td><td align="right">105</td></tr> +<tr><td>αλλά, μνηστήρες, έρχεσθε· κ' ιδού, σας δείχθη αγώνας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γυνή, 'που εις γην Αχαϊκήν άλλη δεν είν' ομοία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ούτε 'ς την Πύλο την ιερή, 'ς το Άργος, 'ς την Μυκήνη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ούτε 'ς την κάρπιμη στερηάν, αλλ' ούτε 'ς την Ιθάκην·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γνωστά σας· της μητρός μου εγώ τον έπαινο θα λέγω; </td><td align="right">110</td></tr> +<tr><td>εμπρός, και 'ς άργητ' αφορμαίς μην εύρετε και πλέον</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του τόξου μην ξεφεύγετε την τέντωσι, να ιδούμε.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα το δοκίμαζα κ' εγώ· και αν τύχη να τανύσω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το τόξο και το σίδερο περάσω με το βέλος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν θα με θλίβ' η σεβαστή μητέρ' αν άλλον άνδρα </td><td align="right">115</td></tr> +<tr><td>πάρη, το σπίτι αφήνοντας, ότι εγώ μέν' οπίσω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άξιος τ' άρματα λαμπρά να φέρω, του πατρός μου».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε, και σηκώθη ορθός, και την πορφυρή χλαίνα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ομού το ξίφος κοφτερόν εγδύθη από τους ώμους.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>λάκκον πρώτ' έσκαψε μακρύν εις ταις αξίναις όλαις </td><td align="right">120</td></tr> +<tr><td>έναν, και αυτού ταις έστησε και αράδιασε με στάφνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και γύρω θύτησε την γη· και τον θαυμάζαν όλοι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την τάξι πώς εγνώριζεν ενώ ποτέ δεν είδε.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ολόρθος 'ς το κατώφλιο δοκίμαζε το τόξο·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τρεις το ελύγισε φοραίς με πόθο να το σύρη, </td><td align="right">125</td></tr> +<tr><td>τρεις τον αφήκε η δύναμις, αλλ' όμως να τανύση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το νεύρο και το σίδερο να διαπεράση εθάρρει·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την τέταρτην, ως το 'συρνε μ' ανδρειά, το 'χε τανύσει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πλην την ορμή του εμπόδισε με νεύματ' ο Οδυσσέας.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και πάλιν είπε η σεβαστή του Τηλεμάχου ανδρεία· </td><td align="right">130</td></tr> +<tr><td>«Αχ! άνανδρος, αδύναμος, θα μείνω και κατόπι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή νέος είμ' εγώ πολύ, και ακόμη δεν θαρρεύω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τα χέρια μου, ν' αντισταθώ 'ς άνδρ' αν μ' υβρίση πρώτος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' όσοι με υπερβαίνετε 'ς την δύναμιν, αρχήστε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του τόξου εδώ την δοκιμήν, ο αγώνας να τελειώση». </td><td align="right">135</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε και χάμαι απόθεσε το τόξο και της θύρας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το 'γυρε προς ταις κολληταίς σανίδαις στιλβωμέναις·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το ταχύ βέλος έκλινε προς την λαμπρήν κορώνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εγύρισε προς το θρονί, 'που 'χε καθίσι πρώτα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος τότ' είπε προς εκείνους· </td><td align="right">140</td></tr> +<tr><td>«Προς δεξιά σηκόνεσθε με την σειράν, ω φίλοι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όθε κερνά ο κεραστής εκείθε αρχή να γείνη».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπεν ο Αντίνοος, και αρεστός 'ς όλους εφάνη ο λόγος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σηκώθη πρώτος ο υιός του Οίνοπα, ο Λειώδης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ήταν ιερογνώστης των, και, 'ς τον λαμπρόν κρατήρα </td><td align="right">145</td></tr> +<tr><td>σιμά, κάθιζε ανάμερα, και αυτός εμίσα μόνος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τ' άνομα κ' έτρεφεν οργή προς όλους τους μνηστήραις.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τότε πρώτος έπιανε το τόξο και το βέλος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ολόρθος 'ς το κατώφλιο δοκίμαζε το τόξο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και δεν το ετάνυσεν, αλλά τραβώντας αποκάμαν </td><td align="right">150</td></tr> +<tr><td>τ' απαλά χέρι' αγύμναστα, και των μνηστήρων είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Δεν το τανύζω, αγαπητοί· τώρ' ας το λάβη και άλλος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι καρδίαν και ζωήν πολλών θα πάρη ανδρείων</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τούτο το τόξον, επειδή καλήτερον νομίζω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον θάνατον, ή ζωντανοί να στερηθούμε κείνο, </td><td align="right">155</td></tr> +<tr><td>'που καρτερούμ' ολοκαιρίς εδώ συναθροισμένοι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τώρα 'ς τα βάθη της ψυχής κάποιος ελπίζει ακόμη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να νυμφευθή την φρόνιμη γυναίκα του Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ότι κάμη δοκιμή του τόξου και γνωρίση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>των Αχαιίδων γυναικών τότ' άλλην λαμπροφόραν </td><td align="right">160</td></tr> +<tr><td>με δώρ' αυτός ας μνηστευθή, και ας πάρη αυτή τον άνδρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπού χαρίση πλειότερα και όποιον της στείλ' η μοίρα».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε και χάμαι απόθεσε το τόξο και της θύρας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το 'γυρε προς ταις κολληταίς σανίδαις στιλβωμέναις·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το ταχύ βέλος έκλινε προς την λαμπρήν κορώνη, </td><td align="right">165</td></tr> +<tr><td>κ' εγύρισε προς το θρονί, 'που 'χε καθίσει πρώτα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και πικρά τον ωνείδισεν ο Αντίνοος και του 'πε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ποιος λόγος, Λειώδη, σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>βαρύς, φρικτός, και ως τ' άκουσα θυμός με κυριεύει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι, αν εσύ δεν δύνασαι το τόξο να τανύσης, </td><td align="right">170</td></tr> +<tr><td>αυτό καρδίαν και ζωήν πολλών θα πάρη ανδρείων.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όχι, δεν σ' έχ' η σεβαστή μητέρα γεννημένον</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τόξων συ να 'σαι τραβηκτής και βέλη ν' ακοντίζης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά μνηστήρες θαυμαυστοί θα το τανύσουν άλλοι».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε και 'ς τον Μελάνθιον γιδοβοσκόν εστράφη· </td><td align="right">175</td></tr> +<tr><td>«Κινήσου και άναψε φωτιά 'ς το σπίτι, ω Μελανθέα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θέσε κοντά μέγα θρονί και στρώσε αυτού προβεία·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>φέρε από μέσα το χοντρό του αλείμματος τυπάρι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όπως με πυρ ζεσταίνοντας και αλείφοντας το οι νέοι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το τόξο δοκιμάσουμεν, ο αγώνας να τελειώση». </td><td align="right">180</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε· και πυρ αδάμαστον άναψε ο Μελανθέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και το θρονί κοντά 'θεσε κ' έστρωσε αυτού προβεία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έφερε μέσαθε χοντρόν αλείμματος τοπάρι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αφού καλά το ζέσταναν δοκιμάσαν οι νέοι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χαμένα, και 'ς την δύναμι πολύ κατώτερ' ήσαν. </td><td align="right">185</td></tr> +<tr><td>ο Αντίνοος και ο θεόμορφος Ευρύμαχος εμέναν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ακόμ', οι ανδρειότεροι και των μνηστήρων πρώτοι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τότ' άφησαν το μέγαρο κ' εβγήκαν ο βουκόλος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αντάμα και ο χοιροβοσκός του θείου Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκείνους ακολούθησεν ο θείος Οδυσσέας. </td><td align="right">190</td></tr> +<tr><td>αλλ', απ' την θύρα ξέμακρα και απ' την αυλήν ότ' ήσαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με λόγια χλυκομίλητα 'ς αυτούς εστράφη κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Βουκόλε, και χοιροβοσκέ, θα 'λεγα κάποιον λόγον</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή να το κρύψω; κ' η καρδιά να εξηγηθώ με σπρώχνει·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με ποίαν γνώμη βοηθοί θα ήσθε του Οδυσσέα, </td><td align="right">195</td></tr> +<tr><td>αν κάπουθ' έλθη ξάφνου εδώ κ' ένας θεός τον φέρη;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σεις των μνηστήρων βοηθοί θα ήσθε ή του Οδυσσέα;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ειπήτ' εκείν' οπ' η ψυχή σας λέγει κ' η καρδία».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Εκείνου τότε απάντησεν ο άνδρας ο βουκόλος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Δία πατέρα, τούτον μου τον πόθον τέλειωσέ μου· </td><td align="right">200</td></tr> +<tr><td>ας έλθη εκείνος, ο θεός να τον επαναφέρη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα 'βλεπες πώς μ' ακολουθούν μ[τ]α χέρια μου τ' ανδρεία».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ομοίως 'ς όλους τους θεούς ο Εύμαιος ευχήθη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το σπίτι του ο πολύνοος να φθάση Οδυσσέας.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άδολην ως εγνώρισε την γνώμην των εκείνος, </td><td align="right">205</td></tr> +<tr><td>το στόμα πάλιν άνοιξεν, ωμίλησέ τους κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Έφθασα, ιδού με, αυτός εγώ, 'που, αφού πολλά 'χω πάθει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ήλθα τον χρόνον εικοστόν 'ς την γη την πατρική μου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ξεύρ' ότι από τους δούλους μου 'ς εσάς τους δύο μόνον</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έφθασα περιπόθητος· ουδ' άκουσα απ' εκείνους </td><td align="right">210</td></tr> +<tr><td>κανέναν άλλον να ευχηθή να φθάσω 'ς την πατρίδα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ό,τι θα γείνη αληθινά 'ς εσάς θα φανερώσω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν μου υποτάξη ένας θεός τους θαυμαστούς μνηστήραις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του καθενός τότε από σας εγώ θα δώσω νύμφην,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εδώ σιμά μου κτήματα και ωραία κατοικία, </td><td align="right">215</td></tr> +<tr><td>και φίλοι θάσθε και αδελφοί του υιού μου Τηλεμάχου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ιδού, σημάδι φανερό τώρ' άλλο θα σας δείξω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να με καλογνωρίσετε, να μη διστάζη ο νους σας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το λάβωμ' οπού μ' άνοιξε με λευκό δόντι χοίρος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τον Παρνασό, 'που τα παιδιά με πήραν του Αυτολύκου». </td><td align="right">220</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε, το μέγα λάβωμα ξυγύμνωσε απ' τα ράκη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εκείνοι, αφού θεώρησαν και απ' όλα ελάβαν γνώσι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς ταις αγκαλιαίς των έσφιξαν τον θείον Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έκλαιαν και την κεφαλή του εφίλουν και τους ώμους·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα χέρια και ταις κεφαλαίς τους φίλησε κ' εκείνος. </td><td align="right">225</td></tr> +<tr><td>και ο ήλιος θα βασίλευε και ακόμη αυτοί θα κλαίαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά τους ξέκοψεν αυτός και προς εκείνους είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Από τους θρήνους παύσετε, μη βγη και σας νοήση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κάποιος από το μέγαρο και μέσα τ' αναφέρη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εμπήτε τώρ', αλλ' όχι ομού, πρώτος εγώ, κατόπι </td><td align="right">230</td></tr> +<tr><td>ανάρηα σεις· και ας διορισθή το ακόλουθο σημάδι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπόταν όλ' οι θαυμαστοί μνηστήρες θα φωνάζουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τα χέρια μου να μη δοθούν το τόξο κ' η φαρέτρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θεί' Εύμαιε, το δώμα συ διάβαινε και φέρε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το τόξον εις τα χέρια μου, και πρόσταξε ταις κόραις </td><td align="right">235</td></tr> +<tr><td>τα στερεά θυρόφυλλα να κλείσουν των μεγάρων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αν ακουσθή βόγγος ανδρών ή κτύπος εις το δώμα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ολόκλειστ' οπού θα 'μασθε, να μη προβή καμμία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έξω, αλλ' αυτού 'ς τα έργα τους σιγά να μείνουν όλαις.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εις σε την θύρα της αυλής λέγω, Φιλοίτιε θείε, </td><td align="right">240</td></tr> +<tr><td>με κλείθρο και κομπόδεμα προσεκτικά να κλείσης».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε και 'ς τα καλόκτιστα δώματα ευθύς εμπήκε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εγύρισεν εις το θρονί, 'που 'χε καθίσει πρώτα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' οι δούλοι έφθασαν έπειτα του θείου Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Κ' εμάλαζ' ο Ευρύμαχος το τόξο και 'ς την λάμπα </td><td align="right">245</td></tr> +<tr><td>εδώ κ' εκεί το ζέσταινεν, αλλά να το τανύση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν εδυνήθη, και βαθειά 'ς την ένδοξη ψυχή του</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μ' αδημονία στέναζε, κ' είπε μεγαλοφώνως·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>« Τον εαυτό μου πόσ', ωιμέ, και όλους τους άλλους κλαίω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του γάμου τόσο, αν και δριμύς, δεν με θερίζει ο πόνος· </td><td align="right">250</td></tr> +<tr><td>και άλλαις εις την περίβρεκτην Ιθάκην Αχαιίδες</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>είναι πολλαίς, είναι και αλλού· με θλίβει ότι μας λείπει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τόσον από την δύναμι του θείου Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ώστε να μη τανύζουμεν εμείς το τόξο εκείνου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αχ! και 'ς ταις άλλαις γεννεαίς θα φθάσ' η καταισχύνη!» </td><td align="right">255</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος απάντησέ του κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>« Μη το φοβείσ', Ευρύμαχε· και μόνος σου εννοείς το·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον θεόν τούτον ευλαβώς ο τόπος εορτάζει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τόξα θα τανύζουμεν; αλλ' ήσυχα φυλάξτε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το τόξο, και ας αφήσουμε να στέκωντ' η αξίναις </td><td align="right">260</td></tr> +<tr><td>όλαις, ως είναι, ότι κανείς δεν θα 'λθη να ταις πάρη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θαρρώ, μέσ' απ' το μέγαρο του θείου Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τώρ' απαρχαίς ο κεραστής ας δώση 'ς τα ποτήρια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όπως, αφού γείν' η σπονδή, φυλάξουμε το τόξο·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ειπέτε 'ς τον γιδοβοσκόν Μελάνθιον, άμα φέξη </td><td align="right">265</td></tr> +<tr><td>να φέρη απ' όλαις ταις κοπαίς ερίφια διαλεμμένα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όπως, αφού μεριά καούν του λαμπροτόξου Φοίβου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το τόξο δοκιμάσουμεν, ο αγώνας να τελειώση».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε κείνος και άρεσεν ο λόγος και των άλλων·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και το νερό τους έχυσαν οι κήρυκες 'ς τ' χέρια, </td><td align="right">270</td></tr> +<tr><td>και, αφού κρατήραις με κρασί στεφάνωσαν οι νέοι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έδωκαν 'ς όλους απαρχή 'ς τα γεμιστά ποτήρια·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και, αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελε η ψυχή τους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με δόλον ο πολύγνωμος τους είπεν Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ακούτε με, της θαυμαστής βασίλισσας μνηστήρες, </td><td align="right">275</td></tr> +<tr><td>να φανερώσω εγώ 'ς εσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εξόχως τον Ευρύμαχον και Αντίνοον τον θείον</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>παρακαλώ, 'που φρόνιμον και αυτόν είπε τον λόγον,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τώρα το τόξο ν' αφεθή και 'ς τους θεούς να ελπίζουν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αύριο την νίκην ο θεός θα δώσ' εις όποιον θέλη. </td><td align="right">280</td></tr> +<tr><td>αλλά να δώσετε 'ς εμέ το στιλβωμένο τόξο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα χέρια και την δύναμι να δοκιμάσω εμπρός σας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν ρώμ' υπάρχει ως άλλοτε 'ς τα λυγιστά μου μέλη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή χάθη απ' τους παραδαρμούς και απ' την ταλαιπωρία».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε, και αγανάκτησαν υπέρμετρα οι μνηστήρες· </td><td align="right">285</td></tr> +<tr><td>το στιλπνό τόξο μην αυτός τανύση εφοβηθήκαν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εφώναξ' ο Αντίνοος, ωνείδισέ τον κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ω ξέν' ελεεινότατε, φρέναις ποσώς δεν έχεις·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και δεν αρκεί σ' ότ' ήσυχος εις τους υπερηφάνους</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εμάς συντρώγεις και άφθονο 'ς τα γεύματ' έχεις μέρος, </td><td align="right">290</td></tr> +<tr><td>και ότι την ομιλία μας, τους λόγους μας ακούεις·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άλλος τους λόγους μας πτωχός και ξένος δεν ακούει·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σε βλάπτει το γλυκό κρασί, και αυτό ζαλίζει εκείνους</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που το ρουφούν υπέρμετρα· δεν έχει αυτό τυφλώσει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον λαμπρόν Ευρυτίωνα, τον Κένταυρον, ότ' ήλθε </td><td align="right">295</td></tr> +<tr><td>'ς των Λαπιθών το κάλεσμα, 'ς του ενδόξου Πειριθόου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το μέγαρο; απ' το κρασί τυφλώθη, επάρθη, ο νους του,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και μες το δώμ' ανόμησε φρικτά του Πειριθόου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' οι ήρωες ωργίσθηκαν, τον ποδοσύραν έξω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αφού μ' άπονη μάχαιρα μύτη και αυτιά του κόψαν, </td><td align="right">300</td></tr> +<tr><td>και αυτός, 'που 'παθε τύφλωσι 'ς τον νουν, επήρε δρόμο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έσερνε με τυφλή ψυχή την μαύρη συμφορά του.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όθεν κατόπ' οι Κένταυροι κ' οι άνδρες πολεμούσαν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και το κακό ζήτησε αυτός κ' ηύρε απ' την μέθη πρώτος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και σέν' ομοίαν συμφοράν προλέγω σου αν το τόξο </td><td align="right">305</td></tr> +<tr><td>τανύσης· και 'ς τον τόπο μας προστάτην μη προσμένης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά σε στέλνουμεν ευθύς μ' ολόμαυρο καράβι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τον βασιλέαν Έχετον αδικητήν του κόσμου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άφευκτα εκεί ν' αφανισθής^ αλλ' ήσυχα εδώ πίνε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και με τους νεωτέρους σου συ μη φιλονεικήσης». </td><td align="right">310</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη τότ' είπε προς εκείνον·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αντίνοε, γίνετ' άδικο, να στερηθούν οι ξένοι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Τηλεμάχου, οπ' έρχονται 'ς το δώμα τούτο ικέταις.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εάν ο ξένος, θαρρετός 'ς την ρώμη των χεριών του,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το μέγα τόξο ετάνυζε του θείου Οδυσσέα, </td><td align="right">315</td></tr> +<tr><td>φοβείσ' ότι 'ς το σπίτι του νύμφην εμέ θα πάρη;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ουδέ κείνος 'ς την ψυχή παρόμοιαν τρέφει ελπίδα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τούτο δεν είν', όχι, αφορμή να σας κακοκαρδίση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ενώ συμποσιάζετε· δεν πρέπει, δεν αρμόζει».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Απάντησεν ο Ευρύμαχος· «Του Ικαρίου κόρη, </td><td align="right">320</td></tr> +<tr><td>ω Πηνελόπη φρόνιμη, νύμφην εσέ να πάρη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τούτος, δεν υποψιάζουμε ποσώς· αλλ' ουδ' αρμόζει·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' εντρεπόμασθεν ανδρών και γυναικών το στόμα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μη κάποιος απ' τους Αχαιούς ουτιδανός πότ' είπη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ανδρός λαμπρού την σύντροφον πολύ κατώτεροί του </td><td align="right">325</td></tr> +<tr><td>άνδρες ζητούν, και το στιλπνό τόξο του δεν τανύζουν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ήλθε πολυπλάνητος πτωχός από τα ξένα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το ετάνυσε και πέρασε το σίδερο με βέλος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτά θα ειπούν και όνειδος 'ς εμάς θα ήναι ο λόγος».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· </td><td align="right">330</td></tr> +<tr><td>«Ευρύμαχε, δεν γίνεται 'ς τον τόπο να 'χουν δόξα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκείνοι οπού καταφρονούν το σπίτι ανδρός μεγάλου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και το αφανίζουν και όνειδος 'ς εσάς φαίνοντ' εκείνα;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτός ο ξένος στερεό και μέγ' έχει το σώμα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και λέγει ότι γεννήθηκεν απ' ευγενή πατέρα. </td><td align="right">335</td></tr> +<tr><td>τώρ' ας ιδούμε· δώσετε το στιλπνό τόξο εκείνου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ιδού τι λέγω φανερά και ο λόγος μου θα γείνη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν το τανύση και 'ς αυτόν την δόξα δώση ο Φοίβος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα τον ενδύσω μ' εύμορφον χιτώνα και χλαμύδα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα λάβη ακόντι σουβλερό, διώκτην ανδρών και σκύλων, </td><td align="right">340</td></tr> +<tr><td>και ξίφος δίστομο· καλά σανδάλια θα του δώσω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και θα τον στείλ' οπού η καρδιά θελήση και η ψυχή του».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Άλλος, μητέρα μ', Αχαιός την δύναμι δεν έχει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'πώχω να δώσω ή ν' αρνηθώ το τόξο 'ς όποιον θέλω. </td><td align="right">345</td></tr> +<tr><td>όχι, ούδ' όσ' είναι της σκληρής Ιθάκης ή των νήσων</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>προς την αλογοβόσκητην την Ήλιδα ηγεμόνες,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτών δεν δύναται κανείς να μ' εμποδίση, αν θέλω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το τόξο και μονόφορα του ξένου να χαρίσω.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' άμε σπίτι, έχε τον νου 'ς τα έργα τα δικά σου, </td><td align="right">350</td></tr> +<tr><td>την αλακάτη, τ' αργαλειό, και πρόσταξε ταις κόραις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να εργάζωνται, και άφησ' εδώ του τόξου την φροντίδα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τους άνδραις κ' έξοχα 'ς εμέ 'που 'μαι 'ς το σπίτι κύριος».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Θαύμασε αυτή κ' εγύρισε 'ς το δώμα, ότι τον λόγον</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του τέκνου της τον φρόνιμον εδέχθη 'ς την καρδία. </td><td align="right">355</td></tr> +<tr><td>και με ταις κόραις έφθασε 'ς τ' ανώγι, αυτού να κλαίη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πικρά τον Οδυσσέα της, ως ότου γλυκόν ύπνο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τα βλέφαρά της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Επήρε ωστόσο κ' έφερνε το τόξ' ο χοιροτρόφος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ευθύς του σήκωσαν βοή 'ς το δώμ' όλ' οι μνηστήρες, </td><td align="right">360</td></tr> +<tr><td>και κάποιος τότ' εφώναξε των αποτόλμων νέων·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Αζήλευτε χοιροβοσκέ, το τόξο πού θα φέρης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χαμένε; γλήγορα, θαρρώ, 'ς ταις έρμαις χοιρομάνδραις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οι γοργοί σκύλοι, θρέμματα δικά σου, θα σε φάγουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν μας βοηθήσ' ο Απόλλωνας και όλ' οι θεοί του Ολύμπου». </td><td align="right">365</td></tr> +<tr><td>Είπαν και απ' την βοή πολλών ετρώμαξεν εκείνος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χάμαι το τόξον έθεσεν αλλ' από τ' άλλο μέρος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του φώναξε ο Τηλέμαχος· «Πατέρα, εμπρός το τόξο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>φέρε, και δεν θα ωφεληθής αν 'ς όλους υπακούσης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μήπως, αν και νεώτερος, σε διώξω με λιθάρια, </td><td align="right">370</td></tr> +<tr><td>εις τον αγρόν ότ' είμ' εγώ 'ς τα χέρι' ανώτερός σου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να 'μουν, αχ! τόσο ανώτερος, εις των χεριών την ρώμη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όλων αυτών, οπ' είν' εδώ 'ς τα δώματα μνηστήρες,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με φρικτόν τρόπο θα 'καμνα το σπίτι μου ν' αφήσουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ευθύς αυτοί 'που το κακό 'ς τον νου τους οργανίζουν». </td><td align="right">375</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε και όλοι από καρδιάς γελάσαν οι μνηστήρες,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και, χάρις 'ς τον Τηλέμαχον, ημέρωσ' η οργή τους.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ο χοιροτρόφος πέρασε κ' εστήθη του Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εμπρός και το τόξ' έβαλε 'ς τα χέρια του γενναίου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και την βυζάστρα κάλεσεν Ευρύκλεια και της είπε· </td><td align="right">380</td></tr> +<tr><td>«Προστάζει σε ο Τηλέμαχος, φρόνιμη Ευρύκλεια, τώρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα στερεά θυρόφυλλα να κλείσης των μεγάρων·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αν ακουσθή βόγγος ανδρών και κτύπος εις το δώμα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ολόκλειστ' οπού θα 'μασθε, να μη προβή κανένας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έξω, αλλ' αυτού 'ς τα έργα τους σιγά καθείς να μείνη». </td><td align="right">385</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε κείνος και άπτερος 'ς αυτήν ειπώθη ο λόγος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έκλεισε τα θυρόφυλλα των υψηλών μεγάρων.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εξ' ο Φιλοίτιος πήδησεν ήσυχ' από τα δώμα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και της καλόφρακτης αυλής έκλεισ' ευθύς την θύρα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ήταν 'ς την αίθουσα σχοινί βύβλινο από καράβι, </td><td align="right">390</td></tr> +<tr><td>το πήρεν, έδεσε μ' αυτό την θύρα κ' επανήλθε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και οπ' ήταν πρώτα εκάθισε, και προς τον Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τους οφθαλμούς προσήλωσε· και αυτός ήδη το τόξο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γυρίζ' ολούθ' ολόγυρα, να ιδή μήπως σαράκι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο κύριος ενώ 'λειπε, το κέρατ' είχε φθείρει· </td><td align="right">395</td></tr> +<tr><td>και κάποιος τότε ωμίλησε κυττώντας τον πλησίον·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Του τόξου αυτός θεωρητής κάπως πανούργος είναι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή τόξ' έχει 'ς το σπίτι του παρόμοια φυλαγμένα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή όμοια θα ποιήση αυτός, τόσο πολύ 'ς τα χέρια</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το στρέφει ο πολυπλάνητος κακούργος ψωμοζήτης». </td><td align="right">400</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Άλλος πάλι τότ' έλεγε των αποτόλμων νέων·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Όμοιαν να λάβη απόλαυσιν εις την ζωή του εκείνος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>καθώς ποτέ θα δυνηθή το τόξο να τανύση».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Έλεγαν και ο πολύγνωμος ωστόσον Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το μέγα τόξο άμ' έπιασε και πανταχόθεν είδε, </td><td align="right">405</td></tr> +<tr><td>ως ο εξαίσιος αοιδός και της κιθάρας γνώστης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ευθύς τανύζει την χορδή, στριφτάρι αν κ' έχει νέο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τάντερο αρνιού καλόστριφτον εις τ' άκρ' αφού προσδέση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το μέγα τόξο αβίαστα τάνυσ' ευθύς εκείνος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και την νευρή δοκίμασε με το δεξί του χέρι· </td><td align="right">410</td></tr> +<tr><td>ελάλησ', ως την έγγιξεν, ως χελιδόνι εκείνη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότ' οι μνηστήρες τρόμαξαν και άλλαξαν όψιν όλοι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και με σημάδι φανερό βαρειά βρόντησ' ο Δίας.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εχάρηκε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σημάδι ότ' είδ' απ' τον υιόν του κρυπτοβούλου Κρόνου. </td><td align="right">415</td></tr> +<tr><td>και απ' το τραπέζι αυτού σιμά γοργό βέλος επήρε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έτοιμο· και μες την βαθειά φαρέτρα εμέναν τ' άλλα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτά 'που μέλλαν να αισθανθούν ογλήγορα οι μνηστήρες·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το κράτησε 'ς το κέρατο, και, οθ' ήταν καθισμένος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>νευρήν, γλυφίδαις, τράβησε, και, αφού σημάδι επήρε, </td><td align="right">420</td></tr> +<tr><td>τόξευσε και όλαις πέρασεν αράδα ταις αξίναις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>από τον πρώτον στελεόν· το χάλκινον ακόντι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εβγήκε πέρα, κ' είπε αυτός· «Ποσώς δεν σ' ατιμάζει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τηλέμαχε, καθήμενος 'ς τα μέγαρά σου ο ξένος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μη το σημείον έσφαλα; μην άργησα με κόπο </td><td align="right">425</td></tr> +<tr><td>το τόξο να τανύσω εγώ; σώζετ' η δύναμίς μου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άδικα με καταφρονούν και ψέγουν οι μνηστήρες.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' είναι καιρός οι Αχαιοί τον δείπνον να ετοιμάσουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όσ' είναι φως· διασκέδασι και άλλην κατόπι θα 'χουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις την κιθάρα, 'ς τον χορό, τα δώρα της τραπέζης». </td><td align="right">430</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε κ' εβλεφάρισε· και ακονισμένο ξίφος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο ποθητός εζώσθ' υιός του θείου Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κοντάρι εφούκτωσε κ' ευθύς 'ς το πλάγι εκείνου εστήθη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σιμά 'ς τον θρόνο, κ' έλαμπε με τ' άρματα ζωσμένος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td><b>Ραψωδία Χ</b></td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τα ράκη του ο πολύγνωμος τότ' έρριξε Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και 'ς το κατώφλι πήδησε με τόξο και φαρέτρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γεμάτην· και όλα σώρευσε τα πτερωτά της βέλη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εμπρός, αυτού, 'ς τα πόδια του, και των μνηστήρων είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Τούτος ο αγώνας φοβερός είν' ήδη τελειωμένος· </td><td align="right"> 5</td></tr> +<tr><td>σημάδι τώρ', οπού κανείς δεν έχει ρίξει ακόμη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θέλω κτυπήσ', ίσως το ευρώ και αν με δοξάση ο Φοίβος».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε και 'ς τον Αντίνοον πικρόν ίσιασε βέλος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκείνος τότε δίχερον εσήκονε ποτήρι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ολόχρυσο και το 'σφιγγε 'ς τα χέρια, να ρουφήση </td><td align="right">10</td></tr> +<tr><td>κρασί, και φόνου μες τον νου δεν είχε φαντασία·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ποίος θα φαντάζονταν, 'ς την μέσην των συνδείπνων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' έναν μόνον, εις πολλούς ανάμεσ', αν και ανδρείον,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>φαρμακωμένον θάνατον, μαύρην να λάβη μοίραν;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τον λαιμό τον σημάδευσε κ' επίτυχ' ο Οδυσσέας· </td><td align="right">15</td></tr> +<tr><td>τ' απαλό σνίχι πέρασε και αντίκρυ βγήκε η λόγχη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έγυρε αυτός και του 'πεσεν από το χέρ' η κούπα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και απ' τα ρουθούνι' ανάβρυσεν αίματος ανθρωπίνου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κρουνιά χοντρή· κ' έσπρωξε αυτός την τράπεζα μακράν του</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με τα δυο πόδια, κ' έχυσε τα φαγητά 'ς το χώμα, </td><td align="right">20</td></tr> +<tr><td>και τα ψημένα κρέατα και ο σίτος μολυνθήκαν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άμα τον άνδρ' είδαν νεκρόν, με τρόμο σηκωθήκαν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' τα θρονιά και αλάλαξαν 'ς τα δώματα οι μνηστήρες,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και με τα μάτια πανταχού τους τοίχους εξετάζαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ουδ' ασπίδα ευρίσκονταν ουδέ βαρύ κοντάρι. </td><td align="right">25</td></tr> +<tr><td>και χολωμένοι ωνείδισαν βαρειά τον Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ω ξένε, κακά σκέφθηκες να σημαδεύης άνδραις·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ύστερος είναι αγώνας σου· μη να σωθής ελπίσης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άνδρα συ τώρα εφόνευσες 'που ο πρώτος ήταν νέος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις την Ιθάκην· όθε δω γύπες εσέ θα φάγουν». </td><td align="right">30</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'παν, ότι ελόγιαζαν πως άθελα τον άνδρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>είχε φονεύσει· και οι μωροί δεν είχαν εννοήσει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι το δίκτ' είχε απλωθή του ολέθρου ολόγυρά των.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος τους είπεν Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Σκυλιά, σεις επιστεύετε πως δεν θα γύρω πλέον </td><td align="right">35</td></tr> +<tr><td>από την Τροία, και άπονα μου τρώγετε το σπίτι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>φιλούσετε αναγκαστικά ταις δούλαις, κ', ενώ ζούσα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άνομα της συντρόφου μου σεις γείνετε μνηστήρες,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ούτε θεοί, 'που κατοικούν τα ουράνια σας φοβίζαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ούτε θνητών εκδίκησις μην έλθη αδικημένων· </td><td align="right">40</td></tr> +<tr><td>τώρα το δίκτ' έχει απλωθή του ολέθρου ολόγυρά σας».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά' 'πε κείνος, κ' έπιασεν αυτούς αχνή τρομάρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και από τον δίεθρο καθείς εκύττα πώς να φύγη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μόνος τότ' ο Ευρύμαχος απάντησέ του κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Αν ήλθες ο Ιθακήσιος μ' αλήθειαν Οδυσσέας, </td><td align="right">45</td></tr> +<tr><td>δικαίως συ των Αχαιών ταις πράξαις κατακρίνεις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που ανόμησαν 'ς το σπίτι σου πολλά και 'ς τον αγρόν σου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ήδη κείτεται νεκρός ο πρώτος αίτιος όλων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο Αντίνοος· ότι ωργάνιζε τα έργα τούτα εκείνος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τόσο δεν τον βίαζε του γάμου ανάγκ' ή πόθος, </td><td align="right">50</td></tr> +<tr><td>αλλ' έτρεφ' άλλα 'ς την ψυχή, — κ' εμπόδισε ο Κρονίδης,—</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να γείνη της καλόκτιστης Ιθάκης βασιλέας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκείνος και το τέκνο σου με δόλο να φονεύση.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τώρ', αφού τούτος έπεσεν ως του 'πρεπε, λυπήσου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>συ τον λαόν σου· και απ' εμάς κοινώς όλα θα λάβης, </td><td align="right">55</td></tr> +<tr><td>όσο σου εφαγωθήκαν 'ς το σπίτι κ' επιοθήκαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και πρόστιμ' είκοσι βωδιών καθείς μας θα σου φέρη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τόσο χρυσάφι και χαλκόν, η οργή σου να πραΰνη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως τότ', εάν αγανακτείς, κατάκρισιν δεν έχεις».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος του απάντησε Οδυσσέας· </td><td align="right">60</td></tr> +<tr><td>«Ευρύμαχε, και αν όλα μου τα πατρικά μου εκείνα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μου αποδοθούν, μ' όσ' έχετε και μ' όσ' αλλούθ' ευρήτε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν θα ξεκόψω πότ' εγώ τα χέρια μ' απ' τον φόνο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πριν όλα τ' ανομήματα πλερώσουν οι μνηστήρες.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σεις τώρα προτιμήσετε, να μάχεσθ' ή να φύγη </td><td align="right">65</td></tr> +<tr><td>κάποιος, αν ίσως δυνηθή, την μοίρα του θανάτου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' απ' τον όλεθρο κανείς, θαρρώ, δεν θα λυτρώση».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε και αυτών τα γόνατα κοπήκαν κ' η καρδία·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και πάλιν είπ' ο Ευρύμαχος· «Ω φίλοι, αυτός ο άνδρας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα χέρια τ' απλησίαστα δεν θα κρατήση πλέον, </td><td align="right">70</td></tr> +<tr><td>αλλ', ως το τόξον απ' αρχής και την φαρέτρα πήρε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θε να τοξεύη απ' το ξυστό κατώφλι ως να φονεύση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όλους εμάς· αλλά φαιδροί την μάχη ν' ασπασθούμε.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σύρετε τα μαχαίρια σας, 'ς τα γοργοφόνα βέλη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>προβάλτε τράπεζαις και ομού 'ς αυτόν ας πέσουμ' όλοι, </td><td align="right">75</td></tr> +<tr><td>και το κατώφλ' ίσως βιασθή ν' αφήση και την θύρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έξω να βγούμε, αλαλαγμός να σηκωθή 'ς την πόλι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τούτος να μάθ' ότ' έρριξε το υστερινό του βέλος».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε και δίστομ' έσυρε χαλκόβαπτο μαχαίρι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και με κραυγήν τρομακτικήν επάνω του επετάχθη· </td><td align="right">80</td></tr> +<tr><td>και, 'ς την στιγμή 'που χύθ' αυτός, ο θείος Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το στήθος βέλος του 'ριξεν εις το βυζί πλησίον,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και μες το σκότι πέρασε τ' ορμητικόν ακόντι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την μάχαιρα απόλυσε κ' έπεσε κυρτωμένος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τρικλίζοντας 'ς την τράπεζα, και τα φαγιά κ' η κούπα </td><td align="right">85</td></tr> +<tr><td>χάμαι σκορπίσαν· εις την γη το μέτωπό του εκτύπα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οδύνην είχε 'ς την ψυχή κ' έσπρωχνε το θρονί του</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με τα δυο πόδια, και άπλωσε 'ς τα μάτια του μαυρίλα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Ο Αμφίνομος 'ς τον ένδοξον τότ' ώρμησε Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μ' ακονισμένην μάχαιραν, ίσως από τ[η]υν θύρα </td><td align="right">90</td></tr> +<tr><td>συρθή εμπρός του, αλλ' έγκαιρα με χαλκοφόρο ακόντι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την πλάτην ο Τηλέμαχος τον πέρασ' ως τα στήθη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μ' όλο το μέτωπο 'ς την γην εβρόντησεν εκείνος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τ' ακόντι το μακρόσκιο 'ς το σώμα του Αμφινόμου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άφησεν ο Τηλέμαχος κ' εσύρθ' ότι φοβήθη </td><td align="right">95</td></tr> +<tr><td>μη κάποιος εκ των Αχαιών, εκεί 'που αυτός θ' ανέσπα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τ' ακόντι το μακρόσκιον, ορμήση με μαχαίρι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τον τρυπήσ' ή όπισθε κτυπήση αυτόν σκυμμένον.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έδραμε κ' έφθασεν ευθύς εις τον αγαπητόν του</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πατέρα, κ' είπε προς αυτόν με λόγια πτερωμένα· </td><td align="right">100</td></tr> +<tr><td>«Πατέρα, θα σου φέρω εγώ κοντάρια δυο και ασπίδα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ολόχαλκο περίκρανον, αρμόδιο 'ς το κεφάλι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>παρόμοια θα φορέσω εγώ, παρόμοια και ο βουκόλος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα λάβη και ο χοιροβοσκός· καιρός ν' αρματωθούμε».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας· </td><td align="right">105</td></tr> +<tr><td>«Δράμε και φέρ', ενόσω εδώ βέλ' είναι να παλαίσω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μη με κινήσουν, μοναχός ως είμαι, από την θύρα».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε· κείνος άκουσε τον ποθητόν πατέρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και, οπ' είχε τα λαμπρ' άρματα, 'ς τον θάλαμο, κατέβη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκείθ' ασπίδαις τέσσεραις επήρε, οκτώ κοντάρια, </td><td align="right">110</td></tr> +<tr><td>τέσσαρα κράνη χάλκινα, μ' αλόγου χήτη ωραία·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα 'φερνε και δεν άργησε να φθάση 'ς τον πατέρα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κείνος με τα λαμπρ' άρματα το σώμ' έζωσε πρώτος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κατόπ' οι δούλοι εζώνονταν και οι τρεις επήραν θέσι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σιμά 'ς τον πολυμήχανον ανδρείον Οδυσσέα. </td><td align="right">115</td></tr> +<tr><td>και αυτός, όσο του ευρίσκονταν ακόντια να παλαίση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το σπίτι του θανάτονε με κάθε βέλος έναν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' τους μνηστήραις, κ' έπεφταν σωρός εκείνοι εμπρός του.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άμ' έλειψαν του βασιληά, 'που τόξευε, τα βέλη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του στέρεου μεγάρου του 'ς τον θυροπαραστάτη </td><td align="right">120</td></tr> +<tr><td>το τόξον έκλινε αντικρύ των τοίχων φωτοβόλων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έζωσ' ευθύς 'ς τους ώμους του τετράδιπλην ασπίδα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις την γενναίαν κεφαλήν καλόν έθεσε κράνος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μ' αλόγου χήτη, και φρικτά σειόταν επάν' ο λόφος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και δύο πήρε δυνατά κοντάρια χαλκοφόρα. </td><td align="right">125</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Ο τοίχος ο καλόκτιστος ψηλόν είχε αντιθύρι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και κάτω απ' το κατώφλιο του στερεού μεγάρου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τον δρόμο πέρασμ' έβγαινε, κλειστό με καλαίς θύραις.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κείν' ο Οδυσσέας είχε ειπεί του θείου χοιροτρόφου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να το προσέχη από σιμά' κ' έν' έμβασμ' είχε μόνον. </td><td align="right">130</td></tr> +<tr><td>ο Αγέλαος τότε ωμίλησε κ' εμπρός εις όλους είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ω φίλοι, δεν θ' ανέβαινε κανείς εις τ' αντιθύρι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>φωνή να ρίξη του λαού κ' ευθύς βοή να γείνη;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τούτος να μάθ' ότ' έρριξε το υστερινό του βέλος».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Του απάντησε ο Μελάνθιος' «'Σ αυτό δεν είναι τρόπος, </td><td align="right">135</td></tr> +<tr><td>Αγέλαε διόθρεπτε, τι φοβερά κοντά 'ναι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η αυλόθυρα, και δύσκολο το στόμ' είναι του δρόμου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ανδρείος ένας δύναται 'ς όλους φραγμός να γείνη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' άρματ' απ' τον θάλαμο θα φέρω να ζωσθήτε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι κει μέσα, και όχι άλλου, τ' άρματα, εγώ νομίζω, </td><td align="right">140</td></tr> +<tr><td>ο Οδυσσέας φύλαξε και ο δοξαστός υιός του».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πεν ο Μελάνθιος και ανέβη του μεγάρου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την κλίμακα, 'ς τον θάλαμο να φθάση του Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκείθ' ασπίδαις δώδεκα πήρε και τόσαις λόγχαις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τόσα κράνη χάλκινα, μ' αλόχου χήτη ωραία, </td><td align="right">145</td></tr> +<tr><td>και ογλήγορ' ήλθε κ' έφερε τα όπλα 'ς τους μνηστήραις.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Οδυσσέα γόνατα κοπήκαν και καρδία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άμ' είδε ν' αρματόνωνται και τα μακρά κοντάρια</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να σείουν ότι φοβερός του φανερώθη αγώνας.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' είπε προς τον Τηλέμαχο με λόγια πτερωμένα· </td><td align="right">150</td></tr> +<tr><td>«Τηλέμαχ', ή 'ς τα μέγαρα των γυναικών καμμία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κακόν μας κινεί πόλεμον ή τ' είναι ο Μελανθέας».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Πατέρα, 'ς τούτο εγώ 'σφαλα και άλλος δεν είναι πταίστης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το στερεό θυρόφυλλον άνοιξα του θαλάμου </td><td align="right">155</td></tr> +<tr><td>κ' ερχόμενος δεν το 'κλεισα και τούτο εγνώσθη απ' άλλον.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά, θεί' Εύμαιε, πήγαινε, την θύρα του θαλάμου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κλείσε κ' εξέτασ' αν καμμιά των δούλων τούτα πλέκει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή κείνος, 'που υποπτεύομαι, Μελάνθιος ο Δολίδης».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τα λόγια τούτα ενώ 'λεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους, </td><td align="right">160</td></tr> +<tr><td>κίνησε προς τον θάλαμο και πάλι ο Μελανθέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να φέρη τα λαμπρ' άρματα· και ο θείος χοιροτρόφος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον νόησε και από σιμά τότ' είπε του Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ιδού, πάλιν ο πάγκακος, οπ' είχαμε υποπτεύσει, </td><td align="right">165</td></tr> +<tr><td>'ς τον θάλαμο πορεύεται· συ τώρα δίδαξέ με,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα του αφαιρέσω την ζωήν, αν τον νικήσω πρώτα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή θέλεις να τον φέρω εδώ να σου πλερώση εκείνος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ταις τόσαις οπ' ωργάνισε 'ς το σπίτι σου ανομίαις;»</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· </td><td align="right">170</td></tr> +<tr><td>«Εγώ με τον Τηλέμαχον τους θαυμαστούς μνηστήραις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το δώμα θα κρατήσουμεν, όσην ορμή και αν δείξουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σεις τώρ' εκείνον ρίξετε 'ς τον θάλαμο με χέρια</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και πόδι' οπισθογύριστα, και δέσετε την θύρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αφού, περνώντας του σχοινί, 'ς την κορυφή του στύλου </td><td align="right">175</td></tr> +<tr><td>τον ανεβάσετε υψηλά τα πατερά να εγγίξη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ώστε να ζη πολληώρα εκεί μ' οδύναις του θανάτου».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε, και αυτοί 'ς την προσταγήν υπάκουσαν κ' επήγαν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τον θάλαμο τον εύρηκαν χωρίς να τους νοήση·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκείνος ζητούσ' άρματα 'ς το βάθος του θαλάμου, </td><td align="right">180</td></tr> +<tr><td>και αυτοί 'ς τα πλάγια στάθηκαν της θύρας κ' εκαρτέρουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ως πάτησ' ο γιδοβοσκός Μελάνθιος το κατώφλι,—</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και 'ς το 'να χέρ' είχε λαμπρό περίκρανο, πλατείαν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις τ' άλλο ασπίδα παλαιάν, και μουχλαραχνιασμένην,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπ' ο Λαέρτης ήρωας φορούσ' ότ' ήτο αγόρι, </td><td align="right">185</td></tr> +<tr><td>ριμμένην τώρα, και η ραφαίς λυθήκαν των λουριών της,—</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>επάνω τ' ώρμησαν οι δυο και απ' τα μαλλιά τον σύραν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μέσα, και χάμαι βρόντησαν τον κατατρομασμένον.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χέρια και πόδια του 'δεσαν αντάμ', αφού με τρόπον</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σκληρόν τα οπισθογύρισαν, ως ο Λαερτιάδης </td><td align="right">190</td></tr> +<tr><td>επρόσταξ' ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και, αφού σχοινί του πέρασαν, 'ς την κορυφή του στύλου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον ανεβάσαν υψηλά τα πατερά να εγγίξη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και του 'πες με περίγελον, ω Εύμαιε χοιροτρόφε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Τώρ', ως σου πρέπει, μαλακά, Μελάνθιε, πλαγιασμένος </td><td align="right">195</td></tr> +<tr><td>θα ολονυκτήσης έξυπνος, και δεν θα σε ξαφνίση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ερχόμεν' η χρυσόθρονη του όρθρου θυγατέρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' ταις ροαίς του Ωκεανού, την ώρα 'που συ φέρνεις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα ερίφια μες τα δώματα να φάγουν οι μνηστήρες».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Κείνον αφήκαν 'ς τα φρικτά δεσμά του τεντωμένον, </td><td align="right">200</td></tr> +<tr><td>και αρματωθήκαν, έκλεισαν την στιλβωμένην θύρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ήλθαν 'ς τον πολυμήχανον ανδρείον Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτού με στήθος φλογερό στέκονταν, 'ς το κατώφλι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τέσσερες, και 'ς το μέγαρο πολλοί κ' εκείνοι άνδρείοι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η Αθήνη κόρη του Διός 'ς το πλάγι τους τότ' ήλθε, </td><td align="right">205</td></tr> +<tr><td>εις το κορμί και 'ς την φωνή του Μέντορ' όλη ομοία.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άμ' ο Οδυσσέας είδε την εχάρη και της είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Μέντορα, να μη λησμονής 'ς την φοβερήν ανάγκη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον φίλον ευεργέτη σου και τον ομήλικόν σου».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε και την πολεμάρχον θεάν είχε νοήσει. </td><td align="right">210</td></tr> +<tr><td>και αλλούθε της εκραύγαζαν 'ς το μέγαρο οι μνηστήρες·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο Αγέλαος την ωνείδισε, Δαμαστορίδης, πρώτος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Μέντορα, μη καταπεισθής 'ς τα λόγια του Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>βοηθός εκείνου πόλεμον να κάμης των μνηστήρων·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι από τώρα η γνώμη μας το εξής αποφασίζει· </td><td align="right">215</td></tr> +<tr><td>κείνους τους δύο, τον υιόν ομού και τον πατέρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αφού φονεύσουμε, και συ θα πέσης, όπως κείνα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που εδώ να πράξης βούλεσαι, πλερώσ' η κεφαλή σου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αφού σας αφαιρέσουμε την ζήσι με το ξίφος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όσ' έχεις μες το σπίτι σου και όσ' έξω, αυτά με κείνα </td><td align="right">220</td></tr> +<tr><td>του Οδυσσέα θα ενωθούν και μες τα μέγαρά σου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν θέλει αφήσουμε να ζουν τ' αγόρια σου κ' η κόραις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ουδ' η γυνή σου να γυρνά 'ς την πόλι της Ιθάκης».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε, και άναψεν η οργή της Αθηνάς ακόμη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και θυμωμένη ωνείδισε πικρά τον Οδυσσέα· </td><td align="right">225</td></tr> +<tr><td>«Μ' άλλην ψυχή, μ' άλλην ανδρειά, σ' εγνώρισ', Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εννέα χρόνους άκοπα να πολεμάς τους Τρώαις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χάριν της θεογέννητης Ελένης λευκοχέρας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εις δειναίς μάχαις φόνευσες άνδραις πολλούς και ο νους σου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έρριξε την πλατύδρομην την πόλι του Πριάμου. </td><td align="right">230</td></tr> +<tr><td>πώς τώρα, ενώ 'ς το σπίτι σου και 'ς τα καλά σου φθάνεις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πονεί σ' ανδρείος να δειχθής επάνω 'ς τους μνηστήραις;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>στάσου 'ς το πλάγι μου, ω καλέ, κ' έργον ιδέ, να μάθης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πώς ο Αλκιμίδης Μέντορας, 'ς εχθρούς πολλούς αντίκρυ,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>είναι τα ευεργετήματα καλός ν' ανταποδώση». </td><td align="right">235</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε, και ακόμη προς αυτούς δεν έκλινε την νίκη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ήθελε 'ς την δοκιμήν η δύναμις και ανδρεία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Οδυσσέα να φανούν και του λαμπρού παιδιού του·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και 'ς του μεγάρου πέταξε την μαυροκαπνισμένη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σκέπη κ' εκάθισεν αυτού, με χελιδόνα ομοία. </td><td align="right">240</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και τους μνηστήραις κίνησε τότε ο Δαμαστορίδης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αγέλαος, ο Ευρύνομος, με τον Πολυκτορίδη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Πείσανδρον, ο Αμφιμέδοντας, ο Πόλυβος γενναίος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ο Δημοπόλεμος· αυτοί πρωτεύαν 'ς την ανδρεία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτών, 'που ακόμη ζωντανοί να ζήσουν εμαχόνταν· </td><td align="right">245</td></tr> +<tr><td>και τους λοιπούς θανάτωσαν το τόξο και τα βέλη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και 'ς όλους είπ' ο Αγέλαος· «Ω φίλοι, αυτός ο άνδρας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα χέρια τ' απλησίαστα 'ς ολίγο θα κρατήση·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του 'φυγεν ήδη ο Μέντορας, αφού μωρεπαινέθη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και μόνον κείνοι απόμειναν 'ς της θύρας το κατώφλι· </td><td align="right">250</td></tr> +<tr><td>όθεν μη ρίξετε όλοι ομού τα μακρυά κοντάρια·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οι έξι σεις κάμετε αρχήν, ίσως μας δώση ο Δίας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την δόξα να περάσουμε το στήθος του Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άμ' αυτός πέσ', οι επίλοιποι φροντίδα δεν μας δίδουν».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε, και, ως παράγγειλε, μ' ορμήν όλοι ακοντίσαν </td><td align="right">255</td></tr> +<tr><td>κ' η Αθηνά κατώρθωσε χαμέν' όλα να πέσουν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άλλος τον στύλον κτύπησε του στερεού μεγάρου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άλλος την θύρα με πυκναίς σανίδαις αρμοσμένη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άλλου 'ς τον τοίχον έπεσε το φράξο χαλκοφόρο.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άμ' όλοι κείνοι ξέφυγαν τ' ακόντια των μνηστήρων, </td><td align="right">260</td></tr> +<tr><td>τους είπεν ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ω φίλοι, κ' εγώ θα 'λεγα κ' εμείς εις των μνηστήρων</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το πλήθος ν' ακοντίσουμεν, αφού σιμά 'ς τα πρώτα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όσα μας έκαμαν κακά, διψούν να μας φονεύσουν».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά' πε, και όλοι ακόντισαν τα λογχοφόρ' ακόντια· </td><td align="right">265</td></tr> +<tr><td>τότε τον Δημοπόλεμον εφόνευσ' ο Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον Ευρυάδην έστρωσε του Τηλεμάχου η λόγχη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον Έλατον ο Εύμαιος φόνευσε, και ο βουκόλος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον Πείσανδρο· και όλοι έπεσαν κ' εδάγκασαν το χώμα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότε οι μνηστήρες σύρθηκαν 'ς το βάθος του μεγάρου, </td><td align="right">270</td></tr> +<tr><td>και ώρμησαν κείνοι κ' έβγαλαν απ' τους νεκρούς ταις λόγχαις.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Πάλ' οι μνηστήρες έρριξαν τα λογχοφόρ' ακόντια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' η 'Αθηνά κατώρθωσε πολλά να βγουν χαμένα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άλλος τον στύλον κτύπησε του στερεού μεγάρου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άλλος την θύρα με πυκναίς σανίδαις αρμοσμένη, </td><td align="right">275</td></tr> +<tr><td>και άλλου 'ς τον τοίχον έπεσε το φράξο χαλκοφόρο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η λόγχη του Αμφιμέδοντα ξυστά το χέρι επήρε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Τηλεμάχου, 'ς τον αρμό, και ακρόσχισε το δέρμα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' την ασπίδ' επάνωθε τον ώμο του Ευμαίου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χάραξε και χαμαί 'πεσεν η λόγχη του Κτησίππου. </td><td align="right">280</td></tr> +<tr><td>και αυτοί με τον πολύβουλον ανδρείον Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ταις λόγχαις πάλι ακόντισαν 'ς το πλήθος των μνηστήρων·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο Οδυσσέας πορθητής τον Ευρυδάμαντ' ηύρε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ηύρε τον Αμφιμέδοντα του Τηλεμάχου η λόγχη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον Πόλυβον ο Εύμαιος, τον Κτήσιππο 'ς το στήθος </td><td align="right">285</td></tr> +<tr><td>ηύρε ο βουκόλος, και σφικτά κατόπιν εκαυχήθη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Πολυθερσείδη εμπαικτικέ, με την μωρή σου γνώμη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να μην επαίρεσαι 'ς το εξής, αλλά τους αθανάτους</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άφινε, ότ' είναι ανώτεροι πολύ, ν' αποφασίζουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ιδού, το πόδι οπ' έδωκες του θείου Οδυσσέα, </td><td align="right">290</td></tr> +<tr><td>ότε 'ς το δώμα εζήτευεν, εγώ σου ανταποδίδω».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τούτα ο βουκόλος έλεγε· και πλήγωσ' ο Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εγγύθε τον Αγέλαο με μακρυό κοντάρι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κτύπησε τον Λεώκριτο του Τηλεμάχου η λόγχη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μες το λαγγόνι, και ο χαλκός 'ς το αντίκρυ βγήκε μέρος· </td><td align="right">295</td></tr> +<tr><td>και με το μέτωπ' έπεσεν επίστομος 'ς το χώμα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την ανδροφθόρον έδειξεν αιγίδα τότ' η Αθήνη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>από την σκέπην υψηλά· κ' εσπώμαξε η καρδιά τους.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το μέγαρο σκορπίσθηκαν, ως τρέχουν αγελάδαις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όταν με κέντημα συχνό ταις συνταράσσ' η μύγα, </td><td align="right">300</td></tr> +<tr><td>εις τον καιρό της άνοιξης, 'που 'ναι μεγάλ' η 'μέρα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και, ως χύνονται κυρτώνυχοι, κυρτόμυτοι, πετρίταις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>από τα όρη 'ς τα πουλιά, κ', ενώ τούτ' αποφεύγουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα νέφη, και όλα κρύβονται 'ς το σιάδι, τ' αφανίζουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άξαφνα εκείνοι, ώστε φυγή και αντίστασις δεν είναι· </td><td align="right">305</td></tr> +<tr><td>και 'ς το κυνήγι οπού θωρούν οι άνδρες διασκεδάζουν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όμοια 'ς το δώμα χύθηκαν εκείνοι 'ς τους μνηστήραις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εδώ κ' εκεί τους έκρουαν και αυτοί φρικτά βογγούσαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως κρούονταν η κεφαλαίς, και ο πάτος έβραζ' αίμα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τότε ο Λειώδης πρόφθασε να πιάση του Οδυσσέα </td><td align="right">310</td></tr> +<tr><td>τα γόνατα και ικέτευε με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Α! σ' εξορκίζω, σέβου με, λυπήσου με, Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άνομον έργον απ' εμέ δεν γνώρισε ουδέ λόγον</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άκουσε 'ς το παλάτι σου των γυναικών καμμία·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και απ' τ' άσχημ' έργα εμπόδιζα τους άλλους τους μνηστήραις, </td><td align="right">315</td></tr> +<tr><td>αλλά 'ς εμέ δεν πείθονταν απ' τα κακά ν' απέχουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ιδού, κακοθανάτισαν απ' τ' ανομήματά των.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μ' είχαν ιερογνώστην τους, και όμως, αν κ' είμαι αθώος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εγώ θα πέσ', ώστε η καλαίς πράξες δεν έχουν χάρι».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος του απάντησε Οδυσσέας· </td><td align="right">320</td></tr> +<tr><td>«Και αν ιερογνώστης ήσουν συ 'ς την μέση των μνηστήρων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>συχνά θα παρακάλεσες, θαρρώ, 'ς τα μέγαρά μου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>της ποθητής μου επιστροφής η ώρα να μη φθάση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και απ' την γλυκειά γυναίκα μου συ τέκνα ν' αποκτήσης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όθεν τον πικρόν θάνατον δεν θα ξεφύγης τώρα». </td><td align="right">325</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε και ξίφος άρπαξε με το δεξί του χέρι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που το 'χε ρίξ' ο Αγέλαος, οπότ' εξεψυχούσε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χάμαι· μ' εκείνο του 'κοφτε το σνίχι μες την μέση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ενώ 'μιλούσε κύλησε 'ς το χώμα η κεφαλή του.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Την μαύρη μοίρα ξέφυγεν ο αοιδός Τερπιάδης </td><td align="right">330</td></tr> +<tr><td>Φήμιος, 'που βιαζόμενος τραγούδα των μνηστήρων.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την αντιθύραν έμενε με την γλυκειά κιθάρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ς' το χέρι του, κ' εδίσταζεν, αν θα 'βγη από το δώμα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όπως καθίση 'ς τον βωμόν καλόκτιστον του ερκείου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μεγαλοδύναμου Διός, 'ς εκείνον, οπού έκαψαν </td><td align="right">335</td></tr> +<tr><td>βωδιών μερία πάμπολλα Λαέρτης και Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή έξαφνα 'ς τα γόνατα να πέση του Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τούτο συμφερώτερον ευρήκε τότε ο νους του·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως ικέτης τα γόνατα να πιάση του Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τωόντι χάμαι απόθεσε την βαθουλήν κιθάρα </td><td align="right">340</td></tr> +<tr><td>σιμά 'ς τ' ασημοκάρφωτο θρονί και 'ς τον κρατήρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εχύθη και τα γόνατα να πιάση του Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>επρόφτασε και ικέτευε με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Αχ! σ' εξορκίζω σέβου με, λυπήσου με, Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θλίψι και συ θέλει αισθανθής κατόπι, αν με φονεύσης </td><td align="right">345</td></tr> +<tr><td>τον αοιδόν, 'που των θεών και των ανθρώπων ψάλλω.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' είμαι αυτοδίδακτος εγώ και μύρια 'ς την καρδιά μου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άσματα εγέννησε ο θεός· θαρρώ 'που εμπρός σου ψάλλω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως εις θεόν μη θέλης συ να μ' αποκεφαλίσης.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα είπη και ο Τηλέμαχος, ο ποθητός υιός σου, </td><td align="right">350</td></tr> +<tr><td>πως άθελα το δώμα σου, χωρίς τι να ζητήσω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εσύχναζα να τραγουδώ 'ς τους δείπνους των μνηστήρων·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι πολλοί και δυνατοί μ' ανάγκαζαν εκείνοι».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε' τον άκουσ' η ιερή του Τηλεμάχου ανδρεία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και παρευθύς προσφώνησεν εγγύθε τον πατέρα· </td><td align="right">355</td></tr> +<tr><td>«Κρατήσου, μη με το σπαθί τον άπταιστον πληγώσης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον κήρυκα τον Μέδοντα θα σώσουμεν ακόμη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπού μ' επρόσεχε παιδί 'ς το σπίτι μας μ' αγάπη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εξ' αν αυτόν ο Εύμαιος εφόνευσ' ή ο βουκόλος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή αν, όταν τρικύμιζες 'ς το δώμ', εμπρός σου ευρέθη». </td><td align="right">360</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο συνετός ο κήρυκας τον άκουσε, κρυμμένος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως ήταν κάτω από θρονί, κ' εσκέπαζε το σώμα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με νέο δέρμα βώδινο, τον χάρο ν' αποφύγη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πετάχθηκ' έξω απ' το θρονί, και το τομάρι εγδύθη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Τηλεμάχου πρόφθασε τα γόνατα να πιάση, </td><td align="right">365</td></tr> +<tr><td>και κείνον προσικέτευσε με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ιδού με, ω φίλε· στάσου εσύ κ' ειπέ και του πατρός σου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την περισσή του δύναμι μήπως κ' εμέ πληγώση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>από χολή 'ς τους βδελυρούς μνηστήραις, 'που αφανίζαν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα υπάρχοντά του, και οι μωροί σέν' εκαταφρονούσαν». </td><td align="right">370</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Εις τούτο χαμογέλασε και του 'πεν ο Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Θάρρεψε, τούτος σ' έσωσε, και σ' έχει προφυλάξει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ώστε η ψυχή σου να αισθανθή, και ειπής εις άλλον, πόσο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>της κακουργίας άμετρα προέχ' η αγαθουργία·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>συ τώρα και ο πολύψαλμος αοιδός έξω να βγήτε, </td><td align="right">375</td></tr> +<tr><td>και 'ς την αυλή καθίσετε μακράν από τους φόνους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως να ενεργήσω τώρα εδώ 'ς το δώμ' ό,τ' είναι χρεία».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε, και από το μέγαρον εκείνοι ευθύς εβγήκαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του μεγαδύναμου Διός προς τον βωμόν καθίσαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εκύτταζαν ολόγυρα και φόνον περιμέναν. </td><td align="right">380</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τότ' ο Οδυσσέας κύτταζε 'ς το δώμα του αν κανένας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'κρύβετο ακόμη ζωντανός από την μαύρη μοίρα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όλους τους είδε κατά γης αιματοκυλισμένους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πλήθος μεγάλ', ωσάν ψαριών σωρός, οπ' οι ψαράδες</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>από την λευκή θάλασσα 'ς την κολπωμένην άκρη </td><td align="right">385</td></tr> +<tr><td>σύραν με δίκτυ ολότρυπο· και αυτά σωρός χυμένα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την άμμον όλα επιποθούν το κύμα του πελάγου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και την πνοήν ο ήλιος τους παίρνει ο φωτοβόλος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όμοια σωρός εκείτονταν 'ς τα χώματα οι μνηστήρες.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του τέκνου του ο πολύγνωμος τότ' είπεν Οδυσσέας </td><td align="right">390</td></tr> +<tr><td>«Κάλεσε την Ευρύκλειαν, υιέ μου, την βυζάστρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όπως εκείνης είπω εγώ κείν' οπ' ο νους μου θέλει».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Υπάκουσε ο Τηλέμαχος του ποθητού πατρός του,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και, αφού την θύρα κίνησε, της Ευρυκλείας είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Σήκω, έλα δω, γερόντισσα, συ 'που των δούλων όλων, </td><td align="right">395</td></tr> +<tr><td>των γυναικών, 'ς σπίτι μας έφορος είσαι αρχαία·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έλα, σένα ο πατέρας μου καλεί να σου ομιλήση».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά π' κείνος, και άπτερος 'ς αυτήν ειπώθη ο λόγος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και, αφού την θύραν άνοιξε των υψηλών μεγάρων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κίνησε 'ς τον Τηλέμαχον κατόπι, και 'ς την μέση </td><td align="right">400</td></tr> +<tr><td>των σκοτωμένων των νεκρών ηύρε τον Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κατάμαυρον απ' αίματα και σκόνην, ως λεοντάρι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπού βαδίζει, ως χόρτασεν απ' αυλισμένον ταύρο·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το στήθος όλο και τα δυο σαγόνια στάζουν αίμα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και προχωρεί τρομακτικός 'ς την όψι· τότε ομοίως </td><td align="right">405</td></tr> +<tr><td>πατόκορφα κατάμαυρος εφαίνετ' ο Οδυσσέας.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ως είδε η γραία τους νεκρούς και το περίσσιον αίμα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χαράς αρχίν' αλαλαγμό, 'ς το θαύμα οπ' είχ' εμπρός της,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ευθύς την εκράτησε κ' εμπόδισ' ο Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και κείνην επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα· </td><td align="right">410</td></tr> +<tr><td>«Ω γραία, χαίρου μέσα σου· σιγά, μην αλαλάζης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ασεβής ο καυχώμενος 'ς ανθρώπους σκοτωμένους.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μοίρα θεών τους σύντριψε και τ' άνομά τους έργα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι κανέναν των θνητών ανθρώπων δεν σεβόνταν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όποιος και αν τους πλησίαζε, μικρός ήταν ή μέγας· </td><td align="right">415</td></tr> +<tr><td>και ιδού, κακοθανάτισαν απ' τ' ασεβήματά των.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ταις κόραις τώρα του σπιτιού συ θα μου φανερώσης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυταίς 'που με καταφρονούν, και όσαις δεν έχουν κρίμα».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Η Ευρύκλεια τότε απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Μ' αλήθειαν όλα, τέκνο μου, θε να σου φανερώσω· </td><td align="right">420</td></tr> +<tr><td>πενήντα μες το σπίτι σου γυναίκαις έχεις δούλαις·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα έργα ταις διδάξαμε, και το μαλλί να ξαίνουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και κάθε κόπον δουλικόν με υπομονή να στέργουν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δώδεκα έπεσαν απ' αυταίς εις την αναισχυντία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εμέ δεν σέβονται ποσώς ή καν την Πηνελόπη. </td><td align="right">425</td></tr> +<tr><td>και μόλις τώρα ανδρώθηκεν ο υιός σου, κ' η μητέρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ακόμα δεν τον άφινε ταις δούλαις να προστάζη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά 'ς τ' ανώγ' υπέρλαμπρο θ' αναίβω, να γνωρίση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όλα η γυνή σου, οπού θεός την βύθισε 'ς τον ύπνο».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησ' Οδυσσέας· </td><td align="right">430</td></tr> +<tr><td>«Ακόμη να μη την ξυπνάς· συ κάλεσ' εδώ τώρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ταις κόραις, 'που τόσ' άπρεπα 'ς το σπίτι μου ενεργούσαν».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε, και το μέγαρον εδιάβηκεν η γραία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να παραγγείλη γρήγορα 'ς ταις κόραις εκεί να 'λθουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκείνος τον Τηλέμαχον και ομού τον χοιροτρόφον </td><td align="right">435</td></tr> +<tr><td>και τον βουκόλον κάλεσε σιμά του και τους είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Τώρα να παίρνουν τους νεκρούς προστάξετε ταις κόραις·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κατόπι τα περίλαμπρα θρονιά και τα τραπέζια</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με νερό και μ' ολότρυπα σφογγάρι' ας καθαρίσουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και, άμ' όλο τακτοποιηθή το δώμα εις κάθε μέρος, </td><td align="right">440</td></tr> +<tr><td>σύρετε από το μέγαρο ταις κόραις εις την μέση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που τον λαμπρόν αυλόγυρον χωρίζει από τον θόλο.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκεί θα ταις κτυπήσετε μ' ακονισμένα ξίφη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως η ζωή τους να σβυσθή και ν' απολησμονήσουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τους έρωταις οπού κρυφά με τους μνηστήραις είχαν». </td><td align="right">445</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε, και όλαις έφθασαν ομάδι τότε η κόραις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μ' ελεεινό παράπονο, με δάκρυα πυρωμένα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>των πεθαμένων τα κορμιά πρώτ' έφερναν και κάτω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς της καλοτείχιστης αυλής την αίθουσα τα βάζαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Το’ να με τάλλο σύνεγγυς· ταις έβιαζ' ο Οδυσσέας, </td><td align="right">450</td></tr> +<tr><td>και κείναις αναγκαστικά τους πεθαμένους φέρναν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κατόπι τα περίλαμπρα θρονιά και τα τραπέζια</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με νερό και μ' ολότρυπα σφογγάρια καθαρίσαν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οι τρεις τότε, Τηλέμαχος, Εύμαιος και βουκόλος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με ξύστραις όλον έτριβαν του τεχνικού μεγάρου </td><td align="right">455</td></tr> +<tr><td>το πάτωμα· κ' έξ' έπαιρναν κ' ερρίχναν η γυναίκες.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άμ' όλο τακτοποίησαν το δώμα εις κάθε μέρος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ταις κόραις απ' το μέγαρον εσύραν εις την μέση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που τον λαμπρόν αυλόγυρον χωρίζει από τον θόλο·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκεί ταις στενοχώρησαν, όθε φυγή δεν είχαν. </td><td align="right">460</td></tr> +<tr><td>και ο φρόνιμος Τηλέμαχος τότε 'ς τους άλλους είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Δεν θέλω εγώ με θάνατον αγνόν να ξεψυχήσουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυταίς, 'που καταράσθηκαν συχνά την κεφαλήν μου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και της μητρός μου, κ' έσμιγαν κρυφά με τους μνηστήραις».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε κ' έδεσε σχοινί μελανοπλώρου πλοίου </td><td align="right">465</td></tr> +<tr><td>'ς τον θόλο γύρω τεντωτόν από τον μέγαν στύλο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις ύψος 'που τα πόδια των 'ς την γη να μην εγγίζουν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ως κίχλαις ή περιστεραίς, οπού 'ς το βρόχι πέφτουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>στημένο 'ς τα χαμόκλαδα, και, προς το σκήνωμά των</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ενώ κινούν, ελεεινό ταις δέχεται κρεββάτι, </td><td align="right">470</td></tr> +<tr><td>ομοίως είχαν 'ς την σειρά ταις κεφαλαίς η κόραις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις τους λαιμούς των με θηλειαίς, φρικτά να ξεψυχήσουν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ώραν ολίγη σπάραξαν ταις φτέρναις των κ' επαύσαν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και 'ς της αυλής το πρόθυρο τον Μελανθέα σύραν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτιά και μύτη του 'κοφταν μ' αλύπητο μαχαίρι, </td><td align="right">475</td></tr> +<tr><td>και τα κρυφά του ανάσπαστα δώσαν ωμά των σκύλων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και μανισμένοι χέρια και σκέλη του συντρίβαν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τα χέρια και τα πόδια κατόπιν αφού νιφθήκαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τον Οδυσσέα γύρισαν και όλ' ήσαν τελειωμένα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότ' είπ' εκείνος της καλής βυζάστρας Ευρυκλείας· </td><td align="right">480</td></tr> +<tr><td>«Θειάφην, ιάμα των κακών, και πυρ φέρε μου, γραία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το δώμα να θειαφίσω εγώ· και συ την Πηνελόπη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κάλεσε, και η θεράπαιναις να την ακολουθήσουν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όλαις ταις δούλαις του σπιτιού κίνησ' εδώ να φθάσουν».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Η Ευρύκλεια του απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα· </td><td align="right">485</td></tr> +<tr><td>«Παιδί μου, ο λόγος σου είν' ορθός και λάθος δεν ευρίσκω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' άφες να σου φέρω εγώ χιτώνα και χλαμύδα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα 'χες κατάκρισιν πολλήν οι ώμοι σου οι γενναίοι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κείνα τα ράκη να φορούν 'ς τα μέγαρα σου ακόμη».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· </td><td align="right">490</td></tr> +<tr><td>«Από το πυρ πρώτα έχω εγώ 'ς τα μέγαρά μου χρεία».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Η Ευρύκλεια τον άκουσε η αγαπητή βυζάστρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και θειάφη και πυρ έφερε· τότε το μέγαρ' όλο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το δώμα ομού και την αυλήν εθειάφισ' ο Οδυσσέας.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και κείνη από τα υπέρλαμπρα δώματα του Οδυσσέα </td><td align="right">495</td></tr> +<tr><td>βγήκε να ειπή των γυναικών ογλήγορα να φθάσουν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυταίς από το μέγαρον πρόβαλαν φως βαστώντας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τον Οδυσσέα χύθηκαν, τον γλυκοχαιρετούσαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και με χαραίς 'ς την κεφαλή, 'ς τους ώμους, τον εφίλουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όλαις τα χέρια του 'σφιγγαν πόθον γλυκό αισθάνθη </td><td align="right">500</td></tr> +<tr><td>να κλαίη και ταις γνώρισεν εις την καρδιά του εκείνος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td><b>Ραψωδία Ψ</b></td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Χαρά γεμάτη ανέβηκε 'ς τ' ανώγια τότε η γραία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να είπη της βασίλισσας ότ' ήλθε ο ποθητός της·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αν κ' εις τα γόνατ' είχε ορμή, τα πόδια της τρεκλίζαν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την κεφαλή της στάθηκεν επάνω και της είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Εγείρου, Πηνελόπη μου, παιδί μου, ν' απαντήσουν </td><td align="right"> 5</td></tr> +<tr><td>τα μάτια σ' ό,τι ολοκαιρίς επόθησε η καρδιά σου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ήλθ' ο Οδυσσέας, αν και αργά, 'ς το σπίτι του έχει φθάσει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τους αυθάδεις φόνευσε μνηστήραις, οπού φθείραν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το σπίτι, την ουσία του, και το παιδί του υβρίζαν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνην αποκρίθη· </td><td align="right">10</td></tr> +<tr><td>«Αχ! οι θεοί σ' εμώραναν, βυζάστρ' αγαπημένη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που και απ' τον γνωστικώτερον την γνώσι ν' αφαιρέσουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δύνανται αυτοί, και νόησι να δώσουν του ανοήτου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τώρα κείνοι εσάλευσαν και σε, 'που φρόνιμ' ήσουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τι μ' αναπαίζεις άσπλαχνα, την καταπικραμένην, </td><td align="right">15</td></tr> +<tr><td>με λόγια ξένα, κ' έξαφνα σηκόνεις μ' απ' τον ύπνον,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπ' έδεσε κ' εσκέπασε γλυκά τα βλέφαρά μου;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ύπνον δεν πήρ' ωσάν αυτόν, απ' ότ' ο Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την Κακοΐλιον πέρασε την τρισκαταραμένην.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά καταίβα τώρ' ευθύς 'ς το μέγαρον, όθ' ήλθες, </td><td align="right">20</td></tr> +<tr><td>ότι από ταις θεράπαιναις, οπ' έχω, αν άλλη ερχόνταν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να μου ειπή τούτα, κ' έξαφνα μ' εσήκονε απ' τον ύπνο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με σκληρόν τρόπο θα 'καμνα να φύγη απ' έμπροσθέν μου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τα μέγαρο· και τώρα συ 'ς το γήρας χάριν έχε».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Η Ευρύκλεια της απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα· </td><td align="right">25</td></tr> +<tr><td>«Δεν σ' αναπαίζω εγώ σκληρά, παιδί μου, αλλά τωόντι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ήλθ' ο Οδυσσέας, έφθασε 'ς το σπίτι του, ως σου λέγω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κείνος ο ξένος οπ' εδώ καταφρονούσαν όλοι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον ήξευρε ο Τηλέμαχος πολύν καιρόν ότ' ήλθε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά με γνώσιν έκρυβε ταις γνώμαις του πατρός του, </td><td align="right">30</td></tr> +<tr><td>ως 'που να πάρη εκδίκησι των αυθαδών μνηστήρων».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε· και αυτή περίχαρη πετάχθη από την κλίνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την γραία σφικταγκάλιασε, και από τα βλέφαρά της</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έρριξε δάκρυ κ' είπε αυτής με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Έλα, βυζάστρα μου καλή, φανέρωσέ μου τώρα, </td><td align="right">35</td></tr> +<tr><td>αν έφθασεν αληθινά 'ς το σπίτι του, ως μου λέγεις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πώς τους αισχρούς κατώρθωσε μνηστήραις να κτυπήση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μόνος, και κείνοι πάντοτε μέσ' ήσαν ενωμένοι».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Η Ευρύκλεια της απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Δεν είδα εγώ, δεν έμαθα· το βόγγημά των μόνον </td><td align="right">40</td></tr> +<tr><td>άκουσα ως εφονεύονταν 'ς τα βάθη των θαλάμων</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κατάκλεισταις, περίφοβαις, καθόμασθε η γυναίκες,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως ότου από το μέγαρο μ' εκάλεσεν ο υιός σου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εστάλη απ' τον πατέρα του να με καλέση εκείνος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ορθόν 'ς την μέση των νεκρών των σκοτωμένων ηύρα </td><td align="right">45</td></tr> +<tr><td>τον Οδυσσέα· γύρω του 'ς τον πάτο ξαπλωμένοι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κείτονταν κείνοι επανωτοί· και θα τον εχαιρόσουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να τον ιδής, ως λέοντα, κατάμαυρον 'ς το αίμα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τώρα 'ς την θύρα της αυλής σωρός είν' όλοι εκείνοι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυτός λαμπρό πυρ άναψε και όλο το δώμα ωραίο </td><td align="right">50</td></tr> +<tr><td>θειαφίζει· και τώρ' έστειλεν εμέ να σε καλέσω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ακολούθησέ μ' ευθύς, να μην αργήτε, οι δύο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αφού τόσο στενάξετε, να λάβετε' ευφροσύνη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο πόθος κείνος ο μακρύς το τέλος ηύρε πλέον</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυτός εις την εστία του ζωντανός ήλθε κ' ηύρε </td><td align="right">55</td></tr> +<tr><td>ζωντανήν σε και το παιδί· και τους μνηστήραις όλους.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που τόσο τον αδίκησαν, 'ς το σπίτι του εκδικήθη».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνην απαντούσε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Μη χαίρεσαι, βυζάστρα μου, μη καυχηθής ακόμη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γνωρίζεις πόσον ασπαστός 'ς το σπίτι του θα ερχόνταν </td><td align="right">60</td></tr> +<tr><td>κείνος εις όλους κ' έξοχα 'ς εμέ και 'ς το παιδί μας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά δεν είναι αληθινά τούτ', όσα τώρα λέγεις·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κάποιος θεός θα φόνευσε τους θαυμαστούς μνηστήραις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που 'ς την σκληράν αυθάδεια, και 'ς τ' άνομ' έργα, ωργίσθη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι κανέναν των θνητών ανθρώπων δεν σεβόνταν, </td><td align="right">65</td></tr> +<tr><td>όποιος και αν τους πλησίαζε, μικρός ήταν ή μέγας.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όθεν κ' επάθαν οι ασεβείς· αλλ' ο Οδυσσέας πέρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μακράν της γης Αχαϊκής απέθανε 'ς τα ξένα».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Η Ευρύκλεια της απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ποιος λόγος, τέκνο, σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα! </td><td align="right">70</td></tr> +<tr><td>ενώ μέσ' είν' ο άνδρας σου, 'ς το πλάγι της γωνίστρας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άπιστη λέγεις ότι πλειά δεν θα 'λθη 'ς την πατρίδα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά σημάδι φανερόν άλλο απ' εμέ ν' ακούσης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το λάβωμ' οπού του 'καμε με λευκό δόντι χοίρος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ως το 'πλυνα το γνώρισα και να σ' ειδοποιήσω </td><td align="right">75</td></tr> +<tr><td>ήθελ', αλλά τα χέρια του μου απόφραξαν το στόμα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ώστε να ειπώ δεν μ' άφινεν, ο μέγας εις την γνώσι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ακολούθα· την ζωή συ λάβε μου αρραβώνα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν σ' απατήσω, εις θάνατον φρικτόν παράδοσέ με».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνην αποκρίθη· </td><td align="right">80</td></tr> +<tr><td>«Βυζάστρα μου, είναι δύσκολον, αν και πολλά γνωρίζεις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να πιάση ο νους σου ταις βουλαίς θεών των αιωνίων.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' όμως ας πηγαίνουμε κει, 'που 'ναι το παιδί μου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και των μνηστήρων τους νεκρούς να ιδώ και τον φονέα».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ως είπε αυτά, κατέβαινε κ' εδίσταζ' αν μακρόθεν </td><td align="right">85</td></tr> +<tr><td>τον άνδρα της τον ποθητόν θα εξέταζ' ή σιμά του</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα 'μενε και την κεφαλή, τα χέρια, θα του εφίλει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εισήλθε και, αφού πέρασε το πέτρινο κατώφλι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σιμά 'ς τον τοίχον κάθισεν αντίκρυ του Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>προς την φωτιά^ και αυτός σιμά 'ς τον στύλον καθισμένος </td><td align="right">90</td></tr> +<tr><td>χάμ' έβλεπε και ανέμενε πότε θα του ομιλήση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εμπρός της ως τον έβλεπεν, η ασύγκριτη συμβία.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κείνη πολληώρα σώπαινε και ο νους της απορούσε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και πότε κατά πρόσωπον τον βλέπαν οι οφθαλμοί της,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και πότε δεν τον γνώριζε 'ς τα ράκη οπού φορούσε. </td><td align="right">95</td></tr> +<tr><td>πικρά τότε ο Τηλέμαχος ωνείδισέ την κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Μητέρα, γυνή μ' άσπλαχνη ψυχή, κακομητέρα!</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ξένη από τον πατέρα μου πώς μένεις, πώς σιμά του</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν κάθεσαι, να του ομιλής και να τον εξετάζης;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ποι' άλλη γυνή θα 'μενε με τόσην απονία </td><td align="right">100</td></tr> +<tr><td>ανάμερ' απ' τον άνδρα της, 'που, αφού πολλά' χει πάθει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον χρόνον θα 'φθανε εικοστόν 'ς την γην την πατρική του;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' έχεις στερεώτερην του λίθου εσύ καρδίαν».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Παιδί μ', εις τόσην έπεσε το πνεύμα μου απορίαν, </td><td align="right">105</td></tr> +<tr><td>ώστε ομιλία προς αυτόν ή ερώτησι να κάμω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν δύναμ', ή το πρόσωπον εκείνου ν' αντικρύσω.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αν ο Οδυσσέας είναι και 'ς το σπίτι του έχει φθάσει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να γνωρισθούμ' είν' άσφαλτος ο τρόπος μεταξύ μας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κρυμμένα εις άλλους έχουμε 'ς εμάς γνωστά σημεία». </td><td align="right">110</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε· χαμογέλασεν ο θείος Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' είπε προς τον Τηλέμαχον με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Άφησε την μητέρα σου να δοκιμάζη εμένα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το σπίτι μου· και ογλήγορα θα ιδή και θα γνωρίση.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τώρ', ως με βλέπει ρυπαρόν και κακοενδεδυμένον, </td><td align="right">115</td></tr> +<tr><td>καταφρονεί με, δεν θαρρεί τωόντι ότ' είμ' εκείνος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τώρα, πώς θα ευοδωθούν τα πράγματ', ας σκεφθούμε.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι αν κανείς εντόπιον φονεύση κ' έναν μόνον,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και φίλους δεν έχει πολλούς κατόπι να τον σώσουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>φεύγει από την πατρίδα του και από τους συγγενείς του· </td><td align="right">120</td></tr> +<tr><td>κ' εμείς της χώρας την ζωή, τ' αγόρια της Ιθάκης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα πρώτα τα εξωλοθρεύσαμε^ συ τούτο σκέψου τώρα».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ο ίδιος τούτα εξέταζε, πατέρ' αγαπημένε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως λέγουν ότ' η γνώσι σου 'ς τον κόσμον είναι η πρώτη, </td><td align="right">125</td></tr> +<tr><td>ώστε προς σε δεν δύναται κανείς ν' αντιπαλαίση.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θερμοί θ' ακολουθήσουμεν εμείς· και συ δεν θαύρης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ελπίζω, ανδρείας έλλειψιν, όσ' είναι η δύναμίς μας».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Κ' εγώ θα είπ' ό,τι καλό μου φαίνεται να γείνη. </td><td align="right">130</td></tr> +<tr><td>λουσθήτε πρώτα και λαμπρούς φορέσετε χιτώναις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και η κόραις εις τα μέγαρα να στολισθούν και κείναις·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κατόπι ο θείος αοιδός με την γλυκειά κιθάρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις τον φιλόγελον χορόν ας μας εμβάση πρώτος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ώστε ότι γάμος γίνεται να λέγουν όσοι ακούσουν, </td><td align="right">135</td></tr> +<tr><td>ή διαβάταις 'που περνούν ή γείτονες τριγύρω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όπως 'ς την πόλιν η βοή του φόνου των μνηστήρων</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μην απλωθή πριν φθάσουμε εμείς εις τον αγρόν μας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έξω τον πολυφύτευτον και αυτού θέλει σκεφθούμε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ό,τι καλόν εφεύρημα 'ς τον νου μας βάλη ο Δίας». </td><td align="right">140</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε, και κείν' υπάκουσαν και, αφού λουσθήκαν πρώτα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χιτώναις φόρεσαν αυτοί κ' ενδύθηκαν και η κόραις.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>επήρ' ο θείος αοιδός την βαθουλήν κιθάρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και 'ς την καρδιά τους γέννησε γλυκειάν επιθυμία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>προς τον εξαίσιον χορόν και το τερπνό τραγούδι. </td><td align="right">145</td></tr> +<tr><td>και από το κρούσμα των ποδιών το μέγα δώμα εβρόντα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οι νέοι και η καλόζωναις γυναίκες ως χορεύαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και κάποιος είπ', ως άκουσεν απ' έξω από το δώμα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Κάποιος την πολυμνήστευτη βασίλισσα νυμφεύθη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αχ! δεν εβάσταξε η κακή 'ς του πρώτου ανδρός να μείνη </td><td align="right">150</td></tr> +<tr><td>το μέγα δώμ', ασάλευτα και όσο να φθάση εκείνος».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτά' λεγαν, και ως έγειναν τα πράγματ', αγνοούσαν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Ωστόσον εις το σπίτι του τον μέγαν Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έλουσε και άλειψε η καλή κελλάρισσα Ευρυνόμη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και φόρεμα τον ένδυσεν ωραίον και χιτώνα· </td><td align="right">155</td></tr> +<tr><td>αλλ' η Αθηνά του λάμπρυνε το σώμα, να φαντάζη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τρανώτερος, παχύτερος, και από την κεφαλή του</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σγουρήν την κόμην έσυρε 'πώμοιαζε ανθούς του κρίνου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και, ως όταν εις τον άργυρον χρυσάφι περιχύνη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τεχνίτης, οπ' ο Ήφαιστος κ' η Αθήν' έχουν διδάξει </td><td align="right">160</td></tr> +<tr><td>μ' εντέλεια να φιλοτεχνή χαριτωμένα έργα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όμοια και αυτού 'ς την κεφαλή, 'ς το σώμ', έχυσε χάρι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και 'ς την μορφήν ωσάν θεός εβγήκε απ' τον λουτήρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εγύρισεν εις το θρονί 'που 'χε καθίσει πρώτα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>της γυναικός του απέναντι, και προς εκείνην είπε· </td><td align="right">165</td></tr> +<tr><td>«Ω τρομερή, 'που σού 'πλασαν, 'ς των θηλυκών το γένος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την απονώτερην ψυχήν οι κάτοικοι του Ολύμπου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ποι' άλλη γυνή θα 'μενε με ασύντριφτην καρδίαν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ανάμερ' απ' τον άνδρα της, 'που, αφού πολλά 'χει πάθει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον χρόνον θα 'φθανε εικοστόν 'ς την γη την πατρική του; </td><td align="right">170</td></tr> +<tr><td>αλλ' έλα, κλίνην στρώσε μου, βυζάστρα, να πλαγιάσω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και μόνος· ότι σίδερον έχει 'ς τα σπλάνα εκείνη».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Τρομερέ, δεν επαίρομαι, και δεν καταφρονώ σε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ούτε ξενίζομαι πολύ· καλά σε ξεύρ' ως ήσουν, </td><td align="right">175</td></tr> +<tr><td>καράβι ότε μακρύκουπο σε πήρε απ' την Ιθάκη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' έξω από τον θάλαμο, βυζάστρα, να του στρώσης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την στερεωμένη κλίνη του, 'που 'χε ποιήσει εκείνος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έξω αφού μεταφέρετε την στερεωμένην κλίνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>προβειαίς, παπλώματα λαμπρά, και χλαίναις, να μη λείψουν». </td><td align="right">180</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε δοκιμάζοντας τον άνδρα της, και κείνος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>της συνετής του γυναικός με θλίψιν αποκρίθη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Τώρ' είπες λόγον, ω γυνή, 'που την καρδιά μου σχίζει·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την κλίνη ποιος μου 'φερε αλλού; δύσκολο και τεχνίτης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>καλός θα το κατώρθονε· μόνον θεός αν έλθη </td><td align="right">185</td></tr> +<tr><td>ακόπως θα την έπαιρνεν, αν θέλη, 'ς άλλο μέρος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά θνητός δεν την κινεί, και αν άνδρας είναι νέος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>επειδή μέγα ευρίσκεται 'ς την εργασμένην κλίνη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θαύμα· κ' εγώ το μόρφωσα με τέχνη, κανείς άλλος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μες την αυλήν ήταν φυτό μακρόφυλλης ελαίας, </td><td align="right">190</td></tr> +<tr><td>ολόχλωρ', ολοφούντωτο, και στύλου πάχος είχε.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ολόγυρά της θάλαμον εσήκωσα κτισμένον</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με πυκνούς λίθους, κ' έθεσα σκέπην επάν' ωραίαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πρόσθεσα και θυρόφυλλα καλά συναρμοσμένα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και, αφού την κόμην έκοψα της φουντωτής ελαίας, </td><td align="right">195</td></tr> +<tr><td>με τέχνην τον γυμνόν κορμόν σκεπάρνισ' απ' την ρίζα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έπλασ' αυτόν κλινόποδα με στάφνην ισιασμένον,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τρύπαις τόρνευσα παντού· και αυτούθ' εγώ την κλίνην</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άρχισα και την μόρφωσα μ' εντέλειαν, ως 'που βγήκε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όλη ελεφαντοκόλλητη και αργυροχρυσωμένη· </td><td align="right">200</td></tr> +<tr><td>και ταύρου μέσα ετάνυσα λουρί πορφυρωμένο.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ιδού, σου εφανέρωσα το γνώρισμα και αν μένει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η κλίνη μ' άσειστη, ω γυνή, δεν ξεύρω, ή της ελαίας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον πόδ' αν κάποιος έκοψε και αλλού την έχει φέρει».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε, και αυτής τα γόνατα κοπήκαν κ' η καρδία, </td><td align="right">205</td></tr> +<tr><td>άμα της είπε ασάλευτα γνωρίσματ' ο Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έκλαψεν, έδραμε 'ς αυτόν, κ' έρριξε ταις αγκάλαις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τον τράχηλόν του, εφίλησε την κεφαλή του κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Μη, Οδυσσέα, μ' οργισθής, συ των θνητών ο πρώτος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις κάθε σκέψιν· οι θεοί κακά μας εμοιράναν· </td><td align="right">210</td></tr> +<tr><td>οι φθονεροί δεν θέλησαν την νειότη να χαρούμε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αχώριστοι, ως να φθάσουμε 'ς του γήρατος την θύρα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τώρα μη μου χολεύεσαι, 'ς εμέ να μη θυμώσης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι άμα σ' είδα ταις χαραίς δεν σώκαμ', όπως τώρα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ξεύρεις, 'ς τα στήθη πάντοτε μου τρόμαζε η καρδία </td><td align="right">215</td></tr> +<tr><td>μήπως κανένας των θνητών με λόγια μ' απατήση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι πολλοί σοφίσματα κακόβουλα οργανίζουν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ουδ' η Ελέν' η Άργισσα, του Δία θυγατέρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ήθελε πέσει ερωτικά 'ς ανθρώπου ξένου αγκάλαις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν γνώριζ' ότι τ' άφοβα των Αχαιών αγόρια </td><td align="right">220</td></tr> +<tr><td>οπίσω θα την έπαιρναν εις την γλυκειά πατρίδα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τ' αχρείον έργον άσφαλτα θεός την έχει σπρώξει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και δεν προείδε το κακόν ο νους της τυφλωμένος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το φοβερό, 'που βύθισε κ' εμάς 'ς την λύπη πρώτο.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τώρ', όλ' αφού μου ανάφερες τα καθαρά σημεία </td><td align="right">225</td></tr> +<tr><td>της κλίνης μας, οπού θνητός άλλος ποτέ δεν είδε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή συ κ' εγώ κ' η μοναχή θεράπαιν' Ακτορίδα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπού ο πατέρας μώδιδεν ότε για δω κινούσα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και του θαλάμου στερεού μας φύλαγε την θύρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έπεισες την καρδία μου, πολύ σκληρή και αν είναι». </td><td align="right">230</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε, και γλυκύτερα τα δάκρυα του αναβρύζαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ενώ 'χε την αγαπητή και φρόνιμη συμβία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μ' όση χαρά την γη θωρούν αυτοί 'που κολυμβούσι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αφού 'ς του ανέμου την ορμή και των χοντρών κυμάτων</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τους σύντριψε το δυνατό καράβι ο Ποσειδώνας, </td><td align="right">235</td></tr> +<tr><td>και απ' την αφράτη θάλασσα 'ς την άκρη κολυμβώντας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>βγαίνουν ολίγοι, και πυκνή κολλά 'ς τα σώματ' άρμη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όλοι χαρά την γη πατούν, ως έφυγαν το χάρο·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με τόσην έβλεπε χαρά τον άνδρα της εκείνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και 'ς τον λαιμόν του κρέμονταν με τα λευκά της χέρια. </td><td align="right">240</td></tr> +<tr><td>κ' η ροδοδάκτυλη Ηώ θαύρισκε αυτούς να κλαίουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν άλλο δεν σοφίζονταν η γλαυκομμάτ' Αθήνη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το τέρμα της εκράτησε την νύκτα, να μακρύνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και την χρυσόθρονην Ηώ 'ς τ' Ωκεανού το χείλος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τα γοργά πουλάρια της, Φαέθοντα και Λάμπον, </td><td align="right">245</td></tr> +<tr><td>'που των θνητών φέρουν το φως, δεν άφησε να ζέψη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τότ' είπε ο πολύγνωμος 'ς εκείνην Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Αχ! ω γυνή, δεν φθάσαμε 'ς την άκρη των αγώνων</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όλων ακόμη· αμέτρητος οπίσω μόχθος μένει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πολύς, σκληρός, 'που ολόκληρον εγώ θα τελειώσω. </td><td align="right">250</td></tr> +<tr><td>τούτο προείπε μου η ψυχή του μάντη Τειρεσία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς του Άδη ότ' εκατέβηκα την κατοικιά, να μάθω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το πώς με τους συντρόφους μου να φθάσω 'ς την πατρίδα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ακολούθα με, ω γυνή, 'ς την κλίνη, να χαρούμε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ήδη τον ύπνον τον γλυκόν αντάμ' αναπαυμένοι». </td><td align="right">255</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Την κλίνη θα 'χης πάντοτε την ώρα 'που η καρδιά σου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θελήση, αφού τώρ' οι θεοί σ' αξίωσαν να φθάσης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το σπίτι το καλόκτιστο, 'ς την γη την πατρική σου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αφού θεός σου θύμισεν εκείνον τον αγώνα </td><td align="right">260</td></tr> +<tr><td>ειπέ μου τον, και, αν ως θαρρώ, κατόπι θα τον μάθω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κακό δεν είναι τώρα ευθύς να μου τον φανερώσης».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ω τρομερή, πόσο σφοδρά με βιάζεις να τον είπω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ιδού τον φανερόνω εγώ, χωρίς το ουδέν να κρύψω, </td><td align="right">265</td></tr> +<tr><td>αλλά ποσώς δεν θα χαρής, καθώς κ' εγώ δεν χαίρω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότ' εις πολλαίς χώραις θνητών παράγγειλε μου εκείνος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να πάρω δρόμο, φέρνοντας ίσιο κουπί μαζή μου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όσο να φθάσω 'ς τους θνητούς 'που θάλασσα δεν ξεύρουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και οπού δεν τρώγουν φαγητό με άλατ' αρτυμένο. </td><td align="right">270</td></tr> +<tr><td>ούτε τα κοκκινόπλωρα καράβι' αυτοί γνωρίζουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ούτε τα ίσια κουπιά, 'που 'ναι πτερά των πλοίων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ένα σημάδι φανερό μου είπε, οπού δεν κρύβω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τον δρόμον άμ' απαντηθή μ' εμέν' άλλος οδίτης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ειπή, 'ς τον λαμπρόν ώμον μου πως έχω λιχνιστήρι, </td><td align="right">275</td></tr> +<tr><td>'ς την γη να στήσω το κουπί, μου είπε, και, αφού κάμω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Ποσειδώνα βασιληά καλόδεκταις θυσίαις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κριάρι, ταύρον σφάζοντας, και χοίρον αναβάτην,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να γύρω 'ς την πατρίδα μου και να δώσ' εκατόμβαις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>των αθανάτων, 'πώχουσι των ουρανών τους θόλους, </td><td align="right">280</td></tr> +<tr><td>με την σειρά του καθενός· και θάνατος θα μ' εύρη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έξω απ' τα πέλαγα ελαφρός, και θα με σβύση αγάλι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μες τα λαμπρά γεράματα· και ωστόσ' ολόγυρά μου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα 'ναι μακάριος ο λαός· τούτ' όλ', είπε, θα γείνουν».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· </td><td align="right">285</td></tr> +<tr><td>«Αφού καλήτερο οι θεοί το γήρας σου ετοιμάζουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έχεις ελπίδ' αργότερα τα πάθη σου να παύσουν».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τα λόγια ταύτα ενώ 'λεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η Ευρυνόμη ετοίμαζε την κλίνη και η βυζάστρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με μαλακά σκεπάσματα, 'ς την λάμψι των λαμπάδων. </td><td align="right">290</td></tr> +<tr><td>και άμ' έστρωσαν με προσοχή την στερεωμένην κλίνην,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εγύρισ' η γερόντισσα 'ς το σπίτι να πλαγιάση·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η Ευρυνόμη με το φως εμπρός τους προχωρούσε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την κλίνην ενώ πήγαιναν, και, αφού στον θάλαμόν τους</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τους πήγεν, αναχώρησε· και της αρχαίας κλίνης, </td><td align="right">295</td></tr> +<tr><td>με την καρδιά περίχαρη, την θέσι κείνοι ευρήκαν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ωστόσο οι τρεις, Τηλέμαχος, Εύμαιος και βουκόλος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον χορό παύσαν, κ' έκαμαν να παύσουν η γυναίκες,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και 'ς τα ισκιωμένα μέγαρα κατόπι αναπαυθήκαν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Κ' οι δύο κείνοι, την γλυκειάν αγάπη αφού χαρήκαν, </td><td align="right">300</td></tr> +<tr><td>με ηδονή λόγους πολλούς ελέγαν μεταξύ τους.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έλεγεν όσα υπόφερε 'ς το σπίτ' η γυνή θεία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την πάγκακη συνάθροισι να βλέπη των μνηστήρων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπ' εξ αίτιας της πολλούς μόσχους και αρνιά παχεία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έσφαζαν και από το κρασί τους πίθους αδειάζαν. </td><td align="right">305</td></tr> +<tr><td>και πάλιν ο διογέννητος της έλεγε Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πόσους ερήμωσε θνητούς και πόσ' έπαθ' εκείνος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άκουε κείνη με ηδονή και δεν της έπεφτ' ύπνος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τα βλέφαρα, πριν όλ' αυτός με τάξιν ιστορήση.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άρχισε πώς τους Κίκοναις ενίκησε, κατόπι </td><td align="right">310</td></tr> +<tr><td>πώς έφθασε 'ς την κάρπιμη των Λωτοφάγων χώρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πόσ' έπραξεν ο Κύκλωπας, και αυτός πώς εκδικήθη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τον άσπλαχνον 'που του 'φαγε τους ποθητούς συντρόφους·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τον Αίολο πώς έφθασε, 'που ολόψυχα τον δέχθη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τον προβόδα 'ς την γλυκειά πατρίδα του, αλλά μοίρα </td><td align="right">315</td></tr> +<tr><td>δεν ήτο ακόμη, και άνεμος σφοδρός τον πήρε πάλι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις τα ιχθυοφόρα πέλαγα τον αναστεναγμένον.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πώς πήγε 'ς την Τηλέπυλη των Λαιστρυγόνον χώρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που σύντριψαν τα πλοία του και τους λαμπρούς συντρόφους</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όλους· και αυτός μ' ολόμαυρο καράβι εσώθη μόνος· </td><td align="right">320</td></tr> +<tr><td>της είπ' όσα σοφίσματα και δόλους είχε η Κίρκη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς του Άδη πώς κατέβηκε τ' αραχνιασμένο δώμα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να ερωτήση την ψυχή του μάντη Τειρεσία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με καράβι πολύσκαρμο κ' είδ' όλους τους συντρόφους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και κείνην 'που τον γέννησε και γλυκανάστησέ τον. </td><td align="right">325</td></tr> +<tr><td>το λάλημα πώς άκουσε των ηχηρών Σειρήνων·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς ταις Πλαγκταίς Πέτρας, 'ς την δεινή Χάρυβδι, πώς ευρέθη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την Σκύλλα, οπού δεν πέρασε θνητός χωρίς να πάθη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οι σύντροφοι πώς φόνευσαν τα βώδια του Ηλίου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πώς με φλογώδη κεραυνόν ο υψηλοβρόντης Δίας </td><td align="right">330</td></tr> +<tr><td>του 'σχισε το καράβι του, κ' οι σύντροφ' οι γενναίοι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χαθήκαν όλοι, κ' έφυγε την μαύρη μοίρα μόνος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την Καλυψώ πώς έφθασε, 'ς την νήσον Ωγυγία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πώς τον κρατούσε, και άνδρα της επόθει να τον κάμη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τα κοίλα σπήλαια, κ' έτρεφεν αυτόν και γνώμην είχε </td><td align="right">335</td></tr> +<tr><td>αθάνατον και αγέραστον αυτόν να καταστήση·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά ποτέ δεν έπειθε 'ς τα στήθη την ψυχή του·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πώς έφθασε 'ς τους Φαίακαις, πολύ βασανισμένος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πώς ως θεόν ολόψυχα τον τίμησαν εκείνοι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και, αφού χρυσάφι, αφού χαλκόν κ' ενδύματα του δόσαν, </td><td align="right">340</td></tr> +<tr><td>με καράβι τον έστειλαν 'ς την ποθητήν πατρίδα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άλλο δεν είπε, ως έπεσε 'ς αυτόν ο γλυκύς ύπνος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όλα τα μέλη του 'λυσε και της ψυχής τα πάθη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τότ' άλλο πάλι εφεύρηκεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άμα εστοχάσθη 'που η καρδιά θα ευφράνθη του Οδυσσέα </td><td align="right">345</td></tr> +<tr><td>την κλίνη της συντρόφου του και την ανάπαυσί του,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κίνησε την χρυσόθρονην Ηώ του όρθρου κόρην</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' τον Ωκεανό, το φως να φέρη των ανθρώπων.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>από την κλίνη τότε αυτός σηκώθη κ' είπ' εκείνης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ήδη χορτάσαμε, ω γυνή, 'ς τα βάσανα κ' οι δύο· </td><td align="right">350</td></tr> +<tr><td>συ έρμη στέναζες εδώ για την επιστροφή μου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εμέ 'ς τα πάθη σπέδιζαν όλ' οι θεοί και ο Δίας.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ενώ να φθάσω εσπούδαζα 'ς την ποθητήν πατρίδα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τώρ', αφού πάλιν ηύραμε την πρόσχαρή μας κλίνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα κτήματ', όσα μώμειναν 'ς το σπίτι θα προσέχης· </td><td align="right">355</td></tr> +<tr><td>και όσα σφακτά μου αφάνισαν οι προπετείς μνηστήρες,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τόσα θα πάρω μόνος μου, και αλλ' οι Αχαιοί θα δώσουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως ότου γύρω ταις αυλαίς να μου γεμίσουν όλαις.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' εγώ 'ς τον πολύδενδρον αγρόν μου θα πηγαίνω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τον αγαθόν πατέρα μου, 'που μου ταλαιπωρείται· </td><td align="right">360</td></tr> +<tr><td>και σέν', αν κ' έχης φρόνησιν, ιδού τι παραγγέλλω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο ήλιος άμα σηκωθή, θα προχωρήση ο λόγος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πώς τους μνηστήραις φόνευσα εγώ 'ς τα μέγαρά μου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όθεν 'ς τ' ανώγι αναίβα συ με ταις θεράπαιναίς σου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κάθισε αυτού, μην ερωτάς, κανέναν μη κυττάζης». </td><td align="right">365</td></tr> +<tr><td>Είπε και, τ' άρματα λαμπρά 'ς τους ώμους του αφού 'ζώσθη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ξύπνησε τον Τηλέμαχον και ομού τον χοιροτρόφον,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τον βουκόλον, κ' είπε αυτών όπλα να πάρουν όλοι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ως πρόσταξε, αρματώθηκαν εκείνοι και την θύραν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άνοιξαν κ' εξεκίνησαν κατόπιν του Οδυσσέα, </td><td align="right">370</td></tr> +<tr><td>ενώ το φως ήταν 'ς την γην αλλ' η Αθηνά τους πήρε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έξω απ' την πόλι γλήγορα με νύκτα σκεπασμένους.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td><b>Ραψωδία Ω</b></td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και των μνηστήρων ταις ψυχαίς σιμά του προσκαλούσε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο Ερμής Κυλλήνιος· χρυσό ραβδί κρατούσε ωραίο·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μ' εκείνο ανθρώπου βλέφαρα γλυκά 'ς τον ύπνο κλίνει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπόταν θέλ', ή κ' έξαφνα κοιμώμενον εγείρει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μ' εκείνο ταις εκέντησε και αυταίς ακολουθούσαν </td><td align="right"> 5</td></tr> +<tr><td>τρίζοντας· και, ως πτεροκοπούν 'ς το βάθος άντρου θείου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η νυκτερίδες τρίζοντας, αν απ' τον βράχο μία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πέση της όλης αρμαθιάς, και ομού πλεκταίς κρατιούται,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>παρόμοια τρίζαν η ψυχαίς, ενώ ταις ωδηγούσε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μέσ' από δρόμους σκοτεινούς ο αντίκακος Ερμείας. </td><td align="right">10</td></tr> +<tr><td>τα ρείθρα του Ωκεανού, την πέτρα την Λευκάδα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ταις πύλαις του Ηλίου και την χώρα των ονείρων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πέρασαν, κ' έφθασαν γοργά 'ς τ' ασφοδελό λειβάδι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπού η ψυχαίς εγκατοικούν, σκιαίς αναπαυμένων.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κει την ψυχήν απάντησαν του Αχιλλιά Πηλείδη </td><td align="right">15</td></tr> +<tr><td>και του Πατρόκλου ομού μ' αυτόν, του άψεγου Αντιλόχου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Αίαντα, 'που 'ς την μορφή θα ενίκα και 'ς το σώμα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τους Δαναούς, αν έλειπεν ο ασύγκριτος Πηλείδης.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και, τούτοι ενώ συνώδευαν οι τρεις τον Αχιλλέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η ψυχή του Αγαμέμνονα, του Ατρείδ' ήλθε σιμά τους </td><td align="right">20</td></tr> +<tr><td>θλιμμένη· και τρυγύρω της συνάχθηκαν η άλλαις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όσαις μαζή του απέθαναν 'ς την κατοικιά του Αιγίσθου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και του Πηλείωνα η ψυχή πρώτ' είπε προς εκείνον·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ατρείδη, εμείς ελέγαμε πως όλων των ηρώων</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σε θα προτίμα ολοκαιρίς ο χαιρεβρόντης Δίας, </td><td align="right">25</td></tr> +<tr><td>αφού βασίλευες πολλών ανθρώπων και γενναίων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όταν 'ς την Τροίαν οι Αχαιοί σκληρόν είχαμ' αγώνα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' όμως πρόκαιρα και σε να εύρ' η πικρή μοίρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έμελλ', οπ' άμα γεννηθή θνητός δεν αποφεύγει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να σ' είχε πάρει ο θάνατος και η μοίρ', ακόμη ότ' ήσουν </td><td align="right">30</td></tr> +<tr><td>εις την Τρωάδα υπέρλαμπρος των άλλων βασιλέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τάφον τότ' οι Παναχαιοί λαμπρόν θα σου σηκόναν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ωραίαν δόξαν θα 'παιρνες ν' αφήσης του παιδιού σου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' από θάνατον φρικτόν σου 'μέλλετο να πέσης».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και προς αυτόν απάντησε τότε η ψυχή του Ατρείδη· </td><td align="right">35</td></tr> +<tr><td>«Πηλείδη ω μακάριε, θεόμορφε Αχιλλέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την Τροίαν έπεσες μακράν απ' τ' Άργος, κ' εσφαζόνταν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ήρωες Τρώαις και Αχαιοί, με πείσμα να σε πάρουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και συ, 'ς το μέσο απέραντος νεκρός, 'ς την πυκνή σκόνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κειτάμενος, τους ιππικούς αγώναις σου ελησμόνεις. </td><td align="right">40</td></tr> +<tr><td>εμείς επολεμούσαμεν ολημέρα, και η μάχη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν έπαυ', αν ανεμικήν δεν είχε στείλει ο Δίας.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τα πλοί' από τον πόλεμο σ' εφέραμε, 'ς την κλίνη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σ' εθέσαμε, και με χλιό νερό τ' ωραίο σώμα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>καθάραμε και μ' αλοιφή· και δάκρυα θερμά χύναν </td><td align="right">45</td></tr> +<tr><td>ολόγυρά σου οι Δαναοί κ' εκόψαν τα μαλλιά των.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ως τό 'μαθε η μητέρα σου, με ταις θαλάσσιαις κόραις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ήλθεν από το πέλαγος, και ανάκουστη εσηκώθη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>βοή 'ς τον πόντο, κ' έφριξαν των Αχαιών τα πλήθη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και θα ωρμούσαν ν' αναιβούν 'ς τα βαθουλά καράβια, </td><td align="right">50</td></tr> +<tr><td>αλλ' άνδρας τους εκράτησε, πολλών και αρχαίων γνώστης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο Νέστορας, οπ' αρεστήν έδιδε εις όλα γνώμη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκείνος τους αγόρευσε καλόγνωμα και είπε :</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>—Αργείοι, Αχαιόπαιδα, μη φεύγετε, σταθήτε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>από το πέλαγος εδώ με ταις θαλάσσιαις κόραις </td><td align="right">55</td></tr> +<tr><td>έρχεται η μάννα, το νεκρό παιδί της ν' αγκαλιάση.—</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' οι μεγαλόψυχοι Αχαιοί τον άκουσαν κ' εμείναν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γύρω σου η κόραις στήθηκαν του γέρου της θαλάσσης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εμοιρολόγαν, και άφθαρτα φορέματα σ' ενδύσαν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>καλόφωνα, με την σειράν, η εννέα Μούσαις όλαις </td><td align="right">60</td></tr> +<tr><td>θρηνολογούσαν και άδακρυ δεν ήταν μάτι Αργείου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τόσο η γλυκόφωνη βαθειά τους είχ' εγγίξ' η Μούσα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ημερονύκτια δεκαεπτά σ' εκλαίαμ' ενωμένοι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αντάμ' οι αθάνατοι θεοί με τους θνητούς ανθρώπους.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σε παραδώσαμε 'ς το πυρ, μες την δεκάτη ογδόη, </td><td align="right">65</td></tr> +<tr><td>και αρνιά παχειά σου σφάξαμε και βώδια στριφοπόδα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>καιόσουν συ μες των θεών τα ενδύματα με πλήθος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μέλι γλυκό και μ' αλοιφή· και γύρω εις την πυρά σου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ήρωες πάμπολλοι Αχαιοί 'ς τα όπλα εταραχθήκαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πεζοί και ιππείς· και αλαλαγμοί σηκώθηκαν και κρότοι· </td><td align="right">70</td></tr> +<tr><td>και, αφού του Ηφαίστου σ' έφαγεν η φλόγα, τα λευκά σου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κόκκαλα εμείς, το χάραμμα, συνάξαμε, Αχιλλέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς αλοιφή και άδολο κρασί, μέσα 'ς τον αμφορέα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' έδωκε η μητέρα σου, του Διονύσου δώρο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χρυσόν, και φιλοτέχνημα του δοξασμένου Ηφαίστου. </td><td align="right">75</td></tr> +<tr><td>κει τα λευκά σου κόκκαλα είν', ένδοξε Αχιλλέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με του Πατρόκλου ανάμικτα του προαπεθαμένου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και του Αντιλόχου χωριστά, 'που των συντρόφων όλων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αφού 'πεσεν ο Πάτροκλος, εξόχως προτιμούσες.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ολόγυρά τους θαυμαστόν σηκώσαμε και μέγαν </td><td align="right">80</td></tr> +<tr><td>τάφον, ο ιερός στρατός των λογχιστών Αργείων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις άκραν άκρης, 'ς τον πλατύν Ελλήσποντον επάνω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να τον διακρίνουν φανερά μακρόθε απ' τα πελάγη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όσοι ζουν σήμερα θνητοί και όσοι κατόπι θα 'λθουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και των θεών εζήτησεν η μάννα σου βραβεία </td><td align="right">85</td></tr> +<tr><td>ωραία και τα πρόβαλε 'ς τους πρώτους των Αργείων.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πολλαίς σου έτυχε τα ιδής ταφαίς ανδρών ηρώων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως, όταν συμβή θάνατος μεγάλου βασιλέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οι νέοι ζώνοντ' άρματα, βραβεία να κερδίσουν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' εκείνα θα θαύμαζες εξόχως τα βραβεία, </td><td align="right">90</td></tr> +<tr><td>'που πρόβαλ' η αργυρόποδη η Θέτις 'ς την ταφή σου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι πολύ σ' αγάπησαν οι αθάνατοι, Αχιλλέα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ιδού τώρ', αν και απέθανες, δεν 'χάθη τ' όνομά σου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' αιώνια θα δοξάζεσαι 'ς τα γένη των ανθρώπων.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' απ' τον πόλεμον εγώ τι κέρδος τώρ' ευρήκα; </td><td align="right">95</td></tr> +<tr><td>'ς την γη μου φρικτόν όλεθρον μ' είχ' ετοιμάσει ο Δίας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' της μιαρής συντρόφου μου τα χέρια και του Αιγίσθου».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότ' ο αργοφόνος έφθασεν, ο μηνυτής Ερμείας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με των μνηστήρων ταις ψυχαίς, 'που φόνευσ' ο Οδυσσέας. </td><td align="right">100</td></tr> +<tr><td>κ' οι δύο κείνοι εθαύμασαν και προς αυτούς κινήσαν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Αγαμέμνονα η ψυχή τον ένδοξον, άμ' είδε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εγνώρισε Αμφιμέδοντα, του Μελανέα γόνον,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που, της Ιθάκης κάτοικος, δεχθή τον είχε ξένον·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκείνον επροσφώνησε τότε η ψυχή του Ατρείδη· </td><td align="right">105</td></tr> +<tr><td>«Τί πάθημ', Αμφιμέδοντα, σας έρριξε 'ς τον Άδη;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όλοι εκλεκτοί και ομήλικες! οπού 'ς την πόλιν άλλο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν θαύρισκες, αν διάλεγες, όμοιο λογάρι ανδρείων.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μη μες τα πλοία σύντριψεν εσάς ο Ποσειδώνας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με κύματα, οπού σήκωσε μακρά και ανεμοζάλη, </td><td align="right">110</td></tr> +<tr><td>ή εχθροί 'ς την γη σας χάλασαν, ενώ βώδια και αρνία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εσείς αρπάζετε απ' αυτούς, ή ενώ κείνοι την πόλι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ταις γυναίκαις από σας να σώσουν πολεμούσαν;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το ερώτημά μου απάντησε, και ξένος σου καυχώμαι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και δεν θυμάσαι σπίτι σου πώς ήλθα με τον θείον </td><td align="right">115</td></tr> +<tr><td>Μενέλαο, να πείσουμεν εμείς τον Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να 'λθη με τα κολόστρωτα καράβια 'ς την Τρωάδα;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εις ένα μήνα σχίσαμε τα πέλαγ', αφού μόλις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Οδυσσέα πορθητή μαλάξαμε την γνώμη».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και του Αμφιμέδοντα η ψυχή τότ' είπε προς εκείνον· </td><td align="right">120</td></tr> +<tr><td>«Ω Αγαμέμνον' αρχηγέ, τρισένδοξε Ατρείδη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όλα ενθυμούμαι, διότροφε, κείνα 'που μνημονεύεις.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα σου αναφέρω τώρα εγώ τον τρόπον, πώς εγίνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του θλιβερού θανάτου μας· εμείς μνηστεύαμ' όλοι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Οδυσσέα, 'που 'λειπε 'ς τα ξένα, την συμβία. </td><td align="right">125</td></tr> +<tr><td>κείνη τον γάμον μισητόν ν' αρνείτ' ή να τελειόνη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν έστεργ', ενώ σπούδαζε να ευρή τον όλεθρόν μας.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και νέο τέχνασμα, το εξής, 'ς τον νου της εσοφίσθη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πανί μεγάλον έστησε 'ς το μέγαρο, να υφάνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>λεπτόν, αμέτρητο, κ' ευθύς προς εμάς είπε· ω νέοι </td><td align="right">130</td></tr> +<tr><td>μνηστήρες μου, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον γάμον μη μου βιάζετε, σταθήτε, ως ν' αποκάμω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το ύφασμα αυτό, τα γνέματα να μη μου παν χαμένα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Λαέρτ' ήρωα σάβανο, για τον καιρό, 'που η μαύρη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου θα τον πάρη, </td><td align="right">135</td></tr> +<tr><td>των Αχαιίδων μη καμμιά 'ς τον τόπο μ' ονειδίση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν κείτεται ασαβάνωτος αυτός 'που πλούσιος ήταν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτά 'πε κ' εκατάπεισε την ανδρική ψυχή μας.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότε ολημέρα το πανί τα μέγ' ύφαιν' εκείνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και νύκτα το ξεΰφαινε 'ς την λάμψι των λαμπάδων. </td><td align="right">140</td></tr> +<tr><td>ιδού πώς απ' τους Αχαιούς με δόλο 'κρύφθη εκείνη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τρεις χρόνους· και τον τέταρτον ότ' έφεραν η ώραις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως τα φεγγάρια χάνονταν κ' η 'μέραις επληθύναν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μας το 'πε μια των γυναικών, οπού τα γνώριζ' όλα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ηύραμε αυτήν που τ' εύμορφο ξεΰφαινε πανί της· </td><td align="right">145</td></tr> +<tr><td>ιδού πώς το τελείωσε βιασμένη απ' την ανάγκη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και το σινδόνι ότ' έφερε 'ς το φως, οπ' είχε υφάνει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και καθαρίσει, ώστ' έλαμπεν ως ήλιος η σελήνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κακή μας κάπουθ' έφερε τον Οδυσσέα μοίρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς άκρη εξοχής, όπ' έμεινεν εκείνου ο χοιροτρόφος. </td><td align="right">150</td></tr> +<tr><td>αυτού και ο ποθητός υιός του θείου Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με μαύρο πλοίον έφθασεν απ' την αμμώδη Πύλο.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και, άμ' ωργανίσαν θάνατον κακόν εις τους μνηστήραις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την πόλιν εκατεβήκαν, ύστερος ο Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και πρώτος ο Τηλέμαχος· εκείνον ωδηγούσε </td><td align="right">155</td></tr> +<tr><td>ο χοιροτρόφος, με κακά φορέματα ενδυμένον,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>παρόμοιον με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτην,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπ' ακουμβούσε 'ς το ραβδί και αχρεία ρούχα εφόρει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και, ως έξαφνα εφανίσθη αυτός, κανείς να τον γνωρίση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν εδυνήθη και 'ς εμάς ηλικιωμένοι αν ήσαν. </td><td align="right">160</td></tr> +<tr><td>τον εκακοποιούσαμε με λόγια και με κτύπους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυτός μ' ατάραχην ψυχήν έστεκε να υποφέρη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κτυπήματα και ονειδισμούς 'ς τα ίδια μέγαρά του.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ', ότε ο νους τον έγειρε του αιγιδοφόρου Δία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αφού με τον Τηλέμαχον τα λαμπρά όπλα επήρε </td><td align="right">165</td></tr> +<tr><td>κ' εφύλαξε 'ς τον θάλαμον, κ' εκλείδωσε την θύραν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έσπρωξ' ο ευρετικώτατος την ίδια του συμβία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τόξο και σίδερο λευκό να θέση των μνηστήρων</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αγώνα και του φόνου αρχήν 'ς εμάς 'που ωργίσθ' η μοίρα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του δεινού τόξου την χορδή κανείς μας να τανύση </td><td align="right">170</td></tr> +<tr><td>δεν εδυνήθη, και αρκετή δεν είχαμεν ανδρεία.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ότε να φθάσ' έμελλε 'ς τα χέρια του Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το μέγα τόξο, με βοήν εμείς φωνάζαμ' όλοι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς αυτόν, ό,τι και αν έλεγε, το τόξο να μη δώσουν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' έδωκε ο Τηλέμαχος την προσταγή και μόνος. </td><td align="right">175</td></tr> +<tr><td>και ως το 'λαβε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την χορδή τάνυσ' εύκολα· και ταις αξίναις όλαις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πέρασε· τότ' εστήθη ορθός 'ς την θύρα και άδεισ' όλα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα βέλη, μ' άγριο βλέφαρο· τον βασιλέ' Αντίνον</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κτύπησε, κ' έπειτ' έρριχνε στεναγμοφόρα βέλη </td><td align="right">180</td></tr> +<tr><td>'ς τους άλλους όλους, κ' έπεφταν σωρός εκείνοι εμπρός του.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και φανερά κάποιος θεός μ' αυτούς εσυμμαχούσε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θάρρος τόσ' είχαν άμετρο 'ς την ρώμη τους, και γύρω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τα δώματα τους φόνευαν φρικτά κείνοι βογγούσαν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως κρούονταν η κεφαλαίς, και ο πάτος έβραζ' αίμα. </td><td align="right">185</td></tr> +<tr><td>Ατρείδ', ιδού πώς πέσαμε, και ακόμη αμελημένα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα λείψανά μας κείτονται 'ς το δώμα του Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν το 'ξευραν 'ς τα σπίτια μας οι ποθητοί θα πλύναν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' το μαύρ' αίμα ταις πληγαίς, 'ς την κλίνη θα μας κλαίαν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την νεκρικήν, ως πάντοτε τιμούντ' οι απεθαμένοι». </td><td align="right">190</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και του Ατρείδ' είπε η ψυχή· «Πόσο σε μακαρίζω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σε, του Λαέρτη γέννημα, πολύτεχνε Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότ' υψηλού φρονήματος απόκτησες συμβία·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τι γνώμη αγνή 'ς την φρόνιμην εφάνη Πηνελόπη!</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πόσο τον Οδυσσέα της κρατούσε εις την καρδία! </td><td align="right">195</td></tr> +<tr><td>και του ηψηλού φρονήματος η δόξα της θα ζήση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και θέλει πλάσσουν οι θεοί τραγούδι αγαπημένο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις του θνητούς, την φρόνιμη να λέγη Πηνελόπη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκείνη δεν κακούργησεν ως του Τυνδάρου η κόρη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που φόνευσε τον άνδρα της, και απάνθρωπο τραγούδι </td><td align="right">200</td></tr> +<tr><td>θα 'ναι 'ς τον κόσμο, και άφησε 'ς των θηλυκών το γένος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>φήμην κακήν, ώστε η καλαίς και κείναις να μισούνται».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τους λόγους τούτους οι νεκροί τότ' έλεγαν, οι δύο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τα βάθη ως έστεκαν της γης, 'ς την κατοικιά του Άδη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και κείνοι, αφού κατέβηκαν από την πόλι, φθάσαν </td><td align="right">205</td></tr> +<tr><td>'ς τον καλοσύστατον αγρόν ωραίον, του Λαέρτη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπ' είχε κείνος μ' ίδρωτα, με μόχθον, αποκτήσει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>είχ' εκεί σπίτι, 'ς την αυλήν, ολόγυρα, καλύβαις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να κάθωνται, να τρέφωνται, και να κοιμώνται οι δούλοι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οι αγορασμένοι, οπού 'ς αυτόν ό,τ' ήθελ' εργαζόνταν. </td><td align="right">210</td></tr> +<tr><td>ήταν και γραία Σικελή, 'που τον γεροκομούσε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως πρέπει, αυτού 'ς την εξοχή, μακράν από την πόλι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότ' ο Οδυσσέας έλεγε των δούλων και του υιού του·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Σεις τώρα 'ς την καλόκτιστην εμπήτε κατοικία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και χοίρον σφάξετε καλόν, να ετοιμασθή το γεύμα· </td><td align="right">215</td></tr> +<tr><td>αλλ' εγώ τον πατέρα μου θα δοκιμάσω τώρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν, ως με ιδούν τα μάτια του, μ' αναγνωρίση εκείνος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή αν, αφού μας χώρισαν καιροί, δεν με νοήση».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε και τ' άρματ' έδωκε των δούλων κ' ενώ κείνοι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το δώμα μέσα επήγαιναν, αυτός μέσα 'ς τον κήπον </td><td align="right">220</td></tr> +<tr><td>πολύδενδρον, την δοκιμή να κάμη, προχωρούσε.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον κήπον καταιβαίνοντας δεν ηύρε τον Δολίον,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ουδέ των δούλων εύρηκε κανένα ή των παιδιών του·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αναχωρήσ' είχαν αυτοί, λιθάρια να συνάξουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>φράχτην του κήπου, και οδηγός 'ς αυτούς ο γέρος ήταν. </td><td align="right">225</td></tr> +<tr><td>και μόνον τον πατέρα του 'ς το πρόσχαρο κηπάρι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ηύρε, οπού κάποιο σκάλιζε φυτό· φορούσε αχρείον</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ραπτόν χιτώνα λιγδερόν, και βωδιναίς κνημίδαις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όπως μην αγκαθίζεται, 'ς ταις κνήμαις είχε δέσει·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>από τους βάτους φύλαγε τα χέρια με χειρίδαις, </td><td align="right">230</td></tr> +<tr><td>και, ως έτρεφε την λύπη του, γίδινο εφόρει κράνος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον είδεν ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κομμένον απ' τα γερατειά, 'ς την θλίψι βυθισμένον,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εις μέγα δένδρον απιδιάς εστάθηκε να κλαίη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και να μετρήση εβάλθηκε 'ς του λογισμού τα βάθη, </td><td align="right">235</td></tr> +<tr><td>αν θ' αγκαλιάση τον γλυκόν πατέρα κ' ευθύς όλα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να του ειπή, πώς έφθασε 'ς την γη την πατρική του,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή μ' ερωτήματα πολλά να δοκιμάση πρώτα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τούτο συμφερώτερο του φάνηκε αφού 'σκέφθη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με λόγια πρώτα εγγικτικά την δοκιμή να κάμη. </td><td align="right">240</td></tr> +<tr><td>μ' αυτήν την γνώμη σίμωσεν ο θείος Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και το φυτόν ο γέροντας ξελλάκκιζε σκυμμένος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το πλάγι τον προσφώνησεν ο ένδοξος υιός του·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ω γέρε, δεν είσ' άτεχνος καλλιεργητής του κήπου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>περιποιείσ' όλα καλά· 'ς το κλείσμ' αυτό δεν είναι </td><td align="right">245</td></tr> +<tr><td>ένα δενδρούλι, μια συκιά, κλήμ' ένα, μι' ελαία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μί' απιδιά, μία βραγιά, μη περιποιημένη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άλλο τι εγώ θε να σου ειπώ, και μη 'ς εμέ θυμώσης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>συ είσαι απεριποίητος· σιμά 'ς τ' άτερπνο γήρας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έχεις το σώμα ρυπαρό και φορείς ρούχ' αχρεία· </td><td align="right">250</td></tr> +<tr><td>ο κύριος δεν σ' αμελεί, καλός ως είσ' εργάτης.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>καθόλ' ό,τ' είναι δουλικό με σέ δεν ταιριάζει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και από μορφή και ανάστημα συ δείχνεις βασιλέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οποίος είναι, αφού λουσθή και φάγη και πλαγιάση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις κλίνην μαλακώτατην, ως πρέπει των γερόντων. </td><td align="right">255</td></tr> +<tr><td>αλλ' έλα τώρα, λέγε με μ' αλήθεια, τίνος είσαι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δούλος, και τίνος γεωργείς τον κήπον, οπού βλέπω;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τούτο ακόμη να μου ειπής, αν είναι αυτή τωόντι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η Ιθάκη, εδώ 'που φθάσαμεν, ως μου 'πεν από τώρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άνθρωπος, 'που μ' απάντησεν, ενώ δω πέρ' ερχόμουν, </td><td align="right">260</td></tr> +<tr><td>όχι πολύ νοητικός, αφού να ειπή, ν' ακούση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το κάθε τι, δεν έστεργεν, ενώ τον ερωτούσα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο ξένος μου τι γίνεται, 'ς τους ζωντανούς αν ήναι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή απέθανε κ' ευρίσκεται 'ς την κατοικιά του Άδη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι άκου τώρ' ό,τι θα ειπώ και ας το φυλάξη ο νους σου· </td><td align="right">265</td></tr> +<tr><td>άνδρα εγώ ξένισ' άλλοτε, 'ς την γη την πατρική μου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπ' είχε' έλθει 'ς το σπίτι μας· και απ' όσους ξένους είδα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το δώμα μου ασπαστότερος άλλος θνητός δεν ήλθε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' την Ιθάκη κήρυττε το γένος και πατέρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον Αρκεισιάδην έλεγεν ότ' είχε, τον Λαέρτη. </td><td align="right">270</td></tr> +<tr><td>'ς το σπίτι μου τον πήρα εγώ κ' εκαλοξένισά τον.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αφού 'χε απ' όλα τα καλά το δώμα μου αφθονία.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αρμόδι' ακόμη του 'δωκα φιλοξενίας δώρα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>επτά του 'δωκα τάλαντα, χρυσόν τεχνουργημένον·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του χάρισα ολοπλούμιστον ολάργυρον κρατήρα, </td><td align="right">275</td></tr> +<tr><td>και χλαίναις μοναίς δώδεκα, και τάπηταις ομοίως,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τόσ' επανωφόρια, τόσους κοντά χιτώναις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έξω από τούτα τέσσεραις, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτραις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γυναίκαις ωραιόταταις, ως διάλεξεν εκείνος».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και προς αυτόν δακρύζοντας απάντησε ο πατέρας· </td><td align="right">280</td></tr> +<tr><td>«Ω ξέν', ευρίσκεσαι 'ς την γην, οπ' ερωτάς να μάθης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άνδρες αυθάδεις, ασεβείς, παράνομοι, την έχουν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τ' άπειρ', όσα χάρισες δώρα, χαμένα τα 'χεις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις την Ιθάκη ζωντανόν αν εύρισκες εκείνον,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα σ' αντιφιλοξένιζε και θα σε προβοδούσε </td><td align="right">285</td></tr> +<tr><td>με δώρα, ως πρέπει προς αυτόν 'που μας ξενίση πρώτος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τώρα ειπέ μου καθαρά, πόσ' έτ' είν' αφού 'δέχθης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κείνον τον ξένον έρημον, υιόν μου, άν ποτ' εζούσε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άμοιρον, 'που, των ποθητών μακράν και της πατρίδος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ψάρια 'ς τον πόντον έφαγαν ή 'ς την στερηά θηρία </td><td align="right">290</td></tr> +<tr><td>και όρνεα κατασπάραξαν και αχ! δεν τον έχει ενδύσει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>νεκρόν και δεν τον έκλαψεν η μάννα και ο πατέρας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εμείς 'που τον γεννήσαμεν και τον αγαπημένον</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άνδρα της η πολύδωρη, φρόνιμη Πηνελόπη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως πρέπει, δεν ξεφώνησε 'ς την ύστερή του κλίνη, </td><td align="right">295</td></tr> +<tr><td>ουδέ τα μάτια του 'κλεισεν, ως των νεκρών αρμόζει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τώρα τούτο λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ποιος είσαι; ποιο το γένος σου; πού η πόλις και οι γονείς σου;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πού μένει το καράβι σου, 'που σ' έφερ' εδώ πέρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με τους λαμπρούς συντρόφους σου; μη τάχα εις ξένο πλοίο </td><td align="right">300</td></tr> +<tr><td>ήσο επιβάτης κ' έφυγαν εκείνοι αφού σε βγάλαν;»</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ τούτ' όλ' όσ' ερωτάς με·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Αλύβαντ' είμαι κάτοικος, οπ' έχω το παλάτι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του βασιλέ' Αφείδαντα του Πολυπημονίδη </td><td align="right">305</td></tr> +<tr><td>υιός είμαι, κ' Επήριτον με λέγουν, αλλ' η μοίρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αθέλητον δω μ' έσπρωξεν από την Σικανία·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και το καράβι μ' άφησα μακράν από την πόλι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο πέμπτος χρόνος έκλεισεν απ' ότ' ο Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πέρασε απ' την πατρίδα μου· καλότυχα του αμοίρου, </td><td align="right">310</td></tr> +<tr><td>δεξιά, φανήκαν τα πουλιά, καθώς αναχωρούσε.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ώστε και με περίχαρη ψυχή τον προβοδούσα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έφευγε κείνος με χαρά' κ' ελπίδ' είχαμε πάλι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να σμίξουμε και με λαμπρά να φιλευθούμε δώρα».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε, τον άλλον σκέπασεν η σκοτεινιά του πόνου, </td><td align="right">315</td></tr> +<tr><td>με τα δυο χέρια φούκτωσε της γης το μαύρο χώμα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και το 'χυσε, με βογγητούς, 'ς την άσπρη κεφαλή του.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κείνου ραΐζετο η καρδιά, και 'ς το ρουθούν' η πίκρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του ξέσπασ' ήδη, ως κύτταζε τον ποθητόν πατέρα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εχύθηκε, 'ς την αγκαλιά τον έσφιξε και του 'πε· </td><td align="right">320</td></tr> +<tr><td>«Εγώ 'μαι αυτός, 'που αναζητείς, ιδού, πατέρα, εμπρός σου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον χρόνον έφθασα εικοστόν 'ς την γην την πατρική μου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά παύσε τα κλάϋματα και το παράπονό σου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ν' ακούσης ό,τι θα σου ειπώ· πολύ μας βιάζ' η ανάγκη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τα δώματά μας φόνευσα τους ασεβείς μνηστήραις, </td><td align="right">325</td></tr> +<tr><td>και τ' άπρεπα εκδικήθηκα και απάνθρωπά τους έργα».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και προς αυτόν απάντησι τότ' έδωκε ο Λαέρτης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Αν ο Οδυσσέας έφθασες, τωόντι, το παιδί μου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κάποιο σημάδι φανερόν ειπέ μου να πιστεύσω».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· </td><td align="right">330</td></tr> +<tr><td>«Και πρώτα ιδέ το λάβωμα συ με τους οφθαλμούς σου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που μώκαμε 'ς τον Παρνασό με λευκό δόντι χοίρος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και συ, πατέρα, μ' έστειλες κ' η σεβαστή μητέρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις τον Αυτόλυκον, καλόν πατέρα της μητρός μου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να λάβω τα χαρίσματα, 'που μου 'χε τάξει ότ' ήλθε. </td><td align="right">335</td></tr> +<tr><td>τώρα τα δένδρα θα σου ειπώ μες το καλό κηπάρι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όσ' άλλοτε μου χάρισες κ' εγώ σου τα ζητούσα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μικρό παιδί κατόπι σου 'ς τον κήπο· κ' ένα ένα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ανάμεσα ως διαβαίναμε, τα ονόματά τους είπες.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότε απιδιαίς δέκα και τρεις, δέκα μηλιαίς ακόμη, </td><td align="right">340</td></tr> +<tr><td>συκαίς σαράντα μου 'δωκες· και, χάρισμά μου πάλι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πεντήκοντα μου ωνόμασες αράδαις, πολυτρύγων</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κλημάτων, και παντοειδή σταφύλια φέρουν όλαις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν ζωογόναις άνωθε ταις ώραις στείλη ο Δίας».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε· κείνου τα γόνατα κοπήκαν κ' η καρδία, </td><td align="right">345</td></tr> +<tr><td>άμα του είπε ασάλευτα γνωρίσματ’ ο Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και το παιδί του αγκάλιασε· και, ως ολιγοψυχούσε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την αγκαλιά τον έλαβεν ο θείος Οδυσσέας.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και, ως πήρε ανάσα και η ψυχή 'ς τα στήθη του εσυνάχθη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το στόμα πάλιν άνοιξε και προς εκείνον είπε· </td><td align="right">350</td></tr> +<tr><td>«Δία πατέρ', είσθε θεοί 'ς τον Όλυμπον ακόμη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν ήδη την ασέβεια πλέρωσαν οι μνηστήρες,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά φοβούμαι τρομερά μη των Ιθακησίων</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το πλήθος όλ' ορμήση εδώ, και στείλουν εις ταις χώραις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>των Κεφαλλήνων είδησι, 'ς αυτούς βοηθοί να δράμουν». </td><td align="right">355</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Θάρρου· ως προς τούτο παντελώς ας μη φροντίση ο νους σου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το σπίτι τώρ' ας έμπουμε, 'πού 'ναι σιμά 'ς τον κήπο·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κει πρώτα τον Τηλέμαχον και ομού τον χοιροτρόφον</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τον βουκόλον έστειλα, τα γεύμα να ετοιμάσουν». </td><td align="right">360</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε, κ' εξεκίνησαν, και, ως έφθασαν 'ς τα ωραία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δώματα, τον Τηλέμαχον και ομού τον χοιροτρόφον</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τον βουκόλον εύρηκαν, 'που κρέατ' ελιανίζαν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πάμπολλα και το φλογερό, κρασί τους συγκερνούσαν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ωστόσο μες το σπίτι του τον ήρωα Λαέρτη </td><td align="right">365</td></tr> +<tr><td>έλουσε η γραία Σικελή, τον άλειψε και ωραίαν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χλαίναν τον περιέβαλε· κ' ήλθε η Αθηνά σιμά του</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και του ποιμένα των λαών μεγάλυνε τα μέλη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ώστε υψηλότερος πολύ, τρανώτερος εφάνη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και, απ' τον λουτήρα ως έβγαινε, τον θαύμαζ' ο υιός του, </td><td align="right">370</td></tr> +<tr><td>άμα τον είδε 'ς την μορφήν όμοιον των αθανάτων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και κείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Πατέρα, κάποιος των θεών, θαρρώ, των αιωνίων</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τ' ανάστημά σου, εις την ειδή, λάμψιν εχάρισ' άλλην».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και προς αυτόν απάντησεν ο συνετός Λαέρτης· </td><td align="right">375</td></tr> +<tr><td>«Δία πατέρα, και Αθηνά, και Απόλλων·, αχ! με κείνο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το στήθος, 'πού 'χα ότ' έρριξα τους πύργους της Νηρίκου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς άκρη θαλάσσης, αρχηγός εγώ των Κεφαλλήνων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να ήμουν χθες 'ς το σπίτι μας κοντά σου αρματωμένος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πολεμιστής και τιμωρός των ασεβών μνηστήρων, </td><td align="right">380</td></tr> +<tr><td>θα 'βλεπες πόσων απ' αυτούς τα γόνατα να λύω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αρκετός ήμουν, και χαρά θα λάμβανε η ψυχή σου».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άμ' απ' τον κόπον έπαυσαν κ' ετοίμασαν το γεύμα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά, καθίσαν όλοι αράδα. </td><td align="right">385</td></tr> +<tr><td>και ως άπλοναν 'ς το φαγητόν, έφθασεν ο Δολίος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο γέρος, με τα τέκνα του, και από τα έργα εγέρναν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κοπιασμένοι, ότ' είχε βγη να τους καλέσ' η γραία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μητέρα τους η Σικελή, 'που αυτούς είχε αναστήσει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τώρα τον Δολίον της γεροκομούσε, ως πρέπει. </td><td align="right">390</td></tr> +<tr><td>και κείνοι, άμ' είδαν κ' ένοιωσαν ευθύς τον Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εσταθήκαν, κ' εθαύμαζαν, 'ς το δώμα· τότε κείνος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με λόγια γλυκομίλητα 'ς αυτούς εστάθη κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Γέρε, 'ς το γεύμα κάθισε· μην απορείτε πλέον·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' ώραν πολλήν πρόθυμα τα χέρια 'ς το φαγί μας </td><td align="right">395</td></tr> +<tr><td>θάχαμε απλώσει· μόνον σεις να ελθήτ' εκαρτερούμε».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε, και ο γέρος μ' ανοικταίς του 'χύθη επάνω αγκάλαις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έσφιξε, κατεφίλησε, το χέρι του Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και κείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Μας ήλθες περιπόθητος, ω πολυαγαπημένε, </td><td align="right">400</td></tr> +<tr><td>ανέλπιστος μας έφθασες· μόν' οι θεοί σε φέραν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γειά σου, χαρά σου, κ' οι θεοί να σε τρισευλογήσουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τώρα τούτο λέγε μου μ' αλήθεια να γνωρίσω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η Πηνελόπ' η φρόνιμη τάχ' έμαθεν ότ' ήλθες</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις την πατρίδα, ή μηνυτήν ευθύς να στείλω εκείνης;» </td><td align="right">405</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ω γέροντ', ήδη το 'μαθε· φροντίδα σου δεν είναι».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε και κείνος κάθισε 'ς το στιλβωτό θρονί του.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ομοίως εχαιρέτησαν τον θείον Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και του Δολίου τα παιδιά και του 'σφίγγαν τα χέρια, </td><td align="right">410</td></tr> +<tr><td>και 'ς τον πατέρα των σιμά κάθισαν, τον Δολίον.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Κ' ενώ κείνοι γευμάτιζαν 'ς το δώμα καθισμένοι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την πόλιν όλην γρήγορα μηνύτρα βγήκε η φήμη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έλεγε, θάνατος φρικτός πως ηύρε τους μνηστήραις.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έρχονταν όλοι ως τ' άκουσαν, ένας κατόπι τ' άλλου, </td><td align="right">415</td></tr> +<tr><td>με πολλούς θρήνους έμπροσθε 'ς το δώμα του Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τους νεκρούς βγάζαν κ' έθαπτε καθείς τον ιδικόν του·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυτούς, οπ' ήσαν απ' αλλού, τους θέσαν εις τα πλοία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' οι ναύταις 'ς την πατρίδα του καθέναν επεράσαν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κατόπι προς την αγοράν περίλυποι εβαδίζαν· </td><td align="right">420</td></tr> +<tr><td>και, άμ' όλοι αυτού συνάχθηκαν και ομού συναθροισθήκαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο Ευπείθης εις το μέσο τους σηκώθη να ομιλήση·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πόνος τον έσφαζε δριμύς του τέκνου του Αντινόου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που πρώτον εθανάτωσεν ο θείος Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γι' αυτόν τότε δακρύζοντας ωμίλησέ τους κ' είπε· </td><td align="right">425</td></tr> +<tr><td>«Μέγα κακό των Αχαιών εργάσθη, ω φίλοι, εκείνος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πολλούς και ανδρείους άλλοτε μες τα καράβια πήρε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τα καράβι' αφάνισε και αφάνισε και κείνους·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τώρ' άμ' ήλθε φόνευσε τους πρώτους Κεφαλλήναις·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ελάτε τώρ' ας τρέξουμε πριν φύγη αυτός 'ς την Πύλο, </td><td align="right">430</td></tr> +<tr><td>ή 'ς την αγίαν Ήλιδα των Επειών την χώρα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ας πάμε, ειδέ μή θα 'χουμεν αιωνίαν καταισχύνη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι θα μας καταρασθούν κ' οι απόγονοι, αν ακούσουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που των παιδιών μας τους φονείς και των αυταδελφών μας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εμείς δεν τιμωρήσαμεν· για με χάρι δεν έχει </td><td align="right">435</td></tr> +<tr><td>όμοια ζωή· και προτιμώ να ευρώ τους πεθαμένους.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πηγαίνουμε, μη 'ς την στερηά να βγουν προφθάσουν κείνοι».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε και όλ' οι Αχαιοί 'ς το κλάμμα του επονούσαν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς αυτούς ο θείος αοιδός και ο Μέδοντας τότ' ήλθαν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>από τα οδύσσεια δώματα, την κλίνην άμ' αφήσαν· </td><td align="right">440</td></tr> +<tr><td>και, ως έμπροσθέν τους στήθηκαν, απόρησε καθένας.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο συνετός ο Μέδοντας τότ' είπε προς εκείνους·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ακούτε μ', Ιθακήσιοι· χωρίς των αθανάτων</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την θέλησι δεν έγειναν τα έργα του Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άφθαρτον είδα εγώ θεόν εις το πλευρό να μένη </td><td align="right">445</td></tr> +<tr><td>του Οδυσσέα, και ώμοιαζε τον Μέντορα 'ς την όψι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κείνος ο αθάνατος θεός πότε τον Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θάρρευ' εμπρός του φανερός, και πότε τους μνηστήραις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το μέγαρο ετρικύμιζε, κ' εκείνοι έπεφταν όλοι».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε, και όλων έπιασε τα μέλη αχνή τρομάρα. </td><td align="right">450</td></tr> +<tr><td>και ο Μαστορίδης άρχισεν ο ήρως Αλιθέρσης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γέρος, 'που μόνος έβλεπε τα εμπρός και τα κατόπι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκείνος τότε ωμίλησε με καλήν γνώμη κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Δόστε, Ιθακήσιοι, προσοχήν εις ό,τι θα σας είπω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ω φίλοι, απ' την δειλία σας τούτ' όλα εγεννηθήκαν· </td><td align="right">455</td></tr> +<tr><td>χαμένα εγώ και ο Μέντορας, ποιμένας των ανθρώπων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να παύσετε σας λέγαμεν από τ' ανόητ' έργα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα τέκνα σας, 'που φοβερόν ασέβημα ετολμούσαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ενώ τα κτήματ' έφθειραν και την γυναίκα υβρίζαν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ανδρός μεγάλου, κ' έλεγαν 'που αυτός δεν θα 'λθη πλέον. </td><td align="right">460</td></tr> +<tr><td>και τώρα ιδού τι να γενή, τους λόγους μ' αν δεχθήτε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να μη πηγαίνουμε, κακό μην έλθη ζητημένο».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε και με αλαλαγμούς τότε οι μισοί και πλέον</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Σηκωθήκαν^ οι επίλοιποι συναθροισμένοι εμείναν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του γέρου ενώ δεν έστεργαν τον λόγον, και του Ευπείθη </td><td align="right">465</td></tr> +<tr><td>επείθονταν· και παρευθύς 'ς τ' άρματα ωρμήσαν όλοι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και, άμα με τον θαμπωτικόν χαλκόν το σώμα εζώσαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την πόλι την πλατύχωρην εμπρός εσυναχθήκαν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ήταν ο Ευπείθης αρχηγός, 'ς την άκρα του μωρία·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>νόμιζε αυτός να εκδικηθή τον φόνο του παιδιού του, </td><td align="right">470</td></tr> +<tr><td>αλλ' έμελλε να πέση αυτός και πλειά να μη γυρίση.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τότ' έλεγεν η 'Αθηνά προς τον Κρονίδη Δία·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Κρονίδη, ω πατέρα μας, πρώτε των βασιλέων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το ερώτημά μου απάντησε· τι μέσα ο νους σου κρύβει;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις του πολέμου τα κακά, 'ς το αίμα, θα τους σπρώχνης </td><td align="right">475</td></tr> +<tr><td>ή μεταξύ τους βούλεσαι να στήσης την αγάπη;»</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο Δίας της απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ω τέκνο μου, τι μ' ερωτάς 'ς αυτά και μ' εξετάζεις;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν είσαι συ 'που σκέφθηκες η ίδια, να γυρίση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο Οδυσσέας και απ' αυτούς εκδίκησι να πάρη; </td><td align="right">480</td></tr> +<tr><td>πράξε όπως θέλεις· και θα ειπώ κείν' οπού τώρ' αρμόζει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αφού τους εκδικήθηκεν ο θείος Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ας γείνουν όρκοι στερεοί, να βασιλεύη εκείνος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εμείς τον φόνο των παιδιών και των αυταδελφών των</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ας σβύσουμε από ταις καρδιαίς, ως πρώτα ν' αγαπώνται, </td><td align="right">485</td></tr> +<tr><td>και πλούτη ας έχουν άφθονα και ατάραχην ειρήνη».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε και θάρρος έβαλε 'ς την πρόθυμην Αθήνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' η θεά 'χύθη απ' ταις κορφαίς του Ολύμπου και κατέβη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και αφού κείνοι την όρεξι του γλυκού σίτου εσβύσαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τους είπεν ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας· </td><td align="right">490</td></tr> +<tr><td>«Ας προβή κάποιος να ιδή μην έφθασε το πλήθος».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τον άκουσε κ' εβγήκ' ευθύς το τέκνο του Δολίου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις το κατώφλι στάθηκε κ' είδε σιμά το πλήθος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και του Οδυσσέα φώναζε με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Έφθασαν, ήδ' είναι σιμά· καιρός ν' αρματωθούμε». </td><td align="right">495</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε και τ' όπλα εζώσθηκαν, εκείνοι του Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οι τρεις και αυτός, και ομού τα έξ' αγόρια του Δολίου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότ' ο Λαέρτης ζώσθηκε τα όπλα και ο Δολίος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ασπρόμαλλοι πολεμισταίς, ως το καλούσ' η ανάγκη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τ' άρματ' αφού ζώσθηκαν, οπ' έλαμπαν, ανοίξαν </td><td align="right">500</td></tr> +<tr><td>την θύρα κ' εξεκίνησαν κατόπιν του Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Η Αθήνη, κόρη του Διός, 'ς το πλάγι τους εφάνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις το κορμί, και 'ς την φωνή, του Μέντορ' όλη ομοία.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εχάρηκε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άμα την είδε, κ' είπ' ευθύς του αγαπητού παιδιού του· </td><td align="right">505</td></tr> +<tr><td>«Τηλέμαχ', ήδη αυτό θα ιδής, τώρ' ότε θα 'μπης πρώτα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπού 'ς την μάχη των ανδρών τα παλληκάρια δείχνουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αισχύνην να μη φέρης συ 'ς το γένος των πατέρων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπού 'ς της γης τα πέρατα φημίζεται γενναίο».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε· </td><td align="right">510</td></tr> +<tr><td>«Αν θέλης, τώρα θέλ' ιδής, γλυκέ πατέρ', αν μέλλει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τούτ' η ψυχή 'ς το γένος σου να φέρη καταισχύνη».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά πε, και περίχαρος εφώναξ' ο Λαέρτης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ποιάν είδα ημέραν, ω καλοί θεοί μου! αναγαλλιάζω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>υιός μου τώρα κ' εγγονός έχουν άγων' ανδρείας». </td><td align="right">515</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Πλησίασε και του 'λεγεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Αρκεισιάδη, φίλε μου και πολυαγαπημένε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>συ της γλαυκόμματης θεάς και του Διός ευχήσου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τίναξε και ακόντισε το μακρυό κοντάρι».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε και ανδρειά τον γέμισε τότε η Παλλάδ' Αθήνη· </td><td align="right">520</td></tr> +<tr><td>και, άμ' ευχήθη 'ς του Διός την κόρη, του μεγάλου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ετίναξε και ακόντισε το μακρυό κοντάρι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τον Ευπείθη κτύπησε 'ς το χάλκινό του κράνος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τ' ακόντι αυτό δεν κράτησε, και αντίκρυ βγήκ' η λόγχη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκείνος χάμ' εβρόντησε κ' ηχήσαν τ' άρματά του. </td><td align="right">525</td></tr> +<tr><td>τότ' ο Οδυσσέας ο λαμπρός υιός του 'ς τους προμάχους</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πέσαν κ' εκτύπαν με σπαθιά και δίστομα μαχαίρια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όλους θα τους ξολόθρευαν, κανείς να μη γυρίση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' η Αθήνη, του Διός αιγιδοφόρου η κόρη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>φοβερήν έσυρε φωνήν κ' εκράτησε τα πλήθη· </td><td align="right">530</td></tr> +<tr><td>«Ω Ιθακήσιοι, παύσατε τον φοβερόν αγώνα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ογλήγορα, και αναίμακτα να χωρισθήτε πλέον».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε κείνη, κ' έπιασεν αυτούς αχνή τρομάρα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έτρεμαν και απ' τα χέρια των έφυγαν τ' άρματά των</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>καθώς εφώναξε η θεά 'ς την γην επέφταν όλα, </td><td align="right">535</td></tr> +<tr><td>και προς την πόλιν έστρεψαν να σώσουν την ζωή των.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εβόησ' ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μαζώχθηκεν, ως αετός εχύθ' υψηλοπέτης.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον καπνοβόλον κεραυνόν τότ' έρριξε ο Κρονίδης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έπεσ' εμπρός εις την θεάν, κόρην φρικτού πατέρα. </td><td align="right">540</td></tr> +<tr><td>και του Οδυσσέα φώναξεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>στάσου, παύε τον πόλεμον, όμοιο κακόν εις όλους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μη πέσης ήδη 'ς την οργή του βροντοφώνου Δία».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε· κ' υπάκουσεν αυτός και μέσα του εχαιρόνταν. </td><td align="right">545</td></tr> +<tr><td>κατόπι μ' όρκους στερεούς 'ς τα δύο μέρη αγάπην</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έστησ' η Αθήνη, του Διός αιγιδοφόρου η κόρη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις το κορμί, και 'ς την φωνή, του Μέντορ' όλη ομοία.</td><td align="right"></td></tr> +</table> + +<p><b>Τ Ε Λ Ο Σ</b></p> + +<p>Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν<br /> +ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορά προσφερόταν<br /> +συστηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η αρχαία ελληνική<br /> +σκέψη (Ιστορία, φιλοσοφία, ποίηση, δράμα, δικανικός και πολιτικός<br /> +λόγος) σε δημιουργικές μεταφορές της, από τους άριστους μεταφραστές<br /> +του τόπου, στην πιο σύγχρονη μορφή που πήρε εξελισσόμενο το γλωσσικό<br /> +της όργανο. Ο Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο<br /> +Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο<br /> +Θεόφραστος, ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ. προσφέρονται<br /> +και σήμερα, στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή,<br /> +Μωραϊτίδη, Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη,<br /> +Καζαντζάκη, Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως,<br /> +Τσοκόπουλου, Σιγούρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ, σε μια σύγχρονη σειρά<br /> +εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα που επίσης γίνεται για πρώτη φορά,<br /> +συστηματικά, στην Ελλάδα.</p> + +<p><b>ΟΔΥΣΣΕΙΑ</b> Το πολυσύνθετο και πολυμερές έπος αυτό του Ομήρου διηγείται<br /> +την δεκάχρονη περιπλάνηση του Οδυσσέα, ύστερα από τον τρωικό πόλεμο,<br /> +επιστρέφοντας στην Ιθάκη. Οι πολιτισμοί, οι θρησκείες, η ιστορία, τα<br /> +ήθη των τότε λαών, καθώς και των μυθολογουμένων περιλαμβάνονται και<br /> +συμπλέκονται στην αριστουργηματική, περιπετειώδη αφήγηση. Η έμμετρη<br /> +μετάφραση, από τις κλασικές πια της νεοελληνικής γραμματολογίας,<br /> +έγινε από τον Ιάκωβο Πολυλά.</p> + +<p>Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΑΝΑΤΥΠΩΘΗΚΕ<br /> +ΑΠΟ ΤΟΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ</p> + +<p>ΑΘΗΝΑΙ, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ 36<br /> +ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΤΣΙΜΙΣΚΗ 61</p> + +<p>ΤΙΜΗ Α' Β' Γ' Δ' ΤΟΜΟΙ<br /> +ΔΡΑΧΜΕΣ 40</p> + +<p> +</p> + + + + + + + +<pre> + + + + + +End of the Project Gutenberg EBook of Homer's Odyssey, by Homer + +*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY *** + +***** This file should be named 30616-h.htm or 30616-h.zip ***** +This and all associated files of various formats will be found in: + http://www.gutenberg.org/3/0/6/1/30616/ + +Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis + +Updated editions will replace the previous one--the old editions +will be renamed. + +Creating the works from public domain print editions means that no +one owns a United States copyright in these works, so the Foundation +(and you!) can copy and distribute it in the United States without +permission and without paying copyright royalties. Special rules, +set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to +copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to +protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project +Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you +charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you +do not charge anything for copies of this eBook, complying with the +rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose +such as creation of derivative works, reports, performances and +research. They may be modified and printed and given away--you may do +practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is +subject to the trademark license, especially commercial +redistribution. + + + +*** START: FULL LICENSE *** + +THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE +PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK + +To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free +distribution of electronic works, by using or distributing this work +(or any other work associated in any way with the phrase "Project +Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project +Gutenberg-tm License (available with this file or online at +http://gutenberg.org/license). + + +Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm +electronic works + +1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm +electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to +and accept all the terms of this license and intellectual property +(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all +the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy +all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession. +If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project +Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the +terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or +entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8. + +1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be +used on or associated in any way with an electronic work by people who +agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few +things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works +even without complying with the full terms of this agreement. See +paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project +Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement +and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic +works. See paragraph 1.E below. + +1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation" +or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project +Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the +collection are in the public domain in the United States. If an +individual work is in the public domain in the United States and you are +located in the United States, we do not claim a right to prevent you from +copying, distributing, performing, displaying or creating derivative +works based on the work as long as all references to Project Gutenberg +are removed. Of course, we hope that you will support the Project +Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by +freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of +this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with +the work. You can easily comply with the terms of this agreement by +keeping this work in the same format with its attached full Project +Gutenberg-tm License when you share it without charge with others. + +1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern +what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in +a constant state of change. If you are outside the United States, check +the laws of your country in addition to the terms of this agreement +before downloading, copying, displaying, performing, distributing or +creating derivative works based on this work or any other Project +Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning +the copyright status of any work in any country outside the United +States. + +1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg: + +1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate +access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently +whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the +phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project +Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed, +copied or distributed: + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + +1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived +from the public domain (does not contain a notice indicating that it is +posted with permission of the copyright holder), the work can be copied +and distributed to anyone in the United States without paying any fees +or charges. If you are redistributing or providing access to a work +with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the +work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1 +through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the +Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or +1.E.9. + +1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted +with the permission of the copyright holder, your use and distribution +must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional +terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked +to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the +permission of the copyright holder found at the beginning of this work. + +1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm +License terms from this work, or any files containing a part of this +work or any other work associated with Project Gutenberg-tm. + +1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this +electronic work, or any part of this electronic work, without +prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with +active links or immediate access to the full terms of the Project +Gutenberg-tm License. + +1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary, +compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any +word processing or hypertext form. However, if you provide access to or +distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than +"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version +posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org), +you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a +copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon +request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other +form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm +License as specified in paragraph 1.E.1. + +1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying, +performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works +unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9. + +1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing +access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided +that + +- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from + the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method + you already use to calculate your applicable taxes. The fee is + owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he + has agreed to donate royalties under this paragraph to the + Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments + must be paid within 60 days following each date on which you + prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax + returns. Royalty payments should be clearly marked as such and + sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the + address specified in Section 4, "Information about donations to + the Project Gutenberg Literary Archive Foundation." + +- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies + you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he + does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm + License. You must require such a user to return or + destroy all copies of the works possessed in a physical medium + and discontinue all use of and all access to other copies of + Project Gutenberg-tm works. + +- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any + money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the + electronic work is discovered and reported to you within 90 days + of receipt of the work. + +- You comply with all other terms of this agreement for free + distribution of Project Gutenberg-tm works. + +1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm +electronic work or group of works on different terms than are set +forth in this agreement, you must obtain permission in writing from +both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael +Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the +Foundation as set forth in Section 3 below. + +1.F. + +1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable +effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread +public domain works in creating the Project Gutenberg-tm +collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic +works, and the medium on which they may be stored, may contain +"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or +corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual +property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a +computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by +your equipment. + +1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right +of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project +Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project +Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all +liability to you for damages, costs and expenses, including legal +fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT +LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE +PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE +TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE +LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR +INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH +DAMAGE. + +1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a +defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can +receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a +written explanation to the person you received the work from. If you +received the work on a physical medium, you must return the medium with +your written explanation. The person or entity that provided you with +the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a +refund. If you received the work electronically, the person or entity +providing it to you may choose to give you a second opportunity to +receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy +is also defective, you may demand a refund in writing without further +opportunities to fix the problem. + +1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth +in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER +WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO +WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE. + +1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied +warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages. +If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the +law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be +interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by +the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any +provision of this agreement shall not void the remaining provisions. + +1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the +trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone +providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance +with this agreement, and any volunteers associated with the production, +promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works, +harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees, +that arise directly or indirectly from any of the following which you do +or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm +work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any +Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause. + + +Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm + +Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of +electronic works in formats readable by the widest variety of computers +including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists +because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from +people in all walks of life. + +Volunteers and financial support to provide volunteers with the +assistance they need are critical to reaching Project Gutenberg-tm's +goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will +remain freely available for generations to come. In 2001, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure +and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations. +To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation +and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4 +and the Foundation web page at http://www.pglaf.org. + + +Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive +Foundation + +The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit +501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the +state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal +Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification +number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at +http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent +permitted by U.S. federal laws and your state's laws. + +The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S. +Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered +throughout numerous locations. Its business office is located at +809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email +business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact +information can be found at the Foundation's web site and official +page at http://pglaf.org + +For additional contact information: + Dr. Gregory B. Newby + Chief Executive and Director + gbnewby@pglaf.org + + +Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation + +Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide +spread public support and donations to carry out its mission of +increasing the number of public domain and licensed works that can be +freely distributed in machine readable form accessible by the widest +array of equipment including outdated equipment. Many small donations +($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt +status with the IRS. + +The Foundation is committed to complying with the laws regulating +charities and charitable donations in all 50 states of the United +States. Compliance requirements are not uniform and it takes a +considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up +with these requirements. We do not solicit donations in locations +where we have not received written confirmation of compliance. To +SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any +particular state visit http://pglaf.org + +While we cannot and do not solicit contributions from states where we +have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition +against accepting unsolicited donations from donors in such states who +approach us with offers to donate. + +International donations are gratefully accepted, but we cannot make +any statements concerning tax treatment of donations received from +outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff. + +Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation +methods and addresses. Donations are accepted in a number of other +ways including checks, online payments and credit card donations. +To donate, please visit: http://pglaf.org/donate + + +Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic +works. + +Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm +concept of a library of electronic works that could be freely shared +with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project +Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support. + + +Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed +editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S. +unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily +keep eBooks in compliance with any particular paper edition. + + +Most people start at our Web site which has the main PG search facility: + + http://www.gutenberg.org + +This Web site includes information about Project Gutenberg-tm, +including how to make donations to the Project Gutenberg Literary +Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to +subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks. + + +</pre> + +</body> +</html> + + diff --git a/30616-h/images/cover.jpg b/30616-h/images/cover.jpg Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..3c38638 --- /dev/null +++ b/30616-h/images/cover.jpg diff --git a/LICENSE.txt b/LICENSE.txt new file mode 100644 index 0000000..6312041 --- /dev/null +++ b/LICENSE.txt @@ -0,0 +1,11 @@ +This eBook, including all associated images, markup, improvements, +metadata, and any other content or labor, has been confirmed to be +in the PUBLIC DOMAIN IN THE UNITED STATES. + +Procedures for determining public domain status are described in +the "Copyright How-To" at https://www.gutenberg.org. + +No investigation has been made concerning possible copyrights in +jurisdictions other than the United States. Anyone seeking to utilize +this eBook outside of the United States should confirm copyright +status under the laws that apply to them. diff --git a/README.md b/README.md new file mode 100644 index 0000000..0c8a0f9 --- /dev/null +++ b/README.md @@ -0,0 +1,2 @@ +Project Gutenberg (https://www.gutenberg.org) public repository for +eBook #30616 (https://www.gutenberg.org/ebooks/30616) diff --git a/old/20091206-30616-0.txt b/old/20091206-30616-0.txt new file mode 100644 index 0000000..7ba3cfb --- /dev/null +++ b/old/20091206-30616-0.txt @@ -0,0 +1,3571 @@ +The Project Gutenberg EBook of Homer's Odyssey, Volume D, by Homer + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + + +Title: Homer's Odyssey, Volume D + +Author: Homer + +Translator: Iakovos Polylas + +Release Date: December 6, 2009 [EBook #30616] + +Language: Greek + +Character set encoding: UTF-8 + +*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY, VOLUME D *** + + + + +Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis + + + + +Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. +A few corrections on typing mistakes have been included within brackets. + +Σημείωση: Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Μερικές +τυπογραφικές διορθώσεις σημειώνονται με []. + + + + +ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ +ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ + + + +ΟΜΗΡΟΥ +ΟΔΥΣΣΕΙΑ + + + +ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ +ΙΑΚ. ΠΟΛΥΛΑ + + + + +ΤΟΜΟΣ Δ' +ΡΑΨΩΔΙΑ Τ-Ω + + + +ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ +ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΦΕΞΗ +ΟΜΗΡΟΥ +ΟΔΥΣΣΕΙΑ + + + + +Ραψωδία Τ + + + +Αλλ' έμενε 'ς το μέγαρον ο θείος Οδυσσέας, +και των μνηστήρων όλεθρο να εύρη εζήτα ο νους του +με την Αθήνη, κ' είπ' ευθύς γοργά του Τηλεμάχου· +«Ανάγκ' είναι, Τηλέμαχε, να θέσης τ' άρματ' όλα +μέσα· κατόπι πλάνεσε με λόγια τους μνηστήραις, 5 +όταν, ενώ τ' αναζητούν, για κείνα σ' εξετάσουν· +θα ειπής· τα πήρ' απ' τον καπνόν, ότι δεν ήσαν πλέον +ως ο Οδυσσέας τ' άφινε πριν πάγη 'ς την Τρωάδα, +και, ως 'πώφθαν' άχνα της φωτιάς, την πρώτη λάμψι χάσαν· +και άλλο τι μεγαλήτερο θεός 'ς τον νου μου βάζει· 10 +μήπως σας φέρ' εις έριδα, και κτυπηθήτε, η μέθη, +και το τραπέζι ατιμασθή με αίμα κ' η μνηστεία· +'ς τον εαυτό του ο σίδηρος σέρνει τον άνδρα μόνος». + +Αυτά 'πε· και άκουσ' ο υιός τον ποθητόν πατέρα, +και την βυζάστρα κάλεσεν Ευρύκλεια και της είπε· 15 +«Ταις κόραις, μάννα, κράτει μου 'ς τα μέγαρ', ως να θέσω +τα πατρικά μου τ' άρματα 'ς τον θάλαμο, τα ωραία· +μου τ' αφανίζ' όλα ο καπνός 'ς το σπίτι αμελημένα, +αφού λείπει ο πατέρας μου· κ' εγώ μικρός τότ' ήμουν· +θα τα φυλάξω τώρα εκεί 'που λάμπα δεν θα φθάση». 20 + +Η Ευρύκλεια τότε απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα· +«Άμποτ', υιέ μου, ν' άρχιζες με πόθο και με γνώσι +το σπίτι να επιμεληθής και να τηράς το βιο σου. +αλλά ποια τώρα θα 'λθ', ειπέ, κοντά σου φως να φέρη; +και η δούλαις, 'που θα σού 'φεγγαν, να βγουν δεν ταις αφίνεις». 25 + +Και ο συνετός Τηλέμαχος εκείνης αποκρίθη· +«Τούτος ο ξένος· ότι αργός δεν συγχωρώ να μένη +'ς το σπίτι μ' όποιος τρέφεται και από τα ξέν' αν ήλθε». + +Αυτά 'πε κείνος, και άπτερος 'ς αυτήν ειπώθη ο λόγος, +και τα θυρόφυλλ' έκλεισε των υψηλών μεγάρων. 30 +τότ' ο Οδυσσέας και ο λαμπρός υιός του κινηθήκαν, +κ' έφερναν μέσα κόρυθαις, ομφαλωταίς ασπίδαις, +μυτεραίς λόγχαις· κ' έμπροσθε χρυσόν κρατούσε λύχνον +κ' εμόρφον' ωραιότατο φως η Παλλάδ' Αθήνη. +τότ' είπεν ο Τηλέμαχος έξαφνα του πατρός του· 35 +«Θαύμ' είναι αυτό, πατέρα μου, μέγα, 'που βλέπ' εμπρός μου· +οι τοίχοι, τα μεσόστυλα τα ωραία, των μεγάρων, +τα πατερά τα ελάτινα, κ' οι στύλοι οπ' αναβαίνουν, +'ς τα μάτια μ' όλα φανερά φλογώδη λάμψιν έχουν· +είν' εδώ κάποιος των θεών των ουρανοκατοίκων». 40 + +Σ' εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· +«Σίγα, τον νουν σου κράτησε, μηδέ ποσώς ερώτα· +τούτος ο τρόπος των θεών κατοίκων του Ολύμπου· +αλλ' άμε συ ν' αναπαυθής, και αυτού θα μείνω μόνος, +'ς ταις δούλαις, 'ς την μητέρα σου, και άλλην να δώσω αιτία· 45 +θα μ' εξετάση 'ς όλ' αυτή μες το παράπονό της». + +Αυτά 'πε· και ο Τηλέμαχος, 'ς την λάμψι των λαμπάδων, +πέρασ' από το μέγαρο 'ς τον θάλαμο, 'ς το μέρος +όπ' εκοιμάτ' ότ' έρχονταν 'ς αυτόν ο γλυκός ύπνος· +πλάγιασε αυτού, την άφθαρτην Ηώ να περιμένη. 50 +αλλ' έμενε 'ς το μέγαρον ο θείος Οδυσσέας, +και όλεθρο με την Αθηνά ζητούσε των μνηστήρων. +Απ' τον κοιτώνα η φρόνιμη τότ' ήλθε Πηνελόπη· +την Άρτεμιν ή την χρυσήν ωμοίαζε Αφροδίτη· +κ' ευθύς 'ς το πλάγι της φωτιάς της θέσαν το θρονί της, 55 +'που τορνευτό μ' ελέφαντα και ασήμ' είχε ποιήσει +ο τεχνουργός Ικμάλιος, και του 'συρε υποπόδι +'ς εκείνο αρμόδιο, και προβειά το σκέπαζε μεγάλη· +'ς εκείνο τότε η φρόνιμη καθόνταν Πηνελόπη· +ήλθαν από το μέγαρον η λευκοχέραις κόραις, 60 +κ' ευθύς σηκόναν τ' άφθονο φαγί και τα τραπέζια +και τα ποτήρια, 'πώπιναν οι απόκοτοι μνηστήρες· +και απ' τους φανούς κάτ' έρριξαν το πυρ κ' έθεσαν άλλα +επάνω τους ξύλα πολλά, να δίδουν φως και ζέστη. +τον Οδυσσέ' η Μελανθώ τότε αποπήρε πάλι· 65 +«Την νύκτ' ακόμα, ξέν', εδώ θε να μας βασανίζης, +'ς το σπίτι ν' αναστρέφεσαι, ταις κόραις να ματιάζης; +'ς τον δρόμον έβγ', ελεεινέ, και αρκεί σ' ό,τ' έχεις φάγει, +ή θα σε βιάσω με δαυλιαίς να πεταχθής 'ς τον δρόμο». + +Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος της είπεν Οδυσσέας· 70 +«Με πάθος τόσο, απάνθρωπη, γιατί με κατατρέχεις; +μη τάχ' ότ' είμαι ανάλειπτος και κακοενδυμένος, +και 'ς το κοινό ψωμοζητώ, καθώς με βιάζ' η χρεία; +αύτ' είν' η όψι των πτωχών των περιπλανωμένων. +ότι κ' εγώ πανευτυχής 'ς τον κόσμον ήμουν κ' είχα 75 +πάμπλουτο σπίτι, και συχνά του πλανωμένου ανθρώπου, +όποιος και αν ήταν, έδιδα, και όποιαν και αν είχε ανάγκη· +και δούλους είχ' αμέτρητους και άφθον' αυτά 'που κάμνουν +να καλοζούν οι άνθρωποι, και υπέρπλουτοι λογιούνται· +αλλ' όλα μου τ' αφάνισεν η θέλησις του Δία. 80 +όθεν και συ σκέψου, ω γυνή, μή ποτε χάσης όλην +την λάμψιν, οπ' ανάμεσα 'ς ταις δούλαις σε στολίζει, +η δέσποινά σου αν σ' οργισθή και σε κακοποιήση, +ή φθάσ', όπως ελπίζεται, ο θείος Οδυσσέας· +κ' εάν εχάθη, ως λέγετε, και δεν θα φθάση πλέον, 85 +ανάθρεψεν ο Απόλλωνας, ιδού, τον μονουιόν του +Τηλέμαχον και αν ανομεί 'ς το σπίτι του καμμία +των γυναικών, το βλέπει αυτός, και πλειά παιδί δεν είναι». + +Αυτά 'πε, και τον άκουσε μακρόθε η Πηνελόπη +η φρόνιμη, και ωνείδισε την δούλα και της είπε· 90 +«Σε βλέπω, σκύλ' αδιάντροπη, ν' αυθαδιάζης πράξι, +'που θα σφογγίσης έπειτα συ με την κεφαλή σου· +ότι καλώς το γνώριζες, είχες ακούσει ότ' είπα +πως 'ς τα ιδικά μου μέγαρα τον ξένον να εξετάσω +έμελλα ως προς τον άνδρα μου, ενώ με φθείρ' η λύπη». 95 + +Είπε και την κελλάρισσα προσφώνησ' Ευρυνόμη· +«Φέρ', Ευρυνόμη, εδώ θρονί με την προβειά στρωμένο, +ο ξένος να καθίση αυτού, λόγον να ειπή, ν' ακούση +λόγον και κείνος απ' εμέ, και θα τον εξετάσω»· + +Είπε, και πρόθυμ' έφερε κ' έστησ' ευθύς εκείνη 100 +λαμπρήν καθήκλα, και προβειά της έστρωσεν επάνω· +εκάθισε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας, +κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη τότ' άρχισε να λέγη· +«Ω ξένε, το εξής εγώ θα σ' ερωτήσω πρώτη· +ποιος είσαι; ποιο το γένος σου; που η πόλις και οι γονείς σου;» 105 + +Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· +«'Σ της γης τα πέρατα, ω γυνή, σέ ποιος θνητός θα ψέγη; +ότι 'ς τον μέγαν ουρανόν η φήμη σ' έχει φθάσει· +ομοίαν φήμην άπταιστος λαμβάνει βασιλέας, +αν κυβερνά θεόφοβα λαόν πολύν και ανδρείον, 110 +εις όλα δίκαιος· και η γη σιτοφορεί, τα δένδρα +γέμουν καρπούς, τα πρόβατα καλογεννούν, και πλήθος +ψάρια γεννά το πέλαγος, απ' την χαριτωμένη +την βασιλεία, κ' ευτυχούν τα πλήθη 'ς την σκιά του. +όθεν τώρα 'ς το σπίτι σου 'ς ό,τι άλλο εξέταζέ με, 115 +αλλά μη την πατρίδα μου, το γένος μου, ερωτήσης +μήπως η πολυστένακτη ψυχή μου πλημμυρήση +από πικραίς ενθύμησαις, και μέσα εις σπίτι ξένο +δεν πρέπει εγώ να μύρωμαι και να βαρυστενάζω· +και άνθρωπος ατελεύτητα να κλαίη δεν συμφέρει· 120 +μη κάποια δούλα σου, ή και συ, θυμώση και νομίση +ότι 'ς τα δάκρυα πνίγομαι βαρύς από την μέθη». + +Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· +«Ω ξέν', όλα τα δώρα μου, το κάλλος και το σώμα +οι αθάνατοι μου αφάνισαν απ' ότε 'ς την Τρωάδα 125 +με τους Αργείους έπλευσεν ο άνδρας μου Οδυσσέας. +αχ! την ζωή μου αν έρχονταν να θεραπεύη εκείνος +και η δόξα μου θε ν' αύξαινε και θα σαν όλα ωραία· +τώρ' έχω λύπη· τι πολλά μώδωσε πάθ' η μοίρα· +ότι όσ' υπάρχουν δυνατοί 'ς τα νησιά γύρω, οι πρώτοι 130 +του Δουλιχιού, της Σάμης και της σύδενδρης Ζακύνθου, +κ' εκείνοι οπού 'ς την ηλιακήν Ιθάκη κατοικούσι, +εμέ την άθελη ζητούν και όλο το σπίτι φθείρουν +όθεν 'ς τους ξένους προσοχήν ή 'ς τους ικέταις πλέον +δεν δίδ', ούτε 'ς τους κήρυκαις, τους λειτουργούς του δήμου, 135 +αλλά μου τήκει την καρδιάν ο πόθος του Οδυσσέα. +κείνοι τον γάμον βιάζουσι κ' εγώ τους πλέκω δόλους· +και πρώτα μ' έμπνευσε θεός, πανί μέγ' αφού στήσω +'ς το δώμα μου, λεπτότατο και απέραντο να υφαίνω +ύφασμα· κ' ευθύς έπειτα 'ς εκείνους είπα· «Ω νέοι 140 +μνηστήρες μου, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας, +τον γάμον μη μου βιάζετε, σταθήτ' ως ν' αποκάμω +το ύφασμ' αυτό, τα γνέματα να μη μου παν χαμένα, +του Λαέρτ' ήρωα σάβανο, για τον καιρό, 'που η μαύρη +μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου θα τον πάρη, 145 +των Αχαιίδων μην καμμιά 'ς τον τόπο μ' ονειδίση, +αν κείτεται ασαβάνωτος αυτός 'που πλούσιος ήταν. +αυτά 'πα κ' εκατάπεισα την ανδρικήν ψυχή τους· +και το πανί τότ' ύφαινα, το απέραντο, ολημέρα, +και νύκτα το ξεΰφαινα 'ς την λάμψι των λαμπάδων. 150 +όθεν από τους Αχαιούς εκρύφθηκα με απάτη +τρεις χρόνους· αλλ' ότ' έφεραν τον τέταρτον η ώραις, +ως τα φεγγάρια χάνονταν κ' η 'μέραις επληθύναν, +η δούλαις, σκύλαις άσπλαχναις, με πρόδωσαν, κ' εκείνοι +μ' ευρήκαν και μ' ονειδισμούς πικρούς μ' εφοβερίσαν. 155 +ιδού πώς το τελείωσα βιασμένη απ' την ανάγκη. +τώρα του γάμου αποφυγή δεν είν' ούτ' άλλο ευρίσκω +τέχνασμα· και να υπανδρευθώ με σπρώχνουν οι γονείς μου· +και το παιδί μου αγανακτεί 'που τρώγουν το βιο του· +έχ' ήδη γνώσι, ανδρώθηκε, κ' είν' άξιος να προσέχη 160 +το σπίτι, ως πρέπ' εις άνθρωπον πώχει λαμπρύνει ο Δίας. +και όμως 'ς εμέ το γένος σου θα ειπής, οπόθεν είσαι· +το δρυ τ' αρχαιομίλητο δεν σ' έβγαλ' ούτ' η πέτρα». + +Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· +«Του Λαερτιάδη σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα, 165 +την γενεά να μ' ερωτάς δεν θέλει παύσης πλέον· +θα σου την είπω, αν και μ' αυτό ταις λύπαις μου θ' αυξήσης. +του ανθρώπου ο τρόπος είναι αυτός, οπότε απ' την πατρίδα +τόσους καιρούς είναι μακράν, όσο εγώ λείπω τώρα, +και εις πολλαίς χώραις των θνητών θλιμμένος παραδέρνω. 170 +και όμως εκείνο θα σου ειπώ, 'που μ' ερωτάς να μάθης. +υπάρχει γη καταμεσής του σκοτεινού πελάγου, +η Κρήτη, ωραία, κάρπιμη, περίβρεκτη, και μέσα +είν' άνθρωποι αναρίθμητοι και πόλες ενενήντα. +και γλώσσαις είν' όσοι λαοί· γένη Αχαιών ο τόπος 175 +και Αυτοκρήτων ψυχερών μέσ' έχει και Κυδώνων +και Δωριέων τριγενών και Πελασγών των θείων· +κ' είν' η Κνωσός, πόλις τρανή, 'που ο Μίνως, του μεγάλου +του Δία συνομιλητής, βασίλευ' έτη εννέα, +του θείου Δευκαλίωνα πατέρας, του πατρός μου, 180 +'που εμέ και τον πολέμαρχον γέννησ' Ιδομενέα. +'ς την Ίλιον ακολούθησεν εκείνος τους Ατρείδαις +με τα κυρτά καράβια του· εμ' Αίθωνα ονομάζουν· +εγώ νεώτερος, αυτός καλήτερος και πρώτος. +τότ' είδα εγώ κ' εξένισα εκεί τον Οδυσσέα· 185 +σφοδρός τον έσπρωξ' άνεμος 'ς την Κρήτη απ' τον Μαλέα +προς την Τρωάδ' ως έπλεε· 'ς τον Αμνισόν, εις τ' άντρο +της Ειλειθυίας άραξε, 'ς τα δύσκολα λιμάνια, +και μόλις αυτού ξύφυγεν απ' ταις ανεμοζάλαις. +'ς την πόλι ανέβη, ερώτησε πού είν' ο Ιδομενέας, 190 +ο σεβαστός του, ως έλεγε, και αγαπητός του ξένος· +αλλ' ήσαν ήδη δέκ' αυγαίς ή ένδεκ' αφού κείνος +είχε κινήσει με κυρτά καράβια προς την Τροία. +'ς το δώμα μου τον πήρα εγώ κ' εκαλοξένισά τον, +ως είχε απ' όλα τα καλά το σπίτι μου αφθονία· 195 +και αλεύρια, φλογερό κρασί, και βώδια της θυσίας +απ' το κοινόν εσύναξα κ' εχάρισά τα εκείνου, +μ' όλη την συνοδία του να ευφραίνεται η ψυχή του. +δώδεκα ημέραις οι Αχαιοί πρόσμεναν τότε οι θείοι· +μέγας τους έκλειε Βορηάς, και ουδέ 'ς την γη να μείνουν 200 +τους άφινε· κάποιος θεός εχθρός τον είχε στείλει· +'ς ταις δεκατρείς, άμ' έπεσεν, εκείνοι εξεκινήσαν». + +Έλεγε ψεύματα πολλά, και αλήθειαις ωμοιάζαν· +και ως άκουε τα δάκρυα της ρέαν κ' η θωριά της +έλυονε· και ως εις τα υψηλά βουνά λυόνει το χιόνι, 205 +'που αφού το ρίξη ο Ζέφυρος ο Εύρος τ' αναλύει, +και ως λυόνει εκείνο οι ποταμοί πληθένουν ενώ ρέουν, +όμοια τα ωραία μάγουλα 'ς τα δάκρυα της ελυόναν, +ως έκλαιε τον άνδρα της καθήμενον σιμά της· +και κείνος την γυναίκα του, 'που εθρήνει, εσυμπονούσε· 210 +αλλ' ως κέρατ' ή σίδερο τα μάτι' ασάλευτ' ήσαν, +'ς τα βλέφαρ' ως αφάνιζε τα δάκρυα του με τέχνη. +και αφού 'ς τον πολυδάκρυτον θρήνον εκείνη ευφράνθη, +πάλι 'ς αυτόν απάντησεν, ωμίλησέ του κ' είπε· +«Αλήθεια, ξένε, τώρα σε, θαρρώ, θα δοκιμάσω, 215 +εάν εκεί τον άνδρα μου με τους λαμπρούς συντρόφους +εξένισες 'ς το σπίτι σου τωόντι, ως τώρα λέγεις, +ειπέ μου ποια φορέματα το σώμα του εφορούσε, +και αυτόν και τους συντρόφους του παράστησε μ' ως ήσαν». + +Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· 220 +«Πράγμ' είναι δύσκολ', ω γυνή, να σου τον παραστήσω, +αφού καιροί μας χώρισαν, κ' ήδ' είν' είκοσι χρόνοι +απ' ότε κείνος άφησε την γη την πατρική μου. +αλλ' όμως θα σου τον ειπώ 'ς τον νου μ' ως αναφαίνει. +πορφυρήν χλαίναν δασερήν ο θείος Οδυσσέας 225 +διπλήν εφόρει με χρυσήν περόνην, 'που 'χε δύο +αυλούς διδύμους, κ' έμπροσθε τεχνούργημ' ήταν θείο· +σκύλος ζαρκάδι παρδαλό 'ς τα εμπροσθινά του εκράτει +κ' εκύττα το 'που σπάραζε· και αυτό θαύμαζαν όλοι +πώς, ενώ πλάσθηκαν χρυσοί, κυττά και πνίγει ο σκύλος 230 +το ζάρκαδο, και αυτό σπαρνά τα πόδια, να του φύγη. +χιτών' ακόμη του είδα εγώ λαμπρότατον 'ς το σώμα, +κ' εγυάλιζ' ως εις το ξερό κρεμμύδι επάνω η φλούδα· +τόσ' ήταν κείνος μαλακός κ' είχε του ηλιού την λάμψι· +γυναίκες τον εθαύμασαν πολλαίς οπού τον είδαν. 235 +και εις άλλο ακόμα πρόσεχε· δεν ξεύρ' αν ο Οδυσσέας +είχεν από το σπίτι του τα ενδύματα, 'που εφόρει, +ή φίλος αν τα χάρισεν, ότ' έμβαινε 'ς το πλοίο, +ή ξένος· ότι αγάπησαν πολλοί τον Οδυσσέα, +επειδή μες τους Αχαιούς ολίγους είχε ομοίους. 240 +κ' εγώ ξίφος ολόχαλκο και πορφυρήν χλαμύδα +διπλήν ωραίαν του 'δωκα, και μακρυόν χιτώνα, +και ως τ' εύμορφο καράβι του με σέβας τον επήρα. +τον ακολούθα κήρυκας ολίγο ανώτερός του +'ς την ηλικίαν ως και αυτόν θα σου τον παραστήσω· 245 +καμπούρης, μελαψός, σγουρός, κ' είχ' όνομα Ευρυβάτης· +και αυτόν απ' τους συντρόφους του τιμούσ' ο Οδυσσέας +εξόχως, ότι εταίριαζε μ' αυτόν εκείνου η γνώμη». + +Είπε, και αυτή πλειότερον πόθον του θρήνου αισθάνθη, +άμα της είπε ασάλευτα γνωρίσματ' ο Οδυσσέας. 250 +και, αφού 'ς τον πολυδάκρυτον θρήνον εκείνη ευφράνθη, +πάλι 'ς αυτόν απάντησεν, ωμίλησέ του και είπε· +«Ω ξέν', είχες την λύπη μου και πριν, αλλ' από τώρα +αγαπητός και σεβαστός 'ς το σπίτι μου συ θα 'σαι· +τα ενδύματ', ως τ' ανάφερες, μ' αυτά τα χέρια πήρα 255 +κ' εδίπλωσ' απ' τον θάλαμο, και την λαμπρήν περόνην +εκάρφωσα, καλλώπισμα να έχη αυτός, 'που οπίσω +δεν θα 'λθη, αχ! να τον δεχθώ, 'ς την ποθητήν πατρίδα· +μοίρα 'ς το πλοίον έφερε κακή τον Οδυσσέα, +την Κακοΐλιον να ιδή την τρισκαταραμένην». 260 + +Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· +«Του Λαερτιάδη ω σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα, +μη φθείρης την καλή σου ειδή, μη την καρδιά σου λυόνης +τον σύντροφό σου κλαίοντας· πλην δεν σε κατακρίνω· +κ' εάν κάθ' άλλη οδύρεται, τον άνδρα της αν χάση, 265 +'που τέκν' απόλαυσε απ' αυτόν, εσύ πώς να μην κλαίης +τον Οδυσσέα, 'πώμοιαζε με τους θεούς, ως λέγουν; +αλλά παύσε τα δάκρυα, τους λόγους μου ν' ακούσης· +θέλει ομιλήσω αληθινά χωρίς το ουδέν να κρύψω, +είδησι της επιστροφής πως έχω του Οδυσσέα, 270 +'που ζη σιμά, 'ς των Θεσπρωτών την κάρπιμη την χώρα, +και πολλούς φέρει θησαυρούς 'που απ' το κοινό συνάζει· +αλλ' έχασε 'ς τα σκοτεινά πελάγη τους συντρόφους +με το καράβι, ως έπλεεν από την Θρινακία, +ότι 'ς αυτόν ωργίσθηκαν ο Ήλιος και ο Δίας 275 +αφού τα βώδια φόνευσαν εκείνου οι σύντροφοί του· +κείνοι 'ς τον πολυτάραχον πόντον χαθήκαν όλοι, +και αυτόν, 'που επάνω ανέβηκε 'ς του πλοίου την καρίνα, +τα κύματ' έβγαλαν 'ς την γη των θεογενών Φαιάκων, +οπ' ως θεόν τον τίμησαν και τον φιλοδωρήσαν, 280 +και να τον στείλουν άβλαπτον ήθελαν 'ς την πατρίδα. +και από καιρό θα 'ταν εδώ φθασμένος ο Οδυσσέας, +αλλ' όμως συμφερώτερο του φάνη 'ς πολλά μέρη +της γης γυρνώντας πράγματα πολλά να θησαυρίζη. +τόσο πολλά τεχνάσματα γνωρίζ' ο Οδυσσέας, 285 +ουδέ θνητός ευρίσκεται να μετρηθή μ' εκείνον. +αυτά μου είπε ο Φείδωνας, οπ' είναι βασιλέας +των Θεσπρωτών, και ως σπόνδιζε 'ς το σπίτι ωρκίσθη εμπρός μου +'που το καράβ' είχε ριχθή κ' οι σύντροφοι έτοιμ' ήσαν, +'που κείνον θα οδηγήσουσι 'ς την ποθητήν πατρίδα. 290 +αλλ' έπεμψε μέ πρότερα, τι Θεσπρωτών καράβι +έτυχε για το κάρπιμο Δουλίχιο να κινήση. +και μου 'δειξ' όσους θησαυρούς εσύναξ' ο Οδυσσέας, +'που αρκούσαν και την δέκατη να θρέψουν γενεά του· +θησαυρούς τόσους είχε αυτός 'ς τα σπίτια του κυρίου. 295 +και 'ς την Δωδώνην έλεγεν ότ' είχε αυτός περάσει +απ' του θεού το υψηλό δρυ το θέλημα του Δία +ν' ακούση, αν ολοφάνερα ή μυστικά θα γύρη, +τόσους αφού 'λειψε καιρούς, 'ς την ποθητήν πατρίδα. +ιδού πώς κείνος σώζεται, κ' ήδη θα φθάση κ' είναι 300 +πολύ σιμά, και δεν αργεί να ιδή τους ποθητούς του +και την πατρίδα· και άκουσε τον όρκο 'που σου δίδω· +μάρτυς μου ο Δίας, των θεών ο εξαίσιος και πρώτος, +και η γωνία, πώφθασα, του άπταιστου Οδυσσέα, +πως όλα τούτα θα συμβούν καθώς τα λέγω τώρα· 305 +ο Οδυσσέας έρχεται τούτος πριν κλείσ' ο χρόνος, +τούτος ο μήνας άμ' εβγή και άμα πατήσ' ο άλλος». + +Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· +«Τούτος ο λόγος άμποτε τέλος να λάβη, ω ξένε, +και τότε την αγάπη μου θα γνώριζες και δώρα 310 +τόσο πολλά, 'π' όποιος σε ιδή θε να σε μακαρίζη. +αλλ' άκουσ' ό,τι αλάθευτα προαισθάνεται η ψυχή μου· +ούτ' ο Οδυσσέας θα 'λθη πλειά, προβόδισμ' ούτε θαύρης, +ότι οδηγοί 'ς το σπίτι μας τέτοιοι δεν είναι πλέον, +ως ο Οδυσσέας ικανός, αν ποτ' εζούσ', εφάνη, 315 +να δέχωνται, να προβοδούν τους σεβασμίους ξένους. +τώρα τον ξένον νίψετε, θεράπαιναις, και κλίνην +στρώσετε με λαμπρότατα παπλώματα και χλαίναις, +γλυκείαν να 'χη ανάπαυσιν ως 'που να λάμψ' η 'μέρα, +και αύριο θα τον λούσετε και χρίσετε άμα φέξη, 320 +όπως με τον Τηλέμαχο 'ς την τράπεζαν καθίση, +'ς το μέγαρο· δεν θα χαρούν με τούτ' όσοι μνηστήρες +τούτον λυπούν θανάσιμα, και ουδέ 'ς το εξής θα κάμουν +τίποτ' απ' όσα βούλονται, και αν τρομερά θυμώσουν. +και πώς συ, ξένε, ως προς εμέ θα μάθης αν των άλλων 325 +των γυναικών ανώτερη 'ς τον νου, 'ς την γνώσιν, είμαι, +αν άλουστος, κακένδυτος, 'ς τα μέγαρα καθίσης +'ς την τράπεζα; και των θνητών η ημέραις είν ολίγαις. +άρ' όποιος δείχνετ' άπονος και άπονην γνώμην έχει, +οι άνθρωποι όλοι, ενόσω ζη, κακά του καταριώνται, 330 +και απεθαμένον φοβερά τον ονειδίζουν όλοι· +αλλ' όποιος δείχνετ' άψεγος και άψεγην γνώμην έχει, +την δόξαν του 'τα πέρατα της γης οι ξένοι απλόνουν, +και μύρι' ανθρώπων στόματα καλόν τον ονομάζουν». + +Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· 335 +«Του Λαερτιάδη σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα, +έχω μισήσει και λαμπρά παπλώματα και χλαίναις, +αφού της Κρήτης άφησα τα χιονισμένα όρη, +κ' εβγήκα με μακρύκουπο καράβι 'ς τα πελάγη. +τώρ' ας πλαγιάσω, 'ς άυπναις νυκτιαίς συνειθισμένος· 340 +επειδή νύκταις πέρασα πολλαίς 'ς αχρεία κλίνη, +ως να 'λθη της καθ[λ]όθρονης Ηώς η λάμψ' η θεία +ουδέ το ποδονίψιμο τώρα η καρδιά μου θέλει· +ουδέ καμμιά των γυναικών το πόδι μου θα εγγίξη +απ' όσαις εις το δώμα σου τώρ' έχεις υπηρέτραις, 345 +ειμή κάποια γερόντισσα, χρηστή γυναίκ', αν είναι, +'που 'ς την καρδιά της να 'παθεν όσ' έχω παθημένα· +εκείνης δεν θα εμπόδιζα τα πόδια μου να εγγίξη». + +Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· +«Ακριβέ ξένε —ότι κανείς των ξένων από πέρα 350 +συνετός τόσο και ακριβός 'ς το δώμα μου δεν ήλθε, +τόσ' είναι σύνεσις πολλή και σκέψις 'ς ό,τι λέγεις,— +τώρ' έχω εγώ γερόντισσαν, γνώσιν και νουν γεμάτην, +αυτήν, 'που γλυκανάστησε τον άμοιρον εκείνον, +και απ' της μητρός του την κοιλιά τα χέρια της τον πιάσαν· 355 +αυτή, και ας είναι αδύναμη, τα πόδια θα σου νίψη. +Ευρύκλεια φρονιμώτατη, σήκω και του άρχοντά σου +νίψε τον συνομήλικον και τώρ' ο Οδυσσέας +'ς τα πόδια και 'ς τα χέρια με τούτον όμοιος είναι, +ότ' οι θνητοί 'ς ταις συμφοραίς ογρήγορα γεράζουν». 360 + +Αυτά 'πε και το πρόσωπον εσκέπασεν η γραία, +κ' έβγαλε δάκρυα θερμά και με παράπον' είπε· +«Ωιμέ, τέκνο, απελπίσθηκα για σε· σ' ωργίσθη ο Δίας +ως δεν ωργίσθη άλλον θνητόν, θεόφοβος αν κ' ήσουν· +ότι κανείς απ' τους θνητούς του χαιρεβρόντη Δία 365 +παχειά μεριά δεν έκαψε κ' εξαίσιαις εκατόμβαις, +όσαις εσύ του πρόσφερες, ευχόμενος να λάβης +γήρας καλόν και τον λαμπρόν υιόν σου ν' αναστήσης· +και τώρα την επιστροφή μόνον εσέν' αρνήθη. +και κείνον, αχ! 'ς την ξενιτειάν η δούλαις θ' αναπαίζαν, 370 +ότ' επατούσ' ο άμοιρος ς' τα σπίτια των μεγάλων, +ως αναπαίζουν τώρα σέ τούταις η σκύλαις όλαις. +των μιαρών τους υβρισμούς μισείς και να σε νίψουν +δεν στέργεις, ώστ' επρόσταξεν εμέ, 'που πρόθυμ' είμαι, +η Πηνελόπ' η φρόνιμη του Ικαρίου κόρη. 375 +τα πόδια θα σου νίψω εγώ χάριν της Πηνελόπης +και χάριν σου, ότι ξύπνησαν 'ς τα βάθη της ψυχής μου +πόνοι πολλοί· και πρόσεχε 'ς αυτό που θα προφέρω· +πολλ' ήλθαν ήδη ξένοι εδώ ταλαίπωροι, αλλ' ακόμη +άνδρα δεν είδα εγώ ποτέ να ομοιάζη του Οδυσσέα, 380 +ως εις το σώμα, 'ς την φωνή, 'ς τα πόδια, συ του ομοιάζεις». + +Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· +«Ω γραία, τούτ' ομολογούν, εμέ και αυτόν όσ' είδαν, +ότι ομοιότητ' έχουμε πολλήν εμείς οι δύο, +καθώς και συ το νόησες με καλήν βλέψι κ' είπες». 385 + +Είπε, κ' η γραία λέβητα, λαμπρόν ποδολουτήρα, +επήρε, κ' έβαλε πολύ ψυχρό νερό, κατόπι +ζεστό· κείνος εκάθιζε μακράν απ' την γωνίστρα, +και προς το σκότος στράφη ευθύς, ότι του εμπήκε φόβος +μη κείνη, ενώ τον έψαχνε, το λάβωμα γνωρίση 390 +και γνωσθούν όλα· εσίμωσεν η γρηά 'ς τον κύριόν της +κ' ενόησ', ως τον ένιβε, το λάβωμ', οπού χοίρος +με λευκό δόντι του 'καμε 'ς τον Παρνασό, 'που νέος +εβγήκε τον Αυτόλυκο να ιδή, και τους υιούς του, +μητρικόν πάππον του λαμπρόν, 'ς τον όρκο, 'ς την απάτη, 395 +πρώτον απ' όλους τους θνητούς· τον είχ' ο Ερμής προικίσει, +επειδή του 'καιεν αρνιών καλά μεριά κ' ερίφων, +και κείνος τον συνώδευε βοηθός παντού και φίλος. +επέρασεν ο Αυτόλυκος 'ς την κάρπιμην Ιθάκη, +και νεογέννητ' εύρηκε παιδί της θυγατρός του. 400 +'ς τα γόνατά του το 'θεσεν, άμ' είχε αποδειπνήσει, +η Ευρύκλεια, και τον έκραξε κατ' όνομα και του 'πε· +«Αυτόλυκ', εύρες όνομα συ τώρ' ό, τι θα βάλης +εις του παιδιού σου το παιδί το πολυαγαπημένο». +Απάντησεν ο Αυτόλυκος· «Κόρη μου και γαμβρέ μου, 405 +τ' όνομα τούτ', οπού θα ειπώ, βάλετε του παιδιού σας· +εγώ', που τώρ' εδώ 'φθασα, συχναίς έδωσα οδύναις +πολλών ανδρών και γυναικών 'ς την γη την πολυθρέπτρα· +άρα Οδυσσέας όνομα να λάβη απ' ταις οδύναις· +και οπόταν άνδρας έλθη αυτός 'ς το μέγα της μητρός του 410 +παλάτι, εκεί 'ς τον Παρνασόν, οπ' είναι οι θησαυροί μου, +θα λάβη μέρος, και φαιδρόν θα τον ξεπροβοδήσω». + +Όθεν να λάβη τα λαμπρά χαρίσματ' ο Οδυσσέας +ανέβη εκεί· και με χαραίς ο Αυτόλυκος τον δέχθη, +και του Αυτολύκου τα παιδιά· κ' η μάννα της μητρός του 415 +η Αμφιθέα, κλείοντας αυτόν 'ς την αγκαλιά της +την κεφαλή του φίλησε και τα λαμπρά του μάτια. +και τα γενναία του παιδιά το γεύμα να ετοιμάσουν +παράγγειλεν ο Αυτόλυκος' κ' υπάκουσαν εκείνοι, +και βώδι ευθύς πεντάχρονον, αρσενικόν, εφέραν, 420 +το γδάραν, το συγύρισαν, και, αφού το τεταρτιάσαν, +με τέχνη το ελιάνισαν, το πέρασαν 'ς ταις σούβλαις, +και, αφού το ψήσαν εύμορφα, χώρισαν ταις μερίδαις. +κατόπι τρώγαν κ' έπιναν ολήμερ' ως το δείλι, +και απ' το τραπέζ' ισόμοιρο καρδιά δεν εστερήθη. 425 +και ο ήλιος άμ' εβύθισε κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα, +επλάγιασαν να κοιμηθούν κ' εχάρηκαν τον ύπνο. +εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη +και του Αυτολύκου τα παιδιά και οι σκύλοι ξεκινήσαν +εις το κυνήγι και μ' αυτούς ο θείος Οδυσσέας. 430 +το υψηλόν όρος πάτησαν του Παρνασού δασώδες, +και 'ς τ' ανεμώδη 'πίλακκα δεν άργησαν να φθάσουν. +κ' ενώ την γην ο ήλιος κτυπούσ' ως εσηκώθη +απ' τον βαθύν Ωκεανό, 'που σιγανά κυλάει, +'ς το δάσος μπήκαν οι οδηγοί, κ' εμπρός τους ερευνώντας 435 +τα ίχν' οι σκύλοι βάδιζαν, και οπίσω του Αυτολύκου +ακολουθούσαν τα παιδιά, και ο θείος Οδυσσέας +κοντά 'ς τους σκύλους κ' έσειε μακρόσκιο κοντάρι. +και μέγας χοίρος κείτονταν 'ς το βάθος πυκνού λόγγου· +κει μέσ' ούτ' άνεμοι φυσούν με την υγρή πνοή τους, 440 +ούτε του ήλιου πότ' έφθασαν οι φωτειναίς ακτίναις, +ούτε βροχή πότ' έσπασε, τόσο πυκνός ο λόγγος +ήταν, και φύλλα ευρίσκονταν σωρός αυτού χυμένα. +και, ως άκουσε ποδοβολή σκύλων και ανδρών, 'που ερχόνταν, +εμπρός τους στάθη από σιμά μέσ' άπ' τον λόγγ' ο χοίρος, 445 +όλαις ταις τρίχαις ώρθωσε και ως πυρ τα μάτια καίαν. +απ' όλους πρώτος χύθηκεν επάνω τ' ο Οδυσσέας, +την λόγχη ανασηκόνοντας με το βαρύ του χέρι +να τον πληγώση· πρόλαβε να του τραβήση ο χοίρος +'ς τον γόν' επάν' ως ώρμησε ξυστά, και σάρκα επήρε 450 +πολλήν το δόντι σχίζοντας, το κόκκαλο δεν ηύρε. +'ς τον δεξιόν ώμο λάβωσε τον χοίρον ο Οδυσσέας +κ' εβγήκ' η άκρη της λαμπρής λόγχης 'ς τ' αντίκρυ μέρος. +χάμου βροντώντας έπεσε κ' επέταξ' η πνοή του. +κείνον επιμελήθηκαν τα τέκνα του Αυτολύκου, 455 +και την πληγή του άπταιστου του θείου Οδυσσέα +καλόδεσαν και μ' επωδή το μαύρο παύσαν αίμα, +κ' έφθασαν εις τα δώματα του αγαπητού πατρός των. +τότ' ο Αυτόλυκος και ομού τα τέκνα του Αυτολύκου, +αφού καλά τον έγιαναν και τον φιλοδωρήσαν, 460 +φαδροί φαιδρόν τον έστειλαν 'ς την ποθητήν Ιθάκη. +'ς τον γυρισμό του χάρηκαν οι σεβαστοί γονείς του, +και πώς το λάβωμ' έλαβε να μάθουν ερωτούσαν· +και αυτός τους εξιστόρησε πώς 'ς το κυνήγι χοίρος +με λευκό δόντι ελάβωσεν αυτόν, οπότ' ανέβη 465 +'ς τον Παρνασό, με τους υιούς αντάμα του Αυτολύκου. + +Τούτο το λάβωμ' έπιασε κ' εγνώρισεν η γραία, +κ' ευθύς το πόδι απόλυσε, κ' έπεσ' εκείνο μέσα +'ς τον λέβητα, κ' εβρόντησε το χάλκινον αγγείο, +'ς την άλλην έγυρε μεριά, και το νερόν εχύθη. 470 +χαράν και θλίψιν μέσα της συνάμ' αισθάνθη εκείνη, +τα μάτια δάκρυα γέμισαν κ' εκόπηκ' η φωνή της· +και το πηγούνι του 'πιασε κ' είπε· «Γλυκό παιδί μου, +είσ' ο Οδυσσέας άσφαλτα· κι' αχ! δεν σ' έχω γνωρίσει +πριν ψηλαφήσ' ολόκληρον εγώ τον κύριόν μου». 475 + +Είπε και το βλέμμ' έστρεψε κατά την Πηνελόπη +να φανερώσ' ότι έφθασε 'ς το σπίτι ο ποθητός της. +και αυτή να ιδή δεν δύνονταν αντίκρ' ή να νοήση, +διότ' η Αθήνη αλλού τον νου της έστρεψε· και κείνος +απ' τον λαιμό την έπιασε με το δεξί του χέρι, 480 +και με τ' άλλο την έφερε σιμά του και της είπε· +«Θα μ' αφανίσης, μάννα, συ; και 'ς τούτο το βυζί σου +συ μ' έφερες· και τώρα εγώ, αφού πολλά 'χω πάθει, +τον χρόνον έφθασα εικοστόν 'ς την γη την πατρική μου. +αλλ' αφού συ το νόησες θεόθεν διδαγμένη, 485 +σίγα, μην άλλος άνθρωπος κανείς εδώ το μάθη. +και άκουσε τώρ' ό,τι θα ειπώ και ο λόγος μου θα γείνη· +αν μου υποτάξη ένας θεός τους θαυμαστούς μνηστήραις, +ουδέ σε, την βυζάστρα μου, θα λυπηθώ, την ώρα +'που 'ς τα ιδικά μου μέγαρα ταις δούλαις θα φονεύσω». 490 + +Η Ευρύκλεια τότε η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· +«Τέκνο, ποιος λόγος σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα; +ξεύρεις πως είν' ασάλευτη και αδάμαστ' η ψυχή μου, +και, ως να 'μουν λίθος στερεός ή σίδερο, θα μείνω. +και άλλο τι ακόμη θα σου ειπώ και βάλε το 'ς τον νου σου· 495 +αν σου υποτάξη ένας θεός τους θαυμαστούς μνηστήραις, +μίαν προς μίαν θα σου ειπώ 'ς το σπίτι ταις γυναίκαις, +και αυταίς, 'που σε καταφρονούν, και όσαις δεν έχουν κρίμα». + +Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· +«Μάννα, τι θα ταις είπης συ; φροντίδα σου δεν είναι· 500 +θα ταις νοήσω μόνος μου καλώς, την καθεμία· +σώπαινε συ, και 'ς των θεών το θέλημ' αναπαύου». + +Αυτά 'πε, και το μέγαρον διάβηκεν η γραία +να φέρη ποδονίψιμο, τι χύθ' όλο το πρώτο· +και αφού καλά τον ένιψε κ' εμύρωσεν εκείνη, 505 +εις την φωτιά να πυρωθή σίμωσε το θρονί του +και με τα ράκη σκέπασε το λάβωμ' ο Οδυσσέας· +τότ' άρχισεν η φρόνιμη να λέγη Πηνελόπη· +«Ω ξένε, τώρα κάτι εγώ θα σ' ερωτήσω ακόμη· +ότ' ήδη φθάνει της γλυκειάς ανάπαυσης η ώρα 510 +'ς αυτούς, 'που πιάν' ύπνος γλυκός, μ' όση και αν έχουν θλίψι. +αλλ' άμετρην διώρισε λύπην 'ς εμένα η μοίρα. +όσ' είν' ημέρα ευφραίνομαι με στεναγμούς, με θρήνους, +'ς το σπίτι ενώ τα έργα μου προσέχω και των δούλων· +αλλ' άμ' η νύκτα καταιβή και όλοι γλυκοκοιμούνται, 515 +'ς την κλίνην, οπού κείτομαι, την έρημη καρδία, +σκληροί μου σφίγγουν λογισμοί και βιάζουν με να κλαίω. +και όπως αηδόνα η πράσινη, η κόρη του Πανδάρου, +γλυκολαλεί, της άνοιξης άμα ο καιρός γυρίση, +ενώ 'ς των δένδρων κάθεται τα φουντωμένα φύλλα, 520 +και ως χύνει την πολόηχη φωνή της συχναλλάζει, +τον Ιτυλόν της κλαίοντας, παιδί της, 'που 'χε σφάξει +άγνωστα εκείνη, τον υιόν του Ζήθου βασιλέα· +όμοια κ' εμένα εδώ κ' εκεί σαλεύεται η καρδία, +αν θα σταθώ με το παιδί, και ως είμαι να φυλάγω 525 +το είναι μου, ταις δούλαις μου και το υψηλό παλάτι, +σέβας της κλίνης νυμφικής και της φωνής του κόσμου, +ή απ' τους μνηστήραις Αχαιούς ήδη θ' ακολουθήσω +κείνον οπ' είναι ανώτερος και πλήθια δίδει δώρα. +και όσ' ήταν άγνωστο παιδί δεν μ' εσυγχώρει ο υιός μου 530 +άνδρα να πάρω αφίνοντας του πρώτου ανδρός το δώμα· +πλην τώρ' ότ' εμεγάλωσε και παλληκάρι εγίνη, +λεπείται την ουσία του, 'που τρώγουν οι μνηστήρες, +και τους θεούς παρακαλεί να υπάγω εις τους γονείς μου. +αλλ' όνειρο τώρ' άκουσε, και να μου το εξηγήσης· 535 +'ς το σπίτι χήναις είκοσι με μοσκευτό σιτάρι +εγώ τρέφω, κ' ευφραίνομαι καθώς ταις βλέπω εμπρός μου. +μέγας αετός κυρτόμυτος απ' τ' όρος εκατέβη +και τους λαιμούς των έκοψε· νεκραίς επέσαν όλαις +'ς το μέγαρο, και ο αετός σηκώθη 'ς τον αιθέρα· 540 +κ' εγώ μες τ' όνειρ' έκαμνα ξεφωνητό και κλάψα· +κ' εμένα η καλοπλέξουδαις κυκλώσαν Αχαιίδες +ενώ 'κλαια πως αετός μου φόνευσε ταις χήναις· +γύρισε αυτός κ' εκάθισε 'ς την κορυφή της σκέπης, +και με φωνήν ανθρώπινη μ' εμπόδιζε να κλαίω· 545 +—θάρρεψε, ω κόρη του γνωστού 'ς τον κόσμον Ικαρίου, +όχι όνειρον, αλλ' όραμα καλό 'που θ' αληθεύση· +η χήνες τους μνηστήραις σου δηλούν, κ' εγώ, 'που ως τώρα +ήμουν αετός, ο άνδρας σου τώρ' είμαι κ' επανήλθα +να δώσω τέλος άσχημον εις όλους τους μνηστήραις.— 550 +αυτά 'πε κείνος και άφησεν εμένα ο γλυκός ύπνος· +και όπως τα μάτια γύρισα 'ς το σπίτ' είδα ταις χήναις +'που τρώγαν σίτον ως προτού τριγύρω 'ς την λεκάνη». + +Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· +«Άλλην εξήγησι, ω γυνή, του ονείρου να ζητήση 555 +κανείς δεν δύνατ', επειδή το τέλος ο Οδυσσέας +ο ίδιος είπε, και όλεθρος εις τους μνηστήραις όλους +φανερός είναι και κανείς τον χάρο δεν θα φύγη». + +Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· +«Ω ξένε, υπάρχουν και άπιαστα όνειρα μωρολόγα, 560 +και όσα ονειρεύονται οι θνητοί δεν αληθεύουν όλα· +ότι δυο πύλαις έχουμε των ελαφρών ονείρων· +ελεφαντόπλαστ' είν' η μια κεράτιν' είν' η άλλη· +και όσ' όνειρ' από τον σχιστόν ελέφαντα διαβαίνουν, +όλ' απατούν τον άνθρωπον με ρήματα χαμένα, 565 +και όσ' από τα καλόξυστα κέρατα διαβαίνουν +αληθινά τελεσφορούν 'ς εκείνον 'που τα βλέπει. +πλην το πικρ' όνειρο, θαρρώ, κείθε 'ς εμέ δεν ήλθε· +αχ! πόσην θα 'φερνε χαρά 'ς εμέ και 'ς το παιδί μου. +και άλλο τι ακόμη θα σου ειπώ και βάλε το 'ς τον νου σου· 570 +έρχετ' η αυγή κατάρατη, 'που εμέν' από το σπίτι +θα πάρη του Οδυσσέα μου· μέλλω να θέσω αγώνα +αυταίς 'που κείνος έσταινε 'ς τα μέγαρά του αξίναις +δώδεκα όλαις 'ς την σειράν, ως τα πλευρά των πλοίων, +και από μακράν τοξεύοντας ταις διαπερνούσεν όλαις· 575 +τέτοιον αγώνα τώρα εγώ θα θέσω των μνηστήρων· +και αυτόν, οπ' ευκολώτερα το τόξο θα τανύση, +και όλαις αξίναις δώδεκα περάση, με το βέλος, +θ' ακολουθήσω, αφίνοντας το δώμα τούτ', οπ' ήλθα +νεόνυμφη, πανεύμορφο και θησαυρούς γεμάτο, 580 +οπού και μέσα 'ς τ' όνειρο συχνά θα το θυμώμαι». + +Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· +«Του Λαερτιάδη σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα, +τέτοιον αγώνα σπίτι σου να θέσης μην αργήσης· +ότι πρώτα ο πολύγνωμος θα φθάση Οδυσσέας, 585 +πριν ή εκείνοι, ψάχνοντας το στιλβωμένο τόξο, +και την χορδή τανύζοντας, τα σίδερα περάσουν». + +Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· +«Εάν εδώ καθήμενος εμέ να τέρπης, ξένε, +ήθελες, δεν θα χύνονταν ύπνος 'ς τα βλέφαρά μου· 590 +αλλ' άυπνοι παντοτινά δεν γίνεται να μένουν +οι άνθρωποι· και των θνητών εις κάθε πράγμα μέρος +διώρισαν οι αθάνατοι, 'ς την γη την σιτοδώρα. +αλλ' εγώ τώρα θ' αναιβώ 'ς τ' ανώγι να πλαγιάσω +'ς την κλίνην πολυστένακτην, 'που δάκρυα την ποτίζουν 595 +τα μάτια μ' από την στιγμήν οπ' έφυγ' ο Οδυσσέας, +την Κακοΐλιον να ιδή την τρισκαταραμένην· +κει θα πλαγιάσω εγώ· και συ 'ς το σπίτι εδώ κοιμήσου· +ή στρώσε χάμαι ή θέλησε να σου ετοιμάσουν κλίνη». + +Αυτά 'πε και 'ς τα υπέρλαμπρα τ' ανώγι' ανέβη εκείνη, 600 +όχι μόν', η θεράπαιναις σιμά την συνωδεύαν· +και αφού 'ς τ' ανώγι ανέβηκεν εκείνη με ταις κόραις, +τον ποθητόν της έκλαιεν, ως ότου γλυκόν ύπνο +'ς τα βλέφαρα της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη. + + + +Ραψωδία Υ + + + +'Σ τον πρόδομον επλάγιαζεν ο θείος Οδυσσέας· +επάνω εις βωδοτόμαρον αμάλακτ' είχε στρώσει +πολλαίς προβείαις των αρνιών, 'που σφάζαν οι μνηστήρες· +και, άμ' αναπαύθη, σκέπασμα του έρριξ' η Ευρυνόμη, +αυτού κινώντας εις τον νουν ολέθρια 'ς τους μνηστήραις 5 +άγρυπνος έμενεν αυτός· και απ' το παλάτ' η κόραις, +όσαις με κείνους άσεμνα να σμίγουν συνειθούσαν, +βγαίναν και γέλια και χαραίς έκαμναν μεταξύ των. +αλλ' εταράζετο η καρδιά 'ς τα σωθικά του εκείνου, +και διαλογίζονταν πολύ μες της ψυχής τα βάθη, 10 +εάν θα ορμήση θάνατον να δώσ' εις καθεμία, +ή αφήση με τους προπετείς μνηστήραις να 'χουν σμίξι +την ύστερή των· και η καρδιά μέσα σφοδρά του αλύκτα. +και ως σκύλ', οπού τα τρυφερά μικρά της περιτρέχει, +άνθρωπον ξένον αλυκτά κ' είν' έτοιμη 'ς την μάχη· 15 +όμοια του αλύκτα μέσα του, καθώς αγανακτούσε. +και την καρδιά του ωνείδισε, τα στήθη του κτυπώντας· +— βάστα, καρδιά· σκυλίτερον έχεις βαστάσει πόνον, +όταν ο άγριος Κύκλωπας μου 'τρωγε τους γενναίους +συντρόφους· και συ βάστασες ως ότου απ' τ' άντρο κείνο, 20 +όπ' έβλεπες τον θάνατον, η γνώσι σ' έφερε έξω.— +τους λόγους τούτους έλεγε προς την καρδιά του εκείνος· +τότε 'ς αυτόν υπάκουσε με υπομονή μεγάλη +μέσα η καρδιά του· πλην αυτός γύριζ' εδώθ' εκείθε· +και ως ότε απ' αίμα γεμιστήν και απ' άλειμμα κοιλίαν 25 +άνθρωπος στρέφει εδώ κ' εκεί 'ς την φλόγα οπ' έχει ανάψει, +ότι ποθεί ταχύτατα να την ιδή ψημένην, +εδώθ' εκείθ' εγύριζε και αυτός κ' εμεριμνούσε +το πώς τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήση +μόνος, κ' εκείν' ήσαν πολλοί· τότε 'ς αυτόν η Αθήνη 30 +κατέβη από τον ουρανό κ' είχε θνητής το σχήμα· +'ς την κεφαλή του στάθηκεν επάνω κ' είπ' εκείνου· +«Πάλι αγρυπνείς, ο άμοιρος, ως άλλος δεν ευρέθη; +ιδού, το σπίτι σου, κ' ιδού 'ς το σπίτ' η σύντροφός σου, +και το παιδί σου, οπ' όμοιον κάθε πατέρας θέλει»· 35 + +Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· +«Ναι, τούτ' όσ' είπες, ω θεά, λάθος ποσώς δεν έχουν· +αλλ' η ψυχή μου μεριμνά 'ς τ' ανήσυχά μου στήθη +το πώς τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήσω +μόνος, και πάντοτ' είναι αυτοί 'ς το δώμα συναγμένοι. 40 +και άλλο τι μεγαλήτερο μεριμνά μέσα ο νους μου· +με του Διός την δύναμι και σέν' αν τους φονεύσω, +πού θαύρω εγώ καταφυγή; να το σκεφθής ζητώ σε». + +Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη. +«Άθλιε, και 'ς μικρότερον φίλον καθείς θαρρεύει 45 +θνητόν και οπού βουλεύματα τόσο πολλά δεν ξεύρει· +αλλ' εγώ είμαι αθάνατη θεά, 'που σε φυλάσσω +πάντοτε εις κάθε αγώνα σου· κ' ιδού τι σου κηρύττω· +κ' εάν τους δυο μας έζωναν θνητών ανθρώπων λόχοι +πεντήκοντα, με ορμή πολλή 'ς τον φονικόν αγώνα, 50 +και αυτών ακόμη θα 'παιρνες τα βώδια και τ' αρνία. +κοιμήσου τώρα· είναι βαρύ πολύ να ολονυκτήσης +άγρυπνος· και από τα δεινά να βγης δεν θέλει αργήσης». + +Αυτά 'πε κ' ύπνον έχυσεν εις τα ματόφυλλά του, +και πάλ' η ασύγκριτη θεά 'ς τον Όλυμπον ανέβη. 55 +Και ο ύπνος ως τον έπιανε και του 'λυε τα μέλη +και ταις φροντίδαις, η χρηστή γυναίκα του εξυπνούσε +κ' εκάθισε και δάκρυζε 'ς την μαλακή της κλίνη· +και αφού 'ς τους θρήνους χόρτασε την θλιβερή καρδιά της, +'ς την Άρτεμιν η ασύγκριτη γυναίκα ευχήθη πρώτα· 60 +«Αγία κόρη του Διός, Άρτεμις, άμποτ' ήδη +το στήθος μου τοξεύοντας να μ' έσβυνες αμέσως, +ή ας μ' άρπαζεν ανεμική και ας μ' έσερνε μαζή της +'ς τ' ανήλια περάματα και να με φέρη πέρα +'ς του οπισθορμήτου Ωκεανού το στόμα να με ρίξη. 65 +και ως σήκωσαν η ανεμικαίς ταις κόραις του Πανδάρου,— +ταις ωρφανεύσαν οι θεοί, και αφού 'ς το σπίτι εμείναν +έρημαις, βρεφοκόμησεν αυταίς η Αφροδίτη, +και με τυρί ταις έτρεφε, κρασί γλυκό, και μέλι. +η Ήρα ταις εχάρισεν, ως εις θνητήν καμμίαν, 70 +γνώσι και κάλλη, ανάστημα η Άρτεμις η αγία, +κ' έργα να εργάζωνται λαμπρά ταις δίδαξεν η Αθήνη· +και ως ν' αναιβή 'ς τον Όλυμπον η Αφροδίτ' η θεία, +των κορασίδων την χαρά του γάμου να ζητήση +από τον Δία βροντητή, 'που, των απάντων γνώστης, 75 +την μοίρα και την αμοιριά κάθε θνητού γνωρίζει, +ταις κόραις σήκωσαν ευθύς η άρπυιαις και ταις δώσαν +των Εριννύων των φρικτών να ταις περιποιούνται,— +όμοια κ' εμέ ν' αφάνιζαν οι κάτοικοι του Ολύμπου +ή και ας μ' εκτύπ' η Άρτεμις, όπως τον Οδυσσέα 80 +'ς τον νου θωρώντας καταιβώ 'ς τον μισημένον Άδη, +να μην ευφράνω την ψυχήν ανθρώπου κατωτέρου. +αλλ' ο θλιμμένος δύναται την λύπη να υπομένη +αν ολημέρα οδύρεται, και οπόταν φθάν' η νύκτα +τον πάρ' ο ύπνος, ότι αυτός, 'ς τα βλέφαρ' άμα πέση, 85 +και τα καλά και τα κακά 'ς την λησμονιά βυθίζει. +αλλά 'ς εμέ και ονείρατα κακά μου στέλν' η μοίρα. +και τούτην πάλι την νυκτιά 'ς το πλάγι μου τον είχα, +ως ήταν ότ' εκίνησε με τον στρατόν, κ' εχάρην +όψιν ότ' είδ' αληθινήν, όχι όνειρον, εμπρός μου». 90 + +Αυτά 'πε, κ' η χρυσόθρονη Ηώ 'ς τον κόσμο εφάνη· +και οπ' έκλαιε την νόησε μακρόθεν ο Οδυσσέας, +κ' έμεινε και του φάνη πως τον γνώρισ' ήδη εκείνη +και του 'στεκε 'ς την κεφαλή· και άρπας' ευθύς την χλαίνα +και ταις προβειαίς, 'που πλάγιαζε, και απόθεσέ τα εις θρόνον 95 +'ς το μέγαρο, κ' έξ' έφερε τα βώδινο τομάρι. +και τα χέρια σηκόνοντας είπε· «Πατέρα Δία, +εάν τωόντ' η αγάπη σας, αφού μ' εβασανίστε, +από στερηαίς και θάλασσαις μ' ωδήγησε 'ς την γην μου, +απ' τους θνητούς, οπού ξυπνούν, κάποιος φωνήν ας βγάλη 100 +μέσαθε, κ' έξω του Διός άλλο ας φανή σημείον». + +Ευχήθη και τον άκουσεν ο πάνσοφος ο Δίας, +και απ' τα νεφώδ' υψώματα του ακτινοβόλου Ολύμπου +βρόντησ' ευθύς· εχάρηκεν ο θείος Οδυσσέας. +και από το σπίτι πρόβαλε φωνήν γυναίκ' αλέστρα 105 +πλησίον, οπ' ευρίσκονταν οι μύλοι του κυρίου, +και δώδεκ' αγωνίζονταν γυναίκες να ετοιμάσουν +κριθάλευρα, σιτάλευρα, μεδούλι των ανθρώπων. +κ' η άλλαις άμ' απάλεσαν κοιμώνταν· μόνη εκείνη +άλεθε ακόμ' η αδύναμη· τον μύλον η θλιμμένη 110 +κράτησε, κ' έβγαλε φωνή, σημάδι του κυρίου· +«Δία πατέρα, 'που εις θεούς και ανθρώπους βασιλεύεις, +μεγάλα εβρόντησες από τον κάταστρον αιθέρα, +ούδ' είναι νέφος πουθενά· κάποιο σημείον δείχνεις· +κ' εμένα τώρα της πτωχής 'ς ό,τ' είπω δόσε τέλος· 115 +ύστερη σήμερα φορά 'ς το σπίτι του Οδυσσέα +να ευφρανθούν το πρόσχαρο συμπόσιον οι μνηστήρες· +αυτοί, 'που 'ς τ' άλεσμα βαρύ τα γόνατα μού κόψαν +και την καρδία, τώρα εδώ να φάγουν το ύστερό τους». + +Αυτά 'πε· και απ' τον κλήδονα και απ' την βροντήν του Δία 120 +ο Οδυσσέας θάρρεψε να εκδικηθή τους πταίσταις. + +Η άλλαις δούλαις 'ς τα λαμπρά δώματα του Οδυσσέα +συναθροιζόνταν και άναφταν φωτιάν εις την γωνίστρα· +εγέρθη και ο Τηλέμαχος, το ισόθεο παλληκάρι, +ενδύθη και το κοφτερό σπαθί 'ς τον ώμο εζώσθη. 125 +'ς τα λαμπρά πόδια τα καλά προσέδεσε πεδούλια, +κοντάρι πήρε δυνατό μ' ακονισμένη λόγχη, +και 'ς το κατώφλι στάθηκε κ' είπε της Ευρυκλείας· +«Γερόντισσα, ετιμήσετε τον ξένον εις το σπίτι +με στρώμα και με φαγητόν, ή μένει αμελημένος; 130 +ότ' η μητέρα μου συχνά, μ' όλην την γνώσι 'πώχει, +ως τύχη, τον χειρότερον απ' τους θνητούς ανθρώπους +τιμά, και τον καλήτερον καταφρονεί και διώχνει». + +Η Ευρύκλεια τότ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· +«Ω τέκνο μου, 'ς την άπταιστη μην αποδίδης πταίσμα· 135 +κρασί 'πινε καθήμενος, όσ' ήθελε, αλλά πλέον +πείναν δεν είχε, ως έλεγε 'ς αυτήν, 'που τον ερώτα. +και την γλυκειάν ανάπαυσιν ότ' ενθυμήθη εκείνος, +κλίνην αυτή παράγγειλε ταις δούλαις να του στρώσουν, +και αυτός ως έρμος άμοιρος δεν έστεργε να πέση 140 +εις κλίναις και παπλώματα, αλλ' εις βωδιού τομάρι +αμάλακτο και 'ς ταις προβειαίς, 'ς τον πρόδομο, κοιμήθη. +κατόπιν εμείς σκέπασμα του ρίξαμεν επάνω». + +Αυτά 'πε, και ο Τηλέμαχος κρατώντας το κοντάρι +εβγήκε και γοργόποδες δυο σκύλοι ακολουθούσαν, 145 +και κίνησε 'ς την σύνοδο των Αχαιών να φθάση· +των δούλων ωστόσ' έλεγεν η θαυμαστή γυναίκα +Ευρύκλεια, 'που ήταν γέννημα του Ώπα Πεισηνορίδη· +«Κινείσθε· σεις σαρώσετε και ράνετε το δώμα, +και 'ς τα καλόφθειαστα θρονιά τους πορφυρούς απλώστε 150 +τάπηταις· σεις, ταις τράπεζαις σφογγίσετ' όλαις γύρω, +και τους κρατήραις και μαζή τα τεχνικά ποτήρια +τα δίκουπα καθάρετε· κ' η άλλαις εις την βρύσι +πάτε, να φέρετε νερό, και αυτού να μην αργείτε· +ότ' οι μνηστήρες γρήγορα 'ς το μέγαρο θα φθάσουν 155 +πολύ πρωί· τι σήμερον εορτάζει ο κόσμος όλος». + +Είπε, και αυταίς υπάκουσαν αμέσως 'ς την φωνή της. +είκοσι πήγαν απ' αυταίς 'ς την ισκιασμένη βρύσι, +η άλλαις επιδέξια 'ς τα δώματα ενεργούσαν. + +Εμπήκαν και των Αχαιών οι ακόλουθ' υπηρέταις, 160 +και ξύλα σχίσαν τεχνικά· και από την βρύσι φθάσαν + +η κόραις· ο χοιροβοσκός και αυτός κατόπιν ήλθε· +κ' έφερνε τρία διαλεκτά θρεφτάρι' απ' το κοπάδι. +άφησ' εκείνα 'ς το λαμπρό περίφραγμα να βόσκουν, +και αυτός γλυκά προσφώνησεν ευθύς τον Οδυσσέα· 165 +«Ξένε, κάπως καλήτερα σε βλέπουν οι μνηστήρες, +ή ακόμη σε καταφρονούν 'ς τα μέγαρα ωσάν πρώτα;» + +'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· +«Αχ,! οι θεοί, φίλ' Εύμαιε, τ' όνειδος να κτυπούσαν +οπ' ενεργούν τούτ' οι ασεβείς παράνομοι και αυθάδεις 170 +'ς το ξένο σπίτι, κ' εντροπής μέρος ποσώς δεν έχουν». + +Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους. +ωστόσο και ο γιδοβοσκός Μελάνθιος ήλθε κ' είχε +δύο βοσκούς κατόπι του, 'που ωδήγαν διαλεμμένα +ερίφι' απ' όλαις ταις κοπαίς να φάγουν οι μνηστήρες. 175 +εις την βροντερήν αίθουσα τα έδεσε αποκάτω +και αυτός πικρά προσφώνησεν ευθύς τον Οδυσσέα· +«Ξένε, 'ς το δώμ' ακόμη εδώ θε να μας βασανίζης, +ολόγυρα ζητεύοντας, κ' εδώθε δεν θα φύγης; +την φορά ταύτην άσφαλτο δεν θέλει χωρισθούμε 180 +πριν συγκρουσθούν οι γρόνθοι μας· ότ' είσ' αισχρός ζητιάνος· +κ' είναι και αλλού των Αχαιών τραπέζια, να πηγαίνης». + +Αυτά 'πε και ο πολύγνωμος εσώπαινε Οδυσσέας, +αλλ' έσεισε την κεφαλή και ολέθρια μελετούσε. + +Και τρίτος ο Φιλοίτιος, άρχος ανδρών, τότ' ήλθε, 185 +κ' έφερνε στείραν δάμαλην κ' ερίφια των μνηστήρων. +απ' την αντίκρυ στερεά τους πέρασαν περάταις, +'που κροβοδούν κάθ' άνθρωπον οπόταν τους ζητήση. +εις την βροντερήν αίθουσα τα έδεσε αποκάτω +κ' επήγε 'ς τον χοιροβοσκό σιμά και τον ερώτα· 190 +«Χοιροβοσκέ, ποιος είν' αυτός ο ξένος, 'που τώρ' ήλθε +εις το παλάτι μας; και ποιών ανδρών καυχάτ' ότ' είναι +γέννημ' αυτός; ποιαν γενεάν και ποιαν έχει πατρίδα; +ο άμοιρος! και φαίνεται 'ς την όψι βασιλέας. +αλλ' αφανίζουν οι θεοί τους περιπλανωμένους, 195 +όταν τους κλώσουν συμφοραίς, και βασιλείς αν είναι». + +Είπε, τον επλησίασε και τον εκαλοδέχθη +με την δεξιά, και του 'λεγε με λόγια πτερωμένα· +«Πατέρα ω ξένε, χαίρε μου· καλαίς να ιδής ημέραις +καν εις το εξής· τώρα πολλά σε βασανίζουν πάθη. 200 +πάτερα Δία, ποιος θεός ολέθριος είν' ως είσαι; +αφού τους γέννησες εσύ, τους άνδραις δεν λυπείσαι +και τους βυθίζεις 'ς άμετρη φρικτή ταλαιπωρία. +ίδρωσα ως σ' είδα, εδάκρυσα, ενώ τον Οδυσσέα +αμέσως ενθυμήθηκα, διότι, θαρρώ, και κείνος 205 +μ' όμοια ράκη επάνω του 'ς τον κόσμο παραδέρνει, +αν είναι ακόμη 'ς την ζωή, του ηλιού το φως αν βλέπει· +και αν εις τον Άδη ευρίσκεται, αχ! ορφανόν μ' αφήκε +ο ισόθεος Οδυσσέας μου, 'που νέον ταις δαμάλαις +να επιστατήσω μ' έβαλε 'ς την γη των Κεφαλλήνων· 210 +γίνονται τώρ' αμέτρηταις, ουδέ βοσκός πότ' είδε +τόσον η πλατυμέτωπαις δαμάλαις να πληθύνουν. +και προσταγμένος φέρνω ταις να ταις χαρούν οι ξένοι, +'που το παιδί 'ς το σπίτι του δεν σέβονται, ουδέ τρέμουν +την θείαν δίκην, ότι αυτοί να μοιρασθούν ζητούσι 215 +του βασιλέα τα καλά τον πολυεξωρισμένου. +και μες τα βάθη της ψυχής τούτο γυρίζει ο νους μου +πολύ συχνά· μέγα κακόν, ενώ σώζετ' υιός του, +να φύγω, να ξενιτευθώ, μαζή με ταις δαμάλαις· +αλλά πάλι χειρότερο, να μένω αυτού ταις ξέναις 220 +δαμάλαις να φυλάσσω εγώ με πόνο της ψυχής μου. +θα 'χα προσφύγει από καιρόν εις μέγαν βασιλέα +άλλον, ότ' είναι αβάστακτα κείνα οπού βλέπω πλέον· +αλλ' ακόμη τον άμοιρον στοχάζομ', ίσως έλθη +κάπουθε, και 'ς τα δώματα σκορπίση τους μνηστήραις». 225 + +'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· +«Βουκόλε, αφ' ούτε ανόητος ούτε αγενής συ δείχνεις, +κ' εγώ βλέπ' ότ' η σύνεσις ταις φρέναις σου φωτίζει, +άκου τι λέγω και φρικτόν όρκον ομόνω ακόμη· +μάρτυς μου ο Δίας ύψιστος, το ξενικό τραπέζι 230 +και η γωνία, 'πώφθασα, του άπταιστου Οδυσσέα, +συ δω θα ήσαι και άσφαλτα θα φθάσ' ο Οδυσσέας, +και με τα μάτια σου θα ιδής, αν θέλης, τους μνηστήραις, +'που ηγεμονεύουν τώρα εδώ, να πέφτουν σκοτωμένοι». + +'Σ εκείνον τότε απάντησεν ο άνδρας ο βουκόλος· 235 +«Α! ξένε, να τελείονεν ό,τ' είπες ο Κρονίδης! +θα 'βλεπες πώς μ' ακολουθούν τα χέρια μου τ' ανδρεία». + +Και ομοίως 'ς όλους τους θεούς ο Εύμαιος ευχήθη +να φθάση ο πολύνοος 'ς το δώμα του Οδυσσέας. + +Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους. 240 +του Τηλεμάχου αφανισμόν ωστόσον οι μνηστήρες +έπλεκαν· αλλ' αριστερό πουλί 'ς αυτούς εφάνη, +υψηλοπέτης αετός, 'που εκράτει περιστέραν. +τους είπε τότ' ο Αμφίνομος^ «Δεν θέλει ορθοποδήση, +ω φίλοι, ό,τι ωργανίσαμε, του Τηλεμάχου ο φόνος· 245 +αλλά τώρ' ας φροντίσουμε να ετοιμασθή το γεύμα». + +Είπε, κ' εις όλους άρεσεν ο λόγος του Αμφινόμου. +και άμ' έφθασαν 'ς τα δώματα του θείου Οδυσσέα, +εις ταις καθήκλαις. 'ς τα θρονιά, ταις χλαίναις αποθέσαν· +κ' έσφαζαν κείνοι αρνιά τρανά κ' ερίφια σαρκωμένα, 250 +χοίρους θρεφτούς και δάμαλην και, αφού τα σπλάχνα ψήσαν, +τα μοίραζαν και το κρασί συγκέρναν 'ς τους κρατήραις. +ο χοιροτρόφος έδιδε τριγύρω τα ποτήρια, +τον σίτον ο Φιλοίτιος, ο άρχος των ανθρώπων, +μέσα 'ς τα ωραία κάνιστρα· κ' εκέρνα ο Μελανθέας· 255 +και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που εμπρός τους είχαν. + +Και δίβουλα ο Τηλέμαχος εκεί τον Οδυσσέα +έσταινε μες το μέγαρο το στερεό, πλησίον +'ς το πέτρινο κατώφλιον, αφού μικρό τραπέζι +του 'θεσε και άπρεπο σκαμνί, κ' έβαλ' εμπρός του σπλάχνα. 260 +και με κρασί του γέμισε χρυσό ποτήρι κ' είπε· +«Μες τους μνηστήραις άφοβα συ κάθησαι και πίνε· +και απ' εμπαιγμούς και από κτυπιαίς εγώ θα σε φυλάξω, +ότι δεν είναι του κοινού το σπίτι τούτο, αλλ' είναι +του Οδυσσέα και 'ς εμέ το 'χει αποκτήσει εκείνος· 265 +και σεις από τους υβρισμούς απέχετε, ω μνηστήρες, +και από τα χέρια, μη συμβή πικρή φιλονεικία». + +Αυτά 'πε, και όλοι δάγκασαν τα χείλη τους εκείνοι, +θαύμαζαν τον Τηλέμαχο με θάρρος πώς ωμίλει. +και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος ανάμεσά τους είπε. 270 +«Αν και πικρός είν' Αχαιοί, του Τηλεμάχου ο λόγος, +ας τον δεχθούμε· ωμίλησε με τρομερή φοβέρα· +το στόμα θα του κλείαμεν, αν είχε αφήσει ο Δίας, +'ς τα μέγαρά του, αν και υψηλά σηκόνει την φωνή του». + +Αυτά 'πεν ο Αντίνοος, και αδιαφορούσ' εκείνος. 275 +και από την πόλι 'ς το πυκνό του μακροβόλου Φοίβου +δάσος έφερναν κήρυκες την θείαν εκατόμβη, +'ς των κομοφόρων Αχαιών τα συναγμένα πλήθη. + +Και αυτοί τα επάνω κρέατα ψημέν' αφού σηκώσαν +μερίδαις κάμαν και άρχιζαν το θαυμαστό τραπέζι· 280 +τότ' οι υπηρέταις έθεσαν μερίδα του Οδυσσέα +όσην και κείνοι ελάμβαναν, ως είχε παραγγείλει +ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα. + +Αλλ' η Αθηνά δεν άφινε τους ανδρικούς μνηστήραις +απ' τους πικρούς ονειδισμούς να παύσουν, όπως κάμη 285 +του Οδυσσέα πλειά βαθειά να 'μπη 'ς τα σπλάχνα ο πόνος. +και άνδρας, 'που αγάπα τ' άδικα, μες τους μνηστήραις ήταν· +Κτήσιπτος ωνομάζονταν, 'ς την Σάμη κατοικούσε· +εις τα περίσσια πλούτη του θαρρώντας, την γυναίκα +του Οδυσσέα μνήστευε του πολυεξωρισμένου. 290 +εκείνος τότε ωμίλησε των υβριστών μνηστήρων· +«'Σ ό,τι θα ειπώ προσέξετε, μνηστήρες ανδρειωμένοι· +ίσην μερίδ' απόλαυσεν ο ξένος, ως αρμόζει· +καλό δεν είν' ή δίκαιον να στερηθούν οι ξένοι +του Τηλεμάχου, οπ' έρχονται 'ς το δώμα τούτο ικέταις. 295 +αλλ' ας του δώσω χάρισμα κ' εγώ, να το προσφέρη +και αυτός εις την λουτράρισσαν, ή 'ς άλλην απ' ταις δούλαις +'που ευρίσκονται 'ς τα δώματα του θείου Οδυσσέα». + +Είπε και πόδι βωδινόν άρπαξε απ' το καλάθι +και το 'ριξε· την κεφαλή γλυκόγυρ' ο Οδυσσέας 300 +να το ξεφύγη, κ' έβγαλε πικρόγελο η ψυχή του· +ήλθεν αυτό κ' εκτύπησε τον στερεωμένον τοίχο. +ωνείδισ' ο Τηλέμαχος τον Κτήσιππο και του 'πε· +«Το πράγμ' ως ήλθε, Κτήσιππε, να χαίρετ' η ψυχή σου· +τον ξένον δεν επίτυχες, ότι εφυλάχθη μόνος· 305 +άλλως μ' ακόντι κοφτερό θα σ' άνοιγα τα σπλάχνα· +τότε ο πατέρας σου ταφή θα ετοίμαζε αντί γάμου +δω μέσα· και μη κάμετε 'ς το σπίτι μου ασχημίαις· +ότ' ήδη ο νους μου αισθάνεται, διακρίνει το καθένα, +και το καλό και το κακό, και πλειά παιδί δεν είμαι. 310 +βλέπουμε, και υποφέρουμε να σφάζονται τ' αρνία +και τα κρασί να πίνεται, να δαπανάται ο σίτος· +ότ' είν' έργον βαρύτατον ένας πολλούς να διώξη. +αλλά να παύσετε 'ς τα εξής σκληρά να μ' αδικήτε· +και αν να με θανατώσετε σας σπρώχν' ήδ' η ψυχή σας, 315 +το 'θελα εγώ καλήτερα, καλλιάχω ν' αποθάνω, +παρά να βλέπ' ολοκαιρίς τόσ' έργα εντροπιασμένα, +να υβρίζουν, να κακοποιούν τους ξένους, και ταις δούλαις +μέσα 'ς τα ωραία δώματα ξεντροπιαστά να σέρνουν». + +Αυτά 'πε, και όλοι εσίγησαν, άφωνοι έμειναν όλοι· 320 +και αργότερ' ο Αγέλαος Δαμαστορίδης είπε· +«Ω φίλοι, οπόταν ειπωθή λόγος ορθός δεν πρέπει +ενάντια να λογομαχή κανείς και να θυμόνη. +τον ξένον μην υβρίζετε, μήτε κανέναν άλλον +των δούλων εις τα δώματα του θείου Οδυσσέα. 325 +και λόγον εγώ θά 'λεγα γλυκόν του Τηλεμάχου, +και της μητρός του, αν έστεργαν να τον δεχθούν και οι δύο. +όσον ελπίδ' απόμενε 'ς τα βάθη της ψυχής σας +'ς το σπίτι του ο πολύνοος να φθάση Οδυσσέας, +καλώς τον περιεμένετε, και ακόμη τους μνηστήραις 330 +'ς τα δώματ' είχετ', επειδή τούτο σας ωφελούσε, +αν 'ς την πατρίδα εγύριζεν από τα ξένα εκείνος· +αλλ' είναι τώρα φανερό 'που δεν θα γύρη πλέον· +αλλά συ την μητέρα σου συμβούλευε να πάρη, +κείνον οπ' είναι ανώτερος και πλειότερα χαρίζει, 335 +εσύ να χαίρεσ' ήσυχος τα πλούτη του πατρός σου +όλα, και κείνη του άλλου ανδρός το σπίτι να προσέχη». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος· «Αγέλαε, μα τον Δία +και μα τα πάθη του πατρός, 'που πέρ' απ' την Ιθάκη +περιπλανάτ' ή χάθηκε, τον γάμο της μητρός μου 340 +δεν αναβάλλω εγώ ποσώς, αλλ' άνδρ' όποιον θελήση +να πάρη την παρακινώ, και άπειρα δίδω δώρα· +να την προστάξω εντρέπομαι, χωρίς να το θελήση, +να φύγη από το μέγαρο· τούτο θεός μη δώση». + +Αυτά 'πεν ο Τηλέμαχος· κ' η Αθήνη 'ς τους μνηστήραις 345 +γέννησε γέλωτ' άσβυστον, και εσκότισε τον νουν των· +και με σαγόνι' αλλότρια γελούσαν ήδη εκείνοι +και κρέατ' αιματόβρεκτα μασσούσαν, κ' εγεμίσαν +δάκρυα τα μάτια, και οδυρμούς προέβλεπε η ψυχή τους. +τότ' είπεν ο θεόμορφος Θεοκλύμενος 'ς εκείνους· 350 +«Α! δύστυχοι! ποια συμφορά σας ηύρε; μαύρη νύκτα +ταις κεφαλαίς, τα πρόσωπα, τα γόνατα, σας ζώνει· +άναψε ο θρήνος, δάκρυα 'ς τα μάγουλά σας ρέουν, +και τα λαμπρά μεσόστυλα και οι τοίχοι στάζουν αίμα. +πρόθυρο, αυλή, σκιαίς νεκρών γεμίσαν κινημέναις 355 +κατά το ανήλιον Έρεβος· ο ήλιος εσβύσθη +'ς τον ουρανό, και απλώθη αυτού γύρω κακή μαυρίλα». + +Αυτά 'πε, και όλοι εγέλασαν εκείνοι από καρδίας· +άρχισε τότε ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου· +«Τρελλός είν' ο νεόφερτος ο ξένος από πέρα· 360 +αλλ' αυτόν οδηγήσετε να φύγη ευθύς, ω νέοι, +να καταιβή 'ς την αγοράν, αφού δω νύκτα βλέπει». + +Απάντησε ο θεόμορφος Θεοκλύμενος εκείνου· +«Συ να μου δώσης οδηγούς, Ευρύμαχε, δεν θέλω· +έχ' οφθαλμούς, έχω κι' αυτιά, κ' έχω τα δυο μου πόδια, 365 +και μες τα στήθη μ' είναι νους ως πρέπει μορφωμένος. +μ' αυτά θα φύγω εδώθ' ενώ βλέπω κακό 'που φθάνει, +'ς του καθενός την κεφαλή να πέση των μνηστήρων, +όσοι μέσα 'ς τα δώματα του θείου Οδυσσέα +υβρίζετ' όλους και φρικταίς εργάζεσθε ανομίαις». 370 + +Είπε και απ' το καλόκτιστο παλάτι εξήλθ' εκείνος, +κ' επήγεν εις τον Πείραιον, 'που πρόθυμα τον δέχθη. +τότ' οι μνηστήρες κύτταζαν ένας τον άλλον και όλοι +κεντούσαν τον Τηλέμαχον και ανάπαιζαν τους ξένους· +και κάποιος τότε ωμίλησε των αποτόλμων νέων· 375 +«Τηλέμαχε, κακόξενος, ως είσαι, δεν είν' άλλος· +τούτον ως έχεις τώρα εδώ τον ρυπαρόν πλανήτην, +'που τρώγει πίνει αχόρταστος, ούτε 'ς την εργασία +ούτε 'ς ταις μάχαις έμπειρος, της γης χαμένο βάρος. +και άλλος σηκώθη πάλι εδώ τον μάντη να σου κάμη· 380 +αλλ' αν μ' ακούσης πλειότερην ωφέλεια θ' αποκτήσης· +εις κάραβο πολύσκαρμον ας φορτωθούν οι ξένοι +ν' αποσταλούν 'ς τους Σικελούς, κέρδος καλό να πάρης». + +Τούτα οι μνηστήρες έλεγαν και αδιαφορούσ' εκείνος, +και τον πατέρα του άφωνος εκύττα καρτερώντας 385 +πότε θα πέση να κτυπά τους αναιδείς μνηστήραις. + +Και ως είχε στήσει αντίκρυ των το υπέρλαμπρο θρονί της, +η Πηνελόπ' η φρόνιμη του Ικαρίου κόρη, +όλ' άκουεν, όσ' έλεγαν οι άνδρες εις το δώμα, +ενώ με γέλια, με χαραίς, εκάθιζαν 'ς το γεύμα, 390 +το πρόσχαρο, το ευφραντικόν, ότ' είχαν πολλά σφάξει· +αλλ' άλλος δείπνος άχαρος δεν γίνετ' ως ο δείπνος, +'πώμελλαν γλήγορα η θεά και ο άνδρας ο γενναίος +να τους προσφέρουν, ότι αυτοί τον αδικήσαν πρώτοι. + + + +Ραψωδία Φ + + + +Τότε 'ς τον νου της έβαλεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη, +της Πηνελόπης φρόνιμης του Ικαρίου κόρης, +τόξο και σίδερο λευκό να θέση των μνηστήρων, +αγώνα και του φόνου αρχήν, 'ς το σπίτι του Οδυσσέα. +και την υψηλήν κλίμακα του δόμου της ανέβη, 5 +'ς τ' απαλό χέρι το κλειδί πήρε γυρτόν, ωραίο, +χάλκινο, μ' ελεφάντινο χερούλι εφοδιασμένο. +'ς τον θάλαμον τον ύστερον εμπήκε με ταις κόραις, +οπ' ήσαν όλ' οι θησαυροί κρυμμένοι του κυρίου, +πολυεργασμένο σίδερο, χάλκωμα, και χρυσάφι· 10 +τόξον οπισθοτέντωτον εκ' ήταν και φαρέτρα, +οπ' είχε μέσα πάμπολλα στεναγμοφόρα βέλη· +αυτά 'ς την Λακεδαίμονα του 'δωκε δώρα ο ξένος +ο Ευρυτίδης Ίφιτος, όμοιος των αθανάτων. +εις την Μεσσήνην έτυχε 'ς το σπίτι του Ορτιλόχου 15 +του φιλομάχου να ευρεθούν^ 'κεί πήγεν ο Οδυσσέας +να λάβη χρέος 'που 'ς αυτόν χρωστούσε ο τόπος όλος· +ότι τριακόσια πρόβατα με τους βοσκούς των πήραν +Μεσσήνιοι 'ς τα πολύσκαρμα καράβι' απ' την Ιθάκη· +όθεν μακροταξείδευσε, παίδιος ακόμη, εκείνος, 20 +αποσταλμένος του πατρός και των λοιπών γερόντων. +ναύρη πάλ' ήλθ' ο Ίφιτος φοράδαις, 'που 'χε χάσει, +δώδεκα, και 'που βύζαιναν φερέπονα μουλάρια, +οπού κατόπι του 'γειναν φόνος και μαύρη μοίρα, +ότε 'ς τον λεοντόψυχον ήλθεν υιόν του Δία, 25 +τον Ηρακλέα, των φρικτών κατορθωμάτων γνώστην, +'που ξένον του 'ς την σκέπη του τον φόνευσ' ούδ' εντράπη, +ο ανόσιος, την τρέπεζα 'που του 'χε παραθέσει, +ούτε την δίκη των θεών· αλλ' έσφαξεν εκείνον +κ' είχε και ταις φοράδαις του· και, αυταίς ενώ ζητούσε, 30 +τον Οδυσσέ' απάντησε και του 'δωκε το τόξο, +'που εφόρει ο μέγας Εύρυτος, και αυτός πριν αποθάνη +εις τα υψηλά του μέγαρα του υιού του το 'χε αφήσει. +και λόγχη του 'δωκε βαρειά και ξίφος ο Οδυσσέας, +αρχήν ξενίας τρυφερής· αλλά δεν γνωρισθήκαν 35 +και 'ς το τραπέζι, επειδή πριν φόνευσ' ο υιός του Δία +τον Ευρυτίδην Ίφιτον, όμοιον των αθανάτων, +οπού το τόξο του 'δωκε· και ο θείος Οδυσσέας, +'ς τον πόλεμον ότ' έβγαινε μέσα 'ς τα μαύρα πλοία, +τ' άφινε σπίτι, ενθύμημα του αγαπημένου ξένου, 40 +και μόνον 'ς την πατρίδα του το τόξο εκείνο εφόρει. + +Και άμ' έφθασε 'ς τον θάλαμον η θαυμαστή γυναίκα, +και ανέβηκε το δρύινο κατώφλι, οπού με τέχνη +ο ξυλουργός καλόξυσε και το 'σιασε 'ς την στάφνη, +και παραστάταις άρμοσε και θύραις οπ' έλαμπαν, 45 +απ' το λουρί δεν άργησε να λύση την κορώνη, +έμπασε μέσα το κλειδί και αντίκρ' ηύρε τους σύρταις, +τους άμπωσε, και ως βόσκοντας εις το λειβάδι ταύρος +βογγά, ομοίως τα λαμπρά θυρόφυλλα, σπρωγμένα +από την κλείδα, εβόγγησαν κ' εμπρός της ανοιχθήκαν. 50 +και ανέβηκε 'ς την υψηλή σανίδ', οπ' ήσαν όλα +τ' αρμάρια με τα ενδύματα τα μοσχοβολισμένα. +κείθ' άπλωσε και απ' το καρφί ξεκρέμασε το τόξο, +με το θηκάρι, οπού λαμπρό το περιλάμβαν' όλο. +εκάθισε, 'ς τα γόνατα το επήρε η μαραμμένη, 55 +και κλαίοντας έξ' έβγαλε το τόξο του κυρίου. +και αφού 'ς τον πολυδάκρυτον θρήνον εκείνη ευφράνθη, +πορεύθηκε 'ς το μέγαρο προς τους λαμπρούς μνηστήραις, +ενώ τ' οπισθοτέντωτο τόξο 'ς το χέρι εκράτει +και την φαρέτρα με πολλά στεναγμοφόρα βέλη. 60 +σιμά της η θεράπαιναις φέραν καλάθι, οπ' είχε +χαλκόν και σίδερο πολύ, τα όπλα του κυρίου. +και ότ' έφθασεν η ασύγκριτη γυναίκα 'ς τους μνηστήραις, +'ς της στερεοκάμωτης σκεπής σιμά 'ς τον στύλο εστάθη, +'ς την όψι αντισηκόνοντας τα μαλακά μαντίλια, 65 +και εδώθε της θεράπαινα εστήθη και άλλη εκείθε. +και προς αυτούς ωμίλησε· «Μνηστήρες ανδρειωμένοι, +δότε μου τώρ' ακρόασι, σεις, 'που 'ς το δώμα τούτο +επέσετε, να τρώγετε, να πίνετ', ενώ λείπει +απ' την πατρίδ' ο άνδρας μου και τόσο αργεί 'ς τα ξένα. 70 +και άλλην να εφεύρη πρόφασιν δεν εδυνήθη ο νους σας +παρ' ότι εμέ να πάρετε γυναίκα επιποθείτε. +αλλά, μνηστήρες, έρχεσθε· και ιδού, σας δείχνω αγώνα· +το μέγα τόξο θέτω εγώ, του θείου Οδυσσέα. +και αυτόν, οπ' ευκολώτερα τανύση την χορδή του 75 +και αξίναις όλαις δώδεκα περάση με το βέλος, +θ' ακολουθήσω, αφήνοντας το δώμα τούτ', οπ' ήλθα +νεόνυμφη, πανεύμορφο και θησαυρούς γεμάτο, +οπού και μέσα 'ς τ' όνειρο συχνά θα το θυμώμαι». + +Αυτά 'πε, και παράγγειλε τον θείον χοιροιρόφον 80 +τόξο και σίδερο λευκό να θέση των μνηστήρων· +τα 'λαβε κείνος κλαίοντας και απόθεσέ τα χάμαι· +και άμ' είδε του κυρίου του το τόξο, και ο βουκόλος +θρηνούσε αλλού· τους ύβρισεν ο Αντίνοος τότε κ' είπε· +«Άγνωστοι αγρόταις, 'πώχετε τον νουν εις την ημέρα, 85 +δύστυχοι, τι δακρύζετε, και της καρδιάς τα βάθη +ταράζετε της γυναικός; και άφ' εαυτής εκείνη +την λύπη τρέφει, οπ' έχασε τον ποθητόν της άνδρα, +αλλ' ήσυχα καθήμενοι τρώγετε ή δώθ' εβγήτε +να κλαίετε, και αφήσετε το τόξο τούτο, αγώνα 90 +εις τους μνηστήραις φοβερόν· ότι με δυσκολία +τούτο, θαρρώ, τανύζεται το στιλβωμένο τόξο· +διότι απ' όσους βλέπω εδώ κανείς τον Οδυσσέα· +δεν ομοιάζει 'ς την ανδρειά, τα μάτια μ' ως τον είδαν, +και το ενθυμούμαι καθαρά, νήπιος ακόμ' αν κ' ήμουν». 95 + +Αυτά 'πεν όμως την χορδήν εκείνος να τανύση +έλπιζε και το σίδερο με βέλος να περάση, +κ' έμελλε πρώτος να αισθανθή το βέλος απ' το χέρι +τον Οδυσσέα του λαμπρού, 'που κείνος είχε υβρίσει +'ς το δώμ' αυτού καθήμενος, κ' οι φίλοι τον κατόπι. 100 + +Και 'ς αυτούς είπε η σεβαστή του Τηλεμάχου ανδρεία· +«Ο Δίας αχ! μ' εμώρανε! μου λέγ' η αγαπημένη +μητέρ', αν κ' έχει φρόνησην, ότι απ' αυτό το δώμα +βούλεται ν' αποξενωθή, να υπάγη μ' άλλον άνδρα, +κ' εγώ γελώ και τέρπομαι 'ς την άγνωστη ψυχή μου. 105. +αλλά, μνηστήρες, έρχεσθε· κ' ιδού, σας δείχθη αγώνας, +γυνή, 'που εις γην Αχαϊκήν άλλη δεν είν' ομοία, +ούτε 'ς την Πύλο την ιερή, 'ς το Άργος, 'ς την Μυκήνη. +ούτε 'ς την κάρπιμη στερηάν, αλλ' ούτε 'ς την Ιθάκην· +γνωστά σας· της μητρός μου εγώ τον έπαινο θα λέγω; 110 +εμπρός, και 'ς άργητ' αφορμαίς μην εύρετε και πλέον +του τόξου μην ξεφεύγετε την τέντωσι, να ιδούμε. +θα το δοκίμαζα κ' εγώ· και αν τύχη να τανύσω +το τόξο και το σίδερο περάσω με το βέλος, +δεν θα με θλίβ' η σεβαστή μητέρ' αν άλλον άνδρα 115 +πάρη, το σπίτι αφήνοντας, ότι εγώ μέν' οπίσω +άξιος τ' άρματα λαμπρά να φέρω, του πατρός μου». + +Αυτά 'πε, και σηκώθη ορθός, και την πορφυρή χλαίνα +και ομού το ξίφος κοφτερόν εγδύθη από τους ώμους. +λάκκον πρώτ' έσκαψε μακρύν εις ταις αξίναις όλαις 120 +έναν, και αυτού ταις έστησε και αράδιασε με στάφνη, +και γύρω θύτησε την γη· και τον θαυμάζαν όλοι +την τάξι πώς εγνώριζεν ενώ ποτέ δεν είδε. +και ολόρθος 'ς το κατώφλιο δοκίμαζε το τόξο· +τρεις το ελύγισε φοραίς με πόθο να το σύρη, 125 +τρεις τον αφήκε η δύναμις, αλλ' όμως να τανύση +το νεύρο και το σίδερο να διαπεράση εθάρρει· +'ς την τέταρτην, ως το 'συρνε μ' ανδρειά, το 'χε τανύσει, +πλην την ορμή του εμπόδισε με νεύματ' ο Οδυσσέας. +και πάλιν είπε η σεβαστή του Τηλεμάχου ανδρεία· 130 +«Αχ! άνανδρος, αδύναμος, θα μείνω και κατόπι, +ή νέος είμ' εγώ πολύ, και ακόμη δεν θαρρεύω +'ς τα χέρια μου, ν' αντισταθώ 'ς άνδρ' αν μ' υβρίση πρώτος. +αλλ' όσοι με υπερβαίνετε 'ς την δύναμιν, αρχήστε +του τόξου εδώ την δοκιμήν, ο αγώνας να τελειώση». 135 + +Είπε και χάμαι απόθεσε το τόξο και της θύρας +το 'γυρε προς ταις κολληταίς σανίδαις στιλβωμέναις· +το ταχύ βέλος έκλινε προς την λαμπρήν κορώνη, +κ' εγύρισε προς το θρονί, 'που 'χε καθίσι πρώτα. +και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος τότ' είπε προς εκείνους· 140 +«Προς δεξιά σηκόνεσθε με την σειράν, ω φίλοι, +και όθε κερνά ο κεραστής εκείθε αρχή να γείνη». + +Είπεν ο Αντίνοος, και αρεστός 'ς όλους εφάνη ο λόγος. +σηκώθη πρώτος ο υιός του Οίνοπα, ο Λειώδης· +ήταν ιερογνώστης των, και, 'ς τον λαμπρόν κρατήρα 145 +σιμά, κάθιζε ανάμερα, και αυτός εμίσα μόνος +τ' άνομα κ' έτρεφεν οργή προς όλους τους μνηστήραις. +και τότε πρώτος έπιανε το τόξο και το βέλος· +ολόρθος 'ς το κατώφλιο δοκίμαζε το τόξο, +και δεν το ετάνυσεν, αλλά τραβώντας αποκάμαν 150 +τ' απαλά χέρι' αγύμναστα, και των μνηστήρων είπε· +«Δεν το τανύζω, αγαπητοί· τώρ' ας το λάβη και άλλος· +ότι καρδίαν και ζωήν πολλών θα πάρη ανδρείων +τούτο το τόξον, επειδή καλήτερον νομίζω +τον θάνατον, ή ζωντανοί να στερηθούμε κείνο, 155 +'που καρτερούμ' ολοκαιρίς εδώ συναθροισμένοι. +τώρα 'ς τα βάθη της ψυχής κάποιος ελπίζει ακόμη +να νυμφευθή την φρόνιμη γυναίκα του Οδυσσέα, +αλλ' ότι κάμη δοκιμή του τόξου και γνωρίση, +των Αχαιίδων γυναικών τότ' άλλην λαμπροφόραν 160 +με δώρ' αυτός ας μνηστευθή, και ας πάρη αυτή τον άνδρα, +οπού χαρίση πλειότερα και όποιον της στείλ' η μοίρα». + +Είπε και χάμαι απόθεσε το τόξο και της θύρας +το 'γυρε προς ταις κολληταίς σανίδαις στιλβωμέναις· +το ταχύ βέλος έκλινε προς την λαμπρήν κορώνη, 165 +κ' εγύρισε προς το θρονί, 'που 'χε καθίσει πρώτα· +και πικρά τον ωνείδισεν ο Αντίνοος και του 'πε· +«Ποιος λόγος, Λειώδη, σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα, +βαρύς, φρικτός, και ως τ' άκουσα θυμός με κυριεύει, +ότι, αν εσύ δεν δύνασαι το τόξο να τανύσης, 170 +αυτό καρδίαν και ζωήν πολλών θα πάρη ανδρείων. +όχι, δεν σ' έχ' η σεβαστή μητέρα γεννημένον +τόξων συ να 'σαι τραβηκτής και βέλη ν' ακοντίζης· +αλλά μνηστήρες θαυμαυστοί θα το τανύσουν άλλοι». + +Είπε και 'ς τον Μελάνθιον γιδοβοσκόν εστράφη· 175 +«Κινήσου και άναψε φωτιά 'ς το σπίτι, ω Μελανθέα· +θέσε κοντά μέγα θρονί και στρώσε αυτού προβεία· +φέρε από μέσα το χοντρό του αλείμματος τυπάρι, +όπως με πυρ ζεσταίνοντας και αλείφοντας το οι νέοι +το τόξο δοκιμάσουμεν, ο αγώνας να τελειώση». 180 + +Είπε· και πυρ αδάμαστον άναψε ο Μελανθέας, +και το θρονί κοντά 'θεσε κ' έστρωσε αυτού προβεία, +κ' έφερε μέσαθε χοντρόν αλείμματος τοπάρι· +και αφού καλά το ζέσταναν δοκιμάσαν οι νέοι, +χαμένα, και 'ς την δύναμι πολύ κατώτερ' ήσαν. 185 +ο Αντίνοος και ο θεόμορφος Ευρύμαχος εμέναν +ακόμ', οι ανδρειότεροι και των μνηστήρων πρώτοι. + +Τότ' άφησαν το μέγαρο κ' εβγήκαν ο βουκόλος +αντάμα και ο χοιροβοσκός του θείου Οδυσσέα· +εκείνους ακολούθησεν ο θείος Οδυσσέας. 190 +αλλ', απ' την θύρα ξέμακρα και απ' την αυλήν ότ' ήσαν, +με λόγια χλυκομίλητα 'ς αυτούς εστράφη κ' είπε· +«Βουκόλε, και χοιροβοσκέ, θα 'λεγα κάποιον λόγον +ή να το κρύψω; κ' η καρδιά να εξηγηθώ με σπρώχνει· +με ποίαν γνώμη βοηθοί θα ήσθε του Οδυσσέα, 195 +αν κάπουθ' έλθη ξάφνου εδώ κ' ένας θεός τον φέρη; +σεις των μνηστήρων βοηθοί θα ήσθε ή του Οδυσσέα; +ειπήτ' εκείν' οπ' η ψυχή σας λέγει κ' η καρδία». + +Εκείνου τότε απάντησεν ο άνδρας ο βουκόλος· +«Δία πατέρα, τούτον μου τον πόθον τέλειωσέ μου· 200 +ας έλθη εκείνος, ο θεός να τον επαναφέρη· +θα 'βλεπες πώς μ' ακολουθούν μ[τ]α χέρια μου τ' ανδρεία». + +Και ομοίως 'ς όλους τους θεούς ο Εύμαιος ευχήθη +'ς το σπίτι του ο πολύνοος να φθάση Οδυσσέας. +και άδολην ως εγνώρισε την γνώμην των εκείνος, 205 +το στόμα πάλιν άνοιξεν, ωμίλησέ τους κ' είπε· +«Έφθασα, ιδού με, αυτός εγώ, 'που, αφού πολλά 'χω πάθει, +ήλθα τον χρόνον εικοστόν 'ς την γη την πατρική μου. +ξεύρ' ότι από τους δούλους μου 'ς εσάς τους δύο μόνον +έφθασα περιπόθητος· ουδ' άκουσα απ' εκείνους 210 +κανέναν άλλον να ευχηθή να φθάσω 'ς την πατρίδα. +και ό,τι θα γείνη αληθινά 'ς εσάς θα φανερώσω· +αν μου υποτάξη ένας θεός τους θαυμαστούς μνηστήραις, +του καθενός τότε από σας εγώ θα δώσω νύμφην, +κ' εδώ σιμά μου κτήματα και ωραία κατοικία, 215 +και φίλοι θάσθε και αδελφοί του υιού μου Τηλεμάχου, +κ' ιδού, σημάδι φανερό τώρ' άλλο θα σας δείξω, +να με καλογνωρίσετε, να μη διστάζη ο νους σας, +το λάβωμ' οπού μ' άνοιξε με λευκό δόντι χοίρος, +'ς τον Παρνασό, 'που τα παιδιά με πήραν του Αυτολύκου». 220 + +Είπε, το μέγα λάβωμα ξυγύμνωσε απ' τα ράκη, +κ' εκείνοι, αφού θεώρησαν και απ' όλα ελάβαν γνώσι, +'ς ταις αγκαλιαίς των έσφιξαν τον θείον Οδυσσέα, +έκλαιαν και την κεφαλή του εφίλουν και τους ώμους· +τα χέρια και ταις κεφαλαίς τους φίλησε κ' εκείνος. 225 +και ο ήλιος θα βασίλευε και ακόμη αυτοί θα κλαίαν, +αλλά τους ξέκοψεν αυτός και προς εκείνους είπε· +«Από τους θρήνους παύσετε, μη βγη και σας νοήση +κάποιος από το μέγαρο και μέσα τ' αναφέρη. +εμπήτε τώρ', αλλ' όχι ομού, πρώτος εγώ, κατόπι 230 +ανάρηα σεις· και ας διορισθή το ακόλουθο σημάδι· +οπόταν όλ' οι θαυμαστοί μνηστήρες θα φωνάζουν +'ς τα χέρια μου να μη δοθούν το τόξο κ' η φαρέτρα, +θεί' Εύμαιε, το δώμα συ διάβαινε και φέρε +το τόξον εις τα χέρια μου, και πρόσταξε ταις κόραις 235 +τα στερεά θυρόφυλλα να κλείσουν των μεγάρων, +και αν ακουσθή βόγγος ανδρών ή κτύπος εις το δώμα, +ολόκλειστ' οπού θα 'μασθε, να μη προβή καμμία +έξω, αλλ' αυτού 'ς τα έργα τους σιγά να μείνουν όλαις. +κ' εις σε την θύρα της αυλής λέγω, Φιλοίτιε θείε, 240 +με κλείθρο και κομπόδεμα προσεκτικά να κλείσης». + +Είπε και 'ς τα καλόκτιστα δώματα ευθύς εμπήκε, +κ' εγύρισεν εις το θρονί, 'που 'χε καθίσει πρώτα· +κ' οι δούλοι έφθασαν έπειτα του θείου Οδυσσέα. + +Κ' εμάλαζ' ο Ευρύμαχος το τόξο και 'ς την λάμπα 245 +εδώ κ' εκεί το ζέσταινεν, αλλά να το τανύση +δεν εδυνήθη, και βαθειά 'ς την ένδοξη ψυχή του +μ' αδημονία στέναζε, κ' είπε μεγαλοφώνως· +« Τον εαυτό μου πόσ', ωιμέ, και όλους τους άλλους κλαίω· +του γάμου τόσο, αν και δριμύς, δεν με θερίζει ο πόνος· 250 +και άλλαις εις την περίβρεκτην Ιθάκην Αχαιίδες +είναι πολλαίς, είναι και αλλού· με θλίβει ότι μας λείπει +τόσον από την δύναμι του θείου Οδυσσέα, +ώστε να μη τανύζουμεν εμείς το τόξο εκείνου· +αχ! και 'ς ταις άλλαις γεννεαίς θα φθάσ' η καταισχύνη!» 255 + +Ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος απάντησέ του κ' είπε· +« Μη το φοβείσ', Ευρύμαχε· και μόνος σου εννοείς το· +τον θεόν τούτον ευλαβώς ο τόπος εορτάζει +και τόξα θα τανύζουμεν; αλλ' ήσυχα φυλάξτε +το τόξο, και ας αφήσουμε να στέκωντ' η αξίναις 260 +όλαις, ως είναι, ότι κανείς δεν θα 'λθη να ταις πάρη, +θαρρώ, μέσ' απ' το μέγαρο του θείου Οδυσσέα. +τώρ' απαρχαίς ο κεραστής ας δώση 'ς τα ποτήρια, +όπως, αφού γείν' η σπονδή, φυλάξουμε το τόξο· +και ειπέτε 'ς τον γιδοβοσκόν Μελάνθιον, άμα φέξη 265 +να φέρη απ' όλαις ταις κοπαίς ερίφια διαλεμμένα, +όπως, αφού μεριά καούν του λαμπροτόξου Φοίβου, +το τόξο δοκιμάσουμεν, ο αγώνας να τελειώση». + +Αυτά 'πε κείνος και άρεσεν ο λόγος και των άλλων· +και το νερό τους έχυσαν οι κήρυκες 'ς τ' χέρια, 270 +και, αφού κρατήραις με κρασί στεφάνωσαν οι νέοι, +έδωκαν 'ς όλους απαρχή 'ς τα γεμιστά ποτήρια· +και, αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελε η ψυχή τους, +με δόλον ο πολύγνωμος τους είπεν Οδυσσέας· +«Ακούτε με, της θαυμαστής βασίλισσας μνηστήρες, 275 +να φανερώσω εγώ 'ς εσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει. +εξόχως τον Ευρύμαχον και Αντίνοον τον θείον +παρακαλώ, 'που φρόνιμον και αυτόν είπε τον λόγον, +τώρα το τόξο ν' αφεθή και 'ς τους θεούς να ελπίζουν· +αύριο την νίκην ο θεός θα δώσ' εις όποιον θέλη. 280 +αλλά να δώσετε 'ς εμέ το στιλβωμένο τόξο, +τα χέρια και την δύναμι να δοκιμάσω εμπρός σας, +αν ρώμ' υπάρχει ως άλλοτε 'ς τα λυγιστά μου μέλη, +ή χάθη απ' τους παραδαρμούς και απ' την ταλαιπωρία». + +Αυτά 'πε, και αγανάκτησαν υπέρμετρα οι μνηστήρες· 285 +το στιλπνό τόξο μην αυτός τανύση εφοβηθήκαν· +κ' εφώναξ' ο Αντίνοος, ωνείδισέ τον κ' είπε· +«Ω ξέν' ελεεινότατε, φρέναις ποσώς δεν έχεις· +και δεν αρκεί σ' ότ' ήσυχος εις τους υπερηφάνους +εμάς συντρώγεις και άφθονο 'ς τα γεύματ' έχεις μέρος, 290 +και ότι την ομιλία μας, τους λόγους μας ακούεις· +και άλλος τους λόγους μας πτωχός και ξένος δεν ακούει· +σε βλάπτει το γλυκό κρασί, και αυτό ζαλίζει εκείνους +'που το ρουφούν υπέρμετρα· δεν έχει αυτό τυφλώσει +τον λαμπρόν Ευρυτίωνα, τον Κένταυρον, ότ' ήλθε 295 +'ς των Λαπιθών το κάλεσμα, 'ς του ενδόξου Πειριθόου +το μέγαρο; απ' το κρασί τυφλώθη, επάρθη, ο νους του, +και μες το δώμ' ανόμησε φρικτά του Πειριθόου. +κ' οι ήρωες ωργίσθηκαν, τον ποδοσύραν έξω, +αφού μ' άπονη μάχαιρα μύτη και αυτιά του κόψαν, 300 +και αυτός, 'που 'παθε τύφλωσι 'ς τον νουν, επήρε δρόμο +κ' έσερνε με τυφλή ψυχή την μαύρη συμφορά του. +όθεν κατόπ' οι Κένταυροι κ' οι άνδρες πολεμούσαν· +και το κακό ζήτησε αυτός κ' ηύρε απ' την μέθη πρώτος. +και σέν' ομοίαν συμφοράν προλέγω σου αν το τόξο 305 +τανύσης· και 'ς τον τόπο μας προστάτην μη προσμένης· +αλλά σε στέλνουμεν ευθύς μ' ολόμαυρο καράβι +'ς τον βασιλέαν Έχετον αδικητήν του κόσμου, +άφευκτα εκεί ν' αφανισθής^ αλλ' ήσυχα εδώ πίνε +και με τους νεωτέρους σου συ μη φιλονεικήσης». 310 + +Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη τότ' είπε προς εκείνον· +Αντίνοε, γίνετ' άδικο, να στερηθούν οι ξένοι +του Τηλεμάχου, οπ' έρχονται 'ς το δώμα τούτο ικέταις. +κ' εάν ο ξένος, θαρρετός 'ς την ρώμη των χεριών του, +το μέγα τόξο ετάνυζε του θείου Οδυσσέα, 315 +φοβείσ' ότι 'ς το σπίτι του νύμφην εμέ θα πάρη; +αλλ' ουδέ κείνος 'ς την ψυχή παρόμοιαν τρέφει ελπίδα. +τούτο δεν είν', όχι, αφορμή να σας κακοκαρδίση +ενώ συμποσιάζετε· δεν πρέπει, δεν αρμόζει». + +Απάντησεν ο Ευρύμαχος· «Του Ικαρίου κόρη, 320 +ω Πηνελόπη φρόνιμη, νύμφην εσέ να πάρη +τούτος, δεν υποψιάζουμε ποσώς· αλλ' ουδ' αρμόζει· +αλλ' εντρεπόμασθεν ανδρών και γυναικών το στόμα, +μη κάποιος απ' τους Αχαιούς ουτιδανός πότ' είπη· +ανδρός λαμπρού την σύντροφον πολύ κατώτεροί του 325 +άνδρες ζητούν, και το στιλπνό τόξο του δεν τανύζουν· +αλλ' ήλθε πολυπλάνητος πτωχός από τα ξένα, +το ετάνυσε και πέρασε το σίδερο με βέλος· +αυτά θα ειπούν και όνειδος 'ς εμάς θα ήναι ο λόγος». + +Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· 330 +«Ευρύμαχε, δεν γίνεται 'ς τον τόπο να 'χουν δόξα +εκείνοι οπού καταφρονούν το σπίτι ανδρός μεγάλου +και το αφανίζουν και όνειδος 'ς εσάς φαίνοντ' εκείνα; +αυτός ο ξένος στερεό και μέγ' έχει το σώμα, +και λέγει ότι γεννήθηκεν απ' ευγενή πατέρα. 335 +τώρ' ας ιδούμε· δώσετε το στιλπνό τόξο εκείνου. +και ιδού τι λέγω φανερά και ο λόγος μου θα γείνη. +αν το τανύση και 'ς αυτόν την δόξα δώση ο Φοίβος, +θα τον ενδύσω μ' εύμορφον χιτώνα και χλαμύδα· +θα λάβη ακόντι σουβλερό, διώκτην ανδρών και σκύλων, 340 +και ξίφος δίστομο· καλά σανδάλια θα του δώσω, +και θα τον στείλ' οπού η καρδιά θελήση και η ψυχή του». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της κ' είπε· +«Άλλος, μητέρα μ', Αχαιός την δύναμι δεν έχει, +'πώχω να δώσω ή ν' αρνηθώ το τόξο 'ς όποιον θέλω. 345 +όχι, ούδ' όσ' είναι της σκληρής Ιθάκης ή των νήσων +προς την αλογοβόσκητην την Ήλιδα ηγεμόνες, +αυτών δεν δύναται κανείς να μ' εμποδίση, αν θέλω, +το τόξο και μονόφορα του ξένου να χαρίσω. +αλλ' άμε σπίτι, έχε τον νου 'ς τα έργα τα δικά σου, 350 +την αλακάτη, τ' αργαλειό, και πρόσταξε ταις κόραις +να εργάζωνται, και άφησ' εδώ του τόξου την φροντίδα +'ς τους άνδραις κ' έξοχα 'ς εμέ 'που 'μαι 'ς το σπίτι κύριος». + +Θαύμασε αυτή κ' εγύρισε 'ς το δώμα, ότι τον λόγον +του τέκνου της τον φρόνιμον εδέχθη 'ς την καρδία. 355 +και με ταις κόραις έφθασε 'ς τ' ανώγι, αυτού να κλαίη +πικρά τον Οδυσσέα της, ως ότου γλυκόν ύπνο +'ς τα βλέφαρά της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη. + +Επήρε ωστόσο κ' έφερνε το τόξ' ο χοιροτρόφος, +κ' ευθύς του σήκωσαν βοή 'ς το δώμ' όλ' οι μνηστήρες, 360 +και κάποιος τότ' εφώναξε των αποτόλμων νέων· +«Αζήλευτε χοιροβοσκέ, το τόξο πού θα φέρης, +χαμένε; γλήγορα, θαρρώ, 'ς ταις έρμαις χοιρομάνδραις +οι γοργοί σκύλοι, θρέμματα δικά σου, θα σε φάγουν, +αν μας βοηθήσ' ο Απόλλωνας και όλ' οι θεοί του Ολύμπου». 365 +Είπαν και απ' την βοή πολλών ετρώμαξεν εκείνος. +χάμαι το τόξον έθεσεν αλλ' από τ' άλλο μέρος +του φώναξε ο Τηλέμαχος· «Πατέρα, εμπρός το τόξο +φέρε, και δεν θα ωφεληθής αν 'ς όλους υπακούσης, +μήπως, αν και νεώτερος, σε διώξω με λιθάρια, 370 +εις τον αγρόν ότ' είμ' εγώ 'ς τα χέρι' ανώτερός σου. +να 'μουν, αχ! τόσο ανώτερος, εις των χεριών την ρώμη, +όλων αυτών, οπ' είν' εδώ 'ς τα δώματα μνηστήρες, +με φρικτόν τρόπο θα 'καμνα το σπίτι μου ν' αφήσουν +ευθύς αυτοί 'που το κακό 'ς τον νου τους οργανίζουν». 375 + +Αυτά 'πε και όλοι από καρδιάς γελάσαν οι μνηστήρες, +και, χάρις 'ς τον Τηλέμαχον, ημέρωσ' η οργή τους. +και ο χοιροτρόφος πέρασε κ' εστήθη του Οδυσσέα +εμπρός και το τόξ' έβαλε 'ς τα χέρια του γενναίου, +και την βυζάστρα κάλεσεν Ευρύκλεια και της είπε· 380 +«Προστάζει σε ο Τηλέμαχος, φρόνιμη Ευρύκλεια, τώρα +τα στερεά θυρόφυλλα να κλείσης των μεγάρων· +και αν ακουσθή βόγγος ανδρών και κτύπος εις το δώμα, +ολόκλειστ' οπού θα 'μασθε, να μη προβή κανένας +έξω, αλλ' αυτού 'ς τα έργα τους σιγά καθείς να μείνη». 385 + +Αυτά 'πε κείνος και άπτερος 'ς αυτήν ειπώθη ο λόγος· +κ' έκλεισε τα θυρόφυλλα των υψηλών μεγάρων. +κ' εξ' ο Φιλοίτιος πήδησεν ήσυχ' από τα δώμα, +και της καλόφρακτης αυλής έκλεισ' ευθύς την θύρα. +ήταν 'ς την αίθουσα σχοινί βύβλινο από καράβι, 390 +το πήρεν, έδεσε μ' αυτό την θύρα κ' επανήλθε, +και οπ' ήταν πρώτα εκάθισε, και προς τον Οδυσσέα +τους οφθαλμούς προσήλωσε· και αυτός ήδη το τόξο +γυρίζ' ολούθ' ολόγυρα, να ιδή μήπως σαράκι, +ο κύριος ενώ 'λειπε, το κέρατ' είχε φθείρει· 395 +και κάποιος τότε ωμίλησε κυττώντας τον πλησίον· +«Του τόξου αυτός θεωρητής κάπως πανούργος είναι· +ή τόξ' έχει 'ς το σπίτι του παρόμοια φυλαγμένα +ή όμοια θα ποιήση αυτός, τόσο πολύ 'ς τα χέρια +το στρέφει ο πολυπλάνητος κακούργος ψωμοζήτης». 400 + +Άλλος πάλι τότ' έλεγε των αποτόλμων νέων· +«Όμοιαν να λάβη απόλαυσιν εις την ζωή του εκείνος, +καθώς ποτέ θα δυνηθή το τόξο να τανύση». + +Έλεγαν και ο πολύγνωμος ωστόσον Οδυσσέας, +το μέγα τόξο άμ' έπιασε και πανταχόθεν είδε, 405 +ως ο εξαίσιος αοιδός και της κιθάρας γνώστης +ευθύς τανύζει την χορδή, στριφτάρι αν κ' έχει νέο, +τάντερο αρνιού καλόστριφτον εις τ' άκρ' αφού προσδέση, +το μέγα τόξο αβίαστα τάνυσ' ευθύς εκείνος, +και την νευρή δοκίμασε με το δεξί του χέρι· 410 +ελάλησ', ως την έγγιξεν, ως χελιδόνι εκείνη. +τότ' οι μνηστήρες τρόμαξαν και άλλαξαν όψιν όλοι· +και με σημάδι φανερό βαρειά βρόντησ' ο Δίας. +εχάρηκε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας, +σημάδι ότ' είδ' απ' τον υιόν του κρυπτοβούλου Κρόνου. 415 +και απ' το τραπέζι αυτού σιμά γοργό βέλος επήρε +έτοιμο· και μες την βαθειά φαρέτρα εμέναν τ' άλλα, +αυτά 'που μέλλαν να αισθανθούν ογλήγορα οι μνηστήρες· +το κράτησε 'ς το κέρατο, και, οθ' ήταν καθισμένος, +νευρήν, γλυφίδαις, τράβησε, και, αφού σημάδι επήρε, 420 +τόξευσε και όλαις πέρασεν αράδα ταις αξίναις +από τον πρώτον στελεόν· το χάλκινον ακόντι +εβγήκε πέρα, κ' είπε αυτός· «Ποσώς δεν σ' ατιμάζει, +Τηλέμαχε, καθήμενος 'ς τα μέγαρά σου ο ξένος. +μη το σημείον έσφαλα; μην άργησα με κόπο 425 +το τόξο να τανύσω εγώ; σώζετ' η δύναμίς μου, +και άδικα με καταφρονούν και ψέγουν οι μνηστήρες. +κ' είναι καιρός οι Αχαιοί τον δείπνον να ετοιμάσουν +όσ' είναι φως· διασκέδασι και άλλην κατόπι θα 'χουν +εις την κιθάρα, 'ς τον χορό, τα δώρα της τραπέζης». 430 + +Αυτά 'πε κ' εβλεφάρισε· και ακονισμένο ξίφος +ο ποθητός εζώσθ' υιός του θείου Οδυσσέα, +κοντάρι εφούκτωσε κ' ευθύς 'ς το πλάγι εκείνου εστήθη, +σιμά 'ς τον θρόνο, κ' έλαμπε με τ' άρματα ζωσμένος + + + +Ραψωδία Χ + + + +Τα ράκη του ο πολύγνωμος τότ' έρριξε Οδυσσέας, +και 'ς το κατώφλι πήδησε με τόξο και φαρέτρα +γεμάτην· και όλα σώρευσε τα πτερωτά της βέλη +εμπρός, αυτού, 'ς τα πόδια του, και των μνηστήρων είπε· +«Τούτος ο αγώνας φοβερός είν' ήδη τελειωμένος· 5 +σημάδι τώρ', οπού κανείς δεν έχει ρίξει ακόμη, +θέλω κτυπήσ', ίσως το ευρώ και αν με δοξάση ο Φοίβος». + +Είπε και 'ς τον Αντίνοον πικρόν ίσιασε βέλος· +εκείνος τότε δίχερον εσήκονε ποτήρι +ολόχρυσο και το 'σφιγγε 'ς τα χέρια, να ρουφήση 10 +κρασί, και φόνου μες τον νου δεν είχε φαντασία· +και ποίος θα φαντάζονταν, 'ς την μέσην των συνδείπνων, +απ' έναν μόνον, εις πολλούς ανάμεσ', αν και ανδρείον, +φαρμακωμένον θάνατον, μαύρην να λάβη μοίραν; +'ς τον λαιμό τον σημάδευσε κ' επίτυχ' ο Οδυσσέας· 15 +τ' απαλό σνίχι πέρασε και αντίκρυ βγήκε η λόγχη· +έγυρε αυτός και του 'πεσεν από το χέρ' η κούπα, +και απ' τα ρουθούνι' ανάβρυσεν αίματος ανθρωπίνου +κρουνιά χοντρή· κ' έσπρωξε αυτός την τράπεζα μακράν του +με τα δυο πόδια, κ' έχυσε τα φαγητά 'ς το χώμα, 20 +και τα ψημένα κρέατα και ο σίτος μολυνθήκαν. +άμα τον άνδρ' είδαν νεκρόν, με τρόμο σηκωθήκαν +απ' τα θρονιά και αλάλαξαν 'ς τα δώματα οι μνηστήρες, +και με τα μάτια πανταχού τους τοίχους εξετάζαν, +αλλ' ουδ' ασπίδα ευρίσκονταν ουδέ βαρύ κοντάρι. 25 +και χολωμένοι ωνείδισαν βαρειά τον Οδυσσέα· +«Ω ξένε, κακά σκέφθηκες να σημαδεύης άνδραις· +ύστερος είναι αγώνας σου· μη να σωθής ελπίσης· +άνδρα συ τώρα εφόνευσες 'που ο πρώτος ήταν νέος +εις την Ιθάκην· όθε δω γύπες εσέ θα φάγουν». 30 + +Αυτά 'παν, ότι ελόγιαζαν πως άθελα τον άνδρα +είχε φονεύσει· και οι μωροί δεν είχαν εννοήσει +ότι το δίκτ' είχε απλωθή του ολέθρου ολόγυρά των. + +Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος τους είπεν Οδυσσέας· +«Σκυλιά, σεις επιστεύετε πως δεν θα γύρω πλέον 35 +από την Τροία, και άπονα μου τρώγετε το σπίτι, +φιλούσετε αναγκαστικά ταις δούλαις, κ', ενώ ζούσα, +άνομα της συντρόφου μου σεις γείνετε μνηστήρες, +και ούτε θεοί, 'που κατοικούν τα ουράνια σας φοβίζαν, +ούτε θνητών εκδίκησις μην έλθη αδικημένων· 40 +τώρα το δίκτ' έχει απλωθή του ολέθρου ολόγυρά σας». + +Αυτά' 'πε κείνος, κ' έπιασεν αυτούς αχνή τρομάρα, +και από τον δίεθρο καθείς εκύττα πώς να φύγη. +μόνος τότ' ο Ευρύμαχος απάντησέ του κ' είπε· +«Αν ήλθες ο Ιθακήσιος μ' αλήθειαν Οδυσσέας, 45 +δικαίως συ των Αχαιών ταις πράξαις κατακρίνεις, +'που ανόμησαν 'ς το σπίτι σου πολλά και 'ς τον αγρόν σου. +αλλ' ήδη κείτεται νεκρός ο πρώτος αίτιος όλων, +ο Αντίνοος· ότι ωργάνιζε τα έργα τούτα εκείνος. +και τόσο δεν τον βίαζε του γάμου ανάγκ' ή πόθος, 50 +αλλ' έτρεφ' άλλα 'ς την ψυχή, — κ' εμπόδισε ο Κρονίδης,— +να γείνη της καλόκτιστης Ιθάκης βασιλέας +εκείνος και το τέκνο σου με δόλο να φονεύση. +τώρ', αφού τούτος έπεσεν ως του 'πρεπε, λυπήσου +συ τον λαόν σου· και απ' εμάς κοινώς όλα θα λάβης, 55 +όσο σου εφαγωθήκαν 'ς το σπίτι κ' επιοθήκαν, +και πρόστιμ' είκοσι βωδιών καθείς μας θα σου φέρη, +'ς τόσο χρυσάφι και χαλκόν, η οργή σου να πραΰνη· +ως τότ', εάν αγανακτείς, κατάκρισιν δεν έχεις». + +Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος του απάντησε Οδυσσέας· 60 +«Ευρύμαχε, και αν όλα μου τα πατρικά μου εκείνα +μου αποδοθούν, μ' όσ' έχετε και μ' όσ' αλλούθ' ευρήτε, +δεν θα ξεκόψω πότ' εγώ τα χέρια μ' απ' τον φόνο, +πριν όλα τ' ανομήματα πλερώσουν οι μνηστήρες. +σεις τώρα προτιμήσετε, να μάχεσθ' ή να φύγη 65 +κάποιος, αν ίσως δυνηθή, την μοίρα του θανάτου. +αλλ' απ' τον όλεθρο κανείς, θαρρώ, δεν θα λυτρώση». + +Είπε και αυτών τα γόνατα κοπήκαν κ' η καρδία· +και πάλιν είπ' ο Ευρύμαχος· «Ω φίλοι, αυτός ο άνδρας +τα χέρια τ' απλησίαστα δεν θα κρατήση πλέον, 70 +αλλ', ως το τόξον απ' αρχής και την φαρέτρα πήρε, +θε να τοξεύη απ' το ξυστό κατώφλι ως να φονεύση +όλους εμάς· αλλά φαιδροί την μάχη ν' ασπασθούμε. +σύρετε τα μαχαίρια σας, 'ς τα γοργοφόνα βέλη +προβάλτε τράπεζαις και ομού 'ς αυτόν ας πέσουμ' όλοι, 75 +και το κατώφλ' ίσως βιασθή ν' αφήση και την θύρα, +έξω να βγούμε, αλαλαγμός να σηκωθή 'ς την πόλι, +τούτος να μάθ' ότ' έρριξε το υστερινό του βέλος». + +Είπε και δίστομ' έσυρε χαλκόβαπτο μαχαίρι +και με κραυγήν τρομακτικήν επάνω του επετάχθη· 80 +και, 'ς την στιγμή 'που χύθ' αυτός, ο θείος Οδυσσέας +'ς το στήθος βέλος του 'ριξεν εις το βυζί πλησίον, +και μες το σκότι πέρασε τ' ορμητικόν ακόντι. +την μάχαιρα απόλυσε κ' έπεσε κυρτωμένος +τρικλίζοντας 'ς την τράπεζα, και τα φαγιά κ' η κούπα 85 +χάμαι σκορπίσαν· εις την γη το μέτωπό του εκτύπα, +οδύνην είχε 'ς την ψυχή κ' έσπρωχνε το θρονί του +με τα δυο πόδια, και άπλωσε 'ς τα μάτια του μαυρίλα. + +Ο Αμφίνομος 'ς τον ένδοξον τότ' ώρμησε Οδυσσέα +μ' ακονισμένην μάχαιραν, ίσως από τ[η]υν θύρα 90 +συρθή εμπρός του, αλλ' έγκαιρα με χαλκοφόρο ακόντι +την πλάτην ο Τηλέμαχος τον πέρασ' ως τα στήθη· +μ' όλο το μέτωπο 'ς την γην εβρόντησεν εκείνος, +τ' ακόντι το μακρόσκιο 'ς το σώμα του Αμφινόμου +άφησεν ο Τηλέμαχος κ' εσύρθ' ότι φοβήθη 95 +μη κάποιος εκ των Αχαιών, εκεί 'που αυτός θ' ανέσπα +τ' ακόντι το μακρόσκιον, ορμήση με μαχαίρι +και τον τρυπήσ' ή όπισθε κτυπήση αυτόν σκυμμένον. +κ' έδραμε κ' έφθασεν ευθύς εις τον αγαπητόν του +πατέρα, κ' είπε προς αυτόν με λόγια πτερωμένα· 100 +«Πατέρα, θα σου φέρω εγώ κοντάρια δυο και ασπίδα +και ολόχαλκο περίκρανον, αρμόδιο 'ς το κεφάλι· +παρόμοια θα φορέσω εγώ, παρόμοια και ο βουκόλος +θα λάβη και ο χοιροβοσκός· καιρός ν' αρματωθούμε». + +Απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας· 105 +«Δράμε και φέρ', ενόσω εδώ βέλ' είναι να παλαίσω, +μη με κινήσουν, μοναχός ως είμαι, από την θύρα». + +Αυτά 'πε· κείνος άκουσε τον ποθητόν πατέρα, +και, οπ' είχε τα λαμπρ' άρματα, 'ς τον θάλαμο, κατέβη· +εκείθ' ασπίδαις τέσσεραις επήρε, οκτώ κοντάρια, 110 +τέσσαρα κράνη χάλκινα, μ' αλόγου χήτη ωραία· +τα 'φερνε και δεν άργησε να φθάση 'ς τον πατέρα. +κείνος με τα λαμπρ' άρματα το σώμ' έζωσε πρώτος, +κατόπ' οι δούλοι εζώνονταν και οι τρεις επήραν θέσι +σιμά 'ς τον πολυμήχανον ανδρείον Οδυσσέα. 115 +και αυτός, όσο του ευρίσκονταν ακόντια να παλαίση, +'ς το σπίτι του θανάτονε με κάθε βέλος έναν +απ' τους μνηστήραις, κ' έπεφταν σωρός εκείνοι εμπρός του. +και άμ' έλειψαν του βασιληά, 'που τόξευε, τα βέλη, +του στέρεου μεγάρου του 'ς τον θυροπαραστάτη 120 +το τόξον έκλινε αντικρύ των τοίχων φωτοβόλων, +κ' έζωσ' ευθύς 'ς τους ώμους του τετράδιπλην ασπίδα, +εις την γενναίαν κεφαλήν καλόν έθεσε κράνος +μ' αλόγου χήτη, και φρικτά σειόταν επάν' ο λόφος, +και δύο πήρε δυνατά κοντάρια χαλκοφόρα. 125 + +Ο τοίχος ο καλόκτιστος ψηλόν είχε αντιθύρι, +και κάτω απ' το κατώφλιο του στερεού μεγάρου +'ς τον δρόμο πέρασμ' έβγαινε, κλειστό με καλαίς θύραις. +κείν' ο Οδυσσέας είχε ειπεί του θείου χοιροτρόφου +να το προσέχη από σιμά' κ' έν' έμβασμ' είχε μόνον. 130 +ο Αγέλαος τότε ωμίλησε κ' εμπρός εις όλους είπε· +«Ω φίλοι, δεν θ' ανέβαινε κανείς εις τ' αντιθύρι +φωνή να ρίξη του λαού κ' ευθύς βοή να γείνη; +τούτος να μάθ' ότ' έρριξε το υστερινό του βέλος». + +Του απάντησε ο Μελάνθιος' «'Σ αυτό δεν είναι τρόπος, 135 +Αγέλαε διόθρεπτε, τι φοβερά κοντά 'ναι +η αυλόθυρα, και δύσκολο το στόμ' είναι του δρόμου· +και ανδρείος ένας δύναται 'ς όλους φραγμός να γείνη. +αλλ' άρματ' απ' τον θάλαμο θα φέρω να ζωσθήτε· +ότι κει μέσα, και όχι άλλου, τ' άρματα, εγώ νομίζω, 140 +ο Οδυσσέας φύλαξε και ο δοξαστός υιός του». + +Αυτά 'πεν ο Μελάνθιος και ανέβη του μεγάρου +την κλίμακα, 'ς τον θάλαμο να φθάση του Οδυσσέα· +εκείθ' ασπίδαις δώδεκα πήρε και τόσαις λόγχαις, +και τόσα κράνη χάλκινα, μ' αλόχου χήτη ωραία, 145 +και ογλήγορ' ήλθε κ' έφερε τα όπλα 'ς τους μνηστήραις. +του Οδυσσέα γόνατα κοπήκαν και καρδία, +άμ' είδε ν' αρματόνωνται και τα μακρά κοντάρια +να σείουν ότι φοβερός του φανερώθη αγώνας. +κ' είπε προς τον Τηλέμαχο με λόγια πτερωμένα· 150 +«Τηλέμαχ', ή 'ς τα μέγαρα των γυναικών καμμία +κακόν μας κινεί πόλεμον ή τ' είναι ο Μελανθέας». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε· +«Πατέρα, 'ς τούτο εγώ 'σφαλα και άλλος δεν είναι πταίστης· +το στερεό θυρόφυλλον άνοιξα του θαλάμου 155 +κ' ερχόμενος δεν το 'κλεισα και τούτο εγνώσθη απ' άλλον. +αλλά, θεί' Εύμαιε, πήγαινε, την θύρα του θαλάμου +κλείσε κ' εξέτασ' αν καμμιά των δούλων τούτα πλέκει, +ή κείνος, 'που υποπτεύομαι, Μελάνθιος ο Δολίδης». + +Τα λόγια τούτα ενώ 'λεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους, 160 +κίνησε προς τον θάλαμο και πάλι ο Μελανθέας, +να φέρη τα λαμπρ' άρματα· και ο θείος χοιροτρόφος +τον νόησε και από σιμά τότ' είπε του Οδυσσέα· +«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, +ιδού, πάλιν ο πάγκακος, οπ' είχαμε υποπτεύσει, 165 +'ς τον θάλαμο πορεύεται· συ τώρα δίδαξέ με, +θα του αφαιρέσω την ζωήν, αν τον νικήσω πρώτα, +ή θέλεις να τον φέρω εδώ να σου πλερώση εκείνος +ταις τόσαις οπ' ωργάνισε 'ς το σπίτι σου ανομίαις;» + +'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· 170 +«Εγώ με τον Τηλέμαχον τους θαυμαστούς μνηστήραις +'ς το δώμα θα κρατήσουμεν, όσην ορμή και αν δείξουν. +σεις τώρ' εκείνον ρίξετε 'ς τον θάλαμο με χέρια +και πόδι' οπισθογύριστα, και δέσετε την θύρα, +αφού, περνώντας του σχοινί, 'ς την κορυφή του στύλου 175 +τον ανεβάσετε υψηλά τα πατερά να εγγίξη, +ώστε να ζη πολληώρα εκεί μ' οδύναις του θανάτου». + +Είπε, και αυτοί 'ς την προσταγήν υπάκουσαν κ' επήγαν· +'ς τον θάλαμο τον εύρηκαν χωρίς να τους νοήση· +εκείνος ζητούσ' άρματα 'ς το βάθος του θαλάμου, 180 +και αυτοί 'ς τα πλάγια στάθηκαν της θύρας κ' εκαρτέρουν, +και ως πάτησ' ο γιδοβοσκός Μελάνθιος το κατώφλι,— +και 'ς το 'να χέρ' είχε λαμπρό περίκρανο, πλατείαν +εις τ' άλλο ασπίδα παλαιάν, και μουχλαραχνιασμένην, +οπ' ο Λαέρτης ήρωας φορούσ' ότ' ήτο αγόρι, 185 +ριμμένην τώρα, και η ραφαίς λυθήκαν των λουριών της,— +επάνω τ' ώρμησαν οι δυο και απ' τα μαλλιά τον σύραν +μέσα, και χάμαι βρόντησαν τον κατατρομασμένον. +χέρια και πόδια του 'δεσαν αντάμ', αφού με τρόπον +σκληρόν τα οπισθογύρισαν, ως ο Λαερτιάδης 190 +επρόσταξ' ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας +και, αφού σχοινί του πέρασαν, 'ς την κορυφή του στύλου +τον ανεβάσαν υψηλά τα πατερά να εγγίξη. +και του 'πες με περίγελον, ω Εύμαιε χοιροτρόφε· +«Τώρ', ως σου πρέπει, μαλακά, Μελάνθιε, πλαγιασμένος 195 +θα ολονυκτήσης έξυπνος, και δεν θα σε ξαφνίση +ερχόμεν' η χρυσόθρονη του όρθρου θυγατέρα +απ' ταις ροαίς του Ωκεανού, την ώρα 'που συ φέρνεις +τα ερίφια μες τα δώματα να φάγουν οι μνηστήρες». + +Κείνον αφήκαν 'ς τα φρικτά δεσμά του τεντωμένον, 200 +και αρματωθήκαν, έκλεισαν την στιλβωμένην θύρα, +κ' ήλθαν 'ς τον πολυμήχανον ανδρείον Οδυσσέα. +αυτού με στήθος φλογερό στέκονταν, 'ς το κατώφλι +τέσσερες, και 'ς το μέγαρο πολλοί κ' εκείνοι άνδρείοι· +η Αθήνη κόρη του Διός 'ς το πλάγι τους τότ' ήλθε, 205 +εις το κορμί και 'ς την φωνή του Μέντορ' όλη ομοία. +άμ' ο Οδυσσέας είδε την εχάρη και της είπε· +«Μέντορα, να μη λησμονής 'ς την φοβερήν ανάγκη +τον φίλον ευεργέτη σου και τον ομήλικόν σου». + +Είπε και την πολεμάρχον θεάν είχε νοήσει. 210 +και αλλούθε της εκραύγαζαν 'ς το μέγαρο οι μνηστήρες· +ο Αγέλαος την ωνείδισε, Δαμαστορίδης, πρώτος· +«Μέντορα, μη καταπεισθής 'ς τα λόγια του Οδυσσέα, +βοηθός εκείνου πόλεμον να κάμης των μνηστήρων· +ότι από τώρα η γνώμη μας το εξής αποφασίζει· 215 +κείνους τους δύο, τον υιόν ομού και τον πατέρα, +αφού φονεύσουμε, και συ θα πέσης, όπως κείνα, +'που εδώ να πράξης βούλεσαι, πλερώσ' η κεφαλή σου. +και αφού σας αφαιρέσουμε την ζήσι με το ξίφος, +όσ' έχεις μες το σπίτι σου και όσ' έξω, αυτά με κείνα 220 +του Οδυσσέα θα ενωθούν και μες τα μέγαρά σου +δεν θέλει αφήσουμε να ζουν τ' αγόρια σου κ' η κόραις, +ουδ' η γυνή σου να γυρνά 'ς την πόλι της Ιθάκης». + +Αυτά 'πε, και άναψεν η οργή της Αθηνάς ακόμη· +και θυμωμένη ωνείδισε πικρά τον Οδυσσέα· 225 +«Μ' άλλην ψυχή, μ' άλλην ανδρειά, σ' εγνώρισ', Οδυσσέα, +εννέα χρόνους άκοπα να πολεμάς τους Τρώαις, +χάριν της θεογέννητης Ελένης λευκοχέρας, +κ' εις δειναίς μάχαις φόνευσες άνδραις πολλούς και ο νους σου +έρριξε την πλατύδρομην την πόλι του Πριάμου. 230 +πώς τώρα, ενώ 'ς το σπίτι σου και 'ς τα καλά σου φθάνεις, +πονεί σ' ανδρείος να δειχθής επάνω 'ς τους μνηστήραις; +στάσου 'ς το πλάγι μου, ω καλέ, κ' έργον ιδέ, να μάθης +πώς ο Αλκιμίδης Μέντορας, 'ς εχθρούς πολλούς αντίκρυ, +είναι τα ευεργετήματα καλός ν' ανταποδώση». 235 + +Είπε, και ακόμη προς αυτούς δεν έκλινε την νίκη, +αλλ' ήθελε 'ς την δοκιμήν η δύναμις και ανδρεία +του Οδυσσέα να φανούν και του λαμπρού παιδιού του· +και 'ς του μεγάρου πέταξε την μαυροκαπνισμένη +σκέπη κ' εκάθισεν αυτού, με χελιδόνα ομοία. 240 + +Και τους μνηστήραις κίνησε τότε ο Δαμαστορίδης +Αγέλαος, ο Ευρύνομος, με τον Πολυκτορίδη +Πείσανδρον, ο Αμφιμέδοντας, ο Πόλυβος γενναίος, +και ο Δημοπόλεμος· αυτοί πρωτεύαν 'ς την ανδρεία +αυτών, 'που ακόμη ζωντανοί να ζήσουν εμαχόνταν· 245 +και τους λοιπούς θανάτωσαν το τόξο και τα βέλη. +και 'ς όλους είπ' ο Αγέλαος· «Ω φίλοι, αυτός ο άνδρας +τα χέρια τ' απλησίαστα 'ς ολίγο θα κρατήση· +του 'φυγεν ήδη ο Μέντορας, αφού μωρεπαινέθη, +και μόνον κείνοι απόμειναν 'ς της θύρας το κατώφλι· 250 +όθεν μη ρίξετε όλοι ομού τα μακρυά κοντάρια· +οι έξι σεις κάμετε αρχήν, ίσως μας δώση ο Δίας +την δόξα να περάσουμε το στήθος του Οδυσσέα· +άμ' αυτός πέσ', οι επίλοιποι φροντίδα δεν μας δίδουν». + +Αυτά 'πε, και, ως παράγγειλε, μ' ορμήν όλοι ακοντίσαν 255 +κ' η Αθηνά κατώρθωσε χαμέν' όλα να πέσουν· +άλλος τον στύλον κτύπησε του στερεού μεγάρου, +άλλος την θύρα με πυκναίς σανίδαις αρμοσμένη, +και άλλου 'ς τον τοίχον έπεσε το φράξο χαλκοφόρο. +και άμ' όλοι κείνοι ξέφυγαν τ' ακόντια των μνηστήρων, 260 +τους είπεν ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας· +«Ω φίλοι, κ' εγώ θα 'λεγα κ' εμείς εις των μνηστήρων +το πλήθος ν' ακοντίσουμεν, αφού σιμά 'ς τα πρώτα, +όσα μας έκαμαν κακά, διψούν να μας φονεύσουν». + +Αυτά' πε, και όλοι ακόντισαν τα λογχοφόρ' ακόντια· 265 +τότε τον Δημοπόλεμον εφόνευσ' ο Οδυσσέας, +τον Ευρυάδην έστρωσε του Τηλεμάχου η λόγχη, +τον Έλατον ο Εύμαιος φόνευσε, και ο βουκόλος +τον Πείσανδρο· και όλοι έπεσαν κ' εδάγκασαν το χώμα. +τότε οι μνηστήρες σύρθηκαν 'ς το βάθος του μεγάρου, 270 +και ώρμησαν κείνοι κ' έβγαλαν απ' τους νεκρούς ταις λόγχαις. + +Πάλ' οι μνηστήρες έρριξαν τα λογχοφόρ' ακόντια, +κ' η 'Αθηνά κατώρθωσε πολλά να βγουν χαμένα. +άλλος τον στύλον κτύπησε του στερεού μεγάρου, +άλλος την θύρα με πυκναίς σανίδαις αρμοσμένη, 275 +και άλλου 'ς τον τοίχον έπεσε το φράξο χαλκοφόρο +η λόγχη του Αμφιμέδοντα ξυστά το χέρι επήρε +του Τηλεμάχου, 'ς τον αρμό, και ακρόσχισε το δέρμα. +απ' την ασπίδ' επάνωθε τον ώμο του Ευμαίου +χάραξε και χαμαί 'πεσεν η λόγχη του Κτησίππου. 280 +και αυτοί με τον πολύβουλον ανδρείον Οδυσσέα +ταις λόγχαις πάλι ακόντισαν 'ς το πλήθος των μνηστήρων· +ο Οδυσσέας πορθητής τον Ευρυδάμαντ' ηύρε, +κ' ηύρε τον Αμφιμέδοντα του Τηλεμάχου η λόγχη, +τον Πόλυβον ο Εύμαιος, τον Κτήσιππο 'ς το στήθος 285 +ηύρε ο βουκόλος, και σφικτά κατόπιν εκαυχήθη· +«Πολυθερσείδη εμπαικτικέ, με την μωρή σου γνώμη +να μην επαίρεσαι 'ς το εξής, αλλά τους αθανάτους +άφινε, ότ' είναι ανώτεροι πολύ, ν' αποφασίζουν. +ιδού, το πόδι οπ' έδωκες του θείου Οδυσσέα, 290 +ότε 'ς το δώμα εζήτευεν, εγώ σου ανταποδίδω». + +Τούτα ο βουκόλος έλεγε· και πλήγωσ' ο Οδυσσέας +εγγύθε τον Αγέλαο με μακρυό κοντάρι· +κτύπησε τον Λεώκριτο του Τηλεμάχου η λόγχη +μες το λαγγόνι, και ο χαλκός 'ς το αντίκρυ βγήκε μέρος· 295 +και με το μέτωπ' έπεσεν επίστομος 'ς το χώμα. +την ανδροφθόρον έδειξεν αιγίδα τότ' η Αθήνη +από την σκέπην υψηλά· κ' εσπώμαξε η καρδιά τους. +'ς το μέγαρο σκορπίσθηκαν, ως τρέχουν αγελάδαις +όταν με κέντημα συχνό ταις συνταράσσ' η μύγα, 300 +εις τον καιρό της άνοιξης, 'που 'ναι μεγάλ' η 'μέρα· +και, ως χύνονται κυρτώνυχοι, κυρτόμυτοι, πετρίταις +από τα όρη 'ς τα πουλιά, κ', ενώ τούτ' αποφεύγουν +τα νέφη, και όλα κρύβονται 'ς το σιάδι, τ' αφανίζουν +άξαφνα εκείνοι, ώστε φυγή και αντίστασις δεν είναι· 305 +και 'ς το κυνήγι οπού θωρούν οι άνδρες διασκεδάζουν· +όμοια 'ς το δώμα χύθηκαν εκείνοι 'ς τους μνηστήραις +κ' εδώ κ' εκεί τους έκρουαν και αυτοί φρικτά βογγούσαν, +ως κρούονταν η κεφαλαίς, και ο πάτος έβραζ' αίμα. + +Τότε ο Λειώδης πρόφθασε να πιάση του Οδυσσέα 310 +τα γόνατα και ικέτευε με λόγια πτερωμένα· +Α! σ' εξορκίζω, σέβου με, λυπήσου με, Οδυσσέα· +άνομον έργον απ' εμέ δεν γνώρισε ουδέ λόγον +άκουσε 'ς το παλάτι σου των γυναικών καμμία· +και απ' τ' άσχημ' έργα εμπόδιζα τους άλλους τους μνηστήραις, 315 +αλλά 'ς εμέ δεν πείθονταν απ' τα κακά ν' απέχουν. +κ' ιδού, κακοθανάτισαν απ' τ' ανομήματά των. +μ' είχαν ιερογνώστην τους, και όμως, αν κ' είμαι αθώος, +κ' εγώ θα πέσ', ώστε η καλαίς πράξες δεν έχουν χάρι». + +Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος του απάντησε Οδυσσέας· 320 +«Και αν ιερογνώστης ήσουν συ 'ς την μέση των μνηστήρων, +συχνά θα παρακάλεσες, θαρρώ, 'ς τα μέγαρά μου, +της ποθητής μου επιστροφής η ώρα να μη φθάση, +και απ' την γλυκειά γυναίκα μου συ τέκνα ν' αποκτήσης· +όθεν τον πικρόν θάνατον δεν θα ξεφύγης τώρα». 325 + +Είπε και ξίφος άρπαξε με το δεξί του χέρι, +'που το 'χε ρίξ' ο Αγέλαος, οπότ' εξεψυχούσε, +χάμαι· μ' εκείνο του 'κοφτε το σνίχι μες την μέση, +κ' ενώ 'μιλούσε κύλησε 'ς το χώμα η κεφαλή του. + +Την μαύρη μοίρα ξέφυγεν ο αοιδός Τερπιάδης 330 +Φήμιος, 'που βιαζόμενος τραγούδα των μνηστήρων. +'ς την αντιθύραν έμενε με την γλυκειά κιθάρα +ς' το χέρι του, κ' εδίσταζεν, αν θα 'βγη από το δώμα +όπως καθίση 'ς τον βωμόν καλόκτιστον του ερκείου +μεγαλοδύναμου Διός, 'ς εκείνον, οπού έκαψαν 335 +βωδιών μερία πάμπολλα Λαέρτης και Οδυσσέας, +ή έξαφνα 'ς τα γόνατα να πέση του Οδυσσέα· +και τούτο συμφερώτερον ευρήκε τότε ο νους του· +ως ικέτης τα γόνατα να πιάση του Οδυσσέα. +τωόντι χάμαι απόθεσε την βαθουλήν κιθάρα 340 +σιμά 'ς τ' ασημοκάρφωτο θρονί και 'ς τον κρατήρα, +εχύθη και τα γόνατα να πιάση του Οδυσσέα +επρόφτασε και ικέτευε με λόγια πτερωμένα· +«Αχ! σ' εξορκίζω σέβου με, λυπήσου με, Οδυσσέα· +θλίψι και συ θέλει αισθανθής κατόπι, αν με φονεύσης 345 +τον αοιδόν, 'που των θεών και των ανθρώπων ψάλλω. +κ' είμαι αυτοδίδακτος εγώ και μύρια 'ς την καρδιά μου +άσματα εγέννησε ο θεός· θαρρώ 'που εμπρός σου ψάλλω +ως εις θεόν μη θέλης συ να μ' αποκεφαλίσης. +θα είπη και ο Τηλέμαχος, ο ποθητός υιός σου, 350 +πως άθελα το δώμα σου, χωρίς τι να ζητήσω, +εσύχναζα να τραγουδώ 'ς τους δείπνους των μνηστήρων· +ότι πολλοί και δυνατοί μ' ανάγκαζαν εκείνοι». + +Είπε' τον άκουσ' η ιερή του Τηλεμάχου ανδρεία, +και παρευθύς προσφώνησεν εγγύθε τον πατέρα· 355 +«Κρατήσου, μη με το σπαθί τον άπταιστον πληγώσης· +τον κήρυκα τον Μέδοντα θα σώσουμεν ακόμη, +οπού μ' επρόσεχε παιδί 'ς το σπίτι μας μ' αγάπη, +εξ' αν αυτόν ο Εύμαιος εφόνευσ' ή ο βουκόλος, +ή αν, όταν τρικύμιζες 'ς το δώμ', εμπρός σου ευρέθη». 360 + +Και ο συνετός ο κήρυκας τον άκουσε, κρυμμένος +ως ήταν κάτω από θρονί, κ' εσκέπαζε το σώμα +με νέο δέρμα βώδινο, τον χάρο ν' αποφύγη. +πετάχθηκ' έξω απ' το θρονί, και το τομάρι εγδύθη, +του Τηλεμάχου πρόφθασε τα γόνατα να πιάση, 365 +και κείνον προσικέτευσε με λόγια πτερωμένα· +«Ιδού με, ω φίλε· στάσου εσύ κ' ειπέ και του πατρός σου, +'ς την περισσή του δύναμι μήπως κ' εμέ πληγώση, +από χολή 'ς τους βδελυρούς μνηστήραις, 'που αφανίζαν +τα υπάρχοντά του, και οι μωροί σέν' εκαταφρονούσαν». 370 + +Εις τούτο χαμογέλασε και του 'πεν ο Οδυσσέας· +«Θάρρεψε, τούτος σ' έσωσε, και σ' έχει προφυλάξει, +ώστε η ψυχή σου να αισθανθή, και ειπής εις άλλον, πόσο +της κακουργίας άμετρα προέχ' η αγαθουργία· +συ τώρα και ο πολύψαλμος αοιδός έξω να βγήτε, 375 +και 'ς την αυλή καθίσετε μακράν από τους φόνους, +ως να ενεργήσω τώρα εδώ 'ς το δώμ' ό,τ' είναι χρεία». + +Είπε, και από το μέγαρον εκείνοι ευθύς εβγήκαν, +του μεγαδύναμου Διός προς τον βωμόν καθίσαν, +κ' εκύτταζαν ολόγυρα και φόνον περιμέναν. 380 + +Τότ' ο Οδυσσέας κύτταζε 'ς το δώμα του αν κανένας +'κρύβετο ακόμη ζωντανός από την μαύρη μοίρα· +και όλους τους είδε κατά γης αιματοκυλισμένους, +πλήθος μεγάλ', ωσάν ψαριών σωρός, οπ' οι ψαράδες +από την λευκή θάλασσα 'ς την κολπωμένην άκρη 385 +σύραν με δίκτυ ολότρυπο· και αυτά σωρός χυμένα +'ς την άμμον όλα επιποθούν το κύμα του πελάγου, +και την πνοήν ο ήλιος τους παίρνει ο φωτοβόλος. +όμοια σωρός εκείτονταν 'ς τα χώματα οι μνηστήρες. +του τέκνου του ο πολύγνωμος τότ' είπεν Οδυσσέας 390 +«Κάλεσε την Ευρύκλειαν, υιέ μου, την βυζάστρα, +όπως εκείνης είπω εγώ κείν' οπ' ο νους μου θέλει». + +Υπάκουσε ο Τηλέμαχος του ποθητού πατρός του, +και, αφού την θύρα κίνησε, της Ευρυκλείας είπε· +«Σήκω, έλα δω, γερόντισσα, συ 'που των δούλων όλων, 395 +των γυναικών, 'ς σπίτι μας έφορος είσαι αρχαία· +έλα, σένα ο πατέρας μου καλεί να σου ομιλήση». + +Αυτά π' κείνος, και άπτερος 'ς αυτήν ειπώθη ο λόγος· +και, αφού την θύραν άνοιξε των υψηλών μεγάρων, +κίνησε 'ς τον Τηλέμαχον κατόπι, και 'ς την μέση 400 +των σκοτωμένων των νεκρών ηύρε τον Οδυσσέα, +κατάμαυρον απ' αίματα και σκόνην, ως λεοντάρι, +οπού βαδίζει, ως χόρτασεν απ' αυλισμένον ταύρο· +το στήθος όλο και τα δυο σαγόνια στάζουν αίμα, +και προχωρεί τρομακτικός 'ς την όψι· τότε ομοίως 405 +πατόκορφα κατάμαυρος εφαίνετ' ο Οδυσσέας. +και ως είδε η γραία τους νεκρούς και το περίσσιον αίμα, +χαράς αρχίν' αλαλαγμό, 'ς το θαύμα οπ' είχ' εμπρός της, +αλλ' ευθύς την εκράτησε κ' εμπόδισ' ο Οδυσσέας, +και κείνην επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα· 410 +«Ω γραία, χαίρου μέσα σου· σιγά, μην αλαλάζης· +ασεβής ο καυχώμενος 'ς ανθρώπους σκοτωμένους. +μοίρα θεών τους σύντριψε και τ' άνομά τους έργα· +ότι κανέναν των θνητών ανθρώπων δεν σεβόνταν, +όποιος και αν τους πλησίαζε, μικρός ήταν ή μέγας· 415 +και ιδού, κακοθανάτισαν απ' τ' ασεβήματά των. +ταις κόραις τώρα του σπιτιού συ θα μου φανερώσης, +και αυταίς 'που με καταφρονούν, και όσαις δεν έχουν κρίμα». + +Η Ευρύκλεια τότε απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα· +«Μ' αλήθειαν όλα, τέκνο μου, θε να σου φανερώσω· 420 +πενήντα μες το σπίτι σου γυναίκαις έχεις δούλαις· +τα έργα ταις διδάξαμε, και το μαλλί να ξαίνουν, +και κάθε κόπον δουλικόν με υπομονή να στέργουν· +δώδεκα έπεσαν απ' αυταίς εις την αναισχυντία, +κ' εμέ δεν σέβονται ποσώς ή καν την Πηνελόπη. 425 +και μόλις τώρα ανδρώθηκεν ο υιός σου, κ' η μητέρα +ακόμα δεν τον άφινε ταις δούλαις να προστάζη. +αλλά 'ς τ' ανώγ' υπέρλαμπρο θ' αναίβω, να γνωρίση +όλα η γυνή σου, οπού θεός την βύθισε 'ς τον ύπνο». + +Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησ' Οδυσσέας· 430 +«Ακόμη να μη την ξυπνάς· συ κάλεσ' εδώ τώρα +ταις κόραις, 'που τόσ' άπρεπα 'ς το σπίτι μου ενεργούσαν». + +Αυτά 'πε, και το μέγαρον εδιάβηκεν η γραία, +να παραγγείλη γρήγορα 'ς ταις κόραις εκεί να 'λθουν. +εκείνος τον Τηλέμαχον και ομού τον χοιροτρόφον 435 +και τον βουκόλον κάλεσε σιμά του και τους είπε· +«Τώρα να παίρνουν τους νεκρούς προστάξετε ταις κόραις· +κατόπι τα περίλαμπρα θρονιά και τα τραπέζια +με νερό και μ' ολότρυπα σφογγάρι' ας καθαρίσουν. +και, άμ' όλο τακτοποιηθή το δώμα εις κάθε μέρος, 440 +σύρετε από το μέγαρο ταις κόραις εις την μέση, +'που τον λαμπρόν αυλόγυρον χωρίζει από τον θόλο. +εκεί θα ταις κτυπήσετε μ' ακονισμένα ξίφη, +ως η ζωή τους να σβυσθή και ν' απολησμονήσουν +τους έρωταις οπού κρυφά με τους μνηστήραις είχαν». 445 + +Αυτά 'πε, και όλαις έφθασαν ομάδι τότε η κόραις, +μ' ελεεινό παράπονο, με δάκρυα πυρωμένα· +των πεθαμένων τα κορμιά πρώτ' έφερναν και κάτω +'ς της καλοτείχιστης αυλής την αίθουσα τα βάζαν, +Το’ να με τάλλο σύνεγγυς· ταις έβιαζ' ο Οδυσσέας, 450 +και κείναις αναγκαστικά τους πεθαμένους φέρναν· +κατόπι τα περίλαμπρα θρονιά και τα τραπέζια +με νερό και μ' ολότρυπα σφογγάρια καθαρίσαν. +οι τρεις τότε, Τηλέμαχος, Εύμαιος και βουκόλος, +με ξύστραις όλον έτριβαν του τεχνικού μεγάρου 455 +το πάτωμα· κ' έξ' έπαιρναν κ' ερρίχναν η γυναίκες. +και άμ' όλο τακτοποίησαν το δώμα εις κάθε μέρος, +ταις κόραις απ' το μέγαρον εσύραν εις την μέση, +'που τον λαμπρόν αυλόγυρον χωρίζει από τον θόλο· +εκεί ταις στενοχώρησαν, όθε φυγή δεν είχαν. 460 +και ο φρόνιμος Τηλέμαχος τότε 'ς τους άλλους είπε· +«Δεν θέλω εγώ με θάνατον αγνόν να ξεψυχήσουν +αυταίς, 'που καταράσθηκαν συχνά την κεφαλήν μου +και της μητρός μου, κ' έσμιγαν κρυφά με τους μνηστήραις». + +Αυτά 'πε κ' έδεσε σχοινί μελανοπλώρου πλοίου 465 +'ς τον θόλο γύρω τεντωτόν από τον μέγαν στύλο, +εις ύψος 'που τα πόδια των 'ς την γη να μην εγγίζουν· +και ως κίχλαις ή περιστεραίς, οπού 'ς το βρόχι πέφτουν, +στημένο 'ς τα χαμόκλαδα, και, προς το σκήνωμά των +ενώ κινούν, ελεεινό ταις δέχεται κρεββάτι, 470 +ομοίως είχαν 'ς την σειρά ταις κεφαλαίς η κόραις, +εις τους λαιμούς των με θηλειαίς, φρικτά να ξεψυχήσουν· +και ώραν ολίγη σπάραξαν ταις φτέρναις των κ' επαύσαν. + +Και 'ς της αυλής το πρόθυρο τον Μελανθέα σύραν· +αυτιά και μύτη του 'κοφταν μ' αλύπητο μαχαίρι, 475 +και τα κρυφά του ανάσπαστα δώσαν ωμά των σκύλων, +και μανισμένοι χέρια και σκέλη του συντρίβαν. + +Τα χέρια και τα πόδια κατόπιν αφού νιφθήκαν, +'ς τον Οδυσσέα γύρισαν και όλ' ήσαν τελειωμένα. +τότ' είπ' εκείνος της καλής βυζάστρας Ευρυκλείας· 480 +«Θειάφην, ιάμα των κακών, και πυρ φέρε μου, γραία, +το δώμα να θειαφίσω εγώ· και συ την Πηνελόπη +κάλεσε, και η θεράπαιναις να την ακολουθήσουν· +και όλαις ταις δούλαις του σπιτιού κίνησ' εδώ να φθάσουν». + +Η Ευρύκλεια του απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα· 485 +«Παιδί μου, ο λόγος σου είν' ορθός και λάθος δεν ευρίσκω· +αλλ' άφες να σου φέρω εγώ χιτώνα και χλαμύδα· +θα 'χες κατάκρισιν πολλήν οι ώμοι σου οι γενναίοι +κείνα τα ράκη να φορούν 'ς τα μέγαρα σου ακόμη». + +Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· 490 +«Από το πυρ πρώτα έχω εγώ 'ς τα μέγαρά μου χρεία». + +Η Ευρύκλεια τον άκουσε η αγαπητή βυζάστρα, +και θειάφη και πυρ έφερε· τότε το μέγαρ' όλο +το δώμα ομού και την αυλήν εθειάφισ' ο Οδυσσέας. +και κείνη από τα υπέρλαμπρα δώματα του Οδυσσέα 495 +βγήκε να ειπή των γυναικών ογλήγορα να φθάσουν· +και αυταίς από το μέγαρον πρόβαλαν φως βαστώντας· +'ς τον Οδυσσέα χύθηκαν, τον γλυκοχαιρετούσαν, +και με χαραίς 'ς την κεφαλή, 'ς τους ώμους, τον εφίλουν, +και όλαις τα χέρια του 'σφιγγαν πόθον γλυκό αισθάνθη 500 +να κλαίη και ταις γνώρισεν εις την καρδιά του εκείνος. + + + +Ραψωδία Ψ + + + +Χαρά γεμάτη ανέβηκε 'ς τ' ανώγια τότε η γραία, +να είπη της βασίλισσας ότ' ήλθε ο ποθητός της· +και αν κ' εις τα γόνατ' είχε ορμή, τα πόδια της τρεκλίζαν. +'ς την κεφαλή της στάθηκεν επάνω και της είπε· +«Εγείρου, Πηνελόπη μου, παιδί μου, ν' απαντήσουν 5 +τα μάτια σ' ό,τι ολοκαιρίς επόθησε η καρδιά σου. +ήλθ' ο Οδυσσέας, αν και αργά, 'ς το σπίτι του έχει φθάσει, +και τους αυθάδεις φόνευσε μνηστήραις, οπού φθείραν +το σπίτι, την ουσία του, και το παιδί του υβρίζαν. + +Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνην αποκρίθη· 10 +«Αχ! οι θεοί σ' εμώραναν, βυζάστρ' αγαπημένη, +'που και απ' τον γνωστικώτερον την γνώσι ν' αφαιρέσουν +δύνανται αυτοί, και νόησι να δώσουν του ανοήτου· +και τώρα κείνοι εσάλευσαν και σε, 'που φρόνιμ' ήσουν. +τι μ' αναπαίζεις άσπλαχνα, την καταπικραμένην, 15 +με λόγια ξένα, κ' έξαφνα σηκόνεις μ' απ' τον ύπνον, +οπ' έδεσε κ' εσκέπασε γλυκά τα βλέφαρά μου; +ύπνον δεν πήρ' ωσάν αυτόν, απ' ότ' ο Οδυσσέας +'ς την Κακοΐλιον πέρασε την τρισκαταραμένην. +αλλά καταίβα τώρ' ευθύς 'ς το μέγαρον, όθ' ήλθες, 20 +ότι από ταις θεράπαιναις, οπ' έχω, αν άλλη ερχόνταν +να μου ειπή τούτα, κ' έξαφνα μ' εσήκονε απ' τον ύπνο, +με σκληρόν τρόπο θα 'καμνα να φύγη απ' έμπροσθέν μου +'ς τα μέγαρο· και τώρα συ 'ς το γήρας χάριν έχε». + +Η Ευρύκλεια της απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα· 25 +«Δεν σ' αναπαίζω εγώ σκληρά, παιδί μου, αλλά τωόντι +ήλθ' ο Οδυσσέας, έφθασε 'ς το σπίτι του, ως σου λέγω, +κείνος ο ξένος οπ' εδώ καταφρονούσαν όλοι· +τον ήξευρε ο Τηλέμαχος πολύν καιρόν ότ' ήλθε, +αλλά με γνώσιν έκρυβε ταις γνώμαις του πατρός του, 30 +ως 'που να πάρη εκδίκησι των αυθαδών μνηστήρων». + +Είπε· και αυτή περίχαρη πετάχθη από την κλίνη, +την γραία σφικταγκάλιασε, και από τα βλέφαρά της +έρριξε δάκρυ κ' είπε αυτής με λόγια πτερωμένα· +«Έλα, βυζάστρα μου καλή, φανέρωσέ μου τώρα, 35 +αν έφθασεν αληθινά 'ς το σπίτι του, ως μου λέγεις, +πώς τους αισχρούς κατώρθωσε μνηστήραις να κτυπήση +μόνος, και κείνοι πάντοτε μέσ' ήσαν ενωμένοι». + +Η Ευρύκλεια της απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα· +«Δεν είδα εγώ, δεν έμαθα· το βόγγημά των μόνον 40 +άκουσα ως εφονεύονταν 'ς τα βάθη των θαλάμων +κατάκλεισταις, περίφοβαις, καθόμασθε η γυναίκες, +ως ότου από το μέγαρο μ' εκάλεσεν ο υιός σου, +κ' εστάλη απ' τον πατέρα του να με καλέση εκείνος. +και ορθόν 'ς την μέση των νεκρών των σκοτωμένων ηύρα 45. +τον Οδυσσέα· γύρω του 'ς τον πάτο ξαπλωμένοι +κείτονταν κείνοι επανωτοί· και θα τον εχαιρόσουν +να τον ιδής, ως λέοντα, κατάμαυρον 'ς το αίμα. +τώρα 'ς την θύρα της αυλής σωρός είν' όλοι εκείνοι, +και αυτός λαμπρό πυρ άναψε και όλο το δώμα ωραίο 50 +θειαφίζει· και τώρ' έστειλεν εμέ να σε καλέσω· +αλλ' ακολούθησέ μ' ευθύς, να μην αργήτε, οι δύο, +αφού τόσο στενάξετε, να λάβετε' ευφροσύνη +ο πόθος κείνος ο μακρύς το τέλος ηύρε πλέον +και αυτός εις την εστία του ζωντανός ήλθε κ' ηύρε 55 +ζωντανήν σε και το παιδί· και τους μνηστήραις όλους. +'που τόσο τον αδίκησαν, 'ς το σπίτι του εκδικήθη». + +Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνην απαντούσε· +«Μη χαίρεσαι, βυζάστρα μου, μη καυχηθής ακόμη· +γνωρίζεις πόσον ασπαστός 'ς το σπίτι του θα ερχόνταν 60 +κείνος εις όλους κ' έξοχα 'ς εμέ και 'ς το παιδί μας· +αλλά δεν είναι αληθινά τούτ', όσα τώρα λέγεις· +κάποιος θεός θα φόνευσε τους θαυμαστούς μνηστήραις, +'που 'ς την σκληράν αυθάδεια, και 'ς τ' άνομ' έργα, ωργίσθη· +ότι κανέναν των θνητών ανθρώπων δεν σεβόνταν, 65 +όποιος και αν τους πλησίαζε, μικρός ήταν ή μέγας. +όθεν κ' επάθαν οι ασεβείς· αλλ' ο Οδυσσέας πέρα +μακράν της γης Αχαϊκής απέθανε 'ς τα ξένα». + +Η Ευρύκλεια της απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα· +«Ποιος λόγος, τέκνο, σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα! 70 +ενώ μέσ' είν' ο άνδρας σου, 'ς το πλάγι της γωνίστρας, +άπιστη λέγεις ότι πλειά δεν θα 'λθη 'ς την πατρίδα. +αλλά σημάδι φανερόν άλλο απ' εμέ ν' ακούσης, +το λάβωμ' οπού του 'καμε με λευκό δόντι χοίρος, +και ως το 'πλυνα το γνώρισα και να σ' ειδοποιήσω 75 +ήθελ', αλλά τα χέρια του μου απόφραξαν το στόμα, +ώστε να ειπώ δεν μ' άφινεν, ο μέγας εις την γνώσι. +αλλ' ακολούθα· την ζωή συ λάβε μου αρραβώνα· +αν σ' απατήσω, εις θάνατον φρικτόν παράδοσέ με». + +Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνην αποκρίθη· 80 +«Βυζάστρα μου, είναι δύσκολον, αν και πολλά γνωρίζεις, +να πιάση ο νους σου ταις βουλαίς θεών των αιωνίων. +αλλ' όμως ας πηγαίνουμε κει, 'που 'ναι το παιδί μου, +και των μνηστήρων τους νεκρούς να ιδώ και τον φονέα». + +Και ως είπε αυτά, κατέβαινε κ' εδίσταζ' αν μακρόθεν 85 +τον άνδρα της τον ποθητόν θα εξέταζ' ή σιμά του +θα 'μενε και την κεφαλή, τα χέρια, θα του εφίλει. +εισήλθε και, αφού πέρασε το πέτρινο κατώφλι, +σιμά 'ς τον τοίχον κάθισεν αντίκρυ του Οδυσσέα +προς την φωτιά^ και αυτός σιμά 'ς τον στύλον καθισμένος 90 +χάμ' έβλεπε και ανέμενε πότε θα του ομιλήση, +εμπρός της ως τον έβλεπεν, η ασύγκριτη συμβία. +κείνη πολληώρα σώπαινε και ο νους της απορούσε· +και πότε κατά πρόσωπον τον βλέπαν οι οφθαλμοί της, +και πότε δεν τον γνώριζε 'ς τα ράκη οπού φορούσε. 95 +πικρά τότε ο Τηλέμαχος ωνείδισέ την κ' είπε· +«Μητέρα, γυνή μ' άσπλαχνη ψυχή, κακομητέρα! +ξένη από τον πατέρα μου πώς μένεις, πώς σιμά του +δεν κάθεσαι, να του ομιλής και να τον εξετάζης; +ποι' άλλη γυνή θα 'μενε με τόσην απονία 100 +ανάμερ' απ' τον άνδρα της, 'που, αφού πολλά' χει πάθει, +τον χρόνον θα 'φθανε εικοστόν 'ς την γην την πατρική του; +αλλ' έχεις στερεώτερην του λίθου εσύ καρδίαν». + +Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· +«Παιδί μ', εις τόσην έπεσε το πνεύμα μου απορίαν, 105 +ώστε ομιλία προς αυτόν ή ερώτησι να κάμω +δεν δύναμ', ή το πρόσωπον εκείνου ν' αντικρύσω. +και αν ο Οδυσσέας είναι και 'ς το σπίτι του έχει φθάσει, +να γνωρισθούμ' είν' άσφαλτος ο τρόπος μεταξύ μας· +κρυμμένα εις άλλους έχουμε 'ς εμάς γνωστά σημεία». 110 + +Αυτά 'πε· χαμογέλασεν ο θείος Οδυσσέας, +κ' είπε προς τον Τηλέμαχον με λόγια πτερωμένα· +«Άφησε την μητέρα σου να δοκιμάζη εμένα +'ς το σπίτι μου· και ογλήγορα θα ιδή και θα γνωρίση. +τώρ', ως με βλέπει ρυπαρόν και κακοενδεδυμένον, 115 +καταφρονεί με, δεν θαρρεί τωόντι ότ' είμ' εκείνος, +και τώρα, πώς θα ευοδωθούν τα πράγματ', ας σκεφθούμε. +ότι αν κανείς εντόπιον φονεύση κ' έναν μόνον, +και φίλους δεν έχει πολλούς κατόπι να τον σώσουν, +φεύγει από την πατρίδα του και από τους συγγενείς του· 120 +κ' εμείς της χώρας την ζωή, τ' αγόρια της Ιθάκης +τα πρώτα τα εξωλοθρεύσαμε^ συ τούτο σκέψου τώρα». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε· +«Ο ίδιος τούτα εξέταζε, πατέρ' αγαπημένε, +ως λέγουν ότ' η γνώσι σου 'ς τον κόσμον είναι η πρώτη, 125 +ώστε προς σε δεν δύναται κανείς ν' αντιπαλαίση. +θερμοί θ' ακολουθήσουμεν εμείς· και συ δεν θαύρης, +ελπίζω, ανδρείας έλλειψιν, όσ' είναι η δύναμίς μας». + +'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· +«Κ' εγώ θα είπ' ό,τι καλό μου φαίνεται να γείνη. 130 +λουσθήτε πρώτα και λαμπρούς φορέσετε χιτώναις, +και η κόραις εις τα μέγαρα να στολισθούν και κείναις· +κατόπι ο θείος αοιδός με την γλυκειά κιθάρα +εις τον φιλόγελον χορόν ας μας εμβάση πρώτος, +ώστε ότι γάμος γίνεται να λέγουν όσοι ακούσουν, 135 +ή διαβάταις 'που περνούν ή γείτονες τριγύρω, +όπως 'ς την πόλιν η βοή του φόνου των μνηστήρων +μην απλωθή πριν φθάσουμε εμείς εις τον αγρόν μας +έξω τον πολυφύτευτον και αυτού θέλει σκεφθούμε +ό,τι καλόν εφεύρημα 'ς τον νου μας βάλη ο Δίας». 140 + +Είπε, και κείν' υπάκουσαν και, αφού λουσθήκαν πρώτα, +χιτώναις φόρεσαν αυτοί κ' ενδύθηκαν και η κόραις. +επήρ' ο θείος αοιδός την βαθουλήν κιθάρα +και 'ς την καρδιά τους γέννησε γλυκειάν επιθυμία +προς τον εξαίσιον χορόν και το τερπνό τραγούδι. 145 +και από το κρούσμα των ποδιών το μέγα δώμα εβρόντα, +οι νέοι και η καλόζωναις γυναίκες ως χορεύαν, +και κάποιος είπ', ως άκουσεν απ' έξω από το δώμα· +«Κάποιος την πολυμνήστευτη βασίλισσα νυμφεύθη· +αχ! δεν εβάσταξε η κακή 'ς του πρώτου ανδρός να μείνη 150 +το μέγα δώμ', ασάλευτα και όσο να φθάση εκείνος». +αυτά' λεγαν, και ως έγειναν τα πράγματ', αγνοούσαν. + +Ωστόσον εις το σπίτι του τον μέγαν Οδυσσέα +έλουσε και άλειψε η καλή κελλάρισσα Ευρυνόμη, +και φόρεμα τον ένδυσεν ωραίον και χιτώνα· 155 +αλλ' η Αθηνά του λάμπρυνε το σώμα, να φαντάζη +τρανώτερος, παχύτερος, και από την κεφαλή του +σγουρήν την κόμην έσυρε 'πώμοιαζε ανθούς του κρίνου. +και, ως όταν εις τον άργυρον χρυσάφι περιχύνη +τεχνίτης, οπ' ο Ήφαιστος κ' η Αθήν' έχουν διδάξει 160 +μ' εντέλεια να φιλοτεχνή χαριτωμένα έργα, +όμοια και αυτού 'ς την κεφαλή, 'ς το σώμ', έχυσε χάρι· +και 'ς την μορφήν ωσάν θεός εβγήκε απ' τον λουτήρα, +κ' εγύρισεν εις το θρονί 'που 'χε καθίσει πρώτα, +της γυναικός του απέναντι, και προς εκείνην είπε· 165 +«Ω τρομερή, 'που σού 'πλασαν, 'ς των θηλυκών το γένος, +την απονώτερην ψυχήν οι κάτοικοι του Ολύμπου· +ποι' άλλη γυνή θα 'μενε με ασύντριφτην καρδίαν +ανάμερ' απ' τον άνδρα της, 'που, αφού πολλά 'χει πάθει, +τον χρόνον θα 'φθανε εικοστόν 'ς την γη την πατρική του; 170 +αλλ' έλα, κλίνην στρώσε μου, βυζάστρα, να πλαγιάσω +και μόνος· ότι σίδερον έχει 'ς τα σπλάνα εκείνη». + +Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· +«Τρομερέ, δεν επαίρομαι, και δεν καταφρονώ σε, +ούτε ξενίζομαι πολύ· καλά σε ξεύρ' ως ήσουν, 175 +καράβι ότε μακρύκουπο σε πήρε απ' την Ιθάκη. +αλλ' έξω από τον θάλαμο, βυζάστρα, να του στρώσης +την στερεωμένη κλίνη του, 'που 'χε ποιήσει εκείνος· +κ' έξω αφού μεταφέρετε την στερεωμένην κλίνη, +προβειαίς, παπλώματα λαμπρά, και χλαίναις, να μη λείψουν». 180 + +Αυτά 'πε δοκιμάζοντας τον άνδρα της, και κείνος +της συνετής του γυναικός με θλίψιν αποκρίθη· +«Τώρ' είπες λόγον, ω γυνή, 'που την καρδιά μου σχίζει· +την κλίνη ποιος μου 'φερε αλλού; δύσκολο και τεχνίτης +καλός θα το κατώρθονε· μόνον θεός αν έλθη 185 +ακόπως θα την έπαιρνεν, αν θέλη, 'ς άλλο μέρος· +αλλά θνητός δεν την κινεί, και αν άνδρας είναι νέος· +επειδή μέγα ευρίσκεται 'ς την εργασμένην κλίνη +θαύμα· κ' εγώ το μόρφωσα με τέχνη, κανείς άλλος, +μες την αυλήν ήταν φυτό μακρόφυλλης ελαίας, 190 +ολόχλωρ', ολοφούντωτο, και στύλου πάχος είχε. +ολόγυρά της θάλαμον εσήκωσα κτισμένον +με πυκνούς λίθους, κ' έθεσα σκέπην επάν' ωραίαν, +πρόσθεσα και θυρόφυλλα καλά συναρμοσμένα. +και, αφού την κόμην έκοψα της φουντωτής ελαίας, 195 +με τέχνην τον γυμνόν κορμόν σκεπάρνισ' απ' την ρίζα, +κ' έπλασ' αυτόν κλινόποδα με στάφνην ισιασμένον, +και τρύπαις τόρνευσα παντού· και αυτούθ' εγώ την κλίνην +άρχισα και την μόρφωσα μ' εντέλειαν, ως 'που βγήκε +όλη ελεφαντοκόλλητη και αργυροχρυσωμένη· 200 +και ταύρου μέσα ετάνυσα λουρί πορφυρωμένο. +ιδού, σου εφανέρωσα το γνώρισμα και αν μένει +η κλίνη μ' άσειστη, ω γυνή, δεν ξεύρω, ή της ελαίας +τον πόδ' αν κάποιος έκοψε και αλλού την έχει φέρει». + +Είπε, και αυτής τα γόνατα κοπήκαν κ' η καρδία, 205 +άμα της είπε ασάλευτα γνωρίσματ' ο Οδυσσέας· +έκλαψεν, έδραμε 'ς αυτόν, κ' έρριξε ταις αγκάλαις +'ς τον τράχηλόν του, εφίλησε την κεφαλή του κ' είπε· +«Μη, Οδυσσέα, μ' οργισθής, συ των θνητών ο πρώτος +εις κάθε σκέψιν· οι θεοί κακά μας εμοιράναν· 210 +οι φθονεροί δεν θέλησαν την νειότη να χαρούμε +αχώριστοι, ως να φθάσουμε 'ς του γήρατος την θύρα. +τώρα μη μου χολεύεσαι, 'ς εμέ να μη θυμώσης, +ότι άμα σ' είδα ταις χαραίς δεν σώκαμ', όπως τώρα· +ξεύρεις, 'ς τα στήθη πάντοτε μου τρόμαζε η καρδία 215 +μήπως κανένας των θνητών με λόγια μ' απατήση, +ότι πολλοί σοφίσματα κακόβουλα οργανίζουν· +ουδ' η Ελέν' η Άργισσα, του Δία θυγατέρα, +ήθελε πέσει ερωτικά 'ς ανθρώπου ξένου αγκάλαις, +αν γνώριζ' ότι τ' άφοβα των Αχαιών αγόρια 220 +οπίσω θα την έπαιρναν εις την γλυκειά πατρίδα. +'ς τ' αχρείον έργον άσφαλτα θεός την έχει σπρώξει, +και δεν προείδε το κακόν ο νους της τυφλωμένος, +το φοβερό, 'που βύθισε κ' εμάς 'ς την λύπη πρώτο. +τώρ', όλ' αφού μου ανάφερες τα καθαρά σημεία 225 +της κλίνης μας, οπού θνητός άλλος ποτέ δεν είδε, +ή συ κ' εγώ κ' η μοναχή θεράπαιν' Ακτορίδα, +οπού ο πατέρας μώδιδεν ότε για δω κινούσα, +και του θαλάμου στερεού μας φύλαγε την θύρα, +έπεισες την καρδία μου, πολύ σκληρή και αν είναι». 230 + +Αυτά 'πε, και γλυκύτερα τα δάκρυα του αναβρύζαν, +ενώ 'χε την αγαπητή και φρόνιμη συμβία, +μ' όση χαρά την γη θωρούν αυτοί 'που κολυμβούσι, +αφού 'ς του ανέμου την ορμή και των χοντρών κυμάτων +τους σύντριψε το δυνατό καράβι ο Ποσειδώνας, 235 +και απ' την αφράτη θάλασσα 'ς την άκρη κολυμβώντας +βγαίνουν ολίγοι, και πυκνή κολλά 'ς τα σώματ' άρμη, +και όλοι χαρά την γη πατούν, ως έφυγαν το χάρο· +με τόσην έβλεπε χαρά τον άνδρα της εκείνη, +και 'ς τον λαιμόν του κρέμονταν με τα λευκά της χέρια. 240 +κ' η ροδοδάκτυλη Ηώ θαύρισκε αυτούς να κλαίουν, +αν άλλο δεν σοφίζονταν η γλαυκομμάτ' Αθήνη. +'ς το τέρμα της εκράτησε την νύκτα, να μακρύνη, +και την χρυσόθρονην Ηώ 'ς τ' Ωκεανού το χείλος, +και τα γοργά πουλάρια της, Φαέθοντα και Λάμπον, 245 +'που των θνητών φέρουν το φως, δεν άφησε να ζέψη. + +Τότ' είπε ο πολύγνωμος 'ς εκείνην Οδυσσέας· +«Αχ! ω γυνή, δεν φθάσαμε 'ς την άκρη των αγώνων +όλων ακόμη· αμέτρητος οπίσω μόχθος μένει, +πολύς, σκληρός, 'που ολόκληρον εγώ θα τελειώσω. 250 +τούτο προείπε μου η ψυχή του μάντη Τειρεσία, +'ς του Άδη ότ' εκατέβηκα την κατοικιά, να μάθω +το πώς με τους συντρόφους μου να φθάσω 'ς την πατρίδα. +αλλ' ακολούθα με, ω γυνή, 'ς την κλίνη, να χαρούμε +ήδη τον ύπνον τον γλυκόν αντάμ' αναπαυμένοι». 255 + +Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· +«Την κλίνη θα 'χης πάντοτε την ώρα 'που η καρδιά σου +θελήση, αφού τώρ' οι θεοί σ' αξίωσαν να φθάσης +'ς το σπίτι το καλόκτιστο, 'ς την γη την πατρική σου. +και αφού θεός σου θύμισεν εκείνον τον αγώνα 260 +ειπέ μου τον, και, αν ως θαρρώ, κατόπι θα τον μάθω, +κακό δεν είναι τώρα ευθύς να μου τον φανερώσης». + +Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· +«Ω τρομερή, πόσο σφοδρά με βιάζεις να τον είπω· +κ' ιδού τον φανερόνω εγώ, χωρίς το ουδέν να κρύψω, 265 +αλλά ποσώς δεν θα χαρής, καθώς κ' εγώ δεν χαίρω· +ότ' εις πολλαίς χώραις θνητών παράγγειλε μου εκείνος +να πάρω δρόμο, φέρνοντας ίσιο κουπί μαζή μου, +όσο να φθάσω 'ς τους θνητούς 'που θάλασσα δεν ξεύρουν, +και οπού δεν τρώγουν φαγητό με άλατ' αρτυμένο. 270 +ούτε τα κοκκινόπλωρα καράβι' αυτοί γνωρίζουν, +ούτε τα ίσια κουπιά, 'που 'ναι πτερά των πλοίων, +κ' ένα σημάδι φανερό μου είπε, οπού δεν κρύβω· +'ς τον δρόμον άμ' απαντηθή μ' εμέν' άλλος οδίτης +και ειπή, 'ς τον λαμπρόν ώμον μου πως έχω λιχνιστήρι, 275 +'ς την γη να στήσω το κουπί, μου είπε, και, αφού κάμω +του Ποσειδώνα βασιληά καλόδεκταις θυσίαις, +κριάρι, ταύρον σφάζοντας, και χοίρον αναβάτην, +να γύρω 'ς την πατρίδα μου και να δώσ' εκατόμβαις +των αθανάτων, 'πώχουσι των ουρανών τους θόλους, 280 +με την σειρά του καθενός· και θάνατος θα μ' εύρη +έξω απ' τα πέλαγα ελαφρός, και θα με σβύση αγάλι +μες τα λαμπρά γεράματα· και ωστόσ' ολόγυρά μου +θα 'ναι μακάριος ο λαός· τούτ' όλ', είπε, θα γείνουν». + +Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· 285 +«Αφού καλήτερο οι θεοί το γήρας σου ετοιμάζουν, +έχεις ελπίδ' αργότερα τα πάθη σου να παύσουν». + +Τα λόγια ταύτα ενώ 'λεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους, +η Ευρυνόμη ετοίμαζε την κλίνη και η βυζάστρα +με μαλακά σκεπάσματα, 'ς την λάμψι των λαμπάδων. 290 +και άμ' έστρωσαν με προσοχή την στερεωμένην κλίνην, +εγύρισ' η γερόντισσα 'ς το σπίτι να πλαγιάση· +η Ευρυνόμη με το φως εμπρός τους προχωρούσε, +'ς την κλίνην ενώ πήγαιναν, και, αφού στον θάλαμόν τους +τους πήγεν, αναχώρησε· και της αρχαίας κλίνης, 295 +με την καρδιά περίχαρη, την θέσι κείνοι ευρήκαν. +ωστόσο οι τρεις, Τηλέμαχος, Εύμαιος και βουκόλος, +τον χορό παύσαν, κ' έκαμαν να παύσουν η γυναίκες, +και 'ς τα ισκιωμένα μέγαρα κατόπι αναπαυθήκαν. + +Κ' οι δύο κείνοι, την γλυκειάν αγάπη αφού χαρήκαν, 300 +με ηδονή λόγους πολλούς ελέγαν μεταξύ τους. +έλεγεν όσα υπόφερε 'ς το σπίτ' η γυνή θεία, +την πάγκακη συνάθροισι να βλέπη των μνηστήρων, +οπ' εξ αίτιας της πολλούς μόσχους και αρνιά παχεία +έσφαζαν και από το κρασί τους πίθους αδειάζαν. 305 +και πάλιν ο διογέννητος της έλεγε Οδυσσέας, +πόσους ερήμωσε θνητούς και πόσ' έπαθ' εκείνος. +άκουε κείνη με ηδονή και δεν της έπεφτ' ύπνος +'ς τα βλέφαρα, πριν όλ' αυτός με τάξιν ιστορήση. +και άρχισε πώς τους Κίκοναις ενίκησε, κατόπι 310 +πώς έφθασε 'ς την κάρπιμη των Λωτοφάγων χώρα, +πόσ' έπραξεν ο Κύκλωπας, και αυτός πώς εκδικήθη +'ς τον άσπλαχνον 'που του 'φαγε τους ποθητούς συντρόφους· +'ς τον Αίολο πώς έφθασε, 'που ολόψυχα τον δέχθη, +και τον προβόδα 'ς την γλυκειά πατρίδα του, αλλά μοίρα 315 +δεν ήτο ακόμη, και άνεμος σφοδρός τον πήρε πάλι +εις τα ιχθυοφόρα πέλαγα τον αναστεναγμένον. +πώς πήγε 'ς την Τηλέπυλη των Λαιστρυγόνον χώρα, +'που σύντριψαν τα πλοία του και τους λαμπρούς συντρόφους +όλους· και αυτός μ' ολόμαυρο καράβι εσώθη μόνος· 320 +της είπ' όσα σοφίσματα και δόλους είχε η Κίρκη· +'ς του Άδη πώς κατέβηκε τ' αραχνιασμένο δώμα, +να ερωτήση την ψυχή του μάντη Τειρεσία, +με καράβι πολύσκαρμο κ' είδ' όλους τους συντρόφους, +και κείνην 'που τον γέννησε και γλυκανάστησέ τον. 325 +το λάλημα πώς άκουσε των ηχηρών Σειρήνων· +'ς ταις Πλαγκταίς Πέτρας, 'ς την δεινή Χάρυβδι, πώς ευρέθη, +'ς την Σκύλλα, οπού δεν πέρασε θνητός χωρίς να πάθη· +οι σύντροφοι πώς φόνευσαν τα βώδια του Ηλίου· +πώς με φλογώδη κεραυνόν ο υψηλοβρόντης Δίας 330 +του 'σχισε το καράβι του, κ' οι σύντροφ' οι γενναίοι +χαθήκαν όλοι, κ' έφυγε την μαύρη μοίρα μόνος· +'ς την Καλυψώ πώς έφθασε, 'ς την νήσον Ωγυγία, +πώς τον κρατούσε, και άνδρα της επόθει να τον κάμη, +'ς τα κοίλα σπήλαια, κ' έτρεφεν αυτόν και γνώμην είχε 335 +αθάνατον και αγέραστον αυτόν να καταστήση· +αλλά ποτέ δεν έπειθε 'ς τα στήθη την ψυχή του· +πώς έφθασε 'ς τους Φαίακαις, πολύ βασανισμένος· +πώς ως θεόν ολόψυχα τον τίμησαν εκείνοι, +και, αφού χρυσάφι, αφού χαλκόν κ' ενδύματα του δόσαν, 340 +με καράβι τον έστειλαν 'ς την ποθητήν πατρίδα. +και άλλο δεν είπε, ως έπεσε 'ς αυτόν ο γλυκύς ύπνος +και όλα τα μέλη του 'λυσε και της ψυχής τα πάθη. + +Τότ' άλλο πάλι εφεύρηκεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη· +άμα εστοχάσθη 'που η καρδιά θα ευφράνθη του Οδυσσέα 345 +την κλίνη της συντρόφου του και την ανάπαυσί του, +κίνησε την χρυσόθρονην Ηώ του όρθρου κόρην +απ' τον Ωκεανό, το φως να φέρη των ανθρώπων. +από την κλίνη τότε αυτός σηκώθη κ' είπ' εκείνης· +«Ήδη χορτάσαμε, ω γυνή, 'ς τα βάσανα κ' οι δύο· 350 +συ έρμη στέναζες εδώ για την επιστροφή μου, +κ' εμέ 'ς τα πάθη σπέδιζαν όλ' οι θεοί και ο Δίας. +ενώ να φθάσω εσπούδαζα 'ς την ποθητήν πατρίδα. +τώρ', αφού πάλιν ηύραμε την πρόσχαρή μας κλίνη, +τα κτήματ', όσα μώμειναν 'ς το σπίτι θα προσέχης· 355 +και όσα σφακτά μου αφάνισαν οι προπετείς μνηστήρες, +τόσα θα πάρω μόνος μου, και αλλ' οι Αχαιοί θα δώσουν, +ως ότου γύρω ταις αυλαίς να μου γεμίσουν όλαις. +αλλ' εγώ 'ς τον πολύδενδρον αγρόν μου θα πηγαίνω +'ς τον αγαθόν πατέρα μου, 'που μου ταλαιπωρείται· 360 +και σέν', αν κ' έχης φρόνησιν, ιδού τι παραγγέλλω· +ο ήλιος άμα σηκωθή, θα προχωρήση ο λόγος +πώς τους μνηστήραις φόνευσα εγώ 'ς τα μέγαρά μου· +όθεν 'ς τ' ανώγι αναίβα συ με ταις θεράπαιναίς σου, +κάθισε αυτού, μην ερωτάς, κανέναν μη κυττάζης». 365 +Είπε και, τ' άρματα λαμπρά 'ς τους ώμους του αφού 'ζώσθη, +ξύπνησε τον Τηλέμαχον και ομού τον χοιροτρόφον, +και τον βουκόλον, κ' είπε αυτών όπλα να πάρουν όλοι. +και ως πρόσταξε, αρματώθηκαν εκείνοι και την θύραν +άνοιξαν κ' εξεκίνησαν κατόπιν του Οδυσσέα, 370 +ενώ το φως ήταν 'ς την γην αλλ' η Αθηνά τους πήρε +έξω απ' την πόλι γλήγορα με νύκτα σκεπασμένους. + + + +Ραψωδία Ω + + + +Και των μνηστήρων ταις ψυχαίς σιμά του προσκαλούσε +ο Ερμής Κυλλήνιος· χρυσό ραβδί κρατούσε ωραίο· +μ' εκείνο ανθρώπου βλέφαρα γλυκά 'ς τον ύπνο κλίνει, +οπόταν θέλ', ή κ' έξαφνα κοιμώμενον εγείρει. +μ' εκείνο ταις εκέντησε και αυταίς ακολουθούσαν 5 +τρίζοντας· και, ως πτεροκοπούν 'ς το βάθος άντρου θείου +η νυκτερίδες τρίζοντας, αν απ' τον βράχο μία +πέση της όλης αρμαθιάς, και ομού πλεκταίς κρατιούται, +παρόμοια τρίζαν η ψυχαίς, ενώ ταις ωδηγούσε +μέσ' από δρόμους σκοτεινούς ο αντίκακος Ερμείας. 10 +τα ρείθρα του Ωκεανού, την πέτρα την Λευκάδα, +ταις πύλαις του Ηλίου και την χώρα των ονείρων, +πέρασαν, κ' έφθασαν γοργά 'ς τ' ασφοδελό λειβάδι, +οπού η ψυχαίς εγκατοικούν, σκιαίς αναπαυμένων. +κει την ψυχήν απάντησαν του Αχιλλιά Πηλείδη 15 +και του Πατρόκλου ομού μ' αυτόν, του άψεγου Αντιλόχου, +του Αίαντα, 'που 'ς την μορφή θα ενίκα και 'ς το σώμα +τους Δαναούς, αν έλειπεν ο ασύγκριτος Πηλείδης. +και, τούτοι ενώ συνώδευαν οι τρεις τον Αχιλλέα, +η ψυχή του Αγαμέμνονα, του Ατρείδ' ήλθε σιμά τους 20 +θλιμμένη· και τρυγύρω της συνάχθηκαν η άλλαις, +όσαις μαζή του απέθαναν 'ς την κατοικιά του Αιγίσθου. +και του Πηλείωνα η ψυχή πρώτ' είπε προς εκείνον· +«Ατρείδη, εμείς ελέγαμε πως όλων των ηρώων +σε θα προτίμα ολοκαιρίς ο χαιρεβρόντης Δίας, 25 +αφού βασίλευες πολλών ανθρώπων και γενναίων, +όταν 'ς την Τροίαν οι Αχαιοί σκληρόν είχαμ' αγώνα· +αλλ' όμως πρόκαιρα και σε να εύρ' η πικρή μοίρα +έμελλ', οπ' άμα γεννηθή θνητός δεν αποφεύγει. +να σ' είχε πάρει ο θάνατος και η μοίρ', ακόμη ότ' ήσουν 30 +εις την Τρωάδα υπέρλαμπρος των άλλων βασιλέας· +τάφον τότ' οι Παναχαιοί λαμπρόν θα σου σηκόναν, +και ωραίαν δόξαν θα 'παιρνες ν' αφήσης του παιδιού σου· +αλλ' από θάνατον φρικτόν σου 'μέλλετο να πέσης». + +Και προς αυτόν απάντησε τότε η ψυχή του Ατρείδη· 35 +«Πηλείδη ω μακάριε, θεόμορφε Αχιλλέα, +'ς την Τροίαν έπεσες μακράν απ' τ' Άργος, κ' εσφαζόνταν +ήρωες Τρώαις και Αχαιοί, με πείσμα να σε πάρουν, +και συ, 'ς το μέσο απέραντος νεκρός, 'ς την πυκνή σκόνη, +κειτάμενος, τους ιππικούς αγώναις σου ελησμόνεις. 40 +εμείς επολεμούσαμεν ολημέρα, και η μάχη +δεν έπαυ', αν ανεμικήν δεν είχε στείλει ο Δίας. +'ς τα πλοί' από τον πόλεμο σ' εφέραμε, 'ς την κλίνη +σ' εθέσαμε, και με χλιό νερό τ' ωραίο σώμα +καθάραμε και μ' αλοιφή· και δάκρυα θερμά χύναν 45 +ολόγυρά σου οι Δαναοί κ' εκόψαν τα μαλλιά των. +και ως τό 'μαθε η μητέρα σου, με ταις θαλάσσιαις κόραις +ήλθεν από το πέλαγος, και ανάκουστη εσηκώθη +βοή 'ς τον πόντο, κ' έφριξαν των Αχαιών τα πλήθη. +και θα ωρμούσαν ν' αναιβούν 'ς τα βαθουλά καράβια, 50 +αλλ' άνδρας τους εκράτησε, πολλών και αρχαίων γνώστης, +ο Νέστορας, οπ' αρεστήν έδιδε εις όλα γνώμη. +εκείνος τους αγόρευσε καλόγνωμα και είπε : +—Αργείοι, Αχαιόπαιδα, μη φεύγετε, σταθήτε· +από το πέλαγος εδώ με ταις θαλάσσιαις κόραις 55 +έρχεται η μάννα, το νεκρό παιδί της ν' αγκαλιάση.— +κ' οι μεγαλόψυχοι Αχαιοί τον άκουσαν κ' εμείναν. +γύρω σου η κόραις στήθηκαν του γέρου της θαλάσσης, +εμοιρολόγαν, και άφθαρτα φορέματα σ' ενδύσαν. +καλόφωνα, με την σειράν, η εννέα Μούσαις όλαις 60 +θρηνολογούσαν και άδακρυ δεν ήταν μάτι Αργείου· +τόσο η γλυκόφωνη βαθειά τους είχ' εγγίξ' η Μούσα. +κ' ημερονύκτια δεκαεπτά σ' εκλαίαμ' ενωμένοι, +αντάμ' οι αθάνατοι θεοί με τους θνητούς ανθρώπους. +σε παραδώσαμε 'ς το πυρ, μες την δεκάτη ογδόη, 65 +και αρνιά παχειά σου σφάξαμε και βώδια στριφοπόδα. +καιόσουν συ μες των θεών τα ενδύματα με πλήθος +μέλι γλυκό και μ' αλοιφή· και γύρω εις την πυρά σου +ήρωες πάμπολλοι Αχαιοί 'ς τα όπλα εταραχθήκαν, +πεζοί και ιππείς· και αλαλαγμοί σηκώθηκαν και κρότοι· 70 +και, αφού του Ηφαίστου σ' έφαγεν η φλόγα, τα λευκά σου +κόκκαλα εμείς, το χάραμμα, συνάξαμε, Αχιλλέα, +'ς αλοιφή και άδολο κρασί, μέσα 'ς τον αμφορέα +απ' έδωκε η μητέρα σου, του Διονύσου δώρο, +χρυσόν, και φιλοτέχνημα του δοξασμένου Ηφαίστου. 75 +κει τα λευκά σου κόκκαλα είν', ένδοξε Αχιλλέα, +με του Πατρόκλου ανάμικτα του προαπεθαμένου, +και του Αντιλόχου χωριστά, 'που των συντρόφων όλων, +αφού 'πεσεν ο Πάτροκλος, εξόχως προτιμούσες. +και ολόγυρά τους θαυμαστόν σηκώσαμε και μέγαν 80 +τάφον, ο ιερός στρατός των λογχιστών Αργείων, +εις άκραν άκρης, 'ς τον πλατύν Ελλήσποντον επάνω, +να τον διακρίνουν φανερά μακρόθε απ' τα πελάγη +όσοι ζουν σήμερα θνητοί και όσοι κατόπι θα 'λθουν. +και των θεών εζήτησεν η μάννα σου βραβεία 85 +ωραία και τα πρόβαλε 'ς τους πρώτους των Αργείων. +πολλαίς σου έτυχε τα ιδής ταφαίς ανδρών ηρώων, +ως, όταν συμβή θάνατος μεγάλου βασιλέα, +οι νέοι ζώνοντ' άρματα, βραβεία να κερδίσουν· +αλλ' εκείνα θα θαύμαζες εξόχως τα βραβεία, 90 +'που πρόβαλ' η αργυρόποδη η Θέτις 'ς την ταφή σου· +ότι πολύ σ' αγάπησαν οι αθάνατοι, Αχιλλέα· +κ' ιδού τώρ', αν και απέθανες, δεν 'χάθη τ' όνομά σου, +κ' αιώνια θα δοξάζεσαι 'ς τα γένη των ανθρώπων. +αλλ' απ' τον πόλεμον εγώ τι κέρδος τώρ' ευρήκα; 95 +'ς την γη μου φρικτόν όλεθρον μ' είχ' ετοιμάσει ο Δίας +απ' της μιαρής συντρόφου μου τα χέρια και του Αιγίσθου». + +Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους· +τότ' ο αργοφόνος έφθασεν, ο μηνυτής Ερμείας, +με των μνηστήρων ταις ψυχαίς, 'που φόνευσ' ο Οδυσσέας. 100 +κ' οι δύο κείνοι εθαύμασαν και προς αυτούς κινήσαν· +του Αγαμέμνονα η ψυχή τον ένδοξον, άμ' είδε, +εγνώρισε Αμφιμέδοντα, του Μελανέα γόνον, +'που, της Ιθάκης κάτοικος, δεχθή τον είχε ξένον· +εκείνον επροσφώνησε τότε η ψυχή του Ατρείδη· 105 +«Τί πάθημ', Αμφιμέδοντα, σας έρριξε 'ς τον Άδη; +όλοι εκλεκτοί και ομήλικες! οπού 'ς την πόλιν άλλο +δεν θαύρισκες, αν διάλεγες, όμοιο λογάρι ανδρείων. +μη μες τα πλοία σύντριψεν εσάς ο Ποσειδώνας +με κύματα, οπού σήκωσε μακρά και ανεμοζάλη, 110 +ή εχθροί 'ς την γη σας χάλασαν, ενώ βώδια και αρνία +εσείς αρπάζετε απ' αυτούς, ή ενώ κείνοι την πόλι +και ταις γυναίκαις από σας να σώσουν πολεμούσαν; +'ς το ερώτημά μου απάντησε, και ξένος σου καυχώμαι. +και δεν θυμάσαι σπίτι σου πώς ήλθα με τον θείον 115 +Μενέλαο, να πείσουμεν εμείς τον Οδυσσέα, +να 'λθη με τα κολόστρωτα καράβια 'ς την Τρωάδα; +κ' εις ένα μήνα σχίσαμε τα πέλαγ', αφού μόλις +του Οδυσσέα πορθητή μαλάξαμε την γνώμη». + +Και του Αμφιμέδοντα η ψυχή τότ' είπε προς εκείνον· 120 +«Ω Αγαμέμνον' αρχηγέ, τρισένδοξε Ατρείδη, +όλα ενθυμούμαι, διότροφε, κείνα 'που μνημονεύεις. +θα σου αναφέρω τώρα εγώ τον τρόπον, πώς εγίνη, +του θλιβερού θανάτου μας· εμείς μνηστεύαμ' όλοι +του Οδυσσέα, 'που 'λειπε 'ς τα ξένα, την συμβία. 125 +κείνη τον γάμον μισητόν ν' αρνείτ' ή να τελειόνη +δεν έστεργ', ενώ σπούδαζε να ευρή τον όλεθρόν μας. +και νέο τέχνασμα, το εξής, 'ς τον νου της εσοφίσθη· +πανί μεγάλον έστησε 'ς το μέγαρο, να υφάνη, +λεπτόν, αμέτρητο, κ' ευθύς προς εμάς είπε· ω νέοι 130 +μνηστήρες μου, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας +τον γάμον μη μου βιάζετε, σταθήτε, ως ν' αποκάμω +το ύφασμα αυτό, τα γνέματα να μη μου παν χαμένα, +του Λαέρτ' ήρωα σάβανο, για τον καιρό, 'που η μαύρη +μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου θα τον πάρη, 135 +των Αχαιίδων μη καμμιά 'ς τον τόπο μ' ονειδίση, +αν κείτεται ασαβάνωτος αυτός 'που πλούσιος ήταν. +αυτά 'πε κ' εκατάπεισε την ανδρική ψυχή μας. +τότε ολημέρα το πανί τα μέγ' ύφαιν' εκείνη, +και νύκτα το ξεΰφαινε 'ς την λάμψι των λαμπάδων. 140 +ιδού πώς απ' τους Αχαιούς με δόλο 'κρύφθη εκείνη +τρεις χρόνους· και τον τέταρτον ότ' έφεραν η ώραις, +ως τα φεγγάρια χάνονταν κ' η 'μέραις επληθύναν, +μας το 'πε μια των γυναικών, οπού τα γνώριζ' όλα, +κ' ηύραμε αυτήν που τ' εύμορφο ξεΰφαινε πανί της· 145 +ιδού πώς το τελείωσε βιασμένη απ' την ανάγκη. +και το σινδόνι ότ' έφερε 'ς το φως, οπ' είχε υφάνει +και καθαρίσει, ώστ' έλαμπεν ως ήλιος η σελήνη, +κακή μας κάπουθ' έφερε τον Οδυσσέα μοίρα +'ς άκρη εξοχής, όπ' έμεινεν εκείνου ο χοιροτρόφος. 150 +αυτού και ο ποθητός υιός του θείου Οδυσσέα +με μαύρο πλοίον έφθασεν απ' την αμμώδη Πύλο. +και, άμ' ωργανίσαν θάνατον κακόν εις τους μνηστήραις, +'ς την πόλιν εκατεβήκαν, ύστερος ο Οδυσσέας +και πρώτος ο Τηλέμαχος· εκείνον ωδηγούσε 155 +ο χοιροτρόφος, με κακά φορέματα ενδυμένον, +παρόμοιον με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτην, +οπ' ακουμβούσε 'ς το ραβδί και αχρεία ρούχα εφόρει. +και, ως έξαφνα εφανίσθη αυτός, κανείς να τον γνωρίση +δεν εδυνήθη και 'ς εμάς ηλικιωμένοι αν ήσαν. 160 +τον εκακοποιούσαμε με λόγια και με κτύπους, +και αυτός μ' ατάραχην ψυχήν έστεκε να υποφέρη +κτυπήματα και ονειδισμούς 'ς τα ίδια μέγαρά του. +αλλ', ότε ο νους τον έγειρε του αιγιδοφόρου Δία, +αφού με τον Τηλέμαχον τα λαμπρά όπλα επήρε 165 +κ' εφύλαξε 'ς τον θάλαμον, κ' εκλείδωσε την θύραν, +έσπρωξ' ο ευρετικώτατος την ίδια του συμβία +τόξο και σίδερο λευκό να θέση των μνηστήρων +αγώνα και του φόνου αρχήν 'ς εμάς 'που ωργίσθ' η μοίρα. +του δεινού τόξου την χορδή κανείς μας να τανύση 170 +δεν εδυνήθη, και αρκετή δεν είχαμεν ανδρεία. +αλλ' ότε να φθάσ' έμελλε 'ς τα χέρια του Οδυσσέα +το μέγα τόξο, με βοήν εμείς φωνάζαμ' όλοι, +'ς αυτόν, ό,τι και αν έλεγε, το τόξο να μη δώσουν· +αλλ' έδωκε ο Τηλέμαχος την προσταγή και μόνος. 175 +και ως το 'λαβε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας, +την χορδή τάνυσ' εύκολα· και ταις αξίναις όλαις +πέρασε· τότ' εστήθη ορθός 'ς την θύρα και άδεισ' όλα +τα βέλη, μ' άγριο βλέφαρο· τον βασιλέ' Αντίνον +κτύπησε, κ' έπειτ' έρριχνε στεναγμοφόρα βέλη 180 +'ς τους άλλους όλους, κ' έπεφταν σωρός εκείνοι εμπρός του. +και φανερά κάποιος θεός μ' αυτούς εσυμμαχούσε, +θάρρος τόσ' είχαν άμετρο 'ς την ρώμη τους, και γύρω +'ς τα δώματα τους φόνευαν φρικτά κείνοι βογγούσαν +ως κρούονταν η κεφαλαίς, και ο πάτος έβραζ' αίμα. 185 +Ατρείδ', ιδού πώς πέσαμε, και ακόμη αμελημένα +τα λείψανά μας κείτονται 'ς το δώμα του Οδυσσέα. +αν το 'ξευραν 'ς τα σπίτια μας οι ποθητοί θα πλύναν +απ' το μαύρ' αίμα ταις πληγαίς, 'ς την κλίνη θα μας κλαίαν +την νεκρικήν, ως πάντοτε τιμούντ' οι απεθαμένοι». 190 + +Και του Ατρείδ' είπε η ψυχή· «Πόσο σε μακαρίζω, +σε, του Λαέρτη γέννημα, πολύτεχνε Οδυσσέα, +ότ' υψηλού φρονήματος απόκτησες συμβία· +τι γνώμη αγνή 'ς την φρόνιμην εφάνη Πηνελόπη! +πόσο τον Οδυσσέα της κρατούσε εις την καρδία! 195 +και του ηψηλού φρονήματος η δόξα της θα ζήση, +και θέλει πλάσσουν οι θεοί τραγούδι αγαπημένο +εις του θνητούς, την φρόνιμη να λέγη Πηνελόπη. +εκείνη δεν κακούργησεν ως του Τυνδάρου η κόρη, +'που φόνευσε τον άνδρα της, και απάνθρωπο τραγούδι 200 +θα 'ναι 'ς τον κόσμο, και άφησε 'ς των θηλυκών το γένος +φήμην κακήν, ώστε η καλαίς και κείναις να μισούνται». + +Τους λόγους τούτους οι νεκροί τότ' έλεγαν, οι δύο, +'ς τα βάθη ως έστεκαν της γης, 'ς την κατοικιά του Άδη· +και κείνοι, αφού κατέβηκαν από την πόλι, φθάσαν 205 +'ς τον καλοσύστατον αγρόν ωραίον, του Λαέρτη, +οπ' είχε κείνος μ' ίδρωτα, με μόχθον, αποκτήσει. +είχ' εκεί σπίτι, 'ς την αυλήν, ολόγυρα, καλύβαις, +να κάθωνται, να τρέφωνται, και να κοιμώνται οι δούλοι, +οι αγορασμένοι, οπού 'ς αυτόν ό,τ' ήθελ' εργαζόνταν. 210 +ήταν και γραία Σικελή, 'που τον γεροκομούσε, +ως πρέπει, αυτού 'ς την εξοχή, μακράν από την πόλι. +τότ' ο Οδυσσέας έλεγε των δούλων και του υιού του· +«Σεις τώρα 'ς την καλόκτιστην εμπήτε κατοικία, +και χοίρον σφάξετε καλόν, να ετοιμασθή το γεύμα· 215 +αλλ' εγώ τον πατέρα μου θα δοκιμάσω τώρα, +αν, ως με ιδούν τα μάτια του, μ' αναγνωρίση εκείνος, +ή αν, αφού μας χώρισαν καιροί, δεν με νοήση». + +Είπε και τ' άρματ' έδωκε των δούλων κ' ενώ κείνοι +'ς το δώμα μέσα επήγαιναν, αυτός μέσα 'ς τον κήπον 220 +πολύδενδρον, την δοκιμή να κάμη, προχωρούσε. +τον κήπον καταιβαίνοντας δεν ηύρε τον Δολίον, +ουδέ των δούλων εύρηκε κανένα ή των παιδιών του· +αναχωρήσ' είχαν αυτοί, λιθάρια να συνάξουν +φράχτην του κήπου, και οδηγός 'ς αυτούς ο γέρος ήταν. 225 +και μόνον τον πατέρα του 'ς το πρόσχαρο κηπάρι +ηύρε, οπού κάποιο σκάλιζε φυτό· φορούσε αχρείον +ραπτόν χιτώνα λιγδερόν, και βωδιναίς κνημίδαις, +όπως μην αγκαθίζεται, 'ς ταις κνήμαις είχε δέσει· +από τους βάτους φύλαγε τα χέρια με χειρίδαις, 230 +και, ως έτρεφε την λύπη του, γίδινο εφόρει κράνος. +τον είδεν ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας +κομμένον απ' τα γερατειά, 'ς την θλίψι βυθισμένον, +κ' εις μέγα δένδρον απιδιάς εστάθηκε να κλαίη. +και να μετρήση εβάλθηκε 'ς του λογισμού τα βάθη, 235 +αν θ' αγκαλιάση τον γλυκόν πατέρα κ' ευθύς όλα +να του ειπή, πώς έφθασε 'ς την γη την πατρική του, +ή μ' ερωτήματα πολλά να δοκιμάση πρώτα. +και τούτο συμφερώτερο του φάνηκε αφού 'σκέφθη, +με λόγια πρώτα εγγικτικά την δοκιμή να κάμη. 240 +μ' αυτήν την γνώμη σίμωσεν ο θείος Οδυσσέας· +και το φυτόν ο γέροντας ξελλάκκιζε σκυμμένος· +'ς το πλάγι τον προσφώνησεν ο ένδοξος υιός του· +«Ω γέρε, δεν είσ' άτεχνος καλλιεργητής του κήπου· +περιποιείσ' όλα καλά· 'ς το κλείσμ' αυτό δεν είναι 245 +ένα δενδρούλι, μια συκιά, κλήμ' ένα, μι' ελαία, +μί' απιδιά, μία βραγιά, μη περιποιημένη. +και άλλο τι εγώ θε να σου ειπώ, και μη 'ς εμέ θυμώσης· +συ είσαι απεριποίητος· σιμά 'ς τ' άτερπνο γήρας +έχεις το σώμα ρυπαρό και φορείς ρούχ' αχρεία· 250 +ο κύριος δεν σ' αμελεί, καλός ως είσ' εργάτης. +καθόλ' ό,τ' είναι δουλικό με σέ δεν ταιριάζει, +και από μορφή και ανάστημα συ δείχνεις βασιλέας, +οποίος είναι, αφού λουσθή και φάγη και πλαγιάση +εις κλίνην μαλακώτατην, ως πρέπει των γερόντων. 255 +αλλ' έλα τώρα, λέγε με μ' αλήθεια, τίνος είσαι +δούλος, και τίνος γεωργείς τον κήπον, οπού βλέπω; +και τούτο ακόμη να μου ειπής, αν είναι αυτή τωόντι +η Ιθάκη, εδώ 'που φθάσαμεν, ως μου 'πεν από τώρα +άνθρωπος, 'που μ' απάντησεν, ενώ δω πέρ' ερχόμουν, 260 +όχι πολύ νοητικός, αφού να ειπή, ν' ακούση +το κάθε τι, δεν έστεργεν, ενώ τον ερωτούσα +ο ξένος μου τι γίνεται, 'ς τους ζωντανούς αν ήναι, +ή απέθανε κ' ευρίσκεται 'ς την κατοικιά του Άδη. +ότι άκου τώρ' ό,τι θα ειπώ και ας το φυλάξη ο νους σου· 265 +άνδρα εγώ ξένισ' άλλοτε, 'ς την γη την πατρική μου, +οπ' είχε' έλθει 'ς το σπίτι μας· και απ' όσους ξένους είδα +'ς το δώμα μου ασπαστότερος άλλος θνητός δεν ήλθε· +απ' την Ιθάκη κήρυττε το γένος και πατέρα +τον Αρκεισιάδην έλεγεν ότ' είχε, τον Λαέρτη. 270 +'ς το σπίτι μου τον πήρα εγώ κ' εκαλοξένισά τον. +αφού 'χε απ' όλα τα καλά το δώμα μου αφθονία. +αρμόδι' ακόμη του 'δωκα φιλοξενίας δώρα· +επτά του 'δωκα τάλαντα, χρυσόν τεχνουργημένον· +του χάρισα ολοπλούμιστον ολάργυρον κρατήρα, 275 +και χλαίναις μοναίς δώδεκα, και τάπηταις ομοίως, +και τόσ' επανωφόρια, τόσους κοντά χιτώναις, +κ' έξω από τούτα τέσσεραις, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτραις, +γυναίκαις ωραιόταταις, ως διάλεξεν εκείνος». + +Και προς αυτόν δακρύζοντας απάντησε ο πατέρας· 280 +«Ω ξέν', ευρίσκεσαι 'ς την γην, οπ' ερωτάς να μάθης, +και άνδρες αυθάδεις, ασεβείς, παράνομοι, την έχουν· +και τ' άπειρ', όσα χάρισες δώρα, χαμένα τα 'χεις, +εις την Ιθάκη ζωντανόν αν εύρισκες εκείνον, +θα σ' αντιφιλοξένιζε και θα σε προβοδούσε 285 +με δώρα, ως πρέπει προς αυτόν 'που μας ξενίση πρώτος. +και τώρα ειπέ μου καθαρά, πόσ' έτ' είν' αφού 'δέχθης +κείνον τον ξένον έρημον, υιόν μου, άν ποτ' εζούσε, +άμοιρον, 'που, των ποθητών μακράν και της πατρίδος, +'ψάρια 'ς τον πόντον έφαγαν ή 'ς την στερηά θηρία 290 +και όρνεα κατασπάραξαν και αχ! δεν τον έχει ενδύσει +νεκρόν και δεν τον έκλαψεν η μάννα και ο πατέρας, +εμείς 'που τον γεννήσαμεν και τον αγαπημένον +άνδρα της η πολύδωρη, φρόνιμη Πηνελόπη, +ως πρέπει, δεν ξεφώνησε 'ς την ύστερή του κλίνη, 295 +ουδέ τα μάτια του 'κλεισεν, ως των νεκρών αρμόζει. +και τώρα τούτο λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω, +ποιος είσαι; ποιο το γένος σου; πού η πόλις και οι γονείς σου; +πού μένει το καράβι σου, 'που σ' έφερ' εδώ πέρα +με τους λαμπρούς συντρόφους σου; μη τάχα εις ξένο πλοίο 300 +ήσο επιβάτης κ' έφυγαν εκείνοι αφού σε βγάλαν;» + +'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· +«Εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ τούτ' όλ' όσ' ερωτάς με· +του Αλύβαντ' είμαι κάτοικος, οπ' έχω το παλάτι· +του βασιλέ' Αφείδαντα του Πολυπημονίδη 305 +υιός είμαι, κ' Επήριτον με λέγουν, αλλ' η μοίρα +αθέλητον δω μ' έσπρωξεν από την Σικανία· +και το καράβι μ' άφησα μακράν από την πόλι. +ο πέμπτος χρόνος έκλεισεν απ' ότ' ο Οδυσσέας +πέρασε απ' την πατρίδα μου· καλότυχα του αμοίρου, 310 +δεξιά, φανήκαν τα πουλιά, καθώς αναχωρούσε. +ώστε και με περίχαρη ψυχή τον προβοδούσα +κ' έφευγε κείνος με χαρά' κ' ελπίδ' είχαμε πάλι +να σμίξουμε και με λαμπρά να φιλευθούμε δώρα». + +Είπε, τον άλλον σκέπασεν η σκοτεινιά του πόνου, 315 +με τα δυο χέρια φούκτωσε της γης το μαύρο χώμα, +και το 'χυσε, με βογγητούς, 'ς την άσπρη κεφαλή του. +κείνου ραΐζετο η καρδιά, και 'ς το ρουθούν' η πίκρα +του ξέσπασ' ήδη, ως κύτταζε τον ποθητόν πατέρα. +εχύθηκε, 'ς την αγκαλιά τον έσφιξε και του 'πε· 320 +«Εγώ 'μαι αυτός, 'που αναζητείς, ιδού, πατέρα, εμπρός σου· +τον χρόνον έφθασα εικοστόν 'ς την γην την πατρική μου. +αλλά παύσε τα κλάϋματα και το παράπονό σου, +ν' ακούσης ό,τι θα σου ειπώ· πολύ μας βιάζ' η ανάγκη· +'ς τα δώματά μας φόνευσα τους ασεβείς μνηστήραις, 325 +και τ' άπρεπα εκδικήθηκα και απάνθρωπά τους έργα». + +Και προς αυτόν απάντησι τότ' έδωκε ο Λαέρτης· +«Αν ο Οδυσσέας έφθασες, τωόντι, το παιδί μου, +κάποιο σημάδι φανερόν ειπέ μου να πιστεύσω». + +'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· 330 +«Και πρώτα ιδέ το λάβωμα συ με τους οφθαλμούς σου, +'που μώκαμε 'ς τον Παρνασό με λευκό δόντι χοίρος, +και συ, πατέρα, μ' έστειλες κ' η σεβαστή μητέρα +εις τον Αυτόλυκον, καλόν πατέρα της μητρός μου, +να λάβω τα χαρίσματα, 'που μου 'χε τάξει ότ' ήλθε. 335 +τώρα τα δένδρα θα σου ειπώ μες το καλό κηπάρι, +όσ' άλλοτε μου χάρισες κ' εγώ σου τα ζητούσα, +μικρό παιδί κατόπι σου 'ς τον κήπο· κ' ένα ένα, +ανάμεσα ως διαβαίναμε, τα ονόματά τους είπες. +τότε απιδιαίς δέκα και τρεις, δέκα μηλιαίς ακόμη, 340 +συκαίς σαράντα μου 'δωκες· και, χάρισμά μου πάλι, +πεντήκοντα μου ωνόμασες αράδαις, πολυτρύγων +κλημάτων, και παντοειδή σταφύλια φέρουν όλαις, +αν ζωογόναις άνωθε ταις ώραις στείλη ο Δίας». + +Είπε· κείνου τα γόνατα κοπήκαν κ' η καρδία, 345 +άμα του είπε ασάλευτα γνωρίσματ’ ο Οδυσσέας, +και το παιδί του αγκάλιασε· και, ως ολιγοψυχούσε, +'ς την αγκαλιά τον έλαβεν ο θείος Οδυσσέας. +και, ως πήρε ανάσα και η ψυχή 'ς τα στήθη του εσυνάχθη, +το στόμα πάλιν άνοιξε και προς εκείνον είπε· 350 +«Δία πατέρ', είσθε θεοί 'ς τον Όλυμπον ακόμη, +αν ήδη την ασέβεια πλέρωσαν οι μνηστήρες, +αλλά φοβούμαι τρομερά μη των Ιθακησίων +το πλήθος όλ' ορμήση εδώ, και στείλουν εις ταις χώραις +των Κεφαλλήνων είδησι, 'ς αυτούς βοηθοί να δράμουν». 355 + +'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· +«Θάρρου· ως προς τούτο παντελώς ας μη φροντίση ο νους σου· +'ς το σπίτι τώρ' ας έμπουμε, 'πού 'ναι σιμά 'ς τον κήπο· +κει πρώτα τον Τηλέμαχον και ομού τον χοιροτρόφον +και τον βουκόλον έστειλα, τα γεύμα να ετοιμάσουν». 360 + +Αυτά 'πε, κ' εξεκίνησαν, και, ως έφθασαν 'ς τα ωραία +δώματα, τον Τηλέμαχον και ομού τον χοιροτρόφον +και τον βουκόλον εύρηκαν, 'που κρέατ' ελιανίζαν +πάμπολλα και το φλογερό, κρασί τους συγκερνούσαν. +ωστόσο μες το σπίτι του τον ήρωα Λαέρτη 365 +έλουσε η γραία Σικελή, τον άλειψε και ωραίαν +χλαίναν τον περιέβαλε· κ' ήλθε η Αθηνά σιμά του +και του ποιμένα των λαών μεγάλυνε τα μέλη, +ώστε υψηλότερος πολύ, τρανώτερος εφάνη· +και, απ' τον λουτήρα ως έβγαινε, τον θαύμαζ' ο υιός του, 370 +άμα τον είδε 'ς την μορφήν όμοιον των αθανάτων, +και κείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα· +«Πατέρα, κάποιος των θεών, θαρρώ, των αιωνίων +'ς τ' ανάστημά σου, εις την ειδή, λάμψιν εχάρισ' άλλην». + +Και προς αυτόν απάντησεν ο συνετός Λαέρτης· 375 +«Δία πατέρα, και Αθηνά, και Απόλλων·, αχ! με κείνο +το στήθος, 'πού 'χα ότ' έρριξα τους πύργους της Νηρίκου. +'ς άκρη θαλάσσης, αρχηγός εγώ των Κεφαλλήνων, +να ήμουν χθες 'ς το σπίτι μας κοντά σου αρματωμένος, +πολεμιστής και τιμωρός των ασεβών μνηστήρων, 380 +θα 'βλεπες πόσων απ' αυτούς τα γόνατα να λύω +αρκετός ήμουν, και χαρά θα λάμβανε η ψυχή σου». + +Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους· +και άμ' απ' τον κόπον έπαυσαν κ' ετοίμασαν το γεύμα, +εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά, καθίσαν όλοι αράδα. 385 +και ως άπλοναν 'ς το φαγητόν, έφθασεν ο Δολίος, +ο γέρος, με τα τέκνα του, και από τα έργα εγέρναν +κοπιασμένοι, ότ' είχε βγη να τους καλέσ' η γραία +μητέρα τους η Σικελή, 'που αυτούς είχε αναστήσει, +και τώρα τον Δολίον της γεροκομούσε, ως πρέπει. 390 +και κείνοι, άμ' είδαν κ' ένοιωσαν ευθύς τον Οδυσσέα, +εσταθήκαν, κ' εθαύμαζαν, 'ς το δώμα· τότε κείνος +με λόγια γλυκομίλητα 'ς αυτούς εστάθη κ' είπε· +«Γέρε, 'ς το γεύμα κάθισε· μην απορείτε πλέον· +απ' ώραν πολλήν πρόθυμα τα χέρια 'ς το φαγί μας 395 +θάχαμε απλώσει· μόνον σεις να ελθήτ' εκαρτερούμε». + +Είπε, και ο γέρος μ' ανοικταίς του 'χύθη επάνω αγκάλαις, +κ' έσφιξε, κατεφίλησε, το χέρι του Οδυσσέα, +και κείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα· +«Μας ήλθες περιπόθητος, ω πολυαγαπημένε, 400 +ανέλπιστος μας έφθασες· μόν' οι θεοί σε φέραν· +γειά σου, χαρά σου, κ' οι θεοί να σε τρισευλογήσουν. +και τώρα τούτο λέγε μου μ' αλήθεια να γνωρίσω, +η Πηνελόπ' η φρόνιμη τάχ' έμαθεν ότ' ήλθες +εις την πατρίδα, ή μηνυτήν ευθύς να στείλω εκείνης;» 405 + +'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· +«Ω γέροντ', ήδη το 'μαθε· φροντίδα σου δεν είναι». + +Είπε και κείνος κάθισε 'ς το στιλβωτό θρονί του. +ομοίως εχαιρέτησαν τον θείον Οδυσσέα +και του Δολίου τα παιδιά και του 'σφίγγαν τα χέρια, 410 +και 'ς τον πατέρα των σιμά κάθισαν, τον Δολίον. + +Κ' ενώ κείνοι γευμάτιζαν 'ς το δώμα καθισμένοι, +'ς την πόλιν όλην γρήγορα μηνύτρα βγήκε η φήμη +κ' έλεγε, θάνατος φρικτός πως ηύρε τους μνηστήραις. +κ' έρχονταν όλοι ως τ' άκουσαν, ένας κατόπι τ' άλλου, 415 +με πολλούς θρήνους έμπροσθε 'ς το δώμα του Οδυσσέα. +τους νεκρούς βγάζαν κ' έθαπτε καθείς τον ιδικόν του· +και αυτούς, οπ' ήσαν απ' αλλού, τους θέσαν εις τα πλοία, +κ' οι ναύταις 'ς την πατρίδα του καθέναν επεράσαν. +κατόπι προς την αγοράν περίλυποι εβαδίζαν· 420 +και, άμ' όλοι αυτού συνάχθηκαν και ομού συναθροισθήκαν, +ο Ευπείθης εις το μέσο τους σηκώθη να ομιλήση· +πόνος τον έσφαζε δριμύς του τέκνου του Αντινόου, +'που πρώτον εθανάτωσεν ο θείος Οδυσσέας· +γι' αυτόν τότε δακρύζοντας ωμίλησέ τους κ' είπε· 425 +«Μέγα κακό των Αχαιών εργάσθη, ω φίλοι, εκείνος· +πολλούς και ανδρείους άλλοτε μες τα καράβια πήρε, +και τα καράβι' αφάνισε και αφάνισε και κείνους· +και τώρ' άμ' ήλθε φόνευσε τους πρώτους Κεφαλλήναις· +ελάτε τώρ' ας τρέξουμε πριν φύγη αυτός 'ς την Πύλο, 430 +ή 'ς την αγίαν Ήλιδα των Επειών την χώρα. +ας πάμε, ειδέ μή θα 'χουμεν αιωνίαν καταισχύνη· +ότι θα μας καταρασθούν κ' οι απόγονοι, αν ακούσουν +'που των παιδιών μας τους φονείς και των αυταδελφών μας +εμείς δεν τιμωρήσαμεν· για με χάρι δεν έχει 435 +όμοια ζωή· και προτιμώ να ευρώ τους πεθαμένους. +πηγαίνουμε, μη 'ς την στερηά να βγουν προφθάσουν κείνοι». + +Αυτά 'πε και όλ' οι Αχαιοί 'ς το κλάμμα του επονούσαν. +'ς αυτούς ο θείος αοιδός και ο Μέδοντας τότ' ήλθαν +από τα οδύσσεια δώματα, την κλίνην άμ' αφήσαν· 440 +και, ως έμπροσθέν τους στήθηκαν, απόρησε καθένας. +ο συνετός ο Μέδοντας τότ' είπε προς εκείνους· +«Ακούτε μ', Ιθακήσιοι· χωρίς των αθανάτων +την θέλησι δεν έγειναν τα έργα του Οδυσσέα· +άφθαρτον είδα εγώ θεόν εις το πλευρό να μένη 445 +του Οδυσσέα, και ώμοιαζε τον Μέντορα 'ς την όψι. +κείνος ο αθάνατος θεός πότε τον Οδυσσέα +θάρρευ' εμπρός του φανερός, και πότε τους μνηστήραις +'ς το μέγαρο ετρικύμιζε, κ' εκείνοι έπεφταν όλοι». + +Αυτά 'πε, και όλων έπιασε τα μέλη αχνή τρομάρα. 450 +και ο Μαστορίδης άρχισεν ο ήρως Αλιθέρσης, +γέρος, 'που μόνος έβλεπε τα εμπρός και τα κατόπι· +εκείνος τότε ωμίλησε με καλήν γνώμη κ' είπε· +«Δόστε, Ιθακήσιοι, προσοχήν εις ό,τι θα σας είπω· +ω φίλοι, απ' την δειλία σας τούτ' όλα εγεννηθήκαν· 455 +χαμένα εγώ και ο Μέντορας, ποιμένας των ανθρώπων, +να παύσετε σας λέγαμεν από τ' ανόητ' έργα +τα τέκνα σας, 'που φοβερόν ασέβημα ετολμούσαν, +ενώ τα κτήματ' έφθειραν και την γυναίκα υβρίζαν +ανδρός μεγάλου, κ' έλεγαν 'που αυτός δεν θα 'λθη πλέον. 460 +και τώρα ιδού τι να γενή, τους λόγους μ' αν δεχθήτε· +να μη πηγαίνουμε, κακό μην έλθη ζητημένο». + +Αυτά 'πε και με αλαλαγμούς τότε οι μισοί και πλέον +Σηκωθήκαν^ οι επίλοιποι συναθροισμένοι εμείναν, +του γέρου ενώ δεν έστεργαν τον λόγον, και του Ευπείθη 465 +επείθονταν· και παρευθύς 'ς τ' άρματα ωρμήσαν όλοι· +και, άμα με τον θαμπωτικόν χαλκόν το σώμα εζώσαν, +'ς την πόλι την πλατύχωρην εμπρός εσυναχθήκαν· +ήταν ο Ευπείθης αρχηγός, 'ς την άκρα του μωρία· +νόμιζε αυτός να εκδικηθή τον φόνο του παιδιού του, 470 +αλλ' έμελλε να πέση αυτός και πλειά να μη γυρίση. + +Τότ' έλεγεν η 'Αθηνά προς τον Κρονίδη Δία· +«Κρονίδη, ω πατέρα μας, πρώτε των βασιλέων, +'ς το ερώτημά μου απάντησε· τι μέσα ο νους σου κρύβει; +εις του πολέμου τα κακά, 'ς το αίμα, θα τους σπρώχνης 475 +ή μεταξύ τους βούλεσαι να στήσης την αγάπη;» + +Και ο Δίας της απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης· +«Ω τέκνο μου, τι μ' ερωτάς 'ς αυτά και μ' εξετάζεις; +δεν είσαι συ 'που σκέφθηκες η ίδια, να γυρίση +ο Οδυσσέας και απ' αυτούς εκδίκησι να πάρη; 480 +πράξε όπως θέλεις· και θα ειπώ κείν' οπού τώρ' αρμόζει. +αφού τους εκδικήθηκεν ο θείος Οδυσσέας, +ας γείνουν όρκοι στερεοί, να βασιλεύη εκείνος, +κ' εμείς τον φόνο των παιδιών και των αυταδελφών των +ας σβύσουμε από ταις καρδιαίς, ως πρώτα ν' αγαπώνται, 485 +και πλούτη ας έχουν άφθονα και ατάραχην ειρήνη». + +Είπε και θάρρος έβαλε 'ς την πρόθυμην Αθήνη, +κ' η θεά 'χύθη απ' ταις κορφαίς του Ολύμπου και κατέβη. + +Και αφού κείνοι την όρεξι του γλυκού σίτου εσβύσαν, +τους είπεν ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας· 490 +«Ας προβή κάποιος να ιδή μην έφθασε το πλήθος». +Τον άκουσε κ' εβγήκ' ευθύς το τέκνο του Δολίου, +εις το κατώφλι στάθηκε κ' είδε σιμά το πλήθος, +και του Οδυσσέα φώναζε με λόγια πτερωμένα· +«Έφθασαν, ήδ' είναι σιμά· καιρός ν' αρματωθούμε». 495 + +Είπε και τ' όπλα εζώσθηκαν, εκείνοι του Οδυσσέα +οι τρεις και αυτός, και ομού τα έξ' αγόρια του Δολίου· +τότ' ο Λαέρτης ζώσθηκε τα όπλα και ο Δολίος. +ασπρόμαλλοι πολεμισταίς, ως το καλούσ' η ανάγκη. +και τ' άρματ' αφού ζώσθηκαν, οπ' έλαμπαν, ανοίξαν 500 +την θύρα κ' εξεκίνησαν κατόπιν του Οδυσσέα. + +Η Αθήνη, κόρη του Διός, 'ς το πλάγι τους εφάνη, +εις το κορμί, και 'ς την φωνή, του Μέντορ' όλη ομοία. +εχάρηκε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας. +άμα την είδε, κ' είπ' ευθύς του αγαπητού παιδιού του· 505 +«Τηλέμαχ', ήδη αυτό θα ιδής, τώρ' ότε θα 'μπης πρώτα +οπού 'ς την μάχη των ανδρών τα παλληκάρια δείχνουν, +αισχύνην να μη φέρης συ 'ς το γένος των πατέρων, +οπού 'ς της γης τα πέρατα φημίζεται γενναίο». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε· 510 +«Αν θέλης, τώρα θέλ' ιδής, γλυκέ πατέρ', αν μέλλει +τούτ' η ψυχή 'ς το γένος σου να φέρη καταισχύνη». + +Αυτά πε, και περίχαρος εφώναξ' ο Λαέρτης· +«Ποιάν είδα ημέραν, ω καλοί θεοί μου! αναγαλλιάζω· +υιός μου τώρα κ' εγγονός έχουν άγων' ανδρείας». 515 + +Πλησίασε και του 'λεγεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη· +«Αρκεισιάδη, φίλε μου και πολυαγαπημένε, +συ της γλαυκόμματης θεάς και του Διός ευχήσου, +και τίναξε και ακόντισε το μακρυό κοντάρι». + +Είπε και ανδρειά τον γέμισε τότε η Παλλάδ' Αθήνη· 520 +και, άμ' ευχήθη 'ς του Διός την κόρη, του μεγάλου, +ετίναξε και ακόντισε το μακρυό κοντάρι· +και τον Ευπείθη κτύπησε 'ς το χάλκινό του κράνος· +τ' ακόντι αυτό δεν κράτησε, και αντίκρυ βγήκ' η λόγχη· +εκείνος χάμ' εβρόντησε κ' ηχήσαν τ' άρματά του. 525 +τότ' ο Οδυσσέας ο λαμπρός υιός του 'ς τους προμάχους +πέσαν κ' εκτύπαν με σπαθιά και δίστομα μαχαίρια, +και όλους θα τους ξολόθρευαν, κανείς να μη γυρίση, +αλλ' η Αθήνη, του Διός αιγιδοφόρου η κόρη, +φοβερήν έσυρε φωνήν κ' εκράτησε τα πλήθη· 530 +«Ω Ιθακήσιοι, παύσατε τον φοβερόν αγώνα +ογλήγορα, και αναίμακτα να χωρισθήτε πλέον». + +Αυτά 'πε κείνη, κ' έπιασεν αυτούς αχνή τρομάρα· +έτρεμαν και απ' τα χέρια των έφυγαν τ' άρματά των +καθώς εφώναξε η θεά 'ς την γην επέφταν όλα, 535 +και προς την πόλιν έστρεψαν να σώσουν την ζωή των. +εβόησ' ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας, +μαζώχθηκεν, ως αετός εχύθ' υψηλοπέτης. +τον καπνοβόλον κεραυνόν τότ' έρριξε ο Κρονίδης, +κ' έπεσ' εμπρός εις την θεάν, κόρην φρικτού πατέρα. 540 +και του Οδυσσέα φώναξεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη· +«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, +στάσου, παύε τον πόλεμον, όμοιο κακόν εις όλους, +μη πέσης ήδη 'ς την οργή του βροντοφώνου Δία». + +Είπε· κ' υπάκουσεν αυτός και μέσα του εχαιρόνταν. 545 +κατόπι μ' όρκους στερεούς 'ς τα δύο μέρη αγάπην +έστησ' η Αθήνη, του Διός αιγιδοφόρου η κόρη, +εις το κορμί, και 'ς την φωνή, του Μέντορ' όλη ομοία. + + + +Τ Ε Λ Ο Σ + +Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν +ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορά προσφερόταν +συστηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η αρχαία ελληνική +σκέψη (Ιστορία, φιλοσοφία, ποίηση, δράμα, δικανικός και πολιτικός +λόγος) σε δημιουργικές μεταφορές της, από τους άριστους μεταφραστές +του τόπου, στην πιο σύγχρονη μορφή που πήρε εξελισσόμενο το γλωσσικό +της όργανο. Ο Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο +Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο +Θεόφραστος, ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ. προσφέρονται +και σήμερα, στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή, +Μωραϊτίδη, Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη, +Καζαντζάκη, Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως, +Τσοκόπουλου, Σιγούρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ, σε μια σύγχρονη σειρά +εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα που επίσης γίνεται για πρώτη φορά, +συστηματικά, στην Ελλάδα. + +ΟΔΥΣΣΕΙΑ Το πολυσύνθετο και πολυμερές έπος αυτό του Ομήρου διηγείται +την δεκάχρονη περιπλάνηση του Οδυσσέα, ύστερα από τον τρωικό πόλεμο, +επιστρέφοντας στην Ιθάκη. Οι πολιτισμοί, οι θρησκείες, η ιστορία, τα +ήθη των τότε λαών, καθώς και των μυθολογουμένων περιλαμβάνονται και +συμπλέκονται στην αριστουργηματική, περιπετειώδη αφήγηση. Η έμμετρη +μετάφραση, από τις κλασικές πια της νεοελληνικής γραμματολογίας, +έγινε από τον Ιάκωβο Πολυλά. + +Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΑΝΑΤΥΠΩΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ +ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ + +ΑΘΗΝΑΙ, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ 36 +ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΤΣΙΜΙΣΚΗ 61 + +ΤΙΜΗ Α' Β' Γ' Δ' ΤΟΜΟΙ +ΔΡΑΧΜΕΣ 40 + + + + + + +End of the Project Gutenberg EBook of Homer's Odyssey, Volume D, by Homer + +*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY, VOLUME D *** + +***** This file should be named 30616-0.txt or 30616-0.zip ***** +This and all associated files of various formats will be found in: + http://www.gutenberg.org/3/0/6/1/30616/ + +Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis + +Updated editions will replace the previous one--the old editions +will be renamed. + +Creating the works from public domain print editions means that no +one owns a United States copyright in these works, so the Foundation +(and you!) can copy and distribute it in the United States without +permission and without paying copyright royalties. Special rules, +set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to +copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to +protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project +Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you +charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you +do not charge anything for copies of this eBook, complying with the +rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose +such as creation of derivative works, reports, performances and +research. They may be modified and printed and given away--you may do +practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is +subject to the trademark license, especially commercial +redistribution. + + + +*** START: FULL LICENSE *** + +THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE +PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK + +To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free +distribution of electronic works, by using or distributing this work +(or any other work associated in any way with the phrase "Project +Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project +Gutenberg-tm License (available with this file or online at +http://gutenberg.org/license). + + +Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm +electronic works + +1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm +electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to +and accept all the terms of this license and intellectual property +(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all +the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy +all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession. +If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project +Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the +terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or +entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8. + +1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be +used on or associated in any way with an electronic work by people who +agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few +things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works +even without complying with the full terms of this agreement. See +paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project +Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement +and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic +works. See paragraph 1.E below. + +1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation" +or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project +Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the +collection are in the public domain in the United States. If an +individual work is in the public domain in the United States and you are +located in the United States, we do not claim a right to prevent you from +copying, distributing, performing, displaying or creating derivative +works based on the work as long as all references to Project Gutenberg +are removed. Of course, we hope that you will support the Project +Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by +freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of +this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with +the work. You can easily comply with the terms of this agreement by +keeping this work in the same format with its attached full Project +Gutenberg-tm License when you share it without charge with others. + +1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern +what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in +a constant state of change. If you are outside the United States, check +the laws of your country in addition to the terms of this agreement +before downloading, copying, displaying, performing, distributing or +creating derivative works based on this work or any other Project +Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning +the copyright status of any work in any country outside the United +States. + +1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg: + +1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate +access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently +whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the +phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project +Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed, +copied or distributed: + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + +1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived +from the public domain (does not contain a notice indicating that it is +posted with permission of the copyright holder), the work can be copied +and distributed to anyone in the United States without paying any fees +or charges. If you are redistributing or providing access to a work +with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the +work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1 +through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the +Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or +1.E.9. + +1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted +with the permission of the copyright holder, your use and distribution +must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional +terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked +to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the +permission of the copyright holder found at the beginning of this work. + +1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm +License terms from this work, or any files containing a part of this +work or any other work associated with Project Gutenberg-tm. + +1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this +electronic work, or any part of this electronic work, without +prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with +active links or immediate access to the full terms of the Project +Gutenberg-tm License. + +1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary, +compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any +word processing or hypertext form. However, if you provide access to or +distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than +"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version +posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org), +you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a +copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon +request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other +form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm +License as specified in paragraph 1.E.1. + +1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying, +performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works +unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9. + +1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing +access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided +that + +- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from + the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method + you already use to calculate your applicable taxes. The fee is + owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he + has agreed to donate royalties under this paragraph to the + Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments + must be paid within 60 days following each date on which you + prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax + returns. Royalty payments should be clearly marked as such and + sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the + address specified in Section 4, "Information about donations to + the Project Gutenberg Literary Archive Foundation." + +- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies + you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he + does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm + License. You must require such a user to return or + destroy all copies of the works possessed in a physical medium + and discontinue all use of and all access to other copies of + Project Gutenberg-tm works. + +- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any + money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the + electronic work is discovered and reported to you within 90 days + of receipt of the work. + +- You comply with all other terms of this agreement for free + distribution of Project Gutenberg-tm works. + +1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm +electronic work or group of works on different terms than are set +forth in this agreement, you must obtain permission in writing from +both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael +Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the +Foundation as set forth in Section 3 below. + +1.F. + +1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable +effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread +public domain works in creating the Project Gutenberg-tm +collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic +works, and the medium on which they may be stored, may contain +"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or +corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual +property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a +computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by +your equipment. + +1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right +of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project +Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project +Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all +liability to you for damages, costs and expenses, including legal +fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT +LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE +PROVIDED IN PARAGRAPH F3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE +TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE +LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR +INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH +DAMAGE. + +1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a +defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can +receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a +written explanation to the person you received the work from. If you +received the work on a physical medium, you must return the medium with +your written explanation. The person or entity that provided you with +the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a +refund. If you received the work electronically, the person or entity +providing it to you may choose to give you a second opportunity to +receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy +is also defective, you may demand a refund in writing without further +opportunities to fix the problem. + +1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth +in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER +WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO +WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE. + +1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied +warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages. +If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the +law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be +interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by +the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any +provision of this agreement shall not void the remaining provisions. + +1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the +trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone +providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance +with this agreement, and any volunteers associated with the production, +promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works, +harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees, +that arise directly or indirectly from any of the following which you do +or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm +work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any +Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause. + + +Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm + +Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of +electronic works in formats readable by the widest variety of computers +including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists +because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from +people in all walks of life. + +Volunteers and financial support to provide volunteers with the +assistance they need, are critical to reaching Project Gutenberg-tm's +goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will +remain freely available for generations to come. In 2001, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure +and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations. +To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation +and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4 +and the Foundation web page at http://www.pglaf.org. + + +Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive +Foundation + +The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit +501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the +state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal +Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification +number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at +http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent +permitted by U.S. federal laws and your state's laws. + +The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S. +Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered +throughout numerous locations. Its business office is located at +809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email +business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact +information can be found at the Foundation's web site and official +page at http://pglaf.org + +For additional contact information: + Dr. Gregory B. Newby + Chief Executive and Director + gbnewby@pglaf.org + + +Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation + +Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide +spread public support and donations to carry out its mission of +increasing the number of public domain and licensed works that can be +freely distributed in machine readable form accessible by the widest +array of equipment including outdated equipment. Many small donations +($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt +status with the IRS. + +The Foundation is committed to complying with the laws regulating +charities and charitable donations in all 50 states of the United +States. Compliance requirements are not uniform and it takes a +considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up +with these requirements. We do not solicit donations in locations +where we have not received written confirmation of compliance. To +SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any +particular state visit http://pglaf.org + +While we cannot and do not solicit contributions from states where we +have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition +against accepting unsolicited donations from donors in such states who +approach us with offers to donate. + +International donations are gratefully accepted, but we cannot make +any statements concerning tax treatment of donations received from +outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff. + +Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation +methods and addresses. Donations are accepted in a number of other +ways including checks, online payments and credit card donations. +To donate, please visit: http://pglaf.org/donate + + +Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic +works. + +Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm +concept of a library of electronic works that could be freely shared +with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project +Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support. + + +Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed +editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S. +unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily +keep eBooks in compliance with any particular paper edition. + + +Most people start at our Web site which has the main PG search facility: + + http://www.gutenberg.org + +This Web site includes information about Project Gutenberg-tm, +including how to make donations to the Project Gutenberg Literary +Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to +subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks. diff --git a/old/20091206-30616-0.zip b/old/20091206-30616-0.zip Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..0823f7b --- /dev/null +++ b/old/20091206-30616-0.zip |
